ΚΟΥ Η
Α
Σ
ε ι ρ ά
Ξ
έ ν η ς
Λ
ο
γ ο
τ
ε χ
ν
ϊ α
ς
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ: ΕΙΝΑΙ Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ.
Ή «μικρή» καί ή «μεγάλη». Τή μικρή τήν κερδίζουμε δλοι, λίγο-πολύ, στή μνήμη αυτών πού μας αγάπησαν. Τή μεγάλη τήν αξιώνονται εκείνοι πού διαβαίνουν τό δριο τής φήμης, άλλά καί κάποιοι γύρω τους. ’Έρωτας παρακίνησε τήν Μπεττίνα Μπρεντάνο νά γράφει ερωτικά γράμματα στόν Γκαίτε; ’Όχι. Πέρα άπό τόν έρωτα, ήταν ή έπιθυμία τής μεγάλης άθανασίας. Γιά χάρη της διαπληκτίσθηκε μέ τή Χριστιάνε Γκαιτε, γιά χάρη της είδε τά γυα λιά της νά θρυμματίζονται σέ χίλια κομμάτια. Ή Λώρα κρυβόταν πίσω άπό τά μαύρα της γυαλιά, κι δταν τά είδε συντρίμμια από τά χέρια τής άδελφής της, κατάλαβε δτι τό ερωτικό της παιχνίδι ήταν πιό διάφανο άπό δσο νόμιζε. Καί ή Άνιές; Ή φυγή ήταν θεμελιακό·στοιχείο τής ζωής της. Σέ δλες τίς παιδικές της φαντασιώσεις ετρεχε καί κάποιος τήν καταδίωκε: ή μικρή καί, υποτίθεται, άδύναμη άδελφή, ή μητέρα της, ή άγάπη του πατέρα, ό πιστός καί ισοπεδωμένος Πώλ... Ό Ροϋμπενς; ’Ά, ό Ροϋμπενς είναι μιά ιστορία μέσα στήν ιστορία, καί ό άπρόβλεπτος καθηγητής Άβενάριος μοχλός δλου του μύθου.
παγορεύεται ή αναδημοσίευση, ή αναπαραγωγή καθώς καί ή όποιουδήποτε είδους διασκευή τοϋ παρόντος έργου.
Σειρά —ενης Λογοτεχνίας ΙΙρώ τη έκδοτη: Ιί)(,)1 Δεκζτη τέταρτη έκδοτη: Φεβρουάριος ;30()i)
Τίτλος ” ρ(οτοτυ"ου: Nesmrelnost © Milan K undera ί ί)'.)()
Σχεοιασαός εξ(υφυλλου: (I>toxio)v Κοττανάρτ,ς AiozikoTr: Ερρίκος Σοφράς
Στοιχειοθεσία:
· Γεωργακοτ;ουλου - .‘V, (-)(οααΐοη & Σ ’7
Φωτογραφιστ, μοντάζ: 'Αφοί Πίνα Έ κ τύ -ω τ/;: Γραφικές Τέχνες «Corfu» Έ κ τυ ~ω σ Ύ ( έςοχφύλλου: Λ. Μώλ & Γιος
Πι^λιοοεσία: Λ. ΙΙετρέλης & Γιος Jί 11>Λ I ί ) I !12ΛΚΙ( > \ Τ Ι Ι Σ « Κ Σ Τ Ι Λ Σ » Ι.Λ. Κ Ο Λ Λ Λ Ι Ό Γ & Σ Ι Λ Σ Λ. Κ.
Ivjpi“ ioo’j 8 ;ι - 1()Γ> Γ>,Ί Αθήνα info@ hestia.gr · www.hestia.gr ISBN 960-05-0332-Χ
Περιεχόμενα ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:
Τό πρόσωπο
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ' Η μ ε ρ ο ς ΤΡΙΤΟ:
Ό
ά θ α ν α σ ία ά γώ νας
..............................................................
9
................................................................
59
................ ....................................................
109
Οί αδελφές ~ Τά μαύρα γυαλιά ~ Τό σώμα ~ ' Η πρόσθεση καί ή άφαίρεση ~ 'Η γυναίκα μεγαλύτερη άπό τόν άντρα, ό άντρας μεγαλύτερος άπό τή γυναίκα ~ Ή ένδεκάτη εντολή ~ 'Η εικονολογία ~ Ό πνευματώδης σύμμαχος τοϋ κάθε νεκροθάφτη του ~ ' Ο σκέτος γάιδαρος ~ ' Η γάτα ~ Ή κίνηση διαμαρτυρίας κατά τών παραβιάσεων τών άνθρωπίνων δικαιωμάτων ~ Τό νά είναι κανείς άπόλυτα σύγχρονος ~ Τό νά είναι κανείς θύμα τής δόξας του ~ Ό άγώνας ~ Ό καθηγητής Ά βενάριος ~ Τό κορμί ~ 'Η χειρονομία τής επιθυμίας γιά άθανασία ~ Τό διφορούμενο ~ Ή μάντις ~ Ή αύτοκτονία ~ Τά μαύρα γυαλιά ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ: ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
Homo sentimentalis ............................................. Τό τυχαίο ...................................................................... ' Η πλάκα τοϋ ρολογιού ............................. ' Ο εορτασμός .......................................... ..
225 265 325 397
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τό π ρ ό σ ω π ο
1 Η ΚΥΡΙΑ θά μπορούσε νά είναι εξήντα, εξήντα πέντε χρόνων. Τήν κοίταζα άπό τήν ξαπλώστρα μου, μπροστά στήν πισίνα ενός γυμναστηρίου στό τελευταίο πάτωμα ενός μοντέρνου κτιρίου ά π’ όπου, μέσα άπό τεράστια γυάλινα κοιλώματα, βλέπεις ολό κληρο τό Παρίσι. Περίμενα τόν καθηγητή Ά βενά ριο, μέ τόν όποιο δίνω ραντεβού έδώ άπό καιρό σέ καιρό γιά νά συζητήσου με περί άνέμων καί ύδάτων. Ά λ λ ά ό καθηγητής Ά βενάριος δέν ερχόταν καί κοίταζα τήν Κυρία* μόνη μέσα στήν πισίνα, βουτηγ μένη στό νερό ώς τή μέση, είχε καρφωμένα τά μάτια στόν νεαρό δάσκαλο τής κολύμβησης, ό όποιος, όρθιος άπό πάνω της μέ τό μπουρνούζι, τής μάθαινε κολύμπι. Ακολουθώντας τίς εντολές του, στηρίχτηκε στό χείλος τής πισίνας γιά νά εισπνεύσει καί νά έκπνεύσει βαθιά. Τό εκανε σοβαρά, μέ ζήλο, καί ήταν σά ν ’ άνέβαίνε άπό τά βάθη τών ύδάτων ή φωνή μιας γέρικης άτμομηχανής (αύτή ή ειδυλλιακή φωνή πού είναι σήμερα ξεχασμένη καί πού δέν μπορώ νά δώσω μιά ιδέα της σ ’ αύτούς πού δέν τήν γνώρισαν παρά μόνο άν τή συγκρίνω μέ τήν άνάσα μιας Κυρίας ήλικιωμένης πού εισπνέει καί εκπνέει στήν άκρη μιας πισίνας). Τήν κοίταζα μαγεμένος. *Η οξύτητα τοϋ κωμικού της στοιχείου μέ αιχμαλώτιζε (τό κωμικό αύτό, τό εισέπραττε έπίσης καί ό δάσκαλος τής κολύμβησης, γιατί οί άκρες τών χειλιών του μοϋ φαίνονταν νά τρέμουν σέ κάθε στιγμή), άλλά κάποιος μοϋ μίλησε καί άπέσπασε τήν προσοχή μου. Λίγο άργότερα, όταν θέλησα νά ξαναρχίσω νά τήν παρατηρώ, τό μάθημα εΐχε τελειώσει. ’Έφευγε μέ τό μαγιό κατά μήκος τής πισίνας καί όταν πιά είχε ξεπεράσει πέντ’ εξι μέτρα τόν δάσκαλο τής κολύμβησης, γύρισε τό κεφάλι πρός τό μέρος του, χαμογέλασε, καί τοϋ εγνεψε μέ τό χέρι. 'Η καρδιά μου σφίχτηκε. Αύτό τό χαμόγελο, αύτή ή κίνηση, ήσαν μιας γυναίκας είκοσι χρόνων! Τό χέρι της είχε φτερουγίσει μέ 11
μιά ύπέροχη ελαφρότητα. ΤΗταν σάν, παίζοντας, νά εΐχε εκσφεν δονίσει στόν εραστή της ενα πολύχρωμο μπαλόνι. Αύτό τό χαμόγελο κι αύτό τό νεύμα ήσαν γεμάτα χάρη, ενώ τό πρόσωπο καί τό σώμα δέν τήν είχαν πιά. ΤΗταν ή χάρη μιας κίνησης πνιγμένης στό άχαρο τοϋ κορμιού. ’Αλλά ή γυναίκα, άκόμα κι άν επρεπε μάλλον νά ξέρει ότι δέν ήταν πιά όμορφη, τό ξέχασε έκείνη τή στιγμή. Μέ ενα ορισμένο κομμάτι τοϋ εαυτού μας, όλοι ζοϋμε πέρα άπό τό χρόνο. "Ισως δέν συνειδητοποιούμε κάν τήν ήλικία μας παρά μόνο σέ ορισμένες εξαιρετικές στιγμές, όντας τόν περισσότερο καιρό χωρίς ήλικία. Έ ν πάση περιπτώσει, τή στιγμή πού στράφηκε, χαμογέλασε καί έγνεψε μέ τό χέρι στό δάσκαλο τής κολύμβησης (πού δέν μπόρεσε πιά νά συγκρατηθει καί ξεκαρδίστηκε), δέν γνώριζε τίποτα γιά τήν ήλικία της. Χάρη στήν κίνηση αύτή, στό κλάσμα ενός δευτερολέπτου, μιά πεμ πτουσία τής γοητείας της, πού δέν έξαρτιόταν άπό τό χρόνο, άποκαλύφθηκε καί μ ’ άφησε έκθαμβο. ’Ή μουν παράξενα συγκινημένος. Καί ή λέξη ’Ανιές ξεπήδησε μέσα στό μυαλό μου. ’Ανιές. Ποτέ δέν γνώρισα γυναίκα μ ’ αύτό τό όνομα.
12
2 στό κρεβάτι, βυθισμένος σ ’ ενα γλυκό ϋπνο-ξύπνιο. Στίς έξι, άπό τό πρώτο καί ελαφρό ξύπνημα, άπλώνω τό χέρι στό μικρό τρανζίστορ πού είναι άκουμπισμένο κοντά στό μαξιλάρι μου καί πατάω τό κουμπί. ’Ακούω τίς πρωινές ειδήσεις, μόλις ξεχωρίζοντας τίς λέξεις, καί άποκοιμιέμαι πάλι, έτσι πού οί φράσεις πού άκούω μεταβάλλονται σέ όνειρα. Είναι ή ωραιότερη φάση τοϋ ύπνου, ή πιό ήδονική στιγμή τής ήμέρας: χάρη στό ραδιόφωνο, γεύομαι τίς διαρκείς άφυπνίσεις καί τίς στιγμές πού άποκοιμιέμαι πάλι; αύτή τήν ύπέροχη ταλάντευση μεταξύ εγρή γορσης καί ΰπνου, αύτή τήν κίνηση πού μόνη της μοϋ άφαιρεΐ κάθε διάθεση μετάνοιας πού γεννήθηκα. ’Ονειρεύομαι άραγε ή είμαι πραγματικά στήν όπερα, μπροστά σέ δυό ήθοποιούς ντυμέ νους ιππότες πού τραγουδούν τό μετεωρολογικό δελτίο; Πώς γίνεται καί δέν τραγουδούν τόν έρωτα; ’Έπειτα καταλαβαίνω ότι δέν πρόκειται γιά παρουσιαστές, δέν τραγουδούν πιά, άλλά διακόπτουν ό ένας τόν άλλο γιά νά χαριεντισθοϋν. «'Η ήμέρα θά εϊναι ζεστή, άναμένεται καύσων, θά έχει καταιγίδα», λέει ό πρώτος, τόν όποιο διακόπτει ό άλλος άκκιζόμενος: « ’Αδύνα τον!» Ό πρώτος άπαντάει στόν ι'διο τόνο: «Μά ναί, Μπερνάρ. Λυπάμαι, δέν έχουμε άλλη επιλογή. Κουράγιο!» 'Ο Μπερνάρ καγχάζει καί δηλώνει: « ’Ιδού ό κολασμός τών άμαρτιών μας». Καί ό πρώτος: «Γιατί Μπερνάρ θά έπρεπε νά ύποφέρω έγώ γιά τίς δικές σου άμαρτίες;» Τότε ό Μπερνάρ γελάει μέ τήν καρδιά του γιά νά ύπογραμμίσει δεόντως στούς άκροατές περί ποίας άμαρτίας πρόκειται, καί τόν καταλαβαίνω: δέν ύπάρχει παρά ένα πράγμα πού έπιθυμοϋμε όλοι βαθύτατα: νά μάς θεωρεί ολόκληρος ό κόσμος μεγάλους άμαρτωλούς! Νά συγκρίνονται οί άκολασίες μας μέ τίς μπόρες, μέ τίς καταιγίδες, μέ τούς τυφώνες! ’Ανοίγοντας σήμερα μιά ομπρέλα πάνω άπό τό κεφάλι του, κάθε Γάλλος
Β ρ ίσ κ ο μ α ι
13
νά σκέπτεται τό διφορούμενο γέλιο τοϋ Μπερνάρ και να τ ο ν φθονεί. Γυρίζω τό κουμπί, ελπίζοντας νά αποκοιμηθώ καί π ά λ ι συντροφιά μέ εικόνες πιό απρόσμενες. Στόν διπλανό σταθμό, μιά γυναικεία φωνή άναγγέλλει ότι ή ήμέρα θά είναι ζεστή, αναμένε ται καύσων, μέ καταιγίδα, καί χαίρομαι γιατί στή Γαλλία έχουμε τόσους ραδιοφωνικούς σταθμούς καί γιατί όλοι, τήν ιδια στιγμή, λένε τά ιδια πράγματα. ' Ο εύτυχισμένος γάμος τής ομοιομορφίας καί τής ελευθερίας, τί θά μπορούσε καλύτερο νά εύχηθει ή άνθρωπότητα; ’Επιστρέφω λοιπόν στό σταθμό όπου ό Μπερνάρ έκανε επίδειξη τών αμαρτιών του* στή θέση του όμως μιά ανδρική φωνή ψάλλει έναν ύμνο στό τελευταίο μοντέλο τής Ρενώ, γυρίζω άκόμα τό κουμπί, μία χορωδία γυναικών εξυμνεί τίς γούνες μέ έκπτωση, ξαναγυρίζω στοϋ Μπερνάρ, ϊσα ίσα γιά νά άκούσω τίς τελευταίες στροφές τοϋ ύμνου στή Ρενώ, έπειτα ό ϊδιος ό Μπερνάρ ξαναπαίρνει τό λόγο. Μιμούμενος τή μελωδία πού μόλις έχει τελειώσει, μάς πληροφορεί μέ τραγουδιστή φωνή ότι μόλις έχει έκδοθεΐ μία βιογραφία τοϋ Χεμινγουαίη, ή εκατο στή εικοστή έβδομη, άλλά τή φορά αύτή είναι πραγματικά πολύ σημαντική, γιατί δείχνει ότι σέ όλη του τή ζωή ό Χεμινγουαίη δέν είπε οϋτε μιά λέξη πού νά ήταν άλήθεια. Παραφούσκωσε τόν άριθμό τών τραυμάτων του στόν πόλεμο, παρίστανε τόν μεγάλο καρδιοκατακτητή ένώ έχει άποδειχθεΐ ότι τόν Αύγουστο τοϋ 1944, κι έπειτα άπό τόν 9Ιούλιο τοϋ 1959, ήταν έντελώς άνίκανος. « ’Αδύνατον!» λέει ή γελαστή φωνή τοϋ άλλου, καί ό Μπερνάρ άπαντάει άκκιζόμενος: «Μά, ναί...» καί νά ’μαστέ πάλι όλοι πάνω στή σκηνή μιας όπερας, άκόμα καί ό Χεμινγουαίη ό άνίκανος είναι μαζί μας, καί μετά μιά φωνή πολύ σοβαρή άναφέρεται σέ μιά δίκη πού τίς τελευταίες εβδομάδες συγκίνησε όλη τή Γ αλλία: στή διάρκεια κάποιας άνώδυνης εγχείρησης, μιά άναισθησία πού δέν δόθηκε σωστά προκάλεσε τό θάνατο μιας άσθενοϋς. Κατά συνέπεια, ή οργάνωση πού είναι επιφορτισμένη μέ τήν προστασία τών «καταναλωτών», όπως μάς ονομάζει όλους, προτείνει νά κινηματογραφοϋνται στό μέλλον όλες οι χειρουργικές επεμβάσεις καί νά διατηρούνται οί ταινίες σ ε άργεΐα. Αύτός θά ήταν, κατά τήν οργάνωση «γιά τήν προστασία 14
τών καταναλωτών», ό μόνος τρόπος νά έγγυηθεΐ κανείς σ" ενα Γ άλλο πού πεθαίνει κάτω άπό τό νυστέρι, ότι θά πάρει δεόντως τήν εκδίκησή του μέ τή δικαιοσύνη. ’Έπειτα άποκοιμιέμαι ξανά. "Οταν ξύπνησα ήταν ήδη όκτώμισι ή ώρα σχεδόν* φαντάστη κα τήν Ά ν ιές. "Οπως κι έγώ, είναι ξαπλωμένη σ ’ ενα μεγάλο κρεβάτι. Ή δεξιά μεριά τοϋ κρεβατιού είναι άδεια. Ποιός είναι ό σύζυγος; Κατά τά φαινόμενα, κάποιος πού βγαίνει πολύ νωρίς τό Σάββατο. ΓΓ αύτό κι έκείνη είναι μόνη καί ταλαντεύεται ήδονι κά μεταξύ άφύπνισης καί ονειροπόλησης. ’Έπειτα σηκώνεται. ’ Απέναντι, πάνω σέ ενα μακρύ πόδι, ορθώνεται μιά τηλεόραση. Πετάει τό νυχτικό της, κι αύτό ξανασκεπάζει τήν οθόνη μ ’ ένα άσπρο κάλυμμα. Γιά πρώτη φορά τή βλέπω γυμνή, τήν Ά ν ιέ ς, τήν ήρωίδα τοϋ μυθιστορήματος μου. Στέκεται όρθια δίπλα στό κρεβάτι, είναι ώραία, δέν μπορώ νά τήν άφήσω άπό τά μάτια μου. Στό τέλος, σάν νά είχε άντιληφθεϊ τό βλέμμα μου, φεύγει στό διπλανό δωμάτιο καί ντύνεται. Ποιά είναι ή Ά νιές; "Οπως ή Εϋα βγήκε άπό μία πλευρά τοϋ Ά δάμ , όπως ή Αφροδίτη γεννήθηκε άπό τόν άφρό τών κυμάτων, ή Ά ν ιέ ς άναδύθηκε άπό μιά κίνηση τής έξηντάχρονης Κυρίας, τήν όποία είδα στήν άκρη τής πισίνας νά χαιρετάει μέ τό χέρι τό δάσκαλό της τής κολύμβησης καί πού τά χαρακτηριστικά της θολώνουν ήδη στή μνήμη μου. 'Η κίνησή της ξύπνησε τότε μέσα μου μιά άπέραντη, μιά άκατανόητη νοσταλγία, κι ή νοσταλγία αύτή γέννησε τό πρόσωπο στό όποιο έδωσα τό όνομα Ά νιές. Μήπως όμως ό άνθρωπος, κι ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο άκόμα περισσότερο, δέν προσδιορίζεται σάν ένα όν μοναδικό καί άμίμητο; Πώς είναι λοιπόν δυνατόν μιά χειρονομία πού παρατηρήθηκε σέ ένα πρόσωπο Α, αύτή ή χειρονομία πού άποτελοϋσε μ ’ εκείνο ένα σύνολο, πού τό χαρακτήριζε, πού έφτιαχνε τήν ιδιαίτερη χάρη του, νά είναι ταυτόχρονα καί ή πεμπτουσία ενός προσώπου Β καί όλης μου τής ονειροπόλησης πάνω σ 5 αύτό; ’Ιδού τί καλεΐ σ ’ ένα συλλογισμό: Ά ν ό πλανήτης μας έχει δει νά περνούν περίπου ογδόντα
δισεκατομμύρια ανθρώπινων όντων, είναι απίθανο τό καθένα άπό αύτά νά είχε τό προσωπικό του ρεπερτόριο χειρονομιών. ’ Αριθμητικώς είναι άδιανόητο. Κανένας δέν άμφιβάλλει ότι ύπήρξαν στόν κόσμο άσύγκριτα λιγότερες χειρονομίες άπό άτομα. Αύτό μάς οδηγεί σέ ενα συμπέρασμα συγκλονιστικό: μία χειρονομία είναι περισσότερο άτομική άπό ενα άτομο. Γιά νά τό πούμε σάν παροιμία: πολλοί οι άνθρωποι, λίγες οι χειρονομίες. Είπα στό πρώτο κεφάλαιο, μέ τήν εύκαιρία τής Κυρίας μέ τό μαγιό, ότι «στό κλάσμα ενός δευτερολέπτου, μιά πεμπτουσία τής χάρης της, πού δέν έξαρτιόταν άπό τό χρόνο, άποκαλύφθηκε καί μέ άφησε έκθαμβο». Ναί, ήταν αύτό πού τότε σκεπτόμουν, άλλά ξεγελάστηκα. Ή χειρονομία δέν άποκάλυψε καθόλου μία πεμ πτουσία τής Κυρίας, θά έπρεπε μάλλον νά πει κανείς ότι ή Κυρία μοϋ άποκάλυψε τή χάρη μιας χειρονομίας. Διότι δέν μπορούμε νά θεωρήσουμε μιά χειρονομία οϋτε ώς τήν ιδιοκτησία ενός άτόμου, οϋτε ώς τό δημιούργημά του (καθώς κανείς δέν είναι σέ θέση νά δημιουργήσει μιά χειρονομία προσωπική, εντελώς πρωτότυπη πού νά μήν άνήκει παρά σ ’ εκείνον), οϋτε κάν ώς τό όργανό του* τό άντίθετο είναι άλήθεια: είναι οί χειρονομίες πού μάς χρησιμοποιούν* είμαστε τά όργανά τους, οί μαριονέτες τους, οί ενσαρκώσεις τους. Ή ’Ανιές, πού ειχε τελειώσει τό ντύσιμό της, ετοιμαζόταν νά βγει. Στόν προθάλαμο στάθηκε μιά στιγμή γιά ν ’ άκούσει. "Ενας άόριστος θόρυβος στό διπλανό δωμάτιο φανέρωνε ότι ή κόρη της μόλις είχε σηκωθεί. Σάν γιά ν ’ άποφύγει νά τή συναντήσει, επιτάχυνε τό βήμα καί βιάστηκε νά άφήσει τό διαμέρισμα. Στόν άνελκυστήρα πάτησε τό κουμπί τοϋ ισογείου. ’Αντί νά ξεκινή σει, ό άνελκυστήρας χοροπήδησε σπασμωδικά, σάν άνθρωπος πού έχει πάθει τρομώδη παράλυση. Δέν ήταν ή πρώτη φορά πού οί διαθέσεις τοϋ μηχανήματος τήν ξάφνιαζαν. Πότε άνέβαινε όταν έκείνη ήθελε νά κατέβει, πότε άρνιόταν ν 5 άνοίξει τήν πόρτα του καί τήν κρατούσε φυλακισμένη μισή ώρα. Σάν νά ήθελε νά πιάσει κουβέντα, σάν νά ήθελε νά τής μεταδώσει κάτι επείγον μέ τά τραχιά του μέσα τοϋ μουγκού ζώου. Πολλές φορές ήδη είχε παραπονεθεΐ στή θυρωρό* έκείνη όμως, μιά καί ό 16
ανελκυστήρας συμπεριφερόταν σωστά μέ τούς άλλους ένοικιαστές, δέν έβλεπε, στήν έριδα άνάμεσα στήν Ά ν ιές καί σ ’ έκείνον, παρά μιά άπλή ιδιωτική ύπόθεση καί δέν τής έδινε καμιά σημασία. 'Η Ά ν ιέ ς χρειάστηκε νά βγει καί νά κατέβει μέ τά πόδια. Μόλις τόν άφησε, ό άνελκυστήρας ήρέμησε καί κατέβηκε κι αύτός μέ τή σειρά του. Τό Σάββατο ήταν ή πιό κουραστική ήμέρα. ' Ο Πώλ, ό άντρας της, έβγαινε πρίν άπό τίς επτά καί γευμάτιζε μ 5 ένα φίλο, ένώ έκείνη έπωφελεΐτο αύτής τής έλεύθερης ήμέρας γιά νά έκπληρώσει σειρά ύποχρεώσεων πολύ πιό κοπιαστικών άπό τή δουλειά της στό γραφείο: νά πάει στό ταχυδρομείο, νά ύπομείνει μισή ώρα στήν ούρά, νά κάνει τά ψώνια της στό σούπερ μάρκετ, νά άρπαχτεί μέ μιά πωλήτρια, νά χάσει χρόνο μπροστά στό ταμείο, νά τηλεφωνήσει στόν ύδραυλικό, νά τόν ικετεύσει νά περάσει σέ μιά ώρα ορισμένη γιά νά άποφύγει νά τόν περιμένει όλη μέρα. Ά νάμεσα σέ δύο επείγουσες έργασίες, προσπαθούσε νά βρει ένα λεπτό γιά τή σάουνα, όπου ποτέ δέν είχε τόν καιρό νά πάει μές στήν εβδομάδα, καί περνούσε τό τέλος τού άπογεύματος παλεύο ντας μέ τήν ήλεκτρική σκούπα καί μέ τό ξεσκονόπανο γιατί ή παραδουλεύτρα πού έρχόταν τήν Παρασκευή, παραμελούσε ολο ένα καί περισσότερο τή δουλειά της. ’Εκείνο τό Σάββατο, δμως, διέφερε άπό τά άλλα: ήταν ή πέμπτη έπέτειος τοϋ θανάτου τοϋ πατέρα της. Μία σκηνή τής ήρθε στό μυαλό: ό πατέρας της είναι καθισμένος, σκύβει πάνω σ& μιά στίβα άπό κουρελιασμένες φωτογραφίες καί ή άδελφή τής Ά ν ιέ ς φωνάζει: «Γιατί σχίζεις τίς φωτογραφίες τής μαμάς;» 'Η Ά ν ιές ύπερασπίζεται τόν πατέρα της καί οί δύο άδελφές φιλονι κούν, παρασυρμένες άπό ένα ξαφνικό μίσος. Μπήκε στό αύτοκίνητο της πού ήταν παρκαρισμένο μπροστά στό σπίτι.
17
3 τήν οδήγησε στόν τελευταίο όροφο ενός μοντέρνου κτιρίου όπου ήταν εγκατεστημένη ή λέσχη μέ γυμνα στήριο, πισίνα, γιακούζι, σάουνα καί θέα στό Παρίσι. Στά άποδυτήρια, τά μεγάφωνα σκορπούσαν μουσική ρόκ. Δέκα χρό νια νωρίτερα πού είχε κάνει ή Ά ν ιέ ς τήν έγγραφή της, τά μέλη ήσαν ολιγάριθμα καί τό περιβάλλον ήταν ήρεμο. ’Έπειτα, άπό χρόνο σέ χρόνο, ή λέσχη βελτιωνόταν: είχε όλο καί περισσότε ρο γυαλί, φώτα, ψεύτικα φυτά, μεγάφωνα, μουσική, όλο καί περισσότερους θαμώνες έπίσης, πού ό αριθμός τους διπλασιά στηκε κιόλας τήν ήμέρα πού αντικατοπτρίσθηκαν στούς τερά στιους καθρέφτες τούς οποίους ή διεύθυνση άποφάσισε νά τοποθετήσει σέ όλους τούς τοίχους τοϋ γυμναστηρίου. 'Η Ά ν ιέ ς άνοιξε τό ντουλάπι της κι άρχισε νά γδύνεται. Δίπλα, δυό γυναίκες φλυαρούσαν. Μέ άργή καί γλυκιά φωνή κοντράλτο, ή μία παραπονιόταν γιά κάποιο σύζυγο πού τά άφηνε όλα νά σέρνονται χάμω: τά βιβλία του, τίς κάλτσες του, τήν ιδια τήν πίπα του καί τά σπίρτα του. 'Η άλλη, μία σοπράνο, μιλούσε δυό φορές πιό γρήγορα* ό γαλλικός τρόπος νά άνεβαίνει μιά οκτάβα ή φωνή στό τέλος τής φράσης θύμιζε θυμωμένο κακάρισμα κότας: «Λοιπόν τώρα, μέ άπογοητεύεις! Μέ κάνεις νά στενοχωριέμαι. Δέν είναι δυνατόν! Δέν μπορεΐ νά τό κάνει αύτό! Δέν είναι δυνατόν! Είσαι στό σπίτι σου! ’Έ χεις δικαιώματα!» Ή άλλη, σάν νά ήταν κομμένη στά δύο άνάμεσα σέ μιά φίλη τής οπαίας άναγνώριζε τήν αύθεντία καί σ ’ έναν άντρα πού άγαποϋ σε, εξηγούσε μελαγχολικά: «Τί τά θέλεις; Είναι ό χαρακτήρας του. Πάντα έτσι ήταν. Πάντοτε άφηνε τά πράγματα νά σέρνονται στό πάτωμα. — Έ καλά, νά σταματήσει! Είσαι στό σπίτι σου! ’Έ χεις δικαιώματα! Έγώ ποτέ μου δέν θά μπορούσα νά τόν άνεχθώ».
Ε ν α ς ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑΣ
18
'Η Ά ν ιέ ς δέν έπαιρνε μέρος σέ τέτοιου είδους συζητήσεις* ποτέ δέν κακολογούσε τόν Πώλ, παρ’ δλο πού ήξερε δτι αύτό τήν αποξένωνε λιγάκι άπό τίς άλλες γυναίκες. ’Έστρεψε τό κεφάλι πρός τήν τσιριχτή φωνή: ήταν μιά πολύ νέα κοπέλα μέ άνοιχτόχρωμα μαλλιά κι ένα πρόσωπο άγγέλου. « Ά , όχι. Οϋτε συζήτηση! Έ χεις τό δικαίωμα! Μήν τόν άφήνεις νά σέ κάνει δ,τι θέλει!» συνέχισε ό άγγελος, καί ή Ά ν ιέ ς κατάλαβε δτι τά λόγια της συνοδεύονταν άπό κοφτές καί γρήγορες κινήσεις τής κεφαλής, άπό δεξιά πρός τ 5 άριστερά, άπό άριστερά πρός τά δεξιά, ενώ οι ώμοι καί τά φρύδια ύψώνονταν σάν γιά νά φανερώσουν οργισμένη έκπληξη στήν ιδέα δτι κάποιος μπόρεσε νά παραγνωρίσει τά άνθρώπινα δικαιώματα τής φίλης της. 'Η Ά ν ιέ ς τή γνώριζε αύτή τήν κίνηση: ή Μπριζίτ, ή κόρη της, τίναζε τό κεφάλι άκριβώς μέ τόν ϊδιο τρόπο. "Οταν γδύθηκε, κλείδωσε τό ντουλάπι καί πέρασε άπό τήν τύπου «σαλούν» πόρτα σέ μιά πλακόστρωτη αίθουσα δπου άπό τή μιά μεριά ήσαν τά ντούς, κι άπό τήν άλλη ή γυάλινη πόρτα τής σάουνας. Έ κεΐ ήταν πού κάθονταν οί γυναίκες, στριμωγμένες ή μία δίπλα στήν άλλη, πάνω σέ ξύλινους πάγκους. Μερικές φορούσαν ένα ειδικό πλαστικό κάλυμμα πού σχημάτιζε γύρω άπό τό σώμα (ή γύρω άπό ένα μέρος του, κοιλιά καί οπίσθια κυρίως) ένα εϊδος ερμητικού περιτυλίγματος, πού προκαλοϋσε έντονη έφίδρωση καί τήν έλπίδα άδυνατίσματος. 'Η Ά ν ιέ ς άνέβηκε στόν ψηλότερο άπό τούς πάγκους πού ήσαν άκόμα διαθέσιμοι. Ά κούμπησε στόν τοϊχο καί έκλεισε τά μάτια. Ό πάταγος τής μουσικής δέν έφθανε ώς έκεΐ, άλλά οί άνάκατες φωνές τών γυναικών πού μιλούσαν δλες μαζί ήχοϋσαν τό ϊδιο έντονα. Μιά νεαρή άγνωστη μπήκε τότε, πού ήδη άπό τό κατώφλι άρχισε νά καταδυναστεύει τίς άλλες: τίς έκανε νά στριμωχτοϋν άκόμα περισσότερο στίς γραμμές τους γιά νά άδειάσει θέση κοντά στή θέρμανση, έπειτα έσκυψε γιά νά πάρει τό φτυάρι καί τό άδειασε πάνω στή σόμπα. Μ ’ ένα σπίθισμα, ό άτμός ανέβηκε καυτός πρός τό ταβάνι, καί μία γυναίκα καθισμέ νη δίπλα στήν ’ Ανιές προστάτεψε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια της μορφάζοντας άπό πόνο. ΓΗ άγνωστη τό πήρε είδηση, 19
δήλωσε «μ’ αρέσει νά καίει ό ατμός! Είναι ή απόδειξη ότι βρίσκεσαι στή σάουνα!» χώθηκε άνάμεσα σέ δυό γυμνά κορμιά κι άρχισε νά μιλάει γιά τήν τηλεοπτική εκπομπή τής παραμονής, στήν όποία είχε εμφανιστεί ενας διάσημος βιολόγος πού μόλις είχε δημοσιεύσει τά 3Απομνημονεύματά του. «ΤΗταν ύπέροχος», είπε. Μία άλλη τό επικύρωσε: «Βέβαια! Καί τόσο μετριόφρων!» 'Η άγνωστη εξακολούθησε: «Μετριόφρων; Δέν καταλάβατε ότι αύτός ό άνθρωπος έχει τρομακτική έπαρση; Ή έπαρσή του όμως μοϋ άρέσει! Λατρεύω τούς άνθρώπους πού έχουν έπαρση!» καί στράφηκε πρός τήν Ά νιές: «Μήπως έσεΐς τόν βρήκατε μετριόφρονα;» Ή Ά ν ιέ ς είπε ότι δέν είχε δει τήν έκπομπή* σάν ή άπάντηση αύτή νά προϋπέθετε μιά κρυφή διαφωνία, ή άγνωστη έπανέλαβε μέ σταθερότητα κοιτάζοντας τήν Ά ν ιέ ς ϊσια στά μάτια: «Δέν ύποφέρω τή μετριοφροσύνη! Οί μετριόφρονες είναι ύποκριτές!» ' Η Ά ν ιέ ς σήκωσε τούς ώμους καί ή νεαρή άγνωστη συνέχισε. «Μέσα σέ μιά σάουνα πρέπει νά κάνει ζέστη! Θέλω νά ιδρώνω πολύ. Μετά όμως χρειάζεται ένα κρύο ντούς! Λατρεύω τά κρύα ντούς! Δέν καταλαβαίνω τούς άνθρώπους πού μετά τή σάουνα θέλουν νά κάνουν ζεστά ντούς. Στό σπίτι μου κάνω μόνο κρύο ντούς! Τά ζεστά ντούς μέ κάνουν νά νιώθω φρίκη!» Δέν άργησε νά ζεσταθεί μέχρι σκασμού, έτσι πού άφοϋ έπανέλαβε πόσο σιχαινόταν τή μετριοφροσύνη, σηκώθηκε καί έξαφανίστηκε. Στά παιδικά της χρόνια, σ ’ έναν άπό τούς περιπάτους πού έκανε μαζί μέ τόν πατέρα της, ή Ά ν ιέ ς τόν είχε ρωτήσει άν πίστευε στόν Θεό. Ειχε άπαντήσει: «Πιστεύω στόν ύπολογιστή τοϋ Δημιουργού». Ή άπάντηση ήταν τόσο παράξενη πού τό παιδί τήν εΐχε συγκρατήσει. 'Ο ύπολογιστής δέν ήταν ή μόνη παράξενη λέξη, ό Δημιουργός ήταν εξίσου. ’Επειδή ό πατέρας δέν μιλούσε ποτέ γιά τόν Θεό, άλλά πάντοτε γιά τόν Δημιουργό λές καί ήθελε νά περιορίσει τή σημασία τοϋ Θεοϋ μόνο στήν έπίδοσή του ώς μηχανικού. Ό ύπολογιστής τοϋ Δημιουργού: πώς όμως ένας άνθρωπος μπορούσε νά επικοινωνεί μέ ένα
20
μηχάνημα; Ρώτησε λοιπόν τόν πατέρα της άν τοϋ συνέβαινε ποτέ νά προσεύχεται. Είπε: «"Οσο προσεύχεται κανείς στόν ’Έ ντισον όταν καίγεται ένας λαμπτήρας». 'Η Ά ν ιέ ς συλλογίζεται: ό Δημιουργός έβαλε στόν ύπολογιστή μία δισκέτα μέ ένα λεπτομερές πρόγραμμα, κι έπειτα έφυγε. "Οτι άφοϋ δημιούργησε τόν κόσμο, ό Θεός τόν άφησε στό έλεος τών έγκαταλελειμμένων άνθρώπων, οί όποιο δταν άπευθύνονται σ ’ αύτόν πέφτουν σ ’ ένα κενό χωρίς ήχώ, δέν είναι μιά καινούρ για ιδέα. Τό νά βρεθείς όμως έγκαταλελειμμένος άπό τόν Θεό τών προγόνων μας είναι ένα πράγμα, κι είναι άλλο πράγμα νά βρεθείς έγκαταλελειμμένος άπό τόν θεϊκό έφευρέτη τοϋ κοσμικού ύπολογιστή. Στή θέση του μένει ένα πρόγραμμα πού συμπληρώνεται άνελέητα τή άπουσία του, χωρίς νά μπορεΐ κανείς ν ’ άλλάξει οτιδήποτε. Προγραμματισμός τοϋ ύπολογιστή: αύτό δέν σημαί νει δτι τό μέλλον είναι σχεδιασμένο μέ κάθε λεπτομέρεια, οϋτε ότι δλα είναι γραμμένα «έκεΐ έπάνω». Παραδείγματος χάριν, τό πρόγραμμα δέν δριζε ότι τό 1815 θά γινόταν ή μάχη τοϋ Βατερλώ, οϋτε δτι οί Γάλλοι θά τήν έχαναν, άλλά μόνον δτι ό άνθρωπος είναι έκ φύσεως έπιθετικός, ότι ό πόλεμος είναι σύμφυτος μέ τόν άνθρωπο καί δτι ή τεχνική πρόοδος θα κάνει τόν πόλεμο δλο καί πιό άποτρόπαιο. Ά π ό τήν άποψη τοϋ Δημιουργού, δλα τά ύπόλοιπα είναι χωρίς σημασία, άπλό παιχνίδι έναλλαγών καί μεταβολών σ ’ ένα γενικό πρόγραμμα πού δέν έχει τίποτα νά κάνει μέ μία προφητική προκαταβολή τοϋ μέλλοντος, άλλά χαράζει μόνο τά δρια τών δυνατοτήτων μέσα στά δρια αύτά, άφήνει δλες τίς έξουσίες στό τυχαίο. ' Ο άνθρωπος είναι ένα σχέδιο γιά τό όποιο θά μποροϋσε νά πει κανείς τό ϊδιο πράγμα. Καμιά Ά ν ιές, κανένας Πώλ, δέν σχεδιά στηκαν στόν ύπολογιστή, άλλά άκριβώς ένα πρότυπο: τό ανθρώ πινο δν, σέ πλήθος άντιτύπων πού είναι άπλά παράγωγα τοϋ άρχικοϋ πρωτοτύπου καί δέν έχουν καμία άτομική ούσία. ’Ό χ ι περισσότερο άπό αύτήν πού έχει ένα αύτοκίνητο πού βγαίνει άπό τά έργοστάσια τής Ρενώ. Τήν ούσία τοϋ αύτοκινήτου πρέπει νά τήν άναζητήσει κανείς πέρα άπό αύτό τό αύτοκίνητο, στά άρχεΐα τοϋ κατασκευαστή. Μόνο ένας άριθμός σειράς ξεχωρίζει τό ένα
21
αύτοκίνητο άπό τό άλλο. Σ ’ ενα άνθρώπινο άντίγραφο, ό άριθμός είναι τό πρόσωπο, αύτό τό τυχαίο καί μοναδικό σύνολο χαρακτη ριστικών. Οϋτε ό χαρακτήρας, οϋτε ή ψυχή, οϋτε αύτό πού ονομάζουν τό έγώ δέν άποκαλύπτονται στό σύνολο αύτό. Τό πρόσωπο δέν κάνει τίποτ5 άλλο παρά νά άριθμεΐ ενα άντίτυπο. Ή Ά ν ιέ ς θυμήθηκε τήν άγνωστη πού μόλις εΐχε δηλώσει τό μίσος της γιά τά ζεστά ντούς. "Ήρθε νά γνωστοποιήσει σέ όλες τίς γυναίκες πού ήσαν παρούσες 1) ότι τής άρεσε νά ιδρώνει, 2) ότι τής άρεσαν οί έπηρμένοι, 3) ότι περιφρονοϋσε τούς μετριόφρονες, 4) ότι τρελαινόταν γιά τά κρύα ντούς, 5) ότι σιχαινόταν τά ζεστά ντούς. Σέ πέντε γραμμές ειχε σχεδιάσει τήν αύτοπροσωπογραφία της, σέ πέντε σημεία εΐχε προσδιορίσει τό έγώ της καί τό εΐχε προσφέρει σέ όλο τόν κόσμο. Καί δέν τό είχε προσφέρει μέ μετριοφροσύνη (στό κάτω κάτω είχε έκφράσει τήν περιφρόνη σή της γιά τούς μετριόφρονες), άλλά μέ τόν τρόπο μιας στρατευμένης. Χρησιμοποιούσε ρήματα παθιασμένα, λατρεύω, περιφρο νώ, σιχαίνομαι, σάν νά διαβεβαίωνε ότι ήταν έτοιμη νά ύπερασπιστει βήμα πρός βήμα τίς πέντε γραμμές τής προσωπογραφίας της, τά πέντε σημεία τοϋ προσδιορισμού της. Γιατί αύτό τό πάθος; άναρωτήθηκε ή Ά ν ιέ ς καί σκέφθηκε: όταν εξαπολυθήκαμε στόν κόσμο, αύτοί πού είμαστε, χρειάστηκε πρώτα νά ταυτιστούμε μ ’ αύτήν τή ζαριά, μ ’ αύτό τό τυχαίο πού οργανώθηκε άπό τόν θεϊκό ύπολογιστή: νά πάψουμε νά νιώθουμε έκπληξη επειδή άκριβώς αυτό (εκείνο τό πράγμα πού μάς άντικρίζει στόν καθρέφτη) είναι τό έγώ μας. Χωρίς νά είμαστε πεπεισμέ νοι ότι τό πρόσωπό μας εκφράζει τό έγώ μας, χωρίς αύτήν τήν άρχική καί θεμελιακή αύταπάτη, δέν θά μπορούσαμε νά συνεχίσουμε νά ζοϋμε, ή τουλάχιστον νά παίρνουμε τή ζωή στά σοβαρά. Καί δέν ήταν κάν άρκετό τό νά ταυτιζόμαστε μέ τόν εαυτό μας. Χρειαζόταν μιά παθιασμένη ταύτιση μέ τή ζωή καί μέ τό θάνατο. Διότι μόνο ύπό τήν προϋπόθεση αύτή δέν εμφανιζόμα στε στά ιδια μας τά μάτια σάν μία άπλή παραλλαγή τοϋ άνθρώπινου πρωτοτύπου, άλλά ώς πλάσματα προικισμένα μέ τή δική τους καί μή άνταλλάξιμη ούσία. Νά γιατί ή νεαρή άγνωστη είχε νιώσει τήν άνάγκη όχι μόνο νά σχεδιάσει τήν προσωπογραφία 22
της, άλλά ταυτόχρονα νά δείξει σέ δλο τόν κόσμο δτι ή προσωπογραφία αύτή έκρυβε κάτι εντελώς μοναδικό καί αναντι κατάστατο, γιά τό όποιο άξιζε τόν κόπο νά πολεμήσει ή καί νά δώσει τή ζωή της άκόμα. "Οταν είχε περάσει ενα τέταρτο στή ζέστη τοϋ φούρνου, ή Ά ν ιέ ς σηκώθηκε καί πήγε νά βουτήξει στή δεξαμενή μέ τό παγωμένο νερό. ’Έπειτα πήγε στό άναπαυτήριο καί ξάπλωσε άνάμεσα σέ άλλες γυναίκες πού κι εκεί έπίσης δέν σταματούσαν νά μιλάνε. "Ενα ερώτημα χοροπηδούσε στό μυαλό της: μετά τό θάνατο, ποιόν τρόπο ύπαρξης ειχε προγραμματίσει ό ύπολογιστής; Δύο περιπτώσεις είναι πιθανές. Ά ν ό ύπολογιστής τοϋ Δημιουργού έχει ώς μοναδικό πεδίο δράσης τόν πλανήτη μας, κι άν έξαρτιόμαστε άπό αύτόν καί μόνο άπό αύτόν, δέν μπορούμε νά περιμένουμε μετά θάνατον παρά μία παραλλαγή αύτοϋ πού γνωρίσαμε στή ζωή* δέν θά συναντούμε παρά τοπία παρόμοια, παρόμοια πλάσματα. Θά είμαστε μόνοι ή μέσα στό πλήθος; Ά , ή μοναξιά είναι τόσο λίγο πιθανή, ήδη στή ζωή ήταν σπάνια, τί νά πει λοιπόν κανείς μετά θάνατον! 'Υπάρχουν τόσοι περισσότεροι νεκροί άπό ζωντανοί! Στήν καλύτερη τών ύποθέσεων, τό ον μετά τό θάνατο θά μοιάζει σ ’ αύτό πού ή Ά ν ιέ ς ζεϊ μέσα στό άναπαυτήριο: άπό παντού θ ’ άκούει τήν άδιάκοπη φλυαρία τών γυναικών. ' Η αιωνιότητα σάν άτέλειωτη φλυαρία: γιά νά είμαι ειλικρινής, θά μπορούσε κανείς νά φανταστεί καί χειρότερα πράγματα, άλλά ή ίδια ή ιδέα τοϋ νά πρέπει Vs άκοϋς αύτές τίς γυναικείες φωνές, πάντοτε, χωρίς άνάπαυλα καί εις τό διηνεκές, είναι γιά τήν ’ Ανιές λόγος άποχρών προκειμένου νά κρατιέται λυσσαλέα στή ζωή καί νά επιβραδύνει τό θάνατο δσο περισσότε ρο γίνεται. Μία άλλη πιθανότητα δμως παρουσιάζεται: πάνω άπό τόν γήινο ύπολογιστή ύπάρχουν άλλοι πού ίεραρχικώς είναι άνώτεροί του. Στήν περίπτωση αύτή, τό ον μετά θάνατον δέν θά έπρεπε άναγκαστικά νά μοιάζει μ ’ αύτό πού έχουμε ήδη ζήσει, καί ό άνθρωπος θά μπορούσε νά πεθαίνει μέ μιά άόριστη, άλλά δικαιο λογημένη, ελπίδα. Καί ή Ά ν ιέ ς βλέπει τότε μιά σκηνή πού τόν 23
τελευταίο καιρό κυριαρχεί στή φαντασία της: στό σπίτι, δέχεται μαζί μέ τόν Πώλ τήν επίσκεψη ενός αγνώστου. Συμπαθητικός, προσηνής, κάθεται σέ μιά πολυθρόνα απέναντι τους κι αρχίζει μιά συζήτηση. 'Ο Πώλ συνεπαρμένος άπό τή γοητεία αύτοϋ τοϋ παράξενα άξιαγάπητου επισκέπτη, δείχνει εϋθυμος, εύφραδής, φιλικός καί πρόθυμος νά πάει νά ψάξει τό λεύκωμα μέ τίς οικογενειακές φωτογραφίες. ' Ο επισκέπτης τό ξεφυλλίζει, άλλά ορισμένες φωτογραφίες τοϋ προξενοϋν άμηχανία. Γιά παράδειγ μα, μπροστά σ ’ έκείνη πού δείχνει τήν Ά ν ιέ ς καί τήν Μπριζίτ κάτω άπό τόν Πύργο τοϋ Ά ιφ ελ , ρωτάει: «Τί είναι; — Δέν τήν άναγνωρίζετε; Είναι ή Ά νιές! άπαντάει ό Πώλ. Καί έκεΐ είναι ή κόρη μας, ή Μπριζίτ! — Τό ξέρω, λέει ό επισκέπτης· ήθελα νά πώ, αύτό τό κτίριο». 'Ο Πώλ τόν κοιτάζει έκπληκτος: «Μά, είναι ό Πύργος τοϋ Ά ιφ ελ! — ’Ά καλά, λέει ό επισκέπτης, νά λοιπόν αύτός ό περίφημος Πύργος!» καί έχει τόν τόνο ενός άνθρώπου στόν όποιο θά θέλατε νά δείξετε τό πορτραΐτο τοϋ παπποϋ σας καί πού θά σάς δήλωνε: «Αύτός είναι λοιπόν ό παππούς γιά τόν όποιο άκουσα τόσο πολύ νά μιλοϋν! Είμαι ενθουσιασμένος πού επιτέλους τόν βλέπω!» 'Ο Πώλ είναι θορυβημένος, ή Ά ν ιέ ς πολύ λιγότερο. Ξέρει ποιός είναι αύτός ό άνθρωπος. Ξέρει γιά ποιό λόγο ήρθε καί ποιές ερωτήσεις θά τούς θέσει. ΓΓ αύτό άκριβώς αισθάνεται λίγο νευρική, θά ήθελε νά κατάφερνε νά μείνει μόνη μαζί του, άλλά δέν ξέρει πώς νά τό κάνει.
24
4 πού πέθανε ό πατέρας της, έξι χρόνια πού έχασε τή μητέρα της. Τήν εποχή έκείνη, ό πατέρας ήταν ήδη άρρωστος κι όλοι περίμεναν νά τόν δουν νά πεθαίνει. 5Αντίθετα, ή μητέρα ήταν γεμάτη ύγεία καί ζωντάνια, φαινομενικά προορι σμένη νά ζήσει μιά μακριά ζωή σέ εύθυμη χηρεία* τόσο, πού ό πατέρας είχε δοκιμάσει κάποια άμηχανία όταν άπροσδόκητα πέθανε έκείνη άντί γΓ αύτόν. Σάν νά είχε φοβηθεί τήν άποδοκιμασία τών άνθρώπων. Οί άνθρωποι ήσαν ή οικογένεια τής μητέρας. Ή οικογένεια τοϋ πατέρα ήταν σκορπισμένη σ ’ ολό κληρο τόν κόσμο καί, εκτός άπό μία έξαδέλφη άπροσδιόριστη πού κατοικούσε στή Γερμανία, ή Ά ν ιές κανέναν δέν γνώριζε. Ά π ό τή μητρική πλευρά, άντιθέτως, όλο τό συγγενολόι έμενε στήν ιδια πόλη: άδελφές, άδελφοί, έξάδελφοι, έξαδέλφες καί ένας συρφετός άπό άνιψιούς καί άνιψιές. 'Ο παππούς, άπό τήν πλευρά τής μητέρας, ορεινός μικροκαλλιεργητής, ήξερε νά θυσιάζεται γιά τά παιδιά του, πού όλα είχαν σπουδάσει καί είχαν καλοπαντρευτεί. Κανένας δέν άμφιβάλλει ότι, τόν πρώτο καιρό, ή μητέρα ήταν ερωτευμένη μέ τόν πατέρα: πράγμα πού δέν είναι παράξενο, μιά καί ήταν ωραίος άντρας καί στά τριάντα του χρόνια άσκοϋσε ήδη καθήκοντα καθηγητή πανεπιστημίου, πού άκόμα τότε ήταν κάτι άξιοσέβαστο. Δέν χαιρόταν μόνο πού εϊχε έναν άξιοζήλευτο σύζυγο, χαιρόταν άκόμα περισσότερο πού τόν προσέφερε δώρο στήν οικογένειά της, μέ τήν όποία ήταν δεμένη μέ τήν παλιά χωρική άλληλεγγύη. Καθώς όμως ό πατέρας ήταν ελάχιστα κοινωνικός καί γενικά σιωπηλός (χωρίς κανείς νά μάθει άν ήταν δειλός ή άν οί σκέψεις του τόν παρέσυραν άλλοϋ, μ ’ άλλα λόγια άν ή σιωπή του ήταν ένα σημείο μετριοφροσύνης ή άδιαφορίας), ή μητρική προσφορά έφερε στήν οικογένεια περισσότερη άμη χανία άπό εύτυχία.
Ε ίν α ι π ε ν τ ε χ ρ ο ν ιά
25
"Οσο ή ζωή περνούσε καί οί σύζυγοι γερνούσαν, ή μητέρα δενόταν όλο καί πιό πολύ μέ τούς δικούς της: άνάμεσα σέ άλλους λόγους, καί γιά τό γεγονός ότι ό πατέρας έμενε αιωνίως κλεισμέ νος μέσα στό γραφείο του, ενώ έκείνη ένιωθε μιά επιτακτική ανάγκη νά μιλήσει, καί περνούσε ώρες στό τηλέφωνο μέ τήν άδελφή της, τούς άδελφούς της, τίς έξαδέλφες ή τίς άνιψιές της, τών οποίων όλο καί πιό πολύ μοιραζόταν τίς έννοιες. Τώρα πού ή μητέρα της έχει πεθάνει ή Ά ν ιέ ς βλέπει τή ζωή της σάν ένα κύκλο: όταν άφησε τό δικό της περιβάλλον, ρίχτηκε θαρραλέα σ ’ έναν κόσμο όλότελα διαφορετικό, έπειτα ξαναβρέθηκε νά πορεύεται πρός τό άρχικό της σημείο έκκινήσεως: κατοικούσε μέ τόν πατέρα καί τίς δύο κόρες σέ μιά βίλα μέ κήπο όπου καλοϋσε, πολλές φορές τό χρόνο (τά Χριστούγεννα, στίς έπετείους), τήν οικογένεια σέ μεγάλες γιορτές· ή πρόθεσή της ήταν νά παραμείνει εκεί μέ τήν άδελφή της καί τήν άνιψιά της όταν θά ερχόταν ό θάνατος τού πατέρα (θάνατος πού ή πρόγνωσή του είχε γίνει άπό πολύ καιρό, πού παρείχε στόν ενδιαφερόμενο τήν προσεκτική φροντίδα μέ τήν όποία περιβάλλει κανείς αύτούς πού έχουν πάρει άναστολή έκτελέσεως). Ά λ λ ά ή μητέρα πέθανε καί ό πατέρας έπέζησε. Δεκαπέντε μέρες μετά τήν κηδεία, όταν ή Ά ν ιέ ς καί ή άδελφή της Λώρα πήγαν νά τόν δοϋν, τόν βρήκαν καθισμένο μπροστά στό τραπέζι τοϋ σαλονιού, γερμένο πάνω σ 5 ένα σωρό σχισμένες φωτογρα φίες. 'Η Λώρα τίς άρπαξε φωνάζοντας: «Γιατί σχίζεις τίς φωτο γραφίες τής μαμάς;» Μέ τή σειρά της, ή Ά ν ν ιές έσκυψε πάνω στήν καταστροφή: όχι, δέν ήσαν άποκλειστικά φωτογραφίες τής μαμάς, ήσαν κυρίως φωτογραφίες τοϋ πατέρα· σέ ορισμένες όμως έμφανιζόταν κι έκείνη στό πλευρό του καί σέ ορισμένες άλλες ήταν μόνη. Αίφνιδιασμένος άπό τίς κόρες του, ό πατέρας σιωπούσε, χωρίς οϋτε μιά λέξη γιά έξήγηση. «Πάψε νά φωνάζεις», σφύριξε ή Ά ν ιές μέσα άπ’ τά δόντια της, άλλά ή Λώρα συνέχιζε. Ό πατέρας σηκώθηκε, πέρασε στό διπλανό δωμάτιο καί οί δύο αδελφές τσακώθηκαν όπως ποτέ δέν είχαν τσακωθεί. Τήν επομέ νη, ή Λώρα έφυγε γιά τό Παρίσι καί ή Ά ν ιές έμεινε στό σπίτι. 26
'Ο πατέρας τής έμπιστεύθηκε τότε δτι είχε βρει ένα μικρό διαμέρισμα στό κέντρο τής πόλης καί ότι είχε αποφασίσει νά τό πουλήσει τό σπίτι. Ή τα ν μιά νέα έκπληξη: γιατί σέ όλων τά μάτια, ό πατέρας ήταν ένας αδέξιος πού είχε εντελώς παραχωρή σει στή μητέρα τά ήνία γιά κάθε τρέχουσα ύπόθεση. Τόν θεωρούσαν ανίκανο νά ζήσει χωρίς έκείνη, όχι μόνο γιατί δέν είχε καμιά αίσθηση τών πρακτικών πραγμάτων, άλλά επιπλέον γιατί ποτέ δέν ήξερε τί ήθελε* επειδή άκόμα καί τή θέλησή του έμοιαζε νά τήν έχει παραχωρήσει στή μητέρα άπό πολύ καιρό. "Οταν όμως, ξαφνικά, χωρίς νά διστάσει, μερικές μόλις μέρες μετά τή χηρεία, άποφάσισε νά μετακομίσει, ή 5Ανιές κατάλαβε ότι πραγματοποιούσε αύτό πού σκεπτόταν πολύ καιρό καί ήξερε επομένως πολύ καλά τί ήθελε. Ή τα ν άκόμα περισσότερο ενδια φέρον ότι δέν είχε μπορέσει οϋτε κάν εκείνος νά προβλέψει πώς ή μητέρα θά πέθαινε πρώτη* τό ότι τοϋ είχε έρθει ή ιδέα λοιπόν νά άγοράσει ένα διαμέρισμα στήν παλιά πόλη, ήταν περισσότερο ένα όνειρο παρά ένα σχέδιο. Είχε ζήσει μέ τή μητέρα στή βίλα τους, είχε περπατήσει μαζί της στόν κήπο, είχε ύποδεχθεΐ τίς άδελφές της καί τίς άνιψιές της, είχε προσποιηθεΐ ότι τίς άκουγε, άλλά όλον αύτό τόν καιρό, μέ τή φαντασία του, είχε ζήσει μόνος μέσα στό μικρό έργένικο διαμέρισμά του* μετά τό θάνατο τής μητέρας, δέν έκανε τίποτ’ άλλο παρά νά μεταφερθει έκεΐ όπου άπό πολύ καιρό κατοικούσε μέ τό μυαλό του. Γιά πρώτη φορά εμφανίστηκε στήν 5Ανιές σάν ένα μυστήριο. Γιατί έσχισε τίς φωτογραφίες; Γιατί ονειρεύτηκε τόσο πολύ καιρό τό μικρό του διαμέρισμα; Καί γιατί δέν έμεινε πιστός στήν επιθυμία τής μητέρας πού ήθελε νά δει τήν άδελφή της καί τήν άνιψιά της εγκατεστημένες στή βίλα; Θά ήταν πιό πρακτικό: Θά άσχολιόνταν μαζί του, οπωσδήποτε καλύτερα άπό τή νοσοκόμα πού θά έπρεπε νά προσλάβει μιά μέρα. "Οταν τόν ρώτησε γιατί ήθελε νά μετακομίσει, ή άπάντησή του ήταν πολύ άπλή: «Τί θέλεις νά κάνω, ένας άντρας μόνος μου, σ ’ ένα τόσο μεγάλο σπίτι;» Δέν τοϋ ύπέδειξε κάν νά καλέσει τήν άδελφή καί τήν άνιψιά, τόσο ήταν φανερό ότι δέν τίς ήθελε. Τότε ή Ά ν ιέ ς σκέφθηκε πώς καί ό πατέρας της έκλεινε έναν κύκλο. ' Η μητέρα: 27
άπό τήν οικογένεια στήν οικογένεια περνώντας άπό τό γάμο. ’Εκείνος: περνώντας άπό τό γάμο, άπό τή μοναξιά στή μοναξιά. Οι πρώτοι παροξυσμοί τής σοβαρής του άρρώστιας είχαν εκδηλωθεί μερικά χρόνια πρίν άπό τό θάνατο τής μητέρας. Τότε, ή Ά ν ιέ ς είχε πάρει δεκαπέντε μέρες άδεια γιά νά τίς περάσει μόνη μαζί του. Οί ελπίδες της όμως διαψεύστηκαν γιατί ή μητέρα δέν τούς άφηνε ποτέ νά μείνουν οί δυό τους. Μιά μέρα, οί συνάδελφοί του άπό τό πανεπιστήμιο ήρθαν νά έπισκεφθούν τόν πατέρα. Τού έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις, άλλά ή μητέρα ήταν έκείνη πού διαρκώς άπαντοϋσε. 'Η Ά ν ιέ ς δέν κρατήθηκε άλλο: «Σέ παρακαλώ! Ά σ ε τόν μπαμπά νά μιλήσει!» Ή μητέρα πειράχτηκε: «Δέν βλέπεις ότι είναι άρρωστος;» "Οταν πρός τό τέλος εκείνων τών δεκαπέντε ή μερών ό πατέρας ένιωσε λίγο καλύτερα, ή Ά ν ιέ ς πήγε δυό φορές περίπατο μαζί του. Τήν τρίτη φορά, όμως, ή μητέρα ήταν καί πάλι μαζί τους. ΤΗταν ήδη πεθαμένη ένα χρόνο ή μητέρα όταν ή κατάσταση τής ύγείας τού πατέρα επιδεινώθηκε αιφνιδίως. 'Η Ά ν ιέ ς πήγε νά τόν δει, πέρασε τρεις μέρες μαζί του, τήν τέταρτη πέθανε. ’Εκείνες οί τρεις ήμέρες ήταν οί μόνες πού μπόρεσε νά περάσει μέ τή συντροφιά του στίς συνθήκες πού είχε πάντοτε εύχηθει. Είπε στόν εαυτό της ότι είχαν άγαπηθεΐ χωρίς νά έχουν τόν καιρό νά γνωριστούν, γιατί είχαν λείψει οί εύκαιρίες νά βρεθούν μόνοι ό ένας μέ τήν άλλη. ΤΗταν μόνο άνάμεσα στά οκτώ καί στά δώδεκα χρόνια της πού είχε καταφέρει ν ’ άπομονώνεται άρκετά συχνά μαζί του, γιατί ή μητέρα είχε ν ’ άσχοληθεΐ μέ τή μικρή Λώρα* έκαναν τότε μεγάλους περιπάτους στή φύση καί εκείνος άπαντοϋσε στίς άναρίθμητες έρωτήσεις της. ?Ηταν τότε πού τής μίλησε γιά τόν θειο ύπολογιστή καί γιά ένα πλήθος άλλα πράγματα. Ά π ό τίς συζητήσεις αύτές δέν διατηρούσε παρά θρύμματα, ιδια μέ κομμάτια άπό πιάτα σπασμένα, πού όταν μεγάλωσε είχε προσπαθήσει νά τά ξανακολλήσει. Ό θάνατος έβαλε τέλος στήν τρυφερή δυαδική τους μοναξιά. Στήν κηδεία, όλη ή οικογένεια τής μητέρας ξαναβρέθηκε. Καθώς όμως ή μητέρα δέν ήταν πιά έκεϊ, κανένας δέν επιχείρησε νά μεταβάλει τό πένθος σέ πένθιμο φαγοπότι καί ή πομπή διαλύθηκε 28
γρήγορα. Έ ξαλλου, οί συγγενείς είχαν ερμηνεύσει τήν πώληση τής βίλας καί τήν εγκατάσταση τοϋ πατέρα σ ’ ένα διαμέρισμα, ώς πρόθεση νά μή δέχεται επισκέψεις. Γνωρίζοντας τήν άξία τής βίλας, δέν σκέπτονταν παρά τήν κληρονομιά πού πήραν οί δύο κόρες. Ά λ λ ά ό συμβολαιογράφος τούς πληροφόρησε ότι όλο τό χρήμα πού ήταν στήν τράπεζα πήγαινε σέ μιά μαθηματική εταιρεία τής όποίας ό πατέρας ήταν ιδρυτικό μέλος. Τούς έγινε τότε άκόμα πιό ξένος άπό ό,τι ήταν όσο ζοϋσε. Σάν, μέ τή διαθήκη αύτή, νά τούς είχε ζητήσει νά έχουν τήν εύγενή καλοσύνη νά τόν ξεχάσουν. Έ πειτα, μιά μέρα, ή Ά ν ιέ ς παρατήρησε ότι ό τραπεζικός λογαριασμός της στήν Ε λβετία είχε πιστωθει μέ ένα άρκετά σημαντικό ποσό. Τά κατάλαβε όλα. Αύτός ό άνθρωπος πού φαινομενικά ήταν τόσο στερημένος πρακτικού πνεύματος, είχε δράσει μέ άρκετή πονηριά. Δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν είχε πάρει μιά πρώτη προειδοποίηση γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχε ή ζωή του, κι έκείνη είχε έρθει νά περάσει δεκαπέντε μέρες μαζί του, τήν είχε ύποχρεώσει ν 5 άνοίξει ένα λογαριασμό στήν Ε λβετία. Λίγο πρίν άπό τό θάνατό του, είχε καταθέσει έκεΐ όλα περίπου τά τραπεζικά του ύπάρχοντα, κρατώντας τά ύπόλοιπα γιά τούς επιστήμονες. Ά ν είχε ορίσει άνοιχτά τήν Ά ν ιές κληρονόμο του, θά είχε χωρίς λόγο πληγώσει τήν άλλη του κόρη* άν είχε μεταβιβάσει κρυφά όλα του τά χρήματα στήν Ά ν ιέ ς χωρίς νά ορίσει ένα συμβολικό ποσό γιά τούς μαθηματι κούς, θά είχε προκαλέσει τήν άδιάκριτη περιέργεια όλων. Στήν άρχή είπε στόν εαυτό της ότι έπρεπε νά τά μοιραστεί μέ τή Λώρα. Καθώς ήταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερή της, ή Ά ν ιέ ς δέν μποροϋσε νά άπαλλαγεΐ άπό ένα αίσθημα εύθύνης πρός τήν άδελφή της. Στό τέλος, όμως, δέν τής είπε τίποτα. ’Ό χ ι άπό άπληστία, άλλά άπό φόβο μήπως προδώσει τόν πατέρα της. Μέ τό δώρο αύτό, είχε οπωσδήποτε θελήσει νά τής πει κάτι, νά τής κάνει ένα νεϋμα, νά τής δώσει μιά συμβουλή πού δέν πρόφθασε νά τής δώσει όσο ζοϋσε καί πού έπρεπε νά τήν κρατήσει στό εξής σάν ένα μυστικό πού δέν άνήκε παρά μόνο στούς δυό τους.
29
5 τό αύτοκίνητο, κατέβηκε καί κατευθύνθηκε πρός τή μεγάλη λεωφόρο. Αισθανόταν κουρασμένη, πέθαινε άπό τήν πείνα, καί καθώς είναι θλιβερό νά τρώει κανείς μόνος του στό εστιατόριο, είχε τήν πρόθεση νά τσιμπήσει κάτι στά πεταχτά στό πρώτο μπιστρό πού θά συναντούσε. "Αλλοτε, ή συνοικία ήταν γεμάτη άπό βρετόνικες ταβέρνες πού σέ καλωσόριζαν καί όπου μπορούσες νά φας μέ τήν άνεσή σου καί πάμφθηνα, κρέπες ή γαλέτες μέ μηλόκρασο. Κάποια μέρα, οί ταβέρνες εξαφανίστη καν γιά νά δώσουν τή θέση τους σ ’ αύτά τά μοντέρνα καπηλειά στά όποια δίνουν τό θλιβερό όνομα fa st food. Προσπαθώντας γιά μιά άκόμη φορά νά ξεπεράσει τήν άποστροφή της, κατευθύνθηκε πρός μία άπό αύτές τίς καντίνες. Μέσα άπό τό τζάμι, έβλεπε τούς πελάτες σκυμμένους στό χοντρό χάρτινο τραπεζομάντιλό τους. Τό βλέμμα της σταμάτησε σ ’ ένα νεαρό κορίτσι, πολύ χλωμό, μέ κατακόκκινα χείλια. Μόλις είχε τελειώσει τό γεύμα της, έσπρω ξε πέρα τό άδειο τενεκεδάκι τής κόκα-κόλα καί έχωσε τόν δείκτη της βαθιά μέσα στό στόμα. Κουνούσε εκεί τό δάχτυλο γιά ώρα, στριφογυρίζοντας δυό άσπρα μάτια. Στό γειτονικό τραπέζι, ένας άντρας ριγμένος πάνω στήν καρέκλα του, κάρφωνε τό δρόμο μέ τά μάτια του, άνοίγοντας ένα τεράστιο στόμα. eΗ χασμωδία του δέν είχε οϋτε άρχή οϋτε τέλος,, ήταν ή ήμιτελής χασμωδία τής βαγκνερικής μελωδίας: τό στόμα έκλεινε χωρίς νά σφαλίζει εντελώς, άνοιγε ξανά καί ξανά, ενώ σέ άντιχρονισμό, τά μάτια έπίσης άνοιγόκλειναν. Κι άλλοι πελάτες χασμουριόνταν, επιδει κνύοντας τά δόντια τους καί τά σφραγίσματά τους, τίς κορόνες καί τίς γέφυρες, καί κανένας δέν έβαζε ποτέ τό χέρι του μπροστά στό στόμα. ’Ανάμεσα στά τραπέζια περιδιάβαζε ένα κοριτσάκι μέ ρόζ φόρεμα, κρατώντας τό αρκουδάκι του άπό τό ένα πόδι, κι εκείνο έπίσης μέ τό στόμα άνοιχτό· ήταν όμως φανερό ότι άντί
Π αρκαρε
30
νά χασμουριέται ούρλιαζε, κοπανώντας πού καί πού τούς πελάτες μέ τό άρκουδάκι. Καθώς τά τραπέζια ήσαν κολλημένα τό ένα κοντά στό άλλο, άκόμα καί πίσω άπό τό τζάμι μάντευε κανείς δτι ό καθένας τους θά έπρεπε νά καταπίνει μαζί μέ τή μερίδα τοϋ κρέατος πού έτρωγε, καί τίς άναθυμιάσεις πού εξαπολύονταν, μέσα στό μήνα ’Ιούνιο, άπό τόν Ιδρώτα τών διπλανών. Τό κύμα τής άσχήμιας χτύπησε τήν Ά ν ιέ ς καταπρόσωπο, τό ορατό, οσφρητικό, γευστικό (ή Ά ν ιέ ς φανταζόταν τή γεύση τοϋ χά μπουργκερ μαζί μέ τή γλυκερή κόκα-κόλα) κύμα άσχήμιας, τόσο πού άπέστρεψε τό βλέμμα καί άποφάσισε νά πάει νά θεραπεύσει τήν πείνα της άλλοϋ. Τό πεζοδρόμιο μυρμήγκιαζε άπό κόσμο καί δύσκολα κανείς μποροϋσε νά προχωρήσει. Μπροστά της, δυό μακρόστενες σιλουέτες Βόρειων, μέ πάλλευκα μάγουλα, μέ κίτρινα μαλλιά, άνοιγαν δρόμο μέσα στό πλήθος: ένας άντρας καί μία γυναίκα, πού δέσποζαν δυό κεφάλια παραπάνω άπό τήν κινούμενη μάζα τών Γ άλλων καί τών Αράβων. Καί ό ένας καί ή άλλη είχαν ένα ροζ σάκο στήν πλάτη καί πάνω στήν κοιλιά, μέσα σ ’ ένα σάκο-«καγκουρό», ένα βρέφος. Χάθηκαν γρήγορα γιά νά άντικατασταθοϋν άπό μιά γυναίκα μέ βρακί φαρδύ πού σταματούσε στά γόνατα, σύμφωνα μέ τή μόδα τής χρονιάς. Τά όπίσθιά της φάνταζαν, μ 5 ένα τέτοιο ροϋχο, άκόμα πιό χοντρά καί πιό χαμηλά στό έδαφος. Οί νερουλές της σάρκες, γυμνές καί άσπρες, έμοιαζαν μέ χωριάτικο λαγήνι στολισμένο άπό κιρσούς άνάγλυφους, στό μπλέ χρώμα τής κληματίδας, πλεγμένους σάν φωλιά μικρών φιδιών. Ή Ά ν ιέ ς σκέφθηκε: ή γυναίκα αύτή θά μποροϋ σε νά είχε βρει είκοσι άλλους τρόπους νά ντυθεί γιά νά κάνει λιγότερο τερατώδη τά όπίσθιά της καί γιά νά κρύψει τούς κιρσούς της. Γιατί δέν τό κάνει; Οί άνθρωποι, δχι μόνο δέν γυρεύουν πιά νά είναι (δραΐοι δταν βρίσκονται άνάμεσα στούς άλλους, άλλά δέν γυρεύουν οϋτε κάν νά μήν είναι άσχημοι! Είπε μέσα της: μιά μέρα, δταν ή έφοδος τής άσχήμιας θά έχει γίνει εντελώς άνυπόφορη, θά άγοράσει άπό ένα άνθοπωλεΐο ένα βλασταράκι μυοσωτίδας, ένα μόνο βλασταράκι μυοσωτίδας, ένα λεπτό κοτσάνι πού καταλήγει σ ’ ένα λουλούδι μικροσκοπικό. 31
Θά βγει μ ’ αύτό στό δρόμο κρατώντας το μπροστά στό πρόσωπό της, μέ τό βλέμμα απάνω του ώσπου νά μήν βλέπει τίποτ’ άλλο άπό αύτό τό ώραιο γαλάζιο σημείο, ύστατη εικόνα πού θέλει νά διατηρήσει άπό εναν κόσμο πού έχει πάψει νά τόν άγαπάει. Θά πάει έτσι μέσα στούς δρόμους τού Παρισιού, οί άνθρωποι σύντομα θά μάθουν νά τήν άναγνωρίζουν, τά παιδιά θά τήν παίρνουν άπό πίσω, θά τήν κοροϊδεύουν, θά τής πετοϋν σαΐτες, καί όλο τό Παρίσι θά τήν φωνάζει ή τρελή μέ τή μνοσωτίδα. Συνέχισε τό δρόμο της: τό δεξί αύτί κατέγραφε άνακλώμενα μουσικά κύματα, ρυθμικές τυμπανοκρουσίες, πού προέρχονταν άπό τά μαγαζιά, άπό τά κομμωτήρια, άπό τά εστιατόρια, ενώ τό άριστερό αύτί συνελάμβανε τούς θορύβους τής άσφάλτου: τό ενιαίο βζννν, βζννν τών αύτοκινήτων, τό βόμβο ενός λεωφορείου πού ξεκινάει. ’Έπειτα, τής τρύπησε τ 5 αύτιά ό διαπεραστικός θόρυβος άπό ενα μηχανάκι. Δέν μπόρεσε νά εμποδίσει τόν εαυτό της άπό τό νά άναζητήσει μέ τά μάτια εκείνον πού τής προκάλεσε αύτόν τόν φυσικό πόνο: μιά νέα κοπέλα μέ τζήν, μέ μαύρα μαλλιά πού άνέμιζαν, καθόταν στητή στή σέλα σάν μπροστά σέ μιά γραφομηχανή· χωρίς σιγαστήρα, ή μηχανή έκανε εναν άπαίσιο κρότο. 'Η Ά ν ιέ ς θυμήθηκε τήν άγνωστη πού είχε μπει στή σάουνα τρεις ώρες πρίν καί πού, γιά νά παρουσιάσει τό έγώ της, γιά νά τό επιβάλει στούς άλλους, είχε άναγγείλει θορυβωδώς στό κατώφλι τής πόρτας δτι άπεχθανόταν τά ζεστά ντούς καί τή μετριοφροσύ νη. 'Η Ά ν ιέ ς σκέφθηκε: σέ μιά άπολύτως ιδια παρόρμηση ήταν πού είχε ύπακούσει ή κοπέλα μέ τά μαύρα μαλλιά καί είχε βγάλει τό σιγαστήρα άπό τό μηχανάκι της. Δέν ήταν ή μηχανή πού έκανε θόρυβο, ήταν τό έγώ τής κοπέλας μέ τά μαύρα μαλλιά* αύτή ή κοπέλα, γιά νά άκουστεΐ, γιά νά άπασχολήσει τή σκέψη τού άλλου, είχε προσθέσει στήν ψυχή της μιά θορυβώδη εξάτμι ση. Βλέποντας νά πετοϋν τά μακριά μαλλιά αύτής τής παταγώ δους ψυχής, ή Ά ν ιέ ς κατάλαβε δτι επιθυμούσε σφοδρώς τό θάνατο τής μοτοσυκλετίστριας. Ά ν τήν είχε άνατρέψει τό λεωφορείο, άν έμενε πάνω στό λιθόστρωτο μές στά αίματα, ή 32
Ά νιές δέν θά δοκίμαζε οϋτε φρίκη οϋτε λύπη, άλλά μόνο ικανοποίηση. Τρομαγμένη ξαφνικά άπό τοϋτο τό μίσος, σκέφθηκε: ό κό σμος έφθασε σ ’ ένα όριο· όταν τό περάσει, όλα θά μποροϋν νά φθάσουν στήν τρέλα: οί άνθρωποι θά περπατοϋν στό δρόμο κρατώντας μία μυοσωτίδα, ή ίσως θά πυροβολοϋνται στό ψαχνό μόλις θά άντικρίζονται. Καί θά άρκεΐ κάτι άπειροελάχιστο, μιά σταγόνα νερό θά κάνει τό ποτήρι νά ξεχειλίζει: παραδείγματος χάριν, ένα αύτοκίνητο, ένας άνθρωπος ή ένα ντεσιμπέλ παραπά νω στό δρόμο. 'Υπάρχει ένα όριο ποσοτικό πού δέν πρέπει νά ύπερφαλαγγιστεΐ· τό όριο αύτό, όμως, κανείς δέν τό φρουρεί, μπορεΐ μάλιστα κανείς νά μή γνωρίζει κιόλας τήν ύπαρξή του. Στό πεζοδρόμιο εϊχε όλο καί περισσότερο κόσμο καί κανένας δέν τής έκανε τόπο, έτσι πού κατέβηκε στήν άσφαλτο, συνεχίζο ντας τό δρόμο της άνάμεσα στό ρείθρο τοϋ πεζοδρομίου καί στό κύμα τών αύτοκινήτων. Ά π ό πολύ καιρό είχε δοκιμάσει τήν εμπειρία αύτοϋ τοϋ πράγματος: ποτέ οί άνθρωποι δέν τής έκαναν τόπο. Τό δοκίμαζε αύτό σάν ένα εϊδος κατάρας πού συχνά προσπαθούσε νά τή σπάσει: μαζεύοντας τό κουράγιο της, προ σπαθούσε δσο μποροϋσε νά μήν άπομακρύνεται άπό τή δεξιά γραμμή έτσι ώστε νά ύποχρεώνει τόν άπέναντί της νά σπρώχνε ται, άλλά ποτέ δέν τά κατάφερνε. Σ ’ αύτή τήν καθημερινή, κοινότοπη επίδειξη ισχύος ήταν έκείνη πάντα πού έχανε. Μιά μέρα, ένα επτάχρονο παιδί έφθασε άπέναντί της· είχε προσπαθή σει νά μήν ύποχωρήσει, άλλά στό τέλος δέν μπόρεσε νά κάνει άλλιώς γιά νά μήν τό χτυπήσει. Μιά άνάμνηση τής ξανάρθε: δταν ήταν καμιά δεκαριά χρό νων, εϊχε πάει περίπατο μέ τούς γονείς της στό βουνό. Σ ’ ένα φαρδύ δρόμο στό δάσος, είδαν νά ορθώνουν τό άνάστημά τους δυό χωριατόπαιδα: τό ένα τέντωνε τό χέρι κρατώντας ένα μπα στούνι, γιά νά τούς κλείσει τό πέρασμα: «Είναι ιδιωτικός δρό μος! Πληρώνεις διόδια!» φώναζε χτυπώντας ελαφρά τόν πατέρα στήν κοιλιά μέ τό μπαστούνι. Δέν ήταν βέβαια παρά ένα άστείο παιδικό καί θά άρκοϋσε νά σπρώξει κανείς τό χαμίνι. Ή ήταν ίσως ένας τρόπος νά ζητιανέ 33
ψει καί 0ά άρκοϋσε νά βγάλεις ενα φράγκο άπό τήν τσέπη. 'Ο πατέρας δμως έκανε στροφή καί προτίμησε νά πάρει εναν άλλο δρόμο. Γιά νά πει κανείς τήν άλήθεια, δέν είχε σημασία, πήγαιναν στήν τύχη* εντούτοις, ή μητέρα τό στραβοπήρε τό πράγμα καί δέν μπόρεσε νά εμποδίσει τόν εαυτό της άπό τό νά πει: «'Υποχωρεί άκόμα καί μπροστά σέ δωδεκάχρονα παιδιά!» Τή στιγμή έκείνη ή 5Ανιές ένιωσε κι έκείνη λίγο άπογοητευμένη άπό τή συμπεριφορά τοϋ πατέρα της. Μιά νέα επίθεση τοϋ θορύβου διέκοψε αύτή τήν άνάμνηση: άνθρωποι μέ κάσκες, οπλισμένοι μέ κομπρεσέρ στηρίζονταν πάνω στό λιθόστρωτο. ’Από κάποιο ύψος άπροσδιόριστο, λές κι έπεφτε άπό τό στερέωμα, ξαφνικά, μιά φούγκα τοϋ Μπάχ παιγμέ νη στό πιάνο άντήχησε δυνατά στή μέση αύτοϋ τοϋ ορυμαγδού. Κατά τά φαινόμενα, ένας ένοικος τοϋ τελευταίου ορόφου είχε άνοίξει τό παράθυρο καί είχε ρυθμίσει έτσι τό μηχάνημα στή διαπασών, ώστε ή αύστηρή ωραιότητα τοϋ Μπάχ νά άντηχήσει σάν άπειλητική προειδοποίηση στόν παραπλανημένο κόσμο. 'Η φούγκα τοϋ Μπάχ, δμως, δέν ήταν σέ θέση νά άντισταθει στά κομπρεσέρ ή στά αύτοκίνητα. ’Αντίθετα, ήταν τά αύτοκίνητα καί τά κομπρεσέρ εκείνα πού οικειοποιήθηκαν τή μουσική τοϋ Μπάχ καί τήν περιέλαβαν στή δική τους φούγκα* ή Ά ν ιέ ς έκλεισε τ ’ αύτιά της μέ τά χέρια κι έτσι συνέχισε τό δρόμο της. 'Ένας περαστικός, πού πήγαινε πρός τήν άντίθετη κατεύθυν ση, τής έριξε τότε ένα βλέμμα δλο μίσος χτυπώντας τό κούτελό του, πράγμα πού σημαίνει στήν γλώσσα τών νευμάτων δλου τοϋ κόσμου, δτι ό άλλος εϊναι τρελός, βαρεμένος ή πτωχός τώ πνεύματι. 'Η Ά ν ιέ ς συνέλαβε αύτό τό βλέμμα, αύτό τό μίσος, κι ένιωσε νά τήν πλημμυρίζει ένας ξέφρενος θυμός. Σταμάτησε. ’Ή θελε νά ριχτεί πάνω σ ’ αύτόν τόν άνθρωπο. ’Ή θελε νά τόν τσακίσει στό ξύλο. Ά λ λ ά δέν μπορούσε: ό άνθρωπος παρασύρ θηκε άπό τό πλήθος καί ή ’ Ανιές δέχτηκε ένα σπρώξιμο καθώς ήταν άδύνατον νά σταματήσει κανείς πάνω άπό τρία δευτερόλε πτα στό πεζοδρόμιο. Συνέχισε τό δρόμο της χωρίς νά καταφέρνει νά διώξει αύτόν τόν άνθρωπο άπό τό μυαλό της: τήν ώρα πού ό ’ίδιος θόρυβος 34
έφορμοϋσε έναντίον τους, είχε κρίνει αναγκαίο νά τής γνωστο ποιήσει δτι έκείνη δέν είχε κανένα λόγο, ϊσως καί κανένα δικαίθ)μα κιόλας, νά κλείνει τ ’ αύτιά της. ' Ο άνθρωπος αύτός τήν είχε ανακαλέσει στήν τάξη, τήν όποία ή κίνησή της είχε παραβεΐ. Ή τα ν ή ισότητα προσωποποιημένη πού τήν είχε έπιπλήξει, μή μπορώντας νά δεχθεί δτι ένα άτομο άρνιόταν νά ύπομείνει αύτό πού δλοι οφείλουν νά ύπομένουν. Ή ταν ή ισότητα προσωποποιημένη πού τής είχε άπαγορεύσει νά είναι σέ δυσαρμονία μέ τόν κόσμο δπου δλοι ζοϋμε. Ή έπιθυμία της νά σκοτώσει αύτόν τόν άνθρωπο δέν ήταν μιά άπλή περαστική άντίδραση. 5Ακόμα καί μετά τήν πρώτη στιγμή τής λύσσας, ή έπιθυμία αύτή δέν τήν άφηνε· προστέθηκε μόνο σ ’ αύτήν ή έκπληξη πού ήταν ίκανή γιά ένα τέτοιο μίσος. 'Η εικόνα τοϋ άνθρώπου καθώς χτυπούσε τό κούτελό του, κυμαινό ταν στά σωθικά της δπως ένα ψάρι πού άποσυντίθεται άργά καί πού δέν μποροϋσε νά τό ξεράσει. Τής ξαναήρθε στό μυαλό ό πατέρας της. ’Από τότε πού είχε οπισθοχωρήσει μπροστά σέ δυό δωδεκάχρονα παλιόπαιδα, τόν άναπαρίστανε συχνά στήν έξης κατάσταση: βρίσκεται σ ’ ένα καράβι πού βυθίζεται* προφανώς οί σωσίβιες λέμβοι δέν θά μπορέσουν νά τούς χωρέσουν δλους, μέ άποτέλεσμα πάνω στή γέφυρα τό σπρώξιμο νά είναι φρενιτιώδες. eΟ πατέρας άρχίζει νά τρέχει μαζί μέ τούς άλλους, άλλά άνακαλύπτοντας τή μάχη σώμα μέ σώμα τών επιβατών, πού είναι έτοιμοι νά ποδοπατηθοϋν έως θανάτου, καί είσπράττοντας μιά άγρια γροθιά άπό μία κυρία επειδή στέκεται στό δρόμο της, σταματάει ξαφνικά, έπειτα κάθεται στήν άκρη* στό τέλος δέν κάνει άλλο παρά νά παρατηρεί τίς ύπερφορτωμένες βάρκες πού, άνάμεσα σέ φωνές καί σέ βρισιές, κατεβαίνουν άργά πάνω στά άγριεμένα κύματα. Τί δνομα νά δώσει στήν συμπεριφορά αύτή τοϋ πατέρα; Δειλία; Ό χι. Οί δειλοί φοβοϋναι μήπως πεθάνουν καί γιά νά έπιζήσουν ξέρουν ν ’ άγωνίζονται μέ νύχια καί μέ δόντια. Εύγένεια; ’Αναμφίβολα, άν είχε ενεργήσει έτσι άπό προσοχή πρός τόν πλησίον. Ή ’Ανιές δμως δέν πίστευε σ ’ αύτά τά κίνητρα. Περί τίνος έπρόκειτο λοιπόν; Δέν ήξερε. "Ενα μόνο πράγμα τής μ
φαινόταν σίγουρο: πάνω σ ’ ενα πλοίο πού βυθίζεται καί δπου πρέπει νά δώσεις μάχη γιά ν ’ ανέβεις στίς βάρκες, ό πατέρας θά ήταν εκ τών προτέρων καταδικασμένος. Ναί, αύτό ήταν βέβαιο. Τό ερώτημα πού τίθεται είναι τό εξής: ό πατέρας της θά είχε μισήσει τούς άνθρώπους τοϋ πλοίου, δπως έκείνη μόλις είχε μισήσει τή μοτοσυκλετίστρια καί τόν άντρα πού τήν κοροΐδεψε επειδή έκλεινε τ ’ αύτιά της; ’Ό χ ι, ή Ά ν ιές δέν καταφέρνει νά φανταστεί δτι ό πατέρας της μπορούσε νά μισήσει. ' Η παγίδα τοϋ μίσους είναι δ,τι μάς δένει πολύ σφιχτά μέ τόν άντίπαλο. ’Ιδού τό άσεμνο τοϋ πολέμου: ή οικειότητα τοϋ αϊματος πού χύνεται άμοιβαΐα, ή άσελγής εγγύτητα δυό στρατιω τών πού, κοιτάζοντας ό ένας τόν άλλο στά μάτια, άλληλοδιαπερνιοϋνται. Ή Ά ν ιέ ς εΐναι βέβαιη: άκριβώς αύτήν τήν οικειότητα άπεχθανόταν ό πατέρας της: τό σπρώξιμο στό πλοίο τοϋ έφερνε τέτοια αηδία πού προτιμούσε νά πνιγεί. ' Η φυσική επαφή μέ άνθρώπους πού χτυπιούνται, ποδοπατιοϋνται καί στέλνουν ό ένας τόν άλλον στό θάνατο, τοϋ φαινόταν πολύ χειρότερη άπό ένα μοναχικό θάνατο στήν καθαρότητα τών ύδάτων. Ή άνάμνηση τοϋ πατέρα άρχισε νά τήν άπελευθερώνει άπό τό μίσος τό όποιο μόλις τήν είχε κυριεύσει. Σιγά σιγά, ή δηλητη ριώδης εικόνα τοϋ άνθρώπου πού χτυπούσε τό κούτελό του έσβηνε άπό τό μυαλό της, δπου ξαφνικά ξεπήδησε αύτή ή φράση: δέν θέλω νά τούς μισώ, διότι τίποτα δέν μέ συνδέει μαζί τους· δέν έχουμε τίποτα κοινό.
36
6 δέν είναι Γερμανίδα, είναι έπειδή ό Χίτλερ εχασε τόν πόλεμο. Γιά πρώτη φορά στήν ιστορία, δέν άφησαν στόν νικημέ νο καμιά, μά καμιά δόξα: οϋτε κάν τήν οδυνηρή δόξα τοϋ ναυαγίου. Ό νικητής δέν άρκέστηκε στή νίκη, άποφάσισε νά δικάσει τόν ήττημένο, καί δίκασε όλο τό έθνος* γΓ αύτό τό νά μιλάει κανείς γερμανικά καί νά είναι Γερμανός δέν ήταν καθόλου εύκολο εκείνο τόν καιρό. Ό παππούς καί ή γιαγιά τής Ά ν ιέ ς άπό τή μεριά τής μητέρας της είχαν ενα άγρόκτημα στά όρια τής γαλλόφωνης καί τής γερμανόφωνης ζώνης τής ’Ελβετίας· ετσι ώστε μιλούσαν ρεόντως δύο γλώσσες, παρ’ όλο πού διοικητικά ύπάγονταν στή ρωμανική ’Ελβετία. Ό παππούς καί ή γιαγιά άπό τή μεριά τοϋ πατέρα της, ήσαν Γερμανοί εγκατεστημένοι στήν Ούγγαρία. ' Ο πατέρας, φοιτητής στό Παρίσι παλιά, γνώριζε καλά τά γαλλικά* εντούτοις, άπό τότε πού παντρεύτηκε ήσαν τά γερμανικά πού εγιναν εντελώς φυσικά ή γλώσσα τοϋ ζευγαριού. Μετά τόν πόλεμο, όμως, ή μητέρα θυμήθηκε τήν επίσημη γλώσσα τών γονιών της: εστειλαν τήν Ά ν ιέ ς σ ’ ενα γαλλικό λύκειο. 'Ο πατέρας, ώς Γερμανός, δέν μπορούσε ώς εκ τούτου νά επιτρέψει στόν εαυτό του παρά μόνο μία εύχαρίστηση: νά άπαγγέλλει στήν πρωτότοκη κόρη του στίχους τοϋ Γ καΐτε στό πρωτότυπο. ’Ιδού τό γερμανικό ποίημα τό πιό διάσημο όλων τών εποχών, αύτό πού κάθε μικρός Γερμανός οφείλει νά μάθει άπέξω:
Α ν η ΑΝΙΕΣ
Σ ’ δλες τίς κορυφές Πεφτει σιωπή, Ψηλά σ 3 δλα τά δέντρα Νιώθεις Μόλις μιά άνάσα' 37
Τά πουλάκια σωπαίνουν στό δάσος. Κάνε υπομονή, γρήγορα Κι εσύ επίσης θά ξαποστάσεις. Ή ιδέα τοϋ ποιήματος είναι πολύ άπλή: τό δάσος κοιμάται, κι εσύ επίσης θά κοιμηθείς. Ή τάση τής ποίησης δέν είναι νά μάς θαμπώσει μέ μιά ιδέα εκπληκτική, άλλά νά κάνει έτσι ώστε μιά στιγμή τοϋ είναι νά γίνει άλησμόνητη καί άντάξια μιάς άβάσταχτης νοσταλγίας. Στήν μετάφραση όλα χάνονται, δέν θά συλλάβετε τήν ομορ φιά τοϋ ποιήματος παρά διαβάζοντάς το γερμανικά: IJber alien Gipfeln 1st Ruh, In alien Wipfeln Spiirest du Kaum einen Hauch; Die Vogelein schweigen im Walde. Warte nur, balde Ruhest du auch. Οί στίχοι αύτοί έχουν δλοι ένα διαφορετικό άριθμό συλλα βών, οί τροχαίοι, οί ίαμβοι, οί δάκτυλοι έναλλάσσονται, ό έκτος στίχος είναι κατά παράδοξο τρόπο πιό μακρύς άπό τούς άλλους* κι ενώ τό ποίημα άποτελεΐται άπό δύο τετράστιχα, ή πρώτη γραμματική φράση τελειώνει άσύμμετρα στόν πέμπτο στίχο, φτιάχνοντας μιά μελωδία πού δέν ύπάρχει πουθενά άλλοϋ παρά μόνο σ ’ αύτό τό ένα καί μοναδικό ποίημα, τόσο εξαίσιο δσο καί άπόλυτα κοινό. Ό πατέρας τό είχε μάθει δταν ήταν παιδί στήν Ούγγαρία, τότε πού πήγαινε στό γερμανικό νηπιαγωγείο, καί ή Ά ν ιέ ς είχε τήν ϊδια ήλικία δταν τό άκουσε άπό έκεΐνον γιά πρώτη φορά. Τό άπήγγειλαν κατά τή διάρκεια τών περιπάτων τους, τονίζοντας ύπερβολικά δλες τίς τονικές συλλαβές καί περπατώντας στό ρυθμό τοϋ ποιήματος. Τό περίπλοκο τοϋ μέτρου δυσκόλευε τό 38
πράγμα, ή επιτυχία τους ήταν απόλυτη μόνο στούς δύο τελευ ταίους στίχους: war-te nur-bal-de - ru-hest du-auch. Τήν τελευ ταία λέξη τή φώναζαν τόσο δυνατά πού άκουγόταν σέ ακτίνα ενός χιλιομέτρου. "Οταν ό πατέρας τής απήγγειλε τό ποίημα γιά τελευταία φορά, ήταν δυό ή τρεις μέρες πρίν άπό τό θάνατό του. Ή 5Ανιές πίστεψε στήν άρχή ότι γύριζε ετσι στήν παιδική του ήλικία, στή μητρική του γλώσσα* επειτα, καθώς τήν κοίταζε ϊσια στά μάτια, κοντινά, εύγλωττα, σκέφθηκε ότι ήθελε νά τής θυμίσει τήν εύτυχία τών περιπάτων πού έκαναν κάποτε* μόνο στό τέλος κατάλαβε ότι τό ποίημα μιλούσε γιά τό θάνατο: ό πατέρας της ήθελε νά τής πει ότι πέθαινε καί ότι τό ήξερε. Ποτέ πρίν δέν τής ειχε ερθει ή ιδέα ότι αύτοί οί άθώοι στίχοι, καλοί γιά τούς μαθητές, θά μπορούσαν νά έχουν τέτοιο νόημα. Ό πατέρας της ήταν στό κρεβάτι μέ τό μέτωπο μούσκεμα στόν ιδρώτα* τού πήρε τό χέρι καί, συγκρατώντας τά δάκρυά της, έπανέλαβε σιγά μαζί του: warte nur, balde ruhest du auch. Κι εσύ έπίσης, γρήγορα, θά ξαποστάσεις. Καί συνειδητοποίησε ότι άναγνώριζε τή φωνή τοϋ θανάτου τοϋ πατέρα: ήταν ή σιωπή τών πουλιών πού άποκοιμιοϋνται στήν κορυφή τών δέντρων. Ή σιωπή, πράγματι, άπλώθηκε μετά τό θάνατο, γέμισε τήν ψυχή τής 5Ανιές, καί ήταν ώραιο* θά τό ξαναπώ: ήταν ή σιωπή τών πουλιών πού άποκοιμιοϋνται στήν κορυφή τών δέντρων. Καί μέσα σ ’ αύτήν τή σιωπή, σάν ενα κυνηγητικό κέρας στό βάθος τοϋ δάσους, τό τελευταίο μήνυμα τοϋ πατέρα άντηχοϋσε ολοένα καί πιό καθαρά όσο περνούσε ό καιρός. Τί είχε θελήσει νά τής πει μέ τό δώρο του; Νά είναι ελεύθερη. Νά ζήσει όπως ήθελε νά ζει, νά πάει όπου ήθελε νά πάει. ’Εκείνος ποτέ δέν τό είχε τολμήσει. Καί ήταν γΓ αύτό πού είχε δώσει όλα τά μέσα στήν κόρη του, γιά νά τό τολμήσει έκείνη. ’Από τό γάμο της κι επειτα, ή ’Ανιές ύποχρεώθηκε νά άρνηθεΐ τίς χαρές τής μοναξιάς: κάθε μέρα, περνούσε οκτώ ώρες σ ’ ενα γραφείο συντροφιά μέ δυό συναδέλφους* μετά έπέστρεφε σπίτι της, στά τέσσερα δωμάτια. Κανένα δωμάτιο όμως δέν τής άνήκε: ύπήρχε ενα μεγάλο σαλόνι, μιά κρεβατοκάμαρα, ενα δωμάτιο γιά 39
τήν Μπριζίτ καί τό μικρό γραφείο τοϋ Πώλ. "Οταν παραπονιό ταν, ό Πώλ τής πρότεινε νά θεωρεί τό σαλόνι δικό της δωμάτιο καί τής ύποσχόταν (μέ ειλικρίνεια ύπεράνω πάσης ύποψίας) ότι οϋτε ό ϊδιος οϋτε ή Μπριζίτ δέν θά έρχονταν νά τήν ενοχλήσουν. Πώς όμως θά καθόταν μέ τήν άνεσή της σ ’ ένα χώρο επιπλωμένο μ ’ ένα μεγάλο τραπέζι καί μέ οκτώ καρέκλες συνηθισμένες μόνο στούς βραδινούς καλεσμένους; "Ισως καταλαβαίνει κανείς καλύτερα τώρα γιατί ή 5Ανιές είχε νιώσει τόσο εύτυχισμένη, εκείνο τό πρωί, μέσα στό κρεβάτι πού μόλις είχε έγκαταλείψει ό Πώλ, καί γιατί είχε μετά διασχίσει τόν προθάλαμο χωρίς νά κάνει θόρυβο, άπό φόβο μήπως τραβήξει τήν προσοχή τής Μπριζίτ. Δοκίμαζε άκόμα καί τρυφερότητα γιά τόν ιδιότροπο άνελκυστήρα, γιατί τής εξασφάλιζε κάποιες στιγ μές μοναξιάς. Ά κ ό μ α καί τό αύτοκίνητο της τής έδινε κάποια εύτυχία, γιατί έκεΐ κανένας δέν τής μιλοϋσε, κανένας δέν τήν κοίταζε. Ναί, ήταν τό κυριότερο, κανένας δέν τήν κοίταζε. Ή μοναξιά: γλυκιά άπουσία βλεμμάτων. Μιά μέρα, οί δυό συνάδελ φοί της άρρώστησαν καί γιά δυό εβδομάδες δούλεψε μόνη στό γραφείο. Τό βράδυ, παρατήρησε μέ έκπληξη ότι δέν ένιωθε σχεδόν καθόλου κούραση. Αύτό τήν έκανε νά καταλάβει ότι τά βλέμματα ήσαν φορτία πού συνέθλιβαν, φιλιά τοϋ βρικόλακα* ότι ήταν τό στιλέτο τών βλεμμάτων πού είχε χαράξει τίς ρυτίδες στό πρόσωπό της. ’ Εκείνο τό πρωί, ξυπνώντας, άκουσε στό ραδιόφωνο ότι στή διάρκεια μιάς, παρ’ όλα αύτά όχι σοβαρής, χειρουργικής επέμ βασης, μιά άβελτηρία τών άναισθησιολόγων είχε ώς συνέπεια τό θάνατο μιάς νεαρής άσθενοϋς. Έ ξαιτίας αύτοϋ, τρεις γιατροί είχαν παραπεμφθεΐ στή δικαιοσύνη* καί μία οργάνωση κατανα λωτών πρότεινε νά κινηματογραφοϋνται στό μέλλον όλες οί έγχειρήσεις καί όλες οί ταινίες νά μπαίνουν στό άρχεΐο. "Ολοι, φαίνεται, χειροκρότησαν αύτή τήν πρωτοβουλία. Μυριάδες βλέμ ματα μάς διαπερνούν κάθε μέρα, άλλά αύτό δέν άρκεΐ: χρειάζεται επιπλέον ένα βλέμμα θεσμικό, πού δέν θά μάς έγκαταλείψει οϋτε ένα δευτερόλεπτο, πού θά μάς παρακολουθεί στόν γιατρό, στό δρόμο, στό χειρουργικό τραπέζι, στό δάσος, στό βάθος τοϋ 40
κρεβατιού- ή εικόνα τής ζωής μας θά διατηρηθεί ανέπαφη μέσα στά αρχεία γιά νά μπορει νά χρησιμοποιηθεί άνά πάσα στιγμή σέ περίπτωση αντιδικίας, ή δποτε θά τό απαιτεί ή δημόσια περιέρ γεια. Καί πάλι, ε νιώσε μιά ζωηρή νοσταλγία γιά τήν ’Ελβετία. Ά π ό τό θάνατο τού πατέρα της πήγαινε εκεί δυό ή τρεις φορές τόν χρόνο. 'Ο Πώλ καί ή Μπριζίτ, μέ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, μιλούσαν άναφερόμενοι στό θέμα αύτό, γιά ανάγκη ύγιεινο-συναισθηματική: πήγαινε νά σκουπίσει τά ξερά φύλλα άπό τόν τάφο τού πατέρα της, πήγαινε νά άνασάνει τόν καθαρό άέρα άπό τό μεγάλο άνοιχτό παράθυρο ενός ξενοδοχείου στίς Ά λ π εις. ’Έκαναν λάθος: ή ’Ελβετία, όπου εντούτοις δέν τήν περίμενε κανένας εραστής, ήταν ή μόνη σοβαρή καί συστηματι κή άπιστία ή όποία τήν καθιστούσε ένοχη άπέναντι τους. 'Η Ελβετία: τό τραγούδι τών πουλιών στήν κορυφή τών δέντρων. ' Η Ά ν ιέ ς ονειρευόταν νά μείνει εκεί μιά μέρα καί νά μή γυρίσει ποτέ. ’Έφτανε στό σημείο νά επισκέπτεται τά διαμερίσματα πού πουλιόνταν ή ενοικιάζονταν είχε άκόμα προχειρογράψει ένα γράμμα μέ τό οποίο άνήγγειλε στήν κόρη της καί στόν άντρα της ότι χωρίς νά έχει πάψει νά τούς άγαπά, σκόπευε εντούτοις νά ζήσει μόνη. Δέν τούς ζητούσε παρά νά τής δίνουν νέα τους άπό καιρό σέ καιρό γιά νά τήν διαβεβαιώνουν ότι δέν τούς συμβαίνει τίποτα κακό. Νά, άκριβώς αύτό ήταν πού δυσκολευόταν νά έκφράσει καί νά εξηγήσει: τήν άνάγκη της νά ξέρει τί κάνουν, ενώ δέν ήθελε οϋτε νά τούς βλέπει οϋτε νά ζεί μέ τή συντροφιά τους. Έξυπακούεται ότι δέν έπρόκειτο παρά γιά όνειρα. Πώς μιά λογική γυναίκα θά μπορούσε νά έγκαταλείψει έναν εύτυχισμένο γάμο; ’Εντούτοις, μιά πολύ μακρινή καί σαγηνευτική φωνή τάραζε τή γαμήλια γαλήνη: ήταν ή φωνή τής μοναξιάς. ’Έκλεισε τά μάτια καί άκουσε μακριά, στά βάθη τών δασών, τόν ήχο ενός κυνηγετικού κέρατος. *Υπήρχαν δρόμοι μέσα σ ’ εκείνα τά δάση καί σ ’ έναν άπό αύτούς στεκόταν ό πατέρας της· τής χαμογελού σε- τήν φώναζε.
41
7 στό σαλόνι σέ μιά πολυθρόνα, ή Ά ν ιέ ς περίμενε τόν Πώλ. 'Υπήρχε μπροστά τους ή προοπτική ενός επίπονου «δεί πνου έξω». Μή έχοντας φάει τίποτα όλη τήν ήμέρα αισθανόταν λίγο αδύναμη καί πρόσφερε στόν εαυτό της μιά στιγμή χαλάρω σης ξεφυλλίζοντας ένα χοντρό περιοδικό. Πολύ κουρασμένη γιά νά διαβάσει τά άρθρα, τής άρκοϋσε νά κοιτάζει τίς φωτογραφίες, πού ήσαν πολλές καί έγχρωμες. Στίς κεντρικές σελίδες, ένα μεγάλο ρεπορτάζ ήταν άφιερωμένο σέ μιά καταστροφή πού είχε συμβεΐ στή διάρκεια μιάς έπίδειξης άεροπλοΐας. 'Ένα άεροσκάφος φλεγόμενο είχε πέσει μέσα στό πλήθος τών θεατών. Οί φωτογραφίες ήσαν τεράστιες, καθεμιά τους έπιανε ένα δισέλιδο* έβλεπε κανείς άνθρώπους τρομοκρατημένους νά τρέχουν πρός όλες τίς κατευθύνσεις, μέ τά ρούχα καμένα, τό δέρμα τσουρου φλισμένο, τό σώμα περιτριγυρισμένο άπό μικρές φλόγες. ' Η Ά ν ιέ ς δέν μποροϋσε νά ξεκολλήσει τό βλέμμα της άπό έκεΐ καί σκεφτόταν τήν ξέφρενη χαρά τοϋ φωτογράφου πού ξαφνικά, κι ένώ βαριόταν σ ’ ένα θέαμα νυσταλέο, είχε δει τήν εύτυχία νά τοϋ πέφτει άπό τόν ούρανό μέ τήν όψη ενός φλεγόμενου άεροπλάνου. Γυρίζοντας τή σελίδα, είδε άνθρώπους γυμνούς σέ μιά πλάζ καί ένα μεγάλο τίτλο: Οι φωτογραφίες τών διακοπών πού δέν θά δούμε στό λεύκωμα του Μπάκιγχαμ, συνοδευόμενο άπό ένα σύντο μο κείμενο πού τελείωνε μέ τήν άκόλουθη φράση: «...καί ένας φωτογράφος ήταν έκεΐ: οί συναναστροφές τής πριγκίπισσας τροφοδοτούν καί πάλι τά χρονικά». 'Ένας φωτογράφος ήταν έκεΐ. Παντού ύπάρχει ένας φωτογράφος. "Ενας φωτογράφος κρυμμένος πίσω άπό ένα θάμνο. "Ενας φωτογράφος μεταμφιε σμένος σέ κουτσό ζητιάνο. Παντού ύπάρχει ένα μάτι. Παντού ύπάρχει ένας φακός. Ή Ά ν ιέ ς θυμήθηκε ότι κάποτε, στά παιδικά της χρόνια, τήν
Κ α θ ισ μ έ ν η
42
είχε γοητεύσει ή ιδέα δτι ό Θεός τήν έβλεπε καί τήν έβλεπε χωρίς ανάπαυλα. Ή ταν τότε, χωρίς άμφιβολία, πού είχε γιά πρώτη φορά αισθανθεί αύτή τήν ήδονή, αύτή τήν παράξενη απόλαυση πού νιώθουν τά άνθρώπινα δντα δταν τά βλέπουν, δταν τά βλέπουν παρά τή θέλησή τους, δταν τά βλέπουν στίς στιγμές τής οικειότητας, δταν τά βλέπουν καί τά βιάζουν μέ τήν δράση. Ή μητέρα της πού ήταν πιστή τής ελεγε «ό Θεός σέ βλέπει» ελπίζοντας νά τήν κάνει νά χάσει τή συνήθεια πού είχε νά λέει ψέματα, νά τρώει τά νύχια της καί νά βάζει τό δάχτυλο στή μύτη, άλλά κατάφερνε τό εντελώς άντίθετο* ήταν άκριβώς δταν έγκατέλείπε τόν εαυτό της στίς κακές της συνήθειες, ή στίς στιγμές τής ντροπής, πού ή 5Ανιές φανταζόταν τόν Θεό καί τοϋ έδειχνε τί έκανε. Σκέφθηκε τήν άδελφή τής βασίλισσας τής 9Αγγλίας καί είπε στόν εαυτό της δτι τώρα τό μάτι τοϋ Θεοϋ είχε άντικατασταθεί άπό τή φωτογραφική μηχανή. Τό μάτι τοϋ ενός μόνου είχε άντικατασταθεί άπό δλων τά μάτια. Ή ζωή είχε μεταμορφωθεί σέ μιά εκτεταμένη παρτούζα στήν όποία δλος ό κόσμος παίρνει μέρος. "Ολος ό κόσμος μπορεΐ νά δει σέ μιά τροπική πλάζ τήν πριγκίπισσα τής 9Αγγλίας νά γιορτάζει τά γενέθλιά της γυμνή. Φαινομενικά, ή φωτογραφική μηχανή δέν ένδιαφέρεται παρά γιά τούς διάσημους άνθρώπους, άλλά άρκεΐ νά συντρίβει ένα άερο πλάνο δίπλα σας, ν ’ άνάψουν φλόγες στό πουκάμισό σας, γιά νά γίνετε κι έσεΐς έπίσης διάσημοι καί νά περιληφθεΐτε στή γενική παρτούζα πού δέν έχει τίποτα νά κάνει μέ τήν άπόλαυση, άλλά άναγγέλλει πανηγυρικώς δτι κανένας δέν μπορεΐ πιά πουθενά νά κρυφτεί καί δτι ό καθένας είναι στό έλεος δλων. Μιά μέρα πού είχε ραντεβού μ ’ έναν άντρα, τήν ώρα πού τόν φιλούσε στό χώλ ενός μεγάλου ξενοδοχείου, ένας τύπος μέ τζήν καί πέτσινο μπουφάν είχε ξεφυτρώσει ξαφνικά μέ πέντε σάκους περασμένους στούς ώμους* μέ λυγισμένα τά γόνατα, είχε βάλει τό μάτι του στή μηχανή. Κουνώντας τό χέρι, προσπάθησε νά τόν κάνει νά καταλάβει δτι άρνιόταν νά φωτογραφηθεΐ, άλλά ό τύπος, άφοϋ ψέλλισε κάποιες λέξεις άγγλικά, άρχισε νά γελάει καί νά χοροπηδάει παντού γύρω σάν ψύλλος, πατώντας τό 43
κουμπί. Α σήμαντο επεισόδιο: καθώς γινόταν ένα συνέδριο τήν ήμέρα έκείνη στό ξενοδοχείο, είχαν μισθώσει τίς ύπηρεσίες ενός φωτογράφου, έτσι ώστε οί επιστήμονες πού είχαν έρθει άπό όλον τόν κόσμο νά μπορέσουν ν 5 άγοράσουν τίς άναμνηστικές φωτο γραφίες του τήν επομένη. 5Αλλά ή Ά ν ιέ ς δέν ύπέφερε τήν ιδέα ότι θά μποροϋσε νά ύπάρχει κάπου μιά μαρτυρία τής συνάντησής της μέ τόν φίλο της: τήν επομένη, έπέστρεψε στό ξενοδοχείο γιά νά άγοράσει όλες τίς φωτογραφίες (πού τήν έδειχναν δίπλα στόν άντρα, μέ τό ένα χέρι ύψωμένο μπροστά στό πρόσωπο) καί ζήτησε επίσης τ ’ άρνητικά, άλλά αύτά, ήδη καταχωρημένα στά άρχεΐα τής επιχείρησης, ήσαν άπρόσιτα. Π αρ’ όλη τήν άπουσία κάθε κινδύνου, δέν μποροϋσε νά άπαλλαγεΐ άπό μιά κάποια άγωνία στήν ιδέα ότι ένα δευτερόλεπτο τής ζωής της, άντί νά μετατραπει σέ μηδέν, όπως όλα τά άλλα δευτερόλεπτα, θά έχει άποσπασθεϊ στό ροϋ τοϋ χρόνου καί, άν κάποια άνόητη σύμ πτωση τό άπαιτήσει μιά μέρα, θά άναστηθεϊ σάν προχειροθαμμένος νεκρός. Πήρε ένα άλλο εβδομαδιαίο περιοδικό, περισσότερο στραμ μένο αύτό πρός τήν πολιτική καί τήν κουλτούρα. Ό χ ι κατα στροφές, όχι πριγκίπισσες γυμνές στήν άκρογιαλιά, άλλά πρό σωπα, πρόσωπα, πρόσωπα παντού. Ά κ όμ α καί στό τελευταίο τμήμα τοϋ περιοδικού, πού ήταν άφιερωμένο στίς περιλήψεις τών βιβλίων, τά άρθρα συνοδεύονταν όλα άπό μιά φωτογραφία τοϋ άντίστοιχου συγγραφέα. Καθώς οί συγγραφείς ήσαν συχνά άγνω στοι, μποροϋσε κανείς νά δικαιολογήσει τή φωτογραφία ώς χρήσιμη πληροφόρηση, άλλά πώς νά δικαιολογήσεις πέντε πορτραίτα τοϋ Προέδρου τής Δημοκρατίας, πού όλος ό κόσμος ξέρει άπέξω καί τή μύτη του καί τό πηγούνι του; Οί χρονογρά φοι, επίσης, είχαν τή φωτογραφία τους σέ βινιέτα, καί οπωσδή ποτε αύτή θά έπαναλαμβανόταν εβδομάδα μέ τήν εβδομάδα στήν ίδια θέση. Στό ρεπορτάζ γιά τήν άστρονομία έβλεπε κανείς τό μεγεθυσμένο χαμόγελο τών άστρονόμων καί πρόσωπα σέ όλες τίς διαφημιστικές καταχωρίσεις, πρόσωπα πού έκθείαζαν τά έπιπλα, τίς γραφομηχανές ή τά καρότα. Ξεφύλλισε καί πάλι τό περιοδικό άπό τήν πρώτη ώς τήν τελευταία σελίδα κάνοντας τόν 44
ανάλογο ύπολογισμό: ενενήντα δύο φωτογραφίες, πού παρουσία ζαν ένα σκέτο πρόσωπο* σαράντα μία μέ τό πρόσωπο καί τό σώμα* ενενήντα πρόσωπα σέ είκοσι τρεις ομαδικές φωτογραφίες* καί μόνο έντεκα φωτογραφίες όπου οί άνθρωποι έπαιζαν έναν άσήμαντό ρόλο ή καθόλου. Συνολικά, ύπήρχαν διακόσια είκοσι τρία πρόσωπα μέσα στό εβδομαδιαίο αύτό περιοδικό. ’Έπειτα, ό Πώλ γύρισε στό σπίτι καί ή ’ Ανιές τοϋ γνωστο ποίησε τούς ύπολογισμούς της. «Ναί, συμφώνησε. "Οσο περισσότερο ό άνθρωπος άδιαφορεΐ γιά τήν πολιτική, γιά τά ενδιαφέροντα τοϋ άλλου, τόσο πειθανα γκάζεται άπό τό πρόσωπό του. Είναι ό άτομικισμός τοϋ καιρού μας. — ' Ο άτομικισμός; Ποϋ είναι ό άτομικισμός όταν ή μηχανή σέ φωτογραφίζει τή στιγμή τής άγωνίας σου; ’Αντίθετα, είναι φανερό ότι τό άτομο δέν άνήκει πιά στόν εαυτό του, ότι είναι εντελώς ιδιοκτησία τών άλλων. Θυμάμαι, στά παιδικά μου χρό νια, πώς όταν ήθελε κανείς νά φωτογραφίσει κάποιον, τοϋ ζητούσε πάντοτε τήν άδεια. ’Ακόμα καί μένα, οί μεγάλοι μοϋ έθεταν τήν ερώτηση: γιά πές μας μικρή, μπορούμε νά σοϋ βγάλουμε μιά φωτογραφία; Κι έπειτα, μιά μέρα, κανένας δέν ρώτησε πιά τίποτα. Τό δικαίωμα τής φωτογραφικής μηχανής ύψώθηκε πάνω άπό όλα τά δικαιώματα, καί τήν ήμέρα έκείνη όλα άλλαξαν, άπολύτως όλα». Ξαναπήρε τό περιοδικό καί είπε: «"Οταν βάζεις δίπλα δίπλα τίς φωτογραφίες δύο διαφορετικών προσώπων, σέ εντυπωσιάζει αύτό πού τά ξεχωρίζει. ’Αλλά όταν έχεις μπροστά σου διακόσια είκοσι τρία πρόσωπα, καταλαβαίνεις μέ μιά ματιά ότι δέν βλέπεις παρά τίς πολυάριθμες παραλλαγές ενός καί μόνον προσώπου καί ότι ποτέ, κανένα άτομο δέν έχει ύπάρξει. — ’Ανιές, είπε ό Πώλ καί ή φωνή του ξαφνικά έγινε πολύ σοβαρή, τό πρόσωπό σου δέν μοιάζει μέ κανένα άλλο». Ή ’Ανιές δέν πρόσεξε τόν τόνο τής φωνής του καί χαμογέ λασε. «Μή χαμογελάς. Μιλά to σοβαρά. "Οταν αγαπάς κάποιον. 45
αγαπάς τό πρόσωπό του καί τό κάνεις έτσι όλότελα διαφορετικό άπό τά άλλα. — Τό ξέρω. Μέ γνωρίζεις άπό τό πρόσωπό μου, μέ γνωρίζεις ώς πρόσωπο, καί ποτέ δέν μέ γνώρισες διαφορετικά. ’Έτσι δέν μπόρεσε νά σοϋ περάσει ή ιδέα ότι τό πρόσωπό μου δέν είμαι έγώ». Ό Πώλ άπάντησε μέ τήν καρτερική στοργή ενός γέρου γιατροϋ: «Πώς μπορεΐς νά παριστάνεις ότι δέν είσαι τό πρόσωπό σου; Ποιός βρίσκεται πίσω άπό τό πρόσωπό σου; — Φαντάσου ότι έχεις ζήσει σ ’ έναν κόσμο όπου δέν ύπάρχουν καθρέφτες. Θά τό είχες ονειρευτεί τό πρόσωπό σου, θά τό είχες φανταστεί σάν ένα είδος εξωτερικής άντανάκλασης αύτοϋ πού θά ύπήρχε μέσα σου. Κι έπειτα, ύπόθεσε ότι στά σαράντα σου χρόνια θά σοϋ έτειναν έναν καθρέφτη. Φαντάσου τή φρίκη σου. Θά είχες δει ένα τελείως ξένο πρόσωπο. Καί θά είχες καταλάβει καθαρά αύτό πού άρνεϊσαι νά παραδεχτείς: τό πρόσω πό σου δέν είσαι εσύ. —Ανιές», είπε ό Πώλ καθώς σηκωνόταν. Στεκόταν πολύ κοντά της. Στά μάτια τοϋ Πώλ έβλεπε τήν άγάπη καί στά χαρακτηριστικά τοϋ Πώλ τήν πεθερά της. Τής έμοιαζε, όπως ή πεθερά έμοιαζε χωρίς άμφιβολία στόν πατέρα της, ό όποιος μέ τή σειρά του έμοιαζε σέ κάποιον. Τήν πρώτη φορά πού είχε άντικρίσει αύτήν τή γυναίκα, ή Ά ν ιέ ς είχε νιώσει πολύ άμήχανη άπό τή φυσική της ομοιότητα μέ τόν γιό της. Α ργότερα, δταν είχε κάνει έρωτα μέ τόν Πώλ, ένα είδος κακίας τής είχε ύπενθυμίσει τήν ομοιότητα αύτή, σέ σημείο πού νά τής ύποβάλλει σέ κάποιες στιγμές δτι μιά γριά ήταν ξαπλωμένη άπάνω της, μέ τό πρόσωπο άλλοιωμένο άπό τήν ήδονή. 'Ο Πώλ δμως είχε άπό καιρό ξεχάσει ότι έφερε πάνω στό πρόσωπό του τό άποτύπωμα τής μητέρας του, σίγουρος ότι τό πρόσωπό του δέν ήταν παρά δικό του καί κανενός άλλου. «Καί τό όνομά μας έπίσης μάς έχει κληρωθεί κατά τύχη, συνέχισε έκείνη, χωρίς νά ξέρουμε πότε έμφανίστηκε στόν κόσμο οϋτε πώς κάποιος άγνωστος πρόγονος μπόρεσε νά τό αρπάζει. Δέν τό καταλαβαίνουμε καθόλου αύτό τό όνομα, δέν 46
ξέρουμε τίποτα γιά τήν ιστορία του, κι δμως τό φέρουμε μέ μιά ενθουσιώδη πίστη, συγχέουμε τόν εαυτό μας μαζί του, μάς αρέσει πολύ, είμαστε γελοιωδώς ύπερήφανοι γΓ αύτό λές καί τό έχουμε εμείς οί ίδιοι επινοήσει ύπό τήν επήρεια μιας έμπνευσης ιδιο φυούς. Τό ίδιο γίνεται καί μέ τό πρόσωπο. Θυμάμαι, αύτό θά πρέπει νά έχει γίνει εκεί πρός τά τέλη τής παιδικής ήλικίας: άπό τό πολύ νά κοιτάζομαι μέσα στόν καθρέφτη, κατέληξα νά πιστεύω δτι αύτό πού έβλεπα ήμουν έγώ. Δέν έχω παρά μιά άόριστη άνάμνηση εκείνης τής εποχής, άλλά ξέρω δτι ή άνακάλυψη τοϋ έγώ μου πρέπει νά ύπή ρξε μεθυστική. 5Αργότερα, δμως, έρχεται μιά στιγμή πού στέκεσαι μπροστά στόν καθρέφτη καί λές στόν εαυτό σου: αύτό τό πράγμα είμαι πραγματικά έγώ; καί γιατί; γιατί πρέπει νά είμαι άλληλέγγυος μέ αύτό; σέ τί μέ άφορά αύτό τό πρόσωπο; Καί άπό τό σημείο τούτο κι έπειτα, δλα άρχίζουν νά γκρεμίζονται. "Ολα άρχίζουν νά γκρεμίζονται. — Τί άρχίζει νά γκρεμίζεται; ρώτησε ό Πώλ. Τί έχεις, Ά νιές! Τί σοϋ συμβαίνει τόν τελευταίο καιρό;» Τόν κοίταξε καταπρόσωπο καί πάλι χαμήλωσε τό κεφάλι. Ή τα ν άμετάκλητο, έμοιαζε τής μητέρας του. Μάλιστα, τής έμοιαζε δλο καί περισσότερο. "Ολο καί περισσότερο έμοιαζε στήν ήλικιωμένη κυρία πού ύπή ρξε ή μητέρα του. 'Ο Πώλ τήν έπιασε άπό τό μπράτσο καί τήν άνάγκασε νά σηκωθεί. Μ όνον δταν ΰψωσε τά μάτια πρός τό μέρος του ήταν πού τά είδε ύγρά άπό τά δάκρυα. «Πρέπει νά φύγουμε, είναι ώρα νά ντυθούμε», είπε ξεφεύγοντας άπό τό άγκάλιασμά του. Καί έτρεξε πρός τό μπάνιο.
47
8 γιά τήν Ά ν ιέ ς, τή φαντάζομαι, τήν αφήνω νά ξεκουράζε ται σ ’ έναν πάγκο τής σάουνας, νά περιδιαβάζει στό Παρίσι, νά ξεφυλλίζει τά περιοδικά της, νά συζητάει μέ τόν άντρα της, άλλά αύτό άπό τό όποιο όλα ξεκίνησαν, έκείνη τή χειρονομία τής κυρίας πού χαιρετάει τόν δάσκαλο τής κολύμβησης στήν άκρη τής πισίνας, είναι σάν νά τήν έχω ξεχάσει. Ή ’ Ανιές λοιπόν δέν γνέφει πιά έτσι σέ κανέναν; ’Ό χ ι. Ά κ όμ α κι άν αύτό φαίνεται περίεργο, μοϋ φαίνεται ότι έχει περάσει πολύς καιρός πού δέν τό κάνει πιά. Ά λ λ ο τ ε , όταν ήταν πολύ νέα, ναί, τό έκανε. Ή τα ν τόν καιρό πού κατοικούσε άκόμα στήν πόλη πίσω άπό τήν όποία διαγράφονταν οί κορυφές τών Ά λπεω ν. Νεαρό κορί τσι, στά δεκάξι της χρόνια, είχε πάει στόν κινηματογράφο μέ ένα συμμαθητή της. Τήν ώρα πού έσβηναν τά φώτα, εκείνος τής έπιασε τό χέρι. Γρήγορα οί παλάμες τους άρχισαν νά ιδρώνουν, άλλά τό άγόρι δέν τολμούσε ν ’ άφήσει αύτό τό χέρι πού τό είχε γραπώσει μέ τόσο θάρρος, γιατί έτσι θά ομολογούσε ότι ίδρωνε καί ότι ντρεπόταν γΓ αύτό. Γιά μιάμιση ώρα λοιπόν κράτησαν τά χέρια τους νά μουλιάζουν ύγρά καί ζεστά καί δέν τά ξέσφιξαν παρά μόνον όταν ξανάναψε τό φώς. Γιά νά παρατείνει τή συνάντηση, τήν οδήγησε άκολούθως στά δρομάκια τής παλιάς πόλης, μέχρι τό παλιό μοναστήρι πού δέσποζε έκεΐ καί πού τό περιστήλιό του προσείλκυε στίφη τουριστών. Φαινομενικά, τά είχε όλα καλά προμελετήσει, διότι μέ βήμα σχετικά άποφασιστικό τήν οδήγησε σ ’ έναν έρημο διάδρομο, μέ τό άρκετά άνόητο πρόσχημα νά τής δείξει έναν πίνακα. Έ φτασαν στήν άκρη τοϋ διαδρόμου χωρίς νά συναντή σουν οϋτε μισό πίνακα, παρά μόνο μιά μπογιατισμένη καφετιά πόρτα όπου ήσαν γραμμένα τά γράμματα W.C. Χωρίς νά προσέςει τήν πόρτα, τό άγόρι σταμάτησε. Ή Ά ν ιέ ς ήξερε καλά ότι ό
ΓΡΑΦΩ
48
συμμαθητής της λίγο ένδιαφερόταν γιά τούς πίνακες καί ότι δέν έψαχνε παρά ένα μέρος στήν άκρη γιά νά τή φιλήσει. ' Ο κακομοίρης δέν είχε βρει τίποτα καλύτερο άπό αύτό τό άδιέξοδο κοντά στούς καμπινέδες! Ξέσπασε σέ γέλια καί γιά νά μήν τόν κάνει νά πιστέψει ότι γελούσε μαζί του, έδειξε μέ τό δάχτυλο τήν επιγραφή. Γέλασε κι εκείνος, παρά τήν άπελπισία του. Μέ τά δυό αύτά γράμματα σάν φόντο, τοϋ ήταν άδύνατο νά σκύψει πρός τό μέρος της νά τή φιλήσει (πολύ περισσότερο πού έπρόκειτο γιά ένα πρώτο φιλί, έξ όρισμοϋ άλησμόνητο) καί δέν τοϋ έμενε πιά παρά νά ξαναγυρίσει στούς δρόμους μ ένα πικρό συναίσθημα συνθηκολόγησης. Περπατούσαν χωρίς νά λένε λέξη καί ή Ά ν ιέ ς ήταν θυμωμέ νη: γιατί δέν τήν εϊχε φιλήσει, πολύ άπλά, μέσα στή μέση τοϋ δρόμου; Γιατί είχε προτιμήσει νά τήν οδηγήσει σ ’ έναν ύποπτο διάδρομο, πρός τά άποχωρητήρια όπου άλλεπάλληλες γενιές γέρων, άσχημων καί ρυπαρών καλογέρων είχαν άδειάσει τά έντερά τους; Ή άμηχανία τοϋ άγοριοϋ τήν κολάκευε ώς ένδειξη τής ερωτικής του σύγχυσης, άλλά τήν εξόργιζε άκόμα περισσό τερο ώς άπόδειξη τής άνωριμότητάς του: τό νά βγαίνει μέ ένα άγόρι τής ϊδιας ήλικίας τής έδινε τήν εντύπωση ότι τήν ύποβάθμιζε* μόνο οί μεγαλύτεροι τήν τραβούσαν. Ίσως επειδή μέ τό μυαλό της τόν πρόδιδε, παρ’ όλο πού άναγνώριζε πώς τόν άγαποϋσε, γΓ αύτό καί ένα άόριστο αίσθημα δικαιοσύνης τής ύπαγόρευσε νά στέρξει σέ βοήθειά του, νά τοϋ δώσει έλπίδα, νά τόν άπελευθερώσει άπό τήν παιδική του συστολή. Ά ν έκεΐνος δέν έβρισκε τό θάρρος, ήταν δική της ύπόθεση νά τό βρει. Τήν συνόδευσε στό σπίτι της καί ή Ά ν ιέ ς φανταζόταν ότι φθάνοντας στή βίλα, μπροστά στό μικρό κιγκλίδωμα τοϋ κήπου, θά τόν άγκάλιαζε φευγαλέα νά τοϋ δώσει ένα φιλί, άφήνοντάς τον κεραυνόπληκτο άπό τήν έκπληξη. Τήν τελευταία στιγμή, όμως, τής πέρασε αύτή ή έπιθυμία καθώς εΐδε ότι τό άγόρι όχι μόνο είχε κατεβάσει τά μούτρα, άλλά έδειχνε μακρινός καί έχθρικός άκόμα. "Εσφιξαν λοιπόν τά χέρια καί έκείνη άνηφόρησε τό δρομάκι άνάμεσα σέ δυό πρασιές πρός τήν πόρτα τοϋ σπιτιού. ’Έ νιω θε νά βαραίνει άπάνω της τό βλέμμα τοϋ συμμαθητή της 4
49
πού τήν παρατηρούσε ακίνητος. Δοκίμασε καί πάλι οίκτο γιά λογαριασμό του, έναν οίκτο μεγαλύτερης άδελφής, καί έκανε τότε κάτι πού ένα δευτερόλεπτο πρίν δέν θά τό είχε σκεφθει. Χωρίς νά σταματήσει, γύρισε τό κεφάλι πρός τό μέρος του, χαμογέλασε καί ξεδίπλωσε χαρούμενα τό μπράτσο της στόν άέρα, μέ ελαφράδα καί άπαλότητα, σάν γιά νά εξαπολύσει πρός τόν ούρανό ένα πολύχρωμο μπαλόνι. Αύτή ή στιγμή κατά τήν όποία, ξαφνικά, χωρίς καμιά προε τοιμασία, κομψά καί άπερίσκεπτα, ή Ά ν ιέ ς σήκωσε τό χέρι, αύτή ή στιγμή είναι ύπέροχη. Πώς είχε μπορέσει νά βρει, μέσα σ ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου καί άπό τήν πρώτη κιόλας φορά, μιά κίνηση τοϋ σώματος καί τοϋ βραχίονα τόσο τέλεια, τόσο ολοκληρωμένη όσο κι ένα έργο τέχνης; Τήν εποχή έκείνη, μιά κυρία σαράντα περίπου χρόνων, γραμματέας στή σχολή, πήγαινε τακτικά κι έβλεπε τόν πατέρα γιά νά τοϋ διαβιβάζει διάφορα έγγραφα καί νά συναποκομίζει άλλα μέ τήν ύπογραφή του. Μολονότι τό κίνητρό τους ήταν άνευ σημασίας, οί επισκέψεις αύτές συνοδεύονταν άπό μιά παράξενη ένταση (ή μητέρα σκυθρώπιαζε) πού έξήπταν πολύ τήν περιέρ γεια τής Ά ν ιές. "Εσπευδε στό παράθυρο γιά νά κατασκοπεύσει διακριτικά τή γραμματέα μόλις αύτή ετοιμαζόταν νά φύγει. Μιά μέρα πού έκείνη κατευθυνόταν πρός τό μικρό κιγκλίδωμα τοϋ κήπου (κατηφορίζοντας έτσι τό δρόμο πού άργότερα ή Ά ν ιέ ς έμελλε νά άνηφορίσει κάτω άπό τό βλέμμα τοϋ δύστυχου φίλου ττΐς)> ή γραμματέας στράφηκε, χαμογέλασε καί τίναξε τό χέρι στόν άέρα μέ μιά κίνηση άπροσδόκητη, αύθάδη καί ελαφριά. ΤΗταν άξέχαστο: ή πρασιά έμοιαζε νά λάμπει όπως ένα κύμα χρυσαφένιο στίς άκτίνες τοϋ ήλιου καί, άπό κάθε μεριά τοϋ μικρού κιγκλιδώματος, άνθιζαν δυό γιασεμιά. 'Η χειρονομία ξετυλίχτηκε κάθετα, σάν γιά νά καταδείξει σ ’ αύτή ν τή χρυσαφέ νια γωνιά τής γής τήν κατεύθυνση πού είχε τό πέταγμά της, τόσο πού οί λευκοί θάμνοι μεταμορφώνονταν ήδη σέ φτερά. ' Η Ά ν ιές δέν μπορούσε νά δει τόν πατέρα της, άλλά άπό τή χειρονομία τής γυναίκας κατάλαβε ότι έκεΐνος στεκόταν στήν πόρτα τής βίλας καί ότι τήν παρακολουθούσε μέ τά μάτια. 50
'Η χειρονομία αύτή ήταν τόσο αναπάντεχη, τόσο ώραία, πού έμεινε στή μνήμη τής 5Ανιές σάν τό σημάδι τής αστραπής. Τήν καλούσε σέ κάποιο μακρινό ταξίδι, ξυπνούσε μέσα της μιάν απροσδιόριστη καί πελώρια έπιθυμία. Καί όταν ήρθε ή στιγμή πού ή ιδια πιά είχε τήν ανάγκη νά έκφράσει κάτι σημαντικό στόν φίλο της, ή χειρονομία ξανάζησε σ ’ έκείνη, γιά νά πει στή θέση της, αύτό πού έκείνη δέν είχε μάθει νά λέει. Δέν ξέρω γιά πόσο καιρό κατέφευγε στή χειρονομία αύτή (ή, άκριβέστερα, πόσο καιρό αύτή ή χειρονομία έβρισκε καταφύγιο σ ’ εκείνη)* χωρίς αμφιβολία, ώς τήν ήμέρα πού παρατήρησε ότι ή άδελφή της, οκτώ χρόνια μικρότερή της, τίναζε τό χέρι στόν άέρα γιά νά άποχαιρετήσει κάποια συμμαθήτρια. Βλέποντας τή δική της χειρονομία νά γίνεται άπό μιά μικρή άδελφή ή όποία άπό τά νηπιακά της χρόνια τήν εΐχε θαυμάσει καί μιμηθεΐ σέ όλα, δοκίμασε ένα είδος δυσφορίας: ή χειρονομία τοϋ ένηλίκου δέν ταίριαζε σ ’ ένα κοριτσάκι έντεκα χρόνων. Κυρίως όμως τήν τάραξε ότι ή χειρονομία αύτή ήταν στή διάθεση όλου τοϋ κόσμου καί δέν ήταν καθόλου ή ιδιοκτησία της- ήταν σάν, όταν τήν έκανε, νά γινόταν ένοχη κλοπής ή παραχάραξης. ’Από τότε, όχι μόνο βάλθηκε νά άποφεύγει τή χειρονομία αύτή (καί δέν εΐναι καθόλου εύκολο νά ξεσυνηθίσουμε τίς χειρονομίες πού μάς κατοικούν), άλλά καί νά δυσπιστεΐ πρός όλες τίς χειρονομίες. Φρόντιζε νά μήν κάνει παρά μόνο τίς άπαραίτητες (νά κουνάει τό κεφάλι γιά νά σημάνει «ναί» ή «όχι», νά δείξει ένα άντικείμενο σέ κάποιον πού δέν τό βλέπει) καί αύτές πού δέν έχουν καμιά άξίωση πρωτοτυπίας στή φυσική συμπεριφορά. ’Έ τσι, ή κίνηση πού τήν είχε σαγηνεύσει τότε πού εΐχε δει τή γραμματέα νά άπομακρύνεται πάνω στή χρυσαφένια πρασιά (καί τής όποίας κι έγώ ό ίδιος εϊχα δεχτεί τή σαγήνη, βλέποντας τήν κυρία μέ τό μαγιό νά λέει άντίο στόν δάσκαλο τής κολύμβησης), άποκοιμήθηκε μέσα της. Μιά μέρα, έντούτοις, άφυπνίσθηκε. "Ήταν πρίν άπό τό θάνα το τής μητέρας της, όταν είχε έρθει νά περάσει δεκαπέντε μέρες στή βίλα στό προσκέφαλο τοϋ άρρωστου πατέρα της. ’Αποχαι ρετώντας τον τήν τελευταία ήμέρα, ήξερε ότι δέν θά μπορούσε 51
γιά πολύ καιρό νά τόν ξαναδει. ' Η μητέρα δέν ήταν στό σπίτι καί ό πατέρας ήθελε νά τήν συνοδεύσει στό δρόμο, ώς τό αύτοκίνητο της. Τού απαγόρευσε νά δρασκελίσει τό κατώφλι τής βίλας καί προχώρησε ολομόναχη πρός τό μικρό κιγκλίδωμα τοϋ κήπου, στή χρυσαφένια άμμο άνάμεσα στίς δυό πρασιές. Ό λαιμός της ήταν σφιγμένος καί μιά άπέραντη έπιθυμία τήν έπνιγε νά πει στόν πατέρα της κάτι ωραίο, κάτι πού οί λέξεις δέν μπορούν νά τό πούν* καί ξαφνικά, χωρίς νά καταλάβει πώς έγινε, γύρισε τό κεφάλι καί μέ ένα χαμόγελο τίναξε τό χέρι κάθετα, μέ αύθάδεια, μέ έλαφράδα, σάν γιά νά πει ότι είχαν άκόμα μιά μακριά ζωή μπροστά τους καί ότι θά ξαναβλέπονταν συχνά. "Ενα λεπτό άργότερα, θυμήθηκε τή γραμματέα πού είκοσι πέντε χρόνια πρίν, στό ίδιο σημείο καί μέ τόν ίδιο τρόπο, εϊχε κάνει ένα νεύμα στόν πατέρα της. Ή Ά ν ιέ ς ήταν συγκινημένη γΓ αύτό καί ταραγμέ νη. Ή τα ν σάν, άπότομα, σέ ένα μόνο δευτερόλεπτο, δυό άπομακρυσμένες έποχές νά είχαν συναντηθεί, σάν νά είχαν συναντηθεί σέ μιά καί μόνη κίνηση δυό γυναίκες διαφορετικές. Τής πέρασε άπό τό μυαλό ή ιδέα ότι ήσαν ίσως καί οί μόνες πού έκείνος είχε άγαπήσει.
52
9 στό σαλόνι όπου όλοι είχαν τοποθετηθεί στίς πολυθρόνες, μ ’ ένα ποτήρι τοϋ κονιάκ ή ένα φλιτζάνι καφέ στό χέρι, θαρραλέα, ό πρώτος καλεσμένος σηκώθηκε καί μ ’ ένα χαμόγελο ύποκλίθηκε στήν οικοδέσποινα. Σ ’ αύτό τό σημάδι, τό όποιο θέλησαν νά ερμηνεύσουν σάν διαταγή, οί άλλοι πήδησαν κι εκείνοι άπό τήν πολυθρόνα τους, συμπεριλαμβανομένων τοϋ Πώλ καί τής Ά ν ιέ ς, καί ξαναβρέθηκαν στά αύτοκίνητά τους. ' Ο Πώλ οδηγούσε, ενώ ή Ά ν ιέ ς παρατηρούσε τήν άδιάκοπη κινητι κότητα τών οχημάτων, τό άναβόσβημα τών φώτων, όλη τή μάταιη μετακίνηση μιάς νύχτας στήν πόλη πού είναι χωρίς άνάπαυλα. Τότε, καί πάλι, δοκίμασε αύτή τήν παράξενη καί δυνατή αίσθηση πού τήν κυρίευε ολοένα καί πιό συχνά: δέν έχει τίποτα τό κοινό μ ’ αύτά τά πλάσματα, τά δίποδα, μέ τό κεφάλι πάνω άπό τό λαιμό, τό στόμα στό πρόσωπο. Ά λ λ ο τ ε , ή πολιτική τους, ή επιστήμη τους, οί εφευρέσεις τους τήν είχαν αιχμαλωτί σει καί είχε σκεφθεί νά παίξει ένα μικρό ρόλο στή μεγάλη τους περιπέτεια, ώς τήν ήμέρα πού είχε γεννηθεί μέσα της αύτή ή αίσθηση ότι δέν ήταν μιά άπό έκείνους. Αύτή ή αίσθηση ήταν παράξενη, τήν καταπολεμούσε, γνωρίζοντας ότι ήταν παράλογη καί άνήθικη, άλλά κατέληξε νά πει στόν εαυτό της ότι δέν μπορεΐ κανείς νά κατευθύνει τά συναισθήματά του: δέν μποροϋσε οϋτε νά βασανίζεται γιά τούς πολέμους τους, οϋτε νά χαίρεται γιά τίς γιορτές τους, γιατί τήν είχε διαποτίσει ή βεβαιότητα ότι όλα αύτά δέν ήσαν δική της ύπόθεση. Μήπως αύτό σημαίνει ότι έχει στεγνώσει ή καρδιά της; ’Ό χ ι, αύτό δέν έχει νά κάνει μέ τήν καρδιά. ’Άλλω στε, κανένας βεβαίως δέν δίνει τόσα χρήματα στούς ζητιάνους. Δέν κάνει νά περάσει άδιάφορη δίπλα τους κι εκείνοι τής άπευθύνονται σάν νά τό ξέρουν, έπισημαίνοντας άμέσως καί άπό μακριά, άνάμεσα σ 5
M e ta t o δ ε ίπ ν ο ,
53
εκατοντάδες περαστικούς, αύτήν πού τούς βλέπει καί τούς άκούει. — Ναί, είναι αλήθεια, άλλά πρέπει νά προσθέσω: ή γενναιοδωρία της πρός τούς ζητιάνους είχε, κι αύτή επίσης, μία βάση άρνητική: ή Ά ν ιέ ς τούς δίνει ελεημοσύνη δχι έπειδή άποτελοϋν μέρος τού άνθρώπινου γένους άλλά γιατί τοϋ είναι ξένοι, γιατί εξαιρούνται άπό αύτό καί πιθανότατα, δπως κι έκείνη, χάνουν τήν άλληλεγγύη τους άπέναντι του. Τό μή-άλληλέγγυο μέ τό άνθρώπινο γένος: ναί, είναι ή στάση της. Καί μόνο ενα πράγμα θά μπορούσε νά τήν τραβήξει άπό αύτή τήν άπόσπαση: ό συγκεκριμένος έρωτας γιά εναν συγκεκριμένον άντρα. Ά ν πραγματικά άγαποϋσε κάποιον, τότε ή μοίρα τών άλλων θά έπαυε νά τής είναι άδιάφορη, γιατί ό άγαπημένος θά έξαρτιόταν άπό τή μοίρα αύτή, θά άποτελοϋσε μέρος της* καί έκείνη, άπό τότε, δέν θά μπορούσε πιά νά έχει τήν αίσθηση δτι τά πάθη τών άνθρώπων, οί πόλεμοι καί οί διακοπές τους, δέν είναι ύπόθεση δική της. rH τελευταία αύτή σκέψη τήν τρόμαξε. Είναι άλήθεια δτι δέν άγάπησε κανέναν; Καί ό Πώλ; Θυμήθηκε πώς τήν είχε πλησιάσει λίγες ώρες νωρίτερα, πρίν άναχωρήσουν γιά τό δείπνο, καί τήν είχε σφίξει στήν άγκαλιά του. Ναί, κάτι πήγαινε στραβά: έδώ καί κάποιο καιρό τήν κυνηγούσε ή ιδέα δτι ή άγάπη της γιά τόν Πώλ στηριζόταν μόνο σέ μία θέληση: στή θέληση νά τόν άγαπάεΓ στήν θέληση νά έχει ένα σπίτι εύτυχισμένο. Ά ν ή θέληση αύτή χαλάρωνε γιά ένα λεπτό, ή άγάπη θά πετοϋσε δπως ένα πουλί πού βρίσκει τό κλουβί του άνοιχτό. Είναι μία ή ώρα τό πρωί, ή Ά ν ιές καί ό Πώλ γδύνονται. Ά ν έπρεπε ό καθένας τους νά περιγράψει τό γδύσιμο τοϋ άλλου καί τίς κινήσεις πού κάνει, θά ήσαν καί οί δύο πολύ άμήχάνοι. Νά πού είναι ήδη πολύς καιρός πού δέν κοιτάζει πιά ό ένας τόν άλλον. 'Η συσκευή τής μνήμης είναι άποσυνδεδεμένη, δέν καταγράφει πιά τίποτα άπό δσα προηγούνται τής κατάκλισής τους στό κοινό κρεβάτι. Τό κοινό κρεβάτι: ό βωμός τοϋ γάμου* κι δποιος λέει βωμός, λέει έπίσης θυσία. ’Εκεί είναι πού άλληλοθυσιάζονται: καί οί 54
δύο δυσκολεύονται ν ’ αποκοιμηθούν καί ή αναπνοή τοϋ ενός ξυπνάει τόν άλλο· ό καθένας στριμώχνεται στήν άκρη τοϋ κρεβατιού, άφήνοντας στή μέση ένα φαρδύ κενό' ό ένας ύποκρίνεται ότι κοιμάται μέ τήν έλπίδα ότι θά άφήσει τόν άλλον νά άποκοιμηθει γυρίζοντας καί ξαναγυρίζοντας χωρίς φόβο νά τόν ένοχλήσει. Α λ ίμ ο νο , ό άλλος δέν επωφελείται καθόλου άπό · αύτό, καθώς κι έκεινος έπίσης είναι άπασχολημένος (γιά τούς ίδιους λόγους) νά ύποκρίνεται ότι κοιμάται, άποφεύγοντας νά κινηθεί. Νά μήν μπορείς νά άποκοιμηθεΐς καί νά άπαγορεύεις στόν εαυτό σου νά κινηθεί: τό συζυγικό κρεβάτι. Ή Ά ν ιέ ς εϊναι ξαπλωμένη άνάσκελα καί εικόνες ξετυλίγο νται στό μυαλό της: στό σπίτι τους έχει έρθει τούτος ό εύπροσήγορος καί παράξενος άνθρωπος πού τά ξέρει όλα γΓ αύτούς άλλά άγνοεΐ τί είναι ό πύργος τοϋ ’Ά ιφ ελ. ' Η Ά ν ιές θά έδινε τά πάντα γιά νά συζητήσει μόνη της μαζί του άλλά έκεινος έπίτηδες διάλεξε τή στιγμή πού θά βρίσκονταν καί οι δύο τους στό σπίτι. Ή Ά ν ιέ ς σπάει τό κεφάλι της νά επινοήσει ένα τέχνασμα ώστε νά άπομακρυνθει ό Πώλ. Κάθονται καί οί τρεις σέ πολυθρόνες γύρω άπό ένα χαμηλό τραπέζι, μπροστά σέ τρία φλιτζάνια καφέ, καί ό Πώλ μιλάει γιά νά διασκεδάσει τόν έπισκέπτη. 'Η Ά ν ιές δέν σκέπτεται παρά τή στιγμή πού ό άντρας θ 5 άρχίσει νά έξηγεΐ τούς λόγους τής επίσκεψής του. Τούς λόγους αύτούς, έκείνη τούς ξέρει. Έ κείνη, όμως, μόνο καί όχι ό Πώλ. Επιτέλους, ό έπισκέπτης διέκοψε τή φλυαρία γιά νά μπει στήν ούσία τοϋ θέματος: «Πιστεύω ότι ξέρετε άπό ποϋ έρχομαι. — Ναί», άπαντάει ή Ά ν ιές. Ξέρει ότι έρχεται άπό έναν άλλο πλανήτη, άπό ένα πλανήτη πολύ μακρινό πού καταλαμβάνει μέσα στό σύμπαν μιά σημαντική θέση. Καί προσθέτει άμέσως, μ ’ ένα δειλό χαμόγελο: «Είναι καλύτερα έκεΐ;» 'Ο έπισκέπτης άρκεΐται νά σηκώσει τούς ώμους: «Ε λά τε τώρα, Ά ν ιές, ξέρετε καλά ποϋ ζεΐτε». ' Η Ά ν ιέ ς λέει: «’Ίσως νά πρέπει νά ύπάρχει ό θάνατος. Δέν θά μπορούσαν όμως νά τόν είχαν επινοήσει διαφορετικά; Είναι 55
απαραίτητο ν* αφήνεις πίσω σου ενα λείψανο πού πρέπει νά :αφεΐ ή νά ριχτεί στή φωτιά; "Ολα αύτά είναι βδελυρά! — Είναι πασίγνωστο πώς ή Γή δέν είναι παρά ενα βδέλυγμα, άπαντά ό επισκέπτης. — "Αλλο πράγμα, επανέρχεται ή Ά ν ιέ ς, έστω κι άν ή έρόπτη σή μου σάς φαίνεται κουτή. Αύτοί πού ζούν εκεί κάτω, σέ σάς, έχουν πρόσωπα; — "Οχι. Τό πρόσωπο δέν ύπάρχει παρά έδώ, σέ σάς. — Καί αύτοί οί εκεί κάτω πώς ξεχωρίζουν λοιπόν μεταξύ τους; — ’Εκεί κάτω, γιά νά τό πούμε έτσι, ό καθένας είναι τό προσωπικό του έργο. Ο καθένας έπινοει ολοκληρωτικά τόν εαυτό του. Είναι δύσκολο νά τό εξηγήσει κανείς. Δέν θά μπορού σατε νά καταλάβετε. Μιά μέρα, όμως, θά καταλάβετε. Γιατί ήρθα νά σάς πώ ότι σέ μιά επόμενη ζωή, δέν θά ξαναγυρίσετε στή Γή», Φυσικά, ή Ά ν ιέ ς ήξερε εκ τών προτέρων αύτό πού έπρόκειτο νά τούς πει ό έπισκέπτης καί δέν θά μπορούσε νά έκπλαγεΐ. ' Ο Πώλ όμως είχε μείνει άναυδος. Κοίταξε τόν επισκέπτη, κοίταξε τήν Ά ν ιέ ς, πού δέν μπόρεσε τότε παρά νά ρωτήσει: «Καί ό Πώλ; — Οϋτε ό Πώλ θά ξαναγυρίσει στή Γή, άπάντησε ό έπισκέ πτης. Αύτό είναι πού ήρθα νά σάς άναγγείλω. Προειδοποιούμε πάντοτε εκείνους πού έχουμε διαλέξει. "Εχω μόνο μία έρώτηση νά σάς κάνω: σ ’ αύτή τήν επόμενη ζωή, θέλετε νά μείνετε μαζί ή νά μήν ξανασυναντηθειτε ποτέ;» ' Η 5Ανιές τήν περίμενε αύτή τήν τήν έρώτηση. ΓΓ αύτό ήθελε νά ήταν μόνη μέ τόν επισκέπτη. Ξέρει ότι είναι άνίκανη μπροστά στόν Πώλ νά άπαντήσει: «Δέν θέλω άλλο νά ζώ μαζί του». Δέν μπορεΐ μπροστά του νά δώσει αύτή τήν άπάντηση, οϋτε εκείνος μπροστά της, παρ’ όλο πού είναι πιθανό ότι κι αύτός έπίσης θά ήθελε νά ζήσει άλλιώτικα τήν άλλη του ζωή, καί, συνεπώς, χωρίς τήν Ά ν ιές. Διότι, τό νά πει ό ένας παρουσία τοϋ άλλου, φωναχτά: «Σέ μιά επόμενη ζωή δέν θέλουμε νά μείνουμε μαζί, δέν θέλουμε πιά νά ξανασυναντηθοϋμε», θά ισοδυναμοϋσε μέ τό νά πει: «Ούδέποτε ύπή ρξε άγάπη άνάμεσά μας, οϋτε ύπάρχει πιά». Νά τί δέν μπορούν νά ποϋν φωναχτά, γιατί όλη ή κοινή τους ζωή 56
περισσότερο άπό είκοσι χρόνια ήδη κοινής ζωής), επαναπαύε ται στήν αύταπάτη τής άγάπης, σέ μιά αύταπάτη τήν όποία καλλιεργούν καί οί δύο καί φροντίζουν νά τήν συντηρούν. ’ Εκείνη ξέρει άκόμα, όταν φαντάζεται τή σκηνή καί φθάνει στήν ερώτηση τοϋ έπισκέπτη, ότι θά συμβιβάζεται πάντοτε, κι ότι παρά τήν εύχή της, παρά τήν έπιθυμία της, θά καταλήξει νά πει: «Ναί. *Οπωσδήποτε. Θέλω νά μείνουμε μαζί, άκόμα καί σέ μιά επόμενη ζωή». Σήμερα, εντούτοις, γιά πρώτη φορά, είναι σίγουρη ότι θά βρει τό κουράγιο άκόμα καί μπροστά στόν Πώλ, νά πει αύτό πού θέλει, αύτό πού πραγματικά θέλει μέσα άπό τά φυλλοκάρδια της* είναι σίγουρη ότι θά βρει τό κουράγιο άκόμα καί μέ τόν κίνδυνο νά δει νά γκρεμίζεται ό,τι είχε ύπάρξει μεταξύ τους. Ά κ ούει δίπλα της μιά βαθιά άνάσα. Ό Πώλ έχει άποκοιμηθεί. "Οπως μιά μπομπίνα πού τήν ξαναπέρασαν σ ’ ένα μηχάνημα προβολής, ξετυλίγει μιά φορά άκόμα τή σκηνή όλόκληρη: έκείνη συζητάει μέ τόν έπισκέπτη, ό Πώλ τούς κοιτάζει άναυδος καί ό έπισκέπτης ρωτάει: «Σέ μιά επόμενη ζωή, θέλετε νά μείνετε μαζί ή νά μήν ξανασυναντηθεΐτε ποτέ;» (Είναι περίεργο: παρ5 όλο πού έχει όλες τίς πληροφορίες σέ ό,τι τούς άφορά, ή γήινη ψυχολογία παραμένει άκατανόητη γΓ αύτόν, ή έννοια τής άγάπης άγνωστη* δέν ύποπτεύεται επίσης τίς δυσκολίες στίς όποιες τούς βάζει ή άμεση καί πρακτική του έρώτηση, διατυπωμένη μέ τίς καλύτερες τών προθέσεων). ' Η Ά ν ιέ ς συγκεντρώνει δλες της τίς δυνάμεις καί άπαντάει μέ σταθερή φωνή: «Προτιμούμε νά μήν ξανασυναντηθοϋμε ποτέ πιά». Καί είναι σάν νά βροντούσε τήν πόρτα μπροστά στήν αύταπά τη τοϋ έρωτα.
57
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ή ά θ α ν α σ ία
1 13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1811. Είναι τρεις εβδομάδες ήδη πού ή νεόνυμφη Μπεττίνα, τό γένος Μπρεντάνο, κατοικεί μέ τόν σύζυγό της, τόν ποιητή Ά χ ιμ φόν "Αρνιμ, στό σπίτι τών συζύγων Γ καίτε στή Βαϊμάρη. Ή Μπεττίνα είναι ήλικίας είκοσι έξι χρόνων, ό "Αρνιμ τριάντα, ή Χριστιάνε, ή σύζυγος τοϋ Γκαιτε, σαράντα έννέα. Ό Γ καίτε είναι εξήντα δύο χρόνων καί δέν έχει πιά οϋτε ένα δόντι. eΟ "Αρνιμ άγαπάει τή νεαρή του γυναίκα, ή Χριστιάνε άγαπάει τόν γέρο κύριό της, καί ή Μπεττίνα, άκόμα καί μετά τό γάμο της, δέν παύει νά έρωτοτροπεΐ μέ τόν Γκαιτε. Τήν ήμέρα έκείνη, ό Γ καίτε μένει στό σπίτι καί ή Χριστιάνε συνοδεύει τούς νεαρούς συζύγους σέ μία έκθεση (οργανωμένη άπό τόν φίλο τής οικογένειας, τόν αύλικό σύμβουλο Μάυερ) όπου παρουσιάζονται πίνακες γιά τούς οποίους ό Γ καίτε έχει έκφρασθεϊ κολακευτικά. ' Η Κυρία Χριστιάνε δέν καταλαβαίνει μέν τούς πίνακες, άλλά έχει συγκρατήσει όσα έλεγε γΓ αύτούς ό Γκαιτε, τόσο καλά πού μπορεΐ χωρίς δυσκολία νά περάσει γιά δικές της τίς άπόψεις τοϋ συζύγου της. 'Ο "Αρνιμ άκούει τή δυνατή φωνή τής Χριστιάνε καί βλέπει τά γυαλιά πάνω στή μύτη τής Μπεττίνας. Καθώς ή Μπεττίνα σουφρώνει τή μύτη (όπως κάνουν τά κουνέλια), αύτά τά γυαλιά χοροπηδούν. Καί ό "Αρνιμ ξέρει καλά τί σημαίνει αύτό: ή Μπεττίνα είναι έξοργισμένη μέχρι μανίας. Σά νά ένιωθε τήν καταιγίδα νά έρχεται, περνάει διακριτικά στή διπλανή αίθουσα. Δέν έχει προλάβει νά βγει καί ή Μπεττίνα διακόπτει τή Χριστιάνε: όχι, δέν συμφωνεί μαζί της! Στήν πραγματικότητα, αύτοί οί πίνακες είναι άφόρητοι! Ή Χριστιάνε είναι έπίσης έξοργισμένη, καί αύτό γιά δύο λόγους: άπό τή μιά μεριά, παρ’ όλο πού είναι παντρεμένη κοπ περιμένει παιδί, αύτή ή νεαρή εύγενής έρωτοτροπεΐ άναίσχι 61
μέ τόν Γ καΐτε, κι άπό τήν άλλη τοϋ άντιλέγει. Τί περιμένει; Νά καταλάβει τήν πρώτη θέση άνάμεσα στούς ζηλωτές τοϋ Γ καίτε καί ταυτόχρονα τήν πρώτη θέση άνάμεσα στούς άμφισβητητές του; 'Η Χριστιάνε είναι άναστατωμένή καί άπό τίς δύο αύτές αιτίες χωριστά, άλλά καί άπό τίς δύο μαζί έπίσης, καθώς ή μία λογικά άποκλείει τήν άλλη. ’Έτσι, δηλώνει μέ δυνατή φωνή ότι είναι άφόρητο νά χαρακτηρίζει κανείς άφόρητούς πίνακες τόσο άξιοπρόσεκτους. Πράγμα τό όποιο ή Μπεττίνα άντικρούει: όχι μόνο είναι άπολύτως θεμιτό νά τούς χαρακτηρίζει άφό ρητούς, άλλά επιπλέ ον πρέπει νά χαρακτηριστούν γελοίοι! ναί, γελοίοι, καί άναπτύσσει άλλεπάλληλα έπ^χειρήματα γιά νά στηρίξει τή βεβαιότητά της' Η Χριστιάνε άκούει καί διαπιστώνει ότι τίποτα δέν καταλα βαίνει άπό όλα αύτά πού τής διηγείται αύτή ή κοπέλα. "Οσο ή Μπεττίνα άνάβει, τόσο περισσότερο χρησιμοποιεί λέξεις πού τής έχουν μάθει φίλοι τής δικής της ήλικίας, νεαροί πού έχουν περάσει άπό τά πανεπιστήμια, καί ή Χριστιάνε ξέρει καλά ότι τίς χρησιμοποιεί άκριβώς επειδή εκείνης τής είναι άκατανόητες. Κοιτάζει τή μύτη πάνω στήν όποία χοροπηδούν τά γυαλιά, καί σκέπτεται ότι αύτά τά γυαλιά καί αύτές οί λέξεις οί άκατανόητες, ταιριάζουν γάντι. Α ξ ίζ ε ι νά τά προσέξεις τά γυαλιά, στή μύτη τής Μπεττίνας! Ούδείς άγνοεΐ ότι ό Γ καΐτε καταδίκαζε ώς ένδειξη κακού γούστου, ώς έκκεντρικότητα, τό νά φοράει κανείς γυαλιά δημοσίως. ’Ά ν παρ’ όλα αύτά ή Μπεττίνα τά φοράει, εν μέση Βαϊμάρη, είναι γιά νά προκαλέσει άναιδέστατα καί γιά νά δείξει ότι άνήκει στή νέα γενιά, αύτήν άκριβώς πού διακρίνεται άπό τίς ρομαντικές πεποιθήσεις καί άπό τό νά φοράς γυαλιά. "Οταν κάποιος διαδηλώνει, μέ ύπερηφάνεια καί πείσμα, ότι άνήκει στή νέα γενιά, ξέρουμε καλά τί θέλει νά πει: θέλει νά πει ότι θά βρίσκεται άκόμα στή ζωή όταν οί άλλοι (στήν περίπτωση τής Μπεττίνας: ό Γ καΐτε καί ή Χριστιάνε) θά τρώνε γελοιωδέ στατα τά ραδίκια άπ’ τίς ρίζες. 'Η Μπεττίνα μιλάει, έξάπτεται ολοένα καί πιό πολύ καί ξαφνικά τό χέρι τής Χριστιάνε τινάζεται στόν άέρα. Τήν τελευ 62
ταία στιγμή, συνειδητοποιεί δτι δέν είναι καθόλου σωστό νά χαστουκίζεις μιά καλεσμένη. 5Αναχαιτίζει τήν κίνησή της, καί τό χέρι της μόλις πού αγγίζει τό μέτωπο τής Μπεττίνας. Τά γυαλιά πέφτουν χάμω καί σπάνε σέ χίλια κομμάτια. Τριγύρω, άμήχανοι, οί άνθρωποι στρέφονται καί παγώνουν* άπό τή γειτο νική αίθουσα, ό κακομοίρης ό "Αρνιμ τρέχει καί, μή βρίσκοντας τίποτα πιό έξυπνο νά κάνει, σκύβει νά μαζέψει τά κομματάκια σάν νά ήθελε νά τά ξανακολλήσει. Γιά πολλές ώρες, δλοι περιμένουν μέ άγωνία τήν ετυμηγορία τοϋ Γκαιτε. Π οιόν θά ύπερασπιστεΐ δταν τά μάθει δλα; Ό Γ καίτε ύπερασπίζεται τή Χριστιάνε καί κλείνει οριστικά τήν πόρτα του στούς δύο συζύγους. "Οταν σπάει ένα ποτήρι, είναι γούρι. "Οταν σπάει ένας καθρέφτης μπορεΐ νά περιμένει κανείς επτά χρόνια γρουσουζιάς. Κι δταν τά γυαλιά πετάγονται σέ κομμάτια; Είναι ό πόλεμος. eΗ Μπεττίνα διακηρύσσει σέ δλα τά σαλόνια τής Βαϊμάρης δτι «τό χοντρό λουκάνικο τρελάθηκε καί τή δάγκωσε». Ή διατύπωση περνάει άπό στόμα σέ στόμα καί δλη ή Βαϊμάρη γελάει μέχρι δακρύων. Αύτή ή άθάνατη διατύπωση, αύτό τό άθάνατο γέλιο, άντηχοϋν άκόμα σ τ ’ αύτιά μας.
63
2 Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ. Ο Γκαΐτε δέν τή φοβόταν αύτήν τή λέξη. Στό βιβλίο του 'Η ζωή μου, πού φέρει τόν διάσημο ύπότιτλο Dichtung und Wahrheit, Ποίηση καί ’Αλήθεια, μιλάει γιά τήν αύλαία τήν όποία, νεαρός δεκαεννιά χρόνων, παρατηρούσε μέ λαχτάρα στό καινούργιο θέατρο τής Λειψίας. Στό βάθος τής αύλαίας εικονίζονταν (επικαλούμαι τόν Γ καΐτε) der Tempel des Ruhmes, ό Ναός τής Δόξας, καί μπροστά άπό αύτόν όλοι οί μεγάλοι δραματουρ γοί όλων τών εποχών. Στή μέση, χωρίς νά τούς δίνει προσοχή, «ενας άντρας μέ ενα έλαφρύ κοντό σακάκι κατευθυνόταν ίσια πρός τό Ναό* φαινόταν άπό τήν πλάτη καί δέν πρόσφερε τίποτα τό εξαιρετικό. ΤΗταν ό Σαίξπηρ, ό όποιος, χωρίς προδρόμους, άδιάφορος στά μεγάλα πρότυπα, βάδιζε χωρίς καμιά ύποστήριξη πρός συνάντηση τής άθανασίας». eH άθανασία γιά τήν όποία μιλάει ό Γ καΐτε δέν έχει βέβαια τίποτα νά κάνει μέ τήν πίστη στήν άθανασία τής ψυχής. Πρόκει ται γιά μιάν άλλη άθανασία, βέβηλη, γΓ αύτούς πού μετά τό θάνατό τους παραμένουν στή μνήμη τών μεταγενέστερων. *Ο καθένας μπορεΐ νά επιδιώξει αύτή τήν άθανασία, λιγότερο ή περισσότερο μεγάλη, λιγότερο ή περισσότερο παρατεταμένη, καί ό καθένας τήν σκέπτεται ήδη άπό τήν εφηβεία. "Οταν ήμουν μικρό παιδί, πήγαινα περίπατο τήν Κυριακή σ ’ ένα χωριό τής Μοραβίας ό δήμαρχος τοϋ οποίου, έλεγαν, φύλαγε στό σαλόνι του ένα φέρετρο όπου ξάπλωνε, σέ στιγμές εύφορίας ή όταν αισθανόταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος άπό τόν εαυτό του, καί φανταζόταν τήν κηδεία του. Δέν έχει ποτέ ζήσει τίποτα πιό ώραΐο άπό αύτές τίς στιγμές τής ονειροπόλησης στό βάθος ένό: φερέτρου: τότε ζοϋσε τήν άθανασία του. ’Απέναντι στήν άθανασία, οί άνθρωποι δέν είναι Ισο νά διακρίνουμε τήν μικρή άθανασία, ανάμνηση ενός ( 64
στό νοϋ εκείνων πού τόν γνώρισαν (τήν άθανασία τήν όποία ονειρευόταν ό δήμαρχος τοϋ χωριού τής Μοραβίας), καί τήν μεγάλη άθανασία, άνάμνηση ενός άνθρώπου στό νοϋ εκείνων πού δέν τόν γνώρισαν. 'Υπάρχουν σταδιοδρομίες πού έξ ορισμού φέρνουν άντιμέτωπο έναν άνθρωπο μέ τή μεγάλη άθανασία, ά βέβαιη είναι ή άλήθεια, βλέπε άπίθανη, άλλά χωρίς άμφιβολία δυνατή: είναι οί σταδιοδρομίες τοϋ καλλιτέχνη καί τοϋ πολιτικού. Ά π ό όλους τούς Εύρωπαίους πολιτικούς τοϋ καιρού μας, ό Φρανσουά Μιττεράν είναι χωρίς συζήτηση αύτός πού παραχώ ρησε τή μεγαλύτερη θέση στήν άθανασία στίς σκέψεις του. Θυμάμαι τήν άλησμόνητη τελετή πού είχε οργανωθεί τό 198! μετά τήν έκλογή του στήν προεδρία. Στήν πλατεία τοϋ Πανθέου είχε μαζευτεί ένα ένθουσιώδες πλήθος, άπό τό όποιο άπομακρύνθηκε: δρασκέλιζε τή φαρδιά σκάλα (άκριβώς δπως ό Σαίξπη ρ κατευθυνόμενος πρός τό Ναό τής Δόξας, στήν αύλαία πού περιγράφει ό Γ καίτε), μέ τρία τριαντάφυλλα στό χέρι. ’Έπειτα, καθώς έξαφανιζόταν άπό τά μάτια τοϋ λαοϋ, βρέθηκε μόνος άνάμεσα στούς τάφους τών εξήντα τεσσάρων επιφανών νεκρών, έχοντας άκολουθηθεΐ στή στοχαστική του μοναξιά μόνο άπό μιά κάμερα, ένα συνεργείο κινηματογραφιστών καί άπό μερικά εκα τομμύρια Γ άλλων πού, ύπό τόν καταιγισμό τής Ένάτης τοϋ Μπετόβεν, ήσαν καρφωμένοι μπροστά στή μικρή οθόνη. Ά κούμπησε διαδοχικά τά τρία αύτά τριαντάφυλλα πάνω στούς τάφους τών τριών νεκρών πού άνάμεσα σέ δλους εΐχε έπιλέξει. "Οπως ένας χωρομέτρης φύτεψε τά τρία αύτά τριαντάφυλλα σάν τρεις πασσάλους στό άπέραντο έργοτάξιο τής αιωνιότητας, γιά νά χαράξει έτσι τό τρίγωνο στή μέση τοϋ οποίου θά ύψωναν τό άνάκτορό του. Ό Βαλερύ Ζισκάρ ν τ ’ Έ σταίν, προκάτοχός του στήν προε δρία, προσκάλεσε τό 1974 στό πρώτο του πρόγευμα στό Μέγαρο τών ' Ηλυσίων, τούς σκουπιδιάρηδες. Αύτή ήταν ή χειρονομία ενός εύαίσθητου άστοϋ, πού φροντίζει νά τόν άγαπήσουν οί άπλοί άνθρωποι καί νά τούς κάνει νά πιστέψουν δτι ήταν ένας άπό τούς δικούς τους. ' Ο Μιττεράν δέν ήταν άρκετά καθαρός γιά νά θέλει νά μοιάζει στούς σκουπιδιάρηδες (κανένας πρόεδρος δέν 5
65
μπορεΐ νά τό καταφέρει αύτό)· ήθελε νά μοιάζει στούς νεκρούς, πράγμα πού φανερώνει μιά πιό μεγάλη σοφία διότι, καθώς ό θάνατος καί ή άθανασία κάνουν ένα άχώριστο ζευγάρι εραστών, εκείνος τοϋ οποίου τό πρόσωπο μπερδεύεται μέ τό πρόσωπο τών νεκρών είναι άθάνατος άπό τότε πού είναι ζωντανός. 'Ο Α μερικανός πρόεδρος Τζίμμυ Κάρτερ μοϋ ήταν πάντα συμπαθής, άλλά ένιωσα σχεδόν άγάπη γΓ αύτόν κοιτάζοντάς τον στήν τηλεοπτική οθόνη, νά τρέχει μέ φόρμα άθλητική μαζί μέ μιά όμάδα συνεργατών, προπονητών καί γορίλω ν ξαφνικά, τό κούτελό του γυάλισε άπό τόν ιδρώτα, τό πρόσωπό του σύσπαστη κε, οι συνεργάτες έσκυψαν άπό πάνω του, τόν άρπαξαν άπό τή μέση: μιά μικρή καρδιακή κρίση. Τό τζόγκινγκ θά έπρεπε νά δώσει στόν πρόεδρο τήν εύκαιρία νά δείξει στό λαό τήν αιώνια νεότητά του. Γιά τό σκοπό αύτό είχαν καλέσει τούς κάμεραμεν, καί δέν είναι δικό τους λάθος ότι χρειάστηκε νά μάς δείξουν, στή θέση ενός άθλητή πού ξεχειλίζει άπό ζωή, έναν άνθρωπο πού γερνούσε καί είχε γκίνια. 'Ο άνθρωπος επιθυμεί τήν άθανασία, καί μιά μέρα ή κάμερα μάς δείχνει τό στόμα του παραμορφωμένο άπό μιά θλιβερή γκριμάτσα, τό μόνο πράγμα πού θά μάς μείνει άπό αύτόν καί πού θά μεταμορφωθεί σέ παραβολή όλης τής ζωής του: θά περάσει στήν άθανασία τή λεγόμενη καταγέλαστη. Ό Τύχο Μπραχέ ήταν ένας μεγάλος άστρονόμος, άλλά σήμερα δέν θυμόμαστε πιά τίποτα άπό αύτόν, εκτός άπό εκείνο τό περίφημο δείπνο στήν αύτοκρατορική αύλή τής Πράγας, στή διάρκεια τοϋ οποίου συγκράτησε αιδημόνως τήν έπιθυμία του νά πάει στόν καμπινέ, τόσο καλά πού ή κύστη του έξερράγη, καί εκείνος, μάρτυρας τής ντροπής καί τών ούρων, πήγε άκαριαΐα νά συναντήσει τούς καταγέλαστους άθάνατους. Τούς συνάντησε, όπως άργότερα καί ή Χριστιάνε Γκαιτε, έσαεί μεταμορφωμένη σέ τρελό λουκάνικο. Σ ’ όλο τόν κόσμο, δεν γνωρίζω ένα μυθιστοριογράφο πού νά μοϋ είναι πιό άγαπητός άπό τόν Ρόμπερτ Μούζιλ. Πέθανε ένα πρωί σηκώνοντας άλτήρες. "Οταν κι έμένα μοϋ συμβαίνει νά σηκώνω έπίσης, προσέχω μέ άγωνία τό σφυγμό μου καί φοβάμαι μήπως πεθάνω μέ τούς άλτήρες στό χέρι, όπως ό άγαπημένος μου
συγγραφέας, νά τί θά μέ εκανε εναν επίγονο τόσο απίστευτο, τόσο μανιώδη, τόσο φανατικό, πού ή καταγέλαστη άθανασία θά μοϋ ήταν άμέσως εξασφαλισμένη.
3 ότι τήν εποχή τοϋ αύτοκράτορα Ροδόλφου είχαν ύπάρξει οί κάμερες (εκείνες πού έκαναν τόν Κάρτερ αθάνατο) καί ότι είχαν κινηματογραφήσει τό δείπνο στήν αύλή, όπου ό Τύχο στριφογύριζε στήν καρέκλα του, χλώμιαζε, σταύ ρωνε τά πόδια και τά μάτια του συστρέφονταν άσπρα. "Αν μπορούσε νά ξέρει ότι τόν παρατηρούσαν μερικά εκατομμύρια θεατών, τό βάσανό του θά είχε δεκαπλασιαστεί καί τά γέλια θά αντηχούσαν πιό δυνατά στούς διαδρόμους τής άθανασίας του. ' Ο λαός, πού ψάχνει απεγνωσμένα ιλαρούς λόγους ύπαρξης, οπωσ δήποτε θά άξίωνε νά προβάλλεται κάθε Πρωτοχρονιά τό φιλμ γιά τόν διάσημο αστρονόμο πού ντρεπόταν νά κατουρήσει. Η εικόνα αύτή μοϋ γεννάει ενα ερώτημα: μήπως στήν εποχή πού ύπάρχουν οί κάμερες, ή άθανασία έχει άλλάξει χαρακτήρα; Δέν διστάζω νά άπαντήσω: κατά βάθος, όχι* διότι πρίν άκόμα επινοηθεί, ό φωτογραφικός φακός ύπήρχε ήδη ώς ή ίδια ή μή ύλοποιημένη ούσία του. Χωρίς κανένας άληθινός φακός νά τούς έχει σημαδέψει, οί άνθρωποι ήδη συμπεριφέρονταν σάν νά τούς φωτογράφιζαν. Γύρω άπό τόν Γκαΐτε δέν έτρεχε ποτέ κανένα κοπάδι φωτογράφων, άλλά έτρεχαν σκιές φωτογράφων πού προ βάλλονταν πρός αύτόν άπό τά βάθη τοϋ μέλλοντος. "Ετσι, γιά παράδειγμα, στή διάρκεια τής περίφημης συνάντησής του μέ τόν Ναπολέοντα. Στήν κορυφή τής σταδιοδρομίας του, τότε, ό αύτοκράτορας τών Γ άλλων είχε συγκεντρώσει στήν Έρφούρτη όλους τούς Εύρωπαίους ήγέτες, προκειμένου νά τούς κάνει νά κατακυρώσουν τό μοίρασμα τής εξουσίας άνάμεσα στόν ίδιον καί στόν αύτοκράτορα τής Ρωσίας. Κατά τούτο, ό Ναπολέων ήταν γιά τά καλά Γ άλλος: εκατοντά δες χιλιάδων νεκροί δέν άρκοϋσαν γιά νά τόν ικανοποιήσουν, ήθελε ώς προσαύξηση τό θαυμασμό τών συγγραφέων. Ρώτησε
Α ς ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ
68
τόν μορφωτικό του σύμβουλο ποιες ήσαν οι ανώτατες πνευματι κές αρχές τής Γερμανίας τοϋ καιρού* ό σύμβουλος κατονόμασε πρώτα απ’ όλα έναν κάποιον Κύριο Γκαιτε. Γκαιτε! Ό Ναπολέ ων χτύπησε τό κούτελό του: αύτός πού έγραψε Τά πάθη του νεαρού ΒερΘέρον! Στή διάρκεια τής έκστρατείας στήν Αίγυπτο, είχε παρατηρήσει μιά μέρα ότι οι αξιωματικοί του ήσαν βυθισμένοι στήν ανάγνωση αύτοϋ τοϋ βιβλίου. Έπειδή καί ό ϊδιος τό ήξερε, έγινε πϋρ καί μανία. Είχε κατηγορήσει αγριεμένος τούς αξιωμα τικούς του γιατί διάβαζαν τέτοιες αισθηματικές φλυαρίες καί τούς είχε μιά γιά πάντα απαγορεύσει ν ’ ανοίγουν ένα μυθιστόρη μα. Ό ποιοδήποτε μυθιστόρημα. Νά διάβαζαν ιστορικά βιβλία, πού είναι πολύ πιό χρήσιμα! Τή φορά αύτή όμως, εύχαριστημένος πού μάθαινε ποιός ήταν ό Γκαιτε, αποφάσισε νά τόν καλέσει, Τό έκανε μέ άκόμα μεγαλύτερη εύχαρίστηση, καθώς κατά τόν σύμβουλό του, ό Γ καίτε ήταν διάσημος κυρίως ώς δραματουργός. Τό θέατρο, άντίθετα μέ τά μυθιστορήματα, είχε τήν εϋνοια τοϋ Ναπολέοντα, γιατί τοϋ θύμιζε τίς μάχες. Καθώς ήταν ό ϊδιος ένας μεγάλος δημιουργός μαχών καί μαζί ένας ασύγκριτος σκηνοθέ της, πίστευε βαθιά μέσα του ότι ήταν ό μεγαλύτερος τραγικός ποιητής όλίον τών έποχών, μεγαλύτερος άπό τόν Σοφοκλή, μεγαλύτερος άπό τόν Σαίξπηρ. ' Ο μορφωτικός σύμβουλος ήταν ένας άνθρωπος ικανός, ό όποιος όμως συχνά τύχαινε νά τά μπερδεύει. Είναι άλήθεια ότι ό Γ καίτε άσχολιόταν πολύ μέ τό θέατρο, άλλά ή δόξα του δέν όφειλε πολλά στά θεατρικά του έργα. f Ο σύμβουλος τοϋ Ναπολέ οντα τόν έπαιρνε μάλλον γιά τόν Σίλλερ! Στό κάτω κάτω, μιά καί ό Σίλλερ ήταν πολύ συνδεδεμένος μέ τόν Γκαιτε, δέν ήταν τόσο άνάξιο νά φτιάξει κανείς άπό δύο φίλους έναν καί μόνον ποιητή* μπορεΐ κιόλας ό σύμβουλος νά ένεργοϋσε μέ πλή ρη έπίγνωση τοϋ πράγματος, στά πλαίσια μιάς άξιέπαινης παιδαγωγικής φρο ντίδας, δημιουργώντας γιά τόν Ναπολέοντα, ώς σύνθεση τοϋ γερμανικού κλασικισμού, τό πρόσωπο ενός Φρήντριχ Βόλφγκανγκ Σιλλγκαΐτε. "Οταν ό Γκαιτε (χωρίς νά ύποψιάζεται ότι ήταν ό Σιλλγκαΐτε) πήρε τήν πρόσκληση, κατάλαβε άμέσως ότι έπρεπε νά τήν 69
δεχτεί. Πλησίαζε τά εξήντα. Προσέγγιζε τό θάνατο καί μαζί μ ’ αύτόν τήν άθανασία (διότι ό θάνατος καί ή άθανασία, όπως έχω πει, φτιάχνουν ενα ζευγάρι άχώριστο, πιό ωραίο άπό τόν Μάρξ καί τόν ’Ένγκελς, τόν Ρωμαίο καί τήν Μουλιέττα, τόν Λώρελ καί τόν Χάρντυ) καί ό Γ καΐτε δέν μπορούσε νά πάρει άψήφιστα τήν πρόσκληση ενός άθανάτου. Μολονότι τότε ήταν πολύ άπασχολημένος μέ τή θεωρία τών χρωμάτων, τήν όποία έκρινε ώς αποκορύφωμα τοϋ έργου του, παράτησε τό χειρόγραφό του καί έφυγε γιά τήν Έρφούρτη όπου, στίς 2 ’Οκτωβρίου 1808, πραγματοποιήθηκε ή άλησμόνητη συνάντηση μεταξύ ενός άθάνατου ποιητή καί ενός άθάνατου στρατηλάτη.
70
4 άπό κινητικές σκιές φωτογράφων, μέ τόν ύπασπιστή τοϋ Ναπολέοντα νά τόν οδηγεί, ό Γκαιτε άνεβαίνει τή φαρδιά σκάλα καί, άπό μιά άλλη σκάλα καί άπό άλλους διαδρό μους, κατευθύνεται πρός μία μεγάλη αίθουσα στό βάθος τής όποίας ό Ναπολέων, καθισμένος στό τραπέζι του, παίρνει τό πρωινό του. Γύρω του μυρμηγκιάζουν άντρες μέ στολή πού τοϋ ύποβάλλουν άναφορές, καί ό στρατηλάτης τούς άπαντά χωρίς νά σταματήσει τό μάσημα. Περνούν μερικά λεπτά προτού ό ύπασπιστής τολμήσει νά τοϋ δείξει τόν Γκαιτε, πού στέκει άκίνητος στήν άκρη. 'Ο Ναπολέων σηκώνει τά μάτια καί γλιστράει τό δεξί του χέρι κάτω άπό τό σακάκι, μέ τήν παλάμη πάνω στό στομάχι. Είναι μιά χειρονομία πού συνηθίζει νά κάνει όταν τόν περιτριγυρίζουν οί φωτογράφοι. Καταπίνοντας βιαστικά (γιατί δέν είναι καλό νά σέ φωτογραφίζουν όταν έχεις τό πρόσωπο παραμορφωμένο άπό τό μάσημα, μέ δεδομένη τήν κακία τών φωτογράφων πού ξετρελαίνονται γΓ αύτό τό είδος τών πορτραίτων), πετάει μέ δυνατή φωνή γιά νά τόν άκούσουν όλοι: «Νά ένας άντρας!» Πρόκειται άκριβώς γΓ αύτό πού στή Γαλλία σήμερα ονομά ζουν «μιά μικρή φράση». Οί πολιτικοί εκστομίζουν μακρεΐς λόγους επαναλαμβάνοντας, χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό, πά ντοτε τό ϊδιο πράγμα, γνωρίζοντας έτσι κι άλλιώς ότι τό κοινό δέν θά μάθει παρά μερικές λέξεις πού θά άναφερθοϋν άπό τούς δημοσιογράφους* γιά νά τούς διευκολύνουν τό έργο καί γιά νά τούς χειραγωγήσουν λιγάκι, παραθέτουν μέσα στούς λόγους αύτούς πού είναι όλο καί περισσότερο πανομοιότυποι, μία ή δύο φράσεις τίς όποιες δέν έχουν ποτέ πει* αύτό καθ’ εαυτό είναι τόσο άπρόβλεπτο, τόσο εκπληκτικό, πού ή μικρή φράση γίνεται έξ ορισμού διάσημη. Σήμερα, ή τέχνη τής πολιτικής δέν συνί-
Σ υνοδευμ ενος
71
σταται πλέον στό νά διοικείς τή νπ ό λιν (τούτη έδώ διοικεΐται άπό μόνη της, άκολουθώντας τή λογική τοϋ σκοτεινού καί ανεξέλε γκτου μηχανισμού της), άλλά στό νά επινοείς μικρές φράσεις άναλόγοος τών οποίων ό πολιτικός άνήρ θά άντιμετωπιστεΐ καί θά γίνει κατανοητός, θά ύπερισχύσει στίς σφυγμομετρήσεις, θά εκλεγεί ή δέν θά εκλεγεί. ' Ο Γκαΐτε δέν γνο)ρίζει άκόμα τήν έννοια τής «μικρής φράσης» άλλά, όπως ήδη ξέρουμε, τά πράγ ματα είναι παρόντα στήν ούσία τους προτού ύλοποιηθοϋν καί κατονομασθοϋν. Ό Γ καΐτε καταλαβαίνει ότι ό Ναπολέων μόλις έχει προφέρει μιά θαυμάσια «μικρή φράση» πού θά είναι επωφε λής καί γιά τούς δύο. ’ Ενθουσιασμένος, πλησιάζει τό τραπέζι. Σκεφθεΐτε ό,τι θέλετε γιά τήν άθανασία τών ποιητών, οί στρατηλάτες είναι άκόμα πιό άθάνατοι: δικαίως λοιπόν είναι ό Ναπολέων πού κάνει ερωτήσεις στόν Γκαΐτε καί όχι τό άντίθετο. «Πόσων χρόνων είστε; τόν ρωτάει. —'Εξήντα, άπαντά ό Γ καίτε. —’Έ χετε καλή όψη γιά τήν ήλικία σας», λέει ό Ναπολέα>ν μέ σεβασμό (είναι είκοσι χρόνια νεώτερος), καί ό Γ καΐτε καμαρώ νει. Στά πενήντα του ήταν ήδη παραφουσκωμένος, είχε διπλοπήγουνο καί δέν τόν ένοιαζε. Στή διαδρομή τών χρόνων όμως γνώρισε τήν έμμονη ιδέα τοϋ θανάτου καί μαζί τό φόβο τοϋ νά περάσει στήν άθανασία μέ μιά άπαίσια κοιλιά. ’Έ τσι, είχε άποφασίσει ν 5 αδυνατίσει καί γρήγορα εΐχε ξαναγίνει ένας άνθρωπος εύλύγιστος πού ή εμφάνισή του, χωρίς νά είναι ωραία, μπορεΐ τουλάχιστον νά έπικαλεσθεΐ τήν άνάμνηση μιας περα σμένης ομορφιάς., «Είστε παντρεμένος; ρωτάει ό Ναπολέων μέ ειλικρινές ενδια φέρον. — Ναί, άπαντά ό Γ καΐτε μέ μιά έλαφριά ύπόκλιση. — Καί έχετε παιδιά; —"Ενα γιό». Στό σημείο αύτό, πλησιάζει ένας στρατηγός τοϋ Ναπολέοντα γιά νά τοϋ δώσει μιά σημαντική είδηση. ' Ο Ναπολέων αρχίζει νά σκέφτεται. ’Αποσύρει τό χέρι κάτω άπό τό σακάκι του, τσιμπάει ένα κομμάτι κρέας μέ τό πιρούνι του, τό φέρνει μέχρι τό στόμα του (ή σκηνή δέν φωτογραφίζεται πλέον) καί άπαντά μασώντας. Σέ κάποια στιγμή ξαναθυμάται τόν Γκαΐτε. Μέ ειλικρινές ενδιαφέρον τόν ρωτάει: «Είστε παντρεμένος; — Ναί, άπαντά ό Γ καΐτε μέ μιά ελαφριά 72
ύπόκλιση. — Καί έχετε παιδιά; —"Ενα γιό. — Καί ό δικός σας Κάρολος-Αϋγουστος;» λέει ό Ναπολέων αναπάντεχα έξακοντίζοντας στόν Γ καίτε τό όνομα τοϋ ήγεμόνα τής Βαϊμάρης τόν όποιο προφανώς δέν συμπαθεί. Ό Γ καίτε δέν θέλει νά κακολογήσει τόν πρίγκιπά του, άλλά καθώς δέν θέλει έπίσης νά άντιμιλήσει σ ’ έναν άθάνατο, άντιτάσσει μέ μιά όλότελα διπλωματική εύχέρεια ότι ό Κάρολος-Αϋγουστος έχει κάνει πολλά γιά τίς επιστήμες καί γιά τίς τέχνες. Ή άναφορά στίς τέχνες δίνει στόν άθάνατο στρατηλάτη τήν εύκαιρία νά σηκωθεί άπό τό τραπέζι, νά ξαναβάλει τό χέρι του κάτω άπό τό σακάκι, νά προχωρήσει μερικά βήματα πρός τήν κατεύθυνση τοϋ ποιητή καί νά άναπτύξει μπροστά του τίς ιδέες του γιά τό θέατρο. Πάραυτα, ρίγη διαπερνούν τό άθέατο κοπάδι τών φωτογράφων, οί μηχανές κροταλίζουν καί ό στρατηλάτης πού άπομακρύνεται μέ τόν ποιητή γιά μιά προσωπική συζήτηση, χρειάζεται νά ύψώσει τή φωνή του γιά νά άκούγεται μέσα στήν αίθουσα. Προτείνει στόν Γ καίτε νά γράψει ένα έργο γιά τό συνέδριο τής Έρφούρτης, μιά καί αύτό οφείλει επιτέλους νά έξασφαλίσει στήν άνθρωπότητα τήν εύδαιμονία καί τήν ειρήνη. «Τό θέατρο», προσθέτει μέ δυνατή φωνή, «θά έπρεπε νά γίνει τό σχολείο τοϋ λαοϋ!» (ιδού ή δεύτερη μικρή φράση του πού θά άξιζε νά δημοσιευθεΐ πρωτοσέλιδη τήν επομένη). «Καί θά ήταν κομψό», έξακολουθεΐ πιό σιγά, «νά αφιερωθεί τό έργο στόν τσάρο ’ Αλέξανδρο». (Διότι περί αύτοϋ πρόκειται στή σύνοδο τής Έρφούρτης! αύτόν θέλει ό Ναπολέων νά κάνει σύμμαχό του!). Έ πειτα, έπιβάλλει στόν Σιλλγκαΐτε ένα μικρό μάθημα λογοτεχνίας, άλλά τόν διακόπτει ένας άπό τούς ύπασπιστές του καί χάνει τόν ειρμό. Μέ τήν έλπίδα νά τόν ξαναβρεΐ, έπαναλαμβάνει δυό φορές άκόμα, χωρίς οϋτε λογική οϋτε πεποίθηση, ότι τό θέατρο είναι τό σχολείο τοϋ λαοϋ, μετά (αύτό είναι! επιτέλους! ξαναβρίσκει τόν ειρμό!) φθάνει στό Θάνατο τον Καίσαρος τοϋ Βολταίρου. 'Ω ραίο παράδειγμα, κατά τήν άποψή του, ενός ποιητή πού έχασε τήν εύκαιρία νά γίνει ό έκπαιδευτής τοϋ λαοϋ. ' Η τραγωδία του θά έπρεπε νά δείχνει ένα μεγάλο στρατηλάτη πού εργάστηκε γιά τήν εύημερία τοϋ άνθρώπινου γένους, άλλά 73
εμποδίστηκε νά πραγματοποιήσει τά εύγενή του σχέδια άπό εναν άδόκητο θάνατο. Οί τελευταίες λέξεις άντήχησαν μελαγχολικά καί ό στρατηλάτης κοιτάζει τόν ποιητή ϊσια μές στά μάτια: «Νά ενα σπουδαίο θέμα γιά σάς!» Τόν διακόπτουν όμως καί πάλι. Οί στρατηγοί μπαίνουν στήν αίθουσα, ό Ναπολέων βάζει τό χέρι άπό κάτω άπ’ τό σακάκι του, κάθεται στό τραπέζι του, τσιμπάει ενα κομμάτι κρέας μέ τό πιρούνι του καί άρχίζει νά μασάει άκούγοντας τίς άναφορές. Οί σκιές τών φωτογράφων έχουν εξαφανιστεί. Ό Γκαίτε κοιτάζει γύρω του, στέκεται μπροστά στούς πίνακες. ’Έπειτα, πλησιάζο ντας τόν ύπασπιστή πού τόν είχε συνοδεύσει, τόν ρωτάει άν τελείωσε ή άκρόαση. Ό ύπασπιστής λέει ναί, τό πιρούνι τοϋ Ναπολέοντα ύψώνεται καί ό Γκαΐτε φεύγει.
74
5 Η ΜΠΕΤΤΙΝΑ ήταν ή κόρη τής Μαξιμιλιάνε Λα Ρός, τής γυναίκας μέ τήν όποία ό Γ καίτε ήταν ερωτευμένος όταν ήταν είκοσι τριών χρόνων. "Αν έξαιρέσει κανείς κάποια άθώα φιλιά, ήταν ένας έρωτας άυλος, καθαρά συναισθηματικός, καί επιπλέον τόσο χωρίς συνέπειες, ώστε ή μητέρα τής Μαξιμιλιάνε είχε, έν καιρώ τώ δέοντι, παντρέψει τήν κόρη της μέ τόν πλούσιο ’ Ιταλό έμπορο Μπρεντάνο* όταν τούτος εδώ είδε πώς ό νεαρός ποιητής είχε τήν πρόθεση νά συνεχίζει νά έρωτοτροπεΐ μέ τή γυναίκα του, τόν πέταξε έξω άπό τό σπίτι του καί τού άπαγόρευσε νά ξαναπατήσει τό πόδι του έκεΐ. Στή συνέχεια, ή Μαξιμιλιάνε γέννησε δώδεκα παιδιά (τό κολασμένο ιταλικό άρσενικό της κατασκεύασε είκοσι συνολικά!) άπό τά όποια ένα κορίτσι πού τό βάφτισαν ’ Ελιζαμπέτ* ήταν ή Μπεττίνα. *Η Μπεττίνα ένιωσε έλξη γιά τόν Γ καίτε άπό τά πολύ μικρά της χρόνια. ’Ό χ ι μόνο επειδή στά μάτια όλης τής Γερμανίας πορευόταν πρός τό Ναό τής Δόξας, άλλά επίσης επειδή είχε πληροφορηθεΐ τήν έρωτική ιστορία τοϋ Γ καίτε μέ τή μητέρα της. ’Ενδιαφέρθηκε μέ πάθος γΓ αύτόν τόν παλιό έρωτα, πού ήταν άκόμα πιό μαγευτικός καθώς ήταν μακρινός (Θεέ καί Κύριε, πήγαινε δεκατρία χρόνια πρίν άπό τή γέννηση τής Μπεττίνας!) καί, σιγά σιγά, τής μπήκε στό μυαλό ή ιδέα ότι είχε κρυφά δικαιώματα στόν μεγάλο ποιητή, πού μέ τή μεταφορική έννοια (ποιός άλλος παρά ό ποιητής θά έπρεπε νά πάρει στά σοβαρά τίς μεταφορές;) θεωρούσε τόν εαυτό της κόρη του. Οί άντρες, είναι πασίγνωστο, έχουν μιά εξοργιστική τάση ν ’ άποφεύγουν τίς πατρικές τους ύποχρεώσεις, νά μήν πληρώ νουν τή διατροφή, νά άρνοϋνται τήν πατρότητα. ’ Αρνοϋνται νά καταλάβουν ότι τό παιδί είναι ή πεμπτουσία κάθε έρωτα, άκόμα κι άν δέν έχει πραγματικά συλληφθεΐ καί έρθει τόν κόσμο. Στήν 75
ερωτική άλγεβρα, τό παιδί είναι τό σημείο μιας μαγικής πρόσθε σης δύο όντων. 5Ακόμα κι άν άγαπάει μιά γυναίκα χωρίς νά τήν άγγίζει, ό άντρας πρέπει νά συνυπολογίζει τήν πιθανότητα ό ερωτάς του νά είναι γόνιμος καί ό καρπός του νά μή δει τό φως τής ήμέρας παρά δεκατρία χρόνια μετά τήν τελευταία συνάντηση τών ερωτευμένων. Νά λίγο πολύ τί θά επρεπε νά έλεγε ή Μπεττίνα στόν εαυτό της πρίν τολμήσει νά πάει στό σπίτι τοϋ Γκαΐτε στή Βαϊμάρη. ΤΗταν τήν "Ανοιξη τοϋ 1807. Έ κείνη ήταν είκοσι δύο χρόνων (δηλαδή είχε τήν ίδια ήλικία πού είχε εκείνος τότε πού περιτριγύριζε τή μητέρα της), αλλά ένιωθε πάντα παιδί. Μύστηριωδώς, ή αίσθηση αύτή τήν προστάτευε λές καί ήσαν τά παιδικά χρόνια ή άσπίδα της. ' Η πονηριά όλης τής ζωής της ήταν νά βρίσκει καταφύγιο πίσω άπό τήν άσπίδα τών παιδικών χρόνων. 'Η πονηριά της, άλλά καί ή φύση της μαζί, γιατί τό παιδί τό ’έπαιζε άπό τά παιδικά χρόνια. ΤΗταν πάντοτε λίγο ερωτευμένη μέ τόν ποιητή Κλέμενς Μπρεντάνο, τόν μεγαλύτερο αδελφό της, καί καθόταν ήδονικά στά γόνατά του. ’Ή δη άπό τότε (ήταν δεκατεσσάρων χρόνων), ήταν σέ θέση νά γεύεται τήν τριπλά διφορούμενη κατάσταση τοϋ παιδιού, τής άδελφής καί τής διψασμένης γιά έρωτα γυναίκας. Είναι δυνατόν νά πετάξεις ενα παιδί άπό τά γόνατά σου; Ούτε ό Γ καΐτε δέν θά τά κατάφερνε. Κάθισε στά γόνατά του τήν ίδια άκόμα μέρα πού πρωτοσυναντήθηκαν τό 1807, άν τουλάχιστον πιστέψουμε τήν ίδια τή δική της άφήγηση άργότερα: πρώτα εγκαταστάθηκε στόν καναπέ άπέναντι απ’ τόν Γκαΐτε* μέ μία περιστασιακή θλίψη, εκείνος μιλούσε γιά τή δούκισσα ’Αμαλία πού εΐχε πεθάνει λίγες μέρες πρίν. ' Η Μπεττίνα είπε ότι δέν είχε μάθει τίποτα γΓ αύτό. «Πώς; άπόρησε ό Γκαΐτε, δέν σάς ενδιαφέρει ή ζωή τής Βαϊμάρης;» Καί ή Μπεττίνα: «Τίποτα δέν μ ’ ενδιαφέρει έκτος άπό σάς τόν ίδιο». Χαμογελώ'ντας στή νεαρή γυναίκα, 6 Γ καΐτε πρόφερε τούτη τή μοιραία φράση: «Είσθε ένα χαριτωμένο παιδί». Μόλις άκου σε τή λέξη «παιδί» ή Μπεττίνα ένιωσε όλο της τό τράκ νά διαλύεται: «Δέν μπορώ νά μείνω στόν καναπέ», είπε καί πετάχτηκε όρθια. «Καθίστε λοιπόν μέ τήν άνεσή σας», είπε ό Γ καΐτε καί ή 76
Μπεττίνα έτρεξε νά τόν αγκαλιάσει καί κάθισε στά γόνατά του. Πρέπει νά δοκίμασε έκεΐ μιά αίσθηση τέτοιας άνεσης πού δέν άργησε ν ’ άποκοιμηθεΐ σφιγμένη άπάνω του. Είναι δύσκολο νά πει κανείς ότι έτσι έγιναν όλα ή ότι ή Μπεττίνα μάς έμπαίζει, άλλά άν μάς εμπαίζει τόσο τό καλύτερο: μπορούμε έτσι νά καταλάβουμε τί εικόνα ήθελε νά δώσει τοϋ εαυτού της καί ποιά μέθοδο άκολουθοϋσε γιά νά πλησιάσει τούς άντρες: όπως κάνει ένα παιδί, είχε δείξει μιά αύθάδη ειλικρίνεια (δηλώνοντας ότι τήν άφηνε αδιάφορη ό θάνατος τής δούκισσας, καί βρίσκοντας άβολο τόν καναπέ όπου, πρίν άπό έκείνη, είχαν καθίσει, εύγνώμονες, δεκάδες καλεσμένων)· όπως κάνει ένα παιδί, είχε πηδήξει στό λαιμό τοϋ Γ καίτε καί είχε καθίσει στά γόνατά του* καί τό άποκορύφωμα: όπως κάνει ένα παιδί, τήν είχε πάρει ό ύπνος έκεΐ. Τίποτα δέν είναι περισσότερο προνομιακό άπό τό νά υιοθε τείς μιά παιδιάστικη συμπεριφορά: καθώς είναι άκόμα άθώο καί άπειρο, τό παιδί μπορεΐ νά έπιτρέψει στόν εαυτό του ό,τι θέλει* καθώς δέν έχει άκόμα περάσει στόν κόσμο όπου βασιλεύει ό τύπος, δέν είναι ύποχρεωμένο νά τηρεί τούς κανόνες τής καλής συμπεριφοράς· μπορεΐ νά έκφράζει τά συναισθήματά του χωρίς νά ύπολογίζει τίς συνέπειες. Οί άνθρωποι πού άρνοϋνται νά δοϋν τήν Μπεττίνα σάν παιδί τήν έβρισκαν θεόμουρλη (μιά μέρα, ωθούμενη άπλώς άπό μιά αίσθηση εύτυχίας, είχε χορέψει στήν κάμαρά της, είχε πέσει κάτω κι είχε άνοίξει τό κούτελό της στή γωνιά ενός τραπεζιού), κακοαναθρεμμένη (στό σαλόνι, προτι μούσε πάντοτε νά κάθεται χάμω), καί κυρίως άθεράπευτα έπιτηδευμένη. ’Αντίθετα, όσοι δέχονταν νά τήν άποδέχονται σάν αιώνιο παιδί, γοητεύονταν άπό τόν όλότελα φυσικό της αύθορμητισμό. ' Ο Γ καίτε συγκινήθηκε άπό τό παιδί. Σέ άνάμνηση τής δικής του νιότης, τής χάρισε ένα ωραίο δαχτυλίδι. Καί τό ϊδιο βράδυ, έγραψε λακωνικά στό σημειωματάριό του: Mamsel Brentano.
11
6 νά συναντήθηκαν αύτοί οί διάσημοι εραστές, ό Γ καίτε καί ή Μπεττίνα; Ξαναγύρισε νά τόν δει τό φθινόπωρο τοϋ ϊδιου χρόνου, τό 1807, καί πέρασε δέκα μέρες στή Βαϊμάρη. ’Έπειτα, δέν τόν ξαναεΐδε παρά τρία χρόνια μετά, στή διάρκεια μιάς σύντομης επίσκεψης τριών ή μερών στό Τέπλιτζ, μιά λου τρόπολη τής Βοημίας όπου ό Γ καίτε πήγαινε γιά ιαματικά λουτρά, πράγμα πού έκείνη άγνοοϋσε. Καί ένα χρόνο αργότερα έλαβε χώρα ή μοιραία επίσκεψη στή Βαϊμάρη κατά τήν όποία, δυό εβδομάδες μετά τήν άφιξή της, κομματιάστηκαν χάμω τά γυαλιά της. Καί πόσες φορές έμειναν πραγματικά μόνοι, ό ένας μέ τόν άλλον; Τρεις, τέσσερις φορές, δχι παραπάνω. "Οσο λιγότερο βλέπονταν, τόσο περισσότερο έγραφαν ό ένας στόν άλλο, ή μάλλον, γιά νά είμαστε άκριβέστεροι: έκείνη τοϋ έγραφε. Τοϋ έστειλε πενήντα δύο μεγάλα γράμματα, στά όποια τοϋ άπευθυνόταν στόν ενικό καί δέν τοϋ μιλούσε παρά γιά έρωτα. Έ κτος όμως άπό μιά στιβάδα λέξεων, τίποτα στήν πραγματικότητα δέν έγινε καί μπορεΐ ν ’ άναρωτηθεΐ κανείς γιατί άραγε ή έρωτική τους ιστορία είναι τόσο διάσημη. Ιδ ο ύ ή άπάντηση: είναι τόσο διάσημη διότι έξαρχής έπρόκειτο γιά άλλο πράγμα καί όχι γιά έρωτα. Ό Γ καίτε δέν άργησε νά τό άντιληφθεΐ. Γιά πρώτη φορά άνησύχησε όταν ή Μπεττίνα τοϋ γνωστοποίησε ότι, πολύ πρίν άπό τίς επισκέψεις της στή Βαϊμάρη, είχε γίνει οικεία τής ήλικιωμένης μητέρας του πού, όπως κι έκείνη, ζοϋσε στή Φραγκφούρτη. ’Ή θελε όλα νά τά μάθει γιά εκείνον, καί ή γηραιά κυρία, κολακευμένη καί ένθουσιασμένη, είχε περάσει μέρες ολόκληρες νά τής διηγείται τίς άναμνήσεις της. Ή Μπεττίνα είχε τήν έλπίδα ότι ή φιλία τής μητέρας θά τής άνοιγε γρήγορα
ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ
τό σπίτι τοϋ Γκαΐτε, όπως καί τήν καρδιά του. 'Ο ύπολογισμός αύτός δέν ήταν άπόλυτα σωστός. 'Ο Γ καίτε έκρινε έλαφρώς κωμική τή λατρεία πού τοϋ ειχε ή μητέρα του (ποτέ δέν πήγαινε νά τήν δει στή Φραγκφούρτη) καί οσφραινόταν εναν κίνδυνο στή σχέση μιας εκκεντρικής κοπέλας μέ μιά μητέρα άφελή. "Οταν ή Μπεττίνα τοϋ διηγόταν τίς Ιστορίες πού είχε μάθει άπό τή γηραιά κυρία, φαντάζομαι ότι θά δοκίμαζε άνάμεικτα συναισθήματα. Κατ’ άρχάς, βεβαίως, κολακευόταν άπό τό ενδια φέρον τής νέας κοπέλας. Τά λόγια της τοϋ ξυπνούσαν χίλιες δυό κοιμισμένες άναμνήσεις πού τόν γοήτευαν. Σύντομα όμως άνακάλυψε άνέκδοτα πού ούδέποτε είχαν παραχθεΐ ή πού τόν εμφάνι ζαν κάτω άπό ένα πρίσμα τόσο γελοίο, πού δέν θά έπρεπε ποτέ νά είχαν παραχθεΐ. ’Επιπλέον, όλα του τά παιδικά χρόνια, όλη του ή νιότη, στίς διηγήσεις τής Μπεττίνας χρωματίζονταν ή έπαιρ ναν μιά έννοια πού δέν τοϋ άρεσε. ’Ό χ ι ότι ή Μπεττίνα ήθελε νά χρησιμοποιήσει τίς παιδικές του άναμνήσεις εναντίον του* άλλά ό καθένας (καί όχι μόνο ό Γκαΐτε) βρίσκει ενοχλητικό νά διηγούνται τή ζωή του έρμηνεύοντάς την μέ άλλον τρόπο άπό τόν δικό του. Τόσο, πού ό Γκαΐτε δοκίμασε μιά αίσθηση άπειλής: αύτή ή νεαρή πού εξελισσόταν άνάμεσα στούς νέους διανοούμε νους τοϋ ρομαντικού κινήματος (ό Γκαΐτε δέν είχε τήν παραμι κρή συμπάθεια γΓ αύτούς) ήταν επικίνδυνα φιλόδοξη καί περ νούσε τόν εαυτό της (μέ μιά φυσικότητα πού άπτονταν τής άφροσύνης) γιά μέλλοντα συγγραφέα. Μιά μέρα, έξάλλου, τοϋ τό είπε χωρίς περιστροφές: ήθελε νά γράψει ένα βιβλίο βασισμένο στίς άναμνήσεις τής μητέρας του. "Ενα βιβλίο γιά εκείνον, γιά τόν Γκαΐτε! ’ Εκείνη τή στιγμή, πίσω ά#ό τίς ερωτικές διαμαρτυ ρίες, διέβλεψε τήν άπειλητική επιθετικότητα μιας πένας κι άρχισε νά είναι προσεχτικός. Ά λ λ ά άκριβώς επειδή ήταν προσεκτικός, άπαγόρευε στόν εαυτό του νά είναι δυσάρεστος. ΤΗταν πάρα πολύ επικίνδυνη γιά νά μπορέσει νά επιτρέψει στόν εαυτό του νά τήν κάνει εχθρό του* άξιζε περισσότερο νά τήν έχει διαρκώς ύπό διακριτικό έλεγχο, χωρίς έπίσης νά ύπερβάλλει σέ εύγένεια, διότι ή παραμικρότερη κίνηση πού θά μπορούσε νά έρμηνευθεΐ ώς ένδειξη ερωτικής /ν
συνενοχής (στά μάτια τής Μπεττίνας κι ένα φτέρνισμα μποροϋσε νά περάσει γιά ερωτική εξομολόγηση), θά εϊχε άκόμη περισσό τερο άποενοχοποιήσει τήν τόλμη τής νεαρής. Μιά μέρα τοϋ έγραψε: «Μήν καις τά γράμματά μου, μήν τά σχίζεις* αύτό θά μποροϋσε νά σέ βλάψει, γιατί ό έρωτας πού σοϋ έκφράζω σ ’ αύτά είναι δεμένος μέ σένα σταθερά, δυνατά, ζωντα νά. Μήν τά δείχνεις όμως σέ κανέναν. Κράτησέ τα κρυμμένα σάν μυστική ομορφιά». ’Εκείνος άρχισε χαμογελώντας συγκαταβα τικά, καθώς τήν έβλεπε τόσο σίγουρη γιά τήν ομορφιά τών γραμμάτων της, άλλά στή συνέχεια τόν έβαλε σέ σκέψεις ή φράση: «Μήν τά δείχνεις σέ κανέναν!» Γιατί αύτή ή άπαγόρευ ση; Λές καί είχε τήν έπιθυμία νά τά δείξει σέ κάποιον! Μέ τήν προστακτική μήν δείχνεις, ή Μπεττίνα άποκάλυπτε μιά κρυφή έπιθυμία νά δείξει. Καταλαβαίνοντας ότι τά γράμματα πού τής έστελνε έκεινος άπό καιρό σέ καιρό θά μπορούσαν νά έχουν κι άλλους άναγνώστες, είδε τόν εαυτό του στήν κατάσταση ενός κατηγορούμενου πού τόν προειδοποιούσε ό δικαστής: άπό έδώ κι έμπρός, ό,τι πείτε μπορεΐ νά χρησιμοποιηθεί έναντίον σας. Προσπάθησε λοιπόν νά χαράξει, άνάμεσα στήν προσήνεια καί στήν περίσκεψη, ένα μέσο δρόμο: άπαντώντας στά έκστατικά της γράμματα, έστελνε κάρτες φιλικές καί πολύ συγκρατημένες μαζί* στόν δικό της ενικό, άντέταξε γιά μακρό διάστημα, τόν πληθυντικό* άν βρίσκονταν στήν ιδια πόλη, τής έδειχνε μιά τελείως πατρική εγκαρδιότητα, τήν καλοϋσε σπίτι του, άλλά κατά προτίμηση μέ τήν παρουσία καί άλλων άνθρώπων. Περί τίνος έπρόκειτο λοιπόν; Ή Μπεττίνα τοϋ έγραψε σ ’ ένα γράμμα: «’Έχω τή σταθερή καί άμετακίνητη θέληση νά σ ’ άγαπώ αιώνια». Διαβάστε μέ προσοχή αύτή τήν, φαινομενικά κοινότοπη, φράση. Πολύ περισ σότερο άπό τή λέξη «άγαπώ» έχουν σημασία οί λέξεις «αιώνια» καί «θέληση». Δέν θά παρατείνω αύτή τήν εκκρεμότητα. Αύτό περί τοϋ οποίου έπρόκειτο δέν ήταν ό έρωτας. ΤΗταν ή άθανασία.
80
7 To 1810, στή διάρκεια τών τριών ήμερών πού ή τύχη τούς έφερε μαζί στό Τέπλιτζ, έκείνη έμπιστεύθηκε στόν Γ καίτε ότι έπρόκειτο σύντομα νά παντρευτεί τόν ποιητή Ά χ ιμ φόν Ά ρ νιμ . Τοϋ τό είπε, μέ μιά κάποια αμηχανία πιθανώς, διότι φοβόταν μήπως εκείνος θεωρήσει αύτή τή γαμήλια δέσμευση σάν τήν προδοσία ενός έρωτα τόσο εκστατικά εξομολογημένου. *Η ανεπαρκής εμπειρία πού ειχε άπό τούς άντρες δέν τήν άφηνε νά προβλέψει ποιά μυστική χαρά μπορούσε νά προκαλέσει στόν Γκαΐτε μιά τέτοια είδηση. Άμέσω ς μετά τήν άναχώρηση τής Μπεττίνας, έγραψε στήν Χριστιάνε ένα γράμμα όπου μπορεΐ κανείς νά διαβάσει τήν εξής, γεμάτη εύχαρίστηση, φράση: «Mit Arnim ists wohl gewiss». Μέ τόν Ά ρ νιμ , είναι άπολύτως σίγουρο. Στό ϊδιο γράμμα, εϋρισκε μέ εύχαρίστηση τήν Μπεττίνα «άληθινά πιό όμορφη καί πιό άξιαγάπητη άπό άλλοτε», καί μπορούμε νά φανταστούμε γιατί τού εμφανιζόταν έτσι: ό Γκαΐτε ήταν βέβαιος ότι ή ύπαρξη ενός συζύγου θά τόν προστάτευε επιτέλους άπό τούς εξωφρενισμούς οί όποιοι, ώς τότε, τόν είχαν εμποδίσει άπό τό νά εκτιμήσει τίς χάρες τής Μπεττίνας μέ ήρεμία καί καλή διάθεση. Γιά νά γίνει πιό κατανοητή ή κατάσταση, πρέπει νά προσέ ξουμε νά μήν ξεχάσουμε μία θεμελιώδη συνιστώσα: ό Γκαΐτε ύπή ρξε άπό τά πρώτα του νιάτα γυναικάς, πράγμα πού ήταν ήδη άπό σαράντα χρόνια όταν γνώρισε τήν Μπεττίνα* σέ όλο αύτό τό διάστημα είχε τελειοποιηθεί μέσα του ένας μηχανισμός κατα κτητικών κινήσεων καί άνακλαστικών πού έμπαιναν σέ κίνηση μέ τήν έλάχιστη προτροπή. "Ως τότε, είχε ύποχρεώσει τόν εαυτό του, όχι χωρίς προσπάθεια πρέπει νά πει κανείς, νά κρατάει άκίνητο τό μηχανισμό αύτό παρουσία τής Μπεττίνας. Ά λ λ ά όταν κατάλαβε ότι «μέ τόν Ά ρ ν ιμ ήταν άπολύτως σίγουρο», είπε 6
81
μέσα του μέ ανακούφιση δτι πιά ή σύνεση δέν ήταν απαραίτητη. Τό βράδυ, ήρθε έκείνη νά τόν βρει στό δωμάτιό του, μέ μία παιδιάστικη γκριμάτσα, δπως πάντοτε. ’Εξιστορώντας χαριτω μένες κουταμάρες, κάθισε χάμω απέναντι άπό τήν πολυθρόνα δπου ήταν εγκατεστημένος ό Γκαιτε. Καθώς εκείνος ήταν σέ εξαιρετική διάθεση («μέ τόν ’Ά ρνιμ είναι άπολύτως σίγουρο!»), έσκυψε πρός τό μέρος της γιά τής χαϊδέψει τά μάγουλα δπως χαϊδεύει κανείς ένα παιδί. ’Εκείνη τή στιγμή, τό παιδί σταμάτη σε τή φλυαρία του καί ύψωσε πρός αύτόν μάτια γεμάτα άπό άπαιτήσεις καί πόθους τελείως γυναικείους. Τήν άνάγκασε νά σηκωθεί, κρατώντας την άπό τά χέρια. Ά ς συγκρατήσουμε καλά τή σκηνή: έκεινος έμενε καθιστός, έκείνη ήταν δρθια άπό πάνω του καί στό άνοιγμα τοϋ παραθύρου, έδυε ό ήλιος. Κοιτάχτηκαν μέσα στά μάτια, ή κατακτητική μηχανή είχε τεθεί σέ κίνηση καί ό Γ καίτε δέν έκανε τίποτα γιά νά τήν σταματήσει. Μέ μιά φωνή λίγο πιό χαμηλή άπό άλλοτε καί χωρίς νά πάψει νά τήν κοιτάζει, τής ζήτησε νά ξεγυμνώσει τό στήθος της. ’Εκείνη δέν εΐπε τίποτα, δέν έκανε τίποτα* κοκκίνησε. ’Εκείνος σηκώθηκε άπό τήν πολυθρόνα του καί τής ξεκούμπωσε τό φόρεμα ώς τή μέση. Α κίνη τη , τόν κοιτούσε πάντοτε μέσα στά μάτια, καί οί κόκκινες άνταύγειες άπό τό ήλιοβασίλεμα μπερδεύονταν πάνω στό δέρμα της μέ τό έρύθημα πού τήν σκέπαζε άπό τό μέτωπο ώς τό στομάχι. Ά κούμπησε τό χέρι του στό στήθος της: «’Έ χει ποτέ άγγίξει κανείς τό στήθος σου;» ρώτησε. — Οχι, άπάντησε έκείνη. Καί είναι τόσο παράξενο πού μέ άγγίζεις...» καί δέν τόν άφηνε άπό τά μάτια της οϋτε μιά στιγμή. Μέ τό χέρι πάντα στό στήθος της, τήν κοίταζε, κι αύτός έπίσης, μέσα στά μάτια, καί στό βάθος βάθος, γιά πολλή ώρα, παρατηροΰσε άπληστα τήν συστολή μιάς νέας γυναίκας πού κανένας άκόμα δέν είχε άγγίξει τό στήθος της. ’Ιδού πάνο3 κάτω ή σκηνή δπως ή ϊδια ή Μπεττίνα τήν σημείωσε, σκηνή ή όποία, κατά πάσα πιθανότητα, δέν είχε καμιά συνέχεια* στήν περισσότερο ρητορική παρά έρωτική τους ιστο ρία, λάμπει σάν μοναδικό καί ύπέροχο κειμήλιο σεξουαλικής έξαψης. 82
8 αργότερα απομακρύνθηκαν ό ενας άπό τόν άλλον, κράτησαν μέσα τους τό σημάδι αύτής τής μαγικής στιγμής. Στό γράμμα πού άκολούθησε τή συνάντησή τους, ό Γκαΐτε τήν ονόμασε «allerliebste», τήν πιό άγαπημένη άπ5 όλες. Δέν λησμόνησε εντούτοις τήν ούσία τής ύπόθεσης καί, ήδη άπό τό επόμενο γράμμα, γνωστοποιώντας της ότι είχε άρχίσει τή σύνταξη τών ’Απομνημονευμάτων του, Dichtung und Wahrheit, τής ζήτησε νά τόν βοηθήσει: ή μητέρα του δέν ζοϋσε πιά, κανένας δέν θυμόταν τά χρόνια τής νιότης του. 'Η Μπεττίνα όμως είχε γιά πολύ μεγάλο διάστημα συναναστραφεΐ τή γηραιά κυρία: έκείνη επρεπε νά καταγράψει ό,τι τής είχε διηγηθεΐ, έκείνη επρεπε νά τά στείλει στόν Γκαΐτε. Δέν ήξερε ότι ή Μπεττίνα ήθελε άπό τή μεριά της νά δημοσιεύσει ένα βιβλίο γιά τά παιδικά χρόνια τού Γκαΐτε; "Οτι ήταν κιόλας σέ διαπραγματεύσεις μ ’ έναν εκδότη; Καί βέβαια τό ήξερε! Στοιχηματίζω ότι τής ζήτησε τήν εξυπηρέτηση αύτή όχι άπό άληθινή άνάγκη, άλλά γιά νά τής κάνει άδύνατη κάθε δημοσίευση σχετική μ5 αύτόν. Εύάλωτη άπό τά μάγια τής τελευταίας τους συνάντησης, μέ τό φόβο έπίσης ότι ό γάμος της μέ τόν "Αρνιμ θά τήν άποξένωνε άπό τόν Γκαΐτε, ύπέκυψε. Κατάφερε νά τήν εξουδετερώσει, όπως εξουδετερώνει κανείς μία βόμβα. "Επειτα, τόν Σεπτέμβριο τοϋ 1811, ήρθε στή Βαϊμάρη συνοδευόμενη άπό τόν νεαρό της σύζυγο άπό τόν όποιο ήταν έγκυος. Τίποτα δέν προξενεί περισσότερη χαρά άπό τό νά συναντάς μιά γυναίκα κάποτε επίφοβη, ή όποία όμως, άφοπλισμένη, δέν προξενεί πιά φόβο! Λοιπόν, ή Μπεττίνα, παρ’ ό,τι έγκυος, παρ’ ό,τι παντρεμένη, παρ’ ό,τι είχε έμποδιστεΐ άπό τό νά γράψει τό βιβλίο της, δέν θεωρούσε τόν εαυτό της άφοπλισμένο καί δέν
ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΟΤΑΝ
83
είχε καμία πρόθεση νά έγκαταλείψει τή μάχη. Νά γίνω απόλυτα κατανοητός: όχι τή μάχη γιά τόν έρωτα, άλλά γιά τήν άθανασία. "Οτι ό Γκαιτε είχε σκεφθεΐ τήν άθανασία, είναι κάτι πού ή κατάστασή του μάς έπιτρέπει νά τό ύποθέσουμε. Είναι όμως δυνατόν μιά γυναίκα τόσο νέα καί τόσο λίγο γνωστή όπως ή Μπεττίνα, νά είχε τήν ϊδια σκέψη; Βεβαιότατα. ’Ονειρευόμαστε τήν άθανασία άπό παιδιά. ’Επιπλέον, ή Μπεττίνα άνήκε στή γενιά τών ρομαντικών, πού τούς θάμπωνε ό θάνατος άπό τή στιγμή πού έβλεπαν τό φώς. 'Ο Νοβάλις δέν έφτασε τά τριάντα του χρόνια, άλλά παρ’ όλη τή νιότη του τίποτα ίσως δέν τόν ένέπνευσε περισσότερο άπό τό θάνατο, τό θάνατο τό γητευτή, τό θάνατο μεταμορφωμένο σέ ποιητική μέθη. "Ολοι ζοϋσαν μέσα στήν ύπέρβαση, στό ξεπέρασμα τούς εαυτού τους, μέ τά χέρια τεντωμένα πρός τό μακρινό, πρός τό τέλος τής ζωής τους καί πιό πέρα άκόμα, πρός τήν άπεραντοσύνη τοϋ μή-εΐναι. "Οπως τό έχω πει, όπου κι άν βρίσκεται ό θάνατος, ή σύντροφός του ή άθανασία είναι μαζί του, καί οί Ρομαντικοί τής άπευθύνονταν στόν ενικό χωρίς ντροπή, όπως άκριβώς ή Μπεττίνα μιλούσε στόν ενικό στόν Γκαιτε. Αύτά τά χρόνια άνάμεσα στό 1807 καί τό 1811 ήταν τά ωραιότερα τής ζωής της. Στή Βιέννη, τό 1810, έπισκέφθηκε άπροειδοποίητα τόν Μπετόβεν. ’Έ τσι γνώρισε τούς δύο Γερμα νούς τούς πιό άθάνατους άπ’ όλους, όχι μόνον τόν ώραίο ποιητή, άλλά καί τόν άσχημο συνθέτη, καί είχε έρωτοτροπήσει καί μέ τούς δύο. Αύτή ή διπλή άθανασία τή μεθούσε. ' Ο Γ καίτε ήταν ήδη γέρος (τήν εποχή έκείνη ένας εξηντάρης περνούσε γιά γεροντάκι) καί ύπέροχα ώριμος γιά τό θάνατο* μόλις σαραντάρης τόν καιρό έκεΐνο, ό Μπετόβεν ήταν, χωρίς νά τό ξέρει, πέντε χρόνια πιό κοντά στόν τάφο άπό τόν Γκαιτε. 'Η Μπεττίνα τρύπωσε άνάμεσά τους όπως ένα λεπτεπίλεπτο άγγελούδι άνάμε σα σέ δυό πελώριες μαύρες έπιτάφιες στήλες. ΤΗταν έξαίσιο καί τό ξεδοντιασμένο στόμα τοϋ Γ καίτε καθόλου δέν τήν ενοχλούσε. ’Αντίθετα, όσο πιό γέρος ήταν τόσο πιό πολύ τήν τραβούσε, διότι όσο πιό πολύ πλησίαζε τό θάνατο, τόσο πλησίαζε τήν άθανασία. Μόνο ένας Γ καίτε νεκρός θά ήταν ικανός νά τήν πάρει 84
σταθερά άπό τό χέρι καί νά τήν οδηγήσει πρός τό Ναό τής Δόξας. "Οσο περισσότερο εκείνος πλησίαζε τό θάνατο, τόσο λιγότερο εΐχε έκείνη τήν πρόθεση νά παραιτηθεί άπό αύτόν. ΓΓ αύτό τό λόγο ήταν πού, εκείνον τόν μοιραίο μήνα, Σεπτέμβριο τοϋ 1811, παρ’ όλο πού ήταν παντρεμένη καί έγκυος, έπαιζε πιό πολύ άπό κάθε άλλη φορά τό παιδί, μιλούσε δυνατά, καθόταν κατάχαμα, στό τραπέζι, στήν άκρη τής κομόντας, πιανόταν άπό τόν πολυέλαιο, σκαρφάλωνε στά δέντρα, μετακινιόταν χορεύοντας, τραγουδούσε όταν οί άλλοι συζητούσαν σοβαρά, εκφραζόταν μέ σοβαρότητα όταν οί άλλοι τραγουδού σαν, καί άναζητοϋσε μέ κάθε κόστος τήν εύκαιρία νά μείνει μόνη της μέ τόν Γκαΐτε. Εντούτοις, δέν τά κατάφερε ν ’ άπομονωθεΐ μαζί του, παρά μιά φορά μόνο στή διάρκεια αύτών τών δύο εβδομάδων. ’Α π’ ό,τι διηγούνται, ή συζήτηση έξελίχθηκε^πάνω κάτω ώς εξής: ΤΗταν βράδυ, ήσαν καθισμένοι κοντά στό παράθυρο, στό δωμάτιο τοϋ Γκαΐτε. Έ κείνη άρχισε νά μιλάει γιά τήν ψυχή, κι έπειτα γιά τ άστέρια. 'Ο Γκαΐτε σήκωσε τότε τά μάτια στόν ούρανό καί τής έδειξε ένα μεγάλο άστρο. Ά λ λ ά ή Μπεττίνα ήταν μύωψ καί δέν έβλεπε τίποτα. Τής έτεινε ένα τηλεσκόπιο: «Είσαι τυχερή, νά ό Ε ρμή ς. Τούτο τό φθινόπωρο διακρίνεται πολύ καθαρά!» 'Η Μπεττίνα όμως συλλογιζόταν τ ’ άστέρια τών ερωτευμένων κι όχι Γ άστέρια τών άστρονόμων: βάζοντας τό μάτι στό τηλεσκόπιο τό έκανε επίτηδες νά μή δει τίποτα καί δήλωσε ότι οί φακοί ήσαν πολύ άδύνατοι. 'Υπομονετικά, ό Γκαΐτε πήγε νά ψάξει ένα πιό ισχυρό τηλεσκόπιο. Καί πάλι, έκείνη έβαλε τό μάτι της έκεΐ, καί πάλι διαβεβαίωσε ότι τίποτα δέν έβλεπε. Πράγμα πού παρακίνησε τόν Γκαΐτε νά τής μιλήσει γιά τόν 'Ερμή, τόν Ά ρ η , τούς πλανήτες, τόν ήλιο καί τόν Γαλαξία. Μίλησε γιά πολλή ώρα καί όταν τελείωσε, ζητώντας του συγνώμη, έφυγε μόνη της γιά τό δικό της δωμάτιο. Λίγες μέρες άργότερα, στήν έκθεση, δήλωσε ότι οι πίνακες ήσαν άνυπόφοροι καί ή Χριστιάνε, άντί γιά άλλη άπάντηση, έκανε τά γυαλιά νά πετάξουν στό πάτωμα.
85
9 έκείνη τών σπασμένων γυαλιών, μιά 13η Σεπτεμ βρίου, ή Μπεττίνα τήν έζησε σάν μιά μεγάλη ήττα. Πρώτα, άντέδρασε μέ έπιθετικότητα, δηλώνοντας σέ δλη τή Βαϊμάρη δτι ένα λουκάνικο πού τρελάθηκε τήν είχε δαγκώσει, δέν άργησε δμως νά καταλάβει δτι δείχνοντας μνησίκακη κινδύνευε νά μήν ξαναδεΐ ποτέ τόν Γκαιτε καί νά ύποβαθμίσει έτσι τόν μεγάλο της έρωτα γιά τόν άθάνατο σέ ένα πεζό έπεισόδιο προορισμένο νά ξεχαστεΐ. ’Έ τσι, ύποχρέωσε τόν καλόβολο ’Ά ρνιμ νά γράψει ένα γράμμα στόν Γ καίτε γιά νά συγχωρήσει τή γυναίκα του. Τό γράμμα έμεινε χωρίς άπάντηση. Οί σύζυγοι έγκατέλειψαν τή Βαϊμάρη, καί σταμάτησαν πάλι έκεΐ τόν ’Ιανουάριο τοϋ 1812. Ό Γ καίτε δέν τούς δέχτηκε. Τό 1816, πέθανε ή Χριστιάνε καί ή Μπεττίνα, λίγο καιρό άργότερα, έστειλε στόν Γ καίτε ένα μεγάλο γράμμα δλο ταπεινοφροσύνη. 'Ο Γ καίτε δέν άντέδρασε. Τό 1821, δέκα χρόνια δηλαδή μετά τήν τελευταία τους συνάντηση, έφθασε στή Βαϊμάρη, τήν άνήγγειλαν στόν Γ καίτε πού τό βράδυ έκεΐνο δεχόταν καί δέν μποροϋσε νά τής έμποδίσει τήν είσοδο. Ά λ λ ά δέν τής εΐπε οϋτε μιά λέξη. Τόν Δεκέμβριο τοϋ ίδιου χρόνου, τοϋ ξανάγραψε. Δέν πήρε καμιά άπάντηση. Τό 1823, οί δημοτικοί σύμβουλοι τής Φραγκφούρτης άποφάσισαν νά έγείρουν ένα μνημείο πρός τιμήν τοϋ Γκαιτε, καί τό παράγγειλαν σ ’ ένα γλύπτη όνόματι Ράουχ. "Οταν είδε ή Μπετ τίνα τό προσχέδιο, πού δέν τής άρεσε, δέν είχε καμιά άμφιβολία δτι ή μοίρα τής προσέφερε μιά εύκαιρία πού δέν έπρεπε νά χάσει. Π αρ’ δλο πού δέν ήξερε νά σχεδιάζει, έπεσε στή δουλειά καί έκανε τό σκαρίφημα τοϋ δικού της σχεδίου γιά τό άγαλμα: ό Γκαιτε ήταν καθισμένος μέ τή στάση ενός άρχαίου ήρωα* κρατούσε μιά λύρα στό χέρι* άνάμεσα στά γόνατά του στεκόταν ένα κοριτσάκι πού έπρεπε νά παριστάνει τήν Ψυχή· τά μαλλιά
Τ η ν ΗΜΕΡΑ
86
τοϋ ποιητή έμοιαζαν μέ φλόγες. "Εστειλε τό σχέδιο στόν Γκαΐτε καί συνέβη ενα πράγμα εντελώς απροσδόκητο: στό μάτι του φάνηκε ενα δάκρυ! 7Ηταν έτσι πού μετά άπό δεκατρία χρόνια (βρισκόμαστε στόν ’Ιούλιο τοϋ 1824, εκείνος ήταν εβδομήντα πέντε χρόνων, έκείνη τριάντα εννέα), τήν δέχτηκε σπίτι του καί τής έδωσε νά καταλάβει, άν καί λίγο προσποιητός, ότι όλα είχαν συγχωρηθεΐ καί ότι ή εποχή τής περιφρονητικής σιωπής είχε τελειώσει. Μοϋ φαίνεται ότι σ ’ αύτήν τή φάση τών γεγονότων, οι δύο πρωταγωνιστές είχαν καταλήξει σέ μιά ψυχρώς εναργή κατανόη ση τών πραγμάτων: ήξεραν καί οί δύο περί τίνος έπρόκειτο καί ό καθένας ήξερε πώς ό άλλος ήξερε. Σχεδιάζοντας τό μνημείο αύτό, ή Μπεττίνα είχε ύποδείξει, γιά πρώτη φορά χωρίς διφορού μενα, αύτό πού εξαρχής παιζόταν: τήν άθανασία. Χωρίς νά τήν προφέρει εΐχε θίξει αύτήν τή λέξη όπως άγγίζει κανείς μιά χορδή πού ήχει γιά ώρα πολλή άπαλά. Ό Γ καίτε τήν άκουσε. Στήν άρχή κολακεύτηκε άφελώς, άλλά λίγο λίγο (άφοϋ εΐχε σκουπίσει τό δάκρυ του) κατάλαβε τό άληθινό (καί λιγότερο κολακευτικό) νόημα τοϋ μηνύματος: τοϋ γνωστοποιούσε ότι τό παλιό παιχνίδι συνεχιζόταν ότι δέν εΐχε παραδοθεΐ* ότι θά ήταν έκείνη πού θά τοϋ έκοβε τό επίσημο σάβανο, αύτό μέσα στό όποιο θά τόν εξέθεταν στίς έπερχόμενες γενεές* τοϋ γνωστοποιούσε ότι δέν μπορούσε μέ κανέναν τρόπο νά τήν εμποδίσει σ ’ αύτό, καί κυρίως όχι μέ μιά χολωμένη σιγή. Είπε καί πάλι στόν εαυτό του αύτό πού άπό καιρό ήξερε: ή Μπεττίνα ήταν επικίνδυνη καί θά ήταν καλύτερα νά τήν έχει ύπό διακριτική επιτήρηση. ' Η Μπεττίνα ήξερε ότι ό Γ καίτε ήξερε. Αύτό συνάγεται άπό τή συνάντησή τους τό φθινόπωρο τοϋ ϊδιου χρόνου, τήν πρώτη μετά τή συμφιλίωσή τους* τήν διηγείται ή ιδια σ ’ ένα γράμμα πού έστειλε στήν άνιψιά της: μόλις τήν δέχτηκε, γράφει ή Μπεττίνα, «ό Γ καΐτε πρώτα κατέβασε τά μούτρα κι έπειτα μοϋ είπε λόγια χαϊδευτικά γιά νά ξανακερδίσει τήν εϋνοιά μου». Πώς νά μήν τόν καταλάβει κανείς τόν Γ καΐτε! Παρατηρώντας την, αίσθάνθηκε καί πάλι έντονα πόσο τοϋ χτύπαγε στά νεύρα καί θύμωσε πού εΐχε διακόψει αύτήν τή θαυμάσια σιωπή τών 87
δεκατριών χρόνων. Ξεκίνησε μ ’ ένα διαπληκτισμό, σά νά ήθελε νά ρίξει άπάνω της όλες τίς κατηγορίες πού δέν είχε ποτέ έκφράσει. Ά λ λ ά συγκρατήθηκε άμέσως: γιατί νά είναι ειλικρι νής; γιατί νά τής πει αύτό πού σκεπτόταν; Τό μόνο πού λογάριαζε ήταν ή άπόφασή του: νά τήν έξουδετερώσει, νά τήν κατευνάσει, νά τήν κρατήσει ύπό επιτήρηση. Μέ διάφορες προφάσεις, διηγείται ή Μπεττίνα, ό Γκαιτε διέκοψε τή συζήτησή τους έξι φορές τουλάχιστον γιά νά πάει στό διπλανό δωμάτιο όπου έπινε κρυφά κρασί, όπως έκείνη άκολούθως διαπίστωσε άπό τήν άναπνοή του. Στό τέλος τόν ρώτησε, γελώντας, γιατί έπινε στά κρυφά, καί ό Γκαιτε θύμωσε. Περισσότερο άπό τόν Γκαιτε νά πίνει κρασί στά κρυφά, είναι ή Μπεττίνα πού μοϋ μοιάζει πιό ενδιαφέρουσα: δέν συμπεριφέρ θηκε όπως εσείς ή έγώ, πού θά είχαμε παρατηρήσει τόν Γκαιτε διασκεδάζοντας, άλλά θά σιωπούσαμε διακριτικά καί μέ σεβα σμό. Τό νά τοϋ πει αύτό πού θά άποσιωποϋσαν οί άλλοι («ή άναπνοή σου μυρίζει οινόπνευμα! γιατί ήπιες; γιατί πίνεις κρυ φά;»), ήταν ό δικός της τρόπος γιά νά άποσπάσει άπό τόν Γκαιτε ένα κομμάτι άπό τά ένδόμυχά του, νά βρεθεί έτσι σώμα μέ σώμα μαζί του. Σ ’ αύτή τήν επιθετικότητα τής άδιακ (ας, τήν όποία εϊχε έκείνη άνέκαθεν διεκδικήσει στό όνομα u παιδικού της αύθορμητισμοϋ, ό Γκαιτε άμέσως άναγνώρισε τήν Μπεττίνα πού δεκατρία χρόνια πρίν είχε άποφασίσει νά μήν ξαναδεΐ ποτέ. Χωρίς λέξη, σηκώθηκε, πήρε ένα λυχνάρι γιά νά δείξει ότι ή συζήτηση είχε τελειώσει καί ότι θά συνόδευε πάλι τήν έπισκέπτρια άπό τόν σκοτεινό διάδρομο ώς τήν πόρτα. Τότε, διηγείται ή Μπεττίνα στή συνέχεια τής επιστολής της, γιά νά τόν εμποδίσει νά βγει, γονάτισε στό κατώφλι, μπροστά στό δωμάτιο, καί τοϋ είπε: «Θέλω νά δώ άν είναι δυνατόν νά σέ κρατήσω κλεισμένο καί άν είσαι ένα πνεύμα τοϋ Καλού ή ένα πνεύμα τοϋ Κακού όπως ό ποντικός τοϋ Φάουστ* άσπάζομαι καί εύλογώ τούτο τό κατώφλι πού τό διασχίζει κάθε μέρα τό πνεύμα τό επιφανέστερο, πού είναι επίσης ό καλύτερός μου φίλος». Καί τί έκανε ό Γκαιτε; Σύμφωνα μέ τό'άναφερόμενο γράμμα, δήλωσε: «Γιά νά βγώ, δέν πρόκειται νά σάς ποδοπατήσω, οϋτε
εσένα οϋτε τόν έρωτά σου, αύτός μοϋ είναι πολύ ακριβός· όσο γιά τό πνεύμα σου, θά γλιστρήσω τριγύρω του (καί πραγματικά γύριζε προσεκτικά γύρω άπό τό γονατισμένο κορμί τής Μπεττί νας), γιατί είσαι παμπόνηρη καί είναι καλύτερα νά τά έχει κανείς καλά μαζί σου». Αύτή ή φράση, πού τήν έβαλε ή ιδια ή Μπεττίνα στό στόμα τοϋ Γ καΐτε, μοϋ φαίνεται ότι συνοψίζει όλα όσα στή διάρκεια τής συνάντησής τους, τής έλεγε χωρίς νά τά λέει: Γνωρίζω, Μπεττί να, ότι τό σχέδιό σου γιά τό άγαλμα ήταν μιά ιδιοφυής πανουρ γία. Στά άξιοθρήνητα γηρατειά μου, άφησα τόν εαυτό μου νά συγκινηθεΐ άπό τίς φλόγες μέ τίς όποιες συγκρίνεις τά μαλλιά μου (ά, τά ταλαίπωρα άραιά μου μαλλιά), άλλά δέν άργησα νά καταλάβω: θέλησες νά μοϋ δείξεις όχι ένα σχέδιο, άλλά τό πιστόλι πού κρατάς στά χέρια σου γιά νά τραβήξεις στά μάκρη τής άθανασίας μου. "Οχι, δέν κατάφερα νά σέ άφοπλίσω. Δέν θέλω λοιπόν τόν πόλεμο. Θέλω τήν ειρήνη. Ά λ λ ά τίποτα περισσότερο άπό τήν ειρήνη. Θά σέ περιτριγυρίζω χωρίς νά σ ’ άγγίζω, μέ σύνεση, δέν θά σ ’ άγκαλιάσω, δέν θά σέ φιλήσω. Πρώτον, δέν έχω καμιά έπιθυμία. Κι έπειτα, ξέρω πώς ό,τιδήποτε κάνω θά τό μεταμορφώσεις σέ φυσίγγια γιά τό πιστόλι σου.
89
10 ή Μπεττίνα έπέστρεψε στή Βαϊμάρη* έβλεπε κάθε μέρα σχεδόν τόν Γκαΐτε (εκείνος ήταν τότε εβδομή ντα επτά χρόνων) καί στό τέλος τής παραμονής του έκεΐ, προσπαθώντας νά παρουσιαστεί στήν αύλή τοϋ Καρόλου-Αύγούστου, έκανε μία άπό αύτές τίς χαριτωμένες αύθάδειες τών όποιων κατείχε τό μυστικό. Τότε, συνέβη κάτι τό άπρόβλεπτο: ό Γκαΐτε έξερράγη. «Αύτή ή άνυπόφορη άλογόμυγα (diese leidige Bremse) πού μού κληροδότησε ή μητέρα μου, έγραψε στόν Κάρολο-Αϋγούστο, μάς ενοχλεί έδώ καί πολύ καιρό. Συνεχίζει ένα παιχνιδάκι πού θά μπορούσε έστω νά άρεσε τότε πού ήταν νέα, μιλάει όλο μέ γλυκόλογα καί τιτιβίζει σάν καναρίνι. "Αν ή Ύ ψηλότης Σας μέ διατάξει, στό μέλλον θά τής άπαγορεύσω κάθε παρενόχληση, μέ τήν άποφασιστικότητα ενός θείου. Είδάλλως, ή 'Υψηλότης Σας ούδέποτε θά είναι προστατευμένη άπό τίς διαβολιές της». "Εξι χρόνια άργότερα, ζήτησε άκόμα μιά φορά νά τήν άναγγείλουν στό σπίτι του. 'Ο Γκαΐτε, όμως, άρνήθηκε νά τήν δει καί ή παρομοίωση τής Μπεττίνας μέ άλογόμυγα έμεινε ή τελευταία του λέξη σ ’ αύτή τήν ιστορία. Πράγμα περίεργο: άπό τότε πού είχε λάβει τό σχέδιο τοϋ μνημείου, είχε ορίσει στόν εαυτό του ώς κανόνα νά διατηρήσει ειρήνη μαζί της, μέ κάθε κόστος. Μολονότι άλλεργικός στήν παρουσία της καί μόνη, είχε τότε κάνει τά πάντα (έστω κι άν έπρεπε έκείνη νά μυρίσει τό οινόπνευμα στήν άναπνοή του) προκειμένου νά περάσει τή βραδιά «έχοντάς τα καλά» μαζί της. Πώς μπόρεσε ξαφνικά ν ’ άφήσει όλες τίς προσπάθειές του νά έξατμισθοϋν; Αύτός πού τόσο πολύ φρόντιζε νά μή φύγει γιά τήν αιωνιότητα μέ τσαλακωμένο πουκάμισο, πώς μπόρεσε νά γράψει αύτές τίς φρικτές λέξεις, άνυπόφορη άλογόμυγα, αύτές τίς λέξεις πού θά τοϋ τίς προσάπτουν άκόμα, εκατό χρόνια άργότερα,
M e t a ΑΠΟ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ,
90
τριακόσια χρόνια αργότερα, κι όταν κανένας θά διαβάζει οϋτε τόν Φάονστ οϋτε Τά πάθη τον νεαρού Βερθέροο; Πρέπει νά καταλάβουμε τό πλαίσιο τής ζωής: Μέχρι ένα ορισμένο σημείο, ό θάνατος παραμένει κάτι πολύ μακρινό γιά νά άσχολιόμαστε μαζί του. Δέν τόν έχουμε δει, δέν είναι ορατός. Είναι ή πρώτη φάση τής ζωής, ή εύτυχέστερη. ’Έπειτα, ξαφνικά, βλέπουμε τόν ίδιο τό θάνατό μας μπροστά μας καί είναι αδύνατον νά τόν άπομακρύνουμε άπό τό οπτικό μας πεδίο. Είναι μαζί μας. Καί επειδή ή άθανασία είναι κολλημένη μέ τό θάνατο όπως ό Χάρντυ μέ τόν Αώρελ, μπορεΐ νά πει κανείς ότι καί ή άθανασία επίσης είναι κι αύτή μαζί μας. Μόλις ανακαλύ πτουμε τήν παρουσία της, άρχίζουμε πυρετωδώς νά τήν φροντί ζουμε. Τής παραγγέλνουμε ένα σμόκιν, τής άγοράζουμε μιά γραβάτα, μέ τό φόβο νά μήν διαλέξει κανένας άλλος, καί μάλιστα άσχημα, τό κουστούμι καί τή γραβάτα. Τέτοια είναι ή στιγμή πού ό Γ καίτε άποφασίζει νά γράψει τά 5Απομνημονεύματά του, τήν διάσημή του Ποίηση καί Αλήθεια, καί καλεΐ στό σπίτι του τόν άφοσιωμένο Έ κέρμα ν (παράξενη σύμπτωση: αύτά συμβαίνουν τήν ϊδια άκριβώς χρονιά, τό 1823, πού ή Μπεττίνα κάνει τό σχέδιο τοϋ άγάλματος) γιά νά τοϋ επιτρέψει νά γράψει τίς Συζητήσεις με τόν Γκαιτε, αύτή τήν ώραία προσωπογραφία πού πραγματοποιήθηκε ύπό τήν εύγενή επίβλεψη τοϋ προσωπογραφομένου. Μετά τή δεύτερη αύτή φάση τής ζωής, πού ό άνθρωπος δέν μπορεΐ ν ’ άφήσει τό θάνατο άπό τά μάτια του, έρχεται μία τρίτη, ή πιό σύντομη καί ή πιό κρυφή, γιά τήν όποία ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα καί γιά τήν όποία δέν μιλούμε. Οί δυνάμεις του έξασθενίζουν καί μία άφοπλιστική κόπωση κυριεύει τόν άνθρω πο. Κόπωση: σιωπηλή γέφυρα πού οδηγεί άπό τήν όχθη τής ζωής στήν όχθη τοϋ θανάτου. ' Ο θάνατος είναι τόσο κοντινός πού βαριέται κανείς νά τόν κοιτάζει. "Οπως παλιά, δέν τόν έχουμε δει, δέν είναι ορατός. Δέν τόν έχουμε δει, όπως τά πολύ οικεία άντικείμενα, τά πολύ γνωστά. Ό κουρασμένος άνθρωπος κοιτά ζει άπό τό παράθυρο καί παρατηρεί τό φύλλωμα τών δέντρων πού τό όνομά τους τό προφέρει νοερά: καστανιά, λεύκα, σφενδάμι. 9!
Αύτά τά ονόματα είναι ώραία σάν τό είναι τό Γδιο. eΗ λεύκα είναι μεγάλη καί μοιάζει μέ αθλητή πού ύψώνει τά χέρια πρός τόν ούρανό. ’Ή άκόμα μοιάζει μέ μιά ψηλή, πετρωμένη φλόγα. 'Η λεύκα, ά, ή λεύκα. ' Η άθανασία είναι μιά καταγέλαστη αύταπάτη, μιά λέξη κούφια, μιά ριπή άνέμου πού τήν άκολουθούμε μέ μιά άπόχη γιά πεταλούδες, άν τή συγκρίνει κανείς μέ τήν ώραιότητα τής λεύκας πού ό γέρος, κουρασμένος άνθρωπος κοιτάζει ά π’ τό παράθυρό του. Ή άθανασία. Ό γέρος, κουρα σμένος άνθρωπος δέν τήν σκέπτεται πιά καθόλου. Τί θά κάνει λοιπόν, ό γέρος, κουρασμένος άνθρωπος πού κοιτάζει τή λεύκα, όταν ξαφνικά άναγγέλλει τήν παρουσία της μιά γυναίκα πού θέλει νά χορέψει γύρω άπό τό τραπέζι, νά γονατίσει στό κατώφλι καί νά βγάζει λόγους εξεζητημένους; Μέ ένα αίσθημα άφατης χαράς καί μιά αιφνίδια άνάκτηση ρώμης, θά τήν άποκαλέσει leidige Bremse , άνυπόφορη άλογόμυγα. Σκέπτομαι τή στιγμή έκείνη πού ό Γ καίτε έγραψε: άνυπόφορη άλογόμυγα. Σκέπτομαι τήν εύχαρίστηση πού δοκίμασε καί πι στεύω ότι, σέ μιά άστραπή διαύγειας, κατάλαβε: ποτέ δέν είχε κάνει αύτό πού ήθελε. Είχε θεωρήσει τόν εαυτό του σάν τόν διαχειριστή τής άθανασίας του καί ή εύθύνη αύτή τόν είχε κάνει νά χάσει κάθε φυσικότητα. Είχε φοβηθεί τίς έκκεντρικότητες, μολονότι τίς έβρισκε πολύ ελκυστικές, κι άν είχε κάνει καμιά δυό, είχε μετά προσπαθήσει νά τίς άπαλύνει, γιά νά μήν άπομακρυνθεΐ άπό αύτήν τή φιλομειδή μετριοπάθεια πού τήν ταύτιζε συχνά μέ τήν ομορφιά. Οί λέξεις «άνυπόφορη άλογόμυγα» δέν ταίριαζαν οϋτε μέ τό έργο του, οϋτε μέ τή ζωή του, οϋτε μέ τήν άθανασία του. Οί λέξεις αύτές ήσαν καθαρή έλευθερία. Μπόρεσε νά τίς γράψει μόνο ένας άνθρωπος πού, έχοντας φθάσει στήν τρίτη φάση τής ζωής του, έπαψε νά διαχειρίζεται τήν άθανασία του καί δέν τήν παίρνει πιά στά σοβαρά. Είναι σπάνιο νά φθάσει κανείς ώς αύτό τό άπώτατο όριο, άλλά αύτός πού τό φθάνει ξέρει ότι έκεϊ βρίσκεται ή πραγματική έλευθερία, καί πουθενά άλλοϋ. Αύτές οί ιδέες διαπέρασαν τό πνεύμα τοϋ Γκαίτε, άλλά τίς ξέχασε άμέσως γιατί ήταν ένας γέρος άνθρωπος κουρασμένος καί ή μνήμη του είχε έξασθενίσει. 92
11 ήταν μεταμφιεσμένη σέ παιδί πού εϊχε έρθει γιά πρώτη φορά νά τόν δει. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, τόν Μάρτιο τοϋ 1832, όταν πληροφορήθηκε τή σοβαρή αρρώστια τοϋ Γκαιτε, ήταν ένα παιδί αύτό πού άμέσως τοϋ έστειλε κοντά του: τόν γιό της Σίγκμουντ. Αύτό τό δειλό άγόρι τών δεκαοκτώ χρόνων πέρασε έξι μέρες στή Βαϊμάρη, σύμφωνα μέ τίς οδηγίες τής μητέρας του, χωρίς καθόλου νά ξέρει περί τίνος έπρόκειτο. 'Ο Γκαιτε, όμως, τό ήξερε. Εϊχε σπεύσει έκείνη νά τοϋ τόν στείλει, όπως έναν πρεσβευτή, επιφορτισμένο νά τόν κάνει νά καταλάβει, μέ τήν παρουσία του καί μόνο, ότι ό θάνατος χτυπού σε τά πόδια του πίσω άπό τήν πόρτα καί ότι ή Μπεττίνα άναλάμβανε πλέον τήν άθανασία τοϋ Γκαιτε. ’Έπειτα, ό θάνατος άνοιξε τήν πόρτα, ό Γκαιτε πέθανε στίς 26 Μαρτίου μετά άπό μία εβδομάδα άγώνα, καί ή Μπεττίνα, μερικές μέρες άργότερα, έγραψε ένα γράμμα στόν εκτελεστή τής διαθή κης τοϋ Γκαιτε, τόν καγκελάριο Μύλλερ: «Στήν πραγματικότη τα, ό θάνατος τοϋ Γκαιτε μοϋ προκάλεσε μιά εντύπωση βαθιά, άνεξίτηλη, άλλά όχι μιά εντύπωση θλίψης* δέν μπορώ νά εξηγή σω μέ λέξεις τήν άκριβή άλήθεια, άλλά νομίζω ότι περισσότερο προσεγγίζω λέγοντας ότι είναι μιά εντύπωση δόξας». Νά ύπογραμμίσουμε αύτήν τή διευκρίνιση τής Μπεττίνας: όχι θλίψη, άλλά δόξα. Λίγο μετά, ζητάει άπό τόν ϊδιο τόν καγκελάριο Μύλλερ νά τής στείλει όλα τά γράμματα πού είχε άπευθύνει στόν Γκαιτε. Δια βάζο ντάς τα ξανά ένιωσε άπογοήτευση: όλη αύτή ή ιστορία έμοιαζε σάν τό προσχέδιο, σίγουρα, ενός άριστουργήματος, όμως τίποτα παραπάνω άπό τό προσχέδιο καί, άκόμα χειρότερα, άτελές. Έ πρεπε ν ’ άρχίσει τή δουλειά. Αύτή εδώ κράτησε τρία χρόνια: διόρθωνε, ξανάγραφε, συμπλήρωνε. ’Ά ν τήν άπογοήτευαν τά ϊδια της τά γράμματα, εκείνα τοϋ Γ καίτε ήσαν άκόμα πιό
Α ς ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ*,
93
άπογοητευτικά. Ξαναδιαβάζοντας τα, ένιωθε πληγωμένη άπό τή λακωνικότητά τους, άπό τήν αύτοσυγκράτησή τους, δηλαδή άπό τήν ιταμότητά τους. Σάν νά τήν είχε πράγματι θεωρήσει παιδί, συνέτασσε συχνά τά γράμματά του ύπό τήν μορφή εύγενικών μαθημάτων προορισμένων γιά μιά μαθήτρια. ’Έ τσι, χρειάστηκε έκείνη νά τούς άλλάξει τόν τόνο: τό «άγαπητή μου φίλη» έγινε «άγαπημένη μου καρδιά», οί μομφές πού τής είχε προσάψει έγιναν άπαλότερες άπό διάφορες κολακευτικές προσθήκες, καί άλλες προσθήκες έκαναν νά γίνει κατανοητό τί ρόλο έμπνευστή καί μούσας ήξερε νά παίζει ή Μπεττίνα δίπλα στόν γοητευμένο / ποιητή. Μέ πιό ριζικό τρόπο άκόμα, ξανάγραψε τά δικά της γράμμα τα. Ό χ ι, δέν τούς άλλαξε τόν τόνο, ό τόνος ήταν σωστός. ’Ά λλαξε, όμως, γιά παράδειγμα, τίς ήμερομηνίες (γιά νά εξαφα νίσει, στή μέση τής άλληλογραφίας τους, τίς μακρόχρονες παύσεις πού θά είχαν διαψεύσει τή σταθερότητα τοϋ πάθους τους), εξαφάνισε έναν άριθμό άνάρμοστων εδαφίων (εκείνο, γιά παράδειγμα, όπου ικέτευε τόν Γ καίτε νά μή δείξει σέ κανέναν τά γράμματά της), πρόσθεσε άλλες εξελίξεις, έκανε πιό δραματικές τίς περιγραφόμενες περιστάσεις, έμβάθυνε στίς άπόψεις της γιά τήν πολιτική ή τήν τέχνη, ιδίως εκεί όπου ό λόγος ήταν γιά τή μουσική τοϋ Μπετόβεν. 'Ολοκλήρωσε τό βιβλίο τό 1835 καί τό δημοσίευσε μέ τόν τίτλο Goethes Briefwechsel m it einem Kinde. «’ Αλληλογραφία τοϋ Γ καίτε μέ μία παιδίσκη». Κανένας δέν άμφισβήτησε τήν αύθεντικότητα τών γραμμάτων ώς τό 1929, χρονολογία κατά τήν όποία ή αύθεντική άλληλογραφία άνακαλύφθηκε καί δημοσιεύθηκε. Ά , γιατί δέν τήν είχε κάψει εγκαίρως; Βάλτε τόν εαυτό σας στή θέση της: δέν είναι εύκολο νά κάψεις προσωπικά ντοκουμέντα πού σοϋ είναι άγαπητά* είναι σάν νά ομολογείς στόν εαυτό σου ότι δέν σοϋ μένει πολύς καιρός, ότι θά πεθάνεις αύριο* έτσι, άναβάλλεις συνεχώς τήν πράξη τής καταστροφής, καί μιά μέρα είναι πολύ άργά. 'Υπολογίζουμε στήν άθανασία καί ξεχνάμε νά ύπολογίσουμε τό θάνατο. 94
12 οπισθοδρόμηση πού μάς προσφέρει τό τέλος τοϋ αιώνα μας, μπορούμε Ισως νά τολμήσουμε νά τό πούμε: ό Γκαΐτε είναι ή προσωπικότητα πού κεΐται άκριβώς στό κέντρο τής εύρωπαϊκής ιστορίας. Γκαΐτε: τό μέγα κέντρο. ’Ό χ ι τό κέντρο, σημείο μικρόψυχο πού άποστρέφεται τά άκρα, άλλά τό σταθερό κέντρο πού κρατάει τά δύο άκρα σέ μία άξιοπρόσεκτη ισορρο πία, τήν όποία ή Εύρώπη ούδέποτε πιά θά γνωρίσει. Στή νεότητά του, ό Γ καΐτε μελετάει άκόμα τήν άλχημεία, άλλά άργότερα γίνεται ένας πρωτοπόρος τής σύγχρονης έπιστήμης· είναι ό μεγαλύτερος άπό τούς Γερμανούς, όντας έντούτοις άντιπατριώτης καί εύρωπαΐος* κοσμοπολίτης, δέν έγκαταλείπει παρ’ όλα αύτά τήν έπαρχία του, τή μικροσκοπική του Βαϊμάρη* είναι ό άνθρωπος τής φύσης καί ταυτόχρονα ό άνθρωπος τής ' Ιστορίας. Στόν έρωτα, είναι τό ίδιο λάγνος όσο καί ρομαντικός. Καί τούτο άκόμα: Νά θυμηθούμε τήν Ά ν ιές μέσα στόν άνελκυστήρα πού ταραζόταν άπό κραδασμούς, σάν νά ειχε πάθει τρομώδη παράλυ ση. Μολονότι ήταν ειδικευμένη στήν κυβερνητική, δέν μπορού σε νά έξηγήσει στόν εαυτό της τί ήταν αύτό πού περνούσε άπό τό τεχνικό κεφάλι αύτής τής συσκευής, τό όποιο παρέμενε γιά έκείνη τόσο ξένο καί θολό όσο καί οί μηχανισμοί όλων τών άντικειμένων πού κάθε μέρα συναντούσε, άπό τόν μικρό ήλεκτρονικό ύπολογιστή δίπλα στό τηλέφωνο, ο>ς τό πλυντή ριο τών πιάτων. Ό Γ καΐτε, άντίθετα, εζησε σ ’ αύτήν τή σύντομη καί μοναδική στιγμή τής ιστορίας, πού τό τεχνικό επίπεδο έπέτρεπε ήδη μία ορισμένη άνεση, άλλά πού ό καλλιεργημένος άνθρωπος μπορού σε άκόμα νά καταλαβαίνει όλα τά έργαλεΐα πού τόν περιτριγύρι ζαν. Ό Γ καΐτε ήξερε μέ τί καί πώς είχε χτιστεί τό σπίτι του,
ΧΑΡΗ ΣΤΗΝ
95
γιατί μιά λάμπα έδινε φως, γνώριζε τό μηχανισμό τοϋ τηλεσκο πίου του* χωρίς άμφιβολία, δέν τολμοϋσε νά κάνει χειρουργικές επεμβάσεις, άλλά καθώς είχε παρευρεθει σέ μερικές, μποροϋσε νά συνεννοηθεΐ ώς γνώστης μέ τόν γιατρό πού τόν παρακολου θούσε. ' Ο κόσμος τών τεχνικών άντικειμένων τοϋ ήταν κατανοη τός καί διαφανής. Τέτοια ήταν ή μεγάλη γκαιτική στιγμή στό μέσο τής ιστορίας τής Εύρώπης, ή στιγμή πού άφησε μιά νοσταλγική ούλή στήν καρδιά τοϋ άνθρώπου πού φυλακίζεται σ 5 έναν άνελκυστήρα πού ταρακουνιέται καί χορεύει. Τό έργο τοϋ Μπετόβεν άρχίζει εκεί όπου τελειώνει ή μεγάλη στιγμή τοϋ Γκαιτε. Ό κόσμος χάνει σιγά σιγά τή διαφάνειά του, θολώνει, γίνεται άκατανόητος, γκρεμίζεται στό άγνωστο, ενώ ό άνθρωπος προδομένος άπό τόν κόσμο δραπετεύει στά ένδόμυχά του, στή νοσταλγία του, στά όνειρά του, στήν εξέγερσή του καί, παραζαλισμένος άπό τήν πονεμένη φωνή πού σηκώνεται μέσα του, δέν ξέρει πιά ν ’ άκούει τίς φωνές πού άπ’ έξω τόν καλούν. Ή εσωτερική φωνή ήταν, γιά τόν Γκαιτε, ένας άνυπόφορος ορυμαγδός. Μισούσε τό θόρυβο. Είναι γνωστό. Δέν μποροϋσε νά ύποφέρει οϋτε τό γαύγισμα ενός σκύλου στό βάθος ενός κήπου μακρινού. Λένε ότι δέν άγαποϋσε τή μουσική. Είναι λάθος. Δέν άγαποϋσε τίς ορχήστρες. Λάτρευε τόν Μπάχ, πού σκεπτόταν άκόμα τή μουσική σάν διάφανη ήχητική άνεξάρτητων καί ξεχωριστών φωνών. Ά λ λ ά στίς συμφωνίες τοϋ Μπετόβεν, οί ιδιαίτερες φωνές τών οργάνων έλιωναν σέ μιά ήχηρή θολότητα κραυγών καί θρήνων. Ό Γκαιτε δέν ύπέφερε τά ούρλιαχτά τής ορχήστρας, όπως δέν ύπέφερε τούς θορυβώδεις λυγμούς τής ψυχής. Οί σύντροφοι τής Μπεττίνας είχαν διαβάσει τήν άηδία στά μάτια τοϋ θεϊκού Γκαιτε, πού τούς παρατηρούσε βουλώνο ντας τ 5 αύτιά του. Δέν μπορούσαν νά τοϋ τό συγχωρήσουν καί τοϋ έπιτίθενταν όπως σ ’ έναν εχθρό τής ψυχής, τής εξέγερσης καί τοϋ συναισθήματος. Ά δελφή τοϋ ποιητή Μπρεντάνο, σύζυγος τοϋ ποιητή Ά ρ νιμ , λάτρις τοϋ Μπετόβεν, ή Μπεττίνα, μέλος τής ρομαντικής οικογέ νειας, ήταν ή φίλη τοϋ Γκαιτε. Ιδ ο ύ ή ίδιάζουσα θέση της: ήταν ήγεμονίδα σέ δύο βασίλεια. 96
Τό βιβλίο της εμφανίζεται σάν μία ύπέροχη τιμητική προσφορά στόν Γκαΐτε. "Ολα της τά γράμματα δέν ήσαν παρά ένα ερωτικό τραγούδι γιά εκείνον. Μπορεΐ, καθώς όμως όλοι ήξεραν ότι ή κυρία Γ καΐτε είχε πετάξει χάμω τά γυαλιά τής Μπεττίνας, καί ότι ό Γκαΐτε είχε τότε επονείδιστα προδώσει τήν ερωτευμένη παιδούλα γιά ένα λουκάνικο πού τρελάθηκε, τό βιβλίο αύτό ήταν ταυτόχρονα (καί άκόμα περισσότερο) ένα μάθημα έρωτα, γιά τιμωρία στόν ποιητή πού, άπέναντι στό μεγάλο αίσθημα, συμπε ριφέρθηκε σάν ένας δειλός τιποτένιος καί είχε θυσιάσει τό πάθος σέ μιά άθλια συζυγική ειρήνη. Τό βιβλίο τής Μπεττίνας ήταν μαζί μιά προσφορά τιμητική καί ένα ξυλοκόπημα.
7
9?
13 Τ ην ΙΔΙΑ ΧΡΟΝΙΑ πού πέθανε ό Γκαΐτε, σ ’ ενα γράμμα πού απευθύνεται στό φίλο της, τόν κόμη Χέρμαν φόν Πύκλερ-Μουσκάου, διηγείται αύτό πού είχε συμβεΐ μιά καλοκαιριάτικη μέρα, είκοσι χρόνια πρίν. "Αν τήν πιστέψουμε, τό ήξερε άπό τόν ίδιο τόν Μπετόβεν. Τό 1812 (δηλαδή ένα χρόνο μετά τή μαύρη χρονιά τών σπασμένων γυαλιών), αύτός έδώ είχε πάει νά περάσει μερικές μέρες στό Κάρλσμπαντ, όπου είχε γιά πρώτη φορά συναντήσει τόν Γκαΐτε. Είχαν κάνει έναν περίπατο μαζί. Καθώς βάδιζαν σέ μιά πρασιά, φάνηκε ξαφνικά μπροστά τους ή αύτοκράτειρα, συνοδευόμενη άπό τήν οικογένειά της και άπό τήν άδελφή της. Διακρίνοντας τήν πομπή καί σταματώντας ν ’ άκούει αύτά πού τοϋ έλεγε ό Μπετόβεν, ό Γκαΐτε σταμάτησε, παραμέρισε καί έβγαλε τό καπέλο του. 'Ο Μπετόβεν, αύτός, τράβηξε πιό βαθιά τό δικό του, σούφρωσε τά πυκνά του φρύδια πού πετάχτηκαν άκόμα μερικά εκατοστά καί κατευθύνθηκε καταπάνω στούς άριστοκράτες, χωρίς νά επιβραδύνει τό βήμα* ήσαν εκείνοι πού σταμάτησαν, πού τόν άφησαν νά περάσει, πού τόν χαιρέτησαν. Δέν στράφηκε παρά μετά, γιά νά περιμένει τόν Γ καΐτε. Καί τοϋ είπε αύτό πού σκεπτόταν γιά τήν ύποτακτική του συμπεριφορά. Τόν μάλωσε όπως ένα μυξιάρικο. Συνέβη πράγματι αύτή ή σκηνή; Τήν επινόησε ό Μπετόβεν; Έ ξ ολοκλήρου; "Η άπλώς τήν παραφούσκωσε λίγο; "Η μήπως τήν παραφούσκωσε ή Μπεττίνα; Ή μήπως τήν χάλκευσε σέ όλα τά σημεία; Κανείς ποτέ δέν θά τό μάθει. Είναι όμως βέβαιο ότι γράφοντας τό γράμμα της στόν Χέρμαν φόν Πύκλερ, έχει καταλάβει καλά τήν άνεκτίμητη άξία αύτοϋ τοϋ άνεκδότου, τοϋ μόνου πού μπορεΐ νά άποκαλύψει τό βαθύτερο νόημα τής ερωτι κής ιστορίας της μέ τόν Γκαΐτε. Εντούτοις, πώς νά τό κάνει γνωστό; Στό γράμμα της ζητάει άπό τόν Χέρμαν φόν Πύκλερ: m
«Σ’ αρέσει ή Ιστορία; Kannst Du sie brauchen?» Μπορεις νά τή χρησιμοποιήσεις; ’Επειδή ό φόν Πύκλερ δεν εϊχε τήν πρόθεση νά τή χρησιμοποιήσει, καλλιεργεί πρώτα στό μυαλό της τό σχέδιο νά έκδώσει όλη τήν άλληλογραφία πού εϊχε ανταλλάξει μέ τόν κόμη, έπειτα καταλήγει στό νά βρει μιά λύση πού πόρρω άπέχει άπό τό νά είναι ή καλύτερη: τό 1839, στήν επιθεώρηση Athenaum, δημοσιεύει τό γράμμα στό όποιο ό ϊδιος ό Μπετόβεν διηγείται αύτή τήν ιστορία! Τό πρωτότυπο αύτής τής επιστολής πού χρονολογείται τό 1812, ούδέποτε βρέθηκε. 'Υπάρχει μόνο τό άντίγραφο γραμμένο μέ τό χέρι τής Μπεττίνας. Πολλές λεπτομέ ρειες (παραδείγματος χάριν ή άκριβής ήμερομηνία τής επιστο λής) φανερώνουν ότι ό Μπετόβεν δέν τήν έγραψε ποτέ, ή ότι τουλάχιστον δέν τήν έγραψε έτσι όπως ή Μπεττίνα τήν άντέγραψε. Λίγο όμως ενδιαφέρει άν πρόκειται γιά ένα πλαστό ή ένα ήμίπλαστο, τό άνέκδοτο εγινε διάσημο καί κατέκτησε όλο τόν κόσμο. Ξαφνικά, όλα ξεκαθάρισαν: άν ό Γ καίτε προτίμησε άπό ένα μεγάλο έρωτα ένα λουκάνικο, δέν ήταν τυχαίο: ένώ ό Μπετόβεν είναι ό έπαναστατημένος άνθρωπος πού προχωρεί μπροστά μέ τό καπέλο του βιδωμένο στό κεφάλι, μέ τά χέρια πίσω άπό τήν πλάτη, ό Γκαιτε, αύτός, είναι ένας άνθρωπος ύποτακτικός πού κάνει ύποκλίσεις χαμηλά στήν άκρη μιας πρασιάς.
55
14 Η ΜΠΕΤΤΙΝΑ είχε σπουδάσει μουσική, είχε κιόλας συνθέσει κάποια κομμάτια, ήταν λοιπόν σέ θέση νά καταλάβει αύτό τό καινούργιο καί τό ωραίο πού ύπήρχε στή μουσική τοϋ Μπετόβεν. Ε ντούτοις, θέτω τό έρώτημα: ή μουσική τού Μπετόβεν τήν είχε αιχμαλωτίσει αύτή καθαυτή, μέ τίς νότες της; ’Ή μάλλον μέ αύτό πού εκπροσωπούσε, αλλιώς ειπωμένο μέ τή νεφελώδη της συγγέ νεια μέ τή συμπεριφορά καί τίς ιδέες πού ή Μπεττίνα μοιραζόταν μέ τή γενιά της; Γιά νά τά λογαριάσουμε όλα, ύπάρχει καί έχει ύπάρξει ποτέ ή άγάπη γιά τήν τέχνη; Μήπως δέν είναι μιά αύταπάτη; "Οταν ό Λένιν διακήρυττε ότι πάνω ά π’ όλα άγαποϋσε τήν Appassionata τοϋ Μπετόβεν, τί άγαποϋσε πραγματικά; Τί άκουγε; Τή μουσική; Ή μήπως έναν εύγενή ορυμαγδό πού τοϋ θύμιζε τίς πομπώδεις κινήσεις τής ψυχής του πού ήταν συνεπαρμένη άπό αίμα, άπό άδελφοσύνη, άπό άπαγχονισμούς, άπό δικαιοσύνη καί άπόλυτο; ’Άκουγε τή μουσική ή άπλώς άφηνόταν νά εισάγεται ά π’ αύτήν σέ μιά ονειροπόληση πού τίποτα κοινό δέν είχε οϋτε μέ τήν τέχνη οϋτε μέ τήν ομορφιά; Ά ς ξαναγυρίσουμε όμως στήν Μπεττίνα: δοκίμαζε τήν έλξη τοϋ μουσικού Μπετόβεν ή τοϋ Μπετόβεν μεγάλου Ά ντι-Γκαΐτε; Ά γαποϋσε τή μουσική του μέ μιά άγάπη διακριτική, όπως έκείνη πού μάς συνδέει μέ μιά μαγική μεταφορά, μέ τό συνδυα σμό δύο χρωμάτων σ ’ έναν πίνακα; Ή μ ’ εκείνο τό κατακτητικό πάθος πού σέ κάνει νά προσχωρείς σ ’ ένα πολιτικό κόμμα; "Ο,τι κι άν ήταν (καί ποτέ δέν θά μάθουμε τί ήταν), ή Μπεττίνα έστειλε στόν κόσμο τήν εικόνα ενός Μπετόβεν πού προχωρούσε μπρο στά, μέ τό καπέλο βιδωμένο στό κεφάλι, καί ή εικόνα αύτή συνέχισε ολομόναχη τήν πορεία της διαμέσου τών αιώνων. To 1927, εκατό χρόνια μετά τό θάνατο τοϋ Μπετόβεν, μιά γερμανική επιθεώρηση, Die liter arise he Welt, ζήτησε άπό τούς 100
πιό σημαντικούς συνθέτες νά προσδιορίσουν τί αντιπροσώπευε ό Μπετόβεν γΓ αύτούς. Ή σύνταξη δέν μποροϋσε νά φανταστεί μιά τέτοια μετά θάνατον εκτέλεση τοϋ ανθρώπου μέ τό καπέλο τό βυθισμένο στό μέτωπο: ό Ά ουρικ, μέλος τής ομάδας τών "Εξι, εξαπέλυσε μία διακήρυξη στό όνομα όλων του τών φίλων: ό Μπετόβεν τούς ήταν σέ τέτοιο σημείο αδιάφορος πού δέν άξιζε κάν νά τόν άντικρούσει κανείς. "Οτι θά μποροϋσε νά τόν άνακαλύψουν καί πάλι μιά μέρα, νά τόν παλινορθώσουν, όπως είδαμε νά γίνεται εκατό χρόνια νωρίτερα μέ τόν Μπάχ; ’Απο κλείεται! Γελοιότητες! Ό Γιάνατσεκ διαβεβαίωσε κι αύτός επίσης ότι τό έργο τοϋ Μπετόβεν ούδέποτε τόν είχε μαγέψει. Καί ό Ραβέλ συνόψισε: δέν άγαποϋσε τόν Μπετόβεν, γιατί ή δόξα του δέν στηριζόταν στή μουσική, προφανώς όχι τέλεια, άλλά σέ ένα λογοτεχνικό μύθο βγαλμένο άπό τή βιογραφία του. "Ενα λογοτεχνικό μύθο. Κατά σύμπτωση, στηρίζεται σέ δύο καπέλα: τό ένα βαθιά χωμένο στό μέτωπο, μέχρι τά τεράστια φρύδια, τό άλλο νά τό κρατάει στό χέρι ένας άνθρωπος πού ύποκλίνεται βαθιά. Στούς ταχυδακτυλουργούς άρέσει νά χειρίζο νται τά καπέλα. ’Εξαφανίζουν άντικείμενα μέσα σ ’ αύτά, ή βγάζουν άπό μέσα περιστέρια πού πετοϋν στό ταβάνι. Ή Μπετ τίνα έβγαλε άπό τό καπέλο τοϋ Γκαιτε τά ελεεινά πουλιά τής δουλοπρέπειάς του* καί μέσα στό καπέλο τοϋ Μπετόβεν (χωρίς νά τό θέλει οπωσδήποτε), έκανε νά εξαφανιστεί όλη του ή μουσική. ’Επεφύλαξε στόν Γκαιτε τήν τύχη του Τύχο Μπραχέ καί τού Κάρτερ: μία άθανασία καταγέλαστη. Ή καταγέλαστη άθανασία όμως μάς παραμονεύει όλους* γιά τόν Ραβέλ, ό Μπετό βεν πού προχωρούσε μέ τό καπέλο του χωμένο ώς τά φρύδια ήταν πολύ πιό γελοίος άπό τόν Γ καίτε πού ύποκλινόταν βαθιά. Κατά συνέπεια, άκόμα κι άν είναι δυνατόν νά σχεδιάσεις τήν άθανασία, νά τής φτιάξεις έκ τών προτέρων ένα πρότυπο, νά τήν χειραγο)γήσεις (άς θυμηθούμε τά τρία τριαντάφυλλα τοϋ Μιττεράν!), ποτέ δέν θά πραγματοποιηθεί έτσι όπως σχεδιάστηκε. Τό καπέλο τοϋ Μπετόβεν έγινε άθάνατο. Κατά τούτο, τό σχέδιο πέτυχε. ’Αλλά κανείς δέν μποροϋσε νά προβλέψει τό νόημα πού θά έπαιρνε τό άθάνατο καπέλο. 101
15 « Ξ ε ρ ε τ ε , Γ ιόχαν,
είπε ό Χεμινγουαίη, οΰτε κι έγώ ξεφεύγω άπό τά άδιάκοπα κατηγορητήριά τους. ’Αντί νά διαβάζουν τά βιβλία μου, γράφουν βιβλία γιά μένα. Φαίνεται ότι δέν άγαποϋσα τίς συζύγους μου. "Οτι δέν άσχολήθηκα άρκετά μέ τόνγιό μου. "Οτι έσπασα τά μούτρα ενός κριτικού. "Οτι δέν ήμουν ειλικρινής. Ό τ ι ή μου ν ύπερφίαλος. "Οτι ήμουν φαλλοκράτης. "Οτι καυχήθηκα γιά διακόσια τριάντα τραύματα στόν πόλεμο, ενώ στήν πραγματικότητα είχα μόνον διακόσια έξι. "Οτι αύνανίστηκα. "Οτι ήμουν κακός μέ τή μαμά. —Είναι ή άθανασία, τί τά θέλετε, είπε ό Γκαιτε. Ή άθανασία είναι μιά αιώνια δίκη. —’Ά ν είναι μιά αιώνια δίκη, χρειάζεται ένας άληθινός δικα στής! Κι όχι μιά δασκάλα τοϋ χωριού οπλισμένη μέ μαστίγιο. — Τό μαστίγιο πού κραδαίνει μιά δασκάλα τοϋ χωριού, ιδού ή αιώνια δίκη! Τί άλλο είχατε φανταστεί, ’Έρνεστ; —Δέν είχα τίποτα φανταστεί. Είχα μόνο τήν ελπίδα ότι μετά τό θάνατό μου θά ζοϋσα λίγο ήσυχος. — Κάνατε τά πάντα γιά νά γίνετε άθάνατος. — ’Ανοησίες. Έ γραφα βιβλία, αύτό είναι όλο. — 5Ακριβώς! κάγχασε ό Γ καίτε. —"Οτι τά βιβλία μου είναι άθάνατα, σ ’ αύτό δέν είμαι άντίθετος. Τά έγραψα μέ τέτοιο τρόπο πού νά μήν μπορεΐ κανείς νά τούς άλλάξει μία λέξη. Έ κανα τά πάντα γιά ν ’ άντέξουν σ ’ όλες τίς άντιξοότητες. 5Αλλά ώς άνθρωπος, ώς Έ ρνεστ Χεμινγουαίη, στά παλιά μου τά παπούτσια ή άθανασία! — Σάς καταλαβαίνω Έ ρνεστ. Θά έπρεπε όμως νά είχατε φανεί πιό συνετός όταν ήσασταν στή ζωή. Τώρα πιά, δέν μένουν πολλά πράγματα νά κάνει κανείς. — Πιό συνετός; Πρόκειται γιά νύξη σχετικά μέ τίς κομπορ102
ρημοσύνες μου; Έ ναί, στά νιάτα μου ήμουν σάν κοκόρι. Προσφερόμουν γιά θέαμα. Χάριζα στόν εαυτό μου ιστορίες πού κυκλοφορούσαν γιά μένα. Πιστέψτε με όμως όσο ματαιόδοξος κι άν ύπήρξα, δέν ήμουν ένα τέρας καί δέν σκεπτόμουν καθόλου τήν άθανασία! Τήν ήμέρα πού κατάλαβα ότι ήταν έκείνη πού μέ καραδοκούσε, μέ κατέλαβε ό πανικός. ' Εκατό φορές παρακίνησα τούς άνθρώπους νά μήν άνακατεύονται στή ζωή μου. Ά λ λ ά όσο περισσότερο τούς παρακινούσα, τόσο χειρότερα ήταν. ’Εγκατα στάθηκα στήν Κούβα γιά νά τούς ξεφύγω. "Οταν μού έδωσαν τό Βραβείο Νόμπελ, άρνήθηκα νά πάω στή Στοκχόλμη. Καρφί δέν μοϋ καιγόταν γιά τήν άθανασία, σάς λέω, καί θά πώ μάλιστα περισσότερα: τήν ήμέρα πού διαπίστωσα ότι μέ έσφιγγε στήν άγκαλιά της, ή φρίκη πού δοκίμασα άπ’ αύτό ήταν άκόμα χειρότερη κι άπό τή φρίκη τοϋ θανάτου. 'Ο άνθρωπος μπορεΐ νά θέσει τέλος στή ζωή του. Ά λ λ ά δέν μπορεΐ νά θέσει τέλος στήν άθανασία του. ’Έ τσι καί σέ επιβιβάσει, δέν μπορεις ποτέ πιά νά ξανακατεβεΐς, κι άν άκόμα άνάψεις μιά στό κεφάλι σου, όπως έγώ, παραμένεις επιβάτης μέ τήν αύτοκτονία σου, καί είναι φρίκη, Γιόχαν, είναι φρίκη. ’Ήμουν πεθαμένος, ξαπλωμένος στή γέφυρα, καί γύρω μου έβλεπα τίς τέσσερις γυναίκες μου γονατισμένες νά γράφουν όλα όσα ήξεραν γιά μένα, καί πίσω άπ’ αύτές ήταν ό γιός μου πού έγραφε έπίσης, καί ή Γερτρούδη Στάιν, ή γριά μάγισσα, ήταν έκεΐ καί έγραφε, καί όλοι οί φίλοι μου ήσαν εκεί καί διηγούνταν όλα τά κουτσομπολιά, όλες τίς συκοφαντίες πού είχαν μπορέσει ν ’ άκούσουν γιά μένα, καί καμιά εκατοστή δημοσιογράφοι, μέ τά μικρόφωνα νά σκοπεύουν, σπρώχνονταν πίσω τους, καί σέ όλα τά πανεπιστήμια τής Α μερικής μιά στρατιά καθηγητών ταξινομούσε όλα αύτά, τά άνέλυε, τά άνέπτυσσε, κατασκευάζοντας χιλιάδες άρθρα καί εκατοντάδες βι βλία».
103
16 Ο ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ έτρεμε καί ό Γ καίτε τοϋ πήρε τό χέρι. «’Έρνεστ, ήρεμεΐστε. Ή ρεμεΐστε, φίλε μου. Σάς καταλαβαίνω. Αύτό πού μοϋ διηγείστε μοϋ θυμίζει ένα όνειρο. Ή τα ν τό τελευταίο μου όνειρο, δέν ονειρεύτηκα πιά μετά ή μάλλον έπρόκειτο γιά όνειρα συγκεχυμένα τά όποια δέν ήξερα πιά νά ξεχωρίζω άπό τήν πραγματικότητα. Φανταστείτε μιά μικρή αίθουσα θεάτρου μέ μαριονέτες. Βρίσκομαι πίσω άπ’ τή σκηνή, διευθύνω τά άνδρείκελα καί άπαγγέλλω ό ϊδιος τό κείμενο. Είναι μιά παράσταση τοϋ Φάουστ. Τοϋ δικού μου Φάουστ. Μέ τήν εύκαιρία, ξέρετε ότι πουθενά δέν είναι τόσο ωραίος ό Φάουστ όσο στό θέατρο μέ τίς μαριονέτες; ΓΓ αύτό ήμουν τόσο εύτυχισμένος πού δέν ύπήρχαν ήθοποιοί καί μπορούσα νά άπαγγέλλω εγώ ό ϊδιος τούς στίχους πού τήν ήμέρα έκείνη ήχοϋσαν ώραιότεροι παρά ποτέ. Καί μετά, ξαφνικά, κοίταξα τήν αίθουσα καί διαπίστωσα ότι ήταν άδεια. Αύτό μέ ξάφνιασε. Ποϋ είναι οί θεατές; Ό δικός μου Φάουστ είναι τόσο άνιαρός πού όλος ό κόσμος έφυγε; Δέν άξιζα οϋτε κάν τόν κόπο νά μέ σφυρίξουν; ’Αμήχανος, κοίταξα τριγύρω μου καί έμεινα κατάπληκτος: περίμενα νά τούς βρώ στήν αίθουσα, κι αύτοί ήσαν όλοι πίσω άπό τή σκηνή! Μέ γουρλωμένα τά μάτια, μέ παρατηρούσαν μέ περιέργεια. Μόλις τά βλέμματά μας συναντήθηκαν, άρχισαν νά χειροκροτούν. Καί κατάλαβα ότι τό θέαμα πού ήθελαν νά δοϋν δέν ήσαν οί μαριονέτες, άλλά εγώ ό ίδιος. ’Ό χ ι τόν Φάουστ, άλλά τόν Γκαιτε! Τότε μέ κατέλαβε φρίκη, μιά φρίκη πού μοιάζει πολύ μ ’ αύτή γιά τήν όποία μόλις μιλήσατε. ’Ένιωσα ότι ήθελαν νά πώ κάτι, άλλά ήμουν άνίκανος νά τό κάνω. Μέ τό λαιμό σφιγμένο, έγκατέλειψα τά άνδρείκελα στήν φωτισμένη σκηνή, πού κανένας δέν τήν είχε κοιτάξει. Προσπά θησα νά διατηρήσω μία άξιοπρεπή ήρεμία, χωρίς νά πώ λέξη κατευθύνθηκα πρός τήν κρεμάστρα γιά νά πάρω τό καπέλο μου, 104
τό έβαλα στό κεφάλι μου, καί μή δίνοντας καμιά σημασία σέ όλους αύτούς τούς περίεργους, έφυγα γιά νά γυρίσω σπίτι μου. Πίεζα τόν εαυτό μου νά μήν κοιτάζω οϋτε άριστερά οϋτε δεξιά, κυρίως οϋτε πίσω, γιατί ήξερα ότι μέ άκολουθοϋσαν. Ξεκλειδώ νοντας, άνοιξα τή βαριά πόρτα τοϋ σπιτιού μου καί, γρήγορα, τή χτύπησα πίσω μου. "Αναψα τό λυχνάρι καί, κρατώντας το στό τρεμάμενο χέρι μου, κατευθύνθηκα πρός τό γραφείο μου γιά νά ξεχάσω αύτό τό άτύχημα μπροστά στά ορυκτά τής συλλογής μου. Μόλις όμως είχα άκουμπήσει τό λυχνάρι πάνω στό τραπέζι, τό βλέμμα μου γύρισε πρός τό παράθυρο: είδα τά πρόσωπά τους σφιγμένα τό ένα δίπλα σ τ’ άλλο. Καί κατάλαβα ότι ποτέ δέν θ 5 άπαλλαγώ ά π5 αύτούς, ποτέ πιά, ποτέ, πιά ποτέ. Ά π ό τά μεγάλα τους μάτια πού μέ κάρφωναν, συνειδητοποίησα ότι τό λυχνάρι φώτιζε τό πρόσωπό μου. Τό έσβησα, ξέροντας ότι ήταν λάθος: καταλάβαιναν ήδη ότι τούς κρυβόμουν, ότι φοβόμουν, καί θά άποχαλινώνονταν ολοένα καί περισσότερο. Καί καθώς ό φόβος έπαιρνε τό πάνω χέρι στή λογική, έτρεξα στό ύπνοδωμά τιό μου, τράβηξα τό σεντόνι τοϋ κρεβατιού γιά νά κρύψω τό πρόσωπό μου καί χώθηκα σέ μιά γωνιά τοϋ δωματίου, κολλημέ νος εντελώς στόν τοίχο...»
105
17 Ο ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ καί ό Γκαΐτε απομακρύνονται στούς δρόμους τοϋ ύπερπέραν καί σεις μέ ρωτάτε πού μοϋ ήρθε αύτή ή ιδέα νά βάλω μαζί άκριβώς αύτούς τούς δύο. Μπορεΐ κανείς νά διανοηθεΐ ένα ζευγάρι πιό αύθαίρετο; Δέν έχουν τίποτα κοινό! Καί λοιπόν; Μέ ποιόν, κατά τή γνώμη σας, θά ήθελε ό Γκαΐτε νά περάσει τόν καιρό του στό ύπερπέραν; Μέ τόν Χέρντερ; Μέ τόν Χαίλντερλιν; Μέ τήν Μπεττίνα; Μέ τόν Έκερμαν; Θυμάστε τήν 5Ανιές καί τήν άποστροφή της στήν ιδέα ότι μετά τό θάνατό της θά έπρεπε γιά πάντα ν 5 άκούει αύτές τίς ίδιες γυναικείες φωνές πού άκουγε κάθε φορά στή σάουνα. Δέν επιθυμούσε νά βρεθεί ξανά οϋτε μέ τόν Πώλ οϋτε μέ τήν Μπριζίτ! Γιατί λοιπόν ό Γ καΐτε θά έπρεπε νά επιθυμεί τήν μεταθανάτια παρουσία τοϋ Χέρντερ; Τολμώ μάλιστα νά πώ ότι δέν θά είχε καμία έπιθυμία νά ξαναδεΐ τόν Σίλλερ. Φυσικά, ούδέποτε θά τό ομολογούσε όσο ήταν στή ζωή, γιατί θά ήταν ένας θλιβερός άπολογισμός τό νά μήν έχεις άποκτήσει στή ζωή κανέναν μεγάλο φίλο. eΟ Σίλλερ ήταν χωρίς άμφιβολία ό πιό άγαπημένος του φίλος. Ά λ λ ά ό πιό άγαπημένος σημαίνει πιό άγαπημένος άπό όλους τούς άλλους, οι όποιοι, γιά νά μιλήσει κανείς άνοιχτά, δέν τοϋ ήσαν καί τόσο άγαπητοί. ΤΗσαν οί σύγχρονοί του, δέν τούς είχε διαλέξει. Ά κόμα καί τόν Σίλλερ, δέν τόν είχε διαλέξει. "Οταν μιά μέρα χρειάστηκε νά παραδεχτεί ότι θά τούς είχε γύρω του σέ όλη του τή ζωή, ή άγωνία τοϋ έσφιξε τήν καρδιά. Τί νά έκανε, έπρεπε νά συμβιβα στεί. Γιατί, όμως, θά έπρεπε καί εύχεται νά τούς συναναστρέφε ται μετά τό θάνατό του; Ά π ό μιά άγάπη καθαρά άνιδιοτελή, λοιπόν, ήταν πού φαντά στηκα νά τοϋ δώσω γιά σύντροφο κάποιον πού θά ήταν ικανός νά τόν κατακτήσει (άν τό ξεχάσατε, σάς ύπενθυμίζω ότι ό Γ καΐτε όσο ζοϋσε είχε μεγάλη περιέργεια γιά τήν Α μερική), κάποιον 106
πού δέν θά τοϋ θύμιζε αύτήν τή σπείρα τών ρομαντικών μέ τά πελιδνά πρόσωπα πού, πρός τό τέλος τής ζωής του, κατακυρίευσε τή Γερμανία. «Ξέρετε Γιόχαν, είπε ό Χεμινγουαίη, είναι μεγάλη τύχη γιά μένα νά σάς έχω συντροφιά. Μπροστά σας οί άνθρωποι τρέμουν άπό σεβασμό, τόσο πού οί σύζυγοί μου κι αύτή άκόμα ή γριά Γερτρούδη Στάιν σάς άποφεύγουν μόλις σάς βλέπουν άπό μα κριά». ’Έπειτα έβαλε τά γέλια: « Ε κ τό ς κι άν πρόκειται γιά τήν άπίστευτη άμφίεσή σας!» Γιά νά γίνουν κατανοητά τά λόγια αύτά τοϋ Χεμινγουαίη, πρέπει νά διευκρινίσω ότι οί άθάνατοι είναι εξουσιοδοτημένοι νά διαλέγουν, γιά τούς περιπάτους τους στό ύπερπέραν, έκείνη τήν φυσική εμφάνιση πού προτιμούν άπό όσες είχαν στή ζωή τους. Καί ό Γ καίτε έχει διαλέξει τήν εμφάνιση πού είχε στό σπίτι σου στά τελευταία του χρόνια* κανένας, εκτός άπό τούς κοντινούς του, δέν τόν είχε γνωρίσει έτσι: γιά νά προστατέψει τά μάτια του πού τόν έκαιγαν, φορούσε στό κούτελο ένα πράσινο καί διαφανές σκιάδι, πού τό στερέωνε μ ’ ένα κορδονάκι γύρω άπό τό κεφάλι* στά πόδια φορούσε παντούφλες καί, επειδή φοβόταν μήπως αρπάξει κρύο, κουκουλωνόταν μ ’ ένα τεράστιο πολύχρωμο σάλι. 5Ακούγοντας νά μιλούν γιά τήν άπίστευτη άμφίεσή του, γέλασε εύτυχισμένος, λές καί ό Χεμινγουαίη τοϋ είχε κάνει ένα μεγάλο κομπλιμέντο. ’Έπειτα έσκυψε πρός τό μέρος του καί είπε σιγά: «Είναι έξαιτίας τής Μπεττίνας πού ντύνομαι έτσι. "Οπου κι άν πηγαίνει, διηγείται τόν μεγάλο της έρωτα γιά μένα. θέλω λοιπόν νά βλέπουν οί άνθρωποι τό άντικείμενο αύτοϋ τοϋ έρωτα! Μόλις μέ βλέπει άπό μακριά, τό βάζει στά πόδια. Καί ξέρω ότι τρέμει άπό θυμό καθώς μέ βλέπει νά περιδιαβάζω εδώ μ ’ αύτή τήν όψη: χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά, καί μ ’ αύτό τό χονδροειδές άντικείμενο πάνω άπό τά μάτια».
107
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ 'Ο ά γώ να ς
Ο ί άδελφές
Ο ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ πού ακούω είναι κρατικός, πού σημαίνει ότι δέν μεταδίδει διαφημιστικά μηνύματα άλλά εναλ λάσσει ειδήσεις καί σχόλια μέ τά πιό πρόσφατα άναμασήματα. Καθώς ό διπλανός σταθμός είναι ιδιωτικός, ή διαφήμιση άντισταθιστά τή μουσική, άλλά μοιάζει τόσο πολύ στά πιό πρόσφατα άναμασήματα, πού ποτέ δέν ξέρω ποιό σταθμό άκούω, καί τό ξέρω άκόμα λιγότερο μιά καί μέ παίρνει ό ύπνος καί ξανακοιμά μαι σέ κάθε στιγμή. Βυθισμένος σ ’ έναν ήμι-λήθαργο, μαθαίνω ότι άπό τό τέλος τοϋ πολέμου ύπήρξαν δύο εκατομμύρια νεκροί στούς δρόμους τής Εύρώπης, μέ μέσο όρο στή Γαλλία δέκα χιλιάδες νεκρούς καί τριακόσιες χιλιάδες τραυματίες τό χρόνο, μιά ολόκληρη στρατιά άπό άνθρώπους χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, χωρίς αύτιά, χωρίς μάτια. Άγανακτισμένος άπό αύτόν τόν φρικαλέο ισολογισμό, ό βουλευτής Μπερτράν Μπερτράν (αύτό τό όνομα είναι ώραίο σάν νανούρισμα) πρότεινε νά ληφθει ένα εξαίρετο μέτρο, άλλά καθώς τήν ώρα έκείνη μέ είχε πάρει γιά τά καλά ό ύπνος, δέν τό έμαθα παρά μισή ώρα άργότερα, όταν έπανέλαβαν τήν ίδια είδηση: ό βουλευτής Μπερτράν Μπερτράν, πού τό όνομά του είναι ώραίο σάν νανούρισμα, κατέθεσε στή Βουλή ένα σχέδιο νόμου γιά τήν άπαγόρευση κάθε διαφήμισης τής μπύρας. ’Εξ ου καί προέκυψε μέγας σάλος στή Βουλή, πολλοί βουλευτές άντιτάχθηκαν στό νομοσχέδιο, ύποστηριζόμενοι άπό τούς εκπροσώπους τοϋ ραδιοφώνου καί τής τηλεόρασης πού μιά τέτοια άπαγόρευση θά τούς έκανε νά χάσουν πολλά χρήματα. "Επειτα, άκούω τήν ίδια τή φωνή τοϋ Μπερτράν Μπερτράν: μιλάει γιά τή μάχη έναντίον τοϋ θανάτου, τόν άγώνα γιά τή ζωή... Ή λέξη «άγώνας», πού τήν έπανέλαβε πέντε φορές στόν σύντομο λόγο του, μοϋ θυμίζει τήν παλιά μου πατρίδα, τήν Πράγα, κόκκινες σημαίες, άφίσες, άγώνας γιά τήν εύτυχία, άγώνας γιά τή δικαιοσύνη, άγώνας γιά τό μέλλον, άγώνας γιά τήν 111
ειρήνη· άγώνας γιά τήν ειρήνη μέχρι τήν καταστροφή όλων άπό όλους, δέν παρέλειπε νά προσθέτει ή σοφία τοϋ τσέχικου λαοϋ. ’Έχω όμως ήδη άποκοιμηθεΐ ξανά (ένας ϋπνος γλυκός μέ κυ ριεύει κάθε φορά πού άκούω νά προφέρεται τό όνομα τοϋ Μπερτράν Μπερτράν) καί όταν ξυπνάω, είναι γιά ν ’ άκούσω ένα σχόλιο περί κηπουρικής· γυρίζω τό κουμπί στόν γειτονικό σταθμό. Έ κ εΐ, γίνεται λόγος γιά τόν βουλευτή Μπερτράν Μπερ τράν καί γιά τήν άπαγόρευση κάθε διαφήμισης τής μπύρας. Οί λογικές σχέσεις μοϋ έμφανίζονται σιγά σιγά: οί άνθρωποι σκο τώνονται μέ τό αύτοκίνητο όπως σ ’ ένα πεδίο μάχης, άλλά δέν μπορεις νά άπαγορεύσεις τά αύτοκίνητα πού εϊναι τό καύχημα τοϋ σύγχρονου άνθρώπου* ένα κάποιο ποσοστό τών καταστρο φών πρέπει νά άποδοθεΐ στή μέθη τών άτζαμήδων οδηγών, άλλά δέν θά μπορούσε κανείς νά άπαγορεύσει τό κρασί, άρχαία δόξα τής Γαλλίας* ένα μέρος τής δημόσιας μέθης όφείλεται στή μπύρα, άλλά οϋτε καί τήν μπύρα μπορεις ν ’ άπαγορεύσεις, γιατί έτσι θά παραβιάζονταν οί διεθνείς συμβάσεις γιά τήν έλευθερία τής άγοράς* ένα κάποιο ποσοστό άπό όσους πίνουν μπύρα, παρακινείται στήν μπυροποσία άπό τίς διαφημιστικές καμπάνιες, πράγμα πού επιτέλους άποκαλύπτει τήν 5Αχίλλειο πτέρνα τοϋ έχθροϋ: ιδού πού ό θαρραλέος βουλευτής άποφάσισε νά καταφέρει τό χτύπημα! Ζήτω ό Μπερτράν Μπερτράν, λέω μέσα μου, άλλά καθώς τό όνομα αύτό έχει άπάνω μου τήν έπίδραση πού έχει τό νανούρισμα, ξανακοιμάμαι άμέσως, ώς τή στιγμή πού άντηχει μιά πολύ γνωστή φωνή, μιά σαγηνευτική φωνή βελουδέ νια, ναί, είναι ό Μπερνάρ, ό παρουσιαστής, καί σάν νά μήν ύπήρχε σήμερα άλλη έπικαιρότητα άπό τήν τροχαία, διηγείται: αύτή τή νύχτα, μιά νεαρή κοπέλα κάθισε στή μέση τοϋ δρόμου μέ γυρισμένη τήν πλάτη σ τ’ αύτοκίνητα. Τρία οχήματα στή σειρά, τήν άπέφυγαν τήν τελευταία στιγμή καί τσακίστηκαν μέσα στό χαντάκι, ύπάρχουν νεκροί καί τραυματίες. ’Έ χοντας άποτύχει τό στόχο της, ή έπίδοξος αύτόχειρ έφυγε χωρίς ν ’ άφήσει ίχνη, καί δέν μάθαμε τήν ύπαρξή της παρά άπό τίς συγκλίνουσες μαρτυ ρίες τών τραυματισμένων. 'Η είδηση αύτή μέ τρομοκρατεί σέ σημείο πού δέν μπορεΐ πιά νά ξανακοιμηθώ. Δέν μοϋ μένει παρά 112
νά σηκωθώ, νά πάρω τό πρωινό μου καί νά καθίσω μπροστά στή γραφομηχανή μου. Γιά πολλή ώρα όμως άκόμα δέν μπορώ νά συγκεντρωθώ, έχω στά μάτια μου αύτήν τή νεαρή κοπέλα, κουβαριασμένη στό δρόμο, μέ τό μέτωπο άνάμεσα στά γόνατα, κι άκούω τίς φωνές πού βγαίνουν άπό τό χαντάκι. Πρέπει νά διώξω μέ τή βία αύτή τήν εικόνα γιά νά μπορέσω νά συνεχίσω τό μυθιστόρημά του τό όποιο, άν ή μνήμη σας είναι καλή, άρχισε στήν άκρη μιάς πισίνας, καθώς, περιμένοντας τόν καθηγητή ’ Αβενάριο, είδα μιά άγνωστη νά χαιρετάει τόν δάσκαλό της τής κολύμβησης. Ξαναείδαμε τήν κίνηση αύτή όταν ή ’Ανιές άποχαιρέτισε τόν δειλό συμμαθητή της. Τήν έκανε ξανά, κάθε φορά πού ένας φίλος τή συνόδευε στό κιγκλίδωμα τοϋ κήπου. Ή μικρή Λώρα κρυβόταν πίσω άπό ένα θάμνο καί περίμενε τήν επιστροφή τής άδελφής της* ήθελε νά δει τό φιλί πού άντάλλασαν, έπειτα νά συνοδεύσει τήν ’Ανιές όταν έκείνη άνέβαινε μόνη πρός τήν πόρτα τοϋ σπιτιού. Περίμενε τή στιγμή πού θά στρεφό ταν ή ’Ανιές γιά νά τινάξει τό χέρι της στόν άέρα. Γιά τό κοριτσάκι, στήν κίνηση αύτή ήταν μαγικά κλεισμένη ή φευγα λέα ιδέα τοϋ έρωτα γιά τόν όποιο τίποτα δέν ήξερε καί πού, γΓ αύτήν, θά έμενε πάντοτε δεμένος μέ τήν εικόνα μιάς χαριτωμένης καί τρυφερής μεγαλύτερης άδελφής. "Οταν ή ’Ανιές συνέλαβε τή Λώρα νά μιμείται τήν κίνηση αύτή γιά νά χαιρετίσει τούς μικρούς της φίλους, τή βρήκε δυσάρεστη καί άποφάσισε, όπως ξέρουμε, νά άποχαιρετάει τούς φίλους της σοβαρά, χωρίς έκδηλώσεις. Αύτή ή μικρή ιστορία μιάς χειρονομίας, μάς επιτρέπει νά διακρίνουμε τό μηχανισμό πού ρύθμιζε τίς σχέσεις άνάμεσα στίς δύο άδελφές: ή μικρότερη μιμούνταν τή μεγαλύτερη, τής έτεινε τά χέρια, άλλά έκείνη τής ξέφευγε πάντοτε τήν τελευταία στιγμή. Μετά τό μπακαλορεά, ή ’Ανιές πήγε νά συνεχίσει τίς σπου δές της στό Παρίσι. Ή Λώρα τής θύμωσε πού έγκατέλειψε έτσι τά μέρη πού καί οί δυό τους είχαν άγαπήσει, άλλά ήρθε κι αύτή νά σπουδάσει στό Παρίσι μετά τό δικό της μπακαλορεά. Ή ’Ανιές άφοσιώθηκε στά μαθηματικά. "Οταν τελείωσε τίς σπου δές της, όλοι προέβλεψαν γΓ αύτήν μιά λαμπρή έπιστημονική 8
113
σταδιοδρομία, ή Ά ν ιές δμως αντί νά συνεχίσει τίς έρευνές της παντρεύτηκε τόν Πώλ καί δέχτηκε μιά συνηθισμένη θέση, έστω καλοπληρωμένη, χωρίς καμιά προοπτική γιά δόξα. ' Η Λώρα στενοχωρήθηκε καί άποφάσισε, όταν πέρασε στό 5Ωδείο, νά άποκαταστήσει τήν αποτυχία τής άδελφής της καί νά γίνει διάσημη στή θέση της. Μιά μέρα, ή Ά ν ιές τής παρουσίασε τόν Πώλ. Τήν ιδια τή στιγμή τής συνάντησής τους, ή Λώρα άκουσε κάποιον πού ήταν άόρατος νά τής λέει: «Νά ένας άντρας! 'Ο άληθινός. 'Ο μοναδι κός. Δέν ύπάρχει άλλος τέτοιος στόν κόσμο». Ποιός ήταν ό άόρατος ομιλητής; Μήπως ή ίδια ή Ά νιές; Ναί. ΤΗταν αύτή πού έδειχνε τό δρόμο στή μικρή της άδελφή, φράζοντάς της τον ταυτόχρονα. Πολύ φιλικοί άπέναντι στή Λώρα, ή Ά ν ιές καί ό Πώλ τήν φρόντιζαν τόσο πολύ πού ένιωθε στό Παρίσι σάν στό σπίτι της όπως άλλοτε στήν πόλη πού γεννήθηκε. Παραμένοντας έτσι στό οικογενειακό περιβάλλον, δοκίμαζε μιά εύτυχία πού δέν ήταν άμοιρη κάποιας μελαγχολίας: ό μόνος άντρας πού θά μπορούσε ν 5 άγαπήσει ήταν τήν ίδια στιγμή καί ό μόνος πού τής ήταν άπαγορευμένος. "Οταν μοιραζόταν τή ζωή τών συζύγων, τά στάδια τής εύτυχίας έναλλάσσονταν μέ τίς κρίσεις τής θλίψης. ’Έμενε σιωπηλή, τό βλέμμα της χανόταν στό κενό, όπόταν ή Ά ν ιές τής έπαιρνε τά χέρια λέγοντας: «Τί έχεις Λώρα; Τί έχεις άδελφούλα μου;» Καμιά φορά, στήν ίδια κατάσταση, καί μέ τήν ίδια συγκίνηση, ήταν ό Πώλ πού τής έπαιρνε τά χέρια, καί βυθίζονταν καί οί τρεις σ ’ ένα ήδονικό λουτρό, καμωμένο άπό άνάκατα συναισθήματα: άδελφικά καί έρωτικά, συμπονετικά καί αισθησιακά. ’Έπειτα, παντρεύτηκε. Ή Μπριζίτ, ή κόρη τής Ά νιές, ήταν δέκα χρόνων καί ή Λώρα άποφάσισε νά τής προσφέρει ένα μικρό έξάδελφο ή μιά μικρή έξαδέλφη. ΙΙαρακάλεσε τόν άντρα της νά τήν άφήσει έγκυο καί τόν έπεισε χωρίς δυσκολία, άλλά τό άποτέλεσμα ήταν θλιβερό: ή Λώρα άπέβαλε καί οί γιατροί τήν προειδοποίησαν ότι δέν θά μπορούσε στό εξής ν ’ άποκτήσει παιδί χωρίς νά ύποστεί σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις. 114
Τά μαύρα γυαλιά
Η ΑΝΙΕΣ είχε προσκολληθεΐ στά μαϋρα γυαλιά άπό τότε άκόμα πού ήταν στό λύκειο. Τά φόραγε λιγότερο γιά νά προστατεύσει τά μάτια της άπό τόν ήλιο καί περισσότερο γιά νά φαίνεται ώραία καί αινιγματική. Τά γυαλιά έγιναν ή τρέλα της: όπως ορισμένοι άντρες έχουν μιά ντουλάπα γεμάτη γραβάτες, όπως ορισμένες γυναίκες γεμίζουν τήν κοσμηματοθήκη τους μέ δαχτυλίδια, ή 9Ανιές έκανε συλλογή άπό μαϋρα γυαλιά. "Οσο γιά τή Λώρα, έκείνη φόρεσε μαϋρα γυαλιά τήν επομένη τής ή μέρας πού άπέβαλε. Τήν εποχή έκείνη τά φορούσε σχεδόν συνεχώς, ζητώντας συγνώμη άπό τούς φίλους της: «Μή μέ παρεξηγείτε, έχω παραμορφωθεί άπό τά κλάματα, δέν μπορώ νά εμφανιστώ χωρίς αύτά». Ά π ό τότε, τά μαϋρα γυαλιά σήμαιναν γΓ αύτήν τό πένθος. Δεν τά φορούσε γιά νά κρύψει τά κλάματά της, άλλά γιά νά δίνει στούς άλλους νά καταλάβουν ότι έκλαιγε. Τά γυαλιά έγιναν ένα ύποκατάστατο τών δακρύων, προσφέροντας έναντι τών πραγματικών δακρύων τό πλεονέκτημα ότι δέν κατέστρεφαν τά βλέφαρα, δέν τά έκαναν νά κοκκινίζουν ή νά φουσκώνουν, καί ήσαν πολύ πιό ταιριαστά. Καί έκεΐ άκόμα ή Ά νιές ήταν πού είχε έμπνεύσει στή Λώρα τήν προτίμηση γιά τά μαϋρα γυαλιά. Ή ιστορία τών γυαλιών όμως δείχνει επιπλέον ότι ή σχέση μεταξύ τών δύο άδελφών δέν θά μποροϋσε νά περιορισθεΐ στή μίμηση τής μεγάλης άπό τή μικρή. Τήν μιμούνταν, ναί, άλλά διορθώνοντάς την: έδινε στά μαϋρα γυαλιά ένα πιό βαθύ περιεχόμενο, ένα νόημα πιό σοβαρό, πιέζοντας, γιά νά τό πει κανείς έτσι, τά μαϋρα γυαλιά τής Ά ν ιές νά κοκκινίζουν γιά τήν έπιπολαιότητά τους. "Οταν ή Λώρα παρουσιαζόταν μέ τά μαϋρα της γυαλιά, αύτό σήμαινε πάντοτε ότι ύπέφερε, καί ή Ά νιές αισθανόταν ότι έπρεπε νά βγάλει τά δικά της, άπό σεμνότητα καί άπό εύγένεια. 115
eΗ ιστορία τών γυαλιών αποκαλύπτει καί άλλο πράγμα έπί σης: ή Ά νιές έμφανιζόταν σάν μία εύνοημένη άπό τήν Τύχη, ή Λώρα σάν τό άποπαίδι της. Καί οί δυό τους κατέληξαν νά πιστεύουν ότι δέν ήσαν ισότιμες άπέναντι στό πεπρωμένο, πράγμα πού ίσως πείραζε τήν ’ Ανιές περισσότερο άκόμα κι ά π’ τή Λώρα. « 'Η μικρή μου άδελφή είναι έρωτευμένη μαζί μου κι έχει γκίνια», έλεγε. Νά γιατί χάρηκε όταν ύποδέχτηκε τή Λώρα στό Παρίσι καί τής παρουσίασε τόν Πώλ, παρακαλώντας τον νά γίνει φίλος μαζί της· νά γιατί είχε ξετρυπώσει γιά τή Λώρα ένα εύχάριστο διαμερισματάκι στή γειτονιά καί γιατί καλούσε τήν άδελφή της στό σπίτι της κάθε φορά πού είχε τήν ύποψία ότι ήταν λυπημένη. "Ο,τι κι άν έκανε όμως, έμενε πάντοτε έκείνη πού ή Τύχη άδίκως τήν εύνοοϋσε, καί ή Λώρα έκείνη πού ή Τύχη δέν τήν άγαποϋσε. Ή Λώρα είχε μεγάλο μουσικό ταλέντο, έπαιζε πάρα πολύ ώραΐο πιάνο, εντούτοις όμως αύτό πού θέλησε πεισματικά νά σπουδάσει στό ’Ωδείο, ήταν τό τραγούδι. «"Οταν παίζω πιάνο βρίσκομαι μπροστά σ ’ ένα ξένο καί έχθρικό άντικείμενο. 'Η μουσική δέν μοϋ άνήκει, άνήκει στό μαύρο έργαλείο πού είναι άπέναντι μου. Α ντίθετα, όταν τραγουδάω, τό σώμα μου μεταμορ φώνεται σέ όργανο καί γίνομαι μουσική». Δέν ήταν άπό λάθος της άν, δυστυχώς, ειχε μιά πολύ άδύναμη φωνή πού τήν οδήγησε στήν άποτυχία: δέν έγινε σολίστ καί γιά τήν ύπόλοιπη ζωή της οί μουσικές της φιλοδοξίες περιορίστηκαν σέ μιά έρασιτεχνική χορωδία, όπου πήγαινε δυό φορές τήν εβδομάδα νά έπαναλάβει κάποια έτήσια κοντσέρτα. Ό γάμος της, στόν όποιο είχε έπενδύσει όλη τήν καλή της θέληση, κατέρρευσε έπίσης μέσα σέ έξι χρόνια. Είναι άλήθεια ότι ό πολύ πλούσιος σύζυγός της χρειάστηκε νά τής άφήσει ένα ώραϊο διαμέρισμα καί νά τής δώσει μία άξιόλογη διατροφή, πράγμα πού τής έπέτρεψε νά άγοράσει μία μπουτίκ όπου πουλού σε γούνες μέ μιά καπατσοσύνη πού τούς κατέπληξε όλους* ή επιτυχία αύτή όμως ήταν πολύ πεζή γιά νά άποκαταστήσει τήν άδικία πού είχε ύποστεΐ σ ’ ένα πολύ πιό υψηλό επίπεδο: πνευμα τικό καί συναισθηματικό. 116
Χωρισμένη, άλλαζε εραστές, είχε φήμη παθιασμένης ερωμέ νης καί παρίστανε δτι έφερε τούς έρωτές της δπως θά έφερε ένα σταυρό. «Είχα πολλούς άντρες στή ζωή μου», έλεγε συχνά μέ σοβαρό καί μελαγχολικό τόνο, σάν γιά νά παραπονεθεΐ γιά τή μοίρα της. «Σέ ζηλεύω», άπαντοϋσε ή 9Ανιές καί ή Λώρα, σέ ένδειξη θλίψης, φορούσε τά μαϋρα της γυαλιά. Δέν τήν είχε ποτέ έγκαταλείψει ό θαυμασμός πού είχε δοκιμά σει στά παιδικά της χρόνια, βλέποντας τήν 5Ανιές νά χαιρετάει τούς φίλους της στά κάγκελα τοϋ κήπου, καί τήν ή μέρα πού κατάλαβε ότι ή άδελφή της άρνιόταν κάθε έπιστημονική σταδιο δρομία, δέν μπόρεσε νά κρύψει τήν άπογοήτευσή της. «Τί έχεις νά μοϋ προσάψεις; έλεγε ή ’ Ανιές γιά νά ύπερασπιστεϊ τόν εαυτό της. ’Εσύ, άντί νά τραγουδάς στήν ’Όπερα, πουλάς γουναρικά, κι εγώ άντί νά ταξιδεύω άπό τό ένα συνέδριο στό άλλο, έχω μιά θέση εύχάριστα άδιάφορη σέ μιά εταιρεία πληροφορικής. — ’Εγώ όμως έκανα ό,τι μπορούσα γιά νά τραγουδήσω. ’Ενώ έσύ παραιτήθηκες μέ τή θέλησή σου άπό τίς φιλοδοξίες σου. ’Εγώ νικήθηκα. ’Εσύ παραδόθηκες. — Καί γιατί θά έπρεπε νά σταδιοδρομή σω; — ’Ανιές! Δέν έχουμε παρά μιά ζωή μονάχα! Πρέπει νά τήν άναλάβουμε. Πρέπει τέλος πάντων ν ’ άφήσουμε κάτι πίσω μας! —Ν ’ άφήσουμε κάτι πίσω μας;» έπανέλαβε ή 5Ανιές μ ’ ένα ϋφος έκπληκτο καί σκεπτικό. 'Η Λώρα σημείωσε μία σχεδόν οδυνηρή διαφωνία: «Ά νιές, είσαι άρνητική!» Τήν κατηγορία αύτή τήν άπηύθυνε συχνά στήν άδελφή της, νοερά όμως. Δέν τήν είχε έκφράσει φωναχτά παρά μόνο σέ δύο ή τρεις περιπτώσεις. Ή τελευταία φορά ήταν μετά τό θάνατο τής μητέρας τους, δταν είχε δει τόν πατέρα νά σχίζει τίς φωτογρα φίες. Αύτό πού έκανε ό πατέρας ήταν άπαράδεκτο: κατέστρεφε ένα μέρος τής ζωής, τής κοινής του ζωής μέ τή μαμά* έσχιζε εικόνες, έσχιζε άναμνήσεις πού δέν ήσαν μόνο δικές του άλλά άνήκαν σέ όλη τήν οικογένεια καί κυρίως στίς κόρες του* δέν 117
είχε τό δικαίωμα νά πράξει έτσι. Τοϋ έβαλε τίς φωνές καί ή Ά ν ιές ύπερασπίστηκε τόν πατέρα. "Οταν έμειναν μόνες, καυγά δισαν γιά πρώτη φορά στή ζωή τους, μέ πάθος καί μίσος. «Είσαι αρνητική!» φώναξε ή Λώρα* έπειτα, κλαίγοντας άπό λύσσα, φόρεσε τά μαύρα της γυαλιά καί έφυγε.
118
Τό σώ μα
πολύ γέροι, ό διάσημος ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί καί ή γυναίκα τοϋ Γκαλά, εϊχαν έξημερώσει ένα κουνέλι πού μετά έζησε μαζί τους χωρίς νά τούς αφήνει ρούπι* τό αγαπούσαν πολύ. Μιά μέρα πού έπρεπε νά φύγουν γιά ένα μακρύ ταξίδι, συζητούσαν αργά μέσα στή νύχτα τί θά έκαναν μέ τό κουνέλι. ΤΗταν δύσκολο νά τό πάρουν μαζί, άλλά όχι λιγότερο δύσκολο νά τό άφήσουν σέ κάποιον, γιατί τό κουνέλι δέν έμπιστευόταν τούς άνθρώπους. Τήν επομένη, ή Γκαλά ετοίμασε τό γεύμα καί ό Νταλί εύφράνθηκε, ώς τή στιγμή πού κατάλαβε ότι έτρωγε κουνέλι στιφάδο. Σηκώθηκε άπό τό τραπέζι καί έτρεξε στόν καμπινέ γιά νά ξεράσει στή λεκάνη τό άγαπημένο του ζωάκι, τόν πιστό σύντροφο τών γέρικων ήμερών του. ’Αντί θετα, ή Γκαλά, ήταν εύτυχισμένη πού τό άγαπημένο της είχε εισχωρήσει στά σπλάχνα της, τά είχε χαϊδέψει άργά καί είχε γίνει τό κορμί τής κυράς του. Δέν γνώριζε καμιά πιό άπόλυτη ολοκλήρωση τοϋ έρωτα άπό τήν κατάποση τοϋ άγαπημένου. Σέ σύγκριση μ ’ αύτή τήν σύντηξη τών σωμάτων, ή έρωτική πράξη τής φαινόταν σάν μιά γελοία φαγούρα. ' Η Λώρα ήταν σάν τή ν Γ καλά. ' Η ’Ανιές ήταν σάν τόν Νταλί. ’Αγαπούσε πλήθος άνθρώπων, άντρες καί γυναίκες, άλλά άν κάποιο περίεργο συμβόλαιο φιλίας τής είχε έπιβάλει ώς καθήκον νά φροντίζει τή μύτη τους καί νά τή σκουπίζει τακτικά, θά είχε προτιμήσει νά ζεΐ χωρίς φίλους. Γνωρίζοντας τίς άπωθήσεις τής άδελφής της, ή Λώρα τήν πείραζε: «Τί σημαίνει ή συμπάθεια πού νιώθεις γιά κάποιον; Πώς μπορεις νά έξαιρεις άπό αύτήν τή συμπάθεια τό σώμα; Χωρίς τό σώμα του, είναι άκόμα άνθρωπος ό άνθρωπος;» Ναί, ή Λώρα ήταν σάν τήν Γκαλά: εντελώς ταυτισμένη μέ τό σώμα της, έντελώς εγκατεστημένη σ ’ αύτό. Καί τό σώμα δέν
Ο τ α ν ΗΣΑΝ ΠΙΑ
119
ήταν μόνο αύτό πού μποροϋσε νά δει σ ’ έναν καθρέφτη: τό πιό πολύτιμο μέρος βρισκόταν στό εσωτερικό. ’Έ τσι, στό λεξιλόγιό της είχε μιά ξεχωριστή θέση γιά τά ονόματα τών εσωτερικών οργάνων. Γιά νά έκφράσει τήν απελπισία στήν όποία τήν είχε ρίξει τήν παραμονή ό έραστής της, έλεγε: «Μόλις έφυγε πήγα νά κάνω έμετό». Π αρ5 όλες τίς συχνές αναφορές στόν εμετό, ή 5Ανιές δέν ήταν σίγουρη ότι ή άδελφή της είχε ποτέ κάνει έμετό. Ό εμετός δέν ήταν ή άλήθεια της, άλλά ή ποίησή της: ή μεταφορά, ή λυρική εικόνα τής άπογοήτευσης καί τής άηδίας. Μιά μέρα πού είχαν πάει γιά ψώνια σέ ένα κατάστημα λευκών ειδών, ή Ά ν ιές είδε τή Λώρα νά χαϊδεύει ένα σουτιέν πού τής έτεινε ή πωλήτρια. Σέ τέτοιες στιγμές ήταν πού καταλάβαινε όλα όσα τή χώριζαν άπό τήν άδελφή της: γιά τήν Ά νιές, τό σουτιέν ήταν μέρος εκείνων τών άντικειμένων πού προορίζονταν γιά νά άντισταθμίζουν μία φυσική έλλειψη, όπως παραδείγματος χάριν οι έπίδεσμοι, οί προθέσεις, τά γυαλιά, τά κολάρα πού πρέπει νά φορούν οί άρρωστοι πού πάσχουν άπό αύχενικούς σπονδύλους. Τό σουτιέν προορίζεται νά υποστηρίζει κάτι πιό βαρύ άπό ό,τι είχε προβλεφθεΐ, πού τό βάρος του ύπολογίστηκε άσχημα, καί πού πρέπει νά τό ύποστηλώσεις κατόπιν εορτής όπως ύποστηλώνει κανείς μέ στύλους καί άντερείσματα τό μπαλκόνι μιάς οικοδομής πού χτίστηκε άσχημα. Μέ άλλα λόγια: τό σουτιέν άποκαλύπτει τόν τεχνικό χαρακτήρα τοϋ γυναικείου σώματος. Ή Ά ν ιές ζήλευε τόν Πώλ πού μποροϋσε νά ζει χωρίς νά έχει διαρκώς συνείδηση τοϋ σώματός του. Εισπνέει, εκπνέει, ό πνεύμονάς του δουλεύει σάν ένα μεγάλο αύτόματο φυσερό καί έτσι είναι πού άντιλαμβάνεται τό σώμα του: ξεχνώντας το χαρμόσυνα. Ά κόμα κι όταν έχει φυσικές ενοχλήσεις, ποτέ δέν μιλάει γΓ αύτές, όχι άπό σεμνότητα άλλά περισσότερο άπό μιά μάταιη επιθυμία κομψότητας, γιατί μιά άρρώστια δέν είναι παρά μιά άτέλεια γιά τήν όποία ντρέπεται. Γιά χρόνια ολόκληρα, ύπέφερε άπό έλκος τοϋ στομάχου, άλλά ή ’ Ανιές δέν τό έμαθε παρά τήν ή μέρα όπου ένα άσθενοφόρο τόν πήγε στό νοσοκομείο σέ μιά τρομερή κρίση πού τόν είχε ξαπλώσει χάμω άμέσως μετά άπό μιά δραματική διαδικασία ενώπιον τοϋ δικαστηρίου. Αύτή ή ματαιο120
δοξία ήταν γιά γέλια, ή Ά νιές όμως ήταν μάλλον συγκινημένη, έφθασε σχεδόν ώς τό σημείο νά τόν ζηλεύει. Μολονότι ό Πώλ είναι κατά πάσα πιθανότητα πιό ματαιόδο ξος άπό τόν μέσο όρο, έλεγε μέ τό νοϋ της ή Ά νιές, ή συμπεριφορά του φανερώνει τή διαφορά άνάμεσα στή γυναικεία καί τήν άνδρική μοίρα: ή γυναίκα περνάει πολύ περισσότερο χρόνο συζητώντας γιά τίς φυσικές της άνησυχίες· δέν γνωρίζει τήν ξένοιαστη λήθη τοϋ σώματος. Αύτό άρχίζει μέ τήν ταραχή τών πρώτων αιμορραγιών* ξαφνικά τό σώμα είναι έδώ κι έκείνη στέκεται μπροστά του σάν μηχανικός επιφορτισμένος μέ τό νά θέτει μόνος του σέ κίνηση ένα μικρό έργοστάσιο: πρέπει κάθε μήνα νά φοράει ταμπόν, νά καταπίνει χάπια, νά διορθώνει τό σουτιέν της, νά είναι έτοιμη νά παραγάγει. 'Η ’Ανιές κοίταζε μέ φθόνο τούς ήλικιωμένους άντρες* είχε τήν εντύπωση ότι γερνού σαν διαφορετικά: τό σώμα τοϋ πατέρα της μεταμορφωνόταν άνεπαίσθητα στήν ιδια τή σκιά του, έξαϋλωνόταν, μή παραμένοντας πιά έδώ κάτω παρά σάν μία ψυχή ενσαρκωμένη άτημέλητα. Α ντίθετα, τό γυναικείο σώμα, όσο πιό άχρηστο γίνεται τόσο πιό πολύ σώμα γίνεται: βαρύ καί παρόν* μοιάζει μέ γέρικη βιοτεχνία πού προορίζεται γιά κατεδάφιση, άλλά στήν όποία τό εγώ μιας γυναίκας είναι ύποχρεωμένο νά παραμείνει ώς τό τέλος μέ τήν ιδιότητα τής θυρωρού. Τί θά μπορούσε ν ’ άλλάξει τή σχέση τής Ά ν ιές μέ τό σώμα της; Τίποτ5 άλλο άπό τή στιγμή τής διέγερσης. 'Η διέγερση: φευγαλέα άπολύτρωση τοϋ σώματος. Οϋτε καί σ ’ αύτό τό σημείο όμως συμφωνούσε ή Λώρα. 'Η στιγμή τής διέγερσης; Τί είναι αύτό, ή στιγμή; Γιά τή Λώρα τό σώμα ήταν σεξουαλικό άπό τήν άρχή, εκ τών προτέρων, πάντοτε καί ολοκληρωτικά, στήν ούσία. Τό νά άγαπάς κάποιον γΓ αύτήν σήμαινε: νά τοϋ φέρνεις τό σώμα σου, νά τοϋ έναποθέτεις τό σώμα σου μπροστά του, τό σώμα σου έτσι όπως είναι εξωτερικά καί έσωτερικά, άκόμα καί μέ τό χρόνο πού γλυκά, άργά, τό φθείρει. Γιά τήν Ά ν ιές τό σώμα δέν ήταν σεξουαλικό. Δέν γινόταν παρά μόνο σέ σπάνιες στιγμές, όταν ή διέγερση πρόβαλλε άπάνω 121
του ένα φως εξωπραγματικό, τεχνητό, πού τό έκανε ώραϊο καί επιθυμητό. Νά γιατί, άκόμα κι άν σχεδόν κανείς δέν τό ύποψιαζόταν, ή Ά ν ιέ ς συναναστρεφόταν τόν φυσικό έρωτα καί ήταν δεμένη μαζί του, γιατί χωρίς αύτόν ή άθλιότητα τού σώματος δέν θά εϊχε καμία διέξοδο καί όλα θά ήσαν χαμένα. "Οταν έκανε έρωτα, κρατούσε τά μάτια της άνοιχτά, κι άν βρισκόταν κοντά κανένας καθρέφτης παρατηρούσε τόν εαυτό της: τό σώμα της τής φαινόταν τότε λουσμένο στό φώς. "Ομως, τό νά κοιτάζεις τό σώμα σου λουσμένο στό φώς είναι ένα άπατηλό παιχνίδι. Μιά μέρα πού ήταν μέ τόν εραστή της, ή Ά ν ιέ ς παρατήρησε στόν καθρέφτη τήν ώρα τοϋ έρωτα, κάποια έλαττώματα τοϋ κορμιού της πού τής είχαν ξεφύγει στήν διάρ κεια τής προηγούμενης συνάντησής τους (δέν βλέπονταν παρά μία ή δύο φορές τό χρόνο, σ ’ ένα μεγάλο άνώνυμο παρισινό ξενοδοχείο) καί τής ήταν άδύνατο νά ξεκολλήσει τό βλέμμα της άπό έκει: δέν έβλεπε πιά τόν έραστή, δέν έβλεπε πιά σώματα νά ζευγαρώνουν, δέν έβλεπε παρά τά γηρατειά πού είχαν άρχίσει νά τή ροκανίζουν. Ή διέγερση έξαφανίστηκε άμέσως άπό τό δωμάτιο. Ή Ά ν ιέ ς έκλεισε τά μάτια καί έπιτάχυνε τίς κινήσεις τοϋ έρωτα γιά νά έμποδίσει τό σύντροφο νά μαντέψει τίς σκέψεις της: μόλις είχε άποφασίσει ότι αύτή θά ήταν ή τελευταία τους συνάντηση. Αισθανόταν άδύναμη καί επιθυμούσε τό συζυγικό κρεβάτι, πού στό κομοδίνο του μιά μικρή λάμπα έμενε πάντοτε σβηστή* τό επιθυμούσε σάν μιά παρηγοριά, σάν ένα σκοτεινό λιμανάκι.
122
Ή πρόσθεση κ α ί ή αφαίρεση Σ τ ο ν ΚΟΣΜΟ μ α ς , πού καθημερινά εμφανίζονται δλο καί περισ
σότερα πρόσωπα πού μοιάζουν όλο καί πιό πολύ μεταξύ τους, τό έργο τοϋ ανθρώπου πού θέλει νά επιβεβαιώσει τήν πρωτοτυπία τοϋ εγώ του καί νά καταφέρει νά πεισθεΐ γιά τήν αμίμητη μοναδικότητά του, δέν είναι εύκολο. 'Υπάρχουν δύο μέθοδοι γιά νά καλλιεργήσει κανείς τή μοναδικότητα τοϋ εγώ: ή προσθετική μέθοδος καί ή άφαιρετική μέθοδος. Ή Ά ν ιέ ς άφαιρεΐ άπό τό εγώ της ό,τι είναι έξωτερικό καί δανεισμένο, γιά νά πλησιάσει έτσι στήν καθαρή της ούσία (διατρέχοντας τόν κίνδυνο νά καταλήξει στό μηδέν, μ 5 αύτές τίς συνεχείς άφαιρέσεις). Ή μέθοδος τής Λώρας είναι άκριβώς άντίθετη: γιά νά κάνει τό εγώ της περισσό τερο όρατό, πιό εύκολο νά τό συλλάβει κανείς, γιά νά τοϋ δώσει περισσότερη πυκνότητα, τοϋ προσθέτει άδιάκοπα νέες ιδιότητες, μέ τίς όποιες προσπαθεί νά ταυτιστεί (διατρέχοντας τόν κίνδυνο νά χάσει τήν ούσία τοϋ εγώ, μέ τίς πρόσθετες ιδιότητες). Ά ς πάρουμε τό παράδειγμα τής γάτας της. Μετά τό διαζύγιό της, ή Λώρα βρέθηκε μόνη της σ ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα καί ένιωσε θλίψη. Θέλησε νά μοιραστεί τή μοναξιά της, έστω καί μέ ένα ζωάκι. Ή πρώτη της σκέψη ήταν νά πάρει ένα σκυλί, άλλά κατάλαβε άμέσως ότι ένα σκυλί άπαιτοϋσε φροντίδες πού έκείνη δέν ήσαν σέ θέση νά τοϋ παρέχει. ’Έ τσι, προμηθεύτηκε μιά γάτα. Ή τα ν μιά μεγάλη γάτα σιαμαία, ώραία καί κακιά. Μέ τό νά ζεΐ μαζί της καί νά μιλάει γΓ αύτήν στούς φίλους της, προσέδωσε σ ’ αύτήν τή γάτα, πού τήν είχε μάλλον κατά τύχη διαλέξει καί χωρίς νά είναι πολύ σίγουρη (διότι έπιτέλους, στήν άρχή είχε θελήσει ένα σκύλο!), μιά ολοένα καί μεγαλύτερη σημασία: καυχιόταν παντού γιά τά προτερήματά της, πιέζοντας τόν καθένα νά τή θαυμάζει. Είδε σ ’ αύτήν τήν ώραία άνεξαρτησία, τήν ύπερηφάνεια, τήν ελευθερία στή συμπεριφορά καί τή διάρκεια 123
μιας γοητείας (καίτοι πολύ διαφορετικής άπό τήν άνθρώπινη γοητεία, πού πάντοτε εναλλάσσεται μέ στιγμές αδεξιότητας καί έλλειψης χάρης)· είδε στή γάτα της ένα πρότυπο* είδε τόν εαυτό της σ ’ αύτήν. Δέν ένδιαφέρει καθόλου νά γνωρίζουμε άν, λόγω χαρακτήρος, ή Λώρα μοιάζει ή όχι στή γάτα, τό σημαντικό είναι ότι τή σχεδίασε στό θυρεό της καί ότι ή γάτα έγινε ένα άπό τά στοιχεία τοϋ εγώ της. Καθώς πολλοί άπό τούς έραστές της είχαν έξαρχής δείξει τόν εκνευρισμό τους μπροστά σ ’ αύτό τό έγωκεντρικό καί κακόβουλο ζώο, πού γιά τό τίποτα άρχιζε νά φτύνει καί νά γδέρνει μέ τά νύχια του, ή γάτα έγινε ή δοκιμή τής δύναμης τής Λώρας, πού έμοιαζε νά λέει στόν καθένα: θά μέ έχεις, άλλά έτσι όπως πραγματικά είμαι, δηλαδή μαζί μέ τή γάτα μου. 'Η γάτα ήταν ή εικόνα τής ψυχής της, καί ό έραστής έπρεπε πρώτα νά δεχτεί τήν ψυχή της άν ήθελε μετά νά άποκτήσει τό κορμί της. ' Η προσθετική μέθοδος είναι άπολύτως εύχάριστη άν προσθέ τει κανείς στό έγώ του ένα σκύλο, μιά γάτα, ένα γουρουνόπουλο ψητό, τήν άγάπη γιά τόν οοκεανό ή γιά τά κρύα ντούς. Τά πράγματα γίνονται λιγότερο ειδυλλιακά άν άποφασίσει κανείς νά προσθέσει στό έγώ του τό πάθος γιά τόν κομμουνισμό, γιά τήν πατρίδα, γιά τόν Μ ουσσολίνι, γιά τήν καθολική ’Εκκλησία, γιά τόν άθεϊσμό, γιά τό φασισμό ή γιά τόν άντιφασισμό. Καί στίς δύο περιπτώσεις, ή μέθοδος παραμένει άκριβώς ή ιδια: αύτός πού ύπερασπίζεται έπιμόνως τήν ύπεροχή τών γάτων σέ σχέση μέ τά άλλα ζώα κάνει, ούσιαστικά, τό ϊδιο πράγμα μ ’ έκεΐνον πού άνακηρύσσει τόν Μ ουσσολίνι μοναδικό σωτήρα τής ’Ιταλίας: έγκωμιάζει ένα χαρακτηριστικό τοϋ έγώ του καί κάνει ό,τι μπορεΐ έτσι ώστε αύτό τό χαρακτηριστικό (μία γάτα ή ό Μουσ σολίνι) νά άναγνωριστεΐ καί νά άγαπηθει άπό όλο του τό περιβάλλον. Τέτοιο είναι τό παράδοξο τοϋ οποίου πέφτουν θύματα όλοι εκείνοι πού καταφεύγουν στήν προσθετική μέθοδο προκειμένου νά καλλιεργήσουν τό έγώ τους: προσπαθούν νά κάνουν προσθέ σεις γιά νά δημιουργήσουν ένα έγώ μοναδικό καί άμίμητο, άλλά καθώς ταυτόχρονα γίνονται οί προπαγανδιστές αύτών τών πρό 124
σθετων χαρακτηριστικών, κάνουν τά πάντα ώστε νά τούς μοιάσει ή πλειοψηφία τών ανθρώπων καί τότε ή (μέ τόση έπιμέλεια κατακτημένη) μοναδικότητα τού εγώ τους εξαφανίζεται άμέσως. Μπορούμε λοιπόν ν ’ άναρωτηθούμε γιατί ό άνθρωπος πού άγαπάει μιά γάτα (ή έναν Μουσσολίνι) δέν άρκεΐται στήν άγάπη του άλλά θέλει επιπλέον νά τήν έπιβάλλει στούς άλλους. "Ας προσπαθήσουμε ν ’ άπαντήσουμε φέρνοντας στή θύμησή μας έκείνη τή νεαρή γυναίκα τής σάουνας πού, εριστικά, έπιβεβαίωνε τήν προτίμησή της γιά τά κρύα ντούς. Ιδ ο ύ πώς είχε καταφέρει, μ ’ ένα χτύπημα, νά διακριθεΐ άπό τό ένα μισό τοϋ άνθρώπινου γένους, αύτό πού προτιμάει τά ζεστά ντούς. Τό δυστύχημα είναι ότι τό άλλο μισό τής άνθρωπότητας τής έμοιαζε τό ϊδιο καί περισσότερο. "Α, πόσο λυπηρό είναι! Π ολλοί άνθρωποι, λίγες ιδέες, καί πώς νά κάνουμε ώστε νά διαφοροποιηθούμε οί μέν άπό τούς δέ; Ή νεαρή άγνωστη δέν ήξερε παρά ένα μόνο τρόπο προκειμένου νά ύπερπηδήσει τό μειονέκτημα τής ομοιότητάς της μέ τά άναρίθμητα πλήθη τών ζηλωτών τοϋ κρύου ντούς: έπρεπε νά έξαπολύει τήν άποστροφή της «λατρεύω τά κρύα ντούς!» άπό τό κατώφλι τής σάουνας, μέ όλη τήν ενεργήτικότητά της, έτσι πού εκατομμύρια άλλες γυναίκες πού τούς άρέσει τό κρύο ντούς νά έμφανίζονται ξαφνικά σάν θλιβερά μιμητικά. Μέ άλλα λόγια: άν θέλουμε ή (άθώα καί άσήμάντη) άγάπη γιά τά ντούς νά γίνει ένα χαρακτηριστικό τοϋ έγώ μας, πρέπει νά γνωστοποιήσουμε σέ όλο τόν κόσμο τήν πρόθεσή μας νά πολεμήσουμε γιά τήν άγάπη αύτή. Αύτός πού κάνει, άπό ένα πάθος γιά τόν Μουσσολίνι, ένα χαρακτηριστικό τοϋ έγώ του, στρατεύεται στήν πολιτική* αύτός πού έξαίρει τίς γάτες, τή μουσική ή τά παλιά έπιπλα, κάνει δώρα στούς φίλους του. "Ας ύποθέσουμε ότι έχετε ένα φίλο πού άγαπάει τόν Σούμαν καί άποστρέφεται τόν Σοϋμπερτ, ενώ έσεΐς άγαπάτε τόν Σοϋμπερτ μέχρι τρέλας καί ό Σούμαν σάς προκαλεϊ ύπνηλία. Τί δίσκο θά προσφέρατε στό φίλο σας γιά τά γενέθλιά του; "Εναν Σούμαν πού τόν ξετρελαίνει ή έναν Σοϋμπερτ πού σάς ξετρελαί νει εσάς; Σοϋμπερτ, βεβαίως. Προσφέροντας έναν Σούμαν θά 125
είχατε τήν δυσάρεστη εντύπωση δτι εϊσαστε ανειλικρινής, δτι δίνετε στό φίλο σας ένα είδος φιλοδωρήματος γιά νά τοϋ αρέσετε, μέ μιά σχεδόν κακοπροαίρετη έπιθυμία νά κερδίσετε τήν εύνοιά του. Στό κάτω κάτω, όταν κάνετε ένα δώρο είναι άπό άγάπη, είναι γιά νά προσφέρετε ένα μέρος άπό τόν εαυτό σας, ένα κομμάτι άπό τήν καρδιά σας! ’Έτσι, θά χαρίσετε τήν 'Ημιτελή τοϋ Σοϋμπερτ στό φίλο σας, ό όποιος μετά τήν άναχώρησή σας, θά φορέσει τά γάντια του, θά φτύσει στόν δίσκο, θά τόν πιάσει μέ τά δύο δάχτυλα καί θά τόν πετάξει στά σκουπίδια. Σέ διάστημα μερικών χρόνων, ή Λώρα χάρισε στήν άδελφή της καί στό γαμπρό της ένα σερβίτσιο πιάτων, μιά κομποστιέρα, μιά λάμπα, μιά κουνιστή πολυθρόνα, πέντ’ έξι σταχτοδοχεία, ένα τραπεζομάντιλο καί κυρίως ένα πιάνο, πού μιά μέρα, άπροειδοποίητα τό κουβάλησαν δυό εύρωστοι παλικαράδες ρωτώντας ποϋ έπρεπε νά τό βάλουν. 'Η Λώρα άκτινοβολοϋσε: «Θέλησα νά σάς κάνω ένα δώρο πού θά σάς ύποχρεώνει νά μέ σκέφτεστε, άκόμα κι όταν δέν είμαι μαζί σας». Μετά τό διαζύγιό της, ή Δώρα περνούσε στό σπιτικό τής Ά ν ιέ ς όλες τίς ελεύθερες ώρες της. Ά σ χολ ιότα ν μέ τήν Μπρι ζίτ σά νά ήταν δική της κόρη, κι άν είχε άγοράσει ένα πιάνο γιά τήν άδελφή της ήταν γιά νά μάθει ή άνιψιά της νά παίζει. Πλήν όμως ή Μπριζίτ σιχαινόταν τό πιάνο. Μέ τό φόβο ότι ή Λώρα θά πληγωνόταν, ή Ά ν ιέ ς Ικέτευε τήν κόρη της νά κάνει μιά προσπάθεια καί νά δείξει κάποια άγάπη στά άσπρα καί μαύρα πλήκτρα. Ή Μπριζίτ διαμαρτυρόταν: «Λοιπόν, γιά δική της εύχαρίστηση πρέπει έγώ νά μάθω νά παίζω;» ’Έτσι, πού ή ιστορία τελείωσε άσχημα καί τό πιάνο, μέσα σέ λίγους μήνες, δέν ήταν πιά παρά ένα διακοσμητικό άντικείμενο, ή γιά νά τό πούμε καλύτερα, φορτικό* μελαγχολική ύπενθύμιση ενός έκτρωματικοϋ σχεδίου* ένα μεγάλο άσπρο σώμα (ναί, τό πιάνο ήταν άσπρο) πού κανένας δέν τό ήθελε. Γιά νά λέμε τήν άλήθεια, στήν ’Ανιές δέν άρεσε οϋτε τό πιάνο, οϋτε τό σερβίτσιο τοϋ φαγητού, οϋτε ή κουνιστή πολυθρό να. ’Ό χ ι ότι τά πράγματα αύτά ήσαν κακού γούστου, άλλά είχαν κάτι τό εκκεντρικό πού δέν άνταποκρινόταν οϋτε στήν ίδιοσυ126
γκρασία τής 5Ανιές οϋτε στίς προτιμήσεις της. Δοκίμασε λοιπόν όχι μόνο ειλικρινή εύχαρίστηση, άλλά άνακούφιση εγωιστική όταν μιά μέρα (κανένας δέν άγγιζε τό πιάνο έξι χρόνια ήδη) ή Λώρα τής άνακοίνωσε, όλο χαρά, ότι είχε έρωτευθεΐ τόν Μπερ νάρ, τόν νεαρό φίλο τοϋ Πώλ. Μιά γυναίκα πού βρίσκεται στό σημείο νά ζεϊ ένα μεγάλο έρωτα, σκέφθηκε ή ’Ανιές, έχει καλύτερα πράγματα νά κάνει άπό τό νά κουβαλάει δώρα στήν άδελφή της καί ν ’ άσχολεΐται μέ τήν άνατροφή τής άνιψιάς της.
127
rH γυναίκα μεγαλύτερη άπό τόν άντρα, ό άντρας μεγαλύτερος άπό τή γυναίκα « Ν α μ ια ΕΙΔΗΣΗ καταπληκτική», είπε ό Πώλ δταν ή Λώρα τοϋ
έμπιστεύθηκε τόν έρωτα της, καί κάλεσε τίς δύο άδελφές σέ δείπνο. Καθώς ήταν μεγάλη χαρά γΓ αύτόν νά βλέπει δυό ανθρώπους πού ό ίδιος άγαποϋσε, ν 5 άγαπιοϋνται, παρήγγειλε δυό μπουκάλια πανάκριβο κρασί. «Θά συγγενέψεις μέ μιά άπό τίς μεγαλύτερες οικογένειες τής Γαλλίας, έξήγησε στή Λώρα. Ξέρεις ποιός είναι ό πατέρας τοϋ Μπερνάρ;» Ή Λώρα είπε: «Βεβαίως! "Ενας βουλευτής!» Καί ό Πώλ: «Τίποτα δέν ξέρεις! *Ο βουλευτής Μπερτράν Μπερτράν είναι γιός τοϋ βουλευτή Ά ρτύρ Μπερτράν. Πολύ περήφανος γιά τό πατρώνυμό του, ό Ά ρ τύρ ήθελε ό γιός του νά τό κάνει άκόμα διασημότερο. Ά φ ο ϋ γιά πολύ καιρό άναρωτήθηκε τί όνομα νά τοϋ δώσει, είχε τήν μεγαλοφυή ιδέα νά τόν βαφτίσει Μπερτράν. "Ενα όνομα έτσι διπλασιασμένο δέν θά μποροϋσε ν ’ άφήσει κανέναν άδιάφορο, κανείς δέν θά μποροϋσε νά τό ξεχάσει! Θά άρκοϋσε νά λες Μπερτράν Μπερτράν μόνο γιά νά ήχεΐ τό όνομα αύτό σάν μιά επευφημία, σάν μία ζητωκραυγή: Μπερτράν Μπερ τράν! Μπερτράν Μπερτράν! Μπερτράν Μπερτράν!» ’Επαναλαμβάνοντας αύτές τίς λέξεις, ό Πώλ ϋψωνε τό ποτήρι του σάν γιά νά κάνει μία πρόποση ή νά κρατήσει τό ρυθμό στό όνομα ενός άρχηγοϋ πού τόν επευφημούν τά πλήθη. ’Έπειτα κατάπιε μιά γουλιά: «Αύτό τό κρασί είναι έξοχο», καί συνέχισε: « Ό καθένας άπό μάς είναι μύστηριωδώς επηρεασμένος άπό τό όνομά του, καί ό Μπερτράν Μπερτράν, πού έχει άκούσει πολλές φορές τήν ήμέρα τή ρυθμική επανάληψη τοϋ δικού του, ένιωσε σέ όλη του τή ζωή νά συνθλίβεται κάτω άπό τή φανταστική δόξα αύτών τών τεσσάρων εύφωνικών συλλαβών. Τήν ήμέρα πού τήν πάτησε στό μπακαλορεά, τό πήρε πολύ πιό βαριά άπό τούς 128
συμμαθητές του. "Ήταν σάν τό διπλασιασμένο του όνομα νά είχε αυτομάτως πολλαπλασιάσει επί δύο τό αίσθημα εύθύνης πού ειχε. Ή παροιμιώδης σεμνότητα του θά τοϋ είχε επιτρέψει νά ύπομείνει τήν ντροπή πού τόν έδερνε* άλλά δέν μπορούσε νά τά βολέψει μέ τήν ντροπή πού έδερνε τό όνομά του. Στά είκοσι του
χρόνια, έδωσε στό όνομά του τήν πανηγυρική ύπόσχεση νά άφιερώσει τή ζωή του στή μάχη γιά τό καλό. "Ομως, δέν άργησε νά διαπιστώσει ότι είναι δύσκολο νά διακρίνεις αύτό πού είναι καλό άπό αύτό πού είναι κακό. Γιά παράδειγμα, ό πατέρας του ό ’Αρτύρ είχε ψηφίσει τίς συμφωνίες τοϋ Μονάχου μαζί μέ τήν πλειοψηφία τών βουλευτών. ’Ή θελε νά σώσει τήν ειρήνη, γιατί ή ειρήνη είναι άναντίρρητα ένα καλό. "Ομως άργότερα τοϋ προσή ψαν ότι έτσι είχε άνοίξει τό δρόμο στόν πόλεμο ό όποιος είναι, άναντίρρητα, ένα κακό. Θέλοντας νά άποφύγει τά λάθη τοϋ πατέρα, ό γιός στάθηκε σέ ορισμένες στοιχειώδεις βεβαιότητες. Ούδέποτε έξέφρασε άποψη γιά τούς Παλαιστινίους, τό ’Ισραήλ, τήν οκτωβριανή έπανάσταση, τόν Κάστρο, οϋτε κάν τήν τρομο κρατία, γνωρίζοντας ότι πέρα άπό ένα σύνορο, τό έγκλημα γίνεται πράξη ήρωισμοϋ καί ότι τό σύνορο αύτό θά μένει γιά πάντα άδιόρατο. ’Ορθώνεται μέ πιό πολύ πάθος κατά τοϋ Χίτλερ, κατά τοϋ ναζισμού, κατά τών θαλάμων άερίων καί, κατά μία έννοια, λυπάται γιά τήν έξαφάνιση τοϋ Χίτλερ στά έρείπια τής Καγγελαρίας, γιατί άπό έκείνη τήν ήμερομηνία κι έπειτα τό κακό καί τό καλό έγιναν άφορήτως σχετικά. "Ολα αύτά τόν οδήγησαν ν ’ άφιερωθεϊ στό καλό ύπό τήν πλέον άμεση όψη του, έκείνη πού δέν έχει άκόμα παραμορφωθεί άπό τήν πολιτική. ’Έ χει σάν άπόφθεγμα: «Τό καλό είναι ή ζωή». ’Έτσι ό άγώνας κατά τών εκτρώσεων, κατά τής εύθανασίας, κατά τής αύτοκτονίας, έγινε ό σκοπός τής ύπαρξής του». Ή Δώρα διαμαρτυρήθηκε, γελώντας: «"Αν σέ πιστέψει κα νείς, πρόκειται γιά καθυστερημένο! — Βλέπεις, ειπ^ ο ΤΙώλ στήν 5A vac, υ^ερΓ σ / ιί> χ\
τήν εύθανασία, ό Μπερτράν Μπερτράν άφησε νά τόν κινηματο γ ραφή σουν στό προσκέφαλο ενός άρρωστου πού είχε μείνει παράλυτος, τοϋ είχε κοπεί ή γλώσσα, ήταν τυφλός καί ύπέφερε άπό άδιάκοπους πόνους. Ή τα ν καθισμένος στήν άκρη τοϋ κρεβατιού, γερμένος πάνω στόν άρρωστο, καί ή κάμερα τόν έδειχνε καθώς τοϋ έμφυσοϋσε τήν έλπίδα ενός καλύτερου αύριο. Τή στιγμή πού πρόφερε τή λέξη «έλπίδα» γιά τρίτη φορά, ό άρρωστος, πού είχε βίαια έρεθιστεϊ, έβγαλε ένα μακρύ καί τρομερό ούρλιαχτό ϊδιο μέ τήν κραυγή ενός ζώου, άλογου, ταύρου, έλέφαντα καί ή καί τών τριών μαζί, καί ό Μπερτράν Μπερτράν φοβήθηκε: δέν μποροϋσε πιά νά μιλήσει, προσπαθού σε μόνο νά διατηρήσει τό χαμόγελό του, μέ μιά ύπεράνθρωπη προσπάθεια, καί ή κάμερα τράβηξε γιά πολλή ώρα αύτό τό πετρωμένο χαμόγελο ενός βουλευτή πού έτρεμε άπό φόβο, καί δίπλα του, στήν ιδια λήψη, τό πρόσωπο ενός ετοιμοθάνατου πού ούρλιαζε. ’ Αλλά αύτό δέν ήταν τό θέμα μου. ’Εκείνο πού ήθελα νά σάς πώ είναι ότι διαλέγοντας τό όνομα τοϋ γιοϋ του, άτύχησε πραγματικά. Ή άρχική του πρόθεση ήταν νά τόν βαφτίσει Μπερτράν, γρήγορα όμως άναγκάστηκε νά παραδεχτεί ότι θά ήταν χονδροειδές, δύο Μπερτράν Μπερτράν στόν μάταιο τούτον κόσμο, γιατί οί άνθρωποι ποτέ δέν θά μάθαιναν άν θά έπρόκειτο γιά δύο ή γιά τέσσερα πρόσωπα. ’Εντούτοις, δέν ήθελε καί νά παραιτηθεί εντελώς άπό τήν εύτυχία τοϋ ν 5 άκούει στό όνομα τοϋ γόνου του τήν ήχώ τοϋ δικού του, κι έτσι τοϋ ήρθε ή ιδέα νά βαφτίσει τό γιό του Μπερνάρ. ’Αλίμονο, Μπερνάρ Μπερτράν, αύτό δέν ήχει σάν έπευφημία ή σάν ζητωκραυγές, άλλά σάν ένα τραύλισμα, ή γιά νά τό πούμε καλύτερα, σάν μία άπό αύτές τίς φωνητικές άσκήσεις στίς όποιες επιδίδονται οί ήθοποιοί ή οί ραδιοπαρουσιαστές γιά νά μάθουν νά μιλούν γρήγορα χωρίς νά κάνουν λάθη. "Οπως έλεγα, τά ονόματα πού φέρουμε, μάς τηλεκατευθύνουν μύστηριωδώς, καί τό όνομα τοϋ Μπερνάρ άπό τήν κούνια του ήδη, τόν προόριζε νά μιλήσει μιά μέρα στόν άέρα». ’Ά ν ό Πώλ ξεφούρνιζε όλες αύτές τίς κουταμάρες, ήταν έπειδή δέν τολμούσε νά έκφράσει φωναχτά μπροστά στήν κουνιάδα του, 130
τή σκέψη πού τόν τυραννοϋσε: τά οκτώ χρόνια διαφοράς άνάμε σα στή Λώρα καί στόν νεαρό Μπερνάρ, αύτά τά οκτώ χρόνια τόν μάγευαν! Πράγματι, ό Πώλ διατηρούσε τήν έκθαμβωτική άνά μνηση μιάς γυναίκας δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερής του, πού τήν είχε γνωρίσει πολύ στενά όταν εκείνος ήταν είκοσι πέντε χρόνων. Θά ήθελε νά μιλήσει γΓ αύτό, θά ήθελε νά εξηγήσει στή Λώρα ότι ό κάθε άντρας πρέπει νά ζήσει έναν έρωτα γιά μιά γυναίκα μεγαλύτερή του, καί ότι κανένας άλλος έρωτας δέν άφήνει πιό πολύτιμες άναμνήσεις. «Μιά γυναίκα μεγαλύτερη», είχε άνάγκη νά δηλώσει ύψώνοντας καί πάλι τό ποτήρι του, «είναι ένας άμέθυστος στή ζωή ενός άντρα!» Ά ρνήθηκε όμως αύτή τήν άκριτη κίνηση καί άρκέστηκε νά έπικαλεσθεΐ σιωπηλά τήν ερωμένη του κάποιου καιρού, πού τοϋ είχε έμπιστευθεϊ τά κλειδιά τοϋ διαμερίσματος της όπου μποροϋσε νά έγκαθίσταται όποτε ήθελε καί νά κάνει ό,τι ήθελε, κι αύτή ήταν μιά διευθέτηση πού τόν βόλευε πολύ περισσότερο άν ληφθεϊ ύπόψη ότι ό Πώλ είχε κακές σχέσεις μέ τόν πατέρα του καί επιθυμούσε νά μένει στό σπίτι του όσο λιγότερο συχνά γινόταν. Έκείνη δέν διεκδικοϋσε καθόλου τίς βραδιές του* τή συναντούσε άν ήταν ελεύθε ρος, άλλά δέν χρειαζόταν νά δίνει εξηγήσεις όταν δέν είχε χρόνο νά τή δει. Ποτέ δέν τόν ύποχρέωνε νά βγαίνει μαζί της καί, όταν τούς έβλεπαν καί τούς δύο μαζί κοινωνικά, συμπεριφερόταν σάν μία συγγενής ερωτευμένη, έτοιμη γιά όλα γιά χάρη τοϋ χαριτω μένου άνιψιοϋ της. "Οταν έκεινος παντρεύτηκε, τοϋ προσέφερε ένα πολυτελές δώρο πού έμεινε πάντοτε ένα αίνιγμα γιά τήν Ά νιές. Δέν ήταν όμως καθόλου δυνατόν νά πει στή Λο>ρα: είμαι εύτυχής πού ό φίλος μου άγαπάει μιά μεγαλύτερη γυναίκα, πού θά τοϋ συμπεριφερθεϊ σάν μία θεία ερωτευμένη μέ τόν χαριτωμέ νο της άνιψιό. Ή τα ν άκόμα λιγότερο δυνατό, καθώς ή Λώρα ξαναπή ρε τό λόγο; «Τό ώραιότερο είναι ότι όταν είμαι μαζί του νιώθω νά γίνομαι δέκα χρόνια νεώτερη. Χάρη σ 5 αύτόν, διέγραψα άπό τή ζωή μου δέκα ή δεκαπέντε έπώδυνα χρόνια, έχω τήν εντύπωση ότι είναι μόλις χθές πού έφθασα άπό τήν Ε λβετία καί τόν συνάντησα». 131
' Η ομολογία αύτή εμπόδισε τόν Πώλ νά έπικαλεσθεΐ (ρωναχτά τόν άμέθυστό του· κράτησε λοιπόν τίς αναμνήσεις του γιά τόν εαυτό του καί άρκέστηκε νά απολαμβάνει τό κρασί, χ(ορίς πιά ν ’ άκούσει αύτά πού διηγόταν ή Λώρα. Δέν ήταν παρά άργότερα, γιά νά έπανέλθει στή συζήτηση, πού ρώτησε: «Τί σοϋ είπε ό Μπερνάρ γιά τόν πατέρα του; — Τίποτα, άπάντησε ή Λώρα. Μπορώ νά σέ διαβεβαιώσω ότι ό πατέρας του δέν είναι τό άντικείμενο τών συζητήσεών μας. Ξέρω ότι άνήκουν σέ μιά μεγάλη οικογένεια. Ά λ λ ά δέν άγνοεις τί σκέπτομαι γιά τίς μεγάλες οικογένειες. — Καί δέν έχεις περιέργεια νά μάθεις περισσότερα; — Ό χ ι, είπε ή Λώρα μ ’ ένα γέλιο χαρούμενο. — Θά έπρεπε. ' Ο Μπερτράν Μπερτράν είναι τό κύριο πρό βλημα τοϋ Μπερνάρ Μπερτράν. — ' Οπωσδήποτε όχι! φώναξε ή Λώρα, σίγουρη ότι έκείνη ήταν τό κύριο πρόβλημα τοϋ Μπερνάρ. — Ξέρεις ότι ό γερο-Μπερτράν προόριζε τόν Μπερνάρ γιά πολιτική σταδιοδρομία; ρώτησε ό Πώλ. — Ό χ ι, άπάντησε ή Λώρα σηκώνοντας τούς ώμους. — Στήν οικογένεια αύτή, κληρονομείς μιά πολιτική σταδιο δρομία όπως κληρονομείς ένα άγρόκτήμα. Ό Μπερτράν Μπερ τράν ήταν βέβαιος ότι ό γιός του θά έπεδίωκε μιά μέρα στή θέση του τό χρίσμα τοϋ βουλευτή. Ά λ λ ά ό Μπερνάρ, όταν ήταν είκοσι χρόνων, άκουσε στό ραδιόφωνο τήν εξής είδηση: «Κατα στροφή στόν άέρα, πάνω άπό τόν Α τλαντικό. Ε κ α τόν τρεις επιβάτες χάθηκαν, έκ τών οποίων επτά παιδιά καί τέσσερις δημοσιογράφοι». Τό ότι σέ παρόμοιες περιπτώσεις άναφέρονται τά παιδιά ώς ιδιαίτερα πολύτιμο είδος τής άνθρωπότητας, είναι κάτι πού δέν μάς εκπλήσσει πιά άπό καιρό. Τή φορά αύτή, όμως, όταν ή παρουσιάστρια πρόσθεσε στά παιδιά τούς δημοσιογρά φους, αύτό γιά τόν Μπερνάρ ήταν σάν μιά αστραπή. Ά ντιλαμβανόμε\ ότι σήμερα ό πολιτικός είναι ένα καταγέλαστο πρόσω πο. αποφάσισε νά γίνει δημοσιογράφος. Ή τύχη τό έφερε νά διευθύνω τήν εποχή έκείνη ένα σεμινάριο στή νομική σχολή όπου φοιτούσε. Έ κεΐ ήταν πού συμπλή ρωσε τήν προδοσία 132
απέναντι στόν πατέρα του. Στά έχει διηγηθεΐ αύτά ό Μπερνάρ; — Φυσικά! άπάντησε ή Λώρα. Σέ λατρεύει!» 'Ένας νέγρος μπήκε τότε στήν αίθουσα, κουβαλώντας ένα καλάθι μέ λουλούδια. Ή Λώρα τού έκανε νόημα. 'Ο νέγρος έδειξε θαυμάσια άσπρα δόντια καί ή Λώρα, τραβώντας άπό τό καλάθι ένα μπουκέτο άπό πέντε μισομαραμένα κινέζικα γαρυφαλλάκια, τό έτεινε στόν Πώλ: «'Όλη μου τήν εύτυχία, στή χρωστάω». eΟ Πώλ βούτηξε τό χέρι του μέσα στό καλάθι καί τράβηξε ένα άλλο μπουκέτο κινέζικα γαρυφαλλάκια. «Δέν γιορτάζουμε σήμε ρα εμένα, άλλά εσένα, είπε προσφέροντάς της τά λουλούδια. — Ναί, είναι ή γιορτή τής Λώρας σήμερα», είπε ή Ά νιές τραβώντας άπό τό καλάθι ένα τρίτο μπουκέτο κινέζικα γαρυφαλ λάκια. Τής Λώρας τά μάτια ήσαν βουρκωμένα: «Νιώθω τόσο καλά μαζί σας, νιώθω τόσο καλά», καί σηκώθηκε. ’Έσφιγγε τά δυό μπουκέτα στό στήθος της, άκίνητη δίπλα στόν νέγρο πού στεκό ταν σάν βασιλιάς. 'Ό λοι οί νέγροι μοιάζουν μέ βασιλιάδες: τούτος-έδώ ήταν σάν τόν 5Οθέλλο, πρίν ζηλέψει τή Λεισδαιμόνα, καί ή Λώρα ήταν σάν μία Λεισδαιμόνα ερωτευμένη μέ τό βασιλιά της. ' Ο Πώλ ήξερε τί έπρόκειτο οπωσδήποτε νά συμβεΐ. 'Όταν ή Λώρα μεθούσε, άρχιζε πάντοτε νά τραγουδάει. Ά ρ γά , άπό τά τρίσβαθα τού κορμιού της, μιά έπιθυμία νά τραγουδήσει άνέβηκε ώς τό λαρύγγι της, τόσο έντονα πού πολλοί άπό τούς συνδαιτημόνες γύρισαν μέ περιέργεια τό κεφάλι. «Λώρα, μουρμούρισε ό Πώλ, σ ’ αύτό τό εστιατόριο, κινδυ νεύεις νά μήν σού εκτιμήσουν τόν Μάλερ!» Μ 5 ένα μπουκέτο σφιγμένο σέ κάθε της στήθος, ή Λώρα πίστευε ότι βρισκόταν στή σκηνή μιας όπερας. Τής φαινόταν ότι ένιωθε, κάτω άπό τά δάχτυλά της, τήν πληρότητα τών μαστών πού φούσκωναν άπό τίς νότες. Γιά έκείνη όμως, οί έπιθυμίες τοϋ Πώλ ήσαν πάντοτε διαταγές. c Υπάκουσε καί άρκέστηκε νά άναστενάξει: « Ηθελα τόσο νά κάνω κάτι...» Τότε, ό νέγρος, όδηγημένος άπό τό λεπτό ένστικτο τών βασιλιάδων, πήρε άπό τό βάθος τοϋ καλαθιού τά δύο τελευταία 133
μπουκέτα τών πατημένων λουλουδιών καί, μέ μία εξαίσια κίνη ση, της τά πρόσφερε. « Ά ν ιές, είπε ή Λώρα, αγαπημένη Ά ν ιές, χωρίς εσένα ποτέ δέν θά είχα ερθει στό Παρίσι, χωρίς εσένα δέν θά είχα γνωρίσει τόν Πώλ, χωρίς τόν Πώλ δεν θά είχε ποτέ γνωρίσει τόν Μπερνάρ», καί άκούμπησε τά τέσσερα μπουκέτα της επάνω στό τραπέζι, μπροστά στήν άδελφή της.
134
'Η ενδεκάτη εντολή ΑΛΛΟΤΕ, ή δημοσιογραφική δόξα μπόρεσε νά βρει τό σύμβολό
της στό μεγάλο όνομα τοϋ ’Έρνεστ Χεμινγουαίη. "Ολο του τό έργο, όπως καί τό συγκρατημένο καί σφιχτό του στύλ, έχει τίς ρίζες του στά ρεπορτάζ πού ό πολύ νέος Χεμινγουαίη έστελνε στίς εφημερίδες τοϋ Κάνσας Σίτυ. Τό νά είσαι δημοσιογράφος σήμαινε τότε, νά προσεγγίζεις περισσότερο άπό όποιονδήποτε άλλον τήν πραγματική ζωή, νά ψάχνεις στά κρυφά της μύχια, νά βουτάς τά χέρια σου έκεΐ καί νά τά λερώνεις. 'Ο Χεμινγουαίη ήταν περήφανος πού έγραψε βιβλία τά όποια είναι ταυτόχρονα τόσο γήινα καί τόσο ψηλά τοποθετημένα στό στερέωμα τής τέχνης. "Οταν ό Μπερνάρ σκέφτεται τή λέξη «δημοσιογράφος» (τίτ λος πού σήμερα στή Γαλλία, περικλείει επίσης τούς ανθρώπους τοϋ ραδιοφώνου, τής τηλεόρασης καί τούς φωτογράφους τοϋ Τύπου), δέν συλλογίζεται τόν Χεμινγουαίη, καί τό λογοτεχνικό είδος στό όποιο επιθυμεί νά διακριθεΐ δέν είναι τό ρεπορτάζ. ’Ονειρεύεται περισσότερο νά γράψει, σέ κάποιο γνωστό εβδομα διαίο περιοδικό, άρθρα πού θά έκαναν όλους τούς συναδέλφους τοϋ πατέρα του νά τρέμουν. Ή συνεντεύξεις. Ποιός είναι, άλλωστε, ό πιό σημαντικός δημοσιογράφος τών τελευταίων καιρών; Δέν είναι ένας Χεμινγουαίη πού διηγείται τίς εμπειρίες πού έζησε στά χαρακώματα, οϋτε ένας οικείος τών πορνών τής Πράγας όπως ό ’Έγκον ’Έ ρβιν Κίς, οϋτε ένας ’Ό ργουελ πού έζησε μιά ολόκληρη χρονιά μέ τούς ζητιάνους τοϋ Παρισιοϋ, άλλά ή Ό ριά να Φαλάτσι πού άνάμεσα στό 1969 καί τό 1972 δημοσίευσε στό ιταλικό περιοδικό Έονροπέο, μιά σειρά συζητή σεων μέ τούς διασημότερους πολιτικούς τής έποχής. Οί συζητή σεις αύτές ήσαν κάτι παραπάνω άπό συζητήσεις· ήσαν μονομα χίες. Πρίν μπορέσουν νά καταλάβουν ότι πολεμούσαν μέ άνισα 135
όπλα —γιατί ήταν έκείνη πού μπορούσε νά θέτει ερωτήσεις κι όχι αύτοί—, οί πανίσχυροι πολιτικοί κατρακυλούσαν Κ.Ο. στό δάπεδο τού ρίνγκ. Οί μονομαχίες αύτές ήσαν ενα σημείο τών καιρών: ή κατά σταση ειχε αλλάξει. Οί δημοσιογράφοι είχαν καταλάβει ότι τό νά θέτουν ερωτήσεις δέν ήταν μόνο ή μέθοδος εργασίας τοϋ ρεπόρτερ, πού κάνει ταπεινά μιά ερευνά μέ τό σημειωματάριό του στό χέρι, άλλά ενας τρόπος νά άσκοϋν τήν εξουσία. ' Ο δημοσιο γράφος δέν είναι αύτός πού θέτει ερωτήσεις, άλλά αύτός πού έχει τό ιερό δικαίωμα νά τίς θέτει, καί νά τίς θέτει σέ όποιονδήποτε, γιά όποιοδήποτε θέμα. Ά λ λ ά δέν έχουμε όλοι αύτό τό δικαίωμα; Κάθε ερώτηση δέν είναι ενα γεφυράκι κατανόησης πού ρίχνεται άπό τόν έναν άνθρωπο στόν άλλο; ’Ίσως. Διευκρινίζω λοιπόν τή διαβεβαίωσή μου: ή εξουσία τοϋ δημοσιογράφου δέν στηρίζεται στό δικαίωμα νά θέτει μία ερώτηση, άλλά στό δικαίωμα νά άπαιτει μία απάντηση. Παρατηρείστε, σάς παρακαλώ, ότι ό Μωυσής δέν περιέλαβε τό «ού ψεύση» στίς δέκα εντολές τοϋ Θεοϋ. Δέν είναι τυχαίο! Διότι αύτός πού λέει «Μή λές ψέματα» πρέπει προηγουμένως νά έχει πει «Α πάντησε!», ενώ ό Θεός δέν έδωσε σέ κανέναν τό δικαίίομα νά άξιώνει άπό τόν άλλο μία άπάντηση. «Μή λές ψέματα», «πές τήν άλήθεια» είναι προσταγές πού ένας άνθρωπος δέν θά έπρεπε νά άπευθύνει σ ’ έναν άλλον άνθρωπο, έφόσον τόν θεωρεί ίσο του. Ό Θεός μόνο, ίσως, θά μπορούσε, άλλά δέν έχει κανένα λόγο νά τό κάνει, άφοϋ όλα τά γνωρίζει καί δέν έχει καμία άνάγκη άπαντήσεων. Ά νά μ εσα σ ’ αύτόν πού διατάσσει καί σ ’ αύτόν πού πρέπει νά ύπακούσει ή άνισότητα δέν είναι τόσο ριζική όσο άνάμεσα σ ’ εκείνον πού έχει τό δικαίωμα νά αξιώσει μιά άπάντηση καί σ ’ εκείνον πού έχει τήν ύποχρέωση νά απαντήσει. Αύτός είναι ό λόγος πού τό δικαίωμα νά αξιώνεις μιά άπάντηση δέν έχει ποτέ παραχωρηθει παρά μόνο κατ’ έξαίρεσιν. Παραδείγματος χάριν, στόν δικαστή πού έρευνα μιά εγκληματική ύπόθεση. Στή διάρ κεια τοϋ αιώνα μας, τά κομμουνιστικά καί φασιστικά κράτη άντιποιήθηκαν τό δικαίωμα αύτό, όχι πιά κατ’ έξαίρεσιν, άλλά 136
διαρκώς. "Οσοι προέρχονταν άπό τίς χώρες αύτές ήξεραν ότι άνά πάσα στιγμή μπορούσαν νά τούς ύποχρεώσουν νά άπαντήσουν: τί έκαναν τήν παραμονή; τί σκέπτονται κατά βάθος; γιά ποιο πράγμα μιλούν μέ τόν Α; καί μήπως έχουν στενές σχέσεις μέ τόν Β; ’Ακριβώς, αύτή ή προστακτική πού εγινε «μήν λες ψέματα! πες τήν άλήθεια!», αύτή ή ενδεκάτη εντολή στή δύναμη τής όποίας δέν μπόρεσαν ν ’ άντισταθοϋν, πού τούς μεταμόρφωσε σέ μιά συνοδεία ταλαίπωρων παλίμπαιδων. Π αρ’ όλα αύτά, άπό καιρό σέ καιρό, βρισκόταν ενας Γ νά άρνηθεί πεισματικά νά πει γιά ποιό πράγμα είχε μιλήσει μέ τόν Α* γιά νά έκφράσει τήν εξέγερσή του (συχνά ήταν ή μόνη δυνατή εξέγερση!) ελεγε άντί γιά τήν άλήθεια ενα ψέμα. Ή άστυνομία τό ήξερε όμως καί έγκαθιστοϋσε μικρόφωνα στό σπίτι του. Δέν τήν παρακινούσε κάποιο καταδικαστέο κίνητρο, άλλά ή άπλή επιθυμία νά μάθει μιά άλήθεια πού ό ψεύτης Γ άπέκρυπτε. Θεωρούσε, άπλούστατα, ότι ήταν ιερό της δικαίωμα νά άξιώσει μία άπάντηση. Σέ μιά δημοκρατική χώρα, κάθε πολίτης θά έβγαζε τή γλώσ σα στόν μπάτσο πού θά τολμούσε νά τόν ρωτήσει γιά ποιό πράγμα μίλησε μέ τόν Α καί άν έχει στενές σχέσεις μέ τόν Β. ’Εντούτοις, κι εδώ επίσης, άσκειται ή ήγεμονική εξουσία τής ένδεκάτης εντολής. Στό κάτω κάτο) πρέπει οπωσδήποτε νά ισχύσει μία εντολή, σέ εναν αιώνα πού ό Δεκάλογος εχει σχεδόν λησμονηθεί! "Ολο τό ήθικό οικοδόμημα τής εποχής μας στηρί ζεται στήν ενδεκάτη εντολή, καί ό δημοσιογράφος έχει καταλά βει καλά ότι αύτός πρέπει νά τής εξασφαλίσει τή διαχείριση· έτσι τό θέλει μιά μυστική προσταγή τής *Ιστορίας, πού παρέχει σήμερα στό δημοσιογράφο μία εξουσία τήν όποία κανένας Χεμινγουαίη, κανένας ’Ό ργουελ δέν τόλμησαν ώς τά τώρα νά ονειρευτούν. Αύτό φανερώθηκε καθαρό σάν τό νεράκι τής πηγής, τήν ήμέρα πού οί ’ Αμερικανοί δημοσιογράφοι Κάρλ Μπερνστάιν καί Μπόμπ Γούντγουωρντ άποκάλυψαν, μέ τίς έρωτήσεις τους, τίς ένοχες κινήσεις τοϋ Προέδρου Νίξον στή διάρκεια τής προεκλογικής εκστρατείας, υποχρεώνοντας έτσι τόν πιό ισχυρό άνθρωπο τοϋ πλανήτη πρώτα νά πει ψέματα δημοσίως, έπειτα νά 137
ομολογήσει δημοσίως τά ψέματά του, τέλος, νά έγκαταλείψει μέ τό κεφάλι κάτω τόν Λευκό Οϊκο. Τά χειροκροτήματά μας ύπήρξαν τότε ομόφωνα, διότι είχε αποδοθεί δικαιοσύνη. Ό Πώλ είχε χειροκροτήσει μέ τό παραπάνω γιατί σ ’ αύτό τό επεισόδιο προαισθανόταν μία μεγάλη ιστορική αλλαγή, τό δρασκέλισμα ενός κατωφλιού, τήν αλησμόνητη στιγμή μιας αποκάλυψης: μιά καινούργια δύναμη έκανε τήν εμφάνισή της, ικανή μόνη της νά εκθρονίσει τόν γηραιό έπαγγελματία τής εξουσίας, πού ώς τότε ήταν ό πολιτικός άνδρας. Καί νά τόν έκθρονίσει όχι μέ τά όπλα ή μέ τή δολοπλοκία, άλλά μέ τήν άπλή δύναμη τών έρωτήσεων. «Πές τήν άλήθεια!» άξιώνει ό δημοσιογράφος, καί μπορούμε σίγουρα ν ’ άναρωτηθούμε: ποιό είναι τό περιεχόμενο τής λέξης «άλήθεια» γΓ αύτόν πού διαχειρίζεται τό θεσμό τής ένδεκάτης εντολής; Προκειμένου Vs άποφύγουμε κάθε παρεξήγηση, άς ύπογραμμίσουμε ότι δέν πρόκειται οϋτε γιά τήν άλήθεια τοϋ Θεοϋ, πού κόστισε στόν Γιάν Χούς τήν πυρά, οϋτε γιά τήν επιστημονική άλήθεια πού, άργότερα, κόστισε στόν Τζορντάνο Μπροϋνο τόν ϊδιο θάνατο. Ή άλήθεια τήν όποία άξιώνει ή ένδεκάτη εντολή δέν άφορά οϋτε τήν πίστη οϋτε τή σκέψη, είναι ή άλήθεια τοϋ χαμηλότερου όντολογικοϋ ορόφου, ή καθαρά θετικιστική άλήθεια τών πραγμάτων: αύτό πού ό Γ έκανε χθές* αύτό πού πραγματικά σκέπτεται κατά βάθος· αύτό γιά τό όποιο μιλάει όταν συναντιέται μέ τόν Λ* καί άν έχει στενές σχέσεις μέ τόν Β. Ε ντούτοις, παρ5 όλο πού κειται στόν χαμηλότερο όντο λογικό όροφο, είναι ή άλήθεια τής εποχής μας καί κρύβει τήν ιδια εκρηκτική δύναμη όπως, κάποτε, ή άλήθεια τοϋ Γιάν Χούς ή τοϋ Τζορντάνο Μπροϋνο. « ’Έχετε στενές σχέσεις μέ τήν Β;» ρωτάει ό δημοσιογράφος. 'Ο Γάπαντάει μ 5 ένα ψέμα, διαβεβαιώνοντας ότι ποτέ δέν γνώρισε τήν Β. Ά λ λ ά ό δημοσιογράφος γελάει κάτω άπό τά μουστάκια του, γιατί έδώ καί πολύ καιρό ένας ρεπόρτερ τής έφημερίδας του έχει κρυφά φωτογραφήσει τήν Β ολόγυμνη στήν άγκαλιά τοϋ Γ, καί δέν έξαρτάται πιά παρά άπό αύτόν τόν ϊδιο νά κάνει δημόσιο τό σκάνδαλο, προτάσσοντας τά λόγια τοϋ ψεύτη Γ πού τό ϊδιο άνανδρα όσο καί ξεδιάντροπα επιμένει Vs άρνειται ότι γνωρίζει τήν Β. 138
Βρισκόμαστε σέ πλήρη προεκλογική εκστρατεία, ό πολιτι κός άνδρας πηδάει άπό ενα αεροπλάνο σ ’ ενα ελικόπτερο, άπό τό ελικόπτερο σ 5 ενα αύτοκίνητο, χτυπιέται, ιδρώνει, καταπίνει τό πρωινό του τρέχοντας, ούρλιάζει μέσα σέ μικρόφωνα, βγάζει δίωρους λόγους, άλλά γιά νά τελειώσει θά είναι κάποιος Γούντγουωρντ ή ενας Μπερνστάιν πού θά άποφασίσει ποιά άπό τίς πενήντα χιλιάδες φράσεις πού προφέρθηκαν, θά έμφανισθει στίς . εφημερίδες ή θά άναφερθεί στό ραδιόφωνο. 5Εξ ου καί ή επιθυμία πού έχει ό πολιτικός άνδρας νά μιλάει αύτοπροσώπως στό ραδιόφωνο ή στήν τηλεόραση, άλλά τότε τοϋ χρειάζεται ή μεσολάβηση μιάς Ό ριάνας Φαλάτσι, πού εχει τό άπάνω χέρι στό πρόγραμμα καί πού θέτει τίς ερωτήσεις. Γιά νά επωφελήθεϊ άπό τό σύντομο διάστημα πού όλο τό έθνος θά μπορεΐ νά τόν δει, ό πολιτικός θά θελή σει νά βιαστεί γιά νά πει όλα όσα θέλει, άλλά ό Γούντγουωρντ θά τόν ρωτήσει γιά θέματα πού δέ θά θέλει καθόλου καί γιά τά όποια θά προτιμούσε νά μή μιλήσει. Θά βρεθεί έτσι στήν κλασική κατάσταση τοϋ γυμνασιόπαιδου πού τόν εξετάζουν στόν πίνακα, καί θά καταφύγει στό παλιό τέχνα σμα: παριστάνοντας ότι άπαντάει στήν ερώτηση, θά ξεφουρνίσει στήν πραγματικότητα τίς φράσεις πού ετοίμασε σπίτι του γιά τήν έκπομπή. "Αν όμως τό τέχνασμα αύτό είχε κάποτε καταφέρει νά ξεγελάσει τόν καθηγητή, δέ θά ξεγελάσει τόν Μπερνστάιν πού θά τόν τυραννίσει χωρίς έλεος: «Δέν άπαντήσατε στήν ερώτησή μου!» Ποιός θά ήθελε σήμερα νά κάνει μιά πολιτική σταδιοδρομία; Ποιός θά ήθελε νά τόν εξετάζουν σέ όλη του τή ζωή μπροστά στόν μαυροπίνακα; *Οπωσδήποτε όχι ό γιός τοϋ βουλευτή Μπερτράν Μπερτράν.
139
Ή εικονολογία Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ άνδρας έξαρτάται άπό τόν δημοσιογράφο. Ά π ό ποιόν όμως έξαρτώνται οί δημοσιογράφοι; Ά π ό αύτούς πού τούς πληρώνουν. Κι αύτοί πού τούς πληρώνουν, είναι τά διαφημιστι κά πρακτορεία πού άγοράζουν γιά τίς διαφημίσεις τους χώρο στίς εφημερίδες ή χρόνο στό ραδιόφωνο. 5Εκ πρώτης όψεως θά μπορούσε κανείς νά πιστέψει ότι θά άπευθύνονταν χωρίς δισταγ μό σέ κάθε εφημερίδα πού ή μεγάλη της κυκλοφορία μπορεΐ νά προωθήσει τήν πώληση τοϋ προϊόντος. Ά λ λ ά πρόκειται γιά άφελή ιδέα. Ή πώληση τοϋ προϊόντος έχει λιγότερη σημασία ά π’ ό,τι νομίζουμε. Ά ρ κ εΐ νά λάβουμε ύπόψη τί συμβαίνει στίς κομμουνιστικές χώρες: στό κάτω κάτω δέ θά μπορούσε νά διαβεβαιώσει κανείς ότι τά εκατομμύρια άφίσες τοϋ Λένιν κολ λημένες παντού στό πέρασμά σας, μπορούν νά σάς κάνουν τόν Λένιν πιό άγαπητό. Τά διαφημιστικά πρακτορεία τοϋ κομμουνι στικού κόμματος (τά περίφημα τμήματα άγκιτάτσιας καί προπα γάνδας) έχουν άπό καιρό ξεχάσει τόν πρακτικό τους σκοπό (νά σέ κάνουν ν 5 άγαπήσεις τό κομμουνιστικό σύστημα) καί έχουν γίνει αύτοσκοπός: έχουν δημιουργήσει ενα γλωσσικό ιδίωμα, τύπους, μία αισθητική (οί έπικεφαλεΐς τών πρακτορείων αύτών ύπήρξαν κάποτε οί άπόλυτοι άρχοντες τής τέχνης τοϋ τόπου τους), ένα ιδιαίτερο στύλ ζωήις, τήν όποία άκολούθίος άνέπτυξαν, διέδωσαν καί επέβαλαν στούς ταλαίπωρους λαούς. Μήπως πρόκειται νά μοϋ άντιτάξετε ότι διαφήμιση καί προπαγάνδα δέν έχουν σχέση μεταξύ τους, καθώς ή μία είναι στήν ύπηρεσία τής αγοράς καί ή άλλη στήν ύπηρεσία τής ιδεολογίας; Δέν καταλαβαίνετε τίποτα, *Εδώ καί εκατό χρόνια πάνω κάτω, στή Ρωσία, οί καταδιωκόμενοι μαρξιστές σχημάτι ζαν μικρές παράνομες ομάδες όπου μελετούσαν όλοι μαζί τό Μανιφέστο τοϋ Μάρξ* άπλούστευσαν τό περιεχόμενο αύτής τής 140
ιδεολογίας γιά τήν τήν κάνουν νά εξαπλωθεί καί σέ άλλες ομάδες, τών όποιων τά μέλη, άπλουστεύοντας μέ τή σειρά τους αύτή τήν άπλούστευση τοϋ άπλοϋ, τήν μετέδωσαν καί τήν επαύξησαν ώς τή στιγμή πού ό μαρξισμός, γνωστός καί ισχυρός σέ όλον τόν πλανήτη, βρέθηκε συρρικνωμένος σέ δύο ώς τρία σλόγκαν, τόσο χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους πού δύσκολα μπορεΐ νά τά πάρει κανείς γιά μία ιδεολογία. Καί καθώς αύτό πού έχει άπομείνει άπό τόν Μάρξ δέν σχηματίζει πιά ένα λογικό σύστημα ιδεών, άλλά μόνο μιά άλληλουχία εικόνων καί διαδοχι κών εμβλημάτων (ό εργάτης πού χαμογελάει κρατώντας τό σφυρί του, ό Λευκός πού τείνει τό χέρι στόν Κίτρινο καί στόν Μαϋρο, τό περιστέρι τής ειρήνης νά φτερουγίζει, κ.λπ.), μπορούμε δικαίως νά μιλήσουμε γιά μιά βαθμιαία μεταμόρφωση, γενική καί πλανητική, τής ιδεολογίας σέ εικονολογία. Εικονολογία! Ποιός πρώτος σφυρηλάτησε αύτόν τόν άποφθεγματικό νεολογισμό; Ό Πώλ ή έγώ; Δέν έχει σημασία. Αύτό πού μετράει είναι ότι επιτέλους ύπάρχει μιά λέξη πού μάς επιτρέπει νά συγκεντρώνουμε κάτω άπό τήν ιδια στέγη φαινόμε να ή ονομασίες τόσο διαφορετικές: διαφημιστικά πρακτορεία* σύμβουλοι επικοινωνίας τών πολιτικών* σχεδιαστές πού προβάλ λουν τή γραμμή ενός καινούργιου αύτοκινήτου ή τόν εξοπλισμό μιάς αίθουσας γυμναστικής* δημιουργοί μόδας καί μεγάλοι μόδι στροι* κομμωτές* στάρ τής show business πού ύπαγορεύουν τούς κανόνες τής φυσικής ομορφιάς, άπό τούς οποίους θά έμπνευσθοϋν όλοι οί κλάδοι τής εικονολογίας. Έξυπακούεται ότι οί εικονολόγοι ύπή ρχαν πρίν άπό τή δημιουργία τών ισχυρών θεσμών πού σήμερα γνωρίζουμε. "Ακό μα καί ό Χίτλερ είχε τόν προσωπικό του εικονολόγο πού, στημένος μπροστά στόν Φύρερ, τοϋ έδειχνε υπομονετικά τίς χειρονομίες πού έπρεπε νά κάνει στό βήμα για νά προκαλέσει έκσταση στά πλήθη. "Αν όμως αύτή ή εικονολογία είχε περιγράψει στούς Γερμανούς κατά τή διάρκεια μιάς συνέντευξης σι; μερικούς δημόσιο*/,η'φους, έναν Φύρερ ανίκανο νά κουνήσει σωστά τά χέρια r η). f > τίνος δέν θά είχε έτηζήσκι Ίίερκτοο^ρο άπό μισή μέρα μ ( ίέ.,ν ιας άδιακρισίας. Σήμερα, η εικονολογία 141
δέν κρύβει πιά τή δουλειά της, αντίθετα τρελαίνεται νά μιλάει γΓ αύτήν, συχνά στήν ιδια τή θέση τοϋ πολιτικού της* τρελαίνεται νά εξηγεί δημόσια δλα δσα προσπάθησε νά διδάξει στόν πελάτη της, τίς κακές συνήθειες πού τόν έκανε νά χάσει, τίς οδηγίες πού τοϋ έδωσε, τά σλόγκαν καί τούς τύπους πού εκείνος θά χρησιμο ποιήσει στό μέλλον, τό χρώμα τής γραβάτας πού θά φοράει. Τόση ύπερηφάνεια δέν έχει τίποτα πού θά πρέπει νά μάς εκπλήσ σει: ή εικονολογία έχει καταφέρει, κατά τή διάρκεια τών τελευ ταίων δεκαετιών, μιά ιστορική νίκη επί τής ιδεολογίας. Ό λες οί ιδεολογίες νικήθηκαν: τά δόγματά τους κατέληξαν νά ξεσκεπαστούν σάν αύταπάτες καί οί άνθρωποι έπαψαν νά τά παίρνουν στά σοβαρά. Γιά παράδειγμα, οί κομμουνιστές πίστε ψαν δτι ή άνάπτυξη τοϋ καπιταλισμού θά εξαθλίωνε δλο καί περισσότερο τό προλεταριάτο' άνακαλύπτοντας μιά μέρα δτι δλοι οί εργάτες στήν Εύρώπη πήγαιναν μέ τό αύτοκίνητό τους στή δουλειά τους, είχαν τήν άνάγκη νά φωνάξουν δτι ή πραγμα τικότητα είχε κάνει ζαβολιά. Ή πραγματικότητα ήταν πιό δυνατή άπό τήν ιδεολογία. Καί είναι άκριβώς μέ τήν έννοια αύτή πού ή εικονολογία τήν ξεπέρασε: ή εικονολογία είναι πιό δυνατή άπό τήν πραγματικότητα, ή όποία άλλωστε άπό πολύ καιρό εχει πάψει νά άντιπροσωπεύει γιά τόν άνθρωπο αύτό πού άντιπροσώπευσε γιά τή γιαγιά μου πού ζοϋσε σ* ενα χωριό τής Μοραβίας καί δλα τά ήξερε εμπειρικά: πώς ψήνουν τό ψωμί, πώς χτίζουν ενα σπίτι, πώς σκοτώνουν τό γουρούνι καί πώς κάνουν καπνιστό κρέας άπό αύτό, μέ τί ράβουν τά παπλώματα, αύτό πού ό εφημέριος σκεπτόταν γιά τόν κόσμο κι αύτό πού γιά τό ϊδιο πράγμα σκεπτόταν ό δάσκαλος· συναντώντας καθημερινά όλους τούς κατοίκους τοϋ χωριού, ήξερε πόσα εγκλήματα είχαν γίνει τά τελευταία δέκα χρόνια στήν περιοχή· γιά νά τό πούμε έτσι, κρατούσε τήν πραγματικότητα ύπό τόν προσωπικό της έλεγχο, κατά τρόπο πού κανένας δέν θά μπορούσε νά τήν κάνει νά πιστέψει δτι ή γεωργία τής Μοραβίας άνθοϋσε, άν δέν ύπή ρχε κάτι νά φάνε στό σπίτι. Στό Παρίσι, ό γείτονάς μου στό διπλανό διαμέρισμα περνάει τήν ήμέρα του καθισμένος στό γραφείο του άπέναντι σ 3 έναν άλλο ύπάλληλο, έπειτα γυρίζει στό σπίτι, 141
ανοίγει τήν τηλεόραση γιά νά μάθει τί γίνεται στόν κόσμο καί, όταν ό παρουσιαστής, σχολιάζοντας τήν τελευταία σφυγμομέ τρηση, τόν πληροφορεί ότι, γιά τήν πλειοψηφία τών Γάλλων, ή Γαλλία εχει τό ρεκόρ στήν Εύρώπη σέ ό,τι αφορά τήν ασφάλεια (τή διάβασα πρόσφατα αύτήν τή σφυγμομέτρηση), περιχαρής, ανοίγει ενα μπουκάλι σαμπάνια καί ποτέ δέν θά μάθει πώς τήν ιδια μέρα, στόν Γδιο του τό δρόμο, εγιναν τρεις ληστείες καί δύο φόνοι. Οί σφυγμομετρήσεις τής κοινής γνώμης είναι τό αποφασιστι κό όργανο τής εικονολογικής εξουσίας, στήν όποία επιτρέπουν νά ζεϊ σέ τέλεια αρμονία μέ τό λαό. Ή εικονολογία βομβαρδίζει τούς άνθρώπους μέ ερωτήσεις: Πώς πάει ή γαλλική οικονομία; 'Υπάρχει ρατσισμός στή Γαλλία; Είναι ό ρατσισμός καλό ή κακό πράγμα; Ποιός είναι ό μεγαλύτερος συγγραφέας όλων τών εποχών; Ή Ούγγαρία είναι στήν Εύρώπη ή στήν Πολυνησία; Ά π ό όλους τούς πολιτικούς τοϋ κόσμου, ποιός είναι ό πιό σέξυ; Καθώς σήμερα ή πραγματικότητα είναι μία ήπειρος πού λίγοι τήν επισκέπτονται καί πού, δικαίως άλλωστε, δέν άρέσει καθό λου, ή σφυγμομέτρηση έχει γίνει ενα είδος ύπέρτατης πραγματι κότητας* ή, γιά νά τό πούμε διαφορετικά, εχει γίνει ή άλήθεια. Ή σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης είναι ένα κοινοβούλιο πού συνεδριάζει διαρκώς, πού άποστολή του είναι νά παράγει τήν άλήθεια, νά πούμε μάλιστα, τήν πιό δημοκρατική αλήθεια πού γνωρίσαμε ποτέ. Καθώς ποτέ δέν πρόκειται νά βρεθεί σέ άντίφαση μέ τό κοινοβούλιο τής άλήθείας, ή εξουσία τών εικονολόγων θά ζεϊ πάντοτε μέσα στό άληθινό, κι άκόμα κι άν γνωρίζω ότι κάθε άνθρώπινο πράγμα πεθαίνει, δέν θά μπορούσα νά φανταστώ ποιά δύναμη θά μπορούσε νά συντρίψει τήν εξου σία αύτή. Μέ τήν εύκαιρία τής σχέσης Ιδεολογίας καί εικονολογίας, προσθέτω άκόμα τούτο: οί ιδεολογίες ήσαν σάν ρόδες τεράστιες, πού γύριζαν πάνω σέ ράγες καί εξαπέλυαν πολέμους, επαναστά σεις, άναθεωρήσεις. Οί εικονολογικές ρόδες γυρίζουν έπίσης, άλλά ή τροχιά τους δέν έχει καμιά επίδραση στήν 'Ιστορία. Οι ιδεολογίες έκαναν τούς πολέμους τους καί ή καθεμία ήταν ικανή 143
νά επενδύσει μέ τή σκέψη της ολόκληρη μιά εποχή. "Η εικονο λογία οργανώνει μόνη της τήν ειρηνική αλληλοδιαδοχή τών συστημάτων της στό χαρούμενο ρυθμό τών εποχών. "Οπως θά
έλεγε ό Πώλ: οί ιδεολογίες άνήκαν στήν ' Ιστορία, τό βασίλειο τής εικονολογίας αρχίζει εκεί όπου τελειώνει ή ' Ιστορία. Ή λέξη άλλαγή, τόσο προσφιλής στήν Εύρώπη μας, πήρε ένα καινούργιο νόημα: δέν σημαίνει πιά μιά νέα φάση σέ μιά διαρκή εξέλιξη (μέ τήν έννοια ενός Βίκο, ενός Έ γελου ή ενός Μάρξ), άλλά τή μετατόπιση ενός χώρου σέ εναν άλλο, άπό τήν άριστερή πλευρά πρός τή δεξιά πλευρά, άπό τή δεξιά πλευρά πρός τά πίσω, άπό τά πίσω πρός τήν άριστερή πλευρά (μέ τήν έννοια τών μεγάλων μόδιστρων πού επινοούν τήν κούπ τής επόμενης έποχής). Στή λέσχη όπου συχνάζει ή Ά ν ιές, άν οί εικονολόγοι είχαν άποφασίσει νά στήσουν στούς τοίχους πελώριους καθρέ φτες, δέν ήταν γιά νά επιτρέψουν σ ’ αύτούς πού γυμνάζονται νά παρατηρούν καλύτερα τίς άσκήσεις τους, άλλά γιατί τή στιγμή έκείνη ό καθρέφτης περνούσε γιά άριθμός πού κέρδιζε στήν εικονολογική ρουλέτα. Ά ν , τή στιγμή πού γράφω τίς γραμμές αύτές, ό κόσμος έχει άποφασίσει ότι πρέπει νά θεωρούμε τόν φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγγερ έναν άγύρτη καί ένα κάθαρμα, δέν είναι έπειδή ή σκέψη του ξεπεράστηκε άπό άλλους φιλοσόφους, άλλά έπειδή, στήν εικονολογική ρουλέτα, έχει πρός τό παρόν γίνει ό άριθμός πού χάνει, ένα άντι-ιδανικό. Οί εικονολόγοι δημιουργούν συστήματα ιδανικών καί συστήματα άντι-ιδανικών, συστήματα πού δέν πρόκειται καθόλου νά διαρκέσουν, πού γρήγορα καθένα τους θά άντικατασταθεΐ άπό ένα άλλο, άλλά πού επιδρούν στούς τρόπους μέ τούς οποίους συμπεριφερόμαστε, στίς πολιτικές άπόψεις, στίς αισθητικές μας προτιμήσεις, στό χρώμα τοϋ χαλιού στό σαλόνι όπως καί στήν έπιλογή τών βιβλίων, μέ τήν ίδια δύναμη πού είχαν τά παλιά ιδεολογικά συστήματα. λίε7ά ( ; πο ν^τηρήσεις αύτές, μπορώ νά
έπανέλθω στήν αρχή i c ιιών μου., "Ο πολιτικός άνδρα^ έξαρτάται hii τ ' / δημίχ-ΐογρυφο. Καί οί δημοσιογράφοι από ;τοιονς έξαμτοΛΊ^ν Ά π ό τους είκονολόγους,. "Ο είκονολόγος είναι ό άνθρωπος τών w
144
Κ ,,Ι ' ,μ· . * . ,! . -Λ i" s J τ, ·>* «utp»* ι τ α / \*ίΛ α ?! \ * ι «-.> < · ·V V ' -, 0 r d v ’ u/ro. (\ Π ' ι 'V \ ’ τ α τ α - ι ψ μι.,,». -; r<\ · . . VI " -’5 p / τ j)UU..'C I :·.· Ml** r:,C,i , it* >UV >\J.i .,V .·<,>-Γ /V *, Γίΐ ο ■ ό Μ ΛΤμν, }/ n i u v συντ >/ - r r / , 'ν ; ^ ά β β ί* το , μ .α εκ Ύ
>1 VΓI1,11Κ'i ν’ '' -
; tpOCipi.pi ' * 11· »
ν» · ι β υ / ^ ι α \Ui \« i K'j vo*- ν' μ i; t vj j ι · ‘ ?\j ο ι ο ι, j.n / a hs \ o \ r a c ο ρ ο ί
»i -U/l
; {I ?
/. / . -V·{' ■
1 t■ * Γ >*■' iU * Vi rt< ; / ά P. ί’,1,} ^ v ;.άν»α, μ<* a·
'
r>:·: v s c*i*\.ί· >υς ο δι< Λ-m <’i
,>αμμαf fiv , γ vojotoc μ-,; Jt· Jt·* «>u lO'th'KA ι
*
, ·.%. r,) *n
A i'k'ou^uv, ν·»*v
jm»jKH)OF rupot v*u i ;το ταχθεί: oiy>x σι ·ά άν/ λαβε νά ^ τά σχόλια, γιά νά μή βαριέται ό ακροατής άπό μακροσκελείς συλλο/ιομοκ.· άφησε νά διακόπτεται ή ομιλία τών συντακτών μέ
έρωτήσεΐν, άλλ(ον συντακτών, μεταβάλλοντας ετσι τό μονόλογο σέ συζήτηση* πολλαπλασίασε τά μουσικά διαλείμματα, σέ ση μείο μάλιστα νά διατηρείται συχνά μιά μουσική υπόκρουση στά λόγια, καί ζήτησε άπό όλους τούς συνεργάτες του νά δώσουν σέ όλα αύτά πού θά έλεγαν άπό τό μικρόφωνο, μιά ελαφριά αμέρι μνη σ ία, νεανική καί ξένοιαστη, αύτήν άκριβώς πού έξωράισε τόσο τά πρωινά μου όνειρα, κάνοντας τό μετεωρολογικό δελτίο ενα είδος όπερας-μπούφα. Φρόντισε πάντοτε νά μαθαίνουν οί υφιστάμενοί του πώς ενας πανίσχυρος αρκούδας εκανε ό,τι μπορούσε γιά νά κρατήσει όλους τούς συνεργάτες του στίς
θέσεις τους. Δέν ύποχώρησε παρά μόνο σέ ενα σημείο. Ή εκπομπή μέ τόν τίτλο «Τό δίκαιο καί ό νόμος» θεωρήθηκε άπό τούς είκονολόγους τόσο καταφανώς άνυπόφορη, πού άρνήθηκαν νά τή συζητήσουν, άρκούμενοι, κάθε φορά πού κάποιος τήν άνέφερε, νά ξεκαρδίζονται στά γέλια δείχνοντας τά πάρα πολύ άσπρα δόντια τους. 5Αφού τούς ύποσχέθηκε νά τήν καταργήσει αύτή τήν εκπομπή, ό ’Αρκούδας ενιωσε ντροπή πού είχε υποχω ρήσει. Ή ντροπή του ήταν άκόμα μεγαλύτερη γιατί ό Πώλ ήταν φίλος του. ίο
145
Ό πνευματώδης σύμμαχος του κάθε νεκροθάφτη του Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ προγράμματος είχε τό παρατσούκλι Αρκούδας καί δέν θά μποροϋσε νά είχε άλλο: ήταν εύρωστος, ράθυμος, άκακος, ό καθένας δμως ήξερε δτι ή βαριά του πατούσα μποροϋ σε νά χτυπήσει δταν τόν έπιανε ό θυμός. Οί εικονολόγοι, αρκούντως θρασείς ώστε νά ισχυρίζονται δτι τοϋ μαθαίνουν τή δουλειά του, εξάντλησαν δλη τήν άρκουδίσια ύπομονή του. Ή τα ν λοιπόν καθισμένος στό τραπέζι, μέσα σέ μιά καντίνα τοϋ ραδιοφώνου, καί έξηγοϋσε σέ μερικούς συνεργάτες: «Αύτοί οί απατεώνες τής διαφήμισης, θά έλεγε κανείς δτι είναι ’ Αρειανοί. Δέν συμπεριφέρονται σάν φυσιολογικοί άνθρωποι. "Οταν σοϋ κοπανάνε τίς πιό δυσάρεστες παρατηρήσεις, τό πρόσωπό τους άκτινοβολεΐ άπό εύχαρίστηση. Δέν χρησιμοποιούν παρά καμιά εξηνταριά λέξεις καί εκφράζονται μέ μικρές φράσεις πού δέν περιέχουν ποτέ πάνω άπό τέσσερις λέξεις. 'Ο λόγος τους, τονισμένος άπό δυό ή τρεις άκαταλαβίστικους τεχνικούς δρους, εκφράζει τό πολύ μία ή δύο ιδέες, ίλιγγιωδώς πρωτογενείς. Αύτοί οί άνθρωποι δέν ντρέπονται πού είναι αύτοί πού είναι· δέν έχουν κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας. ’Ιδού ή άπόδειξη τής εξου σίας τους». Σ ’ αύτό τό λεπτό πάνω-κάτω, ό Πώλ εμφανίστηκε στήν καντίνα. Ά ντικρίζοντάς τον, ή μικρή ομάδα ένιωσε άκόμα μεγαλύτερη άμηχανία καθώς ό Πώλ έδειχνε νά είναι στά μεγάλα του κέφια. Πήρε άπό τόν πάγκο ένα φλιτζάνι καφέ καί πήγε νά συναντήσει τούς συναδέλφους του. Μέ τήν παρουσία τοϋ Πώλ, ό ’Αρκούδας αίσθάνθηκε άσχη μα. Τά είχε μέ τόν εαυτό του πού τόν πούλησε καί δέν είχε κάν βρει τό κουράγιο νά τοϋ τό πει. Πλημμυρισμένος άπό ένα καινούργιο κύμα μίσους κατά τών εικονολόγων, συνέχισε: «Γιά νά ικανοποιήσω αύτούς τούς κρετίνους, θά έφτανα μέχρι τό 146
σημείο νά μεταβάλω τό μετεωρολογικό δελτίο σέ διάλογο κλό ουν, άλλά μ ’ ενοχλεί ν ’ άκούω, άμέσως μετά, τόν Μπερνάρ ν ’ άναγγέλλει τό θάνατο εκατό άνθρώπων σέ μιά άεροπορική καταστροφή. Είμαι έτοιμος νά δώσω τή ζωή μου γιά νά διασκεδά σει ενας Γάλλος, άλλά οί πληροφορίες δέν είναι σαχλαμάρα». "Ολοι έδειχναν νά συμφωνούν, εκτός άπό τόν Πώλ. Μπήκε στή συζήτηση μ ’ ενα χαρούμενο, προκλητικό γέλιο: « ’Αρκού δα! Οί εικονολόγοι έχουν δίκιο! Μπερδεύεις τίς ειδήσεις μέ τά βραδινά μαθήματα!» 'Ο ’Αρκούδας θυμήθηκε τό χρονικό τοϋ Πώλ, πού ήταν καμιά φορά πνευματώδες, άλλά ήταν πάντοτε λεπτολόγο καί παραφουσκωμένο άπό άγνωστες λέξεις τών όποιων μετά όλη ή σύνταξη άναζητοϋσε τό νόημα κρυφά, σ ’ ενα λεξικό. Προτιμώντας όμως νά άποφύγει τό θέμα αύτό γιά τήν ώρα, άπάντησε επιστρατεύο ντας όλη του τήν άξιοπρέπεια: «Έ δωσα πάντοτε τό μεγαλύτερο βάρος στή δημοσιογραφία καί δέν εχω τήν πρόθεση ν ’ άλλάξω γνώμη». 'Ο Πώλ συνέχισε: «Τό νά άκοϋς τίς ειδήσεις είναι σά νά καπνίζεις ένα τσιγάρο πού μετά τό πετάς. — Αύτό είναι πού δυσκολεύομαι νά παραδεχτώ. — Μά, είσαι χρόνιος καπνιστής! Γιατί διαμαρτύρεσαι πού οί ειδήσεις μοιάζουν μέ τά τσιγάρα; είπε ό Πώλ γελώντας. "Αν τά τσιγάρα βλάπτουν, οί ειδήσεις είναι άκίνδυνες καί σοϋ προσφέ ρουν μιά εύχάριστη ψυχαγωγία πρίν άπό μιά ήμέρα εργασίας. — 'Ο πόλεμος ’Ιράν-’Ιράκ είναι ψυχαγωγία;» ρώτησε ό ’Αρκούδας, καί ή συμπόνια πού είχε γιά τόν Πώλ άνακατώθηκε μέ κάποια ενόχληση: «Τή σιδηροδρομική καταστροφή σήμερα, δλο αύτό τό μακελειό, τό βρίσκεις αύτό διασκεδαστικό; — Κάνεις ένα συνηθισμένο λάθος βλέποντας στό θάνατο μιά τραγωδία, είπε ό Πώλ, πού ήταν άναντίρρητα σέ μεγάλη φόρμα. — *Ομολογώ, είπε ό ’Αρκούδας μέ φωνή παγωμένη, δτι πάντοτε είδα στό θάνατο μιά τραγωδία. — Αύτό είναι τό λάθος, είπε ό Πώλ. Μιά σιδηροδρομική καταστροφή είναι τρομερή γιά όποιον ταξιδεύει μέσα στό τραίνο ν ή ξέρει δτι ό γιός του έχει άνέβει σ ’ αύτό. Στίς ραδιοφωνικές 147
ττΛ.ηροφορίες όμως. <6 θάνατος εχει ακριβώς ·ΓΟ Ιοϊ.Ο νόημα που ; * *μ ο ΐ * ϊί ft ^^ ρημ.* -(· rv *' i.'| \ *·^ "! ' , ■<7% · *j. ν*αι κν ς ^^ η „ ,r/ w'Λ,ι »: · r .’ > V ο' (Υ1 ,ι η - ■* - νά j.o K; : <>G\' u* ’i/l }">·< - , /_< ι>* ν γ ^ • ov. / ^ 1/ -η . ν·,~ * *’-/.) Γ'·* , α*, ΐ ' ΐ ό ν . *,) n -V ;Λ·ο-'.· ;Ηί : l M\*r, ;;θ: · -Λ·,. ' \ > ; - it ^—s. (. r. __ τ ο η ο "ό οι,η ιτ μ*· 'V : κ x*'/ Γ.ση^ "ώ' μ i< ρηιat •·ο vy* f i i , 1 Λ ’ \ ί,Λ φ< >i γ.λ ; * Λ'Μ* f ’ί ‘·*ν 'Λ' \ / κ ά ?»c* ^ r ~\- ^!)‘v •i'tj m 'V , ν ί ' Τ ν ’Ο Οί J ?Λί1 J O V n ί-/.'ίf _ T^ / OJ UiV, Opt'.’ S VL-. * ^ ^ .* c i να ϊμ('
\ j) ko υ ί α ς ^υμ']ΐ)ηκτ. ό τ ι μ* κ.* ;ι ι ^ τ ο ι ^
u
μ
Πώλ
επηρέαζε άπό καιρό δλη τήν ομάδα, ή όποία, νά^ι */'·;«' ί*· βάσκανο βλέμμα τών εικονολόγων, προσέψερε μία αρκετά πενι χρή υποστήριξη στον αρχηγό της, 'ιε,ιεισμένη \ ν ι ά βάθος δτι ήταν παιγμένο χαρτί. Π α ρ ’ δλο ποι μεμφοτα'* :όν εαυτό του πού εϊχε υποχωρήσει, ό ’ Αρκούδας ήξερε δτι δέν ύπήρχε άλλη δυνατή επιλογή. Αύτοϋ τοϋ είδους οί βεβιασμένοι συμβιβασμοί μέ τό πνεϋμα τών καιρών έχουν κάτι κοινότοπο καί, στό τέλος τέλος, αναπόφευκτο, άν δέν θέλει κανείς νά καλέσει σέ γενική άπεργία δλους δσους έχουν άηδιάσει μέ τόν αιώνα μας. Στήν περίπτωση τοϋ Πώλ, όμως, δέν μποροϋσε κανείς νά μιλήσει γιά βεβιασμένο συμβιβασμό. ’Έσπευδε νά δανείσει στόν αιώνα του τή λογική του καί τά λαμπρά του παράδοξα, μέ πλήρη επίγνωση τοϋ πράγματος καί, κατά τόν ’ Αρκούδα, μέ υπερβολικό ζήλο. Μέ περισσότερη άκόμα ψυχρότητα λοιπόν, ό ’Αρκούδας άπάντησε: «Κι έγώ επίσης διαβάζω ’ Αγκάθα Κρίστι! "Οταν είμαι κουρα σμένος, δταν θέλω νά ξαναβουτήξω γιά λίγο στήν παιδική ήλικία. "Α ν όμως ολόκληρη ή ζωή γίνει παιδικό παιχνίδι, τότε ό κόσμος θά καταλήξει νά χαθεί άνάμεσα σέ γελάκια καί τιτιβίσματα». 'Ο Πώλ είπε: «Προτιμώ νά χαθώ μέσα σέ τιτιβίσματα, παρά άκούγοντας τό Πένθιμο εμβατήριο τοϋ Σοπέν. Καί θά πρόσθετα τοϋτο: δλο τό κακό προέρχεται άπό αύτό τό πένθιμο εμβατήριο 148
/ · <\ * * ϋ.ί .ό λ ο 'ya τού bj 'ar^i Ά ν υπήρχαν / r/οτερσ π',νί*·.m \Uvj ο ι , . μ«ιοοει ; Oj v'tr /\ Omν’αμε λ,γ. ό\εοο ΚαταΛοφε ·ι»>. n )i* Θό {r "* tu:; ·"» o^hcr ι > το* οποα> cuttvtj.i it τρανωοίι ον. πο/j» / κ * h k u i ’ \ ^ γί ο τι,ν ανεμεΜα ι vo πιιβισαατο: ί.» ^αιδίο» . *Km> ',wa> Γ ^ί ι ί / , Ήοοος κ7ν/ ' μαγωδιών. "Μ μ το ο νΛ :ο(*\ ι μΤη?„ των οποίων ή αξία θεωρείται δτι υπερτερεί εκείνη: τ* . άνΟ Ιο'ης. Καί ποιός είναι ό όρος τών πολέμων: Γο ιοί*» Γφάγμα Σε υποχρεώνουν νά πεθάνεις επειδή, φαίνεται, ύπαρχέ κάποιο πράγμα πού είναι ανώτερο άπό τή ζωή σου. 'Ο πόλεμος δέν μπορεϊ νά υπάρχει παρά μόνο στόν κόσμο τής τραγωδίας* άπό τήν αρχή τής ιστορίας του, ό άνθρωπος δέν γνώρισε παρά τόν τραγικό κόσμο καί δέν είναι ικανός νά βγει άπό αύτόν. cΗ εποχή τής τραγωδίας δέν μπορεΐ νά κλείσει παρά μόνο μέ μιά επανάσταση τής επιπολαιότητας. 5Από τήν Ένάτη τοϋ Μπετό βεν, οί άνθρωποι δέν γνωρίζουν παρά τίς τέσσερις στροφές τοϋ ύμνου στή χαρά πού συνοδεύουν τή διαφήμιση τών άρωμάτων Μπέλλα. Αύτό δέν μέ σκανδαλίζει. Ή τραγωδία θά έξαλειφθεΐ άπό τόν κόσμο σάν μιά γριά καμποτίνα πού μέ τό χέρι στήν καρδιά άπαγγέλλει μέ φωνή τραχιά. eΗ επιπολαιότητα είναι μιά ριζική άπισχναντική δίαιτα. Τά πράγματα θά χάσουν τό ενενή ντα τοΐς εκατό τοϋ νοήματος τους καί θά γίνουν ελαφρά. Σ ’ αύτή τήν άραιωμένη άτμόσφαιρα, ό φανατισμός θά εξαφανιστεί. *Ο πόλεμος θά καταστεί άδύνατος. — Είμαι εύτυχής πού βλέπω δτι έπιτέλους βρήκες τόν τρόπο νά καταργήσεις τούς πολέμους, είπε ό 5Αρκούδας. — Φαντάζεσαι εσύ τή γαλλική νεολαία έτοιμη νά πολεμήσει γιά τήν πατρίδα; Στήν Εύρώπη ό πόλεμος έχει ήδη γίνει άδιανόητος. Ό χ ι πολιτικά, άλλά άνθρωπολογικά άδιανόητος. Στήν Εύρώπη οί άνθρωποι δέν είναι πιά ικανοί νά κάνουν πόλεμο». Μή μοϋ πείτε τώρα δτι δυό άνθρωποι πού διαφωνούν ριζικά μπορούν καί ν 5 άγαπιοϋνται* αύτά είναι ιστορίες γιά παιδιά, "ίσως θά μπορούσαν ν ’ άγαπηθοϋν άν κρατούσαν τή γνώμη τους γιά τόν εαυτό τους ή άν δέν μιλούσαν γΓ αύτήν παρά μόνο σέ εύτράπελο τόνο γιά νά τής ελαχιστοποιήσουν τή σημασία (άλ λωστε, μέχρι τότε, έτσι μιλούσαν μεταξύ τους ό Πώλ καί ό
im
Αρκούδας). Μιά φορά δμως νά ξεσπάσει ή διαμάχη, είναι πιά πολύ αργά. Ό χ ι δτι πιστεύουν τόσο πολύ στίς άπόψεις πού ύπερασπίζονται, άλλά δέν ύποφέρουν τό νά μήν έχουν δίκιο. Κοιτάξτε αύτούς τούς δύο. Στό κάτω κάτω, ή διαμάχη τους δέν πρόκειται τίποτα ν' αλλάξει, δέν θά καταλήξει σέ καμιά απόφα ση, καθόλου δέν θά έπηρεάσει τήν πορεία τών πραγμάτων, είναι άπολύτως στείρα, άχρηστη, περιορισμένη στήν περίμετρο αύτής τής καντίνας καί στήν δύσοσμή της ατμόσφαιρα, μέ τήν όποία θά έξαφανισθεΐ μόλις οί καθαρίστριες ανοίξουν τά παράθυρα. Καί εντούτοις, κοιτάξτε τόν συμπυκνωμένο αέρα τής μικρής ομάδας τών ακροατών, πού είναι στριμωγμένοι γύρω άπό τό τραπέζι! ’ Ακοϋνε δλοι σιωπηλά ξεχνώντας άκόμα καί νά ρουφήξουν τόν καφέ τους. Καί οί δύο άντίπαλοι κρεμιούνται σ ’ αύτήν τή μικροσκοπική κοινή γνώμη, ή όποία θά άποφασίσει δτι ό ενας ή ό άλλος είναι ό κάτοχος τής άλήθειας: γιά τόν καθένα άπό αύτούς, τό νά τόν ύποδείξουν ώς εκείνον πού δέν τήν κατέχει ίσοδυναμεΐ μέ άπώλεια τής τιμής. Ή μέ άπώλεια ενός μικρού μέρους τού έγώ του. Πράγματι, λίγο τούς ενδιαφέρει ή άποψη πού ύπερασπίζονται. Καθώς δμως τήν έκαναν ένα χαρακτηριστι κό τοϋ εαυτού τους, κάθε προσβολή τής άποψης αύτής είναι ένα τρύπημα στή σάρκα τους. Κάπου στά τρίσβαθα τής ψυχής του, ό 5Αρκούδας ήταν ικανοποιημένος πού ό Πώλ δέν θά έκανε πιά εξεζητημένα σχόλια στό ραδιόφωνο* ή φωνή του, γεμάτη άρκουδίσια ξιπασιά, γινό ταν πιό χαμηλή, πιό παγερή. ’Αντίθετα, ό Πώλ ύψωνε τόν τόνο καί οί ιδέες πού τοϋ περνούσαν άπό τό κεφάλι ήσαν δλο καί πιό τραβηγμένες καί προκλητικές. « Ή μεγάλη κουλτούρα, είπε, είναι κόρη αύτής τής εύρωπαϊκής διαστροφής πού ονομάζουμε ' Ιστορία: θέλω νά πώ, αύτή ή μανία νά πηγαίνουμε δλο πρός τά εμπρός, νά θεωρούμε τή συνέχεια τών γενεών σάν μιά σκυταλο δρομία δπου ό καθένας προπορεύεται τοϋ προκατόχου του γιά νά τόν ξεπεράσει ό διάδοχός του. Χωρίς τή σκυταλοδρομία αύτή τήν όποία ονομάζουμε 'Ιστορία, δέν θά είχε ύπάρξει εύρωπαϊκή τέχνη, οϋτε αύτό πού τήν χαρακτηρίζει: ή έπιθυμία τής πρωτοτυ πίας, ή έπιθυμία τής άλλαγής. Ό Ροβεσπιέρος, ό Ναπολέων, ό 150
y
Μπετόβεν, ό Στάλιν, ό Πικάσσο, είναι εξίσου σκυταλοδρόμοι, τρέχουν όλοι στό ϊδιο στάδιο. — Πιστεύεις πραγματικά ότι μπορούμε νά συγκρίνουμε τόν Μπετόβεν μέ τόν Στάλιν; ρώτησε ό 5Αρκούδας μέ φανερή ειρωνεία. — Βέβαια, όσο κι άν αύτό σέ σοκάρει. *Ο πόλεμος καί ή κουλτούρα είναι οί δύο πόλοι τής Εύρώπης, ό ούρανός της καί ή κόλασή της, ή δόξα της καί ή ντροπή της, άλλά δέν μπορεΐ κανείς νά τούς χωρίσει. "Οταν θά έχουμε ξεμπερδέψει μέ τόν ένα, θά έχουμε ξεμπερδέψει καί μέ τήν άλλη, μαζί θά χαθούν. Τό γεγονός ότι δέν έχει πιά υπάρξει πόλεμος στήν Εύρώπη εδώ καί πενήντα χρόνια, είναι μύστηριωδώς συνδεδεμένο μέ τό γεγονός ότι δέν γνωρίζουμε, εδώ καί πενήντα χρόνια, κανέναν Πικάσσο. — Θά σοϋ πώ κάτι Πώλ», είπε ό 5Αρκούδας μέ μιά άνησυχητική βραδύτητα, καί θά έλεγε κανείς ότι σήκωνε τή βαριά του πατούσα πρίν χτυπήσει: «’Ά ν ή μεγάλη κουλτούρα τά ’χει φτύσει, τά ’χεις φτύσει κι εσύ επίσης καί οί παράδοξες ιδέες σου μαζί μέ σένα, γιατί τό παράδοξο ώς τέτοιο, πηγάζει άπό τή μεγάλη κουλτούρα καί όχι άπό τά τιτιβίσματα τών παιδιών. Μέ κάνεις νά σκέπτομαι αύτούς τούς νέους πού κάποτε προσχωρού σαν στό ναζιστικό ή στό κομμουνιστικό κίνημα, όχι άπό επιθυ μία νά κάνουν κακό οϋτε άπό άριβισμό, άλλά άπό υπερβολική εύφυία. Στήν πραγματικότητα, τίποτα δέν άπαιτεΐ περισσότερη προσπάθεια τής σκέψης άπό τήν επιχειρηματολογία πού προορί ζεται νά δικαιώσει τή μή-σκέψη. Μπόρεσα νά τό διαπιστώσω μέ τά ϊδια μου τά μάτια μετά τόν πόλεμο, όταν οί διανοούμενοι καί οί καλλιτέχνες έμπαιναν σάν τά βόδια στό κομμουνιστικό κόμμα, τό όποιο, άκολούθως, μέ μεγάλη εύχαρίστηση, τούς εξόντωνε όλους συστηματικά. Κάνεις άκριβώς τό ϊδιο πράγμα. Είσαι ό πνευματώδης σύμμαχος τοϋ κάθε νεκροθάφτη σου».
15!
O our τα:
αιδαρος
Λ ΠΟ ΤΟ ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡ πού ήταν ακουμπισμένο άνάμεσα στ,, μ ·' κεφάλια τους, ερχόταν ή οικεία φωνή τοϋ Μπερνάρ. κα^η u επαιρνε συνέντευξη άπό εναν ήθοποιό, τοϋ όποιου ή ταινία ίκ παιζόταν προσεχώς. Δυνατή, δλο κομπασμό, ή φωνή τοϋ ήθοποιοϋ τούς έβγαλε άπό τό μισοϋπνι τους: «Ή ρθα νά σάς μιλήσω γιά τήν ταινία μου, δχι γιά τόν γιό μου. — Μή φοβάστε, θά έρθει καί ή σειρά της, ελεγε ή φωνή τού Μπερνάρ. Ά λ λ ά ή έπικαιρότητα έχει τίς άξιώσεις της. Οί φήμες λένε δτι έχετε παίξει κάποιο ρόλο στό σκάνδαλο τοϋ γιοϋ σας. — "Οταν μέ καλέσατε στήν εκπομπή σας, μέ διαβεβαιώσατε δτι θά έπρόκειτο γιά τήν ταινία. Θά μιλήσουμε λοιπόν γιά τήν ταινία καί δχι γιά τήν προσωπική μου ζωή. — Είστε δημόσιο πρόσωπο, σάς θέτω τίς ερωτήσεις πού ενδιαφέρουν τούς άκροατές μας. Δέν κάνω παρά τή δουλειά μου. — Θά άπαντήσω σέ κάθε ερώτηση σχετική μέ τήν ταινία. — "Οπως θέλετε. Οί άκροατές μας δμως θά έκπλαγοϋν πού άρνεΐσθε νά άπαντήσετε». Ή Ά ν ιέ ς άφησε τό κρεβάτι της. "Οταν είχε περάσει πάνω άπό ένα τέταρτο κι έκείνη είχε φύγει γιά τή δουλειά της, σηκώθηκε κι ό Πώλ μέ τή σειρά του, ντύθηκε καί κατέβηκε ν ’ άναζητήσει τήν άλληλογραφία στή θυρωρό. Μέ τήν ύπογραφή τοϋ Α ρκούδα, ένα άπό τά γράμματα τοϋ άνήγγειλε, μέ βεβιασμέ νες περιφράσεις, άνακατώνοντας τίς δικαιολογίες μέ πικρό χιού μορ, αύτό πού ήδη γνωρίζουμε: τό ραδιόφωνο δέν είχε άνάγκη άπό τίς ύπηρεσίες τοϋ Πώλ. Ξαναδιάβασε τό γράμμα τέσσερις φορές. ’Έπειτα, μέ μιά αδιάφορη κίνηση, έφυγε γιά τό γραφείο του. Ένιωθε δμως πολύ άσχημα, δέν μπορούσε νά συγκεντρωθεί, καί δέν σκεπτόταν παρά 152
ενας ποιητής Γης υπεραοπιση.: »,, r/.εν αστειη-ο^ νο.” ?\ ^'Κ. . τοϋσε τον εαυτό του συνειδητά καί μέ δλη του τήν καί>- ί α.ό πλευρό τών εκτός νόμου, θεωρώντας τον (όχι χωρίς καποπ ματαιοδοξία) σάν ένα προδότη, μιά πέμπτη φάλαγγα, ένα. φιλάν θρωπο αντάρτη σ ’ έναν κόσμο απάνθρωπων νόμων πού ήσαν σχολιασμένοι σέ χοντρά βιβλία τά όποια έπιανε πάντοτε στά χέρια του μέ τήν ελαφριά άηδία ενός γνώστη πού δέν μπορούν νά τόν κοροϊδέψουν. ’Επιθυμούσε επίσης νά διατηρεί άνθρώπινες σχέσεις έξω άπό τούς τοίχους τοϋ δικαστηρίου, νά συνδεθεί μέ τούς φοιτητές, τούς συγγράφεις, τούς δημοσιογράφους, γιά νά έχει τή βεβαιότητα (καί όχι μόνο τήν αύταπάτη) ότι ανήκει στήν οίκογένειά τους. Ή τα ν πολύ δεμένος μαζί τους καί δέν μποροϋσε νά ύποφέρει ότι τό γράμμα τοϋ ’ Αρκούδα τόν ξανάστελνε στό γραφείο του καί στό δικαστήριό του. Είχε κι άλλο λόγο νά νιώθει κατάπτωση, "Οταν τήν παραμο νή ό ’Αρκούδας τόν είχε χαρακτηρίσει σύμμαχο τοϋ κάθε νεκροθάφτη του, ό Πο>λ δέν είχε δει σ ’ αύτό παρά μιά κοφτή κακία, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ή λέξη «νεκροθά φτες» δέν τοϋ έλεγε σπουδαία πράγματα. Γιατί τότε δέν ήξερε τίποτα γιά τούς νεκροθάφτες του. Τώρα όμως πού είχε λάβει τό γράμμα, έπρεπε νά υποταχθεί σ ’ αύτό πού ήταν φανερό: οί νεκροθάφτες ύπή ρχαν ώραία καί καλά, τόν είχαν ήδη εντοπίσει καί τόν περιμεναν. Κατάλαβε ξαφνικά ότι οί άνθρωποι τόν έβλεπαν αλλιώτικα άπό δ,τι ό ϊδιος έβλεπε τόν εαυτό του, αλλιώτικα άπό αύτό πού πίστευε ότι τόν έβλεπαν. 5Από όλους τούς συνεργάτες τοϋ στάθμου, ήταν ό μόνος πού έπρεπε νά φύγει, ενώ ό "Αρκούδας
(δέν αμφέβαλλε γΓ αύτό) τόν είχε ύπερασπιστεΐ όσο μπορούσε. Σέ τί τούς είχε ερεθίσει όλους αύτούς τούς διαφημιστές; ’Εξάλ λου, ύπή ρξε αφελής νομίζοντας ότι οί άνθρωποι αύτοί ήταν οί μόνοι πού τόν έβρισκαν απαράδεκτο. Π ολλοί άλλοι θά έπρεπε νά συμμερίζονταν τήν ί'δια γνώμη. Τί είχε συμβεΐ μέ τήν εικόνα του; Κάτι είχε συμβεΐ, δέν ήξερε τί καί δέν θά τό μάθαινε ποτέ. Γιατί έτσι είναι, καί ό κανόνας ισχύει γιά όλους: ποτέ δέν θά μάθουμε γιά ποιό λόγο καί σέ τί ενοχλούμε τούς άλλους, σέ τί τούς είμαστε συμπαθητικοί, σέ τί τούς φαινόμαστε γελοίοι* ή ίδια μας ή εικόνα είναι γιά μάς τό μεγάλο μυστήριο. 'Ο Πώλ ήξερε ότι όλη τήν ήμέρα δέν θά σκεφτόταν τίποτ5 άλλο* σήκωσε λοιπόν τό τηλέφωνό του καί κάλεσε τόν Μπερνάρ σέ γεύμα στό εστιατόριο. Κάθισαν ό ένας απέναντι στόν άλλο* ό Πώλ καιγόταν άπό έπιθυμία νά μιλήσει γιά τό γράμμα, άλλά, καθώς ήταν καλοανατεθραμμένος, οί πρώτες του λέξεις ήσαν τής εύγενείας: «Σέ άκουσα, πρωί πρωί σήμερα. Τόν κυνήγησες αύτόν τόν ήθοποιό σάν νά ’ταν λαγός. — Είναι άλήθεια, είπε ό Μπερνάρ. "Ισως τό παράκανα. Ά λ λ ά ήμουν σέ άθλια διάθεση. Δέχτηκα μιά επίσκεψη χθές πού δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ. "Ενας άγνωστος ήρθε νά μέ δει. "Ενα κεφάλι πιό ψηλός άπό μένα καί μέ μιά τεράστια κοιλιά. Καθώς μοϋ συστηνόταν, μοϋ χαμογελούσε μ ’ ένα ύφος φρικτά φιλικό. «’Έχω τήν τιμή νά σάς έπιδώσω αύτό τό δίπλωμα», είπε γλιστρώ ντας μου στά δάχτυλα ενα χαρτονένιο σωλήνα. Μοϋ ζήτησε επίμονα νά τό άνοίξω μπροστά του. Μέσα, ύπήρχε ένα δίπλωμα. Χρωματιστό. ’Ιδιαίτερα καλλιγραφημένο. 'Η επιγραφή έλεγε: 'Ο Μπερνάρ Μπερτράν προάγεται σέ σκέτο γάιδαρο. — Τί;» είπε ό Πώλ σκάζοντας στά γέλια, άλλά άμέσως συγκρατήθηκε βλέποντας άπέναντι του ένα πρόσωπο σοβαρό καί παγωμένο όπου δέν διακρινόταν κανένα ίχνος διασκέδασης. «Ναί, έπανέλαβε ό Μπερνάρ μέ παράξενη φωνή, προήχθην σέ σκέτο γάιδαρο. — Μά ποιός σέ προήγαγε; Άναφέρεται καμιά οργάνωση; — ’Ό χ ι, ύπάρχει μόνον μιά δυσανάγνωστη ύπογραφή». 154
Ό Μπερνάρ έπανέλαβε πολλές φορές αύτό πού τοϋ είχε συμβεί, πρίν προσθέσει: «Στήν αρχή δέν πίστευα στά μάτια μου. Είχα τήν εντύπωση ότι ήμουν θύμα μιας άπόπειρας, ήθελα νά βάλω τίς φωνές καί νά φωνάξω τήν αστυνομία. ’Έπειτα κατάλαβα ότι δέν μπορούσα νά κάνω τίποτα. Αύτός ό τύπος χαμογελούσε καί μοϋ άπλωνε τό χέρι: « ’ Επιτρέψτε μου νά σάς συγχαρώ», είπε, καί ήμουν τόσο συγχυσμένος πού τοϋ έσφιξα τό χέρι. — Τοϋ έσφιξες τό χέρι; Τόν εύχαρίστησες στά σοβαρά; είπε ό Πώλ, πνίγοντας μέ κόπο τά γέλια του. — "Οταν κατάλαβα ότι δέν μπορούσα νά κάνω τήν αστυνομία νά συλλάβει αύτόν τόν τύπο, θέλησα νά δείξω τήν ψυχραιμία μου καί νά ένεργήσω σάν όλα νά ήσαν πολύ φυσιολογικά καί τίποτα νά μή μέ είχε πληγώσει. — Είναι μαθηματικό, είπε ό Πώλ: όταν προάγεσαι σέ γάιδα ρο, ενεργείς σάν γάιδαρος. — ’Αλίμονο, είπε ό Μπερνάρ. — Καί δέν ξέρεις ποιός ήταν; Σοϋ συστήθηκε πάντως! — ’Ή μουν τόσο εκνευρισμένος πού ξέχασα άμέσως τό όνομά του». Ό Πώλ δέν μπορούσε πιά νά συγκρατηθεΐ' ξέσπασε σέ γέλια. «Ναί, ξέρω, θά πεις ότι είναι ένα άστεϊο, καί σίγουρα έχεις δίκιο, είναι ένα άστείο, συνέχισε ό Μπερνάρ. Δέν γίνεται τίποτα όμως. ’Από τότε, δέν μπορώ νά σκεφθώ τίποτ’ άλλο». ' Ο Πώλ είχε πάψει νά γελάει, καταλαβαίνοντας ότι ό Μπερνάρ έλεγε τήν άλήθεια: χωρίς καμιά άμφιβολία δέν σκεπτόταν τίποτ ’ άλλο άπό τήν προηγούμενη μέρα. Πώς θά είχε άντιδράσει ό Πώλ παίρνοντας ένα παρόμοιο δίπλωμα; Ά κριβώ ς όπως ό Μπερνάρ. "Οταν σάς χαρακτηρίζουν σκέτο γάιδαρο, αύτό σημαίνει ότι τουλάχιστον ένα πρόσωπο σάς βλέπει μέ τά χαρακτηριστικά ενός γαϊδάρου καί θέλει νά τό γνωρίζετε. Αύτό καθαυτό είναι ήδη πολύ εξοργιστικό. Καί είναι πολύ πιθανό τήν πρωτοβουλία νά μήν τήν πήρε ένα μόνο άλλά καμιά δεκαριά πρόσωπα. Μπορεί επίσης οί άνθρωποι αύτοί νά ετοιμάζουν ένα άλλο χτύπημα, όπως παραδείγματος χάριν νά περάσουν μιά μικρή άγγελία στίς εφημε ρίδες, μπορεί καί στήν Μόντ τής επομένης, στή στήλη τών 155
^ηοεΐΓον. τών' ν*ί:κυ* κυ,< ϋώ'’ τι*rn n rtm *ηιν ;πκ>; t«n Ο κ ΰ ^ \ί : ιιποοί;ΐ νς: !' or1 -.s Γ \4'Π<:;)»;ίΐι ^f,.irrfOσκέτο u t1 ^αρο. ( ΜJi\pi/ί γ· ".‘>ύ ,ι.. ϋ.'.λ·ν·ΐ|υΓΚ·. f in. ‘ ' vfi.l ; Π(π/ ;>έ'. .κ^/ν ιν
i:Wijf-n,· ν ά ν > ; / ί , σ Κ 3 μ *’ f n v ψ ι / <,
4 «?
; KACiWt,* >
k
L vifV τό οίτ:'\ϊ>'^·Γ' \·> λ> Γδεΰ·. σκ όλου. iw o ·; συνα* ·: ι wu, ορό μο Δ'^ν γ«Θγ,/ γ * ί μπ\ Ή μό\ oc μαι^^τή» τ^ιπ Ιν::ΗΎ .'> t >* , A p v a T U f l M ' V ; , · ν>Ί Γϋ,.Μ 7 ! > ν ΐλ · ; ί'Γ : ί· ' J
Τ ο ΰ ' ά λ / . ί -'UC θ ’ 01/Χ Τ \ , L C ki ν*>
vxuc ο> ολο τον κογηιη ,' vj tuv ρταν 6 u0y(y m;.>//*„. ·< ' a έπρόκειτο μόνο γιά :u;\\>4( μ ;ιοϋ είχαν ά π ο ν η ς ιό δίπλωμα στ ' σπίτι. 9Α λλά μού τό ΐο χνη μ ^ν στό ραοιοφων ·! ίιρόκειται ια επίθεση εναντίον τών δημοσιογράφων! Είναι μια επίθεση ένα ντίον όλων μας!» * Ο Πώλ εκοβε τό κρέας μέσα στό πιάτο του. επινε σιγά σιγά το κρασί του καί έλεγε μέσα του: νά δυό καλοί φίλοι: ό ενας
ονομάζεται σκέτος γάιδαρος, ό άλλος ιινευματώδης σύμμαχο; τού κάθε νεκροθάφτη του. Καί κατάλαβε (αύτό τοϋ έκανε άκόμα πιό άγαπητό τόν νεώτερό του) ότι άκόμα καί στό μυαλό του δέν θά τόν άποκαλοϋσε ποτέ πιά Μπερνάρ, άλλά πάντοτε σκέτο γάιδαρο: όχι άπό κακία, άλλά γιατί ενας τόσο ώραϊος τίτλος είναι άκαταμάχητος’ τό ϊδιο, όλοι αύτοί στούς οποίους ό Μπερνάρ, στόν παράλογο εκνευρισμό του, είχε δείξει τό δίπλωμα, θά τόν άποκαλοϋσαν οπωσδήποτε έτσι πάντοτε. Σκέφθηκε έπίσης ότι ό ’Αρκούδας ήταν πάρα πολύ φιλικός όταν τόν χαρακτήριζε πνευματώδη σύμμαχο τοϋ κάθε νεκροθά φτη του κατά τή διάρκεια μιας απλής συζήτησης στό τραπέζι. Στό κάτω κάτω θά μπορούσε νά τοϋ άπονείμει ένα δίπλωμα κι αύτό θά ήταν πολύ χειρότερο. ’Ιδού πώς χάρη στόν καημό τοϋ φίλου του, ό Πώλ ξέχασε σχεδόν τόν δικό του πόνο, καί όταν ό Μπερνάρ τοϋ είπε: «Φαίνεται ότι κι εσύ έχεις κάτι πού σέ βασανίζει», ξεπέρασε τήν ερώτηση: «Τρίχες», καί ό Μπερνάρ συμφώνησε: «Είπα άμέσως στόν εαυτό μου ότι ήσουν ύπεράνίο όλων αύτών. Έ σύ έχεις χίλια πράγματα πιό ενδιαφέροντα νά κάνεις». "Οταν ό Μπερνάρ τόν συνόδευσε ώς τό αυτοκίνητό του, ό Πώλ τοϋ είπε πολύ μελαγχολικά: « eO ’ Αρκούδας έχει άδικο καί οί 156
t
,
‘ ', ,
λ
i 1’ ί
,
·
*
Γ'
...........
· , . , -;
-" , ,
Α ** ' ' * , ‘1< .< ί\ . ί·" γ · ' ί «, ν ' -J ; *ί· *. Γ'% s !-'.<* >· ■ ; · *λ · < * * >, · 1* r >*»* ' , , ’ .-νΓ ‘'ί r>'-U >. .’·** . >* ί'* , * * f‘ f‘ 14 *' */>» ·, t >ί ί \ - (kA ί* Μ, , ' ν ,
» '
\
’
,
< > .'%
<
*
’
* ν* “
:
τι '
Γ»
.
/'
·.''
.
*
!.«χ* * ‘Γ'’' ' Λ' ·*<: ί ^ ί ' ί ν * ‘ ? ,
*'
1<χ * ί , ί«) , ·*ι
‘
< Γ
τ (*<
-Ο»
*
1
'1 t
ι ,
.'■ * .. ι
'ϊ,
'' Τ^Λ1Μ «> , Η <
’*
*
ν
ι
γ. »*
.
:j'
ι*, > ' μ
-
να
·- *'* i;r.';u ί.τ* > >
Ui **>*{ ί “Ο φ )
, , μ Μ) ’ ^·> . < ^ n* . ι \ ι»ι * ί<* ‘ · ’.\:,·;η*. κ α ν ε ί ς τόν έρωτα χωρίς τήν άγωνιώδη καταδίωξη ι:ής Ιδιας μας diq εικόνας μέσα στή σκέψη τοϋ αγαπημένου προσώπου; Ά π ό τη στιγμή πού δεν eνόιαφερόμαστέ ΐ.ιΐ γιά τό πώς μάς βλέπει ο άλλος, δέν τόν άγαπάμε πιά. — ’Έ χ ε ις δίκιο, είπε ό Μπερνάρ μέ περίλυπη φωνή. — Είναι αφελής αυταπάτη νά πιστεύουμε ότι ή εικόνα ρας είναι μία άπλή εμφάνιση, πίσω άπό τήν όποία 0ά κρυβόταν ή πραγματική ουσία τοϋ εγώ μας, ανεξάρτητη άπό τή ματιά τοϋ κόσμου. Μέ ριζικό κυνισμό, οί είκονολόγοι άποδεικνύουν ότι τό αντίθετο αληθεύει: τό εγώ μας είναι μιά άπλή εμφάνιση, ασύλλη πτη, απερίγραπτη, μπερδεμένη, ενώ ή μοναδική πραγματικότητα, σχεδόν πάρα πολύ εύκολη στό νά τή συλλάβει καί νά τήν περιγράφει κανείς, είναι ή εικόνα μας στά μάτια τών άλλων. Καί τό χειρότερο: δέν είσαι εσύ ό κύριός της. Στήν αρχή δοκιμάζεις *Λ τή ζωγραφίσεις μόνος σου, έπειτα νά διατηρήσεις τουλάχι στον κάποια επιρροή απάνω της, νά τήν ελέγξεις, άλλά ματαίως: αρκεί μιά κακόβουλη φόρμουλα γιά νά σέ μεταμορφώσει γιά πάντα σέ άξιοθρήνητη καρικατούρα». Σταμάτησαν κοντά στό αύτοκίνητο* ό Πώλ είδε απέναντι του ένα πρόσωπο άκόμα πιό άγχώδες καί πιό χλωμό. Ή πρόθεσή του ήταν νά παρηγορήσει τόν φίλο του, άλλά τώρα διαπίστωνε ότι τοϋ είχε δοκτει ένα χτύπημα μέ τά λόγια του. ’Ένιωσε τύψεις: ήταν όταν σκέφτηκε τόν εαυτό του, τή δική του περίπτωση, πού άφέθηκε σέ τέτοιους συλλογισμούς. Ά λ λ ά τό κακό είχε γίνει. 157
Αποχαιρετώντας τον, ό Μπερνάρ είπε μέ μιά άμηχανία πού συγκίνησε τόν Πώλ: «Σέ παρακαλώ, μήν τό πεις στή Λώρα. Μήν τό πεις οϋτε στήν Ά νιές». Τοϋ έδωσε μιά γερή καί φιλική γροθιά: «Μπορεΐς νά μοϋ έχεις εμπιστοσύνη». "Οταν γύρισε στό γραφείο του, στρώθηκε στή δουλειά. Ή συνάντησή του μέ τόν Μπερνάρ τόν είχε κατά παράδοξο τρόπο παρηγορήσει καί αισθανόταν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι τό πρωί. ’Αργά τό απόγευμα, ξαναβρέθηκε στό σπίτι μέ τήν Ά νιές. Μιλώντας της γιά τό γράμμα τοϋ Αρκούδα, δέν παρέλειψε νά προσθέσει άμέσως ότι ή ύπόθεση ήταν άνευ σημασίας. Προσπα θούσε νά γελάσει καθώς μιλοϋσε, άλλά ή Ά ν ιέ ς κατάλαβε ότι άνάμεσα στίς λέξεις καί στό γέλιο, τόν Πώλ τόν έπιανε βήχας. Τόν ήξερε αύτόν τόν βήχα. "Οταν είχε μπελάδες ό Πώλ ήξερε πάντοτε νά ελέγχει τόν εαυτό του* τό μόνο πού τόν πρόδιδε ήταν αύτός ό άμήχάνος βήχας, τόν όποιο δέν συνειδητοποιούσε. «Θέλησαν νά κάνουν τήν εκπομπή πιό άστεία καί πιό νεανι κή», είπε ή Ά ν ιές. Ή παρατήρησή της σκοπό είχε νά είναι ειρωνική πρός εκείνους πού είχαν καταργήσει τήν εκπομπή τοϋ Πώλ. ’Έπειτα τοϋ χάιδεψε τά μαλλιά. Δέν θά έπρεπε όμως ποτέ νά τό είχε κάνει αύτό. Μέσα στά μάτια τής Ά ν ιές, ό Πώλ είδε τήν εικόνα του: τήν εικόνα ενός ταπεινωμένου άνθρώπου, τόν όποιο είχαν άποφασίσει νά μήν τόν θεωροϋν πιά οϋτε νέο οϋτε άστείο.
158
Ή γάτα Ο ΚΑΘΕΝΑΣ άπό μάς επιθυμεί νά παραβιάσει τίς συμβατικότητες, τά ερωτικά ταμπού, καί νά εισχωρήσει μεθυστικά στό βασίλειο τοϋ ’ Απαγορευμένου. Μάς λείπει, όμως, τόσο ή τόλμη... Τό νά άποκτήσεις μία ερωμένη μεγαλύτερη, έναν εραστή πιό νέο, νά αύτό πού θά μπορούσε κανείς νά συστήσει ώς τό εύκολότερο καί προσιτό σέ όλους μέσο παραβίασης. Ή Λώρα είχε γιά πρώτη φορά εναν εραστή νεώτερο άπό αύτήν, ό Μπερνάρ είχε γιά πρώτη φορά μία ερωμένη πιό μεγάλη άπό εκείνον, καί οί δυό τους ζοϋσαν αύτήν τήν πρώτη εμπειρία σάν μιά συναρπαστική αμαρτία. "Οταν ή Λώρα διαβεβαίωνε τόν Πώλ ότι ό Μπερνάρ τήν εκανε νά ξανανιώσει δέκα χρόνια, ελεγε τήν άλήθεια: ενα κύμα ζωτικό τητας τήν είχε τότε πλημμυρίσει. Αύτό όμως δέν σήμαινε ότι αισθανόταν πιό νέα άπό εκείνον. ’Αντίθετα, γευόταν μέ μιά ώς τότε άγνωστη εύχαρίστηση τήν ιδέα νά έχει εναν εραστή πιό νέο, εναν εραστή πού φανταζόταν τόν εαυτό του πιό άδύναμο καί πού πάθαινε τράκ στή σκέψη ότι ή έμπειρη φίλη του θά τόν συνέκρινε μέ τούς προκατόχους του. Συμβαίνει μέ τόν ερωτισμό ό,τι συμβαίνει καί μέ τόν χορό: ό ενας άπό τούς παρτεναίρ είναι πάντοτε επιφορτισμένος μέ τό νά κατευθύνει τόν άλλο. Γιά πρώτη φορά, ή Λώρα κατηύθυνε έναν άντρα καί τό νά κατευθύνει ήταν γΓ αύτήν τό ϊδιο μεθυστικό όσο ήταν γιά τόν Μπερνάρ τό νά κατευθύνεται. Αύτό πού μιά μεγαλύτερη γυναίκα προσφέρει σ ’ ένα νεώτερο άντρα είναι πάνω άπ’ όλα ή βεβαιότητα ότι ό έρωτας τους άναπτύσσεται μακριά άπό κάθε γαμήλιο κίνδυνο, διότι, στό κάτω κάτω, κανένας δέν φαντάζεται ότι ένας άντρας μέ λαμπρό καί μεγάλο μέλλον θά παντρευτεί ποτέ μιά γυναίκα οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του. Γιά τό λόγο αύτό ό Μπερνάρ είχε γιά τή Λώρα 159
■ V
,
* , Of! Ί
'
*' „ · *;
η . r·
' · : ν υ · · '» > '/
·\
νά
■' , **; ο
: \
. * < ,\ , :ί ’ ' ν« ·«. ι'Κ' ν * ’ 'ί ,0 ,
'
, Κ. ·* ' ·.
r ν· υ rit >’ ‘ .
’ ·\ ,ί *' η u ϋ ν ’ η Ί 'μ*' ' * >j * »·
\ κ^\^:λ λ λ ;: π .·ό /at; - ίοΐ
) μ' j:
■,νΗυ» ' ** % *(
,
..
.
■ *«,*■r ·
y.t »< *> ‘v-i'h. « * Jj^’ ο u,
.·.οι
r it
11·\
,.κ
;·
^ο\'·ια:\ σ τ ή ν
υ\ i f·> ' ή ·*μ >ρ*'
γ υ - π ο /i., crn. ε η ο α π ά ν τα ) ή ερ ω μ έν η του Μ π ερ ν ά ρ ,
Γηϊ. ουο χρόνια.. 6 έρωτας τους ήταν ανέφελος. Έ πειτα, ο ’ »#t' \Η*ς;Φι »ε σκτον- _v κα. εγ,νε «ο )πηλός. Mi >· γγ/' «'οί γγ ία πάντα γ·< ϊ<* 'Sir' «.<4.μ κο I ίώ> «.· /ε κρατήσει ή 'ο , ' τι*· καί, καθο^ ^ .* . 5νε τή συνήθεια νυ ρωτάει. τόν V ;* i. \\*ρ f «α δου* ειά του, όέ\ ήξερε τίποτα οϋτε / ιά τίς άλλες . πογγί.λματι\Γ 5 του στί ν< r/ώριες (όπως ξέρουμε, μιά συμφορά Γ»/;ν' ορχεcut μόνη Γης)* πέρασε λοιπόν τή σιωπή του σάν απόδειξη ότι δέν τήν αγαπούσε πιά. Πολλές φορές ήδη τόν είχε πιάσει στά πράσα: δέν ήξερε τί τοϋ είχε πει* ήταν σίγουρη ότι στίς στιγμές εκείνες είχε μιά άλλη γυναίκα στό νοϋ. "Α, στόν έρωτα αρκεί ενα τόσο-δά γιά νά σέ ρίξει στήν απελπισία! Μ ίά μέρα, ήρθε σπίτι της βυθισμένος σέ μαύρες σκέψεις. Έ κ είν η χάθηκε στό διπλανό δωμάτιο γιά νά ξαναντυθει κι αύτός έμεινε μόνος στό σαλόνι συντροφιά μέ τή μεγάλη σιαμαία γάτα. Δέν είχε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια γΓ αύτήν, άλλά ήξερε ότι στά μάτια τής φίλης του τό ζώο ήταν ιερό. Καθισμένος σέ μιά πολυθρόνα, είχε λοιπόν έγκαταλειφθεΐ στίς μαϋρες του σκέψεις τείνοντας μηχανικά τό χέρι πρός τή γάτα, γιατί πίστευε ότι ήταν ύποχρεωμένος νά τήν χαϊδέψει. Ή γάτα όμως βάλθηκε νά νιαουρίζει καί τοϋ δάγκωσε τό χέρι. Αύτή ή δαγκωματιά, πού ήρθε νά προστεθεί σέ μιά σειρά άπό ταπεινώσεις τίς όποιες είχε ύποστει στή διάρκεια τών τελευταίων εβδομάδων, τόν έκανε έξαλλο καί, σκύβοντας άπό τήν πολυθρόνα του, άπείλησε τή γάτα μέ τό δάχτυλο. Έ κείνη έτρεξε σέ μιά γωνιά καί τέντωσε τή ράχη της τσιρίζοντας φρικτά. Έ πειτα στράφηκε καί διέκρινε τή Λώρα. "Ορθια στό κατώφλι, 1 γ
160
είχε οπωσδήποτε παρατηρήσει ολη τή σκηνή. « Ό χ ι, είπε δέν πρέπει νά τιμωρηθεί. Είχε απόλυτα δίκιο». Ό Μπερνάρ τήν κοίταξε έκπληκτος. ' Η δαγκωματιά τόν πονοϋσε καί περίμενε άπό τή φίλη του, άν όχι νά συμμαχήσει μαζί του εναντίον τής γάτας, τουλάχιστον νά δείξει ένα έλάχιστο αίσθημα δικαιοσύνης. Ένιωθε τήν άνάγκη νά δώσει στό ζώο μιά τόσο γερή κλωτσιά πού νά τό κολλήσει στό ταβάνι. Χρειάστηκε νά καταβάλει μεγάλη προσπάθεια γιά νά κυριαρχήσει στόν εαυτό του. 'Η Λώρα συνέχισε, αρθρώνοντας κάθε λέξη: «"Οταν τήν χαϊδεύουν, αξιώνει νά μήν είναι κανείς άφηρημένος. Κι εγώ έπίσης, δέν ύποφέρω νά είναι κανείς μαζί μου καί νά σκέπτεται άλλα πράγματα». Λίγα λεπτά πρίν, βλέποντας τή γάτα της νά άντιδρά τόσο βίαια στήν άφηρημένη στάση τού Μπερνάρ, είχε ξαφνικά νιώσει άλληλέγγυη μέ τό ζώο: έδώ καί εβδομάδες, ό Μπερνάρ τής φερόταν όπως φερόταν καί στή γάτα: τήν χάιδευε, άλλά οί σκέψεις του ήταν άλλού’ έκανε ότι βρισκόταν μαζί της, άλλά δέν τήν άκουγε. "Οταν είδε τή γάτα νά δαγκώνει τόν έραστή της, είχε τήν εντύπωση ότι τό άλλο της εγώ, τό συμβολικό καί μυστικό εγώ πού ήταν γιά έκείνη τό ζώο της, ήθελε έτσι νά τήν ενθαρρύνει, νά τής δείξει ποιά ήταν ή στάση πού έπρεπε νά κρατήσει, νά χρησιμεύσει γιά παράδειγμα ' Υπάρχουν στιγμές, είπε μέσα της, κατά τίς όποιες πρέπει νά ξέρεις νά βγάζεις τά νύχια σου* άποφάσισε ότι τό ϊδιο κιόλας βράδυ, στό εστιατόριο όπου θά δειπνούσαν οί δυό τους, θά έβρισκε έπιτέλους τό άπαραίτητο θάρρος γιά νά ένεργήσει. Θά τό έλεγα ξεκάθαρα, προλαβαίνοντας τά γεγονότα: δύσκο λα μπορεΐ νά φανταστεί κανείς μεγαλύτερη άνοησία άπό τήν άπόφασή της αύτή. Αύτό πού ήθελε νά κάνει, ήταν εντελώς άντίθετο μέ τά συμφέροντά της. Πράγματι, πρέπει νά ύπογραμμίσουμε ότι ό Μπερνάρ, τά δυό χρόνια πού τήν γνώριζε, ήταν εύτυχισμένος μαζί της, ϊσως μάλιστα περισσότερο εύτυχισμένος άπό αύτό πού νόμιζε ή Λώρα. Έκείνη ήταν γΓ αύτόν μιά φυγή,
//
161
ένα καταφύγιο μακριά άπό τή ζωή πού ό πατέρας του, ό εύφωνικός Μπερτράν Μπερτράν, τού είχε ετοιμάσει άπό τότε πού ήταν παιδί. Μπορούσε επιτέλους νά ζήσει έλεύθερος, σύμφωνα μέ τίς επιθυμίες του, νά έχει μιά κρυφή γωνιά όπου κανένα μέλος τής οικογένειάς του δέν ερχόταν νά χώσει τό περίεργο κεφάλι του, μιά γωνιά όπου ή ζωή κυλούσε μέ άλλες συνήθειες: λάτρευε τούς μποέμικους τρόπους τής Λώρας, τό πιάνο της πού τό έπαιζε άπό καιρό σέ καιρό, τίς συναυλίες όπου τόν πήγαινε, τίς ψυχικές της καταστάσεις καί τίς εξάρσεις της. "Οταν ήταν μαζί της, ’ένιωθε μακριά άπό τούς πλούσιους καί βαρετούς άνθρώπους πού συνα ναστρεφόταν ό πατέρας του. ' Η εύτυχία τους όμως ήταν ύπό εναν όρο: επρεπε νά μείνουν άνύπαντροι. ’Ά ν παντρεύονταν, όλα θά άλλαζαν παραχρήμα: ή ένωσή τους θά άνοιγε ξαφνικά σέ όλες τίς παρεμβάσεις τής οικογένειας τού Μπερνάρ* ό έρωτάς τους θά έχανε έτσι όχι μόνο τή γοητεία του, άλλά καί τό ϊδιο τό νόημά του. Καί ή Λώρα θά έστερεΐτο όλη τήν εξουσία πού ώς τότε άσκοϋσε στόν Μπερνάρ. Πώς μπορούσε νά πάρει μιά άπόφαση τόσο κουτή, τόσο άντίθετη μέ τά συμφέροντά της; Γνώριζε τόσο λίγο τόν εραστή της; Τόσο λίγο τόν καταλάβαινε; Ναί, όσο παράξενο κι άν φαίνεται αύτό, τόν ήξερε λίγο καί δέν τόν καταλάβαινε. Ή τα ν περήφανη κιόλας πού δέν ένδιαφερόταν παρά γιά τόν έρωτα τού Μπερνάρ. Ποτέ δέν τόν ρωτούσε γιά τόν πατέρα του. Δέν ήξερε τίποτα γιά τήν οικογένειά του. "Οταν συνέβαινε νά μιλήσει ό ϊδιος γΓ αύτό, βαριόταν πεισματι κά καί άμέσως εκδήλωνε τήν άρνησή της στό νά σπαταλά ένα χρόνο πολύτιμο πού θά μπορούσε νά άφιερώσει στόν Μπερνάρ. Ά κ ό μ α πιό περίεργο: κατά τίς σκοτεινές εβδομάδες τού διπλώ ματος, πού εκείνος δέν ξέσφιγγε τά δόντια παρά μόνο γιά νά ζητήσει συγνώμη πού είχε σκοτούρες, έκείνη επαναλάμβανε πάντοτε: «Ναί, ξέρω τί είναι οί σκοτούρες», χωρίς ποτέ όμως νά τού θέσει έκείνη τήν ερώτηση, τήν άπλούστερη όλων: «Τί σκοτούρες έχεις; Τί συμβαίνει άκριβώς; Μίλα, πες μου τί σέ άπασχολεΐ!» Είναι παράξενο: ήταν τρελή γιά τόν Μπερνάρ καί, ταυτόχρο 162
να, δέν ένδιαφερόταν γΓ αύτόν. Θά έφθανα στό σημείο νά πώ: ήταν τρελή γιά Μπερνάρ καί γιά τόν λόγο αυτόν άκριβώς δέν ένδιαφερόταν γιά έκεινον. Ά ν τής προσήπταμε τήν έλλειψη αύτή τού ενδιαφέροντος της καί τήν κατηγορούσαμε ότι δέν γνώριζε τόν εραστή της, δέν θά μάς καταλάβαινε. Γιατί ή Λώρα δέν ήξερε τί σημαίνει νά γνωρίζεις κάποιον. ΤΗταν σάν παρθένα πού φοβάται μήπως μείνει έγκυος άπό τά πολλά φιλιά μέ τόν εραστή της! Έδώ καί λίγο καιρό, σκεπτόταν τόν Μπερνάρ αδιάκοπα. Φανταζόταν τό κορμί του, τό πρόσωπό του, είχε τήν εντύπωση ότι ήταν διαρκώς μαζί του, ότι ήταν διαποτισμένη άπό αύτόν. Πίστευε έπίσης ότι τόν γνώριζε άπέξω κι άνακατωτά, ότι τόν γνώριζε όπως κανένας ποτέ δέν τόν είχε γνωρίσει. Τό ερωτικό συναίσθημα μάς παραπλανά όλους μέ μιά αύταπάτη γνώσης. Μετά άπό αύτές τίς διευκρινίσεις, μπορούμε ίσως έπιτέλους νά πιστέψουμε ότι τού δήλωσε στό επιδόρπιο (γιά νά τήν δικαιολογήσω, θά μπορούσα νά άξιολογήσω τό ότι είχαν πιει ένα μπουκάλι κρασί καί δύο κονιάκ, άλλά είμαι σίγουρος ότι θά είχε πει τό ϊδιο πράγμα κι άν ήταν νηφάλια): «Μπερνάρ, παντρέψου με!»
!63
eH κίνηση διαμαρτυρίας κατά τών παραβιάσεων τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων Η ΜΠΡΙΖΙΤ βγήκε άπό μάθημά της τών γερμανικών σταθερά αποφασισμένη νά μήν ξαναγυρίσει ποτέ εκεί. 5Από τή μιά μεριά, ή γλώσσα τοϋ Γ καΐτε τής έμοιαζε απογυμνωμένη άπό κάθε πρακτική χρησιμότητα (ήταν ή μητέρα της πού τής είχε επιβάλει τήν εκμάθηση), άπό τήν άλλη αισθανόταν σέ βαθιά δυσαρμονία μέ τά γερμανικά. ' Η γλώσσα αύτή τήν ένοχλοϋσε μέ τήν έλλειψη λογικής της. Τή φορά αύτή, είχε ξεπεράσει τά όρια: ή πρόθεση ohne (χωρίς) συντάσσεται μέ αιτιατική, ή πρόθεση mit (μετά) συντάσσεται μέ δοτική. Γιατί; Οι δύο προθέσεις σημαίνουν στήν πραγματικότητα τήν άρνητική καί τή θετική άποψη τής ίδιας σχέσης, έτσι πού θά έπρεπε νά άκολουθούνται άπό τήν ιδια πτώση. 'Η Μπριζίτ τό είχε έπισημάνει αύτό στόν καθηγητή της, ένα νεαρό Γερμανό πού ή παρατήρηση τόν είχε φέρει σέ δύσκολη θέση καί πού άμέσως είχε αισθανθεί ένοχος. Αύτός ό λεπτεπίλεπτος καί συμπαθητικός άνθρωπος ύπέφερε πού άνήκε σ ’ ένα λαό ό όποιος είχε κυβερνηθεί άπό τόν Χίτλερ. "Ετοιμος νά ρίξει όλα τά βάρη στήν πατρίδα του, παραδέχτηκε άμέσως ότι καμιά εύλογη αιτία δέν δικαιολογούσε δύο διαφορετικές πτώσεις μέ τίς προθέσεις mit καί ohne. «Δέν είναι λογικό, τό ξέρω, είναι όμως μιά χρήση πού έχει καθιερωθεί κατά τή διάρκεια τών αιώνων», είπε, σάν νά ήθελε νά κινήσει τόν οίκτο τής νεαρής Γαλλίδας γιά μιά γλώσσα πού ή ιστορία τήν καταράστηκε. «Είμαι εύτυχής πού τό άναγνωρίζετε. Δέν είναι λογικό. Λοιπόν, γιά γλώσσα οφείλει νά είναι λογική», είπε ή Μπριζίτ. Ό νεαρός Γερμανός συγκατένευσε: « ’Αλίμονο, εμείς δέν είχαμε έναν Καρτέσιο. Πρόκειται γιά ένα άσυγχώρητο κενό στήν ιστορία μας. ' Η Γερμανία δέν έχει τή δική σας παράδοση τοϋ όρθοϋ λόγου καί τής διαύγειας, είναι γεμάτη άπό μεταφυσικές 164
καταχνιές. f Η Γερμανία είναι ή βαγκνερική μουσική, καί δλοι μας ξέρουμε ποιός ήταν ό μεγαλύτερος θαυμαστής τοϋ Βάγκνερ: ό Χίτλερ!» ’Αδιαφορώντας καί γιά τόν Βάγκνερ καί γιά τόν Χίτλερ, ή Μπριζίτ συνέχισε τόν συλλογισμό της: «'Ένα παιδί μπορεΐ νά μαθαίνει μιά γλώσσα πού στερείται λογικής, γιατί ένα παιδί δέν είναι προικισμένο μέ λογική. "Ενας ενήλικος ξένος, όμως, ποτέ δέν θά μπορέσει νά τήν μάθει. ΓΓ αύτόν τό λόγο, κατά τήν άποψή μου, τά γερμανικά δέν είναι μιά γλώσσα οικουμενικής επικοινωνίας. — ’Έχετε άπολύτως δίκιο», είπε ό Γερμανός καί πρόσθεσε μέ χαμηλή φωνή: «βλέπετε πόσο παράλογη ήταν ή γερμανική θέληση γιά παγκόσμια κυριαρχία». Εύχαριστημένη άπό τόν εαυτό της, ή Μπριζίτ μπήκε στό αύτοκίνητό της καί πήγε στοϋ Φωσόν ν ’ άγοράσει ένα μπουκάλι κρασί. ’Έψαξε ματαίως μιά θέση νά παρκάρει: ούρές άπό αύτοκί νητα στή σειρά ήσαν κατά μήκος τών πεζοδρομίων, μέ τούς προφυλακτήρες κολλημένους τόν ένα πάνω στόν άλλο, σέ άκτίνα ενός χιλιομέτρου* άφοϋ είχε γυρίσει γύρω γύρω ένα τέταρτο τής ώρας, τήν κυρίευσε αγανάκτηση καί έκπληξη μπροστά σ ’ αύτή τήν έλλειψη κενών θέσεων: άνέβηκε στό πεζοδρόμιο καί έσβησε τή μηχανή. Έ πειτα κατευθύνθηκε πεζή πρός τό κατάστημα. 5Από μακριά είδε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε. Πλησιάζοντας, κατάλαβε: Τό εσωτερικό καί τά πέριξ τοϋ διάσημου παντοπωλείου, όπου όλα στοιχίζουν δέκα φορές άκριβότερα άπό άλλου, τόσο ώστε ή πελατεία νά άποτελεΐται άπό άνθρώπους γιά τούς οποίους τό νά πληρώνουν άποτελεΐ μεγαλύτερη εύχαρίστηση άπό τό νά τρώνε, ήσαν κατειλημμένα άπό καμιά εκατοστή άτομα, φτωχικά ντυμέ να, άπό άνεργους* ήταν μιά παράξενη διαδήλωση: δέν είχαν έρθει νά σπάσουν τίποτα, οϋτε νά εκστομίσουν άπειλές ή νά φωνάξουν συνθήματα* είχαν έρθει άπλούστατα γιά νά προκαλέσουν άμηχανία στούς πλούσιους καί νά τούς χαλάσουν τήν εύχαρίστηση τοϋ καλού κρασιού καί τοϋ χαβιαριού. Πράγματι, τόσο οί πωλητές όσο καί οί άγοραστές είχαν ξαφνικά ένα φοβισμένο χαμόγελο 165
καί έδειχναν τό ϊδιο ανίκανοι καί νά πουλήσουν καί ν 5 αγο ράσουν. 'Η Μπριζίτ άνοιξε δρόμο μέσα στό πλήθος καί μπήκε. Οί άνεργοι δέν τής ήσαν αντιπαθητικοί οϋτε καί είχε τίποτα νά προσάψει στίς κυρίες μέ τίς γούνες. Μέ δυνατή φωνή ζήτησε ένα μπουκάλι μπορντώ. *Η άποφασιστικότητά της έξέπληξε τήν πωλήτρια καί τήν έκανε νά καταλάβει ότι οί διαδηλωτές, πού ή παρουσία τους δέν ήταν καθόλου απειλητική, δέν έπρεπε νά τήν εμποδίσουν άπό τό νά εξυπηρετήσει τή νεαρή πελάτισσα. *Η Μπριζίτ πλήρωσε λοιπόν τό μπουκάλι καί έπέστρεψε στό αύτο κίνητό της, μπροστά στό όποιο τήν περίμεναν δύο τροχονόμοι, μέ τό στυλό στό χέρι. ’Ά ρ χισ ε νά χαλάει τόν κόσμο καί, μόλις εκείνοι τής εξήγησαν ότι τό όχημα έτσι άσχημα παρκαρισμένο έκλεινε τό πεζοδρόμιο, τούς έδειξε τά σταθμευμένα αύτοκίνητα, τό ένα πάνω στό άλλο: «Θέλετε νά μού πείτε πού νά παρκάρω; φώναξε. Ά ν επιτρέπετε στούς άνθρώπους ν 5 άγοράζουν αύτοκίνητα, θά πρέπει νά τούς εξασφαλίζετε καί μιά θέση νά τά βάζουν. ’Ή όχι; Πρέπει νά είμαστε λογικοί!» "Ολα αύτά τά διηγούμαι μόνο γιά τούτη τή λεπτομέρεια: φωνάζοντας στούς άστυφύλάκες, ή Μπριζίτ θυμήθηκε τούς άνερ γους πού διαδήλωναν μπροστά στό παντοπωλείο καί δοκίμασε μιά ξαφνική καί μεγάλη συμπάθεια γΓ αύτούς: ένιωθε δεμένη μαζί τους στόν ϊδιο άγώνα. Αύτό τής έδωσε θάρρος καί άνέβασε τόν τόνο* οί μπάτσοι (τό ϊδιο άμήχανοι όσο καί οί κυρίες μέ τίς γούνες μπροστά τούς άνεργους) δέν μπόρεσαν νά κάνουν άλλο παρά νά έπαναλάβουν χαζά, χωρίς τήν παραμικρή πεποίθηση, τίς λέξεις «άπαγορευμένο», «δέν επιτρέπεται», «πειθαρχία», «τάξη» καί κατέληξαν νά τήν άφήσουν νά φύγει χωρίς νά τής δώσουν κλήση. Κατά τή διάρκεια όλου αύτού τού καβγά, ή Μπριζίτ είχε συνοδεύσει τίς επικρίσεις της άπό γρήγορες καί κοφτές κινήσεις τού κεφαλιού, ενώ ταυτόχρονα σήκωνε τούς ώμους καί τά φρύδια της. "Οταν, γυρίζοντας στό σπίτι, διηγήθηκε τό επεισόδιο στόν πατέρα της, τό κεφάλι της διέγραψε άκριβώς τήν ιδια κίνηση. 166
Τήν έχουμε ήδη ξανασυναντήσει αύτή τήν κίνηση: εκφράζει μιά έκπληξη όλο αγανάκτηση μπροστά σέ αύτούς πού παριστάνουν ότι άρνούνται τά στοιχειωδέστερα τών δικαιωμάτων μας. "Ας ονομάσουμε λοιπόν τήν κίνηση αύτή: κίνηση διαμαρτυρίας κατά τών παραβιάσεων τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ή ιδέα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων γεννήθηκε πρίν άπό δύο αιώνες, άλλά δέν έφθασε στό άπόγειο τής δόξας της παρά στό δεύτερο ήμισυ τής δεκαετίας τού 570 τού δικού μας αιώνα. Είναι τήν εποχή αύτή πού ό ’Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν, στολισμέ νος μέ μία γενειάδα καί δυό τόσα δά χεράκια, ύπνώτισε τούς δυτικούς διανοούμενους, νοσταλγούς τών μεγάλων πεπρωμένων. Χάρη σ ’ έκεΐνον κατέληξαν ν ’ άναγνωρίσουν, μέ καθυστέρηση πενήντα χρόνων, τήν ύπαρξη στρατοπέδων συγκεντρώσεως στήν κομμουνιστική Ρωσία” άκόμα καί οί προοδευτικοί παραδέχτηκαν ξαφνικά ότι δέν ήταν σωστό νά φυλακίζονται οί άνθρωποι γΓ αύτό πού σκέπτονται. Καί γιά νά ένισχύσουν τή νέα τους αύτή στάση, βρήκαν ένα έξαίρετο επιχείρημα: οί Ρώσοι κομμουνιστές προσέβαλλαν τά άνθρώπινα δικαιώματα, τά όποια τόσο πανηγυ ρικά διακήρυξε ή ιδια ή Γαλλική ’Επανάσταση! ’Έτσι, χάρη στόν Σολτζενίτσιν, ή έκφραση «άνθρώπινα δι καιώματα» βρήκε τή θέση της στό λεξιλόγιο τού καιρού μας* δέν γνωρίζω οϋτε έναν πολιτικό πού νά μήν επικαλείται δέκα φορές τήν ήμέρα «τόν άγώνα γιά τά άνθρώπινα δικαιώματα» ή «τά άνθρώπινα δικαιώματα πού τά έχουν εξευτελίσει». Καθώς όμως στή Δύση δέν ζεΐ κανείς ύπό τήν άπειλή τών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, καθώς μπορεΐ κανείς νά πει ή νά γράψει ό,τιδήποτε, όσο ό άγώνας γιά τά δικαιώματα τοϋ άνθρώπου κέρδιζε σέ δημοτικότητα τόσο έχανε κάθε ούσιαστικό περιεχόμενο, γιά νά γίνει έντέλει ή κοινή στάση όλων πρός όλους, ένα είδος ενέρ γειας πού μεταμορφώνει όλες τίς επιθυμίες σέ δικαιώματα. 'Ο κόσμος έχει γίνει ένα άνθρώπινο δικαίωμα καί όλα έχουν μεταβληθεΐ σέ δικαίωμα: ή έπιθυμία τοϋ έρωτα σέ δικαίωμα στόν έρωτα, ή έπιθυμία τής ξεκούρασης σέ δικαίωμα στήν ξεκούραση, ή έπιθυμία τής φιλίας σέ δικαίωμα στή φιλία, ή έπιθυμία νά τρέχεις πολύ γρήγορα σέ δικαίωμα στό νά τρέχεις πολύ γρήγορα, 167
ή επιθυμία τής εύτυχίας σέ δικαίωμα στήν εύτυχία, ή επιθυμία νά δημοσιεύσεις ενα βιβλίο σέ δικαίωμα στή δημοσίευση ενός βιβλίου, ή επιθυμία νά φωνάζεις τή νύχτα στούς δρόμους σέ δικαίωμα στό νά φωνάζεις τή νύχτα στούς δρόμους. Οί άνεργοι έχουν δικαίωμα νά κάνουν κατάληψη στό πολυτελές παντοπω λείο, οί κυρίες μέ τίς γούνες έχουν δικαίωμα ν ’ αγοράζουν χαβιάρι, ή Μπριζίτ έχει δικαίωμα νά παρκάρει τό αύτοκίνητο της πάνω στό πεζοδρόμιο καί όλοι, άνεργοι, κυρίες μέ γούνες, Μπριζίτ, ανήκουν στήν ιδια στρατιά τών μαχητών ύπέρ τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Καθισμένος σέ μιά πολυθρόνα απέναντι άπό τήν Μπριζίτ, ό Πώλ τήν κοίταζε μέ άγάπη νά κουνάει τό κεφάλι άπό άριστερά στά δεξιά, μέ όλο της τό παράστημα. ’Ή ξερε ότι άρεσε στήν κόρη του κι αύτό τοϋ ήταν πιό σημαντικό άπό τό νά άρέσει στή γυναίκα του. Γιατί τά θαυμαστικά μάτια τής κόρης του τοϋ έδιναν αύτό πού ή Ά ν ιέ ς δέν μπορούσε νά τοϋ δώσει: τήν άπόδειξη ότι δέν είχε άποξενωθει άπό τή νεότητα, ότι ήταν πάντοτε μέρος τών νέων. Μόλις δυό ώρες είχαν περάσει άπό τότε πού ή Ά ν ιές, συγκινημένη άπό τόν ξερόβηχά του, τοϋ είχε χαϊδέψει τά μαλλιά. Πόσο πολύ προτιμούσε τά κουνήματα τοϋ κεφαλιού τής Μπριζίτ άπό αύτό τό ταπεινωτικό χάδι! Ή παρουσία τής κόρης του λειτουργούσε επάνω του σάν ένας συσσωρευτής ενέργειας άπό όπου άντλοϋσε τή δύναμή του.
168
Τό νά είναι κανείς απόλυτα σύγχρονος Α, ΑΥΤΟΣ ό άγαπητός Πώλ πού ήθελε νά προκαλέσει τόν 9Αρκού δα καί νά τόν κάνει έξαλλο, τραβώντας μιά μονοκοντυλιά πάνω στήν 'Ιστορία, στόν Μπετόβεν, στόν Πικάσσο... Μπερδεύεται στό μυαλό μου μέ τόν Γιαρομίλ, τό πρόσωπο ενός μυθιστορήμα τος πού τελείωσα τή συγγραφή του εδώ καί είκοσι χρόνια άκριβώς καί τοϋ οποίου, σ ’ ενα επόμενο κεφάλαιο, θά μέ δοϋν νά καταθέτω ενα αντίτυπο σέ ενα μπιστρό τοϋ Μονπαρνάς, εις προσοχήν τοϋ καθηγητή Άβενάριου. Βρισκόμαστε στήν Πράγα, τό 1948* ό Γιαρομίλ, δεκαοκτώ) χρόνων, είναι θανάσιμα ερωτευμένος μέ τήν σύγχρονη ποίηση, μέ τόν Ντεσνός, τόν Έλυάρ, τόν Μπρετόν, τόν Βιτεσλάβ Νέζβαλ* κατά τό παράδειγμά τους, εκανε σλόγκαν τή φράση πού έγραψε ό Ρεμπώ στό Μιά εποχή στήν κόλαση: «II faut etre absolument moderne» («πρέπει νά είναι κανείς απόλυτα σύγχρο νος»). Τώρα αύτό πού ξαφνικά άναδείχθηκε ώς απόλυτα σύγχρο νο στήν Πράγα, είναι ή σοσιαλιστική επανάσταση, πού άμέσως καί μέ βιαιότητα καταδίκασε τήν σύγχρονη τέχνη μέ τήν όποία ήταν θανάσιμα ερωτευμένος ό Γιαρομίλ. 'Ο ήρωάς μου λοιπόν, μπροστά σέ μερικούς φίλους (όχι λιγότερο θανάσιμα ερωτευμέ νους μέ τήν σύγχρονη τέχνη), άρνήθηκε μέ σαρκασμό όλα όσα άγαποϋσε (όλα όσα άγαποϋσε άληθινά καί μέ όλη του τήν καρδιά) γιά νά μήν προδώσει τήν μεγάλη εντολή τοϋ νά «είναι άπόλυτα σύγχρονος». Μέσα στήν άρνησή του, εβαλε όλη τήν οργή, όλο τό πάθος ενός παρθένου πού ήθελε νά μπει μέ μιά βίαιη πράξη στήν ενήλικη ζωή· καί οί φίλοι του, βλέποντας μέ τί πείσμα άρνιόταν ό,τι τοϋ ήταν πιό αγαπητό, όλα αύτά γιά τά όποια είχε ζήσει καί ήθελε νά ζήσει, βλέποντάς τον νά άρνιέται τόν Πικασσό καί τόν Νταλί, τόν Μπρετόν καί τόν Ρεμπώ, βλέποντας ότι τούς άρνιόταν στό όνομα τοϋ Λένιν καί τοϋ 169
Έρυθροϋ Στρατού (πού, έκείνη τή στιγμή, αντιπροσώπευαν τό άκρον άωτον τού σύγχρονου), οί φίλοι του ένιωσαν τό λαιμό τους νά σφίγγεται γΓ αύτό καί πρώτα έμειναν κατάπληκτοι, έπειτα αήδιασαν καί στό τέλος έφριξαν. Τό θέαμα αύτού τού παρθένου πού είχε συμπαραταχθεί μέ αύτό πού παρουσιαζόταν ώς σύγχρο νο, καί συμπαρατασσόταν όχι άπό δειλία (γιά νά ύπηρετήσει τή σταδιοδρομία του) άλλά άπό θάρρος, σάν άνθρωπος πού μέ πόνο θυσιάζει αύτό πού άγαπάει, ναί, αύτό τό θέμα είχε πραγματικά κάτι τό φριχτό (πού προεικόνιζε τή φρίκη τού επικείμενου τρόμου, τή φρίκη τών φυλακίσεων καί τών άπαγχονισμών). ’Ίσως τότε κάποιος νά είπε μέσα του, παρατηρώντας τον: «ό Γιαρομίλ συμμάχησε μέ τούς νεκροθάφτες του». Σίγουρα, ό Πώλ καί ό Γιαρομίλ δέν μοιάζουν καθόλου ό ένας στόν άλλο. Τό μόνο τους κοινό σημείο είναι άκριβώς ή παθια σμένη πεποίθηση ότι «πρέπει νά είναι κανείς άπόλυτα σύγχρο νος». « ’Απόλυτα σύγχρονος» είναι μία έννοια τής όποίας τό περιεχόμενο είναι μεταβλητό καί άσύλληπτο. Τό 1872, ό Ρεμπώ δέν φανταζόταν βεβαίως μέ τίς λέξεις αύτές τά εκατομμύρια τών άνδριάντων τού Λένιν καί τού Στάλιν* πολύ λιγότερο δέν φαντα ζόταν τίς διαφημιστικές ταινίες, τίς έγχρωμες φωτογραφίες ή τό έκστασιασμένο πρόσωπο ενός τραγουδιστή ρόκ. Λίγο ενδιαφέ ρει, όμως, γιατί τό νά είναι κανείς άπόλυτα σύγχρονος σημαίνει: νά μήν άμφισβητήσει ποτέ ξανά τό περιεχόμενο τού σύγχρονου, νά μπαίνει στήν υπηρεσία του όπως στήν ύπηρεσία τού άπόλυτου, δηλαδή χωρίς άμφιβολίες. "Οπως άκριβώς ό Γιαρομίλ, ό Πώλ ήξερε δτι τό σύγχρονο τού αύριο διαφέρει άπό έκεΐνο τού σήμερα καί ότι γιά τήν αιώνια προστακτική τού σύγχρονου πρέπει νά ξέρει κανείς νά προδίδει τό προσωρινό του περιεχόμενο, όπως γιά τό σλόγκαν τού Ρεμπώ πρέπει νά ξέρει νά προδίδει τούς στίχους τού Ρεμπώ. Στό Παρίσι τού 1968, υιοθετώντας μιά ορολογία πολύ πιό ριζοσπαστική άπό έκείνη τού Γιαρομίλ στήν Πράγα τού 1948, οί φοιτητές άρνήθηκαν τόν κόσμο έτσι όπως είναι, τόν επιφανειακό κόσμο τής άνεσης, τής άγοράς, τής διαφήμισης, τόν κόσμο της άνόητης μαζικής κουλτούρας πού παραγεμίζει μέ μελοδράματα τό κεφάλι 170
τών ανθρώπων, τόν κόσμο τών συμβάσεων, τόν κόσμο τοϋ πατέρα. Τήν εποχή έκείνη, ό Πώλ πέρασε μερικές μέρες στά οδοφράγματα καί ή φωνή του αντήχησε τό ϊδιο αποφασιστική όσο κι έκείνη τοϋ Γιαρομίλ είκοσι χρόνια νωρίτερα’ τίποτε δέν μπορούσε νά τόν κάνει νά λυγίσει* στηριγμένος στό μπράτσο πού τοϋ πρόσφερε ή φοιτητική εξέγερση, απομακρυνόταν άπό τόν κόσμο τών πατέρων γιά νά γίνει, στά τριάντα πέντε του χρόνια, επιτέλους ενήλικος. ’Έπειτα πέρασε ό καιρός, ή κόρη του μεγάλωσε κι ένιωσε άνετα μέσα στόν κόσμο έτσι όπως είναι, μέσα στόν κόσμο τής τηλεόρασης, τοϋ ρόκ, τής διαφήμισης, τής μαζικής κουλτούρας τών μελοδραμάτων της, μέσα στόν κόσμο τών τραγουδιστών, τών αύτοκινήτων, τής μόδας, τών παντοπωλείων πολυτελείας καί τών κομψών βιομήχανων πού έχουν προαχθει σέ στάρ. *Ικανός νά ύπερασπίζεται πεισματικά τίς θέσεις του εναντίον τών καθηγη τών, εναντίον τών μπάτσων, έναντίων τών νομαρχών καί τών ύπουργών, ό Πώλ δέν ήξερε καθόλου πώς νά τίς υπερασπιστεί εναντίον τής κόρης του, πού ήθελε νά κάθεται στά γόνατά του καί καθόλου δέν βιαζόταν νά έγκαταλείψει τόν κόσμο τοϋ πατέ ρα, όπως εκείνος είχε κάνει κάποτε, προκειμένου νά ένηλικιωθεΐ. ’Αντίθετα, ήθελε νά μείνει όσο περισσότερο γινόταν κάτω άπό τήν ιδια στέγη μέ τόν ύπομονετικό της μπαμπά, ό όποιος (περί που συγκινημένος) τής έπέτρεπε νά κοιμάται κάθε Σάββατο μέ τόν φιλαράκο της δίπλα στήν κάμαρα τών γονιών της. Τί σημαίνει νά είναι κανείς άπόλυτα σύγχρονος όταν δέν είναι πιά νέος καί όταν έχει μία κόρη τελείως διαφορετική άπό αύτό πού έκεΐνος ήταν στήν ήλικία της; Ό Πώλ βρήκε εύκολα τήν άπάντηση: τό νά είναι κανείς άπόλυτα σύγχρονος σημαίνει, σέ μιά τέτοια περίπτωση, νά ταυτίζεται άπόλυτα μέ τήν κόρη του. Φαντάζομαι τόν Πώλ, μαζί μέ τήν ’Ανιές καί τήν Μπριζίτ, καθισμένο στό τραπέζι γιά τό δείπνο. 'Η Μπριζίτ, μισογυρισμένη στήν καρέκλα της, μασουλάει κοιτάζοντας τήν οθόνη τής τηλεόρασης. Κανένας άπό τούς τρεις δέν λέει λέξη, γιατί ή τηλεόραση είναι δυνατά. *Ο Πώλ σκέπτεται πάντοτε τήν άπαίσια παρατήρηση τοϋ ’Αρκούδα, πού τόν χαρακτήρισε σύμμαχο τοϋ 171
κάθε νεκροθάφτη του. ’Έπειτα, τό γέλιο τής Μπριζίτ διακόπτει τόν ειρμό τών σκέψεών του: στήν οθόνη περνάει μιά διαφήμιση: ενα παιδί γυμνό, τό πολύ πολύ ενός έτους, σηκώνεται άπό τό δοχείο του σέρνοντας πίσω του ενα ρολό χαρτί ύγείας τοϋ όποιου ή λευκότητα ξετυλίγεται όπως ή μεγαλοπρεπής ούρά ενός νυφι κού φορέματος. Τώρα, ό Πώλ θυμάται ότι τελευταία είχε παρατη ρήσει μέ έκπληξη ότι ή Μπριζίτ ούδέποτε είχε διαβάσει ενα ποίημα τοϋ Ρεμπώ. Ά ν ληφθεΐ ύπόψη μέχρι ποιό σημείο ό ϊδιος είχε αγαπήσει τόν Ρεμπώ στήν ήλικία της Μπριζίτ, μπορεΐ δικαίως νά τήν θεωρήσει νεκροθάφτη του. Δοκιμάζει κάποια μελαγχολία άκούγοντας τό άβίαστο γέλιο τής κόρης του, πού αγνοεί τόν μεγάλο ποιητή καί προσφέρει στόν εαυτό της τηλεοπτικές μωρολογίες. ’Έπειτα αναρωτιέται: πραγματικά, γιατί είχε τόσο πολύ αγαπήσει τόν Ρεμπώ; Πώς είχε φθάσει σ ’ αύτή τήν άγάπη; Τόν είχαν μαγέψει τά ποιήματά του; Ό χ ι. 'Ο Ρεμπώ μπερδευόταν τότε στό μυαλό του μέ τόν Τρότσκυ, μέ τόν Μπρετόν, μέ τόν Μάο, μέ τόν Κάστρο, γιά νά σχηματίσει ενα μοναδικό επαναστατικό μείγμα. Αύτό πού πρώτα άπ’ όλα γνώρισε άπό τόν Ρεμπώ, είναι τό σλόγκαν πού όλοι έχουν έπαναλάβει: ν ’ άλλάξουμε τή ζωή. (Σάν νά χρειαζόταν ένας ιδιοφυής ποιητής προκειμένου νά διατυπωθεί μιά παρόμοια κοινοτοπία...) Χωρίς αμφιβολία ό Πώλ θά διάβασε μετά τούς στίχους τοϋ Ρεμπώ* ήξερε μερικούς άπό αύτούς άπέξω καί τούς άγαποϋσε. Ποτέ όμως δέν διάβασε όλα τά ποιήματα: τοϋ είχαν άρέσει μόνο εκείνοι γιά τούς οποίους τοϋ είχε μιλήσει το περιβάλλον του, πού είχε μιλήσει γΓ αύτούς χάρη στή σύσταση ενός άλλου περιβάλλοντος. Ό Ρεμπώ λοιπόν δέν ύπήρξε ο αισθητικός του έρωτας καί πιθανόν ούδέποτε γνώρισε ε ν α ν αισθητικό έρωτα. Είχε στρατολογηθει ύπό τό λάβαρο τοϋ Ρεμπώ όπως στρατολογεΐται κανείς ύπό μια σημαία, όπως στρατολογείται σ ’ ένα πολιτικό κόμμα, όπως γίνεται οπαδός μιας ποδοσφαι ρικής ομάδας, Στήν π ραγ ματ ικό τ η τ α, τί τοϋ άπέφεραν οί στίχοι τοϋ Ρεμπώ; Τίποτα παραπάνο) άπό τήν ύπερηφάνεια νά ανήκει ο αύτούς πού άγαπουσαν τούς στίχους τοϋ Ρεμπώ. Ό Πώλ ξαναγύριζε πάντα στήν πρόσφατη συζήτησή του με 172
τόν ’Αρκούδα: ναί, ύπερέβαλλε, αφηνόταν νά παρασύρεται άπό τίς παραδοξολογίες, προκαλούσε τόν ’Αρκούδα καί όλους τούς άλλους, άλλά στό τέλος τέλος, δέν έλεγε τήν άλήθεια; Αύτό πού μέ τόσο σεβασμό ό ’ Αρκούδας ονομάζει «ή κουλτούρα», δέν είναι ή χίμαιρα μας, κάτι ωραίο καί πολύτιμο, σίγουρα, άλλά πού μάς άφορά πολύ λιγότερο άπό όσο τολμούμε νά ομολογήσουμε; Λίγες μέρες πρίν, ό Πώλ είχε άναπτύξει μπροστά στήν Μπριζίτ, προσπαθώντας νά έπαναλάβει τούς ίδιους όρους, τίς σκέψεις πού είχαν ταράξει τόν ’Αρκούδα. ’Ή θελε νά δει τίς άντιδράσεις τής κόρης του. ’ Οχι μόνο δέν σκανδαλίστηκε άπό τίς προκλητικές διατυπώσεις, άλλά έδειξε διατεθειμένη νά προ χωρήσει πολύ παραπέρα. Νά τί άφοροϋσε τόν Πώλ. Γιατί δενόταν όλο καί περισσότερο μέ τήν κόρη του καί, άπό μερικά χρόνια ήδη, τής ζητούσε τή γνώμη της γιά όλα τά προβλήματα πού συναντούσε. ’Ίσως στήν άρχή νά τό έκανε μέ μιά παιδαγωγι κή φροντίδα, γιά νά τήν ύποχρεώσει νά άσχοληθεΐ μέ σοβαρά πράγματα, άλλά σύντομα οί ρόλοι άντιστράφηκαν εξ ύφαρπαγής: εκείνος δέν έμοιαζε πιά μέ δάσκαλο πού μέ τίς ερωτήσεις του ένθαρρύνει μιά δειλή μαθήτρια, άλλά μ ’ έναν άντρα όχι πολύ σίγουρο γιά τόν εαυτό του πού συμβουλεύεται μιά μάντισσα. Δέν άπαιτεΐς άπό μιά μάντισσα νά έχει μεγάλη σοφία (ό Πώλ δέν έτρεφε πολλές αύταπάτες γιά τά ταλέντα ή τίς γνώσεις τής κόρης του), άλλά νά είναι συνδεδεμένη μέσω άόρατων σωληνώ σεων μέ μιά δεξαμενή σοφίας τοποθετημένη έξω άπό αύτήν. "Οταν ή Μπριζίτ τοϋ έξέθετε τίς άπόψεις της, δέν τίς άπέδιδε στήν προσωπική πρωτοτυπία τής κόρης του, άλλά στή μεγάλη συλλογική σοφία τών νέων πού έκφράζονταν μέ τό δικό της στόμα· έτσι, τήν άκουγε μέ μιά όλο καί αύξανόμενη εμπιστο σύνη. * Η ’ Ανιές είχε σηκωθεί άπό τό τραπέζι καί μάζευε τά πιάτα γιά νά τά πάει στήν κουζίνα, ή Μπριζίτ είχε γυρίσει τήν καρέκλα της απέναντι πλέον άπό τήν οθόνη, καί ό Πώλ έμενε στό τραπέζι, μόνος. Σκέφθηκε ένα παιχνίδι συναναστροφών πού έπαιζαν οί γονείς του. Δέκα πρόσωπα γυρίζουν γύρω άπό δέκα καρέκλες καί, σ 5 ένα σινιάλο, πρέπει όλοι νά καθίσουν. Κάθε καρέκλα έχει μιά 173
επιγραφή. Σ ’ έκείνη πού τοϋ έλαχε, μπορεί κανείς νά διαβάσει: Πνευματώδης σύμμαχος του κάθε νεκροθάφτη του. Ξέρει δτι τό παιχνίδι έχει τελειώσει κι δτι θά μείνει καθισμένος σ ’ αύτή τήν καρέκλα γιά δλη του τή ζωή. Τί νά κάνει; Έ ξαλλου, γιά ποιό λόγο ένας άνθρωπος δέν θά ήταν ό σύμμαχος τοϋ κάθε νεκροθάφτη του; Θά έπρεπε νά παίξει γροθιές μαζί τους; Γιά νά φτύσουν πάνω στό φέρετρό του; Καί πάλι, άκουσε τό γέλιο τής Μπριζίτ καί άμέσως τοϋ ήρθε στό νοϋ ένας άλλος ορισμός, ό πιό παράδοξος, ό πιό ριζικός. Τοϋ άρεσε σέ σημείο πού τόν έκανε νά ξεχάσει τή λύπη του. ’Ιδού ό ορισμός αύτός: τό νά είναι κανείς άπόλυτα σύγχρονος, είναι τό νά είναι ό σύμμαχος τοϋ κάθε νεκροθάφτη του.
1
Τό νά είναι κανείς θύμα τής δόξας τον
Το ΝΑ ΠΕΙΣ στόν Μπερνάρ «παντρέψου με!» ήταν λάθος, έτσι κι αλλιώς* νά τοϋ πεις μετά τήν προαγωγή του σέ σκέτο γάιδαρο, ήταν ένα λάθος τόσο μεγάλο όσο καί τό Λευκόν ’Ό ρος. Γιατί πρέπει νά ληφθει ύπόψη μιά περίσταση πού εκ πρώτης όψεως μοιάζει τελείως απίθανη, άλλά πού ή ύπενθύμισή της είναι αναγκαία άν θέλει κανείς νά καταλάβει τόν Μπερνάρ: άν εξαιρέ σουμε μιά παιδική ιλαρά, δέν είχε ποτέ άρρωστήσει, ό μόνος θάνατος πού ειχε δει κοντά του ήταν εκείνος τοϋ λαγωνικού τοϋ πατέρα του καί, πέρα άπό κάτι κακούς βαθμούς στίς εξετάσεις, δέν ειχε γνωρίσει καμιά άποτυχία· είχε ζήσει μέσα στή βεβαιότη τα ότι εκ φύσεως ήταν προορισμένος γιά τήν εύτυχία καί ήταν σέ όλον τόν κόσμο συμπαθής. Ή προαγωγή του στό βαθμό τοϋ γαϊδάρου ήταν τό πρώτο χτύπημα τής μοίρας πού είχε δεχτεί. Μιά παράξενη σύμπτωση παρουσιάστηκε τότε. Περίπου τήν ιδια στιγμή, οι εικονολόγοι εξαπέλυσαν μιά μεγάλη διαφημιστι κή εκστρατεία γιά τόν ραδιοφωνικό σταθμό τοϋ Μπερνάρ, έτσι πού τό έγχρωμο πορτραιτο τής συντακτικής ομάδας άπλώθηκε σέ γιγαντοαφίσες τοιχοκολλημένες σέ όλη τή Γαλλία: όλοι είχαν γιά φόντο ένα γαλάζιο ούρανό, φορούσαν άσπρα πουκάμισα μέ τά μανίκια γυρισμένα καί είχαν τό στόμα άνοιχτό: γελούσαν. Περιδιαβάζοντας στό Παρίσι, ό Μπερνάρ αισθάνθηκε πρώτα άναστατωμένος άπό ύπερηφάνεια. Μετά άπό μία ή δύο εβδομά δες, όμως, καθαρής δόξας, ό κοιλαράς δράκος ήρθε νά τοϋ δώσει χαμογελαστός έναν κύλινδρο άπό χαρτόνι. ’Ά ν αύτό είχε γίνει νωρίτερα, όταν τό γιγαντιαιο πορτραιτο δέν ήταν άκόμα σέ κοινή θέα, ό Μπερνάρ θά ειχε χωρίς άμφιβολία ύπομείνει καλύτερα τό σόκ. Ή δόξα τής φωτογραφίας, όμως, ήταν σάν ένα είδος άντήχησης στήν καταισχύνη τής διπλώματος* τήν μεγαλοποίησε. Νά διαβάσεις στή Μόντ ότι ένας άγνωστος, κάποιος Μπερνάρ i fh
Μπερτράν, προήχθη σέ σκέτο γάιδαρο είναι ενα πράγμα* κι είναι άλλο πράγμα νά πληροφορείσαι τήν προαγωγή ενός ανθρώπου τοϋ όποιου ή φωτογραφία απλώνεται σέ όλους τούς τοίχους. ' Η δόξα προσθέτει σέ όλα όσα μάς συμβαίνουν μιά εκατονταπλάσια ηχώ. Δέν είναι καθόλου εύχάριστο νά περιδιαβάζεις μέσα στόν κόσμο σέρνοντας πίσω σου μιά ήχώ. ' Ο Μπερνάρ κατάλαβε ξαφνικά πόσο εύάλωτος είχε γίνει τώρα τελευταία, καί σκέφθηκε ότι ή δόξα ήταν άκριβώς αύτό πού ούδέποτε είχε φιλοδοξήσει. 9Εξυπακούεται ότι είχε επιθυμήσει τήν επιτυχία, άλλά άλλο είναι ή επιτυχία κι άλλο είναι ή δόξα. ’Επιτυχία σημαίνει ότι ενας άριθμός άνθρώπων σάς γνωρίζουν χωρίς εσείς νά τούς γνωρίζετε* σέ ό,τι σάς άφορά, πιστεύουν ότι όλα τούς επιτρέπο νται, θέλουν όλα νά τά ξέρουν γιά σάς καί συμπεριφέρονται σάν νά τούς άνήκετε. ’Ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, δοκιμά ζουν σίγουρα ενα είδος ήδονής στό νά προσφέρονται έτσι στούς άλλους. Αύτή τήν ηδονή, όμως, ό Μπερνάρ δέν τήν επιθυμούσε. Πολύ πρόσφατα, παίρνοντας συνέντευξη άπό έναν ήθοποιό πού ό γιός του ήταν άνακατωμένος σέ μιά σκοτεινή ύπόθεση, είχε διασκεδάσει βλέποντας πόσο ή δόξα αύτοϋ τοϋ άνθρώπου γινό ταν ή άχίλλειος πτέρνα του, τό άδύνατο σημείο του, τό φορτίο του, ή χαίτη άπ’ όπου μπορούσες νά τόν άρπάξεις, νά τόν ταρακουνήσεις χωρίς πιά νά τόν άφήσεις. ' Ο Μπερνάρ ήθελε νά είναι αύτός πού θέτει τίς ερωτήσεις κι όχι εκείνος πού είναι ύποχρεωμένος νά άπαντά. Τώρα, ή δόξα άνήκει σ ’ αύτόν πού άπαντά κι όχι σ ’ αύτόν πού ρωτάει. Ό άνθρωπος πού άπαντά είναι κάτω άπό τό φώς τών προβολέων, ό άνθρωπος πού ρωτάει φωτογραφίζεται άπ’ τή ράχη. Είναι ό Νίξον κι όχι ό Γούντγουωρντ πού εμφανίζεται όλοφώτιστος. Ό Μπερνάρ δέν επι θυμεί τή δόξα έκείνου πού οί προβολείς είναι στραμμένοι επάνω του, άλλά τήν εξουσία έκείνου πού παραμένει στή σκιά. ’ Επιθυ μεί τή δύναμη τοϋ κυνηγού πού σκοτώνει μιά τίγρη κι όχι τή δόξα τής τίγρης πού τή θαυμάζουν αύτοί πού θά τήν χρησιμο ποιήσουν γιά χαλί. ’ Αλλά ή δόξα δέν είναι ίδιον τών διάσημων άνθρώπων. Ό καθένας γνωρίζει μιά φορά τουλάχιστον τή μικρή του δόξα καί 176
δοκιμάζει τουλάχιστον γιά μιά στιγμή τό ϊδιο πού δοκίμασε ή Γκρέτα Γκάρμπο, ό Νίξον ή μιά τίγρη γδαρμένη. Τό ανοιχτό στόμα τού Μπερνάρ γελοϋσε σέ όλους τούς τοίχους τής πόλης καί εκείνος αισθανόταν σά νά τόν διαπόμπευαν δημόσια: όλος ό κόσμος τόν έβλεπε, τόν περιεργαζόταν, τόν έκρινε. "Οταν ή Λώρα τοϋ είπε «Μπερνάρ, παντρέψου με!», τή φαντάστηκε νά τήν διαπομπεύουν στό πλευρό του. Καί ξαφνικά (ποτέ πρίν δέν είχε συμβεΐ αύτό), τοϋ φάνηκε γριά, δυσάρεστα εκκεντρική καί έλαφρώς γελοία. "Ολο αύτό ήταν άκόμα πιό κουτό, καθώς ποτέ δέν είχε τόσο τήν ανάγκη της. Γιά εκείνον, ό πιό σωτήριος έρίοτας παραμένει πάντοτε ό έρωτας γιά μιά γυναίκα μεγαλύτερη, ύπό τήν προϋπό θεση ότι ό έρωτας αύτός γίνεται άκόμα πιό κρυφός καί ότι ή γυναίκα αύτή δείχνει άκόμη περισσότερη σύνεση καί διακριτι κότητα. ’Ά ν , άντί νά τοϋ προτείνει άνοήτως γάμο, ή Λώρα είχε άποφασίσει νά φτιάξει άπό τόν έρωτά τους ένα κάστρο πολυτε λείας μακριά άπό τήν δημόσια ζωή, δέν θά έπρεπε νά φοβάται μήπως χάσει τόν Μπερνάρ. Βλέποντας όμως τή γιγαντιαία φωτογραφία σέ κάθε γωνιά τοϋ δρόμου, ή Λώρα τήν συνδύασε μέ τήν καινούργια συμπεριφορά τοϋ έραστή της, μέ τίς σιωπές του, μέ τό άφηρημένο του ύφος, καί είχε χωρίς δισταγμό καταλήξει στό συμπέρασμα ότι ή έπιτυχία είχε φέρει στόν κόσμο του μιά άλλη γυναίκα πού άπασχολοϋσε κάθε σκέψη του. Καί καθώς ή Λώρα δέν ήθελε νά παραδοθεΐ χωρίς μάχη, είχε περάσει στήν έπίθεση. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί ό Μπερνάρ οπισθοχωρούσε. "Ο ταν ό ένας έπιτίθεται, ό άλλος οπισθοχωρεί, είναι ό κανόνας. "Οπως καθένας γνωρίζει, ή άναδίπλωση είναι ή πιό δύσκολη πολεμική κίνηση. ' Ο Μπερνάρ τήν έξετέλεσε μέ τήν άκρίβεια ενός μαθηματικού: ενώ λίγο καιρό πρίν περνούσε τέσσερις νύχτες τήν εβδομάδα στή Λώρα, περιορίστηκε σέ δύο· ενώ έφευγαν μαζί όλα τά σαββατοκύριακα, δέν τής άφιέρωνε πιά παραπάνω άπό μία Κυριακή στίς δύο καί ετοιμάστηκε γιά καινούργιους περιορισμούς. Είχε τήν εντύπωση ενός κοσμοναύ τη πού, ξαναμπαίνοντας στή στρατόσφαιρα, έπρεπε νά φρενάρει 12
177
απότομα. Φρέναρε λοιπόν μέ σύνεση καί μέ αποφασιστικότητα, ενόσω ή χαριτόβρυτη καί μητρική του ερωμένη εξαφανιζόταν κάτω άπό τά μάτια του. Στή θέση της, ύπήρχε μιά εριστική γυναίκα, στερημένη άπό σωφροσύνη όπως καί άπό ωριμότητα, καί δυσάρεστα δραστήρια. 'Ο ’Αρκούδας τοϋ είπε μιά μέρα: «Γνώρισα τή μνηστή σου». Ό Μπερνάρ κοκκίνησε άπό ντροπή. Ό ’Αρκούδας συνέχισε: «Μοϋ μίλησε γιά κάποια παρεξήγη ση μεταξύ σας. Είναι συμπαθητική γυναίκα. Νά είσαι εύγενικός μαζί της». Ό Μπερνάρ χλώμιασε άπό λύσσα. Ξέροντας ότι ό ’Αρκούδας ήταν άνίκανος νά κρατήσει τή γλώσσα του, ήταν σίγουρος ότι όλος ό σταθμός ήξερε τώρα τήν ταυτότητα τής φίλης του. Μέχρι τότε, ή σχέση μέ μιά μεγαλύτερη γυναίκα τοϋ είχε φανεί μιά χαριτωμένη διαστροφή, ενα τόλμημα σχεδόν* τώρα, όμως, κατα λάβαινε ότι οι συνάδελφοί του δέν έβλεπαν σ ’ αύτό παρά μιά νέα επιβεβαίωση τής γαϊδουροσύνης του. «Γιατί πηγαίνεις καί παραπονιέσαι σέ ξένους; — Σέ ξένους; Γιά ποιόν μιλάς; — Γιά τόν ’Αρκούδα. — Τόν νόμιζα φίλο σου! — ’Ακόμα κι άν ήταν φίλος μου, γιατί νά τοϋ διηγηθεΐς τήν προσωπική μας ζωή;» ’Απάντησε θλιμμένα: «Δέν κρύβω τόν έρωτά μου γιά σένα. Πρέπει νά τόν άποσιωπήσω; Μήπως ντρέπεσαι γιά μένα;» Ό Μπερνάρ δέν άπάντησε τίποτα. Ναί, ντρεπόταν γΓ αύτήν. Ντρεπόταν γΓ αύτήν, έστω κι άν ήταν εύτυχισμένος μαζί της. Ά λ λ ά ήταν εύτυχισμένος μαζί της μόνο στίς στιγμές πού ξε χνούσε ότι ντρεπόταν γΓ αύτήν.
178
'Ο άγώνας Ε π ιβ ά τ η ς σ τ ό δ ια σ τ η μ ό π λ ο ιο τ ο ϋ έρ ω τα , ή Λ ώ ρ α δ έ ν α ν ε χ ό τ α ν τήν αποκάλυψ η.
«Τί έχεις; Σέ παρακαλώ, έξήγησέ μου. — Τίποτα δέν εχω. — ’Έ χεις άλλάξει. — ’Έχω ανάγκη νά μένω μόνος μου. — Συνέβη κάτι; — ’Έχω σκοτοϋρες. — "Αν έχεις σκοτοϋρες, είναι ενας λόγος παραπάνω γιά νά μή μένεις μόνος. "Οταν έχει κανείς σκοτοϋρες είναι πού χρειάζεται τόν άλλον». Μιά Παρασκευή, έφυγε γιά τό εξοχικό του σπίτι χωρίς νά τήν καλέσει. Π αρ5 όλα αύτά, τό Σάββατο, έκείνη ξεμπαρκάρισε στό σπίτι του. Γνώριζε ότι δέν θά έπρεπε νά είχε άντιδράσει έτσι, άλλά, άπό πολύ καιρό, είχε άποκτήσει τή συνήθεια νά κάνει αύτό πού δέν έπρεπε, ήταν μάλιστα περήφανη γιά τούτο, επειδή έτσι τήν θαύμαζαν οί άντρες καί ό Μπερνάρ περισσότερο άπό κάθε άλλον. Καμιά φορά, στά μισά ενός κοντσέρτου ή ενός θεάματος πού δέν τής άρεσε, σηκωνόταν σέ ένδειξη διαμαρτυρίας καί έφευγε επιδεικτικά καί θορυβωδέστατα ύπό τό άποδοκιμαστικό βλέμμα τών διπλανών, πού τούς έκοβε τή θέα. Μιά μέρα, ό Μπερνάρ είχε άναθέσει στήν κόρη τής θυρωρού νά παραδώσει στή Λώρα, στήν μπουτίκ της, ένα γράμμα πού έκείνη τό περίμενε μέ άνυπομονησία* συνεπαρμένη άπό χαρά, πήρε σάν άστραπή ένα γούνινο σκούφο, πού κόστιζε τουλάχιστον δυό χιλιάδες φράγκα, καί τόν έδωσε σ ’ αύτή τή νεαρή τών δεκάξι χρόνων. Μιά άλλη φορά, είχε πάει νά περάσει δυό μέρες μέ τόν Μπερνάρ στή θάλασσα, σέ μιά βίλα πού νοικιαζόταν γιά νά τόν τιμωρήσει γιά δέν ξέρω τί, πέρασε όλο τό άπόγευμα παίζοντας μ ’ ένα δω 179
δεκάχρονο χαμίνι, γιό ενός γείτονα τους ψαρά, λές καί είχε ξεχάσει μέχρι καί τήν ύπαρξη τοϋ εραστή της. Τό εκπληκτικό είναι πώς ό Μπερνάρ, παρ’ όλο πού ένιωθε πληγωμένος, κατέλη ξε νά δει στή συμπεριφορά της ενα σαγηνευτικό αύθορμητισμό («Κόντεψα νά ξεχάσω ολόκληρο τόν κόσμο γιά τούτο τό χαμί νι!») μαζί μέ μιά αφοπλιστική θηλυκότητα (μήπως δέν είχε κινήσει τή μητρική της τρυφερότητα ενα παιδί;), καί όλος ό θυμός εξατμίστηκε άπό τήν επομένη κιόλας, όταν έκείνη ξέχασε τόν γιό τοϋ ψαρά γιά ν ’ ασχοληθεί μαζί του. Κάτω άπό τό ερωτευμένο καί θαυμαστικό βλέμμα τοϋ Μπερνάρ, οί ιδιότροπες ιδέες της άναπτύσσονταν πληθωρικά, μπορούσε νά πει κανείς ότι άνθιζαν σάν τριαντάφυλλα* οί σόλοικες πράξεις της, τά άπερίσκεπτα λόγια της έμοιαζαν στή Λώρα σάν ή σφραγίδα τής πρωτοτυπίας της, σάν ή χάρη τοϋ εγώ της, καί ήταν εύτυχισμένη. "Οταν ό Μπερνάρ άρχισε νά τής ξεφεύγει, ή έκκεντρικότητά της δέν εξαφανίστηκε άλλά έχασε άμέσως τόν εύτυχισμένο καί φυσικό της χαρακτήρα. Τήν ήμέρα πού άποφάσισε νά πάει άπρόσκλητη στό σπίτι του, ήξερε ότι, τή φορά αύτή, κάτι τέτοιο δέν θά τής έπεφύλασσε κανένα θαυμασμό, καί μπή κε στό σπίτι μέ μιά άνησυχία πού έκανε τήν άναισχυντία τής συμπεριφοράς της, άναισχυντία άλλοτε άθώα καί χαριτωμένη άκόμα, νά γίνει επιθε τική καί συσπασμένη. Τό άντιλαμβανόταν καί δέν μπορούσε νά συγχωρήσει στόν Μπερνάρ ότι τής στερούσε τήν εύχαρίστηση πού πολύ πρόσφατα άκόμα δοκίμαζε, νά είναι δηλαδή ό εαυτός της, εύχαρίστηση πού ξαφνικά άποκαλύφθηκε ότι ήταν εύθραυστη, χωρίς ρίζες καί εντελώς έξαρτώμενη άπό τόν Μπερνάρ, άπό τήν άγάπη του καί άπό τόν θαυμασμό του. "Ομως, αύτό τήν έκανε νά άντιδράσει άκόμα πιό εκκεντρικά, πιό παράλογα, καί νά προκαλέσει τήν κακία του* επιθυμούσε νά εξαπολύσει μία έκρηξη, μέ τήν άόριστη καί μυστική ελπίδα ότι μετά τήν καταιγίδα θά διαλύονταν τά σύννεφα καί όλα θά ξαναγίνονταν όπως πρίν. «Νά ’μαι, είπε γελώντας, ελπίζω ότι αύτό σέ εύχαριστεΐ. — Ναί, αύτό μέ εύχαριστεΐ. Ά λ λ ά είμαι έδώ γιά νά δουλέψω. — Δέν θέλω νά σ ’ ενοχλήσω στή δουλειά σου. Δέν ζητάω 180
τίποτα. Θέλω μόνο νά είμαι μαζί σου. Σ ’ ενόχλησα ποτέ στή δουλειά σου;» Δέν απάντησε. «Στό κάτω κάτω, σέ συνοδέυσα συχνά στήν έξοχή όταν ετοίμαζες τίς εκπομπές σου. Σ ’ ενόχλησα ποτέ;» Δέν απάντησε. «Σ’ ενόχλησα;» Δέν γινόταν τίποτα. ’Έπρεπε ν ’ άπαντήσει: «’Ό χ ι, δέν μέ ενόχλησες. —Τότε, γιατί τώρα σ ’ ενοχλώ; — Δέν μέ ενοχλείς. —Μήν λές ψέματα! Προσπάθησε νά συμπεριφερθεις σάν άντρας καί βρές τουλάχιστον τό θάρρος νά μοϋ πεις ότι σ ’ ενοχλώ φρικτά φθάνοντας απρόσκλητη. Δέν ανέχομαι τούς δειλούς. Θά προτιμούσα νά μοϋ έλεγες νά ξεκουμπιστώ. Πές το!» ’Αμήχανος, σήκωσε τούς ώμους. «Γιατί είσαι δειλός;» Καί πάλι, σήκωσε τούς ώμους. «Μήν σηκώνεις τούς ώμους!» Έ νιω σε τήν ανάγκη νά τούς σηκώσει καί πάλι, γιά τρίτη φορά, άλλά δέν τό έκανε. «Τί έχεις; Έ ξήγησέ μου, σέ παρακαλώ. —Τίποτα δέν έχω. —’Έ χεις άλλάξει. —Λώρα! Έ χω σκοτοϋρες! είπε ύψώνοντας τόν τόνο. — Κι εγώ έπίσης έχω σκοτοϋρες!» άπάντησε έκείνη, ύψώνο ντας τόν τόνο μέ τή σειρά της. ’Εκείνος ήξερε ότι φερόταν κουτά, σάν ένα πιτσιρίκι πού τό μάλωσε ή μαμά του, καί τήν μισούσε. Τί έπρεπε νά κάνει; ’Ήξερε νά είναι άξιαγάπητος μέ τίς γυναίκες, διασκεδαστικός, ’ίσως κατακτητικός, άλλά δέν ήξερε νά είναι κακός μαζί τους, αύτό κανένας δέν τοϋ τό είχε μάθει, τό άντίθετο, όλοι τοϋ είχαν παραγεμίσει τό κεφάλι μέ τήν ιδέα ότι μαζί τους δέν πρέπει ποτέ νά είναι κακός. Πώς πρέπει νά συμπεριφερθεΐ ένας άντρας σέ μία γυναίκα πού φθάνει στό σπίτι του άπρόσκλητη; Ποιό είναι τό 181
πανεπιστήμιο όπου μπορεις νά ,διδαχθεΐς αύτά τά πράγματα; ’Αρνούμενος νά τής απαντήσει, πέρασε στό διπλανό δωμάτιο, ξάπλωσε στόν καναπέ καί πήρε ενα βιβλίο στήν τύχη. 7Ηταν ένας άστυνομικό μυθιστόρημα σέ έκδοση τσέπης. Ξαπλωμένος ανάσκελα, κρατούσε τό βιβλίο ανοιχτό πάνω άπό τό στήθος του* έκανε ότι διάβαζε. Σ ’ ένα λεπτό, μπήκε έκείνη καί κάθισε σέ μιά πολυθρόνα απέναντι του. ’Έπειτα, ρώτησε, παρατηρώντας τήν έγχρωμη φωτογραφία πού στόλιζε τό εξώφυλλο τοϋ βιβλίου: «Πώς μπορεις νά διαβάζεις ένα τέτοιο πράγμα;» ’Έκπληκτος, γύρισε τό κεφάλι πρός τό μέρος της. «Αύτό τό έξώφυλλο!» είπε ή Λώρα. Εξακολουθούσε νά μήν καταλαβαίνει. «Πώς μπορεις νά μοϋ βάζεις κάτω άπό τή μύτη ένα τόσο κακόγουστο έξώφυλλο; "Αν επιμένεις νά διαβάζεις αύτό τό βιβλίο μπροστά μου, κάνε μου τή χάρη νά μοϋ ξεκολλήσεις τό έξώφυλλο». Ό Μπερνάρ δέν έδωσε καμία άπάντηση, ξεκόλλησε τό έξώ φυλλο, τής τό έτεινε καί ξαναβυθίστηκε στό βιβλίο. Ή Λώρα ήθελε νά φωνάξει. Θά έπρεπε, σκέφθηκε, νά σηκω θεί, νά φύγει καί νά μήν τόν ξαναδει ποτέ. "Η, μάλλον, θά έπρεπε νά τοϋ σπρώξει τό βιβλίο λίγα εκατοστά καί νά τόν φτύσει κατάμουτρα. ’Αλλά δέν βρήκε τό κουράγιο νά κάνει οϋτε τό ένα οϋτε τό άλλο. Προτίμησε νά ριχτεί άπάνω του (τό βιβλίο έπεσε στό χαλί) καί, σκεπάζοντάς τον μέ άγρια φιλιά, άκούμπησε τά χέρια της σέ όλο του τό κορμί. Ό Μπερνάρ δέν είχε τήν παραμικρή διάθεση νά κάνει έρωτα. "Αν όμως είχε τολμήσει ν ’ άρνηθεΐ τή συζήτηση, δέν ήξερε ν ’ άρνηθεΐ τό ερωτικό κάλεσμα. Πράγμα στό όποιο άλλωστε έμοια ζε μέ όλους τούς άντρες όλων τών εποχών. Ποιός άντρας θά τολμήσει νά πει «κάτω τά χέρια!», σέ μιά γυναίκα πού γλιστράει ερωτικά τό χέρι της άνάμεσα στά παντελόνια του; ’Ιδού πώς ό ϊδιος Μπερνάρ πού μέ ήγεμονική περιφρόνηση είχε μόλις ξεκολ λήσει τό έξώφυλλο ενός βιβλίου γιά νά τό τείνει στήν ταπεινωμέ νη του έρωμένη, άντέδρασε αίφνης ύποτακτικά στά άγγίγματά της καί τήν άγκάλιασε ξεκουμπώνοντας τό παντελόνι του. 182
5Αλλά οϋτε κι έκείνη ήθελε νά κάνει έρωτα. Αύτό πού τήν εϊχε ρίξει απάνω του ήταν ή άπελπισία τοϋ νά μήν ξέρει τί νά κάνει καί ή ανάγκη νά κάνει κάτι. Τά ανυπόμονα όλο πάθος χάδια της έξέφραζαν τήν τυφλή επιθυμία μιας δράσης, τήν βουβή επιθυμία μιας λέξης. "Οταν άρχισαν τόν έρωτα, έκείνη προσπάθησε νά κάνει τό σφίξιμό τους πιό άγριο παρά ποτέ, τόσο μεγαλειώδες όσο μιά πυρκαϊά. Πώς νά τά καταφέρεις όμως στή διάρκεια μιας σιωπηλής συνουσίας (γιατί πάντοτε άγαπιόντουσαν στή σιωπή, εκτός άπό μερικές ψιθυριστές, λυρικές, λαχανιαστές λέξεις); Ναί, πώς νά τά καταφέρεις; Μέ γρήγορες καί δυνατές κινήσεις; Μέ τήν αϋξηση τοϋ ήχητικοϋ όγκου τών άναστεναγμών; Μέ τήν εναλλαγή τών στάσεων; Ιδιαίτερα, καί μέ δική της πρωτοβου λία, άλλαζε σέ κάθε στιγμή στάση: πότε έπεφτε στά τέσσερα, πότε καθόταν καβάλα άπάνω του, πότε επινοούσε στάσεις ριζικά νεωτεριστικές καί εξαιρετικά δύσκολες, πού ποτέ δέν είχαν δοκιμάσει. Αύτήν τήν άπρόσμενη φυσική επίδειξη, ό Μπερνάρ τήν ερμήνευσε ώς μία πρόκληση στήν όποία δέν μπορούσε νά μήν άνταποκριθεϊ. Ξανάβρισκε τήν παλιά του άνησυχία τοϋ νεαρού άντρα πού φοβάται ότι μπορούν νά τοϋ ύποτιμήσουν τό ταλέντο καί τήν ερωτική ωριμότητα. Αύτή ή άνησυχία ξανάδινε στή Λώρα τήν εξουσία πού είχε χάσει εδώ καί λίγο καιρό καί άπάνω στήν όποία είχε άλλοτε θεμελιωθεί ή σχέση τους: τήν εξουσία μιας γυναίκας μεγαλύτερης άπό τόν σύντροφό της. Καί πάλι, δοκίμαζε τή δυσάρεστη εντύπωση ότι ή Λώρα ήταν πιό έμπειρη, ότι ήξερε αύτό πού εκείνος δέν ήξερε, ότι μπορούσε νά τόν συγκρίνει μέ τούς άλλους καί νά τόν κρίνει, 9Ανέπτυσσε λοιπόν ύπερβάλλοντα ζήλο γιά νά πραγματοποιεί τίς άπαιτούμενες κινήσεις καί, στό παραμικρότερο σημάδι μέ τό όποιο ή Λώρα τοϋ ύπεδείκνυε ότι ήθελε νά γυρίσει διαφορετικά, άντιδροϋσε ύπάκουα καί άμεσα σάν στρατιώτης σέ άσκήσεις. Αύτή ή έρωτική γυμναστική άπαιτοϋσε τόση επίδοση πού δέν είχε κάν τόν καιρό ν ’ άναρωτηθεΐ άν ένιωθε ή όχι διέγερση, οϋτε άν δοκίμαζε κάτι πού θά μπορούσε νά ονομαστεί ήδονή. Οϋτε κι έκείνη νοιαζόταν περισσότερο γιά τήν εύχαρίστηση 183
ή τή διέγερση. Δέν σ ’ αφήνω, έλεγε μέσα της, δέν αφήνομαι νά σκεφθώ, θά αγωνιστώ γιά νά σέ κρατήσω. Τότε, τό όργανό της, καθώς κουνιόταν πρός τά πάνω καί πρός τά κάτω, μεταμορφώθη κε σέ πολεμική μηχανή πού τήν είχε θέσει σέ κίνηση καί τήν κατηύθηνε. Αύτό τό όπλο ήταν τό τελευταίο, ελεγε μέσα της, τό μόνο πού τής είχε άπομείνει, άλλά ήταν πανίσχυρο. Στό ρυθμό τών κινήσεών της, επαναλάμβανε γιά τόν εαυτό της, σάν ostinato basso σ ’ ενα μουσικό κομμάτι: θά αγωνιστώ, θά άγωνιστώ, θά άγωνιστώ, καί πίστευε στή νίκη της. ’Αρκεί ν ’ άνοίξει κανείς ενα λεξικό. ’Αγωνίζομαι, σημαίνει άντιτάσσω τή θέλησή μου στή θέληση ενός άλλου, γιά νά τόν συντρίψω, γιά νά τόν ρίξω στά γόνατα, νά τόν σκοτώσω ενδεχο μένως. « Ή ζωή είναι ενας άγώνας», νά μία έκφραση ή όποία, όταν προφέρεται γιά πρώτη φορά, θά επρεπε νά προφέρεται σάν ενας μελαγχολικός άναστεναγμός συμβιβασμού. 'Ο αιώνας μας, τής αισιοδοξίας καί τών σφαγών, κατάφερε νά μεταβάλει αύτή τήν τρομερή διατύπωση σέ χαρούμενο τραγουδάκι. Θά λέγατε ϊσως ότι είναι τρομερό, καμιά φορά, νά άγωνίζεσαι εναντίον κάποιου, ότι τό νά άγωνίζεσαι γιά κάτι είναι ωραίο καί εύγενικό. Χωρίς άμφιβολία, είναι ωραίο νά θέτεις στήν ύπηρεσία τής εύτυχίας (τού έρωτα, τής δικαιοσύνης, καί τά λοιπά) τίς προσπάθειές σου, άλλά άν θέλετε νά προσδιορίζετε τίς προσπάθειές σας μέ τή λέξη άγώνας, αύτό σημαίνει ότι στήν εύγενική σας προσπάθεια κρύβεται ή έπιθυμία νά ρίξετε κάποιον χάμω. 'Ο άγώνας γιά είναι άδιαχώριστος άπό τόν άγώνα εναντίον καί, στή διάρκεια τού άγώνα, οι άγωνιστές λησμονούν πάντοτε τήν πρόθε ση γιά πρός όφελος τής πρόθεσης εναντίον. Τό όργανο τής Λώρας κουνιόταν δυνατά πρός τά πάνω καί πρός τά κάτω. ' Η Λώρα άγωνιζόταν. 5Αγαπούσε καί άγωνιζόταν. ’Αγωνιζόταν γιά τόν Μπερνάρ. ’Αλλά εναντίον ποίου; ’Ενα ντίον εκείνου πού ή ιδια τόν κρατούσε άγκαλιά, κι έπειτα τόν έσπρωχνε γιά νά τόν άναγκάσει ν ’ άλλάξει στάση. Αύτή ή εξοντωτική επίδειξη πάνω στόν καναπέ καί πάνω στό χαλί, πού τούς έκανε νά ιδρώνουν καί τούς έκοβε τήν άνάσα, έμοιαζε μέ τήν 184
παντομίμα ενός αδυσώπητου αγώνα: έκείνη έκανε τήν επίθεση κι εκείνος αμυνόταν, έκείνη έδινε τά προστάγματα κι έκεΐνος ύπάκουε.
155
Ό καθηγητής Ά βενά ρ ιος Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ά βενάριος κατέβηκε τή λεωφόρο τοϋ Μαίν,
περπάτησε γύρω άπό τό σταθμό τοϋ Μονπαρνάς καί άποφάσισε, καθώς τίποτα δέν τόν πίεζε, νά διασχίσει τίς Γκαλερί Λαφαγιέτ. Στήν πτέρυγα μέ τά γυναικεία ξαναβρέθηκε άνάμεσα σέ κέρινα μανεκέν, ντυμένα σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδα, πού τόν παρατηρούσαν άπό παντού. ' Ο Ά βενάριος άγαποϋσε τή συντρο φιά τους. Τόν έθελγαν ιδιαίτερα αύτές οί γυναίκες, πού είχαν κοκαλώσει σέ τρελές χειρονομίες καί πού τό στόμα τους, ορθά νοιχτο, δέν είχε τήν έκφραση τοϋ γέλιου (τά χείλη δέν ήσαν τραβηγμένα) άλλά τής λαχτάρας. Στή φαντασία τοϋ καθηγητή Άβενάριου, όλες αύτές οί πετρωμένες γυναίκες είχαν μόλις άντιληφθεΐ τήν ύπέροχη στύση τοϋ οργάνου του, τό όποιο όχι μόνο ήταν γιγαντιαΐο, άλλά διακρινόταν άπό τά συνηθισμένα πέη χάρη στό κεφάλι τοϋ διαβόλου μέ τά κέρατα πού στόλιζε τήν άκρη του. Κοντά σ ’ αύτές πού φανέρωναν έναν τρόμο όλο θαυμασμό, άλλες στρογγύλευαν τά βυσσινιά τους χείλια σάν τόν πισινό τής κότας, κι άνάμεσά τους σέ κάθε στιγμή, μιά γλώσσα μπορούσε νά ξεμυτίσει, γιά νά καλέσει τόν Ά βενάριο σ ’ ένα αισθησιακό φιλί. Κι έπειτα, υπήρχε εκεί μιά τρίτη κατηγορία γυναικών, αύτές πού τά χείλη τους ζωγράφιζαν ένα χαμόγελο όνειροπόλο. Τά μισόκλειστα μάτια τους δέν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας: μόλις είχαν γευθεΐ, γιά πολλή ώρα, σιωπηλά, τήν ήδονή τής συνουσίας. eH έξαίσια σεξουαλικότητα αύτών τών μανεκέν, πού ό άέρας τους ακτινοβολούσε σάν άπό μιά πυρηνική πηγή ενέργειας, δέν είχε καμιά απήχηση σέ κανέναν: οί άνθρωποι κυκλοφορούσαν άνάμεσα στά εμπορεύματα, κουρασμένοι, σκοτεινοί, άνόρεχτοι, οξύθυμοι καί εντελώς άδιάφοροι γιά τό σέξ' μόνο ό καθηγητής 186
Ά βενάριος ήταν ευτυχισμένος δταν περνούσε άπό εκεί, βέβαιος ότι βρισκόταν έπικεφαλής μιας γιγαντιαίας παρτούζας. Ά λοίμονο, τά πιό ώραία πράγματα έχουν ενα τέλος: ό καθη γητής Ά βενάριος βγήκε άπό τό πολυκατάστημα καί, γιά νά άποφύγει τό κύμα τών αύτοκινήτων στήν λεωφόρο, κατευθύνθηκε πρός τά σκαλιά πού οδηγούν στά ύπόγεια τοϋ μετρό. 9Εξοι κειωμένος μέ τούς χώρους, δέν ξαφνιάστηκε άπό τό θέαμα. Στό διάδρομο ήταν πάντοτε εγκατεστημένη ή ιδια ομάδα. Δυό κλοσάρ μισοκοιμόνταν μεθυσμένοι* χωρίς ν 5 άφήνει τό μπουκάλι μέ τό κόκκινο κρασί, ό ενας άπό τούς δύο άπευθυνόταν καμιά φορά στούς περαστικούς, ζητώντας τεμπέλικα καί μ 5 ένα άφοπλιστικό χαμόγελο, μιά συμβολή γιά ένα καινούργιο μπουκάλι. "Ενας άντρας νέος, καθισμένος κατάχαμα, μέ τήν πλάτη στόν τοίχο, κρατούσε τό πρόσωπό του χωμένο μέσα στά χέρια του* μπροστά του, μιά επιγραφή μέ κιμωλία έλεγε ότι μόλις ειχε βγει άπό τή φυλακή, δέν μπορούσε νά βρει δουλειά καί πεινούσε. Τέλος, όρθιος κοντά στόν τοίχο (άπέναντι άπό τόν άντρα πού είχε βγει άπό τή φυλακή), στεκόταν ένας κουρασμένος μουσικός* στά πόδια του ήσαν άκουμπισμένα, άπό τή μιά μεριά, ένα καπέλο μέ μερικά κέρματα μέσα, κι άπό τήν άλλη μεριά μιά τρομπέτα. Δέν ύπή ρχε εκεί τίποτα τό άφύσικο, μόνο μιά άσυνήθιστη λεπτομέρεια άπέσπασε τήν προσοχή τού καθηγητή Άβενάριου. Ά κριβώ ς στή μισή άπόσταση άνάμεσα στόν άντρα πού είχε βγει άπό τή στενή καί στούς δύο μεθυσμένους κλοσάρ, όχι κοντά στόν τοίχο άλλά στή μέση τού διαδρόμου, στεκόταν μιά κυρία μάλλον όμορφη, πού δέν ήταν παραπάνω άπό σαράντα χρόνων* κρατούσε στά χέρια έναν κόκκινο κουμπαρά, τόν όποιο έτεινε στούς περαστικούς μ ’ ένα χαμόγελο πού άκτινοβολοϋσε θηλυκό τητα* πάνω στόν κουμπαρά μπορούσε κανείς νά διαβάσει μιά επιγραφή: βοηθεϊστε τούς λεπρούς. ' Η κομψότητα τών ρούχων της τήν έφερνε σέ άντίθεση μέ τό διάκοσμο, καί ό ενθουσιασμός της φώτιζε σάν φανάρι τό μισοσκόταδο τού διαδρόμου. ΤΗταν φανε ρό ότι ή παρουσία της ενοχλούσε τούς ζητιάνους πού είχαν συνηθίσει νά περνούν εκεί τήν εργασιακή τους ήμέρα, καί ή τρομπέτα πού ήταν άκουμπισμένη στά πόδια τού μουσικού 187
εξέφραζε εύγλωττα τή συνθηκολόγηση μπροστά σέ έναν αθέμιτο ανταγωνισμό. Κάθε φορά πού ή κυρία συνελάμβανε ένα βλέμμα, άρθρωνε καθαρά άλλά μέ φωνή πού μόλις σχεδόν άκουγόταν, γιά νά άναγκάσει τόν περαστικό νά διαβάσει στά χείλη της: «Τούς λεπρούς!» 'Ο καθηγητής 5Αβενάριος ετοιμαζόταν κι εκείνος νά άποκρυπτογραφήσει αύτές τίς λέξεις στό στόμα της, άλλά ή γυναίκα , διακρίνοντάς τον, δέν πρόφερε παρά «λε» καί άφησε τό «προύς» μετέωρο, γιατί τόν εϊχε αναγνωρίσει. 'Ο Ά βενάριος τήν άναγνώρισε κι αύτός μέ τή σειρά του, χωρίς νά μπορεΐ νά εξηγήσει τήν παρουσία της σ ’ αύτούς τούς χώρους. Α νέβηκε τά σκαλιά τρέχοντας καί βγήκε άπό τήν άλλη μεριά τής λεωφόρου. 5Εκεί, κατάλαβα ότι μάταια είχε πάρει τούς ύπόγειους διαδρό μους, γιατί ή κυκλοφορία ήταν σταματημένη: άπό ττ\νΚουπόλ ώς τήν όδό Ρέν, ένα πλήθος διαδηλωτών προχωρούσε σέ όλο τό πλάτος τοϋ καταστρώματος. Καθώς όλοι είχαν μελαψό πρόσωπο, ό καθηγητής Ά βενάριος πίστεψε ότι έπρόκειτο γιά διαμαρτυρία τών Α ράβω ν κατά τοϋ ρατσισμού. Χωρίς νά νοιαστεί γΓ αύτούς, διέσχισε μερικές δεκάδες μέτρα καί έσπρωξε τήν πόρτα ενός μπιστρό* τό άφεντικό του είπε: « 'Ο κύριος Κούντερα θά άργήσει. Αύτό είναι τό βιβλίο πού άφησε γιά νά περάσετε τήν ώρα σας όσο θά τόν περιμένετε», καί τού έδωσε τό μυθιστόρημά μου Ή ζωή είναι άλλου, στή φθηνή έκδοση πού λέγεται Folio. 'Ο καθηγητής Ά βενάριος τσέπωσε τό βιβλίο χωρίς νά τοϋ δώσει τήν παραμικρή σημασία, γιατί έκείνη τή στιγμή άκριβώς τοϋ είχε ξανάρθει στό μυαλό ή γυναίκα μέ τόν κόκκινο κουμπαρά καί επιθυμούσε νά τήν ξαναδεΐ. «’Έρχομαι άμέσως», είπε ξαναβγαίνοντας. Ά π ό τίς επιγραφές στά πανό, κατάλαβε ότι δέν ήσαν Ά ρ α β ες αύτοί πού διαδήλωναν, άλλά Τούρκοι, κι ότι δέν διαδήλωναν έναντίον τοϋ γαλλικού ρατσισμού, άλλά έναντίον τοϋ έκβουλγαρισμοϋ μιας τουρκικής μειονότητας στή Βουλγαρία. Οί διαδηλω τές σήκωναν τή γροθιά, μέ μιά κίνηση εντούτοις λίγο κουρασμέ νη, γιατί ή άπόλυτη άδιαφορία τών Παρισινών πού σουλάτσαραν στά πεζοδρόμια τούς είχε οδηγήσει στά όρια τής άπελπισίας 188
Μόλις δμως είδαν τήν υπέροχη καί απειλητική κοιλιά ενός ανθρώπου πού περπατούσε στό πεζοδρόμιο, στήν ίδια μ ' αύτούς κατεύθυνση, καί σήκωνε τή γροθιά του φωνάζοντας μαζί τους «Κάτω οί Ρώσοι! Κάτω οί Βούλγαροι!» αίσθάνθηκαν ισχυρότατα αναζωογονημένοι καί τά συνθήματα άκούστηκαν πολύ δυνατά πάνω άπό τή λεωφόρο. Στήν είσοδο τού μετρό, κοντά στή σκάλα πού μερικά λεπτά πρίν τήν είχε άνεβεΐ, ό Ά βενάριος είδε δυό άσχημογυναικες πού ήταν άπασχολημένες μοιράζοντας φυλλάδια. Προκειμένου νά μάθει περισσότερα γιά τόν άντιβουλγαρικό άγώνα, ρώτησε τή μιά άπό τίς δύο: «Είσαστε Τουρκάλα; —Θεός φυλάξοι!» άπάντη σε ή γυναίκα σάν νά τήν είχε κατηγορήσει γιά κάτι άποτρόπαιο. «Δέν έχουμε καμιά σχέση μέ αύτή τή διαδήλωση! Είμαστε έδώ γιά νά διαδηλώσουμε κατά τού ρατσισμού!» Ό Ά βενάριος πήρε ένα φυλλάδιο άπό τήν καθεμιά καί προσέκρουσε στό χαμόγελο ενός νεαρού, πού άκουμπούσε νωχελικά στό κιγκλίδωμα τοϋ μετρό. Κι αύτός έπίσης κρατούσε ένα φυλλάδιο, μ ’ ένα ύφος πού προκαλούσε χαρούμενα. «Είναι έναντίον ποιανού; ρώτησε ό καθηγητής Ά βενάριος. — Είναι γιά τήν ελευθερία τοϋ λαού τής Νέας Καληδονίας». Ό καθηγητής Ά βενάριος λοιπόν κατέβηκε στό ύπόγειο μέ τρία φυλλάδια· άπό τήν είσοδο ήδη κατάλαβε ότι ή άτμόσφαιρα στίς κατακόμβες είχε άλλάξει* κούραση καί πλήξη είχαν πετάξει, κάτι συνέβαινε: ό Ά βενάριος άκουσε τή χαρούμενη φωνή τής τρομπέτας, χειροκροτήματα, γέλια. ’Έπειτα, είδε ολόκληρη τή σκηνή: ή γυναίκα μέ τόν κόκκινο κουμπαρά ήταν πάντοτε έκεΐ, άλλά τήν περιτριγύριζαν οί δύο κλοσάρ: ό πρώτος είχε άρπάξει τό άριστερό χέρι πού είχε μείνει ελεύθερο, ό δεύτερος έσφιγγε ελαφρά τό δεξί μπράτσο πού κρατούσε τόν κουμπαρά. Αύτός πού είχε πάρει τό χέρι, έκανε μικρά χορευτικά βήματα, τρία εμπρός, τρία πίσω. Αύτός πού ύποβάσταζε τόν άγκώνα έτεινε στούς περαστικούς τό καπέλο τοϋ μουσικού, φωνάζοντας: «Γιά τούς λεπρούς! Γιά τήν Α φρική!» καί ό μουσικός δίπλα του σφύριζε μέσα στήν τρομπέτα του, σφύριζε μέχρι πού νά τοϋ κοπεί ή άναπνοή, ά, σφύριζε όπως ποτέ δέν είχε σφυρίξει* κόσμος 189
μαζευόταν, οί άνθρωποι χαμογελούσαν διασκεδάζοντας, έριχναν στό βάθος τοϋ καπέλου κέρματα, άκόμα καί χαρτονομίσματα, ενώ ό κλοσάρ τούς εύχαριστοϋσε: « Ά ! Πόσο γενναιόδωρη είναι ή Γαλλία! Εύχαριστώ! Εύχαριστώ γιά τούς λεπρούς πού χωρίς τή Γαλλία θά ψόφαγαν σάν τά κακομοίρα τά ζώα! Ά ! πόσο γενναιόδωρη είναι ή Γαλλία!» ' Η κυρία δέν ήξερε τί νά κάνει. Πότε προσπαθούσε νά ξεφύγει, πότε τά χειροκροτήματα τήν ένθάρρυναν νά κάνει μικρά χορευτι κά βήματα, μπρός πίσω. Σέ κάποια στιγμή, ό κλοσάρ θέλησε νά τήν κάνει νά στροβιλιστεί πρός τή μεριά του, γιά νά χορέψουν σώμα μέ σώμα. Έ κείνη ένιωσε μιά δυνατή μυρωδιά άπό οινό πνευμα καί άντιστάθηκε άδέξια, μέ τό φόβο καί τήν άγωνία νά ζωγραφίζονται στό πρόσωπό της. Ό άνθρωπος πού είχε βγει άπό τή φυλακή σηκώθηκε ξαφνικά καί βάλθηκε νά χειρονομεί, σάν νά ήθελε νά προειδοποιήσει τόν κλοσάρ γιά κάποιο κίνδυνο. Δυό μπάτσοι πλησίαζαν. Βλέποντάς τους, ό καθηγητής Ά βενάριος μπήκε κι αύτός στόν χορό: άφηνε τήν τεράστια κοιλιά του νά ταλαντεύεται άπό άριστερά πρός τά δεξιά, τέντωνε τά χέρια του μπροστά, γύρω γύρω, μισολυγισμένα, χαμογελούσε στόν άέρα καί δημιουργούσε γύρω του μιά άνείπωτη άτμόσφαιρα άνεμελιάς καί γαλήνης. "Οταν οί μπάτσοι εφθασαν κοντά τους, έστειλε στήν κυρία μέ τόν κουμπαρά ενα συνωμοτικό χαμόγελο καί βάλθηκε νά χτυπάει μέ τά χέρια στό ρυθμό τής τρομπέτας καί τών βημάτων του. Μέ σκυθρωπό βλέμμα, οί μπάτσοι στράφηκαν πρός τό μέρος του καί συνέχισαν τό γύρο τους. ’Ενθουσιασμένος άπό μιά τέτοια επιτυχία, ό Ά βενάριος έδειξε διπλά τό κέφι του καί μέ μιά άνυποψίαστη ελαφρότητα, στριφογύρισε επί τόπου, χοροπήδησε μπρός πίσω, τίναξε τό πόδι του ψηλά καί μιμήθηκε μέ τά χέρια του τήν κίνηση μιας χορεύτριας τοϋ κανκάν πού σηκώνει τό φουστάνι της. Αύτό έδωσε άμέσως μιά ιδέα σ 5 εκείνον άπό τούς κλοσάρ πού κρατού σε τήν κυρία άπό τόν άγκώνα* έσκυψε καί άρπαξε τό στρίφωμα τής φούστας της. Έ κείνη ήθελε ν 5 άντισταθεΐ, άλλά δέν μπορού σε ν 5 άφήσει άπό τά μάτια της τόν κοιλαρά πού τήν κοίταζε μ 5 190
ένα χαμόγελο ενθαρρυντικό* όταν προσπάθησε νά τοϋ χαμογελά σει κι αύτή, ό κλοσάρ τής σήκωσε τή φούστα ώς τή μέση, αποκαλύπτοντας τά γυμνά της πόδια καί τήν πράσινη κιλότα (πού ταίριαζε απόλυτα μέ τήν ρόζ φούστα). Καί πάλι, θέλησε Vs άντισταθεΐ, άλλά ήταν εξουδετερωμένη: τό ένα της χέρι κρατού σε τόν κουμπαρά (μολονότι κανείς δέν ειχε ρίξει οϋτε μιά δεκάρα έκει μέσα, εντούτοις έκείνη τόν κρατούσε σφιχτά σάν νά ήταν κλεισμένη έκεΐ μέσα ή τιμή της, τό νόημα τής ζωής της, ή ψυχή της Γσως), τό άλλο χέρι ήταν άκινητοποιημένο άπό τόν κλοσάρ. "Αν τής είχαν δέσει τά χέρια γιά νά τήν βιάσουν, ή κατάστασή της δέν θά ήταν χειρότερη. 'Ο κλοσάρ σήκωσε πολύ ψηλά τή φούστα, φωνάζοντας: «Γιά τούς λεπρούς! Γιά τήν ’Αφρική!» καί δάκρυα κυλούσαν στό πρόσωπο τής κυρίας άπό τόν έξευτελισμό. Καθώς όμως, παρ’ όλα αύτά, δέν ήθελε νά δείξει ότι εξευτελιζό ταν (ένας όμολογημένος έξευτελισμός είναι διπλός έξευτελισμός), προσπαθούσε νά χαμογελάσει, σάν όλα αύτά νά συνέβαιναν μέ τή συγκατάθεσή της καί γιά τό συμφέρον τής ’Αφρικής* έφτασε μάλιστα μέχρι τό σημείο νά τινάξει στόν άέρα μιά γάμπα, ώραία μέν, άν καί λίγο κοντή. Μιά φρικτή βρώμα χτύπησε τότε τά ρουθούνια της: ή άναπνοή τοϋ κλοσάρ βρωμούσε όσο καί τά ρούχα του, πού, καθώς τά φορούσε νύχτα μέρα γιά χρόνια καί χρόνια, είχαν καταλήξει νά γίνουν ένα μέ τό πετσί του (άν έπεφτε θύμα κανενός δυστυχήμα τος, ένα ολόκληρο επιτελείο χειρούργων θά έπρεπε νά ξύνουν αύτά τά κουρέλια γιά μιά ώρα ολόκληρη, πρίν τόν τοποθετήσουν στό χειρουργικό τραπέζι)* δέν άντεχε άλλο: μέ μιά τελευταία προσπάθεια, άπελευθερώθηκε άπό τό άγκάλιασμά του καί, σφίγ γοντας τόν κουμπαρά στό στήθος της, έτρεξε πρός τόν καθηγητή ’Αβενάριο. ’Εκείνος άνοιξε τά χέρια του καί τήν άγκάλιασε. Σφιγμένη άπάνω του, έτρεμε καί έκλαιγε μέ λυγμούς. Τήν ήρέμησε στά γρήγορα, τήν πήρε άπό τό χέρι καί τήν οδήγησε έξω άπό τό μετρό.
Τό κορμί
«Λωρα , αδυνατίζεις, είπε ή Ά ν ιές μέ ύφος ανήσυχο, καθώς γευμάτιζε μέ τήν άδελφή της στό εστιατόριο. — Χάνω τήν όρεξή μου. Τά ξερνάω όλα», άπάντησε ή Λώρα καταπίνοντας μιά γουλιά μεταλλικό νερό πού τό είχε παραγγείλει άντί γιά τό συνηθισμένο της κρασί. «Είναι πολύ δυνατό, πρόσθεσε. — Τό μεταλλικό νερό; — Πρέπει νά τό άραιώσω μέ νερό τής βρύσης. — Λώρα!...» ή Ά ν ιές ήθελε νά διαμαρτυρηθει, άλλά άρκέστηκε νά πει: «Μή βασανίζεις έτσι τόν εαυτό σου. —"Ολα χάθηκαν, Ά νιές. — Μά τί έχει άλλάξει μεταξύ σας; —"Ολα. Καί όμως κάνουμε έρωτα όπως ποτέ πρίν. Σάν δύο τρελοί. —Λοιπόν, τί είναι αύτό πού έχει άλλάξει άφοϋ κάνετε έρωτα σάν τρελοί; —Είναι οί μόνες στιγμές πού έχω τή βεβαιότητα ότι βρίσκε ται μαζί μου. Μόλις σταματάμε νά κάνουμε έρωτα, οί σκέψεις του πετοϋν άλλοϋ. Κι άν άκόμα κάναμε έρωτα εκατό φορές συχνότε ρα, τό παιχνίδι έχει τελειώσει. Γιατί τό νά κάνεις έρωτα δέν σημαίνει καί σπουδαία πράγματα. Δέν είναι αύτό πού έχει σημασία γιά μένα. Τό σημαντικό είναι νά μέ σκέπτεται. Είχα πολλούς άντρες στή ζωή μου, κανένας δέν ξέρει πιά τίποτα γιά μένα, δέν ξέρω πιά τίποτα γΓ αύτούς, καί άναρωτιέμαι: γιατί έχω ζήσει άφοϋ κανένας δέν πρέπει νά κρατήσει τό παραμικρό ίχνος άπό μένα; Τί άπομένει ά π’ τή ζωή μου; Τίποτα, Ά νιές, τίποτα! "Ομως, αύτά τά τελευταία δύο χρόνια, ήμουν πραγματικά εύτυχισμένη γνωρίζοντας ότι ό Μπερνάρ μέ σκεπτόταν, ότι κατοικούσα στό κεφάλι του, ότι ζοϋσα μέσα του. Γιατί γιά μένα ή πραγματική 192
ζωή είναι αύτό: νά ζείς στίς σκέψεις τών άλλων. Χωρίς αύτό, καί πού ζώ είμαι πεθαμένη. —"Οταν όμως είσαι μόνη σου στό σπίτι καί άκοϋς ένα δίσκο, ό Μάλερ σου δέν σοϋ προσφέρει ένα είδος μικρής στοιχειώδους εύτυχίας, γιά τήν όποία άξίζει τόν κόπο νά ζείς; Δέν σοϋ άρκει αύτό; — Ά νιές, λές βλακείες καί τό ξέρεις. 'Ο Μάλερ δέν άντιπροσωπεύει τίποτα γιά μένα, τίποτα γιά τίποτα, άν είμαι μόνη. ' Ο Μάλερ δέν μέ εύχαριστει παρά μόνο άν εϊμαι μέ τόν Μπερνάρ ή άν ξέρω ότι μέ σκέπτεται. "Οταν δέν είναι έδώ, δέν έχω οϋτε τή δύναμη νά φτιάξω τό κρεβάτι μου. Δέν έχω κάν τήν επιθυμία νά πλυθώ, ή ν 5 άλλάξω έσώρουχα. —Λώρα! ' Ο Μπερνάρ σου δέν είναι δά καί μοναδικός στόν κόσμο. — Είναι, άπάντησε ή Λώρα. Γιατί θέλεις νά λέω ψέματα στόν εαυτό μου; 'Ο Μπερνάρ είναι ή τελευταία μου εύκαιρία. Δέν εΐμαι πιά οϋτε είκοσι οϋτε τριάντα χρόνων. Μετά τόν Μπερνάρ είναι ή έρημος». ’Ή πιε μιά γουλιά μεταλλικό νερό καί έπανέλαβε: «Αύτό τό νερό είναι πολύ δυνατό». ’Έπειτα φώναξε τό γκαρσόνι γιά νά ζητήσει μιά καράφα νερό. «Σ’ ένα μήνα θά πάει γιά δεκαπέντε μέρες στήν Μαρτινίκα, συνέχισε. Έ χ ω ήδη δυό φορές ταξιδέψει εκεί μαζί του. Τή φορά αύτή μέ προειδοποίησε ότι θά πάει μόνος του. Δέν μπόρεσα νά φάω τίποτα γιά δυό μέρες. Ξέρω όμως τί θά κάνω». 'Η καράφα μέ τό νερό έμφανίστηκε στό τραπέζι καί ή Λώρα, κάτω άπό τό έκπληκτο βλέμμα τοϋ γκαρσονιού, έριξε νερό τής βρύσης στό ποτήρι της μέ τό μεταλλικό νερό· έπειτα έπανέλαβε: «Ναί, ξέρω τί θά κάνω». Σιώπησε σά νά ήθελε μέ τή σιωπή αύτή νά παρακινήσει τήν άδελφή της κάτι νά τήν ρωτήσει. *Η Ά ν ιές τό κατάλαβε κι επίτηδες δέν έκανε καμιά έρώτηση. Καθώς όμως ή σιωπή παρατεινόταν, συνθηκολόγησε: «Τί θά κάνεις;» ' Η Λώρα άπάντησε ότι κατά τή διάρκεια τών τελευταίων
εβδομάδων είχε συμβουλευτεί πέντε γιατρούς τουλάχιστον γιά νά τής γράψει ό καθένας τους βαρβιτουρικά. 5Από τόν καιρό πού ή Λώρα συμπλήρωνε τά συνηθισμένα της παράπονα μέ ύπαινιγμούς περί αύτοκτονίας, ή Ά ν ιές ένιωθε κουρασμένη καί καταπτοημένη. Ειχε ήδη χιλιάδες φορές άντιτάξει στήν άδελφή της λογικά ή συναισθηματικά επιχειρήματα* τή διαβεβαίωνε γιά τήν άγάπη της («δέν μπορεις νά μού τό κάνεις εμένα αύτό!»), άλλά χωρίς τό παραμικρό άποτέλεσμα: ή Λώρα ξανάρχιζε νά μιλάει γιά αύτοκτονία, σά νά μήν είχε άκούσει τίποτα. «Θά φύγω γιά τήν Μαρτινίκα μιά εβδομάδα πρίν άπό εκείνον, συνέχισε. ’Έχω κλειδί. *Η βίλα είναι άδεια. Θά τά κανονίσω έτσι πού νά μέ βρει εκεί. Καί πού νά μήν μπορέσει ποτέ πιά νά μέ ξεχάσει». Ξέροντας τή Λώρα ικανή νά κάνει παράλογα πράγματα, ή Ά ν ιές φοβήθηκε άκούγοντας τή φράση «θά τά κανονίσω έτσι πού νά μέ βρει εκεί»: φανταζόταν τό άκίνητο κορμί τής Λώρας στή μέση τοϋ σαλονιού τής τροπικής βίλας καί ή εικόνα αύτή, τό συνειδητοποίησε μέ τρόμο, ήταν άπόλυτα άληθοφανής, κατανο ητή, έμοιαζε μέ τή Λώρα. Γιά τή Λώρα, τό νά άγαπάς κάποιον σήμαινε νά τοϋ χαρίζεις τό κορμί σου: νά τοϋ τό φέρεις, όπως είχε κάνει φέρνοντας τό λευκό πιάνο στήν άδελφή της* νά τό άκουμπήσεις στή μέση τοϋ διαμερίσματος του: νά ’μαι, νά τά πενήντα επτά μου κιλά, νά ή σάρκα καί τά οστά μου, είναι γιά σένα καί σέ σένα τά εγκαταλεί πω. 'Η προσφορά αύτή ήταν γιά έκείνη μιά χειρονομία ερωτική, γιατί στά μάτια της τό κορμί δέν ήταν σεξουαλικό μόνο στίς ξεχωριστές στιγμές τής διέγερσης, άλλά, όπως τό έχω πει, σεξουαλικό άπό τήν άρχή, εκ τών προτέρων, σταθερά καί ολοκληρωτικά, στήν επιφάνεια όπως καί στό εσωτερικό, στόν ύπνο, στόν ξύπνιο, καί μετά τό θάνατο άκόμα. Γιά τήν Ά ν ιές, ό ερωτισμός περιοριζόταν στή στιγμή τής διέγερσης, όταν τό κορμί γίνεται επιθυμητό καί ώραϊο. Μόνο ή στιγμή αύτή δικαίωνε καί εξαγόραζε τό κορμί* όταν έσβηνε αύτός ό τεχνητός φωτισμός, τό κορμί ξαναγινόταν ένας άκάθαρ194
τος μηχανισμός πού έκείνη έπρεπε νά φροντίσει γιά τή συντήρη σή του. ΓΓ αύτό ή Ά ν ιές ποτέ δέν θά μπορούσε νά πει «θά τά κανονίσω έτσι πού νά μέ βρει έκει». Θά τήν εϊχε τρομοκρατήσει ή ιδέα ότι ό άντρας πού άγαποϋσε θά τήν έβλεπε σάν ένα άπλό κορμί στερημένο φύλου, άπογυμνωμένο άπό κάθε μαγεία, σέ μιά συμπεριφορά τήν όποία έκείνη δέν θά ήταν σέ θέση νά έλέγξει. Θά ντρεπόταν. 'Η συστολή της θά τήν είχε εμποδίσει νά γίνει έκουσίως πτώμα. 'Η Ά ν ιές όμως ήξερε ότι ή άδελφή της ήταν διαφορετική: ή ιδέα τοϋ νά εκθέσει τό άψυχο κορμί της μέσα στό σαλόνι ενός εραστή, πήγαζε άπό τή σχέση τής Αώρας μέ τό κορμί καί άπό τόν δικό της τρόπο ν ’ άγαπάει. Ή τα ν γΓ αύτό πού ή Ά ν ιές φοβήθηκε. Σκύβοντας πάνω άπό τό τραπέζι, έπιασε τό χέρι τής άδελφής της. «Κατάλαβέ με, έλεγε ή Λώρα μέ χαμηλή φωνή. Έ σ ύ έχεις τόν Πώλ. Τόν καλύτερο άντρα πού θά μπορούσες νά ονειρευτείς. 'Έχω τόν Μπερνάρ. Ά π ό τή στιγμή πού ό Μπερνάρ μέ έγκαταλείπει, δέν έχω πιά τίποτα καί δέν θά έχω πιά κανέναν. Καί ξέρεις ότι δέν ικανοποιούμαι μέ τό τίποτα! Δέν θά καθίσω νά άτενίζω τή μιζέρια τής ΐδιας μου τής ζωής. "Έχω πολύ μεγάλη ιδέα γιά τή ζωή. Θέλω νά μοϋ τά δώσει όλα ή ζωή, ή άλλιώς φεύγω. Μέ καταλαβαίνεις. Είσαι ή άδελφή μου». ' Υπήρξε μιά στιγμή σιωπής, καθώς ή Ά ν ιές προσπαθούσε μέσα στή σύγχυση νά διατυπώσει τήν άπάντησή της. ’ Ηταν κουρασμένη. Ο ϊδιος διάλογος έπαναλαμβανόταν τή μία εβδο μάδα μετά τήν άλλη καί όλα όσα θά μπορούσε νά πει ή Ά ν ιές άποδεικνύονταν άτελέσφορα. Ξαφνικά, σ 5 αύτή τή στιγμή τής κούρασης καί τής άδυναμίας άντήχησαν λέξεις έντελώς α λ λ ό κοτες:
«'Ο γερο-Μπετράν Μπερτράν χάλασε καί πάλι τόν κόσμο στήν Εθνοσυνέλευση κατά τοϋ κύματος τών αύτοκτονιών! Αύ τός είναι ό ιδιοκτήτης τής βίλας στήν Μαρτινίκα. Σκέψου τί εύχαρίστηση θά τοϋ προξενήσω!» είπε ή Λώρα σκάζοντας στά γέλια. Τό γέλιο αύτό, παρ’ όλο πού ήταν νευρωτικό καί βεβιασμένο, 1*3
ύπή ρξε γιά τήν Ά ν ιές ένας απρόσμενος σύμμαχος. Βάλθηκε κι έκείνη νά γελάει, καί τό γέλιο τους γρήγορα έχασε αύτό τό σφιγμένο πού είχε, ήταν ξαφνικά ένα γέλιο αληθινό, γέλιο ανακούφισης, οί δυό αδελφές γελούσαν μέχρι δακρύων, γνο^ρίζοντας καλά ότι αγαπιόνταν καί ότι ή Λώρα δέν θά αύτοκτονοϋσε. Μιλούσαν καί οί δυό ταυτόχρονα, χωρίς ν ’ αφή σου ν τά χέρια τους, κι αύτά πού έλεγαν ήσαν λόγια αγάπης πίσω άπό τά όποια ξεχώριζε μία βίλα σ ’ έναν κήπο στήν Ε λβ ετία καί μιά κίνηση τού χεριού καθώς τινάζεται κάθετα, σάν ένα πολύχρωμο μπαλόνι, σάν μιά πρόσκληση γιά ταξίδι, σάν ύπόσχεση γιά ένα μέλλον άνείπωτο, ύπόσχεση πού δέν είχε τηρηθεί άλλά πού ό άπόηχός της έμενε γιά έκεινες πάντοτε συναρπαστικός. "Οταν πέρασε ή στιγμή τοϋ ιλίγγου, ή Ά ν ιές είπε: «Λώρα, δέν πρέπει νά κάνεις κουταμάρες. Δέν ύπάρχει κανένας άντρας πού ν ’ άξίζει νά ύποφέρεις γΓ αύτόν. Νά σκέφτεσαι εμένα, σκέψου ότι σ ’ άγαπώ». Καί ή Λώρα είπε: « ’Εντούτοις, θά ήθελα νά κάνω κάτι, θά ήθελα τόσο πολύ νά κάνω κάτι». — Κάτι; Τί; Ή Λώρα κοίταξε τήν άδελφή της μέσα στά μάτια σηκώνοντας τούς ώμους, σάν νά παραδεχόταν ότι τό περιεχόμενο τοϋ «κάτι» δέν τής ήταν άκόμα καθαρό. ’Έπειτα, έριξε ελαφρά τό κεφάλι πρός τά πίσω, σκέπασε τό πρόσωπό της μ ’ ένα άδιόρατο μελαγχολικό χαμόγελο, άγγιξε μέ τήν άκρη τών δακτύλων τό χώρισμα άνάμεσα στά στήθη καί, επαναλαμβάνοντας «κάτι», τίναξε τά χέρια της μπροστά. Ή Ά ν ιές ένιωσε άνακούφιση: σίγουρα δέν μπορούσε τίποτα συγκεκριμένο νά φανταστεί γΓ αύτό τό «κάτι», άλλά ή χειρονο μία τής Λώρας δέν άφηνε κανένα περιθώριο άμφιβολίας: τό «κάτι» στόχευε ύψη ιδανικά, δέν μπορούσε νά έχει τίποτα κοινό μ ’ ένα πτώμα ξαπλωμένο στό πάτωμα ενός τροπικού σαλονιού. Λίγες μέρες άργότερα, ή Λώρα πήγε στή Γαλλο-Αφρικανική "Ενωση, τής όποίας προήδρευε ό πατέρας τοϋ Μπερνάρ, καί προσφέρθηκε έθελοντικά νά συγκεντρώνει στό δρόμο χρήματα γιά τούς λεπρούς. 196
Ή χειρονομία τής επιθυμίας γιά άθανασία
Ο ΠΡΩΤΟΣ έρωτας τής Μπεττίνας ήταν ό αδελφός της Κλέμενς, μεγάλος ρομαντικός ποιητής στό μέλλον, έπειτα έρωτεύθηκε όπως ξέρουμε τόν Γ καίτε, λάτρεψε τόν Μπετόβεν, αγάπησε τόν σύζυγό της Ά χ ιμ φόν "Αρνιμ, έπίσης μεγάλο ποιητή, άκολούθως τήν συνεπήρε ό κόμης Χέρμαν φόν Πύκλερ-Μουσκάου πού, χωρίς νά είναι μεγάλος ποιητής, έγραφε κι αύτός βιβλία (σ ’ έκεινον άλλωστε αφιέρωσε τήν ’Αλληλογραφία του Γκαιτε μέ μία παιδίσκη), έπειτα γύρω στά πενήντα της ανέπτυξε ένα έρωτικό-μητρικό αίσθημα γιά δυό νέους άντρες, τόν Φίλιπ Νατούζιους καί Γιούλιους Νταίρινγκ, οί όποιοι, χωρίς νά γράφουν βιβλία, άλληλογραφοϋσαν μαζί της (ένα μέρος τής άλληλογραφίας αύτής τό δημοσίευσε), θαύμασε τόν Κάρλ Μάρξ καί, μιά μέρα, κατά τή διάρκεια μιας δικής της έπίσκεψης στή μνηστή του Τζέννυ, τόν εξανάγκασε νά τή συνοδεύσει σέ ένα μεγάλο νυχτε ρινό περίπατο (ό Μάρξ δέν είχε καμιά όρεξη νά πάει περίπατο, προτιμούσε τή συντροφιά τής Τζέννυ άπό έκείνη τής Μπεττίνας* έντούτοις, άκόμα κι αύτός πού ήταν ικανός νά κάνει τόν κόσμο άνω κάτω, ήταν άνίκανος νά άντισταθεϊ στή γυναίκα πού μιλούσε στόν Γκαιτε στόν ενικό), είχε μιά άδυναμία γιά τόν Φράντς Λίστ, άλλά πολύ φευγαλέα, γιατί γρήγορα δήλωσε άηδιασμένη μάλλον άπό τό άποκλειστικό ένδιαφέρον πού έτρεφε ό Λίστ γιά τήν προσωπική του δόξα, προσπάθησε μέ πάθος νά βοηθήσει τόν ζωγράφο Κάρλ Μπλέχερ πού είχε προσβληθεί άπό μιά διανοητι κή πάθηση (περιφρονοϋσε τή γυναίκα του όπως κάποτε είχε περιφρονήσει τήν Κυρία Γ καίτε), ξεκίνησε μιά άλληλογραφία μέ τόν Κάρολο-’ Αλέξανδρο, διάδοχο τοϋ Θρόνου τής ΣαξωνίαςΒαϊμάρης, έγραψε γιά τόν βασιλιά τής Πρωσσίας ΦρειδερίκοΓουλιέλαο Τό βιβλίο τον βασιλιά, όπου εξέθετε τά καθήκοντα τοϋ βασιλιά άπέναντι στούς ύπηκόους του, μετά άπό αύτό δημοσίευ197
σε Τό βιβλίο τών φτωχών , όπου περιγραφόταν ή φρικτή φτώχεια τοϋ λαού, απευθύνθηκε καί πάλι στόν βασιλιά γιά νά τόν καλέσει ν ’ απελευθερώσει τόν Βίλχελμ Φρήντριχ-Σλαϊφελ, πού είχε κατηγορηθεί ότι ύποδαύλιζε μιά κομμουνιστική συνωμοσία, λίγο αργότερα μεσολάβησε σέ κείνον γιά λογαριασμό τοϋ Λούντβικ Μιεροσλάβσκι, ενός άπό τούς άρχηγούς τής πολωνικής επανά στασης, πού περίμενε τήν εκτέλεσή του σέ μιά πρωσσική φυλακή. Τόν τελευταίο άντρα πού λάτρεψε, δέν τόν συνάντησε ποτέ: ήταν ό Σάντορ ΙΊεταίφι, ό Ούγγρος ποιητής πού πέθανε στά είκοσι έξι του χρόνια στίς τάξεις τοϋ επαναστατικού στρατού τοϋ 1848. ’Έκανε έτσι γνωστό σέ όλον τόν κόσμο όχι μόνο ένα μεγάλο ποιητή (τόν άποκαλοϋσε Sonnengott «Θεό του ήλιου»), άλλά καί τήν πατρίδα του μαζί του, πού έκείνη τήν εποχή ή Εύρώπη άγνοοϋσε καί τήν ύπαρξή της σχεδόν. ’Ά ν θυμηθούμε ότι οί Ούγγροι διανοούμενοι έδωσαν στόν εαυτό τους τό όνομα «Κύκλος Πεταΐφι», όταν τό 1956 ξεσηκώθηκαν εναντίον τής ρωσικής αύτοκρατορίας, έξαπολύοντας τήν πρώτη μεγάλη άντι* σταλινική εξέγερση, διαπιστώνουμε ότι, μέ τούς έρωτές της, ή Μπεττίνα είναι παρούσα στό πλατύ πεδίο τής εύρωπαϊκής ιστο ρίας, άπό τόν 18ο αιώνα ώς τά μισά τοϋ δικού μας. Θαρραλέα, πεισματάρα Μπεττίνα: ή νεράιδα τής ' Ιστορίας, ή ίέρειά της. Καί λέω ιέρεια δικαίως, γιατί ή ' Ιστορία ήταν γιά έκείνη (όλοι οί φίλοι της χρησιμοποιούσαν τήν ιδια μεταφορά) «ή ενσάρκωση τοϋ Θεοϋ». Καμιά φορά, οι φίλοι της τής προσήπταν ότι δέν σκεπτόταν άρκετά τήν οικογένειά της, τήν οικονομική της κατάσταση, καί ότι θυσιαζόταν άλόγιστα γιά τούς άλλους. «Αύτά πού λέτε δέν μ ’ ενδιαφέρουν. Δέν είμαι λογιστής. Νά τί είμαι, εγώ!» άπαντοϋσε, μέ τίς άκρες τών δακτύλων πάνω στό στέρνο της, άκριβώς άνάμεσα στά στήθη. Έ πειτα, έριχνε ελα φρά τό κεφάλι πρός τά πίσω καί, σκεπάζοντας τό πρόσωπο μ 5 ένα χαμόγελο, τίναζε βίαια, άλλά μέ κομψότητα, τά χέρια της μπροστά. Στήν άρχή τής κίνησης, οί φάλαγγες έμεναν ενωμένες* τά μπράτσα δέν χώριζαν παρά στό τέλος τής διαδρομής καί οί παλάμες άνοιγαν πλατιά. 198
Ό χ ι, δέν γελιέστε. Ή Λώρα έκανε τήν ϊδια χειρονομία στό προηγούμενο κεφάλαιο, όταν δήλωνε ότι ήθελε «κάτι» νά κάνει. Νά ξαναθυμηθοϋμε τήν κατάσταση: 'Ό ταν ή Ά ν ιές είπε: «Λώρα, δέν πρέπει νά κάνεις κουταμάρες. Δέν ύπάρχει κανένας άντρας πού ν 5 αξίζει νά ύποφέρεις γΓ αύτόν. Νά σκέφτεσαι εμένα, σκέψου ότι σ ’ αγαπώ», ή Λώρα είχε άπαντήσει: « ’Εντούτοις, θά ήθελα νά κάνω κάτι, θά ήθελα τόσο πολύ νά κάνω κάτι!» Λέγοντάς το αύτό, ονειρευόταν συγκεχυμένα νά κοιμηθεί μ ’ έναν άλλο άντρα. Ή ιδέα τής είχε ήδη έρθει συχνά καί δέν ήταν καθόλου άντίθετη μέ τήν επιθυμία της γιά αύτοκτονία. Ή σ α ν δύο άκραΐες άντιδράσεις, άλλά άπολύτως θεμιτές γιά μιά γυναίκα ταπεινωμένη. Τό άόριστο όνειρό της γιά άπιστία, διακόπηκε βίαια άπό τήν θυμωμένη παρέμβαση τής Ά ν ιές, πού ήθελε νά ξεκαθαρίσει τά πράγματα: «Κάτι; Τί;» Καταλαβαίνοντας ότι θά ήταν γελοίο νά έπικαλεσθεϊ τήν άπιστία άμέσως μετά τήν αύτοκτονία, ή Λώρα αισθάνθηκε άμηχανία καί άρκέσθηκε νά έπαναλάβει γιά μιά άκόμη φορά τό «κάτι» της. Καί καθώς τό βλέμμα τής Ά ν ιές άξίωνε μιά πιό συγκεκριμένη άπάντηση, ύποχρεώθηκε νά δώσει, τουλάχιστον μέ μιά χειρονομία, ένα κάποιο νόημα σ ’ αύτή τήν τόσο άπροσδιόριστη έκφραση: άκούμπησε τά χέρια της στό στήθος της, κι έπειτα τά τίναξε μπροστά. Πώς τής ήρθε ή ιδέα νά κάνει αύτή τή χειρονομία; Είναι δύσκολο νά τό πει κανείς. Δέν τό είχε κάνει ποτέ προηγουμένως. Κάποιος άγνωστος θά έπρεπε νά τής τό είχε σφυρίξει, όπως σφυρίζουν σ ’ έναν ήθοποιό τό κείμενο πού έχει ξεχάσει. Π αρ’ όλο πού δέν έξέφραζε τίποτα τό συγκεκριμένο, ή χειρονομία αύτή έδινε νά καταλάβεις ότι τό νά «κάνει κάτι» σήμαινε νά θυσιαστεί, νά προσφερθει στόν κόσμο, νά στείλει τήν ψυχή της σέ μακρινούς ούρανούς, σάν άσπρο περιστέρι. Μερικά λεπτά νωρίτερα, τό σχέδιο νά πάει στό μετρό κρατώ ντας έναν κουμπαρά τής ήταν οπωσδήποτε ξένο, καί προφανώς ή Λώρα ποτέ δέν θά τό είχε συλλάβει άν δέν είχε άκουμπήσει τά 199
δάχτυλά της άνάμεσα στά στήθη της καί δέν είχε τινάξει τά χέρια της μπροστά. Αύτή ή χειρονομία έμοιαζε νά είναι προικισμένη μέ μιά δική της θέληση: ή χειρονομία διέταζε, έκείνη άκολουθοϋσε. Οί χειρονομίες τής Λώρας καί τής Μπεττίνας είναι άπαράλλαχτες καί οπωσδήποτε ύπάρχει έπίσης ένας σύνδεσμος άνάμεσα στήν έπιθυμία τής Λώρας νά βοηθήσει τούς νέγρους στίς μακρι νές χώρες καί στίς προσπάθειες τής Μπεττίνας νά σώσει τόν καταδικασμένο σέ θάνατο Πολωνό. ’Εντούτοις, ή σύγκριση μοιάζει σόλοικη. Δέν θά μπορούσα νά φανταστώ τήν Μπεττίνα φόν Ά ρ ν ιμ νά ζητιανεύει στό μετρό μ ’ έναν κουμπαρά. Στήν Μπεττίνα δέν άρεσαν οί άγαθοεργίες. Δέν ήταν μιά άργόσχολη πλούσια ή όποία, προκειμένου νά σκοτώνει τόν χρόνο της, θά οργάνωνε εράνους γιά τούς φτωχούς. Μεταχειριζόταν σκληρά τούς ύπηρέτες, σέ σημείο πού νά προκαλεΐ τίς επιπλήξεις τοϋ συζύγου της («καί οί ύπηρέτες έχουν ψυχή», τής ύπενθύμισε σέ ένα γράμμα). Αύτό πού τήν παρακινούσε νά ενεργεί δέν ήταν τό πάθος τής άγαθοεργίας, άλλά ή έπιθυμία νά έρχεται σέ άμεση επαφή μέ τόν Θεό, τόν όποιο πίστευε ενσαρκωμένο στήν ' Ιστο ρία. "Ολοι οί έρωτές της γιά τούς διάσημους άντρες (οί άλλοι δέν τήν ένδιέφεραν) δέν ήσαν παρά μία τραμπάλα πάνω στήν όποία άφηνόταν νά πέσει μέ όλο της τό βάρος γιά νά έκτιναχθει πολύ ψηλά, μέχρι αύτό τό στερέωμα όπου (ενσαρκωμένος στήν ' Ιστο ρία) έδρευε ό Θεός της. Ναί, όλα αύτά είναι άλήθεια. Προσοχή, όμως! Οϋτε ή Λώρα έμοιαζε μέ τίς καλές κυρίες πού προεδρεύουν στά φιλανθρωπικά σωματεία. Δέν συνήθιζε νά ελεεί τούς ζητιάνους. "Οταν περνού σε στό ύψος τους, σέ δυό ή τρία μέτρα μόλις, δέν τούς έβλεπε. Έ πα σ χε άπό πνευματική πρεσβυωπία. Οί νέγροι, πού ή σάρκα τους πέφτει σέ κομματάκια, τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά της, τής ήσαν λοιπόν πιό κοντινοί. Βρίσκονταν άκριβώς στό σημείο εκείνο τοϋ ορίζοντα όπου ή κίνηση τών χεριών της έστελνε τήν πονεμένΐ] της ψυχή. ’Εντούτοις, άνάμεσα σ ’ έναν Πολωνό καταδικασμένο σέ θάνατο καί στούς λεπρούς νέγρους, ύπάρχει μιά διαφορά! Αύτό 2Θ6
πού ήταν γιά τήν Μπεττίνα μιά παρέμβαση στήν ' Ιστορία, εγινε γιά τή Λώρα μιά άπλή πράξη έλεημοσύνης. Ή Λώρα δμως δέν φταίει καθόλου. Ή παγκόσμια 'Ιστορία, μέ τίς έπαναστάσεις της, τίς ούτοπίες της, τίς προσδοκίες της, τή φρίκη της, ερήμωσε τή Γαλλία καί δέν τής άφησε παρά μόνο νοσταλγία. Νά γιά ποιο λόγο άκριβώς ό Γάλλος έχει διεθνοποιήσει τήν έλεημοσύνη. Δέν είναι ή χριστιανική άγάπη τοϋ πλησίον (όπως συμβαίνει μέ τούς 5Αμερικανούς, παραδείγματος χάριν) πού τόν παρακινεί στίς άγαθοεργίες, άλλά ή νοσταλγία αύτής τής eΙστορίας πού χάθηκε, ή έπιθυμία νά τήν ξαναθυμίσει στόν εαυτό του καί νά είναι παρών σ ’ αύτήν, τουλάχιστον μέ τή μορφή κόκκινου κουμπαρά προορι σμένου γιά έράνους πρός όφελος τών νέγρων. "Ας ονομάσουμε τή χειρονομία τής Μπεττίνας καί τής Λώρας χειρονομία τής επιθυμίας γιά άθανασία. Προσβλέποντας στήν μεγά λη άθανασία, ή Μπεττίνα θέλει νά πει: άρνοϋμαι νά χαθώ μαζί μέ τό παρόν καί μέ τίς φροντίδες του, θέλω νά ξεπεράσω τόν εαυτό μου, νά γίνω μέρος τής eΙστορίας γιατί ή £Ιστορία είναι ή αιώνια μνήμη. ’Ακόμα κι άν δέν προσβλέπει παρά στή μικρή άθανασία, ή Λώρα θέλει τό ϊδιο πράγμα: νά ξεπεράσει τόν εαυτό της καί νά ξεπεράσει τή δυστυχισμένη στιγμή πού ζει, νά κάνει «κάτι» γιά νά μείνει στή μνήμη όλων έκείνων πού τή γνώρισαν.
201
Τό διφορούμενο ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ πού
άκόμα ήταν παιδί, τής Μπριζίτ τής άρεσε νά κάθεται στά γόνατα τοϋ πατέρα της, μοϋ φαίνεται όμως ότι στά δεκαοκτώ της χρόνια αύτό τής έδινε άκόμα περισσότερη εύχαρί στηση. ' Η ’ Ανιές δέν έβρισκε τίποτα νά πει εναντίον: ή Μπριζίτ γλιστρούσε συχνά στό κρεβάτι τους (παραδείγματος χάριν όταν ξαγρυπνοϋσαν μπροστά στήν τηλεόραση) καί άνάμεσα στούς τρεις τους ύπήρχε μιά πιό μεγάλη φυσική οικειότητα άπό ό,τι, κάποτε, άνάμεσα στήν Ά ν ιές καί στούς δικούς της γονείς. Ή Ά ν ιές άντιλαμβανόταν καλά όλο τό διφορούμενο αύτής τής εικόνας: μιά μεγάλη κοπέλα, μέ πλούσιο στήθος καί μέ καπούλια πού ξεχείλιζαν, καθισμένη στά γόνατα ενός ωραίου άντρα, άκόμα γεμάτου ζωντάνια, άγγίζει μ ’ αύτό τό μεγάλο στήθος τούς ώμους καί τό πρόσωπο τοϋ άντρα καί τόν φωνάζει «μπαμπά». "Ενα βράδυ, κάλεσαν μιά χαρούμενη παρέα φίλων, κι άνάμεσά τους ήταν καί ή Λώρα. Σέ μιά στιγμή εύφορίας, ή Λώρα είπε: «Θέλω κι εγώ νά κάνω τό ϊδιο!» Ή Μπριζίτ τής παραχώρησε ένα γόνατο καί βρέθηκαν κι οί δυό τους καβάλα στούς μηρούς τοϋ Πώλ. * Η κατάσταση μάς θυμίζει γιά μιά άκόμη φορά τή Μπεττίνα, γιατί χάρη σ ’ έκείνη καί σέ κανέναν άλλο, τό νά κάθεται κανείς πάνω στά γόνατα κάποιου, άναδείχθηκε σέ ύπόδειγμα ερωτικού διφορούμενου. ’Έ χω πει ότι ή Μπεττίνα είχε διασχίσει τό έρωτικό πεδίο μάχης τής ζωής της, οχυρωμένη πίσω άπό τήν άσπίδα τής παιδικής ήλικίας. Είχε κρατήσει μπροστά της αύτή τήν άσπίδα ώς τά πενήντα της χρόνια, γιά νά τήν άνταλλάξει μέ μιά άσπίδα μητέρας καί νά πάρει μέ τή σειρά της τούς νέους στά δικά της γόνατα* καί πάλι, ή κατάσταση ήταν κατά ύπέροχο τρόπο διφορούμενη: άπαγορεύεται νά ύποψιάζεσαι μιά μητέρα γιά ερωτικές βλέψεις στόν ϊδιο της τό γιό, καί γΓ αύτό άκριβώς ή 202
εικόνα ενός νέου άντρα καθισμένου στά γόνατα μιας ώριμης γυναίκας (έστω καί μεταφορικώς) βρίθει άπό έρωτικά σημαίνο ντα, πού εϊναι τόσο πιό δυνατά, όσο πιό ομιχλώδη εμφανίζονται. Τολμώ νά διαβεβαιώσω ότι δέν ύπάρχει αύθεντικός ερωτι σμός χωρίς τήν τέχνη τοϋ διφορούμενου* όσο πιό ισχυρό είναι τό διφορούμενο, τόσο πιό ζωντανή είναι ή διέγερση. Ποιός δέν θυμάται νά έχει παίξει όταν ήταν παιδί τό ιδανικό παιχνίδι τοϋ γιατρού; Τό κοριτσάκι ξαπλώνει χάμω καί τό άγοράκι τό γδύνει μέ τό πρόσχημα τής ιατρικής επίσκεψης. Τό κοριτσάκι εμφανί ζεται υπάκουο, γιατί αύτός πού τήν παρατηρεί δέν είναι ένα μικρό περίεργο άγόρι, άλλά ένας σοβαρός ειδικός πού άνησυχει γιά τήν ύγεία της. 'Η έρωτική φόρτιση αύτής τής κατάστασης είναι τό ϊδιο τεράστια καί μυστηριώδης* καί οί δύο είναι μέ κομμένη τήν άνάσα. Πιό κομμένη άκόμα άφοϋ τό άγοράκι σέ καμιά στιγμή δέν θά πάψει νά είναι γιατρός, καί θά τής μιλάει στόν πληθυντικό βγάζοντάς της τήν κιλότα. Αύτή ή εύλογημένη στιγμή τής παιδικής ζωής, άνακαλεΐ στή μνήμη μου μιά πιό ώραία άνάμνηση άκόμα, τήν άνάμνηση μιας τσέχικης επαρχιακής πόλης, όπου μιά νέα γυναίκα γύρισε γιά νά έγκατασταθει τό 1969, μετά άπό μιά διαμονή στό Παρίσι. ’Έ χ ο ντας φύγει τό 1967 γιά νά σπουδάσει στή Γαλλία, βρήκε δυό χρόνια άργότερα τή χώρα της στήν κατοχή τοϋ κόκκινου στρατού* οί άνθρωποι φοβόντουσαν τά πάντα καί ή μοναδική τους επιθυμία ήταν νά βρίσκονται άλλοϋ, κάπου όπου ύπήρχε έλευθερία, όπου ύπήρχε ή Εύρώπη. Γιά δυό χρόνια, ή νεαρή Τσέχα είχε έπιμελώς παρακολουθήσει τά σεμινάρια πού έπρεπε τόν καιρό εκείνο έπιμελώς νά παρακολουθείς, άν ήθελες νά βρίσκεσαι στό επίκεντρο τής ζωής τών διανοούμενων* εκεί είχε μάθει ότι στή νηπιακή ήλικία, πρίν άπό τήν οιδιπόδεια φάση, περνούμε αύτό πού ό διάσημος ψυχαναλυτής ονόμαζε τό στάδιο τον καθρέφτη. 'Η ιδέα ήταν ότι προτού ν ’ άντιμετωπίσει κανείς τό σώμα τής μητέρας ή τοϋ πατέρα, άνακαλύπτει τό δικό του σώμα. Έπιστρέφοντας στή χώρα, ή νεαρή Τσέχα είπε στόν εαυτό της ότι κάποιοι άπό τούς συμπατριώτες της, πρός μεγάλη τους ζημία, είχαν άκριβώς πηδήξει αύτό τό στάδιο στήν προσω 203
πική τους εξέλιξη. Μέ τό φωτοστέφανο τής παρισινής αξίας καί τών περίφημων αύτών σεμιναρίων, συγκρότησε έναν κύκλο νεαρών γυναικών. Τούς παρέδιδε θεωρητικά μαθήματα, στά όποια κανένας δέν καταλάβαινε τίποτα, καί τίς μυούσε σέ πρακτικές ασκήσεις πού ήσαν άπλές όσο ή θεωρία ήταν περίπλο κη: γδύνονταν όλες καί ή καθεμία παρατηρούσε τόν εαυτό της σ ’ ένα μεγάλο καθρέφτη, έπειτα εξετάζονταν εκεί όλες μαζί μέ άκρα προσοχή, τέλος παρατηρούσαν τόν εαυτό τους σέ καθρεφτάκια τής τσάντας πού έτεινε ή μία στήν άλλη, μέ τρόπο πού νά τής δείχνει αύτό πού ποτέ δέν είχε δει. eΗ δασκάλα δέν διέκοπτε ούτε γιά μιά στιγμή τή θεωρητική της ομιλία, πού ή γοητευτική της θολότητα τίς μετέφερε μακριά άπό τήν ρωσική κατοχή, μακριά άπό τήν επαρχία τους, παρέχοντάς τους έπιπλέον μία έξαψη μυστηριώδη καί χωρίς όνομα, γιά τήν όποία φρόντιζαν προσε κτικά νά μήν μιλούν. Χωρίς άμφιβολία, ή δασκάλα δέν ήταν μόνο μαθήτρια τοϋ μεγάλου Λακάν, άλλά καί λεσβία επίσης· εντούτοις δέν πιστεύω ότι ύπή ρχαν στόν κύκλο αύτό πολλές συνειδητές λεσβίες. Καί άπό όλες αύτές τίς γυναίκες, τό ομολο γώ, έκείνη πού περισσότερο κυριαρχεί στίς ονειροπολήσεις μου είναι μία νέα κοπέλα, εντελώς άθώα, γιά τήν όποία στή διάρκεια τών συνεδριών, τίποτ5 άλλο δέν ύπήρχε στόν κόσμο, άπό τόν ερεβώδη λόγο τοϋ Λακάν κακομεταφρασμένο στά τσέχικα. Ά , αύτές οί επιστημονικές συγκεντρώσεις τών γυμνών γυναικών, αύτές οί συνεδρίες σ ’ ένα διαμέρισμα τής μικρής τσέχικης πόλης, τήν ιδια ώρα πού οί Ρώσοι περιπολοϋσαν, ά, πόσο πιό διεγερτικές ήσαν άπό τά όργια στά όποια καθένας προσπαθεί νά ολοκληρώσει τίς άπαιτούμενες κινήσεις, όπου όλα είναι συμφωνημένα καί δέν έχουν παρά ένα καί μόνο νόημα, μέ άξιοθρήνηχο τρόπο μοναδικό! "Ας βιαστούμε, όμως, νά έγκαταλείψουμε την μικρή τσέχικη πόλη, καί άς έπιστρέψουμε στά γόνατα τοϋ Πώλ ή Λώρα είναι καθισμένη στό ένα* στό άλλο, άς φανταστούμε επί τοϋ παρόντος, γιά λόγους πειραματικούς, όχι τήν Μπριζίτ άλλά τή μητέρα της: Γιά τή Λώρα, είναι μιά αίσθηση εύχάριστη νά φέρνει νο, όπίσθιά της σέ έπαφή μέ τούς μηρούς ενός άντρα πού μυστικά
τόν επιθυμεί* ή αίσθηση είναι άκόμα πιό ιλαρή άπό τό γεγονός ότι δέν είναι καθισμένη στά γόνατα του Πώλ μέ τήν ιδιότητα τής έρωμένης, άλλά τής κουνιάδας, καί μέ τήν πλήρη συγκατάθεση τής συζύγου. Ή Λώρα είναι ή τοξικομανής τοϋ διφορούμενου. Γιά τήν Ά νιές, ή κατάσταση δέν έχει τίποτα τό διεγερτικό, άλλά δέν μπορεΐ νά διώξει μιά γελοία φράση πού χοροπηδάει στό μυαλό της: «Πάνω σέ κάθε γόνατο τοϋ Πώλ κάθεται ένας γυναικείος πρωκτός! Σέ κάθε γόνατο τοϋ Πώλ κάθεται ένας γυναικείος πρωκτός!» 'Η Ά ν ιές είναι ό διαυγής παρατηρητής τοϋ διφορούμενου. Καί ό Πώλ; Μιλάει δυνατά, άστειεύεται σηκώνοντας μέ τή σειρά κάθε γόνατο, γιά νά πείσει άπολύτως τίς δύο άδελφές ότι παίζει σάν θειος πάντοτε έτοιμος νά μεταμορφωθεί σέ άλογο κούρσας γιά τό χατίρι τών μικρών του άνιψιών. ' Ο Πώλ είναι ό βλάξ τοϋ διφορούμενου. Στή μεγαλύτερη άπό τίς ερωτικές της άπογοητεύσεις, ή Λώρα συχνά ζητούσε τή συμβουλή τοϋ Πώλ καί τόν συναντούσε σέ διάφορα καφενεία. Νά σημειώσουμε ότι ή αύτοκτονία άπουσίαζε άπό τίς συζητήσεις τους. Ή Λώρα είχε παρακαλέσει τήν Ά ν ιές νά κρατήσει μυστικά τά πεισιθανάτια σχέδιά της, τά όποια ή ϊδια ούδέποτε έπεκαλεΐτο μπροστά στόν Πώλ. ’Έ τσι, ή πολύ βίαιη εικόνα τοϋ θανάτου δέν έσχιζε τό λεπτεπίλεπτο ύφασμα τής περιβάλλουσας ώραίας θλίψης καί, καθισμένοι ό ένας άπέναντι στόν άλλο, ό Πώλ καί ή Λώρα άγγίζονταν κατά στιγμές. cO Πώλ τής έσφιγγε τό χέρι ή τόν ώμο σάν γιά νά τής ξαναδώσει δύναμη κι έμπιστοσύνη, γιατί ή Λώρα άγαποϋσε τόν Μπερνάρ, κι αύτός πού άγαπάει χρειάζεται ύποστήριξη. Πήγαινα νά πώ ότι τίς στιγμές εκείνες τήν κοίταζε στά μάτια, άλλά αύτό δέν θά ήταν άλήθεια γιατί ή Λώρα τότε είχε άρχίσει νά ξαναφοράει τά μαύρα της γυαλιά* ό Πώλ ήξερε τό λόγο: δέν ήθελε νά δείξει τά βλέφαρά της πού ήταν πρησμένα άπό τά δάκρυα. Ξαφνικά, τά γυαλιά φορτίζονταν μέ πολλαπλές σημα σίες: έδιναν στή Λώρα μιά κομψότητα σχεδόν αύστηρή, σχεδόν απρόσιτη* άλλά ταυτόχρονα σημείωναν καί κάτι πολύ σαρκικό, πολύ αισθησιακό: ένα μάτι μούσκεμα άπό τά κλάματα, ένα μάτι 205
στόμιο τοϋ κορμιού, μία άπό αύτές τίς έννιά ύπέροχες πύλες τοϋ γυναικείου σώματος γιά τίς όποιες μιλάει τό περίφημο ποίημα τοϋ Ά πολλιναίρ, ένα στόμιο ύγρό, κρυμμένο πίσω άπό τό κληματόφυλλο τοϋ σκουρόχρωμου γυαλιού. Ή ιδέα γιά τό δάκρυ πού κρύβεται πίσω άπό τά γυαλιά ήταν καμιά φορά τόσο έντονη, καί τό δάκρυ τής φαντασίας τόσο καυτό, ώστε μεταμορ φώθηκε σέ άτμό πού τούς τύλιξε καί τούς δύο, τούς στέρησε τήν κρίση καί τήν όραση. Ό Πώλ ένιωθε αύτό τόν άτμό. Καταλάβαινε όμως τό νόημά του; Δέν πιστεύω. Ά ς φανταστούμε αύτή τήν κατάσταση: ένα κοριτσάκι έρχεται νά δει ένα άγοράκι. Α ρ χ ίζει νά γδύνεται λέγοντας: «Γιατρέ, πρέπει νά μέ εξετάσετε». Καί νά πού τό άγοράκι δηλώνει: «Μά, κοριτσάκι μου, δέν είμαι γιατρός!» ’Έ τσι άκριβώς συμπεριφερόταν ό Πώλ.
Ή μάντις
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ό Πώλ πού, στή συζήτησή του μέ τόν ’Αρκούδα, είχε πάρει τό ϋφος ενός πνευματώδους ύπέρμαχου τής επιπολαιό τητας, νά είναι τόσο λίγο επιπόλαιος μέ δυό αδελφές στά γόνατά του; ’Ιδού ή εξήγηση: κατά τήν άποψή του, ή επιπολαιότητα ήταν ένα εύεργετικό κλύσμα τό όποιο ήθελε νά εφαρμόσει στήν κουλτούρα, στή δημόσια ζωή, στήν τέχνη, στήν πολιτική, ένα κλύσμα καλό γιά τόν Γ καίτε καί τόν Ναπολέοντα, άλλά (σημειώ στε το!) οπωσδήποτε όχι γιά τή Λώρα καί τόν Μπερνάρ. Ή βαθιά δυσπιστία πού έτρεφε ό Πώλ γιά τόν Μπετόβεν καί τόν Ρεμπώ εξαγοραζόταν άπό τήν χωρίς όρια έμπιστοσύνη του στόν έρωτα. Ή έννοια τοϋ έρωτα ήταν συνδεδεμένη στό μυαλό του μέ τήν εικόνα τοϋ ώκεανοϋ, τοϋ πιό θυελλώδους άπό όλα τά στοιχεία. 'Ό ταν πήγαινε διακοπές μέ τήν Ά νιές, άφηνε ορθάνοιχτο τό παράθυρο τοϋ δωματίου τους στό ξενοδοχείο, έτσι ώστε ή φωνή τών κυμάτων νά ενώνεται μέ τό ερωτικό τους λαχάνιασμα, καί τό πάθος τους νά συγχέεται μ ’ αύτή τή μεγάλη φωνή. Π αρ’ όλο πού ήταν εύτυχισμένος μέ τή γυναίκα του, παρ’ όλο πού τήν άγαποϋ σε, ένιωθε σέ μιά μυστική πτυχή τής ψυχής του, μιά ελαφριά, μιά μικρή άπογοήτευση στήν ιδέα ότι ό έρωτάς του ούδέποτε εκδη λώθηκε μέ τρόπο λίγο πιό δραματικό. Ζήλευε σχεδόν τή Λώρα γιά τά εμπόδια πού είχε συναντήσει στό δρόμο της, γιατί μόνο τά εμπόδια, κατά τή γνώμη του, μπορούν νά μεταβάλλουν τόν έρωτα σέ ερωτική ιστορία. Δοκίμαζε επίσης γΓ αύτήν ένα αίσθημα τρυφερής άλληλεγγύης, ύποφέροντας γιά τά βάσανά της λές καί ήσαν δικά του. Μιά μέρα, τοϋ τηλεφώνησε γιά νά τοϋ πει ότι ό Μπερνάρ θά πήγαινε μερικές μέρες άργότερα στή Μαρτινίκα, στήν οικογε νειακή έπαυλη, καί ότι είχε άποφασίσει νά τόν συναντήσει έκεΐ ΜΊ
παρ5 δλο πού δέν τήν είχε καλέσει. "Αν εκείνος βρισκόταν έκεΐ μέ τή συντροφιά μιας άγνωστης, τόσο τό χειρότερο. Τουλάχι στον όλα θά ξεκαθάριζαν. Γιά νά τή γλιτώσει άπό άχρηστες συγκρούσεις, προσπάθησε νά τήν μεταπείσει. Ή συζήτηση όμως διαιωνιζόταν: ή Λώρα έπαναλάμβανε πάντοτε τά ιδια έπιχειρήματα καί ό Πώλ, συμβι βασμένος, έσπευσε νά τής πει: «Πήγαινε, άφοϋ είσαι τόσο βαθιά πεπεισμένη ότι ή άπόφασή σου είναι ή καλή!» Ά λ λ ά χωρίς νά τοϋ άφήσει χρόνο, ή Λώρα δήλωσε: «Μόνο ένα πράγμα θά μπορούσε νά μέ εμποδίσει άπό τό νά κάνω αύτό τό ταξίδι: ή δική σου άπαγόρευση». Τοϋ είχε μόλις ύποδηλώσει άρκετά καθαρά αύτό πού θά έπρεπε νά πει γιά νά τήν άποτρέψει άπό τό σχέδιό της, διατηρώ ντας παράλληλα τήν άξιοπρέπεια τής γυναίκας πού είναι άποφασισμένη νά φθάσει ώς τήν άκρη τής άπελπισίας καί τοϋ άγώνα. ’Ά ς θυμηθούμε τήν πρώτη της συνάντηση μέ τόν Πώλ* είχε τότε άκούσει μέσα στό κεφάλι της τίς ϊδιες άκριβώς λέξεις πού ό Ναπολέων είχε πει στόν Γκαΐτε: «Νά ένας άντρας!» "Αν ό Πώλ ήταν πραγματικός άντρας, δέν θά είχε διστάσει οϋτε ένα λεπτό προκειμένου νά τής άπαγορεύσει αύτό τό ταξίδι. Α λίμονο, δέν ήταν άντρας, άλλά άντρας μέ άρχές: άπό πολύ καιρό είχε διαγράψει τή λέξη «άπαγορεύω» άπό τό λεξιλόγιό του καί ήταν περήφανος γΓ αύτό. Διαμαρτυρήθηκε: «Ξέρεις ότι δέν άπαγο ρεύω ποτέ τίποτα σέ κανέναν». Ή Λώρα έπέμεινε: « Ά λ λ ά εγώ θέλω τίς άπαγορεύσεις καί τίς διαταγές σου. Τό ξέρεις ότι κανένας άλλος δέν έχει τό δικαίωμα νά μοϋ άπαγορεύει καί νά μέ διατάζει. Θά κάνω αύτό πού έσύ θά μοϋ πεις». Ό Πώλ ένιωσε άμήχανος: είχε περάσει μιά ολόκληρη ώρα εξηγώντας της ότι δέν έπρεπε νά φύγει, καί έδώ καί μιά ώρα έκείνη έπέμενε γιά τό άντίθετο. Γιατί, άντί νά άφεθεΐ νά πεισθεΐ, ζητούσε μιά άπαγόρευση; "Εμεινε σιωπηλός. «Φοβάσαι; ρώτησε έκείνη. —-Τί νά φοβάμαι; — Νά μοϋ επιβάλεις τή θέλησή σου. 208
—’Ά ν δέν μπόρεσα νά σέ μεταπείσω, δέν εχω τό δικαίωμα νά σοϋ απαγορεύσω τίποτα. •—Είναι άκριβώς αύτό πού ελεγα: φοβάσαι. —’Ή θελα νά σέ πείσω μέ τή λογική». 9Εκείνη γέλασε: «Κρύβεσαι πίσω άπό τή λογική επειδή φοβά σαι νά μοϋ επιβάλεις τή θέλησή σου. Σέ κάνω νά φοβάσαι!» Τό γέλιο της τόν βύθισε σέ μιά άκόμα πιό μεγάλη άμηχανία καί βιάστηκε νά θέσει τέρμα στή συζήτηση: «Θά τό σκεφθώ». ’Έπειτα, ζήτησε τή γνώμη τής Ά νιές. 9Εκείνη είπε: «Δέν πρέπει νά φύγει. Θά ήταν μιά μνημειώδης άνοησία. Ά ν τής μιλήσεις, κάνε τά πάντα γιά νά τήν έμποδίσεις νά φύγει». Ά λ λ ά ή γνώμη τής Ά ν ιές δέν άντιπροσώπευε καί σπουδαία πράγματα, καθώς ό κύριος σύμβουλος τοϋ Πώλ ήταν ή Μπριζίτ. "Οταν τής εξήγησε σέ τί κατάσταση βρισκόταν ή θεία της, άντέδρασε άμέσως: «Καί γιατί νά μήν πάει εκεί κάτω; Πρέπει πάντοτε νά κάνουμε αύτό πού θέλουμε». —Ύπόθεσε, όμως, άντέτεινε ό Πώλ, ότι βρίσκει τόν Μπερ νάρ μέ μία γυναίκα. Θά δημιουργήσει τρομερό σκάνδαλο! —Τής είπε ότι θά τόν συνόδευε μιά γυναίκα; —’Ό χ ι. —’Ό φειλε. Ά ν δέν τό εκανε, σημαίνει ότι είναι δειλός καί ότι έκείνη δέν έχει κανένα λόγο νά τόν βολέψει. Τί έχει νά χάσει ή Λώρα; Τίποτα». Μπορούμε ν ’ άναρωτηθοϋμε γιά ποιό λόγο ή Μπριζίτ έδωσε άκριβώς αύτήν τή γνώμη στόν Πώλ καί όχι μιά άλλη. Ε πειδή αισθανόταν άλληλέγγυα μέ τή Λώρα; Δέν πιστεύω. Ή Λώρα συχνά συμπεριφερόταν σάν νά ήταν έκείνη ή κόρη τοϋ Πώλ, πράγμα πού ή Μπριζίτ έβρισκε γελοίο καί δυσάρεστο. Δέν είχε τήν παραμικρή επιθυμία νά νιώσει άλληλέγγυα μέ τή θεία της* ή μοναδική της έννοια ήταν ν ’ άρέσει στόν πατέρα της. Διαισθα νόταν ότι ό Πώλ άπευθυνόταν σ ’ έκείνη όπως σέ μιά μάντιδα καί ήθελε νά παγιώσει αύτή τή μαγική εξουσία. *Υποθέτοντας, καί δικαίως, ότι ή μητέρα της ήταν άντίθετη μέ τό ταξίδι τής Λώρας, ήθελε νά υιοθετήσει τήν άντίθετη στάση, ν ’ άφήσει νά μιλήσει 14
209
μέ τό στόμα της ή φωνή τών νιάτων καί νά σαγηνέψει τόν πατέρα της μέ μιά χειρονομία ενός αλόγιστου θάρρους. Κουνούσε γρήγορα τό κεφάλι άπό άριστερά πρός τά δεξιά, άπό δεξιά πρός τά άριστερά, σηκώνοντας τούς ώμους καί τά φρύδια, καί ό Πώλ, ξανά, δοκίμαζε τήν εξαίσια αίσθηση ότι στήν κόρη του είχε έναν συσσωρευτή άπό όπου άντλοϋσε ένέργεια. ’Ίσως, είπε στόν εαυτό του, άν ή Ά ν ιές είχε τή συνήθεια νά τόν καταδιώκει, νά κυνηγάει τίς ερωμένες του μέ τό άεροπλάνο σέ νησιά μακρινά, ίσως νά ήταν πιό εύτυχισμένος. Είχε σ ’ όλη του τή ζωή επιθυμήσει νά ήταν έτοιμη ή άγαπημένη γυναίκα νά χτυπήσει γιά χάρη του τό κεφάλι στούς τοίχους, νά ούρλιάξει άπό άπελπισία ή νά ξεχειλίσει άπό χαρά μέσα στό διαμέρισμα. Είπε μέσα του ότι ή Λώρα όπως καί ή Μπριζίτ ήσαν άπό τή μεριά τοϋ θάρρους καί τής τρέλας, καί ότι χωρίς έναν κόκκο τρέλας, ή ζωή δέν άξιζε τόν κόπο νά τήν ζήσεις. Ά ς άφηνόταν λοιπόν ή Λώρα νά όδηγηθεΐ άπό τή φωνή τής καρδιάς! Γιατί πρέπει νά γυρίζουμε συνέχεια τίς πράξεις μας στό τηγάνι τής λογικής, όπως γυρίζουν μιά τηγανίτα; «Μήν ξεχνάς πάντως, παρατήρησε άκόμα, ότι ή Λώρα είναι εύαίσθητη γυναίκα. Αύτό τό ταξίδι δέν μπορεΐ παρά νά τήν κάνει νά ύποφέρει! — Στή θέση της, εγώ θά έφευγα, καί κανένας δέν θά μποροΰσε νά μέ συγκρατήσει», είπε ή Μπριζίτ μ ’ έναν τόνο πού δέν χωρούσε άντίρρηση. ’Έπειτα, ή Λώρα ξαναζήτησε τόν Πώλ στό τηλέφωνο. Γιά νά μή μακρηγορεί, τής είπε εύθύς: «Σκέφθηκα πολύ καί ή γνώμη μου είναι ότι πρέπει νά κάνεις άκριβώς αύτό πού αισθάνεσαι. Ά ν θέλεις νά φύγεις, φύγε! — Είχα σχεδόν άποφασίσει νά παραιτηθώ άπό τήν ιδέα. Τό ταξίδι αύτό σοϋ προξενούσε μεγάλη δυσπιστία. Ά φ οϋ όμως τή φορά αύτή τό εγκρίνεις, φεύγω αύριο». ΤΗταν ένα κρύο ντούς γιά τόν Πώλ. Κατάλαβε ότι ή Λώρα χωρίς τήν ένθάρρυνσή του ποτέ δέν θά έφευγε γιά τή Μαρτινίκα. ΤΗταν όμως άνίκανος νά προσθέσει οτιδήποτε* ή συζήτηση έμεινε έκεΐ. Τήν επομένη, ένα άεροπλάνο μετέφερε τή Λώρα 210
πάνω άπό τόν ’ Ατλαντικό, καί ό Πώλ ενιωσε προσωπικά ύπεύθυνος γιά ενα ταξίδι πού στά τρίσβαθά του, κι εκείνος όπως καί ή Ά νιές, τό θεωρούσε άπολύτως χωρίς νόημα.
211
fH αύτοκτονία π ε ρ α ς ε ι δυό μέρες άπό τότε πού είχε άνέβει στό άεροπλάνο. Στίς έξι τό πρωί, χτύπησε τό τηλέφωνο. Ή τα ν ή Λώρα. ’Ανήγγειλε στήν άδελφή της καί στόν γαμπρό της ότι στή Μαρτινίκα ήταν μεσάνυχτα. Ή φωνή της ήταν βεβιασμένα χαρωπή, κι αύτό εκανε τήν 5Ανιές άμέσως νά συμπεράνει ότι τά πράγματα πήγαιναν άσχημα. Δέν γελιόταν: διακρίνοντας τή Λώρα στήν άλέα μέ τούς κοκοφοίνικες πού οδηγούσε στήν επαυλή του, ό Μπερνάρ είχε χλωμιάσει άπό θυμό καί τής είχε πει αύστηρά «Σού είχα ζητήσει νά μήν έρθεις». Έ κείνη δοκίμασε νά δικαιολογηθεί, άλλά εκείνος έριξε χωρίς λέξη δυό πουκάμισα σ ’ ένα σάκο, μπήκε στό αύτοκίνητο του καί έφυγε. Μένοντας μόνη, περιπλανήθηκε μέσα στό σπίτι καί άνακάλυψε σέ μιά ντουλάπα τό κόκκινο της μαγιό πού τό είχε ξεχάσει σέ μιά προηγούμενη παραμονή της εκεί. «Μόνο τό μαγιό αύτό μέ περίμενε. Τ ίποτ’ άλλο άπό αύτό τό μαγιό», είπε περνώντας άπό τά γέλια στά κλάματα. Συνέχισε κλαίγοντας: «Ή τα ν άθλιο. Έ κανα εμετό. ’Έπειτα άποφάσισα νά μείνω. Στήν έπαυλη αύτή είναι πού θά τελειώσουν όλα. "Οταν έπιστρέψει, ό Μπερνάρ θά μέ βρει εδώ μ ’ αύτό τό μαγιό». Ή φωνή τής Λώρας άντηχοϋσε στήν κάμαρά τους· τήν άκουγαν καί οί δύο, άλλά δέν είχαν παρά μόνο ένα άκουστικό πού τό περνούσαν ό ένας στόν άλλο. «Σέ παρακαλώ, έλεγε ή Ά νιές, ήρέμησε, προπαντός ήρέμησε. Προσπάθησε νά διατηρήσεις τήν ψυχραιμία σου». Ή Λώρα γέλασε πάλι: «"Οταν σκέπτομαι ότι πρίν φύγω άγόρασα είκοσι κουτιά μέ βαρβιτουρικά καί τά ξέχασα όλα στό Παρίσι! Ή μουν τόσο νευρική. —Τόσο τό καλύτερο, τόσο τό καλύτερο, είπε ή Ά νιές, πού ξαφνικά ένιωσε πραγματική άνακούφιση.
Ε ίχ α ν
212
— Ά λ λ ά έδώ, σ ’ ένα συρτάρι, βρήκα ένα πιστόλι», συνέχισε ή Λώρα γελώντας μέ τήν καρδιά της: « Ό Μπερνάρ θά φοβάται γιά τή ζωή του! Φοβάται μήπως τοϋ έπιτεθοϋν οί μαϋροι! Βλέπω ένα σημάδι σ ’ αύτό. —Τί σημάδι! —"Οτι άφησε τό πιστόλι αύτό γιά μένα. —Είσαι τρελή! Τίποτα δέν σοϋ άφησε! Δέν περίμενε ότι θά πήγαινες! — 'Οπωσδήποτε δέν τό άφησε έπίτηδες. Ά λ λ ά άγόρασε ένα πιστόλι πού δέν θά χρησιμοποιήσει κανένας άλλος έκτός άπό μένα. Τό άφησε λοιπόν γιά μένα». 'Η Ά ν ιές δοκίμαζε καί πάλι ένα άπελπιστικό συναίσθημα άδυναμίας. «Σέ παρακαλώ, είπε, βάλε πάλι τό πιστόλι αύτό στή θέση του. —Δέν ξέρω νά τό χρησιμοποιώ. Ά λ λ ά ό Πώλ... Πώλ, μ ’ άκοϋς;» 'Ο Πώλ ξαναπήρε τό άκουστικό. «Ναί. — Πώλ, είμαι εύτυχισμένη πού άκούω τή φωνή σου. — Κι εγώ έπίσης Λώρα, άλλά σέ παρακαλώ... — Ξέρω Πώλ, άλλά δέν μπορώ άλλο...» καί ξέσπασε σέ λυγμούς. ’Έπεσε σιωπή. ’Έπειτα ή Λώρα ξανάρχισε: «Τό πιστόλι είναι μπροστά μου. Δέν μπορώ νά τ άφήσω άπό τά μάτια μου. — Ξαναβάλε το λοιπόν στή θέση του, είπε ό Πώλ. — Πώλ, έχεις κάνει τό στρατιωτικό σου. —Φυσικά. — Είσαι άξιωματικός! —*Υπολοχαγός. — Αύτό πάει νά πει ότι ξέρεις πώς νά χρησιμοποιείς ένα πιστόλι». 'Ο Πώλ ένιωσε σέ δύσκολη θέση. Αναγκάστηκε όμως νά άπαντήσει: «Ναί. — Πώς βλέπει κανείς άν ένα πιστόλι είναι γεμάτο; —Ά ν ή σφαίρα φεύγει σημαίνει ότι είναι γεμάτο. 20
—"Αν πατήσω τή σκανδάλη, θά φύγει ή σφαίρα; —Είναι πιθανό. — Τί θά πει, πιθανό; —-"Αν είναι σηκωμένη ή άσφάλεια, ή σφαίρα θά φύγει. — Καί πώς βλέπεις άν είναι σηκωμένη; — Μά επιτέλους, δέν θά τής έξηγήσεις κιόλας πώς θά σκοτω θεί!» φώναξε ή Ά ν ιές καί άρπαξε τό άκουστικό άπό τά χέρια τοϋ Πώλ. Ή Λώρα συνέχισε: «Θέλω μόνο νά ξέρω πώς τό χρησιμο ποιούν. Στό κάτω κάτω, όλοι θά έπρεπε νά ξέρουν πώς νά χρησιμοποιούν ένα πιστόλι. Πώς σηκώνεις τήν άσφάλεια; —Α ρκετά, είπε ή Ά ν ιές, οϋτε λέξη πιά γΓ αύτό τό πιστόλι. Ξαναβάλε το εκεί πού ήταν. Α ρκετά! Α ρκετά βάστηξε τό άστεΐο!» Ή Λώρα άπέκτησε ξαφνικά μιά άλλη φωνή, μιά φωνή σοβα ρή: «Ά νιές! Δέν άστειεύομαι!» καί ξαναξέσπασε σέ λυγμούς. Ή συζήτηση δέν τελείωνε* ή Ά ν ιές καί ό Πώλ έπαναλάμβαναν τίς ίδιες φράσεις, διαβεβαίωναν τή Λώρα γιά τήν άγάπη τους, τήν ικέτευαν νά μείνει μαζί τους, νά μήν τούς έγκαταλείψει πιά, τόσο πού στό τέλος ύποσχέθηκε νά ξαναβάλει τό πιστόλι στό συρτάρι καί νά πάει νά πέσει. Κλείνοντας τό τηλέφωνο, ήσαν τόσο εξαντλημένοι πού έμει ναν γιά πολλή ώρα χωρίς νά μπορούν ν ’ άρθρώσουν οϋτε λέξη. "Επειτα, ή Ά ν ιές είπε: «Γιατί τό κάνει αύτό! Γιατί τό κάνει αύτό!» Καί ό Πώλ είπε: «Είναι δικό μου τό λάθος. Έ γώ τήν έστειλα εκεί κάτω. — Θά έφευγε έτσι κι άλλιώς». ' Ο Πώλ κούνησε τό κεφάλι. «’Ό χ ι. ΤΗταν έτοιμη νά μείνει. "Εκανα τή μεγαλύτερη βλακεία τής ζωής μου». Ή Ά ν ιές ήθελε νά άπαλλάξει τόν Πώλ άπό αύτό τό συναί σθημα τής ένοχής. "Οχι άπό συμπόνια, άλλά άπό ζήλια μάλλον: δέν ήθελε έκεΐνος νά αισθάνεται ύπεύθυνος γιά τή Λώρα σ ’ αύτό τό σημείο, ούτε νά συνδεθεί διανοητικά τόσο μαζί της. ΓΓ αύτό είπε: «Πώς μπορεις νά είσαι τόσο βέβαιος ότι βρήκε ένα πιστόλι;» 214
'Ο Πώλ δέν κατάλαβε άμέσως. «Τί θέλεις νά πεις; — Ό τι πιθανώς δέν ύπάρχει καθόλου πιστόλι. — Ά νιές! Δέν παίζει κωμωδία! Αύτό τό καταλαβαίνει κανείς!» 'Η Ά ν ιές προσπάθησε νά διατυπώσει μέ περισσότερη σύνεση τίς ύποψίες της: «Μπορεί νά έχει πιστόλι. Ά λ λ ά δέν είναι επίσης άπίθανο νά έχει καί βαρβιτουρικά καί νά μιλάει γιά τό πιστόλι μόνο καί μόνο γιά νά μάς ξεγελάσει. Δέν μπορεΐ κανείς επίσης ν ’ άποκλείσει καί τό ενδεχόμενο νά μήν έχει οϋτε βαρβιτουρικά οϋτε πιστόλι, καί να θέλει νά μάς βασανίσει. — Ά νιές, είπε ό Πώλ, είσαι κακιά». 'Η παρατήρηση τοϋ Πώλ άφύπνισε τήν προσοχή της: εδώ καί λίγο καιρό, χωρίς κάν νά άμφιβάλλει, ήταν πιό κοντά στή Λώρα παρά στήν Άνιές* τή σκεπτόταν, τήν πρόσεχε, τή φρόντιζε, έδειχνε ότι τόν συγκινοϋσε, καί ή Ά νιές, ξαφνικά, βρέθηκε άναγκασμένη νά φαντάζεται ότι τήν συνέκρινε μέ τήν άδελφή της καί ότι σ ’ αύτήν τή σύγκριση, έκείνη ή ίδια έμφανιζόταν ώς ή λιγότερο εύαίσθητη άπό τίς δύο. Προσπάθησε νά ύπερασπιστεΐ τόν εαυτό της: «Δέν είμαι κακιά. Θέλω άπλώς νά πώ ότι ή Λώρα είναι έτοιμη γιά όλα προκειμένου ν 5 άποσπάσει τήν προσοχή. Είναι φυσικό, άφοϋ ύποφέρει. 'Ό λοι έχουν τήν τάση νά γελούν μέ τίς ερωτικές της άπογοητεύσεις καί νά σηκώνουν τούς ώμους. 'Ό ταν άρπάζει ένα πιστόλι, κανένας δέν μπορεΐ πιά νά γελάσει. — Κι άν ή έπιθυμία της νά άποσπάσει τήν προσοχή τήν οδηγούσε ώς τήν αύτοκτονία; Δέν είναι πιθανό; —Ναί», παραδέχτηκε ή Ά ν ιές καί μιά μεγάλη, άγωνιώδης σιωπή έπεσε καί πάλι άνάμεσά τους. ’Έπειτα ή ’ Ανιές είπε: «Κι εγώ επίσης, μπορώ νά καταλάβω ότι θέλει κανείς νά ξεμπερδεύει. 'Ό τι δέν μπορεΐ νά ύποφέρει πιά τόν πόνο. Οϋτε τήν κακία τών άνθρώπων. 'Ό τι θέλει κανείς νά φύγει, νά φύγει γιά πάντα. Ό καθένας έχει τό δικαίωμα νά σκοτωθεί. Είναι ή έλευθερία μας. Δέν έχω τίποτα έναντίον τής αύτοκτονίας όσο πρόκειται γιά έναν τρόπο νά φύγει κανείς». Σταμάτησε γιά μιά στιγμή, μή θέλοντας νά προσθέσει τίποτα, άλλά ήταν τόσο λυσσαλέα εχθρική στίς ενέργειες τής άδελφής 215
της, πού δέν μπόρεσε παρά νά έξακολουθήσει: « Ή περίπτωσή της, όμως, είναι διαφορετική. Δέν θέλει νά φύγει. Σκέπτεται τήν αύτοκτονία επειδή είναι γΓ αύτήν ένας τρόπος νά μείνει. Νά μείνει μαζί του. Νά μείνει μαζί μας. Νά έγγραφεΐ γιά πάντα στή μνήμη μας. Νά μή μάς αφήσει οϋτε στιγμή στή ζωή μας. Νά μάς συνθλίψει. — Είσαι άδικη, είπε ό Πώλ, ύποφέρει. — Ξέρω», είπε ή ’Ανιές κι έβαλε τά κλάματα. Φαντάστηκε τήν άδελφή της νεκρή καί όλα όσα μόλις είχε πει τής φάνηκαν κακίες καί μοχθηρίες καί άσυγχώρητα. «Κι άν ύποσχέθηκε νά τοποθετήσει στή θέση του αύτό τό πιστόλι μόνο καί μόνο γιά νά μάς καθησυχάσει;» είπε σχηματί ζοντας τόν άριθμό τής έπαυλης στή Μαρτινίκα* καθώς δέν άπαντοϋσε κανένας, ένιωσαν νά τούς λούζει ό ιδρώτας* ήξεραν ότι δέν θά μπορούσαν νά κατεβάσουν τό άκουστικό καί θά άκουγαν άκαθόριστα τό κουδούνισμα πού σήμαινε τό θάνατο τής Λώρας. ’Επιτέλους, άκουσαν τή φωνή της παράξενα ξερή. Τή ρώτησαν ποϋ είχε πάει: «Στό διπλανό δωμάτιο», είπε. Ή Ά ν ιές καί ό Πώλ μιλούσαν μαζί μέσα στό άκουστικό. Διηγήθηκαν τήν άγωνία πού τούς είχε παρακινήσει νά τήν ξαναπάρουν. Τή διαβεβαίωσαν χιλιάδες φορές γιά τήν άγάπη τους καί γιά τήν άνυπομονησία τους νά τήν ξαναδοϋν στό Παρίσι. Ά ρ γη σ α ν νά φύγουν γιά τή δουλειά τους καί όλη τήν ή μέρα δέν σκέπτονταν παρά μόνο έκείνη. Τό βράδυ, τής ξανατηλεφώνησαν, ξανά ή συνομιλία κράτησε μία ώρα, ξανά τήν διαβεβαίωσαν γιά τήν άγάπη τους καί τήν άνυπομονησία τους. Μερικές μέρες άργότερα, έκείνη χτύπησε τήν πόρτα. ' Ο Πώλ ήταν μόνος στό σπίτι. "Ορθια στό κατώφλι, φορούσε τά μαύρα γυαλιά. "Επεσε στήν άγκαλιά του. Πέρασαν στό σαλόνι, κάθισαν σέ μιά πολυθρόνα ό ένας άπέναντι στόν άλλο, άλλά ήταν τόσο ταραγμένη πού σέ λίγα λεπτά σηκώθηκε καί άρχισε νά περπατάει πάνω-κάτω στό δωμάτιο. Μίλησε πυρετικά. Τότε σηκώθηκε κι εκείνος μέ τή σειρά του, άρχισε κι αύτός νά περπατάει πάνω κάτω στό δωμάτιο καί μίλησε. Μίλησε μέ περιφρόνηση γιά τόν παλιό του μαθητή, τόν 216
προστατευόμενό του, τόν φίλο του. Αύτό, βέβαια, θά μπορούσε νά δικαιολογηθεί άπό τή φροντίδα πού είχε νά ξαλαφρώσει τή Λώρα άπό τόν πόνο τοϋ χωρισμού τους. Ά λ λ ά ήταν κι ό ϊδιος έκπληκτος διαπιστώνοντας μέχρι ποιό σημείο σκεπτόταν ειλικρινά καί σοβαρά όλα αύτά πού ελεγε: ό Μπερνάρ ήταν ενα κακομαθημένο παιδί* ένα πλούσιο βουτυρόπαιδο* ένας άλαζόνας. Μέ τούς άγκώνες άκουμπισμένους στό τζάκι, ή Λώρα κοίταζε τόν Πώλ. Καί ό Πώλ, ξαφνικά, παρατήρησε ότι δέν φορούσε πιά γυαλιά. Τά κρατούσε στό χέρι καί είχε καρφώσει πάνω στόν Πώλ δυό μάτια πρησμένα, ύγρά. Κατάλαβε ότι ή Λώρα, άπό μιά στιγμή κι έπειτα, δέν τόν άκουγε πιά. Σώπασε. Μιά μεγάλη σιωπή πλημμύρισε τό σαλόνι, σάν μιά άνεξήγητη δύναμη πού τόν παρακίνησε νά τήν πλησιάσει. «Πώλ, είπε έκείνη, γιατί δέν συναντηθήκαμε νωρίτερα, εσύ κι εγώ; Πρίν άπό όλους τούς άλλους...» Οί λέξεις αύτές άπλώθηκαν άνάμεσά τους σάν ομίχλη. 'Ο Πώλ τρύπωσε σ ’ αύτό τό πέπλο τεντώνοντας τά χέρια, σάν κάποιος πού προχωρεί ψηλαφώντας* τό χέρι του χάιδεψε τή Λώρα. Ή Λώρα άναστέναξε καί άφησε τό χέρι τοϋ Πώλ πάνω στό δέρμα της. ’Έπειτα, έκανε ένα βήμα στό πλάι καί ξαναφόρεσε τά γυαλιά της. 'Η κίνηση αύτή διέλυσε τήν ομίχλη καί ξαναβρέθηκαν ό ένας άπέναντι στόν άλλο σάν κουνιάδα καί γαμπρός. Λίγα λεπτά άργότερα, ή Ά ν ιές γύρισε άπό τή δουλειά της καί μπήκε στό σαλόνι.
1Ϊ 7
Τά μαύρα γυαλιά Ξ α ν α β λ έ π ο ν τ α ς τή Δώρα γιά πρώτη φορά μετά τήν επιστροφή
της άπό τήν Μαρτινίκα, ή Ά νιές, αντί νά τήν πάρει στήν αγκαλιά της, όπως θά έπαιρνε κάποια πού ξέφυγε ά π5 τόν κίνδυνο, έδειξε μιά εκπληκτική ψυχρότητα. Δέν έβλεπε τήν άδελφή της, έβλεπε τά μαύρα γυαλιά, αύτή τήν τραγική μάσκα πού ήθελε νά ύπαγορεύσει τόν τόνο τής άντάμωσης. «Λώρα, είπε σάν νά μήν είχε παρατηρήσει αύτή τή μάσκα, άδυνάτισες τρομερά». Δέν τήν πλησίασε παρά κατόπιν καί, άκολουθώντας τήν γαλλική συνήθεια μεταξύ άνθρώπων πού γνωρίζονται, τήν φίλησε ελαφρά στά δυό μάγουλα. Θά παραδεχτεί κανείς ότι τά λόγια αύτά ήσαν άνάρμοστα, δεδομένου ότι ήσαν τά πρώτα πού προφέρονταν μετά άπό εκείνες τίς δραματικές μέρες. Δέν είχαν ώς άντικείμενο οϋτε τή ζωή, οϋτε τό θάνατο, οϋτε τόν έρωτα, άλλά τήν πέψη. Αύτό καθαυτό, δέν ήταν πάρα πολύ σοβαρό, γιατί τής Λώρας τής άρεσε νά μιλάει γιά τό σώμα της καί τό θεωρούσε μία μεταφορά τών συναισθημά των της. Αύτό πού ήταν πολύ χειρότερο, ήταν ότι ή φράση αύτή είχε λεχθεί χωρίς τό παραμικρό ενδιαφέρον, χωρίς κανένα μελαγχολικό θαυμασμό γιά τά βάσανα πού ήσαν ύπεύθυνα γιά τό άδυνάτισμα τής Λώρας, άλλά μέ μιά κούραση καί μία άηδία πού ήσαν προφανείς. Φυσικά ή Λώρα είχε άπολύτως έγγράψει τόν τόνο τής Ά ν ιές καί είχε καταλάβει τή σημασία του. Παριστάνοντας, όμως, μέ τή σειρά της ότι άγνοοϋσε αύτό πού σκεπτόταν ή άδελφή της, άπάντησε μέ φωνή πονεμένη: «Ναί. ’Έ χασα επτά κιλά». Ή Ά ν ιές ήθελε νά φωνάξει: «Α ρκετά! Αρκετά! Τό παρατράβηξες τό σχοινί! Σταμάτα!» άλλά συγκρατήθηκε καί δέν είπε τίποτα. 'Η Λώρα σήκωσε τό χέρι: «Κοίτα, δέν είναι πιά μπράτσο αύτό, 218
είναι ενα καλάμι... Δέν μπορώ πιά νά βάλω καμιά φούστα. Κολυμπάο) μέσα σ ’ όλα μου τά ρούχα. Μού ανοίγει καί ή μύτη...» καί σάν νά ήθελε νά εικονογραφήσει αύτό πού μόλις είχε πει, ε ρίχνε τό κεφάλι πίσω καί άνέπνεε γιά πολύ μέ τή μύτη. 'Η Ά ν ιές άτένισε αύτό τό άδυνατισμένο κορμί μέ μιά άηδία πού δέν μπορούσε νά ελέγξει καί σκέφθηκε: πού πήγαν τά επτά κιλά πού είχε χάσει ή Δώρα; ’Έχουν διαλυθεί στά ούράνια σάν ενέργεια πού καταναλώνεται; Ή έφυγαν ώς περιττώματα στούς ύπονόμους; Πού είχαν πάει τά επτά κιλά τού αναντικατάστατου κορμιού τής Λώρας; Στό μεταξύ, ή Λώρα είχε βγάλει τά μαύρα της γυαλιά, γιά νά τά τοποθετήσει στό τζάκι όπου ήταν άκουμπισμένη μέ τούς αγκώνες. Γύρισε πρός τήν αδελφή της μέ τά μάτια της πρησμένα άπό τά δάκρυα, όπως ενα λεπτό πρίν τά είχε γυρίσει πρός τή μεριά τοϋ Πώλ. "Οταν έβγαλε τά γυαλιά της ήταν σάν νά είχε γυμνώσει τό πρόσωπό της. Σάν νά είχε γδυθεί. ’Ό χ ι όμως μέ τόν τρόπο πού μιά γυναίκα γδύνεται μπροστά στόν εραστή της, άλλά μάλλον όπως γδύνεται κανείς μπροστά σ ’ ένα γιατρό στόν όποιο άναθέτει τήν εύθύνη τοϋ σώματός του. Α νίκανη νά άναχαιτίσει τίς φράσεις πού στριφογύριζαν στό κεφάλι της, ή Ά νιές είπε φωναχτά: «Α ρκετά! Σταμάτα. Δέν άντέχουμε άλλο. θ ά χωρίσεις άπό τόν Μπερνάρ όπως εκατομμύ ρια γυναίκες έχουν χωρίσει άπό εκατομμύρια άντρες χωρίς ώστόσο νά άπειλοϋν ότι θά σκοτωθούν». Μετά άπό πολλές εβδομάδες άτέλειωτων συζητήσεων, κατά τή διάρκεια τών όποιων ή Ά ν ιές ορκιζόταν στήν άδελφή της γιά τήν άγάπη της, θά μπορούσε κανείς νά πιστέψει ότι μιά τέτοια έκρηξη θά έπρεπε νά έκπλήξει τή Λώρα, άλλά παραδόξως δέν τήν έξέπληξε· ή Λώρα άντέδρασε στά λόγια τής Ά ν ιές σάν νά τά είχε άκούσει άπό καιρό. Μέ τήν μεγαλύτερη ήρεμία, άπάντησε: «Θά σού πώ τί σκέπτομαι. Δέν ξέρεις τίποτα γιά τόν έρωτα, ποτέ δέν έμαθες τίποτα, ποτέ δέν θά μάθεις τίποτα. eΟ έρωτας ποτέ δέν ήταν τό ισχυρό σου σημείο». 'Η Λώρα ήξερε ποϋ ήταν τρωτή ή άδελφή της καί ή Ά νιές 219
φοβήθηκε- κατάλαβε δτι ή Λώρα μιλούσε έτσι επειδή ό Πώλ ήταν μπροστά. Ξαφνικά, δλα ήσαν φανερά, δέν έπρόκειτο πιά γιά τόν Μπερνάρ: δλο αύτό τό αύτοκτονικό δράμα δέν τόν άφοροϋσε καθόλου* σύμφωνα μέ δλες τίς πιθανότητες, ποτέ δέν θά τό μάθαινε κιόλας* τό δράμα δέν απευθυνόταν παρά στόν Πώλ καί στήν Ά νιές. Καί είπε επίσης στόν εαυτό της: άν άρχίσει ή μάχη, μπαίνει σέ κίνηση μιά δύναμη πού δέν σταματάει στόν πρώτο στόχο: πίσω άπό τόν πρώτο στόχο πού γιά τήν Λώρα ήταν ό Μπερνάρ, ύπή ρχαν άκόμα κι άλλοι. Δέν ήταν πιά δυνατόν ν 5 άποφευχθει ή μάχη. Ή Ά ν ιές είπε: « Ά ν έχασες επτά κιλά έξαιτίας τοϋ Μπερνάρ είναι μιά ύλική άπόδειξη ενός έρωτα πού δέν μπορεΐ νά τόν άμφισβητήσει κανείς. 9Εντούτοις δυσκολεύομαι νά σέ καταλάβω. Ά ν άγαπάω κάποιον, θέλω τό καλό του. Ά ν άντιπαθώ κάποιον, θέλω τό κακό του. Έ σύ, εδώ καί εβδομάδες, βασανίζεις τόν Μπερνάρ καί μάς βασανίζεις κι εμάς επίσης. Τί σχέση έχουν αύτά μέ τήν άγάπη; Καμία». Ά ς φανταστούμε τό σαλόνι σάν σκηνή θεάτρου: στή δεξιά μεριά τό τζάκι, άριστερά μιά βιβλιοθήκη πού πλαισιώνει τή σκηνή. Στή μέση, στό βάθος, ενας καναπές, ενα τραπέζι χαμηλό καί δυό πολυθρόνες. 'Ο Πώλ είναι δρθιος στή μέση τοϋ σαλο νιού, ή Λώρα στέκεται κοντά στό τζάκι καί καρφώνει μέ τά μάτια τήν Ά ν ιές, σέ δυό βήματα άπόσταση. Τά πρησμένα μάτια τής Λώρας κατηγορούν τήν άδελφή της γιά σκληρότητα, γιά έλλειψη κατανόησης, γιά ψυχρότητα. 'Ό σ ο μιλάει ή Ά νιές, ή Λώρα οπισθοχωρεί πρός τό κέντρο τοϋ δωματίου, πρός τό μέρος δπου στέκεται ό Πώλ, σάν νά θέλει νά δείξει μέ τήν οπισθοχώρηση αύτή τήν τρομαγμένη της έκπληξη μπροστά στήν άδικη έπίθεση τής άδελφής της. Φθάνοντας σέ δυό βήματα άπόσταση άπό τόν Πώλ, σταμάτη σε επαναλαμβάνοντας: «Δέν ξέρεις άπολύτως τίποτα γιά τόν έρωτα». Ή Ά ν ιές προχώρησε καί κατέλαβε τή θέση πού μόλις είχε άφήσει ή άδελφή της κοντά στό τζάκι. Είπε: «Ξέρω καλά τί είναι ό έρωτας. Στόν έρωτα σημασία έχει αύτός πού άγαπάμε. Γιά 220
εκείνον πρόκειται, γιά κανέναν άλλο. Καί άναρωτιέμαι τί είναι ό έρωτας γιά μιά γυναίκα πού δέν βλέπει παρά μόνο τόν εαυτό της. Μ ’ άλλα λόγια, άναρωτιέμαι τί νόημα έχει ή λέξη έρωτας γιά μιά γυναίκα άπολύτως εγωκεντρική. —Τό νά άναρωτιέσαι τί είναι ό έρωτας δέν έχει κανένα νόημα, άγαπητή μου άδελφή, είπε ή Λώρα. ' Ο έρωτας είναι αύτός πού είναι, αύτό είναι όλο. Τόν ζεί κανείς ή δέν τόν ζεΐ. ' Ο έρωτας είναι μιά φτερούγα πού χτυπάει μέσα στό στήθος μου σάν νά είναι σέ κλουβί, καί πού μέ παρακινεί νά κάνω πράγματα πού εσένα σοϋ φαίνονται παράλογα. Είναι αύτό πού ποτέ δέν σοϋ έχει συμβεΐ. Δέν βλέπω παρά μόνο τόν εαυτό μου, λες. Βλέπω όμως καθαρά κι εσένα καί ως τό βάθος. 'Ό ταν μέ διαβεβαίωνες γιά τήν άγάπη σου, αύτόν τόν τελευταίο καιρό, ήξερα θαυμάσια ότι στό στόμα σου ή λέξη αύτή δέν είχε κανένα νόημα. Δέν ήταν παρά μιά πονηριά. "Ενα έπιχείρημα γιά νά μέ ήρεμήσεις. Γιά νά μ ’ εμποδίσεις νά ταράξω τή γαλήνη σου. Σέ γνωρίζω, άδελφή μου: όλη σου τή ζωή βρέθηκες άπό τήν άλλη μεριά τοϋ έρωτα. ’Εντελώς άπό τήν άλλη μεριά. Πέρα άπό τόν έρωτα». Μιλώντας γιά τόν έρωτα, οί δυό γυναίκες ξέσχιζαν ή μία τήν άλλη, μέ νύχια καί μέ δόντια. Καί ό άντρας πού βρισκόταν μαζί τους ήταν άπελπισμένος γ ι’ αύτό. ’Ή θελε νά πει κάτι γιά νά απαλύνει τήν άφόρητη ένταση: «Είμαστε καί οί τρεις εξοντωμέ νοι. ’Έχουμε καί οί τρεις άνάγκη νά φύγουμε κάπου μακριά καί νά ξεχάσουμε τόν Μπερνάρ». Ά λ λ ά ό Μπερνάρ είχε ήδη άναπότρεπτα ξεχαστεΐ, καί ή παρέμβαση τοϋ Πώλ είχε σάν μοναδικό άποτέλεσμα νά άντικαταστήσει τή διαμάχη μέ τή σιωπή. Στή σιωπή αύτή δέν περνούσε καμιά συμπόνια, καμιά συνένοχη άνάμνηση, οϋτε ή παραμικρή σκιά άλληλεγγύης άνάμεσα στίς δύο άδελφές. Ά ς μήν άφήσουμε άπό τά μάτια μας τό σύνολο τής σκηνής: δεξιά, άκουμπισμένη στό τζάκι, στεκόταν ή Άνιές* στό κέντρο τοϋ σαλονιού, στραμμένη πρός τήν άδελφή της, στεκόταν ή Λώρα, δυό βήματα μακριά άπό τόν Πώλ. Ε κείνος, έκανε μέ τό χέρι ένα σινιάλο άπελπισμένης άδυναμίας μπροστά στό μίσος πού τόσο παράλογα είχε ξεσπάσει άνάμεσα σέ δυό γυναίκες πού 221
αγαπούσε. Σάν νά ήθελε ν ’ απομακρυνθεί δσο τό δυνατό περισ σότερο άπό αύτές γιά νά δείξει τήν άποδοκιμασία του, γύρισε τήν πλάτη του καί κατευθύνθηκε πρός τή βιβλιοθήκη. Ά κούμπησε εκεί μέ τή ράχη, γύρισε τό κεφάλι πρός τό παράθυρο καί προσπάθησε νά μήν τίς βλέπει πιά. 'Η Ά ν ιές διέκρινε τά μαύρα γυαλιά άκουμπισμένα πάνω στό τζάκι καί τά άρπαξε μηχανικά. Τά εξέτασε μέ πικρία, σάν νά κρατούσε στά χέρια τά χοντρά μαύρα δάκρυα τής άδελφής της. Δοκίμαζε άποστροφή γιά οτιδήποτε προερχόταν άπό τό κορμί τής Λώρας, κι αύτά τά χοντρά γυάλινα δάκρυα τής φαίνονταν σάν μιά εκκριση άπό τούτο τό κορμί. Ή Λώρα είδε τά γυαλιά στά χέρια τής Ά νιές. Ξαφνικά, αύτά τά γυαλιά τής έλειπαν. Είχε άνάγκη άπό άσπίδα, άπό ένα πέπλο γιά νά καλύψει τό πρόσωπό της μπροστά στό μίσος τής άδελφής της. Ταυτόχρονα δμως δέν είχε τό κουράγιο νά κάνει τρία βήματα, νά πάει ώς τήν έχθρά-άδελφή της καί νά τά ξαναπάρει. Φοβόταν τήν Ά νιές. Μ ’ ένα είδος μαζοχιστικοϋ πάθους λοιπόν, ταυτίστηκε μέ τήν πρώτη γυμνότητα τοϋ προσώπου της πάνω στό όποιο ήσαν άποτυπωμένα όλα τά ϊχνη τών βασάνων της. ’Ή ξερε καλά δτι τό κορμί της, τά δσα έλεγε γΓ αύτό, γιά τά επτά χαμένα κιλά, ενοχλούσαν τήν Ά ν ιές δσο δέν γινόταν περισσότερο, καί τό ήξερε ένστικτωδώς, διαισθητικά, καί ήταν γΓ αύτό άκριβώς, άπό πρόκληση, άπό εξέγερση, πού θέλησε τότε νά γίνει δσο τό δυνατόν περισσότερο ένα κορμί, νά μήν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα κορμί, ένα κορμί έγκαταλελειμμένο πού τό είχαν άπορρίψει. ’Ή θελε νά άκουμπήσει αύτό τό κορμί στή μέση τοϋ σαλονιού τους καί νά τό άφήσει έκει. Νά τό άφήσει εκεί, βαρύ καί άκίνητο. Καί νά τούς άναγκάσει, άν δέν τό ήθελαν στό σπίτι τους, νά τό πάρουν αύτό τό κορμί, τό δικό της κορμί, ό ένας άπό τά χέρια κι ό άλλος άπό τά πόδια, γιά νά τό άκουμπήσουν στό πεζοδρόμιο δπως άκουμποϋν κρυφά τή νύχτα, ένα παλιό μεταχειρισμένο στρώμα. Ή Ά ν ιές ήταν δρθια κοντά στό τζάκι, μέ τά μαύρα γυαλιά στό χέρι. Στή μέση τοϋ δωματίου, ή Λώρα κοίταζε τήν άδελφή της καί συνέχιζε νά άπομακρύνεται άπό αύτήν οπισθοχωρώντας. 222
"Επειτα, έκανε ενα τελευταίο βήμα καί ή πλάτη της άκούμπησε στό κορμί του Πώλ, κόλλησε πάνω του, καθώς ό Πώλ άκουμποϋσε μέ τή ράχη στή βιβλιοθήκη. 'Η Λώρα άπίθωσε τά χέρια της στούς γοφούς τοϋ Πώλ, σφιχτά. Ρίχνοντας τό κεφάλι πρός τά πίσω, τό άκούμπησε στό στήθος τοϋ Πώλ. Ή Ά ν ιές είναι στήν άκρη τοϋ δωματίου, μέ τά μαύρα γυαλιά στό χέρι* στήν άλλη άκρη, άπέναντι καί μακριά της, ή Λώρα καί ό Πώλ σάν ένα άγαλμα, μένουν άκίνητοι, πετρωμένοι. Κανείς δέν λέει τίποτα. Περνάει ενας αιώνας ώσπου ν 9 άνοίξει ή Ά ν ιές τόν δείκτη καί τόν άντίχειρά της. Τά μαύρα γυαλιά, αύτό τό σύμβολο τής οδύνης, αύτά τά μεταμορφωμένα δάκρυα, πέφτουν πάνω στίς πλάκες πού περιτριγυρίζουν τό τζάκι καί τινάζονται σέ κομμάτια.
. ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ H om o s e n tim e n ta li
1 τής αιώνιας δίκης πού είχε κινηθεί κατά τοϋ Γκαιτε, άπαγγέλθηκαν εναντίον του αμέτρητες κατηγορίες καί κατατέθηκαν αμέτρητες μαρτυρίες γιά τήν ύπόθεση Μπεττίνα. Γιά νά μήν άφήσω τόν αναγνώστη μέ μία απαρίθμηση ασήμαν των πραγμάτων, δέν θά συγκρατήσω παρά μόνο τρεις μαρτυρίες πού μοϋ φαίνονται κεφαλαιώδεις. Πρώτον: τή μαρτυρία τοϋ Ράινερ Μαρία Ρίλκε, τοϋ μεγαλύτε ρου Γερμανού ποιητή μετά τόν Γκαιτε. Δεύτερον: τή μαρτυρία τοϋ Ρομαίν Ρολλάν, ενός άπό τούς πιό πολυδιαβασμένους μυθιστοριογράφους άνάμεσα στά Ούράλια καί στόν 5Ατλαντικό, στίς δεκαετίες τοϋ είκοσι καί τοϋ τριάντα, ό όποιος επιπλέον είχε καί μιά άξιόλογη φήμη ώς αύθεντία προοδευτικού άνθρώπου, άντιφασίστα, ούμανιστή, ειρηνιστή καί φίλου τής Επανάστασης. Τρίτον: τή μαρτυρία τοϋ ποιητή Πώλ Έ λυάρ, εξαίρετου έκπροσώπου αύτοϋ πού ονόμασαν «πρωτοπορία», μεγάλου άοιδοϋ τοϋ έρωτα ή, μάλλον, κατά τή δική του έκφραση, τοϋ έρωτα-ποίηση, καθώς οί δύο αύτές έννοιες (δπως μαρτυρεί μία άπό τίς πιό ώραΐες του συλλογές, ή όποία τιτλοφορείται άκριβώς rO έρωτας ή ποίηση) μπερδεύονται στό μυαλό του σέ μία καί μόνη. ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
2 ώς μάρτυρας στήν αιώνια δίκη, ό Ρίλκε χρησιμο ποιεί άκριβώς τούς ίδιους δρους δπως καί στό διασημότερο πεζό του έργο, πού έκδόθηκε τό 1910: Τά τετράδια τον Μάλτε Λάονριντς Μπρίγκε, δπου άπηύθυνε στή Μπεττίνα τούτη τή μακριά άποστροφή:* «Πώς είναι δυνατό νά μή μιλούνε άκόμα δλοι γιά τήν άγάπη σου; Τί συνέβη λοιπόν άπό τότε περισσότερο άξιοσημείωτο; Τί λοιπόν τούς άπασχολεΐ; Σύ ή ιδια ήξερες τήν άξία τής άγάπης σου, τό έλεγες δυνατά στό μεγαλύτερο ποιητή σου, νά τήν κάνει άνθρώπινη* επειδή ήταν άκόμα στοιχείο. 'Όμως αύτός, γράφοντάς σου, άλλαξε τών άνθρώπων τή γνώμη γΓ αύτή. "Ολοι διάβασαν αύτές τίς άπαντήσεις καί τίς πιστεύουν περισσότερο, επειδή ό ποιητής τούς εϊναι σαφέστερος άπ’ τή φύση. "Ομως ίσως κάποτε άποδειχτεΐ, πώς έδώ ήταν τό δριο τοϋ μεγαλείου του. Αύτή ή ερωτευμένη (diese Liebende) τοϋ επιβλήθηκε (auferlegt, πού σημαίνει «επιβεβλημένο», δπως είναι επιβεβλημένο ένα καθήκον ή ένα διαγώνισμα) κι αύτός δέν τήν άντεξε (er hat sie nicht bestanden, πού σημαίνει άκριβώς: δέν κατάφερε νά περάσει στό διαγώνισμα πού ήταν γι* αύτόν ή Μπεττίνα). Τί σημαίνει, πώς δέν μπόρεσε ν ’ άπαντήσει (erwidern); Τέτοια άγάπη δέ χρειάζεται άπάντηση, έχει μέσα της τό κάλεσμα καί τήν άπό κρί ση' είσακούεται μόνη της. "Ομως έπρεπε νά ταπεινωθεί μπροστά της, μ ’ δλη του τή μεγαλοπρέπεια, καί νά γράψει δ,τι ύπαγορεύει αύτή, μέ τά δυό χέρια, δπως ό ’Ιωάννης στήν Πάτμο, γονατιστός. Δέν ύπήρχε εκλογή μπροστά σέ τούτη τή φωνή, πού “έπιτελοϋσε ΚΛΗΤΕΥΜΕΝΟΣ
* Τό κείμενο τοϋ Ρίλκε παρατίθεται έδώ άπό τήν μετάφραση τοϋ έργου «Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» τοϋ Δημ. Στ. Δήμου (Βιβλιοπωλεΐον Α.Ν. Συροπούλου, Θεσσαλονίκη, 1954), πού τήν έπεσήμανε ό Έ ρ. Σοφράς. Οί παρενθέσεις άνήκουν στόν Μ.Κ. (Σ.τ.Μ.). 228
τό έργο τών αγγέλων” (die “das Am t der Engel verrichtete’’) ' πού ήρθε νά τόν καλύψει καί νά τόν τραβήξει μέσα στήν αιωνιότητα. Ή τα ν τό άρμα τής πύρινής του άναλήψεως. Έ κ εϊ ετοιμάστηκε ό σκοτεινός μύθος τοϋ θανάτου του, (der dunkle M ythos) πού αύτός τόν άφησε άδειο».
229
3 Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ τοϋ Ρομαίν Ρολλάν παραπέμπει στή σχέση μεταξύ Γκαιτε, Μπετόβεν, καί Μπεττίνας. Ό μυθιστοριογράφος τήν εξήγησε μέ λεπτομέρειες στό δοκίμιο Γκάϊτε καί Μπετόβεν, πού δημοσιεύθηκε στό Παρίσι τό 1930. Μολονότι ύπάρχουν αποχρώ σεις στή στάση του, δέν κρύβει εντούτοις ότι ή συμπάθεια του είναι κυρίως γιά τήν Μπεττίνα: ερμηνεύει τά γεγονότα περίπου όπως έκείνη. Ό Γ καίτε τόν ενοχλεί, έστω κι άν δέν άρνεΐται τή μεγαλοσύνη του: ή σύνεση, τόσο αισθητική όσο καί πολιτική, δέν ταιριάζει άπολύτως μέ τίς ιδιοφυίες. Καί ή Χριστιάνε; "Α, καλύτερα νά μήν μιλάει κανείς γΓ αύτήν, είναι ένα «πνευματικό μηδενικό». Ή άποψη αύτή, επαναλαμβάνω, εκφράζεται μέ λεπτότητα καί μέ μία αίσθηση τοϋ μέτρου. Οί επίγονοι είναι πάντοτε πιό ριζοσπάστες άπό τούς έμπνευστές τους. ’Έ χω στά χέρια μου μιά εκτεταμένη βιογραφία τοϋ Μπετόβεν, πού δημοσιεύθηκε στή Γαλλία στή δεκαετία τοϋ εξήντα. Έ κ εΐ γίνεται άπερίφραστα λόγος γιά τή «δειλία» τοϋ Γκαιτε, γιά τή «δουλικότητά» του, γιά τόν «γεροντικό του φόβο άπέναντι σέ κάθε καινοτομία», καί τά λοιπά, καί τά λοιπά. ’Αντιθέτως, ή Μπεττίνα είναι προικισμένη μέ «ένα προσόν νά βλέπει καθαρά καί μία μαντική δύναμη πού περίπου τής έδινε τίς διαστάσεις ιδιοφυίας». Καί ή Χριστιάνε, ώς συνήθως, δέν είναι παρά μιά κακομοίρα «ογκώδης σύζυγος».
230
4 κι άν παίρνουν τό μέρος τής Μπεττίνας, ό Ρίλκε καί ό Ρολλάν μιλούν γιά τόν Γ καίτε μέ σεβασμό. Στό βιβλίο Τά μονοπάτια καί οί δρόμοι τής ποίησης, μέ κείμενα πού γράφτηκαν τό 1949 (δηλαδή, γιά νά είμαστε καί δίκαιοι μαζί του, στήν λιγότερο εύτυχισμένη στιγμή τής ποιητικής του σταδιοδρομίας, τότε πού ήταν ενθερμος οπαδός τού Στάλιν), ό Πώλ Έλυάρ, σάν άληθινός Σαίν-Ζύστ τοϋ ερωτα-ποίηση, δείχνεται πολύ πιό σκληρός: « Ό Γ καίτε, στό ήμερολόγιό του, δέν σημειώνει τήν πρώτη του συνάντηση μέ τήν Μπεττίνα Μπρεντάνο παρά μόνο μέ τούτα τά λόγια: “Mamsel Brentano” . 'Ο φημισμένος ποιητής, ό συγ γραφέας τοϋ Βέρθερον προτιμούσε τήν οικιακή του γαλήνη άπό τά δραστικά παραληρήματα τοϋ πάθους. Καί όλη ή φαντασία, όλο τό ταλέντο επίσης τής Μπεττίνας δέν θά τόν ταράξουν άπό τό ολύμπιο όνειρό του. Ά ν ό Γ καίτε ειχε ύποχωρήσει, μπορεΐ τό τραγούδι του νά κατέβαινε ώς τή γή, άλλά εμείς δέν θά τόν άγαπούσαμε λιγότερο γΓ αύτό, γιατί δέν θά μπορούσε πιθανότα τα ν 3 άποδεσμευτεΐ άπό τόν αύλικό του ρόλο καί δέν θά ειχε μολύνει τόν λαό του, μέ τό νά τόν πείσει ότι μία άδικία είναι προτιμότερη άπό μία άναταραχή». Α κόμα
231
5 τοϋ έπιβλήθηκε», γράφει ό Ρίλκε καί μπορούμε Vs άναρωτηθοϋμε: τί σημαίνει αύτός ό γραμματικός τύπος στήν παθητική φωνή; Μ* άλλα λόγια: αύτή τήν άγαπημένη, ποιός τοϋ τήν επέβαλε; 'Η ιδια ερώτηση μάς έρχεται στό μυαλό όταν διαβάζουμε, σέ ένα γράμμα πού έγραψε στόν Γκαιτε ή Μπεττίνα στίς 15 ’Ιουνίου 1807: «Δέν πρέπει νά φοβάμαι ν ’ άφεθώ σ ’ αύτό τό συναίσθημα, γιατί δέν είμαι εγώ αύτή πού τό φύτεψε στήν καρδιά μου». Ποιός λοιπόν τής τό φύτεψε; 'Ο Γκαιτε; 'Οπωσδήποτε δέν είναι αύτό πού ήθελε νά πει ή Μπεττίνα. Αύτός πού τής είχε φυτέψει τόν έρωτα στήν καρδιά ήταν κάποιος άνώτερος άπό έκείνη καί άνώτερος άπό τόν Γκαιτε: άν όχι ό Θεός, τουλάχιστον κάποιος άπό τούς άγγέλους γιά τούς οποίους μιλάει ό Ρίλκε. Στό σημείο αύτό, μπορούμε ν ’ άναλάβουμε τήν ύπεράσπιση τοϋ Γκαιτε: άν κάποιος (ό Θεός ή ένας άγγελος) φύτεψε ένα συναίσθημα στήν καρδιά τής Μπεττίνας, έξυπακούεται ότι έκεί νη θά ύπακούσει στό συναίσθημα αύτό: είναι μέσα στήν καρδιά της, είναι τό δικό της συναίσθημα. Κανένας, όμως, φαίνεται, δέν φύτεψε συναίσθημα στήν καρδιά τοϋ Γκαιτε. Ή Μπεττίνα τοϋ «έπιβλήθηκε». Προδιαγεγραμμένη σάν καθήκον. Auferlest. ’Έ τσι λοιπόν, πώς μπορεΐ ό Ρίλκε νά προσάπτει στόν Γκαιτε τό γεγονός ότι άντιστάθηκε σ ’ ένα καθήκον πού τοϋ τό είχαν επιβάλει παρά τή θέλησή του καί, γιά νά τό πούμε καθαρά, χωρίς νά τόν προειδοποιή σουν; Γιατί θά έπρεπε νά πέσει στά γόνατα καί νά γράφει «μέ τά τέσσερα» αύτό πού τοϋ «ύπαγόρευε» μιά φωνή άπό τά ύψη; Καθώς δέν μπορώ νά δώσω λογική άπάντηση σ ’ αύτή τήν ερώτηση, είμαι ύποχρεωμένος νά καταφύγω σ ’ έναν παραλληλι σμό: άς φανταστούμε τόν Σίμωνα νά ψαρεύει στή λίμνη τής
« Α υ τ η η ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ
232
Τιβεριάδας. eO ’Ιησούς τόν πλησιάζει καί τού ζητάει ν 9 αφήσει τά δίχτυα του γιά νά τόν άκολουθήσει. Καί ό Σίμων λέει: «’Ά ντε παράτα με. Προτιμώ τά δίχτυα μου καί τά ψάρια μου». "Ενας τέτοιος Σίμων θά μεταβαλλόταν άμέσως σέ πρόσωπο κωμικό, σέ Φάλσταφ τοϋ Εύαγγελίου: ετσι είναι πού ό Γκαΐτε, στά μάτια τοϋ Ρίλκε, εγινε ενας Φάλσταφ τοϋ έρωτα.
233
6 Ο ΡΙΛΚΕ λέει γιά τόν έρωτα τής Μπεττίνας: «Αύτός ό έρωτας δέν έχει ανάγκη άπό άνταπόδοση, περιλαμβάνει ό ϊδιος μέσα του τήν κραυγή πού καλει καί τήν άπάντηση* αύτο-εισακούεται». 'Ο έρωτας πού ένας άγγελικός κηπουρός φυτεύει στήν καρδιά τών άνθρώπινων όντων, δέν χρειάζεται κανένα άντικείμενο, καμιά ήχώ, καμιά « Giegen-Liebe» (άντ ’ - άγάπη, άγάπη μέ άνταπόδοση), δπως έλεγε ή Μπεττίνα. Ό άγαπημένος (ό Γκαιτε, παραδείγμα τος χάριν) δέν είναι οϋτε ή αιτία οϋτε ό σκοπός τοϋ έρωτα. Τήν εποχή τής άλληλογραφίας της μέ τόν Γκαιτε, ή Μπεττί να έστελνε ερωτικά γράμματα καί στόν Ά ρ ν ιν , επίσης. Γράφει σ ’ ένα άπό αύτά: « Ό άληθινός έρωτας (die wahre Liebe) είναι άνίκανος ν ’ άπιστήσει». Αύτός ό έρωτας πού δέν νοιάζεται γιά τήν άνταπόδοση («die Liebe ohne Gegen-Liebe») «άναζητά τόν άγαπημένο σέ δλες τίς μεταμορφώσεις». ’Ά ν τόν έρωτα στήν καρδιά τής Μπεττίνας δέν τόν είχε φυτέψει ένας άγγελικός κηπουρός, άλλά ό Γ καίτε ή ό Ά ρ ν ιμ , ένας έρωτας γιά τόν Γ καίτε ή τόν Ά ρ ν ιμ θά είχε άνθίσει μέσα της, έρωτας πού δέν επιδέχεται μίμηση, πού δέν είναι άνταλλάξιμος, προορισμένος γιά εκείνον πού θά τόν είχε φυτέψει, γιά εκείνον πού θά ήταν ό άγαπη μένος, έρωτας λοιπόν πού δέν γνωρίζει μεταμορφώσεις. Θά μπορούσε νά προσδιορίσει κανείς έναν τέτοιον έρωτα σάν σχέση’ μιά σχέση προνομιακή άνάμεσα σέ δυό πρόσωπα. Αντίθετα, αύτό πού ή Μπεττίνα ονομάζει «wahre Liebe» (άληθινή άγάπη) δέν είναι ό έρωτας-σχέση, άλλά ό ερωτας-συναίσθημα: ή φλόγα τήν όποία άνάβει στήν ψυχή ενός άνθρώπου ένα χέρι ούράνιο* ή δάδα στό φώς τής όποίας εκείνος πού άγαπάει «άναζητά τόν άγαπημένο σέ δλες τίς μεταμορφώσεις». "Ενας τέτοιος έρωτας (ό έρωτας-αϊσθημα) δέν γνωρίζει τήν άπιστία, 234
γιατί, άκόμα κι άν άλλάζει τό άντικείμενο, ό έρωτας παραμένει ή ίδια φλόγα άναμμένη άπό τό ϊδιο ούράνιο χέρι. Στό σημείο αύτό τής συλλογιστικής μας, ϊσως μπορούμε ν ’ άρχίσουμε νά καταλαβαίνουμε γιά ποιό λόγο, στήν ογκώδη της άλληλογραφία, ή Μπεττίνα θέτει τόσα λίγα ερωτήματα στόν Γ καίτε. Θεέ μου! Γιά φανταστείτε ότι σάς είχε έπιτραπεΐ ν ’ άνταλλάσσετε γράμματα μαζί του! Καί τί δέν θά τόν είχατε ρωτήσει! Γιά όλα του τά βιβλία. Γιά τά βιβλία πού έγραψαν οί σύγχρονοί του. Γιά τήν ποίηση. Γιά τήν πεζογραφία. Γιά τή ζωγραφική. Γιά τή Γερμανία. Γιά τήνΕύρώπη. Γιά τήν επιστήμη καί γιά τήν τεχνική. Θά τόν είχατε κολλήσει στόν τοίχο καί θά τόν είχατε κάνει νά διευκρινίσει τίς κινήσεις του όλες. Θά είχατε διαπληκτισθει μαζί του, γιά νά τόν ύποχρεώσετε νά διατυπώσει αύτό πού ποτέ δέν εΐχε ώς τότε πει. Τώρα, ή Μπεττίνα δέν συζητάει μέ τόν Γκαΐτε. Οϋτε κάν γιά τήν τέχνη. Μέ μιά μόνη εξαίρεση μόλις: τοϋ εκθέτει τίς ιδέες της γιά τή μουσική. 5Αλλά είναι έκείνη πού δίνει μαθήματα! Γνωρί ζει καλά ότι ό Γ καίτε δέν συμμερίζεται τίς άπόψεις της. Γιατί λοιπόν δέν τόν ρωτάει γιά τούς λόγους τής διαφωνίας του; "Αν ήξερε νά θέτει έροοτήσεις, οί άπαντήσεις τοϋ Γ καίτε θά μάς είχαν δώσει, πρίν άπό τό γράμμα, τήν πρώτη μουσική κριτική τοϋ ρομαντισμού! "Ομως, όχι. Τίποτα τέτοιο δέν θά βρούμε σ ’ αύτή τήν εκτετα μένη άλληλογραφία* δέν μάς μαθαίνει σπουδαία πράγματα γιά τόν Γ καΐτε, άπλούστατα έπειδή ή Μπεττίνα ένδιαφερόταν γιά τόν Γ καΐτε πολύ λιγότερο άπό όσο νομίζουμε* ή αιτία καί τό νόημα τοϋ έρωτά της δέν ήσαν ό Γ καΐτε, άλλά ό έρωτας.
235
7 Ο ΕΥΡΩΠΑ Ϊ ΚΟΣ πολιτισμός θεωρείται θεμελιωμένος στόν ορθό λόγο. Θά μπορούσαμε όμως νά πούμε εξίσου ότι ή Εύρώπη είναι ένας πολιτισμός τοϋ συναισθήματος* γέννησε τόν ανθρώπινο τύπο πού θά επιθυμούσα νά ονομάσω συναισθηματικό άνθρωπο: homo sentimentalis.
Ή εβραϊκή θρησκεία ορίζει γιά τούς πιστούς της ένα νόμο. *Ο νόμος αύτός είναι ορθολογικά προσιτός (τό Ταλμούδ είναι ένας αδιάκοπος συλλογισμός επί τών βιβλικών επιταγών)* δέν αξιώνει άπό τούς πιστούς οϋτε μυστηριώδη αίσθηση τοϋ ύπερφυσικοϋ, οϋτε ιδιαίτερη έξαρση, οϋτε μυστική φλόγα πού ν ’ άγκαλιάζει τήν ψυχή. Τό κριτήριο τοϋ καλού καί τοϋ κακού είναι άντικειμενικό: είναι ό γραπτός νόμος, τόν όποιο πρέπει νά καταλάβουν καί νά τόν τηρούν. 'Ο χριστιανισμός άνέτρεψε αύτό τό κριτήριο: *Αγάπα τόν Θεό καί κάνε δ,τι θέλεις! λέει ό άγιος Αύγουστίνος. Μέ τήν μεταφορά του στήν ψυχή τοϋ άτόμου, τό κριτήριο τοϋ καλού καί τοϋ κακού έγινε ύποκειμενικό. Ά ν ή ψυχή τοϋ Τάδε είναι γεμάτη άγάπη, όλα πηγαίνουν πρός τό καλύτερο: ό άνθρωπος αύτός είναι καλός καί όσα κάνει είναι καλά. Ή Μπεττίνα σκέπτεται σάν τόν Ιερό Αύγουστίνο όταν γράφει στόν Ά ρνιμ : «Βρήκα μιά ώραία παροιμία: ή άληθινή άγάπη έχει πάντοτε δίκιο, άκόμα κι όταν έχει άδικο. "Οσο γιά τόν Λούθηρο, αύτός λέει σ ’ ένα γράμμα: ή άληθινή άγάπη είναι συχνά άδικη. Αύτό δέν μοϋ φαίνεται τόσο καλό όσο ή παροιμία μου. Ε ν το ύ τοις, άλλοϋ ό Λούθηρος έλεγε: ή άγάπη προηγείται τών πάντων, άκόμα καί τής θυσίας, άκόμα καί τής προσευχής. ’Έ χω καταλήξει στό συμπέρασμα ότι ή άγάπη είναι ή ύπέρτατη άρετή. 'Η άγάπη μάς κάνει νά χάνουμε τή συνείδηση (macht bewusstlos) τοϋ 236
γήινου καί μάς γεμίζει μέ τό ούράνιο* έτσι, ή άγάπη μάς άπαλλάσσει άπό κάθε ένοχή (macht unschulding). Στήν πεποίθηση αύτή, ότι ή άγάπη άθωώνει τόν άνθρωπο, στηρίζεται ή πρωτοτυπία τοϋ εύρωπαϊκοϋ δικαίου καί τής δικής του θεωρίας γιά τήν ύπαιτιότητα, ή όποία λαμβάνει ύπόψη τά συναισθήματα τοϋ κατηγορουμένου: όταν σκοτώνετε κάποιον εν ψυχρώ, γιά χρήματα, δέν έχετε καμία δικαιολογία· άν τόν σκοτώσετε γιατί σάς προσέβαλε, ή οργή σας θά σάς παράσχει έλαφρυντικά καί ή επιδικαζόμενη ποινή θά είναι μικρότερη* τέλος, άν στόν φόνο σάς έσπρωξε ένα συναίσθημα πληγωμένης άγάπης, μιά ζήλια, τό δικαστήριο θά σάς άντιμετωπίσει μέ συμπάθεια, καί ό Πώλ, ώς δικηγόρος πού έχει άναλάβει τήν υπεράσπισή σας, θά ζητήσει τήν έσχάτη τών ποινών γιά τό θύμα.
8 πρέπει νά προσδιοριστεί όχι ώς πρόσω πο πού δοκιμάζει συναισθήματα (γιατί όλοι είμαστε ικανοί νά τά δοκιμάσουμε) άλλά ώς πρόσωπο πού τά έχει άναγάγει σέ άξιες. Ά π ό τή στιγμή πού τό συναίσθημα θεωρείται άξία, όλοι θέλουν νά τό νιώσουν* καί καθώς όλοι μας είμαστε ύπερήφανοι γιά τίς άξίες μας, ό πειρασμός νά έπιδείξουμε τά συναισθήματά μας είναι μεγάλος. Αύτή ή μεταμόρφωση τοϋ συναισθήματος σέ άξία συντελέστηκε στήν Εύρώπη πρός τό τέλος τοϋ 12ου αιώνα: όταν οί τροβαδούροι τραγουδούσαν τό άπέραντο πάθος τους γιά μιά κυρία εύγενή, γιά μιά άπρόσιτη άγαπημένη, έμοιαζαν τόσο άξιοθαύμαστοι καί τόσο ώραίοι πού ό καθένας, κατά τό παρά δειγμά τους, θέλησε νά καυχηθεί ότι ήταν λεία κάποιου άδάμαστου σκιρτήματος τής καρδιάς. Κανένας δέν έμβάθυνε στόν homo sentimentalis μέ περισσότε ρη οξυδέρκεια άπό τόν Θερβάντες. 'Ο Δόν Κιχώτης άποφασίζει ν ’ άγαπήσει μιά ορισμένη κυρία, τή Δουλτσινέα, παρ’ όλο πού ελάχιστα τήν γνωρίζει (δέν ύπάρχει σ s αύτό τίποτα πού νά πρέπει νά μάς έκπλήξει: όταν πρόκειται γιά τήν «wahre Liebe», γιά τόν άληθινό έρωτα, ξέρουμε πιά ότι ό άγαπημένος δέν έχει καμιά σημασία). Στό εικοστό πέμπτο κεφάλαιο τοϋ πρώτου μέρους, άποσύρεται συνοδευόμενος άπό τόν Σάντσο στά έρημα βουνά, εκεί όπου θέλει νά τοϋ δείξει τό μεγαλείο τοϋ πάθους του. Πώς όμως ν 5 άποδείξει ότι μιά φλόγα καίει στήν ψυχή του; Καί πώς επιπλέον νά τό άποδείξει σ ’ ένα πλάσμα τόσο άπλοϊκό καί άξεστο όπως ό Σάντσο; ’Έ τσι, ό Δόν Κιχώτης γδύνεται στό άπόκρημνο μονοπάτι, μένει μόνο μέ τήν πουκαμίσα του καί, γιά νά έπιδείξει στόν ύπηρέτη του τήν άπεραντοσύνη τοϋ συναισθή ματος του, άρχίζει νά κάνει μπροστά του τοϋμπες στόν άέρα.
O HOMO SENTIMENTALIS
ΖόΗ
Κάθε φορά πού ξαναβρίσκεται μέ τό κεφάλι κάτω, ή πουκαμίσα γλιστράει στούς ώμους του καί ό Σάντσο διακρίνει τό όργανό του πού ταλαντεύεται. Τό άγνό, μικρό μόριο τοϋ ιππότη, προσφέρει ενα θέαμα τόσο θλιβερό καί γελοίο, τόσο σπαρακτικό, πού άκόμα καί ό Σάντσο μέ τήν άγροίκα ψυχή του, δέν άντέχει άλλο, σπιρουνίζει τόν Ροσσινάντε καί φεύγει ορμητικά. "Οταν πέθανε ό πατέρας της, ή 9Ανιές χρειάστηκε νά καταρτί σει τό πρόγραμμα τής κηδείας. Επιθυμούσε νά κυλήσει ή τελετή χωρίς ομιλίες, μέ μουσική συνοδεία τό Adagio τής δέκατης συμφωνίας τού Μάλερ, πού ό πατέρας της τό άγαποϋσε ιδιαίτερα. Ή μουσική αύτή όμως ήταν τρομακτικά θλιβερή καί ή Ά νιές φοβόταν ότι στή διάρκεια τής τελετής δέν θά μπορούσε νά συγκρατήσει τά δάκρυά της. Καθώς τό έβρισκε άπαράδεκτο νά ξεσπάσει σέ λυγμούς δημοσίως, έβαλε στό κασετόφωνό της μία ταινία τού Adagio καί τήν άκουσε. Μία φορά, έπειτα δύο, έπειτα τρεις. eH μουσική τής θύμιζε τόν πατέρα της καί έκλαψε. "Οταν όμως τό Adagio ήχησε γιά όγδοη ή ένατη φορά στό διαμέρισμα, ή δύναμη τής μουσικής έξασθένισε καί, στό δέκατο τρίτο άκουσμα, ή Ά ν ιές δέν ένιωσε περισσότερη συγκίνηση άπ όση θά ένιωθε άν τής έπαιζαν τόν εθνικό ύμνο τής Παραγουάης. Χάρη στήν προπόνηση αύτή, δέν έκλαψε στήν κηδεία. Τό συναίσθημα, εξ ορισμού, ξεπηδάει μέσα μας εν άγνοια μας καί συχνά μέ τό σώμα μας νά άνθίσταται. Ά π ό τή στιγμή πού θέλουμε νά τό δοκιμάσουμε (άπό τή στιγμή πού Αποφασίζουμε νά τό δοκιμάσουμε, όπως ό Δόν Κιχώτης άποφάσισε ν ’ άγαπήσει τήν Δουλτσινέα), τό συναίσθημα δέν εϊναι πιά συναίσθημα, άλλά μίμηση τού συναισθήματος, ή επίδειξή του. Αύτό πού κοινώς ονομάζεται ύστερία. Αύτός είναι ό λόγος πού ό homo sentimentalis (μ’ άλλα λόγια αύτός πού έχει άναγάγει τό συναίσθημα σέ άξια) είναι στήν πραγματικότητα ταυτόσημος μέ τόν homo hystericus.
Αύτό δέν σημαίνει ότι ό άνθρωπος πού μιμείται ένα συναί σθημα δέν τό δοκιμάζει κιόλας. ' Ο ήθοποιός πού παίζει τό ρόλο τού γερο-βασιλιά Αήρ αισθάνεται στήν σκηνή, μπροστά στούς θεατές, τήν αύθεντική θλίψη ενός έγκαταλελειμμένου καί προδο 239
μένου ανθρώπου, άλλά ή θλίψη αύτή εξατμίζεται τήν ιδια στιγμή πού τελειώνει ή παράσταση. ΓΓ αύτό, ό homo sentimentalis, άμέσως μόλις μάς έχει θαμπώσει μέ τά μεγάλα του συναισθήμα τα, μάς μπερδεύει μέ τήν άνεξήγητη άδιαφορία του.
240
9 Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ήταν παρθένος. Ή Μπεττίνα ήταν είκοσι πέντε χρόνων δταν ένιωσε γιά πρώτη φορά τό χέρι ενός άντρα στό στήθος της, μέσα στό δωμάτιο τοϋ ξενοδοχείου στό Τέπλιτς δπου βρισκόταν μόνη μέ τόν Γ καίτε. Καί ό Γκαίτε, άν πιστέψω σ ’ αύτό τούς βιογράφους του, δέν γνώρισε τόν φυσικό έρωτα παρά κατά τήν διάρκεια τοϋ περίφημου ταξιδιού του στήν Ιτα λία , τότε πού ήταν περίπου σαράντα χρόνων. Λίγο άργότερα, στή Βαϊμάρη, συνάντησε μιά εργάτρια είκοσι τριών χρόνων πού έγινε καί ή πρώτη μόνιμη μαιτρέσα του. ΤΗταν ή Χριστιάνε Βούλπιους, ή όποία, μετά άπό πολλά χρόνια κοινής ζωής, εγινε γυναίκα του τό 1806 καί πού, μιά μέρα τοϋ άξιομνημόνευτου έτους 1811, έριξε χάμω τά γυαλιά τής Μπεττίνας. ΤΗταν πιστή καί άφοσιωμένη στόν άντρα της (τόν προστάτεψε μέ τό κορμί της, λένε, άπέναντι στούς στρατιώτες τοϋ Ναπολέοντα) καί οπωσδή ποτε εξαίρετη ερωμένη, δπως φανερώνει τό άστειο τοϋ Γ καίτε πού τήν φώναζε «mein Bettschatz», φράση πού θά μπορούσε κανείς νά μεταφράσει ώς «θησαυρό τοϋ κρεβατιού μου». "Εντούτοις, στήν άγιογραφία τοϋ Γ καΐτε, ή Χριστιάνε τοποθε τείται πέρα άπό τόν έρωτα. ' Ο 19ος αιώνας (άλλά καί ό δικός μας επίσης πού ή καρδιά του μένει πάντοτε αιχμάλωτη τοϋ προηγού μενου αιώνα) άρνήθηκε νά κάνει τή Χριστιάνε νά μπει στήν πινακοθήκη τών ερώτων τοϋ Γκαΐτε, πλάι στήν Καρλόττα (αύτήν πού έπρεπε νά χρησιμεύσει ώς πρότυπο γιά τή Λόττε τοϋ Βέρθερου), τή Φρεντερίκε, τή Λίλι, τήν Μπεττίνα ή τήν Ούλρίκε. Ε πειδή ήταν ή γυναίκα του, θά πείτε, κι έχουμε συνηθίσει νά θεωρούμε τό γάμο σάν κάτι άντι-ποιητικό. Νομίζω δμως δτι ή πραγματική αιτία είναι πιό βαθιά: τό κοινό άρνήθηκε νά δει τή Χριστιάνε έναν έρο>τα τοϋ Γκαΐτε γιά τόν άπλούστατο λόγο δτι ό Γ καΐτε κοιμόταν μαζί της. Γιατί ό θησαυρός τοϋ έρωτα καί ό 16
241
θησαυρός τοϋ κρεβατιοϋ εμφανίζονται σάν δυό πράγματα άσυμβίβαστα. ’Ά ν άρεσε στούς συγγραφείς τοϋ 19ου αιώνα νά τελειώ νουν τά μυθιστορήματά τους μέ γάμους, δέν ήταν γιά νά προστα τεύσουν τήν ιστορία τοϋ έρωτα άπό μιά γαμήλια άνία. ’Ό χ ι, ήταν γιά νά τήν προστατεύσουν άπό τή συνουσία. Οί μεγάλες ερωτικές ιστορίες στήν Εύρώπη ξετυλίγονται σ ’ ένα έξω-συνουσιακό χώρο: ή ιστορία τής πριγκίπισσας τής Κλέβης, έκείνη τοϋ Παύλου καί τής Βιργινίας, τό μυθιστόρημα τοϋ Φρομεντέν τοϋ όποιου ό ήρωας, ό Ντομινίκ, άγαπάει σέ όλη του τή ζωή μία καί μόνη γυναίκα πού δέν φιλάει ποτέ, καί βέβαια ή Ιστορία τοϋ Βέρθερου, κι αύτή τής Βικτώριας τοϋ Χάμσουν, κι εκείνη τοϋ Πιέρ καί τής Λύς, τών προσώπων αύτών τοϋ Ρομαίν Ρολλάν πού έκαναν στόν καιρό τους νά κλάψουν οί άναγνώστριες ολόκληρης τής Εύρώπης. Στόν Η λίθιο, 6 Ντοστογιέφσκι άφησε τή Ναστάσια Φιλίπποβνα νά πλαγιάσει μέ τόν πρώτο περαστικό έμπορο, άλλά όταν πρόκειται γιά άληθινό πάθος, δηλαδή όταν ή Ναστάσια βρέθηκε άνάμεσα στόν πρίγκιπα Μύσκιν καί τόν Ρογκόζιν, τά όργανά τους διαλύθηκαν μέσα στίς τρεις μεγάλες καρδιές σάν κομματάκια ζάχαρης σέ τρία φλιτζά νια τσάι. 'Ο έρωτας τής Ά ν ν α ς Καρένινα καί τοϋ Βρόνσκι τελείωσε μέ τήν πρώτη τους σεξουαλική πράξη, δέν ήταν πιά παρά ή ϊδια ή κατάπτωσή του καί δέν ξέρουμε κιόλας γιατί: έκαναν έρωτα τόσο άξιοθρήνητα; ή άντίθετα άγαπιόνταν μέ τόση όρμητικότητα πού ή δύναμη τής ήδονής έκανε νά γεννηθεί μέσα τους τό συναίσθημα τής άμαρτίας; "Οποια κι άν είναι ή άπάντη ση, φθάνουμε πάντοτε στό ϊδιο συμπέρασμα: μετά τόν προ-συνουσιακό έρωτα, δέν ύπήρξε πιά μεγάλος έρωτας καί δέν μπορού σε πλέον νά ύπάρξει. Αύτό καθόλου δέν σημαίνει ότι ό έξω-συνουσιακός έρωτας ήταν άθώος, άγγελικός, παιδικός, καθαρός: τό άντίθετο, έκρυβε ό,τιδήποτε κολασμένο μπορεΐ κανείς νά φανταστεί σ ’ αύτόν εδώ τόν κόσμο. Ή Ναστάσια Φιλίπποβνα μπόρεσε μέ όλη της τήν ήσυχία νά πλαγιάσει μέ χυδαίους πλουτοκράτες* άπό τή συνά ντησή της όμως μέ τόν Μύσκιν καί τόν Ρογκόζιν, τών οποίων τά όργανα όπως έχω πει διαλύθηκαν μέσα στό μεγάλο σαμοβάρι τοϋ 242
συναισθήματος, μπαίνει σέ μιά ζώνη καταστροφών καί ξεμπερ δεύει. Θυμηθείτε επίσης έκείνη τήν ύπέροχη σκηνή τοϋ Ντομινΐκ τοϋ Φρομεντέν: οί δύο ερωτευμένοι, πού γιά χρόνια είχαν αγαπηθεί χωρίς ν ’ αγγίξουν ό ένας τόν άλλο, πάνε νά κάνουν έναν περίπατο μέ τό άλογο καί ή τρυφερή, ή φίνα, ή λεπτεπίλε πτη Μαντελέν έχει τήν άπροσδόκητη σκλη ρότητα νά ρίξει τό ζώο πού ίππευε σέ έναν ξέφρενο καλπασμό, γνωρίζοντας καλά ότι ό Ντομινίκ είναι άθλιος ιππέας καί κινδυνεύει σοβαρά νά σκοτωθεί. Q έξω-συνουσιακός έρωτας: μιά χύτρα πάνω στή φωτιά, μέσα στήν όποία τό συναίσθημα, πού έχει φθάσει στό σημείο τοϋ βρασμού, μεταμορφώνεται σέ πάθος καί κάνει τό καπάκι νά πηδάει καί νά χορεύει σάν τρελό. ' Η εύρωπαϊκή έννοια τοϋ έρωτα ριζώνει στό έξω-συνουσιακό έδαφος. 'Ο 20ός αιώνας, πού καυχιέται ότι άπελευθέρωσε τή σεξουαλικότητα καί τοϋ άρέσει νά χλευάζει τά ρομαντικά συναι σθήματα, δέν κατάφερε νά δώσει στήν έννοια τοϋ έρωτα κανένα καινούργιο νόημα (πρόκειται γιά ένα άπό τά ναυάγια αύτοϋ τοϋ αιώνα), έτσι ώστε ένας νέος Εύρωπαιος, όταν νοερά προφέρει αύτή τή μεγάλη λέξη, έπαναφέρεται στά φτερά τής μαγείας, εϊτε τό θέλει εϊτε όχι, στό ϊδιο άκριβώς σημείο όπου ό Βέρθερος έζησε τόν έρωτά του γιά τήν Λόττε καί όπου ό Ντομινίκ κόντεψε νά πέσει άπό τό άλογο.
243
10 ε ν δ ε ικ τ ικ ό δτι ό Ρίλκε, θαυμαστής τής Μπεττίνας, είχε επίσης θαυμάσει τήν Ρωσία, σέ σημείο πού νά τήν θεωρήσει γιά κάποιο καιρό ώς τήν πνευματική του πατρίδα. Γιατί ή Ρωσία είναι ή κατεξοχήν χώρα τού χριστιανικού συναισθηματισμού. Τήν διαφύλαξαν άπό τόν ορθολογισμό τής μεσαιωνικής σχολα στικής, δέν γνώρισε ’Αναγέννηση. Οί σύγχρονοι Καιροί, θεμε λιωμένοι στήν καρτεσιανή κριτική σκέψη, τήν εφθασαν μέ ενα ή δύο αιώνες καθυστέρηση. 'Ο homo sentimentalis, λοιπόν, δέν βρήκε στήν Ρωσία ικανό άντίβαρο καί εγινε εκεί ή ιδια του ή ύπερβολή, τήν όποία κοινώς ονομάζουν σλάβικη ψνχή. Ή Ρωσία καί ή Γαλλία είναι δυό πόλοι τής Εύρώπης πού άσκοϋν ό ενας στόν άλλο αίωνία ελξη. Ή Γαλλία είναι μιά γέρικη κουρασμένη χώρα δπου τά συναισθήματα δέν επιβιώνουν παρά μόνο ώς τύποι. Γιά νά τελειώσει μία επιστολή, ενας Γάλλος σάς γράφει: «Δεχθείτε, άγαπητέ Κύριε, τήν διαβεβαίωση τών διακεκριμένων συναισθημάτων μου». "Οταν γιά πρώτη φορά έλαβα μιά παρόμοια επιστολή, ύπογεγραμμένη άπό μιά γραμμα τέα τών ’Εκδόσεων Γκαλλιμάρ, ζοϋσα άκόμα στήν Πράγα. Πήδηξα στό ταβάνι άπό τή χαρά μου: στό Παρίσι, ύπάρχει μιά γυναίκα πού μ ’ άγαπάει! Κατάφερε νά γλιστρήσει μιά ερωτική εξομολόγηση στίς τελευταίες γραμμές μιας ύπηρεσιακής επιστο λής! ’Ό χ ι μόνο δοκιμάζει γιά μένα συναισθήματα, άλλά ύπογραμμίζει έπίτηδες δτι είναι διακεκριμένα! Ποτέ μία Τσέχα δέν μοϋ είπε κάτι παρόμοιο! Πολύ άργότερα, δταν εγκαταστάθηκα στό Παρίσι, μοϋ εξή γησαν δτι ή έπιστολογραφική πρακτική προσφέρει ενα ολόκλη ρο φάσμα σημείων άπό τύπους εύγενείας* επιτρέπει σ ’ ένα Γ άλλο νά έπιλέξει, μέ άκρίβεια φαρμακοποιού, τό συναίσθημα πού θέλει νά έκφράσει στόν παραλήπτη, χωρίς νά τό δοκιμάζει, Σ ’
Ε ίναι
244
αύτή τήν πολύ μεγάλη επιλογή, τά «διακεκριμένα συναισθήμα τα» αντιπροσωπεύουν τόν χαμηλότερο βαθμό τής διοικητικής εύγένειας, αγγίζοντας σχεδόν τήν περιφρόνηση. Ω Γαλλία! Είσαι ή χώρα τοϋ Τύπου, όπως ή Ρωσία είναι ή χώρα τοϋ Συναισθήματος! Αύτός είναι ό λόγος πού ένας Γάλλος, διαρκώς καταπιεσμένος άπό τό ότι δέν αισθάνεται καμιά φλόγα νά καίει στό στήθος του, άτενίζει μέ φθόνο καί νοσταλγία τή χώρα τοϋ Ντοστογιέφσκι, όπου οί άντρες τείνουν στούς άλλους άντρες χείλη, έτοιμοι νά στραγγαλίσουν όποιονδήποτε θά άρνιόταν νά τά φιλήσει. (’Άλλωστε, άν στραγγαλίσουν, πρέπει άμέ σως νά τούς τό συγχωρήσει κανείς, γιατί έδρασαν ύπό τήν έπή ρεια τής πληγωμένης άγάπης, καί ή Μπεττίνα μάς έμαθε ότι ή άγάπη άπαλλάσσει αύτόν πού άγαπάει. ' Εκατόν ε’ίκοσι παρισι νοί δικηγόροι τουλάχιστον θά ήσαν έτοιμοι νά νοικιάσουν ένα τραίνο γιά τή Μόσχα, προκειμένου νά ύπερασπισθοϋν τόν συναι σθηματικό δολοφόνο. Δέν θά τούς έσπρωχνε κάποιο συναίσθημα συμπόνιας (συναίσθημα πολύ εξωτικό, ελάχιστα δοκιμασμένο στή χώρα τους), άλλά οί άφηρημένες άρχές πού είναι τό μοναδι κό τους πάθος. 'Ο Ρώσος δολοφόνος, πού δέν ξέρει τίποτα γιά όλα αύτά, θά σπεύσει μετά τήν άθώωσή του, πρός τόν Γάλλο συνήγορό του γιά νά τόν σφίξει στήν άγκαλιά του καί νά τόν φιλήσει στά χείλη. Τρομοκρατημένος, ό Γάλλος θά οπισθοχω ρήσει, ό προσβεβλημένος Ρώσος θά τόν μαχαιρώσει, κι όλη ή ιστορία θά έπαναληφθει σάν τήν ιστορία τοϋ Λουκάνικου.
243
11 Α,
ΟΙ ΡΩΣΟΙ...
Τότε πού ζοϋσα άκόμα στήν Πράγα, διηγόνταν τούτη τήν άστεία ιστορία γιά τήν ρώσικη ψυχή. Μέ καταπληκτική ταχύτη τα, μιά Τσέχα κατακτά ενα Ρώσο. Μετά τή συνουσία, τοϋ λέει μέ άπέραντη περιφρόνηση: «Τό κορμί μου τό είχες. Τήν ψυχή μου δέν θά τήν έχεις ποτέ!» 'Ω ραίο άνέκδοτο. Ή Μπεττίνα γράφει στόν Γ καΐτε σαράντα εννέα γράμματα. Τή λέξη ψυχή τή συναντάει κανείς εκεί πενήντα φορές, τή λέξη καρδιά εκατόν δέκα εννέα φορές. Σπανίως ή λέξη καρδιά χρησιμοποιείται μέ τήν κυριολεκτική, άνατομική της έννοια («ή καρδιά μου χτύπησε»)* πιό συχνά χρησιμοποιείται σέ συνεκδοχή, γιά νά ύποδείξει τό στήθος («Θά ήθελα νά σέ σφίξω στήν καρδιά μου»), άλλά στίς περισσότερες περιπτώσεις σημαί νει τό ϊδιο πράγμα μέ τή λέξη ψυχή.* τό αισθαντικό εγώ. Σκέπτομαι, άρα υπάρχω, είναι μιά διανοητική τοποθέτηση πού ύποτιμά τόν πονόδοντο. Αισθάνομαι, άρα υπάρχω, είναι μιά άλήθεια μέ πολύ γενικότερο βεληνεκές πού άφορά καί κάθε ζωντανό πλάσμα. Τό εγώ μου δέν διακρίνεται ούσιωδώς άπό τό δικό σας μέ τή σκέψη. Πολλοί άνθρωποι, λίγες ιδέες: σκεπτόμαστε όλοι τό ϊδιο πράγμα λίγο πολύ, μεταθέτοντας, δανειζόμενοι, κλέβο ντας ό ένας τίς ιδέες τοϋ άλλου. "Αν όμως κάποιος μέ πατήσει στόν κάλο, είμαι εγώ μόνο πού νιώθω τόν πόνο. Τό θεμέλιο τοϋ εγώ δέν είναι ή σκέψη, άλλά ό πόνος, τό πιό στοιχειώδες αίσθημα όλων. Μέσα στόν πόνο, οϋτε μιά γάτα δέν μπορεΐ ν 9 αμφιβάλλει γιά τό μοναδικό της καί μή άνταλλάξιμο εγώ. ' Ο πόνος είναι ή Μεγάλη τοϋ εγωκεντρισμού Σχολή. «Δέν έχετε βαθιά περιφρόνηση γιά μένα», ρωτάει ό ' Ιππόλυ τος τόν πρίγκιπα Μύσκιν. 246
«Γιατί; Μήπως επειδή πονέσατε καί θά πονέσετε περισσότε ρο άπό μάς;» «’Ό χ ι, άλλά επειδή είμαι άνάξιος τοϋ πόνου μου». Είμαι άνάξιος τοϋ πόνου μου. Μεγάλη κουβέντα. ' Υποδηλώ νει ότι ό πόνος είναι όχι μόνο τό θεμέλιο τοϋ εγώ, ή μοναδική του καί άδιαμφισβήτητη όντολογική άπόδειξη, άλλά ότι είναι επί σης τό πιό άξιοσέβαστο άπό όλα τά συναισθήματα: ή άξία τών άξιών. Είναι γ ι 5 αύτό πού ό Μύσκιν θαυμάζει όλες τίς γυναίκες πού ύποφέρουν. Βλέποντας τή φωτογραφία τής Ναστάσια Φιλίπ ποβνα γιά πρώτη φορά, λέει: «Αύτή ή γυναίκα πρέπει νά πόνεσε πολύ». Αύτές οί λέξεις σημαίνουν εξ ορισμού, πρίν άκόμα μπορέσουμε νά δούμε τήν ιδια, ότι ή Ναστάσια Φιλίπποβνα τοποθετείται πάνω άπό όλους τούς άλλους. «Δέν είμαι τίποτα, άλλά έσεϊς, εσείς έχετε πονέσει», λέει, γοητευμένος, ό Μύσκιν στή Ναστάσια στό δέκατο πέμπτο κεφάλαιο τοϋ πρώτου μέρους, καί άπό τό σημείο αύτό κι έπειτα είναι χαμένος. Είπα ότι ό Μύσκιν θαυμάζει όλες τίς γυναίκες πού ύποφέ ρουν, άλλά καί τό άντίστροφο είναι εξίσου άληθινό: μόλις τοϋ άρέσει μιά γυναίκα τήν φαντάζεται νά ύποφέρει. Καί καθώς δέν μπορεΐ νά κρατήσει τή γλώσσα του, σπεύδει νά τής τό πει. ’Εκεί άλλωστε, έγκειται μία έξαίρετη μέθοδος κατάκτησης (κρίμα πού ό πρίγκιπας δέν ξέρει πώς νά επωφελήθεί περισσότερο άπό αύτήν), γιατί άν πούμε σέ μιά γυναίκα «έχετε πονέσει πολύ», είναι σάν νά μιλάμε κατευθείαν στήν ψυχή της, σάν νά τήν χαϊδεύουμε αύτή τήν ψυχή καί νά τήν εκθειάζουμε. Κάθε γυναί κα, σέ παρόμοια περίπτωση, είναι έτοιμη νά μάς πει: «Δέν έχεις άκόμα τό κορμί μου, άλλά ή ψυχή μου είναι ήδη δική σου!» Κάτω άπό τό βλέμμα τοϋ Μύσκιν, ή ψυχή δέν σταματάει νά φουσκώνει, μοιάζει μέ ένα γιγάντιο μανιτάρι, τόσο ψηλό όσο κι ένα σπίτι πενταόροφο, μοιάζει μέ άερόστατο πού άνά πάσα στιγμή μπορεΐ νά πετάξει στόν ούρανό μαζί μέ τό πλήρωμά του. Νά τί ονομάζω υπερτροφία τής ψυχής.
247
12 ο γ κ α ιτ ε έλαβε άπό τή Μπεττίνα τό σχέδιο τοϋ άγάλματος, ένιωσε, άν τό θυμάστε, ένα δάκρυ στό μάτι του* ήταν τότε σίγουρος ότι ενδόμυχα τοϋ φανερωνόταν ή άλήθεια: ή Μπεττίνα τόν άγαποϋσε πραγματικά κι έκεΐνος ήταν άδικος άπέναντί της. Μόνο άργότερα κατάλαβε ότι τό δάκρυ δέν τοϋ άποκάλυπτε καμιά εκπληκτική άλήθεια γιά τήν άφοσίωση τής Μπεττίνας, άλλά τό πολύ πολύ μιά κοινή άλήθεια γιά τήν ιδια του τή ματαιοδοξία. Ντράπηκε πού άφέθηκε νά παρασυρθει άπό τή δημαγωγία πού είχε τό δάκρυ του: πράγματι, άπό τά πενήντα του χρόνια ήδη, είχε πολλές εμπειρίες μ ’ αύτό: κάθε φορά πού κάποιος τοϋ έπλεκε τό εγκώμιο ή όταν αύτός ό ϊδιος ένιωθε ένα κύμα αύτοϊκανοποίησης μπροστά σέ μιά ώραία ή καλή πράξη πού είχε κάνει, τοϋ έρχονταν δάκρυα στά μάτια. Τί είναι ένα δάκρυ; άναρωτιόταν συχνά ό Γκαιτε, καί δέν έβρισκε ποτέ τήν άπάντηση. "Ενα πράγμα έντούτοις ήταν σαφές: πολύ, πάρα πολύ συχνά, τό δάκρυ γεννιόταν άπό τή συγκίνηση πού προκαλοϋσε στόν Γκαιτε ή θέα τοϋ Γκαιτε. Μία εβδομάδα περίπου μετά τόν φρικτό θάνατο τής 9Ανιές, ή Λώρα έπισκέφθηκε τόν Πώλ πού ήταν τσακισμένος άπό τόν πόνο. «Πώλ, είπε, νά 9μαστέ μόνοι στόν κόσμο». eO Πώλ ένιωσε τά δάκρυα νά τοϋ άνεβαίνουν στά μάτια καί γύρισε τό κεφάλι γιά νά κρύψει τή θλίψη του. Αύτή ή κίνηση τοϋ κεφαλιού άκριβώς ήταν πού παρακίνησε τή Λώρα νά τόν πιάσει σφιχτά άπό τό μπράτσο: «Πώλ, μήν κλαΐς!» Κοιτάζοντάς την άνάμεσα στά δάκρυά του, παρατήρησε ότι κι έκείνη επίσης είχε τά μάτια υγρά. Χαμογέλασε. « 9Εσύ είσαι μάλλον πού κλαΐς, είπε μέ σπασμένη φωνή.
Ο ταν
—’Ά ν έχεις ανάγκη άπό οτιδήποτε, ξέρεις Πώλ δτι είμαι έδώ, δτι είμαι τελείως μαζί σου». Καί ό Πώλ τής άπάντησε: «Τό ξέρω». Τό δάκρυ στό μάτι τής Λώρας ήταν τό δάκρυ τής συγκίνησης πού προκαλούσε στή Λώρα ή θέα μιας Λώρας αποφασισμένης νά θυσιάσει τή ζωή της, μένοντας στό πλευρό τού συζύγου τής χαμένης της άδελφής. Τό δάκρυ στό μάτι τού Πώλ ήταν τό δάκρυ τής συγκίνησης πού προκαλούσε στόν Πώλ ή πίστη ενός Πώλ άνίκανου νά ζήσει μέ άλλη γυναίκα εκτός από τήν ιδια τή σκιά τής χαμένης του συντρόφου, τήν άπομίμησή της, τήν άδελφή της. Καί έπειτα, μιά μέρα, ξάπλωσαν σ ’ ένα φαρδύ κρεβάτι καί τό δάκρυ (τό έλεος άπό τό δάκρυ) σάρωσε καί τήν τελευταία τους ύποψία δτι μπορεΐ καί νά τήν είχαν προδώσει τή νεκρή. Ή προαιώνια τέχνη τοϋ ερωτικού διφορούμενου ήρθε σέ βοήθειά τους: ήσαν ξαπλωμένοι ό ένας δίπλα στόν άλλον δχι σάν σύζυγοι άλλά σάν άδελφός καί άδελφή. Γιά τόν Πώλ, ή Λώρα ήταν ταμπού* ποτέ δέν τήν είχε συνδέσει μέ μιά εικόνα σεξουαλι κή, οϋτε κάν στά μύχια τής σκέψης του. ’Ένιωθε γιά έκείνη σάν άδελφός της, επιφορτισμένος πλέον ν ’ άντικαταστήσει τήν άδελφή της. Αύτό τό συναίσθημα τού έκανε, πρώτον, άπό ήθική άποψη πιό εύκολο τό νά πάει μαζί της στό κρεβάτι, έπειτα τόν γέμισε μέ μιά έξαψη όλότελα πρωτόγνωρη: ήξεραν τά πάντα ό ένας γιά τόν άλλο (δπως ένας άδελφός καί μία άδελφή) κι αύτό πού τούς χώριζε δέν ήταν τό άγνωστο, άλλά ή άπαγόρευση* μιά άπαγόρευση πού κρατούσε είκοσι χρόνια καί πού μέ τόν καιρό γινόταν δλο καί πιό άπαραβίαστη. Τίποτα δέν ήταν πιό κοντινό άπό τό κορμί τοϋ άλλου. Τίποτα δέν ήταν πιό άπαγορευμένο άπό τό κορμί τοϋ άλλου. Μέ μιά διεγερτική αίσθηση αιμομιξίας (καί μέ δάκρυα στά μάτια), βάλθηκε νά τής κάνει έρωτα καί τήν άγάπησε άγρια, δπως ποτέ στή ζωή του δέν είχε καμιά άγαπήσει.
13 ύπήρξαν πολιτισμοί ανώτεροι άπό εκείνον τής Εύρώπης, καί ή άρχαία τραγωδία θά μείνει αιωνίως άξεπέραστη. Κανένας πολιτισμός, όμως, δέν κατόρθωσε νά δη μιουργήσει ξεκινώντας άπό τούς ήχους τό θαύμα αύτό πού είναι ή χιλιόχρονη ιστορία τής εύρωπαϊκής μουσικής, μέ όλο τόν πλούτο της σέ φόρμες καί ύφη! ' Η Εύρώπη: μεγάλη μουσική καί homo sentimentalis. Δυό δίδυμα ξαπλωμένα πλάι πλάι στό ϊδιο λίκνο. Ή μουσική δέν δίδαξε στόν Εύρωπαΐο μόνο τήν εύαισθησία, άλλά επίσης καί τήν ικανότητα νά εξυμνεί τά συναισθήματα καί τό αίσθαντικό εγώ. Τή γνωρίζετε αύτή τήν κατάσταση: πάνω στήν εξέδρα, ό βιολονίστας κλείνει τά μάτια καί, γιά πολλή ώρα, κάνει νά ήχήσουν οί δύο πρώτες νότες. Μέ τή σειρά του, ό άκροατής κλείνει τά μάτια καί, νιώθοντας τήν ψυχή του νά τού διαστέλλει τό στήθος, άναστενάζει: «Τί ώραΐο πού είναι!» ’Ε ντούτοις, δέν έχει άκούσει παρά δύο άπλές νότες πού μόνες τους δέν μπορούν νά περιλαμβάνουν καμιά σκέψη τοϋ συνθέτη, κανένα δημιουργικό σχέδιο, επομένως καμιά τέχνη καί καμιά ομορφιά. ’ Αλλά οί νότες αύτές άγγιξαν τήν καρδιά τοϋ άκροατή, επιβάλλοντας σιωπή στή λογική του όπως επίσης καί στήν αισθητική του κρίση. "Ενας άπλός μουσικός ήχος ενεργεί επάνω μας όπως περίπου τό βλέμμα τοϋ Μύσκιν καρφωμένο πάνω σέ μία γυναίκα. Ή μουσική: μία τρόμπα πού φουσκώνει τήν ψυχή. Οί ύπερτροφικές ψυχές, μεταμορφωμένες σέ πελώρια μπαλόνια, αιωροϋνται κάτω άπό τό ταβάνι τής αίθουσας συναυλιών καί άλληλοχτυπιοϋνται σ ’ ένα απίστευτο σκουντούφλημα. Ή Λώρα άγαποϋσε ειλικρινά καί βαθιά τή μουσική· ύττ\ν άγάπη της γιά τόν Μάλερ, διακρίνω μιά συγκεκριμένη σημασία: ό Μάλερ είναι ό τελευταίος μεγάλος συνθέτης πού άκόμα άπευθύ-
ΑΠΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ,
250
νεται απλοϊκά καί κατευθείαν στόν homo sentimentalis. Μετά τόν Μάλερ, τό συναίσθημα στή μουσική γίνεται ύποπτο. Ό Ντεμπυσσύ θέλει νά μάς γοητεύσει, δχι νά μάς συγκινήσει, καί ό Στραβίνσκυ ντρέπεται γιά τά συναισθήματα. ' Ο Μάλερ εΐναι γιά τή Λώρα ό τελευταίος συνθέτης καί δταν άκούει ν ’ άνεβαίνουν οί ορυμαγδοί τού ρόκ άπό τό δωμάτιο τής Μπριζίτ, ή πληγωμένη της άγάπη γιά τήν εύρωπαϊκή μουσική πού χάνεται κάτω άπό τά χτυπήματα τής ήλεκτρικής κιθάρας, τήν κάνει έξω φρενών έτσι, άπευθύνει στόν Πώλ ένα τελεσίγραφο: ή ό Μάλερ ή τό ρόκ* πράγμα πού σημαίνει: ή εγώ ή ή Μπριζίτ. Πώς δμως ν ’ άποφασίσει κανείς άνάμεσα σέ δυό μουσικές πού καμιά τους δέν τού άρέσει; Τό ρόκ είναι γιά τόν Πώλ πολύ θορυβώδες (έχει εύαίσθητο αύτί σάν τόν Γ καΐτε) καί ή ρομαντική μουσική τοϋ ξυπνάει μιά αίσθηση άγωνίας. Μιά μέρα, κατά τή διάρκεια τοϋ πολέμου, κι ενώ γύρω του δλος ό κόσμος είχε πετρώσει άπό τήν άπειλητική προέλαση τής ' Ιστορίας, άντί γιά τά ταγκό καί τά βάλς, τό ραδιόφωνο βάλθηκε νά μεταδίδει τίς συγχορδίες σέ ύφεση μιάς μουσικής λυπητερής καί τελετουργι κής* στήν μνήμη τοϋ παιδιού αύτές οί συγχορδίες σέ ύφεση μεγιστοποιήθηκαν γιά πάντα σάν εξάγγελοι τής καταστροφής. Α ργότερα, κατάλαβε δτι τό πάθος τής ρομαντικής μουσικής ενώνει ολόκληρη τήν Εύρώπη: άκούγεται κάθε φορά πού ένας πολιτικός δολοφονείται ή ξεσπάει ένας πόλεμος, κάθε φορά πού πρέπει νά παραγεμισθεΐ μέ δόξα τό κεφάλι τών άνθρώπων προκειμένου νά άφεθοϋν νά σκοτωθούν περισσότερο έκουσίως. Τά έθνη πού άλληλο-ξεσχίζονταν, ήσαν γεμάτα άπό μιά συγκίνη ση άδελφικώς άπαράλλαχτη άκούγοντας τόν ορυμαγδό τοϋ Πέν θιμου Εμβατηρίου τοϋ Σοπέν ή τής 'Ηρωικής Συμφωνίας τοϋ Μπετόβεν. Ά ! άν αύτό έξαρτιόταν μόνο άπό τόν Πώλ, ό κόσμος θά μπορούσε εξίσου καλά νά ζήσει καί χωρίς τό ρόκ Υαί χωρίς τόν Μάλερ. Ά λ λ ά οί δύο γυναίκες δέν τοϋ άφηναν περιθώριο διαφυγής. Τόν πίεζαν νά διαλέξει: άνάμεσα σέ δύο μουσικές, άνάμεσα σέ δύο γυναίκες. Καί εκείνος δέν ήξερε τί νά κάνει γιατί αύτές τίς γυναίκες τίς άγαποϋσε καί τίς δύο. ’ Εκείνες, άντιθέτως, σιχαίνονταν ή μία τήν άλλη. Μέ βασανι 251
στική θλίψη ή Μπριζίτ κοίταζε τό λευκό πιάνο πού γιά χρόνια καί χρόνια είχε χρησιμεύσει σάν πρόχειρο ράφι· τής θύμιζε τήν 5Ανιές πού, άπό άγάπη γιά τήν άδελφή της, τήν είχε έκλιπαρήσει νά μάθει νά παίζει. Μόλις πέθανε ή Ά νιές, τό πιάνο ξαναζωντά νεψε καί άντηχοϋσε κάθε μέρα. Μέ τήν άποχαλίνωση τού ρόκ, ή Μπριζίτ επιθυμούσε νά έκδικηθεΐ γιά τήν προδομένη μητέρα της καί νά διώξει τήν παρείσακτη. "Οταν κατάλαβε ότι ή Acbpa θά έμενε, έφυγε έκείνη. Τό ρόκ σίγησε. ' Ο δίσκος γύριζε πάνω στήν πλατίνα, τά τρομπόνια τού Μάλερ άντηχοϋσαν στό διαμέρισμα καί ξέσχιζαν τήν καρδιά τοϋ Πώλ πού ήταν άπελπισμένος άπό τήν άπουσία τής Μπριζίτ. ' Η Λώρα πήρε τό κεφάλι τοϋ Πώλ στά χέρια της καί τόν κοίταξε μέσα στά μάτια. «Θά ήθελα νά σοϋ δώσω ένα παιδί», είπε. Καί οί δύο ήξεραν ότι άπό καιρό τήν είχαν άποτρέψει οί γιατροί άπό μιά νέα εγκυμοσύνη. Ή τα ν γΓ αύτό πού πρόσθεσε: «Θά ύποστώ όλες τίς άναγκαϊες έπεμβάσεις». Ή ρ θ ε τό καλοκαίρι. ' Η Λώρα έκλεισε τήν μπουτίκ καί έφυγαν οί δυό τους δεκαπέντε μέρες στή θάλασσα. Τά κύματα έσκαγαν στήν άκρογιαλιά καί γέμιζαν μέ τήν κραυγή τους τό στέρνο τοϋ Πώλ. Ή τα ν ή μοναδική μουσική πού άγάπησε μέ πάθος. Εύτυχισμένος καί έκπληκτος, έβαλε τή Λώρα νά μπερδεύεται μ ’ αύτή τή μουσική* ήταν ή μοναδική γυναίκα στή ζωή του πού ύπήρξε γΓ αύτόν κάτι σάν τόν ωκεανό* ή μοναδική πού ήταν ωκεανός.
14 T o n POMAIN POAAAN, μάρτυρα κατηγορίας στήν αιώνια δίκη πού
εχει κινηθεί κατά τού Γκαΐτε, τόν διέκριναν δύο άρετές: ήταν λάτρης τών γυναικών («ήταν γυναίκα καί γΓ αύτό τήν άγαπάμε», λέει γιά τήν Μπεττίνα) καί είχε τήν ενθουσιώδη επιθυμία νά προχωρεί μαζί μέ τήν πρόοδο (πράγμα πού σήμαινε γΓ αύτόν: μαζί μέ τήν κομμουνιστική Ρωσία καί μαζί μέ τήν 9Επανάστα ση). Παραδόξως, αύτός ό λάτρης τής θηλυκότητας άφιέρωνε τήν ίδια λατρεία στόν Μπετόβεν, επειδή είχε άρνηθεΐ νά χαιρετήσει τίς γυναίκες. "Ετσι άκριβώς έχει τό πράγμα, άν καταλάβαμε αύτό πού πρέπει νά συνέβη στό Κάρλσμπαντ: ό Μπετόβεν, μέ τό καπέ λο βιδωμένο στό κεφάλι καί τά χέρια πίσω άπό τήν πλάτη, περπατάει καταπάνω στήν αύτοκράτειρα καί τήν αύλή της, πού οπωσδήποτε δέν περιλάμβανε μόνο άντρες άλλά καί γυναίκες επίσης. Τό νά μήν τίς χαιρετήσει θά ήταν μιά χωριατιά άνευ προηγουμένου! Είναι άδιανόητο: παρ’ όλο πού ήταν ιδιόρρυθμος καί δύστροπος, ό Μπετόβεν ούδέποτε συμπεριφέρθηκε σάν γου ρούνι στίς γυναίκες! "Ολο αύτό τό άνέκδοτο είναι μιά καταφανής άνοησία: άν έγινε άποδεκτό καί διαδόθηκε μέ άφέλεια, είναι επειδή οί άνθρωποι (άκόμα κι ενας μυθιστοριογράφος, πού είναι ντροπή!) έχουν χάσει κάθε αίσθηση τής πραγματικότητας. θ ά μού παρατηρήσει κανείς ότι είναι καταχρηστικό νά εξετάζει τό άληθοφανές ενός άνεκδότου τό όποιο, προφανώς, δέν είναι μαρτυρία άλλά άλληγορία. ’Έστω. "Ας θεωρήσουμε λοιπόν τήν άλληγορία ώς άλληγορία, άς λησμονήσουμε τίς συνθήκες τής γέννησής της (πάντοτε θά μείνουν σκοτεινές), άς λησμονή σουμε τό μονομερές νόημα μέ τό όποιο ό ένας ή ό άλλος θέλησαν νά τήν επενδύσουν, καί άς προσπαθήσουμε νά συλλάβουμε τήν, άς πούμε, αντικειμενική της σημασία: Τί σημαίνει τό καπέλο τού Μπετόβεν βαθιά χωμένο στό 253
κούτελό του; "Οτι ό Μπετόβεν περιφρονεΐ τήν αριστοκρατία, γιατί είναι αντιδραστική καί άδικη, ενώ τό καπέλο στό ταπεινό χέρι τοϋ Γ καίτε καλεΐ τόν κόσμο νά μείνει αύτός πού είναι; Ναί, αύτή είναι ή κοινώς παραδεδεγμένη ερμηνεία, άλλά είναι δύσκο λο νά τήν δεχτεί κανείς: όπως ό Γ καίτε, έτσι καί ό Μπετόβεν ύποχρεώθηκε νά διαπραγματευθεϊ μέ τήν εποχή του έναν τρόπο ζωής γιά τόν ϊδιο καί τήν μουσική του* έτσι, άφιέρωσε τίς σονάτες του πότε σ ’ έναν πρίγκιπα, πότε σέ κάποιον άλλο καί, γιά νά δοξάσει τούς νικητές τοϋ Ναπολέοντα πού είχαν συγκε ντρωθεί στή Βιέννη, δέν δίστασε νά συνθέσει μία ώδή όπου ή χορωδία φώναζε τίς λέξεις «Εϊθε ό κόσμος νά ξαναγίνει πάλι όπως ήταν!» Έ φτασε μέχρι τό σημείο νά γράψει μιά πολωνέζα γιά τήν αύτοκράτειρα τής Ρωσίας, σάν νά ήθελε συμβολικά ν ’ άποθέσει τήν δυστυχισμένη Πολωνία (αύτή τήν Πολωνία γιά τήν όποία καμιά τριανταριά χρόνια άργότερα ή Μπεττίνα θά πήγαινε νά άγωνιστεί μέ τόσο θάρρος) στά πόδια τοϋ σφετεριστή της. ’Ά ν λοιπόν, στόν άλληγορικό μας πίνακα, ό Μπετόβεν δια σταυρώνεται μέ μιά όμάδα άριστοκρατών χωρίς νά βγάζει τό καπέλο του, αύτό δέν μπορεΐ νά σημαίνει ότι οί άριστοκράτες είναι περιφρονητέοι άντιδραστικοί καί εκείνος άξιοθαύμαστος έπαναστάτης* αύτό σημαίνει ότι αύτοί πού δημιουργούν (άγάλματα, ποιήματα, συμφωνίες) άξίζουν περισσότερο θαυμασμό άπό αύτούς πού κυβερνούν (ύπηρέτες, ύπαλλήλους ή λαούς). Ό τ ι ή δημιουργία άντιπροσωπεύει πιό πολλά άπό τήν εξουσία, ή τέχνη πιό πολλά άπό τήν πολιτική. 'Ό τι τά έργα είναι άθάνατα, όχι οί πόλεμοι οϋτε οί χοροί τών πριγκίπων. (’Άλλωστε, ό Γ καίτε πρέπει νά είχε τήν ϊδια άποψη, άπλώς έκρινε ότι ήταν άχρηστο νά γνωστοποιεί τήν δυσάρεστη αύτή άλήθεια στούς κυρίους τοϋ κόσμου όσο άκόμα ήσαν ζωντανοί. Ή τα ν βέβαιος ότι στό ύπερπέραν θά τόν χαιρετούσαν πρώτοι εκείνοι, κι ή βεβαιότητα αύτή τοϋ άρκοϋσε). Ή άλληγορία είναι καθαρή καί εντούτοις τήν ερμηνεύουν πάντοτε άντίστροφα: αύτοί πού βιάζονται, μπροστά στόν άλλη γορικό πίνακα, νά χειροκροτήσουν τόν Μπετόβεν, δέν καταλα βαίνουν τίποτα άπό τήν ύπερηφάνεια του* συνήθως είναι άνθρω 254
ποι συσκοτισμένοι άπό τήν πολιτική, οί Γδιοι πού προτιμούν τόν Λένιν, τόν Κάστρο, τόν Κέννεντυ, ή τόν Μιττεράν, άπό τόν Πικάσσο ή τόν Φελλίνι. Ό ίδιος ό Ρομαίν Ρολλάν θά είχε σίγουρα κατεβάσει πολύ πιό χαμηλά άπό τόν Γ καίτε τό καπέλο του, άν είχε δει στήν άλέα τού Κάρλσμπαντ, νά τόν πλησιάζει ό Στάλιν.
255
15 Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ τοϋ Ρομαίν Ρολλάν γιά τή θηλυκότητα μοϋ φαίνεται λίγο περίεργος. Αύτός πού θαύμαζε τήν Μπεττίνα γιά τόν άπλό λόγο ότι ήταν γυναίκα («ήταν γυναίκα καί γΓ αύτό τήν άγαπάμε»), δέν βρήκε τίποτα τό άξιοθαύμαστο στή Χριστιάνε, ή όποία εντούτοις, ούδεμία αμφιβολία περί τούτου, ήταν γυναίκα έπίσης! Λέει γιά τήν Μπεττίνα ότι έχει μιά «καρδιά τρυφερή καί τρελή», ότι είναι «τρελή καί φρόνιμη», «τρελά ζωντανή καί γελαστή», καί πολλές φορές άκόμα «τρελή». Τώρα, ξέρουμε ότι γιά τόν homo sentimentalis οί λέξεις «τρελός», «τρελή», «τρέλα» (πού στή γαλλική γλώσσα ήχοϋν άκόμα πιό ποιητικά άπό ό,τι σέ άλλες γλώσσες!) σημαίνουν τήν έξαρση τοϋ άπελευθερωμένου άπό κάθε λογοκρισία συναισθήματος («τά δραστικά παραληρή ματα τοϋ πάθους», όπως λέει ό Έλυάρ) καί κατά συνέπεια προφέρονται μέ θαυμασμό καί συγκίνηση. Άντιθέτως, γιά τή Χριστιάνε, ό λάτρης τών γυναικών καί τοϋ προλεταριάτου δέν μιλάει ποτέ χωρίς νά τής κολλάει στό όνομα, κατά παράβαση όλων τών κανόνων τής εύγένειας, τά επίθετα «ζηλιάρα», «κοκκι νωπή καί βαριά», «παχιά», «ενοχλητική», «περίεργη» καί σέ πολλές σελίδες, «χοντρή». Παραδόξως, ό φίλος τών γυναικών καί τοϋ προλεταριάτου, ό άγγελιοφόρος τής ισότητας καί τής άδελφοσύνης, δέν εκδηλώνει καμία συγκίνηση στήν ιδέα ότι ή Χριστιάνε ήταν μιά πρώην εργάτρια καί ότι ό Γ καΐτε άπέδειξε ότι είχε θάρρος πέρα άπό τό συνηθισμένο ζώντας άνοιχτά μαζί της, καί παντρεύοντάς την έπειτα, θά έπρεπε νά άντιμετώπισε όχι μόνο τά κουτσομπολιά τών σαλονιών τής Βαϊμάρης, άλλά έπίσης καί τήν άποδοκιμασία τών διανοούμενων φίλων του, τοϋ Χέρντερ καί τοϋ Σίλλερ, πού θά τήν κοίταζαν άφ’ ύψηλοϋ. Δέν εκπλήσσομαι μαθαίνοντας ότι ή Βαϊμάρη τών άριστοκρατών χειροκρότησε τή φράση τής 256
Μπεττίνας πού χαρακτήρισε τήν Κυρία Γ καίτε χοντρό λουκάνι κο. Εκπλήσσομαι όμως όταν βλέπω νά χειροκροτεί ό φίλος τών γυναικών καί τής εργατικής τάξης. Πώς μπόρεσε νά αισθανθεί τόσο κοντινός τής νεαρής άριστοκράτισσας, ή όποία έκανε τέτοια δόλια επίδειξη τής μόρφωσής της μπροστά σέ μιά άπλή γυναίκα; Καί πώς γίνεται νά μήν είχε ποτέ ή Χριστιάνε δικαίωμα στόν θείο προσδιορισμό τής «τρελής» καί νά μήν ήταν, γιά τόν φίλο τοϋ προλεταριάτου, παρά μιά «ενοχλητική», αύτή πού έπινε, χόρευε, πάχαινε χαρούμενα χωρίς νά τήν νοιάζει γιά τή γραμμή της; Πώς γίνεται ώστε ό φίλος τού προλεταριάτου νά μήν είχε τήν ιδέα νά μεταβάλει τή σκηνή τών σπασμένων γυαλιών σ ’ έναν άλληγορικό πίνακα όπου μιά γυναίκα τοϋ λαού επιβάλλει μιά δίκαιη τιμωρία στήν διανοούμενη αλαζονεία, καί όπου ό Γ καίτε, ύπερασπιζόμενος τή γυναίκα του, έφορμά μέ τό κεφάλι ψηλά (καί χωρίς καπέλο!) έναντίον τοϋ στρατεύματος τών εύγενών καί τών αηδιαστικών τους προκαταλή ψεων; Βέβαια, μιά τέτοια αλληγορία δέν θά ήταν λιγότερο κουτή άπό τήν προηγούμενη. ’Εντούτοις, τό ερώτημα παραμένει: γιατί ό φίλος τοϋ προλεταριάτου καί τών γυναικών προτίμησε τή μιά άλληγορική κουταμάρα άπό τήν άλλη; Γιατί προτίμησε τήν Μπεττίνα άπό τή Χριστιάνε; Τό ερώτημα αύτό οδηγεί στό κεντρικό σημείο τοϋ πράγματος. Τό επόμενο κεφάλαιο θά δώσει τήν άπάντηση.
17
257
16 Ο ΓΚΑΙΤΕ παρότρυνε τήν Μπεττίνα (σέ ένα γράμμα χωρίς ήμερομηνία) νά «βγει άπό τόν εαυτό της». Σήμερα θά λέγαμε ότι τής προσήπτε τόν εγωκεντρισμό της. Είχε όμως τό δικαίωμα; Ποιός ήταν εκείνος πού στάθηκε ολόψυχα στό πλευρό τών πατριωτών τοϋ Τυρόλου; Ποιός ύπερασπίστηκε τή μνήμη τοϋ Πετέφι καί τή ζωή τοϋ καταδικασμένου Μιεροσλάβσκι; Έ κείνη ή αύτός; Ποιός σκεπτόταν συνεχώς τούς άλλους; Ποιός άπό τούς δύο ήταν έτοιμος νά θυσιαστεί; Ή Μπεττίνα. Χωρίς καμιά άμφιβολία. Εντούτοις, ή παρατή ρηση τοϋ Γκαιτε δέν είναι ώς εκ τούτου άστοχη. Γιατί ή Μπεττίνα ούδέποτε βγήκε άπό τό εγώ της. "Οπου κι άν πήγε, τό εγώ της κυμάτισε πίσω της σάν σημαία. Αύτό πού τήν παρακίνη σε νά σταθεί ολόψυχα στό πλευρό τών βουνίσιων τοϋ Τυρόλου, δέν είναι οί βουνίσιοι, άλλά ή συναρπαστική εικόνα τής Μπεττί νας πού είχε παθιαστεί γιά τόν άγώνα τών βουνίσιων τοϋ Τυρόλου. Αύτό πού τήν παρακίνησε ν ’ άγαπήσει τόν Γκαιτε, δέν είναι ό Γκαιτε, άλλά ή σαγηνευτική εικόνα τής Μπεττίνας-παιδιοϋ πού είναι έρωτευμένη μέ τόν γέρο ποιητή. "Ας θυμηθούμε τή χειρονομία της, πού ονόμασα χειρονομία τής επιθυμίας γιά άθανασία: άκούμπησε πρώτα τά δάχτυλα σ ’ ένα σημείο άνάμεσα στά δύο στήθια της, σάν νά ήθελε νά δείξει τό ίδιο τό κέντρο αύτοϋ πού ορίζεται ώς εγώ. Έ πειτα, τίναξε τά χέρια της μπροστά, σάν γιά νά προβάλει αύτό τό εγώ πολύ μακριά, πέρα άπό τόν ορίζοντα, πρός τήν άπεραντοσύνη. Ή χειρονομία τής επιθυμίας γιά άθανασία δέν γνωρίζει παρά δύο σημεία άναφοράς: τό εγώ, εδώ, καί τόν ορίζοντα, εκεί κάτω, μακριά* καί δύο έννοιες μόνο: τό άπόλυτο πού είναι τό εγώ καί τό άπόλυτο τοϋ κόσμου,, ' Η χειρονομία αύτή λοιπόν δέν έχει τίποτα κοινό μέ τήν άγάπη, άφοϋ ό άλλος, ό πλησίον, κάθε άνθρωπος πού βρίσκεται μεταξύ αυτών τών δύο ακραίων πόλων (τόν κόσμο 258
καί τό εγώ), έχει εκ τών προτέρων αποκλεισθεί άπό τό παιχνίδι, έχει παραλειφθεΐ, δέν διακρίνεται. Τό άγόρι πού στά είκοσι χρόνια του γράφεται στό κομμουνι στικό κόμμα ή πού, μέ τό τουφέκι στό χέρι, φεύγει γιά νά ενωθεί μέ τούς άντάρτες στά βουνά, είναι γοητευμένο άπό τήν ιδια του τήν εικόνα τοϋ επαναστάτη: αύτή είναι πού τόν ξεχωρίζει άπό τούς άλλους, αύτή είναι πού τόν κάνει νά γίνεται ό εαυτός του. Στή ρίζα τοϋ άγώνα του βρίσκεται ενας παροξυμένος καί άνικανοποίητος έρωτας τοϋ εγώ του, στόν όποιο επιθυμεί νά χαράξει μιά πολύ συγκεκριμένη περίμετρο, προτού τόν στείλει (ολοκλη ρώνοντας τή χειρονομία τής επιθυμίας γιά άθανασία, έτσι όπως τήν έχω περιγράψει) στήν μεγάλη σκηνή τής 'Ιστορίας όπου συγκλίνουν χιλιάδες βλέμματα* καί ξέρουμε, άπό τό παράδειγμα τοϋ Μύσκιν καί τής Ναστάσια Φιλίπποβνα, δτι ή ψυχή, κάτω άπό τά βλέμματα πού στοχεύουν επάνω της μέ ένταση, δέν σταματάει νά άναπτύσσεται, νά φουσκώνει, νά διογκώνεται, γιά νά πετάξει τελικά πρός τό στερέωμα σάν άερόστατο ύπέροχα φωτισμένο. Αύτό πού παρακινεί τούς άνθρώπους νά σηκώνουν τή γροθιά, ν ’ άρπάζουν ένα τουφέκι, νά ύπερασπίζονται μαζί δίκαιες ή άδικες ύποθέσεις, δέν είναι ή λογική, άλλά ή ψυχή πού έχει πάθει ύπερτροφία. Αύτή είναι τό καύσιμο χωρίς τό όποιο ό κινητήρας τής ' Ιστορίας δέν θά μπορούσε νά πάρει έμπρός καί ελλείψει τοϋ οποίου ή Εύρώπη θά είχε μείνει ξαπλωμένη στό χορτάρι, νά κοιτάζει τεμπέλικα τά σύννεφα πού τρέχουν στόν ούρανό. Ή Χριστιάνε δέν ύπέφερε άπό καμιά ύπερτροφία τής ψυχής καί καθόλου δέν επιθυμούσε νά έπιδειχθει στήν μεγάλη σκηνή τής eΙστορίας. Τήν ύποψιάζομαι δτι θά είχε προτιμήσει νά ξα πλώσει στό χορτάρι, γιά νά κοιτάζει τά σύννεφα νά τρέχουν στόν ούρανό. (Τήν ύποψιάζομαι κιόλας νά είναι εύτυχισμένη σέ τέ τοιες στιγμές)* ιδέα άπορριπτέα γιά τόν άνθρωπο μέ τήν ύπερτρο φική ψυχή πού, παρανάλωμα στίς φλόγες τοϋ εγώ του, δέν είναι ποτέ εύτυχισμένος). Ό Ρομαίν Ρολλάν, ό φίλος τής προόδου καί τών δακρύων, δέν δίστασε λοιπόν οϋτε λεπτό δταν χρειάστηκε νά διαλέξει άνάμεσα στή Χριστιάνε καί τήν Μπεττίνα. 259
17 τόν περίπατό του στά μονοπάτια τοϋ ύπερπέραν, ό Χεμινγουαίη διέκρινε άπό μακριά ένα νέο άνθρωπο πού ερχόταν νά τόν προϋπαντήσει· ήταν κομψά ντυμένος καί πολύ εύθυτενής. "Οσο ό κομψός αύτός πλησίαζε, ό Χεμινγουαίη μπορούσε νά διακρίνει στά χείλη του ένα έλαφρό καί πονηρό χαμόγελο. "Οταν εϊχε φτάσει σέ μερικά βήματα άπόσταση μόνο, ό νέος έπιβράδυνε τό βάδισμα, σάν γιά νά δώσει στό Χεμινγουαίη μιά τελευταία εύκαιρία νά τόν άναγνωρίσει. «Γιόχαν!» φώναξε έκπληκτος ό Χεμινγουαίη. Ό Γ καίτε χαμογέλασε ικανοποιημένος, ύπερήφανος γιά τήν εξαίρετη σκηνική του εντύπωση. Ά ς μήν ξεχνάμε ότι, έχοντας γιά πολύ καιρό διευθύνει ένα θέατρο, ήξερε νά κανονίζει τίς έντυπώσεις του. ’Έπειτα, πήρε τόν φίλο του άπό τό μπράτσο (ένδιαφέρον: καίτοι πολύ νεότερος τή στιγμή έκείνη εξακολου θούσε νά συμπεριφέρεται στόν Χεμινγουαίη μέ τήν φιλική συγκαταβατικότητα ενός μεγαλύτερου) καί τόν παρέσυρε σέ έναν μεγάλο περίπατο. «Γιόχαν», ε ό Χεμινγουαίη, «είστε σήμερα ώραΐος σάν θεός!» 'Η ομορφιά τοϋ φίλου του τοϋ προξενούσε ειλικρινή εύχαρίστηση καί γέλασε εύτυχισμένος: «Τί έγιναν λοιπόν οί παντόφλες σας; Καί τό πράσινό σας σκιάδι, πού πήγε;» Καί όταν σταμάτησε νά γελάει: «Νά πώς θά έπρεπε νά εμφανιστείτε στήν αιώνια δίκη. Νά συνθλίψετε τούς δικαστές όχι μέ τά έπιχειρήματά σας, άλλά μέ τήν ομορφιά σας! — Τό ξέρετε, ότι στήν αιώνια δίκη, ποτέ δέν είπα οϋτε μιά λέξη. Ά π ό περιφρόνηση. Δέν μπόρεσα όμως νά εμποδίσω τόν εαυτό μου άπό τό νά πάει καί νά τούς άκούσει. Τό μετανιώνω. — Τί θέλετε; Σάς καταδίκασαν στήν άθανασία γιά νά σάς ΚΑΝΟΝΤΑΣ
260
τιμωρήσουν πού γράψατε βιβλία. ’Εσείς ό ’ίδιος μοϋ τό εξηγή σατε». Ό Γκαΐτε σήκωσε τούς ώμους καί είπε μέ μιά ορισμένη ύπερηφάνεια: «Μέ μιά έννοια, μπορεΐ τά βιβλία μας νά είναι άθάνατα. ’Ίσως». Μετά άπό μιά παύση, πρόσθεσε μέ μισή φωνή, μέ σοβαρό ύφος: «’Ό χ ι εμείς όμως. — Άντιθέτως! διαμαρτυρήθηκε ό Χεμινγουαίη μέ πίκρα. Τά βιβλία μας είναι πιθανόν ότι σύντομα θά πάψουν νά τά διαβά ζουν. Ά π ό τόν δικό σας Φάονστ δέν θά μείνει παρά μιά χαζο-όπερα τοϋ Γ κουνώ. Καί ’ίσως έπίσης αύτή ή στροφή όπου εξετάζεται τό αιώνιο θήλυ πού κάπου μάς παρασύρει... — “Das Ewigweibliche zieht uns hinan” , άπήγγειλε ό Γκαΐτε. — Αύτό είναι. Ά λ λ ά οί άνθρωποι ποτέ δέν θά σταματήσουν νά φλυαρούν γιά τίς ελάχιστες λεπτομέρειες τής ζωής σας. —Δέν έχετε άκόμα καταλάβει ότι τά πρόσωπα γιά τά όποια μιλούν δέν έχουν τίποτα νά κάνουν μαζί μας; — Μήν πάτε νά ισχυριστείτε, Γιόχαν, ότι δέν ύπάρχει καμιά σχέση άνάμεσα σέ σάς καί στόν Γκαΐτε γιά τόν όποιο μιλάει όλος ό κόσμος καί γιά τόν όποιο όλος ό κόσμος γράφει. Παραδέχομαι ότι δέν είστε εντελώς ό ίδιος μέ τήν εικόνα πού έχει μείνει άπό σάς. Παραδέχομαι ότι εκεί είσθε άρκούντως παραμορφωμένος. ’Εντούτοις, όμως, είσθε παρών. —’Ό χ ι, δέν είμαι παρών σ ’ αύτή τήν εικόνα, είπε ό Γ καΐτε μέ πολλή σταθερότητα. Καί θά σάς πώ άκόμα περισσότερα. Οϋτε καί στά βιβλία μου είμαι παρών. Αύτός πού δέν είναι δέν μπορεΐ νά είναι παρών. —Αύτό τό λεξιλόγιο είναι πολύ φιλοσοφικό γιά μένα. —Ξεχάστε γιά μιά στιγμή ότι είσθε Αμερικανός καί βάλτε τό μυαλό σας νά δουλέψει: αύτός πού δέν είναι, δέν μπορεΐ νά είναι παρών. Είναι τόσο περίπλοκο; Ά π ό τή στιγμή τοϋ θανάτου μου, έγκατέλειψα όλους τούς χώρους πού κατελάμβανα. Ά κόμα καί τά βιβλία μου. Τά βιβλία αύτά μένουν στόν κόσμο χωρίς εμένα. Κανένας δέν θά μέ βρει πιά εκεί. Γιατί δέν μπορεΐς νά βρεις αύτό πού δέν είναι. — Θά ήθελα πολύ νά σάς πιστέψω, ξαναπήρε τό λόγο ό 261
Χεμινγουαίη, άλλά πείτε μου: άν ή εικόνα σας δέν είχε τίποτα κοινό μέ σάς, γιατί τήν φροντίσατε τόσο όσο ζούσατε; Γιατί καλέσατε τόν Έ κερμαν στό σπίτι σας; Γιατί βαλθήκατε νά γράψετε τό Ποίηση καί Αλήθεια; —Έ ρνεστ, συμβιβαστείτε μέ τήν παραδοχή ότι ύπήρξα τόσο άμυαλος όσο κι εσείς. 'Η φροντίδα τής ίδιας του τής εικόνας: ιδού ή άδιόρθωτη άνωριμότητα τοϋ άνθρώπου. Είναι τόσο δύ σκολο νά μείνει κανείς άδιάφορος γιά τήν εικόνα του! Μιά τέτοια άδιαφορία ξεπερνά τίς άνθρώπινες δυνάμεις. eΟ άνθρωπος δέν τήν κατακτά παρά μόνο μετά τό θάνατό του. Καί πάλι, όχι άμέσως. Πολύ καιρό μετά τό θάνατό του. Δέν έχετε άκόμα φθάσει εκεί. Δέν είσαστε άκόμα ένήλικος. Καί όμως, εϊσαστε πεθαμέ νος... άπό πόσο καιρό ήδη; — Είκοσι επτά χρόνια, είπε ό Χεμινγουαίη. — Είναι πολύ λίγο. Σάς χρειάζονται άκόμα είκοσι ή τριάντα χρόνια τουλάχιστον. Τότε μόνο ίσως καταλάβετε ότι ό άνθρωπος είναι θνητός καί θά μάθετε νά συνάγετε όλες τίς συνέπειες αύτοϋ τοϋ πράγματος. Α δύνατον νά γίνει νωρίτερα. Λίγο καιρό πρίν πεθάνω, νόμισα ότι ένιωσα μέσα μου μιά τέτοια δημιουργική δύναμη πού ή άπόλυτη εξαφάνισή της μοϋ φαινόταν άπίθανη. Καί πίστευα, βεβαίως, ότι θά άφηνα άπό μένα μία εικόνα πού θά ήταν ή προέκτασή μου. Ναί, ήμουν σάν καί σάς. Ά κόμα καί μετά τό θάνατο μοϋ ήταν δύσκολο νά συμβιβαστώ μέ τό νά μήν είμαι πιά. Είναι πολύ παράξενο, ξέρετε. Τό νά είσαι θνητός είναι ή στοιχειωδέστερη άνθρώπινη έμπειρία, καί εντούτοις ούδέποτε ό άνθρωπος ήταν σέ θέση νά τήν δεχτεί, νά τήν κατανοήσει, νά συμπεριφερθεϊ άναλόγως. Ό άνθρωπος δέν ξέρει νά είναι θνη τός. Καί όταν είναι πεθαμένος, δέν ξέρει κάν νά είναι πεθαμένος. — Καί σεις, εσείς νομίζετε ότι ξέρετε νά είστε πεθαμένος;» ρώτησε ό Χεμινγουαίη γιά νά μετριάσει τή σοβαρότητα τής στιγμής. «Πιστεύετε πραγματικά ότι ό καλύτερος τρόπος γιά νά είστε πεθαμένος είναι νά χάνετε τόν καιρό σας φλυαρώντας μαζί μου; — Μήν κάνετε τόν βλάκα, ’Έρνεστ, είπε ό Γκαιτε. Ξέρετε καλά ότι αύτή τή στιγμή δέν είμαστε παρά ή έπιπόλαιη φαντασία 262
ενός μυθιστοριογράφου πού μάς βάζει νά λέμε αύτό πού προφα νώς ποτέ δέν θά είχαμε πει. Ά ς τ 5 άφήσουμε όμως. Παρατηρή σατε τήν όψη πού πήρα σήμερα; —Σάς τό είπα άμέσως μόλις σάς άναγνώρισα! Είστε ώραιος σάν θεός! —Νά πώς ήμουν τήν εποχή πού όλη ή Γερμανία έβλεπε στό πρόσωπό μου έναν άνελέητο κατακτητή», είπε ό Γκαΐτε μέ σχεδόν επίσημο τόνο. ’Έπειτα, πρόσθεσε συγκινημένος: «’Ή θε λα νά κρατήσετε αύτή τήν εικόνα άπό μένα, στά επόμενα χρόνια σας». ' Ο Χεμινγουαίη τόν κοίταξε καταπρόσωπο μέ μιά ξαφνική καί τρυφερή συγκαταβατικότητα: «Καί σάς, Γιόχαν, ποιά είναι ή μετά θάνατον ήλικία σας; —'Εκατόν έξι χρόνια, είπε ό Γκαΐτε μέ μιά κάποια σεμνό τητα. — Καί άκόμα δέν έχετε μάθει καθόλου νά είστε πεθαμένος;» Ό Γκαΐτε χαμογέλασε: «Ξέρω, ’Έρνεστ. Α ντιδρώ λίγο άντιφατικά σέ σχέση μ ’ αύτά πού μόλις σάς είπα. "Αν άφέθηκα σ ’ αύτή τήν παιδική ματαιοδοξία, είναι έπειδή σήμερα βλεπόμαστε γιά τελευταία φορά». ’Έπειτα, άργά, σάν άνθρωπος πού πιά δέν πρόκειται νά κάνει καμιά δήλωση, πρόφερε αύτές τίς λέξεις: «Γιατί κατάλαβα, μιά γιά πάντα, ότι ή αιώνια δίκη είναι μιά μαλακία. ’Αποφάσισα επιτέλους νά έκμεταλλευθώ τήν κατάστα σή μου τοϋ πεθαμένου γιά νά πάω νά κοιμηθώ, άν μοϋ έπιτρέπετε αύτή τήν άνακριβή έκφραση. Γιά νά γευθώ τήν ήδονή τοϋ ολικού μή-είναι, γιά τό όποιο ό μεγάλος μου εχθρός, ό Νοβάλις, έλεγε ότι έχει χρώμα γαλαζωπό».
263
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ Τό τ υ χ α ίο
1 ανέβηκε πάλι στό δωμάτιό της. Ή τα ν Κυρια κή, τό ξενοδοχείο δέν περίμενε κανέναν καινούριο πελάτη, κανείς δέν τήν βίαζε ν 5 αδειάσει τόν χώρο. Τό μεγάλο κρεβάτι είχε μείνει άφτιαχτο, έτσι όπως τό είχε αφήσει τό πρωί. Τό θέαμα αύτό τήν πλημμύρισε εύτυχία: είχε περάσει έκεΐ δυό νύχτες ολομόναχη, χωρίς ν 5 άκούει άλλο θόρυβο εκτός άπό τήν άναπνοή της, ξαπλωμένη λοξά άπό τή μιά γωνιά στήν άλλη, σάν νά ήθελε νά σφιχταγκαλιάσει όλη αύτή τήν ορθογώνια επιφάνεια πού δέν άνήκε παρά μόνο στό ϊδιο της τό κορμί καί στόν δικό της ύπνο. Στή βαλίτσα πού ήταν άνοιχτή πάνω στό τραπέζι, όλα ήσαν ήδη στή θέση τους: στή διπλωμένη φούστα ήταν άκουμπισμένα, σέ χαρτόδετη έκδοση, τά ποιήματα τοϋ Ρεμπώ. Τά είχε πάρει μαζί της επειδή τίς τελευταίες εβδομάδες είχε πολύ σκεφθεΐ τόν Πώλ. Πρίν έρθει στόν κόσμο ή Μπριζίτ, άνέβαινε συχνά πίσω του σέ μιά μεγάλη μοτοσυκλέτα καί διέσχιζαν όλη τή Γαλλία. Στή μνήμη της, αύτή ή εποχή κι αύτή ή μοτοσυκλέτα μπερδεύο νταν μέ τόν Ρεμπώ: ήταν ό ποιητής τους. Ε κ είνα τά μισοξεχασμένα ποιήματα, τά είχε πάρει όπως θά έπαιρνε ένα παλιό ήμερολόγιο, περίεργη νά δει άν οί κιτρινισμένες άπό τόν χρόνο σημειώσεις θά τής φαίνονταν συγκινητικές, γελοίες, γοητευτικές ή χωρίς καμιά σημασία. Οί στίχοι ήσαν πάντοτε τό ίδιο ώραίοι, άλλά σέ ένα σημείο τήν έξέπληξαν: δέν είχαν καμιά σχέση μέ τή μεγάλη μοτοσυκλέτα πού κάποτε καβαλοϋσε μαζί μέ τόν Πώλ. Ό κόσμος τής ποίησης τοϋ Ρεμπώ ήταν πολύ πιό κοντινός στούς σύγχρονους τοϋ Γκαιτε ά π’ ό,τι στούς σύγχρονους τής Μπριζίτ. ' Ο Ρεμπώ, πού είχε προστάξει τόν κόσμο ολόκληρο νά είναι άπόλυτα σύγχρονος, ήταν ένας ποιητής τής φύσης, ένας πλάνος, τά ποιήματά του περιείχαν
M e t a TO ΠΡΩΙΝΟ
267
λέξεις πού ό σημερινός άνθρωπος εχει ξεχάσει ή πού δέν τοϋ δίνουν πιά καμιά εύχαρίστηση: τριζόνια, φτέρες, κάρδαμο, φουντουκιές, φλαμουριές, ρείκια, βελανιδιά, ύπέροχα κοράκια, ζε στά περιττώματα παλιών περιστερεώνων καί δρόμοι, δρόμοι πάνω α π’ όλα. Τά γαλάζια βράδυα του καλοκαιριού, θά πάω στά μονοπάτια, τσιμπιμένος άπό τά στάχυα, νά πατήσω τό λεπτό χορ τάρι... Δεν θά μιλάω, δέν θά σκέπτομαι τίποτα... καί θά πάω μακριά, πολύ μακριά, σάν τσιγγάνος, στή φύση, — εύτυχισμένος σάν γυναίκα...
’Έκλεισε τή βαλίτσα. ’Έ πειτα βγήκε στό διάδρομο, κατέβηκε τρέχοντας μπροστά στό ξενοδοχείο, εριξε τή βαλίτσα στό πίσω κάθισμα καί κάθισε στό τιμόνι.
268
2 δυ ό μ ισι ή ώρα καί έπρεπε νά φύγει χωρίς καθυστέρηση γιατί δέν τής άρεσε νά οδηγεί τή νύχτα. 5Αλλά δέν άποφάσιζε νά γυρίσει τό κλειδί τής μηχανής. Σάν εραστής πού δέν είχε τό χρόνο νά έκφράσει αύτά πού κρύβει στήν καρδιά του, τό τοπίο γύρω της τήν εμπόδιζε νά φύγει. Κατέβηκε άπό τό αύτοκίνητο. Τήν περικύκλωσαν τά βουνά. Ε κ είνα άριστερά φωτίζονταν άπό ζωηρά χρώματα καί ή λευκότητα τών παγετώνων λαμποκοπούσε πάνω άπό τό πράσινό τους περίγραμμα' εκείνα δεξιά τυλίγονταν σέ μιά κιτρινωπή ομίχλη πού δέν άφηνε νά ξεχωρίζει παρά μόνο τό περίγραμμά τους. Ή σ α ν δυό έντελώς διαφορετικοί φωτισμοί* δυό διαφορετικοί κόσμοι. Γύρισε τό κεφάλι άπό άριστερά πρός τά δεξιά, άπό δεξιά πρός τά άριστερά, κι άποφάσισε νά κάνει έναν τελευταίο περίπατο. Καί πήρε ένα δρόμο πού άνηφορίζοντας βαθμιαία άνάμεσα στά λιβάδια, οδηγούσε πρός τά δάση. Τό ταξίδι της στίς ’Ά λπεις μέ τόν Πώλ, πάνω στή μεγάλη μοτοσυκλέτα. ήταν κάπου είκοσι πέντε ήδη χρόνια πρίν. ' Ο Πώλ άγαπούσε τή θάλασσα, τά βουνά δέν τοϋ έλεγαν τίποτα. Ή θελε νά τόν κάνει ν ’ άγαπήσει τόν κόσμο της* ήθελε έκεΐνος νά εκστασιάζεται μπροστά στά δέντρα καί στά λιβάδια. Ή μοτοσυ κλέτα ήταν σταματημένη στήν άκρη τοϋ δρόμου, καί ό Πώλ έλεγε: «"Ενα λιβάδι δέν είναι τίποτ5 άλλο άπό ένα πεδίο οδύνης. Μέσα σ ’ αύτή τήν ώραία πρασινάδα, ένα πλάσμα πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο, τά μυρμήγκια καταβροχθίζουν ζωντανά τά σκου λήκια, τά πουλιά καραδοκούν μεσούρανα, παραμονεύοντας μιά νυφίτσα ή ένα ποντίκι. Βλέπεις αύτή τή μαύρη γάτα, άκίνητη μέσα στά χορτάρια; Δέν περιμένει παρά μιά εύκαιρία γιά νά σκοτώσει. Βρίσκω άπωθητικό τόν άφελή σεβασμό πού έχουμε γιά τή φύση. Πιστεύεις ότι άνάμεσα στίς μασέλες μιας τίγρης,
Η ταν
269
μιά ελαφίνα θά είναι λιγότερο τρομαγμένη άπό ό,τι θά ήσουν εσύ ή ίδια; "Αν ό κόσμος ύποστηρίζει ότι ενα ζώο δέν μπορεΐ νά ύποφέρει όσο ενας άνθρωπος, είναι επειδή οί άνθρωποι δέν θά μπορούσαν νά ύποφέρουν τήν ιδέα νά ζούν μέσα σέ μιά φύση πού, δέν είναι παρά θηριωδία, τίποτ’ άλλο άπό θηριωδία. *Ο Πώλ ενιωθε εύτυχία βλέποντας τόν άνθρωπο νά καλύπτει σιγά σιγά τή γή μέ μπετόν. ΤΗταν γιά εκείνον σάν νά είχε κάποιος χτίσει ζωντανή μιά άγρια φόνισσα. 'Η ’Ανιές τόν καταλάβαινε πάρα πολύ καλά, ώστε νά μήν μπορεΐ εκείνος νά κρύψει τήν άποστροφή αύτή γιά τή φύση, πού ήταν, γιά νά τό πούμε ετσι, ριζωμένη στήν καλοσύνη του καί στό περί δικαιοσύ νης αίσθημά του. "Ισως όμως νά ήταν μάλλον ή άρκετά συνηθισμένη ζήλια ενός συζύγου πού προσπαθεί μιά γιά πάντα ν ’ άποσπάσει τή γυναίκα του άπό τόν πατέρα. Γιατί ήταν άπό τόν πατέρα της πού ή Ά ν ιές είχε κληρονομήσει τήν άγάπη γιά τή φύση. Μέ τή δική του συνοδεία είχε διατρέξει χιλιόμετρα καί χιλιόμετρα δρόμων, άποθαυμάζοντας τή σιωπή τών δασών, Μιά μέρα, κάποιοι φίλοι τήν είχαν πάει περίπατο μέ τό αύτοκίνητο μέσα στήν άμερικάνικη φύση. ΤΗταν ενα βασίλειο τών δέντρων, άπέραντο καί άπρόσιτο, πού τό διέκοπταν δρόμοι μακρεΐς. 'Η σιωπή εκείνων τών δασών τής είχε φανεί τό ίδιο εχθρική καί ξένη όσο καί ή φασαρία τής Νέας Ύ όρκης. Στά δάση πού ή Ά ν ιές άγαπάει, οί δρόμοι διακλαδώνονται σέ μικρά δρομάκια, επειτα σέ μονοπάτια· στά μονοπάτια πηγαίνουν οί βουνίσιοι. Κατά μήκος τών δρόμο)ν υπάρχουν παγκάκια, άπ’ όπου βλέπεις τό τοπίο, γεμάτο άπό πρόβατα καί άγελάδες πού βόσκουν. Είναι ή Εύρώπη, είναι ή καρδιά τής Εύρώπης, οί "Αλπεις.
27(1
3 τώρα, έσχιζα τά σανδάλια μου Στά χαλίκια τών δρόμων...
Ο Κ Τ Ω ΜΕΡΕΣ
γράφει ό Ρεμπώ. Δρόμος: λωρίδα γης πάνω στήν όποία βαδίζει κανείς μέ τά πόδια. Ή όδός διαφέρει άπό τό δρόμο όχι μόνο επειδή τή διατρέχουμε μέ αύτοκίνητο, άλλά στό ότι είναι μιά άπλή γραμμή πού συνδέει ένα σημείο μέ ένα άλλο. Αύτή καθαυτή ή όδός δέν έχει κανένα νόημα* έχουν μόνον τά δύο σημεία πού συνδέει. 'Ο δρόμος είναι μία τιμητική προσφορά στό χώρο. Κάθε κομμάτι τού δρόμου είναι τό ίδιο προικισμένο μ ’ ένα νόημα καί μάς καλεΐ νά σταθούμε. Ή όδός είναι μία θριαμβευτική ύποτίμηση τοϋ χώρου, πού σήμερα δέν είναι τίποτ5 άλλο άπό ένα πρόσκομμα στίς κινήσεις τοϋ άνθρώπου, ένα χάσιμο χρόνου. Πρίν άκόμα εξαφανιστούν άπό τό τοπίο, οί δρόμοι εξαφανί στηκαν άπό τήν άνθρώπινη ψυχή: ό άνθρωπος δέν έχει πιά τήν επιθυμία νά περπατάει καί νά τό άπολαμβάνει. Οϋτε τή ζωή του τήν βλέπει πιά σάν ένα δρόμο, άλλά σάν μία οδό: σάν μιά γραμμή πού οδηγεί άπό ένα σημείο στό άλλο, άπό τό βαθμό τοϋ λοχαγού στό βαθμό τοϋ στρατηγού, άπό τήν κατάσταση τοϋ συζύγου στήν κατάσταση τοϋ χήρου. 'Ο χρόνος τής ζωής έχει καταντήσει άπλό εμπόδιο πού πρέπει νά τό ύπερπηδήσουμε μέ ολοένα αύξανόμενη ταχύτητα. Ό δρόμος καί ή όδός ενέχουν επίσης δύο έννοιες τής ομορ φιάς. "Οταν ό Πώλ δηλώνει ότι ύπάρχει στό τάδε σημείο ένα ώραίο τοπίο αύτό σημαίνει: άν σταματήσεις εκεί τό αύτοκίνητο σου, θά δεις έναν ώραίο πύργο τοϋ 15ου αιώνα περιτριγυρισμένο άπό ένα πάρκο* ή ύπάρχει μία λίμνη εκεί, καί κύκνοι πού κολυμπούν στήν άστραφτερή της επιφάνεια ή όποία χάνεται μακριά.
Στόν κόσμο τών όδών, ώραιο τοπίο σημαίνει: μία νησίδα ομορφιάς, πού μιά μακριά γραμμή τή συνδέει μέ άλλες νησίδες ομορφιάς. Στόν κόσμο τών δρόμων, ή ομορφιά είναι συνεχής καί πάντοτε εναλλασσόμενη* σέ κάθε βήμα μάς λέει: «σταμάτα!» Ό κόσμος τών δρόμων ήταν ό κόσμος τοϋ πατέρα. ' Ο κόσμος τών όδών ήταν ό κόσμος τοϋ συζύγου. Καί ή ιστορία τής Ά ν ιές ολοκληρώνεται κυκλικά: άπό τόν κόσμο τών δρόμων στόν κόσμο τών όδών, καί τώρα πάλι στό σημείο εκκίνησης. Γιατί, ή ’Ανιές εγκαθίσταται στήν Ελβετία. 'Η άπόφασή της είναι πλέον ειλημμένη καί είναι γΓ αύτό πού έδώ καί δύο εβδομάδες αισθάνε ται τόσο άκατάπαυστα, τόσο τρελά εύτυχισμένη.
272
4 Η τ α ν ΗΔΗ πολύ προχωρημένο τό απόγευμα όταν έπέστρεψε στό
αύτοκίνητό της. Τή στιγμή άκριβώς πού έβαζε τό κλειδί στήν κλειδαριά, ό καθηγητής Ά βενάριος, φορώντας τό μαγιό του, πλησίασε στή μικρή δεξαμενή δπου τόν περίμενα μέσα στό ζεστό νερό, δπου μέ μαστίγωναν τά δυνατά ρεύματα πού άνάβλυζαν άπό τά βυθισμένα τοιχώματα. ’Έ τσι είναι πού συγχρονίζονται τά γεγονότα. Κάθε φορά πού κάτι συμβαίνει στό μέρος Ζ, κάτι άλλο παράγεται έπίσης στά μέρη Α, Β, Γ, Δ, Ε. «Καί τή στιγμή άκριβώς πού...» είναι μιά άπό τίς μαγικές φόρμουλες πού βρίσκουμε σέ δλα τά μυθιστορήματα, μιά φόρμουλα πού μάς μαγεύει δταν διαβάζουμε τούς Τρεις Σωματοφύλακες, τό άγαπημένο μυθιστόρημα τοϋ καθηγητή Ά β ενάριου, στόν όποιο είπα άντί χαιρετισμού: «Τή στιγμή αύτή άκριβώς, ένώ εσύ μπαίνεις στή δεξαμενή, ή ήρωίδα τοϋ μυθιστο ρήματος μου έχει επιτέλους άνάψει τή μηχανή καί παίρνει τό δρόμο γιά τό Παρίσι. —' Υπέροχη σύμπτωση, είπε ό καθηγητής Ά βενάριος μέ φανερή ικανοποίηση καί βούτηξε στό νερό. — Είναι φανερό δτι σέ κάθε δευτερόλεπτο παράγονται στόν κόσμο δισεκατομμύρια συμπτώσεις τοϋ είδους αύτοϋ. ’Ονειρεύο μαι νά γράψω ένα μεγάλο βιβλίο γιά τό θέμα αύτό: μία θεωρία τοϋ τυχαίου. Μέρος πρώτο: τό τυχαίο πού διέπει τίς συμπτώσεις. 'Η κατάταξη τών διαφόρων ειδών συμπτώσεων. Παράδειγμα: “Τή στιγμή άκριβώς πού ό καθηγητής Ά βενάριος μπήκε στή δεξαμε νή γιά νά εκθέσει τήν πλάτη του στά ρεύματα, στό δημόσιο πάρκο τοϋ Σικάγου ένα ξερό φύλλο έπεσε άπό μιά καστανιά” . Ιδ ο ύ μιά σύμπτωση γεγονότων, άλλά δέν έχει κανένα νόημα. Στή δική μου κατάταξη, τήν άποκαλώ βουβή σύμπτωση. Φαντάσου, δμως, δτι λέω: “Τή στιγμή άκριβώς πού τό πρώτο ξερό 18
273
φύλλο έπεφτε στήν πόλη τοϋ Σικάγου, ό καθηγητής Ά βενάριος έμπαινε στή δεξαμενή γιά νά κάνει μασάζ στήν πλάτη του” . Ή φράση γίνεται μελαγχολική, γιατί βλέπουμε τόν καθηγητή Ά β ενάριο σάν άγγελιαφόρο τοϋ φθινοπώρου, καί τό νερό μέσα στό όποιο μουσκεύει μάς φαίνεται αλατισμένο άπό δάκρυα. ' Η σύμπτωση έχει έμφυσήσει στό γεγονός μιά άπρόβλεπτη σημα σία, γΓ αύτό καί τήν άποκαλώ ποιητική σύμπτωση. Μπορώ όμως νά πώ επίσης, όπως έκανα διακρίνοντάς σε: “ Ό καθηγητής Ά βενάριος βούτηξε στή δεξαμενή τή στιγμή άκριβώς πού ή Ά νιές, κάπου στίς Ά λ π εις, έβαζε μπροστά τό αύτοκίνητο της” . Ή σύμπτωση αύτή δέν μπορεΐ νά χαρακτηρισθεΐ ποιητική, γιατί δέν δίνει κανένα ξεχωριστό νόημα στήν είσοδό του μέσα στή δεξαμενή, είναι όμως μιά σύμπτωση έξαιρετικά πολύτιμη παρά ταϋτα, τήν άποκαλώ άντιστικτική. Είναι σάν νά ενώνονταν δυό μελωδίες στήν ϊδια καί τήν αύτή σύνθεση. Τό γνωρίζω αύτό άπό παιδί. "Ενα άγόρι τραγουδούσε ένα τραγουδάκι, ένα άλλο ένα άλλο τραγουδάκι, καί ταίριαζαν καί τά δύο! Ά λ λ ά ύπάρχει άκόμα κι ένα άλλο είδος σύμπτωσης: “ Ό καθηγητής Ά β ενά ριος καταποντίσθηκε στό μετρό στό Μονπαρνάς τή στιγμή άκριβώς πού βρισκόταν εκεί μιά ώραία κυρία μ 5 έναν κόκκινο κουμπαρά” . ’Έχουμε εδώ μία σύμπτωση γενετική ιστορίας, ιδιαί τερα άγαπητή στούς μυθιστοριογράφους». ’Έκανα μιά παύση εκεί, μέ τήν ελπίδα νά τόν παρακινήσω νά μοϋ πει περισσότερα γιά τή συνάντηση στό μετρό* άρκέστηκε όμως νά κυρτώσει τή ράχη του, γιά νά εκθέσει καλά τό λουμπά γκο του στό δονούμενο νερό, καί έκανε σάν νά μήν τόν άφοροϋσε καθόλου τό τελευταίο μου παράδειγμα. «Δέν μπορώ νά βγάλω άπό τό μυαλό μου τήν ιδέα, είπε, ότι στή ζωή τοϋ άνθρώπου ή σύμπτωση δέν ορίζεται άπό τόν ύπολογισμό τών πιθανοτήτων. Θέλω νά πώ μ ’ αύτό ότι είμαστε συχνά άντιμέτωποι μέ τόσο άπίθανες συμπτώσεις πού δέν έχουν καμιά μαθηματική εξήγηση. Τελευταία, ενώ περπατούσα στό Παρίσι, σέ έναν άσή μαντό δρόμο μιάς άσή μάντης γειτονιάς, έπεσα πάνω σέ μιά γυναίκα άπό τό Αμβούργο πού έδώ καί είκοσι πέντε χρόνια τήν έβλεπα σχεδόν καθημερινά, κι έπειτα 274
τήν έχασα τελείως άπό τά μάτια μου. Είχα πάρει εκείνο δά τό δρόμο επειδή, κατά λάθος, είχα κατεβεΐ άπό τό μετρό μιά στάση πρίν άπ* τή δίκιά μου. "Οσο γιά τή γυναίκα αύτή, είχε έρθει νά περάσει τρεις μέρες στό Παρίσι καί ήταν χαμένη. 'Υπήρχε μία πιθανότητα στό δισεκατομμύριο νά συναντηθούμε! —Τί μέθοδο έφαρμόζεις εσύ γιά νά ύπολογίζεις τήν πιθανό τητα τών άνθρώπινων συναντήσεων; —Ξέρεις εσύ καμιά μέθοδο; —’Ό χ ι. Καί λυπάμαι, άπάντησα. Είναι παράξενο, όμως ή άνθρώπινη ζωή ούδέποτε άποτέλεσε άντικείμενο μαθηματικής ερευνάς. ’Ά ς πάρουμε γιά παράδειγμα τόν χρόνο. ’Ονειρεύομαι νά δοκιμάσω αύτή τήν εμπειρία: νά τοποθετήσω ήλεκτρόδια στό κεφάλι ενός άνθρώπου καί νά ύπολογίσω τί ποσοστό τής ζωής του άφιερώνει στό παρόν, τί ποσοστό στίς άναμνήσεις, τί ποσοστό στό μέλλον. Θά μπορούσαμε έτσι νά άνακαλύψουμε αύτό πού είναι ό άνθρωπος στή σχέση του μέ τό χρόνο. Αύτό πού είναι ό άνθρώπινος χρόνος. Καί, στά σίγουρα, θά μπορούσαμε νά προσδιορίσουμε τρεις θεμελιώδεις άνθρώπινους τύπους, άνάλογα μέ τήν όψη τοϋ χρόνου πού θά ήταν στόν καθένα τους κυρίαρχη. ’Επιστρέφω στά τυχαία περιστατικά. Τί σοβαρό μπορεΐ νά πει κανείς γιά τά τυχαία περιστατικά τής ζωής, χωρίς μιά μαθηματι κή έρευνα; Μόνο νά: δέν ύπάρχουν ύπαρξιακά μαθηματικά. —' Υπαρξιακά μαθηματικά. ’Εξαιρετικό εύρημα», είπε ό Ά βενάριος χαμένος στούς συλλογισμούς του. ’Έπειτα είπε: «"Οπως καί νά ’χει τό πράγμα, είτε ή συνάντηση είχε μία πιθανότητα στό εκατομμύριο ή στό δισεκατομμύριο νά γίνει, ήταν εντελώς άπρόβλεπτη, καί τό άπρόβλεπτο αύτό είναι πού τής δίνει όλη τήν αξία της. Γιατί τά ύπαρξιακά μαθηματικά, πού δέν ύπάρχουν, θά έθεταν περίπου τήν εξίσωση: ή άξία ενός τυχαίου ισοϋται πρός τό βαθμό τοϋ άπρόβλεπτου πού ενέχει. —-Νά συναντήσεις στά καλά καθούμενα, στήν καρδιά τοϋ Παρισιού, μιά ώραία γυναίκα πού έχεις νά δεις χρόνια καί χρόνια... είπα μέ ύφος όνειροπόλο. — Αναρωτιέμαι σέ τί στηρίζεσαι γιά νά άποφανθεΐς ότι ήταν ώραία. Αύτή εργαζόταν στό βεστιάριο μιάς μπυραρίας δ,ιου 275
εκείνο τόν καιρό πήγαινα καθημερινά καί είχε έρθει στό Παρίσι μέ ένα γκρούπ συνταξιούχων γιά τριήμερη εκδρομή. ’Αναγνωρί ζοντας ό ένας τόν άλλον, κοιταχτήκαμε καταπρόσωπο μέ αμηχα νία. Καί μέ κάποια απελπισία άκόμα, τήν ιδια πού θά δοκίμαζε ένας νέος μέ κομμένα πόδια κερδίζοντας στήν τόμπολα ένα ποδήλατο. Είχαμε κι οι δυό τήν εντύπωση πώς μάς είχαν κάνει δώρο μιά εξαιρετικά πολύτιμη, άλλά καί άπόλυτα άχρηστη, σύμπτωση. ’Έμοιαζε σάν κάποιος νά μάς είχε κοροϊδέψει καί νιώσαμε ντροπή ό ένας άπέναντι στόν άλλο. —Αύτό τό είδος τής σύμπτωσης, θά μπορούσε νά χαρακτηρι στεί μακάβριο , είπα. Μάταια όμως άναρωτιέμαι: σέ ποιά κατηγο ρία μπορεΐ κανείς νά κατατάξει τό τυχαίο στή συνέχεια τοϋ οποίου ό Μπερνάρ Μπερτράν πήρε τό δίπλωμά του τοϋ σκέτου γαϊδάρου;» Ό Ά βενάριος άπάντησε μέ τό πιό αύταρχικό του ύφος: « Ά ν ό Μπερνάρ Μπερτράν προήχθη σέ σκέτο γάιδαρο, είναι επειδή είναι ένας σκέτος γάιδαρος. Τό τυχαίο δέν έχει τίποτα νά κάνει μέ τή συγκυρία. Έ κ ει ύπή ρχε μία άπόλυτη άναγκαιότητα. Ά κόμα καί οι σιδερένιοι νόμοι τής Ισ τορ ία ς, γιά τούς οποίους μιλάει ό Μάρξ, δέν επιβάλλονται μέ περισσότερη άναγκαιότητα άπ’ ό,τι τό δίπλωμα αύτό». Καί σάν νά τόν είχε ενοχλήσει ή ερώτησή μου, όρθωσε μέσα στό νερό όλο τό άπειλητικό του άνάστημα. Σηκώθηκα κι εγώ καί πήγαμε νά καθίσουμε στό μπάρ άπό τήν άλλη μεριά τής αίθουσας.
276
5 παραγγείλει δυό ποτήρια κρασί καί είχαμε κατεβάσει τήν πρώτη γουλιά. Ό Ά βενάριος ξανάρχισε: « ’Εντούτοις, γνωρίζεις καλά δτι κάθε μιά άπό τίς πράξεις μου είναι πράξη πολεμική ενάντια στόν Διαβολότοπο. —Βέβαια καί τό ξέρω, άπάντησα. ΓΓ αύτό καί σέ ρωτάω: γιατί τέτοιο πάθος εναντίον τοϋ Μπερνάρ Μπερτράν συγκεκρι μένα; —Δέν καταλαβαίνεις τίποτα», είπε ό Ά βενάριος, κουρασμέ νος κατά τά φαινόμενα άπό τό νά βλέπει δτι εξακολουθούσα νά μήν συλλαμβάνω αύτό πού χίλιες φορές μοϋ είχε εξηγήσει. « ’Ενάντια στόν Διαβολότοπο, δέν ύπάρχει κανένας άποτελεσματικός ή ορθολογικός άγώνας. 'Ο Μάρξ προσπάθησε, δλοι οί επαναστάτες προσπάθησαν, καί στό τέλος ό Διαβολότοπος οικειοποιήθηκε δλες τίς οργανώσεις πού άρχικά ήταν προορισμέ νες νά τόν εξουδετερώσουν. 'Ό λο μου τό παρελθόν τοϋ επανα στάτη κατέληξε σέ μιά άπογοήτευση καί σήμερα μόνο τό ερώτημα αύτό μ ’ ενδιαφέρει: τί μπορεί νά κάνει άκόμα εκείνος πού κατάλαβε τό άδύνατο κάθε οργανωμένου, ορθολογικού καί άποτελεσματικοϋ άγο)να ενάντια στόν Διαβολότοπο; Δέν ύπάρ χουν παρά δύο λύσεις: ή συμβιβάζεται καί τότε παύει νά είναι ό εαυτός του ή συνεχίζει νά καλλιεργεί τήν εσωτερική του άνάγκη γιά εξέγερση, καί νά τήν εκδηλώνει άπό καιρό σέ καιρό. ’Ό χ ι γιά ν ’ άλλάξει τόν κόσμο, δπως κάποτε τό εύχόταν ό Μάρξ, δικαίως καί ματαίως, άλλά επειδή τόν σπρώχνει ενα έσωτερικό, ήθικό πρόσταγμα. Σέ σκέφθηκα συχνά αύτό τόν τελευταίο καιρό. Καί γιά σένα έπίσης είναι σημαντικό νά εκφράσεις μία εξέγερση, δχι μόνο μέ μυθιστορήματα πού δέν μπορούν νά σοϋ δώσουν καμιά ικανοποίηση, άλλά μέ τή δράση! Θέλω επιτέλους σήμερα νά μέ συναντήσεις!
ΕΙΧΑΜΕ
ΤΗ
— Ά λ λ ά έξακολουθώ νά μήν καταλαβαίνω, απάντησα, γιατί ένα έσωτερικό ήθικό πρόσταγμα σέ έσπρωξε νά επιτεθείς σ ’ έναν κακόμοιρο ραδιοφωνικό παρουσιαστή. Ποιοί αντικειμενικοί λό γοι σέ οδήγησαν σ ’ αύτό; Γιατί τόν πήρες αύτόν, περισσότερο άπό κάποιον άλλον, σάν σύμβολο τής γαϊδουριάς; — Σοϋ άπαγορεύω νά χρησιμοποιείς αύτή τήν ήλίθια λέξη τοϋ συμβόλου! είπε ό Ά βενάριος ύψώνοντας τόν τόνο. Νά ποιά είναι ή νοοτροπία τών τρομοκρατικών οργανώσεων! Νά ποιά είναι ή νοοτροπία τών σύγχρονων πολιτικών πού δέν είναι παρά σαλτιμπάγκοι συμβόλων! Περιφρονώ εξίσου αύτούς πού κρε μούν μιά σημαία στό μπαλκόνι τους κι αύτούς πού τήν καίνε στίς πλατείες. Στά μάτια μου, ό Μπερνάρ δέν έχει τίποτα άπό ένα σύμβολο. Τίποτα δέν είναι γιά μένα πιό συγκεκριμένο άπό αύτόν! Τόν άκούω κάθε πρωί νά μιλάει! Ό λόγος του εγκαινιάζει τήν ημέρα μου! Μοϋ χτυπάει στά νεύρα μέ τήν θηλυπρεπή του φωνή καί τά ήλίθια άστεια του! "Ολα όσα διηγείται μοϋ φαίνονται άνυπόφορα! Αντικειμενικούς λόγους; Δέν ξέρω τί θά πει αύτό! Τόν προήγαγα σέ σκέτο γάιδαρο, εμπνευσμένος άπό τήν προσω πική μου ελευθερία, τήν πιό εκκεντρική, τήν πιό κακοπροαίρετη, τήν πιό ιδιότροπη. — Νά τί ήθελα ν 5 άκούσω νά μοϋ λές. Δέν έδρασες σάν θεός τής άναγκαιότητας άλλά σάν θεός τοϋ τυχαίου. — Τυχαίο ή άναγκαιότητα, μ ’ άρέσει νά φαίνομαι σάν θεός στά μάτια σου», άπάντησε ό Ά βενάριος μέ πιό μαλακιά φωνή. «Δέν καταλαβαίνω όμως γιατί σέ παραξενεύει τόσο ή επιλογή μου. "Ενας τύπος πού άστειεύεται ήλιθίως μέ τούς άκροατές του καί πού κάνει καμπάνια έναντίον τής εύθανασίας είναι άναντίρρητα ένας σκέτος γάιδαρος, καί πραγματικά δέν βλέπω ποιός θά μπορούσε νά μοϋ άντιτάξει κάτι». Οί τελευταίες λέξεις τοϋ Ά βενάριου μέ είχαν κάνει νά πετρώσω: «Μπερδεύεις τόν Μπερνάρ Μπερτράν μέ τόν Μπερ τράν Μπερτράν! — Σκέπτομαι τόν Μπερνάρ Μπερτράν πού μιλάει στό ραδιό φωνο καί πού άγωνίζεται έναντίον τής αύτοκτονίας καί τής μπύρας! 278
— Ά λ λ ά είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα! Πατέρας καί γιός! Πώς μπόρεσες νά μπερδέψεις σ ’ ενα καί μόνο πρόσωπο έναν συντάκτη τοϋ ραδιοφώνου κι εναν βουλευτή; Τό λάθος σου είναι ενα τέλειο παράδειγμα αύτοϋ πού μόλις ονομάσαμε μακάβρια σύμπτωση». Ό Ά βενάριος έμεινε γιά μιά στιγμή άμήχάνος. Δέν άργησε όμως νά συνέλθει καί είπε: «Φοβάμαι μήπως μπερδεύεσαι κι εσύ ό ϊδιος στή θεωρία σου τής σύμπτωσης. Τό λάθος μου δέν έχει τίποτα τό μακάβριο. Είναι φανερό ότι άντίθετα άνακαλεΐ αύτό πού ονόμαζες ποιητική σύμπτωση. ' Ο πατέρας καί ό γιός έγιναν ενας γάιδαρος μέ δυό κεφάλια. Ά κόμα καί ή άρχαία ελληνική μυθολογία δέν έχει επινοήσει ένα τόσο καταπληκτικό ζώο!» "Οταν άδειάσαμε τά ποτήρια μας, πήγαμε νά ντυθούμε σ τ’ άποδυτήρια, ά π’ όπου τηλεφώνησα στό εστιατόριο γιά νά κλείσω ένα τραπέζι.
279
6 Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ά βενάριος έβαζε τή μιά του κάλτσα δταν ή Ά ν ιές θυμήθηκε τούτη τή φράση: «Μιά γυναίκα προτιμάει πάντοτε τό παιδί της άπό τόν άντρα της». ' Η Ά ν ιές είχε άκούσει τή μητέρα της νά τής τό λέει (σέ περιστάσεις πού άπό τότε είχαν ξεχαστεΐ), δταν ήταν δώδεκα, δεκατριών χρόνων. Τό νόημα αύτής τής φράσης δέν φωτίζεται παρά μόνο άν τής άφιερώσουμε μιά στιγμή σκέψης: τό νά πούμε δτι άγαπάμε περισσότερο τόν Α άπό τόν Β, δέν είναι νά συγκρίνουμε δυό επίπεδα άγάπης, γιατί αύτό σημαίνει δτι τόν Β δέν τόν άγαπάμε. Γιατί, άν κάποιον τόν άγαπάμε, δέν μπορούμε νά τόν συγκρίνουμε. 'Ο άγαπημένος είναι άσύγκριτος. Ά κόμα καί στήν περίπτωση πού άγαπάμε πότε τόν Α καί πότε τόν Β, μάς είναι άδύνατο νά τούς συγκρίνουμε, άλλιώς παύουμε άμέσως ν ’ άγαπάμε έναν άπό τούς δύο. Κι άν δημοσίως δηλώνουμε δτι προτιμάμε τόν έναν άπό τόν άλλον, δέν είναι δτι ομολογούμε σέ δλο τόν κόσμο τήν άγάπη μας γιά τόν Α (γιατί τότε θά μάς άρκοϋσε νά πούμε «άγαπώ τόν Α !»), είναι δτι δίνουμε νά καταλάβουν οί άλλοι, μέ διακριτικότητα άλλά καί σαφήνεια, δτι ό Β μάς είναι άπολύτως άδιάφορος. Ή μικρή Ά νιές ήταν βεβαίως άνίκανη γιά μιά τέτοια άνάλυση. Σίγουρα ή μητέρα της σ ’ αύτό υπολόγιζε* είχε τήν άνάγκη ν ’ άνοίξει τήν καρδιά της άλλά ταυτόχρονα ήθελε ν 9 άποφύγει τό νά γίνει έντελώς κατανοητή. Τώρα, παρ9 δλο πού ήταν άνίκανο νά τά συλλάβει δλα, τό παιδί μάντεψε δτι ή παρατήρηση ήταν δυσμενής γιά τόν πατέρα του. Γιά τόν πατέρα του πού άγαποϋσε! ’Επίσης καθόλου δέν ένιωσε κολακευμένο πού ήταν τό άντικείμενο μιάς προτίμησης, άλλά πόνεσε πού άδικοϋσαν τόν άγαπημένο. Ή φράση έμεινε χαραγμένη στή μνήμη της* ή 9Ανιές προσπα θούσε νά καταλάβει τί σήμαινε συγκεκριμένα τό νά άγαπάς '2Μ
κάποιον περισσότερο καί τόν άλλο λιγότερο* στό κρεβάτι κου κουλωνόταν μέ τήν κουβέρτα της καί έβλεπε αύτή τή σκηνή μπροστά στά μάτια της: ό πατέρας της στέκεται όρθιος, κρατώ ντας άπό τό χέρι τά δυό του κορίτσια. ’Απέναντι είναι παρατεταγμένο ένα εκτελεστικό άπόσπασμα πού δέν περιμένει πιά παρά μία διαταγή: επί σκοπόν! πύρ! Έ μητέρα έχει πάει νά ζητήσει χάρη άπό τόν εχθρό στρατηγό, πού τής παραχώρησε τό δικαίωμα νά σώσει δύο άπό τούς τρεις καταδικασμένους. ’Έ τσι, σπεύδει άκριβώς πρίν δώσει ό διοικητής τή διαταγή νά πυροβολήσουν, άρπάζει τίς κόρες της άπό τά χέρια τού πατέρα καί, όλο φόβο καί βιασύνη, τίς παίρνει. Καθώς ή μητέρα τή σέρνει, ή Ά ν ιές γυρίζει τό κεφάλι πρός τόν πατέρα της* στρέφεται ξανά τόσο πεισματικά, τόσο επίμονα, πού νιώθει μιά κράμπα στόν αύχένα* βλέπει ότι ό πατέρας της τίς άκολουθεΐ μέ θλιμμένα μάτια, χωρίς τήν παραμικρή διαμαρτυρία: είναι συμβιβασμένος μέ τήν επιλο γή τής μητέρας, γνωρίζοντας ότι ή μητρική άγάπη ύπερτερεΐ τής συζυγικής καί ότι εκείνος πρέπει νά πεθάνει. Καμιά φορά, φανταζόταν τόν εχθρό στρατηγό νά εξουσιοδο τεί τή μητέρα νά σώσει έναν καί μόνο κατάδικο. Οϋτε γιά μιά στιγμή δέν άμφέβαλλε ότι ή μητέρα θά έσωζε τή Λώρα. Φανταζό ταν τόν εαυτό της μόνο, στό πλευρό τοϋ πατέρα, άπέναντι άπό τά τουφέκια τών στρατιωτών. Θά τοϋ έσφιγγε τό χέρι. Τή στιγμή έκείνη, ή Ά ν ιές καθόλου δέν νοιαζόταν γιά τή μητέρα ή τήν άδελφή της, δέν τίς κοίταζε, ξέροντας εντούτοις ότι άπομακρύνονταν γρήγορα καί ότι οϋτε ή μία οϋτε ή άλλη γύριζαν τό κεφάλι τους! 'Η Ά ν ιές κουκουλωνόταν μέ τήν κουβέρτα της στό μικρό κρεβάτι, καυτά δάκρυα τής άνέβαιναν στά μάτια καί αισθανόταν πλημμυρισμένη άπό μιά άνείπωτη εύτυχία, γιατί κρατούσε τόν πατέρα της άπό τό χέρι, γιατί ήσαν οί δυό τους, καί γιατί θά πέθαιναν μαζί.
Mi
7 Δ ε ν ΥΠΑΡΧΕΙ α μ φ ιβ ο λ ία δτι ή Ά ν ιές θά είχε ξεχάσει τή σκηνή τής έκτέλεσης, άν δέν είχε ξεσπάσει ό καβγάς άνάμεσα στίς δύο άδελφές τήν ήμέρα πού είδαν τόν πατέρα τους σκυμμένο πάνω σ ’ ένα σωρό σχισμένες φωτογραφίες. Κοιτάζοντας τή Λώρα νά φωνάζει, θυμήθηκε δτι αύτή ή ϊδια ή Λώρα τήν είχε άφήσει μόνη μέ τόν πατέρα μπροστά στό εκτελεστικό άπόσπασμα καί είχε άπομακρυνθεΐ χωρίς νά γυρίσει τό κεφάλι της. Κατάλαβε ξαφνικά δτι ή διαφωνία τους ήταν πιό βαθιά άπό δ,τι είχε πιστέψει* αύτός είναι ό λόγος πού ποτέ ξανά δέν άναφέρθηκε σ ’ αύτή τή διαφωνία, σάν νά φοβόταν μήπως κατονομάσει αύτό πού έπρεπε νά μείνει άκατονόμαστο, μήπως ξυπνήσει αύτό πού έπρεπε νά μείνει κοιμισμένο. Τότε, δταν ή άδελφή της έφυγε κλαίγοντας άπό λύσσα, άφήνοντάς την μόνη μέ τόν πατέρα, δοκίμασε γιά πρώτη φορά μιά παράξενη αίσθηση κούρασης διαπιστώνοντας μέ έκπληξη (οί πιό κοινότοπες διαπιστώσεις είναι πάντοτε καί οί πιό εκπλη κτικές) δτι θά είχε τήν ίδια άδελφή γιά δλη της τή ζωή. Μπορούσε ν ’ άλλάξει φίλους, ν ’ άλλάξει εραστές, μπορούσε νά πάρει διαζύγιο άπό τόν Πώλ, άν ήθελε, άλλά σέ καμιά περίπτωση δέν μπορούσε ν ’ άλλάξει άδελφή. Στή ζωή της, ή Λώρα ήταν μιά σταθερή παράμετρος κι ήταν άκόμα πιό κουραστικό γιά τήν Ά ν ιέ ς δτι οί σχέσεις τους, άπό τήν άρχή, έμοιαζαν μέ άγώνα δρόμου - καταδίωξη: ή ’ Ανιές έτρεχε μπροστά, ή άδελφή άκολουθούσε. Καμιά φορά ειχε τήν εντύπωση δτι ήταν τό πρόσωπο ενός παραμυθιού πού γνώριζε άπό τότε πού ήταν παιδί: ή πριγκίπισσα προσπαθεί νά ξεφύγει, πάνω σ ’ ένα άλογο, άπό έναν κακό διώκτη* κρατάει στό χέρι μιά βούρτσα, μιά χτένα καί μία 282
κορδέλα. "Οταν ρίχνει πίσω της τή βούρτσα, ένα πυκνό δάσος ορθώνεται άνάμεσα σ ’ έκείνη καί στόν κακό. ’Έτσι κερδίζει χρόνο, άλλά ό κακός γρήγορα ξαναφαίνεται· ρίχνει τή χτένα, πού γίνεται άμέσως μυτεροί βράχοι. Κι όταν πάλι αύτός βρίσκε ται κατόπι της, ξετυλίγει τήν κορδέλα πού απλώνεται σάν πλατύ ποτάμι. ’Έπειτα, ή 5Ανιές δέν είχε στά χέρια της παρά ένα τελευταίο άντικείμενο: τά μαύρα γυαλιά. Τά είχε πετάξει κάτω καί τά κοφτερά κομμάτια τοϋ γυαλιού τή χώριζαν άπό τό διώκτη της. Τά χέρια της όμως είναι άδεια πιά καί ξέρει ότι ή Λώρα είναι ή πιό δυνατή. Είναι πιό δυνατή γιατί έχει κάνει τήν άδυναμία της όπλο καί ήθική ύπεροχή: είναι όλοι άδικοι μαζί της, ό έραστής της τήν έγκαταλείπει, ύποφέρει, επιχειρεί ν ’ αύτοκτονήσει* ένώ ή Ά ν ιέ ς πού ζεΐ έναν εύτυχισμένο γάμο, πετάει κάτω τά γυαλιά τής άδελφής της, τήν ταπεινώνει καί τής κλείνει τήν πόρτα της. Ναί, μετά τήν ιστορία τών σπασμένων γυαλιών, έκαναν έννέα μήνες νά ιδωθούν. Καί ή Ά ν ιέ ς ξέρει ότι ό Πώλ, χωρίς νά τής τό πει, τήν άποδοκιμάζει. Τή λυπάται τή Λώρα. ' Ο άγώνας δρόμου πλησιάζει στό τέλος του. 'Η Ά ν ιέ ς αισθάνεται τήν άναπνοή τής άδελφής της άκριβώς πίσω της καί ξέρει ότι νικήθηκε. 'Η κούρασή της μεγαλώνει όλο καί πιό πολύ. Δέν έχει πιά τήν παραμικρή έπιθυμία νά τρέξει. Δέν είναι άθλήτρια. Ποτέ δέν άναζήτησε τόν άνταγωνισμό. Δέν διάλεξε τήν άδελφή της. Δέν ήθελε νά είναι οϋτε τό πρότυπο, οϋτε ή άντίζηλός της. Στή ζωή τής 9Ανιές, ή άδελφή αύτή είναι τό ϊδιο τυχαία όσο καί τό σχήμα τών αύτιών της. Ή Ά ν ιέ ς δέν διάλεξε περισσότερο τήν άδελφή της άπό τό σχήμα τών αύτιών της καί πρέπει νά σέρνει πίσω της, σ ’ όλη της τή ζωή, ένα μή-νόημα τοϋ τυχαίου. "Οταν ήταν μικρή, ό πατέρας της τής είχε μάθει νά παίζει σκάκι. Μία άπό τίς κινήσεις τοϋ παιχνιδιού τήν είχε μαγέψει, αύτή πού οί ειδικοί τήν ονομάζουν ροκέ: ό παίκτης μετακινεί δυό πιόνια ταυτοχρόνως: τοποθετεί τόν πύργο δίπλα στό τετράγωνάκι τοϋ βασιλιά καί κάνει τό βασιλιά νά περάσει άπό τήν άλλη μεριά τοϋ πύργου. Αύτός ό ελιγμός τής άρεσε πολύ: ό εχθρός συγκεντρώνει όλες του τίς δυνάμεις γιά νά χτυπήσει τό βασιλιά 283
καί, ξαφνικά, ό βασιλιάς εξαφανίζεται κάτω άπό τά μάτια του: μετακομίζει. "Ολη της τή ζωή ή Ά ν ιέ ς είχε ονειρευτεί ένα τέτοιο χτύπημα, καί τό ονειρευόταν όλο καί περισσότερο όσο ή κούρασή της μεγάλωνε.
284
8
Α πο ΤΟΤΕ πού είχε πεθάνει ό πατέρας της άφήνοντάς της χρήματα στήν Ε λβετία, πήγαινε εκεί δυό τρεις φορές τό χρόνο, πάντοτε στό ίδιο ξενοδοχείο, καί προσπαθούσε νά φανταστεί ότι θά έμενε γιά πάντα στίς ’Άλπεις: θά μπορούσε νά ζήσει χωρίς τόν Πώλ καί χωρίς τήν Μπριζίτ; Πώς νά τό ξέρει; Ή μοναξιά τών τριών ή μερών πού συνήθιζε νά περνάει στό ξενοδοχείο, αύτή ή «πειραματική μοναξιά», δέν τής μάθαινε πολλά πράγματα. «Νά φύγει!» αντηχούσε μέσα της σάν ό ώραιότερος τών πειρασμών. Ά ν όμως έφευγε γιά τά καλά, μήπως τό μετάνιωνε άμέσως; Είναι άλήθεια ότι επιθυμούσε τή μοναξιά, ταυτοχρόνως όμως άγαποϋσε τόν άντρα της καί τήν κόρη της καί νοιαζόταν γΓ αύτούς. Θά άπαιτοϋσε νά έχει νέα τους, θά δοκίμαζε τήν άνάγκη νά ξέρει άν ήσαν καλά. Τί νά κάνει όμως ώστε νά μείνει μόνη, μακριά τους, πληροφορημένη παράλληλα γιά τίς πράξεις καί τίς κινήσεις τους; Καί πώς νά οργανώσει τήν καινούργια ζωή της; Νά ψάξει μιά άλλη δουλειά; Δύσκολο εγχείρημα. Νά μήν κάνει τίποτα; Ναί, ήταν ελκυστικό, δέν θά είχε όμως ξαφνικά τήν εντύπωση ότι βγήκε στή σύνταξη; Καθώς τό σκεφτόταν, τό σχέδιό της «νά φύγει» τής φαινόταν όλο καί πιό τεχνητό, βεβιασμένο, άπραγματοποίητο, παρόμοιο μέ μία άπό αύτές τίς ούτοπικές αύταπάτες μέ τίς όποιες βαυκαλίζεται κανείς όταν ξέρει καλά στό βάθος τοϋ μυαλού του ότι δέν μπορεΐ τίποτα νά κάνει καί δέν θά κάνει τίποτα. Καί έπειτα, ή λύση ήρθε μιά μέρα άπέξω, ή λύση ή πιό άπρόσμενη κι ή πιό κοινή μαζί. Ό εργοδότης της είχε ιδρύσει μιά θυγατρική στή Βέρνη, κι όπως ήταν πασίγνωστο ότι ή Ά ν ιέ ς μιλούσε γερμανικά τόσο καλά όσο καί γαλλικά, τής ζήτησαν, άν δεχόταν, νά διευθύνει έκεΐ ερευνητικές εργασίες. Καθώς ήξεραν ότι ήταν παντρεμένη, δέν λογάριαζαν πολύ στή συγκατάθεσή 285
της· τούς έξέπληξε όλους: άπάντησε «ναί» χωρίς δισταγμό* καί ένιωσε έκπληξη καί ή ιδια: αύτό τό «ναί», πού τό είχε προφέρει χωρίς πρίν τό σκεφθει, άποδείκνυε ότι ή επιθυμία της δέν ήταν μιά κωμωδία πού τήν ειχε παίξει στόν εαυτό της. άπό φιλαρέσκεια καί χωρίς νά τήν πιστεύει, άλλά κάτι πραγματικό καί σοβαρό. Αύτή ή επιθυμία είχε άρπάξει άπληστα τήν εύκαιρία νά μεταμορφωθεί επιτέλους, άπό όνειρο ρομαντικό πού ήταν, σέ κάτι έντελώς πεζό: σέ παράγοντα επαγγελματικής προαγωγής. 5Αποδεχόμενη τήν προσφορά πού τής έκαναν, ή Ά ν ιέ ς είχε συμπεριφερθεΐ όπως όποιαδήποτε φιλόδοξη γυναίκα, πολλώ δέ μάλλον πού κανείς δέν μπορούσε ν 5 άνακαλύψει ή νά υποψιαστεί τά πραγματικά προσωπικά της κίνητρα. Ά π ό τότε, όλα ξεκαθά ρισαν γιά εκείνη* δέν ύπήρχε πιά άνάγκη γιά δοκιμές οϋτε γιά πειραματισμούς, δέν ήταν πιά άπαραίτητο νά φαντάζεται «αύτό πού θά συνέβαινε άν έφθανε...» Αύτό πού επιθυμούσε ήταν ξαφνικά εκεί καί ήταν έκπληκτη πού δοκίμαζε μιά τόσο καθαρή καί άνόθευτη χαρά. 7Ηταν μιά χαρά τόσο βίαιη πού ή Ά ν ιέ ς ντράπηκε καί είχε ενοχές. Δέν βρήκε τό κουράγιο νά μιλήσει στόν Πώλ γιά τήν άπόφασή της. Πήγε έπίσης γιά τελευταία φορά στό ξενοδοχείο της στίς Ά λ π εις. (Στό εξής θά είχε ένα τελείως δικό της διαμέρισμα: εϊτε στά περίχωρα τής Βέρνης, είτε πιό μακριά, στό βουνό). Στή διάρκεια αύτών τών δύο ή μερών, ήθελε νά σκεφθει έναν τρόπο γιά νά πει όλα στήν Μπριζίτ καί στόν Πώλ, προκειμένου νά έμφανισθεΐ στά μάτια τους σάν μία γυναίκα φιλόδοξη καί χειραφετημένη, παθιασμένη μέ τό επάγγελμά της καί τήν επιτυχία της, ενώ ποτέ δέν είχε ύπάρξει κάτι τέτοιο.
286
9 Ε ιχ ε ΗΔΗ νυχτώσει· μέ τούς προβολείς αναμμένους, ή ’ Ανιές
πέρασε τά ελβετικά σύνορα καί πήρε τόν γαλλικό αύτοκινητόδρομο πού πάντοτε τήν τρόμαζε* πειθαρχημένοι, οί καλοί ’Ελβε τοί σέβονταν τούς κανονισμούς, ενώ οί Γάλλοι έδειχναν μέ μικρές οριζόντιες κινήσεις τής κεφαλής, τήν άποδοκιμασία τους γιά όποιονδήποτε έμοιαζε νά άρνειται τό δικαίωμά τους στήν ταχύτητα, καί μετέβαλλαν τίς διαδρομές τους σέ οργιώδη τελε τουργία τών δικαιωμάτων τοϋ ανθρώπου. Καθώς άρχιζε νά πεινάει, αποφάσισε ότι θά σταματούσε σ ’ ένα εστιατόριο ή σέ ένα μοτέλ, στήν άκρη τοϋ αύτοκινητόδρομου, γιά νά δειπνήσει. ’Αριστερά της τρεις μεγάλες μοτοσυκλέτες τήν προσπέρασαν μέ δαιμονικό θόρυβο. Στό φως τών προβο λέων, οί οδηγοί ξεχώριζαν μέ μιά στολή ίδια μέ σκάφανδρο άστροναυτών, πράγμα πού τούς έδινε τήν όψη εξωγήινων καί άπάνθρωπων πλασμάτων. Τή συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, κι ενώ ένας σερβιτόρος έσκυβε πάνω στό τραπέζι μας νά μαζέψει άδεια τά πρώτα πιάτα μας, διηγόμουν στόν Ά βενάριο: « ’Ακριβώς τό πρωί πού άρχισα νά γράφω τό τρίτο μέρος τοϋ μυθιστορήματος μου, άκουσα στό ραδιόφωνο μιά είδηση πού δέν καταφέρνω νά ξεχάσω. Μιά νεαρή κοπέλα βγήκε στή μέση τής νύχτας σ ’ ένα δρόμο, καί κάθισε γυρίζοντας τήν πλάτη της στά αύτοκίνητα. Μέ τό κεφάλι άνάμεσα στά γόνατα, περίμενε τό θάνατο. eΟ οδηγός τοϋ πρώτου αύτοκινήτου, έκανε μιά παρέκκλιση τό τελευταίο δευτερόλεπτο καί σκοτώθηκε μαζί μέ τή γυναίκα του καί τά δύο του παιδιά. "Ενα δεύτερο αύτοκίνητο, κι αύτό επίσης, κατέληξε μέσα στό χαντάκι, ’Έπειτα ένα τρίτο. ' Η κοπέλα δέν έπαθε τίποτα. Ξανασηκώθηκε, έφυγε, καί κανένας δέν έμαθε ποτέ ποιά ήταν». Ό Ά βενά ριος είπε: «Ποιοί είναι οί λόγοι, κατά τή γνώμη 287
σ ο υ , π ού μ π ο ρ ο ύ ν ν ά σ π ρ ώ ξ ο υ ν μ ιά κ ο π έ λ α ν ά κ α θ ίσ ε ι σ ’ εν α
δρόμο μ έ σ α στή νύχτα γιά νά σ υ ν θ λ ίβ ε ι; — Δέν ξέρω τίποτα, είπα. Στοιχηματίζω όμως ότι θά ήταν κάποιος γελοίος λόγος. Ή μάλλον ενας λόγος πού, άπέξω, θά μάς φαινόταν γελοίος καί άπολύτως παράλογος. — Γιατί;» ρώτησε ό Ά βενάριος. Σήκωσα τούς ώμους: «Δέν μπορώ νά φανταστώ κανένα μείζονα λόγο, όπως παραδείγματος χάριν μία ανίατη αρρώστια ή τό θάνατο κάποιου αγαπημένου, γιά μιά τόσο τρομακτική αύτοκτονία. Σέ παρόμοια περίπτωση, κανείς δέν θά διάλεγε αύτό τό φρικτό τέλος, πού θά παρέσυρε στό θάνατο άλλα πρόσωπα! Μόνο ενας λόγος χωρίς λόγο μπορεΐ νά οδηγήσει σ ’ αύτή τήν παράλογη φρίκη. Σέ όλες τίς γλώσσες πού προέρχονται άπό τήν λατινική, ό ορθός λόγος (ratio, raison, reason, ragione) έχει δύο έννοιες: προτού προσδιορίσει τήν αιτία, προσδιορίζει τή συλλο γιστική ικανότητα. Ε π ίσ η ς, ό ορθός λόγος ώς αιτία συλλαμβάνεται πάντοτε ώς ορθολογική. "Ενας λόγος τοϋ οποίου ό ορθολο γισμός δέν είναι εμφανής μοιάζει άνίκανος νά προκαλέσει ενα αιτιακό άποτέλεσμα. Τώρα, γερμανικά, ό λόγος ώς αιτία ονομά ζεται Grund, λέξη πού δέν έχει τίποτα νά κάνει μέ τή λατινική ratio καί πού πρώτα προσδιορίζει τό έδαφος, έπειτα ένα θεμέλιο. Ά π ό τήν άποψη τής λατινικής ratio, ή συμπεριφορά τής κοπέ λας πού είναι καθισμένη στό δρόμο, μοιάζει παράλογη, ύπερβο λική, χωρίς λόγο, εντούτοις έχει τό λόγο της, δηλαδή τό θεμέλιό της, τό Grund της. Στά κατάβαθα τοϋ κα,θενός μας είναι εγγε γραμμένο ένα Grund πού είναι ή διαρκής αιτία τών πράξεών μας, πού είναι τό έδαφος πάνω στό όποιο αναπτύσσεται τό πεπρωμένο μας. Προσπαθώ νά συλλάβω σέ καθένα άπό τά πρόσωπά μου τό Grund του καί είμαι όλο καί περισσότερο πεπεισμένος ότι έχει τόν χαρακτήρα μεταφοράς. — Ή ιδέα σου μοϋ διαφεύγει, είπε ό Ά βενάριος. — Κρίμα, είναι ή πιό σημαντική ιδέα πού μοϋ ήρθε ποτέ στό νοϋ». Τή στιγμή εκείνη έφτασε τό γκαρσόνι, φέρνοντας τά πιάτα 288
μας μέ τήν πάπια. Τό καπνιστό ήταν θεσπέσιο καί μάς έκανε νά ξεχάσουμε τελείως αύτά πού μόλις είχαμε πει. Τό επόμενο λεπτό, ό Ά βενάριος έσπασε τή σιωπή: «Τί ακριβώς γράφεις; — Δέν είναι πρός διήγηση. — Κρίμα. — Γιατί κρίμα; Είναι τύχη. Στίς μέρες μας, ρίχνονται πάνω σέ καθετί τό όποιο έγινε δυνατό νά γραφεί γιά νά τό μεταμορφώσουν σέ ταινία, σέ τηλεοπτική ιστορία ή σέ κινούμενα σχέδια. Καθώς τό ούσιώδες στό μυθιστόρημά μου είναι αύτό πού δέν μπορεϊς νά πεις παρά μόνο μ ’ ένα μυθιστόρημα, σέ κάθε προσαρμογή δέν μένει παρά τό μή ούσιώδες. 'Οποιοσδήποτε είναι άκόμα άρκετά τρελός γιά νά γράφει σήμερα μυθιστορήματα, πρέπει, άν θέλει νά τά προστατέψει, νά τά γράφει μέ τέτοιο τρόπο πού νά μήν μπορούν νά τά προσαρμόσουν, μ ’ άλλα λόγια νά μήν μπορούν νά τά διηγηθοϋν». Δέν ήταν αύτής τής γνώμης: «Μπορώ νά σοϋ διηγηθώ μέ τή μεγαλύτερη εύχαρίστηση τούς Τρεις Σωματοφύλακες τοϋ Α λ ε ξάνδρου Δουμά, δποτε θέλεις, άπό τήν άρχή ως τό τέλος! — Είμαι σάν κι εσένα, άγαπώ τόν Α λέξανδρο Δουμά, είπα. ’Εντούτοις, λυπάμαι πού σχεδόν όλα τά μυθιστορήματα πού είναι γραμμένα ώς σήμερα, ύπακούουν πάρα πολύ στόν κανόνα τής ενότητας τής δράσης. Θέλω νά πώ ότι είναι θεμελιωμένα όλα σέ ενα καί μοναδικό αίτιακό ειρμό πράξεων καί γεγονότων. Τά μυθιστορήματα αύτά μοιάζουν μέ δρόμο στενό, κατά μήκος τοϋ οποίου καταδιώκει κανείς τά πρόσωπα μέ τό μαστίγιο. ' Η δραματική ένταση είναι ή άληθινή κατάρα τοϋ μυθιστορήματος γιατί μεταμορφώνει τά πάντα, άκόμα καί τίς ώραιότερες σελίδες, άκόμα καί τίς πιό εκπληκτικές σκηνές καί παρατηρήσεις, σέ ένα άπλό σταθμό πού οδηγεί στήν τελική έκβαση, όπου συνοψίζεται τό νόημα όλων όσων προηγήθηκαν. Καθώς τό καταβροχθίζει ή φωτιά τής ίδιας τής έντασής του, τό μυθιστόρημα καταναλώνεται σάν δεμάτι άπό άχυρα. — Ά κούγοντάς σε, είπε δειλά ό καθηγητής Ά βενάριος, φοβάμαι μήπως τό μυθιστόρημά σου είναι άνιαρό. 19
289
— Πρέπει λοιπόν νά βρίσκουμε ανιαρό καθετί πού δέν είναι φρενιτιώδης δρόμος πρός τήν τελική έκβαση; "Οταν γεύεσαι αύτό τό εξαίσιο πόδι πάπιας, νιώθεις ανία; Βιάζεσαι νά φτάσεις στό τέλος; ’ Αντίθετα, θέλεις νά μπαίνει μέσα σου ή πάπια όσο πιό αργά γίνεται καί ή γεύση νά διαιωνίζεται. Τό μυθιστόρημα δέν μπορεΐ νά μοιάζει μέ ποδηλατοδρομία, άλλά μ ’ ενα συμπόσιο όπου σερβίρονται πολλά πιάτα. Περιμένω μέ άνυπομονησία τό έκτο μέρος. "Ενα καινούργιο πρόσωπο θά ξεπηδήσει στό μυθι στόρημά μου. Καί στό τέλος αύτοϋ τοϋ έκτου μέρους, θά φύγει όπως είχε έρθει, χωρίς ν ’ άφήσει ίχνη . Δέν είναι αιτία κανενός πράγματος καί δέν παράγει κανένα άποτέλεσμα. Είναι άκριβώς αύτό πού μοϋ άρέσει. Θά είναι ένα μυθιστόρημα μέσα στό μυθιστόρημα, καί ή πιό θλιβερή ερωτική ιστορία πού θά έχω ποτέ γράψει. 5Ακόμα κι εσένα, θά σοϋ φέρει θλίψη». Ό Ά βενά ριος κράτησε μιά άμήχανη σιωπή, έπειτα μέ ρώτη σε* εύγε νικά: «Καί ποιός θά είναι ό τίτλος τοϋ μυθιστορήματος σου;» — Ή άβάσταχτη ελαφρότητα τοϋ είναι. — Μά αύτός ό τίτλος ύπάρχει ήδη. — Ναί, είναι δικός μου! "Ομως, τήν εποχή εκείνη είχα κάνει λάθος στόν τίτλο. Έ πρεπε νά άνήκει στό μυθιστόρημα πού γράφω τώρα». Μείναμε σιωπηλοί, μέ τήν προσοχή μας μόνο στή γεύση τοϋ κρασιοϋ καί τής πάπιας. Μασώντας, ό Ά βενάριος δήλωσε: «Κατά τή γνώμη μου, δουλεύεις πάρα πολύ. Θά έπρεπε νά φροντίσεις τήν ύγεία σου». ’Ή ξερα καλά ποϋ ήθελε νά καταλήξει ό Ά βενάριος, άλλά έκανα τόν άδιάφορο καί γεύθηκα τό κρασί μου στή σιωπή.
10 M e t a ΑΠΟ μιά μακριά στιγμή, ό Ά βενάριος έπανέλαβε: «Πι
στεύω ότι δουλεύεις πάρα πολύ. Θά επρεπε νά φροντίσεις τήν ύγεία σου». — Τήν φροντίζω, απάντησα. Πηγαίνω τακτικά νά κάνω βάρη καί μονόζυγο. — Είναι επικίνδυνο. Κινδυνεύεις άπό καρδιακή προσβολή. — Α κριβώ ς αύτό φοβάμαι, είπε, καί θυμήθηκα τόν Ρόμπερτ Μούζιλ. — Τρέξιμο πρέπει νά κάνεις. Νυχτερινό τρέξιμο. Θά σοϋ δείξω κάτι», είπε μέ ΰφος μυστηριώδες ξεκουμπώνοντας τό σακάκι του. Στερεωμένο γύρω στό στήθος του καί τήν εντυπω σιακή του κοιλάρα, είδα ενα περίεργο σύστημα πού θύμιζε άμυδρά χάμουρα άλογου. Κάτω δεξιά, ή ζώνη είχε ενα λουρί άπό όπου κρεμόταν άπειλητικό ενα μεγάλο κουζινομάχαιρο. Τοϋ έδωσα συγχαρητήρια γιά τήν εξάρτυσή του, άλλά γιά νά στρέψω τή συζήτηση άπό ενα θέμα πού γνώριζα πάρα πολύ καλά, τήν προσανατόλισα πρός τό μόνο πράγμα πού μοϋ είχε καρφωθεί στό μυαλό καί γιά τό όποιο είχα τήν περιέργεια νά μάθω κάτι περισσότερο: «"Οταν συνάντησες τή Λώρα στό διάδρομο τοϋ μετρό, σέ άναγνώρισε καί τήν άναγνώρισες. — Ναί, είπε ό Ά βενάριος. — Θά ήθελα νά ξέρω πώς γνωριστήκατε. — Ένδιαφέρεσαι γιά άνοησίες καί τά σοβαρά πράγματα τά βαριέσαι, είπε μέ υφος αρκετά άπογοητευμένο, ξανακουμποανοντας τό σακάκι του. Μοιάζεις μέ γριά θυρωρό». Σήκωσα τούς ώμους. Εξακολούθησε: «"Ολα αύτά δέν είναι πολύ ενδιαφέροντα. Προτού τοϋ έπιδώσω τό δίπλωμά του τοϋ σκέτου γάιδαροι), είχαν κολλήσει τή φωτογραφία του στούς δρόμους. Θέλοντας νά τόν tm
δώ μέ σάρκα καί οστά, πήγα νά τόν περιμένω στόν προθάλαμο, στήν έδρα τοϋ ραδιοφώνου. "Οταν βγήκε άπό τόν άνελκυστήρα, μιά γυναίκα έτρεξε πρός αύτόν καί τόν φίλησε. ’Έπειτα, μοϋ συνέβη νά τούς άκολουθήσω, καί τό βλέμμα μου διασταυρώθηκε μερικές φορές μέ εκείνο τής γυναίκας, έτσι πού ή φάτσα μου πρέπει νά τής φάνηκε οικεία, ενώ δέν ήξερε κάν ποιος ήμουν. — Σοϋ άρεσε;» ' Ο Ά βενά ριος χαμήλωσε τή φωνή: «Πρέπει νά σοϋ ομολογή σω ότι, χωρίς τό ενδιαφέρον μου γΓ αύτήν, ποτέ δέν θά μπορού σα νά πραγματοποιήσω τό σχέδιό μου γιά τό δίπλωμα. ’Έχω χιλιάδες σχέδια αύτοϋ τοϋ είδους, τά όποια συνήθως μένουν στήν κατάσταση τοϋ ονείρου. — Ναί, ξέρω, συμφώνησα. — "Οταν όμως ένας άντρας ένδιαφέρεται γιά μιά γυναίκα, κάνει ό,τι μπορεϊ γιά νά έρθει, τουλάχιστον εμμέσως, σέ επαφή μαζί της, γιά νά άγγίξει άπό μακριά τόν κόσμο της καί νά τόν θέσει σέ κίνηση. — Μέ λίγα λόγια, άν ό Μπερνάρ έγινε σκέτος γάιδαρος, είναι επειδή σοϋ άρεσε ή Δώρα. — Μπορεΐ καί νά μήν έχεις άδικο», είπε ό Ά βενάριος μέ ύφος σκεπτικό καί πρόσθεσε. «'Υπάρχει κάτι σ ’ αύτή τή γυναί κα πού τήν κάνει προσδιορισμένο θύμα. ’Ιδού άκριβώς τί είναι αύτό πού μέ τραβούσε σ ’ εκείνη. "Οταν τήν είδα στήν άγκαλιά δυό μεθυσμένων καί βρωμερών κλοσάρ, ενθουσιάστηκα! Τί άξέχαστη στιγμή! — *Ωραία, ως έδώ τήν ξέρω τήν ιστορία σου. Θά ήθελα όμως νά ξέρω τί έγινε μετά. — ’Έ χει κάτι οπίσθια έντελώς άπίθανα, συνέχισε ό Ά β εν ά ριος χωρίς νά νοιαστεί γιά τήν ερώτησή μου. Πρέπει νά τής τά τσιμπούσαν οί συμμαθητές της όταν πήγαινε στό σχολείο. Φαντάζομαι ότι κάθε φορά θά πάταγε μιά τσιριχτή κραυγή μέ τή φωνή της τήν σοπράνο. Αύτές οί κραυγές ήσαν ένα ύπέροχο προανάκρουσμα τών μελλοντικών της άπολαύσεων. — Ναί, άς μιλήσουμε γΓ αύτό. Διηγήσου μου όλα όσα έγιναν όταν τήν έσυρες έξω άπό τό μετρό σάν θεόπεμπτος σωτήρας. 292
Ό Ά βενάριος έκανε ότι δέν άκουσε τίποτα. «Στά μάτια ενός έκλεκτικιστή, συνέχισε, τά όπίσθιά της πρέπει νά φαίνονται πολύ ογκώδη καί λίγο χαμηλά, πράγμα πού είναι άκόμα πιό ενοχλητικό καθώς ή ψυχή της θέλει νά πετάξει πρός τά ύψη. Σ ’ αύτή τήν άντίθεση όμως συμπυκνώνεται γιά μένα όλη ή άνθρώπινη μοίρα: τό κεφάλι είναι γεμάτο όνειρα, καί τά οπίσθια, σάν άγκυρα, μάς συγκρατοϋν στό έδαφος». Τά τελευταία λόγια τοϋ Ά βενάριου είχαν, μόνο ό Θεός ξέρει γιατί, έναν τόνο μελαγχολικό, ίσως επειδή τά πιάτα μας ήσαν άδεια καί δέν έμεναν πιά ίχνη πάπιας. Καί πάλι, τό γκαρσόνι έσκυβε γιά νά καθαρίσει τό τραπέζι. 'Ο Ά βενάριος σήκωσε τό κεφάλι πρός αύτόν: «’Έχετε ένα κομμάτι χαρτί;» Τό γκαρσόνι τοϋ έτεινε ένα άπόκομμα ταμείου, ό Ά βενάριος έβγαλε τό στυλό του καί γάραξε αύτό τό σχέδιο:
’Έπειτα είπε: «Νά ή Λώρα: τό κεφάλι της, γεμάτο όνειρα, κοιτάζει πρός τόν ούρανό. Ά λ λ ά τό σώμα της έλκεται πρός τή γή: τά οπίσθια καί τά στήθη, κι αύτά επίσης άρκετά βαριά, κοιτάζουν πρός τά κάτω». «Είναι παράξενο», είπα, καί χάραξα ένα σχέδιο δίπλα στό δικό του*
293
«Ποιός είναι; ρώτησε ό Ά βενάριος. — Ή αδελφή της, ή Ά νιές: σ ’ εκείνη, τό σώμα ανεβαίνει σάν φλόγα. Ά λ λ ά τό κεφάλι μένει πάντοτε ελαφρά χαμηλωμένο: ένα κεφάλι σκεπτικό πού κοιτάζει τή γη. — Προτιμώ τή Λώρα», είπε ό Ά βενάριος μέ σταθερή φωνή, έπειτα πρόσθεσε: «Αύτό όμως πού προτιμώ άπό όλα είναι οί νυχτερινοί μου δρόμοι. Σοϋ άρέσει ή εκκλησία τοϋ Σαίν-Ζερμαίνντέ-Πρέ;» Έ νευσα ναί. «Καί όμως δέν τήν έχεις ποτέ πραγματικά δει. — Δέν σέ παρακολουθώ, είπα. — ’Εδώ καί λίγο καιρό, κατέβαινα τήν οδό Ρέν πρός τήν κατεύθυνση τής λεωφόρου, μετρώντας πόσες φορές είχα τόν καιρό νά σηκώσω τά μάτια πρός τό Σαίν-Ζερμαίν χωρίς νά μέ σπρώξει ένας πολύ βιαστικός διαβάτης ή νά μέ άναποδογυρίσει ένα αύτοκίνητο. Έ φθασα σ ’ ένα σύνολο επτά βλεμμάτων, πού μοϋ κόστισαν μιά μελανιά στό άριστερό μπράτσο, επειδή ένας άνυπόμονος νέος μοϋ έδωσε μιά άγκωνιά. Μιά όγδοη εύκαιρία μοϋ δόθηκε όταν καρφώθηκα, μέ τό κεφάλι ψηλά, άκριβώς μπροστά στήν είσοδο τής εκκλησίας. Ά λ λ ά δέν μποροϋσα νά δώ παρά τήν πρόσοψη, σέ μιά προοπτική άντι-κατάδυσης πολύ παραμορφωτική. Ά π ό αύτά τά φευγαλέα ή παραμορφωμένα βλέμματα, έμεινε στή μνήμη μου ένα κατά προσέγγιση σημείο, πού μοιάζει τόσο λίγο μέ τήν έκκλησία όσο καί ή Λώρα μέ τό μικρό μου σκίτσο, τό φτιαγμένο άπό δύο βέλη. Ή έκκλησία τοϋ Σαίν-Ζερμαίν εξαφανίστηκε, καί όλες οί έκκλησίες όλων τών πόλεων έξαφανίστηκαν, σάν τή σελήνη όταν έχει έκλειψη. Κατακλύζοντας τούς δρόμους, τά αύτοκίνητα συρρίκνωσαν τά πεζοδρόμια όπου στριμώχνονται οί διαβάτες. Ά ν θέλουν νά κοιταχτούν, βλέπουν τά αύτοκίνητα γιά φόντο* άν θέλουν νά κοιτάξουν τό άπέναντι σπίτι, βλέπουν τά αύτοκίνητα σέ πρώτο πλάνο* δέν ύπάρχει πιά μιά γωνιά μόνη άπ 5 όπου νά μή βλέπεις τά αύτοκίνητα, στό βάθος, μπροστά, στά πλάγια. Ό πανταχοϋ παρών παταγός τους, κατατρώγει σάν οξύ κάθε στιγμή περισυλ λογής. 5Εξαιτίας τών αύτοκινήτων, ή παλιά ομορφιά τών πόλεων 294
έχει γίνει άθέατη. Δέν είμαι σάν κι αύτούς τούς ήλίθιους ήθικολόγους πού έξανίστανται μπροστά στίς δέκα χιλιάδες νεκρών τό χρόνο στούς δρόμους. Αύτό τουλάχιστον μειώνει τόν αριθμό τών αύτοκινητιστών. ’Αλλά έξεγείρομαι εναντίον τού γεγονότος ότι τά αύτοκίνητα έχουν προκαλέσει τήν έκλειψη τών καθεδρικών ναών». 'Ο καθηγητής ’Αβενάριος σώπασε, έπειτα είπε: «Θά ήθελα λίγο τυρί».
295
11 Τα ΤΥΡΙΑ μ ’ έκαναν νά ξεχάσω τήν εκκλησία, καί τό κρασί μοϋ άνακάλεσε τήν αισθησιακή εικόνα πού έδιναν δύο βέλη τό ένα πάνω στό άλλο: «Είμαι σίγουρος ότι τήν συνόδευσες καί ότι σέ κάλεσε ν ’ άνέβεις στό διαμέρισμά της. Σοϋ έμπιστεύθηκε ότι ήταν ή πιό δυστυχισμένη γυναίκα στόν κόσμο. Τήν ιδια στιγμή, τό κορμί της έλιωνε κάτω άπό τά χάδια σου, ήταν χωρίς άμυνα καί δέν μπορούσε πιά νά συγκρατήσει ούτε τά δάκρυα ούτε τήν ούρηση. — Ούτε τά δάκρυα ούτε τήν ούρηση! ξέσπασε ό Ά βενάριος. Τί ύπέροχο όραμα! — ’Έπειτα τής έκανες έρωτα, σέ κοίταζε καταπρόσωπο καί κουνούσε τό κεφάλι επαναλαμβάνοντας: δέν είσαι εσύ πού άγαπώ! Δέν είσαι εσύ πού άγαπώ! — Αύτό πού λές είναι πολύ διεγερτικό, είπε ό Ά βενάριος, άλλά γιά ποιά μιλάς; — Γιά τή Λώρα!» Μέ διέκοψε: «Πρέπει οπωσδήποτε νά άσκηθεΐς. ' Ο νυχτερι νός δρόμος είναι τό μόνο πράγμα πού μπορει νά σέ άποσπάσει άπό τίς ερωτικές σου φαντασιώσεις. — Είμαι λιγότερο καλά εξοπλισμένος άπό σένα, είπα, ύπαινισσόμενος τά χάμουρά του. Ξέρεις καλά ότι χωρίς τήν κατάλλη λη εξάρτυση, είναι μάταιο νά ριχτεί κανείς σέ ένα τέτοιο εγχείρημα. — Μή φοβάσαι. 'Η εξάρτυση δέν έχει τόση σημασία. Στήν άρχή κι έγο) ό ίδιος έκανα καί χωρίς αύτή. "Ολο αύτό, είπε δείχνοντας τό στήθος του, είναι μιά έκλέπτυνση πού μοϋ πήρε πολλά χρόνια γιά νά τήν επιτύχω, καί μέ παρακινούσε λιγότερο μιά πρακτική άνάγκη άπό μιά ορισμένη επιθυμία τελειότητας, καθαράναισθητική καί σχεδόν άχρηστη. Πρός τό παρόν, μπορείς 296
νά άρκεστεΐς σ ’ ενα μαχαίρι στήν τσέπη. Τό μόνο πού έχει σημασία είναι ή τήρηση αύτοΰ τοϋ κανόνα: ή μπροστινή δεξιά γιά τό πρώτο αύτοκίνητο, ή μπροστινή αριστερά για τό δεύτερο, ή πίσω δεξιά γιά τό τρίτο καί, γιά τό τέταρτο... — ...ή πίσω άριστερά... — Λάθος!» είπε ό Ά βενάριος ξεσπώντας σέ γέλια, σάν κακός δάσκαλος στό σχολείο πού απολαμβάνει μιά μπούρδα τοϋ μαθη τή του: «Γιά τό τέταρτο, καί οι τέσσερις!» Γιά μιά στιγμή γέλασα μαζί του καί ό Ά βενάριος συνέχισε: «Ξέρω ότι εδώ καί λίγο καιρό σέ άπασχολοϋν πιεστικά τά μαθηματικά, έτσι πού θά μπορούσες νά εκτιμήσεις αύτή τή γεωμετρική συμμετρία. Τήν επιβάλλω στόν εαυτό μου σάν κανόνα χωρίς εξαιρέσεις, τοϋ οποίου τό νόημα είναι διπλό: άπό τή μιά μεριά, παρασύρει τήν άστυνομία σέ λάθος δρόμο, άφοϋ ή περίεργη διάταξη τών σκασμένων λάστιχων, πού φαίνεται νά είναι φορτισμένη μέ μιά ιδιαίτερη σημασία, μοιάζει σάν μήνυμα, σάν κώδικας πού οί μπάτσοι θά προσπαθήσουν μάταια νά τόν άποκρυπτογραφήσουν άλλά κυρίως: τηρώντας αύτήν τή γεωμε τρία, εισάγουμε στήν καταστροφική μας δράση μία άρχή μαθη ματικής ωραιότητας, καί ξεχωρίζουμε ριζικά άπό τούς βάνδα λους πού χαράζουν τά αύτοκίνητα μ ’ ενα καρφί καί χέζουν στή σκεπή. ’Εδώ καί πολύ καιρό, στή Γερμανία, τελειοποίησα τίς λεπτομέρειες τής μεθόδου μου, σέ μιά εποχή πού πίστευα άκόμα ότι ήταν δυνατόν νά οργανωθεί ή άντίσταση κατά τοϋ Διαβολότοπου. Συναναστρεφόμουν μιά ένωση οικολόγων. Γιά τούς άνθρώπους αύτούς, τό ϋπατο κακό πού προκαλει ό Διαβολότοπος είναι ή καταστροφή τής φύσης. Γιατί όχι, άκόμα κι έτσι μπορεΐς νά κατανοήσεις τό Διαβολότοπο. Συμπαθούσα τούς οίκολόγους. Τούς πρότεινα νά φτιάξουν συνεργεία πού νά σκάνε τά λάστιχα κατά τή διάρκεια τής νύχτας. Ά ν είχε έφαρμοσθεΐ τό σχέδιό μου, σέ διαβεβαιώ ότι δέν θά ύπήρχαν πιά αύτοκίνητα. Μέσα σ ’ ενα μήνα, πέντε συνεργεία τριών άνθρώπων θά είχαν κάνει άδύνατη τή χρήση τους σέ μιά μεσαίου μεγέθους πόλη! Τούς εξέθεσα τό σχέδιό μου ώς τήν τελευταία λεπτομέρεια, όλος ό κόσμος θά μπορούσε νά μάθει άπό μένα πώς κατευθύνεται μιά 297
ανατρεπτική δράση, εντελώς αποτελεσματική, ανεξιχνίαστη άπό τήν άστυνομία. Αύτοί οί ήλίθιοι δμως μέ θεώρησαν προβοκάτο ρα! Μέ σφύριξαν, μέ άπείλησαν μέ τή γροθιά! Δυό εβδομάδες άργότερα, πήραν τίς μεγάλες μοτοσυκλέτες τους, τά μικρά τους αύτοκίνητα καί πήγαν νά διαδηλώσουν, κάπου μέσα στό δάσος, εναντίον τής κατασκευής μιας πυρηνικής μονάδας. Κατέστρεψαν πλήθος δέντρων καί άφησαν πίσω τους, γιά τέσσερις μήνες, έναν άνυπόφορο ρύπο. Τότε κατάλαβα δτι ήδη άπό πολύ καιρό, ήσαν κι αύτοί άναπόσπαστο μέρος τοϋ Διαβολότοπου, καί τελείωσαν οί προσπάθειές μου νά μεταμορφώσω τόν κόσμο. Σήμερα, δέν προστρέχω πιά στίς παλιές επαναστατικές πρακτικές παρά μόνο γιά τήν καθαρά εγωιστική μου εύχαρίστηση. Τό νά τρέχεις τή νύχτα στούς δρόμους σκάζοντας τά λάστιχα είναι μιά άπίστευτη χαρά γιά τήν ψυχή καί μιά θαυμάσια άσκηση γιά τό σώμα. Γιά μιά άκόμη φορά στό συνιστώ ένθέρμως. Θά κοιμάσαι καλύτερα. Καί δέν θά σκέφτεσαι πιά τή Δώρα. — "Ενα πράγμα μοϋ κινεί τήν περιέργεια. 'Η γυναίκα σου πιστεύει πραγματικά δτι βγαίνεις τή νύχτα γιά νά σκάσεις λάστιχα; Δέν ύποψιάζεται δτι, μέ τό πρόσχημα αύτό, επιδιώκεις νά καλύψεις ερωτικές περιπέτειες; — Ξεχνάς μιά λεπτομέρεια. Ροχαλίζω. Πράγμα πού μοϋ επι τρέπει νά κοιμάμαι σέ χωριστό δωμάτιο. Είμαι ό άπόλυτος κύριος τής κάθε νύχτας μου». Χαμογελούσε καί είχα μεγάλη επιθυμία νά δεχτώ τήν πρό σκλησή του καί νά τοϋ ύποσχεθώ νά τόν συνοδεύσω: άπό τή μιά μεριά, τό εγχείρημά του μοϋ φαινόταν άξιέπαινο, άπό τήν άλλη μεριά, είχα πολλή τρυφερότητα γιά τόν φίλο μου καί ήθελα νά τόν εύχαριστήσω. ’Αλλά, χωρίς νά μοϋ άφήσει χρόνο ν ’ άνοίξω τό στόμα μου, φώναξε δυνατά τό σερβιτόρο καί τοϋ ζήτησε τό λογαριασμό, έτσι πού ή συζήτηση πέρασε σέ άλλο θέμα.
298
12 άπό τά εστιατόρια πού διέκρινε στήν άκρη τοϋ αύτοκινητόδρομου δέν τήν τραβούσε, τά προσπερνούσε χωρίς νά σταματήσει καί ή κούρασή της μεγάλωνε μαζί μέ τήν πείνα της. Ή τα ν ήδη πολύ άργά όταν σταμάτησε μπροστά σ ’ ενα μοτέλ. Δέν ύπήρχε κανένας μέσα στήν αίθουσα, εκτός άπό μιά μητέρα μέ τόν εξάχρονο γιό της, πού πότε ερχόταν νά καθίσει στό τραπέζι, πότε έτρεχε γύρω γύρω ούρλιάζοντας. Παρήγγειλε τό πιό άπλό μενού καί παρατήρησε ενα άγαλματάκι, τοποθετημένο στή μέση τοϋ τραπεζιού. Ή τα ν ενα άνθρωπάκι άπό καουτσούκ, ενα άγαλματάκι διαφημιστικό. Τό άνθρωπάκι εϊχε μεγάλο κορμί, κοντά πόδια καί μιά πράσινη μύτη τερατώδη πού τοϋ κατέβαινε ώς τόν άφαλό. Διασκεδαστικό, είπε μέσα της, καί στριφογυρίζοντας τό άγαλματάκι στά χέρια της τό παρατήρησε γιά πολύ. Φαντάστηκε ότι τό άνθρωπάκι ζωντάνευε. ’Έ τσ ι καί προικι ζόταν μέ ψυχή, θά δοκίμαζε χωρίς άμφιβολία ζωηρό πόνο άν κάποιος, όπως ή ’Ανιές αύτή τή στιγμή, διασκέδαζε στρίβοντας τήν πράσινη καί καουτσουκένια του μύτη. Θά γεννιόταν γρήγο ρα μέσα του ό φόβος τών άνθρώπων, γιατί όλος ό κόσμος θά ήθελε νά παίζει μ ’ αύτή τή γελοία μύτη, καί ή ζωή τοϋ άνθρωπάκου δέν θά ήταν πιά παρά φόβος καί πόνος. Θά δοκίμαζε ιερό σεβασμό γιά τό Δημιουργό του; Θά τοϋ έτρεφε εύγνωμοσύνη πού θά τοϋ είχε δώσει τή ζωή; Θά προσευ χόταν σ ’ αύτόν; Μιά μέρα, κάποιος θά τοϋ έτεινε εναν καθρέφτη, καί άπό τότε θά ήθελε νά κρύβει τό πρόσωπό του στά χέρια του, γιατί θά ένιωθε φρικτή ντροπή μπροστά στούς άνθρώπους. Δέν θά μπορούσε όμως νά τό κρύψει, γιατί ό Δημιουργός του τόν κατασκεύασε μέ τέτοιον τρόπο πού νά μήν μπορεΐ νά κουνήσει τά χέρια. ΚΑΘΩΣ ΚΑΝΕΝΑ
299
'Η Ά ν ιές έλεγε στόν εαυτό της: εϊναι περίεργο νά σκέφτεσαι ότι τό ανθρωπάκι θά ντρεπόταν. Μήπως είναι ύπεύθυνο γιά τήν πράσινη μύτη του; Δέν θά σήκωνε μάλλον τούς ώμους μέ άδιαφορία; ’Ό χ ι δέν θά σήκωνε τούς ώμους, θά ντρεπόταν. "Οταν ό άνθρωπος άνακαλύπτει γιά πρώτη φορά τό φυσικό του εγώ δέν είναι ούτε ή άδιαφορία ούτε ό θυμός αύτό πού πρώτα καί κυρίως αισθάνεται, άλλά ή ντροπή: μιά ντροπή θεμελιακή πού μέ τά πάνω καί μέ τά κάτω, άκόμα καί άμβλυμένη άπό τό χρόνο, θά τόν συνοδεύει σέ όλη του τή ζωή. "Οταν ή Ά ν ιές ήταν δεκάξι χρόνων, φιλοξενήθηκε στό σπίτι κάτι φίλων τών γονιών της· στή μέση τής νύχτας τής ήρθε περίοδος καί λέρωσε μέ αίμα τό σεντόνι. "Οταν νωρίς τό πρωί τό παρατήρησε, καταλήφθηκε άπό πανικό. Στίς μύτες τών ποδιών, πήγε στό μπάνιο, έπειτα έτριψε τό σεντόνι μέ μιά πετσέτα βρεγμένη μέ σαπουνόνερο* όχι μόνο ό λεκές μεγάλωσε, άλλά ή Ά ν ιές λέρωσε επίσης καί τό στρώμα. ’Ένιωσε θανάσιμα ντρο πιασμένη. Γιατί ντρεπόταν; Μήπως όλες οί γυναίκες δέν έχουν έμμηνα; Μήπως ήταν ή Ά ν ιές πού είχε επινοήσει τά γυναικεία όργανα; ΤΗταν ύπεύθυνη γΓ αύτό; 'Οπωσδήποτε όχι. 'Η ευθύνη όμως δέν έχει τίποτα νά κάνει μέ τή ντροπή. ’Ά ν , γιά παράδειγμα, ή ’ Ανιές είχε άδειάσει μελάνι, καταστρέφοντας τό τραπεζομάντιλο καί τό χαλί τών οικοδεσποτών της, θά τής ήταν ενοχλητικό καί δυσάρεστο, άλλά δέν θά ντρεπόταν. ' Η ντροπή δέν θεμελιώνεται σ ’ ένα λάθος πού έχουμε κάνει, άλλά στήν ταπείνωση πού δοκιμάζουμε όντας αύτό πού είμαστε χωρίς νά τό έχουμε διαλέ ξει, καί στήν άφόρητη αίσθηση ότι αύτή ή ταπείνωση είναι όρατή άπό παντού. Δέν είναι καθόλου εκπληκτικό, άν τό άνθρωπάκι μέ τή μακριά πράσινη μύτη ντρέπεται γιά τό πρόσωπό του. Τί νά πεις όμως γιά τόν πατέρα τής Ά νιές; ’Εκείνος, εντούτοις, ήταν ώραίος! Ναί, ήταν. Τί είναι όμως ή ομορφιά άπό μαθηματική σκοπιά* ' Υπάρχει ομορφιά όταν ένα άντίτυπο μοιάζει όσο γίνεται περισ σότερο στό αύθεντικό πρωτότυπο. ’Ά ς φανταστούμε ότι έχουν βάλει στόν ύπολογιστή τίς ελάχιστες καί τίς μέγιστες διαστάσεις 300
όλων τών μερών τοϋ σώματος: μεταξύ τριών καί επτά εκατοστών γιά τό μήκος τής μύτης, μεταξύ τριών καί οκτώ γιά τό ύψος τοϋ μετώπου, καί οϋτω καθεξής. "Ασχημος είναι ό άνθρωπος πού τό μέτωπό του έχει μήκος έξι εκατοστών καί ή μύτη του τρία μόνο. "Ασχήμια: ιδιότροπη ποίηση τοϋ τυχαίου. Σ ’ έναν ωραίο άνθρω πο, τό παιχνίδι τών τυχαίων έχει διαλέξει έναν μέσο όρο όλων τών μέτρων. ’Ομορφιά: πεζότητα τοϋ άκριβοϋς μέσου. Στήν ομορφιά περισσότερο άκόμα παρά στήν άσχήμια, εκδηλώνεται ό μή άτομικός, μή προσωπικός χαρακτήρας τοϋ προσώπου. Στό πρόσωπό του, ό ώραιος άνθρωπος βλέπει τό πρωταρχικό τεχνικό σχέδιο, έτσι όπως τό σχεδίασε ό κατασκευαστής τοϋ πρωτοτύ που, καί ύποφέρει πιστεύοντας ότι αύτό πού βλέπει είναι ένα άμίμητο εγώ. ’Έ τσι ώστε ντρέπεται, όπως ντρέπεται καί τό άνθρωπάκι μέ τή μακριά πράσινη μύτη. Τότε πού ό πατέρας της ήταν ετοιμοθάνατος, ή 5Ανιές καθόταν στήν άκρη τοϋ κρεβατιού. Πρίν μπει στήν τελική φάση τής άγωνίας, τής είπε: «Μή μέ κοιτάζεις πιά», κι ήσαν τά τελευταία λόγια πού δέχτηκε άπό εκείνον, τό τελευταίο του μήνυμα. 'Υπάκουσε· σκύβοντας τό κεφάλι πρός τό έδαφος, κλείνοντας τά μάτια, τοϋ πήρε μόνο τό χέρι καί τό έσφιξε* τόν άφησε νά φύγει, άργά καί χωρίς νά τόν κοιτάζουν, στόν κόσμο όπου δέν ύπάρχουν πιά πρόσωπα.
301
13 λογαριασμό καί κατευθύνθηκε πρός τό αύτοκίνητό της. 'Ο μικρός ταραχοποιός τοϋ εστιατορίου εσπευσε νά τήν συναντήσει. Στάθηκε σέ βαθύ κάθισμα μπροστά της μέ τό χέρι τεντωμένο, σάν νά ήταν οπλισμένος μ ’ ενα αύτόματο πιστόλι. Μιμούμενος τίς εκπυρσοκροτήσεις: «Μπάνγκ, μπάνγκ, μπάνγκ!» τήν σάρωσε μέ (ρανταστικές σφαίρες. Σταμάτησε στό υψος του καί τοϋ είπε μέ ήρεμη φωνή: «Είσαι ήλίθιος;» Έ παψ ε νά πυροβολεί καί τήν κοίταξε καταπρόσωπο μέ τά μεγάλα παιδικά του μάτια. 5Εκείνη έπανέλαβε: «Ναί, βέβαια, είσαι ήλίθιος». Μιά κλαψιάρικη γκριμάτσα παραμόρφωσε τό πρόσωπο τοϋ πιτσιρίκου: «Θά τό πώ στή μαμά μου! — Πήγαινε! Πήγαινε νά μαρτυρήσεις», είπε ή 5Ανιές. Κάθισε στό τιμόνι καί εφυγε πλησίστια. Ή τα ν εύτυχισμένη πού δέν είχε συναντήσει τή μητέρα. Τήν φανταζόταν νά φωνάζει, κουνώντας γρήγορα τό κεφάλι άπό δεξιά σ τ’ άριστερά, σηκώνοντας τούς ώμους καί τά φρύδια γιά νά ύπερασπιστεΐ τό προσβεβλημένο παιδί. Σίγουρα, τά δικαιώματα τοϋ παιδιοϋ είναι πάνω άπό όλα τά άλλα δικαιώματα. Πραγματι κά, γιατί ή μητέρα τους προτιμούσε τή Λώρα άπό τήν ’Ανιές όταν ό εχθρός στρατηγός δέν τής παραχωρούσε χάρη παρά μόνο γιά εναν άπό τούς τρεις καταδικασμένους; Ή άπάντηση ήταν σαφής: προτιμούσε τή Λώρα γιατί ή Λώρα ήταν μικρότερη. Στήν ιεραρχία τών ήλικιών, στήν κορυφή είναι τό νεογέννητο, μετά ερχεται τό παιδί, επειτα ό έφηβος, καί τότε μόνο ό ενήλικος άνθρωπος. "Όσο γιά τό γέρο, μένει περίπου κοντά στό έδαφος, στό χαμηλότερο σημείο αυτής τής πυραμίδας τών άξιων. Kor 6 νεκρός; *0 νεκρός είναι κάτο) άπό τή γή. Ά ρ α , πιό '! ακόμα κι άπό τό γέρο. Σ ’ ενα γέρο αναγνωρίζονται
Π λ ή ρ ω σ ε ΤΟ
άκόμα δλα τά δικαιώματα τοϋ άνθρώπου. Α ντίθετα, ό νεκρός τά χάνει τήν ιδια τή στιγμή τοϋ θανάτου του. Κανένας νόμος δέν τόν προστατεύει πιά άπό τή συκοφαντία, ή ιδιωτική ζωή έχει πάψει νά είναι ιδιωτική* τά γράμματα πού τοϋ έγραψαν οί έρωτές του, τό άναμνηστικό λεύκωμα πού τοϋ χάρισε ή μητέρα του, τίποτα άπό όλα αύτά, τίποτα, τίποτα πιά δέν τοϋ άνήκει. Λίγο λίγο, στή διάρκεια τών χρόνων πού προηγήθηκαν τοϋ θανάτου του, ό πατέρας τά είχε όλα καταστρέψει πίσω του: δέν είχε ούτε κάν άφήσει ρούχα στήν ντουλάπα, κανένα χειρόγραφο, καμία σημείωση άπό τά μαθήματα, κανένα γράμμα. Είχε σβήσει τά ίχνη του χωρίς κανείς νά τό ξέρει. Μιά φορά μόνο, κατά τύχη, τόν είχαν συλλάβει μπροστά σ ’ αύτές τίς σχισμένες φωτογρα φίες. Αύτό όμως δέν τόν είχε εμποδίσει άπό τό νά τίς καταστρέψει. Δέν έμεινε ούτε μία τους. 9Ενάντια σ ’ αύτό ήταν πού διαμαρτυρόταν ή Λώρα. Μαχόταν γιά τά δικαιώματα τών ζωντανών, κατά τών άδικαιολόγητων άπαιτήσεων τών νεκρών. Γιατί τό πρόσωπο πού αύριο θά εξαφα νιστεί κάτω άπό τή γη ή μέσα στή φωτιά, δέν άνήκει πιά στόν μέλλοντα νεκρό, άλλά μόνο στούς ζωντανούς, πού είναι πεινασμένοι κι έχουν άνάγκη νά φάνε τούς νεκρούς, τά γράμματά τους, τά άγαθά τους, τίς φωτογραφίες τους, τούς παλιούς τους έρωτες, τά μυστικά τους. Ό πατέρας, όμως, είπε ή 5Ανιές στόν εαυτό της, είχε ξεφύγει άπ’ όλους τους. Τόν σκεπτόταν καί χαμογελούσε. Καί ξαφνικά, τής ήρθε ή ιδέα ότι ύπή ρξε ό μοναδικός της έρωτας. Ναί, ήταν εντελώς καθαρό: ό πατέρας της ύπή ρξε ό μοναδικός της έρωτας. Τήν ίδια στιγμή, μεγάλες μοτοσυκλέτες τήν προσπέρασαν ξανά μέ τρελή ταχύτητα* τό φώς τών προβολέων της φώτιζε μορφές σκυμμένες πάνω στά τιμόνια καί φορτισμένες μέ όλη τήν επιθετικότητα πού έκανε τή νύχτα νά τρέμει. ΤΗταν ό κόσμος άπό τόν όποιο ήθελε νά ξεφύγει, νά ξεφύγει γιά πάντα, τόσο πού άποφάσισε νά εγκαταλείπει τόν αυτοκινητόδρομο στην -^πομεντ; διασταύρωση, γιά να κ*ν>> ή σ κ ο*5 έναν λιγότερο ιτολυσ;'ν \·αστο δρόμο.
14 σέ μ ιά λεωφόρο τοϋ Παρισιοϋ δλο φως καί θόρυβο, καί κατευθυνόμαστε πρός τή Μερσεντές τοϋ Άβενάριου πού είναι σταματημένη μερικούς δρόμους παρακάτω. Καί πάλι, σκεπτόμαστε τή νεαρή κοπέλα πού ήταν καθισμένη μιά νύχτα στήν άσφαλτο, μέ τό κεφάλι χωμένο στά χέρια καί περίμενε τό χτύπημα ενός αύτοκινήτου. «Προσπάθησα νά σοϋ εξηγήσω, είπα, ότι στά κατάβαθα τοϋ καθενός μας βρίσκεται, ώς αιτία τών πράξεών μας, αύτό πού οί Γερμανοί ονομάζουν Grund, ενα θεμέλιο· ενας κώδικας πού περιλαμβάνει τήν ούσία τοϋ πεπρωμένου μας* καί ότι ό κώδικας αύτός, κατά τήν άποψή μου, έχει τό χαρακτήρα μεταφοράς. Τό κορίτσι γιά τό όποιο μιλάμε παραμένει άκατανόητο, άν δέν καταφύγουμε σέ μιά εικόνα. Παραδείγματος χάριν: περπατάει στή ζωή όπως σέ μιά κοιλάδα* σέ κάθε στιγμή, διασταυρώνεται μέ κάποιον καί τοϋ άπευθύνει τό λόγο* οι άνθρωποι όμως τήν κοιτάζουν χωρίς νά καταλαβαίνουν καί προσπερνούν, γιατί εκφράζεται μέ μιά τόσο άδύναμη φωνή πού κανένας δέν τήν άκούει. Νά πώς τήν άναπαριστάνω στόν εαυτό μου καί είμαι σίγουρος ότι έτσι βλέπει κι εκείνη τόν εαυτό της: σάν μιά γυναίκα πού περπατάει μέσα σέ μιά κοιλάδα, άνάμεσα σέ άνθρώπους πού δέν τήν άκοϋνε. Ή , μάλλον, μιά άλλη εικόνα: έχει πάει στόν οδοντογιατρό, ή αίθουσα άναμονής είναι φίσκα* ένας καινούργιος άσθενής φθάνει, πάει κατευθείαν στήν πολυθρόνα όπου είναι εγκατεστημένη έκείνη καί κάθεται στά γόνατά της* δέν τό έχει κάνει επίτηδες, όμως ή πολυθρόνα αύτή τοϋ φάνηκε, άπλούστατα, άδεια* έκείνη διαμαρτύρεται, τόν σπρώχνει μέ τά χέρια, φωνάζει: « ’Επιτέλους, Κύριε! Δέν βλέπετε ότι ή θέση είναι πιασμένη! Κάθομαι εγώ εδώ!» άλλά ό άνθρωπος δέν τήν άκούει, είναι άνετα εγκατεστημένος επάνω της καί φλυαρεί
Ξ α ν α β ρ ισ κ ό μ α σ τ ε
304
χαρούμενα μέ έναν άπό εκείνους πού περιμένουν τή σειρά τους. Αύτές οί δυό εικόνες τήν προσδιορίζουν καί μοϋ επιτρέπουν νά τήν καταλάβω. ' Η επιθυμία της γιά αύτοκτονία δέν είχε προκληθεΐ άπό κανέναν εξωτερικό παράγοντα. Φυτεύτηκε στό έδαφος τοϋ είναι της, φύτρωσε άργά μέσα της καί άνθισε σάν μαύρο λουλούδι. —"Ας τό δεχτούμε, είπε ό "Αβενάριος. ’Αλλά σοϋ μένει εντούτοις νά εξηγήσεις γιά ποιό λόγο άποφάσισε νά αύτοκτονήσει εκείνη τή συγκεκριμένη ή μέρα καί όχι μιά άλλη. — Πώς νά εξηγήσεις ότι άνοίγει ένα λουλούδι τήν τάδε μέρα κι όχι τήν άλλη; ΤΗρθε ό χρόνος της. 'Η επιθυμία νά αύτοκαταστραφεΐ είχε φυτρώσει γιά καιρό μέσα της καί, μιά ώραία ήμέρα, δέν άντιστάθηκε πιά. Οι άδικίες πού είχε ύποστεΐ ήταν, φαντάζο μαι, μάλλον επουσιώδεις: οί άνθρωποι δέν άπαντούσαν στό χαιρετισμό της· κανένας δέν τής χαμογελούσε* τότε πού καθόταν στό ταχυδρομείο στήν ούρά, μιά χοντρή κυρία τής είχε δώσει μιά σπρωξιά καί είχε περάσει μπροστά* ήταν πωλήτρια σ ’ ένα πολυκατάστημα καί ό προϊστάμενός της στό τμήμα τήν είχε κατηγορήσει ότι δέν μεταχειριζόταν καλά τούς πελάτες. Είχε χίλιες φορές θελήσει νά έξεγερθει, νά βάλει φωνές διαμαρτυρίας, άλλά χωρίς ποτέ νά τό άποφασίσει, γιατί δέν είχε παρά μιά τόση δά φωνούλα πού έσπαγε κάτω άπό τήν επίδραση τοϋ θυμού. Πιό άδύναμη άπό τούς άλλους, ύπέμενε συνεχείς προσβολές. "Οταν τό κακό χτυπάει τόν άνθρωπο, άντανακλάται στούς άλλους. Αύτό ονομάζουν διαπληκτισμό, καυγά, εκδίκηση. 'Ο άδύναμος, όμως, δέν έχει τή δύναμη νά άποκρούσει τό κακό πού τόν χτυπάει, ή ιδια του ή άδυναμία τόν ταπεινώνει καί τόν πληγώνει, μπροστά της είναι εντελώς χωρίς άμυνα. Δέν έχει άλλο πιά παρά νά καταστρέψει τήν άδυναμία του, καταστρέφοντας τόν εαυτό του. ’Έ τσι είναι πού ή κοπέλα βάλθηκε νά ονειρεύεται τόν ίδιο της τό θάνατο». Ψάχνοντας τή Μερσεντές του, ό Ά βενάριος κατάλαβε ότι είχε πάρει λάθος δρόμο. Κάναμε μισό κύκλο. Ξανάρχισα: « ' Ο θάνατος, έτσι όπως τόν επιθυμούσε, δέν έμοιαζε μέ εξαφάνιση, άλλά μέ άπόρριψη. Μέ άπόρριψη τοϋ 20
305
έαυτοϋ της. Καμιά μέρα τής ζωής της, κανένα άπό τά λόγια πού είχε πει δέν τήν εϊχε ικανοποιήσει. ’Έφερε τόν εαυτό της διαμέσου τής ζωής σάν μία τερατώδη μάστιγα, τήν όποία άπεχθανόταν κι άπό τήν όποία δέν μπορούσε νά άπαλλαγεΐ. ΓΓ αύτό επιθυμούσε νά άπορρίψει τόν εαυτό της, νά τόν άπορρίψει όπως πετάμε ενα τσαλακωμένο χαρτί, όπως πετάμε μιά πατάτα πού σάπισε. ’Επιθυμούσε νά άπορρίψει τόν εαυτό της λές καί αύτή πού άπέρριπτε κι ή άλλη πού τήν άπέρριπταν νά ήσαν δυό διαφορετικά πρόσωπα. Φαντάστηκε ότι θά έσπρωχνε μόνη τόν εαυτό της έξω ά π’ τό παράθυρο. ’ Αλλά ή ιδέα ήταν γελοία, γιατί έμενε στό πρώτο πάτωμα καί τό πολυκατάστημα όπου εργαζόταν, στό ισόγειο, δέν είχε παράθυρα. ’Επιθυμούσε νά πεθάνει, νά πεθάνει ισοπεδωμένη άπό μιά βίαιη γροθιά πού θά έκανε ν ’ άκουστεΐ ένας θόρυβος, όπως όταν λιώνεις τό καύκαλο ενός χρυσοκάνθαρου. Ή τα ν μιά επιθυμία πολύ φυσική, αύτή τοϋ νά τήν λιώσουν, όπως όταν δοκιμάζει κανείς τήν άνάγκη ν ’ άκουμπήσει δυνατά τήν παλάμη του πάνω σ ’ ένα σημείο τοϋ σώματος πού πονάει». "Οταν φθάσαμε μπροστά στήν επιβλητική Μερσεντές τοϋ Ά βενάριου σταματήσαμε. «"Οπως τήν περιγράφεις, είπε ό Ά βενάριος, θά μπορούσε κανείς νά τήν συμπαθήσει σχεδόν. — Ξέρω τί θέλεις νά πεις: άν δέν είχε προκαλέσει τό θάνατο ά λλω ν άνθρώπων. 3Α λ λ ά κι αύτό επίσης εξηγείται στίς δύο εικόνες της πού τοϋ έδωσα. "Οταν άπηύθυνε τό λόγο σέ κάποιον, κανένας δέν τήν άκουγε. ’Έ χανε τόν κόσμο. "Οταν λέω κόσμο, σκέπτομαι αύτό τό μέρος τοϋ σύμπαντος πού άπαντά στά καλέσματά μας (έστω καί μέ μιά μόλις άντιληπτή ήχώ) καί τοϋ οποίου κι εμείς οι ίδιοι άκοϋμε τό κάλεσμα. Γ ι5 αύτήν, ό κόσμος γινόταν σιγά σιγά μουγγός καί έπαυε νά είναι ό κόσμος της. ’Έμενε εντελώς κλεισμένη στόν εαυτό της καί στό μαρτύριό της. Μήπως θά μπορούσε, τουλάχιστον, νά άποσπασθεΐ άπό τό κλείσιμό της κοιτάζοντας τό μαρτύριο τών άλλων; ’Ό χ ι. Γιατί τά μαρτύρια τών άλλων συνέβαιναν στόν κόσμο πού είχε χάσει, πού δέν ήταν πιά ό δικός της, Ά ν ό πλανήτης Ά ρ η ς δέν είναι παρά οδύνη, άν 306
άκόμα καί οί πέτρες του ούρλιάζουν άπό πόνο, αύτό καθόλου δέν μάς συγκινεΐ γιατί ό ’ Αρης δέν άνήκει στόν κόσμο μας. ' Ο άνθρωπος πού έχει άποσπασθεί άπό τόν κόσμο είναι άναίσθητος στόν πόνο τοϋ κόσμου. Τό μόνο γεγονός τό όποιο πρός στιγμήν τήν άπέσπασε άπό τό μαρτύριό της, είναι ή άρρώστια καί ό θάνατος τοϋ μικρού της σκύλου. ' Η γειτόνισσα είχε φρίξει: αύτό τό κορίτσι δέν έχει καμιά συμπόνια γιά τούς άνθρώπους, άλλά κλαίει γιά τό σκύλο της. "Αν έκλαιγε τό σκύλο της ήταν έπειδή ό σκύλος αύτός ήταν μέρος τοϋ κόσμου της, καί ή γειτόνισσά της δέν ήταν καθόλου* ό σκύλος άπαντοϋσε στή φωνή της, οί άνθρωποι όχι». Μείναμε σιωπηλοί, μέ τή σκέψη μας στή δυστυχισμένη αύτή, έπειτα ό Ά βενάριος άνοιξε τήν πόρτα τοϋ αύτοκινήτου του καί μοϋ έγνεψε ενθαρρυντικά: «’Έλα! Θά σέ πάρω μαζί μου. Σοϋ δανείζω άθλητικά παπούτσια καί ένα μαχαίρι!» ’Ή ξερα ότι άν δέν πήγαινα μαζί του νά σκάσουμε λάστιχα, δέν θά έβρισκε άλλον συνένοχο καί θά έμενε μόνος, σάν εξόριστος, στήν ιδιορρυθμία του. Είχα τρελή επιθυμία νά τόν συνοδεύσω, άλλά ήμουν τεμπέλης, ένιωθα νά έρχεται άπό μακριά μιά άόριστη επιθυμία γιά ύπνο, καί τό νά βγω μετά τά μεσάνυχτα νά τρέχω στούς δρόμους μοϋ φαινόταν θυσία άδιανόητη. «Γυρίζω σπίτι. ’Έχω τήν επιθυμία νά πάω μέ τά πόδια», είπα απλώνοντας του τό χέρι. ’Έφυγε. Ακολούθησα τή Μερσεντές του μέ τά μάτια, δοκιμά ζοντας τύψεις στήν ιδέα ότι είχα προδώσει έναν φίλο. ’Έπειτα, πήρα τό δρόμο τοϋ σπιτιού καί άμέσως οί σκέψεις μου ξαναγύρισαν σ ’ αύτή τήν κοπέλα στήν όποία ή επιθυμία νά αύτοκαταστραφεΐ είχε άνθίσει σάν μαύρο λουλούδι. Είπα μέσα μου: καί μιά μέρα, μετά τή δουλειά, άντί νά γυρίσει στό σπίτι περπάτησε έξω άπό τήν πόλη. Δέν έβλεπε τίποτα γύρω της, δέν ήξερε άν ήταν καλοκαίρι, φθινόπωρο ή χειμώνας, άν περπατούσε κατά μήκος μιας ακτής ή ενός εργοστασίου* πράγμα τι, έδώ καί πάρα πολύ καιρό δέν ζοϋσε πιά σ ’ αύτόν τόν κόσμο* δέν είχε άλλο κόσμο άπό τήν ψυχή της.
307
15 τίποτα γύρω της, δέν ήξερε άν ήταν καλοκαίρι, φθινόπωρο ή χειμώνας, άν περπατούσε κατά μήκος μιας άκτής ή ενός εργοστασίου, περπατούσε, κι άν περπατούσε ήταν επειδή ή ψυχή, όταν τήν τρώει ή άνησυχία, άξιώνει κίνηση, δέν μπορεΐ νά κάτσει σέ μιά μεριά, γιατί, όταν μένει άκίνητη, ό πόνος γίνεται φοβερός. Είναι όπως όταν έχετε μεγάλο πονόδοντο: κάτι σάς σπρώχνει νά στριφογυρίζετε, άπό τή μιά άκρη τής κάμαρας στήν άλλη· δέν ύπάρχει καμιά λογική αιτία γ ι 5 αύτό, άφοϋ ή κίνηση δέν μειώνει τόν πόνο, άλλά χωρίς νά ξέρετε γιατί, τό άρρωστο δόντι σάς παρακαλεΐ νά μείνετε σέ κίνηση. Ή κοπέλα περπατούσε λοιπόν, καί έφθασε σέ εναν μεγάλο αύτοκινητόδρομο, όπου τά αύτοκίνητα έτρεχαν τό ενα πίσω ά π 5 τ ’ άλλο, περπατούσε στό πλαϊνό τού δρόμου, άπό χιλιομετρικό δείκτη σέ χιλιομετρικό δείκτη, χωρίς νά διακρίνει τίποτα, άνιχνεύοντας μόνο τά κατάβαθα τής ψυχής της πού τής ξανάστελναν πάντα τίς ϊδιες ταπεινωτικές εικόνες. Δέν μπορούσε νά ξεκολλήσει τό βλέμμα της ά π’ αύτό* άπό καιρό σέ καιρό μόνο, όταν κάποια μοτοσυκλέτα, τής όποίας ή εξάτμιση τής πλήγωνε τά τύμπανα, περνούσε μέ βόμβο, συνειδητοποιούσε ότι ό εξωτε ρικός κόσμος ύπήρχε* αύτός ό κόσμος όμως δέν είχε καμιά σημασία, ήταν ενας καθαρός χώρος κενός, πού δέν είχε άλλο ενδιαφέρον άπό τό νά τής επιτρέπει νά περπατάει, νά μετακινεί τήν πονεμένη της ψυχή άπό τό ενα μέρος στό άλλο μέ τήν ελπίδα νά άπαλύνει τήν οδύνη της. Ά π ό πολύ καιρό ήδη, σκεπτόταν νά σταθεί νά τήν συνθλίψει ενα αύτοκίνητο. Ά λ λ ά τά αύτοκίνητα κυλούσαν γιά τά καλά, κι έκείνη τά φοβόταν, ήταν χίλιες φορές πιό δυνατά άπ’ αύτήν δέν εβλεπε πού θά έβρισκε τό θάρρος νά πέσει κάτω άπό τίς ρόδες τους. Θά τής χρειαζόταν νά πέσει επάνω τους, εναντίον τους, καί
Δ ε ν ΕΒΛΕΠΕ
308
γιά τούτο δέν είχε δυνάμεις, δπως δέν είχε δυνάμεις όταν ήθελε νά βάλει τίς φωνές στόν προϊστάμενό της τού τμήματος, πού τής έκανε άδικες παρατηρήσεις. Ειχε φύγει άπό τό σπίτι της τό δειλινό, ήδη είχε πέσει ή νύχτα. Τά πόδια της ήσαν πληγωμένα καί ήξερε πώς ήταν πάρα πολύ άδύναμη γιά νά πάει πολύ μακριά. Σ ’ αύτό τό σημείο τής κούρασης, είδε τή λέξη Ντιζόν σέ μιά μεγάλη φωτεινή επιγραφή. Ή κούραση εξαφανίστηκε μεμιάς. Λές καί ή λέξη αύτή κάτι τής θύμιζε. Προσπάθησε νά συλλάβει μιά φευγαλέα άνάμνηση: έπρόκειτο γιά κάποιον άπό τήν Ντιζόν, ή μάλλον τής είχαν διηγηθεϊ κάτι διασκεδαστικό πού είχε συμβεΐ στήν Ντιζόν. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι ήταν ωραία νά ζεΐς σ ’ αύτή τήν πόλη, ότι οί κάτοικοί της δέν ήσαν όπως οί άνθρωποι πού είχε ως τότε γνωρίσει. ΤΗταν σάν χορευτική μουσική πού είχε άντηχήσει στή μέση τής ερήμου. "Ήταν σάν μιά πηγή νερού άσημένιου πού είχε ξεπηδήσει σ ’ ένα νεκροταφείο. Ναί, θά πήγαινε στήν Ντιζόν! Βάλθηκε νά κάνει σινιάλο σ τ’ αύτοκίνητα. Ά λ λ ά τά αύτοκίνητα περνούσαν χωρίς νά σταμα τούν, τυφλώνοντάς την μέ τούς προβολείς τους. Ή ιδια κατάστα ση έπαναλαμβανόταν πάντοτε, κατάσταση άπό τήν οποία δέν είχε τό χάρισμα νά ξεφύγει: άπευθύνεται σέ κάποιον, τόν καλεΐ, τοϋ μιλάει, τοϋ φωνάζει κάτι, άλλά κανένας δέν τήν άκούει. ’Εδώ καί περισσότερο άπό μισή ώρα, σήκωνε μάταια τό χέρι: τά αύτοκίνητα δέν σταματούσαν. Ή φωτισμένη πόλη, ή χαρού μενη πόλη τής Ντιζόν, ή ορχήστρα μουσικής στή μέση τής ερήμου, ξαναβυθίστηκε στά ερέβη. Ό κόσμος άποσυρόταν καί πάλι άπό εκείνη, κι εκείνη ξαναγυρνοϋσε στά βάθη τής ψυχής της, όπου έβρισκε μονάχα τό κενό. ’Έπειτα έφθασε σ ’ ένα σημείο ά π ’ όπου ένας μικρότερος δρόμος ξεκολλούσε άπό τόν αύτοκινητόδρομο. Σταμάτησε: όχι, οί βολίδες τοϋ αύτοκινητόδρομου σέ τίποτα δέν χρησίμευαν: δέν μπορούσαν ούτε νά τήν συνθλίψουν ούτε νά τήν οδηγήσουν στήν Ντιζόν. ’Ά φησε τόν αύτοκινητόδρομο καί πήρε τόν μικρότερο, πιό ήσυχο δρόμο.
m
16
"
κανείς σ ’ έναν κόσμο μέ τόν όποιο δέν συμφωνεί; Πώς νά ζήσει μέ τούς ανθρώπους, όταν δέν μπορεί νά οίκειοποιηθεΐ οϋτε τά βάσανα οϋτε τίς χαρές τους; "Οταν δέν ξέρεις νά είσαι ένας α π’ αύτούς; Σ ’ έναν ήσυχο δρόμο, ή 5Ανιές κυλάει μέ τό αύτοκίνητό της καί άπαντά στόν εαυτό της: ό έρωτας ή τό μοναστήρι. 'Ο έρωτας ή τό μοναστήρι: δύο μέσα γιά ν ’ άρνηθεΐ ό άνθρωπος τόν θειο ύπολογιστή, νά τοϋ ξεφύγει. 'Ο έρωτας: κάποτε, ή 5Ανιές είχε φανταστεί αύτό τό είδος εξετάσεων: σάς ρωτοϋν άν, μετά θάνατον, θά εύχόσασταν νά ξυπνήσετε σέ μιά καινούργια ζωή. "Αν άγαπάτε πραγματικά, δέν δέχεστε παρά μόνο ύπό τήν προϋπόθεση νά ξαναβρεθεΐτε μέ τό πρόσωπο πού άγαπήσατε. ' Η ζωή δέν είναι γιά σάς παρά μία άξία στήν εύκτική, καί δέν άξίζει παρά στό μέτρο πού σάς έπιτρέπει νά ζεΐτε τόν έρωτά σας. Τό άγαπημένο πρόσωπο άντιπροσωπεύει γιά σάς περισσότερα πράγματα άπό όλη τή Δημιουργία, περισ σότερα άπό τή ζωή. Πρόκειται, βεβαίως, γιά μιά βλασφημία πού λοιδωρεΐ τόν θείο ύπολογιστή, ό όποιος θεωρείται τό άκρον άωτον όλων τών πραγμάτων καί ό κάτοχος τοϋ νοήματος τοϋ είναι. Ή πλειοψηφία όμως τών άνθρώπων δέν έχουν γνωρίσει τόν έρωτα, κι άνάμεσα σ 5 αύτούς πού πιστεύουν ότι τόν γνωρίζουν πολύ λίγοι θά περνούσαν μέ έπιτυχία τήν εξέταση πού είχε επινοήσει ή 5Ανιές* θά έτρεχαν πίσω άπό τήν ύπόσχεση μιας άλλης ζωής χωρίς νά θέσουν τόν παραμικρότερο όρο* θά προτι μούσαν τή ζωή άπό τόν έρωτα καί θά ξανάπεφταν, μέ πολλή εύχαρίστηση, στό δίχτυ τής άράχνης τοϋ Δημιουργού. "Αν δέν έχει δοθεί στόν άνθρωπο νά ζήσει μέ τό άγαπημένο πρόσωπο καί νά τά ύποτάξει όλα στόν έρωτα, τοϋ άπομένει ένα
Πως ν α ζη ςει
310
άλλο μέσο γιά νά ξεφύγει άπό τό Δημιουργό: νά πάει σέ μοναστήρι. Ή Ά ν ιές θυμάται μιά φράση: « Άποσύρθηκε στό μοναστήρι τής Πάρμας». Στή διαδρομή τοϋ κειμένου, μέχρι εκείνο άκριβώς τό σημείο δέν είχε ύπάρξει θέμα κανενός μονα
στηριού, άλλά αύτή ή μόνη φράση, στήν τελευταία σελίδα, είναι εντούτοις τόσο σημαντική πού ό Σταντάλ βγάζει άπ’ αύτήν τόν τίτλο τοϋ μυθιστορήματος του* γιατί ό τελικός σκοπός όλων τών περιπετειών τοϋ Φαμπρίς ντέλ Ντόνγκο ήταν τό μοναστήρι: ό τόπος πού έχει έκτραπεΐ άπό τόν κόσμο καί τούς άνθρώπους. ’Ά λλοτε, έμπαιναν στό μοναστήρι τά πρόσωπα πού ήσαν σέ δυσαρμονία μέ τόν κόσμο καί πού δέν συμμερίζονταν ούτε τά βάσανα ούτε τίς χαρές του. Καθώς όμως ό αιώνας μας άρνεΐται νά άναγνωρίσει στούς άνθρώπους τό δικαίωμα νά είναι σέ δυσαρμο νία μέ τόν κόσμο, έχουμε τελειώσει μέ τά μοναστήρια όπου μπορούσε νά καταφύγει ένας Φαμπρίς. Δέν ύπάρχουν πιά μέρη πού νά έχουν έκτραπεΐ άπό τόν κόσμο καί τούς άνθρώπους. Μένει μόνο ή άνάμνησή τους: τό ιδανικό τοϋ μοναστηριού, τό όνειρο τοϋ μοναστηριού. Τό μοναστήρι. Άποσύρθηκε στό μοναστήρι τής Πάρμας. ’Αντικατοπτρισμός τοϋ μοναστηριού. Γιά νά ξαναβρεΐ τόν άντικατοπτρισμό αύτόν ή Ά νιές, έδώ καί επτά χρόνια ήδη, πήγαινε στήν ’Ελβετία. Γιά νά ξαναβρεΐ τό μοναστήρι της, τό μοναστήρι τών δρόμων πού είχαν έκτραπεΐ άπό τόν κόσμο. Θυμήθηκε μιά στιγμή παράξενη πού είχε ζήσει τήν ιδια εκείνη μέρα, στό τέλος τοϋ άπογεύματος, όταν είχε πάει νά περπατήσει γιά μιά τελευταία φορά στήν έξοχή. Φτάνοντας σ ’ ένα ρυάκι, ξάπλωσε στό χορτάρι. Ειχε μείνει γιά ώρα ξαπλωμένη εκεί, πιστεύοντας ότι ένιωσε τό ρυάκι νά τήν διαπερνά, παρασύροντας κάθε πόνο καί κάθε ρύπο: τό εγώ της. Παράξενη, άξέχαστη στιγμή: είχε ξεχάσει τό εγώ της, είχε χάσει τό εγώ της, καί είχε άπελευθερωθεΐ άπ5 αύτό* καί έκεΐ ύπήρχε ή εύτυχία. Ή άνάμνηση αύτή έκανε νά γεννηθεί μέσα της μιά άόριστη σκέψη, φευγαλέα, καί όμως τόσο σημαντική (ή πιό σημαντική ά π 5 όλες, ϊσως) πού ή Ά ν ιέ ς προσπάθησε νά τήν συλλάβει μέ λέξεις: Αύτό πού είναι αβάσταχτο στή ζωή, δέν είναι τό νά είσαι, 31!
άλλά
τό νά είσαι τό εγώ σου. Χάρη στόν ύπολογιστή του, ό Δημιουργός έκανε νά εισχωρήσουν στόν κόσμο δισεκατομμύρια εγώ, καί οί ζωές τους. Ά λλά , δίπλα σέ δλες αύτές τίς ζωές μπορούμε νά φανταστούμε ενα είναι πιό στοιχειώδες, πού ύπήρξε πρίν ό Δημιουργός βαλθεί νά δημιουργεί, ένα είναι στό όποιο οΰτε άσκησε οϋτε άσκεί καμιά επιρροή. Ξαπλωμένη στό χορτάρι, μέ τό μονότονο τραγούδι τοϋ ρυακιού νά τήν διαπερνά καί νά παρασύρει τό εγώ της, τό ρύπο τοϋ εγώ της, ή Ά ν ιές έπαιρνε τό μέρος αύτοϋ τοϋ στοιχειώδους είναι πού εκδηλώνεται στή φωνή τοϋ χρόνου πού τρέχει καί στό γαλάζιο τ ’ ούρανοϋ* ήξερε πιά δτι τίποτα ώραιότερο δέν ύπάρχει. 'Ο επαρχιακός δρόμος δπου κυλάει τώρα είναι ήρεμος· μακρι νά, άπέραντα μακρινά, λάμπουν τ 5 άστέρια. Ή Ά ν ιές λέει στόν εαυτό της: Νά ζείς, δέν ύπάρχει καμιά εύτυχία σ ’ αύτό. Νά ζείς: νά περιφέρεις στόν κόσμο τό έπώδυνο εγώ σου. Ά λ λ ά νά είσαι, νά είσαι είναι εύτυχία. Είναι: τό νά μεταμορ φώνεσαι σέ κρήνη, σέ πέτρινη δεξαμενή μέσα στήν όποία τό σύμπαν κατεβαίνει σάν χλιαρή βροχή.
312
17 Η ΚΟΠΕΛΑ περπάτησε γιά πολύ άκόμα, μέ πληγωμένα τά πόδια, παραπατώντας, έπειτα κάθισε πάνω στήν άσφαλτο στή μέση τής δεξιάς μεριάς τοϋ δρόμου. Είχε τό κεφάλι της χωμένο ανάμεσα στούς ώμους, τή μύτη πάνω στά γόνατα, καί κυρτώνοντας τή ράχη τήν ένιωθε νά καίει στήν ιδέα ότι τήν εξέθετε στό μέταλλο, στή λαμαρίνα, στό χτύπημα. Κουβαριαζόταν, βαθουλώνοντας άκόμα πιό πολύ τό ταλαίπωρο καί άδύνατο στέρνο της, όπου ύψωνόταν, πικρή, ή φλόγα τοϋ πονεμένου εγώ πού τήν εμπόδιζε νά σκεφτει οτιδήποτε άλλο εκτός άπό τόν εαυτό της. ’Επιθυμού σε νά συνθλίβει κάτω άπό τό χτύπημα κι αύτή ή φλόγα νά σβήσει. Άκούγοντας νά πλησιάζει ένα αύτοκίνητο, κουβαριάστηκε άκόμα περισσότερο, ό θόρυβος έγινε άφόρητός, άλλά άντί γιά τήν άναμενόμενη σύγκρουση δέν ένιωσε δεξιά της παρά μόνο μιά δυνατή ριπή άνέμου, πού τήν έκανε νά στριφογυρίσει έλαφρά γύρω άπό τόν άξονά της. ’Ακούστηκε ένα τρίξιμο άπό λάστιχα, έπειτα ένας τεράστιος κρότος* δέν είδε τίποτα γιατί κράτησε τά μάτια κλειστά καί τό πρόσωπο κρυμμένο άνάμεσα στά γόνατά της, χώρια πού ήταν κατάπληκτη πού βρισκόταν άκόμα στή ζωή καί καθισμένη όπως πρίν. Καί πάλι, ξεχώρισε τό θόρυβο ενός κινητήρα πού πλησίαζε* τή φορά αύτή εΐχε κολλήσει στό έδαφος καί τό χτύπημα άκούστηκε πολύ κοντά, τό άκολούθησε άμέσως μία φωνή, μιά φωνή άπερίγραπτη, μιά τρομερή φωνή πού τήν έκανε νά άναπηδήσει. ’Έμεινε όρθια στή μέση τοϋ έρημου δρόμου* σέ διακόσια μέτρα περίπου είδε τίς φλόγες, ενώ άπό ένα πιό κοντινό σημείο άνέβαινε πάντα, άπό τό χαντάκι ως τόν σκοτεινό ούρανό, ή ιδια τρομερή φωνή. 'Η φωνή αύτή ήταν τόσο επίμονη καί τόσο φρικτή πού ό
κόσμος γύρω της, ό κόσμος τόν όποιο είχε χάσει, ξανάγινε πραγματικός, πολύχρωμος, εκτυφλωτικός, ήχηρός. ’Ό ρθια στή μέση τής ασφάλτου, άνοιξε τά μπράτσα καί δοκίμασε ξαφνικά τήν αίσθηση ότι ήταν μεγάλη, δτι ήταν ισχυρή, ότι ήταν δυνατή* ό κόσμος, αύτός ό χαμένος κόσμος πού άρνιόταν νά τήν άκούσει, ξαναρχόταν σ ’ έκείνη φωνάζοντας, καί ήταν τόσο ώραΐο καί
τόσο τρομερό πού θέλησε κι έκείνη μέ τή σειρά της νά φωνάξει, άλλά μάταια, γιατί ή φωνή της είχε σβήσει στό λαρύγγι της καί δέν μπορούσε νά τήν ξυπνήσει. "Ενα τρίτο αύτοκίνητο τήν τύφλωσε μέ τούς προβολείς του. Θά ήθελε νά κάνει στήν άκρη, άλλά δέν ήξερε άπό ποιά μεριά νά πηδήξει* άκουσε ένα τρίξιμο άπό λάστιχα, τό αύτοκίνητο τήν άπέφυγε καί εγινε τό χτύπημα. Τότε, ή κραυγή πού εϊχε στό λαρύγγι επιτέλους ξύπνησε. Ά π ό τό χαντάκι, πάντοτε στό ίδιο μέρος, άνέβαινε ένα άδιάκοπο ούρλιαχτό, στό όποιο, επιτέλους, βάλθηκε νά άπαντάει. ’Έπειτα γύρισε τήν πλάτη καί έφυγε. ’Έφυγε ούρλιάζοντας, μαγεμένη πού ή τόσο άδύναμη φωνή της μπόρεσε νά βγάλει μιά τέτοια κραυγή. Στό σημείο πού ό επαρχιακός δρόμος συναντούσε τόν αύτοκινητόδρομο, ορθωνόταν ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Ή κοπέλα σήκωσε τό άκουστικό: «Εμπρός! εμπρός!» Στήν άλλη άκρη τοϋ σύρματος, μιά φωνή άπάντησε. «’Έ γινε ένα δυστύχημα», είπε έκείνη. 'Η φωνή ρώτησε πού, άλλά, καθώς δέν μπορούσε νά τό προσδιορίσει, άκούμπησε τό άκουστικό καί ξανάφυγε τρέχοντας πρός τήν πόλη πού είχε τό άπόγευμα έγκαταλείψει.
314
18
νωρίτερα, ό Ά βενάριος μοϋ είχε εξηγήσει μέ επιμονή τήν ανάγκη νά ακολουθεί κανείς μία αύστηρή τάξη στό σκάσιμο τών λάστιχων: πρώτα τό μπροστινό δεξιά, έπειτα τό μπροστινό αριστερά, έπειτα τό πίσω δεξιά, έπειτα καί τά τέσσε ρα. Ά λ λ ά αύτό δέν ήταν παρά μιά θεωρία προορισμένη νά έντυπωσιάζει τό ακροατήριο τών οικολόγων ή ένα φίλο πολύ εύπιστο. Στήν πραγματικότητα, ό Ά βενάριος προχωρούσε χω ρίς κανένα σύστημα. ’Έτρεχε στόν δρόμο καί, άπό καιρό σέ καιρό, κατά τή διάθεση τής φαντασίας του, έβγαζε τό μαχαίρι του γιά νά τό βυθίσει στό πιό κοντινό λάστιχο. Στό εστιατόριο, μοϋ είχε εξηγήσει δτι πρέπει μετά άπό κάθε χτύπημα νά ξαναβάζει τό μαχαίρι κάτω άπό τό σακάκι του, νά τό ξανακρεμάει στή ζώνη καί νά συνεχίζει τό τρέξιμο μέ ελεύθερα χέρια. Ά π ό τή μιά μεριά τρέχει κανείς πιό άνετα, άπό τήν άλλη αύτό έγγυάται τήν άσφάλειά του: είναι καλύτερα νά μήν διακιν δυνεύεις νά σέ δοϋν μ 5 ένα μαχαίρι στό χέρι. ’Επίσης, τό χτύπημα πρέπει νά είναι βίαιο καί σύντομο, νά μήν παίρνει πάνω άπό μερικά δευτερόλεπτα. Α λίμονο, δμως, δσο δογματικός ήταν ό Ά βενάριος στή θεωρία, τόσο άμελής εμφανιζόταν στήν πρακτική, χωρίς μέθοδο καί επικίνδυνα έπιρρεπής στό νά ενεργεί κατά τά κέφια του. Ά φ οϋ είχε σκάσει δυό λάστιχα (άντί γιά τέσσερα) σ ’ έναν έρημο δρόμο, άνορθώθηκε καί βάλθηκε νά τρέχει κραδαίνοντας τό μαχαίρι, μέ πλήρη περιφρόνηση όλων τών κανόνων άσφαλείας. Τό αύτοκίνητο πρός τό όποιο τώρα κατευθυνόταν ήταν σταματημένο στή γωνία τοϋ δρόμου. "Απλωσε τό χέρι ενώ βρισκόταν άκόμα τέσσερα ή πέντε μέτρα μακριά άπό τό στόχο (άκόμα μία παράβαση τών κανόνων: ήταν πρόωρο!) καί τήν ίδια στιγμή τό δεξί του αύτί συνέλαβε μία κραυγή. Μιά γυναίκα τόν
Μ ΕΡΙΚΕΣ ΩΡΕΣ
315
αντίκριζε, άπολιθωμένη άπό τρόμο. Θά έπρεπε νά είχε ξεπροβά λει άπό τή γωνία τή στιγμή άκριβώς πού ό Ά βενάριος, όρμώντας πρός τόν στόχο, συγκέντρωσε όλη του τήν προσοχή στήν άκρη τοϋ πεζοδρομίου. ’Έμειναν καρφωμένοι ό ενας άπέναντι στόν άλλο, καί, καθώς ό Ά βενάριος δέν ήταν λιγότερο παραλυ μένος άπό τό ξάφνιασμα, τό σηκωμένο χέρι του άκινητοποιήθηκε. Χωρίς νά μπορεΐ ν ’ άφήσει άπό τά μάτια αύτό τό μαχαίρι πού άνέμιζε, ή γυναίκα πάτησε μία νέα κραυγή. 'Ο Ά βενάριος συνήλθε επιτέλους καί ξανακρέμασε τό μαχαίρι στή ζώνη, κάτω άπό τό σακάκι του. Γ ιά νά ήρεμήσει τή γυναίκα, χαμογέλασε καί τήν ρώτησε: «Τί ώρα είναι;» Σάν αύτή ή ερώτηση νά τήν είχε τρομοκρατήσει άκόμα πιό πολύ άπ’ τό μαχαίρι, ή γυναίκα έβγαλε μιά τρίτη τρομαγμένη κραυγή. ’ Ενόσω μαζεύονταν μερικοί νυκτόβιοι, ό Ά βενάριος διέπραξε ένα μοιραίο λάθος. Ά ν είχε ξαναβγάλει τό μαχαίρι του καί τό είχε άνεμίσει μέ άγριο ΰφος, ή γυναίκα θά είχε ξαναβρεΐ τίς δυνάμεις της καί θά είχε τρέξει, παρασύροντας στό κατόπι της όλους τούς περιστασιακούς διαβάτες. Καθώς όμως τοϋ είχε μπει ή ιδέα νά κάνει λές καί δέν συνέβαινε τίποτα, έπανέλαβε εύγενικά: «Θά είχατε τήν καλοσύνη νά μοϋ πείτε τήν ώρα;» Βλέποντας ότι οί περαστικοί πλησίαζαν καί ότι ό Ά βενάριος δέν είχε κακές προθέσεις, ή γυναίκα πάτησε γιά τέταρτη φορά ένα τρομερό ουρλιαχτό, έπειτα παραπονέθηκε μέ δυνατή φωνή, παίρνοντας γιά μάρτυρες όλους αύτούς πού μποροϋσαν νά τήν άκούσουν: «Μέ άπείλησε μ ’ ένα μαχαίρι! ’Ή θελε νά μέ βιάσει!» Μέ μιά κίνηση πού έδειχνε άπόλυτη άθωότητα, ό Ά βενάριος άνοιξε τά μπράτσα του: « Ή μόνη μου επιθυμία, είπε, ήταν νά μάθω τήν άκριβή ώρα». Ά π ό τόν κύκλο πού είχε σχηματιστεί γύρω τους, άποσπάστηκε ένας άνθρωπάκος μέ στολή, ένας άστυνομικός. Ρώτησε τί συνέβαινε. Ή γυναίκα έπανέλαβε ότι ό Ά βενάριος ήθελε νά τήν βιάσει. 'Ο άνθρωπάκος πλησίασε δειλά τόν Ά βενάριο πού, όρθώνο3ι6
νια ς καί πάλι τό μεγαλοπρεπές του ανάστημα, δήλωσε μέ δυνατή φωνή: «Είμαι ό καθηγητής Άβενάριος!»
Αύτά τά λόγια, καθώς κι ή αξιοπρέπεια μέ τήν όποία είχαν προφερθεΐ, έκαναν μεγάλη εντύπωση στόν αστυνομικό* έδειχνε εντελώς διατεθειμένος νά ζητήσει άπό τούς άνθρώπους νά διαλυ θούν καί ν ’ άφήσει τόν Ά βενάριο νά φύγει. Ά λ λ ά ή γυναίκα, τώρα πού κάθε φόβος είχε διαλυθεί, έγινε επιθετική: «Δέν πάει νά είσαι καί ό καθηγητής Καπιλάριος, φώναξε, μέ άπείλησες μέ μαχαίρι!» Μερικά μέτρα πιό πέρα, άνοιξε μιά πόρτα κι ένας άντρας βγήκε στό δρόμο. Περπατούσε παράξενα, σάν ύπνοβάτης, καί σταμάτησε τή στιγμή πού ό Ά βενάριος εξηγούσε μέ σταθερή φωνή: «Δέν έκανα τίποτ’ άλλο άπό τό νά παρακαλέσω τήν κυρία νά μοϋ πει τήν ώρα». Ή γυναίκα, σάν νά είχε νιώσει ότι ή άξιοπρέπεια τοϋ Ά βενάριου τής άποσποϋσε τή συμπάθεια τών άργόσχολων, φώναξε στόν άστυνομικό: «’Έ χει ένα μαχαίρι κάτω άπ5 τό σακάκι του! Τό έχει κρύψει κάτω άπ’ τό σακάκι του! "Ενα πελώριο μαχαίρι! Φτάνει νά τόν ψάξετε!» Ό άστυνομικός σήκωσε τούς ώμους καί ζήτησε άπό τόν Ά βενάριο, άπολογούμενος σχεδόν: «Θά είχατε τήν καλοσύνη νά ξεκουμπώσετε τό σακάκι σας;» eΟ Ά βενάριος σάστισε γιά μιά στιγμή. ’Έπειτα, κατάλαβε ότι δέν είχε περιθώριο επιλογής. Ά ρ γά , ξεκούμπωσε τό σακάκι του καί τό άνοιξε, άποκαλύπτοντας σέ όλο τόν κόσμο τό ιδιοφυές ϋύστημα μέ τίς ζώνες πού τοϋ έσφιγγαν τό στέρνο καί τό τρομακτικό κουζινομάχαιρο πού κρεμόταν σέ μιά θήκη. Οί αργόσχολοι βαριανάσαναν κατάπληκτοι, ενώ ό ύπνοβάτης πλησίαζε τόν Ά βενάριο γιά νά τοϋ πει: «Είμαι δικηγόρος. Στήν περίπτωση πού θά είχατε άνάγκη άπό τή βοήθειά μου, νά ή κάρτα μου. Μιά λέξη μόνο. Δέν είστε καθόλου ύποχρεωμένος νά απαντήσετε στίς ερωτήσεις τους. Μπορεΐτε άπό τήν άρχή τής άνάκρισης νά αξιώσετε τήν παρουσία ενός δικηγόρου». Ό Ά βενάριος πήρε τήν κάρτα καί τήν έβαλε στήν τσέπη του. 317
cΟ αστυνομικός τόν άρπαξε άπό τό χέρι καί στράφηκε πρός τούς άνθρώπους: «Πηγαίνετε! πηγαίνετε!» 'Ο Ά βενάριος δέν πρόβαλε άντίσταση. ’Ή ξερε ότι ήταν ύπό κράτηση. Ά π ό τή στιγμή πού είχαν δει τό μεγάλο κουζινομάχαι ρο νά κρέμεται πάνω στήν κοιλάρα του, οί άνθρωποι δέν τοϋ έδειχναν πιά καμιά συμπάθεια. Α ναζήτησε μέ τά μάτια τόν άνθρωπο πού τοϋ είχε πει ότι είναι δικηγόρος καί τοϋ είχε δώσει τήν κάρτα του. 'Ο άνθρωπος, όμως, άπομακρυνόταν χωρίς νά γυρίσει τό κεφάλι του: κατευθυνόταν πρός ένα σταματημένο αύτοκίνητο, έπειτα έβαζε τό κλειδί στήν κλειδαριά. *Ο Ά βενά ριος πρόλαβε νά τόν δει νά κοντοστέκεται καί νά γονατίζει δίπλα σέ μιά ρόδα. 9Εκείνη τή στιγμή, ό άστυνομικός άρπαξε δυνατά τόν Ά βενάριο άπό τό μπράτσο καί τόν έσυρε στήν άκρη. Κοντά στό αύτοκίνητο του, ό άνθρωπος έβγαλε έναν άναστεναγμό: «Θεέ μου!» καί όλο του τό κορμί άναταράχτηκε άμέσως άπό άναφιλητά.
318
19 Ξ α ν α ν ε β η κ ε στό σπίτι του κλαίγοντας καί έτρεξε στό τηλέφω νο. ’Ή θελε νά καλέσει ένα ταξί. Στή συσκευή, μιά φωνή εξαιρε τικά γλυκιά, τοϋ είπε: «Παρισινά ταξί. "Ενα λεπτό σάς παρακα λώ, άναμείνατε...» έπειτα ήχησε μιά μουσική στό άκουστικό, μιά χαρούμενη χορωδία γυναικών μέ κρουστά* μετά άπό ένα άτέλειωτο λεπτό, ή μουσική διακόπηκε καί ή γλυκιά φωνή τόν παρακάλεσε πάλι νά άναμείνει. ’Ή θελε νά ούρλιάξει ότι δέν είχε ύπομονή νά περιμένει, ότι πέθαινε ή γυναίκα του, άλλά ήξερε ότι τό νά φωνάξει δέν είχε νόημα, γιατί ή φωνή στήν άκρη τής γραμμής ήταν ήχογραφημένη σέ κασέτα καί κανένας δέν θά άκουγε τίς διαμαρτυρίες τους. Έ πειτα ή μουσική άντήχησε μέ τά όλα της, χορωδία γυναικών, τιτιβίσματα, κρουστά, καί μετά άπό μιά μακριά άναμονή άκουσε μιά άληθινή γυναικεία φωνή, πού τήν άναγνώρισε άμέσως ότι ήταν άληθινή επειδή δέν ήταν καθόλου γλυκιά πιά, άλλά πάρα πολύ δυσάρεστη καί άνυπόμονη. "Οταν είπε ότι χρειαζόταν ένα ταξί πού νά τόν οδηγήσει πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα έξω άπό τό Παρίσι, ή φωνή άπάντησε άμέσως όχι, κι όταν επιχείρησε νά εξηγήσει ότι είχε άπελπισμένα άνάγκη ενός ταξί, άντήχησε καί πάλι σ τ ” αύτί του ή χαρούμε νη μουσική, τά κρουστά, τά τιτιβίσματα τών γυναικών, κατόπιν, ύστερα άπό ένα άτέλειωτο λεπτό, ή γλυκιά ήχογραφημένη φωνή τόν κάλεσε νά άναμείνει υπομονετικά στό άκουστικό του. Έ κλεισε τό τηλέφωνο καί σχημάτισε τόν άριθμό τοϋ βοηθού του. 5Αντί γιά τόν βοηθό όμως, στήν άκρη τής γραμμής ήταν ή ήχογραφημένη του φωνή: μιά φωνή φαιδρή, πονηρή, παραμορ φωμένη άπό τό χαμόγελο: «Είμαι ευτυχής πού επιτέλους θυμηθή κατε τήν ύπαρξή μου. Δέν μπορεΐτε νά φανταστείτε πόσο λυπά μαι πού δέν μπορώ νά σάς μιλήσω, άν όμως μοϋ άφήσετε τόν 319
αριθμό τοϋ τηλεφώνου σας, θά σάς τηλεφωνήσω μέ χαρά μόλις μπορέσω...» «Τό μαλάκα», είπε κατεβάζοντας τό ακουστικό. Γιατί ή Μπριζίτ δέν ήταν σπίτι; ’Έπρεπε νά είχε γυρίσει άπό ώρα, έλεγε στόν εαυτό του γιά εκατοστή φορά, καί πήγε νά ρίξει μιά ματιά στό δωμάτιό της, ξέροντας παραταϋτα ότι δέν θά τήν έβρισκε εκεί. Σέ ποιόν άλλον νά τηλεφωνήσει; Τή Λώρα; Δέν θά δίσταζε βέβαια νά τοϋ δανείσει τό αύτοκίνητό της, άλλά θά έπέμενε νά τόν συνοδεύσει* καί σ ’ αύτό δέν μπορούσε νά συγκατατεθεί: ή Ά ν ιές τά είχε χαλάσει μέ τήν άδελφή της, καί ό Πώλ δέν ήθελε νά κάνει τίποτα ενάντια στή θέλησή της. Θυμήθηκε τότε τόν Μπερνάρ. Οί λόγοι τοϋ τσακωμού τους τοϋ φάνηκαν ξαφνικά γελοιωδώς άσήμαντοι. Σχημάτισε τόν άριθμό του. 'Ο Μπερνάρ ήταν εκεί. eO Πώλ τοϋ ζήτησε νά τοϋ δανείσει τό αύτοκίνητό του, ή Ά ν ιές είχε άνατραπει σ ’ ένα χαντάκι, μόλις τόν είχαν ειδοποιήσει άπό τό Πρώτων Βοηθειών. ' Ο Πώλ εξήγησε τί είχε συμβεΐ καί τοϋ ζήτησε νά τοϋ δανείσει τό αύτοκίνητό του. «’Έρχομαι άμέσως», είπε ό Μπερνάρ, καί ό Πώλ τή στιγμή εκείνη ένιωσε νά τόν πλημμυρίζει ή άγάπη γιά τόν παλιό του φίλο. Θά ήθελε νά τόν άγκαλιάσει καί νά κλάψει στό στήθος του. Ή τα ν εύτυχισμένος πού ή Μπριζίτ έλειπε άπό τό σπίτι. Ή λπ ιζε νά μήν τή δει νά έρχεται, έτσι ώστε νά φτάσει μόνος του στό πλευρό τής Ά νιές. Ξαφνικά, όλα είχαν εξαφανιστεί, ή κουνιάδα του, ή κόρη του, ό κόσμος ολόκληρος, μόνοι έμεναν ή Ά ν ιές κι εκείνος* δέν ήθελε τρίτους άνάμεσά τους. Ή 9Ανιές, γΓ αύτό δέν είχε άμφιβολία, πέθαινε. Ά ν δέν ήταν σέ άπελπιστική κατάσταση, δέν θά τόν είχαν φωνάξει μές στή νύχτα, άπό ένα νοσοκομείο τής επαρχίας. Ή μόνη του πιά έννοια ήταν νά φτάσει εγκαίρως. Νά τήν φιλήσει μιά άκόμη φορά. Ή επιθυμία του νά τήν φιλήσει έγινε πιεστική. Επιθυμούσε ένα φιλί, τό τελευταίο φιλί, τό τελειωτικό φιλί πού θά τοϋ έπέτρεπε νά αιχμαλωτίσει, όπως μέσα σ ’ ένα δίχτυ, αύτό τό πρόσωπο πού θά εξαφανιζόταν καί πού δέν θά έμενε παρά μόνο ή άνάμνησή του. 320
Δέν είχε πιά παρά νά περιμένει. "Ο Πώλ βάλθηκε νά τακτο ποιεί τό γραφείο του, νιώθοντας άμέσως έκπληξη πού μπορούσε νά άφιερωθεΐ, μιά τέτοια στιγμή, σέ μιά τόσο άσήμάντη δραστη ριότητα. Τί σημασία είχε άν τό τραπέζι του ήταν τακτοποιημένο ή όχι; Καί γιατί, λίγα λεπτά πρίν, στό δρόμο, είχε δώσει τήν κάρτα του σ ’ εναν άγνωστο; Δέν μπορούσε όμως νά σταματήσει: τακτοποίησε τά βιβλία του σέ μιά άκρη τού τραπεζιού, τσαλάκω σε τούς φακέλους τών παλιών γραμμάτων καί τούς πέταξε στό καλάθι. ’Έ τσι άκριβώς, είπε μέσα του, ενεργεί ό άνθρωπος όταν τόν χτυπάει μιά δυστυχία: συμπεριφέρεται σάν ύπνοβάτης. *Η κεκτημένη ταχύτητα τού καθημερινού προσπαθεί νά τόν διατη ρήσει στίς ράγες τής ζωής. Συμβουλεύτηκε τό ρολόι του. Τά σκασμένα λάστιχα τόν είχαν ήδη κάνει νά χάσει μισή ώρα πάνω κάτω. Κάνε γρήγορακάνε γρήγορα, ψιθύριζε στόν Μπερνάρ, δέν θέλω νά μέ βρει έδώ ή Μπριζίτ, θέλω νά φύγω μόνος καί νά φτάσω εγκαίρως. Ά λ λ ά δέν είχε τύχη. Ή Μπριζίτ γύρισε στό σπίτι άκριβώς πρίν άπ5 τόν Μπερνάρ. Οί δυό παλιοί φίλοι άγκαλιάστηκαν, ό Μπερνάρ γύρισε σπίτι του καί ό Πώλ άνέβηκε στό αύτοκίνητο τής Μπριζίτ. ’Εκείνη τοϋ παραχώρησε τό τιμόνι καί έφυγαν μέ όλη τήν ταχύτητα.
21
321
20 Η ΑΝΙΕΣ έβλεπε μιά μορφή νά ορθώνεται στή μέση τοϋ δρόμου, μιά μορφή πού φωτίστηκε άπότομα άπό ένα δυνατό προβολέα, μέ τά χέρια ανοιχτά όπως στό μπαλέτο* κι ήταν σάν τήν οπτασία μιας χορεύτριας πού τραβούσε τήν αύλαία στό τέλος τοϋ θεάμα τος, γιατί μετά δέν ύπήρχε τίποτα πιά, κι α π’ όλη τήν προηγού μενη παράσταση, πού ξαφνικά είχε λησμονηθεί, δέν έμενε παρά αύτή ή τελική εικόνα. ’Έπειτα δέν ένιωσε τίποτ 9 άλλο παρά κούραση, μιά τόσο απέραντη κούραση, ίδια μέ βαθύ πηγάδι, πού οί γιατροί καί οί νοσοκόμες νόμιζαν ότι είχε χάσει τίς αισθήσεις της, ενώ έκείνη αισθανόταν καί καταλάβαινε, μέ έκπληκτική διαύγεια, ότι πέθαινε. Κατάφερε μάλιστα νά έκπλαγει κάπως πού δέν δοκίμαζε καμιά νοσταλγία, καμιά λύπη, κανένα συναίσθημα φρίκης, τίποτα α π’ όλα αύτά πού ώς αύτή τήν ήμέρα τά είχε συνδέσει μέ τήν ιδέα τοϋ θανάτου. ’Έ πειτα είδε ότι μιά νοσοκόμα έσκυβε πάνω της γιά νά τής ψιθυρίσει: « 'Ο άντρας σας είναι στό δρόμο. ’Έ ρχεται νά σάς δει. 'Ο σύζυγός σας». Ή Ά ν ιές χαμογέλασε. Γιατί όμως είχε χαμογελάσει; Κάτι τής ήρθε στή μνήμη ά π’ αύτό τό λησμονημένο θέαμα: ναί, ήταν παντρεμένη. ’Έπειτα άναδύθηκε επίσης ένα όνομα: Πώλ! Ναί, Πώλ. Πώλ. Πώλ. Τό χαμόγελό της ήταν αύτό πού έχεις όταν συναντιέσαι ξαφνικά μέ μιά χαμένη λέξη. "Οπως όταν σάς τείνουν τό χνουδωτό αρκουδάκι πού δέν είχατε δει εδώ καί πενήντα χρόνια καί τό αναγνωρίζετε. Πώλ, έπαναλάμβανε στόν εαυτό της χαμογελώντας. Τό χαμό γελο έμεινε στά χείλη της άκόμα κι όταν είχε ξεχάσει τό λόγο του. ΤΗταν κουρασμένη καί όλα τήν κούραζαν. Ξαφνικά, δέν είχε τή δύναμη νά ύποφέρει κανένα βλέμμα. Κρατούσε τά μάτια κλειστά, γιά νά μή βλέπει τίποτα καί κανέναν. Ενοχλημένη καί 322
αμήχανη α π’ δλα όσα συνέβαιναν γύρω της, επιθυμούσε τίποτα νά μή συμβεΐ. ’Έπειτα θυμήθηκε: ' Ο Πώλ. Τί έλεγε λοιπόν ή νοσοκόμα; Οτι ερχόταν; 'Η ανάμνηση τοϋ λησμονημένου θεάματος, τοϋ θεάμα τος πού ήταν ή ζωή της, έγινε ξαφνικά πιό καθαρή. eO Πώλ. ' Ο Πώλ έρχεται! Ε κ είνη τή στιγμή επιθύμησε βίαια, μέ πάθος, νά μήν τήν ξαναδεΐ εκείνος πιά. ΤΗταν κουρασμένη, δέν ήθελε κανένα βλέμμα. Δέν ήθελε κανένα βλέμμα τοϋ Πώλ. Δέν ήθελε νά τήν δει νά πεθαίνει. ’Έπρεπε νά βιαστεί. Γιά μιά τελευταία φορά, ή θεμελιακή κατάσταση τής ζωής της έπαναλήφθηκε ξανά: εκείνη τρέχει, τήν καταδιώκουν. ' Ο Πώλ τήν καταδιώκει. Καί δέν έχει πιά τίποτα στά χέρια της. Ούτε βούρτσα, ούτε χτένα, ούτε κορδέλα. Είναι άοπλη. Είναι γυμνή, μόλις σκεπασμένη μ ’ ένα είδος άσπρου σάβανου τοϋ νοσοκο μείου. Νά την πού έχει μπει στήν τελική εύθεία, δπου τίποτα δέν μπορεΐ πιά νά τή βοηθήσει, δπου δέν μπορεΐ πιά νά ύπολογίσει παρά μόνο στήν ταχύτητα τής τρεχάλας της. Ποιός θά είναι ό πιό γρήγορος; ' Ο Πώλ ή εκείνη; eΟ θάνατός της ή ή άφιξη τοϋ Πώλ; 'Η κούραση έγινε άκόμα πιό μεγάλη, καί ή 9Ανιές είχε τήν εντύπωση δτι άπομακρυνόταν γιά τά καλά, σάν νά είχαν τραβή ξει πίσω τό κρεβάτι. ’Ά νοιξε τά μάτια καί είδε μιά νοσοκόμα μέ άσπρη μπλούζα. Μέ τί έμοιαζε τό πρόσωπό της; 'Η Ά ν ιές δέν τήν διέκρινε πιά. Καί τά λόγια αύτά τής ήρθαν στή μνήμη: «Έ κ εΐ κάτω δέν ύπάρχουν πρόσωπα».
321
21 τό κρεβάτι, ό Πώλ είδε τό σώμα σκεπασμένο μ ’ ενα σεντόνι ώς πάνω απ’ τό κεφάλι. Μιά γυναίκα μέ άσπρη μπλούζα τούς ανήγγειλε: «Είναι ένα τέταρτο πού πέθανε». Τό ελάχιστο χρονικό διάστημα πού τόν χώριζε άπό τίς τελευταίες στιγμές τής Ά ν ιές όξυνε τήν άπελπισία του. Τήν έχασε γιά δεκαπέντε λεπτά. Γιά δεκαπέντε λεπτά περίπου είχε χάσει τήν εκπλήρωση τής ίδιας τής ζωής του, πού, ξαφνικά, έμεινε διακεκομμένη καί παράλογα άκρωτηριασμένη. Τοϋ φαινό ταν ότι, σ ’ όλη τους τήν κοινή ζωή, δέν ύπήρξε ποτέ πραγματικά δική του, ότι ποτέ δέν τήν είχε κατακτήσει* ότι γιά νά εκπληρώ σει καί νά ολοκληρώσει τήν Ιστορία τοϋ έρωτά τους, τοϋ έλειπε ένα τελευταίο φιλί* ένα τελευταίο φιλί γιά νά συγκρατήσει μέ τά χείλη του, τήν Ά ν ιέ ς ζωντανή* γιά νά τήν κρατήσει άνάμεσα στά χείλη του. eΗ γυναίκα μέ τήν άσπρη μπλούζα σήκωσε τό σεντόνι. Είδε τό οικείο πρόσωπο, χλωμό καί ώραίο, καί εντούτοις έντελώς διαφο ρετικό: τά χείλη, παρ’ όλο πού πάντοτε ήσαν ειρηνικά, χάραζαν μιά γραμμή πού ποτέ δέν είχε γνωρίσει. Δέν καταλάβαινε τήν έκφραση αύτοϋ τοϋ προσώπου. Ή τα ν άνίκανος νά σκύψει πάνω της καί νά τήν φιλήσει. Δίπλα του, ή Μπριζίτ ξέσπασε σέ λυγμούς καί βάλθηκε νά τρέμει, μέ τό κεφάλι άκουμπισμένο στό στήθος τοϋ Πώλ. Κοίταξε τό πρόσωπο μέ τά κλειστά βλέφαρα: δέν άπευθυνόταν στόν Πώλ αύτό τό παράξενο χαμόγελο πού έκείνος ποτέ δέν είχε δει* αύτό τό χαμόγελο άπευθυνόταν σέ κάποιον πού ό Πώλ δέν τόν γνώριζε* τοϋ ήταν άνεξιχνίαστο. 'Η γυναίκα μέ τήν άσπρη μπλούζα άρπαξε άπότομα τόν Πώλ άπό τό μπράτσο* ήταν έτοιμος νά λιποθυμήσει.
ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ
324
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
'Η πλ άκα τοϋ ρ ο λ ο γ ι ο ύ
1 Μ όλις ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ τό παιδί, αρχίζει νά βυζαίνει τό στήθος τής μαμάς. "Οταν ή μαμά τό άποκόφτει, βυζαίνει τόν άντίχειρά του. Μιά μέρα, ό Ροϋμπενς ρώτησε μιά κυρία: «Γιατί αφήνετε τό γιό σας νά βυζαίνει τόν άντίχειρά του; Είναι δώδεκα χρόνων πιά!» ’Εκείνη θύμωσε: «Θά πρόσεχα πολύ πρίν τοϋ τό άπαγορεύσω. Αύτό προεκτείνει τήν επαφή του μέ τό μητρικό στήθος! Θέλετε νά τόν τραυματίσετε;» ’Έ τσι τό παιδί βυζαίνει τόν άντίχειρά του ως τά δεκατρία του χρόνια, ήλικία στήν οποία περνάει ήρεμα άπό τόν άντίχειρά στό τσιγάρο. Κάνοντας άργότερα έρωτα σ 5 αύτή τή μητέρα πού ύπερασπιζόταν τό δικαίωμα τοϋ πιτσιρίκου της στό βύζαγμα, ό Ροϋμπενς τής άκούμπησε τόν δικό του άντίχειρά στά χείλη. Γυρίζοντας άργά τό κεφάλι δεξιά κι άριστερά, βάλθηκε εκείνη νά τόν γλείφει. Μέ τά μάτια κλειστά, φανταζόταν, ότι τήν έπαιρναν δυό άντρες μαζί. 'Η μικρή αύτή ιστορία σημαδεύει μιά σημαντική ήμερομηνία γιά τόν Ροϋμπενς, γιατί τόν έκανε νά άνακαλύψει ενα μέσο γιά νά δοκιμάζει τίς γυναίκες: τούς άκουμποϋσε τόν άντίχειρά στά χείλη καί παρατηρούσε τήν άντίδρασή τους. ’Εκείνες πού τόν έγλειφαν, ελκονταν άναμφίβολα άπό τόν πληθυντικό έρωτα. ’Εκείνες πού ό άντίχειρας τίς άφηνε άδιάφορες ήταν χωρίς ελπίδα κουφές στούς διαστροφικούς πειρασμούς. Μία άπό τίς γυναίκες πού οί οργιώδεις της κλίσεις είχαν άποκαλυφθεΐ άπό τό «τέστ τοϋ άντίχειρά» άγαποϋσε πραγματικά τόν Ροϋμπενς. Μετά τόν έρωτα, άρπαξε τόν άντίχειρά του γιά νά τοϋ άποθέσει ένα άδέξιο φιλί πού ήθελε νά πει: τώρα, θέλω ό άντίχειράς σου νά ξαναγίνει άντίχειρας, γιατί μετά άπό όλα αύτά 327
πού φαντάστηκα, είμαι εύτυχισμένη πού είμαι εδώ μαζί σου, οί δυό μας μόνοι. Οί μεταμορφώσεις τοϋ άντίχειρα. ’Ή άκόμα: πώς οί βελόνες κινούνται στήν πλάκα τοϋ ρολογιού τής ζωής.
328
2 ενός ρολογιού, οί βελόνες γυρίζουν κυκλικά. cΟ ζωδιακός κύκλος επίσης, έτσι όπως τόν σχεδιάζει ενας άστρολόγος, έχει τήν όψη μιας πλάκας ρολογιού. Τό ώροσκόπιο είναι ενα ρολόι. Είτε πιστεύει κανείς εϊτε όχι στίς άστρολογικές προβλέ ψεις, τό ώροσκόπιο είναι μία μεταφορά τής ζωής καί σάν τέτοια κρύβει μεγάλη σοφία. Πώς σχεδιάζει ενας άστρολόγος τό ώροσκόπιο σας; Χαράζει έναν κύκλο, εικόνα τοϋ ούράνιου θόλου, καί τόν χωρίζει σέ δώδεκα μέρη πού τό καθένα τους αντιπροσωπεύει ενα ζώδιο: τόν Κριό, τόν Ταύρο, τούς Διδύμους, καί τά λοιπά. Μέσα σ ’ αύτόν τόν ζωδιακό κύκλο, τοποθετεί άκολούθως τά γραφικά σύμβολα τοϋ "Ηλιου, τής Σελήνης καί τών επτά πλανητών στά συγκεκρι μένα σημεία όπου τά άστρα αύτά βρίσκονταν τή στιγμή τής γέννησής σας. Σάν νά ένέγραφε ακανόνιστα εννέα επιπλέον αριθμούς σέ μιά πλάκα ρολογιού κανονικά χωρισμένη σέ δώδεκα ώρες. ’Εννιά βελόνες διατρέχουν αύτή τήν πλάκα: είναι επίσης ό "Ηλιος, ή Σελήνη καί οί πλανήτες, άλλά έτσι όπως γυρίζουν στόν ούρανό σ ’ όλο τό διάστημα τής ζωής σας. Κάθε πλανήτηςβελόνα βρίσκεται λοιπόν άδιάκοπα σέ μιά καινούργια σχέση μέ τούς πλανήτες-άριθμούς, αύτά τά άκίνητα σημεία τοϋ ώροσκοπίου σας. 'Ο μοναδικός άστερισμός πού σχημάτιζαν οί πλανήτες τής στιγμή τής γέννησής σας είναι τό διαρκές θέμα τής ζωής σας, ό άλγεβρικός της προσδιορισμός, τό δακτυλικό άποτύπωμα τής προσωπικότητάς σας· τά άστρα, άκινητοποιημένα στό ωροσκό πιό σας, σχηματίζουν τό ένα μαζί μέ τό άλλο τίς γωνίες τών όποιων ή άξία, σέ μοίρες, έχει άκριβή σημασία (θετική, άρνητική, ούδέτερη): φανταστείτε, παραδείγματος χάριν, ότι ή ερωτική σας ’Αφροδίτη βρίσκεται σέ σύγκρουση μέ τόν επιθετικό σας
Σ την π λακα
329
’Άρη* δτι ό "Ηλιος τής προσωπικότητάς σας είναι ένισχυμένος άπό τή συναστρία μέ τόν ενεργητικό καί περιπετειώδη Ούρανό* δτι ή σεξουαλικότητα πού τή συμβολίζει ή Σελήνη ύποστηρίζεται άπό τό παραληρηματικό άστρο πού είναι ό Ποσειδώνας, καί οϋτω καθεξής. "Ομως, στή διαδρομή τους, οί βελόνες τών άστρων θ ’ άγγίξουν καθένα άπό τά άκίνητα σημεία τοϋ ωροσκο πίου, βάζοντας ετσι στό παιχνίδι (έξασθενώντας, ένισχύοντας, άπειλώντας) τίς διαφορετικές συνιστώσες τοϋ ζωτικού σας θέμα τος. ’Έ τσι είναι άκριβώς ή ζωή: δέν μοιάζει μέ πολυδαίδαλο μυθιστόρημα δπου ό ή ρω ας ξαφνιάζεται, άπό τό ενα κεφάλαιο στό άλλο, άπό διαρκώς καινούργια γεγονότα χωρίς κανένα κοινό παρονομαστή* μοιάζει μέ τή σύνθεση πού οί μουσικοί ονομάζουν θέμα σέ παραλλαγές.
'Ο Ούρανός κινείται στό θόλο μέ σχετικά άργό βήμα. Κάνει επτά χρόνια νά διατρέξει ενα ζώδιο. ’Ά ς ύποθέσουμε δτι σήμερα βρίσκεται σέ δραματική σχέση μέ τόν άκίνητο "Ηλιο τοϋ ωροσκοπίου σας (άς πούμε δτι άπέχουν 90 μοίρες): ζειτε μιά δύσκολη χρονιά* σέ είκοσι ενα χρόνια, ή κατάσταση θά έπαναληφθεΐ (καθώς ό Ούρανός θά βρίσκεται τότε σέ άπόσταση 180 μοιρών άπό τόν "Ηλιο σας, πράγμα πού ενέχει τήν ίδια δυσμενή σημασία), άλλά ή επανάληψη θά είναι μόνο φαινομενική, γιατί εκείνη τή χρονιά, τήν ίδια στιγμή πού ό Ούρανός θά επιτίθεται στόν "Ηλιο σας, ό Κρόνος στό στερέωμα θά βρίσκεται μέ τήν Α φροδίτη τοϋ ώροσκοπίου σας σέ μιά τόσο άρμονική σχέση, πού ή θύελλα θά περάσει κοντά σας στίς μύτες τών ποδιών. Σάν νά σάς χτυπούσε μιά ίδια άρρώστια, άλλά τή φορά αύτή νά σάς περιέθαλπαν σ ’ ενα καταπληκτικό νοσοκομείο δπου, άντί γιά άνυπόμονες νοσοκόμες, θά ύπήρχαν άγγελοι. 'Η άστρολογία, φαίνεται, μάς διδάσκει τή μοιρολατρεία: δέν θά γλιτώσεις άπό τή μοίρα σου! Κατ’ εμέ, ή άστρολογία (νά έξηγούμεθα, ή άστρολογία ως μεταφορά τής ζωής) λέει κάτι πιό διεισδυτικό: δέν θά γλιτώσεις άπό τό θέμα τής ζωής σου! Αύτό σημαίνει, γιά παράδειγμα, δτι θά ήταν χιμαιρικό νά ύποκριθεΐτε δτι θεμελιώνετε στό μέσο τής ζωής σας μιά «καινούργια ζωή», χωρίς σχέση μέ τήν προηγούμενη, ξεκινώντας άπό τό μηδέν, 330
δπως λένε. Ή ζωή σας θά είναι πάντοτε χτισμένη μέ τά ίδια ύλικά, τά ιδια τούβλα, τά ϊδια προβλήματα, κι αύτό πού στήν αρχή θά μπορούσατε νά πάρετε γιά «καινούργια ζωή» σύντομα θά φανεϊ σάν μιά άπλή παραλλαγή αύτοϋ πού ήδη έχετε βιώσει. Τό ώροσκόπιο μοιάζει μέ ρολόι, καί τό ρολόι είναι ή σχολή τοϋ πεπερασμένου* μόλις μιά βελόνα έχει διαγράψει έναν κύκλο γιά νά έπιστρέψει στό σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, μιά φάση ολοκληρώνεται. Στήν πλάκα τοϋ ώροσκοπίου, εννιά βελόνες γυρίζουν μέ διαφορετικές ταχύτητες σημαδεύοντας σέ κάθε στιγμή τό τέλος μιας φάσης καί τήν αρχή μιας άλλης. Στή νεότητά του, ό άνθρωπος δέν είναι σέ θέση νά συλλάβει τόν χρόνο σάν κύκλο, άλλά μόνο σάν δρόμο πού τόν οδηγεί ίσια πρός ορίζοντες πάντοτε διαφορετικούς* άκόμα δέν ύποπτεύεται δτι ή ζωή του δέν περιέχει παρά μόνο ενα θέμα* θά τό καταλάβει άργότερα, δταν ή ζωή συνθέσει τίς πρώτες παραλλαγές της. 'Ο Ροϋμπενς ήταν περίπου δεκατεσσάρων χρόνων δταν ενα κοριτσάκι, πού θά έπρεπε νά είχε τή μισή του ήλικία, τόν σταμάτησε στό δρόμο γιά νά τόν ρωτήσει: «Σάς παρακαλώ, κύριε, έχετε ώρα;» Ή τα ν ή πρώτη φορά πού μιά άγνωστη τοϋ μιλούσε στόν πληθυντικό καί τόν άποκαλοϋσε κύριο. Αύτό τόν ενθουσίασε καί νόμισε δτι άρχισε ενας καινούργιος σταθμός στή ζωή του. ’Έπειτα τό ξέχασε εντελώς αύτό τό επεισόδιο, ώς τήν ήμέρα πού μιά ώραία γυναίκα τοϋ είπε: «Κι εσείς δέν σκεφτόσα σταν έτσι δταν ήσασταν νέος...» Ή τα ν ή πρώτη φορά πού μιά γυναίκα άπευθυνόταν στή νεότητά του δπως απευθύνεται κανείς στό παρελθόν. Καί τή στιγμή έκείνη, τοϋ ξαναγύρισε στό νοϋ ή εικόνα τής μικρής πού κάποτε τοϋ είχε ζητήσει τήν ώρα, καί κατάλαβε δτι άνάμεσα σ ’ αύτές τίς δύο γυναικείες μορφές ύπήρχε μιά συγγένεια. Ή τα ν μορφές άσήμαντες αύτές καθαυτές, πού τίς είχε συναντήσει τυχαία, καί δμως, εύθύς μόλις τίς συσχέτισε, ξεπρόβαλαν σάν δυό άποφασιστικά γεγονότα στήν πλάκα τοϋ ρολογιού τής ζωής του. Θά τό έλεγα διαφορετικά: ας φανταστούμε τήν πλάκα τοϋ ρολογιού τής ζωής τοϋ Ροϋμπενς πάνω σ ’ ένα τεράστιο μεσαιω νικό ρολόι, εκείνο τής Πράγας γιά παράδειγμα, στήν πλατεία τής 331
Παλιάς Πόλης πού τήν εχω χίλιες φορές διασχίσει άλλοτε. Τό ρολόι χτυπάει καί πάνω άπό τήν πλάκα άνοίγει ενα μικρό παράθυρο' βγαίνει μιά μαριονέτα, ενα μικρό κοριτσάκι επτά χρόνων πού ρωτάει τί ώρα είναι. "Επειτα, όταν ή ίδια βελόνα, πολύ άργά, μετά άπό πολλά χρόνια, φθάνει στόν επόμενο άριθμό, οί καμπάνες άρχίζουν νά χτυπούν, τό παραθυράκι ξανανοίγει, βγαίνει μιά άλλη μαριονέτα: μία νέα γυναίκα πού λέει: «"Οταν ήσασταν νέος...»
3 Ο τ α ν ΗΤΑΝ πολύ νέος, δέν τολμούσε ποτέ νά ομολογήσει σέ μιά γυναίκα τίς ερωτικές του φαντασιώσεις. Θεωρούσε τόν εαυτό του ύποχρεωμένο νά μεταμορφώνει όλη του τήν ερωτική ενεργητικό τητα σέ εκπληκτικό φυσικό ανδραγάθημα πάνω στό γυναικείο κορμί. ’Εξίσου νέες, οί σύντροφοί του, συμμερίζονταν άλλωστε αύτή τήν άποψη. Θυμάται άόριστα ότι μία άπό αύτές, άς τήν προσδιορίσουμε μέ τό γράμμα Α, ξαφνικά τήν ώρα τοϋ έρωτα λύγισε σάν τόξο στηριγμένη στούς άγκώνες καί τούς άστραγάλους, κυρτο')νοντας σάν γέφυρα* καθώς ήταν ξαπλωμένος πάνω της, είχε χάσει τήν ισορροπία του καί κόντεψε νά πέσει άπό τό κρεβάτι. Αύτή ή άθλητική κίνηση, ήταν γιά τόν Ροϋμπενς γεμάτη άπό παθιασμένη σημασία, γιά τήν οποία ήταν εύγνώμων στή φίλη του. Ζοϋσε τήν πρώτη του περίοδο: τήν περίοδο τής
αθλητικής αφασίας.
Τήν άφασία αύτή, τήν έχασε λίγο λίγο στή συνέχεια* εκτίμη σε ότι ήταν πολύ τόλμη ρός, τήν ήμέρα πού, γιά πρώτη φορά, περιέγραψε μέ δυνατή φωνή μπροστά σ ’ ενα νεαρό κορίτσι ενα ορισμένο μέρος τοϋ σώματός του. ' Η τόλμη, γιά νά πούμε τήν άλήθεια, ήταν λιγότερη άπ’ όσο νόμιζε γιατί ή έκφραση πού χρησιμοποίησε ήταν ενα τρυφερό ύποκοριστικό ή μιά ποιητική περίφραση. ’Εντούτοις, είχε ενθουσιαστεί άπό τό ίδιο του τό θάρρος (βλέποντας επίσης μέ έκπληξη ότι τό νεαρό κορίτσι δέν τοϋ επέβαλε σιωπή) καί βάλθηκε νά επινοεί τίς πιό λεπτολόγες μεταφορές γιά νά μιλάει, μέ ποιητική άπόκλιση, γιά τή σεξουα λική πράξη. ΤΗταν ή δεύτερη περίοδός του: ή περίοδος τών μεταφορών.
Τήν εποχή εκείνη, έβγαινε μέ τή Β. Μετά τό συνηθισμένο προφορικό πρελούδιο (πολύ μεταφορικό!) έκαναν έρωτα. Νιώθο ντας νά έρχεται ή στιγμή τής ήδονής, εκείνη πρόφερε ξαφνικά 333
μιά φράση στήν όποία τό δικό της σεξουαλικό όργανο περιγραφόταν μ ’ έναν όρο χωρίς διφορούμενο καί όχι μεταφορικό. ’ Ηταν ή πρώτη φορά πού άκουγε τή λέξη αύτή άπό τό στόμα μιας γυναίκας (άλλη σημαντική ήμερομηνία στήν πλάκα τοϋ ρολο γιού, παρεμπιπτόντως). ’Έκπληκτος, έκθαμβος, κατάλαβε ότι αύτός ό βίαιος όρος έχει πολύ περισσότερη χάρη καί δύναμη εκρηκτική άπό όλες τίς μεταφορές πού έχουν ποτέ επινοηθεί. Λίγο καιρό άργότερα, ή Γ τόν κάλεσε σπίτι της. Ή γυναίκα αύτή ήταν δεκαπέντε χρόνια μικρότερή του. Πρίν άπό τή συνά ντηση, έπανέλαβε μπροστά στό φίλο του Μ όλες τίς ύπέροχες αισχρολογίες (όχι πιά μεταφορές!) πού σκεφτόταν νά πει στή γυναίκα Γ τήν ώρα τής συνουσίας. Ή τα ν μιά παράξενη άποτυχία: πρίν εκείνος προλάβει νά βρει τό άναγκαΐο θάρρος, ήταν έκείνη πού τίς πρόφερε. Καί πάλι έμεινε κατάπληκτος. ’ Οχι μόνο ή τόλμη τής συντρόφου του είχε προηγηθει τής δικής του, άλλά, πράγμα άκόμα πιό παράξενο, έκείνη είχε χρησιμοποιήσει κυριολεκτικά τίς ίδιες άποστροφές πού ό ίδιος είχε χρειαστεί πολλές μέρες γιά νά τίς ταξινομήσει. Ή σύμπτωση αύτή τόν ένθουσίασε. Τήν χρέωσε σ ’ ένα είδος έρωτικής τηλεπάθειας ή μυστηριώδους συγγένειας τών ψυχών. ’Έ τσι ήταν πού μπήκε προοδευτικά στήν τρίτη του περίοδο: τήν περίοδο τής άσεμνης άλήθειας.
Ή τρίτη περίοδος συνδέθηκε στενά μέ τόν φίλο του Μ: ή περίοδος του αραβικού τηλεφώνου. ’ Ονόμαζαν άραβικό τηλέφωνο
ένα παιχνίδι πού τό είχε παίξει πολύ άνάμεσα στά πέντε καί στά επτά του χρόνια: τά παιδιά ήσαν καθισμένα δίπλα δίπλα, τό πρώτο ψιθύριζε μιά μακριά φράση στό δεύτερο πού τήν ψιθύριζε στό τρίτο, τό όποιο τήν επαναλάμβανε στό τέταρτο, καί έτσι συνέχεια ώς τό τελευταίο, πού τήν πρόφερε δυνατά, έξ ου κι ένα γενικό γέλιο μπροστά στή διαφορά άνάμεσα στήν άρχική φράση καί στήν ύστατη μεταμόρφωσή της. ’Ενήλικες, ό Ροϋμπενς καί ό Μ έπαιζαν τό άραβικό τηλέφωνο ψιθυρίζοντας στίς φιλενάδες τους φράσεις άσεμνες, εξαιρετικά έξεζητημένες* χωρίς νά ύποψιάζονταν ότι έπαιρναν μέρος στό παιχνίδι, οί γυναίκες τίς άναπαρήγαγαν. Καί καθώς ό Ροϋμπενς καί ό Μ είχαν κάποιες 334
φιλενάδες άπό κοινού (ή ερωμένες τίς όποιες διακριτικά αντάλ λασσαν), μπορούσαν νά στέλνουν ό ένας στόν άλλο, μέ τή μεσολάβησή τους, χαρωπά σήματα φιλίας. Μιά μέρα, μία γυναί κα τοϋ ψιθύρισε κατά τή διάρκεια τοϋ έρωτα μιά φράση τόσο περίπλοκη, τόσο άπίθανη, πού ό Ροϋμπενς άναγνώρισε άμέσως ένα πονηρό εύρημα τοϋ φίλου του καί δέν μπόρεσε νά συγκρατηθεΐ* ή γυναίκα θεώρησε τό πνιγμένο του γέλιο ερωτικό σπασμό καί, ένθαρρυμένη, έπανέλαβε τή φράση* τήν τρίτη φορά τήν φώναξε έτσι πού, πάνω άπό τά κορμιά τους, σέ πλήρες ζευγάρω μα, ό Ροϋμπενς διέκρινε τό φίλο του νά ξεκαρδίζεται στά γέλια. Θυμήθηκε τότε τή νεαρή Β πού, πρός τό τέλος τής περιόδου τών μεταφορών, είχε χρησιμοποιήσει άπροσδόκητα μιά αισχρο λογία. Μέ τήν οπισθοδρόμηση, μιά ερώτηση τοϋ ήρθε στό νοΰ: αύτή τή λέξη τήν είχε προφέρει γιά πρώτη φορά; Τήν εποχή εκείνη δέν άμφέβαλλε. Σκεπτόταν ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του, ύποψιαζόταν ότι ήθελε νά τόν παντρευτεί καί νά μή γνωρίσει κανέναν άλλον άντρα. Τώρα καταλάβαινε ότι θά έπρεπε πρώτα ένας άντρας νά τής είχε μάθει (θά έλεγα μάλιστα, νά τήν είχε εκπαιδεύσει) νά προφέρει τή λέξη αύτή πρίν μπορέσει νά τήν πει στόν Ροϋμπενς. Ναί, μέ τό πέρασμα τών χρόνων, χάρη στήν εμπειρία τοϋ άραβικοϋ τηλεφώνου, καταλάβαινε ότι τήν εποχή πού τοϋ ορκιζόταν πίστη, ή Β είχε εκατό τοϊς εκατό έναν άλλον εραστή. 'Η εμπειρία τοϋ άραβικοϋ τηλεφώνου τόν μεταμόρφωσε: έχα σε τήν αίσθηση (αίσθηση στήν όποία όλοι ύποκύπτουμε) ότι ό φυσικός έρωτας είναι μιά στιγμή ολοκληρωτικής οικειότητας κατά τήν όποία δύο μοναχικά κορμιά σφίγγονται τό ένα μέ τό άλλο σ ’ έναν κόσμο μεταμορφωμένο σέ άπέραντη έρημο. ’Ή ξερε πιά ότι μιά τέτοια στιγμή καθόλου δέν παρέχει μοναξιά. Ά κόμα καί μέσα στό πλήθος τών ' Ηλυσίων Πεδίων, ήταν πιό ένδόμυχα μόνος παρά μέσα στίς περιπτύξεις τής πιό μυστικής έρωμένης. Γιατί ή περίοδος τοϋ άραβικοϋ τηλεφώνου είναι ή κοινωνική περίοδος τοϋ έρωτα: όλος ό κόσμος συμμετέχει, χάρη σέ μερικές λέξεις, στήν περίπτυξη δύο πλασμάτων* ή κοινωνία τροφοδοτεί άδιάκοπα τήν άγορά τών λάγνων εικόνων καί εξασφαλίζει τή 335
διάδοση καί τήν ανταλλαγή τους. Προώθησε λοιπόν τόν ακόλου θο ορισμό τοϋ έθνους: κοινότητα άτόμων τών οποίων ή ερωτική ζωή είναι συνδεδεμένη μέ τό ίδιο άραβικό τηλέφωνο. Ά λ λ ά μετά συνάντησε τή νεαρή Δ, τήν πιό ρηματική άπό όλες του τίς γυναίκες. ’Ή δη άπό τήν δεύτερη συνάντησή τους, ομολόγησε ότι ήταν φανατικά αύνανιστική καί ικανή νά φθάσει σέ οργασμό διηγούμενη στόν εαυτό της παραμύθια. «Παραμύθια; Ποιά; Διηγήσου!» καί βάλθηκε νά τής κάνει έρωτα. Διηγήθηκε: μιά πισίνα, καμπίνες, τρύπες άνοιγμένες στό ξύλινο χώρισμα, βλέμματα πού τά ένιωθε πάνω στό δέρμα της καθώς γδυνόταν, ή πόρτα πού άνοιγε ξαφνικά, τέσσερις άντρες στό κατώφλι, καί οϋτω καθεξής* τό παραμύθι ήταν ώραίο, ήταν κοινότοπο, καί ό Ροϋμπενς δέν είχε παρά νά συγχαίρει τόν εαυτό του γιά τή σύντροφό του. Ά λ λ ά στό μεταξύ τοϋ είχε συμβεΐ κάτι παράξενο: όταν συναντούσε άλλες γυναίκες, έβρισκε μέσα στό φαντασιακό τους άποσπάσματα άπό αύτά τά παραμύθια πού ή Δ τοϋ είχε διηγηθεί κατά τή διάρκεια τοϋ έρωτα. Συναντούσε συχνά τήν ίδια λέξη, τήν ϊδια άποστροφή, παρ’ όλο πού οι λέξεις αύτές καί οί άποστροφές αύτές ήσαν εντελώς άσυνήθιστες. 'Ο μεγάλος μονό λογος τής Δ ήταν ενας καθρέφτης μέ τήν άντανάκλαση όλων τών γυναικών πού είχε γνωρίσει, ήταν μιά εκτεταμένη έγκυκλοπαίδεια, ενα Λαρούς σέ οκτώ τόμους εικόνων καί άσελγών άποστροφών. Πρώτα, ερμήνευσε τό μονόλογο τής Δ σύμφωνα μέ τήν άρχή τοϋ άραβικοϋ τηλεφώνου: μέ τή μεσολάβηση κάποιων εραστών, όλο τό έθνος προσκόμιζε στό κεφάλι τής φίλης του, όπως σέ μιά κυψέλη, λάγνες εικόνες λαφυραγωγημένες στίς τέσσερις γωνιές τής χώρας. Α ργότερα όμως διαπίστωσε ότι ή εξήγηση δέν ήταν άληθοφανής. f Ορισμένα άποσπάσματα τοϋ μεγάλου μονολόγου τής Δ ξαναβρίσκονταν σέ γυναίκες γιά τίς όποιες μέ βεβαιότητα γνώριζε ότι δέν μπορούσαν νά έχουν έρθει εμμέσως σέ επαφή μέ τή Δ, καθώς κανένας κοινός εραστής δέν είχε μπορέσει νά παίξει μεταξύ τους τό ρόλο τοϋ κλητήρα. f Ο Ροϋμπενς θυμήθηκε τότε τήν περιπέτειά του μέ τή Γ: είχε ετοιμάσει γ ι 5 αύτή φράσεις άσεμνες, άλλά ήταν έκείνη πού τίς 336
είπε. Τότε, έλεγε στόν εαυτό του δτι έπρόκειτο γιά τηλεπάθεια. Λοιπόν ή Γ είχε διαβάσει πραγματικά αύτές τίς φράσεις στό κεφάλι τού Ροϋμπενς; Τό πιθανότερο είναι δτι τίς είχε στό δικό της τό κεφάλι πολύ πρίν τόν γνωρίσει. Πώς δμως μπορούσαν νά έχουν καί οί δύο τίς ϊδιες λέξεις στό κεφάλι; Θά έπρεπε νά έχουν μία κοινή πηγή. Τότε γεννήθηκε στόν Ροϋμπενς ή ιδέα δτι ενα καί μοναδικό κύμα διασχίζει δλους τούς άντρες καί δλες τίς γυναίκες, ενα ίδιο ύπόγειο ποτάμι πού παρασύρει εικόνες ερωτι κές. Κάθε άτομο δέχεται τόν κλήρο του σέ εικόνες, δχι άπό έναν εραστή ή μία ερωμένη, δπως στό παιχνίδι τοϋ άραβικοϋ τηλεφώ νου, άλλά άπό αύτό τό άπρόσωπο κύμα (διαπροσωπικό ή ύπερ προσωπικό). Τώρα, τό νά πει κανείς δτι τό ποτάμι πού μάς διατρέχει είναι άπρόσωπο, είναι σάν νά λέει δτι δέν προέρχεται άπό μάς, άλλά άπό αύτόν πού μάς δημιούργησε καί πού τό έβαλε σέ μάς* είναι σάν λέει, μέ άλλα λόγια, δτι προέρχεται άπό τόν Θεό, δηλαδή δτι είναι Θεός, ή μία άπό τίς ενσαρκώσεις του. "Οταν γιά πρώτη φορά ό Ροϋμπενς σχημάτισε τήν ιδέα αύτή, τοϋ φάνηκε βλάσφημη, άκολούθως δμως ή εμφάνιση τής βλασφη μίας εξατμίστηκε καί εκείνος βούτηξε τό ύπόγειο ποτάμι μ ’ ένα είδος θρησκευτικής ταπεινοφροσύνης: αισθανόταν δτι μέσα στό κύμα αύτό είματε δλοι ενωμένοι, δχι δπως τά μέλη τοϋ ίδιου έθνους, άλλά σάν παιδιά τοϋ Θεού* κάθε φορά πού βυθιζόταν σ ’ αύτό τό κύμα, δοκίμαζε τήν αίσθηση δτι συγχεόταν μέ τόν Θεό σ ’ ένα είδος μυστικής κράσης. Ναί, ή πέμπτη περίοδος ήταν ή μυστική περίοδος.
22
337
4 Η ΖΩΗ τοϋ Ροϋμπενς συρρικνώθηκε λοιπόν σ έ μιά αφήγηση φυσικοϋ έρωτα; Μπορεΐ κανείς πράγματι νά τήν άντιληφθεΐ έτσι* καί ή ή μέρα πού είχε τήν σχετική αποκάλυψη, σημαδεύει, κι αύτή επίσης, μιά σημαντική ήμερομηνία στήν πλάκα τοϋ ρολογιού. "Οταν άκόμα ήταν στό λύκειο, περνούσε ώρες ολόκληρες στό μουσείο κοιτάζοντας πίνακες, ζωγράφιζε στό σπίτι εκατοντάδες ύδατογραφίες καί ήταν όνομαστός στούς συμμαθητές του γιά τίς καρικατούρες τών καθηγητών πού ’έ φτιαχνε. Τίς σχεδίαζε μέ μολύβι γιά τήν πολυγραφημένη επιθεώρηση τών μαθητών, ή άκόμα, στό διάλειμμα τίς χάραζε στό μαυροπίνακα μέ κιμωλία, πρός μεγάλη χαρά τής τάξης. ’Εκείνη ή εποχή τοϋ έπέτρεψε νά άνακαλύψει τί είναι ή δόξα: τόν γνώριζαν καί τόν θαύμαζαν στό λύκειο, καί όλοι, σ τ’ άστεΐα, τόν φώναζαν Ροϋμπενς. Σέ άνάμνηση εκείνων τών ώραίων χρόνων (τών μόνων ένδοξων χρόνων του), είχε κρατήσει αύτό τό παρατσούκλι σέ όλη του τή ζωή καί (μέ μιά άπρόσμενη άφέλεια) είχε επιβάλει στούς φίλους του τή χρήση του. ' Η δόξα τελείωσε μέ τό μπακαλορεά. Θέλησε νά συνεχίσει τίς σπουδές του στή Σχολή Καλών Τεχνών, άλλά άπέτυχε στίς εξετάσεις. ΤΗταν λιγότερο καλός άπό τούς άλλους; ’Ή δέν είχε τύχη; Είναι περίεργο, σέ τόσο άπλές ερωτήσεις δέν ξέρω ν’ άπαντήσω. Μέ άδιαφορία ρίχτηκε λοιπόν στή σπουδή τής νομικής, καταλογίζοντας τήν άποτυχία του στή μικρότητα τής γενέτειράς του ’Ελβετίας. 9Ελπίζοντας νά πραγματώσει άλλοϋ τήν κλίση του τοϋ ζωγράφου, δοκίμασε δυό φορές τήν τύχη του: πρώτα μέ τό νά παρουσιαστεί χωρίς επιτυχία στό διαγωνισμό τής Σχολής Καλών Τεχνών στό Παρίσι, έπειτα προτείνοντας τά σχέδιά του 338
σέ διάφορα περιοδικά. Γιατί τά άρνήθηκαν; Μήπως τά σχέδια ήσαν τόσο άσχημα; Μήπως οί παραλήπτες ήσαν κουτοί; Ή μήπως ή εποχή δέν ένδιαφερόταν πιά γιά τό σχέδιο; Μπορώ τό πολύ πολύ νά έπαναλάβω ότι δέν εχω άπάντηση σ ’ αύτές τίς ερωτήσεις. Κουρασμένος άπό αύτές τίς αποτυχίες, τά παράτησε. Μπορεΐ κανείς βέβαια νά συμπεράνει (καί είχε συνείδηση τοϋ πράγμα τος) ότι τό πάθος του γιά τό σχέδιο καί τή ζωγραφική ήταν λιγότερο έντονο άπό όσο τό είχε πιστέψει: στό λύκειο είχε κάνει λάθος αποδίδοντας στόν εαυτό του καλλιτεχνική κλίση. Ή άνακάλυψη αύτή πρώτα τόν άπογοήτευσε, άλλά γρήγορα, σάν πρόκληση,μιά άπολογία τοϋ συμβιβασμού άντιλάλησε στήν ψυχή του: γιατί θά ήταν ύποχρεωμένος νά έχει πάθος γιά τήν ζωγραφική; Τί ύπάρχει τό τόσο άξιέπαινο στό πάθος; Μήπως τό μεγαλύτερο μέρος τών κακών πινάκων, τών κακών ποιημάτων, δέν γεννήθηκαν απλώς καί μόνο επειδή οί καλλιτέχνες βλέπουν στό πάθος τους γιά τήν τέχνη κάτι ιερό, μιά άποστολή, ένα καθήκον (πρός τόν εαυτό τους, δηλαδή πρός τήν άνθρωπότητα); Ή ϊδια του ή άπάρνηση τόν παρακινούσε νά θεωρεί τούς καλλιτέχνες καί συγγραφείς ώς άνθρώπους λιγότερο ταλαντού χους παρά φιλόδοξους, καί άπέφυγε πιά τή συντροφιά τους. 'Ο μεγαλύτερος του άντίζηλος, ό Ν, ένα συνομήλικό του άγόρι, άπό τήν ϊδια πόλη καί παλιός μαθητής στό ϊδιο λύκειο, εγινε δεκτός στή Σχολή Καλών Τεχνών καί γνώρισε γρήγορα, σέ επίμετρο, μιά άξιοσημείωτη έπιτυχία. Κατά τή διάρκεια τών γυμνασιακών τους σπουδών, όλοι θεωρούσαν τόν Ροϋμπενς πολύ πιό προικισμένο άπό τόν Ν. Αύτό σημαίνει ότι όλος ό κόσμος έκανε λάθος; Ή ότι τό ταλέντο είναι κάτι πού μπορεΐ νά χαθεί στό δρόμο; Καθώς ύπάρχει άμφιβολία γΓ αύτό, δέν ύπάρχει άπάντηση σ ’ αύτές τίς έρωτήσεις. "Αλλωστε, τό σημαντικό δέν είναι έκεΐ: τήν εποχή πού οί άποτυχίες του τόν παρακινούσαν νά άρνηθεΐ οριστικά τή ζωγραφική (εποχή τών πρώτων επιτυχιών τοϋ Ν), ό Ροϋμπενς είχε μιά σχέση μέ ένα πολύ νεαρό καί πολύ ώραΐο κορίτσι, ενώ ό Ν παντρευόταν μία πλούσια δεσποινίδα, τόσο άσχημη πού στή θέα της τοϋ Ροϋμπενς τοϋ κόπηκε ή 339
αναπνοή. Τοϋ φαινόταν δτι ή σύμπτωση αύτή ήταν τό σημάδι τής μοίρας, πού τοϋ έδειχνε πού βρισκόταν τό κέντρο βάρους τής ζωής του: δχι στή δημόσια ζωή, άλλά στήν ιδιωτική ζωή, δχι στό νά άκολουθήσει μιά σταδιοδρομία, άλλά στήν επιτυχία στίς γυναίκες. Καί ξαφνικά, αύτό πού τήν παραμονή άκόμα έμοιαζε μέ άποτυχία, άποκαλύφθηκε μιά εκπληκτική νίκη: ναί, άπαρνιόταν τή δόξα, τόν άγώνα γιά τήν άναγνώριση (άγώνα μάταιο καί θλιβερό), προκειμένου νά άφιερωθεΐ στήν ίδια τή ζωή. Δέν άναρωτήθηκε κάν γιατί άκριβώς οι γυναίκες θά ήσαν ή «ίδια ή ζωή». Αύτό τοϋ φαινόταν προφανές καί άδιαμφισβήτητο. "Ήταν βέβαιος δτι είχε έπιλέξει έναν καλύτερο δρόμο άπό τόν συμμαθη τή του πού είχε στό πλευρό του μιά άσχημομούρα. Ύ πό τίς προϋποθέσεις αύτές, ή νεαρή καί ώραία του φίλη δέν ενσάρκωνε γΓ αύτό μόνο μιά ύπόσχεση εύτυχίας, άλλά κυρίως τόν θρίαμβο καί τήν ύπερηφάνειά του. Γιά νά επιβεβαιώσει αύτή τήν άπρόσμενη νίκη, γιά νά τή σημαδέψει μέ τή σφραγίδα τοϋ άναπότρεπτου, τήν παντρεύτηκε τήν ώραία, βέβαιος δτι κινούσε τόν γενικό φθόνο.
340
5 Οι ΓΥΝΑΙΚΕΣ αντιπροσωπεύουν γιά τόν Ροϋμπενς «τήν ιδια τή ζωή» κι ωστόσο εσπευσε νά παντρευτεί τήν ώραία του, κι έτσι, μ ’ ενα σμπάρο, άπαρνήθηκε τίς γυναίκες. Νά μιά παράλογη συ μπεριφορά, άλλά ολωσδιόλου τρέχουσα. 'Ο Ροϋμπενς ήταν είκοσι τεσσάρων χρόνων. Μόλις είχε μπει στήν περίοδο τής άσεμνης αλήθειας (ήταν λοιπόν τήν εποχή πού γνώριζε άπό λίγο καιρό τό κορίτσι Β καί τήν κυρία Γ), άλλά οί εμπειρίες του δέν εξουδετέρωναν τήν πεποίθησή του ότι πάνω άπό τόν φυσικό έρωτα, ύπάρχει ό έρωτας σκέτος, ό μεγάλος έρωτας, ύπέρτατη άξία γιά τήν όποία είχε πολύ άκούσει νά μιλούν, τήν όποία, είχε πολύ ονειρευτεί, άλλά γιά τήν όποία τίποτα δέν ήξερε. Δέν άμφέβαλλε γΓ αύτό: ό έρωτας είναι τό επιστέγασμα τής ζωής (αύτής τής «ίδιας τής ζωής» πού τήν είχε προτιμήσει άπό τή σταδιοδρομία του) καί πρέπει λοιπόν νά τόν ύποδεχτεις μέ άνοιχτές άγκάλες καί χωρίς συμβιβασμούς. "Οπως μόλις είπα, οί δείκτες τής σεξουαλικής του πλάκας έδειχναν τότε τήν ώρα τής άσεμνης άλήθειας, όμως, καθώς έρωτεύθηκε, ό Ροϋμπενς παλινδρόμησε άμέσως πρός τά προη γούμενα στάδια: στό κρεβάτι, έμενε βουβός ή διηγόταν στή μνηστή του τρυφερές μεταφορές, πεπεισμένος ότι τό άσεμνο θά τούς μετακινούσε καί τούς δυό έξω άπό τό έδαφος τοϋ έρωτα. Θά τό έλεγα διαφορετικά: ό έρωτάς του γιά τήν ώραία τόν έπανέφερε στήν ήλικία τοϋ μειράκιου* γιατί, προφέροντας τή λέξη «έρωτας», όπως έχω πει σέ μιά άλλη εύκαιρία, κάθε Εύρωπαιος επιστρέφει, μέ τά φτερά τής μαγείας, στήν προ-συνουσιακή (ή ύπερ-συνουσιακή) κατάσταση, στό μέρος όπου είχε ύποφέρει ό νεαρός Βέρθερος καί όπου ό Ντομινίκ, στό μυθιστό ρημα τοϋ Φρομεντέν, κόντεψε νά πέσει άπό τό άλογο. Τή στιγμή πού συνάντησε τήν ώραία, ό Ροϋμπενς ήταν λοιπόν έτοιμος νά .141
βάλει στή φωτιά τή χύτρα μέ τό αίσθημα καί νά περιμένει τή στιγμή όπου τό βράσιμο θά μεταμόρφωνε τό αίσθημα σέ πάθος. Αύτό πού μπέρδευε λίγο τά πράγματα ήταν ή σχέση πού διατη ρούσε σέ μιά άλλη πόλη μέ μιά φίλη (άς τήν ονομάσουμε Ε), πού ήταν κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του, πού τήν είχε γνωρίσει πολύ πρίν άπό τήν ώραία του καί πού τήν συναντούσε άκόμα κάποιους μήνες. Δέν επαψε νά τήν βλέπει παρά τήν ή μέρα πού άποφάσισε νά παντρευτεί. 'Ο χωρισμός τους δέν προκλήθηκε άπό μιά αύθόρμητη ψυχρότητα στά αισθήματα πού έτρεφε ό Ροϋμπενς γΓ αύτήν (θά δούμε σύντομα μέχρι ποιό σημείο τήν άγαποϋσε), άλλά άπό τήν πεποίθησή του ότι ειχε περάσει σέ μιά φάση τής ζωής, επιβλητική καί τελετουργική, όπου ή πίστη νοείται ότι καθαγιάζει τόν έρωτα. ’Εντούτοις, μιά εβδομάδα πρίν άπό τήν ή μέρα πού είχε οριστεί γιά τό γάμο του (τού οποίου ή σκοπιμότητα κινούσε παρ’ όλα αύτά κάποιες άμφιβολίες μέσα του), δοκίμασε γιά τήν Ε, πού είχε έγκαταλειφθεΐ χωρίς τήν παραμικρή εξήγηση, μιά άβάσταχτη νοσταλγία. Καθώς ούδέποτε είχε άποκαλέσει έρωτα τή σχέση του μαζί της, έξεπλάγη πού τήν επιθυμούσε τόσο φλογερά, μέ όλη του τήν καρδιά, μέ όλο του τό κεφάλι, μέ όλο του τό σώμα. Μή άντέχοντας άλλο, πήγε νά τήν συναντήσει. Γιά μιά ολόκληρη εβδομάδα, άφέθηκε νά ταπεινώ νεται μέ τήν ελπίδα νά κάνει έρωτα μαζί της, τήν παρακάλεσε, τήν ικέτεψε, τήν σκέπασε μέ τήν τρυφερότητά του, μέ τή θλίψη του, μέ τήν επιμονή του, άλλά εκείνη δέν τοϋ πρόσφερε παρά τή θέα τοϋ άπελπισμένου της προσώπου· τό κορμί της ούτε πού μπόρεσε νά τό άγγίξει. Καταπιεσμένος καί καταθλιμμένος, γύρισε στό σπίτι του τό ίδιο τό πρωί τών γάμων του. Μέθυσε στό τραπέζι καί, τό βράδυ, οδήγησε τή νύφη στό διαμέρισμά τους. Κάνοντας έρωτα μαζί της, έτσι πού ήταν τυφλωμένος άπό τό μεθύσι καί τή νοσταλγία, τήν φώναξε μέ τό όνομα τής παλιάς του φίλης. Καταστροφή! Ποτέ δέν θά ξεχάσει τά μεγάλα μάτια πού καρφώθηκαν πάνω του μέ μιά έκπληξη όλο φρίκη! ’Εκείνη τή στιγμή πού όλα γκρεμίζο νταν, σκέφθηκε ότι ή έγκαταλελειμμένη φίλη έπαιρνε τήν εκδί κησή της καί ότι είχε τορπιλίσει τό γάμο του άπό τήν πρώτη 342
κιόλας ήμέρα. Ίσ ω ς νά κατάλαβε επίσης, σ ’ αύτή τήν τόσο σύντομη στιγμή, τό απίθανο αύτοϋ πού είχε συμβεΐ, τή χονδροει δή βλακεία τής παραδρομής του, τή βλακεία πού εκανε άκόμα πιό αβάσταχτη τήν άναπόφευκτη καταστροφή τοϋ γάμου του. Πέρασαν τρία ή τέσσερα τρομερά δευτερόλεπτα στή διάρκεια τών οποίων έμεινε ακίνητος* έπειτα, ξαφνικά, βάλθηκε νά φωνά ζει: «Εϋα! Έλιζαμπέτ! Ίνγκριντ!» καί, ανίκανος νά θυμηθεί άλλα γυναικεία ονόματα, έπανέλαβε: «’Ίνγκριντ! Έλιζαμπέτ! Ναί, είσαι γιά μένα όλες οί γυναίκες! "Ολες οί γυναίκες τοϋ κόσμου! Εΰα! Κλάρα! Ζυλί! Είσαι όλες οί γυναίκες! Είσαι ή γυναίκα στόν πληθυντικό! ’Ίνγκριντ! Γκρέτχεν! όλες οί γυναίκες τοϋ κόσμου είναι σέ σένα, έχεις όλα τά ονόματα...» καί επέσπευ σε τίς κινήσεις τοϋ έρωτα, σάν άληθινός αθλητής τοϋ σέξ* μετά άπό μερικά δευτερόλεπτα, μπόρεσε νά διαπιστώσει ότι τά γουρλωμένα μάτια τής συζύγου του ξανάπαιρναν τή συνηθισμένη τους όψη καί ότι τό πετρωμένο της κορμί ξανάπαιρνε καθησυχαστικά τόν τακτικό του ρυθμό. ' Ο τρόπος μέ τόν όποιο γλίτωσε τή συμφορά μπορεΐ νά μοιάζει ελάχιστα πιστευτός, καί χωρίς άμφιβολία εκπλήσσεται κανείς πού ή νύφη πήρε στά σοβαρά μιά τέτοια θεότρελη κωμωδία. Ά ς μή λησμονούμε όμως ότι καί οί δυό τους ζοϋσαν ύπό τήν επήρεια τής προ-συνουσιακής σκέψης, πού θέλει ό έρωτας νά συγγενεύει μέ τό άπόλυτο. Ποιό είναι τό κριτήριο τοϋ καθαρού έρωτα σ ’ αύτή τήν παρθενική περίοδο; Είναι καθαρά ποσοτικό: ό έρωτας είναι ένα συναίσθημα πολύ, πολύ, πολύ, πολύ μεγάλο. 'Ο ψεύτικος έρωτας είναι ένα συναίσθημα μικρό, ό άληθινός έρωτας (die wahre Liebe!) είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο συναίσθημα. Ά λ λ ά , άπό τήν άποψη τοϋ άπόλυτου, κάθε έρωτας δέν είναι μικρός; Σίγουρα. Είναι γΓ αύτό πού ό έρωτας, προκειμένου ν ’ αποδείξει ότι είναι άληθινός, θέλει νά ξεφύγει άπό τό λογικό, θέλει ν ’ άγνοήσει κάθε μέτρο, θέλει νά βγει άπό τό προφανές, θέλει νά μεταμορφωθεί σέ «δραστικά παραληρήματα τοϋ πά θους» (νά μήν ξεχνάμε καί τόν Έ λυάρ), μ ’ άλλα λόγια, θέλει νά είναι τρελός! Τό άπίθανο μιας κίνησης ύπερβολικής δέν μπορεΐ λοιπόν παρά νά προσκομίσει πλεονεκτήματα. Γιά έναν τρίτο 343
παρατηρητή, ό τρόπος μέ τόν όποιο ό Ροϋμπενς βγήκε άπό τήν άμηχανία του δέν είναι οϋτε κομψός, οϋτε πειστικός, άλλά στήν περίπτωση ήταν ό μόνος πού τοϋ έπέτρεψε νά άποφύγει τήν καταστροφή* ενεργώντας σάν τρελός, ό Ροϋμπενς έπικαλέσθηκε τό άπόλυτο, τό τρελό άπόλυτο τοϋ έρωτα* κι αύτό τόν εσωσε.
344
6 τής πολύ νεαρής του συζύγου, ό Ροϋμπενς έγινε λυρικός άθλητής τοϋ έρωτα, αύτό δέν σημαίνει ότι είχε άπαρνηθει μιά γιά πάντα τά λάγνα παιχνίδια, άλλά ότι ήθελε νά βάλει τήν ιδια τή λαγνεία στήν ύπηρεσία τοϋ έρωτα. Φανταζόταν ότι θά πήγαινε νά ζήσει μέ μιά καί μόνη γυναίκα, σέ μιά μονογαμική έκσταση, όλες τίς εμπειρίες πού θά μπορούσε νά γνωρίσει μέ μιά εκατοστή άλλες. "Ενα πρόβλημα έμενε νά λυθεί: σέ τί ρυθμούς έπρεπε νά εξελιχθεί ή περιπέτεια τοϋ αισθησιασμού στό δρόμο τοϋ έρωτα; Καθώς ό δρόμος τοϋ έρωτα έπρεπε νά είναι μακρύς, πολύ μακρύς, χωρίς τέλος άν ήταν δυνατόν, είχε ώς άρχή: νά άναχαιτίζει τό χρόνο, τίποτα νά μήν επισπεύδει. "Ας πούμε ότι φανταζόταν τό σεξουαλικό μέλλον μέ τήν ώραία του σάν τήν άναρρίχηση σ ’ ένα ψηλό βουνό. "Αν έφθανε στήν κορυφή άπό τήν πρώτη κιόλας ήμέρα, τί θά έκανε τήν επομένη; "Επρεπε λοιπόν νά σχεδιάσει τήν άνάβαση, μέ τέτοιο τρόπο πού νά κρατήσει μιά ολόκληρη ζωή. "Εκανε λοιπόν έρωτα μέ τή γυναίκα του μέ πάθος, σίγουρα, μέ θέρμη, άλλά κλασικά, γιά νά τό πούμε έτσι, άποφεύγοντας τίς διαστροφές πού τόν έλκυαν (μαζί της άκόμα περισσότερο παρά μέ όποιαδήποτε άλλη), άλλά πού τίς άνέβαλλε γιά άργότερα. Δέν είχε φανταστεί ότι θά μπορούσε νά συμβεΐ αύτό πού συνέβη: σταμάτησαν νά ταιριάζουν, χτυπούσε ό ένας στά νεύρα τοϋ άλλου, διαπληκτίζονταν γιά τό ποιός θά έχει τό επάνω χέρι στό ζευγάρι, έκείνη ζητούσε μεγαλύτερα περιθώρια γιά τήν προσωπική της εύχαρίστηση, εκείνος θύμωνε πού έκείνη δέν ήθελε πιά νά τοϋ βράσει τ ’ αύγά, καί πρίν καλά καλά καταλά βουν τί τούς συνέβαινε, βρέθηκαν χωρισμένοι. Τό μεγάλο αί σθημα, πάνω στό όποιο είχε, ύποτίθεται, θεμελιώσει όλη του τή ζωή, εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα πού ό Ροϋμπενς άμφέβαλλε άν
ΑΝ, ΠΑΡΟΥΣΙΑ
ποτέ τό είχε δοκιμάσει. Αύτή ή εξάτμιση τοϋ αισθήματος (εξάτμιση ξαφνική, γρήγορη, εύκολη!) ήταν γιά εκείνον κάτι τό ίλιγγιώδες καί άπίστευτο πού τόν γοήτευσε άκόμα πιό πολύ άπό τήν ερωτική έκσταση πού εζησε δυό χρόνια πρίν. ’Ά ν τό αισθηματικό ισοζύγιο τοϋ γάμου του ήταν μηδέν, ό κυριότερος λόγος ήταν τό ερωτικό ισοζύγιο. Έ ξαιτίας τοϋ άργοϋ τέμπο πού είχε επιβάλει στόν εαυτό του, δέν είχε έξασκήσει μ ’ αύτό τό εξαίσιο πλάσμα παρά άρκετά άπλοϊκά ερωτικά παιχνίδια, μετρίως διεγερτικά. ’Ό χ ι μόνο δέν είχε άγγίξει τήν κορυφή τοϋ βουνού, άλλά δέν είχε κάν φθάσει στήν πρώτη τερψιθέα. Θέλησε λοιπόν νά ξαναδεΐ τήν ώραία μετά τό διαζύγιο (έκείνη δέν είχε άντίρρηση: άπό τότε πού δέν διαπληκτίζονταν γιά τό ποιός θά εχει τό επάνω χέρι, ξανάβρισκε εύχαρίστηση στίς συναντήσεις τους), προκειμένου νά θέσει γρήγορα σέ εφαρ μογή μερικές τουλάχιστον άπό τίς μικρές διαστροφές πού είχε άποθηκεύσει γιά τό μέλλον. Ά λ λ ά τίποτα σχεδόν δέν εφάρμοσε, γιατί τή φορά αύτή διάλεξε ενα τέμπο πάρα πολύ γρήγορο, καί ή νεαρή διαζευγμένη (τήν όποία ήθελε νά κάνει νά περάσει διά μιας στό στάδιο τής άσεμνης άλήθείας), ερμήνευσε τόν άνυπόμονο αισθησιασμό του σάν άπόδειξη κυνισμού καί ερωτικής έλλει ψης, έτσι πού οί μεταγαμήλιες σχέσεις τους τελείωσαν γρήγορα. Καθώς ό γάμος δέν ήταν παρά μιά άπλή παρένθεση στή ζωή του, μπήκα στόν πειρασμό νά πώ ότι ό Ροϋμπενς ξαναγύρισε άκριβώς στό σημείο όπου βρισκόταν πρίν συναντήσει τή μέλλουσα σύζυγό του* θά ήταν όμως λάθος. Μετά τό φούσκωμα τοϋ ερωτικού συναισθήματος, εζησε τό ξεφούσκωμά του τόσο άπίστευτα άνώδυνο καί μή-δραματικό σάν μία άποκάλυψη πού τόν τάραξε: βρισκόταν οριστικά πέρα άπό τόν έρωτα.
346
7 Ο ΜΕΓΑΛΟΣ έρωτας πού δυό χρόνια νωρίτερα τόν είχε θαμπώσει τόν εκανε νά ξεχάσει τή ζωγραφική. Ά λ λ ά όταν ξανάκλεισε τήν παρένθεση τοϋ γάμου καί παρατήρησε μέ μελαγχολική άγανάκτηση ότι βρισκόταν πέρα άπό τόν έρωτα, ή παραίτησή του άπό τήν τέχνη τοϋ φάνηκε ξαφνικά σάν άδικαιολόγητος άποκεφαλισμός. Βάλθηκε ξανά νά σκιτσάρει, στό σημειωματάριό του, τούς πίνακες πού επιθυμούσε νά ζωγραφίσει. Γ ιά νά διαπιστώσει όμως σύντομα ότι καμιά επιστροφή πρός τά πίσω δέν ήταν δυνατή. Μαθητής λυκείου, φανταζόταν ότι όλοι οί ζωγράφοι τοϋ κόσμου προχωρούσαν στόν ίδιο μεγάλο δρόμο: ήταν μιά οδός βασιλική πού οδηγούσε άπό τή γοτθική γλυπτική στούς μεγάλους ’Ιτα λούς τής Α ναγέννησης, έπειτα στούς ’ Ολλανδούς, κατόπιν στόν Ντελακρουά, άπό τόν Ντελακρουά στόν Μανέ, άπό τόν Μανέ στόν Μονέ, άπό τόν Μποννάρ (ά, πόσο άγαποϋσε τόν Μποννάρ!) στόν Ματίς, άπό τόν Σεζάν στόν Πικάσσο. Σ ’ αύτή τήν οδό, οί ζωγράφοι δέν προχωρούσαν κοπαδιαστά σάν στρα τιώτες, όχι, καθένας περπατούσε μόνος, άλλά οί άνακαλύψεις τών μέν ένέπνεαν τούς δέ καί όλοι είχαν συνείδηση ότι χάραζαν ενα πέρασμα πρός ένα άγνωστο πού ήταν ό κοινός τους σκοπός καί πού τούς ένωνε. ’Έπειτα, ξαφνικά, ό δρόμος εξαφανίστηκε. Ή τα ν σάν τό τέλος ενός ώραίου ονείρου: γιά μερικά λεπτά, ψάχνει κανείς άκόμα τίς ξεθωριασμένες εικόνες, πρίν καταλάβει ότι δέν μπορεΐ νά κάνει τά όνειρα νά ξαναγυρίσουν. Χαμένος, ό δρόμος διαρκοϋσε έντούτοις μέσα στήν ψυχή τών ζωγράφων ώς άσβεστη επιθυμία νά «πηγαίνουν μπροστά». Ποϋ είναι όμως τό «μπροστά» άν δέν ύπάρχει πιά δρόμος; Σέ ποιά κατεύθυνση νά ψάξεις τό χαμένο «μπροστά»; Στούς ζωγράφους, ή επιθυμία νά «πηγαίνουν μπροστά» εγινε νεύρωση· είχαν όλοι βαλθεΐ νά 347
τρέχουν πρός δλες τίς κατευθύνσεις, νά διασταυρώνονται οί μέν μέ τούς δέ σάν εκνευρισμένοι διαβάτες στήν ιδια πλατεία μιας ίδιας πόλης. "Ολοι ήθελαν νά ξεχωρίζουν καί ό καθένας πάσχιζε νά ανακαλύψει ξανά μία άνακάλυψη πού ό άλλος δέν εϊχε άνακαλύψει ξανά. Εύτυχώς, σύντομα εμφανίστηκαν άνθρωποι (όχι πιά ζωγράφοι, άλλά έμποροι, οργανωτές εκθέσεων πλαισιω μένοι άπό τούς πράκτορές τους καί τούς διαφημιστικούς τους συμβούλους) πού έβαλαν τάξη στό χάος αύτό, καί άποφάσισαν ποιά άνακάλυψη έπρεπε νά άνακαλυφθεΐ ξανά εκείνον ή τόν άλλο χρόνο. Αύτή ή έπανατακτοποίηση εύνόησε τήν πώληση σύγχρονων πινάκων: στοιβάχτηκαν ξαφνικά στά σαλόνια τών ίδιων ένεχυροδανειστών πού, μιά δεκαετία νωρίτερα, κοροΐδευαν τόν Πικάσσο ή τόν Νταλί, καί τούς οποίους ό Ροϋμπενς περιφρονοϋσε μέ πάθος, γιά τόν λόγο αύτό. Οί ένεχυροδανειστές είχαν άποφασίσει νά είναι σύγχρονοι καί ό Ροϋμπενς έβγαλε ένα «ουφ», μέ άνακούφιση πού δέν ήταν ζωγράφος. Μιά μέρα, στή Νέα "Υόρκη, έπισκέφθηκε τό Μουσείο Μο ντέρνας Τέχνης. Στόν πρώτο όροφο εξέθεταν Ματίς, Μπράκ, Πικάσσο, Μιρό, Νταλί, Έρνστ* ό Ροϋμπενς ενθουσιάστηκε: οί πινελιές στούς μουσαμάδες εξέφραζαν μιά φρενιτώδη εύχαρίστηση. Ή πραγματικότητα, πότε ύφίστατο έναν μεγαλειώδη βιασμό σάν γυναίκα πού δεχόταν τήν επίθεση ενός φαύνου, πότε άντιμετώπιζε τόν ζωγράφο όπως ένας ταύρος τόν ταυρομάχο. Ά λ λ ά στόν επάνω όροφο, πού ήταν άφιερωμένος στήν πιό πρόσφατη ζωγραφική, ό Ροϋμπενς βρέθηκε σέ πλήρη έρημο: κανένα ίχνος άπό τίς χαρούμενες πινελιές* κανένα ίχνος εύχαρίστησης* χαμέ νοι οί ταυρομάχοι καί οί ταύροι* οί μουσαμάδες είχαν εξαφανίσει τό πραγματικό όταν δέν τό μιμούνταν μέ άμβλυμένη καί κυνική πιστότητα. Ά νάμεσα στούς δύο ορόφους κυλούσε ή Λήθη, ό ποταμός τοϋ θανάτου καί τής λησμοσύνης. 'Ο Ροϋμπενς είπε τότε στόν εαυτό του ότι, άν είχε καταλήξει στό νά άπαρνηθεϊ τή ζωγραφική, ήταν γιά ένα λόγο πιό βαθύ, ίσως, άπό τήν απλή έλλειψη ταλέντου ή επιμονής: στήν πλάκα τής εύρωπαϊκής ζωγραφικής, οί δείκτες έδειχναν μεσάνυχτα, Τί θά έκανε ένας ιδιοφυής άλχημιστής, άν μεταφυτευόταν
στόν 20ό αιώνα; Τί θά γινόταν σήμερα ό Χριστόφορος Κολόμβος, πού εκατοντάδες μεταφορείς εξασφαλίζουν τίς θαλάσσιες επικοι νωνίες; Τί θά έγραφε ό Σαίξπηρ σέ μιά εποχή πού τό θέατρο δέν ύπάρχει άκόμα ή δέν ύπάρχει πιά; Οί ερωτήσεις αύτές δέν είναι καθαρά ρητορικές. "Οταν ένας άνθρωπος είναι προικισμένος γιά μιά δραστηριότητα τό ρολόι τής όποίας έχει σημάνει μεσάνυχτα (ή δέν έχει άκόμα σημάνει τήν πρώτη ώρα), τί γίνεται τό ταλέντο του; Θα μεταμορφωθεί; Θά προσαρμοστεί; rO Χριστόφορος Κολόμβος θά γίνει διευθυντής μιας εταιρείας μεταφορών; 4Ο Σαίξπηρ θά γράψει σενάρια γιά τό Χόλλυγουντ; eO Πικάσσο θά κάνει παραγωγή κινούμενων σχε δίων; ’Ή μάλλον όλα αύτά τά μεγάλα ταλέντα θά άποσυρθοϋν άπό τόν κόσμο, θά φύγουν, γιά νά τό πούμε έτσι, μέσα σέ κάποιο μοναστήρι τής *Ιστορίας, γεμάτα άπό κοσμική άπογοήτευση πού γεννήθηκαν στήν κακιά στιγμή, έξω άπό τήν εποχή γιά τήν όποία ήσαν προορισμένοι, έξω άπό τήν πλάκα τοϋ ρολογιού πού σημείωνε τό χρόνο τους; Θά έγκαταλείψουν τό παράκαιρο τους ταλέντο όπως ό Ρεμπώ πού, στά δεκαεννιά του χρόνια, έγκατέλειψε τήν ποίηση; Σ ’ αύτές έδώ τίς ερωτήσεις επίσης, οϋτε εσείς, οϋτε εγώ, ούτε ό Ροϋμπενς πρόκειται νά λάβουμε άπάντηση. "Ο Ροϋμπενς τοϋ μυθιστορήματος μου ήταν μήπως ένας μεγάλος δυνάμει ζωγρά φος; ’Ή μήπως δέν είχε κανένα ταλέντο; Έγκατέλειψε τά πινέλα του έπειδή τοϋ έλειψαν οί δυνάμεις ή, τό άντίθετο τελείως, επειδή είχε τή δύναμη νά διακρίνει καθαρά τή ματαιότητα τής ζωγραφι κής; Συχνά, βέβαια, σκεφτόταν τόν Ρεμπώ, μέ τόν όποιο στά τρίσβαθά του τοϋ άρεσε νά συγκρίνει τόν εαυτό του (άν καί μέ ταπεινοφροσύνη καί ειρωνεία). Ό Ρεμπώ, όχι μόνο έγκατέλειψε ριζικά καί χωρίς οίκτο τήν ποίηση, άλλά ή μετέπειτα δραστήριοτητά του είναι ή σαρκαστική της άρνηση: λένε ότι έκανε στήν Α φ ρική εμπόριο όπλων, καί μάλιστα δουλεμπόριο νέγρων. Ά κόμα κι άν ή δεύτερη διαβεβαίωση δέν είναι παρά ένας συκοφαντικός θρύλος, εξηγεί καλά, μέσω τής ύπερβολής, τήν αύτοκαταστροφική βία, τό πάθος, τή λύσσα μέ τά όποια ό Ρεμπώ άποκόπηκε άπό τό παρελθόν του τοϋ ποιητή. ’Ά ν ό Ροϋμπενς 349
αισθανόταν δλο καί περισσότερο νά τόν ελκύει ό κόσμος τών εκμεταλλευτών καί τών χρηματιστών, είναι ίσως επίσης επειδή (δίκαια ή άδικα) εβλεπε σ ’ αύτή τήν δραστηριότητα τό άντίθετο άκριβώς τών καλλιτεχνικών του ονείρων. Τήν ήμέρα πού ό συμμαθητής του Ν έγινε διάσημος, ό Ροϋμπενς πούλησε ενα πίνακα πού κάποτε εκείνος τού είχε χαρίσει. 'Η πώληση αύτή όχι μόνο τού έφερε κάποια χρήματα, άλλά τοϋ άποκάλυψε ενα καλό μέσο γιά νά κερδίσει τή ζωή του: τό νά πουλάει στούς ένεχυροδανειστές (πού περιφρονοϋσε) τά έργα τών ζωγράφων (πού δέν εκτιμούσε). Πολλοί άνθρωποι κερδίζουν τή ζωή τους πουλώντας πίνακες, χωρίς νά ντρέπονται καθόλου πού κάνουν ένα τέτοιο έπάγγελμα. Μήπως ό Βελάσκεθ, ό Βερμέερ, ό Ρέμπραντ, δέν ήσαν κι αύτοί έμποροι πινάκων; Ό Ροϋμπενς τό ξέρει βεβαίως. Ά λ λ ά άν είναι έτοιμος νά συγκρίνει τόν εαυτό του μέ τόν δουλέμπορο Ρεμπώ, δέν θά τόν συγκρίνει ποτέ μέ τούς μεγάλους ζωγράφους εμπόρους πινάκων. Ποτέ ό Ροϋμπενς δέν θά άμφιβάλλει γιά τό άπολύτως άχρηστο τοϋ επαγγέλματος του. Στήν άρχή, λυπήθηκε γΓ αύτό καί προσήψε στόν εαυτό του τήν άνηθικότητά του. Κατέληξε όμως νά πει μέσα του: κατά βάθος τί σημαίνει «νά είναι κανείς χρήσιμος»; Τό άθροισμα τής χρησιμότητας όλων τών άνθρωπίνων όντων όλων τών εποχών περιλαμβάνεται ολόκληρο στόν κόσμο έτσι όπως είναι σήμερα. Κατά συνέπεια: τίποτα τό πιό ήθικό άπό τό νά είναι κανείς άχρηστος.
350
8 χρόνια μετά τό διαζύγιό του, ήρθε νά τόν δει ή Ζ. Τοϋ διηγήθηκε τήν επίσκεψή της σ ’ έναν κύριο: πρώτα, τήν είχε παρακαλέσει νά περιμένει δέκα ολόκληρα λεπτά στό σαλό νι, μέ τό πρόσχημα μιας σημαντικής τηλεφωνικής συνδιάλεξης πού έπρεπε νά τελειώσει στό διπλανό δωμάτιο. Μάλλον προσποιόταν ότι τηλεφωνούσε, γιά νά τής επιτρέψει νά ξεφυλλίσει στό μεταξύ πορνογραφικά περιοδικά πού ήσαν εκτεθειμένα σ ’ ενα χαμηλό τραπέζι, μπροστά στήν πολυθρόνα πού τής είχε ύποδείξει. 'Η Ζ τελείωσε τήν αφήγησή της μέ αύτή τήν παρατή ρηση: «"Αν ήμουν νεότερη, θά μέ είχε πάρει. "Αν ήμουν δεκαεπτά χρόνων. Είναι ή ήλικία τών πιό τρελών φαντασιώσεων, ή ήλικία πού δέν ξέρεις νά αντιστέκεσαι σέ τίποτα...» Ό Ροϋμπενς τήν είχε άκούσει μάλλον διακριτικά, άλλά οί τελευταίες λέξεις τόν τράβηξαν άπό τήν άδιαφορία του. Στό εξής, κάπως έτσι θά ήταν πάντοτε: κάποιος θά πρόφερε μπροστά του μία φράση πού θά τόν ξάφνιαζε, σάν μομφή πού θά τοϋ θύμιζε κάτι πού είχε χάσει, χάσει άμετάκλητα. "Οταν ή Ζ μίλησε γιά τά δεκαεπτά της χρόνια καί γιά τήν άνικανότητά της τότε νά άντισταθεΐ στούς πειρασμούς, θυμήθηκε τή νεαρή του σύζυγο, πού κι έκείνη ήταν δεκαεπτά χρόνοον τήν εποχή πού πρωτοσυναντήθηκαν. Θυμήθηκε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, όπου βρισκό ταν μαζί της λίγο πρίν παντρευτούν. "Εκαναν έρωτα σ ’ ένα δωμάτιο δίπλα στό δωμάτιο ενός φίλου. «Μάς άκούει!» είχε ψιθυρίσει πολλές φορές ή μελλοντική σύζυγος. Τώρα (καθισμέ νος άπέναντι στή Ζ πού τοϋ διηγόταν τούς πειρασμούς τών δεκαεπτά της χρόνο:»ν), ό Ροϋμπενς συνειδητοποιούσε ότι, αύτή τή νύχτα, έκείνη είχε βγάλει πολύ πιό δυνατούς άναστεναγμούς άπό ό,τι συνήθως, δτι είχε φωνάξει κιόλας, καί δτι είχε φωνάξει λοιπόν επίτηδες γιά νά τήν άκούσει ό φίλος. Τίς επόμενες μέρες
Δ ώ δ ε κ α π ερίπ ο υ
351
είχε συχνά έπικαλεσθεΐ αύτή τή νύχτα: «Πιστεύεις πραγματικά ότι δέν μάς άκουσε;» Τότε είχε δει σ ’ αύτή την ερώτηση την έκφραση τής τρομαγμένης της σεμνότητας, καί είχε επιχειρήσει νά τήν καθησυχάσει (μιά παρόμοια άφέλεια τώρα τόν εκανε νά κοκκινίζει μέχρι τ 5 αύτιά!) διαβεβαιώνοντάς την ότι ό φίλος θεωρούνταν πώς κοιμόταν σάν βόας. Κοιτάζοντας τή Ζ, σκεφτόταν ότι δέν είχε τήν ιδιαίτερη επιθυμία νά τής κάνει έρωτα παρουσία μιας άλλης γυναίκας ή ενός άλλου άντρα. Πώς όμως ήταν δυνατόν ή άνάμνηση τής γυναίκας του, καθώς άναστέναζε καί φώναζε δεκατέσσερα χρόνια πρίν μέ τή σκέψη του φίλου πού ήταν ξαπλωμένος πίσω άπό τόν μεσότοιχο, πώς ήταν δυνατόν ή άνάμνηση αύτή, μετά άπό τόσα χρόνια, νά του κάνει τό αίμα ν ’ ανεβαίνει στο κεφάλι; Είπε μέσα του: ό έρωτας μέ τρεις, μέ τέσσερις, δέν μπορεΐ νά είναι διεγερτικός παρά μόνο μέ τήν παρουσία μιας γυναίκας άγαπημένης. Μόνον ό έρωτας είναι ικανός νά ξυπνήσει τήν έκπληξη, τήν τρομαγμένη διέγερση, μπροστά στό κορμί μιας γυναίκας πού τήν αγκαλιάζει ενας άντρας. Ή παλιά ήθικοπλαστική ρήση, σύμφωνα μέ τήν όποία ή σεξουαλική επαφή χωρίς έρωτα δέν εχει νόημα, δικαιωνόταν ξαφνικά καί επαιρνε και νούργια σημασία.
352
9 Την ΕΠΟΜΕΝΗ, πήρε τό άεροπλάνο γιά τή Ρώμη δπου έπρεπε νά ρυθμίσει μερικές ύποθέσεις. Κατά τίς τέσσερις, ήταν ελεύθερος. Πλημμυρισμένος από μιά άσβεστη νοσταλγία, σκεφτόταν την παλιά του σύζυγο, αλλά όχι μόνο αύτή* όλες οί γυναίκες πού είχε γνωρίσει, παρήλαυναν μπροστά στά μάτια του καί του φαινόταν ότι τίς είχε όλες χάσει, ότι είχε ζήσει μαζί τους πολύ λιγότερο απ’ όσο θά μπορούσε καί θά όφειλε. Γιά νά άποτινάξει αύτή τή νοσταλγία, αύτό τό ανικανοποίητο, πήγε στήν πινακοθήκη στό μέγαρο Μπαρμπερίνι (επισκεπτόταν τίς πινακοθήκες σέ όλες τίς πόλεις), έπειτα κατευθύνθηκε πρός τά σκαλιά τής Πιάτσα Ντί Σπάνια καί ανέβηκε στή Βίλλα Μποργκέζε. Πάνω σέ βάθρα πού πλαισίωναν τίς μακριές άλέες του πάρκου, ήταν τοποθετημένες μαρμάρινες προτομές διάσημων Ιταλώ ν. Τό πρόσωπό τους, άκινητοποιημένο σ ’ έναν τελικό μορφασμό, ήταν εκτεθειμένο σάν περίληψη τής ζωής τους. 'Ο Ρούμπενς πάντοτε ήταν εύαι σθητός στήν κωμική πλευρά των άγαλμάτων. Χαμογέλασε. Έ πειτα θυμήθηκε τά παραμύθια τών παιδικών του χρόνων: ένας μάγος γητεύει τούς ανθρώπους στή διάρκεια ενός συμποσίου· όλοι διατηρούν τή στάση πού είχαν εκείνη τή στιγμή: τό στόμα ανοιχτό, τό πρόσωπο παραμορφωμένο από τό μάσημα, ένα φαγωμένο κόκαλο στό χέρι. Μιά άλλη ανάμνηση: στούς φυγάδες τών Σοδόμων, ό Θεός απαγόρευσε νά στραφούν, επί ποινή νά μεταβληθοϋν σέ στήλες άλατος. Αύτή ή ιστορία τής Βίβλου διασαφηνίζει χωρίς διφορούμενα ότι δέν ύπάρχει χειρότερη τιμωρία, χειρότερη φρίκη από τό νά μεταμορφώνεις μιά στιγμή σέ αιωνιότητα, ν 5 άποσπάς τόν άνθρωπο από τό χρόνο καί από τήν αδιάκοπη κίνησή του. Χαμένος στίς σκέψεις αύτές (λησμο νημένες τό επόμενο λεπτό), τήν είδε ξαφνικά! ’Ό χ ι, δέν ήταν ή 23
353
γυναίκα του (εκείνη πού εβγαζε άναστεναγμούς, ξέροντας δτι τήν άκούει ενας φίλος στό διπλανό δωμάτιο), ήταν κάποια άλλη. "Ολα παίχτηκαν στό κλάσμα ενός δευτερολέπτου. Δέν τήν άναγνώρισε παρά τήν τελευταία στιγμή, όταν εφτανε στό ΰψος του καί τό επόμενο βήμα θά τούς είχε οριστικά άπομακρύνει τόν ενα άπό τόν άλλο. Μέ εξαιρετική ετοιμότητα σταμάτησε διαμιάς, στράφηκε (εκείνη άντέδρασε άμέσως) καί τής άπηύθυνε τό λόγο. Είχε τήν εντύπωση πώς αύτή ήταν πού είχε ποθήσει γιά χρόνια ολόκληρα, πού είχε άναζητήσει σέ όλο τόν κόσμο. ' Εκατό μέτρα πιό πέρα βρισκόταν ενα καφενείο πού τά τραπέζια του ήταν απλωμένα στή σκιά των δέντρων, κάτω άπό τόν ύπέροχα γαλάζιο ούρανό. Κάθισαν άπέναντι ό ενας άπό τόν άλλο. Φορούσε μαϋρα γυαλιά. Τά επιασε μέ δύο δάχτυλα, τής τά εβγαλε προσεκτικά καί τά άκούμπισε στό τραπέζι. Δέν άντέ δρασε. «Έ ξαιτίας των γυαλιών αύτών», είπε εκείνος, «κόντεψα νά μήν σέ άναγνωρίσω». ’Ή πιαν μεταλλικό νερό, χωρίς νά μπορούν ν ’ άφήσουν ό ενας τόν άλλο άπ’ τά μάτια. ?Ηταν στή Ρώμη μέ τόν άντρα της καί δέν είχε πάνω άπό μιά ώρα στή διάθεσή της. ’Εκείνος ήξερε ότι, αν οί περιστάσεις τό έπέτρεπαν, θά είχαν κάνει έρωτα τήν ϊδια μέρα, τήν ϊδια στιγμή κιόλας. Πώς τήν ελεγαν; Ποιό ήταν τό επίθετό της; Τό είχε ξεχάσει καί εκρινε ότι ήταν άδύνατο νά τήν ρωτήσει. Τής διηγήθηκε (μέ άπόλυτη ειλικρίνεια) ότι, σ ’ όλο τό διάστημα του χωρισμού τους, είχε τήν εντύπωση ότι τήν περίμενε. Πώς λοιπόν νά τής ομολογήσει ότι δέν γνώριζε τό όνομά της; Είπε: «Ξέρεις πώς σέ ονομάζαμε; - “ ’Ό χ ι. — 'Η λαουτίστα. — Γιατί ή λαουτίστα; —Γιατί ήσουν λεπτεπίλεπτη σάν λαούτο. ’Εγώ ήμουν πού επινόησα αύτό τό όνομα γιά σένα». Ναί, εκείνος ήταν πού τό είχε επινοήσει. ’Ό χ ι τήν εποχή πού, 354
πολύ σύντομα, είχε κάνει τή γνωριμία της, άλλά τώρα, μέσα στό πάρκο τής Βίλλας Μποργκέζε, γιατί είχε ανάγκη από ενα όνομα γιά νά τής μιλήσει* καί γιατί τήν εβρισκε ντελικάτη καί κομψή καί γλυκιά σάν λαούτο.
355
10 Τι ΗΞΕΡΕ γΓ αυτήν; Λίγα πράγματα. Θυμόταν αόριστα ότι τήν είχε δει σ ’ ένα γήπεδο του τένις (ϊσως νά ήταν είκοσι επτά χρόνων κι εκείνη δέκα χρόνια μικρότερη) καί ότι τήν είχε καλέσει μιά μέρα σ ’ ενα νυχτερινό κέντρο. Τότε χόρευαν ενα χορό όπου ό άντρας καί ή γυναίκα μένουν σέ άπόσταση ενός βήματος ό ένας από τόν άλλο, κουλουριάζονται καί τινάζουν κάθε χέρι μέ τή σειρά πρός τήν κατεύθυνση τοϋ άλλου χορευτή. Μ ’ αύτή τήν κίνηση είχε εγγράφει στή μνήμη του. Τί είχε τό τόσο παράξενο; Αύτό κυρίως: δέν κοίταζε τόν Ροϋμπενς. Που κοίταζε λοιπόν; Στό κενό. "Ολοι οι χορευτές λύγιζαν στή μέση τά χέρια καί τά τίναζαν μέ τή σειρά μπροστά. Κι εκείνη επίσης έκανε αύτή τήν κίνηση, άλλά μ ’ έναν τρόπο λίγο διαφορετικό: τεντώνοντας ένα χέρι μπροστά, τό έκανε νά διαγράφει μιά καμπύλη: πρός τά αριστερά μέ τό δεξί χέρι, πρός τά δεξιά μέ τό αριστερό χέρι. Σάν νά είχε θελήσει νά κρύψει τό πρόσωπό της πίσω άπό αύτές τίς κυκλικές κινήσεις. Σάν νά είχε θελήσει νά τό σβήσει. 'Ο χορός τότε είχε θεωρηθεί σχετικά άσεμνος, καί ήταν σάν τό νεαρό κορίτσι νά είχε θελήσει νά χορέψει άσεμνα κρύβοντας όμως τήν έλλειψη σεμνότητάς της. 'Ο Ροϋμπενς γοητεύθηκε! Σάν νά μήν είχε δει ποτέ τίποτα πιό τρυφερό, πιό ώραίο, πιό διεγερτικό. Έ πειτα ήταν ένα ταγκό καί τά ζευγάρια αγκαλιάστηκαν. Μή μπορώντας νά άντισταθεί σέ μιά ξαφνική παρόρμηση, άκούμπησε τό ένα του χέρι στό στήθος της. Φοβή θηκε. Τί θά έκανε εκείνη; Δέν έκανε τίποτα. Συνέχισε νά χορεύει, μέ τό χέρι τοϋ Ροϋμπενς άκουμπισμένο στό στήθος της, κοιτάζο ντας ίσια μπροστά της. Μέ φωνή πού έτρεμε σχεδόν, τή ρώτησε: «’Έ χει κανείς ξαναγγίξει τό στήθος σου;» Μέ φωνή πού δέν έτρεμε λιγότερο (ήταν πραγματικά σάν νά είχε κανείς χαϊδέψει τίς χορδές ενός λαούτου), απάντησε: «’Ό χι». Μέ τό χέρι πάντοτε 356
ακουμπισμένο στό στήθος της, δέχτηκε τό «όχι» αύτό σαν τήν ωραιότερη λέξη του κόσμου καί μετουσιώθηκε: του φαινόταν ότι εβλεπε τήν αιδώ” ότι τήν εβλεπε άπό πολύ κοντά, τήν εβλεπε νά ύπάρχει* είχε τήν εντύπωση ότι μπορούσε νά τήν άγγίξει αύτή τήν αιδώ (εξάλλου, τήν άγγιζε γιά τά καλά, γιατί ή αιδώς τής κοπέλας είχε άποσυρθεΐ ολόκληρη στό στήθος της, είχε επενδύ σει στό στήθος της, είχε μεταμορφωθεί σέ στήθος). Γιατί τήν είχε χάσει άπό τά μάτια του; Σκάλιζε τό μυαλό του χωρίς νά βρίσκει άπάντηση. Δέν θυμόταν πιά.
357
11 του αιώνα, ό ’Άρθουρ Σνίτσλερ, ό βιεννέζος μυθιστοριογράφος, δημοσίευσε μια άξιόλογη νουβέλα μέ τόν τίτλο Δεσποινίς ’Έλζε. 'Η ήρωίδα είναι μιά κοπέλα πού ό πατέρας της είναι χρεωμένος σέ σημείο πού κινδυνεύει νά καταστραφεΐ. ' Ο πιστωτής ύπόσχεται νά σβήσει τά χρέη του πατέρα ύπό τήν προϋπόθεση ότι ή κόρη του θά εμφανιστεί μπροστά του γυμνή. Μετά άπό μεγάλη εσωτερική πάλη, ή Έ λ ζε συμφωνεί, άλλά ή αιδώς της είναι τέτοια πού ή έκθεση τής γυμνότητάς της τήν κάνει νά χάσει τά λογικά της, καί πεθαίνει. ’Ά ς άποφύγουμε κάθε παρανόηση: δέν πρόκειται γιά μιά ήθικοπλαστική άφήγηση πού στρέφεται έναντίον ενός κακοϋ διεστραμμένου πλούσιου! ’Ό χ ι, πρόκειται γιά μιά ερωτική νουβέλα πού κόβει τήν άναπνοή· μάς κάνει νά καταλάβουμε τή δύναμη πού είχε κάποτε ή γύμνια: γιά τόν πιστίοτή σήμαινε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, καί γιά τήν κοπέλα μιά άτέλειωτη αιδώ πού έκανε νά γεννιέται μιά έξαψη ή οποία συνόρευε μέ τό θάνατο. Στήν πλάκα του εύρωπαϊκοϋ ρολογιού, ή νουβέλα του Σνίτ σλερ σημειώνει μιά σημαντική στιγμή: τά ερωτικά ταμπού ήσαν άκόμη ισχυρά στό τέλος του πουριτανικοϋ 19ου αιώνα, άλλά ή χαλάρωση των ήθών γεννούσε ήδη μιά επιθυμία, οχι λιγότερο ισχυρή, νά ξεπεραστοϋν αύτά τά ταμπού. Αιδώς καί άναισχυντία συναντιόνταν σ ’ ένα σημείο όπου οί δυνάμεις τους ήσαν ίσες. ΤΗταν μιά στιγμή εξαιρετικής ερωτικής έντασης. 'Η Βιέννη τήν έζησε στό γύρισμα του αιώνα. CH στιγμή αύτή δέν θά ξανάρθει
Σ την αρχη
πιά.
Ή αιδώς σημαίνει ότι άμυνόμαστε άπό αύτό πού θέλουμε, δοκιμάζοντας παράλληλα ντροπή, επειδή θέλουμε αύτό άπό τό όποιο άμυνόμαστε. Ό Ροϋμπενς άνήκε στήν τελευταία ευρωπαϊ κή γενιά πού είχε άνατραφεΐ μέσα στήν αιδώ. TV αύτό ένιωσε 358
τόση έξαψη άκουμπώντας τό χέρι στό στήθος μιας κοπέλας καί κινητοποιώντας έτσι τήν αιδώ της. Μιά μέρα, στό λύκειο, είχε γλιστρήσει κρυφά σ ’ έναν διάδρομο καί, από ενα παράθυρο, είχε καταφέρει νά δει τά κορίτσια τής τάξης του, μέ γυμνά τά στήθη, νά περιμένουν γιά ακτινογραφία. Μία άπό αύτές τόν είδε κι έβγαλε μιά φωνή. Οί άλλες σκεπάστηκαν βιαστικά μέ τά παλτά τους καί βγήκαν νά τόν κυνηγήσουν στόν διάδρομο. Έ ζη σ ε μιά στιγμή τρόμου* ξαφνικά, δέν ήσαν πιά οί συμμαθήτριές του, φιλεναδοϋλες έτοιμες ν 5 αστειευτούν καί νά ερωτοτροπήσουν. Στό πρόσωπό τους διακρινόταν πραγματική κακία, πολλαπλασιασμένη επί τόν αριθμό τους, μιά συλλογική κακία αποφασι σμένη νά τόν καταδιώξει. Τό έσκασε, αλλά εκείνες δέν παραιτήθηκαν άπό τήν καταδίωξη καί τόν κατήγγειλαν στή διεύθυνση τοϋ λυκείου. Είσέπραξε επίπληξη μπροστά σέ όλη τήν τάξη. Μέ περιφρόνηση πού δέν ήταν προσποιητή, ό διευθυντής τόν χαρα κτήρισε ήδονοβλεψία. "Ήταν σαράντα χρόνων περίπου, όταν οί γυναίκες άφησαν τά σουτιέν τους σ ’ ενα συρτάρι καί, ξαπλωμένες στίς ακτές, έδειχναν τά στήθη τους σέ όλο τόν κόσμο. Περπατούσε στήν παραλία καί άπέφευγε νά κοιτάξει τήν απρόσμενη γυμνότητά τους, γιατί ή παλιά προστακτική ήταν ριζωμένη μέσα του: νά μήν προσβάλλει τήν αιδώ μιας γυναίκας. "Οταν διασταυρωνόταν μέ μιά γυναίκα πού γνώριζε, τή σύζυγο ενός συναδέλφου παραδείγ ματος χάριν, πού ήταν χωρίς σουτιέν, διαπίστωνε μέ έκπληξη ότι δέν ήταν εκείνη πού ντρεπόταν, αλλά αύτός. Α μήχανος, δέν ήξερε ποϋ νά στρέψει τό βλέμμα. Προσπαθούσε νά μήν κοιτάζει τά στήθη της, αλλά ήταν αδύνατο, γιατί διακρίνει κανείς τά γυμνά στήθη μιας γυναίκας, ακόμα κι όταν κοιτάζει τά χέρια της ή τά μάτια της. ’Έ τσι, προσπαθούσε νά κοιτάζει τά στήθη τους τόσο φυσικά όσο σάν νά είχε κοιτάξει ενα μέτωπο ή ένα γόνατο. 5Αλλά δέν ήταν εύκολο, ακριβώς επειδή τά στήθη δέν είναι ούτε ενα μέτωπο ούτε ενα γόνατο. "Ο,τι κι άν έκανε, τοϋ φαινόταν ότι τά γυμνά αύτά στήθη τοϋ παραπονιόνταν, ότι τόν κατηγορούσαν πώς δέν ήταν αρκετά σύμφωνος μέ τή γυμνότητά τους. Καί είχε τήν πολύ ισχυρή εντύπωση ότι οί γυναίκες πού συναντούσε στήν 359
παραλία ήσαν εκείνες πού είκοσι χρόνια πρίν τόν είχαν καταδώ σει στόν διευθυντή γιά ήδονοβλεψία: τό ϊδιο κακές ακριβώς, τοϋ αξίωναν, μέ τήν ι'δια επιθετικότητα πολλαπλασιασμένη επί τόν αριθμό τους, ν ’ αναγνωρίσει τό δικαίωμά τους νά εμφανίζονται γυμνές. Τέλος, καλώς ή κακώς, συμφιλιώθηκε μέ τά γυμνά στήθη, χωρίς όμως νά μπορει ν ’ απαλλαγεί άπό τήν αίσθηση ότι κάτι σοβαρό εϊχε μόλις συμβεΐ: στήν πλάκα τοϋ ρολογιού τής Εύρώπης είχε σημάνει ή ώρα: είχε χαθεί ή αιδώς. Καί όχι μόνο είχε χαθεί, άλλά είχε χαθεί τόσο εύκολα, σέ μιά νύχτα μόνο, πού μπορούσε κανείς νά σκεφθει ότι ούδέποτε είχε ύπάρξει. "Οτι δέν ήταν παρά μιά απλή επινόηση τών άνδρών πού βρίσκονταν άπέναντι σέ μιά γυναίκα. "Οτι ή αιδώς δέν ήταν παρά ενας άντικατοπτρισμός τών άνδρών. Τό ερωτικό τους όνειρο.
360
12 Ο πως ΕΙΠΑ, μετά τό διαζύγιό του, ό Ροϋμπενς ξαναβρέθηκε οριστικά «πέρα άπό τόν έρωτα». Αύτή ή διατύπωση του άρεσε. Συχνά επαναλάμβανε στόν εαυτό του (πότε μελαγχολικά καί πότε χαρούμενα): θά εχω ζήσει τή ζωή μου «πέρα άπό τόν έρωτα». 5Αλλά τό έδαφος τό όποιο ονόμαζε «πέρα άπό τόν έρωτα» δέν εμοιαζε μέ τή σκιερή καί παραμελημένη πίσω αύλή ενός ύπέροχου άνακτόρου (άνακτόρου του έρωτα), όχι, ήταν μεγάλο καί πλούσιο, μέ άπέραντη ποικιλία καί πιό εξαπλωμένο, πιό όμορφο ϊσως άπό τό άνάκτορο του ϊδιου του έρωτα. 5Ανάμεσα στίς πολυάριθμες γυναίκες πού τό κατοικούσαν,' μερικές του ήσαν άδιάφορες, άλλες τόν διασκέδαζαν, άλλά ύπήρχαν επίσης καί εκείνες μέ τίς όποιες ήταν ερωτευμένος. Πρέπει νά τήν καταλά βουμε αύτή τήν φαινομενική άντίφαση: πέρα άπό τόν έρωτα, ό έρωτας ύπάρχει. Πράγματι, άν ό Ροϋμπενς άπωθοϋσε «πέρα άπό τόν έρωτα» τίς ερωτικές του περιπέτειες, δέν ήταν άπό άναισθησία, άλλά επειδή εννοούσε νά τίς περιορίσει στήν άπλή ερωτική σφαίρα, νά τούς άπαγορεύσει τήν παραμικρή επίδραση στό ρεϋμα τής ζωής του. "Ολοι οι προσδιορισμοί του έρωτα θά έχουν πάντοτε ενα κοινό σημείο: ό έρωτας είναι κάτι ούσιώδες, μεταμορφώνει τή ζωή σέ πεπρωμένο: οί ιστορίες πού ξετυλίγονται «πέρα άπό τόν έρωτα», όσο ώραΐες κι άν είναι, έχουν ώς άναγκαία συνέπεια ενα χαρα κτήρα επεισοδιακό. ’Αλλά επαναλαμβάνω: άν καί έξορισμένες «πέρα άπό τόν έρωτα», στό έδαφος του επεισοδιακού, ορισμένες άπό τίς γυναί κες του Ροϋμπενς του προξενούσαν αισθήματα τρυφερότητας, άλλες τόν ταλαιπωρούσαν, άλλες τόν έκαναν ζηλιάρη. Δηλαδή οί ερωτες ύπή ρχαν άκόμα καί «πέρα άπό τόν έρωτα» καί καθώς στό «πέρα άπό τόν έρωτα» ή λέξη «έρωτας» ήταν άπαγορευμένη, 361
δλοι αύτοί οί έρωτες ήσαν στήν πραγματικότητα κρυφοί καί επομένως ακόμα πιό συναρπαστικοί. Μέσα στό καφενείο τής Βίλλας Μποργκέζε, καθισμένος άπέναντι άπό εκείνη πού ονόμαζε λαουτίστα, κατάλαβε άμέσως ότι θά ήταν γΓ αύτόν μιά «άγαπημένη πέρα άπό τόν έρωτα». ’Ή ξερε ότι ή ζωή αύτής τής νεαρής γυναίκας, ό γάμος της, ή οίκογένειά της, οί σκοτούρες της δέν τόν ένδιέφεραν, ήξερε ότι θά βλέπονταν πολύ σπάνια, άλλά ήξερε επίσης ότι δοκίμαζε γΓ αύτήν μιά εξαιρετική τρυφερότητα. «Θυμάμαι, είπε, ενα άλλο όνομα πού σου έδινα. Σέ άποκαλούσα γοτθική παρθένο. — ’Εγώ, γοτθική παρθένος;» Ποτέ δέν τήν είχε ονομάσει έτσι. Ή ιδέα τοϋ είχε έρθει ένα λεπτό πρίν, καθώς διέσχιζαν ό ένας δίπλα στόν άλλο τά εκατό μέτρα πού τούς χώριζαν άπό τό καφενείο. Ή νεαρή γυναίκα είχε άνακαλέσει μέσα του τούς γοτθικούς πίνακες πού είχε άτενίσει στό μέγαρο Μπαρμπερίνι πρίν άπό τή συνάντησή τους. Συνέχισε: «Στούς γοτθικούς ζωγράφους, οί γυναίκες έχουν ελαφρά τονισμένη τήν κοιλιά καί τό κεφάλι νά κλίνει πρός τό έδαφος. Έ σ ύ έχεις τήν όψη νεαρής γοτθικής παρθένου. Μιας λαουτίστας σέ ορχήστρα άγγέλων. Τά στήθη σου στρέφονται πρός τόν ούρανό, ή κοιλιά σου στρέφεται πρός τόν ούρανό, άλλά τό κεφάλι σου, λές καί γνωρίζει τή ματαιότητα όλων τών πραγμάτων, κλίνει πρός τή σκόνη». ’Επέστρεψαν άπό τήν άλέα όπου είχαν συναντηθεί. Τά κομμέ να κεφάλια τών επιφανών νεκρών, άκουμπισμένα στά βάθρα, τούς κοίταζαν όλο άλαζονεία. Στήν είσοδο τοϋ πάρκου, χωρίστηκαν: συμφωνήθηκε ότι ό Ροϋμπενς θά ερχόταν νά τήν δει στό Παρίσι: τοϋ έδωσε τό όνομά της (τό όνομα τοϋ συζύγου της), τόν άριθμό τοϋ τηλεφώνου της, καί προσδιόρισε τίς ώρες πού ήταν μόνη της στό σπίτι’ έπειτα ξαναπήρε τά μαύρα της γυαλιά χαμογελώντας: «Μήπως μπορώ τώρα νά τά φορέσω; —Ναί», άπάντησε ό Ροϋμπενς, καί τήν άκολούθησε γιά πολλή ώρα μέ τά μάτια καθώς άπομακρυνόταν. 362
13 Η ΟΔΥΝΗΡΗ επιθυμία πού είχε δοκιμάσει τήν παραμονή τής συνάντησής τους, στήν ιδέα δτι ή νεαρή του σύζυγος του είχε γιά πάντα ξεφύγει, άλλαξε σέ έμμονή γιά τή λαουτίστα. Τίς επόμενες ή μέρες, δέν έπαψε νά τήν σκέπτεται. ’Αναζήτησε στή μνήμη του όλα δσα του έμεναν άπό εκείνη, χωρίς τίποτ5 άλλο νά βρει άπό τήν άνάμνηση αύτής τής μοναδικής βραδιάς στό νυχτερινό κέντρο. 'Εκατό φορές άνακάλεσε τήν ϊδια εικόνα: στή μέση των ζευγαριών πού χόρευαν, βρισκόταν άπέναντί του, σ ’ ενα βήμα άπό στάση. Κοίταζε στό κενό. Σάν νά μήν ήθελε τίποτα νά δει άπό τόν εξωτερικό κόσμο καί νά μήν ήθελε νά συγκεντρωθεί παρά μόνο στόν εαυτό της. Σάν νά ύπήρχε, σ ’ενα βήμα άπόσταση, όχι ό Ροϋμπενς άλλά ένας μεγάλος καθρέφτης μέσα στόν όποιο παρατηρούσε τόν εαυτό της. Παρατηρούσε τούς γοφούς της, πού προβάλλονταν μέ τή σειρά πρός τά εμπρός, παρατηρού σε τά χέρια της πού έκαναν ταυτόχρονα κυκλικές κινήσεις μπροστά στά στήθη καί στό πρόσωπό της, σάν γιά νά τά κρύψει ή νά τά σβήσει. Σάν νά τά έσβηνε καί νά τά έκανε πάλι νά εμφανίζονται καθώς κοιταζόταν στόν φανταστικό καθρέφτη, διεγερμένη άπό τήν ϊδια τήν αιδώ της. Οι χορευτικές της κινήσεις ήσαν μιά παντομίμα τής αϊδους: δέν έπαυαν νά άναφέρονται στήν κρυμμένη γυμνότητά της. Μία εβδομάδα μετά τή συνάντησή τους στή Ρώμη, είχαν ραντεβού στό χώλ ενός μεγάλου παρισινού ξενοδοχείου πού ήταν γεμάτο 9Ιάπωνες, πού ή παρουσία τους τούς έδωσε μιά εύχάριστη εντύπωση άν(ονυμίας καί ξεριζώματος. "Οταν ξανάκλεισε τήν πόρτα του δωματίου, τήν πλησίασε καί άκούμπησε τό χέρι στό στήθος της: «’Έ τσι σέ άγγιξα τό βράδυ πού πήγαμε νά χορέψουμε. Τό θυμάσαι; 363
—Ναί», είπε, κι ήταν σάν χτύπημα ελαφρό στό ξύλο ενός λαούτου. Μήπως ντρεπόταν όπως είχε ντραπεί δεκαπέντε χρόνια νωρί τερα; Ντράπηκε ή Μπεττίνα στό Τέπλιτς όταν ό Γκαίτε τής άγγιξε τό στήθος; Ή αιδώς τής λαουτίστας ήταν μήπως ενα όνειρο τού Ροϋμπενς καί μόνο; Παραμένει πάντα γεγονός ότι ή αιδώς αύτή, έστω μή άληθινή, έστω συρρικνωμένη στήν ανάμνη ση μιας φανταστικής αιδοϋς, ήταν εκεί, μαζί τους, μέσα στό δωμάτιο τοϋ ξενοδοχείου, τούς γήτευε μέ τή μαγεία της καί έδινε νόημα σέ ό,τι έκαναν. ’Έγδυσε τή λαουτίστα σάν νά είχαν μόλις φύγει άπό τό κέντρο. Τήν ώρα τοϋ έρωτα, τήν έβλεπε νά χορεύει: έκρυβε τό πρόσωπό της μέ τίς κινήσεις τών χεριών της καί παρατηρούσε τόν εαυτό της μέσα σ ’ έναν μεγάλο φανταστικό καθρέφτη. Άφέθηκαν μέ λαχτάρα νά παρασυρθοϋν άπό αύτό τό κύμα πού περνάει άντρες καί γυναίκες, άπό αύτό τό μυστικό κύμα άσεμνων εικόνων όπου όλες οί γυναίκες μοιάζουν, άλλά όπου οί ίδιες χειρονομίες καί οί ίδιες λέξεις δέχονται άπό κάθε ξεχωριστό πρόσωπο μία ξεχωριστή δύναμη γοητείας. ' Ο Ροϋμπενς άκουγε τή λαουτίστα, άκουγε τά ίδια του τά λόγια, κοίταζε τό λεπτεπίλε πτο πρόσωπο τής γοτθικής παρθένου, τά άμωμα χείλη της νά προφέρουν λέξεις χυδαίες, καί ένιωθε όλο καί μεγαλύτερη μέθη. 'Ο γραμματικός χρόνος τής ερωτικής τους φαντασίας ήταν ό μέλλων: θά μοϋ κάνεις, θά οργανώσουμε... 'Ο μέλλων αύτός μεταμορφώνει τήν ονειροπόληση σέ ύπόσχεση διαρκείας (ή οποία, έτσι καί ξενερώσουν οί εραστές δέν έχει πιά άξία, άλλά πού, καθώς ποτέ δέν ξεχνιέται, ξαναγίνεται άδιάκοπα ύπόσχεση). Ή τα ν λοιπόν άναπόφευκτο ότι μιά μέρα, μέσα στό χώλ τοϋ ξενοδοχείου, τήν περίμενε συντροφιά μέ τό φίλο του Μ. ’Ανέβη καν μαζί της στό δωμάτιο, ήπιαν καί μίλησαν, έπειτα βάλθηκαν νά τήν γδύνουν. "Οταν τής έβγαλαν τό σουτιέν, εκείνη έφερε τά χέρια στό στέρνο της, προσπαθώντας νά κρύψει τά στήθη της. Τήν οδήγησαν τότε (δέν φορούσε παρά τήν κιλότα της) μπροστά σ ’ έναν καθρέφτη (έναν καθρέφτη βιδωμένο στήν πόρτα ένός ντουλαπιού): στάθηκε όρθια άνάμεσά τους, μέ τίς παλάμες στά 364
στήθη, καί κοίταξε τόν εαυτό της, γοητευμένη. Ό Ροϋμπενς παρατήρησε ότι άν ό Μ κι εκείνος δέν κοίταζαν παρά μόνο εκείνη (τό πρόσωπό της, τά χέρια της πού σκέπαζαν τό στέρνο της), εκείνη δέν τούς εβλεπε, καθώς κοίταζε σάν ύπνωτισμένη τήν ϊδια της τήν εικόνα.
365
14 Το ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ είναι μιά σημαντική έννοια τής Ποιητικής τοϋ ’Αριστοτέλη. Τοϋ ’Αριστοτέλη δέν τοϋ άρέσει τό επεισόδιο. ’Α π’ όλα τά γεγονότα, τά χειρότερα κατ’ αύτόν (άπό ποιητική άποψη) είναι τά επεισοδιακά γεγονότα. Καθώς τό επεισόδιο δέν είναι άπαραίτητη συνέπεια έκείνου πού προηγείται άπ’ αύτό, καί καθώς δέν παράγει κανένα άποτέλεσμα, βρίσκεται εξω άπό τόν αίτιακό ειρμό πού είναι μιά ιστορία. "Οπως ενα στείρο τυχαίο μπορεΐ ν ’ άφαιρεθεΐ χωρίς ή άφήγηση νά γίνει ακατανόητη* στή ζωή τών προσώπων, δέν αφήνει κανένα ίχνος. Πηγαίνετε μέ τό μετρό νά συναντήσετε τή γυναίκα τής ζωής σας καί, στή στάση πού προηγείται τής δικής σας, μιά νεαρή άγνωστη πού στέκεται δίπλα σας, χτυπημένη άπό μιά ξαφνική άδιαθεσία, χάνει τίς αισθήσεις καί σωριάζεται. Δέν τήν είχατε κάν προσέξει τό προηγούμενο δευτερόλεπτο (διότι, επιτέλους, εχετε ραντεβού μέ τή γυναίκα τής ζωής σας καί τίποτ ’ άλλο δέν σάς ενδιαφέρει!) άλλά τώρα είστε βεβαίως ύποχρεωμένος νά τή σηκώσετε καί νά τήν κρατήσετε μερικά λεπτά στά χέρια σας, περιμένοντας νά ξανανοίξει τά μάτια. Τήν τοποθετείτε στό κάθισμα πού μόλις έχουν άδειάσει καί, καθώς τό όχημα χάνει ταχύτητα πλησιάζο ντας τή στάση σας, ξεκολλάτε άνυπόμονα άπό αύτή γιά νά όρμήσετε πρός τή γυναίκα τής ζωής σας. Καί άπό τή στιγμή εκείνη, ή νεαρή κοπέλα πού, τό προηγούμενο λεπτό, τήν είχατε κρατήσει στά χέρια σας, εχει λησμονηθεί. ’Ιδού ενα πραγματικό επεισόδιο. Ή ζωή είναι τόσο γεμάτη επεισόδια, όσο* κι ενα στρώμα είναι γεμάτο άπό τζίβα, άλλά ό ποιητής (κατά τόν ’Αριστοτέλη) δέν είναι παπλωματάς καί οφείλει νά διαχωρίσει άπό τήν άφήγησή του όλα τά παραγεμίσματα, παρ’ όλο πού ή πραγματική ζωή δέν είναι, ίσως, φτιαγμένη παρά άπό τέτοια παοαΎειιίσιιατα. 366
Στά μάτια του Γκαίτε, ή συνάντησή του μέ τήν Μπεττίνα ήταν ενα επεισόδιο χωρίς σημασία* όχι μόνο καταλάμβανε στή ζωή του μιά θέση ποσοτικά μηδαμινή, άλλά ό Γ καίτε έκανε ο,τι μπορούσε γιά νά τήν εμποδίσει νά παίξει σ ’ αύτήν ενα ρόλο αιτιώδη καί τήν κράτησε προσεκτικά έξω άπό τή βιογραφία του. Τώρα, εδώ είναι πού εμφανίζεται ή σχετικότητα τής έννοιας του επεισοδίου, αύτή ή σχετικότητα τήν όποία ό ’Αριστοτέλης δέν συνέλαβε: πράγματι, κανένας δέν μπορεΐ νά έγγυηθεΐ ότι ενα επεισοδιακό συμβάν δέν περιέχει μία αίτιακή δυνητικότητα, ικανή νά άφυπνισθει μιά μέρα καί νά θέσει σέ κίνηση, άπροσδόκητα, μία άλληλουχία συνεπειών. Μιά μέρα, είπα, καί ή ή μέρα αύτή μπορεΐ νά φτάσει καί τότε άκόμα πού τό πρόσωπο είναι νεκρό, εξ ού καί ό θρίαμβος τής Μπεττίνας πού εγινε άναπόσπαστο τμήμα τής ζωής του Γ καίτε όταν ό Γκαιτε δέν ήταν πιά στή ζωή. Μπορούμε λοιπόν νά συμπληρώσουμε ώς έξης τόν ορισμό του ’Αριστοτέλη: κανένα έπεισόδιο δέν είναι εκ τών προτέρων καταδικασμένο νά μείνει έσαεί επεισοδιακό, γιατί κάθε γεγονός, άκόμα καί τό πιό άσήμαντό, εμπεριέχει τή δυνατότητα νά γίνει άργότερα ή αιτία άλλων επεισοδίων, μεταμορφούμενο ταυτοχρόνως σέ ιστορία, σέ περιπέτεια. Τά επεισόδια είναι όπως οί νάρκες. Τά περισσότερα ποτέ δέν έκρήγνυνται, εντούτοις ’έ ρχε ται μιά μέρα όπου τό πιό ταπεινό, θά σάς είναι μοιραίο. Στό δρόμο, ενα νεαρό κορίτσι θά προχωρήσει άπέναντί σας, ρίχνο ντας άπό μακριά ένα βλέμμα πού θά σάς φανεί λιγάκι παραισθησιακό. Θά βραδύνει σταδιακά τό βήμα, έπειτα θά σταματήσει: «Είσαι εσύ άλήθεια; Είναι χρόνια πού σέ ψάχνω!» καί θά ριχτεί στό λαιμό σας. Είναι τό νεαρό κορίτσι πού σάς είχε πέσει λιπόθυμο στά χέρια τήν ή μέρα πού πηγαίνατε νά συναντήσετε τή γυναίκα τής ζωής σας, ή όποία εν τώ μεταξύ εγινε σύζυγός σας καί μητέρα του παιδιού σας. ’Αλλά τό νεαρό κορίτσι πού κατά τύχη συναντήσατε στό δρόμο έχει άπό πολύ καιρό άποφασίσει νά έρωτευθεϊ τό σωτήρα του, καί ή τυχαία συνάντησή σας θά τής φανεί σάν σημάδι του πεπρωμένου. Θά σάς τηλεφωνήσει πέντε φορές τήν ήμέρα, θά σάς γράψει γράμματα. Θά πάει νά βρει τή
γυναίκα σας γιά νά εξηγήσει ότι σάς άγαπά καί δτι έχει δικαιώματα πάνω σας, ως τή στιγμή πού ή γυναίκα τής ζωής σας θά χάσει τήν ύπομονή της, θά κάνει έρωτα άπό θυμό μέ έναν σκουπιδιάρη καί θά σάς παρατήσει παίρνοντας τό παιδί σας. Γιά νά γλιτώσετε άπό τήν ερωτευμένη πού έν τώ μεταξύ έχει ξεκουβαλήσει στό διαμέρισμά σας όλο τό περιεχόμενο τών ντουλαπιών της, θά πάτε νά άναζητήσετε καταφύγιο άπό τήν άλλη μεριά τοϋ ωκεανού, κι εκεί θά πεθάνετε μέσα στήν άπελπισία καί στή μιζέρια. "Αν οί ζωές μας ήσαν αιώνιες όπως εκείνες τών άρχαίων θεών, ή ένδειξη τοϋ επεισοδίου θά έχανε τό νόημά της, γιατί μέσα στό άπειρο, κάθε συμβάν, άκόμα καί τό πιό άμελητέο, θά γινόταν μιά μέρα ή αιτία ενός άποτελέσματος καί θά εξελισσόταν σέ ιστορία. eΗ λαουτίστα μέ τήν όποία χόρεψε στά είκοσι επτά του χρόνια δέν ήταν γιά τόν Ροϋμπενς παρά ένα επεισόδιο, ένα κατεξοχήν επεισόδιο, ως τή στιγμή πού τήν ξαναεΐδε δεκαπέντε χρόνια άργότερα, κατά τύχη, στή Βίλλα Μποργκέζε. Ε κ είνη τή στιγμή, άπό ένα ξεχασμένο επεισόδιο γεννήθηκε ξαφνικά μιά μικρή ιστορία, άλλά άκόμα κι ή ιστορία αύτή έμεινε, στή ζωή τοϋ Ροϋμπενς, εντελώς επεισοδιακή, χωρίς τήν παραμικρή τύχη ν 5 άποτελέσει ποτέ μέρος αύτοϋ πού θά μπορούσε ν 5 άποκληθεΐ ή βιογραφία του. Βιογραφία: άλληλουχία γεγονότων πού τά θεωρούμε σημα ντικά γιά τή ζωή μας. Τί είναι όμως σημαντικό καί τί δέν είναι; Καθώς δέν τό ξέρουμε (κι ούτε κάν μάς περνάει ή ιδέα νά θέσουμε στόν εαυτό μας μιά ερώτηση τόσο απλή καί τόσο κουτή), δεχόμαστε ώς σημαντικό αύτό πού εμφανίζεται έτσ> στούς άλ λους, παραδείγματος χάριν στόν εργοδότη πού μάς κάνει νά συμπληρώσουμε ένα ερωτηματολόγιο: ήμερομηνία γεννήσεως, επάγγελμα τών γονέων, επίπεδο σπουδών, προϋπηρεσία, διαδοχι κές διευθύνσεις κατοικίας (ενδεχόμενη ένταξη στό κομμουνιστι κό κόμμα, πρόσθεταν στήν παλιά μου πατρίδα), γάμους, διαζύγια, ήμερομηνία γεννήσεως τών παιδιών, επιτυχίες, άποτυχίες. Είναι φοβερό, άλλά έτσι είναι: έχουμε μάθει νά βλέπουμε τήν ίδια τή ζωή μας μέ τά μάτια τών διοικητικών ή άστυνομικών έρωτηματο368
λογίων. Είναι ήδη μιά μικρή επανάσταση τό νά παρεμβάλλετε στή βιογραφία σας μιά άλλη γυναίκα εκτός άπό τή νόμιμη σύζυγό σας* καί άκόμη, μιά τέτοια εξαίρεση δέν είναι άποδεκτή παρά μόνο άν ή γυναίκα αύτή έπαιξε στή ζωή σας ενα ρόλο ιδιαίτερα δραματικό, πράγμα πού ό Ροϋμπενς δέν θά μπορούσε νά πει γιά τή λαουτίστα. Εξάλλου, άπό τήν εμφάνισή της όπως καί άπό τή συμπεριφορά της, ή λαουτίστα άνταποκρινόταν στήν εικόνα μιας γυναίκας-έπεισοδίου* ήταν κομψή άλλά διακριτική, ώραία χωρίς νά θαμπώνει, μέ ροπή γιά τόν φυσικό έρωτα άλλά ταυτόχρονα δειλή* ποτέ δέν ενοχλούσε τόν Ροϋμπενς μέ εκμυ στηρεύσεις γιά τήν ιδιωτική της ζωή, άλλά πρόσεχε επίσης νά μή δραματοποιει τή διακριτικότητα τής σιωπής της προκειμένου νά μήν τήν μεταβάλλει σέ μυστήριο πού ταράζει. 'Η συνάντηση τής λαουτίστας καί των δύο άνδρών σ ’ ενα μεγάλο παρισινό ξενοδοχείο ήταν ερεθιστική. ’Έκαναν λοιπόν έρωτα καί οί τρεις; Νά μήν ξεχνάμε ότι ή λαουτίστα είχε γίνει γιά τόν Ροϋμπενς μία «άγαπημένη πέρα άπό τόν έρωτα»* ή παλιά προστακτική, πού τόν διέτασσε νά έπιβραδύνει τή ροή των γεγονότων γιά νά μήν χάνει πάρα πολύ γρήγορα ό έρωτας τήν σεξουαλική του φόρτιση, άφυπνίσθηκε. Προτοϋ τήν οδηγήσει πρός τό κρεβάτι, έκανε νόημα στό φίλο του νά βγει διακριτικά άπό τό δωμάτιο. Κατά τή διάρκεια τοϋ έρωτα, ό γραμματικός μέλλων μεταμόρ φωσε λοιπόν γιά μιά άκόμη φορά τά λόγια τους σέ ύπόσχεση πού, εντούτοις, ποτέ δέν πραγματοποιήθηκε: λίγο μετά ό Μ εξαφανίστηκε άπό τόν όρίζοντά του καί ή ερεθιστική συνάντηση δύο άνδρών καί μιας γυναίκας έμεινε επεισόδιο χωρίς συνέχεια. Ό Ροϋμπενς έβλεπε τή λαουτίστα δύο ή τρεις φορές τό χρόνο, όταν είχε τήν εύκαιρία νά πηγαίνει στό Παρίσι. ’Έπειτα, ή εύκαιρία δέν παρουσιάστηκε πιά καί, πάλι, ή λαουτίστα εξαφανί στηκε τελείως σχεδόν άπό τή μνήμη του.
24
369
15 Τα ΧΡΟΝΙΑ πέρασαν καί, μιά μέρα, κάθισε μ ’ ένα συνάδελφο σ ’ ένα καφενείο τής πόλης δπου κατοικούσε, στούς πρόποδες τών ελβετικών ’Άλπεων. Στό άπέναντι τραπέζι πρόσεξε ένα νεαρό κορίτσι πού τόν παρατηρούσε. ’Όμορφη, μέ μεγάλο καί αισθη σιακό στόμα (πού εύχαρίστως θά τό συνέκρινε μέ στόμα βατρά χου, αν μπορεϊ κανείς νά πει δτι τά βατράχια είναι ωραία), τοϋ φάνηκε πώς ήταν αύτή πού πάντοτε είχε ποθήσει. Ά κόμα καί σέ τρία ή τέσσερα μέτρα άπόσταση, τό κορμί της τοϋ φαινόταν εύχάριστο στήν επαφή καί εκείνη τή στιγμή τό προτιμούσε άπό τό κορμί δλων τών άλλων γυναικών. Ε κ είνη τόν κοίταζε μέ τόση ένταση πού, χωρίς πιά νά άκούει τόν συνάδελφό του, άφέθηκε νά σαγηνευτεί καί σκεφτόταν μέ πόνο δτι μερικά λεπτά αργότερα, βγαίνοντας άπό τό καφενείο, θά τήν έχανε αύτή τή γυναίκα γιά πάντα. Ά λ λ ά δέν τήν έχασε, γιατί, δταν σηκώθηκαν άπό τό τραπέζι, σηκώθηκε μέ τή σειρά της καί, δπως εκείνοι, κατευθύνθηκε πρός τό άπέναντι κτίριο δπου πήγαιναν εντός ολίγου νά πουλήσουν πίνακες σέ πλειστηριασμό. Διασχίζοντας τό δρόμο, βρέθηκαν γιά μιά στιγμή τόσο κοντά ό ένας στόν άλλο πού δέν μπόρεσε νά συγκρατηθεί καί νά μήν τής άπευθύνει τό λόγο. Ά ντέδρασε σά νά τό περίμενε καί άρχισε τή συζήτηση μέ τόν Ροϋμπενς χωρίς νά δώσει προσοχή στόν συνάδελφό του, ό όποιος, άμήχανος, τούς άκολούθησε σιωπηλά στήν αίθουσα τών πωλήσεων. Στό τέλος τοϋ πλειστηριασμοϋ, ξαναβρέθηκαν μόνοι στό ίδιο καφε νείο. Μή έχοντας πιά στή διάθεσή τους παρά μισή ώρα, βιάστη καν νά ποϋν δλα δσα είχαν νά ποϋν μεταξύ τους. Ά λ λ ά αύτά πού είχαν νά ποϋν μεταξύ τους δέν ήσαν καί σπουδαία πράγματα, καί ή μισή ώρα τούς έξέπληξε μέ τή διάρκειά της. Τό κορίτσι ήταν Αύστραλέζα φοιτήτρια, είχε κατά τό ένα τέταρτο μαύρο χρώμα 370
(πράγμα πού καθόλου δέν φαινόταν, άλλά τής άρεσε άκόμα περισσότερο νά μιλάει γΓ αύτό), σπούδαζε σημειολογία τής ζωγραφικής ύπό τή διεύθυνση ενός καθηγητή τής Ζυρίχης καί, στήν Αύστραλία, είχε γιά κάποιο διάστημα κερδίσει τή ζωή της χορεύοντας μισόγυμνη σ ’ ενα νυχτερινό κέντρο. "Ολες αύτές οί πληροφορίες ήσαν ενδιαφέρουσες, άλλά έδιναν στόν Ροϋμπενς μιά ισχυρή εντύπωση παράδοξου (γιατί νά χορεύει γυμνόστηθη στήν Αύστραλία; γιατί νά σπουδάζει στήν ’Ελβετία σημειολογία τής ζωγραφικής; τί είναι άκριβώς ή σημειολογία;), σέ τέτοιο σημείο πού, άντί νά κινήσουν τήν περιέργειά του, τόν κούρασαν προκαταβολικά σάν εμπόδια πού έπρεπε νά ύπερπηδήσει. ’Έ τσι, ήταν εύτυχής όταν είδε τό ήμίωρο νά τελειώνει επιτέλους* άμέσως ξαναζωντάνεψε ό ενθουσιασμός του (γιατί δέν είχε πάψει νά τοϋ άρέσει) καί έδωσαν ραντεβού γιά τήν επομένη. Τότε ήταν πού πήγαν όλα στραβά: ξύπνησε μέ ήμικρανία, ό κλητήρας τοϋ έφερε δυό δυσάρεστα γράμματα, τηλεφωνώντας σ ’ ενα γραφείο ύποχρεώθηκε νά ύποστεΐ τήν άνυπόμονη φωνή μιας γυναίκας πού άρνιόταν νά καταλάβει τό αίτημά του. Μόλις φάνηκε ή φοιτήτρια στό άνοιγμα τής πόρτας του, τά κακά του προαισθήματα επιβεβαιώθηκαν: γιατί ήταν ντυμένη εντελώς διαφορετικά άπό τήν παραμονή; Στά πόδια, τεράστια άθλητικά παπούτσια γκρίζα. Πάνω άπό τά άθλητικά παπούτσια, χοντρά σοσόνια* πάνω άπό τά σοσόνια, ενα παντελόνι πού, παραδόξως, τήν έκανε νά μοιάζει πιό μικρή* πάνω άπό τό παντελόνι, μιά πουκαμίσα* πάνω άπό τήν πουκαμίσα, επιτέλους, μπόρεσε νά δει τά χείλη τοϋ βατράχου, τό ϊδιο ελκυστικά πάντοτε άλλά ύπό τήν προϋπόθεση ότι θά γινόταν άφαίρεση όλων όσα βρίσκονταν πιό κάτω. Τό άκομψο μιας τέτοιας εμφάνισης δέν ήταν αύτό καθαυτό πολύ σοβαρό (καί δέν άλλαζε τίποτα άπό τό γεγονός ότι ή φοιτήτρια ήταν όμορφη)* αύτό πού περισσότερο άνησυχοϋσε τόν Ροϋμπενς, ήταν ή ϊδια του ή άμηχανία: γιατί μιά νέα κοπέλα πού πάει νά συναντήσει έναν άνδρα, μέ τόν όποιο θέλει νά κάνει έρωτα, δέν ντύνεται μέ τρόπο πού νά τοϋ άρέσει; Μήπως άφηνε νά εννοηθεί ότι ή ένδυματολογική εμφάνιση είναι κάτι τό 371
εξωτερικό, χωρίς σημασία; ή μήπως, άντιθέτως, απέδιδε κομψό τητα στά ροϋχα της καί γοητεία στά τεράστια άθλητικά της παπούτσια; ή άκόμα δέν έδινε καμιά προσοχή στόν άνδρα πού πήγαινε νά συναντήσει; Προκειμένου, ϊσως, νά άποσπάσει τή συγνώμη της, στήν περίπτωση πού ή συνάντησή τους δέν θά τηρούσε όλες τίς ύποσχέσεις της, τής ομολόγησε ότι είχε περάσει μιά άσχημη μέρα* μέ τόνο πού προσπαθούσε νά τόν κάνει εύτράπελο, απαρίθ μησε όλα τά εξοργιστικά πού τού είχαν συμβεΐ άπό τό πρωί. ’Εκείνη χαμογέλασε πλατιά: «'Ο έρωτας είναι τό καλύτερο άντίδοτο στούς κακούς οιωνούς!» Ή περιέργεια τοϋ Ροϋμπενς έξάφθηκε άπό τή λέξη «έρωτας», πού τήν είχε ξεσυνηθίσει. Τί εννοούσε μ ’ αύτό; Τήν πράξη τοϋ φυσικού έρωτα; Ή μήπως τό ερωτικό συναίσθημα; Καθώς σκεφτόταν, εκείνη γδύθηκε σέ μιά γωνιά τοϋ δωματίου καί γλίστρησε άμέσως στό κρεβάτι, άφήνοντας, σέ μιά καρέκλα, τό ύφασμάτινο παντελόνι καί κάτω άπό τήν καρέκλα, τά τεράστια άθλητικά της παπούτσια μέ τά χοντρά σοσόνια, αύτά τά άθλητικά παπούτσια πού σταμάτησαν μιά στιγμή στό σπίτι τοϋ Ροϋμπενς κατά τή μακριά τους άποδημία άνάμεσα στά αύστραλιανά πανεπιστήμια καί τίς πόλεις τής Εύρώπης. ΤΗταν μιά ερωτική πράξη άξιοσημείωτα ειρηνική καί σιωπη λή. Θά έλεγα ότι ό Ροϋμπενς επανήλθε αιφνιδίως στό στάδιο τοϋ σιωπηρού άθλητισμοϋ, άλλά ή λέξη «άθλητισμός» θά ήταν λέξη άσχημα τοποθετημένη, γιατί τίποτα δέν άπόμενε άπό τίς φιλοδο ξίες τοϋ νεαρού κάποιου καιρού, πού νοιαζόταν νά δείξει φυσική καί σεξουαλική δύναμη* ή δραστηριότητα στήν όποία άφέθηκαν έμοιαζε νά έχει μάλλον συμβολικό παρά άθλητικό χαρακτήρα. Μόνο πού ό Ροϋμπενς δέν είχε τήν παραμικρή ιδέα τί ύποτίθεται ότι συμβόλιζαν οί κινήσεις τους: τήν τρυφερότητα; τόν έρωτα; τήν ύγεία; τή χαρά τής ζωής; τή διαστροφή; τή φιλία; τήν πίστη στό Θεό; ήταν Γσως μιά προσευχή γιά τή μακροζωία; (Τό κορίτσι σπούδαζε σημειολογία τής ζωγραφικής* άλλά δέν θά έπρεπε νά τόν διαφωτίσει μάλλον γιά τή σημειολογία τής συνουσίας;) 372
Ε κ είνος έκανε κινήσεις χαλαρές καί, γιά πρώτη φορά στή ζωή του, δέν ήξερε γιατί τίς εκανε. Στό διάλειμμα (τοϋ Ροϋμπενς τοϋ ήρθε ή ιδέα δτι ό καθηγητής τής σημειολογίας, κι αύτός επίσης, θά επρεπε οπωσδήποτε νά κάνει ενα διάλειμμα δέκα λεπτών στή διάρκεια τοϋ σεμιναρίου), ή κοπέλα πρόφερε (μέ φωνή πάντοτε τό ϊδιο ήρεμη καί νηφάλια) μιά φράση πού καί πάλι περιείχε τήν άκατανόητη λέξη «έρω τας». Ό Ροϋμπενς ονειρεύτηκε: ύπέροχα πλάσματα θηλυκά, πού θά έρχονται άπό τά βάθη τοϋ χώρου, θά κατεβοϋν στή Γή* τό κορμί τους θά μοιάζει μέ εκείνο τών Γήινων, μέ τή διαφορά ότι θά είναι τέλειο, γιατί στόν πλανήτη τής καταγωγής τους ή άρρώστια είναι άγνωστη καί τό κορμί άπαλλαγμένο άπό ελαττώ ματα* τό εξωγήινο παρελθόν τους όμως θά μείνει γιά πάντα άγνοημένο άπό τούς άντρες τής Γής, οί όποιοι, κατά συνέπεια, δέν θά καταλάβουν τίποτα άπό τήν ψυχολογία τους* δέν θά μπορέσουν ποτέ νά προβλέψουν σ ’ αύτές τό άποτέλεσμα όσων θά λένε ή θά κάνουν δέν θά μαντέψουν ποτέ τίς εντυπώσεις πού θά είναι κρυμμένες πίσω άπό τά πρόσωπά τους. Μέ όντα σέ τέτοιο σημείο άγνωστα, είπε ό Ροϋμπενς στόν εαυτό του, θά είναι άδύνατο νά κάνεις έρωτα. ’Έ πειτα επανόρθωσε: ή σεξουαλικότητά μας είναι άρκετά αύτοματοποιημένη, χωρίς άμφιβολία, ώστε νά μάς επιτρέπει νά ζευγαρώνουμε άκόμα καί μέ γυναίκες εξωγήι νες, άλλά θά είναι μιά ερωτική πράξη πέρα άπό κάθε διέγερση, μιά άπλή φυσική άσκηση τό ϊδιο στερημένη τόσο άπό αίσθημα όσο καί άπό λαγνεία. Τό διάλειμμα τελείωνε, τό δεύτερο μέρος τοϋ σεμιναρίου θά άρχιζε χωρίς διακοπή καί ό Ροϋμπενς είχε άνάγκη νά πει κάτι, κάτι ύπερβολικό γιά νά τήν σπρώξει έξω άπό τήν ισορροπία της, άλλά ταυτόχρονα ήξερε ότι δέν θά τό άποφάσιζε. ’Έδινε στόν εαυτό του τήν εντύπωση ενός ξένου ύποχρεωμένου νά διαπληκτί ζεται μέ κάποιον σέ μιά γλώσσα πού δέν γνωρίζει καλά: δέν μπορεΐ κάν νά φωνάξει μιά βρισιά, γιατί ό άντίπαλος θά τόν ρωτοϋσε άφελώς: «Τί θέλατε νά πείτε; Δέν κατάλαβα τίποτα!» ’Έ τσι πού ό Ροϋμπενς δέν είπε τίποτα ύπερβολικό καί έκανε πάλι έρωτα μέ βουβή ήρεμία. 3ίό
"Οταν ξαναβρέθηκε μαζί της στό δρόμο (χωρίς νά ξέρει αν τήν είχε ικανοποιήσει ή άπογοητεύσει, έμοιαζε όμως μάλλον ικανο ποιημένη), πήρε τήν απόφαση νά μήν τήν ξαναδεΐ' χωρίς αμφι βολία αύτό 0ά τήν πλήγωνε, καί θά ερμήνευε αύτή τήν ξαφνική απώλεια αισθήματος (στό κάτω κάτω θά έπρεπε νά είχε παρατη ρήσει σέ ποιό σημείο τόν είχε θαμπώσει τήν παραμονή!) σάν μία ήττα πολύ σκληρή καθότι ανεξήγητη. ’Ή ξερε ότι, άπό δικό του λάθος, τά άθλητικά παπούτσια τής Αύστραλέζας θά ταξίδευαν εφεξής άπό εδώ κι άπό εκεί στόν κόσμο, μέ βήμα άκόμα πιό μελαγχολικό. ’Έφυγε, καί τή στιγμή πού εκείνη έστριβε στή γωνιά τοϋ δρόμου, ένιωσε νά τόν χτυπάει ή δυνατή, ή σπαρακτι κή νοσταλγία όλων τών γυναικών πού είχε χάσει στή ζωή του. "Ηταν βίαιο καί άπρόσμενο σάν άρρώστια πού, χωρίς νά προα ναγγελθεί, εκδηλώνεται σέ ένα μόνο δευτερόλεπτο. Λίγο λίγο, κατάλαβε. Στήν πλάκα, ή βελόνα έφθανε σ ’ έναν καινούργιο άριθμό. ’Άκουσε νά σημαίνει ή ώρα καί είδε ένα παραθυράκι ν ’ άνοίγει σ ’ ένα μεγάλο μεσαιωνικό ρολόι άπ’ όπου, κινητοποιημένη άπό ένα θαυματουργό μηχανισμό, βγήκε μιά μαριονέτα: ήταν ένα νεαρό κορίτσι, μέ τεράστια άθλητικά παπούτσια. Ή εμφάνισή της σήμαινε ότι ό πόθος τοϋ Ροϋμπενς άντιστρεφόταν* ποτέ πιά δέν θά ποθούσε καινούργιες γυναίκες* δέν θά δοκίμαζε επιθυμία παρά γιά γυναίκες πού είχε ήδη άποκτήσει* ό πόθος του, εφεξής, θά συναναστρεφόταν τό πα ρελθόν. Βλέποντας ώραϊες γυναίκες στό δρόμο, ένιωσε έκπληξη πού δέν τίς πρόσεχε καθόλου. Μερικές έφταναν ως τό σημείο νά στρέφονται στό πέρασμά του, άλλά νομίζω ότι δέν τό καταλάβαι νε. "Αλλοτε, δέν ποθούσε παρά καινούργιες γυναίκες. Τίς ποθού σε τόσο άνυπόμονα πού μέ μερικές δέν έκανε έρωτα παρά μία φορά. Σάν γιά νά έξορκίσει αύτή τήν έμμονή τής καινοτομίας, αύτή τήν άδιαφορία πρός οτιδήποτε ήταν σταθερό καί διαρκές, αύτή τήν χωρίς νόημα άνυπομονησία πού τόν είχε κάνει νά σπεύσει μπροστά, ήθελε νά γυρίσει πίσω, νά ξαναβρεΐ τίς γυναίκες τοϋ παρελθόντος, νά έπαναλάβει τίς περιπτύξεις τους, νά φτάσει ώς τήν άκρη, νά εκμεταλλευτεί όλα όσα είχαν μείνει 374
ανεκμετάλλευτα. Κατάλαβε ότι οί μεγάλες διεγέρσεις βρίσκο νταν πιά πίσω του καί ότι, άν ήθελε διεγέρσεις νέες, θά επρεπε νά πάει νά τίς αναζητήσει στό παρελθόν.
375
16 Σ τ α ΠΡΩΤΑ ΤΟΥ β ή μ α τα , ή τ α ν σ ε μ ν ό τ υ φ ο ς κ α ί κ α ν ό ν ιζ ε π ά ν τ ο τ ε έ τ σ ι ώ σ τ ε ν ά κ ά ν ε ι έρ ω τα σ τ ό σ κ ο τ ά δ ι. Σ τό σ κ ο τ ά δ ι, π ά ντ ω ς, κ ρ α τ ο ύ σ ε τά μ ά τια το υ ο ρ θ ά ν ο ιχ τ α γ ιά ν ά δ ια κ ρ ίν ε ι τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν κ άτι μ ό λ ις μ ιά χ λ ω μ ή ά κ τ ίν α έ μ π α ιν ε μ έ σ α ά π ό τ ή ν κ ο υ ρ τ ίν α .
Στή συνέχεια, όχι μόνο συνήθισε στό φως, άλλά τό άξίωνε. ’Ά ν διέκρινε ότι ή σύντροφός του ειχε τά μάτια κλειστά, τήν άνάγκαζε νά τ 9 άνοίξει. ’Έπειτα, παρατήρησε μιά μέρα, μέ έκπληξη, ότι έκανε έρωτα μέ πλήρη φωτισμό, άλλά ότι τά μάτια του ήσαν κλειστά. Κάνοντας έρωτα, βυθιζόταν στίς άναμνήσεις. Μέσα στό σκοτάδι, τά μάτια άνοιχτά. Μέ άπλετο φως, τά μάτια άνοιχτά. Μέ άπλετο φως, τά μάτια κλειστά. 'Η πλάκα τοϋ ρολογιού τής ζωής.
3/ί>
17 σέ μιά λευκή κόλλα χαρτί καί προσπάθησε νά καταχωρίσει σέ μία στήλη τά ονόματα των ερωμένων του. Γρήγορα κατέγραψε μιά πρώτη ήττα. Σπανιότατες ήσαν εκείνες πού θυμόταν τό επίθετό τους τόσο καλά όσο καί τό όνομά τους, καί σέ ορισμένες περιπτώσεις δέν μπορούσε νά ξαναβρεΐ ούτε τό ενα, οϋτε τό άλλο. Οί γυναίκες εκείνες είχαν γίνει (διακριτικά, άδιόρατα) γυναίκες χωρίς όνομα. "Αν είχε διατηρήσει αλληλο γραφία μαζί τους, ίσως θά είχε συγκρατήσει τά όνόματά τους, γιατί θά ήταν αναγκασμένος νά τά γράφει συχνά σ ’ εναν φάκελο. "Ομως «περά άπό τόν έρωτα» δέν συνηθίζεται νά στέλνει κανείς ερωτικές επιστολές. ’Ά ν εΐχε τή συνήθεια νά προσφωνεί τίς γυναίκες αύτές μέ τό όνομά τους, ’ίσως νά τό εϊχε συγκρατήσει, άλλά μετά τή δυσάρεστη περιπέτεια τής πρώτης νύχτας τοϋ γάμου του, εϊχε επιβάλει στόν εαυτό του νά χρησιμοποιεί άποκλειστικά κοινότοπα χαϊδευτικά, σάν αύτά πού κάθε γυναίκα, κάθε στιγμή, μπορεί νά δεχτεί χωρίς δυσπιστία. Σημείωσε λοιπόν σέ μισή σελίδα (τό πείραμα δέν άπαιτοϋσε πλήρη κατάλογο) άντικαθιστώντας συχνά τά ονόματα μέ διακρι τικά σημάδια («φακίδες» ή «δασκάλα» καί οΰτω καθεξής), ύστε ρα προσπάθησε νά άνασυγκροτήσει τό βιογραφικό τής καθεμιάς. 'Η ήττα ύπήρξε άκόμη πιό δεινή! Δέν ήξερε τίποτα γιά τή ζωή τους! Γιά νά διευκολύνει τό εργο του, εθεσε στόν εαυτό του μία καί μοναδική ερώτηση: ποιοί ήσαν οί γονείς τους; Μέ μία μόλις εξαίρεση (είχε γνωρίσει τόν πατέρα πρίν άπό τήν κόρη) δέν είχε τήν παραμικρή ιδέα. Καί όμως, οί γονείς θά επρεπε νά έχουν άναγκαστικά μιά σημαντική θέση στή ζωή τους! Σίγουρα τοϋ είχαν μιλήσει πολύ γιά τούς γονείς τους! ΙΤοιά άξία εδινε λοιπόν στή ζωή των φιλενάδων του, άν δέν ήταν σέ θέση νά συγκρατήσει οϋτε κάν τά στοιχειωδέστερα δεδομένα τους; Κά θ ισ ε μ π ρ ο σ τ ά
ΜΊ
Τελικά παραδέχθηκε (όχι χωρίς κάποια στενοχώρια) δτι οί γυναίκες δέν είχαν αντιπροσωπεύσει γΓ αύτόν παρά μία άπλή ερωτική εμπειρία. Προσπάθησε λοιπόν νά άνασυνθέσει στή μνήμη του τουλάχιστον αύτή τήν εμπειρία. Σταμάτησε τυχαία σέ κάποια γυναίκα (χωρίς δνομα) πού στό χαρτί του ήταν σημειωμέ νη σάν «ή δοκτορέσσα». Τί είχε συμβεΐ τήν πρώτη φορά πού είχαν κάνει έρωτα; Ξανάζησε μέ τή φαντασία του τό διαμέρισμά του εκείνου τού καιρού. Μόλις είχαν μπει μέσα εκείνη είχε κατευθυνθει στό τηλέφωνο. "Υστερα, μπροστά στόν Ροϋμπενς, είχε δικαιολογηθεί σέ κάποιον λέγοντας δτι εκείνο τό βράδυ τής είχε τύχει μιά άπρόοπτη ύποχρέωση. Είχαν γελάσει μ ’ εκείνη τή δικαιολογία καί είχαν κάνει έρωτα. Περίεργο, άκουγε πάντα εκείνο τό γέλιο, δέν έβλεπε δμως πιά τίποτα άπό τή συνουσία. Πού είχε συμβεΐ; στό χαλί; στό κρεβάτι; στόν καναπέ; Πώς ήταν εκείνη στόν έρωτα; Καί πόσες φορές είχαν ξανασυναντηθεΐ άπό τότε; Τρεις φορές, ή τριάντα; Καί κάτω άπό ποιές συνθήκες είχαν σταματήσει νά βλέπονται; Μήπως θυμόταν ένα καί μοναδικό ψήγμα άπό τίς συζητήσεις τους, πού θά μπορούσαν κάλλιστα νά έχουν καλύψει είκοσι ώρες, αν όχι εκατό; Πολύ συγκεχυμένα, θυμήθηκε δτι εκείνη άναφερόταν συχνά σ ’ έναν άρραβωνιαστικό (δσο γιά τό περιεχόμενο τών πληροφοριών της τό εΐχε ξεχάσει, φυσικά). Παράξενο πράγμα: ό άρραβωνιαστικός ήταν ή μοναδι κή άνάμνηση πού είχε συγκρατήσει. Ή ερωτική πράξη ύπήρξε λοιπόν, γΓ αύτόν, πολύ λιγότερο σημαντική άπό τήν κολακευτι κή καί μάταιη ιδέα δτι είχε κάνει κέρατά έναν άνδρα. Σκέφθηκε τόν Καζανόβα, μέ φθόνο. ’Ό χ ι γιά τά ερωτικά κατορθώματα, γιά τά όποια είναι στό κάτω κάτω ικανοί πολλοί άνδρες, άλλά γιά τήν άσύγκριτη μνήμη του. Γύρω στίς εκατόν τριάντα γυναίκες ξεριζωμένες άπό τή λήθη, μέ τά όνόματά τους, τά πρόσωπά τους, τίς χειρονομίες, τά λόγια τους! Καζανόβας: ή ούτοπία τής μνήμης. Τί πενιχρός άπολογισμός αν συγκριθεϊ μέ αύτόν τοϋ Ροϋμπενς! "Οταν, άμέσως μόλις ένηλικιώθηκε, έγκατέλειψε τή ζωγραφική, παρηγορήθηκε μέ τήν ιδέα δτι ή γνώση τής ζωής τοϋ άπέφερε περισσότερα άπό τόν άγώνα γιά τήν εξουσία. *Η ζωή όλων του τών φίλων, ταγμένη στό κυνήγι τής 378
επιτυχίας, τοϋ είχε φανεί σφραγισμένη τόσο άπό τήν επιθετικό τητα όσο καί άπό τή μονοτονία καί τό κενό. Είχε πιστέψει ότι οί ερωτικές περιπέτειες θά τόν όδηγοΰσαν στήν καρδιά τής άληθινής ζωής, τής πραγματικής καί γεμάτης ζωής, πλούσιας καί μυστηριώδους, ελκυστικής καί συγκεκριμένης πού ποθούσε νά σφιχταγκαλιάσει. Αίφνης, κατάλαβε τό σφάλμα του: παρ’ όλες του τίς ερωτικές περιπέτειες, γνώριζε τά άνθρώπινα όντα τόσο λίγο, όσο καί στά δεκαπέντε του χρόνια. Πάντα ύπερηφανευόταν γιατί είχε ζήσει έντονα. Ά λ λ ά ή έκφραση «έντονη ζωή» ήταν μία καθαρή άφαίρεση. Αναζητώντας τό συγκεκριμένο περιεχό μενο αύτής τής «έντασης», δέν άνακάλυπτε παρά μιά έρημο όπου περιπλανιόταν ό άνεμος. Ό δείκτης τοϋ ρολογιού τοϋ άνήγγειλε ότι στό εξής θά είναι κυνηγημένος άπό τό παρελθόν. Πώς όμως νά είναι κυνηγημένος άπό τό παρελθόν, όταν δέν βλέπει σ ’ αύτό παρά μιά έρημο όπου ό άνεμος καταδιώκει κάποια ράκη άναμνήσεων; Μήπως αύτό ση μαίνει ότι θά είναι κυνηγημένος άπό μερικά ράκη; Ναί. Μπορεΐ κανείς νά είναι κυνηγημένος άκόμα καί άπό ράκη. ’Εξάλλου, ας μήν ύπερβάλλουμε: άναμφίβολα δέν θυμόταν τίποτε τό ενδιαφέ ρον γιά λογαριασμό τής νεαρής δοκτορέσσας, όμως άλλες γυναίκες άναδύονταν μπροστά στά μάτια του μέ μία επίμονη ένταση. "Οταν όμως λέω άναδύονταν, πώς φαντάζομαι αύτή τήν άνάδυση; Ό Ροϋμπενς είχε άνακαλύψει κάτι άρκετά περίεργο: ή μνήμη δέν κινηματογραφεΐ, ή μνήμη φωτογραφίζει. Αύτό πού είχε διατηρήσει στήν καλύτερη περίπτωση άπό όλες του τίς γυναίκες, ήταν κάποιες νοητικές φωτογραφίες. Δέν έβλεπε τίς φίλες του σέ συνεχή κίνηση. Ά κόμα κι όταν ήσαν πολύ σύντομες, οί κινήσεις δέν επανέρχονταν στή διάρκειά τους, άλλά άκινητοποιημένες σ ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου. eH ερωτική του μνήμη τοϋ πρόσφερε ένα μικρό λεύκωμα, άπό πορνό φωτο γραφίες, άλλά όχι μία πορνό ταινία. Κι όταν λέω λεύκωμα ύπερ βάλλω γιατί συνολικά ό Ροϋμπενς δέν είχε συγκρατήσει, παρά επτά ή οκτώ φωτογραφίες. Αύτές οί φωτογραφίες ήσαν ωραίες, τόν γοήτευαν, άλλά ό άριθμός τους ήταν παρ’ όλα αύτά 379
εξοργιστικά περιορισμένος: επτά ή οκτώ κλάσματα δευτερολέ πτων, νά σέ τί είχε περιορισθει στίς αναμνήσεις του ή ερωτική ζωή, στήν οποία κάποτε είχε αποφασίσει νά αφιερώσει δλες του τίς δυνάμεις καί δλο του τό ταλέντο. Φαντάζομαι τόν Ροϋμπενς στό τραπέζι του, μέ τό κεφάλι μέσα στίς παλάμες, σάν τόν στοχαστή τοϋ Ροντέν. Τί σκέπτεται; Παραιτημένος άπό τήν ιδέα δτι ή ζωή του περιορίζεται μόνο στήν ερωτική εμπειρία, καί εκείνη μέ τή σειρά της σέ επτά άκινητοποιημένες εικόνες, σέ επτά φωτογραφίες, θά ήθελε του λάχιστον νά ελπίζει δτι μία γωνία τής μνήμης του κρύβει άκόμη κάπου μιά δγδοη φωτογραφία καί μιά ένατη, μιά δέκατη. Νά γιατί μένει καθισμένος, μέ τό κεφάλι άνάμεσα στά χέρια. ’Ανα καλεί στή μνήμη του τίς γυναίκες, τή μιά μετά τήν άλλη, προσπαθώντας νά άνακαλύψει γιά καθεμιά κι άπό μία ξεχασμένη φωτογραφία. Κατά τή διάρκεια αύτής τής άσκησης, κάνει άλλη μία ενδιαφέρουσα διαπίστωση: είχε άποκτήσει ερωμένες ιδιαίτερα τολμηρές στίς ερωτικές τους πρωτοβουλίες καί σωματικά πολύ ελκυστικές· κι δμως δέν άφησαν στήν ψυχή του, παρά ελάχιστες διεγερτικές φωτογραφίες, ή καί άπολύτως καμία φωτογραφία. Τώρα, καθώς βυθίζεται στίς άναμνήσεις του, τόν ελκύουν περισ σότερο γυναίκες πού ή ερωτική πρωτοβουλία τους ήταν κατά κάποιο τρόπο περασμένη άπό κόσκινο καί ή εμφάνισή τους διακριτική! Είναι αύτές οί ίδιες, πού εκείνη τήν εποχή τίς είχε μάλλον ύποτιμήσει. Λές καί ή μνήμη (καί ή λήθη) είχε προχωρή σει, έκτοτε, σέ μία εκπληκτική μεταμόρφωση δλων τών άξιων, ύποτιμώντας στήν ερωτική του ζωή οτιδήποτε ύπήρξε επιθυμητό, σκόπιμο, επιδεικτικό καί προσχεδιασμένο, ενώ οί περιπέτειες πού είχαν συμβεΐ άπρόβλεπτα καί είχαν δψη ταπεινή γίνονταν στήν άνάμνησή τους άνεκτίμητες. Σκέφτεται τίς γυναίκες πού ή μνήμη του είχε έτσι άξιολογήσει: ή μία άπό αύτές πρέπει νά είχε περάσει τήν ήλικία τοϋ πόθου· ό τρόπος ζωής ορισμένων άλλων δυσχεραίνει τήν άνεύρεση. 'Υπάρχει δμως ή γυναίκα μέ τό λαούτο. Πάνε κιόλας οκτώ χρόνια πού έχει νά τήν δει. Τρεις νοητικές φωτογραφίες έμφανί38W
ζονται στό μυαλό του. Στήν πρώτη εκείνη είναι όρθια, σ ’ ενα βήμα απόσταση άπό εκείνον, μέ τό χέρι άκινητοποιημένο στή μέση τής χειρονομίας πού μοιάζει νά θέλει νά σβήσει τό πρόσωπό της. Ή δεύτερη φωτογραφία συλλαμβάνει τή στιγμή πού ό Ροϋμπενς, μέ τό χέρι άκουμπισμένο στό στήθος της, τήν ρωτάει άν τήν έχουν ξαναγγίξει έτσι, καί όπου εκείνη κοιτάζο ντας μπροστά της, άποκρίνεται ξέπνοα «όχι». Τέλος (κι αύτή ή φωτογραφία είναι ή πιό γοητευτική) τήν βλέπει όρθια άνάμεσα σέ δυό άνδρες, μπροστά σ 5 έναν καθρέφτη, νά σκεπάζει μέ τά δυό χέρια τά γυμνά της στήθη. Περίεργο, καί στίς τρεις φωτογραφίες τό πρόσωπό της, ωραίο καί άκίνητο, έχει τό ϊδιο βλέμμα: καρφωμένο μπροστά της, νά γλιστράει δίπλα άπό τόν Ροϋμπενς. ’Αναζήτησε άμέσως τόν άριθμό τοϋ τηλεφώνου της, πού κάποτε θυμόταν άπέξω. Τοϋ μίλησε σά νά είχαν ιδωθεί τήν προηγουμένη. ΤΗρθε στό Παρίσι (αύτή τή φορά δέν εγινε μέ κάποια άλλη εύκαιρία, δέν ερχόταν παρά γ ι’ αύτήν) καί τήν ξαναειδε στό ϊδιο ξενοδοχείο όπου, πρίν άπό κάμποσα χρόνια, εκείνη είχε σταθεί άνάμεσα σέ δυό άντρες, σκεπάζοντας μέ τά δυό χέρια τά γυμνά της στήθη.
381
18 Η ΛΑΟΥΤΙΣΤΑ είχε πάντα τήν ίδια σιλουέτα, τήν Γδια χάρη στίς κινήσεις, καί τά χαρακτηριστικά της είχαν διατηρήσει δλη τους τήν εύγένεια. Τοϋτο, δμως, είχε αλλάξει: ιδωμένο άπό πολύ κοντά, τό δέρμα είχε χάσει τή φρεσκάδα του. ' Ο Ροϋμπενς δέν θά μπορούσε νά μήν τό άντιληφθεΐ* δμως, πράγμα παράξενο, οί στιγμές πού τό παρατηρούσε ήσαν πολύ σύντομες, μόλις λίγα δευτερόλεπτα· αμέσως μετά, ή λαουτίστα ξανακέρδιζε ταχύτατα τήν ιδια της τήν εικόνα, έτσι δπως χαρασσόταν εδώ καί πολύ καιρό μέσα στίς αναμνήσεις τοϋ Ροϋμπενς· κρυβόταν πίσω άπό τήν εικόνα της.
Ή εικόνα: 'Ο Ροϋμπενς γνώριζε πάντα τί ήταν αύτό. Βρίσκο ντας καταφύγιο πίσω άπό τήν πλάτη ενός συντρόφου, είχε κάνει τήν καρικατούρα ενός καθηγητή. Μετά είχε σηκώσει τά μάτια: ζωντανεμένο άπό μιά αιώνια μιμική, τό πρόσωπο τοϋ καθηγητή δέν έμοιαζε στό σχέδιο. "Ομως, άπό τή στιγμή πού ό καθηγητής βγήκε άπό τό οπτικό του πεδίο, ό Ροϋμπενς δέν ήταν πιά σέ θέση νά τόν φανταστεί (αύτό ήταν άκόμα άλήθεια πρός τό παρόν) παρά υπό τή μορφή αύτής τής καρικατούρας. Ό καθηγητής είχε εξαφανιστεί γιά πάντα πίσω άπό τήν εικόνα του.
Στή διάρκεια μιας έκθεσης πού είχε οργανώσει ένας διάσημος φωτογράφος, είχε δει τή φωτογραφία ενός άντρα πού, πεσμένος σ ’ ένα πεζοδρόμιο, σηκώνει ένα ματωμένο πρόσωπο. Φωτογρα φία άλησμόνητη καί αινιγματική. Ποιός ήταν αύτός ό άντρας; Τί τοϋ είχε συμβεΐ; ’Ίσως ένα συνηθισμένο άτύχημα, σκέφθηκε ό Ροϋμπενς: ένα στραβοπάτημα, μιά πτώση* καί ή παρουσία τοϋ φωτογράφου πού δέν τήν είχε ύποψιασθεΐ. Χωρίς νά φοβάται γιά τίποτα, ό άντρας σηκώθηκε καί έπλυνε τό πρόσωπο στό άπέναντι μπιστρό, πρίν πάει νά συναντήσει τή γυναίκα του. Τήν ιδια στιγμή, μέσα στήν εύφορία τής ίδιας τής γέννησής της, ή εικόνα 382
του άποχωρίσθηκε άπό αυτόν καί πήρε τήν αντίθετη κατεύθυνση, γιά νά ζήσει τίς δικές της περιπέτειες, νά εκπληρώσει τό δικό της πεπρωμένο. Μπορεΐ κανείς νά κρύβεται πίσω άπό τήν εικόνα του, μπορεΐ νά έξαφανισθεΐ γιά πάντα πίσω άπό τήν εικόνα του, μπορεΐ νά ξεχωρίσει άπό τήν εικόνα του: ποτέ κανείς δέν είναι ή ϊδια ή εικόνα του. Είναι χάρη σέ τρεις νοητικές φωτογραφίες πού ό Ροϋμπενς, οκτώ χρόνια άφότου τήν είχε δει γιά τελευταία φορά, τηλεφώνησε στή λαουτίστα. "Ομως ποιά είναι ή λαουτίστα έξω άπό τήν εικόνα της; Γνωρίζει γ ι9 αύτήν πολύ λίγα πράγματα καί δέν θέλει νά γνωρίζει περισσότερα. Φαντάζομαι τή συνάντησή τους μετά άπό οκτώ χρόνια διακοπής: κάθεται άπέναντί της στόν προθάλαμο ενός μεγάλου παρισινού ξενοδοχείου. Γιά ποιο πράγ μα μιλάνε; Γ ιά όλα εκτός άπό τή ζωή πού κάνουν. Γιατί μιά άμοιβαία γνώση ύπερβολικά οικεία θά άποξένωνε τόν έναν άπό τόν άλλο, θά όρθωνε άνάμεσά τους ενα φράγμα άπό άχρηστες πληροφορίες. Δέν ξέρουν ό ενας γιά τόν άλλο, παρά τά εντελώς άπαραίτητα, ύπερήφανοι σχεδόν πού έχουν κρύψει τή ζωή τους στό ήμίφως, ώστε οί συναντήσεις τους νά είναι πιό φωτισμένες, άποσπασμένες άπό τό χρόνο, άποκομμένες άπό κάθε περίγυρο. Τυλίγει τή λαουτίστα μέ ένα τρυφερό βλέμμα, εύτυχής πού άνακαλύπτει ότι εκείνη έχει βέβαια γεράσει λίγο, άλλά παραμέ νει πάντα σχετική μέ τήν εικόνα της. Μέ ένα είδος συγκινημένου κυνισμού λέει στόν εαυτό του: ή άξία τής φυσικής παρουσίας τής λαουτίστας είναι ή ικανότητά της νά συγχέεται πάντα μέ τήν εικόνα της. Καί περιμένει, άνυπόμονα, τή στιγμή όπου εκείνη θά δανείσει σ ’ αύτή τήν εικόνα τό ζωντανό της σώμα.
383
19 Ο π ω ς ΑΛΛΟΤΕ, συναντιόνταν μία, δύο ή τρεις φορές τό χρόνο. Καί τά χρόνια περνούσαν. Μιά μέρα τής τηλεφώνησε γιά νά τής αναγγείλει ότι θά ερχόταν στό Παρίσι δύο εβδομάδες αργότερα. ’Εκείνη άπάντησε ότι δέν είχε χρόνο νά τοϋ αφιερώσει. «Μπορώ νά αναβάλω τό ταξίδι μου κατά μία εβδομάδα, είπε ό Ροϋμπενς. —Καί πάλι δέν θά είχα τό χρόνο. — Πές μου λοιπόν, πότε; —"Οχι τώρα, άπάντησε εκείνη μέ πολύ φανερή αμηχανία, όχι, δέν θά μποροΰσα πρίν περάσει πολύ καιρός... — Συνέβη τίποτα; —’Ό χ ι, τίποτα». ’Ένιωθαν καί οί δύο δύσκολα. Θά ’λεγε κανείς ότι ή λαουτί στα είχε αποφασίσει νά μήν τόν ξαναδει, άλλά δέν τολμούσε νά τοϋ τό πει. Ταυτόχρονα, αύτή ή ύπόθεση ήταν τόσο άπίθανη (καμιά σκιά δέν χαλούσε πότε τίς ωραίες τους συναντήσεις) ώστε ό Ροϋμπενς τής έκανε κι άλλες ερωτήσεις, γιά νά καταλάβει τήν αιτία τής άρνησής της. Καθώς όμως οί σχέσεις τους βασίζονταν εξαρχής σέ μία πλήρη άπουσία επιθετικότητας, άποκλείοντας άκόμα καί κάθε επιμονή, άπαγόρευε στόν εαυτό του νά τήν κουράσει, άκόμη καί μέ άπλές ερωτήσεις. Έ δω σε λοιπόν τέλος στή συζήτηση, άρκούμενος νά προσθέ σει: «Θά μπορούσα νά σοϋ ξανατηλεφωνήσω; — Φυσικά. Γιατί όχι;» άπάντησε εκείνη. Τής ξανατηλεφώνησε ένα μήνα άργότερα: «Εξακολουθείς νά μήν έχεις τό χρόνο νά μέ δεις; —Μή θυμώνεις, είπε εκείνη. Δέν έχει σχέση μέ σένα. Τής έκανε τήν ιδια ερώτηση, όπως προηγουμένως: «Συνέβη τίποτα; —’Ό χ ι, τίποτα». 384
Ό Ροϋμπενς σώπασε. Δέν ήξερε τί νά πει. «Τόσο τό χειρότε ρο», είπε τελικά, χαμογελώντας μελαγχολικά στό άκουστικό. «Δέν φταις σέ τίποτα, σέ διαβεβαιώ. Δέν έχει σχέση μέ σένα. ’Εμένα αφορά, όχι εσένα!» Φάνηκε στόν Ροϋμπενς ότι διέκρινε σ ’ αύτά τά τελευταία λόγια κάποια ελπίδα. «Ναί, μά όλα αύτά δέν έχουν νόημα! Πρέπει νά ιδωθούμε! —’Ό χ ι, είπε εκείνη. —’Ά ν ήμουν σίγουρος ότι δέν θέλεις νά μέ ξαναδεΐς, δέν θά έλεγα τίποτε άλλο. Λές όμως ότι αφορά εσένα! Τί σοϋ συμβαίνει; Πρέπει νά ιδωθοϋμε! Πρέπει νά σοϋ μιλήσω!» Δέν είχε προλάβει νά προφέρει αύτά τά λόγια καί άναλογίσθηκε: όμως όχι, άπό τάκτ άρνεΐται νά τοϋ πει τόν πραγματικό λόγο τόν σχεδόν άπλούστατο: δέν τόν ήθελε πιά. Είναι ή λεπτότητά της αύτό πού τής προκαλεΐ άμηχανία. Νά γιατί δέν έπρεπε νά έπιμείνει. Θά γινόταν ενοχλητικός καί θά παρέβαινε τήν σιωπηρή τους συμφωνία πού άπαγόρευε νά εκφράζονται επιθυμίες πού δέν μοιράζονται. "Οταν εκείνη έπανέλαβε «’Ό χ ι, σέ παρακαλώ», δέν έπέμεινε λοιπόν άλλο. Κλείνοντας τό τηλέφωνο θυμήθηκε μονομιάς τήν Αύστραλέζα φοιτήτρια μέ τά πελώρια άθλητικά παπούτσια. Τήν είχαν επίσης έγκαταλείψει γιά λόγους πού δέν μποροϋσε νά καταλάβει. Ά ν τοϋ δινόταν ή εύκαιρία, θά τήν είχε παρηγορήσει μέ τόν ίδιο τρόπο: «Δέν φταις σέ τίποτα, δέν έχει σχέση μέ σένα. ’Εμένα άφορά». Κατάλαβε ότι ή ιστορία του μέ τή λαουτίστα είχε τελειώσει καί ότι δέν θά μάθαινε ποτέ γιατί. Θά έμενε μέσα στήν άγνοια, όπως ή Αύστραλέζα μέ τό ωραίο στόμα. Τά παπούτσια τοϋ Ροϋμπενς θά ταξίδευαν στό εξής στόν κόσμο μέ λίγο περισσότερη μελαγχολία άπ’ ό,τι πρίν. "Οπως τά μεγάλα άθλη τικά παπούτσια τής Αύστραλέζας.
25
385
20 αθλητικής αφασίας, περίοδος τών μεταφορών, περίοδος τής άσεμνης αλήθειας, περίοδος τοϋ άραβικοϋ τηλεφώ νου, μυστική περίοδος, δλα αύτά ήσαν πίσω του. Οί βελόνες είχαν κάνει τό γύρο τής σεξουαλικής του πλάκας. Βρισκόταν έξω άπό τό χρόνο τής πλάκας τοϋ ρολογιού του. Τό νά βρίσκεσαι έξω άπό τήν πλάκα δέν σημαίνει ούτε τό τέλος ούτε τό θάνατο. Τά μεσάνυχτα ματαίως έχουν σημάνει ήδη πάνω στήν πλάκα τοϋ ρολογιού τής εύρωπαϊκής ζωγραφικής, οι ζωγράφοι εξακολου θούν νά ζωγραφίζουν. 'Ό ταν είναι κανείς έξω άπό τήν πλάκα, αύτό απλώς σημαίνει δτι δέν θά παραχθεΐ πιά τίποτα καινούργιο ή σημαντικό. 'Ο Ροϋμπενς συναναστρεφόταν άκόμα γυναίκες, άλλά είχαν χάσει γΓ αύτόν κάθε σημασία. ’Εκείνη πού έβλεπε συχνότερα ήταν ή νεαρή Η, πού ξεχώριζε άπό τίς βωμολοχίες μέ τίς όποιες τής άρεσε νά διανθίζει τή συζήτηση. Πολυάριθμες γυναίκες έκαναν τότε τό ϊδιο. ?Ηταν στή μόδα τών καιρών. ’Έλεγαν σκατά, δέν μάς χέζεις, μαλάκας, γιά νά δώσουν νά καταλάβει κανείς δτι δέν άνήκαν καθόλου στήν παλιά γενιά, τή συντηρητική καί καλοανατεθραμμένη, ήσαν ελεύθερες, χειραφε τημένες, σύγχρονες. Αύτό δέν εμπόδισε τήν Η, μόλις τήν άγγιξε ό Ροϋμπενς, νά γυρίσει τά μάτια της άνάποδα στό ταβάνι καί νά βυθιστεί σέ μιά θεία άφασία. Οί περιπτύξεις της ήσαν πάντα μακριές, σχεδόν άτέλειωτες, γιατί ή Η δέν μπορούσε νά φτάσει σέ οργασμό πού επιθυμούσε μέ λαχτάρα, παρά μετά άπό πολύ μεγάλες προσπάθειες. Ξαπλωμένη στή ράχη, μέ τό μέτωπο καί τό κορμί νά κολυμπάει, δούλευε. ’Έ τσ ι περίπου φανταζόταν ό Ροϋμπενς τήν άγωνία: καις στόν πυρετό, επιθυμείς φλογερά νά τελειώνεις, άλλά τό τέλος κρύβεται, κρύβεται μέ πείσμα. Τίς δυό ή τρεις πρώτες φορές, επιχείρησε νά επισπεύσει τό τέλος ψιθυρί ζοντας στήν Η κάτι άσεμνο, καθώς δμως εκείνη έστριβε άμέσως
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ
386
τό κεφάλι σέ ενδειξη αποδοκιμασίας, στή συνέχεια εμενε σιωπη λός. ’Αντίθετα, εκείνη (σέ τόνο δυσαρεστημένο καί ανυπόμονο), ελεγε πάντοτε σέ είκοσι ή τριάντα λεπτά: «Πιό δυνατά, πιό δυνατά, άκόμα, άκόμα!» καί τή στιγμή εκείνη καταλάβαινε ότι δέν άντεχε άλλο* τής είχε κάνει έρωτα πάρα πολλή ώρα καί μέ πάρα πολύ γρήγορο ρυθμό γιά νά μπορεΐ νά διπλασιάσει τά χτυπήματα* γλιστρώντας λοιπόν στό πλάι, κατέφευγε σ ' ενα τέχνασμα πού τοϋ φαινόταν πότε ομολογία ήττας καί πότε τεχνική έπιδεξιότητα, άξια γιά βραβείο: χώνοντας βαθιά τό χέρι στήν κοιλιά της, εκανε μέ τά δάχτυλα δυνατές κινήσεις άπό πάνω πρός τά κάτω* ξεπηδοϋσε μιά θερμή πηγή, ήταν πλημμύρα, εκείνη τόν άγκάλιαζε καί τόν σκέπαζε μέ λόγια γλυκά. Τά ενδόμυχα ρολόγια τους ήσαν μέ άξιοθρήνητο τρόπο άσύγχρονα: όταν εκείνος ενιωθε τρυφερότητα, εκείνη ελεγε χοντράδες* όταν εκείνος τίς ήθελε τίς χοντράδες, εκείνη κράταγε μιά σιωπή πεισματική* όταν εκείνος είχε άνάγκη άπό σιωπή καί άπό ϋπνο, εκείνη γινόταν τρυφερή καί φλύαρη. ?Ηταν όμορφη καί τόσο νεότερη άπό εκείνον! Ό Ροϋμπενς ύπέθετε (ταπεινά) ότι δέν ήταν παρά έξαιτίας τής χειρωνακτικής του έπιδεξιότητας πού εκείνη ερχόταν κάθε φορά πού τήν φώναζε. Δοκίμαζε ενα αίσθημα εύγνωμοσύνης γΓ αύτήν, επειδή στίς άτέλειωτες στιγμές τοϋ ιδρώτα καί τής σιωπής πού τοϋ έπέτρεπε νά περνάει πάνω στό κορμί της, μποροϋσε μέ τήν ήσυχία του νά ονειρεύεται μέ τά μάτια κλειστά.
JH/
21 τοϋ έπεσε τοϋ Ροϋμπενς στά χέρια μιά παλιά συλλογή φωτογραφιών τοϋ προέδρου Τζών Κέννεντυ: τίποτα παραπάνω άπό έγχρωμες φωτογραφίες, καμιά πενηνταριά τουλάχιστον, καί σέ δλες (σέ δλες, χωρίς εξαίρεση!) ό πρόεδρος γελοϋσε. Δέν χαμογελούσε, δχι, γελοϋσε! Τό στόμα του ήταν ανοιχτό καί αποκάλυπτε τά δόντια. Δέν ύπάρχει τίποτα άσυνήθιστο σ ’ αύτό, έτσι είναι οί φωτογραφίες σήμερα, άλλά ό Ροϋμπενς έμεινε εντούτοις έκπληκτος διαπιστώνοντας δτι ό Κέννεντυ γελοϋσε σέ δλες τίς φωτογραφίες, δτι τό στόμα του ποτέ δέν ήταν κλειστό. Μερικές μέρες άργότερα, πήγε στή Φλωρεντία. ’Ό ρθιος μπρο στά στόν Δαυίδ τοϋ Μιχαήλ-"Αγγέλου φαντάστηκε αύτό τό μαρμάρινο πρόσωπο εξίσου ιλαρό μ 5 εκείνο τοϋ Κέννεντυ. Ό Δαυίδ, αύτό τό άπαράμιλλο τής άνδρικής ομορφιάς, είχε ξαφνικά τό ύφος ενός ήλιθίου! 5Από τότε, πήρε τή συνήθεια νά τοποθετεί νοερά ένα γελαστό στόμα πάνω στά πρόσωπα τών διάσημων πινάκων ήταν ένα ενδιαφέρον πείραμα: ό μορφασμός τοϋ γέλιου ήταν ικανός νά καταστρέψει δλους τούς πίνακες! Φανταστείτε, άντί γιά τό άμυδρό χαμόγελο τής Τζοκόντας, ένα γέλιο πού νά τής ξεγυμνώνει τά δόντια καί τίς μασέλες! Π αρ’ δλο πού ήταν εξοικειωμένος μέ τίς πινακοθήκες, στίς όποιες άφιέρωνε τό ούσιώδες τοϋ χρόνου του, ό Ροϋμπενς χρειάστηκε νά περιμένει τίς φωτογραφίες τοϋ Κέννεντυ γιά νά καταλάβει αύτό τό ολοφάνερο: άπό τήν ’Αρχαιότητα ως τόν Ραφαήλ, ίσως καί ως τόν ’Ένγκρ, οί μεγάλοι ζωγράφοι καί γλύπτες άπέφυγαν νά άπεικονίσουν τό γέλιο, άκόμα καί τό χαμόγελο. Είναι άλήθεια δτι τά πρόσωπα τών έτρουσκικών άγαλμάτων είναι δλα χαμογελαστά, άλλά τό χαμόγελο αύτό δέν είναι μία μιμητική, μιά άμεση άντίδραση σέ μιά κατάσταση, είναι ή διαρκής κατάσταση τοϋ προσώπου πού άκτινοβολει άπό M ia m e p a
388
αιώνια μακαριότητα. Γιά τούς αρχαίους γλύπτες, δπως καί γιά τούς ζωγράφους των μεταγενέστερων εποχών, τό ωραίο πρόσωπο δέν ήταν νοητό παρά μόνο στήν ακινησία του. Τά πρόσωπα δέν έχαναν τήν ακινησία τους, τά στόματα δέν άνοιγαν παρά μόνο άν ό ζωγράφος ήθελε νά συλλάβει τό κακό. Ή τό κακό τοϋ πόνου: γυναίκες σκυμμένες πάνω στό πτώμα τοϋ ’Ιησού* τό άνοιχτό στόμα μιας μητέρας στή Σφαγή τών αθώων τοϋ Πουσσέν. Ή τό κακό ως διαστροφή: Ά δάμ καί Ενα τοϋ Χολμπάιν. Ή Εϋα έχει τό πρόσωπο φουσκουνιασμένο καί τό μισάνοιχτο στόμα άφήνει νά φανοϋν τά δόντια πού μόλις τραγά νισαν τό μήλο. Δίπλα της, ό Ά δάμ είναι άκόμα ένας άνθρωπος τοϋ πρίν άπό τό άμάρτημα: έχει ήρεμο πρόσωπο, στόμα κλειστό. Στήν 3Αλληγορία των διαστροφών τοϋ Κορέζ, όλοι χαμογελούν! Γιά νά έκφράσει τή διαστροφή, ό ζωγράφος χρειάστηκε νά κλονίσει τήν άθώα άκινησία τών προσώπων, νά τραβήξει τά στόματα, νά παραμορφώσει τά χαρακτηριστικά μέ τό χαμόγελο. "Ενα μόνο πρόσωπο γελάει στόν πίνακα: ένα παιδί! Ά λ λ ά τό γέλιο του δέν είναι εκείνο τής εύτυχίας, έτσι όπως τό επιδει κνύουν τά πιτσιρίκια πού διαφημίζουν στίς φωτογραφίες μιά μάρκα σοκολάτας ή πάνες. Αύτό τό παιδί γελάει επειδή είναι διεφθαρμένο! Τό γέλιο δέν γίνεται άθώο παρά στούς 5Ολλανδούς: ό Γελωτο ποιός τοϋ Χάλς ή ή Τσιγγάνα του. Γιατί οί ζωγράφοι τοϋ ολλανδικού γένους είναι οί πρώτοι φωτογράφοι* τά πρόσωπα πού ζωγραφίζουν είναι πέρα άπό τό ώραΐο καί τό άσχημο. Καθυστε ρώντας μέσα στήν αίθουσα τών ’Ολλανδών, ό Ροϋμπενς σκεπτό ταν τή λαουτίστα καί έλεγε στόν εαυτό του: ή λαουτίστα δέν εΐναι μοντέλο γιά τόν Φράνς Χάλς* ή λαουτίστα είναι τό μοντέλο τών μεγάλων ζωγράφων τοϋ παλιού καιροϋ, πού έψαχναν τήν ομορφιά στήν ακίνητη επιφάνεια τοϋ προσώπου. ’Έπειτα, μερι κοί επισκέπτες τόν έσπρωξαν: όλες οί πινακοθήκες τοϋ κόσμου ήσαν γεμάτες άπό ένα πλήθος άνθρώπων, όπως άλλοτε οί ζωολο γικοί κήποι* οί τουρίστες πού άναζητοϋσαν διασκέδαση κοίτα ζαν τούς πίνακες σάν νά ήταν αγρίμια στό κλουβί. ' Η ζωγραφι κή, ειπε ό Ροϋμπενς στόν εαυτό του, δέν είναι πιά στό σπίτι της 389
αύτόν τόν αιώνα, όχι περισσότερο άπό ό,τι είναι ή λαουτίστα* ή λαουτίστα ανήκει στόν άπό πολύ καιρό τετελεσμένο κόσμο όπου ή ομορφιά δέν γελούσε. Πώς, όμως, νά εξηγήσει κανείς ότι οί μεγάλοι ζωγράφοι απέκλεισαν τό γέλιο άπό τό βασίλειο τής ομορφιάς; 'Ο Ροϋμπενς είπε μέσα του: τό πρόσωπο είναι ωραίο όταν άντανακλά τήν παρουσία μιας σκέψης, ενώ ή στιγμή τοϋ γέλιου είναι μιά στιγμή πού δέν σκεφτόμαστε. Ά λ λ ά είναι άλήθεια; Τό γέλιο δέν είναι αύτή ή άστραπή τοϋ συλλογισμού τήν ώρα πού συλλαμβάνει τό κωμικό; ’Ό χ ι, είπε στόν εαυτό του ό Ροϋμπενς: τή στιγμή πού συλλαμβάνει τό κωμικό, ό άνθρωπος δέν γελάει* τό γέλιο άκολουθεΐ άμέσως μετά, σάν φυσική άντίδραση, σάν σπασμός άπό τόν όποιο κάθε σκέψη άπουσιάζει. Τό γέλιο είναι ένας σπασμός τοϋ προσώπου καί στόν σπασμό ό άνθρωπος δέν ελέγχει τόν εαυτό του, καθώς ό ’ίδιος ελέγχεται άπό κάτι πού δέν είναι ούτε ή θέληση ούτε ή λογική. Νά γιατί ό άρχαΐος γλύπτης δέν παρου σίαζε τό γέλιο. 'Ο άνθρωπος πού δέν ελέγχεται (ό πέρα άπό τή λογική, πέρα άπό τή θέληση άνθρωπος) δέν μπορούσε νά θεωρη θεί ωραίος. ’Ά ν ή εποχή μας, σέ άντίθεση μέ τό πνεύμα τών μεγάλων ζωγράφων, έκανε τό γέλιο τήν εύνοημένη έκφραση τοϋ προσώ που, αύτό σημαίνει ότι ή άπουσία θέλησης καί όρθοϋ λόγου έχει γίνει ή ιδανική κατάσταση τοϋ άνθρώπου. Θά μποροϋσε κανείς νά άντιτάξει ότι στά φωτογραφικά πορτραΐτα ό σπασμός είναι προσομοιώδης, δηλαδή συνειδητός καί ήθελημένος: ό Κέννεντυ πού γελάει μπροστά στό φακό ενός φωτογράφου δέν άντιδρά καθόλου σέ μιά κατάσταση κωμική, άλλά πολύ συνειδητά άνοίγει τό στόμα καί άποκαλύπτει τά δόντια. Αύτό όμως άπλώς άποδεικνύει ότι ό σπασμός τοϋ γέλιου (τό πέραν τοϋ όρθοϋ λόγου καί τής θέλησης) έχει άναχθεί άπό τούς σημερινούς ανθρώπους σέ ιδανική εικόνα πίσω άπό τήν οποία έχουν έπιλέξει νά κρυφτοϋν. Ό Ροϋμπενς σκέπτεται: τό γέλιο είναι, άπ’ όλες τίς εκφράσεις τοϋ προσώπου, ή πιό δημοκρατική: ή άκινησία τοϋ προσώπου καθιστά άπολύτως εύδιάκριτο καθένα άπό τά χαρακτηριστικά 390
π ο ύ μάς δ ια κ ρ ίν ο υ ν τ ο ύ ς μ έ ν ά π ό τ ο ύ ς δε* σ τ ό σ π α σ μ ό , ό μ ω ς, είμ α σ τ ε ό λ ο ι ίδ ιο ι. " Ε να ς α ν δ ρ ιά ν τ α ς το ϋ ’ Ι ο υ λ ίο υ Κ α ίσ α ρ ο ς ξ ε κ α ρ δ ισ μ έ ν ο ς σ τ ά γ έ λ ια ε ίν α ι α δ ια ν ό η τ ο ς . Ά λ λ ά ο ί Α μ ε ρ ι κ α ν ο ί π ρ ό ε δ ρ ο ι α ν α χ ω ρ ο ύ ν γ ιά τ ή ν α ιω ν ιό τ η τ α κ ρ υ μ μ έ ν ο ι π ίσ ω ά π ό τ ό ν δ η μ ο κ ρ α τ ικ ό σ π α σ μ ό τ ο ϋ γ έ λ ιο υ .
391
22 ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΕ στή Ρώμη. Στό μουσείο, καθυστέρησε γιά ώρα πολλή στήν αίθουσα τής γοτθικής ζωγραφικής. "Ενας πίνακας τόν γοήτευε: μιά Σταύρωση. Τί έβλεπε; Στή θέση τού Χριστού, έβλεπε μιά γυναίκα πού έσπευδαν νά τήν σταυρώσουν. Σάν τόν Χριστό, δέν είχε άλλο ένδυμα άπό ένα λευκό ύφασμα γύρω άπό τή μέση. Τά πόδια της στηρίζονταν σέ μιά ξύλινη έξοχή, ενώ οί δήμιοι έδεναν μέ χοντρά σκοινιά τούς άστραγάλους της στόν πάσσαλο. 'Υψωμένος στήν κορυφή ενός βουνού, ό σταυρός διακρινόταν άπό παντού. Τριγύρω, ένα πλήθος στρατιωτών, άνθρωποι τού λαού καί άργόσχολοι κοίταζαν τήν εκτεθειμένη γυναίκα. "Ήταν ή λαουτίστα. Νιώθοντας όλα αύτά τά βλέμματα καρφωμένα στό κορμί της, είχε σκεπάσει τά στήθη της μέ τίς παλάμες της. Δεξιά καί άριστερά της ήσαν ύψωμένοι δυό άλλοι σταυροί, μέ έναν ληστή ό καθένας τους. 'Ο πρώτος έσκυβε πρός τό μέρος της, έπαιρνε ένα άπό τά χέρια της, καί άπομακρύνοντάς το άργά άπό τό στήθος της, τής τέντωνε τό μπράτσο ως τήν άκρη τής οριζόντιας σανίδας. Ό δεύτερος είχε άρπάξει τό άλλο χέρι καί έκανε τήν ίδια κίνηση, στό τέλος τής όποίας ή λαουτίστα είχε τά δυό χέρια άπλωμένα. Κατά τή διάρκεια όλης τής επιχεί ρησης, τό πρόσωπό της έμενε άκίνητο. ’Επίμονα, κοίταζε κάτι μακριά. Ό Ροϋμπενς ήξερε ότι δέν ήταν ό ορίζοντας, άλλά ένας γιγαντιαιος καθρέφτης τοποθετημένος άπέναντι της, μεταξύ ούρανοϋ καί γής. ’Έβλεπε τήν εικόνα της εκεί, τήν εικόνα μιας γυναίκας σταυρωμένης, μέ τά χέρια άνοιχτά καί τό στήθος γυμνό. Εκτεθειμένη στό τεράστιο, βουερό, κτηνώδες πλήθος, ένιωθε έξαψη, όπως όλοι αύτοί οί άνθρωποι, καί παρατηρούσε τόν εαυτό της, όπως εκείνοι οί ίδιοι τήν παρατηρούσαν. Ό Ροϋμπενς δέν μπορούσε νά ξεκολλήσει τά μάτια άπό ένα τέτοιο θέαμα. "Οταν επιτέλους τό κατάφερε, σκέφθηκε ότι ή 392
στιγμή αύτή θά έπρεπε νά είσαχθεΐ στή θρησκευτική Ιστορία μέ τό όνομα Τό δραμα τον Ροϋμπενς στή Ρώμη. Μέχρι τό βράδυ, έμεινε κάτω άπό τήν επίδραση αύτής τής μυστικής στιγμής. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια ήδη πού δέν είχε τηλεφωνήσει στή λαουτίστα, άλλά τή φορά αύτή δέν βάστηξε άλλο. Μόλις γύρισε στό ξενοδοχείο, σήκωσε τό τηλέφωνο. Ά π ό τήν άλλη άκρη τής γραμμής άκούστηκε μιά φωνή γυναικεία, πού δέν τήν γνο>ριζε. Ρώτησε λίγο διστακτικά: «Θά μπορούσα νά μιλήσω μέ τήν κυρία...;» καί έδωσε τό επίθετο τοϋ συζύγου. «Ναί, εγώ είμαι», είπε ή φωνή. Πρόφερε τότε τό μικρό όνομα τής λαουτίστας* ή γυναικεία φωνή τοϋ άπάντησε ότι ή γυναίκα πού καλοϋσε είχε πεθάνει. «Πέθανε; —Ναί, ή Ά ν ιές πέθανε. Ποιός τήν ζητεί; —"Ενας φίλος. —Μπορώ νά μάθω ποιός είστε; — Οχι», καί έκλεισε.
393
23 Σ τ ο ν κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο , όταν
κάποιος πεθαίνει, ήχεϊ άμέσως μιά ελεγειακή μουσική, άλλά στίς ζωές μας, όταν πεθαίνει κάποιος πού γνωρίσαμε, καμιά μουσική δέν άκούγεται. Πολύ σπάνιοι είναι οί θάνατοι πού μπορούν νά μάς άναστατώσουν βαθιά: δυό ή τρεις στή διάρκεια μιας ζωής, τίποτα παραπάνω. Ό θάνατος μιας γυναίκας πού δέν ήταν παρά ενα επεισόδιο έξέπληξε τόν Ροϋ μπενς καί τόν λύπησε, άλλά δέν τόν άναστάτωσε, πολύ περισσό τερο πού ή γυναίκα αύτή είχε βγει άπό τή ζωή του τέσσερα χρόνια νωρίτερα καί πού τότε είχε χρειαστεί νά συμβιβαστεί μ ’ αύτό. Εντούτοις, αύτός ό θάνατος τά άλλαξε όλα, εστω κι άν δέν εκανε τή λαουτίστα πιό άπούσα άπό ό,τι ήταν. Κάθε φορά πού τήν σκεπτόταν, ό Ροϋμπενς δέν μπορούσε νά εμποδίσει τόν εαυτό του άπό τό νά άναρωτιέται τί είχε γίνει τό κορμί της. Τό είχαν τοποθετήσει σ ’ ένα φέρετρο καί τό είχαν βάλει στή γή; Τό είχαν κάψει; ’Ανακαλούσε τό άκίνητο πρόσωπό της μέ τά μεγάλα μάτια πού κοιτάζονταν μέσα σ ’ εναν φανταστικό καθρέφτη. ’Έβλεπε τά βλέφαρα νά κλείνουν άργά: ξαφνικά, ήταν ένα νεκρό πρόσωπο. ’Από τό ϊδιο τό γεγονός ότι αύτό τό πρόσωπο ήταν τόσο ειρηνικό, τό πέρασμα άπό τή ζωή στή μή-ζωή ήταν άδιόρατο, άρμονικό, ωραίο. Ά λ λ ά ό Ροϋμπενς φαντάστηκε μετά τί είχε γίνει αύτό τό πρόσωπο. Καί ήταν φρικτό. 'Η Η ήρθε νά τόν δει. "Οπως πάντα, άφέθηκαν στίς σιωπηλές τους περιπτύξεις, καί όπως πάντα σ ’ αύτά τά άτέλειωτα λεπτά, ή λαουτίστα ξεπήδησε στό μυαλό του: όπως πάντα, στεκόταν μπροστά στόν καθρέφτη, μέ τό στήθος γυμνό, καί άτένιζε τόν εαυτό της μέ άκίνητο βλέμμα. Ό Ροϋμπενς σκέφτηκε ξαφνικά ότι ήταν νεκρή άπό δύο ή τρία χρόνια ϊσως· ότι τά μαλλιά θά είχαν ήδη ξεκολλήσει άπό τό κρανίο καί ότι οί κόγχες τών 394
ματιών θά ήσαν σκαμμένες. ’Ή θελε νά άπαλλαγεΐ άπό αύτή τήν εικόνα, άλλιώς δέν θά μπορούσε νά συνεχίσει νά κάνει έρωτα. ’Έδιωξε τήν ανάμνηση τής λαουτίστας, αποφασισμένος νά συ γκεντρωθεί στήν Η, στήν αναπνοή της πού επιταχυνόταν, άλλά οί σκέψεις του άρνιόνταν νά τόν ύπακούσουν καί, σάν νά τό έκαναν έπίτηδες, τοϋ έβαζαν κάτω άπό τά μάτια αύτό πού δέν ήθελε νά βλέπει. Καί όταν επιτέλους άποφάσισαν νά τόν ύπακούσουν καί νά πάψουν νά τοϋ δείχνουν τή λαουτίστα μέσα στό φέρετρό της, τοϋ τήν έδειξαν μέσα στίς φλόγες, σέ μιά συγκεκριμένη στάση πού τήν ήξερε εξ άκοής: τό φλεγόμενο κορμί ορθωνόταν (ύπό τήν επίδραση μιας μυστηριώδους φυσικής δύναμης), έτσι πού ή λαουτίστα βρέθηκε καθισμένη στό φοϋρνο. Στή μέση αύτοϋ τοϋ οράματος ενός πτώματος πού φλεγόταν καθιστό, μιά δυσάρεστημένη καί επιτακτική φωνή ήχησε ξαφνικά: «Πιό δυνατά, πιό δυνατά, άκόμα, άκόμα!» 'Ο Ροϋμπενς χρειάστηκε νά διακόψει τήν περίπτυξη. Παρακάλεσε τήν Η νά τοϋ συγχωρήσει τήν έλλειψη φόρμας. Είπε τότε στόν εαυτό του: άπό όλα όσα έζησα, δέν μοϋ έμεινε παρά μιά μόνη φωτογραφία. ’Ίσως νά άποκαλύπτει ό,τι πιό προσωπικό ύπάρχει, ό,τι πιό βαθιά κρυμμένο στήν ερωτική μου ζωή, αύτό πού περιέχει τήν ιδια τήν ούσία της. ’Ίσως, τόν τελευταίο αύτό καιρό, νά μήν έκανα έρωτα παρά γιά νά επιτρέψω σ ’ αύτή τή φωτογραφία νά ξαναζωντανέψει. Καί τώρα αύτή ή φωτογραφία είναι στίς φλόγες, καί τό ώραΐο ειρηνικό πρόσωπο συσπάται, συστέλλεται, μαυρίζει καί γίνεται στάχτη. Ή Η ήταν νά ξανάρθει τήν επόμενη εβδομάδα καί ό Ροϋμπενς άνησυχοϋσε προκαταβολικά γιά τίς εικόνες πού θά τόν κατάτρεχαν τήν ώρα τοϋ έρωτα. Μέ τήν ελπίδα ότι θά διώξει τή λαουτίστα άπό τό μυαλό του, κάθισε στό τραπέζι του, μέ τό κεφάλι μέσα στά χέρια του, καί βάλθηκε νά ξαναψάχνει στή μνήμη του άλλες φωτογραφίες, ικανές νά άντικαταστήσουν εκείνη τής λαουτίστας. ’Αποκόμισε μερικές, καί ένιωσε μάλιστα εύχάριστη έκπληξη βρίσκοντας τες ώραΐες καί διεγερτικές. ’Αλλά, κατά βάθος, ήξερε καλά πώς ή μνήμη του θά άρνιόταν νά τοϋ τίς δείξει όταν θά έκανε έρωτα μέ τήν Η καί ότι στή θέση 395
τους, σάν σ ’ ενα μακάβριο ανέκδοτο, θά γλιστρούσε λαθραία ή εικόνα τής λαουτίστας νά είναι καθισμένη στή μέση μιας πυράς. Είχε δει σωστά. Κι αύτή τή φορά πάλι, τήν ώρα τοϋ έρωτα, χρειάστηκε νά παρακαλέσει τήν Η νά τόν συγχωρήσει. Είπε τότε στόν εαυτό του ότι δέν θά τοϋ εκανε κακό νά διακόψει, γιά κάποιο διάστημα, τίς σχέσεις του μέ τίς γυναίκες. Μέχρι νεοτέρας διαταγής, πού λένε. Ά λ λ ά εβδομάδα μέ τήν εβδομάδα, αύτό τό διάλειμμα παρατεινόταν. Μιά μέρα μπόρεσε νά συνειδητοποιήσει ότι δέν θά ύπήρχε πιά «νεοτέρα διαταγή».
396
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ 'Ο ε ο ρ τ α σ μ ό ς
1 τής γυμναστικής, μεγάλοι καθρέφτες αντανα κλούσαν άπό ώρα μπράτσα καί πόδια σέ κίνηση* εδώ καί έξι μήνες ήδη, ύπό τήν πίεση τών εικονολόγων, οι καθρέφτες κατέλαβαν επίσης τρεις άπό τούς τοίχους τής πισίνας, καθώς ή τέταρτη πλευρά ήταν κατειλημμένη άπό ένα τεράστιο άνοιγμα μέ τζάμια άπ’ όπου μπορεϊ κανείς νά δει τίς στέγες τοϋ Παρισιού. ’Ήμαστε μέ μαγιό, καθισμένοι σ ’ ένα τραπέζι κοντά στήν πισίνα όπου λαχάνιαζαν οί κολυμβητές. Ά νάμεσά μας ήταν στημένο ένα μπουκάλι κρασί, πού ειχα παραγγείλει γιά νά γιορτάσω μιά επέτειο. ' Ο ’Αβενάριος δέν είχε κάν βρει τόν καιρό νά μέ ρωτήσει περί ποίας επετείου έπρόκειτο, παρασυρμένος καθώς ήταν άπό μιά καινούργια ιδέα: «Φαντάσου ότι σοϋ δίνουν τή δυνατότητα νά διαλέξεις μεταξύ δύο δυνατοτήτων. Νά περάσεις μιά ερωτική νύχτα μέ μιά ουραία γυναίκα διάσημη σέ όλον τόν κόσμο, μιά Μπριζίτ Μπαρντό ή μιά Γκρέτα Γκάρμπο, ύπό τόν μοναδικό όρο νά μήν τό μάθει κανείς ποτέ* ή νά πας περίπατο μαζί της στόν κεντρικό δρόμο τής γενέτειράς σου, μέ τό χέρι γύρω άπό τούς ώμους της, ύπό τόν μοναδικό όρο νά μήν κοιμηθείς ποτέ μαζί της. Θά ήθελα νά ξέρω τό άκριβές ποσοστό τών άνθρώπων πού θά έκλιναν πρός τή μία ή τήν άλλη δυνατότητα. Αύτό άπαιτει στατιστική μέθοδο. ’Απευθύνθηκα λοιπόν σέ μερικά γραφεία σφυγμομετρήσεων, άλλά δέν έδωσαν συνέχεια. — Δέν έμαθα ποτέ καλά σέ ποιό μέτρο πρέπει κανείς νά παίρνει στά σοβαρά αύτά πού κάνεις. —"Ολα αύτά πού κάνω πρέπει νά τά παίρνει κανείς άπολύτως στά σοβαρά». Συνέχισα: «Σέ φαντάζομαι, παραδείγματος χάριν, νά εκθέτεις στούς οίκολόγους τό σγέδιό σου γιά τήν καταστοοωή τών
Σ τ η ν ΑΙΘΟΥΣΑ
399
αύτοκινήτων. Δέν θά μπορούσες ωστόσο νά πιστέψεις ότι θά τό δέχονταν!» ’Έκανα παύση. Ό Ά βενάριος έμενε σιωπηλός. «Πιστεύες ότι θά σέ χειροκροτούσαν; —’Ό χ ι, είπε ό Ά βενάριος, ποτέ δέν τό σκέφτηκα αύτό. — Τότε, γιατί τούς εξέθεσες τό σχέδιό σου; Γιά νά τούς ξεσκεπάσεις; Γιά νά τούς άποδείξεις ότι, παρά τίς κινήσεις τής διαμαρτυρίας τους, είναι μέρος αύτοϋ πού ονομάζεις Διάβολότοπο; —Τίποτα πιό ανώφελο, είπε ό Ά βενάριος, άπό τό νά θέλεις ν 9 άποδείξεις κάτι στούς ήλίθιους. — Μιά καί μόνη εξήγηση άπομένει: θέλησες νά τούς κάνεις ενα άστεΐο. Ά λ λ ά καί στήν περίπτωση αύτή επίσης, ή συμπερι φορά σου δέν μου φαίνεται λογική: στό κάτω-κάτω δέν ύπέθεσες ότι κάποιος θά σέ καταλάβαινε καί θά ’ βαζε τά γέλια!» Ό Ά βενάριος εκανε όχι μέ τό κεφάλι καί είπε μέ κάποια θλίψη: «Δέν τό ύπέθεσα. Ό Διαβολότοπος χαρακτηρίζεται άπό άπόλυτη έλλειψη αίσθησης χιούμορ. Τό κωμικό, παρ9 όλο πού είναι πάντοτε παρόν, ’έ χει γίνει άόρατο. Τό νά κάνεις άστεΐα δέν έχει λοιπόν νόημα πιά». "Επειτα πρόσθεσε: «Αύτός ό κόσμος τά παίρνει όλα στά σοβαρά. Έ μοϋ συμπεριλαμβανομένου, πού είναι τό άποκορύφωμα. —Έ χ ω μάλλον τήν εντύπωση ότι κανένας τίποτα δέν παίρνει στά σοβαρά! "Ολοι κοιτάζουν πώς νά διασκεδάσουν, τίποτ9 άλλο! — Αύτό κάνει τό ίδιο. "Οταν ό σκέτος γάιδαρος θά ύποχρεωθεΐ νά άνακοινώσει στό ραδιόφωνο τήν έκρηξη ενός άτομικοϋ πολέμου ή ενα σεισμό στό Παρίσι, θά κάνει τά πάντα γιά νά είναι αστείος. ’Ίσως νά ψάχνει άπό τώρα, ώραΐα καλαμπούρια γΓ αυτές τίς περιπτώσεις. Αύτό όμως δέν έχει τίποτα νά κάνει μέ τήν έννοια τοϋ κωμικού. Γιατί τό κωμικό σ ’ αύτή τήν περίπτω ση είναι ό άνθρωπος πού ψάχνει καλαμπούρια γιά νά αναγγείλει έναν σεισμό. Τώρα, ό άνθρωπος πού ψάχνει καλαμπούρια γιά ν 9 αναγγείλει έναν σεισμό παίρνει τίς έρευνές του στά σοβαρά καί καθόλου δέν αμφιβάλλει ότι είναι κωμικός. Τό χιούμορ δέν 400
μπορεΐ νά ύπάρξει παρά εκεί δπου οί άνθρωποι διακρίνουν άκόμα τό δριο άνάμεσα σ ’ αύτό πού είναι σημαντικό καί σ ’ εκείνο πού δέν είναι. Σήμερα, τό δριο αύτό δέν διακρίνεται!» Γνωρίζω καλά τόν φίλο μου καί συχνά, άπό εύχαρίστηση, μιμούμαι τόν τρόπο πού μιλάει, οικειοποιούμαι τίς ιδέες καί τίς παρατηρήσεις του* εντούτοις, μού διαφεύγει. 'Η συμπεριφορά του μού άρέσει καί μέ γοητεύει, άλλά δέν μπορώ νά πώ δτι τόν καταλαβαίνω άπολύτως. Μιά μέρα, είχα προσπαθήσει νά τού εξηγήσω δτι ή ούσία ενός άνθρώπου δέν είναι δυνατόν νά συλληφθεΐ παρά μέ μία μεταφορά. Μέ τήν άποκαλυπτική άστραπή μιας μεταφοράς. Ά π ό τότε πού τόν ξέρω τόν Ά βενάριο, μάταια ψάχνω τή μεταφορά πού θά τόν συνελάμβανε καί θά μού έπέτρεπε νά τόν καταλάβω. « Ά ν δέν ήταν γιά νά κάνεις ένα αστείο, γιατί λοιπόν τούς εξέθεσες τό σχέδιό σου; Γιατί;» Πρίν μπορέσει νά μου άπαντήσει, ένα έκπληκτο έπιφώνημα μάς διέκοψε: «Καθηγητά Άβενάριε! Είναι δυνατόν;» Ά π ό τήν πόρτα τύπου σαλούν, ένας όμορφος άντρας μέ μαγιό πού θά μπορούσε νά είναι πενήντα-έξήντα χρόνων κατευθυνόταν πρός τό μέρος μας. 'Ο Ά βενάριος σηκώθηκε. Φανερά συγκινημένοι καί ό ένας καί ό άλλος, έσφιξαν γιά πολύ τά χέρια. ’Έπειτα ό Ά βενάριος μού τόν συνέστησε. Κατάλαβα δτι μπροστά μου στεκόταν ό Πώλ.
26
401
2 Κά θ ισ ε σ τ ο τραπέζι μας* ό Ά βενάριος μέ έδειξε μέ μιά πλατιά χειρονομία: «Δέν γνωρίζετε τά μυθιστορήματά του; Ή ζωή είναι άλλου! Πρέπει νά τό διαβάσετε αύτό! Ή γυναίκα μου ύποστηρίζει ότι είναι εξαιρετικό!» Σέ μιά ξαφνική έκλαμψη κατάλαβα ότι ό Ά βενάριος δέν είχε ποτέ διαβάσει τό μυθιστόρημά μου· όταν εδώ καί κάποιο καιρό μέ είχε ύποχρεώσει νά τοϋ τό φέρω, ήταν επειδή ή γυναίκα του πού έπασχε άπό άυπνίες είχε άνάγκη νά καταναλώνει στό κρεβάτι τόνους βιβλίων. Αύτό μέ λύπησε. « Ή ρθα νά φρεσκάρω τίς ιδέες μου στό νερό», είπε ό Πώλ. Είδε τότε τό κρασί καί ξέχασε τό νερό. «Τί πίνετε;» Πήρε τό μπουκάλι καί διάβασε προσεκτικά τήν ετικέτα. "Επειτα, πρόσθεσε: «Πίνω άπό τό πρωί». Ναί, αύτό φαινόταν, καί μέ έξέπληξε. Ποτέ δέν είχα φαντα στεί τόν Πώλ μεθύστακα. Ζήτησα άπό τό γκαρσόνι νά φέρει ένα τρίτο ποτήρι. Βαλθήκαμε νά μιλάμε περί άνέμων καί ύδάτων. Μέ διάφορους ύπαινιγμούς γιά τά μυθιστορήματά μου, πού ποτέ δέν είχε διαβάσει, ό Ά βενάριος παρακίνησε τόν Πώλ σέ μιά παρατήρη ση, τής όποίας ή έλλειψη λεπτότητας άπέναντί μου μέ άφησε σχεδόν κατάπληκτο: «Δέν διαβάζω μυθιστορήματα. Τά Α π ο μνημονεύματα είναι πολύ πιό διασκεδαστικά, καί μορφωτικά επίσης. Καί οί βιογραφίες! Αύτό τόν τελευταίο καιρό, διάβασα βιβλία γιά τόν Σάλιντζερ, γιά τόν Ροντέν, γιά τούς έρωτες τοϋ Φράντς Κάφκα. Καί μία θαυμάσια βιογραφία τοϋ Χεμινγουαίη! Ά , αύτός, τί άπατεώνας. Τί ψεύτης. Τί μεγαλομανής, είπε ό Πώλ γελώντας μέ τήν καρδιά του. Τί άνίκανος. Τί σαδιστής. Τί φαλλοκράτης. Τί έρωτομανής. Τί μισογύνης. —’Ά ν ώς δικηγόρος είσθε έτοιμος νά ύπερασπιστεΐτε τούς 402
δολοφόνους, είπα, γιατί δέν ύπερασπίζεστε τούς συγγραφείς πού, εκτός άπό τά βιβλία τους, δέν είναι ένοχοι γιά τίποτα; — Γιατί μού χτυπάνε στά νεύρα», είπε ό Πώλ χαρούμενα, καί έβαλε κρασί στό ποτήρι πού τό γκαρσόνι μόλις είχε τοποθετήσει μπροστά του. « 'Η γυναίκα μου λατρεύει τόν Μάλερ, συνέχισε. Μού διηγήθηκε ότι δεκαπέντε ήμέρες πρίν παίξουν γιά πρώτη φορά τήν "Έβδομη συμφωνία του, κλείστηκε σέ ένα θορυβώδες δωμάτιο ξενοδοχείου καί, όλη τή νύχτα, ξαναδούλεψε τήν ενορχήστρωση. —Ναί, είπα, ήταν τό φθινόπωρο τοϋ 1908, στήν Πράγα. Τό ξενοδοχείο λεγόταν Ό Κυανούς άστήρ. —Τόν φαντάζομαι συχνά σ ’ αύτό τό δωμάτιο ξενοδοχείου, ανάμεσα στίς παρτιτούρες, συνέχισε ό Πώλ χωρίς ν ’ άφήνει νά τόν διακόπτουν, ήταν πεπεισμένος ότι τό έργο του θά πήγαινε στράφι άν, στή δεύτερη κίνηση, ή μελωδία παιζόταν άπό τό κλαρινέτο καί όχι άπό τό όμποε. —’Έ τσι άκριβώς είναι», εΐπα, καί σκεπτόμουν τό μυθιστόρη μά μου. Ό Πώλ συνέχισε: «Θά ήθελα νά έπαιζαν αύτή τή συμφωνία μπροστά σ ’ ένα κοινό άπό επιφανείς γνώστες* πρώτα μέ τίς διορθώσεις τών τελευταίων δεκαπέντε ή μερών, έπειτα χωρίς αύτές. Στοιχηματίζο) ότι κανένας δέν θά ήξερε νά διακρίνει τή μία εκδοχή άπό τήν άλλη. Καταλάβετέ με: είναι οπωσδήποτε άξιοθαύμαστο ότι τό μοτίβο πού παίζεται στή δεύτερη κίνηση άπό ένα βιολί επαναλαμβάνεται στήν τελευταία κίνηση άπό ένα φλάουτο. Κάθε πράγμα είναι στή θέση του, όλα είναι δουλεμένα, τά έχει σκεφθεΐ, δοκιμάσει, τίποτα δέν έχει άφεθεΐ στήν τύχη* αύτή όμως ή γιγαντιαία τελειότητα μάς ξεπερνάει, ξεπερνάει τή δυνατότητα τής μνήμης μας, τή δυνατότητά μας νά συγκεντρω θούμε, έτσι πού καί ό πιό φανατικός άκροατής άκόμα δέν θά συγκρατήσει άπό αύτή τή συμφωνία παρά τό ένα εκατοστό αύτοϋ πού περιέχει, καί άκόμα, τό εκατοστό τό λιγότερο σημαντικό στά μάτια τοϋ Μάλερ!» 'Η ιδέα αύτή, τόσο ολοφάνερα σωστή, τόν χαροποιούσε, ενώ εγώ ένιο)θα όλο καί περισσότερη θλίψη: άν ό άναγνώστης 403
πηδήσει μιά μόνη φράση άπό τό μυθιστόρημά μου, δέν θά μπορέσει τίποτα νά καταλάβει άπ’ αύτό, καί εντούτοις, ποιός είναι ό άναγνώστης πού δέν πηδάει γραμμές; Μήπως εγώ ό ίδιος δέν είμαι εκείνος πού πιό πολύ άπ5 όλους πηδάω γραμμές καί σελίδες; Ό Πώλ εξακολούθησε: «Δέν άμφισβητώ τήν τελειότητα όλων αύτών τών συμφωνιών. ’Αμφισβητώ άπλώς τή σημασία αύτής τής τελειότητας. Αύτές οί πανυπέροχες συμφωνίες δέν εϊναι παρά καθεδρικοί ναοί τοϋ άνώφελου. Είναι άπροσπέλαστες γιά τόν άνθρωπο. Είναι άπάνθρωπες. ’Ανέκαθεν ύπερβάλλουμε γιά τή σημασία τους. Μάς έχουν δώσει ενα αίσθημα κατωτερότητας. ' Η Εύρώπη συρρίκνωσε τήν Εύρώπη σέ πενήντα μεγαλοφυή εργα, τά όποια ούδέποτε κατάλαβε. Συνειδητοποιείστε αύτή τήν εξορ γιστική άνισότητα: εκατομμύρια Εύρωπαΐοι πού δέν άντιπροσωπεύουν τίποτα, άπέναντι σέ πενήντα ονόματα πού τά άντιπροσωπεύουν όλα! 'Η άνισότητα τών τάξεων είναι ενα συμβάν έλάσσονος σημασίας, άν συγκριθεϊ μέ αύτή τή μεταφυσική άνισότητα πού μεταμορφώνει τούς μέν σέ κόκκους άμμου, ενώ επενδύει τούς δέ μέ τό νόημα τοϋ είναι». Τό μπουκάλι ήταν άδειο. Φώναξα τό γκαρσόνι γιά νά παραγγείλω άλλο ενα. ’Αποτέλεσμα, ό Πώλ εχασε τόν ειρμό. «Μιλούσατε γιά βιογραφίες, τοϋ ψιθύρισα. —Ά ναί, θυμήθηκε. —’Ή σασταν ενθουσιασμένος πού μπορέσατε επιτέλους νά διαβάσετε τήν προσωπική άλληλογραφία τών νεκρών. — Ξέρω, ξέρω», είπε ό Πώλ, σάν νά ήθελε νά προλάβει τίς ενστάσεις τής άντίθετης πλευράς: «Πιστέψτε με: καί στά δικά μου μάτια επίσης, τό νά σκαλίζεις στήν προσωπική άλληλογρα φία, νά άνακρίνεις τίς παλιές ερωμένες, νά πείθεις τούς γιατρούς νά προδώσουν τό ιατρικό άπόρρητο, είναι άπαίσιο. Οί βιογράφοι είναι καθάρματα καί ποτέ δέν θά μπορούσα νά καθίσω στό τραπέζι τους όπως κάνω μαζί σας. Οϋτε ό Ροβεσπιέρος θά καθόταν στό τραπέζι μέ τά καθάρματα πού λεηλατούσαν καί είχαν συλλογικούς οργασμούς τρεφόμενοι μέ εκτελέσεις. ’Αλλά 404
ήξερε ότι τίποτα δέν γίνεται χωρίς τά καθάρματα. Τά καθάρματα είναι τό όργανο τοϋ δίκαιου επαναστατικού μίσους! —Τί τό επαναστατικό ύπάρχει στό νά μισεί κανείς τόν Χεμινγουαίη; ρώτησα. —Δέν μιλάω περί τοϋ μίσους γιά τόν Χεμινγουαίη! Μιλάω γιά τό έργο του! Μιλάω γιά τά έργα τους! Θά έπρεπε, επιτέλους, νά ειπωθεί δυνατά ότι τό νά διαβάζεις γιά τόν Χεμινγουαίη είναι χίλιες φορές πιό διασκεδαστικό καί πιό εποικοδομητικό άπό τό νά διαβάζεις Χεμινγουαίη. Θά έπρεπε νά άποδειχτεΐ ότι τό έργο τοϋ Χεμινγουαίη δέν είναι παρά ή ζωή τοϋ Χεμινγουαίη καλυμ μένη, καί ότι ή ζωή αύτή είναι εξίσου άσή μάντη όσο καί εκείνη όποιουδήποτε άνάμεσά μας. Θά έπρεπε νά κοπεί σέ κομματάκια ή συμφωνία τοϋ Μάλερ καί νά χρησιμεύσει ως ύπόκρουση γιά μιά διαφήμιση χαρτιού ύγείας. Θά έπρεπε μιά γιά πάντα νά τελειώ σουμε μέ τήν τρομοκρατία τών νεκρών. Νά νικήσουμε τήν άλαζονική εξουσία κάθε 'Ενάτης συμφωνίας καί κάθε ΦάουστΙ» Μεθυσμένος άπό τόν Γδιο του τόν λόγο, σηκώθηκε, μέ τό ποτήρι στό χέρι: «Θέλω νά πιώ μαζί σας στό τέλος τής παλιάς εποχής!»
4U5
3 καθρέφτες πού άλληλοαντανακλοϋσαν, ό Πώλ είχε πολλαπλασιαστεΐ είκοσι επτά φορές καί στό γειτονικό μας τραπέζι κοίταζαν μέ περιέργεια τό χέρι του πού κράδαινε τό ποτήρι. Δυό άντρες πού σηκώνονταν έξω άπό τό νερό, στή μικρή δεξαμενή τοϋ ύδρομασάζ δίπλα στήν πισίνα, άκινητοποιήθηκαν κι αύτοί, χωρίς νά μπορούν ν 3 άφήσουν άπό τά μάτια τά είκοσι επτά χέρια τοϋ Πώλ, μετέωρα στόν άέρα. Στήν άρχή νόμισα ότι είχε πετρώσει έτσι γιά νά δώσει στήν ομιλία του περισσότερη έμφαση, άλλά κατόπιν διέκρινα μιά κυρία μέ μαγιό πού μόλις είχε μπει στήν αίθουσα: μιά γυναίκα καμιά σαρανταριά χρόνων, όμορφο πρόσωπο, λίγο κοντές γάμπες, άλλά άπόλυτα καλλίγραμ μες, εκφραστικά οπίσθια, άν καί λίγο μεγάλα, πού σημάδευαν τό έδαφος σάν χοντρό βέλος. 5Από τό βέλος αύτό τήν άναγνώρισα. Δέν μάς είδε άμέσως καί κατευθύνθηκε πρός τήν πισίνα. ’Αλλά τήν παρατηρούσαμε τόσο έντονα πού τό βλέμμα μας κατέληξε νά αιχμαλωτίσει τό δικό της. Κοκκίνησε. Είναι ωραίο νά κοκκινίζει μιά γυναίκα* τή στιγμή εκείνη, τό κορμί της δέν τής άνήκει* δέν τό ελέγχει πιά* είναι στό έλεός του* ά, τίποτα δέν είναι ωραιότερο άπό τό θέαμα μιας γυναίκας πού τή βιάζει τό ϊδιο της τό κορμί! "Αρχιζα νά καταλαβαίνω γιατί ό Ά βενάριος είχε άδυναμία στή Λώρα. Τόν κοίταζα καταπρόσωπο. Τό πρόσωπό του ήταν εντελώς άπαθές. Αύτός ό έλεγχος τοϋ έαυτοϋ του μοϋ φάνηκε νά τόν προδίδει άκόμα περισσότερο άπ’ όσο τό κοκκίνι σμα είχε προδώσει τή Λώρα. ’Εκείνη συνήλθε, χαμογέλασε φιλικά καί πλησίασε τό τραπέζι μας. Σηκωθήκαμε καί ό Πώλ μάς συνέστησε στή γυναίκα του. ’Εξακολουθούσα νά παρατηρώ τόν Ά βενάριο. Γνώριζε ότι ή Λώρα ήταν γυναίκα τοϋ Πώλ; Μοϋ φαινόταν πώς όχι. ’Έ τσι πού τόν ήξερα, θά έπρεπε νά είχε κοιμηθεί μέ τή Λώρα μία καί μόνη
Μ ε ς α ΣΤΟΥΣ
406
φορά καί έκτοτε νά μήν τήν είχε ξαναδεΐ. Δέν ήμουν, δμως, καθόλου σίγουρος γΓ αύτό καί, στό κάτω κάτω, δέν ήμουν γιά τίποτα σίγουρος. "Οταν τοϋ έτεινε τό χέρι, εκείνος ύποκλίθηκε σάν νά τή συναντούσε γιά πρώτη φορά. Ή Δώρα αποχώρησε (σχεδόν πάρα πολύ γρήγορα, είπα στόν εαυτό μου) καί βούτηξε στήν πισίνα. Ξαφνικά, ό Πώλ είχε χάσει κάθε ζωηράδα. «Είμαι εύτυχής πού τή γνωρίσατε, είπε μελαγχολικά. Είναι, όπως λένε, ή γυναί κα τής ζωής μου. Θά έπρεπε νά συγχαίρω τόν εαυτό μου γΓ αύτό. Ή ζωή είναι τόσο σύντομη πού οί περισσότεροι άνθρωποι δέν βρίσκουν ποτέ τή γυναίκα τής ζωής τους». Τό γκαρσόνι έφερε ένα άλλο μπουκάλι, τό άνοιξε μπροστά μας, έβαλε κρασί στά ποτήρια μας, έτσι πού ό Πώλ έχασε ξανά τόν ειρμό. «Μιλούσατε γιά τή γυναίκα τής ζωής σας, τοϋ ψιθύρισα όταν τό γκαρσόνι άπομακρύνθηκε. —Ναί, είπε. ’Έχουμε ένα μωρό τριών μηνών. ’Έχω μία άλλη κόρη άπό τόν πρώτο μου γάμο. Έ δώ κι ένα χρόνο έφυγε άπό τό σπίτι. Χωρίς ούτε μιά λέξη γιά άντίο. 'Υπέφερα άπ’ αύτό, γιατί τήν άγαπώ. Μέ άφησε γιά πολύ καιρό χωρίς νέα. Έ δώ καί δυό μέρες γύρισε, γιατί τήν παράτησε ό φίλος της. Ά φοϋ τής έκανε ένα παιδί, ένα κορίτσι. ’Αγαπητοί φίλοι, έχω μία έγγονή! Είμαι περιστοιχισμένος άπό τέσσερις γυναίκες!» Ή εικόνα τών τεσσά ρων αύτών γυναικών έμοιαζε νά τόν γεμίζει ενεργητικότητα: «Νά γιατί πίνω άπό τό πρωί. Πίνω στό ξανασμίξιμό μας! Πίνω εις ύγείαν τής κόρης μου καί τής έγγονής μου!» Ή Λώρα κολυμπούσε πάνω κάτω μέσα στήν πισίνα, συντρο φιά μέ δυό γυναίκες, καί ό Πώλ χαμογελούσε. ΤΗταν ένα παράξενο κουρασμένο χαμόγελο, πού μού ένέπνεε συμπόνια. Μοϋ φαινόταν ξαφνικά γερασμένος. 'Η γκρίζα, πυκνή του κόμη, είχε ξαφνικά μεταμορφωθεί σέ κόμμωση γηραιάς κυρίας. Σάν νά ήθελε νά ύπερκεράσει τόν παροξυσμό τής άδυναμίας του, σηκώ θηκε καί πάλι, μέ τό ποτήρι στό χέρι, "Ολη αύτή τήν ώρα, μέσα στήν πισίνα, τά μπράτσα χτυπούσαν τό νερό μέ μεγάλο θόρυβο. Μέ τό κεφάλι έξω ά π’ τό νερό, ή 407
Λώρα κολυμπούσε κρόουλ, αδέξια, άλλά μέ όλο καί περισσότερο ζήλο, δηλαδή μέ λύσσα. Καθένα άπό τά χτυπήματα αύτά μοϋ φαινόταν νά πέφτει στό κεφάλι τοϋ Πώλ σάν μία χρονιά επιπλέον: γερνούσε ραγδαία. Ή τα ν εβδομήντα χρόνων, γρήγορα ογδόντα καί μολαταύτα ορθωνόταν κραδαίνοντας τό ποτήρι του σάν γιά νά προστατευτεί άπό αύτή τή χιονοστιβάδα τών χρόνων πού τοϋ επεφταν στό κεφάλι: «Θυμάμαι μιά διάσημη φράση πού έπαναλαμβανόταν στή νιότη μου», είπε μέ φωνή σπασμένη ξαφνικά. « Ή γυναίκα είναι τό μέλλον τοϋ άντρα. Στήν πραγματικότητα ποιός τό είπε αύτό; Δέν ξέρω πιά. Ό Λένιν; Ό Κέννεντυ; Ό χ ι, ενας ποιητής. — Ό Άραγκόν», ψιθύρισα. Ό Ά βενάριος είπε, χωρίς πραότητα: «Τί θά πει αύτό, ότι ή γυναίκα είναι τό μέλλον τοϋ άντρα; "Οτι οί άντρες θά γίνουν γυναίκες; Δέν τήν καταλαβαίνω αύτή τήν ήλίθια φράση! —Δέν είναι ήλίθια φράση! Είναι ποιητική φράση! είπε ό Πώλ. — Ή λογοτεχνία θά εξαφανιστεί, καί οί ήλίθιες ποιητικές φράσεις θά συνεχίσουν νά πλανιώνται εδώ κι εκεί στόν κόσμο;» είπα. Ό Πώλ δέν μοϋ εδωσε καμιά σημασία. Α πλώ ς, μόλις είχε διακρίνει τό πρόσωπό του νά επαναλαμβάνεται είκοσι επτά φορές μέσα στούς καθρέφτες: δέν μπορούσε νά τό άφήσει άπό τά μάτια του. Διαδοχικά στρεφόμενος πρός όλα τά πρόσωπά του πού καθρεφτίζονταν, εΐπε μέ άδύναμη καί τσιριχτή φωνή γριάς κυρίας: « Ή γυναίκα είναι τό μέλλον τοϋ άντρα. Αύτό σημαίνει ότι ό κόσμος, πού κάποτε δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα τοϋ άνδρός, θά εχει γιά πρότυπο τήν εικόνα τής γυναίκας. "Οσο περισσότερο μηχανικός καί μεταλλικός, τεχνικός καί κρύος θά γίνεται, τόσο θά εχει άνάγκη άπό τή θέρμη πού μόνο ή γυναίκα μπορεΐ νά δώσει. Ά ν θέλουμε νά σώσουμε τόν κόσμο, πρέπει νά εχουμε γιά πρότυπο τή γυναίκα, νά άφεθοϋμε νά μάς οδηγήσει ή γυναίκα, νά άφεθοϋμε νά μάς διαπεράσει τό Ewigweibliche, τό αιώνιο θήλυ!» Σάν νά τόν είχαν εξαντλήσει αύτές οι προφητικές λέξεις, ό 4118
Πώλ είχε πάρει μερικές δεκαετίες παραπάνω, ήταν τώρα ένα ισχνό γεροντάκι εκατόν είκοσι ή εκατόν έξήντα χρόνων. Μή μπορώντας οϋτε κάν νά κρατήσει πιά τό ποτήρι του, κατέρρευσε πάνω στήν καρέκλα του. ’Έπειτα είπε, ειλικρινής καί θλιμμένος: «Ξαναγύρισε χωρίς νά μέ ειδοποιήσει. Α ντιπαθεί τή Δώρα. Καί ή Δώρα αντιπαθεί τήν κόρη μου. Ή μητρότητα τίς έκανε άκόμα πιό εριστικές. Ξαναρχίζει ό ορυμαγδός τοϋ Μάλερ σ ’ ένα δωμάτιο, ό ορυμαγδός τοϋ ρόκ στό άλλο. Ξαναρχίζει, μέ πιέζουν νά διαλέξω, μοϋ άπευθύνουν τελεσίγραφα. ’Έχουν ριχτεί στόν πόλεμο. Κι όταν οί γυναίκες πολεμοϋν, δέν σταματοϋν». ’Έπειτα, έγειρε πρός τό μέρος μας έμπιστευτικά: «Α γαπητοί φίλοι, μήν μέ παίρνετε στά σοβαρά. Αύτό πού θά πώ τώρα δέν είναι άλήθεια». Χαμήλωσε τή φωνή, σά νά μάς έκανε κοινωνούς ενός μεγάλου μυστικού: «Πρόκειται γιά τεράστια τύχη πού οί πόλεμοι έγιναν άπό τούς άντρες. "Αν είχαν κάνει οί γυναίκες τόν πόλεμο, θά ήσαν τόσο συνεπείς στή σκληρότητά τους πού δέν θά έμενε κανένα άνθρώπινο όν πάνω στόν πλανήτη». Καί σάν γιά νά μάς κάνει άμέσως νά ξεχάσουμε αύτό πού είχε πει, χτύπησε τή γροθιά του στό τραπέζι καί ύψωσε τή φωνή: «’Αγαπητοί φίλοι, θά ήθελα νά μήν είχε ποτέ ύπάρξει ή μουσική! Θά ήθελα ό πατέρας τοϋ Μάλερ, όταν είχε συλλάβει τόν γιό του νά αύνανίζεται, νά τοϋ είχε δώσει ένα τόσο δυνατό χαστούκι σ τ9 αύτί πού ό μικρός Γκούσταβ νά είχε κουφαθεϊ καί νά είχε γίνει διά παντός άνίκανος νά ξεχωρίσει τό βιολί άπό τό ταμπούρλο. Καί θά ήθελα τέλος νά έκτρέψουν τό ρεύμα άπό όλες τίς ήλεκτρικές κιθάρες καί νά τό κάνουν νά περάσει σέ καρέκλες στίς όποιες προσωπικώς θά έδενα τούς κιθαριστές». ’Έπειτα πρόσθεσε μέ φωνή πού μόλις άκουγόταν: «Φίλοι μου, θά ήθελα νά είμαι δέκα φορές άκόμα πιό σουρωμένος άπό ό,τι είμαι».
409
4 καρέκλα δπου είχε καταρρεύσει καί τό θέαμα αύτό ήταν τόσο θλιβερό πού μάς ήταν αδύνατο νά τό ύποφέρουμε. Σηκωθήκαμε γιά νά τού δώσουμε χτυπήματα στήν πλάτη. Καθώς τόν χτυπούσαμε, είδαμε δτι ή γυναίκα του είχε βγει άπό τό νερό καί πήγαινε γύρω γύρω άπό μάς, γιά νά φτάσει στήν πόρτα. ’Έκανε δτι δέν μάς έβλεπε. ΤΗταν τόσο θυμωμένη μέ τόν Πώλ, σέ σημείο πού νά τοϋ άρνειται καί ενα βλέμμα άκόμα; Ή μήπως ένιωθε άμήχανη πού είχε άπροσδόκητα συναντήσει τόν ’Αβενάριο; Παραμένει γεγο νός δτι τό βάδισμά της είχε κάτι τόσο δυνατό καί τόσο ελκυστικό πού σταματήσαμε νά χτυπάμε τόν Πώλ στήν πλάτη καί, οί τρεις μαζί, κοιτάξαμε πρός τή Λώρα. "Οταν έφθασε δυό βήματα άπό τήν πόρτα σαλούν, έγινε κάτι άπρόσμενο: γύρισε άπότομα τό κεφάλι πρός τό τραπέζι μας καί τίναξε τό χέρι στόν άέρα, μέ μιά κίνηση τόσο ελαφριά, τόσο χαριτωμένη, τόσο άπαλή, πού μάς φάνηκε δτι είδαμε ένα χρυσό μπαλόνι νά πετάει άπό τά δάχτυλά της καί νά στέκεται μετέωρο πάνω άπ’ τήν πόρτα. 'Ένα χαμόγελο φάνηκε άμέσως στό πρόσωπο τοϋ Πώλ, πού έσφιξε δυνατά τό μπράτσο τοϋ Άβενάριου: «Είδατε; Είδατε αύτή τή χειρονομία; —Ναί», είπε ό 5Αβενάριος, μέ τό βλέμμα καρφωμένο στό χρυσό μπαλόνι πού άστραφτε στό ταβάνι σάν άνάμνηση τής Λώρας. Μοϋ ήταν άπολύτως σαφές δτι ή χειρονομία τής Λώρας δέν προοριζόταν γιά τόν μεθύστακα σύζυγό της. Δέν ήταν ή μηχανι κή χειρονομία τοϋ καθημερινού εις τό έπανιδεΐν, ήταν μιά χειρονομία ξεχωριστή καί γεμάτη σημασία. Δέν μπορούσε ν ’ απευθύνεται παρά στόν 5Αβενάριο.
Ε μ ενε στη ν
410
' Ο Πώλ, εντούτοις, δέν αμφέβαλε γιά τίποτα. 'Ω ς εκ θαύματος, τά χρόνια έπεσαν άπό τό κορμί του καί ξανάγινε ένας ώραΐος πενηντάρης, ύπερήφανος γιά τήν κόμη του πού γκριζάριζε. Κοίταξε πρός τήν πόρτα πάνω άπό τήν όποία άστραφτε τό χρυσό μπαλόνι καί είπε: «’Ά , ή Λώρα! Είναι πραγματικά δική της! ’Ά , αύτή ή χειρονομία! Τήν περιλαμβάνει ολόκληρη!» Έ πειτα μάς έκανε μιά συγκινημένη αφήγηση: «Τήν πρώτη φορά πού μέ χαιρέτησε έτσι, τήν συνόδευα στό μαιευτήριο. Γιά νά άποκτήσει παιδί, χρειάστηκε νά ύποστεΐ δύο εγχειρήσεις. Φοβόμαστε όταν σκεφτόμαστε τόν τοκετό. Γ ιά νά μέ γλιτώσει άπό πάρα πολλή συγκίνηση, μοϋ άπαγόρευσε νά τήν συνοδεύσω στήν κλινική. ’Έμεινα κοντά στό αύτοκίνητο, εκείνη κατευθύνθηκε μόνη πρός τήν πόρτα καί, όταν έφθασε στό κατώφλι, άκριβώς όπως έκανε μόλις τώρα, γύρισε τό κεφάλι καί μέ χαιρέτησε μέ τό χέρι. Γυρίζοντας στό σπίτι, ένιωσα φρικτά λυπημένος χωρίς αύτήν, μοϋ έλειπε, τόσο, πού γιά νά ξαναβρώ τήν παρουσία της, επιχείρησα νά μιμηθώ, γιά μένα τόν ’ίδιο, τήν ωραία χειρονομία πού μέ είχε γοητεύσει. ’Ά ν μέ είχε δε! κανείς εκείνη τή στιγμή, θά είχε γελάσει. Στήθηκα μέ τήν πλάτη κοντά σ ’ ένα μεγάλο καθρέφτη, καί τίναξα τό χέρι στόν άέρα κοιτάζοντας πάνω άπό τόν ώμο μου γιά νά μοϋ χαμογελάσω. Τό έκανα αύτό τριάντα ή πενήντα φορές ίσως, καί τήν σκεπτόμουν. ’Ήμουν ταυτόχρονα εκείνη πού μέ χαιρετούσε καί εγώ πού τήν κοίταζα νά μέ χαιρετά. Ά λλά , πράγμα παράξενο, αύτή ή χειρονομία δέν μοϋ πήγαινε. Μ ’ αύτή τή χειρονομία ήμουν άθεράπευτα άδέξιος καί κωμικός». Σηκώθηκε καί μάς γύρισε τήν πλάτη. Έ πειτα τίναξε τό χέρι στόν άέρα, ρίχνοντάς μας μαζί μιά ματιά πάνω άπ’ τόν ώμο του. Ναί, είχε δίκιο: ήταν κωμικός. Ξεσπάσαμε σέ γέλια. Πράγμα πού τόν ένθάρρυνε νά έπα να λάβει αύτή τή χειρονομία πολλές φορές. Ή τα ν όλο καί περισσότερο κωμικός. Έ πειτα, είπε; «Ξέρετε., ή χειρονομία αύτή δέν ταιριάζει σ ’ έναν άντρα, είναι μιά γυναικεία χειρονομία. Μέ τή χειρονομία αύτή, ή γυναίκα μάς λέει: έλα, άκολούθησέ με, καί δέν ξέρετε που σάς προσκαλεΐ, κι ούτε εκείνη τό ξέρει άλλά σάς προσκαλεΐ πάντως, πεπεισμένη ότι αξίζει τόν κόπο νά τήν ακολουθήσετε, 411
ΓΓ αύτό σάς λέω: ή ή γυναίκα θά είναι τό μέλλον τού άντρα ή θά τελειώνουμε μέ τήν άνθρωπότητα, γιατί μόνο μιά γυναίκα μπορεϊ νά κρατήσει μέσα της μιά ελπίδα πού τίποτα δέν τήν δικαιολογεί, καί νά μάς καλέσει σ ’ ενα μέλλον άμφίβολο στό όποιο χο)ρίς τίς γυναίκες θά είχαμε άπό καιρό πάψει νά πιστεύουμε. "Ολη μου τή ζωή ήμουν έτοιμος ν 5 άκολουθήσω τή φωνή τους, άκόμα κι άν είναι μιά τρελή φωνή, παρ’ δλο πού είμαι δ,τι άλλο παρά τρελός. Ά λ λ ά γΓ αύτόν πού δέν είναι τρελός, τίποτα ώραιότερο δέν ύπάρχει άπό τό νά άφεθεΐ νά όδηγηθεΐ στό άγνωστο άπό μιά φωνή πού είναι τρελή!» Έπανέλαβε τότε μέ επισημότητα τίς γερμανικές λέξεις: «Das Ewigweibliche zieht uns hinan! Τό αιώνιο θήλυ μάς παρασύρει πρός τά πάνω!» Σάν περήφανη άσπρη χήνα, ό στίχος τού Γ καίτε χτυπούσε τά φτερά κάτω άπό τό θόλο τής πισίνας, ενόσω ό Πώλ, πού καθρεφτιζόταν σέ τρεις πελώριους καθρέφτες, κατευθυνόταν πρός τήν πόρτα σαλούν, πάνω άπό τήν οποία άστραφτε πάντα τό χρυσό μπαλόνι. ’Επιτέλους, είδα τόν Πώλ άληθινά εύτυχισμένο. Έ κανε μερικά βήματα, γύρισε τό κεφάλι πρός τό μέρος μας καί τίναξε ενα χέρι στόν άέρα. Γελοϋσε. Γιά μιά άκόμη φορά, στράφηκε* γιά μιά άκόμη φορά, μάς χαιρέτησε. Καί μετά άπό μιά τελευταία καί άδέξια μίμηση αύτής τής ώραίας γυναικείας χειρο νομίας, χάθηκε πίσω άπό τήν πόρτα.
412
5 ΕΙΠΑ: «Μίλησε καλά γΓ αύτή τή χειρονομία. Ά λ λ ά πιστεύω ότι εκανε λάθος. 'Η Λο>ρα δέν κάλεσε κανένα νά τήν άκολουθήσει στό μέλλον, θέλησε μόνον νά σοΰ θυμίσει ότι είναι εκεί κι ότι σέ περιμένει!» Ό Ά βενάριος σιωπούσε καί τό πρόσωπό του έμενε αδιαπέ ραστο. Τού είπα σ ’ένα τόνο μομφής: «Δέν τόν λυπάσαι; — Ναί, απάντησε ό Άβενάριος. Τόν αγαπώ ειλικρινά. Είναι έξυπνος. Είναι αστείος. Είναι περίπλοκος. Είναι θλιμμένος. Καί κυρίως, μήν τό ξεχνάς: μέ βοήθησε!» ’Έπειτα έσκυψε πρός εμένα σάν νά μήν ήθελε Vs αφήσει αναπάντητο τό ύπονοούμενο τής μομφής μου. «Σού διηγήθηκα τό σχέδιό μου γιά τή σφυγμομέτρη ση: νά έρωτηθούν οί άνθρωποι άν προτιμούν νά κοιμηθούν κρυφά μέ τή Ρίτα Χαίηγουορθ ή νά εμφανιστούν μαζί της δημοσίως. Τό άποτέλεσμα, βεβαίως, είναι εκ τών προτέρων γνωστό: όλοι, μέχρι τόν έσχατο τών άνθρωπάκων, θά ύποστηρίξουν ότι θέλουν νά κοιμηθούν μαζί της. Γιατί στά ’ίδια τους τά μάτια, στά μάτια τών γυναικών τους ή τών παιδιών τους, καί άκόμα στά μάτια τού φαλακρού ύπαλλήλου τού γραφείου σφυγ μομετρήσεων, θέλουν όλοι νά φαίνονται ήδονιστές. Ά λ λ ά είναι ή αύταπάτη τους. Ό καμποτινισμός τους. Σήμερα, δένύπάρχουν πιά ήδονιστές!» Πρόφερε τίς τελευταίες αύτές λέξεις μέ μιά όρισμένη βαρύτητα, έπειτα πρόσθεσε χαμογελώντας: « Ε κ τό ς άπό μένα». Καί συνέχισε: « Ο,τι κι άν λένε, άν πραγματικά μπορούσαν νά διαλέξουν, όλοι αύτοί οί άνθρωποι, σέ διαβεβαιώ, όλοι, θά προτιμούσαν άπό μιά νύχτα έρωτα έναν περίπατο στή κεντρική πλατεία. Γιατί ό θαυμασμός είναι πού τούς ενδιαφέρει καί όχι ή ήδονή. Τά φαινόμενα καί όχι ή πραγματικότητα. Ή πραγματικότητα δέν άντιπροσωπεύει πιά τίποτα γιά κανέναν. Γ ιά 413
κανέναν. Γιά τόν δικηγόρο μου, δέν αντιπροσωπεύει τίποτα άπολύτως». ’Έπειτα, είπε μέ ενα είδος τρυφερότητας: «Είναι γι 9 αύτό πού μπορώ νά σοϋ ύποσχεθώ έπισήμως δτι δέν πρόκειται νά τοϋ συμβεΐ τίποτα δυσάρεστο* δέν θά ύποστεΐ καμιά βλάβη: τά κέρατα πού θά φορέσει θά μείνουν αθέατα. 'Ό ταν ό καιρός είναι καλός, θά είναι γαλάζια, τίς βροχερές ημέρες θά είναι γκρίζα». Καί πρόσθεσε άκόμα: «’Άλλωστε, κανένας σύζυγος δέν θά ύποψιαζόταν έναν άντρα πού βιάζει γυναίκες, μέ τό μαχαίρι στό χέρι, δτι είναι ό εραστής τής γυναίκας του. Οί δυό αύτές εικόνες δέν πάνε μαζί. —Μιά στιγμή, είπα. Πιστεύει πραγματικά δτι θέλησες νά βιάσεις γυναίκες; — Σού τό είπα. —Νόμισα πώς ήταν ενα άστεΐο. — Φαντάζεσαι μήπως δτι τοϋ άποκάλυψα τό μυστικό μου;» Πρόσθεσε: «Ά κόμα κι άν τοϋ είχα πει τήν άλήθεια, δέν θά μέ είχε πιστέψει. Κι άν στό τέλος μέ πίστευε, θά είχε άμέσως παρατήσει τήν περίπτωσή μου. Σάν βιαστής τόν ένδιέφερα. Τόν κατέλαβε γιά μένα αύτή ή μυστηριώδης άγάπη πού τρέφουν οί μεγάλοι δικηγόροι γιά τούς μεγάλους εγκληματίες. — Μά τί εξήγηση τοϋ έδωσες; — Καμία. Μέ άπήλλαξαν ελλείψει στοιχείων. — Πώς, ελλείψει στοιχείων; Καί τό μαχαίρι! —Δέν άρνοϋμαι δτι αύτό ήταν δύσκολο», είπε ό Ά βενάριος καί κατάλαβα δτι τίποτα περισσότερο δέν θά μού έλεγε. Ά φ η σ α νά μεσολαβήσει μιά μεγάλη σιωπή* έπειτα είπα: «Γιά τίποτα στόν κόσμο δέν θά ομολογούσες τό χτύπημα τών λά στιχων; » Έ κ α νε όχι μέ τό κεφάλι. Μιά παράξενη συγκίνηση μέ κυρίευσε: «’Ή σουν έτοιμος νά συλληφθεΐς σάν βιαστής μόνο γιά νά μήν προδώσεις τό παι χνίδι...» Καί ξαφνικά, κατάλαβα τόν Άβενάριο: άν άρνιόμαστε νά προσδώσουμε σημασία σ ’ έναν κόσμο πού θεωρεί δτι είναι σημαντικός, κι άν δέν βρίσκουμε στόν κόσμο αύτόν καμία ήχώ 414
στό γέλιο μας, δέν μάς μένει παρά μία λύση: νά πάρουμε τόν κόσμο κατ' αποκοπήν καί νά τόν κάνουμε άντικείμενο τοϋ δικοϋ μας παιχνιδιού* νά τόν κάνουμε ενα άθυρμα. Ό Άβενάριος παίζει καί τό παιχνίδι είναι τό μόνο πράγμα πού τόν ενδιαφέρει σ ’ έναν κόσμο χωρίς σημασία. Ά λ λ ά τό παιχνίδι αύτό δέν θά κάνει κανέναν νά γελάσει καί τό ξέρει. "Οταν είχε εκθέσει στούς οικολόγους τά σχέδιά του, δέν ήταν γιά νά τούς διασκεδάσει. Ή τα ν γιά τή δική του διασκέδαση. Τοϋ εΐπα: «Παίζεις μέ τόν κόσμο σάν μελαγχολικό παιδί πού δέν εχει άδελφάκι». Ιδού! Ιδ ο ύ ή μεταφορά πού άνέκαθεν ψάχνω γιά τόν Ά βενάριο! ’Επιτέλους! Ό Ά βενάριος χαμογελούσε σάν μελαγχολικό παιδί. ’Έπειτα, είπε: «Δέν εχω άδελφάκι, άλλά εχω εσένα». Σηκώθηκε, σηκώθηκα έπίσης* φαινόταν ότι μετά τίς τελευ ταίες λέξεις τοϋ Άβενάριου δέν μάς έμενε άλλο παρά νά φιληθούμε. Συνειδητοποιήσαμε, όμως, ότι είμαστε μέ τά σλίπ, καί ή ιδέα μιας στενής επαφής τής κοιλιάς μας μάς τρόμαξε. Μ ’ ενα άμήχανο γέλιο, ξαναβρεθήκαμε σ τ5 άποδυτήρια, όπου ή οξεία γυναικεία φωνή συνοδεία κιθάρας τσίριζε τόσο δυνατά στά μεγάφωνα πού ή επιθυμία νά μιλήσουμε μάς πέρασε. Μπήκαμε στόν άνελκυστήρα. Ό Ά βενάριος κατευθύνθηκε πρός τό δεύτε ρο ύπόγειο, όπου είχε παρκάρει τή Μερσεντές του, καί εγώ τόν άφησα στό ισόγειο. Σέ πέντε τεράστιες άφίσες κρεμασμένες στό χώλ, πέντε διαφορετικά πρόσωπα μέ κοίταζαν μέ ολόιδια τρα βηγμένα τά χείλη. Φοβήθηκα μήπως μέ δαγκώσουν καί βγήκα στό δρόμο. Τό κατάστρωμα ήταν μποτιλιαρισμένο άπό αύτοκίνητα πού κορνάριζαν άκατάπαυστα. Οί μοτοσυκλέτες ανέβαιναν στά πεζο δρόμια καί άνοιγαν πέρασμα άνάμεσα στούς πεζούς. Σκεπτόμουν τήν Ά νιές. Δυό χρόνια ήσαν, μέρα μέ τή μέρα, πού τήν είχα γιά πρώτη φορά φανταστεί- περί μενα τότε τόν Ά βενάριο σέ μιά ξαπλώστρα τής λέσχης, Νά γιατί σήμερα είχα παραγγείλει ενα μπουκάλι. Τό μυθιστόρημα μου είχε τελειώσει, καί είχα θελήσει νά τό γιορτάσω εκεί όπου είχε γεννηθεί ή πρώτη του ιδέα. 415
Τά αύτοκίνητα κορνάριζαν, άκούγονταν θυμωμένες κραυγές. Μέσα σ ’ ενα παρόμοιο περιβάλλον, άλλοτε, ή Ά ν ιές είχε επιθυμήσει νά άγοράσει γιά τόν εαυτό της ενα κλαράκι μυοσωτίδας, ενα μοναδικό λουλούδι μυοσωτίδας* ειχε επιθυμήσει νά τό κρατήσει μπροστά στά μάτια της σάν τό τελευταίο, ελάχιστα ορατό, ίχνος τής ομορφιάς.