ΕίσαγωΎή είς το έπQς του !!Ελληνικοί> Πολιτισμοί>
ΝΕΑ
8ΕΣ Σ
ΚΩΝΣΤΑΝτΙΝΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ
εισαyωyη εις το επος '
,
'
,
,
τοu eΕλλnνικοu Πολιnσμοu
ΤΕΥΧΟΣΑ'
·
ΑΘΗΝΑΙ1996
5η νΕκδοσις
ΝΕΑ
ΙΙΕΣΙΣ
ΙWΝΣΊΆΝΙΊΝΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ ΟΙΕΛΛΗΝΕΣ
τεi)χος Α '
1η ικδοσι.ς: 2α ικδοσι.ς: 3η ικδοσι.ς: 4η ικδοσι.ς: Sη ικδοσι.ς:
1982 1987 1992 1994 1996
ISBN 960-7076-20-β
: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΙΈΝΙΚΗ ΕΠΟΙΠΕΙΑ ΠΑ ΊΉΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΝΝΗΣ ΣΧΟΙΝΑΣ
ΠΡΟΛΟΤΟΣ Τό θιθλ(ο «01 ΕΑΑΗΝΕΣ» δέν χρειάζεται πρόλογο. Τό μόνο πού θά μποροΟσε vά πfj κανε{ς εlvαι δτι τό θιθλ(ο αύτό έπρεπε vά εlχε κυκλQΦο ρήση πρό πολλού. 'Όταν τό δια&iσετε θά καταλάΒετε τό γιατ(.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝλ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ............................................. σελ. 5 Σημείωσις ................................ ................. σελ. 7 3. κεφάλαιον ι ........................................... σελ. 13 4. κεφάλαιον 2 . . . . σελ. 45 5. Κεφάλαιον 3 ... . . .. ... . . σελ. 95 6. 'Επίμετρον . . .. . . . ... . .. .. .. . . .. .. .. . .. . .. . .. . . .. . ... . . σελ. ι35 α) �επιστολή πατρός Γεωργίου Τριανταφυλλίδη σελ. ι37 8) Άπάντήσις Κώστα Πλεύρη .............. σελ. ι4J 7. Παράρτημα .. . . . . . .. .. .. ........ .. . ... ..... .. .... ... . . σελ. ι 57 8. Βι Βλιογραφία ........................................ σελ. J-73 ι.
2.
..
..
............
.
......
...............
...
.
..
.
.
....
.........
......
....
..............................................................
.
1:nμείωσις Εlς τήν έργασlαν πού άκολουθεi έκτ{θεvταr τά πολιτιστικά έπrτεύγματα τού Έλληvrσμού. Ώς WΕλ ληνες δικαιούμεθα νά αlσθαvώμεθα ύπερήΦανοr, διότι άvήκομεν εlς μiαν φυλή ν, πού τόσα θ«υμαστά προσέφερε εlς τήν άvθρωπότητα. 'Έγραψα τό 8r8λio αύτό δrά νά δεil;ω κατά τρόπον έπrστημονrκόν τήν πολrτιστrκήν παvτοδυναμ{αν τής Έλληνrκflς Φυλ flς, άλλά κα{ lbς δrαμαρτυρ{α δrά τήν προδοσlαν τού Έλληνrσμού, τήν δπο{αν δια πράττουν τά λεγόμενα Ά vώτατα Πνευματικά Ίδρύ ματα κα{ ol λεγόμενοι άνθρωποι τιϊ>ν Γραμμάτων, τιϊ>ν Έπrστημιϊ>ν κα{ τιϊ>ν Τεχvά>ν. Αυπούμεθα θαθύτατα πού ε(μεθα μόνον άπόγονοr κα( μάλιστα dνάl;ror άπόγονοr ένδόl;ων προγόνων, πού μ11ς παρέδωσαν πλουσrωτάτην κληρονομ(αν, εlς τήν δπο(αν έστάθημεν άν(κανοr νά προσθέσωμεν κάτι, άλλά Ικανότατοι νά άμαυρώσωμεν τό άπα στράπτον έθνrκόν παρελθόν. WΟσο θλέπω τά μούτρα τιϊ>ν σημερrνιϊ>ν �Ελλήνων δrερωτιϊ>μαr άν μπορούν νά lχουν σχέσrν μέ τάς Άρ χαrοελληνrκάς Φυσrογvωμiας. Τά έλεεrνά ύποκε{ μενα τού .δfl θεν πνευματικού κόσμου, πού δέν άνέρ χοvταr μέ τήν άξ,{αν τflς έπrστημοvrκflς παραγωγflς τών εlναr ποτέ δυνατόν νά συγκριθούν μέ τάς άκτr νοθολούσας Έλληνrκάς προσωπικότητας πού έλάμ πρυναν μέ τό Φtδς τflς γνώσεως τήν άvθρωπότητα; Ε(Jχομαr μέ δλην τήν δύναμιν τflς Έλληvrκflς ψυχ flς μου vά lχω λάθος κα{ vά άποδεrχθd> άπαrσrό-
7
δοξος. Τά Βλέπω δμως δλα άπελπισμένος καί άν εlχα τό θάρρος tνός Γιαvvοπούλου νά καλπάσω εΙς τήν θάλασσαν τής Έλευσrνος δέν θά τό tκανα, διότι τώρα κανείς δέν θά άνεrνώριζε τήν θvσlαν. Τήν έπο χήν τοσ Γιαννόπουλου ύΠήρχον άκόμη 'Έλληνες, δπως τό άπέδειξε τό 12-13, Ιδίως τό 1940 καί τό 19461949. Ένίδ τώρα ol έναπομε{ναντες 'Έλληνες άνήμ ποροι παρακολουθοσν τήν δολοΦον{αν τοσ Έλληνι κού Πνεύματος, πού γίνεται έν δνόματι τής δημο κρατίας, τού κομμουνισμοσ, τοσ εrJδαιμοvισμοσ, τίδν μαρτύρων τοσ Ίεχωθll, τής ψεvδοευρώπης, τού σοσιαλισμοσ, τής πλουτοκρατίας, τοσ σιωνισμού, τά>ν ξένων συμφερόντων, τής μαζοκολακείας, τού Ιμπεριαλισμού 'Ανατολής καί Δύσεως. Χρειαζόμεθα έθvικόν έξιλασμόν, άλλά ποίος Έπιμεvlδης θά έξαγvίση τήν Πατρίδα μας έκ τού νεοελλη νικού άγους; Ποίος Δράκων θά νομοθετήση δσα άπαιτούνται διά τήν έθvικήν σωτηρίαν; Έγλι στρίσαμεν, δίχως νά τό άντιληφθι'δμεν, άπό τόν 'Ό λυμπον εΙς τήν καταΒόθραν τής συγχρόνου ψευδο πνευματικής ζωflς. Παρατηρήσατε προσεκτικίι}ς τήν κατάστασιν καί θά διαπιστώσετε τήν έπαλήθευσιν τflς προφητείας τού Ήρακλείτου, δτι ol πολλοί Ικανοποιούνται δταν χορταίνουν, δπως τά κτήνη: «oi δέ πολλοί κ:εκ:όρηνται δκ:ωσπερ κ:τήνεω> (29). Πού Βλέπετε άνάτασι; Βλέπετε τήν νεολαίαν πρόθυμον νά δρκι σθή «ού κ:αταισχυνό'> δπλα τά Ιερά»; Τέλος πάντων τ( άλλο νά προσθέσω καί διά τ{; θλίΒομαι πού παρίσταμαι μάρτυς τflς δολοΦοvlας τflς Έλλάδος, άπό τούς κατοίκους αrJ τflς τflς χώρας πού παρανόμως, άναξίως καί άvηθίκως φέρουν τό δνομα τού 'Έλληνος. Τά άνοσιουργήματα πού διαπράττόνται εΙς Βάρος τflς Έλληvικfl ς Ιστορίας, τά>ν Έλληvικά>ν παραδό8
σεων, τflς Έλληνικflς ήθικflς, τοΟ ΈλληνικοΟ τρό που ζωflς, τά}ν Έλληνικά}ν lδανικά}ν, τflς Έλληνι κflς οlκογενείας, τf1ς Έλληvικflς γλώσσης, τοΟ Έλ ληνικού φρονήματος, τflς Έλληνικflς θρησκείας, τού Έλληνικού πνεύματος δέν εlναι νοητόν νά δια πράττωνται dπό γvησfους 'Έλληνας πατριώτας, dλλά dπό όπάvθρωπα τουρκοσλαΒικά κα( φραγκο λεΒαντ(νικα παράσιτα τflς Έλληνικflς γfl ς, πού εlς τήν ταυτότητα, κατά δήλωσfν των, λέγονται 'Έλλη νες, ένά} εlς τήν πραγματικότητα κα( έν συνειδήσει dπεργάζονται τήν καταστροΦήν τflς Έλλάδος. ΚαταλάΒετέ το. Ό έχθρός έπέρασε τά τείχη, δίχως νά όπάρχη Παλαιολόγος νά σώση τήν τιμήν τού 'Έ θνους. Αοιπόν δλα έχάθησαν. 'Όλα Ι)σαν μέχρις έδllJ. Τό Έλληνικόν tθνος γίνεται dνάμvησις, dλλά δσα έκπροσωπεr θά φωτίζουν πάντοτε τούς dvθρώπους. Θεωρητικά}ς ώστόσο Βλέπω μίαν λύσιν, τήν τελευταίαν έλπίδα. Τόν ΕΝΑΝ ΕΑΑΗΝΑ, πού θά έπιΒληθfl κα( μέ έμπνευσμένην πολιτική ν θά dγωνι σθή διά τήν dνόρθωσιν, διά τήν ΕΠΑΝΕΑΑΗΝΙ ΣΙΝ. Εlς Αύτόν τόν ΕΑΑΗΝΑ πού aν όπάρχη τώρα f1 aν tλθη μετά dπεσταλμένος τflς Εlμαρμέvης, ή Πατρίς έναποθέτει τά πάντα. Θά έπαναλάθω καί dλλού, δτι ή έπιστροφή εlς τήν Άρχαίαν Έλλάδα dποτελεi πολιτιστική πρόο δον. Δέν εlναι όπισθοδρόμησις. ΟlJτε μόνον dπόδο σις όΦειλομέvης τιμ fl ς εlς τούς έπιΦανεiς προγόνους μας. Έάν ο( νεοέλληνες ένστερνισθοΟν τό ήθικόν, (χά}ρος συμπεριφοράς) τό έπιστημονικόν (χά}ρος γνώσεως) περιεχόμενον τοΟ Έλληνισμού θά πραγ ματοποιήσουν άλματα έθνικfl ς dνόδου. Τό πρό Βλημα τά}ν Έλλήνων εlναι πά}ς θά ξαναγίνουν 'Έλ ληνες. Τό χθές dπομακρύνεται. Εlναι μιά πραγματικό-
9
της, πού δποιος τήν συνειδητοποιήση δέν μπορεί παρά νά αlσθαvθfl δέος. Ή γvόΧnς τfjς ιστορίας προκαλεί άγωνίαν. Μεγάλοι άνδρες, μεγάλοι λαοί, δλόκληροι πολιτισμοί έχάθησαν. Ό Φοθερός χρό νος έξ,αΦανίζει τά πάντα. Πρό τfjς αlωvιότητος ή καθημερινή ζωή εfναι §να τίποτε. Al έπιστfjμαι μάς άποκαλύπτουν, δτr εCμεθα φυλακισμένοι έvτός ένός άδυσωπήτου καί άοράτου πλέγματος Φυσικίδν νόμων, πού ρυθμίζουν τήν ϋπαρξ,ίν μας καί δλο τό Σύμπαν. 'Όσο προχωρεί ή γνόΧnς, τόσον καί άπο δεικvύεται τό άσήμαvτον τού άvθρώπου. Είμεθα ol κατάδικοι τού κόσμου. Ό έπιγραμματοποιός Σιμωνίδης δ Κείος έπεσή μανε («'Αποσπάσματα» 9) δτr ή όλίγη ζωή μας έχει λύπην έπί τfjς λύπης καί ύπεράνω έπικρέμαται δ άναπόΦευκτος θάνατος: «άνθρώπων όλίγον ... πόνος άμφί πόνφ δ δ' άΦυκτος δμώς έπικρέμαται θάνα τος» ώστε νά δικαrολογfjται δ ποι ητής Θέογνις (421) πού μέ άπαισιόδοξ,ον πικρίαν εfπεν, ότι διά τούς έπιγείους άvθρώπους τό καλλίτερον εfναι νά μή γεννηθούν ποτέ καί νά μή lδοΟν ποτέ τήν έκτυ Φλωτικήν λάμψιν τού ήλίου. Άλλά έάν γεννηθούν τό καλλίτερον εfναι νά άπέλθουν όσον τό δυνατόν γρηγορώτερον εlς τόν 'Άδην καί νά άναπαυθούν σκεπασμένοι μέ πολύ χώμα: «Πάντων μέν Φϋναι έ πιχθονίοισιν άριστον, μηδ ' έσιδεtν αuγάς όξέος ήε λίου· Φύντα δ' δπως ώκιστα πύλαι • Αίδα περfισαι, καί κεϊσθαι πολλήν γαϊαν έΦεσσάμενον». Έν τούτοις αl παρούσαι γενεαί όΦείλουν ήθικώς νά άΦήνουν παραδείγματα εlς τούς μεταγενεστέ ρους. Διότι έτσι θά άνέρχεται δ πολιτισμός, πού εfναι καθfjκον τfjς Φυλfjς καί δείκτης τfjς άξ,ίας της. Έπειδή δέν νομίζω δτι θά μού δοθfl ή εύκαιρία νά άΦήσω §να παράδειγμα εlς τούς ..Ελληνας Νέους, άπεΦάσισα νά τούς προσφέρω αύτήν τήv έργασiαν
10
μου, ι6στε vd πληροφορηθοσν τά κατορθώματα τών προγόνων μας, τά δποrα σκ:οπίμως τούς άποκ:ρύπτει τό άvθελληvικ:όν κατεστημένο τοσ άΦελληνισμοv. Φιλοδοξά}ν τό θιθλίο μου νά θοηθήση εlς τήν Έ θvικ:ήν μας αότογvωσ{αν τό άΦιερώνω εlς τούς ώ ραίους άvθρώπους πού άγαποσν τήν Έλλάδα. ΚΩΝΣΤλΝΠΝΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ
11
ΚεΦάλωον1
• ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ
•
ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΗΘΟΣ
Η ΓΝΩΣΙΣ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΕΠΙΣτΗΜΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΟΙ ΕΘΕΜΕΛΙΩΣΑΝ ΚΑΙ ΑΝΕΙΠΥΞΑΝ ΤΑΣ ΕΠΙΣτΗΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ
8 ΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙΣτΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΔΕΝ ΞΕΠΕΡΑΣΑΝ ΤΑΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙ ΚΑΣ
8
ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΑΝτΙΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
8
Η ΣΗΜΑΣΙΑ 'fΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ
8
ΟΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΠΡΟΔΟΤΑΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
8 · ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ τΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
13
ΚοομιίpαΊα Ίωvικοϋ pvθ pov άnό Ίό Έpnοpιό καί Φαvέ�Χίοv
Τό Έλληνικόν Πνεϋμα περιλαμβάνει τήν Γνώσιν καί τό τΗθος. Είδικώτερον δταν λέγωμεν Γνώσιν έννοοϋμεν τήν άντικειμενικήν άντίληψιν τής πραγ ματικότητος είς τήν δποίαν εφθασαν οί Αρχαίοι 'Έλληνες διά τής άναπτύξεως των έπιστημών καί τής φιλοσοφίας. Τό τΗθος έξ liλλου άποτελεί ψυχι κόν χαρακτή ρα έκ τοϋ δποίου άπορρέει τρόπος συμπεριφοράς. Οί πρόγονοί μας έκ τοϋ 'Ήθους των έδημιούργησαν τόν Έλληνικόν τρόπον ζωής περί τοϋ δποίου θά δμιλήσωμεν άργότερον. "Ας άναλύσωμεν τώρα τήν Γνώσιν. ή όποία δπως εϊπομεν περιέχει τάς Έπιστήμας καί τήν Φιλοσο Φίαν. 'Εκάστη έπιστήμη άναζητεί τήν άλήθειαν είς •
15
συγκεκριμένον τομέα τfις πραγματικότητος. 'Επειδή ή πραγματικότης fχει πολλούς τομεiς όπάρχουν καί πολλαί έπιστήμαι, α{ δποiαι fχουν ταξινομηθή κα τά κατηγορίας βάσει ποικίλων μεθόδων. Ή έπι στήμη πού άσχολεiται μέ τήν όγιείαν τοϋ άνθρώπου όνομάζεται ιατρική, έκείνη πού fχει >. Ώσαύτως καί δ Gottfried Martin («Σω κράτης» έλλ. fιcδ. «όργανισμός ιcλασσιιcc'bν έιcδόσεrον» 'Αθ. 1970, σελ. 1 80) άναγνωρίζει δτι δ Πλάτων καί δ
'Αριστοτέλης «άvέπτυξαv τήv lδέα τf1ς έπιστήμης σάv έπιστήμη>>.
Πρ&τοι ο{ πρόγονοί μας έθεσαν τάς βάσεις έπί τ&ν δποίων στη ρίζονται δλαι α{ έπιστήμαι. At βάσεις αύταί εlναι α{ έπιστημονικαί έννοιαι καί αι μέθοδοι έρεύνης. Εtς δλας τάς έπιστήμας οι πρόγονοί μας καθώρισαν τάς έννοίας καί τάς με θόδους έρεύνης. Oi • Αρχαίοι 'Έλληνες άκόμη 16
· προσδιώρισαν τήν ούσίαν δλων τών έπιστημών, είς τάς δποίας ούδείς, ούδέποτε προσέθεσε κάτι, έστω καί δευτερεύον, έστω έλαχίστην ά.σήμαντον νέαν λεπτομέρειαν. Oi 'Αρχαιοέλληνες έπιστήμο νες τά εlδαν δλα, τά ά.νέλυσαν δλα καί τά εlπαν δλα. Ή σύγχρονος ·rελευταία λέξις τ-ης έπιστήμης, δποιασδήποτε έπιση:μης εόρίσκεται έντός τής Άρ χαιοελληνικής πεπα·•ημένης. Μαθηματικά, Φυσι κή, Χημεία, Μηχανιt.:ή , Αστρονομία, 'Ιατρική, ΟΙκονομικά, Νομικά, Πολιτικαί Έπιστήμαι, 'Αρ χιτεκτονική, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Γεωγρα φία, καί κάθε άλλη έπιστήμη δέν έξεπέρασε τάς γνώσεις πού εlχαν έπ' αύτ-η ς ο{ ·Αρχαίοι πρόγο νοί μας, ούτε καί τάς έφθασε. Μέ διαφορετικά λόγια ο{ ·Αρχαίοι 'Έλληνες έγνώριζαν έΦ' δλων τών έπιστημών πράγματα πού ήμεiς σήμερον ά. γνοοϋμεν. 'Όσον καi νά σdς φαίνεται παράξενον oi • Αρ χαιοέλληνες εlχαν έξειλιγμένην τήν Διαστημικήν έπιστήμην περισσότερον ά.π' δσον εlναι σήμερον. Τό ίδιο καί μέ τήν Ίατρικήν, τήν Φυσικήν, κ.λ.π. Αύτό τό δποtον σdς φαίνεται παράξενον, έγώ δέν τό λέγω, τό ά.ποδεικνύω, δπότε παύει νά εlναι παράξενον, διότι εlναι ά.ληθές. 'Όπως καί εlς τάς έπιστήμας, οi>τω καi είς τήν ΦιλοσοΦίαν ο{ 'Έλληνες όπήρξαν ο{ πρώτοι καί oi. μόνοι iδρυταi. 'Απεκάλυψαν τόν χώρον δπου κινείται ή ΦιλοσοΦία καί έξήτ.ασαν εlς βάθος καί είς έκτασιν τό περιεχόμενόν της. Τά ε{παν καί έδώ δλα. Ούδείς fτερος, ούδέποτε συνεπλήρωσε τό μεγαλειώδες Έλληνούργημα τής φιλοσοφίας. Βεβαίως προσεπάθησαν ο{ μεταγενέστεροι νά τό κατανοήσουν καί νά ώΦεληθοϋν ά.πό αύτό, άλλά νά προσθέσουν fι νά τοϋ βελτιώσουν κάτι, τούς έστάθη ά.δύνατον. Ό F. Nietzshe («'Η Ύέννηση τf1ς •
17
ΦιλοσοΦίας» έλλ. fκ:δ. «Μαρfi-Κορόντζη» Άθ. 1 975, σελ. 28) διαβεβαιώνει κατηγορηματικώς δτι ο{ 'Έλ
ληνες «άνεκάλυψαν τούς κυριωτέρους τύπους τοΟ ΦιλοσοΦικοΟ πνεύματος στούς δποίους δλες ol μεταγενέστερες γενεές δέν πρόσθεσαν τίποτε τό ούσιαστικό>>. Όμοίως πρός τήν γνώμην αύτήν συμφωνεi καί ό Ε. Zeller (W. Nest1e «Ίστορία Έλ ληνικ:flς φιλοσοφίας» έλλ. fκ:δ. «Κάλβος» Άθ. 1 969, σελ. 25) μέ τρόπον πού . δέν έπιδέχεται άμΦιβολίαν,
γράφει "δτι οι 'Έλληνες «δλα τά θασrκά ζητήματα τής ΦιλοσοΦίας τής θεωρητικής δσο καί τής πρα χτrκής τά §θεσαν κι άπάvτησαν μέ τήν χαρακτηρι στική γιά τό Έλληνικό πνεΟμα διάφανη καθαρό τητα... σχημάτισαν δλες τίς τυπικές μορφές τής κοσμοθεωρίας. . . θεμελίωσαν δλους τούς θασικούς κλάδους τής ΦιλοσοΦίας>>. Μέ άνάλογον εύθύτητα έπιβε6αιώνει καί ό Μ. Heidigger («τί ε{ναι φιλοσο φία» έλλ. fκ:δ. «Άναyνωστίδψ> σελ. 10) δτι «ή Φιλο σοΦία εlναι Έλληνική στήν ύπαρξή της - Έλλη νική πάει νά πεr: ή φιλοσοφία εlναι στήν άρχική της ύπαρξη, τέτοιας Φύσης πού πptδτα τή συνέλα θεν μόνον ό έλληνικός κόσμος>>. 'Όταν ο{ λαοί άπό τούς παλαιούς χρόνους μέχρι καί σήμερον κυριαρχούνται άπό άβεβαιότητας καί ζουν δίχως ψυχικήν γαλήνην, ο{ πρόγονοί μας διά τf\ς ΦιλοσοΦικf\ς όδοϋ έπέτυχαν τήν εύδαιμονίαν. 'Όταν οι διάφοροι λαοί έπαρουσίασαν καί παρου σιάζουν ύστερικούς προφήτας, ο{ πρόγονοί μας άνεδείκνυον φωτεινούς ΦιλοσόΦους. 'Όταν οι άλ λοι έτρόμαζαν άπό τά φυσικά φαινόμενα α{ Έλλη νικαί εύΦυiαι τά άνέλυον, τά άντελαμβάνοντο καί τά έθεταν εlς τήν ύπηρεσίαν των, έρμηνεύοντες τούς νόμους, πού τά διέπουν. Πιστεύω μέ τήν δύναμιν τό'>ν άποδείξεων, δτι ο{ 'Αρχαiοι 'Έλληνες εlς τάς έπιστήμας καί τήν Φι-
18
λοσοΦίαν ά.νεκάλυψαν πάρα πολύ περισσότερα ά.πό δσα γνωρίζομεν σήμερον. 'Ίσως · νά τά "f\ξευ ραν δλα. Αύτό δμως δέν μπορ& νά τό ά.ποδείξω, άν καί δέν τό ά.ποκλείω. Έκείνο δμως πού έγγυώ μαι δτι f.ι.πορ& νά ά.ποδείξω, εlναι δτι τόσον εlς τάς έπιστήμας, δσον καί εlς τήν ΦιλοσοΦίαν ο{ ·Αρχαίοι 'Έλληνες δχι μόνον έθεσαν τάς βάσεις (έπ ' αύτοϋ ούδείς ά.μΦι6άλλει) ά.λλά τάς έπροχώρη σαν πολύ πέραν τοϋ σημείου εlς τό δποίον σήμε ρον έχουν φθάσει. 0{ πρόγονοί μας κατείχον πε ρισσότερα εlς δλας τάς έπιστήμας καi τήν Φιλοσο Φίαν, ά.π ' δσα κατέχουν ο{ σημερινοί άνθρωποι. Ή παροϋσα μελέτη έπαναλαμ6άνω θά τό ά.πο δείξη . Έρχόμεθα τώρα εlς τό άλλο συνθετικόν στοι χείον τοϋ Έλληνικοϋ Πνεύματος, εlς τό τΗθος. Έλέχθη δτι αύτό εlναι ψυχικός χαρακτήρ έκ τοϋ δποίου ύπαγορεύεtαι ά>ρισμένος τρόπος συμπερι Φορdς. Άπό τόν χαρακτ1lρα τοϋ ά.νθρώπου πηγά ζει καί ή συμπεριφορά του. Ό χαρακτήρ εlναι έσωτερική ύπόθεσις ή όποία έπιδέχεται καλλιτέ ρευσιν, διά τ1lς ψυχικ1lς καλλιεργείας, εlς τήν δποίαν ο{ 'Έλληνες έδωσαν τό φημισμένον δνομ,α τοϋ πολιτισμού. Συνεπ&ς ψυχικός χαρακτή ρ καί τρόπος συμπεριφοράς μαζί κάνουν τό ήθος. Αύτό δηλαδή εlναι ταυτόχρονος έσωτερική (ψυχικός χα ρακτή ρ) καί έξωτερική (τρόπος συμπεριφοράς) έκ δήλωσις. Τό ήθος έπομένως εlναι νά αισθάνεσαι καί νά κάνης. ·Αναλόγως δέ πρός τήν ποιότητα τοϋ κρά ματος, αισθήματος - πράξεως ά.ξιολογοϋνται καί ο{ άνθρωποι. Τό νά ά.ποδείξωμεν δτι ο{ 'Αρχαίοι 'Έλληνες ήσαν πολιτιστικ&ς καί τεχνολογικ&ς περισσότε ρον ά.νεπτυγμένοι ά.πό τούς σημερινούς ά.νθρώ-
19
πους, δέν fχει μόνον τήν θεωρητικήν dξίαν τής dποκαταστάσtως τής ιστορικής dληθείας 1\ τής ικανοποιήσεως τής έθνικής Φιλοtιμίας. 'Έχει έπί σης τήν πρακτικήν σπουδαιότητα τής παρακινή σεως νά στραφώμεν συστηματικώς είς τήν μελέτην τοϋ 'Αρχαίου Έλληνικοϋ Πνεύματος. Πολλοί έπι στήμονες θά εϋρουν έντός τ&ν 'Αρχαίων κειμένων καί τ&ν παραδόσεων λύσεις είς προβλήματα πού τούς dπασχολοϋν, άλλοι θά dνακαλύψουν τήν ϋ παρξι dληθει&ν πού τώρα dγνοοϋμεν, άλλοι θά έντοπίσουν μεθόδους έρεύνης, dναλύσεως, τρόπους συλλήψεως θεμάτων καί dκόμη τήν ϋπαρξιν ζητη μάτων τά όποία τώρα ούτε φαντάζονται, δτι ύπάρ χουν. Ό G. Hegel («ΦιλοσοΦία τ-ης Ίστορίας» έλλ. fκδ. «' Αναγνωστίδης» σελ. 257) μέ τήν βαθύνοιαν, ή
όποία τόν διέκρινε διεπίστωσε δτι «ή καθαρά λεγομένη άνύψωση καί ή πραγματική άναγέvvηση τού πνεύματος πρέπει νά άναζητηθούν πρti)τα στήν Έλλάδα>>. Πολλοί ξένοι έπιστήμονες dνεζήτησαν νά εϋρουν dπαντήσεις είς 'Αρχαιοέλληνας συγγρα φείς. Μdς εΙναι γνωστοί καί α\:ιτοί καί ή προσπά θειά τους. 'Έχουν συμφέρον νά τήν συνεχίσουν, έν& οι 'Έλληνες έπιστήμονες fχουν καθήκον νά τήν dρχίσουν. Ή ώργανωμένη στροφή πρός τό Άρχαίον ·ελ ληνικόν Πνεϋμα θά &>φελήση τήν dνθρωπότητα, διότι θά προάγη τήν Γνώσιν καί τό τΗθος καί θά τοποθετήση είς τήν πρώτην γραμμήν τό πρότυπον τοϋ ·ελληνικού 'Ανθρώπου, δ δποίος θά συνδυάζη Κάλλος - ΕuΦυtαν - Χαρακτήρα είς άρμονικόν σύνολον 1\ δπως λέγει τό ίδιο πρdγμα μέ άλλα λόγια δ Α. Hitler («Ό Άγών μου» έλλ. fκδ. «Δαρέ μα» Β· τόμος, σελ. 43) «Αότό πού έχει κάνει άθάνα το τό Ιδεατό τf1ς δμορΦιάς δπως τήν πίστευαν ol
20
'Έλληνες, εlναr ή ύπέροχη συζυγία τflς πι6 λαμ πρflς Φυσικfjς καλλονflς μέ τήν πνευματική tκλαμ ψη καί τήν εύγένεrα τflς ψυχflς». Έάν έξετάσωμεν τήν προέλευσιν τών συγχρό νων έξελίξεων καί τού πολιτισμού θά διαπιστώσω μεν, δτι τά μεγάλα έπι τεύγματα τών δύο τελευ ταίων αιώνων έπραγματοποιήθησαν, διότι οι ξένοι έπιστήμονες - πού κακώς φέρονται ώς έΦευρέται των - άντέγραψαν τούς 'Αρχαiους μας προγόνους. Μερικοί ξένοι ε{χαν τήν έντιμότητα νά άναΦερ θούν εις τούς 'Αρχαiους καί νά είπουν· τήν άλή θειαν, δτι δηλαδή αύτό πού τούς έκανε διασήμους τό εlχαν προείπει ο{ 'Αρχαίοι 'Έλληνες. Μερικοί άπεσιώπησαν τόν πραγματικόν Άρχαιοέλληνα έ Φευρέτην � έμπνευστή έκ τού δποίου παρέλαβον τήν ιδέαν � τό έπινόημα. Γενικώς θέλω νά τονίσω δτι δλοι ο{ ξένοι έπι στήμονες φιλόσοφοι καi πολλοί λογοτέχναι άντέ γραψαν τούς προγόνους μας. 'Άλλοι μέν έξ έκεί νων πρός τιμήν των, έμνημόνευσαν τόν 'Αρχαίον 'Έλληνα τού δποίου ύπf\ ρξαν ούσιαστικώς έρμη νευταί, άλλοι δέ δχι. Αύτοί ο{ τελευταίοι ε{ναι κοινοί ιδεοκλέπται. 'Ασφαλώς θά ήτο παράλειψις νά νομίζωμεν δτι ο{ ξένοι έκλεψαν άπό τήν πατρί δα μας μονάχα καλλιτεχνικούς θησαυρούς. 'Έκλε ψαν έπ(σης καί εις μεγαλυτέραν fκτασιν τούς άμυ θήτους θησαυρούς τf\ς πνευματικf\ς μας παραγω γf\ς, τούς δποiους παρέθεσαν εις δf\θεν ιδικά των βιβλία. Από τήν έποχήν τf\ς Αναγεννήσεως μέχρι τών ήμερ&ν μας καi φυσικά θά συνεχισθf\ άκόμη, διά φοροι ξένοι μελετούν έργα τών 'Αρχαίων Έλλή νων. Έντός τών κειμένων, τά όποία δχι σπανίως ε{ναι άπλαί έπιστολαί φιλοσόφων � έπιστημόνων πρός μαθητάς των, εύρίσκουν τήν Ιδέαν, τήν έ•
•
21
·
Φεύρεσιν, τό θέμα, τό δποiον κατόπιν περιγράφουν εiς συγγράμματά των καί δ κόσμος τούς θαυμάζει διά τήν fμπνευσίν των, τήν δποίαν έκλαμβάνει ώς πρωτότυπον, ένώ τό πρώτον άποδεδειγμένως εlχε διατυπωθfι παρά τών 'Αρχαίων Έλλήνων.Συχνά παρατη ρεiται μάλιστα τό φαινόμενον τfις άντιγρα Φfις τόϋ άντιγράψαντος. ·ο Milovan Djilas («.Η Νέα Τάξη» έλλ. fκδ. «Καμαρινοπούλου» Άθ. 1 970, σελ. 1 2) γράφει δτι δ Μάρξ fλα6ε τάς δύο βασικάς
θέσεις τfις φιλοσοφίας του άπό άλλους, ο{ δποiοι μέ τήν σειράν των τάς εlχαν πάρει άπό τούς 'Αρ χαιοέλληνας: «Τήν lδέα τής προτεραιότητος τής ύλης δανείστηκε dπό τούς Γάλλους ματεριαλιστές τού 18ου αlώνα. Άλλά καί προηγούμενοι στοχα στές συμπεριλαμΒανομένου καί τού Δημόκριτου στήν dρχαία Έλλάδα, τήν ε{χαν έκΦράσει κατά διαφορετικό τρόπο. •Η lδέα τής dδιάκοπης dλλα γής τής πραγματικότητος, πού προκαλεtται dπό τήν σύγκρουση τών dνομοίων, όνομάστηκε διαλε κτική, καί πρωτοδιατυπώθηκε dπό τόν 'Έγελο, ή ίδια ώστόσο lδέα ε{χε διατυπωθεί κατά διαφορετι κό τρόπο dπό τόν •Ηράκλειτο, στήν dρχαία Έλ λάδα». Σκοπεύω δλας αύτάς τάς περιπτώσεις τfις πρωτο Φανοϋς λεηλασίας τού ·ελληνικού πνεύματος νά τάς έκθέσω μίαν, πρός μίαν. Γνωρίζουν δλοι, δτι α{ έπιστfιμαι χρησιμοποιούν ·ελληνικήν δρολο γίαν. Πρέπει τέλος πάντων νά διερωτηθούν κάποτε διατί π.χ. ο{ Γάλλοι λέγουy geographie καί δέν μεταχειρίζονται διά τήν ΓεωγραΦίαν Ιδική των λέξιν· διατί λέγουν physique, philosophie, mathe matiques, astronomie, politique, mecanique, oph talmologie, architecture, κ.λ.π., κ.λ.π., καί δέν διε
τύπωσαν τάς προαναΦερθεiσας καί τόσας άλλας έπιστήμας πού δέν άνέΦερα μέ {δική των λέξιν, μέ
22
έθνικόν των δρον; άλλά εισήγαγον εις τήν γλώσ σαν των Έλληνικάς λέξεις; • Η άπάντησις εις τό έρώτημα εlναι ή έξf\ς: ot Γάλλοι δέν παρέλα6ον μόνον τάς λέξεις. Παρέλα6ον άπό τούς 'Έλληνας τάς έπιστήμας καί μαζί μέ αύτάς καί τάς •Ελληνικάς λέξεις, πού δηλώνουν κάθε έπιστήμην, ΦιλοσοΦίαν, κ.λ.π. 'Όταν οι Γάλ.. λοι, τούς δποίους φέρω ώς παράδειγμα, καθόσον δσα γράΦω ισχύουν δι' δλους τούς Εύρωπαίους, δταν oi Γάλλοι λοιπόν fμαθαν τά μαθηματικά άπό τούς 'Έλληνας άμέσως i\ μέσω τό'>ν Λατίνων, δέν εi 'Χ.αν εις τήν γλό'>σσαν των τήν λέξιν μαθηματικά. 'Ί σως εl1..αν τήν λέξιν άριθμός, σχήματα, κ.λ.π. άλλά τόν δρον μαθηματικά δέν τόν εl1..αν, διότι δέν i\ξε ραν τά μαθηματικά καί δπωσδήποτε δέν δημιουρ γεtται λέξις διά κάτι πού δέν ξέρομεν i\ δέν ύπέπεσε εις τήν άντίληψίν μας. Έπf\ραν τά μαθηματικά ώς έπιστήμην άπό τούς 'Έλληνας καί μαζί μέ τάς έπι στήμας έπf\ραν καί τόν δρον. Περιε1..όμενον έπι στήμης καί όνομασία μετεφέρθησαν άπό τόν · Ελλη νικόν 1..lbρον εις 1..lbρον. Λατινικόν, Ίταλικόν, Γαλ λικόν, 'Αγγλικόν, Γερμανικόν. Έάν oi λαοί αύτοί άνέπτυσσαν τάς έπιστήμας αύτοδυνάμως θά τάς fδι δαν έθνικάς όνομασίας. Δέν fγινε δμως fτσι. Τάς έπιστήμας τάς έπληροφορήθησαν άπό τούς Αρ 'Χ.αίους 'Έλληνας καί τάς υιοθέτησαν μαζί μέ τό Έλ ληνικόν δνομα . Από τήν έΠΟ'Χ.ήν τf\ς Αναγεννήσεως οι ξένοι άν θρωποι τlbν γραμμάτων έπεκοινιbνησαν μέ τό · Ελλη νικόν πνεσμα. Έντυπωσιάσθησαν καί μετέδωσαν εις τούς δμοεθνεtς τους έκεtνα πού έδιά6ασαν. 'Έτσι άρ1..ικό'>ς έκαλλιεργήθησαν εις τήν Εύριbπην αi έπι στf\μαι καί ή φιλοσοφία, ένlb παραλλήλως άνεπτύ 'Χ.θη καί ή καλλιτε1..νiα μέ παραδοσιακόν πρότυπον τήν άντίληψιν περί ιbραίου τlbν Αρ1..αίων ·Ελλή•
•
•
•
23
νων. Ό Will Durant («Παγκόσμιος Ίστορ(α τοΟ Πολιτι σμοΟ» έλλ. fκδ. <<Συρόπουλοι ΑΦοί» σελ. 6) παραδέχε •
ται σαφέστατα δτι «δέv ύπάρχει τlποτε εlς τόv Έλ ληvιΙCόv πολιτισμόv, που vά μή Φωτlζη τόv lδιΙCόv μας πολιτισμόv» καί άναγνωρίζει δτι μέσω τό'>ν Ρωμαίων ή ·Ελλάς «έΙCληροδότησε εlς τήv Εuρώπηv τάς έπιστήμας της, τήv ΦιλοσοΦlαv της, τά γράμ ματά της ΙCα{ τάς τέχvας της που εlvαι ή ζωντανή θάσις τού πολιτισμού τού συγχρόνου ΙCόσμου». Μετά τήν όποδούλωσιν τ-ης Έλλάδος άπό τούς Τούρκους καί κυρίως μετά τήν έπανάστασιν τοΟ 1 82 1 πολλοί 'Έλληνες έσπούδασαν εiς ξένα πανεπι στήμια. Έκεί fικουσαν άπό τούς ξένους πράγματα τά όποία fιδη χιλιετη ρίδας πρίν έξήγγειλαν ο{ 'Αρ χαίοι 'Έλληνες. Ot Νεοέλληνες δμως άγνοοΟντες τήν προγονικήν πνευματικήν κλη ρονομίαν έγέ νοντο μαθηταί τό'>ν μαθητό'>ν μας καί έθαύμαζαν τούς ξένους διά τάς έπιστημονικάς καί ΦιλοσοΦικάς γ\'ιi)ιτr.ι.: των α{ δποtαι δμως εlχ.αν, πλή ρως άποδε δειγμένως, Έλληνικήν προέλευσιν. Οϋτω ο{ Νεοέλ ληνες μαθηταί τό'>ν Κάντ, Νίτσε, Σοπενχάουερ, Βέμ περ, Καρτεσίου, Βάκωνος, Σπένσερ, Μάρξ, Παρέτο, Σορέλ, Έγέλου, κ.λ.π. έμάθαιναν άπό δεύτερο χέρι καί εiς τά Γερμανικά, 'Αγγλικά, Γαλλικά, ' Ιταλικά, δσα εlπαν ο{ 'Αρχαiοι 'Έλληνες εiς τά Έλλη νικά. Κατόπιν ή ρχοντο έξ Έσπερίας, δίκην φουσκωμέ νων διάνων καί έγένοντο έν ·Ελλάδι καθηγηταί, άκαδημαϊκοί. 'Ανεγνωρίζοντο ώς διάνοιαι, στοχ.α σταί, άνθρωποι μορφωμένοι, ένό'> εiς τήν πραγματι κότητα έπρόκειτο περί άγραμμάτων ξενομανό'>ν, ο{ δποiοι έμαθαν μίαν ξένην γλό'>σσαν καί έπαπαγάλι σαν όλίγα πού άπεστήθησαν άπό τούς iδεδοκλέπτας τό'>ν προγόνων μας. Τήν έκατονταετίαν 1850- 1 950 διάφοροι άστοί πού
24
μετέβησαν εiς τό Παρίσι i\ εiς τήν Χαϊδελβέργην έπέστρεψαν εiς τήν Πατrίδα μας καί κατέλαβαν πανεπιστημιακάς fδρας, θέσεις άκαδημαϊκών, έκυ κλοΦόρησαν βιβλία καί fδωσαν πλflθος διαλtξεων, δίχως ποτέ νά όποπτευθο()ν δτι έκείνα πού τούς έδί δαξαν εiς τό Παρίσι καί ε{ς τήν Χαϊδελβέργην, τά ε{χαν πρ&τοι διδάξει ο{ ·Αρχαίοι 'Έλληνες. Εiς τάς ξένας χώρας έξυμνείτο συχνά καί εiς γενι κάς γραμμάς ή συμβολή τών • Αρχαίων Έλλήνων ε{ς τόν πολιτισμόν καί τάς έπιστήμας. Αύτή τήν άφη ρημένη έξύμνισιν μετέφεραν έδώ οί ξενοσπουδα σμένοι καθηγηταί καί άκαδημαϊκοί, ο{ δποίοι άκόμη καί τώρα άναΦέρουν εiς τά βιβλία των κάποιον Πλάτωνα, κάποιον Σωκράτην, κάποιον Άριστοτέλην, δτι κάτι ε{παν, κάτι άφησαν νά έννοηθfl, άλλά δ "Αγγλος, δ Γάλλος, δ Γερμανός, δ Ίταλός, δ τάδε i\ δ δείνα ξένος συνέλαβαν τό πράγμα καί τό άνέλυσαν καί μdς τό έδίδαξαν. Αύτός δ έσμός τών άμορφώτων καθηγητ&ν καί λοιπ&ν ψευδοεπιστημόνων κυκλοφορο()ν βιβλία διά τόν κάθε ξένον καί άγνοο()ν τούς 'Έλληνας. Χιλιάδες έχουν άναγνώσει τόν Μάρξ. ·Αλλά κανείς δέν έδιάβασε τόν Έπίκουρον καί τόν Δημό κριτον μολονότι δ Μάρξ έγραψε διατριβήν μέ τίτ λον: «Διαφορά Φυσικfjς Δημοκ:ρ{του κ:α{ 'Επικού ρου». Ό Μάρξ δηλαδή έμελtτησε τόν Έπίκουρον καί τόν Δημόκριτον. 0{ έγχώριοι Μαρξισταί άπα ξιο()ν νά διαβάσουν αύτούς τούς 'Αρχαίους 'Έλλη νας, τούς δποίους εiς πολλά
25
άληθώς τά έχουν διδάξει ο{ πρόγονοί μας. Δέν άμΦι βάλλω δτι τήν κατηγορίαν μου αύτήν ο{ ιώριοι καθηγηταί τήν γράφουν εiς τά παλαιά των ύποδήμα τα. Έγώ τούς κατηγόρησα δχι βεβαίως, διότι πιστεύω δτι θά τούς συγκινήσω, άλλά άΦ' ένός μέν διά νά γνωρίζουν, δτι τούς γνωρίζομεν τ( τενεκέδες ε{ναι, άΦ ' έτέρου δέ μέ τόν σκοπόν δταν έπικρατήση Έλληνοπρεπής πολιτική ήγεσiα νά καθορ(ση νέαν γραμμήν κα( νά ζητήση εύθύνας άπό τούς προδότας τοϋ Έλλnνισμοϋ . Προδόται τοϋ Έλληνισμοϋ δέν εlναι μόνον οί καθηγηταί καί οί άκαδημαϊκοί, άλλά οί έπιστήμο νες συλλήβδην, διότι είτε άπό άδιαΦορίαν, είτε άπό aνικανότητα δέν προσφεύγουν εiς τήν Αρ χαίαν Έλλάδα. ΆνέΦερα κατ' έξοχήν τούς καθη γητάς καί τούς άκαδημαϊκούς, διότι αύτοί λόγω θέσεως εύρίσκονται έπί κεφαλής τής προδοσίας. Θεωρώ δμως ύποχρέωσίν μου νά έξαιρέσω τής κατηγορίας έλαχίστους 'Εθνικόφρονας έπιστήμο νας, οί όποίοι δίδουν τήν μάχην του Έλληνισμου εiς τό πεδίον τών έπιστημών, τής φιλοσοφίας καί τής τέχνης. • Η έγχώρια διανόησις διαπράττει εiς βάρος τής Πατρίδος τήν έλεεινοτέραν προδοσίαν: τόν άΦελ ληνισμόν. Άγωνίζονται μέ κάθε τρόπο νά άποσιω πήσουν, νά παραγκωνίσουν καί νά σβήσουν άπό τήν λαϊκή συνείδησιν ό,τιδήποτε ε{ναι Έλληνι κόν. Είμεθα θλιβεροί μάρτυρες τής ύπονομεύσεως του Έλληνικοϋ Πνεύματος. Κάθε τι πού έχει σχέ σιν μέ τήν Άρχαίαν Έλλάδα πολεμείται άγρίως, άπό τούς άγρίους τής συγχρόνου διανοήσεως. Σκο πίμως προβάλλονται συνεχώς οί Ξένοι. Έπίτηδες δέν διδάσκονται οί ·Αρχαίοι ΦιλόσοΦοι. Συστημα τικώς άνθελληνικοποιείται ή παιδεία. Μονίμως καταδιώκεται ό,τιδήποτε Έλληνικόν. Θά Φέρω •
26
τρία πρόχειρα, άλλά χαρακτηριστικά παραδείγμα τα. Πρ&τον, μέ ειδικούς νόμους κατηργήθη άπό τάς θεολογικάς Σχολάς τίΟν Πανεπιστημίων μας ή με λέτη τf\ς Έλληνικής ΦιλοσοΦίας καί Φιλολογίας. Εις τήν θέσιν της δέ iδρύθη έδρα τής έβραϊκής φιλολογίας, τήν 6ποίαν φυσικά άνέλαβε fμπειρος έβραιολόγος! Νά μή μάθουν ο{ σπουδασταί τά βαθυστόχαστα νοήματα καί μηνύματα του Όμή ρου, άλλά νά μάθουν τόν έβραίον Αύνάν. Όποια δήποτε σύγκρισις τής έβραϊκής φιλολογίας καί τής Έλληνικής δέν εlναι δυνατόν νά γίνη . Δέν τό υποστη ρίζω έγώ, άλλά τό λέγει - καί πόσον έν τόνως - 6 έβραίος Max Nordau (πραγματικόν δνομα: Simon Suedfeld) 6 6ποίος μάλιστα fχει άνακη ρυχθή έπίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου ΑθηνίΟν καί 6 6ποiος διετέλεσε πρόεδρος τίΟν ΣιωνιστίΟν. Αύτός εις τό βιβλίον του «Τα κατά συνθήκην ψεύδη>> (έλλ. fκδ. μετάφρασις Κ. Παπαλε ξάνδρου, Άθ. 1 966, σελ. 4 1 ) γράφει: «Μ6νον δέ εlς έν Φανταστrκ6ν πνεϋμα tστερημένον κρίσεως εlναι δυνατ6ν νά έλθη ή Ιδέα νά συγκρfνη τήν θfθλον μέ τά όπέροχα διανοητικά προl"6vτα τοϋ Όμήρου, Σοφοκλέους... >>! Εις τά ξένα Πανεπιστήμια, ιίκόμη καί εις τά πολυτεχνεία, διδάσκεται ή Έλληνική ΦιλοσοΦία καi Φιλολογία. Τούναντίον έδίΟ δέν διδάσκεται οϋτε καί εις τάς σχολάς πού προορίζονται ii μdλ λον υποτίθεται δτι προορίζονται νά σπουδάσουν ο{ μέλλοντες φιλόλογοι καί φιλόσοφοι. ·ο Karl •
Marx («Κεφάλαιον» έλλ. fκδ. «Μόρφωση» Άθ. 1 963, σελ. 95) άποκαλεί τόν Αριστοτέλην «γίγαντα τfjς •
σκέψης>>. Έν τούτοις όχι μόνον ο{ Φοιτηταί ii ο{ άπόΦοιτοι, άλλά καί ο{ καθηγηταί τίΟν ΦιλοσοΦι κίΟν σχολών άγνοουν τά fργα του ·Αριστοτέλους,
27
τά όποία βεβαίως, δπως καί δλα τά έργα τών •Ελλήνων ΦιλοσόΦων τό •Ελληνικόν κράτος δέν έκδίδει. Ευτυχώς ύπάρχουν α{ έκδόσεις Λειψίας, ''Οξφόρδης, κ.λ.π. ·ο Γερμανός φιλόσοφος Paul Natorp άρχίζει τόν πρόλογον τοΟ περιφήμου συγγράμματός του «Ή περί Ίδεών θεωρία του Πλάτωνος>> (έλλ. fκδ. «Κοραi'\)) Άθ. 1 929, σελ. 9) ώς έξής: «θά έπεθύμουν τό 8ι8λίον τούτο νά περιέλθη εiς τάς χείρας δλων έκείνων ol δποίοι αισθάνονται τήν άνάyκην νά άποκτήσωσι σαΦήν lδέαν περί του τί έσήμαινε μέχρι τούδε διά τήv άvθρωπότητα τό δνομα Πλά των καί τί πρέπει κα( εlς τό μέλλον νά σημαlνη>>! Τί πρέπει καί εtς τό μέλλον νά σημαίνη τό δνομα Πλάτων εlναι διά τούς έγχωρίους πανεπι στημιακούς καθηγητάς βαθύ μεσονύκτιον, άΦοΟ αυτοί καί ο{ άκαδημαϊκοί καί ο{ άλλοι Φιλοσο ΦοΟντες ουδέποτε άνέγνωσαν τόν Πλάτωνα, έστω καί άπό περιέργειαν. Δεύτερον, ε{ς τήν Στρατιωτικήν Σχολήν τών ευελπίδων κατηργήθη ώς μάθημα έξεταστέον κατά τάς ε{σαγωγικάς έξετάσεις ή ... ·Ελληνική ·ιστο ρία!!! Μάλιστα. Oi ύποψηφιοι 'Αξιωματικοί διά νά ε{σέλθουν εlς τήν Σχολήν όΦείλουν νά γνωρί ζουν χημείαν, άλγεβραν, Φυσιιcήν, μαθηματικά, άλλά τήν ·Ελληνικήν ·ιστορία δέν έκρίθη άπα ραί τη τον νά τήν γνωρίζουν, αυτοί οι όποίοι Φιλο δοξοον νά τήν συνεχίσουν. 'Από τούς Ρώσους (Κ. Κολόμποβα, Ε. Όζερε τσκάϊα: «Ή καθημερινή ζωή στήν 'Αρχαία Έλλάδα» έλλ. έκδ. «Ώκεανίς)) σελ. 5) πλη ροφορούμεθα δτι:
«στό σχολείο δέν διδάσκεται ή Ιστορία δλων τών λαών, μά γιά τήν lστορία τής 'Αρχαίας ·Ελλάδος πού liΦησε στήν άνθρωπότητα πολι τιστικά μνήμα τα έξαιρετrκής άξίας, διατίθεται σημαντική θέση>>.
28
Αύτήν τήν ιστορίαν κατήργησαν άπό έξεταστέον είσαγωγικόν μάθημα κάτι στρατηγοί μέ τήν εύκο λίαν μέ τήν δποίαν ήλλαξαν τέσσαρας φοράς τό fμβλημα τοϋ πηλικίου ·των (Στέμμα - Στέμμα καί Φοίνιξ - Φοίνιξ - Έθνόσημον . . . ) ένώ είς τήν Ρωσίαν διατίθεται σημαντική θέσις. Έξ άλλου δ Μάο ( Απαντα» έλλ. έκδ. «ΜόρΦ<οοη » Άθ. 1 960, τόμος 4ος, σελ. 21) συνιστά ε{ς τά στελέ χη του νά μελετούν πολύ τήν Ίστορίαν της Κίνας καί δχι μόνον τήν ιστορίαν της ·ελλάδος. Παρα πονείται μάλιστα διότι «τούς .6λέπει κανείς ν' άπο στρέΦοvται τήν lστορiαν τής δικής τους χώρας, νά ένδιαφέρονται μόνον γιά τήν •Ελλάδα κι ' δχι γιά τήν Κίνα . . . » καί τούς συνιστά νά μελετούν τήν ιστορίαν της ·ελλάδος, άλλά νά μαθαίνουν καί τήν ιστορίαν της Κίνας. Οι Ρώσοι κομμουνισταί καί οι Κινέζοι κομμουνι σταί δεικνύουν δπως φαίνεται περισσότερον ένδια Φέρον, διά τήν {στορίαν της · ελλάδος άπό δσον έκείνη ή άντικομμουνιστική στρατιωτική ήγεσία ή όποία κατήργησε καί α{ άλλαι α{ δποίαι συνέχισαν νά δέχωνται τήν κατάργησιν της · ελληνικης ιστο ρίας άπό τάς εiσαγωγικάς έξετάσεις της Σχολής τών Εύελπίδων. Δέν νομίζω δτι χρειάζονται σχόλια διά νά έξη γήσω πόσον άπαράδεκτον εlναι νά άπαιτηται διά τήν είσοδον ε{ς τήν Σχολήν Εύελπίδων ή γνώσις χημείας καί άλγέβρας καί δχι ή γνώσις της · ελληνι κής ιστορίας. Τό γεγονός δτι τοϋτο συνέβη εlναι κακόν. Τό γεγονός δτι συνεχίζεται ε{ναι χειρότερον. Έάν δέ έξακολουθήση τότε θά Φθάσωμεν εiς τό σημεtον οι όΠοψήΦιοι άξιωματικοί νά γνωρίζουν περισσότερα διά τήν Φυσικοχημείαν καί όλιγώτερα διά τήν ·ελλάδα. Πρός τά έκεt έπισήμως καί μέ τήν συγκ:ατάθεσιν της στρατιωτικης ήγεσίας κατευθύνε"
29
ται ή νεολαία. 'Ένας νέος δ δποiος δονεiται άπό πατριωτισμόν, διότι έμελέτησε τήν tστορίαν μας καί έμαγνητίσθη άπό τά άπαράμιλλα παραδείγματα θυσίών καί άγώνων θά μείνη έξω άπό τήν Σχολήν Εύελπίδων, έάν δέν γνωρίζει χημείαν. ' Η Ιστορία δμως τοΟ 'Έθνους δέν προχωρεi μέ τήν Φυσικήν, οϋτε γράφεται εiς τά χημικά έργαστήρια. Μέ λύπην καταλήγομεν εις τήν διαπίστωσιν, δτι oi καταργήσαντες τήν Έλληνικήν tστορίαν άπό τάς έξετάσεις τής Σχολής Εύελπίδων tλιθοβόλησαν τόν Έλληνισμόν . Τρίτον, dς έλθωμεν εiς τήν περιοχήν τfις τέχνης. Χαρακτηρισtικόν τής έποχής του άΦελληνισμοΟ εΙναι ή άπομάκρυνσις κάθε τί τοΟ Έλληνικου άπό τήν καλλιτεχνίαν. Ώς παραστατικώτερον παρά δειγμα φέρω τήν άρχιτεκτονικήν. οι έκπρόσωποί της έπρόδωσαν τόν Έλληνισμόν. Τά δημόσια κτή ρια όρθοΟνται άποτροπαίως άνθελληνικά καί προ καλούν τήν Έλληνικήν αίσθητικήν. Είτε Ίδήτε τό νέον •γπουpyεiον 'Εξωτερικών (Βασιλίσσης ΣοΦίας) παραπλεύρως τοΟ παλαιοΟ, είτε τό κτήριον τής Τρα πέζης Πειραιώς (Σταδίου καί Κοραή) παραλεύρως τοΟ κτηρίου τής Έθνικfις Τραπέζης θά σdς έλθη έμετός. Δίπλα άπό δύο μεγαλοπρεπfι κλασσικά κτή ρια, άπελπιστικώς δίπλα, όψώθησαν δύο καταπλακωτικά τερατουργήματα όπό τάς εύλογίας του κράτους καί τών άρχιτεκτόνων προδοτών του · Ελληνισμού. ·Αξίζει νά {δήτε τό θέαμα. Πρόκειται περί δύο άπαι σίων μεγαθη ρίων έτοίμων νά κατασπαράξουν τό κλασσικόν κάλλος, τό μεγαλεiον τοΟ d>ραίου. • Αποτελεi γραμμή ν νά έξαΦανισθfι κάθε ίχνος του · Ελληνισμού. Έκείνη δέ ή άρχιτεκτονική πού άκτι νοβολεi ·Ελλάδα πρέπει νά έκλείψη. Είτε θά «μπα ζωθή» μέ τσιμέντο (θέατρον Λαρίσσης) είτε θά κρη-
30
μνισθοΟν τά πρότυπά της καί εlς τήν θέσιν των θά άνεγερθοΟν κτήρια άλλων ρυθμ&νt πάντως δχι · ελ ληνικών. • Η άρχιτεκτονική δέν ε{ναι κάτι δίχως βάθοςt δίχως νόημαt δίχως fκΦρασιν. ·Απεναντίας τά συνδυάζει δλα. Μιά άπλf\ στήλη φέρει εlς τήν έθνικήν μνήμην τόν · ελληνισμόν. Πρός ΘεοΟt δχι. Νά όρθωθοΟν στf\λαι liρρυθμοιt άνθελληνικαίt άκα λαίσθητοι. ·ορθώσατε δtτι θέλετε έκτός άπό κίοναςt διότι αύτοί fχουν Έθνικόν παρελθόν πού πρέπει δπrοσδήποτε νά ταΦf\. Ίδού ή σημερινή άποστολή τf\ς άρχιτεκτονιιcf\ς σχολf\ς. ·ο Α. Hitler («·ο Άγών μου» έλλ. fκδ. «Δαρέμα>> Α · τόμος, σελ. 159) άποκαλύπτεται πρό τίόν κτηρίων ·ελληνικοΟ ρυθμοΟ καί γράφει: «άλλωστε κα( μόνο ή άρχιτεκτοvική σοΟ γεvvοΟσε σεθασμό: εlχα μπρο στά μου τό ύπέροχο tλλ η vικό στοιχείο, tδtlJ στή γερμανική rfl» ένίb oi 'Έλληνες άρχιτέκτονες έπέτυ χαν νά έκριζώσουν τό όπέροχον · ελληνικόν στοι χείον άπό τήν · ελληνικήν γf\ν. Θαυμάζομεν τήν · ελληνικότητα τών κτηρίων τf\ς Ακαδημίαςt τοΟ Πανεπιστημίου καί τf\ς Έθνικf\ς Βιβλιοθήκηςt τά όποία άνηγέρθησαν βάσει σχεδίων τίόν: Θεοφίλου Χάνσενt ΧριστιανοΟ Χάνσεν κ�ί Έρνέστου Τσίλερt ο{ δποίοι εlχαν ξενικά όνόματα άλλά · ελληνικήν συνείδησινt άντιθέτrος πρός τούς φέροντας · ελληνικά όνόματα, άλλά ξενικήν συνεί δησιν νεοέλληνας άρχιτέκτονας. Ή όλιστική άντίληψις, δτι δέν κτίζομεν · ελληνι κά, διότι α{ κατασιcευαί αδται στοιχίζουν εlναι άντίληψις λογιστική, χρηματιστική, δπισθεν τf\ς δποίας ο{ άρχιτέκτονες κρύπτουν τήν άνικανότητά των νά σχεδιάσουν · ελληνικά fι τό μίσος των κατά τοΟ · ελληνισμοΟ. ·ο άΦελληνισμός fχει d>ς κύριον στόχον τήν · ελ ληνικήν νεολαίαν. οι μισέλληνες συνωμότες έπι•
31
διώκουν νά μή έπικοινωνήσουν ποτέ οι 'Έλληνες νέοι μέ τό άθάνατον • Ελληνικόν ΠνεΟμα. Δι' αύτόν τόν λόγον τά έκπαιδευτικά προγράμματα fχουν τελείως άπογυμνωθή άπό τά {δανικά καί τάς άξίας, έπί τών όποίων έστηρίχθη τό μεγαλοπρεπές οΙκο δόμημα το() · ΕλληνικοΟ ΠολιτισμοΟ. Ματαίως θά άναζητήσετε ε{ς σχολικά fι πανεπι στημιακά βιβλία νά άναλύωνται αι άξίαι το() {δεαλι σμοΟ, τής δόξης, το() καθήκοντος, τής θυσίας, το() ή ρωϊσμοΟ, το() άγώνος, τής φιλοπατρίας, κλπ. ·Ολόκλη ρο ι fννοιαι έπί τών όποίων στη ρίζονται τά 'Έθνη fι έξαΦανίζονται fι μισοΟνται, δπως: πει θαρχία, όργάνωσις, τάξις, ιεραρχία, εύθύνη, σεβα σμός, κ.λ.π. Τό πελώριον κύμα τού άνθελληνισμού σαρώνει τήν · Ελληνοπρεπή έκπαίδευσιν. Τά • Ελλη νόπουλα δχι μόνον δέν διδάσκονται τό ·Ελληνικό-Υ ΠνεΟμα, άλλά διδάσκονται κάθε τι άντίθετον πρός αύτό. Ένώ ταυτοχρόνως τό έκπαιδευτικόν σύστημα κάί αι σκόπιμοι μέθοδοι διδασκαλίας fχουν κατα στήσει τά ·Αρχαία • Ελληνικά φόβητρον τών μαθη τών. Παραλλήλως ε{ς τά πανεπιστήμια τής χώρας δέν προβάλλεται ή συμβολή τών • Αρχαιοελλήνων ε{ζ τήν δημιουργίαν το() άνθρωπίνου πολιτισμοΟ. ·Ωστόσον αύτό πού συμβαίνει ε{ς τόν τόπον μας δέν γίνεται ε{ς τό έξωτερικόν. Έκεί ύπάρχουν έπι στήμονες, έντιμοι καθ' δλα, πού άναγνωρίζουν τόν πρωταρχικόν ρόλον τών ·Ελλήνων. ·ο καθηγητής τού Πανεπιστημίου τού Καίμπριτζ J. Bury («01 άρχαiοι 'Έλληνες Ιστορικοί» έλλ. fκδ. «Παπαδήμα», • Αθ. 1970, σελ. 1 9) γράφει: «δέν άμφισθητίό τόν τίτ
λον τοΟ Ά ναξιμάνδροι) "'ά λέγεται «πατήρ τής Γεω γρα Φίας>> άλλά πιστεύει δτι δ · Εκαταίος «έθεμελίωσε τήν έπιστημονικήν Γεωγραφίαν>> καί συνεχίζει λέγων, δτι οι 'Έλληνες «ήσαν ol πρίότοι πού χρησι μοποίησαν τήν κριτικήν στά γεγονότα. Κα{ τοΟτο
32
σημαίνει δτι αότοί θεμελίωσαν τήν ιστοριογραφία... δπως στήν ποίηση καί στά γράμματα γενικά, δπως στήν τέχνη, δπως στήν φιλοσοφία καί στά μαθημα τικά Cτσι καί στήν ιστορία ή όΦειλή μας πρός τούς 'Έλληνες ξεπερνάει κάθε μέτρο». ΕΙναι καί νομίζω δτι συμΦωνεiται · μαζί μου, πολύ δυσάρεστον νά μή Ισχυρίζωνται τούλάχιστον τά ciνάλογα ο{ έγχώριοι καθηγηταί πανεπιστημίων. 'Ή μήπως · δέν σdς κάνει έντύπωσιν τό γεγονός δτι ή ciκαδημία Αθηνiόν, παρά τόν οlκονομικόν της πλοGτον δέν έκυκλοΦόρησε ciκόμη ο()τε τό λεξικόν τf\ς Έλληνικf\ς Γλώσσης, οi>τε τά κείμενα τiόν Αρ χαίων Έλλήνων συγγραφέων. Πιστεύω ciπολύτως δτι δέν πρόκειται περί ciσημάντου παραλείψεως, ciλλά περί σοβαρdς ciμελείας, πού μdς βάζει εΙς πολ λίίς σκέψεις. Δέν ύπερβάλλω μήτε fχω διάθεσιν νά κατηγορiό, ciλλά δέν μπορiό νά παραμένω ciδιάφορος, δταν Ιδι κοί μας π. χ. κοινωνιολόγοι Ισχυρίζονται δτι δ Πλά των καί δ ·Αριστοτέλης δέν fισαν κοινωνιολόγοι, ciλλά εΙς τά βιβλία των ύπάρχουν άπλίός καί κοινω νιολογικαί σκέψεις, ένiό διά τό iδιο θέμα δ καθηγη τής τοG παν�πιστημίου τf\ς Πάντοβα Αχιλλεύς Λόρια γράφει εΙς τό βιβλίον του «Η κοινωνιολογία» (έλλ.lκδ. Άθ. 1925, σελ. 98) δτι: «Τά Cργα τού Πλάτω νος καί τού 'Αριστοτέλους, τά)ν δύο διδασκάλων τού άvθρωπίνου γένους, όνομάζοvται πολιτικά, άλλά πράγματι ε(ναι πραγματεiαι κοινωνιολογίας άΦού περιλαμθάνουσι καί tξετάζουσι δλας τάς διαφόρους tκδηλώσεις τf7ς κοινωνικf7ς ζωf7ς καί πραγματεύον ται μετ' Cσης άμεροληψίας τά νομικά, οΙκονομικά, ήθικά, πολιτικά κ.λ.π. φαι νόμενα καί μέ φωτειvήν εόrλωττίαν διευκρινίζουσι τάς άμοιθαίας αότά)ν tπι δράσεις καί τό πολυπλοκώτατον σύμπλεγμά των». 'Όταν δ καθηγητής τf\ς Σορβόννης G. Gurvitch •
•
·
•
33
(τraite de sociologie» edit. P.U.F. Paήw 1967, p. 29) λέγει δτι δ ·Αριστοτέλης έξήτασε τό «σύνολον τd)ν
κανόνω ν τftς κοι vωνικftς συμπεριΦορdς .. . έμελέ τησε τάς συμπεριφοράς τάς άτομικάς, δσον καί τάς συλλογικάς ... περιέγραψε τήν κοι vω νικήν πραγμα τικότητα» άγανακτίb καί διερωτίbμαι διατί fρχονται οι {δικοί μας νά μειώσουν τήν κοινωνιολογικήν έργασίαν τού ·Αριστοτέλους, ύποστηρίζοντες δτι ή κοινωνιολογία εlναι νέα έπιστήμη έμΦανισθείσα πρό ... έκατό έτίbν. Ό διαπρεπέστατος καθηγητής τού πανεπιστημίου τού Βερολίνου Λουδοβίκος Στάϊν («Εiσαγω-yή εις τήν κοιναινιολογίαν» έλλ. fκδ. «Έλευθερουδάκη» Αθ. 192 1 σελ. 2 1 2) δμιλίbν έπί τfις συγχρόνου κοινωνιολογίας ·
τού άγίbνος τίbν τάξεων λέγει τά έξfις άποκαλυπτικά: « Ά κολουθd)ν τήν lστορικογεvvητικήν μου μέθοδον, προτάσσω μίαν Ιστορική ν παραγωγή ν τftς κοινωνιο λογίας τοΟ άγά)νος τά)ν τάξεων. Ό γενάρχης αότftς δ Ήράκλειτος, δ «σκοτειν9ς φιλόσοφος» τftς ΈΦέσ σου, δ Ιδρυτής τfJς έξελικτικfJς έκείvης κοσμοθεω ρίας, τfJς δποίας δ εόγλωττότερος άπολογητής καί �Uτυχέστερος διερμηνεύς ύπftρξε δ Έρθέρτος Σπέν σερ. Τά λείψανα τοΟ tργου τοΟ Ίππολύτου έπέ πρωτο νά μiiς παράσχουν τό θαυμάσιον έκεtνο κοι· νωνιολογικόν άπόσπασμα τό δποtον δυνάμεθα νά θεωρήσωμεν ώς τήν γενέθλιο ν ήμέραν τftς κο ι νωνιο λογίας ώς έπιστήμης: « Ό πόλεμος» λέγει δ Ήρά κλειτος, «εlναι δ πατήρ καί δ Βασιλεύς πάντων τd)ν πραγμάτων... >>. 'Όταν λοιπόν βλέπω τόν κολοσσόν τfις κοινωνιολογίας Στάϊν νά θεωρfι τόν • Ηράκλει τον «γενάρχην>> καί «lδρυτήν>>, τόν δέ Σπένσερ καί τούς άλλους ώς άπλούς «διερμηνείς>> δέν μπορίb νά άνεχθίb τόν οιονδήποτε νεοέλληνα Κολοκ:υθόπου λον νά παραμερίζη τόν Ήράκλειτον καί νά δίδη τά πρωτεία εiς κάποιον ξένον. Γίνομαι fξω φρενών
34
δταν δ κάθε άγράμματος Κολοκυθόπουλος διδάσκει τά Έλληνόπουλα, τά όποία ιcυριολεκτικό'>ς αύτός καi ο{ δμοιοί του τά άΦελληνίζουν. Διαπράττουν έπίσης καί tό άλλο fγκλημα. Φtρουν συχνά διαφό ρους • Αρχαιοtλληνας ώς μαθητάς τών ΑΙγυπτίων, Ασσυρίων, κ.λ.π. 'Επειδή fι ένσυvειδήτως άποσιω ποϋν τούς • Αρχαιοtλληνας fι δtν γνωρίζουν δτι ο{ 'Έλληνες ούδενός ύπfιρξαν μαθηταί. Σχετικό'>ς εiς τό θέμα αύτό έ1cικαλοϋμαι τήν μαρτυρίαν τοϋ Νίτσε,δ δποίος («Ή rέννηση τfις ΦιλοσοΦίας» έλλ. fκδ. 'Αθ. 1975, σελ. 27) άπορρίπτει τήν γνώμην δτι κάτι έδιδά χθησαν oi 'Έλληνες, άπό άλλους λαούς τούς δποί ους δνομάζει: «δfJθεν διδασκάλους τd)ν δήθεν μαθη τd)ν Έλλήνων.». Κατά τήν μελtτην ένός συγγράμματος, ξένου έπι στήμονος αΙσθάνεσαι θαυμασίαν εύχαρίστησιν νά διαπιστώνης δτι παραδέχεται πώς ή άλφα έπιστήμη fι ή βfιτα φιλοσοφική σχολή προέρχεται άπό τήν Έλλάδα καί δτι ο{ νεώτεροι δέν fκαναν τίποτε άλλο παρά τήν έπανέΦεραν εiς τήν έπικαίρότητα. Παρα δείγματος χάριν δ Τ. Brun εlς τό fργον του « Ό ' Επικουρισμός» (tλλ. lκδ. 1964, σ. 21) άναΦέρει δτι: «πρέπει νά περιμέvωμε ιbς τό πρ(lJτο ftμι συ τού ΙΖ' αlά>νος, γιά νά παραστούμε σ' lνα εlδος άναστάσεως τού 'Επικουρισμού .. . προωθητής τfJς άναστάσεως αότfJς ήταν ό Πέτρος Γκασσέντι (1592-1655) . .. Ό Γκασσέντι ςαναπιάνει τήν σενσουαλιστική θεωρ(α τfJ.ς γνώσεως τού Έπικούρου...» 'Ή δ Ε. Durkheim •
(Uι science �siale et I' action edit. P.U.F. Paήs 1970, p . 80) γράφει: «Τό λαμπρόν παράδειγμα τού Άριστο
τέλους πού πρtlJτος εlδε εlς τήν κοινων{αν lνα γεγο νός τής Φύσεως tμεινε σχεδόν χωρ{ς μιμητάς. Τόν ΙΗ' αlώνα Βλέπει κανε(ς τήν Cδια lδέα νά ςαναγεν νιέται μέ τόν Μοντεσκιέ καί τόν Κοντορσέ... ». Δικαιούνται Ιδιαιτέρας τιμfις δλοι έκείνοι ο{ δια-
35
πρεπείς ξένοι έπιστήμονες, πού άναγνωρίζουν τά πρωτεία τού Έλληνισμού, εtς τήν άνάπτυξιν τfις μιdς fι τfις άλλης έπιστήμης δπως π. χ. δ καθηγητής τού πανεπιστημίου τ&ν Παρισίων -Μαρσέλ Πρελό, δ δποίος εtς τό πρ(Οτο μέρος τού βιβλίου του «La Science Politique» (έκδ. P.U.F. , σελ. 2, Paήs 1966) άρχίζει τό κεφάλαιον «περί τfις γεννήσεως τfις πολι τειολογίας» μέ τήν σαΦεστάτην βεβαίωσιν: «Ol 'Έλ ληνες εlvαι, ταυτοχρόνως ol δημιουργο{ τf/ς πολιτι κf/ς κα{ τf/ς πολιτειολογ{ας>>. • Ατελείωτον σειράν θά ήδυνάμην νά παραθέσω ξένων έπιστημόνων πού μέ εtλικρίνειαν καί εύθύ τητα έμνημόνευσαν τούς • Αρχαιοέλληνας, δτι ε{παν πρ<ότοι αύτά τά όποία άλλοι «άνέστησαν» fι «ξανα γέννησαν» μετά άπό χίλια fι δύό χιλιάδας χρόνια. Λυπούμαι πού δέν εlμαι εtς θέσιν νά κάνω τό ίδιο καί μέ νεοέλληνας έπιστήμονας. οι !δικοί μας προβάλ λουν τούς Γκασσέντι, Μοντεσκιέ καί Κοντορσέ άλλά άποσιωπούν τόν Έπίκουρον καί Άριστοτέ λην. Διά μίαν άκόμη φορά άποδεικνύεται, δτι ύπάρ χουν φιλέλληνες έπιστήμονες μέ · ελληνικωτέραν συνείδησιν άπό νεοέλληνας έπιστήμονας. Έν πάση περιπτώσει ε{ναι προφανές δτι οι νεοέλληνες έπι στήμονες δέν σέβονται τήν ιστορικήν άλήθειαν, δταν ή άλήθεια αύτή δδηγεί εtς κάποιον Αρχαιοέλ ληνα. Καλώ δσους κατοικούν εtς τάς • Αθήνας καί τήν Θεσσαλονίκη ν νά γυρίσουν εtς τά βιβλιοπωλεία καί νά άναζητήσουν π. χ. τούς «Νόμους» τού Πλάτωνος. Δέν θά τούς εϋρουν, έν& θά έπρεπε νά ύπfιρχαν εtς δλα τά βιβλιοπωλεία δλων τ&ν · ελληνικ&ν πόλεων. · Η λεγομένη «πνευματική ήγεσία» τού τόπου τί ·λέγει έπ' αύτού; Εlναι τυχαία ή άπουσία τΦν • Αρ χαίων; fι ώργανωμένη; Πιστεύω εtς τό δεύτερον. Έάν εύρεθfιτε εlς δποιαδήποτε πόλιν τfις Γαλ•
36
λίας, Γερμανίας, ·Αγγλίας καί ζητήσετε βιβλία · Αρ χαίων Έλλήνων δχι μόνον τά fχουν, άλλά καί θά σdς ρωτήσουν ποίαν άπό τάς πολλάς έκδόσεις των έπιθυμfιτε. Ρωτήσατε τούς έδώ βιβλιοπώλας διά τά έργα του Πρόκλου fι του Ίαμβλίχου. Νά τά διαθέ τουν άποκλείεται. Νά σdς εiρωνευθούν δέν άπο κλείετε. Μολοντούτο δ Α. Μακοβέλσκι έξέδωσε είς τό Μπακού τό 1 946 μίαν περίφημον συλλογήν μετά . σχολίων τό'>ν άποσπασμάτων τού Δημοκρίτου, έντός τού βιβλίου: « Άρχαiοr 'Έλληνες θεωρητrκ:οi τού άτόμου>>. Αότό πού μπορεiτε νά άγοράσετε εiς τό Μπακού, δέν ύπάρχει εiς τάς Αθήνας!!! Τό · ελληνικόν κράτος, τά · ελληνικά πανεπιστή μια καί ή · ελληνική άκαδημία δέν προέβησαν εiς έκλαϊκευμένας έκδόσεις τό'>ν Αρχαιοελλήνων συγ γραφέων. Χάρις εiς τή iδιωτικήν πρωτοβουλίαν έκυ κλοΦόρησαν μερικά βιβλία τό'>ν ·Αρχαίων εiς μετα φράσεις. Τό ζήτημα δμως δέν έγκειται εiς τό τί κάνουν τά άτομα, άλλά εiς τό τί κάνει τό κράτος καί τά άρμόδια πνευματικά Ιδρύματα. Ή μελέτη τού Αρχαιοελληνικού Πνεύματος, ή όποίa γίνεται εiς τό έξωτερικόν δέν μπορεi νά συγ κριθfι μέ τήν άντίστοιχον τού έσωτερικού, διότι έδώ δέν γίνεται καμμία μελέτη . 'Έχω έπισημάνει κάτι έπετηρίδας, πού περιλαμβάνουν σχόλια fι έρμηνείας ·Αρχαίων συγγραφέων. Έκτός τού δτι τό περιεχό μενόν των ε{ναι κοινότυπον καί άνευ άξίας, έπί πλέον ούτε κυκλοφορούν εiς έκτασιν, ούτε έκδίδον ται συχνό'>ς, άλλά εiς άραιότατα χρονικά διαστήμα τα. Εόρύτατη διάδοσις εiς τόν λαόν καί iδίως εlς τήν νεολαίαν καί βαθεία σπουδή τ&ν ·Αρχαίων έν • Ελ λάδι δέν γίνεται, πλήν έκείνων τό'>ν άξιεπαίνων έξαι ρέσεων τό'>ν έλαχίστων · ελληνολατρ&ν έπιστημό νων, ο{ όποiοι βεβαίως δέν μπορούν νά μεταβάλλουν τήν κατάστασιν. 'Έτσι τό άποτέλεσμα ε{ναι δτι ο{ •
•
•
37
άπόΦοιτοι τών σχολείων καί τών ' Ανωτάτων Σχο λibν άγνοούν τελείως τό Έλληνικόν Πνεύμα. Ύπεύθυνοι ·δι ' αύτό εlναι τό κράτος καί ή άναξία πνευματική ήγεσία τfις χώρας. Ό πρύτανις τού πανεπιστημίου τfις ' Οξφόρδης έπιΦανής Έλληνιστής G. Bowra («L' expeήence Grecque» edit. «Fayard» Paήs 1969, ρ. 1 1) άποκαλεί τούς 'Έλληνας «lναν λαό περίπου μυθικόν» πού κατέχει «μίαν προνομιούχον θέσιν εlς τήν έξέλιξιν τού Εύρωπαi"κού πολιτισμού». Αύτήν τήν προνο μιούχον θέσιν ο{ ξένοι έπιστήμονες fχουν άναλύσει καί πάντοτε τιμούν, έν άντιθέσει πρός τούς {δικούς μας πού έκ δόλου fι έξ άμαθείας άποσιωποϋν. Κλείνων τό κεφάλαιον. τού άΦελληνισμού θά άνα Φέρω δύο έπί πλέον περιπτώσεις του. • Η πρώτη προέρχεται άπό πάθος πολιτικόν, ένώ ή δευτέρα εΙ ναι άπλlός άδικαιολόγητος. Ό μαρξιστής συγγραφεύς Κορδάτος βάλλει κατά μεγάλων μορφών τού Έλληνικοϋ πνεύματος, έπειδή έκείναι διετύπωσαν άπόψεις άντιθέτους πρός τόν κομμουνισμόν. ' Επί παραδείγματι καταφέρεται έναντίον του ' Ηρακλείτου, διότι fιτο «ώς τό τέλος τf}ς ζωf}ς του έχτρός τf}ς δημοκρατίας>>, διότι «ό φιλόσοφος Βρίζει καί καταριέται τούς δημοκρατι κούς>> καί «Φανατικός άριστοκράτης δπως ήταν δέν tθλεπε τίποτε τό καλό νd §χει ή λαt·κή μdζα>>, διότι «δίδαξε πώς δέν μπορεr νd ύπdρξη Ισότητα... πώς ή Ισότητα καί ή κοινωνική Ισοπέδωση σημαίνουν άκι vησ{α, νέκρα κα{ σταμdτημα>>, διότι «ύπερασπίζον ταν τό άριστοκρατικό καθεστώς κα{ άρνούvτανε τήν δημοκρατ{αν>>. (Γιάννη Κορδάτου: «Ίστορία τfις Έλ ληνιιcfις ΦιλοσοΦίας» έιcδ. «Μπουιcουμάνη» 'Αθ. 1972, σελ. 82-83).
Μολαταύτα ο{ ξένοι θαυμάζουν καί έπαινούν τόν Ήράκλειτο. Καί ποίοι ξένοι! Πρώτος καί καλλίτε-
38
ρος δ Λένιν («ΦιλοσοΦικά τετράδια» fκδ. 1972, σελ. 294) δ δποίος βλέπει είς τήν διδασκαλίαν τού Ήρα
κλείτου μίαν «καλή tκθεση τών άρχίδν τού διαλεκτι κού ύλισμού>>. Έπισήμως μάλιστα οι κομμουνισταί θεωρούν τόν ΈΦέσιον ΦιλόσοΦον θεμελιωτήν τής διαλεκτικής, διότι «ό Ήράκλειτος διατύπωσε γιά πρώτη φορά στήν lc-τορία τής ΦιλοσοΦίας τ(ς άρχές τής άντικειμενικής ιiιαλεκτικής>> («Παγκόσμια Σοβιε
τική · Εγκυκλοπαίδεια» Γ · έλλ. έκδ. «Κυψέλη» 'Α θ. 1 960. λέξις: «'Ηράκλειτος») πράγμα πού άλλως τε γίνεται
άποδεκτόν άπό δλους, ο{ δποίοι συμφωνούν δτι «ό Ήράκλειτος ήταν ό πρt!Jτος μεγάλος διαλεκτικός>> (Ρ. Χάβεμαν: «Φυσική 'Επιστήμη καί κοσμοθεωρία» έλλ. έκδ. «Πέλλα» σελ. 68).
Θά έπιμείνω περισσότερον, διότι oi άναγνώσται πρέπει νά συνειδητοποιήσουν άπολύτως, δτι oi Νεοέλληνες έπιστήμονες πλήττουν τούς 'Αρχαιοέλ ληνας, κατά τρόπον πού δέν τό κάνουν ο{ ξένοι. Ό iδιος δ συγγραφεύς Κορδάτος εiς τό προαναφερθέν βιβλίον του άρνείται δτι δ Σωκράτης ύπή ρξε δ θεμε λιωτής τής ήθικής, γράφει (σελ. 236) «ol lστορικοi τής άρχαίας Έλληνικής ΦιλοσοΦίας Βρίσκουν πώς ό Σωκράτης μέ τό αίτημα αvτό στάθηκε ό μεγαλύτε ρος ήθικολόγος μέσα στήν ίστορiα τής άvθρωπότη τος. Ή άντiληψη δμως αVτή δέν εlναι καθόλου σωστή>>. Αύτά ύποστη ρίζει δ 'Έλλην συγγραφεύς, ένώ δ Γερμανός φιλόσοφος Α. Σοπενχάουερ διακη ρύσσει είς τό έργον του «Κριτική της έλευθερίας τής βουλήσεως» (Έλλ. fκδ. «'Αναγνωστίδη» σελ. 8 7) δτι δ Σωκράτης ύπήρξε δ «πατέρας τής ήθικής>>. Καί δέν εlναι μόνον δ Σοπενχάουερ, άλλά καί oi iδεολο γικώς προϊστάμενοι τού Κορδάτου κομμουνισταί άναγνωρίζουν τόν «ήθικό όρθολογισμό» τού Σωκράτους (π.χ. Μ . ΓιοΦτσούκ, Τ. Όίζερμαν, Ι . Στσι πάν<οφ: «Σύντομη ιστορία τής φιλοσοφίας» έλλ. fκδ.
39
«Έπίκουρος» Άθ. 1963, σελ. 75).
Παραλλήλως ή «Παγκόσμια Σοβιετική Έγκυ κλοπαίδεια» (fνθ. άνωτ. λέξις: «Σωκράτης») άναλύει τήν «ήθική τοΟ Σωκράτη», δέχεται δτι «στόν Σωκράτη άνήκει σημαντικός ρόλος στήν άνάπτυςη τιί)ν άρχα(ων Έλληνικιί)ν θεωριιί)ν γιά τήν άγωγή» καί έπισημαίνει δτι «Στόν δρθολογισμό πού έμΦα νlσθηκε στό 17 αl. ο{ άρχές τfJς σωκρατικής διδακτι κfJς άναΠτύχθηκαν στ(ς δρθολογικές θεωρ(ες έκε( νης τfJς έποχfJς». Ό 'Έλλην δμως συγγραφεύς δέν προβάλλει, δέν έπαινεί τόν Σωκράτη άλλά τόν πολε μεί καί γνωρίζετε διατί; διότι δπως γράφει ό Κορ δάτος εlς τό προαναφερθέν βιβλίον του «δ Σωκρά της εlναι έπικ(ντυνος έχτρός τfJς Άθηναι·κfJς Δημο κρατ(ας κα( σάν τέτοιος lπρεπε νά καταδιωχτεί>) (fνθ. άνωτ. σελ. 246). ' Η καταδίωξις συνεχίζεται . . . Τόν Κορδάτο δέν τόν ένδιαΦέρει ή έπιστημονική δόξα τοΟ Σωκράτους τόν ένδιαΦέρει «ή πεισματική έπιμονή του νά κηρύχνει τ(ς άντιδημοκρατικές lδέες>> καί τά «νέα πολιτικά δόγματα πού J}ταν 6πο νομευτικά τoiJ δημοκρατικοiJ πολιτεύματος>> (fνθ. άνωτ. σελ. 288). ' Ιδού διατί fπρεπε τότε νά κατεδιώ κετο ό Σωκράτης καί διατί άκόμη πρέπει νά κατα διώκεται. 'Όσον άΦορd εlς τήν θανατικήν καταδί κην τοΟ έπιΦανοΟς φιλοσόφου, ή όποία καί τώρα συγκινεί καί fχει έμπνεύσει Φιλο�όΦους καί καλλι τέχνας, ό Κορδάτος (fνθ. άνωτ. σελ. 246) τήν άντιμε τωπίζει ώς άκολούθως: «Θέλουν νά ποiJν δμως πολ λο( πώς ή καταδ(κη τoiJ Σωκράτη J}ταν άδικη. Ή -γνώμη αύτή δέν εlναι σωστή>>!!! Έκτός άπό τάς άνωτέρω κρίσεις παραλογισμοΟ σημειώνω καί άδικαιολογήτους περιπτώσεις ύποτι μήσεως τfις συνεισΦορdς τ&ν Αρχαιοελλήνων έπι στημόνων. Φέρω ώς παράδειγμα τόν, κατά τά dλλα θαυμάσιον, καθηγητήν Δημ. ΣτεΦανίδην, ό όποίος •
40
άμΦισβητεί τήν γνώμην τοΟ ΓερμανοΟ καθηγητού Edgar Salin διά τήν συμβολήν τό'>ν 'Αρχ0:ιοελλήνων ε{ς τήν δημιουργίαν τ-ης έπιστήμης τ-ης κοινωνικής οικονομίας. Συγκεκριμένως δ 'Έλλην καθηγητής εις σχετικήν έργασίαν του («Ή κοινωνική ο{ιcονομικ:ή έν τfι iστο ρικ:fι της έξελiξει» 'Αθ. 1 948, τόμος Α, σελ. 105) γράφει: «Al οlκονομολογικα{ Cρευναι, πού Cγιναν εΙς τήv dρχαίαν Έλλάδα, ύπfjρξαν αl πλουσιώτεραι έξ δλων τά>ν συναΦU,ν έρευνά>ν τfjς dρχαιότητος. ''Ά ν παρά τούτο, δέν ώδήγησαν αδται εΙς τήν πλήρη δια μόρφωσιν τής κοινωνικfjς οlκονομικfjς τούτο δΦεί λεταr κατά θάσιν μέν εΙς τήν άπλότητα τfjς αύτόθι οlκονομικfjς ζωfjς, μέ τήv δπο(αν ήσχολήθην διεξο δικά)ς εΙς τήν Εlσαγωγήν δευτερευόντως δέ εΙς πολλά άλλα αfτrω>. Εις τήν ιδίαν σελίδα τοΟ βιβλίου του παραθέτει όποσημείωσιν δπου διαβάζομεν: « Ό καθηγητής Edgar Salin, («Geshichte der Volkwirtscha fts,ehre� 2α fκδ. Berlin 1929, σελ. 9), εlδικώτεροv dσχοληθε(ς εΙς άλλα Cργα του μέ τάς οlκονομικάς θεωρίας τfjς dρχαιότητος, φρονεί, dvτιθέτως, δη ή κοινωνική οΙκονομική κατείχε σημα(νουσαν θέσιν εΙς τήν dρχα(αν έλλη νικήν έπιστημονικήν κίvησιv καί δη έκ του ένδιαΦέροvτος τά>ν dρχαίων Έλλή νων διά τά κοινωνικά οΙκονομικά ζητήματα προfjλ θον πάμπολλα οΙκονομολογικά συγγράμματα, aν καί προσθλέποντα τήν οΙκονομική ν ζωήν ούχ{ αύτο τελά)ς, dλλ ' ύπό τό πρίσμα τά>ν κρατrκά>ν συμφερόν των. Τά συγγράμματα δμως ταύτα - λέγει περαιτέρω δ Salin - dπωλέσθησαν, διότι κατά τήν καταστρο Φήν τού dρχα(ου έλληνικοiJ πολιτισμού συνεκεν τρώθη τό ένδιαφέρον εΙς τήν διάσωσι ν μόνον τά>ν φιλοσοφικών κα{ τι:ί'>ν σπουδαιοτέρων έκ τών λοιπά>ν έπιστημονι κι:ί'>ν Cργων. Εlδικώτερον dπωλέσθησαν Cργα, dναγόμενα εΙς Βιοτεχνικά ζητήματα, ώσαύτως
41
tργα σοΦιστt!Jν περ( χρήματος, περ( τά)ν δπο(ων κάμνει παρεμπιπτόvτος λόγον κα{ δ 'Αριστοτέλης, δμοlως τά πλεrστα dπό τά συrγpdμματα, πού tπραr ματεύοvτο περ{ γεωργ(ας κα{ tκ τtlJν δποίων δ Ρωμαrος συγγραφεύς Οάiρpων Φαlvεται tχων πεν• τηκοvτάδα δλην όπ' δψιν του, τέλος dπωλέσθή tρ rον περ{ πλούτου, dποδιδόμενον εlς τόν Άριστοτέ λην. 'Όλα ταστα δμως dποτελοσν κατά σημαvτικόν μέρος εlκασlας, tπl τd)ν δπο(ων δέν ήjlπορεr τις νά στηριχθfl κα{ συμΦωvήση άπολύτως μέ τό προεκτε θέν συμπέρασμα τοσ Γερμανοσ καθηγητοσ. Πιθα vώτατα, τά tρrα ταστα δέν όπfjρξαν εlς τόσον μέγαν άριθμόν fJ ήσ:χολοσvτο μέ μόνην τήν τεχνική ν πλευ pάν τά)ν διαφόρων παpαγωγικd)ν κλάδων, άμΦlθο λος tξ άλλου εlναι ή tπιστημοvική άξlα tκε{νων tξ αότtlJν, πού άναΦέροvτο άμεσώτερον εlς τήν οΙκονο μική ν tπιστήμην. . .>>. Μετέφερα αύτουσίαν όλόκληρον τήν ύποσημεί(J) σι ν διά νά όδηγηθη έκ τοΟ lισΦαλοΟς ό lιναγνώστης εiς τό συμπέρασμα δτι ό 'Έλλην καθηγητής δέν παραδέχεται πώς οι Αρχαιοέλληνες διεμόρΦωσαν πλήρως τήν έπιστήμην τής κοινωνικής οικονομι κής, έν6> ό Γερμανός καθηγητής «Φρονεr άvτιθέ τως>>. Καί έρωτ6> διά ποίον λόγον ό 'Έλλην καθηγη τής διαΦωνεί μέ τήν άποψιν τοΟ ΓερμανοΟ 'k.αθηγη τοΟ; ό όποίος εiς τό κάτ(J)-κάτω της γραφης ε{ναι καί εlδικός εiς τάς οiκονομικάς θεωρίας της lιρχαιότη τος. ·Αξίζει νά προσέξετε δτι ό μέν Ε. Salin μdς πλη ροφορεί διά τό πλήθος τ&ν Αρχαιοελληνικ6>ν οlκονομολογικ&ν συγγραμμάτων καί μνημονεύει τόν ρωμαίον συγγραφέα Ούάρρωνα, ό όποίος εlχε ύπ' δψιν του πεντηκοντάδα Αρχαιοελληνικ6>ν βιβλίων μέ θέμα τήν γεωργίαν. ·ο δέ Δ. Στεφανίδης •
•
•
42
dμφιβάλλει dν 6πfιρξαν τόσα lργα, dμφιβάλλει διά τήν dξίαν, dμφιβάλλει διά τό περιεχόμενόν των, κ.λ.π. καί προτάσσει τf\ς έπιχειρηματολσy{ας του κατά τοσ Γερμανοσ καθη-γητοσ lνα μακαριιbτατον «πιθανώτατω>. Μετά dπό δσα εtπομεν φαίνεται δτι lχομεν δώσει μίαν εtκόνα τοσ τί σημαίνει καί πibς Ύίνεται δ dΦελ ληνισμός.
43
ΚεΦάλωον 2 8
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΝθΡΩΠΙΝΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ
ΠΟΙΟΙ ΕΠΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΤΙ ΑΠΟΜΕΝΕΙ 8 Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ 8 8 Η ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝτΟΛΟΓΙΑ 8 ΑΙ ΕΠΟΧΑΙ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ 8 8 ΠΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΑΝΑΓΕΝΝΑΤΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
8
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΥθΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ
8 ΤΟ ΦΥΣΙΚΟΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΑΝθΡΩΠΟΥ Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝθΡΩΠΟΥ 8 8 Η ΑΓΩΝΙΣ1ΙΚΗ ANTh illΨIΣ 1ΗΣ ΖΩΗΣ
45
Κοpιvθιακόv
κιοvόκpαvοv
άnό rόv vαόv rov Έnικov pεiov Άnό.λλωvος (5ος n. X. αiώv).
' Η παρουσία τής τεχνολογίας j.ιέ τάς κατασκευάς της καί τά δημιουργήματά της δέν εlναι δυνατόν νά χαθή άπό τό πρόσωπον τής γής μέ έναν σεισμόν η ένα πόλεμον άπό αύτούς πού γνωρίζομεν. Πιθανώς νά ύπάρξουν σεισμοί η πόλεμοι πού νά εκμηδενί ζουν τά οικοδομήματα τών πόλεων καί τάς άλλας εκδηλώσεις τής ύλικής δημιουργίας. ·Ακόμη καί ένας όλέθριος πυρηνικός πόλεμος πού θά διαλύση τά πάντα θά άΦήση άρκετά ίχνη άπό τήν τεχνολο γίαν. Διά νά άπωλεσθοϋν καί όχι άπλώς νά καταστρα φούν τά ύλικά επιτεύγματα τοϋ άνθρώπου άπαιτείται νά συμβή ένα εlδος κατακλυσμού, όπου τρομακτικοί όγκοι ϋδατος θά πνίξουν κάθε ζωή , ενώ ταυτοχρό νως όλα θά σκεπασθοϋν άπό τεράστια στρώματα λάσπης. Ή καταβύθισις τής επιφανείας τής γής συμπαρασύρει δτιδήποτε εύρίσκεται είς αύτήν. Μετά άπό μίαν τέτοιαν κοσμογονικήν άναστάτωσιν άνατρέπεται τελείως ή φυσιογνωμία τοϋ Φλοιοϋ τής γής. 'Εμφανίζονται νέαι στερεαί καί νέαι θ.άλασσαι. Τό ζωϊκόν καί Φυτικόν βασίλειον άλλάζει καί αύτό. Νέα είδη φυτών καί ζώων προβάλλουν εiς τήν θέσιν
47
αύτών πού έχάθησαν όριστικώς καί τήν ϋπαρξιν τών δποίων πληροφορούμεθα άπό τάς άνασκαΦάς καί τά άπολιθωμένα εύρήματα. 'Όσα είδη φυτών ή ζώων διέφυγον άπό τόν βίαιον θάνατον κατά τήν διάρ κειαν τού κατακλυσμού, είτε έκ τύχης είτε διότι εύρέθησαν μακράν αύτού καί κατόπιν κατώρθωσαν νά προσαρμοσθούν πρός τάς νέας συνθήκας ζωής ήδυνήθησαν νά έπιζήσουν. 'Όλα τά άλλα άπωλέ σθησαν διά παντός, ώστε βλέπομεν μόνον τούς σκε λετούς των εiς τά μουσεία. Ή γεωλογία καί ή παλαιοντολογία εlναι δύο έπι στήμαι άπό τάς δποίας άντλούμεν στοτχεία καί άπο δείξεις διά τήν έξέλιξιν τής γής, τών ζώων καί τών φυτών. Εiδικώτερον ή γεωλογία άσχολείται μέ τήν γένεσιν καί τήν έξέλιξιν τού πλανήτου μας καί συνεργάζεται μέ τήν γεωφυσική ν καί γεωχημείαν, α{ δποίαι μελετούν τήν Φυσικήν καί χημικήν σύστασιν τής γής. • Η παλαιοντολογία ώς έπιστήμη ένδιαΦέ ρεται διά τά άπολιθώματα, τά όποία εlναι λείψανα ζώων i\ Φυτ&ν i\ ίχνη αύτών, πού διετηρήθησαν έν άπολιθώσει έντός τών γηίνων πετρωμάτων. Τά άπο λιθώματα άνήκουν εiς είδη ζώων καί Φυτ&ν πού δέν ύπάρχουν εlς τήν lδικήν μας γεωλογικήν περίοδον. Κάποτε ύπή ρξαν καί ένεκλείσθησαν έντός τών πετρωμάτων δπου διετη ρήθησαν δεκάδας χιλιάδας, έκατοντάδας χιλιάδας, i\ έκατομμύρια χρόνια. • Η κατάστασίς των έξαρτdται άπό τήν σύστασιν τού έδάΦους. ·Αλλού μέν διετηρήθησαν τελείως άθικτα μέ τό κρέας καί τό δέρμα των, π.χ. τά πτώματα τών μαμμούθ πού κατεπλακώθησαν άπό τούς πάγους τής Σιβηρίας. · Αλλού δέ διεσώθη ή μορφή των χάρις εlc τήν άπολίθωσιν, τήν δποίαν ύπέστησαν διά τής έπι· δράσεως έπ' αύτών διαφόρων όρυκτών ούσι&ν. παρούσα έργασία θά άνατρέξη είς τά στοιχείο πού μdς δίδει τό νεώτερον στάδιον τής γεί.ολογικής ιστορίας τής γής πού καλείται «τεταρτογενής πε· Ή
48
ρίοδος» καί πού άρχίζει έδώ καί ένα έκατομμύριον χρόνια (κατ' άλλους 700.000) καί εξακολουθεί άκό μη . Συγκεκριμένως θά μάς άπασχολήσουν άργότε ρον oi παγετώνες τού προαναφερθέντος σταδίου έ ξελίξεως τής γής, διότι oi παγετώνες τής «τεταρτο γενούς περιόδου» ι�ποτελούν ζωτικόν όρόσημον. 'Όταν λέγωμεν παγt τών έννοοϋμεν μάζα πάγου, ή όποία έσχηματίσθη άπό τήν συμπίεσιν τής χιόνος. Εις τό άπώτατον παρελθόν έσημειούτο μία μυστη ριώδης πτώσις τής θερμοκρασίας καί έπιπτε έπί μα κρόν άφθονος χιών μέ συνέπειαν τήν κάλυψιν τής γής άπό παγ8τώνας. Άνεξηγήτως μετά πάροδον χι λιάδων έτ&ν άνή ρχετο πάλιν ή θερμοκρασία, fλυω ναν oi πάγοι καί έπεκράτει 'fiπιον κλίμα. Εις τήν γεωλογίαν τά θερμά διαστήματα μεταξύ δύο παγε τώνων καλούνται «μεσοπαγετώδεις έποχαί». 'Εννοείται δτι αi συνταρακτικαί μεταβολαί άπό τό κρύον εις τήν θερμότητα καί τανάπαλιν προεκά· λουν βαθυτάτας άλλαγάς ε{ς τό κλίμα, τά δντα, τήν έδαΦικήν Φυσιοyνωμίαν καί τήν ζωήν τού άνθρώ που. Είπομεν δτι τότε κατή ρχετο ή θερμοκρασία μυστη ριωδώς, διότι ή έπιστήμη δέν γνωρίζει τούς λόγους τfjς έπελεύσεως τού ψύχους. 'Έχουν διατυ πωθεί ποικίλαι θεωρίαι. 'Ότι κάτι συμβαίνει εις τήν τροχιάν τfjς γfjς, δτι κάτι συμβαίνει εις τόν 'fiλιον κλπ. Μόνον θεωρίαι. Ai έποχαί τ&ν παγετώνων εΙ ναι γεγονότα άναμφισβήτητα, πού συνέβησαν έν τός τfjς ιδικfjς μας γεωλογικfjς περιόδου τής τεταρ τογενούς. Ai σπουδαιότεραι δέ έξ αύτών εlναι τρείς καί όνομάζονται «μινδέλιος» μέ χρονικήν διάρ κειαν ι 00.000 έτών (700.000-600.000) <φίσσιος» ή όποία όμοίως διή ρκεσεν 100.000 χρόνια (325.000225.000) καί «βούρμιος» ή όποία 'fiρχισε πρό 100.000 έτών καί έτελειώσε μόλις πρός 25.000 έτών. 'Όπως έλέχθη κατά τά μεταξύ τ&ν έποχών παγε-
49
τώνων τό κλίμα ήτο ήπιον. Έδώ καί 25.000 χρόνια έτελείωσε δ πρόσφατος παγετών καί διά τής επι κρατήσεως θερμού κλίματος έδημιουργήΟη πάλιν ή πανίς καί ή χλωρίς μέ σοβαράς μεταβολάς εί ς ηiν Φύσιν καί τήν μορφήν της. καθώς καί είς τήν έπι. Φάνειαν τής γης, διότι κατεβυθίσθησαν ξηραί, αί δποίαι μετετράπησαν είς θάλασσας. κ.λ.π. 'Ωσαύ τως δ έπιζήσας άνθρωπος έξηκολούθησε τήν περι πετειώδη πορείαν του έντός καινοφανούς περιβάλ λοντος. Τώρα διερχόμεθα μίαν έποχήν πιθανώς μεσοπα γετώδη, μίαν έποχήν δηλαδή πού ήρχισε πρό 2 5 χι λιάδων έτών (δταν έληξεν ή «βούρμιος» περίοδος παγετώνος) καί ή όποία θά τελειώση μέ τόν νέον παγετώνα. Έάν ή «βούρμιος» περίοδος παγετώνος ήτο ή τελευταία έποχή παγετώνων, τότε άσΦαλώς δέν διανύομε ν τώρα μίαν μεσοπαγετώδη έποχήν. Έάν δμως δ παγετών τής «βουρμίου» περιόδου δέν ήτο δ τελευταίος, άλλά θά άκολουθήση έπόμενος αύτού, μοιραίως ή γη θά γνωρίση μετά άπό μερικάς χιλιάδας χρόνια, ένωρίτερον η άργότερον τόν έπερ χόμενον παγετώνα. Τί θά συμβη τότε: ·Απλούστατα δ, τι έγινε καί εlς τό παρελθόν: μυστη ριώδης πτώσις θερμοκρασίας, χιόνες, πάγοι μέ δλας τάς συνε πείας. Καί κατόπιν αlΦνιδία άνοδος τής θερμοκρα σίας, λυώσιμο πάγων καί ή ζωή θά συνεχισθή έπί μιdς νέας έπιΦανείας γής. 'Έχει έξακριβωθή δτι ή πτώσις τής θερμοκρα σίας πού δημιουργεί τούς παγετώνας δέν χρειάζεται νά εlναι μεγάλη. Άρκεί νά κατέλθη μόνον κατά πέντε βαθμούς άπό τήν σημερινήν κρατούσαν κα τωτάτην καί άμέσως θά εlσέλθη ή γη εlς περίοδον παγετώνων μέ δλα τά έπακόλουθα. 'Από τά στοιχεία τά όποία μέχρι τώρα έχει συγ κεντρώσει ή γεωλογία καί ή παλαιοντολογία διε-
50
μορφώθη ένας γεωχρονολογικός πίναξ, ό όποιο; βεβαίως ε{ναι σχετικός καί βασικώς περιλαμβά,·ει τάς άκολούθους γεωχρονολογικάς διακρίσεις ποίι καλούνται «αίώνες» μέ ύποδιαι ρέσεις πολλάς «πε ριόδους»: α) Κοσμικός αiών (πρό 3 . 1 62 έκατομμυ ρίων έτών). ΕΙκάζεται δτι τότε έδημιουργήθη ή γή . β) Άρχαϊκός αiών (πρό 2 .000 έκατομμυρίων έτών). Δράσις ήφαιστείων καί πιθανολόγησις ύπάρξεω; μονοκυττάρων όργανισμών. γ) Ήωζωϊκός αiών (πρό 1 .200 έκατομμυρίων έτ.ών). ΈμΦάνισις όρέων καί άσπονδύλων ζώων. δ) Παλαιοζωϊκός αίών (πρό 550 έκατομμυρίων έτών). Διαμόρφωσις φλοιού γης μέ ήπείρους καί d>κεανούς καί άνάπτυξις σπονδυλω τών ζώων κ.λ.π. ε) Μεσοζωϊκός α{ών (πρό 200 έκα τομμυρίων έτών). Άνύψωσις τών ήπείρων έκ της θαλάσσης καί κυριαρχία γιγαντιαίων έρπετών καί πτην&νΌ στ) Καινοζωϊκός αίών (πρό 60 έκατομμυ ρίων έτ&ν). Σχηματισμός γης ε{ς τήν σημερινήν μορφήν της καί παρουσία θηλαστικ&ν. Κατά τήν τεταρτογενή περίοδον τού και νοζωϊ κού αl&νος έχομεν τήν πρώτην άπόδειξιν της έμΦα νίσεως τού άνθρώπου έπί της γης. Αύτό φυσικά δέν σημαίνει δτι άποκλείεται νά έζησαν άνθρωποι καί πρίν άπό τόν καινοζωϊκόν α{&να ένετοπίσθησαν αi ύλικαί άποδείξεις τής ύπάρξεως τού άνθρώπου έπί της γης. Ώς πολύ χρήσιμα βιβλία διά τούς ένδια Φερομένους έπί της γεωχρονολογίας θεωρ& τάς έκ δόσεις: «Γεωγραφία - "Ατλας» τοϋ Δημητράκου, έκδ. «Δέλτα» Άθ. 1964, τόμος Ι καί τόν τόμον τής έγκυκλο παιδείας τοϋ «Ήλίου» ύπό τόν τίtλον «Σύμπαν». Έκεί
νο πάντως πού Ιδιαιτέρως ένδιαφέρει είς τήν μελέ την μου εlναι νά δείξωμεν τόν ρόλον τού γεωλογι κού παράγοντος είς τήν δημιουργίαν καί τήν έξέλι ξιν τού πολιτισμού. Διότι άσΦαλ&ς εlναι άνεγνωρι σμένον άπό δλους δτι ναί μέν δ γεωλογικός παρά-
51
γων δέν δημιουργεί πολιτισμόν, άλλά μπορεί νά κα ταστρέψει πολιτισμόν, νά έπι6ραδύνη ή νά έπιτα χύνη τήν περίοδόν του fι καί νά άποτρέψη τήν δη μιουργίαν πολιτισμού π.χ. λόγω ύπερ6ολικού ψύ χους η ζέστης. Είς τήν αίτίαν τοϋ ψυχρού κλίματος άπέδιδε ό Χίτλερ τό γεγονός δτι ο{ Γερμανοί τών προχριστια νικών χρόνων δέν έδημιούργησαν πολιτισμόν καί όποστη ρίζει δτι έάν δέν έπεκράτει τό ψύχος «ol δη μιουργικές lκανότητες πού κοιμούνται μέσα τους, θά μπορούσαν νά καρποφορήσουν καί νά κάνουν · ν' άνθήσει ένας πολιτισμός τόσο λαμπρός δσο κα{ τών Έλλήνων» (Α · Χίτλερ «Ό Άγών μου» έλλ. fκδ. «Δαρέμα», Β · τόμος, σελ. 26). Έννοείται δτι liν δέν εlχαν «δημιουργικές ικανότητες» καί ε{ς ηπιον κλίμα νά διε6ίουν δέν θά έδημιούργουν πολιτισμόν. Διά τήν ίσχύν τού γεωλογικού παράγοντος ό Will Durant («Παγκόσμιος Ίστορία τοϋ Πολιτισμού» έλλ.
έκδ. «ΆΦοί Συρόπουλοι» Άθ. 1 965, τόμος Α, σελ. l l )
παραστατικ:&ς γράφει «έάν ό 'Εγκέλαδος, εlς τήν καλήν θέλησι ν τού δποίου δΦείλεται τό δτι μπο ρούμε νά κτίζωμεν τάς πόλεις μας, κινήση έλαΦρώς τόν ώμον του, θά καταποντισθώμεν δλοι>>. Ό Έγ κέλαδος πού άναΦέρει ό Durant εlναι ποιητική έκ φρασις τού σεισμού προερχομένη έκ τής ' Ελληνι κής μυθολογίας, δπου ό Έγκέλαδος ήτο υiός τοϋ Ταρτάρου καί τής Γής. Ήγείτο δέ τών Γιγάντων καί έθανατώθη όπό τής 'Αθηνάς, ή όποία τόν κατε πλάκωσε μέ τήν Αίτνα. 'Όταν ό Έγκέλαδος κινεί ται, τότε έκρήγνυται τό ήφαίστειον. Τό ζήτημα λοιπόν πού θέλομεν μετ' έπιμονής νά ύποστηρίξωμεν εlναι δτι ό πολιτισμός τού άνθρώ που έξ αίτίας τού γεωλογικοΟ αίτίού, έξ αίτίας δη λαδή φοβερών σεισμών, παγετώνων η κατακλυ σμ&ν κατεστρέΦετο άλλά πάντοτε διεσώζοντο liν-
52
θρωποι, ο{ όποίοι έξεκίνουν πάλιν μέ τά έργα των τόν πολιτισμόν. 'Έφθανε αύτός είς ώρισμένα ϋψη καί μετά άπό μίαν άλλην, νέαν γεωλογικήν αίτίαν κατεστρέφετο διά μίαν άκόμην φοράν. Διεσώζοντο δμως καί τώρα άνθρωποι, ο{ όποίοι fι ρχιζαν ξανά άπό τήν άρχήν τόν πολιτιστικόν άγώνα καί οϋτω καθ' έξής. Εlναι ώσάν μία φυσική δύναμις νά παρα κολουθή τήν πάλην τοϋ άνθρώπου, δ όποίος ξεκι νci άπό τά σπήλαια καί χάρις είς τήν πνευματικήν του δύναμιν, φθάνει νά κυριεύση τήν Σελήνην, άλ λά δέν κατορθώνει νά όλοκληρώση τά έπιτεύγματά του, έπειδή έκείνη ή φυσική δύναμις τόν όπισθο δρομεί βιαίως, διά τοϋ γεωλογικού παράγοντος, δ πίσω είς τό μηδέν. Όπωσδήποτε μέ δσα λέγομεν δέν κάνομε ύποθέ σεις, οϋτε διατυπώνομεν θεωρίαν, άλλά περιγράΦο μεν μίαν πραγματικήν κατάστασιν έπιστημονικώς άποδεδειγμένην. Ai περιοδικαί καταστροΦαί τοϋ γηtνου πολιτισμού ε{ναι γεγονός άναμΦισβήτητον. Τοϋτο άποδεικνύεται καί έκ τό'>ν Ιστορικών μαρτυ ριών, άλλά καί έκ τό'>ν πορισμάτων της γεωλογικής έρεύνης. 'Έχομεν έπομένως συνδυασμόν έπιχειρη μάτων καί άμοιβαίαν έπαλήθευσιν, μέ διαΦοράν χι λιάδων έτό'>ν. Μνημονεύουν δηλαδή άρχαίοι Ιστο ρικοί τό συμβάν μιdς καταστροφής καί έρχεται με τά άπό χιλιετηρίδας ή έπιστήμη τής γεωλογίας καί τό έπιβεβαιώνει, π. χ. «Ύστερα, δπως άvαΦέρουν ο{ μεταγενέστεροι Σουμέριοι {στορικοί «fιρθε δ κα τακλυσμός». Ol άρχαιολογικές άνασκαΦές lδεrξαν δτr ή μαρτυρία αvτή τd)ν κειμένων lχει πραγματι κή {στορική θάσr. Στήν Οϋρ Βρέθηκαν ύλικές έν δείξεις ένός μεγάλου κατακλυσμού>> («Ίστορiα τfις Άνθρωπότητας», UNESCO, έλλ. έκδ. «'Ελληνική παι δεiα» 'Αθ. 1963, τόμος Ι ος, σελ. 328). 'Εξ άλλου μετά
άπό κάθε κ:αταστροΦήν ο{ άνθρωποι πού διεσώθη-
53
σαν άρχίζουν πάλι νά δημιουργούν καί τούτο ε{ναι γεγονός ώσαύτως άναμφισβήτητον. Έκεί πού ύ πάρχει μυστήριον εlναι διατί γίνεται ή καταστρο φή; τήν προκαλεί κανείς; 11 ε{ναι τυχαία έπανάλη ψις φυσικού φαινομένου; 'Όταν λέγωμεν δτι ο{ άνθρωποι πού διεσώθησαν άρχίζουν πάλι νά δημιουργούν πολιτισμόν έννοού μεν φυσικά τούς άνθρώπους, ο{ όποίοι μπορούν νά κάνουν πολιτισμόν καί δχι γενικώς καί άφηρημέ νως τούς άνθρώπους. Μέ άλλα λόγια έάν σήμερον καταστραφή δ κόσμος μέ κάποιον αίΦνίδιον κατα κλυσμόν καί σωθούν μερικαί χιλιάδες κανίβαλοι τής ΆΦρικής δέν πιστεύω νά νομίζη κανείς δτι αύ τοί ο{ κάφροι θά άναλάβουν τήν πολιτιστικήν άνο δον τfις οΙκουμένης. ·Απεναντίας έάν σωθούν άνθρωποι τfις άνωτέρας Φυλfις άσΦαλώς αύτοί θά έπαναλάβουν τά πολιτι στικά κατορθώματα τ&ν προγόνων των, διότι αύτοί διαθέτουν Ικανότητα πολιτιστικής παραγωγής, Ικα νότητα τήν όποία στερούνται α{ κατώτεραι Φυλαί. Έξ ίσου κατηγορηματικός εlναι δ Χίτλερ δ δ ποίος («Ό 'Αγών μου» έλλ. fιcδ, «Δαρέμω> Β τόμος, σελ. 25) γράφει: «'Ά ν, λόγου χάρη, ένα σεισμός συντάρασσε τήν έπιΦάνεια τής γής καί κανούργια Ίμαλάt·α ξεφύτρωναν άπ' τά κύματα τού Ώκ�ανού, ό άνθρώπινος πολιτισμός θά εlχε φυσικά έξαΦανι στεi. . . ή έπιΦάνεια τής γής δέν θάταν παρά μία κο ρυφή σκεπασμένη άπ' τά νερά καί τόν 8όρ8ορον. Άλλά θ' άρκούσαν μερικοί μόνον άνθρωποι πού θ' άνήκαν στήν πολιτισμένην ράτσα καί θά έπιζούσαν σ' αύτή τήν καταστροφή γιά νά ξαναφέρουν, μέσα σέ χιλιάδες έστω χρόνια, στή γή τή γαλήνη κα( νά ξαναρχίζουν νά έμΦανίζωνται ο{ μαρτυρίες τής δη μιουργικής δύναμης τού άvθρώπου. Μόνον άν χα θούν κι ' ο{ τελευταίοι έκπρόσωποι τής άνώτερης
54
ράτσας ή γη θά μετα8ληθή δprστικά σέ μiav έpη μοv>>. Κατά συνέπειαν μετά aπό κάθε καταστροΦήν έ πίζώντα μέλη aνωτέρας φυλής μέ τόν πνευματικόν των μόχθον κάνουν νά aναβιώση δ πολιτισμός & στε νά συνεχισθή ή τρομακτική άνακύκλησις. Κα ταλήγομεν λοιπόν είς τήν άναντίρρητον διαπίστω σιν δτι ο{ έκλεκτοί άνθρωποι δημιουργούν τόν πο λιτισμόν, τό όποίον μία φυσική δύναμις καταστρέ φει . Αύτομάτως έρχεται εiς τόν νοuν μας ή σκέψις δτι ciν oi άνθρωποι ήδύναντο νά προλάβουν καί νά άπο τρέψουν τήν καταστροΦήν ό πολιτισμός τους θά έφθανε εiς τfιν τελειότητα. Πρόκειται δμως περί ύποθέσεως. Διότι ή άδυσώπητος aλήθεια εlναι: ή κατά καιρούς δημιουργία ύπό τ&ν άνθρώπων πολιτι σμών καί ή ύπό τής Φύσεως καταστροφή αύτών. Μεταξύ έκλεκτ&ν aνθρώπων πού εlναι τά μέλη τής άνωτέρας φυλής καί άνηλεήτου φυσικής δυνά μεως διεξάγεται φοβερός άγών. Δέν εlναι ή άπλή πάλη έναντίον τών στοιχείων τής φύσεως. Εlναι ή πάλη διά τήν όριστικήν έπιβίωσιν του άνθρώπου. οι έκλεκτοί άνθρωποι πού νικηφόρως διεξήγον αύτήν τήν πάλην ήσαν oi 'Έλληνες γεγονός πού aποδει κνύεται άπό τόν συνδυασμόν {στορικ&ν άναφορ&ν καί πορισμάτων τής γεωλογίας. 'Όταν όμιλοuμεν περί Έλλήνων έννοοuμεν τούς γηγενείς, τούς αύτόχθονας κατοίκους του μείζονος Έλληνικοϋ χώρου, oi όποiοι άσχέτως όνομάτων (Π ρωτοέλληνες, Πεσασγοί, Δαναοί, κ.λ.π.) άνήκουν εiς την αύτήν Φυλήν, έχουν τήν Ιδίαν γλώσσαν, θρη σκείαν, ήθη καί κυρίως συνείδησις τής όντότητός των, ή όποία συνείδησις τούς άναβιβάζει εiς τήν έν νοιαν τοϋ 'Έθνους. Αργότερον θά άναλύσωμεν π&ς άπό τούς 'Έλληνας τ&ν Παγετώνων. έΦθάσαμε είς •
55
τόν ίστορικόν 'Έλληνα. • ΑΦού πρόκειται νά γυρίσωμεν όπίσω εlς προϊ στορικάς περιόδους μοιραίως έχομεν τήν άνάγκην τής παλαιοανθρωπολογίας. Μέχρι πρό τινος έπιστεύετο δτι ή • Ελλάς έστε ρείτο lχνών τού παλαιολιθικού άνθρώπου. Έπί στευαν μάλιστα δτι ο{ άνθρωποι ένεΦανίσθησαν είς τήν · Ελλάδα κατά τήν νεολιθικήν έποχήν. Ai άπόψεις αuταί διεψεύσθησαν παταγωδώς άπό τά στοιχεία πού άνευρέθησαν. «'Έπρεπε νtiρθη δ πόλεμος καί ol Γερμανοί στόν τόπο μας γιά νά μtiς γνωρίσουν τόν πρt!Jτο Παλαιολιθικό οlκισμό στή χώρα μας. •Η άνακάλυψις έγι νε άπό δύο άξιωματι κούς τού γερμανικού στρατού πού έξερεύνησαν μία μικρή σπηλιά μεταξύ Θηθά>ν καί Αειθαδιάς, στή παλαιά λίμνη τής Κωπαfδος. Αέγεται Σέιντι καί ol θοσκοί τήν χρησιμοποιούσαν γιά μάνδρα. Κατά τήν περιγραφή τους ή σπηλιά αύτή �ταν μία lδεώδης κατοικία τής Πλειστοκαίνου, τής έποχής τού τέλους τών παγετώνων (Βούρμιος). Τά εύρήματα �σαν έργαλεiα άπό διάφορες σκληρές πέτρες, σπάνια δέ άπό πυριτόλιθο>>. (Άθ. Πασχάλη: «' Ιστορία τ-ης γ-ης καί τοϋ άνθρώπου» έλλ. fκδ. «βιβλιοθήκη συγχρόνου μορΦωμένου άνθρώπου» · ΑΟ. 1 978, σελ. 1 75). -
Μέ τήν άνακάλυψιν αuτήν oi Γερμανοί άξιωματι κοί άπέδειξαν δτι είς τό τέλος τής έποχής τών παγε τώνων τής «6ουρμίου» περιόδου ύπήρξε aνθρωπίνη ζωή είς τήν · Ελλάδα. Ύπήρξαν δηλαδή έγχώριοι κάτοικοι oi δποίοι κατώρθωσαν νά έπ1.6ιώσουν τών παγετώνων. Φυσικά δ πολιτισμός τους έχάθη . Οί διασωθέντες έπεσαν άπό τά πολιτιστικά των ϋψη καί μετετράπησαν είς σπ'ηλαιοβίους. άλλά έπέζησαν καί ήρχισαν πάλιν τήν δημιουργίαν τού πολιτισμού. Τά παλαιολιθικά έργαλεία πού άνεκαλύφθησαν τό μαρ τυρούν μετά έπιστημονικi'jς πειστικότητος. Τό δτι
56
πρίν aπό τήν επέλευσιν τών παγετώνων εlχαν πολι τισμόν άποδεικνύεται διά τής λογικής, διότι oi άν θρωποι τοϋ τέλους τής εποχής τών παγετώνων προϋπήρξαν αύτοϋ, καθόσον δέν ήτο δυνατόν νά ε{ ναι σύγχρονοι τών πaγετώνων άΦοϋ αύτοί δημιουρ γοϋν συνθήκας πού εμποδίζουν τήν aνάπτυξιν ζωής. ΈΦ' δσον λοιπόν προϋπήρξαν τών παγετώνων τής «βουρμίου» περιόδου, κατά τό διάστημα έκείνο αναμφιβόλως θά εlχαν πολιτισμόν διότι αφ· ένός μέν ή δημιουργία πολιτισμοϋ εlναι Φυσικόν πνευμα τικόν προϊόν του aνθρώπου, άΦ' έτέρου δέ οι έπιζή σαντες έδημιούργησαν πολιτισμόν, άρα καί οι πρό γονοί των ήδύναντο νά δημιουργήσουν . . Εν τούτοις θεωροϋμε μεγάλο εuτύχημα τήν aνα κάλυψιν τών Γερμανών άξιωματικών, διότι ίχνη παλαιολιθικών άνθρώπων δυσκόλως ανευρίσκονται εν · Ελλάδι λόγω τής καταβυθίσεως τής Αίγηίδος, δπότε δτι άπέμεινε ήσαν α{ κορυΦαί τών όρέων δπου φυσικά δέν ύπήρχαν πόλεις, κ.λ.π. Ασφαλώς ή παρουσία παλαιοντολογικών εύρη μάτων ζώων έπιβεβαιώνει δτι εlς τάς περιοχάς τοϋ Έλλαδικοϋ χώρου διεβίουν ζώα, π.χ. Μεσοπίθηκος δ Πεντελικός (έζησε πρό 1 0 έκατομμυρίων έτών). Μαστόδοντον Χίου (έζησε πρό 1 5 έκατομμυρίων έτών). Όρθογονόκερως Βεροίας (έζησε πρό 1 έκα τομμυρίου έτών). Εύρέθησαν έπίσης είς τήν Μεγα λόπολιν έλέΦαντες μεσοπαγετωδών έποχών, άλλα Μαστόδοντα εlς τήν Σάμον καθώς καί Μαχαιρόδον τα. Επίσηζ ποικίλα είδη Ελεφάντων (Παλαιολο ξόδοντα) εύρέθησαν εlς Δήλόν καί άποδεικνύουν δτι ή νήσος (προφανώς κορυφή δρους) συνεδέετο μέ τήν ξη ράν, εί δ' ciλλως πώς θά μετέβαιναν εκεί τά ήπειρωτικά χορτοφάγα μεγαθήρια; 'Όλα αύτά τά λείψανα, άπό Έλληνικής πλευράς δέν τυγχάνουν, ούτε έκτιμήσεως, ούτε εκμεταλλεύ·
•
•
57
:πως, διότι ο{ άμόρφωτοι τό'>ν διαφόρων ύπουργείων καί ύπηρεσιό'>ν άγνοοt)ν τήν άξίαν των. Μονάχα ώρι σμένοι, έλάχιστοι έπιστήμονες φροντίζουν δσα άπέμειναν, διότι καί έδό'> οι ξένοι κατελήστευσαν τούς παλαιοντολογικούς μας θησαυρούς, π.χ. εlς τό μουσείον φυσικής Ιστορίας τής Βιέννης έκτίθενται πλήθος παλαιοντολογικό'>ν εύρημάτων άπό τό Πικέρμι Άττικής, τά όποία μετεφέρθησαν έκεί, έπειδή ο{ Αύστριακοί έπλήρωό-αν τάς άνασκαΦάς. Τό παλαιοντολογικόν μουσείον το() Βερολίνου δια θέτει εlδικήν αίθουσα διά τά παλαιοντολογικά λεί ψανα πού μετέφεραν έξ · Ελλάδος, τά ίδια καί εlς τό Βρεταννικόν μουσείον ένό'> εlς τό Παρίσι μετεφέρ θησαν 54 κιβώτια πλή ρη παλαιοντολογικό'>ν άποθε μάτων άπό τήν Έλληνικήν γη. Καί δλα αύτά δια πράττονται εlς βάρος τής Πατρίδος μας ύπό τήν συνένοχον άδιαΦορίαν το() κράτους καί το() Ιδρύμα τος τής ·Ακαδημίας. Μά θά μοΟ εlπήτε, δταν τά ίερd δστα το() ·Αλεξάνδρου Ύψηλάντου παρέμειναν είς τήν αίθουσαν τό'>ν άζητήτων το() άεροδρομίου το() ΈλληνικοΟ έπί δύο fτη, θά ένδιαφέρετο τό Κράτος, ή · Ακαδημία καί τά Πανεπιστήμια διά τά κόκκαλα τό'>ν Μαστοδόντων: Σήμερον, έν τέλει, διαθέτομεν πλήθος άποδείξεων περί τής ύπάρξεως παλαιολιθικό'>ν άνθρώπων εlς τήν χώραν μας. Ό Αύστριακός Μάρκοβιτς (άνασκαΦαί βορείου Πελοποννήσου) δ 'Άγγλος Χίγγς (άνασκα Φαί ' Ιωαννίνων) δ Πουλιανός (σπήλαιον Πετραλώ νων Χαλκιδικής) κ.λ.π. έπεβεβαίωσαν τήν ϋπαρξιν το() παλαιολιθικοΟ άνθρώπου. Τό φαινόμενον το() κατακλυσμοΟ έχει έπαλη θευθη τόσον άπό τήν γεωλογίαν, δσον καί άπό τήν προϊστορίαν, τήν ίστορίαν, καί άναΦέρεται εlς θρη σκείας. Γενικό'>ς ο{ έπιστήμονες fχουν καταλήξει εlς τό συμπέρασμα, δτι δέν έγινε μόνον ένας κατακλυ-
58
σμός, άλλά πολλοί καί μάλιστα έκτός τών τοπικών συνέβησαν καί παγκόσμιοι. Κατά τόν καθηγητήν Γ. Λίντμπεργκ «μερικά περιστατικά όμως ένισχύουν τήν tiποψι ν, ότι κατά τήν γεωλογικήν ήλικίαν τής γής συνέΒησαν όχι μ6νον τοπικοί, άλλά καί παγκ6σμιοι κατακλυσμοί, πού έπεξετάθησαν συγχρ6νως σέ όλες τίς ήπείρους («Παγκόσμιον Πανεπιστήμιον». «Όλυμπιακαi έκδό σεις)), τόμος Δ, σελ. 8 \ , Άθ. \ 966).
.
Πέραν αύτής τής γνώμης έρχεται καί δ Πλάτων δ όποίος άναλύει είς τούς «Νόμους» (Γ. 677 κ.έ.) τάς συνεπείας τών κατακλυσμών μέ τήν μεγαλειώδη δύναμιν αφηγήσεως πού τόν διακρίνει καί τήν διεισ δυτικήν ίκανότητά του, εiς τήν ούσίαν. ΆΦοϋ βεβαιώνη δτι πολλάς φοράς κατεστράφησαν ο{ άν θρωποι άπό κατακλυσμούς: «παλλάς άνθρώπων φθο ράς γεγονέναι κατακλυσμοiς>> διαπιστώνει κατόπιν, δτι δσοι διέφυγαν τότε aπό τήν καταστροΦήν πρέ πει νά ήσαν κυρίως ποιμένες τών όρέων, οι δποίοι διέσωσαν είς τάς κορυφάς μικρούς σπινθή ρας τοϋ γένους τών aνθρώπων: « Ώς ol τ6τε περιφυγ6ντες τή ν Φθοράν σχεδ6ν όρειοί τι νες tiν εlεν νομfjς, έκ κορυφαiς πού σμικρά ζώπυρα τού τών άvθρώπων �ια�εσωσμένα γένους>>, διότι ιcαθώς λέγει αί πόλεις ic ,� oύ εύρίσκονται εiς τάς πεδιάδα-; καί πλησίον τής θαλάσσης κατεστράφησαν έκείνη τήν έποχήν δλο σχερώς: «τάς έν τοiς πεδίοις π6λεις καί πρ6ς θαλάττn κατοικούσας άρδην έν. τφ τ6τε χρ6νφ δια Φθείρεσθαυ>. Μαζί μέ τούς aνθρώπους έχάθη ή τεχνολογία των καί δλα τά έπιτεύγματά των: «Ού κούν όργανά τε πάντα άπ6λλυσθαι καί εϊ τι τέχνης ήν έχ6μενον σπουδαίως ηύρημένον ft πολιτικής ft σοφίας τι ν6ς έτέρας, πάντα έρρειν ταύτα έν τφ τ6τε χρ6νφ>> Οϋτως έχόντων τών πραγμάτων μετά τόν κατακλυσμόν έπεκράτησε φοβερά άτελείωτος έρη-
59
μία: «μυρίαν μέν τιvα Φοθεράν έρημlαν>>. οι aνθρώ ποι δμως πού έπέζησαν ή ρχισαν νά δημιουργούν άπό τήν άρχήν τόν πολιτισμόν, νά συγιφοτοϋν πόλεις, νά άναπτύσσουν τάς τέχνας, κ.λ.π.: «Οvκοϋν έξ έκε{νων τών διακειμένων οvτω τά νϋν γέγονεν σύμπαντα, πόλεις τε κα( πολιτεiαι κα( τέχναι κα( νόμοι>>. Ίδού λοιπόν μέ όλίγα λόγια πώς δ Πλάτων δίδει τήν είκόνα τοϋ aγώνος τοϋ aνθρώπου διά τήν έπι βίωσιν καί τήν τελειοποίησίν του. Άντίπαλός του εΙναι πάντοτε ή άγνωστος τρομακτική δύναμις, ή όποία τυχαίως ή σκοπίμως, χρησιμοποιεί τόv γεω λογικόν παράγοντα διά τήν έξόντωσιν τοϋ άνθρώ που δίχως νά τό κατορθ
60
νά δημιουργηθοΟν πάλι άνθρωποι, iόστε νά κατοι κηθfι ή γfι. Ό Ζεύς Ικανοποίησε τό αίτημα ύποδεί ξας εtς τόν Δευκαλίωνα καί τήν Πύρραν νά βαδίζουν ρίπτοντες όπίσω των πέτρας. 'Όσαι πέτραι έρρί πτοντο ύπό τοΟ Δευκαλίωνος έγένοντο άνδρες, έν& δσαι πέτραι έρρίπτοντο ύπό τfις Πύρρας έγένοντο γυναίκες. οι νέοι αυτοί άνθρωποι εbνομάσθησαν «λαός» (έκ τοΟ «λαός»=πέτρα) καί κατά μίαν άπο ψιν «χαμαιγενείς» έκ τοΟ «χαμαί»=κατά γfις, διότι ο{ νεώτεροι άνθρωποι προfιλθον άπό τάς πέτρας πού έρρίπτοντο κατά γfις. Π ροΦανlbς έκ τοΟ «χαμαιγε νείς» παρήχθη τό λατινικόν «umanus», «home», κ.λ.π. ·Η παράδοσις τοΟ Δευκαλίωνος δμοιάζει πρός δσα άναΦέρονται εlς τήν Παλαιάν Διαθήκην μέ τόν Ν&ε. Κα.ί έκεί («Γένεσις» ΣΤ, 5, ιc.f.) δ Θεός άπεΦά σισε νά τιμωρήση τούς άνθρώπους έξολοθρεύων αυτούς διά κατακλυσμοΟ: «κα( εlπεv δ θεός dπα λείψω τόv livθpωπov δv tποίησα dπό προσώπου τfJς γfjς» άλλά gκανε έξαίρεσιν εlς τόν Ν&ε: «Νtδε δέ εr5ρε χάρι v» τόν δποίον συνεβούλευσε νά κατα σκευάση τήν περίφημον κιβωτόν μέ τήν δποίαν διε σώθη εlς τήν κορυφήν τοΟ δρους Αραράτ. Ό Ν&ε έξήλθε μέ τήν γυναίκα του, κ.λ.π. έκ τfις κιβωτοΟ καί έθυσίασε εlς τόν Θεόν, δ δποίος άφοο ηυλόγησε τόν Ν&ε τούς παρότρυνε «αύξάvεσθε καί πληθύvεσθε καί πληρώσατε τήv rfJv» και άπό τότε fι ρχισε πάλιν νά κατοικfιται ή γfι μέ τούς νέους άνθρώπους. 'Όπως βλέπετε α{ άφηγήσεις συμπίπτουν καί λογικlbς προβάλλει τό έρώτημα διατί τά ίδια πράγ ματα δταν τά διηγοΟνται 'Έλληνες ε{ναι «μυθολο γία», έν& δταν τά λέγουν ο{ Έβραίοι εΙναι άλήθεια; ·Από τάς δύο διηγήσεις πρωταρχική εΙναι ή • Αρ χαιοελληνική κι δχι ή σημιτική. Oi Έβραίοι άπλ&ς έπανέλαβον είς πολύ μεταγενεστέρους χρόνους δσα •
61
εlχαν άκούσει άπό τούς 'Έλληνας (κατά βάσιν Αlγαιοκρfιτας) πού εlχαν μεταναστεύσει εlς τήν Μέσην Άνατολήν καί εlς τήν θέσιν τών Έλληνι κ&ν όνομάτων έβαλαν έβραϊκά. Ή παραποίησις ύπό τ&ν Έβραίων τfις Έλληνικfις παραδόσεως περί τfις άνθρωπογονίας φαίνεται έντονωτέρα, δταν συγκρί νωμεν τήν γενεαλογίαν τοϋ Δευκαλίωνος. Αότός εΙχε υ{ούς τόν Αμφικτύονα, ό όποίος καθιέρωσε τάς Αμφικτυονίας καί τόν 'Έλληνα, έκ τοϋ όποίου κατάγονται ο{ 'Έλληνες. Ό 'Έλλην έλαβε ώς σύζυ γον τήν νύμφη ν Όρσηίδα, καί έγέννησε τρείς υ{ούς, τόν Αiολον, γενάρχην τ&ν Αlολέων, τόν Δώρον, γενάρχη ν τών Δωριέων καί τόν Ξοϋθον, τέκνα τοϋ όποίου ήσαν ό Αχαιός, γενάρχης τ&ν Αχαι&ν καί ό 'Ίων, γενάρχης τ&ν Ίώνων, κ.λ.π., κ.λ.π. 'Όπως ο{ 'Έλληνες μετά τόν κατακλυσμόν παρα θέτουν καί άπα,ριθμοϋν τάς γενεάς τών άπογόνων τοϋ Δευκαλίωνος, τό iδιο πράττουν καί ο{ · Εβραίοι, ο{ όποίοι μέ τήν Ιδίαν άκριβώς διατύπωσιν παρουσιά ζουν τούς άπογόνους τοϋ Ν&ε, τών υ{ών του καί τών τέκνων των, κ.λ.π. Τά όνόματά των εlναι έβραϊκά (Θοβέλ, ΡιΦάθ, Σαβαθά, κ.λ.π.) άλλά έβαλαν καί μερικά Έλληνικά, δπως Κίτιοι, Ρόδιοι, κ.λ.π. («Γέ νεσις» 10,2-32). Κατά τήν Έλληνικήν θρησιcευτικήν παράδοσιν ό Ζεύς, ό Θεός τ&ν Έλλήνων δηλαδή, παρακολουθεί τούς άνθρώπους καί εόεργετεί τούς καλούς, έν& τιμωρεί τούς κακούς. ' Εμφανίζονται δέ κατόπιν έκλεκτοί άνδρες προικισμένοι μέ ύπερεχούσας άρε τάς, ο{ όποίοι λέγονται, εiτε fιρωες, π.χ. Περσεύς, ΒελλερεΦόντης, Ήρακλfις, Ίάσων,Θησεύς, κ.λ.π. κ.λ.π. εiτε Σοφοί π.χ. Πιττακός, Κλεόβουλος, Περίανδρος, Σόλων, κ.λ.π. (πρόδρομοι φιλοσόφων). Αντιστοίχως ο{ Έβραtοι έχουν τούς προφήτας καί τούς {ερεtς των, πού έπικοινωνοϋν μέ τόν Θεό τους, •
•
•
•
62
•
π.χ. 'Αβραάμ, 'Ισαάκ, Δαυίδ, κ.λ.π. Ή ποιοτική διαφορά μεταξύ Έλλήνων ή ρώων καί σοΦών ΔΦ' ένός καί Έβραίων προφητών καί ιερέων ΔΦ' έτέρου ε{ναι χαώδης. Θά μνημονεύσω τρία παραδείγματα. Πρώτα ιiπ' δλα τοΟ 'Αβραάμ, ό όποίος έπf\γε είς τήν Αiγυπτον καί προκειμένου νά ιiποκτήση χρή ματα έπαρουσίασε τήν σύζυγόν του Σάραν δχι ώς γυναίκα του, ιiλλά ώς ιiδελΦήν του. Τήν προέτρεψε μάλιστα, έπειδή εΙναι ώραία, νά κάνη fρωτα μέ τόν Φαραώ, ώστε νά ιiποκομίσουν διάφορα ιiγαθά. Κοι νός προαγωγός λοιπόν ό 'Αβραάμ. Ή συνέχεια εΙ ναι δτι ή Σάρα καί ό Φαραώ fγιναν έρασταί καί ό 'Αβραάμ εΙσέπραττε τά κέρδη, τά όποία μάλιστα ιiπαριθμεί λεπτομερώς, μέχρις δτου ό Φαραώ έπλη ροφορήθη δτι ή Σάρα δέν ήτο ιiδελφή, ιiλλά σύζυ γος τοΟ 'Αβραάμ. Τότε έκάλεσε τόν Έβραίο καί τόν παρετή ρησε διά τό ψεϋδος πού τοϋ εΙπε. Ό 'Αβραάμ έδικαιολογήθη πρός τόν Φαραώ δτι fκρυψε τήν ιiλήθεια, διότι έΦοβείτο μήπως τόν φονεύσουν, διά νά τοΟ πάρουν τήν γυναίκα! • Ο Φαραώ όργισθείς τόν fδιωξε μαζί μέ τήν μοιχαλίδα Σάρα: «Καί έγένετο λιμός έπί τ'f7ς γ'f7ς, καί κατέθη 'Άθραμ εΙς ΑCγυπτον παροικ'f7σαr έκεi, δτι ένίσχυσεν δ λιμός έπί τ'f7ς γ'f7ς. έγένετο δέ ήνίκα f1γγισεν 'Άθραμ εlσελθεiν εΙς AC· γυπτον, εfπεν 'Άθραμ Σάρα τt} γυναικί· γιγνώσκω έγώ, δτι γυνή εύπρόσωπος εf· tσται οδν, ώς άν Cδωσί σε ο{ ΑΙγύπτιοι, έρο(Jσιν δτι γυνή αύτο(J έστιν αύτή, κα{ άποκτενο(Jσι με, σέ δέ περιποι ήσοvται. εΙπόν qδν, δτι άδελΦή αύτου εlμι, δπως aν εδ μοι γένηται διά σέ, καί ζήσεται ή ψυχή μου tνεκέν σου. 'Εγένετο δέ, ή νίκα εlσ'f7λθεν 'Άθραμ εΙς Αrγυπτον, Ιδόντες ο{ ΑΙγύπτιοι τήν γυναίκα αύτου, δτι καλή ήν σφόδρα, κα{ εfδον αύτήν ο{ άρχοντες Φαραώ καί έπnνεσαν αύτή ν πρός Φαραώ καί εlσήγαγον αύτήν εΙς τόν of-
63
κον Φαραώ· καί τφ 'Άθραμ εδ έχρήσαvτο δι ' αύτή ν, καί έγέvοvτο αύτφ πρόΒατα καί μόσχοι κα{ δνοι καr παiδεξ κα{ παιδlσκαι καί ήμίονοι κα{ κάμηλοι. καt flτασεν δ Θεός τόν Φαραώ έτασμοtς μεγάλοις και ποvηροtς κα{ τόν οlκο αύτοσ περί Σάρας τf7ς γυναι κός 'Άθραμ καλέσας δέ Φαραώ τόν 'Άθραμ εlπε· τί τοστο έποlησάς μοι, δτι ούκ άπήπειλάς μοι, δτι γυνή σου έστlν; Cνα τί εlπας άδελφή μου έστι; κα{ Cλαθον αύτήν έμαυτ(!) γυναίκα, καί vσν Ιδού ή γυνή σου Cναvτί σου · λαθών άπότρεχε». («Γένεσις», ΙΒ, 101 9) .
..Αλλο παράδειγμα μαστρωπείας fχομεν καί μέ τόν ' Ισαάκ. Πάλιν τό ίδιον τέχνασμα. Δήθεν fπεσε λιμός (φαίνεται δποτε fρχεται λιμός ο{ • Εβραιοπρο Φήται έκδίδουν τάς συζύγους των) καί δ Ίσαάκ μετέβη όχι είς τήν Αίγυπτον (διότι έκεί ήσαν γνω στά τά κατορθώματα του πατρός του 'Αβραάμ) άλλά είς τήν Έλληνικήν πόλι τcον Γεράρων τήν δποίαν κατώκουν Αίγαιοκρήτες μετανάσται, γνωστοί ώς Φιλισταίοι. 'Εκεί fγινε έπανάληψις τής Ιστορίας. Ό ' Ισαάκ δέν έπαρουσίασε τήν Ρεβέκκα ώς σύζυγόν του, άλλά ώς άδελΦήν του. Φαίνεται δμrος δτι τόν ύπωπτεύθησαν καί δ Βασιλεύς 'Αβιμελέχης τόν παρηκολούθησε καί τόν εΙδε άπό τό παράθυρο νά έρωτοτροπή μέ τήν δήθεν άδελΦήν του. Τόν έκά λεσε καί τόν έπέπλ ηξε, διότι δέν εΙπεν δτι ή Ρεβέκκα εΙναι σύζυγός του καί έξ άγνοίας παρ' όλίγον νά fκανε κάποιος έρωτα μαζί της. Ό ' Ισαάκ έπανέλαβε τήν γνωστήν δικαιολογίαν, δτι έΦοβήθη έπειδή εΙχε ώραία γυναίκα μήπως τόν φονεύσουν, διά νά του τήν πάρουν. Τελικ(Ος τόν έξεδίωξαν. Προηγουμένως δμrος ε{χε προλάβει νά τά οίκονομήση : « 'Επερώτη σαν δέ ol άνδρες τού τόπου περί Ρεθέκκας τf7ς γυναι κός αύτού, καί εlπεν· άδελφή μου έστr v- έΦοθήθη γάρ ε{πεiν δτι γυνή μου έστί, μήποτε άποκτείνωσr ν
64
αύτόν ο{ άνδρες τού τόπου περ{ Ρεθέιαcας, δτι dJραiα τfl δψει 1}ν. tγένετο δέ πολυχρόνιος tκεi κα{ παρα κύψας Ά θιμέλεχ δ Βασιλεύς Γερdρων διά τfjς θυρί δος, εlδε τόν Ίσαάκ πα{ζοvτα μετά Ρεθέιαcας τfjς γυναικός αύτού. tκάλεσε δέ Ά θιμέλεχ τόν Ίσαάκ κα{ εlπεν αύτφ· άρα rε γυνή σου tστl; τ{ δτι εlπας, άδελΦή μου tστ{ν; εlπεν δέ αύτιf) Ίσαάκ· εlπα γάρ, μήποτε άποθάνιο δι ' αύτήν. εlπε δέ αύτφ Ά θιμέλεχ · τ{ τούτο tπο{ησας ήμiν; μικρού tκοιμήθη τις tκ τού γένους μου μετά τfjς γυναικός σου, κα{ tπήγαγες άν tΦ ' ήμάς άγνοιαν... εlπε δέ Ά θιμέλεχ πρός Ίσαάκ· άπελθε άΦ ' ήμd)ν». («Γένεσις» ΚΣΤ, 7- 1 6). " 'Όσον άφορd ε{ς τόν Δαυtδ αύτός μdς εΙναι περισ σότερον γνωστός άπό τήν δολοΦονίαν τού Γολιάθ (δ Γολιάθ χ:�τά τόν Άρχαιοελληνιχ:όν έθιμον τf\ς μονομαχίας προεκάλει έπί τεσσαράκοντα ήμέρας νά μονομαχήση μετ' αύτού εΙς · Εβραίος καί έκ τού άπο τελέσματος τf\ς μονομαχίας νά κριθf\ άν τόν πόλε μον κερδίζουν οι . Εβραίοι fι οι Φιλισταίοι. Τόν πάνοπλον Γολιάθ έπλησίασε δ Δαυίδ, δ δποίος έπειδή ήτο άοπλος δέν τόν έβαλε ε{ς όποψίαν lόστε νά προφυλαχθf\ . ·σπότε αlΦνιδιαστικίbς έξάγει άπό τόν · ποιμενικόν σάχ:κον του μίαν σΦενδόνην καί πλήττει μέ πέτρα ε{ς τό μέτωπον τόν Φιλισταίον δ δποίος πίπτει κάτω· άναίσθητος. Έν συνεχεί� δ Δαυίδ τόν άποκεΦαλίζει. ·ο · Εβραίος έπομένως ένίκησε δχι ε{ς μίαν μονομαχίαν, άλλά ύπούλως) χ:αί όλιγώτερον άπό άλλας δολοφονίας. ΑναΦέρομεν έκείνην τού δυστυχούς ·Αξιωματικού του Ούρία τού Χετταίου. ·ο Δαυίδ έρωτευθείς τήν Βη ρσαβεέ, σύζυ γον τού Ούρία, tήν προσεκάλεσε ε{ς τό άνάκτορόν του καί τήν κατέστησε fγκυον. Κατόπιν έκάλεσε έκ τού μετώπου τόν Ούρίαν, διά τού δποίου άπέστειλε μίαν έπιστολήν εlς τόν στρατηγόν καί άνεψιόν του Ίωάβ. Εlς τήν έπιστολήν δ Δαυtδ διέταξε νά κάνουν •
65
έπίθεσιν κατά το{) έχθρο{) καί νά άποχωρήσουν, άΦοfi άΦήσουν μόνον του τόν Ούρίαν διά νά τόν φονεύσουν οι άντίπαλοι, &στε νά τοσ πάρη τήν γυναίκα, δπως καί συνέβη: «κα{ tγένετο πρός tσπέ ραν κα{ άνέστη Δαυtδ άπό τής κοίτης αότοσ καί . περrεπάτεr tπί τοσ δώματος τοσ οCκου τοσ θασrλέως κα{ εlδε γυναίκα λουομένη ν άπό τοσ δώματος, καi � γυναίκα κα�. ή τφ εCδεr σΦόδρα. κα{ άπέστεrλε Δαυtδ κα{ tζήτησε τήν γυναίκα καί εlπεν· οόχ{ αύτη Βηρ σαθεέ θυγάτηρ Έλrάθ γυνή Οόρίου τοσ Χετταίου; κα{ άπέστεrλε Δαυtδ άγγέλους κα{ lλαθεν αότήν κα( εlσfjλθε πρός αότήν, κα{ tκοιμήθη μετ' αότfJς, κα{ αότή άγrαζομένη άπό άκαθαρσίας αότfJς, κα{ tπέ στρεψεν εlς τόν οlκον αότfJς. κα( tν γαστρ{ lλαθεν ή γυνή · κα{ άποστε{λασα άπήγγεrλε τφ Δαυtδ κα{ εl πεν· tγώ εlμί tν γαστρ{ lχω... κα{ tγένετο πρωt κα{ lγραψε Δαυtδ θrθλ{ον Ίωάθ καί άπέστεrλεν tν χεφ{ Οόρ{ου. κα{ lγραψεν tν θrθλ{φ λέγων- εlσάγαγε τόν Οόρ{αν tς tναντ{ας τοσ πολέμου τοσ κραταrοσ, κα{ άποστραφήσεσθε άπό δπrσθεν αύτοσ, κα{ πληγήσε ταr κα{ άποθανείταr ... κα{ γε δ δοιJλος σου Οόρίας δ δ Χετταίος άπέθανε». (<<Σαμουήλ Β '» IA, 2-21 ). Δέν νομίζω δτι χρειάζονται πολλά παραδείγματα διά νά καταλάβη κανείς τό ήθικόν χάσμά πού ύπάρ χει μεταξύ ·Ηρακλέους - Ίσαάκ, Θησέως Άβρα.άμ, Ίάσωνος - Δαυtδ, Άχιλλέως - Κάϊν, Όδυσσέως - Αύνάν, κ.λ.π. κ.λ.π. Οϋτε άκόμη νά συγκριθf\ ό θείος Δευκαλίων μέ τόν Ν&ε, πού έμέθυε καί έγυμνώνετο, κ.λ.π.: «κα{ έπrεν tκ τοσ οrνου καί tμεθύσθη κα{ tγυμνώθη. . . » («Γένεσις» Θ, 21) fι ή εύσεβής Πύρρα μέ τήν Σάραν πού δχι μόνον έμοι χεύετο, άλλά καί έξέδιδε άλλας γυναίκας δπως τήν δούλην της "Αγαρ ε{ς τόν σύζυγόν της (ώραίον πρό τυπον οΙκογενείας): «εlπεν δέ Σάρα ή γυνή ·Άθραμ "Α γαρ τήν Αlγυπτ{αν τήν έαυτfJς παrδίσκ:ην έδωκεν
66
αότήv τφ "Ά θραμ άvδρί αύτ1)ς αύτφ γυvαrκα καί εlσflλθε πρός "'Άγαρ» («Γένεσις» ΣΤ ', 2-5). Κατά τάς θρησιcευτικάς άντιλήψεις τ&ν "Ελλή νων δ κατακλυσμός προεκλήθη άπό τήν όργήν τοϋ Θεοϋ (Θεομηνία). Τά iδια ισχυρίζονται καί οί "Εβραiοι, κατ' άπομίμησιν τf\ς 'Αρχαιοελληνικf\ς θρησκείας (θεοσέβεια). Φυσικά πρηγοϋνται οί 'Έλληνες κυρίως διότι δ Αlγαiος πολιτισμός άρχίζει πρίν άπό τό 1 0.000 π.Χ. καί έπικουρικ&ς διότι α) Εlς τήν "Ελλάδα ύπάρχουν πολλαί διηγήσεις τοϋ κατακλυσμού, πού σημαίνουν διαφόρους τοπικάς έντυπώσεις καί μαρτυρίας. β) Χρονολογικ(ί)ς τά " Ελληνικά κείμενα προηγούνται τ&ν έβραϊκών π.χ. ή Παλαιά Διαθήκη έγράφετο μέχρι τόν l ον π.Χ. αl&να. γ) Τά πρωτόγραφα τ&ν έβραϊκlόν κειμένων δέν ύπάρχουν. "Αρα δέν εlναι δυνατόν νά γίνη fλεγχος τf\ς γνησιότητός των. Έπί πλέον τά άντίγραφα fχουν ύποστf\ άλλοιώσεις, προσθήκας, κ.λ.π. εlς βάρος τf\ς άξιοπιστίας των. δ) Τά πρόσωπα τών " Ελληνικ&ν παραδόσεων πού fχουν ήρωποιηθf\ άπεδείχθησαν έκ τ&ν άρχαιολογι κ&ν εύρημάτων, δτι δέν ftταν μυθικά, άλλά ίστορι κά, πρdγμα πού δέν συμβαίνει μέ πολλά βιβλικά πρόσωπα π. χ. Ν&ε, πού fζησε 950 fτη! «κα( έγέvετο πaσαι αl ήμέραι Νtδε έvvακόσια πεντήκοντα tτη» («Γένεσις», θ, 28). ε) Τά γεγονότα έν "Ελλάδι κατε γράφοντο άπό έπιστήμονας ιστοριογράφους, έν& εlς τούς "Εβραίους ή ίστορία έγράφετο άπό ίερεiς καί προΦήτας δπως άκριβlός παραδέχεται δ " Εβραiος συγγραφεύς Ίώσηπος («Κατ' Άπίωνος Α», 6): «έποι ήσαντο περl τάς άvαγραφάς έπιμέλειαv, τοrς άρχιερεύσι κα{ τοrς προφήταις». "Ως �κ τούτου δέν εlναι δυνατόν νά παραβληθf\ ή ιστορική άντικει μενικότητα ένός π. χ. " Ηροδότου fι Πολυβίου, μέ τάς διηγήσεις τ&ν Φανάτικ&ν προφητ&ν. Άναμφισβή-
67
τως, τά ιερατεία σέβονται τήν άλήθειαν ένόσον αuτή τούς συμφέρει, άλλως τήν άποσιωποuν ή τήν δια στρεβλώνουν. στ) Τά συμβάντα πού περιγράφονται εΙς τά Έλληνικά άρχαία βιβλία, καθώς καί εις τάς Έλληνικάς παραδόσεις έχουν διαπιστωθfΊ άπό τάς άνασχ:αΦάς π.χ. Κνωσσός, Τροία, ΜυκfΊναι, κ.λ.π. πράγμα πού δέν άπεδείχθη διά τά άντίστοιχα έβραϊ κά. ζ) Καί άν άκόμη δεχθώμεν ό>ς άληθfΊ, μολονότι δέν ύπάρχουν άποδείξεις οϋτε κάν ένδείξεις, άλλά διά νά γίνεται συζήτησις λέγομεν δτι καί άν άκόμη δεχθώμεν, δτι δσα άναΦέρονται εΙς τήν Παλαιάν Διαθήκην είναι άληθfΊ, τότε έξακρι6ώνομεν δτι τήν Ιδίαν έποχήν πού οι Έβραίοι ήσαν ποιμένες νομάδες οι 'Έλληνες διέθεταν δχι fναν, άλλά του λάχιστον δέκα ιiπαραμίλλους πολιτισμοi>ς (Κρήτη, ΜυκfΊναι, Άρκαδία, Άττική, Ίωνία, Φθία, Κύπρος, Κυκλάδες, Ναύκρατις, Κυρήνη, κ.λ.π.) καί άν άκόμη άνατρέξωμεν 6.000 χρόνια εΙς τό παρελθόν δέν θά ίδωμεν ίχνος Έβραίου, ιiλλά θά συναντήσω μεν άκμαίας παροικίας εΙς δλον τόν Εϋξεινον Πόν τον, εΙς δλας τάς παραλίας τfΊς Μεσογείου, εΙς τά βάθη τfΊς ·Ασίας, εΙς παραλίας τού · Ατλαντικού, εΙς νήσους του Ίνδικοu καί εΙς τήν Εuρώπην. Παντού όρθοuνται τά άκατάλυτα Έλληνικά μνη μεία ό>ς αΙώνιοι μάρτυρες τfΊς παγκοσμίου κυριαρ χίας τfΊς ΦυλfΊς μας, έν& τά έναπομεiναντα συγγρα φικά έργα τ&ν προγόνων μας καλύπτουν χιλιάδας έπί χιλιάδων τόμων, έΦ' δλων τ&ν έπιστημ&ν. 'Έ ναντι δλων αuτ&ν τί έχει νά έπιδείξη δ δποιοσδή ποτε λαός; καί πρό παντός δ έβραϊκός, πού μάλιστα τόν έπέλεξε ό>ς «περιούσιον λαόν» δ θεός; Διατί; ... τί έχουν πραγματοποιήσει οι Έβραίοι , ώστε νά τούς θαυμάση δ ίδιος δ Θεός; Θά μου ήτο εϋκολον νά παραθέσω ιcαi άλλα έπι χειρήματα διά τήν προτεραιότητα τ&ν Έλλήνων,
68
·
άλλά δέν νομίζω δτι χρειάζεται. Έκείνο πού θεωρώ σκόπιμον εlναι νά έκθέσω συνοπτικ&ς τούς λόγους, διά τούς δποίους οι Έβραίοι άντέγραψαν τά περί κατακλυσμού. Εlναι οι έξής: α)Άντέγραψαν άπό φθόνο διά νά παρουσιασθούν ώς άρχαιότεροί μας. Έπειδή δέν ήδύναντο νά μdς συναγωνισθούν είτε πολεμικ(ός, είτε πολιτιστικ&ς έΦεύρον τό έπινόημα δτι δ Θεός τούς έδιάλεξε, δτι τάχα εlναι οι έκλεκτοί τού Θεού. ·Ακόμη ε{χαν άνάγκην νά άποκτήσουν έθνικήν αύτοπεποίθησιν καί άΦού δέν τήν κατώρθω σαν μέ τά έργα των, τό ιερατείον των έπεστράτευσε τόν θεόν. Αύτός τούς ε{πε δτι ε{ναι δ «έκλεκτός λαός» καί κατ' αύτόν τόν τρόπον oi · εβραίοι ιερείς καί προφήται προσεπάθησαν νά δώσουν κάποιον αίσθημα ύπεροχής είς τούς • Εβραίους. Oi 'Έλληνες ε{ναι έκλεκτοί καί τό άπέδειξαν έμπράκτως διά τής δυναμικής των κυριαρχίας, τής Ιδρύσεως Παγκοσμίου · ελληνικού Κράτους καί τοϋ λαμπρού πολιτισμού των. οι · εβραίοι ε{ναι έκλε κτοί διότι τούς τό ε{πε δ Θεός. Έν τάξει. β) 'Αντέ γραψαν διά νά δείξουν δτι καί αύτοί κάτι έχουν. VΕ τσι ήλλαξαν όνόματα. Τί άλλο νά κάνουν άΦού έστεροϋντο συγγραφέων φιλολογίας, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, θρησκείας, κ.λ.π.; γ) ' Αντέγραψαν διά νά παρουσιάσουν μέ Ίουδαϊκόν ένδυμα δσα ε{παν ο{ 'Έλληνες περί κατακλυσμού καί νά τά σΦετερι σθοϋν ώς ίδικάς των θρησιcευτικάς παραδόσεις. ΈπιΦανειακ&ς τό κατώρθωσαν, διότι άκόμη καί σήμερον είς τά σχολεία καί τά πανεπιστήμια δέν διδάσκεται ή άλήθεια, άλλά μέ μονοκονδυλιά περ νούν τήν · ελληνικήν θρησκείαν, δήθεν ώς είδωλο λατρείαν καί μυθολογίαν. Ούσιαστικ(ός δμως δ · ελ ληνισμός έπεβλήθη, καί γλωσσικ&ς, τού · εβραϊ σμού, άΦού ύπάρχουν βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης («Β ' Μακκαθα{ωv», «ΣοΦία Σολομd>vτος.») πού
69
έχουν γραφή πρωτοτύπως εtς τήν Έλληνιιcήν. Καί 'διά νά μή μένη ιcαμμιά άμφι6ολία διά τήν προτεραιότητα τ&ν Έλλήνων σημειώνομεν δτι ή άκμή τού Μωϋσέως τοποθε:τείται εlς τόν 1 3ον αl&να, εlς έποχήν δηλαδή κατά τήν δποίαν ο{ 'Έλληνες (Κνωσός, Μυκήναι, κ.λ.π.) εlχαν fιδη παρουσιάσει πολιτισμούς, θρησκείαν, fι ρωας, κ.λ.π. άναγομένους εlς άριcετάς χιλιετη ρίδας πρίν άπό τόν Μωϋσέα.
·
Δέν έχω καμμίαν διάθεσιν νά κάνω άντισημιτι σμόν, άλλά fιμουν ύποχρεωμένος νά γράψω δσα έγραψα, διότι πρέπει νά δειχθή δτι δ κατακλυσμός πού μνημονεύουν τά • Ελληνικά κείμενα καί α{ παρα δόσεις άντέγραφη άπό τούς • Εβραίους. Έκτός άπό τάς θρησκευτικάς παραδόσεις έχομεν καί τά κείμενα Ιστορίας. 0{ 'Έλληνες κατά τόν κατακλυσμόν ήγω νίσθησαν διά νά έπι6ιώσουν. ·nς παράδειγμα Φέρο μεν τό . Ελληνικόν φολον τ&ν Τελχίνων. Ot Τελχί νες ήσαν τεχνολογικ&ς προηγμένοι. Έγνώριζον άκόμη νά κάνουν τεχνητήν 6ροχήν διά τής συγκεν τρώσεως νεΦ&ν, δμοίως νά προκαλο()ν πτ&σιν χιό νος καί χαλάζης, κ.λ.π.: «καί παράγεrν δτε Βού λοr vτο νέφη τε καί δμθρους καί χαλάζας, δμοίως δέ .καί χrόνας έΦέλκεσθαυ> (Διόδωρος Σικελιώτης: «'Ι στορική θιθλιοθήκη>> Ε, 55) κατώκουν δέ εfς τήν Ρόδον καί έπεrδή dvτελήφθησαν τόν έπερχόμενον κατακλυσμόν έγκατέλεrψαν τήν vήσον δrά νά σωθούν aγνωστον πού. «χρόνω δ' ύστερον προαr σθομένοrς τούς Τελχiνας τόν μέλλοντα γίνεσθαι κατακλυσμόν έκλrπεiν τήν νήσον καί δrασπαρήναυ> (fνθ. άνωτ. Ε, 56). Μετά τήν φυγή ν τ&ν Τελχίνων άπό τήν Ρόδον, έγινε δ κατακλυσμός καί ο{ άλλοι κάτοι κοι άπωλέσθησαν πλήν τ&ν όλίγων πού έπρόλα6αν νά καταφύγουν εlς τά ύψηλώματα: «τού δέ κατακλυ σμού γενομένου τούς μέν άλλους δrαΦθαρήναr τής δέ νήσου δrά τήν έπομθρίαν έπrπολασάντων τιi>ν
70
όγρd)ν λιμvάσαι τούς tπιπέδους τόπους, δλlγους δ' εlς τά μετέωρα τf}ς νήσου σvμφvγόvτας διασωθf} ναι» (fνθ. lινωτ. Ε, 56). Τά γεγονότα του κατακλυσμού κατά τήν Έλληνι κήν πρωταρχικήν άποψιν τά γνωρίζουν οι ξένοι καί τά έπαναλαμβάνουν εtς τά βιβλία των. Π.χ. δ Η. Parke («Τά Έλληνικ.i Μαντεtα» Έλλ, fκδ. «Καρδαμi
τσα» Άθ. 1977, σελ. 47) γράφει σχετικ&ς μέ τόν Δευ
καλίωνα: «Σέ §να άκομη παράδειγμα άπό τήν Έλλη νική μvθολογlα πού ώ<; §να εlδος 'Έλληνα Νtδε tπα νεγκαθlδρvσε τό άvθρώπι νο γένος ύστερα άπό §να κατακλυσμό. Ό Πlνδαρος τοποθετεr τήν κιΒωτό τοσ Δεvκαλlωνος στόν Παρνασσό... ». Ή έπικρατεστέρα διάδοσις του Νίόε fναντι του Δευκαλίωνος 6Φείλεται εtς τήν Χριστιανικήν Θρη σκείαν. Άπό τό δημοτικόν σχολεtον οι μικροί μαθηταί μαθαίνουν διά τήν «κιβωτόν» του Νίόε καί δχι διά τήν «λάρνακα» του Δευκαλίωνος. Μαθαί νουν διά τό Άραράτ καί δχι διά τόν Παρνασσόν. 'Έτσι λοιπόν δ σημίτης Νίόε κατέστη γνωστότερος του 'Έλληνος Δευκαλίωνος. Εtς τήν ιστορικήν δμως πραγματικότητα δ Νίόε ε{ναι άντιγραΦή του Δευκα λίωνος, διά τούς λόγους πού i\δη έξεθέσαμεν. Τήν ιστορικήν αύτήν άλήθειαν fχομεν ήθικήν όποχρέω σιν νά τήν άποκαταστήσωμεν. Έννοεtται δτι εtς τά παλαιά κείμενα δ Νίόε ε{ναι τελείως άγνωστος, άνύ παρκτος, δπως άγνωστοι ήσαν καί οι Έβραtοι. ·ο κατακλυσμός εtς τούς 'Έλληνας εόρίσκεται εtς θρησκευτικά βιβλία, παραδόσεις, μυθολογίαν άλλά κυρίως εtς ιστορικά συγγράμματα, δπου άναΦέρεται
71
έπί παραδείγματι («Πύρρος» l ) γράφει, δτι μετά τόν κατακλυσμόν πρώτος βασιλεύς τών Μολοσσίόν καί Θf;σπρωτίόν fγινε δ Φαέθων: <<Θεσπρωτtδv κα{ Μολοσσtδv μετά τόv Κατακλυσμόv {στορούσι Φαέ θοvτα 8ασιλεύσαι πρ(δτοv». Ό Σόλων πάλι δταν έπεσκ:έφθη τήν πόλιν Σάϊον τής Αίγύπτου (έρείπιά της σώζονται είς τό σημερι νόν Σά Έλ Χαγκάρ) συνωμίλησε μέ Ιερείς περί το() Δευκαλίωνος, τής Πύρρας καί το() κατακλυσμο() καί έπεδίωξε νά προσ διορίση πόσα fτη παρήλθον fκτοτε: «κα{ μετά τόv κατακλυσμόv αύ Δευκαλ{ωvος κα{ Πύρρας cbς διε γέvοvτο μυθολογεiv κα{ τούς tt; αύτtδv γεvεαλοjιείv κα{ τά τtδv tτιϊ>v δσα J)v οlς tλεγε πειράσθαι διαμvη μοvεύωv τούς χρόνους dριθμεiv» (Πλάτων «τiμαιος» 22, Β).
· ΈΦ' δσον δμως ώμιλήσαμεν περί μύθων χρειάζε ται νά άναλύσωμεν τήν ούσίαν τής μυθολογίας. Τό σύνολον τίόν μύθων ένός λαο() άποτελεί τήν . μυθολογίαν του. οι μύθοι ε{ναι προφορικαί περι γραφαι Βεβαίως σχεδόν δλοι ο{ μύθοι fχουν κατα γραφή εfς βιβλία, άπό μυθογράφους, ιστορικούς, κ.λ.π. άλλά αύτό δέν άλλάζει τήν άρχικήν των έμΦάνισιν, πού πάντοτε παραμένει προφορική διή γησις. Ό μfiθος λοιπόν ε{ναι λόγος καί δχι fργον. Σχετικίός μάλιστα δ Αίσχύλος γράφει: «κα{ μήv tργφ κούκέτι μύθφ χθώv σεσάλευται» («Προμηθεύς δεσμώτης» 1080).
Ύπάρχουν πολλαί κατηγορίαι μύθων, π. χ. ο{ θρη σκευτικοί, πού fχουν θεολογικόν περιεχόμενον, ο{ κοσμογονικοί, πού άναΦέρονται είς τήν δημιουρ γίαν το() κόσμου, ο{ ιστορικοί, πού περιγράφουν ιστορικά συμβάντα, οΙ - διδακτικοί, πού μέ παραδείγ ματα διαπαιδαγωγο()ν ήθικίός, κ.λ.π. Ai ρίζαι τών μύθων κυριολεκτικίός χάνονται είς τά βάθη τίόν χιλιετη ρίδων. Δυνάμεθα νά είπωμεν, δτι ο{
72
μϋθοι χρονολογικίbς ταυτίζονται μέ τήν έμΦάνισι ν τοϋ άνθρώπου. Ό ιστορικός μϋθος άναμΦισβητήτως συνιστά τήν πρώτην μορφήν τf\ς {στορίας. οι πρώτοι άνθρωποι δέν έγνώριζαν τήν γραφήν. Καt ' άρχήν ώμίλησαν καί έν συνεχεί� fγραψαν. Μέ λόγια λοιπόν περιέ γραψαν γεγονότα, πρόσωπα, κ.λ.π. θά ήδυνάμεθα ώς έκ τοuτου νά θεωρήσωμεν τήν μυθολογίαν ώς προϊ στορική ν iστορίαν. Τό περιεχόμενον τοϋ μuθου μπορεί νά άνταποκρίνεται εiς τήν άλήθειαν, δπως καί μπορεί νά μήν άνταποκρίνεται εiς αuτήν. Εiς τήν τελευταίαν περίπτωσιν οuσιαστικίbς δέν πρόκειται περί μuθου, άλλά περί παρά-μύθου (παραμύθι) περί φανταστικών δηλαδή προφορικών περιγραφών. Ή εύθuνη καί δ σεβασμός πρός τήν άλήθεια έπι βάλλει vά μή διαγράΦωμεν δι. ένός άφορισμοϋ τήν μυθολογίαν καί νά ύποστηρίζωμεν, δτι περιέχει ψεuδη. Παρεμφερείς άπόψεις που εΙναι άντιεπιστη μονικαί fχουν δυστυχώς έπικρατήσει παρά τάς άντι δράσεις έπιστημόνων άπό τήν άρχαίαν άκόμη έπο χήν. Τά τελευταία fτη πρέπει νά παραδεχθώμεν, δτι τολμη ροί έρευνηταί τών παρελθόντων καί μελετηταί έστράφησαν πρός τάς μυθολογίας. ΈκυκλοΦόρη σαν πολλά βιβλία, τά όποία ο{ συντηρητικοί έπι στήμονες τά άντιμετώπισαν εΙρωνικώς fι τά άπέρρι ψαν χωρίς νά τά διαβάσουν. 'Ήδη δμως ή άνάλυσις τών μuθων έπεβλήθη . Κυρίως διότι άπεδείχθη δτι πολλάκις δσα άναΦέ ρουν ο{ μϋθοι έπιβεβαιοϋνται άπό τάς διαφόρους έπιστήμας π.χ. γεωλογία, ιστορία, άρχαιολογία, άστρονομία, κ.λ.π. Π ράγματα τά όποία μέχρι πρό όλίγου χρόνου έθεωροϋντο ώς μϋθος τώρα εΙναι πραγματικότης. Γνωρίζομεν τόν μϋθον τοϋ Ίκάρου. Ό μϋθος λέγει δτι δ Δαίδαλος καί δ 'Ίκαρος κατε σκεuασαν πτερά τά έΦόρεσαν καί έπέταξαν. Αuτό
73
ένομίζετο μύθος καί ούδείς έπίστευε ε{ς τό άπίθανον έπίτευγμα. Έν τούτοις τώρα ε{ς δλόκληρον τόν κόσμον ύπάρχουν λέσχαι άνθρώπων-πουλι&ν. 'Όποιος δέ μεταβή εlς τά Μετέωρα θά lδή τέτοιους άνθρώπους, πού fχοντες προσδέσει πτέρυγας έξ ύΦάσματος εlς τούς ώμους των iπτανται d>ς νέοι 'Ί καροι. Ό μύθος λοιπόν τού Δαιδάλου - Ίκάρου δέν εΙ ναι ψεύδος. Εlναι άλήθεια. 'Έτσι συμβαίνει, κατά τήv γνώμην μου, μέ δλους τούς Έλληνικούς μύθους, τούς δποίους θεωρ& d>ς άνταποκρινομένους εlς τήν πραγματικότητα. Πιστεύω δηλαδή δτι ή Έλληνικ:ή μυθολογία δέν εlναι παραμύθια, δέν ε{νάι Φανταστι καί άφηγήσεις, άλλά άληθείς περιγραφαί. Εlς τήν ·ελληνικήν μυθολογίαν εύρίσκονται άπόψεις προηγμένης έπιστημονικής σκέψεως π. χ. δ Αρχαι οελληνικός θρησκευτικός μύθος περί δημιουργίας τού σύμπαντος, πού λέγει δτι πρ&τον fγινε τό χάος «ήτοι μέv πρώτιστα χάος γέvετ'. . >> (·Ησίοδος «Θεο γονία» 1 1 6) άναμΦισβητήτως εlναι περισσότερον έπιστημονική κοσμογονική θεωρία παρά παραμύθι. Τό λάθος τ&ν στενοκεΦάλων έπιστημόνων σχετι κ&ς πρός τήν μυθολογίαν fιτο καί παραμένει, δτι περιωρίσθησαν εlς τό γράμμα τ&ν μύθων καί δέν κατώρθωσαν νά διεισδύσουν ε{ς τό πνεύμα των ft ε{ς τό μήνυμα πού στέλλουν. • Η βαθυτέρα έξέτασις τ&ν μύθων μιiς πείθει . δτι έντός τ&ν μύθων κρύπτεται κάποια άλήθεια, τήν δποίαν άντιλαμβανόμεθα μέ τήν άνάλυσιν τού μύθου. Βεβαίως ύπάρχουν μύθοι ciπλοί, δπως δ μύθος τού Δαιδάλου. ·ο μύθος αύτός περιγράφει μίαν άλήθειαν χωρίς νά τήν κρύπτη. Τό γράμμα τού μύθου έκΦράζει ·ά κριβc7>ς καί τό πνεϋμα του. ·ο μύθος λέγει δτι δ Δαίδαλος καί δ 'Ίκαρος fβαλαν πτερά καί έπέταξαν. Τούτο συνέβη ε{ς τήν πραγματικότητα καί δύναται νά τό έπαναλάβη •
.
74
δποιοσδήποτε άποΦασίση νά τό κάνη. Ό μϋθος έδώ ε{ναι σαφής. Διηγεtται έμΦανώς μίαν άλήθειαν. Ύπάρχουν δμως άλλοι μϋθοι, ot δποtοι διά νά γίνουν άντιληπτοί χρειάζονται έρμηνείαν, διότι έκΦράζονται δι' άλληγοριών. Τούς μύθους αύτοuς «δέν πρέπει νά τούς πιστέυωμεν κατά γράμμα, άλλά νά έρευνήσωμεν καί νά άνακαλuψωμεν τό κρυμμένο νόημά των» «μή πιστεύει ν άπλά)ς, άλλά τό λεληθός σκοπεiν κ:α( διερευνiiσθαι>> (Αύτοκράτορος ΊουλιανοΟ «Κατά τοσ Κυνικοσ Ήρακλείου» 1 7). Ή ύπέροχος διάνοια τοϋ Ίουλιανοϋ ε{χε συλλάβει τήν άλληγο ρικήν fννοιαν τό'>ν μύθων. Τό άπίθανον στοιχεtον πού εύρίσκ:εται εlς τούς μύθους χρειάζεται έξήγησιν διά νά άποκαλuψη τήν άλήθειαν, πού περικλείει. «Διότι αότό πού μiiς άνο(γει τόν δρόμον (προοδοποι εi) πρός τήν άλήθειαν εlvαι τό άπ(θανον στοιχείον πού vπάρχει εlς τούς μύθους δσο δηλαδή περισσό τερον παράδοξος κ:άι άπ(στευτος εlναι δ μύθος τόσον περισσότερον ήμεiς δέν κ:άνει νά πιστεύσω μεν αότά πού λέγει, άλλά ήμεiς πρέπει νά έρευvήσω μεν αότά πού vπονοεi», «τό γάρ έν τοiς μύθοις άπεμ Φαiνον αότφ τούτφ προοδοποιεί πρός τήν άλήθειαν δσφ γάρ μiiλλον παράδοξον έστι κ:α{ τερατtδδες τό αίνιγμα τοσούτφ μiiλλον tοικ:ε διαμαρτύρεσθαι μή τοiς αότόθεν λεγομένοις πιστέυειν, άλλά τά λεληθότα περιεργάζασθαι ... >> (fνθ. άνωτ. 1 2). . Ό Ίουλιανός έφθασε εlς τό όρθόν συμπέρασμα δτι ο{ μύθοι έχουν στενήν έννοιαν καί άλληγορι κήν. Καί ή μέν στενή έννοια έπισημαίνεται άμέσως καί εύκόλως, διότι τό γράμμα τοϋ μύθου ταυτίζεται μέ τό πνεϋμα του, ή δέ άλληγορική, ή όποία «fJoη θii τούς άvθρώπους νά έξάγουν συμπεράσματα άπό τόν ίδιον τόν μύθον κ:α{ νά μαντεύουν τό κ:ρυμμένο νόημά των»: «άλλ ' ύπό τών έν αότφ λεγομένων τφ μύθφ διδασκόμενοι τό λανθάνον μώσθαι . . >> (ένθ. ά.
75
νωτ. 14) γίνεται άντιληπτή μόνον μέ βαθείαν άνάλυ
σιν τ&ν μύθων. Φέρομεν fνα σχετικόν παράδειγμα tκ τοΟ 'ΑρχαιοελληνικοΟ μύθου περί γεννέσεως τ&ν θε&ν, δπου άναΦέρονται τά όνόματα τ&ν τρι&ν Κυκλώπων: «Βρ6vτης, Στερόπης κ:αί 'Άργης, μέ τήν θιαίαν ψυχήν, ol δποίοι κ:αί τήν θροντήν Cδω σαν εlς τόν Λίαν κ:αί τόν κ:εραυvόv κ:ατεσκ:εύασαv»: «Βρόvτηv τε Στερόπηv τε κ:αί 'Άργηv όθριμόθυμοv ol Ζηvί θροvτήv τ' Cδοσαv τεύξαv τε κ:εραυvόν>> (Ησίοδος: «Θεογονία» 140). Ή άνάλυσις τοΟ μύθου μdς φανερώνει δτι ο{ Κύκλωπες Βρόντης, Στερόπης καί 'Άργης δέν ε{ναι παρά προσωποίησις τ&ν Φυσι κ&ν δυνάμεων τής βροντής, τής άστραπής καί τοΟ κεραυνοΟ. Ό Κ. Σίττλ ε{ς τήν έργασίαν του έπί τής «Θεογονίας τοΟ Ήσιόδου» (Έλλ. fκδ. «ΆΦοί Περ ρf\», Άθ. 1 889, σελ. 85) γράφει: «ol τρείς Κύκ:λωπες παριστiiσι τά τρία μέρη τού ούραvίου πυρός, ά στραπήv (τό πύρ κ:αθ' αύτό), θροvτήv (τόv θόρυ θοv), κ:εραυvόv (τό έvσκ:ήπτειv) Ή προσωποποίη σις τ&ν προαναφερθεισ&ν Φυσικ&ν δυνάμεων πα ρατηρεtται εlς τήν σύγχρονον ποίησιν π.χ. «έγώ εlμαι τσ' Άστραψιiiς παιδί κ:αί τσfJ ΒροvτfJς έγγό vι>>, «πού γιbμαι τσ' ΆστραπfJς ό γυιός, τού Βρόvτ• ή θυγατέρα>>, κ.λ.π. ΥΙούς έπίσης τής βροντής άπε κάλεσε δ 'Ι ησοΟς Χριστός τούς μαθητάς του Ίάκω βον καί Ίωάννην: «κ:αί Ίάκ:ωθοv τού Ζεθεδαίου, κ:αί Ίωάvvηv τόv άδελΦόv τού Ίακ:ώθου· κ:αί έπω vόμασεv αύτούς Βοαvεργές, τό δποίοv σημαίνει, Υlούς τfJς θροvτfJς>> (Μάρκος: «Εύαγγέλιον» Γ, 1 7). Oi τρεtς Κύκλωπες λοιπόν δέν ε{ναι τίποτε άλλο παρά τρεtς Φυσικαί δυνάμεις: Ό Βρόντης ε{ναι ή βροντή, τό «μπουμπουνιτό». Ό Στερόπης ε{ναι ή άστραπή καί δ "Αργης δ κεραυνός, συγκεκριμένως τό «άργής» ε{ναι έπίθετον τοΟ «κεραυνός» («άργητα κεραυνόν»: Όμήρου: «Ίλιάς» θ, 1 33). ·Η βροντή, ή ·
...
76
άστραπή καί δ κεραυνός (τό ένσκ:ήπτειν) συνδέον ται στενό>ς μεταξύ των, δι' αύτό καί δ Άρχαιοελλη νικός μϋθος θέλει τάς προσωποποιήσεις αύτοϋ (Βρόντης, Στερόπης, "Αργης) άδελΦούς. Κλασσικόν θά έλέγαμε παράδειγμα όρθfjς έρμη νείας μύθου ε{ναι ή έρμηνεία τοϋ μύθου τοϋ Φα θέοντος, τήν όποίαν δ Αιγύπτιος ιερεύς ε{πε εlς τόν Σόλωνα. Κατά τόν μϋθον δ Φαέθων όδηγό>ν τό cϊρ μα τοϋ πατρός του Ήλίου καί μή fχων τήν ικανό τητα νά άκολουθήση τόν κανονικόν δρόμον κατfjλ θεν πρός τήν γfjν καί έπυρπόλει τά πάντα μέχρις δτου κατεκεραυνώθη καί έΦονεύθη ύπό τοϋ Διός. Ό πολύ γέρων ΑΙγύπτιος ιερεύς (εδ μάλα παλαιόν) άΦοϋ έπαναλαμ6άνει εlς τόν Σόλωνα τόν μϋθον τοϋ λέγει, δτι εlς τήν πραγματικότητα συνέβη «πα ράλλαξις» (άστρονομικός δρος) τό>ν πέριξ τfjς γfjς φερομένων ούρανίων σωμάτων καί έξ αύτοϋ τοϋ λόγου καταστροφή έκ τοϋ άΦθόνου πυρός πάντων τό>ν εύρισκ:ομένων εlς τήν γfjν: «Τό δέ άληθές έστz τά)ν περί γήν καί κατ' ούρανόν lόντων παράλλαξις καi διά μακρών χρόνω ν rι rνομένη τά)ν έπ{ γής πυ ρ{ πολλφ Φθορά» (Πλιiτων: «τiμαιος» 22, Γ). Ή άλληγορία, πού σημαίνει συγκάλυψιν έννοιό>ν διά λόγων fι εΙκόνων, παρουσιt:ζεται εlς τούς μύ θο\:lς. διότι αι άλήθειαι ΠΟύ κρύβ,)υν αύτοί δέν ήδύ ναντο fι δέν fπρεπε νά γίνουν κατανοηταί άπό δ λους. 'Επειδή τό πλfjθος δέν ήδύνατο νά καταλά6η d>ρισμένας άληθείας, έάν αύταί έλέγοντο ύπό τήν άφη ρημένην μορφήν τό>ν έννοιό>ν, έπενοήθησαν οι μϋθοι, οι όποίοι μέ διαφόρους άλληγορίας προσπα θούν νά διδάξουν, μορφώσουν, κ.λ.π. Ώς έκ τούτου αι άλληγορικαί περιγραΦαί άποτελοϋν εlδος έθνι κης φιλολογίας. Ό Η . Rose εlς τήν έργασίαν του περί τfjς Έλλη νικfjς μυθολογίας, ή όποία τό 1 958 έπραγματοποίη-
77
σε fξ έκδόσεις άναΦέρει δλας τάς θεωρίας έρμη νείας τών μύθων, πού κατά τόν συγγραφέα εΙναι «Ή άλληγορική, ή συμΒολική, ή λογική, δ εύημε ρισμ6ς, ή φυσική, ή σύγχοvος μέθοδος, ή ψυχολο γική>> (H.Rose: «Α handbook of Greek Mythology» ed.«Methuem» London 1958 σελ. I - 7). Ό Εύημερισμός πού άνέΦερε δ Rose εlναι δρος πού έπικράτησε διεθνώς καί σημαίνει τήν θεωρίαν πού διετύπωσε δ Μεσσήνιος ιστορικός φιλόσοφος Εύήμερος. Αύτός περί τό 280 π.Χ. έιcυκλοΦόρησε τρίτομον σύγγραμα ύπό τόν τίτλον «·Ιερά Άναγρα Φή>>, δπου άναπτύσσεται ή άποψις δτι ο{ θεοί εlναι θεοποιηθέντες, άνθρωποι. Δηλαδή ύπf\ρξαν {στορι καί προσωπικότητες, πού έπειδή &φέλησαν τούς συνανθρώπους των άνεκηρύχθησαν θεοί. ·ο Εύήμε ρος πιστεύει έπίσης δτι uπάρχουν αΙώνιοι θεοί (άί διοι) ο{ δποίοι προσωποποιο()ν τάς φυσικάς δυνά μεις, δπως καί θεοί πού ήσαν άνθρωποι (έπίγειοι) τιμηθέντες uπό τών άλλων άνθρώπων ώς θεοί διά τάς εύεργεσίας, πού έκαναν ε{ς τήν άνθρωπότητα: «τούς μέv γάρ άϊδίους καί άΦθάρτους. . . έτέρους δέ λέγουσι v έπιγείους γενέσθαι θεούς διά δέ τάς εlς άvθρώπους εύεργεσίας άθαvάτου τετυχηκ6τας τιμής καί δ6ξης>> (Εύστάθιος: «Σχόλια εlς Ίλιάδα, στ. Τ») . Μετά άπό δσα έλέχθησαν φρονώ καί θά συμΦω νf\τε μαζί μου, δτι δέν μπορο()με νά διαγράφωμεν τήν · ελληνικήν μυθολογίαν μέ τόν άΦορισμό, δτι πρόκειται διά Φανταστικάς διηγήσεις.Πιστέυω άκραδάντως εiς τό άντίθετον. · Η · ελληνική μυθο λογία περιλαμβάνει άληθείας καί μάλιστα μόνον άληθείας. Θά προσθέσω άκόμη δτι ή · ελληνική μυθολογία έπη ρέασε τήν πραγκόσμιον λογοτε χνίαν,τήν μουσικήν,τήν ζωγραφικήν καί άπετέλεσε πηγήν παραδειγμάτων. Σχετικ(ός δ καθηγητής Ν.
78
Κούν («Μσθοι ιcαί θρΟλοι τfΊς ·Αρχαίας Έλλάδος» Έλλ. fιcδ. <<Λειψία» σελ. 1 5) άναΦέρει δτι δ Λένιν «ύπεvθύ μισε, μεταφορικά, σέ διαφόρους λόγους του κα( άρ θρα, μορφές τfJς Έλληvικi'jς μυθολογfας» καί έν συνεχείQ. παραθέτει χαρακτηριστικά άποσπάσματα δπου δ Λένιν έμνημόνευσε τόν Προιφούστην, Νάρ κισσον, τούς σταύλους τofi Αύγείου, κ.λ.π. ·ο ίδιος δ συγγραφεύς (fνθ. άνωτ. σελ. 14) γράφει έπίσης καί διά τόν Μάρξ, δ δποίος άνέτρεχε εtς άρχαιοελλη νικά μυθικά πρόσωπα, δπως δ Προμηθεύς, 'Ήφαι στος, ·ερμfjς, κ.λ.π. "Ας δείξουν λοιπόν ο{ σύγχρονοι 'Έλληνες σεβα σμόν καί άς άντιμετωπίσουν μέ σοβαρότητα τήν ·ελληνικήν μυθολογίαν, πού άποτελεί άναπόσπα στον μέρος τfjς λαμπράς πνευματικής κλη ρονομίας, πού μdς παρέδωσαν οι ύπεράνθρωποι πρόγονοί μας ·Ο Διογένης δ Λαέρτιος εtς τήν δεκάτομον έργα σίαν του ύπό τόν τίτλον «βίοι καί γνώμαι τών έν ΦιλοσοΦίQ. εύδοκιμησάντων καί τών έκάστη α{ρέσει άρεσκόντων έν έπιτόμω συναγωγή» ή όποία άπό τό 1 533 έκδίδεται συνεχώς εtς πλήθος έκδόσεων έν Εύρώπη, διότι άποτελεί σπουδαιοτάτην πηγή ν ιστο ρικών καί φιλοσοφικών πληροφοριών, μdς δίδει εtς τό προοίμιον τofi Α ' βιβλίου μίαν χρονολογίαν πού δέν πρέπει νά περάση άπαρατήρητος. Γράφει δτι ο{ ΑΙγύπτιοι ύποστη ρίζουν δτι δ 'Ήφαιστος, δ υiός τofi Νείλου ε{ναι έκείνος πού fιρ χισε τήν ΦιλοσοΦίαν, τfjς δποίας πρ&τοι διδάσκα λοι ύπήρξαν ιερείς καί προΦfίται . • Από αύτόν έως τόν 'Αλέξανδρο τόν Μακεδόνα παρfjλθον 48863 fτη καί fγιναν 373 έκλείψεις · Ηλίου καί 832 σελήνης: «Αlγύπτιοι μέv γάρ Νεfλου γενέσθαι παiδα 'ΉΦαι στοv, δv άρξαι ΦιλοσοΦfας, ής τούς προεστtlJτας lερέας ε(vαι κα( προφήτας. 'Από δέ τούτου εlς Άλέξαvδροv τόv Μακεδόνα έτtlJv ε(vαι μυριάδας
79
τέσσαρας κα{ δκτακισχίλια δκτακόσια έξήξοντα τρία· έν οlς ήλ{ου μέν έκλείψεις γενέσθαι τριακο σ(ας έθδομήκοvτα τρεtς,σελήνης δέ δκτακοσfας τριάκοντα δύο>> (fνθ. _άνωτ. Α, 2). Ό 'Ήφαιστος ήτο 'Έλλην, δπως Έλληνικόν εΙ ναι καί τό δνομα Νεiλος. Τόν ποταμόν άπεκάλουν ο{ άρχαίοι Αlγύπτιοι δχι Νεiλον άλλά «Χάπι» (δ «άπλούμενος») καί «Γέρ-δ» («μέγας ποταμός») έξ οό oi · εβραίοι τό fλεγον «Γηών». Oi άρχαιολόγοι άγνοοΟν διότι ώνομάσθη μέ τό · ελληνικόν δνομα Νεiλος, τό δποίον υΙοθέτησαν καί ο{ "Αραβες («Νίλ»). Διότι ο{ άρχαιολόγοι δέν μποροΟν άκόμη νά καταλάβουν, δτι δπου ο{ 'Έλληνες έσχημάτιζαν άποικίας fδιναν lδικά των όνόματα καί άντικαθί στων τάς τοπικάς όνομασίας μέ · ελληνικάς. Προ Φαν(bς τό · ελληνικόν δνομα Νεiλος έδόθη άπό τούς 'Έλληνας πρός τιμήν κάποιου έπιΦανοΟς 'Έλληνος όνόματι Νείλου. Καί fκτοτε έπεκράτησε. Προηγουμένως δ ποταμός εlχεν τήν ξενικήν όνο μασίαν πού είπαμε. Εlς τόν 'Όμη ρον δ ποταμός λέγεται «Αίγυπτος» π.χ. «πρίν γ' δτ' aν Α lγύπτοιο, Διιπετέος ποταμοtο, αδτις ύδωρ lλθης>> («Όδύσσειω> Δ, 475) δηλαδή «πρ{ν lλθης πάλιν δπ{σω εΙς τά ύδατα τού θε{ου ποταμού ΑΙγύπτου>>. Έπ' εύκαιρί� liς δεί ξωμεν δτι καί τό δνομα Αίγυπτος εlναι · ελληνικόν καί έδόθη εlς τήν γεωγραΦικήν έκείνην περιοχήν πρός τιμήν τοΟ μυθικοΟ βασιλέως Αlγύπτου, διδύμου άδελφοο τοΟ ΔαναοΟ. "Αλλως τε ή ρίζα της λέξεως εlναι · ελληνικωτάτη καί ύπάρχουν Πολλά παρά γωγα κύρια όνόματα, π.χ. Αύγύπτιος, δ δποίος ήτο άρχων τf\ς ' Ιθάκης δμιλήσας πρlότος κατά τήν συνέλευσιν τών άρχόντων, δταν άπουσίαζε δ 'Οδυσ σεύς: «Totσr δ' tπειθ' ftρως ΑΙγύπτιος fιρχ ' άγορεύ ειν>> ('Όμηρος: «Όδύσσεια» Β, 1 5). ·Αλλά liς κλείσω μεν έδώ τήν γλωσσολογικήν παρένθεσιν τήν δποίαν
80
δμως έκρίναμεν σκόπιμον νά κάνωμεν, διότι διαφω τίζει ιbς πρός τήν κυριαρχικήν παρουσiαν καί έπιβο λήν τοΟ • ΕλληνισμοΟ. ·ο 'Ήφαιστος λοιπόν κατά τούς Αόγυπτίους fιρ χισε πρ<Οτος τήν ΦιλοσοΦίαν.· Καί δ· Διογένης δ Λαέρτιος καταλήγει μέ τήν άπολύτως άληθf\ διαπί στωσιν, δτι οι 'Έλλt;νες συνεπίός εlναι έκείνοι πού έδημιούργησαν τήν ΦιλοσοΦίαν, τf\ς δποίας καί αότό τό δνομα δέν άποδίδέται είς ξένην (βάρβαρον) γλfbσσαν: «Καί ώδε μέν άΦ ' ·Ελλήνων ήρξε φιλοσο φία, ής κ:α( αότό τό δνομα τήν θάρθαρον άπέστρα πται προσηγορ(αν» (Διογένης Λαέρτιος: «βίοι φιλο σόφων)) Α, 4). ·Από τήν άρχαίαν έποχήν τοΟ Διογέ νους τοΟ Λαερτίου μέχρι σήμερον κατά τήν διαδρο μήν τών αΙώνων ένεΦανίσθησαν, έχάθησαν ii ύπάρ χουν άκόμη πολλαί γλfbσσαι, τάς δποίας άσΦαλίός δέν έγνώριζε δ Διογένης δ Λαέρτιος. Έν τούτοις δέν διεψεύσθη, διότι δλαι αόταί αι γλfbσσαι στεροΟνται λέξεως ικανf\ς νά άποδώση τήν �ννοιQν τf\ς φιλοσο φίας καί δλαι χρησιμοποιούν τόν Έλληνικόν δρον. οι βάρβαροι δέν �χουν λέξιν είς τήν γλfbσσαν των διά νά άποδώσουν τόν δρον ΦιλοσοΦία. ·Αλλά μήπως ο{ 'Έλληνες περιωρίσθησαν είς τήν δημιουργίαν τής ΦιλοσοΦίας: 'Όχι λέγει δ διάσημος συγγραφεύς. Μέ τά στοιχεία �ού έκείνος ε{χε ύπ ' δ ψιν του καί τά όποία ήμείς σήμερον άγνοοΟμεν, διότι κατεστράφησαν έπίτηδες α{ 6ιβλιοθf\και, μdς διαβε βαιοί άπό τό βάθος τών αίώνων καί μέ τό άποδεδειγ μένον κύρος τής άξιοπιστίας του, δτι ο{ 'Έλληνες δέν έδημιούργησαν μόνον τήν ΦιλοσοΦίαν άλλά - προ σέξατε τούτο - άπετέλεσαν καί τήν άρχήν δλοκλή ρου τού άνθρωπίνου γένους! «άΦ ' ών μ ή δτι rε φιλο σοφία, άλλά κ:αί γένος άvθρώπων ήρςε» (fνθ. άνωτ. Α, 3). Είς τό πεδίον τών γνώσεων αίώνας μετά τόν Διογέ-
81
νην τόν Λαέρτιον δ Γάλλος ·Ακαδημαϊκός Ζάν Ρι σπέν («Μεγάλη Έλληνική Μυθολογiω> Έλλ. fκδοσις «Π. Κουτσοϋμπος» τόμος Α, σελ. 18) θά διερωτηθή : «Στ' dλήθεrα έχομεν άνακαλύψεr κάτr, δτrδήποτε, στή Φι λοσοΦία, στή μεταφυσική, στή λογική καί στήν κο σμογονία, έπειτ' άπό τούς άρχαίους 'Έλληνες;>> καί δ έπιΦανής tπιστήμων θά καταλήξη εiς τό συμπέρα σμα-δμολογία δτι τό μόνο καί δλο πού ο{ ξένοι έκα ναν ήτο νά άναπτύσσουν τάς Έλληνικάς θεωρίας: «άναπτύξαμε τήν τάδε · fί τάδε θεωρία τους, κr ' αύτό εiναι liπavτo>> (fνθ. άνωτ.). Δέν ζητώ άπό τόν άναγνώστην καμμία έπιείκιαν εiς τάς κρίσεις του, άπεναντίας θέλω νά εlναι σκληρός, δύσπιστος. άλλά δπωσδήποτε λογικός. Ό Ρισπέν πα ραδέχεται δτι εiς τούς σημαντικούς χώρους τής Φιλο σοΦίας, μεταφυσικής, λογικής καί κοσμογονίας δέν έπραγματοποιήθη καμμιά πρόοδος πέρα άπό τήν ά νάπτυξιν τών θεωριών πού διετύπωσαν ο{ πρόγονοί μας. Συμφωνοϋμεν άπολύτως. Έπί σειράν αΙώνων τό πνεϋμα τ&ν άλλων άνθρώπων δέν έξεπέρασε δσα έπα ρουσίασαν ο{ 'Έλληνες πού άπετέλεσαν τήν άρχήν δλοκλήρου τοϋ άνθρωπίνου γένους, δπως μdς λέγει δ Διογένης δ Λαέρτιος καί δπως θά άποδείξωμεν ναί, θά άποδείξωμεν - άργότερα, διότι αuτός εlναι δ σκοπός τοϋ παρόντος έργου. Προηγουμένως δμως χρειάζεται νά είπωμεν δύο λόγια διά τό Φυσικόν περι βάλλον τοϋ άνθρώπου, τόν προορισμόν του καί τόν τρόπον έπιτεύξεώς του. Ό • Αριστοτέλης καθώρισε μέ άκρίβειαν ποίον εΙ ναι τό Φυσικόν περιβάλλον τών άνθρώπων. Καί πρίν, πολύ πρίν, άπό αuτόν άλλοι σοΦοί 'Έλληνες εlχαν ά παντήσει εiς τό ίδιον θέμα, άλλά δ Σταγειρίτης ύπήρ ξε τυχερός δτι τό έργο του «Πολιτικά» διεσώθη, ένώ τά βιβλία τών προγενεστέρων του έχάθησαν. ΓράΦει λοιπόν δ Αριστοτέλης («Πολιτικά» Α, 1 -2 il 1 252α•
82
1 2526) δτι έν πρώτοις ή το άναγκαίον νά συνδυασθούν
δσα δέν μποροΟν νά ύπάρξουν dνευ άλλήλων καί ώς παράδειγμα fφερε τό άρρεν καί τό θfιλυ πού χάριν τfις τεκνογονίας συνυπάρχουν άλληλοεξαρτώμενα.
Ή· συμβίωσις άρρενος κ�ί θήλεος δέν προέρχεται άπό τήν έλευθέράν έιι:λογήν των καί άπόΦασίν των, άλλά άπό άναγκαίαν φυσική ν παρόρμησιν νά άΦή σουν άλλο δμοιό των, δταν έκείνα έκλείψουν (νόμος τfις διατηρήσεως τοϋ είδους) δπως συμβαίνει καί είς τά ύπόλοιπα ζό'>α καί Φυτά: « Ά νάγκη δή πρtδτον συν δυάζεσθαι τούς άνευ άλλήλων μή δυναμένους εlναι · οlον θήλυ μέν καί άρρεν τής γενέσεως ένεκεν καί τοστο ούκ έκ προαιρέσεως, άλλά ΙiJσπερ καί έν τοiς άλλοις ζώοις καί Φυτοiς Φυσικόν iό έΦίεσθαι, οlον αύτό, τοιοστον καταλιπεiν έτερον». ·
Τό άρρεν καί τό θfιλυ έκ Φυσικfις έπιταγfις συνυ· πάρχουν καί δέν δύνανται νά ζήσουν άνευ άλλήλων. 'Έτσι δημιουργείται ή οίκογένεια, ή όποία άποτελεί τό Φυσικόν περιβάλλον τό')ν άνθρώπων καί τήν πρω ταρχική καί θεμελιώδη μορφήν τfις κοινωνίας, ή δ ποία ε{ναι διαρκής: «ή μέν οi}ν εlς πάσαν ήμέραν συ νεστηκvία κοινωνία κατά Φύσι ν οlκος έστιν» ή διαρ κής συνtνωσις πολλών οίκογενειό')ν έδημιούργησε τήν κώμη: «ή δ' έκ πλειόνων οlκιd>ν κοι νωνία πρώτη χρήσεως ένεκεν μή έφημέρφ κώμη» καί έν συνεχείf1 ή έκ περισσοτέρων κωμών σχηματιζομένη κοιvωνία καλείται τελεία πόλις εlναι δηλαδή αύτό πού σήμε ρον λέγομεν κράτος: «ή δ ' έκ πλειόνων κωμd>ν κοινω νία τέλειος πόλις>>. Έκ Φύσεως λοιπόν προfιλθε ή οικογένεια, κατόπιν ή κώμη καί τελικό')ς ή πόλις (κράτος) πού ώς τελική έξέλιξις τοϋ Φυσικοϋ γεγονότος τfις οικογενείας
83
προέρχεται έκ τ�ς φύσεως: «διό πiiσα πόλις ΦVσει έ στιν». Έκ Φύσεως έπομένως δ άνθρωπος εlναι ζώον κοινωνικόν καί δποιος έκ Φύσεως καί δχι τυχαίως εΙναι άκοινώνητος καί δέν άνήκει είς μίαν πόλιν, άλ λά μπορεt νά ζ� έκτός πόλεως αuτός εlναι fι Φαϋλος fι δν άνώτερον τοϋ άνθρώπου: «11νθρωπος ΦVσει πολι τικόν ζώον κα{ δ άπολις διά Φύσιν κα{ ou διά τύχην fίτοι Φαύλος Cστιν f1 κρείττων f1 άνθρωπος>>. •Η πόlις έδημιουργήθη συνεπώς διά τήν έξασΦάλισιν τ�ς ζω�ς καί διατηρείται χάριν τ�ς εuζωίαςτό'>ν πολιτ(ί)ν: «γινομένη μέν οόν τού ζήν ένεκεν, οόσα δiά τού εό ζήν>>. Εlναι έπίσης Φυσικόν καί λογικόν ή πόλις νά εόρίσ.ιcεται όπεράνω άπό fκαστον άτομον πού συμμε τέχει είς αuτήν καί όπερά.νω τ�ς οικογενείας, διότι κατ' άνάγκην τό σύνολον εΙναι όπερά.νω τοϋ μέρο�ς: «κα{ πρότερον δέ τf1 Φύσει πόλις f1 οΙκία κα{ έκαστος ήμιi)ν έστιν. Τό γάρ δλον πρότερον άναγκαiον ε{ναι τού μέρους>>. . Ή σπουδαιότης τό'>ν προαναΦερθεισό'>ν παρατη · ρήσεων συμπληροϋται καί μέ τήν βαθυστόχαστον ά νάλυσιν τοϋ ·Αριστοτέλους, δτι είς κάθε μορφήν κοι νωνίας άπό τήν οίκογένειαν δηλαδή, μέχρι τήν πόλιν όπάρχει τό άρχον καί τό άρχόμενον. Έπισημαίνεται δέ . δτι τό άρχο ν εΙναι έκ Φύσεως έκείνο πού μπορεt διά τ�ς διανοίας νά προ6λέπη, άντιλαμ6άνεται καί κατευθύνη : «τf1 δια\'Ο{f1 προορiiν άρχων Φύσει>> ένώ τό άρχόμενον εlναι έκείνο πού έκ Φύσεως μπορεί μό νον νά έκτελ�: «τΦ σώματι ποιεiν άρχόμενον>>. Δέν θά προχωρήσω τώρα περισσότερον είς τήν άνάλυσιν τ�ς πόλεως (κράτος) πού άποτελεί τό Φυ σικόν περιβάλλον τοϋ άνθρώπου, καί ή όποία πόλις (κράτος) προ�λθε έκ τ�ς οίκογενείας δπως έπίσης σημειώνει είς άλλο σπουδαίον fργο του δ Αριστο τέλης («'Ηθικά Εόδήμεια» 1 2426). Έκεί συγκεκριμέ•
84
νως γράφει, δτι εtς τήν οtκογένειαν δυνάμεθα νά dνεύρωμεv τήν dρχήν καί τήν πηγήν τού κράτους: «δrό έv olκ{f1 πptίjτov άρχα{ κα{ πηγα{ πολrτε{ας>>. 'Επιβάλλεται ιbστόσον νά διευκρινισθ-η καλeί>ς καί κατ' έπανάληψιν, δτι ή πόλις περί τ-ης όποίας πραγματεύεται δ ·Αριστοτέλης εlναι τό σήμερον λεγόμενον κράτος μέ τήν σύγχρονον fννοιαν. Ε{ς τήν Έλληνικήν dρχαιότητα ή λέξις πόλις (fι πτό λις fι καί πόλερ εtς έπιγράμματα Ήλείας, κ.λ.π.) dποδίδει τό κράτος, τό όποtον ιbς λέξις ύπf\ρχεν μέν εtς τήν dρχαίαν Έλληνικήν γλeί>σσαν dλλά έ σήμαινε δύναμις, π.χ. «τοσ γάρ κράτος έστ{ μέγr· στον>> δηλαδή «δrότr αι}τοσ ή δύvαμrς εlvar πάρα πολύ μεγάλη>> ('Όμηρος: «Ίλιάς» Β, Ι 1 8). Ε{ς τήν Έλληνικήν μυθολογίαν δπου προσωποποιοϋναι α{ Φυσικαί καί ήθικαί δυνάμεις ό Κράτος fιτο dδελΦός τ-ης Βίας, τ-ης Νίκης καί τοϋ Ζfιλου (πόθος ύπερο χ-ης). Εtς τήν dρχαίαν Έλληνικήν γλeί>σσαν καθιε ρώθη ό Κράτος ιbς οuδέτερον τό Κράτος πού συμ βολίζει τήν έξουσιαστικήν δύναμιν .. 'Ήδη έπεκρά τησε εtς τήν όμιλίαν fναντι τfις πόλεως, ή όποία δμως έξακολουθfι νά διατηρfι τά παράγωγά της π. χ. πολίτευμα, πολιτική, πολιτεύομαι, πολίτης, πολιτι σμός, πολιτογραφ&, κ.λ.π. Καί κάτι άλλο dκόμα ή πόλις - πολιτεία fιρχετο εtς συμπαράστασιν κάθε dτόμου πού εlχε dνάγκην τfις βοηθείας της, ή ό ποία συνήθως έξεδηλοϋτο διά τfις {σχϋος, έξ ού καί ο{ Εuρωπαίοι παρέλα6ον dπό τήν Έλληνικήν γλίόσσαν τήν όνομασίαν τfις dστυνομίας, fιτοι: poli ce, polizia, polizei, κ.λ.π. Ποιός εlναι ό προορισμός του dνθρώπου; Ή έ ρώτησις αuτή πού εlναι έρώτησις πραγματική δέν μπορεί νά fχη dπάντησιν θεωρητικήν. Πρέπει νά προσδιορίσωμεν τόν προορισμόν του dνθρώπου, δ πως μdς τό έπιβεβαιώνουν τά γεγονότα τfις ζωfις.
85
Ή άξία κάθε συλλογισμού έξαρτdται άπό τό πό σον αύτός άνταποκρίνεται είς τά γεγονότα. Προσέ ξατε αύτήν τήν άλήθειαν, ή όποία ε{ναι θεμελιώδης άρχή, διά τήν συναγωγήν συμπερασμάτων. Έκεί νος πού πρ&τος τήν διατύπωσε ε{ναι fνας φιλόσο φος τού 600 π.Χ. άπό τήν Χήνα τής Λακωνίας, δ Μύσων, τόν δποίον δ Πλάτων («Πρωταγόρας» 343,Α) συγκαταλέγει μεταξύ τ&ν έπτά ΣοΦ&ν, άντί τού Πε pιάνδρου. Ό Μύσων λοιπόν, τού δποίου τό δνομα ε{μαι βέβαιος δτι οι καθηγηταί ΦιλοσοΦίας άγνοούν, ε{πε δτι δέν πρέπει νά έρευνώμεν τά γεγονότα ύπό τό φ&ς τ&ν έπιχειρημάταιν, άλλά τά έπιχειρήματα ύπό τό φ&ς τών γεγονότων, διότι δέν γίνονται έξ αίτίας τ&ν έπιχειρημάτων τά γεγονότα, άλλά τά έ πιχειρήματα προέρχονται άπό τά γεγονότα: «lΦα σκ:ε δέ μ ή έκ: τό)ν λ6γων τά πράγματα, άλλ ' έκ: τό)ν πραγμάτων τούς λ6γους ού γάρ lνεκ:α τι'ι'>ν λ6γων τά πράγματα συντελεfσθαι, άλλ ' lνεκ:α τι'ι'>ν πραγ μάτων τούς λ6γους». (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι Φιλο σόΦων» Α, 1 08).
Ακολουθ&ν τό γράμμα καί τό πνεύμα τής συμ6ούλής τού Μύσωνος τήν σπουδαιότητα καί όρθό τητα tής δποίας άσΦαλ&ς θά άναγνωρίζετε χρησι μοποι& έπιχειρήματα, δπως αύτά προκύπτουν καί συμφωνούν μέ τά γεγονότα. •Η τάσις άνόδου τού άνθρώπου πηγάζει άπό τήν θέλησίν του νά άποκτήση δσα δέν fχει. ·ο Άρι· στοτέλης («Τέχνης Ρητοριιcfις» Β, 1 3896, 3 �) ύποστη4 ρίζει δτι ή έπιθυμία τ&ν άνθρώπων στρέφεται πρός_ έκείνο πού τούς λείπει καί έκείνο τού δποίου οι άνθρωποι στερούνται αύτό περισσότερον άπό κάθε liλλο έπιθυμούν: «διά τ6 τοΟ άπ6ντος εlναι τήν έπι θυμίαν, κ:αί ού δέ ένδεεrς, τούτΌυ μάλιστα έπιθυ μεiν». •
86
Δέν νομίζω νά χρειάζεται Ιδιαίτερος κόπος διά νά πεισθf\ κανείς, δτι δλαι α{ πράξεις τοϋ άνθρώπου άποβλέπουν εtς τήv άνοδόν του πρός τήν τελειότη τα. Θέλει δ άνθρωπος νά γίνη αύτάρκης, νά μή έχη άνάγκη άπό τίποτε, νά μή τόν άπασχολοϋν προ βλήματα, ώστε νά έξασΦαλίση τήν εύτυχίαν. Κατ' άλλην εκφρασιν ή εύδαιμονία άποτελεί τήν όπερ τάτην καί τελικήν έπιδίωξιν τής άνθρωπίνης όπάρ ξεως. Παρατηρήσατε κάθε προσπάθεια είτε πνευματι κή, είτε ψυχική, είτε ύλική . 'Όλαι των άνεξαιρέτως κατευθύνονται πρός τόν ύψηλόν στόχον τής τε λειότητος. 'Από τήν ίδια τήν Φύσιν του δ άνθρωπος ώθείται πρός τά άνω, πρός τήν εύτυχία, τήν δποίαν θά κερδίση ένόσφ κατορθώση νά λύση δλα τά προ βλήματα πού άντίμετωπίζει. 'Ανέπτυξε τάς έπιστή μας πού τόν έξυπη ρετοϋν, άνέπτυξε τήν τεχνολο γίαν πού τοϋ έξησφάλισε καλλιτέρας συνθήκας διαβιώσεως, άνέπτυξε τήν ΦιλοσοΦίαν διά νά συλ λάβη τάς γενικάς έννοίας, άνέπτυξε τήν ήθικήν διά νά διαχωρίση τό καλό άπό τό κακό, άνέπτυξε τήν καλλιτεχνίαν διά νά άπολαύση τό ώραίον κ.λ.π., κ.λ.π. Καί μέ τί δέν άπησχολήθη καί εtς τί δέν έπεδόθη; 'Από τήν άνάλυσιν τοϋ υποσυνειδήτου, μέχρι τήν έξερεύνησιν της σελήνης παντοϋ έσημειώθησαν ά ξιόλογα βήματα προόδου. Χάρις εtς τήν διανοητι κήν ικανότητα τοϋ άνθρώπου καί τάς ψυχικάς άρε τάς του, ήμέρα μέ τήν ήμέρα άναρριχdται πρός τήν τελειότητα. Κάθε στιγμή προσθέτει νέας γνώσεις εtς τό σύνολον αύτών πού fιδη κατέχει. Ή πλή ρης γνώσις τής πραγματικότητος εlναι ή προϋπόθεσις τής εύτυχίας του. 'Ή άλλέως, εύτυχισμένος εlναι δ ποιος κατέκτησε τήν γν&σιν, δπως εlπε δ Εύρυπί δης (lιπόσπ. 902): ((''Όλθrος δστις τής lστορίας έσΊε
87
μαθήσεως». ( Ιστορία=γνό'>σις). Ό άνθρωπος fχει τήν δύναμιν νά άνέλθη. Τό fχει άλλως τε άποδείξει μέ τήν δημιουργία το() πολιτι σμοf> καί τήν συνεχf\ έξέλιξί του. 'Όσα έπέτυχε δέν το() τά έχάρισε κανείς, άλλά μέ τήν πάροδο το() χρόνου καί διά τf\ς έρεύνης δ tδιος κατορθώνει νά εύρίσκη τό καλλίτερο καί άδιακόπως νά βελτιώνη τήν θέσιν του, δπως άκριβό'>ς έπεσήμανε δ Ξενοφά νης: «άλλά χρ6vφ ζητοσvτες tΦεvρlσκοvσιν Ιiμει νον>> (Προσωκρατικοί Β, 1 8, Δ). Ποf> θέλει νά φθάση δ άνθρωπος τό εtπαμε καί τό πό'>ς νά Φθάση λέγομεν δτι εlναι ζήτημα έργασίας, άγlί>νος δηλαδή καί χρόνου. Μέ τό πνευματικόν του μόχθο καί σιγά-σιγά δ άνθρωπος θά ξεπεράση τήν σημερινή του ϋπαρξι. Θά γίνη άνώτερος. Θά γίνη αύτό πού δ Νίτσε άνήγγειλε «ύπεράνθρωπος». <<Σliς φέρνω τ6ν όπερdvθρωπο γιl!τ( δ Ιivθρωπος εlναι ξεπερασμένος πιά, εlναι κάτι πού πρέπει νά Ι;επερα στf'Ι ... 'Εγώ σας προσφέρω τ6ν όπεράvθρωπο. . . σ{iς δδηγtl> πρ6ς όπεράvθρωπο» «Φ. Νίτσε: «Τάδε fΦη Ζαρατούστρα» Έλλ. fκδ. 196 1 , σελ. 1 5- 1 6). Ό Νίτσε fχει έπηρεασθf\ άπό τόν Ήράκλειτον μέχρι το() σημείου πού τόν μιμf\ται, π.χ. γράφει: Tl εlναι δ πίθηκος σέ σύγκρισι μέ τ6ν Ιivθρωπο; γελοίο όπο κε(μενο κα( θλιΒερή καταισχύνη. Τ6 Cδιο άκριθtl>ς εlναι δ Ιivθρωπος σέ σύγκρισι μέ τ6ν όπερdvθρωπο. Εlναι §να γελοίο όποκεlμενο καί μιά θλιΒερή καται σχύνη>>. (fνθ. άνωτ.). Τά άνάλογα διεκήρυξε πρ(ί)τος δ Ήράκλειτος μέ μίαν σοβαράν διαφοράν. ·ο ΈΦέσιος φιλόσοφος εlς τά άποσπάσματα τό'>ν fρ γων του, πού διεσώθησαν, άναΦέρει δτι δ ώραιότε ρος τό'>ν πιθήκων έάν συγκριθf\ μέ τόν άνθρωπο θά άποδειχθf\ καταισχύνη. Τό tδιο καί δ σοΦώτατος τό'>ν άνθρώπων έάν συγκριθf\ μέ τόν θεόν θά άποδει χθf\ πίθηκος καί εlς τήν σοΦίαν καί εlς τήν ώραιό'
88
·
τητα καί είς δλα τά άλλα: «Πιθήκων δ κάλλιστος αlσχρός άvθρώπων γένει συμθάλλει ν» (82) « Ά ν θρώπων δ σοΦώτατος πρός θεόν π{θηκος Φανεrται κα{ σοφ{α κα{ κάλλει κα{ τοrς άλλοις πάσιν» (83). Ό Νίτσε βάζει ώς iδανικόν το() άνθρώπου τόν ύπεράνθρωπον, μέ τόν δποίον συγκρίνει τόν σημερι νόν άνθρωπον. ·ο · Ηράκλειτος βάζει ώς ίδανικόν το() άνθρώπου τόν Θεόν. ·ο ύπεράνθρωπος διά τούς Αρ-χαιοέλληνας εΙ-χε ξεπερασθf\ . ·ο ύπεράνθρωπος το() Νίτσε εlναι δ εΙς άριστος το() • Ηρακλείτου, δ δποίος ισοδυναμεί μέ δέκα -χιλιάδας: «εlς tμο{ μύριοι, tάν άριστος �» (άπόσπ. 49). Διά τόν ύπεράν θρωπον ύπ�ρ-χε άκόμη καί μία άλλη όνομασία. Τόν fλεγαν «πανάριστον» καί ftτo αύτός πού εδρε τά πάντα μέ τό μυαλό του: «ούτος μέ πανάριστος, δς αότφ πάντα νοήση φρασσάμενο» (Ήσίοδος: «'Έργα •
καί fιμέραι)) 293).
·ο ύπεράνθρωπος δέν εΙ-χε πλέον άξίαν είς τούς Αρ-χαιοέλληνας. ·ο 'Έλλην εΙ-χε άΦήσει όπίσω του τόν ύπεράνθρωπον καί fτεινε πρός τόν θεόν: Είς τούς «Νεμεονίκας» (ΣΤ. ι κ.�.) δ Πίνδαρος θά ύμνήση τό γένος τ&ν άνδρ&ν καί τ&ν θε&ν, πού βεβαίως διαφέρουν κατά τήν δύναμιν, άλλά ο{ θνη τοί δμοιάζουν μέ τούς άθανάτους είς τό μεγαλείον το() νο(): «'Έν άνδρd)ν tν Θεά)ν γένος. .. διε{ρrει δέ πάσα κεκριμένα δύναμις . . άλλά τι προσφέρομεν tμ παν ή μέγαν νόον �τοι Φύσιν άθανάτοις». ·vπ�ρξαν δέ καί 'Έλληνες, ο{ δποίοι fΦθασαν είς τό θείον, δπως δ Έμπεδοκλ�ς δ δποίος κατά τό Λεξικόν Σουίδα (λέξις: « Έμπεδοκλ�ς») fιθελε νά άφήση περί έαυτοσ τήν άντίληψιν δτι ftτo θεός: «δόξαν περ{ αότοΟ κατασχεrν cbς περ{ θεοΟ θουλόμε νος» καί δ δποίος tθεράπευσε άσθενείς, άνέστησε νεκρούς (άπνου γυναικός Πανθείας) καί fκανε άπο δεδειγμένως πολλά θαυμαστά. Τέλος δέ άνελήΦθη •
.
89
είς τούς οuρανούς, έν μέσφ ουρανίου φωτός καί Δφοσ προηγdυμένως fικουσε μεγάλην Φωνήν. Φαν τασίαι; Ψεύδονται oi αuτόπται μάρτυρες, oi όποίοι μάλιστα μετά τήν άνάληψιν τοσ Έμπεδοκλέους fιθε λαν νά τόν λατρεύσουν d>ς θεόν: «καθαπερεί rεrο v6τι θεtf»>; Δέν άπαντίό. ·Αλλά ό άναγνώστης νά γνωρίζη δτι είς τά όλίγα διασωθέντα άποσπάσματα έκ τοϋ τριτόμου έργου (5.000 στίχοι) τοϋ Έμπεδο κλέους πού έξεδόθησαν είς τάς περιφήμους έκδό σεις Λειψίας (1 805) 'Άμστερνταμ (1 838) κ.li. περιέ χονται καταπληκτικά πράγματα, έπαναλαμβάνομεν καταπληκτικά πράγματα περί τf\ς Φύσεως τ&ν δν των, μέχρι καί περί τf\ς προσφάτως άναπτυχθείσης γη ριατρικf\ς: «καί γήραος άλκαρ πεύσn» (άπόσπ. 1 1 ! ) πού κάθε άλλο παρά Φαντασίαι ε{ναι. Ό Έμπε δοκλf\ς λέγει εuθέως είς τό προοίμιον τοσ βιβλίου του «Καθαρμοί» δτι ε{ναι θεός: «χαίρετ' έγώ δ' όμiv θε6ς liμθροτος ούκέτr θvητ6ς» (άπόσπ. ι 1 2) καί δτι δέν ε{ναι θνητός. Διατί τό ε{πε; ' Εκτός άπό αuτούς τούς ίσχυρισμούς ύπάρχουν καί άντικειμενικοί ιστορικοί πού πιστεύουν δτι μερικοί 'Έλληνες διέθετον θείαν Φύσιν. Ώς παρά δειγμα άναΦέρω τόν Αρριανόν, ό όποίος γράφει διά τόν Μέγα • Αλέξανδρον δτι δέν όμοιάζει μέ κανένα άπλόν liνθρωπον, άλλά έγινε μέ τήν θέλησιν θείας δυνάμεως: «Οϋκουv ούδ' έμοί lξω τorJ θείου φσvαι δοκεi άvήρ ούδεvί άλλφ άvθρώπφ έοικώς» (' Αρρια •
νός: «'Ανάβασις 'Αλεξάνδρου)) Ζ,30).
Δέκα όκτώ αί&νας άργότερον ό γερμανός καθηγη τής Θεόδωρος Μπίρτ θά έπαναλάβη έντονώτερον καί συγκεκριμένως τήν πεποίθησιν τοϋ Αρριανοϋ, γράφει: « Ό Άλέξαvδρος εlvar ή άρχή καί δ Χρι στ6ς τ6 τέλος. Άπ6 τ6v lva υl6v θεοrJ εlς τ6v liλλov υl6v τού θεοrJ. Δέv θά πρέπει vά έκπλαγfj κανείς διά τήv διατύπωσιv ταύτη ν, f1τις άvτηχεi κάπως (ερ6συ•
90
λος. 'Όστις άvαγvώση περαιτέρω θd έvνοήση>> καί άκολουθοΟν 450 σελίδες . . . . (Θ. Μπίρτ: «' Αλtξανδρος ό Μtγας καί ό παγκόσμιος Έλληνισμός μtχρι τfις έλεύ σεως τοΟ ΧριστοΟ» Έλλ. fκδ. «Δ. Δαρtμα» σελ. 1 1 ).
Εiς τό θέμα τοΟ ΘεοΟ θά έπανέλθωμεν διά νά τό λύσωμεν δριστικό)ς συμφώνως πρός τάς ' Ελληνικάς άπόψεις, άΦοΟ προηγουμένως δμιλήσωμεν δι' όλί γον περί τοΟ τρόπου διά τοΟ δποίου άνέρχεται δ άν θρωπος πρός τήν τελειότητα. Ό τρόπος αuτός κατά τούς 'Έλληνας εlναι ή έργασία, δ άγών. Διά τής έργασίας άνακαλύπτονται δ εΙς μετά τόν άλλον ο{ νόμοι τής Φύσεως. Ή άνακάλυψις τών φυσικών νόμων καί κατόπιν ή κατάλληλος χρησιμοποίησίς των ώΦελεί τόν άνθρωπον. 'Αλλά ή Φύσις δέν άπο καλύπτει άπό μόνη της τά μυστικά της, διότι δπως εlπε δ ' Ηράκλειτος άγαπd νά κρύβεται: «ή Φύσις κρύπτεσθαι Φιλεi (ciπόσπ. 1 23). Χρειάζεται συνεπώς έργασία, άγών διά νά μάθωμεν δσα διέπουν τήν Φύσιν. Εiς τόν πνευματικόν άγώνα διά τήν κατανόησιν τών φυσικών νόμων, γεγονότων καί φαινομένων προστίθεται καί ή συνεχής έργασία διά τήν 6ελτίω σιν τ&ν άνθρώπων ε{ς δλους τούς τομείς. · Η σπου δαιότης τής έργασίας d>ς συμ6αλούσης ε{ς τήν πρόοδον πρός τήν τελειότητα είΊε γίνη άντιληπτή άπό τούς προγόνους μας, t'όστε εΙς τάς νομοθεσίας τοϋ Σόλωνος καί τοϋ Δράκοντος προε6λέποντeι ποι ναί διά τούς μη έργαζομένους. Ή κατηγορία δτι κάποιος δέν έργάζεται (άργίας γραφή) ήτο σο6αρω τάτη διότι έν όποτροπή τοΟ κατηγοροuμένου έτιμω ρείτο οότος, διά τής αuστηροτάτης ποινής τής «άτι μίας». Ό «άτιμος» έστερείτο τών πολιτικών καί θρη σκευτικών δικαιωμάτων του, δέν έδικαιοΟτο ταφής έντός τής πόλεως, δέν ήδύνατο νά καταθέση ε{ς τά
91
δικαστήρια (μή μαρτυρείν τούς άτίμους) δέν τοG έπε τρέπετο νά έμΦανίζεται εις· τήν άγοράν, νά λαμβάνη μέρος εις άγ&νας κ.λ.π. 'Όπως βλέπετε ή ποινή τf\ς «άτιμίας» ή το 6αρυτάτη καί ισοδυνάμει μέ τόν πολι τικοκοινωνικόν θάνατον τοG τιμωρουμένου. "Αλλως τε δ νόμος τοG Σόλωνος fδιδε τό δικαίωμα εις τήν συν.έλευσιν τοG Άρείου. Πάγου νά έπιτη ρf\ άπό ποG fχει δ καθείς τούς πόρους πρός τό ζf\ν καί νά τιμωρf\ τούς άέργους: «Κα{ τήv tς Άρε{ου Πάγου θουλήv lταξεv tπισκοπεrv δθεv lκαστος lχει τά tπιτήδεια, κα{ τούς άργούς κολάζειv>> (Πλούταρ χος: «Σόλων» 22).
Αι νομικαί διατάξεις, διά τών δποίων ή έργασία καθίστατο ύποχρέωσις κάθε πολίτου συμπλη ροGντο καί δι' ήθικ&ν καί θρησκευτικ&ν έπιταγ&ν. Πασί γνωστος ε{ναι ή διακήρυξις τοG Ήσιόδου («'Έργα καί ήμtραι» 3 1 1 ) δτι δέν ε{ναι έντροπή ή έργασία, άλλά εις τήν άεργίαν ύπάρχει ή έντροπή: «lργοv δ' ούδέv δvειδος άεργ{η δέ τ' δvειδος>>. Βεβαιώνει έπί σης δ Ήσίοδος δτι δσοι δέν έργάζονται προκαλούν τήν όργήν τ&ν Θε&ν, έν& δσοι έργάζονται γίνονται άγαπητότεροι εις αuτούς: «ΤΦ δέ θεο{ vεμεσ6.>σι . . . δς κεv άεργ6ς ζώn κα{ τ' tργαζ6μεvος πολύ Φlλ τερος άθαvάτοισι>> (fνθ. άνωτ. 303, 309). Τούς λόγους τοϋ Ήσιόδου καί τάς συμβουλάς του πρός τόν άδελΦόν του Πέρσην περί τf\ς έργασίας μετέφερε μετά 950 χρόνια δ 'Απόστολος ΠαGλος εις τήν πρός Θεσσαλονικείς δευτέραν έπιστολήν του, δπου τά έδάΦια 8- 1 5 τοϋ Γ κεφαλαίου ε{ναι τά ίδια εις νόημα μέ τούς στίχους 298-324 τf\ς «Θεογονίας». Έδ& έλπίζω νά μή άγανακτήση κάποιος Φανατικός «Χριστιανός», δτι παρουσιάζω τόν 'Απόστολον Παϋλον νά λέγη ιδέας πού 950 χρόνια πρίν ε{χαν εϊ πει οι 'Έλληνες. Διατί ένοχλοϋνται; "Αλλως τε δλα άνεξαιρέτως τά νοήματα τf\ς Καινf\ς Διαθήκης διε-
92
τυπώθησαν πολλούς αlώνας προηγουμένως άπό τούς "Ελληνας . . "Ολα, ναί, δλα. Ίδού καί ένα σχετικόν παράδειγμα. Εlς τό κατά Ματθαiον Εύαγγέλιον (ΚΓ, 1 2) όπάρχει τό γνωστότατον «δστις δέ ύψώση έαυ τόν, θέλει ταπεινωθfJ καί δστις ταπεινώση tαυτόν θέλει ύψωθfJ». Ώστόσον τό νόημα αύτfις τfις φρά σεως καί τήν ίδια μάλιστα τήν φρdσιν έγώ τήν συνήντησα είς τόν Χίλωνα τόν Λακεδαιμόνιον, δ δποiος έρωτηθείς όπό ·του Αίσώπου μέ τί άσχολεiται δ Δίας (δ Ζεύς τί είη ποιών) άπεκρίθη: «τά μέν ύψηλά ταπει ν6>ν, τά δέ ταπεινά ύψ6>ν» (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι φιλοσόφων» Α, 69) δηλαδή ταπεινώνει τούς όπερηφάνους καί άνυψώνει τούς ταπεινούς. Έπομένως 600 χρόνια πρίν γράψη δ Ματθαiος τό Εύαγ,γέλιόν του, δ Χίλων διετύπωσε τήν ίδια άντi ληψι μέ τά ίδια λόγια. Νά κρύψω τήν άλήθεια; διατί; ·Απεναντίας θεωρώ όποχρέωσίν μου νά κάνω τό άντίθετον. Ή έκτίμησις της έργασίας, του άγώνος ώς δημιουργικού παράγοντος όπfι ρξε διά τούς 'Έλλη νας άξίωμα, πού τόσον παραστατικώς άποδίδει δ Ήράκλειτος διακηρύσσων δτι «πόλεμος πάντων μέν πατήρ έστί» (άπόσπ. 53). · Η άδιάκοπος πάλη είς τήν ζωήν. ·ο καθημερινός άγών είς δλους τούς τομεiς τής άνθρωπίνης δραστηριότητος δδηγεi πρός τά άνω. ΑΦοϋ προορισμι)ς τών άνθρώπων ε{ναι ή άνοδος καί άφοϋ αύτή γί ,·εται μόνον διά της συνε χούς πάλης έπεται δτι ή άδράνεια, ή εί ρήνη εΙναι άΦύσικοι κατάστασεις. Φυσική κατάστασις διά τόν άνθρωπον ε{ναι ή πάλη . Τήν άγωνιστικήν άντίληψιν τής ζωής έξέφρασε μεγαλειωδώς καί δ Πλάτων είς τούς «Νόμους» (Α, 626α) χαρακτη ρίσας τήν είρήνην άκή ρυκτον πόλεμον: «άεί πόλεμον άκήpιικτον κατά Φύσι ν ε/ναι>>. •
93
κεφάλαιον 3
8
Η ΠΕΡΙ θΕΟΥ ΑΝΠΛΗΨΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
8
Η ΑΠΟΣWΠΗΣΙΣ τΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
8 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟ ΧΡΙΣΙΌΥ ΧΡΙΣΠΑΝΟΙ ΚΑΙ ΙΙΑΡΑθΕΣΙΣ ΣΥΓΚΡΠΊΚΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΑΙ ΕΙΠΣΤΗΜΟΝΙΚΑΙ ΑΠΟ'Ι'ΕΙΣ 8 ΠΙΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ θΡΗΣΚΕΙΑΣ ΤΟ 'Ι'ΕΥΔΟΣ ΠΕΡΙ ΔΗθΕΝ 8 ΕΙΔΩΛΟΛΑ'fΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΘΕIΣΜΟΥ ΊΩΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΩΝ 8
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ, ΠΟιuτιιm ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ
8
Ο θΡΗΣΚΕΥΠΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
θΡΗΣΚFJΑ ΊΩΝ ΑΡΧΑΙΟFλΛΗΝΩΝ
ΚΑΤΑ ΊΌΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
8
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ τΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΊΩΝ ΑΡΧΑΙΟFλΛΗΝΩΝ ΕΙΣ ΊΌΝ ΧΡΙΣΙΊΑΝΙΣΜΟΝ
95
Ίωvικόv ιαοvόιιpαvοv άnό nίv 'ΈΦεσοv (6ο, n.X. αlώv)
Τό ζήτημα �ής ύπάρξεως η μή τού θεού ε{ναι ciπό τά θεμελιώδη, κάθε κοσμοθεωρίας. ΕΙναι γνωστόν δτι καί αi πολιτικαί ίδεολογίαι παίρνουν θέσιν είς τό θέμα αύτό. Αν κατατάξωμεν τά διάφορα πολι τικά συστήματα γενικώς είς έθνικοσοσιαλιστικά, δημοκρατικά καί κομμουνιστικά μπορούμε νά είπω μεν, δτι τά πολιτεύματα τού έθνικοσοσιαλισμού ciποδέχονται τόν θεόν, τά δημοκρατικά μένουν ciδιάφορα καί τά κομμουνιστικά τόν ciρνούνται. · Ε πομένως δ έθνικοσοσιαλισμός υιοθετεί τήν θρη σκείαν, ή δημοκρατία δέν ένδιαΦέρεται δι ' αύτήν καί δ κομμουνι σμός τήν ciπορρίπτει. Μέ τό θέμα τού θεού ciσχολούνται έντόνως καί αi έπιστήμαι τόσον αi θεωρητικαί, δσον καί αi θετικαί. · Η κάθε μία των ciγωνίζεται ciπό τήν σκοπιάν της καί μέ τά έπιχειρηματά της νά ciποδείξη liν ύπάρχει θεός η δχι. Π ρός τήν κατεύθυνσιν αύτήν έχουν γίνει σήμερον σημαντικά βήματα προόδου. 'Αλλά oi σύηχρονοι έπιστήμονες δέν κατώρθωσαν νά δώσουν τήν δριστικήν ciπάντησιν. Μόνον τό 'Αρχαιοελλη νικόν πνεύμα είς τήν σπουδαίαν ύπόθεσιν τού θεού w
97
έπαρουσίασε σαΦείς άπόψεις πού, κατά τήν γνώμη μου, δίνουν τελειωτικήν καί πλήρην άπάντησιν. Ό τρόπος μέ τόν δποίον ύπεστήριξαν ot πρόγονοί μας τήν ϋπαρξιν τοϋ θεοϋ δέν fιτο τρόπος αόθαίρετος, δογματικός, οϋτε άπετάθησαν εlς τήν πίστιν τών άνθρώπων, άλλά fιτο τρόπος διαλεκτικός, λογικός καί άπολύτως σύμφωνος πρός τά έπιστημονικά δεδομένα. Πολλά βιβλία έχουν γραφή, άπό πάρα πολλόύς Αρχαιοέλληνας συγγραφείς, έκ τ&ν δποίων δυστυ χώς έχομεν μόνον τούς τίτλους ή εiς τήν καλλιτέραν περίπτωσιν όλίγα μικρά άποσπάσματα. εότυχίός δμως διεσώθησαν έλάχιστα έργα, σχεδόν έξ όλο κλήρου δμως, δπου μετά βεβαιότητος πληροφορού μεθα τήν έπιστημονικήν μεθοδολογίαν πού άποδει κνύει τήν ϋπαρξιν τοϋ θεοϋ, τήν Φύσιν του καί τάς σχέσεις του μέ τόν μακρόκοσμον (Σύμπαν) καί τόν μικρόκοσμον (άνθρωπον). Πρός τήν άστείρευτον πηγήν τής λογικης έπιχει ρηματολογίας τοϋ 'Αρχαιοελληνισμοϋ ύπεχρεώθη σαν νά καταφύγουν δλαι αt θρησκείαι, μεταξύ τίόν δποίων καί δ Χριστιανισμός, διά νά άντλήσουν τούς άποδεικτικούς λόγους τής ύπάρξεως θεοϋ, ψυχης, άθανασίας ψυχης, άλλης ζωης κ.λ.π. . Έάν διαβάσετε τήν Άγίαν ΓραΦήν, τόσον εiς τήν Παλαιάν Διαθήκην, δσον καί εiς τήν Νέαν Δια θήκην δέν θά συναντήσετε οϋτε fνα, οϋτε μισό έπι χείρημα διά τήν ϋπαρξιν τοϋ θεοϋ. • Απλίός ή ·Αγία Γραφή περιλαμβάνει άνακοινώσεις πού πρέπει νά γίνουν ύποχρεωτικώς πιστευταί. Διότι τό βιβλίο εΙ ναι θεόπνευστον. Τά ε{πε δ θεός είτε άμέσως, είτε διά τών προφητών καί άλλων άπεσταλμένων, πού εδαν προσωπικώς τόν θεόν ή τούς έστειλε άγγέλους κ.λ.π. Πουθενά δέν παρατίθεται fνας συλλογισμός, μία λΘγική σκέψις. Παντοϋ έπικρατεί τό άκαμπτο •
98
δόγμα. 'Έτσι δμως δέν άποδεικνύεται δ θεός καί δχι μόνον αύτό, άλλά παρέχεται είς τούς άθέους ή δυνα τότης νά πλήττουν τόν θεόν έκμεταλλευόμενοι τόν θρησκευτικόν Φανατισμόν καί τήν fλλειψιν όρθής σκέψεως άναλύσεως καί άποδείξεως. 'Αντιθέτως οί ' Αρχαίοι 'Έλληνες ούδέποτε συνέ γραψαν κάτι τό άναπόδεικτον, τό αύθαίρετον, τό άσυμβίβαστον πρός τήν λογικήν. Τά • Αρχαιοελλη νικά βι βλία πού δμιλοϋν διά τόν θεόν περιέχουν στοιχεία, όρΟολογικά συμπεράσματα, μέ μίαν λέξιν άποδείξεις καί μάλιστα άκλονήτους περί θεοϋ, δι' αύτό καί . οί άθεοι συγγραφείς δέν μποροϋν νά τά άντιμετωπίσουν καί προτιμοϋν νά σχολιάζουν τά κείμενα τών προφητών καί τών άμορφώτων θρησκο λήπτων. Δέν εύρέθη εΙς άθεος ύλιστής νά άντι κρούση τά περί τοϋ θεοϋ επιχειρήματα ένός Σωκρά τους η ένός Πλάτωνος η ένός 'Αριστοτέλους. οι πρόγονοί μας τήν έρευναν τοϋ θεοϋ τήν άνήγαγον είς έπιστήμην (θεολογίαν) καί δέν τήν κατέπνιξαν είς άΦορισμούς καί στενοκέΦαλα κη ρύγματα. ΗΟλαι αt γνωσταί θρησκείαι τοϋ κόσμου, δίχως καμμίαν εξαίρεσιν, μdς λέγουν δτι ύπάρχει θεός. οι 'Έλληνες έκαναν τό περισσότερον: μdς άπέδειξαν τήν ϋπαρξίν του. ·Από τήν δδόν τής πίστεως δδη γείται κανείς μέ ασφάλειαν πρός τόν θεόν. Τό κατόρθωμα δμως τών Έλλήνων εΙναι δτι ώδηγήθη σαν είς τόν θεόν καί άπό τήν δδόν τής λοηκf\ς. Τό θρησκευτικόν αίσθημα περί θεοϋ τό συνεπλήρωσαν καί μέ τήν λογικήν άναγκαιότητά του. Τά ίδια καί προκειμένου περί τής άθανασίας τής ψυχής. Εiς τόν «Φαίδωνα» καί τόν « Αξίοχον» άλλά καί είς άλλους διαλόγους δ Πλάτων παραθέτει σει ράν δλοκλήρων επιχειρημάτων πρός άπόδειξιν τής άθανασίας τής ψυχής. Σdς καλώ νά τά μελετήσετε, διότι δέν εΙναι σκοπός τοϋ βιβλίου αύτοϋ νά τά μετα•
99
Φέρ η έδώ. Τά έπ ιχeι ρήματα έκείνα μετά εξ η περίποtι αiώνας
άπόδειξιν ταύτην (περ{ τής άθανασlας τής ψυχής) έχει δανεισθή δ Μέγας 'Αθανάσιος άπό τόν Πλάτω να. . . »Σχετικώς μέ tήν προέλευσιν τής λέξεως «θεός» δ Ήρόδοτος, καθώς $πλη ροφορήθη είς τήν Δωδώ νην, λέγει δtι αύτή χροέρχεται άπό τούς Πελασ γούς, ο{ δποίοι έπεκαλοϋντο τούς θεούς, δίχως νά τούς δίδουν οϋτε δνομα άλλο, οϋτε προσωνυμία. Τούς ε{πον δέ θεούς, διότι αύτοί έθεσαν τήν τάξιν είς δλα τά πράγματα, είς τό σύμπαν δηλαδή καί τό έκυ6έρνων: «ol Πελασγο{ θεοiσι έπευχόμενοι, cbς έγώ έν Λωδώvn οlδα άκούσας, έπωvυμlην δέ οόδ' ο(Jνομα έποιεύοντο οόδεν{ αότd)ν ... θεούς δέ προσωνόμασάν σΦεας άπό τοϋ τοιούτου δτι κόσμφ θέvτες τά πάντα πρήγματα καί πάσας νομάς εlχον (Ήρόδοτος: «Ίστο ρία» Β, 52)
·
.
• Ωστόσον είς τά 'Αρχαία κείμενα όπάρχει καί κάποια άλλη έξήγησις διά τήν προέλευσιν τfις λέξεως «θεός». «Μοϋ φαίνεται, λέγει δ Σωκράτης, δτι ol πρd)τοι άνθρωποι πού έζων εlς τήν Έλλάδα έλάτρευαν cbς θεούς αότούς, πού τώρα πολλοl θάρθαροι λαοί λατρεύουν, δηλαδή τόν 'Ήλιον, τήν Σελήνην, τήν Γήν, τά άστρα καί τόν οόρανόν. 'Επειδή λοιπόν έθλεπαν αότούς νά τρέχουν συνεχd)ς, άπό αότήν τήν έ\.•νοιαν τοϋ θέω πού σημαlνει τρέχω τούς ώνόμασαν θεούς: «Φαlνοvτα{ μοι ol πρd)τοι τών άvθρώπων τd)ν περί τήν Έλλάδα τούτοις μόνους τούς θεούς ήγεi σθαι οϋσπερ vϋν πολλοί τd)v 6αρ6άρων, ftλιον καί σελ ήνην κα{ γήν καί άστρα καί οόρανόν· άτε οι}ν
1 00
αύτά δρtόντες πάντα άε( l6ντα δρ6μφ κq.ί θέοντα, άπ6 ταύτης τfJς φύσεως τού θεiν «θεούς>> αύτούς έπο νομάσαι>> (Πλάτων: «Κρατύλος» 397, C). ·Η σύνδεσις τοϋ όνόματος τών θεών μέ τό ρήμα θέω=τρέχω δέν διατυποϋται μετά βεβαιότητος ύπό τοϋ Σωκράτους,άπλώς τό ύποψιάζεται («ύποπτεύω»). 'Όπως πρίν έχω· άναλύσει, δ άνθρωπος άναπτύσ σει Ισχυράν προσπάθειαν διά νά Φθάση τόν θεόν. Νά έξομοιωθή πρός αύτόν. Ό Πλάτων λέγει καθ()ο ρώς καί εύθέως δτι σκοπός τflς ζωflς εlναι ή έξο μοίωσις μέ τόν θεόν: «Τέλος μέν εlναι τήν έξομο(ω σι ν τφ θεΦ>> (Διογένης Λαέρτιος: «Βiοι ΦιλοσόΦων» r, 78) ΕΙς τόν θεόν ο{ 'Αρχαίοι 'Έλληνες εlχον προσ δώση χαρακτηριστικά καί Ιδιότητας, μέ τάς διtοίας σήμερον α{ θρησκείαι τών πολιτισμένων άνθρώπων, μεταξύ τών δποίων καί δ Χριστιανισμός, συμΦω νοϋν άπολύτως. 'Αλλά άς 6άλωμεν τά πράγματα εΙς τfιν θέσιν των. Oi πρόγονοί μας έπίστευαν δτι τό 'Ανώτατον 'Όν, ή Ύπερτάτη Δύναμις, δ Κύριος ή το εlς καί μόνον. Ό Ζεύς, δ δποίος ήτο διά τούς 'Έλληνας δ παντοκρά τωρ: «Ζεύς δ κρατών πάντων>> ('Ισοκράτης: «'Εγκώ μιον Έλένης» ΚΣ'f, 59). 0{ άλλοι θεοί, δπως θά περι γράψω άλλοϋ, Ισοδυναμούν άπό άποψιν θρησκειο λογικήν πρός τούς Άγίους τοϋ Χριστιανισμού. Θά τά έξετάσωμεν δμως αύτά κατόπιν. Τώρα προέχει νά δείξωμεν πώς έβλεπαν τόν 'Ένα θεόν, τόν Δία, ο{ 'Αρχαίοι 'Έλληνες. Δι' έκείνους δ Ζεύς ήτο δ πατήρ τών άνθρώπων καί τών θεών ('Αγίων): «πατήρ άνδρtόν τε θεών τε>> (Όμήρου: « Όδύσσεια» Α, 28). Πατή ρ κυριολεκτικώς σημαίνει δημιουργός, γεννήτωρ. 'Έτσι λοιπόν εiς τόν Δία άναγνωρίζεται ή Ιδιότης τοϋ Πλάστου καί κάτι πολύ περισσότερον τflς -δημιουργικής άρχflς τών πάντων, καθώς καί τοϋ κατευθύνοντος τά πάντα. .
1 01
· Η παντοδυναμία τοΟ Διός εΙναι άπόλυτος. Σχετικώς δ ποιητής καί μουσικός τοΟ 7ου π.Χ. αί&νος Τέρ πανδρος, άπό τήν Λέσ6οy, όμνεί τόν Λίαν ώς άρχήν τ&ν πάντων καί τ&ν πάντων άρχηγόν: «πάντων άρχάν, πάντων άγήτορα» (άπόσπ. 1 ). Ώς πρωταρχικός πλάστης τ&ν πάντων δ θεός εΙ ναι έΠομένως καί ή πηγή τής ζωής. Ό 'Αριστοτέλης γράφει, δτι δ θεός άποτελεί τήν πηγήν τής ζωής, διότι ή ένέργεια τοΟ νοός εlναι ζωή, δ θεός εlναι ή καθαρά ένέργεια. Τήν δέ ζωή τοΟ θεοΟ τήν άποτελεί ή καθαυτό ένέργεια κάνοντάς την άρίστη καί αΙω νία. λέγομεν λοιπόν δτι δ θεός ε{ναι δν, πού έμΦο ρείται άπό ζωή αΙωνία καί άρίστη. 'Ώστε δ θεός fχει ζωή καί αΙωνιότητα συνεχfι : «κα{ ζωή δέ γε ύπάρχει · ή γάρ νου ένέργεια ζωή, έκεrνος δέ ένέργεια. 'Ενέρ γεια δέ ή καθ' αύτή έκεlνου ζωή άρlστη καl άtδιος. Φαμέν δέ τόν θεόν εlναι ζd>ον άtδιον άριστον, &>στε ζωή καl αlών συνεχής ύπάρχει τφ θεφ». («Μετά τά φυσικά» ι 0726, 30).
Ό Λοκρός φιλόσοφος καί άστρονόμος Τίμαιος μdς fδωσε μίαν καταπληκτικήν εΙκόνα τfις γενέσεως τοΟ σύμπαντος όπό τοΟ θεοϋ. Δι' έκείνον δ θεός ήτο ή δρ&σα αΙτία, δ ποιητής πού έδημιούργησε τόν κόσμον. Μέ μίαν σειράν έπιχειρημάτων άπέδειξε δτι δ θεός ε{ναι άγέννητος καί όπάρχει πάντοτε: «δν άεl, γένεσι ν ούκ Cχον>> (Πλάτων: <Πίμαιος» 5, 27, D) έξηγεί δέ κατόπιν π&ς έδημιουργήθη δ κόσμος, δ 'δποίος δέν ύπήρξε πάντοτε, άλλά fγινε όπό τοϋ Θεοϋ. Παραδέχεται ότι ε{ναι δύσκολον νά έννοήση κανείς τόν πατέρα δημιουργόν τοϋ σύμπαντος καί αν τόν έννοήση εlναι άδύνατον νά τόν περιγράψη είς δλους: «Τόν μέν ούν ποι ητήν κα{ πατέρα τούδε τού παντός εύρεiν τε Cργον καί εύρόντα εiς πάντας, άδύ νατον λέγειν>> (ένθ. άνωτ. 5,28,C). Τήν ίδίαν γνώμην τοϋ Τιμαίου περί τής άδυναμίας νά έννοήσωμεν τόν
1 02
θεόν, δπως άκριβό'>ς ε{ναι εlς τήν πραγματικότητα διατυπώνει καί ό Αθανάσιος («πρός Μοναχούς>> 2). Πάντως δμως - καί έδό> ε{ναι τό καταπληκτικόν μεγαλείον τfις • Αρχαιοελληνικfις σκέψεως - ο{ πρόγονοί μας έπίστευαν, δτι όπάρχει ή δυνατότης νά άντιληΦθfι ό άνθρt)ΠΟς τόν θεόν διά τfις νοήσεως λογικ&ς σκεπτόμενος: «νοήσει μετd λόγου περιλη πτόv» (fνθ. άνωτ. 27, �)). Διά τούς 'Έλληνας λοιπόν ό θεός ήτο όπερβατι κόν, όπερφυσικόν δν, άλλά δχι όπερλογικόν. Αντι θέτως ή χριστιανική θεολογία διδάσκει δτι ό θεός δέν μπορεί νά συλληΦθfι διά τοϋ νοός, π.χ. ό Γρη γόριος Νύσσης εlς ϋμνον του λέγει σχετικ&ς: «Πtδς vόος άθρήσει σε; Σι5 γdρ vόφ ούδεvl ληπτός» (Migne, •
•
S. gr. 37, σελ. 507).
Περαιτέρω ό Τίμαιος άναλύει διά ποίον λόγον δηλαδή fκανε τήν γένεσιν (αύτήν τήν λέξιν χρησι μοποιεί ό Τίμαιος): «Αέγωμεv δή δι ' 1jv τιvα alτlav γέvεσιv καί τό πiiv τόδε δ ξvvιστdς ξvvέστησεv>> (fνθ. άνωτ. 29Ε). Σημειώσατε δτι ό Τίμαιος όμιλεί περί ένός θεοϋ πού fκανε τά πάντα: «δ θεός έπο(εω (fνθ. άνωτ. 3 1 , Β).
· Επί πλέον ό Τίμαιος, πού προεκάλεσε τόν θαυμα σμόν καί τοϋ Σωκράτους άκόμη, διετύπωσε πολλάς άλλας άπόψεις σχετικάς μέ τόν κόσμον, τήν ψυχήν, τήν ζωήν καί τόν άνθρωπον. Αξίζει νά προμηθευ τfιτε μία μετάφρασιν τοϋ Τιμαίου καί νά τήν μελε τήσετε προσεκτικ&ς. Πρόκειται διά βαρυσήμαντον κείμενον, είς τό όποίον περιλαμβάνονται ciλήθειαι, τάς όποίας ή σημερινή έπιστήμη δέν κατορθώνει άκόμη νά κατανοήση . 'Ίσως άργότερον. 'Όσοι έδιάβαζαν πρό έκατόν έτών αύτόν τόν διάλογον τοϋ Πλάτωνος έδιά6αζαν παράξενα καί άπίστευτα πράγ ματα, διά τήν έποχήν τους. Τά περισσότερα άπό έκείνα τώρα ή έπιστήμη τά δέχεται ώς όρθά. Έν •
1 03
τούτοις ύπάρχουν καί dλλα, πού διά τήν έποχήν μας Φαί.νονται άπίθανα καί φανταστικά. ·vποθέτω, διά νά μή ίσχυρισθ<Ο δτι πιστεύω, δτι μετά έκατό έτη δσα τώρα φαίνονται παράξενα καί άπίστευτα θά Φαίνωνται τότε ώς άληθ�. ·Η ούσιαστική παρουσία τού θεού καί δ ύπ' αύτού κυριαρχικός έλεγχος έΦ' δλων τ&ν δντων διαπι στούται καί διακη ρύσσεται άπό πολλούς 'Αρχαι οέλληνας διανοητάς, π. χ. δ Πλάτrον («Νόμοι» Δ, 7 1 5, Ε) συμφωνεί μέ μίαν παλαιάν παράδοσιν πού λέγει δτι δ θεός κατέχει τήν άρχήν, τό μέσον καί τό τέλος δλων τ&ν δντων: «δ μέv δή θεός tfxmερ καί δ παλαιός λόγος, άρχήv τε καί τελευτή ν καί μέσα τd)v δvτωv άπάvτωv tχωv». Μερικοί πιστεύουν, δτι ή παλαιά παράδοσις είς τήν δποίαν άναΦέρεται δ Πλάτων ε{ναι όρφική, καθόσον είς τό βιβλίον «Περί κόσμου»; τού δποίου συγγραφέα θεωρούν τόν Αρι στοτέλην, εύρίσιcεται (κεφ. 7) κάποιο όρφικό ποίημα μέ περιεχόμενον, δτι δ Ζεύς εlναι άρχή, τέλος καί μέσον δλων τ&ν δντων: <<Ζεύς άρχή μέσσα, Διός δι ' εlς πάντα τέτυκται». Πρός συμπλήρωσιν τ&ν άνωτέρω έρχεται καί ή πεποίθησις τ&ν προγόνων μας, δτι δ θεός εlναι τέλειος καί αύτός δ iδιος καί δσα άναΦέρονται είς έκείνον. Ή γνώμη αϋτη δέν ήτο ποtέ δογματική, άλλά φιλοσοφική . Δηλαδή άπεδείκνυον τήν άλή θειάν της καί δέν τήν έπέβαλον il τήν έδέχοντο αύθαιρέτως. Διά τήν τελειότητα τού θεού καί τών ίδιοτήτων του δέν έπεριμέναμε νά μάθωμεν άπό κανένα ξένον θεολόγον il προφήτην. Μας τά άνέλυσε λογικώς είς βάθος καί είς έκτασιν καί κατά τρόπον μή έπιδεχό μενον άμφιβολίας δ Πλάτων, δ δποίος άπέδειξε δτι δ θεός καί τά σχετικά μέ τόν θεόν εlναι άπό κάθε dποψιν τέλεια: «δ θεός τε καί τά τού θεού πάvτn lίρι•
1 04
στα έχει» (Πλάτων: «Πολιτεία» Β, 38 1 , 6). Ό ϊδιος συγγραφεύς ε{ς άλλο σύγγραμμά του τοποθετεί τόν θεόν ύψηλότερον ό.πό κάθε τι. Δι ' ήμάς, λέγει, μέτρον δλων τ&ν πραγμάτων, ύπεράνω παντός άλ λου πρέπει νά ε{ναι δ θεός: « Ό δή θεός ήμiν πάντων χρημάτων μέτρων άν εiη μάλιστα» (Πλάτων: «Νόμοι» Δ, 7 1 6 Γ).
Τί μεγαλοπρέπεια ε{ς τήν ό.ποδοχήν καί προβο λήν τfjς κυριαρχίας τοϋ θεοϋ! Ώστόσον δ θεός ftτo διά τούς · Αρχαιοέλληνας καi γνώστης τ&ν πάντων. Παντογνώστης, Σοφός. 'Ανεγνωρίζετο μάλιστα ώς δ μόνος πού ήδύνατο νά θεωρfjται σοφός. ' Επί τοϋ προκειμένου ό.ναΦέρω τόν Πυθαγόραν, δ δποίος έθεώρει τήν σοΦίαν ώς διανοητικήν τελειότητα: «άκρότητα ψυχflς» καi ε{ς συνομιλίαν του μέ τόν ήγεμόνα τών Σιιcυωνίων η Φλιασίων Λέοντα ύπε στήριξε, δτι κανείς άνθρωπος δέν ε{ναι σοφός, παρά μόνον δ θεός: «μηδένα γάρ εlναι σοφόν άλλ ' f1 θεόν>> (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι ΦιλοσόΦων» Α, 1 2).
Τό Έλληνικόν Πνεϋμα πρ&τον προείδε καi διε6ε6αίωσε, δτι δ θεός έδημιούργησε τό Σύμπαν, τά πάν τα. Ό ϊδιος δέ δ θεός ε{ναι αΙώνιος, ό.θάνατος. 'Αντί νά παραθέσω σειράς ό.ποσπασμάτων ό.πό ό.ρχαία κείμενα περιορίζομαι νά ό.ναΦέρω τόν Θαλfjν, δ δποίος μέ έντυπωσιάζουσαν δύναμιν έκΦράσεως μάς ό.πεκάλυψε τήν πραγματικότητα διά τόν θεόν. Τά ό.ποΦθέγματα τοϋ Μιλησίου φιλοσόφου περι λαμβάνουν έπιγραμματικάς ό.ληθείας, δπως, δτι δ θεός εlναι τό ό.ρχαιότερον ό.πό δλα τά δντα, διότι ε{ναι ό.γέννητος: «πρεσθύτερον τιi)ν δvτων θεός άγένvητον γάρ>>. (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι Φιλοσό Φων» Α, 35). Έπομένως δ θεός προϋπfjρξε δλων τ&ν δντων, τά όποία αύτός έδημιούργησε. Εlναι δ πλά σας τό σύμπαν, τόν κόσμον, δ δποίος ε{ναι ώραιότα τος. διότι εlναι δημιούργημα τοϋ θεοϋ: «Κάλλιστον
1 05
κόσμος ποίημα γάρ θεού>> (fνθ. άναιτ.). Έρωτηθείς δέ τί ε{ναι τό θείον fδωσε τήν έπιβλητικήν άπάντη σιν, δτι τό θείον ε{ναι έκείνο πού δέν fχει οϋτε άρχή, οϋτε τέλος: «τ{ τό θεiον; τό μήτε άρχήν tχον μήτε τελευτή ν>> (fνθ. άναιτ. 36). Ποίος λοιπόν fκανε τόν κόσμον, τό έγνώριζον oi ·Αρχαίοι 'Έλληνες πολλούς αl&νες πρό Χριστού, ώστε δταν άργότερον τούς ε{παν δτι δ θεός έδη μιούργησε τόν κόσμον, δέν τούς άνεκοίνωσαν κάτι τό νέον. 'Όσοι ε{χαν διαβάσει Πλάτωνα ήξεραν καλ(ί')ς, δτι δ φιλόσοφος έκείνος έθεώρει δτι τό σύμ παν, δ κόσμος ε{ναι γεννητός καί έπλάσθη όπό τού θεού, δ δποίος ε{ναι αίτιος δλης της δημιουργίας δλων τών δντων δηλαδή: «Κόσμον τε εlνar lva rεν vητόν κα{ αlσθητόν έστrν ύπό κατεσκευασμένος κα{ τής μέν δλης γενέσεως arτroν εlναr τόν θεόν>> (Διο γένης Λαέρτιος: «Βίοι ΦιλοσόΦαιν» Γ, 71 -72).
Βέπετε λοιπόν πόσον καθαρ(ί')ς τά άνέλυον oi πρόγονοί μας, ο{ δποίοι έπί πλέον έπίστευαν, δτι δ θεός fδωσε εlς τόν άνθρωπον τήν ψυχήν, παρηκο λούθει τά πάντα, ήτο πανταχού παρών καί διά της θείας Προνοίας έπεμελείτο τίί'>ν δημιουργημάτων του. Ή άνάγνωσις τού διαλόγου τού Σωκράτους μετά τοϋ 'Αριστοδήμου περί της Θείας Προνοίας μdς δει κνύει τό βάθος της λογικής δυνάμεως μέ τήν δποίαν οί πρόγονοί μας έπίστευαν, δτι δ θεός δέν έπεμε λήθη μόνον της δημιουργίας τού σώματος τού άνθρώπου, άλλά καί τό σπουδαιότερον ένεφύσησε είς αύτό άρίστην ψυχήν: «Οό το{vυν μόνον ήρκεσε τφ θεφ τού σώματος έπrμεληθήναr, άλλ ' δπερ μέγr στοv έστr κα{ τήν ψυχήν κρατίστην τφ άvθρώπφ ένεΦύσησε>> (Ξενοφ&ν: «'Απομνημονεύματα» Δ, 1 3). Ό θεός, συνεχίζει δ Σωκράτης, παρατη ρεί συγχρόνως τά πάντα, καί τά πάντα άκούει. Εlναι δέ πανταχού
1 06
παρών καί έπιμελεiται δλων, έν(J) τίποτε δέν μπορεi νά διαΦύγη τήν προσοχήν του: «άμα τά πάντα όρdν κ:α( πάντα άκ:ούειν κ:α( πανταχοσ παρεiναι κ:α( άμα πάντων έπιμελεiσθαι ... μηδέν ποτε ιbν πράττοιειν θεούς διαλαθεiν» (fνθ. άνωτ. Δ, 1 8- 1 9). Ό 6Φθαλμός τοϋ θεοϋ βλέπει τά πάντα: «τόν δέ θεοΟ όΦθαλμόν... πάντα δρdν» (fνθ. άνωτ. Δ , 1 7). Προσέτι δ Σωκράτης άνεγνώριζε τήν θείαν Πρό νοιαν, τήν φροντίδα δηλαδή τοϋ θεοϋ διά τά άνθρώ πινα καί τόν Κόσμον. Συγκεκριμένως fλεγε δτι ή φρόνησις τοϋ θεοϋ έπιμελεiται τ(J)ν πάντων: «τήν δέ τοσ θεοσ φρόvησιν ... πάντων iπιμελεiσθαι» (fνθ. άνωτ.).
οι λόγοι τοϋ Σωκράτους έχουν άνεκτίμητον άξίαν, διότι δ φιλόσοφος άποδεικ:νύει αύτά πού λέγει. Καί τά άποδεικνύει δχι μέ όποθέσεις, άλλά μέ συλλογισμούς σιδηρdς λογικf\ς. 'Όσοι έπιθυμοϋν μποροϋν νά διαβάσουν τό προαναφερθέν σύγγραμμα τοϋ ΞενοΦώντος, διά νά πεισθοϋν καί νά θαυμάσουν τήν κρυσταλλίνη διαύγειαν τών σκέψεων τοϋ Σωκράτους. . Μέ τούς tδεαλιστάς ΦιλοσόΦους συνεΦώνουν καί οι όλισταί εtς τό θέμα τοϋ θεοϋ, εtς τόν δποiον άπέ διδον τήν Ιδιότητα ζωντανοϋ δντος, άΦθάρτου καί μακαρίου. ·Ο όλισμός πού ένεΦανίσθη τό πρώτον εlς τήν Αρχαίαν Έλλάδα ώς ΦιλοσοΦία, έπαρουσίασε έπί Φανεiς έκπροσώπους τά έπιχειρήματα καί τάς άντι λήψεις τών δποίων άντέγραψαν πιστώς οι μεταγενέ στεροι ξένοι όλισταί, οι δποiοι έπί πλέον έμελέτων εtς βάθος τούς Αρχαιοέλληνας όλιστάς. Διά νά μή παραθέσω πολλά σχετικά παραδείγματα άρκοϋμαι νά άναΦέρω τόν Κάρολον Μάρξ, δ δποiος τό 1 841 όπέ6αλε εtς τό πανεπιστήμιον τf\ς Ιένης διατριβή ν όπό τόν τίτλον: «Περ( τi'jς διαΦορiiς τi'jς περ( •
•
•
1 07
Φύσεως ΦιλοσοΦiας τοΟ Δημοκρίτου κα{ τοΟ Έπι κούρου>>, τήν δποίαν κατόπιν έκυκλοφόρησε είς βιβλίον, διότι διά νά γίνη καθηγητής ε{χε άνάγκ:ην «σο6αρο0 έπιστημονικοΟ Cργου>>. ·Ο · Επίκουρος πού τόσον πολύ έντυπωσίασε τόν Μάρξ έπίστευε άπολuτως είς τήν ϋπαρξιν τοϋ θεοϋ. Είς τήν περίφημον πρός Μενοικέα έπιστολήν του δηλώνει κατηγορηματικώς, δτι δ θεός ε{ναι δν ζων τανόν αφθαρτον καί μακάριον είς τό όποίο ν δέν ' ' πρέπει νά προσάπτωμεν τίποτε άσυμβίβαστον πρός τήν άΦθαρσίαν καί τήν μακαριότητά του: «Πρtδτον μέν τόν θεόν ζιΟΟν αφθαρτον κα{ μακάριον . . .μηδέν μήτε τής άΦθαρσ{ας άλλότριον μήτε τής μακαριότη τας άνο{κειον αUτφ πρόσαπτε. . . » (�νθ. άνωτ.). οι θεοί όπάρχουν διεκή ρυξε δ ' Επίκουρος: «θεο{ γάρ εlσiν>> (ένθ. άνωτ.) καί τήν πεποίθησίν του περί τής ύπάρ ξεως τών θεών τήν έβάσιζε είς τήν ένάργειαν: «έναρ γής γάρ αύτών ή γνώσις» (�νθ. άνωτ.). Είς τήν έπι στήμην τής λογικής έναργής κρίσις λέγεται έκείνη διά τήν άλήθειαν τής δποίας άπό νοητικήν άναγ καιότητα ή έποπτείαν δέν γεννάται άμφιβολίαν. Ώδηγείτο λοιπόν πρός τόν θεόν δ ' Επίκουρος δχι άδικαιολογήτως, άλλά άπό λογικήν συνέπειαν. Συναφές πρός τόν θεόν εlναι καί τό θέμα τής ψυχής. Oi ·Αρχαίοι 'Έλληνες παρεδέχοντο τήν ϋπαρξιν καί τήν άθανασίαν της. Ό Θαλής, δπως άναΦέρει καί δ ποιητής Χοιρί λος, πρώτος ε{πε δτι ή ψυχή τοϋ άνθρώπου ε{ναι άθάνατος: «'Ένιοι δέ κα{ αύτόν πρtδτον εlπείν Φάσι ν άθανάτοις τάς ψυχάς>> (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι φιλο σόφων» Α, 24). Ή άθανασία τής ψυχής άνεγνωρίζετο γενικώς καί δι ' αύτό συχνά εiς τά έπιτuμβια έπιγράμ ματα διεχώριζαν τό σώμα πού μένει είς τήν γήν, έν άντιθέσει πρός τήν ψυχήν, ή όποία έξακολουθεί νά ζή, π.χ. είς τόν τάφον τοϋ Πλάτωνος έγραψαν
1 08
μεταξύ πολλών καί τό δτι ή γfΊ κρύβει είς τήν ά.γκά λην της τό σώμα του Πλάτωνος, ά.λλά μαζί μέ τούς πανευτυχείς εύρίσκεται ά.θάνατος ή ψυχή του: «Γαiα μέν έν κ6λπφ κρύπτει τ6δε σtlJμα Πλάτωνος, ψυχή δ' άθανάτον τάξιν tχει μακάρων... >> (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι φιλοσόφων» Γ, 44). Είς άλλο έπίγραμμα πάλιν διά τόν Πλάτωνα έγράφη, δτι ή ψυχή τοϋ Πλάτωνος έπέτα πρός τόν 'Όλυμπον (δλυμπος=ούρανός) ένώ τό χωματογεννημένο (προσέξατε τόν χαρακτηρι σμόν) σώμα του μένει είς τό Άττικόν έδαφος: «ψυ χής εlμι Πλάτωνος άποπταμένης ές 'Όλυμπον εlκών, σtlJμα δέ (γή) γηγενές Άτθ(ς tχει>> (ένθ. άνωτ.). Είς κάποιο έπίγραμμα διά τόν θανόντα ά.ρχηγόν της • Ακαδημίας ΦιλόσοΦον Πολέμωνα διαβάζομεν, δτι «έθάψαμε τ6ν Πολέμωνα πού τ6ν tθαλε έδtlJ ή άρρώστια, τ6 Φο6ερ6ν αύτ6 Βάσανον τtlJν άvθρώ πων. Άλλά μάλλον δχι τ6ν Πολέμωνα, παρά τ6 σώμα του, δι6τι έκεiνος πηγα(νων πρ6ς τά άστρα, αύτ6 άφησε νά σήπεται έδtlJ κάτω>>: «Πολέμωνα κεκεύθαμεν, δν θέτο τήδε άρρωστ(η τ6 δειν6ν άνθρώποις πάθος. Ού μ.iλλον Πολέμωνα, τ6 σ(όμα δέ τούτο γάρ αύτ6ς 6α(νων εlς άστρα διάθορον θήκεν χαμα{» (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι φιλοσόφων» Δ, 20). "Αμεσος καί λογική συνέπεια τf\ς ά.ντιλήψεως τών Άρχαίων Έλλήνων περί ά.θαναc·ίας τf\ς ψυχής εΙ ναι καί ή ά.ποδοχή ζωfΊς είς τόν άλλον κόσμον. Τό σώμα παραμένει καί διαλύεται είς τήν γf\ν, ένώ ή ψυχή έξακολουθf\ νά ζi'\ είς τόν άλλον κόσμον. Ή άλλη ζωή πού λέγομεν. Σχετικώς δ ποιητής Θεαίτη τος έγραψε διά τόν θανόντα ΦιλόσοΦον Κράντορα ά.πό τούς Σόλους τf\ς Κύπρου: «Τώρα πεθαμένον νά τ6ν καλοδεχθής έσύ, ώ γή, τ6ν άγιον αύτ6ν άvθρω ποv- εύγενικώς μπορεi νά ζή κα( νά εύημερή κα( εlς τ6ν άλλον κ6σμον>>: «Γήν, σύ τεθνηtlJτα τ6ν (ερ6ν άνδρ ' ύπ6δεξαι: ήρέμα κα( κεiθι ζώn έν εύθενln>>
1 09
(Διογένης Λαtρτιος: «Βίοι ΦιλοσόΦω\1)> Δ, 25).
Τό σώμα ώς ύλικόν στοιχείον παραμένει μετά τόν θάνατον είς τήν γην, έν& τό πνεΟμα, ή ψυχή dνέρχε ται είς οόρανόν (άϋλος κόσμος). Παραστατικώτατα δ Έπίχαρμος, λέγει, δτι μετά τόν θάνατον τό χ&μα πήγε είς τό χώμα, τό δέ πνεΟμα άνω: «ra μέν εlς γaν, πνεύμα δ' άνω>> (Προσωκρατικοί Β, 9, Δ). Τό γεγονός πού καί σήμερον λέγομεν δτι ή ψυχή πηγαίνει είς τόν οόρανόν δέν εlναι νέον, dλλά πολύ παλαιόν. 'Ήδη ύπάρχει έπίγραμμα διά τόν Σόλωνα πού λέγει, δτι μετά τόν θάνατον ή ψυχή του dνήλθε είς τόν οόρανόν: «Ψυχήν δ' άξονες εύθύς ές ούρανόν fίγαγον>> (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι ΦιλοσόΦων» Α, 63). Τό έργον το() Πλάτωνος πού Φέρει τόν τίτλον το() dγαπημένου μαθητοΟ το() Σωκράτους Φαίδωνος έχει ώς κεντρικόν θέμα τήν dθανασίαν τής ψυχής. Ό διάλογος «Φαίδων» περιέχει τήν συνομιλίαν πού έγινε είς τό δεσμωτήριον καί περιγράφει τάς τελευτ ταίας στιγμάς το() Σωκράτους. ·Αναμφισβήτως ε{ναι τό ώραιότερον καί τραγικώτερον έργον το() Πλάτω νος. Παρόντες ήσαν δ · Ερμογένης, δ 'Α ντισθένης, δ Έπιγένης, δ Κτήσιππος, δ Εόκλείδης, ό Μενέξενος, δ Απολλόδωρος, δ Σιμμίας, δ Κέβης, δ Έχεκρά της, δ Τερψίων, δ Κρίτων πού έκλεισε τά μάτια το() Σωκράτους καί άλλοι . • Ο Σωκράτης πού αναμένει τόν δήμιον (μέ τόν δποίον μάλιστα θά συζητήση) εύρίσκει τήν εόκαι ρίαν νά dναλύση τήν Φύσιν τοϋ θανάτου, τόν δποίον δέν φοβείται. Απεναντίας μάλιστα τόν θέλει νά έλθη διά νά dπαλλαγή aπό τό σώμα καί έλευθέρα πλέον ή ψυχή του νά πετάξη πρός τόν θεόν. Μέ πρω τοφανή όρθολογισμόν έξηγεί καί dποδεικνύει, δτι δταν επέρχεται δ θάνατος είς τόν άνθρωπον τό μέν θνητόν καθώς Φαίνεται dποθνήσκει, τό δέ dθάνατον φεύγει σώον καί αφθαρτον αποΦεϋγον τόν θάνατον, •
•
1 10
ή ψυχή δέν έπιδέχεται θάνατον καί Φθοράν ιcαί άλη θώς θά ύπάρχουν α{ ψυχαί μας εiς τόν "Αδην: « 'Ε πιόντος άρα θανάτου έπί τόν livθρωπον τό μέν θνη τόν, cός έοικεν, αύτού άποθvήσκει, τό δ' άθάνατον σών καί άδιάΦθορον οCχεται άπιόν, ύπεκχωρήσαν τφ θανάτφ. . . ψυχήν άθάνατον κα( άνώλεθρον, καί τφ δντι έσονται ήμών α{ ψυχαί έν Άtδου>> (Πλάτων: «Φαίδων» LVl, 1 06Ε , 1078). ·Αξιόλογος εlναι έπίσης καί ή συνομιλία τού Σωκράτους μέ τόν έτοιμοθάνατον Αξίοχον εiς τόν δποίον άποδεικνύει, δτι δέν πρέπει νά Φοβούμεθα τόν θάνατον. Ό Άξίοχος Πείθεται άπολύτως καί δηλώνει δτι δχι μόνον δέν φοβείται τόν θάνατον, άλλά άντιθέτως τόν άγαπά καί περιφρονεί τήν ζωήν, διότι θά μεταβή είς καλλιτέραν κατοικίαν: «τοσού τον γάρ άποδέω τού δεδοικέναr τόν θάνατον, ώστε ήδη καί έρωτα αύτού έχειν. Ούτως με κα( οΜος δ λόγος, ώς καί δ ούράvιος, πέπειμε, καί ήδη περι φρονώ τού ζήv, aτε εlς άμείvω olκov μεταστησόμε νος>> (Πλάτων: «' Αξίοχος» 14). Οί ίερείς πού πηγαίνουν εiς τό προσκέφαλο τών έτοιμοθανάτων όΦείλουν νά γνωρίζουν τά ύπέροχα έπιχειρήματα, μέ τά όποία δχι άπλώς παρηγόρησε δ Σωκράτης τόν Αξίοχον άλλά καί τόν έκανε νά αΙσθάνεται ευτυχής, έπειδή Φεύγει άπό αuτόν έδώ τόν κόσμον. Τό μεγαλείον τού συλλογισμού τού Σωκράτους έγκειται άκριβώς είς τό δτι άποδεικνύει δτι δταν έπέλθη δ θάνατος καί διαλυθή ή σύνθεσις τού σώματος καί τής ψυχής, ή ψυχή ζ<ΟΟα άπελευθε ροϋται. Αuτό πού μένει δέν εlναι άνθρωπος διότι εΙ ναι ϋλη (χώμα) καί στερείται λογικού. "Ανθρωπος λοιπόν διά τόν Σωκράτην εlναι ή ψυχή, πού ε{ναι ζώον άθάνατον Φυλακισμένον ε{ς φρούριον θνητόν: «δτι τής συγκρίσεως άπαξ διαλυθείσης καί τής ψυχής εlς τόv olκεiov lδρυθείσης τόπον, τό ύπολει•
•
111
Φθέν σ(ί}μα, γε(ί}δες δν κα( άλογον οvκ έστι ν δ άν θρωπος. Ήμεiς μέν γάρ έσμέν ψυχήν, ζ(ί}ον άθάνα τον έν θνητφ καθεrργμένον φρουρ(φ» (ένθ. άνωτ. 3). Μετά πρέπει νά προσθέσωμεν δτι δ θεός άμείβει τούς καλούς καί τιμωρεί τούς κακούς. Πρόκειται περί τής Θείας Δίκης. Ό Πίνδαρος λέγει δτι α{ ψυχαί τών εύσεβ&ν εΙναι είς τόν ούρανόν καί δοξο λογοϋν μέ ϋμνους τόν μεγάλο άξιομακάριστον (τόν Δία): «Ψυχάς δ' άσεθέων ύπουράνιοι γα(α πωτ(ί}vται έν άλγεσι Φον(οις ύπό ζεύγλαις άΦύκτοις κακών εvσεθέων δ' έπουράνιοι νάοισαι μολπαiς μάκαρα μέγαν άεlδοντ' έν ύμνοι>> ·
( ' Αποσπ. 97)
·Ο Σόλων έπίσης περιέγραψε τήν θείαν Δίκην (άποσπ. 1 3, 25) λέγων, δτι δ Ζεύς τιμωρεί δίχως νά θυμώνη >. Μήπως σdς ήλθε είς τήν σκέψιν τό «άμαρτ(αι γονέων παιδεύοιJσι τέκνα>>;
1 12
· Εν πάση περιπτώσει κανείς δέν μπορεi νά γλυ τώση άπό τήν θείαν τιμωρίαν. "Οταν ό Θαλής ήρω τήθη έάν μπορή νά διαΦύγη τήν προσοχήν τών θεών fνας άνθρωπος πού διαπράττει άδικίας, άπεκρίθη δτι, οϋτε δταν τό σκέπτεται: « Ήρώτησε τις αύτόν εl λήθοι θεούς άνθρωπος άδικίι)ν· άλλ ' ούδέ διανοούμε νος tΦη>>. (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι ΦιλοσόΦ<ον» Α, 36).
·Ο ίδιος φιλόσοφος έπίστευε έπίσης δτι θά ή δυ νάμεθα νά ζήσωμεν μέ καλμτερον καί δικαιότερον τρόπον, έάν δέν κάνωμεν oi ίδιοι έκεiνα πού κατηγο ροuμεν ε{ς τούς άλλους: «έάν ά τοίς άλλοις έπιτιμώ μεν, αύτο( μή δρ(δμεν>> (fνθ. άναιτ.). Μήπως σdς fιλθε ε{ς τήν σιcέψιν τό: «δ σύ μισείς έτέρφ μή ποιήσης>>; Νομίζω δτι θά άντιλαμ6άνεσθε δτι καί έδίό oi Χρι στιανοί έχουν άντιγράψει τούς 'Αρχαίους 'Έλλη νας. Καί κάπως μέ άλλην διατύπωσιν τό ίδιο ε{πε καί ό ' Ισοκράτης («Πρός Νικοκλέα» 1 5, 6 1 ) δτι δηλαδή έκεiνα διά τά όποiα όργίζεσθε δταν σdς τά κάνουν άλλοι αύτά νά μή τά κάνετε έσεiς ε{ς τούς άλλους: « Α πάσχοντες ύΦ ' έτέρων όργlζεσθε, ταύτα τοίς άλλοις μ ή ποιείτε>>. Θά έθεωρούμην άσε6ής έάν ύπεστήριζα πώς oi Χριστιανοί συγγραΦεiς, Εύαγγελισταί, ·Απόστολοι, κ.λ.π. άντέγραψαν συστηματικώς τά ήθικά νοήματα καί τάς ' Ιδέας τών 'Αρχαίων Έλλήνων; Ό 'Από στολος Παuλος π.χ. ό όποiος άνήκε ε{ς τούς 'Ιου δαίους Έλληνιστάς καi έγραψε μάλιστα τάς έπιστο λάς του εlς τήν Έλληνικήν γλibσσαν μετεχειρίζετο συχνά γνώμας 'Αρχαίων Έλλήνων, δίχως νά άνα Φέρη τά όνόματά των π.χ. ε{ς τάς «Πράςεις τών 'Αποστόλων>> (ΙΖ, 28) δπου έπικαλεiται "Ελληνας ποιητάς, πού ε{πον δτι καταγόμεθα έκ του θεοu: «Διότι κα( γένος είμεθα τούτου>> έδώ, αύτή ή γνώμη εlναι του ποιητού Άράτου έκ τών Σολών Κιλικίας ..
113
ιcαί δ Παϋλος τήν έπfίρε άπό τήν άρχήν τοϋ ποιήμα τος «Φαινόμενω> δπου δ "Αρατος γράφει: «τού γάρ κα{ γένος έσμέν», fι εlς τήν πρώτην έπιστολήν του «πρός Κορινθiους» (IE, 33) εlς τήν δποίαν έπαναλαμ6άνει τό «Φθε{ρουσι τά καλά ifθη αl κακα{ συνανα στροΦαί» ή φράσις προέρχεται άπό τόν 'Αθηναίον ποιητήν Μένανδρον, fι εlς τήν πρός τόν Τίτον (Α, 1 2) έπιστολήν του, δπου άναΦέρει τήν άρχαιοελλη νικήν παροιμίαν πού άποδίδεται εlς τόν ΚρfίταΈπι μενίδην: «Ol Κρfjτες ε(ναι πάντοτε ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες άργα{». Κατά τήν άρχαιοελληνικήν άντίληψιν τήν δποίαν άνευρίσκομεν καί εlς τήν Χριστιανικήν θρησκείαν δ θεός δέν κάνει κακό. ΕΙναι πανάγαθος. Δι' αότό δταν μdς συμβαίνουν κακά (ή τιμωρία ε{ναι άλλο πρdγμα καί αότήν πάλιν τήν προκαλεί ή άσε6ής συμπεριφορά τοϋ άνθρώπου) ύπεύθυνοι ε{ναι οι άν θρωποι καί δχι δ θεός. Ό Σόλων εlς έπιστολήν του πρός τούς 'Αθηναί ους τούς λέγει νά μή αΙτιώνται τούς θεούς έάν fπα θαν κακά, άλλά τά δεινά ήλθον έξ αlτίας τών σφαλ μάτων τους: «εl δέ πεπ6vθατε δεινά δι ' ύμετέρην κακ6τητα, μή τ{ θεοίς τούτων μοίρα έπαμφέρετε>> (Διογένης Λαέρτιος: «Βlοι ΦιλοσόΦωv>> Α, 52).
Ό Μέγας Βασίλειος διετύπωσε τήν θρησκ:ευτι κήν άποψι ν δτι δ θε6ς δέν κάνει κακ6 (δ θε6ς οό έστι ν τού κακού). Πλήν δμως δ Πλάτων πρt;,τος έξήγησε διατ{ δ θε6ς δέν προκαλεί τ6 κακ6. Ή αlτ{α τών κακών πρέπει νά άναζητηθfj άλλου κα{ δχι εiς τ6ν θε6ν: «τών δέ κακιi'>ν άλλ ' άττα δεί ζητείν τά αί τια, άλλ ' ού τ6ν Θε6ν>> (Πλάτων: «Πολιτεία» Β, 379, γ) καί περαιτέρω άναλύει διατί πρέπει νά καταπολε μηθή μέ κάθε τρόπο ή άντίληψις δτι ένώ δ θεός ε{ναι άγαθός γίνεται αίτιος δυστυχίας: «κακών δέ αίτιον Φάναι θε6ν τι νι γίγνεσθαι άγαθ6ν όντα, διαμαχητέον
1 -1 4
παvτί τρόπφ» (�νθ. άνωτ. Β, 380, 6). Αλλά κα{ πολύ πρίν άπό τόν Πλάτωνα τήν Ιδίαν γνώμη ν διαβάζομεν εiς τόν 'Όμηρον, δπου δ Ζεύς διαμαρτύρεται διά τήν εύκολίαν, μέ τήν δποίαν ο{ άνθρωποι θεωρούν ύπευ θύνους τών κακών, πού τούς συμβαίνουν τόν θεόν, ένώ πραγματικώς α{ συμφοραί προέρχονται άπό τάς άνοησίας τών άνθρώπων, ο{ δποtοι ύποΦέρουν βασάνους, δίχως δι' αύτό νά εύθύνωνται ο{ θεοί: «'Ώ πόποι, οlον δή vυ θεούς 8ροτο{ αlτιόωvται · έξ ' ήμέων γάρ Φάσι κ:ακ:' lμμεναι · ol δέ κ:α{ αύτο{ σΦf/· σιν άτασθαλ{ησιν ύπέρμορον άλγε lχουσιν» ('Όμη ,
ρος: «'Οδύσσεια» Α, 33).
Μέχρις έδώ λοιπόν έΦάνη μέ σαΦήνειαν δτι oi Άρχαίοι 'Έλληνες έπίστευαν, δτι δ Θεός ε{ναι δημιουργός τού κόσμου, τού άνθρώπου καί δλων τών δντων. Παντοδύναμος κατευθύνει τά πάντα καί έπιμελείται τών πάντων. Τέλειος. Σοφός έπί παντός, δηλαδή Πάνσοφος. Εύρίσκεται ύπεράνω δλων καί ε{ναι τό μέτρον δλων τών πραγμάτων. "ΑΦθαρτος καί άθάνατος, ώς μή fχων οϋτε άρχήν, οϋτε τέλος. Πανταχού παρών καί τά πάντα παρακολουθών τιμω ρεί τούς κακούς, άλλά Αύτός ώς Πανάγαθος δέν προκαλεί κακόν. Έν συνεχεί� έπίστευαν δτι ή ψυχή ε{ναι άθάνατος. Έπίστευαν έπίσης εiς τήν άλλην ζωήν. Πολύ άπλά έξ άλλου ύποστη ρίζουν ο{ Στωϊκοί, δτι δ θεός ε{ναι δν άθάνατον, λογικόν, τέλειον, πού έδημιούργησε τό σύμπαν: «Θεόν δ' εlναι ζώον άθά νατον, λογικόν, τέλειο ν . . . ε[ναι δέ τόν μέν δημιουρ γόν τιDν δλων>> (Διογένης Λαέρτιος: «Βίοι φιλοσόφων» Ζ, 147).
"Οσον άφορά εiς τήν μορφήν τού θεού ο{ Στωϊκοί έδίδαξαν δτι δ θεός δέν ε{ναι άνθρωπόμορφος: «μή εlναι μέντοι άνθρωπόμορΦον>> (�νθ. άνωτ.). Μεταξύ πολλών ΦιλοσόΦων καί Αρχαιοελλήνων Θεολόγων •
1 15
έπιλέγω τον ΞενοΦάνην άπό τήν Κολοφιbνα τ�ς Μ. 'Ασίας, τοΟ .δποίου τά διασωθέντα άποσπάσματα περιέλαβε δ καθηγητής τοΟ Πανεπιστημίου τοΟ Βερολίνου Ντίλς εlς τήν έργασίαν: «'Αποσπάσματα τ&ν Προσωκρατικ&ν>> («Fragmente der Vorsokrati ker»,. τόμος Α). ·Η μορφή τοΟ θεοΟ διά τούς 'Αρχαιοέληνας fιταν άσύλληπτος. Ό Ξενοφάνης κατηγορεί τούς θνητούς πού νομίζουν, δτι ο{ θεοί έχουν άνθρώπινον σ&μα, ένδύματα, Φωνήν, κ.λ.π. «dλλ ' ol θροτο{ δοκέουσrν γεvvασθαι θεούς τήν σΦετέρην δ' iσθfjτα Cχειν Φωvήν τε δέμας τε>> («Προσωκρατικοί» Β, 14, Δ). Γρά φει άκόμη, δτι ο{ Αίθίοπες παριστάνουν τούς θεούς των μαύρους καί σιμούς, έν& ο{ θράκες ξανθούς καί γαλανούς: «Αfθίοπες τε (θεούς σΦετέρους) σιμούς μέλανάς τε θρfjκες τε γλαυκούς κα{ πυρρούς (Φασ{ πέλεσθαι)>> (�νθ. άνωτ. Β, 16, Δ). Τό σωστό εΙναι δτι δ θεός έχει ύπερβατικήν ·φυσιογνωμίαν, ύπερφυσικήν έμΦάνισιν, πού δ άν θρωπος δέν μπορεί νά συλλάβη . Αύτή εΙναι ή θέσις τ� ς έπισήμου 'Αρχαιοελληνικ�ς θρησκείας. Καί δέν έχει άπό θεολογικ�ς άπόψεως καμμία σημασία δτι • Αρχαιοέλληνες ποιηταί, ζωγράφοι, κ.λ.π. έδω σαν είς θεούς άνθρωπίνην μορφήν. Αύτά θά έξηγή σωμεν άλλου διατί έγιναν. Πάντως άνθρωπίνη μορφή έδωσαν εlς τόν θεόν καί ο{ Χριστιανοί. 'Επί παραδείγματι, κατά τόν Προφήτην Δανιήλ (7, 9) δ θεός εφερε λευκά ένδύματα καί α{ τρίχες του fισαν ώσάν καθαρό μαλλί: «τού δπο{ου τό Cνδυμα ήτο λευ κόν cbς χιών, κα{ αl τρίχες τfjς κεΦαλfjς αύτού άJς μαλλίον καθαρόν>>. Ούδέν σχόλιον. 'Όσα άνέΦερα περί τ�ς άντιλήψεως πού εΙχαν oi 'Αρχαίοι 'Έλληνες διά τόν θεόν εΙναι πολύ όλίγα. άλλά νομίζω άρκετά, διά νά σάς πείσουν δτι ο{ πρό γονοί μας - έκείνοι ο{ ώραίοι άνθρωποι - δέν fισαν
116
είδωλολάτραι δπως τούς συκοΦαντοΟν. Τό άληθές ε{ναι δτι οϋτε είδωλολάτραι fισαν οϋτε πολυθεϊσταi. Εlχαν συναρπαστικlbς έμβαθύνει είς τήν σύλληψιν τf\ς ίδέας τοΟ θεοΟ, δσον κανείς άλλος άρχαίος η σύγχρονος λαός. Διαμαρτύρομαι λοιπόν κατά τ&ν καθηγητ&ν - προδοτίόν τοΟ ' ΕλληνισμοΟ, ot δποίοι σκοπίμως ψεύδονται, δταν λέγουν καί δταν γράφουν είς τά σχολικά καί πανεπιστημιακά βιβλία, δτι δf\θεν ot πρόγονοί μας fισαν είδωλολάτραι. Διαμαρτύρομαι έπίσης έναντίον το() ψευδοεπιστη μονικοσ κόσμου καί το() άνθελληνικο() κράτους, πού έπισήμως διδάσκουν, δτι δf\θεν ο{ πρόγονοί μας fισαν είδωλολάτραι. Πρόκειται περί άθλίου ψεύδους άθλιοτάτων · συκοΦαντ&ν. Ούδέποτε ο{ ·Αρχαίοι 'Έλληνες έλάτρευσαν ξόανα καί είδωλα. Αύτό ε{ναι Ιστορική έξακρίβωσις καί έπιστημονική διαπίστω σις. Τό παραμbθι τf\ς είδωλολατρείας πρέπει νά τελειώση . Λυπο()μαι τήν θεολογικήν σχολήν το() πανεπιστημίου, δπου άποκαλούν τούς • Αρχαιοέλλη νας είδωλολάτρας. Δέν έχουν τό δικαίωμα ο{ καθη γηταί της νά διαστρέφουν τήν άλήθειαν, χάριν δποιασδήποτε σκοπιμότητος, χρησίμου μέν είς αύτούς. άλλά έπιβλαβούς διά τόν Έλληνισμόν. Τό ψεύδος της είδωλολατρείας συμπληρώνεται καί μέ τό ψεύδος τού πολυθεϊσμού. Oi 'Έλληνες έ πίστευαν είς πολλούς θεούς μdς λέγουν. Ναί. Έπί στευαν είς πολλούς θεούς oi πρόγονοί μας, δπως άκριβίός πιστεύουν σήμερον οί Χριστιανοί είς πολ λούς Άγίους. Τόσον είς τήν Χριστιανικήν θρη σκείαν δσον καί είς τήν 'Αρχαιοελληνικήν δ θεός fιτο ΕΙς. Τό είδαμε άμέσως προηγουμένως δτι δ Ζεύς Δίας (Δίας=Δι' αύτού έγιναν δλα) fιτο δ πα τήρ τών θεών ('Αγίων) καί τών άνθρώπων. Oi ύπό λοιποι θεοί συμβολίζουν κάτι, έκπροσωπούν μιά πραγματικότητα καί κατ' άκριβεστέραν εκφρασιν,
117
προσωποιοϋν μίαν Φυσικήν fι ήθικήν δύναμιν. Έπί παραδείγματι ή • Αφροδίτη συμβολίζει τόν έ ρωτα, δ 'Άρης συμβολίζει τόν πόλεμον, κ.λ.π. 'Όπως είδαμε διά τήν σύλληψιν τής έννοίας τοϋ θεοϋ οι πρόγονοί μας έχρησιμοποίουν έπίθετα καί έπιστημονικούς δρους, τούς δποίους κανείς άλλος λαός έκείνη τήν έποχήν δέν έγνώριζε. Τέτοια έπί θετα καί δροι ήσαν: «ένέργεια νοός», «άρχή πάν των>>, «διανοητική τελειότης>>, «αΙώνιον όν>>, «ποιητής τού παντός>>, «τέλειος>>, «άριστος>>, «άγα θός>>, «σοΦός>>, «άθάνατος>>, κ.λ.π., κ.λ.π. Γεννάται έπομένως καί εύλόγως ή άπορία άν τά προαναφερ θέντα έπίθετα καί έπιστημονικοί δροι συμβιβάζον ται μέ τήν εΙδωλολατρεία; Φυσικά δχι. Έν τούτοις ο{ έξευτελισμένοι νεοέλληνες έπιστήμονες καί τά προδοτικά ψευδοεπιστημονικά Ιδρύματα δέχονται νά χαρακτη ρίζωνται οι πρόγονοί μας ώς εΙδωλολά τραι. οι • Αρχαιοέλληνες δμως εΙς τάς πνευματικάς συλλήψεις τών δποίων, οϋτε μία νέα έννοια δέν προσετέθη ούδέποτε έπίστευσαν fι έλάτρευσαν εί δωλα. Εlμαι βέβαιος δτι οι άναγνώσται μου θά συμφω νούν άπολύτως μαζί μου, μετά άπό δσα στοιχεiα. έστω καί όλίγα, τούς παρέθεσα σχετικώς μέ τήν άν τίληψιν περί θεοϋ τών άξιοθαυμάστων Άρχαίων προγόνων μας. οι άναγνωσται μου θά συμΦωνοϋν άκόμη δτι τά άτίθασσα • Αρχαιοελληνικά πνεύματα, πού έδημιούργησαν τόν πολιτισμόν δέν ε{χαν ώς θρησκείαν μίαν θρησκείαν άνταξίαν πρωτογόνων ύπανθρώπων δπως ε{ναι ή εΙδωλολατρεία. • Αλλά διέθεταν μίαν ύψηλόφρονα εύγενεστάτην θρη σκείαν άνταξίαν τής άνωτερότητος τής Έλληνικής φυλής. ·ο Χριστιανισμός έχει ένα ήθικό περιεχόμενον. Εlναι μία δλόκλη ρος διδασκαλία συμπεριφοράς
1 18
τοΟ άνθρώπου. Ύποστη ρίζω μέ άκλονήτους άπο δείξεις, δτι δλαι αi ήθικαί lδέαι τού Χριστιανι σμού εόρίσκονται διατυπωμέναι εlς άρχαiα Έλλη νικά κείμενα. Θά άναΦέρω χάριν παραδείγματος μερικάς άπό τάς ήθικάς Ιδέας τοΟ Χριστιανισμού καί θά άντιπα ραθέσω τάς άντιστοίχους • Αρχαιοελληνικάς, ώστε νά βεβαιωθflτε άπολύτως, δτι οι πρόγονοί μας προηγήθησαν κατά πολλούς αlό'>νας. - «Μακάριοι ol πεινι'ι)vτες καί δι ψι'ι)vτες τήν δι καιοσύνην» («Κατά Ματθαtον» Ε, 6) - <<Δικαιοσύνη ν άσκείν lργφ τε λόγφ τε» (Πυθαγόρας: «Χρυσd 'Έπη» 1 3). ·nστόσον καί δλο τό πέμπτον βιβλίον άπό τά «'Ηθικά Νικομάχεια» τού ·Αριστοτέλους άΦιεροu ται εlς τήν έξέτασιν καί άνάλυσιν τflς δικαιοσύνης καί τflς άδικίας: «Περί δέ δικαιοσύνης κα{ άδικίας σκεπτέον» (�νθ. άνωτ. 1 1 29, α, Ι) δπου μεταξύ τli'>ν άλ λων δ 'Αριστοτέλης (�νθ. άνωτ. l l 32, 6, 25) άπο κρούει τό δίκαιον τli'>ν άντιποίνων, τό δίκαιον δηλα δή τού «όΦθαλμόν άvτί δΦθαλμοfJ» δπως τό άπο κρούει καί δ 'Ιησούς («Κατά Ματθαίον» Ε, 38). - «Εlρήνευσον μέ τόν άvτίδικόν σου ταχέως» («Κατά Ματθαtον» Ε, 25) «Τόν δέ tχθρόν Φίλον . ποιείν» (Κλεόβουλος, ε{ς Διογένην Λαtρτιον: «Βίοι Φι -
λοσόΦ<ον» Α, 9 1 ).
- «Μακάριοι ol εlρηνοποιο{» («Κατά Ματθαtον» Ε, 9) - «'Έχθραν διαλύειν>> (Κλεόβουλος, εlς Διογέ νην Λαέρτιον: «Βίοι φιλοσόφων» Α, 92).
- «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου>>
(άπό τάς δέκα έντολάς) - «Γονείς τίμα>> (Πυθαγόρας: «Χρυσά 'Έπη» 4). - «Μή ψευδομαρτυρήσης>> (άπό τάς δέκα έντολάς) - «Μή ψεύδου>> (Σόλων, εlς Διογένην Λαtρτιον: «Βiοι ΦιλοσόΦων» Α, 60).
- Προσέχετε νά μή κάμvητε τήν tλεημοσύνην
1 19
σας lμπροσθεν τά)ν dvθρώπων διά νά θλέπησθε ύπ' αύτιDν>> («Κατά Ματθαtον» ΣΤ, 1 ) - «Καί εύεργετfl σαι πρόχεφος l)ν κα{ λαθεlν τήν χάριν dτvΦότα τος» (Διν» Δ, 37). Τήν άποψιν αότήν δχι μόνον έδίδασκε, lιλλά καί έΦήρμοζε εις τήν ζωήν του δ ΦιλόσοΦος Αρκεσί λαος περί το{) δποίου, παραδίδεται τό προαναφερ θέν, δτι δηλαδή fκανε έλεημοσύνας φροντίζων πάν τοτε νά μή φαίνεται. ·ΑναΦέρεται (fνθ. άνωτ.) δτι έ πισκεΦθείς δ Αρκεσίλαος τόν lισθενοfiντα καί πτωχόν Κτησίβιον το{) f6αλε κρυΦά κάτω lιπό τό μαξιλάρι χρήματα: «Πρός Κ τησίθιον νοσούντα κα{ lδών dπορία θλιθόμενον, κρύφα θαλάντrον ύ πέθηκε τφ προσκεΦαλαίφ». Πέραν δέ αότών ύπεν θυμίζομεν, δτι τό δέκατον κεφάλαιον τοϋ Β · βι βλίου τών «'Απομνημονευμάτων» τοϋ ΞενοΦ&ντος περιλαμβάνει τόν διάλογον τοϋ Σωκράτους, δ δ ποίος πείθει τόν Διόδωρον νά συνδράμη τόν πτω χόν Έρμογένην, κ.λ.π. καί τοϋ lιναλύει τά προκύ πτοντα καλά έκ τi'jς έλεημοσύνης. - «Μακάριοι ot πραεlς» («Κατά Maτaθrov>> Ε, 5) «Πράον εlναr» (Χίλων, εiς ΔιοΎένην Λαtρτιον: «Βίοι ΦιλοσόΦ<ι>ν» Α, 70). Περί πραότητος πάντως fχει γράψει καί δ 'Αριστοτέλης εiς τά «'Ηθικά Νικομά χεια» δπου έπιστημονικ{i)ς lιναλuεται ή Ιδιότης τοϋ πράου, πού δέν ε{ναι έκδικητικός, lιλλά lιντιθέτως πρόθυμος νά συγχωρi'j: «Ού γάρ τrμωρητrκός δ πράος, dλλά μάλλον συγγvωμοvrκός» (fνθ. άνο>τ. 1 126 •
•
α, 2).
- «Εύεργετεlτε έκε{νους ο(τrvες σ11ς μισούσr»
(«Κατά Ματθαtον>> Ε, 44) - «τόν δέ έχθρόν εύεργε τεiν» (Κλεόβουλος, εlς Διν>> Α, 91 ) .
- « 'Εάν λοιπόν σεiς, πονηροί δvτες, έξεύρητε νά δίδητε καλάς δόσεις εlς τά τέκνα σας, πόσφ μ11λλον
1 20
δ Πατήρ σας δ tν τοrς οόρανοrς θέλει δώσει ιiγαθά εlς τούς ζητοiJvτας παρ ' αότοiJ;>> («Κατά Ματθαiον» Ζ, ι ι) «Πατρός δέ κα{ υloiJ 7) αύτή ftπερ τoiJ θεοiJ πρός άvθρωπσν>> ('Αριστοτέλης: «'Ηθικά Νιιcομάχειαι> ι 242 α, 37). Δηλαδή ή εuερΎεσiα τοΟ Πατρός πρός τόν υiόν εlναι ή tδία μέ τήν εόεΡΎεσiαν τοϋ θεοϋ πρός τόν άνθρωπον. · ο ΊησοΟς δηλαδή έθεώρει τάς σχέσεις θεοΟ ιcαί άνθρώπων ώς σχέσεις μεταξύ πατρός ιcαί υiοΟ δπως άιcρι66>ς ιcαί δ 'Αριστοτέλης. - «καi εόρύχωρος 7) δδός 7) φέρουσα εlς τήν ιiπώλειαν ... καί τεθλιμμένη ή δδός 7) φέρουσα εlς τήν ζωήν>> («Κατά Ματθαtον» Ζ, ι 3) - «λε{η μέν δδός (πρός κακότητα) ...μακρός δέ κα{ δρθtος οlμος εlς αότήν (πρός ιiρετήν)>>, (·Ησίοδος: «'Έργα ιcαί • Ημtραι» 287). Δηλαδή ή δδός εlναι δμαλή πού δδηΎεt εlς τήν ιcαιcίαν, έν& δδός μακρά, άνωΦερής ιcαί δύσβατος εlναι έιcείνη πού δδηΎεt εlς άρετήν. - · ο ΊησοΟς ιcαλεi τούς μαθητάς του νά προσέ χουν άπό έιcείνους «οCτινες έρχονται πρός tσliς μέ tνδύματα προΒάτων, έσωθεν δμως εlναι λύκοι άρπα γες>> («Κατά Ματθαtον» Ζ, ι s). Άντίστοιχον συμβου λήν δίδει ιcαί δ Σόλων εtς fμμετρον παράΎΎελμά του, πού λέΎει νά προσέχης άπό έιcεiνον πού fχει εtς τήν ιcαρδίαν του μtσος ιcαί δταν άιcόμη παρουσιάζη συμ παθητιιcήν έμΦάνισιν: «πεΦυλαγμένος άνδρα §κα στον, δρα μ ή κρυπτόν !έχθρας έχων καρδin ΦαιδpΦ προσενέπn προσώπφ>> (Σόλων, εiς Διογένην Λαέρτιον: -
«Βίοι ΦιλοσόΦων» Α, 6 ι ).
- «Μή έχετε χρυσόν, μηδέ άργυρον... >> («Κατά Ματθαίον» 1 , 9) - «μήτε χρυσόν τιμliν μήτε άργυ οον>> (Θεόπομπος εiς «θαυμάσια>>, δρα εiς Διογένην Λαέρτιον: «Βίοι ΦιλοσόΦων» Α, ι ι 7).
- «Λέν έχουσr χρείαν lατροiJ ol ύγιαiνοvτες, dλλ ' ol πάσχοντες>> («Κατά Ματθαiον» Θ, ι 2) «ο{ lατρο{ παρά ταfς τι'ι)ν ·νοσούvτων>> (' Αρίστιππος, εiς Διογέν-
1 21
νην Λαtρτιον: «Βίοι ΦιλόσόΦαιν» Β, 70).
- Τό «δυσκόλως θέλει εΙσέλθει πλούσιος εlς τήν Βασιλείαν τού ούρανού» («Κατά Ματθαtον» Ιθ 23) έν συνδυασμφ πρός τό «μή θησαυρίζετε εlς έαυτούς θησαυρούς έπί τfjς γfjς>> («Κατά Ματθαtον» ΣΤ, 19) προέρχονται ά.πό τά: «πολλοl γάρ πλουτούσι κακοί>> (Σόλων: «άποσπάσματα» 1 5, Β). ·Ο Σόλων μάλιστα βεβαιώνει δτι δέν ά.νταλλάσσει τόν πλοGτον μέ τήν ά.ρετήν: «ού διαμειψόμεθα τfjς άρετfjς τόν πλούτον>> (fνθ. άνωτ. καi εlς Πλούταρχον: «Σόλων» 3) καί δ Πλά των ε{ς τούς «Νόμους» (Ε, 728α) γράφει δτι «πάς δ τ' έπ( rfJς κα( ύπό rfJς χρυσός άρετfjς ούκ άvτάξιος>>. - «Μή έπιορκήσης>> («Κατά Ματθαtον» Ε, 33) «Σέ8ου δρκον>> (Πυθαγόρας: «Χρυσd fπη» 2). - ·Από τήν φρdσιν: «θέλεις άγαπά τόν πλησlον σου>> («Κατά Ματθαtον» ΣΤ, 43) ένομίσθη δτι ή λέξις «πλησίον» ε{σήχθη τό πρ&τον ώς δρος το() ά.νθρωπι σμοG ά.πό τόν χριστιανισμόν, ένώ τό ά.ληθές εlναι δτι τήν λέξιν «πλησίον» ύπό ά.νθρωπιστικήν εν νοιαν πρώτος έχρησιμοποίησε δ Χίλων δ Λακεδαι μόνιος (περί τό 560 π.Χ.) δ δποiος εlπε τό: «μή κακο λογεrν τούς πλησίον>> (Χίλων εlς Διογένην Λαtρτιον: «Βίοι ΦιλοσόΦαιν» Α, 69).
'Εκτός ά.πό τό ήθικό περιεχόμενον δ Χριστιανι σμός έχει τυπικόν λατρείας. Γίνονται δηλαδή συγ κεκριμέναι πράξεις πού iκανοποιοGν ώρισμένους θρησκευτικούς σκοπούς π.χ. βάπτισις, θυμιάτισμα, κ.λ.π. Ύπάρχουν διάφοροι συμβολισμοί π.χ. Σταυ ;>ός, κυπάρισσος εlς τά νεκροταΦεiα κ.λ.π. ΤηροGν tαι θρησκευτικαί συνήθειαι π.χ. καθορισμός · Αγίων ώς προστατ&ν πόλεων, έπίκλησις βοηθείας θεοΟ, κ.λ.π. Λοιπόν δλα αότά καί δσα άλλα συναντώμεν ε{ς τόν Χριστιανισμόν, βλέπομεν τά ίδια ά.κριβ&ς ε{ς τήν 'Αρχαιοελληνικήν θρησκ:είαν δηλαδή αlώ νας ii καί χιλιετη ρίδας πρίν έμΦανισθ-t; δ Χριστιανι-
1 22
σμός. Θά παρουσιάσω άμέσως καί έδ<'ό μερικά παρα δείγματα. Φυσικά, έπαναλαμβάνω, δτι έγώ ύποστη ρίζω καί άποδεικνύω, δτι ΟΛΑ ΟΣΑ fχει δ Χριστια νισμός ύπάρχουν εlς τήν • Αρχαιοελληνικήν θρη σκείαν. • Αρκοfiμαι πάντως εlς μερικά παραδείγματα. - τό λιβάνι καί τό θυμιατό τών έκκλησιών ύπfιρχε καί εlς τούς • Αρχαίους Ναούς. Ό Διογένης δ Λαέρτιος άναΦέρει («Βίοι ΦιλοσόΦαιν))) δτι δ φιλό σοφος Μενέδημος άσχοληθείς μέ τήν πολιτικήν fγινε τόσο νευρικός, δ>στε δέν ήδύνατο νά βάλη λιβάνι εlς τό θυμιατό: «κα{ τόν λι8ανωτόν διήμαρτε τού θυμιατηρlου» (fνθ. άναιτ. Β, 1 3 1 ). - Τόν Σταυρόν εlναι πολύ γνωστόν δτι τόν έχρη σιμοποίουν καί οι 'Αρχαιοέλληνες Ιερείς. Ό Β. Γιαροσλάβσκι εlς τήν μελtτην του: «ΠGJς γεννιούν ται, ζούν κα{ πεθα{νουν ο{ θεο{ κα{ ο{ θεές» (Έλ. fκδ. «Γ. Εόαrrελίου)) Άθ. 1 967, σελ. 2 1 9) παραδέχεται δτι: «ol 'Έλληνες lερεfς φορούσαν σταυρό στό λαιμό». Έπί Θεοδοσίου, τofi ύπό τfΊς έκκλησίας άνακη ρυ χθέντος ώς Μεγάλου, διετάχθη ή καταστροφή τών • Αρχαιοελληνικών νc·&ν, σταδίων (κατήργησε καί τούς Όλυμπιακούς ά) ώνας) καί έγένετο διά τfΊς βίας δ έκχριστιανισμός τών Έλλ1iνων. Τότε κατεδαΦί σθησαν τά κτιριακά άριστουργήματα τ&ν Έλληνι κών να&ν (π. χ. ναός Διός εlς • Απάμειαν) δπου εύρέ θησαν Σταυροί. ·ο Σταυρός κατά τήν • Αρχαιοελλη νικήν άντίληψιν συμβολίζει τήν έπερχόμενην ζωήν. Σχετικίbς ίδετε εlς λεξικόν «Σουίδα» (λtξις: «Σταυ ρός))).
- ·ομοίως εlς τήν � Αρχαιοελληνικήν θρησκείαν είχαμε καί τήν βάπτισιν. ·ο Β. Γιαροσλάβσκι (fνθ. άναιτ. σελ. 1 35) γράφει: «Πολύ νωρίτερα άπό τόν χρι στιανισμό στήν ·Ελλdδα τd νεογέννητα ραντίζονται '.lέ «άγιασμένο νερό» τ' άγόρια έvvιd μέρες κα{ τd Jηλυκd δκτώ μέρες, μετd άπό τήν γέννησή τους.
1 23
Τότε τούς δlvoυv τά όvόματα καl δ (ερέας σύvταζε Ύtά τούς γοvεiς tva lγγραφο δπου θεθαιώvοvταv 1) θάπτιση τοσ παιδιοσ. Ή Βάπτιση θεωροσvταv σά μlα νέα γέννηση». 'Όπως άκριβίbς συμβαίνει σήμε ρον. . - οι Χριaτιανοί fχουν εtς κάθε πόλιν κάποιον πολιοΟχον "Αγιον πού τήν προστατεύει (' Αθf\ναι "Αγιος Διονύσιος 'Αρεοπαγίτης) fτσι καί οι πρόγο νοί μας εlχαν τούς λεγομένους πολιούχους θεούς (·Αγίους): «τήv πόλιν tχοvτας θεούς» (Πλάτων: «Νό μοι» Δ, 7 1 7, Α) π.χ. ή Άθηνd fιτο ή προστάτις τc!>ν 'Αθηνc!>ν. - Συνηθίζουν οι Χριστιανοί πρό πάσης έργα σίας, τβξιδείου κ.λ.π. ν' άρχίζουν εόχόμενοι εtς τόν θεόν νά τούς βοηθήση. 'Έτσι καί οι πρόγονοί μας fι ρχιζαν τά πάντα έπικαλούμενοι τήν ένίσχυσιν τού θεού: « 'Αλλ ' lρχου tπ' lργοv θεοiσιv tπευξάμεvος τελέσαι» (Πυθαγόρας: «Χρυσci ·Επη» 48). Δηλαδή, άρ χίζε τό fργον άφοο ζητήσης άπό τούς θεούς εtς τήν προσευχήν σου νά σέ βοηθήσουν νά τό Φέρης εlς πέρας. - Κάθε χρόνο οι Χριστιανοί τιμούν fναν "Αγιον fι μίαν ·Αγίαν τους, μέ τόν τρόπον πού δλοι γνωρί ζομεν. Γύρω άπό τήν έκκλησίαν γίνεται τό λεγόμε νον πανη-γύρι. Τό θρησκευτικόν αότό fθιμο fχει άπολύτως • Ελληνικήν προέλευσιν. οι 'Έλληνες τό εlχαν χιλιάδες χρόνια πρίν έμΦανισθf\ ό Χριστιανι σμός. ·ο Στράβων σχετικc!>ς γράφει («Γεωγραφικά» Η, 1 2): «Ταύτn δέ τfl θεφ καl tv Όλυμπl� κατ' tτος συvτελεiται πανήγυρις», δηλαδή: Πρός τιμήν τf\ς θεdς τελείται κατ' fτος καί εlς τήν Όλυμπίαν πανή γυρις. Διά τάς θρησκευτικάς πανηγύρεις ό Μ. Νίλ σον εtς τήν έργασίαν του: «. Ελληνική λαϊκή θρη σκεία» (.Ελλ. fκδ. «Ή βιβλιοθήκη τού φιλολόγου» Αθ. 1979, σελ. 97) βεβαιώνει δτι αι θρησκευτικαί πανη•
1 24
γύρεις «dvτιπροσωπεύουν μ{α πλευρά τ7Jς Έλληνι κ1Jς θρησκε{ας, πού δέν πρέπει νά τήν dγvοοΟμε. . . δποιος θλέπει σημερινό Έλληvικό παvη-yΟρι θvμli ται dμέσως τά dρχαrα. · Ή λατρε{α εlναι καινούργια τ7Jς Παναγ{ας fJ κάποιου ιtγiου, ή ζωή δμως μένει ή Cδια... σ' αύτό τό σημεrο ή Έλληvική θρησκε{α δια τηρήθηκε... >>. Καί άλλοΟ δ iδιος συγγραφέύς άνα γνωρίζει διά τήν Αρχαιοελληνικήν έορτήν τών άνθεστηρίων, δτι: «lχουν μ{α παράξενη δμοιότητα μέ τό λαfκό tορτασμό τά}ν Χριστουγέννων στ{ς Σκανδιναυικές χά}ρες>> (�νθ. άνωτ. 32). Τάς μεγάλας μάλιστα θρησκευτικάς έορτάς τ&ν προγόνων μας προσθέτομεν δτι ο{ Χριστιανοί τάς διετήρησαν πρός τιμήν τ&ν άντιστοίχων • Αγίων των καί συνή θως τάς έώρταζαν τήν Ιδίαν ήμερομηνίαν μέ τούς Αρχαιοέλληνας π. χ. Τά Παναθήναια πού ήσαν έορτή πρός τιμήν τ�ς Παρθένου Αθηνdς έωρτά ζοντο κατά μήνα ·ειcατομβαιώνα ('Αριστοτέλης: «' Α θηναίων Πολιτεία» 62) πού συμπίπτει άιcριβίός μέ τόν δειcαπενταύγουστον, ιcατά τόν δποiον τώρα έορτάζε ται ή Παναγία (Παρθένος Μαρία) ιc.λ.π. - Τό θαΟμα τ� ς άναστάσεως τών νειcρ&ν δέν ήτο άγνωστον εtς τήν • Αρχαίαν · ελλάδα π. χ. δ · Ασκλη πιός άνέστησε τόν νεκρόν Ίππόλυτον: «ώς τεθνεά}τα ·ιππόλυτον tκ τοΟ Θησέως dρά}ν dνέστησεν 'Ασκληπιός, δ δέ αιJθις tθiφ>> (Παυσανίας: «Κορινθια •
•
•
κά» 27, 4).
- · Η θεία κοινωνία πού συμβολίζει τό αlμα τοΟ Κυρίου ιcαί διά τ�ς δποίας άποιcτd δ μεταλαμβάνων τήν χάριν τοΟ θεοΟ ύπ�ρχε παρομοία εtς τούς • Αρ χαιοέλληνας. ·ο Παυσανίας άναΦέρει (�νθ. άνωτ. 24, 2) διά μίαν γυναiιcα πού άπέιcτα τήν χάριν τοΟ θεοΟ γευομένη αlμα άπό θυσίαν άμνοΟ (άιcόμη ιcαί τόν άμνό συναντ&με εiς τόν Χριστιανισμόν): «θvομέvης δέ tν vvκτ{ dρνός κατά μflνα tκαστον, γευσαμέvη δή
1 25
τού αtματος ή γυνή κάτοχος εlς τού θεού γ(vεται». - Ρωτήσατε τόν {ερέα ένός νεκροταφείου: διατί δίπλα εiς τούς τάφους φυτεύουν κυπαρίσσια; Εlμαι βέβαιος δτι δέν θά γνωρίζη . οι χριστιανοί φυτεύουν κυπαρίσσια εiς τά νεκροταΦεiα άπομιμούμενοι • Αρ χαιοελληνικόν θρησκευτικόν έθιμον. Δηλαδή, δπως γράφει καί δ 'Οβίδιος («ΜεταμορΦ<όν • Αρχαιοελληνικό'>ν ναών) κ.λ.π., κ.λ.π., δλα, δλα άνεξαιρέτως, ο{ Χριστιανοί τά έπfιραν άπό τούς προγόνους μας. Μερικά μάλιστα τά παρέλαβαν χωρίς νά προλά βουν ούτε νά έξηγήσουν άκόμη καί αuτή τήν παρου σίαν των εiς τόν χριστιανισμόν. 'Έτσι συνέβη εiς τήν περίπτωσιν τό'>ν 'Αγγέλων. Πουθενά εiς τήν • Αγίαν Γραφή ν δέν άναΦέρεται πότε, π«>ς καί άπό τί έδημιουργήθησαν oi "Αγγελοι . • Η 'Εκκλησία τούς εόρε έτοίμους καί συνεπέρανε, δτι έδημιουργήθη σαν πρό το() άνθρώπου καί το() κόσμου (άπόΦασις Πατέρων 'Εκκλησίας). Αuτή δμως ή γνώμη δέν ύπάρχει εiς τήν Γένεσιν, δπου άναΦέρεται δτι δ θεός έποίησε κτήνη, iχθεiς, έρπετά. άλλά • Αγγέλους δέν
1 26
- άναΦέρεται δτι έποίησε. Τούς ·Αγγέλους άντέγραψαν πιστii>ς, δπως εlπα, άπό τούς Αρχαιοέλληνας, μέχρι τοΟ σημείου ή μορφή των νά εlναι ή Ιδία (νέοι, πτερά, κ.λπ.) άκόμη καί τά ένδύματά των νά εlναι Αρχαιοελληνικά {μά τια. Κατά τήν Αρχαιοελληνικήν τραγωδίαν ό "Αγ γελος άνεκοίνωνε γεγονότα. ΕΙς τήν Χριστιανικήν θρησκείαν οι "Αγγελοι άναγγέλουν τήν θέλησιν τοϋ θεοΟ. Εlναι πάρα πολλοί εΙς τόν άριθμόν καί διαι ροΟνται εΙς Τάξεις, Θρόνους, Αρχαγγέλους, Σερα φείμ, Χερουβείμ, ·Αρχάς, Έξουσίας, Κυριότητας, κ.λπ. εlναι δέ άγαθοποιοί πλήν τ&ν έκπεσόντων. Έκτός τfις έμΦανίσεως καί τfις ένδυμασίας ο{ "Αγγελοι έκράτουν Έλληνικόν δπλον: τήν Ρομ Φαίαν, ή όποία άπό μεγάλη μάχαιρα πού fιτο έξελί χθη εΙς άμφίστομον αΙχμήν δόρατος, πού έχρησιμο ποιείτο κυρίως ύπό τ&ν Θρακών στρατιωτii>ν τοΟ Φιλίππου τοΟ Ε. "Αγγελοι εΙς τήν Αρχαιοελληνικήν θρησκείαν fισαν οι άγαθοί δαίμονες (δαίμων έκ το{) δαίω= καθο δηγώ) οι όποίοι έμεσολάβουν μεταξύ θεών καί άνθρώπων. Ύπfιρχαν καί οι κακοί δαίμονες (διάβο λοι) ο{ όποtοι ήσαν κακοποιά πνεύματα. 'Όσα είπαμε μέχρι τώρα διά τήν Αρχαίαν Έλλη νικήν θρησκείαν fιτο έπιβεβλημένο νά εΙπωθοΟν δχι μόνον διά λόγους {στορικfις άληθείας, άλλά καί διά λόγους έθνικfις σκοπιμότητος πρός άντιμετώπισιν τών ύπαρχόντων άκόμη έβραϊκών καταλοίπων έντός τfις ·ορθοδοξίας. Ή θέλησα νά δείξω τό μεγαλείον τfις Αρχαιοελ ληνικfις θρησκείας, διότι δέν μοΟ fιτο άνεκτόν νά δέχωμαι νά κατηγοροΟνται οι πρόγονοί μας συκο Φαντούμενοι ώς εΙδωλολάτραι καί πολυθεϊσταί. Ήθέλησα έπίσης νά δείξω τήν σχέσιν τοΟ Χριστια νισμοΟ πρός τόν Έλληνισμόν καί νά ζητήσω τήν •
•
•
•
•
•
•
1 27
έιοcαθάρισιν τf\ς 'Ορθοδοξίας άπό τά έβραϊκά κατά λοιπα πού ήθικibς τήν ύποβιβάζουν κα( έπιστημονι κibς τήν διαψεύδουν. Τέτοιο κατάλοιπον εlναι ή παλαιά Διαθήκη, ή όποία πρέπει νά παύση νά άπο τελ� μέρος τ�ς 'Ορθοδοξίας. Δέγ μdς ένδιαφέρει ή πολιτικοθρησκευτική ιστορία τ&ν ' Ιουδαίων. Τά ·ελληνόπουλα νά μαθαίνουν τούς 'Έλληνας φιλο σόφους, τ&ν δποίων τά διδάγματα, άπλά καί dψαία, άντεγράφησαν αύτούσια καί συχνά μέ τήν ίδιαν φρασεολογίαν άπό τούς Χριστιανούς. 'Έτσι εlναι ή άλήθεια. οι 'Έλληνες λοιπόν ύπ�ρξαν δπως άκρι βibς γράφει δ Περικλ�ς Γιαννόπουλος «Χριστιανο ποιο(>> και «Χριστιανωταί>> (Π. Γιαννοπούλου: «"Α παντα» fκδ. «Νέα Θέσις» 'Αθ. ι 963, τομ. Α, σελ. ι 79). ' Η έθνωΦελής τοποθέτησις μας, άλλά καί ή ιστορικ&ς όρθή, εlναι νά είμεθα «tvτελιnς 'Έλληνες κα( δλό τελα Χριστιανοί>> (fνθ. άνωτ. σελ. ι 84). ' Εν τούτοις οι πρ(bτοι Χριστιανοί, όποιcινούμενοι άπό τόν Έβραϊσμό τους fκαιαν τά Έλληνικά βιβλία καί έκρήμνιζαν τά μνημεία τού · ελληνικού πολιτισμού. 'Έτρεφαν τόσο μίσος, κατά τ�ς ·ελλη νικ�ς Δημιουργίας, ό'>στε κατέστρεφαν τά Έλλη νικά άγάλματα μέ πρωτοΦαν� άγριότητα , άλλά κα( μέ τρόπον πού έδείκνυε τήν βαρβαρότητα τ�ς ψυχ�ς των. Τούτο φαίνεται άπό τό γεγονός δτι δέν ήρκούντο ε{ς τήν καταστροΦήν, άλλά ήδονίζοντο μέ τόν «βασανισμόν» τ&ν άγαλμάτων, άπό τά όποία άπέκοπταν τήν μύτην, τά γεννητικά δργανα, κ.λ.π. Διέπρατταν αύτά καί άλλα άνόσια καί άνίερα μέ σύστημα καί μανία. Εύτυχibς δμως πού ή ·ελληνική γ� έΦιλοξένει ε{ς τά σπλάγχνα της χιλιάδες άλλα άγάλματα καί δλοκλή ρους ·ελληνικούς Πολιτι σμούς, τούς δποίους πολύ άργότερον άπεκάλυψε ή άρχαιοελληνική σκαπάνη . ·ο κ. Θ. Σαράντης ε{ς άρθρον του εlς τήν έφημε-
1 28
ρίδα «'Εστία» (7 Σεπτεμβρίου 1 98 1 ) γράφει σχετικώς τά έξf\ς: «Μετά τήν tπιιφάτησιν τού Χριστιανι σμού, καί εiδικώτερον μετά τόν tιφορισμόν τού Μεγάλου 'Αθανασίου αl λέξεις "Έ λ λ η ν, καί Έ λ λ ά ς tξωστρακίσθησαν άπό τό λεξιλόγιον τι()ν Χρι στιανιί)ν... Καί δχι μόνον ol ''Έλληνες άλλά καί τά ύπέροχα καί άνεπανάληπτα προϊόντα τού Έλληνι κού πνεύματος ήσαν tιφωρισμένα καί τά κατέστρε Φον δπου καί άν τά εvρισκον. 'Ακόμη κα{ μετά τήν πνευματικήν άναγέvvησιν τού Βυζαντίου, tπί Μακε δονικής Δυναστείας, δπότε, δειλά-δειλά ftρχισαν νά μελετι()νται τά Cργα τι()ν κλασσικι()ν χρόνων, δσα άπό αύτά κατlόρθωσαν νά διασωθούν άπό τήν λαί λαπα τού φανατισμού, καί τότε δ δρος «'Έλλην» δέν tτόλμησε νά εiσδύση εiς τήν Βυζαντινήν Αύτοκρα τορίαν, παρά μόνον εiς μικρόν μέρος τής Νοτίου Έλλάδος». Τόν πόλεμον κατά τού Έλληνισμοu διεξfιγε δ Έβραϊσμός πού uπfιρχε έντός του Χριστιανισμού. Ό Έβραϊσμός, τότε έπέ6αλε τήν άντίληψιν πού: «Πtiν προϊόν τού Έλληνικού Πνεύματος κατεδίκαζε αύτό ώς tπικίνδυνον διά τήν Χριστιανικήν πίστιν» (Δ. Μπαλάνου: «Βασιλείου τοϋ Μεγάλου» «πρός τούς Νέους» fκ:δοσις «Πάπυρος» 'Αθ. 1 975, σελ. 3).
Δfιθεν έν όνόματι τού Χριστοϋ καί δfιθεν έναντίον τfις Έθνικfις Θρησκείας τών Έλλήνων, έξόντωναν κάθε τί τό Έλληνικόν. Διότι ήθελαν νά έξαΦανί σουν τάς άποδείξεις τfις όπεροχfις του Έλληνισμοu καί άπό τήν έκδικητικήν μανίαν του ' Ιουδαϊσμού. Μέ τήν πάροδον δμως του χρόνου έπεκράτησε ή άλήθεια. · Η έκκλησία τελικώς άνεγνώρισε τήν άξίαν τού · Ελληνισμού καί τήν συμβολήν του εiς τήν θεμελίωσιν καί τήν διάδοσιν tou Χριστιανι σμού. Φέρω ιΟς παράδειγμα τόν Μ. ·βασίλειον δ δποίος έκτιμών βαθύτατα τήν πpοσΦοράν τού • Ελ-
1 29
ληνικοf> πνεύματος συνέγραψε εtδικήν μελέτην πού έξεδόθη καί εtς τά λατινικά τό 1 460 όπό τόν τίτλον: «Πρός τούς νέους, δπως liν έξ · ελληνικ&ν <Οφε λοίντο λόγων». ·ο Κλήμης δ ·Αλεξανδρεύς έπίσης εtς τό fργον του <<Στρωματείς» συσχετίζει τήν Άρχαίαν · ελλη νικήν ΦιλοσοΦίαν πρός τήν Χριστιανικήν θρη σκείαν καί διατυπώνει τήν ά.ντίληψιν, δτι δέν πρέπει νά καταδικάζωμεν τούς 'Έλληνας μεταχειριζόμενοι περί τίbν δοξασιίbν των μόνον λέξεις, δίχως νά ά.ντι λαμβανώμεθα πλήρως τό βαθύτερον νόημά των: «έ πειτα ούδέ καταψηφiσασθαι τι»v ·Ελλήvωv οlοv τε, ψιλfl τfl περ{ τίι)v δογματισθέvτωv αύτοiς χρωμέvους Φράσει, μή συvεμθαlvοvτας εlς τήv κατά μέρος μέχρι συγγvώσεως tκκάλυψιv» (Κλήμης • Αλεξαν δρεύς: «Στρωματείς» Α, 2).
·Ωσαύτως καί δ Γρηγόριος δ Νανζιανζηνός εtς τόν « ΈπιτάΦιον εtς Μ . Βασίλειον» τάσσετάι όπέρ τf\ς · ελληνικf\ς παιδείας. Τέλος δ μάpτυς ' Ιουστί νος (ά.πεκεΦαλίσθη τό 1 67 μ. Χ.) έθεώρει ώς Χριστια νούς τόν Σωκράτην καί τόν · Ηράκλειτον (Ίουστiνου: «Α · άπολογiα» κεφ. 46) καί παρεδέχετο δτι ή διδασκα λία το() Πλάτωνος καί άλλων φιλοσόφων i\ ποιητ&ν εlναι σχεδόν δμοία πρός τήν διδασκαλίαν το() Χρι στοf> (Ίουστiνου: «Β · άπολογiα» κεφ. 1 3). Προτοf> τελειώσω τό ζήτημα τf\ς Αρχαιοελληνι κής θρησκείας όΦείλω νά πληροφορήσω τόν ά.να γνώστην δτι οι πρόγονοί μας διέθετον τήν «ποιητι κήν θρησκείαν» (ή όποία μdς εlναι περισσότερον γνωστή ά.πό τούς διαφόρους μύθους περί θε&ν, πού δέχονται ά.λληγορικήν έρμηνείαν), τήν «ΦιλοσοΦι κήν θρησκείαν» (ή όποία περιέχει τά όψηλά νοή ματα περί θείου κατά Σχολάς καί τήν δποίαν σκοπί μως δέν διδάσκουν έν · ελλάδι, διότι θά προεκάλη τόν θαυμασμόν, πράγμα πού δέν θέλουν α( διάφοροι •
1 30
άνθελληνικαί cncοτειναί δυνάμεις) καί τήν «δημο σiαν θρηcncείαν» (ή όποία περιλαμβάνει τήν κοινήν λατρείαν, πού εΙς τήν • Αρχαίαν Έλλάδα άπετέλει δημόσιον λειτούργημα). οι νεοέλληνες γνωρίζουν έπιΦανειακίί'>ς μόνον τήν «ποιητικήν θρησκ:είαν» ή όποία δμως, δχι μόνον δέν έξαντλεί τό θέμα, άλλά καί ή Ιδία fχει προκαλέσει τάς άντιδράσεις τfις «Φι λοσοφικfις θρσηκείας» διότι ο{ φιλόσοφοι άπέρρι πτον τάς ύπερ6ολάς τίόν ποιητίόν, τούς δποίους μάλιστα .κατηγόρουν, διότι προσfιψαν εΙς τούς θεούς άπαράδεκτα πράγματα, π.χ. δ Ξενοφάνης δ δποίος έπικρίνει τόν 'Όμηρον καί τόν Ήσίοδον, έπειδή άπέδωσq.ν εΙς τούς θεούς πράγματα πού προκαλούν εΙς τούς άνθρώπους όνειδος καί ψόγον, δτι δηλαδή οι θεοί κλέπτουν, μοιχεύουν καί άλληλεξαπατούν: «Πάντα θεοiς άνέθηκαν 'Όμηρος Ήσ{οδός τε, δσα παρ' άvθρώποισι ν όνε{δεα κα{ ψόγος έστ{ν, κλέπτει ν μοιχεύει ν τε κα( άλλήλοvς άπατεύειν» («'Αποσπά σματα» 1 1 ) i\ έπίσης δ Πλάτων δ δποtος είς τό δεύτερον βιβλίον τf\ς «Πολιτείας» (377 κ:.f.) καταφέρεται κατά
τίόν ποιηtίόν πού παραποιούν �όν θεόν καί τούς συνιστd νά τόν παρουσιάζουν δπως άκριβίί'>ς εlναι: «οlος τυγχάνει δ θεός ι'ι>ν, άε( δήποv άποδοτέον>>. Ύποστηρίζει μάλιστα δτι δέν πρέπει νά λέγωνται α{ ύπερ6ολαί καί αι άλληγορίαι τίόν ποιητίόν περί θείΟν εΙς τήν πόλιν, δημοσίως δηλαδή: «Ού παραδεκτέον εlς τήν πόλιν>> διότι οι νέοι δέν μποροuν νά έννοή σουν τάς άλληγορίας καί θά παρασυρθούν εΙς λάθος συμπεράσματα περί τfις Φύσεως τού θεού. οι άθεοι καί Ιδίως οι άθεοι κομμουνισταί άποσιω πούν τάς άπόψεις τfις ΦιλοσοΦικfις θρησκείας τίόν Έλλήνων, διότι δέν μπορούν νά τάς άντικρούσουν. Τούναντίον εύχαριστούνται νά fχουν ώς άντιπάλους ε{ς συζητήσεις χριστιανούς fι άλλους θρηcncολή πτους, τούς δποίους διαλεκτικίί'>ς άντιμετωπίζουν.
1 31
Πρό τίόν έπιχειρημάτων περί θεοί>, τά όποία προ βάλλει ή • �ρχαιοελληνική φιλοσοφική θρησκεία oi άθεοι μαρξισταί δέν μποροί>ν νά άντιτείνουν κάτι, τό έλάχιστον. Ό Λένιν fγραψε δτι ό θεός ε{ναι: «κυ ρίως σύμπλεγμα lδεtlJv πού γεvvιοΟvται άπό τήv άμάθεια τtlJv άvθρώπωv, τό έξωτερικό περιΒάλλον καί τόv ταξικόv ζυγό». (Λένιν: «"Απαντα» 4η fκδ. τόμος 35, σελ. 93). Oi «άμαθείς» Πλάτων, Σωκράτης, ·Αριστοτέλης, κ.λ.π. άποστομώνουν τόν κάθε Λένιν μέ λογικά έπιχειρήματα καί άποδείξεις, πού πείθουν καί τόν κακοπιστώτερο συνομιλητή. Έκείνα τά έπι χειρήματα καί έκείνας τάς άποδείξεις τό έγχώριο κατεστημένο τfjς θρησκοληψίας, τοί> άΦελληνισμοί> καί τfjς παχυλfjς άγνοίας τά άποκρύπτει άπό τάς νέας γενεάς. οι νεοέλληνες καθηγηταί πανεπιστη μίων καί oi διάφοροι άρτη ριοσκληρωτικοί παπάδες, πού παριστάνουν τόν θεολόγο εlναι ο{ νεκροθάπται τίόν ύπερόχων διανοημάτων τοί> • Ελληνικοί> θρη σκευτικοί> πνεύματος. ·Απέναντι αuτίόν iσταται ή έπιστημονική προσωπικότης μεγάλων μορφ&ν, πού συστηματικίός τούς πραγκωνίζουν, τούς άποσιω ποί>ν... Φέρω ώς παράδειγμα τόν Πολωνό καθηγητή φιλολογίας καί άρχαιολογίας Θαδδαίο Ζιελίνσκι ( 1 859- 1 944) ό όποίος χάρις ε{ς τάς καταπληκτικάς του έργασίας άνεκηρύχθη μέλος τfjς Πολωνικής, Γερμανικfjς, Ρι.οσικfjς καί Βρεταννικfjς ·Ακαδημίας, καί ό όποίος τό 1 926 fγραψε διά τήν «Θρησκεία τfjς ·Αρχαίας · Ελλάδος». ·ο ίδιος fγραψε εiδικli>ς διά τήν «Μεγάλην · Ελληνικήν Έγκυκλοπαίδειαν» (τό μος «. Ελλάς» σελ. 65 1 ) τό έκτενές άρθρο περί Άρχαι οελληνικfjς θρησκείας, πού «παραδόξως» είς τάς νεωτέρας έκδόσεις δέν συμπεριελήφθη . Άξίζει νά τό διαβάσετε είς τάς πρώτας έκδόσεις, διά νά άπο κτήσετε μίαν ίδέαν περί τfjς οuσίας τfjς 'Αρχαιοελ ληνικi'jς θρησκείας.
1 32
οι tκπροσωποϋντες τήν 'Αρχαιοελληνικήν θρη σιcείαν, οι Ίερεiς τ&ν Ναlόν, fισαν ά.ναμΦισβητήτως ά.ντάξιοι τf'\ς προηγμένης θρησιcευτικf'\ς πίστεως που όπη ρέτουν. Τά Μυστήριά των fισαν ά.ληθf'\ μυστήρια, ά.Φοϋ τίποτε περί αύτlόν δέν γνωρίζομεν. 'Έχω πάντως συγκεντρώσει ά.πό τά κείμενα στοιχεία πειστικά δτι ot Ίερεiς fισαν tπιστήμονες μέ δλην τήν σημασίαν τοϋ δρου. ΠιστεUω μάλιστα δτι εlς κρισίμους στιγμάς διά τό 'Έθνος συνέβαλον μέ τάς γνώσεις των i\ μέ τά «μυστrκd δπλα» που διέθετον (προΦαν{ί)ς εlχον διασωθf'\ ά.πό τόν κατακλυσμόν καί τά tφυλασσαν εlς ναους, τά έπεδείκνυον δέ μόνον εlς τους μυημένους). Δέν εΙσέρχομαι εlς τόν χlόρον τf'\ς Φαντασίας. Στηρίζομαι εlς κείμενα. Έπί παρα δείγματι: Ή tπικρdτησις τοϋ Θεμιστοκλέους G>φεί-. λετο εις τήν όποστήριξιν που τοϋ fδωσαν oi Ίερεiς. Φαίνεται δτι οι Ίερεiς tγνώριζαν τάς έπικειμένας πολεμικάς έξελίξεις, διότι ά.ποδεδειγμένως διέθετον ταχυτατον δίκτυον πληροφοριlόν. οι Ίερείς έξήγησαν εις τόν Θεμιστοκλέα διατί πρέπει νά γίνη ή ναυμαχία εις τήν Σαλαμίνα καί fπρεπε νά γίνη έκεί, διότι ή Σαλαμίς κείται fμπρο σθεν τοϋ Θριασίου πεδίου (ή πρό τf'\ς Έλευσίνος πεδιάς) δπου όπf'\ ρχον οι Ναοί τlόν Μυστη ρίων καί ά.πό δπου θά έχρησιμοποιοϋντο «μυστrκd δπλω>. 'Έ τσι έξηγείται ή έπιμονή τοϋ Θεμιστοκλέους καί τά τεχνάσματά του νά διεξαχθf'\ ή ναυμαχία εlς τήν Σαλαμίνα, διότι δ Θεμιστοκλf'\ς έγνώριζε τήν βοή θειαν που θά εlχε. Ή ά.ριθμητική όπεροχή τών Περσών ε{ς πλοία fιτο συντριπτική . 'Όσο γενναίοι νά fισαν οι πρόγο νοί μας τελικ(l)ς θά έκουράζοντο καί θά ένικώντο. ·Αλλά ένίκησαν χάρις εlς τά «μυστικά δπλα» που εόρίσιcοντο εις τάς έγκαταστάσεις τlόν Ναών τοϋ Θριασίου πεδίου.
.
1 33
Συγκεκριμένως δταν fι ρχισε ή ναυμαχία έλαμψε μέγα φ&ς άπό τήν Έλευσίνα, έν& ή πεδιάς έγέμισε άπό ήχον καί θόρυβον δμοιον μέ Φωνάς πλήθους, μέ βουητό, ώσάν πολλοί άνθρωποι μαζί νά περιφέρουν τόν μυστικόν 'Ίακχον (πομπή). Άπό τό μέσον δέ αύτοfi τofi θορύβου έδημιουργήθη νέΦος, πού άνυ ψώθη καί έπειτα έπέστρεψε εiς τήν γ�ν καί έπέπιπτε εiς τάς έχθρικάς τριήρεις. Αύτά τά γράφει δ Πλού ταρχος («Παράλληλοι βίοι, Θεμιστοκλf\ς» 1 5): « Έν δέ τούτφ τoiJ άγά)νος δvτος φΙ1Jς μέν tκλάμψαι μέγα λέγουσιν Έλευσινόθεν, 1}χον δέ κα{ Φωvήν τό Θριάσιον κατέχει ν πεδ{ον άχρι θαλάττης ιbς άvθρώ πι:ον δμοiJ πολλά)ν τόν μυστικόν tςαγαγόvτι:ον 'Ίακ χον. Έκ δέ τoiJ πλήθους τά)ν Φθεγγομέvι:ον κατά μικρόν άπό γfjς άναΦερόμενον νέφος lδοξεν α�θις ύπονοστεiν κα{ κατασιcήπτειν εlς τάς τριήρεις». 'Όταν συνεπό>ς έχομεν λάμψιν, ήχον, νέφος, άνύψω σιν καί έπίπτωσιν έπί τiδν τριήρεων έξάγεται λογι κώτατα τό συμπέρασμα δτι έπρόκειτο περί έκτοξεύ σεων πυραύλων. Έάν δ Φόν Νταίνικεν έγνώριζε τά άρχαιοελλη νικά κείμενα, πού περιγράφουν έκτοξεύσεις, ρομ πότ, διαπλανητικά ταξίδια καί διαστημικούς πολέ μους, υποβρύχια, άεροπλάνα, κ.λ.π. θά ε{χε καταστ� διασημότερος, άΦοfi κανείς δέν ήδύνατο νά άμΦι σβητήση τά συμπεράσματά του πού θά έβασίζοντο εiς γραπτάς πηγάς καί δχι εiς υποθέσεις. Περί αύτ&ν δμως εiς έπόμενο βιβλίο.
1 34
' Εnίμ ετρ οv
Τά δύο κε{μεvα πού άκολουθούv tδημοσιεύθησαv πρtδτοv εlς τό περιοδικόν «ΕΑΑΗΝΙΚΟΝ Α ΥΡΙΟΝ», τ. 32 Μάρτιος - Άπρ{λιος 1981. τό
"Επιστολή πατρός Γεωριyίοu Τριανταφυλλίδη Θεσσαλονίκη 1 8.3. 198 1 ·Αγαπητέ κύριε Καψάλα Διαβάζω τακτικά τό άξιόλογο περιοδικό σας «· ελληνικόν Αϋριον». Μέ τήν έπιστολή μου αύτή θέλω νά διαμαρτυρηθ& γιά έσΦαλμένες άπόψεις πού φιλοξενήσατε στό τελευταίο τεύχος πού κυκλοφό ρησε (Δεκ. 1980, σελ. 23-25). Στό «'Έπος τού · ελλη νισμού» δ κ. Κ. Πλεύρης προσβάλλει τήν 'Ορθό δοξη πίστη μας. Δέν γνωρίζω τόν συγγραφέα. Φαί νεται νά γνωρίζει καλά τήν πολιτική διαλεκτική. 'Όμως, στά θέματα τής Χριστιανικής πίστεως καί εiδικώτερα τής 'Ορθοδοξίας, άς μού έπιτραπεί, fχει μεσάνυχτα. · u 'Ορθοδοξία εlναι δ καρπός πού πρόσφερε τό δένδρο τού · ελληνισμού μέ τούς χυμούς τής ·Αποκαλύψεως τοΟ θεοΟ. ·ο κ. Κ. Πλεύ ρης τσαλαπατάει τήν 'Ορθοδοξία μέσα στό πάθος του γιά τόν · ελληνισμό. Χτυπ&ντας δμως τήν 'Ορ θόδοξη πίστη γκρεμίζει τόν· · ελληνισμό πού θέλει νά υποστηρίζει. · u Παλαιά Διαθήκη τιμάται άπό τούς Όρθόδο-
1 37
ξους έπειδή διακρίνονται σ' αότήν καί περιγράφον ται καθαρά ο{ ένέργειες το() • Ενός θεο() τfις Ανθρω πότητος, πρός τοι>ς άνθρώπους πού άπόκτησαν προ σωπική έπικοινωνία μαζί Του. Στίς γραμμές τfις Π.Δ. παρακολουθο()με τήν παιδαγωγική μέθοδο το() Θεοσ πού προετοίμασε τήν ύποδοχή τfις ένανθρω πήσεώς του. Ή Ιστορία το() Ίουδαϊκοσ λαο() πού άναγράφεται στά βιβλία τfις Π .Δ. δέν εlναι ύπό δειγμα ζωfις γιά τούς λαούς. 'Αντίθετα μάλιστα τά περισσότερα γεγονότα πού άναΦέρονται ε{ναι παρα δείγματα πρός άποΦυγή. Ό κ. Κ. Πλεύρης έπεσε θΟμα στό άντιεβραϊκό πάθος του. Ό άληθινός Χριστιανός δέν εlναι άντι εβραtος (άγαπάει δλους τούς λαούς), εlναι δμως άντισιωνιστής, διότι ο{ Σιωνιστές θέλουν νά ύποτά ξουν δλους τούς λαούς στίς δικές τους έξουσιαστι κές έπιδιώξεις. ΤιμοΟμε τό Νίbε, δχι ώς άντίπαλο το() Δευκαλίωνος, άλλά ώς πρόσωπο πιστό στόν 'Ένα ·Αληθινό Θεό. Έξ άλλου τήν έποχή το() Νίbε δέν ύπfιρχε άκόμη τό γένος το() Αβραάμ. Προτι μοΟμε τό Νίbε άπό τόν Δευκαλίωνα έπειδή τό γεγο νός το() κατακλυσμοί) περιγράφεται καλύτερα καί Φυσιολογικώτερα. Καί τό σπουδαιώτερο, φαίνεται τό χέρι το() Θεοσ νά σώζει τό άνθρώπινο γένος μαζί μέ δλη τή ζωντανή δημιουργία πού έπλασε γιά χάρη του. Στο μΟθο το() Δευκαλίωνος τfις Έλληνικfις γραμματείας παρουσιάζεται βεβαίως τό ίδιο γεγονός το() κατακλυσμοί), άλλά πολύ συσκιασμένα. Καί τό πιό σημαντικό δτι ο{ κατοπινοί άνθρωποι έγιναν άπό τίς πέτρες! ΤιμοΟμε τόν ·Αβραάμ καί δλους τούς Πατριάρχες καί τούς ΠροΦfιτες έπειδή μέσα σ' έκεtνες τίς προϋ ποθέσεις έγκόσμιας ζωfις πού βρέθηκαν κράτησαν τήν άληθινή τους πίστη καί ύπηρέτησαν, μέσα στίς άνθρώπινες άδυναμίες τους, τήν διαΦύλαξη τfις άλη•
•
·
1 38
θινfις πίστεως τ&ν άνθρώπων. Δέν θά σταθ& στίς τραβηγμένες καί κακόβουλες ίσως έρμηνείες γεγονότων τf\ς Π.Δ. πού παρουσιά ζει στό κείμενό του ό κ. Κ. Πλεύρης. Αύτές δέν στέ κονται στήν κρίση τ&ν πιό άπλίbν εύσεβίbν Χριστια ν&ν. ΟΟτε θά άναΦερθ& στήν έκλογή τοΟ περιου σίου λαοΟ άπό τόν Θεό. Ό εΙρωνικός τρόπος πού άντιμετωπίζει τό θέμα ό συνεργάτης σας ε{ναι άρ νηση κάθε καλόπιστου διαλόγου. Θά προχωρήσω στό μέρος τοΟ δημοσιεύματος πού άναΦέρεται στά ιερατεία. Δέν περιορίζεται στό ιερατείο τ&ν Σιωνι στ&ν πού πολέμησε δ ίδιος δ Κύριος ήμίbν ΊησοΟς Χριστός, άλλά στά «ιερατεία» "yενικίbς. Καί γράφει δτι «σέΒονται τήv dλήθειαv tvόσov αύτή τούς συμ φέρει, άλλως dποσιωποΟv f1 τήv διαστρεθλώvουv>>. Αύτό εlναι ή μεγαλύτερη συκοΦαντία. Καί άποκα λύπτει δτι ό κ. Κ. Πλεύρης δέν γνωρίζει τίποτε iΊ κάνει δτι δέν γνωρίζει γιά τούς ιερείς τf\ς 'Ορθοδο ξίας. Θά fιθελε ίσως νά λείψουν ο{ Ιερείς τf\ς 'Ορθο δοξίας καί νά μείνουν οι σημερινές «ιέρειες» τf\ς Όλυμπίας γιά νά λάμψει ή άρχαία Έλλάδα; Δυστυχίbς ό κ. Κ. Πλεύρης έν& γνωρίζει πολλά γιά τήν προχριστιανική Έλλάδα, δέν γνωρίζει σχε δόν τίποτε γιά τήν Όρθόδοξη ζωή. 'Ίσως τά μόνα πού γνώρισε θά εtναι ο{ συκοφαντίες τ&ν έχθρίbν τfjς πίστεώς μας. Σέ τί άραγε διαφέρει άπό τόν • Αδ. Κοραf\ πού εύθύνεται γιά τόν μέχρι σήμερα άποπρο σανατολισμό τοΟ 'Έθνους; Σέ τί διαφέρει άπό τούς κομμουνιστές πού τοποθετοΟν τό Χριστό δίπλα στόν Μάρξ καί πολεμοΟν τήν Όρθοδοξία; Σέ τί διαφέρει άπό τούς μασώνους πού θέλουν νά άναστήσουν τήν άρχαία εΙδωλολατρεία πάνω στά έρείπια τf\ς 'Ορθο δοξίας; 'Ένα άδύνατο σημείο, μιά μεγάλη πληγή τ&ν περισσοτέρων θεωρητικ&ν τfjς πολιτικfjς στό
1 39
νεοελληνικό κράτος εlναι ή άγνοια τf\ς 'Ορθοδο ξίας. Τή θεωροΟν σάν fνα έπιΦανειακό στοιχεtο πού μπορεt νά διαμορφώνεται δπως θέλουν. Καί αυτό έπειδή οι ίδιοι δέν ζοΟν ώς άληθινοί 'Ορθόδοξοι Χριστιανοί καί άρκοΟνται σέ μιά τυπική έπιΦα νειακή θρησκευτικότητα. · Η fλλειψη βιώματος τούς διαχωρίζει άπό τήν πλειονότητα τοΟ λαοΟ, δ δποtος, άκριβ&ς γι' αυτό τό λόγο, δέν τούς ξεχωρί ζει άπ' τούς πολιτικάντηδες τοΟ πεζοδρομίου. Χωρίς τό βίωμα πού έξυψώνει τόν άνθρωπο δέ μποροΟν οι πολιτικοί νά άντιληΦθοΟν καμμιά διαφορά μέ τόν παπισμό καί τίς άλλες αιρετικές παραφυάδες. Χωρίς τήν έσωτερική πληροφορία πού δίνει ή όρθή πίστη στό θεό τf\ς άγάπης δέν μποροΟν νά ξεχωρίσουν τή δημιουργική συνεργασία τίbν έθνίbν άπό τόν δδο στρωτήρα τοΟ διεθνισμοσ. ·ο Χριστός δέν καταργεt τά fθνη, -άλλά τά άδελΦώνει. · Η αυτοκρατορία τf\ς Κωνσταντινουπόλεως μεταδίδοντας τήν 'Ορθοδοξία στούς Σλαύους δέν τούς ύπόταξε άλλά τούς έξύψωσε πνευματικά. Αυτή εlναι καί σήμερα ή μέγιστη άπο στολή τοΟ 'Έθνους μας στόν κόσμο, νά μεταδώσει τό Φ(ί)ς τοΟ άληθινοσ ΧριστιανισμοΟ, δπως διαφυ λάχθηκε στή γνήσια 'Ορθόδοξη ζωή μας. π. r.τ.
1 40
Νόμισμα rίiς 'ΉλΊδος (nεpi nov rό 421 n.X). Xapaκrn pιorικn ή έnιθnnrικόrnς rov άεrοv.
jJ 1 ,.. )" ' '� -·�. .
'
.
�-
�
. ..,.
•
�.
•.
'
<. .
.
� . "
.
: :.
.
•
.
."
· Απάντησις Κ. Πλε6ρη Sancte Socrates ora pro nobis. . .
''Άγιε Σωκράτη πρέσΒευε ύπέρ ήμώv. . . (έκ προσευχής τής καθολικής έκκλησίας).
·
'Αγαπητό «ΕΑ» Εύχαρίστως δέχομαι νά άπαντήσω είς τήν έπιστο λήν τοϋ πατρός Γεωργίου Τριανταφυλλίδη, διότι, άλλως τε δ διάλογος εlναι προϊόν τοϋ Έλληνικοϋ πολιτισμού. ΈκυκλοΦόρησε (Έκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλc νίκη 1969) .ή Παλαιά Διαθήκη μέ σχόλια, είσαγωγή, έρμηνευτικάς παραφράσεις, χάρτας, κ.λ.π. τόϋ θανόντος ήδη 'Αρχιμάvδρίτου ' Ιωήλ Γιαννακοπού λου. Ή έκδοσις αύ1ή . έχει έγκριθεί καί ύπό τοϋ Οίκουμενικοϋ Πατριαρχείου τής Κωνσταντινουπό λεως καθώς καί ύπό τής Ίεράς Συνόδου τής Έκκλη σίας τής Έλλάδος. Τήν έκδοσ�ν αύτήν καί είδικό'>ς τόν πρrοτον τόμον («Γένεσις»), τήν έπισήμως άνε γνωρισμένην έχω ύπ' δψιν μου είς τήν άπάντησίν
141
J
ι.
μου πρός τόν 'Αρχιμανδρίτην κ:. Γ. ΤριανταΦυλλί δην. Έκ:εtνο πού θέλω εόθύς tξ dρχ�ς νά παρατηρήσω ε{ναι δτι δ πατήρ Γ. Τριανταφυλλίδης δέν φέρει κανένα tπιχείρημα διά νά dντικ:ρούσω. Έγώ, εlς τό «'Έπος τοσ · ελληνισμοσ)) παρέθεσα dκ:ριβ� dπο σπάσματα dπό τήν Παλαιάν Διαθήκ:ην (Π.Δ.) διά τ&ν δποίων περιγράφεται σαφέστατα τό fιθικ:όν ποιόν τ&ν σωματεμπόρων τ&ν συζύγων των 'Αβραάμ, Ίσαάκ:, τοΟ μοιχοί} κ:αί tγκ:ληματίου Δαυtδ, τ�ς μαστρωποσ Σάρας, κ:.λ.π. 'Άν αύτά δέν ε{ναι dλήθεια δέν fχει παρά νά μdς τό είπη δ π. Γ. Τ. i\ fστω νά μdς δώση δ ίδιος μία έρμηνεία τ&ν dηδια στικ:ci>ν δσο κ:αί dπαισiων πράξεων τ&ν · εβραίων αύτci>ν πού θαυμάζει. Μία dκ:όμη παρατήρησι πού θά κάνω ε{ναι δτι δ π. Γ.Τ. συγχέει τήν · ελληνική Όρθοδοξία μέ τόν · εβραtσμό τ�ς Π.Δ. · Η Όρθοδοξία δέν βλέπω νά fχει κ:αμμfα σχέσι μέ τήν Π.Δ. Τό βιβλίο αύτό εlναι ή πολιτική κ:αί θρησεκ:υτικ:ή Ιστορία τοσ · εβραt σμοσ. 'Απεναντίας ή Όρθοδοξία προέρχετάι tκ: τοσ · ελληνισμοσ. ·ο,τιδήποτε όπάρχει (προσέξατε τήν λέξιv «δ,τιδήποτε))), εlς τήν Όρθοδοξία εόρίσκεται εlς τήν 'Αρχαίαν ·ελληνικ:ήν θρησκείαν. 'Όλα δσα fχει ή Όρθοδοξία τά fλαβε tκ: τ�ς tθνικ:�ς θρη σκείας τ«>ν · ελλήνων, καθώς κ:αί tκ: τ�ς dρχαιοελ ληνικ:�ς ΦιλοσοΦίας. Προκ:αλ& δέ δποιονδήποτε νά μοσ είπη κάτι fστω κ:αί dσήμαντον, πού νά fχη ή Όρθοδοξία κ:αί νά μή τό fχη ή dρχαιοελληνικ:ή θρησκεία, εiτε αύτό dναΦέρεται ε{ς τό δόγμα, εiτε εις τήν λατρείαν. Προφανώς δι ' αύτόν τόν λόγον δέν διδάσκεται ε{ς τό Πανεπιστήμιον (Θεολογική Σχολή) ή dρχαία · ελληνική θρησκεία, μολονότι διδάσκεται δ βραχ μανισμός κ:αί δλαι α{ θρησκείαι τ�ς 'Αφρικ:�ς. Συγ-
1 42
κrκριμένως έν Αθήναις οι Φοιτηταί διαβάζουν τό βιβλίο τού Φινλανδού Νίλσον διά τήν Έλληνικήν θρησκείαν γενικ(l)ς καί άορίστως. Διότι dν έδιδά σκοντο συγκεκριμένως τήν άρχαιοελληνικήν · πίστιν αδτομάτως θά διηρωτc'bντο: «Μά, σέ τ{ διαφέρει άπό τήv Όρθοδοξlα; κα( διατ( μtlς ζαλlζετε μέ τοιίς Έθραlους κα( δέv μαθαlvουμε τοιίς 'Έλλη νας προ δρόμους, θεμελιωτάς κα( tκφραστάς τοσ Χριστιαvr σμοtJ;» • Η θεολογική Σχολή δμως δέν θέλει τέτοια έρωτήματα. • Απλ(l)ς θέλει οι Φοιτηταί νά γνωρίζουν _ περί Άρχαίας ·Ελλάδος δτι ot Άρχαiοι 'Έλληνες fισαν πολυθεϊσταί καί ειδωλολάτραι. · Η Όρθοδοξία δέν παρέλαβε τίποτε, άπολύτως τίποτε, άπό τήν Π.Δ. ·ο έβραϊσμός εlναι ξένος πρός τήν όρθόδοξον πίστιν. Φυσικά δ π. Γ.Τ. υtοθετεi τό μέγα ψεύδος δτι ot άρχαtοι 'Έλληνες fισαν ειδωλο λάτραι καί δτι έπίστευαν εις πολλούς θεούς, ένό'> δftθεν ο{ έβραiοι fισαν μονοθεϊσταί. Τό άληθές εlναι καί τό άποδεικνύω εις τό βιβλίον μου περί τού Πολι τιστικού fπους τού · Ελληνισμού δτι ο{ Άρχαtοι 'Έλληνες εις fνα θεόν έπίστευαν, δ δποtος fιτο κατά τόν ΞενοΦάνην (Προσωιcρ. Β, 22, Δ) μέγιστος («εfς θεός μέγιστος») παντοδύναμος («κράτιστος») πού άκούει, βλέπει καί έννοεt τά πάντα («οδλος δρll, οδ λος δέ vofj οδλος δέ τ' άκούει»). Καί διά νά μή μνη μονεύσω πάρα πολλούς dλλους σταματό'> εις τόν Άριστοτέλην, τάς άπόψεις τού δποίου περί θεοϋ άκολουθεt άπολύτως ή Όρθόδοξος έκκλησία (έν άγνοί� τού π. Γ.Τ.). ΓράΦει δ ·Αριστοτέλης (Μεταφρ. Β. 1074) δτι δ θεός άποτελεt τήν πηγήν τftς ζ�flς, διότι ή ένέργεια τού νοός εlναι ζωή, δ θεός εlναι ή καθαρή ένέργεια. Τήν δέ ζωή τοϋ θεοϋ τήν άποτελεt ή καθαυτό ένέρ γεια κάνοντάς την άρίστη καί αιωνία. Λέγομεν λοι πόν δτι δ θεός ε{ναι δν πού έμφορεtται άπό ζωή αιω•
.
1 43
νια καί lιρίστη. 'Ώστε δ θεός fχει ζωή καί αΙωνιό τητα συνεχ-η: «κ:α{ ζωή δέ rε όπάρχει · 7) yάρ . vοσ tvέρyεια ζωή, tκ:εivος δέ tvέρyεια. Έvέρyεια δέ 7) καθ' αύτή tκ:ε{vov ζωή dρ{στη κ:α{ dtδιος. Φαμέv δέ τόv θεόv εlvαι ζQ)ov αtδιοv Ιiριστοv, ιΟΟτε ζωή κ:α{ αlώv συνεχής 6πάρχει τφ θεφ». Παρομοία μεγαλειώδης καί έπιστημονική σύλλη ψις τ-ης έννοίας τοΟ ύπερβατικοΟ δντος τοΟ θεοΟ δέν συναντd κανείς εtς τήν Π.Δ. δπου δ θεός πα ρουσιάζεται νά lισχολ-ηται έπί μακρόν μέ lιπίθανα πράγματα, π.χ. τί πρέπει νά γίνη έάν κερατίση ταΟ ρος άνδρα η γυναίκα, η ποίαι α{ συνέπειαι δι' έκεί νον πού θά lινοίξη λάκκον καί θά πέση μέσα δνος ή μόσχος! («-Εξοδος)) ΚΑ, 28-35). Έκτός lιπό τήν σωματικήν lικεραιότητα τ&ν μόσχων καί δνων δ θεός άσχολείται καί μέ τήν κλοπήν τ&ν προβάτων, μέ τό άν κοιμηθ-η κανείς μέ παρθένον, κ.λ.π. («"Εξο δος» ΚΒ, 1 - 1 7). Νά έρωτήσω τόν π. Γ.Τ. άν ε{ναι σο βαρά πράγματα αί>τά καί άν ε{ναι δυνατόν τό ·γ πέρτατον "Ον, δ δημιουργός τοΟ παντός, δ 'Ύψι στος, νά κατέρχεται άπό τούς οί>ρανούς καί νά δίδη τόν δρισμόν τοΟ ΦαλακροΟ: «tάv δέ τιvι μαδήση 7) κεφαλή αύτού φαλακρός tστί» («Λευιτικόν» ΙΓ, 40) tj νά συμβουλεύη δ ίδιος προσωπικό')ς έάν πρέπει νά τρώγωμεν τόν πελεκdνο η τόν κόκορα; («Λευιτι κόν)) IA, 1 3- 1 9). 'Όλα αί>τά μόνον Φανατικό')ς άΦελείς η άΦελό')ς φανατικοί δύνανται νά πιστεύουν δτι τά ε{πε δ θεQς καί συνεπό')ς πρόκειται περί θεοπνεύ στων κειμένων. ·Απλούστατα, ε{ναι α{ πρακτικαί δδηγίαι συμπε ριφορdς πού ο{ Ιερείς τών 'Εβραίων καθώρισαν .καί πού φυσικά α{ άπλαί συμβουλαί τοΟ καθημερι νού βίου τών 'Εβραίων ποιμένων δέν μπορούν νά συγκροτούν θεόπνευστα κείμενα. Είδατε προηγουμένως δτι ή ' Ελληνική θρησκεία 1 44
έδέχετο τόν ΕΝΑ θεόν. οι δώδεκα θεοί ftσαν τρό πον τινά άγιοι. Έπί κεφαλής θνητci>ν καί άθανάτων fιτο ό Δίας. Τήν άντιστοιχείαν τci>ν δώδεκα θεci>ν f χει καί ή 'Ορθοδοξία. (δώδεκα άπόστολοι) άλλά καί εiς τούς Άγίους fδωσε τάς δικαιοδοσίας τci>ν άρχαίων θεci>ν-Άγία•ν δχι βεβαίως τυχαίωςt άλλά κατ' άντιγραφήν τή; Έλληνικής θρησκείας π.χ. Ποσειδών-Νικόλαος. Εις τόν π. Γ.Τ. φαίνεται πα ράξενο πού οι • Αρχαίοι 'Έλληνες κυνηγοί εlχον ώς προστάτιδά των τήν θεάν (άγίαν) Άρτέμιδαt ένci> δέν τού φαίνεται παράξενο πού τό Πυροβολικό fχει ώς προστάτιδά του καί έορτάζει τήν • Αγία Βαρβά ραt ή Χωροφυλακή τήν Άγίαν Ειρήνηt κ.λπ. Ή προέλευσις τής 'Ορθοδόξου πίστεως άπό τήν άρχαία Έλληνική θρησκεία καί φιλοσοφία άποδει κνύεται έκ τci>ν κειμένων δχι μόνον τci>ν άρχαίων Έλλήνων συγγραφέωνt άλλά έκ τci>ν Πατέρων τής Έκκλησίας. θέλω δέ καταθέση πάντα ταύτα έν ύ πομνήματι εις τήν Ίερά Σύνοδοt μέ τήν έλπίδα δτι θά άπαλλαγci>μεν τής Π.Δ. καί τci>ν κάθε Κάϊν καί Αύνάν τηςt ώστε νά Φωτισθci>μεν άπό τά πνεύματα τού • Αριστοτέλουςt Σωκράτουςt Ήσιόδουt κ.λ.π. Τήν μονοθεtαν τci>ν Έλλήνων άναγνωρίζει καί ό Μητροπολίτης Κορινθίας κ. Παντελεήμων εις τό προσφάτως κυκλοφορήσαν βιβλίον του ύπό τόν τίτλον «Έβραίοι καί Χριστιανοί» (σχετ. «Νέοι 'Άν θρωποι» 1 8 Άπριλίου 1 98 1 , σελ. 1 2) άλλά άτυχci>ς πι στεύει δτι οι Έβραίοι εlχαν περί θεούt δπως ot 'Έλ ληνες «fννοιες ύψηλές». Αύτό δέν ε{ναι σωστό διότι α{ fννοιαι πού εlχον ο{ Έβραίοι διά τόν θεόν fισαν κατώταταιt άΦού έθεώρουν τόν θεό «ζηλωτή», κ.λ.π. Εlναι έποικοδομητικόν πάντως δτι ό προανα φερθείς Μητροπολίτης μνημονεύει τάς «ειδωλολα τρεύσεις καί πολυθεtες» δπως έπί λέξει γράφει τci>ν Έβραίων.
1 45
"Ας άφήσουν λοιπόν τά θύματα τ�ς προπαγάνδας fι τ�ς άγνοίας των τά περί εiδωλολατρικ�ς άρχαίας Έλλάδος. Εlδωλολάτραι καί πολυθεϊσταί ήσαν οι Έβραίοι. Λησμονεt δ π. Γ.Τ. δτι ή Ραχήλ fκλεψε τά εiδωλα τ�ς οΙκίας της; («tκλεψε δέ Ραχήλ τά είδωλα τού πατρός αύτής» (Γένεσις ΛΑ, 1 9). "Ας δια βάση δ π. Γ.Τ. ε{ς τήν 'Έξοδον (ΛΒ, 1 - 10) πώς οι Έβραtοι κατεσκεύασαν δχι θεόν άλλά θεούς καί έλάτρευσαν τούς χρυσούς μόσχους «έποίησαv tαυ τοiς μόσχοv καί προσκεκυvήκασιv αύτφ καί τεθύ κασιv αύτφ καί εlπαv· οδτοι ο( θεοί σου 'Ισ ραήλ ... », άς διαβάση άκόμη δτι μέ τά χρυσά ένώτια δ 'Ααρών «έποίησεv αύτά μόσχοv χωvευτόv καί εl πεv· ούτοι ο( θεοί σου 'Ισραήλ». 0{ Έβραiοι ώς πολυθεϊσταί πού ήσαν έλάτρευαν έκτός άπό τόν γνωστόν μόσχον τ�ς Βαιθήλ καί Δάν (Βασιλtων Β ', 10, 29) καί Έλχίμ, 'Αδωνάϊ, Βάαλ, Μολώχ, κ.λ.π., κ.λ.π. Προσθέτω άκόμη δτι δι ' εlδικ�ς έντολ�ς του δ Κύριος, έζήτησε άπό τούς Έβραίους νά σταμα τήσουν νά εlναι πολυθεϊσταί καί εiδωλολάτραι. Συγκεκριμένως τούς παρήγγειλε: «ού ποιήσετε ύμiv αύτοiς θεούς άργυρούς καί θεούς χρυσούς>> («"Εξο δος» Κ, 23).
Άπό ποϋ καί ώς ποϋ λοιπόν δ π. Γ.τ. τούς θεωρεί μονοθεϊστάς; 'Όσον άφορα εiς τό δτι «στίς γραμμές τής Π.Δ. παρακο).ουθούμε τήv παιδαγωγικήv μέθοδο τού θεού πού προετοίμασε τήv ύποδοχή τής έvαvθρω πίσεώς του>> πού υποστηρίζει δ π. r.τ. ε{ναι άπο ρίας άξιον ποϋ τήν εΙδε. Μ ή πως έννοεί τήν μέθοδον τοϋ Κάϊν; τήν μέθοδον τοϋ Αύνάν; τήν μέθοδον τοϋ 'Ιακώβ; (πού tσΦετερίσθη τά πρωτοτόκια άπό τόν Ήσαϋ fναντι «πινακίου Φακ�ς» καί έξηπάτησε τόν πατέρα του 'Ισαάκ καλύψας μέ δέρματα έρι Φίων τά γυμνά μέρη τοϋ σώματός του διά νά Φαίνε•
1 46
ται δασύτριχος δπως δ άδελφός του), κ.λ.π., κ.λ.π. Άντί νά δμιλή άορίστως καί άφη ρημένως περί παι δαγωγικής μεθόδου τής Π.Δ. άς τήν δείξη, άς τήν περιγράψη. Καί διά τήν προετοιμασία τής ύποδο χής τοϋ θεοϋ, τί νά είπω; δέν άρκεί δ Γολγοθάς; Ώστόσον καί δ π. Γ.Τ. παραδέχεται δτι τά πε ρισσότερα γεγονότα πού άναΦέρονται ε{ς τήν Ί στορίαν τοϋ Ίουδαϊκοϋ λαοϋ έν τft Π.Δ. εlναι πα ραδείγματα πρός άποφυγήν. ' Εξαίσια. "Ας κάνη ένα βήμα άκόμη . 'Όλη ή Π.Δ. εlναι παράδειγμα πρός άποΦυγήν. Έάν έχη άντίρρησι άς άποστείλη ε{ς τό «ΕΑ» ένα γεγονός άπό τήν Π.Δ. πού νά εlναι ύπόδειγμα πρός μίμησιν. 'Ένα, μόνον ένα. Ό π. Γ.Τ. άσΦαλώς γνωρίζει δτι δ Κάϊν έδολο Φόνησε τόν άδελΦόν του: «dvέστη Κάϊv έπί "Α8ελ τόv dδελΦόv αύτού καί dπέκτειvεv αύτόν>> («Γένε σις» Δ, 8)· γνωρίζει δτι δ 'Αβραάμ σωματεμπορεύθη τήν σύζυγόν του Σάρα τήν δποίαν έπαρουσίασε ε{ς τόν Φαραώ ώς άδελΦήν του καί δχι ώς γυναίκα του διά νά άποκομίση πλοϋτον: «Elπov οδv δτι dδελφή αύτοϋ εlμι, δπως av εδ μοί γέvηται διά σέ>> («Γένε σις» ΙΒ 1 3). Τά ίδια έκανε καί δ Ίσαάκ ώς προαγω γός τής Ρεβέκκας («Γένεσις», ΚΣΤ, 6)· γνωρίζει δτι δ 'Ιακώβ έξηπάτησε τόν πατέρα του 'Ισαάκ διά vά άρπάξη τά πρωτοτόκια άπό τόν Ήσαϋ: «εlπε δέ αύτφ έλθώv δ dδελΦός σου μετά δόλου έλα8ε τήv εύλογίαv σου>> («Γένεσις», ΚΖ, 35)· γνωρίζει δτι ή Ραχήλ έκανε τήν μαστρωπόν εlς τήν δούλην της Βαλλάν: «καί έδωκε αύτφ Βαλλάv τήv παιδίσκ:ηv αύτής αύτφ γυναίκα καί εlσήλθε πρός αύτήv Ία κώ8>> («Γένεσις», Λ, 4)· γνωρίζει δτι δ Λάβαν έξεμε ταλλεύετο τάς θυγατέρας του Λείαν καί Ραχήλ, πού διά νά κάνη δ Ίακώβ έρωτα μέ τήν τελευταίαν εiργάζετο δωρεάν ε{ς τόν πατέραν της έπί 14 έτη: «καί έδούλευσεv αύτφ έπτά έτη έτερα>> («Γένεσις»,
1 47
ΚΘ, 30)· γνωρίζει δτι δ "Α6ραμ έμοιχεύετο μέ τήν
"Αγαρ τfl έγκρίσει καί τfl προτροπfl τής συζύγου του Σάρας: «κα{ λαΒούσα Σάρα ή γυνή 'Ά Βραμ ''Α γαρ τήν Αiγυπτ{αν... έδωκε αύτήν τφ 'ΆΒραμ άνδρ{ αύτής αύτφ γυναίκα (Γένεσις» ΙΣΤ, 3)· γνωρίζει δτι ή Π.Δ. έμΦανίζει τόν θεόν ιΟς κοινόν δολοΦόνον, πού έΦόνευσε πολλούς άνθρώπους π.χ. τόν "Ηρ: «κα{ άπέκτει νεν αύτόν δ θεός» («Γένεσις» ΛΗ, 7) κα θώς καί τόν άδελΦόν τοΟ 'Ήρ, τόν περι6όητον Αύ νάν, διότι (άκουσον! άκουσον!) έθύμωσε έπειδή δ Αύνάν. .. αύτοϊκανοποιήθη: «δη έποίησε τούτο, κα{ έθανάτωσε κα{ τούτον>> («Γένεσις» ΛΗ, 10) καί πολλά άλλα σημεία, παραγράφους, κεφάλαια δλό κλη ρα τής Π.Δ. μπορώ νά μνημονεύσω πού ε{ναι άπολύτως άντίθετα πρός τόν ήθικόν πνεύμα άγάπης καί τήν θείαν Φύσιν τής Όρθοδοξίας. Μήπως δέν τά έρμηνεύω όρθώς; "Ας μdς τό εϊπη δ π. Γ.Τ. Πάν τως μέρος τών άνωτέρω έπισημαίνει καί δ Ίωήλ ε{ς τό προαναφερθέν έργον του δπου γράφει (σελ. 2 1 ): «Ό Πατριάρχης 'ΙακώΒ φέρεται σκληρός κα{ πλεονέκτης πρός τόν άδελΦόν του Ήσασ, διότι δ ταν εύρεν αύτόν πει νιί>ντα, δέν έδωκεν εiς αύτόν ούδέ έν πι νάκιον Φακής παρά ύπό τόν δρον τής πω λήσεως τιί>ν πρωτοτοκ{ων του (25, 29-34). Ό 'ΙακώΒ ψεύδεται εiς τόν πατέρα του 'Ισαάκ παρουσιαζόμε νος ώς δ Ήσασ κα{ λαμΒάνει τήν πατρικήν εύλο γίαν (κεφ. 27). Ή πεΦιλημένη σύζυγος τοσ 'ΙακώΒ, ή Ραχήλ, κλέπτει τά είδωλα τοσ πατρός της κα{ ψεύδεται πρός αύτόν (3 1 , 39). Ol υlοί τού 'ΙακώΒ φέρονται άπανθρώπως πρός τούς Συχεμέτας (κεφ. 34) κα( ε{ναι εiδωλολάτραι (35, 2). Ό ΡουΒήν γίνε ται αlμομίκτης (35, 2 1 ). Ή διαγωγή τών υlών τού 'Ιούδα Αύνάν κα{ 'Ήρ εlναι έπα{σχυvτος, ώς κα{ ή μετά τής Θάμαρ τής νύμφης του άμαρτ{α τού iδίου τού 'Ιούδα (ιcεφ. 38). Ό περίφημος Πατριάρχης Ά-
1 48
θραάμ ψεύδεται εlς τόν Φαραώ λέγων εlς αΜόν, δτr ή Σάρα δέν εlναι γvVή του άλλά άδελΦή του, διά vά μή θανατωθή παραδίδων ούτω τήν γvναrκα του εlς μοιχείαν>>. Ό Δευκαλίων (= λευκός άνθρωπος) καί ή σύζυ γός του Πύρρα (= ξανθή) εlναι 'Έλληνες. Χρονικό'>ς προηγήθησαν τό'>ν Έβραίων καί τό περιστατικόν τοG κατακλυσμοG fχει άναλυθfι καλλίτερον καί έπι στημονικό'>ς εlς τά Έλληνικά βιβλία. Οι Έβραίοι ποG τό άνέλυσαν; ποG τό περιέγραψαν: μόνον δύο λόγια εlς τήν Π.Δ., πουθενά άλλοG, ένό'> μπορfι ό π. Γ.Τ. νά μελετήση άΦθονίαν Έλληνικών κειμένων. Διατί λοιπόν προτιμά τόν Νό'>ε; μήπως διότι ε{ναι ΟΟμα τού «έθραt'ιcού λυσσιιcού Ιού>>; (Π. Γιαννόπου λος). Μού άρέσει δμως πού ειρωνεύεται τό δτι «Ol κατοπι νο( άνθρωποι tγι ναν άπό πέτρες. . .>> μολονότι δέχεται δτι ό άνθρωπος fγινε άπό χό'>μα τό όποίον καί αuτό άνεγράφη άπό τήν άρχαία Έλληνική θρη σκεία. Δηλαδή τό «Χούς έσμέν ιca( εlς χούν άπε λευσόμεθα>> ε{ναι παρμένο άπό τόν ΞενοΦάνην: «έιc γαίης γάρ πάντα ιcα( εlς τήν γής πάντα τελευτά>>. ΓΕνθ. άνωτ.). Εlς τήν έπιστολήν του γράφει δτι δέν θά άναΦερ � ι<στήν έιcλογή τού περιουσίου λαού άπό τόν tJεό>>. Διατί όχι; νά άναΦερθfι καί νά μdς έξηγήση διά ποίον λόγον ό θεός έδιάλεξε τούς Έβραίους; Πρέπει νά έπικοινωνήση μέ τό Έλληνικόν πνεύμα, διά νά καταλάβη τήν έρώτησίν μου. 'Όταν πέντε χιλιάδες καί δέκα χιλιάδες χρόνια πρίν έμΦα νισθούν οι ·εβραίοι, οι 'Έλληνες εlχαν ύψηλό Πο λιτισμό μέ θείας έννοίας ήτοι: δεδομένα συνειδή σεως, ήθικήν άντίληψιν. πρdξιν καλού μέ άμοιβήν η άντιστρόφως μέ τιμωρίαν, τότε θά διερωτηθfι: τΗτο άνάγκη νά έλθη ό θεός εlς τήν γήν διά νά είπη πράγματα πού τά έγνώριζαν οι 'Έλληνες χι-
1 49
λιάδες χρόνια πρίν, τά εΙχαν γράψει εlς τά βιβλία των καί τά έφή ρμοζαν εlς τήν ζωήν των; Καί έν πάση περιπτώσει έάν fιτο άνάγκη δ θεός νά είπη: ού Φονεύσης, ού μοιχεύσης, ού κλέψης, ού ψευδο μαρτυρήσης, κ.λ.π. δλα αύτά τά «ού» άΦεώρουν μόνον εlς τούς Έβραίους, διότι ο{ 'Έλληνες έγνώ ριζαν fιδη δτι fιτο άμαρτία ή μοιχεία, δ Φόνος, ή κλοπή, ή ψευδορκία. Καί τά έγνώριζαν δχι ώς θείαν άποκάλυψιν άλλά ώς κοινωνικόν καθf\κον, ώς αύτονόητα ήθικά παραγγέλματα. Δέν fιτο άνάγκη νά μdς τά fλεγε δ θεός, δ δποiος fδωσε τάς έντολάς του μέ σύστημα πού καί αύτό άντεγράφη, διότι χι λιάδες χρόνια πρίν κάθε έπJά fτη άνήρχετο δ Μί νως εlς τό Ίδαiον άντρον καί έλάμβανε έπί πλακό'>ν τάς έντολάς τοϋ Διός. Εύχαριστό'> θερμό'>ς πού μέ παραλληλίζει μέ τόν Κοραf\ν δ δποiος κατά τήν γνώμην του «εύθύvεται γιά τ6v μέχρι σήμερα άποπροσαvατολισμ6 τού 'Έ θνους»!!! ·Η άπορία τοϋ π. Γ.Τ. εlς τί διαφέρω άπό τούς κομμουνιστάς fι τούς μασώνους μοϋ δημιουρ γεi τήν άπορία έάν θά κατανοήση τήν άπάντησι πού δίδω. ·Η γνώμη έπίσης δτι «έχω μεσάνυχτα» μέ ύπο χρεώνει νά δηλώσω δτι ούδέποτε έκαυχήθην δτι γνωρίζω τήν άλήθεια, διότι τότε θά fιμουν·άρχιμαν δρίτης, ένό'> εlμαι fνας ταπεινός έρευνητής καί θαυ μαστής τf\ς ·Ελλάδος καί τοϋ Πολιτισμού της καί Χριστιανός Όρθόδοξος. Γράφω έν τούτοις ώς μία πνευματική συνέχεια δλων έκείνων τό'>ν δποίων δ θρησκευτικό� φανατι σμός fκ:λεισε τάς σχολάς, ήρπασε τάς περιουσίας, fκαυσε τάς βιβλιοθήκας, άπηγόρευσε τάς διδασκα λίας των, έΦυλάκισε, έξόρισε καί έδολοΦόνησε. Αύτός δ θρησκευτικός φανατισμός δέν έχει θέσιν είς τήν Όρθοδοξίαν. ΕΙναι έβραϊκf\ς ·προελεύσεως
1 50
καί έκπορεύεται άπό τήν μισαλλόδοξον Π;Δ. Διακη ρύσσω τήν έθνικήν καί Χριστιανικήν ά ναγκαιότητα νά σταματήση τό μάθημα τής Π.Δ. άπό τά σχολεία. Ή Έλληνική φιλοσοφία ύπήρξε δ «παιδαγωγός ε{ς Χριστόν»! 0{ 'Έλληνες φιλόσο φοι ήσαν oi πρό Χριστού Χριστιανοί, ο{ πρόδρο μοι τού Χριστού. Τά Έλληνόπουλα πρέπει έπί τέ λους νά μορΦώνωνται άπό τόν 'Αριστοτέλη, τόν Σωκράτη, τόν Πλάτωνα καί δχι άπό τούς μανιακούς προφήτες ιΟς δ Μαλαχίας fι δ 'Ιεζεκιήλ. Ό ·Ησίο δος σέ πλησιάζει εtς τόν Χριστόν ένώ δ ·ιερεμίας σέ άπομακρύνει. Ό 'Όμηρος σού διδάσκει δλας τάς άρετάς πού άπαιτεί ή Όρθοδοξία, καί δχι δ Ναούμ fι δ Νεεμίας. ·Η έπικράτησις τών Έβραίων προφητών fναντι τών ·ελλήνων ΦιλοσόΦων όΦείλεται ε{ς τήν όπο σκάπτουσαν τά θεμέλια τής Όρθοδοξίας έβραϊκήν · έπιρροήν ε{ς τόν χώρον τής έκκλησίας, ή όποία κάποτε fΦθασε ε{ς τό σημείον νά άπαγορεύση τήν βάπτισιν τών ·ελληνοπαίδων μέ ·ελληνικά όνόμα τα. Καλώ τόν π. Γ.Τ. νά συζητήσωμεν δημοσίως. 0{ 'Έλληνες ούδέποτε έΦοβήθησαν τόν διάλογον. Ό άπόστολος Παύλος παντού έδιώκετο. Μόνον ε{ς Αθήνας τού ε{παν νά άνέλθη εlς τό βήμα καί νά είπη ε{ς τί συνίσταται ή διδασκαλία του. Δέν πει ράζει πού δταν έπεκράτησαν ο{ όπαδοί τού Παύλου άπηγόρευσαν εtς τούς 'Έλληνας νά fχουν τό δι καίωμα πού ο{ ίδιοι fδωσαν ε{ς τόν Παϋλον. Έπειδή fγραψε δτι fκανα «τραβηγμένες» ίσως έρμηνείες γεγονότων τής Π.Δ. προκαλώ νά μού ό ποδειχθή ποία γεγονότα δέν έρμήνευσα όρθώς. κάί άναμένω νά μού δοθούν α{ όpθαί έρμηνείαι, διότι μόνον έτσι θεμελιώνεται δ διάλογος. Συνεχίζων όποστη ρίζω δτι ή άναμφισβήτητος •
1 51
διάψευσις τftς Π.Δ. γίνεται έμφανής ε{ς δσους δια βάσουν τάς χρονολογίας τάς δποίας οι ο ' fχουν δώσει καί τάς δποίας άναΦέρει δ μακαρίτης άρχι μανδρίτης Ίωήλ Γιαννακόπουλος, δ δποtος φαίνε ται δέν εlχε καταλάβει περί τίνος πρόκειται, διότι άλλως θά εlχε άποΦύγει νά τάς πιiραθέmt καί μάλι στα μέ τόν τίτλον κεφαλαίου: «Ίστορική άξιοπι στία άρχαιολογικ&ς» (fνθ. άνωτ. σελ. 356). Κατά τούς ο ' οι πρωτόπλαστοι έμΦανίζονται τό 5.500 π.Χ. δηλαδή δταν οι Κρftτες dνήγειραν άνά κτορα. 'Όταν πεντακόσια χρόνια πρίν, (6.000 π.Χ.) i\κμαζε δ Όρχομενός καί δταν 4.500 πρίν ( 1 0.000 π.Χ.) άνεπτύσσετο δ Αlγαtος πολιτισμός, οι Ο ' καί δ άρχιμανδρίτης Ίωήλ Γιαννακόπουλος μdς λέ γουν δτι δ θεός fκανε τούς πρωτοπλάστους. . . Καί καλ&ς ο{ ο ' οι δποtοι δέν έγνώριζαν τήν κνωσόν καί τάς Μυκήνας άλλά δ Ίωήλ; Ό κατακλυσμός τοποθετείται άπό έκείνους ε{ς τό 3.250 π.Χ. δ 'Α βραάμ-Ίακώβ ε{ς τό 2.000- 1 . 500 π.Χ. δ ΜωΟσής f ζησε κατά τό 1 300- 1 200 π.Χ. Έπομένως δ θεός έπε κοινώνει εις τό Σινd μέ τόν Μωϋσft, δταν έτελείωνε δ Μινωϊκός πολιτισμός!!! Καλοί μου κληρικοί δταν διατηρftτε τάς άντεπιστημονικάς, άναληθεtς ιστο ρικ&ς καί άρχαιολογικ&ς διαψευσθεtσας άπόψεις καί περιγραφάς τίbν Έβραίων τftς Π.Δ. κάνετε κα κόν ε{ς τόν Χριστιανισμόν. Εlσθε δέ τόσον άσχε τοι, lbστε σεtς οι iδιοι μεταφέρετε τήν συζήτησιν εις τόν χίbρον δπου έκεtνα πού λέγετε συντρίβον ται. Τί έπικαλεtσθε «ιστορικήν άξιοπιστίαν άρ χαιολογικ&ς» άφοσ δ ιστορικός fλεγχος εlναι δλο σχερ&ς εις βάρος τ(bν άπόψείbν σας; 'ΑσΦαλίbς οι Ο · ήγνόουν τάς έπιστήμας τής γεωλογίας, παλαιον τολογίας, άρχαιολογίας, κ.λ.π., κ.λ.π., καί διεπί-. στωσαν αύθαιρέτως άνακριβεtς χρονολογίας, σείς διατί τάς έπαναλαμβάνετε καί καθορίζετε δτι of
1 52
·
πρωτόπλαστοι fζησαν εlς έποχήν πρίν άπό τήν δ ποίαν οι 'Έλληνες εlχαν fιδη κτίσει πλήθος πό λεων, τG>ν λεγομένων προϊστορικG>ν; Αι άνακρίβειαι αότοt) τοt) εiδους βλάπτουν τήν Όρθοδοξίαν καί δχι ή έπισήμανσις καί άπόρριψίς των. Ίδού λοιπόν άκόμη fνα έπιχείρημα ύπέρ τής έξώσεως τής Π.Δ. άπό τό οΙκοδόμημα τής 'Ορθοδο ξίας τοt) δχοίου ύποσκάπτει τά θεμέλια. Καί τά ύπο σκάπτει δχι μόνον μέ τήν ιστορικήν άναξιοπιστίαν άλλά καί μέ τήν ήθικήν μείωσιν τοt) θείου, τό δποίον παρουσιάζει ώς έπιτρέποντα άκόμη καί αιμομειξίας. Εlς τήν Π.Δ. άναΦέρεται («Γένεσις» Ιθ, 3 1 -37) ή περίπτωσις αιμομειξίας τG>ν θυγατέρων τοt) Λώτ μέ τόν πατέρα τους, τόν δποίον έμέθυσαν καί τήν μίαν έκοιμήθη μαζί του ή μεγαλυτέρα κόρη, τήν δέ άλλην ή μικροτέρα (καl εlσελθοΟσα ή πρεσθυτέρα tκοι μήθη μετά τοσ πατρός α6τfjς... κα{ εlσελθοΟσα ή νεωτέρα tκοιμήθη μετά τοΟ πατρός α6τfjς . . . καi συvέλαθοv α{ δύο θυγατέρες Αώτ tκ τοΟ πατρός αι}τιi)v...»). Διά τό έμετικόν αότό σεξουαλικόν σύμ πλεγμα δ άρχιμανδρίτης Ίωήλ εύρίσκει δικαιολο γίας καί δίδει έξηγήσεις! γράφει (fνθ. άνωτ. σελ. 1 57): «tπιτρέπει δ θεός τήv αlμομειξlαv ταύτη ν, διότι προ θλέπωv τήv διαΦθοράv τd}v άπογόvωv τοΟ Αώτ Μωαθιτιi}v κα{ Άμμαvιτιi}v ifθελε vά μισηθοΟv 6πό τι:ί)v Ίουδαlωv». Τί ε{ναι αότά πού γράφετε π. Γ.Τ. καί έγκρίνει ή ·ιερά Σύνοδος; ·ο θεός, τό άριστον τ&ν δντων, επιτρέπει αιμομειξίας διά νά έμπνεύση μίσος; Τί εlναι αότά κύριοι; τί σχέσιν fχουν μέ τήν Όρθοδοξίαν μας; Καί διά νά τελειώνωμεν θέλω καί εi>χομαι νά εlμαι καλός 'Ορθόδοξος Χριστιανός. Σέβομαι καί τιμ& τήν Όρθόδοξον 'Εκκλησίαν καί τούς άξίους έκπρο σώπους της. Πιστεύω δμως δτι τό χριστιανικόν πνεΟμα ύπήρξε καί άνεπτύχθη εlς τήν Αρχαίαν ·Ελ•
1 53
λάδα κ:αί δτι ο{ ·Εβραίοι ήσαν κ:αί παραμένουν άντίχριστοι. Τό βιβλίον τους δέ ή Π.Δ. εΙναι ίδικ:όν τωv κ:αί μόνον. Νά άπαλλαγώμε άπό αuτό ώς 'Έλλη νες κ:αί ώς Χριστιανοί. Μάρτυς μου ό θεός fτσι πιστεύω δτι εlμαι χρήσιμος είς τήν Όρθοδοξίαν κ:αί είς τήν Έλλάδα. Έάν fχω liδικ:ο, πού δέν τόν άπο κ:λείω, εlμαι πρόθυμος νά άκ:ούσω, νά συζητήσω, νά διαβάσω. ΕΙμαι fτοιμος νά μέ πείσουν δχι νά μού έπιβληθούν. Έάν πεισθ& θά άνακ:αλέσω. Μέχρι τότε δμως fχω κ:άθε ήθικ:όν δικαίωμα νά διατηρώ τήν γνώμη ν μου δτι ή Π.Δ. άφορά είς τούς • Εβραί ους κ:αί μόνον. "Αλλωστε τό ίδιο άκ:ριβώς παραδέ χεται κ:αί ή έπίσημος έκ:κ:λησία. Συγκεκριμένως ό Ίωήλ γράφει (fνθ. άνωτ. σελ. 1 3): « Ή Άγία Γραφή, ή ΒίΒλος, δ γραπτός οδτος λόγος τού θεού διαιρείται . εlς δύο μέρη: Παλαιάν καί καινή ν Διαθήκη ν. 'Ονο μάζεται δέ τό πρtδτο μέρος Παλαιά Διαθήκη, διότι περιέχει τήν παλαιάν συμΦωνlαν ήτις συνήφθη μεταξύ θεού καί τού περιουσίου aυτού λααύ τού 'Ισ ραήλ (καθ' ή ν δ θεός θά προστατεύση τούς Ίσραη λίτας, aν οδτοι ύπακούωσι εlς Αυτόν, θd εlναι θεός εlς aυτούς, aν έκεiνοι εlναι λαός Του). Τό δεύτερον μέρος δνομάζεται Καινή Διαθήκη, διότι περιέχει τήν νέαν συμΦωνίαν ή δπο{α συνήφθη μεταξύ δλου τού κόσμου καί τού Χριστού, καθ' ήν δ θεός θά σώση τούς άvθρώπους, aν οδτοι πιστεύωσι εlς aυτόν. 'Επειδή δμως έν πάσn Διαθήκη άνθρώπου έκΦράζεται ή τελευταία θέλησις τού Διαθέτου καί ή Διαθήκη του αύτη εlναι tγκυρος μετά τόν θάνατόν του, κατά παρόμοιον τρόπον κα{ ή Παλαιά καί Καινή Διαθήκη δύναται νά ληΦθfl cbς ή τελευταία θέλησις τού ένός, τού θεού πρός τούςΈθραίουςέν τf1 Παλ. Διαθήκη, πρός δλον τόν κόσμον έν τf1 Κ. Δια θήκn. Διά τό tγκυρον τflς Διαθήκης, διά τού θανά του, ή Παλαιά Διαθήκη έρραντίσθη δι .' αfματος 1 54
τράγων καί μόσχων ( Έ6ρ. 9, 1 2), ή δέ Και νή Δ ια θήκη δι ' αίματος τού Χριστού» (Έ6ρ. 9, 1 2).
Δέν πρόκειται βεβαίως νά σχολιάσω τήν συμΦω νίαν θεοu καί Έβραίων πού τήν έρράντισαν καί μέ α{μα τράγων καί μόσχων οϋτε νά ρωτήσω πώς έπεσε έξω δ θεός καί ηλλαξε γνώμην, κ.λπ. αλλά θά περιο ρισθώ είς τήν θέσιν τής 'Ορθοδοξίας δτι ή Π.Δ. ανα φέρεται εiς τούςΈβραίουςκαί μόνον. Καί τί ζητώ; νά aρκεσθώμεν είς τήν Καινήν Διαθήκην πού μάς αφορά καί τό περιεχόμενόν της διδαχθέν ύπό του Χριστοί> περιλαμβάνει aπό τά ώραιότερα νοήματα του θείου aρχαιοελληνικοί> θρησκευτικου καί Φιλο σοΦικου πνεύματος. κ.π.
'Απόλλων Ό Θεός Ηλιος έτιμiiτο τήv 25ηv Λεκεμ8pίου. .
Ν
1 55
Τό Λ ημαptτιον τών Συpακουσίων. Πp6κειται δι iνα νόμισμα πού έξεδ6θη μετά τήν νίκην τών Συpα κουσίων κατά τών Καpχηδονίων πού εlσt8αλαν εlς την Ίμtpα τό 480 π.Χ. Ώνομάσθη Λ ημαptτιον πpός τιμήν τ#jς Λημαptτης συζύγου τοσ ήγεμόνος Γtλω νος. Τό νόμισμα αύτό έκτιμiiται σήμεpον πεpίπου 10.000.000 δpχ. καί θεωpείται τό άκpι8ώτεpον νόμι σμα τοίJ κόσμου («Νομισματικά Nta» Μάpτιος 1982, σελ. 10).
•
1 56
Παράρmμα
Ό 7ΙΑ1ος ό6nyεi rό άρμα rov (δίt/Jpον). Τά παι διά ποv ΒΑέπεrε σvμΒοΜzοvν rovς άσrέpας, oi ό ποiοι χάνονrαι εlς mν θάλασσαν μόmς Φανίί 6 'Ή mος (άπό άyyειοypαt/Jίαν).
1 58
Πλάτων
Είς τό Βvζαντινόν Μουσείον έκτίθεται ή άνωτtpω είκών του Ά γίου ΧpιστοΦόpοv του κvνοκεΦάλου.
1 59
Ά ναπαpάστασιt; κιόνων παλαιού Άpτεμισίου, 'ΈΦεσσt;
1 60
Ό άγκυλωτός σταυρός (Σοάστικα) κατά τήν άρχαιοελληνικήν
άντίληψιν ήτο σύμοολον τής σοφίας πού δημιουργεί. Αύτήν τήν σοφίαν έξέφραζεν ή θεά Αθηνά. Δι ' αύτό καί ό χιτών της διεκο σμήθη μέ άγκυλωτούς σταυρούς. ΗΟταν οί χριστιανοί άνήγειραν τόν ναόν τής Αγίας Σοφίας είς τήν Κωνσταντινούπολιν, δέν πα ρέλειψαν νά χρησιμοποιήσουν τό άρχαιοελληνικόν έμολημα τής δημιουργικ ής σοφίας. "Ετσι, έστόλισαν τά προπύλαια τού ναού τής Αγίας Σοφίας μέ σοάστικας, όπως δεικνύει ή άνωτέρω φω τογραφία.
1 62
Κωνοτα vτίvος Α.
Πλεύρης
Ό προφήτης Ήσα ίας προσεύχεται μεταξύ τής Νυκτός καί τού Όρθρου. Τήv προαωποποίησιv τής νυκτός καί τού όρθρου παρέ λ αοαv οί χριστιανοί άπό τήv Έλληvικήv μυθολογίαv.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, Είοαyωyιί είς τό έπος το ύ έλλ ηνι κο ύ πολι τι σμού
163
Είς τήv είκόvα αύτήv, πού εύρίσκεται είς τό Βελιγράδιοv (seculic collection) παριστάνεται ό :Αρχάγγελος Μιχαήλ vά ίππεύrι έναν πτερωτόv ίπποv. Προφανώς, ό χριστιανός άγισγράφος άvτέγρα ψεν τόν ήρωα Βελλερεφόvτηv, ίππέα τοϋ περιφήμου Πηγάοου.
164
Κωvσταvτίvος Α.
Πλεύρης
Μία άναπαράατααις τού άνακτόρου τής Κνωσού. Χιλιάδες χρόνια πρό � ατού οί ΝΕλληνες ε[χαν άνεγείρει περίλαμπρα οίκοδομικά άριατουργήμι πολλών όρόφων καί όλων τών άνέαεων. Έvτός αύτών τών μεγάρων ήκμα ό Μινωϊκός πολιτισμός, οί έκπρόαωποι τού όποίου έπίατευαν, φυσικώς καί γικώς, είς μίαν θρηακείαν άνωτέραν έκείvης τών δούλων τών Α ίyυπτίων, 6ραίων. Ή Μινωϊκή πάντως θρησκεία μας είναι άγνωστος. Γνωρίζομεν, όμ οτι €να άπό τά 6ααικά αύμ 6ολα λατρείας ήτο ό Σταυρός. Τόν ίδιον άκριι Σταυρόν πού έχουν τώρα οί χριστιανοί, τόν όποίον είχαν οί ΝΕλληνες 6.( χρόνι α πρό Χριστού. ΝΕνας τέτοιος μαρμάρινος Σταυρός έκτίθεται είς τό μ αειΌν Ηρακλείου (προθήκη 55).
ΟΙ ΕΜΗΝΕΣ, Είοαyωyή είς τό έπος τού έλληvικού πολιτισμού
165
Ή θεά :Αθη νά. Προκαλεί έvτύπωσιv ή άvυπέρ6λητος έκφρασις τού προσώπου.
1 66
Κωνοτα ηίνος Α.
Πλεύρης
Είς τι]ν έκκλησίαv τών 'Αγίων 'Αvαργύρωv τής Καστοριάς εύρί σκεται αύη) ή τοιχογραφία, πού άπεικοvίζει πτερωτούς ϊπποιις vά μεταφέρουν είς τόv ούραvόν τόv προφ1jτην Ήλίαv. Πρόκειται διά κακiιν άπομίμησιv τοϋ aρματος τοϋ Ηλίου. Ό χριστιανισμός, μεταξύ δλων τώv aλλωv, άντέγραψεv καί τοuς πτερωτούς ϊπποvς τής Έλληνικ1]ς μυθολογίας.
ΟΙ ΕλλΗΝΕΣ, Είσαyωyιί είς τό έπος το ύ έλλ ηvικού πολι τι σμο ύ
Ή Παρθένος καί τό Βρέφος (πίναξ τού Ραφαήλ).
1 67
168
Κωνσταντίνος
Α.
Πλεύρης
Ό Πλούτος καί ή Είρήνη (έργον τού Κηφιοοδότου, πα τρός τού Πραξι τέλους) άπετέλεααν τό πρότυπον διά τήν άπεικόνισιν τής Παναγίας μετά τού Χριστού.
·
ΕΑΑΗΝΕΣ, Είοαyωyή είς τό έπος τού έλληvικού πολιτισμού
169
Ι 'Αριστοτέλης συλλογίζεται ένώπιον ηίς προτομJίς τού Όμ1ίρου
rίναξ τού Ρέμπραντ, Μητροπολιτικόν Μουσείον Νέας 'Υόρκης.
1 70
Κωνσταντίνος Α.
Πλεύρης
Ό θεός Ζεύς, οπως τόv είδαν Ιταλοί καλλιτέχvαι (Φλωρεvτία_
ΟΙ ΕΛΛ ΗΝΕΣ; Είσαγωyή είς τό έπος τού έλλ ηνι. κο ύ πολιτι σμ ο ύ
.
171
.
Μία χαρακτηριατικi7 άπεικόνισις τού θεού Απόλλωνος ύπό n)v ίδιότητά του ώς θεραπευτού.
1 72
Κωvοταvτίvος
Α.
Πλεύρης
ΟΙ ΕΛΑΗΝΕΣ,
lΞioaywγή εiς τό έπος τού έλληwκοιί πολιτιφοιί
173
ΒιολιοyQ«φία 1. ΗΡΑΚ.ΛΕΙΤΟ:Σ: «'Αποσπάσματα» 2. ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ: «'Αποσπάσματα» 3. θΕΟΓΝΙΣ: «'Αποσπάσματα» 4. Μ. PRELOT: «La science politique» 5. Ε. HUSSERL: «Πρώτη φιλοσοφία» 6. G. MARTIN: «Φλοοοφία τής ίστορίας» 7. F. NIETZSHE: «Ή γέννηση τής φιλοσοφίας» 8. Ε. ZELLER - W. NESTLE: «'Ιστορία Έλληνικfις φιλοσοφίας» 9. Μ. HEIDIGGER: «'Π εΙναι φιλοσοφία» 10. G. HEGEL: «Φιλοοοφία τής 'Ιστορίας» 1 1. Α. HΠLER: «Ό άγών μοο» 1 2. Μ. DJILAS: «Ή Νέα Τάξη» 1 3. W. DURANT: «Παγκόσμιος ίστορία τού πολιτισμού» 14. Μ. NORDAU: «Τά κατa συνθήκη ψεύδη» 15. Ρ. NATORP: «Ή περ4. τών ίδεών θεωρία τού Πλάτωνος» 16. Κ. MARX: «Κεφάλαιον» 1 7. Κ. ΚΟΛΟΜΠΟΒΑ - Ε. UΖΕΡΕΤΣΚΑΙΑ: «Ή καθημερινiι ζωή στην 'Αqχαία Έλλάδα» 18. J. BURY: «α 'Αqχαίοι 'Έλληw.ς ίσιορικοί» 19. Α. LORIA: «Ή κοινωνιολογία» 20. G GURVΠCH: «τraite de sosiologie» 2 1. L. STEIN: «Ε ίσαγω-yή είς την κοινωνιολογίαν» 22. J BRUN: «Ό Έπικουρισμός» 23. Ε. DURΚHEIM: «La science sociale et I' action» 34. C. BOWRA: «L' expeήence grecque» 25. Γ. ΚΟΡΔΆΤΟΥ: «'Ιστορία τής Έλληνικfις φιλοσοφίας» 26. ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΟΒΙΕτιιm ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ 27. Ρ. ΧΑΒΕΜΑΝ: «Φοοικiι 'Επιστήμη καί Κοσμοθεωρία» 28. Α ΣΟΠΕΝΧΆΟΥΕΡ: «Κριτικi) τής έλευθερίας τής 60\Ιλήσε ως» 29. Μ ΓΟΦΙ'ΣΟΥΚ - Τ. ΟΙΖΕΡΜΑΝ - l ΣτΣΙΠΑΝΟΦ: «Σύν τομη ίστορία τής φιλοσοφίας»
174
Κωvοταvτίvος
Α.
fιλεύρης
30. Δ ΣΊΈΦΑΝΙΔΗΣ: «Ή κοινωνική οίκονομική έν τfι ίστορικfι της έξελίξει» 3 1. UNESCO: «'Ιστορία τής άνθρωπότητος» 32. Α. ΠΑΣΧΆΛΗ: «'Ιστορία τής γiις και τοϋ άνθρώπου» 33. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΊΉΜΙΟΝ 34. Π. ΔΙΑΘΉΚΗ: «Γένεσις» 35. «Σαμουήλ Β'» 36. ΙΩΣΗΠΟΣ: «Κατ' Άπίωνος» 37. ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩτΗΣ: «'Ιστορική Βι6λιοθήκη» 38. Η. ΡΑRΚΕ: «Τά Έλληνικά μαντεία» 39. ΑΙΣΧΥΛΟΣ: «Προμηθεύς Δεσμώτης» 40. ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ: «Κατά κυνικού Ήρακλείου» 4 1. ΟΜΗΡΟΣ: «'Ιλιάς» «'Οδύσσεια» 42. Κ. ΣΙΠΛ: «θεογονία Ήσιόδου» 43. ΜΑΡΚΟΣ: «Εύαγγέλιον» 44. Η. ROSE: «Α handbook ofGreek Mythology» 45. ΕΎΣτΑθΙΟΣ: «Σχόλια είς 'Ιλιάδα» 46. Ν. ΚΟΥΝ: «Μύθοι και θρϋλοι τής 'Αρχαίας Έλλάδος» 47. ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡ'fΙΟΣ: «Βίοι φιλοσόφων» 48. Ζ. ΡΙΣΠΕΝ: «Μεγάλη Έλληνική Μυθολογία» 49. ΑΡΙΣτΟτΕΛΗΣ: «Πολιτικά» «'Αθηναίων Πολιτεία» 50. «Ήθικά Εύδήμεια» 5 1. «Μετiχ τiχ φυσικiχ» 5 2. «Τέχνη ρητορική» 5 3. 54. F. NIETZSHE: «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» 5 5. ΗΣΙΟΔΟΣ: «·Εργα και ήμέραι» «θεογονία» 56. 5 7. ΣΟΎΥΔΑ: «Λεξικόν» 58. ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ: «Καθαρμοί» 59. ΑΡΡΙΑΝΟΣ: «Άνά6ασις 'Αλεξάνδρου» 60. ΤΗ. BIRT: «'Αλέξανδρος ό Μέγας» 6 1. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ: «'Ήλιος»
'/ ΕΜΗΝΕΣ, Είοαγωyή είς τό έπος τού έλλ ηνικοϋ πολιτιφοιί
175
2. ΗΡΟΔΟΤΟΣ: «'Ιστορία» 3. ΤΕΡΠΑΝΔΡΟΣ: «'Αποσπάσματα» 4. ΞΕΝΟΦΩΝ: «'Απομνημονεύματα» 5. ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: «Πρός Μενοικέα» 6. ΕΠΙΧΑΡΜΟΣ: «'Αποσπάσματα» 7. ΠΛΑΊΏΝ: «Ίίμαιος» 8. «Φαίδων» 9. «Κρατύλος» Ο. «Νόμοι» 1. «Άξίοχος» 2. «Πολιτεία» '3. «ΠρωταΎόρας» ·4. ΠΙΝΔΑΡΟΣ: «'Αποσπάσματα» '5. «Νεομενίκαι» '6. ΙΣΟΚΡΑΊΉΣ: «Πρός Νικοκλέα» '7. «Έ-yκώμ.ιον Έλένης» '8. ΠΑΥΛΟΣ: «Πράξεις 'Αποστόλων» '9. ΑΡΑΤΟΣ: «Φαινόμενα» :ο. ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ: «'Αποσπάσματα» : 1. ΠΥθΑΓΟΡΑΣ: «Χρυσά Έπη» :2. θΕΟΠΟΜΠΟΣ: «θαυμάσια» : 3. ΠΛΟΠΑΡΧΟΣ: «Σόλων» :4. «Πύρρος» :5. Β. ΠΑΡΟΣΛΑΒΣΚΙ: «Πώς -yεννιοWται ζοϋν καί πεθαίνουν � θεοi. καί οί θεές» :6. Μ. NILSSON: «Έλληνική λαϊκή θρησκεία» : 7. ΣτΡΑΒΩΝ: «Γεω-yραφικά» :8. ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ: «Κορινθιακά» :9. ΟΒΙΔΙΟΣ: «Μεταμορφώσεις» 10. Π. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: «"Απαντα» Ι l . ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ: «Στρωματείς» 12. ΙΟΥΣΊΊΝΟΣ: «'Απολογία» Ι3. ΛΕΝΙΝ: «"Απαντα»
176
ΚΕΝΤΡΙΚΉ ΔIΑθΕΣΙΣ Βιδλιοπωλείον ΝΕΑ θΕΣΙΣ Ίπποκράτους 65 - 106 80 ΑθΉΝΑΙ Ιηλέφωνον: 36.34.932 'Γηλεομοιότυπον: 36. 17.592 ΑΝΙΙΠΡΟΣΩΠΟ ΒασίλειοςΣ θΕΣΣΜQΝΙΚΗΣ Χρήστου 1. Έκδόσεις ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ Προξένου Κορομηλά 42 Ιηλέφωνον: 031-282427. 2. Βιδλιοπωλείον ΑΡΙΣΙΟΙΕΛΕΙΟΝ Έρμού 6 1, (564 23) θεσσαλονίκη Ιηλέφωνον: 03 1-282782 ΑΝΙΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΑΥΣΙΡΑΛΙΑΣ ISONIS IHEOOOROS G. Ε. BOOKS Ρ.Ι.Υ. LID
10 BELFORD RD EASI ΚΕW 3 102 VIC MELBOURNE AUSIRALIA
Iel: (00-6 13) 98598 3 18, Fax: (00-6 1 3) 98593323.
'Όλα τα στοιχεία για την ύπεροχη του Έλλη νισμου. Χιλιάδες χρόνια πρiν οί 'Έλληνες άνέπτυξαν πολιτισμό άνώτερο άπό τόν σημερινό. τα άρχαία κείμενα καi τα άρχαιολογικα εύρήματα άποδεικνύουν την Έλληνικη πολιτιστικη κυριαρχία. Οί ξένοι άπλώς άντέγραψαν τούς Έλλην ες σ' δ λους τούς τομείς τής άνθρωπίνης δράσεως. Φιλοσοφία, έπι στήμες, τέχνες καi θρησκεία ύπήρξαν Έλληνικα δη μιουργήματα. Τό νεοελληνικό πολιτικό καi «πνευματικό» κατεστη μένο προδίδει τόν Έλλη νισμό. 'Απαγορεύουν την γνώσι του Έθνικου παρελθόντος τής φυλής. Οί μισέλληνες έμποδίζουν να μάθη ό Λαός την άλήθεια, για την Έλλά δα, πού είναι ή άλήθεια για τόν έαυτόν του. Τό Ά ρχαιο ελλ ηνικό iδεώδες τό πολεμούν μi: κάθε τρόπο. Μάταια δμως γιατi ό Έλληνισμός είναι οiκουμενικός καi άνή κει τόν 'Άνθρωπο. Αύτα πού γνωρίζουν οί μορφωμένοι δλου του κόσμου καιρός να δημοσιευθούν καi στη Χώρα μας.
έκδόσεις - βιβλιοπωλείον
IΣ
'Ιπποκράτους 69α - 1 06 80 ΑΘΗΝΑΙ Τηλ.: 3634932 Fax: 361 7592 •
•