Marie Gray
ι ιυυ σ<Ε κάνουν να KpKKfvizeK Επτά « ά τ α κ τ ε ς » ν ο υ β έ λ ε ς
Ε
πτά ερωτικές ιστορίες, που χαϊδεύουν το κορμί, την ψυχή, τις αισθήσεις. Επτά απολαυστικές ερωτικές φαντα σιώσεις, γεμά τες σφοδρές επ ιθυμίες, γραμμένες με
πάθος, έμπνευση, χιούμορ, τρυφερότητα, για μερικές πραγ ματικά ευχάριστες σ τιγμές... Μια τρυφερή, μια σκανδαλιάρικη ματιά στην ερωτική ζωή των ανθρώπων γύρω μας. Μια βαθιά εκτίμηση του αισθησιασμού, ένας στοργικός φόρος τιμής στο θαυμαστό κόσμο της απόλαυσης.
'
” '"Ί" "" .....................^
Ε π ισ κ ε φ θ ε ιτ ε τ η ν ισ τ ο σ ε λ ίδ α μ α ς
9789605425166
ww w .m in oas.g r
7 8 960 5 425166
ISBN 960-542-516-5 ΚΩΔ. 35105
Σ ειρ ά ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΞΕΝΟΙ ΣΥ ΓΓΡ Α Φ ΕΙΣ Συγγραφέας και τίτλος πρωτοτύπου MARIE GRAY ST O R IE S TO M A K E YOU B L U SH © Guy Saint-Jean'Editeur Inc, 1999 Μ ετάφραση PENA ΡΩ ΣΣΗ -Ζ α ΙΡΗ Ε π ιμ έλ εια κειμένου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Παραγωγή ΜΙΝΩΑΣ Α.Ε.Ε. ISBN 960-542-516-5
1η έκ δ ο σ η : Μάιος 2002 Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ Τ.Θ . 504 88,141 10 Νέο ΙΙράκλειο, ΑΟΙΙΝΑ τ η λ .: (010) 27 11 222 - fax: (010) 27 11 056 w w w .m inoas.gr · E-Mail:
[email protected]
Marie Gra
στοριες που σ€ κάνουν να κρκκινίζ€ΐ5
εκδόσεις
Διαμέρισμα με θέα
«Αυτό είναι το τελευταίο κιβώτιο!» «Επιτέλους!» Ο Στηβ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Είσαι σίγουρη πως θα μείνουμε εδώ πάνω από ένα χρόνο;» «Θα δούμε... Προς το παρόν, προχώρα. Έχου με ένα σωρό δουλειές!» Άλλη μία μετακόμιση. Η τρίτη, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Καιρό τώρα, ο Στηβ κι εγώ ψά χναμε να βρούμε το τέλειο μέρος για να ζήσουμε. Το δικό μας σπίτι στην εξοχή θα ήταν ιδανικό, αλ λά μια κι ο Στηβ θα έπαιρνε σίγουρα μετάθεση για άλλη πόλη, μεταθέσαμε κι εμείς την εγκατάστασή μας εκεί, στο μέλλον. Γεμάτη ενθουσιασμό κι αι σιοδοξία, λοιπόν, ξόδεψα τρεις ολόκληρους μήνες χτενίζοντας την πόλη,για να βρω το τέλειο μέρος όπου θα μπορούσαμε να μείνουμε για λίγο, μέχρι να εγκατασταθούμε οριστικά στην εξοχή. Και τώ ρα , ύστερα από ατέλειωτο ψάξιμο, είχα την αίσθη ση πως ήταν ακριβώς αυτό που ονειρευόμασταν.
Ι στορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
Μόλις είδα αυτό το διαμέρισμα, κάτι έπαθα. Μετά από εβδομάδες ατελείωτων επισκέψεων σε διαμερίσματα που νοικιάζονταν, ήμουν έτοιμη να μετακομίσω κάπου. Ίσως οπουδήποτε. Κι ένα πρωί που κοιτούσα την εφημερίδα, πρόσεξα μια αγγελία. «Ένας αρμονικός συνδυασμός. Η ηρεμία της εξοχής μέσα στην πόλη. Το τέλειο μέρος», έγραφε. Είχα διαβάσει χιλιάδες παρόμοιες αγγε λίες. Κάτι όμως μ’ έκανε να κολλήσω σ’ αυτήν και προτού καλά-καλά σκεφτώ, σήκωσα το τηλέφωνο, σχημάτισα τον αριθμό κι έκλεισα ραντεβού. Μόλις έφτασα μπροστά από το κτίριο , ενθου σιάστηκα. Γοητεύθηκα από την πρώτη στιγμή που το είδα. Το διαμέρισμα με συνεπήρε. Ήταν ακρι βώς αυτό που ψάχναμε. Πρώτα-πρώτα,βρισκόταν στον εικοστό όροφο. Τέλος στους κλέφτες που μπουκάρουν όλες τις ώρες ημέρας και νύχτας. Έπειτα,το κτίριο είχε σχήμα σταυρού,με ένα δια μέρισμα σε κάθε πτέρυγα και με το ασανσέρ στη μέση κάθε ορόφου. Έτσι, οι γείτονες δεν θα έκα ναν χάζι στους καβγάδες μας, ούτε θα βλέπαμε παρέα τα αγαπημένα μας προγράμματα στην τη λεόραση . Τέλειο! Και τα πλεονεκτήματα συνεχίζο νταν. Το κτίριο αγκαλιαζόταν από ένα πανέμορφο πάρκο, ό,τι έπρεπε για αμέριμνες βόλτες. Την εί σοδο του κτιρίου φύλαγε μόνιμος φρουρός, και το πιο απίστευτο: το νοίκι ήταν λογικότατο, ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του διαμερίσματος. Κ ά
10
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
ποιες μικρές θυσίες στον προϋπολογισμό μας κρί-
νονταν βέβαια απαραίτητες. Οι ιδιοκτήτες του κτιρίου ήθελαν να το γεμίσουν με ενοίκους όσο το δυνατόν συντομότερα. Είχαν χαμηλώσει λογικά τα ενοίκια, μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος τους. Αδράξαμε απ’ τα μαλλιά την ευκαιρία - δηλαδή εγώ την άδραξα... Ήμουν τόσο σίγουρη πως ο Στηβ θα μοιραζόταν τον ενθουσιασμό μου, ώστε δεν του εί πα πώς είχα κλείσει το διαμέρισμα, μέχρι να το δει. Κι έπαθε ό ,τι ακριβώς κι εγώ : ξετρελάθηκε! Την ημέρα της μετακόμισης, η κούραση και η ταλαιπωρία δεν λιγόστεψαν την ευτυχία μας. Συ μπαθήσαμε την περιοχή, απ’ ό,τι είχαμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και γνωρίσαμε την Νταϊάνα, που έμενε στον ίδιο όροφο μ’ εμάς. Τη βρήκαμε και οι δύο γοητευτική, ίσως λίγο παραπάνω από γοητευ τική , κρίνοντας από τη ματιά που έριξε ο Στηβ στα πλούσια στήθη της. Έπρεπε να δουλέψουμε σκληρά τέσσερις ημέρες περίπου , πριν μπορέσουμε να πούμε πως όντως μετακομίσαμε. Ζητήσαμε και οι δύο άδεια από τη δουλειά μας, και το μόνο πρόβλημα που αντιμετω πίζαμε ήταν τα τεράστια παράθυρα. Τα παράθυρα στο σαλόνι και στην κρεβατοκάμαρα ήταν στ’ αλή θεια πελώρια και οι παλιές μας κουρτίνες δεν μπο ρούσαν να μας βοηθήσουν. Μόλις θα λύναμε κι αυ τό το πρόβλημα, θα ήμαστε απόλυτα ικανοποιη μένοι με την εμφάνιση του καινούργιου σπιτιού
11
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
μας και με τη θέα που μας πρόσφεραν απλόχερα τα τεράστια παράθυρά μας - θέα που ξέραμε κα λά πως άξιζε τους κόπους μας και τα όποια έξοδα. Την τέταρτη νύχτα στο καινούργιο σπίτι,φάγαμε με το φως των κεριών. Νόστιμο φαγητό, ευχά ριστη κουβεντούλα και μια γλυκιά χαλάρωση μας οδήγησε έξω στη βεράντα για λίγη δροσιά. Ήταν Ιούλιος, έκανε ζέστη και το ελαφρύ αεράκι που χάιδευε στοργικά την επιδερμίδα μας,ήταν καλο δεχούμενο. Σε μερικές εβδομάδες θα μας επισκε πτόταν ένα κύμα καύσωνα, αλλά προς το παρόν το καλοκαιράκι ήταν ήπιο. Είχαμε κλείσει όλα τα φώτα στο διαμέρισμα, για να θαυμάσουμε την απίστευτη νυχτερινή θέα από τη βεράντα μας. Μακριά κάτω,τα τρεμάμενα φώτα της πόλης φάνταζαν υπερφυσικά. Τα μπλουζ που ακούγονταν από το γειτονικό διαμέρισμα της Ντάίάνα, κάλυπταν τους ήχους από την κίνηση των αυτοκινήτων. Χαλαρώναμε μακάρια στην ηρεμία του νέου σπιτιού μας. Η Ντάίάνα είχε αφήσει όλες τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά και παρ’ ότι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πολλά, ξέραμε πως η μία από τις φωνές που ακούγαμε ήταν σί γουρα αντρική. «Τι κρίμα!» πείραξα τον Στηβ. «Έχει αγόρι...» Ο Στηβ χαμογέλασε και κόλλησε την καρέκλα του πιο κοντά στη δική μου. Με αγκάλιασε από τους ώμους και γλίστρησε στα μαλλιά μου τα επι
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
δέξια δάχτυλά του. Λίγα λεπτά αργότερα,τα φώ τα στην κρεβατοκάμαρα της γειτόνισσάς μας άνα ψαν. Απ’ ό,τι παρατηρήσαμε, είχε λύσει πολύ εύ κολα το πρόβλημα με τις κουρτίνες. Δεν είχε βάλει καθόλου! Αν και δεν είχαμε καμία διάθεση να είμαστε αδιάκριτοι, δεν μπορούσαμε να μην παρατηρή σουμε πως οι τοίχοι στην κρεβατοκάμαρά της ήταν καλυμμένοι με καθρέφτες. Μια και το παράθυρο ήταν τόσο μεγάλο όσο κι ο τοίχος, ήταν πολύ δύ σκολο να μην το προσέξεις. «Όχι μόνο έχει αγόρι, αλλά τους αρέσει να θαυ μάζουν τον εαυτό τους...» Η γειτόνισσά μας μπήκε αργά στο υπνοδωμά τιο, κουνώντας τους γοφούς της στο ρυθμό της μουσικής. Ύστερα έβγαλε την μπλούζα της. «Νάτα μας. Θεούλη μου, κοίτα τις ρόγες της. Την ξεσκίστρα! Τι θα συμβεί άραγε άμα λείπω; Θα ξέρω σίγουρα πού θα σε βρω, έτσι και δεν είσαι στην πόρτα για να με υποδεχτείς το δευτερόλεπτο που θα μπω!» Σκέφτηκα πως θα φορούσε κάτι πιο άνετο ή θα άλλαζε ρούχα για να βγει έξω, αλλά, απεναντίας, η Ντάίάνα βγήκε από το δωμάτιο φορώντας μόνο ένα στενό μεταξωτό κιλοτάκι. Γύρισε σε λίγο τρα βώντας το φίλο της από το χέρι. Τον έσπρωξε στην κρεβατοκάμαρα με μια χαριτωμένη χειρονομία και τον ανάγκασε να καθήσει πάνω σε κάτι που
13
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
έμοιαζε με κομό. Του σήκωσε τα χέρια, κόλλησε τους καρπούς του στον καθρέφτη κι άρχισε να του δίνει πεταχτά, πονηρά φιλάκια στο λαιμό και τους ώμους. «Χ μ...» έκανε ο Στηβ,«ενδιαφέρον...» Πάγωσα. Δεν μπορούσα να πω κουβέντα. Η Ντάίάνα φιλούσε τώρα παθιασμένα το φίλο της. Υγρά, καυτά φιλιά στο λαιμό,τους ώμους,τα χέρια του. Τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα χάιδευαν όλο το τριχωτό του σώμα. Εκείνος καθόταν,χω ρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ξαφνικά,τον έπιασε από τους καρπούς, τον ταρακούνησε και σήκωσε το δάχτυλό της, προειδοποιώντας τον να μη την αγγίξει. Από το παράθυρο τη βλέπαμε από τη μέση και πάνω, ενώ από τον καθρέφτη θαυμά ζαμε ολόκληρο το σώμα της. Σκαρφάλωσε πάνω στο κομό κι άρχισε έναν αισθησιακό χορό στο ρυθ μό της μουσικής. Τα στήθη της και μόνο ήταν αρκετά για να με κάνουν να αρρωστήσα) από τη ζήλεια και τον Στηβ να κοκκινίσει ως τ’ αυτιά. Την κοιτούσε σαν υπνω τισμένος, χωρίς να ξέρει αν προτιμούσε να κοιτά ζει την ίδια ή το είδωλό της στον καθρέφτη. Είχε αρχίσει να αναπνέει βαριά, και το βλέμμα του ήταν κολλημένο στη σκηνή που διαδραματιζόταν μπρο στά μας. «Φθηνότερο κι από στριπτιζάδικο», είπε, κι από τη φωνή του κατάλαβα πως είχε διεγερθεί.
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
Γύρισε την καρέκλα του προς τη μεριά μου, για να μπορεί εύκολα να γλιστρήσει το χέρι του στο μηρό μου, κι έπιασε το κιλοτάκι μου. Η Ντάίάνα χόρευε ακόμα, με τα στήθη της να πάλλονται,χαϊ δεύοντας το μεταξένιο κιλοτάκι της,για να πειρά ξει το φίλο της. Χαμογελούσε σατανικά. Άνοιξε τους μηρούς της, τράβηξε προς τα πάνω το κιλοτά κι, ξεσκέπασε το στιλπνό αιδοίο της κι άρχισε να το χαϊδεύει. Ο σύντροφός της, υπάκουος και πει θήνιος , όπως ακριβώς τον ήθελε, έτριβε το εξόγκω μα που άρχιζε να θεριεύει στο τζην του, προσπα θώντας για την ώρα να ικανοποιηθεί κοιτάζοντάς την μονάχα. Ο Στηβ με είχε στριμώξει κι άρχισε να με χαϊ δεύει. Ήμουν ήδη αρκετά φουντωμένη κι ένιωθα και λιγάκι ένοχη -λιγουλάκι θα ’λεγα-που κοιτά ζαμε το άλλο ζευγάρι, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ και να σταματήσω να βλέπω. Το θέαμα ήταν ακαταμάχητο. Άφησα τον Στηβ να με χαϊδεύ ει, αλλά μόλις που ένιωθα την παρουσία του, μια που γευόμουν εγωιστικά τα χάδια του. Είχα κιό λας υγρανθεί. Τα δάχτυλά του χώθηκαν βαθιά μέ σα μου και γρήγορα βρήκαν το στόχο τους. Κούνη σε την άκρη του δακτύλου του σ’ αυτό το μικρούλι κομματάκι σάρκας μέσα μου. Αν συνέχιζε,το απο τέλεσμα θα ήταν το ίδιο, όπως πάντα: ένας γρήγο ρος και αμήχανα έντονος οργασμός. Ο εραστής της Ντάίάνα σηκώθηκε όρθιος, έβγαλε στα γρήγορα το
~
15 ~
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
σλιπ του, αποκαλύπτοντας ένα σκληρό, κατακόκ κινα πέος, και μετά σήκωσε το χέρι του κι έκλεισε το φως, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Αναστενάξαμε απογοητευμένοι, αλλά ο Στηβ είχε την ευγενή καλοσύνη να συνεχίσει μέχρι που ήρθα σε οργασμό, κάτι που έγινε σχεδόν αμέσως. Και τότε είδα πόσο είχε διεγερθεί,τι τεράστιο, σκληρό κόσμημα στόλιζε το σλιπ του. Σκέτο σίδε ρο! Δεν ήταν δυνατόν να το αφήσω έτσι. Ήταν αδύνατον να αφήσω ανεκμετάλλευτο ένα τέτοιο δώρο. Πέρασα τη γλώσσα μου πάνω από τα χείλη μου, έπεσα στα γόνατα και γλίστρησα όλη σχεδόν την προσφορά του στο στόμα μου. Όταν κάνω κά τι τέτοιο,το απολαμβάνω με όλες μου τις αισθή σεις. Το κάνω βέβαια γιατί τον αγαπώ, αλλά το ευχαριστιέμαι κιόλας... Η δύναμη που αισθάνομαι όταν έχω το πέος του στο στόμα μου, είναι απερί γραπτη: γίνομαι η κυρία της κατάστασης. Τον ρουφούσα πεινασμένα, έγλειφα ηδονικά το όργα νό του. Ξέροντας ότι ο Στηβ ξετρελαίνεται γι’ αυ τό -π ο ιό ς άντρας δεν ξετρ ελ α ίνετα ιή θ ελ α να κάνω την ευχαρίστησή του να κρατήσει όσο το δυ νατόν περισσότερο. Επιτάχυνα, λοιπόν,το ρυθμό μου, καταπίνοντάς τον όσο πιο βαθιά μπορούσα, μέχρι που αισθάνθηκα πως δεν μπορούσε να κρα τηθεί άλλο. Ξετρελάθηκε σαν ένιωσε μια να επ ι βραδύνω το ρυθμό μου και μια να τον γλείφω και να τον ρουφάω παθιασμένα. Ύστερα, άφησα το
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
χέρι μου να αναλάβει τη συνέχεια. Μετά από ένα λεπτό, τον άρπαξα πάλι με το στόμα μου και η γλυκιά τυραννία συνεχίστηκε. Τα χείλη μου έσφιγ γαν το σκληρό του όργανο, άλλοτε απαλά, άλλοτε δυνατά, αλλά πάντα ερεθιστικά. Τελικά, στον τέ ταρτο γύρο,του επέτρεψα να με λούσει με τους χυμούς της τέχνης μου. Τι να πω... Δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα κα λύτερο από το δροσερό αεράκι της βεράντας μας! Αυτό το διαμέρισμα υπόσχεται σίγουρα πολλά ευ χάριστα βράδια. Μερικές ημέρες αργότερα, έτυχε να συναντηθώ με την Ντάίάνα στο ασανσέρ. Έγινα κατακόκκινη. Ήταν κάτι εντελώς ανόητο,γιατί μπορεί να θεω ρούσε την αντίδρασή μου υπερβολική σεμνοτυφία. Με ρώτησε αν εγκατασταθήκαμε κι αν μας άρεσε η περιοχή, απ’ ό,τι είχαμε δει ως τώρα. Μου είπε πως της άρεσε να ζει πάντοτε στους υψηλούς ορό φους και με ρώτησε πώς έβρισκα τη θέα... Η τελευταία της ερώτηση μ’ έκανε να κοκκινίσω ακόμα περισσότερο, κι ένιωσα αληθινή ανακούφι ση όταν φτάσαμε στον όροφό μας. Μου χάρισε ένα ζεστό, γοητευτικό χαμόγελο πριν χωρίσουμε. Ήταν η τελευταία ημέρα των διακοπών μας... Θεούλη μου, πόσο γρήγορα πέρασαν! Από την επομένη άρχιζε η ίδια, αιώνια εργασιακή ρουτίνα.
17
Ιστορίες
Π οτ
Σε
Κ α ν ο ϊν
Να
Κ ο κ κ ιν ίζεις
Μια που θέλαμε να εκμεταλλευθούμε, με όλη τη σημασία της λέξης,το τελευταίο βράδυ των διακο πών μας, ο Στηβ πρότεινε να πάμε σ’ ένα κινέζικο εστιατόριο κάπου κοντά μας. Η κινέζικη κουζίνα ήταν η πρώτη κοινή προτίμηση που ανακαλύψαμε μεταξύ μας. Βγαίναμε να φάμε όσο πιο συχνά μπορούσαμε, και δεν τη βαριόμασταν ποτέ. Όπως το περιμέναμε,το φαγητό που διαλέξαμε εκείνη τη νύχτα στο εστιατόριο, ήταν νοστιμότατο και εντυπωσιαστήκαμε από το περιβάλλον και τη θέ ση του μαγαζιού. Σε λίγο συζητούσαμε για τη γειτόνισσά μας και αναρωτιόμασταν αν όντως είχε οργανώσει το σενάριο της κρεβατοκάμαρας, από τη στιγμή που γνώριζε πολύ καλά πως παρακο λουθούσαμε τη δραστηριότητά της. «Φυσικά όχι»,είπε ο Στηβ. «Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι ήμαστε έξω στη βεράντα;» «Δεν ξέρω... Αλλά ακόμα κι από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μας, θα μπορούσαμε να τα δούμε όλα». «Αποκλείεται...» Ο Στηβ δίστασε για λίγο. «Το έχω ήδη τσεκάρει. Είναι μακριά. Η γωνία δεν είναι σωστή...» « Αχά! » φώναξα. « Έ π ρ επ ε να το φανταστώ πως θα προσπαθούσες να βρεις τρόπο να εκμεταλλευθείς την κατάσταση!» «Τποθέτω πως θέλεις να μου πεις πως τρόμαξες
18 ~
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
μ’ αυτό που είδες, ή σε άφησε αδιάφορη;» «Δεν θα το πήγαινα τόσο μακριά». Ανταλλάξαμε ματιές και στη στιγμή, οι ευχάρι στες αναμνήσεις μάς έδωσαν την ίδια ιδέα: να πά με πίσω στο σπίτι όσο το δυνατόν γρηγορότερα! Σιχαίνομαι τον κλιματισμό όσο και ο Στηβ. Γι’ αυτό, μόλις φτάσαμε, έτρεξα αμέσως να ανοίξω τα παράθυρα και την τεράστια πόρτα της βεράντας. Η μουσική από το γειτονικό διαμέρισμα πλημμύ ρισε τ’ αυτιά μου. Αυτή τη φορά,ήταν ροκ. Έκλει σα τα φώτα και ψιθύρισα στον Στηβ να έρθει γρή γορα κοντά μου. Το διαμέρισμα της Ντάίάνα φω τιζόταν από πολλά χρωματιστά φώτα. Δύο ολόγυ μνα κορμιά,η Ντάίάνα κι ένας άλλος άντρας,ήταν λουσμένα στο κόκκινο, κίτρινο και μπλε χρώμα. Η Ντάίάνα ήταν γονατισμένη στον καναπέ, έτοιμη να προσφέρει τους γλουτούς της σε έναν πανέμορφο νέο με μακριά μαύρα μαλλιά και αθλητικό σώμα. Για την ώρα, εκείνος στεκόταν και την κοίταζε με τους μυώνες του τεντωμένους, σε επιφυλακή. «Ας πάμε στην κρεβατοκάμαρα», ψιθύρισε ο Στηβ, λες και μπορούσαν να μας ακούσουν. « Ε ί ναι στο σαλόνι τώρα, κι έτσι θα τους δούμε καλύ τερα». «Εντάξει, έρχομαι». Είχε δίκιο. Από εκεί βλέπαμε πολύ καλύτερα. Η Ντάίάνα δεν είχε αλλάξει θέση, αλλά ο νέος άντρας είχε αρχίσει να εξερευνεί κάθε τμήμα του
19
Ιστορίες
Π οτ Σ ε
Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
σώματός της. Με το ένα του χέρι αυνανιζόταν, με το άλλο χάιδευε απαλά την Ντάίάνα, ενώ η γλώσ σα του διέτρεχε την πλάτη της. Αυτό που κυριολε κτικά με μάγεψε ήταν το χέρι με το οποίο αυνανι ζόταν. Ήταν μεγαλύτερο από το μέσο όρο και κά λυπτε μονάχα το μισό του γιγάντιου πέους του. Δεν είχα ξαναδεί τόσο μεγάλο πέος! Ξεντυθήκαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε και γονάτισα αμέσως στο περβάζι του παραθύρου, παίρνοντας την ίδια θέση με την Ντάίάνα, ενώ ο Στηβ άρχισε να μιμεί ται το σύντροφό της. Γλίστρησε πρόθυμα τα δά χτυλά του μέσα μου, βαθιά και σκληρά. Είδα τον εραστή της Ντάίάνα να μπαίνει μέσα της. Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ πως ένα πέος με τέτοιο μέγεθος θα πρέπει σίγουρα να την πόνεσε... Αλλά τι θέαμα! Ο νεαρός κουνιόταν αργά μέσα της. Η Ντάίάνα, πάλι, πρέπει να ανυπομονούσε, γιατί κόλλησε βάναυσα επάνω του, αναγκάζοντάς τον να κάνει πιο γρήγορες κινήσεις. Έκανα το ίδιο με τον εραστή μου και παρ’ ότι δεν είχε τις ίδιες ανα λογίες με τον άλλο άντρα, η ισχυρή ώθησή του με αποζημίωσε για τη διαφορά μεγέθους. Παρακο λουθούσαμε το άλλο ζευγάρι και προσπαθούσαμε να συγχρονίσουμε τις κινήσεις μας με τις δικές τους. Γοητεύθηκα από τη ζωώδη έντασή τους, τα ευκίνητα σώματά τους, που λαμποκοπούσαν από τον ιδρώτα. Τα στήθη της Ντάίάνα αναπηδούσαν φρενιασμένα και μπορούσα να φανταστώ, περισ
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
σότερο απ’ όσο μπορούσα πραγματικά να δω, πως το τεράστιο πέος του εραστή της έμπαινε όλο και βαθύτερα με κάθε του ώθηση. Ο εραστής της επιτάχυνε το ρυθμό του και ο Στηβ τον ακολούθησε. Κόντευα να χάσω την ισορ ροπία μου. Είδα όμως πως και η Ντάίάνα κόντευε να πάθει το ίδιο. Και οι δύο άντρες επιβράδυναν μαζί, πιάνοντάς μας από το λαιμό και τους ώμους, πριν μας αρπάξουν από τα μαλλιά για να μπουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν,σκληρότεροι από ποτέ. Τελειώσαμε όλοι μαζί. Ο Στηβ με ανάγκασε να καθήσω στο περβάζι του παραθύρου κι άρχισε να γλείφει το αιδοίο μου με εκδικητική μανία, προκα λώντας μου άλλον ένα οργασμό με τη γλώσσα του. Δεν ήξερα τι έκανε το άλλο ζευγάρι εκείνη τη στιγ μή , μα δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Παρά την απίστευ τη ένταση αυτού που κάναμε, ήθελα να κρατούσε λίγο περισσότερο... «Νομίζεις πως πρέπει να σταματήσουμε να τους βλέπουμε;» ρώτησα τον Στηβ, που ήταν ακό μα λαχανιασμένος. «Για τί; Δεν μας κάνει κακό. Είναι πολύ καλύτε ρο κι από τις βιντεοταινίες που...» «Φυσικά... ιδιαίτερα τις βιντεοταινίες που σου αρέσουν... Μπλιάχ!» «Δεν κατάλαβα! Αν δεν σας αρέσουν οι ταινίες που διαλέγω, κυρία μου, θα σας αφήσω να τις δια λέξετε εσείς την επόμενη φορά».
21
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
«Δεν βλέπω να νοικιάζουμε άλλη φορά βιντεο ταινίες, ιδιαίτερα αν αλλάζει παρτενέρ κάθε εβδο μάδα... Αν και πρέπει να παραδεχτώ πως αυτός ειδικά είχε ένα ορισμένο... ένα ιδιαίτερο χάρισμα τέλος πάντων...» Η Ντάίάνα άλλαζε εραστές πολύ συχνά. Ο νέος με τα μαύρα μαλλιά πήρε πάλι τη θέση του μερι κές φορές, φαινόταν όμως πάντοτε να γυρίζει σπί τι του αμέσως μετά το τέλος του «σόου». Η Ντάί άνα τον ευχαριστήθηκε - ουάου!- δύο εβδομάδες ακόμα, ώσπου ένα βράδυ που γύρισα σπίτι, τους έπιασα να καβγαδίζουν. Έφυγε στα γρήγορα,χτυ πώντας δυνατά την πόρτα πίσω του και δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Σκέτη απογοήτευση... Μερικές ημέρες αργότερα,γύρισα νωρίς από τη δουλειά μου και συνάντησα την Ντάίάνα στις σκά λες. Μου είπε πως πεθαίνει για μια σανγκρία και πήγαινε να αγοράσει ένα μπουκάλι. Έφυγε, και ύστερα από λίγο χτύπησε την πόρτα μας για να με καλέσει σπίτι της, να την πιούμε μαζί. Δέχτηκα την πρόσκλησή της, μια και ο Στηβ θα γύριζε αρκετά αργά. Ήμουν όμως και πολύ περίεργη, γιατί δεν ήξερα τίποτα για εκείνη, πέρα φυσικά από μερικές ενδιαφέρουσες σεξουαλικές της συνήθειες. Ήπιαμε σανγκρία στη βεράντα της και κουβε ντιάσαμε άνετα για διάφορα θέματα. Έμαθα πως ήταν ηθοποιός αλλά το μέλλον του επαγγέλματος
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
της ήταν αβέβαιο και είχε αποφασίσει να το εγκαταλείψει. Όσο για τις σχέσεις της, μου εξομολογή θηκε πως δεν ήταν αρκετά τυχερή στο θέμα της αγάπης και δεν σπαταλούσε πια χρόνο για κάτι τέτοια. Αν μετά από μια-δυο βδομάδες ο τύπος δεν τη γέμιζε άλλο, θα έβρισκε κάποιον άλλο που να τη γεμίζει. Μου εμπιστεύθηκε ακόμα πως φο βόταν να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα με κάποιον ή να κάνει σταθερή σχέση,γιατί το σεξ θα γινόταν βαρετό. Ίσα που κατάφερα να μη χαμογε λάσω στην τελευταία της παρατήρηση... Το απόγευμα πέρασε ευχάριστα. Η κουβεντούλα μας παρέμεινε αρκετά επιφανειακή και κατόρ θωσα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό για την «κατασκοπεία» των ιδιαίτερων στιγμών της από την αφεντιά μου και τον Στηβ. Αφού άδειασα με ρικά ποτήρια σανγκρία, που με χαλάρωσαν αρκε τά , έφυγα με την πρόφαση πως όπου να ’ναι θα ερ χόταν ο Στηβ. Όταν έφτασα στο διαμέρισμα,χτυπούσε το τη λέφωνο . Ήταν ο Στηβ, που ήθελε να μου πει πως βρισκόταν στο δρόμο. Ξάπλωσα στον καναπέ, πα ρέα μ’ ένα βιβλίο, όταν ήχοι τζαζ πλημμύρισαν το δωμάτιο. Έρχονταν από το διαμέρισμα της Ντάί άνα. Κοίταξα από το παράθυρο του σαλονιού. Βρισκόταν στη βεράντα της. Είχε τυλίξει μια πε τσέτα γύρω από το κορμί της. Τα μαλλιά της ήταν υγρά. Δεν είχε μπει στον κόπο να τα στεγνώσει,
23
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
και το απογευματινό φως τούς χάριζε λάμψη χρυ σαφένια. Τα μάτια της κοιτούσαν ολόισια, στο κε νό, κι έμοιαζαν μελαγχολικά. Αφέθηκε σε μια ξα πλώστρα, έκλεισε τα μάτια της και τράβηξε από πάνω της την πετσέτα. Είχε καταπληκτικό κορμί. Την είχα ξαναδεί γυ μνή , αλλά τώρα που ήταν μόνη της, μπορούσα να τη θαυμάζω χωρίς περισπασμούς. Τώρα πια,ήμουν βέβαιη πως ήξερε ότι την παρακολουθούσαμε. Γύ ρισε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε, είτε γιατί με είχε δει είτε γιατί υπέθετε πως ήμουν εκεί. Έπιασε ένα μικρό ποτιστήρι, με το οποίο πότιζε τα γεράνια της, κι άρχισε να στάζει αργά-αργά νερό στο δέρμα της. Τα δάχτυλά της άπλωναν τις σταγό νες σε ολόκληρο το θεϊκό της κορμί, και το αεράκι την έκανε να ανατριχιάσει. Έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε να χαϊδεύει τις θηλές της. Έβλεπα το ανεβοκατέβασμα του στήθους της καθώς ανέπνεε,το τρε μούλιασμα στα χέρια, στους ώμους, στην κοιλιά της. Φούντωσα. Άρχισε να κάνει μασάζ σε όλο της το σώμα. Ξεκίνησε πίσω απ’ το λαιμό, μετά προχώ ρησε αργά στον ίδιο το λαιμό, στο στήθος της... Εκεί, το μασάζ έγινε πολύ τρυφερό κι επίμονο. Μια γλυκιά νοσταλγία γέμισε τα μάτια της. Οι θηλές της ερεθίστηκαν κι έγιναν διπλάσιες, σαν να εκτιμού σαν την προσφορά των χεριών της. Ξαφνικά, άρχι σε να χαϊδεύει το στήθος της, πιο άγρια τώρα, μ’ εκείνα τα μακριά, ντελικάτα δάχτυλά της...
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
Ποτέ δεν με είχε διεγείρει γυναίκα και δεν ξέρω αν όντως με διέγειρε η Ντάίάνα ή το απίθανο κορ μί της και η σεξουαλικότητα, ο αισθησιασμός που ανέδιδε. Πάντως, άναψα. Δεν ήθελα να τη χαϊδέψω ή να κάνω έρωτα μαζί της. Το μόνο που ήξερα ήταν πως εκείνη τη στιγμή το σώμα μου είχε την ανάγκη κάποιας επαφής. Την κοίταζα και φανταζόμουν τον εαυτό μου στο δέρμα της, να δοκιμάζει την ίδια γλυκιά αίσθηση που του χάριζε χαϊδεύοντας ολόκληρο το κορμί της. Χωρίς να σταματήσω να την κοιτάζω, άρχισα να γδύνομαι και παρ’ ότι ήμουν βέβαιη πως ήξερε ότι βρισκόμουν εκεί, η διέγερσή μου δεν με άφηνε να σκεφτώ τίποτε άλ λο. Ξάπλωσα όπως ακριβώς κι εκείνη, κι έπιασα τα στήθη μου, που ήταν πιο λεπτοκαμωμένα από τα δικά της,το ίδιο όμως δεκτικά στα χάδια... Γινόταν πιο άγρια τώρα, καθώς έχωνε τα δά χτυλά της στο αιδοίο της, ανάμεσα σ’ εκείνους τους καλοσχηματισμένους μηρούς. Άνοιξε τα πό δια της κι έχωσε τα νύχια της στη μαλακή σάρκα, σχηματίζοντας αυλάκια, ίδια με αυτά που σχημά τιζα κι εγώ ανάμεσα στους μηρούς μου. Με το αρι στερό της χέρι άνοιξε τα υγρά χείλη του αιδοίου της, πιπιλίζοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλα του δε ξιού της χεριού. Μετά, έχωσε και τα δύο χέρια ανάμεσα στα πόδια της, για να κατακτήσουν την τόσο οικεία περιοχή. Τα δάχτυλά της μελετούσαν αργά το περίγραμμα του αιδοίου, που πρέπει να
25
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
ήταν ήδη υγρό. Άρχισε να χαϊδεύει την κλειτορίδα της. Το αιδοίο της λαμποκοπούσε, αλλά το χάιδευε τόσο αργά, που είχα τρελαθεί από την ανυπο μονησία μου και δυσκολευόμουν να μιμηθώ το ρυθμό της. Ήμουν πάντα τόσο ανυπόμονη όταν αυνανιζόμουν, ώστε τελείωνα γρήγορα. Η Ντάίάνα με μάθαινε πώς να χαρίζω στον εαυτό μου κάτι περισσότερο από ένα στιγμιαίο οργασμό. Με μά θαινε να συνειδητοποιώ τις αντιδράσεις του σώ ματός μου, να το ερεθίζω αργά-αργά. Και τότε, σχεδόν ανεπαίσθητα στην αρχή, αύξησε την ταχύ τητα των κινήσεών της. Το χάδι της έγινε πυρετι κό. Ξαφνικά, σταμάτησε και ανάγκασε τα χέρια της να χαϊδέψουν το στήθος της, καθώς έσφιγγε με δύναμη τους μηρούς της. Το πρόσωπό της χαλά ρωσε σχεδόν αμέσως. Μετά από μια μικρή παύση, επέτρεψε στον εαυτό της να νιώσει την απόλυτη ικανοποίηση του οργασμού. Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος, σαν να αγκάλιαζε στοργικά έναν αόρατο εραστή. Δίστασε λιγάκι και μετά γλίστρησε τα χέρια της στην κοιλιά της, κι έπειτα πιο κάτω... Άρχισε πάλι να χαϊδεύεται ονειρεμένα παντού. Δεν νομίζω πως είχε τελειώσει. Ένιωθα τόσο κοντά της εκείνη τη στιγμή, που είχα πειστεί πως δεν θα μπορούσε, δεν ήταν δυνατόν να τελειώσει χωρίς εμένα. Έτσι, άρ χισα να τρίβομαι για άλλη μια φορά, ακολουθώ ντας το ρυθμό της,για να φτάσω στο αποκορύφω
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
μα την ίδια στιγμή μ’ εκείνη... Οι σταγόνες που τι νάχτηκαν από το σώμα της, αντανακλούσαν την καυτή λάμψη του ήλιου που έδυε... Πρόσεξα πως δάγκωσε τα χείλη της... Χαμηλά στη λεκάνη μου, ένας έντονος, ασταμάτητος οργασμός μού έκοψε την αναπνοή. Ήμουν έτοιμη να τον αφήσω να με διαπεράσει, όταν μπήκε μέσα ο Στηβ. Με κοίταξε σιωπηλός για λίγο και μετά έκανε ένα βήμα εμπρός, για να καταλάβει αμέσως τι ήταν αυτό που με είχε φέρει σ’ αυτή την κατάστα ση. Το παντελόνι του φούσκωσε στη στιγμή. «Έλα ’δω». Σταμάτησα να χαϊδεύομαι πριν καταλάβω πως η Ντάίάνα είχε δει τον Στηβ. Σταμάτησε να χαϊ δεύεται κι εκείνη, και περίμενε να δει τι θα γίνει. Ο Στηβ γονάτισε μπροστά μου κι άρχισε να γλείφει τους μηρούς και το αιδοίο μου... Με τη γλώσσα του μέσα μου, ίσα που άντεχα να μην ουρλιάξω. Η πλάτη μου σχημάτισε αψίδα, κι ήμουν έτοιμη να εκραγώ. Η Ντάίάνα άρχισε να χαϊ δεύεται πιο γρήγορα και πιο έντονα. Σηκώθηκε όρ θια, γονάτισε στην καρέκλα της κι άνοιξε τα πόδια της. Άρπαξε το ένα της στήθος και το έφερε ως το στόμα της, ενώ το άλλο χέρι της συνέχισε να χαϊ δεύει γρηγορότερα από ποτέ το αιδοίο της. Ξέρο ντας πως ήταν έτοιμη να εκραγεί από λεπτό σε λε πτό, ήθελα να μοιραστώ μαζί της αυτή τη στιγμή. Αφέθηκα στην απίστευτη αίσθηση που μου χάριζε
27 ~
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
ο Στηβ και τον παρακάλεσα να με αφήσει να τε λειώσω. Γλίστρησε το χέρι του στο μηρό μου κι έχωσε τα δάχτυλα βαθιά μέσα μου, ενώ το στόμα του συνέχισε να με γλείφει με ηδονή. Όταν η Ντάί άνα άφησε ελεύθερο το πλούσιο στήθος της,για να είναι και τα δυο της χέρια ελεύθερα να την οδηγή σουν στον οργασμό, τελείωσα τόσο βίαια ώστε ανατρίχιασα ολόκληρη. Η Ντάίάνα ξάπλωσε πάλι. Το σώμα της τρεμούλιαζε. Ο Στηβ δεν άντεξε άλλο και με μια βίαιη ώθηση μπήκε όλος μέσα μου. Το πέος του χώθηκε βαθιά, χωρίς καμία αντίσταση από το κορμί μου. Σηκώθηκα και κάθησα από πάνω του για να μπο ρώ να ελέγχω το ρυθμό μας. Τον βύθισα μέσα μου όσο πιο βαθιά μπορούσα και μετά έμεινα ακίνητη, χαρίζοντάς του ένα εσωτερικό μασάζ με τους πιο επιδέξιους μυώνες μου... Με άφησε να το κάνω αυτό για ένα λεπτό και μετά μ’ έριξε πίσω στην ξαπλώστρα κι ανέβασε τα πόδια μου ως τους ώμους του. Μπήκε μέσα μου βίαια και δεν σταμάτησε, μέχρι που τελικά έφτασε στην έκρηξη... «Εξακολουθείς να πιστεύεις πως δεν υποψιά ζεται τίποτα;» «Όχι...» «Θεσπέσιος ο τρόπος που με υποδέχτηκες σή μερα ...» «Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου!»
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
Πέρασαν δύο εβδομάδες χωρίς κανένα σημάδι από την Ντάίάνα. Στο διαμέρισμά της δεν είδαμε κανέναν μετά από εκείνη τη σκανδαλιά της. Είχα με αρχίσει να απογοητευόμαστε. Όταν κάναμε έρωτα, ρίχναμε κρυφές ματιές στο διαμέρισμά της, ελπίζοντας να τη δούμε, αλλά μάταια. Μια μέρα, την ώρα που πήγαινα στη δουλειά, συνάντησα το συντηρητή του κτιρίου. Με ενημέ ρωσε πως η Ντάίάνα θα μετακόμιζε. Με ρώτησε αν ήξερα κάποιον που θα ενδιαφερόταν να νοικιάσει το διαμέρισμά της. Του απάντησα πως δεν μου ερχόταν κανένας στο νου προς το παρόν, αλλά θα το κουβέντιαζα με τον Στηβ. Στενοχωρήθηκα με τα νέα και ήμουν σίγουρη πως το ίδιο θα αισθανό ταν και ο Στηβ. Τέρμα οι αισθησιακές νύχτες στη βεράντα. Γείτονες σαν την Ντάίάνα δεν βρίσκεις κάθε μέρα! Εντάξει, σταθήκαμε τυχεροί για λίγο, και τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματι κότητα : η Ντάίάνα έφευγε... Ωστόσο, μπορώ να πω ότι ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια τις επόμενες εβδομάδες βλέποντας όλους αυτούς που κοιτού σαν το διαμέρισμα. Προσπαθήσαμε να φαντα στούμε πώς μπορούσαν να μας ψυχαγωγήσουν α ι σθησιακά με τον τρόπο που τόσο απλόχερα μας προσέφερε η Ντάίάνα. Πώς θα συμπεριφερόταν εκείνο το ζευγάρι που κόντευε τα εξήντα και ίσα που κοιτούσε ο ένας τον άλλο, χώρια που έπαθε
29
Ιστορίες
H ot Σ ε Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
σοκ μόλις είδε τους καθρέφτες στην κρεβατοκά μαρα; Ο χοντρός με τη γενειάδα και το μικροσκοπικό σκυλί; Η γεροντοκόρη με τις τρεις γάτες; Η μητέρα και ο γιος που μάλωναν συνέχεια; Το νιό παντρο ζευγάρι, γύρω στα τριάντα, με τη λάμψη των φρεσκοπαντρεμένων; Μμμ... Τελικά, αυτό το ζευγάρι νοίκιασε το διαμέρι σμα. Την Ντάίάνα δεν την ξαναείδαμε, ούτε την ημέρα που ένα πελώριο φορτηγό ήρθε να πάρει τα πράγματά της. Λίγες ημέρες αργότερα, καλέσαμε τους νέους μας γείτονες για καφέ. Έφτασαν κουρασμένοι και βαριεστημένοι. «Μόλις τελειώσαμε με τη μετακόμιση. Χαμός! Κι εκείνα τα παράθυρα! Μπράβο... εσείς κάνατε καταπληκτική δουλειά με τα δικά σας». «Στύψαμε το μυαλό μας για να βρούμε πώς θα τα καλύψουμε, αλλά η θέα από ’δω αξίζει την προ σπάθεια. Πιστέψτε με...» Κουβεντιάσαμε λιγάκι και μετά γύρισαν σπίτι τους. Ήταν πολύ χαριτωμένο ζευγάρι και όπως εί χαμε υποψιαστεί, νιόπαντροι. Ο Στηβ φοιτούσε το διαμέρισμά μας γεμάτος σκέψεις, όταν τα μάτια του καρφώθηκαν στο στε νό μου φόρεμα κι αμέσως έλαμψαν αναστατωμέ να . Με κοιτούσε λιγωμένα, με λαχτάρα, ίδιο μικρό, άτακτο αγόρι. «Είσαι κουρασμένη;»
~
30
Δ ι α μ έ ρ ι σ μ α με θέα
«Εξαρτάται από το τι έχεις στο μυαλό σου». «Έχω μια ιδέα». Πλησίασε τις κουρτίνες και τις τράβηξε. Μετά έβαλε ένα CD με μπλουζ και άναψε τις δύο αγαπη μένες μας λάμπες. Το δωμάτιο πλημμύρησε με μια κεχριμπαρένια λάμψη. Ακούσαμε τους καινούρ γιους μας γείτονες, που βγήκαν στη βεράντα τους να πάρουν λίγο αέρα... Ο Στηβ με αγκάλιασε κι άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και να δαγκώνει τους λοβούς των αυτιών μου. «Μ ατι κάνεις;» «Δεν πρέπει να χαρίσουμε στους καινούργιους μας γείτονες ένα θερμό καλωσόρισμα;» ψιθύρισε και με τράβηξε πιο κοντά στο παράθυρο...
31
θηλυκή κυριαρχία
Το παραδέχομαι: το παρελθόν μου είναι γεμάτο ολέθριες σχέσεις, και γι’ αυτό φταίω μάλλον εγώ. Από τότε που μεγάλωσα κι άρχισα να ενδιαφέρομαι για τα αγόρια, ελέγχω τις καταστάσεις, αντί ν’ αφήσω να με παρασύρουν αυτές. Πώς να αναπτυ χθεί έτσι μια σχέση; Αν ο έρωτάς μου δεν ανταποκρινόταν στις ακριβείς προδιαγραφές μου,τον ξε φορτωνόμουν χωρίς ούτε ένα «γειά ». Αν, πάλι, ήταν αυτός ακριβώς που ήθελα, μου φαινόταν πο λύ βαρετός και προβλέψιμος, και τον έδιωχνα. Γιατί να κρατάω ζωντανή μια πεθαμένη σχέση; Έτσι λειτούργησα στη βασανιστική μου εφηβεία, στη δεκαετία των είκοσι, αλλά και στη συγκλονι στική δεκαετία των τριάντα μου. Πολύ πρόσφατα μονάχα, άρχισα να σκέφτομαι με θλίψη πως ίσως να μην υπήρχε στον πλανήτη ο κατάλληλος άντρας για μένα. Ίσως απλώς να το υπέθετα, έτσι κι αλλιώς όμως με ενοχλούσε. Μέχρι τότε, είχα καταφέρει να πείσω τον εαυτό μου - κι ας ήταν κάθε καινούργια σχέση μου πιο απογοητευτική από την τελευταία-
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
πως άξιζα το καλύτερο που μπορούσε να προσφέ ρει ο αρσενικός πληθυσμός και ότι κάποια στιγμή θα έβρισκα το σύντροφο της ζωής μου, αυτόν που θα μου ταίριαζε γάντι. Η μαμά μου μού είχε πει εκατοντάδες φορές πως θα αναγνώριζα αμέσως τον κύριο Τέλειο... Έτσι, σε κάθε αρσενικό έψα χνα τα αποκαλυπτικά σημάδια - σωματικά και μεταφυσικά-, από το σφίξιμο του στομαχιού και τους χτύπους της καρδιάς, μέχρι τα αστραπόβρο ντα και τις καμπάνες που σίγουρα θα ακούγονταν. Όταν οι οιωνοί δεν αποδεικνύονταν ευνοϊκοί, εξα κολουθούσα να πείθω τον εαυτό μου ότι ο επόμε νος άντρας θα ήταν σίγουρα ο σωστός για μένα. Φυσικά, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Και οι άντρες που γνώριζα, ήταν ο ένας χειρότερος από τον άλ λο. Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσα χρόνια, μέχρι που εμφανίστηκαν οι πρώτες μου ρυτίδες. Προ σπαθούσα να πιστέψω στα θαύματα και τη δύνα μη της θετικής σκέψης, αλλά τελικά έπρεπε να αντιμετωπίσω τη δική μου πραγματικότητα: αυτό που έψαχνα δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη από τον Θεό, ή από οποιονδήποτε έφτιαξε την ανθρώπινη φυλή σ’ αυτή την πλάση. Γιατί ήταν άραγε τόσο δυσεύρετος; Ο κατάλο γος με τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά που έπρεπε να διαθέτει ένας άντρας για να μπορέσει να μπει στη ζωή μου, ήταν καταρτισμένος πολύ καιρό πριν. Τα κριτήριά μου ήταν απλά και δ ί
Θηλυκή κ υ ρ ια ρ χ ία
καια. Είμαι κι εγώ πολύ θετικό άτομο κι έχω την απαίτηση αυτός που αναζητώ να διαθέτει ορισμέ να ουσιαστικά προσόντα, πριν του παραχωρήσω την εύνοιά μου. Ο κατάλογος με τα χαρακτηριστικά αυτά είχε καταγραφεί προσεκτικά σ’ ένα σημειωματάριο για να μη τον ξεχάσω ποτέ. Κι αυτό, για να αποφύγω να πω κάποτε «Τι χαζή που είμαι!» υστέρα από μερικά απογοητευτικά βράδια με τον οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Για να είμαι δίκαιη,γνώρισα μερικούς που πλησίαζαν τα πρότυπά μου, αλλά κάτι δεν πήγαινε πάντα καλά στο τέλος. Ή ξε χνούσαν ότι σιχαίνομαι το μπρόκολο και μου το σέρβιραν στο τραπέζι τρία βράδια στη σειρά, ή μου προσέφεραν κόκκινα τριαντάφυλλα, ενώ είχα δείξει με σαφήνεια την προτίμησή μου στα λευκά. Μήπως το έκαναν επίτηδες; Τι να πω ... Αφού σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα το πρόβλη μά μου κάμποσα ατέλειωτα βράδια,παρέα με τον αγαπημένο μου δονητή, στο τέλος βρήκα τη λύση. Έ π ρεπ ε να σταματήσω να ψάχνω τον «Τέλειο Άντρα». Να σταματήσω να σκέφτομαι πως κά ποια στιγμή θα έβρισκα την αδελφή ψυχή μεταξύ των θνητών, που θα με ανύψωνε στα ουράνια και θα μ’ έκανε τρισευτυχισμένη. Έτσι, κατέληξα δια λέγοντας... τρεις. Πρέπει να κατανοήσετε πως οι περιστάσεις δεν μου άφηναν άλλη επιλογή. Εξάλλου, δεν θα πλη
37
Ιστορίες
Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν
Ν α Κ οκκινίζεις
γωνόταν κανείς... και θα μου έβγαινε και σε καλό. Η ειρωνεία ήταν πως και τους τρεις τούς γνώρισα την ίδια μέρα - σε διαφορετικές στιγμές και κατα στάσεις, να είστε βέβαιοι-αλλά εκείνη τη νύχτα, έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κατάλα βα πως με περίμεναν πολλές και πραγματικά εν διαφέρουσες ρομαντικές προοπτικές. Τώρα μονάχα καταλαβαίνω πόσο ατέλειωτες είναι οι προοπτικές. Προς το παρόν, τουλάχιστον, οι τρεις άντρες της ζωής μου είναι απίθανοι. Με γεμίζουν συναισθηματικά και σεξουαλικά, με έναν τρόπο που δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ. Δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό μεταξύ τους, κι αυ τό ακριβώς είναι που τους κάνει τόσο ελκυστι κούς. Δεν γνωρίζει ο ένας την ύπαρξη του άλλου, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται τέλεια. Κι αυτό δεν το ξέρει κανείς, εκτός από μένα. Τον Τομ τον συγκρίνω με ένα βαλς. Είναι τρυ φερός, ρομαντικός, με ακέραιο χαρακτήρα. Τον γνώρισα στο σούπερ μάρκετ, και μια ματιά στο καλάθι του μ’ έκανε να καταλάβω πως ήταν εργέ νης. Δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερο μέσα σ’ αυτό το κα λάθι, αλλά μπόρεσα να καταλάβω πως ήταν τύπος του σπιτιού και λάτρευε την κουζίνα. Είχα δίκιο. Η συνάντησή μας ήταν αρκετά αστεία. Ήταν φορτω μένος με τυριά, κουτιά γάλακτος,αυγά και βούτυ ρο. Αναρωτήθηκα γιατί δεν τα είχε ρίξει στο καλά θι του, αντί να τα κουβαλάει. Ήταν τόσο απορρο-
Θηλυκή κ υ ρ ια ρ χ ί α
φημένος με τα ψώνια του, ώστε δεν κοιτούσε πού πήγαινε, μέχρι που έπεσε πάνω στο δικό μου κα λάθι. Τα αυγά έσπασαν,τα κουτιά με το γάλα πετάχτηκαν κάτω, και ο Τομ έγινε κατακόκκινος ως τ’ αυτιά. Οι ματιές μας συναντήθηκαν και σκάσαμε στα γέλια. Μου εξομολογήθηκε πως η μητέρα του και ο νέος σύζυγός της θα επισκέπτονταν για πρώτη φο ρά το σπίτι του εκείνο το βράδυ... Κι ύστερα, με κάλεσε να φάμε παγωτό χωνάκι στο σταντ της γω νίας. Αφού μιλήσαμε ευχάριστα για αρκετή ώρα, με ρώτησε αν μπορούσα να τον βγάλω από τη δύ σκολη θέση πηγαίνοντας σπίτι του το βράδυ για να τον βοηθήσω να τα βγάλει πέρα με τη μητέρα του και το αμόρε της. Δέχτηκα χωρίς δισταγμό και πέ ρασα ένα υπέροχο βράδυ. Η σχέση μας κράτησε μία εβδομάδα - χρόνος που χρειάστηκα για να ζυγίσω τα καλά και τα κακά'του σημεία. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως μπορούσε εύκολα να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο σενάριό μου. Είναι απίθανος μάγειρας και πο λύ συχνά μου ετοιμάζει νοστιμότατα ρομαντικά γεύματα. Κάθε τρεις μέρες, μου προσφέρει πανέ μορφα λευκά τριαντάφυλλα ή μου τα στέλνει με κούριερ. Και να φανταστείτε πως μόνο μία φορά του είπα ποιό χρώμα λατρεύω... Του αρέσει ο κι νηματογράφος και είναι από τους σπάνιους άντρες που επιτρέπουν στον εαυτό τους να δακρύσει σε
Ιστορίες
Π οτ Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
μια δραματική σκηνή. Κατά τη διάρκεια των πρώ των ραντεβού μας, αφού έδειξε τρυφερότητα και κατανόηση για την άτυχη ρομαντική μου μοίρα κι άκουσε προσεκτικά την ιστορία μου και τις επίπο νες προσπάθειές μου να βρω την αδελφή ψυχή, άρ χισε να χαϊδεύει την πλάτη, τους ώμους και το λαι μό μου με τα επιδέξια δάχτυλά του. Όταν συνα ντιόμαστε σπίτι μου, πηγαίνει πάντοτε μερικές ώρες πριν από μένα. Πλένει τα πιάτα, γεμίζει την μπανιέρα με ζεστό νερό κι αφρόλουτρο, και με κα λωσορίζει στην πόρτα μ’ ένα ντράι μαρτίνι. Πριν ακόμα με φιλήσει, με κοιτάζει κατάματα και μου λέει με φωνή γεμάτη πάθος πως είμαι ομορφότερη από κάθε άλλη φορά. Λατρεύει το θεϊ κό κορμί μου, ή προσποιείται τουλάχιστον - ας το παραδεχτώ: πρέπει να χάσω λίγα κιλά-και το με ταχειρίζεται σαν να είναι δώρο Θεού. Δεν βιάζεται ποτέ όταν κάνει έρωτα μαζί μου. Είναι αργός, τρυφερός και δεν αφήνει παραπονε μένο κανένα σημείο του σώματός μου, γεμίζοντάς το με τα καυτά φιλιά του. Σιγουρεύεται πάντα ότι η ατμόσφαιρα είναι τέλεια: μερικά κεριά εδώ κι εκεί,γλυκιά μουσική, μεταξωτά σεντόνια... Με πηγαίνει στον παράδεισο,χωρίς να βιάζεται καθό λου. Ίσως είναι περισσότερο τρυφερός απ’ όσο πρέπει, αλλά αυτό δεν είναι σοβαρό παράπτωμα. Κάνω έρωτα μαζί του όταν έχω απόλυτη ανάγκη τρυφερότητας. Το πέος του είναι λίγο μικρούλι,
Θηλυκή κυ ρ ι α ρ χ ία
αλλά ξέρει να το χρησιμοποιεί επιδέξια. Το γλι στρά δειλά μέσα μου, αφού σιγουρευτεί ότι έχω φτάσει στο κατάλληλο επίπεδο διέγερσης. Κι όταν κάνουμε έρωτα, με κοιτάζει ολόισια στα μάτια, μουρμουρίζοντάς μου καυτά λόγια αγάπης... Με τον Τομ νιώθω επιθυμητή και όμορφη. Ξέρει πώς να με χειριστεί. Αποδέχεται κάθε αδυναμία μου χωρίς σχόλιο. Ήταν ο πρώτος άντρας που δεν απαίτησε καμία εξήγηση για οποιαδήποτε συναι σθηματική μου κρίση. Ξέρει ακριβώς πότε πρέπει να με αφήσει μόνη μου ή να με παρηγορήσει. Η προσαρμοστικότητά του τον βοηθάει να τα βγάζει πέρα με όλα τα σκαμπανεβάσματά μου. Αισθάνομαι πως μπορώ να στηρίζομαι πάνω του. Ακούει προσεκτικά τις εξομολογήσεις μου - κάτι πολύ σημαντικό. Χώνομαι στην αγκαλιά του και κοιμάμαι γλυκά σαν μωράκι, ξεχνώντας όλους τους φόβους μου. Ξυπνάω πάντα φρέσκια, ανα νεωμένη, ξέγνοιαστη, γεμάτη ενέργεια, έτοιμη για μια καινούργια μέρα, για μια τέλεια μέρα, παρέα με τον... Ρίκο. Ο Ρίκο είναι ένας αρρενωπός Τζαμαϊκανός μιγάς, μια διαφορετική εμπειρία από τον Τομ. Το δέρμα του έχει την απόχρωση καφέ, ανακατεμέ νου με σαντιγί, και το δυνατό του σώμα η διαμόρ φωση μιας υπαίθριας ζωής γεμάτης σκληρή χειρω νακτική εργασία. Είναι πελώριος! Τουλάχιστον δύο κεφάλια ψηλότερος από μένα και γεμάτος
Ιστορίες
Π ογ
Σ ε Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
μυώνες. Και το καλύτερο; Είναι πιο μαύρος παρά λευκός ανάμεσα στα πόδια του... και ναι, σ’ αυτή την περίπτωση, ο μύθος είναι αληθινός! Ο Ρίκο είναι άγριος, με μια δόση τζέντλεμαν, κι αυτός ο συνδυασμός τού χαρίζει μια απίστευτη γοητεία. Βέβαια, δεν θα συζητούσα ποτέ σοβαρά πράγματα μαζί του,γιατί θα την πατούσα. Όταν πρέπει να πάω κάπου, πάντως, απλώς τον πιάνω από το χέρι χωρίς κανένα δισταγμό. Είναι πιο μι κρός στην ηλικία από μένα,αλλά σκασίλα μου! Σε οποιαδήποτε συγκέντρωση έχουμε πάει μαζί, η ακτινοβολία του ζωώδους αισθησιασμού του είναι προφανής. Δεν έχω δει κανέναν ή καμία που να μην επηρεάζεται από τη γοητεία του. Το μεγαλύτερο προσόν το υ ; Η απίστευτη όρεξή του για σεξ, που όσο περνάει ο καιρός γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Θα μου έκανε εντύπωση αν έχανε αυτή του την επι θυμία, αντίθετα από μερικούς από τους προηγού μενους εραστές μου, κι ας είναι ακόμα λίγο νωρίς για να π ω . Είμαι βέβαιη πως μερικές από τις συζύγους των πιο πλούσιων πελατών μου, γυναίκες γύρω στα εξήντα, που ξοδεύουν όλο το χρόνο τους στις φι λανθρωπίες, θα τα παρατούσαν όλα -σπίτι,ακριβά αυτοκίνητα, κοσμήματα, ΟΛΑ!-για την προοπτική να περάσουν μία νύχτα με τον Ρίκο. Κι απ’ όσο ξέ ρω , μπορεί να το κάνουν... Ο Ρίκο είναι η ενσάρκω ση του ερωτισμού. Αντιπροσωπεύει την καθαρή
Θηλυκή κ υ ρ ι α ρ χ ία
επιθυμία, την ερωτική αίσθηση,το βάναυσο αισθη σιασμό . Θα μιλήσω όμως γι’ αυτό αργότερα... Κι έπειτα, υπάρχει και ο Αλαίν: ο μπαμπάς μου, ο μέντοράς μου,το είδωλό μου. Είμαι η μικρή πριγκίπισσά του, το δώρο του από τους ουρανούς, η μούσα του. Ο Αλαίν είναι η ζωντανή απόδειξη ότι τα πενήντα είναι όντως μυθικά. Πολύ πλούσιος, πάμπλουτος,με γεμίζει συνέχεια δώρα. Κι έχει μια σχεδόν διεστραμμένη ευχαρίστηση όταν το κάνει αυτό... Κάθε νύχτα που ξοδεύω μαζί του, μοιάζει καθαρή εκλέπτυνση της πολυτέλειας. Όταν έρχε ται από το σπίτι να με πάρει, μου φέρνει πολυτελή δώρα,πράγματα που σχεδιάστηκαν για κινηματο γραφικούς αστέρες. Τον Αλαίν τον συνάντησα στη δουλειά μου. Είχα προτείνει στους συνεταίρους του μια πρωτοπορια κή, προκλητική και πανάκριβη διαφημιστική εκ στρατεία. Τον συμβούλευσαν, φυσικά, να περιμέ νει για μια λιγότερο δαπανηρή ιδέα, αλλά τελικά η δική μου πρόταση τον αποπλάνησε και θέλησε να με συναντήσει. Τρώγοντας παρέα, δεν άργησα να καταλάβω πως θα ήθελε να με ξαναδεί, και βέβαια όχι για να συζητήσουμε τις προτάσεις μου για την επόμενη διαφήμισή του... Η πρώτη νύχτα μαζί του ήταν καταπληκτική. Απολαύσαμε ένα μυθικό γεύ μα σε ένα από τα ακριβότερα εστιατόρια της πό λης, περπατήσαμε δίπλα στο ποτάμι, κάτω από το φεγγαρόφωτο, ήπιαμε κονιάκ, και τα υπόλοιπα εί
43
Ι στορίες
Π οϊ
Σ ε Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
ναι λίγο-πολύ εύκολα να τα φανταστείτε... Μου εξομολογήθηκε πως του άρεσαν κάποια συγκεκριμένα είδη «αθώας μικρής ευχαρίστη σης». Κατά τη γνώμη του, οι γυναίκες είναι βασί λισσες που πρέπει να κυβερνούν χωρίς κανένα έλεος. Πίσω απ’ αυτόν τον επιχειρηματία, τον ανάλγητο προϊστάμενο, τον άσπλαχνο γίγαντα, κρυβόταν ένα πλάσμα πρόθυμο να ικανοποιήσει κάθε ιδιοτροπία μου. Μια φορά με ικέτευσε να τον τιμωρήσω γιατί τόλμησε να με φαντασιωθεί σε άγρια σενάρια. Από την πρώτη κιόλας νύχτα, κα τάλαβα τι ήθελε ο Αλαίν από μένα. Πήγα εξοπλι σμένη με τις πιο όμορφες δαντέλες μου και πολλά καλσόν που τα χρησιμοποίησα για να δέσω γερά στο κρεβάτι τους αστραγάλους και τους καρπούς του. Μετά, συνέχισα με μερικά προσεκτικά υπο λογισμένα βασανιστήρια, μέχρι που το πέος του έγινε όλο και πιο σκληρό, όλο και μεγαλύτερο απ’ όσο είχαμε και οι δύο φανταστεί. Ήθελε να τον τιμωρήσω και δεν μπορούσα να του στερήσω αυτή την ευχαρίστηση. Ο Αλαίν είναι από τους άντρες που δεν αρνούνται κάτι εύγευ στο. Γι’ αυτό επέμεινα να με κάνει να έρθω σε ορ γασμό μόνο με τη γλώσσα και το δάχτυλό του... Προσπάθησε τόσο πολύ ο καημενούλης μου! Του απαγόρευσα να με αγγίξει με το άλλο χέρι του, και δεν τον άγγιζα ούτε εγώ, όσο κι αν χρειαζόμουν όλο μου τον έλεγχο για να αντισταθώ. Μετά τον
Θηλυκή κυ ρια ρχ ία
τέταρτο οργασμό μου,τον λυπήθηκα. Εξάλλου,τα γόνατά μου έτρεμαν και τα πόδια μου δεν με βαστουσαν πια, έτσι που γονάτιζα πάνω από το κε φάλι του. Χρειάστηκε να τον γλείψω ελάχιστα με την υγρή μου γλώσσα για να τον κάνω να έρθει σε οργασμό, να γεμίσει το πρόσωπό μου με την π υ κνόρρευστη εκτόξευση της ηδονής του. Με τον Αλαίν νιώθω δυνατή, σίγουρη και κυρίαρχη. Όσα κάνω τον ευχαριστούν. Τον γεμίζω εκπλήξεις, νέες εμπειρίες. Οι πιο άγριες φαντασιώ σεις μου γίνονται πραγματικότητα. Κοντά του ζω ό,τι κι αν φανταστώ, κοντά του κάθε μου ιδιοτρο πία ζωντανεύει. Μερικές εβδομάδες αφού τον γνώρισα, ήξερα ότι έπρεπε να περιμένω να έρθουν οι κατάλληλες στιγμές για να τον δω. Εκείνες οι νύ χτες που αισθάνομαι ισχυρή και αλαζονική, εκείνες οι στιγμές που νιώθω πως κάποιος πρέπει να μου κάνει όλα μου τα χατίρια, ανήκουν σ’ αυτόν. Όταν, πάλι, νιώθω πως κάποιος άλλος πρέπει να κάνει όλη τη δουλειά, μένω μακριά του... Ο Αλαίν με λα τρεύει και πιστεύει πως είμαι τέλεια σε όλα. Δεν βλέπει κανένα από τα ελαττώματά μου. Και δεν μου επιβάλλει κανένα περιορισμό. Δεν είναι ζηλιάρης, γιατί ξέρει ποιός έχει το πάνω χέρι, γνωρίζει πως η ιδιωτική μου ζωή δεν τον αφορά. Με λίγα λόγια, καθένας απ’ αυτούς τους άντρες είναι διαφορετικός και απίστευτα όμοιος με τον
Ιστορίες
Π οϊ
Σ ε
Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
άλλο. Βλέποντας και τους τρεις, μπορώ και απο λαμβάνω απίθανη ρομαντική ποικιλομορφία, που σημαίνει πως δεν βαριέμαι ποτέ. Επιλέγω απλώς τον κατάλληλο σύμφωνα με το είδος της βραδιάς που θέλω να περάσω. Ποτέ δεν προγραμματίζω κάτι από πριν. Περιμένω μέχρι το τελευταίο λεπτό για να αποφασίσω με ποιόν θέλω να είμαι, γνωρί ζοντας καλά ότι αυτός που επιλέγω είναι πάντα έτοιμος, πρόθυμος και περιμένει το σινιάλο μου. Μόνο ο Ρίκο είναι λίγο διαφορετικός... Έχω περάσει καμιά δεκαριά νύχτες με τον Ρίκο μέχρι τώρα, και η καθεμία μού χάρισε ανεξίτηλες μνήμες και αναρίθμητα τρυφερά σημάδια - προ σωρινά βέβαια, αλλά καθόλου δυσάρεστα. Ο Ρίκο είναι ο μόνος που με κάνει να λιώνω, ο μόνος που επιτρέπω στον εαυτό μου να ξετρελαί νεται με την ιδέα να κάνω έρωτα μαζί του. Γι’ αυ τό δεν το παρακάνω. Τον γνώρισα στο γυμναστή ριο. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, αναρω τήθηκα αν ονειρευόμουν. Δεν ήταν δυνατόν, άν θρωπος κι όχι θεός να εκπέμπει τέτοια σεξουαλικό τητα. Το σώμα του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα,και το σκούρο δέρμα του γυάλιζε σαν μέταλλο. Στά θηκα ακίνητη μερικές στιγμές προτού μπορέσω να αποκτήσω ξανά τις αισθήσεις μου, κι έτρεξα γρή γορα να φορέσω κάτι περισσότερο κολακευτικό. Αφού ανέκρινα κάποιες γυμνάστριες, μερικές από τις οποίες ήταν πρώην φιλενάδες του, έμαθα πως
Θηλυκή κυ ρ ια ρ χ ία
δούλευε πολλά χρόνια μοντέλο. Αυτό μου επέτρε ψε να υποστηρίξω το πάθος του για το σαξόφωνο και να κατασιγάσω την ανησυχία του για τα οικο νομικά, κι ας μην είχε καμία πρόθεση να κάνει κα ριέρα μουσικού. Λάτρευε το σαξόφωνο και ήθελε να έχει την ευκαιρία να παίζει κάπου-κάπου με μικρά συγκροτήματα τζαζ. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο του τον ξόδευε φροντίζοντας το σώμα του (μμμ!) κάνοντας σκι το χειμώνα και αναρριχήσεις στα βουνά το καλοκαίρι... Την ημέρα που τον γνώρισα, δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω του, κι αυτός κα τάλαβε αμέσως την επίδραση που ασκούσε πάνω μου. Και το θαύμα των θαυμάτων; Μόλις έφευγα από το γυμναστήριο, έπεσα πάνω του! Κουβε ντιάσαμε λιγάκι κι έπειτα χωρίσαμε, χωρίς ουσια στικά να έχει ξεκινήσει κάτι μεταξύ μας. Η κατάσταση παρέμεινε η ίδια τις επόμενες εβδομάδες, παρ’ ότι ο Ρίκο μού φερόταν όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Λογάριασα πως θα είχε κα μιά δεκαριά φιλενάδες,αλλά αυτό δεν με αποθάρ ρυνε καθόλου. Όλα μεταξύ μας ξεκίνησαν αλλιώς... Πρέπει να παραδεχτώ ότι από τότε που γνώρισα τον Ρίκο, ήθελα συνέχεια να γυμνάζομαι. Όχι ότι προηγου μένως βαριόμουν να κάνω γυμναστική, αλλά ξαφ νικά άρχισα να εμφανίζομαι περισσότερες ημέρες την εβδομάδα στο γυμναστήριο. Εκείνο το συγκε
Ιστορίες
Π οτ Σ ε
Κ ανοτν
Ν α Κ οκκινίζεις
κριμένο απόγευμα, είχα φύγει νωρίτερα από το γραφείο, για να καταφέρω να φτάσω στο γυμνα στήριο την ώρα που ήξερα πως θα ήταν εκεί. Το γυμναστήριο είχε σχεδόν αδειάσει, αυτός όμως βρισκόταν εκεί, μοστράροντας την αρσενική γοη τεία του. Αρχίσαμε τις ασκήσεις ρουτίνας μαζί, και τις εκτελούσαμε με την ίδια ταχύτητα, αν και πρέ πει να παραδεχτώ πως κάπου-κάπου επιβράδυνε το ρυθμό του, για να μπορώ να τον παρακολουθώ. Όλα πήγαιναν καλά, κι όταν τελειώσαμε συμφω νήσαμε να βρεθούμε κάτω για ένα αναψυκτικό, αφού αλλάξουμε ρούχα. Τη στιγμή που πήγαινα στα ντους, βρέθηκα στο απόλυτο σκοτάδι! Είχε κοπεί το φως σε ολόκληρο το κτίριο. Έμεινα ακίνητη κι αναρωτιόμουν τι θα γινόταν τώρα. Λίγα λεπτά αργότερα, ένας άντρας, μάλλον γυμναστής, μπήκε στα αποδυτήρια για να μας πει πως η παραμονή στο κτίριο ήταν επικίνδυνη και πως έπρεπε να βγούμε έξω το συντομότερο δυνα τόν. Μετά, χτύπησε την πόρτα του ντους και ρώ τησε αν υπήρχε κανείς μέσα. «Ντύνομαι και φεύγω»,του φώναξα. Τότε αναγνώρισα τη φωνή που έλεγε πως η συ σκότιση θα διαρκούσε ώρες κι έπρεπε να βιαστού με. Ήταν ο Ρίκο... Με περίμενε έξω από την πόρ τα για να με συνοδεύσει. Αποφάσισα να κάνω ένα γρήγορο ντους πριν τον δω . Μόλις είχα βγάλει τη φόρμα μου, όταν άκουσα τα βήματά του να έρχο
Θηλυκή κ υ ρ ι α ρ χ ί α
νται προς τη μεριά μου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή, αλλά κατάφερα να μαζέψω όλο μου το κουράγιο και να ρωτήσω: «Ποιός είναι;» Δεν απάντησε κανένας, ξαφνικά όμως ένιωσα δύο δυνατά χέρια να αγγίζουν τους μηρούς μου. «Εγώ είμαι»,μουρμούρισε ο Ρίκο. «Να φύγω;» Αντί να απαντήσω, τον αγκάλιασα και κόλλησα τα χείλη μου στο μυώδη λαιμό του. Τα μακριά του μαλλιά γαργαλούσαν τους ώμους και το στήθος μου. Ένιωθα τόσο μικρούλα στην αγκαλιά το υ ! Με ακούμπησε κάτω και άγγιξε με το δάχτυλό του τα χείλη μ ο υ ,για να βεβαιωθεί πως δεν θα μιλήσω. Λες κι επρόκειτο να διαμαρτυρηθώ! Μετά, έπιασε το χέρι μου και με οδήγησε μακριά από τα αποδυ τήρια . Ήμουν γυμνή, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Η αίθουσα της γυμναστικής ήταν άδεια. Φωτι ζόταν χλωμά από τους λαμπτήρες ασφαλείας. Δύο σιλουέτες στον καθρέφτη: ένας γίγαντας κι ένα μι κρό κορίτσι. Ο γίγαντας σηκώνει το κορίτσι και το ακουμπά στον πάγκο άσκησης. Σκύβει από πάνω του. Τα σώματά τους γίνονται ένα. Τα χείλη του ήταν τόσο μαλακά... Η αναπνοή του τόσο δροσερή... Σύντομα έπαψα να σκέφτο μαι. Η απολαυστική σκληρότητα που ένιωσα να πιέζει τη λεκάνη μου, ήταν η αρχή της ικανοποίη σης που ήμουν έτοιμη να βιώσω. Το σώμα του ήταν βαρύ, με ταλαιπωρούσε ηδονικά. Άφησα τη γλώσσα
49
Ιστορίες
Ποτ
Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
του να εξερευνήσει το πρόθυμο στόμα μου, έγλειψε το λαιμό μου και μετά τα πεταχτά μικρά στήθη μου. Πιάστηκε από τον πάγκο για να κολλήσει πιο πολύ πάνω μου. Συνέχισε να γλείφει το στήθος μου και μετά με φίλησε στο στόμα. Το δέρμα του ήταν αλμυρό και μύριζε αμύγδαλα και φρέσκα φρούτα. Με σήκωσε ακόμα μια φορά,λες κι ήμουν μικρό κοριτσάκι με ελάχιστο βάρος. Τι ευχάριστη αίσθη ση ! Με ακούμπησε απαλά πάνω σ’ έναν άλλο ορι ζόντιο πάγκο. Ένιωσα να γλιστράω, γι’ αυτό έπιασα την μπάρα πάνω από το κεφάλι μου. Ανυπομονούσα για τη συνέχεια. Πόσο θα ήθελα να έβλεπα όλη τη σκηνή σαν θεατής! Γύρισα το κεφάλι μου και είδα το θεϊκό σώμα του Ρίκο στον καθρέφτη. Γονάτισε μπροστά μου και μου άνοιξε τα πόδια. Σταμάτησε για λίγο να με κοιτάξει, να κοιτάξει το σώμα που βρισκόταν μπροστά του, έτοιμο να του προσφερθεί, χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ανατρίχιασα με το άγγιγμα των χεριών του, καθώς άρχισε να τρίβει μαλακά την περιοχή ανάμεσα στα πόδια μου. Περίμενα ανυπόμονα να φθάσει στο αιδοίο μου,που είχε γίνει μούσκεμα. Προτίμησε να μην προχωρήσει προς τα εκεί. Χάιδευε τη γύρω περιοχή, άνοιγε κι έκλεινε τα χείλη του αιδοίου μου, αλλά αρνιόταν να μου προσφέρει αυτό που λαχταρούσα. Κάποια στιγμή, βύθισε το δάχτυλό του μέσα μου και μετά το βύζαξε. Ένιωσα τους
Θηλυκή κ υ ρ ια ρ χί α
χυμούς μου να πυκνώνουν σαν παχιά πάχνη. Με γεύτηκε με ένα βογκητό ικανοποίησης. Τα δικά μου βογκητά όμως προέρχονταν από την ανυπο μονησία. Μόλις το κατάλαβε άνοιξε με τα δάχτυ λά του τα χείλη του αιδοίου μου, εκθέτοντας το τρυφερό πεδίο μου στο δροσερό αέρα και το λά γνο βλέμμα του. Δεν κουνήθηκε. Έμοιαζε να σκέ φτεται. Και τη στιγμή που άρχιζα κι εγώ να σκέ φτομαι ότι δεν θα γινόταν τίποτα, έχωσε τη γλώσ σα του κι ένα αδιάκριτο δάχτυλο μέσα μου. Ανα στέναξα από ανακούφιση. Ο καθρέφτης έδειχνε την εικόνα μιας γυναίκας που η πλάτη της σχημά τιζε αψίδα, μια γυναίκα σε ερωτική έκσταση πάνω σ’ ένα σκληρό πάγκο. Δεν ήθελα να σταματήσει αυτό που έκανε... Το δάχτυλό του είχε χωθεί τόσο βαθιά μέσα μου,που σχεδόν με πονούσε. Η γλώσ σα του μάζευε όλους τους χυμούς μου. Ήθελα να ουρλιάξω, αλλά επειδή υπήρχε περίπτωση να μην ήμαστε μόνοι, ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να τον αρπάξω με τα δυο μου χέρια και να τον εξαναγκάσω να μπει βίαια μέσα μου. Ήθελα απελπισμένα να δω αν ήταν τό σο εύγευστος όπως υπέθετα. Επιθυμούσα να με κατασπαράξει, να γίνω η λεία του... Σαν να διά βασε τις σκέψεις μου, έβγαλε το σορτς του και αντάμειψε τις προσδοκίες μου με ένα γιγαντιαίο, αστραφτερό πέος, σκληρό σαν πέτρα. Τα προβλήματά μου όμως δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Έχωσε
-51
Ιστορίες
Π οτ Σ ε Κ α ν ο τν
Ν α Κ οκκινίζεις
το πέος του μέσα στο αιδοίο μου, αλλά το έβγαλε αμέσως μετά. Έκανε την ίδια κίνηση τρεις φορές και μετά σηκώθηκε όρθιος. Γλίστρησε το κορμί μου στο σκληρό πάγκο, αφήνοντας το εφήβαιό μου έκθετο στην άκρη του πάγκου. Τελικά,γονάτισε μπροστά μου και με μια κίνηση, σαν να τον οδηγούσε το όργανό του, μπήκε όλος μέσα μου, αφήνοντάς με μετέωρη πριν από τη σφοδρή επίθεσή του. Η εικόνα που είδα στον κα θρέφτη με παραξένεψε... Ήμουν ξαπλωμένη με την πλάτη σε ένα πάγκο, με τα χέρια μου πιασμένα στην μπάρα πάνω από το κεφάλι μου, με τα πόδια μου κρεμασμένα κάτω από τον πάγκο. Ήμουν εντελώς παραδομένη, σε μια θέση τέλεια για τον εραστή μου, ευάλωτη στη μανία της ώθησής του. Άλλωστε, ποιά γυναίκα θα ήθελε να αντισταθεί; Ήταν τεράστιος. Είχε το μεγαλύτερο πέος που εί χα δεχτεί ποτέ μέσα μου. Η λεκάνη μου είχε ανοί ξει διάπλατα για να τον δεχτεί, είχε γεμίσει ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο, με είχε σχεδόν ξεσχίσει... Ακόμα και γονατισμένος,ήταν πολύ πιο ψηλός από μένα. Αισθανόμουν κάθε ώθηση στα νεφρά μου, η κοιλιά μου είχε αρχίσει να μουδιάζει. Τη στιγμή που άρχισα να νιώθω πως δεν άντεχα άλλο, άρχισε να παλινδρομεί σε έναν πιο γλυκό ρυθμό μέσα μου. Έχασα τον αυτοέλεγχό μου, ο οργασμός μου ήταν απίστευτος... Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για εκεί νον. Αργότερα,θα καταλάβαινα ότι αυτό που είχα
~
52
Θηλυκή κ υ ρ ια ρ χ ία
με κάνει, πάνω-κάτω, μέχρι τώρα, ήταν απλώς χρόνος προθέρμανσης για τον Ρίκο. Σε μια γωνιά της αίθουσας, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη που έπιανε όλο τον τοίχο, υπήρχε μια συσκευή για τους δικέφαλους μυς. Ένα είδος κα θίσματος με κάτι σαν μαξιλαράκι για τους ώμους. Ο Ρίκο με ανάγκασε να γονατίσω σ’ αυτό το κάθι σμα. Τα οπίσθιά μου υψώθηκαν στον αέρα. Η κοι λιά μου στηριζόταν στο μαξιλαράκι,το στήθος μου κρεμόταν, έτοιμο για χάδια. Ήμουν πρόσωπο με πρόσωπο με τον καθρέφτη. Έβλεπα το μισοζαλισμένο βλέμμα μου,τα υγρά χείλη μου,τον ιδρώτα μου να στάζει. Ο Ρίκο με πλησίασε από πίσω, με το πέος του τεντωμένο. Μπήκε μέσα μου με όλη του τη δύναμη. Το στήθος μου ταρακουνιόταν σε κάθε κίνησή του,το στομάχι μου χτυπιόταν στο μαξιλα ράκι. Στ’ αλήθεια, εγώ ήμουν σ’ αυτόν τον καθρέ φτη ; Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τον εαυτό μου. Έβλεπα το πιο σκληρό πορνό, όπου η ηρωίδα δεν αντέχει άλλο τόση ηδονή... Η πρωταγωνίστρια μπροστά μου, αρπάζει το στήθος της κι αρχίζει να το τρίβει άγρια, ενώ ο γ ί γαντας πρωταγωνιστής μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα της και κάθε λίγο και λιγάκι αποτραβιέται για να μπορέσει να διεισδύσει πάλι με μεγαλύτερη μα νία. Μια παθιασμένη τελετουργία μέχρι τον επόμε νο οργασμό. Οι μυώνες της σφίγγονται , ανατριχιά ζει ολόκληρη, κι ένα καυτό κύμα γεμάτο χυμούς
53
Ιστορίες
Π οτ
Σ ε
Κ ανοϊν
Ν α Κ οκκινίζεις
πλημμυρίζει τα μέσα της. Προσπαθεί σαν τρελή να αγγίξει εκείνο το ερεθιστικό σημείο ανάμεσα στα πόδια της, ξέροντας πως αρκεί να το αγγίξει έστω με το δάχτυλό της για να γίνει η έκρηξη, μέσα σε αποκορύφωμα ανατριχίλας. Ο εραστής της κατα λαβαίνει την πρόθεσή της και επιβραδύνει αμέσως το ρυθμό του... Θέλει να την κάνει να περιμένει λί γο ακόμα. Εκείνη τον ικετεύει να συνεχίσει, ανα στενάζοντας λιγωμένη. Τη σηκώνει από το κάθι σμα, τυλίγει τα πόδια της γύρω από τη μέση του και ξαναμπαίνει άγρια μέσα της. Εκείνος είναι που επιτελεί την τελική πράξη του ελέους και αγ γίζει με το τραχύ του δάχτυλο την κλειτορίδα της. Νιώθει το φράγμα να σπάζει μέσα της, λιώνει στην ανατριχίλα του οργασμού της και μετά υποκύπτει κι αυτός στη δική του εκσπερμάτωση... Εκείνη τη στιγμή, αντιληφθήκαμε ένα φακό να ακτινοβολεί και ακούσαμε βήματα στα σκαλοπά τια. Τρέξαμε στα αποδυτήρια και συνεχίσαμε να αγκαλιαζόμαστε κάτω από το ντους. Αποχαιρετιστήκαμε την ώρα που ντυνόμουν. Το φιλί του αποχωρισμού μας ήταν σχεδόν αδιά φορο. Με άφησε για τρεις ημέρες χωρίς κανένα νέο, αλλά κι εγώ δεν ήθελα να τρέξω κοντά του, να μάθει πόσο πολύ τον ήθελα. Αυτή η πρώτη δοκιμασία μού φάνηκε πως κρά τησε εβδομάδα αντί για μέρες, αλλά ύστερα αρχί σαμε να βλεπόμαστε σχεδόν καθημερινά. Ο Τομ
Θηλυκή κ υ ρ ια ρ χ ία
και ο Αλαίν είχαν αρχίσει να ανησυχούν,οι καημέ νούληδες. Δεν τους είπα και δεν τους εξήγησα τί ποτα. Μετά από δέκα μέρες, πάντως, άρχισε και πάλι να μου λείπει η τρυφερότητα του Τομ. Του τηλεφώνησα για να τον διαβεβαιώσω πως δεν τον είχα ξεχάσει και είχα επιθυμήσει και πάλι να τον δω. Με περίμενε με μια αγκαλιά κατάλευκα τριαντάφυλλα... Ένα μυρωδάτο φαγητό σιγό βραζε στην κατσαρόλα, και στο τραπέζι έκαιγαν κεριά. Δεν με ρώτησε τίποτα για την εξαφάνισή μου. Μου είπε μόνο πως ανησυχούσε και φοβόταν μήπως μου είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο. Περάσα με τη βραδιά ρουφώντας γουλιά-γουλιά το κρασί και χαλαρώσαμε στον καναπέ, στους ήχους μιας ήρεμης μουσικής. Ύστερα κοιμηθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου,χωρίς να κάνουμε έρωτα, κάτι που άλλωστε ήθελα να αποφύγω, μια κι ολό κληρο το σώμα μου με πονούσε ακόμα... Πέρασα θαυμάσια. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Αλαίν με πήγε σ’ ένα θέατρο στη Νέα Τόρκη. Πετάξαμε με το αεροπλά νο της επιχείρησής του, και ολόκληρο το Σαββατο κύριακό μας έμοιαζε με μήνα του μέλιτος. Είδαμε ένα σωρό μουσεία, επισκεφθήκαμε πολλά κατα στήματα όπου ξόδεψε ολόκληρη περιουσία για χά ρη μου. Μείναμε σε ένα από τα ακριβότερα ξενο δοχεία και εξαντλήσαμε τις δυνατότητες που προ σφέρει το υδρομασάζ,το στρώμα με το νερό, οι
55
Ι στορί ες Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
γόβες μου στιλέτο. Ο Αλαίν δεν έπαυε να μου λέει πόσο του είχα λείψει. Μου εξομολογήθηκε πως ήταν πολύ σεμνό αγοράκι ενόσω έλειπα, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να τον τιμωρήσω γιατί είχε αυνανιστεί μια-δυο φορές... Του επέβαλα τη μία τιμωρία μετά την άλλη, ενώ σκεφτόμουν πόσο πολύ θα ήθελα να με τιμωρούσε έτσι ο Ρίκο... Αποχαιρετιστήκαμε στο αεροδρό μιο. Βυθίστηκα στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας που με πήγαινε σπίτι μου και αναστέναξα ικανο ποιημένη ... Ζω αυτή τη χορταστική ζωή από καιρό τώρα. Είμαι εξαντλημένη, αλλά νιώθω μια τέτοια πληρό τητα! Κάπου-κάπου, βρίσκω στιγμούλες μονα ξιάς, αν και όσο περνάει ο καιρός, αυτό γίνεται όλο και πιο σπάνια. Μια κι όλα όσα επιθυμώ μπο ρώ να τα έχω κουνώντας μονάχα το μικρό μου δα χτυλάκι, οι επιδιώξεις μου έχουν κάνει πέρα τη μοναξιά μου. Η ζωή μου έχει γίνει ειδυλλιακή. Δεν περνά ούτε μέρα που να μη χαμογελάσω ικανο ποιημένη. Βέβαια, όλες αυτές οι εμπειρίες είναι αποτέλε σμα σκληρής δουλειάς. Είμαι από τις ελάχιστες που συνδυάζουν την εργασία με την ικανοποίηση, και το επάγγελμά μου - είμαι διαφημίστρια- με γεμίζει περισσότερο από ποτέ... Το συμβόλαιο πάνω στο οποίο στήριζα την καμπάνια μ ου,το σημαντικότερο εδώ και χρόνια,
Θηλυκή κ υ ρ ι α ρ χ ί α
έπρεπε να το ολοκληρώσω όσο γρηγορότερα μπο ρούσα. Αποτελούσε το υψηλότερο επίτευγμα όλων των χρόνων σκληρής δουλειάς. Φυσικά, θα ήταν η εγγύηση της επιτυχίας μου στην εταιρεία. Γι’ αυτό ανέλαβα μια τέτοια εξαντλητική εκστρατεία έρευ νας και εξέτασα το προϊόν προσωπικά. Οι άντρες της ζωής μου μού συμπεριφέρονταν υπέροχα όλη εκείνη τη δύσκολη περίοδο της δουλειάς μου... Κάθε καλός διαφημιστής πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά το προϊόν που διαφημίζει. Τα κίνητρά μου, επομένως, δεν είναι εντελώς εγωιστικά όταν συμμετέχω κι εγώ στην εξέταση του προϊόντος. Επωφελούμαι βέβαια απ’ αυτό, και με λίγη τύχη θα συνεχίσω να επωφελούμαι για όσο διάστημα επιθυμώ... Ήξερα ότι θα ήμουν πολύ απασχολημένη ώστε να μπορώ να βλέπω τους τρεις λατρευτούς μου εραστές, γι’ αυτό αποφάσισα να περάσω μια ξε χωριστή βραδιά με καθέναν τους. Θα τους έβλεπα έναν-έναν για μια νύχτα μόνο, ώστε να μείνω λιγά κι ανικανοποίητη και να μου λείψουν. Τούτη τη φορά, εγώ ήμουν αυτή που ετοίμασε ένα θεσπέσιο γεύμα για τον Τομ. Δεν παρέλειψα τίποτα και του προσέφερα ό,τι καλύτερο. Κατα πιάστηκα με τη βοήθεια ενός μενού που ήξερα πως λάτρευε και δημιούργησα μια τέλεια ατμό σφαιρα. Ξαπλώσαμε σε μεταξένια σεντόνια. Κ ά ναμε έρωτα αργά και ηδονικά. Ρουφούσα διψα-
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ
οκκινίζεις
σμένη όλη την τρυφερότητα και τη γλυκύτητά του. Την επόμενη μέρα τραβολογούσα τον Αλαίν μ’ ένα λουρί για μία ολόκληρη ώρα, και ήταν τόσο υπάκουος ώστε ακολουθούσε κατά γράμμα τις εντολές μου. Στάθηκα μπροστά του φορώντας μό νο ένα δερμάτινο μπικίνι και τις γόβες μου στιλέτο. Ένιωθα φιλήδονη, αισθησιακή, μοιραία γυναίκα των αισθήσεων... Η απόλυτη υποταγή του μού προσέφερε απέραντη ικανοποίηση. Αργά την άλλη νύχτα, κάναμε έρωτα με τον Ρί κο , με μια εκδικητική μανία στα αποδυτήρια του κλαμπ όπου έπαιζε σαξόφωνο. Η μουσική του με είχε συγκλονίσει και η επιθυμία που ένιωσα γι’ αυ τόν ξεπέρασε τις αντοχές του κορμιού μου. Χίμηξε πάνω μου μόλις τελείωσε την εμφάνισή του και κάναμε έρωτα με τις ώρες. Τον άφησα κοντά στα ξημερώματα, ζαλισμένη κι αδύναμη, με τρεμάμενα πόδια, και περπάτησα παραπατώντας μέχρι το σπίτι μου, για να πέσω να κοιμηθώ λιγάκι πριν πάω στη δουλειά. Είχε έρθει η ώρα να τους αποχαιρετήσω προς το παρόν και να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά. Ε ί χα μια ανεπανάληπτη ευκαιρία μπροστά μου, απ’ αυτές που βρίσκει κανείς μία φορά στη ζωή του, αλλά ένιωθα έτοιμη να αντιμετωπίσω την πρόκλη ση , χάρη στην εντατική μελέτη του προϊόντος που δοκίμαζα εδώ κι ένα μήνα τώρα. Αναστενάζοντας βαθιά, βρήκα τελικά το κουράγιο να αφήσω το μο
Θ ηλ υκή κ υ ρ ι α ρ χ ί α
χλό ελέγχου και να κλείσω το διακόπτη. Έβγαλα το κράνος που με συνέδεε με το φανταστικό κόσμο της εικονικής πραγματικότητας, την πιο μυθική εφεύρεση του εικοστού αιώνα. Μου λείπει ήδη ο Ρίκο... και οι άλλοι επίσης, όπως κι αυτοί που δεν έχω γνωρίσει ακόμα!
— '59
Τα γενέθλια του Μάικλ
Το μπαρ του ξενοδοχείου είναι από εκείνα τα κομψά μέρη, στρωμένα με χαλιά, που διαθέτουν χαμηλό φωτισμό και ήρεμη ατμόσφαιρα. Βελούδι νοι καναπέδες και τραπεζάκια με λινά τραπεζο μάντιλα γεμίζουν το χώρο. Οι αέρινοι ήχοι τζαζ ίσα που ακούγονται και η πελατεία είναι εκλεπτυσμέ νη και ντελικάτη, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της νύ χτας. Οι θέσεις είναι κρατημένες. Επιχειρηματίες και γνωστοί καλλιτέχνες γεμίζουν τα τραπεζάκια, και το βράδυ εκείνης της Παρασκευής δεν έγινε καμία εξαίρεση. Μια σημαντική επίδειξη μόδας θα παρουσιαζόταν αργότερα στο ξενοδοχείο. Έφτασα στο μπαρ στις 5 :30, με το φίλο μου τον Κρίστοφερ. Ήρθε μαζί μου, λέγοντας μου πως θα περίμενε να καλμάρει το κυκλοφοριακό, προτού γυρίσει σπίτι του, στην άλλη άκρη της πόλης. Δεν είμαι όμως τόσο ανόητος... Το μόνο που ήθελε, ήταν να δει έστω και για μια στιγμούλα την Γκαμπριέλα. Καθήσαμε σ’ ένα από τα ελάχιστα διαθέσιμα τραπέζια, παραγγείλαμε μαρτίνι και χαλαρώσα
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ού Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
με. Το μέρος ήταν κατάμεστο - τυπικό μπαρ ξε νοδοχείου: κάθε καλοντυμένος πελάτης μιλούσε στη συντροφιά τοο, χωρίς να δίνει σημασία στις απαντήσεις. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να τον δουν όλοι και να κρατάει σωστά το ποτήρι του με το μαρτίνι. Ο Κρίστοφερ ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. «Είσαι βέβαιος πως η Γκαμπριέλα θα σε συνα ντήσει εδώ ; Δεν βλέπω καμιά με τζην». «Χθες το βράδυ, μου υποσχέθηκε πως θα ντυθεί “ σαν γυναίκα” για να γιορτάσουμε την επέτειο... Γνωρίζει πολύ καλά την επίδραση που έχει πάνω μου όταν ντύνεται έτσι, γι’ αυτό άλλωστε έκλεισε δωμάτιο». Η επέτειος που ανέφερα, ήταν τα γενέθλιά μου. Η Γκαμπριέλα έδινε μεγάλη σημασία στα γενέθλιά μου και θα έκανε ό ,τι ήταν δυνατόν για να μου μεί νουν αξέχαστα. Αυτή τη χρονιά, μάλιστα, με ρώτησε δύο μήνες πριν από τα γενέθλιά μου, αν είχα κάποια ιδέα που θα τη βοηθούσε να σχεδιάσει κάτι. Κάτι που θα με έστελνε στα ουράνια. «Φόρεσε κάτι δαντελένιο, το καλσόν σου κι εκείνα τα ψηλοτάκουνα που με τρελαίνουν»,της απάντησα. «Αυτό θα το έκανα έτσι κι αλλιώς! Έλα, σκέψου τι είναι αυτό που σε ανάβει πιο πολύ απ’ όλα;» «Κάνε μου έκπληξη!»
~
64 ~
Τα γενέθλια του Μάικλ
Από τότε, δεν με ξαναρώτησε. Ούτε ανέφερε κάτι για τα σχέδιά της, μέχρι που άρχισα να π ι
στεύω πως είχε ξεχάσει το θέμα. Στις είκοσι τέσσερις του μηνός, το απόγευμα, την παραμονή των γενεθλίων μου,τηλεφώνησε στη δουλειά για να μου αναγγείλει ότι το βράδυ των γενεθλίων μου θα το περνούσα μαζί της. Μου είπε ακόμα πως έκλεισε δωμάτιο στο ξενοδοχείο, όπου και θα δειπνούσαμε. Και αν δεν ήταν κουρασμένη, μου είπε πως μετά το φαγητό θα με ανάγκαζε να βγάλω τα ρούχα μου, θα περιέλουζε το κορμί μου με σαμπάνια και μετά θα με έγλειφε ολόκληρο μέ χρι να μεθύσει. Η ιδέα μού φάνηκε καταπληκτική, ιδιαίτερα το σημείο με τη σαμπάνια. Ανήμερα των γενεθλίων μου, ξανατηλεφώνησε στο γραφείο. «Έχω χίλιες δουλειές σήμερα. Πνίγομαι! Τι ώρα λες να συναντηθούμε στο ξενοδοχείο;» «Τι να σου πω... κάπου ανάμεσα πέντε με πε~ ντέμισι». «Ό,τι πρέπει. Καλύτερα να συναντηθούμε στο μπαρ, αντί για το δωμάτιο. Εντάξει; Λυπάμαι πο λύ , αγαπούλη μου, αλλά δεν ξέρω πότε ακριβώς θα τελειώσω. Ίσως να πάει εξίμισι. Συγνώμη!» «Σώπα τώρα... Δεν έγινε και τίποτα. Θα πιω ένα ποτό και θα σε περιμένω. Στο κάτω-κάτω, εί ναι τα γενέθλιά μου. Ποιός ξέρει; Μπορεί να βρω
65
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ
οκκινίζεις
καμιά κοπελιά να μου κρατήσει συντροφιά». «Το ’πιασα, χρυσό μου. Εντάξει, θα κάνω τα αδύνατα-δυνατά να είμαι στην ώρα μου. Κι αν χρειαστεί, θα σε τραβήξω ακόμα και με τη βία από την αγκαλιά οποιασδήποτε γυναίκας». «Ήρεμα!» « Σ ’ αγαπώ. Θα τα πούμε!» Έτσι κατέληξα εδώ, παρέα με τον Κρίστοφερ, που καθόταν δίπλα μου και σαλιάριζε με κάθε γυ ναικεία παρουσία. Την Γκαμπριέλα,τη γυναίκα που είχα αποφασίσει να την αφήσω να κάνει ό ,τι ήθελε απόψε το βράδυ, μου την είχε γνωρίσει ο Κρίστοφερ. Είχε προσπαθήσει να τα φτιάξει μαζί της πριν μπω εγώ στο σκηνικό, αλλά είχε αποτύχει. Δεν μου κρατούσε καμία κακία, κι ας ήταν ακόμα τσιμπημένος μαζί της. Γι’ αυτό, όταν ανέ φερα πώς θα ντυνόταν η Γκαμπριέλα γ ια χάρη μου, άρχισε να λέει πως δεν βιαζόταν καθόλου να γυρίσει σπίτι του. «Δεν φεύγω από ’δω, μέχρι να δω τι φοράει!» μου είπε. «Είναι ήδη έξ ι... Πού είναι; Γιατί αργεί;» «Α π ’ ότι μου είπε, δεν θα μπορέσει να έρθει πριν από τις εξίμισι. Την ξέρεις τώρα... Θα προ σπαθεί να διαλέξει ένα από τα δύο φορέματα που έχει». Η ντουλάπα της Γκαμπριέλα περιέχει μονάχα τζην, μπλουζάκια και φαρδιά πουλόβερ. Φοράει
Τα γενέθλια του Μάικλ
πάντα πάνινα παπούτσια,εκτός αν κάποια στιγμή αποφασίσει, σπάνια βέβαια, να φορέσει καουμπόικες μπότες. Βάφεται επίσης σπάνια, κι όταν τελικά το κάνει,το μακιγιάζ της είναι πολύ απλό. Δεν φοράει ποτέ ψηλά τακούνια, εκτός από τις πε ριπτώσεις που θέλει να με αποπλανήσει. Κάπουκάπου μονάχα, και μόνο για δική μου ευχαρίστη ση, ντύνεται με κάτι πιο θηλυκό. Γενικά, δεν έχει γυναικεία ρούχα - ντροπή βέβαια, αλλά τι να κά νεις ; Ξέρει πως δεν μπορώ να αντισταθώ σε οτιδή ποτε θηλυκό φοράει, αλλά μου έχει τονίσει πολλές φορές πως δεν νιώθει άνετα μ’ αυτά που ονομάζει «θηλυκές ενδυμασίες». «Είμαι βέβαιος πως θα σε αποζημιώσει και με το παραπάνω όταν έρθει», είπα. «Η Γκαμπριέλα είναι σατανικά όμορφη όταν φοράει...» Σταμάτησα να μιλάω - κι όχι μόνο εγώ... Όλα τα αρσενικά μέσα στο μπαρ, έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Μια γυναίκα, σίγουρα κάποια σταρ του κινηματογράφου, μπήκε στο μπαρ, και στη στιγμή κόπηκε κάθε κουβέντα. Ήταν η αχαλίνωτη επιθυ μία κάθε άντρα,προσωποποιημένη. Ήταν μια ερω τική φαντασίωση που βγαίνει αληθινή... Είχε κα τακόκκινα μαλλιά, που έμοιαζαν με φλογερό κα ταρράκτη κι έφταναν ως τη μέση της. Φορούσε ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα, με σχίσιμο μέχρι ψηλά το μηρό, που κολλούσε πάνω της σαν δεύτερο δέρμα, και κάτι απίστευτες μαύρες γόβες στιλέτο. Τα νύ
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
χια της ήταν βαμμένα κόκκινα, στο ίδιο χρώμα με
το κραγιόν της. Το μόνο της κόσμημα ήταν ένα μαργαριταρένιο κολιέ, που αγκάλιαζε τον μακρύ, ντελικάτο, πανέμορφο λαιμό της. Ήταν αδύνατον να μη την κοιτάξεις, ήταν αδύ νατον να μη την επιθυμήσεις. Είχε την εκθαμβωτι κή γοητεία και την ατάραχη αυτοπεποίθηση κορυ φαίου μοντέλου. Το μακιγιάζ της τόνιζε τα τέλεια, παράξενα εξωτικά και αμυγδαλωτά καταπράσινα μάτια της και τα λεπτά φρύδια της, που είχαν το ίδιο κόκκινο χρώμα με τα μαλλιά της. Ακόμα και τα γυαλιά που φορούσε, της χάριζαν ένα τόνο μυ στηρίου. Τα μάτια της ήταν τόσο πράσινα... κι εκείνα τα χείλη! Ο Κρίστοφερ ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να συνέλθει. Κούνησε το κεφάλι του, σαν να ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του, και ξεροκατάπιε, ενώ εγώ ήμουν ακόμα με το στόμα ανοιχτό, συνεπαρμένος, παρακολουθώντας και την παραμικρή κίνηση της μυστηριώδους γυναίκας. Πλησίασε το μπαρ και κάθησε μόνη της σ’ ένα σκαμνί. Είχα την παράξενη αίσθηση ότι κάπου την ήξερα. Πού όμως; Δεν θα είχα ξεχάσει ποτέ πως γνώρισα ένα τέτοιο πλάσμα! Μετά από τριάντα δευτερόλεπτα, άρχισα να τη φαντασιώνομαι ολό γυμνη, να φοράει μόνο εκείνα τα δολοφονικά πα πούτσια, τις μεταξωτές κάλτσες και τα γυαλιά της. Τα ’παιξα όταν κατάλαβα πως είχε αρχίσει να μου
Τα γενέθλια του Μάικλ
σηκώνεται, και μάλιστα επίμονα. Ένιωθα ενοχές, αλλά η στύση μου δεν καταλάβαινε από τέτοια... Ανάγκασα τον εαυτό μου να σκέφτεται «την αγα πημένη του». Προσπαθώντας να σβήσω από μέσα μου την παρουσία αυτής της σεξοβόμβας, άρχισα να σκέφτομαι τη γυναίκα που έβρισκα πάντα αξιολάτρευτη, ακόμα κι όταν ξυπνούσε το πρωί με πρόσωπο πρησμένο από τον ύπνο. Τη γυναίκα που δεν σταμάτησα ποτέ να λατρεύω, ακόμα κι όταν γυρίζω σπίτι από τη δουλειά και τη βλέπω βυθι σμένη στον καναπέ, μπροστά από την τηλεόραση, όταν τη βλέπω ιδρωμένη μετά τη γυμναστική, όταν την ακούω να βρίζει οδηγώντας... Δεν την απάτησα ποτέ, εκτός από κάτι σπάνιες περιπτώσεις, όπως αυτή, που με ζάλισε μια τέτοια ομορφιά κι άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει λιγάκι... Ποιός άντρας μπορεί να αρνηθεί στον εαυτό του τέτοιες φαντασιώσεις; Ο Κρίστοφερ θα πρέπει να σκεφτόταν, πάνωκάτω,τα ίδια - εκτός ίσως από τήν ενοχή-επειδή κόλλησε την καρέκλα πιο κοντά στο τραπεζάκι και μουρμούρισε: «Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος νόμος που να της απαγορεύει να κυκλοφορεί... Ουφ! Ξέρω πως είσαι ερωτευμένος, αλλά τι θα έκανες στην περί πτωση που μια γυναίκα σαν αυτή αποφάσιζε πως σε ήθελε;» Αναστατώθηκα.
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
«Δεν ξέρω... Σίγουρα όμως δεν είμαι ο τύπος της, και εκτός απ’ αυτό...» «Τηλεφωνική κλήση για τον κύριο Μάικλ Πίτερσον!»
«Μ’ έσωσε το τηλέφωνο! Πρέπει να είναι η Γκαμπριέλα». Δεν ήταν η Γκαμπριέλα. Ήταν η φίλη της, η Γκλόρια, που μου είπε πως η Γκαμπριέλα ερχόταν και θα έπρεπε να κάνω λίγη υπομονή ακόμα. Μό λις είχε φύγει από το σπίτι της Γκλόρια, και με την κίνηση που είχε στους δρόμους, σίγουρα θα έφτα νε σε μία ώρα περίπου. Απογοητεύθηκα, αλλά η απογοήτευσή μου εξα φανίστηκε στο λεπτό, όταν κατάλαβα πως η κοκ κινομάλλα με παρατηρούσε με ενδιαφέρον. Μπα! Θα πρέπει να το φαντάστηκα... Έστρεψα το πρό σωπο στο τραπέζι μου, προσπαθώντας μάταια να μη γίνω κατακόκκινος. «Θέλεις άλλο ένα ποτό;» «Ναι, ευχαριστώ. Η Γκαμπριέλα ήταν;» «Όχι,η Γκλόρια». Με συμπόνεσε όταν του εξήγησα την κατάστα ση και με διαβεβαίωσε πως θα έμενε να μου κρα τήσει συντροφιά λίγο περισσότερο απ’ όσο λογά ριαζε . «Γι’ αυτό είναι οι φίλοι!» φώναξε. Δεν ήμουν σίγουρος πως η φιλία είχε να κάνει μ’ αυτό... αλλά τέλος πάντων τον ευχαρίστησα.
Τα γενέθλια του Μ άικλ
Μας πλησίασε ένας σερβιτόρος με ένα δίσκο στο χέρι. «Κύριε Πίτερσον,η όμορφη κυρία στο μπαρ θέ λει να σας προσφέρει αυτό το ποτό». «Πολύ ευγενικό, αλλά περιμένω συντροφιά...» «Αυτό σκέφτηκε η κυρία όταν σας είδε να μιλά τε στο τηλέφωνο πριν από λίγο, αλλά θα επιθυ μούσε να δεχτείτε το ποτό της...» Τα μάτια του σερβιτόρου λαμπύριζαν. Κάτι μου έλεγε πως δεν θα μπορούσα να απαλλαγώ εύκολα από δαύτον, κι έτσι δέχτηκα το ποτό, για να μην προσβάλω και την όμορφη ξένη. Προσπάθησα να πιάσω τη γυναίκα του ονείρου μου να με κοιτάζει, για να υψώσω το ποτήρι μου στην υγειά της, αλλά κουβέντιαζε μ’ έναν άλλο άντρα που φαινόταν να την ενδιαφέρει πολύ,κι έτσι δεν μου έδωσε καμία σημασία. Ο Κρίστοφερ θύμωσε. «Γιατί πάντα εσύ; Εσύ, που έχεις δικό σου αυ τό το υπέροχο κορίτσι, ενώ εγώ το μόνο που έχω είναι το αριστερό μου χέρι κι ένα μαξιλάρι;» Ήταν εξίμισι... Η κοκκινομάλλα μιλούσε ακόμα στον ίδιο τύπο, που είχε αρχίσει να ψιλομεθάει. Ήταν ολοφάνερο πως είχε μόνο μία ιδέα στο μυαλό του. Ίσως, σκέ φτηκα, έπρεπε να πάω τώρα να την ευχαριστήσω για το ποτό. Θα μπορούσα να τη σώσω από μια κατάσταση που σίγουρα την ενοχλούσε. Θα μπο ρούσα να ζητήσω από το σερβιτόρο να την κεράσει
71
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Ilor Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ
οκκινίζεις
ένα ποτό από μένα, αλλά με την τύχη που είχα, η Γκαμπριέλα θα έμπαινε μέσα την πιο ακατάλληλη στιγμή και θα φαινόμουν εντελώς ηλίθιος. Ο Κρί στοφερ διέκοψε την ονειροπόλησή μου, λέγοντάς μου ότι έπρεπε να φύγει. Μ’ έβαλε να του υποσχεθώ πως θα του έλεγα όλες τις λεπτομέρειες, αν γ ι νόταν κάποια αλλαγή στα αποψινά μου σχέδια, και ήξερα πολύ καλά πως εννοούσε την κοκκινο μάλλα. «Πίστεψέ με, θα το ήθελα. Θα δώσω όμως στην Γκαμπριέλα άλλα τριάντα λεπτά...» Είχα αρχίσει να κουράζομαι με την αναμονή της. Μετά από τόσες και τόσες καυτές υποσχέσεις για τα γενέθλιά μου, με παράτησε εδώ να την πε ριμένω μπάστακας... Άρχισα να σκέφτομαι πως ήθελε να κάτσω και να σιγοβράζω απογοητευμέ νος, γιατί δελεάστηκα από ανεπίτρεπτα ξελογιάσματα. Ίσως και να με δοκίμαζε σε αναπόφευ κτους πειρασμούς. Ολομόναχος τώρα, μπορούσα να θαυμάζω αυτό το καταπληκτικό πλάσμα με την άνεσή μου. Ε ξα κολουθούσα να περιμένω να στρέψει το κεφάλι της προς το μέρος μου, για να μπορέσω να δείξω ένα σημάδι ευγνωμοσύνης. Ο άντρας με τον οποίο κου βέντιαζε, τελικά υποχώρησε και την άφησε. Η θεά γύρισε προς τη μεριά μου, αλλά δεν με κοίταξε. Φαινόταν χαμένη σ’ έναν άλλο κόσμο, σ’ ένα άλλο μπαρ, σε μια άλλη πόλη. Ξαφνικά, έριξε μια ματιά
Τα γενέθλια του Μάιχλ
ολόγυρα, σαν να έψαχνε κάποια κρυμμένη κάμερα ή την τέλεια γωνία για να πάρει μια πόζα. Τελικά, διάλεξε τον τρόπο που ήθελε να στηθεί... Από εκεί που ήμουν, μπορούσα να δω το σχίσιμο στο φόρε μά της να ανοίγει ακόμα πιο πολύ και να αποκαλύ πτει τις δαντελωτές άκρες του καλσόν της, ψηλά στο μηρό της. Με το δάχτυλο του ποδιού της,ταλάντευε νωχελικά τη μία γόβα της. Ήταν μια κίνη ση που με υπνώτιζε. Άφησα το βλέμμα μου να χαϊ δέψει ολόκληρο το κορμί της, μέχρι που έφτασε στο πλούσιο στήθος της. Την κοίταζα επίμονα, γοητευμένος. Μετακινήθηκε, και μια κατακόκκινη μπούκλα τρύπωσε στο μπούστο της. Το μυαλό μου άρχισε να με βασανίζει. Σκεφτό μουν συνέχεια κατακόκκινες μπούκλες να τυλίγο νται γύρω από τα δάχτυλά μου. Είναι σωστό μια γυναίκα να έχει τέτοιες σεξουαλικές μπούκλες; Οι αισθήσεις μου ήταν σε επιφυλακή. Δεν άκουγα τί ποτε άλλο, ούτε καν τη φασαρία του μπαρ, παρά μόνο το αίμα μου που κόχλαζε καθώς ξεχυνόταν σαν λάβα στο πέος μου... Δεν έβλεπα τίποτε άλλο, εκτός απ’ αυτή την ονειρεμένη ύπαρξη... Τη φα ντάστηκα να κουνιέται και να λυγιέται πάνω μου, σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι, στρωμένο μεταξωτά σε ντόνια. Φαντάστηκα την κατακόκκινη χαίτη της να χώνεται στα μάτια μου, στο στόμα μου... Να π ά ρει και να σηκώσει! Καύλωσα όσο δεν παίρνει! Για άλλη μια φορά, προσπάθησα να επιβάλω σ’
73
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
αυτές τις φαντασιώσεις μου την εικόνα της Γκα μπριέλα - τ ο γλυκό, ξανθό μου μωράκι με τα κο ντοκουρεμένα μαλλιά, που το κάνουν να μοιάζει με αγόρι... Την απίθανη Γκαμπριέλα μου με τα εξαίσια γαλανά μάτια, μάτια τόσο εύγλωττα, που πολλές φορές καταργούν την ομιλία, ιδιαίτερα στο κρεβάτι... Γύρισα αλλού το κεφάλι μου, αναστατωμένος και κατακόκκινος. Είχε διαβάσει την επιθυμία στο πρόσωπό μου... Η παρουσία της με είχε γοητεύσει τόσο πολύ, ώστε δεν μπόρεσα να ελέγξω τη γλώσ σα του σώματός μου. Εκείνο το κραγιόν... σ’ εκεί να τα χείλη που έμοιαζαν τόσο με τα χείλη της Γκα μπριέλα, εκείνα τα γυαλιά που της χάριζαν σοβα ρό και ταυτόχρονα παιχνιδιάρικο ύφος... Ήταν αρκετά για να εκτροχιάσουν έναν άντρα. «Σε πα ρακαλώ , Γκαμπριέλα, έλα γρήγορα κοντά μου, για να σου επιτεθώ σαν ζώο! Σε παρακαλώ, έλα γρή γορα !» Διακινδύνευσα να ρίξω άλλη μια ματιά στη γυναίκα-πειρασμό. Έσκυψε με τους αγκώνες της στο μπαρ, σαν να ήθελε να πει μια κουβεντούλα στον μπάρμαν. Κάτι του ψιθύρισε και μετά γύρισε και με κοίταξε με αθώο βλέμμα. Εγώ όμως δεν κοιτούσα πια τα μάτια της... Έτσι όπως είχε σκύ ψει, το στήθος της κολλούσε απολαυστικά πάνω στη μαρμάρινη κουπαστή. Πρέπει να κατάλαβε τι πρόσεχα, γιατί άρχισε να κάνει επίδειξη για χάρη
Τα γενέθλια του Μάιχλ
μου, ή έτσι τουλάχιστον σκέφτηκα, τρίβοντας αρ γά και ηδονικά το στήθος της πάνω στο μάρμαρο. Σαν να χόρευε κάποιον ερωτικό χορό... Οι θηλές της ερεθίστηκαν. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο της κι έκλεισε για ένα λεπτό τα μάτια της, χωρίς να διακόψει την αποπλανητική μικρή τελετουργία της. Με τα μακριά δάχτυλά της έπιασε ένα παγάκι από το ποτό της και το ακούμπησε στα χείλη της, σαν φιλί, πριν το πάρει με τη γλώσσα της. Άφησε το παγάκι να λιώσει στη γλώσσα της, γλεί φοντας ηδονικά τα δάχτυλά της, με το βλέμμα της καρφωμένο στα μάτια μου. Ήταν αβάσταχτο! Έ πρεπε να φύγω από ’κει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ο αυτοέλεγχος και η αγάπη μου για την Γκαμπριέλα εξαρτιόταν απ’ αυτή τη φυγή. Ένιωσα σαν να έπαιζα σε κινηματο γραφικό έργο,όπου η ηρωίδα,η μοιραία γυναίκα, προσπαθούσε να αποπλανήσει τον καημενούλη τον ήρωα - εμένα. Το είχε παρακάνει, αλλά κατά τα φαινόμενα μόνο εγώ επηρεαζόμουν απ’ αυτήν την «επίθεσή» της. Ίσως επειδή - απίθανο, αλλά μπορεί κι αληθινό-εγώ ήμουν ο αποκλειστικός της στόχος! Κανένας άλλος στο μπαρ δεν φαινόταν «ενοχλημένος» από τα καμώματά της... Ήταν φοβερό βασανιστήριο, αλλά είχα πιαστεί στην παγίδα. Το σώμα μου συνέχισε να με προδί δει: η στύση μου ήταν εντονότερη από ποτέ. Ούτε γι’ αστείο δεν μπορούσα να σηκωθώ για να μετα
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
κινηθώ . Πήρα βαθιά αναπνοή και γύρισα να κοιτά
ξω την είσοδο, ελπίζοντας επιτέλους να δω αυτήν που με είχε μπλέξει έτσι. Τα πράγματα όμως πή γαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο... Η κοκκινο μάλλα ερχόταν προς το μέρος μου. Έ ρ ιξα άλλη μια απελπισμένη ματιά στην είσοδο. Δεν είδα την Γκαμπριέλα... Το μπαρ είχε αρχίσει πια να αδειά ζει. Η κοκκινομάλλα ήταν τώρα κοντά μου. Ερχό ταν καταπάνω μου, κουνώντας με χάρη εκείνες τις απίθανες γόβες της. Σε κάθε της βήμα, το σχίσιμο στο φόρεμά της αποκάλυπτε τα μακριά πόδια της. Οι θηλές της... τόσο σκληρές, έμοιαζαν να επιδιώ κουν να σχίσουν το φόρεμά της... κι όσο για εκεί να τα λεπτά δάχτυλα που έπιαναν το ποτήρι... Γλίστρησε πίσω από την καρέκλα μου και ψιθύ ρισε στο αυτί μου: «Η φίλη σας δεν ήρθε ακόμα... Να σας κρατήσω λίγη συντροφιά;» Μια απαλή, χαδιάρα φωνή. Ένα αποπνικτικό, πικάντικο άρωμα... Κι άλλο τρεμούλιασμα στο σλιπ μου... Μισοσηκώθηκα και μουρμούρισα: «Όπου να ’ναι έρχεται. Είμαι σίγουρος». «Στη θέση σας, δεν θα σηκωνόμουν όρθιος... Δεν είναι σωστό να γίνετε ρεζίλι εξαιτίας μου... Θα τα πούμε μια άλλη φορά, εντάξει;» « Χ μ... ναι, βέβαια, ίσως...» Πήγε γύρω από το τραπεζάκι μου και στάθηκε μπροστά μου σε όλο της το μεγαλείο, πριν βγάλει
Τα γενέθλια του Μάικλ
αργά τα γυαλιά της. Με κοίταζε με νόημα, δάγκω σε τα χείλη της, όπως ακριβώς η Γκαμπριέλα... κι ύστερα χαμογέλασε σαδιστικά. Ήταν τόσο κοντά μου, ώστε άρχισα να προσέχω λεπτομέρειες που δεν είχα δει προηγουμένως. Και μετά,πολύ αργά, τα κατάλαβα όλα. Μου πήρε λίγα λεπτά να το συ νειδητοποιήσω, να πείσω το μυαλό μου, που είχε παραλύσει από τον πόθο. Επιτέλους όμως κατά λαβα την αλήθεια: φορούσε έγχρωμους φακούς επαφής, και τα φρύδια της ήταν βαμμένα στο ίδιο χρώμα με την περούκα της. Δεν την είχα δει ποτέ να βάφεται έτσι. Δεν την είχα δει ποτέ να φοράει τέτοιο κραγιόν, αλλά τώρα πια ήμουν σίγουρος: ήταν η Γκαμπριέλα! «Θέλεις να συνεχίσουμε το παιχνίδι;» «Γκαμπριέλα! Δεν το πιστεύω!» «Μοιάζει να σου αρέσει... Λοιπόν, τι λες; Συνε χίζουμε ;» «Εντάξει, αλλά δεν μπορώ να σηκωθώ!» «Γιατί θέλεις να σηκωθείς;» Φόρεσε πάλι τα γυαλιά της και κάθησε μπρο στά μου. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο τρα πεζάκι , χαμήλωσε το στήθος της στο τραπεζομά ντιλο κι άρχισε να το τρίβει πάνω το υ . «Πώς μεταμορφώθηκες έτσι;» «Κοίτα... παίζεις, ναι ή όχι;» «Εντάξει. Ευχαριστώ πολύ για το ποτό που με κέρασες».
77
Ι στο ρίες Πο ϊ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ ο κκινίζεις
«Σιγά τ’ αυγά! Περνούσα από την πόλη και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένας τόσο όμορφος άντρας χαραμίζεται έτσι, περιμένοντας... Θα ήθε λα να σε γνωρίσω λίγο καλύτερα. Μέχρι να έρθει βέβαια η συντροφιά που περιμένεις». Ένιωσα κάτι να γλιστράει στο πόδι μου. Εκείνη κάθησε πιο άνετα κι άρχισε να γλείφει με τη γλώσ σα της τα χείλη της σαν γατάκι. Μετά, μου χαμο γέλασε . Ήμουν σε κατάσταση υπερδιέγερσης. Δεν μπο ρούσα να το πιστέψω. Είχε μεταμορφωθεί εντε λώς. Κι όμως, οι σωματικές και ψυχολογικές αντι δράσεις που μου προκαλούσε αυτό το θεσπέσιο πλάσμα δεν είχαν αλλάξει, εκτός από την ενοχή, που προς μεγάλη μου ανακούφιση σχεδόν είχε εξαφανιστεί. «Δεν είσαι από ’δω κοντά, έτσι; Δεν σ’ έχω ξαναδεί...» «Μπα, όχι. Σήμερα το απόγευμα ήρθα από το Λονδίνο». Το πόδι της γλίστρησε πιο ψηλά στο δικό μου. «Ήρθα για την επίδειξη μόδας». «Είσαι μοντέλο;» «Όχι, φωτογράφος». Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Και τα δυο της πόδια είχαν σκαρφαλώσει πάνω στο πέος μου, που τώρα είχε γίνει πιο σκληρό από π οτέ... Κι εκείνα τα πόδια της μ’ έτριβαν, μου έκαναν μασάζ,
Τα γενέθλια του Μάικλ
αργά-αργά στην αρχή, και μετά πιο γρήγορα. Το ξέραμε κι οι δυο μας,πως αν δεν σταματούσε αμέ σως, θα έχυνα ακατάσχετα μέσα στο σλιπ μου, σαν λάγνος έφηβος. Ιδρώτας κυλούσε στη σπονδυλική μου στήλη, κι ανησυχούσα για το τι έβλεπαν οι άλ λοι θαμώνες του μπαρ. Ευτυχώς, οι υποτραπέζιες ενέργειές της ήταν αόρατες, χάρη στο μακρύ τρα πεζομάντιλο. Χωρίς καμία αμφιβολία, η Γ κ α μπριέλα είχε συμπεριλάβει κι αυτή τη λεπτομέρεια στα σχέδιά της... Επιτέλους, μου χάρισε κάποια αναβολή, τραβώντας τουλάχιστον το ένα της πόδι μακριά. Με το ένα της χέρι έπιασε νωχελικά τα γυαλιά της, ενώ γλίστρησε το άλλο κάτω από το τραπέζι. Έφερε τα γυαλιά ως τα χείλη της και με τά με κοίταξε επίμονα κατάματα, πριν σκύψει προς τη μεριά μου και πλησιάσει το στόμα της στο αυτί μου. «Αυτό σού το κάνω δώρο», ψιθύρισε και μου έδωσε το τάγκα κιλοτάκι της, που μόλις είχε βγά λει, χρησιμοποιώντας εκείνη την αόρατη τεχνική που είναι γνωστή μόνο στις γυναίκες. Το πήρα και το ακούμπησα διακριτικά στο πρόσωπό μου. Το άρωμά της, ανακατεμένο με τη γλυκιά μυρωδιά του κορμιού της, μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Πλησίασε το χέρι της, κι εγώ το άρπαξα και το φίλησα, μυρίζοντας και γλείφοντας το γλυ κό, υγρό, μεθυστικό άρωμά της. Το τράβηξε μα κριά μου, κι άρχισε να το γλείφει μόνη της. Έγλει
79 —
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Ποτ Σ
ε
Κ
ανοτν
Να Κ οκκινίζεις
ψε αργά και αισθησιακά τη σάρκα ανάμεσα στα δάχτυλά της και μετά γλίστρησε το χέρι της στο λαιμό της κι ανάμεσα στο στήθος της. Ύστερα, με μια γρήγορη, σκόπιμα απρόσεκτη κίνηση, πέταξε το σουβέρ μου στο πάτωμα. «Σήκωσέ το», μουρμούρισε. Έσκυψα και κοίταξα κάτω από το τραπεζομά ντιλο. Είχε ανεβάσει το φόρεμά της επάνω από τους μηρούς της, κι ανάμεσα από εκείνα τα μα κριά, ντελικάτα πόδια, είδα τα στιλπνά χείλη του αιδοίου της. Με το ένα της χέρι χάιδευε την άκρη της ζαρτιέρας της, ενώ με το άλλο,το αιδοίο της. Τα κατακόκκινα νύχια της με αναστάτωσαν... Τα χείλη του αιδοίου της είχαν ερεθιστεί από την ευ χαρίστηση και είχε αρχίσει να νιώθει πιο καυτή, πιο υγρή, έτοιμη να εκραγεί στο δευτερόλεπτο. Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. «Πάμε να φύγουμε». «Δεν έχω τελειώσει το ποτό μου ακόμα». «Δεν αντέχω άλλο». «Θα τελειώσουμε εδώ. Εξάλλου, δεν φάγαμε ακόμα». «Θα φάμε αργότερα...» «Όχι. Μίσθωσα ειδικό ταξί για να μας πάει στο εστιατόριο. Σκέφτηκα να μη φάμε στο ξενοδο χείο», μου είπε. Μια ματιά όμως στο απογοητευμένο πρόσωπό μου, την έκανε να μαλακώσει και θα μπορούσα να
Τα γενέθλια του Μ άικλ
ορκιστώ πως από ’δω και πέρα θα έκανε ό,τι ήθε λα εγώ τελικά. Με οδήγησε έξω από το μπαρ, στην είσοδο του ξενοδοχείου. Εκεί, μας περίμενε μια αστραφτερή, μαύρη λιμουζίνα. Η Γκαμπριέλα μ’ έσπρωξε μέσα και είπε στο σοφέρ να ξεκινήσει. Το μαύρο χώρι σμα ανάμεσα στα μπροστινά και πίσω καθίσματα, μας απομόνωσε εντελώς από τον οδηγό. «Πού πηγαίνουμε;» «Θα δεις. Σε λίγο δεν θα σε νοιάζει πού πηγαί νουμε». Κόλλησε τα μάτια της κάτω χαμηλά, στη στύση μου, κι άρχισε να βγάζει αργά-αργά το φόρεμά της... Έμεινε μονάχα με το κατάμαυρο δαντελωτό σουτιέν της, τις μαύρες μεταξωτές της κάλτσες με τις ζαρτιέρες,τις γόβες στιλέτο και τα μαργαριτά ρια. Έπιασε ένα διαθέσιμο μπουκάλι σαμπάνια, τίναξε επιδέξια το φελλό με το ένα χέρι και γέμισε ένα ποτήρι. Με πρόσταξε να πιω, με τόνο που δεν σήκωνε κουβέντα. Έπιασε την τσάντα της κι έβγα λε έξω ένα μεταξωτό μαντίλι. Καθώς ήμουν διατε θειμένος να της παραχωρήσω όλες τις πρωτοβου λίες, έδεσε τους καρπούς μου στο χερούλι της πόρτας. «Χρόνια πολλά, Μάικλ!» με καθησύχασε. Ξαναγέμισε το ποτήρι μου,ήπιε κι εκείνη μια γουλιά σαμπάνια και μετά, αργά-αργά, ελευθέ ρωσε το αφρώδες υγρό στο στόμα μου. Ένιωσα τη
81
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
σαμπάνια να ρέει από το στόμα της στο δικό μου, ζεστή και γλυκιά, όπως κι εκείνη. Έγλειψε μερικές σταγόνες που γλίστρησαν από το πιγούνι μου και μετά άρχισε παθιασμένα - σχεδόν επιθετικά-να στριφογυρίζει τη γλώσσα της στο στόμα μου, να γλείφει το πρόσωπο και το λαιμό μου. Έχυσε σα μπάνια πάνω στα στήθη της και μετά τα έγλειψε μ’ ένα πεταχτό, πονηρό χαμόγελο στα χείλη της. Δεν μπορούσα να πω τίποτα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα... Το μόνο που έκανα, ήταν να τη βλέ πω να ενεργεί, και μπορώ να πω ότι δεν είχα κανέ να παράπονο! Έχυσε λίγο περισσότερη σαμπάνια στα στήθη της και με ανάγκασε να τα γλείψω, για να δοκιμάσω τη θαυμάσια, ασύγκριτη γεύση της σαμπάνιας, ανακατωμένη με τη γλυκιά, απολαυ στική γεύση της σάρκας της. Κάθε φορά που έπι νε λίγη σαμπάνια,τη μοιραζόταν μαζί μου, και το αφρώδες ανακάτεμα με το σάλιο μας,ήταν μια με θυστική αίσθηση. Έγειρε στο κάθισμα και με κοίταξε. Άνοιξε τα πόδια της κι άρχισε και πάλι να χαϊδεύεται αργά και ηδονικά. Τα κατακόκκινα νύχια της χώρισαν τα χείλη του αιδοίου της,για να μπορεί να χαϊδεύ εται πιο εύκολα και να με βασανίζει περισσότερο, φυσικά. Αυτή ήταν η γυναίκα μου... που αντιπροσώπευε και κάποιαν άλλη... Θα έδινα ό,τι είχα και δεν εί χα για να μπορέσω να την αγγίξω, να τη φιλήσω,
Τα γενέθλια του Μάικλ
να την κάνω να έρθει σε οργασμό με τη γλώσσα και τα δάχτυλά μου. Χαϊδευόταν άγρια, ανέπνεε αρ γά , και μετά ξαφνικά σταμάτησε ό ,τι έκανε. Ήταν ολοφάνερο πως κατάλαβε ότι θα έφτανε σε οργα σμό πολύ γρήγορα. Γονάτισε μπροστά μου κι άρχισε να μου ξεκου μπώνει το πουκάμισο με αφόρητα αργές κινήσεις. Τράβηξε το σλιπ μου κι άρχισε να με χαϊδεύει πο λύ απαλά, κάνοντάς με να τρέμω από την υπέρτα τη ευχαρίστηση. Νόμιζα πως επιτέλους θα έμπαι να μέσα της, αλλά μου είπε: «Θέλω να σε θαυμάσω για λίγα λεπτά. Θέλω να σε δω να ανυπομονείς. Να σ’ ευχαριστηθώ σκληρό και έτοιμο». Η ανυπομονησία δεν ήταν πρόβλημα! Δεν μου έδωσε όμως την ευχαρίστηση που μου υποσχέθηκε. Απεναντίας, έχυσε περισσότερη σα μπάνια στο σώμα της κι άρχισε ξανά να χαϊδεύε ται. Το αφρώδες υγρό έτρεξε ανάμεσα στα στήθη της, κύλησε στην κοιλιά της, έφτασε ανάμεσα στα πόδια της... Με μια κίνηση έβγαλε το μαργαριτα ρένιο κολιέ, το κράτησε από τις άκρες κι άρχισε να χαϊδεύει με αυτό την κοιλιά και μετά την κλειτορί δα της. Το κολιέ χάθηκε γρήγορα ανάμεσα στις υγρές πτυχές των χειλιών της... Το γλιστρούσε πέρα-δώθε μέσα της, αργά στην αρχή κι έπειτα όλο και πιο γρήγορα. Τα μαργαριτάρια άστραφταν ακαταμάχητα με τους προοργασμικούς χυμούς
Ι στορί ε ς Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
της. Τα τύλιξε γύρω από το δάχτυλό της και τα βύ θισε βαθιά μέσα της, κάτι που την έκανε να ανα τριχιάσει. Πόσο θα ήθελα να ήμουν εγώ στη θέση εκείνων των μαργαριταριών, να γλιστρήσω βαθιά μέσα της! Δεν ήξερα πια πού να κοιτάξω. Είχα λαχανιά σει. Τα μάτια μου ανεβοκατέβαιναν από τα χέρια που χάιδευαν στοργικά εκείνα τα τρυφερά, υγρά χείλη του αιδοίου της, μέχρι τα μακριά κατακόκκι να μαλλιά της που χάιδευαν τα στήθη, το λαιμό και το στομάχι της. Ποτέ δεν είχα φτάσει σε τέτοια διέγερση, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πρώτης σεξουαλικής επαφής μου. Με έβλεπε να την κοι τάζω με τον τρόπο αυτό, και φάνηκε ικανοποιημέ νη, ξέροντας πως ήμουν έτοιμος να εκραγώ σε δευτερόλεπτα. Εκείνη τη στιγμή, με παρακάλεσε να μπω μέσα της. Ήμουν όμως ακόμα δεμένος και, για την ώρα, δεν είχε την πρόθεση να με λύσει! Άρχισε να χαϊδεύεται όλο και πιο γρήγορα... Το αιδοίο της ξεχύλιζε σαμπάνια. Τα μισόκλειστα μάτια της και το στόμα της που άστραφτε, έκλει σαν με τον έντονο οργασμό της, που τη συνεπήρε. Το σώμα της τρεμούλιασε, οι μυώνες της σφίχτη καν, κι έπειτα ολόκληρο το πρόσωπό της χαλάρω σε γαληνεμένο... Σηκώθηκε επιτέλους, έλυσε το μαντίλι από τους καρπούς μου και με καβάλησε σαν τον πάνθηρα, τη στιγμή που το αυτοκίνητο ανέπτυσσε μεγάλη
Τα γε νέθλια του Μάικλ
ταχύτητα στην εθνική οδό. Τα μακριά κόκκινα μαλλιά της έπεσαν στα μάτια και το στόμα μου, όπως ακριβώς το είχα φανταστεί νωρίτερα. Έ κ α να έρωτα και στην Γκαμπριέλα και σε μια ξένη! Ήταν απίστευτο, απερίγραπτο... Κάναμε έρωτα άγρια, ξέφρενα, όπως είχαμε κάνει και στην αρχή της σχέσης μας, τώρα όμως ήταν ακόμα καλύτερα... Δεν μπορούσα να κρατη θώ άλλο. Τι παράξενη αίσθηση! Ήμουν με μια γ υ ναίκα που ήξερα καλύτερα από οποιαδήποτε άλ λη, ήξερα κάθε μόριο του κορμιού της, αλλά αυτή η γυναίκα ήταν ταυτόχρονα μια ξένη! Κοίταξα επί μονα τα μπλε μάτια της Γκαμπριέλα και τα είδα να μετασχηματίζονται, να γίνονται τα σμαραγδέ νια πράσινα μάτια μιας εξωτικής γάτας. Χάιδευα το σώμα της Γκαμπριέλα μου, αλλά αυτά τα μα κριά, κατακόκκινα μαλλιά ήταν εντελώς άγνωστα σε μένα. Όταν τελικά εδέησε να με αφήσει να τε λειώσω, ούρλιαξα «Γκαμπριέλα!», γιατί πραγμα τικά αυτή ήταν που ήθελα και καμία άλλη. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, τη σήκωσα αγκαλιά και τη φίλησα με πάθος φλογερό, φτωχό ωστόσο για να εκφράσει αυτό που ένιωθα. «Χρόνια πολλά, αγάπη μου!» « Σ ’ αγαπώ, Γκαμπριέλα. Θέλω όμως να σου ζη τήσω μια χάρη. Δεν νομίζεις πως είναι ώρα να γυ ρίσει στην πατρίδα της η Α γγλίδα; Θα ήθελα να κάνω έρωτα με τη μοναδική γυναίκα της ζωής μου.
85
Ι στορί ες
Π or
Σ ε
Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
Αισθάνομαι κάπως ένοχος που την απάτησα...» «Θα γυρίσω σ’ ένα λεπτό». Κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα, αφήνοντάς με να θαυμάσω αυτή την άλλη γυναίκα για μια τελευταία φορά... Όταν επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα, φορούσε το αγαπημένο της μπουρνού ζι. Ήταν σίγουρα η Γκαμπριέλα μου. Το γλυκό, ξανθό, λατρευτό, γενναιόδωρο κοριτσάκι μου. Βλέποντάς την για άλλη μια φορά, χωρίς το μακι γιάζ, μου φάνηκε τόσο λεπτοκαμωμένη, τόσο εύ θραυστη, μέσα σ’ αυτό το φαρδύ μπουρνούζι της, που μ’ έκανε να την επιθυμήσω τόσο πολύ, ώστε δεν προφτάσαμε να πάμε στην κρεβατοκάμαρα...
Η ανάσα του πλήθους
Από καιρό τώρα, η πραγματικότητα που βίωνα κάποτε, έχει αλλάξει εντυπωσιακά. Ζω σε έναν κόσμο χωρίς όρια, έναν κόσμο όπου όλες οι φα ντασιώσεις μου μπορούν και είναι σίγουρο πως θα ζωντανέψουν. Οι μέρες και οι νύχτες μου αναλώ νονται στο τι θα ονειρευτεί εκείνος. Η αναμονή εί ναι συναρπαστική... Πρέπει να σας μιλήσω λίγο για μένα. Ήμουν αυτό που μερικοί ονομάζουν «γυναίκα με περιορι σμένες προοπτικές». Μετά από την τελευταία αποτυχημένη σχέση μου, όταν ο Ντένις με πέταξε στο καλάθι των αχρήστων, έμεινα μόνη για δύο χρόνια. Προσέξτε όμως: σε αυτή την περίπτωση, «μόνη» σημαίνει όντως μόνη. Βγήκα βέβαια με μερικούς άντρες για ένα-δυο ποτά, αλλά πέραν τούτου ουδέν! Η σεξουαλική μου ζωή, εκτός από τη βοήθεια μερικών συσκευών,ήταν ανύπαρκτη. Τον έρωτα τον ζούσα μονάχα με τη φαντασία μου. Και οι φαντασιώσεις μου ήταν οδυνηρές και ολο ζώντανες. Φυσικά, ποτέ δεν ήθελα να καταλήξω έτσι! Μετά το χωρισμό μου όμως, δεν συνάντησα
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
κανέναν άντρα που να με κάνει να θελήσω να ξα ναρχίσω το παιχνίδι της σχέσης - εκείνη τη διαδι κασία με τους εκατομμύρια συμβιβασμούς και τις αμέτρητες τυφλές προσδοκίες, που πάνε πακέτο μαζί με τη σχέση. Φίλοι και γνωστοί προσπάθησαν βέβαια να μου προξενέψουν καμπύσους. Μάταια... Αφού συνά ντησα ένα-δυο από δαύτους, αποφάσισα να αφή σω πίσω μου τους πειρασμούς,χωρίς να μετανιώσω καθόλου. Και ξαφνικά, μια όμορφη μέρα, εδώ και λίγο καιρό, σε αντίθεση με όλα τα «πιστεύω» μου, μπήκε εκείνος στη ζωή μου. Ένα μήνα πριν, μια καλή μου φίλη, η Ρενέ, μια ταλαντούχα ζωγράφος, έκανε τα εγκαίνια της πρώτης σημαντικής έκθεσής της σε μια γνωστή γκαλερί. Έτσι, για πλάκα, αποφάσισα να αγορά σω τρεις πίνακές της, με τη δικαιολογία ότι θα ήταν καλύτερα να τους αγοράσω τώρα που οι τ ι μές τους δεν είχαν ακόμη ανεβεί. Συμφώνησα, φυ σικά, να τους αφήσω στην γκαλερί κατά τη διάρ κεια της έκθεσης και να παραδοθούν σπίτι μου όταν θα τελείωνε. Οι πίνακες που είχα διαλέξει ήταν πανέμορφοι. Απεικόνιζαν ζευγάρια να κάνουν έρωτα. Αργότε ρα, φυσικά, συνειδητοποίησα πως αν τους κρε μούσα σπίτι μου σε μόνιμη βάση, θα έξυναν πληγές που δεν έπρεπε να ξυστούν... Εκείνοι οι παθια σμένοι εραστές, λουσμένοι με τα ζωηρά, σχεδόν
—
92
Η ανά σα του πλήθους
επιθετικά χρώματα, τα σώματά τους, οι καμπύλες που ζωντάνευαν το πάθος και την τρυφερότητά τους,ήταν τόσο... Δύο μέρες μετά την αυλαία της έκθεσης, η Ρενέ με ρώτησε πότε θα με εξυπηρετούσε να στείλει τους πίνακες. Συμφωνήσαμε για την ώρα και ήρθε σπίτι μου παρέα μαζί «του». Όταν άνοιξα την πόρτα, δεν μπορούσα να φα νταστώ πως η ζωή μου θα άλλαζε εντυπωσιακά. Η Ρενέ κρυβόταν πίσω από ένα πίνακά της και ο Ντάνιελ στεκόταν μπροστά της με ένα γοητευτικά συνεσταλμένο βλέμμα, που με παραπλάνησε με την πρώτη ματιά. Οι συστάσεις ήταν σύντομες, κι εγώ σάστισα με τον εαυτό μου, νιώθοντας να κοκ κινίζω σαν ηλίθιο... Τράβηξα τη Ρενέ στην κουζίνα, να μάθω περισ σότερα γ ι’ αυτή την απροσδόκητη εμφάνιση, κι άφησα τον Ντάνιελ μόνο του στο σαλόνι να ξετυλί γει τους πίνακες. Ήταν ξάδερφος της Ρενέ, ένας από τους ελάχιστους άντρες που δεν είχε επιδιώ ξει να μου γνωρίσει. Εκείνη βέβαια παραδέχτηκε πως δεν είχε σκεφτεί ποτέ να μου τον προξενέψει, μέχρι που πρόσφατα θυμήθηκε πως και ο ξάδερ φός της βρισκόταν στην ίδια μοίρα μ’ εμένα. «Δεν πιστεύω να του είπες πως τον φέρνεις εδώ γι’ αυτόν το λόγο!» «Όχι βέβαια! Προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει να κουβαλήσω μερικούς πίνακές μου, και όταν του
Ι στορί ε ς Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
είπα πως είχα να φέρω κι εδώ στο σπίτι σου μερι
κούς, επέμενε να έρθει οπωσδήποτε μαζί μου». «Μ μμ! Γλύκας είν α ι! Ποιό είναι το ιστορικό το υ ;» «Ήταν τέσσερα χρόνια παντρεμένος, και μια μέρα η γυναίκα του τον παράτησε για έναν άλλο άντρα... Αυτό όμως έχει γίνει καιρό τώρα. Το έχει ξεπεράσει, αλλά είναι πολύ ντροπαλός!» «Είναι πολύ αρρενωπός. Τι στραβό έχει; Έλα, λέγε!» «Τίποτα που να το ξέρω...» Ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα. Περάσαμε ένα ευχάριστο απόγευμα κουβεντιάζοντας για διάφορα θέματα και πίνοντας καφέδες. Κάθε λε πτό που περνούσε, σιγουρευόμουν περισσότερο πως ήθελα να μάθω το νούμερο του τηλεφώνου αυτού του άντρα. Αν ήταν στ’ αλήθεια τόσο ντρο παλός όσο είπε η Ρενέ, τότε σίγουρα δεν θα ξανά κουγα τίποτα γι’ αυτόν, αν δεν ξεκινούσα εγώ κά τι. Ξαφνικά, ένιωσα πως μπορούσα ακόμα να κά νω κάποιον να με επιθυμήσει. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου να περιμένω μερικές μέρες, πριν κάνω την παραμικρή κίνηση. Τελικά, δεν χρειάστηκε να κάνω τίποτα. Μου τηλεφώνησε το επόμενο βράδυ, να με καλέσει για ένα ποτό. Δέχτηκα την πρότασή του, και από τότε είμαστε μαζί... Ο πρώτος μήνας μας άρχισε, ως συνήθως, πα-
Η α ν ά σ α του πλήθο υς
Βιασμένα : συναρπαστικές συζητήσεις, μακρινοί περίπατοι, χαρούμενες επισκέψεις, αχατάσχετα γέλια, εκ βαθέων εξομολογήσεις και φλογερά φι
λιά. Αλλά μόνο φλογερά φιλιά... Είχαμε ξεκινήσει μια παράξενη περιπέτεια. Κάναμε στην πραγματικότητα ένα είδος πειράμα τος, που αρχικά μού είχε φανεί άσκοπο και σαδιστικό. Όταν όμως το καλοσκέφτηκα, η ιδέα μού φάνηκε ακαταμάχητη. Και οι δύο πιστεύαμε πως η πρώτη σεξουαλική εμπειρία ενός ζευγαριού εί ναι, συχνά, αρκετά απογοητευτική. Κι έτσι, δοκι μάζοντας τα επίπεδα της «ενήλικης» φρόνησής μας, την υπομονή και τον αυτοέλεγχο, δεσμευτή καμε να περιμένουμε ένα μήνα προτού κάνουμε έρωτα. Τις μέρες που περνούσαμε παρέα σε όλο το διάστημα εκείνου του μήνα, γίναμε τόσο πολύ απαραίτητοι ο ένας στον άλλο,που διασκεδάζαμε με την ιδέα μιας σοβαρής σχέσης - ή τουλάχιστον μονογαμικής- εκτός φυσικά αν ανακαλύπταμε πως δεν ταιριάζουμε σεξουαλικά. Με λίγα λόγια, θέλαμε να σιγουρευτούμε πως ταιριάζαμε σε όλα τα άλλα επίπεδα, προτού προχωρήσουμε στη σω ματική επαφή. Θέλαμε μάλιστα να επιθυμήσουμε ο ένας τον άλλο τόσο πολύ, ώστε η πρώτη ερωτική εμπειρία μας να μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας για πάντα... Αυτοί ήταν οι ρομαντικοί λόγοι της εμμονής μας σ’ αυτό το σχέδιο... Η απόφασή μας όμως βασί
95
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
στηκε και σε μερικά πρακτικά στοιχεία: Ο Ντάνιελ είχε βρεθεί σε μερικές όντως άσχημες καταστά σεις, κάνοντας σεξ με κάποιες γυναίκες χωρίς να έχει πάρει τις κατάλληλες προφυλάξεις. Το ίδιο εί χα πάθει κι εγώ. Τίποτα σοβαρό, φυσικά, που δεν μπορούσε να θεραπεύσει μια επίσκεψη στον αφροδισιολόγο... Λαχταρούσαμε η πρώτη νύχτα που θα ήμαστε μαζί να είναι τέλεια, και ο Ντάνιελ άρχισε την «έρευνά»του αμέσως. Μου είπε ντροπαλά πως θα έπαιρνε στα σοβαρά όλες τις ενδείξεις που θα του χάριζα, κι εκείνες τις υπέροχες στιγμές που θα κά ναμε έρωτα, θα έκανε πραγματικότητα όλες μου τις φαντασιώσεις, θα με πετούσε στα ουράνια. Προσπάθησα πολλές φορές να τον κάνω να κατα λάβει πως δεν ήταν απαραίτητο να σκύψει πολύ βαθιά μέσα μου για να ανακαλύψει κάτι που θα με ευχαριστούσε, αλλά αυτός επέμενε πως θα μπο ρούσε να βρει κρυμμένες επιθυμίες που ούτε η ίδια δεν ήξερα πως υπάρχουν και πως δεν έπρεπε να τον αποτρέπω από μια τέτοια διασκεδαστική αναζήτηση... Τα αποτελέσματα; Καλά, τον υποτί μησα, γιατί από εκείνη την ώρα ποτέ δεν σταμάτη σε να με εκπλήσσει σεξουαλικά, και πάντα ανα ρωτιέμαι τι έχει στο νου του για μένα... Όλο το μήνα, μου είχε ρητά απαγορεύσει να του δηλώνω τις σεξουαλικές επιθυμίες μου. Διαφορε τικά, η «προσφορά» του δεν θα ήταν και τόσο έκ
Η α ν ά σα του πλήθους
πληξη. Ήμουν όμως πεπεισμένη, από την πονηρή αυτοπεποίθηση που έβλεπα στα μάτια του, πως ήταν απολύτως βέβαιος για τον εαυτό του, αναφο ρικά με τις φαντασιώσεις μου. Την παραμονή πριν από το μεγάλο γεγονός, με ανάγκασε να του υποσχεθώ να μην αυνανιστώ και να μην επιχειρήσω να τον δω εκείνη τη νύχτα. Το μόνο που μου επιτρεπόταν να κάνω, ήταν να ονειρευτώ. Να ονειρευτώ το σώμα που θα ήταν δι κό μου μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν τον είχα δει γυμνό ακόμα και τον φανταζόμουν σε όλο του το μεγαλείο, προσπαθώντας όμως να μην τον εξιδανικεύσω. Ήταν λίγο αδύνατος και με περνούσε ένα κεφάλι στο ύψος. Όταν φορούσε το βελούδινο σακάκι του με τα μπαλώματα στα μανίκια, κι εκεί να τα μικρά στρογγυλά γυαλιά μυωπίας, έμοιαζε με φοιτητή. Θα τα φορούσε και στο κρεβάτι; Όχι, σίγουρα όχι. Τα πόδια του ήταν γυμνασμένα; Θα ήταν τριχωτός; Οι ώμοι του ήταν φαρδείς, απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω. Είχε αρκετά λεπτή μέση, λεπτά ισχία και καθόλου πλαδαρή σάρκα. Όσο για το όργανό του, δεν με άφησε ούτε να το πλησιάσω. Κρίνοντας όμως απ’ αυτό που είχα νιώ σει πάνω στο στομάχι μου όταν κολλούσα πάνω του, σίγουρα ανταποκρινόταν... Ήμουν ταραγμένη και σε τρομερή υπερδιέγερ ση. Κι αν δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες μου; Του είχα εξηγήσει πως οι φαντασιώσεις μου
~
97 ~
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ αν οτ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
ήταν λιγάκι πιο πικάντικες από τις φαντασιώσεις της μέσης γυναίκας -τουλάχιστον έτσι μου άρεσε να σκέφ τομαι-αλλά δεν είχα κάνει σαφέστερη εκείνη τη δήλωσή μου. Η άποψή μου σχετικά με το «πικάντικο» ήταν ότι προτιμώ κι άλλα μέρη για να κάνω έρωτα, εκτός από την κρεβατοκάμαρα, πράγ μα που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία ή το θάρρος να δοκιμάσω. Γοητευόμουν πάντα με την ιδέα να απο πλανήσω όσο περισσότερους άντρες μπορούσα, αφού πρώτα σιγουρευόμουν φυσικά πως δεν θα ήταν σε θέση να με αναγνωρίσουν. Τα όργια δεν μου λένε τίποτα, γιατί δεν έχω καμία επιθυμία να βλάψω τη φήμη μου. Ονειρευόμουν συχνά να αφή σω ελεύθερο τον αισθησιασμό μου να εκφραστεί, όχι όμως μπροστά σε ανθρώπους που γνωρίζω ή που θα μπορούσα να συναντήσω στο δρόμο! Ήταν μια πλευρά του χαρακτήρα μου, που ήξε ρα πως ποτέ δεν θα μπορούσα να εκφράσω, και το «καλό κορίτσι» μέσα μου χαιρόταν πολύ γι’ αυτό. Πιστεύω ότι πολλές γυναίκες ονειρεύονται να εί ναι επιθυμητές από στρατιές ολόκληρες ανδρών, ονειρεύονται να τους κάνουν να ξετρελαίνονται να πέσουν στο κρεβάτι μαζί τους, να τους κάνουν σκλάβους τους... Απ’ την άλλη, πιστεύω πως αυτές οι γυναίκες δεν εκτιμούν καθόλου ό,τι σχετίζεται με πορνό, που θα τις βοηθούσε να φαντασιωθούν ό ,τι ονειρεύονται... Είχα εκτοξεύσει μερικούς υπαινιγμούς στον
Η ανάσα του πλήθους
Ντάνιελ γ ι’ αυτές τις απόκρυφες φαντασιώσεις μου. Μου δήλωσε πως η σεμνότητά του,γοητευτι κή, αλλά πολλές φορές απογοητευτική, θα τον απέτρεπε ακόμα και να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Το να νιώθεις επιθυμητός είναι κάτι σπουδαίο, αλλά μπροστά στον κόσμο... Ούτε γι’ αστείο! Απ’ αυτό κατάλαβα πως οι δικές του φαντασιώσεις ήταν μάλλον συνηθισμένες. Φαντασιωνόταν πως τον αποπλανούσαν δύο θεές αμαζόνες, δίδυμες, φαντασιωνόταν ένα ερωτικό τρίο. Του απάντησα πως το σενάριό του δεν ήταν και τόσο δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να συμμετέχω εγώ, αφού δεν έχω δίδυμη αδελφή... Ονειρευόταν επίσης να παρακολουθεί αυτές τις δύο γυναίκες να κάνουν έρωτα. Με ρώτησε μάλι στα αν με είχε διεγείρει ποτέ γυναίκα. Όταν του απάντησα αρνητικά, έδειξε απογοήτευση. Δική του ιδέα ήταν να ετοιμάσει κάτι ιδιαίτερο για μέ να. Εγώ δεν του είχα υποσχεθεί τίποτα πέρα από το συνηθισμένο... Κι όμως, εκείνη τη στιγμή ένιωθα έτοιμη να έρ θει σπίτι μου όποια ώρα της ημέρας ήθελε, για να μπορέσω να σχίσω όλα του τα ρούχα και να κάνω έρωτα μαζί του, με όλους τους τρόπους. Στο κρε βάτι μου,στον καναπέ,στο πάτωμα... δεν με ένοιαζε. Είχα ανάψει τόσο πολύ, ώστε δεν μπορούσα να μείνω ακίνητη! Πλησίαζαν μεσάνυχτα, παραμονή της μεγάλης
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Ποτ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
ημέρας, όταν το απαιτητικό κουδούνισμα του τη λεφώνου διέκοψε τις σκέψεις μου. Ήταν ο Ντά νιελ. «Τι κάνεις;» «Ανυπομονώ». «Δεν με εμπιστεύεσαι;» «Ναι, αλλά είμαι λιγάκι νευρική». «Νευρική; Για ποιό λόγο;» «Ίσως να πρέπει να περιμένουμε λιγάκι ακόμα. Να γνωρίσει καλύτερα ο ένας τον άλλο... Κι αν κάτι δεν πάει καλά; Κι αν απογοητευθούμε και οι δυο; Ντάνιελ, δεν χρειάζεται να ζήσω μια από τις φαντασιώσεις μου για να σε επιθυμήσω. Αυτό που νιώθω για σένα είναι πιο βαθύ. Εκτιμώ όλα αυτά που θέλεις να κάνεις για μένα, αλλά τι θα γίνει αν είναι λάθος;» «Πάψε να ανησυχείς. Ξέρεις κάτι; Είμαι σίγου ρος πως θέλω να ζήσω μαζί σου, ανεξάρτητα από το πόσο καλά θα πάει η πρώτη μας νύχτα μαζί. Ε ί ναι τόσα πολλά αυτά που περιμένουν να τα ανακαλύψουμε. Πες μου όμως, πώς και φοβήθηκες έτσι ξαφνικά;» «Απλώς νιώθω νευρική και περίεργη. Αυτό εί ναι όλο. Δεν έχω ιδέα τι ετοιμάζεις... Σε θέλω, Ντάνιελ. Εδώ και τώρα, στο κρεβάτι μου! Δεν αντέχω να περιμένω άλλο! Θέλω να με κλείσεις στην αγκαλιά σου τώρα! Θέλω να νιώσω το κορμί σου πάνω στο δικό μου. Να σε φιλήσω παντού!»
Η ανάσα του πλήθους
«Σταμάτα! Με κάνεις κι ερεθίζομαι... Τι κάνεις τώ ρα;» «Είμαι στο σαλόνι. Έβλεπα τηλεόραση για να μη σε σκέφτομαι». «Ξεντϋσου!» « Τ ι; Γιατί; Αστειεύεσαι;» «Όχι. Ξεντύσου. Φοράς μπλούζα;» «Ναι» «Ωραία. Άρχισε να ξεκουμπώνεις το πρώτο κουμπί και μετά αργά-αργά τα υπόλοιπα. Φαντά σου πως σε ξεκουμπώνω εγώ...» Πού είχε πάει η σεμνότητά του, αυτή που τον παρέλυε; Ίσως η απόσταση που δημιουργούσε το τηλέφωνο, να του χάριζε την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν! Άρχισα να ξεκουμπώνω αργά-αργά τα κουμπιά της μπλούζας μου. Φαντάστηκα μπροστά μου τον Ντάνιελ... Τα έντονα μπλε μάτια του συνάντησαν τα δικά μου, μετά με φίλησε τρυφερά και γλίστρη σε τα χέρια του στο δαντελωτό σουτιέν μου. Ανα τρίχιασα ολόκληρη. «Τελείωσες; Φοράς φούστα;» «Ναι». «Και καλσόν;» «Ναι». «Πιάσε το μηρό σου. Γλίστρησε το χέρι σου σε όλο το πόδι σου και μετά κάτω από τη φούστα σου. Πες πως είναι το δικό μου. Χώσ’ το μέσα από
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
το καλσόν σου και γρατσούνισε απαλά το δέρμα μέσα από το καλσόν». Έκανα ακριβώς ό,τι μου είπε. Έκλεισα τα μά τια μου. Είχα την αίσθηση ότι με αγκάλιαζε στορ γικά. Ένιωθα τη ζεστασιά του. Αισθανόμουν το χέρι του να ξεκουμπώνει τη φούστα μου και μετά να τη ρίχνει στο πάτωμα. Κάθησα στον καναπέ, σχεδόν γυμνή, με το τηλέφωνο ανάμεσα στο π ι γούνι και τον ώμο μου, περιμένοντας την επόμενη κίνηση. «Αντριάνα, με ακούς;» « Σ ε... σε ακούω... Απλώς έβγαλα τη φούστα μου. Δεν φοράω τίποτα, εκτός απ’ το καλσόν, το σουτιέν και το μικροσκοπικό μου κιλοτάκι, που έχει γίνει μούσκεμα...» «Περίμενε. Βγάζω κι εγώ το σλιπ μου... Έχω ερεθιστεί τόσο πολύ... Έχω γίνει τεράστιος! Είμαι έτοιμος για σένα. Βγάλε το σουτιέν σου και χάιδεψε τις θηλές σου. Θέλω να σκληρύνουν και να φου σκώσουν, σαν να τις αγγίζουν τα δάχτυλά μου. Έλα, προχώρα». Δεν χρειαζόταν να χαϊδέψω τις θηλές μου. Ήταν ήδη σκληρές, είχαν κιόλας φουσκώσει. Πετάγονταν προκλητικά προς τα επάνω, αφόρητα ερεθισμένη προσφορά... «Τις βλέπω, Αντριάνα. Τις νιώθω στο στόμα μου... τις πιπιλάω. Είναι φανταστικές! Τράβηξε λίγο το κιλοτάκι σου και δείξε μου τι ονειρευόμουν
Η ανά σα του πλήθ ους
τόσο καιρό. Άνοιξε τα τριχωτά χειλάκια σου... Φαντάσου να τα γλείφει η γλώσσα μου... και μετά να χάνεται μέσα σου». «Ντάνιελ, έχω ανάψει! Σε θέλω! Κλείσε το τη λέφωνο κι έλα ’δω. Είμαι μούσκεμα. Ζεματάω απ’ τον πόθο! Δεν μπορώ να σταματήσω τα δάχτυλά μου... Με χαϊδεύουν σαν τρελά εκεί κάτω... Θα τα αφήσω να με ανακουφίσουν όσο να ’ρθεις...» «Όχι Αντριάνα. Μου το υποσχέθηκες! Αυτό εί ναι μέρος του παιχνιδιού. Μπορείς να ντυθείς τώ ρα. Ήθελα μόνο να δω αν είσαι έτοιμη. Πήγαινε να κοιμηθείς και σου υπόσχομαι πως δεν θα μετανιώσεις που περίμενες». «Ντάνιελ, αστειεύεσαι; Το ξέρω πως το υποσχέθηκα, αλλά δεν έχει γούστο». « Έ λ α , σε παρακαλώ. Κάν’ το για χάρη μου. Έτσι θα περάσουμε πολύ καλύτερα αύριο. Όνειρα γλυκά!» Έκλεισε το τηλέφωνο. Είχα λαχανιάσει, ο λαι μός μου ήταν ξερός και το αιδοίο μου μούσκεμα. Περίμενε από μένα να σταματήσω! Προσπάθησα να σκεφτώ το γνωμικό που λέει πως η απουσία φουντώνει τον πόθο. Το έλεγα ξανά και ξανά, μέ χρι που στοόχειωσε μέσα μου, σαν ηλίθιο διαφημι στικό σποτάκι... Η μεγάλη μέρα ξημέρωσε επιτέλους... Ήμουν αναστατωμένη όλο το πρωί κι όλο το απόγευμα.
Ι στορί ε ς Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
Οι ώρες σέρνονταν. Οι δείκτες του ρολογιού με τρούσαν οδυνηρά τα λεπτά, μεγαλώνοντας την ανησυχία μου για το τι θα φορούσα εκείνη τη νύ χτα. Ανατρίχιαζα ολόκληρη όταν σκεφτόμουν τον Ντάνιελ. Το μόνο που μου είχε πει εκείνο το πρωί, όταν κανόνιζε τη συνάντησή μας για το αποψινό βράδυ,ήταν ότι ήθελε να φορέσω τα πιο σέξι εσώ ρουχά μου. Το τι θα φορούσα πάνω από τα εσώ ρουχα, δεν είχε σημασία, μια και δεν θα τα φορού σα για πολύ! Όταν γύρισα σπίτι, αποφάσισα να φορέσω ένα γοητευτικό δαντελένιο φόρεμα,που κολάκευε πο λύ το στήθος μου. Έμοιαζε περισσότερο με κορσέ, έτσι κολλητό που μου ερχόταν. Ήταν φτιαγμένο από μαύρο σατέν, κεντημένο με μικροσκοπικά μαργαριτάρια, με μπανέλες στο στήθος, που συ γκρατούσαν τα πλούσια, σφιχτά στήθη μου. Με έδειχνε πιο αδύνατη... Είχε κι ένα σχίσιμο που έφτανε μέχρι ψηλά στο μηρό. Δεν ήταν καθόλου άσχημο... Το μαύρο καλσόν ταίριαζε με τις ψηλές μου μπότες, που μπορεί να μην είχαν τόσο ψηλό τακούνι, χάριζαν όμως στο κορμί μου μια αίσθηση πρόκλησης. Ολόκληρο το σύνολο ήταν κάτι περισ σότερο από ικανοποιητικό. Το μπαρ που είχε διαλέξει για να συναντηθούμε ήταν μικρό και μοντέρνο, στο κέντρο της πόλης. Θα προτιμούσα κάτι πιο ρομαντικό, αλλά εκείνος ήταν ο οργανωτής της βραδιάς...
Η α νά σα του πλήθους
Ήρθε ακριβώς στην ώρα του, ντυμένος με ένα υπέροχο κρεμ κοστούμι. Μύρισα την αγαπημένη μου κολόνια, καθώς έσκυψε το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του και με φίλησε παθιασμένα. «Είσαι φανταστική!» «Περίμενω να δεις τι κρύβεται από κάτω...» «Θέλεις άλλο ένα ποτό;» «Θα το χρειαστώ;» «Εξαρτάται από το πώς νιώθεις...» «Εγώ ή το κορμί μου;» «Και τα δυο σας...» «Κανένα πρόβλημα!» Μπήκαμε σε ένα ταξί. Τα μάτια του Ντάνιελ λαμπύριζαν. Έδωσε τη διεύθυνση στον οδηγό, με αγκάλιασε και με φίλησε με πάθος. Όταν πρόσεξε το καλσόν και τις μπότες μου, μεμιάς του κόπηκε η ανάσα. «Ακολούθησες πιστά τις οδηγίες μου... Θεούλη μου, πόσο πολύ σε θέλω!» Ένιωσα το χέρι του κάτω απ’ το φόρεμά μου. Το λεπτό δαντελένιο κιλοτάκι, που φυλάκιζε το ερεθισμένο, ανυπόμονο αιδοίο μου, έγινε ξαφνικά ενοχλητικό εμπόδιο ανάμεσά μας. Το πέος του άρ χισε να σκληραίνει κάτω από τα επιδέξια δάχτυλά μου και ενθουσιάστηκα που το ένιωσα ακμαίο και πεινασμένο... Τρεμούλιασα καθώς γλίστρησε το δάχτυλό του ανάμεσα στους μηρούς μου. «Θα το κάνουμε εδώ ή θα πάμε κάπου αλλού;»
Ι στορί ε ς Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
«Σε λίγο, φτάνουμε». Το ήλπιζα! Αν συνεχίζαμε έτσι, ο οδηγός δεν θα χαιρόταν καθόλου με το μεγάλο υγρό λεκέ που θα έβρισκε αργότερα στο πίσω κάθισμα. Περνούσαμε τώρα μια περιοχή άγνωστη σε μένα. Ήταν η πε ριοχή με τα «κόκκινα φώτα» της πόλης. Οι πόρνες κυκλοφορούσαν στα πεζοδρόμια. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μπαρ και πορνοθεάματα, με λαμπερές π ι νακίδες. Άρχισα να ανησυχώ, αλλά ο Ντάνιελ με καθησύχασε. «Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε πάω σε τέτοια μέρη, ούτε μίσθωσα τις υπηρεσίες κάποιου “ επαγγελματία” για το βράδυ». «Πάλι καλά!» Φτάσαμε σ’ ένα μικρό, κακοφωτισμένο στενό. «Πού στο καλό μάς πάει το ταξί;» αναρωτήθηκα. Βρισκόμασταν μακριά από τον κεντρικό δρόμο, μακριά από τα μπαρ και τις πόρνες. Το αυτοκίνη το σταμάτησε επιτέλους μπροστά σε μια πόρτα με την επιγραφή «Μόνο με ραντεβού». Ο Ντάνιελ πλήρωσε τον οδηγό και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Ανοίξαμε την πόρτα, που οδη γούσε σ’ ένα μεγάλο διάδρομο, με καθρέφτες που έπιαναν όλο τον τοίχο. Δεν συναντήσαμε ψυχή. Στον τοίχο μπροστά μας, κρέμονταν μάσκες καρ ναβαλιού, σε κάθε σχήμα,χρώμα και μορφή. Σχη μάτιζαν ένα κυκλικό σχέδιο γύρω από μια άλλη κλειστή πόρτα. Μερικές μάσκες ήταν δαντελένιες,
Η ανά σα του πλ ήθους
άλλες πιο απλές. Ήταν σχεδιασμένες να καλύ πτουν ολόκληρο το πρόσωπο , εκτός από το στόμα και το πιγούνι. Ο Ντάνιελ χαμογέλασε και μου ζήτησε να δια λέξω δύο μάσκες. Το έκανα και μετά φόρεσε απα λά τη μία στο πρόσωπό μου και την άλλη στο δικό του. Άνοιξε τη δεύτερη πόρτα και με οδήγησε σ’ ένα γραφείο που θα μπορούσε να είναι η ρεσεψιόν οποιουδήποτε ξενοδοχείου της πόλης. Ο διευθυ ντής του ξενοδοχείου - αν επρόκειτο για ξενοδο χείο-μ α ς υποδέχτηκε καπνίζοντας, με ευγενικό νεύμα και διακριτικό χαμόγελο. «Τα ονόματά σας, παρακαλώ;» «Τζον και Μαίρη». «Ακολουθήστε με». Τζον και Μαίρη; Άλλο πάλι τούτο! Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι καθώς η περιέργειά μου είχε φτά σει στο κατακόρυφο. Κι αυτές οι μάσκες; Χ μ ... Το στόμα μου είχε στεγνώσει από την αμηχανία. Ο «ξενοδόχος» μάς οδήγησε σ’ ένα μακρύ διάδρομο, διακοσμημένο με χρωματιστούς καμβάδες. Ξενο δοχείο ήταν αυτό; Εστιατόριο; Δεν μπορούσα να καταλάβω ... Τελικά, φτάσαμε σ’ ένα μεγάλο, στρογγυλό δωμάτιο, άπλετα φωτισμένο. Γυάλινα χωρίσματα ήταν αυτά που κάλυπταν τους τοίχους, ή καθρέφτες; Οι φιγούρες μας αντανακλούσαν κα θώς περπατούσαμε, φαίνονταν όμως πολύ σκοτει νές για να είναι καθρέφτες. Άλλωστε, δεν υπήρχε
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ
ο κκινίζεις
κανένα εξωτερικό φιλτράρισμα, κι έτσι υπέθεσα πως δεν ήταν γυαλί... Κοιτάζαμε εντυπωσιασμέ νοι γύρω μας, ενώ αυτός που μας είχε συνοδεύσει, εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο κρεβάτι, στρογγυ λό σαν το δωμάτιο, κι έμοιαζε με μεγάλο σοφρά, έτσι χαμηλό που ήταν. Υπήρχαν επίσης μεγάλες, άνετες πολυθρόνες, με την πλάτη γυρισμένη στους «καθρέφτες». Ο Ντάνιελ έδειχνε τόσο έκπληκτος όσο κι εγώ. «Είναι ακριβώς όπως που το περιέγραψαν. Λ ι γάκι καλύτερο » , είπε. «Είναι τόσο παράξενο... Σε ξενοδοχείο είμα στε ;» «Κάτι τέτοιο, με κάποιες διαφορές...» «Έλα κοντά μου». Επιτέλους... Ρίχτηκα στην αγκαλιά του και φι ληθήκαμε τόσο παθιασμένα όσο και στο ταξί - αν όχι περισσότερο... Άρχισε να ψάχνει το γρηγορό τερο τρόπο να απαλλαγεί από το φόρεμά μου, όταν ξαφνικά τα φώτα χαμήλωσαν στο δωμάτιο. Κοίταξα τα «γυάλινα» χωρίσματα και τότε κατά λαβα πως αυτά που θεώρησα στην αρχή καθρέ φτες, ήταν κανονικά παράθυρα. Αυτά τα παράθυ ρα όμως δεν έβλεπαν έξω. Σε καμία περίπτωση! Αυτό το στρογγυλό δωμάτιο στην πραγματικότη τα ήταν η κεντρική σκηνή αμφιθεάτρου. Έβλεπα πολλούς θεατές, καμιά τριανταριά, που φορούσαν
Η α ν ά σ α του πλήθ ους
μάσκες και ήταν αραδιασμένοι στα δύο επίπεδα του αμφιθεάτρου. Κάτι σκιερές φιγούρες, αλλά
ήμουν βέβαιη πως ήταν πολλοί. Μερικοί ήταν μό νοι, κι άλλοι ζευγάρια, όλοι τους όμως προφανώς ήταν διατεθειμένοι να παρακολουθήσουν τις τρέ λες μας. Τα φώτα άναψαν πάλι, κι έτσι δεν μπόρε σα να δω καλά το κοινό μας. Είχα όμως την εντύ πωση ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς, εκτός από τα ζευγάρια,ήταν άντρες. Κάθονταν ήρεμοι,περι μένοντας να αρχίσει η «παράσταση». Θα έλεγα ότι ο Ντάνιελ προσπαθούσε να κατα λάβει τις αντιδράσεις μου κάτω από τη μάσκα του. Φαινόταν ξαφνικά λιγότερο σίγουρος για τον εαυτό του. Έπρεπε να τον διαβεβαιώσω πως αυτή η σκηνή, αυτό το ντεκόρ, ήταν τέλειο, απίστευτα διεγερτικό... Άρπαξα το χέρι του, το φίλησα τρυ φερά και το οδήγησα κάτω απ’ το φόρεμά μου, για να μπορεί να νιώσει την επίδραση που είχε όλο αυ τό το σκηνικό επάνω μου. Ύστερα έκανα πίσω, έβγαλα αργά το φόρεμά μου, χαρίζοντάς του το πιο καυτό μου χαμόγελο, για να καταλάβει πόσο πολύ είχε πετύχει την υλοποίηση της φαντασίωσής μου, πόσο πολύ είχε εκπληρώσει και τα πιο ανεί πωτα όνειρά μου... Βημάτισα αργά γύρω από το κρεβάτι,για να σιγουρευτώ ότι κάθε θεατής έβλε πε άνετα αυτό που έκρυβα κάτω από το φόρεμά μου. Γευόμουν φιλήδονα την προκλητικότητά μου, ολόκληρο τον αισθησιασμό της κυριαρχίας μου...
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ ανοϊν Να Κ
οκκινίζεις
Ήμουν ακόμα συγκλονισμένη, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθα κορεσμένη. Δεν μπορούσα ακόμα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, ήμουν όμως έτοιμη να γευθώ κάθε φάση του θριάμβου μου, όσο περισσότερο μπορούσα. Πλησίασα τον Ντά νιελ και τον αγκαλίασα με όλο το πάθος που α ι σθανόμουν μέσα μου. Γλίστρησα το μηρό μου ανά μεσα στα πόδια του, για να ευχαριστηθώ την αί σθηση της απολαυστικής του διέγερσης. Άρχισα να ξεκουμπώνω το πουκάμισό του, κι έπειτα, μ’ ένα πειραχτικό, κάπως θριαμβικό χαμόγελο, άρχι σα να του βγάζω όλα του τα ρούχα. Μετά, του εί πα να μείνει ακίνητος κι ασάλευτος και ξάπλωσα μόνη μου στο κρεβάτι. «Και τώρα, θα συνεχίσω αυτό που μ’ ανάγκασες να σταματήσω χθες το βράδυ, κακό αγόρι...» Τα ’χασα, αλλά ενθουσιάστηκα ταυτόχρονα όταν κατάλαβα πως το δωμάτιο άρχισε να περι στρέφεται πολύ αργά για να μπορεί κάθε θεατής να βλέπει το θέαμα απ’ όλες τις γωνίες. Τεντώθη κα σαν γάτα στο κρεβάτι, ανοίγοντας όσο μπορού σα πιο πολύ τα πόδια μου με τις μακριές, δερμά τινες μπότες. Τουλάχιστον πενήντα ζευγάρια μά τια παρακολουθούσαν κάθε μου κίνηση. Τουλάχι στον είκοσι ανδρικά όργανα τεντώνονταν στην προοπτική αυτού που επρόκειτο να κάνω. Η σκέ ψη και μόνο, έκανε το αιδοίο μου να ανοίξει διά πλατα και να ραντίσει με τους χυμούς του τα ροζ
Η α ν ά σ α του πλήθους
μεταξω τά σεντόνια. Έβγαλα το σουτιέν μου κι
άφησα ελεύθερο το στήθος μου να αναπνεύσει και να φουσκώσει με καμάρι. Το χάιδεψα λίγο και με τά κατέβασα και τα δυο μου χέρια ανάμεσα στα πόδια μου... Με το ένα χέρι χώρισα τα υγρά χείλη του αιδοίου μου, για να μπορέσει το δάχτυλο του άλλου μου χεριού να χαϊδέψει εκείνο το μικρούλι κομματάκι σάρκας που μπορεί να με κάνει να έρ θω αμέσως, αν το επιθυμώ... Ο Ντάνιελ μου έδινε την ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι που νόμιζα πως μονάχα να ονειρευτώ μπο ρούσα. Ένιωθα η ίδια η θεά της επιθυμίας, αλλά και η πιο πρόστυχη πόρνη... Φαντάστηκα όλους αυτούς τους άντρες εκεί έξω, που ανάσαιναν βα ριά μ’ αυτό που έκανα. Φαντασιώθηκα τα ζευγά ρια να χαϊδεύονται και να κάνουν έρωτα πίσω από εκείνα τα παράθυρα, διεγερμένα από τη θέα του κορμιού μου, που φλεγόταν από την επιθυμία. Ένιωσα ακαταμάχητη! Ο Ντάνιελ πλησίασε και γονάτισε στα πόδια του κρεβατιού, χώνοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στους καυτούς μηρούς μου. Άρχισε να με γλείφει. Με έλουσε με σάλιο, με διαπέρασε με τη γλώσσα και τα δάχτυλά του. Δεν ήμουν πια σε θέση να πω από που έτρεχαν τα υγρά... Το μόνο που αισθανό μουν ήταν ο έντονος οργασμός μου, που θα.απε λευθερωνόταν από λεπτό σε λεπτό. Ο Ντάνιελ μ’ έφερε στο χείλος του οργασμού και μετά σηκώθη
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ
ο κκινίζεις
κε απότομα όρθιος. Προχώρησε ως το κεφαλάρι του κρεβατιού κι έπιασε και τους δύο καρπούς μου, ακινητοποιώντας τους πάνω από το κεφάλι μου με το ένα του χέρι,για να μην μπορώ να χαρί σω στον εαυτό μου τον οργασμό που τόσο α π ε γνωσμένα επιζητούσα. Με το ελεύθερο χέρι του, άρχισε να χαϊδεύει το λαιμό μου... Φίλησε τους ώμους και τα στήθη μου με απέρα ντη τρυφερότητα. Το δέρμα μου έτσουζε, σαν να το διαπερνούσαν ένα εκατομμύριο ανεπαίσθητα ηλεκτροσόκ, ίδιοι σπινθήρες ευχαρίστησης. Μετά, άρχισε να με χαϊδεύει πιο άγρια με τις άκρες των δακτύλων του. Ανακουφίστηκα όταν τελικά έσκυ ψε πάλι πάνω μου και συνέχισε αυτό που είχε αφήσει στη μέση, ξέροντας πολύ καλά πως ήμουν έτοιμη να εκραγώ από λεπτό σε λεπό. Δεν ήθελε κατά τα φαινόμενα να στερήσει από κανένα θεατή την οπτική απόλαυση. Ένιωσα καυτά κύματα να κυλούν σε ολόκληρο το κορμί μου. Η ανατριχίλα έφτανε ως το στόμα μόυ. Η κοιλιά μου συσπάστηκε,το κορμί μου σπαρταρούσε ενάντια στη θέλησή μου, και τότε, ανάμεσα σε όλα, ο Ντάνιελ μπήκε τελικά μέσα μου. Σήκωσε τα πόδια μου ως τους ώμους του και με οδήγησε σε παροξυσμό. Έπειτα με γύρισε ανάπο δα, με τράβηξε ως την άκρη του κρεβατιού και στάθηκε πίσω μου. «Είσαι εντάξει;»
Η α ν ά σ α του πλήθο υς
«Αχ, Ντάνιελ, είναι απίστευτο! Πώς το ήξερες;» «Κάποτε θα σου το πω ...» Άρπαξε τα ισχία μου και με τράβηξε προς το μέρος του, μπαίνοντας μέσα μου όσο πιο βαθιά μπορούσε. Οδήγησε το ένα του χέρι κάτω από το σώμα μου και βρήκε την ερεθισμένη μου κλειτορί δα. Άρχισε να τη χαϊδεύει ξέφρενα κι ένιωσα να ξετρελαίνομαι για άλλη μια φορά. Τώρα πια, δεν έδινα την παραμικρή σημασία σ’ αυτούς που μας παρακολουθούσαν. Μια κι ήξερα όμως πως μας έβλεπαν, η ευχαρίστησή μου γινόταν όλο και πιο έντονη. Στην επιδίωξή μου να τους ευχαριστήσω κι εκείνους για την τιμή που μου έκαναν, αφιέρωσα κρυφά μια από τις ωθήσεις του Ντάνιελ σε έναν από τους ανώνυμους θαυμαστές μου. Ο Ντάνιελ ανατρίχιασε μέσα μου... Αισθανόταν τεράστιος. Με τράβηξε απότομα από τους γοφούς και χώθηκε ακόμα πιο βίαια μέσα μου, κάνοντάς μου έρωτα από όποια γωνία μπορούσε να ονειρευτεί... από μπρος, από πίσω, από κάτω, από πλάγια, διαγώ νια... Όταν τελικά με άφησε να ανεβώ επάνω του, χρησιμοποίησα όλες τις τεχνικές που ήξερα για να τον ικανοποιήσω. Καθισμένη επάνω του,χάιδευα την κλειτορίδα μου για να φτάσω στο αποκορύ φωμα. Κρατούσε ψηλά τα χέρια του για να στηρί ζομαι πάνω τους, καθώς ανεβοκατέβαινα αργά πάνω στο πέος του, σφίγγοντάς το γερά με το α ι δοίο μου. Επιτάχυνα την κίνηση. Την ώρα που του
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
έκανα έρωτα, του πρόσφερα όλο μου τον εαυτό. Τη γνώση μου, την αγάπη, την ευγνωμοσύνη, την τρυφερότητα που ένιωθα γι’ αυτόν. «Μωρό μου, αγάπη μ ο υ ...» φώναξα καθώς ανεβοκατέβαινα όλο και πιο ρυθμικά,μέχρι που φτάσαμε στο απο κορύφωμα και οι δυο μαζί, με τον Ντάνιελ να πέ φτει επάνω μου για να μου χαρίσει μερικές τελευ ταίες ωθήσεις... Ξαφνικά, το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ευλογημένο σκοτάδι! Όσο είχα εκτιμήσει το ντεκόρ που είχε στηθεί για λογαριασμό μας, άλλο τό σο εκτίμησα το σκοτάδι για εκείνες τις μοναδικές στιγμές που σηματοδοτούσαν το τέλος της πρώτης ερωτικής μας εμπειρίας. Μια από τις πιο έντονες φαντασιώσεις μου,είχε πραγματοποιηθεί κι ένιω θα λιγάκι σαν χαμένη. Ήμουν στ’ αλήθεια εγώ που παρουσίασα αυτό το σόου; Τώρα που είχε τελειώ σει, δεν μπορούσα να το φανταστώ, καθώς με κα τέκλυζαν αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Ο Ντάνιελ μου χάρισε κάτι που ονειρευόμουν, αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να το ξανακάνω. Όλη η εμπειρία ήταν τόσο έντονη,τόσο καυτή, που α ι σθανόμουν κάπως νευρική. Η αμφιβολία όμως δεν μπορούσε να αντικαταστήσει την ευφορία που ένιωθα... Εκείνη τη στιγμή ήμουν απόλυτα ευτυχι σμένη: ευχάριστα έκπληκτη, κορεσμένη, ερωτευ μένη και δεν ήθελα να μοιραστώ αυτή τη στιγμή με κανέναν άλλο εκτός από τον Ντάνιελ.
Η α ν ά σ α του πλήθους
Με αγκάλιασε κι άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Εκείνη τη στιγμή, ήμουν σίγουρη πως ήθελα αυτά τα χέρια να με αγκαλιάζουν για πολύ-πολύ καιρό... «Μπορούμε να αλλάξουμε θέσεις, αν θέλεις... Μπορούμε να πάμε πίσω απ’ το γυαλί...» «Όχι, όχι. Δεν είναι το ίδιο. Αχ, Ντάνιελ, ήταν... δεν ξέρω πώς να το εκφράσω. Ονειρευόμουν χρό νια κάτι τέτοιο. Όχι σε όλες του τις λεπτομέρειες, φυσικά, αλλά κάτι τέλειο σαν αυτό. Γιατί ,ήταν τέ λειο ! Είμαι τόσο ευτυχισμένη που είχα την ευκαι ρία να ζήσω αυτή τη φαντασίωσή μου έστω και μία φορά... Δυσκολεύτηκες να τα καταφέρεις;» «Καθόλου! Στην αρχή ένιωθα λίγο άβολα,για να πω την αλήθεια, αλλά μετά μου άρεσε... Ξ ε κουράσου λίγο στην αγκαλιά μου. Θα σε πάω ένα περίπατο. Σου έχω κι άλλη μια έκπληξη. Και μια και το ’φερε η κουβέντα, θα ήθελες να περάσεις το βράδυ μαζί μου;» «Θέλει ρώτημα;» Μείναμε εκεί αγκαλιασμένοι, βαθιά ικανοποιη μένοι και οι δυο μας. Ξαφνικά, ένιωσα την ακατα νίκητη επιθυμία να γυρίσω σπίτι. Δεν θα περνού σαμε τη νύχτα εδώ, γ ι’ αυτό δεν υπήρχε κανένας λόγος να μείνουμε κι άλλο -χώ ρια που μου είχε υποσχεθεί κι άλλη έκπληξη... Ακολούθησα τον Ντάνιελ σ’ ένα διπλανό δωμά τιο, όπου ντυθήκαμε. Με παρακάλεσε να μη βγά
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
λω τη μάσκα και δεν μπόρεσα να του αρνηθώ. «Πού το ανακάλυψες αυτό το μέρος; Ποιός το σκέφτηκε;» «Αυτό αποτελεί μέρος της έκπληξης που σου εί πα. Είσαι έτοιμη για τη βόλτα;» «Ναι, αλλά να μην αργήσουμε να πάμε σπίτι σου, εντάξει;» «Σύμφωνοι. Δεν θα αργήσουμε. Σου το υπό σχομαι». Με οδήγησε σε έναν άλλο διάδρομο και μετά ανεβήκαμε κάτι σκάλες. Βρεθήκαμε σ’ ένα στρογ γυλό διάδρομο, διάσπαρτο με πόρτες. Έβγαζαν στο αμφιθέατρο που στέγαζε τους θεατές. «Ντάνιελ, δεν έχω καμία διάθεση να παρακο λουθήσω άλλο ζευγάρι!» «Σσστ... Ακολούθησέ με!» Άνοιξε μία από τις πόρτες και προτού προλάβω να πω οτιδήποτε, άναψε ένα διακόπτη και ο χώρος πλημμύρησε φως. Ένας άντρας και μια γυναίκα, και οι δύο με μάσκες, στέκονταν αγκαλιασμένοι μέσα. Κούκλες... Προχωρήσαμε σε ένα άλλο μικρό δωμάτιο και ο Ντάνιελ επανέλαβε την ίδια διαδικασία. Εδώ βρή καμε δύο κούκλες ντυμένες με επίσημη βραδινή ενδυμασία,γάντια και μάσκες... «Αυτός ο χώρος ανήκει σε ένα φίλο μου, που εί ναι σχεδιαστής μόδας. Τον χρησιμοποιεί για να
Η αν ά σα του πλήθους
παρουσιάζει στους πελάτες του τις νέες συλλογές του. Έ τσι, δεν χρειάζεται να πληρώνει μανεκέν. Απογοητεύθηκες;» Χρειάστηκε να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια για να μην ξεσπάσω σε υστερικά γέλια. Ξεροκα τάπια αρκετές φορές και μετά είπα: «Νομίζω πως πετύχαμε απόλυτα να κάνουμε αυτή τη βραδιά αξέχαστη!»
117
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
Ντριννν! Ντριννν!
Η Μισέλ ξύπνησε από το βαθύ ύπνο της με το επίμονο κουδούνισμα της πόρτας. Ήταν μόνο οχτώμισι. Και ήταν η πρώτη μέρα που είχε επιτρέ ψει στον εαυτό της να χαλαρώσει, εδώ και τρεις εβδομάδες. Μια κι ο άντρας της έλειπε σε περιο δεία μακριά από την πόλη, μπορούσε να ξυπνήσει όποια ώρα ήθελε. Ντριννν! Ντριννν!
Το κουδούνισμα ήταν εξωφρενικά ενοχλητικό. «Γιατί δεν εννοούν να μ’ αφήσουν ήσυχη μια μέ ρα!» φώναξε. Είχε άσχημη διάθεση και η μέρα ήταν μόλις στο ξεκίνημά της. Καθώς δεν είχε άλλη επιλογή, αναγκάστηκε να σηκωθεί, αναστενάζο ντας με δυσαρέσκεια. Φόρεσε το μπουρνούζι της,βγήκε από το δωμά τιο και κατέβηκε τη σκάλα γκρινιάζοντας. Από τη θυρίδα της πόρτας είδε ένα τεράστιο μπουκέτο με άσπρους κρίνους, που έκρυβαν σχεδόν το κεφάλι του άντρα που τους έφερνε. «Ποιός είναι;»
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
Άνοιξε την πόρτα. «Η κυρία Μπλέικ;» «Ναι». «Αυτό είναι δικό σας. Καλή σας μέρα!» Τα λουλούδια ήταν υπέροχα, αλλά η φίρμα του ανθοπωλείου δεν ήταν γραμμένη πουθενά. Η Μισέλ σήκωσε τους ώμους της και σκέφτηκε πως η παράλειψη ήταν περίεργη... Ξαφνικά, είδε ένα φάκελο κολλημένο στο διάφανο περιτύλιγμα και κατάλαβε τι περιείχε, προτού καν το ανοίξει: μία από εκείνες τις γλυκανάλατες μικρές κάρτες, ζω γραφισμένες με λουλούδια, κορδελίτσες και που λάκια. Ήταν έτοιμη να βάλει στοίχημα πως η κάρ τα αυτή περιείχε ένα κοινότοπο μηνυματάκι χωρίς έμπνευση, κακογραμμένο από κάποιον υπάλληλο: « Σ ’ αγαπώ, Μάρτιν». Παραμέρισε τις κακές της σκέψεις κι ένιωσε χαρά που της έστειλε το μπου κέτο , μαζί με κάποια περιέργεια, φυσικά. Άλλη μία προσπάθεια του άντρα της να συμφι λιωθούν... Μια πεζή και προβλέψιμη προσπάθεια, που δεν θα έλυνε βέβαια τα προβλήματά τους, ωστόσο όμως ήταν μια προσπάθεια. Θα εκτιμούσε περισσότερο μια πιο ειλικρινή προσέγγιση, αλλά αυτή η χειρονομία ταίριαζε απόλυτα στον άντρα που είχε παντρευτεί και ήλπιζε πως με τα χρόνια θα άλλαζε. Θυμήθηκε κάποιο παλιό αστείο που εί χε ακούσει κάποτε: «Το βασικό πρόβλημα του γ ά μου είναι πως η γυναίκα παντρεύεται με την ελπί
Χειμ ωνιάτικη φαντασίωση
δα ότι ο άντρας της θα α λλά ξει , ενώ ο άντρας πα ντρεύεται με την ελπίδα πως η γυναίκα του δεν θα αλλάξει καθόλου!» Απέσπασε τελικά το φάκελο και τον άνοιξε. Η
κάρτα ήταν βέβαια μικρούλα, δεν είχε όμως ούτε ζωγραφιά ούτε έγραφε το προβλέψιμο « Σ ’ αγαπώ, Μάρτιν», αλλά κάτι άλλο, μικρό και αινιγματικό: «Σε παρακολουθώ εδώ και πολύν καιρό». Αυτό, όλο κι όλο. Καμιά υπογραφή, κανένα αρχικό, κα νένα « Σ ’ αγαπώ» ή «Συγχώρα με». «Τι σημαίνει αυτό;» αναρωτήθηκε. «Σε παρακολουθώ εδώ και πολύν καιρό»... Αυτό δεν ήταν το στιλ του Μάρτιν, το συνηθισμένο, σχεδόν απότομο ύφος του, ούτε ο πολύ «τακτικός» του γραφικός χαρακτήρας, κάτι που επιβεβαίωσε το συλλογισμό της πως το μήνυ μα υπαγορεύθηκε πιθανότατα από το τηλέφωνο. Γιατί όμως ξαφνικά το έπαιζε μυστήριος; Όλη αυτή η κατάσταση την έκανε να απορήσει και στάθηκε δίπλα στην πόρτα για αρκετό διάστη μα, λες κι έτσι θα ξεμπέρδευε το μυστήριο. Είχε ξυπνήσει εντελώς τώρα και δεν υπήρχε λόγος να ξαναπέσει στο κρεβάτι. Εγκατέλειψε θλιμμένα τα σχέδιά της για έναν καλό ύπνο και προτίμησε να κάνει ένα καυτό μπάνιο. Ακόμα και μέσα στην μπανιέρα με το αφρόλου τρο, σκεφτόταν τι έγραφε το σημείωμα. Όταν ο Μάρτιν έφυγε,την προηγουμένη, η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν αρκετά σκυθρωπή. Η ένταση
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Ποτ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
οκκινίζεις
που επικρατούσε ανάμεσά τους για πολλούς μή νες, είχε εκραγεί τελικά. Μάλωσαν. Και μάλιστα άσχημα. Για τί; Δεν ήταν και τόσο σίγουρη... Ο κα βγάς τους ήταν πιθανότατα το αποτέλεσμα συσσωρευμένων διαμαρτυριών που πρέπει να είχαν μαζευτεί εδώ και πολύν καιρό, αλλά τις είχαν κα ταπιέσει, τις είχαν καταπιεί,είχαν προσπαθήσει να τις ξεπεράσουν... Παντρεμένοι εδώ και πέντε χρό νια τώρα, είχαν και οι δύο τη σταδιοδρομία τους, που τους έτρωγε πολύ χρόνο, κι έτσι δεν είχε έρθει ακόμα παιδί. Τα πράγματα είχαν διατηρηθεί στα θερά μέχρι πρόσφατα. Η Μισέλ ξαφνικά συνειδη τοποίησε πως δεν θυμόταν ποιά ήταν η τελευταία φορά που είχαν κάνει έρωτα... Πρέπει να είχαν περάσει κοντά τρεις μήνες... Μία από εκείνες τις σχεδόν μηχανικές προσπάθειες, που τελείωναν πολύ γρήγορα, και από τις οποίες έλειπε φυσικά το πάθος. «Υποθέτω πως εγώ φταίω και γι’ αυτό!» φώνα ξε θυμωμένη. «Επειδή δουλεύω πολύ. Ο άντρας του σπιτιού, βέβαια, δεν φταίει καθόλου για το ότι δεν ικανοποιείται η γυναίκα του. Δουλεύει πολύ, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντικό να θυσιάζεται... Η δική μου η δουλειά δεν έχει καμία σημασία,έτσι; Το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να βρίσκω τη δύναμη να δουλεύω εξήντα ώρες την εβδομάδα, να λύνω όλα τα μικροπροβλήματα του σπιτιού και, φυσικά, να αναβιώνω τον έρωτα και το ζήλο του
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
βασιλιά μου. Υπάρχει τίποτα απλούστερο;» Εκείνο το πρωί, μερικές ημέρες πριν, είχε γίνει
μεγάλος τσακωμός. Της είπε ορθά-κοφτά πως δεν την άντεχε άλλο. Κι εκείνη του το ανταπέδωσε, λέ γοντας πως δεν μπορούσε να τη διεγείρει πια. Από τότε, ο Μάρτιν έφυγε από το σπίτι και δεν ξανά κουσε νέα του, μέχρι την άφιξη αυτού του πρωινού μπουκέτου. Οι λέξεις που χρησιμοποίησε στην κάρτα όμως... Ήταν άραγε η απόδειξη της επιθυ μίας του, κάτι που εκείνη δεν μπόρεσε να καταλά βει τόσον καιρό, για να μην ωθήσει τη σχέση τους στα άκρα; Ή έκανε μια χειρονομία για να καταρρίψει την κατηγορία της πως δεν την εκτιμούσε; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα, δεν έβγαζε κανένα νόημα. Ο άντρας της λάτρευε τη σαφήνεια και την ειλικρίνεια. Πολλές φορές ξεσπούσε λέγοντας: «Πες μου επιτέλους τι αισθάνεσαι, για να τελειώ νουμε!» «Γιατί λοιπόν», σκέφτηκε, «το παίζει έτσι μυ στήριος και αινιγματικός;» Είχε αρχίσει να προβληματίζεται. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως είχε πολύ πιο ελκυ στικούς τρόπους να περάσει το χρόνο της, από το να ανησυχεί για την πνευματική κατάσταση του Μάρτιν, αλλά δεν μπορούσε να εμποδίσει το μυα λό της να σκέφτεται... Πλησίαζε δέκα και μισή, και το μπάνιο δεν κατάφερε να τη χαλαρώσει. Άρχισε να περπατάει πέρα-δώθε, όπως το λιοντάρι στο
Ι σ τορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
κλουβί, για να νευριάσει χειρότερα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο... Ήταν ο Μάρτιν. Η φωνή του ήταν απαλή, σαν μουρμούρισμα. Ο Μάρτιν, που δεν δήλωνε σχεδόν ποτέ ξεκάθαρα το σκοπό της κλήσης του κι έπειτα έκλεινε απότομα το τηλέφωνο, μιλούσε ξαφνικά με έναν τρόπο που έδειχνε πως δεν ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. «Μισέλ, πρέπει να κουβεντιάσουμε». Πήρε βαθιά ανάσα, δίστασε για ένα δευτερόλε πτο , και μετά συνέχισε: «Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ... Σε χάνω. Δεν θέλω να σε χάσω. Φοβάμαι...» Σάστισε τόσο πολύ μ’ αυτή την απροσδόκητη συγκίνησή του, μ’ αυτή την αποδέσμευση των συ ναισθημάτων του, που όλη η εχθρότητα που είχε νιώσει γι’ αυτόν,διαλύθηκε στο λεπτό. Προσπάθη σε να μαλακώσει τον τόνο της φωνής της, όπως εί χε κάνει κι εκείνος. «Κι εγώ φοβάμαι, Μάρτιν. Τι συνέβη μεταξύ μας; Πες μου πότε σταματήσαμε να μιλάμε ο ένας στον άλλο, να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο; Πότε έγινε αυτή η αλλαγή;» «Θα προσπαθήσω να γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Εντάξει; Σήμερα είναι Τετάρτη και υποτί θεται πως πρέπει να γυρίσω την επόμενη Πέμπτη, αλλά θα κάνω ό ,τι μπορώ για να γυρίσω νωρίτερα. Δεν μπορώ να ζήσω άλλο έτσι - να αναρωτιέμαι
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
συνέχεια αν θα είσαι εκεί όταν θα γυρίσω...» «Φυσικά και θα είμαι εδώ. Απλώς θα πρέπει να βρούμε χρόνο να μιλήσουμε μέσα από την καρδιά μας». «Εντάξει. Σ’ αγαπώ και θα σου στείλω γράμμα. Να προσέχεις τον εαυτό σου. Μου το υπόσχεσαι;» «Σου το υπόσχομαι. Α! Παραλίγο να το ξεχά σω : σ’ ευχαριστώ!» «Μ’ ευχαριστείς; Για ποιό πράγμα;» «Ξέρεις... Τα πήρα σήμερα». «Δεν σε καταλαβαίνω...» «Έλα τώρα! Τα λουλούδια, φυσικά». «Ποιά λουλούδια; Εγώ δεν σου έστειλα λου λούδια!» Δεν υπήρχε καμία σύγχυση. Ο τόνος της φωνής του ήταν όντως έκπληκτος. «Τέλος πάντων. Αν το θέλεις έτσι...» «Μα τι εννοείς; Ποιά λουλούδια;» Σταμάτησε να μιλάει για λίγο και μετά συνέχι σε ψυχρά: «Έχεις κάποιον θαυμαστή;» «Όχι βέβαια! Θα πρέπει να τα έστειλε η Λίζα ή ο Ντέιβιντ. Ξέρουν πώς είναι τα πράγματα μεταξύ μας αυτή την περίοδο...» «Μου κρατάς κάτι κρυφό;» «Όχι. Λοιπόν, πρέπει να κλείσω τώρα. Θα με ξαναπάρεις;» «Εντάξει. Θα τα πούμε».
Ι στορίες Π ο ϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ ο κκινίζεις
Φάνηκε πως έλεγε την αλήθεια όταν επέμενε πως δεν είχε ιδέα γι’ αυτό το μπουκέτο. Ποιός άλ λος όμως θα της έστελνε εκείνα τα λουλούδια, μα ζί μ’ αυτό το παράξενο μήνυμα; Οι καλύτεροι φίλοι τους, ο Ντέιβιντ και η Λίζα, δεν ήξεραν τα προβλήματά τους. Ο Μάρτιν ήταν τύπος που δεν συζητού σε ποτέ τα προσωπικά τους με άλλους. Είχε μπερδευτεί τελείως. Την ενοχλούσε και η συνείδησή της. Θυμήθηκε τα σκληρά λόγια που αντάλλαξαν με τον Μάρτιν,την ώρα που έφευγε, και τώρα ένιωθε τύψεις. Όταν μιλούσαν στο τηλέ φωνο, ένιωσε πως εκείνος ήθελε πραγματικά να φτιάξουν τα πράγματα ανάμεσά τους. Θα προ σπαθούσε κι εκείνη. Όλα πήγαιναν καλά μεταξύ τους, μέχρι... Μέχρι πότε ακριβώς; Είχε ερωτευθεί τρελά αυτόν τον άντρα. Και σιγά-σιγά,το πάθος μεταμορφώθηκε σε κάτι πιο ρεαλιστικό. Κάτι βα θύτερο. Ήξερε πως τον αγαπούσε ακόμα και μπο ρούσε να τη διεγείρει, παρά τα όσα του είχε π ε ι. Αλλά η έλλειψη σεξουαλικού ενδιαφέροντος από την πλευρά του, ήταν επώδυνη και εξοργιστική. Ο έρωτας, παλιά, διέλυε κάθε ένταση ανάμεσά τους και τους ένωνε και πάλι. Ένας θεός ξέρει πόσο πολύ της είχε λείψει! Ήταν πολύ αναστατωμένη για να μείνει σπίτι όλη μέρα, όπως είχε σχεδιάσει, κι ας χρειαζόταν ξεκούραση γιατί την επομένη θα επέστρεφε στη δουλειά της. Αποφάσισε να πιει άλλο ένα φλιτζά
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
νι καφέ, βυθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρό να, με την εφημερίδα ανοιγμένη στο τραπεζάκι μπροστά της. Θα έβγαινε μετά έξω. Καθισμένη εκεί, άφησε να περάσει μέσα από μια γρίλια του μυαλού της μια άλλη πιθανότητα, που δεν είχε τολμήσει να σκεφτεί νωρίτερα. Κι αν, όπως είχε πει ο Μάρτιν, είχε κάποιον θαυμαστή; Ένα ντροπαλό άντρα που την παρακολουθούσε από μακριά,που δεν άντεχε άλλο να κρατάει κρυ φά τα συναισθήματά του για εκείνη... «Στο κάτωκάτω , δεν είμαι και για πέταμα επειδή ο άντρας μου δεν με επιθυμεί πια ...» Άφησε την ονειροπόλησή της να την παρασύρει. Βολεύτηκε πιο άνετα στην πολυθρόνα της κι άρχι σε να πλάθει σενάρια με τη φαντασία της, όπως έκανε τότε που ήταν έφηβη... Περπατάει μόνη της σ’ ένα χορταριασμένο μονοπάτι, μια καλοκαιρινή νύχτα... Ο ξένος την πλησιάζει σιγά-σιγά. Δεν τον έχει δει και δεν ξέρει πως την παρακολουθεί, γιατί είναι προσεκτικός και συγχρονίζει τα βήματά του με τα δικά της. Ψηλός και λεπτός, με κοντοκουρε μένα καστανά μαλλιά, φοράει ένα φαρδύ τζην και άσπρο πουκάμισο. Τα μάτια του κοιτάζουν άπλη στα την πλάτη,τους ώμους,τα πόδια της. Τα γ υ μνά του πέλματα βυθίζονται στο νοτισμένο χώμα καθώς αρχίζει να περπατάει πιο γρήγορα,για να την προσπεράσει τελικά... Όταν τελικά τον καταλαβαίνει, είναι πολύ αργά
~
129
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
ο κκινίζεις
για να το βάλει στα πόδια. Το μπράτσο του τυλί γεται γύρω απ’ το λαιμό της,το χέρι του τής κλεί νει το στόμα... Τη σέρνει πίσω απ’ τους θάμνους, για να μην τους βλέπει κανείς, και κολλάει το κορ μί της επάνω στον κορμό ενός γέρικου δέντρου. Ο τραχύς, ξερός φλοιός του δέντρου σχίζει το φόρε μά της, χώνεται στη μαλακή σάρκα του στήθους της. Ο ξένος δένει τα χέρια της στα κλαδιά του δέ ντρου, χωρίς να πει λέξη, δίχως να εκτοξεύσει κα μία απειλή... Νιώθει το όργανό του πάνω στους γλουτούς της. Είναι τεράστιο και σκληρό σαν τον κορμό όπου είναι δεμένη... Η Μισέλ είχε γίνει πια ένα με τη φαντασίωσή της. Ίσα που κατάλαβε πως είχε αρχίσει να χαϊ δεύει το στήθος της,την κοιλιά,τους μηρούς της... Ο ξένος πλησιάζει το στόμα του στο αυτί της και την προειδοποιεί πως θα αναγκαστεί να τη φιμώ σει αν βάλει τις φωνές. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα την ακούσει κανείς. Σηκώνει το κοντό της φόρεμα και σχίζει με μια κίνηση την κιλότα της. Χαμηλά στην κοιλιά της, νιώθει εκείνη τη γνωστή πίεση. Μισοπονάει και μισοευχαριστιέται... μια ζεστασιά πλανιέται στο κορμί της κι ανατριχιάζει ολόκληρη. Η Μισέλ, μέσα στην παραζάλη της, έβγαλε το μπουρνούζι της, καθώς ο φανταστικός εραστής της τήν άδραξε από τους μηρούς και την ανάγκα σε να σηκωθεί όρθια. Ύστερα άνοιξε βίαια τα πό δια της κι άρχισε να τη φιλάει άγρια στο λαιμό, να
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
δαγκώνει τους ώμους της, να τρίβει πάνω της το αξύριστο πιγούνι του. Η Μισέλ, φουντωμένη από τον πόθο, έχωσε το ένα της χέρι ανάμεσα στα πό δια της, καθώς ο εραστής της φαντασίας της μπή κε βάναυσα μέσα της. Συνέχισε να τη δαγκώνει, μουρμουρίζοντας ακατανόητες λέξεις. Την κοίταξε μ’ ένα λάγνο βλέμμα και μετά έσχισε το φόρεμά της και χούφτωσε τα μαλακά άσπρα στήθη της. Το πέος του μπαινόβγαινε μέσα της, μανιασμένο. Ζαλισμένη από την ένταση της φαντασίωσής της,η Μισέλ άρχισε να τρίβει ξέφρενα το ερεθισμέ νο αιδοίο της. Τα δάχτυλά της ήξεραν πολύ καλά πώς να κατακτήσουν όλες εκείνες τις τρυφερές πε ριοχές και να πετύχουν το στόχο τους. Έτριβαν με εκδίκηση την υγρή ρόδινη σάρκα και μετά εξαφα νίζονταν μέσα σ’ εκείνο το καυτό, υγρό άνοιγμα... μέχρι που την οδήγησαν σε έντονο οργασμό. Πλησίαζε μεσημέρι όταν έφτασε στο γραφείο της, νιώθοντας λιγάκι κουρασμένη. Η Σόνια,η π ι στή γραμματέας της, τα ’χασε που την είδε εκεί. Αφού της εξήγησε στα γρήγορα πως είχε πάρα πολλή δουλειά για να μείνει σπίτι, η Μισέλ άρπα ξε το ταχυδρομείο της και προχώρησε προς το γραφείο της. Τα γράμματα ήταν συνηθισμένα'.χρι στουγεννιάτικες κάρτες, λογαριασμοί που ήρθαν όπως πάντα νωρίς και διαφημιστικά φυλλάδια. Υπήρχε όμως κι ένας άσπρος φάκελος χωρίς διεύ
131
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
ο κκινίζεις
θυνση αποστολέα, πάνω στον οποίο ήταν γραμμέ νο μόνο το όνομά της. Αυτός ο γραφικός χαρακτή ρας... Ήταν βέβαιη πως ήταν ο ίδιος μ’ αυτόν που έγραψε το μήνυμα στην κάρτα με τα λουλούδια το πρωί! Έσχισε το φάκελο, αναστατωμένη και περίερ γη. Το άσπρο χαρτί του φακέλου έγραφε: «Αγα πημένη μου Μισέλ, ελπίζω να σου άρεσαν τα λου λούδια. Σε παρακολουθώ και σε περιμένω. Δεν μπορώ να σε περιμένω για πάντα». Για άλλη μια φορά, δεν υπήρχαν ούτε αρχικά ούτε υπογραφή. Τίποτα... Και δεν ήταν ο γραφι κός χαρακτήρας του Μάρτιν. Ήταν σίγουρη γι’ αυ τό. Έτρεξε αμέσως στο γραφείο της Σόνιας. «Για πες μου κάτι, Σόνια. Πώς έφτασε αυτός ο φάκελος στο γραφείο μου;» «Δεν ξέρω. Ήταν πεταμένος στο πάτωμα όταν έφτασα, σαν κάποιος να τον είχε γλιστρήσει κάτω από την πόρτα. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν παραδόθηκε προσωπικά. Θα το θυμόμουν». Ξαφνικά,η Σόνια έδειξε ενδιαφέρον. «Για τί; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» «Όχι, όχι. Κανένα πρόβλημα. Είναι λίγο παρά ξενο. Αυτό είναι όλο». Γύρισε στο γραφείο της κι έβαλε το φάκελο στην τσάντα της, για να τον πάρει σπίτι και να τον συγκρίνει με το γραφικό χαρακτήρα της κάρτας. Το απόγευμα, που σύγκρινε τους δύο φακέ
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
λους, δια π ίσ τω σε πω ς ο γραφικός χαρακτήρας ήταν ο ίδιος...
Πέμπτη, ώρα έντεκα και μισή. Η Μισέλ προσπάθησε να δουλέψει, αλλά η καρ διά της δεν της το επέτρεπε. Στο γραφείο της γ ι νόταν χαμός και ανέβαλλε συνέχεια την ημερομη νία αναδιοργάνωσης από το φθινόπωρο. Αποφα σίζοντας να βάλει κάποια τάξη, κάλεσε τη Σόνια για να τη βοηθήσει. Μόνο όταν η Σόνια έκλεισε την πόρτα πίσω της, είδαν και οι δύο το κουτί δίπλα στον τοίχο. Η Μισέλ ήταν σίγουρη πως δεν το είχε ξαναδεί. Ήταν άσπρο και ορθογώνιο, ένα συνηθισμένο κου τί, αγορασμένο από κάποιο - οποιοδήποτε- μα γαζί, χωρίς την παραμικρή ένδειξη αποστολέα. Το ξετύλιξε βιαστικά και κοίταξε το περιεχόμενό του με ανοιχτό το στόμα. Πάνω στο λεπτό χαρτί ήταν ακουμπισμένοι δύο υπέροχοι άσπροι κρίνοι. Η Μισέλ δίστασε για λίγο και μετά σήκωσε το λεπτό χαρτί με χέρια που έτρεμαν. Διπλωμένο προσεκτι κά μέσα σ’ αυτό το ανώνυμο κουτί, βρισκόταν ένα καταπληκτικό άσπρο δαντελένιο νεγκλιζέ. Όπως υποψιάστηκε, στον πάτο του κουτιού υπήρχε μια μικρή άσπρη κάρτα. Αυτή τη φορά όμως το μόνο που έγραφε ήταν: «Σύντομα, η αγάπη μου». Τί ποτε άλλο... Η Σόνια είχε το γνωστό χαμόγελο στο πρόσωπό
133
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊν Ν α Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
της, αλλά η Μισέλ ήταν πολύ μπερδεμένη για να της δώσει σημασία. Πώς είχε φτάσει αυτό το κου τί στο γραφείο της; Είχε πια αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό αυτό το κρυφτούλι. Αν όλα αυτά ήταν τέχνασμα του άντρα της, τότε αποκλείεται να είχε φύγει από την πόλη. Γιατί όμως τόσο μυστήριο; Κάτι τέτοια δεν τον διασκέδαζαν καθόλου. Αν, πάλι, δεν ήταν αυτός, κάποιος άλλος της έκανε πλάκα. «Βαρέθηκα πια! Δεν είμαι η πρωταγωνί στρια σαπουνόπερας. Είμαι η Μισέλ Μπλέικ, που παντρεύτηκε ένα συνηθισμένο άντρα και ζει μια συνηθισμένη ζωή. Απλώς, του άντρα μου τού τη βάρεσε και θέλει να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Αυτό είναι όλο», σκέφτηκε, χωρίς να μπορέσει να πείσει τον εαυτό της... «Μμμ... Ο άντρας σας έχει πολύ καλό γούστο». Η Σόνια την κοίταζε με πονηρό ύφος. Μετά,της έκλεισε με σημασία το μάτι κι έπεσαν και οι δύο με τα μούτρα στη δουλειά, αφήνοντας στην άκρη το περιστατικό. Μόλις η Μισέλ γύρισε σπίτι εκείνο το απόγευ μα, φόρεσε το δώρο της. Της πήγαινε κουτί. Ο Μάρτιν -τώ ρα πια ήταν σίγουρη πως ήταν αυτόςήξερε το σώμα της καλύτερα απ’ όσο νόμιζε εκεί νη... Το νεγκλιζέ ήταν θηλυκό, απαλό κι ελαφρύ. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, ένιωσε αι σθησιακή , σχεδόν επιθυμητή. Ήταν πολύ περίεργη να δει πού θα κατέληγε αυτό το μικρό παιχνίδι και
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
αποφασισμένη να παίξει στο τέλος και το δικό της
ρόλο. Ο Μάρτιν δεν της είχε δώσει κανένα νούμε ρο για να του τηλεφωνήσει, κι έτσι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να περιμένει ανυπόμονα το τηλε φώνημά του. Αλλά το τηλέφωνο δεν χτύπησε ούτε μία φορά όλη τη νύχτα. Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή και δεν έγινε τίποτα. Δεν υπήρξε κανένα δέμα, κανένα τηλεφώ νημα, καμία έκπληξη για να σπάσει τη ρουτίνα της ημέρας. Είχε απογοητευθεί λιγάκι. Αναρωτιόταν ποιά θα ήταν η επόμενη κίνηση του Μάρτιν, κι έπρεπε να το παραδεχτεί πως είχε αρχίσει να βρί σκει όλη αυτή την επίδειξη προσοχής αρκετά εν διαφέρουσα. Είχαν τελειώσει άραγε οι εκπλήξεις; Δεν είχε καμία όρεξη να βγεί έξω, κι έτσι πέρα σε το βράδυ στο σπίτι. Μετά από ένα καλό γεύμα που συνοδεύτηκε από ένα ποτήρι κρασί, επέτρεψε στον εαυτό της να ευχαριστηθεί την αίσθηση της μοναξιάς. Λάτρευε αυτό το γλυκούλικο συναίσθη μα της οικειότητας,της ανεξαρτησίας,της ελευθε ρίας. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τις νωχελικές νιφάδες του χιονιού. Όλα ήταν τόσο ήρεμα, τόσο γαλήνια - μια τέλεια χειμωνιάτικη σκηνή. Το παχύ στρώμα του χιονιού που έπεφτε απ’ το πρωί, έθαβε τους εξωτερικούς θορύβους. Το κρασί τη χαλάρωσε κι αποφάσισε να ξαναφορέσει το νεγκλιζέ της... Κάτι όμως έλειπε. Έβαλε απα
135
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
λή μουσική για να της φτιάξει τη διάθεση, κι έπει τα - τι χαρά!- ο φανταστικός εραστής της γύρισε και την ξαναστοίχειωσε... Πάντα ο ίδιος άντρας, ο ίδιος εραστής του ονείρου, που είχε δημιουργήσει τόσον καιρό πριν. Την πλησίασε από πίσω και τύ λιξε το μπράτσο του γύρω απ’ το λαιμό της, όπως έκανε πάντα, αλλά αυτή τη φορά βρισκόταν εκεί, στο σπίτι της. Με μια βάναυση κραυγή, ένα χέρι έσχισε το νεγκλιζέ της, το ίδιο ανελέητο χέρι που έριξε το πρόσωπό της επάνω στα μαξιλάρια. Έπεσε πάνω της και την ακινητοποίησε σηκώνο ντας τη λεκάνη της με τη βοήθεια των μαξιλαριών. Κι έπειτα, χωρίς κανένα προκαταρκτικό, έχωσε μέσα της τα δάχτυλα και τη γλώσσα του. Το τραχύ δέρμα του χεριού του έσκαβε την πιο τρυφερή πε ριοχή του κορμιού της και το πεινασμένο στόμα του την καταβρόχθιζε. Ο πόνος ήταν γλυκός, ο φό βος ηδονικός,η ευχαρίστηση απερίγραπτη... Κι έπειτα, σταμάτησε απότομα και την πήρε στα γό νατά του... Κατέβασε το τζην του και μπήκε άγρια μέσα της, γρατσουνώντας λυσσασμένα τη λεπτή σάρκα της. Το εξαγριωμένο του όργανο έμπαινε όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο σκληρά μέσα της, καθώς παλινδρομούσε στο μουσκεμένο αιδοίο της. Ήταν τεράστιος. Τα τρυφερά χείλη του αιδοί ου της έτσουζαν από την επίθεσή του. Ήξερε πως την πονούσε και απολάμβανε κάθε δευτερόλεπτο. Κουνιόταν σαν λυσσασμένος μέσα της,την ξέσχιζε
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
με το πέος του, μέχρι που την έκανε να εκραγεί από ηδονή. Εκείνη τη νύχτα, η Μισέλ κοιμήθηκε υπέροχα, φορώντας το μισοσχισμένο της νεγκλιζέ. Το Σάββατο το πρωί, την ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Μάρτιν. «Γειά σου. Σε ξύπνησα;» «Ναι,αλλά δεν πειράζει. Τι κάνεις;» «Καλά. Η δουλειά προχωράει και νομίζω πως θα τα καταφέρω να γυρίσω τη Δευτέρα. Σκέφτηκες για μας; Μου λείπεις πολύ, Μισέλ». Η Μισέλ δεν απάντησε κι εκείνος συνέχισε: «Έκανα λάθος. Μακάρι να μη σου έλεγα ποτέ αυτά τα λόγια». «Κι εγω το ίδιο, Μάρτιν. Σου ζητάω συγνώμη. Θα τα κουβεντιάσουμε όμως, αν θέλουμε να πάει καλά η σχέση μας. Θα είναι τέλεια να γυρίσεις τη Δευτέρα». Και μ’ ένα τόνο σαρκασμού στη φωνή της,πρόσθεσε: «Ώστε η δουλειά προχωράει καλά, έτσι;» «Ναι. Τέλεια. Κοίτα... δεν αντέχω να περιμένω περισσότερο». Η ανάσα του είχε κάτι το πολύ γνώριμο. «Σε θέλω!» Πότε ήταν η τελευταία φορά που της είχε πει κάτι παρόμοιο; Ήταν σίγουρα ο «μυστικός θαυ μαστής», τώρα πια ήταν βέβαιη γι’ αυτό. «Κι εγώ σε θέλω...»
137
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
Κι έπειτα προσπάθησε να τον κάνει να ανοιχτεί, λέγοντας: «Αν μπορούσες να με δεις τώρα, δεν θα άντεχες...» «Ναι, μπορώ να σε φανταστώ με το κοντούλι νυχτικό σου... Μην πεις τίποτε άλλο. Έτσι κι αλ λιώς, είναι αβάσταχτο!» «Εντάξει, αφού θέλεις να παίξουμε σ’ αυτό το στιλ... Καληνύχτα, αγάπη μου». «Γειά σου. Θα σε δω τη Δευτέρα». Τίποτα περισσότερο. Δεν είχε κάνει καμία νύξη για το νέο της απόκτημα, τουλάχιστον τίποτα αποκαλυπτικό. «Είναι πιο δυνατός απ’ όσο φα νταζόμουν», σκέφτηκε. Έ πρεπε να παραδεχτεί ότι προς το παρόν, το παιχνίδι το διηύθυνε εκεί νος. Αλλά, βέβαια, δεν επρόκειτο να τον αφήσει να το κάνει για πολύ καιρό. Όταν έφτασε στο γραφείο της, κόντευε δέκα η ώρα. Της άρεσε να δουλεύει τα Σάββατα. Το μέ ρος ήταν πάντα ήρεμο και ήσυχο, και το τηλέφωνο, εκτός από την προσωπική γραμμή της, ήταν συνδεδεμένο με τον αυτόματο τηλεφωνητή. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και δεν σταμάτησε μέχρι τις τρεις, που ένιωσε να πεινάει. Ένα σάντουιτς στο μικρό εστιατόριο της γωνίας θα έλυνε το πρό βλημά της. Η σκέψη και μόνο, έκανε το στομάχι της να γουργουρίσει. Τη στιγμή που έφευγε, χτύ πησε το προσωπικό της τηλέφωνο.
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
«Μάλιστα;» « Μισέλ ;» «Ναι. Ποιός είναι;» «Σε παρακολουθώ!» Μια βραχνή φωνή, μια βαριά αναπνοή... Δεν ήταν η φωνή του Μάρτιν. Μια δυσάρεστη ανατρι χίλα διαπέρασε τη σπονδυλική της στήλη. «Ποιός είναι;» Καμία απάντηση,μόνο η βαριά αναπνοή. «Μάρτιν, αν είσαι εσύ, κόφτο αμέσως αυτό το παιχνίδι. Κέρδισες. Εντάξει;Νίκησες...» «Ώστε Μάρτιν τον λένε τον άντρα σου, ε ; Για πες μου, Μισέλ, μου μοιάζει; Σε θέλει τόσο πολύ όσο εγώ ;» «Φτάνει. Αρκετά. Κλείνω. Δεν είναι αστείο αυ τό πια, Μάρτιν». «Ο Μάρτιν έπρεπε να σ’ έβλεπε χθες το βράδυ. Το νεγκλιζέ που σου χάρισα,σου πάει πάρα πολύ. Μου αρέσει το άσπρο χρώμα. Είναι τόσο αγνό, τό σο απαλό,τόσο ευγενικό χρώμα. Αλλά εσένα δεν σου αρέσουν οι ευγενικοί άντρες, έτσι δεν είναι, Μισέλ; Κι εγώ δεν είμαι καθόλου ευγενικός και μπορώ να σου χαρίσω ό,τι ονειρευόσουν τόσον καιρό...» Η καρδιά της κόντευε να σταματήσει. Είχε πα γώσει. Χθες τη νύχτα; Χθες τη νύχτα; «Μη φοβάσαι, Μισέλ. Δεν θέλω να σου κάνω κακό. Με ανάβεις. Όταν αγγίζεις το κορμί σου με
139
Ι σ τ ο ρ ίε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊν Να Κ
οκκινίζεις
τον τρόπο που το έκανες χθες το βράδυ, καυλώνω μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Ακόμα κι όταν σε σκέφτομαι, καυλώνω. Τόσο πολύ, που δεν μπορώ να κουμαντάρω τον εαυτό μου. Θέλω να σε δω να έρχεσαι κοντά μου... Μισέλ, δεν είχες ποτέ κοντά σου έναν άντρα που να σ’ αγγίζει με τον τρόπο που θέλεις. Σου αξίζει το καλύτερο...» ΚΛΙΚ!
Είχε ακούσει αρκετά! Η πείνα της εξατμίστηκε και το μόνο που ήθελε να κάνει εκείνη τη στιγμή, ήταν να εξαφανιστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εκεί μέσα. Αν ήταν ο Μάρτιν, σίγουρα είχε ξεπεράσει τα όρια. Αναρωτήθηκε τι σκάρωνε αυτές τις τρεις ημέρες! Την παρακολουθούσε; Και γιατί δεν γύριζε το βράδυ στο σπίτι να κοιμηθεί, αφού δεν είχε καμία δουλειά στα σκαριά; Το μικρό του παιχνιδάκι δεν ήταν πια καθόλου αστείο. «Κι αν δεν ήταν αυτός;» αναρωτήθηκε. Τι θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση ; Αυτό σήμαινε πως δεν ήταν ασφαλής. Καθόλου... Έριξε μια ματιά απ’ το παράθυρο. Το πρωινό χιόνι είχε γυρίσει σε χιονοθύελλα. Όχι, όχι πάλι! Εντάξει. Θα ξεχνούσε το σάντουιτς. Αποφάσισε να γυρίσει σπίτι της και να κλειδωθεί εκεί ως την επο μένη. Αν της τηλεφωνούσε ο Μάρτιν, θα του ξεκα θάριζε πως το είχε παρακάνει. Βλέποντας πόσο πολύ την είχε τρομάξει, σίγουρα θα παρατούσε τα παιχνιδάκια. Αν τα αρνιόταν όλα κι επέμενε πως
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
δεν ήταν αυτός, θα χαλούσε την αστυνομία. Αισθανόταν ήδη καλύτερα όταν άφησε το κτί ριο. Τι φοβερή χιονοθύελλα! Ακούσε τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, που προειδο ποιούσαν να μη βγει κανείς από το σπίτι του, ώσπου να βελτιωθεί η κατάσταση. Η πρόβλεψη ήταν πως το χιόνι θα έφτανε τα είκοσι πέντε με τριάντα εκατοστά. «Να πάρει!» σκέφτηκε. Λ ά τρευε το χιόνι, αλλά αυτή ήταν η τρίτη χιονοθύελλα μέσα σε δύο εβδομάδες! Κανένας δεν μπορούσε να την αναγκάσει να γυρίσει σπίτι της. Έκανε με ρικές δουλειές στο δρόμο, παρ’ ότι η κίνηση γινό ταν δυσκολότερη κάθε λεπτό που περνούσε. Άρχι σε να νυχτώνει και ανακουφίστηκε όταν παρκάρι σε σπίτι της. Στο κατώφλι, που ήταν σχεδόν θαμμένο στο χιόνι,την περίμενε άλλο ένα μπουκέτο με μισοπαγωμένους άσπρους κρίνους. Μπήκε γρήγορα στο σπίτι της, έσχισε το φάκελο και διάβασε την κάρ τα που έγραφε: «Συγνώμη που σε φόβισα,Μισέλ. Δεν θέλω να με φοβάσαι. Θέλω μόνο να γίνεις δική μου. Μια φορά. Έστω και μια φορά. Δεν πρέπει να φοβάσαι τις φαντασιώσεις σου...» Μάλιστα! Εκεί το πήγαινε! Μετά τον εκφοβι σμό, η ανακούφιση! Θυμήθηκε πόσο την είχε κατα κρίνει μια φορά ο Μάρτιν γιατί δεν μοιραζόταν μαζί του τις φαντασιώσεις της. Της είχε πει πως ήταν απόλυτα φυσιολογικό να έχει κανείς φαντα
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ άν ου ν Ν α Κ
οκκινίζεις
σιώσεις και πως έπρεπε να του μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτές, ώστε να μπορέσει να την ικανοποιήσει πε ρισσότερο. Η Μισέλ όμως πίστευε πως μερικά πράγματα είναι πολύ προσωπικά και οι φαντα σιώσεις της ήταν ένα απ’ αυτά. Ο Μάρτιν ήταν κα λός, ευγενικός και υπομονετικός,γι’ αυτό τον αγά πησε . Μια μέρα όμως επέμενε τόσο πολύ να ακού σει τις φαντασιώσεις της, ώστε για να αποφύγει τον καβγά αποφάσισε να προσπαθήσει να του πει τι την ευχαριστούσε. Του εξήγησε,λοιπόν, απλά: «Αν - λέμε, α ν-μ ία από τις φαντασιώσεις μου έχει να κάνει με έναν ξένο που με βιάζει; Θα σε αναστάτωνε, γιατί εσύ είσαι πολύ ευγενικός, θα αναρωτιόσουν γιατί αγάπησα εσένα κι όχι κάποι ον άλλο, πιο βίαιο. Ίσως, πάλι, σκεφτείς πως είμαι λίγο παράξενη. Οι περισσότερες γυναίκες φοβού νται το βιασμό, κάποιες άλλες όμως διεγείρονται και μόνο που το σκέφτονται. Πιστεύω πως οι φα ντασιώσεις κάθε ανθρώπου πρέπει να μένουν κρυ φές. Είναι στ’ αλήθεια συναρπαστικό να σε βιάσει κάποιος ξένος; Όχι. Επομένως,γιατί να πρέπει να το συζητήσω μαζί σου; Με κάνει και νιώθω άβολα, κι εσένα σε γεμίζει ερωτηματικά. Αυτό ήταν όλο. Αλλάζουμε κουβέντα,εντάξει;» Ο Μάρτιν φάνηκε να αποδέχεται την άποψή της και δεν επανήλθε στο θέμα. Δεν ήξερε πώς να του πει ότι το μόνο που ήθελε από εκείνον ήταν να εί ναι μερικές φορές λίγο πιο επιθετικός στο κρεβά
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
τ ι . Πιο δυνατός, πιο παθιασμένος, πιο βάναυσος... Η Μισέλ πίστευε πως ο άντρας της, που τον θεω ρούσε ηθικό και συντηρητικό άτομο, θα έφριττε με τις φαντασιώσεις της. Τώρα όμως απελπισμένα ήθελε να πιστεύει πως είχε κάνει λάθος, κι ας είχε ακόμα κάποιες αμφιβολίες. Αυτή η συμπεριφορά δεν είχε καμία σχέση με το χαρακτήρα του Μάρτιν -το υ Μάρτιν που ήξερε τόσον καιρό! Δεν θα σκε φτόταν ποτέ να κάνει κάτι τόσο απρόβλεπτο, τόσο «εξτρεμιστικό». Όχι, δεν ήταν ο δικός της ο Μάρτιν. Τότε όμως ποιός μπορούσε να είναι; Η χιονοθύελλα λυσσομανούσε σε όλο της το με γαλείο. Ήταν μια από εκείνες τις χιονοθύελλες που βλέπει κανείς μόνο σ’ αυτό το μέρος του κό σμου , κι όχι κάθε χρόνο! Τις επόμενες ώρες, λες κι εξερράγη ολόκληρος ο ουρανός: χιόνι, χαλάζι, βροχή, βροντές, αστραπές... αντάμα με ανέμους που το γύριζαν σε τυφώνες. Η Μισέλ δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού, εκτός από το σπίτι της. Ήταν ευτυχισμένη εκεί, φορώντας το όμορφο, ζε στό νυχτικό της. Αλλά μια τόσο βίαιη χιονοθύελλα την έκανε να νιώθει άβολα. Την αναστάτωνε. Τη νεύριαζε. Ίσως να μην μπορούσε ούτε να κοιμηθεί. Σ ’ αυτό θα τη βοηθούσε ένα ποτήρι κρασί. Τουλά χιστον θα την έκανε να χαλαρώσει. Οι ώρες περνούσαν και ο Μάρτιν δεν τηλεφώνη σε. Έπαψε να πιστεύει πως θα ακούσει τη φωνή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.
143
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ ανοϊν Να Κ
οκκινίζεις
Κοιμόταν βαθιά όταν κάποιος την άρπαξε απ’ τα μαλλιά κι ένα γαντοφορεμένο χέρι τής έκλεισε το στόμα. Σκέφτηκε πως θα πέθαινε απ’ τον τρό μο. Μετά την αρχική έκρηξη της αδρεναλίνης, η τρομαγμένη της καρδιά άρχισε να χτυπάει αργάαργά και μετά τόσο ξέφρενα, που νόμιζε πως θα γινόταν κομματάκια μέσα στο στήθος της. Σκε φτόταν με πυρετώδη ρυθμό. Προσπαθούσε να κα ταλάβει τι συνέβαινε. Ένα όνειρο δεν μπορεί να είναι τόσο ρεαλιστικό! Όταν τελικά κατάλαβε πως δεν ονειρευόταν, προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά από το στόμα της δεν έβγαινε κανένας ήχος. Η κραυγή της παρέμενε άηχη, βουβή, κι ας έσχιζε το λαιμό της. Μόλις που μπορούσε να αναπνεύσει καθώς αγωνιζόταν με όλη της τη δύναμη. Αλλά ο άντρας ακινητοποίησε τα χέρια της στο κρεβάτι και κάθησε βίαια πάνω στους γλουτούς της, συνθλίβοντας τους καρπούς της με τα γόνατά του. Είχε προλά βει να τον χτυπήσει μια-δυο φορές, αλλά δεν του προκάλεσε καμία βλάβη. Μάταια προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της και να σκεφτεί την κατάσταση. «Μην πανικοβάλλεσαι! Μην πανικοβάλλεσαι!» έλεγε συνέχεια στον εαυτό της... Ξαφνικά,ο άντρας μίλησε: «Ηρέμησε! Δεν θα σου κάνω κακό. Σε παρακο λουθούσα τόσον καιρό... Δεν μπορούσα να περι μένω άλλο. Μη μ’ αναγκάσεις να σε χτυπήσω... Ε ί
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
σαι τόσο όμορφη, Μισέλ. Σε θέλω. Τώρα!» Ο τόνος του ήταν κατηγορηματικός. Ήταν αυτός... Αυτός! Προσπάθησε να γυρίσει και να τον κοιτάξει. Το απόλυτο σκοτάδι της κρε βατοκάμαρας την τρόμαξε ακόμα πιο πολύ, την έκανε να νιώθει ευάλωτη. Μύριες σκέψεις τριβέλι σαν το μυαλό της, μαζί με ερωτήσεις που ίσως πο τέ να μην μπορούσε να απαντήσει: «Πώς μπήκε μέσα; Ποιός είναι; Τι έκανα; Τον ξέρω; Εγώ, θύμα βιασμού; Ε γ ώ ; Γιατί εγώ ; Θα πεθάνω; Δεν θέλω να πεθάνω!» Αν και πανικόβλητη, κατάλαβε πως το σκοτάδι στην πραγματικότητα ήταν ευλογημένο. Ίσως να μην της έκανε κακό, ξέροντας πως δεν θα μπορούσε ποτέ να τον αναγνωρίσει. «Ηρέμησε, προσπάθησε να ηρεμήσεις... Προσπάθησε!» είπε επίμονα στον εαυτό της. Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τις τελευταίες της σκέψεις της, ο άντρας είπε: «Σου δίνω το λόγο μου πως δεν θα σε πειράξω, αν μείνεις ήρεμη». Ο τόνος της φωνής του ήταν καθησυχαστικός. «Μόλις τελειώσω μαζί σου», πρόσθεσε, «θα φύγω και δεν θα με ξαναδείς ποτέ, σου το υπόσχο μαι». Μετά,της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. «Μην ανησυχείς, σ’ αγαπώ. Δεν θα σου κάνω κακό». Η Μισέλ δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Αυτό ήταν
Ι
στορίες
Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
ολότελα τρελό. Παρανοϊκό. Την αγαπούσε ; Ποιός ήταν αυτός; Τον ήξερε; «Αχ, Μάρτιν, πού είσαι όταν σε έχω τόση ανάγκη;»... Διέκοψε τις σκέψεις της, γυρίζοντάς την απότομα μπρούμυτα. Δεν άντεχε να μην προσπαθήσει να δει μέσα στο σκο τάδι το πρόσωπό του, αλλά ήταν άσκοπο. Διέκρινε μόνο το σχήμα του κεφαλιού το υ . Ο άντρας δεν κατάφερε να τη συγκρατήσει έγκαιρα,η Μισέλ ούρλιαξε και προσπάθησε απελπισμένα να τον χτυπήσει με τους ελευθερωμένους πια καρπούς της. Το μόνο όμως που κατάφερε ήταν να δοκιμά σει την πικρή γεύση του δέρματος, καθώς της σφράγιζε για άλλη μια φορά το στόμα με το γ α ντοφορεμένο χέρι του. «Σου είπα να ηρεμήσεις...» Αυτή η φωνή... Η βραχνή φωνή σκόρπισε και αντικαταστάθηκε από μια απαλή, οικεία, υπομο νετική φωνή, τη φωνή του... Μάρτιν! Αλλά η γρο θιά που ακινητοποιούσε τους καρπούς της επάνω από το κεφάλι της, παρέμενε σκληρή και στιβαρή. «Μπορείς να ουρλιάζεις όσο θέλεις. Δεν θα σ’ ακούσει κανείς. Κανείς! Τώρα, είσαι δική μου. Σε περίμενα τόσον καιρό. Σ ’ αγαπώ. Μη μου αντι στέκεσαι. Δεν θα σου κάνω κακό». Η Μισέλ απότομα χαλάρωσε και ο άντρας εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να τη φιμώσει μ’ ένα μεταξωτό μαντίλι. Ήταν ακόμα τυφλωμένη από το απόλυτο σκοτάδι, αλλά ήξερε ότι ήταν ο Μάρ-
~
146 ~
Χ ειμωνιάτικη φαντασίωση
τιν. Α, ναι! Ήταν σίγουρα αυτός. Από την αρχή ήταν αυτός. Η ανακούφιση που ένιωσε, την έκανε να καταλάβει τη γελοιότητα της πιο έντονης φα ντασίωσής της. Καθώς όμως η ανακούφισή της απόδιωξε και το φόβο, ένιωσε τα χείλη του αιδοί ου της να ανοίγουν και να διογκώνονται από την επιθυμία. Ο Μάρτιν τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και μετά έδεσε σφιχτά τους καρπούς της επάνω από το κεφάλι της. Η Μισέλ πονούσε, αλλά ήταν σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή όλη της τη ζωή, σαν να άνοιγε μια πόρτα ευτυχίας. Ο Μάρτιν άρ παξε το νυχτικό και το έσχισε με μια απότομη κί νηση. Η Μισέλ ανατρίχιασε. Προσπάθησε να ση κωθεί, αλλά ο Μάρτιν την άδραξε άγρια από τους ώμους και την κόλλησε στο κρεβάτι. «Δεν σκοπεύεις να ηρεμήσεις, ε ; Καλά, λοιπόν, δεν έχω άλλη επιλογή». Κάθησε βαριά στη μέση της και έλυσε τη ζώνη του μέσα σε μια απειλητική σιωπή. Εκείνη συνέχι σε να παλεύει, να προσπαθεί να ουρλιάξει και να σηκωθεί όρθια, αλλά δεν ήταν τόσο δυνατή... Ο Μάρτιν τύλιξε τη ζώνη πάνω από το μεταξωτό μα ντίλι που έσφιγγε τους καρπούς της και την έδεσε σε μια από τις κολόνες του κρεβατιού. Ήταν εντε λώς παγιδευμένη τώ ρα ... Ήταν κάτι υπέροχο, απίθανο και τρομερά διεγερτικό... Άρπαξε την κι λότα της και την κατέβασε βίαια ανάμεσα από τα πόδια της, γρατσουνίζοντας το δέρμα της. Η ζε
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
οκκινίζεις
στασιά που ένιωθε χαμηλά στην κοιλιά της, ήταν σκέτη αποκάλυψη. Ένας αιχμηρός και μαζί γλυ κός πόνος ανάμεσα στα πόδια της, την έκανε να μουσκέψει περισσότερο από ποτέ. Ήταν μια αί σθηση που ονειρευόταν πάντα... «Τι έκανες μόνη σου χθες βράδυ; Με σκεφτό σουν, έτσι δεν είναι;» Η Μισέλ ανίχνευσε ένα χαμόγελο. «Αυτό δεν είναι που θέλεις; Αυτό δεν είναι που περίμενες;» Δεν είχε σκεφτεί ποτέ, ούτε στα πιο έξαλλα όνειρά της ότι θα άκουγε τον Μάρτιν να μιλάει έτσι. Φαινόταν στ’ αλήθεια θυμωμένος, ανυπόμο νος, εκτός ελέγχου. Με το ένα του χέρι σήκωσε τη λεκάνη της και με το άλλο άρχισε να χαϊδεύει το αιδοίο της. Τραχιά, πάρα πολύ σκληρά, όπως ακριβώς το ήθελε. Τα δάχτυλά του τη ζύμωναν άσπλαχνα,το ντελίριο ηδονής και πόνου ήταν σχε δόν αφόρητο. Οι καρποί της τήν πονούσαν, και ολόκληρο το κορμί της ήταν σε υπερδιέγερση και επιφυλακή. Το αιδοίο της καιγόταν, κι ένιωθε τα υγρά να κυλούν ανάμεσα στα χείλη του. Είχε προ καλέσει αυτή την ευχαρίστηση, την επιθυμούσε τόσο όσο και ο άντρας που τώρα ήταν από πάνω της. Έγινε το σύμβολο του πόνου της και τον πε ρίμενε ανυπόμονα να μπει μέσα της. Ο Μάρτιν, σαν να διάβασε τις σκέψεις της, άρπαξε το στήθος της και το ζούληξε σκληρά. Γρατσούνισε με τα νύ
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
χια του τις θηλές της, ώσπου άρχισε να ουρλιάζει μέσα της. Καυτά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό της. Δάκρυα χαράς ή δάκρυα πόνου; Δεν ήξερε. Ο βιαστής της άρχισε να τη δαγκώνει στο στήθος, το λαιμό,τους ώμους και την κοιλιά. Δά γκωνε το κορμί της σε όλο του το μήκος, μέχρι που τα δόντια του άρχισαν να ροκανίζουν την τόσο ντελικάτη σάρκα στο εσωτερικό των μηρών της, ενώ τα χέρια του συνέχιζαν να την τσιμπούν όσο πιο σκληρά μπορούσαν. Όταν τα δόντια του έφτασαν τελικά στα ανοιχτά χείλη του αιδοίου του θύματός του, η κραυγή που βγήκε από μέσα της, αντήχησε σε όλη την κρεβατοκάμαρα. Μετά από λίγο, ο ερα στής της έβγαλε από την τσέπη του παλτού του ένα αντικείμενο που δεν μπορούσε να προσδιορί σει . Το μαντίλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από το στόμα της έκανε φτερά και ο Μάρτιν έχωσε το πα ράξενο αντικείμενο στο στόμα της. Ήταν σκληρό, ένας αρκετά μεγάλος κύλινδρος, από μέταλλο ή γυαλί. Μετά,το τράβηξε έξω απότομα και το έχω σε χαμηλότερα κάτω, όχι και τόσο ήπια, στο μέρος που το αναζητούσε απελπισμένα. Της έκανε αργά έρωτα μ’ αυτό το αντικείμενο, για να είναι έτοιμη για το μέγεθος του οργάνου του. Το έχωνε βαθιά μέσα της και μετά το έβγαζε, όλο και πιο βίαια τώ ρα. Η Μισέλ είχε φτάσει στα όρια του οργασμού. Ξαφνικά, εκείνος τράβηξε το αντικείμενο και το πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Έγινε θρύψαλα.
149
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
οκκινίζεις
Άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του αργάαργά, για να βασανίσει το θήραμά του. Μετά, γο νάτισε στο στήθος της. Επιτέλους! Την ανάγκασε να ανοίξει το στόμα της κι έχωσε ανελέητα μέσα του το όργανό του. Η Μισέλ το δέχτηκε με ευγνω μοσύνη. Οδήγησε το πέος του βαθιά μέσα στο λαι μό της, κάνοντάς την να πνιγεί, γεμίζοντας το πρό σωπό της και με άλλα δάκρυα. Με μεγάλη δυσκο λία , γλίστρησε τη γλώσσα της γύρω από το πέος του κι άρχισε να το ρουφάει όσο πιο σφιχτά μπο ρούσε, ενώ το αιδοίο της ήταν πυρακτωμένο από τον πόθο. Η ηδονή που ένιωθε ήταν ανατριχιαστική, αβάσταχτη... «Σου αρέσει, έτσι; Τι κρίμα!» Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε αργά από το δωμάτιο. «Αντίο, Μισέλ...» « Τ ι!!! Γόρισε πίσω αμέσως! Γύρισε γρήγορα!» Ακούσε την εξώπορτα να ανοιγοκλείνει. Μια ρι πή κρύου αέρα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Είχε φύγει! Τι του είχε κάνει για να αξίζει να την εγκα ταλείπει έτσι; Την παράτησε εκεί δεμένη, λαχα νιασμένη από τον πόθο, λίγο πριν γευτεί τον πιο έντονο οργασμό της ζωής της! Ο ηλίθιος! Ξαφνικά: «Νόμιζες στ’ αλήθεια πως θα έφευγα και θα σ’ άφηνα, ε ;» Άρχισε πάλι να τη χαϊδεύει βάναυσα. Έχωσε
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
μέσα της τα δάχτυλά του,τη δάγκωνε και την τσι μπούσε παντού. Η Μισέλ δεν άντεξε άλλο. Ο ορ γασμός της ήταν απερίγραπτος. «Δεν σου έδωσα την άδεια να τελειώσεις. Δεν έπρεπε!» Για μια στιγμή, στάθηκε ακίνητος. «Θα αναγκαστώ να σε τιμωρήσω». Τη γύρισε μπρούμυτα, σήκωσε τη λεκάνη της και μπήκε μέσα της, χωρίς προειδοποίηση, με μια βίαιη ώθηση. Η Μισέλ νόμιζε πως θα την έσχιζε στα δύο. Ο Μάρτιν δεν της είχε κάνει ποτέ έρωτα με τέτοια αγριότητα, τέτοια βιαιότητα. Πόσο της άρεσε! Τον ικέτευσε να μη σταματήσει. Εκείνος γονά τισε κι άρπαξε το στήθος της από πίσω. Το ζούληξε και το γρατσούνισε. Χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε μέσα στο αιδοίο της. Την είχε πλακώσει με το βάρος του κι ένιωθε τους μηρούς και τους γλουτούς της να χωρίζονται στα δύο. Τελείωσε πάλι, και πάλι, αλλά ο εραστής της ήταν ακόμα πολύ σκληρός και συνέχιζε να την ξεσχίζει με τέ τοια δύναμη, που δεν είχε άλλη επιλογή από το να δέχεται την επίθεσή του... Η κοιλιά της συσπάστηκε και το κορμί της άρχισε να σφαδάζει από τη βία του οργασμού της,που φαινόταν ατέλειωτος,ανα γκάζοντας τον εραστή της να επιταχύνει το ρυθμό του και να οδηγήσει το πέος του μέσα της με ακό μα μεγαλύτερη μανία, έως ότου τελείωσε κι εκεί
—
151
Ι
στορίες
Π οτ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
νος, γεμίζοντας τους εξαντλημένους της γλουτούς και μηρούς με το φρενιασμένο σπέρμα του... Ξάπλωσαν και οι δύο με κομμένη την ανάσα, εξαντλημένοι, σε ονειρικό λήθαργο. «Αν όλο αυτό είναι ένα όνειρο», σκέφτηκε η Μισέλ, «σίγουρα έχω ξεπεράσει τον ίδιο μου τον εαυτό με τις φα ντασιώσεις μου». Ο Μάρτιν της έλυσε απαλά τους καρπούς και ξάπλωσε πάλι δίπλα της. Τα συναισθήματά της άξιζαν κάποια ανάλυση, αλλά τώρα δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί. Ένιωθε απόλυτα κορεσμένη. Κοιμήθηκαν μαζί, και το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν το ακαθόριστο σπαρ τάρισμα του κορμιού της και οι μικροί σπασμοί ευχαρίστησης, που τη συντρόφευαν στο μακάριο ύπνο της. Το επόμενο πρωί, η Μισέλ ξύπνησε με τη μυρω διά του καφέ που ερχόταν από κάτω. Ο ήλιος έλα μπε. Η χιονοθύελλα είχε διακοσμήσει το παράθυ ρο με μια πανέμορφη δαντέλα παγετού. Ο Μάρτιν, ο Μάρτιν που ήξερε πάντα, μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας το δίσκο με το πρωινό. Είχε γίνει πάλι φυσιολογικός: ένας νέος άντρας, που φορούσε ένα μπουρνούζι και της μιλούσε απαλά και τρυφερά. Κοίταξε στοργικά τη γυναίκα του, αλλά τα μάτια του έλαμψαν, όπως δεν είχαν λάμψει ποτέ πριν... Τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο κι ακούμπησε το δίσκο μπροστά της. Πάνω του ήταν ακουμπι σμένο ένα υπέροχο μπουκέτο άσπρα κρίνα κι ένας
Χειμωνιάτικη φαντασίωση
άσπρος φάκελος. Η γλυκανάλατη μικρή καρτούλα, που ήταν ζωγραφισμένη με λουλούδια, κορδελίτσες και πουλάκια, έγραφε μ’ έναν τόσο γνώριμο γραφικό χαρακτήρα,το προβλέψιμο: « Σ ’ αγαπώ, Μάρτιν».
Μεταμορφώσει
Ο Μπερνάρ δεν ήξερε καν πώς είχε συμβεί, αλ λά δεν τον ένοιαζε καθόλου! Οι δραστικές αλλαγές επάνω του ήταν όντως εξαιρετικές, αλλά το ίδιο και οι συνέπειες αυτών των αλλαγών... Δεν ήθελε καν να μάθει την πιθανή αιτία αυτής της μεταμόρ φωσης. Θα ήταν απώλεια χρόνου. Το μόνο σημα ντικό γεγονός ήταν πως αυτό που ονειρευόταν σε ολόκληρη τη ζωή του, οι μεγαλύτερές του φιλοδο ξίες, ζωντάνεψαν από τη μια μέρα στην άλλη. Με ταμορφώθηκε μέσα σε μια νύχτα, απ’ ό,τι φαινό ταν, κι από στρουμπουλός, μυωπικός βάτραχος, έγινε πραγματικός Δον Ζουάν! Ο Μπερνάρ δεν πίστευε στα θαύματα, αλλά τις μύχιες επιθυμίες του τις έλεγε εδώ κι εκεί από τό τε που ήταν πολύ μικρός. Τα ελαττώματά του, πά ντως, δεν ήταν και τόσο φρικτά. Δεν σιχαινόσουν να τον κοιτάξεις. Τώρα όμως... Όλα έγιναν ένα υπέροχο πρωινό, σαν αυτό εδώ. Χωρίς εκκωφαντικές κωδωνοκρουσίες, βροντές κι αστραπές. Το χέρι του Θεού δεν άγγιξε το κεφάλι του για να τον ευλογήσει... Εκείνη τη νύχτα είχε
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ ανοϊν Να Κ
οκκινίζεις
ξαπλώσει στο κρεβάτι του γύρω στα μεσάνυχτα, όπω ς συνήθιζε, αφού είχε πιει δυο-τρεις μπίρες και αφού γέμισε τον εγκέφαλό του με τα ανιαρά προγράμματα της τηλεόρασης. Κ αι το επόμενο πρωί -ΜΠΑΝΓΚ!-χωρίς τον παραμικρό πόνο, δί χως οποιαδήποτε αξιοπρόσεκτη αίσθηση, είχε με ταμορφωθεί ολόκληρος...
Μόλις ξύπνησε, μπήκε στο μπάνιο για να ξεκι νήσει τη συνηθισμένη ρουτίνα του πρωινού. Δεν εί χε καν προσέξει πως ο καθρέφτης απεικόνιζε ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Μόνο μετά τον πρώτο καφέ της ημέρας, όταν πήγε να ξυριστεί, παρατήρησε την αλλαγή και σκάφτηκε πως ονει ρευόταν : Ένας ξένος στον καθρέφτη, τον κοίταζε επίμονα με μια χαζή έκφραση στο πρόσωπό του ένας ξένος που δεν είχε πρησμένα μάτια, τα μαλ λιά του δεν πετούσαν όρθια, όπως ήταν ο εαυτός του κάθε πρωί. Αυτός ο ξένος όμως του φαινόταν γνωστός... Συνειδητοποίησε πως ήταν ακόμα ο ίδιος, μια νέα, βελτιωμένη έκδοσή του. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν τα μαλλιά του. Είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν γρή γορα το κεφάλι του, κάτι που δεν μπορούσε να σταματήσει. Τώρα ήταν μια πλούσια χαίτη, που θα έκανε ακόμα και τον Σαμψών να ζηλέψει. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Η επόμενη ανακάλυψη ήταν πως το φοβερό του μουστάκι, που είχε προκαλέσει εν μέρει το διαζύγιό του, είχε κάνει φτερά και τα γνω
Μεταμόρφωση
στά μαλακά περιγράμματα του προσώπου του δη μιουργούσαν σαγηνευτικά επίπεδα και γωνίες. Το σώμα του λες και ψήλωσε. Κι αυτό, γιατί τα λίγα παραπανίσια κιλά, που είχαν περικυκλώσει στορ γικά τη μέση του, είχαν εξαφανιστεί, είχαν λιώσει όπως το βούτυρο στον ήλιο. Οι ώμοι του είχαν γίνει θέίκοί,ξεπηδούσαν σχεδόν από τα κοντά του μανί κια. «Θα πρέπει ν’ αγοράσω καινούργια ρούχα!» σκέφτηκε. Το στομάχι του είχε γίνει πέτρα, οι στο μαχικοί του μύες κυμάτιζαν και το κάποτε άτριχο, λευκό σαν κρίνος στήθος του, ήταν δασύτριχο. «Θα κυκλοφορώ άνετα στην πλαζ!» είπε χαρούμενα στον εαυτό του. Αυτές όμως δεν ήταν οι πιο φανταστικές αλλα γές του... Όχι! Η απίστευτη μεταμόρφωσή του εί χε πραγματοποιηθεί ανάμεσα στα πόδια του, στην περιφέρεια του οργάνου του, που ήταν σχεδόν άχρηστο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Το κοίταζε επίμονα τώρα, σε όλη τη μεγαλεπήβολη δόξα του. Είχε μέγεθος τέτοιο, που διέθεταν μόνο οι πρωτα γωνιστές σε πορνοταινίες... Το άχρηστο μικρό του πέος είχε μεταμορφωθεί σε πραγματικά θανάσιμο όπλο, σεξομηχανή, δη μόσια απειλή! Κι αυτό το βλήμα περίμενε ανυπό μονα να βάλει φωτιά... Ο Μπερνάρ, ο τρισευτυχισμένος Μπερνάρ, πήρε απόφαση το συγκλονιστικό μετασχηματισμό του όσο καλύτερα μπορούσε - όχι ότι είχε κανένα πα
Ι στορίες Π ο ϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
οκκινίζεις
ράπονο, δηλαδή-κι ετοιμάστηκε για άλλη μια μέ ρα στο γραφείο. Ερωτήσεις του τύπου «Τι στο κα λό συνέβη;» ή «Οι φίλοι μου θα με αναγνωρί σουν ;» πήγαν περίπατο στη στιγμή, μόλις φόρεσε τα εσώρουχά του και ένιωσε τη νέα πηγή περηφά νιας του να διαμαρτύρεται για τη στενότητα του χώρου... Αφήνοντας το διαμέρισμά του εκείνο το πρωί - και κάθε άλλο πρωί μετά απ’ αυτό- ο Μπερνάρ ήξερε πια την αληθινή έννοια της λέξης «ευτυχία». Και κάθε νύχτα, από εκεί κι έπειτα, θα απηύθυνε ευχαριστήριες προσευχές σε κάθε θεό που θα μπο ρούσε να σκεφτεί. Με αυτόν τον τρόπο, όποιος κι αν ήταν αρμόδιος γ ι’ αυτή τη γενναιοδωρία, θα ένιωθε την ευγνωμοσύνη του και δεν θα τον εγκατέλειπε. Η ζωή του δεν ήταν ποτέ η ίδια ύστερα από εκείνο το θαυμαστό πρωινό. Για πρώτη φορά, οι γυναίκες, οι πραγματικά πανέμορφες γυναίκες, έπεφταν κυριολεκτικά μες στην αγκαλιά του. Ο Μπερνάρ,που ούτε στα πιο απόκρυφα όνειρά του δεν σκεφτόταν πως θα μπορούσε να προσελκύσει την προσοχή αυτών των θείων πλασμάτων που συ ναντούσε κάθε μέρα, εισέπραττε το ένα αποπλανητικό χαμόγελο μετά το άλλο. Μια μέρα, που περίμενε υπομονετικά να ανά ψει το φανάρι, το μάτι του έπιασε μια κίνηση στ’ αριστερά του. Στράφηκε και είδε μια καταπληκτι
Μεταμόρφωση
κή ξανθιά, με κραγιόν στο ίδιο χρώμα με το κατα κόκκινα σπορ αυτοκίνητό της, να του χαμογελάει σαγηνευτικά με χαμόγελο τεσσάρων προβολέων. Κι αμέσως να του χαρίζει μικρά, υγρά φιλιά. Τα πλούσια στήθη της ανεβοκατέβαιναν σε κάθε φιλάκι. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη! «Για μένα!» μονολόγησε, «για μένα τα κάνει όλα αυτά!» Ήθε λε απελπισμένα να μπει στο αυτοκίνητό της και να την αφήσει να τον οδηγήσει σε ένα μικρό, διακρι τικό ξενοδοχείο, αλλά είχε ραντεβού με τη Σύνθια, μια μαγευτική κοκκινομάλλα, που γνώρισε μερι κές ημέρες νωρίτερα. Πώς μπορούσε να διαλέξει; Ένιωθε σαν παρθέ νος έφηβος που κλειδώθηκε πρόθυμα σε μια γυναι κεία φυλακή γεμάτη θηλυκά με εκατοντάδες επι θυμίες , που πέθαιναν να του χαρίσουν τις χαρές του έρωτα... «Ποιά νεράιδα κούνησε το μαγικό ραβδάκι της για χάρη μου;» αναρωτιόταν συνέχεια. «Σίγουρα, μια νεράιδα με κορμί που θα σκανδάλι ζε και άγιο ακόμα, μια νεράιδα που διάλεξε εμένα απ’ όλους τους άλλους άντρες, να γίνω ισόβιος σε ξουαλικός της παρτενέρ». Όταν πάλι ένιωθε κά ποιες τύψεις για τη ζωώδη συμπεριφορά του, σκε φτόταν: «Η καλή αυτή νεράιδα έχει επίσης τη δύ ναμη να πάρει πίσω όποτε θέλει όσα μου χάρισε,γι’ αυτό καλύτερα να εκμεταλλευθώ την κατάσταση, όσο καλύτερα μπορώ, ακόμα κι αν πρόκειται απλώς να τελειοποιήσω την τεχνική μου για την
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
ημέρα που θα με καλέσει κοντά της...» Τελικά, τίμησε με την παρουσία του τη Σύνθια και η απόφασή του αυτή δεν αποδείχθηκε καθόλου απογοητευτική. Η Σύνθια του έκανε απίστευτα πράγματα! Και μια και το νέο, βελτιωμένο του όρ γανο εκτέλεσε τα καθήκοντά του χωρίς να κουρα στεί καθόλου, ούτε εκείνη απογοητεύθηκε. Έ κ α ναν έρωτα τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια εκεί νης της αξέχαστης νύχτας και μέχρι να τελειώσουν, το πέος του με την υψηλή του απόδοση, δεν τον πρόδωσε ούτε ένα λεπτό!Ώρες ολόκληρες η Σύνθια υπάκουε σε κάθε απαίτησή του και ο Μπερνάρ χρησιμοποίησε το κορμί της με ένα σωρό επινοητι κούς τρόπους,για να μη μείνει παραπονεμένο κα νένα σημείο του. Κάποια στιγμή, πάντως, πήρε εκείνη όλες τις πρωτοβουλίες. Τον καβαλίκεψε κι άρχισε να καλπάζει πάνω του, ουρλιάζοντας από ηδονή με την απίστευτη δύναμή του. Το επόμενο πρωί, ένιωθε λιγάκι κουρασμένος και νευρικός, έτοιμος όμως ν’ αρχίσει πάλι απ’ την αρχή. Τότε ήταν που του κατέβηκε εκείνη η απίθα νη ιδέα. Μετά από μια γρήγορη μελέτη της οικονο μικής του κατάστασης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να σπαταλήσει κάτι για τον εαυτό του. Ούτε καν θυμόταν την τελευταία φορά που εί χε εκμεταλλευθεί την εργένικη ζωή του. Φυσικά,η παλιά εργένικη ζωή του δεν του είχε προσφέρει ποτέ πολλές ευκαιρίες προς εκμετάλλευση, τώρα
Μεταμόρφωση
όμως όλα αυτά είχαν αλλάξει. Τις τελευταίες δια κοπές του, τις είχε σπαταλήσει προσπαθώντας να σώσει το γάμο του με την Ζανίν. Προσπάθησε πά ρα πολύ, μόνο και μόνο για να τη δει να ανοίγει την πόρτα και να φεύγει, παίρνοντας μαζί της και την κορούλα τους... Ένα διαφημιστικό στην εφημερίδα τον έκανε να διαλέξει μια κρουαζιέρα στο Μαϊάμι,τις Μπαχάμες και στην Κούβα. Κάποια γεγονότα όμως που ακολούθησαν,τον έκαναν να χάσει το δεύτερο μέ ρος της κρουαζιέρας... Το τελευταίο πράγμα που φαντάστηκε όταν ξε κίνησε την κρουαζιέρα, ήταν πως το κρουαζιερόπλοιο θα έφευγε χωρίς αυτόν, ενώ εκείνος ταξί δευε μακάρια με ένα ιστιοφόρο μακριά από τις ακτές του Κη Ουέστ, ακούγοντας το κρυστάλλινο γέλιο των κοριτσιών και προσπαθώντας να συνέλθει από το σοκ της πρώτης του γνωριμίας με τη Βαλερί, μια συναρπαστική γυναίκα με έναν ιδιαί τερο αισθησιασμό... Τη Βαλερί τη γνώρισε πάνω στη Βασίλισσα της Θάλασσας , στην αρχή της κρουαζιέρας. Ήταν Γαλλίδα κι εργαζόταν ως πλοιοσυνοδός, πριν επιστρέ φει στις σπουδές της το φθινόπωρο. Ο Μπερνάρ ξόδεψε τις πρώτες ημέρες της κρουαζιέρας ξαπλώ νοντας δίπλα στην πισίνα, διαβάζοντας αστυνομι κά μυθιστορήματα και θαυμάζοντας την εκθαμβω τική θάλασσα και τον ήλιο που μαύριζε το δέρμα
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ αν οτ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
του. Το τελευταίο ήταν σκέτη αποκάλυψη, γιατί το παλιό δέρμα του θα είχε κοκκινίσει με την πρώτη έκθεση στον ήλιο. Το κρουαζιερόπλοιο ήταν πολυ τελέστατο , αλλά ίσα που το πρόσεξε καθώς τον πε ριτριγύριζαν πανέμορφα ηλιοκαμένα κορίτσια, με λαδωμένα σώματα, χαριτωμένες χειρονομίες, φευ γαλέα χαμόγελα και ανάλαφρες κουβεντούλες. Δεν ήθελε δα τίποτε άλλο! Είχε αποφασίσει να εξετάσει προσεκτικά τους πειρασμούς ολόγυρα,για να διαπιστώσει πόσο θα μπορούσε να αντέξει, πριν δοκιμάσει ένα απ’ αυτά τα εκλεκτά πιάτα... Προς το παρόν,τον ικανοποι ούσαν τα λαμπερά, πειραχτικά χαμόγελα και τα πονηρά κλεισίματα του ματιού. Τπήρχε όμως ένα κορίτσι που έκανε τις ορμόνες του να λειτουργούν ανεξέλεγκτα: η Βαλερί. Δεν είχε βρει ακόμα την ευκαιρία να μιλήσει μαζί της, αλλά την είχε σίγου ρα προσέξει. Ήταν αδύνατον να μη την προσέξει. Και ξαφνικά, βρέθηκε να κάθεται στη διπλανή του καρέκλα, φορώντας ένα μυθικό, άσπρο μπικίνι που κολάκευε το χαριτωμένα λεπτό, γυμνασμένο σώμα της. Τυφλώθηκε από τα εκθαμβωτικά κατάλευκα δόντια της, όταν του χαμογέλασε εγκάρδια και τον ρώτησε, κάπως ντροπαλά, αν θα μπορού σε να την αλείψει με αντηλιακό. Ο Μπερνάρ, αντί να απαντήσει, κούνησε το κεφάλι του. «Vons etes Americain?»
«Όχι. Από το Τορόντο».
Μεταμόρφωση
«Ah, Canadien...»
«Ναι...» « Α ! Τόσο... χαριτωμένο!» Δεν ήταν σίγουρος αν εννοούσε πως ήταν χαρι τωμένος ή πως το να είσαι Καναδός είναι χαριτω μένο... Αλλά ποιός νοιαζόταν τώρα! Εκείνη τη στιγμή παρατήρησε το παράξενο μενταγιόν της. Ήταν ένα κόσμημα που έμοιαζε με δάκρυ, γύρω στα πέντε εκατοστά μακρύ, που κρεμόταν από μια ασημένια αλυσίδα. Τη ρώτησε τι ήταν, και τα ’χασε όταν την είδε να κοκκινίζει. « C ’est secret...» Παρά την περιέργειά του, ο Μπερνάρ ήταν πο λύ απασχολημένος με το να την κοιτάζει, για να της κάνει άλλες ερωτήσεις... Ήταν το υγρό όνειρο οποιουδήποτε άντρα: ψηλή και λεπτή, με αισθη σιακή αιλουροειδή χάρη, μεταξένιο δέρμα, μαυρισμένο τέλεια, μακριά κατάξανθα μαλλιά, μπλε μάτια που λαμπύριζαν και δόντια που είχαν πλου τίσει σίγουρα κάποιον οδοντίατρο. Με λίγα λόγια, το είδος γυναίκας που θα είχε κάνει την πρώην σύ ζυγό του,την Ζανίν, με τον σχεδόν κωμικό παραλογισμό της, να αρχίσει να παραληρεί από ζήλεια. Πριν από τη μεταμόρφωσή του, μια γυναίκα όπως η Βαλερί, ακόμα κι αν περνούσε από μπρο στά του, θα τον είχε κάνει να κοκκινίσει και να ευ χηθεί να γινόταν αόρατος, για να μη δει τα όμορφα μάτια της να κοιτάζουν έναν πανάσχημο βάτραχο
Ι στο ρίες Πο ϊ Σ ε Κ ανοϊν Ν α Κ
οκκινίζεις
σαν αυτόν. Όλα αυτά όμως τώρα πια ανήκαν στο παρελθόν! Τη στιγμή που άπλωνε αντηλιακό στην ονειρική πλάτη της με τρεμάμενο χέρι,την άκουσε να τον ρωτάει: «Είσαι παντρεμένος;» Εκείνη η γαλλική προφορά έκανε την άκρη του απερίσκεπτου πέους του να τρεμουλιάσει και της απάντησε αμέσως, χωρίς να χάσει χρόνο: «Χωρισμένος... πώς και πώς...!» Του χαμογέλασε μπερδεμένη, σαν να μην είχε καταλάβει απόλυτα. Όταν ο Μπερνάρ επανέλαβε τη φράση με τα ελάχιστα Γαλλικά που ήξερε, του χαμογέλασε πιο πλατιά. Του είπε ότι σπούδαζε στη Φλόριδα και ότι έκανε αυτή την καλοκαιρινή δουλειά, που της άρεσε πάρα πολύ, εδώ και τρία χρόνια τώρα, για να μπορέσει να τελειώσει τις σπουδές της. Ήταν πλοιοσυνοδός. Έπρεπε να κα λωσορίζει τους επιβάτες, που γοητεύονταν με την προφορά της, και να βεβαιώνεται πως ήταν ευχα ριστημένοι με όλες τις υπηρεσίες του κρουαζιερόπλοιου. Με λίγα λόγια, βρισκόταν εδώ για να κά νει την κρουαζιέρα όσο καλύτερη κι ευχάριστη γ ι νόταν για τον καθένα. Όταν είχε λίγο χρόνο, έλυνε σπαζοκεφαλιές κι έκανε ηλιοθεραπεία. Μια και ήξερε όλες τις δραστηριότητες που αναπτύσσο νταν στο πλοίο, του υπενθύμισε ότι απόψε ήταν η νύχτα του «Καζίνο», που είχε προγραμματιστεί με στόχο να διδάξει τους επιβάτες πώς να μη χάσουν
Μεταμόρφωση
όλα τους τα χρήματα την πρώτη νύχτα που θα έφταναν στις Μπαχάμες. Τελειώνοντας, αναστέ ναξε μελιστάλαχτα, σαν να ευχόταν να ήταν και ο
Μπερνάρ εκεί... Ήταν έτοιμος να της απαντήσει θετικά, όταν ακούστηκε ένα κουδούνι να χτυπάει και η Βαλερί σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να απαντή σει στην κλήση. «Je dois partir... Πρέπει να φύγω. Θα σε δω από ψε ;» «Mais oui!...»
Ο Μπερνάρ έμεινε για λίγο δίπλα στην πισίνα, να θαυμάσει το τοπίο μπροστά του, αλλά μια και ήθελε να κρατήσει το λόγο του για το βράδυ, δεν ενέδωσε σε κανένα πειρασμό. Έκανε λίγη γυμνα στική για να γυμνάσει τους μυς του, που τον άφη ναν άφωνο ακόμα, κάθε φορά που τους έβλεπε στον καθρέφτη. Μετά, μια μασέρ χρησιμοποίησε όλη της την πείρα για να τον κάνει να χαλαρώσει, κι έπειτα άφησε τον κομμωτή του πλοίου να σι γουρευτεί πως τα καινούργια του μαλλιά βρίσκο νταν στην αιχμή της τελειότητάς τους. Έφαγε ένα ελαφρύ βραδινό και μετά πήγε στην καμπίνα κι άλλαξε ρούχα για να δείχνει ακαταμά χητος. Η Βαλερί θα γνώριζε έναν άντρα που υπήρ χε μόνο στα όνειρά της. Μέχρι σήμερα, δηλαδή... Έ να τηλεφώνημα έφερε γρήγορα έξω από την πόρτα του μια τεράστια ανθοδέσμη από κόκκινα τριαντάφυλλα. Θα τα προσέφερε στη Βαλερί μόλις
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ ανοϊν Να Κ ο κκινίζεις
την έφερνε στην καμπίνα του, αν και ήξερε πως δεν ήταν και τόσο απαραίτητα. Γιατί, μέχρι τότε, θα καιγόταν από επιθυμία για εκείνον, θα ήταν ήδη ερωτευμένη μαζί του, απόλυτη σκλάβα των απί στευτων χαρισμάτων του. Παρήγγειλε να του φέ ρουν και σαμπάνια, που την τοποθέτησε προσε κτικά στο ψυγείο του. «Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να την ανοίξω την κατάλληλη στιγμή, να σκάσω το φελλό και... νοίΐά!» είπε στον εαυτό του, χαμογελώντας πλατιά. Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη φορώντας το καλύτερο κοστούμι του, έβαλε κολόνια κι αναστέναξε απόλυτα ικανοποιη μένος με τον εαυτό του. Την είδε μόλις μπήκε στο μπαρ. Ήταν αδύνατον να μη τη δει. Φορούσε ένα άσπρο σατέν φόρεμα που τόνιζε το περίγραμμα του κορμιού της και την απουσία εσώρουχου. Ο Μπερνάρ έγλειψε ανυπό μονα τα χείλη του, που ξεράθηκαν ξαφνικά όταν η Βαλερί του έκανε νεύμα να πάει κοντά της. Κατόρθωσε να της μουρμουρίσει πως ήταν tres belle, το μόνο γαλλικό επίθετο που του ήρθε εκείνη τη στιγμή. Εκείνη του το ανταπέδωσε, λέγοντάς του πως ήταν πολύ seduisant, ελκυστικός. Καλό... Όλα πήγαιναν όπως ακριβώς ήθελε! Τον έπιασε από το χέρι και τον ρώτησε αν είχε επισκεφθεί πο τέ του καζίνο. Η απάντησή του ήταν ένα τίμιο... ν α ι! Δεν θεώρησε φυσικά απαραίτητο να της πει πως ο κοντόχοντρος χαμένος που ήταν κάποτε, εί
Μεταμόρφωση
χε καταθέσει στην τσόχα διακόσια δολάρια σε λι γότερο από μία ώρα... Εκείνη ενθουσιάστηκε. Του έκλεισε πονηρά το μάτι και του είπε πως δεν υπήρ χε κανένας λόγος να μείνουν εδώ... Τον τράβηξε έξω στη γέφυρα κι έπειτα πιο κάτω, ωσότου έφτα σαν στην πλώρη. Η μουσική από τα διάφορα μπαρ και τα εστιατόρια δεν ακουγόταν και τόσο πολύ εδώ. Το ελαφρύ αεράκι της νύχτας ήταν θερμό και αλμυρό. Η γέφυρα ήταν εγκαταλελειμμένη, μια κι είχαν αρχίσει οι δραστηριότητες της βραδιάς. Χω ρίς να πει λέξη,η Βαλερί κόλλησε πάνω του,τον άρπαξε απ’ το λαιμό και τον φίλησε με πάθος. Εκείνος δεν αντιστάθηκε καθόλου. Έτσι κι αλλιώς, θα ήταν ανώφελο, για να μην πούμε ηλίθιο! Το γό νατό της γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια του, που έτρεμαν, κι άρχισε να τρίβει το όργανό του, που δεν συγκρατιόταν πια από την πρώτη στιγμή που την κοίταξε στο μπαρ. Εκείνη αναστέναξε με εκτίμηση και μουρμούρισε: «fe te venx...»
«Τι να κάνει; Τι να π ε ι;» Τέτοιες ηλίθιες ερωτή σεις! Τη φίλησε μέχρι που του κόπηκε η ανάσα και μετά μάταια προσπάθησε να την οδηγήσει στην καμπίνα του. Η Βαλερί τίναξε το κεφάλι της και του έκανε νεύμα να την ακολουθήσει εκείνος. Υπά κουσε σαν καλό σκυλάκι που ακούει την κυρά του, σαν καλό αγόρι που υπακούει τη δασκάλα του...
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Ποϊ" Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ ο κκινίζεις
Κατάλαβε πως τον οδηγούσε στο τμήμα θαλασ σοθεραπείας. Εκείνη την ώρα ήταν κλειστό και ήταν αδύνατον να μην αναρωτηθεί τι στο καλό θα έκαναν εκεί μέσα. Η Βαλερί έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά από το πορτοφόλι της, άνοιξε την πόρτα όσο πιο ήσυχα μπορούσε και τον έσπρωξε στο υδρομασάζ. Τα πάντα σ’ αυτό το τμήμα του πλοί ου ήταν κλειστά. Ήταν μόνοι τους. Ο Μπερνάρ προσπάθησε να της πει ότι στην καμπίνα του τούς περίμενε δροσερή σαμπάνια, αλλά εκείνη προχω ρούσε ήδη προς τη ρεσεψιόν. Ξεχώρισε ένα άλλο κλειδί, άνοιξε μια πόρτα, μπήκε μέσα και βγήκε σχεδόν αμέσως, κρατώντας δύο ποτήρια και μια σαμπάνια στον πάγο. Μετά, έσκασε στα γρήγορα το φελλό, γέμισε τα ποτήρια κι εξαφανίστηκε πίσω από το ταμείο. Οι δίνες στο υδρομασάζ ενεργο ποιήθηκαν ξαφνικά. Το καυτό νερό άρχισε να αχνίζει και να στροβιλίζεται. Τον έσπρωξε σε μια καρέκλα και άρχισε να λικνίζει μπροστά του το συγκλονιστικό σώμα της. Το φεγγαρόφωτο έλα μπε από το παράθυρο. Έμοιαζε να χορεύει πάνω στο μεθυστικό φουστάνι της. Γλίστρησε το χέρι της στην πλάτη της και ξεκούμπωσε επιδέξια το φόρεμά της, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα. Τώρα φορούσε μόνο τα παπούτσια και το παρά ξενο μενταγιόν της. Γύρισε προς τη μεριά του,για να τον αφήσει να θαυμάσει την υπέροχα μαυρισμένη πλάτη της και μετά χώθηκε στο υδρομασάζ,
Μεταμόρφωση
που έγινε ξαφνικά προκλητικά ακαταμάχητο. Ο Μπερνάρ έβγαλε τα ρούχα του, προσπαθώντας να μη δείχνει την ανυπομονησία του. Κι αυτή δεν ήταν βέβαια η κατάλληλη στιγμή να σκοντάψει πάνω στα εσώρουχά του. Αυτό ήταν κάτι που μόνο ο πα λιός Μπερνάρ θα είχε κάνει. Η θερμοκρασία του νερού ήταν τέλεια, αλλά η Βαλερί δεν τον άφησε να χωθεί αμέσως στο υδρο μασάζ. Κατέβηκε μερικά σκαλιά και τα επιδέξια χέρια της άρχισαν να τον χαϊδεύουν παντού... Έκλεισε τα μάτια του, άφησε ελεύθερο τον εαυτό του να γευθεί το συναίσθημα και τότε ένιωσε τη γλώσσα της που έγλειφε δειλά την άκρη του πέους του, πριν σφίξει το όργανό του με τα χείλη της. Πα γιδεύτηκε στην εύγευστη ζεστασιά του στόματός της. Η γλώσσα της στριφογύριζε γύρω από το πέ ος του. Ο Μπερνάρ ήθελε να τη γεμίσει με το όρ γανό του μέχρι το λαιμό, ακόμα κι αν ήταν δυνα τόν να την πνίξει. Αλλά δεν τον άφηνε. Έτριβε τους γλουτούς του με το ένα χέρι και γλίστρησε το άλλο χέρι ανάμεσα στα πόδια του, χαϊδεύοντας τους τεράστιους όρχεις του. Χώθηκε λίγο περισ σότερο στο νερό και μετά η Βαλερί τον ανάγκασε να γυρίσει μπρούμυτα. Άρχισε να γλείφει τους γλουτούς του, μέχρι επάνω την πλάτη του, έπειτα κάτω πάλι στα γυμνασμένα μάγουλα και ανάμεσά τους... Τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν και είχε πρόβλημα να σταθεί. Η Βαλερί τον γύρισε πάλι
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ
ανοτν
Να Κ
οκκινίζεις
από μπροστά και αυτή τη φορά πήρε στο στόμα της ολόκληρο το πέος του. Κατείχε πολύ καλά την τέχνη της! Το στόμα της γλιστρούσε αργά πάνωκάτω, πάνω-κάτω, συμπιέζοντάς τον. Η μαλακή, ζεστή της γλώσσα τον χάιδευε. Τα λεπτά της χέρια έπιασαν το όργανό του, τα δόντια της το δάγκω σαν όσο έπρεπε... Του ξέφυγαν μικρές κραυγές ηδονής... Την άφησε να τον βασανίζει έτσι, χωρίς να πει λέξη. Του χάριζε απέραντη ικανοποίηση, και προς το παρόν δεν ένιωθε την ανάγκη να συ ντομεύει. Κάποια στιγμή, κάτι γαργάλησε το πόδι του. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, έτσι απορροφημένος που ήταν στη μαγεία που του προσέφερε το στόμα της Βαλερί. Έγλειφε ακόμα το όργανό του, καταβρέχοντάς το κατά διαστήματα με νερό. Σε μια στιγμή σταμάτησε κι άρχισε να γλείφει ένα λαμπερό αντικείμενο. Ήξερε τι σκόπευε να κά νει... Χώρισε στα δύο τα μάγουλα των γλουτών του με το αριστερό της χέρι, ενώ το δεξί έχωσε αρ γά κάτι μέσα του. Τον διαπερνούσε το κρεμαστό κόσμημά της, που έμοιαζε με δάκρυ, και η έκπλη ξη κόντεψε να τον κάνει να τελειώσει. Τύλιξε την αλυσίδα γύρω από τα δάχτυλά της και γλίστρησε το κρεμαστό κόσμημα ακόμα πιο πολύ μέσα του. Μια το έβγαζε και μια το έχωνε πιο βαθιά, ενώ το στόμα της κουνιόταν στον ίδιο ρυθμό πάνω από το πέος του! Ο Μπερνάρ ένιωθε τώρα τόσο αδύναμα τα γό-
Μεταμόρφωση
νατά του, που ήταν έτοιμα να λυγίσουν. Η ικανο ποίησή του ήταν τόσο έντονη , που φοβόταν πως δεν θα άντεχε να κρατηθεί περισσότερο και πως θα έφτανε στο τέλος, παρόλο που δεν το ήθελε, όπως κι ο παλιός Μπερνάρ, και μετά βέβαια θα ευχόταν να πεθάνει από την ντροπή... Συγκεντρώθηκε σ’ αυτή τη σκέψη και κατόρθωσε να σταματήσει τον οργασμό του, προσωρινά τουλάχιστον. Οι όρχεις του ήταν έτοιμοι να εκραγούν και ολόκληρη η κοι λιά του βρισκόταν στο χείλος των σπασμών της καθαρής έκστασης. Κι αυτοί οι σπασμοί ήταν οι εντονότεροι που είχε νιώσει στη ζωή του. Τα χείλη της Βαλερί έγλειφαν τόσο γρήγορα και αποτελε σματικά το όργανό του, που χρειάστηκε να τραβή ξει μακριά το πέος του, για να μην εκσπερματώσει μέσα στο στόμα της. Αυτό θα ήταν ό ,τι έπρεπε κά ποια άλλη στιγμή,τώρα όμως ήθελε να την κάνει δική του, να μπει μέσα της, να την αναγκάσει να ουρλιάξει από ευχαρίστηση,όπως κι εκείνος. Χώθηκε στο νερό κοντά της και την ανάγκασε να καθήσει σε ένα σκαλοπάτι, για να πάρει στα χείλη του το αιδοίο της, αλλά το ζεστό νερό στο πέος του,τον έκανε να λαχταρήσει να μπει μέσα της εκείνη τη στιγμή! Αυτό ακριβώς έκανε. Μόλις το πέος του υψώθηκε σαν κοντάρι πάνω από το νε ρό, η Βαλερί ανασηκώθηκε λιγάκι,για να βρίσκο νται τα κορμιά τους στο ίδιο επίπεδο και να μισοπλέουν. Ξαφνικά, έγιναν δύο πλάσματα ανάλα
Ι στορίες Π ο τ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
φρα, δυο πλάσματα χωρίς βάρος. Μια παράξενη αίσθηση, που για τον Μπερνάρ συνδυαζόταν με το συναίσθημα πως όπου να ’ναι θα έφτανε σε εκσπερμάτωση... Γονάτισε στο τελευταίο σκαλί. Οι καυτές φυσαλίδες του νερού τον γαργαλούσαν σε όλο του το σώμα. Την τράβηξε κοντά το υ ,για να μπορέσει να χωθεί μέσα της όσο πιο βαθιά μπο ρούσε, και μετά μπήκε μέσα της. Έ μ οια ζε να μπαίνει και να μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα στη Βαλερί, που προσπαθούσε να πάρει ανάσα και ούρλιαζε από την ηδονή... Συμφώνησε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα μα ζί του και την άλλη μέρα, όταν ξύπνησε, κατάλαβε πως ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Τον ανάγκασε να περιμένει τρεις ολόκληρες μέ ρες πριν του χαρίσει για άλλη μια φορά την εύνοιά της. Φαινόταν να τον αποφεύγει. Και ξαφνικά, ένα πρωινό που υποτίθεται πως θα έβγαιναν στη στε ριά για να γνωρίσουν λιγάκι την Κούβα, βρήκε ένα μήνυμα πάνω στο κομοδίνο του. Το μήνυμα έλεγε να πάρει μαζί του μια βαλιτσούλα και να τη συνα ντήσει στην αποβάθρα μόλις αποβιβαζόταν στην ακτή. Ο Μπερνάρ αναρωτήθηκε τι να είχε στο μυαλό της... Οι σκέψεις του ήταν αρκετές για να του προκαλέσουν στύση. Θυμόταν πολύ καλά την απίστευτη νύχτα που είχε περάσει μαζί της. Τον περίμενε φορώντας ένα απλό άσπρο φόρε
Μεταμόρφωση
μα. Στον ώμο της είχε περασμένη μια μεγάλη υφα
σμάτινη τσάντα. Τον φίλησε πεταχτά στο μάγουλο και μετά τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε σε ένα υπέροχο ιστιοφόρο, που ήταν δεμένο δεξιά από τη Β α σ ίλισ σ α της Θ ά λ α σ σ α ς. Του εξήγησε πως οι τρεις τους, μαζί με τη φίλη της, τη Λιάνα, την ιδιοκτήτρια του ιστιοφόρου, θα πήγαιναν στο Κη Ουέστ και ότι θα φρόντιζε να σταλούν οπουδή ποτε ήθελε εκείνος, μετά το ταξίδι τους στο Κη Ουέστ, οι άλλες αποσκευές του, που ήταν ακόμα στο κρουαζιερόπλοιο. «Συμφωνείς;» τον ρώτησε, λες και είχε άλλη επιλογή. Πόσο λίγο τον ήξερε... Το τρίο άφησε την Κούβα προτού ακόμη αποβι βαστούν στην ακτή οι άλλοι επιβάτες. Έπλεαν στις θερμές τυρκουάζ θάλασσες με αυτό το φα νταστικό σκάφος, που έμοιαζε με πανέμορφο ξύ λινο κοχύλι. Ήταν εξοπλισμένο με όλα τα απαραί τητα και μπορούσε άνετα να εξυπηρετήσει έξι άτομα. Ο Μπερνάρ ανακάλυψε γρήγορα πως η Βαλερί ήταν πεπειραμένη ναυτικός και η φίλη της η Λιάνα ικανότατη -κ α ι ορεκτική!-καπετάνισσα. Ο ίδιος όμως είχε μάτια μόνο για τη Βαλερί, τη Γαλλίδα αγαπημένη του, που τον έκανε να υποθέ τει , από το πονηρό κλείσιμο του ματιού της και τα μικρά, υγρά φιλάκια της, πως το ταξίδι τους θα ήταν όντως πολύ ευχάριστο!
Ιστο ρ ί ε ς Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
Η Λιάνα ήταν το αντίθετο της Βαλερί. Κουβανέ ζα, με μακριά κατάμαυρα μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της, και μαύρα μάτια. Μικρόσωμη,γεμά τη καμπύλες, φορούσε ένα μπικίνι που μετά βίας άντεχε το βάρος του πλούσιου στήθους της. Οι τορνευτοί γοφοί της λικνίζονταν γοητευτικά όταν περπατούσε και τα πόδια της, αν και κάπως γεμά τα, ήταν ντελικάτα. Το δέρμα της είχε το χρώμα της υγρής άμμου και απέπνεε μια βαριά μυρωδιά εξωτικών φρούτων. Ήταν σκέτος παράδεισος, αλ λά ο Μπερνάρ δεν άφησε τον εαυτό του να υποκύψει στη γοητεία της, γιατί με κανένα τρόπο δεν ήθελε να απογοητεύσει τη Βαλερί. Η ίδια η Βαλερί τον ρώτησε: «Πώς τη βρίσκεις; Δεν είναι γοητευτική;» «Όχι όσο εσύ...» «Εγώ νομίζω πως είναι πανέμορφη και δεν θα με πείραζε αν κι εσύ πίστευες το ίδιο». Η ξηρά χάθηκε από τα μάτια τους. Ήταν μόνοι στον κόσμο,χαμένοι σ’ ένα σόμπαν γεμάτο ήλιο και τυρκουάζ θάλασσα. Ο Μπερνάρ κολυμπούσε στην ευτυχία και ευχήθηκε με όλη του την καρδιά να μη διάλεγε αυτές τις στιγμές η καλή του νεράι δα για να τον ξανακάνει πάλι το αξιολύπητο αν θρωπάκι που ήταν. Αποφάσισε να αποδιώξει απ’ το μυαλό του αυτές τις δυσάρεστες σκέψεις και να συγκεντρωθεί στο τώρα: Έπλεε παρέα μ’ ένα πλά σμα που ονειρευόταν πάντα, κι ένα άλλο που τον
Μεταμόρφωση
κοίταζε όλο και πιο προκλητικά... Γιατί να χαρα
μίζει πολύτιμες στιγμές με ανησυχίες, όταν ένα τέ τοιο ονειρεμένο κορίτσι, ολόγυμνο σχεδόν, του προσέφερε παγωμένη μπίρα, καυτά φιλιά και σιω πηλές αλλά εύγλωττες υποσχέσεις; Κατά το μεσημεράκι η καπετάνισσα έριξε άγκυ ρα και οι τρεις τους αποφάσισαν να βουτήξουν σ’ αυτό το διάφανο γαλάζιο που τους περικύκλωνε. Γελώντας σαν παιδιά, έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στο ονειρεμένο ζεστό νερό. Απολάμβα ναν τα πολύχρωμα θαλασσινά πλάσματα που γλι στρούσαν ανάμεσά τους. Ξαφνικά,η Βαλερί είπε: «Μη μου θυμώσεις. Έχω πολύ καιρό να δω τη Λιάνα...» Κολύμπησε μέχρι τη Λιάνα και μετά και οι δύο μαζί άρχισαν να πετάνε νερά η μία στην άλλη, να γελούν υστερικά και να κυνηγιούνται. Κάποια στιγμή αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Παθιασμέ να... Τα χείλη της Βαλερί έμοιαζαν να πίνουν τα χείλη της Λιάνας, καθώς τα πίεζε πάνω στα δικά της, ενώ το χάδι τους έγινε όλο και πιο τολμηρό... Εκείνη ακριβώς τη στιγμή,ο Μπερνάρ,που ένιωθε τη στύση του σκληρότερη από ποτέ, είχε την εντύ πωση πως τα είχε τινάξει και είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια... Μέσα από τα πεντακάθαρα νερά, είδε το πέος του να αντιδρά σε αυτή την απροσδόκητη αλλά σφοδρά επιθυμητή στροφή της κατάστασης. Δεν τόλμησε να τις πλησιάσει, από φόβο μήπως τις
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
οκκινίζεις
διακόψει, μήπως διαλύσει τα μάγια... Οι σειρήνες κολύμπησαν μέχρι το ιστιοφόρο, για να κρατηθούν στη σκάλα, ενώ τα κορμιά τους ήταν ακόμα μέσα στο νερό. Η Βαλερί είχε κάτι σαν πάθος με το υγρό στοιχείο! Η Λιάνα κρατήθηκε από τη σκάλα και η Βαλερί πιάστηκε από το σχοινί και κόλλησε τα μικρά, σφιχτά της στήθη πάνω στα μεγαλύτερα της Λιάνας. Οι γοφοί τους άρχισαν να χορεύουν ένα άγριο βαλς που ξετρέλανε τον Μπερνάρ. Τα φιλιά τους ήταν απαιτητικά, τα δόντια τους άφηναν οδοντω τές σφραγίδες στα μαυρισμένα κορμιά τους. Βλέποντας τα απίστευτα στήθη των δύο γυναι κών να κολλάνε το ένα πάνω στο άλλο, βλέποντας τις θηλές τους έτσι σκληρές και ανορθωμένες, ο Μπερνάρ δεν άντεξε άλλο. Έπρεπε να βρει κάπου να καθήσει, κάπου να πιαστεί, αλλιώς ήταν σίγου ρος πως θα πνιγόταν. Δεν μπορούσε ούτε να αναπνεύσει. Οι δύο γυναίκες κατάλαβαν πως κινδύ νευε. Η Βαλερί του χάρισε ένα στοργικό χαμόγελο κι έκανε νεύμα στη Λιάνα να ανεβούν στο ιστιο φόρο . Η φίλη της στράφηκε, κόλλησε για λίγο ακό μα τα στήθη της επάνω στη Βαλερί και τελικά άρ χισε να σκαρφαλώνει στο σκάφος. Δεν είχε προλά βει να κάνει τρία βήματα, όταν η Βαλερί την άρπα ξε και την τράβηξε πάλι προς τα κάτω. Η Λιάνα σήκωσε το ένα της πόδι,για να προσφέρει στη φί λη της τους πλούσιους μηρούς της και να κάνει πιο
Μεταμόρφωση
εύκολη την α πόλαυση της. Η Βαλερί βύθισε το πρόσωπό της στην τρυφερή, καστανόξανθη ήβη της άλλης γυναίκας κι άρχισε να τη γλείφει με την άπληστη μικρή της γλώσσα. Ήταν αβάσταχτο... Ο Μπερνάρ κόλλησε πάνω στη Βαλερί, θέλοντας απελπισμένα να χώσει το στητό του όργανο μέσα της. Κάποιος έπρεπε να της μάθει τις συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς μπροστά του... Εκεί νη όμως ήταν ένα σκαλοπάτι πιο πάνω απ’ αυτόν. Η Βαλερί σκαρφάλωσε τη σκάλα πίσω από τη Λ ιά να, και ο Μπερνάρ έμεινε μόνος του να προσπαθεί να αναπνεύσει,να καταπίνει νερό,να είναι έτοιμος να τελειώσει. Αλλά η υπέροχη θέα των ασύγκριτων θηλυκών, τον έκανε να βρει τις αισθήσεις του και να συντομεύσει να τις ακολουθήσει. Η Λιάνα είχε πέσει πάνω στην ολοφάνερα πρόθυμη Βαλερί. Αγκαλιάζονταν εξαγριωμένες, κυλούσαν η μία πά νω στην άλλη, άνοιγαν τα πόδια τους, καταπλάκιοναν τα αιδοία τους... Τα τεράστια στήθη της Λιάνας συμπίεζαν τα μικροσκοπικά της Βαλερί. Η Λιάνα σήκωσε το στήθος της, ελευθέρωσε τις θελ κτικές μικρές ρόγες της φιλενάδας της κι άρχισε να τις γλείφει. Μετά κατέβηκε λίγο παρακάτω κι άνοιξε τους μηρούς της Βαλερί. Έγλειφε τώρα το πιο ευαίσθητο σημείο της φίλης της. Μετά από με ρικά λεπτά, σύρθηκε ξανά προς τα πάνω, για να ενωθούν οι μηροί τους,τα αιδοία,η υγρασμένη ήβη τους. «Μια μυθική αντίθεση φωτεινότητας χρω
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Ν α Κ
ο κκινίζεις
μάτων και σωμάτων!» σκέφτηκε εκστασιασμένος ο Μπερνάρ. Η Βαλερί διάλεξε εκείνη την ευλογημένη στιγμή για να του κάνει νεύμα να έρθει πιο κοντά, χωρίς όμως να του δώσει την άδεια να την αγγίξει. Η Λιάνα άνοιξε τα ρόδινα χείλη της Βαλερί με τα σκουρόχρωμα δάχτυλά της και εξέθεσε το αιδοίο της φιλενάδας της στις καυτές ακτίνες του ήλιου, χαρίζοντας στον Μπερνάρ μια καταπληκτική θέα της ερεθισμένης,πανέμορφης κλειτορίδας της Β α λερί. Η Λιάνα άρχισε τώρα να την πιπιλάει για τα καλά, γυρίζοντας διακριτικά κάπου-κάπου το κε φάλι της, για να μπορεί ο Μπερνάρ να θαυμάζει την επίδειξή της. Μετά από λίγο και αφού η γλώσ σα της ολοκλήρωσε την αποστολή της, έχωσε τα ευκίνητα δάχτυλά της βαθιά στο αιδοίο της Βαλε ρί, κάνοντάς τη να τρεμουλιάσει και να ψιθυρίσει λιγωμένη τα ονόματα του Μπερνάρ και της Λιάνας. Ο οργασμός της ξεχύθηκε σχεδόν αμέσως. Τα μάτια του Μπερνάρ καρφώθηκαν στο αιδοίο της που έσταζε, και επιχείρησε απελπισμένα να δοκιμάσει κι αυτός τους χυμούς του... Οι δύο γ υ ναίκες όμως αρνήθηκαν ταυτόχρονα. Η απογοή τευσή του μεγάλωσε όσο και ο ενθουσιασμός του, αλλά τα προβλήματά του δεν είχαν τελειώσει ακό μ α ... Η Βαλερί γονάτισε και τράβηξε τη Λιάνα προς το μέρος της. Τη φίλησε με ακόρεστο πάθος και κόλλησε πάλι τα στήθη της πάνω στα δικά της.
Μεταμόρφωση
Τα λεπτά δάχτυλα της Βαλερί άρχισαν να εξερευ νούν τις υγρές, κολλώδεις πτυχές ανάμεσα στα πόδια της Λιάνας. Η Κουβανέζα σηκώθηκε και πή γε να ξαπλώσει σε μερικά μαξιλάρια στη γωνία. Η Βαλερί την ακολούθησε σαν πιστό γατάκι κι άρχι σε να γεύεται τη σκοτεινή υγρασία ανάμεσα στα πόδια της φίλης της... Τώρα πια,τίποτα δεν επρόκειτο να σταματήσει τον Μπερνάρ. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Κοί ταξε με λαχτάρα τα όμορφα μάγουλα της Βαλερί μπροστά του και δεν χρειάστηκε να προστάξει το όργανό του για να τα διαπεράσει. Κατάλαβε πως ήταν αρκετά υγρή, έτοιμη για την επίθεση που προετοίμαζε. Σαν ταύρος που ορμάει στον ταυρο μάχο, μπήκε μέσα της με όλη τη ζωώδη δύναμή του. Άκουσε τον αναστεναγμό της από τα χείλη που ήταν σταθερά κολλημένα στο αιδοίο της Λιά νας. Η θέα ήταν απίστευτη, απ’ όπου κι αν την απολάμβανες. Έβλεπε τον εαυτό του να κάνει έρωτα στην ξανθιά, που έγλειφε τη μελαχρινή... Οι ωθήσεις του ήταν βάναυσες, αλλά αποφάσισε να καθυστερήσει όσο ήταν δυνατόν. Επιβράδυνε κι άρχισε να απολαμβάνει το θέαμα. Η Βαλερί τον ανάγκαζε να παλινδρομεί σε μια πλευρά,για να μπορεί να κοιτάζει το ορθάνοιχτο αιδοίο της Λιά νας, που ήταν μούσκεμα. Μετά, μια χάιδευε με τρυφερότητα το στήθος της φίλης της και μια ξαναγύριζε στο γλείψιμο του αιδοίου της... Τα μαυ-
Ιστορίες Π ο τ Σ ε Κ α ν ο γ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
ρισμένα δάχτυλα της μιας γυναίκας, που χάιδευαν το σκοτεινό αιδοίο της άλλης, προκαλούσαν ρίγη στον Μπερνάρ. Τραβήχτηκε μακριά. Δεν μπορού σε να επιταχύνει το ρυθμό του ή να δεχτεί άγγιγμα, γιατί ήταν έτοιμος να εκραγεί. Δύο ζευγάρια πε πειραμένα χέρια διέτρεχαν τώρα όλο το κορμί της Κουβανέζας. Τα χέρια της Βαλερί κάλυπταν τα στήθη και το αιδοίο της, ενώ τα χέρια της Λιάνας είχαν επικεντρωθεί στο στομάχι και στους μηρούς της. Ο Μπερνάρ έβλεπε τα δύο λαμπερά αιδοία να αστράφτουν. Λαχταρούσε να δοκιμάσει και τις δύο γυναίκες για να γευθεί τη διαφορά... Άρχισε να γλείφει πρόθυμα τη Βαλερί, κάνοντάς την να τινά ζεται. Κάποια στιγμή,η Βαλερί αναστέναξε βαθιά και γλίστρησε το χέρι της ανάμεσα στους καυτούς, υγρούς μηρούς της Λιάνας. Εκείνη διαπέρασε στη συνέχεια τη Βαλερί με τα μακριά καφετιά δάχτυλά της. Ξέροντας πως η αγαπημένη του βρισκόταν τώρα σε καλά χέρια, ο Μπερνάρ γλίστρησε το πρό σωπό του ανάμεσα στους μηρούς της Λιάνας. Είχε μια πιο γλυκιά, πιο ώριμη γεύση από τη Βαλερί, σαν μυστηριώδες εξωτικό καρύκευμα. Η Βαλερί αποφάσισε έπειτα να ρίξει ανάσκελα τον ακόρεστο εραστή της. Τον καβαλίκεψε ανάποδα κι έχωσε το πέος του στο στόμα της. Η Λιάνα ανέβηκε πάνω στο πρόσωπό του, πλημμυρίζοντάς τον ξαφνικά με τον οργασμό της, χώνοντας το δάχτυλό της μέσα στη Βαλερί. Ήταν μια στιγμή που ο Μπερνάρ σκέ-
Μεταμόρφωση
φτηκε πως θα πέθαινε από την ηδονή. Η Βαλερί ση κώθηκε κι ανάγκασε τη Λιάνα να ξαπλώσει μπρο στά της για να γευθεί κι αυτή τη γλυκύτητα του ορ γασμού της. Καθώς γονάτισε κι έγλειφε τη Λιάνα, προσέφερε για άλλη μια φορά τους γλουτούς της στον Μπερνάρ, που αμέσως απάντησε στο κάλε σμά της και γλίστρησε σκληρά μέσα της, ενώ η γεύ ση της Λιάνας κολυμπούσε ακόμα μέσα στο στό μα του... Προσπάθησε να κρατηθεί λίγο περισσό τερο , αλλά μάταια... Οι μυώνες του στομαχιού του αρνήθηκαν να συνεργαστούν περισσότερο, κι άρχι σαν να τον εκδικούνται. Η εκδίκηση θα ήταν η απε λευθέρωση του εντονότερου οργασμού της ζωής του. Ήταν όμως αποφασισμένος να μην τους αφή σει να τον εκδικηθούν ακόμα, για να κρατήσει το αποκορύφωμα όσο περισσότερο γινόταν... Και τότε ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι αυτό το κράτημά του ήταν το πρώτο σε μια σειρά από θαυ μάσιες περιπέτειες που θα δοκίμαζε τις επόμενες ημέρες. Αυτό το όραμα πήρε μαζί την αναπνοή και τη θέλησή του. Ο εγκέφαλός του αποσυντονίστηκε, δεν ήταν παρά ανίσχυρος σκλάβος στο πέος και τους όρχεις του. Ήξερε πως έχανε τη μάχη, πως επρόκειτο να αφήσει τελικά τον εαυτό του να εκσπερματώσει όταν... ΠΛΑΤΣ! ... βρέθηκε στο νερό, να κολυμπάει στην πισίνα. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν ο πόνος στη
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
ο κκινίζεις
στύση του. Κατάπιε έναν τόνο νερό και χλώριο, που έκαψε το λαιμό του κι ανέβηκε στη μύτη του, κάνοντάς τον να πνιγεί. Τίναξε το φαλακρό κεφά λι του, καθώς ανέβηκε στην επιφάνεια,για να κα ταλάβει με τρόμο πως ένα φοβερό έγκαυμα κάλυ πτε ολόκληρη την μπροστινή μεριά του κοντόχο ντρου σώματός του. Το φρικτό μαγιό που φορού σε , τσουρούφλιζε την πλαδαρή του μέση κι έψηνε τους μηρούς του. Τότε μόνο κατάλαβε πως είχε γυρίσει πίσω, στη φρικτή, αξιολύπητη πραγματι κότητα. Η συμμορία των ηλιθίων που ονόμαζε φί λους του, τον είχαν περικυκλώσει και γελούσαν τρελαμένοι. Ο γελοίος ο Τζέρι ήταν αυτός που τε λικά είπε: «Τι στο καλό ονειρευόσουν, πουλάκι μου; Θα πρέπει να ήταν η καλύτερη φαντασίωση της ζωής σου! Η πιο κολασμένη! Γιατί,στο μαγιό σου βλέ πω έναν τεράστιο λεκέ!»
Η ευτυχία μιας γυναίκας...
Η Άλεξ εξιστορούσε την πρόσφατη αισθηματική της περιπέτεια στον Πίτερ, καλό φίλο και περιστασιακό εραστή της. Ο Πίτερ άκουσε τη θλιμμένη ιστορία της, της προσέφερε το στιβαρό του ώμο για να κλάψει και τελικά της είπε: «Μην ανησυχείς, καημενούλα μου, η σοφία θα έρθει να σε ανακουφίσει σύντομα. Δεν έκανες κα νένα λάθος, εκτός ίσως από το να ξεκινήσεις άλλη μια περιπέτεια με κλειστά τα μάτια...» Η π εριπ έτεια στην οποία αναφερόταν ήταν στην πραγματικότητα μια από τις πιο εξοργιστι κές που είχε μπλεχτεί ποτέ η Άλεξ. Κατά τη διάρ κεια της μάλλον ασταθούς ερωτικής της ζωής, κά ποιοι δεσμοί της έδειχναν ευτυχισμένοι, μερικοί ήταν σκέτες ματαιώσεις, και άλλοι δεν είχαν καμία σχέση με το συναίσθημα. Αλλά αυτός, ο πιο πρό σφατος , ήταν το κάτι άλλο! Ο Πίτερ και η Άλεξ ήταν φιλαράκια, μια και εί χαν σπουδάσει παρέα. Ο Πίτερ ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που έμαθε για τη δέσμευσή της. Ήταν δίπλα της, να μοιραστεί τη χαρά της
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
οκκινίζεις
όταν παντρεύτηκε, και να την παρηγορήσει, δεκα πέντε χρόνια αργότερα, όταν πήρε διαζύγιο. Ήταν κοντά της για να βεβαιώσει με ενεργό τρόπο την πλήρη «κρίση ταυτότητας» που τη χτύπησε την ημέρα που πάτησε τα σαράντα. Τότε, πάνω-κάτω, έγιναν εραστές για τρία χρόνια... Δεν ήταν τίποτα σοβαρό, φυσικά. Απλώς, δύο καλοί φίλοι, που τα πήγαιναν καλά στο κρεβάτι και ήξεραν πώς να προσφέρουν και να παίρνουν την ευχαρίστηση της παρηγοριάς όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι. Ο γάμος και το επακόλουθο διαζύγιο ήταν κλα σικά σενάρια: Η Άλεξ και ο Ζερόμ είχαν βγει ρα ντεβού όταν ήταν στο λύκειο και στα πανεπιστη μιακά χρόνια. Παντρεύτηκαν μόλις πήραν το πτυ χίο τους, ζούσαν μια ήρεμη ζωή στα προάστια, κι έπειτα έγινε το ΜΠΑΜ! Ο σύζυγος ερωτεύεται μια συνάδελφό του, δεκαέξι χρόνια νεότερή του, και κατηγορεί τη σύζυγό του ότι δεν παρέμεινε η έφηβη που είχε αγαπήσει κάποτε. Μια φθηνή δικαιο λογία για να βρει κάποιαν άλλη έφηβη να την αντι καταστήσει. Είχε προσπαθήσει να τον λογικεύσει. Είχε προ τείνει να κλείσουν ραντεβού με έναν οικογενειακό σύμβουλο, ακόμα και να περάσει κάποιο χρόνο ο Ζερόμ με αυτή την «άλλη γυναίκα»,για να μπορέ σει να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά. Μάταια! Ο Ζε ρόμ είχε ήδη πάρει την απόφασή του και ήθελε να βγει το διαζύγιο όσο το δυνατόν γρηγορότερα,
Η ευτυχία μιας γυναίκας.
επειδή η νέα φλόγα του δεν ένιωθε άνετα με έναν παντρεμένο... «Μιλάμε για βρώμικο παιχνίδι!» είχε πει οργι σμένη η Άλεξ. «Γιατί απ’ την αρχή δεν άφηνε ήσυ χο τον παντρεμένο; Αλλά αυτή», ολοκλήρωσε την ετυμηγορία της, «είναι μάλλον πολύ δύσκολη έν νοια για να την καταλάβει ο μικροσκοπικός εγκέ φαλος αυτής της γυναίκας...» Λίγο πριν από το διαζύγιό της, λυπόταν συνέ χεια τον εαυτό της. Σκεφτόταν πως γερνούσε και δεν ήταν πια ελκυστική. Με άλλα λόγια, ο αυτοσε βασμός της έπιασε πάτο. Αν δεν υπήρχε η Ναταλί... Θα ευγνωμονούσε τη Ναταλί σε όλη την υπό λοιπη ζωή της. Αυτή η λατρεμένη της φίλη έκανε τα αδύνατα-δυνατά για να να τη βοηθήσει να βγει από τη στασιμότητά της. Η τελευταία θεραπεία της συμπεριελάμβανε διάφορες εξορμήσεις στο κέντρο για να αδειάσουν τα μαγαζιά, ένα ραντε βού με την κομμώτρια και την αισθητικό, κι ένα γύρο σε όλα τα γνωστά μπαρ,για να της δείξει την επίδραση που ασκούσε ακόμα στους άντρες. Σε γενικές γραμμές, τα αποτελέσματα ήταν πολύ εν θαρρυντικά... Δεν συνάντησε την «αδελφή ψυχή» ή το τρελό πάθος -κάτι που, έτσι κι αλλιώς, δεν εί χε συναντήσει ποτέ-αλλά οι άντρες τη φλέρταραν όλο το βράδυ και είχε απολαύσει την κάθε στιγμή. Εκείνος ο μπάσταρδος ο Ζερόμ μπορούσε να πάει στο διάβολο!
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ ανοϊν Να Κ
οκκινίζεις
Ένα πρωί, η Άλεξ πήρε τη σταθερή απόφαση να βρίσκεται σε επιφυλακή για κάθε πιθανή σχέση που θα εμφανιζόταν μπροστά της και να επιτρέψει στον εαυτό της να γευθεί οτιδήποτε ενδιαφέρον θα συναντούσε στη ζωή της... Στο κάτω-κάτω, άξιζε όλη την ευχαρίστηση που θα έπεφτε στα χέρια της -έτσι δεν είναι ;Υπήρχε ωστόσο κάποιο πρόβλημα. Κανένας απ’ αυτούς τους άντρες δεν την αναστά τωνε πραγματικά, κανένας δεν της ξυπνούσε επι θυμίες... «Να έχεις εμπιστοσύνη στη μοίρα!» της έλεγε συνέχεια η Ναταλί. «Όταν δεν περιμένεις κάτι,τό τε είναι που σου συμβαίνει!» Εύκολο να το πεις... Τελικά, πέρασαν μερικά χρόνια, αλλά αυτό που συνέβη δεν ήταν αυτό που περίμενε η Άλεξ... Ήταν όταν άρχισε η σχολική χρονιά - η πρώτη μέρα της καινούργιας χρονιάςπου πρόσεξε τον Σεμπάστιαν. Βρέθηκε ξαφνικά μπροστά της. Ήταν μεγαλόσωμος, με μακριές ξανθές μπούκλες, ίδιος αρχαίος Έλληνας θεός. Και τα μάτια του... καταπράσινα, με μικροσκοπικά χρυσαφιά στίγματα. Θα μπορούσε να είναι μο ντέλο, κινηματογραφικός αστέρας ή ποδοσφαιρι στής. Είχε όμως μια αξιοπρόσεκτη ιδιορρυθμία, πολύ σπάνια σε τόσο όμορφο άντρα: ήταν εξαιρε τικά ντροπαλός, και γινόταν κατακόκκινος όταν του απηύθυνες το λόγο. Η Άλεξ δεν είχε συνηθίσει να μιλάει σε τόσο όμορφους άντρες, αλλά μια μα
Η ευτυχία μιας γυναίκας.
τιά στον Σεμπάστιαν της έκοψε την ανάσα κι έδε σε κόμπο το στομάχι της. Είχε στ’ αλήθεια κατορ θώσει να την κάνει να χάσει τον αυτοέλεγχό της! Καταπληκτικό! Θα έδινε τα πάντα εκείνη τη στιγ μή για να μπορέσει να χαϊδέψει εκείνες τις α π ί στευτες ξανθές μπούκλες. Ακόμα και σήμερα θυ μάται την κλασική αντίδρασή του στην επίμονη ματιά της: Εντελώς ανήμπορος να συναντήσει τα μάτια της, της είχε χαρίσει ένα λοξό χαμόγελο, λες και κάποια γάτα είχε καταπιεί τη γλώσσα του... Η δημιουργία σχέσης με τον Σεμπάστιαν, της φάνηκε στην αρχή σαν θείο δώρο. Ήταν το όνειρο κάθε γυναίκας που βγαίνει αληθινό: κεραυνόβολος έρωτας με την πρώτη ματιά, ή οτιδήποτε πιο κο ντά σ’ αυτό, και πάθος που χρειάζεται μια σπίθα για να μετατραπεί σε κάτι που είναι αδύνατον να του αντισταθείς. Η Άλεξ ήξερε καλά πως περίμενε να της συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά ήξερε και κάτι άλ λο... Αυτή που είχε καταδικάσει με βδελυγμία το σύζυγό της πως ενήργησε σαν έφηβος,ήταν έτοιμη να κάνει το ίδιο. Και είχε κοροϊδέψει τόσο πολύ τον Ζερόμ! Ο Σεμπάστιαν δεν ήταν καινούργιος καθηγητής. Όχι. Αν ήταν έτσι, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Ήταν φοιτητής, και μάλιστα μόλις είχε κλείσει τα είκοσι! «Αχ, Άλεξ, καλή μου Άλεξ, βγάλε αμέσως γρή γορα απ’ το μυαλό σου αυτές τις λάγνες σκέψεις!» είπε αυστηρά στον εαυτό της και κατάφερε για λί
193
Ι στορίες Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
γο καιρό τουλάχιστον να επανακτήσει τον έλεγχό της. Γ ια λίγο καιρό τουλάχιστον... Τις δύο επύμενες εβδομάδες, προσπαθούσε να συναντήσει τον Σεμπάστιαν στους διαδρόμους ή έψαχνε να τον βρει ανάμεσα στους μαθητές της στο αμφιθέατρο. Βασανιζόταν και από αμαρτωλές σκέψεις - με τα μάτια της λάγνας φαντασίας της τον έβλεπε γυμνό στο κρεβάτι της να την αγκαλιά ζει παθιασμένα... Όταν βρισκόταν στην τάξη της, έχανε την αυτοσυγκέντρωσή της και ξεχνούσε τη διάλεξη που έπρεπε να κάνει στα κούτσουρα τα απελέκητα, και ξαφνικά δεν έδινε δεκάρα για όσα έλεγε. Ήξερε πως αυτό έδειχνε πλήρη έλλειψη επαγγελματικής ευσυνειδησίας, αλλά αυτές τις ημέρες η επιθυμία της υπονόμευε σοβαρά την αυ τοπειθαρχία της. Καθώς το έντονο βλέμμα του νέ ου γλιστρούσε πάνω της, ένιωθε όλο και πιο σίγου ρη πως η έλξη ήταν αμοιβαία. Θα έδινε τα πάντα για να αισθανθεί τα χέρια του στο σώμα της - αυ τό το σώμα που της προκαλούσε τόσα πολλά αμφίθυμα συναισθήματα... Ήταν όμως αδιανόητο! Η Άλεξ ήταν αφοσιωμένη καθηγήτρια. Η σταδιοδρο μία της ήταν ταυτισμένη με την αποστολή της, κά τι που πίστευε ακράδαντα. Ένα απόγευμα, συνάντησε τον Πίτερ στην καφετέρια. «Πώς είσαι; Δεν σε βλέπω και πολύ στις φόρμες σου».
Η ευτυχία μιας γυ ναίκ ας.
«Είμαι λίγο κουρασμένη. Αυτό είναι όλο». «Πολλή δουλειά;» «Όχι! Είμαι λίγο αναστατωμένη. Δεν κοιμάμαι καλά, δεν τρώω... Τίποτα σοβαρό ». «Δεν φαντάζομαι να είσαι άρρωστη». Ο Πίτερ φάνηκε να ανησυχεί. «Όχι, όχι... Τα ’χω λιγάκι χαμένα». Ο Πίτερ δεν είπε τίποτα για λίγο, αλλά μετά χα μογέλασε πονηρά. «Μήπως πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται κάποιος άντρας;» «Γιατί το λες αυτό;» Η απάντησή της είχε μια ένδειξη ενόχλησης,που ήθελε να την αποφύγει, και ξαφνικά κατάλαβε πως έγινε κατακόκκινη. «Επειδή είμαι κάπως, δεν σημαίνει πως γι’ αυτό φταίει κάποιος άντρας! Τι έχεις πάθει; Γιατί όλοι οι άντρες είστε τόσο εγωκεντρικοί; Αν μια γυναίκα έχει κάποιο πρόβλημα, πρέπει σώνει και καλά να είναι ανακατεμένος κάποιος άντρας, ε ;» «Έλα τώρα! Ηρέμησε! Σ ’ αφήνω μόνη σου για να συνέλθεις. Θα τα πούμε!» «Πίτερ! Περίμενε!» Είχε πλησιάσει μια ομάδα από καθηγητές που η Άλεξ δεν είχε καμία επιθυμία να δει. Θα έπρεπε να του ζητήσει συγνώμη αργότερα. Το απόγευμα τον βρήκε στο γραφείο του. Μπή κε διατακτικά και του είπε μαλακά:
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ ανοϊν Να Κ
οκκινίζεις
«Συγνώμη. Τα νεύρα μου φταίνε...» «Τι τρέχει; Πάμε για καφέ; Έχω μία ώρα ελεύ θερη πριν από το επόμενο μάθημα». «Φύγαμε!» Στην αρχή, δεν είχε την πρόθεση να μοιραστεί τις ανησυχίες της με τον οποιονδήποτε, ντρεπόταν ακόμα και να τις σκέφτεται. Πώς ήταν δυνατόν να δείχνει έτοιμη να ακολουθήσει τα βήματα μερικών αρσενικών συναδέλφων της, να μπλέξει με επικίν δυνες καταστάσεις; Σαν αυτούς τους συναδέλ φους της, που κάποτε πίστευε πως ήταν «ακόλα στα γουρούνια»... Όπως πάντα όμως υποτίμησε το ένστικτο του Πίτερ. Ήξερε πολύ καλά πως ο μόνος λόγος που της την είχε βαρέσει εκείνη την ημέρα,ήταν γιατί ο φίλος της είχε μπήξει το μαχαί ρι ως το κόκαλο και τώρα τον έτρωγε η περιέρ γεια. Η Άλεξ αναστέναξε και του είπε ολόκληρη την ιστορία. Ακολούθησε βαριά σιωπή. Δεν τολ μούσε να τον κοιτάξει, φοβόταν τη στιγμιαία κρί ση του, φοβόταν την καταδίκη του. Ύστερα από λίγα λεπτά, που φάνηκαν ολόκληρη αιωνιότητα, σήκωσε το κεφάλι του και τη ρώτησε με ένα αδιευ κρίνιστο χαμόγελο: «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Τίποτα! Απολύτως τίποτα! Έχω τα διπλάσια χρόνια του... Είναι αδιανόητο! Μπορείς να φαντα στείς τι θα λένε για μένα;» «Θα πουν πως ξέρεις να περνάς ωραία τον και
Η ευτυχία μιας γυναίκας.
ρό σου και δεν δίνεις δεκάρα για το τι λένε οι άλ
λοι για σένα! Αν θέλεις τη γνώμη μου, έχω την εντύπωση πως σκέφτεσαι σύμφωνα με την Άλεξ που ξέρω. Κι αν σε ενοχλεί τόσο πολύ, το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να είσαι διακριτική». «Είσαι παλαβός! Θα μπορούσα να είμαι μητέρα του! Και στο φινάλε,τι θα γινόταν; Θα συναντήσει κάποια στην ηλικία του και θα με παρατήσει. Όλο αυτό το άγχος για το τίποτα...» «Και τι σε κάνει να σκέφτεσαι πως μόλις τον κατακτήσεις με την εξυπνάδα και τη γοητεία σου, δεν θα θέλει μια σοβαρή σχέση;» «Ονειροβατείς, φίλε μου! Ξέρω πολύ καλά τι γίνεται... Θα μείνω προσκολλημένη σ’ αυτόν, μέχρι να βρω τον τρόπο να το ξεπεράσω...» «Εγώ σου λέω να προχωρήσεις. Τι έχεις να χά σεις ;» «Την υπόληψή μου...» «Ποιά υπόληψη; Αυτή που σε αναγκάζει να ξενυχτάς μονάχη στο κρεβάτι σου, λαχταρώντας χω ρίς ελπίδα ένα νεανικό κορμί;» Εκείνη τη στιγμή, η Άλεξ ένιωσε την ακατανίκη τη επιθυμία να του αστράψει ένα χαστούκι. Γιατί δεν του το έδωσε; Ίσως επειδή της χαμογελούσε μ’ εκείνο το γλυκούλι, παιχνιδιάρικο πρόσωπό του. Ίσως,πάλι,γιατί κάπου είχε δίκιο. Στο κάτω-κά τω , τι είχε να χάσει; Το επόμενο πρωί, δεν γύρισε το βλέμμα της αλ
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Ν α Κ
ο κκινίζεις
λού, μόλις την κοίταξε ο Σεμπάστιαν. Και του χα μογέλασε σαγηνευτικά. Θα εφάρμοζε αυτή την τακτική,για να δει αν υπήρχε ευνοϊκή ανταπόκρι ση εκ μέρους του. Άλλο ήταν να φαντάζεται μια σχέση με ένα αγόρι, κι άλλο να τον κάνει να τσι μπήσει το δόλωμα... Αυτό το παιχνίδι συνεχίστηκε για δύο εβδομά δες περίπου και είχε κάποια αποτελέσματα. Τώρα σταματούσε να της μιλήσει μετά από κάθε μάθη μα. Οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν συνήθως γύρω από το περιεχόμενο μιας σειράς μαθημάτων, μιλούσαν όμως και για προσωπικά τους ζητήματα. Ήξερε τώρα ορισμένες λεπτομέρειες γ ι’ αυτόν, όπως ότι ο Αλ Πατσίνο ήταν το είδωλό του και η κολύμβηση το πάθος του - εξ ου το γυμνασμένο κορμί...-αλλά είχε αναγκαστεί να σταματήσει ένα χρόνο πιο πριν, γιατί τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια. Γενικά,τα πράγματα γίνονταν όλο και καλύτε ρα , με ρυθμό χελώνας βέβαια, αλλά με προοδευτι κή κίνηση. Όλη αυτή η κατάσταση της αποσπούσε την προσοχή και τα όνειρά της γίνονταν όλο και πιο διεστραμμένα. Ονειρεύτηκε πως την περίμενε κάθε μέρα σπίτι της, πως τεντωνόταν νωχελικά στο κρεβάτι της, φορώντας μόνο ένα μεταξωτό σλιπ. Κι έκανε κάτι παραπάνω απ’ αυτό... Άρχισε να τη χαϊδεύει, κάθε κίνησή του ήταν πιο τρυφερή από την επόμενη, μέχρι που βρέθηκε να κάνει τον
Η ευτυχία μιας γυναίκας.
ακροβάτη. Σε καθένα απ’ αυτά τα όνειρα, ο Σεμπάοτιαν την οδηγούσε σε απίστευτη κορύφωση ικανοποίησης, της χάριζε τον ένα οργασμό μετά τον άλλο. Ξυπνούσε λουσμένη στον ιδρώτα. Αυτό που την ενοχλούσε ήταν πως τα όνειρα δεν τριβέ λιζαν το μυαλό της μόνο κατά τη διάρκεια της νύ χτας. Στη μέση του μαθήματος , σ’ εκείνες τις σπά νιες στιγμές που συγκεντρώνονται οι φοιτητές, η Άλεξ φαντασιωνόταν τον «εραστή» της σε απίθα νες αθλητικές στάσεις, που θα μπορούσε να εκτελέσει το σώμα του. Τη νύχτα, όταν ήταν στο σπίτι, αυνανιζόταν νωχελικά, καθώς σκεφτόταν κάθε λε πτομέρεια που θα έκαναν μαζί. Θα καθόταν συνε σταλμένα δίπλα της και θα την έβλεπε να χαϊδεύ εται. Σε λίγο η διέγερσή του θα συνταίριαζε με τη δική της και τελικά τα κορμιά τους θα έσμιγαν και θα γίνονταν ένα... Έ να απόγευμα, μετά από ένα σάντουιτς στο πόδι με τον Πίτερ, προτίμησε να περπατήσει έξω από το κτίριο για να βαθμολογήσει τα γραπτά της και να απολαύσει την όμορφη φθινοπωρινή μέρα αλλά και να είναι διαθέσιμη στους φοιτητές της για την περίπτωση που... Κάθησε σε ένα ηλιόλου στο παγκάκι, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί ούτε σε μία πρόταση. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη φαντασία της να ξε διπλωθεί. Το δροσερό αεράκι που ανακάτευε τα μαλλιά της, έγινε ξαφνικά δυνατός άνεμος που
Ι στορίες Πο ϊ Σ ε Κ ανοϊν Να Κ
ο κκινίζεις
φυσούσε σε μια παραλία της Νέας Αγγλίας, όπου
περπατούσε χέρι-χέρι με τον Σεμπάστιαν. Μετά από μερικά αχόρταγα φιλιά, την οδήγησε σε ένα από εκείνα τα τεράστια βικτοριανά μέγαρα, που ήταν διάσπαρτα στην ακτή. Ένα έξοχο σπίτι, σε ροζ και μπλε... Έκαναν έρωτα σε μια επιβλητική κρεβατοκάμαρα, σε ένα ορειχάλκινο κρεβάτι με μεταξωτά σεντόνια, κάτω από τον ήχο της βροχής που έπεφτε με ορμή στη στέγη... Εκείνος χάιδεψε ολόκληρο το κορμί της, σήκωσε τους γοφούς της σαν να ήταν από πούπουλο και μπήκε τρυφερά μέ σα της, καρφώνοντας τα καταπράσινα μάτια του στα δικά της. Άρχισε να της κάνει έρωτα τρυφερά, αλλά σύντομα σκληρότερα κι ακόμα πιο σκληρά, μέχρι που το πελώριο κρεβάτι άρχισε να ταρακουνιέται στη μέση του δωματίου... «Γειά σου!» Η Άλεξ αναπήδησε, λες και κάποιος την είχε τσιμπήσει. Η αδρεναλίνη ξεχύθηκε σαν θάλασσα μέσα στον οργανισμό της, κάνοντας την καρδιά της να σφυροκοπήσει επικίνδυνα για μερικά δευ τερόλεπτα. Μπροστά της στεκόταν το αντικείμενο των φαντασιώσεών της,πιο όμορφο από ποτέ... «Γειά...γειά σου!» «Μπορώ να καθήσω;» «Ναι... φυσικά. Δεν έχεις μάθημα;» «Όχι, όχι. Αύριο το απόγευμα πάλι». «Είναι τόσο όμορφα έξω, τι λες;»
Η ευτυχία μιας γυναίκας.
Σαν να τον χτύπησε ξαφνικά μια έμπνευση, τη ρώτησε: «Κάνεις ποδήλατο;» «Μερικές φορές. Γιατί ρωτάς;» «Ξέρω πως έχεις άλλη μία ώρα μάθημα. Δηλα δή, θέλω να πω ...» Άρχισε να κοκκινίζει,αλλά συνέχισε: «Αν θέλεις, θα μπορούσαμε να συναντηθούμε λίγο αργότερα και να πάμε να κάνουμε ποδήλατο δίπλα στο ποτάμι. Μια ιδέα είπα... Εγώ θα πάω έτσι κι αλλιώς και θα χαρώ πολύ να μου κάνεις παρέα...» Η Άλεξ ένιωσε απέραντη ικανοποίηση όταν κα τάλαβε πως είχε μελετήσει το πρόγραμμά της... «Είναι υπέροχη ιδέα! Αλλά δεν είμαι γρήγορη. Πώς θα σε συναγωνιστώ; Αν μου υποσχεθείς να μην τρέχεις... Δεν σκοπεύω να σε συναγωνιστώ!» Τόσο απλό ήταν... Η ευκαιρία που αναζητούσε εβδομάδες ολόκληρες και είχε αρχίσει να πιστεύει πως δεν θα προέκυπτε ποτέ,εμφανίστηκε ξαφνικά και με πολύ ευγενικό τρόπο. Μια απλή πρόσκλη ση , μια απλή αποδοχή - αυτό ήταν! Συναντήθηκαν στις τέσσερις, στη γέφυρα που οδηγούσε στην έρημη νησίδα στη μέση του ποτα μού. Το ποδηλατικό μονοπάτι που γλιστρούσε γ ύ ρω από το νησάκι,ήταν περίπου είκοσι χιλιόμε τρα. Γοητευτικό και σχεδόν εγκαταλελειμμένο, μια που ήταν σχεδόν απόγευμα. Το νησί είχε πολ
Ιστορίες Π ο τ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
λούς λόφους και δέντρα, και μερικά από τα φύλλα είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν τα ζεστά φθινοπω ρινά χρώματα. Έκαναν ποδήλατο δίπλα-δίπλα, αρκετά αργά για να μπορούν να κουβεντιάζουν, όταν έφτασαν ξαφνικά σε ένα πάρκο στο κέντρο του νησιού. Ήταν ένα πολύ όμορφο, πολύ σαγη νευτικό μέρος στην άκρη του ποταμού. Κατέβη καν από τα ποδήλατά τους και ο Σεμπάστιαν φά νηκε ξαφνικά λίγο νευρικός. Κάτι ήθελε να πει και δεν μπορούσε να το εκφράσει. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, Άλεξ. Δεν ξέρω στ’ αλήθεια πώς ν’ αρχίσω, και ελπίζω πως δεν θα θυ μώσεις. .. Είναι κάτι που το κάνεις συχνά; Συνηθί ζεις δηλαδή να κάνεις ποδήλατο με τους φοιτητές σου;» Την κοιτούσε επίμονα με την άκρη του ματιού του κι έδειχνε ανήσυχος. «Για να σου πω την αλήθεια, Σεμπάστιαν, αυτή είναι η πρώτη φορά που το κάνω. Γιατί ρωτάς;» Η Άλεξ ήταν τόσο νευρική όσο κι εκείνος, αν όχι περισσότερο, αλλά πάλευε απεγνωσμένα να μην το δείξει. «Ρωτάω για τί... γιατί έχω ένα μικρό πρόβλημα. Δεν ξέρω τίποτα για σένα και την προσωπική σου ζωή, αλλά...» Έτριψε από αμηχανία τα χέρια του και κοίταξε το ποτάμι πριν προσθέσει: «Από τότε που άρχισαν τα μαθήματα, αναρω
Η ευτυχία μ ια ς γυναίκ ας.
τιέμαι για πολλά. Μάλλον φταίει η φαντασία μου,
αλλά μου φαίνεται... ελπίζω μάλλον πως...» Πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε: «Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα. Νομίζω πως είσαι υπέροχη, καταπληκτική, και από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα, σε σκέφτομαι συνέ χεια... Τώρα θα νομίζεις πως είμαι κανένας ηλί θιος. Με βλέπεις κι εμένα σαν άλλον ένα έφηβο, άλλον ένα φοιτητή, ανάμεσα σε τόσους και τό σους... και... και...» «Σεμπάστιαν, δεν είσαι άλλος ένας φοιτητής για μένα. Πρέπει να παραδεχτώ πως κι εγώ σε σκέφτομαι από τότε που άρχισαν τα μαθήματα. Και ίσως όχι με τον τρόπο που φαντάζεσαι...» «Ίσως να σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλο με τον ίδιο τρόπο... Εντάξει. Δεν είναι απαραίτητο να πεις τίποτε άλλο. Σου ζητώ συγνώμη για όλη αυτή τη νεανική μου τρέλα. Πώς μπόρεσα να φανταστώ πως κάποια σαν εσένα θα μπορούσε να ενδιαφέρεταιγια μένα...» «Τα βλέπεις όλα λάθος! Ενδιαφέρομαι! Και νό μιζα πως εγώ ήμουν η τρελή. Πίστευα πως ένα όμορφο κι έξυπνο αγόρι όπως εσύ, δεν θα μπο ρούσε να ενδιαφερθεί για μια γυναίκα που έχει τα διπλάσια χρόνια του. Σίγουρα υπάρχουν άπειρες νεαρές κοπέλες που σε ενδιαφέρουν και θα έδιναν τα πάντα για να είναι μαζί σου...» Ο Σεμπάστιαν, χωρίς καμία προειδοποίηση,
Ι στορίες Ποϊ Σ ε Κ
ανοϊν
Να Κ
ο κκινίζεις
σφράγισε το στόμα της με ένα φιλί και την έκοψε στη μέση. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή,ήταν έτοιμη να εμποδίσει μια κατάσταση που συνέχιζε να την ενοχλεί. Το φιλί του όμως ήταν τόσο απαιτητικό,η ικανοποίηση που της χάρισε τόσο μεγάλη, που λύ γισε κάθε της αντίσταση. Χαλάρωσε, επέτρεψε στον εαυτό της να τον γευθεί και γρήγορα έγινε τόσο απαιτητική, όσο κι εκείνος. Ένιωθε σαν μαθητριούλα που δέχεται στα κρυφά το πρώτο της φιλί. Αντιδρούσε μ’ ένα ζήλο που δεν είχε αισθανθεί ποτέ πριν... Την αγκάλιασε με τα δυνατά του χέρια, χαϊδεύοντας τρυφερά την πλάτη και τους ώμους της. Οι τόσοι μήνες αποχής, της προκάλεσαν βίαια κύματα επιθυμίας. Προ σπαθούσε να αναπνεύσει, και το ανελέητο πάθος τη συνεπήρε. Ήθελε να δαγκώσει εκείνο το στόμα, να τυλίξει εκείνες τις χρυσές μπούκλες γύρω από τα δάχτυλά της, να κάνει δικό της αυτό το δυνατό νεανικό κορμί που ονειρευόταν εδώ και τόσον και ρό . Τα στήθη της άρχισαν να διεγείρονται, οι μηροί της να καίνε. Χαμηλά στην κοιλιά της ένιωθε καυ τή την επιθυμία. Ξέχασε όλο το άγχος που είχε μέ σα της γι’ αυτόν το νεαρό. Ήθελε να ξεσχίσει τα ρούχα του, να τον καβαλικέψει, να τον οδηγήσει στον παράδεισο... Άνοιξε για λίγο τα μάτια της και είδε ένα άλλο ζευγάρι που πήγαινε να καθήσει σ’ ένα παγκάκι, όχι πολύ μακριά από εκεί όπου ήταν τώρα ξαπλω
Η ευτυχία μιας γυ ναίκ ας.
μένοι στο χορτάρι με τον Σεμπάστιαν. Τραβήχτη κε μακριά του σαν μαθητριούλα που την έπιασαν στα πράσα, σηκώθηκε όρθια και ακούμπησε στο κιγκλίδωμα στην άκρη του νερού, κοιτάζοντας επίμονα το ποτάμι. Ο Σεμπάστιαν πήγε κοντά της, αλλά δεν τόλμησε να την πλησιάσει. Όταν τελικά μίλησε, ακουγόταν πολύ ταραγμένος. «Λυπάμαι. Ήταν πιο δυνατό από μένα». Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Λυπάσαι; Μα εγώ... Άκου, Σεμπάστιαν. Δεν με εξανάγκασες να το κάνω. Ποιός εξαναγκασμός; Το περίμενα πώς και πώς εδώ κι ένα μήνα τώρα. Είμαι όμως μπερδεμένη. Δεν μπορώ να σκεφτώ τί ποτε άλλο. Τι θέλεις από μένα;Τι περιμένεις; Μια νύχτα στο κρεβάτι; Ούτε εγώ είμαι σίγουρη για το τι θέλω από σένα... Νομίζω πως τα θέλω όλα... αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι πως στο τέλος θα γνωρί σεις μια κοπέλα στην ηλικία σου και θα με στείλεις από εκεί που ήρθα. Φοβάμαι πως θα γίνω γελοία, αλλά σε θέλω. Σε θέλω τόσο πολύ...» «Κάνεις πολλές ερωτήσεις στον εαυτό σου. Αυ τό που θέλουμε και οι δύο είναι να είμαστε μαζί. Με τα κορίτσια της ηλικίας μου, μετά από μια βδομάδα χάνω, λίγο-πολύ, το ενδιαφέρον μου. Χρειάζομαι κάτι περισσότερο. Χρειάζομαι μια γυναίκα, μια πραγματική γυναίκα, που να είναι κάτι περισσότερο από συνεταίρος στο κρεβάτι. Μια γυναίκα με την οποία θα μπορώ πραγματικά
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ
οκκινίζεις
να μιλήσω σχεδόν για τα πάντα, μια γυναίκα που θα μου μιλάει κι εκείνη. Κι όχι μόνο για τους ηθο ποιούς και τα αστέρια της ροκ ή τη μόδα... Σε θέ λω. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί σε δύο μήνες, δύο χρόνια ή ακόμα και σε είκοσι χρόνια. Κανένας δεν το ξέρει αυτό. Τι έχουμε στ’ αλήθεια να χάσουμε; Κάπως έτσι δεν αρχίζουν όλα τα ζευ γάρια ;» «Τι έχουμε στ’ αλήθεια να χάσουμε;» Αυτό το είχε ακούσει κάπου εκατό φορές τον περασμένο μήνα, αλλά τώρα έδιωξε και τους τε λευταίους της ενδοιασμούς. Τα μάτια της καρφώ θηκαν στο νεαρό άντρα κι άρχισε να φιλάει παθια σμένα τα απαλά του χείλη. Κι ύστερα, χωρίς να ανταλλάξει ούτε λέξη, το ζευγάρι γύρισε στα πο δήλατά του κι επέστρεψε στην πόλη. Ο Σεμπάστιαν, που έκανε ποδήλατο δίπλα της, την έπιασε από το χέρι. «Θα με ακολουθήσεις;» «Ναι». Ζούσε σε μια σοφίτα, στον παλιό τομέα της πό λης. Το ευρύχωρο δωμάτιο λουζόταν στο φως του ήλιου, που καθώς έδυε τρύπωνε μέσα από τα με γάλα παράθυρα. Ο Σεμπάστιαν έκλεισε την πόρτα πίσω τους, την πήρε αγκαλιά και συνέχισαν στα γρήγορα όσα είχαν αφήσει στη μέση στο πάρκο. Με το ένα του χέρι έπιασε τους γοφούς της, ενώ το άλλο άρχισε να ξεκουμπώνει γρήγορα τα κουμπιά
Η ευτυχία μιας γυναίκας.
της μπλούζας της. Η Άλεξ αισθανόταν μικροσκοπική σε σύγκριση μ’ εκείνον. Τη σήκωνε στην αγκαλιά του σαν πούπουλο. Την πλημμύρισαν όλα τα όνειρα που είχε κάνει για χάρη του, όλες οι φα ντασιώσεις της. Δεν άντεχε να αφήσει τη στιβαρή του αγκαλιά. Ήθελε να μείνει κολλημένη πάνω του για πάντα. Χάιδεψε την πλάτη του με τα μικρά της δάχτυλα και τελικά έπιασε τις μεταξένιες μπούκλες του. Τη μετέφερε σ’ ένα μεγάλο στρώμα στο πάτωμα και την ακούμπησε τρυφερά κάτω, γονα τίζοντας δίπλα της. Εκείνα τα λαμπερά πράσινα μάτια την κοίταζαν επίμονα καθώς πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της. «Αισθάνεσαι καλά; Μήπως άλλαξες γνώμη;» «Έτσι και κάνεις πως σταματάς τώρα, θα π ά ρεις κακό βαθμό...» Ο Σεμπάστιαν την ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια. Η Άλεξ διάβασε όλες τις εκφράσεις που καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό του: περιέρ γεια, ντροπή, επιθυμία, κι ένας υπαινιγμός π ό νου... Ανατρίχιασε ολόκληρη. Τόσους και τόσους μήνες δεν είχε καμία σεξουαλική επαφή. Τα μέσα της έμοιαζαν να σχίζονται από τη λαχτάρα! Οι τε λευταίοι φόβοι της έχασαν τελικά το λόγο ύπαρξής τους και τα είδε όλα αψήφιστα. Θα χάριζε στον εαυτό της αυτή την ευχαρίστηση, όσο σύντομη κι αν ήταν, κι ας πήγαιναν στο διάβολο οι συνέπειες! Τον ικέτευσε να γδυθεί μπροστά της. Εκείνος
207
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο τ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
κοκκίνισε, αλλά σηκώθηκε όρθιος. Έβγαλε αργά το πουλόβερ του και η Άλεξ μπόρεσε να θαυμάσει το γυμνασμένο κορμί του,τους σφιχτούς στομαχι κούς του μυς. Ήταν ωραία μαυρισμένος, έχοντας τη χρυσή απόχρωση κάποιου που ξοδεύει πολύ χρόνο στην ύπαιθρο. Κάποια στιγμή, κάθησε κάτω στο στρώμα και η Άλεξ κόλλησε πάνω στην ανά γλυφη πλάτη του και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη λεπτή του μέση. Πόσο όμορφος ήταν! Δεν είχε δει ποτέ της κορμί σαν το δικό του. Έμοιαζε αγαλματένιο... Έβγαλε τα εσώρουχά του για να αποκαλύψει τους τέλεια μαυρισμένους μηρούς του. Η στύση του ήταν εντυπωσιακή. Δεν είχε τις υπερβολικές αναλογίες των φαντασιώσεων της Άλεξ, αλλά ήταν κάτι περισσότερο από αξιοσέβαστη. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και της ζήτησε να γδυθεί για χάρη του. Έπιασε τα χέρια του και του είπε γλυκά: «Δεν είμαι πια είκοσι χρονών... Έ λα κοντά μου». Εκείνος δεν επέμεινε. Απεναντίας, της έβγαλε την μπλούζα κι ετοιμάστηκε να βγάλει και τα εσώ ρουχά της, γλιστρώντας τα αργά κάτω από τους μηρούς της, καθώς φιλούσε κάθε εκατοστό του δέρματός της. Όταν έμεινε τελικά γυμνή, την κοί ταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Είσαι πανέμορφη. Ομορφότερη απ’ ό,τι φα νταζόμουν...»
Η ευτυχία μιας γυναίκας..
Έπεσε ολόκληρος επάνω της, καλύπτοντας το ντελικάτο κορμί της με το ογκώδες σώμα του, και την αγκάλιασε δυνατά. Πόσο ανυπομονούσε... Ήθελε να τον νιώσει μέσα της, να ελευθερωθεί επι τέλους από το φορτίο της μοναξιάς της. Αλλά εκείνος προτίμησε να την κάνει να περιμένει. Γλί στρησε τα χέρια του από κάτω της και τη σήκωσε ψηλά, αφήνοντάς την να στηρίζεται με τους ώμους στο στρώμα. Άνοιξε τα πόδια της κι άρχισε να φι λάει τους μηρούς της, γλιστρώντας τη γλώσσα του ανάμεσα στα πόδια της, μέχρι που δάγκωσε τρυ φερά το πεινασμένο αιδοίο της. Την ακούμπησε πάλι κάτω, πάνω στα διπλωμένα πόδια του, κι άρ παξε τη μέση της. Τα μεγάλα χέρια του άρχισαν να της κάνουν μασάζ, να ταξιδεύουν πάνω στο κορμί της, μέχρι που έφτασαν στους ώμους της. Την τρά βηξε κοντά του κι άρχισε να τη φιλάει στο πρόσω πο, στα μάτια, στο λαιμό... Τον παρακάλεσε να της κάνει έρωτα... Αντί γι’ αυτό, ο Σεμπάστιαν ακούμπησε τα πό δια της στο στρώμα και σηκώθηκε όρθιος. Η Άλεξ τον είδε να πλησιάζει ένα κομό και να βγάζει μια φιάλη από ένα συρτάρι. Ξαναπήγε κοντά της,γο νάτισε ανάμεσα στα πόδια της και της είπε να κλείσει τα μάτια της. Η θερμότητα του ήλιου ζέ σταινε το δέρμα της, που τρεμούλιαζε. Ένιωσε κάτι σαν λάδι να χύνεται ανάμεσα στα στήθη της, να κατεβαίνει στην κοιλιά της. Ο Σεμπάστιαν
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π οτ Σ ε Κ α ν ο ϊ ν Ν α Κ
οκκινίζεις
άλειψε με τα δάχτυλά του τις θηλές και το στήθος της και μετά άρχισε να αλείφει τους ώμους,τα χέ ρια , τις μασχάλες, και μετά κάτω, την κοιλιά της... Έχυσε λίγο περισσότερο λάδι στη μέση της, κάνοντάς την να ανατριχιάσει από ευχαρίστηση, κι έπειτα προχώρησε ακόμα πιο κάτω κι έφτασε στα ανοιχτά χείλη της. Αναστατώθηκε από την αίσθηση των δακτύλων του στις παρυφές του αιδοίου της. Το αρωματικό λάδι έγινε ένα με τη γλυκιά δροσιά της και μύρισε τη χαρακτηριστική ζεστασιά των ανακατωμένων αρωμάτων. Μετά, ξάπλωσε ολό κληρος επάνω της, γλιστρώντας το κορμί του στο δικό της, για να πασαλειφθεί κι εκείνος. Η Άλεξ βρήκε την ευκαιρία και άπλωσε αρωματικό λάδι στην πανέμορφη πλάτη του. Ο Σεμπάστιαν πήρε πάλι το μπουκάλι και τράβηξε τη λεκάνη της καθηγήτριάς του κοντά στο πρόσωπό του. Τα χέρια του κατέβηκαν αργά-αργά στην κοιλιά της. Έχω σε ένα δάχτυλο μέσα της, ενώ η γλώσσα του δοκί μασε το κρεμώδες μείγμα που κυλούσε στο εσω τερικό των μηρών της. Όταν τα χείλη του έφτασαν τελικά στο αιδοίο της,η Άλεξ ένιωσε να ηλεκτρίζε ται. Κατάλαβε πως την τρέλαινε, κι έχωσε βαθιά τη γλώσσα του μέσα της, ενώ τα χέρια του γλι στρούσαν στο λαδωμένο κορμί της. Συγκεντρώθη κε αποκλειστικά στο αιδοίο της, δοκιμάζοντας κάθε μέρος του με το καυτό, υγρό στόμα του, λες κι η σάρκα της ήταν το πιο τρυφερό,το πιο εύγευ
Η ευτυχία μ ια ς γυναίκας.
στο φρούτο. Όταν τελικά αισθάνθηκε ότι ο χρόνος ήταν κατάλληλος, την τράβηξε πάνω στο στρώμα και την ανάγκασε να κολλήσει στον τοίχο. Χωρίς καμία προσπάθεια, τη σήκωσε ψηλά, ακούμπησε προσεκτικά το αιδοίο της στην άκρη του πέους του κι άρχισε να γλιστρά μέσα της αργά-αργά, χιλιο στό το χιλιοστό. Η Άλεξ δεν μπορούσε να τον χορτάσει... Τρε λαινόταν για το στόμα του,τη γεύση του,το δέρ μα του,τους καταπληκτικούς του ώμους,τα ακού ραστα χέρια του, που την κρατούσαν ψηλά και την οδηγούσαν μέσα του. Μετά από τις πρώτες εκ στατικές στιγμές, τον ένιωσε ολόκληρο μέσα της. Εκείνος έμεινε για λίγο ακίνητος και την κοίταξε για ένα λεπτό. Μετά χαμογέλασε,τη φίλησε κι άρ χισε να κουνιέται με έναν αποπλανητικό ρυθμό. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση του. Ένιωσε να λαδώνεται ακόμα πιο πολύ από το σώ μα του κι αισθάνθηκε τις ερεθισμένες της θηλές να ζουλιούνται από το στήθος του. Το σώμα της ήταν σαν να επέπλεε, λες κι είχε χάσει όλο του το έρμα, σαν να είχε βυθιστεί σ’ ένα μαλακό, θερμό σύννε φο. Αναστέναζαν μαζί, καθώς ο Σεμπάστιαν επ ι τάχυνε το ρυθμό του, και ήρθαν μαζί σε οργασμό, με ένα ανατριχιαστικό, συγκλονιστικό αποκορύ φωμα. Κάθε νύχτα μετά απ’ αυτό, εδώ και τρεις εβδο μάδες, συναντιούνταν στο σπίτι του ή στο δικό της
211
Ι στορίες Π ο τ Σ ε Κ α ν ο τ ν Να Κ ο κ κ ι ν ί ζ ε ι ς
και κάθε τους επαφή ήταν πιο συγκλονιστική από την προηγούμενη. Περνούσαν τις νύχτες τους κά νοντας έρωτα σε κάθε στάση,χρησιμοποιώντας κάθε νοητή τεχνική... Η Άλεξ άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι δεν πή γαινε καλά, όταν άρχισε να αργεί στα ραντεβού τους. Οι δικαιολογίες του ήταν πάντα εύλογες,αλ λά τα μάτια του τον πρόδιδαν... Ύστερα, άρχισε να αραιώνει τα ραντεβού τους. Η Άλεξ ήταν πια σίγουρη πως ό ,τι φοβόταν είχε συμβεί: θα την πα ρατούσε σύντομα για μια πιο νέα, πιο σεξουαλική κοπέλα. Ένα βράδυ, αποφάσισε να του μιλήσει. Έκαναν έρωτα για πολλή ώρα, αλλά η Άλεξ μπο ρούσε να καταλάβει πως οι σκέψεις του φτερούγιζαν αλλού. Ένιωθε την καρδιά της έτοιμη να ραγί σει, αλλά τον ρώτησε στα ίσα αν είχε γνωρίσει κά ποια στην ηλικία του και αν ήθελε να τα φτιάξει μαζί της. Της απάντησε πολύ ενοχλημένος: «Ό χι! Τι είναι αυτά που λες! Νομίζεις πως θέλω καμιά μικρούλα; Σου το έχω ξεκαθαρίσει πως δεν μου λένε τίποτα οι μικρές!» Είχε πει ή είχε κάνει κάτι λάθος; Η Άλεξ προ σπάθησε να είναι λογική. Ίσως χρειαζόταν περισ σότερο χρόνο για τον εαυτό του. Ένα βράδυ όμως, που υποτίθεται πως θα πήγαιναν στον κινηματο γράφο μαζί και δεν εμφανίστηκε, ένιωσε να της τη βαράει. Ήταν σίγουρη πως ήξερε τι πήγαινε στρα
Η ευτυχία μιας γυναίκας.
βά. Δεν τολμούσε να της πει, γιατί ήξερε πως είχε περάσει ακριβώς τα ίδια με το μοναδικό άλλο ση μαντικό άντρα της ζωής της. «Πολύ καλά!» μονο λόγησε με προσποιητή αυτοπεποίθηση. Θα πήγαι νε μόνη της στον κινηματογράφο και μόλις απο φάσιζε να της ομολογήσει την αλήθεια για τον και νούργιο του δεσμό, αυτή τη φορά τουλάχιστον θα ήταν προετοιμασμένη. Καθώς περπατούσε προς τον κινηματογράφο με σταθερό βήμα, ένιωσε ανα κούφιση στη σκέψη πως αυτή τη φορά θα ήταν αυ τή κι όχι κάποιος άλλος που θα έλεγε: «Σε είχα προειδοποιήσει, έτσι δεν είναι;» Η νύχτα ήταν διάφανη και δροσερή, και η Άλεξ κάλυψε γρήγορα την κοντινή απόσταση ανάμεσα στο σπίτι της και τον κινηματογράφο. Δεν είχε κό σμο, κι έτσι μπήκε αμέσως μέσα και βρήκε θέση. Άφησε το πουλόβερ της στο κάθισμα και πήγε να πάρει ένα ποτό. Και τότε τον είδε! Ήταν γυρισμέ νος με την πλάτη και ήταν εκεί, δίπλα στην και νούργια του κατάκτηση. Δεν ήταν πολύ πιο ψηλή από την Άλεξ... Παρόλο που δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της,ήταν σίγουρη πως αυτή η γυναίκα θα πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαοχτώ ή δεκαεν νιά. Ένιωσε να της έρχεται εμετός. Οι χειρότεροι φόβοι της είχαν επαληθευθεί. Κλονίστηκε περισ σότερο απ’ όσο φανταζόταν. Ένιωσε μέσα της αυ τή την ενοχλητική φράση-κλισέ,αυτή την κατευναστική φράση στην οποία αναφέρονται όλες οι γ υ
Ι σ τ ο ρ ί ε ς Π ο ϊ Σ ε Κ ανοτν Ν α Κ
οκκινίζεις
ναίκες,τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους,σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί ο πόνος τους: «Τι έχει αυτή που δεν έχω εγώ ;» Και δεν μπορούσε να βρεί οποιαδήποτε απαντήση σ’ αυτή την ερώτηση. Θα μπορούσε να έχει διαλέξει ανάμεσα στις αναρίθ μητες ψηλές, λεπτές, πανέμορφες φοιτήτριες. Αλλά αυτή η γυναίκα ήταν σίγουρα κοντή και αρ κετά χοντρή... Φορούσε τζην που δεν έδειχνε κα θόλου ελκυστικούς τους γλουτούς της, κι όταν ο Σεμπάστιαν την τράβηξε κοντά του για να τη φι λήσει, το κοντοστούπικο πλάσμα αναγκάστηκε να σηκωθεί με γελοίο τρόπο στις μύτες των ποδιών του για να τον φτάσει. Αυτό όμως δεν ήταν το χει ρότερο ... Όταν το ζευγάρι γύρισε για να καθήσει στις θέ σεις του,το σοκ που δοκίμασε η Άλεξ, έμοιαζε με δυνατό χαστούκι... Έτσι κι αλλιώς, η σχέση τους είχε κρατήσει αρκετά. Από την αρχή ήξερε ή προ σπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως θα ήταν παροδική. Ακόμα κι αυτή τη λυσσασμένη ζήλεια που ένιωθε τώρα,την περίμενε. Ήταν απλώς θέμα χρόνου... Αλλά αυτό που την έκανε πραγματικά να φρενιάσει, ήταν πως ήξερε πολύ καλά τη γυναί κα που ήταν δίπλα στον Σεμπάστιαν. Κι αυτό το πλάσμα που κρεμόταν παθητικά από το μπράτσο του,ήταν οτιδήποτε ά^.λο εκτός από νεαρό κορί τσι. Δεν ήταν φίλες με την Άλεξ. Ούτε καν γνω στές. Και δεν ήταν κανένα μοντέλο, καμιά βασί
Η ευτυχία μιας γυ ναίκ ας.
λισσα της ομορφιάς. Ήταν το τελευταίο πρόσωπο που περίμενε να δει μαζί του, ήταν μια γυναίκα που καυχιόταν πως δεν είχε ανάγκη κανέναν... Μια γυναίκα που έλεγε σε όσους την άκουγαν πως οι περιστασιακές σχέσεις είναι σκέτο δηλητήριο... Και νάτην, εδώ μπροστά της, να εκθέτει την υπο κρισία της σε όσους την έβλεπαν! Είχε σφετεριστεί τον Σεμπάστιαν, αυτόν το νεαρό που είχε διδάξει στην Άλεξ τόσα πολλά πράγματα... Κι αυτή η γ υ ναίκα δεν ήταν πιο όμορφη ή πιο ελκυστική από την τελευταία φορά που την είχε δει. Είχαν συνα ντηθεί πέρσι, όταν πήγαν μαζί η Άλεξ, ο Πίτερ και μερικοί άλλοι, σε ένα κοινό τους φίλο για να γιορ τάσουν τα γενέθλια αυτής εδώ της γυναίκας, που έκλεινε τα σαράντα εννέα της χρόνια!...
215