ΝΙΚΟΥ ΨΤΡΟΤΚΗ
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΡΑΜΑ (1958-1986) (άρθρα-μελετήματα)
ΑΘΗΝΑ 1987
Με τα ρούχα αϊματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά να γυρεύης εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά. Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή· δεν είναι εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλή. Άλλος σου έκλαψε εις τα αλλ' ανάσασην καμιά· άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά. (Από τον Ύμνο
στήθια,
εις την Ελευθερίαν
του Δ.
Σολωμού).
εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Ο.Ε. Μαυρομιχάλη 60 ΤΤ. 10680-ΑΘΗΝΑ Τηλ. 36.36.083-36.07.382
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το Κυπριακό μακριά από το ΝΑ ΤΟ Κυπριακό και Αλγερινό Ζυρίχη και Βενιζέλος Η θύελλα στην Κύπρο Το παιχνίδι για την Κύπρο συνεχίζεται Το ανθελληνικό ΝΑΤΟ και η Κύπρος Προς πανεθνική κρίση Το Κυπριακό: το οξύτερο εθνικό μας πρόβλημα Η πανεθνική κρίση Το Κυπριακό: από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη Η προδοσία της Κύπρου σε πλήρη ανάπτυξη Κύπρος: Το βρώμικο έγκλημα συνεχίζεται Η εθνική συμφορά μας απειλεί και πάλι Η Κύπρος αιματοκυλιέται και στραγγαλίζεται. Ο ελληνικός λαός θα γνωρίσει καινούριες συμφορές Η αχαλίνωτη υποκρισία και τα σκοτεινά εγκλήματα σε βάρος της εθνικής μας ανεξαρτησίας Οι νεκροθάφτες του Κυπριακού βιάζονται Το Κυπριακό Ζήτημα Ο ανοικτός φάκελος της Κύπρου Μόνη λύση: Η αδιάκοπη πάλη για την εθνική αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού στην Ελλάδα και στην Κύπρο Το Κυπριακό Ζήτημα έκφραση της πάλης για την εθνική αυτοδιάθεση των Ελλήνων Μια συνέντευξη που δε δημοσιεύτηκε
9
21 26 33 37 44 48 53 56 85 111 123 127 131 138 150 152 160 204 257 264 285
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Στις 21 Φεβρουαρίου τούτου του χρόνου, στη συζήτηση της πρότασης για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για το «άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου», ο βουλευτής Μανώλης Γλέζος έλεγε: «Λοιπόν, το ερώτημα είναι ποιος εμπόδισε και εμποδίζει να εφαρμοστεί η αρχή της αυτοδιάθεσης για το δύσμοιρο λαό της Κύπρου. Αυτό είναι το καίριο πρόβλημα». Απάντηση δε δόθηκε από κανέναν. Μα γιατί δε βρέθηκε η απάντηση και δεν την είπε κανένας (ούτε ο Μ. Γλέζος); Στις 5 Ιουλίου 1986, ο επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ. Ε. Αβέρωφ δήλωνε: «Η Κύπρος κατεποντίσθη. Εφθάσαμε στο τελευταίο στάδιο του ναυαγίου...». Αυτή είναι, δυστυχώς, η πικρή αλήθεια. Στις 29 Μαρτίου 1986, ο γεν. γραμματέας του ΟΗΕ, Ντε Κουεγιάρ, ανακοίνωσε το τρίτο σχέδιό του για την «επίλυση του Κυπριακού». Και ο γεν. γραμματέας του ΟΗΕ, που όπως έγραψε ο διεθνής Τύπος είχε τη συναίνεση των δυο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, πρότεινε την απόλυτη κυριαρχία των Τούρκων στο Βορρά και την κηδεμονία του Νότου απ' αυτούς. Οι προτάσεις του Ντε Κουεγιάρ σήμαιναν όχι μονάχα αυτοχειριασμό των Ελληνοκυπρίων, μια και εξευτελισμό και ταπείνωση ολόκληρου του ελληνικού έθνους. Στις 16/6/1986, ο πρόεδρος της Κύπρου απάντησε στις προτάσεις (ύστερα από κοινή απόφαση Αθήνας-Λευκωσίας) χωρίς να τις αποδέχεται, μια και χωρίς να τις απορρίπτει. Ζήτησε να 9
γίνουν «καλύτερες»!!! Ο Ντε Κουεγιάρ, ύστερα απ' αυτό, σε ειδική ' Εκθεση του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επεσήμαινε το αδιέξοδο και κατέστησε υπεύθυνους γι' συτό τους Έλληνες!!! Το αποτέλεσμα: η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Τ. Οζάλ στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο και οι εκεί προκλητικές δηλώσεις του και οι χυδαιολογίες του!!! Και κάτι ακόμα χειρότερο. Άρχισαν έντονες στρατιωτικές ετοιμασίες και παραπέρα ενίσχυση των στρατευμάτων κατοχής (για έναν ενδεχόμενο «Αττίλα» 3). Οι δυο κύριοι παράγοντες του σύγχρονου «Ανατολικού Ζητήματος», δηλαδή του νέου ξαναμοιράσματος της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής ανάμεσα στους ισχυρούς του κόσμου και η κατάπνιξη του εθνικοαπελευθερωτικού - επαναστατικού κινήματος της περιοχής, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, οι καθοδηγητές του γεν. γραμματέα του ΟΗΕ, φαινομενικά τηρούν στάση «Πόντιου Πιλάτου». Στην πραγματικότητα, όμως, θάβουν την ιερή υπόθεση της εθνικής ελευθερίας των Κυπρίων. Ένα πρόσφατο δημοσίευμα της εγκυρότατης εφημερίδας του βορειοαμερικανικού κεφαλαίου, της «ΤΗε λνβΐΐ δίτεεί .Ιουιτοί», χαρακτηριστικά έγραφε: «Αποτελεί έναν από τους μεγάλους μύθους των καιρών μας ότι η Τουρκία βρίσκεται πίσω από την αναταραχή. Η Αθήνα και όχι η Άγκυρα είναι ο εχθρός της Κύπρου» (υπ. δικ.) (Τΐιε 5ΐ3ΐε1ε<.<> οί ΟγρΓΐΐί>, «ΤΗε ΛνβΙΙ δίτεεί ·Ιουπΐ3ΐ», 22/9/1986). Από την άλλη, στα μέσα του Ιουλίου τούτου του χρόνου, ο υφυπουργός των Εξωτερικών της ΕΣΣΔ (που τη θεωρούν, Αθήνα και Λευκωσία, «σανίδα σωτηρίας»), κ. Β. Λαγγίνωφ, δήλωνε στη Λευκωσία: «...δυστυχώς η μοίρα επεφύλαξε άλλη τύχη στην Κύπρο. Γι' αυτό, τώρα, πρέπει οπωσδήποτε όλοι να φροντίσουν για να βρεθεί διέξοδος από αυτή την κατάσταση που έχει δυστυχώς δημιουργηθεί»!!! Με λίγα λόγια, «δυστυχώς» κατακτήθηκε το μισό νησί από την Άγκυρα, «δυστυχώς» δημιουρ10
γήθηκε το τουρκοκυπριακό κράτος, μα οπωσδήποτε, με βάση τα τετελεσμένα, βρείτε τη διέξοδο. Και ποια είναι η διέξοδος αυτή, δε χρειάζεται φαντασία για να την κατανοήσουμε. Η συνθηκολόγηση με τους κατακτητές (μια και φταίει το κακό ριζικό μας)! Έμπρακτη απόδειξη του τι σημαίνουν όλα αυτά είναι και η στάση του «φίλου» Βουκουρεστίου στο «Διαβαλκανικό Συνέδριο Χημείας» (που έγινε ανάμεσα στις 24 και 27/9). Απέκλεισε τη συμμετοχή Κυπρίων επιστημόνων για να μη δυσαρεστηθεί το σύμβολο της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο, ο Ντενκτάς! Έμπρακτη απόδειξη του τι σημαίνουν όλα αυτά είναι επίσης και η οικονομική βοήθεια που δίνει ο ΟΗΕ στο κράτος του Ντενκτάς! («Καθημερινή», 30/9/ 1986). Μα θα λέγαμε ότι έμπρακτη απόδειξη του τι σημαίνουν όλα αυτά είναι και η στάση της επίσημης Λευκωσίας και της επίσημης Αθήνας. Ο πρόεδρος της Κύπρου, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, συναντήθηκε τούτο το μήνα με τον Ντε Κουεγιάρ, για να συζητήσουν «την πορεία του Κυπριακού». Ακόμα συναντήθηκε με το Σουλτς των ΗΠΑ και το Σεβαρντνάντζε της ΕΣΣΔ για να τους ζητήσει, όπως φαίνεται, να «επιφυλάξουν καλύτερη μοίρα» στην Κύπρο στη σκακιέρα του σύγχρονου «Ανατολικού Ζητήματος»! Το ίδιο έκανε και ο ' Ελληνας υπουργός των Εξωτερικών. Ο κ. Κυπριανού, αργότερα, ίσως συναντηθεί και πάλι με τον Ντενκτάς! Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η φθορά του κυπριακού κράτους μεγαλώνει, η διάβρωση του βαθαίνει, ενώ ο λαός της Κύπρου οδηγείται σε καταποντισμό. Πραγματικά φτάσαμε στο τελευταίο στάδιο του ναυαγίου. Γιατί; Η απάντηση βρίσκεται στο ερώτημα του Μ. Γλέζου. Και η απάντηση είναι ότι δεν εφαρμόστηκε η αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης στην Κύπρο. Φταίει ο κυπριακός-ελληνικός λαός; Πολλοί έχουν το θράσος να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο! Φταίει ο λαός της Ελλάδας (οι Καλαμαράδες); Κι αυτό το υποστηρίζουν πολλοί στην Κύπρο! Αν η χούντα δεν έκανε το πραξικόπημα του Ιουλίου 1974 κατά του 11
Μακαρίου, όλα θα πήγαιναν μια χαρά, μας λένε όλοι οι πολιτικοί του ελληνικού κατεστημένου. Ψέμα, μεγάλο ψέμα. Γιατί η απάρνηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, επίσημα πια, συντελέστηκε το 1958, όταν ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχε την ιδέα για τη δημιουργία «κυπριακού κράτους», ιδέα που ενστερνίστηκε από τότε ο Μακάριος. Και τ' αποτελέσματα είναι πασίγνωστα. Δημιουργήθηκε η «Κυπριακή Δημοκρατία», με βάση τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Και μέσα σε τρία χρόνια, το 1963, φτάσαμε στο διαχωρισμό των Ελληνοκυπρίων από τους Τουρκοκύπριους, στη δημιουργία των τουρκοκυπριακών θυλάκων, στις πράσινες γραμμές, στην εμφάνιση ξεχωριστής τουρκοκυπριακής διοίκησης στο νησί. Ο διαμελισμός άρχιζε. Η χούντα, που χωρίς την κυπριακή κρίση δε θα ανέβαινε στην εξουσία, ανέλαβε το έργο της ολοκλήρωσης του διαμελισμού και της διχοτόμησης του νησιού. Συνέχισε, δηλαδή, ένα έργο που είχε αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια. Και το βρωμερό αυτό έργο της δε θα μπορούσε να «καρποφορήσει» χωρίς την υποταγή της Λευκωσίας στα κελεύσματά της. Η Λευκωσία, αντί να αντιταχθεί στα σχέδια της χούντας (διάβαζε των ΗΠΑ), διατήρησε κανονικές σχέσεις με τους δήμιους πραιτοριανούς. Δεν έγινε το κέντρο της αντιφασιστικής-εθνικοαπελευθερωτικής πάλης ολόκληρου του ελληνισμού.' Ετσι, ήλθε και η σειρά της, μα και η εθνική καταστροφή του 1974. Ο κοινοβουλευτισμός επανήλθε στην Ελλάδα με τίμημα το διαμελισμό της Κύπρου και την ανοικτή τουρκική κατάκτηση του 40% του εδάφους του νησιού. Και τι έκαναν τα πολιτικά κόμματα, όλα τα πολιτικά κόμματα χωρίς εξαίρεση; Συνέχισαν τον ίδιο τον παλιό δρόμο: το δρόμο της απ άρνησης της εθνικής αυτοδιάθεσης των Κυπρίων και της απομόνωσης των Ελλήνων της Κύπρου από τους Έλληνες της Ελλάδας (φτάσαμε να διακηρύττουμε πως οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες). Και ο δρόμος αυτός δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στον οριστικό κατα12
ποντισμό του κυπριακού ελληνισμού και σε μια νέα, ακόμα μεγαλύτερη, εθνική συμφορά. Τι φταίει; «Το ξερό κεφάλι μας;». «Ο Θεός που μας μισεί;». Η «μοίρα», όπως υποστηρίζει ο κ. Β. Λαγγίνωφ; Η «παχυδερμία» των Κυπρίων; Η «προδοσία» των Ελλαδιτών; Εμείς απερίφραστα, και χωρίς κανένα δισταγμό, απαντάμε ότι φταίει το παγκόσμιο καπιταλιστικό αποικιοκρατικό σύστημα και ο φορέας του παγκόσμιου κεφαλαίου, η κοσμοπολίτικη αστική τάξη όλου του κόσμου. Γι' αυτό και φταίει και η δική μιας αστική τάξη (παραδοσιακή ή συλλογική κρατική). Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, από τη γέννηση του, στηρίχτηκε στο διεθνή αποικιοκρατικό κεφαλαιοκρατικό καταμερισμό της εργασίας. Χωρίς τον καταμερισμό αυτόν δεν μπορεί να υπάρχει και να αναπαράγεται το παγκόσμιο σύστημα. Κι αυτό σημαίνει διχασμό της ανθρωπότητας σε καταπιεστικά και σε καταπιεσμένα έθνη, κι αυτό σημαίνει καταπίεση έθνους από έθνος. Η αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την ίδια την υπόσταση του καπιταλισμού. Γι' αυτό και καμιά αστική τάξη δεν αποδέχεται την εθνική αυτοδιάθεση. Οι αστικές τάξεις των καταπιεστικών εθνών την καταπολεμάνε, όχι μονάχα γιατί με τα αποικιακά υπερκέρδη ευημερούν, μα και γιατί, χάρη στην καταπίεση έθνους από έθνος, εκμαυλίζουν και εκφυλίζουν τους αντιπάλους τους, την εργατική τάξη. Οι αστικές τάξεις των καταπιεσμένων εθνών κι αυτές αντιστρατεύονται την εθνική αυτοδιάθεση, γιατί έτσι μονάχα μπορεί να λειτουργεί και να αναπαράγεται ο καπιταλισμός, άρα και η εξουσία τους, στις χώρες τους. Το αίτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης, λοιπόν, είναι αίτημα των δυνάμεων που αγωνίζονται κατά του παγκόσμιου συστήματος. ' Οταν άρχιζε ο ένοπλος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές και η διεθνής κατάσταση ρευστή. Αλλά και μετά το 1960 (τουλάχιστο ίσαμε το 1970) πολλά θα μπορούσανε να 13
γίνουν, αν ηγεμόνας του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ήταν η ελληνική εργατική τάξη. Μα για διάφορους ιστορικούς λόγους, απαρνήθηκε το ρόλο της αυτό. ' Ετσι, η ελληνική αστική τάξη ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα για να τον οδηγήσει εκεί που τη συνέφερε: στην απάρνηση της εθνικής αυτοδιάθεσης. ' Ετσι, όμως, το Κυπριακό αντί να είναι στοιχείο του παγκόσμιου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, έγινε πιόνι στη σκακιέρα του παιχνιδιού για το ξαναμοίρασμα της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής από τις μεγάλες δυνάμεις (αυτό φάνηκε ολοκάθαρα το 1956 με το διώξιμο των παραδοσιακών αποικιοκρατών, Άγγλων και Γάλλων, από την περιοχή). 'Οσοι κυριαρχούνται από την αντεπαναστατική λογική (τη λογική της διατήρησης του σημερινού παγκόσμιου ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΒΟ) λένε ότι «βρισκόμαστε μπροστά σε μια σύγχρονη "ανατολική ροπή" του προαιώνιου Ανατολικού Ζητήματος... που δεν έχει πού αλλού να στραφεί παρά μόνο στο Αιγαίο και την Κύπρο» (Α. Στρατής: Ο από Ανατολή κίνδυνος, «Βήμα», 1/6/86). Μα τόσο η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας όσο και η απελευθέρωση της Κύπρου δεν μπορούνε να είναι υπόθεση του «Ανατολικού Ζητήματος». Είναι υπόθεση του αγώνα για την αυτοδιάθεση των εθνών. Η άρνηση αυτού του αγώνα (όχι στα λόγια, μα στην πράξη) είναι που μετατρέπει την αιγαιοπελαγίτικη Ελλάδα και την Κύπρο σε στοιχεία του ξαναμοιράσματος της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. Αυτό λέει η επαναστατική λογική. Μα ποιος, πραγματικά, μπορεί να βγάλει την Ελλάδα και την Κύπρο από το σύγχρονο «Ανατολικό Ζήτημα»; Μονάχα ένα ρωμαλέο και μεστό σε γνώση εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα για την αυτοδιάθεση του ελληνισμού. Όσο δε θα υπάρχει ένα τέτοιο κίνημα (που είναι πρώτα απ' όλα ευθύνη της εργατικής τάξης) θα είμαστε μπλεγμένοι στα θανατηφόρα δίχτυα του «Ανατολικού Ζητήμα14
τος». Η Ελλάδα θα ζει κάτω από το καθεστώς της ξένης κηδεμονίας και «προστασίας», που όλο και θα γίνεται ισχυρότερο (σύμφωνα με τους ειδικούς της βορειοαμερικανικής εταιρείας «Φορστ Σάλιβαν», η λεγόμενη ανεξαρτησία της Ελλάδας είναι κατά το μάλλον ή ήττον κυρίως συμβολική. «ΕΝΑ»,αριθμ.τεύχους38,18/9/1986) καιη Κύπρος μοιραία και άβουλα θα περιμένει την ολοκληρωτική καταστροφή. Το μέλλον του έθνους θα υποσκάπτεται ανεπανόρθωτα. Ούτε το «ελληνικό λόμπι» στην Ουάσιγκτον, ούτε η περιβόητη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, ούτε τα «ανοίγματα προς Ανατολάς» και τα καλά λόγια του σοβιετικού συνασπισμού, ούτε η «κατανόηση» της ΕΟΚ, ούτε ο «αδελφός» Καντάφι κλπ. μπορούν ν' αλλάξουν την πορεία προς την άβυσσο, προς το εθνικό βάραθρο. Οι ιδεολόγοι της αστικής τάξης «ανακάλυψαν» τους βάρβαρους που φταίνε για όλα: είναι η Τουρκία. Ποια, όμως, Τουρκία; Δε μας το λένε γιατί είναι φτηνοί σοβινιστές. Η επίσημη Τουρκία, η αντιδραστική Τουρκία των μεγαλοκεφαλαιούχοον, των μεγαλογαιοκτημόνων, της συλλογικής γραφειοκρατικής κρατικής αστικής τάξης, των στρατοκρατών, είναι η Τουρκία της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Είναι κρίκος του παγκόσμιου πολεμικούστρατηγικού συστήματος του σύγχρονου διεθνούς νεοαποικισμού. Γι' αυτό είναι κι αυτή πιόνι στη σκακιέρα του παιχνιδιού του σύγχρονου «Ανατολικού Ζητήματος». Μα, τούτη τη φορά, ο «μεγάλος άρρωστος» δεν είναι η Οθωμανική Τουρκία, που από καιρό μας άφησε χρόνους. Είναι όλα τα νεοαποικιακά σάπια καθεστώτα της περιοχής, που όλα τους, χωρίς εξαίρεση, γνωρίζουν τη νεοαποικιακή εξάρτηση και οι λαοί τους την καταπίεση των δυνατών του κόσμου. Ο αγώνας γίνεται για να ξαναμοιραστεί η περιοχή σε σφαίρες πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής επιρροής. Και στο «Ανατολικό Ζήτημα» υπάγονται και η Κύπρος και τα νησιά του 15
Αιγαίου (βλέπε σχετική μυστική αμερικανική έκθεση, «Βήμα», 20/7/1986). ΓΥ αυτό έχει δίκιο ο ΟιπκίορΙιε ΟΗίοΙεί. όταν διαπιστώνει ότι ο κυπριακός λαός είναι αιχμάλωτος ενός παιχνιδιού που στην πραγματικότητα δεν είναι δικό του («Μοπάο ΟίρΙοΓΤοΐΐςυε», Αύγουστος 1986). Έτσι, η αντιδραστική Τουρκία, το «αγαπημένο παιδί» των μεγάλων δυνάμεων, με την υποκίνησή τους, συμμετέχει κι αυτή στο παιχνίδι του ξαναμοιράσματος, προσπαθεί να προσφέρει τις «καλές της υπηρεσίες» και φροντίζει ν' αποκομίσει «κέρδη» (στην Κύπρο, στο Αιγαίο και αλλού). Έτσι μονάχα μπορεί πρόσκαιρα ν' αμβλύνει τα οξύτατα κοινωνικά και εθνικά εσωτερικά προβλήματά της (καταπίεση Κούρδων κλπ.) Γιατί όλα τ' αντιδραστικά καθεστώτα χρησιμοποιούν την εξωτερική πολιτική τους για λόγους εσωτερικούς. Και, φυσικά, δεν είναι η «έξυπνη» διπλωματία της Άγκυρας που έχει στριμώξει την Αθήνα. Είναι η γνώση της πραγματικότητας. Η Άγκυρα γνωρίζει από την ίδια την πείρα της ότι η επίσημη Ελλάδα δεν είναι υπέρμαχος της εθνικής αυτοδιάθεσης των λαών (το έδειξε και το δείχνει στην περίπτωση της ίδιας της ελληνικής Κύπρου). Η Άγκυρα ξέρει ακόμα ότι η επίσημη Ελλάδα, η επίσημη Τουρκία, μα και η νεοαποικιακή Κύπρος, αποτελούν κρίκους του παγκόσμιου πολεμικού-στρατηγικού συστήματος του νεοαποικισμού. Τόσο αυτοί που ελέγχουν, σήμερα, αυτό το σύστημα (ΗΠΑ) όσο και Εκείνοι που θέλουν να τους διαδεχθούν, όλοι τους δεν επιθυμούν τη διάσπασή του. Γι' αυτό και όλοι τους είναι υπέρ της «ελληνοτουρκικής φιλίας» (όλοι μας συνιστούν να τα έχουμε καλά με την Άγκυρα, ακόμα και η Κίνα). Η επίσημη Ελλάδα, είτε ειρηνικά είτε μη ειρηνικά, πρέπει να δείχνει «κατανόηση» στα αιτήματα της Άγκυρας. Κι αυτό γίνεται, έστω κι αν χρησιμοποιούνται θολή πολυγλωσσία και σοβινιστικές εξάρσεις. Γιατί η λεγόμενη «ελληνική αδιαλλαξία», η άρνηση της Αθήνας για «εποικοδομητικό διάλογο» με την Άγκυρα, απομονώνει την 16
επίσημη Ελλάδα, γιατί «φίλοι» και «μη φίλοι», της οικογένειας των μεγάλων δυνάμεων, τη θεωρούν υπεύθυνη για τη διαταραχή, στην Ανατολική Μεσόγειο, της συνοχής του παγκόσμιου πολεμικού-στρατηγικού συστήματος του νεοαποικισμού, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στη μεγαλοεθνική ηγεμονική πολιτική τους. Η επίσημη Ελλάδα, σε σύγκριση με την επίσημη Τουρκία, μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου «Ανατολικού Ζητήματος», βρίσκεται σε δυσμενή θέση. Η απαίτηση των νεοαποικιακών δυνάμεων για «ελληνοτουρκική φιλία» δεν της αφήνει και πολλά περιθώρια για να έχει κι αυτή μεγάλα «κέρδη» από την ξαναμοιρασιά της περιοχής. Αντίθετα, οι χασούρες είναι μεγάλες, αφού και η Κύπρος και η αιγαιοπελαγίτικη Ελλάδα μπαίνουν στα παζάρια! Η αμετροέπεια για δήθεν κατάκτηση μεγάλου διεθνούς κύρους, για σπουδαίο ρόλο της επίσημης Ελλάδας στην Αραβική Ανατολή, για αποφασιστική συμμετοχή της στη διευθέτηση νεοαποικιακών διενέξεων (Τσαντ) κλπ. ανήκει στη φιλολογία της πονηρής πολυλογίας που προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση. Η πραγματικότητα είναι ολότελα διαφορετική (ας μην ξεχνάμε ότι η επίσημη Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σύμμαχος της Άγκυρας, του κατακτητή της Κύπρου). Το έθνος μας γνωρίζει βαθιά και πολύπλευρη κρίση. Πολλά είναι τα σημάδια της σήψης. «Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Και το ελληνικό κράτος πάει από το κακό στο χειρότερο.' Ολο και μεγαλύτερη είναι η εξάρτησή του από τους «κηδεμόνες και προστάτες». Η οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης (βλέπε έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, «Βήμα», 29/6/1986). Το κράτος καταφεύγει στον ξέφρενο εξωτερικό δανεισμό και στην όλο και μεγαλύτερη στρατιωτική «βοήθεια» από τις ΗΠΑ. Η ελληνική βιομηχανία μαραζώνει και οι άνεργοι είναι εκατοντάδες χιλιάδες. Δεν είναι καθόλου υπερβολή αν πούμε ότι θυμίζουμε κράτος μπανανία (βλέπε συνέντευξη του πρεσβευτή των ΗΠΑ Κήλυ, στην «Ελευθερο2
17
τυπία» στις 15/7/1986). Τα εθνικά μας θέματα διέρχονται επικίνδυνη φάση. Η Κύπρος βουλιάζει, η α ι γ α ι ο π ε λ α γ ί τ ι κη Ελλάδα απειλείται (χωρίς αυτή το έθνος θα πεθάνει από ασφυξία). Και ο λαός, παθητικοποιημένος, πάσχει από «παχυδερμία». Μάλιστα, οι ιδεολόγοι της σύγχρονης άρχουσας τάξης τον κατηγορούν ότι για όλα φταίει αυτός. Κάποτε ο λαός αντιμετώπιζε την εργασία ως αδελφή της ευτυχίας. Τώρα την απαρνιέται, γιατί τη θεωρεί το διάβολο, πηγή δυστυχίας. Τώρα ο λαός είναι τεμπέλης, μας λένε οι ιδεολόγοι αυτοί. Απασχολείται μονάχα 180 ημέρες το χρόνο (κι απ' αυτές ένας θεός ξέρει πόσες πραγματικά εργάζεται). Για όλα, λοιπόν, φταίει η τεμπελιά του εργαζόμενου λαού. Μα ποιος τον κατάντησε σ' αυτό το σημείο της παρακμής, της σαπίλας; Δεν είναι το ίδιο το σάπιο καθεστώς; Μήπως δεν είναι το σύστημα που τυφλά και οι φορείς του που συνειδητά ωθούν τους εργαζόμενους σε εκμαυλισμό και σε εκφυλισμένες αντεπαναστατικές μορφές ταξικής πάλης; Θεωρούν πως είναι καλύτερα οι εργαζόμενοι να είναι τεμπέληδες και λουφαδόροι, παρά επικίνδυνοι αντίπαλοι. Ναι, αυτή είναι η πικρή αλήθεια! Μα η σήψη απειλεί την ίδια την ύπαρξη του έθνους. Ο κορμός του έθνους είναι ο εργαζόμενος λαός. Η κεφαλή του είναι η εργατική τάξη. Όταν αυτοί πνίγονται μέσα στο βούρκο της ακαματοσύνης και της κοσμοπολίτικης παχυδερμίας, όταν αυτοί χάνονται μέσα στις απολαύσεις της άσκοπης και αποβλακωτικής κατανάλωσης, όταν κυριαρχούνται από την αστική αδηφαγία (να πάρουμε, να μη δώσουμε), τότε το έθνος νοσεί και νοσεί επικίνδυνα. Κι όμως, για να σωθεί η Κύπρος, αν μπορεί να σωθεί, για να υπερασπιστεί η αιγαιοπελαγίτικη Ελλάδα, απαιτείται εργαζόμενος λαός και εργατική τάξη με μεγάλη εθνική ευαισθησία, με πραγματικό εθνικό φιλότιμο. Αυτή είναιη προϋπόθεση για να ξεπεταχτεί και πάλι ένα μεγάλο κίνημα Εθνικής Αντίστασης ενάντια σε όλους εκείνους που απαρνιούνται το δικαίωμα της εθνικής μας αυτοδιά18
θέσης. Και μονάχα ένα τέτοιο κίνημα θα βγάλει και την Κύπρο και το Αιγαίο από το παιχνίδι του σύγχρονου «Ανατολικού Ζητήματος», από το παιχνίδι της εθνικής μας συμφοράς. Αυτό είναι το σκεπτικό της επαναστατικής λογικής. 'Οσοι σκέπτονται με βάση την αντεπαναστατική λογική θα το βρούνε παραλογισμό και ξεπερασμένο ρομαντισμό. Δεν απευθυνόμαστε σ' αυτούς. Απευθυνόμαστε σ' όλους εκείνους τους ' Ελληνες που δεν έχασαν την επαφή με το εθνικό συμφέρον, σ' όλους εκείνους τους ' Ελληνες που θέλουν να ζήσουν σ' αυτή τη μαρτυρική γη με υπερηφάνεια, με εθνικό φιλότιμο, με συνείδηση της αξίας του ελληνικού έθνους (οι άλλοι ζούνε όπου τους λάχει, όπου βολεύονται και διασφαλίζουν την καλοπέραση τους). Προς τους ' Ελληνες αυτούς απευθύνεται και η έκδοση τούτη. Περιλαμβάνει άρθρα του συγγραφέα για το Κυπριακό, που δημοσιεύτηκαν από το 1958 έως σήμερα. Δεν έγινε καμιά επιλογή. Από το 1958 έως σήμερα ο τόπος μας έζησε πολλές περιπέτειες. Το ίδιο και ο συγγραφέας. Πολλά άρθρα του χάθηκαν στους δύσκολους καιρούς. Γι' αυτό και δημοσιεύονται όσα μέχρι στιγμής έχουν διασωθεί. Υποχρεωτικά, λοιπόν, υπάρχουν κενά. Μα έχουμε τη γνώμη πως τα δημοσιευόμενα άρθρα-μελετήματα, ως σύνολο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον, τόσο για να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη του Κυπριακού, από επαναστατική άποψη, όσο και για να διαπιστώσει την εξέλιξη του προβληματισμού του συγγραφέα.* Κι αυτό όχι για να ικανοποιηθούν οι τυχόν περίεργοι, μα γιατί ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να υποστεί τον έλεγχο και την κριτική του έθνους. Και με την ελπίδα ότι ίσως φανεί σε
* Συστηματοποιημένος και ολοκληρωμένος προβληματισμός του συγγραφέα για το Κυπριακό υπάρχει στο έργο του: «Ιστορία της Σύγχρονης Ρλλάδας» (1940-1974). βλ. τόμους Β' και Δ'.
19
κάτι χρήσιμη η έκδοση τούτη, προχωρήσαμε στην πραγμάτωσή της χάρη στην προθυμία των εκδόσεων «Επικαιρότητα». Αθήνα, Σεπτέμβριος 1986
20
Ο συγγραφέας
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΤΟ Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα προσέφυγε για πρώτη φορά στον ΟΗΕ τον Αχίγουστο τον 1954 και ζητούσε από τη Γενική του Συνέλευση να συζητήσει το δέμα της εφαρμογής της αρχής της αυτοδιάθεσης χαι για το λαό της Κύπρου. Το θέμα, από τότε, έγινε ένα από τα μόνιμα προβλήματα του ΟΗΕ. Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε με ευκαιρία τη συζήτηση του Κυπριακού από την Πολιτική Επιτροπή της Δεκάτης Τρίτης Συνόδου της Γεν. Συνέλευσης τον ΟΗΕ (25/11/1958-4/12/1958).
Το κυπριακό πρόβλημα, ύστερα από σειρά περιπλανήσεων, τώρα με την εξέταση του στον ΟΗΕ, εισέρχεται στην πλέον κρίσιμη φάση του. Αν τον τελευταίο καιρό η κυπριακή υπόθεση παρουσίασε υποτροπή και επιδείνωση, αυτό δεν είναι απλώς συνέπεια της αδιάλλακτης πολιτικής των Ά γ γλων αποικιοκρατών και των Τούρκων συνεταίρων τους, αλλά και καρπός της εσφαλμένης και εθνικά επιζήμιας πολιτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση Καραμανλή. Το Κυπριακό, από τη φύση του, είναι πρόβλημα καθαρά αντιαποικιακό. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του γενικότερου προβλήματος της κατάλυσης του αποικιακού συστήματος σε παγκόσμια κλίμακα. Αντιαποικιακός το λοιπόν ο χαρακτήρας του κυπριακού αγώνα, αντιαποικιακή πρέπει να είναι και η πολιτική εκείνων που υπεύθυνα χειρίζονται την κυπριακή υπόθεση. Συγχύσεις, νοθεύσεις και παραχαράξεις δεν έχουν θέση σε μια τόσο καθαρή υπόθεση. 21
Και το Κυπριακό δεν το διαχειρίζεται μονον ο είΐναρχης Μακάριος, αλλά και η κυβέρνηση των Αθηνών που δυστυχώς εμμένει να βλέπει τον ηρωικό αγώνα των Κυπρίων σαν εσωτερική υπόθεση του ιμπεριαλιστικού συγκροτήματος της ατλαντικής συμμαχίας. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ρίζα του κακού. Ζητείται από το σύμφωνο της αποικιοκρατίας να δώσει λύση στο αντιαποικιακό πρόβλημα της Κύπρου. Και η λύση που μπορεί να δοθεί από το ΝΑΤΟ είναι μία: να μι:ίνι:ι άλυτο για πάντα το δίκαιο αίτημα της εθνικής απι:λι:ι>0(·.ρο)σης των Κυπρίων. Και θα έπρεπε κανείς να αδικήσει το ΝΑΤΟ, αν περίμενε να δώσει λύση, που θα έβγαινε έξω από τα πλαίσια της αποικιοκρατίας. Οι κυρίαρχες δυνάμεις του ατλαντικού συμφώνου είναι δυνάμεις αποικιοκρατικές, ιμπεριαλιστικές, που βασίζουν την ισχύ τους στη διατήρηση του αποικιακού συστήματος Οι Ρωμαίοι κατακτητές, στην αρχαιότητα, διέπονταν από την αρχή: «ο άνθρωπος στον άνθρωπο, λύκος». Ο Αμερικανός θεωρητικός του ΝΑΤΟ κ. Σπίκμαν, στο έργο του «Η αμερικανική στρατηγική στην πολιτική», δίνει μια παρόμοια αρχή, που διέπει σήμερα τις μεγάλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ: «Το κράτος στο άλλο κράτος πρέπει να συμπεριφέρεται σαν τίγρης» (σ. 469). Σε όλους είναι γνωστό ότι οι «τίγρεις» του ΝΑΤΟ, όπου μπορούν, διατηρούν την κυριαρχία τους, κρατώντας κάτω από το πέλμα του αποικιακού ζυγού εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις. Ένας άλλος Αμερικανός θεωρητικός, ο κ. Α. Βίτον, στο έργο του «Η αμερικανική αυτοκρατορία», αναπτύσσει τη θεωρία ότι οι αποικιακοί λαοί δεν είναι σε θέση να πάρουν την εθνική τους ανεξαρτησία και ότι έχουν ανάγκη της ηγεσίας και κηδεμονίας των «πολιτισμένων» (σ. 53). «Πολιτισμένοι» είναι, κατά τον κ. Α. Βίτον, οι αποικιοκράτες-ιμπεριαλιστές, οι μονοπωλιστές-χρηματιστές, τύπου Μόργκαν, Βάλλενμπεργκ, Σόλβυ, Κρουπ, Ροκφέλερ, Φίλιπς κλπ. που δεσπόζουν του ΝΑΤΟ. Βεβαίως, δε θα χρειάζονταν ούτε οι ομολογίες των θεωρητικολόγων, για να πεισθεί κανείς τι είναι το ΝΑΤΟ. Μια απλή γνώση, ποιοι είναι οι συνέταιροι 22
του πολεμικού αυτού συγκροτήματος, πείθει και για το ρόλο αυτής της «ιερής συμμαχίας». Ηνωμένες Πολιτείες, Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, να οι βασικοί συνέταιροι του ΝΑΤΟ, που ταυτόχρονα είναι και γνωστοί σαν οι κύριες αποικιακές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πώς λοιπόν οι κύριοι αυτοί θα δώσουν δικαιοσύνη στην Κύπρο; Μήπως δεν είναι αυτοί που συγκρότησαν τα αποικιακά σύμφωνα του Σ Ε Α Τ Ο και της Βαγδάτης, που εξήγγειλαν τα αποικιακά δόγματα τύπου Τρούμαν και Αϊζενχάουερ; Μήπως δεν είναι αυτοί που οργάνωσαν και ενήργησαν τη ληστρική επίθεση εναντίον της Αιγύπτου; Δεν είναι αυτοί που πνίγουν στο αίμα τον αλγερινό λαό, που στέλνουν τους στόλους τους, τους πεζοναύτες τους και τα τανκς τους για την κατάπνιξη των αντιαποικιακών κινημάτων της Εγγύς και της Ά π ω Ανατολής; Με βάση ποια λογική μπορεί κανείς να γυρεύει από τους αποικιοκράτες αυτούς να λύσουν το Κυπριακό; Μήπως δεν είναι αυτοί που πάντα καταψήφισαν, την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ; Μήπως οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, άλλοι έμμεσα και άλλοι άμεσα, δεν υποστηρίζουν το όργιο της αποικιοκρατίας στην Κύπρο; Και όμως παρ* όλα αυτά η κυβέρνηση του κ. Καραμανλή επιμένει να δοθεί μια λύση στο Κυπριακό, που να μη βγαίνει από τα πλαίσια του ΝΑΤΟ και να μη θίγει τα συμφέροντα της αποικιακής αυτής συμμαχίας. Ακόμα και τις τελευταίες προτάσεις Μακαρίου «περί ανεξαρτητοποιήσεως της Κύπρου», που αποτελεί σοβαρή υποχώρηση από το αίτημα της αυτοδιάθεσης, ήλθε η κυβέρνηση των Αθηνών να τις διαβρώσει και να παρουσιάσει τη γνωστή ανακοίνωση της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με την οποία η ελληνική κυβέρνηση θα εδέχετο την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου στα πλαίσια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και του ΝΑΤΟ. Βεβαίως, τώρα κατατέθηκε στον ΟΗΕ το ελληνικό σχέδιο απόφασης, χωρίς σ ' αυτό να διευκρινίζεται η Θέση της Κύπρου έναντι του ΝΑΤΟ. Λύση, όμως, όπου λαμβάνονται 23
υπόψη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δε θα δώσει στην Κύπρο την ελευθερία και θα τη μετατρέψει σε ακόμα πιο σταθερή βάση για τις ιμπεριαλιστικές προκλήσεις εναντίον των αραβικών λαών της Μέσης Ανατολής. Ακόμη από το 1949, το αμερικανικό περιοδικό «Γιουνάιτεντ Νέσιον Ουόρλντ», στο τεύχος του Φεβρουαρίου, ανοικτά και κατηγορηματικά έγραφε: «Τα πετρέλαια της Μέσης και Εγγύς Ανατολής είναι το κέντρον της οικονομικής στρατηγικής της Αμερικής. Είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένα με τους στρατιωτικούς και διπλωματικούς σκοπούς μας». Πώς λοιπόν οι ΗΠΑ μπορούν να διαφωνούν με μια λύση που θα τους έδινε τη δυνατότητα να συνεταιρισθούν με τους Άγγλους την Κύπρο, σαν αποικιακό προγεφύρωμα εναντίον του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των λαών της Μέσης Ανατολής; Εκείνος όμως που διαφωνεί είναι ο ελληνικός λαός της Ελλάδας και της Κύπρου. Γιατί η λύση του ΝΑΤΟ θα περιπλέξει την Ελλάδα σε μελλοντικούς αποικιοκρατικούς τυχοδιωκτισμούς, εναντίον των φίλων αραβικών λαών και θα δοναμώσει την εξάρτηση του τόπου μας από τους ιμπεριαλιστές. Η μόνη λύση που υπάρχει για την Κύπρο είναι η συνεπής αντιαποικιακή-αντιιμπεριαλιστική πάλη της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτή θα βγάλει το Κυπριακό από το βάραθρο του ΝΑΤΟ και θα του ανοίξει αισιόδοξες προοπτικές. Μόνο μια τέτοια πολιτική θα αξιοποιήσει τα ολοκαυτώματα των Κυπρίων αγωνιστών και την αδελφική συμπαράσταση των αντιαποικιακών-αντιιμπεριαλιστικών κρατών. Ο δρόμος του ΝΑΤΟ είναι δρόμος του εθνικού ολέθρου. Ο δρόμος της αντιαποικιακής πάλης, μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ και σε στενή συνεργασία με τα ελεύθερα αραβικά κράτη, είναι ο δρόμος της νίκης και της ελευθερίας. Το δρόμο αυτό γυρεύει να ακολουθήσει όλο το ελληνικό έθνος. Μόνον όσοι βρίσκονται μακριά από τα εθνικά συμφέροντα μπορούν να διαφωνούν. Η συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που θα πραγματοποιηθεί τούτες τις ημέρες, θα δώσει για μια ακόμα φορά στην κυβέρνηση 24
του κ. Καραμανλή τη δυνατότητα να αποδείξει πού στέκεται και τίνος τα συμφέροντα υπερασπίζει. Πάντως, όπως δήλωσε και ο κ. Αβέρωφ, κάθε νέα υποχώρηση από τις προτάσεις του Μακαρίου για ανεξαρτησία, με εγγύηση του ΟΗΕ, θα είναι ολέθρια για την Ελλάδα και για την Κύπρο. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΟΙΚΟΣ» του Καΐρου στα 2 4 / 11/1958 με το ψευδώνυμο Ε. Νικητάχος.
25
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΛΓΕΡΙΝΟ Τα διαφορετικά αποτελέσματα στον ΟΗΕ: καρπός της διαφορετικής πολιτικής. Το άρθρο αυτό γράφτηκε στα τέλη του Δεκέμβρη 1958 και εξετάζει τα αίτια της αποτυχίας της ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ για την Κύπρο και τους λόγους της επιτυχίας που σημείωσε τότε η υπόθεση της ελευθερίας της Αλγερίας.
Η πρόσφατη σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ασχολήθηκε και πάλι με τα προβλήματα της Κύπρου και της Αλγερίας. Τα αποτελέσματα της μάχης που δόθηκε ήταν διαφορετικά. Οι ιμπεριαλιστές ηττήθηκαν στο Αλγερινό και νίκησαν στο Κυπριακό. Μια πολιτική νίκη και μια ήττα και για τις αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τα διαφορετικά αποτελέσματα για δυο προβλήματα της αυτής ουσίας, σε μια μάχη που δόθηκε στο ίδιο πεδίο και χρονολογικά ταυτόχρονα, ίσως φανεί παράδοξο γεγονός. Δεν πρόκειται, όμως, στην πραγματικότητα για κανένα αίνιγμα, αλλά είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της όλης πολιτικής που ακολουθούν οι ιθύνοντες που χειρίζονται τις υποθέσεις των δυο αυτών αντιαποικιακών κινημάτων. Ο ΟΗΕ αποτελεί ένα διεθνή οργανισμό, στον οποίο αντιπροσωπεύονται τόσο οι ιμπεριαλιστές-αποικιοκράτες όσο και οι αντιιμπεριαλιστικές-αντιαποικιοκρατικές δυνάμεις. 26
Είναι ένα πεδίο διπλωματικών μαχών ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές. Στον ΟΗΕ οι δυνάμεις του ιμπεριαλισμού διαθέτουν τη μηχανή των ψήφων των υποτελών σ' αυτές κρατών (κυρίως διαθέτουν τις ψήφους των χωρών της Λατινικής Αμερικής και του ΝΑΤΟ). Οι δυνάμεις της Δημοκρατίας είναι εξοπλισμένες με τη θέληση της ανθρωπότητας για μια ειρηνική και λεύτερη ζωή. Ο συσχετισμός των δυνάμεων, μέσα στα πλαίσια του ΟΗΕ, είναι διαφορετικός και ανάλογος με το χαρακτήρα του θέματος που μ ' αυτό, κάθε φορά, ασχολείται ο οργανισμός. Κάθε νίκη των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, μέσα σ' αυτόν το διεθνή οργανισμό, είναι ένα ακόμα βήμα προς την αποφασιστική ενίσχυση των δημοκρατικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Γ ι ' αυτό και η σημασία του ΟΗΕ είναι μεγάλη. Εκεί όπου το ιμπεριαλιστικό μέτωπο, μέσα στον ΟΗΕ, παρουσιάζει μεγαλύτερη αδυναμία, είναι στον τομέα των αποικιακών προβλημάτων. Εδώ οι αντιαποικιακές δυνάμεις διατηρούν μεγαλύτερη συνοχή, ενώ η ιμπεριαλιστική μηχανή των ψήφων πάσχει από τάσεις διαρροής. Και στον τομέα αυτό φέτος νίκησε η υπόθεση της αλγερινής ελευθερίας και ηττήθηκε η υπόθεση της κυπριακής αυτοδιάθεσης. Και η ήττα αυτή είναι φυσικό να έχει δημιουργήσει σοβαρές ανησυχίες όχι μόνο στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη τη Μέση Ανατολή. Γιατί τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την ήττα αυτή είναι ότι δεν ήταν συμπτωματική, αλλά αποτέλεσμα του λανθασμένου χειρισμού. Το Αλγερινό και το Κυπριακό είναι και τα δυο προβλήματα με εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Αναμφισβήτητα τα κινήματά τους πήραν διαφορετικές μορφές, σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες που επικρατούν σε καθεμιά από τις δυο χώρες. Παρ' όλα αυτά, όμως, είναι και τα δύο μέρος της γενικής αντιαποικιακής πάλης των λαών. Κατά συνέπεια, κοινά είναι και τα βασικά προβλήματά τους. Η διαφορετική στάση που παίρνουν οι υπεύθυνοι του Αλγερινού και του Κυπριακού, στα βασικά αυτά προβλήματα, αποδείχνει ότι η κυβέρνηση των Αθηνών, ο άμεσος διαχειριστής του Κυπρια27
κοό, βρίσκεται δυστυχώς μακριά από τον ορθό δρόμο. Οι αντίπαλοι της Αλγερίας και της Κύπρου είναι οι αυτοί. Είναι οι ιμπεριαλιστές-αποικιοκράτες. Μόνο ο άμεσος ενδιαφερόμενος διαφέρει. Στην περίπτωση της Αλγερίας είναι ο γαλλικός ιμπεριαλισμός, στην περίπτωση της Κύπρου είναι ο αγγλικός ιμπεριαλισμός. Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός παλεύει να κρατήσει κάτω από το ζυγό του την Αλγερία, η τύχη της οποίας έχει σημαντική σημασία και για όλη την περιοχή της Αφρικής, που βρίσκεται κάτω από τη γαλλική κυριαρχία. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός παλεύει να κρατήσει την Κύπρο σαν ένα από τα τελευταία στηρίγματά του στη Μέση Ανατολή. Είναι γνωστό ότι, μεταπολεμικά, ο ιμπεριαλισμός γενικά και η αγγλική αποικιοκρατία ειδικά, γνώρισαν τεράστιες ήττες στην περιοχή αυτή. Εδώ η στρατιωτική δύναμη του αγγλικού ιμπεριαλισμού αποσυντέθηκε, ενώ ο οξύς χαρακτήρας των εσωιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στη Μέση Ανατολή, κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη θέση του σ ' αυτή. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις μεγάλες επιτυχίες του απελευθερωτικού κινήματος της περιοχής, δημιουργούν πιο ευνοϊκές συνθήκες για το Κυπριακό, από αυτές που γνωρίζει το Αλγερινό, έστω και αν το δυναμικό του αγγλικού ιμπεριαλισμού είναι σε σύνολο ανώτερο από εκείνο του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Πού το λοιπόν χρωστιέται η τελείως αντίθετη πορεία και εξέλιξη; Γιατί το Αλγερινό προχωρεί και το Κυπριακό βρίσκεται σε αποτελμάτωση; Αυτό οφείλεται στους παρακάτω λόγους: 1) Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας και των δύο κινημάτων τους δημιουργεί την πλατιά δυνατότητα της συσπείρωσης μέσα σ' αυτά όλων των εθνικών δυνάμεων. Η
συσπείρωση αυτή αποτελεί τον πρώτο βασικό παράγοντα
για την επιτυχία του αγώνα. Το αλγερινό κίνημα τον αποφασιστικό συντελεστή της εθνικής ενότητας τον επιδίωξε και τον επέτυχε στη βάση της
συν«πούς αντιιμπεριαλιστιχής πάλης. Στην πορεία της
πάλης δημιούργησε και το κεντρικό όργανο καθοδήγησης του 28
αγώνα, την προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Αλγερίας. Στην περίπτωση της Κύπρου παρουσιάζεται μια ευνοϊκή ιδιομορφία: το γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού έθνους συγκροτεί ανεξάρτητο πολιτικά κράτος. Η κυβέρνηση του κράτους αυτού, χαράσσοντας συνεπή αντιιμπεριαλιστική πολιτική, θα μπορούσε να πετύχει πιο εύκολα την εθνική ενότητα στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Η πολιτική όμως της προσκόλλησης στο ιμπεριαλιστικό άρμα, που ακολουθεί η κυβέρνηση Καραμανλή, φέρνει αντίθετα αποτελέσματα. Ο εθνικός διχασμός αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα της ιμπεριαλιστικής κηδεμονίας στην Ελλάδα και εφόσον ο κ. Καραμανλής επιμένει σ ' αυτή την κηδεμονία, γίνεται και ο άμεσος φορέας του εθνικού διχασμού των Ελλήνων. Έ τ σ ι , η πρώτη προϋπόθεση για την επιτυχή διεξαγωγή του αγώνα, ενώ υπάρχει στην Αλγερία, στην περίπτωση της Κύπρου ατροφεί. 2) Κάθε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα έχει όχι μόνο εχθρούς, αλλά και συμμάχους και φίλους. Πλάι στην εθνική ενότητα, οι σύμμαχοι αποτελούν το δεύτερο αποφασιστικό παράγοντα. Και η Αλγερία και η Κύπρος έχουν κοινούς συμμάχους. Είναι όλα τα αντιιμπεριαλιστικά κράτη και τα αντιαποικιακά κινήματα των χωρών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Ό μ ω ς , η αξιοποίηση της βοήθειας των φίλων είναι τελείως διαφορετική στις δυο περιπτώσεις. Η αγωνιζόμενη Αλγερία ζητεί και επιδιώκει τη στερέωση της φιλίας με τους φίλους της. Βασίζει τις σχέσεις της πάνω στις αρχές του Μπαντούγκ και εμπνέει μ ' αυτόν τον τρόπο την αγάπη και το σεβασμό. Δημιουργεί έτσι την ατμόσφαιρα της αποτελεσματικής συνεργασίας και του συντονισμού των προσπαθειών της με τη βοήθεια των φίλων της. Η κυβέρνηση του κ. Καραμανλή, αντίθετα, χάρη στην εξάρτησή της από τους ιμπεριαλιστές, ποτέ δεν μπόρεσε να επιδιώξει την αξιοποίηση της βοήθειας των φίλων της Κύπρου. Η βοήθεια δίνεται, αλλά η φιλοϊμπεριαλιστική νοοτρο29
πία της κυβέρνησης των Αθηνών την ευνουχίζει και την ατονεί. Έ τ σ ι , η δεύτερη προϋπόθεση, ενώ αξιοποιείται από την Αλγερία, χαντακώνεται από την κυβέρνηση Καραμανλή, στην περίπτωση της Κύπρου. 3) Το αλγερινό κίνημα πήρε την πιο υψηλή του οργάνωση με την ένοπλη εξέγερση. Στο διάβα του χρόνου δημιούργησε έναν πραγματικό στρατό που ξέρει να κρατάει σε διαρκή αιμορραγία τον εχθρό. Το πνεύμα της αγωνιστικότητας κρατείται ψηλά και οι απελευθερωμένες περιοχές γίνονται το προπύργιο της αλγερινής ελευθερίας. Στην Κύπρο, η οργανωτική διάρθρωση του κινήματος και η τακτική του διαφέρουν. Εφαρμόζεται ο μικροπόλεμος, που σκοπό έχει να κρατεί τον κατακτητή σε διαρκή ένταση. Οι Κύπριοι αγωνιστές με ηρωισμό κάνουν ό,τι είναι στο χέρι τους. Για να αξιοποιηθεί όμως ο αγώνας τους απαιτείται όπως η ελληνική κυβέρνηση διεξάγει συνεπή αντιιμπεριαλιστικό διπλωματικό αγώνα. Αλλά αυτή δεν ξεφεύγει από τα πλαίσια του ΝΑ ΤΟ, από το οποίο ζητεί μια κάποια λύση για το Κυπριακό. Και ο ίδιος ο κ. Καραμανλής δήλωσε τελευταία στη Βουλή ότι δυσκολεύεται να λύσει το Κυπριακό, επειδή είναι αναγκασμένος να μάχεται εντός των συμμαχιών. Και οι συμμαχίες αυτές είναι αποικιοκρατικές-ιμπεριαλιστικές, που βρίσκονται σε αντίθεση με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Η σοβαρή αυτή αντίθεση, που δημιουργείται από το γεγονός πως από τη μια η κυβέρνηση των Αθηνών είναι μπλεγμένη στον κύκλο του Νατοϊκού συγκροτήματος, ενώ από την άλλη συνεχίζεται με ένταση ο ηρωικός μικροπόλεμος στην Κύπρο, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την Κυπριακή Υπόθεση. Η θυσία δεν αξιοποιείται και αν το κακό συνεχιστεί επί πολύ, θα δημιουργήσει κλίμα κατάλληλο για να πιάσει η ηττοπάθεια που καλλιεργεί η κυβέρνηση των Αθηνών, με τη γνωστή θεωρία ότι η Ελλάδα μάχεται μόνη της και ότι τίποτα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει. Για όλα αυτά, το Κυπριακό έχασε και φέτος τη μάχη στον ΟΗΕ. Αντίθετα, το Αλγερινό την κέρδισε, γιατί βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Οι προσπάθειες να παρουσιαστεί η αλγερι30
νή επιτυχία σαν αποτυχία είναι παραχάραξη της πραγματικότητας, που σκοπό έχει να καλύψει τη χρεοκοπία της ιδιόρρυθμης πολιτικής, αυτής που διακηρύττει ότι μάχεται ενάντια στην αποικιοκρατία και ταυτόχρονα βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία της. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΟΙΚΟΣ» του Καΐρου στις 2 6 / 12/1958 με το ψευδώνυμο Ε. Νικητάχος.
31
Ζ Τ Ρ Ι Χ Η ΚΑΙ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε το Φλεβάρη 1959 και ήταν απάντηση στις θριαμβολογίες πως η ελληνοτουρκική φιλία εδραιώθηκε μια για πάντα, χάρη στις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης.
Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, στο κοινό ανακοινωθέν τους της 11ης τρέχοντος, χαρακτήρισαν τη συνθήκη της Ζυρίχης σαν επαναφορά στο δρόμο της συνεργασίας και της εποικοδομητικής φιλίας που χάραξαν ο Ελ. Βενιζέλος και ο Αττατούρκ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο χαρακτηρισμός αυτός και ατυχής είναι και αποτελεί σοβαρή παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας. Η (ίυμφωνία της Ζυρίχης του 1959 και η ελληνοτουρκική συνθήκη του 1930 ούτε συγκρίνονται ούτε εξισώνονται. Και αυτό όχι μόνο γιατί το ανάστημα των πολιτικών ανδρών των συνομιλιών της Ζυρίχης δεν μπορεί να συγκριθεί με το μέγεθος ενός Ε. Βενιζέλου ή ενός Αττατούρκ, μα κυρίως γιατί οι δυο αυτές πράξεις αποτελούν δυο γεγονότα διαφορετικού χαρακτήρα και διαφορετικής σημασίας. Το 1930, η παγκόσμια οικονομική κρίση και η ανικανότητα των κρατούντων να την εξαλείψουν δημιούργησαν όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία θεώρησαν σαν μόνη διέξοδο να ζητήσουν την αναθεώρηση όλων των συνθηκών της περιόδου 1912-1924. Οι ΗΠΑ γύρευαν τη διέξοδο με το κυνηγητό 32
των εξοπλισμών και τη δημιουργία μεγάλου πολεμικού στόλου και οι Αγγλογάλλοι κινητοποίησαν τις δυνάμεις τους για τη διατήρηση των θέσεών τους. Σε όλη αυτή την κίνηση τα μικρότερα κράτη συμμετείχαν, φυσικά μέσα στα πλαίσια της ξένης εξάρτησης τους. Έ τ σ ι , η Αλβανία, μετά την ιταλοαλβανική συνθήκη του 1926, γίνεται ο τόπος των ιταλικών ραδιουργιών στα Βαλκάνια. Η Γιουγκοσλαβία διεκδίκησε τη Θεσσαλονίκη και η φασιστική Βουλγαρία, που βρισκότανε κάτω από την ιταλογερμανική επιρροή, άρχισε να επιδίδεται σε σοβινιστική εκστρατεία σε βάρος των γειτόνων της. Η Τουρκία, μετά τη νίκη της επανάστασης του Αττατούρκ, από το 1922 ακολουθεί, για μερικά χρόνια, μιαν εξωτερική πολιτική λίγο πολύ ίσης φιλίας με όλες τις δυνάμεις. Η οικονομική κρίση του 1929-1933 είχε όμως σοβαρότατες αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του τουρκικού κράτους. Ό λ α τα αντιδραστικά στοιχεία, που συγκροτούσαν τους φεουδάρχες και τους εμπορομεσίτες των ξένων, κέρδισαν αποφασιστικό έδαφος. Η υπεροχή αυτή, σε συνδυασμό με τις τεράστιες δυσκολίες που δημιούργησε η οικονομική κρίση στην Τουρκία, οδήγησαν την κυβέρνηση του. Αττατούρκ στην πολιτική των σοβαρών παραχωρήσεων. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις γίνονται και πάλι οι πάτρονες της Τουρκίας. Το 1930, κλείνεται η γερμανοτουρκική συμφωνία που είχε σαν επακόλουθο χρηματιστικοί οίκοι, όπως του Σαχτ, να γίνουν αποφασιστικοί παράγοντες της τουρκικής ζωής. Το Μάιο του ίδιου χρόνου, το αμερικανικό τραστ πετρελαίων Στάνταρτ Ό ι λ ίδρυσε την τουρκοαμερικανική εταιρεία πετρελαίων, άρχισε την εκμετάλλευση όλων των πετρελαιοειδών της Τουρκίας και με άμεσες βλέψεις για την περιοχή της Μοσούλης. Έ ν α μήνα αργότερα, ο αμερικανικός οίκος Κρέιγκερ δίνει δέκα εκατομμύρια δολάρια στην τουρκική κυβέρνηση και παίρνει το μονοπώλιο κατασκευής σπίρτων στην Τουρκία. Την ίδια περίοδο υπογράφτηκε και γαλλοτουρκικό σύμφωνο φιλίας με αντιαγγλικές αιχμές. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η τουρ3
33
κική εξωτερική πολιτική να πάρει προσανατολισμούς φιλοϊμπεριαλιστικούς και τα σοβινιστικά συνθήματα να επανέλθουν έντονα στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Γρήγορα συγκροτείται μεγάλος τουρκικός στόλος, που έβαζε σε άμεσο κίνδυνο την ασφάλεια του ελληνικού Αιγαίου. Μέσα σε αυτό το διεθνές και βαλκανικό κλίμα κινείται και ο Ε. Βενιζέλος, πρωθυπουργός μιας μικρής χώρας, που ο ναυτικός της χαρακτήρας και οι ισχυροί οικονομικοί δεσμοί με τους Άγγλους την είχαν τότε κάτω από την άμεση επιρροή και εξάρτηση του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Η διείσδυση του αμερικανικού, του γερμανικού, του ιταλικού ιμπεριαλισμού στα Βαλκάνια και στην Τουρκία, που στρεφότανε ενάντια στα αγγλικά συμφέροντα, είχε άμεσο αντίκτυπο και στην Ελλάδα. Έκδηλο φαινόμενο αυτής της κατάστασης ήταν οι αξιώσεις των γειτόνων της σε βάρος της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας. Ο Ε. Βενιζέλος, σε αυτή την περίοδο, προσπαθεί να σπάσει τον κλοιό της διπλωματικής απομόνωσης και να έλθει σε επαφή και συνεννόηση με τους γείτονες της Ελλάδας, για να μπορέσει με αυτόν τον τρόπο να μειώσει τους υφιστάμενους κινδύνους. Το 1928 υπογράφει συμφωνία με τη φασιστική Ιταλία και τον ίδιο χρόνο και με τη Γιουγκοσλαβία. Το 1930, στις 30 Οκτωβρίου, υπογράφει τη συνθήκη φιλίας με την Τουρκία. Με τη_ συνθήκη αυτή το ζήτημα των αποζημιώσεων των Ελλήνων της Μικράς Ασίας λύθηκε σε βάρος του πολυβασανισμένου προσφυγικού πληθυσμού. Τακτοποιήθηκε, όμως, το ζήτημα των ναυτικών εξοπλισμών, έτσι που να μην μπορεί η Τουρκία να θέσει σε κίνδυνο το Αιγαίο. Με την ίδια πάντα συμφωνία, επετυγχάνετο η σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς την Τουρκία, γεγονός σοβαρό σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Έλληνες έμποροι πήραν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στην Τουρκία. Ό σ ο για την Κύπρο, δεν τέθηκε καθόλου ζήτημα, γιατί ο Ε. Βενιζέλος —στη Λωζάνη— το 1924, είχε κατορθώσει, αν και εκπρόσωπος της ηττημένης και ταπεινωμένης Ελλάδας, να επιβάλει 34
στους Τούρκους το αίτημα να παραιτηθούν για πάντα κάθε δικαιώματος πάνω στην ελληνική Μεγαλόνησο. Με τη συνθήκη του 1930 καμιά στρατιωτική επιθετική δέσμευση δεν πήρε η Ελλάδα και η συνθήκη δε στρεφότανε ενάντια σε κανένα γείτονά της. Τι το κοινό μπορεί να έχει η συμφωνία με τα συμβάντα της Ζυρίχης; Απολύτως κανένα. Το 1959, η Ελλάδα κινείται μέσα σε ένα διεθνές κλίμα, όπου ο ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία διαρκώς χάνουν έδαφος. Στο βαλκανικό χώρο εξαλείφτηκε η δυτική ιμπεριαλιστική επιρροή, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή η αποικιοκρατία βρίσκεται σε αποσύνθεση. Εμφανίζονται νέες σοβαρές δυνάμεις, τα λεύτερα αραβικά κράτη που ακολουθούν ελεύθερη αντιιμπεριαλιστική πολιτική. Σε αυτή την πραγματικότητα είναι που δυναμώνει και γιγαντώνει η πάλη των Κυπρίων πατριωτών. Η αποικιοκρατία στην Κύπρο έρχεται σε απόγνωση. Η Ελλάδα, έχοντας φίλους προς Νότο και προς Βορρά, έχει όλη τη δυνατότητα να τραβήξει τον ανεξάρτητοεθνικό δρόμο της. Η διπλωματική, όμως, δραστηριότητα του κ. Καραμανλή περιορίζεται μέσα στα πλαίσια των συμφερόντων του αποικιοκρατικού συγκροτήματος του ΝΑΤΟ. Μέσα σε αυτό γυρεύει την επίλυση του Κυπριακού και μοιραία οδηγείται στη Ζυρίχη. Στη Ζυρίχη, στις 11/2/1959, ο απόγονος του Αττατούρκ, ο Ζορλού, κατάφερε εκείνο που δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει ο νικητής πρόγονός του: να ξαναφέρει την Τουρκία στην Κύπρο και μάλιστα σε μια εποχή, που η Τουρκία βρίσκεται σε πλήρη ηθική και πολιτική απομόνωση στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Η συμφωνία της Ζυρίχης αφαιρεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης από τον κυπριακό λαό και δένει την Κύπρο και την Ελλάδα, ακόμα πιο σφικτά, στο άρμα της αποικιοκρατίας. Οι «Τάιμς» του Λονδίνου, στις 12 τρέχοντος, έγραφαν «πως η Κύπρος, το εξωτερικό φυλάκιο του συμφώνου της Βαγδάτης, έγινε τώρα πιο δυνατό». Η συμφωνία, λοιπόν, της Ζυρίχης στρέφεται κατά των φίλων της Ελλάδας, των Αράβων, και τη φέρνει αντιμέτωπη 35
των φυσικών της συμμάχων. Κάθε ιμπεριαλιστικός τυχοδιωκτισμός στο μέλλον, στη Μέση Ανατολή, θα βρει την Ελλάδα μπλεγμένη και είναι περιττό να επαναλάβουμε τις ολέθριες συνέπειες που θα έχει για τον ελληνικό λαό. Πριν από μερικές μέρες, ο Τύπος των Ινδιών δημοσίευσε την πληροφορία ότι στο Καράτσι έγινε τελευταία μυστική σύσκεψη των Ά γ γ λ ω ν , των Αμερικανών και των Τούρκων, στην οποία καταστρώθηκε νέο τυχοδιωκτικό σχέδιο σε βάρος των Αράβων και πρώτα α π ' όλα κατά της Η.Α.Δ. Στην εκτέλεση του σχεδίου προτάθηκε να πάρει μέρος και η Γαλλία, που για ανταμοιβή θα καταλάβει τη Συρία. Η Κύπρος σε αυτόν τον τυχοδιωκτισμό θα παίξει αποφασιστικό ρόλο. Σε αυτό το τραγικό ολίσθημα καμιά θέση δεν έχει το όνομα του Ε. Βενιζέλου. Ας είναι βέβαιοι οι πρωτεργάτες της τραγωδίας ότι η αναφορά του διακεκριμένου πολιτικού, σαν εμπνευστή της Ζυρίχης, δεν πρόκειται να τους απαλλάξει από τις ευθύνες και την ντροπή. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΑΡΟΙΚΟΣ» του Καΐρου στις 2 0 / 2 / 1959 με το ψευδώνυμο Ε. Νιχητάκος.
36
Η ΘΤΕΛΛΑ Σ Τ Η Ν Κ Τ Π Ρ Ο Το άρθρο συτό γράφτηκε στις αρχές του 1964. Επίχεντρό του είχε την τοτινή κρίση του Κυπριακού. Ήταν να δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πανσπουδαστική», μα τελικά, στο πιεστήριο, αποσύρθηκε από τους «υψηλά ιστάμενους» της ΕΔΑ γιατί κρίθηκε «επιζήμιο» και μη «εθνικό». Η «Πανσπουδαστική» έκλεισε.
Για άλλη μια φορά πληρώνουμε ακριβά τον παρεμβατισμό των ξένων στο ρου της εθνικής μας ζωής. Άφθονο αίμα χύθηκε στην Κύπρο και η εθνική μας αξιοπρέπεια πληγώθηκε βαθιά. Γιατί όμως συνέβηκαν όλα αυτά; Ο χρόνος επιδρά θετικά στην ορθή γνώση των πραγμάτων. Εξουδετερώνει την παραμορφωτική επενέργεια των εντυπώσεων και δίνει τη δυνατότητα της αντικειμενικής γνώσης των καταστάσεων. Η πρώτη εντύπωση που επικράτησε ήταν πως η αδιαλλαξία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και της κυβέρνησης της Άγκυρας οδήγησαν στην αιματηρή σύγκρουση της Λευκωσίας. Ό σ ο όμως περνά ο χρόνος, συνειδητοποιούμε την ουσία των γεγονότων. Η θύελλα του Δεκέμβρη 1963 υπήρξε το αποτέλεσμα του ανοικτού παρεμβατισμού των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας σε βάρος του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Κύπρου. Η Κύπρος, από τα τέλη του περασμένου αιώνα, αποτελεί σημαντικό κρίκο του αγγλικού αποικιακού στρατηγικού συστήματος. Για τη σταθεροποίηση και εδραίωση των αποικιακών στρατηγικών βά37
σεων στην Κύπρο, ο Ά γ γ λ ο ς κατακτητής προσάρμοσε την κοινωνικο-οικονομική ζωή του νησιού στις απαιτήσεις του αποικιακού στρατηγικού του συστήματος. Η οικονομία της Κύπρου ξέκοψε από την αγορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απομονώθηκε από την ελληνική εθνική αγορά και μπήκε στην υπηρεσία των στρατιωτικών βάσεων της αποικιακής Αυτοκρατορίας της Μεγάλης Βρετανίας. Ο μακρόχρονος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου, αναπόσπαστο μέρος των αγώνων του ελληνικού έθνους για την ανεξαρτησία του, από την αρχή προσανατολίστηκε σωστά. Προωθώντας το αίτημα της αυτοδιάθεσης και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, στράφηκε αποτελεσματικά κατά της αποικιακής σκλαβιάς και της διατήρησης της Κύπρου σαν ορμητήριου της αποικιακής επίθεσης. Έ τ σ ι έγινε σοβαρός παράγοντας για την ανάπτυξη των αγώνων του ελληνικού λαού κατά της ξένης εξάρτησης και γενικά συνέβαλε στην υπόθεση του αντιαποικιακού κινήματος στην Εγγύς Ανατολή. Χωρίς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί το εθνικό αίσθημα, αλλά είναι και τελείως αδύνατο να αποσπαστεί η Κύπρος από το αγγλικό αποικιακό στρατηγικό σύστημα. Μόνο η ένωση δημιουργεί τις οικονομικές προϋποθέσεις για την εξάλειψη των αποικιακών βάσεων που μετατρέπουν το νησί σε χωροφύλακα της αποικιοκρατίας στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 1960, το εθνικό εισόδημα της Δημοκρατίας της Κύπρου ανερχόταν σε 74,8 εκατομμύρια στερλίνες. Από το ποσό αυτό τα 22,3% προέρχονταν από την αγροτική παραγωγή (15,3 εκατομ.) και τα 13,4% από τη βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή (8,6% εκατομ.). Το 64% του κυπριακού εθνικού εισοδήματος δεν προέρχεται από παραγωγικούς τομείς, αλλά από τομείς που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη διατήρηση των αγγλικών αποικιακών βάσεων (στρατιωτικά έργα διατήρησης και επέκτασης των βάσεων, τροφοδοσία τους, ψυχαγωγία των στρατευμάτων κλπ.) Αλλά και τα αγροτικά προϊόντα κατά μεγάλο μέρος απορροφώνται 38
από τους Άγγλους. Το 65% των κυπριακών αγροτικών εξαγωγών γίνονται προς την Αγγλία και αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της αγροτικής παραγωγής της Κύπρου. Η Κύπρος δεν μπορεί να ζήσει εθνικά και οικονομικά αυτοτελώς. Ο λαός της μπορεί να αισθανθεί ότι είναι ανεξάρτητος τότε μόνο, όταν ενωθεί με το ελληνικό εθνικό κράτος. Τότε μόνο λύνονται τα προβλήματα της εθνικής συνείδησης και της οικονομικής αυτοτέλειας. Οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που επιβλήθηκαν χάρη στην ανοιχτή συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Καραμανλή. δεν έλυσαν το εθνικό πρόβλημα της Κύπρου. Η αρχή της αυτοδιάθεσης δεν έγινε σεβαστή. Αντίθετα οι συνθήκες αυτές αποτελούν απόπειρα να νομιμοποιηθεί η εθνική καταπίεση, προσπάθεια να αφαιρεθεί μια για πάντα από το λαό της Κύπρου η δυνατότητα να εξασκήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του και να ενωθεί με τον υπόλοιπο ελληνικό λαό, μέσα στα πλαίσια του ελληνικού εθνικού κράτους. Για να μπορέσει να επιζήσει το κρατίδιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, δέχτηκε τη διατήρηση των αγγλικών αποικιακών βάσεων και εντάχτηκε στη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Σπονδυλική στήλη του νεοαποικιακού καθεστώτος της Κύπρου αποτελούν τα έκτακτα προνόμια που παραχωρήθηκαν στην τουρκοκυπριακή μειονότητα και ο θεσμός των εγγυητριών δυνάμεων. Η εξάσκηση από τους Τουρκοκύπριους των προνομίων τους αποκλείει τη δυνατότητα της ένωσης και έτσι διαιωνίζει τη διατήρηση της Κύπρου μέσα στα πλαίσια του αγγλικού αποικιακού στρατηγικού συστήματος. Ο θεσμός των εγγυητριών δυνάμεων νομιμοποιεί τη διαρκή επέμβαση των ιμπεριαλιστών κατά της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης του λαού. Με τα έκτακτα προνόμια προς την τουρκοκυπριακή μειονότητα διατηρείται το κλίμα των οξύτατων συγκρούσεων ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, γεγονός που αποπροσανατολίζει την αντιαποικιακή πάλη στην Κύπρο. Οι συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης και το τέκνο τους, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ίσως να είναι τέλεια από άποψη αποικιακή. Ό μ ω ς παρουσιάζουν μία 39
μεγάλη αδυναμία. Παραγνωρίζουν τη θέληση και τη δύναμη του λαού της Κύπρου και του ελληνικού έθνους. Και η θέληση του λαού έδωσε τη δυνατότητα όπως ο πρόεδρος του κυπριακού κράτους Μακάριος ζητήσει την αναθεώρηση των συνθηκών και του κυπριακού Συντάγματος. Ο Μακάριος ζήτησε: α) Το δικαίωμα αρνησικυρίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου να εγκαταλειφτεί, β) Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου να αντικαθιστά τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει, γ) Ο Έλληνας Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων και ο Τούρκος Αντιπρόεδρος να εκλέγονται από ολόκληρη τη Βουλή και όχι ο Πρόεδρος από τα ελληνικά μέλη της Βουλής και ο Αντιπρόεδρος από τα τουρκικά μέλη της. δ) Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής να αντικαθιστά τον Πρόεδρο της Βουλής όταν απουσιάζει, ε) Να καταργηθούν τα προνόμια των Τουρκοκυπρίων για την ψήφιση ορισμένων βασικών νόμων, στ) Να εγκαθιδρυθούν ενιαίοι Δήμοι, ζ) Να ενοποιηθεί η δικαιοσύνη, η) Να ενοποιηθούν η Αστυνομία και η Χωροφυλακή, θ) Η αριθμητική δύναμη των δυνάμεων Ασφαλείας να καθορίζεται με νόμο και όχι με συνταγματική διάταξη, ι) Η αναλογία Ελλήνων και Τούρκων στις δημόσιες υπηρεσίες να είναι 8 προς 2 και όχι 7 προς 3 όπως σήμερα, κ) Σε όλα τα όργανα του κράτους να ισχύει το σύστημα της απλής πλειοψηφίας. Οι προτάσεις του Μακαρίου θίγουν άμεσα το καθεστώς των προνομίων της τουρκοκυπριακής μειονότητας και συνεπώς η παραδοχή τους δημιουργεί ευνοϊκότερες συνθήκες για τον αγώνα κατά του νεοαποικιακού καθεστώτος. Μόλις όμως παρουσιάστηκαν τα πρώτα σημάδια της προσπάθειας αυτής, κινήθηκαν αμέσως οι δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας και έκαναν το παν για να τη ματαιώσουν. Κύριο όργανο των ιμπεριαλιστών στην αντικυπριακή εκστρατεία τους ήταν και είναι η κυβέρνηση της Άγκυρας και η τουρκοκυπριακή ηγεσία. Οι Τούρκοι ηγέτες και ο τουρκικός Τύπος με δηλώσεις και απειλές άρχισαν να δημιουργούν το κλίμα της ανοικτής επέμβασης κατά της ελευθερίας του λαού της Κύπρου. Ό σ ο η κυβέρνηση της Κύπρου και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συγκεκριμενοποιούσαν τις απόψεις τους 40
και τα διαβήματά τους για την αναθεώρηση του Συντάγματος, τόσο αύξανε η τουρκική προκλητικότητα και η ανοικτή υποστήριξή της από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς. Στις 2 Οκτωβρίου 1963, ο Αντιπρόεδρος της Κύπρου Κιουτσούκ δήλωνε: «Με λύπη παρατηρούμε ότι οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου βρίσκονται σε κατάρρευση. Ό τ α ν όμως οι συμφωνίες καταρρεύσουν, δε θα μείνουν κάτω από αυτές μόνον οι Τούρκοι, αλλά και μισό εκατομμύριο λαού». Η τουρκική εφημερίδα «Ντεβρίμ», δεκαπέντε ημέρες πριν από τα γεγονότα της Λευκωσίας, έγραφε ότι η Τουρκία θα επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο. Ο Γιαβούζ σε σχόλιο του στις 14.12.1963, απειλούσε ότι «θ' αρχίσουν να μιλούν τα όπλα» και ότι «όταν οι Τούρκοι θέσουν το δάκτυλό τους στη σκανδάλη, θα δουν για μια ακόμα φορά τους λέοντες που γέννησαν οι Τούρκισσες μητέρες». Η «Γκουμχουριέτ» της Κωνσταντινούπολης, την ίδια ημέρα, διακήρυττε: «Η Τουρκία μπορεί και είναι αποφασισμένη να προστατεύσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των Τούρκων στην Κύπρο». Την ίδια επίσης ημέρα η «Ακίν» έγραφε: «Οι Ά γ γ λ ο ι και οι Αμερικανοί υποστηρίζουν τις τουρκικές απόψεις. Οι δύο αυτές δυνάμεις παρακολουθούν με ανησυχία την κατάσταση και τις ενέργειες των Ελληνοκυπρίων». Στις 16 Δεκεμβρίου με επίσημο διάβημά της, η τουρκική κυβέρνηση ανοικτά απείλησε την Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 17 Δεκεμβρίου η εφημερίδα της Λευκωσίας «Χαραυγή» έγραφε: «Πληροφορούμαστε ότι ο αμερικανικός παράγοντας εξεδηλώθη κατά τρόπον εξοργιστικό και αήθη εναντίον των προσπαθειών του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για τροποποίηση του Συντάγματος. Ό λ ε ς οι ενδείξεις πείθουν ότι η Ουάσιγκτον τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της τουρκικής αδιαλλαξίας, εξωθώντας μάλιστα την Άγκυρα στην επίδοση του τουρκικού χθεσινού εγγράφου προς τον Μακαριότατο (το τουρκικό διάβημα απειλής της 16.12.1963 σ.σ.). Η άκρως ανθελληνική στάση της αμερικανικής κυβέρνησης προκαλεί την οργή και την αγανάκτηση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, η οποία μελετά διαφόρους τρόπους αντίδρασης». 41
Δεν παρήλθαν παρά ελάχιστες ημέρες και η αμερικανική επέμβαση έφτασε στην ωμή κορύφωση της. Πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή των δραματικών γεγονότων της Λευκωσίας, στις 24.12.1963, το ημιεπίσημο όργανο της αμερικανικής κυβέρνησης, οι «Τάιμς της Νέας Τόρκης», έριχναν όλο το κύρος των ΗΠΑ εναντίον του ελληνικού λαού της Κύπρου. Συγκεκριμένα έγραφαν: «Η ελληνική Κοινότης διέπραξε σφάλμα με το να προσπαθήσει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα τόσο ενωρίς. Επιβάλλεται η αναβολή του σχεδίου αυτού». Από όλα αυτά λοιπόν γίνεται ολοφάνερο, ποιος ώθησε τους Τούρκους στις αιματηρές προκλήσεις της Λευκωσίας και ποιος υπέθαλψε την ανθελληνική αυτή εκστρατεία. Η προσπάθεια καταλογισμού των κύριων ευθυνών για τα γεγονότα της Λευκωσίας στο Σαμψών και την ομάδα του, αποτελεί άμεση απολογητική στάση υπέρ των μεγάλων ενόχων της κυπριακής τραγωδίας. Το τι επιδίωκαν οι δυτικές δυνάμεις με την επέμβαση τους φάνηκε ξεκάθαρα, μετά την εκδήλωση των αιματηρών συγκρούσεων. Οι Ά γ γ λ ο ι με το πρόσχημα ότι θα επιβάλουν δήθεν την τάξη έθεσαν την Κύπρο κάτω από τον απόλυτο στρατιωτικό έλεγχό τους και κατόρθωσαν να προβάλουν ως λύση τη σύγκληση τετραμερούς διάσκεψης του Λονδίνου, για τη ρύθμιση του κυπριακού προβλήματος. Αντίθετα οι Αμερικανοί, βασισμένοι στη θεωρία όΐι «οτιδήποτε συμβεί εις οιοδήποτε μέρος του κόσμου κτυπά την καμπάνα 8ι' όλους μας», καθώς έγραφαν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», 24.12. 1963, προσπάθησαν να παίξουν δήθεν το ρόλο του συμφιλιωτή και άρχισαν να πιέζουν ανοικτά την ελληνοκυπριακή ηγεσία για βασικές υποχωρήσεις. (Διάβημα προέδρου Τζόνσον, ανάμειξη ναύαρχου Ράσσελ, ενεργός συμμετοχή των Αμερικανών πρεσβευτών στις πολιτικές εξελίξεις στη Λευκωσία, Άγκυρα και Αθήνα, απαίτηση για παραίτηση του υπουργού Εσωτερικών της Κύπρου κλπ.) Η πολυπλόκαμη αυτή επέμβαση Ά γ γ λ ω ν και Αμερικανών είχε έναν κοινό σκοπό: τη ματαίωση της αναθεώρησης του κυπριακού Συντάγματος και την αποτροπή της καταγγε42
λίας των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Πέρα όμως από αυτό, υπήρχαν και άλλοι ιδιαίτεροι στόχοι. Οι Ά γ γ λ ο ι πιστεύουν ότι με την προβολή της τουρκικής αδιαλλαξίας θα εξασφαλίσουν νέες υποχωρήσεις των Ελλήνων και νέα νεοαποικιακά προνόμια. Ακόμα πιστεύουν πως στην τετραμερή διάσκεψη του Λονδίνου δε θα γίνουν ουσιαστικές αλλαγές στο Σύνταγμα και θα τους αναγνωριστεί το αποκλειστικό δικαίωμα της κηδεμονίας της Κύπρου. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, ελπίζουν να εξουδετερώσουν την αμερικανική προσπάθεια κυριαρχίας των ΗΠΑ στη Μεγαλόνησο. Οι Αμερικανοί πάλι ελπίζουν και προσπαθούν να αποτύχει η διάσκεψη του Λονδίνου. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την αρθρογραφία του αμερικανικού Τύπου. Βασική τους επιδίωξη είναι να θέσουν την Κύπρο κάτω από τον έλεγχο τους. είτε διαμέσου του ΝΑΤΟ, είτε διαμέσου του ΟΗΕ. Ό λ α αυτά δημιουργούν τις πρόσθετες ευθύνες στην ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου να αποτρέψει τη νέα συνωμοσία σε βάρος της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Γ ι ' αυτό πρέπει να αναπτύξει επαφές και τις σχέσεις της με το κίνημα της Ασιατοαφρικανικής Αλληλεγγύης που έχει ταχθεί ανοικτά υπέρ της αυτοδιάθεσης της Κύπρου και να συμμαχήσει με όλα τα αντιιμπεριαλιστικά κράτη.
43
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΤΠΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Ύστερα από τη σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο. Δεκέμβριο 1963, αρχίζει η συστηματική διχοτόμηση τον νησιού με την παρέμβαση του ΟΗΕ. Η υπόθεση της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων ακολουθεί πια το δρόμο του ολέθρου. Αυτή την κατάσταση περιγράφει το άρθρο.
Το παιχνίδι των ΗΠΑ, της Αγγλίας και των διαφόρων συμμάχων τους και υποτελών συνεχίζεται. Τα σχέδια για τη συλλογική κατοχή της Κύπρου και το συγχρονισμό της, σαν βάση ιμπεριαλιστικής-αποικιακής επιθετικότητας, τώρα προωθούνται κάτω από το κάλυμμα του ΟΗΕ. Ποτέ άλλοτε δε γνωρίσαμε εμείς οι Έλληνες μια τόσο μεγάλη και ολομέτωπη επίθεση σε βάρος μας. Αρχίζει από τις ανοικτές αγγλοαμερικανικές πιέσεις και τις τουρκικές απειλές, περνά στις αιματηρές συγκρούσεις και καταλήγει στη θριαμβολογία και τα εγκώμια για τον ΟΗΕ. Αμέσως μετά την πρώτη ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας (4.3.64), άρχισε η γρήγορη προώθηση των σχεδίων των λεγομένων «συμμάχων» μας. Στο πρώτο στάδιο εμφανίστηκε η θριαμβολογία των συνθηκολόγων. Χαρακτήρισαν την απόφαση σαν «μεγάλη ελληνική νίκη», «το καλύτερο ψήφισμα» μέσα στις υφιστάμενες συνθήκες, «σημαντικό βήμα προώθησης», «χρεοκοπία των ιμπεριαλιστικών σχεδίων» κλπ. Και ενώ με την υμνολογία προς τον ΟΗΕ και τη θριαμβολο44
γία μας σκόρπιζαν σύγχυση και μας άμβλυναν την επαγρύπνηση, οι εξτρεμιστές του Ντενκτάς αναλάμβαναν την εκπλήρωση του δεύτερου σταδίου της προώθησης των ιμπεριαλιστικών σχεδίων. Από τις 7 μέχρι τις 13 Μαρτίου, σημειώθηκαν αιματηρά γεγονότα στο Κτήμα, στον Ά γ ι ο Ανδρόνικο, στη Μαλιά, στην Πόλη Χρυσοχούς, στην Άσσια, στην περιοχή Κυθραίας και σε άλλα μέρη. Στις 13 Μαρτίου η τουρκική κυβέρνηση αναλαμβάνει το τελευταίο στάδιο εκπλήρωσης των νεοαποικιακών σχεδίων. Προχωρεί στη <ραρσα του γνωστού της τελεσιγράφου προς το Μακάριο, με σκοπό τη γρήγορη και χωρίς όρους αποστολή των στρατευμάτων του ΟΗΕ στην Κύπρο. Ταυτόχρονα με το τελεσίγραφο καλλιεργείται η πολεμική ψύχωση στην Τουρκία και την Ελλάδα και την ίδια ημέρα συγκαλείται το Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο αποφασίζει, και πάλι ομόφωνα, την επίσπευση της εκτέλεσης της πρώτης απόφασής του. Νέα θριαμβολογία και υμνολογία ξεσπά από το μέρος των συνθηκολόγων και μέσα στο κλίμα αυτό αποστέλλονται τα καναδικά στρατεύματα στην Κύπρο. Το αγγλικό πρακτορείο ειδήσεων «Ρώυτερ» το βράδυ της 13ης Μαρτίου τηλεγραφούσε από την Άγκυρα: «Το τουρκικό υπουργικό συμβούλιο εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία χαιρετίζει τις εξελίξεις που πραγματοποιήθηκαν γύρω από την επείγουσα αποστολή της διεθνούς δύναμης στην Κύπρο. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η Τουρκία συνεισφέρει 100.000 δολάρια για τη διεθνή δύναμη. Πολιτικοί παρατηρητές τόνιζαν ότι η τουρκική διακοίνωση προς το Μακάριο είχε χωρίς αμφιβολία σαν αποτέλεσμα να επισπευθεί η εγκαθίδρυση της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα οι ίδιοι παρατηρητές διερωτιόνταν, αν ο αρχικός σκοπός της τουρκικής κυβέρνησης δεν ήταν η άσκηση πίεσης επί των χωρών, που επιδείκνυαν ακόμα απροθυμία να απαντήσουν στην έκκληση του Ου Θαντ για συμμετοχή στη διεθνή δύναμη». Ό τ α ν ψηφιζόταν στον ΟΗΕ η αποστολή στρατευμάτων του στην Κύπρο, είχε γίνει πολύς θόρυβος για τα καθήκοντα «της ειρηνευτικής δύναμης». Τότε είχε λεχθεί ότι τα στρα45
τεύματα του ΟΗΕ θα βοηθήσουν την κυβέρνηση της Κύπρου στο έργο της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας του νησιού. Η παράγραφος όμως της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν έλεγε κάτι τέτοιο. Ή τ α ν γενική και αόριστη. Η κυβέρνηση του Μακαρίου θα μπορούσε να ζητήσει υπεύθυνες διευκρινίσεις. Για να μη γίνει κάτι τέτοιο προκλήθηκε η γρήγορη αποστολή των στρατευμάτων του ΟΗΕ με δικαιολογητικό τη φάρσα του τουρκικού τελεσιγράφου. Και τώρα που ο ΟΗΕ είναι στην Κύπρο, ο στρατηγός Γκυάνι δηλώνει: «Ο ρόλος μας θα είναι ο αυτός με των αγγλικών στρατευμάτων. Η μόνη διαφορά είναι ότι εμείς έχουμε την ηθική υποστήριξη των μελών του ΟΗΕ» (δήλωση στις 27.3.64). Πρώτες έφθασαν στην Κύπρο οι καναδικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Οι συνθηκολόγοι και πάλι χειροκρότησαν. Θεώρησαν το γεγονός σαν «φραγμό στην τουρκική εισβολή». Τα στρατεύματα του Καναδά αποτελούνται από μονάδες που πήραν μέρος στις αποικιακές επιχειρήσεις του Κογκό. 'Τστερα έχουν προετοιμασθεί ψυχολογικά σ ' ένα ανθελληνικό κλίμα. Στις 15 Μαρτίου δημοσιεύτηκε στον Τύπο της Κύπρου μία επιστολή Κυπρίας από το Τορόντο του Καναδά, στην οποία ανάμεσα σε άλλα αναφέρονται και τα εξής χαρακτηριστικά: «Είναι εδώ τόσο μεγάλη η προπαγάνδα των Αγγλοαμερικανοτούρκων, που σχεδόν όλοι μας μισούν. Μας λένε ότι είμαστε κακούργοι τρομοκράτες και αποκαλούν το Μακάριο Χίτλερ». Αλλά με το ίδιο ανθελληνικό πνεύμα πηγαίνουν στην. Κύπρο και οι Σουηδοί. Η εφημερίδα της Στοκχόλμης «Στοκχόλμ Τίτνιγκεν» στις 5 Μαρτίου έγραφε: «Η τακτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν ενέπνεε πάντοτε εμπιστοσύνη και ακόμα, αν οι Τούρκοι της νήσου πρέπει να παραδεχθούν το δικό τους μέρος ευθύνης, είναι καθαρό ότι αυτοί είναι εκείνοι που χρειάζονται την προστασία του ΟΗΕ». Αν τώρα πάρει κανείς υπόψη του και το γεγονός πως σπονδυλική στήλη της «ειρηνευτικής δύναμης» του ΟΗΕ είναι τα αγγλικά στρατεύματα κατοχής, τότε έχει μια ολοκληρωμένη και σαφέστατη εικόνα. Ο Ο Η Ε πήγε στην Κύπρο
46
για λογαριασμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πήγε για να τη μετατρέψει σε πυρηνική βάση τους. Ή δ η τα στρατεύματα του ΟΗΕ στις 6 / 4 συγκρούσθηκαν με τις κυπριακές δυνάμεις. Στην περιοχή Μασούρα και Πολύαμμου, βρετανικά στρατεύματα του ΟΗΕ κτύπησαν κυπριακές δυνάμεις. Οι Κύπριοι Έλληνες έπιασαν 20 στρατιώτες του ΟΗΕ αιχμαλώτους. Ο στρατηγός Γκυάνι έντονα διαμαρτυρήθηκε στο Μακάριο. Το παιχνίδι του Κογκό επαναλαμβάνεται. Η υπόθεση της Κύπρου γίνεται τώρα πιο δύσκολη. Οι ευθύνες όλων όσων διευκόλυναν το παιχνίδι των ιμπεριαλιστών, υποστηρίζοντας και κάνοντας δυνατή την αποστολή της δύναμης του ΟΗΕ, είναι τεράστιες. Δε θα παρέλθει όμως καιρός και κάθε τίμιος Έλληνας πατριώτης θα συνειδητοποιήσει το παιχνίδι που παίζεται σε βάρος μας. Ο ελληνικός λαός στην Κύπρο και την Ελλάδα δεν πρόκειται να συμβιβαστεί με το νεοαποικιακό καθεστώς. Θα παλέψει και θα απαλλάξει την Κύπρο από την ξένη κατοχή και την Ελλάδα από την ξένη εξάρτηση. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Δελτίο των «Φίλων Νέων Χωρών», αριθμός τεύχους 3, έτος 1964.
47
ΤΟ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ Η Κ Τ Π Ρ Ο Σ Το Μάιο του 1964 είχε ξεσπάσει έντονη συνταγματική κρίση στο νεοαποιχιαχό κράτος της Κύπρου. Ουσιαστικά κατέρρεαν οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, ενώ το κυπριακό ζήτημα μετατρεπόταν ακόμα περισσότερο σε πιόνι του νέου «Ανατολικού Ζητήματος». Λευκωσία και Αθήνα, με την πολιτική τους. χαντάκωναν για άλλη μια φορά την ιερή υπόθεση της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων.
Ό σ ο προχωρεί ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου, τόσο γίνεται στον ελληνικό λαό περισσότερο κατανοητός ο ανθελληνικός ρόλος του ΝΑΤΟ. Στις 22.3.64 η εφημερίδα «Νεολόγος Πατρών» έγραφε: «Ο ελληνικός λαός παγιδευθείς εις την πλεκτάνην του περίφημου ΝΑΤΟ και αντιμετωπίζων σήμερον το ΝΑΤΟ αυτό ως αποκεκαλυμμένην εχθρικήν σπείραν επισείουσα πολύπλευρον πόλεμον εναντίον του, δεν χρειάζεται πλέον να γνωρίζη τίποτε άλλο διά να αντιληφθή την προδοσίαν εις βάρος του». Και η «Γνώμη» του Πειραιά στις 12.3.64 ανέφερε: «Είδαμε μέχρι ποιο σημείο αισχρότητος φτάσαν οι "σύμμαχοι" μας, είδαμε ποιο ήταν το ΝΑΤΟ που μέχρι χτες φορούσε τη μάσκα του δι' όπλων προστάτου της ειρήνης, είδαμε τους πατριάρχες του "ελευθέρου κόσμου" πόσο στυγνοί είναι. Και όμως οι πατριάρχες του ΝΑΤΟ πηγαινοέρχονται στον τόπο μας, πιέζουν την κυβέρνηση και ελέγχουν το πηδάλιο των εθνικών μας 48
υποθέσεων. Ο Στίγκερ έγινε ο επόπτης της πολιτικής μας». Ο Αμερικανός θεωρητικός του ΝΑΤΟ Σπίκμαν, πριν από αρκετά χρόνια, στο βιβλίο του «Η αμερικανική στρατηγική στην πολιτική» έγραφε: «Το ένα κράτος πρέπει να συμπεριφέρεται στο άλλο σαν τίγρης» (σ. 469). Πάνω ακριβώς σε αυτή την αρχή οι ΗΠΑ θεμελίωσαν το ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα έπεσε σε αυτό το λάκκο των άγριων θηρίων από πολύ νωρίς. Και οι τίγρεις του ΝΑΤΟ δεν την παγίδευσαν μόνο γιατί έχει στρατηγική σημασία στα Βαλκάνια ή και γιατί τους ήταν χρήσιμη στον αγώνα κατά των σοσιαλιστικών χωρών. Την ένταξαν στο ΝΑΤΟ πρώτα α π ' όλα για να καταπνίξουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η δημιουργία του βαλκανικού συμφώνου στράφηκαν εξαρχής κατά του ελληνικού έθνους. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε το 1949 (στις 4 Απριλίου) από τις ΗΠΑ και με τη συμμετοχή της Αγγλίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Βελγίου κλπ. Η σύνθεσή του ήταν από τη γέννησή του αποικιοκρατική. Μία από τις βασικές επιδιώξεις του ήταν η συλλογική κατάπνιξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ιδιαίτερα στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου, το ΝΑΤΟ είχε να αντιμετωπίσει πάμπολλα προβλήματα. Οι λαοί της αραβικής Ανατολής από το 1945 ξεσηκώθηκαν κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας. Στην Κύπρο, ο αγώνας για την απελευθέρωση είχε φουντώσει. Στις 15.1.1950 ο ελληνικός λαός της Κύπρου με πανηγυρικό δημοψήφισμα αποφάσιζε «όπως απελευθερωθεί και αποτελέσει τμήμα του ελληνικού κράτους». Η προσπάθεια για σύμπτυξη αποικιακού «μεσογειακού συμφώνου» αποτύγχανε. Οι θέσεις των Ά γ γ λ ω ν και Γάλλων αποικιοκρατών κλονίζονταν. Γύρεψαν τη βοήθεια των ΗΠΑ, που πρόθυμα την έδωσαν, αλλά σαν η μεγαλύτερη τίγρης. Ακόμα από τον Φεβρουάριο του 1949 το αμερικανικό περιοδικό «Γιουνάιτεντ Νέισιον Ουόρλντ» δήλωνε: «Τα πετρέλαια της Εγγύς Ανατολής έχουν γίνει το επίκεντρο της οικονομικής στρατηγικής της Αμερικής, που είναι αδιάρρηκτα συνδεμένα με την πολι4
49
τική, στρατιωτική και διπλωματική μας στρατηγική». Τότε ακριβώς οι ΗΠΑ σκέφτηκαν και την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ. Εκμεταλλευόμενες την παντοδυναμία τους στον ελληνικό χώρο, έβαλαν το ελληνικό κράτος στην ατλαντική τους
συμμαχία, με σκοπό να μετατρέψουν την Ελλάδα σε
προπύργιο του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο και
την Εγγύς Ανατολή και ταυτόχρονα να παρεμποδίσουν την απελευθέρωση της Κύπρου. Τα στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτή την αλήθεια είναι άπειρα. Εδώ αρκούμαστε στη μαρτυρία του επίσημου αμερικανικού οργάνου «Δι Γιουνάιτεντ Στέιτ ιν Ουόρλντ 'Αφαιρς». Διαβάζουμε λοιπόν σ' αυτό: «Στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου 1949 του ΝΑΤΟ στη Νέα Τόρκη, αποφασίσθηκε η προσχώρηση της Ελλάδας και της Τουρκίας για να συμβάλουν στην άμυνα της Μεσογείου» (τόμ. 1950, σ. 286). Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «...παρετηρείτο μία τάση των Βρετανών να μεταφέρουν το κέντρο βάρους της άμυνάς τους από την ταραχώδη περιοχή σε περιφερειακά σημεία, όπως είναι η Κένυα, η Κύπρος, η Λιβύη, όπου η δύναμη του ντόπιου εθνικισμού δεν έχει φθάσει σε τέτοια ύψη» (τόμ. 1951, σ. 265). Σε άλλο σημείο διαβάζουμε: «Παρ' όλο που οι ΗΠΑ είχαν ενωθεί με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και την Τουρκία προωθώντας την πρόταση για το Αρχηγείο Μέσης Ανατολής, οι βασικές τους προσπάθειες κατευθύνονταν στο να φέρουν την Ελλάδα και την Τουρκία μέσα στο Βορειοατλαντικό σύμφωνο, και ν ' αναπτύξουν μια αλυσίδα από αεροπορικές-στρατηγικές βάσεις κάτω από τον αμερικανικό έλεγχο για να ενισχύσουν τις ήδη υπάρχουσες...» (τόμ. 1951, σ. 265). Τέλος το αμερικανικό αυτό όργανο μας πληροφορεί ότι από τις αρχές του 1951 μέσα στο στρατηγικό σύστημα του ΝΑΤΟ Μέσης Ανατολής υπάγονταν βάσεις στην Κρήτη, την Ρόδο και την Κύπρο και ότι προβλεπόταν «πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το σύστημα αυτό να επεκταθεί στους κύριους κορμούς της Ελλάδας και της Τουρκίας όταν οι χώρες αυτές ενταχθούν στο ΝΑΤΟ» (τόμ. 1951>σ. 266). Έ τ σ ι η επίσημη Ελλάδα βρέθηκε σε ένα τραγικό αδιέξοδο 50
που βαστά μέχρι σήμερα. Ή τ α ν υποχρεωμένη να θυσιάζει τα εθνικά μας συμφέροντα, την υπόθεση της Κύπρου, για να ικανοποιεί τις απαιτήσεις και να εξυπηρετεί τα αποικιακά στρατηγικά σχέδια των Αγγλοαμερικανών. Πάντα και μέχρι σήμερα υπάρχει η ικανοποίηση ότι έτσι μόνο παρεμποδίζεται η επικράτηση του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα. Αλλά τα συμφέροντα του έθνους είναι ισχυρότερα από τις επιθυμίες των κυβερνητών. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου συνειδητοποίησε την πραγματικότητα. Απέδειξε ποιοι είναι οι πραγματικοί σκοποί και ποιες είναι οι ανθελληνικές επιδιώξεις του ΝΑΤΟ. Η Κύπρος, ο αγώνας των Ελλήνων για την απελευθέρωσή της, έδειξαν πως όσο συνταυτιζόμαστε με το ΝΑΤΟ, είναι αδύνατο και να ολοκληρώσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, είναι αδύνατο να ελευθερώσουμε την Κύπρο. Η πορεία για να βγει το μάθημα ήταν πολύχρονη και οδυνηρή. Ό σ ο δυνάμωνε η εθνική αντίσταση στην Κύπρο, τόσο οι κυβερνήσεις των Αθηνών προσπαθούσαν ν ' απαγγιστρωθούν από το ΝΑΤΟ στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Κατέφυγαν πολλές φορές στον ΟΗΕ άκαρπα και ξαναγύριζαν στο ΝΑΤΟ, για να οδηγηθούν τελικά στη Ζυρίχη. Και τώρα οι ίδιες προσπάθειες γίνονται. Λέμε, το Κυπριακό δεν έχει θέση στο ΝΑΤΟ. Αλλά, όσο εμείς είμαστε στο ΝΑΤΟ σαν Ελλάδα, το Κυπριακό θα αποτελεί θέμα του ΝΑΤΟ. Στις 28.4 οι «Τάιμς» του Λονδίνου χαρακτηριστικά έγραφαν: «Είναι καιρός όπως κατανοήσουν οι δυτικές δυνάμεις τι κακό τους δημιουργεί αυτό το μικρό νησί για τις σχέσεις τους». Ο ελληνικός όμως λαός δε συγκινείται από τους σκοπούς και την ενότητα του ΝΑΤΟ. Θέλει την Κύπρο ελεύθερη και την Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη. Δε θέλει να λογαριάζουν τον τόπο του σαν κρίκο της αλυσίδας των αποικιακών βάσεων. Γ ι ' αυτό και ο αγώνας του για την Κύπρο είναι αγώνας και για την έξοδο από την ανθελληνική συμμαχία. Οι ΗΠΑ τώρα σκέπτονται και τη λύση της ένωσης. Άρχισαν να την αντιμετωπίζουν σαν λύση για τη σταθεροποίηση της ενότητας του ΝΑΤΟ. Αλλά τι είδους ένωση θέλουν; Ένωση με βάσεις και πυραύλους. Αν δεν το 51
καταφέρουν να διατηρήσουν την Κύπρο σαν μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας με τον πομπώδη τίτλο "Κυπριακή Δημοκρατία-Κίπρις Τζουμχουριετί", τότε λένε να τη μετατρέψουν σε επαρχία της Ελλάδας, διατηρώντας όμως τις βάσεις και επεκτείνοντάς τες. Έ τ σ ι φαντάζονται να πνίξουν την αντιαποικιακή πάλη στην Κύπρο. Γ ι ' αυτό και το αίτημα για την αποδέσμευση μας από το ΝΑΤΟ αποκτά σήμερα τεράστια σημασία. Η Ελλάδα μπορεί να ζήσει κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς θέλει ο ελληνικός λαός και ταυτόχρονα να είναι εθνικά ανεξάρτητη. Τα παραδείγματα τόσο στη Βαλκανική όσο και στην Εγγύς Ανατολή υπάρχουν. Έ τ σ ι μόνο θα εξασφαλίσει την ειρήνη για τον εαυτό της και για τους άλλους και έτσι μόνο θα μπορέσει να διαδραματίσει το ρόλο που της αξίζει. Μόνο έτσι θα μπορέσει να δοθεί και η πραγματική λύση του Κυπριακού, δηλαδή η αντιαποικιακή-αντιιμπεριαλιστική ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αυτός είναι ο μοναδικός εθνικός δρόμος, ο μόνος που εξυπηρετεί τον ελληνικό λαό, γ ι ' αυτό και αυτόν θα ακολουθήσει». Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Δελτίο των «Φίλων Νέων Χωρών», αριθμός τεύχους 4, 1964.
52
ΠΡΟΣ ΠΑΝΕΘΝΙΚΗ
ΚΡΙΣΗ
Το καλοκαίρι του 1964 ήταν θερμό για το ελληνικό έθνος. Η Τουρκία απειλούσε με άμεση στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο και ο Άτσεσον επίσημα πρότεινε τη διχοτόμηση του νησιού. Η Αθήνα και η Λευκωσία έρχονταν σε αντίθεση με το ε&νικό αίσθημα του λαού και η χώρα οδηγούνταν σε πανεθνική κρίση.
Ο κυπριακός αγώνας μπήκε σε νέα κρίσιμη φάση. Ο ΟΗΕ έγινε ο παράγοντας της διατήρησης της ανωμαλίας. Κάτω από την προστασία του άρχισε η επιδρομή τουρκικών δυνάμεων. Ο ΟΗΕ με τον Τουομυόγια έγινε το κέντρο μηχανορραφιών του Άτσεσον και των άλλων τυχοδιωκτών του ιμπεριαλισμού. Οι τουρκικές απειλές διαδέχονται η μία την άλλη και ο ΟΗΕ βγάζει πλατωνικές αποφάσεις. Η Ελλάδα δέχεται καθημερινά πιέσεις και η κυβέρνηση βρίσκεται σ ' ένα αδιέξοδο. Και όμως δεν είναι δύσκολο να δει κανείς τη ρίζα του κακού. Είναι η υ π ο τ έ λ ε ι α . Η υποτέλεια υποχρεώνει την κυβέρνηση να κινείται μέσα στα πλαίσια των δεσμών του ΝΑΤΟ, της Κοινής Αγοράς και των λεγομένων προστάτιδων δυνάμεων. Η υποτέλεια είναι εκείνη που κάνει πολλούς να γυρεύουν διέξοδο με την ανακάλυψη νέων «μεγάλων προστατών», «μεγάλων σωτήρων» κλίς. Η υποτέλεια είναι εκείνη που επιτρέπει στους εχθρούς της ανεξαρτησίας μας να περνούν στη γενική τους επίθεση κατά του ελληνικού λαού. Η 53
κυπριακή κρίση έδειξε καθαρά ότι δεν μπορούμε να έχουμε δημοκρατικές ελευθερίες, οικονομική και κοινωνική άνοδο και ελευθερία χωρίς κατοχύρωση της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Οι πρώτες σοβαρές εξορμήσεις των φασιστών έγιναν με καθοδήγηση πρακτόρων ξένης δύναμης. Το Κοινοβούλιο θα καταλυόταν, αν δεν αντιστέκονταν μια χούφτα βουλευτών. Και η εξόρμηση αυτή έγινε σε άμεση σχέση με την κυπριακή υπόθεση. Η Κοινή Αγορά παίρνει μέτρα κατά των αγροτικών μας προϊόντων, οι ΗΠΑ δίνουν σε δημοσιότητα τα στρατιωτικά μας μυστικά και οι Τούρκοι σοβινιστές ανενόχλητοι κατατρέχουν την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Η εθνική μας αξιοπρέπεια, η εθνική μας τιμή καθημερινά καταρρακώνεται. Και όμως οι Έλληνες, έθνος που διαμορφώθηκε μέσα σε διαρκείς σκληρούς εθνικούς αγώνες, έχουν όλη την ψυχική δύναμη να παλέψουν και να νικήσουν. Αρκεί η κυβέρνηση και οι δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις να ακολουθήσουν το σωστό δρόμο. Και ο δρόμος αυτός είναι ο δρόμος του συνεπή αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, ο δρόμος της αποδέσμευσής μας από το ΝΑΤΟ και της εγκατάλειψης της συνθηκολόγας πολιτικής του ΟΗΕ. Είναι ο δρόμος που δεν αφήνει σε κανένα «μεσολαβητή» την τύχη 500 χιλ. Ελλήνων, ο δρόμος που δεν επιζητεί «μεγάλους σωτήρες». Είναι ο ελληνικός δρόμος. Μέσα στις σημερινές συνθήκες μία είναι η λύση: α) Η κυβέρνηση Μακαρίου να διενεργήσει δημοψήφισμα για την ένωση στην Κύπρο. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μόνο έτσι μπορεί να γίνει σεβαστό. Ό λ α τα περί ΟΗΕ, περί λύσεως μέσω του Ο Η Ε είναι απάτη. Και η ένωση πρέπει να είναι αντιαποικιακή-αντιιμπεριαλιστική, χωρίς ξένες βάσεις και ξένους προστάτες και εγγυητές. Αν όλοι μιλούν πως η κυβέρνηση Μακαρίου είναι νόμιμη κυβέρνηση, πρυ αναγνωρίζει και ο ΟΗΕ, δεν μπορεί να αρνηθεί την εγκυρότητα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος. Αν την αρνηθεί, τότε για άλλη μια φορά ο εθνικός στρατός της Κύπρου είναι σε θέση να επιβάλει τη θέληση του λαού και διεθνώς, β) Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση πρέπει να στηριχθεί στις εθνικές-πατριωτικές 54
δυνάμεις και να αποδεσμεύσει αμέσως την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και να στηριχθεί στις ίδιες τις δυνάμεις του τόπου, για τη δημιουργία μιας Ελλάδας πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητης. Και χωρίς αμφιβολία χαράζοντας μια τέτοια εθνική πολιτική, θα βρει συμπαραστάτες και συμμάχους σε όλο τον κόσμο. Αν, δεν ακολουθηθεί ο ελληνικός αυτός δρόμος, το αδιέξοδο θα μεγαλώνει, νέοι κίνδυνοι θα συσσωρεύονται, η κυπριακή τραγωδία θα συνεχισθεί και η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε πανεθνική κρίση. Και σε μια τέτοια κρίση δεν αποκλείονται και τα χειρότερα, ο φασισμός και η εκμηδένιση κάθε ίχνους εθνικής ανεξαρτησίας. Οι εθνικές δυνάμεις ας επαγρυπνούν. Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο των «Φίλων Νέων Χωρών», αριθμός τεύχους 5, 1964.
55
ΤΟ ΚΤΠΡΙΑΚΟ: ΤΟ Ο Ξ Τ Τ Ε Ρ Ο ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Στις αρχές του 1965. για όσους δεν είχαν αποξενωθεί από την αίσθηση τον εθνικού συμφέροντος, ήταν φανερό πως η υπόθεση της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων αποτελούσε την αιχμή του αγώνα για την αυτοδιάθεση ολόκληρου τον ελληνικού έθνους.
Το Κυπριακό, το πρόβλημα για την εθνική απελευθέρωση της Κύπρου και την απομάκρυνση της από την αλυσίδα του στρατηγικού συστήματος του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού, είναι ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της Ελλάδας, της Ανατ. Μεσογείου και των διεθνών εξελίξεων. Το Κυπριακό περικλείει όλες τις βασικές αντιθέσεις που έχουν συσσωρευτεί στον ελληνικό χώρο και που επιζητούν την επίλυσή τους εδώ και χρόνια πολλά. Το Κυπριακό, σήμερα, είναι ο αποφασιστικός συντελεστής για την τύχη του στρατηγικού συστήματος του ιμπεριαλισμού στην Ανατ. Μεσόγειο, σύστημα που αποτελεί άμεση απειλή για τους λαούς της Αραβικής Ανατολής και γενικότερα για όλες τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας και Κ. Ανατ. Αφρικής. Το Κυπριακό είναι μια σοβαρή δοκιμασία, όχι μόνο για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά για όλες τις δυνάμεις που διαδραματίζουν κάποιο σοβαρό ρόλο στις εξελίξεις στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι πρόβλημα διεθνών σχέσεων. 56
Και όμως το τεράστιο αυτό πρόβλημα, το πρόβλημα από το οποίο εξαρτώνται όλες οι άμεσες εξελίξεις στην Ελλάδα, δεν αντιμετωπίσθηκε στα σοβαρά, δε φωτίσθηκε και δεν εξηγήθηκε στον ελληνικό λαό, που αναγκαστικά αντιδρά ενστικτώδικα. Δεν πρόκειται μόνο για ανεπάρκεια και επιπολαιότητα. Η θολούρα γύρω από το Κυπριακό είναι επίσης και μία από τις πιο έντονες μορφές της πολιτικής και ιδεολογικής κηδεμονίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Ο χαρακτήρας του κυπριακού προβλήματος Το Κυπριακό είναι πρώτα α π ' όλα πρόβλημα εθνικοαπελευθερωτικό. Προκλήθηκε από την αποικιακή καταπίεση στο Νησί, καταπίεση που νομοτελειακά έφερε και την εθνικοαπελευθερωτική πάλη των καταπιεζομένων. Ο ελληνικός εθνολογικός χαρακτήρας της Κύπρου καθόρισε και την ιθαγένεια της εθνικοαπελευθερωτικής της πάλης. Ο αγώνας στην Κύπρο είναι εθνικός αγώνας όλου του ελληνικού λαού. ΚοΛ επειδή οι καταπιεστές υπήρξαν και είναι οι κηδεμόνες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Ελλάδας, η πάλη για τη συντριβή τους παίρνει βαθύτερο και καθολικότερο χαρακτήρα. Είναι αγώνας που κλονίζει τα Θεμέλια του καθεστώτος της εθνικής υποτέλειας. Τον περασμένο αιώνα, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν είχε ούτε την έκταση ούτε και το περιεχόμενο που έχει σήμερα. Έχουμε τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική αλλαγή. Τότε περιοριζόταν σε μερικές χώρες και στρεφόταν κατά της φεουδαρχίας και του τεμαχισμού των εθνών σε κρατίδια φεουδαρχικής προέλευσης (γερμανικό, ιταλικό εθνικό κίνημα κλπ.), αποσκοπούσε στη δημιουργία ενιαίας εθνικής αγοράς και ενιαίου εθνικού κράτους αστικού χαρακτήρα. Η εθνικοαπελευθερωτική όμως πάλη είναι δυναμική και όχι στατική. Στατικά μπορεί να είναι τα μυαλά μερικών ή και πολλών ανθρώπων, όχι όμως και η κοινωνική εξέλιξη. Σήμερα το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα έχει να επιλύσει πολύ περισσό57
τερα προβλήματα και οι σκοποί του έχουν βαθύτερο κοινωνικό νόημα. Αυτό το καθόρισαν οι γενικότερες παγκόσμιες κοινωνικές αλλαγές. Σήμερα το εθνίκοαπελευθερωτικό κίνημα είναι βαθιά αντιιμπεριαλιστικό-αντιαποικιακό και συντελεί στην εξάλειψη της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Γ ι ' αυτό και σ' αυτό παίζουν αποφασιστικό ηγετικό ρόλο οι λαϊκές μάζες, οι εργάτες και οι εργαζόμενοι. Πολλοί είναι οι απαρνητές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο. Υπάρχουν οι «ειλικρινείς» απαρνητές, όμως δεν απουσιάζουν και οι φαρισαίοι. Οι άνθρωποι της ολιγαρχίας λένε πως η Κύπρος κλονίζει το ΝΑΤΟ. Είναι ανάγκη λοιπόν το Κυπριακό να βρει μία λύση που να στερεώνει και όχι να θίγει την Ατλαντική Συμμαχία των Μονοπωλίων. Αρκετοί φαρισαίοι πάλι λένε πως φυσικοί ηγέτες του εθνικού κινήματος είναι οι αστοί. Άλλοι πάλι λένε πως ο αγώνας στην Κύπρο πρέπει να πάρει χαρακτήρα πληβειακής επανάστασης κλπ. Υπάρχουν και εκείνοι που μειώνουν τη σημασία του, περιορίζοντας τον κυπριακό αγώνα σε υπόθεση μόνο του λαού του Νησιού και όχι σε πανελλήνιο εθνικό ζήτημα. Δεν απουσιάζουν ούτε και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η παγκόσμια ειρήνη είναι πάνω α π ' όλα. Τέλος, υπάρχουν και οι υποκριτές, που θέλουν να βλέπουν το Κυπριακό σαν εσωτερικό εθνικό πρόβλημα του κυπριακού λαού. Είναι αλήθεια πως κάθε εθνικό πρόβλημα μπορεί να έχει και την εσωτερική πλευρά του. Στην περίπτωση της Κύπρου υπάρχει εσωτερικό εθνικό πρόβλημα. Το 18% των Κυπρίων είναι Τούρκοι. Το πρόβλημα της διαβίωσης ελληνικής πλειοψηφίας και τουρκικής μειονότητας είναι εσωτερικό εθνικό πρόβλημα. Ό μ ω ς αυτό δεν είναι η ουσία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Κύπρο. Το εσωτερικό πρόβλημα, κατά κανόνα, προκαλείται από τους δυνάστες, είναι τεχνητό και η επίλυσή του είναι εύκολη μετά τη συντριβή της κυριαρχίας του αποικιακού ιμπεριαλισμού. Ό σ ο για τους άλλους ισχυρισμούς, ισχυρισμοί που τις περισσότερες φορές προσπαθούν να τεκμηριωθούν με την πρόταξη τσιτάτων παρμένων από τα έργα των κλασικών του 58
μαρξισμού, έχουμε να δώσουμε μια απάντηση με το στόμα του Φρειδερίκου Ένγκελς. Ο Ένγκελς, το 1882, συμβούλευε τους Πολωνούς σοσιαλιστές πως «μέχρι να λυθεί το εθνικό πρόβλημα της πατρίδας τους έχουν όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, να είναι πρώτα α π ' όλα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές». Φυσικά, σήμερα η νίκη ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος έχει άμεση θετική σημασία για το παγκόσμιο κίνημα της κοινωνικής προόδου και συνεπώς, ένας αγωνιστής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα είναι ταυτόχρονα και διεθνιστής. Η απάρνηση του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, με πρόσχημα τους κοινωνικούς αγώνες, όχι μόνο δείχνει άγνοια του κοινωνικού νοήματος της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, αλλά είναι και μια αβάστακτη υποκρισία φυγής.
Το αποικιακό καθεστώς στην Κύπρο Η Κύπρος από το 1570 ήταν κάτω από την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ποιοι λαοί οδήγησαν την Αγγλία να την καταλάβει και να την κάνει αποικία της; Το πρόβλημα αυτό είναι πρόβλημα πρωταρχικής σημασίας. Χωρίς τη σωστή εξήγησή του είναι αδύνατο να καταλάβουμε το νόημα της εθνικοαπελευθερωτικής μας πάλης στην Κύπρο. Ο Ιωσήφ Τσάμπερλαιν (1836-1914), λίγο μετά την κατάληψη της Κύπρου, δήλωνε πως «όλοι τώρα δεν αμφιβάλλουν για τις μεγάλες διευκολύνσεις που δίνει η ύπαρξη του ιμπέριουμ. Πιστέψτε με πως, αν ποτέ χάσουμε την κυριαρχία πάνω στην Αυτοκρατορία, τότε η Αγγλία δε θα είναι σε θέση να χορτάσει τον πολυπληθή πληθυσμό της». Και ο Σέσιλ Ροντς έλεγε: «Η Αυτοκρατορία είναι υπόθεση στομάχου. Αν δε θέλετε εμφύλιο πόλεμο, πρέπει να είστε ιμπεριαλιστές». Η μικρή Κύπρος τι μπορούσε να δώσει για να γεμίσει τα αδηφάγα στομάχια των Βρετανών λόρδων; Ασφαλώς ό,τι τους έδιναν η μικροσκοπική Μάλτα, το Γιβραλτάρ, η Σιγκαπούρη κλπ. Η Κύπρος δίνει τη δυνατότητα να εξασφαλίζεται 59
ο έλεγχος και η κυριαρχία του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού, πάνω στις πλούσιες και μεγάλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Η Κύπρος ήταν και είναι πολύτιμος κρίκος του αποικιακού στρατηγικού συστήματος των ιμπεριαλιστών, του συστήματος που σκοπό του έχει να διαιωνίζει την εξαθλίωση των ασιατοαφρικανικών λαών και την ευημερία των λεγόμενων αναπτυγμένων λευκών εθνών. Αλλά ας αφήσουμε να μας πούνε οι ίδιοι οι κατακτητές τους λόγους της αποικιοποίησης της Κύπρου. Ο λόρδος Σόλσμπερυ (1830-1903), που το 1878 ήταν υπουργός για τις Ινδίες, έγραφε λίγες ημέρες πριν από την κατάληψη της Κύπρου, προς τον Ά γ γ λ ο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη: «Η Κύπρος είναι απαραίτητη για την Αγγλία και καλύτερη α π ' όλες τις απόψεις για την εκπλήρωση των σκοπών της Αγγλίας». Την ίδια εποχή ο Ά γ γ λ ο ς υποστράτηγος Ζ.Λ. Βόγγαν, αναπτύσσοντας τους λόγους της κατάληψης της Κύπρου, έγραφε: «Ιον) Η κατοχή της Κύπρου από βρετανικές δυνάμεις μας εξυπηρετεί, γιατί με έμφαση θα δώσει να καταλάβουν οι Ευρωπαίοι την απόφασή μας να εκπληρώσουμε αποφασιστικά και έντιμα τις υποσχέσεις που δώσαμε, για την ασφάλεια των κτήσεων του Σουλτάνου —με ορισμένα ανταλλάγματα από τη μεριά του— δηλαδή για τη διατήρηση των επαρχιών της Ασίας, που του άφησε η συνθήκη του Βερολίνου. 2ον) Η κατοχή της Κύπρου διπλασιάζει τη δύναμη ελέγχου που είχαμε μέχρι σήμερα πάνω στη διώρυγα του Σουέζ, κρατώντας φυσικά παράλληλα τη Μάλτα και το Γιβραλτάρ, και μας δίνει τη δυνατότητα, σε περίπτωση που Θα ριψοκινδύνευε ο δρόμος μας προς τις Ινδίες, να αποβιβάσουμε δυνάμεις μας στο συντομότερο διάστημα, στις ακτές της Αιγύπτου. 3ον) Σε περίπτωση που Θα επιθυμούσαμε νέους δρόμους προς τις Ινδίες, τόσο από στρατιωτικο-πολιτική πλευρά, όσο και από οικονομική, η Κύπρος μας δίνει αυτή τη δυνατότητα κάτω από πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες παρά ποτέ άλλοτε». Ό π ω ς λοιπόν βλέπουμε, από την πρώτη στιγμή οι Ά γ γ λ ο ι αποικιοκράτες δεν έκρυψαν τους λόγους της κατάκτησης της Κύπρου. Αυτό κυνικά το ομολογούν και 60
σήμερα. Πρόσφατα ο Ά γ γ λ ο ς υπουργός των σχέσεων με την Κοινοπολιτεία, «εργατικός» κ. Μπότμολυ είπε πως «δεν μπορεί να διανοηθεί λύση του κυπριακού προβλήματος, που δε θα προνοεί την παροχή διευκολύνσεων στις κυρίαρχες βρετανικές βάσεις». Οι ιμπεριαλιστές επιμένουν να έχουν την Κύπρο βάση του στρατηγικού συστήματος της αποικιοκρατίας. Η Κύπρος αν και δε μετατράπηκε σε αποικία για άμεσους οικονομικούς λόγους, αυτό δε σημαίνει πως η Αγγλία δεν απομυζά τον πλούτο του Νησιού. Οι Ά γ γ λ ο ι αποικιοκράτες, για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην Κύπρο, από την πρώτη στιγμή μετέτρεψαν το Νησί σε αγροτικό εξάρτημά τους και ταυτόχρονα προσάρμοσαν την οικονομία του στις απαιτήσεις του στρατηγικού αποικιακού συστήματος. Επίσης με την οικονομική τους πολιτική δημιούργησαν και τα ντόπια ερείσματα της αποικιοκρατίας. Άλλαξαν τελείως τη σύνθεση του εξωτερικού εμπορίου της Κύπρου και δυνάμωσαν ορισμένα στρώματα του πληθυσμού (τοκογλύφους, τραπεζίτες, τσιφλικάδες κλπ.) Αυτή τη νέα κατάσταση θα τη δούμε ακόμα καλύτερα, αν κάνουμε ορισμένες συγκρίσεις ανάμεσα στην κατάσταση πριν και μετά την αγγλική κατοχή. Στην περίοδο 1840-1846 το εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου ανέρχεται σε 3.750.000 δραχμές (της εποχής εκείνης). Οι εξαγωγές ανέρχονταν σε 2.500.000, δηλαδή ήταν διπλάσιες των εισαγωγών. Το 1957 το εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου ανερχόταν σε 64.040.000 στερλίνες. Οι εξαγωγές έφταναν σε 18.900.000 στερλίνες και οι εισαγωγές σε 45.140.000 στερλίνες, δηλαδή οι εισαγωγές ήταν περίπου τριπλάσιες των εξαγωγών. Το 1840-1846 η σύνθεση των εξαγωγών παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα σε δραχμές της εποχής: Επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1.000.000, Γαλλία 700.000, Αυστρία 350.000, Ρωσία 150.000, Τοσκάνη 150.000, Μάλτα και Γένοβα 150.000. Αντίθετα, το 1958, η πλειοψηφία των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών γίνονταν με την Αγγλία και τις κτήσεις της. Σύμφωνα με 61
στοιχεία του 1961, το 1960 τα 65% των εξαγωγίμων αγροτικών προϊόντων της Κύπρου πήγαν στη Μ. Βρετανία. Πριν από την αγγλική κατοχή η αγροτική οικονομία ήταν η κύρια πηγή του εθνικού εισοδήματος της Κύπρου. Το 1960 η σύνθεση του εθνικού εισοδήματος παρουσίαζε την εξής εικόνα: Τα 22,3% του εθνικού εισοδήματος προέρχονται από την αγροτική παραγωγή, τα 13,4% από τη βιομηχανία και βιοτεχνία (συμπεριλαμβάνονται και τα ορυχεία) και τα 64% από τις στρατιωτικές βάσεις και τους άμεσα ή έμμεσα εξαρτώμενους α π ' αυτές τομείς δραστηριότητας. Οι λίγοι αυτοί αριθμοί είναι αρκετοί για να μας δείξουν πως η Κύπρος μετατράπηκε σε ένα αγροτικό εξάρτημα της αποικιοκρατίας και ένα Νησί που βασική πηγή εισοδήματος του έχει τις βάσεις. Η Κύπρος σήμερα είναι μία τέλεια στρατηγική βάση του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Έ ν α άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι το πρόβλημα των κοινωνικών ερεισμάτων του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού στην Κύπρο. Το όλο πρόβλημα συνδέεται με τη γενική κοινωνική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Είναι γεγονός πως πολλοί σημερινοί Κύπριοι είναι Επτανήσιοι, Σμυρνιοί και Κωνταντινουπολίτες. Στην Κύπρο πήγαν σαν εσωτερικοί μετανάστες μέσα στα πλαίσια του ελληνικού χώρου. Πολλοί α π ' αυτούς έγιναν έμποροι των παραλιακών πόλεων, ναυτιλιακοί πράκτορες και μεσίτες, στρώματα τα οποία ευνόησε η αγγλική αποικιοκρατία. Επίσης ο κατακτητής ευνόησε τους τοκογλύφους-τραπεζίτες, τους καιροσκόπους κλπ. Πολλοί λ.χ. Κωνσταντινουπολίτες πήγαιναν στην Κύπρο και πλειοδοτούσαν για την αγορά των φόρων, που κατόπιν τους είσπρατταν από τον αγροτικό πληθυσμό με αφάνταστη τοκογλυφική απληστία. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, αυτοί, τον Ιούνιο του 1878 (λίγο πριν την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους), πήγαν στο Νησί και άρχισαν να αγοράζουν σε εξευτελιστικές τιμές οικόπεδα, τα οποία ύστερα τα πούλησαν με μεγάλο υπερκέρδος στους Άγγλους (ανάμεσά τους ήταν και ο Ζαχάρωφ). Η αποικιοκρατία ευνόησε τους ανώτερους δημοσίους υπαλλήλους (πολλοί α π ' 62
αυτούς ήταν Ελλαδίτες, όπως οι πρώτοι δικαστές της Αγγλοκρατίας Κ. Παλαιολόγος και Χρίστος Παπαδόπουλος), τους πλούσιους αγρότες και τσιφλικάδες, τους χριστιανούς-καθολικούς (λεβαντίνους). Με αυτόν τον τρόπο η αποικιοκρατία πήγαινε να δημιουργήσει μια συνείδηση ανθενωτική, μια συνείδηση που να βλέπει την αποικιοκρατία σαν σωτήρα της Κύπρου και τον ενωτικό αγώνα καταστροφή των κυπριακών συμφερόντων. Εκείνο τέλος που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι πως η αποικιοκρατική εύνοια στρεφόταν πότε προς τη μία εθνική ομάδα πότε προς την άλλη, ανάλογα με τις ανάγκες της δοσμένης εποχής. Λ.χ. το καθεστώς Πάλμερ (1934-39) ευνόησε την τουρκική μειονότητα και προσέλαβε πολλούς Τούρκους στον κρατικό μηχανισμό. Επίσης το 195560 χιλιάδες Τούρκοι προσλήφθησαν στα Σώματα Ασφαλείας.
Το εθνικό πρόβλημα στην Κύπρο Είναι αδύνατο ν ' αντιμετωπιστεί σωστά το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ενός λαού, χωρίς να γνωρίζουμε την πορεία της εθνικής του διαμόρφωσης. Η αλήθεια αυτή ισχύει και για τον κυπριακό αγώνα. Γι* αυτό και δεν πρέπει να μας εκπλήττει, όταν ακούμε και διαβάζουμε τα πιο απίθανα πράγματα για το Κυπριακό. Η πορεία της εθνικής διαμόρφωσης του κυπριακού ελληνισμού ταυτίζεται με την εθνογενετική εξέλιξη όλων των Ελλήνων. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το θέμα αυτό έχει ικανοποιητικά ερευνηθεί. Για όσους πιστεύουν πως το ελληνικό έθνος υπάρχει εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ ένα τέτοιο ζήτημα. Άλλοι πάλι, αν και παραδέχονται πως η γένεση των σύγχρονων εθνών είναι προϊόν της μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης, αντιμετωπίζουν σχηματικά και υποκειμενικά τα προβλήματα της ελληνικής εθνογενετικής. Λ.χ. δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι κατά τρόπο μυστικιστικό τοποθετούν την αρχή της εθνικής μας διαμόρφωσης στον έναν ή τον άλλο αιώνα του Μεσαίωνα. 63
Εδώ δεν πρόκειται να κάνουμε ανάλυση της εθνογενετικής πορείας των Ελλήνων. Θα υπογραμμίσουμε όμως τους λόγους για τους οποίους είναι αδύνατη η κατανόηση των εθνικοαπελευθερωτικών μας αγώνων χωρίς τη μελέτη του προβλήματος της εθνικής μας διαμόρφωσης. Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στην εθνογενετική και στο εθνικό κίνημα; Κ α τ ' αρχήν όλοι καταλαβαίνουμε πως χωρίς την ύπαρξη έθνους δε θα υπήρχε και εθνικό κίνημα. Αλλά τα πράγματα είναι ακόμα πιο πολυσύνθετα. Η εθνογενετική εξέλιξη και το εθνικό κίνημα βρίσκονται σε στενές σχέσεις αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης. Οι σχέσεις αυτές είναι δυναμικές και όχι στατικές. Το έθνος είναι ιστορική κατηγορία, δηλαδή προϊόν της ιστορικής εξέλιξης. Στο 19ο αιώνα έχουμε την εθνική αποκρυστάλλωση της Ευρώπης. Τα ευρωπαϊκά έθνη διαμορφώθηκαν μέσα στις συνθήκες της ανάπτυξης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η γέννηση και η ανάπτυξη της καπιταλιστικής αγοράς ήταν αποφασιστικό στοιχείο της οικονομικής ενότητας των ευρωπαϊκών εθνών, ο καταλύτης της εθνικής τους συνείδησης. Γ ι ' αυτό σωστά θεωρήθηκαν τα ευρωπαϊκά έθνη, έθνη αστικά. Τα εθνικά κινήματα της Ευρώπης του 19ου αιώνα απέβλεπαν στη δημιουργία εθνικών κρατών αστικού χαρακτήρα, αποσκοπούσαν στη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της εθνικής καπιταλιστικής αγοράς. Ό μ ω ς το έθνος σαν ιστορική κατηγορία είναι μια δυναμική πραγματικότητα. Δεν μπορεί να παραμένει αναλλοίωτο, αλλάζέι χαρακτήρα. Σήμερα είμαστε μάρτυρες δύο διαφορετικών εθνών στην Ευρώπη, των αστικών και των σοσιαλιστικών. Σήμερα είμαστε μάρτυρες εθνικών αγώνων που οδηγούν στη σοσιαλιστική μεταμόρφωση πολλών εθνών (Κούβα, Κίνα, Κορέα, Βιέτ Ναμ κλπ.) Και τούτο γιατί από το 19ο αιώνα πολλά πράγματα άλλαξαν με την κοινωνική εξέλιξη. Ό σ ε ς αστικές τάξεις μπήκαν στο ανώτατο στάδιο ανάπτυξής τους, στο στάδιο του μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου, έχασαν τον εθνικό τους χαρακτήρα, δηλαδή αποκόπηκαν από τον εθνικό κορμό και έγιναν κοσμοπολίτες. Αντίθετα 64
νέες ανερχόμενες δυνάμεις παρουσιάστηκαν μέσα στους κόλπους των εθνών. Το εργατικό κίνημα έγινε εθνική ηγετική μορφή. Τώρα η επίλυση του εθνικού προβλήματος συνδέεται αδιάρρηκτα με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του χαρακτήρα του έθνους. Το έθνος αποκρυσταλλώθηκε στην Ευρώπη στην περίοδο της γέννησης και επικράτησης του αστικού κοινωνικού συστήματος. Αυτό όμως δε σημαίνει πως εξαφανίζεται όταν αλλάζει το σύστημα αυτό. Αλλάζει χαρακτήρα, όμως σαν ιστορική κατηγορία θα υπάρχει για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης σωστό είναι ότι η εθνική αποκρυστάλλωση επέρχεται με τη' δημιουργία οικονομικής ενότητας μέσα στα πλαίσια μιας εθνότητας. Αλλά την οικονομική ενότητα, την κοινή αγορά, δεν την εξασφαλίζει μόνο το αστικό κοινωνικό σύστημα. Γ ι ' αυτό και βλέπουμε η εθνική αποκρυστάλλωση των Μογγόλων να γίνεται μέσα στις συνθήκες του σοσιαλιστικού κοινωνικού συστήματος. Και το παράδειγμα δεν είναι μοναδικό. Η ταύτιση του έθνους με την αστική τάξη είναι ιδεαλιστική αντίληψη, αποτελεί λάθος που έχει καταστρεπτικές συνέπειες, όταν γίνεται αποδεκτή από το σύγχρονο προοδευτικό κίνημα. Η εθνογενετική εξέλιξη είναι ένα πολύ πολύπλοκο φαινόμενο. Δεν ενάγεται μόνο στη σφαίρα της οικονομίας. Η υποσυνείδηση της κοινότητας του εδάφους, η υποσυνείδηση της γλωσσικής ενότητας, η υποσυνείδηση της κοινότητας της ψυχοσύνθεσης, υποσυνειδήσεις που αντανακλούν τα υποστρώματα και τα υπερστρώματα ενός έθνους, αποτελούν σοβαρούς συντελεστές της ύπαρξης ενός έθνους, δεν είναι διακοσμητικά καρικεύματα. Είναι ζωντανές δυναμικές κοινωνικές σχέσεις που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση. Είναι σχέσεις που διαμορφώνονται και αναπτύσσονται μέσα στην πορεία της ιστορίας. Για να καταλάβουμε τη γένεση ενός έθνους, για να καταλάβουμε το εθνικό του κίνημα, δεν αρκεί να γνωρίζουμε πώς σχηματίστηκε η οικονομική κοινότητά του. Πρέπει να γνωρίζουμε το ρόλο που έπαιξαν όλες οι σχέσεις που συγκροτούν ένα έθνος και που αντανακλώνται στην εθνική συνείδηση. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι 5
65
τόσο απλοποιημένα, όσο τα θέλει ο εγκέφαλος των σχηματοποιημένων ανθρώπων. Η εθνογενετική εξέλιξη στην Ελλάδα αρχίζει από την προϊστορική περίοδο, από τον καιρό των Πελασγών, των Κρητών κλπ. Θέλουμε δε να τονίσουμε δύο στοιχεία που έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού έθνους, δύο στοιχεία που έχουν άμεση σχέση και με το σημερινό αγώνα στην Κύπρο. Τη σημασία που έχει η κοινότητα του εδάφους και το γεγονός ότι η εθνική ολοκλήρωση των Ελλήνων επέρχεται μέσα στις συνθήκες της βάρβαρης οθωμανικής καταπίεσης. Για τη νησιώτικη Ελλάδα, το έδαφος είχε πάντα έννοια γλωσσική. Ο Έλληνας ανέκαθεν αισθάνθηκε την εδαφική ενότητα σαν ενότητα γλωσσική. Η Κρήτη θεωρήθηκε Ελλάδα γιατί ο πληθυσμός της μιλά ελληνικά. Το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο, τα Επτάνησα κλπ. Το έδαφος, σαν έννοια γλωσσική, έπαιξε σοβαρό ρόλο για τη διαμόρφωση της κοινής κουλτούρας και ψυχοσύνθεσης των Ελλήνων. Ό μ ω ς αυτό δεν ήταν αρκετό για να δημιουργηθεί ένα ελληνόγλωσσο έθνος. Μπορούσαμε κάλλιστα να έχουμε δύο και τρία ελληνόφωνα έθνη, αν στο Μεσαίωνα είχαμε πολλά βιώσιμα ανεξάρτητα φεουδαρχικά ελληνόγλωσσα κρατίδια. Εμείς όμως είχαμε είτε ένα ενιαίο ανεξάρτητο κράτος (το βυζαντινό) είτε ξένη καταπίεση. Ιδιαίτερα την εποχή που η ελληνική μεσαιωνική εθνότητα περνούσε στο στάδιο της μετατροπής της σε έθνος, βρισκόταν κάτω από την καταπίεση των Οθωμανών, Ενετών κλπ. Το γεγονός αυτό δυνάμωσε την υποσυνείδηση της κοινότητας του εδάφους μέσα σε όλο τον ελληνόφωνο πληθυσμό της Ελλάδας. Το δυνάμωμα της υποσυνείδησης του εδάφους τόνωνε την υποσυνείδηση της κοινότητας της γλώσσας, η ενίσχυση της γλωσσικής υποσυνείδησης αύξανε τον ρόλο των κοινών παραδόσεων και των κοινών εθίμων και δοξασιών, δυνάμωνε την πολιτιστική υποσυνείδηση. Την πορεία αυτή θα πρέπει να τη βλέπουμε και αντίστροφα. Έ τ σ ι , σ ' αυτή την πορεία των αλληλεπιδράσεων και των αλληλεξαρτήσεων, προωθείται η εθνική διαμόρφωση των 66
Ελλήνων, έστω και αν οι διάφορες ελληνικές περιοχές υπάγονται σε διαφορετικές διαμορφούμενες αστικές αγορές. Λ.χ. τα Επτάνησα, στην περίοδο της εθνικής μας διαμόρφωσης, οικονομικά είχαν κοινότητα με την Ιταλία. Και όμως οι Επτανήσιοι υπήρξαν πρωτοπόροι στους εθνικούς μας αγώνες, μας έδωσαν μεγάλες και μέχρι σήμερα αξεπέραστες εθνικές διάνοιες, μας έδωσαν το Σολωμό. Η Κρήτη, κάτω από τη Φραγκοκρατία, κάνει την αρχή της εθνικής μας αφύπνισης, σε μια περίοδο δηλαδή που δεν έχει καμιά οικονομική σύνδεση με την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Ό π ω ς βλέπουμε τα πάντα δεν μπορούν να εξηγηθούν με την εκχυδαϊσμένη αντίληψη για την οικονομική ενότητα, με την απλοποίηση των επιστημονικών εννοιών. Η αγγλική αποικιοκρατία από το 1878 συστηματικά δημιούργησε συνθήκες για την εμφάνιση κυπριακής αγοράς, ξένης και ανταγωνιστικής προς την ελληνική, κατάφερε να δημιουργήσει μια κυπριακή αστική τάξη με διαφορετικά συμφέροντα από εκείνα των συμπατριωτών της του ελληνικού κράτους. Ό μ ω ς αυτό, αν και δημιουργεί προβλήματα οικονομικής φύσης σε μια μελλοντική ένωση, δεν έφερε και στην επιφάνεια καμιά ξέχωρη κυπριακή εθνική συνείδηση. Αντίθετα το καθεστώς της αγγλικής αποικιοκρατίας δυνάμωσε την ελληνική εθνική συνείδηση των Κυπρίων. Πού να χρωστιέται αυτό; Στο γεγονός ότι τα άλλα στοιχεία που συγκροτούν το έθνος (τα μη οικονομικά) δεν μπορούν να εξουδετερωθούν, ούτε και να πάψουν να παίζουν το ρόλο τους. Η διατήρηση της Κύπρου σε απομόνωση από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο δυνάμωσε στο έπακρο την υποσυνείδηση της κοινότητας του εδάφους, δυνάμωσε την ελληνική εθνική συνείδηση. Η βρετανική κατοχή δημιούργησε στην Κύπρο υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό που υπάρχει στην Ελλάδα. Και το γεγονός αυτό το προέταξε σαν επιχείρημα για την κατάπνιξη του αιτήματος της ένωσης. Στα 1903 το Νομοθετικό Συμβούλιο της Κύπρου, απαντώντας στο επιχείρημα της αποικιοκρατίας, έλεγε: «Τον κυπριακό λαό ούτε τα πλούτη της Προστάτριας θαμβούσιν, ούτε η πενία της Ελλάδος τον 67
φοβίζει. Ο μόνος πόθος, το μόνον αυτού όνειρον, είναι η μετά της μητρός Ελλάδος ένωσις». Και τα λόγια αυτά δεν ήταν ονειροπόλος ρομαντισμός, δεν ήταν φθηνή πατριδοκαπηλία κλπ., ήταν έκφραση μιας νομοτελειακής αναγκαιότητας. Αν τα πάντα τα ρύθμιζε το οικονομικό συμφέρον, έτσι όπως το εννοούν οι μηχανιστές της σκέψης, τότε γιατί οι Κύπριοι που έχουν περισσότερες αποδοχές να θέλουν την ένωση; Απλούστατα γιατί μόνο η συνένωση και η απελευθέρωση του ελληνικού έθνους, θα επιτρέψουν την ολόπλευρη, οικονομική και πολιτιστική, ανάπτυξή του. Αντανάκλαση της αλήθειας αυτής είναι και το γεγονός της ανάπτυξης της ελληνικής εθνικής συνείδησης των Κυπρίων.
Η πορεία του αγώνα στην Κύπρο Με την αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων (τέλη 18ου αιώνα) και την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821, έχουμε νέες ποιοτικές αλλαγές στον ελληνικό χώρο. Το πρόβλημα της συνένωσης της ελληνικής εθνικής αγοράς και της δημιουργίας ελληνικού εθνικού κράτους μπήκε στην ημερήσια διάταξη. Η δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κρατιδίου το 1830 (το κράτος-φάντασμα) είχε και ένα θετικό αποτέλεσμα. Έγινε κίνητρο για την ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στις σκλάβες περιοχές. Και ο αγώνας αυτός έπρεπε να διεξάγεται κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες. Φυσιολογικά είχε το χαρα-
κτήρα του ενωτικού αγώνα, μια και η ολοκλήρωση της
εδαφικής ενότητας του ελληνικού χώρου, μέσα στα πλαίσια ενιαίου εθνικού κράτους, αποτελούσε το βασικό νόημα του εθνικού κινήματος στην περίοδο 19ου — αρχές 20ού αιώνα. Δε θα πρέπει όμως να ξεχνάμε πως σ'αυτό το διάστημα το εθνικοαπελευθερωτικό μας κίνημα χαρακτηριζόταν: α) από την έντονη τάση για την απελευθέρωση των σκλάβων περιοχών, β) την τάση για την αποτίναξη της ξένης εξάρτησης και της υποτέλειας στο ελληνικό κράτος (του ξενισμού όπως 68
λεγόταν τότε) και γ) από την προσπάθεια της ματαίωσης των προσπαθειών των Μεγάλων Δυνάμεων για τη δημιουργία μικρών κρατιδίων στη νησιωτική Ελλάδα, σαν τμήματα των στρατηγικών αποικιακών τους συστημάτων (περιπτώσεις Επτανήσου, Κρήτης κλπ.). Ό π ω ς τονίσαμε, η ύπαρξη του ελληνικού κράτους ήταν μια ψυχολογική παρότρυνση στις σκλάβες περιοχές για ανάπτυξη της πάλης. Το ίδιο όμως το κράτος δεν έπαιξε θετικό ρόλο. Από τη γέννησή του βρισκόταν στα χέρια συνθηκολόγων αστών και τσιφλικάδων. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους βρέθηκε στα χέρια μιας διαμορφούμενης χρηματιστικής ολιγαρχίας, που η στενή σύνδεσή της με τα διεθνή μονοπώλια της πρόσδιδε από τότε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Το κράτος αυτό ακολούθησε την πολιτική των φιλικών σχέσεων με το Σουλτάνο και έφτασε να καταδιώκει και τους αγωνιστές της Κρήτης. Έ τ σ ι δημιουργήθηκε η πολιτική της υποτέλειας, η πολιτική που βάζει πάνω από όλα τις διαθέσεις των προστάτιδων δυνάμεων, η πολιτική που προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των λεγόμενων «πατροπαράδοτων συμμάχων, μεγάλων φίλων κλπ.». Μέσα στις συνθήκες της αυξανόμενης αποικιοκρατικής επιθετικότητας των Μεγάλων Δυνάμεων (Ανατολικό Ζήτημα) στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, μέσα στις συνθήκες της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εξάρτησης του ελληνικού κράτους, ήταν επόμενο ο αγώνας για την απελευθέρωση των σκλάβων περιοχών να παίρνει μορφή και χαρακτήρα διεθνικό, να είναι αργός, δύσκολος και σταδιακός. Κάθε φορά, κάποια περιοχή αποτελούσε το επίκεντρο της πάλης. Λ.χ. στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ήταν η Κρήτη το κέντρο της εθνικοαπελευθερωτικής μας πάλης. Στην περίοδο της όξυνσης του αγώνα σε μια περιοχή, οι άλλες περιοχές έστρεφαν την προσοχή τους στην ενίσχυση, ηθική και υλική, του κινήματος αυτής της περιοχής (εθελοντές, χρήματα κλπ.). Η Κύπρος ενεργά συμμετέχει στην εθνικοαπελευθερωτική μας πάλη, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γενικά ο 69
εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο έχει τις παρακάτω περιόδους: α) Περίοδος Τουρκοκρατίας, 1570-1878. β) Πρώτη περίοδος Αγγλοκρατίας, 1878-1914. γ) Δεύτερη περίοδος Αγγλοκρατίας, 1914-1930. δ) Τρίτη περίοδος Αγγλοκρατίας, 1931-1945. ε) Τέταρτη περίοδος Αγγλοκρατίας, 1946-1955. στ) Περίοδος ένοπλου αγώνα, 1955-1959. ζ) Περίοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε όλες τις περιόδους του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, το κυρίαρχο αίτημα είναι το αίτημα της ένωσης. Σε όλες τις περιόδους της Αγγλοκρατίας ο αγώνας είναι διττός, είναι αγώνας κατά της Αγγλοκρατίας και αγώνας κατά της συνθηκολόγας παράταξης της λεγόμενης «ρεαλιστικής πολιτικής», που απέβλεπε και αποβλέπει στην παρεμπόδιση της ένωσης και της διατήρησης της Κύπρου στο στρατηγικό σύστημα της αποικιοκρατίας. Από το 1878 παρατηρείται και ένα άλλο γεγονός. Ο αγώνας στην Κύπρο είναι άμεσα εξαρτημένος από τις εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Εγγύς Ανατολή. Υπάρχει στενή αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση. Ο ρόλος της επίσημης Ελλάδας ευθυγραμμίζεται με εκείνον των Δυτικών «Συμμάχων» από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα 1919 ο Ε. Βενιζέλος ζητά από τους Κυπρίους να έχουν εμπιστοσύνη στο αγγλικό υπουργείο των Αποικιών. Στα 1931 η επίσημη Ελλάδα του Ε. Βενιζέλου αφήνει ανενόχλητους τους Ά γ γλους να καταπνίξουν την εξέγερση του κυπριακού λαού. Και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίζεται η αυτή πολιτική. Ο αγώνας στην Κύπρο έγινε σοβαρός πονοκέφαλος για την επίσημη Ελλάδα. Τελικά φθάνουμε στην προδοσία της Ζυρίχης, συμφωνία που αποβλέπει στη δημιουργία οξύτατου εσωτερικού εθνικού προβλήματος στην Κύπρο και στη διαιώνιση της παραμονής της Κύπρου στο στρατηγικό σύστημα του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού.
70
Το Κυπριακό και η ελληνική ολιγαρχία Η οργανική σύνθεση της ελληνικής χρηματιστικής ολιγαρχίας, που έχει διαμορφωθεί από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δείχνει πως αυτή είναι κοσμοπολίτικη και βρίσκεται σε άμεση σύνδεση και συνεργασία με τα παγκόσμια μονοπώλια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Κυρίαρχη θέση στη σύνθεση του ελληνικού κεφαλαίου κατέχει το ναυτιλιακό κεφάλαιο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου Πανελληνίου Συνεδρίου των Εφοπλιστών, οι Έλληνες εφοπλιστές διαθέτουν πάνω από 3.500 πλοία διαφόρων τύπων, συνολικής χωρητικότητος 15.681.000 τόνων και πάνω. Με βάση τους αριθμούς του Συνεδρίου διαπιστώνουμε ότι: α) Οι Έλληνες εφοπλιστές είναι κύριοι του 10,8% περίπου του παγκόσμιου εμπορικού στόλου και έρχονται τρίτοι μετά τους Βορειοαμερικανούς και τους Άγγλους, β) Πλοία 8 περίπου εκατομμυρίων τόνων βρίσκονται κάτω από ξένη σημαία, γ) Ο ελληνικός εμπορικός στόλος δεν ασχολείται μόνο με το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο, αλλά κυρίως με την εξυπηρέτηση των μεταφορών των μεγάλων μονοπωλιακών συγκροτημάτων και της παγκόσμιας αστικής αγοράς, δ) Το ένα τρίτο του ελληνικού εμπορικού στόλου είναι πετρελαιοφόρα που κυρίως ασχολούνται με τη μεταφορά του πετρελαίου της Εγγύς Ανατολής, ε) Οι ιδιοκτήτες των πετρελαιοφόρων αυτών είναι ταυτόχρονα και οι μεγαλύτεροι εφοπλιστικοί οίκοι της Ελλάδας. Επίσης πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι οι Έλληνες εφοπλιστές έχουν πολύ ισχυρές και αποφασιστικές θέσεις στο τραπεζικό κεφάλαιο της χώρας, που με τη σειρά του ελέγχει την ελληνική βιομηχανία και την αγροτική οικονομία με το σύστημα του δανεισμού και των πιστώσεων. Οι ελληνικοί εφοπλιστικοί οίκοι είναι συμβλημένοι με διεθνείς χρηματιστικούς ολιγαρχικούς κύκλους και αποτελούν σεβαστά μέλη του παγκόσμιου κοσμοπολίτικου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η Κύπρος, για το ελληνικό ολιγαρχικό κεφάλαιο, είνα'
μια αποικιακή στρατηγική βάση, είναι εγγύηση για την εξασφάλιση των πετρελαίων της Εγγύς Ανατολής στους ξένους μονοπωλιακούς μεγιστάνες, με τους οποίους η ελληνική ολιγαρχία έχει σχέσεις, κοινοπραξία και συγγένεια αίματος. Η επίσημη ελληνική πολιτική θα ήταν πολύ πιο σαφής και κυνική, αν δεν υπήρχε η αντίσταση του έθνους, που σήμερα αποτελείται από τα μεσοστρώματα και τους εργαζόμενους, από στρώματα και τάξεις που βρίσκονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της ελληνικής ολιγαρχίας. Το διάστημα 1956-1959 υπήρξε περίοδος που είχε δείξει στον ελληνικό λαό πως η επίσημη Ελλάδα στέκεται αντιμέτωπη της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στην Κύπρο. Καθημερινά, όλο και βάθαινε το χάσμα. Αυτό κατατρόμαξε τους ηγέτες του ελληνικού κράτους που γύρεψαν διέξοδο με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου αποτελούσαν και μια απόπειρα να απομονωθεί η Κύπρος από την υπόλοιπη Ελλάδα, να απομονωθεί ο κυπριακός αγώνας και να αποξενωθεί από το λαό της Ελλάδας. Ο κ. Α. Παπανδρέου στις 24.12. 1964 δήλωνε στη Λευκωσία ότι «η Κύπρος προσέφερε τα μεγάλα ιδεώδη εις την Ελλάδα και ήνοιξε φωτεινόν δρόμον διά το μέλλον». Ανεξάρτητα από πού προέρχεται, η διαπίστωση είναι αντικειμενική αναγνώριση της πραγματικότητας. Και αυτή την πραγματικότητα θέλησε η επίσημη Ελλάδα να θάψει στη Ζυρίχη. Η απομόνωση της Κύπρου από την Ελλάδα, η εμμονή στην ύπαρξη αυτοτελούς κυπριακού κράτους, απέβλεπε και αποβλέπει στο να εμποδίσει την Κύπρο να παίξει τον ιστορικό της ρόλο στον αγώνα για μια πραγματικά ελεύθερη και αντιιμπεριαλιστική Ελλάδα.
Ο ρόλος του Κυπριακού στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα της Ελλάδας Στην αλυσίδα των εθνικοαπελευθερωτικών μας αγώνων, ο 72
αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου είναι ο σημαντικότερος. Και τούτο για δυο βασικούς λόγους: α) Γιατί διεξάγεται σε μια περίοδο όπου έχουν γίνει σοβαρές αλλαγές στην κοινωνική διάρθρωση του ελληνικού έθνους, β) Γιατί διεξάγεται μέσα στα πλαίσια του γενικότερου εθνικοαπελευθερωτικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος των λαών της Ανατολής. Σήμερα ηγετικό στρώμα του ελληνικού κεφαλαίου είναι το κοσμοπολίτικο ολιγαρχικό κεφάλαιο. Το γεγονός αυτό έφερε επικεφαλής των εθνικών αγώνων τους εργάτες και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα του λαού. (Η διαπίστωση γίνεται με την καθαρή κοινωνιολογική έννοια. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τους πολιτικούς φορείς των κοινωνικών τάξεων.) Έ τ σ ι είναι έκδηλη πια η τάση των εθνικών αγώνων μας να παίρνουν όλο και πιο συγκεκριμένο κοινωνικό χαρακτήρα, να γίνονται αγώνες για την απελευθέρωση του έθνους από την ιμπεριαλιστική κηδεμονία της ξένης και ντόπιας ολιγαρχίας. Η διάχυτη τάση για την απαλλαγή του τόπου μας από τα κάθε μορφής δεσμά του ιμπεριαλισμού, οδηγεί αναπόφευκτα στο δρόμο των βαθιών κοινωνικών αλλαγών. Έ τ σ ι ο αγώνας της Κύπρου καλλιεργεί τα μεγάλα ιδεώδη της αντιιμπεριαλιστικής Ελλάδας και ανοίγει το δρόμο για ένα φωτεινό μέλλον, γιατί η πραγμάτωση της κυπριακής ελευθερίας συνδέεται με τη χειραφέτηση των Ελλήνων εργαζομένων. Είναι αλήθεια πως η πραγματικότητα αυτή δεν έγινε ακόμη μαζική συνείδηση του ελληνικού λαού. Αυτό είναι και εκείνο που μας αναγκάζει να την ονομάζουμε «τάση» και όχι συνειδητό σκοπό. Ασφαλώς η συνειδητοποίηση επέρχεται και δεν προηγείται. Παρ * όλα αυτά πρέπει να αναγνωρίσουμε μια σοβαρή καθυστέρηση. Η καθυστέρηση οφείλεται σε πολλούς λόγους, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς. Η αλλαγή του περιεχομένου των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων μας φάνηκε έκδηλα στην περίοδο 1941-44. Τι είχε δείξει η περίοδος εκείνη; Επικεφαλής του αγώνα μπαίνουν τα λαϊκά στρώματα, η φτωχολογιά των πόλεων και της υπαίθρου. Δυστυχώς δεν 73
έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα η κοινωνική σύνθεση των οργανώσεων Εθνικής Αντίστασης. Ό μ ω ς η ενεργός συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων ήταν τόσο έντονη, που αντανακλαστικά το βλέπουμε και στα προγράμματα των οργανώσεων και στην οργάνωση των ελεύθερων περιοχών. Καμιά οργάνωση Εθνικής Αντίστασης δεν διακήρυττε πως αποβλέπει ο αγώνας της μόνο στην κατάργηση του χιτλερικού καθεστώτος κατοχής. Ό λ ε ς μιλούσαν για μια καινούρια Ελλάδα και όχι για την αποκατάσταση της προπολεμικής κατάστασης. Έ ν α άλλο χαρακτηριστικό είναι πως οι πολιτικοί εκπρόσωποι της ολιγαρχίας (παλιά κόμματα), είτε συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, είτε φυγομάχησαν και περίμεναν τους Ά γ γλους σαν μεταπολεμικούς σωτήρες. Τώρα μπαίνει το οξύτατο πρόβλημα, γιατί στην Ελλάδα απέτυχε το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Νομίζουμε πως η απάντηση προϋποθέτει βαθιά επιστημονική μελέτη όλων των δεδομένων, μελέτη που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Τελευταία παρουσιάστηκαν πολλά ιστοριογραφήματα γύρω από την Εθνική Αντίσταση. Χωρίς να θέλουμε να αμφισβητήσουμε τη χρησιμότητά τους, είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρήσουμε πως το είδος αυτό δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες της επιστημονικής έρευνας. Πάντως, εκείνο που είναι πολύ έκδηλο, είναι πως η ηγεσία της Εθνικής Αντίστασης αγνοούσε τη σημασία και το χαρακτήρα του εθνικού κινήματος της Ελλάδας, το ταύτισε με τα άλλα αντιχιτλερικά κινήματα της Ευρώπης και δεν κατανόησε το ρόλο των λαϊκών μαζών, που εκείνη την εποχή είχαν μπει στο ρου της ένοπλης εξέγερσης. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κέντρο των εθνικοαπελευθερωτικών μας αγώνων μετατοπίζεται στην Κύπρο. Και τούτο ήταν απόλυτα φυσικό. Η Κύπρος ήταν κάτω από το καθεστώς της ανοικτής αποικιακής κατοχής. Ύστερα η Κύπρος αποτελεί τον πιο κοντινό γείτονα της επαναστατημένης αντιιμπεριαλιστικης Ανατολής. Ο ρόλος της, σαν βάσης του στρατηγικού συστήματος του αποικιακού ιμπεριαλισμού, σαν ορμητηρίου για την κατάπνιξη των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων και η αποικιακή κατα74
πίεση στο ίδιο το νησί, δημιουργεί στον κυπριακό λαό την αντιαποικιακή ψυχολογία, την ψυχολογία που έρχεται να δέσει στενά με κοινούς αγώνες και κοινές θυσίες τον ελληνικό λαό με τα σύγχρονα επαναστατικά κέντρα. Στην Κύπρο δεν μπορούν να βρουν πρόσφορο έδαφος οι αυταπάτες για τον ιμπεριαλισμό και για το ρόλο του σε βάρος της Ελλάδας. Το γεγονός το αντιλήφθηκε η ελληνική ολιγαρχία και ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Γ ι ' αυτό και πήγαν και πηγαίνουν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους την κατάσταση. Η μόνιμη πια ανεπάρκεια των επίσημων φορέων του προοδευτικού κινήματος δίνει μια τέτοια δυνατότητα στις αντιδραστικές δυνάμεις, δημιουργεί όμως και ξέχωρες ευθύνες και πρόσθετα βαριά καθήκοντα στις ανερχόμενες δυνάμεις του λαϊκού κινήματος. Η πιο έντεχνη απόπειρα για την εκμετάλλευση του κυπριακού αγώνα σε βάρος των Ελλήνων και του διεθνούς εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος γίνεται μετά το 1950. Η κυβέρνηση Παπάγου και οι ΗΠΑ παίρνουν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία ένοπλης πάλης στην Κύπρο. Με αυτόν τον τρόπο θέλησαν να αποσπάσουν την πρωτοβουλία και να εμποδίσουν την εμφάνιση πραγματικών πατριωτικών ένοπλων δυνάμεων. Ταυτόχρονα το σχέδιο είχε και άλλους δυο βασικούς στόχους: α) την πρόκληση εμφυλίου πολέμου στην Κύπρο και β) την άσκηση πίεσης πάνω στην Αγγλία και την υποχώρηση της προς όφελος των ΗΠΑ. Η πείρα του'εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (1946-49) είχε διδάξει πολλά στους ανταγωνιστές της αγγλικής αποικιοκρατίας, στους Βορειοαμερικανούς νεοαποικιστές. Τα πράγματα όμως, χάρη στον ηρωικό αγώνα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και όλων των εργαζομένων της Κύπρου, πήραν εξέλιξη άλλη. Γ ι ' αυτό και οι λεγόμενοι εθνικοί ηγέτες πέρασαν στην ανοικτή προδοσία με τις συμφωνίες ΖυρίχηςΛονδίνου. Η περίοδος 1955-1959 είναι η πιο πλούσια περίοδος σε δραματικές εξελίξεις, είναι περίοδος στην οποία δώσαν εξετάσεις οι πάντες. Και ο μόνος που κρίθηκε άξιος ήταν ο λαός της Κύπρου. Η μελέτη της περιόδου 1955-1959 αποτελεί ζωτική ανάγκη για την παραπέρα ανάπτυξη της 75
αντιιμπεριαλιστικής πάλης ολόκληρου του ελληνικού λαού. Η μελέτη της θα δείξει ποιοι είναι οι ζωντανοί φορείς της πάλης του ελληνικού λαού, ποιοι έχουν ηθικό δικαίωμα να μιλάνε στο όνομα αυτού του αγωνιστή λαού και ποιοι όχι. Η μελέτη της περιόδου αυτής μας οδηγεί σε ευρύτερο προβληματισμό πάνω στο ζήτημα της ανεπάρκειας των φορέων του κινήματος, θα μας επιτρέψει να δούμε αν η ανεπάρκεια είναι παροδική ή μόνιμο παθολογικό-οργανικό φαινόμενο.
Το εσωτερικό εθνικό ζήτημα της Κύπρου Ό τ α ν η προσπάθεια εμφυλίου πολέμου απέτυχε, οι ενωμένες δυνάμεις της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού δημιούργησαν το εσωτερικό εθνικό ζήτημα της Κύπρου, δίνοντας ιδιαίτερα προνόμια στην τουρκοκυπριακή μειονότητα, προνόμια που ήταν σε βάρος της πλειοψηφίας του κυπριακού πληθυσμού. Η υλική βάση για τη δημιουργία του εσωτερικού εθνικού προβλήματος είναι η ύπαρξη της τουρκικής μειονότητας. Η τουρκική μειονότητα δημιουργήθηκε μετά το 1570. Πάντα ήταν διασκορπισμένη σε όλη την Κύπρο και ζούσε μαζί με την πλειοψηφία των κατοίκων, με τους Έλληνες. Έ ν α χρόνο πριν από την αγγλική κατοχή, το 1877, ο Γάλλος Λακρουά αρίθμησε 610 χωριά στην Κύπρο. Α π ' αυτά μόνο τα 89 είχαν τουρκική πλειοψηφία. Το 1841 η απογραφή του Τάλλατ Εφέντη είχε διαπιστώσει ότι σε 110 χιλιάδες κατοίκους που είχε η Κύπρος, οι Έλληνες ήταν 76.000, οι Τούρκοι 33.000 και οι Άραβες χριστιανοί (Μαρωνίτες) 1.200. Σήμερα οι Τούρκοι είναι το 18% του πληθυσμού. Οι σχέσεις ανάμεσα στη μειονότητα και την πλειοψηφία ήταν πάντα σχεδόν καλές. Υπήρχαν αναμφισβήτητα διαφορές και σημεία προστριβών. Οι Τούρκοι υπήρξαν για τρεις αιώνες το έθνος καταπιεστής, ήταν το έθνος που πάλευε τους Έλληνες σαν κυρίαρχος κατακτητής. Αντίθετα, οι Έλληνες διαμορφώνονται σαν έθνος καταπιεζόμενο. Ά λ λ η διαφορά 76
ήταν η θρησκεία και η γλώσσα. Ό λ ε ς αυτές οι διαφορές δεν ήταν αξεπέραστες, δεν εμπόδισαν τη συνύπαρξη των δύο εθνικών ομάδων. Οι διαφορές αναπτύχθηκαν τεχνητά από το 1878, για να γίνουν σήμερα οξύ πρόβλημα. Ό π ο τ ε η ελληνική πλειοψηφία πρόβαλλε το αίτημα της ένωσης, οι Ά γ γ λ ο ι αποικιοκράτες έσπρωχναν τους Τούρκους σε αντίθετη ενέργεια, γύρευαν την επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία. Το 1903 οι Τούρκοι γύρεψαν για πρώτη φορά τη διχοτόμηση της Κύπρου. Για να αντιληφτεί κανείς πώς οι αποικιοκράτες ιμπεριαλιστές δημιούργησαν το εσωτερικό εθνικό ζήτημα της Κύπρου είναι ανάγκη επίσης να πάρει υπόψη του την κοινωνική σύνθεση της μειονότητας. Η μελέτη της διαστρωματικής σύνθεσης της τουρκικής μειονότητας είναι αναγκαία για να εξηγηθούν πολλές πλευρές του κυπριακού εσωτερικού εθνικού ζητήματος. Σήμερα βλέπουμε τη φτωχολογιά των λινοβαμβάκων της Τηλλυρίας και άλλων περιοχών της Κύπρου να είναι θερμός υποστηρικτής του πράκτορα των ιμπεριαλιστών του Ντενκτάς. Θα πρέπει να εξεταστεί το πρόβλημα μέχρι ποιο βαθμό η κοινωνική καταπίεση τροφοδοτεί το σοβινισμό και μέχρι ποιο βαθμό οι κοινωνικοί αγώνες της τουρκοκυπριακής φτωχολογιάς περιφρονήθηκαν και αγνοήθηκαν από τους Ελληνοκύπριους εργαζομένους. Επίσης χρειάζεται να μελετηθεί το πρόβλημα των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Θα πρέπει να προβληθούν οι κοινοί αγώνες, αλλά ταυτόχρονα να μελετηθούν βασικά προβλήματα, όπως είναι το πρόβλημα των διακρίσεων κλπ. Στα 1947-48 οι κοινοί αγώνες των Τούρκων και Ελλήνων εργατών της Κύπρου αποτελούν μια μεγαλειώδη εκδήλωση της ενότητας των δύο εθνικών στοιχείων των εργαζομένων της Κύπρου. Γιατί η ενότητα αυτή δεν επεκτάθηκε και δε σταθεροποιήθηκε; Έ ν α άλλο πρόβλημα είναι το πρόβλημα της σύνθεσης και της δραστηριότητας των δύο αστικών τάξεων του νησιού και των μεσοστρωμάτων τους. Ο ανταγωνισμός αυτών των δύο τάξεων, φορέων του σοβινισμού, ασφαλώς μεταφέρεται και στα λαϊκά στρώματα. Τούτο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι δύο αυτές τάξεις κατέχουν ηγετική θέση μέσα 77
στις δύο κοινότητες. Πάντως και στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε μέχρι ποιο βαθμό καταπιέζει και εκμεταλλεύεται την τουρκοκυπριακή φτωχολογιά της υπαίθρου το ελληνοκυπριακό τραπεζικό και τοκογλυφικό κεφάλαιο, μέχρι ποιο βαθμό οι Τουρκοκύπριοι τσιφλικάδες στέκονται εμπόδιο στους Έλληνες αγρότες (οι Τουρκοκύπριοι γαιοκτήμονες ισχυρίζονται ότι κατέχουν το 40% της γης), μέχρι ποιο βαθμό η Εκκλησία στέκεται εμπόδιο στην καλυτέρευση της θέσης της τουρκικής φτωχολογιάς με τα μετόχια και τα μοναστηριακά κτήματα και τις μοναστηριακές πηγές νερού κλπ. Στη δημιουργία του εσωτερικού εθνικού ζητήματος έπαιξε σοβαρό ρόλο η ενίσχυση ορισμένων τουρκοκυπριακών στρωμάτων από την αποικιοκρατία. Ιδιαίτερα από το μεσοπόλεμο οι Ά γ γ λ ο ι δυναμώνουν τον κρατικό μηχανισμό τους με τουρκοκύπριους (δημόσιοι υπάλληλοι, Σώματα Ασφαλείας κλπ.). Τέλος θα πρέπει να δούμε πώς ο παντουρκικός σοβινισμός και ο ελληνικός σοβινισμός των αντιδραστικών δυνάμεων στην Τουρκία και την Ελλάδα μεταφέρεται στο νησί, ποια είναι τα οικονομικά και πολιτικά νήματα ανάμεσα στους αντιδραστικούς κύκλους της Κύπρου και σε κείνους της Άγκυρας και της Αθήνας. Το εσωτερικό εθνικό πρόβλημα στην Κύπρο δεν είναι η ουσία του κυπριακού αγώνα. Ό μ ω ς για να αντιμετωπισθεί σωστά, για να πάψει να είναι όπλο του διεθνούς ιμπεριαλισμού και των υποστηρικτών του, που παρουσιάζουν το Κυπριακό σαν διένεξη των δύο κοινοτήτων, χρειάζεται συστηματική μελέτη και η προβολή μιας τέτοιας πολιτικής που θα δυναμώσει την ενότητα των λαϊκών στρωμάτων και θα απομονώσει τις αντιδραστικές δυνάμεις των δύο εθνικών ομάδων, δυνάμεις που κινούνται απευθείας από τους ιμπεριαλιστές. Με την προβολή του σοβινισμού κάτω από τη μορφή της φιλανθρωπίας (να βοηθήσουμε τους ταλαίπωρους Τουρκοκύπριους) ή λ.χ. με τον προπαγανδισμό συμπτωματικών επεισοδίων, όπως μια Τουρκάλα γίνεται χριστιανή και παντρεύεται έναν Έλληνα, δε λύνεται κανένα πρόβλημα, αντί78
θετα οξύνεται το εσωτερικό εθνικό πρόβλημα. Μια τέτοια πολιτική σκοντάφτει στην αξιοπρέπεια των Τουρκοκυπρίων εργαζομένων, αξιοπρέπεια που εκμεταλλεύονται οι Τουρκοκύπριοι μπέηδες και ο ιμπεριαλισμός.. Είναι επιτακτική ανάγκη να κτυπηθεί η προσπάθεια να παρουσιαστεί το Κυπριακό σαν πρόβλημα διαβίωσης των δύο κοινοτήτων, σαν πρόβλημα εσωτερικό, έστω και αν στον ισχυρισμό αυτό προστίθεται και η φράση πως η ιμπεριαλιστική ανάμειξη δεν αφήνει να ζήσουν ειρηνικά οι δύο εθνικές ομάδες. Το Κυπριακό είναι η πιο έντονη εκδήλωση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης του ελληνικού λαού. Ο αγώνας στην Κύπρο είναι αγώνας για την έξοδο της Κύπρου από το στρατηγικό σύστημα της αποικιοκρατίας και της Ελλάδας από το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.
ΟΗΕ και Κυπριακό Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του ΟΗΕ στον κυπριακό αγώνα; Πολλοί είναι εκείνοι που μιλάνε για λύση του Κυπριακού μέσω του ΟΗΕ. Πριν την αποστολή των στρατευμάτων του ΟΗΕ στην Κύπρο, προβαλλόταν ο ισχυρισμός πως η αποστολή των στρατευμάτων του ΟΗΕ θα εμπόδιζε την τουρκική εισβολή κλπ. Φυσικά ο ισχυρισμός αυτός ερχόταν σαν ο καλύτερος ιδεολογικός σύμμαχος των ιμπεριαλιστών που προσπαθούν να αλλάξουν το νόημα του κυπριακού αγώνα, που πάνε να τον παρουσιάσουν σαν ελληνοτουρκική διένεξη, ενώ είναι αντιαποικιακή αντιιμπεριαλιστική πάλη και κλονίζει το στρατηγικό σύστημα του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Αλλά για να δούμε ποιος είναι ο ρόλος του ΟΗΕ, θα πρέπει προηγούμενα να γνωρίζουμε τον ίδιο τον ΟΗΕ. Οι υποστηρικτές της λύσης ΟΗΕ πάντα απέφευγαν να μιλήσουν πάνω στο θέμα αυτό και τούτο, γιατί με αυτόν τον τρόπο φαντάζονται ότι καλύπτονται. Ο ΟΗΕ ιδρύθηκε το 1945 στο Σαν Φραντσίσκο των ΗΠΑ με τη συμμετοχή 30 κρατών. 79
Βαθμιαία προσχώρησαν όλα σχεδόν τα κράτη του κόσμου. Ο ΟΗΕ έχει δικό του Καταστατικό Χάρτη που περιέχει γενικές διακηρύξεις περί δικαιωμάτων των εθνών κλπ. Ό μ ω ς ο ΟΗΕ δεν είναι ένα είδος «παγκόσμιας εξουσίας», είναι παγκόσμιος οργανισμός με περιορισμένες δικαιοδοσίες. Αυτό θα το δούμε, αν αναλύσουμε την οργανωτική διάρθρωση. Ο ΟΗΕ απαρτίζεται από ορισμένα Σώματα: Γενική Συνέλευση, Συμβούλιο Ασφαλείας, Κοινωνική Επιτροπή, Επιτροπή Κηδεμονιών, Γραμματεία. Η Γενική Συνέλευση απαρτίζεται από όλα τα μέλη του ΟΗΕ. Μπορεί να εξετάζει όλα τα προβλήματα. Κάθε μέλος έχει μία ψήφο. Δεν μπορεί να εξετάζει προβλήματα, αν τα εξετάζει το Συμβούλιο Ασφαλείας. Για να πάρει απόφαση η Γεν. Συνέλευση πάνω σε σοβαρά ζητήματα, απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων. Σοβαρά ζητήματα θεωρούνται ζητήματα ειρήνης και πολέμου, η εκλογή μη μόνιμων μελών στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η εισδοχή νέων μελών κλπ. Η Γεν. Συνέλευση έχει έξη Επιτροπές (Πολιτική, Οικονομική, Προϋπολογισμού, Κηδεμονιών, Κοινωνική, Νομική). Η Γεν. Συνέλευση μπορεί να πάρει αποφάσεις που έχουν καθαρά ηθικό χαρακτήρα. Οι αποφάσεις της δεν είναι υποχρεωτικές για τα μέλη. Λ.χ. η Γενική Συνέλευση είχε αποφασίσει για την κατάργηση της αποικιοκρατίας, όμως οι αποικιακές δυνάμεις που ψήφισαν και την απόφαση, ποτέ δεν την εκτέλεσαν. Η ασυνέπειά τους δεν είχε καμιά επίπτωση σε βάρος τους. Η Γενική Συνέλευση και να ήθελε δεν είχε το δικαίωμα να πάρει μέτρα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει πέντε μόνιμα μέλη (ΗΠΑ, Ε Σ Σ Δ , Γαλλία, Αγγλία και Κίνα του Τσαγκ Κάι Τσεκ) και 8 μη μόνιμα μέλη. Τα μόνιμα μέλη έχουν το δικαίωμα του βέτο. Με το βέτο (αρνησικυρία) κάθε μόνιμο μέλος μπορεί να ματαιώσει οποιαδήποτε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει το δικαίωμα να συγκροτεί διεθνή αστυνομικά σώματα και να τα αποστέλνει όπου νομίζει ότι απειλείται η ειρήνη και με σκοπό να επιβάλει την τάξη. Βασική επιτροπή του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι η 80
στρατιωτική που τη συγκροτούν οι επιτελείς των ΗΠΑ, Ε Σ Σ Δ , Αγγλίας, Γαλλίας και Κίνας (Εθνικιστικής). Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση ύστερα από ομόφωνη υπόδειξη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ό π ω ς βλέπουμε ο ΟΗΕ δεν έχει καμιά εξουσία. Ύστερα οι ένοπλες δυνάμεις του ή βρίσκονται κάτω από την άμεση εντολή του Γενικού Γραμματέα ή του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αλλά και στη μια και στην άλλη περίπτωση βρίσκονται κάτω από τον άμεσο έλεγχο των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων που διαθέτουν και το δικαίωμα του βέτο. Η πείρα έδειξε πως τα στρατεύματα του ΟΗΕ πάντα κινήθηκαν κάτω από τις διαταγές των ιμπεριαλιστών. Η τάξη «διασαλεύεται» από τον αγώνα των καταπιεζόμενων λαών και ο ΟΗΕ πάντα τρέχει να καταπνίξει την πάλη των αγωνιστών. Υπάρχουν μερικοί που προβάλλουν τον ανήθικο ισχυρισμό πως ο ΟΗΕ του 1964 δεν είναι του 1945. Και λέμε ανήθικο ισχυρισμό, γιατί και στον πιο απλό άνθρωπο είναι γνωστό πως τίποτα δεν άλλαξε στην ουσία. Πρώτα α π ' όλα το Καταστατικό παραμένει το ίδιο. Ά ρ α ο ΟΗΕ δεν έχει καμιά εξουσία, μπορεί μόνο να αναθεματίζει. Αλλά και αυτό για να γίνει, απαιτούνται τα δύο τρίτα των μελών. Σήμερα, με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς, τουλάχιστο το 60% των μελών ελέγχεται ή άμεσα καθοδηγείται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το 1945 το ποσοστό ήταν 90%. Έχουμε μια ποσοτική αλλαγή, όχι όμως και ποιοτική. Είναι στην καλύτερη περίπτωση παθολογική αφέλεια να πιστεύει κανείς πως οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα παρέμεναν και θα ξόδευαν τόσα εκατομμύρια δολάρια για τη διατήρηση ενός «αντιιμπεριαλιστικού ΟΗΕ». Με βάση αυτά τα στοιχεία, δικαιολογημένα διερωτάται κανείς, πώς θα λυθεί το Κυπριακό στον ΟΗΕ; Ο ΟΗΕ θα διατάξει τη διάλυση των πυρηνικών βάσεων και την αποχώρηση των αποικιοκρατών από το νησί; Θα δώσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό; Ασφαλώς όχι, γιατί λείπει η πλειοψηφία των δύο τρίτων και γιατί δεν έχει τέτοιο 6
81
δικαίωμα ο ΟΗΕ. Αλλά και αν γινόταν, κανένας από τους ιμπεριαλιστές δε θα ήταν υποχρεωμένος να πειθαρχήσει. Οι ιμπεριαλιστές φεύγουν από εκεί που το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα τους διώχνει. Και τώρα μπαίνει το ζήτημα: Γιατί τόσος θόρυβος για λύση «μέσω του ΟΗΕ»; Γιατί να παρουσιάζεται με τόση εμμονή η λύση «μέσω του ΟΗΕ», λύση που την υποστηρίζει το ΝΑΤΟ, συντηρητικοί παράγοντες των σοσιαλιστικών χωρών και προοδευτικές παρατάξεις, όπως ο παραδοσιακός προοδευτικός πολιτικός κόσμος; Την απάντηση θα τη βρει κανένας μόνο αν εξετάσει τις διεθνείς πλευρές του Κυπριακού, αν κανένας μελετήσει πώς σήμερα διαμορφώνεται η πολιτική του στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο. Γιατί σήμερα η λεγόμενη «πολιτική φιλίας» ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις του κόσμου ( Η Π Α - Ε Σ Σ Δ ) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση της πολιτικής του στάτους κβο, που αποβλέπει στη μη διατάραξη της σημερινής ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Ο ΟΗΕ δίνει τη δυνατότητα να διατηρηθούν τα πράγματα στην Κύπρο και στην Ελλάδα έτσι όπως είναι, συνεπώς να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων και την «ειρήνη» του στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο. Για τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τις άλλες δυτικές δυνάμεις μια τέτοια κατάσταση είναι ιδανική. Η διατήρηση της Ελλάδας και της Κύπρου μέσα στο στρατηγικό αποικιακό σύστημά τους και η εδραίωση των υδρογονικών βάσεων στο κυπριακό έδαφος σταθεροποιεί τις κλονισμένες από το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα θέσεις τους. Επιπλέον μέσα στον ΟΗΕ η όλη υπόθεση της Κύπρου παρουσιάζεται σαν πρόβλημα διαβίωσης Τούρκων και Ελλήνων. Έ τ σ ι , ακόμα πιο αποτελεσματικά πλαστογραφείται το νόημα του κυπριακού αγώνα. Τέλος, στον ΟΗΕ, με τις αναβολές και τις παρατάσεις, δίνεται όλος ο καιρός για να εκφυλιστεί ο αγώνας, να τορπιλιστεί και να χαντακωθεί από τα μέσα (διασπαστικές ενέργειες κλπ.). Με αυτόν τον τρόπο ελπίζεται πως θα δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα και έτσι θα διευκολυνθούν τα ερείσματα του 82
ιμπεριαλισμού στην Κύπρο και την Ελλάδα, για να γίνουν οι απόλυτοι κύριοι της κατάστασης. Να, λοιπόν, γιατί η λύση μέσω του ΟΗΕ είναι η δολοφονία της εθνικοαπελευθερωτικής μας πάλης. Η λύση του ΟΗΕ είναι η λύση των ανήθικων εκβιασμών και των ανήθικων παζαρεμάτων σε βάρος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης του ελληνικού λαού.
Προοπτικές Οι σημερινές προοπτικές του αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου παρουσιάζονται αντιφατικές. Υπάρχει η προοπτική τόσο του ξεπουλήματος, του χαντακώματος της ιερής αυτής εθνικής μας υπόθεσης, όσο επίσης και οι προοπτικές μιας μεγάλης αντιιμπεριαλιστικής νίκης με ιστορικές συνέπειες. Εφόσον η ηγεσία της πάλης για την Κύπρο δε θα μπει κάτω από τον έλεγχο των συνεπών λαϊκών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, εφόσον η επίσημη Ελλάδα θα παίζει καθοριστικό ρόλο στη ρυμούλκηση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στην Κύπρο, εφόσον στην Ελλάδα δε θα αναπτυχθεί το κίνημα για την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, εφόσον οι επίσημοι φορείς του αριστερού κινήματος θα ακολουθούν την πολιτική «της καλύτερης δυνατής λύσης», δηλαδή την πολιτική του μικρότερου κακού και της ικανοποίησης των απαιτήσεων για τη διατήρηση του στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο, εφόσον οι νέες ανερχόμενες προοδευτικές δυνάμεις δε συγκεκριμενοποιήσουν την πολιτική τους δραστηριότητα, είναι παραλογισμός να περιμένει κανείς νίκες στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα της Κύπρου. Η Κύπρος είναι σήμερα υδρογονική βάση. Οι πάντες το γνωρίζουν, κανένας όμως δε διεξάγει τον αγώνα που χρειάζεται, γιατί αυτό θίγει το σύστημα του στάτους κβο. Στην Κύπρο υπάρχουν στρατεύματα κατοχής, τμήμα του εδάφους της θεωρείται αγγλικό έδαφος. Ό μ ω ς οι βάσεις αυτές ανενόχλητα λειτουργούν. Έμφαση δίνεται μόνο στο εσωτερικό εθνικό ζήτημα, δηλαδή εκεί που θέλει ο διεθνής ιμπεριαλι83
σμός. Ό λ α αυτά δεν μπορούν να έχουν καμιά θετική συμβολή. Επίσης δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως μια χειροτέρευση της κατάστασης, ένα χαντάκωμα του κυπριακού αγώνα, θα συνοδευτεί με αρνητικές συνέπειες και για την εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα. Η ήττα των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο Κυπριακό θα οδηγήσει σε άνοδο και δυνάμωμα των πιο σκοτεινών φασιστικών και ξενόδουλων δυνάμεων της Ελλάδας, θα εδραιώσει την παρουσία της Ελλάδας στο στρατηγικό σύστημα του αποικιακού ιμπεριαλισμού. Γ ι ' αυτό και οι ευθύνες όλων των πατριωτών είναι τεράστιες. Απαιτείται αφύπνιση των λαϊκών μαζών, συστηματική διαφώτισή τους για τη σημασία του κυπριακού αγώνα. Πρέπει ο άνεμος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης που διεξάγεται στην Κύπρο να έλθει και στην Ελλάδα. Πρέπει το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα να απαλλαχτεί από το ραγιαδισμό προς τους «διαφημιζομένους» σωτήρες και την παθητικότητα που προκαλεί ο ραγιαδισμός αυτός. Πρέπει σήμερα να γίνει αδύνατο το ξεπούλημα της Κύπρου. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την επαγρύπνηση των συνεπών αντιιμπεριαλιστών και τη συστηματική διαφωτιστική δουλειά τους. Ό τ α ν γίνει αυτό, τότε σίγουρα ο αγώνας θα πάρει ανοδική πορεία και θα αποκτήσει σίγουρες προοπτικές νίκης για το μέλλον. Τότε ο αγώνας για την Κύπρο θα γίνει αγώνας για την απαλλαγή όλης της Ελλάδας από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Η Κύπρος ζητά ν' απαλλαχτεί από το στρατηγικό σύστημα του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Αυτό δεν μπορεί να γίνει, παρά με την ένωση της με μια αντιιμπεριαλιστική Ελλάδα. Ένωση με τη νατοϊκή Ελλάδα θίγει το αντιιμπεριαλιστικό νόημα του αγώνα, τον προδίνει. Αλλά και χωρίς την ένωση θίγεται κατάκαρδα το εθνικό μας συμφέρον* και δεν είναι λύση. Μία μόνο είναι η λύση: Αντιιμπεριαλιστική ένωση Ελλάδας και Κύπρου. Είναι η λύση του λυτρωμού, είναι η μόνη ορθή και προοδευτική λύση του Κυπριακού. Δημοσιεύτηκε στο Δελτίο των «Φίλων Νέων Χωρών» με το ψευδώνυμο Ε. Νικητάκος. Αριθμός τεύχους I, 1965.
84
Η ΠΑΝΕΘΝΙΚΗ Κ Ρ Ι Σ Η Το άρθρο αυτό είναι γραμμένο ακριβώς ένα χρόνο από τότε που ο συγγραφέας πρόβλεψε το ξέσπασμα της πανεθνικής κρίσης. Το περιλαμβάνουμε στη συλλογή γιατί άμεσα αφορά και το «Κυπριακό Ζήτημα».
Το χρονικό της κρίσης Κάθε χρονογράφος θα κατέγραφε έτσι τη σημερινή πανεθνική κρίση που διέρχεται η Ελλάδα: Στις 24 Ιουνίου 1965, ο Τύπος της Κύπρου αποκάλυπτε μεγάλη συνωμοσία για την ανατροπή του Μακαρίου, τη δολοφονία πολιτικών ηγετών και την εγκαθίδρυση ενός πιο ανοικτά φιλοαμερικανικού καθεστώτος. Στη συνωμοσία αυτή ήταν ενεργά ανακατεμένη και η ελληνική στρατιωτική ηγεσία. Από τις δηλώσεις του προέδρου της κυπριακής Βουλής Κληρίδη, από τα συλλαλητήρια και τις εκδηλώσεις που έγιναν στην Κύπρο, διαφαινόταν πια καθαρά ο κίνδυνος της ανοικτής ρήξης Λευκωσίας-Αθήνας. Την ίδια ημέρα, στις 24 δηλαδή Ιουνίου, ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου έπαιρνε επιστολή από το διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του Παλατιού με την οποία του γινόταν γνωστό πως καμιά μεταβολή δεν μπορεί να κάνει στο στράτευμα (στις 4 Αυγούστου επιβεβαίωσε ο Γ. Παπανδρέου το γεγονός αυτό). Ό π ω ς δε γράφει ο Τύπος, το Γ. Παπανδρέου τον είχε συναντήσει και ο επιτετραμμένος των ΗΠΑ κ. 85
Άνσουτς ο οποίος με τη σειρά του τον προειδοποίησε να μην τολμήσει αλλαγές στην ηγεσία του στρατού. Οι προειδοποιήσεις αυτές σχετίζονταν με την πρόθεση του Γ. Παπανδρέου να εκμεταλλευθεί τη συνωμοσία στην Κύπρο, για να προωθήσει στο στράτευμα στελέχη φιλικά προς την Ε.Κ. Ο Γάλλος δημοσιογράφος Αουί Μαρτέν Σωφέ, όπως έγραφε στις αρχές Αυγούστου στη δεξιά εφημερίδα «Φιγκαρό», «το παλάτι στηρίζεται στο στρατό, τη μόνη αφοσιωμένη δύναμη στο Στέμμα». Η διαπίστωση αυτή μας δείχνει γιατί Αμερικανοί και Παλάτι στάθηκαν ανένδοτοι ενάντια στα σχέδια του κ. Γ. Παπανδρέου. Η αντεπίθεση προς την κυβέρνηση Παπανδρέου εκδηλώθηκε στην Κύπρο. Ο στρατηγός Γ. Γρίβας, αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην Κύπρο (ΕΛΔΤΚ), αποκάλυπτε δημόσια την ύπαρξη μιας πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης, την ύπαρξη του Α Σ Π Ι Δ Α . Ο Γ. Γρίβας άφηνε να υπονοηθεί πως στην οργάνωση αυτή είναι ανακατεμένος και ο γιος του ' Ελληνα πρωθυπουργού, ο υπουργός Συντονισμού κ. Α. Παπανδρέου. Ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε σε τρομερά δύσκολη θέση. Η συνωμοσία κατά του Μακαρίου τον έφερνε αντιμέτωπο με την κυπριακή ηγεσία και ο Α Σ Π Ι Δ Α χρησιμοποιείτο ανοικτά ενάντια στην πολιτική σταδιοδρομία της οικογενείας του. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις μέσα στο συνασπισμό του Κέντρου διευκολύνονταν να περάσουν στην επίθεση κατά του αρχηγού τους, ενός αρχηγού που είχαν αποδεχτεί το 1961, ύστερα από το γνωστό συμπόσιο του πρεσβευτή των ΗΠΑ προς τιμή τους. Ό λ α αυτά ανάγκασαν το Γ. Παπανδρέου να επιμείνει στην απομάκρυνση του προσωπικού του φίλου και γνωστού μονοπωλιστή Π. Γαρουφαλιά από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και του στρατηγού Γεννηματά, που ο ίδιος τον προήγαγε στην αρχηγία του στρατεύματος. Αλλά η απαίτηση αυτή του πρωθυπουργού ερχόταν σ' αντίθεση μ ' εκείνο που αποδεχόταν στις 17 Φεβρουαρίου 1964, δηλαδή το δικαίωμα του Παλατιού να επιλέγει την ηγεσία του Στρατού και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας. 86
Ο Βασιλιάς έστελνε στις 8 Ιουλίου, στις 10 και 11 Ιουλίου σχετικές επιστολές προς το Γ. Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου αποκάλεσε την πρώτη επιστολή λίβελλο. Η αλήθεια είναι πως στις τρεις αυτές επιστολές το Παλάτι έβαζε ανοικτά το ζήτημα «ποιος κυβερνά» και απαντούσε ευθέως στο θεμελιακό αυτό θέμα. Επίσης στις επιστολές εκτοξεύονταν βίαιες επιπλήξεις προς τον Α. Παπανδρέου. Η ύστατη προσπάθεια για τη συμφιλίωση Παλατιού-Γ. Παπανδρέου γίνηκε στις 15 Ιουλίου. Ο Βασιλιάς δέχθηκε σε ακρόαση το Γ. Παπανδρέου. Η συνομιλία υπήρξε σύντομη. Μετά την έξοδό του από τ ' Ανάκτορα ο πρωθυπουργός δήλωνε: «Διεπιστώθη διαφωνία Βασιλέως και πρωθυπουργού - αύριο θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως». Τη δήλωση του τη μετέδωσε και ο κρατικός ραδιοσταθμός έκτακτα στις 8.15 το βράδυ. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ραδιοσταθμός μετέδιδε την είδηση της ορκωμοσίας της κυβέρνησης του Γ. Νόβα. (Ο Γ. Νόβας υπήρξε στενός συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου και είχε επιλεγεί από τον αρχηγό της Ε.Κ. σαν πρόεδρος της Βουλής.) Ή τ α ν πια φανερό πως ο τόπος είχε εκείνη τη στιγμή δυο κυβερνήσεις, μία νόμιμη και μία διορισμένη από το Παλάτι. Η πολιτική κρίση έπαιρνε πια διαστάσεις πολύ σοβαρές. Ό μ ω ς σημείωσε μια σοβαρή εκτόνωση προς όφελος του πραξικοπήματος. Ο Γ. Παπανδρέου, αντί να υποβάλει την παραίτηση του την επομένη, αμέσως υποχώρησε και δέχθηκε τη νέα κατάσταση λέγοντας πως είχε προφορικά υποβάλει την παραίτηση του. Στις 16 Ιουλίου, ο λαός, βλέποντας να θίγονται άμεσα οι πολύ περιορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες του, μπαίνει ενεργά στην κρίση με μαχητικές εκδηλώσεις και κινητοποιήσεις. Η κρίση έπαιρνε χαρακτήρα πανεθνικό. Η κυβέρνηση Νόβα αναλαμβάνει το καθήκον της οριστικής εκτόνωσης της κατάστασης και την προετοιμασία των συνθηκών για την οριστική επίλυση της κρίσης, προς όφελος των Αμερικανών και των αντιδραστικών δυνάμεων. Μέσα στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η εξέγερση του λαού η κυβέρνηση Νόβα προχωρεί στην επίθεση. Στις 21 Ιουλίου κτυπά 87
μια φοιτητική διαδήλωση στην Αθήνα με δακρυγόνα και γκλομπς. Ένας φοιτητής, ο Σωτήρης Πέτρουλας δολοφονείται. Για δεύτερη φορά τα λεγόμενα δημοκρατικά κόμματα (Ε.Κ. και ΕΔΑ) υποχωρούν προσπαθώντας να εξασθενίσουν τη λαϊκή οργή. Σ ' όλες τις λαϊκές εκδηλώσεις οι ηγέτες και καθοδηγητές και των δύο κομμάτων προσπαθούν να ηρεμήσουν το λαό, να του μειώσουν στο ελάχιστο τη μαχητικότητα. Με το φόνο του Πέτρουλα, η τάση αυτή έγινε απροκάλυπτη πια τακτική. Έ τ σ ι όταν έφθανε στη Βουλή ο Νόβας η κατάσταση ήταν αρκετά ευμενής για τους εμπνευστές του πραξικοπήματος. Στη Βουλή σημειώνεται η τρίτη μεγάλη υποχώρηση. Η Ε.Κ. και η ΕΔΑ δηλώνουν πως δε θα συμμετάσχουν στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της αυλικής κυβέρνησης. Ό μ ω ς τελικά παρευρέθηκαν και μάλιστα δεν έδειξαν και απόλυτη συνέπεια στην υπόθεση πως δε θα μιλήσουν. Η κυβέρνηση Νόβα δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης και παραιτήθηκε. Ο Νόβας δήλωσε πως είναι περήφανος για τις «εθνικές υπηρεσίες» που πρόσφερε. Η Ένωση Κέντρου είχε διασπαστεί και όλα τα πολιτικά κόμματα υποτάχθηκαν στο πραξικόπημα. Μετά από ένα διάστημα από αρκετές ημέρες, διάστημα παζαρεμάτων και μηχανορραφιών, λαϊκών εκδηλώσεων και Θορυβώδικων δηλώσεων των πολιτικών, σημειώνεται δεύτερη διάσπαση της Ε.Κ. και οι κ.κ. Στεφανόπουλος και Τσιριμώκος αναλαμβάνουν το έργο του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης. Ο κ. Τσιριμώκος ορίζεται νέος πρωθυπουργός. Νέες διαδηλώσεις, νέες διαμαρτυρίες και αιματηρά γεγονότα σημειώνονται. Σε λίγες ημέρες θα ξέρουμε αν ο Τσιριμώκος θα είναι ο τελευταίος πρωθυπουργός της μεταβατικής περιόδου. Πριν εξηγήσουμε τα αίτια και το χαρακτήρα της κρίσης, θεωρήσαμε πως θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στην εξήγηση που έδωσαν τα διάφορα πολιτικά κόμματα και ρεύματα. Μ * αυτόν τον τρόπο θα γίνει πιο εύκολα κατανοητός και ο ρόλος και οι ευθύνες τους.
88
Η εκτίμηση της κρίσης από τον πολιτικό κόσμο Ο πολιτικός κόσμος της Δεξιάς εξήγησε την κρίση σαν αποτέλεσμα της πολιτικής του Γ. Παπανδρέου (του αναρχικού γέροντα όπως τον αποκαλούν). Οι δεξιοί πολιτικοί ηγέτες θεωρούν σαν ασυγχώρητο σφάλμα την προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου να καλύψει την υπόθεση Α Σ Π Ι Δ Α και τον κατηγορούν πως θέλησε μ ' αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει το γιο του Α. Παπανδρέου που ήλθε στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ με προσωπική εντολή του Κέννεντυ για να οργανώσει το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών. Οι δεξιές εφημερίδες μάλιστα τον κατηγόρησαν πως μέχρι τελευταία μισθοδοτείτο από τους Αμερικανούς σαν καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Η Δεξιά με την πολεμική της προς την οικογένεια Γ. Παπανδρέου (άξαφνα θυμήθηκε και το γεγονός πως ο Γ. Παπανδρέου είναι ο δημιουργός του Δεκέμβρη 1944), προσπάθησε να καλύψει τα πραγματικά αίτια της κρίσης και να δικαιώσει το πραξικόπημα. Η πολιτική ηγεσία της Ένωσης Κέντρου παρουσίασε —και μέχρι σήμερα την παρουσιάζει— την κατάσταση σαν καρπό του έργου των κακών συμβούλων του Βασιλιά. Επίσης, θεωρεί πως η ομάδα Νόβα —Μητσοτάκη και τώρα Στεφανόπουλου— Τσιριμώκου υπήρξαν υπεύθυνοι για την πραγμάτωση του πραξικοπήματος. Η ίδια πολιτική ηγεσία θεωρεί πως ο κ. Γ. Παπανδρέου συκοφαντήθηκε στο Βασιλιά και ότι όλα θα επανέλθουν στην τάξη, αν ο Βασιλιάς ξανάδινε την πρωθυπουργία στο Γ. Παπανδρέου ή έκανε εκλογές. Η πολιτική αυτή ερμηνεία των γεγονότων έρχεται να διευκολύνει την πολιτική πρακτική των Παπανδρεϊκών, πρακτική εκβιασμών, παρακαλητών και μετάνοιας. Η ΕΔΑ, κόμμα ρεφορμιστικό αριστερών τάσεων, προσπάθησε να δώσει μια πιο σοβαροφανή ερμηνεία. Την κρίση τη θεώρησε σαν αποτέλεσμα της ανάμειξης ξένων παραγόντων και δεξιών κύκλων στην πολιτική εξέλιξη του τόπου. Είδε την προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου για την επιβολή της 89
γνώμης του στο στρατό και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας σαν προσπάθεια «εκδημοκρατισμού του στρατού», που εξόργισε τις αντιδραστικές δυνάμεις. Το πραξικόπημα το χαρακτήρισε σαν προσπάθεια ανακοπής του δρόμου «προς τον εκδημοκρατισμό» και ευθυγραμμίστηκε πλέρια με τα αιτήματα του Γ. Παπανδρέου για την επίλυση της κρίσης (είτε κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου είτε εκλογές). Στις διάφορες αναλύσεις των εντύπων της ΕΔΑ γίνεται και λόγος περί δόγματος Τζόνσον, περί Κυπριακού κλπ. 'Οπως αντιλαμβάνεται κανείς, όλες αυτές οι εξηγήσεις, παρά τις διάφορες αποχρώσεις που παρουσιάζουν, δεν είναι παρά η απολογητική εκδήλωση του ελληνικού πολιτικού κόσμου για τη χρεοκοπία της πολιτικής τους, για τη βαθιά ηθική κρίση που διέρχεται, για την πλέρια αντίθεσή του με τους πόθους και τα αιτήματα του λαού.
Κάτω από ποιες συνθήκες ξέσπασε η κρίση Για να κατανοήσει κανείς την κρίση, τις εκδηλώσεις της και την πορεία της, υποχρεωτικά πρέπει να πάρει υπόψη του μέσα σε ποιες συνθήκες πραγματοποιήθηκε και εξελίχθηκε. Η Ελλάδα είναι ένα αστικό κράτος που υπάρχει εδώ και 135 χρόνια. Το νεοελληνικό κράτος από την πρώτη ημέρα της ύπαρξής του γνώρισε την ξένη εξάρτηση και την ξένη κηδεμονία, κάτω από τη μορφή της «προστασίας». Στηλοβάτες αυτής της κατάστασης υπήρξαν πάντα οι ντόπιοι κεφαλαιούχοι, που γεννήθηκαν από την υποταγή των ντόπιων εμπόρων στο ξένο βιομηχανικό κεφάλαιο. Η ξένη εξάρτηση και «προστασία» ανέκαθεν χαρακτηριζόταν: α) από την απόλυτη οικονομική εξάρτηση, β) από την έμμεση πολιτική και στρατιωτική υποταγή. Την οικονομική υποδούλωση την εξασφάλιζε η δραστηριότητα των Ελλήνων κεφαλαιούχων και τα ξένα δάνεια. Την πολιτική και στρατιωτική υποταγή την κατοχύρωναν τα πολιτικά κόμματα και τα διάφορα συνταγματικά ερείσματα. Έ τ σ ι το καθήκον της ΘΟ
ρύθμισης της πολιτικής ζωής του τόπου είχε μετατραπεί σε καθήκον διατήρησης και ανανέωσης της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Γ ι ' αυτό και πάντα οι ξένες δυνάμεις και οι ντόπιοι σύμμαχοι τους έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στο περιβάλλον του Ανώτατου Άρχοντα (Βασιλιά, Κυβερνήτη ή Προέδρου της Δημοκρατίας) και στη διατήρηση της δύναμης και του κύρους του. Οι διενέξεις του Παλατιού με τους διάφορους πολιτικούς ηγέτες, διενέξεις που χρονολογούνται από τον περασμένο αιώνα, πρέπει να ερμηνευθούν σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας των ξένων δυνάμεων να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο στην εξέλιξη του τόπου. Η ξένη εξάρτηση και η ξένη προστασία μεγάλωσαν στην περίοδο του ιμπεριαλισμού και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πήραν διαστάσεις εθνικής συμφοράς. Το ελληνικό κεφάλαιο, που μετατράπηκε σε μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό, όχι μόνο δεν αντέδρασε σ ' αυτή την κατάσταση, αλλά και με κάθε μέσο προσπαθεί να τη σταθεροποιήσει. Είναι κάτι που το προστατεύει και του εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατότητα ανάπτυξής του. Οι Έλληνες πολιτικοί, γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών ή του στρώματος εκείνου των διανοουμένων που πάντα στάθηκαν βασικό έρεισμα του κεφαλαίου — όποτε ήλθαν σε ρήξη με το Παλάτι, πρόσεξαν με μεγάλη προσοχή να μη θίξουν το σύστημα της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Αυτό έπραξε ο Χ. Τρικούπης, ο Ε. Βενιζέλος και όλοι οι υπόλοιποι. Ακόμα και ο Α. Παπαναστασίου, ο πολιτικός ηγέτης που κήρυξε την Ελλάδα αβασίλευτη Δημοκρατία το 1924, στο Δημοκρατικό Μανιφέστο του, ενώ επιτίθεται κατά της μοναρχίας, πλέκει το εγκώμιο των μεγάλων συμμάχων και «προστατών». Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι πολιτικοί ηγέτες δε δίστασαν πολλές φορές να επιτεθούν με βιαιότητα κατά της μοναρχίας. Ό μ ω ς αυτό το έπραξαν για να βγουν από την αφάνεια και όχι για να καταπολεμήσουν την ξένη εξάρτηση και κηδεμονία. Φέρνουμε ορισμένα κτυπητά παραδείγματα, τους φανατικούς ηγέτες της Δεξιάς. Ο Π. Κανελλόπουλος το 1935 διακήρυττε πως η «εποχή 91
των Βασιλιάδων έλειψεν, όπως φωνάζει ο μεγαλύτερος των λυρικών ποιητών της εποχής μας, διά παντός. Ας παύση λοιπόν ο λαός μας να απλώνη τα χέρια εις το κενόν, ας παύση διότι υπάρχει κίνδυνος να πέση και να συντριβή». Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος την ίδια εποχή δήλωνε: « Ό σ ο ι πολιτικοί είναι ανίκανοι να παρουσιάσουν αληθές πολιτικόν και κοινωνικόν πρόγραμμα, διά να μη μείνουν απλαί πολιτικαί αρνήσεις των αντιπάλων των γίνονται βασιλόφρονες. Διότι η Δημοκρατία διά την οποίαν αγωνίζεσθε (απευθυνόταν προς τους φοιτητές, σ.σ.) δεν είναι μορφή πολιτεύματος, είναι ιδέα, είναι ανώτερον και υψηλότερον ιδανικόν». Ό π ω ς γνωρίζουμε σήμερα και οι δύο αυτοί άνδρες είναι εγκέφαλοι του μοναρχισμού και της φασιστικής ιδεολογίας. Στην Ελλάδα οι πολιτικοί αποκτούν φήμη σαν αντιμοναρχικοί και πολιτική δύναμη σαν φορείς του μοναρχισμού. Αλλά και ο σημερινός μοναρχικός Τύπος δεν δίσταζε το 1935 να κηρύττει τη Δημοκρατία. Η «Καθημερινή» αποκαλούσε τη Βασιλεία «φελλόν ευγενέστατον». Η «Ακρόπολις» αποκαλούσε τη Βασιλεία «μία καθαρά κλοπήν του ψωμιού του λαού, όστις υποχρεούται να συντηρή και να παχύνη μαζί με τους Βασιλείς και ένα στράτευμα πολυδαπάνων πριγκήπων και ευγενών. Εις την Ελλάδα είναι το αδύνατον να επανιδρυθή η Βασιλεία». Και όμως οι δύο αυτές εφημερίδες, όπως και η «Βραδυνή» και άλλες έγιναν κήρυκες της μοναρχίας και του φασισμού. Ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας πάντα προσαρμόσθηκε στις απαιτήσεις της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας, από τον αγγλόδουλο Μαυροκορδάτο, το γαλλόδουλο Κωλέτη κλπ. μέχρι τους σημερινούς αμερικανόδουλους κλπ., είναι πλούσια σε παραδείγματα πολιτικής υποτέλειας και εθνικού εξευτελισμού από την πλευρά του πολιτικού κόσμου. Οι λεγόμενοι δημοκρατικοί ηγέτες δε δίστασαν να βοηθήσουν στην εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά, μόνο και μόνο γιατί αυτή ήταν η επιθυμία των τότε κηδεμόνων της Αγγλίας. Οι ' Ελληνες αστοί πολιτικοί δεν έφεραν καμιά αντίσταση 92
στο Βασιλιά Γεώργιο Β ' όταν τον Απρίλιο του 1936, σε αντίθεση με το Σύνταγμα, διόριζε το Μεταξά πρωθυπουργό και κράτησαν στάση ουσιαστικής ανοχής τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, όταν ο ίδιος Βασιλιάς διέλυε τη Βουλή και κήρυττε τη φασιστική δικτατορία. Αλλά και μετά τη χιτλερική κατοχή, ο αστικός πολιτικός κόσμος εργάσθηκε για την επαναφορά της προπολεμικής κατάστασης. Ο αστικός πολιτικός κόσμος ποτέ δε στάθηκε κοντά στις λαϊκές μάζες ειλικρινά και χωρίς ιδιοτέλεια. Το λαϊκό αντιμοναρχισμό που πάντα στρεφόταν ενάντια στην ξένη εξάρτηση και κηδεμονία, ποτέ δεν τον αποδέχθηκαν. Τον καπηλεύθηκαν για την πολιτική τους καριέρα και για να τον οδηγήσουν πάντα στην ήττα. Η σημερινή κρίση, για μια ακόμα φορά, δείχνει αυτή την αλήθεια και έρχεται να αποδείξει ποιοι είναι οι πραγματικοί εχθροί και οι πραγματικοί φίλοι του ελληνικού λαού.
Η σημερινή κρίση και τα αίτιά της Η Ελλάδα είναι μία χώρα του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Πριν από 13 χρόνια το σημερινό κυβερνητικό κόμμα την ένταξε στο ΝΑΤΟ με την υποστήριξη όλου του αστικού πολιτικού κόσμου. Συνδέθηκε επίσης με την Κοινή Αγορά και αποτελεί σημαντική βάση των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ για την κυριαρχία τους στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Το γεγονός ότι υπάρχει ελληνική χρηματιστική ολιγαρχία και ότι η Ελλάδα είναι μέλος του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, δε σημαίνει πως έπαψε να υπάρχει το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και «προστασίας». Αντίθετα το καθεστώς αυτό υπάρχει, διατηρεί την Ελλάδα σαν αγροτικό εξάρτημα των αναπτυγμένων ιμπεριαλιστικών κρατών και εμποδίζει την απελευθέρωση του ελληνικού νησιού της Κύπρου που βρίσκεται ουσιαστικά κάτω από αποικιακό καθεστώς. Κατά τυνέπεια, θα πρέπει να δούμε τη σημερινή κατάσταση σε 93
συνάρτηση με την κατάσταση του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου γενικότερα και με την κατάσταση στην Κύπρο ειδικά. Ό λ ο ι γνωρίζουμε πως η κατάσταση του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου είναι σήμερα α π ' όλες τις πλευρές πολύ δύσκολη. Τα σημάδια της οικονομικής κάμψης είναι έντονα και οι συνέπειες αυτού του γεγονότος ήδη πλήττουν όλα τα αγροτικά εξαρτήματά του, άρα και την Ελλάδα. Ο πληθωρισμός, η ακρίβεια ζωής, η αύξηση της ανεργίας και του μεταναστευτικού ρεύματος, η αύξηση του παθητικού στο εξωτερικό εμπόριο και στο ισοζύγιο πληρωμών, η πτώση της αξίας της δραχμής σε σχέση με το χρυσό κλπ., όλα αυτά αποτελούν ενδείξεις για την οικονομική κάμψη της Ελλάδας. Το περιοδικό «Βιομηχανική Επιθεώρησις» στο τεύχος Ιουλίου 1965, μιλώντας για την οικονομική κατάσταση της χώρας, διαπιστώνει με αχαρακτήριστο κυνισμό το παρακάτω: «...το μέλλον προδικάζεται σκοτεινόν. Ή δ η διάφοροι οργανισμοί καταβάλλουν προσπαθείας όπως προλάβουν την επέλευσιν του κακού, ιδία εις τον τομέα των γεωργικών προϊόντων, όπου αι τιμαί εμφανίζουν την πλέον εντυπωσιακήν πτώσιν. 'Αγνωστον όμως είναι αν θα ευρεθή λύσις εγκαίρως. Υπό τας παρούσας συνθήκας το μόνον ευοίωνον σημείον (και αποτελεί τούτο τραγικήν ειρωνείαν) είναι η ταχέως επιδεινουμένη κρίσις εις το Νότιον Βιετνάμ, ήτις, εάν εξελιχθή επί τα χείρω, πιθανώς να επενεργήση ευεργετικώς, ως συνέβη παλαιότερον με τον πόλεμον της Κορέας, επί των τιμών των εμπορευμάτων». Βλέπουμε λοιπόν ποια είναι η κατάσταση σήμερα της ελληνικής οικονομίας και πώς ονειρεύονται να την καλυτερέψουν οι Έλληνες κεφαλαιούχοι. Ελπίζουν να χύνει άφθονο το αίμα του ο ηρωικός λαός του Βιέτ Ναμ, για να βρουν αυτοί διέξοδο από την κρίση. Γ ι ' αυτό φαίνεται και η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να στείλει «βοήθεια» στους Αμερικανούς στο Νότιο Βιέτ Ναμ, σε υγειονομικό υλικό, απαρχή μιας πιο στενής εμπλοκής της Ελλάδας στο βρωμερότερο αποικιακό πόλεμο που γνώρισε ποτέ η ιστορία. Η κατάσταση αναγκαστικά οδήγησε σε μεγάλους απεργιακούς αγώνες στις πόλεις και την ύπαιθρο. Η κυβέρνηση Γ. 94
Παπανδρέου πήρε μια σειρά μέτρα για να προστατεύσει το ξένο κεφάλαιο. Πήρε επίσης μέτρα για την καταστολή του λαϊκού κινήματος. Απαγόρευσε τις πορείες, χρησιμοποίησε τα δακρυγόνα αέρια κατά των εργατών, δεν έκανε τίποτα για να αποκαλυφθεί η αλήθεια για τα γεγονότα του Γοργοποτάμου, έπαυσε δημοκρατικούς δημάρχους κλπ. Από την άλλη οι παραχωρήσεις προς τους Αμερικανούς, το Παλάτι και τις αντιδραστικές δυνάμεις μεγάλωσαν. Στις απαντήσεις που έστειλε ο Γ. Παπανδρέου προς τις επιστολές του Βασιλέα παραδέχεται ότι έκανε πολλές παραχωρήσεις. Την όλη κατάσταση τη χειροτέρευσαν η ουσιαστική απονέκρωση της Κοινής Αγοράς, η βαθιά κρίση του ΝΑΤΟ και του Σ Ε ΑΤΟ και ιδιαίτερα η όξυνση της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στην Κύπρο. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε υποσχεθεί ελληνική εθνική εξωτερική πολιτική και όμως στην πράξη εφάρμοσε την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ σε όλους τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής της. Ο ελληνικός λαός έβλεπε να βομβαρδίζουν τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ την Κύπρο, να καίγονται τα χωριά της και να δολοφονείται ο λαός της, να παραβιάζεται καθημερινά ο ελληνικός εναέριος χώρος από τουρκικά αεροπλάνα, να εξοπλίζουν τους Τουρκοκύπριους τρομοκράτες τα στρατεύματα του ΟΗΕ, να διχοτομεί ο ΟΗΕ την Κύπρο και ταυτόχρονα η ελληνική κυβέρνηση του Παπανδρέου να δίνει όρκους πίστης στο ΝΑΤΟ και να επιμένει στη διατήρηση των στρατευμάτων κατοχής στην Κύπρο κάτω από τη σημαία του ΟΗΕ. Καθημερινά γινόταν όλο και πιο φανερό πως η προδοσία της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης του ελληνικού λαού στην Κύπρο και την Ελλάδα συσσώρευε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα οδηγούσαν στη σημερινή πανεθνική κρίση. Ακριβώς πριν από ένα χρόνο, τον Ιούλιο του 1964, στο πέμπτο τεύχος του περιοδικού των ΦΝΧ, η Κίνηση της Αντιαποικιακής Αλληλεγγύης προειδοποιούσε πως αν δε διεξαχθεί με συνέπεια ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας για τη συντριβή του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας στην Κύπρο και την Ελλάδα, τότε τα πράγματα δε θα εξομαλυν95
θούν, αλλά θα μας οδηγήσουν στην πανεθνική κρίση. Συγκεκριμένα η Κίνησή μας έλεγε τότε πως «αν δεν ακολουθηθεί ο ελληνικός αντιιμπεριαλιστικός δρόμος για την Κύπρο το αδιέξοδο θα μεγαλώνει, νέοι κίνδυνοι θα συσσωρεύονται, η κυπριακή τραγωδία θα συνεχισθεί και η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε πανεθνική κρίση. Και σε μια τέτοια κρίση δεν αποκλείονται και τα χειρότερα, ο φασισμός και η εκμηδένιση κάθε ίχνους εθνικής ανεξαρτησίας. Οι εθνικές δυνάμεις ας επαγρυπνούν». Αυτά λέγαμε πριν από ένα χρόνο. Και η ζωή μας επαλήθευσε πέρα για πέρα. Την αλήθεια αυτή την επαναλαμβάνουμε διαρκώς και θα την επαναλαμβάνουμε μέχρι τη στιγμή που ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο και την Ελλάδα θα μπει στο σωστό δρόμο, από τον οποίο τον έχουν βγάλει οι ποικιλόμορφες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και οι σύμμαχοι τους. 'Οπως τονίσαμε, πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, είχε αποκορυφωθεί η κρίση στην Κύπρο. Οι αντίπαλοι του Μακαρίου τον κατηγορούσαν ανοικτά για προδοσία. Την ίδια όμως κατηγορία απέδιδε και ο Μακάριος στους αντιπάλους του. Η διάσπαση της κυπριακής ηγεσίας σε οπαδούς του δρόμου του ΟΗΕ και σε οπαδούς του ΝΑΤΟ, δύο γραμμές που διαφέρουν μόνο στις μέθοδες εκφυλισμού του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του λαού, μετατράπηκε σε ανοικτή κρίση με την αποκάλυψη της συνωμοσίας των οπαδών του ΝΑΤΟ σε βάρος του Μακαρίου και με την αποκάλυψη της στρατιωτικής οργάνωσης Α Σ Π Ι Δ Α που, όπως τουλάχιστο κατηγορείται, στρεφόταν κατά των οπαδών του ΝΑΤΟ. Πίσω και από τις δυο παρατάξεις της ηγεσίας της Κύπρου στέκονταν και οι ανάλογες παρατάξεις της αστικής πολιτικής ηγεσίας στην Ελλάδα. Οι οπαδοί του Παπανδρέου, που ήθελαν ν' αφήσουν ανοικτό το κυπριακό πρόβλημα με τη συμβολή του ΟΗΕ και να το εκφυλίσουν με την πάροδο του χρόνου και οι οπαδοί της άκρας Δεξιάς, που ζητούσαν άμεση λύση με τα όπλα του ΝΑΤΟ και υπέρ των συμφερόντων των ΗΠΑ. Έ τ σ ι η ρήξη, ενώ άρχισε στην Κύπρο, γρήγορα μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα. 96
Το κυπριακό αδιέξοδο μετατρεπόταν σε πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος έφθασε σε τέτοιο σημείο διαμάχης, που δημιούργησε ουσιαστική ακυβερνησία. Σ ' αυτό ακριβώς το σημείο, δηλαδή στο σημείο που η Ε.Κ. είχε πια μετατραπεί σε κέντρο σκληρών διενέξεων και μηχανορραφιών και όπου ο πρόεδρος του κόμματος Γ. Παπανδρέου, για να στηριχθεί και διατηρηθεί στα αξιώματά του, κατέφευγε στη δημαγωγία προς το λαό, οι ΗΠΑ μέσω του Παλατιού θεώρησαν κατάλληλη τη στιγμή να επέμβουν, να παραβιάσουν ανοικτά και τύποις ακόμα το Σύνταγμα και να προχωρήσουν στο πραξικόπημα που θα τους επέτρεπε να βρουν το δικό τους δρόμο επίλυσης της κρίσης. Γ ι ' άλλη μια φορά αποδεικνυόταν πως μέσα στα πλαίσια της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, είναι πια αδύνατο να γίνουν σεβαστοί οι κανονισμοί του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αποδείχθηκε πως ο αστικός κοινοβουλευτισμός δεν αντέχει στις απαιτήσεις της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και έχει μετατραπεί σε ένα κουρέλι. Οι ντόπιες και ξένες σκοτεινές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, ακολουθώντας τις οδηγίες του δόγματος Τζόνσον, προχώρησαν στην επίθεση κατά της Κύπρου και κατά των ελαχίστων πολιτικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού. Ο ελληνικός λαός μπήκε ενεργά στον αγώνα και η κρίση πήρε χαρακτήρα πανεθνικό. Το ερώτημα που μπαίνει είναι: γιατί η Κύπρος παίζει ένα τόσο αποφασιστικό ρόλο, γιατί αποτελεί τον καταλύτη στην εξέλιξη της Ελλάδας; Η κίνησή μας από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής της, με την ίδια την ίδρυσή της, έπαιρνε θέση πάνω στο Κυπριακό. Καθαρά και σταθερά υποστήριξε από τα πρώτα βήματά της πως στη σημερινή περίοδο η βασική αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στις δυνάμεις της προόδου και της δημοκρατίας, η βασική αντίθεση ανάμεσα στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και τους εργαζομένους εκδηλώνεται στο λεγόμενο αποικιακό χώρο. Εδώ αυτή τη στιγμή δίνεται και η αποφασιστική μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις της προόδου και 7
97
της αντίδρασης. Και μέσα σ ' αυτόν το χώρο υπάγεται και η Κύπρος και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού της Κύπρου αποτελεί τμήμα του αντιιμπεριαλιστικού επαναστατικού αγώνα που διεξάγεται στις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Γ ι ' αυτό και η Κύπρος αποτελεί μέλος της οικογένειας των ασιατοαφρικανικών χωρών που δημιούργησαν το Μπαντούγκ και του Παγκόσμιου Κινήματος της Αφροασιατικής Αλληλεγγύης. Η Κίνησή μας, όχι μια φορά, εξήγησε πως η Κύπρος είναι Ελλάδα. Ο λαός της Κύπρου στην τεράστια πλειοψηφία του είναι λαός ελληνικός και πάντα αγωνίσθηκε για την ένωση του με το ελληνικό κράτος, που το βλέπει και το αισθάνεται σαν την ελεύθερη πατρίδα. Έ τ σ ι , ο αγώνας στην Κύπρο, φυσιολογικά και νομοτελειακά, αποτελεί την πρωτοπορία των αγώνων του ελληνικού λαού. Και τούτο γιατί ο αγώνας της Κύπρου, στην ουσία του και στο χαρακτήρα του, ανάγεται στους πιο πρωτοπόρους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες της σημερινής εποχής. Είναι ένας αγώνας που περικλείνει μέσα του όλες τις αντιθέσεις που κατατρώγουν την ελληνική κοινωνία, στην οξύτερή τους μορφή, είναι ένας αγώνας που καθημερινά αποξενώνει και απομονώνει το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο από τις δυνάμεις του λαού, είναι ένας αγώνας που χτυπά στις ρίζες του το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και προστασίας. Ο αγώνας αυτός έφερε και το πολιτικό αδιέξοδο και την πολιτική κρίση. Χωρίς αυτόν η οικονομική κρίση και οι οικονομικές δυσκολίες δε θα μπορούσαν να ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου και να οδηγήσουν το καθεστώς της εξάρτησης και της ξένης προστασίας σε γενική δοκιμασία. Και είμαστε ακόμα στην αρχή.
Η εξέλιξη της κρίσης και η λαϊκή πάλη Ί σ ω ς ποτέ άλλοτε να μη γνώρισε τόσο μεγάλη ηθική κατάπτωση ο λεγόμενος πολιτικός κόσμος του τόπου μας. Ο 98
λαός γνώρισε αυτές τις τελευταίες 35 περίπου ημέρες ποιοι είναι εκείνοι που τον καθοδηγούν. Είδε τους ηγέτες της Ένωσης Κέντρου να μηχανορραφούν ο ένας εις βάρος του άλλου και όλους μαζί να προσπαθούν να φανούν ο ένας καλύτερος από τον άλλο, στο μέγεθος της πίστης τους προς «τους συμμάχους», το «Παλάτι» κλπ.· είδαν τον Τύπο του Κέντρου να χλευάζει το χθεσινό «διακεκριμένο ακαδημαϊκό», το χθεσινό «αξιόλογο άνθρωπο του πνεύματος» κλπ. το Νόβα και να του τον παρουσιάζει έτσι όπως είναι, έναν ποιητάρη της κακιάς ώρας. Είδαν την Ένωση Κέντρου να υμνολογεί το «ήθος και την τιμιότητα» του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και ύστερα από λίγες μέρες να τον καταγγέλλει σαν προδότη. Οι οπαδοί της Ε. Κέντρου δέχθηκαν να σηκώσουν στους ώμους τους κ.κ. Στεφανόπουλο, Τσιριμώκο κ.ά., να φωνάζουν μέσα στους δρόμους «μπράβο Στεφανόπουλε» κλπ. και σήμερα οι ίδιοι οπαδοί είναι υποχρεωμένοι να τους καταγγέλλουν για προδοσία. Είδαν ακόμα τον Τύπο του κόμματός τους να μιλά και για «πιθανή συμμαχία Καραμανλή-Παπανδρέου». Οι αριστεροί βλέπουν την ηγεσία της ΕΔΑ να μπαίνει κάτω από την καθοδήγηση του Γ. Παπανδρέου και να υποστηρίζει με φανατισμό τον αρχηγό της Ε.Κ., τον άνθρωπο που πριν από δύο δεκαετίες δημιούργησε το Δεκέμβρη και κατέτρεξε την Εθνική Αντίσταση. Είδαν την ηγεσία της ΕΔΑ, που πριν λίγο ακόμα καιρό αποδείκνυε τη δημοκρατική πρόοδο στη χώρα με τη συμμετοχή του Η. Τσιριμώκου στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, να αποκαλεί τώρα τον πρώην συνεργάτη της «βασιλικό άνδρα». Είδαν το γέρο Πασσαλίδη ν ' ανεβαίνει σ τ ' Ανάκτορα και να δίνει συμβουλές για τη «διατροφή της Αλεξίας». Είδαν την Ε.Κ. να βρίζει την Εθνική Αντίσταση αποκαλώντας την κυβέρνηση Τσιριμώκου ψευδοκυβέρνηση του ΕΑΜ. Οι δεξιοί είδαν το κόμμα τους, το κομμουνιστοφάγο κόμμα της Ε Ρ Ε , να υποστηρίζει το χθεσινό «εαμοβούλγαρο» Τσιριμώκο, τον άνθρωπο που χθες ακόμα τον θεωρούσε δημόσιο κίνδυνο. Η ηθική κατάπτωση και η φθορά του πολιτικού κόσμου 99
της υποτέλειας, ποτέ άλλοτε δεν έδειξε τόσο καθαρά το πρόσωπό της στο λαό. Η λαϊκή παροιμία «όλοι οι σκύλοι μια γενιά» παίρνει και δίνει αυτές τις ημέρες στα χείλη των απλών Ελλήνων, ανεξάρτητα από τη χθεσινή πολιτική τοποθέτηση τους. Αν η κρίση κατέδειξε την έλλειψη αρχών και ήθους μέσα στον πολιτικό κόσμο, ταυτόχρονα απέδειξε και την προδοσία της πολιτικής ηγεσίας απέναντι στα συμφέροντα του λαού. Οι βασιλικές επιστολές, κατά γενική παραδοχή, έθεσαν πολιτειακό ζήτημα, δηλαδή έβαλαν με οξύτητα το πρόβλημα «ποιος κυβερνά» στην Ελλάδα. Το βαθύτερο νόημα αυτού του προβλήματος είναι: ποιος θα κυβερνά και στο μέλλον τον τόπο" ο ξένος και ο ντόπιος ιμπεριαλισμός, οι ΗΠΑ και η ελληνική ολιγαρχία ή ο ελληνικός λαός; Με τις επιστολές αυτές η διένεξη μετατρεπόταν σε πρόκληση προς το λαό. Ο αντιστράτηγος Γ. Ιορδανίδης σε άρθρο του στο «Βήμα» στις 2 4 / 7 / 6 5 , απερίφραστα μιλά για αντιδικία «Βασιλιά-λαού». Γιατί όμως μπήκε με τόση μεγάλη οξύτητα το πρόβλημα «ποιος κυβερνά»; Για το λόγο ότι μόνον έτσι μπορούν να βγουν από την πανεθνική κρίση κερδισμένοι οι Αμερικανοί και οι ντόπιοι ιμπεριαλιστές. Η τίγρη έδειξε τα δόντια της, ο λαός θέλησε να της δείξει το πρόσωπό του, να την κοιτάζει κατάματα, οι λεγόμενοι όμως δημοκρατικοί ηγέτες της γύρισαν τις πλάτες. Η αναβάπτιση της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας μέσα στη λάβα της πανεθνικής κρίσης αποτελεί και τη μοναδική διέξοδο για τις αντιδραστικές δυνάμεις. Ο λαός μας, που διαθέτει πολύ έμπειρο πολιτικό αισθητήριο, κατανόησε τη σημασία της πρόκλησης και της μάχης. Ό σ ο η κυβέρνηση της Ε.Κ. ήταν στην εξουσία θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει μέχρι ένα βαθμό την προσπάθειά της να επιβάλει το σεβασμό του Συντάγματος. Από τη στιγμή όμως που η κυβέρνηση αυτή πραξικοπηματικά παύτηκε, από τη στιγμή αυτή, το σύνθημα «επιστροφή στη συνταγματική ομαλότητα» έγινε σύνθημα άτιμης συνθηκολόγησης. Και θα εξηγήσουμε τους λόγους. Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους κανόνες του αστικού 100
κοινοβουλευτισμού, ο Βασιλιάς έχει για υπεύθυνο σύμβουλο και εισηγητή του τον πρωθυπουργό. Στην περίπτωση του Γ. Παπανδρέου, έλαχε ο πρωθυπουργός να είναι και ο αρχηγός του κόμματος που ψηφίσθηκε από το 53% των ψηφοφόρων στις εκλογές του Φλεβάρη 1964. Επίσης το κόμμα του διέθετε: 171 βουλευτές σε σύνολο 300. Το Παλάτι έπαυσε τον πρωθυπουργό, διέσπασε ανοικτά την Ε.Κ. αποσπώντας της, με διάφορα μέσα, μερικές δεκάδες βουλευτών και παραμόρφωσε τη θέληση των ψηφοφόρων. Σήμερα η Ε.Κ. δε διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία, δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς την υποστήριξη άλλων κομμάτων. Συνεπώς κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, οι αντιδραστικές δυνάμεις και οι ξένοι απέδειξαν πως σ' αυτόν τον τόπο ρυθμιστής της πολιτικής ζωής δεν είναι ο λαός. Η κατάσταση δεν μπορεί να ξαναγυρίσει εκεί που ήταν πριν από το διώξιμο του Γ. Παπανδρέου από την εξουσία. Το πρώτο βασικό αίτημα της Ε.Κ. και της ΕΔΑ, να ξαναναλάβει ο Γ. Παπανδρέου την πρωθυπουργία, δεν είναι αίτημα για την κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού, αλλ' αίτημα που βοηθά αποφασιστικά την προδοσία της λαϊκής πάλης. Ο Γ. Παπανδρέου δεν είναι πια ο αναγνωρισμένος αρχηγός 171 βουλευτών. Πώς θα κυβερνήσει τώρα; Ό χ ι σαν ηγέτης του κόμματος που διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία, αλλά σαν ηγέτης ενός διασπασμένου κόμματος, που για να στηριχθεί στην αρχή κοινοβουλευτικά, έχει ανάγκη από τα δεκανίκια άλλων κομμάτων. Η Βουλή δεν εκφράζει πια τη θέληση του λαού. Οι υπεύθυνοι γ ι ' αυτή τη σοβαρή αντιλαϊκή πράξη, αν γίνει δεκτή η πρώτη πρόταση της Ε.Κ. και της ΕΔΑ, βγαίνουν πλέρια κερδισμένοι. Έ φτιαξαν τη Βουλή στα χνάρια τους και η Ε.Κ. και η ΕΔΑ γυρεύουν απλώς όπως η νέα αυτή κατάσταση αναγνωρίσει και πάλι για πρωθυπουργό τον κ. Γ. Παπανδρέου. Υπάρχει όμως και το δεύτερο αίτημα: Αν δε γίνει πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου, τότε θα πρέπει να γίνουν εκλογές. Αλλά τι είδους εκλογές θέλουν η Ε.Κ. και η ΕΔΑ; Για να επαναφέρουν την ομαλότητα, μας απαντούν. Αλλά εκλογές που δε θα έδιναν μια κατηγορηματική και άμεση απάντηση 101
στο ερώτημα «ποιος κυβερνά», δε θα έχουν άλλη σημασία, παρά ότι αυτό που έγινε στις 15 Ιουλίου πηγαίνει να νομιμοποιηθεί με την ψήφο του λαού. Ας μην ξεχνάμε πως την Ε. Κ. τη σχημάτισαν οι Αμερικανοί, ύστερα από το γνωστό συμπόσιο του Ααμπουίς το 1961, και πως οι Αμερικανοί και η ντόπια ολιγαρχία μπορούν και τώρα να τη διαλύσουν. Ε.Κ. με μονολιθικότητα και με ολόπλευρη υποστήριξη των μεγιστάνων του πλούτου (εφοπλιστών και τραπεζιτών) δε θα υπάρξει στις προσεχείς εκλογές. Οι εκλογές θα γίνουν, έτσι όπως θέλουν εκείνοι που έχουν την πραγματική εξουσία. Αυτό το γνωρίζουν όλοι εκείνοι που προτείνουν τις εκλογές σαν διέξοδο από την κρίση. Είναι διέξοδος —αυτή τη στιγμή όχι η καλύτερη— για τους ιμπεριαλιστές και όχι για το λαό. Ό λ α αυτά τα κατανοεί ο λαός, γ ι ' αυτό και με θέρμη είχε υιοθετήσει το αίτημα του δημοψηφίσματος, ενός δημοψηφίσματος που θα απαντούσε στο θεμελιακό ερώτημα «ποιος κυβερνά» τον τόπο. Ό μ ω ς τόσο ο Γ. Παπανδρέου όσο και η ηγεσία της ΕΔΑ αρνήθηκαν να ακούσουν τη θέληση του λαού. Ακολούθησαν το δρόμο που οδηγεί στην υποταγή του λαού στη θέληση των Αμερικάνων και του Παλατιού. Ο Γ. Παπανδρέου, όπως και τα άλλα ηγετικά στελέχη της Ε.Κ., δηλώνουν πως στόχος του αγώνα είναι «η αποκατάστασις της συνταγματικής τάξεως». Με όλη την επισημότητα αυτό το επανέλαβε ο Γ. Παπανδρέου και στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του στις 29/7/65. Στις 27 Ιουλίου ο Η. Ηλιου έδινε πρες κόνφερανς εκ μέρους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ. Πάνω στο ζήτημα για το στόχο του αγώνα είπε τα παρακάτω: «...η Ε Δ Α από τότε που υπάρχει μέχρι σήμερα δεν έθεσε ζήτημα καθεστωτικό. Γιατί πιστεύει και έχει διακηρύξει ότι αν όλοι οι παράγοντες της δημόσιας ζωής ήθελαν ειλικρινά να περιορισθούν μέσα στα πλαίσια του υπάρχοντος πολιτεύματος και να τηρήσουν το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί, στην ιστορική φάση που διανύουμε, η ομαλότητα και να προοδεύσει η Δημοκρατία. Εν 102
τούτοις η ΕΔΑ διαπιστώνει ότι όχι αυτή, ούτε ο κόσμος που φώναζε δημοψήφισμα, αλλά ο βασιλεύς, παραβιάζοντας το πολίτευμα, έθεσε ο ίδιος ανοικτά το θέμα. Ό σ ο εξακολουθεί η παραβίαση του πολιτεύματος, το ζήτημα ανοίγει ακόμα παραπέρα. Και ενδεχομένως το ζήτημα θα μπορούσε να κλείσει μόνον η αυστηρή υποταγή στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Υπό την έννοιαν αυτή η ΕΔΑ δεν υιοθέτησε το σύνθημα δημοψήφισμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται και να το αποκηρύξει. Γιατί το σύνθημα αυτό διαμορφώθηκε από το λαό...». Είναι ανάγκη να σταθούμε λίγο παραπάνω στις δηλώσεις του Ηλιού και τούτο γιατί εκπροσωπεί την ΕΔΑ, την ηγεσία της, δηλαδή ένα κόμμα που οι ψηφοφόροι του είναι και από τα πιο προηγμένα πολιτικά στρώματα του λαού. Ο Ηλιού, δηλαδή η ηγεσία της ΕΔΑ, παραδέχεται πως μπήκε καθεστωτικό. Εκείνη όμως αρνείται να δώσει τη μάχη. Μπορούμε να φαντασθούμε ένα στρατό, που στον αντίπαλό του που του επιτίθεται σηκώνει λευκή σημαία. Αυτή την εικόνα παρουσιάζει η ηγεσία της ΕΔΑ. Το λεπτό σημείο είναι εκείνο στο οποίο ο Ηλιού αναφέρει το στόχο του αγώνα. Επαναφορά στη συνταγματική ομαλότητα: αυτός είναι και ο μόνος δρόμος για να κλείσει το καθεστωτικό κατά τον Ηλιού. Εδώ μπαίνουνε ορισμένα πολύ απλά ερωτήματα. Μπορεί σήμερα οι αποσυρθέντες κινηματίες να ξαναμετατραπούν σε νομιμόφρονα στελέχη της Ε.Κ. Ασφαλώς μπορούν να επιστρέψουν στο κόμμα τους. Αυτό δεν είναι κάτι που δε συνηθίζεται στα κόμματα που δεν έχουν αρχές. Ό μ ω ς θα επανέλθουν δικαιωμένοι. Θα επανέλθουν σαν άνθρωποι που αξίζουν κάθε έπαινο, γιατί υπάκουσαν στη φωνή του Παλατιού και έβαλαν σε εφαρμογή το πραξικόπημα. Ό τ α ν ένα έγκλημα γίνει, είναι αδύνατο να επανέλθουμε στην προτεραία του εγκλήματος. Ο Ηλιού όμως μας προτείνει αυτό, δηλαδή να ξεχάσουμε ό,τι έγινε. Και επειδή αυτό είναι αδύνατο, μας προτείνει να υποταχθούμε στο δικαίωμα να υπάρχουν τοπο-
103
τηρητές της πολιτικής ζωής. Ά λ λ η λύση δεν υπάρχει κατά την ηγεσία της ΕΔΑ. Έ ν α άλλο που θέλει να παραγνωρίζει η ΕΔΑ είναι η ουσία και ο ρόλος του Παλατιού στην Ελλάδα. Ό τ α ν προτείνει εκδημοκρατισμό της Αυλής, όταν προτείνει επιστροφή στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, αναγνωρίζει πως είναι δυνατόν η Αυλή στην Ελλάδα να είναι διάκοσμος και επί πλέον πως της σημερινής εποχής προϋπήρξε η εποχή της συνταγματικής ομαλότητας. Αλλά ρωτάμε πότε; Τον καιρό του Τρικούπη, τον καιρό του Γουδιού, το 1915, το 1936 το 1944, τον καιρό που διαλύθηκε από την Αυλή ο Συναγερμός και δημιουργήθηκε η Ε Ρ Ε , τώρα, πότε υπήρξε συνταγματική ομαλότητα; Ποτέ. Και είναι αδύνατο να υπάρξει γιατί, όπως τονίσαμε, σε τέτοια περίπτωση δε θα υπήρχε ξένη εξάρτηση και κηδεμονία, αλλά ανεξάρτητη Ελλάδα. Δυστυχώς η ηγεσία της ΕΔΑ εκμεταλλεύθηκε το κύρος που έχει στο λαό το αριστερό κίνημα, για να ευνουχίσει τους σημερινούς αγώνες του λαού. Ο λαός, όχι τυχαία, στις τελευταίες διαδηλώσεις δημιούργησε μια νέα λέξη στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο: τη λέξη πυροσβέστης, με την οποία χαρακτήρισε τα ηγετικά στελέχη της ΕΔΑ που «έδιναν πατρικές συμβουλές για ησυχία στους διαδηλωτές», τη στιγμή που δέχονταν τη βάρβαρη και δολοφονική επίθεση των αστυνομικών οργάνων του Παλατιού και των πραξικοπηματιών. Η γραμμή: «Είμαστε πολλοί και δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς εμάς και είστε πολλοί και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς εσάς», που διατύπωσε ο Ηλιού στο γνωστό άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» τον περασμένο Ιούνιο, εφαρμόσθηκε με καταστρεπτικές συνέπειες στην πιο κρίσιμη στιγμή. Είναι γεγονός πως η μαχητικότητα του λαού, που μέσα στις δυο πρώτες βδομάδες της κρίσης διοργάνωσε πάνω από 250 μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, κατατρόμαξε τον αστικό πολιτικό κόσμο. Γ ι ' αυτό και βλέπουμε το «βασιλοφάγο» Δημήτρη Πουρνάρα να γράφει στην εφημερίδα «Ελεύθερος» στις 25 Ιουλίου τα παρακάτω: «Δεν είναι 104
αντικαθεστωτικός ο Γ. Παπανδρέου. Αντικαθεστωτικό είναι το βασιλικόν περιβάλλον. Κι αυτό ακριβώς να καταλάβουν όσοι ενδιαφέρονται και αγαπούν ειλικρινά τον Κωνσταντίνο Β ' . Αυτή τη στιγμή έχουν την υποχρέωση να συστήσουν στο νεαρό βασιλιά να αναθεωρήσει τις αντιλήψεις και αποφάσεις του για την αυλική κυβέρνηση Νόβα. Και όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο, και για τη δυναστεία και για το Έθνος». Και στο ίδιο άρθρο ο Πουρνάρας αποκαλεί όσους έθεσαν το αίτημα του δημοψηφίσματος, «ελαφρόμυαλους και ασυνείδητους».
Η εκτόνωση της κρίσης υπέρ του ιμπεριαλισμού Στις θέσεις της Κίνησης μας για την κρίση (31.7.65) αναφέρονταν και τα εξής: «Από την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος, ο υπουργός Μητσοτάκης δήλωσε πως η κυβέρνηση των αυλόδουλων έχει μεταβατικό χαρακτήρα. Η κυβέρνηση του Νόβα μπήκε στην εξουσία για να δεχθεί την λαϊκή οργή, να εκτονώσει την οργή αυτή και να προετοιμάσει το δρόμο σ' εκείνους που θα αναλάβουν και το βαρύ καθήκον, να βγάλουν τον τόπο από την πανεθνική κρίση σε βάρος του λαού και υπέρ των Αμερικάνων και της ντόπιας ολιγαρχίας. Ο Νόβας, το τονίσαμε από την αρχή της κρίσης, ούτε θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, ούτε και είναι ο υποψήφιος δικτάτορας. Η γνώμη του σοβιετικού Τ Α Σ Σ πως "η παράταση της πολιτικής κρίσης αποσκοπεί στο να δώσει την ευκαιρία στην Αυλή να συνεχίσει την πίεση της στους Βουλευτάς της Ένωσης Κέντρου, για να αποδεχθούν τη λύση της κυβέρνησης Νόβα" όχι μόνον είναι εσφαλμένη αλλά και επιζήμια. Κάθε πτώση του Νόβα δεν είναι νίκη των λαϊκών δυνάμεων. Ο Νόβας έγινε πρωθυπουργός για να πέσει. Αν πέσει έτσι όπως θέλει ο ίδιος, το Παλάτι και οι Αμερικανοί, θα προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στο καθεστώς της υποτέλειας. Και οι ιμπεριαλιστικές αντιδραστικές δυνάμεις αποσκοπούν στην 105
πτώση του Νόβα, όχι με την προβολή ριζικών πολιτικών συνθημάτων από την πλευρά του λαού, αλλά με το αίτημα της "αποκαταστάσεως της συνταγματικής τάξεως", την "εκδημοκράτιση" του Παλατιού κλπ. Και αυτόν το ρόλο τον παίζουν αυτή τη στιγμή η ' Ενωση Κέντρου και η ηγεσία της ΕΔΑ. Δεν προβάλλουν, δεν εξηγούν τα πραγματικά αίτια της κρίσης, δε δείχνουν στο λαό ότι η κρίση είναι πανεθνική και δε δείχνουν τις λαϊκές — πραγματικά δημοκρατικές και αντιιμπεριαλιστικές λύσεις». Και πραγματικά ο κ. Νόβας έπεσε, έτσι όπως ήθελε ο ίδιος και εκείνοι που τον πρωθυπουργοποίησαν. Έ π ε σ ε σαν ο «κ. τσου και τσου», σαν ο «γαργάλατα», έπεσε όχι σαν επικίνδυνος συνωμότης, αλλά σαν φαιδρός φελλός. Έπεσε όχι με την προώθηση ουσιαστικών αιτημάτων του λαού για την εθνική του ανεξαρτησία και την απελευθέρωση της Κύπρου, αλλά κάτω από τις ναζιστικές ιαχές «ένας είναι ο αρχηγός» και «ό,τι θέλει ο αρχηγός». Και ότι η πτώση Νόβα «δεν ήταν θρίαμβος του λαού» —σε πείσμα εκείνων που οργάνωσαν τα πανηγύρια στην πλατεία Συντάγματος το βράδυ της πτώσης του Νόβα— φάνηκε από τα αποτελέσματα της πτώσης. Ο Αμερικανός επιτετραμμένος και ένας συνταγματάχης των ΗΠΑ, φωλιασμένοι μέσα στα Ανάκτορα, άνετα κινούνται και δίνουν τις λύσεις τους πολύ πιο εύκολα και χωρίς να ξαναγνωρίσουν τους κλονισμούς της 15ης Ιουλίου. Στις θέσεις της Κίνησής μας για την κρίση (31.7.65) αναφερόταν πως «αν η πάλη για την πτώση του Νόβα διεξαχθεί σαν αγώνας για την εκμηδένιση της ξένης κυριαρχίας και της ξένης κηδεμονίας, αν διεξαχθεί σαν αγώνας κατά του ξένου και ντόπιου ιμπεριαλισμού, τότε η πτώση του Νόβα δε θα είναι το "αίσιο" τέλος της κρίσης για τις αντιδραστικές δυνάμεις, αλλά η πρώτη μεγάλη ήττα τους, η αρχή του τέλους τους». Ό μ ω ς κάτι τέτοιο δε συνέβηκε και γ ι ' αυτό ευθύνονται οι λεγόμενοι δημοκρατικοί ηγέτες του λαού, οι πυροσβέστες της λαϊκής μαχητικότητας. Ο λαός ανοικτά καταγγέλλεται για 106
«όχλος αναρχικός και ταραχοποιός», για «εμπρηστής» κλπ. Και εκείνοι που διοργάνωναν συγκεντρώσεις με τα συνθήματα «ένας είναι ο αρχηγός» και «ό,τι πει ο αρχηγός», έρχονται να επισημοποιήσουν τις κατηγορίες, με το να επισκέπτονται τον υπουργό «Δημοσίας Τάξεως» και να διαχωρίζουν τις ευθύνες τους «από τους εξτρεμιστές και προβοκάτορες». Οι κύριοι αυτοί ξέρουν πολύ καλά ότι όπου διεξάγεται πραγματικός λαϊκός πολιτικός αγώνας δε δημιουργείται κλίμα για την ασυδοσία των προβοκατόρων. ' Οταν όμως διοργανώνονται οπερετικές εκδηλώσεις, τότε και η λαϊκή αγανάκτηση φθάνει σε εκδηλώσεις απελπισίας και οι προβϋκάτορες δρουν ανενόχλητοι. Οι πυροσβέστες γίνονται οι προπομποί του φασισμού και όχι ο λαός με την πάλη του.
Για ποια Δημοκρατία παλεύει ο λαός Η λέξη Δημοκρατία είναι σήμερα στα χείλη των πάντων. Για δημοκρατία μιλούσε ο Νόβας, για δημοκρατία μιλούν οι Τσιριμώκος, Παπανδρέου, Κανελλόπουλος κλπ. Για Δημοκρατία φωνάζει και ο λαός. Και ο λαός ασφαλώς δε μιλά ούτε για τη δημοκρατία της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, ούτε για την «εκδημοκράτιση» των ιμπεριαλιστών. Από τη φύση τους και τα δυο είναι βαθιά αντιδημοκρατικά. Η ξένη εξάρτηση και κηδεμονία είναι σύνολο από κοινωνικές σχέσεις, σύνολο που βασίζεται στην υποδούλωση του ελληνικού λαού, στην κυριαρχία του ξένου και ντόπιου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα. Στις θέσεις της Κίνησής μας για την πρόσφατη κρίση υπογραμμίζεται πως το αίτημα «της εκδημοκράτισης της Αυλής κλπ. σημαίνει απλώς το αίτημα της ηγεσίας της ΕΔΑ, να γίνει ισότιμο μέλος του πολιτικού κόσμου της υποτέλειας. Και φυσικά, για ένα τέτοιο εξεφτελισμένο αίτημα ο λαός δεν πρόκειται να παλέψει και να θυσιαστεί». Και πραγματικά ο κ. Πασσαλίδης έγινε δεκτός σ τ ' Ανάκτορα, χωρίς όμως να γνωρίσει και ο λαός τη Δημοκρατία. 107
Ό λ ο ι καταλαβαίνουμε πως πάνω στο σάπιο έδαφος της αποικιακής εκμετάλλευσης της εργατικής μας δύναμης, της οικονομικής καθυστέρησης και εξάρτησης, της αποικιακής κυριαρχίας των ξένων στην Κύπρο, της ετεροδικίας και των οικονομικών προνομίων για τα μονοπώλια, της επιβολής συνταγματικών ερεισμάτων για την εδραίωση της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, πάνω σε ένα τέτοιο σάπιο έδαφος δεν μπορεί να αναπτυχθεί το δένδρο της Δημοκρατίας, αλλά η φασιστική μούχλα και η προδοσία του λαού. Υπάρχουν οι ρεφορμιστές της ΕΔΑ, που λένε πως όταν επικρατήσει η Δημοκρατία, τότε και το έδαφος αυτό θα εξαλειφθεί. Πρόκειται για σόφισμα ανήθικου χαρακτήρα. Η λύκαινα δεν μπορεί να γεννά πρόβατα και η ξένη εξάρτηση και η υποτέλεια δεν μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνία αγγέλων. Η Δημοκρατία για να είναι Δημοκρατία πρέπει να είναι άμεση εξουσία για το λαό. Ο λαός πρέπει να εξασκεί και την οικονομική και την πολιτική και τη δικαστική εξουσία ο ίδιος. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να είναι εθνικά ανεξάρτητος, να βασίζεται στις ίδιες του τις δυνάμεις και να ελέγχει τους πολιτικούς οργανισμούς, που για να είναι δημοκρατικοί πρέπει να ακολουθούν τη γραμμή που δίνουν οι λαϊκές μάζες. Για τη δημοκρατία του λαού παλεύει ο λαός της Ελλάδας, γ ι ' αυτό και κατέβηκε κατά εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους να παλέψει, γ ι ' αυτό ματώθηκε, κατατρέχθηκε, φυλακίσθηκε και έδωσε και ένα θύμα, το φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα. Ο Σωτήρης Πέτρουλας δεν πέθανε για τη «συνταγματική ομαλότητα», όπως λέχθηκε από τους ρεφορμιστές. Πέθανε για την κατάκτηση της δημοκρατίας του λαού, που δε γνωρίζει υπεύθυνες «προσωπικότητες», σφογγοκωλάριους του μεσαίωνα, εχθρούς της σκέψης και της ελευθερίας των εργαζομένων. Πέθανε για τη δημοκρατία του λαού, που σημαίνει Ελλάδα χωρίς ιμπεριαλιστές, χωρίς τοποτηρητές, χωρίς ρεφορμιστές και λαοπλάνους δημοκόπους. Αυτό είναι και το νόημα της σημερινής λαϊκής πάλης. Η μεγάλη μάχη άρχισε. Θα δεχθούμε να τη σταματήσουμε στη 108
μέση; Θα δεχθούμε να ξεπουληθεί η Κύπρος και να συνεχίζεται ε π ' άπειρο να υπάρχει στην Ελλάδα η ξένη εξάρτηση και κηδεμονία; Αν αυτή τη στιγμή συνθηκολογήσουμε, σημαίνει πως δεν κατανοήσαμε τους πρόσφατους λαϊκούς αγώνες, δεν πιστέψαμε στη δύναμη των λαϊκών μαζών και στην τεράστια δύναμη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος μας στην Κύπρο.
Το άμεσο αίτημα Μπροστά στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, για να μην ολοκληρωθεί η φασιστικοποίηση της Ελλάδας, για να μη θαφτεί ο μεγάλος αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου, για να ανοίξουν νέες μεγάλες προοπτικές για τη δημοκρατία του λαού, είναι ανάγκη όπως όλες οι αντιιμπεριαλιστικές λαϊκές δυνάμεις συσπειρωθούν γύρω από το αίτημα της διενέργειας εκλογών για τη σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής. Είναι αυτή τη στιγμή ζωτική ανάγκη να κατοχυρωθούν συνταγματικά, τα ελάχιστα πολιτικά δικαιώματα του ελληνικού λαού. Είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί το άρθρο 114 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό που -μπήκε από το 1864 και που αναφέρει επί λέξει τα εξής: «Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων», ποτέ δεν μπόρεσε να λειτουργήσει. Ό λ α τα δικτατορικά πραξικοπήματα που έγιναν, έγιναν γιατί το άρθρο αυτό είναι λαμπερός διάκοσμος χωρίς ουσία. Για να γίνει ουσιαστικό δικαίωμα του λαού, θα πρέπει να αναγνωρισθεί στο λαό το δικαίωμα της ενεργητικής αντίστασης κατά των παραβατών του Συντάγματος. Διαφορετικά ο λαός θα αποκαλείται όχλος, οι πολίτες που διαμαρτύρονται για την καταπάτηση του Συντάγματος θα φυλακίζονται, θα ξυλοκοπούνται και θα δολοφονούνται. Επίσης, πρέπει να αναθεωρηθούν και άλλα άρθρα, όπως το 112, που νομιμοποιεί τη ληστρική επιδρομή του ξένου κεφα-
109
λαίου στην Ελλάδα και κάθε άλλο που αντίκειται στην εθνική μας ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία. Ά λ λ η κοινοβουλευτική διέξοδος δεν υπάρχει. Ό λ α τα άλλα προτεινόμενα γιατροσόφια οδηγούν στη συντριβή των λαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων, στην ανωμαλία μ ' όλες τις συνέπειές της. Η κρίση της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας είναι βαθιά και αγιάτρευτη. Μόνον όταν η Ελλάδα θ ' αποκτήσει την πλέρια ανεξαρτησία της, μόνον τότε μπορούν να δημιουργηθούν και οι συνθήκες της πολιτικής ομαλότητας. Χωρίς την απελευθέρωση της Κύπρου και την αντιιμπεριαλιστική ένωσή της με την Ελλάδα, δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία, μόνον ο φασισμός θα κυριαρχεί.
(22-8-1965) Δημοσιεύτηκε στο περιοδικά «Φίλοι Νέων Χωρών», αριθμός τεύχους 6 / 1 9 6 5 με το ψευδώνυμο Ε. Νικητάκος.
110
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΑΠΟ Τ Η ΣΚΥΛΛΑ Σ Τ Η ΧΑΡΥΒΔΗ Το 1966, το Κυπριακό τραβούσε το δρόμο της καταστροφής. Ο εθνικός διχασμός ήταν γεγονός και η πορεία προς το οριστικό Βάψιμο της υπόθεσης της αυτοδιάθεσης προχωρούσε παραπέρα.
Το Κυπριακό, ή καλύτερα ο αγώνας του κυπριακού λαού στην Κύπρο και την Ελλάδα για την κατάλυση του νεοαποικιακού καθεστώτος στην Κύπρο, για τη ματαίωση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων για δυο ελληνικά κράτη και γιά την απελευθέρωση όλου του ελληνικού λαού από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό, ο αγώνας δηλαδή για την αντιιμπεριαλιστική ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, μπήκε σε νέα φάση. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της νέας αυτής φάσης; Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό είναι πως η Κύπρος αποκτά μια καινούρια σημασία στο παγκόσμιο στρατηγικό σύστημα του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Με το πρώτο αυτό χαρακτηριστικό συνδέεται και το δεύτερο, δηλαδή η γρήγορη και εσπευσμένη αντιδραστική-ιμπεριαλιστική επίλυση του κυπριακού προβλήματος, που προκαλεί το τρίτο χαρακτηριστικό της νέας φάσης, το ξεσκέπασμα των ανοικτών και μασκαρεμένων υπηρετών του ιμπεριαλισμού και την αλληλοφαγωμάρα τους. Η νέα φάση δείχνει πως ο ιμπεριαλισμός και οι αντιδραστικές δυνάμεις έχουν ακόμα την πρωτοβουλία στο χειρισμό της κυπριακής υπόθεσης και πως οι αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι παγιδευμένες και απροσανατόλιστες. Υποχρεωτικά λοιπόν θα πρέπει να εξεταστούν και τα αίτια 111
αυτής της κατάστασης για να κατανοήσουμε σωστά και τις καινούριες εξελίξεις.
Η αλλαγή της θέσης της Κύπρου στο στρατηγικό σύστημα του ιμπεριαλισμού Στις 15 Φεβρουαρίου 1966, η αγγλική εφημερίδα «Ντέηλυ Εξπρές» δημοσίευσε την είδηση ότι το υπουργικό συμβούλιο του Ουίλσων αποφάσισε να «διαλυθεί το συντομότερο η στρατιωτική βάση του Άντεν και να ελαττωθούν οι βρετανικές δυνάμεις στην Κύπρο και αλλού». Στις 22 Φεβρουαρίου η αγγλική κυβέρνηση έκανε επίσημη δήλωση στη Βουλή των Κοινοτήτων πάνω στο θέμα της άμυνας της Κοινοπολιτείας. Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή, η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει τροποποιήσεις στο στρατιωτικό-στρατηγικό σύστημα του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Από την ίδια δήλωση βγαίνει πως η βασική προσοχή θα δοθεί «ανατολικά του Σουέζ». Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ο Ουίλσων σε μια συνέντευξή του στους «Κυριακάτικους Τάιμς» τον περασμένο μήνα, είχε δηλώσει ότι η Μεγάλη Βρετανία «θέλει να παραμείνει μία μεγάλη δύναμη, αλλά στη βάση της αγγλοαμερικανικής συνεργασίας». Εδώ, φυσικά, δεν πρόκειται για επιθυμία αλλά για αναγκαιότητα. Η Αγγλία περνά βαριά οικονομική κρίση. Οι συντηρητικοί μιλούν για επερχόμενη συμφορά. Για την Αγγλία, λοιπόν, μπαίνει επιτακτικό πρόβλημα οικονομιών. Οι βάσεις όμως του στρατηγικού συστήματος του αγγλικού ιμπεριαλισμού που αρχίζουν από το Γιβραλτάρ και τελειώνουν στο Χογκ Κογκ έχουν γίνει μία οικονομική γάγγραινα. Η μείωση των δαπανών για τη συντήρησή τους έχει γίνει απαραίτητη ανάγκη. Πού όμως μπορούν να γίνουν οικονομίες; Η νέα στρατηγική «ανατολικά του Σουέζ» μας δίνει και την απάντηση. Η ιμπεριαλιστική Αγγλία έχει πολύ ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή του Περσικού κόλπου, στις Ινδίες, 112
το Πακιστάν, τη Μαλαισία. Από τη Μαλαισία που παραγει το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής καουτσούκ, η Αγγλία καλύπτει τα πέντε έκτα του παθητικού του ισοζυγίου πληρωμών της. Από το Κουβέιτ τροφοδοτείται το πετρέλαιο της. Οι Ινδίες και το Πακιστάν εξακολουθούν να είναι κάτω από τον οικονομικό έλεγχο του αγλικού ιμπεριαλισμού. Αν λοιπόν οι οικονομικές δυσκολίες υποχρεώνουν την Αγγλία να μειώσει τις δαπάνες για τις στρατηγικές θέσεις της, τα αποικιακά ιμπεριαλιστικά συμφέροντά της της υπαγορεύουν να ρίξει την προσοχή της ιδιαίτερα «ανατολικά του Σουέζ». Αλλά υπάρχει και άλλος ένας σημαντικός λόγος της αλλαγής της στρατιωτικής στρατηγικής του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Σήμερα η Ά π ω Ανατολή έγινε το επίκεντρο της επιθετικότητας του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Η περικύκλωση της Λαϊκής Κίνας και η μελλοντική επιδρομή ενάντιά της, θεωρείται προϋπόθεση για τη σωτηρία του ιμπεριαλισμού και των αποικιακών του συμφερόντων. Οι οικονομικές δυσκολίες και η αλλαγή της παγκόσμιας στρατηγικής του ιμπεριαλισμού, οδηγούν την Αγγλία του Ουίλσων στη στενή αμερικανοαγγλική συνεργασία, στις περιοχές της Μέσης, Εγγύς και Ά π ω Ανατολής. Η συνεργασία αυτή επίσης σημαίνει πως ό,τι δεν μπορεί να κρατήσει η Αγγλία το αναλαμβάνουν οι ΗΠΑ. Αυτό που έγινε πριν είκοσι χρόνια με το δόγμα Τρούμαν, επαναλαμβάνεται και πάλι. Και αυτό είναι κάτι που οι Ά γ γ λ ο ι δεν το κάνουν ούτε με ευχαρίστηση, ούτε χωρίς προστριβές με τους Αμερικάνους. Οι εσωιμπεριαλιστικές αντιθέσεις όχι μόνον παραμένουν, αλλά και οξύνονται. Η αμερικανοαγγλική συνεργασία «ανατολικά του Σουέζ» προβλέπει: α) Τη δημιουργία βάσης θερμοπυρηνικών επιθέσεων στην Ασία. Η βάση αυτή είναι η περιοχή του Ινδικού Ωκεανού. Ή δ η αμερικανικά υποβρύχια με πολλάρις βρίσκονται στη θάλασσα της Ινδίας και αγγλικά ειδικά αεροπλάνα με ατομικές βόμβες σταθμεύουν στη Μαλαισία και την Αυστραλία, β) Μετατροπή των νησιών του Ινδικού Ωκεανού Ντιέγκο Γκράτσια, Αλντάμπρα, Φαρκυχάρ και Ντε Ρόσες σε 8
113
πυρηνικές βάσεις, γ) Δημιουργία πολεμικού συμφώνου ΗΠΑ, Αγγλίας, Αυστραλίας, Ν. Ζηλανδίας. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύουν πως μπορούν να απειλήσουν αποτελεσματικά τη Λαϊκή Κίνα με ατομική επίθεση και να εκβιάσουν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της ΝΑ. Ασίας. Στην προώθηση των σχεδίων αυτών του ιμπεριαλισμού βοηθούν ολόψυχα και οι λεγόμενοι νεορεβιζιονιστές χρουστσωφικοί. Ό π ω ς μετέδωσε το πρακτορείο «Φρανς Πρες», η Σοβιετική Ένωση «άλλαξε τη συμμαχία της στην Ά π ω Ανατολή, κι αυτό αποδεικνύεται από την ευρύτατη συνεργασία της με την Ιαπωνία». Κατά το ίδιο πάντα πρακτορείο η συνεργασία αυτή είναι στην ουσία σοβιετοαμερικανική συνεργασία, επειδή «τα γιαπωνέζικα κεφάλαια που θα επενδυθούν στη Σιβηρία, σε τεράστια σοβιετογιαπωνέζικα έργα, είναι κατά μέγα μέρος αμερικανικά» (βλέπε «Νέα» 28.3.66). Η Σοβιετική Ένωση «με τις ευλογίες της Αμερικής προσεγγίζει την Ιαπωνία ενώ χειροτερεύουν οι σχέσεις της με την Κομμουνιστική Κίνα» (βλέπε «Μεσημβρινή» 28.3.66). Στα γενικά σχέδια περικύκλωσης της Κίνας και μεταφοράς του στρατηγικού κέντρου επιθετικότητας του ιμπεριαλισμού στην Ασία, θα πρέπει να τοποθετηθεί και η πρόσφατη σοβιετομογγολική στρατιωτική συμφωνία και ο άξονας Μόσχα-Δελχί-Τόκιο, που συγκολλείται τον τελευταίο καιρό. Τι μπορούν όμως να σημαίνουν όλα αυτά για την Κύπρο; Σήμερα οι πάντες γνωρίζουν πως όταν ο Παπάγος οργάνωσε την ένοπλη δράση του Γρίβα στην Κύπρο, το έκανε ύστερα από αμερικάνικη υπόδειξη. Οι ΗΠΑ θέλησαν και στην περίπτωση της Κύπρου να εκμεταλλευτούν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, για να διώξουν τους συμμάχους τους από ένα σημαντικό στρατηγικό σημείο. Η απώλεια της Κύπρου σήμαινε για τους Άγγλους ιμπεριαλιστές σοβαρή ανωμαλία στο στρατηγικό σύστημα της αποικιακής τους κυριαρχίας. Τα πράγματα φυσικά δεν εξελίχτηκαν απόλυτα όπως τα πρόβλεψαν οι ΗΠΑ. Οι Ά γ γ λ ο ι διώχτηκαν από το Σουέζ το 1956 και τη θέση τους δεν την πήραν οι Αμερικάνοι. Αναπτύχθηκε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα σε όλη τη 114
Μέση και Εγγύς Ανατολή, διαλύθηκε το σύμφωνο της Βαγδάτης και οι Άραβες του Άντεν πήραν τα όπλα ενάντια στην αποικιοκρατία. Η τουρκική ανάμειξη στο Κυπριακό, που έγινε με προτροπή των Άγγλων, διασάλεψε την ενότητα του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο. Αναγκαστικά λοιπόν φτάσανε οι ιμπεριαλιστές στη συμφωνία της Ζυρίχης. Ό μ ω ς αυτή περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα και χάρη στην αντίσταση του λαού της Κύπρου δημιουργήθηκε η νέα κρίση. Έ ν α άλλο στοιχείο είναι και η αμερικανοσοβιετική συνεργασία για τη διατήρηση του στάτους κβο και για την απόλυτη κυριαρχία των δύο «υπερδυνάμεων» στον κόσμο, συνεργασία που εκδηλώθηκε ανοικτά στην Καραϊβική κρίση και που εκφράστηκε και στο Κυπριακό (βλέπε επιστολές Κρούστσεφ και Τζόνσον πάνω στο ζήτημα της κυπριακής κρίσης και την κοινή στάση των ΗΠΑ και Ε Σ Σ Δ στον ΟΗΕ. Ό λ ε ς οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας παίρνονται ομόφωνα). Η αμερικανοσοβιετική συνεργασία δημιούργησε και βασικές ανακατατάξεις. Οι αντιδραστικοί της Άγκυρας πέρασαν από την αγγλική παράταξη στην αμερικανοσοβιετική (βλέπε επισκέψεις Τούρκων και Σοβιετικών επισήμων στη Μόσχα και την Άγκυρα και τα σχετικά κοινά ανακοινωθέντα πάνω στο Κυπριακό). Η αγγλική θέση αδυνάτισε πολύ. Στις σημερινές συνθήκες, η αναδιοργάνωση του αγγλικού αποικιακού στρατηγικού συστήματος βρίσκει τις αγγλικές θέσεις στην Κύπρο κλονισμένες. Η Αγγλία τώρα προτιμάει να μοιραστεί τη βάση της στην Κύπρο με τις ΗΠΑ, παρά να τη χάσει τελείως. Στην Κύπρο πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή ένας αγγλοαμερικανικός συμβιβασμός, που επίσης αποβλέπει στο να δημιουργήσει κάποια ισορροπία από τον κλονισμό που έφερε η γαλλική στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ. Ο συμβιβασμός αυτός δε βρίσκεται σ ' αντίθεση με την αμερικανοσοβιετική συνεργασία για τη διατήρηση του στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο. Με «ένωση» ή και χωρίς «ένωση», η λύση που δίνεται αυτή τη στιγμή στο Κυπριακό, είναι λύση ιμπεριαλιστική και προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του νεοαποικι115
σμού και της νέας παγκόσμιας στρατηγικής του διεθνούς ιμπεριαλισμού, αποβλέπει στην εδραίωση του νεοαποικισμού στην Ανατ. Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή.
Τα αίτια της ιμπεριαλιστικής πρωτοβουλίας Γιατί είναι δυνατό στους ιμπεριαλιστές να έχουν την πρωτοβουλία στην επίλυση του Κυπριακού; Είναι αδιάψευστη αλήθεια το γεγονός πως σε κάθε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα υπάρχουν δύο πάντα λύσεις: η αντιδραστική λύση και η προοδευτική λύση. 0 πόθος ενός λαού για την εθνική του ανεξαρτησία μπορεί να οδηγήσει σε δύο διαφορετικά αποτελέσματα. Το παν εξαρτιέται από το ποιος ηγείται στον αγώνα. Ηγείται η αντίδραση ή ο εργαζόμενος λαός; Στην περίπτωση της εθνικοαπελευθερωτικής μας πάλης για την απελευθέρωση της Κύπρου, ηγετική δύναμη είναι οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις του ελληνικού έθνους. Στην Ελλάδα, επικεφαλής του κυπριακού αγώνα είναι οι εκπρόσωποι της ιμπεριαλιστικής ολιγαρχίας. Στην Κύπρο, τόσο στην ένοπλη πάλη όσο και μετά α π ' αυτή, ηγήθηκαν οι πιο συντηρητικές δυνάμεις, ο ανώτατος κλήρος και οι μεγαλοκεφαλαιούχοι. Η διαπίστωση αυτή υποχρεωτικά μας οδηγεί σ ' ένα άλλο ερώτημα: γιατί μπόρεσαν και πήραν την ηγεσία της εθνικοαπελευθερωτικής μας πάλης στην Κύπρο οι αντιδραστικές δυνάμεις και μάλιστα σε μια εποχή που ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στον τρίτο κόσμο εξελίσσεται σε έναν αποφασιστικό λαϊκό πόλεμο ενάντια στο διεθνή ιμπεριαλισμό; Μήπως στον ελληνικό χώρο η κοινωνική πάλη δεν έχει ωριμάσει τη συνείδηση των εργαζομένων; Μήπως στη διάρκεια των λαϊκών αγώνων δε δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις της λαϊκής πολιτικής οργάνωσης; Όποιος γνωρίζει στοιχειώδη ελληνική ιστορία δεν μπορεί παρά να μας απαντήσει πως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Ο εργαζόμενος λαός στην Ελλάδα και την Κύπρο έχει στο 116
ενεργητικό του πλούσιους και ένδοξους αγώνες στην πάλη του για την εθνική και κοινωνική χειραφέτηση του. Μέσα σ ' αυτούς τους αγώνες ιδρύθηκαν και ανάλογες πρωτοπόρες οργανώσεις. Εκείνο λοιπόν που απομένει, είναι να δούμε αν ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι υπέρ του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου και γιατί. Δύσκολα θα υπάρξει προοδευτικός άνθρωπος, που σήμερα να μην παραδέχεται πως η πολιτική ηγεσία του προοδευτικού λαϊκού κινήματός μας στάθηκε ανάξια του προορισμού της. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, η ηγεσία έμεινε ουρά και βαθμιαία κατέληξε σε ανοικτή άρνηση. Δε θα ασχοληθούμε εδώ με τα προβλήματα που συνδέονται μ ' αυτό το τεράστιο θέμα. Εκείνο όμως που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε, είναι ότι σήμερα στο υγιέστατο σώμα του αντιιμπεριαλιστικού λαϊκού κινήματος αφύσικα στηρίζεται ένα ξένο κεφάλι, το κεφάλι των ανθρώπων της υποτέλειας και της ιμπεριαλιστικής συνεργασίας. Έ τ σ ι , ακέφαλο όπως είναι το αντιιμπεριαλιστικό μας κίνημα, αποπλανημένο από μία ηγεσία που είναι ξένη προς αυτό, δεν μπορούσε παρά να χάσει την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα και το εθνικό πρόβλημα της Κύπρου να πέσει στα χέρια της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης.
Οι εχθρικές αντιλήψεις για τον κυπριακό αγώνα Οι σύγχρονες αντιλήψεις των ηγετών του ΑΚΕΛ και της ΕΔΑ δεν είναι οι αντιλήψεις της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, αλλά οι αντιλήψεις της συντριβής του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματός μας για την Κύπρο. Δε θα μιλήσουμε παρά μόνο για τις πρόσφατες ιδεολογικές εκδηλώσεις των ηγεσιών αυτών. Νομίζουμε πως πλέρια ικανοποιούνε τις ανάγκες για μια σωστή εκτίμησή τους. Στο 11ο συνέδριο του ΑΚΕΛ που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Μαρτίου 1966, διατυπώθηκαν οι πιο «περίεργες» απόψεις. Ο γεν. γραμματέας του ΑΚΕΛ χαρακτήρισε την εποχή μας «εποχή κατάκτησης των πλανητών». Στη γενική 117
απόφαση του Συνεδρίου διαβάζουμε πως «το κύριο χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής κατάστασης είναι η εντεινόμενη πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις της ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης, της λευτεριάς των λαών και της προόδου από τη μια και τις δυνάμεις του πολέμου, της υποδούλωσης και της καθυστέρησης από την άλλη». Η γενική αυτή θολή ιδεολογική τοποθέτηση γινόταν καθαρότατη όταν επρόκειτο να καταπολεμηθεί η Λαϊκή Κίνα και να εξυμνηθούν οι σημερινοί Σοβιετικοί ηγέτες. Το ανώτερο στέλεχος του κόμματος, ο Γιάννης Σοφοκλής, έφτασε να ισχυρίζεται πως η Λαϊκή Κίνα από το 1961 «προκάλεσε τόσες ζημιές στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των λαών, όσες δεν μπόρεσε να προκαλέσει στην ίδια περίοδο το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο». Στο συνέδριο αποκαλύφτηκε πως οι ηγέτες του ΑΚΕΛ έχουν στενότατους δεσμούς με τον Τίτο και μάλιστα τονίστηκε πως οι δεσμοί αυτοί θα γίνουν ακόμα πιο ολοκληρωμένοι. Η σύμπηξη κοινού μετώπου Τίτο και ΑΚΕΛ, άφησε βαθιά τα ίχνη του και στην τελική απόφαση, όπου πλέκεται ακράτητο εγκώμιο στη λεγόμενη «αδέσμευτη πολιτική». Ο Β ' γραμματέας του ΑΚΕΛ Α. Φάντης στην ομιλία του ανέπτυξε τη θεωρία για εθνική αποκατάσταση και ριζική επίλυση του εθνικού προβλήματος. Κατά τον Α. Φάντη, θέλοντας να πλαστογραφήσει τη θέση του Λένιν για πλέρια αυτοδιάθεση των λαών, παρουσίασε αυτή τη θέση σαν παλιωμένη. Συγκεκριμένα είπε: « . . . Ό τ α ν παραθέτουμε τα αποσπάσματα αυτά από τα έργα του Λένιν δε μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Λένιν έγραψε τα άρθρα και τις μελέτες του σε μια περίοδο που πάρα πολλά έθνη στέναζαν κάτω από τον καταπιεστικό ζυγό των Μεγάλων Δυνάμεων ή κάτω από το ζυγό του Τσαρισμού. Ούτε και μας διαφεύγει η διαφορά ότι τότε επρόκειτο για υπόδουλα έθνη και λαούς. Ενώ εμείς δεν
είμαστε υπόδουλοι σε ξένη χώρα». Ο Α. Φάντης θεωρεί
την ύπαρξη του κρατιδίου της Κύπρου, που ο ίδιος ομολογεί ότι «έγινε με βάση τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου που επιβλήθηκαν στο λαό μας», φυσιολογικό φαινόμενο της νεοελ118
ληνικής ιστορίας και ότι η «εθνική αποκατάσταση» των Κυπρίων δε σημαίνει «οριστική και τελική λύση». Με την εθνική «αποκατάσταση» κατά τον Α. Φάντη θα καταργηθούν οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, αλλά η Κύπρος θα παραμείνει ξεχωριστό κρατίδιο και μέσα στην Κοινοπολιτεία. Η «οριστική λύση» είναι η ένωση που θα γίνει «μόνο σε συνδυασμό με τη νίκη των πιο συνεπών δημοκρατικών δυνάμεων στην εθνικά ολοκληρωμένη Ελλάδα» (βλέπε «Χαραυγή» Κύπρου, 6.3.66). Νομίζουμε πως ο απολογητισμός του ΑΚΕΛ υπέρ του νεοαποικισμού είναι πια ακράτητος. Κάτω από τις πιο απίθανες ιδεολογικές μανούβρες, η ηγεσία του ΑΚΕΛ προσπαθεί να υπερασπίσει το κύριο και ουσιαστικό στοιχείο των αποικιακών συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, δηλαδή τη δημιουργία του νεοαποικιακού κρατιδίου της Κύπρου. Ζητάει την κατάργηση της Ζυρίχης στα λόγια και με όλη της την ψυχή παλεύει για να διατηρήσει την ουσία της. Η νεορεφορμιστική ηγεσία της ΕΔΑ πάντα επίσης τήρησε την ίδια στάση. Καταπολέμησε την ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού μας κινήματος στην Κύπρο με το πρόσχημα πως «η ένωση της Κύπρου» θα τη φέρει μέσα στο ΝΑΤΟ. Επίσης, όπως και το ΑΚΕΛ, θεωρεί σαν μοναδικό ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού μας κινήματος τον ανώτατο κλήρο της Κύπρου. Οι ηγέτες της ΕΔΑ έφτασαν τόσο μακριά, που κατάργησαν κι αυτή την ίδια την ταξική πάλη. Ο Λ. Κύρκος στις 23.3.66, σε λόγο του, κατηγορηματικά δήλωσε πως «σήμερα η σύγκρουση δεν είναι μεταξύ κομμουνισμού και καπιταλισμού. Σήμερα στη χώρα μας η σύγκρουση είναι μεταξύ φασισμού και δημοκρατίας» (βλέπε «Αυγή», 24.3.66). Αρνητές της εθνικοαπελευθερωτικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης, αρνητές της εργατικής τάξης και της θεωρίας του σοσιαλισμού, οι νεορεβιζιονιστές της Κύπρου και οι νεορεφορμιστές της Ε Δ Α φέρνουν την τεράστια ιστορική ευθύνη απέναντι στον ελληνικό λαό, για την καταπρόδοση της εθνικοαπελευθερωτικής μας πάλης στην Κύπρο. Ό λ ε ς οι αντικειμενικές προϋποθέσεις υπήρχαν για να μετεξελιχτεί το 119
Κ-ι-^ιλλο σε γενική παΛτ] του ελληνικού λαού για την αποτίναξη του ιμπεριαλιστικού ζυγού. Ό μ ω ς οι ηγέτες της ΕΔΑ και του ΑΚΕΛ έκαναν το παν για να διασπάσουν το ενιαίο του αγώνα, ν' απομονώσουν την Κύπρο από την Ελλάδα, δηλαδή τους εργαζόμενους της Κύπρου από τον κύριο κορμό των εργαζομένων της Ελλάδας. Πάντα παρουσίασαν την υπόθεση της Κύπρου «υπόθεση μονάχα του κυπριακού λαού» και παραδίνοντας την ηγεσία του αγώνα στις πιο αντιδραστικές δυνάμεις, άνοιξαν το δρόμο προς την ιμπεριαλιστικήαντιδραστική επίλυση του προβλήματος. Αυτοί υπήρξαν και οι φανατικοί προπαγανδιστές του ΟΗΕ, που με το κάλυμμά του σήμερα στραγγαλίζεται το κίνημα της Κύπρου.
Η προδοσία του αγώνα και η αλληλοεξόντωση των ενόχων Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, που δίνει τρίμηνη προθεσμία, για να κλείσει το Κυπριακό με «συμφωνία» ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους, έδειξε στον ελληνικό λαό της Κύπρου και της Ελλάδας το μέγεθος του εμπαιγμού και της προδοσίας. Είμαστε στα πρόθυρα μιας νέας Ζυρίχης, μιας Ζυρίχης που θα είναι αυτή τη φορά προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις της αλλαγής της παγκόσμιας στρατηγικής του ιμπεριαλισμού και στα συμφέροντα της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας για το μοίρασμα του κόσμου. Οι αποκαλύψεις που έγιναν από το Κίνημα της Ασιατοαφρικανικής Αλληλεγγύης για την πτήση αμερικανικών πυρηνικών αεροπλάνων στην Ανατ. Μεσόγειο και οι άλλες πληροφορίες που δείχνουν πως η Κύπρος χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ για τις «διαρκείς πτήσεις» των αμερικανικών πυρηνικών αεροπλάνων, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία πως ήδη η Κύπρος έχει μετατραπεί σε ουσιαστική στρατηγική βάση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, γεγονός που προκαλεί την αγανάκτηση ολόκληρου του ελληνικού λαού. Οι ένοχοι άρχισαν να αλληλοφαγώνονται. Η ενοχή αυτή οδήγησε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η ίδια ενοχή οδηγεί σε 120
νέες συγκρούσεις, για το ποιος θα σωθεί από τη θύελλα της λαϊκής οργής, ποιος θα αποφύγει τις αναπόφευκτες ζημιές της προδοσίας και θα γευτεί μόνο τα αργύρια της προδοσίας. Έ τ σ ι μόνο θα πρέπει να δούμε τη «θανάσιμη ρήξη» Μακαρίου-Γρίβα, και την ανάδειξη του Γεννηματά σαν ουσιαστικού ηγέτη της Κύπρου. Ή δ η οι αόρατοι ιθύνοντες καλλιεργούν το κλίμα πως η διένεξη αυτή θα χαντακώσει το Κυπριακό κλπ. Πηγαίνουν να χωρίσουν το λαό σε μακαριακούς και γριβικούς (όπως παλιά σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς) και να δημιουργήσουν πλέρια σύγχυση για τα πραγματικά αίτια της νέας εθνικής συμφοράς που με γρηγοράδα και βιασύνη ετοιμάζουν. Και σ' αυτό το βρώμικο παιχνίδι της κάλυψης της προδοσίας, ενεργό ρόλο παίζουν και οι νεορεφορμιστές και νεορεβιζιονιστές παρουσιαζόμενοι σαν υπέρμαχοι του Μακαρίου. Δεν καταγγέλνουν την προδοσία, αντίθετα την καλύπτουν με το να δίνουν σοβαροφάνεια στις αλληλοκατηγορίες Μακαρίου-Γρίβα και με το να παριστάνουν συνεπή αντιιμπεριαλιστή τον πρώτο. Ό λ ο ι οι άνθρωποι της υποτέλειας, ένοχοι της προδοσίας της εθνικοαπελευθερωτικής μας πάλης για την Κύπρο, είναι έτοιμοι να φτάσουν και σ ' έναν καινούριο εμφύλιο σπαραγμό, προκειμένου να σωθούν από τη θύελλα της λαϊκής οργής. Ό λ α πια πείθουν κάθε τίμιο πατριώτη στην Κύπρο και την Ελλάδα, πως για να σωθεί ο κυπριακός αγώνας και για να δοθεί αντιιμπεριαλιστική σωστή λύση στο αίτημα της αυτοδιάθεσης των σκλάβων αδελφών μας, είναι απαραίτητη ανάγκη, είναι πρόβλημα ζωής και θανάτου, να προχωρήσει το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα μπροστά και να αναδείξει τη δική του πρωτοπορία, την πρωτοπορία του λαού, που θα καθοδηγήσει την αδιάλλακτη και αδιάκοπη πάλη των Ελλήνων εργαζομένων στην Κύπρο και την Ελλάδα, και που θα την οδηγήσει μέχρι τέλος με συνέπεια στον τελικό θρίαμβο. 30 Μαρτίου 1966 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντιιμπεριαλιστής» με το ψευδώνυμο Ε. Νικητάκος. Αριθμός τεύχους 1, 1966.
121
4
Ϊ*ΗΜ,*Ϊ 1969
ΙΑ ΠΙΟ ΑΠΟ*ΛΧΠΤΙΚΟΤΙ ΑΓΒΚΪΪ
Πα ΒΙΑ ϊΛΛΑΛΑ ΛΪΥΤΚΙ* ΚΙ ΑΚΤΙΜΪΙίΤΙΗί πρ8ΐθχρ;κΐΑΤΐκί χητο-μ/ τογ π.γ. του α.κ.β.
Πρίς ΐί,μΖ)*) Χ~« ΑΚΪ, , . .. . . . „. ϊ Πρ'ς ανχι^ααισχες αγ\»νιοχε<; χη^ !λλαί<κ και χης_Κ»ίο*»,ι Πρ-« Χ"ν ή<Μινκ- ίρτβς-μεν~ λα" τΨις Ελλαίας καί χ?ι< Κΐτρ-μ» *Α£,ερφεα 'Αναχελε* 1 «οι ν-νργε-ε ,χρ-ν-ς, ^Η ο»β^«Λ-ιττιο .ί,Ι ϊλλγιί τή» ϋρ-'-β" *β» ιτ,ν εν ΜλΚ, : -.ς. *λ" ι "ι λβ-ι,τ <-Ομ-υ λ^ιρΙ • Ι1ν κρώ-1-ΑΡ-νιί μ» ιρο(·-ι>4ι<··. βισι-ί-ςκκί,,ΗΟ χ" ^«Κλ χ-υ<, με «·* γιο ΧΕΙ με α^Πη Χε*-εβτκ>Π οχ κ ί εενιχηχες 6ι>| ·• · -. ' ί ' . . . - '·(? νο' ϊ ο»οχ->ρ ΛενχεΓίας γι#3 Κ,..." 'Η άνο-ι-λΤ! Χ"» !·.·'-:·.«·.; "» ο γ ί ~Χ« <;ι ίε ί·04-μκν-»<, 1 Ελληνα* λα-. ίναι άναχ-λη ιύιυχίος γιο τ-» -δ 1969 6εν.ε ΤΛλβΰΟζ 'Β «ρ»χ·χβ"»'« *<·χΐ;»ί*>« «λ«χίς «01 σχ$ν έξ,-ριαν εκαχ-νχείι ; ουνογε,γιοχ..ί μας 3Χ χ-χ-ος , ¥ εοχηβε>»> 4εχα£ίΓ Λ,ιλιείϊς έείαχε^ ^ος^νεργ-,.ς, * ι ί ο » Ε μ α < μ ί ο ε ς χ ή · * · » * « ι β « α ι χ - ν , ε ζ α ζ η ο . ο ' . • «οοχε-; - ΦΛηκη* χυ^ερνηχβς τ*Κ *αχριία< μας. *μ««Γ. ΡεοΧεν-ιίμε ΟΧ *"ν ίΐ!».-.-Λ'· ·' 1-5
ι-*-»
μας.
μας «ίν.ι ι εναβχί μεςε »αν ί χτ-^6- ε-<|-νεα —ΟΧ- ϊ γ * λ η μ γ , , Ο Χ Ί λ τ ι ο χ ε ι μ , ΟΧΓ "Βχ~ι>με.ά*ί»»»χι β«ί »»0ν ίΑΪΡ" |·{ (εαί^Χίΐ • « β ν α ν χ ι μφς χ - ν Κή * λ - Β Χ · - *1ρ β Χ 4 « Χ - 5
«"· Μ *»-·..
4μερι«β»»ι *ί.*1>ιιαι-ν,
^·5μί <ΓΪ;,ν
-
αλεομ α»χ»*»ί
"ε*
11» <Μ σχ>*- μεΐλ-» χ-5 *-ομ-«. 2-5με XI» Φωτοτυπία από ένα πρωτοσέλιδο του περιοδικού «Επαναστάτης», που κυκλοφορούσε στο διάστημα 1968-1973 και όπου δημοσιεύτηκαν τα άρθρα που ακολουθούν.
122
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΚΤΠΡΟΤ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Το χουντικό καθεστώς πολύ νωρίς έδειξε τις διαθέσεις του για την Κύπρο (απέσυρε τον ελληνικό στρατό κλπ.). Η Λευκωσία όμως. αντίνα γίνει το εθνικό κέντρο, συμβάδισε με τη χούντα και ακολούθησε χψ> αντεθνική γραμμή. Τον Ιανουάριο του 1969 η Ελλάδα είχε απομονωθεί από την Κύπρο. Το κυπριακό δράμα άρχισε ν' αποκορυφώνεται.
Στις 5 του Γενάρη 1969 πραγματοποιήθηκαν οι συνομιλίες της χούντας με τον πρόεδρο Μακάριο. Στις συνομιλίες αυτές, που γίνανε μέσα σε μεγάλη μυστικότητα, διαπιστώθηκε «πλήρης ταυτότης αντιλήψεων» Λευκωσίας και Αθήνας πάνω στο κυπριακό πρόβλημα και την κατάσταση στην Αραβική Ανατολή. Αυτό μας λέει το κοινό ανακοινωθέν που βγήκε στις 6/1/1969. Αυτό μας το επιβεβαίωσε και ο Μακάριος με τις δηλώσεις του στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Και ο «Ελεύθερος Κόσμος», στις 7/1/1969, χαιρέτισε την ομοφωνία και χαρακτήρισε τ ' αποτελέσματα του μυστικοσυμβουλίου σαν «μεγάλην και θετικήν κατάκτησιν» (και με το δίκιο του. Χτες κιόλας στάλθηκε στην Κύπρο ως αρχηγός της Εθνοφρουράς ο υποστράτηγος της χούντας Ηλίας Γερακίνης). Το ανακοινωθέν, οι δηλώσεις του Μακαρίου, οι αλαλαγμοί του «Ελεύθερου Κόσμου» αρκούν, για ν ' αντιληφθούμε όλοι μας πως η προδοσία βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Το ΑΚΕ (το Αντιφασιστικό Κίνημα Ελλάδας) από την 123
πρώτη στιγμή διακήρυξε πως το στρατοκρατικο-φασιστικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν έργο του ελληνικού και αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και πως είχε σαν βασικό σκοπό και προορισμό να καταπνίξει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην Κύπρο και να ενισχύσει την Ελλάδα σαν στρατηγικό στήριγμα της ιμπεριαλιστικής επιδρομής σε βάρος της Αραβικής Ανατολής. Τα γεγονότα μας επιβεβαιώνουν. Λίγο μετά την εγκαθίδρυση του στρατοκρατικού καθεστώτος, εκδηλώθηκε η ιμπεριαλιστική επιδρομή στη Μέση Ανατολή με την επίθεση του Ισραήλ ενάντια στις αραβικές χώρες. Για την επιδρομή αυτή χρησιμοποιήθηκαν τα ελληνικά αεροδρόμια και τα ελληνικά λιμάνια. 0 ελληνικός στρατός μπήκε σε επιφυλακή και έγιναν εντατικά γυμνάσια για την εξάσκησή του στον πόλεμο της ερήμου. Από τότε, ούτε για μια στιγμή δε σταμάτησε η χούντα να συμπαραστέκεται στους Ισραηλινούς επιδρομείς. Ποια, λοιπόν, είναι η ταυτότητα απόψεων χούντας και Μακάριου, πάνω στο πρόβλημα της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας στην Αραβική Ανατολή; Ο Μακάριος ωστόσο μας είπε πως «επιβεβαιώθηκε η πλήρης ταυτότης αντιλήψεων Αθηνών και Λευκωσίας, ως προς τον μέχρι τούδε χειρισμόν του Κυπριακού και τας διαγραφομένας περαιτέρω προοπτικάς». Ό μ ω ς , ο πρώην υπουργός του και αρμόδιος για την άμυνα της Κύπρου, ο Π. Γεωρκάτζης, σε τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του κατήγγειλε τη χούντα πως συνωμοτεί και υποσκάπτει την υπόθεση της ελευθερίας της Κύπρου. Ο Μακάριος δεν τον διέψευσε. Πώς λοιπόν έχει «πλήρη ταυτότητα απόψεων» με τη χούντα; Αλλά εκτός από τις καταγγελίες του Γεωρκάτζη, υπάρχουν και τα γνωστά σε μας γεγονότα. Η χούντα, στα τέλη του 1967, οργάνωσε την προβοκάτσια στην Κύπρο, για να επιβάλει τα σχέδια των ιμπεριαλιστών. Απέσυρε το στρατό από την Κύπρο και ύστερα παρουσιάστηκε αδιάφορη για την κυπριακή υπόθεση. Την ίδια εποχή, σε συνεργασία με τους αντιδραστικούς της Άγκυρας, δέχτηκε να δημιουργηθεί στο νησί «προσωρινή διοίκηση» των Τουρκοκυπρίων, που σήμαινε 124
άλλο ένα βήμα για τη διχοτόμηση-ομοσπονδοποίηση της Κύπρου. Το σχέδιο Άτσεσον έμπαινε σε εφαρμογή. Σιωπηλά «η διοίκηση» αυτή αναγνωρίστηκε α π ' όλες τις ξένες δυνάμεις, κι α π ' αυτόν ακόμα το Μακάριο, που διεξάγει συνομιλίες μαζί της. Το ΑΚΕ ποτέ δεν υπερασπίστηκε τη σοβινιστική θέση της εξαφάνισης της τουρκικής μειονότητας στην Κύπρο. Αντίθετα, ήταν και είναι υπέρ της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της, μέσα στα πλαίσια της πραγματικής ελευθερίας του ελληνικού λαού που είναι και η πλειοψηφία στο νησί. Ό μ ω ς , ποτέ δεν έπαψε να καταγγέλνει πως το εσωτερικό εθνικό πρόβλημα της Κύπρου δημιουργήθηκε από τους ιμπεριαλιστές-αποικιοκράτες και τους αντιδραστικούς της Αθήνας και της Άγκυρας, με σκοπό να διαιωνίζεται η ιμπεριαλιστική κυριαρχία στο νησί. Επίσης, πάντοτε υπογράμμιζε πως η πάλη στην Κύπρο είναι το επίκεντρο της αντιιμπεριαλιστικής πάλης ολόκληρου του ελληνικού λαού. Για ν ' απελευθερωθεί πραγματικά η Κύπρος, πρέπει η Ελλάδα να πάψει να είναι κρίκος του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Η ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία των Ελλήνων, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, είναι αδιαίρετη. Μονάχα οι ιμπεριαλιστές, οι αντιδραστικοί συνεργάτες τους και οι εχθροί της αντιιμπεριαλιστικής πάλης έχουν συμφέρον να διαδίδουν αντίθετες απόψεις. Δυστυχώς, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και με το πρόσχημα να «προστατευθεί η Κύπρος από τη χούντα», οι διασπαστές της ενότητας της πάλης του αντιιμπεριαλιστικού ελληνικού λαού κέρδισαν έδαφος προς αυτή την κατεύθυνση. Η Κύπρος απομονώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την Ελλάδα, από τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα των εργαζομένων της. Μονάχα χάρη σ ' αυτή την απομόνωση, σήμερα μπορούνε να μιλούν για «πλήρη ταυτότητα απόψεων» Παπαδόπουλος και Μακάριος και ατιμώρητα να σιωπούν οι δήθεν αντιφασίστες της Κύπρου, που «κόπτονται» να μας πείσουν πως οι Κύπριοι είναι «αδελφοί», όχι όμως και μέλη της ελληνικής οικογένειας. Οι συνομιλίες Παπαδόπουλου-Μακάριου στην Αθήνα αναμφι125
σβήτητα υπήρξαν άλλο ένα βήμα για την ολοκληρωτική προδοσία και κατάπνιξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Οι συνομιλίες αυτές υπήρξαν άμεση βοήθεια στα επιθετικά ιμπεριαλιστικά σχέδια, σε βάρος της Αραβικής Ανατολής και όλων των λαών του κόσμου. Οι ιμπεριαλιστές των Η ΠΑ, οι στενοί συνεργάτες τους της Αθήνας και της Άγκυρας, μπορούν και αισθάνονται άνεση στην εφαρμογή των σκοτεινών σχεδίων τους. Το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των εργαζομένων όμως δεν πέθανε, δε συντρίφτηκε. Μετά από προδοσίες, που το οδήγησαν σε βαριές ήττες, ανασυντάσσει τις δυνάμεις του. Οι καινούριες επαναστατικές δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο βαδίζουν σταθερά στο δρόμο της δημιουργίας μιας ενιαίας ακατανίκητης στρατιάς, της στρατιάς των εργατών, των χωρικών και των φτωχών εργαζομένων, της στρατιάς του ελληνικού λαού, που αύριο θα συντρίψει τον ιμπεριαλισμό και θ ' απελευθερώσει τον τόπο μας. Ό λ ο ι μας, όλοι οι πραγματικοί αντιφασίστες και αντιιμπεριαλιστές στην Ελλάδα και στην Κύπρο ας απαντήσουμε στις σημερινές συνωμοσίες των ιμπεριαλιστών και των αντιδραστικών συμμάχων τους με ακόμα πιο επίμονη δουλειά, για τη συσσώρευση και τη συσπείρωση των επαναστατικών δυνάμεων του λαού μας, για την άνοδο της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στον τόπο μας. Εμπρός για την αντιιμπεριαλιστική ένωση της Κύπρου με μια ελεύθερη και αντιφασιστική Ελλάδα. Κάπου στην Ελλάδα, 8 / 1 / 1 9 6 9 (Δημοσιεύτηκε κάτω από τη μορφή ανακοίνωσης του Π.Γ. του Α.Κ.Ε., στο έντυπο «Επαναστάτης» το Γενάρη του 1969).
126
ΚΥΠΡΟΣ: ΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Στα τέλη 1969. η αντιπαράθεση ανάμεσα στην επανάσταση και στην αντεπανάσταση στην Ανατολή -άρα και στην Αραβική Ανατολή- στον ελληνικά χώρο εκδηλωνότανε με την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις της αυτοδιάθεσης, που ακόμα ήταν ζωντανές, και στις δυνάμεις της απομόνωσης των Κυπρίων και της μετατροττής του Κυπριακού σε διένεξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του αποικιοκρατικού ΟΗΕ αποφάσισε ομόφωνα να παρατείνει την παρουσία των αστυνομικών του δυνάμεων στην Κύπρο, για άλλο ένα εξάμηνο. Η απόφαση πάρθηκε με βάση μια σχετική έκθεση του Ου Θαντ, που παρουσίασε την κατάσταση σαν απογοητευτικά κακή, μια και οι δυο κοινότητες (ελληνική και τουρκική) δε δείχνουν προθυμία συνεργασίας. Φυσικά, σ' αυτό το τροπάριο έχει από καιρό προσχωρήσει και η λεγόμενη κυβέρνηση της Λευκωσίας. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη, που έδωσε ο Μακάριος στο αθηναϊκό περιοδικό «Επίκαιρα» (τεύχος 71, Δεκέμβριος 1969), δήλωσε πως είναι απαισιόδοξος και ότι τα πάντα εξαρτώνται από την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Μάλιστα, τάχθηκε ανοικτά και υπέρ της διαιώνισης της σημερινής κατάστασης. Είπε: «Προτιμώ την σημερινήν κατάστασιν από οποιανδήποτε κακήν συμφωνίαν. Στο κάτω κάτω, τώρα η Κύπρος είναι ένα καθαρά ελληνικό κράτος με κάποιες εσωτερικές ανωμαλίες»! 127
Σίγουρα, ο Μακάριος δεν εννοεί ανωμαλίες, ούτε την ύπαρξη των μεγάλων βάσεων (ακόμα και πυρηνικών) που διατηρούν στο νησί οι Ά γ γ λ ο ι , ούτε τα μισθοφορικά στρατεύματα του ΟΗΕ, ούτε τα τουρκικά στρατεύματα που αλωνίζουν την Κύπρο, ούτε την Τουρκοκυπριακή Φρουρά και την τουρκοκυπριακή κυβέρνηση κλπ. κλπ. Η Κύπρος είναι γ ι ' αυτόν ένα «καθαρά ελληνικό κράτος» και γ ι ' αυτό προτιμάει την «αποτελμάτωση». Μα κάτω α π ' όλη αυτή τη φτηνή επιχειρηματολογία κρύβεται το πραγματικό έγκλημα. Το Κυπριακό δεν είναι πρόβλημα συμβίωσης της πλειοψηφίας με τη μειοψηφία (των Ελλήνων με τους Τούρκους). Το εσωτερικό εθνικό πρόβλημα δημιουργήθηκε σκόπιμα και έντεχνα για να στρεβλωθεί ο καθαρός εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του κυπριακού αγώνα και για να μπορέσουν οι ιμπεριαλιστέςαποικιοκράτες να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους. Έ τσι, ενώ ο Κληρίδης και ο Ντενκτάς πηγαινοέρχονται και συζητάνε, η Κύπρος μετατρέπεται σ' ένα μεγάλο επιθετικό ορμητήριο των ιμπεριαλιστών (της Αγγλίας, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ). Μαζί με την Κρήτη, η Κύπρος είναι σήμερα (μετά τις εξελίξεις στη Λιβύη) τα δυο μεγάλα επιθετικά προγεφυρώματα των ιμπεριαλιστών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. Στο μεταξύ, για να θαφτεί ολοκληρωτικά η αντιιμπεριαλιστική εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην Κύπρο, με μεγάλη μαστοριά αποτελματώνεται η κατάσταση με τις λεγόμενες διακοινοτικές συζητήσεις. Έ τ σ ι , δίνεται ο χρόνος και δημιουργείται το κλίμα για την αποσύνθεση της ηθικής και πολιτικής ενότητας του λαού. Τα «Επίκαιρα» (στο ίδιο πάντα τεύχος) παρατηρούνε: «Και στις δυο πλευρές της "πράσινης γραμμής" αναπτύσσεται, παράλληλα με την ελληνοτουρκική διαμάχη, που κάποτε φαίνεται να παρακμάζει, ένας κοινωνικοπολιτικός διχασμός μέσα σε κάθε εθνότητα». Με το διχασμό αυτό, οι ιμπεριαλιστές ελπίζουν τελικά να πνίξουν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην Κύπρο και να εξασφαλίσουν, μια για πάντα, το νησί για το επιθετικό-στρατηγικό σύστημά τους. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για το σκοπό αυτό παίζει και η 128
χούντα. Με το πραξικόπημα κόπηκαν βίαια οι επαφές Ελλάδας-Κύπρου. Άφθονο χρήμα και μέσα διαθέτει το στρατοκρατικό καθεστώς, για να καλλιεργηθεί το κλίμα του εμφυλίου σπαραγμού. Ίδρυσε παρακρατικές τρομοκρατικές οργανώσεις (Εθνικό Μέτωπο κλπ.) και με έντονες μηχανορραφίες μέσα στο ΝΑΤΟ και αλλού προωθεί τα σχέδια του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Γιατί η ελληνική ιμπεριαλιστική φασιστική αντίδραση γνωρίζει πολύ καλά πως μονάχα όταν
αποκόψει την Ελλάδα από την Κύπρο θα μπορέσει να
θάψει το Κυπριακό και ότι μονάχα όταν θάψει το Κυπριακό
θα μπορέσει ν' απομονώσει τον ελληνικό χώρο από την επαναστατημένη Ανατολή. Φυσικά, το καθεστώς των συνταγματαρχών έχει θερμό συμπαραστάτη σ' όλα αυτά τους αντιδραστικούς της Λευκωσίας. Αρκεί κανείς να δει τις πρόσφατες συνομιλίες του Κυπριανού στην Αθήνα και τη στάση του στο Συμβούλιο της Ευρώπης, για να κατανοήσει τον πραγματικό ρόλο της κυβέρνησης της Λευκωσίας. Τέλος, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αντεπαναστατικός εκφυλισμός της παραδοσιακής Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Κύπρο και η ενσωμάτωσή τους στο αντιδραστικό καθεστώς αποτελούν έναν από τους σοβαρούς παράγοντες της προδοσίας του εθνικοαπελευθερωτικού κυπριακού αγώνα. Έ τ σ ι , σήμερα δεν απομένει παρά μονάχα μια δύναμη, ικανή να οδηγήσει στο σωστό δρόμο την εθνικοαπελευθερωτική-αντιιμπεριαλιστική πάλη του λαού στην Κύπρο και στην Ελλάδα: η δύναμη αυτή είναι η αναπτυσσόμενη επαναστατική Αριστερά. Μα η δύναμη αυτή, για ν ' αποκτήσει οντότητα και αποτελεσματικότητα, έχει ακόμα να κάνει πολλά. Και πρώτα α π ' όλα έχει να οργανώσει και να συσπειρώσει τις σκόρπιες δυνάμεις της. Έ χ ε ι να συνενώσει την αντιδικτατορική-αντιφασιστική πάλη στην Ελλάδα με την εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην Κύπρο. Γιατί έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, στην περιοχή μας και παγκόσμια, χωρίς δημοκρατική και αντιιμπεριαλιστική Ελλάδα, δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητη και ελεύθερη Κύπρος και αντίστροφα, 9
129
χωρίς κατάργηση του νεοαποικιακού ζυγού στην Κύπρο, δεν μπορεί να υπάρξει συντριβή και του ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα. Και χωρίς αδιάσπαστη ενότητα του αγωνιζόμενου λαού στην Κύπρο και στην Ελλάδα, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε και ενσωμάτωση του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος με το μεγάλο επαναστατικό κίνημα της Ανατολής, συγκεκριμένα της Αραβικής Ανατολής. Και χωρίς αυτή την ενσωμάτωση, δεν μπορούμε να έχουμε προοπτικές για τον αγώνα μας. Γιατί για τους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής ο δρόμος σωτηρίας είναι κοινός και η τύχη τους μία. Με κυνισμό ο Παττακός μας το είπε τελευταία: «Η κατάστασις εις την Ανατολικήν Μεσόγειον είναι κρίσιμος... Θα είχε παρασυρθή και η Ελλάς εις την δίνην της αναστατώσεως, εάν δεν είχε εγκαίρως πραγματοποιηθή η επέμβασις του στρατού...». Και ότι αν δε μειωθεί η ένταση στην περιοχή (διάβαζε αν δε συντριβεί το επαναστατικό κίνημα της περιοχής), δε θα υπάρξει κοινοβουλευτισμός, μα ωμή δικτατορία, γιατί «οι υφιστάμενοι γενικότεροι κίνδυνοι... επιβάλλουν εις το έθνος μας συνοχήν και αδιατάρακτον πολιτικήν ζωήν» (διάβαζε ανοικτό φασισμό) («Ελεύθερος Κόσμος», 7 / 1 2 / 1969). Νομίζουμε ότι +α περισσότερα λόγια περιττεύουν.
Γράφτηκε στα τέλη του 1969 και δημοσιεύτηκε στο πολυγραφημένο έντυπο «Επαναστάτης» της Ιδιας περιόδου.
130
Η ΕΘΝΙΚΗ Σ Τ Μ Φ Ο Ρ Α ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Τον Ιανουάριο του 1970, τρέμοντας την εθνικοατιελευδερωτική πάλη, χουντική Αδήνα και Λευκωσία αποδέχονταν ακόμα και το διαμελισμό της ΜεγαλονήσουI
Η Κύπρος σέρνεται στον γκρεμό του εμφύλιου σπαραγμού και μαζί της ολόκληρος ο ελληνικός λαός απειλείται με μια καινούρια εθνική συμφορά. Γιατί Κύπρος και Ελλάδα είναι μια και η αυτή πραγματικότητα. Είναι η πραγματικότητα που ζει ο ελληνικός λαός στο σύνολό του. Λεν υπάρχει Κύπρος χωρίς Ελλάδα και ούτε Ελλάδα χωρίς Κύπρο. Χρόνια τώρα ολόκληρα, ο ιμπεριαλισμός και η φασιστική αντίδραση προσπάθησαν να πλαστογραφήσουν αυτή την αλήθεια. Προσπάθησαν να παρουσιάσουν την Κύπρο κάτι άλλο, ξένο από τον υπόλοιπο ελληνικό λαό. Και τούτο, γιατί τρέμουν την εθνικοαπελευθερωτική-αντιιμπεριαλιστική πάλη του ελληνικού λαού. Τρέμουν κι από την ίδια την ιδέα, από τ ' άκουσμα ενός τέτοιου αγώνα. Στην Κύπρο, εδώ και πολλές δεκαετίες, διεξάγεται ένας εθνικοαπελευθερωτικός-αντιαποικιακός αγώνας. Από ποιον; Από το λαό του νησιού. Τι είναι, όμως, ο λαός αυτός στη συντριπτική του πλειοψηφία; Έλληνες. Συνεπώς το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν μπορεί παρά να είναι ελληνικό και η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης να είναι ταυτισμένη με την ιδέα της εθνικής ένωσης των Κυπρίων με τους υπόλοιπους Έλληνες. 131
Μα η Ελλάδα, η επίσημη Ελλάδα, πάντοτε ήταν αποικιοκρατική και αντιδραστική, αποφασιστικό στήριγμα του παγκοσμίου στρατηγικού συστήματος του αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού. Γιατί, λοιπόν, τρέμουν αυτή την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα οι ιμπεριαλιστές, ντόπιοι και ξένοι; Το επιφανειακά λογικό θα ήταν να ευνουχίσουν το απελευθερωτικό κίνημα στην Κύπρο, με τη γρήγορη ενσωμάτωση του νησιού στο ελληνικό αντιδραστικό καθεστώς. Κι όμως η πραγματικότητα διαφέρει από την τυπική λογική. Οι κατά καιρούς κυρίαρχοι στη Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή ιμπεριαλιστές (χτες Ά γ γ λ ο ι , σήμερα Βορειοαμερικανοί) προσπάθησαν να κρατήσουν τα νησιά της Ελλάδας σαν
ανοιχτές τους αποικίες (Κρήτη, Επτάνησα, Δωδεκάνησα).
Μ ' αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν καλύτερα τον έλεγχο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Γ ι ' αυτό και πάντοτε στάθηκαν ανοικτοί εχθροί της ενσωμάτωσης των ελληνικών νησιών στο επίσημο ελληνικό κράτος. Έγιναν πολλοί θρυλικοί αγώνες, εξεγέρσεις, επαναστάσεις και πόλεμοι, για ν ' αποσπαστούν από τον ανοικτό αποικιακό ζυγό η Κρήτη, τα Επτάνησα, τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος. Και το επίσημο ελληνικό κράτος, που ένα από τα βασικά του καθήκοντα είναι η εδραίωση του παγκοσμίου στρατηγικού συστήματος της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, πάντοτε στάθηκε εχθρός του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του νησιώτικου λαού μας (ας θυμηθούμε μονάχα τον κατατρεγμό των αγωνιστών της Κρήτης, τα αναθέματα του Ε. Βενιζέλου κατά των Κυπρίων το 1930). Έ τ σ ι , ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στα νησιά ήταν πάντοτε συνδεμένος και με τον αγώνα κατά του αντιδραστικού καθεστώτος στην ίδια την Ελλάδα. Μέσα στις σημερινές συνθήκες, στις συνθήκες που οι λαοί της Εγγύς Ανατολής άρχισαν και ν ' αναπτύσσουν τη μεγάλη αντιιμπεριαλιστική επανάστασή τους, η εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην. Κύπρο έγινε θανάσιμα επικίνδυνη. Γιατί η πάλη αυτή συνενώνει την αντιιμπεριαλιστική επανάσταση της Ανατολής με το προλεταριακό κίνημα της Ευρώπης. 132
Είναι το ρέμα από το οποίο μπορεί να περάσει η λάβα της επανάστασης στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Γ ι ' αυτό, με κάθε τρόπο, και με κάθε δυνατό έγκλημα, προσπαθούν οι ιμπεριαλιστές να σβήσουν αυτό το επικίνδυνο ηφαίστειο. Η πρώτη προσπάθεια έγινε με την υποδαύλιση του εσωτερικού εθνικού προβλήματος. Και για να φέρουν σε ρήξη τους Τουρκοκυπρίους με τους Ελληνοκυπρίους έφτασαν να
υπόσχονται το. διαμελισμό του νησιού. Η κατάσταση αυτή ολοκληρώθηκε με τις βρωμερές αποικιακές συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου και τη δημιουργία του νεοαποικιακού καθεστώτος, της λεγόμενης «Κυπριακής Δημοκρατίας». Μα αντί την αιώνια αποικιακή ειρήνη, έφεραν τη μόνιμη βία πάνω στο νησί. Και η βία αυτή οδήγησε αναπόφευκτα στην έξαρση του σοβινισμού, στη διάσπαση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και στην επικίνδυνη ρήξη ανάμεσα στην αντιδραστική Άγκυρα και στη φασιστική Αθήνα. Το 1967 βρισκόμασταν στα πρόθυρα του ελληνοτουρκικού πολέμου. Μα και η ίδια η ανοικτή προδοσία της επίσημης Ελλάδας δυνάμωσε επικίνδυνα την εθνικοαπελευθερωτική πάλη μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Ο Καραμανλής έφτασε και να σκοτώσει πατριώτες μέσα στους δρόμους. Μα η Ζυρίχη τον ξόφλησε. Ήλθε ύστερα η σειρά του Γ. Παπανδρέου. Συνθηκολογημένος, μετά τις εθνικές ταπεινώσεις του 1964-1965, παρέδωσε ουσιαστικά από μόνος του την εξουσία, συμμετέχοντας ενεργητικά στη μηχανορραφία των Ιουλιανών του 1965. Στη διάρκεια της διακυβέρνησης από τους «αποστάτες», μάταια προσπάθησε η άρχουσα τάξη να παρουσιάσει ένα ενιαίο μέτωπο των κοινοβουλευτικών κομμάτων για την αντιμετώπιση του κυπριακού αγώνα (ας θυμηθούμε το Συμβούλιο του Στέμματος). Έ τ σ ι , φτάσαμε στη χούντα. Η επιβολή της ήταν άμεσα συνδεμένη με την ανάγκη της καταστολής του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Και για να το πετύχει αυτό, η χούντα έπρεπε πρώτα α π ' όλα ν ' αποκόψει το λαό που ζει στην Ελλάδα από το λαό της Κύπρου. Πώς το πραγματο133
ποιεί αυτό; α) Η ίδια η χούντα, με τις προβοκάτσιές της του Νοέμβρη-Δεκέμβρη 1967, κατάφερε να διαγράψει επίσημα το κυπριακό πρόβλημα. Σήμερα στην Ελλάδα περνάει στρατοδικείο ακόμα κι εκείνος που διαβάζει κυπριακό Τύπο (ο Τύπος αυτός θεωρείται παράνομος, μια και δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία του στην ελληνική επικράτεια), β) Το Κυπριακό το διέγραψαν και οι κοινοβουλευτικοί με το πρόσχημα πως τώρα πρωτεύει ο αγώνας κατά της χούντας, γ) Η βία, η τρομοκρατία, υποχρεώνουν τους εργαζόμενους ν ' αγωνίζονται νύχτα και ημέρα, καθημερινά, για την επιβίωσή τους, ακόμα και σαν μεμονωμένα άτομα. Έ τ σ ι , αχρηστεύονται σαν ενεργητική δύναμη για τη διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, δ) Στην ίδια την Κύπρο διαδίδεται το γνωστό τροπάρι: η Ελλάδα είναι φασιστική, τι γυρεύουμε εμείς να πάμε να ζήσουμε κάτω από ένα τέτοιο μαύρο καθεστώς; Καλύτερα είναι να υπάρχει η «Κυπριακή Δημοκρατία» και να ζει μέσα στα πλαίσια της αγγλικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη, η κυβέρνηση της Λευκωσίας ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να δεχτεί σιωπηλά τη διχοτόμηση. Από το Δεκέμβριο του 1967 και έπειτα, επέτρεψε τη μετανάστευση στο νησί Τούρκων (που κατάγονται από την Κύπρο). Έ τ σ ι , συνειδητά προσπάθησε να μεγαλώσει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Σε συνέχεια, σιωπηλά και πάλι, αποδέχτηκε τη
δημιουργία της χωριστής τουρκοκυπριακής κυβέρνησης
(λέγεται τουρκοκυπριακή διοίκηση). Τέλος, μετά α π ' όλα αυτά, άρχισε τις αποπλανητικές συνομιλίες με την τουρκοκυπριακή κυβέρνηση, με σκοπό να διαιωνίζει το τεχνητό εθνικό πρόβλημα κι έτσι να ευνουχίζει τον καθάριο αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης. Και επειδή όλα αυτά δεν έφτασαν, ύστερα από μηχανορραφίες που έγιναν στην Αθήνα, μέσα στα πλαίσια της συνάντησης χούντας-Μακάριου, ψηφίστηκαν δρακόντειοι φασιστικοί νόμοι και αφοπλίστηκε ο λαός. Από τις 27/1, η Λευκωσία κήρυξε και επίσημα τον εμφύλιο πόλεμο στην Κύπρο. Θα κατατρέχονται οι πάντες και θα φυλακίζονται δέκα χρόνια 134
όλοι εκείνοι που δεν παρέδωσαν τα όπλα τους. Η χούντα ευλόγησε επίσημα τα μέτρα αυτά. Δικαιολογητικό του γενικού κατατρεγμού των Κυπρίων πατριωτών από την κυβέρνηση της Λευκωσίας είναι η ύπαρξη ενός παράνομου δήθεν «Εθνικού Μετώπου» της φιλοχουντικής άκρας Δεξιάς. Κι όμως, οι ηγέτες του «Ε.Μ.» είναι γνωστοί, κυκλοφορούν ελεύθερα στη Λευκωσία και δίνουν συνεντεύξεις στους ξένους ανταποκριτές. Στις 26 του Γενάρη, σε μια τέτοια συνέντευξή τους, δήλωσαν ότι έχουν τέσσερις χιλιάδες στρατό κι ότι θα κάνουν πραξικόπημα για ν ' ανατρέψουν την κυβέρνηση της Λευκωσίας και να επιβάλουν την «ένωση»!!! Απ* όλα αυτά τι συμπέρασμα βγαίνει; Η κυβέρνηση της Λευκωσίας αφοπλίζει το λαό, βάζει δρακόντειους φασιστικούς νόμους, μα αφήνει πάνοπλους και ελεύθερους τους λεγόμενους συνωμότες της άκρας Δεξιάς. Αν, τώρα, συνδυάσουμε το σημαντικό αυτό γεγονός με τ ' άλλα στοιχεία που αναφέραμε, έχουμε ζωντανή την εικόνα
της πραγματικότητας. Προωθείται το σχέδιο Άτσεσον
για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Με πρόσχημα δήθεν τη δράση του «Ε.Μ.», η κυβέρνηση της Λευκωσίας θ* αναγκαστεί τάχα «ν' αποδεχτεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τη διχοτόμηση και επίσημα», ή με πρόσχημα την «ένωση», αν οι πραξικοπηματίες γίνουν κυβέρνηση, οι Τουρκοκύπριοι θα προχωρήσουν κι αυτοί στη δικιά τους «ένωση» με την Τουρκία. Με λαό αφοπλισμένο και που ζει κάτω από την τρομοκρατία της αστυνομίας και της Εθνοφρουράς της Λευκωσίας, όλα μπορούνε να γίνουν. Έ τ σ ι , με τη διχοτόμηση, ελπίζουν οι ιμπεριαλιστές να μονιμοποιήσουν το τεχνητό εσωτερικό εθνικό πρόβλημα και να σβήσουν την εθνικοαπελευθερωτική πάλη στην Κύπρο. Φυσικά, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως η πρώτη λύση (δηλαδή ένα είδος ομόσπονδης Κύπρου στα πλαίσια της αγγλικής αυτοκρατορίας) ευνοεί περισσότερο τους Άγγλους και την κυβέρνηση της Λευκωσίας. Η δεύτερη λύση ευνοεί περισσότερο τις ΗΠΑ, που προσπαθούν να διώξουν από εκεί 135
τους Άγγλους «συμμάχους» τους. Και οι δυο λύσεις αποτελούν συμφορά για τον ελληνικό λαό και βαρύ πλήγμα για το εθνικοαπελευθερωτικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της περιοχής. Οι αληθινές αντιιμπεριαλιστικές και επαναστατικές δυνάμεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα θα πρέπει να κινητοποιηθούν. Πρώτιστο, πρωταρχικό καθήκον είναι να ξαναβρεί ο κυπριακός αγώνας τον καθαρό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του και να συνδεθεί και πάλι ο λαός της Ελλάδας με τον αγώνα αυτόν. Ο αγώνας γίνεται για να διωχτούν όλοι οι ιμπεριαλιστές ( Ά γ γ λ ο ι και Αμερικανοί) από το νησί, για να καταργηθεί το καθεστώς του νεοαποικισμού στην Κύπρο, για την ένωση με μια αντιιμπεριαλιστική Ελλάδα. Θα πρέπει να εξουδετερωθεί το βρώμικο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι του τεχνητού εσωτερικού εθνικού προβλήματος. Έ ν α κίνημα που θα βασίζεται στην αρχή της απελευθέρωσης όλου του λαού της Κύπρου, που θα δίνει τα τσιφλίκια και τις πηγές του νερού στους φτωχούς αγρότες, που θα εγγυάται την ελεύθερη εθνική ζωή των κατοίκων του νησιού, που θα διαπνέεται από το βαθύ διεθνισμό, ένα τέτοιο κίνημα θα συνενώσει τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες, θα τις αποσπάσει από τα δίκτυα του αντιδραστικού ελληνικού και μεγαλοτουρκικού σοβινισμού. Έ ν α τέτοιο κίνημα θα συνενώσει γενικότερα τους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας και θα τους κάνει ικανούς από κοινού να διεξάγουν την ηρωική αντιιμπεριαλιστική τους πάλη. Έ ν α τέτοιο κίνημα θα μπορεί να έχει επιτυχία, γιατί θα είναι αδιάρρηκτα δεμένο με την επαναστατική πάλη της Ανατολής. Έ ν α τέτοιο κίνημα θα συνενώσει το αντιιμπεριαλιστικό-εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Εγγύς Ανατολής με το προλεταριακό κίνημα της Ευρώπης. Με γνώμονα αυτές τις αλήθειες ξεχωρίζουν οι πραγματικοί αντιιμπεριαλιστές από τους ψευτοαντιιμπεριαλιστές, οι πραγματικοί επαναστάτες από τους ψευτοεπαναστάτες, οι πραγματικοί πατριώτες από τους προδότες. Κι όσο πιο γρήγορα γίνει το κίνημα αυτό ζωντανή πραγματικότητα, τόσο το καλύτερο για τους λαούς της Ελλάδας, της Τουρκίας κι ολόκληρης της Εγγύς Ανατολής. 136
Διαφορετικά θα γνωρίσουμε κι άλλες πολλές συμφορές, κι άλλες πολλές τραγωδίες πριν φτάσουμε στον ποθούμενο σκοπό: στη συντριβή του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στην Τουρκία και σ ' όλη την ανθρωπότητα. (Γράφτηκε το Γενάρη του 1970). Δημοσιεύτηκε στο έντυπο «Επαναστάτης».
137
Η Κ Τ Π Ρ Ο Σ ΑΙΜΑΤΟΚΥΛΙΕΤΑΙ ΚΑΙ Σ Τ Ρ Α Γ Γ Α Λ Ι Ζ Ε Τ Α Ι - Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΘΑ Γ Ν Ω Ρ Ι Σ Ε Ι Κ Α Ι Ν Ο Ϊ Ρ Ι Ε Σ ΣΥΜΦΟΡΕΣ Στις αρχές του 1970, με τις πράξεις τους, η χούντα χαι η Λενκωαία έδειχναν ότι είναι έτοιμες, για να αποφευχθεί η επαναστατιχοποίηση του ελληνικού εθνικού χώρου, να προχωρήσουν στο θάψιμο του Κυπριακού με κάθε θυσία.
Πάντοτε τονίσαμε τον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει στην εποχή μας το «κυπριακό πρόβλημα» στις γενικότερες εξελίξεις της χώρας μας. Ούτε για μια στιγμή δεν πάψαμε να υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι η έκβαση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο είναι καθοριστική και για την τύχη ολόκληρου του ελληνικού λαού. Αδιάκοπα δείξαμε ότι η μοίρα της Ελλάδας και της Κύπρου είναι κοινή. Ό τ α ν στο διάστημα 1950-1966 τα λεγόμενα κοινοβουλευτικά κόμματα της Ελλάδας και η κληρο-κοσμική ηγεσία της Κύπρου, πιστοί στα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, προδίδανε την κυπριακή εθνικοαπελευθερωτική πάλη, ταυτόχρονα χαλκεύανε νέα δεσμά για ολόκληρο τον ελληνικό λαό: στην Κύπρο επιβλήθηκε το νεοαποικιακό καθεστώς των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου και στην Ελλάδα το ανοικτό φασιστικό στρατοκρατικό καθεστώς των εφοπλιστών, των τραπεζιτών, των γιάγκηδων και του ΝΑΤΟ. Κι όταν σήμερα η χούντα και η λεγόμενη κυβέρνηση της Λευκωσίας στραγγαλίζουν την εθνι138
κοαπελευθερωτική υπόθεση της Κύπρου, οδηγούν ταυτόχρονα ολόκληρο τον ελληνικό λαό σε καινούριες συμφορές. Έγκαιρα καταγγείλαμε στον ελληνικό λαό ότι τελευταία εντάθηκαν οι εγκληματικές προσπάθειες για να θαφτεί ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο. Μονάχα έτσι θα μπορέσουν οι ιμπεριαλιστές και η αντίδραση ν ' ανακόψουν την πορεία της δημιουργίας ενός ρωμαλέου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα και στην Κύπρο και μονάχα έτσι θα μπορέσουν να πλήξουν πισώπλατα την επανάσταση των αραβικών λαών. Η κατάσταση είναι πραγματικά κρίσιμη. Πάνω από δυο δεκαετίες, η πάλη του λαού της Κύπρου για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού και την εθνική του απελευθέρωση αποτελεί το γόρδιο δεσμό για το γενικότερο πρόβλημα της απελευθέρωσης ολόκληρου του ελληνικού λαού από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Παράλληλα ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας είναι και σημαντικός παράγοντας της επαναστατικής-αντιιμπεριαλιστικής πάλης των λαών της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας διεξάγεται μέσα στις συνθήκες όπου ο ιμπεριαλισμός δύει και η αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική επανάσταση αναπτύσσεται και μεγαλώνει. Γ ι ' αυτό και η ουσία του είναι βαθιά αντιιμπεριαλιστική. Και την αντιιμπεριαλιστική αυτή ουσία του δεν μπορεί να την αλλοιώσει ούτε το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία του κινήματος υπήρξε αντιδραστική, ούτε και ότι το κίνημα πήρε και έχει τη μορφή της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Μονάχα οι συνειδητοί αντεπαναστάτες μπορούνε να ισχυριστούν ότι ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας είναι άσχετος με τη γενικότερη επαναστατική αντιιμπεριαλιστική πάλη των λαών. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο δεν μπορούσε παρά να πάρει τη μορφή του κινήματος για την ένωση. Η κοινή ιστορική και εθνογενετική εξέλιξη στην Κύπρο και στην Ελλάδα διαμόρφωσαν ένα εθνικό σύνολο, τον ελληνικό λαό. Έ τ σ ι , και η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης της 139
Κύπρου ταυτίστηκε με το κίνημα της ένωσης του νησιού με το νεοελληνικό κράτος. Ό , τ ι συνέβηκε στην περίπτωση των Επτανήσων, της Κρήτης και της Δωδεκανήσου, το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της Κύπρου. Εκείνο που είναι διαφορετικό είναι η εποχή. Η κυπριακή εθνικοαπελευθρωτική πάλη αποκορυφώνεται μέσα στις συνθήκες όπου οι εθνικοί αγώνες ενσωματώνονται μέσα στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και όλων των εργαζομένων για τη συντριβή του ιμπεριαλισμού και τη νίκη του σοσιαλισμού. Έ τ σ ι , η ουσία και οι διαστάσεις του κυπριακού αγώνα είναι πολύ βαθύτερες από εκείνες που είχε λόγου χάρη η Κρητική Επανάσταση. Σήμερα, η υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης είναι πρώτα α π ' όλα υπόθεση του προλεταριάτου. Καμιά αστική τάξη στον κόσμο δεν μπορεί να φέρει σε πέρας καμιά εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση. Της είναι υπόθεση ξένη, εχθρική. Γ ι ' αυτό και την καταπολεμάει κι όταν μπαίνει επικεφαλής, τότε την οδηγεί στη συντριβή και στην προδοσία. Σήμερα η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση οδηγεί στη βαθύτερη επανάσταση για την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος. Στρέφεται άμεσα ενάντια στα συμφέροντα της παγκόσμιας αστικής τάξης. Δεν μπορεί, λοιπόν, να είναι υπόθεση καμιάς αστικής τάξης. Αυτές οι γενικές αλήθειες επιβεβαιώνονται ολότελα στην περίπτωση της κυπριακής εθνικοαπελευθερωτικής πάλης. Την ηγεσία του αγώνα την ανέλαβε το ντόπιο τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης και ο ανώτερος κλήρος. Τα συνθήματα του αγώνα βρίσκονταν σε πλέρια αντίθεση με την ουσία του. Το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα (που το ιμπεριαλιστικό-αντιδραστικό καθεστώς της είναι θανάσιμος εχθρός κάθε απελευθερωτικής πάλης) θα έπρεπε να διευκόλυνε την έκβαση του αγώνα, μια και η αλλαγή δε θα ήταν ουσιαστική. Κι όμως πάνω από είκοσι χρόνια ο κυπριακός αγώνας αποτελεί τον εφιάλτη της ελληνικής αστικής τάξης, της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού. Γιατί; Η απάντηση είναι ολοκάθαρη. Ο κυπριακός αγώνας είναι 140
αναπόσπαστο τμήμα της επαναστατικής εθνικοαπελευθερωτικής αντιιμπεριαλιστικής πάλης των λαών της Ανατολής. Και το αίτημα της ένωσης αντί να διευκολύνει τα πράγματα τα περιπλέκει, γιατί συνδέει άμεσα τις εξελίξεις της κυπριακής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης με το σύνολο του ελληνικού λαού. Η Κύπρος γίνεται το γεφύρι για να περάσει η επαναστατική φλόγα από την Ανατολή στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Έ τ σ ι μονάχα μπορούμε να εξηγήσουμε και το γεγονός, γιατί η επίσημη Ελλάδα, η Ελλάδα του φασισμού, της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης και της αμερικανοκρατίας, αντί να προσπαθήσει να ενσωματώσει την Κύπρο στο κατεστημένο της, προτίμησε να θάψει την Κύπρο, να παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουρκία και ν ' αφήσει το νησί μέσα στα πλαίσια του αγγλικού ιμπέριουμ. Έ τ σ ι μονάχα μπορούμε να κατανοήσουμε και τη στάση της κυπριακής ηγεσίας, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής αντίδρασης. Μα η προδοσία μιας εθνικοαπελευθερωτικής πάλης δε σημαίνει και θάψιμό της. Κι ακόμα περισσότερο δε σημαίνει πως το εθνικό πρόβλημα λύθηκε. Αντίθετα, βλέπουμε οι ατέλειωτες μηχανορραφίες και οι αδίστακτες προδοσίες να περιπλέκουν ακόμα πιο πολύ το πρόβλημα και να οδηγούν τον ιμπεριαλισμό και την αντεπανάσταση σ ' ένα βαθύ αδιέξοδο. Από το 1959, από τότε δηλαδή που επιβλήθηκαν οι προδοτικές συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η κατάσταση στην Κύπρο όλο και χειροτέρευε περισσότερο. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις του λεγόμενου «Κυπριακού» έφεραν τελικά και την πανεθνική κρίση του 1965 και το φασιστικό πραξικόπημα του Απρίλη 1967 στην Ελλάδα. Μα και πάλι τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν. Κύριο και βασικό καθήκον της χούντας ήταν και είναι το θάψιμο του κυπριακού αγώνα, η συντριβή της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στην Κύπρο. Ό μ ω ς , με τέτοιο τρόπο, που να εξυπηρετούνται τα γενικότερα συμφέροντα της ελληνικής ολιγαρχίας και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η χούντα έχει για πρωταρχικό της καθήκον να κάνει πραγματικότητα 141
το σχέδιο Άτσεσον, δηλαδή να διχοτομήσει την Κύπρο και να τη μοιράσει ανάμεσα στη φασιστική Ελλάδα και στην αντιδραστική Τουρκία. Αυτό ακριβώς το νόημα έχει και το σύνθημα της ένωσης για την ελληνική αντεπαναστατική και αντιδραστική μονοπωλιακή αστική τάξη. Γιατί όμως η ελληνική μονοπωλιακή αστική τάξη δεν μπορεί ν ' αποδεχτεί το αίτημα της ένωσης; Γιατί προχωράει στο έγκλημα της διχοτόμησης; Για να μπορέσουμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη απάντηση, θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας τη σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα, στην Κύπρο και σ ' όλη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας, επίσης, και το συσχετισμό των δυνάμεων και τις εσωτερικές αντιθέσεις των μεγάλων ηγεμονικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η ανάγκη της διχοτόμησης ξεπήδησε·από τη στιγμή που με τις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης (1959) η Τουρκία απόκτησε κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στο νησί. Κι απόκτησε η Τουρκία κυριαρχικά δικαιώματα, γιατί η ελληνική μονοπωλιακή αστική τάξη και ο πολιτικός της κόσμος (στην Ελλάδα και στην Κύπρο) προτιμήσανε να δημιουργηθεί τεχνητό εσωτερικό εθνικό ζήτημα στην Κύπρο, παρά ν' αναπτυχθεί παραπέρα η αντιιμπεριαλιστική-αντιαποικιακή επανάσταση. Έ τ σ ι , προσπάθησαν να αποπροσανατολίσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του κυπριακού λαού. Ίσαμε το 1959, ο αγώνας στρεφότανε άμεσα κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας. Μα αντί να έχει πολιτικό του ηγέτη την εργατιά, χάρη στην ανικανότητα και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό της παραδοσιακής Αριστεράς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, την ηγεσία του κινήματος την πήρε η άρχουσα τάξη. Και η τάξη αυτή, όπως τονίσαμε, δεν μπορούσε παρά να προδώσει και να χαντακώσει την εθνικοαπελευθερωτική πάλη. Και για να τα καταφέρει έπρεπε να αποπροσανατολίσει τον αγώνα. Η ανάγκη του αποπροσανατολισμού και του εκφυλισμού 142
της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης στην Κύπρο γεννήθηκε από την ανάγκη της απομόνωσης της Κύπρου από τον κύριο κορμό της παγκόσμιας αντιιμπεριαλιστικής και σοσιαλιστικής επανάστασης. Μονάχα μ ' αυτόν τον τρόπο η φλόγα της επανάστασης 8ε θα μεταδινότανε και στην ίδια την Ελλάδα. Μονάχα μ ' αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνονταν τα εγωιστικά ταξικά συμφέροντα του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η δημιουργία του τεχνητού εσωτερικού εθνικού προβλήματος ευνοήθηκε πολύ κι α π ' όλες τις άλλες δυνάμεις που αναμείχθηκαν στο Κυπριακό. Η Αγγλία το είδε σωτήριο για να μην ενταχθεί άμεσα η Κύπρος στο ΝΑΤΟ και για να διατηρηθεί μέσα στα πλαίσια του ίππρβΓΪυιη της. Η ένωση με την Ελλάδα σήμαινε πως και η Κύπρος θα γινότανε ένας άμεσος κρίκος του παγκοσμίου στρατηγικού συστήματος του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού. Μα και οι ΗΠΑ κι όλες οι άλλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ είχαν κάθε συμφέρον να δημιουργηθεί το εσωτερικό εθνικό πρόβλημα της Κύπρου. Προτιμούσανε τον εκφυλισμό της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης και «σωστά» βλέπανε πως η απόσπαση του νησιού από τα χέρια του αγγλικού ιμπεριαλισμού, μπορεί να γίνει και χωρίς την ένωση. Τέλος, η αντιδραστική Τουρκία έβλεπε τη δημιουργία του εσωτερικού εθνικού προβλήματος σαν μια δικαίωση των παντουρκικών σοβινιστικών σχεδίων της. Με τη δημιουργία του εσωτερικού εθνικού προβλήματος έπαψε μια για πάντα να υπάρχει η δυνατότητα της ένωσης της Κύπρου με την αντιδραστική και ιμπεριαλιστική Ελλάδα. Τώρα δημιουργήθηκε μονάχα μια δυνατότητα: ή το νησί να διχοτομηθεί ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα ή ν' αναπτυχθεί παραπέρα ο εθνικοαπελευθερωτικός επαναστατικός αγώνας και να πραγματοποιηθεί,η αντιιμπεριαλιστική ένωση της επαναστατικής Κύπρου με μια επαναστατική Ελλάδα. Σωστή λύση του Κυπριακού κάτω από την ηγεσία της αντιδραστικής μονοπωλιακής αστικής τάξης δεν υπάρχει. Το μόνο που υπάρχει, σε τέτοια περίπτωση, είναι η συμφορά. Στο διάστημα 1959-1967, θα μπορούσανε να είχαν γίνει πολλά για την ανάπτυξη της εθνικοαπελευθερωτικής και 143
αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης στην Κύπρο. Το 1959, με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, είχε δει πεντακάθαρα ο λαός την αλήθεια. Είχε δει πως η άρχουσα τάξη είχε πετάξει στη λάσπη τη σημαία του αγώνα, είχε θάψει τα αιτήματα του αγώνα, είχε εξευτελίσει και καταπροδώσει το ελληνικό έθνος. Τότε αναγκάζονταν και οι κοινοβουλευτικοί ακόμα ηγέτες να ομολογούν ότι η Κύπρος θυσιάστηκε στο βωμό των νατοϊκών συμφερόντων (Ηλ. Τσιριμώκος), ότι το κράτος που γέννησε η Ζυρίχη δεν ήταν «ούτε ελεύθερο, ούτε ανεξάρτητο, ούτε δημοκρατία» (Σ. Στεφανόπουλος), ότι «πρόκειται για εμπαιγμό, όταν ομιλούμε περί ανεξαρτήτου Κύπρου» (Η. Ηλιού), ότι «πολέμησαν οι Κύπριοι και ενίκησεν η Τουρκία» (Σ. Βενιζέλος) κλπ. κλπ. Εκείνο που χρειαζότανε ήταν να πάρουν στα χέρια τους την ιερή υπόθεση οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις του προλεταριάτου και του εργαζόμενου λαού. Μα αυτό δεν έγινε. Η παραδοσιακή Αριστερά της Κύπρου (ΑΚΕΛ) γρήγορα ανακάλυψε τα «θετικά στοιχεία» των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Το ίδιο έκανε στην πορεία και η παραδοσιακή Αριστερά στην Ελλάδα (ΚΚΕΕΔΑ). Η παραδοσιακή Αριστερά στην Ελλάδα και στην Κύπρο, εκφυλισμένη αντεπαναστατικά, ακολούθησε πιστά την αντεπαναστατική γραμμή της ειρηνικής συνεργασίας με τον ιμπεριαλισμό και του μοιράσματος της παγκόσμιας ηγεμονίας ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και την Ε Σ Σ Δ . Έ τ σ ι , υποστήριξε το στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο και τη διατήρηση της λεγόμενης «Κυπριακής Δημοκρατίας». Έ τ σ ι , ευθυγραμμίσθηκε ολότελα με τη γραμμή των σοβιετικών αντεπαναστατών ηγετών και προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της μεγαλοκρατικής εξωτερικής τους πολιτικής. Η κυπριακή υπόθεση μετατρεπότανε σε μια μεγάλη τραγωδία. Η υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης της Κύπρου γινότανε πιόνι του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή και οδηγούνταν αναπόφευκτα σ ' ένα τραγικό αδιέξοδο, που με μαθηματική ακρίβεια πάει να 144
καταλήξει σε μια μεγάλη εθνική καταστροφή για τον ελληνικό λαό. Η λεγόμενη «Κυπριακή Δημοκρατία» είναι καταδικασμένη σε αποσύνθεση και σε θάνατο. Είναι ένα τέρας που δημιούργησαν οι ιμπεριαλιστές. Δε δίνει καμιά ικανοποίηση στο λαό της Κύπρου και παράλληλα, αντί της αγγλικής αποικιακής κατοχής, του έφερε μια π ο λ λ α π λ ή κατοχή: την τουρκική, την αντιδραστική της φασιστικής Ελλάδας και με ενδιάμεσό τους τη νατοϊκή κατοχή και την επιδρομή του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η ίδρυση της λεγόμενης «Κυπριακής Δημοκρατίας» δεν έβαλε τέρμα στο τεχνητό εσωτερικό εθνικό ζήτημα, μα το αποκορύφωσε. Το 18% του πληθυσμού, οι Τουρκοκύπριοι, απόκτησαν κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ το 82% του πληθυσμού υποχρεώθηκε σε υποταγή. Με το περίφημο «βέτο» της τουρκοκυπριακής μειονότητας, η ελληνική πλειοψηφία έπεσε σε μια κατάσταση που λίγο πολύ μας θυμίζει το ραγιά της σουλτανικής Τουρκίας. Οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν. Το 1964 ξεσπάει η πρώτη μεγάλη κρίση στην Κύπρο, κρίση που είχε για υπόβαθρό της την ανοικτή αντίθεση του λαού με το νεοαποικιακό καθεστώς της λεγόμενης «Κυπριακής Δημοκρατίας». Η κρίση βρήκε και πάλι το ιμπεριαλιστικό της διέξοδο. Και πάλι δεν υπήρχανε οι οργανωμένες δυνάμεις της επανάστασης για να δώσουν τη σωστή διέξοδο. Η παραδοσιακή Αριστερά υποστήριξε μ ' όλες της τις δυνάμεις τη σοβιετική γραμμή (που ήταν και των ΗΠΑ), για την αποστολή στο νησί των αποικιακών στρατευμάτων του ΟΗΕ. Μ ' αυτόν τον τρόπο η Κύπρος έπαυε να είναι αποκλειστικό φέουδο των αγγλικών στρατευμάτων. Την εποχή αυτή εμφανίζεται στο προσκήνιο και το σχέδιο 'Ατσεσον για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Οι ΗΠΑ, μ ' αυτόν τον τρόπο, με το μοίρασμα δηλαδή της Κύπρου ανάμεσα στην αντιδραστική Τουρκία και στη φασιστική Ελλάδα, επιδίωξαν και επιδιώκουν να πάρουν στα χέρια τους το νησί και να το μετατρέψουνε σε μια πελώρια πλωτή βάση του στρατηγικού επεκτατικού συστήματός τους. Από τότε το σχέδιο 'Ατσεσον 10
145
προχωράει. Μα παράλληλα δυναμώνουνε και οι αντιθέσεις όλων των μεγάλων δυνάμεων για την κυριαρχία πάνω στο νησί. Η Αγγλία, η Ε Σ Σ Δ κι άλλοι γίνονται οι υπέρμαχοι της διατήρησης της «Κυπριακής Δημοκρατίας». Μα συμφωνούν απόλυτα και με τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές σ' ένα: στο ότι με κάθε μέσο θα πρέπει να διατηρηθεί το εσωτερικό εθνικό ζήτημα, για να παραμένει αποπροσανατολισμένο το κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα (βλέπε δηλώσεις Γκρομύκο του Γενάρη 1965). Μα η τραγελαφική αυτή κατάσταση δυνάμωσε τις αντιθέσεις ανάμεσα στην Άγκυρα και στην Αθήνα. Ανάλογα με την περίπτωση, οι μεγάλες δυνάμεις ενίσχυαν τη μια ή την άλλη κυβέρνηση κι έτσι είχαμε φτάσει στο φαινόμενο να απειλείται η ίδια η υπόσταση του ΝΑΤΟ στην περιοχή αυτή. Παράλληλα η ανοικτή αντίθεση της εθνοπροδοσίας με το σύνολο του ελληνικού λαού έφερε τη βαθιά πανεθνική κρίση του 1965 στην Ελλάδα και τελικά οδηγηθήκαμε στην ανοικτή φασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών. Η χούντα, το 1967, προχώρησε ουσιαστικά το σχέδιο Άτσεσον. Σ τ α τέλη αυτής της χρονιάς, με τις ευλογίες της χούντας, της κυβέρνησης της Λευκωσίας και όλων των μεγάλων δυνάμεων, ιδρύθηκε στην Κύπρο χωριστή τουρκοκυπριακή κυβέρνηση που για τα προσχήματα φέρνει το όνομα «τουρκοκυπριακή διοίκηση». Το θέμα τώρα πια ήταν: θα έχουμε «ομόσπονδη Κύπρο», ή μοιρασιά της ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα; Η πρώτη περίπτωση είναι η έκφραση της απέλπιδος προσπάθειας της Αγγλίας, της Ε Σ Σ Δ κι άλλων για να μην πέσει το νησί στα νύχια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η άλλη λύση είναι η λύση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της ελληνικής μονοπωλιακής αστικής τάξης, των αντιδραστικών της Άγκυρας. Είναι και η μόνη που μπορεί να επιβληθεί τελικά, γιατί εύκολα μπορούνε να υποσκαφτούνε τα σάπια και ρηχά θεμέλια του λεγόμενου «κυπριακού κράτους». Τα σχέδια για το διαμελισμό της Κύπρου εντατικοποιήθηκαν από πέρσι το Μάιο. Η ανάπτυξη της αραβικής εθνικοα146
πελευθερωτικής επανάστασης, που ακόμα κάνει τα πρώτα της βήματα με τους Παλαιστίνιους αντάρτες, η άνοδος του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στην Τουρκία και σ ' όλη την Εγγύς Ανατολή, όξυναν τις αντιθέσεις των μεγάλων ηγεμονικών δυνάμεων. Ο σκληρός ανταγωνισμός για την κυριαρχία στη Μεσόγειο (βασικά ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ε Σ Σ Δ ) , ο σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ για την κυριαρχία στις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, αποτελούν αδιάψευστη πραγματικότητα. Η ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης των λαών της περιοχής και η όξυνση των αντιθέσεων για την κυριαρχία, και τα δυο, επιβάλλουν μια γρήγορη λύση στην Κύπρο. Καιρός για χάσιμο δεν υπάρχει. Η χούντα ανέλαβε να εφαρμόσει το σχέδιο που φέρνει το όνομα «Ερμής». Δηλαδή ανέλαβε να επιταχύνει την αποσύνθεση της λεγόμενης «Κυπριακής Δημοκρατίας», για να μπορέσει να έλθει φυσιολογικά και η διχοτομημένη προσάρτηση. Στο εγκληματικό της αυτό σχέδιο έχει συμπαραστάτη την κυβέρνηση της Λευκωσίας. Η κυβέρνηση αυτή στελέχωσε τη λεγόμενη Εθνοφρουρά και την Αστυνομία της Κύπρου με επίλεκτα στελέχη της χούντας (πάνω από 1.000 αξιωματικούς). Με την πολιτική της κάλυψε και καλύπτει καθημερινά τη δράση και τα σχέδια της χούντας στην Κύπρο και επίσημα διακηρύττει την αρμονική συνεργασία της με τη δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας. Ακόμα έφτασε στο σημείο να εκμεταλλευτεί την τρομοκρατική δράση των ανδρεικέλων της χούντας (Εθνικό Μέτωπο), για ν ' αφοπλίσει το λαό (νόμος για την παράδοση των όπλων) και να επιβάλει φασιστικά μέτρα (νόμος για την προληπτική σύλληψη πολιτών). Τέλος, η κυβέρνηση αυτή άφησε να σαπίζουν στα στρατόπεδα της Γυάρου και της Λέρου Κύπριοι πολίτες, όπως λόγου χάρη ο καθηγητής Πέτρος Ιωαννίδης και ο δημοσιογράφος Σοφιανός ΧρυσοστομίδηςΙ Από την άλλη, η παραδοσιακή Αριστερά (ΑΚΕΛ-ΚΚΕ), ακολουθώντας τη σοβιετική γραμμή της υποστήριξης της ύπαρξης της «Κυπριακής Δημοκρατίας», καλύπτει την κυ147
βέρνηση της Λευκωσίας διακηρύσσοντας την τυφλή υποστήριξή της προς αυτήν. Έ τ σ ι , έμμεσα, καλύπτει και το εγκληματικό σχέδιο «Ερμής» και τη διχοτόμηση του νησιού. Επόμενο, λοιπόν, ήταν να φθάσουμε στη σημερινή τραγωδία. Από το Μάιο του 1969 άρχισαν οι δολοφονίες και ο αδελφοκτόνος πόλεμος μέσα στον ελληνοκυπριακό πληθυσμό, ενώ παράλληλα με την κωμωδία των «ενδοκοινοτικών συνομιλιών» νομιμοποιότανε και οριστικοποιότανε η διχοτόμηση της Κύπρου. Μα το σχέδιο «Ερμής» δεν κάνει διακρίσεις. Έ τ σ ι , στράφηκε και ενάντια στην κυβέρνηση της Λευκωσίας. Η αρχή έγινε πέρσι με τη δολοφονική απόπειρα κατά του έμπιστου συμβούλου του Μακαρίου, του Χριστοδούλου. Τώρα ήλθε και η σειρά του ίδιου του Μακαρίου. Σε συνέχεια φονεύεται ο Γεωρκάτζης. Για τη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου, η χούντα κατηγόρησε το Γεωρκάτζη και η κυβέρνηση της Λευκωσίας αποδέχθηκε το παιχνίδι αυτό. Μάλιστα κάλεσε στη Λευκωσία δυο χουντικούς αστυνομικούς κι έναν ιατροδικαστή για να κάνουν τις ανακρίσεις! 11 Έ τ σ ι πίστεψε πως θα εξευμενίσει τους συνωμότες. Και οι συνωμότες την έμπλεξαν στη δολοφονία του Γεωρκάτζη. Τώρα η κυβέρνηση της Λευκωσίας αντιμετωπίζει το φοβερό ερώτημα: «πώς δολοφονήθηκε ο Γεωρκάτζης, αφού ήταν υπό αστυνομική επιτήρηση;». Ο εμφύλιος σπαραγμός βαθαίνει και μαζί του βαθαίνει η αποσύνθεση του λεγόμενου «κυπριακού κράτους». Η αυτοδιάλυσή του είναι ζήτημα χρόνου. Και η χούντα, τυφλό όργανο των ιμπεριαλιστών, θα κάνει ακόμα πιο μεγάλα εγκλήματα για να πετύχει τους σκοπούς της. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Εφιαλτικές ημέρες περιμένουν την Κύπρο κι ολόκληρο τον ελληνικό λαό. Μια και μοναδική είναι η διέξοδος. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Κύπρο να ξαναβρεί το σωστό προσανατολισμό του. Πρέπει και πάλι να γίνει ένα ρωμαλέο αντιαποικιακό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Έ τ σ ι θα επανασυνδεθεί και με το επαναστατικό κίνημα της Ανατολής και θ ' αποκτήσει πραγματικές προοπτικές για ένα καλύτερο μέλλον του ελληνικού λαού στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Μα για να μπει 148
ο εθνικοαπελευθερωτικός κυπριακός αγώνας στο σωστό δρόμο, χρειάζεται να πάρουν την τύχη του στα χέρια τους οι λαϊκές μάζες. Και για να γίνει αυτό, πρέπει οι πρωτοπόρες επαναστατικές δυνάμεις να οργανωθούν και να μπουν μπροστάρηδες στον αγώνα. Ό σ ο πιο γρήγορα γίνει αυτό, τόσο λιγότερες θα είναι οι θυσίες. Διαφορετικά οδηγούμαστε, με μαθηματική ακρίβεια, σε καινούριες συμφορές και το αιματοκύλισμα στην Κύπρο θα είναι αναπόφευκτο. Η φασιστική δικτατορία της Αθήνας θα μεταφυτευθεί και στην Κύπρο, κάτω από πολύ πιο άγριες μορφές. Από την άλλη, θα πρέπει να ενταθεί ο αγώνας για τη συντριβή του φασιστικού στρατοκρατικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Η εγκληματική δικαιολογία ότι η Κύπρος είναι άλλο πράγμα και η Ελλάδα άλλο, αποτελεί την πιο βρώμικη προδοσία ολόκληρου του ελληνικού λαού. Ο αγώνας είναι ενιαίος, γιατί η μοίρα είναι κοινή, άμεσα κοινή. Γ ι ' αυτό και μονάχα ένα ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό και αντιφασιστικό κίνημα στην Κύπρο και στην Ελλάδα μπορεί να λυτρώσει τον τόπο μας από τις συμφορές της ιμπεριαλιστικής σκλαβιάς. Κι αυτό θα γίνει, όσες θυσίες κι αν χρειαστούν, όσος χρόνος κι αν είναι αναγκαίος. Τελικά, ο ιμπεριαλισμός θα συντριβεί. Κάπου στην Ελλάδα, 1 7 / 3 / 1 9 7 0 Δημοσιεύτηκε στο έντυπο «Επαναστάτης», Απρίλιος 1970.
149
Η ΑΧΑΛΙΝΩΤΗ Ϊ Π Ο Κ Ρ Ι Σ Ι Α ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ Σ Ε ΒΑΡΟΣ Τ Η Σ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ Α Ν Ε Ξ Α Ρ Τ Η Σ Ι Α Σ Ήδη από το 1956. η ΕΣΣΔ συμμετέχει στο παιχνίδι του νέου «Ανατολικού Ζητήματος». Οι συνέπειες υπήρξαν και είναι πολύ αρνητικές και για την Κύπρο. Τον Ιανουάριο του 1965, η Μόσχα ρίχνει την ιδέα της ομοσπονδοποίησης της Κύπρου ανάμεσα στις δυο ισότιμες κοινότητες (παραλλαγή της διχοτόμησης). Αυτή τη θέση υποστήριξε και στα κρίσιμα χρόνια του 1970 και την υποστηρίζει ίσαμε σήμερα.
Η πρόσφατη δήλωση του σοβιετικού πρακτορείου ειδήσεων «ΤΑΣΣ» για την Κύπρο έγινε αφορμή ν ' αποκτήσει και πάλι παγκόσμια επικαιρότητα το «κυπριακό ζήτημα». Ο διεθνής Τύπος έπαψε να σιωπά και σχολίασε για άλλη μια φορά την κατάσταση που επικρατεί στο νησί. Για άλλη μια φορά αποδείχτηκε πως το Κυπριακό είναι ένα οξύτατο πρόβλημα με διεθνείς διαστάσεις. Η σοβιετική δήλωση και ο διεθνής θόρυβος που επακολούθησε δεν αποτελούν παρά το προμήνυμα μιας καινούριας μεγάλης εγκληματικής συνωμοσίας σε βάρος του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Κύπρο, στην Ελλάδα και στην Εγγύς Ανατολή. Η συνωμοσία αυτή αποσκοπεί στη συντριβή της αντιιμπεριαλιστικής πάλης των λαϊκών μαζών, στο θάψιμο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η σοβιετική δήλωση καταγγέλλει τις σκευωρίες του 150
ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της χούντας. Σ ' αυτό το σημείο δεν παραχαράσσει την πραγματικότητα. Μα στ' όνομα τίνος σκοπού κάνει την καταγγελία; Σ τ ' όνομα της υπεράσπισης της «Κυπριακής Δημοκρατίας και της ανεξαρτησίας της»Ι Εδώ, όμως, βρίσκεται και η αχαλίνωτη υποκρισία. Γιατί, όπως έλεγε και ο εκπρόσωπος της ΕΔΑ στη Βουλή, ο Ηλιού, στα 1959: «Η Κύπρος ούτε δημοκρατία είναι, ούτε ανεξαρτησία έχει». Η Σοβιετική Ένωση, όταν υπερασπίζεται με τόσο πάθος τις εγκληματικές συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, δεν υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία των Κυπρίων, μα τις αλυσίδες της νεοαποικιακής-ιμπεριαλιστικής σκλαβιάς. Κι όταν υπερασπίζεται την κατοχύρωση των
νόμιμων δικαιωμάτων των δύο ισότιμων κοινοτήτων της
Κύπρου, υπερασπίζεται το ιμπεριαλιστικό σχέδιο της ομοσπονδοποίησης του νησιού και της καταδίκης του κυπριακού λαού στην αιώνια ιμπεριαλιστική κηδεμονία των ξένων. Η Ε Σ Σ Δ με τις δηλώσεις Γκρομύκο (στις 21/1/1965) ανοικτά προσχώρησε στα ιμπεριαλιστικά σχέδια της ομοσπονδοποίησης της Κύπρου (σχέδια Φουλμπράιτ και Ά τ σ ε σον). Και η προσχώρησή της αυτή υπήρξε το φυσιολογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πολιτικής της συνεργασίας με τα ιμπεριαλιστικά κράτη και του στενού μεγαλοκρατικού συμφέροντος, που ακολουθεί η σοβιετική κυβέρνηση. Από καιρό, η σοβιετική εξωτερική πολιτική είναι πολιτική ηγεμονική και όχι επαναστατική. Σ τ ' όνομα της «ειρηνικής συνύπαρξης και του αμοιβαίου συμφέροντος» ακολουθεί την πολιτική του μεγαλοκρατικού σοβινισμού και του εγωιστικού συμφέροντος (την ίδια πολιτική ακολουθούν κι όλα τα άλλα κράτη της «Λαϊκής Δημοκρατίας» στην Ευρώπη). Έ τ σ ι , η Ε Σ Σ Δ κατάντησε να συνεργάζεται στενά με τις ΗΠΑ για το μοίρασμα του κόσμου. Δημοσιεύτηκε ως ανακοίνωση του Γραφείου Πληροφοριών του Αντιφασιστικού Κινήματος Ελλάδας (Α.Κ.Ε.). Ακριβής ημερομηνία δεν υπάρχει. Είναι πάντως γραμμένο στα τέλη του 1969 ή αρχές 1970.
151
ο ι ν ε κ ρ ο θ ά φ τ ε ς ΤΟΤ ΚΤΠΡΙΑΚΟΤ ΒΙΑΖΟΝΤΑΙ Η τύχη ολόκληρου του ελληνικού λαού απειλείται Στα τέλη του 1970- τα σχέδια για το θάψιμο του Κυπριακού προχώρησαν ακόμα παραπέρα. Τώρα πια συζητιότανε, από Αθήνα και Λευκωσία, ο τρόπος οριστικού διαχωρισμού Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, δηλαδή ο τρόπος για το πώς θα χάσει την ελληνικότητά της η Μεγαλόνησος.
Τη στιγμή που ο Μακάριος μηχανορραφούσε στην Αθήνα με τον αρχηγό της φασιστικής χούντας Γ. Παπαδόπουλο, οι «Τάιμς» του Λονδίνου αποκαλύπτανε πως ο Παπαδόπουλος βιάζεται να επιβάλει «λύση πακέτο» για την Κύπρο ( 1 5 / 9 / 1970). Το τι είναι η «λύση πακέτο» δε χρειάζεται πολύς κόπος για να το καταλάβουμε. Είναι το οριστικό θάψιμο της κυπριακής υπόθεσης, σύμφωνα με τα σχέδια του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ό π ω ς είχε γράψει η «Φιγκαρό» (στα τέλη Ιουλίου), «οι Αμερικανοί προωθούν νέον σχέδιον λύσεως του Κυπριακού». Κατά την ίδια πάντα εφημερίδα, «η επίσκεψις του Αμερικανού βοηθού υφυπουργού Εξωτερικών, διά τας υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής, κ. Νταίηβις εις 'Αγκυραν, Λευκωσίαν και Αθήνας, σχετίζεται με την νέαν αμερικανικήν δραστηριότηταν, διά την εξεύρεσιν φόρμουλας λύσεως του Κυπριακού...» 152
(βλέπε «Ελεύθερο Κόσμο», 2/8/1970). Φυσικά, την πληροφορία αυτή τη διέψευσαν χούντα και Μακάριος, γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει πως είναι αληθινή. Μα και τα ίδια τα γεγονότα την επιβεβαιώνουν. Μετά τον «τουρίστα» Νταίηβις, ήλθε στην Ελλάδα, αφού προηγούμενα επισκέφθηκε την Άγκυρα, ένας άλλος «άκακος» επισκέπτης. Ο βοηθός υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ κ. Γουώρεν Νάτερ. 'Οπως ανέφερε ο χουντικός Τύπος, ο Νάτερ είχε σημαντικές συνομιλίες για τα προβλήματα «άμυνας» της Ανατολικής Μεσογείου («Βήμα», 2/9/1970). Παράλληλα δραστηριοποιότανε και ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Λευκωσία κ. Πόππερ. Κατά τον ανταποκριτή του «Βήματος» στη Λευκωσία, «η συνάντηση του κ. Πόππερ με τον αρχιεπίσκοπο τοποθετείται μέσα στις έντονες παρασκηνιακές ζημώσεις, που διεξάγονται με σκοπό τη γεφύρωση των διαφορών οι οποίες υπάρχουν μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε να εξευρεθεί κοινό έδαφος για την απρόσκοπτη συνέχιση του τετάρτου κύκλου των συνομιλιών» («Βήμα», 26/8/1970). Μέσα στον ίδιο κύκλο της δραστηριότητας για το θάψιμο του Κυπριακού πρέπει, φυσικά, να υπαχθούν και οι επισκέψεις του Ντενκτάς στην Άγκυρα, του Μακαρίου στη Ρώμη και στην Αθήνα και του Ριβιέρο στην Ελλάδα. Από τα μέσα του περασμένου μήνα, οι λεγόμενοι «βασιλικοί κύκλοι» της Αθήνας αναζωογονήθηκαν. Κ α τ ' αυτούς, ο Παπαδόπουλος υποχρεώθηκε να δεχθεί την επιστροφή του εξόριστου βασιλιά, του μόνου που θα μπορεί να επιβάλει την οριστική «λύση του Κυπριακού». Χρονικά, κατά τους ίδιους κύκλους, η επιστροφή καθορίστηκε για τα τέλη του Δεκέμβρη τούτου του χρόνου. Δε γνωρίζουμε κατά πόσο θα γίνουν τα πράγματα έτσι, όπως τα επιθυμούν οι «βασιλικοί κύκλοι» και ο Παπαδόπουλος. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι σ ' όλες αυτές τις φήμες υπάρχει κόκκος αλήθειας. Στις οκτώ τούτου του μήνα, ο ανταποκριτής της «Γκάρντιαν» στην Αθήνα, έγραφε στην εφημερίδα του ότι κατά τις συνομιλίες Μακαρίου-Παπαδόπουλου «θα γίνει ανταλλαγή απόψεων για την πορεία των διακοινοτικών συνομιλιών στη 153
νήσο και θα επιδιωχθεί η χάραξη μιας νέας πολιτικής, σε μια προσπάθεια για να μπει τέρμα στη διένεξη». Κατά τον ίδιο ανταποκριτή, «ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και η ελληνι-
κή κυβέρνηση θα συγκεντρώσουν την προσοχήν των πάνω στις τουρκικές απαιτήσεις για μια αυτονομία μέσα σε μια ανεξάρτητη δημοκρατία, κυρίως δε στον τρόπο με τον οποίον οι δύο κοινότητες πρόκειται να
διαιρεθούν» (διάβαζε διχοτόμηση). Η ανταπόκριση αυτή πέρασε απαρατήρητη. Τα γεγονότα, όμως, έρχονται ολότελα να την επιβεβαιώσουν. Στις 13/9/1970, ο Μ. Πλουμίδης έγραφε στο «Βήμα», ότι η τελευταία φάση των συνομιλιών Ντενκτάς-Κληρίδη θα είναι αποφασιστική. Επίσης, έλεγε ότι «γεννάται η εντύπωσις ότι αι ενδιαφερόμενοι διά την Ανατολικήν Μεσόγειον δυνάμεις είναι δυνατόν να κρίνουν κατάλληλον την περίοδον αυτήν, της συμφωνηθείσης μεταξύ των εκεχειρίας εις την Μέσην Ανατολήν, διά να περιληφθή και η Κύπρος εις την επιχειρουμένην διευθέτησιν των πραγμάτων εις την περιοχήν». Ο Ου Θαντ πάλι, στην ετήσια έκθεσή του, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, μίλησε για το Κυπριακό «με αισιοδοξία», είπε πως προχώρησε πολύ η υπόθεση της επίλυσής του και κάλεσε το Μακάριο σε νέες παραχωρήσεις για το καλό της «ειρήνης»! I! Επιστέγασμα όλων αυτών ήταν οι συνομιλίες ΜακαρίουΚωνσταντίνου και Μακαρίου-Παπαδόπουλου. Ό π ω ς ο ίδιος ο Μακάριος παραδέχθηκε, και με τους δυο είχε προσωπικές εμπιστευτικές συνομιλίες πάνω στο Κυπριακό και σε μια σειρά άλλα «λεπτά θέματα», που αρνήθηκε να πει ποια είναι. Το κοινό ανακοινωθέν που βγήκε στις 15/9/1970 έχει και την πονηρή φράση: «πλαίσιον των ενδοκοινοτικών συνομιλιών στην Κύπρο θα παραμείνη η ύπαρξις ανεξάρτητης και ενιαίας δημοκρατίας» («Νέα», 16/9/1970). Μα η φράση αυτή, ακριβώς, επιβεβαιώνει τον ανταποκριτή της «Γκάρντιαν». Το ίδιο τον επιβεβαίωσε και ο Μακάριος στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας όταν δήλωσε εκεί, με την άφιξή του (15/9/1970),
154
ότι ο «τέταρτος κύκλος των συνομιλιών Ντενκτάς-Κληρίδη
θα είναι ο τελευταίος».
Ο Μακάριος επιβεβαίωσε και τους «βασιλικούς κύκλους», δηλώνοντας στην Αθήνα και στη Λευκωσία ότι ενδιαφέρεται τα μέγιστα για τη σύντομη επάνοδο του βασιλιά στην Αθήνα και ότι το θέμα αυτό το συζήτησε με τον Παπαδόπουλο και με τον Κωνσταντίνο. Είναι, λοιπόν, ολοφάνερο ότι οι νεκροθάφτες της Κύπρου βιάζονται και προωθούν τα σχέδιά τους. Μα εκείνο που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι να δούμε: α) γιατί μπορούν και προωθούν τα εγκληματικά σχέδιά τους και β) σε τι αποβλέπει η μεγάλη αυτή προδοσία. Η ευκολία που έχουν οι ιμπεριαλιστές να προωθούν τα σχέδιά τους βρίσκεται στο γεγονός ότι πάνω στο Κυπριακό υπάρχει απόλυτη ενότητα από τη χούντα ίσαμε τη λεγόμενη «αντιδικτατορική Αριστερά». Η αντεπαναστατική ουσία όλων αυτών των λακέδων του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού τους ενώνει σε μια κοινή προσπάθεια για να θάψουν το Κυπριακό. Έ τ σ ι πιστεύουν πως θα σβήσουν μια για πάντα το ηφαίστειο της επανάστασης στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Το επαναστατικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, κάνει ακόμα τα πρώτα δύσκολα βήματά του. Δεν είναι σε θέση να βάλει φραγμό στις μηχανορραφίες. Τι επιδιώκουν οι νεκροθάφτες της Κύπρου; Γνωρίζουν πολύ καλά πως το λεγόμενο Κυπριακό είναι αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Για ένα διάστημα χάρη στον προδοτικό ρόλο των κοινοβουλευτικών —από τη Δεξιά ίσαμε την παραδοσιακή Αριστερά— κατάφεραν ν ' αποπροσανατολίσουν τον αγώνα του κυπριακού λαού και να παρουσιάσουν την υπόθεση της Κύπρου σαν υπόθεση σύγκρουσης της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας με την τουρκοκυπριακή μειοψηφία. Μα το Κυπριακό είναι πρόβλημα κατάργησης της νεοαποικιοκρατίας στο νησί και απαλλαγής των κατοίκων του από την ηγεμονία των ντόπιων αντιδραστικών. Και το πρό155
βλήμα αυτό δεν μπορεί να λυθεί σωστά, παρά μονάχα με την ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού και αντιαποικιακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Η ιδιομορφία του προβλήματος της Κύπρου, ιδιομορφία που το κάνει πολύ επικίνδυνο για τους ιμπεριαλιστές, είναι ότι ο λαός του νησιού είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία ' Ελληνες και σε μικρότερο ποσοστό Τούρκοι. Μια σωστή κατεύθυνση στην πάλη του κυπριακού
λαού αναπόφευκτα θ' ανάψει τη δάδα της επανάστασης
και στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Το Κυπριακό είναι καταλυτικός παράγοντας για τις άμεσες μελλοντικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Αν, λοιπόν, θαφτεί το Κυπριακό, αν οριστικοποιηθεί, ίσαμε ένα βαθμό, η ιμπεριαλιστική-αντιδραστική λύση, τότε καταφέρεται σκληρό κτύπημα και στον αγώνα των δύο λαών. Η διχοτόμηση, με τη μια ή την άλλη μορφή, θα κάνει μόνιμη την προστριβή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και θα σταθεροποιήσει τον αποπροσανατολισμό της πάλης του κυπριακού λαού. Και η πάλη αυτή, μια και η τεράστια πλειοψηφία των Κυπρίων είναι Έλληνες, δεν μπορεί παρά να έχει για στόχο της την αντιιμπεριαλιστική ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Μια ένωση με τη φασιστική Ελλάδα θα σήμαινε προδοσία του αντιιμπεριαλιστικού-αντιαποικιακού χαρακτήρα του αγώνα του κυπριακού λαού. Το ίδιο, όμως, προδοσία θα είναι και η αποδοχή του σημερινού νεοαποικιακού καθεστώτος, της λεγόμενης «Ανεξάρτητης Δημοκρατίας». Για να μην προδοθεί ο κυπριακός λαός, χρειάζεται η Κύπρος να ενωθεί με μια αντιιμπεριαλιστική Ελλάδα. Μονάχα αυτή η λύση θα βάλει τέρμα και στο τεχνητό πρόβλημα της συμβίωσης της ελληνικής πλειοψηφίας με την τουρκική μειονότητα. Μια άλλη σημαντική αιτία που κάνει τις «ενδιαφερόμενες δυνάμεις» να βιάζονται για το θάψιμο του Κυπριακού, είναι το γεγονός ότι τούτη τη στιγμή κάνουν την ύστατη προσπάθειά τους για τη συντριβή της αραβικής επανάστασης. Το σχέδιο Ρότζερς, που στην ουσία του είναι σχέδιο για την ένοπλη συντριβή του αραβικού αντάρτικου, πάει να βγάλει από τη μέση την αραβική επανάσταση. Χωρίς την ήττα της 156
επανάστασης αυτής, δεν υπάρχει δυνατότητα μοιράσματος της περιοχής της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου από τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ρωσία. Κατά τη λογική των ιμπεριαλιστών και των σοσιαλιμπεριαλιστών, μέσα σ ' αυτές τις συνθήκες της προδοσίας της επανάστασης από τις αντιδραστικές κλίκες των αραβικών χωρών, είναι εύκολο να θαφτεί και το Κυπριακό. Η αντίσταση, όμως, των Παλαιστινίων ανταρτών δυναμώνει. Παράλληλα, έχει δημιουργηθεί μια τραγελαφική κατάσταση μέσα στο στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού και της αντεπανάστασης. Η Γαλλία, η Αγγλία, η Δυτική Γερμανία κλπ. θεώρησαν κι αυτές κατάλληλη τη στιγμή για να γυρέψουνε μερτικό στη μοιρασιά. Οι ανήθικοι εκβιασμοί, οι μηχανορραφίες, τα παζαρέματα δεν έχουν τέλος. Είναι γεγονός ότι αν ηττηθεί η αραβική επανάσταση, τότε οι μικρότεροι συνέταιροι στην αρπαγή θα μπούνε στη θέση τους και η ρωσοαμερικανική φιλία θ ' αντέξει για ένα ακόμα διάστημα. Μα αν δε συμβεί κάτι τέτοιο, όπως ελπίζουμε, τότε η λυκοφιλία ιμπεριαλιστών και σοσιαλιμπεριαλιστών γρήγορα θα εξελιχθεί σ' έναν ανοικτό θανάσιμο καβγά. Τώρα, όλοι από κοινού βάλανε το Χουσεΐν της Ιορδανίας να συντρίψει τους αντάρτες. Μα ακόμα πριν δουν τ ' αποτελέσματα της επιχείρησης και γιατί φοβούνται πως δε θα είναι καλά, οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές φρόντισαν να στείλουν τον πρόεδρό τους Ριχάρδο Νίξον στη Μεσόγειο, να επιβιβαστεί στη ναυαρχίδα του 6ου Στόλου και σαν δεύτερος Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος να διατρανώσει με τα όπλα πως η Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή είναι βιλαέτι των ΗΠΑ. Η κρίσιμη στιγμή για την αναμέτρηση επανάστασης και αντεπανάστασης, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, έφτασε. Η στιγμή της ανοικτής σύγκρουσης ανάμεσα στους σοσιαλιμπεριαλιστές και στους ιμπεριαλιστές, για την κυριαρχία στην περιοχή, πλησιάζει. Σ ' αυτή την καινούρια κατάσταση η Κύπρος έχει να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Αν θαφτεί η υπόθεση της θα δυναμώσει τις προσπάθειες των ιμπεριαλιστών και των 157
σοσιαλιμπεριαλιστών, για να επιβάλουν τη λεγόμενη ειρήνη τους. Αν, πάλι, η υπόθεσή της δε θαφτεί, τότε η επανάσταση θα έχει κερδίσει μια σοβαρή νίκη. Κι αν η κυπριακή υπόθεση δε θαφτεί, αλλά γίνει υπόθεση του αντιιμπεριαλιστικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, τότε η ώρα της λύτρωσης της Ελλάδας, της Κύπρου και της Τουρκίας θα έχει πια σημάνει. Το Αντιφασιστικό Κίνημα της Ελλάδας πάντοτε τόνισε τον τεράστιο καταλυτικό ρόλο που παίζει το Κυπριακό για την επαναστατικοποίηση ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου. Το Αντιφασιστικό Κίνημα της Ελλάδας πάντοτε διακήρυξε ότι το θάψιμο του Κυπριακού θα σημαίνει σκληρή και μακρόχρονη δοκιμασία ολόκληρου του ελληνικού λαού. Το Αντιφασιστικό Κίνημα της Ελλάδας τόνισε και υπογράμμισε ότι η περιοχή μας μπορεί να γίνει το επίκεντρο ενός καινούριου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Γ ι ' αυτό και πάντοτε τόνισε πως καθήκον όλων των επαναστατικών δυνάμεων του τόπου μας είναι να προετοιμάζονται για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να είναι έτοιμες να μετατρέψουν την καινούρια ανθρωποσφαγή, σε τάφο του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας αντίδρασης. Χρέος άμεσο όλων μας είναι να κάνουμε αδύνατη την εφαρμογή των νέων εγκληματικών σχεδίων για την Κύπρο. Χρέος μας είναι να δείξουμε στο λαό πώς ν' αντισταθεί, σε περίπτωση που τα σχέδια μπούνε σ ' εφαρμογή. Αυτή τη στιγμή ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, το μονοπωλιακό κεφάλαιο της Ελλάδας, οι αντιδραστικές δυνάμεις στην Κύπρο και στην ' Αγκυρα, ο σοβιετικός σοσιαλιμπεριαλισμός και όλες οι ιμπεριαλιστικές ευρωπαϊκές δυνάμεις βάλθηκαν να μετατρέψουν την Ανατολική Μεσόγειο σ' ένα μεγάλο νεκροταφείο, όπου η αντεπανάσταση θα οργιάζει κυριολεκτικά. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Χωρίς το σκληρό αγώνα των λαών της περιοχής, χωρίς την ανάπτυξη του επαναστατικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, τα σχέδια των ιμπεριαλιστών δεν μπορούνε να χρεοκοπήσουν. Δεν πρέπει, επίσης, να έχουμε καμιά αυταπάτη για το τι θα γίνει στην Ελλάδα, σε περίπτωση που θαφτεί το Κυπριακό. Το ότι ήδη άρχισαν οι προετοιμασίες για την επάνοδο του βασιλιά, 158
είναι ενδεικτικό σημάδι. Το βασιλιά θα τον ακολουθήσουν, βαθμιαία, αυτοί οι κύριοι του κοινοβουλευτισμού, που καμώνονται σήμερα πως κάνουν αντιδικτατορικό αγώνα «εντός των πλαισίων του ΝΑΤΟ και της ειρηνικής αντιστάσεως». Το φασιστικό στρατοκρατικό καθεστώς θα γίνει η στέγη όλων των ανθρώπων του κοινοβουλευτισμού. Η τύχη του λαού της Ελλάδας και της Κύπρου κρίνεται αυτή τη στιγμή. Ας κινητοποιηθούμε, λοιπόν, για να χαλάσουμε τα εγκληματικά σχέδια. Κάπου στην Ελλάδα, 16/9/1970 Γράφτηκε ως ανακοίνωση του Π.Γ. του ΑΚΕ και δημοσιεύτηκε στο έντυπο «Επαναστάτης».
159
ΤΟ Κ Τ Π Ρ Ι Α Κ Ο Ζ Η Τ Η Μ Α Μόνο ένα λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης μπορεί να βγάλει από το αδιέξοδο την Ελλάδα και την Κύπρο. Αντό προσπάθησε να καταδείξει η μελέτη αυτή του 1975.
Εισαγωγή Αν ρίξει κανείς μια γρήγορη ματιά στις εξελίξεις του κυπριακού ζητήματος στα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, τότε το μόνο που διαπιστώνει είναι πως η τύχη του λαού της Κύπρου πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Αντί οι αγώνες και οι θυσίες του να του φέρουν τη λευτεριά και την ειρήνη, τον οδηγούν όλο και σε μεγαλύτερες τραγικές καταστάσεις. Τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους. Στις 15/1/1950 η Αρχιεπισκοπή της Κύπρου διοργάνωσε το ανεπίσημο δημοψήφισμα της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, που κατέληξε σ' ένα συντριπτικό ΝΑΙ για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Λίγους μήνες αργότερα, στις 20/8/1950, αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης Κύπρου γινότανε ο Μακάριος Γ". Ο νέος ηγέτης των Ελληνοκυπρίων ορκιζότανε να αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις για την επιτυχία της ιερής υπόθεσης της ένωσης. Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, κυπριακή ηγεσία και ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσανε να πείσουν τη Μεγάλη Βρετανία, να παραχωρήσει στους Κυπρίους τη λευτεριά τους και 160
το δικαίωμα να ενωθούν με τον εθνικό κορμό, την Ελλάδα. Οι προσπάθειες δεν απέδωσαν απολύτως τίποτα. Σε συνέχεια, πρώτα ο Μακάριος Γ ' και ύστερα η κυβέρνηση της Αθήνας κατέφυγαν στον ΟΗΕ. Στις 16/8/1954, μ ' επίσημη προσφυγή της, η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε από τα Ηνωμένα Έ θ ν η να παρέμβουν, για να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της Κύπρου η αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών. Μα η τοτινή πλειοψηφία του ΟΗΕ είχε αντίθετη γνώμη. Στάθηκε αλληλέγγυη με την αποικιοκρατική Αγγλία. Την 1 / 4 / 1 9 5 5 άρχιζε ο ένοπλος αγώνας των Κυπρίων. Αρχιεπίσκοπος και ΕΟΚΑ ορκίζονταν να παλέψουν ίσαμε την οριστική και τελική νίκη της υπόθεσης της ένωσης. Οι Ά γ γ λ ο ι «σύμμαχοι» απάντησαν με την ωμή αποικιοκρατική βία και με την εμπλοκή της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα (1956). Πάνω από τέσσερα χρόνια κράτησε ο αγώνας της ΕΟΚΑ και μέσα σ' αυτό το διάστημα ΝΑΤΟ και ΟΗΕ πρόσφερναν τις «καλές τους υπηρεσίες» για την «ειρηνική διευθέτηση του Κυπριακού». Στις 21 Σεπτέμβρη 1953 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος δήλωσε στην κυρία Μπάρμπαρα Καστλ πως ήταν πρόθυμος ν ' αποδεχτεί λύση που θ ' απέκλειε την ένωση, μα που θα αναγνώριζε παράλληλα την κρατική αυτοτέλεια της Κύπρου. Στις 5 Φλεβάρη 1959, συναντιόνταν οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας στη Ζυρίχη. Στις 11 του ίδιου μήνα, υπογραφότανε η συμφωνία της Ζυρίχης και στις 19 και πάλι του ίδιου μήνα, η συμφωνία αυτή ολοκληρωνότανε με την υπογραφή της συμφωνίας του Λονδίνου. Η Κύπρος γινότανε αυτοτελές κράτος (ελληνοτουρκικό στην υφή του και στη δομή του), που παρέμενε όμως μέσα στη βρετανική Κοινοπολιτεία. Έ ν α τμήμα του εδάφους της Κύπρου μετατρεπότανε σε καθαρά βρετανικό. Η τουρκοκυπριακή μειονότητα (το 18% του πληθυσμού) αποκτούσε προνόμια συγκυριαρχίας. Το αίτημα της ένωσης όχι μονάχα εγκαταλειπότανε, μα και επίσημα ανακηρύχτηκε παράνομο. Το νεοσύστατο κυπριακό κράτος έμπαινε κάτω από την κηδεμονία της Αγγλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Εκτός από τα II
161
αγγλικά στρατεύματα πήγαν στην Κύπρο και τουρκικά και ελληνικά στρατεύματα, φύλακες του νέου κράτους. Έ τ σ ι , η Τουρκία επέστρεφε στη Μεγαλόνησο και η συνθήκη της Λωζάνης (1923), που αφορούσε ολόκληρο τον ανατολικό ελληνικό νησιώτικο χώρο, κουρελιαζότανε. Η αντιπολίτευση στη Βουλή της Ελλάδας φώναζε πως «πολέμησαν οι ' Ελληνες και νίκησαν οι Τούρκοι» και χαρακτήριζε τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου προδοτικές. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση τις θεωρούσε σαν το «ευτυχέστερο γεγονός» της δραστηριότητάς της. Το κράτος της Κύπρου γρήγορα έφτασε σ ' αδιέξοδο. Φανερά πια, στα 1963, ο Μακάριος γύρευε την αναθεώρηση του συνταγματικού καθεστώτος του νησιού και την κατάργηση των εξοργιστικών προνομίων των Τουρκοκυπρίων. Στα τέλη του 1963, δημιουργείται σοβαρή κρίση. Επακολουθούν ο βομβαρδισμός της Κύπρου από την τουρκική αεροπορία και όλα τα άλλα γεγονότα που οδήγησαν το 1964 στη δημιουργία των ελληνοκυπριακών περιοχών και των τουρκοκυπριακών ζωνών. Οι Τούρκοι ζητούν να συγκροτηθεί ομοσπονδιακό κράτος (με τουρκικά καντόνια κλπ.). Η κυβέρνηση της Λευκωσίας αρχίζει τη μάχη για ένα ενιαίο και αδιαίρετο κράτος κλπ. Στην Ελλάδα, συμπολίτευση και αντιπολίτευση τάσσονται υπέρ της διατήρησης του κυπριακού κράτους που γέννησαν οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Τώρα πια, η ένωση δε θεωρείται σκοπός, θεωρείται μη εφικτός πόθος. Ο ΟΗΕ, με τις επευφημίες όλων, στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις του στο νησί, που αναλαμβάνουν τη σταθεροποίηση της πράσινης διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους. Η διχοτόμηση της Κύπρου έμπαινε σ' εφαρμογή. Στο διάστημα 1964-1967, οργανώνεται η τουρκοκυπριακή μειονότητα σε ένα ντε φάκτο δεύτερο κυπριακό κράτος. Παρουσιάζεται το σχέδιο Άτσεσον (διχοτόμηση). Η ενιαία γραμμή Αθήνας-Λευκωσίας υπάρχει μονάχα στα λόγια. Αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σοβαρά σημάδια του διχασμού των Ελληνοκυπρίων. Το Δεκέμβρη του 1967 δημιουρ162
γείται καινούρια ελληνοτουρκική κρίση και η δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας ανακαλεί από την Κύπρο τον ελληνικό στρατό. Ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός μένει πια ολότελα ανυπεράσπιστος. Στην αρχή του 1968 νέος άνεμος αισιοδοξίας πνέει. Αθήνα και Λευκωσία μιλάνε για την «κοινή γραμμή» που ακολουθούν και ο ΟΗΕ τάσσεται υπέρ της έναρξης «ενδοκυπριακών συνομιλιών», για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος με «ειρηνικά μέσα». Οι ηγέτες της τουρκοκυπριακής μειονότητας αναγνωρίζονται πια και από τα Ηνωμένα Έθνη ως ισότιμοι με την επίσημη ηγεσία της Κύπρου, δηλαδή με την κυπριακή κυβέρνηση. Το Μάη του 1968 αρχίζουν οι «ενδοκυπριακές συνομιλίες». Οι Τούρκοι ανοιχτά μιλάνε για ομοσπονδοποίηση ή για διχοτόμηση της Κύπρου. Η ελληνοκυπριακή πλευρά απορρίπτει κάθε ιδέα, τόσο ομοσπονδοποίησης όσο και διπλής ένωσης. Στα χρόνια 1969-1974 προχωράει ο διχασμός των Ελληνοκυπρίων σε «ενωτικούς» και σε «μη ενωτικούς». Το Σεπτέμβρη του 1971 ο στρατηγός Γρίβας (παλιός ηγέτης της ΕΟΚΑ) κατεβαίνει στην Κύπρο κι αρχίζει να οργανώνει την ΕΟΚΑ Β ' , που στρέφεται άμεσα και απροκάλυπτα ενάντια στην κυβέρνηση του Μακαρίου. Ο εμφύλιος σπαραγμός είναι πια γεγονός. Οι «ενδοκυπριακές» συνεχίζονται με διάφορες διακοπές. Το Μάη του 1974, ο τουρκικός Τύπος μιλάει για προετοιμασία από τη χουντική Αθήνα πραξικοπήματος στο νησί. Η κυβέρνηση της Λευκωσίας διαψεύδει κατηγορηματικά τις πληροφορίες κι ο Μακάριος μιλάει για πλέρια σύμπνοια Αθήνας-Λευκωσίας. Έ ν α μήνα αργότερα, ο Μακάριος, με γράμμα του στο στρατηγό Γκιζίκη, ζητάει την αποχώρηση όλων των Ελλήνων αξιωματικών από την Κύπρο. Επίσημος εκπρόσωπος της κυβέρνησης του, στις 2 5 / 6 / 1974, κατάγγελνε πως η Αθήνα διευθύνει τη δραστηριότητα της ΕΟΚΑ Β ' και τον εμφύλιο πόλεμο στην Κύπρο. Στις 15/7/1974 ξεσπάει το αμερικανόπνευστο πραξικόπημα της ΕΟΚΑ Β ' και λίγες μέρες αργότερα πραγματοποιείται, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. 163
Η νέα πολιτική κυβέρνηση της Αθήνας αρχίζει τις συνομιλίες της Γενεύης (τέλη Ιούλη 1974). Άνεμος «συγκρατημένης αισιοδοξίας» πνέει και πάλι. Οι συνομιλίες χρεοκοπούν και οι Τούρκοι επαναλαμβάνουν την επιδρομή τους. Παίρνουν το 40% της Κύπρου και τα δύο τρίτα του πλούτου της. Το Κυπριακό εξετάζεται και πάλι από τον ΟΗΕ. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία αρνείται τα «τετελεσμένα γεγονότα» και τη μετακίνηση του πληθυσμού. Το ίδιο πράττει και η κυβέρνηση της Αθήνας. Τέλη Οχτώβρη — αοχές Νοέμβρη 1974, ο ΟΗΕ βγάζει καινούργιο ψήφισμα για την Κύπρο. Δεν καταδικάζει την Τουρκία για εισβολέα, μα μιλάει για «ειρηνική επίλυση του Κυπριακού» με μέσο τις «ενδοκυπριακές συνομιλίες». Στο μεταξύ, ο Μακάριος, που επέστρεψε και πάλι στην Κύπρο, αρνείται κάθε μετακίνηση πληθυσμών, αν κι αποδέχεται κάποιο ομοσπονδιακό καθεστώς λειτουργικού τύπου. Μα ήδη 200.000 Ελληνοκύπριοι μετακινήθηκαν στο Νότο, ενώ πάνω από 60.000 Τουρκοκύπριοι ανενόχλητα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην τουρκοκρατούμενη Βόρεια Κύπρο. Ξαναρχίζουν οι «ενδοκυπριακές συνομιλίες» και νέα «αισιοδοξία» επικρατεί, βασικά χάρη στις δραστηριότητες του Κίσσινγκερ, του αρχιτέκτονα της τουρκικής εισβολής. Ό π ω ς λοιπόν βλέπουμε, από το 1950 και δώθε, οι εξελίξεις του κυπριακού ζητήματος παρουσιάζουν σταθερή και μόνιμη δυσμενή έκβαση σε βάρος του ελληνοκυπριακού λαού. Ακόμα, παρατηρούμε πως η ηγεσία του και η κυβέρνηση της Αθήνας όλο και γίνονται πιο υποχωρητικοί. Εκείνο που τη μια χρονιά ούτε καν δέχονται να το συζητήσουν, την επομένη το βρίσκουν «εφικτή ικανοποιητική λύση». Τώρα η Κύπρος ουσιαστικά είναι τουρκοκρατούμενη. Πάνω από 35.000 τουρκικά στρατεύματα ελέγχουν το νησί, ενώ οι λίγες χιλιάδες των Ελληνοκυπρίων εθνοφρουρών είναι αδύνατο να εγγυηθούν την τύχη των 500.000 Ελληνοκυπρίων. Εδώ που τα λέμε, όλα εξαρτώνται από τη συμπεριφορά της Άγκυρας. Τι θα γίνει παραπέρα; Μήπως εκείνοι που διαχειρίζονται την κυπριακή υπόθεση «ανακαλύψουν» αύριο πως η εκκένωση του 164
νησιού από τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό του είναι η «μόνη συμφέρουσα εφικτή λύση»; Πού και με ποιο τρόπο μπορεί να σταματήσει το κακό; Για να δώσουμε μια σε ικανοποιητικό βαθμό απάντηση, πρέπει πρώτα α π ' όλα να δούμε τι «(ναι
το κυπριακό ζήτημα.
Έ τ σ ι μονάχα θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε και τα αίτια της κυπριακής κακοδαιμονίας και να βρούμε το σωστό δρόμο που μπορεί, έστω και την τελευταία στιγμή, σήμερα, να βγάλει το λαό της Κύπρου από την κόλαση που μέσα σ ' αυτή ζει. Τι είναι το κυπριακό ζήτημα; Να ένα ερώτημα που σ ' αυτό δε δίνεται καμιά απάντηση από εκείνους που το χειρίζονται. Μάλιστα, όσο τα δεινά της Κύπρου μεγαλώνουν, τόσο και το πιο πάνω ερώτημα θάβεται βαθύτερα. Γιατί άραγε; Για τον απλούστατο λόγο, γιατί η απάντηση σ ' αυτό, αυτόματα και αναπόφευκτα, μας υποχρεώνει ν ' αφήσουμε τις υπεκφυγές και να πάρουμε μια θέση που δεν αφήνει περιθώρια για βολέματα στη συνείδησή μας και μασκαρέματα στη στάση μας. Ό τ α ν κανείς απαντήσει καθαρά και ξάστερα στο ερώτημα, τότε είναι υποχρεωμένος να πει κι αν είναι υπέρ ή ενάντια στο λαό της Κύπρου. Είναι το ερώτημα που ξεχωρίζει φίλους από εχθρούς. Το Κυπριακό είναι το πρόβλημα της Μεσογείου. Είναι πρόβλημα διεθνές. Είναι πρόβλημα της Ευρώπης. Είναι πρόβλημα ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι πρόβλημα του ΟΗΕ. Είναι πρόβλημα του ΝΑΤΟ. Είναι πρόβλημα παγκοσμίου ειρήνης. Είναι πρόβλημα του κυπριακού λαού κλπ. Ό λ α αυτά γράφτηκαν και λέχτηκαν κατά καιρούς. Και σ ' όλα αυτά υπάρχει κόκκος αλήθειας. Ό μ ω ς σε τι βοηθάνε όλοι οι πιο πάνω χαρακτηρισμοί, για να κατανοήσουμε τη φύση, την ουσία του κυπριακού ζητήματος; Σίγουρα σε τίποτα. Το μοναδικό που πετυχαίνεται είναι να διατηρείται η σύγχυση γύρω από το κυπριακό πρόβλημα και έτσι να παραμένει άγνωστη και ανεξιχνίαστη η νομοτέλεια που διέπει την όλη εξέλιξή του. Κάθε σύνθετο και περίπλοκο πρόβλημα της ανθρώπινης 165
ζωής δεν είναι μπερδεμένο και άλυτο κουβάρι. Ό σ ο κι αν μας φαίνεται λαβύρινθος, έχει το δικό του μίτο της Αριάδνης, που μας βγάζει από το αδιέξοδο, που μας δείχνει ποιες εκδηλώσεις του ανήκουν στο αίτιο, ποιες ανάγονται στο αιτιατό και ποια αλληλεξάρτηση κι αλληλεπίδραση υπάρχει ανάμεσά τους. Εκείνο, λοιπόν, που χρειαζόμαστε, για να κατανοήσουμε το κυπριακό ζήτημα, είναι να δούμε ποιο είναι το γενεσιουργό αίτιό του. Αν σωστά το εντοπίσουμε, ύστερα όλα τα άλλα βρίσκονται σχετικά εύκολα. Κοντολογίς, εκείνο που απαιτείται είναι να προσδιορίσουμε με σαφήνεια και ακρίβεια τη φύση του κυπριακού ζητήματος. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα διεθνές. Από τα τέλη του περασμένου αιώνα, δηλαδή από τότε που «αγόρασαν» οι Ά γ γ λ ο ι το νησί από το σουλτάνο της Πόλης, η Κύπρος έγινε βασικός και αναπόσπαστος κρίκος του παγκόσμιου στρατηγικού συστήματος του διεθνούς ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Την εποχή που οι Ά γ γ λ ο ι αποικιοκράτες κατακτούσαν την Κύπρο, ο στρατηγός τους Ζ.Λ. Βόγγαν εξηγούσε τη σημασία που είχε το νησί για το βρετανικό ιμπέριουμ. Ανάμεσα σ τ ' άλλα έλεγε: «Η κατοχή της Κύπρου διπλασιάζει τη δύναμη ελέγχου, που είχαμε ίσαμε σήμερα πάνω στη διώρυγα του Σουέζ... και μας δίνει τη δυνατότητα, σε περίπτωση που θα κινδύνευε ο δρόμος μας προς τις Ινδίες, να αποβιβάσουμε δυνάμεις μας, στο συντομότερο δυνατό διάστημα, στις ακτές της Αιγύπτου. Σε περίπτωση που θα επιθυμούσαμε νέους δρόμους προς τις Ινδίες, τόσο από στρατιωτικο-πολιτική πλευρά όσο και από οικονομική, η Κύπρος μας δίνει αυτή τη δυνατότητα κάτω από πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες παρά ποτέ άλλοτε». Έ τ σ ι η Κύπρος, μια κι έγινε στρατηγική βάση του διεθνούς ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, απέχτησε και διεθνή σημασία. Για την τύχη της ενδιαφέρονται όλες οι ηγεμονικές δυνάμεις του κόσμου και οι λαοί της Ανατολής. Από την άποψη αυτή, το κυπριακό ζήτημα είναι πρόβλημα που αφορά τους ιμπεριαλιστικούς στρατιωτικούς και οικονομικούς συνασπισμούς (ΝΑΤΟ,
166
ΕΟΚ κλπ.) και τον ΟΗΕ και τα κράτη της Εγγύς Ανατολής και της Ασίας κλπ. Μα μπορούμε να πούμε πως το κυπριακό ζήτημα προκλήθηκε, γεννήθηκε από το ενδιαφέρον αυτό; Η Κύπρος υπάρχει ως βάση του παγκόσμιου στρατηγικού συστήματος του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, εδώ και εκατό περίπου χρόνια. Ό μ ω ς , το κυπριακό ζήτημα έχει ζωή μόλις από το μεσοπόλεμο και ύστερα. Δηλαδή είναι αρκετά νεότερο φαινόμενο, από εκείνο του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας και αρκετά παλιότερο από την εμφάνιση του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ κλπ. Κατά συνέπεια τα αίτια της δημιουργίας του πρέπει ν' αναζητηθούν αλλού. Η προσεκτική παρατήρηση της εξέλιξης των γεγονότων στην Κύπρο, από την εποχή της κατάχτησής της από τους Άγγλους αποικιοκράτες και μετά, μας οδηγεί στη διαπίστωση, πως το κυπριακό ζήτημα είναι γέννημα και θρέμμα της στάσης και βασικά της δράσης των ίδιων των Κυπρίων. Ποια ήταν η στάση του λαού του νησιού απέναντι στην αγγλική κατοχή; Πού τελικά τον οδήγησε η στάση του αυτή; Αν δώσουμε σωστή απάντηση στα πιο πάνω δυο ερωτήματα, εύκολα και σίγουρα θ ' αντιληφθούμε γιατί και με ποιο τρόπο οι Κύπριοι είναι οι δημιουργοί του κυπριακού ζητήματος. Μόλις οι Ά γ γ λ ο ι πάτησαν το ποδάρι τους στην Κύπρο (1878), ο τότε αρχιεπίσκοπος του νησιού, που ήταν παράλληλα και εθνάρχης των Κυπρίων (δηλαδή πολιτικός ηγέτης τους), κατηγορηματικά δήλωνε πως ο κυπριακός λαός αποδεχότανε την καινούρια κατάσταση, με την προϋπόθεση πως αυτή θ ' αποτελούσε μεταβατικό στάδιο προς την ένωση «μετά της μητρός Ελλάδος, μετά της οποίας είναι εθνικώς συνδεδεμένη» η Κύπρος. Διαβήματα για την ένωση έγιναν επίσης το 1889, το 1896, το 1903, το 1911, το 1917, το 1919. Με άλλα λόγια, ο λαός της Κύπρου από την πρώτη στιγμή της αγγλικής αποικιακής κατοχής γύρευε να γίνει σεβαστό το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του. Το αίτημα της ένωσης δεν είχε κανένα άλλο νόημα. Η στάση αυτή των Κυπρίων ήταν πέρα για πέρα προο167
δευτική. Γύρευαν την εθνική αποκατάστασή τους, που αυτόματα θα αποσπούσε την Κύπρο από το στρατηγικό σύστημα της τοτινής μεγαλύτερης αποικιοκρατικής δύναμης του κόσμου. Ταυτόχρονα η στάση τους ήταν παθητική και ιδεατή. Παρακαλούσανε τον τύραννό τους, που τότε ήταν και ο κύριος στυλοβάτης του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας στην Ελλάδα, να τους παραχωρήσει τη λευτεριά τους. Έ τ σ ι , αν και η στάση του λαού της Κύπρου απέναντι στην αγγλική αποικιακή κατοχή ήταν προοδευτική, δεν μπορούσε να δημιουργήσει ακόμα το κυπριακό ζήτημα. Για τα αίτια αυτής της κατάστασης θα μιλήσουμε, όταν αναφερθούμε στην ιδιοτυπία του κυπριακού ζητήματος. Εδώ, εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να δούμε την παραπέρα εξέλιξη. Ύστερα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σημειώθηκαν κοσμοϊστορικές αλλαγές. Η Σοβιετική Ένωση του Λένιν όχι μονάχα διακήρυξε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, μα και το εφάρμοσε (περίπτωση Φινλανδίας, Πολωνίας κλπ.). Στις αποικίες, η αντίσταση των λαών τους άρχισε να παίρνει διαστάσεις εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα έμπαινε στη γενική του κρίση. Στην Εγγύς Ανατολή παρουσιάστηκαν απανωτές εξεγέρσεις των λαών της. Η καινούρια κατάσταση αποτέλεσε και το νέο κίνητρο, που διαφοροποιούσε τη στάση των Κυπρίων απέναντι στην αγγλική αποικιακή κυριαρχία. Η στάση τους τώρα γινότανε ρεαλιστική. Ο λαός της Κύπρου συνειδητοποιούσε πως με τις εκκλήσεις και τα διαβήματα δεν έβγαινε τίποτα. Εκείνο που χρειαζότανε ήταν πια η ενεργη-
τική πάλη.
Στις 21 Οκτώβρη 1931, ξέσπασε η πρώτη μεγάλη αντιαποικιακή εξέγερση του λαού της Κύπρου. Οι ξεσηκωμένοι γύρευαν και πάλι την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Κοντολογίς γύρευαν να κατακτήσουν το δικαίωμα της ανόθευτης και πραγματικής αυτοδιάθεσης τους (αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν Έλληνες). Το κυπριακό ζήτημα
ήταν πια αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Η αγγλική 168
αποικιακή κυριαρχία στο νησί αμφισβητιότανε με τον πιο μαχητικό τρόπο από τη μεριά των Κυπρίων. Έ τ σ ι το κυπριακό ζήτημα ήταν από την αρχή καθαρό ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης και εθνικής αποκατάστασης. Δε νομίζουμε πως χρειάζεται να σταθεί κανείς σε λεπτομέρειες, για ν ' αποδείξει ότι η πάλη και μονάχα η πάλη των Κυπρίων ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία υπήρξε εκείνη που γέννησε το κυπριακό ζήτημα. Ούτε και χρειάζονται πολλές παραπανίσιες εξηγήσεις για να κατανοηθεί ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του ζητήματος αυτού. Παράλληλα, όμως, πρέπει να υπογραμμιστεί πως για να ερμηνευτεί σωστά η εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος, δε φτάνει η αποδοχή του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα του. Απαιτείται και κάτι παραπάνω: πρέπει να προσδιοριστεί μ ' ακρίβεια και σαφήνεια η ουσία, η φύση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην εποχή της γενικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Κι αυτό, γιατί έτσι μονάχα θα βρούμε και τα αίτια, γιατί η υπόθεση της απελευθέρωσης της Κύπρου, το κυπριακό ζήτημα, είχε την εξέλιξη που είχε και όχι διαφορετική. Τα έθνη έχουν τις ρίζες τους στα βάθη της ιστορίας. Μα η διαμόρφωσή τους ολοκληρώνεται στους νεότερους χρόνους, συγκεκριμένα την εποχή που η ανάπτυξη των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων επέτρεψε τη δημιουργία εκείνου του συνδυασμού των σχέσεων που συγκροτούν ένα έθνος: του συνδυασμού της κοινότητας των γλωσσικών και εδαφικών σχέσεων με την κοινότητα των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Το φαινόμενο υπήρξε παγκόσμιο κι όχι ιδιομορφία μιας χώρας ή μιας ηπείρου. Η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των λαών και η εμφάνιση της εθνικής συνείδησής τους έπαιξαν γενικά θετικό-προοδευτικό ρόλο μέσα στην ιστορία. Λόγου χάρη, στη Δυτική Ευρώπη του 17ου-18ου αιώνα διευκόλυναν στο να ξεπεραστεί ο φεουδαρχικός κατατεμαχισμός και να δημιουργηθούν μεγάλα συγκεντρωτικά εθνικά κράτη. Το γεγονός συνάμα αποτελούσε προϋπόθεση για την ολόπλευρη νίκη του νέου συστήματος, του καπιταλι169
στικού. Στα μέσα του 19ου αιώνα, τα εθνικά αστικοδημοκρατικά κινήματα της Γερμανίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας αγωνίζονταν για την εθνική ελευθερία των λαών τους. Κατά συνέπεια, προωθούσανε και τη σοσιαλιστική αρχή που λέει πως ένας λαός που υποδουλώνει άλλους λαούς, δεν μπορεί να είναι ο ίδιος ελεύθερος.1 Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των βαλκανικών λαών (19ος αιώνας) έρχονταν να συντρίψουν τον πιο αντεπαναστατικό και βάρβαρο φεουδαλισμό, την οθωμανική φεουδαρχία κλπ. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, μια μικρή ομάδα μεγάλων ιμπεριαλιστικών-αποικιοκρατικών δυνάμεων καταπιέζει την πλειοψηφία των εθνών του κόσμου. «Και η καταπίεση αυτή είναι μια από τις αιτίες που αναιχαιτίζουν τεχνητά την πτώση της κεφαλαιοκρατίας, που υποστηρίζουν τεχνητά τον οπορτουνισμό και τον σοσιαλ-σοβινισμό των ιμπεριαλιστικών εθνών που κυριαρχούν στον κόσμο».2 Και τ * αντίστροφο: στην εποχή του ιμπεριαλισμού, τα εθνικά κινήματα, τα κινήματα που παλεύουν για την εθνική αυτοδιάθεση και απελευθέρωση στρέφονται πια άμεσα ενάντια στο ίδιο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, ενάντια στο διεθνή ιμπεριαλισμό. Κιόλας από την εποχή του μεσοπολέμου, δημιουργήθηκε στενή αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην προλεταριακή πάλη για το σοσιαλισμό και τον αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης. Ακριβώς γ ι ' αυτόν το λόγο και ο Λένιν, στα 1920, έλεγε πως οι τοτινοί κομμουνιστές δεν παρουσιάζονταν πια μονάχα σαν αντιπρόσωποι των προλεταρίων όλων των χωρών, μα και σαν αντιπρόσωποι όλων των καταπιεσμένων εθνών.3 Η αλληλεξάρτηση αυτή πηγάζει από την ίδια τη δομή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Η θεμελίωση του παγκόσμιου καπιταλισμού στην αποικιοκρατική διχοτόμηση της ανθρωπότητας σε αναπτυγμένες καπιταλιστικά μητροπόλεις και σε υπανάπτυκτες καπιταλιστικά περιοχές-περιφέρειες των μητροπόλεων μετατρέπει αυτόματα την τεράστια πλειοψηφία της ανθρωπότητας σε σκλάβους λαούς. Οι αποικιακοί και εξαρτημένοι λαοί αποτελούν την αστείρευτη πηγή της καπιταλιστικής ανάπτυξης στις μητροπόλεις. Χωρίς τη φτηνή 170
εργατική δύναμη των καπιταλιστικά «υπαναπτύκτων» χωρών, χωρίς τις φτηνές πρώτες ύλες τους, είναι αδιανόητη η κανονική λειτουργία και η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Ο απέραντος χώρος του λεγόμενου σήμερα Τρίτου Κόσμου αποτελεί το ζωτικό χώρο του καπιταλισμού. Μπορούμε να πούμε πως στη μάχη ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου αποτελούν τα μετόπισθεν του δεύτερου. Αν τα μετόπισθεν σταματήσουν να είναι σίγουρα, τότε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα αποσυντίθεται, αποδιοργανώνεται. Αν τα μετόπισθεν καταρρεύσουν, τότε καταρρέει και το σύστημα. Ύστερα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μετόπισθεν του διεθνούς ιμπεριαλισμού βαθμιαία μετατρέπονται σε περιοχές μόνιμης αναταραχής. Βασικός παράγοντάς τους γίνονται τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Χάρη στα κινήματα αυτά, υποσκάφτηκαν και μαράζωσαν ολόκληρες αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες, όπως της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας. Λόγου χάρη, η Αγγλία το 1938, ενώ ξόδευε όλο κι όλο 16 εκατομμύρια στερλίνες για τις στρατιωτικές της δαπάνες στις αποικίες της, είχε έσοδα α π ' αυτές 175 εκατομμύρια στερλίνες. Με άλλα λόγια, το αγγλικό δημόσιο είχε ενεργητικό περίπου 160 εκατομμύρια στερλίνες. Αντίθετα, το 1949, οι στρατιωτικές δαπάνες της Αγγλίας στις αποικίες της ήταν 234 εκατομμύρια στερλίνες και τα έσοδά της α π ' αυτές μόλις 50 εκατομμύρια στερλίνες. Δηλαδή το παθητικό για το βρετανικό κράτος έφτασε τα 184 εκατομμύρια στερλίνες. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, οι παραδοσιακές αποικιοκρατικές δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης ουσιαστικά έπεσαν κάτω από την εξάρτηση των ΗΠΑ (στρατιωτική, οικονομική, ακόμα και πολιτική). Στα 1946, ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Ε. Μπέβιν δήλωνε: «Δεν προτίθεμαι να θυσιάσω τη βρετανική αυτοκρατορία, και τούτο γιατί γνωρίζω πως με την πτώση της αγγλικής αυτοκρατορίας ουσιαστικά θα μειωθεί και το βιοτικό επίπεδο των εκλογέων μας». 171
Μα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των αποικιών ήταν πολύ ισχυρότερα από τις επιθυμίες και τις θελήσεις των ιμπεριαλιστών της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, ο μεταπολεμικός κοσμοκράτορας, ηττήθηκε και ταπεινώθηκε στην Ινδοκίνα. Με την ήττα τους στην Ινδοκίνα (βασικά στο Βιέτ Ναμ), οι ΗΠΑ έπαψαν να είναι ο αναμφισβήτητος ηγέτης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ό λ ο και περισσότερο εξαρτούν την ηγεμονία τους από τη δύναμη των όπλων τους και λιγότερο από την οικονομική ευρωστία τους. Η νέα σημασία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ο αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας τους, προσδιορίζει και το πλαίσιο της ταξικής τους δομής. Βάση τους, κινητήρια δύναμή τους, είναι η μεγάλη μάζα της αγροτιάς. Η αγροτιά είναι η κινητήρια δύναμή τους. Ποιος όμως μπορεί να είναι ο ηγέτης τους; Η αστική τάξη των αποικιών ή το προλεταριάτο τους; Η ιστορία έχει να μας παρουσιάσει και τις δυο περιπτώσεις. Έ τ σ ι μπορούμε να κρίνουμε με σιγουριά και να βγάλουμε σωστά συμπεράσματα. Έχουμε παραδείγματα των Ινδιών, της Μαλαισίας, της Ινδονησίας, των αραβικών χωρών κλπ. από τη μια, της Κίνας, του Βιετ Ναμ, της Κορέας, της Καμπότζης από την άλλη. Η εξέταση των δυο παραδειγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα: όπου ηγέτης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ήταν και είναι η αστική τάξη, εκεί το καταστάλαγμα είναι ο νεοαποιχισμός, δηλαδή η αναδιάρθρωση της ταξικής συμμαχίας ντόπιων ερεισμάτων της αποικιοκρατίας και μονοπωλιακού κεφαλαίου των μητροπόλεων. Τα νεοαποικιακά καθεστώτα, που παρουσιάζονται κάτω από τη μορφή της κρατικής αυτοτέλειας των πρώην αποικιών, γίνονται βασικά στηρίγματα του ιμπεριαλισμού. Διαδραματίζουν το ρόλο του κυματοθραύστη για τη συγκράτηση και τη συντριβή της τάσης για την επαναστατική αλλαγή του σύγχρονου κόσμου. Τα νεοαποικιακά καθεστώτα διατηρούν την εργατική δύναμη της χώρας τους φτηνό αποικιακό εμπόρευμα και τον ίδιο τον τόπο τους χώρο της καπιταλιστικής υπανάπτυξης. Έ τ σ ι , όπου επικρατεί ο νεοα172
ποικισμός, παρουσιάζεται ιστορική πισωδρόμηση και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα προσωρινά χάνει τη δυναμικότητά του και το σωστό προσανατολισμό του. Ολότελα διαφορετική είναι η πορεία και η κατάληξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων εκεί όπου ηγέτης τους ήταν και είναι η εργατική τάξη. Η ταξική ηγεμονία του προλεταριάτου διασφαλίζει την ενότητα του κινήματος για το σοσιαλισμό με το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Η συνέπεια είναι πως το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα παρουσιάζει σ' αυτή την περίπτωση ρωμαλεότητα και δυνατότητες πλέριας νίκης. Ο καρπός της νίκης του δεν είναι η ανανέωση της ταξικής συμμαχίας ντόπιων αστών-αποικιοκρατών, μα η εμφάνιση της νέας ταξικής συμμαχίας του προλεταριάτου με τη μεγάλη μάζα της αγροτιάς. Οι παραγωγικές δυνάμεις απελευθερώνονται και η εργατική δύναμη παύει ολότελα να εξουσιάζεται από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Στον τομέα των διεθνών πολιτικών σχέσεων, τα εργατοαγροτικά κράτη των τέως αποικιοκρατούμενων και εξαρτημένων χωρών όχι μονάχα παύουν να είναι στηρίγματα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, μα γίνονται και αντίπαλοι του. Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις μπορούμε να κρίνουμε και το κυπριακό ζήτημα, δηλαδή το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του λαού της Κύπρου. Η φύση του, η ουσία του, προσδιόριζε από την αρχή τον αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του. Α π ' εδώ και πέρα αυτός που θα καθόριζε και που καθόρισε την πορεία του ήταν ο ταξικός ηγέτης του. Βέβαια, οι ιδιομορφίες του κυπριακού ζητήματος είναι αρκετές και ουσιαστικές. Μάλιστα είναι τόσο ουσιαστικές, ώστε έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή του. Γι * αυτό και με σιγουριά μπορούμε να πούμε πως η μελέτη του κυπριακού ζητήματος είναι αδιανόητη χωρίς την εντόπιση της ιδιοτυπίας του. Οι γενικές διαπιστώσεις, για το τι είναι τα σύγχρονα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και ενάντια σε ποιον στρέφονται, αναμφισβήτητα αποτελούν το μπούσουλα. Ό μ ω ς αυτό δεν αρκεί, για να ερμηνευτεί σωστά η πορεία του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Πρέπει να δούμε από κοντά 173
και τις ιδιομορφίες του αγώνα αυτού και να διερευνήσουμε το ρόλο τους.
Η ένωση και ο χαρακτήρας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος Η αποτίναξη του αποικιακού ζυγού και η εθνική αποκατάσταση του λαού της Κύπρου ταυτίστηκαν με την «ένωση» του νησιού με το ελληνικό κράτος. Η ενσωμάτωση της Κύπρου στην κρατικά αυτοτελή Ελλάδα έγινε το επίκεντρο όλων των αγώνων των Κυπρίων για τη λευτεριά τους (από το 1880 ίσαμε το 1960). Η κατάσταση αυτή, από ιστορική άποψη, αιτιολογείται απόλυτα. Οι Κύπριοι στην τεράστια πλειοψηφία τους είναι Έλληνες. Έ τ σ ι , η εθνική ταυτότητα των κατοίκων του νησιού, ολότελα φυσιολογικά, γέννησε και έθρεψε το αίτημα της «ένωσης». Και κάτι παραπάνω. Η ιστορική πορεία της νησιώτικης Ελλάδας, από τον καιρό της εθνικής αφύπνισης των Ελλήνων και ύστερα, ερχότανε να επιβεβαιώσει την ορθότητα του αιτήματος της «ένωσης» και να δικαιώσει τον προσανατολισμό του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Οι πολύχρονοι και αιματηροί αγώνες που διεξήγαγαν οι Κρητικοί, οι Εφτανησιώτες, οι Σαμιώτες, οι Αωδεκανήσιοι κλπ. ήταν κι αυτοί αγώνες για την «ένωση». Οι νησιώτες Έλληνες ποτέ δεν αισθάνθηκαν την εθνική τους λευτεριά σαν κάτι που δεν ήταν αδιάρρηκτα δεμένο με την ενσωμάτωση των νησιών τους στην κρατικά αυτοτελή Ελλάδα. Κι αυτό που ένιωθαν οι άλλοι νησιώτες Έλληνες σαν δίκαιο πόθο και αίτημα, το αισθάνονταν πάντα και οι Κύπριοι. Ό , τ ι κατάφεραν με την πάλη τους οι άλλοι νησιώτες, γιατί να μην μπορούν να το πετύχουν και οι Κύπριοι; Η ιστορική πείρα ήταν με το μέρος τους. Μπροστά μας ξεπροβάλλει η ιδιοτυπία του κυπριακού ζητήματος: η εθνική αποκατάσταση των Κυπρίων ταυτίστη174
κε με την «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα και η «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα ταυτίστηκε με το περιεχόμενο και την ουσία των σύγχρονων αντιαποικιακών-αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων. Πρόκειται για μια ιδιοτυπία, όπου η ταύτιση εμπεριέχει την αντίφαση και η αντίφαση περικλείει μέσα της αντιθέσεις. Πρόκειται για μια ιδιοτυπία, που για να την κατανοήσουμε, πρέπει υποχρεωτικά να δούμε από κοντά με ποιο τρόπο και γιατί δημιουργήθηκε το αίτημα της «ένωσης» σ ' ολόκληρο το νησιώτικο ελληνικό χώρο και πώς αυτό εξελίχτηκε στην πορεία του χρόνου. Το όλο πρόβλημα που θίγουμε έχει δυο βασικά στοιχεία: α) το στοιχείο της εθνικής διαμόρφωσης των νεότερων Ελλήνων, β) το στοιχείο του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των νεότερων Ελλήνων. Η εξέταση του προβλήματος αυτού δεν έχει για αντικείμενό της την ικανοποίηση της περιέργειάς μας. Κάθε άλλο. Αποτελεί πρόβλημα-κλειδί για να κατανοήσουμε σε βάθος τη νομοτελειακή εξέλιξη του νεοελληνικού έθνους, άρα και του κυπριακού ζητήματος. Μονάχα μια τέτοια διερεύνηση θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις, μέσα από τις οποίες ξεπήδησε και εξελίσσεται το νεοελληνικό έθνος. Εδώ φυσικά δεν είναι δυνατό να εξαντλήσουμε το θέμα που θίξαμε. Απλά το τοποθετούμε, επισημαίνοντας ορισμένες βασικές πλευρές του. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε χοντρικά όλα εκείνα τα δεδομένα που βοηθάνε στην κατανόηση του προβλήματός μας, δηλαδή του κυπριακού ζητήματος. Το έθνος, όπως όλοι συμφωνούν, είναι ιστορική κατηγορία. Αυτό σημαίνει πως είναι φαινόμενο που γεννιέται, αναπτύσσεται, εξελίσσεται μέσα στο χώρο-χρόνο. Είναι φαινόμενο που έχει αρχή, κατά συνέπεια και τέλος. Ποιες, όμως, είναι οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός έθνους; Η κοινότητα εδάφους, γλώσσας, οικονομικής ζωής και ψυχοσύνθεσης, κοινότητα που εκδηλώνεται με την κοινότητα του πολιτισμού, του εθνικού πολιτισμού. Μα δε θα φτάσουμε πουθενά, αν αντιλαμβανόμαστε την πιο πάνω κοινότητα με αντιδιαλεκτικό τρόπο, αν δεν την κατανοήσουμε σαν ένα 175
δυναμικό πλέγμα σχέσεων, που ο ρόλος τους και η σημασία τους ποικίλλουν από έθνος σ ' έθνος και από εποχή σ' εποχή. Οι σχέσεις κοινότητας γλώσσας, εδάφους, ακόμα και κουλτούρας, είναι φαινόμενα πολύ παλιότερα από την ύπαρξη του έθνους. Αυτό μας οδηγεί στο σίγουρο συμπέρασμα πως στη διαδικασία της εθνογένεσης, εκείνο που διαδραμάτισε τον καταλυτικό ρόλο ήταν οι σχέσεις της κοινότητας της οικονομικής ζωής. Και οι σχέσεις αυτές δεν ήταν άλλες από εκείνες της ολοκληρωμένης εμπορευματικής παραγωγής. Χρειάστηκε, λοιπόν, να δημιουργηθεί ο συνδυασμός των εμπορευματικών παραγωγικών σχέσεων, με τις σχέσεις κοινότητας γλώσσας, εδάφους, ψυχοσύνθεσης, για να εμφανιστούν τα έθνη, δηλαδή για να αποχτήσουν εθνική συνείδηση οι λαοί. Με άλλα λόγια, χρειάστηκε να εμφανιστεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής για να παρουσιαστούν και τα έθνη. Μα αυτό καθόλου δε σημαίνει πως τα έθνη πεθαίνουν με την εξάλειψη του καπιταλιστικού τρόπου της παραγωγής. Εξελίσσονται παραπέρα. Απόδειξη: στις χώρες όπου επιβλήθηκαν οι σοσιαλιστικές σχέσεις της παραγωγής τα έθνη απόχτησαν μεγαλύτερη συνοχή, ανάπτυξη και ευαισθησία. Τα εθνικά κινήματα πάλι απορρέουν από την εμφάνιση και την ανάπτυξη των εθνών στους νεότερους χρόνους. Και επειδή χρονικά η ολοκλήρωση της εθνογένεσης συντελείται την εποχή της επικράτησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, γ ι ' αυτό και τα εθνικά κινήματα όχι μονάχα αρχίζουν την εποχή αυτή, μα και είναι δυο ειδών: α) εκείνα που παρουσιάζονται στις αποικιοκρατικές μητροπόλεις, και β) εκείνα που εμφανίζονται στις άμεσα ή έμμεσα αποικιοκρατούμενες χώρες. Κοντολογίς μπορούμε να πούμε πως από την αρχή παρουσιάζονται δυο ποιοτικά διαφορετικά είδη εθνικών κινημάτων: τα κινήματα των καταπιεστικών εθνών και τα κινήματα των καταπιεσμένων εθνών, τα κινήματα της καπιταλιστικής μητρόπολης και τα κινήματα της καπιταλιστικής περιφέρειας. Τι γύρευαν τα πρώτα και τι γύρευαν τα δεύτερα; Τα πρώτα ζητούσαν και πέτυχαν τη διάλυση της παλιάς 176
φεουδαρχικής κοινωνίας, την κατάργηση του φεουδαλικού κατατεμαχισμού, τη συγκρότηση συγκεντρωτικών εθνικών κρατών, τη διαμόρφωση αστικών κοινωνιών του τύπου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Λόγου χάρη, αυτό έγινε στην αποικιοκρατική Ευρώπη. Τα δεύτερα ζητούσαν από την αρχή την αποτίναξη του ξενικού ζυγού, τη διάλυση της φεουδαρχικής κοινωνίας, την οικοδόμηση αστικά αναπτυγμένων κοινωνιών και ισχυρών εθνικών κρατών. Ό μ ω ς , η επιτυχία των πρώτων προδίκαζε την αποτυχία των δεύτερων. Γιατί η επιτυχία των πρώτων σήμαινε εμπέδωση και ολοκλήρωση του αποικιοκρατικού διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, σήμαινε απόλυτη επικράτηση της αποικιοκρατικής παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς. Κι αυτό με τη σειρά του σήμαινε διαιώνιση της υπανάπτυξης και της καταπίεσης σε βάρος των αποικιοκρατούμενων εθνών, γεγονός που τελικά είχε σαν συνέπεια και την αλλαγή της ουσίας των εθνικοαπελευθερωτικών-αντιαποικιακών κινημάτων. 4 Επίσης έχουμε να επισημάνουμε ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που αφορά τα εθνικά κινήματα κάθε κατηγορίας.
Πρόκειται για το στοιχείο της ανισόμερης ανάπτυξής τους. Η επικράτηση, σε παγκόσμια κλίμακα, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής έφερε και την επιβολή της οικονομικοκοινωνικής ανισόμερης ανάπτυξης των διαφόρων χωρών. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να παρουσιαστεί και η αντίστοιχη ανισόμερη ανάπτυξη των εθνικών κινημάτων. Μα πέρα κι α π ' αυτό. Παρατηρούμε πως η πιο πάνω ανισομέρεια εμφανίζεται και μέσα στα πλαίσια του ενός και του αυτού εθνικού κινήματος. Π ιο συγκεκριμένα: παρατηρούμε πως σε μια και την αυτή χώρα το εθνικό της κίνημα σ' άλλες περιοχές της είναι περισσότερο αναπτυγμένο και σ ' άλλες λιγότερο. Λκόμα, παρατηρούμε και άλλες διαφορές: άλλες περιοχές μιας χώρας γίνονται κέντρα της εθνικής αφύπνισης της κι άλλες μετατρέπονται σε επίκεντρα της δυναμικής εθνικοαπελευθερωτικής της πάλης. Φυσικά, για όλα αυτά υπάρχουν οι συγκεκριμένες και ιστορικά δοσμένες 12
177
αιτίες που ανάγονται στη γενικότερη εξέλιξη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Μα εκείνο που εδώ μας ενδιαφέρει είναι να τονίσουμε τη συνέπεια, το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, σ ' ό,τι αφορά την αλληλεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σ ' ένα έθνος και στο εθνικό του κίνημα. Και η συνέπεια αυτή είναι: ορισμένες σχέσεις, α π ' αυτές που συγκροτούν το έθνος (γλωσσικές, εδαφικές κλπ.), άλλοτε να διαδραματίζουν θετικό-αποδοτικό ρόλο στην ανάπτυξη του εθνικού κινήματος και άλλοτε να παίζουν αρνητικό ρόλο και να κολοβώνουν το εθνικό κίνημα. Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα ας δούμε, λοιπόν, γιατί παρουσιάστηκε η ιδιοτυπία του κυπριακού ζητήματος και ας προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την αντίφαση που εκφράζει και τις αντιθέσεις που περικλείει μέσα της η αντίφαση αυτή. Η ελληνική εθνογένεση είναι υπόθεση χιλιετιών. Ό μ ω ς , η καταλυτική διαδικασία για την εμφάνιση του ελληνικού έθνους συντελείται βασικά και κύρια στους νεότερους χρόνους. Και δε χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να αντιληφθούμε πως η διαδικασία αυτή πραγματοποιήθηκε μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και σε μια πολύ κρίσιμη εποχή. Οι συνθήκες, που μέσα σ ' αυτές διαμορφώθηκε το ελληνικό έθνος, ήταν οι συνθήκες της οθωμανικής υποδούλωσης, της Τουρκοκρατίας. Τότε, όλα «τα ' σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε την έκφραση της νίκης της φεουδαλικής αντεπανάστασης στην περιοχή του παλιού Βυζαντίου. Η οθωμανική κοινωνία, από την αρχή, ήταν βαθιά αντιδραστική και καταπιεστική. Ή τ α ν κοινωνία της παρακμής. Παράλληλα εμφανίστηκε και η αποικιοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της διαδικασίας για την εμφάνιση του ελληνικού έθνους, όταν δηλαδή πραγματοποιότανε ο συνδυασμός των εμπορευματικών σχέσεων, με τις άλλες σχέσεις που συγκροτούν το ελληνικό έθνος (το 17ο-18ο αιώνα), επιβαλλότανε και ο αποικιοκρατικός διεθνής καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας. Η ανθρωπότητα διχοτομήθηκε σε κέ178
ντρο και περιφέρεια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, σε μητροπόλεις και σε αποικίες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάχθηκε στο χώρο της περιφέρειας. Στο σύνολό της καταδικάστηκε να είναι χώρα της «καπιταλιστικής υπανάπτυξης». Ό π ω ς , λοιπόν, βλέπουμε, το ελληνικό έθνος διαμορφωνότανε σαν καταπιεζόμενο έθνος. Μάλιστα, η υποδούλωση του ήταν διπλή: δεχότανε τόσο την καταπίεση των Οθωμανών στρατοκρατών-φεουδαρχών όσο και την αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Και η πραγματικότητα αυτή προκαθόριζε και την ποιότητα του ελληνικού εθνικού κινήματος: δεν μπορούσε παρά να είναι εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που στρεφότανε συνάμα ενάντια τόσο στην οθωμανική φεουδαλική κυριαρχία, όσο και στην παγκόσμια αποικιοκρατία. Μα στη ζωή τίποτε δεν είναι απλό. Ό λ α τα πράγματα έχουν την πολυπλοκότητά τους. Μόλις άρχισαν ν ' αναπτύσσονται οι ενδογενείς εμπορευματικές παραγωγικές σχέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται σ ' αυτή και οι εξωγενείς εμπορευματικές σχέσεις, αυτές που έφερνε μαζί της η διείσδυση των αποικιοκρατών στην οθωμανική οικονομική ζωή. Παρουσιάστηκαν δυο ειδών εμπορευματικές παραγωγικές σχέσεις, αυτές που ευνοούσαν την ανάπτυξη των εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αυτές που έβαζαν φραγμό στην εθνική αφύπνιση των λαών της. Μέσα στην πολυεθνική αυτοκρατορία του Σουλτάνου παρουσιάστηκαν δυο τμήματα της αστικής τάξης: εκείνο που στήριζε την ανάπτυξή του και την προκοπή του στη συντριβή του οθωμανικού φεουδαλικού κοινωνικού συστήματος και στη μετατροπή της οθωμανικής κοινωνίας σε κοινωνία της αστικής ανάπτυξης, και εκείνο που βάσιζε το γιγάντωμά του στη στενή συνεργασία με την αποικιοκρατία και στη μετατροπή της οθωμανικής κοινωνίας σε κοινωνία της καπιταλιστικής υπανάπτυξης. Τελικά υπερτέρησε το δεύτερο. Τα έθνη όμως δεν είναι δημιούργημα των αστικών τάξε-
ων, μα των καταπιεσμένων τάξεων.5 Γι' αυτό και το
εθνικό κίνημα των εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 179
ήταν αναπόφευκτο. Ξεπήδησε από τη σκληρή και αδιάλλακτη πάλη των μαζών (βασικά της αγροτιάς). Μα την εποχή της εμφάνισής του (τέλη 18ου — αρχές 19ου αιώνα) ηγέτης του δεν μπορούσε παρά να είναι η αστική τάξη. Το γεγονός αυτό σήμαινε πως, για μεγάλο διάστημα, την πορεία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των υπόδουλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα την καθόριζαν οι αστικές τάξεις τους. Ποιο όμως τμήμα τους; Αυτό που τελικά θα υπερτερούσε. Στα τέλη του 18ου αιώνα δόθηκε η κρίσιμη και αποφασιστική μάχη. Αυτό μπορούμε πολύ ανάγλυφα και παραστατικά να το δούμε στο εθνικό κίνημα των Ελλήνων της εποχής εκείνης. Εκφραστής της πρώτης τάσης, δηλαδή των ντόπιων αυτοδύναμων αστών, ήταν ο Ρήγας Βελεστινλής. Θέλησε ν ' απελευθερώσει μαύρους κι άσπρους, Αρβανίτες, Βούλγαρους και Ρωμιούς. Ήθελε τη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να την πάρει μια νέα κοινωνία της δημοκρατίας και της ολόπλευρης ανάπτυξης. Εκφραστές της άλλης τάσης ήταν εκείνοι που τον κατηγόρησαν για ονειροπόλο, για επικίνδυνο ταραχοποιό και που τον πρόδωσαν. Το τραγικό και μαρτυρικό τέλος του Ρήγα εξέφραζε και την οριστική ήττα του αυτοδύναμου τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης και την ακλόνητη νίκη του τμήματός της που συνδεότανε άμεσα με την αποικιοκρατία. Α π ' εδώ και πέρα τα πράγματα πήραν τη γνωστή πορεία τους. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων αξιοποιήθηκε από τον ταξικό ηγέτη του σαν μέσο για την κατοχύρωση των αποικιοκρατικών συμφερόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και σαν όπλο για την παραπέρα άνοδο και ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου, που συνδεόταν άμεσα με την παγκόσμια αποικιοκρατική αγορά. Κι αυτό με άλλα λόγια σήμαινε: η ηρωική πάλη του ελληνικού λαού για την εθνική του ανεξαρτησία και την εθνική του προκοπή γινότα-
νε πιόνι στη σκακιέρα του παιχιδιού των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων της εποχής. Οι αγώνες των εθνικών κινημάτων των υπόδουλων λαών της Οθωμανικής 180
Αυτοκρατορίας αποδιοργάνωναν και αποσύνθεταν το φεουδαλικό απολυταρχικό κράτος του Σουλτάνου. Μα το «Ανατολικό Ζήτημα», που υπήρξε καρπός των σκοτεινών δραστηριοτήτων των αποικιοκρατικών δυνάμεων, για το άρπαγμα της πλούσιας οθωμανικής κληρονομιάς, ερχότανε να χαντακώσει τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Παράλληλα αποτελούσε το αποφασιστικό μέσο των αστικών τάξεων των υπόδουλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να ευνουχίζουν και να εκφυλίζουν τα εθνικά κινήματα των λαών τους, ανάλογα και στο βαθμό που απαιτούσαν τα γενικότερα συμφέροντα της παγκόσμιας αποικιοκρατίας. Από τότε, δεν προλάβαινε ένα εθνικό κίνημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να δείξει τη δύναμή του και αμέσως ο εθνικός ηγέτης του το διεθνοποιούσε, δηλαδή το ενέτασσε στο επαίσχυντο παιχνίδι που λεγότανε «Ανατολικό Ζήτημα». Έ τ σ ι μονάχα μπορούσε να υποταχθεί το εθνικό κίνημα στα στενά ταξικά συμφέροντα του ηγεμόνα του. Θα πρέπει, λοιπόν, να πάρει κανείς υπόψη του αυτή την πραγματικότητα, όταν κρίνει και αξιολογεί το ελληνικό εθνικό κίνημα στη διάρκεια του 19ου - αρχές 20ού αιώνα. Η πορεία της εθνικής απελευθέρωσης αναπόφευκτα γινότανε τυραννική και μακρόχρονη και ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει στην ολοκλήρωση της. Η μόνιμη προσπάθεια των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων για την κυριαρχία τους (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, ιδεολογική κλπ.) στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αδιάρρηκτη πρόσδεση της ελληνικής αστικής τάξης στην προσπάθεια αυτή, στάθηκαν αποφασιστικοί αρνητικοί παράγοντες για το ελληνικό εθνικό κίνημα. Και το έστρεψαν προς άλλους, ξένους προς αυτό, στόχους και το σακάτεψαν. Μέσα σ ' αυτές τις συνθήκες της ξένης οθωμανικής υποδούλωσης και της αποικιοκρατικής εξάρτησης, μεγάλωσε η ανισόμερη ανάπτυξη του ελληνικού εθνικού κινήματος. Αρκεί να ρίξει κανείς μια προσεκτική ματιά στην εδαφική σύνθεση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821-1829 για να διαπιστώσει την πιο πάνω αλήθεια. Επίσης σημαντικοί πα181
ράγοντες, όπως οι ελληνικές εδαφικές και οι γλωσσικές σχέσεις, που αποτελούν ζωτικά στοιχεία της δομής του ελληνικού έθνους, κάτω από την άμεση επίδραση της παγκόσμιας αποικιοκρατίας, γίνονταν τροχοπέδη στο εθνικό κίνημα των Ελλήνων. Και για να γίνουμε κατανοητοί, αναφέρουμε για παράδειγμα το νησιώτικο ελληνισμό. Σ ' ολόκληρη την περιοχή του νησιώτικου ελλαδικού χώρου το ρόλο της κοινότητας του εδάφους τον έπαιξαν και τον παίζουν οι γλωσσικές σχέσεις, η κοινότητα της γλώσσας. Ποια κοινότητα εδάφους μπορεί να έχει η Κέρκυρα με τη Θάσο και η Μυτιλήνη με την Κρήτη, η Κρήτη με την Πελοπόννησο, η Ήπειρος με την Κύπρο κλπ.; Σ ' αυτή την περίπτωση, για τους νησιώτες η κοινή γλώσσα αποτελούσε και την ατράνταχτη απόδειξη της κοινότητας του εδάφους. Η γλώσσα ήταν εκείνη που βασικά έκανε όλο αυτόν το διάσπαρτο νησιώτικο κόσμο να θεωρεί τα νησιά του Ελλάδα. Ό μ ω ς , η επιβολή από την άρχουσα τάξη της διγλωσσίας, η αυθαίρετη ανακήρυξη της ανύπαρκτης στη ζωή «καθαρεύουσας» ως της γνήσιας ελληνικής γλώσσας, παρεμπόδιζε σοβαρά τη
διαμόρφωση από το λαό της κοινής ελληνικής και ενίσχυε
την επιβίωση των τοπικών διαλέκτων. Έ τ σ ι , στο νησιώτικο χώρο εξασθενούσε η συνοχή της κοινότητας του εδάφους και της κοινότητας της γλώσσας. Κατά συνέπεια, έμπαιναν επιπρόσθετα εμπόδια στο εθνικό κίνημα. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων και πρώτα α π ' όλα της ένταξης του ελληνικού εθνικού κινήματος στα πλαίσια της εξέλιξης και της πορείας του «Ανατολικού Ζητήματος», ήταν από την Επανάσταση του 1821 να βγει το νεοελληνικό κράτος-«φάντασμα». Από τότε κιόλας το εθνικό κίνημα των Ελλήνων πήρε τη μορφή του αγώνα της ένωσης των υπόδουλων περιοχών με την κρατικά αυτοτελή Ελλάδα. Οι ενωτικοί αγώνες των υπόδουλων Ελλήνων δεν ήταν ούτε ψεύτικοι, ούτε και προϊόν της επίσημης ιδεολογίας του νεοελληνικού κράτους, της γνωστής «Μεγάλης Ιδέας». Υπήρξαν δημιούργημα και προσφορά των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών. Άλλο, τώρα, αν η άρχουσα τάξη του νεοελληνικού 182
κράτους πάντα φρόντιζε οι αγώνες αυτοί να μην παραβλάφτουν τα συμφέροντα της αποικιοκρατίας, ιδιαίτερα των περιβόητων «προστάτιδων δυνάμεων». Άλλοτε τα κατάφερνε κι άλλοτε όχι. Το ελληνικό εθνικό κίνημα στην Κύπρο παρουσιάστηκε από το 1821. Η αγγλική αποικιοκρατική κατάχτηση του νησιού ήλθε να παθητικοποιήσει το κίνημα αυτό, για ένα σχετικά μεγάλο διάστημα. Η αγγλική κατοχή στην Κύπρο και το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας στην Ελλάδα (που τότε ήταν πρώτα α π ' όλα καθεστώς της αγγλοκρατίας) δεν έρχονταν σε καμιά αντίθεση ανάμεσά τους. Αντίθετα, ενίσχυαν το παγκόσμιο στρατηγικό σύστημα της αγγλικής αποικιοκρατίας και την ηγεμονική θέση της αστικής τάξης μέσα στην ελληνική κοινωνία. 'Τστερα, όμως, από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πιο συγκεκριμένα από τότε που φυσικός ηγέτης των εθνικών κινημάτων γίνεται η εργατική τάξη και που τα εθνικοαπελευθερωτικά-αντιαποικιακά κινήματα ταυτίστηκαν με το εργατικό κίνημα, το εθνικό κίνημα της Κύπρου άρχισε να γνωρίζει γρήγορη ανάπτυξη. Έ τ σ ι , το αίτημα της «ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα ξεπέρασε την παθητικότητά του και έγινε ενεργητικός παράγοντας του αντιαποικιακού αγώνα του ελληνικού λαού της Κύπρου. Έ τ σ ι , παρουσιάστηκε και η ιδιοτυπία του κυπριακού ζητήματος: ένα κίνημα που είχε πια για φυσικό του ηγέτη την εργατική τάξη, να έχει για αίτημά του την ένωση της Κύπρου μ ' ένα καθαρόαιμο καπιταλιστικό κράτος. ' Ισως υπάρξουν άνθρωποι που θα βιαστούν να φωνάξουν: η αντίφαση που παρουσιάζει το κυπριακό ζήτημα είναι και η βασική αιτία της κακοτυχίας του. Μα η αντίφαση, γενικά η αντίφαση, έχει καθολικότητα. Βρίσκεται παντού στη φύση και στην κοινωνία. Ακόμα και η κίνηση είναι μια αντίφαση.6 Κάθε αντίφαση εμπεριέχει την αλληλεξάρτηση και την πάλη ανάμεσα σ ' αντίθετες δυνάμεις. Και κανένα πράγμα ή κοινωνικό φαινόμενο δεν εξελίσσεται χωρίς την πάλη των αντιθέτων, χωρίς αντιφάσεις. Εκείνο, λοιπόν, που έχει σημασία 183
είναι να μελετηθεί από κοντά και σωστά η αντίφαση του κυπριακού ζητήματος, για να ανακαλυφτούν οι τρόποι της επίλυσης της και για να αξιοποιηθεί δημιουργικά η ίσαμε σήμερα πορεία του εθνικού κινήματος στην Κύπρο. Η εξελικτική διαδικασία του ελληνικού εθνικού κινήματος στην Κύπρο —βασικά ύστερα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο— περικλείει πολλές αντιθέσεις. Λόγου χάρη μέσα στα πλαίσιά της εντοπίζουμε: την αντίθεση ανάμεσα στους αποικιοκρατούμενους Κυπρίους και στον αποικιοκράτη δυνάστη, την αντίθεση ανάμεσα στις λαϊκές εργαζόμενες μάζες και στον ιμπεριαλισμό, την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, τη γενικότερη αντίθεση ανάμεσα στην αποικιοκρατούμενη περιφέρεια και στην αποικιοκρατική μητρόπολη, τις μερικότερες αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της ντόπιας αστικής τάξης κλπ. κλπ. Ακόμα, χωρίς δισταγμό, μπορούμε να πούμε πως μέσα στο εθνικό κίνημα της Κύπρου (που αποτελεί το μερικό) περικλείονται κι όλες οι βασικές αντιθέσεις που παρουσιάζονται στο ολικό (δηλαδή στο πανελλήνιο εθνικό κίνημα, και σε προέκταση στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα). Για να υπάρξει σωστή γνώση ενός φαινομένου και για να επιλυθούν τα προβλήματά του, απαιτείται η μελέτη όλων των πλευρών του, όλων των σχέσεων και των συναρτήσεών του. Η μελέτη αυτή είναι και η μόνη που μπορεί να μας φανερώσει την κύρια αντίθεση που διέπει το φαινόμενο αυτό και η μόνη που μπορεί να μας δείξει τη σωστή μέθοδο επίλυσης της κύριας αντίθεσης. Αυτή είναι η επιστημονική, άρα και διαλεχτική, τοποθέτηση. Μα το βασικό για μας είναι να δούμε με ποιο τρόπο υλοποιείται η πιο πάνω τοποθέτηση, στην περίπτωση του κυπριακού ζητήματος. Δυστυχώς είναι αδύνατο, μέσα στα στενά πλαίσια ενός σύντομου άρθρου, να γίνει κάτι τέτοιο. Γ ι ' αυτό και θα περιοριστούμε στο συμπέρασμα που φτάσαμε, δηλαδή στο ποια είναι η κύρια αντίθεση του Κυπριακού.7 Σε πολλούς, αν όχι στην πλειονότητα του λαού, επικρατεί η εντύπωση πως όλα τα δεινά των Κυπρίων δε θα υπήρχαν, αν 184
η Αγγλία δεν ήταν ανθελληνική, αν η αγγλική πολιτική στο Κυπριακό ήταν δίκαιη κλπ. Και δεν έχουν άδικο οι άνθρωποι, αν και παραγνωρίζουν πως η λευτεριά είναι από τα αγαθά εκείνα που δε χαρίζονται, μα καταχτιούνται με αγώνες και θυσίες. Ακόμα υπάρχει και μια απορία. Αρκετοί είναι εκείνοι που τη θέτουν. Γιατί η Αγγλία, αφού τόσες δεκαετίες ήταν ο κηδεμόνας και «προστάτης» της Ελλάδας, δε θέλησε να γίνει πραγματικότητα το αίτημα της «ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα; Γιατί δεν επανέλαβε τη «γενναία χειρονομία της», αυτή που επέτρεψε στα Εφτάνησα ν ' απαλλαχτούν από τον αγγλικό ζυγό; Φυσικά, οι Εφτανήσιοι κατάχτησαν την εθνική τους ανεξαρτησία χάρη στους αγώνες τους και όχι χάρη στη «μεγαλοψυχία» της αποικιοκρατικής Αγγλίας. Μα και οι Κύπριοι πάλεψαν το ίδιο θαρραλέα. Πού βρίσκεται, λοιπόν, η διαφορά; Απάντηση δε θα πάρουμε, παρά μονάχα όταν εντοπίσουμε την κύρια αντίθεση του κυπριακού ζητήματος. Είδαμε πως το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, από μια στιγμή και έπειτα, απέχτησε νέα φύση, καινούρια ουσία. Σαν εθνικοαπελευθερωτικό-αντιαποικιακό κίνημα του 20ού αιώνα είναι βαθιά αντιιμπεριαλιστικό κίνημα κ&ί στενά συνυφασμένο με το εργατικό κίνημα. Κατά συνέπε* η ίδια η φύση του είναι και εκείνη που μας αποκαλύπτει την κύρια αντίθεσή
του: είναι η αντίθεση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και στον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό. Και η κύρια αυτή αντίθεση συνδέεται αδιάσπαστα με την κύρια αντίθεση, που διέπει το όλο, δηλαδή τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα στο σύνολό της (δηλαδή την αντίθεση ανάμεσα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και την εργατική τάξη). Τον καιρό που οι Εφτανησιώτες νικούσαν την αγγλική αποικιοκρατία, η κύρια αντίθεση του εφτανησιώτικου προβλήματος ήταν η αντίθεση ανάμεσα στον υπόδουλο εφτανησιακό λαό και στην αγγλική αποικιακή τυραννία. Την εποχή εκείνη, η ένωση της Εφτανήσου με την Ελλάδα δεν εξασθενούσε ούτε το καθεστώς της ξένης κηδεμονίας και εξάρτησης στην Ελλάδα (δηλαδή την αγγλοκρατία), ούτε και την ελληνι185
κή αστική τάξη. Η υποχώρηση των Ά γ γ λ ω ν ήταν δυνατή. Με την ένωση λυνότανε η αντίθεση, βασικά σε βάρος της Αγγλίας, χωρίς όμως να θίγονται τα ζωτικά συμφέροντα της αγγλικής αποικιοκρατίας και του παγκόσμιου αποικιοκρατικού-καπιταλιστικού συστήματος. Στην Κύπρο, στον 20ό αιώνα, τέτοια δυνατότητα δεν μπορούσε να υπάρξει. Η κύρια αντίθεση του κυπριακού ζητήματος δε μπορούσε να επιλυθεί με τέτοιο τρόπο, που και «ο σκύλος να είναι χορτάτος και η πίτα γερή». Η πραγματοποίηση του αιτήματος της ένωσης έθιγε τα ζωτικά συμφέροντα και της αποικιοκρατίας και του καπιταλισμού. Γιατί μια τέτοια πορεία των πραγμάτων θα σήμαινε νίκη ενός αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, έστω κι αν η ικανοποίηση του αιτήματος προσφερότανε σαν πεσκέσι από την Αγγλία στο ελληνικό καθεστώς της ξένης εξάρτησης και της κηδεμονίας. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού και της γενικής κρίσης του παγκόσμιου αποικιοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος, η επίλυση της κύριας αντίθεσης κάθε εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, από τη μεριά των ιμπεριαλιστών, σημαίνει ορι-
στική συντριβή, θάψιμο του κινήματος αυτού. Ο μόνος
που μπορεί σωστά να επιλύσει την αντίθεση αυτή, δηλαδή να την επιλύσει υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, είναι πια η εργατική τάξη. Η πραγματικότητα αυτή αυτόματα όξυνε, από το μεσοπόλεμο και ύστερα, τη μάχη για το ποιος θα είναι ο ηγεμόνας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Κύπρο: οι εργάτες ή οι αστοί; Η ελληνική αστική τάξη, στο σύνολό της, παρά τις εσωτερικές της αντιθέσεις, δεν μπορούσε παρά να επιδιώκει την επίλυση της κύριας αντίθεσης του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, χωρίς να θίγεται και να κλονίζεται η θέση της μέσα στα πλαίσια του διεθνούς ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Η ελληνική εργατική τάξη, στο σύνολό της, αντικειμενικά επιζητούσε τη νίκη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, έτσι που να εξασθενεί ο ιμπεριαλισμός και το μονοπωλιακό κεφάλαιο μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Η συνένωση του εθνικοαπελευθερωτικού κινή186
ματος στην Κύπρο με το εργατικό κίνημα της Ελλάδας αποτελούσε προϋπόθεση για την παραπέρα ανάπτυξη και των δύο. Η μάχη, λοιπόν, για το ποιος θα είναι ο ηγεμόνας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Κύπρο ήταν αποφασιστικής σημασίας. Από τη μάχη αυτή εξαρτιόνταν τα πάντα. Από τη μάχη αυτή εξαρτιότανε η σωστή ή η μη σωστή επίλυση όλων των αντιθέσεων που περιέκλειε το εθνικό κίνημα της Κύπρου, εξαρτιότανε η ίδια η τύχη του λαού της Κύπρου. Μα μια τέτοια μεγάλη μάχη ποτέ δε δίνεται στα τυφλά. Απαιτούσε, από τη μεριά της εργατικής τάξης, σωστή και δημιουργική σύνδεση της επαναστατικής θεωρίας με την πράξη, δηλαδή με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του λαού της Κύπρου. Χρειαζότανε σωστή κατανόηση της αντίφασης του κυπριακού ζητήματος, σωστή κατανόηση της κύριας αντίθεσης του και σωστή μέθοδο επίλυσής της. Μα, όπως θα δούμε, όλα αυτά απουσίαζαν. Γ ι ' αυτό και το ελληνικό εργατικό κίνημα έχασε μέσα από τα χέρια του την ηγεμονία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Κύπρου και έτσι ανοίχτηκε και ο δρόμος για να παρουσιάζει το κυπριακό ζήτημα, εδώ και 25 χρόνια, τη θλιβερή εξέλιξη: να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Το κυπριακό ζήτημα στην πράξη Από το 1931 και για ένα μεγάλο διάστημα (ίσαμε το 1950), το κυπριακό εθνικό κίνημα είχε για ηγέτη του την εργατική τάξη. Σ ' αυτή την περίοδο είναι που γεννήθηκε το κυπριακό εθνικό ζήτημα και σ ' αυτή την περίοδο το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του νησιού γνώρισε τη μεγαλύτερη σφριγηλότητά του. ' Ηταν η περίοδος που το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου έδινε προτεραιότητα στην κύρια αντίθεση του εθνικού προβλήματος, στην αντίθεση ανάμεσα 187
στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και στον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό. Το παράνομο Κ.Κ. Κύπρου (αργότερα πήρε τη θέση του το νόμιμο ΑΚΕΛ), ως ο πολιτικός φορέας της εργατιάς της Κύπρου, βασικά αντιμετώπιζε σωστά την τοτινή γενική κατάσταση. Συνέδεε τους καθημερινούς αγώνες του εργαζόμενου λαού με το γενικό αίτημα της «ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα. Η ενεργητική αυτή στάση είχε για αποτέλεσμα να λύνεται υπέρ της ελληνικής εργατικής τάξης (στο σύνολό της) η αντίφαση του κυπριακού ζητήματος. Με άλλα λόγια, χάρη σ ' αυτή τη στάση, κύρια πλευρά της αντίφασης του κυπριακού ζητήματος γινότανε το εθνικοαπελευθερωτικόαντιαποικιακό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της Κύπρου και όχι η επίσημη Ελλάδα (η ενταγμένη στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο). Έ τ σ ι το αίτημα της ένωσης έπαιρνε το χαρακτήρα επαναστατικού αντιιμπεριαλιστικού αιτήματος. Δικαιολογημένα μπορεί να μπει το ερώτημα: γιατί συνέβαινε κάτι τέτοιο; Ποια είναι τα δεδομένα που τεκμηριώνουν την πιο πάνω διαπίστωση; Την απάντηση θα την αναζητήσουμε τόσο στο τι απέκλειε η ηγεμονία της εργατικής τάξης στο ενωτικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, όσο και στο ποια εξέλιξη έδινε, η ηγεμονία αυτή, στις διάφορες αντιθέσεις, που περικλείει το εθνικό πρόβλημα της Κύπρου. Πρώτα α π ' όλα, όντας η εργατική τάξη ο ηγέτης του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, απέκλειε τη
διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος. Δηλαδή, παρε-
μπόδιζε την ελληνική αστική τάξη (στο σύνολό της), να το εντάξει στον ανταγωνισμό των μεγάλων ηγεμονικών-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στο παιχνίδι τους για την παγκόσμια αποικιοκρατική κυριαρχία. Η Κύπρος και οι αγώνες του λαού της δεν μπορούσανε να είναι ατού, γερό χαρτί, για την καλυτέρεψη της διεθνούς θέσης (οικονομικής, πολιτικής κλπ.) της άρχουσας τάξης της Ελλάδας και του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και της κηδεμονίας. Κι ας μην ξεχνάμε πως η Κύπρος μπορούσε (άλλωστε αργότερα έγινε) να είναι ένα τέτοιο ατού. Η θέση της μέσα 188
στο παγκόσμιο στρατηγικό-πολεμικό σύστημα της παγκόσμιας αποικιοκρατίας και του διεθνούς ιμπεριαλισμού είναι σημαντική. «Η Κύπρος έχει ένα σημαντικό προσόν: τη στρατηγική της θέση. Είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και είναι έτσι καλά τοποθετημένο, που προσφέρεται για την αστυνόμευση ολόκληρου του Λεβάντε», μας λέει ο ειδικός σύμβουλος του Στέητ Ντηπάρτμεντ στα θέματα της Εγγύς Ανατολής, ΤΗοιτιαδ ΕΗΓΙΪΟΗ.8 Και όμως, από το 1931 ίσαμε το 1948, οι κυβερνήτες της Ελλάδας ή σιωπούσανε ή και ανοιχτά αποδοκιμάζανε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου. Αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στα 1931, όταν πραγματοποιότανε η πρώτη εξέγερση του κυπριακού λαού, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ε. Βενιζέλος διακήρυττε: « Ό π ω ς δήλωσα και άλλοτε ζήτημα χυπριακάν δεν υφίσταται μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της αγγλικής...». Ακόμα καταδίκαζε την εξέγερση σαν
εγκληματική παρεκτροπή κλπ.9 Σ ' όλη τη διάρκεια του
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ 30 χιλιάδες Κύπριοι πολεμούσανε στο μέτωπο τους χιτλεροφασίστες, η εξόριστη κυβέρνηση του Ε. Τσουδερού προτίμησε να φιλοξενείται στην Αίγυπτο και στο Λονδίνο και όχι στο ελληνικό έδαφος της Κύπρου. Ο πρωθυπουργός της λεγόμενης κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», ο Γ. Παπανδρέου, στον πανηγυρικό του λόγο που έβγαλε στο λαό της Αθήνας (στις 1 8 / 1 0 / 1944), έλεγε: «...σκοπός μας δεν είναι μόνον η Εθνική Απελευθέρωσις. Είναι επίσης χαι η Εθνική μας Ολοκλήρωσις.» Και ποια ήταν η «εθνική ολοκλήρωση» που ζητούσε ο Γ. Παπανδρέου; Ή τ α ν η προσάρτηση της Βόρειας Ηπείρου, η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα και η αναπροσαρμογή των συνόρων μας στη Μακεδονία και στη Θράκη.
Ούτε λέξη για την Κύπρο.10
Την πολιτική αυτή, δηλαδή την ανοιχτή άρνηση απέναντι στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, ακολούθησαν και οι άλλες κυβερνήσεις της Αθήνας, αυτές που ξεπήδησαν ύστερα από την προδοσία και τη συντριβή της ελληνικής 189
Εθνικής Αντίστασης. Έ τ σ ι βλέπουμε, λόγου χάρη, στις 6 Ιούλη 1946, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας να διακηρύττει στο Παρίσι, όπου είχε πάει για να υπερασπίσει τις ελληνικές «εθνικές διεκδικήσεις» στη συνδιάσκεψη ειρήνης,
ότι «η Κύπρος δεν αποτελεί εθνικήν διεχδίκησιν της
Ελλάδος». Τη στιγμή που σ' ολόκληρη την Ελλάδα ηχούσανε τα διάφορα σοβινιστικά συνθήματα, όπως το πολύ γνωστό «Σόφια, Μόσχα, Κατοχή», σε μεγάλη συγκέντρωση στο Στάδιο, ο τότε υπουργός του Πολιτικού Γραφείου, Μπαλτατζής, πληροφορούσε τον ελληνικό λαό πως «η Κύπρος δεν
περιλαμβάνεται, όπως είναι πασίγνωστον, εις τας εθνικάς
διεκδικήσεις».11 Τότε, δηλαδή, από το 1945 και ύστερα, η επίσημη ελληνική προπαγάνδα χαρακτήριζε «εαμοβούλγαρο», όποιον τολμούσε να μιλήσει υπέρ του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Έφτανε κανείς να πει πως έβρισκε σωστό το αίτημα των Κυπρίων για την ένωση, για να φακελωθεί. Τον Αύγουστο του 1946, το θεωρητικό όργανο του ΚΚΕ, η ΚΟΜΕΠ, χαρακτηριστικά έγραφε: «Η Κύπρος, το μεγάλο
και πλούσιο νησί, που είναι ελληνικό όσο είναι ελληνικό το πιο παλιό κομμάτι του ελληνικού κορμού, ξεγράφτη-
κε από τον κατάλογο των εθνικών μας διεκδικήσεων και η κυβέρνηση των μοναρχικών χαρακτηρίζει "Βούλγαρο" κάθε πραγματικόν Έλληνα που επιμένει να τη διεκδικεί».12 Χάρη στο γεγονός πως ηγέτης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στην Κύπρο ήταν η εργατική τάξη, το αίτημα της ένωσης στρεφότανε ταυτόχρονα τόσο ενάντια στους αποικιοκράτες-ιμπεριαλιστές, όσο και ενάντια στην αντεπαναστατική άρχουσα τάξη της Ελλάδας. Ο λαός, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, έβλεπε πεντακάθαρα ποιοι είναι οι γραικύλοι και ποιοι οι πατριώτες. Και η αντίθεση ανάμεσα στο λαό και στην άρχουσα τάξη οξυνόταν τόσο πολύ, που ακόμα κι αυτοί οι Ά γ γ λ ο ι αποικιοκράτες (η περιβόητη Φαβιανή Εταιρία) θέλησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για τον εαυτό τους. Προπαγάνδιζαν, τότε, πως δεν έδιναν την Κύπρο στην Ελλάδα γιατί η τελευταία ήταν φασιστική! 13 190
Έ τ σ ι , η μη διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος είχε δυο σημαντικά θετικά αποτελέσματα: α) Δεν έδινε τη δυνατότητα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να αναμειχτούν ενεργητικά στην Κύπρο και να ευνουχίσουν τη βασική αντίθεση του κυπριακού εθνικού κινήματος, την αντίθεση ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες και στον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό. Προστάτες, σωτήρες κλπ. αποκλείονταν. Ο μοναδικός προστάτης και σωτήρας του λαού της Κύπρου ήταν το αντιιμπεριαλιστικό-εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του ελληνικού λαού στο σύνολο του. β) Όξυνε τη βασική αντίθεση της νεοελληνικής κρατικομονοπωλιακής κοινωνίας, την αντίθεση ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες και στην άρχουσα τάξη πραγμάτων. Μα δε σταματούσανε εδώ οι ευεργετικές συνέπειες που είχε το γεγονός πως ηγεμόνας του κυπριακού εθνικού κινήματος ήταν η εργατική τάξη. Η ηγεμονική θέση της εργατικής τάξης μέσα στο εθνικοαπελευθερωτικό στρατόπεδο της Κύ-
πρου απέκλειε και τη δημιουργία εσωτερικού εθνικού
ζητήματος. Η τουρκοκυπριακή μειονότητα, που στη μεγάλη της πλειοψηφία την αποτελούσανε φτωχοί άκληροι χωρικοί, μικροκαλλιεργητές, αγρότες και εργάτες, δεν αντιτάχθηκε στο εθνικό κίνημα της πλειοψηφίας. Οι Τουρκοκύπριοι αδελφωμένα πάλευαν με τους Ελληνοκύπριους εργαζόμενους για την επιβίωσή τους. Ούτε το Λονδίνο, ούτε η Άγκυρα, ούτε κανένας άλλος, τολμούσανε τότε να ξεσηκώσουν τους Τουρκοκύπριους ενάντια στους Ελληνοκύπριους. Κάθε τέτοια προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Με άλλα λόγια, έδαφος για να καλλιεργηθεί η αντίθεση ανάμεσα στην εθνική πλειονότητα και στην εθνική μειονότητα δεν υπήρχε. Οι Ά γ γ λ ο ι αποικιοκράτες, οι συνεργάτες τους στην Κύπρο και στην Ελλάδα, η πολιτική αντίδραση, φωνασκούσαν για τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», για τους «εαμοβούλγαρους» κλπ. κλπ. Κι όμως, ποτέ δεν μπορέσανε να δημιουργήσουν ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους κλίμα εμφυλίου σπαραγμού. Φυσικά, η ηγεμονία της εργατικής τάξης μέσα στο κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου δεν κα191
ταργούσε τις ταξικές αντιθέσεις, που υπήρχανε στην κυπριακή κοινωνία. Εκείνο που όμως έκανε ήταν πως τις ακινδυνοποιούσε για την παραπέρα ανάπτυξη του εθνικού κινήματος. Δυστυχώς, όπως είπαμε, η εργατική τάξη έχασε μέσα από τα χέρια της την ηγεσία του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Τα αίτια της ήττας της ήταν διάφορα. Από αυτά, άλλα πήγαζαν από το δυσμενή συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στην Κύπρο και στην Ελλάδα και άλλα σχετίζονταν με το ρόλο των κομμάτων της Αριστεράς. Το ΚΚΕ και το ΑΚΕΛ δεν αντιλήφθηκαν σωστά, επαναστατικά, την αντίφαση του κυπριακού ζητήματος. Δεν είδαν πως η κύρια πλευρά της αντίφασης ήταν το κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και όχι το λεγόμενο «εθνικό κέντρο». Δεν είδαν πως οι εξελίξεις στην Κύπρο διαδραμάτιζαν καταλυτικό ρόλο και στις εξελίξεις του ελλαδικού χώρου. Γ ι ' αυτό και προσπαθήσανε ν ' αναποδογυρίσουν την πραγματικότητα. Μέσα στις συνθήκες της διαμόρφωσης της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα (1947-1949) ρίξανε το σύνθημα «λεύτερη Κύπρος σε λεύτερη Ελλάδα». Αυτό, τότε, σήμαινε πως οι αγωνιστές της Κύπρου έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα στο μέτωπο του Γράμμου κι όχι σ ' εκείνο της Κύπρου. Ό τ α ν η Ελλάδα θα γινότανε «Λαϊκή Δημοκρατία», τότε θα ερχότανε και η σειρά της Κύπρου. Η τυπική λογική μπορούσε να ήταν σύμφωνη με τον πιο πάνω συλλογισμό. Μα η επαναστατική αντίληψη, δηλαδή η σωστή κατανόηση της πραγματικότητας από τη μεριά της εργατικής τάξης, βρισκότανε σε κραυγαλέα αντίθεση με τέτοιου είδους μηχανιστικές απόψεις. Και η ετσιθεληματική εφαρμογή τους είχε για μοναδικό αποτέλεσμα ν' ανοιχτεί ο δρόμος, για να πάρει την ηγεσία του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος η ελληνική αστική τάξη στο σύνολό της. Ο πρώτος μεγάλος αρνητικός καρπός αυτής της αντεπαναστατικής αντίληψης για το κυπριακό ζήτημα δεν άργησε να έλθει. Το ΑΚΕΛ δέχτηκε την «αυτοδιοίκηση» που παραχωρούσανε οι Ά γ γ λ ο ι αποικιοκράτες και εκπρόσωποι του πήραν μέρος στη «συμβουλευτική συνέλευση», που είχε σκα192
ρώσει ο Ά γ γ λ ο ς διοικητής του νησιού (Σεπτέμβρης 1947). Αργότερα, το ΑΚΕΛ έκανε αυτοκριτική για τη στάση του και απομάκρυνε την ηγεσία του Φίφη Ιωάννου. Μα για να διορθώσει το λάθος έπεσε σ ' ένα άλλο λάθος αρχής: δέχθηκε ανεπιφύλακτα την ηγεσία της Εθναρχίας. Ό σ ο για την ηγεσία του ΚΚΕ (Ν. Ζαχαριάδης), αυτή έφτασε στο σημείο ν ' αγνοήσει ολότελα το κυπριακό ζήτημα. Το προσωρινό πρόγραμμα του κόμματος (1954) δεν έλεγε ούτε λέξη για την ΚύπροΙΙΙ Τελικά και τα δυο κόμματα (ΑΚΕΛ-ΚΚΕ) αναγνώρισαν την ηγεσία του Μακαρίου Γ ' σαν τη μοναδική και φυσική ηγεσία του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Η εργατική τάξη πολιτικά έμενε ακέφαλη. Η πρώτη ουσιαστική νύξη για το όψιμο ενδιαφέρον της ελληνικής αστικής τάξης για την τύχη της Κύπρου παρουσιάζεται το 1948.14 Η χρονιά δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, που τον άναψαν οι ΗΠΑ για να διώξουν τους Άγγλους από τον τόπο και να πάρει τη θέση της αγγλοκρατίας η αμερικανοκρατία, πήγαινε πολύ καλά για την Ουάσιγκτον. Ή τ α ν η εποχή που οι προπαγανδιστές και οι ιδεολόγοι του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είχαν βαφτίσει τη Μεσόγειο «Αμερικάνικη Θάλασσα». Ή τ α ν η εποχή που οι Αμερικάνοι κατηγορούσαν τους «αδελφούς» τους Ά γ γλους πως «ισχυριζόμενοι ότι ανεγείρουν στην Κύπρο στρατιωτική βάση κατά των Ρώσων, παίζουν παιχνίδι ενάντια στις ΗΠΑ». 15 Η Κύπρος έπρεπε να γίνει αμερικάνικη. Και δεν είναι περίεργο, γιατί ο βασιλιάς Παύλος βρήκε τον Αμερικανό δημοσιογράφο Σούλτζμπεργκερ, το Σεπτέμβρη του 1948, για να του θέσει το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Και η αγγλική «Εκόνομιστ» προειδοποιούσε τον Παύλο, πως η τακτική του αυτή απέναντι στην Αγγλία «δεν αυξάνει την πιθανότητα να διατηρήσει το θρόνο του».16 Έ τ σ ι , η ελληνική άρχουσα τάξη άρχισε να ενδιαφέρεται να πάρει στα χέρια της το εθνικό κίνημα της Κύπρου, μονάχα όταν οι απαιτήσεις της εδραίωσης της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα και της ηγεμονίας των ΗΠΑ στη Μεσόγειο συνηγορούσανε για κάτι τέτοιο. 13
193
Από την αρχή, λοιπόν, το ξεκίνημα της ελληνικής αστικής τάξης ήταν ολότελα διαφορετικό από τη στάση που κρατούσε η εργατική τάξη. Κάθε κεφάλαιο βασίζεται στην αρχή: να παίρνει, να μη δίνει. Και το ελληνικό κεφάλαιο δε θα είχε καμιά αντίρρηση να πάρει την Κύπρο. Μα οι επιθυμίες του, οι βλέψεις του, δεν μπορούσανε να ξεπεράσουν τα συμφέροντα του πλέγματος της ταξικής συμμαχίας, που διάρθρωνε την αμερικανοκρατία στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον της αστικής τάξης για την Κύπρο ήταν πρώτα α π ' όλα ενδιαφέρον για την κατοχύρωση των συμφερόντων της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα και του ηγεμόνα της, των ΗΠΑ. Αυτό σήμαινε: αν τα συμφέροντα της'αμερικανοκρατίας και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ικανοποιούνταν με την «ένωση», είχε καλώς. Αν όχι, τότε το αίτημα του αγωνιζόμενου λαού της Κύπρου έπρεπε ν ' απεμποληθεί και το εθνικοαπελευθερωτικό του
κίνημα να συντριβεί.
Στις 15/1/1950 η Εθναρχία της Κύπρου διενήργησε το ανεπίσημο δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Ψήφισαν 224.747 Ελληνοκύπριοι. Τπέρ της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα τάχτηκαν 215.108 ψηφοφόροι. Το δημοψήφισμα αποτελούσε πανηγυρική εκδήλωση υπέρ του αιτήματος της ένωσης. Μα παράλληλα υπήρξε και μια πράξη, που έβαζε τις βάσεις για το χωρισμό των Κυπρίων σε δυο ξέχωρες κοινότητες. Οι Τουρκοκύπριοι αποκλείονταν από μια τόσο σημαντική εκδήλωση. Αυτό ήταν και το πιο σημαντικό πρακτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Η αστική τάξη, που ίσαμε το 1948 χαραχτήριζε αντεθνικούς όσους ήταν υπέρ του αιτήματος της ένωσης, τώρα παρουσιαζότανε ζηλωτής της. Μα χρησιμοποίησε το αίτημα, όχι για να δυναμώσει το κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, αλλά για να διεθνοποιήσει το κυπριακό ζήτημα, για να το εντάξει στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων για την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Στις 10 Αυγούστου 1953, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος ζήτησε από το γενικό γραμματέα του ΟΗΕ να γραφτεί το κυπριακό ζήτημα στα θέματα της ημερήσιας διάταξης της 194
Γενικής Συνέλευσης του παγκόσμιου οργανισμού. Η αίτηση του απορρίφθηκε. Στις 16 Αυγούστου 1954 προσέφυγε επίσημα η Ελλάδα στον ΟΗΕ. Και πάλι το αποτέλεσμα υπήρξε μηδέν. Και Θα πρέπει να σημειωθεί πως στο διάστημα 1950-1954, ο λαός της Κύπρου κρατήθηκε μακριά και ξένος προς όλες αυτές τις δραστηριότητες. Κανένας δεν του έδινε λογαριασμό, ενώ παράλληλα άρχισαν να καλλιεργούνται οι προστριβές ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους και να βαθαίνει ο χωρισμός των Ελληνοκύπριων σ' εθνικόφρονες και μη. Τώρα, το πρωταρχικό πρόβλημα ήταν με ποιο τρόπο οι ΗΠΑ θα έπαιρναν τη θέση της Αγγλίας στην Κύπρο. Η απελευθέρωση του λαού της Κύπρου από τα αποικιακά δεσμά από άμεσο, καυτό πρόβλημα που ήταν, έγινε πρόφαση για την προώθηση των σχεδίων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η Αγγλία, για ν ' αποκρούσει τους ανταγωνιστές της, χτύπησε στην αχίλλειο φτέρνα του αμερικάνικου στρατηγικού συστήματος της περιοχής: στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Και δεν της ήταν καθόλου δύσκολο. Η ηγεσία του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού στρατόπεδου είχε αλλάξει. Η παλιά ενότητα των εργαζομένων της Κύπρου (Ελλήνων και Τούρκων) δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Έ τ σ ι , με δικαιολογία την προστασία των Τουρκοκυπρίων, η Αγγλία ανάμειξε στα 1955 την Τουρκία. Και η απάντηση: η ένοπλη πάλη του λαού της Κύπρου ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες. Ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ, με αρχηγό το Γ. Γρίβα, τον παλιό ηγέτη της κατοχικής Χ, δεν ήταν ψεύτικος. Δεν ήταν απλές τρακατρούκες. Οι Κύπριοι πάλευαν αληθινά και έδιναν τη ζωή τους για την πραγμάτωση του πόθου τους. Μα, μια και το εθνικό ζήτημα της Κύπρου είχε γίνει παράγοντας του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ήταν επόμενο ν ' αξιοποιείται ο αγώνας αυτός για τα συμφέροντα των εχθρών της λευτεριάς της Κύπρου. Και η απόδειξη δεν άργησε να έλθει.
Στις 29 Αυγούστου 1955, πέντε μήνες ύστερα από την 195
έναρξη του ένοπλου αγώνα, συνέρχονταν στο Λονδίνο οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας, για να συζητήσουν το μέλλον της Κύπρου. Η Ελλάδα της αμερικανοκρατίας θυσίαζε το αίτημα της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων υπέρ της λεγόμενης ελληνοτουρκικής φιλίας, δηλαδή υπέρ της συνοχής και της ενότητας της νοτιοανατολικής πτέρυγας του στρατηγικού συστήματος του ΝΑΤΟ. Από τότε, για τις ΗΠΑ και την Ελλάδα της αμερικανοκρατίας, ζωτικό πρόβλημα έγινε με ποιο τρόπο θα έπαιρναν με το μέρος τους την Τουρκία στην πάλη για την έξωση των Ά γ γ λ ω ν αποικιοκρατών από το νησί. Κατά συνέπεια το αίτημα της ένωσης έπρεπε να θαφτεί. Γιατί η Τουρκία γύρευε μερτικό. Η Αγγλία, πάλι, από τότε, προσπαθούσε να κάνει αδύνατη την ελληνοτουρκική συνεννόηση, δημιουργώντας χ ά σ μ α ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους. Έ τ σ ι γιγάντωσε και το λεγόμενο εσωτερικό εθνικό πρόβλημα της Κύπρου. Στα τέσσερα περίπου χρόνια που κράτησε ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ το κυπριακό ζήτημα είχε γίνει ένα από τα καυτά θέματα του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ. Στα παρασκήνια, στους διαδρόμους του ΟΗΕ, στα κρησφύγετα του ΝΑΤΟ κλπ. γίνονταν συνομιλίες και συσκέψεις, χωρίς να γνωρίζει τίποτα ο λαός της Κύπρου, που έχυνε το αίμα του. Καρπός όλων αυτών των μηχανορραφιών ήταν οι περιβόητες συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (Φλεβάρης 1959). Τότε είχε ξεσηκωθεί ολόκληρη η αντιπολίτευση στην Ελλάδα. Σε κοινή ανακοίνωσή τους οι νεολαίες της ΕΔΑ, της Δημοκρατικής Ένωσης, του Κόμματος των Προοδευτικών, της Νέας Αγροτικής Κίνησης, διακήρυτταν: «Ας προσπαθή η Κυβέρνησις να καταπνίξη την φωνήν του Έθνους. Ας απαντά με την κραυγήν "αίσχος" στην ιαχήν " Ζ Η Τ Ω Η Ε Ν Ω Σ Ι Σ " . Ουδένα θα πτοήση και ουδέν θα επιτύχη. Ο Κυπριακός λαός θα συνέχιση σταθερός και αποφασισμένος τον δρόμον του, τον δρόμον της τιμής και της ελευθερίας, τον δρόμον της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, μέχρι που να ξημερώση μιαν αυγή και να τον καλέση ο λυτρωμός».17 Μα, παρά τη θέρμη 196
τους, οι πιο πάνω νεολαίες ξεχνούσανε πως τα λόγια τους ήταν ξεθυμάσματα και τίποτα άλλο. Για να γίνονταν πράξη χρειαζότανε να ξαναγίνει η εργατική τάξη ο ηγέτης του εθνικού κινήματος. Διαφορετικά και οι ίδιες πολύ γρήγορα θα ξεχνούσανε τ ' αναθέματα και τις κατάρες τους (κι έτσι έγινε). Τι ήταν στην πραγματικότητα οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου; Μια κυνική συμφωνία των ιμπεριαλιστών της Αγγλίας και των ΗΠΑ και των καθεστώτων της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Η Αγγλία υποδεχότανε σαν συγκυρίαρχος στην Κύπρο την Ελλάδα και την Τουρκία (στη διπλωματική γλώσσα αυτό αποδόθηκε με τον όρο εγγυήτριες δυνάμεις). Έπαυε να είναι ο μοναδικός κυρίαρχος του νησιού. Οι ΗΠΑ έβαζαν το ποδάρι τους στην Κύπρο με ενδιάμεσους τους «συμμάχους» τους. Παράλληλα, όμως, η Αγγλία εξασφάλιζε ορισμένα εδάφη της Κύπρου, που τα μετέτρεπε σε αγγλικά εδάφη (Δεκέλεια, Ακρωτήρι), και τη δέσμευση πως η Κύπρος θα είναι μέλος της βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η Τουρκία έπαιρνε το δικαίωμα να διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί, να επεμβαίνει στρατιωτικά σαν εγγυήτρια δύναμη για την «προστασία των Τουρκοκυπρίων». Επίσης, αποσπούσε ουσιαστικά διομολογικά προνόμια για την τουρκοκυπριακή μειονότητα, προνόμια που μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει σαν μεγάλα ατού της. Η Ελλάδα γινότανε κι αυτή εγγυήτρια δύναμη κι αποχτούσε όλα τα πλεονεχτήματα, που πρόσφερνε στο ελληνικό κεφάλαιο η ύπαρξη μιας «δεύτερης Ελλάδας», δηλαδή η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας που δε θ ' ανήκε στο ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ ξανασταθεροποιούσανε τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και είχαν ακόμα τη δυνατότητα, άλλοτε με την Τουρκία κι άλλοτε με την Ελλάδα, να κάνουν ερείπιο ό,τι οικοδομήθηκε με τις εύθραυστες συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Ό σ ο για το λαό της Κύπρου, αυτός έχανε το
δικαίωμα, έστω και στα λόγια, να ζητεί την αυτοδιάθε-
σή του. Από το 1959 έπρεπε να ξεχάσει και το αίτημα της 197
ένωσης κι οτιδήποτε μπορούσε να έχει σχέση με την πραγματική του λευτεριά. Είχε αποχτήσει, σύμφωνα μ ' έκφραση του Σ. Βενιζέλου, την «αλυσοδεμένη ανεξαρτησία» του νησιού του, κάτω από το ηχηρό διπλό όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας — Κύπρις Τζουμχουριετί. Το στάτους κβο της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν άντεξε περισσότερο α π ' ό,τι η τελετή της ανακήρυξής της. Και το φιάσκο της Ζυρίχης και του Λονδίνου γρήγορα απέδειξε τις τρομερές καταστρεπτικές συνέπειές του. Οι απολογητές της παράδοσης του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στα νύχια των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων άρχισαν να διαδίδουν τη θεωρία των εφικτών λύσεων, δηλαδή του μικρότερου κακού κλπ. Παρ' όλα αυτά το κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα αντικειμενικά δεν έπαυε να υπάρχει. Μάλιστα, εξακολουθούσε να είναι ο καταλυτικός παράγοντας όλων των εξελίξεων στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Χάρη σ' αυτό, ο πρόεδρος της Κύπρου αρχιεπίσκοπος Μακάριος υποχρεώθηκε, τον Αύγουστο του 1963, να ζητήσει την αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος. Το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου ζήτησε και την αναθεώρηση των συνθηκών της Ζυρίχης-Λονδίνου. Για ν ' αποκοπεί και να χτυπηθεί στη γέννησή της κάθε τέτοια προσπάθεια, χρησιμοποιήθηκε ο τουρκικός παράγοντας. Η Τουρκία απείλησε εισβολή στην Κύπρο κι άρχισαν ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σ' Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Η επίσημη Ελλάδα αρνήθηκε να υποστηρίξει το Μακάριο. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Σ. Βενιζέλος, δήλωνε κατηγορηματικά στο Μακάριο: «Σεις υπογράψατε τις συνθήκες της Ζυρίχης, σεις έχετε και την ευθύνη. Δεν θα μπλέξω την Ελλάδα σε πόλεμο για τα λάθη τα δικά σας».18 Η όλη προσπάθεια κατέληγε στη δημιουρ-
γία των τουρκοκυπριακών θυλάκων. Αντί να αναθεωρη-
θούν οι συνθήκες της Ζυρίχης-Λονδίνου υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, άρχισε να εφαρμόζεται το σχέδιο του διαμελισμού του νησιού. Έ τ σ ι μονάχα θα συντριβότανε και το εθνικό κίνημα των Κυπρίων. Ακολούθησαν η ίδρυση της ελληνοκυπριακής Εθνοφρουράς και των τουρκοκυπριακών 198
σωμάτων, η αποστολή από το «εθνικό κέντρο» του Γ. Γρίβα στην Κύπρο με τον τίτλο του αρχιστρατήγου, η επίθεση, με διαταγή του Γ. Γρίβα, της Εθνοφρουράς ενάντια σ' ένα τουρκοκυπριακό θύλακα στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, ο σκληρός βομβαρδισμός της Κύπρου από την τουρκική αεροπορία και τελικά η αποστολή στρατευμάτων του ΟΗΕ, που είχαν για καθήκον τους να οριστικοποιήσουν το χωρισμό του νησιού σε ελληνοκυπριακές περιοχές και σε τουρκοκυπριακούς θύλακες. Από τότε είχε γίνει πια ολοφάνερο πού οδηγιότανε το κυπριακό ζήτημα. Τότε προβλήθηκε και το περιβόητο σχέδιο 'Ατσεσον για τη διχοτόμηση και τη διπλή ένωση. Οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες τη βαριά ήττα του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, προωθούσαν τα σχέδιά τους. Η συνθηκολόγα πολιτική της αστικής ηγεσίας του εθνικού κινήματος της Κύπρου άρχισε να προωθεί για στόχο της τη διατήρηση της ζυριχιακής Κυπριακής
Δημοκρατίας. Το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης απε-
μπολιότανε. Παρουσιάστηκε ανοιχτό σχίσμα στην ηγεσία (Μακαριακοί-Γριβικοί). Η Λευκωσία στην προσπάθειά της να επιζήσει ως κυπριακή κυβέρνηση δέχεται την ανάμειξη της Σοβιετικής Ένωσης και αγοράζει όπλα από τις ανατολικές χώρες. Η διαπάλη των δυο υπερδυνάμεων για τον έλεγχο της Μεσογείου αποτέλεσε καινούριο στοιχείο στις εξελίξεις του κυπριακού ζητήματος. Κάλυμμα όλων των μηχανορραφιών γίνονται οι περιβόητες διακοινοτικές συνομιλίες και ο ΟΗΕ, που πρόθυμα επισημοποιούσε κάθε απόφαση σε βάρος του κυπριακού λαού. Ο ΟΗΕ, όχι μονάχα έγινε ο φύλακας της διχοτόμησης της Κύπρου σε ελληνοκυπριακές περιοχές και σε τουρκοκυπριακούς θύλακες, μα και πάντα ερχότανε με το κύρος του να καλύπτει όλες τις προδοσίες που γίνονταν σε βάρος του λαού της Κύπρου. Θα αναφέρουμε μονάχα ένα παράδειγμα, που ίσως να είναι άγνωστο σε πολλούς. Ό τ α ν και πάλι το Νοέμβρη του 1967 δημιουργήθηκε τεχνητή οξύτητα στο Κυπριακό, με σκοπό ν' αποσυρθούν από το νησί οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, ήταν ο ΟΗΕ που έπαιξε πρωτεύοντα 199
ρόλο στην ιλαροτραγωδία. Στην αρχή συναντήθηκαν οι ηγέτες της χούντας με τους Τούρκους στον Έβρο. Εκεί κλείστηκε η συμφωνία για να εγκαταλείψουν την Κύπρο οι 15-20.000 Έλληνες στρατιώτες (τέλη Νοέμβρη 1967). Ο ΤΗοπίΕδ ΕΗρΙίεΗ μας πληροφορεί πως «στις 24 Νοέμβρη 1967 η Ελλάδα και η Τουρκία συμφωνήσανε ότι οποιαδήποτε συμφωνία ανάμεσά τους θα έπαιρνε τη μορφή μιας έκκλησης
από τη μεριά του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ». Αμέ-
σως, την ίδια ημέρα, ο Ου Θαντ έκανε την έκκλησή του. Μ ' αυτή παρότρυνε και τις τρεις κυβερνήσεις, Αθήνας, Άγκυρας και Λευκωσίας, «να επεξεργαστούν πρόγραμμα σταδιακής μείωσης των δυνάμεών τους στην Κύπρο, με σκοπό την τελική και απόλυτη ανάκληση όλων των μη κυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων». Στις 30 Νοέμβρη κλείστηκε η ελληνοτουρκική συμφωνία. Ο Ου Θαντ έκανε και πάλι νέα έκκληση. Και τότε η κυβέρνηση των συνταγματαρχών της Αθήνας απάντησε: «Την αποδεχόμαστε και είμαστε έτοιμοι να εφαρμόσουμε τις υποδείξεις της».19 Η συμπαιγνία δεν είχε προηγούμενο.' Η Κύπρος έμεινε ολότελα απροστάτευτη. Τα σχέδια για την οριστική διχοτόμησή της προχωρούσανε. Η εδραίωση της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα και οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, για την κυριαρχία στη Μεσόγειο, δεν άφηναν κανένα περιθώριο για να αποφευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή. Η μόνη σωτήρια λύση ήταν να πάρει η εργατική τάξη την ηγεσία του αγώνα και να βγάλει το κυπριακό ζήτημα από τη σκακιέρα του ΝΑΤΟ, του ΟΗΕ κλπ. Μα μια τέτοια προϋπόθεση δεν υπήρχε. Τα κόμματα της Αριστεράς (στην Κύπρο και στην Ελλάδα) είχαν απόλυτα συνθηκολογήσει. Καινούριες πολιτικές δυνάμεις της εργατιάς δεν υπήρχαν. Η τραγωδία επόμενο ήταν να αποκορυφωθεί. Η αντίθεση ανάμεσα στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου και στην επίσημη Ελλάδα της αμερικανοκρατίας και του ιμπεριαλισμού είναι αγεφύρωτη. Και η δύναμη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος είναι τέτοια, που ανέτρεψε δεκατρείς κυβερνήσεις της Αθήνας! Ακόμα ανέτρεψε και 200
τον Παπαδόπουλο και το Δ. Ιωαννίδη. Μα η ηγεσία του, η αστική τάξη, δεν μπορούσε να το οδηγήσει σε νίκες. Έ τ σ ι δημιουργήθηκε ο εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα στους Μακαριακούς και στους Γριβικούς (ΕΟΚΑ Β ' ) , έτσι φτάσαμε στο πραξικόπημα του Ιούλη 1974 και στην τουρκική εισβολή. Η τουρκοκρατία στην Κύπρο είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Στις καινούριες συνθήκες, τι κάνουν η ηγεσία του κυπριακού εθνικού κινήματος και το «εθνικό κέντρο»; Τα ίδια και τα ίδια. Πηγαινοέρχονται από τον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ κλπ. Αναγνωρίζουν για «μεσολαβητή» τις ΗΠΑ, απειλούν πως θα πάνε και στη Μόσχα, συνεχίζουν τις διακοινοτικές συνομιλίες, ζητούν την προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας κλπ. κλπ. Κοντολογίς συνεχίζουν την ίδια πολιτική, αυτή που οδήγησε "στην τουρκική κατοχή. Στο μεταξύ, οι Τουρκοκύπριοι ανενόχλητοι μαζικά πηγαίνουν στο βόρειο τμήμα του νησιού (όχι μονάχα οι 9.000 των βρετανικών βάσεων, μα και δεκάδες χιλιάδες άλλοι), οι Ελληνοκύπριοι φεύγουν για την Ελλάδα, τον Καναδά κλπ. και οι Τούρκοι επίσημοι (όπως ο υπουργός Εθνικής Άμυνας) μιλάνε για το Αιγαίο και για τα νησιά του που τα νοστάλγησαν «οι παλιοί κάτοικοι τους Τούρκοι»! I! Το βαρύτατο πλήγμα που δέχθηκε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, άνοιξε και το πρόβλημα του Αιγαίου. Η κυβέρνηση της Αθήνας έκανε και πάλι το πρώτο βήμα στις παραχωρήσεις. Ό π ω ς το 1955 πήγαινε στο Λονδίνο, για να συζητήσει με την Τουρκία και την Αγγλία το μέλλον της Κύπρου, έτσι και τώρα δέχεται τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, για την κοινή προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης (του ΟΗΕ) για την «ειρηνική επίλυση» της διένεξης για το Αιγαίο. Το κακό που άρχισε με την προδοσία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Κύπρου, άρχισε να επεκτείνεται και στην καρδιά της Ελλάδας. Η κατάσταση είναι όσο ποτέ άλλοτε επικίνδυνη για τον ελληνικό λαό στο σύνολό του. Η διαπάλη των δυο υπερδυνάμεων για την παγκόσμια ηγεμονία εντείνεται, παρά το τεχνητό κλίμα της λεγόμενης «ύφεσης» και των μυστικών συμφωνιών. Ο αγώνας για την κυριαρχία στη Μεσόγειο και 201
στην Εγγύς Ανατολή οξύνεται. Ό λ ε ς οι αντιθέσεις βαθαίνουν. Η αμερικανοκρατία στην Ελλάδα κλονίζεται. Γίνεται λόγος για νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Γίνεται λόγος για κατάχτηση των αραβικών πετρελαιοπηγών. Ο Πάπας φοβάται ακόμα και τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Ό λ α συνηγορούν πως έχουμε να γνωρίσουμε καινούριες κρίσεις και ένοπλες συγκρούσεις. Αν αφεθεί να συντριβεί το κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, τότε σίγουρα θα έχουμε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις και στην ίδια την Ελλάδα. Το γεγονός και μονάχα πως τώρα εκτός από το Κυπριακό έχουμε και πρόβλημα Αιγαίου, είναι το πιο πειστικό αποδεικτικό. Μα ουσιαστικό, βασικό, είναι να δούμε τι χρειάζεται ο τόπος, για να μπορέσει ο ελληνικός λαός στην Ελλάδα και στην Κύπρο ν ' αντιμετωπίσει με επιτυχία και γ ι α λογαριασμό του την καινούρια κατάσταση. Κι από όσα είπαμε, δεν είναι δύσκολη η απάντηση: χρειάζεται ένα δυνατό λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα με ηγέτη την εργατική τάξη. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να τον σώσει από καινούριες συμφορές. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση κινδυνεύει να ξεκληριστεί ο κυπριακός ελληνισμός και να συρθεί ολόκληρος ο ελληνικός λαός σε νέες εθνικές καταστροφές. 0 κίνδυνος είναι ωμός, πραγματικός.
1. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε ολοκληρωμένα και απέκτησε επιστημονική εγκυρότητα στην περίοδο 1848-1849, χάρη στις εργασίες των Μαρξ'Ενγκελς γύρω από τα τοτινά ευρωπαϊκά επαναστατικά εθνικά, αστικοδημοκρατικά κινήματα. 2. Β.Ι. Λένιν. Το δικαίωμα των εθνών για την αυτοδιάθεσή τους, ελληνική έκδοση «Στοχαστής», Αθήνα 1974, σ. 41. 3. Β.Ι. Λένιν: Ά π α ν τ α , τόμ. 31ος, 4η ρωσική έκδοση, σ. 423. 4. Βλέπε «Εισαγωγικά». 5. Φ. 'Ενγκελς: Σχετικά με την αποσύνθεση του φεουδαλισμού και την ανάπτυξη της αστικής τάξης, Μαρξ- 'Ενγκελς, Ά π α ν τ α , τόμ. 21, τσεχ. έκδοση 1967, σ. 425. 6. Φ. 'Ενγκελς: Αντί-Ντύριγκ, γαλλική έκδοση 1950, σ. 152. 7. Διεξοδική διερεύνηση του Κυπριακού Ζητήματος κάνουμε στο έργο
202
μας «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμ. Β ' , έκδοση «Επικαιρότητα», Αθήνα 1975, σ. 159 επ. 8. ΤΗοπιας ΕΗΗϊεΗ: 0γρηΐ3 1958-1967, ίοη(1οιι 1974, σ. 1. 9. Ν. Ψυρούκη: Ο φασισμός και η 4η Αυγούστου, έκδοση «Επικαιρότητα», 1974, σ. 55. 10. Γ. Παπανδρέου: Η Ζωή μου, Αθήναι 1966, σ. 246-247. 11. Λόγος του Μπαλτατζή στο Στάδιο στις 7.7.1946. 12. ΚΟΜΕΠ, αριθ. 8/1946, σ. 495. 13. Ανταίος, αριθ. 8/1946, σ. 162. 14. Μια πρώτη νύξη, πολύ δειλή, έγινε από τη Βουλή το Φλεβάρη του 1947, δηλαδή όταν το δόγμα Τρούμαν ήταν στα σκαριά. 15. «Νβ* Υ Ο Γ Ι Ροδί,» 26.5.1948. 16. Ι.Γ. Κορωνάκη: Η πολιτεία της 4ης Αυγούστου, 1950, σ. 191. 17. Ηγωνίσθησαν οι Κύπριοι, ενίκησεν η Τουρκία, Αθήναι 1959, σ. 4. 18. Ο Π. Γαρουφαλιάς αποκαλύπτει, «Ακρόπολις», 25.9.1974. 1 9 . Τ Η . ΕΗΓΙΪΟΗ, στο ίδιο, σ. 1 1 4 - 1 1 5 . Η σύντομη αυτή μελέτη για το Κυπριακό Ζήτημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντί», τεύχη 11-13, 25 Γενάρη, 7 και 22 Φλεβάρη 1975.
203
Ο ΑΝΟΙΚΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ Τ Η Σ Κ Τ Π Ρ Ο Τ (περίοδος 1 9 7 4 - 1 9 8 4 ) Το μελέτημα αυτό γράφτηκε για λογαριασμό των κυπριακών εκδόσεων «Αιγαίο». Σκοπός του ήταν να καταδείξει ότι κύριο μέλημα του ελληνικού έθνους είναι να συνειδητοποιήσει την τραγική εθνική πραγματικότητα και ότι το λεγόμενο «άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου» είναι άλλος ένας τρόπος για την αποπλάνηση του λαού.
Προλεγόμενα Η επίσημη Ελλάδα έχει στη διάθεσή της, όπως η ίδια μας το διαβεβαιώνει, κάποιο φάκελο για την τραγωδία της Κύπρου. Και ο φάκελος αυτός, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενα της επίσημης Αθήνας, είναι αποκαλυπτήριος. Είναι «φοβερός και τρομερός» για την εθνική προδοσία. Μα το τι κλείνεται μέσα σ ' αυτόν το φάκελο είναι κάτι που κρατιέται μυστικό από τους «ιδιοκτήτες» του. Μας λένε δεν τον ανοίγουν ακόμα γιατί, στις σημερινές συνθήκες, οι αποκαλύψεις τους θα «βλάψουν τα εθνικά συμφέροντα»! Μας συνιστούν «υπομονή». Σαν «έλθει η ώρα», θα ανοιχτεί ο φάκελος χωρίς να ζημιώσει το έθνος! Δέκα ολόκληρα χρόνια κρατάει αυτό το τροπάρι! Περίεργη, όμως, λογική. Γιατί άραγε η ιστορική αλήθεια, για το γιατί και για το με ποιο τρόπο φτάσαμε στην εθνική καταστροφή της Κύπρου, στα 1974, είναι δυνατό να στρέφεται ενάντια στα εθνικά συμφέροντα 204
του ελληνικού λαού; Γιατί θα βλάψει το έθνος η γνώση των αιτίων της καταστροφής που γνώρισε; Γιατί δε συμφέρει να πληροφορηθεί ο ελληνικός λαός, και η παγκόσμια κοινή γνώμη, τα αίτια που οδήγησαν στην εισβολή στην Κύπρο των Τούρκων μπασιμπουζίκων της παγκόσμιας αντεπανάστασης; Μήπως ο μύθος για την ύπαρξη του αινιγματικού φακέλου βολεύει την επίσημη Ελλάδα και όχι το έθνος; Μήπως η επίσημη Ελλάδα φοβάται έστω και την πιο τυπική συζήτηση για τα αίτια της εθνικής καταστροφής του 1974; Πρέπει κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Εμείς οι απλοί Έλληνες δε γνωρίζουμε αν υπάρχει μυστικός φάκελος της Κύπρου. Ακόμα δεν ξέρουμε ποιοι τον έφτιαξαν και τι καταχώρισαν εκεί μέσα. Μα γνωρίζουμε κάτι
πολύ πιο σημαντικό: υπάρχει ο ανοιχτός φάκελος για την
Κύπρο. Ο φάκελος αυτός δεν εμπεριέχει μυστικά έγγραφα των σκοτεινών παρασκηνίων της διεθνούς διπλωματίας των ημερών μας. Δεν αποτελείται από κρυφές αποφάσεις και συμφωνίες εκείνων που διαφεντεύουν σήμερα τις τύχες των λαών. Παρ' όλα αυτά είναι ο πιο αληθινός, ο πιο αποκαλυπτικός φάκελος για την υπόθεση της Κύπρου. Γιατί αυτός ο φάκελος κλείνει μέσα του όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την αντιπαράθεση της υπόθεσης της εθνικής μας λευτεριάς με την παγκόσμια και ντόπια αντεθνική-αντεπαναστατική τάξη πραγμάτων. Κι ο φάκελος αυτός βρίσκεται στη διάθεση όλων. Γ ι ' αυτό και είναι ορθάνοικτος. Δε φοβάται το φως του ήλιου. Είναι προσιτός για όσους έχουν ανοικτά τα μάτια της σκέψης και της εθνικής συνείδησής τους, για όσους δέχονται την εθνική καταπίεση και ταπείνωση και νιώθουν την πραγματικότητά τους. Αυτόν ακριβώς το φάκελο, που σπάει κόκαλα, θα προσπαθήσουμε, πολύ σύντομα, να τον παρουσιάσουμε, συγκεκριμένα για ό,τι αφορά την περίοδο 1974-1984, δηλαδή από την εθνική καταστροφή και μετά. Ό σ ο για τον «κλειστό φάκελο», όσοι θέλουν να βολεύουν τη συνείδησή τους και να εθελοτυφλούν, για να μην ξεβολεύονται, ας τον περιμένουν... 205
Γ ι ' αυτούς και η «αναμονή» είναι μια κάποια λύση... Αθήνα, Απρίλιος 1984 Ο συγγραφέας
Λίγο μετά την εθνική καταστροφή στην Κύπρο, η εφημερίδα της Αθήνας «Νέα», σε κριτική ειδησεογραφική έρευνά της για τις ίσαμε τότε εξελίξεις του κυπριακού προβλήματος, έκανε ορισμένες αποκαλυπτικές διαπιστώσεις. Έγραφε: «Η πικρή αλήθεια είναι ότι από το 1954, μετά την πρώτη ανακίνηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη από την κυβέρνηση Παπάγου (15/8/1954, 9η σύνοδος Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ) ως σήμερα, το κυπριακό πρόβλημα βρισκόταν συνεχώς σε Κ Ρ Ι Σ Η , πότε υπολανθάνουσα και πότε σε έξαρση. Μεγάλη ευθύνη φέρνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις, με πρώτη την κυβέρνηση Παπάγου, που έπεσε στην παγίδα της Βρετανίας και δέχθηκε Ι Σ Ο Τ Ι Μ Ο εταίρο στις διαπραγματεύσεις την Τουρκία (Τριμερής Λονδίνου 2 9 / 8 / 1955), τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια, μετά την "οριστική αποστέρηση" της από κάθε δικαίωμα διεκδικήσεως επί της Κύπρου (Συνθήκη Σεβρών 1920, άρθρα 15 και 17. Συνθήκη Λωζάνης 1923, άρθρο 16)». Και πάντα σύμφωνα με τα «Νέα», πρωταρχικό κακό ήταν και είναι η υπαγωγή του Κυπριακού στην «ελληνοτουρκική φιλία». Διαπίστωνε: «Ακρογωνιαίος λίθος για τη λύση του (του Κυπριακού, σημ. δικ.) θεωρήθηκε πάντα η ελληνοτουρκική φιλία. Κάθε λύση
στην Κύπρο δεν έπρεπε να βρίσκεται σε αντίθεση με τα
συμφέροντα της Τουρκίας» (υπ. δικ.).1 Και δεν απαιτούνται ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες για να κατανοήσει κανείς τις εξακριβώσεις των «Νέων»: η πηγή της κρίσης του κυπριακού προβλήματος είναι η ανάμειξη του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους (της επίσημης Ελλάδας) στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Μεγαλονήσου, η προσπάθεια της Αθήνας να εναρμονίσει το αίτημα του κυπριακού ελληνισμού, για την εθνική αποκατάσταση του, με τις απαιτήσεις της 206
περιβόητης «ελληνοτουρκικής φιλίας» και των συμφερόντων της στρατοκρατικής αντεπαναστατικής καπιταλιστικής ΤουρκίαςΙΙΙ Πρόκειται για θεμελιωμένη διάγνωση που πραγματικά πλησιάζει πολύ κοντά την αλήθεια, την αντικειμενική πραγματικότητα. Δικαιολογημένα, όμως, μπαίνει και το ερώτημα: γιατί προκάλεσε την κυπριακή κρίση η ανάμειξη της επίσημης Ελλάδας στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του κυπριακού ελληνισμού; Γιατί η Αθήνα συνέδεσε την υπόθεση της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων με την ελληνοτουρκική φιλία και με τα συμφέροντα της Άγκυρας; Από πρώτη ματιά όλα φαίνονται παράξενα, αν όχι και παράλογα. Είναι δυνατό ποτέ το «εθνικό κέντρο», η «μητρόπολη του ελληνισμού» κλπ. ν ' αντιμετωπίζει με τέτοιο τρόπο το εθνικό μέλλον μισού εκατομμυρίου Ελλήνων, το μέλλον της Μεγαλονήσου του εθνικού μας χώρου; Μα η αλήθεια είναι πικρή. Έ τ σ ι έχουν τα πράγματα. Τότε γιατί; Για να δοθεί απάντηση πρέπει όλα να τα εξετάσουμε ξεκινώντας από το πρώτο και κύριο ερώτημα:
Τι είναι το Κυπριακό;
Από παλιά, από τον καιρό της εθνικής αφύπνισης των Κυπρίων, το κυπριακό πρόβλημα υπήρξε έκφραση, όψη,
πλευρά του εθνικού ζητήματος των Ελλήνων. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι κάτοικοι της Κύπρου, από εθνική άποψη, πάντα ανήκαν στο ελληνικό έθνος. Ά λ λ ο τώρα αν σήμερα, μέσα στην ίδια την Κύπρο, «γίνεται συνεχής εκστρατεία, για να υπονομευθεί η ελληνική εθνική ταυτότητα του λαού» με το αιτιολογικό ότι «υπάρχει κυπριακή εθνική συνείδηση»,2 ξέχωρη κυπριακή εθνική ταυτότητα. « Ά λ λ ο , τώρα, αν οι ξενικές δυνάμεις, για τα δικά τους ηγεμονικά συμφέροντα, σκαρώνουν τις θεωρίες για την εθνική ιδιαιτερότητα των Κυπρίων και για την ύπαρξη στο νησί δυο "ιδιαίτερων εθνοτήτων", 3 των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων»! Μα, ακριβώς, γ ι ' αυτόν το λόγο και γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό να σταθούμε ιδιαίτερα πάνω στο εθνικό ζήτημα της Ελλάδας. Αυτοί που σπέρνουν τη σύγχυση γνωρίζουν πολύ καλά τι σημασία έχει το ξεκαθάρισμα του θέματος, 207
η προβολή της αλήθειας για τη σύγχρονη ελληνική εθνική πραγματικότητα, σε συνδυασμό φυσικά με το κυπριακό πρόβλημα. Τι είναι έθνος; Χωρίς να δώσουμε απάντηση σ' αυτό το καίριο ερώτημα είναι αδύνατο και να γίνει επιστημονική εξιχνίαση του ελληνικού εθνικού ζητήματος. Εδώ, βεβαίως, είναι αδιανόητο να αναλύσουμε λεπτομερειακά τους παράγοντες που συγκροτούν το έθνος και να περιγράψουμε την ιστορική εθνογενετική εξέλιξη των λαών της ανθρωπότητας. Το μόνο που κάνουμε είναι ν' απαντήσουμε στο ερώτημά μας με τον πληρέστερο ορισμό που υπάρχει, ίσαμε τη στιγμή αυτή, για το έθνος. Έθνος, λοιπόν, είναι «η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης, που εκδηλώνεται με την κοινότητα του πολιτισμού». 4 Κατά συνέπεια, το έθνος αποτελεί καρπό της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και η εθνογενετική πορεία γνώρισε πολλές προεθνικές μορφές κοινότητας ανθρώπων, το γένος, τη φυλή, τη λαότητα, την εθνότητα. Σε προέκταση, το έθνος χαρακτηρίζεται τόσο από τη στατική, μα όσο και από τη δυναμική πλευρά της εξέλιξής του. Ταυτόχρονα δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε το έθνος σαν φαινόμενο που αποτελεί καρπό ορισμένων συμπαγών και ακίνητων χαρακτηριστικών. Κάθε άλλο. Είναι το προϊόν διαφόρων δυναμικών σχέσεων: σχέσεων ανάμεσα στους ίδιους τους ανθρώπους, σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και στη φύση, σχέσεων δυναμικών που αδιάκοπα εξελίσσονται, ακόμα και μετά την εθνική διαμόρφωση, σχέσεων που γεννούν τα έθνη και που παράλληλα, στην εξελικτική πορεία τους, τελικά θα τα απονεκρώσουν. Και οι σχέσεις αυτές δεν είναι απομονωμένες, ξεκομμένες η μια από την άλλη, αλλά, αντίθετα, είναι σχέσεις που αλληλοσυνδέονται, αλληλεξαρτιόνται και αλληλοσυνδυάζονται μέσα στα πλαίσια της δυναμικής εκτύλιξής τους. Και η αλληλοσύνδεση, αλληλεξάρτηση και ο αλληλοσυνδυασμός τους αποκτούν διαφορετική σημασία για 208
κάθε έθνος. Έ τ σ ι δημιουργούνται και οι ιδιαιτερότητες στην εθνογενετική πορεία και στην εθνική εξέλιξη κάθε λαού (αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει ποτέ, ούτε για μια στιγμή, γιατί διαφορετικά φτάνουμε σε απαράδεκτους εκχυδαϊσμούς και ιστορικές παραχαράξεις). Μ ' αυτόν τον τρόπο είναι που αντικειμενικά δημιουργείται το «θνιχό ζήτημα κάθε λαού χωριστά. Αν, λοιπόν, το γενικό θέμα είναι τι είναι έθνος, το ειδικό ζήτημα είναι με ποιο τρόπο, συγκεκριμένο ιστορικό τρόπο, διαμορφώθηκε και εξελίσσεται κάθε έθνος χωριστά. Και είναι σημαντικότατο πρόβλημα. Και τούτο γιατί η εθνική διάρθρωση του κόσμου είναι και σύνθετη και πολύπλοκη. Η ανθρωπότητα γενικά, η ανθρώπινη κοινωνία, όπως είναι σ ' όλους γνωστό, δεν εξελίχθηκε, και ίσαμε σήμερα αυτό συμβαίνει, σ' ενιαίο, ομοιογενές σύνολο. Χάρη σε συγκεκριμένα ιστορικά αίτια, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και πολλές ιδιαιτερότητες από τόπο σε τόπο, από περιοχή σε περιοχή. Κατά συνέπεια, ολότελα φυσιολογικά, η εθνική πραγματικότητα του κόσμου, καρπός της ιστορικής εξέλιξης, εμφανίζει πολυπλοκότητα και ποικιλομορφία. Οι δυναμικές σχέσεις (οι παράγοντες) που συγκροτούν το έθνος είναι ενιαίες για όλα τα έθνη. Χάρη, όμως, στην πολυπλοκότητα και στις ιδιαιτερότητες, η εσωτερική αλληλοσυσχέτιση και αλληλεπίδρασή τους, όπως και ο καταλυτικός ρόλος του ενός ή του άλλου παράγοντα της εθνικής πραγματικότητας, παρουσιάζει διαφορές από έθνος σε έθνος. Γ ι ' αυτό και τα τρεις χιλιάδες περίπου έθνη, που υπάρχουν σήμερα πάνω στη Γη αποτελούν και τρεις χιλιάδες ειδικές περιπτώσεις της παγκόσμιας εθνικής πραγματικότητας. Η εθνογενετική πορεία και εξέλιξη κάθε έθνους είναι ξέχωρη και μοναδική. Είναι ανεπανάληπτη. Πέρα, όμως, κι α π ' αυτό, η εσωτερική διάρθρωση, δομή, κάθε έθνους παρουσιάζει πολυμέρεια και φυσικά είναι δυναμική, δηλαδή αδιάκοπα μεταβάλλεται. Οι αλληλεπενέργειες και οι διαφοροποιήσεις των δοσμένων σχέσεων του έθνους (των παραγόντων του) συντελούνται τόσο κάθετα όσο και 14
209
οριζόντια. Και, βέβαια, αυτό γίνεται πάντα σε συνάρτηση με την κοινωνική εξέλιξη. Γ ι ' αυτό και κάθε στοιχείο (σχέση), κάθε γνώρισμα, κάθε πλευρά του έθνους (του συγκεκριμένου δοσμένου έθνους), όπως και κάθε στάδιο της εξέλιξής του, έχουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους. Οι οικονομικές σχέσεις (οι παραγωγικές σχέσεις) και το πολιτικό εποικοδόμημά τους (κράτος κλπ.) εφάπτονται κάθετα με το εθνικό φαινόμενο, ενώ το έδαφος κτλ. εφάπτονται οριζόντια με την εθνική πραγματικότητα (αν και πάντα απαιτείται συγκεκριμενοποίηση). Και τα δυο, πάντως, εξελίσσονται και επόμενο είναι να επηρεάζουν αποφασιστικά την όδευση των εθνών. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας οδηγούν σ' ένα αποφασιστικής σημασίας συμπέρασμα: η εθνική πραγματικότητα αποτελεί μέρος, πλευρά, της όλης κοινωνικής εξέλιξης. Γ ι ' αυτό και όλα τα βασικά φαινόμενα κάθε έθνους επηρεάζονται από την κοινωνική πραγματικότητα. Στην εποχή μας, που εξακολουθεί να είναι εποχή της διάρθρωσης της κοινωνίας σε ανταγωνιστικές τάξεις, αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη των εθνών καταλυτικά σημαδεύεται από την ταξική πάλη. Το εθνικό πρόβλημα έχει ταξικό χαρακτήρα. ' Ισαμε εδώ μιλήσαμε για την εθνική πραγματικότητα κάθε λαού, παίρνοντας υπόψη την κάθε εθνική κοινότητα και την εξέλιξή της σαν κάτι το ανεξάρτητο, όπου οι εδαφικές, γλωσσικές, οικονομικές, πολιτιστικές σχέσεις του έθνους εξελίσσονται χωρίς εξωτερικές καταπιέσεις. Μιλήσαμε για τα έθνη χωρίς να κάνουμε διακρίσεις σε ανεξάρτητα και σκλάβα, σε κυρίαρχα και εξαρτημένα. Δυστυχώς, όμως, η παγκόσμια πραγματικότητα είναι ολότελα διαφορετική. Ακόμα από την εποχή που άρχισαν οι αποφασιστικές διαδικασίες για την εμφάνιση των εθνών (εποχή της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου), οι περισσότεροι λαοί ζούσαν κάτω από ξενικό ζυγό. Έ τ σ ι , η εθνογένεση κάθε λαού μπορούσε να συντελείται ή κάτω από συνθήκες ανεξαρτησίας ή κάτω από όρους ξενικής καταπίεσης. Από την αρχή της διαμόρφωσης των εθνών παρουσιάζονται τα καταπιεστικά 210
και τα καταπιεζόμενα έθνη. Κι αυτό αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο, όταν ερευνάμε τη γέννηση και την πορεία κάθε έθνους. Αν ένα έθνος διαμορφώθηκε σαν κυρίαρχο-καταπιεστικό, ενώ ένα άλλο πήρε σάρκα και οστά σαν κυριαρχούμενοκαταπιεζόμενο, σ' αυτή την περίπτωση έχουμε αμέσως ουσιαστικές διαφορές ανάμεσά τους. Διαφορετικά αντιμετωπίζεται το εθνικό ζήτημα των καταπιεστικών και διαφορετικά των καταπιεσμένων εθνών. Και τούτο, γιατί διαφορετικοί είναι οι ιστορικοί ρόλοι τους. Τα κυρίαρχα καταπιεστικά έθνη, σ ' όλη τη διάρκεια του προϊμπεριαλιστικού, προκρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (δηλαδή από τα τέλη του 15ου ίσαμε και τις αρχές του 20ού αιώνα), πήραν ενεργό μέρος για την επιβολή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, για την επικράτηση του παγκόσμιου αποικιοκρατικού καταμερισμού της εργασίας, για τη συντριβή των φεουδαλικών κρατών και την οικοδόμηση των αστικών-αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών. Τα εθνικά κινήματα των κυρίαρχων εθνών, από το 16ο ίσαμε και το 19ο αιώνα, είχαν για οικονομική βάση, με σκοπό την πλήρη νίκη της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, την κατάκτηση της εσωτερικής αγοράς από την αστική τάξη, τη δημιουργία συγκεντρωτικών αστικών κρατών-5 είχαν για οικονομική βάση, με σκοπό την απόλυτη κυριαρχία του διεθνούς καπιταλιστικού αποικιοκρατικού καταμερισμού της εργασίας, τη διαμόρφωση των μεγάλων αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών. Αντίθετα, τα καταπιεζόμενα έθνη, που τα κινήματά τους αρχίζουν αργότερα, κυρίως από το 19ο αιώνα, στράφηκαν ενάντια στην αποικιοκρατική καταπίεση και εκμετάλλευση. Αν και ίσαμε τα μέσα του 20ού αιώνα, το αίτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης (κύριο αίτημα όλων των κινημάτων των καταπιεσμένων εθνών) είχε την έννοια του κρατικού μηχανισμού από τα ξένα καταπιεστικά εθνικά σύνολα, είχε την έννοια του σχηματισμού αυτοτελών εθνικών αστικών κρατών παντού, 6 στο σύγχρονο στάδιο του νεοαποικισμού, το ίδιο αυτό αίτημα απέκτησε καθαρά αντικαπιταλιστικό νόημα 211
και περιεχόμενο (πρέπει να υπογραμμίσουμε πως στη σύγχρονη περίοδο αλλάζει ο ταξικός ηγέτης του έθνους, αλλάζει ο ταξικός χαρακτήρας των εθνικών κινημάτων). Για να κατανοήσουμε αυτή την κοσμοϊστορική αλλαγή, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι πάντα η δύναμη κάθε εθνικού κινήματος καθοριζότανε και καθορίζεται από το βαθμό της συμμετοχής σ' αυτό των πλατιών στρωμάτων του έθνους: από το βαθμό συμμετοχής της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. 7 Για όσο καιρό ο καπιταλισμός αναπτυσσότανε και εξελισσότανε από το ένα στάδιο του στο άλλο (από το κατώτερο στο ανώτερο), η παγκόσμια αστική τάξη ήταν ο φυσικός ηγεμόνας των εθνικών κινημάτων (μια κι αυτά απέβλεπαν στην ανώτατη ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής). Μα και τότε, πάλι, η δύναμη των εθνικών κινημάτων πήγαζε από τη μαζική συμμετοχή των εργατών και των αγροτών. Μα στους καιρούς μας, στο νεοαποικιακό στάδιο του καπιταλισμού, 8 ριζικά αλλάζει ο ταξικός χαρακτήρας του εθνικού κινήματος. Αυτό, ακριβώς, είχε υπόψη του και ο Λένιν όταν, στα 1920, έλεγε ότι οι επαναστάτες-αντικαπιταλιστές δεν είναι πια αντιπρόσωποι των προλεταρίων όλων των χωρών, μα και εκπρόσωποι όλων των καταπιεσμένων εθνών.9 Το εθνικό ζήτημα, από ζήτημα που σχετιζότανε με την εξέλιξη και την ανάπτυξη του καπιταλισμού, τώρα εξελίχθηκε σε πρόβλημα που έχει βαθιά αντικαπιταλιστική ουσία. Η κατάργηση της διχοτόμησης του κόσμου σε καταπιεστικά και σε καταπιεσμένα έθνη προϋποθέτει την κατάργηση του καπιταλισμού και συνάμα αποτελεί προϋπόθεση για την κατάλυση του διεθνούς αποικιοκρατικού καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας (της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς). Ουσιαστικά, σήμερα πια, πραγματική ανεξαρτησία των εθνών και κατάργηση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αποτελούν ταυτολογία. Γ ι ' αυτό, στους καιρούς μας, ταξικός ηγεμόνας των εθνών δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η εργατική τάξη. Ακόμα από τις αρχές του αιώνα μας, ο Λένιν ξεχώριζε 212
πια δυο ειδών εθνικισμούς. Έγραφε: «Πρέπει να ξεχωρίζουμε τον εθνικισμό του καταπιεστικού έθνους από τον εθνικισμό του καταπιεσμένου έθνους, τον εθνικισμό του μεγάλου έθνους από τον εθνικισμό του μικρού έθνους».10 Γιατί ο εθνικισμός των καταπιεστικών εθνών, στο νεοαποικιακό στάδιο του καπιταλισμού, είναι πέρα για πέρα αντιδραστικός, ενώ ο εθνικισμός των καταπιεσμένων εθνών μπορεί να είναι ακόμα και επαναστατικός. Και τούτο για δυο βασικούς λόγους: α) γιατί ο εθνικισμός των καταπιεσμένων εθνών, εφόσον δεν αφομοιώνει την προλεταριακή συνείδηση η αστική ιδεολογία, συνδέεται με την παγκόσμια εργατική επανάσταση και β) γιατί ο εθνικισμός των καταπιεστικών εθνών το μόνο που κάνει είναι να διαδίδει το σοσιαλιμπεριαλισμό (την υπεράσπιση των αποικιακών προνομίων) μέσα στους εργάτες και έτσι εκφυλίζει την επαναστατική τους φύση (δίνει παράταση στο σύστημα). Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω, θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε το ελληνικό εθνικό ζήτημα και ιδιαίτερα την κυπριακή πλευρά του, αφού σήμερα αυτή αποτελεί την πιο έκδηλη έκφρασή του. Πότε αρχίζει η ελληνική εθνογένεση και πότε δημιουργείται το ελληνικό εθνικό ζήτημα; Είναι φανερό πως πρόκειται για δυο διαφορετικά φαινόμενα, που δεν πρέπει να ταυτίζονται. Γιατί η εθνογενετική εξελικτική διαδικασία δε σημαίνει αυτόματα και ύπαρξη έθνους, άρα και εθνικού ζητήματος. Αυτό είναι πολύ έκδηλο στην περίπτωση των Ελλήνων. Γιατί έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση ενός αρχαίου λαού, ενός λαού με πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες. Ακόμα και από την εποχή του Ομήρου μπορούμε να πούμε πως υπήρχε πια η αρχαιοελληνική λαότητα (άλλο τώρα πώς σήμερα οι λεγόμενοι ιστορικοί της Άγκυρας ισχυρίζονται πως τόσο ο Ό μ η ρος όσο και οι Πελασγοί και οι Δωριείς και οι Αχαιοί ήσαν ΤούρκοιΙΙΙ).11 Μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα, διαμορφώνεται η αρχαιοελληνική εθνότητα (είναι τότε που όλες οι ελληνικές φυλές αναγνώριζαν για κοινό πρόγονό τους το Δευκαλίωνα, που είχε γιο τον Έ λ λ η ν α . Έ τ σ ι , όλοι τους άρχισαν ν ' 213
αποκαλούν τον εαυτό τους ' Ελληνα και τη χώρα τους Ελλάδα — από τον Ό λ υ μ π ο και κάτω). Στην κλασική περίοδο της αρχαιότητας, και ακόμα πιο έντονα στους ελληνιστικούς χρόνους, η αρχαιοελληνική εθνότητα περιλάμβανε πια όλους όσους μιλούσαν ελληνικά και είχαν βασικά κοινά ήθη και έθιμα. Φυσικά, η ελληνική εθνότητα της αρχαιότητας δε διακρινότανε κυρίως από τη φυλετική καθαρότητα. Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως «μια φυλή μπορεί να είναι το συνθετικό υλικό πολλών εθνών, ή και πολλές φυλές να αποτελούν την ανθρωπολογική σύνθεση ενός έθνους».12 Ακόμα, πάντα, υπήρχαν οι πολιτιστικές προσμίξεις. Η αρχαιοελληνική εθνότητα διαπλάστηκε μέσα στα ευρύτερα όρια του ιστορικού χώρου, όπου δεν ανήκουν μονάχα οι Έλληνες, μα και άλλοι πολλοί λαοί. Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της εθνότητας ήταν η κοινή γλώσσα και η συνείδηση της κοινής καταγωγής (ούτε η κοινότητα του εδάφους έπαιξε κανένα ιδιαίτερο ρόλο). Και εκείνο που απουσίαζε παντελώς ήταν η κοινότητα οικονομικής ζωής. Στην ιστορική εξέλιξη υπάρχει και συνέχεια και ασυνέχεια. Υπάρχει συνέχεια, γιατί η μια εποχή (πάντα χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο και ιστορικά δοσμένο κοινωνικό καθεστώς) αποτελεί προϋπόθεση για την εμφάνιση της επόμενης εποχής (νέου κοινωνικού καθεστώτος), αφού το πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη (από ένα κοινωνικό καθεστώς στο άλλο) σημαίνει ανάπτυξη παραπέρα από το κατώτερο στο ανώτερο. Η εξελικτική διαδικασία της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από τον ιστορισμό. Τίποτα δεν ξεπηδάει από μόνο του και αυθαίρετα. Η νέα εποχή πάντα είναι η εξελισσόμενη νομοτελειακά ιστορική πραγματικότητα (και το τυχαίο είναι νομοτελειακό). Και η ιστορική πραγματικότητα είναι τρισδιάστατη: έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η ασυνέχεια πάλι προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε νέα εποχή σημαίνει νέες παραγωγικές σχέσεις, διάφορες από εκείνες της προηγούμενης εποχής, άρα και καινούριες συνθήκες υλικής και πνευματικής ζωής (το πέρασμα από τη 214
μια ποιότητα στην άλλη αποτελεί ασυνέχεια, είναι άλμα). Αυτό έγινε και με το πέρασμα από την αρχαιοελληνική εθνότητα στη μεσαιωνική ελληνική εθνότητα. Η μεσαιωνική ελληνική εθνότητα, που κυρίως αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή μέσα στο στίβο της λυσσαλέας ταξικής πάλης, που καθόριζε και τις ιστορικές τύχες του Βυζαντίου, ήταν η εθνότητα των φεουδαρχών, των δουλοπάροικων, των φτωχών αγροτών, των εμπόρων, των βιοτεχνών κλπ. Ό λ ο ι τους ζούσαν και αναπαράγονταν μέσα στις ιδιόμορφες συνθήκες του βυζαντινού φεουδαλικού μεσαίωνα. Μέσα σ ' αυτές τις συνθήκες ήταν που εξελίχθηκε και η μεσαιωνική ελληνική εθνότητα, η εθνότητα που τελικά ηγεμόνεψε πάνω στις άλλες εθνότητες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (στο μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής της καθόλου δεν υπερηφανευότανε για τους αρχαίους προγόνους της, τους αρχαίους ' Ελληνες, αν και άμεσα προερχότανε α π ' αυτούς). Ο μεσαιωνικός ελληνικός πατριωτισμός ξεπήδησε μέσα από τους σκληρούς αγώνες που έδιναν οι λαϊκές μάζες ενάντια στους ξένους υποδουλωτές, ιδιαίτερα ενάντια στους προδρόμους της αποικιοκρατίας, τους Λατίνους σταυροφόρους κατακτητές. Στην περίοδο αυτή είναι και που ο Κ. Μαρξ εντοπίζει την ύπαρξη ελληνικού πατριωτισμού. 13 Μα, όπως και στην περίπτωση της αρχαιοελληνικής εθνότητας της δουλοκτητικής κοινωνίας, έτσι και η μεσαιωνική ελληνική εθνότητα της φεουδαρχικής κοινωνίας δεν είχε εθνική συνείδηση. Η κλειστή φυσική οικονομία, η μη κυριαρχία των χρηματικών-εμπορευματικών σχέσεων, δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Στην περίοδο 14ος-15ος αιώνας, η βυζαντινή κοινωνία, παρά τις κατακτήσεις των Σελτζούκων και των Οθωμανών Τούρκων, άρχισε, έστω και αργά, να γνωρίζει νέα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (επικράτηση του συστήματος της τρίχρονης αμειψοσποράς, πλατιά χρησιμοποίηση του νερόμυλου, του ανεμόμυλου, σημαντική διάδοση της βιοτεχνίας και στο χωριό, ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, 215
εμφάνιση των μίσθιων εργατών της γης και της πρώτης μανιφακτούρας). Διαδίδονται παντού οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις (και η γαιοπρόσοδος έγινε χρηματική). Ά ρ χισαν να εμφανίζονται σπέρματα καπιταλιστικών σχέσεων. Και είναι στην περίοδο αυτή, που —μέσα σε συνθήκες οξύτατης ταξικής πάλης— εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της διαδικασίας για την εμφάνιση ελληνικής εθνικής συνείδησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Πλήθων-Γεμιστός (1355-1452). Είναι αυτός που γυρίζει στις αρχαιοελληνικές ρίζες και που αντιλήφθηκε την αρχαιοελληνική παράδοση σαν όπλο για την καταπολέμηση της οθωμανικής κατάκτησης. Και είναι ο Γ. Γεμιστός (ο Πλήθων) που διακήρυττε πως οι Βυζαντινοί δεν είναι ανατολικοί Ρωμαίοι, μα «Έλληνες». Έγραφε στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης: «Εσμέν γαρ ουν, ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έ λ λ η ν ε ς το γένος ως τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρούν».14 Ο αρχαιοελληνικός κόσμος, το φως του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, όπως έλεγε και ο Ένγκελς, ερχότανε να εξαφανίσει τα φαντάσματα του μεσαίωνα και να γίνει σπινθήρας για την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων. Μα, δυστυχώς, αυτό δεν έγινε τότε. Τελικά, η φεουδαλική αντεπανάσταση της βυζαντινής κοινωνίας πέρασε με τη μορφή της ξενικής κατάκτησης. Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης καταλύθηκε, ή καλύτερα μεταμορφώθηκε σε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί Τούρκοι ήλθαν ν ' ανανεώσουν τη βυζαντινή φεουδαρχία κάτω από τις πιο βάρβαρες μορφές (κάθε αντεπανάσταση είναι σκληρή και απάνθρωπη βαρβαρότητα). Τα περισσότερα ελληνικά μέρη έγιναν τουρκικά (η τουρκοποίηση του ελληνικού χώρου συντελέσθηκε με αργό ρυθμό, από το 14ο ίσαμε και το 16ο αιώνα). Έ τ σ ι , η ελληνική εθνογενετική πορεία, στο πιο κρίσιμο και αποφασιστικό στάδιό της, γίνεται μέσα σε αφάνταστα δύσκολες και τραγικές συνθήκες. Το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται σαν καταπιεζόμενο έθνος κάτω από την αντεπαναστατική, βάρβαρη βία των Οθωμανών Τούρκων, μα συνάμα και κάτω από τις πιέσεις της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας (γεγονός που 216
έκανε πολύ πιο περίπλοκη την ελληνική εθνογένεση). Το πιο βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ότι ο καταπιεστής-κυρίαρχος, ο Οθωμανός Τούρκος ήταν και ο πιο καθυστερημένος λαός, η πιο καθυστερημένη εθνότητα του αχανούς φεουδαλικού κράτους (ανατολικού τύπου). Ο Τούρκος, ανάλογα με τον τόπο που κατοικούσε και ανάλογα με τις συνθήκες του τόπου, μπορούσε να είναι αγρότης που δούλευε σε νοικιασμένη γη, κολίγος, χωρικός που είχε δική του γη, γαιοκτήμονας, στο πιο χαμηλό και στο πιο βάρβαρο στάδιο της φεουδαρχίας (φεουδάρχηςστρατοκράτης), κρατικός υπάλληλος, στρατιώτης. Μα ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση, πάντα ανήκε στην
προνομιούχα εθνότητα χαι στην προνομιούχα θρησκεία.
Μονάχα αυτός είχε δικαίωμα να κρατάει όπλο και όλοι οι άλλοι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, έπρεπε να υποκλίνονται μπροστά του.15 Κι αυτοί που έπρεπε να υποκλίνονται στον κυρίαρχο Οθωμανό, ήταν εθνότητες με μεγάλο πολιτισμό και πλούσιες πολιτιστικές παραδόσεις ( Έλληνες, Άραβες, Σλάβοι, Καυκάσιοι κλπ.). Έ τ σ ι η κυριαρχία του στηριζότανε κυρίως και σχεδόν αποκλειστικά στην ανοικτή
αντεπαναστατική φυσική βία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πως η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας της γινότανε με την αποφασιστική επίδραση της αποικιοκρατικής διείσδυσης.16 Έ τ σ ι , η ανάπτυξη των νέων καπιταλιστικών σχέσεων, η γέννηση και η διαμόρφωση της ντόπιας αγοράς, πραγματώνονταν μέσα στις πιο αφιλόξενες συνθήκες και με τις στρεβλωτικές παρεμβάσεις του εξωτερικού παράγοντα. Γιατί η οθωμανική φεουδαρχία παραχωρούσε στους αποικιοκράτες προνόμια, σε βάρος των ντόπιων ανερχόμενων κοινωνικών δυνάμεων, και η ξένη αποικιοκρατία στήριζε την αντεπαναστατική φεουδαρχία. Στις περιοχές όπου επικρατούσε η χριστιανική θρησκεία (η ορθοδοξία), οι καταπιεσμένες εθνότητες γνώριζαν και την ταπείνωση να λογαριάζονται για άπιστοι (γκιαούρηδες). Έ τ σ ι , η ορθοδοξία, που αιώνες δίδασκε στις μάζες να 217
υποφέρουν αγόγγυστα τις πίκρες της βυζαντινής φεουδαρχίας, από τα πράγματα, αντικειμενικά, γίνεται το σύμβολο της αντίστασης των καταπιεσμένων χριστιανικών εθνοτήτων, κι αυτό σε μια περίοδο που άνοιγε τα φτερά του ο αστικός ουμανισμός και διαφωτισμός στη Δύση (η ορθοδοξία, ιδεολογικό όπλο της βυζαντινής φεουδαρχίας, γινότανε τώρα παράγοντας της εθνικής αφύπνισης των σκλάβων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός οπωσδήποτε ανασταλτικό για την καπιταλιστική μεταμόρφωση, ιδιαίτερα των Βαλκανίων). Ό λ ο ι αυτοί οι συντελεστές, η οθωμανική φεουδαλική αντεπανάσταση, δηλαδή το στρατοκρατικό φεουδαρχικό κοινωνικό σύστημα ανατολικού τύπου, η γενική εξόρμηση του αποικιοκρατικού καπιταλισμού για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας αστικής αγοράς και για την επιβολή του καπιταλιστικού διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, εξόρμηση που παρουσιάζεται σ' όλη της τη ζωτικότητα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (πολιτικά έμεινε γνωστή στην ιστορία με τ ' όνομα «Ανατολικό Ζήτημα»), η διαμόρφωση, κάτω α π ' αυτές τις ειδικές δύσκολες συνθήκες, της οθωμανικής αγοράς και των ντόπιων αστών, όλα αυτά, όπως και πολλά άλλα, σημάδεψαν την ελληνική εθνογένεση, τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους για τη γέννηση του ελληνικού εθνικού προβλήματος και του ελληνικού εθνικού ζητήματος. Χωρίς τη σωστή κατανόηση όλων των πιο πάνω είναι αδύνατη και η σωστή προβληματική ακόμα και των σύγχρονων εξελίξεων του εθνικού προβλήματος και του εθνικού κινήματος των Ελλήνων. Κατά συνέπεια είναι αδύνατη και η σωστή αντίληψη του κυπριακού προβλήματος. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ελάχιστα έχει μελετηθεί η ελληνική εθνογένεση (ή γιατί επικρατεί η αντεπιστημονική άποψη ότι το ελληνικό έθνος δεν είναι προϊόν της ιστορικής εξέλιξης, δεν είναι ιστορικό φαινόμενο, και ότι ->πάρχει, χιλιάδες τώρα χρόνια, χάρη στη θεία πρόνοια, ακίνητο και αμετάβλητο, ή γιατί επικρατεί η επίσης αντεπι218
στημονική αντίληψη ότι είναι καθαρό προϊόν του καπιταλισμού και θα σβήσει μαζί του). Και είναι ευνόητο πως είναι αδύνατο, μέσα στα στενά περιθώρια του μελετήματός μας, να λυθεί το πρόβλημα. Εκείνο μονάχα που επισημαίνουμε είναι πως η ελληνική εθνογένεση, ιδιαίτερα στο τελευταίο καταλυτικό στάδιό της, ακολούθησε την ευρωπαϊκή ιστορική πραγματικότητα (παρ* όλο που οι Έλληνες ζούσαν κάτω από το ζυγό της οθωμανικής φεουδαλικής ανατολίτικης βαρβαρότητας). Και η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία (όχι μονάχα για τη χρονική περίοδο που η ελληνική μεσαιωνική εθνότητα μεταμορφώνεται σε έθνος, μα και για το ρόλο που διαδραμάτισαν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, τάξεις, στην εθνική διαμόρφωση). Ακόμα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως, από ιστορική παράδοση, οι Έλληνες ήταν πάντα λαός ναυτικός, θαλασσινός, μα και εμπορικός, ιδιότητες που έπαιξαν βαρυσήμαντο ρόλο στην εθνική τους διαμόρφωση. Η αντεπαναστατικότητα του οθωμανικού φεουδαλισμού εξάντλησε την αποτελεσματικότητά της το 17ο αιώνα. Οι οξύτατοι ταξικοί αγώνες και η, έστω αργή, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έφεραν την αποσύνθεση της φεουδαρχίας. Η αλματώδικη ανάπτυξη της παγκόσμιας αποικιοκρατικής καπιταλιστικής αγοράς δεν άφηνε ανέγγιχτη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το έργο της ενσωμάτωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην παγκόσμια αποικιοκρατική-καπιταλιστική αγορά ήταν και έργο της ελληνικής αστικής τάξης (τραπεζιτών, τοκογλύφων, τσιφλικάδων, εμπόρων, μπερατλήδων, καραβοκυραίων, πάροικων κλπ.). 17 Τον καιρό της εμποροκρατίας του καπιταλισμού (ίσαμε τα τέλη του 18ου αιώνα) το εμπόριο ανάμεσα στην αποικιοκρατική Δύση και στην Ανατολή «κατά ένα μεγάλο μέρος περνάει στα χέρια των Γραικών που κατοικούσαν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, της Μικρασίας, καθώς και σ ' όλες τις πόλεις της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου». Ιδιαίτερα άπλωσε και δυνάμωσε η θαλάσσια βιομηχανία (η ναυτιλία), το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο... Η ναυτιλία αναπτύχθηκε πολύ κι
219
έγινε ο πιο σπουδαίος μεταφορικός παράγοντας ανάμεσα σ ' Ανατολή και Δύση.18 Η άνοδος του ελληνικού αστισμού (17ος-18ος αιώνας), από την αρχή, συντελέστηκε μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας αποικιοκρατικής καπιταλιστικής αγοράς, κάτω από την προστασία των αποικιοκρατικών προνομίων των μεγάλων δυνάμεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (διομολογήσεις κλπ.), και μέσα στις ολότελα αφιλόξενες συνθήκες της αυθαιρεσίας των Οθωμανών κατακτητών-φεουδαρχών. Τα ξένα αποικιοκρατικά προνόμια, αν και ευνοούσαν τους Έ λ ληνες αστούς, ταυτόχρονα, όμως, στρέβλωναν την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ η οθωμανική φεουδαρχική καθημερινή αδικοπραγία ήταν ο μόνιμος βραχνάς της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης. Η διάδοση και η εξάπλωση των καπιταλιστικών εμποροχρηματικών σχέσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βάθαιναν την κοινωνική κρίση. Οι εργαζόμενες μάζες πρώτα α π ' όλα και κυρίως οι κολίγοι, κάθε εθνότητας, κάθε λαού του αχανούς κράτους, όλο και γνώριζαν περισσότερο την καταπίεση. Και όλο και πιο μαχητικά ξεσηκώνονταν και αποδιοργάνωναν το κράτος του σουλτάνου της Πόλης. Το 18ο αιώνα, ακόμα και στις μη χριστιανικές περιοχές, οι αγροτικές εξεγέρσεις πλήθαιναν και παντού εμφανίζονται «οι κλέφτες» (οι ένοπλοι άτακτοι κολίγοι) και οι ζορμπάδες (αντάρτες για πολιτικούς λόγους). Παράλληλα, οι ξένοι αποικιοκράτες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να τη μοιράσουν ανάμεσά τους (Ανατολικό Ζήτημα). Όλοι αυτοί οι παράγοντες έφερναν κοντά και την ελληνική αστική τάξη με το αγροτικό κίνημα των Ελλήνων κολίγων, ενώ η κοινή οικονομική ζωή γεννούσε την εθνική συνείδηση. Η ενεργητική εθνική συνείδηση εκδηλώθηκε με τη διαμόρφωση της εθνικής αστικής διανόησης και με την προβολή, από τη μεριά της, διαφόρων εθνικών προγραμμάτων και αιτημάτων.
Έτσι ξεπηδάει το ελληνικό εθνικό κίνημα (18ος αιώνας),
που το εύρος του προσδιοριζότανε από τη μαζική συμμετοχή 220
των λαϊκών στρωμάτων, ιδιαίτερα των κολίγων. Το ελληνικό εθνικό κίνημα (18ο αιώνα και έπειτα), από τη φύση του ελληνικού εθνικού προβλήματος, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του γενικότερου εθνικού κινήματος των λαών της Ευρώπης. Μα, όπως είναι φυσικό, είχε και τις ιδιομορφίες του που απόρρεαν από τον οθωμανικό φεουδαρχικό ζυγό και την όλο και πιο μεγάλη εξάρτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από της αποικιοκρατικές δυνάμεις. Οι ιδιομορφίες αυτές εκφράζονταν και ιδεολογικά (αντιπαράθεση σταυρού και ημισέληνου κλπ.). Τα συντηρητικότερα στρώματα των αστών (τραπεζίτες-τοκογλύφοι, τσιφλικάδες19 κλπ.), που ήταν δεμένοι με τα συμφέροντα των Τούρκων κατακτητών, ήταν επόμενο να αντιδρούν διαφορετικά (και να έχουν επίσης διάφορα αιτήματα) από τους παραγωγικούς επιχειρηματίες, γενικά από τους φορείς του παραγωγικού κεφαλαίου. Οι τελευταίοι ήταν ριζοσπαστικοί και οπωσδήποτε έδειχναν αδιαλλαξία απέναντι στους Οθωμανούς και στους χριστιανούς φεουδάρχες. Οι κολίγοι, η μάζα του έθνους, ήταν οι ζηλωτές της άμεσης κατάργησης της φεουδαλικής καταπίεσης. Αυτοί, μαζί με το νεαρό προλεταριάτο (κυρίως ναυτεργάτες), έδιναν στο εθνικό κίνημα έντονο αστικοδημοκρατικό, μα και αντιαποικιοκρατικό χαρακτήρα. Τη δύναμη αυτή του εθνικού κινήματος την εξέφρασε σ ' όλες τις πραγματικές διαστάσεις της ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798). Ο Ρήγας με την ιδεολογική και πολιτική δράση του εξέφρασε πιστά τις τοτινές επιδιώξεις του ελληνικού εθνικού κινήματος: α) την πραγμάτωση της αστικοδημοκρατικής «αλλαγής με επαναστατικά μέσα (ένοπλο αγώνα) και β) τη διατήρηση της ενότητας του ευρύτερου ιστορικού χώρου της περιοχής, γεγονός που θα απέτρεπε την αποικιοκρατική εξάρτησή του (βλέπε τη Χάρτα της Ελλάδας). Γ ι ' αυτό και καλούσε στον αγώνα όλους τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακόμα και τους Τούρκους. Και οι δυο στόχοι ήταν, την εποχή εκείνη, εφικτοί. Μα ο Βελεστινλής αντιμετώπισε κυρίως την οργανωμένη επίθεση των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Πριν προλάβει να κινηθεί, στην κρίσιμη 221
στιγμή, οι Ευρωπαίοι τον παρέδιναν στο σουλτάνο (που τον έπνιξε στο Βελιγράδι). 20 Το κτύπημα ήταν βαρύτατο για το εθνικό κίνημα, αφού σήμαινε την υποχώρηση των πιο ριζοσπαστικών δυνάμεών του. Είναι χαρακτηριστικό πως η ηγεσία του ελληνικού εθνικού κινήματος, μετά το μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα, εγκαταλείπουν το στόχο της διατήρησης της ενότητας του ευρύτερου ιστορικού χώρου της περιοχής και περιορίζονται στο αίτημα της κρατικής αυτοτέλειας του ελληνικού έθνους. Ό π ω ς είναι γνωστό σ' όλους, το ελληνικό εθνικό κίνημα, στα 1821, γνωρίζει νέες ποιοτικές αλλαγές. Περνάει στην ένοπλη εξέγερση, στην επανάσταση. Η επανάσταση ξέσπασε στο Μοριά, στα νησιά του Αιγαίου, στη Ρούμελη, στην Αττική, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Κρήτη. Αν και, για ιστορικούς λόγους, η επανάσταση δεν εξαπλώθηκε σ' όλο τον ελληνικό εθνικό χώρο, παντού οι Έλληνες γνώρισαν την εκδικητική μανία των Οθωμανών. Οι Τούρκοι ήξεραν πολύ καλά πως παντού υπήρχαν επαναστάτες και με την τρομοκρατική τους βία θέλησαν να περιορίσουν την επέκταση του ελληνικού εθνικού ξεσηκωμού (παράδειγμα τα αιματηρά γεγονότα της Λευκωσίας, τον Ιούλιο του 1821). Ποιος είναι ο χαρακτήρας της επανάστασης του 1821; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν επανάσταση εθνικοαπελευθερωτική-αστικοδημοκρατική. Απέβλεπε: α) στη δημιουργία ελληνικού εθνικού αστικού κράτους και β) στην αστικοδημοκρατική μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Το βάθος, όμως, της δημοκρατικότητας της απελευθερωμένης ελληνικής κοινωνίας ήταν κάτι που εξαρτιότανε από το βαθμό της συμμετοχής των μαζών στην επανάσταση. Στο σύνολό της, η ελληνική αστική τάξη (ο φυσικός ηγέτης του εθνικού κινήματος ίσαμε και το 1912) πάντα φοβότανε τις εργαζόμενες μάζες. Αυτός υπήρξε κι ένας από τους βασικούς λόγους που δέχτηκε τη συνάρτηση της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης με το «Ανατολικό Ζήτημα» (δηλαδή με τις αξιώσεις και τα σχέδια των αποικιοκρατικών δυνάμεων στο χώρο της
222
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Οι επιπτώσεις για το ελληνικό εθνικό κίνημα ήταν βαρύτατες. Ύστερα από οκτώ τόσα χρόνια ολοκαυτωμάτων του ελληνικού έθνους και μετά από πολλές περιπέτειες, η επανάσταση κατέληγε στη δημιουργία ενός μικροσκοπικού ελληνι-
κού εθνικοαστικού κράτους κάτω από την «προστασία»
των μεγάλων αποικιοκρατικών δυνάμεων (Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Μα το κράτος αυτό «φάντασμα» (Κ. Μαρξ) δημιουργούσε νέες καταστάσεις για το ελληνικό εθνικό κίνημα. Και τούτο γιατί, τώρα, το ελληνικό εθνικό ζήτημα δεχότανε την επίδραση ενός νέου παράγοντα: του εθνικού αστικού κράτους. Ενώ η πλειοψηφία του ελληνικού έθνους εξακολουθούσε να είναι υπόδουλη στους ξένους, ταυτόχρονα το έθνος αποκτούσε, σ' ένα μικρό τμήμα του εθνικού χώρου, κρατική αυτοτέλεια. Το ζήτημα που τώρα έμπαινε ήταν: το ελληνικό αστικό κράτος θα έμπαινε στην υπηρεσία του εθνικού κινήματος, ή το εθνικό κίνημα θα στήριζε το νέο κράτος; Με άλλα λόγια, το νεοελληνικό αστικό κράτος θα πάλευε για την ολοκλήρωση της εθνικής αυτοδιάθεσης, ή το εθνικό κίνημα θα υποτασσότανε στις απαιτήσεις της ύπαρξης του κράτους, που ζούσε και υπήρχε κάτω από το καθεστώς της εξάρτησης και κηδεμονίας των ξένων αποικιοκρατικών δυνάμεων; Το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, αυτό που χαρακτήριζε ιδιαίτερα το νεοσύστατο ελληνικό αστικό κράτος, δεν ήταν καρπός αυθαιρεσίας ή της «προδοτικής» βούλησης της ελληνικής αστικής τάξης. 21 ' Ηταν το αποτέλεσμα της γενικότερης νομοτέλειας του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν αδιαφιλονίκητο γεγονός (όλες οι χώρες του κόσμου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν τραβηχτεί στην καπιταλιστική πίστη). Και επειδή, ακριβώς, ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιο σύστημα, που πραγματώνεται μονάχα σε παγκόσμια κλίμακα, στα πλαίσια της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, γ ι ' αυτό και πάντα, από τότε που επιβλήθηκε το
σύστημα, υπάρχει οικονομική, πολιτική κλπ. αλληλε-
223
ξάρτηση ανάμεσα στα διάφορα εθνικά τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου (η παγκόσμια εθνική πραγματικότητα είναι εκείνη που δίνει εθνική μορφή στα διάφορα τμήματα του κοσμοπολίτικου κεφαλαίου). Κανένα τμήμα του διεθνούς κεφαλαίου δεν μπορεί να υπάρξει, να επιβιώσει χωρίς αυτή την αλληλεξάρτηση. Μα η αλληλεξάρτηση δε σημαίνει και ισότητα και ίσες ευκαιρίες για όλα τα τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου. 'Οπως παρατηρούσε ο Κ. Μαρξ, η καπιταλιστική παραγωγή Θα ήταν αδιανόητη, αν ήταν υποχρεωμένη να αναπτύσσεται ταυτόχρονα ισόμερα σ ' όλες τις σφαίρες της (η φύση του κεφαλαίου είναι βαθιά ανταγωνιστική). Γ ι ' αυτό και «οι διάφορες επιχειρήσεις, οι διάφοροι βιομηχανικοί κλάδοι, οι διάφορες χώρες, στον καπιταλισμό, υποχρεωτικά αναπτύσσονται ανισόμερα και με άλματα». 22 Η ανισομέρεια στην οικονομική ανάπτυξη αναπόφευκτα και ολότελα φυσιολογικά μετατρέπει την αλληλεξάρτηση σε σχέσεις εξάρτησης του πιο αδύνατου από τον πιο δυνατό. Κι αυτό που ισχύει στην οικονομία, φυσικά ισχύει και στην πολιτική και σ' όλους τους άλλους τομείς. Η ασταμάτητη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (χαρακτηριστικό του καπιταλισμού) οδηγεί ολοένα και στο μεγαλύτερο βάθαιμα του διεθνούς αποικιοκρατικού καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, στη διεύρυνση των διεθνών άνισων ανταλλαγών ανάμεσα στις χώρες όλων των ηπείρων και κατά συνέπεια στην όλο και μεγαλύτερη οικονομική αλληλεξάρτησή τους. Κατά συνέπεια, αυξάνουν και οι ανισότητες. Έ τ σ ι , το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, όλο και πιο έντονα, παρουσιάζει την όψη ενός αυστηρά ιεραρχημένου συστήματος όπου ο καθένας, η κάθε χώρα κλπ., στην κλίμακα της ιεραρχίας, κατέχει τη θέση που της αναλογεί με βάση τη δύναμή της (στην παραγωγή, στην τεχνολογία, στη στρατιωτική ισχύ κλπ.) Και όπως καταλαβαίνουμε, η αλληλεξάρτηση δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά καταπίεση και εξάρτηση των λιγότερο δυνατών από τους περισσότερο ισχυρούς. Αλλά επειδή η ανισόμερη οικονομική κλπ. ανάπτυ224
ξη δημιουργεί, κάθε τόσο, και νέο συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις του καπιταλισμού, γ ι ' αυτό και η νέα ισορροπία πετυχαίνεται με κρίσεις στην οικονομία και με πολέμους στην πολιτική. 23 Χάρη σε συγκεκριμένα ιστορικά αίτια, ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτύχθηκε μονόπλευρα. Ιδιαίτερα αναπτύχθηκε στον τομέα της θαλάσσιας βιομηχανίας, στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές και στις συναφείς υπηρεσίες. Έ τ σ ι , το νεοσύστατο μικρό κράτος της Ελλάδας, σαν κράτος πρωταρχικά ναυτικό, δεν μπορούσε παρά άμεσα να εξαρτιέται από τους κυρίαρχους στο διεθνές εμπόριο, στις διεθνείς άνισες ανταλλαγές, στη διεθνή νομισματική αγορά, στις θάλασσες. Γ ι ' αυτό, επειδή την εποχή εκείνη ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος σ ' αυτές τις σφαίρες της καπιταλιστικής δραστηριότητας ήταν η Μεγάλη Βρετανία, το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας πήρε τη μορφή της αγγλοκρατίας (ακόμα από το 1825, με ψήφισμά τους, οι ηγέτες της επανάστασης διακήρυτταν πως το έθνος θέτει «εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας»). 24 Κάτω α π ' αυτές τις συνθήκες, το εθνικό ζήτημα της Ελλάδας γινόταν πιο περίπλοκο. Σε προέκταση, το ίδιο συνέβαινε και με το ελληνικό εθνικό κίνημα. Το νεοελληνικό αστικό κράτος είχε, βέβαια, χαρακτήρα εθνικό. Αναγνώριζε τους Έλληνες κυρίαρχο λαό του. Η θρησκεία του έθνους (η ορθοδοξία) ήταν και η θρησκεία του κράτους. Η ελληνική γλώσσα έγινε κρατική επίσημη γλώσσα (έστω και κάτω από τη μορφή της αρχαΐζουσας και της «καθαρεύουσας»), όλα τα ήθη και έθιμα του έθνους αναγνωρίζονταν κλπ. Μα, ταυτόχρονα, το νεοελληνικό αστικό κράτος, όντας καπιταλιστικό στην ουσία του, βρισκότανε κάτω από το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας (της αγγλοκρατίας πρώτα α π ' όλα). Μ ' αυτόν, όμως, τον τρόπο τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούσε, ταυτίζονταν τότε κυρίως με την υπεράσπιση της εξωτερικής πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας (ιδιαίτερα 15
225
της πολιτικής της στο «Ανατολικό Ζήτημα»). Και ποια ήταν η πολιτική αυτή; Για τον ευρύτερο ιστορικό χώρο, όπου ανήκει και το ελληνικό έθνος, η διατήρηση του « Σ Τ Α Τ Ο Τ Σ ΚΒΟ» (της ακεραιότητας) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα έπρεπε να έχει «αγαθές και φιλικές σχέσεις» με το Σουλτάνο της Πόλης, που εξακολουθούσε να καταδυναστεύει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού (οι περισσότερες ελληνικές περιοχές παράμεναν υπόδουλες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία). Παρουσιάστηκε η παρακάτω αντιφατική κατάσταση: το ελληνικό αστικό κράτος, έκφραση της ηγεμονίας των Ελλήνων αστών μέσα στην ελληνική κοινωνία, όχι μονάχα να μην εκφράζει αυτή την ηγεμονία, όχι μονάχα να μην εκπληρώνει τις απαιτήσεις αυτής της κυριαρχίας, μα και να στέκεται εμπόδιο στην ολοκλήρωση της ελληνικής εθνικής αστικής αγοράς (με την ένωση όλων των υπόδουλων περιοχών στην ελληνική επικράτεια). Φυσικά, η ύπαρξη του αυτοτελούς ελληνικού αστικού κράτους πρόσφερνε τη δυνατότητα, στην ελληνική αστική τάξη, για την ύπαρξη ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή έδινε την ευκαιρία για την αυτόνομη ενεργητική συμμετοχή των Ελλήνων αστών, για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ηγεμονίας του κεφαλαίου (άρα και της συμμετοχής τους στην παγκόσμια ταξική πάλη για την εξουσία της διεθνούς αστικής τάξης). Μα η ευκαιρία περιοριζότανε κατά πολύ, χάρη στο καθεστώς της ξένης κηδεμονίας και εξάρτησης. Η ελληνική εξωτερική πολιτική 25 εξέφρασε μονάχα ίσαμε ένα βαθμό τα συμφέροντα της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης. Το εθνικό κίνημα του ελληνικού λαού, που εξακολούθησε να έχει φυσικό του ηγέτη την αστική τάξη, άμεσα επηρεάστηκε από την ύπαρξη του νεοελληνικού κράτους και υποχρεωτικά τροποποιήθηκε στα αιτήματα και τους στόχους του. Τώρα δεν περιοριζότανε στην αποτίναξη του φεουδαλικού οθωμανικού ζυγού και στην αστικοδημοκρατική μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Μετά το 1830, το ελληνικό εθνικό κίνημα απέβλεπε: α) στην απελευθέρωση των σκλάβων πε226
ριοχών και την ένωσή τους με το ελληνικό αστικό κράτος, β) στη ματαίωση της προσπάθειας των ξένων αποικιοκρατικών δυνάμεων για τη δημιουργία πολλών μικρών ελληνικών κρατών (ιδιαίτερα νησιωτικών) 26 , γ) στην καταπολέμηση του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας (του ξενισμού ή της ξενοκρατίας όπως το έλεγαν τότε), δ) στην απαγκίστρωση του από το «Ανατολικό Ζήτημα» (από τις επεμβάσεις της αποικιοκρατίας), ε) στην ολοκλήρωση της αστικοδημοκρατικής αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας. Πολλαπλά αιτήματα που οι αντικειμενικές τοπικές και διεθνείς συνθήκες τα έκαναν περίπλοκα και δυσεπίλυτα. Έ τ σ ι , η πορεία για την ολοκλήρωση της εθνικής κρατικής εστίας και των εθνικών πόθων ήταν πορεία βασανιστική και γεμάτη από πίκρες, θυσίες, περιπέτειες, ακόμα και εθνικές καταστροφές (όπως εκείνη του 1897). Η αποκορύφωση του ελληνικού εθνικού κινήματος, κάτω από την ηγεμονία της αστικής τάξης, σημειώνεται στα χρόνια 1909-1913. Η «επανάσταση» του Γουδιού (1909), που έγινε κάτω από την επίδραση της ρωσικής επανάστασης του 1905, ήταν η αρχή. Η ολοκλήρωση ήλθε με τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο. Ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος, όπως παρατηρούσε τότε ο Λένιν, ήταν «ένας από τους κρίκους της αλυσίδας των παγκοσμίων γεγονότων, που σημειώνουν την κατάρρευση του μεσαιωνισμού στην Ασία και στην Ανατολική Ευρώπη. Δημιουργία ενωμένων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, ανατροπή του ζυγού των τοπικών φεουδαρχών, οριστική απελευθέρωση των αγροτών όλων των εθνοτήτων, που ζουν στα Βαλκάνια, από το φεουδαλικό ζυγό — αυτό ήταν το ιστορικό καθήκον που έστεκε μπρος στους βαλκανικούς λαούς».27 Και το καθήκον αυτό, διαπίστωνε και πάλι ο Λένιν, θα μπορούσε να πραγματωθεί πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά, αν οι βαλκανικοί λαοί οργάνωναν μια ομοσπονδιακή βαλκανική δημοκρατία. Σε συνθήκες απολύτου και συνεπούς δημοκρατισμού δε θα μπορούσε να υπάρξει ούτε εθνική καταπίεση, ούτε εθνική διχόνοια, ούτε υποδαύλιση των θρησκευτικών διαφορών. Στους βαλκανικούς λαούς θα εξα227
σφαλιζόταν μια πραγματικά γοργή, πλατιά και ελεύθερη ανάπτυξη. 28 Μα, δυστυχώς, ούτε και το 1912 επικράτησε το πνεύμα, η σκέψη του Ρήγα Βελεστινλή. Και ύστερα από το νικηφόρο πόλεμο, τα Βαλκάνια εξακολούθησαν να είναι πιόνια του «Ανατολικού Ζητήματος» και χωρισμένα ανάμεσά τους. Οι ηγεμονικές αστικές τάξεις φυσικό ήταν να μην μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και τους δεσμούς τους με την παγκόσμια αποικιοκρατία (αυτό το έδειξε καθαρά και ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος). Μετά το 1913, το ελληνικό εθνικό ζήτημα δεν έπαψε να υπάρχει (θα πάψει να υφίσταται, όταν θα πάψει να υπάρχει και το ελληνικό έθνος). Παρ' όλο που μεγάλα τμήματα του ελληνικού χώρου ενώθηκαν με το ελληνικό αστικό κράτος (Ήπειρος, Κρήτη, νησιά του Αιγαίου κλπ.), ελληνικά εδάφη εξακολουθούσαν να είναι σκλάβα. Έμεινε άλυτο το μεγάλο πρόβλημα του μικρασιατικού ελληνισμού, η Κύπρος βρισκότανε, τώρα, κάτω από την κατοχή της Μεγάλης Βρετανίας (από το 1878) και τα Δωδεκάνησα γνώριζαν τον ιταλικό ζυγό (από το 1912). Το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, κάτω από το οποίο ζούσε και ανέπνεε το ελληνικό κράτος, παρέμενε ανέπαφο, η επίσημη Ελλάδα δεν έπαυε να συνδέει την"τύχη του έθνους με τις εξελίξεις του «Ανατολικού Ζητήματος» κλπ. Και το σημαντικότερο α π ' όλα, ο ελληνικός καπιταλισμός μπαίνει πια στο στάδιο της ιμπεριαλιστικής εξέλιξής του (εμφάνιση του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου), η εργατική τάξη αρχίζει ν ' αποκτάει πολιτική συνείδηση, ενώ, σε παγκόσμια κλίμακα, το επαναστατικό προλεταριακό κίνημα ακολουθεί ανοδική πορεία. Ό λ ο ι αυτοί οι παράγοντες ενίσχυαν τον κοσμοπολιτισμό της ελληνικής αστικής τάξης, που είτε αντικαθιστούσε τον εθνικό πατριωτισμό με τον αντιδραστικό σοβινισμό (υποταγή του έθνους στα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας), είτε τον απαρνιότανε ανοικτά σ τ ' όνομα του καπιταλιστικού κοσμοπολιτισμού (δυο όψεις της αυτής τάσης, δηλαδή του χαντακώματος του έθνους). Γρήγορα, πολύ γρήγορα, άρχισαν να εμφανίζονται οι 228
αρνητικές συνέπειες για το ελληνικό εθνικό πρόβλημα και το ελληνικό εθνικό κίνημα. Στα 1915 ξεσπάει ο διχασμός της αστικής πολιτικής ηγεσίας, που δεν άργησε να πάρει διαστάσεις εθνικού διχασμού (βασιλόφρονες-βενιζελικοί). Το έθνος γνώρισε νέες ταπεινώσεις (εισβολή Γερμανοβουλγάρων στη Μακεδονία, κατοχή της Θεσσαλονίκης από τους Αγγλογάλλους, νοεμβριανός αποκλεισμός της Ελλάδας από τις δυνάμεις της Αντάντ, δημιουργία δυο ελληνικών κυβερνήσεων κλπ.). Τελικά, η Ελλάδα συμμετέχει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ξένη επέμβαση για την κατάπνιξη της ρωσικής προλεταριακής επανάστασης (εκστρατεία στην Ουκρανία) και στ' όνομα της υπεράσπισης του ελληνισμού της Μικρασίας γίνεται το πιστό-τυφλό πιόνι της Αγγλίας για το μοίρασμα των πετρελαίων της Εγγύς Ανατολής (Μικρασιατική Εκστρατεία). Και το καταστάλαγμα: η εθνική κατα-
στροφή του 1922.29
Ύστερα από το 1922 και τη συρρίκνωση του ελληνισμού, ουσιαστικά, από άποψη εδαφική, εξακολούθησαν να είναι κάτω από τον ξένο ζυγό τα Δωδεκάνησα (ιταλικός ζυγός) και η Κύπρος (αγγλικός ζυγός). Αυτό δε σημαίνει ότι το εθνικό πρόβλημα της Ελλάδας περιοριζότανε μόνο στην απελευθέρωση των νησιών αυτών και στην ένωσή τους με το εθνικό κράτος. Κάθε άλλο. Στην περίοδο του περάσματος από το μονοπωλιακό προς τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, από την αποικιοκρατία στο νεοαποικισμό (περίοδος ιμπεριαλισμού), αυξάνει η καταπίεση σε βάρος της πλειοψηφίας των εθνών και η εθνική καταπίεση γίνεται πια αποφασιστικό όπλο για την αναχαίτιση της πτώσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Γιατί η εθνική καταπίεση, κάτω από δυο μορφές, έχει το ίδιο αποτέλεσμα: α) οι αστοί των καταπιεστικών εθνών τη χρησιμοποιούν για να εκφυλίζουν την επαναστατική φύση των εργατών τους, διαδίδοντας το σοσιαλσοβινισμό και το σοσιαλιμπεριαλισμό στις γραμμές τους (υπεράσπιση των αποικιακών προνομίων των εργατών της μητρόπολης), β) η αστική τάξη των καταπιεσμένων εθνών μετατρέπει συνεχώς «σε εξαπάτηση των εργατών τα συνθήματα 229
της εθνικής απελευθέρωσης: στην εσωτερική πολιτική χρησιμοποιεί αυτά τα συνθήματα για να κλείνει αντιδραστικές συμφωνίες με την αστική τάξη των κυρίαρχων εθνών..., στην εξωτερική πολιτική προσπαθεί να κλείσει συμφωνίες με μια από τις ανταγωνιζόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσει τους δικούς της ληστρικούς σκοπούς...» (Λένιν),30 γεγονός που καταλήγει και πάλι στον εκφυλισμό του εργατικού κινήματος (σ' αυτή την περίπτωση στις εξαρτημένες χώρες). Η ελληνική αστική τάξη, ύστερα από το 1922, χρησιμοποίησε και τις δυο μορφές για τον εκμαυλισμό του επαναστατικού ελληνικού εργατικού κινήματος. Η ιδιομορφία του ελληνικού εθνικού ζητήματος της πρόσφερνε και της προσφέρει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Γιατί το ελληνικό έθνος (όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη), ενώ ανήκει στο χώρο της καπιταλιστικής μητρόπολης, άρα στην ομάδα των εθνών που καταπιέζουν τα έθνη της καπιταλιστικής περιφέρειας, καταδικάζοντάς τα στην υπανάπτυξη, ταυτόχρονα ζει άμεσα και το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας (από τις μεγάλες δυνάμεις). Με άλλα λόγια, και το ίδιο αισθάνεται καταπιεσμένο (είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα). Έ τ σ ι , η αστική τάξη άλλοτε με την ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», άλλοτε με την ιδεολογία της «Ψωροκώσταινας» και άλλοτε και με το συνδυασμό των δύο καλλιεργεί και το σοσιαλιμπεριαλισμό και το σοβινισμό και την ξενοφοβία (πάντα ανάλογα με τις περιστάσεις). Έ τ σ ι προσπαθεί να εκφυλίζει και να παραμερίζει το σύγχρονο φυσικό ηγέτη του έθνους, την ελληνική εργατική τάξη. Η αλήθεια είναι πως στο διάστημα 1922-1945, κάτω από το βάρος της εθνικής καταστροφής της Μικράς Ασίας, η αποτελεσματικότητα της αστικής ιδεολογίας ήταν πολύ περιορισμένη. Αντικειμενικά, στην περίοδο αυτή, το εθνικό κίνημα του ελληνικού λαού χαρακτηρίζεται από τους στενούς δεσμούς του με το εργατικό κίνημα και την εργατική ιδεολογία. Αναφέρουμε δυο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) τη στάση της επίσημης Ελλάδας απέναντι στον εθνικοαπε230
λευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού της Κύπρου στο μεσοπόλεμο και β) το χαρακτήρα που πήρε το ελληνικό εθνικό κίνημα στα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (στα χρόνια της γερμανοϊταλοβουλγαρικής κατοχής στην Ελλάδα). Τον κυπριακό ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τον αποκαλούσε «έγκλημα». Ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος (ο άνθρωπος που κάποτε πάλεψε για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα) όταν ξέσπασε η εξέγερση των Κυπρίων (1931) δήλωνε: «Ζήτημα Κυπριακόν δεν υφίσταται μεταξύ της κυπριακής κυβερνήσεως και της αγγλικής» και αποκαλούσε την ηρωική εξέγερση, «εγκληματική παρεκτροπή» 31 . Στα 1941-1944, η αντίσταση κατά των ξένων κατακτητών δεν περιορίσθηκε στον αγώνα για την εκδίωξή τους, μα πήρε βαθύ κοινωνικό χαρακτήρα και στράφηκε ενάντια στους καπιταλιστές γενικά,32 γεγονός πρωτοφανές στην ελληνική ιστορία. Η προδοσία της ελληνικής «Εθνικής Αντίστασης» από την πολιτική ηγεσία της και η συντριβή των δυνάμεών της, των κοινωνικών δυνάμεών της, από τους «Συμμάχους» του αντιχιτλερικού συνασπισμού (άμεσα από τη Μεγάλη Βρετανία), ξαναδυνάμωσαν την ηγεμονία της αστικής τάξης στην ελληνική κοινωνία. Το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας ανανεώθηκε κάτω από τη μορφή της αμερικανοκρατίας (με την εφαρμογή του δόγματος Τρούμαν, 12/3/1947). Η Ελλάδα και η Τουρκία μπήκαν κάτω από την «προστασία και την κηδεμονία» των ΗΠΑ. Έγιναν πραγματικά ψυχοπαίδια του βορειοαμερικάνικου κεφαλαίου. Και οι δυο έγιναν ε-
νιαίος και αδιαίρετος κρίκος του παγκόσμιου πολεμικού
στρατηγικού συστήματος των ΗΠΑ. Μέσα σ' αυτές τις νέες συνθήκες, τη στιγμή που γνώριζε κι ακόμα γνωρίζει βαθιά κρίση, σκληρή δοκιμασία και ύφεση η ελληνική εργατική τάξη, τη στιγμή που η Ελλάδα γνώριζε τη συμφορά του εμφυλίου σπαραγμού (προϊόν της διπλωματίας των νέων «προστατών»), φούντωνε το αντιαποικιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του ελληνικού λαού στην Κύπρο (η Δωδεκάνησος επίσημα ενώθηκε με την Ελλάδα το 231
1947). Τότε, η αστική τάξη στην Ελλάδα αποκαλούσε το αίτημα της ένωσης της Κύπρου με το ελληνικό κράτος
κομμουνιστική συνωμοσία. 33 Μα στα κοινωνικά φαινόμε-
να, στους κοινωνικούς αγώνες (και τέτοιο είναι και το εθνικό κίνημα) δεν υπάρχει κενό. Ό τ α ν δεν ηγείται η μια τάξη, τότε την πρωτοβουλία την αναλαμβάνει ο αντίπαλός της. Κι αυτό έγινε και στην Κύπρο. Η αδυναμία της ελληνικής εργατικής τάξης (που είναι μία κι αυτή στην Ελλάδα και στην Κύπρο) να ηγηθεί του εθνικού κινήματος, έδωσε την ευκαιρία στην αστική τάξη ν ' αναλάβει την πρωτοβουλία. Στις 15/1/1950, η κυπριακή Αρχιεπισκοπή διενήργησε δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση-ένωση (υπέρ ψήφισαν 215 χιλ. και 9 χιλ. αποχή). Μα η αστική τάξη αντιμετώπιζε τον εθνικό αγώνα σαν πιόνι στην τοτινή προσπάθεια των ΗΠΑ για το διώξιμο των Ά γ γ λ ω ν από την Εγγύς Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, σαν προσπάθεια για την ενίσχυση της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα, για την ολοκλήρωση του βορειοαμερικάνικου παγκόσμιου πολεμικού στρατηγικού συστήματος (χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως η Ελλάδα μπήκε στο ΝΑΤΟ το 1952 και στο Βαλκανικό Σύμφωνο το 1954). Έ τ σ ι , αποτελεσματικά καταπολεμούσε και την κοινωνική σημασία του εθνικού κινήματος των Ελλήνων που στρεφότανε και πάντα θα στρέφεται ενάντια στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, ενάντια στο καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας στην ίδια την Ελλάδα. Μ ' αυτόν τον τρόπο ο κυπριακός ελληνικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, η αιχμή του ελληνικού εθνικού κινήματος από το 1945, γινόταν πιόνι στην ιμπεριαλιστική διπλωματία του «Ανατολικού Ζητήματος», διεθνοποιούνταν όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερα (το «Ανατολικό Ζήτημα», μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έπαψε να υπάρχει. Έ π α ψ ε να ονομάζεται έτσι. Αλλά η διαπάλη των μεγάλων δυνάμεων για την κυριαρχία στο χώρο όχι μονάχα εξακολουθεί, μα όλο και γίνεται οξύτερη). Α π ' εδώ και πέρα 232
η ιερή υπόθεση της απελευθέρωσης της Κύπρου έμπαινε στο δρόμο της προδοσίας και του χαντακώματος. Αυτό δεν άργησε να φανεί. «Κάθε λύση στην Κύπρο δεν έπρεπε να βρίσκεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Τουρκίας» («Νέα» της Αθήνας). Γιατί; Για τον πολύ απλό λόγο: Η ενότητα Ελλάδας και Τουρκίας, όντας τώρα ενιαίος και αδιαχώριστος κρίκος του παγκόσμιου πολεμικού στρατηγικού συστήματος των ΗΠΑ, έπρεπε, με κάθε θυσία, να μείνει αλώβητη. Υπεράνω όλων, λοιπόν, η «ελληνοτουρκική φιλία». Ό τ α ν η κυβέρνηση του στρατάρχη Παπάγου (1954) κατέφυγε στον ΟΗΕ για να ζητήσει την αυτοδιάθεση-ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ήδη η Τουρκία είχε πάρει το μέρος της Μεγάλης Βρετανίας. Ό π ω ς έγραφαν οι «Ν.Υ. Τίπιβδ», «οι Τούρκοι είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι θα ετάσσοντο με την Αγγλία...». 34 Μα ήδη η Μεγάλη Βρετανία είχε παρακινήσει την Άγκυρα να εγείρει αξιώσεις πάνω στην Κύπρο. Έ τ σ ι δημιουργούσε διαταραχή των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, άρα διασάλευε την ενότητα του ενιαίου κρίκου (απάντηση στις ΗΠΑ που επιδίωκαν την έξωση των Ά γ γ λ ω ν από την Κύπρο). Και η επίσημη Ελλάδα τι έκανε; Αμέσως αποδέχθηκε να αναγνωρίσει στην Τουρκία το δικαίωμα της συμμετοχής της στον καθορισμό της τύχης της Μεγαλονήσου. Δέχθηκε την τριμερή διάσκεψη του Λονδίνου (ανάμεσα στην Ελλάδα, Μεγάλη Βρετανία, Τουρκία) για τη συζήτηση του «κυπριακού προβλήματος» (29/8/1955), ενώ το άρθρο 15 της συνθήκης της Λωζάνης (1923) ρητά έλεγε ότι η Τουρκία παραιτείται μια για πάντα από κάθε αξίωση πάνω στην ΚύπροΙΙΙ (πάνω α π ' όλα έστεκε το συμφέρον του πολεμικού-στρατηγικού συστήματος των ΗΠΑ της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα). Το ξέσπασμα της ένοπλης πάλης (1/4/1955), μ ' επικεφαλής την ΕΟΚΑ, σε τίποτα δεν μπορούσε ν ' αλλάξει την πορεία του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, παρά τον ηρωισμό των αγωνιστών-πατριωτών και τον ενθουσιασμό του λαού (ιδιαίτερα της αγροτιάς). Κι αυτό γιατί το ελληνικό εθνικό κίνημα εξακολούθησε να βρίσκεται κάτω από 233
τον έλεγχο της αστικής τάξης. Η τύχη της Κύπρου είχε για τα καλά εγκλωβιστεί στα πλαίσια των συμφερόντων της αμερικανοκρατίας (σε προέκταση και της ελληνοτουρκικής «φιλίας»). Η κατάληξη στις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης (Φεβρουάριος 1959) ήταν ολότελα φυσιολογικό αποτέλεσμα. Μα πολύ τραγικό γεγονός για την Κύπρο και για το ελληνικό εθνικό κίνημα.35 Καρπός των συμφωνιών του Λονδίνου υπήρξε η δημιουργία της «Κυπριακής Δημοκρατίας» (επίσημα ανακηρύχθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία στις 16/8/1960). Η ίδια η ύπαρξη της «Κυπριακής Δημοκρατίας» αποτελούσε άρνηση της εξάσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από το λαό της Κύπρου. Μα και η συνθήκη της Ζυρίχης πρόβλεπε πως απαγορεύεται, μια για πάντα, στο λαό της Μεγαλονήσου ακόμα και να μιλάει για την αυτοδιάθεσή του. Το κυπριακό κράτος, όπως είναι γνωστό, μπήκε κάτω από την κηδεμονία της Αγγλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας11! Η Μεγάλη Βρετανία μετέτρεψε τις βάσεις της σε «βρετανικό έδαφος» κλπ. κλπ. Το νεοσύστατο κράτος έγινε μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (1961) και ταυτόχρονα προσχώρησε στο στρατόπεδο των «Αδεσμεύτων» (1961). Ό λ α αυτά είχαν τη σημασία τους. Πρώτα α π ' όλα αποτελούσαν βαρύτατο πλήγμα κατά του εθνικού κινήματος του ελληνικού λαού. Η αντιδραστική Τουρκία αναλάμβανε ν α παίξει το
ρόλο του δήμιου του ελληνικού εθνικού κινήματος
(κάτω από την ιδιότητα του «προστάτη» της Κυπριακής Δημοκρατίας). Γιατί η απαγόρευση της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων στις τοτινές συνθήκες, στην ουσία, αποτελούσε απαγόρευση ανάπτυξης του ελληνικού εθνικού κινήματος. Και η Τουρκία αναλάμβανε το «καθήκον» να επιβάλει αυτή την απαγόρευση!!! Η Τουρκία αποκτούσε και πάλι λ ό γ ο γ ι α
την πορεία και την τύχη του ελληνικού έθνους!!! Για την ελληνική αστική τάξη η «Κυπριακή Δημοκρατία» δεν είχε μονοσήμαντη σημασία. Από τη μια διασφαλιζότανε, βέβαια, η ελληνοτουρκική «φιλία», δηλαδή το ενιαίο και αδιαίρετο του ελληνοτουρκικού κρίκου του παγκόσμιου πολε234
μικού στρατηγικού συστήματος των ΗΠΑ, δινότανε σκληρό κτύπημα στις εργαζόμενες μάζες του ελληνισμού (ας μην ξεχνάμε ούτε για μια στιγμή πως στην εποχή μας το εθνικό κίνημα είναι πια αντικαπιταλιστικό), μα, από την άλλη, ταυτόχρονα η ελληνική αστική τάξη αποκτούσε και το σύμβολο της αμφισβήτησης της αμερικανοκρατίας (από το 1960, σε παγκόσμια κλίμακα, αμφισβητείται πια η Ρβχ ΑπιβΓΪεβηα), την άλλη Ελλάδα, την αδέσμευτη Κυπριακή Δημοκρατία. Αλλά, έστω και αυθόρμητα, τυφλά, το εθνικό κίνημα επιδρούσε και χαλούσε μερικά τα σχέδια των εμπνευστών των συμφωνιών του Λονδίνου και της Ζυρίχης. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Το Νοέμβριο του 1963 ο Μακάριος προτείνει τροποποίηση του κυπριακού Συντάγματος και τον επόμενο μήνα αρχίζουν συγκρούσεις ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους της Κύπρου. Η Τουρκία, για πρώτη φορά, απειλεί να εισβάλει στην Κύπρο. Τον Απρίλιο του 1964 φτάνουν στην Κύπρο και τα στρατεύματα του ΟΗΕ. Αρχίζουν και οι πρώτες προστριβές ανάμεσα στη Λευκωσία και στην Αθήνα (η πρώτη σαν σύμβολο της αμφισβήτησης της αμερικανοκρατίας, η δεύτερη σαν έκφραση της ίδιας της αμερικανοκρατίας). Γίνονται οι πρώτες προτάσεις για το διαμελισμό και τη «διπλή ένωση» (σχέδιο 'Ατσεσον, Ιούλιος 1964). Τον Απρίλιο του 1965, ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών κάνει ανθενωτικές δηλώσεις36 και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, το κοινό ανακοινωθέν του Κοσύγκιν-Χάιρ Ουργκιουπλού (πρωθυπουργού της Τουρκίας) κατηγορηματικά δήλωνε: «Κά-
θε λύση πρέπει να βασίζεται στην αναγνώριση του γεγονότος ότι υπάρχουν δυο κοινότητες στο νησί»
(17/8/1965). Η διπλή «ένωση» ή η «συνομοσπονδία», δηλαδή διαμελισμός της Κύπρου, αυτή ήταν η απόφαση ΗΠΑΕ Σ Σ Δ , των δυο εταίρων-ανταγωνιστών της παγκόσμιας ηγεμονίας. 37 Και στην προσταγή αυτή υποτάχθηκε ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα και στην Κύπρο (αφού όλα τα κόμματά μας ήταν και είναι φορείς της αστικής τάξης). Το εθνικό κίνημα, παρ' όλο που ήταν ακέφαλο (η εργατι235
κή τάξη δεν μπορούσε να παίξει τον ηγεμονικό της ρόλο) αντιστεκόταν ακόμα. Χάρη σ' αυτό ξέσπασε η πανεθνική κρίση (Ιούλιος 1965) στην Ελλάδα, χάρη σ' αυτό οι Κύπριοι αστοί διασπάστηκαν (σε Μακαριακούς και Γριβικούς), χάρη σ ' αυτό δεν επιβλήθηκε το σχέδιο 'Ατσεσον κλπ. Μα η αντεπαναστατική λύση πέρασε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο (στην τελευταία μονιμοποιήθηκε από τον ΟΗΕ ο διαχωρισμός των Ελληνοκυπρίων από τους Τουρκοκυπρίους —πράσινες ζώνες— αρχή του διαμελισμού και φούντωσε ο εθνικός διχασμός). Τελικά, στην ίδια την Ελλάδα, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, επιβλήθηκε η χουντοκρατία (21/4/1967), για να πετύχει το διαχωρισμό των Κυπρίων από τον υπόλοιπο ελληνικό λαό, για να εκμαυλίσει το εθνικό κίνημα και για να προετοιμάσει το έδαφος, τις συνθήκες, για την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση της Κύπρου.38 Στο διάστημα 1967-1974 και τα κτυπήματα ενάντια στο ελληνικό εθνικό κίνημα (που είναι κίνημα των εργαζομένων μαζών) ήταν απανωτά. Αποκορύφωμά τους: το πραξικόπημα στην Κύπρο, πρόφαση για το επόμενο βήμα, την τουρκική εισβολή (Αττίλας). Έ τ σ ι φτάσαμε στην εθνική καταστροφή του 1974. Η Τουρκία έπαιξε με «αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα» το ρόλο του δήμιου του ελληνικού εθνικού κινήματος (γι' αυτό κανένας από τους δυνάστες της ανθρωπότητας δεν την καταδίκασε ούτε για εισβολέα, ούτε για εμπρηστή της παγκόσμιας ειρήνης). Α π ' εδώ και πέρα την πρωτοβουλία την έχουν απόλυτα οι αντεπαναστατικές δυνάμεις. Με την τουρκική στρατιωτική επιδρομή-εισβολή στην Κύπρο (Αττίλας I και Αττίλας II), η Μεγαλόνησος άλλαξε όψη. Το 37% του εδάφους της κατακτήθηκε (το πλουσιότερο κομμάτι της). Το 1% του εδάφους της εξακολούθησε να είναι κυρίαρχο βρετανικό έδαφος. Περίπου 200.000 Έλληνες-Κύπριοι κατέφυγαν στα μη κατεχόμενα εδάφη, ενώ 40.000 Τούρκοι-Κύπριοι μεταφέρθηκαν στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα. Στο μη κατεχόμενο τμήμα έμειναν περίπου 100 Τούρκοι236
Κύπριοι και στο κατεχόμενο διατηρήθηκαν περίπου 2.000 Έλληνες Κύπριοι (στην Καρπασία). Από την αρχή ήταν ολοφάνερο πως το κατεχόμενο έδαφος πήγαινε να τουρχοποιηθεΐ. Για ό,τι αφορά τους εισβολείς, όπως έγραφε τότε ο Τύπος, «προφανής επιδίωξή τους είναι η διαφοροποίηση του πληθυσμού του βορείου τμήματος της Κύπρου που επιθυμούν ν ' αποτελέσει την τουρχιχή ζώνη». 39 Γρήγορα, άρχισαν να φθάνουν στη Βόρεια Κύπρο και οι Τούρκοι έποικοι (από τη νοτιοανατολική Μικρά Ασία). Το Φεβρουάριο του 1975, ο Ντενκτάς ανακήρυξε την κατεχόμενη βόρεια Κύπρο σε «Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος», προκήρυξε γενικές προεδρικές εκλογές και εκλογές για ανάδειξη τουρκοκυπριακής Βουλής. Η τουρκοποίηση του Βορρά ήταν πια γεγονός. Με ποιο τρόπο αντέδρασε η επίσημη Ελλάδα και η επίσημη Κύπρος; Οι Κύπριοι πολιτικοί ηγέτες στην αρχή, φραστικά, ήταν τολμηρότατοι και «απειλητικοί». Ο τοτινός προσωρινός πρόεδρος της Κύπρου, Γ. Κληρίδης, δήλωνε πως «ο ανταρτοπόλεμος στα κατεχόμενα εδάφη δεν πρόκειται ν ' αποκλεισθεί» και ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Λυσσαρίδης, διακήρυττε ότι ο απελευθερωτικός πόλεμος άρχισε κι ότι «θα γίνει κάθε κορφοβούνι κάστρο και κάθε λαγγάδι ηφαίστειο».40 Η ελληνική κυβέρνηση έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ κλπ. κλπ. Μα δεν είχε κάνει το κυριότερο: να διακόψει τις συμμαχικές και διπλωματικές σχέσεις με τον εισβολέα και δήμιο: την Τουρκία! Το γεγονός αυτό, και μονάχα αυτό, είναι αρκετό για να μας φανερώσει ποια ήταν η πικρή αλήθεια, η χαλεπή πραγματικότητα. Το εθνικό κίνημα είχε πέσει σε βαθιά ύφεση (έργο της χουντοκρατίας, μα και της πολιτικής της Λευκωσίας στα χρόνια 1967-1974). Τις τραγικές, ακόμα, στιγμές που η Κύπρος γνώριζε όλη τη βαρβαρότητα του Τούρκου εισβολέα, στην Ελλάδα, μέσα στο λαό, κυριάρχησαν τα γιορτολόγια για την επιστροφή του κοινοβουλευτισμού (άλλωστε και ο σοσιαλιστής Ετζεβίτ, ο κατακτητής της Κύπρου, καμάρωνε γιατί, όπως έλεγε, χάρη στις «ενέργειές του» στην Κύπρο, ξανάφερνε τη δημοκρατία στην πατρίδα της!). Μα και σε συνέχεια, 237
καμιά ουσιαστική αντίδραση, καμιά εθνική έξαρση, καμιά σπίθα πουθενά. Η «αναπάντεχη», για τους Κύπριους, τουρκική εισβολή, στην πραγματικότητα, τους παρέλυσε τη θέληση για μαχητικούς αγώνες (αναπόφευκτος καρπός της εθνικής προδοσίας από την πλευρά της χουντικής Αθήνας). Στην Ελλάδα, υπήρχε αληθινό ξεφάντωμα πολιτικολογίας και επιφανειακών εκδηλώσεων. Τώρα, νόμιμα δρούσαν δυο ΚΚΕ (το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσ.) και παράλληλα άλλες 23 «υπεραριστερές» οργανώσεις.41 Πολλά λόγια, μα πράξη καμιά (παρά την ένταση της αμφισβήτησης της αμερικανοκρατίας από την αστική τάξη). Οι εργάτες και οι άλλοι εργαζόμενοι στέκονταν παθητικοί παράγοντες. Και μάλιστα σε μια εποχή που η αντιδραστική Τουρκία δραστηριοποιούνταν περισσότερο στο ρόλο της του δήμιου, του χωροφύλακα, του ελληνικού εθνικού κινήματος. Ανοικτά πια διεκδικούσε και την τουρκοποίηση του Αιγαίου (μιας περιοχής όπου ζουν οι περισσότεροι ' Ελληνες) I42 Αυτή είναι η φαρμακερή αλήθεια. Ο ελληνικός καπιταλισμός, στο σύνολό του μέσα και έξω από την Ελλάδα, και οι πολιτικοί φορείς του, χωρίς να δέχονται καμιά πίεση από το εθνικό κίνημα, δεν μπορούσαν παρά να συμπεριφερθούν με γνώμονα τις δυνατότητές τους (και τις διαθέσεις τους), μα και με κριτήριο ν' αποφευχθεί η αναζωογόνηση του εθνικού κινήματος. Ο πολιτικός κόσμος, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, διαλαλούσε ότι δε θα αποδεχτεί «τετελεσμένα γεγονότα» στην Κύπρο. Ο Μακάριος δήλωνε: «Δεν θα δεχθώ ποτέ ομοσπονδία, βασισμένη στο γεωγραφικό διαχωρισμό». 43 Η Αθήνα διαβεβαίωνε πως θα υπερασπιστεί την Κύπρο και το Αιγαίο από την τουρκική επιβολή. Μα ας δούμε τι γινότανε στην πράξη. ' Ηταν πασίγνωστο πως η τουρκική επιδρομή στην Κύπρο έγινε δυνατή χάρη στην πολιτική των ΗΠΑ. Ακόμα, όλος ο κόσμος το γνώριζε, ή τουλάχιστο το διαισθανότανε, ότι η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον είχε δεχτεί με μεγάλη ικανοποίηση τη νέα κατάσταση στο νησί (αποτελούσε πραγμάτωση των διχοτομικών σχεδίων της). Η γερμανική εφημερίδα «Φρανκφούτερ Αλγκεμάινε Ζάιτουνγκ» χαρακτηριστικά έ238
γράφε πως η προτεινόμενη από τότε, από τις ΗΠΑ, ομοσπονδία της Κύπρου αποτελεί το «πρώτο στάδιο διπλής ένωσης και συνεπώς οριστικού τερματισμού υπάρξεως αυτόνομου κυπριακού κράτους».44 Και ο ίαυτεποε δίβπι, Αμερικανός ειδικός, παρατηρούσε ότι ο Κίσσινγκερ βοηθούσε τους Τούρκους να πετύχουν το στόχο τους, «δηλαδή καινούριου πολιτικού μέλλοντος για την Κύπρο».45 Τέλος, κι αυτό επίσης ήταν γνωστό ότι οι μεταπολεμικές ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδιαίτερα από το 1947 και δώθε, άμεσα εξαρτήθηκαν από την κατάσταση του πολεμικού στρατηγικού συστήματος των ΗΠΑ στη Μεσόγειο (γι' αυτό και ζευγαρώθηκαν οι δυο χώρες από τους Βορειοαμερικανούς). Ό μ ω ς , όπως παρατηρεί και ο καθηγητής Ν. Σταύρου, «το ζευγάρωμα των δυο χωρών δεν αρνήθηκε τα ειδικά τους συμφέροντα. Α π λ ώ ς τα αγνόησε». 46 Μα όταν η Μεσόγειος έπαψε πια να είναι αποκλειστικά «αμερικανική θάλασσα», όταν μπήκε σε πρακτική εφαρμογή ο συνεταιρισμός-ανταγωνισμός ΗΠΑ-ΕΣΣ Δ και στη Μεσόγειο (βασικά από τις αρχές του 1960), από τότε ειδικά ανταγωνιστικά συμφέροντα του ελληνικού και τουρκικού καπιταλισμού ήλθαν στην επιφάνεια. Η σύγκρουση ανάμεσά τους έγινε αναπόδραστη. Κι από τότε, ΗΠΑ και Ε Σ Σ Δ χρησιμοποιούν την ελληνοτουρκική διένεξη σαν βασικό στοιχείο για τη διασφάλιση της ηγεμονίας τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτά, λοιπόν, τα πολύ γνωστά πράγματα φαίνεται πως τα αγνοούσαν οι πολιτικοί ηγέτες της Αθήνας και της Λευκωσίας (ή καλύτερα ότι μοιρολατρικά τα αποδέχονταν). Στις 13 Νοεμβρίου 1974, πριν ακόμα επιστρέψει στην Κύπρο ο Μακάριος, ο αρχιεπίσκοπος συναντήθηκε με τον Κίσσινγκερ, στην Ουάσιγκτον, και συμφώνησαν για την «επίλυση του Κυπριακού». Νωρίτερα, στις 23/10/1974, ο προεδρεύων Γ. Κληρίδης συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρεσβευτή Κρώφορντ, και συζήτησαν κι αυτοί τη «λύση» του κυπριακού προβλήματος. Μάλιστα το «Αθηναϊκό Πρακτορείο» σημείωνε ότι η συνάντηση αυτή είχε «ιδιαίτερη σημασία, γιατί συμπίπτει με την άφιξη του κ. Κίσσινγκερ στη Μόσχα όπου 239
θα συζητηθεί —σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες— και η κυπριακή κρίση».47 Σχεδόν ταυτόχρονα, συναντιότανε και ο Έλληνας υπουργός των Εξωτερικών Δ. Μπίτσιος με τον Κίσσινγκερ (στη Ρώμη) και ο Τύπος μιλούσε για τη νέα «προσέγγιση Αθηνών-Ουάσιγκτον» και ότι βαδίζαμε προς «συμβιβασμό» στο κυπριακό ζήτημα. 48 Παράλληλα, ήδη, γίνονταν και συζητήσεις για «άνοιγμα» προς τη Μόσχα, ενώ ο Κ. Καραμανλής άρχιζε τον αγώνα του για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στη δυνάμει «τρίτη υπερδύναμη», την ΕΟΚ. Τέλος, το Δεκέμβριο του 1974, Αθήνα, Λευκωσία και Άγκυρα αποδέχθηκαν το σχέδιο των «Αδεσμεύτων» για την επίλυση του Κυπριακού με βάση τα συμφέροντα των δύο κοινοτήτων (ψήφισμα του ΟΗΕ, Δεκέμβριος 1974). Ό λ α τα πιο πάνω στοιχεία, από τότε, έκαναν φανερό, προς τα πού πορεύονταν η επίσημη Ελλάδα και η επίσημη Κύπρος, για να επιλύσουν το λεγόμενο «κυπριακό ζήτημα» και γενικότερα την ελληνοτουρκική διένεξη: προς τον εξευμενισμό του «κηδεμόνα και προστάτη», των ΗΠΑ (που είχαν επιβάλει εμπάργκο στην πώληση όπλων προς την Τουρκία) και προς την αναζήτηση «προστασίας» από την ΕΟΚ και την Ε Σ Σ Δ , κοντολογίς ακολουθούσαν έναν αντιφατικό δρόμο, που δεν οδηγεί παρά σε αδιέξοδο και σε παραχωρήσεις προς όλους εκείνους που αποτελούν παράγοντες του σύγχρονου «Ανατολικού Ζητήματος». Έ τ σ ι , όμως, δινότανε χρόνος για το βάθαιμα της ύφεσης του ελληνικού εθνικού κινήματος και για τον παραπέρα πολιτικό αποπροσανατολισμό του ελληνικού λαού. Μ ' αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός καπιταλισμός μπορούσε ν ' ανασάνει. Γινότανε μπορετό να επεκτείνει τις δραστηριότητές του, τοπικά και διεθνώς, και να αναπαράγεται χωρίς τη δημιουργία «δυσάρεστων» καταστάσεων (αυτό είναι το νόημα και της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας, που άρχισε από το 1974 και συνεχίζεται εδώ και μια δεκαετία). Στα 1974-1984, μέσα σ ' αυτά τα πλαίσια, ξετυλίχθηκαν όλες οι εξελίξεις, που αφορούν την τύχη της Κύπρου και την πορεία της γενικότερης πια ελληνοτουρκικής διένεξης. Αλλά 240
ας δούμε καλύτερα την περίπτωση της Κύπρου. Η Λευκωσία άρχισε τις πρώτες παραχωρήσεις κιόλας από το Γενάρη του 1975 (9/1/1975), όταν δέχθηκε ν ' αρχίσουν και πάλι οι συνομιλίες με τον Ντενκτάς για το μέλλον της Κύπρου. Παρά το γεγονός ότι ο Ντενκτάς δημιούργησε τουρκοκυπριακό κράτος (13/2/1975), η κυβέρνηση του Μακαρίου αποδέχθηκε ν ' αρχίσει τις διακοινοτικές συνομιλίες, στη Βιέννη, με την αιγίδα του Γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ (28 Απριλίου 1975). Η Αθήνα συμπαραστέκεται στη Λευκωσία (τότε η πολιτική ήταν: η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαραστέκεται). Οι συνομιλίες αφορούσαν αν θα γίνει ομοσπονδία ή όχι η Μεγαλόνησος. Δημιουργείται αδιέξοδο, όχι όμως και ρήξη. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1976, συναντιούνται οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, στις Βρυξέλλες, και αποφασίζουν να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες ανάμεσα στις «δυο κοινότητες». Και πραγματικά, στις 17/2/1976, στη Βιέννη, επαναλαμβάνονται οι συνομιλίες ανάμεσα στον Κληρίδη και στον Ντενκτάς. Στις 2 1 / 2 / 1 9 7 6 λήγει ο κύκλος αυτός των συνομιλιών (πέμπτος), χωρίς κανένα αποτέλεσμα, μα και πάλι χωρίς ρήξη και σύγκρουση. Τον Απρίλιο του 1976, τον Κληρίδη τον αντικαθιστά ο Τ. Παπαδόπουλος και συνεχίζει τις συνομιλίες και με την κυβέρνηση του Ραούφ Ντενκτάς. Και πάλι, όμως, διακόπτονται... Το 1977, παρουσιάζονται σοβαρές εξελίξεις. Ο Μακάριος συναντιέται δυο φορές με τον Ραούφ Ντενκτάς (τη μια στις 23/1/1977 και τη δεύτερη στις 13/2/1977). Και συζήτησαν τότε την παλιά αμερικανο-σοβιετική «πρόταση-ιδέα» για τη δημιουργία ομοσπονδίας στην Κύπρο. Παρ* όλο που την ομοσπονδία, πάντοτε, η Λευκωσία τη θεωρούσε και την ταύτιζε με τη διχοτόμηση, 49 τώρα ο Μακάριος τη συζητούσε με τον Ντενκτάς. (Και η συνάντηση έγινε με τη μεσολάβηση του τότε ειδικού εκπροσώπου του ΟΗΕ στην Κύπρο, του Περέζ ντε Γκουεγιάρ, σημερινού Γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ.) Τ ' αποτελέσματα των δύο συναντήσεων δεν ήταν θεαματικά, μα ήταν οπωσδήποτε ουσιαστικά: έγινε η πρώτη επίσημη υποχώρηση προς τους κατακτητές (εννοούμε με την αποδοχή 16
241
της λύσης της ομοσπονδίας και ανεξάρτητα από με το ποιο τρόπο την ερμήνευε την αποδοχή αυτή ο Μακάριος και από με το πώς την έβλεπε ο Ντενκτάς). Πολλοί ήταν τότε που μίλησαν για «παγίδα». Αν η Κύπρος παρασύρθηκε σε παγίδα, επειδή σύρθηκε σ' αυτήν α π ' τις πιέσεις των «μεγάλων», υπάρχει ακόμα καιρός για τη Λευκωσία και την Αθήνα να προφυλάξουν τη Μεγαλόνησο και το «εθνικό κέντρο» από τη μεγαλύτερη καταστροφή.50 Τέτοια και παρόμοια γράφονταν τότε στον ελληνικό Τύπο. Παρ' όλα αυτά, η ιδέα της ομοσπονδοποίησης είχε γίνει τελικά αποδεκτή από την ελληνική πλευρά (σήμερα κανένας πια, ούτε Λευκωσία ούτε Αθήνα, δεν την απορρίπτει). Η υποχώρηση αποτελούσε αναπόφευκτο καρπό της απόλυτης απεμπόλησης του αιτήματος της αυτοδιάθεσης, μα και των γενικότερων εξελίξεων στην ελληνοτουρκική διαμάχη, στο καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας (της αμερικανοκρατίας) στην Ελλάδα κλπ. Γενικά, ήταν συνακόλουθο της νέας δύσκολης διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού. Το μη κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, η «Κυπριακή Δημοκρατία», παρά τις τεράστιες συνέπειες της τουρκικής εισβολής, όχι μονάχα διατηρήθηκε στη ζωή, μα και οικονομικά δυνάμωσε. Το γεγονός αυτό, κιόλας από το 1977, το
αποκαλούσαν «οικονομικό θαύμα». Ήδη το 1977, η εθνική οικονομία της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε αποκατασταθεί. Με τη «διαφύλαξη της ενότητας και συνεργασίας μεταξύ των τάξεων του λαού και της κυβερνήσεως»,51 με τη σοβαρή οικονομική ενίσχυση από την Ελλάδα, τις ΗΠΑ κι άλλες πολλές χώρες, με τη μορφή εισφορών σε χρήμα και σε είδος (η βοήθεια στα τέλη του 1976, είχε φτάσει, για τα κυπριακά δεδομένα, σε υψηλά επίπεδα), 52 με την εισροή άφθονου συναλλάγματος από το Λίβανο (χάρη στην εκεί κρίση) κλπ., έγινε δυνατό να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα, να ενισχυθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (βιοτεχνίες, εμπορικές επιχειρήσεις κλπ.), να κρατηθεί ο πληθυσμός στο νησί. Η κοινωνική δομή άλλαξε σε βάρος της αγροτιάς (του παλιού κορμού του εθνικού κινήματος), ενώ χάρη στη νέα κατάσταση 242
αμβλυνότανε και παθητικοποιούνταν περισσότερο η εθνική συνείδηση. Τώρα το αίτημα της «αυτοδιάθεσης-ένωσης» όχι μονάχα δεν ηλέκτριζε, μα και προκαλούσε φόβο, μια και μπορούσε «να δώσει αφορμές» για έναν «Αττίλα 3», για κατάρρευση του «οικονομικού θαύματος» και ολοκληρωτική καταστροφή. Το 1954, στην 9η σύνοδο του ΟΗΕ, ο τότε Τούρκος αντιπρόσωπος, Σελίμ Σαρπέρ, ισχυριζότανε ότι η Κύπρος δεν έχει ούτε γεωγραφική ούτε ιστορική σχέση με την Ελλάδα. Ό σ ο για τους Έλληνες της Μεγαλονήσου έλεγε: «Η ελληνόφωνη αυτή ομάδα δεν έχει καμιά φυλετική σχέση με τους Έλληνες... Η ομάδα αυτή ανήκει σε μια φυλή, που οι ιστορικοί αναφέρουν ως μεσογειακή ή μεσογειακή-λεβαντινή».53 Οι θεωρίες αυτές, τώρα, διαδίδονται πια και από Ελληνοκύπριους, που υποστηρίζουν την ύπαρξη αυτόνομης κυπριακής εθνότητας κλπ. κλπ. Γίνεται το παν για να μην υπάρξει καμιά πιθανότητα αναβίωσης του εθνικού κινήματος στην Κύπρο και για να αποκαρδιώνεται, γενικά, ο ελληνικός λαός (οι «Καλαμαράδες») και να βυθίζεται σε μεγαλύτερη ακόμα ύφεση το ελληνικό εθνικό κίνημα. Χωρίς καμιά, λοιπόν, προοπτική για δυναμικό διώξιμο των Τούρκων κατακτητών από την Κύπρο, με τη μη φυσιολογική άνοδο της «ευμάρειας», στο μη κατεχόμενο τμήμα του νησιού, «ευμάρεια» που κυρίως χρωστιέται στο ότι η Κύπρος όλο και περισσότερο παίζει το ρόλο του συνδέσμου στον αμερικανικό γεωπολιτικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου (όλο κι αυξάνονται οι διευκολύνσεις προς τις ΗΠΑ) με το βούλιαγμα του εθνικού κινήματος, δεν έμεινε στο Μακάριο παρά να κάνει τις παραχωρήσεις του 1977 (για να εδραιώσει τη νέα θέση της κολοβής Κυπριακής Δημοκρατίας και να ενισχύσει το νέο ρόλο της). Μα η υποχώρηση ήταν, όπως είπαμε, και συνέπεια της γενικότερης αντίξοης διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού. Ο τερματισμός της χουντοκρατίας στην Ελλάδα (του στρατοκρατικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967) δε σήμαινε άνοιγμα εύκολων δρόμων για τον ελληνικό καπιταλι243
σμό. Έ π ρ ε π ε να εξευρεθεί τρόπος για τον εκσυγχρονισμό του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας (της αμερικανοκρατίας), μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και παραπέρα διασάλευσης του μεταπολεμικού διεθνούς «στάτους κβο». Δηλαδή, έπρεπε να βρεθούν οι τρόποι για την αποκατάσταση της διασαλευμένης ενότητας της βάσης της αμερικανοκρατίας (για την αποκατάσταση των ταραγμένων σχέσεων ανάμεσα στο βορειοαμερικάνικο και τον ελληνικό καπιταλισμό), σε στιγμές που η διεθνής συγκυρία όλο και περισσότερο δυνάμωνε το ρεύμα της αμφισβήτησης της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ. Σ ' αυτή την αναζήτηση, το μεγαλύτερο και δυσκολότερο εμπόδιο το αποτελούσε και εξακολουθεί να το αποτελεί η λεγόμενη «ελληνοτουρκική διένεξη». Γιατί η Τουρκία, με τις βλέψεις της στη νησιώτικη Ελλάδα, δεν παίζει μονάχα το ρόλο του χωροφύλακα του ελληνικού εθνικού κινήματος (άρα και του ελληνικού εργατικού κινήματος), μα άμεσα και καθαρά στρέφεται και ενάντια στα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού. Η Άγκυρα, με τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και στην Κύπρο, προσπαθεί να θίξει κατάκαρδα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει ο ελληνικός χώρος στον ελληνικό καπιταλισμό (ως προγεφύρωμα των ΗΠΑ στα Βαλκάνια, ως πύλη του δυτικοευρωπαϊκού και του βορειοαμερικάνικου κεφαλαίου προς την Εγγύς Ανατολή, ως ελεγκτής της θαλάσσιας επικοινωνίας της Ε Σ Σ Δ με τη Μεσόγειο κλπ.). Η Αθήνα, πάλι, προσπαθεί να υποβαθμίσει το ρόλο της Τουρκίας στο παγκόσμιο πολεμικό στρατηγικό σύστημα των ΗΠΑ. Αξιοποιεί τις τουρκικές επιθετικές ενέργειες (στην Κύπρο και στο Αιγαίο), για ν ' αποδείξει ότι η Άγκυρα δεν είναι αξιόπιστος σύμμαχος, ότι δεν μπορεί να διαδραματίσει το ρόλο «μεγάλης δύναμης» στην Εγγύς Ανατολή, ότι δεν μπορεί να είναι ο σίγουρος τοποτηρητής των αμερικανικών και γενικά των δυτικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς-Αραβικής Ανατολής. Πίσω α π ' όλες αυτές τις αντιδικίες, συγκρούσεις, εναντιότητες και αμφισβητήσεις κρύβεται η διαπάλη ανάμεσα στον τουρκικό και στον ελληνικό 244
καπιταλισμό, για να καλυτερέψουν τη διεθνή θέση τους (μέσα στα πλαίσια της ιεραρχικής κλίμακας του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος), σε μια περίοδο που έχει σοβαρά διασαλευτεί το μεταπολεμικό «στάτους κβο» (διεθνώς και τοπικά) και όπου οι ΗΠΑ δεν είναι πια ο αναμφισβήτητος ηγεμόνας του κόσμου. Πάντως, την πρωτοβουλία, τόσο για ιστορικούς λόγους όσο και εξαιτίας της διεθνούς συγκυρίας, την έχει ο τουρκικός καπιταλισμός. ' Ενα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οθωμανικής - τουρκικής διπλωματίας είναι, σε περιόδους διεθνών αναστατώσεων ή διεθνούς ρευστότητας, να παίρνει ενεργό μέρος σε κάθε είδους ιμπεριαλιστικές συνωμοσίες και να επωφελείται έτσι η Τουρκία από την κατάσταση. Οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο (που δεν είναι νέες, πρωτοεμφανίστηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο), κυρίως από το 1974, έγιναν πιο συστηματικές και πιο μεθοδευμένες. Άρχισαν με το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας, συνεχίστηκαν με το λεγόμενο ζήτημα της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναέριου χώρου της Ελλάδας. Και οι διεκδικήσεις συνοδεύονταν, και συνοδεύονται ίσαμε σήμερα, από πληθώρα παραβιάσεων, από αμέτρητες βίαιες προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άμεσος στόχος: η διπλωματική απομόνωση και υπονόμευση της επίσημης Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μακροπρόθεσμος στόχος: η τουρκοποίηση του Αιγαίου και της Κύπρου (άλλωστε, από το 1974, είναι έκδηλο ότι η Άγκυρα επιδιώκει συνολική «λύση-συμφωνία» στην Κύπρο και στο Αιγαίο, φυσικά υπέρ του τουρκικού καπιταλισμού). Έ τ σ ι πιστεύει, τελικά, να θέσει στην υπηρεσία της το δυναμικό του ελληνικού καπιταλισμού. Έ τ σ ι ελπίζει «να μεταβάλει την Ελλάδα σε πολιτικό δορυφόρο της, που θα ακολουθεί πιστά την πολιτική της...».54 Και οι επιδιώξεις της Τουρκίας δεν είναι αφελείς ματαιοδοξίες. Βέβαια, ο ελληνικός καπιταλισμός γενικά είναι ισχυρότερος από τον τουρκικό. Μα στις σύγχρονες διεθνείς συνθήκες βρίσκεται σε πολύ λεπτή και δύσκολη θέση. Ιδιαίτερα μετά το 1956, δηλαδή από τότε που εκδηλώθηκε ο συνεταιρι245
σμός-ανταγωνισμός των ΗΠΑ και της Ε Σ Σ Δ για την παγκόσμια ηγεμονία και ο αγώνας ανάμεσά τους για την κάλυψη του κενού, που άφηνε η αποχώρηση των Αγγλογάλλων από την Εγγύς Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις και προσπαθεί να προσφέρει τις «καλές υπηρεσίες» και στις δυο υπερδυνάμεις, με μια και μοναδική προϋπόθεση πως θα εισακουσθούν τα «δίκαια» αιτήματά της στο Αιγαίο και στην Κύπρο. (Η γεωπολιτική θέση της της επιτρέπει να παίζει αυτή την πολιτική). Σύμφωνα με την τουρκική διπλωματία, όποιος από τους δυο υπερμεγάλους δείξει έλλειψη «κατανόησης», τότε θα χάσει και την «τουρκική φιλία». Και οι δυο μαζί θα χάσουν την τουρκική συμπαράσταση για την «επίλυση του σύγχρονου Ανατολικού Ζητήματος», δηλαδή για τη μοιρασιά της Εγγύς Ανατολής. Ακόμα, οι ΗΠΑ θα χάσουν την ενότητα του ενιαίου στρατηγικού-πολεμικού τους κρίκου στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (την ελληνοτουρκική «συμμαχία» που εκφράζεται με την περιβόητη ελληνοτουρκική «φιλία»). Και η πολιτική αυτή των εκβιασμών, στη σημερινή συγκυρία της διεθνούς πραγματικότητας, αποδίδει καρπούς (αυτό πιστοποιούν οι άριστες σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και στις ΗΠΑ και ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ε Σ Σ Δ ) . Ασφαλώς, όμως, οι υπερδυνάμεις δεν είναι παθητικοί παράγοντες, δέσμιοι της διπλωματίας της Άγκυρας. Η Μόσχα προσφέρει τη «φιλία» της και στην Ελλάδα και στην Κύπρο και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να μετατρέψει την τουρκική διπλωματία σε όπλο της για τη διάσπαση της ενότητας του πολεμικού-στρατηγικού συστήματος των ΗΠΑ (στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ) και για να διατηρεί ανοικτά τα Στενά και ελεύθερο το Αιγαίο για το στόλο της. Οι ΗΠΑ, πάλι, μετατρέπουν τη λεγόμενη ελληνοτουρκική «διένεξη» σε όπλο για την παραπέρα ενίσχυση της αμερικανοκρατίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Καμώνονται τον «εγγυητή» της ειρήνης ανάμεσα στις δυο χώρες (με μέσα τη γρήγορη άνοδο της παραπέρα στρατιωτικοποίησής τους και με βάση τα βορειοαμερικανικά 246
όπλα). Η στρατιωτική «βοήθεια» προς τις δυο χώρες όλο και μεγαλώνει (πάντα σε αναλογία 7 προς την Ελλάδα, 10 προς την Τουρκία). Και οι εξοπλισμοί, με βάση την αμερικανική βοήθεια, σημαίνει άνοδο της στρατιωτικής, οικονομικής, τεχνολογικής, πολιτικής κλπ. εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Και το κακό μεγαλώνει και πάει. 55 Οι υπερδυνάμεις, μα και γενικά οι μεγάλες δυνάμεις του νεοαποικισμού, δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν οι πιστοί «σύμμαχοι» της επίσημης ελληνικής πολιτικής, των επιδιώξεων του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό είναι δεδομένο, τουλάχιστο στη σημερινή περίοδο και για όσο θα υπάρχει η σημερινή παγκόσμια «ειρήνη». Το πρόβλημα είναι, όπως παρατηρεί και ο Ελληνοαμερικανός Κογ Ο. Μαοπώδ, αν θα αλλάξει η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον ίδιο, «Ελλάδα και Έλληνες πρέπει να εγκαταλείψουν το προαιώνιο σύμπλεγμα της εξαρτήσεώς τους — από τη μια ή την άλλη δύναμη. Πρέπει να μάθουν πώς να συμβιούν με πολλά άλυτα, κάθε φορά, προβλήματα από τα οποία ένα είναι και η Τουρκία, όπως και με πολλές άλυτες πραγματικές καταστάσεις, από τις οποίες μια η αμερικανική επιρροή σ ' αυτό το τμήμα του κόσμου. Και θα πρέπει ακόμα να προσπαθούν να τις αξιοποιούν προς το καλύτερο δυνατό όφελός τους...»56. Μα το πρόβλημα δεν είναι ψυχολογικό. Το «προαιώνιο σύμπλεγμα της εξάρτησης» υπάρχει μέσα στην ελληνική αστική τάξη, στο φορέα του ελληνικού κεφαλαίου, επειδ» ακριβώς υπάρχει το καθεστώς της ξένης εξάρτησης κο κηδεμονίας, αναπόφευκτος καρπός της διεθνούς δράσης το ελληνικού καπιταλισμού. Για να υπάρξει αλλαγή στην ελλτ · νική εξωτερική πολιτική, πρέπει αυτή να πάψει να είναι έκφραση της συμμετοχής του ελληνικού κεφαλαίου στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή του παγκόσμιου καπιτα λιστικού συστήματος στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Τουλάχιστο, πρέπει ν ' αλλάξει ο συγκεκριμένος σημερινός ρόλο; του ελληνικού κεφαλαίου στο διεθνή αποικιοκρατικό καπιτα λιστικό καταμερισμό της εργασίας και η σύγχρονη θέση τη: ελληνικής κεφαλαιοκρατίας στην κλίμακα της καπιταλιστι247
κής ιεραρχίας. Μα αν ακόμα και κάτι τέτοιο μπορεί να είναι εφικτό, πράγμα απίθανο, είναι κάτι που απαιτεί πάρα πολύ χρόνο. Κατά συνέπεια η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας (εννοούμε και της Κυπριακής Δημοκρατίας) δεν μπορεί παρά να παραμείνει τουλάχιστο για μεγάλο διάστημα η ίδια (έστω κι αν αλλάζει όψεις). Η εξωτερική πολιτική του ελληνικού καπιταλισμού δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να στηρίζει το καθεστώς της ξένης κηδεμονίας και εξάρτησης. Μπορεί να αμφισβητεί τη σημερινή μορφή του καθεστώτος αυτού (την αμερικανοκρατία), όμως, ουσιαστικά, δεν το καταπολεμάει. Και επειδή αμφισβήτηση στις ημέρες μας σημαίνει πως «χώρια δεν μπορεί και μαζί δεν κάνει» το ελληνικό κεφάλαιο και το κεφάλαιο των ΗΠΑ, γ ι ' αυτό και η ελληνοτουρκική «φιλία» θα εξακολουθήσει να είναι κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το λεγόμενο κυπριακό πρόβλημα, όπως και η «διαμάχη» στο Αιγαίο, δεν πρόκειται να επιλυθούν, εφόσον η κάθε πιθανή επίλυση θα μπορούσε να σημαίνει τερματισμό της «ελληνοτουρκικής φιλίας». Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τα συμπεράσματά μας. Παρά την αμφισβήτηση της αμερικανοκρατίας, παρά την απόρριψη των τουρκικών αξιώσεων, παρά την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, η αμερικανοκρατία εκσυγχρονίζεται στην Ελλάδα και επεκτείνεται στην Κύπρο, οι Τούρκοι κατακτητές παραμένουν στην Κύπρο, η Ελλάδα επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας παραμένουν κλπ. Οι μοναδικές, ελάχιστες επιτυχίες του ελληνικού καπιταλισμού στον τομέα των διεθνών σχέσεων υπήρξαν η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ (πολιτική επιτυχία), η καλυτέρεψη των σχέσεων με την Ε Σ Σ Δ , την Κίνα κλπ. (χωρίς, όμως, κανένα σπουδαίο αντίκρισμα για τα μεγάλα θέματα της Κύπρου και του Αιγαίου). Μάλιστα, στο θέμα της Κύπρου, μέσα από το δαίδαλο των συζητήσεων στον ΟΗΕ και των διακοινοτικών συνομιλιών, καταλήξαμε στην ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους των Τουρκοκυπρίων στη Β. Κύπρο και στις προτάσεις-πλαίσιο του Σ π . Κυπρια248
νού για τη συνολική λύση του «κυπριακού προβλήματος» (1984) (τις προτάσεις αυτές υποστηρίζουν πλήρως τόσο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όσο κι όλα τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας και της Κύπρου). Οι προτάσεις Κυπριανού δίνουν το 25% της Κύπρου στους Τουρκοκυπρίους και μετατρέπουν την Κυπριακή Δημοκρατία σε αποστρατιωτικοποιημένο ομοσπονδιακό-διζωνικό κράτος, κάτω από την «προστασία» των στρατευμάτων του ΟΗΕ. 57 Μα ο Ντενκτάς επιμένει: Η Κύπρος πρώτα θα είναι η δεύτερη Τουρκία και ύστερα η δεύτερη Ελλάδα. Αντίθετα απειλεί... Και ο Αμερικανός ειδικός συντονιστής για το «κυπριακό ζήτημα», κ. Χάας, στο συνέδριο των ΑΧΕΠΑΝΣ υπενθυμίζει στην ελληνική αστική τάξη ότι δεν πρέπει να ξεχνάει πως «μία
ισχυρή Τουρκία είναι προς το συμφέρον και της Ελλάδας
και της Κύπρου» 58 (με την έννοια του χωροφύλακα και του δήμιου του ελληνικού αντικαπιταλιστικού εθνικού κινήματος)! Ο Ελληνοκαναδός Μ. Σακελλαρόπουλος σε πρόσφατο άρθρο του κατηγορεί τους Νεοέλληνες ότι έχουν αφελή αίσθηση-αντίληψη της ιστορίας, γεγονός παράδοξο για ένα λαό που είναι τόσο ξύπνιος και που διαθέτει τόσο ισχυρή όσφρηση της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Νεοέλληνες θέλουν να ζούνε μέσα στον κόσμο των μύθων.59 Σε μεγάλο βαθμό έχει δίκιο. Ό μ ω ς δεν έχει δίκιο ότι αυτό χρωστιέται στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μικρή και πάντα αισθάνεται αδικημένη! Η ανάγκη αυτή πηγάζει από την κυρίαρχη ιδεολογία των αστών (ιδεολογία της Ψωροκώσταινας και της Μεγάλης Ιδέας) κι από τον αναπτυγμένο ελληνικό μικροαστισμό του «εδώ και τώρα», που προτιμάει να ονειρεύεται από το να αντιμετωπίζει τη σκληρή πραγματικότητα. Γ ι ' αυτό και την κλάψα της μιας μέρας τη διαδέχονται οι λεονταρισμοί και η κομπορρημοσύνη της άλλης ημέρας. Και δεν είναι ανάγκη να εξηγήσουμε γιατί η κατάσταση αυτή οδηγεί στην αβάσιμη αισιοδοξία, που πάντα καταλήγει στην αποκαρδίωση και στην παράλυση της θέλησης για αληθινή πάλη. Έχουμε το παράδειγμα των προεδρικών εκλογών στις 249
ΗΠΑ, το Νοέμβριο του 1976. 0 Τύπος, οι πολιτικοί ηγέτες, γενικά όλοι οι παράγοντες της διαμόρφωσης της επίσημης κοινής γνώμης στην Ελλάδα και στην Κύπρο, βαυκάλιζαν τον κόσμο με το μύθο του Κάρτερ. Αν κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές ο «φιλέλληνας» Κάρτερ και έφευγαν από την εξουσία ο Φορντ και ο Κίσσινγκερ, όπως έλεγαν, θα «δημιουργούνταν περισσότερες δυνατότητες, ώστε να προωθηθεί δίκαιη λύση του Κυπριακού και να προστατευθούν τα συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή». Και πραγματικά, όταν κέρδισε ο Κάρτερ τις εκλογές, η Αθήνα «αισιοδοξούσε» και η Λευκωσία πλημμύρισε από ενθουσιασμό.60 Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Φυσικά οι ΗΠΑ συνέχισαν την ίδια πολιτική τους απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ ο Κάρτερ κατήργησε το εμπάργκο στην πώληση όπλων προς την Τουρκία (1978). Παρόμοια τεχνητή ευφορία δημιουργήθηκε και με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την επίσκεψη του Α. Παπανδρέου στην Κύπρο. Ακόμα και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Χρυσόστομος, δήλωνε πως η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου και οι ενέργειές της «αναπτέρωσαν το ηθικό του λαού μας, γιατί τον έπεισαν ότι η υπεύθυνη ηγεσία της Μητέρας Πατρίδας, της Ελλάδας, βλέπει το θέμα του σαν εθνικό θέμα υψίστης προτεραιότητας». 61 Μα άλλο το παραμύθι κι άλλο η πραγματικότητα. Η πολιτική του ελληνικού καπιταλισμού δεν μπορεί ν ' αλλάξει, επειδή στην κρατική εξουσία έγινε κάποια κομματική αλλαγή. Η Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, εξακολούθησε να είναι η Ελλάδα της αμερικανοκρατίας (άλλωστε ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου έχει δηλώσει ότι αυτοί που τυχόν θα τον ανατρέψουν θα είναι πολύ σκληρότεροι απέναντι στις ΗΠΑ κι ότι αυτό το γνωρίζει καλά η Ουάσιγκτον). 62 Έ τ σ ι , η Ελλάδα συνεχίζει να είναι, να ανήκει, στο στρατόπεδο των ΗΠΑ, συνεχίζει να έχει στο έδαφός της τις αμερικανικές βάσεις,63 συνεχίζει να δέχεται στρατιωτική «βοήθεια» από τις ΗΠΑ, συνεχίζει να εργάζεται για την ελληνοτουρκική φιλία (μορατόριουμ κλπ.), συνεχίζει την πολιτική της αποδοχής, «ντε φάκτο», της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο. Παρά το γεγονός ότι η 250
προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί την εντύπωση ότι και η ίδια η κυβέρνηση αντιμετωπίζει εξωπραγματικά την κατάσταση, στην ουσία δεν υπάρχουν αλλαγές. Το μόνο που τώρα η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου διακηρύττει, πως είναι «εγγυήτρια» δύναμη στην Κύπρο, όχι, όμως, για να προσπαθήσει να διώξει τον Αττίλα, μα για να μπορεί «αδόκητα και αξιοθρήνητα», όποτε χρειάζεται, να επιπλήττει τη Λευκωσία (βλέπε ρήξη Α. Παπανδρέου με Κυπριανού, τέλη Νοεμβρίου 1983). Έ τ σ ι , ο μύθος του ΠΑΣΟΚ ότι η Ελλάδα ακολουθεί πια «γνήσια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική», και πως είναι αποφασισμένη, εδώ και τώρα, να τερματίσει οριστικά τις εξαρτήσεις και την υποτέλεια, 64 μπορεί να έκανε πολλούς μικροαστούς και μικροαστικοποιημένους της Ελλάδας και της Κύπρου να ζουν μέσα στο όνειρο των ψευδαισθήσεών τους. Μα η πραγματικότητα παραμένει πικρή. Και η πικρή αλήθεια μας λέει, μας διδάσκει, ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, στο στάδιο της μονοπωλιακής-κρατικομονοπωλιακής εξέλιξής του, δεν μπορεί να προσφέρει πια τίποτα το καλό στο ελληνικό έθνος (στην εργατιά, στην αγροτιά και στους άλλους ανθρώπους της παραγωγικής εργασίας). Το γέννημά του (η επίσημη Ελλάδα και η επίσημη Κύπρος), δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να ανεξαρτητοποιηθεί από το φορέα του ελληνικού κεφαλαίου, την ελληνική αστική τάξη. Και η ελληνική αστική τάξη, βαθιά κοσμοπολίτικη (παρά το σοβινισμό της), δεν μπορεί παρά να υποτάσσει το εθνικό συμφέρον στην ιδιοτέλεια του ελληνικού καπιταλισμού και κατά συνέπεια να το χαντακώνει (αφού, σήμερα πια, η φύση του εθνικού κινήματος είναι εργατική-αντικαπιταλιστική). Και όχι μονάχα αυτό. Ο ελληνικός καπιταλισμός και ο φορέας του, η αστική τάξη, με τις διεθνείς δραστηριότητές τους, με τις συμμαχίες τους, με τις εξαρτήσεις τους από τα μεγάλα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού κλπ. αναπόφευκτα γεννούν καταστάσεις κρίσιμες για το μέλλον, ακόμα και για την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Και η επίσημη Ελάδα και η επίσημη Κυπριακή Δημοκρατία, όντας κάτω από την απόλυτη εξουσία της αστικής τάξης, δεν μπορούν 251
πια να διαδραματίσουν κανένα άλλο ρόλο, παρά εκείνο της απεμπόλησης των ιερών και των οσίων του ελληνικού έθνους. Δεν μπορούν παρά να είναι αρνητικοί παράγοντες για την πορεία του ελληνικού εθνικού ζητήματος. Γ ι ' αυτό αποτελεί τραγικό λάθος να ταυτίζεται η επίσημη Ελλάδα και η επίσημη Κύπρος με το εθνικό κίνημα, με την εθνική πολιτική. Γιατί για να υπάρξει σήμερα ελληνικό εθνικό κίνημα δεν μπορεί παρά ν ' αποτελεί ολοκλήρωση του ελληνικού εργατικού πολιτικού κινήματος. Η αναζωογόνηση του εθνικού κινήματος του ελληνικού λαού περνάει μέσα από τις εξελικτικές διαδικασίες της αναζωπύρωσης του ελληνικού πολιτικού επαναστατικού εργατικού κινήματος. Και τα δυο αποτελούν πια ταυτότητα. Γ ι ' αυτό, όσοι αυτή τη στιγμή αισθάνονται τους τεράστιους κινδύνους, που αντιμετωπίζει το ελληνικό έθνος, χρέος τους είναι η καθημερινή, αδιάκοπη αγωνιστική πάλη για ν ' απαλλαγεί, πρώτα α π ' όλα, η εργατική τάξη από το όπιο του σοσιαλιμπεριαλισμού (της υπεράσπιστης των προνομίων των εργατών της μητρόπολης), για να λυτρωθεί από την εκφυλιστική ιδεολογία της αστικής τάξης (που είναι πολύμορφη), για να απελευθερωθεί από το μικροαστικό τρόπο ζωής και σκέψης. Απαιτείται η ακούραστη δουλειά για να διαμορφωθεί διαφωτιστικό ρεύμα, κίνημα αμείλικτης κριτικής για τη σύγχρονη ελληνική, μα και διεθνή, καπιταλιστική πραγματικότητα. Χρειάζεται διαφωτιστικό κίνημα εθνικής αντίστασης (αυτό είναι, αυτή τη στιγμή, και η διεθνιστική προσφορά του ελληνικού λαού). Και πρέπει να αισιοδοξούμε. Έ ν α έθνος, ένας λαός, με τόσους αγώνες και θυσίες, έχει όλες τις προϋποθέσεις για να βγει από το σημερινό λήθαργο. Και τότε, όποτε κι αν έλθει αυτή η στιγμή, θα έλθει και πάλι η ώρα της αυτοδιάθεσης του ελληνικού κυπριακού λαού και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Αλλά τούτη τη φορά, σίγουρα, θα είναι στα στιβαρά χέρια του ελληνικού προλεταριάτου. Ίσαμε τότε, ας επαγρυπνούμε. Γιατί πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα, ο κίνδυνος, να θρηνήσουμε κι άλλες χαμένες πατρίδες (παρ' όλο που ο σημερινός πρωθυπουργός της Τουρκίας κ. Οζάλ ισχυρίζεται 252
πως ετοιμάζει εντυπωσιακές προτάσεις για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος και για την παραπέρα ανάπτυξη της «ελληνοτουρκικής φιλίας»).65 Και όταν λέμε ότι πρέπει να επαγρυπνούμε, εννοούμε αδιάκοπο κάλεσμα, προσκλητήριο, προς την ελληνική εργατική τάξη, προς το ελληνικό έθνος, για να βγουν από τη νάρκη και να ριχτούν στη μάχη της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας, μάχη που είναι και αγώνας για την κοινωνική χειραφέτηση των ανθρώπων του μόχθου. Και σε μια τέτοια μάχη δε μετριέται ο χρόνος, ο κόπος, οι θυσίες.
1. «Κύπρος: 20 χρόνια χρίση», «Νέα»Αθήνας , 14/2/1975. 2. Σ. Παύλου-Λ. Πίγγουρα-Β. Φτωχόπουλου: Για την Εθνιχή Ολοκλήρωση, την Αυτοδιάθεση, Ένωση, Λευκωσία 1983, σ. 19. 3. Βλέπε χαρακτηριστικά το έργο του Σοβιετικού Σ. Μπρουκ: Ο πληθυσμός του Κόσμου (γαλλική έκδοση Μόσχας), κεφάλαιο: Κύπρος. 4. Ι.Β. Στάλιν: Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα, Στάλιν: Ά π α ν τ α (ελλην. έκδοση), τόμ. 2, σ. 334. Ο ορισμός είναι προϊόν της πλούσιας προσφοράς των Μαρξ, 'Ενγκελς και Λένιν και της δημιουργικής αξιοποίησής της από το Στάλιν. 5. Β.Ι. Λένιν: Για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, Β.Ι. Λένιν: Ά π α ν τ α (1η ελλην. έκδοση), τόμ. 20ός, σ. 398. 6. Στο ίδιο, σ. 399. 7. Ι.Β. Στάλιν: Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, στο ίδιο, σ. 345. 8. Για το νεοαποικισμό βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Αποικιοκρατίας, τόμ. Ζ ' (Νεοαποικισμός), Αθήνα 1982. 9. Β.Ι. Λένιν: Ά π α ν τ α (4η ρωσική έκδοση), τόμ. 31ος, σ. 423. 10. Β.Ι. Λένιν: Ά π α ν τ α , τόμ. 36ος (τσέχικη έκδοση), Πράγα 1958, σ. 585. 11. Βλέπε, Αχ. Γ. Λαζάρου: Φαιδρότητες της Άγκυρας, «Καθημερινή», 2 2 - 2 3 / 5 / 1 9 8 3 . 12. Ν. Ψυρούκη: Ιστορικός χώρος και Ελλάδα, Αθήνα 1975, σ. 22. 13. Κ. Μαρξ, Βλέπε Κ. Μαρξ-Φ. 'Ενγκελς: Αρχείο, τόμ. 5ος, ρωσική έκδοση 1938, σ. 205. 14. Σπ. Λάμπρου: Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Β ' , Αθήνα 1912, σ. 247. 15. Κ. Μαρξ-Φ. 'Ενγκελς: Η βρετανική πολιτική, ο Ντιζραέλι... Μαρξ-'Ενγκελς: Ά π α ν τ α , τόμ. 9ος (τσέχικη έκδοση 1959), σ. 34.
253
16. Για την εξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Αποιχιοκρατίας, τόμ. Β ' , κεφάλαιο 6ο κ.ε. 17. Σχετικά βλέπε: Ν. Ψυρούκη: Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα 1974, Κεφάλαιο Α ' . 18. Γιάννη Κορδάτου: Ιστορία της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, Αθήνα 1974, σ. 82-83. 19. Εδώ σημειώνουμε πως το τσιφλίκι δεν ήταν φέουδο. Ή τ α ν μονάδα εμπορευματικής παραγωγής, άμεσα συνδεμένη με την παγκόσμια αγορά. 20. Ο Ρήγας τιμιέται α π ' όλους τους λαούς της Βαλκανικής σαν εθνομάρτυράς τους. 21. Σχετικά με τα ιστορικά αίτια της γέννησης του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας στην Ελλάδα, βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, τόμ. Δ ' , Αθήνα 1983, σ. 41 κ.ε. 22. Β.Ι. Λένιν: Διαλεκτικά Έ ρ γ α , τόμ. I (τσέχικη έκδοση 1951), σ. 782. 23. Β.Ι. Λένιν: Για σύνθημα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, Β.Ι. Λένιν: Διαλεκτιχά έργα, τόμ. I (τσέχικη έκδοση 1951), σ. 726. 24. Σπ. Τρικούπη: Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, τόμ. Γ ' , ΝΕΒ, σ. 378. 25. Για την εξωτερική πολιτική του νεοελληνικού κράτους, βλέπε Ν. Ψυρούκη: Η νεοελληνική εξωτερική πολιτική, Αθήνα 1981. 26. Λόγου χάρη, τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις των Επτανήσων και της Κρήτης. Η προσπάθεια αποτελούσε πτυχή της εξέλιξης του «Ανατολικού Ζητήματος». 27. Β.Ι. Λένιν: Ο βαλκανικός πόλεμος και ο αστικός σωβινιμός, Β.Ι. Λένιν: Ά π α ν τ α , τόμ. 19ος (ελλην. έκδοση), σ. 19. 28. Στο ίδιο. 29. Για τον εθνικό διχασμό του 1915 και για τη μικρασιατική συμφορά βλέπε Ν. Ψυρούκη: Η Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα 1964. 30. Β.Ι. Λένιν: Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, Β.Ι. Λένιν: Ά π α ν τ α , τόμ. 22ος (ελλην. έκδοση), σ. 148. 31. Ν. Ψυρούκη: Ο φασισμός στην Ελλάδα και η 4η Αυγούστου, Αθήνα 1974, σ. 55. 32. Για τον χαρακτήρα της ελληνικής «Εθνικής Αντίστασης», βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, τόμ. Α ' , Αθήνα 1975. 33. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως πρόσφατα, από τα επίσημα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δε γίνεται πια λόγος για ένωση, μα για ενσωμάτωση (λ.χ. επέτειος της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου). 34. «Νβ« Υοι* Τΐπιββ», 2 8 / 6 / 1 9 5 4 . 35. Για τη σημασία των συνθηκών του Λονδίνου και της Ζυρίχης, βλέπε Ν. Ψυρούκη: Το Κυπριακό: το οξύτερο εθνικό μας πρόβλημα, «Τρία Κείμενα για την Κύπρο», Αθήνα 1977, σ. 67 κ.ε.
254
36. Τότε, στην Αθήνα, έγιναν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του Γκρομυκο. Πολλοί διαδηλωτές έφερναν ομοιώματα του Γχρομύκο με φέσι. 37. Ο συνεταιρισμός-ανταγωνισμός Η Π Α - Ε Σ Σ Δ για τη διατήρηση του μεταπολεμικού Σ Τ Α Τ Ο Τ Σ ΚΒΟ στον κόσμο, μα και για το ξαναμοίρασμά του, άρχισε το 1956, με ευκαιρία την αγγλογαλλική επιδρομή στην Αίγυπτο. 38. Για τη Χούντα, βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας (το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967), Αθήνα 1983. 39. «Νέα» Αθήνας, 29/10/1974. 40. «Ταχυδρόμος», 2 9 / 8 / 1 9 7 4 (αριθμ. φύλ. 1064). 41. Βλέπε περιοδικό «Επίκαιρα», 8 - 1 4 / 5 / 1 9 7 5 . 42. Σχετικά με το πρόβλημα του Αιγαίου, βλέπε Ν. Τυρούκη: Η διαμάχη στο Αιγαίο, Αθήνα 1977. 43. «Νέα» Αθήνας, 9 / 1 1 / 1 9 7 4 . 44. «Νέα» Αθήνας, 12/11/1974. 45. «Βήμα»., 2 0 / 1 2 / 1 9 7 7 . 46. «Νέα» Αθήνας, 3 0 / 7 / 1 9 7 7 . 47. «Νέα» Αθήνας, 24/11/1974. 48. «Νέα» Αθήνας, 7 / 1 1 / 1 9 7 4 . 49. Βλέπε σχετικές δηλώσεις του πρεσβευτή Ν. Κρανιδιώτη, «Καθημερινή», 12/2/1975. 50. Μ. Πλωρίτη: Ελπίδες ή παγίδες. «Βήμα», 3 0 / 1 / 1 9 7 7 . 51. Δηλώσεις προέδρου Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Κύπρου, έκθεση 13/12/1978. 52. «Λ. Αξελού, Δ. Βεργή, Π. Χατζηπαύλου: Κύπρος: από την αυτοδιάθεση-ένωση στη διεθνοποίηση-διχοτόμηση», περιοδικό «Τετράδια», αριθ. 1/1980. Σ ' αυτό αναφέρονται συγκεκριμένοι αριθμοί, βλέπε σ. 33-34. 53. ΤυιΊιίβΗ ΙηΓοπηβΐίοη ΟΓΓίοβ, ΤιιιΊιϊβΗ νίβ$ οη Οχρηίδ, Ν. ΥΟΓΙΙ (χωρίς ημερομηνία), σ. 8-9. 54. Μαν. Πλουμίδη: Η σημασία των τουρκικών προκλήσεων, «Βήμα», 7/6/1981) 55. Η Ελλάδα προπορεύεται στον τομέα αυτόν. Το 1977 οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν 50 δισ. δραχμές (160 δολάρια κατά κεφαλή). Το 1983 έφτασαν τα 130 δισ. δραχμές. Το 8% του ΑΕΠ άμεσα πηγαίνει για τη στρατιωτικοποίηση της χώρας (κι αυτό πέρα από την αμερικανική στρατιωτιχή «βοήθεια» που έφτασε τα 500 εκατομ. δολάρια το χρόνο. Το ποσό είναι δάνεια με υψηλούς τόκους). 56. Κογ Μ80ΓΪ(1Ϊ9: Πρέπει να λέγεται η πικρή αλήθεια. «Βήμα», 25/12/1976. 57. Βλέπε «Καθημερινή», 2 1 / 1 / 1 9 8 4 . 58. Βλέπε «Καθημερινή», 3 1 / 1 / 1 9 8 4 .
255
59. ΜεοΗββΙ δβΙίβΙΙβΓορουΙο: ΤΗβ ΑΗΟΓ ϊη ΑιΗβηβ, «ΤΗβ ^βΙΙ δίτββΐ .Ιοιπ-ηβΙ», 2 2 / 1 / 1 9 8 4 . 60. Βλέπε «Νέα» Αθήνας, 4 / 1 1 / 1 9 7 6 . 61. Περιοδικά «Τετράδια», Ιούλιος 1982, σ. 9. 62. Συνέντευξη Α. Παπανδρέου προς Ρουλώ, «Έθνος», 2 4 / 1 1 / 1 9 8 3 . 63. Για τη συμφωνία διατήρησης των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα, βλέπε «Επίκαιρα», 21-27/7/1983, σ. 14 κ.ε. Επίσης βλέπε Ι.Α. Τζούνη: Η κυβέρνηση Θυσίασε την ουσία για τις βάσεις στα μεγάλα λόγια, «Καθημερινή», 1 / 1 / 1 9 8 4 κ.ε. 64. Σωτ. Κωστόπουλου: ΠΑΣΟΚ — 2 χρόνια, τόμ. Α ' , σ. 12. 65. Πληροφορίες της «Χουριέτ» και δηλώσεις του Οζάλ στην ίδια εφημερίδα. Βλέπε «Καθημερινή», 5 / 4 / 1 9 8 4 . Η μελέτη δημοσιεύτηκε ως μπροσούρα από τις εκδόσεις «ΑΙΓΑΙΟ» της Λευκωσίας το 1984.
256
ΜΟΝΗ ΑΤΣΗ: Η ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΠΑΛΗ ΓΙΑ Τ Η Ν ΕΘΝΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΤ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Σ Τ Η Ν ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Σ Τ Η Ν ΚΥΠΡΟ Η επιστολή αυτή γράφτηκε προς το περιοδικό της Κύπρου «Αυτοδιάθεση».
«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν 6,τι είναι αληθινό». (Δ. Σολωμός)
Αθήνα 15/10/1985 Προς τους φίλους εκδότες του περιοδικού «Αυτοδιάθεση», Αγαπητοί φίλοι, Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον και συγκίνηση την όλη προσπάθειά σας και όταν σας διαβάζω πάντα μου έρχεται στο νου αυτό που έλεγε ρ εθνικός μας ποιητής, ότι δηλαδή η αλήθεια χρειάζεται και τόλμη και αρετή. Γιατί, σήμερα, πραγματικά απαιτείται κουράγιο και ψυχικό κάλλος για να βροντοφωνάζεις την αλήθεια ότι η λύτρωση της Κύπρου είναι η εξάσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Οι καιροί δεν είναι απλά χαλεποί. Είναι χρόνια βαθιάς κρίσης του ελληνικού έθνους. Σ ' αυτή τη δύσκολη ιστορική στιγμή που γνωρί17
257
ζει η ανθρωπότητα, το ελληνικό έθνος, για πολλούς και διάφορους λόγους, είναι αποκαμωμένο και δείχνει διάθεση ν ' αρέσκεται στη χρήση του όπιου, που λέγεται φυγή από την αλήθεια, από την πραγματικότητα, καταφυγή στον κόσμο του απατηλού, της αναλήθειας (αντεθνική στάση). «Πάμε προς τα πίσω», μας λέει ο δημοσιογράφος Ν. Δήμου. Και προσθέτει: «Η λέξη δουλεύω στην Ελλάδα έχει μόνο μεταβατική σημασία (δουλεύω τινά). Κάτι είναι πολύ σάπιο στο βασίλειο της Δανίας...» («Βήμα», 6/10/1985). Κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλο, γ ι ' αυτό και αυτοκοροϊδευόμαστε!!! Σ τ ' αλήθεια κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανίας... στην Ελλάδα του σήμερα, στην Κύπρο του σήμερα. Και η σήψη αρχίζει από την κορυφή και μολύνει το έθνος (τύ ψάρι βρωμάει από το κεφάλι). Το σάπισμα, η παρακμή προκαλείται από το γιγάντωμα του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (το 70% του ΑΕΠ το δημιουργεί το κράτος, ο λεγόμενος δημόσιος τομέας) κι από το παραπέρα δυνάμωμα του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας (αυτές τις ημέρες, με την εφαρμογή των οικονομικών μέτρων του Δ.Ν.Τ., η Ελλάδα και τυπικά εξομοιώνεται με τις χώρες «μπανανία» της Λατινικής Αμερικής). Στην Κύπρο, αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής μας πραγματικότητας, τα πράγματα είναι τα ίδια, αν όχι και χειρότερα (εσείς το ξέρετε ακόμα καλύτερα). Η κοινωνία μας είναι η κοινωνία του ολοκληρωτικού μονοπωλιακού-κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή της αντεπαναστατικής βίας και του αντεπαναστατικού διεξόδου. Σαν το φοβισμένο αγρίμι, δεν έχουμε τη δύναμη να δούμε και ν' αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Έ χ ε ι πολύ δίκιο ο καθηγητής κ. I. Ξυροτύρης όταν παρατηρεί: «Μιλούμε για ελειΰερία, αλλά όλα γύρω μας μιλούν και φωνάζουν δυνατά για την αταξία μας και την αναρχία μας, ως τη σκλαβιά μας στις επιθυμίες μας και στα "κέφια" μας, τα οποία τα νομίζουμε οι δείλαιοι ως προσωπική ατομική ελευθερία... Μιλούμε για αφιλοκέρόεια και ανιόιοτέλεια και Θεωρούμε τον ανιδιοτελή και τον αφιλοκερδή, καθώς και τον 258
αφοσιωμένο σε ιδεώδη ή ως υποκριτή ή ως τρελό... Μιλούμε για δημοκρατία και στερούμαστε οι πολλοί και των πιο βασικών στοιχείων του δημοκρατικού πολίτη... Μιλούμε για πολιτική, δηλαδή πολιτικολογούμε διαρκώς και αενάως, χωρίς ίχνος πολιτικής σκέψης... Μιλούμε για αλήθεια και ειλικρίνεια, ενώ το ψέμα και η νοθεία και η ανειλικρίνεια έχουν καταστεί κάτι το σύμφυτο με τη ζωή μας, τόσο που π.χ. το ψέμα να θεωρείται στον τόπο μας σαν αξία προσωπικής, ικανότητας... Μιλούμε για παρρησία και εννοούμε ότι πρέπει να κρύβουμε τη γνώμη μας, ούτε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη να την παρουσιάσουμε...» («Καθημερινή», 26/9/1985). Και ο αριθμός των ανακολουθιών δεν έχει τέλος. Έ τ σ ι , μιλάμε για εθνική ανεξαρτησία, μα δεχόμαστε την εθνική υποτέλεια. Μιλάμε για ελεύθερη Κύπρο, μα στην πράξη αναγνωρίζουμε την ξένη, την τουρκική κατοχή. Μιλούμε για αντιεξουσιαστικό αγώνα και είμαστε απολαυσίες της εξουσίας του κεφαλαίου. Μιλούμε για διεθνισμό και είμαστε χυδαίοι κοσμοπολίτες ή σοβινιστές κλπ. κλπ. «Αναίμακτα και αθόρυβα το κράτος νίκησε. Κατά κράτος. Συμμάχησε με τη ραθυμία, τη ραστώνη, το ραχατιλίκι του Έλληνα και θριάμβευσε...» (Ν. Δήμου, «Βήμα», 15/9/1985). Το κράτος του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, το κράτος της αντεπαναστατικής βίας, της σαπίλας, συμμάχησε με καθετί που μπορεί να διαφθείρει και να εκφυλίσει τον Έλληνα εργαζόμενο, για να κλείσει το δρόμο στην εθνική ελευθερία και στην κοινωνική χειραφέτηση. Και ο σημερινός νικημένος, ο μεγάλος ηττημένος, πάει να γίνει λιχάςμονούχων (από τότε πρόβλεψε τον κίνδυνο ο μεγάλος Κ. ΒάρναληςΙ) που βολεύεται μέσα στο καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας! Η επιβίωσή μας, ως λαού, ως έθνους, γίνεται πια προβληματική όχι μόνο στην Κύπρο, μα και στην ίδια την Ελλάδα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ελπίδα σωτηρίας; Δεν υπάρχει διέξοδος της προκοπής και της ελευθερίας; Η απάντηση είναι πως όσο θα υπάρχει ελληνικό έθνος, θα είναι υπαρκτή και η τάση για την αυτοδιάθεσή του, άρα θα είναι ζωντανή και η ελπίδα για τη λευτεριά του. Μονάχα που χρειάζεται την τάση 259
αυτή να τη μετατρέψουμε σε καθημερινή πάλη, σε αδιάκοπη πάλη για την εθνική αυτοδιάθεσή μας. Μα τι σημαίνει πάλη για την εθνική αυτοδιάθεση, συγκεκριμένα στις σύγχρονες συνθήκες του ιμπεριαλισμού, δηλαδή στις συνθήκες της μετάβασης από το μονοπωλιακό στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των εθνών δεν απολαμβάνει το ύψιστο αυτό αγαθό; Σημαίνει αδιάκοπος αγώνας: α) για την αληθινή κρατική αυτοτέλεια (χωρίς ξένους προστάτες, κηδεμόνες και χωρίς ξένες εξαρτήσεις, με ή χωρίς φερετζέ), β) για την οικονομική ανεξαρτησία του έθνους, γ) για την ανεμπόδιστη ανάπτυξη όλων των δημοκρατικών δικαιωμάτων του έθνους, δηλαδή για την ακώλυτη ανάπτυξη της εθνικής γλώσσας, του εθνικού πολιτισμού, για το απρόσκοπτο δυνάμωμα της ηγεμονικής θέσης του φυσικού ηγέτη του έθνους, της εργατικής τάξης. Στην εποχή μας, η εθνική αυτοδιάθεση, συνώνυμο της ελευθερίας των ανθρώπων και της χειραφέτησης των καταπιεσμένων, φυσικά, δεν μπορεί να κατακτηθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Κατακτιέται μέρα με τη μέρα, στιγμή με στιγμή, με σκληρές μάχες σ' όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Και χωρίς την εθνική αυτοδιάθεση όλα τ ' άλλα είναι παραμύθια (και πρώτα α π ' όλα ο αντικαπιταλιστικός αγώνας). Το ελληνικό έθνος, παρά τη σημερινή βαθιά κρίση του, έστω ενστικτωδώς, γνωρίζει την πραγματικότητα αυτή. Είναι έθνος που γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα σε συνθήκες αφάνταστης μεσαιωνικής βαρβαρότητας (του οθωμανικού στρατοκρατικού δεσποτισμού). Είναι έθνος που πολλές φορές, χάρη στις ξένες επιδρομές και επεμβάσεις, άγγιξε τα όρια του χαμού (είδε το χάρο με τα μάτια του). Γι* αυτό και είναι σε θέση, όταν δε βρίσκεται σε λήθαργο, να κατανοεί πως όχι μονάχα η αυτοδιάθεσή του δεν είναι δεδομένη, μα ούτε και αυτή η επιβίωση του είναι διασφαλισμένη. Κι αυτό, βέβαια, όχι γιατί είναι «ανάδελφο» (όλα τα έθνη είναι αδέλφια), μα γιατί στον κόσμο του ανελέητου καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της κεφαλαιοκρατικής καταπίεσης, η εξολόθρευση 260
εθνών από άλλα έθνη είναι και θεμιτή και επιβεβλημένη για τη λειτουργία του παγκοσμίου συστήματος. Κινδυνεύουμε να χάσουμε το εθνικό μας φιλότιμο (το είδαμε με την εθνική καταστροφή στην Κύπρο): Και μάλιστα σε μια εποχή που ο τόπος μας, ο ελληνικός χώρος, έγινε ένα από τα επίκεντρα του αδυσώπητου ανταγωνισμού των μεγάλων κρατών και καταπιεστικών εθνών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου (μια και το στάτους κβο που βγήκε μέσα από τη φωτιά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ρ&χ ΑπιβποβΠ3, άρχισε να ξεπερνιέται από τη φορά των διεθνών εξελίξεων του παγκοσμίου κεφαλαιοκρατικού-νεοαποικιακού συστήματος). Έ ν α ς νέος τεράστιος κίνδυνος προστέθηκε στους τόσους άλλους. Οι ΗΠΑ, κιόλας από το 1980, προείδαν «απεριόριστες εθνικές καταστροφές» για την Ελλάδα, αν οι εξελίξεις του εθνικού μας βίου δε συμβαδίζουν απόλυτα με τις ανάγκες και τα συμφέροντά τους (βλέπε «Βήμα», 3 0 / 9 / 1980). Η διαπάλη των μεγάλων για την παγκόσμια ηγεμονία, και πιο συγκεκριμένα για ένα νέο στάτους κβο στην Ανατολική Μεσόγειο, στον ελληνικό χώρο, ανάμεσα σ τ ' άλλα, περνάει και μέσα από το αστικό ρεύμα της αμφισβήτησης της αμερικανοκρατίας (ο ελληνικός καπιταλισμός χώρια δεν μπορεί και μαζί δεν κάνει με το βορειοαμερικανικό κεφάλαιο), όπως και μέσα από την πεισματική φατριαστική πάλη ανάμεσα στην παραδοσιακή ελληνική αστική τάξη και στη νέα ελληνική γραφειοκρατική κρατική συλλογική αστική τάξη, τη λεγόμενη «νομενκλατούρα» (παιδί του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού) για τον έλεγχο της εξουσίας. Οι δυο αυτές ομάδες της ελληνικής αστικής τάξης, όπως είναι επόμενο, μεταφέρουν τις διαφορές τους, τις αντιθέσεις τους, τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, τα μίση τους, τις μικροπρέπειές τους, μα και τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων για την κυριαρχία στην περιοχή, μέσα στο λαό και τελικά τον διχάζουν (σε Πράσινους, σε Βένετους, σε Ερυθρούς κλπ.). Ό μ ω ς , έτσι διευκολύνεται το έργο τόσο των ξένων δυνάμεων όσο και των γειτόνων, που όλοι τους επιδιώκουν οι ανακατα261
τάξεις στο παγκόσμιο πολεμικοστρατηγικό σύστημα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, να γίνουν προς όφελος τους και στην καλύτερη περίπτωση, αδιαφορώντας για την τύχη του ελληνικού έθνους (δεν ταυτίζουμε το έθνος με το κράτος). Τις γνωρίζουμε κιόλας τις συνέπειες. Η εθνική καταστροφή στην Κύπρο (1974), που τώρα πάει να ολοκληρωθεί με το διχασμό των Κυπρίων και με τη νομιμοποίηση της τουρκικής κατοχής, η βαθιά οικονομική, πολιτική, ηθική, πολιτιστική κλπ. κρίση στην Ελλάδα, μας προειδοποιούν ότι οι κίνδυνοι είναι άμεσοι και μεγάλοι. Και ποιο μπορεί να είναι το δραστικό όπλο για την αντιμετώπιση της κατάστασης; Η πάλη για την εθνική αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού. Πρέπει να κινητοποιηθούν όλες οι πραγματικές δυνάμεις του ελληνικού έθνους. Πρέπει να συναφτεί ανάμεσά τους συμβόλαιο πάλης για την εθνική αυτοδιάθεση (είναι μια υπόθεση που αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων). Βάση, θεμέλιο και προϋπόθεση για την κατάρτιση ενός τέτοιου συμβολαίου εθνικής αυτοδιάθεσης είναι η ενεργητική και αποτελεσματική συμμετοχή στις σχετικές διεργασίες, των εργατών, μα και των λαϊκών στρωμάτων. Πρέπει να κυριαρχήσει ο πιο δημοκρατικός διάλογος ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις, ομάδες, σε πολιτικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Το συμβόλαιο δεν μπορεί να είναι ένα χαρτί κενό ουσίας, μια διακήρυξη ατόμων, μα ο μεστωμένος καρπός μιας πραγματικής δυναμικής κίνησης για την εθνική αυτοδιάθεση. Κι ένα τέτοιο συμβόλαιο δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει συγκεκριμένα και ξεκάθαρα σημεία, για τη γενική κινητοποίηση του έθνους για την επιβίωση του, την ελεύθερη ανάπτυξή του. Και δεν μπορεί παρά να αφορά όλους τους τομείς της εθνικής μας ζωής. Πρέπει να αφορά την απελευθέρωση της Κύπρου, την απαλλαγή της Ελλάδας από το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, την οικονομία, την κοινωνική πολιτική, τον κρατικό μηχανισμό και την εξωτερική πολιτική του ελληνικού και του κυπριακού κράτους, την παιδεία, την καταπολέμηση όλων των εκφυλιστικών τάσεων μέσα στο 262
λαό, την καταδίκη του κοσμοπολιτισμού και του σοβινισμού, το κτύπημα κατακέφαλα των διχαστικών τάσεων μέσα στο λαό κλπ. κλπ. Γενικά, ένα τέτοιο συμβόλαιο δεν μπορεί παρά να γίνει μέσα στην καθημερινή πράξη και να αντανακλάει το δυναμισμό του κινήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Αν οι Έλληνες παραμείνουν παγιδευμένοι από τις πάμπολλες παγίδες που τους στήνουν καθημερινά οι μεγάλες δυνάμεις, το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, δηλαδή οι ετεροβαρείς συμμαχίες του ελληνικού καπιταλισμού και κηδεμονίας, με το διεθνές κεφάλαιο, οι έριδες για την εξουσία από τις δυο αντίθετες ομάδες της σύγχρονης ελληνικής αστικής τάξης, ο φθοροποιός και εκμαυλιστικός —ολοκληρωτικός— αυταρχικός κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, πραγματικά κινδυνεύουν να χάσουν την εθνική τους υπόσταση (έτσι δε θα υπάρχει και καμιά ελπίδα για κοινωνική χειραφέτηση). Οι Έλληνες εργαζόμενοι πρέπει ν ' αυτοκινηθούν και να δράσουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Ας πάψουν να είναι καταναλωτικές μηχανές κι ας συνέλθουν από την αυτοκοροϊδία τους. Τα χρονικά περιθώρια δεν είναι απεριόριστα. Η ακρισία, η ανεμελιά, η αμετροέπεια, το μαχμουρλίκι τελικά θα πληρωθούν πολύ ακριβά. Οι κίνδυνοι για νέες καταστροφές είναι υπαρκτοί και διαφαίνονται στον ορίζοντα. Στο χέρι μας είναι να τους αποτρέψουμε. Διαφορετικά, δυστυχώς, το μόνο που θα επιβεβαιώσουμε είναι την παλιά λαϊκή μας παροιμία που λέει: «κουφού κι αν βροντάς, νεκρό κι αν θυμιατίζεις και μεθυσμένο κι αν κερνάς, όλα χαμένα τα 'χεις». Φιλικά Ν. Ψυρούκης Δημοσιεύτηκε στο περιοδικέ της Λευκωσίας «Αυτοδιάθεση», τεύ/ο: 7/1985.
263
ΤΟ ΚΤΠΡΙΑΚΟ Ζ Η Τ Η Μ Α Ε Κ Φ Ρ Α Σ Η Τ Η Σ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ Το άρθρο αυτό γράφτηκε για λογαριασμό τον περιοδικού «Λαοί» και είναι δείγμα της εξέλιξης του προβληματισμού τον συγγραφέα για το μέλλον της Κύπρου και γενικότερα του ελληνικού έθνους.
Στην εποχή μας η συντριπτική πλειοψηφία των εθνών ζει κάτω από την καταπίεση και την εξάρτηση αλλοεθνικών δυνάμεων. Μια χούφτα από έθνη καταπιέζουν και εξουσιάζουν το σύνολο της ανθρωπότητας, δηλαδή τα πολλά έθνη. Αυτό είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του παγκοσμίου καπιταλιστικού συστήματος, ιδιαίτερα σήμερα, στην περίοδο του μονοπωλιακού-κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (διάβαζε ιμπεριαλισμού). Το ένα έθνος καταπιέζει το άλλο και έτσι διαιωνίζεται και ανανεώνεται η κυριαρχία του κεφαλαίου. Όποιος θέτει υπό αμφισβήτηση την πιο πάνω πραγματικότητα, όποιος δε θεωρεί ότι η αυτοδιάθεση των εθνών κατέχει σήμερα εξέχουσα θέση στην προωθητική κίνηση του κόσμου προς το καλύτερο, όποιος αμφισβητεί, στ' όνομα όποιων άλλων «αγώνων», το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών, αυτός «πέφτει στον οπορτουνισμό και στον εθνικισμό από εντελώς άλλη πλευρά»,1 δηλαδή από την πλευρά ενός ψεύτικου και χοντροκομμένου «διεθνισμού» (διάβαζε κοσμοπολιτισμού). 264
Τα καταπιεσμένα έθνη, η πλειοψηφία των λαών, που δέχονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη μια ή την άλλη μορφή, την ξένη καταδυνάστευση, μοιάζουν με δέντρα που έχουν ξεραμένα κλαριά και χλωρή τη ρίζα. Τα ξεραμένα κλαριά είναι οι ξένες και οι ντόπιες δυνάμεις της υποταγής, του ραγιαδισμού. Είναι η συνέπεια της υπαγωγής του εθνικού και του κοινωνικού ζητήματος στα συμφέροντα του ανελεύθερου παγκοσμίου συστήματος του κεφαλαίου και της σύγχρονους νεοαποικιακής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Τα ξεραμένα κλαριά είναι η σκλαβιά εθνών και ανθρώπων. Η χλωρή ρίζα είναι οι πλαστουργές δυνάμεις των εθνών, των καταπιεσμένων ανθρώπων της εργασίας. Η χλωρή ρίζα κλείνει μέσα της τη μεγαλόπνοη ισχύ της ελευθερίας, εθνικής, κοινωνικής, πανανθρώπινης ελευθερίας. Η χλωρή ρίζα είναι η προϋπόθεση για τη λύτρωση. Η διατήρηση της ζωντάνιας της είναι το μέγιστο χρέος για όλες εκείνες τις δυνάμεις που αγωνίζονται για την υπεράσπιση της πεμπτουσίας του ανθρώπου, της λευτεριάς του. Η χλωρή ρίζα των καταπιεσμένων και μη αυτόβουλων εθνών (η ύπαρξη αυτοτελών εθνικών κρατών δε σημαίνει και εθνική αυτεξουσιότητα, αυτοδιάθεση) είναι η δυναμική του συνόλου της πολυπλοκότητας της εθνικής πραγματικότητας. Είναι η κοινωνική αναγκαιότητα για την κίνηση προς τα πρόσω, κίνηση που παρεμποδίζεται από την εθνική καταπίεση και εξάρτηση, άρα κι από τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται την εθνική αυτοδιάθεση των λαών, τη λευτεριά τους. Η χλωρή ρίζα είναι οι δυναμικές γλωσσικές, εδαφικές, οικονομικές, πολιτισμικές σχέσεις μιας σταθερής και ιστορικά διαμορφωμένης κοινότητας ανθρώπων. Γ ι ' αυτό είναι ένα σύνολο από ζωντανές, εξελισσόμενες δυνάμεις κι από αξίες, που για ν ' αναπτυχθούν και για να πολλαπλασιαστούν, κατά συνέπεια και για να προάγουν και να εξελίσσουν την κοινότητα που εκφράζουν, έχουν ανάγκη από ελευθερία, από πολλή ελευθερία. Κι όταν δεν υπάρχει αυτή, τότε προκαλούν το εθνικό ζήτημα με την πάλη για την εθνική αυτοδιάθεση. Να 265
γιατί όλα αυτά αποτελούν τη χλωρή ρίζα των καταπιεσμένων εθνών, των καταπιεσμένων ανθρώπων. 0 εθνικός παράγοντας, ως στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας, εμφανίζεται από τότε που παρουσιάζονται και τα πρώτα στοιχεία της εθνογενετικής διαδικασίας. Με άλλα λόγια, οι απαρχές του πρέπει ν ' αναζητηθούν στα πρώτα βήματα της ανθρώπινης ιστορίας. Μα το εθνογενετικό καταστάλαγμα είναι φαινόμενο της εποχής μας, της εποχής του καπιταλισμού. Ο εθνικός παράγοντας εμφανίζει σχετική ανεξαρτησία και είναι σχετικά κλειστή περιοχή της κοινωνικής πραγματικότητας και της όλης εξέλιξής της. Έ χ ε ι τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε σχέση με τις άλλες πλευρές και τους άλλους παράγοντες της κοινωνίας. Μα το έθνος είναι ταυτόχρονα έκφραση της σύνθεσης της κοινωνικοιστορικής διάρθρωσης της ανθρωπότητας. Η εσωτερική διαφοροποίησή του, εξέλιξή του, σχετίζεται με το οικοδόμημα της κοινωνικής πραγματικότητας (τόσο στη βάση του όσο και στο εποικοδόμημα του). Κάθε δομικό στοιχείο, κάθε γνώρισμα και κάθε παράγοντας, κάθε πλευρά του έθνους, όπως και κάθε στάδιο εξέλιξής του, έχει το χαρακτήρα του, μα και συνάμα, άμεσα ή έμμεσα, συσχετίζεται με την όλη κοινωνική εξέλιξη. Α π ' αυτή ξεκινάει η όλη εξέλιξη, που όμως κι αυτή με τη σειρά της δέχεται την επίδραση της εθνικής πραγματικότητας. Η εποχή μας είναι η εποχή του καπιταλισμού, μα και των εθνών. Τα πάντα, ακόμα κι αυτοί οι ταξικοί-κοινωνικοί αγώνες, αποκτούν εθνική χροιά. Ή δ η από το 1848, οι Μαρξ-Ένγκελς υπογράμμιζαν ότι είναι ανάγκη η εργατική τάξη να «ανυψωθεί σε εθνική τάξη», να γίνει «ηγεμονική τάξη του έθνους».2 Και τούτο, γιατί όταν μια χώρα, ένα έθνος, πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης χώρας, ενός άλλου έθνους, τότε είναι αναπόφευκτο στο εσωτερικό κάθε χώρας, κάθε έθνους, μια τάξη να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης.3 Η καπιταλιστική καταπίεση, η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, δημιουργεί την ανάγκη (μα είναι και προϋπόθεση) και για καταπίεση ενός έθνους από κάποιο άλλο. Και το αντίστροφο. Πόσο είχαν 266
δίκιο οι Κ. Μαρξ-Ένγκελς, όταν έλεγαν: Έ ν α έθνος που καταπιέζει ένα άλλο έθνος, δεν είναι και το ίδιο ελεύθεροI4 Η κοινωνική, λοιπόν, χειραφέτηση σημαίνει, μα και προϋποθέτει, την εθνική αυτοδιάθεση και την κατάργηση των εκμεταλλευτικών-καταπιεστικών σχέσεων ανάμεσα στα έθνη. Οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας (η αστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής), ο αποικιοκρατικός χαρακτήρας του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας και της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής αγοράς —απαραίτητοι όροι για τη συνένωση της σχετικής και της απόλυτης υπεραξίας, άρα και για την κανονική λειτουργία του νόμου της αξίας— γεννούν την καταπίεση έθνους από έθνος. Στις μέρες μας, στις μέρες του νεοαποικισμού, χειροπιαστή απόδειξη της πιο πάνω πραγματικότητας είναι και οι διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων (σ' αυτές βασίζονται και οι ανταλλαγές ανάμεσα στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης). 5 Έ τ σ ι , οι διεθνείς ανταλλαγές είναι άνισες. Η καταπίεση έθνους από έθνος είναι δεδομένη. Η εκμετάλλευση έθνους από έθνος κι αυτή είναι γεγονός. Το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης των καταπιεσμένων τάξεων και εθνών παραμένει ανοικτό και με την πάροδο του χρόνου οξύνεται. Η υπόθεση της αυτοδιάθεσης των εθνών ταυτίζεται πια με το θέμα της κατάλυσης του παγκοσμίου συστήματος της κεφαλαιοκρατίας. Το εθνικό πρόβλημα έχει πια προωθηθεί σε ευσύνοπτη θέση, ανάμεσα στα ζητήματα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής των λαών. Κάτω από το φως των πιο πάνω γενικών διαπιστώσεων, θα πρέπει να εξετάσουμε και το λεγόμενο «Κυπριακό Ζήτημα». Τι είναι, λοιπόν, το Κυπριακό; Την απάντηση δεν είναι δύσκολο να τη βρούμε. Χωρίς την ξενική κατάκτηση και αποικιοκρατική καταπίεση δεν θα υπήρχε «κυπριακό πρόβλημα», τουλάχιστο έτσι όπως παρουσιάστηκε και εξελίχτηκε. Στην αρχή η οθωμανική σκλαβιά κι από τα τέλη του 19ου αιώνα και η αγγλική αποικιοκρατική κυριαρχία καθόρισαν το χαρακτήρα του «Κυπριακού Ζητήματος». Το Κυπριακό προκλήθηκε από την πάλη των Κυπρίων για την εθνική τους απελευθέρωση. Γ ι ' αυτό και ήταν και είναι εβνιχοαπελευ267
θερωτικό ζήτημα, είναι υπόθεση εθνικής αυτοδιάθεσης. Αυτή είναι η αυταπόδεικτη αλήθεια. Ό μ ω ς , το κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό πρόβλημα πάντα ήταν μέρος του γενικού εθνικού προβλήματος των Ελλήνων. Κι αυτό είναι επίσης εύκολο να το κατανοήσει κανείς (αν, φυσικά, διαθέτει την απαιτούμενη εντιμότητα). Οι Κύπριοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, έχουν ελληνική εθνική συνείδηση, είναι Έλληνες (με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το 80,1% των Κυπρίων είναι Έλληνες, το 18,6% Τούρκοι και το 1,3% Αρμένιοι, Μαρωνίτες κλπ.). 6 Σε σύνολο 653.000 Κυπρίων, που ζουν στο νησί, οι 523.000 είναι Έλληνες (οι ισχυρισμοί της Άγκυρας, μερικών Κυπρίων και άλλων τόσων ξένων ότι οι ' Ελληνες της Κύπρου αποτελούν ιδιαίτερη εθνότητα δεν εμπεριέχει κόκκο αλήθειας).7 Γ ι ' αυτό λέμε ότι το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου είναι μέρος του γενικότερου ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και το εθνικό ζήτημα της Κύπρου είναι αναπόσπαστο τμήμα του όλου ελληνικού εθνικού ζητήματος. Κατά συνέπεια είναι αδύνατη η κατανόηση του «Κυπριακού Ζητήματος» χωρίς τη μελέτη και τη γνώση της γέννησης και της εξέλιξης του ελληνικού έθνους, χωρίς τη διερεύνηση και το φώτισμα του κινήματος εθνικής ανεξαρτησίας-αυτοδιάθεσης του ελληνικού λαού. Εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι οι Κύπριοι, με έμπρακτο τρόπο, σοβαρά συνέβαλαν στις εθνογενετικές εξελικτικές διαδικασίες των Ελλήνων κι ότι πάντα πήραν ενεργό μέρος στο ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Οι ιστορικές μαρτυρίες είναι πάρα πολλές. Σ ' όλα τα ιστορικά στάδια εξέλιξης του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, ο λαός της Κύπρου έδωσε το παρών. Στην πρώτη αποφασιστική ιστορική περίοδο, όταν το ελληνικό έθνος ολοκληρωνότανε μέσα από τις επαναστατικές αγωνιστικές διαδικασίες ενάντια στους Οθωμανούς φεουδάρχες-κατακτητές και στους Ευρωπαίους αποικιοκράτες («Ανατολικό Ζήτημα»), με σκοπό τη δημιουργία ενός ελληνικού εθνικοαστικού κράτους, οι Κύπριοι δεν υστέρησαν στην όλη προσπάθεια. Το ίδιο έγινε και μετά 268
τη δημιουργία του αρχικού πυρήνα του ελληνικού εθνικού κράτους. Στη δεύτερη αυτή περίοδο, που κράτησε και πέρα από την περίοδο της κυριαρχίας του αποικιοκρατικού βιομηχανικού κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, το κέντρο βάρους δίνεται στην ένωση των ελληνικών σκλαβωμένων περιοχών με το εθνικό κράτος (προσπάθεια για την ολοκλήρωση της αστικής εθνικής κρατικής υπόστασης). Η δεύτερη περίοδος φτάνει ίσαμε το 1913. Στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, δηλαδή στην περίοδο μετάβασης από το μονοπωλιακό στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό (τέλη 19ου αιώνα ίσαμε και σήμερα), σημειώνονται σοβαρές και ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στο εθνικό ζήτημα. «...Η διαίρεση των εθνών σε έθνη που καταπιέζουν
και σε έθνη που καταπιέζονται... αποτελεί την ουσία του
ιμπεριαλισμού» (υπ. δικ.).8 Γιατί «ιμπεριαλισμός σημαίνει προοδευτικά αυξανόμενη καταπίεση των εθνών του κόσμου από μια χούφτα μεγάλες δυνάμεις».9 Η εθνική καταπίεση χειροτερεύει πάνω σε νέα ιστορική βάση. Το εθνικοαστικό κράτος όχι μονάχα δε διασφαλίζει την εθνική ανεξαρτησίααυτοδιάθεση, μα είναι και μέσο για την επιβολή και την κυριαρχία του νεοαποικισμού (της εμπέδωσης των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και του αποικιοκρατικού διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, της επέκτασης της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας). Και τούτο, γιατί βοηθάει κι αυτό στην άνοδο του ρόλου και της επιρροής των νεοαποικιακών διεθνών παραγόντων του καπιταλισμού (παγκόσμια αποικιοκρατική καπιταλιστική αγορά κλπ.) στις εσωτερικές διαδικασίες των χωρών που δέχονται την εθνική καταπίεση (δυναμώνει το καθεστώς της πολύμορφης ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας). Έχουμε νέες ποιοτικές καταστάσεις στο εθνικό ζήτημα. Αν η καταπίεση των εθνών από τις μεγάλες δυνάμεις έγινε, στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, γενικό φαινόμενο,10 το ίδιο έγινε γενικό φαινόμενο και ο αγώνας για την εθνική αυτοδιάθεση των λαών. Έγινε ταυτόσημος με τον αγώνα για την απελευθέρωση των μισθωτών σκλάβων από τα δεσμά του 269
κεφαλαίου. Το έθνος από τα ίδια τα πράγματα δεν είναι δυνατό να προκόψει κάτω από την ηγεμονία της αστικής τάξης. Η αστική τάξη, όντας πια κοσμοπολίτικη και σοβινιστική (αυτό απαιτεί τώρα η υπαγωγή του εθνικού συμφέροντος στα συμφέροντα του αντιδραστικού πια καπιταλισμού), ταύτισε παλιά, και ταυτίζει ακόμα περισσότερο τώρα, την εθνική αυτοδιάθεση με το σχηματισμό αυτοτελούς εθνικού κράτους, βασισμένου στην εξυπηρέτηση της αποικιοκρατικής παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, και στη διάσπαση της ενότητας του διεθνούς προλεταριάτου (εθνικιστικός'σοβινισμός) και στην ενότητα του παγκοσμίου κεφαλαίου (κοσμοπολιτισμός). Η παραπέρα, όμως, εξέλιξη και άνθιση των εθνών έχει άλλες, ολότελα αντίθετες απαιτήσεις. Παλιά, η δημιουργία της εθνικοαστικής αγοράς που ταυτιζότανε με τον αγώνα κατά του φεουδαλισμού και τη δημιουργία του εθνικοαστικού κράτους δεν παρεμπόδιζε την εθνική ολοκλήρωση των λαών. Τώρα, με την εξέλιξη και το σάπισμα του καπιταλισμού, η κατάσταση άλλαξε. Η εθνική αυτοδιάθεση, που τη γενάει η ζωντανή πραγματικότητα που λέγεται έθνος, πέρα από την κρατική αυτοτέλεια σημαίνει ακόμα: α) κατάργηση της παγκόσμιας αποικιοκρατικής καπιταλιστικής ιεραρχικής κλίμακας στις διεθνείς σχέσεις και στις διεθνείς αλληλεξαρτήσεις, κατάργηση της καταπίεσης έθνους από έθνος, β) πλήρη ελευθερία για τις μορφές εθνικής ύπαρξης κάθε λαού, απόλυτη ελευθερία για την παραπέρα ανάπτυξη όλων των δυναμικών σχέσεων που συγκροτούν κάθε έθνος, γ) δημοκρατική διεθνιστική αλληλεγγύη όλων των εθνών. Η νέα σύγχρονη έννοια της εθνικής αυτοδιάθεσης, που πηγάζει από την πάλη των εθνών για να παρακάμψουν τα εμπόδια που φέρνει στην παραπέρα ανάπτυξή τους ο σύγχρονος παρακμασμένος καπιταλισμός (ο μονοπωλιακός-κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, ο νεοαποικισμός), αντικειμενικά ανυψώνει την εργατική τάξη σε εθνική δύναμη και της δίνει τη δυνατότητα να γίνει ο ηγέτης του κινήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Εθνικό και εργατικό κίνημα ταυτίζονται, αφού χωρίς την κατάργηση του παγκο270
σμίου καπιταλιστικού συστήματος, ούτε χειραφέτηση των εργατών, ούτε εθνική αυτοδιάθεση μπορούνε να υπάρξουν. Έ τ σ ι , το «εθνικό ζήτημα» της Κύπρου, από τον τερματισμό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα, απόκτησε νέα ποιότητα. Ό χ ι μονάχα γιατί το «Ανατολικό Ζήτημα» μπήκε σε νέα φάση με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμφάνιση νέων νεοαποικιακών ηγεμονικών δυνάμεων στον κόσμο,11 μα και γιατί, τώρα πια, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του ελληνικού λαού είναι βασικά κίνημα εθνικής αυτοδιάθεσης. Οι Κύπριοι (οι Έλληνες της Κύπρου) εξακολούθησαν τον αγώνα τους για την αποτίναξη του ζυγού της αγγλικής αποικιοκρατίας και για την ένωση του νησιού τους με το εθνικό κράτος. ' Ομως, ο αγώνας τους αυτός κλόνιζε τα θεμέλια του καθεστώτος ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, που γνώριζε και εξακολουθεί να γνωρίζει το ελληνικό αστικό κράτος (απαράβατος όρος για την ηγεμονία της αστικής τάξης) και δυνάμωνε την τάση για την εθνική αυτοδιάθεση του ελληνικού λαού. Γ ι ' αυτό και το ελληνικό αστικό κράτος θυσίαζε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία του Μουσολίνι (βλέπε διμερή ελληνοι'ταλική συμφωνία στις 2 3 / 9/1928) και ο Ε. Βενιζέλος στα 1931 (μετά την εξέγερση των Κυπρίων) κατηγορηματικά δήλωνε ότι: « Ό π ω ς εδήλω-
σα και άλλοτε ζήτημα κυπριακόν δεν υφίσταται μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της αγγλικής»,12 δηλα-
δή μεταξύ προστατευόμενου και προστάτη, μεταξύ κηδεμονευόμενου και κηδεμόνα. Το καθεστώς της ξένης κηδεμονίας και εξάρτησης είναι σύμφυτο με την ύπαρξη του ελληνικού εθνικοαστικού κράτους. Είναι ο καρπός των συμμαχιών που συνάπτει το ελληνικό κεφάλαιο με το παγκόσμιο κεφάλαιο (που μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας ιεραρχικής κλίμακας του καπιταλισμού δεν μπορούν παρά να είναι ετεροβαρείς και σε βάρος του ελληνικού έθνους).13 Και στο μεσοπόλεμο το καθεστώς αυτό είχε τη μορφή της αγγλοκρατίας (η Μεγάλη Βρετανία ηγεμόνευε το ελληνικό αστικό κράτος). Η πάλη για την απελευθέρωση της Κύπρου στρεφότανε, λοιπόν, άμεσα ενάντια στα 271
συμφέροντα της αγγλικής αποικιοκρατίας, του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Γ ι ' αυτό και καταπολεμήθηκε κι από το ίδιο το ελληνικό αστικό κράτος με ιδιαίτερη μανία (άλλη μια απόδειξη ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να είναι πια ο ηγέτης του ελληνικού έθνους). Και η όλη κατάσταση γινότανε ακόμα πιο δύσκολη με την επιβολή του αγγλοέμπνευστου φασιστικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου 1936 (ο κατατρεγμός του εργατικού και του εθνικού κινήματος μεγάλωσε). Η φασιστική ιταλική επιδρομή κατά της Ελλάδας (28/ 10/1940) υπήρξε νέος σταθμός στο κίνημα εθνικής αυτοδιάθεσης του ελληνικού λαού. Η ξένη επίθεση και εισβολή ήταν η απαρχή του σύγχρονου εθνικοαπελευθερωτικού έπους των Ελλήνων, που αποκορυφώθηκε με την «Εθνική Αντίσταση» στα χρόνια της τριπλής κατοχής (γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής). Ο ξεσηκωμός του ελληνικού λαού για την εθνική ανεξαρτησία, για την εθνική αυτοδιάθεση (κυριαρχία της εργατικής ιδεολογίας) και την κοινωνική απελευθέρωση ήταν κάτι το νέο. Σ ' αυτόν τον ξεσηκωμό πήραν ενεργό μέρος και οι Κύπριοι, πολεμώντας τις δυνάμεις του φασιστικού άξονα, μα με στόχο την εθνική τους αποκατάσταση (ένωση μιας μεταπολεμικής ελεύθερης Κύπρου με μιαν ελεύθερη Ελλάδα, χωρίς το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας). Η στάση του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου αποτελούσε μαρτυρία, αδιάψευστο αντικειμενικό τεκμήριο ότι το κίνημα της εθνικής αυτοδιάθεσης ήταν και είναι ενιαίο και αδιάσπαστο τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Η επικράτηση της αντεπαναστατικής τάσης μέσα στην «Εθνική Αντίσταση» (με την ιδιοποίηση της εργατικής ιδεολογίας από τους αστούς-μικροαστούς), η συντριβή της και η συνθηκολόγηση της ηγεσίας της, πριν ακόμα λήξει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (Δεκέμβριος 1944 - Ιανουάριος 1945), έριχναν το κίνημα της εθνικής αυτοδιάθεσης των Ελλήνων προς τα πίσω και εγκλώβιζαν και πάλι το «Κυπριακό Ζήτημα» στο γενικότερο «Ανατολικό Ζήτημα», έτσι όπως εξελισσότανε μέσα στο νέο παγκόσμιο στάτους κβο, που επιβλήθηκε μετά τη συντριβή των δυνάμεων του φασιστικού 272
άξονα (ραχ απιεποαπα). Δυο ήταν τώρα οι κυρίαρχοι καταλυτικοί παράγοντες: α) το φούντωμα του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των λαών της Ανατολικής Μεσογείου και της Αραβικής Ανατολής (με άμεσο στόχο το διώξιμο των Αγγλογάλλων αποικιοκρατών από την περιοχή) και β) η προσπάθεια για την απόλυτη κυριαρχία των νεοαποικιακών δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή και στη Μεσόγειο (νέο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης του «Ανατολικού ζητήματος»). Ο πρώτος παράγοντας αποτελούσε την επαναστατική τάση, ο δεύτερος την αντεπαναστατική τάση. Ποια από τις δυο θα υπερίσχυε και ποια θα υπέτασσε την άλλη; Το θέμα ήταν ζήτημα συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων (ανάμεσα στην εργατική και στην αστική τάξη και τοπικά και διεθνώς). Μα το πρόβλημα το αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή και το κίνημα για την απελευθέρωση της Κύπρου από το βρετανικό αποικιακό ζυγό και για την αυτοδιάθεση των Κυπρίων. Στην αρχή (1945-1949), η Μεγάλη Βρετανία, μέσα στη φωτιά του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (τραγικός επίλογος της «Εθνικής Αντίστασης»), πάλευε απεγνωσμένα για να διατηρήσει την ηγεμονία της στη χώρα (το καθεστώς της αγγλοκρατίας). Οι Κύπριοι, από την άλλη, πάλευαν, με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα για την αυτοδιάθεση-ένωση. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, κάθε πολιτικής απόχρωσης, πιστές στην αγγλοκρατία, αποκήρυτταν τον εθνικοαπελευθερωτικό κυπριακό αγώνα, τον χαρακτήριζαν κομμουνιστικό κίνημα και έμπρακτα τον τορπίλιζαν. Στα 1948, η κυβέρνηση Σοφούλη δήλωνε ξεκάθαρα: «...η λύση μπορεί να βρεθή μόνο μέσα στο πλαίσιο της πολύτιμης —πολύτιμης όσο ποτέ άλλοτε— ελληνοβρετανικής φιλίας. Η
τύχη μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με της Αγγλίας» (υπ. δικ.).14 Αυτά λέγονταν ενώ ήδη η κορυφή της ελληνικής αστικής τάξης είχε προσανατολιστεί προς το νέο «προστάτη», τις ΗΠΑ.
Με την ολοκλήρωση της συντριβής των υπολειμμάτων των δυνάμεων της ελληνικής «Εθνικής Αντίστασης» (Αύγουστος 1949) και την επικράτηση της αμερικανοκρατίας στη 18
273
χώρα, η ελληνική αστική τάξη στρέφεται και προσανατολίζεται στο δυνάμωμα των νεοαποικιοκρατικών δραστηριοτήτων του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό σήμαινε και νέα υπαγωγή του «Κυπριακού Ζητήματος» στο «Ανατολικό Ζήτημα», ή πιο συγκεκριμένα, προσπάθεια για την υπόταξη του κινήματος αυτοδιάθεσης των Ελλήνων στα συμφέροντα και στις απαιτήσεις της νέας νεοαποικιακής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Η αρχή γίνεται το 1950 με το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο, αν και οι κυβερνήσεις του Ν. Πλαστήρα και του Σ. Βενιζέλου εξακολουθούσανε να είναι αγκιστρωμένες στο παρελθόν, στην αγγλική κηδεμονία. Ο Ν. Πλαστήρας αρνιότανε να παραλάβει τους επίσημους τόμους του ενωτικού δημοψηφίσματος και έλεγε στο Μακάριο Γ ' «κάθησε ήσυχα». 1 5 Ο Γ. Παπανδρέου, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Αθήνας, δήλωνε ότι «η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν και δι' αυτό δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύση να πάθη από ασφυξίαν». Στα 1952, ο τότε πρωθυπουργός Σ. Βενιζέλος αρνιότανε να προσφύγει στον ΟΗΕ για να ζητήσει την αυτοδιάθεση της Κύπρου.16 Οι Έλληνες πολιτικοί της λεγόμενης κεντρώας-δημοκρατικής παράταξης δεν είχαν αντιληφθεί πλήρως τις αλλαγές που σημειώθηκαν στο καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας που υπηρετούσαν. Τα πράγματα ξεκαθάρισαν με την άνοδο του «Ελληνικού Συναγερμού» στην πολιτική εξουσία. Η κυβέρνηση του Αλ. Παπάγου, στα 1954, δηλώνει ότι «ουδεμία άλλη οδός απομένει εκτός της προσφυγής εις τα Ηνωμένα Έθνη». 17 Ταυτόχρονα προετοιμάστηκε ο ένοπλος αγώνας (ΕΟΚΑ). Οι ΗΠΑ, ο νέος «προστάτης και κηδεμόνας» του ελληνικού αστικού κράτους και η Αθήνα, σε συνεργασία με την Εκκλησία και τους Ελληνοκύπριους αστούς, δρομολογούν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, και μέσω αυτού όλο το κίνημα της εθνικής αυτοδιάθεσης των Ελλήνων, στα πλαίσια της επιβολής του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού σ' ολόκληρη τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Τα πράγματα, όμως, σχετικά διαφοροποιούνται από τα τέλη του 1956 όταν 274
και η Ε Σ Σ Δ ζήτησε και πέτυχε δικαιώματα στην περιοχή. 18 Και η διαφοροποίηση αυτή φάνηκε κιόλας από το 1958 όταν η ελληνική αστική τάξη (η κορυφή της, ο εφοπλισμός) βλέπει ότι είναι δυνατή η δημιουργία μιας δεύτερης Ελλάδας, που ν ' ανήκει στο χώρο των λεγόμενων αδεσμεύτων (με άλλα λόγια: συμμετοχή του ελληνικού καπιταλισμού στο συνεταιρισμόανταγωνισμό Η Π Α - Ε Σ Σ Δ στην περιοχή). Έ τ σ ι , ξεπήδησε η ιδέα του «ανεξάρτητου κυπριακού κράτους», που και το κίνημα της αυτοδιάθεσης έθαβε και την ελληνική αστική τάξη διευκόλυνε στις νεοαποικιακές δραστηριότητές της. Και η ιδέα πραγματώθηκε με τις συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης (1959). Κι όλα αυτά έγιναν, γιατί τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές εργατικό κίνημα γνώριζαν βαθιά ύφεση (απουσίαζε η γάτα και χόρευαν οι ποντικοί). Οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου δημιούργησαν κλίμα αγαλλίασης. Τη,ν ημέρα της ίδρυσης της «Κυπριακής Δημοκρατίας» ο Κ. Καραμανλής την αξιολόγησε σαν μέρα που ανήκει «εις τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής μου».19 Ο Μακάριος Γ ' , την 1/3/1959, επέστρεφε στη Λευκωσία «θριαμβευτής» και δήλωνε ότι «η επιτευχθείσα συμφωνία θέτει τα θεμέλια αρίστης και οριστικής λύσεως του Κυπριακού». Ακόμα, χαρακτήριζε τις συνθήκες Λονδίνου και Ζυρίχης «αυγή χαράς, ελευθερίας και ευημερίας διά τον κυπριακόν λαόν».20 Και ο κυπριακός λαός, για μια στιγμή, πίστεψε πως δικαιώθηκαν οι αγώνες του (200.000 λαού είχαν υποδεχτεί την επιστροφή του Μακαρίου). Πάντως, η αντιπολίτευση καταδίκασε τις συμφωνίες (το ίδιο έκανε κι ο Γρίβας), χωρίς όμως και να τις καταπολεμήσει έμπρακτα. Η ίδρυση της «Κυπριακής Δημοκρατίας» αποτελούσε βαριά ήττα του κινήματος για την αυτοδιάθεση του ελληνικού έθνους. Η «Κυπριακή Δημοκρατία» βάσισε, από τη γέννησή της, την ύπαρξή της στην απάρνηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων (υποχρέωση της είναι να καταπολεμάει το δικαίωμα αυτό). Από την άλλη, σε συνδυασμό με το γεγονός αυτό, η δημιουργία της δεύτερης Ελλάδας (του κυπριακού κράτους), με δικαιώματα επικυριαρχίας πάνω σ ' 275
αυτό και της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας, αποτελούσε ράπισμα στην εθνική αξιοπρέπεια των Ελλήνων, καταρράκωση της αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης. Ακόμα, έμπλεκε όσο ποτέ άλλοτε την τύχη του ελληνικού έθνους μέσα στους ιστούς της αράχνης των ιμπεριαλιστικών σκοτεινών δραστηριοτήτων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής («Ανατολικό Ζήτημα»). Η ίδρυση της «Κυπριακής Δημοκρατίας» σήμαινε, στην πραγματικότητα, την απαρχή νέων περιπετειών και συμφορών για το ελληνικό έθνος. Η νέα κατάσταση, αναπόφευκτα, μαρτυρούσε και την παραπέρα εξασθένιση του επαναστατικού χαρακτήρα του φυσικού ηγεμόνα του έθνους, της ελληνικής εργατικής τάξης. Παρ' όλα αυτά, και για τον ελληνικό καπιταλισμό και τον φορέα του, την αστική τάξη, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα, όσο τα νόμιζε στην αρχή η κυβέρνηση της Αθήνας και ο Μακάριος. Δημιουργήθηκε η άλλη Ελλάδα, το σύμβολο της αμφισβήτησης της αμερικανοκρατίας, από τη μεριά της αστικής τάξης. Ο ελληνικός καπιταλισμός θα μπορούσε να πάρει πιο ενεργό ρόλο στις νεοαποικιακές δραστηριότητες στην περιοχή (στην εξέλιξη του «Ανατολικού Ζητήματος»). Πλάι στην Ελλάδα, τον πιστό σύμμαχο των ΗΠΑ, θα δρούσε και η άλλη Ελλάδα, η «Κυπριακή Δημοκρατία». Ό μ ω ς αυτή θα ενεργούσε στο διεθνή στίβο ως «αδέσμευτη και ουδετερόφιλη». Μα την ίδια στιγμή, το γεγονός αυτό προκαλούσε αναστάτωση στο καθεστώς ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας στην Ελλάδα (η ετεροβαρής συμμαχία ελληνικού και βορειοαμερικανικού κεφαλαίου έχανε την εσωτερική ισορροπία της). Η Τουρκία, με το ν ' αποκτήσει κυριαρχικά δικαιώματα στην Κύπρο, μπορούσε τώρα να αναμειγνύεται «νόμιμα» στις υποθέσεις του ελληνικού έθνους, άρα και στις υποθέσεις των δύο Ελλάδων (όξυνση του ανταγωνισμού ελληνικού και τουρκικού κεφαλαίου). Η Σοβιετική Ένωση στην αρχή, αργότερα και η ΕΟΚ, παράγοντες του «Ανατολικού Ζητήματος», είχαν κι αυτοί τώρα λόγο στις εξελίξεις των ελληνικών πραγμά-
276
των. Οι διεθνείς σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού περιπλέκονταν και διαταράσσονταν. Ο Κ. Καραμανλής, γρήγορα, διέγνωσε ότι το μέλλον δεν ήταν ευοίωνο και για τον ελληνικό καπιταλισμό. Γ ι ' αυτό και ζητούσε από τον αρχηγό της «Κυπριακής Δημοκρατίας», το Μακάριο Γ ' , «διά της πολιτικής του να επιδιώξη τη δημιουργίαν κλίματος εμπιστοσύνης εις τους Τούρκους της Κύπρου και της Άγκυρας», να «ευθυγραμμισθή απολύτως η Κύπρος με την πολιτικήν της ελληνικής κυβερνήσεως».21 Μα ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν δυνατά (και δε θα είναι μπορετά, όσο θα υπάρχει η «Κυπριακή Δημοκρατία»). Γιατί η Τουρκία ήταν πια δυνάστης και καταπιεστής των Κυπρίων (χάρη στα κυριαρχικά δικαιώματα που είχε αποκτήσει με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου). Γιατί η «Κυπριακή Δημοκρατία» γεννήθηκε ως σύμβολο αμφισβήτησης και όχι αποδοχής της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα. Η ρήξη της Λευκωσίας με την Άγκυρα και την Αθήνα ήταν αναπότρεπτη. Η διαμάχη με την Άγκυρα ήλθε με τη δημιουργία του εσωτερικού εθνικού ζητήματος του νησιού (για την επιβολή της θέλησης της τουρκοκυπριακής μειονότητας σε βάρος των συμφερόντων της πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων). Με την Αθήνα η διένεξη άρχισε με το ποιος αποφασίζει για την πολιτική του κυπριακού κράτους: η Αθήνα ή η Λευκωσία; Από τα τέλη του 1963, οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους γενικεύονταν. Στα 1964, ο Μακάριος Γ ' κατάγγελνε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, η Τουρκία απειλούσε εισβολή στο νησί, η Λευκωσία στρεφότανε προς τη Μόσχα, ο Έλληνας πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου τηλεγραφούσε, με οργισμένο ύφος, στο Μακάριο Γ ' : «Εκφράζω την βαθυτάτην λύπην μου, διότι άλλα συμφωνούμε και άλλα πράττετε». 22 Γενικά, το κυπριακό πρόβλημα μετατρεπότανε σχεδόν αποκλειστικά σε πτυχή των νεοαποικιακών δολοπλοκιών στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή (σε πλευρά του «Ανατολικού Ζητήματος») και σε καταλυτικό παράγοντα για το βάθαιμα της κρίσης της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα. 277
Τότε, τον Αύγουστο του 1964, σημειώναμε πως αν συνεχιζόταν αυτή η πορεία, τότε «...η κυπριακή τραγωδία θα συνεχιστεί και η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε πανεθνική κρίση. Και σε μια τέτοια κρίση δεν αποκλείονται τα χειρότερα, ο φασισμός και η εκμηδένιση κάθε ίχνους εθνικής ανεξαρτησίας».23 Δυστυχώς τα γεγονότα μας επιβεβαίωσαν. Η Ε Σ Σ Δ , για πρώτη φορά, αναμειγνυόταν ανοικτά στο Κυπριακό και επίσημα δήλωνε πως «έχουμε τα μέσα να χαλιναγωγήσουμε αυτούς που απειλούν την Κύπρο και όχι μόνον μέσω του ΟΗΕ». 24 Οι ΗΠΑ, την ίδια περίοδο, προωθούσαν το σχέδιο 'Ατσεσον (διχοτόμηση, διπλή ένωση), ενώ στις αρχές του 1965, ο υπουργός Εξωτερικών της Ε Σ Σ Δ , Γκρομύκο, πρότεινε την ομοσπονδοποίηση της «Κυπριακής Δημοκρατίας». Στο μεταξύ, όλοι οι παράγοντες του νεοαποικισμού, με μέσο τον ΟΗΕ, αποφάσιζαν να στείλει ο οργανισμός αυτός στρατεύματά του στο νησί. Μάλιστα, η Τουρκία αποφάσισε να συνεισφέρει 100.000 δολάρια για τη διεθνή δύναμη (απόφαση της κυβέρνησης της Άγκυρας στις 13/3/1964). Ο πρώτος αρχηγός της «ειρηνευτικής» δύναμης του ΟΗΕ στην Κύπρο δήλωνε: Ο ρόλος μας θα είναι ο ίδιος με εκείνο των αγγλικών στρατευμάτων. Η μόνη διαφορά είναι ότι εμείς έχουμε την ηθική υποστήριξη των μελών του ΟΗΕ (δήλωσή του στις 3/4/1964). Μα ο ρόλος του ΟΗΕ ήταν κάτι παραπάνω: επέβαλε το διαχωρισμό ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους (με τις πράσινες ζώνες). Άρχισε η διχοτόμηση με την ανοχή και της Αθήνας. Η διχοτόμηση ευνοούσε και τα σχέδια των ΗΠΑ για τη διπλή ένωση (διαμελισμό της Κύπρου ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα) και τα σχέδια της Ε Σ Σ Δ για την ομοσπονδοποίηση (ένα κράτος με δυο ίσες και ξέχωρες κοινότητες, την ελληνική και την τουρκική). Ό λ ο ι συμφωνούσαν να θαφτεί η υπόθεση της αυτοδιάθεσης. Ό π ο υ έγκλημα, εκεί και τιμωρία. Και δε μιλάμε για τις ηγεμονικές δυνάμεις του νεοαποικισμού. Το έγκλημα είναι σύμφυτο με την ουσία τους. Κάνουμε λόγο για το ελληνικό έθνος. «Ο πόθος της ενώσεως έπαυσε να γεμίζη τις καρδιές 278
ενός μεγάλου μέρους των Ελλήνων και ιδιαίτερα ενός μεγάλου μέρους των Ελληνοκυπρίων».25 Το σύνθημα «ένωση-αυτοδιάθεση» ταυτίστηκε με την αντιδραστική φασιστική παράταξη. Οι «δημοκράτες-προοδευτικοί» ήταν τώρα υπέρ του κυπριακού κράτους (κάτω από οποιαδήποτε μορφή). Η ελληνική εργατική τάξη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, έχανε ολότελα την ιδεολογική της αυτοτέλεια, το γνήσιο εθνικοαπελευθερωτικό φρόνημά της. Υπερίσχυσε η ιδεολογία των «προστάτιδων δυνάμεων», η ιδεολογία του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Τ ' αποτελέσματα είναι γνωστά: η πανεθνική κρίση του Ιουλίου 1965 (για λίγα εικοσιτετράωρα ο λαός ξεσπούσε), το αντεπαναστατικό πέρασμα της κρίσης και τελικά η επιβολή στην Ελάδα του φασιστικού στρατοκρατικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 με κύριο καθήκον του τον εθνικό εκμαυλισμό των Ελλήνων και τη διχοτόμηση της Κύπρου (αμερικανικό σχέδιο).26 Η Λευκωσία δέχτηκε τη νέα κατάσταση. Κάτω από το σύνθημα της «ένωσης», η χούντα της Αθήνας συστηματικά εργαζόταν, με τη βοήθεια και του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ φυσικά, για το διαμελισμό της Κύπρου. Η μια συνωμοσία διαδεχόταν την άλλη, καλλιεργήθηκε ο εμφύλιος σπαραγμός των Ελληνοκυπρίων, ενώ το κυπριακό ζήτημα έγινε ακόμα πιο εύκολο πιόνι στο νεοαποικιακό παιχνίδι των ηγεμονικών δυνάμεων. Στα 1973, η Τουρκία επέκτεινε τις αξιώσεις της και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ ο νέος ηγέτης της χούντας, ο Ιωαννίδης (που είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο το Νοέμβριο του 1973), προχώρησε στο στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου (Ιούλιος 1974) και για ν ' ανοίξει το δρόμο στην τουρκική κατάκτηση του νησιού (Αττίλας). Η εθνική καταστροφή ήταν γεγονός. Το 40% της Κύπρου, το πιο εύφορο και πιο πλούσιο τμήμα της, κατακτήθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα. Ο εθνογραφικός χάρτης του νησιού αλλοιώθηκε. Οι Τουρκοκύπριοι μεταφέρθηκαν όλοι στο Βορρά και οι Ελληνοκύπριοι περιορίστηκαν στο Νότο (κάπου 200.000 Ελληνοκύπριοι διώχτηκαν 279
με τη βία από τις εστίες τους). Κι όλα αυτά έγιναν με τις ευλογίες του ΟΗΕ και με την παρουσία της περιβόητης «ειρηνευτικής» του δύναμης. Ο ελληνικός λαός, στο σύνολό του, δεν αντέδρασε. Οι Ελλαδίτες ήταν ευχαριστημένοι που ξεφορτώθηκαν τη χούντα και ξαναζούσαν το κοινοβουλευτικό καθεστώς, μάλιστα μέσα σε συνθήκες σχετικής οικονομικής άνεσης. Οι Έλληνες Κύπριοι, πάλι, σχετικά γρήγορα ικανοποιούνταν με την προοπτική της ανόδου του βιοτικού τους επιπέδου (το Α.Ε.Π. των Ελληνοκυπρίων το 1973 ήταν 341 και το 1984 1.270 λίρες Κύπρου. Σε σταθερές τιμές του 1973, το 1984 το ΑΕΠ των Ελληνοκυπρίων σχεδόν διπλασιάστηκε, παρά το γεγονός ότι είχε χαθεί το 60% των πλουτοπαραγωγικών πηγών του νησιού)27 και με την επέκταση της καταναλωτικής κοινωνίας και του κρατισμού. Η τουρκική κατάκτηση και η παρουσία μεγάλων τουρκικών δυνάμεων κατοχής στο νησί, δεν έγινε η σπίθα για κανένα εθνικοαπελευθερωτικό ξέσπασμα στον ελληνικό χώρο (παρά τις αντιαμερικανικές αθυροστομίες και τις αντιτουρκικές φοβέρες). Από το 1974 ίσαμε και σήμερα, η παχυδερμία συνεχίστηκε και παρατείνεται. Η παθητικότητα και η απάθεια του ελληνικού έθνους, παρά την ύπαρξη ορισμένων παραπλανητικών επιφανειακών φαινομένων, αυξάνονται και παραλύουν τη θέληση του για εθνικούς αγώνες. Γ ι ' αυτό και η πορεία των γεγονότων, στο διάστημα 1974-1985, κάθε άλλο παρά αισιοδοξία προκαλεί. 28 Η πολιτική αλλαγή του 1981 στην Ελλάδα ήταν ανώδυνη για το καθεστώς της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Η λεγόμενη εθνικά υπερήφανη εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και η λεγόμενη συμπαράταξη Αθήνας-Λευκωσίας δεν άλλαξαν τη φορά των πραγμάτων. Τα τουρκικά στρατεύματα μονιμοποίησαν την παρουσία τους στην Κύπρο. Ιδρύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία της Β. Κύπρου. Οι προστριβές ανάμεσα στον πολιτικό κόσμο των Ελληνοκυπρίων συνεχίστηκαν και οξύνθηκαν. Η «σύμπνοια» ανάμεσα στην Αθήνα και στη Λευκωσία δε διασφαλίστηκε. Η ελληνοτουρκική διαμάχη γενικεύτηκε (Αιγαίο). 29 Σημάδια εθνικού διχα280
σμού εμφανίσθηκαν. Η περιλάλητη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους, που άρχισε από το 1974, δε σήμαινε στροφή της ελληνικής αστικής τάξης προς το έθνος. Κάθε άλλο. Σήμαινε και δηλώνει ακόμα ενεργητικότερη συμμετοχή του ελληνικού καπιταλισμού στις νεοαποικιακές δραστηριότητες των καταπιεστικών εθνών (των μεγάλων δυνάμεων-υπερδυνάμεων) στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου-Βαλκανίων-Εγγύς Ανατολής (στις εξελίξεις του «Ανατολικού Ζητήματος»). Η πολιτική αυτή (είτε έχει δεξιά είτε αριστερή χροιά) αποδείχθηκε παράγοντας ενδυνάμωσης της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα (με την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση των ενόπλων δυνάμεων, της κρατικής μηχανής, από τη στρατιωτική «βοήθεια» των ΗΠΑ, με τον όλο και μεγαλύτερο δανεισμό του δημοσίου από το βορειοαμερικανικό κεφάλαιο κλπ.) και της τουρκοκρατίας στην Κύπρο. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (ως μικρομεσαίος εταίρος) είναι η μεγάλη «ελπίδα» της αστικής τάξης, για να βγει ο ελληνικός καπιταλισμός από τα αδιέξοδά του. Κάποτε το ΠΑΣΟΚ χαρακτήριζε την ένταξη δυνάμωμα της υποτέλειας και ευθυγράμμιση της ελληνικής πολιτικής στις αξιώσεις των ΗΠΑ. 30 Τώρα, όντας κυβέρνηση εδώ και πολλά χρόνια, μιλάει για την αναβάθμιση της ΕΟΚ. Γιατί, όπως πιστεύουν όλοι οι αστοί (παραδοσιακοί ή συλλογικοί), «η ενωμένη Ευρώπη τόσο ως κοινή αμυντικά, αλλά και ως οικονομική πολιτική υπερδύναμη προσφέρει στη χώρα μας ισχυρές δυνατότητες για την κατοχύρωση και υπεράσπιση του εθνικού μας χώρου».31 Και η ΕΟΚ, με τις νεοαποικιακές δραστηριότητές της, διαιωνίζει το κακό. Η εμπλοκή της στο «Ανατολικό Ζήτημα» δεν αποτελεί καμιά συμβολή για το ελληνικό έθνος, για την απελευθέρωση της Κύπρου, για την εθνική αυτοδιάθεση των Ελλήνων. Αντίθετα, κάνει ακόμα χειρότερη και δυσκολότερη την κατάσταση. Γ ι ' αυτό και οδηγεί, τελικά, στις μέρες μας, στην κατοχύρωση της αμερικανοκρατίας. Πριν από τρεις δεκαετίες, επίκεντρο της κρίσης που διερχόταν το ελληνικό έθνος ήταν η Κύπρος (χάρη στον 281
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων). Ύστερα από την απεμπόληση του ενωτικού αγώνα της Κύπρου από το σύνολο της ελληνικής αστικής τάξης, η εθνική κρίση γενικεύτηκε (γι' αυτόν το λόγο κυρίως γενικεύτηκε και η διαμάχη ανάμεσα στο ελληνικό και στο τουρκικό κεφάλαιο). Η εκκόλαψη του σύγχρονου κινήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης των Ελλήνων είναι κάτι που, αργά ή γρήγορα, θα συμβεί (εφόσον η ρίζα του έθνους είναι ζωντανή). Κι όλες οι διεθνείς δυνάμεις της αντίδρασης προετοίμασαν τον ξένο χωροφύλακα του μελλοντικού κινήματος: το αντιδραστικό καθεστώς της Ά γκυρας (που άρχισε να παίζει το ρόλο του με τη στρατιωτική κατάκτηση της Κύπρου). Να γιατί οι ζωντανές δυνάμεις του έθνους, οι Έλληνες εργάτες κι όλες εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που χαρακτηρίζονται ως λαός, πρέπει να κατανοήσουν ότι είναι ανάγκη να πάρουν την τύχη τους, την τύχη του έθνους, στα χέρια τους. Το ζήτημα δεν είναι ποιο πολιτικό κόμμα, ποια πολιτική παράταξη της αστικής Ελλάδας τα καταφέρνει «καλύτερα» στο «Ανατολικό Ζήτημα». Το πρόβλημα είναι το έθνος μας να βγει έξω από το «Ανατολικό Ζήτημα» και να στραφεί ενάντια σ ' αυτό, να ξεφύγει από τα θανάσιμα πλοκάμια των νεοαποικιακών δραστηριοτήτων του παγκόσμιου κεφαλαίου και να τα καταπολεμήσει. Κι αυτό μπορεί να το κάνει μονάχα η χλωρή ρίζα του έθνους, οι δυνάμεις της αυτοδιάθεσής του. Το «Κυπριακό Ζήτημα», το διώξιμο των ξένων κατακτητών από το νησί και η αυτοδιάθεση των Κυπρίων, δεν είναι παρά η πιο φανερή, η πιο οξυμμένη πλευρά του γενικότερου ζητήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης όλων των Ελλήνων. Μέσα στα πλαίσια της πάλης για την εθνική αυτοδιάθεση των Ελλήνων είναι που θα δοθεί πραγματικά ορθή λύση και στην κυπριακή τραγωδία. Διαφορετικά τα κλαριά του εθνικού μας δέντρου δε θα ανθίσουν, θα μείνουν ξερά και η χλωρή ρίζα του θα κινδυνεύει να νεκρωθεί. Ας το αντιληφθούμε επιτέλους, αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος της ελευθερίας και της προόδου. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος της αντίδρασης και της ανελευθερίας. Είναι ο δρόμος που έχει διαλέξει ο πολιτικός 282
μας κόσμος. Η συζήτηση στη Βουλή για τη συγκρότηση εξεταστικής των πραγμάτων επιτροπής για το Κυπριακό (21/2/1986) είναι αποκαλυπτική. Τα κόμματα απέδειξαν ότι έχουν «κοινή γραμμή για το Κυπριακό». Με μοναδική εξαίρεση τον εκπρόσωπο της ΕΔΑ Μ. Γλέζο, όλοι οι άλλοι υπερασπίστηκαν τη μη αυτοδιάθεση. Μάλιστα οι ηγέτες των δύο ΚΚΕ ανοικτά αποκάλεσαν ολέθρια την πολιτική της εθνικής αυτόδιάθεσης. Σ ' αυτούς απαντάμε με τα λόγια του Β.Ι. Λένιν (που τον θεοποιούν για να τον δολοφονούν καθημερινά): «Τπάρχει, όμως, μια περίπτωση που οι μαρξιστές είναι υποχρεωμένοι, αν δε θέλουν να προδώσουν τη δημοκρατία και το προλεταριάτο, να υποστηρίξουν ένα ειδικό αίτημα στο εθνικό ζήτημα, δηλαδή, το δικαίωμα των εθνών για
αυτοδιάθεση».32
Φεβρουάριος 1986
1. Β.Ι. Λένιν: Για το εθνικό πρόγραμμα του Σ Δ Ε Κ Ρ , Λένιν: Ά π α ν τ α , τόμ. 19ος. 2. Κ. Μαρξ- Φ. 'Ενγκελς: Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ΜβΓΧ-ΕηββΙδ5ρί$γ, τόμ. 4 ος, 1958, σ. 447. 3. Βλέπε Κ. Μαρξ: Λόγος για το ελεύθερο εμπόριο (1848). 4. Φ. 'Ενγκελς: Λόγος για την πολωνική εξέγερση, Μβτχ-Ειίββίδ: δρϊβγ τόμ. 4ος, στο ίδιο, σ. 377. 5. Ι&τοβΙαν Κγρο(β α ΙιοΙβΙιΐίν: ΡοΙϊΐΐεΙια βΚοηοιπϊε 3οεί&1Ϊ8πιυ$, ΡγβΗ& 1983, σ. 562. 6. Πηγή: ( ^ ρ η ΐ δ — ΤΗβ ΐΓΐιβ ρβιτεηΐβββ οΓΤιιιΊοςΗ (]γρποΐ ρορυΐβΐίοη, β<ϋ(. ΜΐηϊΜΓγ Ιο ιΗβ ρΓ63·<1εη(, Νίεοβίβ (1984). 7. Βλέπε για παράδειγμα το έργο του Σοβιετικού Σ . Μπαρούκι: Ο πληθυσμός του κόσμου. 8. Β.Ι. Λένιν: Το επαναΑατικό προλεταριάτο και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, Β. I. Λένιν: Ά π α ν τ α , τ ό μ . 21ος ( α ' ε λ λ η ν . έκδοση), σ. 419. 9. Στο ίδιο. 10. Σ τ ο ίδιο, σ. 421. 11. Για το «Ανατολικό Ζήτημα», βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Αποικιοκρατίας, τόμ. 2, σ. 38 κ.ε.
283
12. Γ. Δαφνή: Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων, τόμ. 2, Αθήνα 1955, σ. 79. 13. Για το καθεστώς ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, τόμ. 4ος (1967-1974), Αθήνα 1983, σ. 41 κ.ε. 14. Φιλ. Δραγούμη: Τα Ελληνικά Δίκαια στη Διάσκεψη της Ειρήνης, Θεσσαλονίκη 1949, σ. 131. 15. Πρακτικά της Βουλής, 63η συνεδρίαση, 2 8 / 2 / 1 9 5 9 , σ. 427, 436. 16. Πρακτικά της Βουλής, 13η συνεδρίαση, 2 5 / 4 / 1 9 5 6 , σ. 306. 17. Πρακτικά της Βουλής, 39η συνεδρίαση, 7 / 2 / 1 9 5 5 , σ. 691. 18. Βλέπε το μήνυμα Νικήτα Χρουστσώφ προς πρόεδρο Αϊζενχάουερ της 5ης Νοεμβρίου 1956, δημοσιεύτηκε στην «Ισβέστια» στις 6 / 1 / 1 9 5 7 . 19. Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, τόμ. Β ' , σ. 367. 20. Στο ίδιο. 21. I. Βαρβιτσιώτη: Ό λ η η αλήθεια για τρία ιστορικά ψεύδη... «Καθημερινή», 19/9/1985. 22. Το ίδιο. 23. Πανεθνική Κρίση, Δελτίο των ΦΝΧ, Ιούλιος-Αύγουστος 1964, σ. 3. 24. Ε.Ν. Τζελέπη: Το Κυπριακό και οι συνωμότες του, Αθήνα 1965, σ. 356. 25. Αγόρευση Σ π . Μαρκεζίνη στη Βουλή, Πρακτικά της Βουλής της 7ης συνεδρίασης 7 / 1 1 / 1 9 6 4 , σ. 4-11. 26. Για το χαρακτήρα του καθεστώτος της 21ης Απριλίου και για το ρόλο του στην εξέλιξη του «κυπριακού προβλήματος», βλέπε Ν. Ψυρούκη: Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, τόμ Δ Α θ ή ν α 1983. 27. Πηγή: ΓαεΙβ βΒουΙ ΟγρΓυβ, ΤΗβ Ογρηιβ ΡορυΙβΓ ΒβτιΙί, 1985. 28. Βλέπε, Ν. Ψυρούκη: Ο Ανοικτός Φάκελος της Κύπρου, Λευκωσία 1984. 29. Για τη γενίκευση της ελληνοτουρκικής διαμάχης, βλέπε Ν. Ψυρούκη: Η Διαμάχη στο Αιγαίο, Αθήνα 1977. 30. Βλέπε Ελλάδα και ΕΟΚ, έκδοση ΠΑΣΟΚ (Εισαγωγή), Σ. Μαλτέζου: Ποιος πιστεύει στον Αντρέα, Αθήνα 1977, σ. 151. 31. Στ. Θεοφανίδη: Ευρώπη και Εθνική Άμυνα, «Βήμα», 3 1 / 7 / 1 9 8 5 . 32. Β.Ι. Λένιν: Για το εθνικό πρόγραμμα του Σ Δ Ε Κ Ρ , Λένιν: Ά π α ντα, τόμ. 19ος, στο ίδιο, σ. 522. Το άρθρο γράφτηκε για να δημοσιευτεί στο περιοδικό «Λαοί» Νο 1, 1987.
284
ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΟΥ Δ Ε Δ Η Μ Ο Σ Ι Ε Υ Τ Η Κ Ε Η συνέντευξη αυτή δόθηκε τον Απρίλιο του 1986 στο δημοσιογράφο Πασχάλη, για λογαριασμό απογευματινής αθηναϊκής εφημερίδας. Μα δεν είδε το φως της δημοσιότητας. Την παραθέτουμε, γιατί άμεσα σχετίζεται με τη σημερινή στάση των Ελλήνων απέναντι στο κυπριακό δράμα.
Ερώτηση: Σκιαγραφήστε το πορτρέτο του σύγχρονου Έλληνα από ιστορικής, πολιτικής και πολιτιστικής πλευράς. Ποια κρίνετε ότι είναι η φιλοσοφία του, η προσωπικότητά του και εν γένει η καθημερινή πρακτική του και για ποιους λόγους. Απάντηση: Ό τ α ν ένας Έλληνας αποπειράται, ειλικρινά, να σκιαγραφήσει τη φυσιογνωμία των σύγχρονων συμπατριωτών του, αυτό σημαίνει ότι αποφασίζει με την αυτοκρισία να οδηγηθεί στην εθνική αυτογνωσία. Κάθε λαϊκίστικο λιβανωτό είναι κολακεία. Και κάθε κολακεία είναι ουσιαστικά εχθρική στάση απέναντι στο λαό. Άλλωστε είναι, από τη μεριά του κόλακα, αυτοκολακεία και επαινοθηρία. Η αντικειμενική,όμως, σκιαγράφηση σημαίνει ακόμα ότι αυτή δε γίνεται με βάση την ιδεατή στάση του λαού, τις φραστικές εκδηλώσεις του, μα με βάση την πραγματική στάση του, δηλαδή με βάση την Πράξη του. Από ιστορική άποψη, το σκιαγράφημα του ελληνικού λαού το έκανε, καλύτερα από κάθε άλλον, ο εθνικός μας 285
ποιητής, ο Σολωμός, όταν έλεγε προς τους Επτανησίους: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε, Πάντοτ' ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε». Καλός είναι ο ελληνικός λαός, γιατί σ ' όλη την ιστορική πορεία του αγωνίστηκε για την ελευθερία, που είναι η πεμπτουσία του ανθρώπου. Μα κι όταν συμπεριφέρεται ως ανελεύθερος, ραγιάς, και τότε ακόμα, στο βάθος, η νοοτροπία του είναι ποτισμένη από τον πόθο της ελευθερίας. Μα είναι και ευκολοπίστευτος ο λαός των Ελλήνων. Ό χ ι σπάνια, εγκαταλείπει την ιστορική μνήμη, το ιστορικό γνώθι σαυτόν, για να πέσει στην αγκαλιά του μύθου. Και τότε τους κόλακες τους ανακηρύττει σωτήρες. Εναποθέτει τις ελπίδες του σε μεσσίες. Προδίνεται και γνωρίζει τη δυστυχία. Αυτή είναι η ιστορική φυσιογνωμία μας. Αδιάκοποι αγώνες για την ελευθερία, μα και ευκολοπιστία απέναντι στους κόλακές μας, τους εχθρούς της ελευθερίας μας. Η στάση του σύγχρονου Έλληνα, από κοινωνική άποψη, είναι τελικά στάση αρνητική, αντιδραστική. Ό π ω ς κι όλοι οι άλλοι λαοί του κόσμου, κι εμείς ζούμε τον καπιταλισμό, τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της εργασίας. Απαλλοτριωμένοι και αλλοτριωμένοι, άρα σκλαβωμένοι κοινωνικά, όποτε ζούμε σε αποτελματωμένα νερά, αισθανόμαστε ελεύθεροι, όταν επιτελούμε τις ζωικές λειτουργίες (όταν τρώμε, πίνουμε, γλεντάμε, κοιμόμαστε) και αισθανόμαστε σκλάβοι, όταν πραγματώνουμε την ανθρώπινη φύση, όταν εργαζόμαστε και δημιουργούμε. Έ τ σ ι , όπως έλεγε ο Κ. Μαρξ, το ζωικό γίνεται ανθρώπινο και το ανθρώπινο ζωικό. Η δημιουργία ταυτίζεται με την καπιταλιστική σκλαβιά και η ζωώδης κατάσταση με τη λύτρωση. Σήμερα, στις συνθήκες του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, φτάσαμε να λατρεύουμε το αίτιο της κατάντιας μας. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μας προσφέρει ιδανικές συνθήκες ζωής: καταναλωτικές παροχές και (μη) εργασία, κοινώς κοπάνα. Η κοινωνική στάση μας είναι διαποτισμένη από την ιδεολογία της δημοσιοποίησης. Θέλουμε να γίνουμε έθνος δημοσίων υπαλλήλων, κολίγων του κρατικονομοπωλιακού καπιταλισμού. Ο μύθος αυτός της 286
δημοσιοποίησης μας εμποτίζει μ ' ένα είδος αναδρομικής αντιδραστικότητας και συντήρησης των ίδιων των κοινωνικών δεσμών μας. Η κοινωνική μας στάση προσδιορίζει και την εθνική μας στάση. Η κυρίαρχη ιδεατή εθνική μας στάση είναι οπισθοδρομική, εθνικιστική, γεμάτη από' μεγαλοστομίες και κομπασμούς. Ποια, όμως, είναι η κυρίαρχη πραγματική εθνική μας στάση; Είναι στάση παθητικότητας, απάθειας, είναι στάση εμποτισμένη από τον κοσμοπολιτισμό του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Θέτουμε το συμφέρον του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού πάνω από το συμφέρον της πατρίδας και γινόμαστε αδιάφοροι για την εθνική μας αυτοδιάθεση. Χάσαμε την Κύπρο, την κατέκτησαν οι Τούρκοι, κι εμείς τι κάναμε και τι κάνουμε; Τίποτα. Μα εθνική αυτοδιάθεση σημαίνει εθνική ανεξαρτησία, σημαίνει εθνική πολιτιστική ανάπτυξη, σημαίνει ανάπτυξη της γλώσσας μας, σημαίνει ελεύθερη διαμόρφωση της εθνικής μας ψυχοσύνθεσης. Και σ ' όλους αυτούς τους τομείς η στάση μας είναι, σε τελευταία ανάλυση, αρνητική. Σ ' όλα αυτά τα μέτωπα μάχης εμείς, τελικά, φυγομαχούμε. Γ ι ' αυτό και «ποδοσφαιροποιήσαμε» και την πολιτική μας ζωή. Επικρατεί και στην εθνική μας στάση η ψυχολογία του κολίγου του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Οι κίνδυνοι για το μέλλον μας είναι υπαρκτοί και μεγάλοι. Μα ας μην κλαίμε. Είμαστε ένας λαός που ιστορικά ταυτίζεται με τους αγώνες για την ελευθερία του ανθρώπου. Είμαστε ένα έθνος ιστορικά ταυτισμένο με τους αγώνες για την εθνική απελευθέρωση και την εθνική αυτοδιάθεση. Θα 'ρθει και η στιγμή να ξαναποκτήσουμε το ιστορικό «γνώθι σαυτόν», τόσο σαν λαός όσο και σαν έθνος. Θα ξαναβρούμε το δρόμο μας, όταν θα συνειδητοποιήσουμε την πικρή αλήθεια της σύγχρονης πραγματικότητάς μας. Νίκος Ψυρούκης
287
Κάθε γνήσιο αντίτυπο υπογράφεται από το συγγραφέα
Το βιβλίο του Ν. ΨΤΡΟΪΚΗ, ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΡΑΜΑ (19581986) 'Αρθρα-Μελετήματα, στοιχειοθετήθηκε στη φωτοσύνθεση Ν. Γεωργακοπούλου - Π. Πιεροπούλου Ο.Ε. και τυπώθηκε στο τυπογραφείο του ΆρχονταΦλώρουγιατιςεκδόσειςΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ.