Ε:~:ΕΛΙΚΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΑΝΆΠΤΥΞΗ
ROBERT S. FELDMAN
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΉ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Ηλiας Γ. Μπεζεβέyκης
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
GUTENBERG
Τ ο σύγγραμμα με τίτλο Development Across the Life Span, που αποδόθηκε, με βά ση το περιεχόμενό του, ως Εξελzκτzκή Ψvxoλoyfa, με υπότιτλο Δ zά βiov ανάτπυξη, συγκεντρώνει μια σειρά χαρακτηριστικών, που το καθιστούν αφενός ένα ιδιαίτε
ρα αξιόλογο επιστημονικό σύγγραμμα και αφετέρου ένα πνευματικό έργο εύχρη στο και χρήσιμο για πολλούς. Αυτά τα χαρακτηριστικά, απετέλεσαν πηγή δυσκο λίας αλλά, συγχρόνως, και πρόκληση στην πορεία τής μεταφοράς τους στην ελ
ληνική γλώσσα και την ελληνική πραγματικότητα. Ειδικότερα, το εγχειρίδιο Εξε λzκτzκή Ψvxoλoyfa - Δ zά βiov ανάτπυξη:
•
Εισάγει τον αναγνώστη στην έννοια και το περιεχόμενο της διά βίου ανάπτυ ξης με έναν επιστημονικά έγκυρο και πειστικό τρόπο. Η κατεύθυνση αυτή στην εξελικτική ψυχολογία δεν σημαίνει μόνον ότι ο άνθρωπος -ενώ παραμένει ου σιαστικά ο ίδιος- απλώς αναπτύσσεται και αλλάζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Το βαθύτερο νόημά της είναι ότι η πλήρης κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυ ξης προϋποθέτει τη μελέτη όλου του εύρους της ζωής -σε ασυνεχή στάδια ή σε συνεχείς αναπτυξιακές κατακτήσεις- καθώς και ότι κανένα στάδιο δεν μπο
ρεί να θεωρηθεί σημαντικότερο από κάποιο άλλο. Σημαντικό είναι ολόκληρο το εύρος της ανάπτυξης, η συνολική εικόνα της οποίας διαμορφώνεται και διατη
ρείται με προβολές στο μέλλον (π.χ. ποια μορφή θα έχει μια συμπεριφορά 30 χρόνια αργότερα) και με αναδρομές στο παρελθόν (π. χ. αναζήτηση της αφετη ρίας και των πηγών ενός φαινομένου).
•
Υιοθετεί ένα ύφος που συνδυάζει την επιστημονικότητα με την αμεσότητα. Πα ραθέτει, με άλλα λόγια, έγκυρα δεδομένα των πλέον πρόσφατων ερευνών στους ποικίλους τομείς της ανθρώπινης ανάπτυξης ενώ, παράλληλα, επιχειρεί να «συ
νομιλήσει» με τον αναγνώστη και να μεταφέρει τα ερευνητικά δεδομένα στην πραγματική ζωή. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται αφενός με την παρουσίαση πραγματικών περιπτώσεων παιδιών και ενηλίκων σε διάφορες φάσεις τής εξέ λιξής τους και αφετέρου με την παράθεση πρακτικών οδηγιών για την αντιμε τώπιση θεμάτων που απασχολούν παιδιά και ενήλικες, γονείς και εκπαιδευτι κούς και, τελικώς, όλους μας.
Με βάση τα χαρακτηριστικά αυτά και το περιεχόμενό του, το σύγγραμμα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για -και απευθύνεται σε- φοιτητές, γο νείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς ψυχικής υγείας, σε πρόσωπα δηλαδή που μελετούν και ενδιαφέρονται -για διαφορετικούς λόγους- για την ανάπτυξη του ανθρώπου. Και κάτι ακόμη: Το σύγγραμμα απευθύνεται σε όλους μας, ανεξαρτήτως ιδιότητας, για έναν απλό λόγο: περιγράφει την ανθρώπινη ανάπτυξη και εξέλιξη σε ολόκλη ρο τον κύκλο ζωής, περιγράφει δηλαδή ένα «ταξίδι» στο οποίο συμμετέχουμε όλοι.
Gutenberg ISBN 978-960-01-1312-9
lι~αl.UΊ?ΛΏ
ao1g Ί?ΊV
χηι\Ο"{ΟΧαJΙι ~Κ11Κ1"{3~'Ξ[
ROBERT S. FELDMAN
Εξελικτική Ψυχολογία Διά βίου ανάπτυξη ΤΟΜΟΣ Β'
ΕΠΙΣ'ΓΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΗΛΙΑΣ Γ. ΜΠΕΖΕΒΕΓΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΖΩΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΓΑΡΠΑ ΚΟΥΛΕΝτΙΑΝΟΥ
&JtMO!ΙA ΒΙΒΛΙΟΘ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
P('I\C'":V
GUTENBERG
'"'
ΕIΣΑΓΩίΗΣ .f>O~?\_t:ε.~'N.
Ε, ΕΙΙΑΓΩΓΙ-ιΙ Α/!1111• Ηl/,ι)Μ(')}
2.0· 1<,1. ~ 1J 2 411 ()~
ROBERT S. FELDMAN Εξελικτική Ψυχολογία Διά βίου ανάπτυξη ΤΟΜΟΣΒ'
Μετάφραση: ΖΩΗ ΑΝτΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙτΑ ΚΟΥΛΕΝτΙΑΝΟΥ
Επιστημονική Επιμέλεια: ΗΛΙΑΣ Γ. ΜΠΕΖΕΒΕΓΚΗΣ
456 σσ. ( 21 χ rι εκ.), 28,5 δεκαεξασέλιδα Πρώτη έκδοση: Μάρτwς
2010
Αριθμός έκδοσης 2571
Κωδικός Καταλόγου 9571057
® R. S. FELDMAN Deνelopment
Across the Life Span
Authoήzed
translation from the English language edition, entitled DEVELOPMENT ACROSS 5th ed., ISBN 978-0-13-601610-6, by Robert S. Feldman, published by Pearson Education, Inc., publishing as Prentice Hall, Copyήght © 2008 by Pearson Education, Inc. All ήghts reserνed. Νο part of this book may be reproduced or transmitted in any form or by any means, electronic or mechanical, including photocopying, recording or by any information storage retrieval system, without permission from Pearson Education, Inc. Greek language edition published by G. Dardanos- C. Dardanos (ΟΕ), Copyright © 2009. ΤΗΕ LIFE SPAN,
Copyήght ©Για την Ελληνική Έκδοση GUTENBERG ΕΚΔΟΣΕΙΣ- ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: ΔΙΔΟΤΟΥ
Τηλ.:
37 - 106
8ο, ΑΘΗΝΑ
210.3642003 - 210.36ι,ιgg6 - 210.36ttι,ot,- Fax: 210.3642030 www.dardanosnet.gr- e-mail:
[email protected]
ΥΠΟΚΑΤΆΣτΗΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: ΙΑΣΩΝΙΔΟΥ 13, Τηλ.: 2310.271147 Μορφολογία
- Τεχνική
επιμέλεια
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Επεξεργασία κειμένου
- Σελιδοποίηση
K-GRAPH, ΚΕΛΛΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ Διορθώσεις ΜΑΓΔΑ ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΥ
Ηλεκτρονικό μοντάζ
- CTP - εκτύπωση
ΔΙΟΝ. ΠΡΙΦΤΗΣ & Υιοι Ο. Ε.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η ολική, μερική ή περιληπτική αναπαραγωγή και μετάδοση
έστω και μιας σελίδας του παρόντος βιβλίου, κατά παράφραση ή διασκευή με οποιονδήποτε τρόπο (μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό κ.λπ. - Ν.
2121/93, άρθρο 51). Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για t8). Οι παραβάτες διώκονται (άρθρο •3) και τους επιj3άλλονται κατάσχεση, αστικές και ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με το νόμο (άρθρα 64-66).
τις δημόσιες υπηρεσίες, βιj3λιοθήκες, οργανισμούς κ.λπ. (άρθρο
ISBN 978-g6o-o1-1312-g
Συνοπτικά περιεχόμενα
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΕΦΗΒΕΙΑ
11. Η σωματικrΊ και n γνωστικrΊ ανάπτυξn mnv εφnβικrΊ nλικία
30
12. Η κοινωνικrΊ ανάπτυξn και n ανάπτυξn τns προσωπικότnταs
mnv εφnβικrΊ nλικία
ι 68
ΠΡΩΙΜΗ ENHAIKH ΖΩΗ
ΜΕΡΟΣ ΕΚ10
13. Η σωματικrΊ και n γνωστικrΊ ανάπτυξn mnv πρώιμn ενrΊλικn zωrΊ
I 106
14. Η κοινωνικrΊ ανάπτυξn και n ανάπτυξn τns προσωπικότnταs
mnv ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
πρώιμn ενrΊλικn zωrΊ
ΜΕΣΗ
I 146
ENHAIKH ΖΩΗ
15. Η σωματικrΊ και n γνωστικrΊ ανάπτυξn mn μέσn ενrΊλικn zωrΊ
186
16. Η κοινωνικrΊ ανάπτυξn και n ανάπτυξn τns προσωπικότnταs
mn ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
μέσn ενrΊλικn zωrΊ
ΥrτΕΡΗ
222
ENHAIKH ΖΩΗ
17. Η σωματικrΊ και n γνωστικrΊ ανάπτυξn mnv ύστερn ενrΊλικn zωrΊ
256
18. Η κοινωνικrΊ ανάπτυξn και n ανάπτυξn τns προσωπικότnταs
mnv ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
ύστερn ενrΊλικn zωrΊ
292
ΤΟ ΤΕΑΟΣ
19. Ο θάνατοs και n πορεία npos αυτόν
330
t
!
~
Περιεχόμενα
I
Πρόλογος του επιμελπτn τnc; έκδοσnc; Πρόλογος του συγγραφέα
21
25
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΕΦΗΒΕIΑ
11. Η σωματικn και n γνωστικn ανάπτυξn στnν εφnβικn nλικία Πρόλογος: Η τυπικn nμέρα μιαc; εφnβου
Σωματικn ωρίμανσn
30
31
32
Ανάπτυξη στην εφηβεία: Οι ταχείς ρυθμοί
τής σωματικής και σεξουαλικής ωρίμανσης
33
Ήβη: Η αφετηρία τής σεξουαλικής ωρίμανσης Η ήβη στα κορίτσια Η ήβη στα αγόρια
34
34 36
Εικόνα σώματος. Αντιδράσεις στις σωματικές αλλαγές κατά την εφηβεία Έναρξη της ήβης: Πρώιμη και καθυστερημένη ήβη
37
Διατροφή, κατανάλωση τροφής και διατροφικές διαταραχές Παχυσαρκία
37
39
40
Νευρωσική ανορεξία και βουλιμία
41
Ανάπτυξη του εγκεφάλου και σκέψη: Προετοιμάζοντας το έδαφος για τη γνωστική ωρίμανση Αποστέρηση ύπνου
43
44
Συνοπτική επισκόπηση
44
Νοnτικn ανάπτuξn και σχολικn εκπαίδεuσn
44
Πιαζετικές προσεγγίσεις στη νοητική ανάπτυξη: Η περίοδος των τυπικών λογικών πράξεων
45
Η χρήση των τυπικών λογικών πράξεων για την επίλυση προβλημάτων
Οι συνέπειες της χρήσης των τυπικών πράξεων στη συμπεριφορά του εφήβου Αξιολόγηση της προσέγγιση του
48
Piaget 48
Προσεγγίσεις επεξεργασίας πληροφοριών: Σταδιακές αλλαγές στις γνωστικές δεξιότητες
49
Εγωκεντρισμός στη σκέψη: Η προσήλωση του εφήβου στον εαυτό Σχολική επίδοση
52
Κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και σχολική επίδοση
52
Εθνοτικές και φυλετικές διαφορές στη σχολική επίδοση
54
51
46
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ
Η χρr'jση του Διαδικτuου στην εφηβεία Σχολικr'j διαρροη
55
56
Συνοπτική επισκόπηση
57
ΚίνδυνοΙ που απειλούν τους εφrΊβους Χρr'jση παρaνομων ουσιών 58 Χρr'jση και κατaχρηση αλκοόλ 59
57
Συμπτώματα εξάρτnσnς από το αλκοόλ και τις ουσίες Οι κίνδυνοι του καπνίσματος
60
61
Η διαφορετικότnτα στnν ανάπτυξn Θάνατος προς πώλnσn
62
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις
63
AIDS 63 Άλλες σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις
63
Αποφεύγοντας τις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις 65 Συνοπτική επισκόπηση
66
12. Η κοινωνικn ανάπιuξn και n ανάπιuξn τns προσωπικότnταs στnν εφnβικn nλικία
68
Πρόλογοc;: Τρειc; περιπτώσειc; εφnβωv
69
Ταυτότnτα: ΑπαντrΊσεις στnν ερώτnσn «Ποιος είμαΙ;» Εικόνα και χαρακτηριστικa τού εαυτού
71
Αυτοεκτίμηση: Ο βαθμός ικανοποίησης από τον εαυτό Διαφορές φύλου στην aυτοεκτίμηση
70
72
72
Φυλετικές και διαφορές
κοινωνικοοικονομικού επιπέδου στην aυτοεκτίμηση
73
Διαμόρφωση της ταυτότητας: Αλλαγη η κρίση;
74 Κοινωνικές πιέσεις και αναζr'jτηση στr'jριξης σε φίλους και συνομηλίκους 7 5 Ψυχολογικό μορατόριουμ
75
Περιορισμοί στη θεωρία του Erikson
76
Η προσέγγιση του Marcia στην ανaπτυξη της ταυτότητας Ταυτότητα, φυλη και εθνότητα
78
Κατaθλιψη και αυτοκτονία στην εφηβικr'j ηλικία Εφηβικr'j κατaθλιψη
79
79
Αυτοκτονικές τaσεις στην εφηβικr'j ηλικία 80 Προλαμβάνοντας τnν αυτοκτονία στnν εφnβεία
Συνοπτική επισκόπηση
84
83
77
9
10
ΠΕΡΙ ΕΧΟΜΕ ΝΑ
Διαπροσωπικές σχέσειc; : Οικογένεια και φίλοι Οικογενειακοί δεσμοί: Μεταβαλλόμενες σχέσεις
Η αναζήτηση της αυτονομίας
84
85
Ο μύθος του χάσματος των γενεών Συγκρούσεις με τους γονείς
84
87
89
Πολιτισμικές διαφορές
στις συγκρούσεις γονέων
- εφήβων κατά την
εφηβεία
Σχέσεις με τους συνομηλίκους: Η σημασία της ομάδας
Κοινωνική σύγκριση Ομάδες αναφοράς
90 90
90 91
Κλίκες και πλήθη: Η σημασία της ένταξης σε ομάδα
Διαφυλικές σχέσεις
91
92
Δημοτικότητα και απόρριψη
93
Συμμόρφωση: Η πίεση των συνομηλίκων στην εφηβεία Νεανική παραβατικότητα στην εφηβεία
Συνοπτική επισκόπηση
94
95
97
Σχέσειc; με το άλλο φύλο,
σεξοuαλικrΊ συμπεριφορά και εφπβικrΊ εγκuμοσύνπ Σχέσεις με το άλλο φύλο
97
97
Η λειτουργία των ερωτικών σχέσεων
98
Φυλετικές και εθνοτικές διαφορές στη σύναψη σχέσεων/δεσμού Σεξουαλικές σχέσεις
98
99
Α υνανισμός Συνουσία
99 100
Σεξουαλικός προσανατολισμός: Ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία και αμφιφυλοφιλία
1Ο 1
Παράγοντες που καθορίζουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό Εφηβική εγκυμοσύνη
103
Συ νοπ τική επισκόπηση
Μ ΕΡΟ Σ ΕΚΤΟ
104
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗλΙΚΗ ΖΩΗ
13. Η σωματικn και n γνωστικn ανάπτuξπ στπν πρώιμn ενnλικn zωn 106 Πρόλογος: Η ιστορία δύο φοιτnτών
ΣωματικrΊ ανάπτuξn
107
108
Σωματική ανάπτυξη και αισθήσεις
109
Κινητική λειτουργικότητα , φυσική κατάσταση και υγεία
109
102
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Φυσική κατάσταση Υγεία
11 Ο
111
Η δ ι αφ ο ρετικότnτα στnν ανάπτυξπ
Πώς οι πολιτισμικές αντιλrΊψεις επnρεάζουν τnν υγεία και τn σχετικrΊ με τnν υγεία συμπεριφορά
113
Διατροφή και παχυσαρκία: Ένα «βαρύ» πρόβλημα
Ισορροπημένη διατροφή Παχυσαρκία
114
114
114
Σωματικές αναπηρίες και η αντιμετώπισή τους Το στρες και η αντιμετώπισή του Αίτια του στρες
115
116
117
Επιπτώσεις του στρες
118 Αντιμετώπιση του στρες 120
(
Σθένος, ανθεκτικότητα και αντιμετώπιση του στρες
Η αντιμετώπισn του στρες
122
Συνοπτική επισκόπηση
123
•
ΓνωστικrΊ ανάπτuξn
122
J
124
Νοητική ανάπτυξη στην πρώιμη ενήλικη ζωή
125
Η μετατυπική σκέψη
125 Η προσέγγιση του Perry στη μετατυπική Τα στάδια ανάπτυξης του Schaie 127
σκέψη
126
/~
Νοημοσύνη: Τι είναι σημαντικό στην πρώιμη ενήλικη ζωή Πρακτική και συναισθηματική νοημοσύνη
Δημιουργικότητα: Πρωτότυπη σκέψη Γεγονότα ζωής και γνωστική ανάπτυξη
Συνοπτική επισκόπηση
128
130
130 133
146
ΠανεπιστrΊμιο και ανώτατn εκπαίδεuσn
134
Δημογραφικά στοιχεία της ανώτατητς εκπαίδευσης
135 Διαφορές φύλου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση 136 Ο «ώριμος» φοιτητής: Ποτέ δεν είναι πολύ αργά; 136
Προσαρμογή στο πανεπιστήμιο: Η αντίδραση στις απαιτήσεις της φοιτητικής ζωής
•
137
Από τπν έρευνα στπν πράξn Πότε ο φοιτπτrΊς χρειάζεται επαγγελματικrΊ βοrΊθεια,
γι α να αντιμετωπίσει τα προβλrΊματά του
Φύλο και ακαδημα'ίκή επίδοση
138
139
Καλοήθης σεξισμός:
Όταν το να είσαι ευγενής δεν είναι, τελικά, πολύ ευγενικό
140
ll
12
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η στερεοτυπική απειλή και η αρνητική ταύτιση με τη φοLτηση
Διακοπή των σπουδών
142
143
Συνοπτική επισκόπηση
144
14. Η κοινωνικrΊ ανάπτυξn και
ανάπτυξn τns προσωπικότnταs
n
στnν πρώιμn ενrΊλικn zωrΊ
146
Πρόλογος: Αγάππ δίχως σύνορα
147
Διαμόρφωσn διαπροσωπικών σχέσεων :
Οικειότnτα/ συμπάθεια και έρωτας στnν πρώιμn ενnλικn ζωn
'149
Τα συστατικό στοιχεLα της ευτυχtας
150 Το κοινωνικό ρολόι τής ενήλικης ζωής 150 Το κοινωνικό ρολόι των γυναικών 151 Αναζήτηση της οικειότητας:
Οι απόψεις του Σχέσεις φιλtας
Erikson για την πρώιμη ενήλικη ζωή 152 153
Ο νεαρός ενήλικας ερωτεύεται: Όταν η συμπaθεια εξελtσσεται σε αγaπη Τα δύο πρόσωπα της αγaπης
155 Τριαρχική θεωρtα του Sternberg: Τα τρtα πρόσωπα της αγaπης
156 158 έχει σημασtα; 158
Επιλογή συντρόφου: Η αναγνώριση του κατaλληλου προσώπου Αναζήτηση συντρόφου: Ειναι η αγaπη το μόνο που
Μοντέλα φtλτρου στην επιλογή συντρόφου
160
Εlδος προσκόλλησης στη βρεφική ηλικtα και ερωτικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή
161
• Η διαφορετικότnτα στnν ανάπτυξn Ομοφυλοφιλικές σχέσεις
Συνοπτική επισκόπηση
163 164
Η πορεία των σχέσεων
164
Γaμος, συμβtωση και aλλα εtδη σχέσεων
165
Παρaγοντες που οδηγούν στον επιτυχημένο γaμο Πρώιμες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις
Γονε'ίκός ρόλος: Η απόφαση για απόκτηση παιδιών Μέγεθος οικογένειας
170
Οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονεtς Μετaβαση στον γονε'ίκό ρόλο Ομοφυλόφιλοι γονεtς
171
173
Οι aγαμοι της πρώιμης ενήλικης ζωής
Συνοπτική επισκόπηση
175
174
166
168
171
169
153
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εργασία : Επ ι λογn και έναρξπ επαγγελματικnc; σταδιοδρομίας Ταυτότητα στην πρwιμη εντ']λικη ζωτ']: Ο ρόλος της εργασιας
175
175
Επιλογτ'] επαγγέλματος: Μια διά βιου επιλογτ'] Θεωρια επιλογτ']ς σταδιοδρομιας του
176 Ginzberg 177
Θεωρια τύπων προσωπικότητας του
Holland 177
Φύλο και επιλογτ'] επαγγέλματος Γιατι εργάζονται οι άνθρωποι;
178 180
Εξωγεντ'] και ενδογεντ'] κινητρα
Ικανοποιηση από την εργασια
•
180 181
Μερικές οδnγίεc; για τnv εnιλογn επαγγελματικnc; σταδιοδρομίας
Συνοπτική επισκόπηση
183
184
ΜΕΡΟΙ ΕΒΔΟΜΟ ΜΕΙΗ ΕΝΗλΙΚΗ ΖΩΗ
15. Η σωματικn και
n γνωστικn
ανάπτυξn στn μέσn ενnλικn zωn
Πρόλογος: Σε «φόρμα» για τn ζωrΊ
Σωματικn ανάπτυξn
187
188
Η σταδιακτ'] αλλαγτ'] στις σωματικές ικανότητες
188
Ύψος, βάρος και δύναμη: Τα ορόσημα της αλλαγτ']ς Οι αισθτ']σεις: Όραση και ακοτ'] στη μέση εντ']λικη Όραση
Ακοτ']
189 ζωτ'] 190
190 191
Χρόνος αντιδρασης: Βαθμιαιες αλλαγές
Το σεξ στη μέση εντ']λικη ζωτ']
192
193
Η κλιμακττ']ριος και η εμμηνόπαυση στις γυναικες
195
Από τnv έρευνα στnν nράξn
Το δίλnμμα τnc; ορμονικnc; θεραπείας
196
Οι ψυχολογικές συνέπειες της εμμηνόπαυσης
Η ανδρικτ'] κλιμακττ']ριος
Συνοπτική επισκόπηση Υγεία
197
198 199
199
Υ γεια και ασθένεια: Οι διακυμάνσεις ττ']ς μέσης εντ']λικης ζωτ']ς
•
200
Η διαφορετικότnτα στnν ανάπτυξn
Ατομικές διαφορές στnν υγεία: Εθνοτικέc; διαφορές και διαφορές φύλου
Το στρες στη μέση εντ']λικη ζωτ']
204
Τύπος Α και Τύπος Β στη στεφανιαια νόσο: Σύνδεση υγειας και προσωπικότητας
205
203
186
13
14
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Παράγοντες κινδιJνου για καρδιακά νοσήματα
205
Τύπος Α και Τύπος Β
206 Η απειλή του καρκLνου 207 ΜαστογραφLες ρουτLνας: Σε ποια ηλικLα πρέπει να αρχLσουν οι γυναικες;
Ψυχολογικοι παράγοντες και καρκLνος
Συνοπτική επισκόπηση
Γνωστικn ανάπτuξn
209
21 Ο
212
212
Μειώνεται η νοημοσύνη κατά την ενήλικη ζωή; Οι δυσκολLες στην απάντηση της ερώτησης Αποκρυσταλλωμένη και ρευστή νοημοσύνη
213 213 214
Ποια εLναι η πηγή της γνωστικής επάρκειας στη διάρκεια της μέσης ενήλικης ζωής; Η ανάπτυξη της εμπειρογνωμοσύνης
Η μνήμη στη μέση ηλικLα Τύποι μνήμης
216
218
218
Μνημονικά σχήματα
•
215
219
Αποτελεσματικέι:; στρατnγικέι:; απομνnμόνευσnι:;
Συνοπτική επισκόπηση
220
221
16. Η κοινωνικn ανάπτυξn και n ανάπτυξn τns προσωπικότnταs στn μέσn ενnλικn zωn
222
Πρόλογος: Από μποξέρ, καθπγnτrΊc; πoίnonc;
Ανάπτuξn τnc; προσωπικότnταc;
223
224
Δύο προσεγγLσεις για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των ενηλLκων Το στάδιο παραγωγικότητας ή στασιμότητας του Πέραν της θεωρLας του
Erikson 225 Erikson: Vaillant, Gould και Levinson 226
Η κρLση της μέσης ηλικLας: Πραγματικότητα ή μύθος;
•
228
Η διαφορετικότnτα στnν ανάπτυξn Η μέσn nλικία δεν υπάρχει σε ορισμένε<; κοινωνίες
Σταθερότητα ή αλλαγές στην προσωπικότητα
229
230
Σταθερότητα και αλλαγή στους «Πέντε Μεγάλους» παράγοντες της προσωπικότητας Η ευτυχLα στη διάρκεια της ζωής
Συνοπτική επισκόπηση
231
232
Σχέσεις: Η οικογένεια στn μέσn ενnλικn ζωn Γάμος
233
232
230
225
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Οι διακυμάνσεις των σχέσεων στο γάμο
•
234
Από τnν έρευνα στnν πράξn
Μετά τουc; όρκουc;: λλλαγέc; στnν ικανοποίnσn από το γάμο με το πέρασμα του χρόνου
Διαζύγιο
235
236
Δεύτερος γάμος
237
Ο δεύτερος γάμος δεν είναι ίδιος με τον πρώτο
238
Εξέλιξη της οικογένειας: Από το γεμάτο σπίτι στην «άδεια φωλιά»
238
«Παιδιά μπούμερανγκ»: η «άδεια φωλιά» ξαναγεμίζει
240 240
Η γενιά «σάντουιτς»: Ανάμεσα σε παιδιά και γονείς Ο μεσήλικας γίνεται παππούς
242
Οικογενειακή βία: Η κρυφή επιδημία
242 243
Η συχνότητα της συζυγικής βίας Ο κύκλος της βίας
244
Αντιμετώπισn τnc; συζυγικnc; βίαc;
245
Οικογενειακή βία και κοινωνία: Οι πολιτισμικές ρίζες της βίας
Συνοπτική επισκόπηση
246
Εργασία και ελεύθεροc; χρόνοc;
247
Εργασία και σταδιοδρομία στη μέση ενήλικη ζωή
Εργασιακά προβλήματα Σύνδρομο εξουθένωσης
24 7
248 248
Ανεργία: Η συντριβή του ονείρου
249
Αλλαγή -και έναρξη νέας- σταδιοδρομίας στη μέση ενήλικη ζωή Η διαφορετικότnτα στnν ανάπτυξn Μετανάστεc; στn δουλειά : Πετυχαίνονταc; στnν Αμερικn
Ελεύθερος χρόνος: Η ζωή πέρα από τη δουλειά
Συνοπτική επισκόπηση
ΜΕ ΡΟΣ ΟΓ ΔΟΟ
ΥΠΕΡΗ
246
251
253
254
ENHAIKH
ΖΩΗ
17. Η σωματικn και n γνωστικn ανάπτυξn στnν ύστερn ενnλικn zωn 256 Πρόλογο<; : Ποδnλατώνταc; στnν τρίτn nλικία
257
Σωματικn ανάπτuξn στnν ύστερn ενnλικn ζωn Γήρας: Μύθος και πραγματικότητα
259
259
Ηλικιακός ρατσισμός: Τα στερεότυπα για την τρίτη ηλικία Σωματικές αλλαγές στους ηλικιωμένους
261
260
250
15
16
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εξωτερικές ενδείξεις του γήρατος
Εσωτερική γήρανση
262
264
Επιβράδυνση του χρόνου αντίδρασης
265
Οι αισθήσεις: Όραση, ακοή, γεύση και όσφρηση Όραση
Ακοή
267
267 268
Γεύση και όσφρηση
269
Συνοπτική επισκόπηση
269
Υγεία και φuσικn κατάστασn στnν ύστερn ενnλικn ζωn
270
Προβλήματα υγείας στους ηλικιωμένους: Σωματικές και ψυχολογικές διαταραχές Συνήθεις σωματικές διαταραχές
270
Ψυχολογικές και νοητικές διαταραχές
Νόσος του Αλτσχάιμερ
•
270 271
272
Φροντfζοντα<; τον ασθενn με τn νόσο του Αλτσχάιμερ
274
Φυσική κατάσταση στην ύστερη ενήλικη ζωή: Η σχέση μεταξύ γήρατος και ασθένειας Προαγωγή υγείας
275
276
Σεξουαλικότητα στην τρίτη ηλικία
277
Προσεγγίσεις στο γήρας: Γιατί ο θάνατος είναι αναπόφευκτος; Θεωρίες γενετικού προγραμματισμού για το γήρας
Θεωρίες φθοράς από τη χρήση
278
279
279
Σύγκριση των θεωρι
280
Προσδόκιμο ζωής: Πόσος χρόνος απομένει;
280
Αναβολή του γήρατος: Μπορούν οι επιστήμονες να βρουν την πηγή της νεότητας
•
2 81
Η διαφορετικότnτα στnν ανάnτυξn Διαφορές φύλου, φυλετικέ<; και εθνοτικέ<; διαφορές στο μέσο προσδόκιμο ζωn<;
Συνοπτική επισκόπηση
283
Γνωστικn ανάπτuξn στnν ύστερn ενnλικn ζωn Η νοημοσύνη στους ηλικιωμένους
284
284
Πρόσφατα δεδομένα για τη φύση τής νοημοσύνης στους ηλικιωμένους Η μνήμη στην ύστερη ενήλικη ζωή
•
283
285
287
Αnό τnν έρευνα στnν nράξn
Ασκώντας τον εγκέφαλο nου γερνάει
Αυτοβιογραφική μνήμη
287
289
Αίτια των μνημονικ
289
Η μάθηση στην ύστερη ενήλικη ζωή: Ποτέ δεν είναι αργά για να μάθει κανείς
Συνοπτική επισκόπηση
291
290
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
18. Η κοινωνικn ανάπιυξn και n ανάπιυξn τns προσωπικότnταs στnν ύστερn ενnλικn zωn
292
Πρόλογος: Έρωτας στnν τρίτn nλικία
293
Ανάπτuξn τnς προσωπικότnτας και φuσιολογικrΊ γrΊρανσn
294
Συνέχεια και αλλαγές στην προσωπικότητα κατά την ύστερη ενήλικη ζωή
295
Ακεραιότητα του εγώ ή απόγνωση: Το τελευταLο στάδιο στη θεωρLα του
Erikson 295
Οι αναπτυξιακοL στόχοι του
Peck 295 Η τελευταLα εποχή κατά τον Levinson: Ο
«χειμώνας» της ζωής
ΑντιμετωπLζοντας το γήρας: Η μελέτη του
296
Neugarten 296
Ανασκόπηση της ζωής και αναπόληση: Το κεντρικό θέμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας
297
ΘεωρLες ηλικιακής διαστρωμάτωσης στην ύστερη ενήλικη ζωή
•
299
Η διαφορετικό τ π τα στπ ν α ν άπτυξn Πώς το πολιτισμικό πλαίσιο διαμορφώνεΙ τον τρόπο
με τον οποίο αντιμετωπίζονται 01 άνθρωποι στπν τρίτπ nλικία
Πνεται ο άνθρωπος σοφότερος με την ηλικLα;
301
Ευτυχισμένα γηρατειά: Ποιο εLναι το μυστικό;
303
ΘεωρLα της αποδέσμευσης
303
ΘεωρLα της δραστηριότητας ΘεωρLα της συνέχειας
304
305
Επιλεκτική βελτιστοποLηση με αντιστάθμιση
Συνοπτική επισκόπηση
306
307
Η καθnμερινrΊ ζωrΊ στnν ύστερn ενrΊλικn ζωrΊ Διευθετήσεις χώρου στη ζωή των ηλικιωμένων Η ζωή στο σπLτι
308
309
Ιδρυματισμός και επίκτητη αLσθηση αδυναμLας
Οικονομικά ζητήματα στην τρLτη ηλικία Εργαζόμενοι μεγάλης ηλικLας
31 Ο
31 Ο
ΕργασLα και συνταξιοδότηση στην τρLτη ηλικLα
312
312
Από τπν έρευν α στπν πράξπ Προοπτικές μετά τπ συνταξιοδότ πσn
313
Σύνταξη: ΓεμLζοντας τον ελεύθερο χρόνο
•
308
308
Ειδικοι χώροι κατοικLας
•
300
314
Σχεδιάζοντας και απολαμβάνοντας μια καλrΊ περίοδο ζωnς στπ σύνταξπ
Συνοπτική επισκόπηση
317
Διαπροσωπικές σχέσεις στnν ύστερn ενrΊλικn ζωrΊ Ο γάμος στα τελευταία χρόνια της ζωής
318
317
316
17
18
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Αντιμετωπίζοντας τη σύνταξη : Πaρα πολύ μαζί; Φροντίζοντας τον/την ηλικιωμένο/η σύζυγο
Ο θaνατος του/της συζύγου: Χηρεία Τα κοινωνικό δίκτυα στην τρίτη ηλικία
319
320
321 323
Γιατί είναι σημαντικοί οι φίλοι στην τρίτη ηλικία
323
Κοινωνική στήριξη: η σημασία των aλλων Οικογενειακές σχέσεις στην τρίτη ηλικία Παιδιa
324 324
325
Εγγόνια και δισέγγονα
325
Κακοποίηση υπερηλίκων: Σχέσεις με δυσμενή εξέλιξη
Συνοπτική επισκόπηση
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
327
328
ΤΟ ΤΕλΟΣ
19. Ο θάνατοs και
n πορεία
προs αυτόν
Πρόλογος : Επιλογn θανάτου
330
331
Η πορεία προc; το θάνατο
και ο θάνατοc; στιc; διάφορεc; φάσειc; τnc; ζωrΊc;
332
Καθορισμός τού χρονικού σημείου στο οποίο τελειιi:Jνει η ζωή
333 Ο θaνατος στις διaφορες φaσεις της ζωής: Αίτια και αντιδρaσεις 333 Ο θaνατος στη βρεφική και στην παιδική ηλικία 334 Ο θaνατος στην εφηβεία 335 Ο θaνατος στην πριi:Jιμη ενήλικη ζωή 336 Ο θaνατος στη μέση ενήλικη ζωή 336 Ο θaνατος στην ύστερη ενήλικη ζωή 337 • Η διαφορετικότnτα στnν ανάnτuξn Διαφορέc; στnν έννοια του θανάτου
338
Μπορεί η εκπαίδευση για το θaνατο να προετοιμaσει για το αναπόφευ κτο ;
Συνοπτική επισκόπηση
341
Αντιμετωπίζοντας το θάνατο
341
Η διαδικασία της πορείας προς το θaνατο Άρνηση
Θυμός
342
342 343
Διαπραγμaτευση Κατάθλιψη Αποδοχή
343
344 344
Αξιολόγηση της θεωρίας της Kϋbler-Ross
344
340
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Επιλογή τού είδους θανάτου: Είναι η άρνηση για ανάνηψη ο τρόπος για να «φύγει» κανείς; Διαθήκες ζωής
345
34 7
Ευθανασία και υποβοηθούμενη αυτοκτονία Η φροντίδα για τον ετοιμοθάνατο
Συνοπτική επισκόπηση
Οδύνn και απώλεια
34 7
349
350 351
Πένθος και κηδεία: Οι ύστατες τελετουργίες Πολιτισμικές διαφορές στο πένθος
351
352
Απώλεια και οδύνη : Προσαρμογή στο θάνατο αγαπημένου προσώπου Διαφοροποίηση της παθολογικής από τη φυσιολογική οδύνη
•
Από τnν έρευνα στnν πράξn Η ζωn συνεχίζεται
354
Οι συνέπειες της οδύνης και της απώλειας
•
Βοnθώντας ένα παιδί να διαχειριστεί το πένθος
Συνοπτική επισκόπηση Βιβλιογραφία Γλωσσάρι
356 356
357
358
433
Ευρετήριο όρων
437
Ευρετήριο ονομάτων
441
Ευχαριστίες για: φωτογραφίες, σχήματα και πίνακες
44 7
354
352
19
Πρόλογος του επιμελητή τής έκδοσης
Η μετάφραση και επιστημονική επιμέλεια ενός συγγράμματος δύσκολα μπορεί να χαρα κτηριστεί πρωτότυπο έργο. Αυτό, ωστόσο, δεν καθιστά την επιχείρηση αυτή μια εύκολη υπόθεση. Οι δυσκολίες τού εγχειρήματος συνίστανται όχι μόνον -όπως θα περίμενε κα
νείς- στη μεταφορά νοημάτων και όρων σε μια άλλη γλώσσα, αλλά -κυρίως- στη διατήρη ση του αρχικού ύφους και των «μηνυμάτων» που εκπέμπει ένα πνευματικό έργο στην αρ χική του γλώσσα.
Από το άλλο μέρος, τόσο η μεταφορά νοημάτων και όρων όσο και η διατήρηση του ύφους και των «μηνυμάτων» του πρωτότυπου κειμένου θα πρέπει να γίνουν συμβατά με τη γλώσσα στην οποία μεταφέρονται και -κυρίως- με το πνευματικό-επιστημονικό επίπε δο που έχει κατακτηθεί στον συγκεκριμένο χώρο, στη συγκεκριμένη γλώσσα. Ο αναγνώστης θα κρίνει πόσο επιτυχές είναι το αποτέλεσμα στο παρόν σύγγραμμα,
παρόλο που δεν έχει -κατά πάσα πιθανότητα- το πρωτότυπό του. Το σύγγραμμα με τίτλο
Development Across the Lίfe Span, που αποδόθηκε, με βάση το
περιεχόμενό του, ως Εξελικτική Ψυχολογία, με υπότιτλο Διά βίου ανάπτυξη, συγκεντρώ νει μια σειρά χαρακτηριστικών, που το καθιστούν αφενός ένα ιδιαίτερα αξιόλογο επιστη μονικό σύγγραμμα και αφετέρου ένα πνευματικό έργο εύχρηστο και χρήσιμο για πολλούς. Αυτά τα χαρακτηριστικά -τα οποία παρουσιάζονται αμέσως πιο κάτω- απετέλεσαν πηγή δυσκολίας αλλά, συγχρόνως, και πρόκληση στην πορεία τής μεταφοράς τους στην ελληνι
κή γλώσσα και την ελληνική πραγματικότητα. Ειδικότερα το εγχειρίδιο Εξελικτική Ψυχο λογία- Διά βίου ανάπτυξη:
•
Εισάγει τον αναγνώστη στην έννοια και το περιεχόμενο της διά βίου ανάπτυξης με
έναν επιστημονικά έγκυρο και πειστικό τρόπο. Η κατεύθυνση αυτή στην εξελικτική ψυχολογία δεν σημαίνει μόνον ότι ο άνθρωπος -ενώ παραμένει ουσιαστικά ο ίδιος
απλώς αναπτύσσεται και αλλάζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Το βαθύτερο νόημά της είναι ότι η πλήρης κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης προϋποθέτει τη μελέτη όλου του εύρους τής ζωής -σε ασυνεχή στάδια ή σε συνεχείς αναπτυξιακές κατακτήσεις
καθώς και ότι κανένα στάδιο δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντικότερο από κάποιο άλλο. Σημαντικό είναι ολόκληρο το εύρος της ανάπτυξης, η συνολική εικόνα της οποίας διαμορφώνεται και διατηρείται με προβολές στο μέλλον (π.χ. ποια μορφή θα έχει μια συμπεριφορά της
•
30 χρόνια αργότερα) και με αναδρομές στο παρελθόν (π.χ. αναζήτηση αφετηρίας και των πηγών ενός φαινομένου ).
Υιοθετεί ένα ύφος που συνδυάζει την επιστημονικότητα με την αμεσότητα. Παραθέτει, με άλλα λόγια, έγκυρα δεδομένα των πλέον πρόσφατων ερευνών στους ποικίλους το μείς της ανθρώπινης ανάπτυξης ενώ, παράλληλα, επιχειρεί να «συνομιλήσει» με τον
αναγνώστη και να μεταφέρει τα ερευνητικά δεδομένα στην πραγματική ζωή. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται αφενός με την παρουσίαση πραγματικών περιπτώσεων παιδιών και ενηλίκων σε διάφορες φάσεις τής εξέλιξής τους και αφετέρου με την παράθεση πρακτικών οδηγιών για την αντιμετώπιση θεμάτων που απασχολούν παιδιά και ενή λικες, γονείς και εκπαιδευτικούς και, τελικώς, όλους μας.
•
Ενώ τονίζει διαρκώς -όπως θα ανέμενε κανείς- τη σημασία των περιβαλλοντικών
παραγόντων στην ανθρώπινη ανάπτυξη, παρέχει, συγχρόνως, πληθώρα δεδομένων
22
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΉ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
για τους γενετικούς και -κυρίως- τους νευροβιολογικούς παράγοντες που συνεισφέ ρουν στην ανθρώπινη εξελικτική πορεία από τη σύλληψη έως το θάνατο.
•
Ενώ απευθύνεται -στην πρωτότυπη μορφή του- στο αμερικανικό κοινό (με στοιχεία και επισημάνσεις για τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία, πολλές από τις οποίες αφο ρούν, ούτως ή άλλως, και άλλες κοινωνίες), παράλληλα αναδεικνύει θέματα και προ βλήματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όπως η επίδραση που έχουν στην ανθρώπινη ανάπτυξη παράγοντες, όπως οι στάσεις και οι αξίες της κοινωνίας, οι νέες μορφές οικογένειας και οικογενειακών σχέσεων, οι πρόνοιες της οργανωμένης κοινωνίας
στους πολίτες της, οι συνθήκες οικονομικής ένδειας που επικρατούν σε πολλά μέρη της Γης κ.τ.ό.
•
Προβάλλει, ιδιαίτερα, τον ρόλο των πολιτισμικών παραγόντων στην ανθρώπινη ανά πτυξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό γίνεται με έναν πολύ πειστικό -και άμεσο- τρόπο, ο οποίος, ουσιαστικά, μεταβιβάζει το μήνυμα ότι δεν υπάρχουν απλώς ατομικές δια φορές, αλλά διαφορετικότητα, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη τής ανάπτυξης.
•
Παρουσιάζει τα θέματα της διά βίου ανάπτυξης, μεταβαίνοντας αριστοτεχνικά από τη μία ενότητα στην επόμενη, κάτι που όχι μόνον είναι χρήσιμο στη διδακτική πράξη αλλά και καθιστά τη μελέτη ευκολότερη και περισσότερο αποτελεσματική.
Η Εξελικτική Ψυχολογία- Διά βίου ανάπτυξη περιλαμβάνει δύο τόμους: Ο πρώτος τόμος περιέχει τα πρώτα δέκα εννέα
(9).
(10)
κεφάλαια της αρχικής έκδοσης και ο δεύτερος τα υπόλοιπα
Επειδή το αρχικό σύγγραμμα έχει εκδοθεί σε έναν τόμο, αλλά -κυρίως- επειδή
το γνωστικό αντικείμενο είναι ενιαίο, η αρίθμηση των κεφαλαίων προχωρεί από το 1ο μέ χρι το 19ο. Επίσης, διατηρήθηκε ενιαία η βιβλιογραφία.
Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει την εξέταση των θεμάτων της ανάπτυξης από τη σύλ ληψη μέχρι και τη σχολική ηλικία, εξετάζει δηλαδή την προγεννητική περίοδο (από τη σύλληψη μέχρι και τον τοκετό, Κεφάλαια το 3ο έτος, Κεφάλαια
4, 5, 6),
2, 3), τη
βρεφική ηλικία (από τη γέννηση μέχρι
την προσχολική ηλικία (3ο-6ο έτος, Κεφάλαια
σχολική ηλικία (6ο-12ο έτος, Κεφάλαια
7, 8)
και τη
9, 10).
Ο δεύτερος τόμος ασχολείται με τις υπόλοιπες ηλικιακές περιόδους, δηλαδή την εφη βική (12ο έτος- τέλος 2ης δεκαετίας, Κεφάλαια
20ό- 40ό έτος, Κεφάλαια
15, 16) και την ύστερη
13, 14), τη
11, 12), την
πρώιμη ενήλικη ζωή (περίπου
μέση ενήλικη ζωή (περίπου 40ό- 65ο έτος, Κεφάλαια
ενήλικη ζωή (65ο έτος- τέλος της ζωής, Κεφάλαια
18, 19).
Για κάθε ηλικιακή περίοδο εξετάζεται η σωματική/κινητική , η γνωστική/νοητική , η
κοινωνική ανάπτυξη και η ανάπτυξη της προσωπικότητας. Το Κεφάλαιο
1, το
εισαγωγικό,
ασχολείται με το γνωστικό αντικείμενο της διά βίου ανάπτυξης, τις θεωρητικές προσεγγί σεις που ερμηνεύουν την ανθρώπινη ανάπτυξη και τις μεθόδους έρευνας στον κλάδο αυ τόν της ψυχολογίας. Το Κεφάλαιο
19, με το
οποίο συμπληρώνεται το σύγγραμμα, πραγμα
τεύεται τα θέματα που συνδέονται με το τέλος της ζωής.
Με βάση τα χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν παραπάνω και το περιεχόμενό του, το σύγγραμμα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για -και απευθύνεται σε φοιτητές, γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς ψυχικής υγείας, σε πρόσωπα δηλαδή που μελετούν και ενδιαφέρονται -για διαφορετικούς λόγους- για την ανάπτυξη του ανθρώ που. Και κάτι ακόμη: Το σύγγραμμα απευθύνεται σε όλους μας, ανεξαρτήτως ιδιότητας, για έναν απλό λόγο: Περιγράφει την ανθρώπινη ανάπτυξη και εξέλιξη σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής, περιγράφει δηλαδή ένα «ταξίδι» στο οποίο συμμετέχουμε όλοι.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΉ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Ευχαριστίες Όπως σημειώθηκε στην αρχή του προλόγου, η μεταφορά ενός πνευματικού-επιστημονι κού έργου σε μια άλλη γλώσσα και πραγματικότητα συνεπάγεται δυσκολίες και προκλή σεις, αλλά κυρίως προϋποθέτει τη συνεργασία προσώπων και ειδικοτήτων.
Ευχαριστώ τη Ζωή Αντωνοπούλου και τη Μαργαρίτα Κουλεντιανού, που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της μετάφρασης, για τη συνέπεια και τη συνεργατικότητά τους. Η εκδοτι κή ομάδα των Εκδόσεων
Gutenberg - Πανεπιστημιακά εργάστηκε με υποδειγματικό ζήλο
και επαγγελματική ευσυνειδησία σε όλα τα στάδια αυτής της προσπάθειας. Ο Χρήστος
Σταυρόπουλος, συντονιστής της ομάδας, με την ψυχραιμία και την πολύτιμη εμπειρία του απετέλεσε την εγγύηση για την επιτυχή έκβαση του όλου έργου. Οι Μάγδα Κλαυδιανού και Κέλλυ Καραμανλή, με -κυριολεκτικά- διορθωτικές παρεμβάσεις και εύστοχες παρα τηρήσεις βελτίωσαν το περιεχόμενο και την εμφάνιση του κειμένου. Τους ευχαριστώ θερμά όλους. Τέλος, ευχαριστίες οφείλονται στις συνεργάτιδές μου Κατερίνα Γεωργαντή και Δώ
ρα Σκαλή για τα πολύτιμα σχόλια και τις παρατηρήσεις τους. Ιδιαιτέρως επιθυμώ να ευχαριστήσω τον Κώστα Δαρδανό, στον οποίο οφείλεται -κα τά το ήμισυ- η αφετηρία αυτής της έκδοσης. Χωρίς τη συμβολή του αυτή και χωρίς τη συ νεχή -αλλά διακριτική- παρακολούθηση του έργου και -κυρίως- χωρίς την εμπιστοσύνη
του σε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δεν θα ήταν δυνατή η επιτυχής έκβαση αυτού του εγχειρήματος.
Νοέμβριος
2009
ΗΛΙΑΣ Γ. ΜΠΕΖΕΒΕΓΚΗΣ
23
Πρόλογος του συγγραφέα
+ I
το παρόν σύγγραμμα αφηγείται μία ιστορία: την ιστορία της ζωής μας, αλλά και της ζωής των γονέων και των παιδιών μας. Είναι η ιστορία του ανθρώπου και του πώς τελικά αυτός γίνεται αυτός που είναι.
Σε αντίθεση με άλλους ερευνητικούς κλάδους, ο κλάδος της διά βίου ανάπτυξης βρί σκεται πολύ κοντά στον άνθρωπο, καθώς καλύπτει ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης, από τις απαρχές, τη στιγμή της σύλληψης, μέχρι και το αναπόφευκτο τέλος, το θάνατο. Είναι ένας κλάδος που ενώ εξετάζονται αναλυτικά σχετικές αντιλήψεις, έννοιες και θεωρίες, το σημείο εστίασης της προσοχής βρίσκεται στον άνθρωπο
-
στους προγό
νους και τους γονείς μας, τους φίλους και γνωστούς μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.
Το παρόν σύγγραμμα με τίτλο Εξελικτική Ψυχολογία, Διά Βίου Ανάπτυξη αποπειρά ται να μελετήσει τον συγκεκριμένο κλάδο με τρόπο πρωτότυπο, έχοντας παράλληλα στόχο να εγείρει το ενδιαφέρον τού αναγνώστη. Σκοπός του συγγράμματος είναι να εξάψει την περιέργεια του φοιτητή, να τον κάνει να αντιληφθεί τον κόσμο με διαφορετική ματιά και να εμπλουτίσει τις γνώσεις του στα θέματα που σχετίζονται άμεσα με την ανάπτυξη. Παρου σιάζοντας στον αναγνώστη τόσο τις τρέχουσες αλλαγές, όσο και τις πολλά υποσχόμενες προοπτικές στον κλάδο της διά βίου ανάπτυξης, το παρόν σύγγραμμα είναι έτσι σχεδιασμέ νο ώστε να διατηρήσει ζωντανό το ενδιαφέρον τού φοιτητή στον συγκεκριμένο κλάδο, όσα
χρόνια κι αν περάσουν από την ολοκλήρωση της πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης.
Συνοπτικn ανασκόπηση στην Πέμπτη Έκδοση Το παρόν σύγγραμμα, όπως και οι προηγούμενες εκδόσεις του, παρέχει μια ευρεία περι γραφή της ανθρώπινης ανάπτυξης, καλύπτοντας ολόκληρο το εύρος της ζωής τού ανθρώ
που , από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι το θάνατο. Το σύγγραμμα προσφέρει μια γενική, αλλά αναλυτική εισαγωγή στον κλάδο της διά βίου ανάπτυξης, με εκτενή κάλυψη των βα σικών θεωριών, παράθεση ερευνητικών δεδομένων και ανάδειξη των πρακτικών τους εφαρ μογών. Η παρουσίαση του εύρους της ανθρώπινης ζωής γίνεται με χρονολογική σειρά και
περιλαμβάνει την προγεννητική περίοδο, τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, την προσχολική περίοδο, τη μέση παιδική ηλικία, την εφηβεία, την πρώιμη και μέση ενήλικη ζωή και την ύστερη ενήλικη ζωή. Για καθεμία από τις περιόδους αυτές περιγράφεται η σωματική, η γνωστική και η κοινωνική ανάπτυξη, καθώς και η ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Το παρόν σύγγραμμα επιδιώκει να επιτύχει τους παρακάτω τέσσερις βασικούς στό χους:
•
Πρώτος και κύριος στόχος είναι να προσφέρει μια γενική, ισορροπημένη επισκόπηση του χώρου τής διά βίου ανάπτυξης. Παρουσιάζει στον αναγνώστη το θεωρητικό υπό βαθρο, την επιστημονική έρευνα και τις πρακτικές εφαρμογές που συναπαρτίζουν το
χώρο τής ανθρώπινης ανάπτυξης και εξετάζει τόσο τα παραδοσιακά όσο και τα σύγ χρονα θέματα του κλάδου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις πρακτικές εφαρμογές και παρεμβάσεις που έχουν προταθεί από τους ειδικούς στη διά βίου ανάπτυξη, αναδει
κνύοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τη θεωρία, την
26
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
έρευνα και τις πρακτικές εφαρμογές για να βοηθήσουν στην επίλυση σημαντικών κοι νωνικών προβλημάτων.
•
Ο δεύτερος στόχος είναι η άμεση σύνδεση αυτού του κλάδου της ψυχολογίας με τη ζωή του αναγνώστη. Οι έρευνες στον κλάδο τής διά βίου ανάπτυξης σχετίζονται σημα ντικά με την καθημερινή ζωή και το παρόν σύγγραμμα δείχνει πώς τα ερευνητικά
δεδομένα μπορούν να εφαρμοστούν στην καθημερινή πρακτική. Οι εφαρμογές παρου σιάζονται σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, που περιλαμβάνει τρέχουσες πληροφορίες και ειδήσεις από τον κόσμο, παγκόσμιας σημασίας κοινωνικά γεγονότα, καθώς και σύγ χρονες χρήσεις των δεδομένων στην ανθρώπινη ανάπτυξη, οι οποίες εισάγουν τον αναγνώστη στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο. Παρατίθενται πολυάριθμα σενάρια και στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή του ανθρώπου και εξηγείται η σχέση τους με τον κλάδο αυτόν της ψυχολογίας.
•
Ο τρίτος στόχος είναι να αναδειχθούν τόσο τα κοινά στοιχεία όσο και η πολυμορφία στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία. Έτσι, σε κάθε κεφάλαιο, το σύγγραμμα περι λαμβάνει υλικό που σχετίζεται με τη διαφορετικότητα που συνδέεται με φυλετικούς και εθνοτικούς παράγοντες, με το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη θρησκεία
και με τον πολιτισμό. Ο παραπάνω στόχος είναι εμφανής στις ενότητες με τίτλο «Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη». Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν πώς οι πολιτισμικοί
παράγοντες συνενώνουν αλλά και διαφοροποιούν τη σύγχρονη, παγκόσμια κοινωνία.
•
Τέλος, ο τέταρτος στόχος που εμπεριέχεται στους άλλους τρεις ήταν να καταστήσου με τον κλάδο τής διά βίου ανάπτυξης προσιτό και ελκυστικό σε όλους τους αναγνώ στες. Η διά βίου ανάπτυξη είναι ευχάριστη τόσο να τη μελετά κανείς όσο και να τη
διδάσκει, διότι έχει ευθεία και άμεση σχέση με τη ζωή τού κάθε ατόμου. Επειδή όλοι μας οδεύουμε το δρόμο της προσωπικής ανάπτυξης, έχουμε άμεση εμπειρία στα θέμα τα που εξετάζονται στο παρόν σύγγραμμα. Έτσι, το παρόν σύγγραμμα έχει σκοπό να διεγείρει και να ενισχύσει αυτό το ενδιαφέρον, φυτεύοντας έναν σπόρο που θα ανα πτυχθεί και θα ανθίσει μέσα από τη ζωή κάθε αναγνώστη. Για να επιτύχει τους παραπάνω στόχους, το σύγγραμμα προσπαθεί να είναι φιλικό προς
τον αναγνώστη. Γραμμένο με ύφος άμεσο και ανεπίσημο, παίρνει συχνά τη μορφή, στο βαθμό του δυνατού, ενός διαλόγου ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη. Το κείμε νο είναι δομημένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να το κατανοεί ο αναγνώστης κάθε επιπέδου εν διαφέροντος και κινήτρων. Για το λόγο αυτόν, περιλαμβάνει ποικίλα παιδαγωγικά στοι
χεία, που επιτρέπουν την πλήρη κατανόηση της ύλης και ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη. Με λίγα λόγια, το παρόν σύγγραμμα συνδυάζει τη θεωρία, την έρευνα και τις εφαρμο γές, εστιάζοντας στον πλούτο της ανθρώπινης ανάπτυξης. Επιπλέον, αντί να παρουσιάσει
μια λεπτομερή ιστορική περιγρ~φή του κλάδου, εστιάζει στη σύγχρονη πραγματικότητα, με αναφορές στο παρελθόν, όποτε κρίνεται αναγκαίο, αλλά με σταθερό στόχο την περι γραφή των σύγχρονων εξελίξεων και των προοπτικών του. Έτσι, ενώ παρουσιάζει παλαιό τερες, κλασικές έρευνες, η έμφαση δίνεται στις σύγχρονες μελέτες και τάσεις.
Το σύγγραμμα αυτό προορίζεται να γίνει ένα βιβλίο που ο κάθε αναγνώστης θα θελή σει να έχει στην προσωπική του βιβλιοθήκη, ένα βιβλίο στο οποίο θα ανατρέχει όταν μελε τά θέματα που σχετίζονται με την πιο ενδιαφέρουσα από όλες τις ερωτήσεις: «Πώς τελικά ο άνθρωπος γίνεται αυτό που είναι;»
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ευχαριστίες Είμαι ευγνιΟμων στους κaτωθι κριτές που παρείχαν χρήσιμα σχόλια, εποικοδομητικές πα ρατηρήσεις και ενθaρρυνση:
Amy Boland, Columbus State Community College Ginny Boyum, Rochester Community and Technical College Krista Forrest, Uniνersity of Nebraska at Kearney John Gambon, Ozarks Technical College Tim Killian, Uniνersity of Arkansas Peter Matsos, Riνerside City College Troy Schiedenhelm, Rowan-Cabarrus Community College Charles Shairs, Bunker Hill Community College Deidre Slaνik, North West Arkansas Community College Cassandra George Sturges, Washtenaw Community College Rachelle Tannenbaum, Anne Arundel Community College Lois Willoughby, Mianti Dade College Θα ήθελα, επίσης, να εκφρaσω την ευγνωμοσύνη μου στους παρακaτω κριτές των κειμέ νων της προηγούμενης έκδοσης:
Nancy Ashton, R. Stockton College· Dana Daνidson, Uniνersity of Hawaii at Manoa· Margaret Dombrowski, Harrisburg Area Community College· Bailey Drechsler, Cuesta College· Jennifer Farell, Uniνersity of North Carolina-Greensboro· Carol Flaugher, Uniνersity at Buffalo· Rebecca Gloνer, Uniνersity of North Texas· R. J. Grisham, Indian Riνer Community College· Martha Kuehn, Central Lakes College· Heather Nash, Uniνersity of Alaska Southeast· Sadie Oates, Pitt Community College· Patricia Sawyer, Middlesex Community College· Barbara Simon, Midlands Technical College· Archana Singh, Utah State Uniνersity· Joan Thomas-Spiegel, Los Angeles Harbor College· Linda Veltή, Uniνersity of Portland. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω πολλούς ακόμη. Αισθaνομαι υποχρέωση απέναντι σε αυτούς που μου προσέφεραν μια εξαιρετική εκπαίδευση, πριΟτα στο
Wesleyan U niνersity ofWisconsin. Ειδικότερα, ο Karl Scheibe έπαιξε θεμελιιΟδη ρό λο στην πανεπιστημιακή μου εκπαίδευση και ο εκλιπων Vernon Allen ήταν ο μέντορας και και κατόπιν στο Uniνersity
καθοδηγητής μου στις μεταπτυχιακές μου σπουδές. Ήταν στα μεταπτυχιακό μου χρόνια
που ήλθα σε στενή επαφή με την έννοια της ανaπτυξης, καθιΟς γνιΟρισα ειδικούς και επι στήμονες όπως ο
Ross Parke, ο John Balling, ο Joel Leνin, ο Herb Κlausmeier και πολλοί
aλλοι. Η εκπαίδευσή μου συνεχίστηκε όταν έγινα καθηγητής. Είμαι ιδιαιτέρως ευγνιΟμων
στqυς συναδέλφους μου στο Uniνersity
of Massachusetts, οι οποίοι κaνουν το πανεπιστή
μιο έναν τόσο όμορφο χιΟρο διδασκαλίας και έρευνας. Πολλa aλλα πρόσωπα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγγραφή του παρόντος συγ γρaμματος. Ο
John Bickford και ο Christopher Poirier παρείχαν σημαντικές ερευνητικές
και εκδοτικές πληροφορίες και τους ευχαριστω για τη βοήθεια τους. Πaνω απ' όλους, ο
John Graiff έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση και το συντονισμό των επιμέρους στοι χείων που συνιστούν τη συγγραφή ενός βιβλίου και του είμαι ιδιαιτέρως ευγνιΟμων. Επίσης εκφρaζω την ευγνωμοσύνη μου στην υπέροχη ομaδα του εκδοτικού οίκου
Prentice Hall, που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη σύλληψη και υλοποίηση αυτού του εγ Jeff Marshall, ο διοικητικός επιμελητής έκδοσης, γεμaτος έμπνευση και δη μιουργικότητα, απετέλεσε ιδανικό συνεργaτη. Η Leah Jewell υποστήριξε το εγχείρημα αυ
χειρήματος. Ο
τό από το παρασκήνιο. Τους ευχαριστω για τη στήριξή τους. Στο τμήμα τής παραγωγής, η
27
28
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Maureen Richardson, επόπτρια ενημέρωσης της παραγωγής, και οι Michelina Vicusi και Cynthia Vincenti, επιμελήτριες φωτογραφίας, βοήθησαν σημαντικά, προσφέροντας στο βι βλίο μια ξεχωριστή εμφάνιση. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω (εκ των προτέρων) τη διευ
θύντρια μάρκετινγκ
Jeanette Kosinkas, στις δεξιότητες της οποίας βασίζομαι.
Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τα μέλη της οικογένειάς μου, που παίζουν τόσο ση
μαντικό ρόλο στη ζωή μου. Τον αδελφό μου, Michael, τις κουνιάδες και τον κουνιάδο μου , τις ανιψιές και τους ανιψιούς μου, που όλοι τους αποτελούν ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Επίσης, αισθάνομαι διά βίου υπόχρεος στην προηγούμενη γενιά της οικογέ
νειάς μου, που χάραξε το δρόμο με τρόπο αληθινά παραδειγματικό. Θα αισθάνομαι πά ντα υποχρεωμένος στον
Harry Brochstein και στις εκλιπούσες Mary Vorwerk και Ethel Radler. Περισσότερο από όλους, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον πατέρα μου, τον εκλιπό ντα Saul Feldman, και τη μητέρα μου, Leah Brochstein. Τέλος, αυτοί που αξίζουν τις περισσότερες ευχαριστίες είναι τα άτομα της άμεσης οι κογένειάς μου. Τα υπέροχα παιδιά μου, ο και η
Sarah, δεν
Jonathan
(και η σύζυγός του,
Leigh),
ο
Joshua
είναι μόνο ευγενικοί, έξυπνοι και όμορφοι, αλλά αποτελούν το καμάρι και
τη χαρά μου. Ο εγγονός μου,
Alex, έφερε άπλετη χαρά στη ζωή μας από τη στιγμή της γέν Katherine Vorwerk, προσφέρει την αγάπη και την
νησής του. Και τέλος, η σύζυγός μου, η
υποστήριξη που κάνουν τα πάντα να αξίζουν. Τους ευχαριστώ όλους και τους δίνω την
αγάπη μου. ROBERT S. FELDMAN University of Massachusetts at Amherst
λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Robert S. Feldman είναι καθηγητής Ψυχολογίας και αναπληρωτής κοσμή τορας της Σχολής Κοινωνικών και Συμπεριφορικών Επιστημών του Πανεπι στημίου της Μασαχουσέτης
(University of Massachusetts at Amherst), των
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Διακεκριμέ νου Δασκάλου τής Σχολής και διδάσκει Ψυχολογία σε τάξεις που αποτελού νται από
15
μέχρι και
500 φοιτητές.
Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες ως πα
νεπιστημιακός δάσκαλος, εκτός από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, έχει διδάξει προπτυχιακά και μεταπτυχιακά μαθήματα στο Mount Holyoke College, στο Wesleyan University και στο Virginia Commonwealth University. Ο καθηγητής Feldman, ο οποίος ίδρυσε το Πρόγραμμα Συμβουλευτικής για Μειονότητες (Minority Mentoring Program) στο Πανεπιστήμιο της
Μασαχουσέτης, έχει επίσης διδάξει σε ποικίλα διαδικτυακά εκπαιδευτικά προγράμματα. Επίσης, ίδρυσε προγράμματα εκπαίδευσης στην ψυχολογία από απόσταση στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης. Μέλος του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συλλόγου και του Συλλόγου για την Ψυχολογική Επιστήμη, ο καθηγητής
Feldman απέκτησε το πρώτο πτυχίο Wesleyan University και τον μεταπτυχιακό και διδακτορικό του τίτλο από το University ofWisconsin-Madison. Έχει κερ δίσει το βραβείο Fulbήght Senior Research Scholar and Lecturer Award και έχει γράψει πάνω από 100 βιβλία, κεφάλαια και επιστημονικά άρθρα. Ήταν επι
του (με τιμητική διάκριση) από το
μελητής έκδοσης του
Development of Nonverbal Behavίor ίn Children (Εκδό και του Applίcations of Nonverbal Behavίoral Theory and Research (Εκδόσεις Erlbaum) και συν-επιμελητής του Fundamentals of Nonverbal Behavior (Εκδόσεις Cambridge University Press). Είναι επίσης συγγραφέας του Chίld Development, Understanding Psychology και POWER Learnίng: Strategies for Success ίn College and Lίfe. Τα βιβλία του έχουν μετα σεις
Springer-Verlag)
φραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως στα Ισπανικά, τα Γαλλικά, τα Πορτογαλι κά, τα Ολλανδικά, τα Κινεζικά και τα Ιαπωνικά. Τα επιστημονικά ενδιαφέρο ντά του περιλαμβάνουν τη μελέτη της τιμιότητας και της εξαπάτησης στην
καθημερινή ζωή και τη χρήση τής μη λεκτικής συμπεριφοράς στη διαχείριση των εντυπώσεων- οι έρευνές του έχουν χρηματοδοτηθεί από επιχορηγήσεις του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας
[National Institute of Mental Health]
και του Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνών στην Αναπηρία και την Αποκατάστα ση
[National Institute of Disabilities and Rehabilitation Research ]. Ο καθηγητής Feldman λατρεύει τη μουσική, είναι ένας ενθουσιώδης
πιανίστας και του αρέσει να μαγειρεύει και να ταξιδεύει. Έχει τρία παιδιά, έναν εγγονό και μαζί με τη σύζυγό του, επίσης ψυχολόγο, ζουν στη δυτική Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, σε ένα σπίτι με θέα την οροσειρά
Holyoke.
11
Η σωματικn
κα\
n γνωστ\κn ανάπτuξn
στnν εφnβικn nλικία
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΩΜΑτΙΚΗ ΩΡΙΜΑΝΣΗ
ΝΟΗτΙΚΗ ΑΝΑΠτvΞΗ
• Ανάπτυξn στnν εφnβείο:
ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Οι ταχείς ρυθμοί τnς σωμοτικnς και
•
Χρnσn και κοτάχρnσn αλκοόλ
λογικών πράξεων
• Ήβn: Η οφετnρίο τnς σεξουολικnς ωρίμονσnς
•
Προσεγγίσεις επεξεργασίας
•
Οι κίνδυνοι του καπνίσματος
•
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις
πλnροφοριών: Σταδιακές αλλαγές
Διοτροφn, κοτανάλωσn τροφnς
στις γνωστικές δεξιότnτες
και διατροφικές διαταραχές
•
Χρnσn παράνομων ουσιών
Πιοzετικές προσεγγίσεις στn νοnτικn
ονάπτυξn: Η περίοδος των τυπικών
σεξουολικnς ωρίμονσnς
•
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ
Ανάπτυξn του εγκεφάλου και σκέψn :
•
γιο τn γνωστικn ωρίμονσn
Εγωκεντρισμός στn σκέψn: Η προσr'1λωσn
του εφnβου στον εαυτό
Προετοιμάzοντος το έδαφος
•
Σχολικn επίδοσn
• Η χρnσn του Διαδικτύου στnν εφnβείο
Πρόλογος: Η τυπική ημέρα μιας εφήβου 5.45 π .μ. Το ξυπνnτr'φι χτυπά στο υπνοδωμάτιο τnς Γ. («Γεωργίας»). 5.55 π .μ. Το ξυπνnτr'φι χτυπά για δεύτερn φορά . Η Γ. σnκώνεται αυτn τn φορά από το κρεβάτι. 6.1 Ο π.μ. Αφού πλυθεί και ντυθεί, n Γ. αρπάzει ένα κουλούρι από το τραπέzι τnς κουzίνας και βγαίνει έξω στο δρόμο για να περιμένει το σχολικό λεωφορείο.
7.05
π.μ. Το σχ ολικό λεωφορείο αφnνει τn Γ. στο γυμνάσιο, όπου εκείνn περνά τις περισσότερες ώρες τnς
nμέρας στnν τάξn. Σnμερα, έχει τα μαθnματα γλώσσας, άλγεβρας, βιολογίας, αρχών δικαίου, Γερμανικών και
σωματικnς αγωγnς. Το μεσnμέρι, κάνει σύντομο διάλειμμα για το γεύμα και αργότερα συμμετέχει στις πρόβες τnς σχολικnς χο ρωδίας.
3.00 μ . μ . Ξεκινά n προπόνnσn (χόκεϊ) που διαρκεί δύο ώρες.
5.30
μ . μ . Η Γ . παίρνει το λεωφορείο τnς επιστροφnς στο
σπίτι. Το ταξίδι διαρκεί
7.15
1 Yz ώρα .
μ.μ. Δειπνεί μόνn τnς, καθώς τα άλλα μέλn τnς οικογέ
νειας έχουν nδn δειπνnσει .
7.30 μ . μ . Η Γ. παρακολουθεί ένα επεισόδιο σε επανάλnψn τnς τnλεοπτικnς σειράς «Τα Φιλαράκια», ενώ παράλλnλα ρίχνει μια ματιά στις εργασίες για το σχολείο.
8.00
μ . μ . Ασχολείται για μία ώρα με τnν εργασία στο μάθn
μα των αρχών δικαίου, ψάχνοντας στο Διαδίκτυο για σχετικά άρθρα, ενώ παράλλnλα στέλνει μnνύματα από το κινnτό στους
φίλους τnς. Μετά, λύνει τις ασκnσεις τnς άλγεβρας και τελειώ νει τnν προετοιμασία για το εργαστnριο τnς βιολογίας. Η πιο σn μαντικn τnς δουλειά είναι να προετοιμαστεί για το διαγώνισμα στα Γερμανικά, το οποίο έχει προγραμματιστεί για τnν επόμενn
nμέρα. Διαβάzει μέχρι τις
11.30, μελετώντας λεξιλόγιο και
γραμματικn και κάνει μερικά διαλείμματα για να μιλrlσει στο τn-
Στην εφηβεία, η ζωή του ατόμου γίνεται όλο και πιο πο-
λέφωνο.
λύπλοκη.
11 .30
μ.μ . Η Γ. προσπαθεί να χαλαρώσει παρακολουθώ-
ντας τnν τnλεοπτικn ενnμερωτικn εκπομπn
12.00
«Daily Show».
τα μεσάνυχτα. Πnγαίνει για ύπνο. Βάzει το ξυπνnτnρι για τις
νο μελέτnς για το διαγώνισμα στα Γερμανικά.
5.15,
ώστε να κερδίσει λίγο ακόμn χρό
32
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΓΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Αυτή είναι μια τυπική ημέρα για τη Γ., η ζωή της οποίας είναι μια συνεχής πίεση για αντα πόκριση σε σχολικές και κοινωνικές απαιτήσεις, που γεμίζουν ουσιαστικά κάθε στιγμή τής ημέρας της. Μια τέτοια ημέρα είναι, επίσης, συνήθης στη ζωή πολλών εφήβων, οι οποίοι αγωνίζονται να ανταποκριθοvν στις προσωπικές και κοινωνικές απαιτήσεις, που συμπο ρεvονται με τις προκλήσεις της ηλικίας τους. Με ένα σώμα που αλλάζει εντυπωσιακά, με πειρασμοvς για το σεξ, το αλκοόλ και άλλες ουσίες, με γνωστικές αλλαγές, οι οποίες κά νουν τον κόσμο να μοιάζει ιδιαίτερα πολvπλοκος, με κοινωνικά δίκτυα που βρίσκονται σε διαρκή ροή και με έντονα συναισθήματα, ο έφηβος βρίσκεται σε μια περίοδο ζωής που χα
ρακτηρίζεται από αναστάτωση, άγχος, ευθυμία και απόγνωση , συναισθήματα τα οποία ορισμένες φορές βιώνει ταυτόχρονα. Στο παρόν κεφάλαιο και στο επόμενο μελετώνται βασικά θέματα και ερωτήματα που Εφnβε ία Το ανα πτυ ξια κό στάδιο, το οποίο βρίσκετα ι μεταξύ τπς παιδικιΊς πλι κίας και τπς ενriλικnς ζωι'ις .
αφοροvν στην εφηβική ηλικία. Εφηβεία είναι το αναπτυξιακό στάδιο, το οποίο βρίσκεται μεταξv της παιδικής και της ενήλικης ζωής. Σε γενικές γραμμές, θεωρείται ότι ξεκινά πριν από τα
13 και τερματίζεται περίπου
στα
20 έτη. Η
εφηβεία είναι μια μεταβατική περίοδος.
Οι έφηβοι δεν θεωροvνται πλέον παιδιά, αλλά οvτε και ενήλικες. Η εφηβεία είναι μια πε ρίοδος σημαντικών σωματικών και ψυχολογικών αλλαγών. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται η σωματική και η γνωστική ανάπτυξη στην εφηβεία,
μια περίοδο εξαιρετικής σωματικής ωρίμανσης, η οποία έχει ως αφετηρία την έναρξη τη ς ήβης. Μελετώνται οι επιπτώσεις της πρώιμης και της αργοπορημένης ήβης, όπως επίση ς η διατροφή και οι διατροφικές διαταραχές. Κατόπιν, περιγράφεται η νοητική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Εξετάζο
νται οι ποικίλες προσεγγίσεις στη νοητική ανάπτυξη του εφήβου και η σχολική επίδοσή του, εστιάζοντας στις επιδράσεις του κοινωνικοοικονομικου επιπέδου, της εθνότητας και της φυλετικής καταγωγής.
Στο τέλος του κεφαλαίου παρουσιάζονται οι βασικοί κίνδυνοι για τον έφηβο, οπότε και εξετάζονται θέματα, όπως η χρήση ουσιών και αλκοόλ, το κάπνισμα και οι σεξουαλι κώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις.
Σωματική ωρίμανση nα τους άνδρες της φυλής Awa, η αρχή της εφηβείας σηματοδοτείται από μια περί
τεχνη και -στα μάτια των Δυτικών- αποτρόπαιη ιεροτελεστία, η οποία συμβολίζει τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Τα αγόρια της φυλής μαστι γώνονται με βέργες και αγκαθωτά κλαδιά δέντρων, για
2-3
ημέρ ες στη σειρά. Τα
μέλη τής φυλής πιστεύουν ότι κατά τη διάρκεια του μαστιγώματος, τα αγόρια εξιλε ώνονται για τις προηγούμενες άνομες πράξεις τους και τιμούν τα μέλη τής φυλής που σκοτώθηκαν σε πολεμικές συγκρούσεις. Όμως, αυτό είναι μόνο η αρχή · η ιερο τελεστία συνεχίζεται για πολλές ακόμη ημέρες.
Πιθανότατα, οι περισσότεροι από εμάς αισθανόμαστε ευγνωμοσvνη που , μπαίνοντας στην εφηβεία, δεν χρειάστηκε να περάσουμε από τέτοιες σωματικές δοκιμασίες . Παρ' όλα αυτά, ιεροτελεστίες μετάβασης από την παιδική στην εφηβική ηλικία έχουν και οι δυτικές κοινω νίες, οι οποίες βεβαίως δεν είναι τόσο δυσάρεστες όσο αυτές της φυλής
Awa. Ένα παρά bar mitzνah για το αγόρι και bat mitzνah για το κορίτσι, όπως και αντίστοιχες τελετές διαφόρων χριστιανικών δογμάτων (Dunham, Kidwell, & Wilson, 1986· Delaney, 1995· Herdt, 1998· Eccles, Templeton, & Barber, 2003· Hoffman, 2003). δειγμα αποτελεί η εβρα·ίκή τελετή ενηλικίωσης
ΚΕΦΑΛΑlΟ
11 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΑΠ ΤΥΞ Η ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
33
Ανεξάρτητα από το είδος της τελετής, την οποία οργανώνει η εκάστοτε κοινωνία, ο στόχος τείνει να είναι ο ίδιος: Ο συμβολικός εορτασμός τή ς εμφάνισης των σωματικών αλ
λαγών, οι οποίες μετασχηματίζουν το παιδικό σώμα σε σώμα ενήλικα, ικανό για αναπαρα γωγή. Με τις αλλαγές αυτές, το άτομο αφήνει την παιδική ηλικία και φτάνει στα πρόθυρα της ενήλικης ζωής.
Ανάπτυξη στην εφηβεία: Οι ταχείς ρυθμοί τής σωματικής και σεξουαλικής ωρίμανσης Μέσα σε μόλις μερικούς μήνες, οι έφηβοι ψηλώνουν αρκετά εκατοστά τού μέτρου και χρειάζονται ρούχα μεγαλύτερου μεγέθους, καθώς μεταμορφώνονται, τουλάχιστον εξωτε ρικά, από παιδιά σε νεαρούς ενήλικες. Μια πλευρά αυτής της μεταμόρφωσης είναι το ανα πτυξιακό τίναγμα της εφηβείας, μια περίοδος ταχύτατης ανάπτυξης, με σημαντική αύξηση
του βάρους και του ύψους. Κατά μέσο όρο, τα αγόρια κερδίζουν κορίτσια έτος
9 εκατοστά το χρόνο. Ορισμένοι έφηβοι κερδίζουν (τanner, 1972· Caino et al., 2004).
10-11 εκατοστά και τα 13 εκατοστά σε ένα
μέχρι και
Το αναπτυξιακό τίναγμα της εφηβείας εμφανίζεται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές
στα δύο φύλα. Όπως φαίνεται και στο Σχήμα ξεκινά περίπου στην ηλικία των Στις η λικίες
από τα
12
και
13
11.1, το αναπτυξιακό τίναγμα στα κορίτσια 10 ετών, ενώ στα αγόρια περίπου στην ηλικία των 12 ετών.
ετών, τα κορίτσια τείνουν να είναι ψηλότερα από τα αγόρια , όμως
13 έτη και μετά, τα αγόρια, κατά μέσο όρο, είναι ψηλότερα από τα κορίτσια - ένα
φαινόμενο που διατηρείται στην υπόλοιπη ζωή.
"'
~ (J' ο
-3-
?'-
190 180 170 160 150 140 130 120 110 100 90 80 70 60 50
24 23 22 21 20 19 18 17 16 15 14 13 12 11 10 9 8 7 6 5 4 3 2 1
ς; ο
~
"'
~ (J'
:::J ο
-3-
· :::J
6
ι=-
W'
· :::J <(
ο
ο ο
1
3
5
7
9
11
13
15
17
19
ο
1
Γ
Αγόρια
Σχήμα
11.1
3
5
7
9
11
13
15
17
19
Ηλικία
Ηλικία
•
Κορίτσια
Η πορεία της ανάmυξης
Η πορεία της ανάmυξης αποτυπώνεται με δύο τρόπους . Στο πρώτο σχήμα παρατίθεται το ύψος, ως συνάρτηση της ηλικίας, ενώ το δεύτερο εμφα
νίζει την αύξηση στο ύ ψος , από τη γέννηση μέχρι και το τέλος της εφηβείας. Σημειώστε ότι το αυξητικό τίναγμα στα κορίτσια ξεκινά περίπου στην ηλικία των
10 ετών , ενώ στα αγόρια περίπου στην ηλικία των 12 ετών.
ψηλότερα από τα κορίτσια. (ΠΗΓΗ :
Cratty, 1986.)
Ωστόσο, στην ηλικία των
13 ετών, τα αγόρια τείνουν κατά
μέσο όρο να είναι
34
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Ήβη: Η αφετηρία τής σεξουαλικής ωρίμανσης Ήβπ
Η ήβη, η περίοδος κατό. την οποία ωριμό.ζουν τα όργανα αναπαραγωγής, αρχίζει όταν η
Η περίοδος κατά τπν οποία
υπόφυση εκπέμπει σήμα στους ό.λλους αδένες στον οργανισμό τού παιδιού να αρχίσουν
ωριμόζοLΝ
να παρό.γουν τις ορμόνες του φύλου, δηλαδή ανδρογόνα (ορμόνες του ό.ρρενος) και οι
τα αναπαραγωγικό όργανα.
στρογόνα (ορμόνες του θήλεος) σε επίπεδα ενηλίκων. (Οι παραπό.νω ορμόνες παράγο νται και από τα δύο φύλα, αλλό. οι ό.ρρενες έχουν υψηλότερη συγκέντρωση ανδρογόνων και οι θήλεις υψηλότερη συγκέντρωση οιστρογόνων.) Η υπόφυση «ειδοποιεί», επίσης, το
σώμα να αυξήσει την παραγωγή αυξητικών ορμονών, οι οποίες αλληλεπιδρούν με τις ορ μόνες του φύλου και προκαλούν την εμφό.νιση του aυξητικού τινάγματος και των χαρα κτηριστικών τής ήβης. Επιπλέον, η ορμόνη λεπτίνη φαίνεται να παίζει ρόλο στην έναρξη της ήβης.
Όπως και το αυξητικό τίναγμα, έτσι και η ήβη γενικότερα εμφανίζεται ενωρίτερα στα κορίτσια από ό,τι στα αγόρια. Η ήβη ξεκινό. στα κορίτσια περίπου στα αγόρια περίπου στα
13 ή 14 έτη.
11 ή 12 έτη, ενώ στα
Εντούτοις, υπό.ρχουν σημαντικές ατομικές διαφορές. Για
παράδειγμα, σε ορισμένα κορίτσια, η ήβη μπορεί να αρχίσει ακόμη και στην ηλικία των
7ή
8 ετών ή πολύ αργότερα, στην ηλικία των 16 ετών. Η ήβη στα κορίτσια.
Ο λόγος για τον οποίο η ήβη εμφανίζεται σε μια συγκεκριμένη
ηλικία δεν είναι γνωστός. Το βέβαιο είναι ότι περιβαλλοντικοί και πολιτισμικοί παράγοντες Πρώτπ έμμπνπ ρύσπ Η έναρξπ τπς εμμπνόρροιας.
παίζουν σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, η έμμηνη ρύση, δηλαδή η έναρξη της εμμηνόρ ροιας και, πιθανώς, η εμφανέστερη ένδειξη της ήβης στα κορίτσια, ποικίλλει σημαντικά από κοινωνία σε κοινωνία. Σε πτωχότερες, αναπτυσσόμενες χώρες, η έμμηνη ρύση εμφανίζεται
αργότερα από ό,τι σε οικονομικό. ανεπτυγμένες χώρες. Ακόμη και στις ίδιες ανεπτυγμένες χώρες, η έμμηνη ρύση εμφανίζεται ενωρίτερα στα κορίτσια εύπορων περιοχών, συγκριτι
κό. με τα κορίτσια, τα οποία ζουν σε λιγότερο ευκατό.στατες περιοχές (βλέπε Σχήμα
Παρατηρήστε τις αλλαγές που έχουν συμβεί, μέσα σε μόλις μερικά χρόνια, στο ίδιο αγόρι , πριν και μετά την ήβη.
11.2).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
•
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠ ΤΥ Ξ Η ΣΤ ΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
35
Ηλικία έναρξης έμμηνης ρύσης Η νωμένες Πολιτείες
Χαμηλό εισόδημα
Υψηλό εισόδημα
(κορίτσια aφρικανικής καταγωγής) Ηνωμένες Πολιτείες
Σχήμα
Ηλικία έναρ
11.2
ξης της εμμηνόρροιας Υψηλό εισόδημα
Χαμηλό εισόδημα
Χονγκ-Κονγκ
Ευκατάστατοι
Πενιχρό εισόδημα
Τύνιδα
Ευκατάστατοι
Πενιχρό εισόδημα
σε mωχότερες χώρες. Ακό μη
Βαγδάτη
Ευκατάστατοι
Πενιχρό εισόδημα
η πρώτη έμμηνη ρύση εμφανί
Νότιος Αφρική
Ευκατάστατοι
Πενιχρό εισόδημα
που ζουν σε ευκατάσταστες
Μέτριο εισόδημα
Πενιχρό εισόδημα
( κορίτσια ευ ρωπα'ίκής καταγωγής)
Η πρώτη έμμηνη ρύση εμφανί ζεται ενωρίτερα σε οικονομικά ανεmυγμένες χώρες από ό,τι και στις ανεmυγμένες χώρες , ζεται ενωρίτερα στα κορίτσια
( Ba ntυ , αστικές περιοχές) Βιότοπος
Transkei
( Bantυ , αγ ροτικές περιοχές)
περιοχές, συγκριτικά με αυτά
12
13
14
15
16
Ηλικία σε έτη
που ζουν σε λιγότερο πλού σιες περιοχές. (ΠΗΓΗ : Eνeleth
& Tanner, 1976.)
Επομένως, φαίνεται πως τα κορίτσια που έχουν καλύτερη διατροφή και υγεία είναι πιθανότερο να εμφανίσουν έμμηνη ρύση σε μικρότερη ηλικία, συγκριτικά με τα κορίτσια, τα οποία είναι υ ποσιτισμένα ή πάσχουν από χρόνιες ασθένειες. Πράγματι, ορισμένες μελέ τες δείχνουν ότι το βάρος ή η αναλογία λίπους προς μυ"ίκό ιστό στο σώμα ίσως παίζει ση μαντικό ρόλο στη χρονική στιγμή που θα εμφανιστεί η πρώτη έμμηνη ρύση. Για παράδειγ μα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εμφάνιση της έμμηνης ρύσης σε αθλήτριες με χαμηλά πο σοστά λίπους στο σώ μα είναι πιθανό να καθυστερήσει, σε σύγκριση με κορίτσια, τα οποία έχουν λιγότερες σωματικές δραστηριότητες. Αντίθετα, η παχυσαρκία -η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του επιπέδου έκκρισης της λεπτίνης, ορμόνης που συσχετίζεται με την έναρξη τη ς έμμηνης ρύσης- οδηγεί σε πρωιμότερη ήβη
(Richards, 1996· Vizmanos &
Marti-Henneberg, 2000· Woelfle, Harz, & Roth, 2007). Υπάρχουν καί άλλοι παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τη χρονική εμφά νιση της έ μμηνη ς ρύ σης . Για παράδειγμα, το περιβαλλοντικό στρες, το οποίο οφείλεται σε γεγονότα, όπως το γονε"ίκό διαζύγιο ή τα υψηλά επίπεδα ενδοοικογενειακών συγκρού σεων, μπορεί να οδηγήσει σε πρώιμη εμφάνιση αυτού του φαινομένου (Hulanicka, 1999· Kim & Smith, 1999· Kaltiala-Heino, Kosunen, & Rimpela, 2003· Ellis, 2004). Τα τελευταία περίπου 100 χρόνια, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες ανεπτυγμένες
χώρες, η ήβη στα κορίτσια εμφανίζεται όλο και πιο ενωρίς. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η ήβη στα κορίτσια άρχιζε, κατά μέσο όρο, περίπου στα περίπου στα
14 με 15 έτη, ενώ σήμερα αρχίζει 11 με 12 έτη . Άλλες ενδείξεις τής ήβης, όπως για παράδειγμα η ηλικία στην
Τάσn του α1ωνα
οποία το παιδ ί πετυχαίνει το τελικό του ύψος και τα αναπαραγωγικά όργανα ωριμάζουν
Ε ίδα; αλλαγών
πλήρως, σήμερ α, επίσης, εμφανίζονται σε μικρότερη ηλικία, πιθανώς λόγω της καταπολέ
εμφανiζοντ01 σε διαστ ΠΙJCJ
μηση ς των σοβ αρών ασθενειών και της βελτιωμένης διατροφής των παιδιών.
Η πρώιμη έναρξη της ήβης αποτελεί παράδειγμα aξιοσημείωτης τάσης του αιώνα. Τάση του αιώνα είναι το ε ίδος των αλλαγών, οι οποίες εμφανίζονται σε διαστήματα μερικών γε
01
οοοiες
μερΙκών γενεών.
Πρωτογενri χαρακτnρΙσΓκά φύλου Χσρσκτnρ Ιστ Ικά, τα οποία
νεών. Θ εωρ ού με ότι έχουμε τάση του αιώνα όταν, σε ένα διάστημα πολλών γενεών, σημει
σLΝδέοντα Ι με τnν ανάπτυξn
ώνονται αλλαγές σε σωματικά χαρακτηριστικά, όπως πρωιμότερη έναρξη της έμμηνης ρύ
τnς δομnς καΙ των οργάνων
σης στα κορ ίτσια ή αύξηση του μέσου ύψους , ως αποτέλεσμα της βελτιωμένης διατροφής. Η εμμηνόρρ οία είναι μία από τις αλλαγές στην ήβη, οι οποίες σχετίζονται με την ανά πτυξη των πρωτογενών και δευτερογενών χαρακτηριστικών του φύλου. Τα πρωτογενή
του σώματος , που σχετίζοντα Ι άμεσα με τnν αναπαραγωγrΊ.
Δευτερογενn χαρακτnρΙστΙκά φύλου
χαρακτηρ ιστικά τού φύλου συνδέονται με την ανάπτυξη της δομής και των οργάνων του
01 ορατές
σώματος, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την αναπαραγωγή. Αντίθετα, τα δευτερογενή
ωρΙμότnτας , 01 οποίες
χαρακτηριστικά τού φύλου είναι οι ορατές ενδείξεις σεξουαλικής ωριμότητας, οι οποίες δεν σχετίζονται άμεσα με τα όργανα αναπαραγωγής.
ενδείξεΙ ς σεξουαλΙκrΊ<;
δεν συσχετίζονταΙ άμεσα με τα όργανα αναπαραγωγrΊς .
36
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
•
ΕΦΗΒΕΙΑ
Στα κορίτσια, η ανάπτυξη των πρωτογενών χαρακτηριστικών του φύλου περιλαμβά
νει αλλαγές στον κόλπο και τη μήτρα. Τα δευτερογενή χαρακτηριστικά τού φύλου περι λαμβάνουν την ανάπτυξη του στ1Ίθους και την εμφάνιση τριχοφυtας στο εφηβαίο (ηβική κόμη). Το στήθος αρχίζει να αναπτύσσεται περίπου στην ηλικία των φυtα στο εφηβαίο περίπου στην ηλικία των
εμφανίζεται περίπου
11
10 ετών και η τριχο
ετών. Η τριχοφυtα στις μασχάλες αρχίζει να
2 χρόνια αργότερα.
Σε ορισμένα κορίτσια, τα πρώτα σημάδια της ήβης εμφανίζονται ασυνήθιστα ενωρίς. Ένα
(1) στα 7 λευκά κορίτσια αναπτύσσουν στήθος ή ηβική τριχοφυtα σε ηλικία 8 ετών, και (1) στα δύο- στα κορίτσια αφρο
ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το αντίστοιχο ποσοστό -ένα
αμερικανικής καταγωγής. Τα αίτια αυτής της πρώιμης έναρξης της ήβης δεν είναι σαφή και
η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φυσιολογική και στην aφύσικα πρώιμη έναρξη ήβης στα κορίτσια αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας μεταξύ των ειδικών
(Lemonick, 2000· The
Endocrine Society, 2001· Ritzen, 2003). Η ήβη στα αγόρια.
Η σεξουαλική ωρίμανση των αγοριών ακολουθεί μια σχετικώς δια
φορετική πορεία. Το πέος και το όσχεο αρχίζουν να αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς πε
ρίπου στην ηλικία των
12 ετών και έπειτα από 3-4 χρόνια παίρνουν την τελική τους μορφή.
Καθώς το πέος του αγοριού μεγεθύνεται, αναπτύσσονται και τα υπόλοιπα πρωτογενή χα ρακτηριστικά τού φύλου, όπως, για παράδειγμα, μεγεθύνεται ο αδένας του προστάτη και
τα σπερματικά κυστίδια, τα οποία παράγουν το σπερματικό υγρό (το υγρό, το οποίο πε ριέχει τα σπερματοζωάρια). Η πρώτη εκσπερμάτιση του αγοριού εμφανίζεται συνήθως γύρω στην ηλικία των
13 ετών, περισσότερο από ένα έτος μετά την έναρξη παραγωγής
σπέρματος. Στην αρχή, το σπερματικό υγρό περιλαμβάνει μικρό αριθμό σπερματοζωα
ρίων, ωστόσο η ποσότητα των σπερματοζωαρίων αυξάνει σημαντικά με την ηλικία. Πα ράλληλα αναπτύσσονται τα δευτερογενή χαρακτηριστικά τού φύλου. Η ηβική κόμη αρχί ζει να κάνει την εμφάνισή της περίπου στην ηλικία των
12 ετών και ακολουθεί η τριχοφυtα
στις μασχάλες και στο πρόσωπο. Τέλος, η φωνή του αγοριού βαθαίνει, εξαιτίας της επιμή κυνσης των φωνητικών χορδών και της μεγέθυνσης του λάρυγγα (στο Σχήμα
11.3
παρου
σιάζονται οι αλλαγές στη σεξουαλική ωρίμανση κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών τής εφηβικής ηλικίας). Η ραγδαία παραγωγή ορμονών, η οποία πυροδοτεί την έναρξη της εφηβείας, μπορεί, επίσης, να οδηγήσει σε γρήγορες εναλλαγές στην ψυχική διάθεση. Για παράδειγμα, τα αγόρια είναι πιθανό να βιώσουν αισθήματα θυμού και ενόχλησης, τα οποία συνδέονται με
Τυπικό θήλυ
Τυπικό άρρεν
Σχήμα 11.3
Σεξουαλική
ωρίμανση
1Ο
11
12
13
14
15
16
17
Ηλικία σε έτη
18
10
11
12
13
14
15
16
17
18
Ηλικία σε έτη
Αλλαγές στη σεξουαλική ωρί μανση, οι οποίες εμφανίζονται στα δύο φύλα κατά την πρώτη φάση της εφηβείας. (ΠΗΓΗ:
Tanner, 1978.)
ι:::::::J Αυξητικό τίναγμα στο ύψος Ο Πρώτη εκσπερμάτιση
L._!
Αναmυξη
D
Αυξητικό τίναγμα
D
D
Ανάmυξη στήθους
Έναρξη εμμηνόρροιας
στο ύψος
-εοuς
D
Ηβική κόμη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
11 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΑΠΓι' ΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
την παραγωγή ορμονιbν. Τα συναισθήματα που βιιbνουν τα κορίτσια και συνδέονται με
την παραγωγή ορμονιbν είναι κάπως διαφορετικά και περιλαμβάνουν θυμό και κατάθλι ψη
(Buchanan, Eccles, & Becker, 1992).
Εικόνα σώματος. Αντιδράσεις στις σωματικές αλλαγές κατά την εφηβεία.
Σε
αντίθεση με τα βρέφη, τα οποία, επίσης, εμφανίζουν ταχuτατη ανάπτυξη, οι έφηβοι έχουν πλήρη επίγνωση των αλλαγιbν στο σιbμα τους. Μερικές φορές μπορεί να αντιδράσουν με τρόμο ή χαρά και αφιεριbνουν πολu χρόνο μπροστά στον καθρέφτη. Ωστόσο, υπάρχουν
και έφηβοι, οι οποίοι δεν έχουν ιδιαίτερες αντιδράσεις στις αλλαγές στη σωματική τους εμ φάνιση
(Mehran, 1997).
Ορισμένες από τις αλλαγές της εφηβείας δεν σχετίζονται άμεσα με την εξωτερική εμ φάνιση, ωστόσο έχουν ψυχολογική βαρuτητα. Στο παρελθόν, τα κορίτσια έτειναν να αντι
δροuν με άγχος στην πριbτη έμμηνη ρuση, διότι η δυτική κοινωνία έδινε περισσότερη έμ φαση στα αρνητικά στοιχεία της εμμηνόροιας, όπως οι πόνοι και η σχετική αναστάτωση. Σήμερα, ωστόσο, οι αντιλήψεις τής κοινωνίας σχετικά με την εμμηνόρροια είναι θετικότε
ρες, εν μέρει διότι η έμμηνη ρuση έχει απομυθοποιηθεί και συζητείται περισσότερο ανοι χτά (για παράδειγμα, οι τηλεοπτικές διαφημίσεις σερβιετων και ταμπόν είναι πλέον συνη
θισμένες). Έτσι, η πριbτη έμμηνη ρuση συνοδεuεται συνήθως από αuξηση της aυτοεκτίμη σης, βελτίωση της θέσης στην ομάδα και καλuτερη αυτεπίγνωση, καθιbς το κορίτσι βλέπει τον εαυτό του να γίνεται ενήλικη γυναίκα
(Brooks-Gunn & Reiter, 1990· Johnson, Roberts,
& Worell, 1990· Matlin, 2003). Η πριbτη εκσπερμάτιση είναι για το αγόρι περίπου ό,τι η πριbτη έμμηνη ρuση για το κορίτσι. Ωστόσο, ενω συνήθως τα κορίτσια ενημεριbνουν τη μητέρα τους για την έναρξη
της εμμηνόρροιας, τα αγόρια σπάνια αναφέρουν την πριbτη τους εκσπερμάτιση στους γο νείς, ή ακόμη και στους φίλους τους
(Stein & Reiser, 1994). Γιατί συμβαίνει αυτό; Ένας λό
γος είναι ότι τα κορίτσια χρειάζονται ταμπόν ή σερβιέτες, τις οποίες συνήθως παρέχει η μητέρα. Επίσης, τα αγόρια πιθανως θεωροuν ότι η πριbτη τους εκσπερμάτιση αποτελεί έν δειξη της αναδυόμενης σεξουαλικότητάς τους, ένα θέμα, για το οποίο δεν γνωρίζουν πολ λά και ως εκ τοuτου δεν είναι πρόθυμοι να συζητήσουν. Η έμμηνη ρuση και η εκσπερμάτιση είναι αυστηριbς ιδιωτική υπόθεση του εφήβου, αλ λά οι αλλαγές στο σχήμα και το μέγεθος του σιbματος είναι ορατές από όλους. Έτσι, τα παιδιά που εισέρχονται στην περίοδο της ήβης, συχνά αισθάνονται αμηχανία για τις αλλα γές στο σιbμα τους. Τα κορίτσια, ιδιαίτερα, αναφέρουν έλλειψη ικανοποίησης από τις αλ λαγές στο σιbμα τους. Στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, το πρότυπο ομορφιάς απαιτεί
μια υπερβολικά λεπτή σιλουέτα, η οποία διαφέρει πολu από το πραγματικό σχήμα σιbμα τος των περισσότερων γυναικων. Η ήβη συνοδεuεται από σημαντική αuξηση στην ποσό τητα του λιπιbδους ιστοu, όπως και από μεγέθυνση των γοφιbν και των γλουτων, γεγονός
που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το λεπτό σιbμα που φαίνεται να απαιτεί η σημερινή δυ τική κοινωνία
(Attie & Brooks-Gunn, 1989· Crawford & Unger, 2004).
Ο τρόπος με τον
οποίο τα παιδιά αντιδροuν στην έναρξη της ήβης εξαρτάται εν μέρει από το πότε αυτή θα συμβεί. Τα κορίτσια και τα αγόρια, τα οποία ωριμάζουν είτε πολu ενωρίτερα είτε πολu αρ γότερα από ό,τι οι περισσότεροι συνομήλικοί τους, επηρεάζονται περισσότερο από το χρόνο έναρξης της ήβης.
Έναρξη της ήβης: Πρώιμη και καθυστερημένη ήβη.
Γιατί είναι σημαντικό πότε ένα
αγόρι ή ένα κορίτσι εισέρχεται στην εφηβεία; Η πριbιμη και η καθυστερημένη ήβη συνο δεuονται από σημαντικές ψυχοκοινωνικές επιπτιbσεις. Και, όπως θα δοuμε παρακάτω, οι επιπτιbσεις αυτές είναι πολu σημαντικές για τους εφήβους.
37
38
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Πρώιμη ήβη. Για τα αγόρια, η πρώιμη εμφάνιση της ήβης θεωρείται γενικώς θετική εξέλιξη. Τα αγόρια που ωριμάζουν ενωρίτερα τείνουν να εμφανίζουν υψηλές επιδόσεις στα αθλήματα, πιθανώς εξαιτίας του μεγαλύτερου σωματικού τους μεγέθους . Επίσης, εί
ναι συνήθως δημοφιλέστερα και έχουν περισσότερο θετική αυτοαντίληψη. Από το άλλο μέρος, η πρώιμη ήβη στα αγόρια έχει και την αρνητική της πλευρά. Τα αγόρια που ωριμάζουν ενωρίς είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσουν περισσότερες δυσκολίες στο σχολείο, όπως και να εμπλακούν σε δραστηριότητες νεανικής παραβατικότητας και χρήσης ουσιών. Η αιτία φαίνεται να είναι ότι το μεγαλύτερο μέγεθος σώματος ωθεί τους
εφήβους αυτούς να αναζητήσουν τη συντροφιά μεγαλύτερων αγοριών, οι οποίοι πιθανώς να τους εμπλέξουν σε ακατάλληλες για την ηλικία τους δραστηριότητες. Επιπρόσθετα, πα ρόλο που τα αγόρια αυτά είναι συνήθως πιο υπεύθυνα και συνεργατικά άτομα αργότερα
στη ζωή, ως έφηβοι δείχνουν περισσότερη συμμόρφωση και έλλειψη χιούμορ. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, τα πλεονεκτήματα της πρώιμης ήβης για τα αγόρια φαίνεται να είναι πε ρισσότερα από τα μειονεκτήματα (Weichold, Silbereisen, & Schmitt-Roderrnund, 2003· Taga, Markey, & Friedman, 2006· Costello et al., 2007· Lynne et al., 2007). Στην περίπτωση των κοριτσιών τα οποία έχουν πρόωρη ανάπτυξη, τα πράγματα είναι ελαφρώς διαφορετικά. Οι προφανείς αλλαγές στο σώμα, όπως η ανάπτυξη του στήθους,
είναι πιθανό να τις κάνει να αισθάνονται άβολα και διαφορετικές από τις συνομήλικές τους. Επιπλέον, επειδή τα κορίτσια τείνουν, ούτως ή άλλως, να ωριμάζουν ενωρίτερα από τα αγόρια, η πρώιμη ήβη συνήθως έρχεται υπερβολικά ενωρίς. Τα κορίτσια με πρώιμη ήβη είναι πιθανό να αποτελέσουν αντικείμενο αρνητικών σχολίων από τους λιγότερο ανεπτυγμέ νους συμμαθητές τους
(Williams &
Curήe, 2000·
Franko &
Stήegel-Moore,
2002· 0\ivardia &
Pope, 2002). Από το άλλο μέρος, η πρώιμη ήβη δεν αποτελεί μια πλήρως αρνητική εμπειρία για τα κορίτσια. Τα κορίτσια που ωριμάζουν ενωρίτερα τείνουν να είναι δημοφιλέστερα στα αγό ρια και αυτή η αυξημένη δημοτικότητά τους μπορεί να ενισχύσει την αυτοεικόνα τους. Ωστόσο, η αυξημένη προσοχή των άλλων έχει και την αρνητική της πλευρά. Τα κορίτσια με πρώιμη ήβη ίσως δεν είναι κοινωνικώς έτοιμα να εμπλακούν σε ερωτικές σχέσεις, στις οποίες συνήθως εμπλέκονται κορίτσια μεγαλύτερης ηλικίας και, επομένως, τέτοιες κατα στάσεις αποδεικνύονται ψυχολογικά δύσκολες. Επιπρόσθετα, η καταφανής διαφορετικό τητά τους στην εξωτερική εμφάνιση , σε σύγκριση με τις λιγότερο ανεπτυγμένες συμμαθή τριές τους, μπορεί να ασκήσει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις, δημιουργώντας άγχος, ανησυχία και κατάθλιψη
(Kaltiala-Heino et al., 2003).
Οι πολιτισμικοί κανόνες και αξίες σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς βιώνουν τα κορίτσια την πρώιμη ήβη. Για παράδειγμα , στις Ηνωμένες Πολιτείες, η έννοια της θηλυκής σεξουαλικότητας αντιμετωπίζεται με αμ φιθυμία, καθώς, αφενός προβάλλεται έντονα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και αφε τέρου μάλλον αποδοκιμάζεται στην καθημερινή ζωή. Τα κορίτσια με «προκλητική» εμφά
νιση γίνονται αποδέκτες θετικής αλλά και αρνητικής προσοχής. Ως εκ τούτου, οι επιδρά σεις της πρώιμης ήβης θα είναι θετικές, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το κορίτσι, το οποίο έχει αναπτύξει ενωρίς δευτερογενή χαρακτηριστικά τού φύλου, θα μπορέσει να διαχειρι στεί την πιθανή αποδοκιμασία από τον περίγυρό της, όταν επιδεικνύει την αναπτυσσόμε
νη σεξουαλικότητά της. Σε κοινωνίες με περισσότερο φιλελεύθερες αντιλήψεις σχετικά με τη σεξουαλικότητα, τα αποτελέσματα της πρώιμης ήβης μπορεί να είναι θετικότερα. Για παράδειγμα , στη Γερμανία, η κοινωνία της οποίας έχει περισσότερο ανοιχτές ιδέες γύρω
από το σεξ, τα κορίτσια με ::τρώιμη ήβη εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα aυτοεκτίμησης, συγκριτικά με τα αντίστοιχα χορίτσια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, ακόμη και μέσα στην ίδια κοινωνία , οι εππώσει;
ni; ::τρώιμης ήβης ποικίλλουν, ανάλογα με τις αντιλήψεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
11 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
των συνομηλίκων των κοριτσιών και με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της κοινότητας σχετικά με το σεξ
(Silbereisen et al., 1989· Richards et al., 1990· Petersen, 2000).
Καθυστερημένη ήβη. Όπως και στην περίπτωση της πρώιμης ήβης, οι επιδράσεις της καθυστερημένης ήβης είναι ανάμεικτες, αν και τώρα τα πράγματα είναι δυσμενέστερα για τα αγόρια. Για παράδειγμα, τα αγόρια, που είναι πιο μικρόσωμα συγκριτικά με τους πιο ανεπτυγμένους σωματικά συνομηλίκους τους, τείνουν να θεωρούνται λιγότερο ελκυστικά. Λόγω του μικρού μεγέθους του σώματός τους, όταν αθλούνται, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Επιπλέον, τα αγόρια αναμένεται να είναι πιο μεγαλόσωμα από τα κορίτσια με τα οποία «βγαίνουν» και, έτσι, η κοινωνική ζωή των αγοριών με καθυστερημένη ήβη μπορεί να παρουσιάσει προβλήματα. Τελικά, αν οι δυσκολίες αυτές οδηγήσουν σε μειωμένη αυτο
αντίληψη, τα μειονεκτήματα της καθυστερημένης ήβης στα αγόρια είναι πιθανό να επε κταθούν ακόμη και στην ενήλικη ζωή. Από το άλλο μέρος, η εμπειρία που αποκομίζουν τα αγόρια στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της καθυστερημένης
ήβης, φαίνεται ότι προσπορίζει κάποια οφέλη. Τα αγόρια με καθυστερημένη ήβη εμφανί ζουν αργότερα πολλά θετικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως δυναμισμό και διο ρατικότητα, αλλά και περισσότερη δημιουργικότητα από ό,τι οι πρώιμοι έφηβοι
(Livson &
Peskin, 1980· Kaltiala-Heino et al., 2003). Αντίθετα, η εικόνα για τα κορίτσια με καθυστερημένη ήβη είναι αρκετά θετική. Στην αρχή, τα κορίτσια με καθυστερημένη ήβη είναι πιθανό να μην ελκύουν την προσοχή των αγοριών στα χρόνια του γυμνασίου, όπως και να έχουν αρκετά χαμηλή θέση στην ομάδα των συνομηλίκων ηλικία των
15
(Apter et al., 1981· Clarke-Stewart & Friedman, 1987). Ωστόσο,
από την
ετών και μετά, οπότε οι ενδείξεις της ήβης είναι ορατές, τα κορίτσια αυτά
μπορεί να εμφανίσουν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τον εαυτό και το σώμα
τους, συγκριτικά με τα κορίτσια με πρώιμη ήβη. Μάλιστα, τα κορίτσια με καθυστερημένη ήβη είναι πιθανό να εμφανίσουν λιγότερα προβλήματα συναισθηματικής φύσεως στην ενήλικη ζωή. Ο λόγος είναι ότι τα κορίτσια με καθυστερημένη ήβη είναι πιθανότερο να έχουν σώμα, το οποίο ανταποκρίνεται στο ιδεώδες της κοινωνίας, δηλαδή έναν λεπτοκα
μωμένο τύπο σώματος, σε αντίθεση με τα κορίτσια με πρώιμη ήβη, τα οποία συνήθως φαί νονται πιο μεγαλόσωμα και βαρύτερα
(Simmons & Blythe, 1987· Peterson, 1988).
Συνοπτικά, οι αντιδράσεις των εφήβων στην πρώιμη και στην καθυστερημένη ήβη συνθέτουν μια περίπλοκη εικόνα. Όπως έχει επανειλημμένα σημειωθεί, για να κατανοή σουμε την ανάπτυξη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το σύνολο των παραγόντων που επι δρούν στο άτομο. Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι άλλοι παράγοντες, όπως οι αλλαγές στις ομάδες συνομηλίκων, στη δυναμική τής οικογένειας και ιδιαίτερα στα σχολεία και άλ λες κοινωνικές δομές, είναι πιθανό να επηρεάζουν σε σημαντικότερο βαθμό τη συμπερι
φορά τού εφήβου από ό,τι η πρώιμη ή η καθυστερημένη ήβη ή η ήβη γενικώς
(Paikoff &
Brooks-Gunn, 1990· Dorn, Susman, & Ponirakis, 2003· Stice, 2003).
Διατροφή, κατανάλωση τροφής και διατροφικές διαταραχές Ένα κομμάτι κέικ το απόγευμα και ένα μήλο το βράδυ. Αυτή ήταν η συνήθης δια τροφή τής Μ. («Μαρίας») στο πρώτο έτος των πανεπιστημιακών της σπουδών, οπό τε και απέκτησε το φόβο (ο οποίος, όπως αναφέρει η ίδια, επιδεινώθηκε μετά τον ξαφνικό θάνατο ενός φίλου της) ότι παχαίνει. Όμως, όταν η Μ., σήμερα
20
ετών,
επέστρεψε στο πατρικό της για τις καλοκαιρινές διακοπές, πριν από ενάμιση χρόνο, η οικογένειά της άρχισε να πιστεύει ότι το κορίτσι είχε αρχίσει να εξαϋλώνεται.
39
40
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
«Μπορούσα να δω το περίγραμμα της λεκάνης της να διαγράφεται στα ρούχα της ... », αναφέρει η μητέρα της. Έτσι, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το θέμα και τοποθέτησαν μια ζυγαριά στη μέση του σαλονιού. «Τους είπα ότι μου κάνουν επίθεση και να εξαφανιστούν από τα μά τια μου», θυμάται η Μ., η οποία, παρ' όλα αυτά, ανέβηκε aπρόθυμα στη ζυγαριά. Με ύψος
1,70,
το βάρος της ήταν μόλις
43
κιλά
-10
κιλά λιγότερο από ό,τι ήταν
στην τρίτη τάξη του λυκείου. «Τους είπα ότι πείραξαν τη ζυγαριά», λέει η Μ., η
οποία δεν πίστευε ότι το βάρος αυτό αντιπροσώπευε την εικόνα που η ίδια είχε για τον εαυτό της. «Όταν κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, νόμιζα ότι το στομάχι μου ήταν τεράστιο και το πρόσωπό μου παχουλό
(Sandler, 1994, σ. 56).
Η Μ. έπασχε από μια σοβαρή διαταραχή διατροφής, τη νευρωσική ανορεξία. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πολιτισμικό ιδε
πως αντιμετωπίζουν τα κορίτσια -αλλά και τα αγόρια τελευταία- την εικόνα τους στον καθρέφτη, μια εικόνα, η οποία αποκλίνει από το ιδε
Η ταχεία σωματική ανάπτυξη στην εφηβεία υποστηρίζεται από αύξηση στην κατανά λωση τροφής. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του aυξητικού τινάγματος, οι έφηβοι κατανα λ
2.200 θερμίδες ημερησίως
και το μέσο αγόρι 2.800 θερμίδες. Φυσικά, δεν είναι όλες οι θερμίδες το ίδιο κατάλληλες για την ανάπτυξη του σ
25%
των γυναικων. Παρομοίως, ο σίδηρος είναι απαραίτητος για την πρόληψη
της αναιμίας, μιας πάθησης που δεν είναι ασυνήθης στην εφηβεία. Για τους περισσότερους εφήβους, το βασικότερο θέμα στη διατροφή είναι να διασφαλίσουν μια επαρκή ισορροπία στις τροφές που καταναλ
τική απειλή για την υγεία τους. Μεταξύ των συνηθέστερων προβλημάτων είναι η παχυσαρκία και οι διατροφικές διαταραχές, όπως η νευρωσική ανορεξία, από την οποία πάσχει η Μ. στο παραπάνω παράδειγμα.
Παχυσαρκία.
Το συνηθέστερο, σχετικό με τη διατροφή, πρόβλημα κατά τη
διάρκεια της εφηβεtας εtναι η :;ταχυσαρκία. Υπολογίζεται ότι ένας ντε
(5)
εφήβους είναι υ:;τέρβαρος και ένας
(με σωματικό βάρος :;τερισσότερο α:;τό
20%
(1)
στους
20
(1)
στους πέ
θεωρείται παχύσαρκος
πάνω από τον μέσο όρο). Επιπλέον ,
τα ποσοστά των κοριτσιων. οι ο;τοίες θεωρούνται παχύσαρκες, αυξάνονται κα τά την εφηβική ηλικία
(Brook & Tepper. 1997· Critser, 2003· Kimm et al., 2002).
Παρόλο που η εq;ηβική ;ταχ1:σαρκια οq;είλεται στους ίδιους παράγοντες με την παιδική παχυσαρκία. οι ~~ι·zολο·'tκε; ε;τι.ιτ
ρως σοβαρές στην εq;ηβεία. μια :τεριοδο. κατά την οποία η εικόνα του σ
αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου εν αq:έροντο;. Ε;τιπρόσθετα, οι πιθανές επιπτω σεις της παχυσαρκtας στην tγεία. κατά η διάρκεια της εφηβείας, είναι εξίσου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ll
•
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΑΠΓΙ:ΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
41
σοβαρές. Για παράδειγμα, η παχυσαρκία θέτει σε δοκιμασία το κυκλοφορικό σύστημα, αυ
ξάνοντας τις πιθανότητες για υψηλή πίεση και διαβήτη. Τέλος, οι παχύσαρκοι έφηβοι έχουν
80%
πιθανότητες να είναι παχύσαρκοι και ως ενήλικες
(Blaine, Rodman, & Newman, 2007).
Μία από τις βασικές αιτίες της παχυσαρκίας είναι η απουσία σωματικής άσκησης. Σε
μια έρευνα βρέθηκε ότι μέχρι το τέλος της εφηβικής ηλικίας, η μόνη σωματική άσκηση, στην οποία εμπλέκονται τα περισσότερα κορίτσια, είναι η άσκηση στο μάθημα της φυσι
κής αγωγής στο σχολείο. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερης ηλικίας είναι τα κορίτσια εφηβικής ηλικίας τόσο λιγότερο ασκούνται. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στα μεγαλύτερα κορί τσια εφηβικής ηλικίας αφρο-αμερικανικής καταγωγής, καθwς περισσότερες από τις μισές δηλwνουν πλήρη απουσία άσκησης εκτός σχολείου, συγκριτικά με το αντίστοιχο
1/3 των (Kimm et al., 2002· Burke et al., 2006· Deforche, De Bourdeaudhuij, & Tanghe, 2006· Delνa, O'Malley, & Johnston, 2006).
λευκwν κοριτσιwν εφηβικής ηλικίας
Γιατί τα κορίτσια εφηβικής ηλικίας ασκούνται τόσο λίγο; Μία από τις πιθανές αιτίες είναι η απουσία οργανωμένων αθλημάτων ή καλwν αθλητικwν εγκαταστάσεων για τις γυ ναίκες. Μια άλλη αιτία ίσως είναι οι χρόνιες πολιτισμικές αντιλήψεις, που υποδεικνύουν ότι οι αθλητικές δραστηριότητες ταιριάζουν περισσότερο στα αγόρια παρά στα κορίτσια. Όποια και αν είναι η αιτία, είναι σαφές ότι η απουσία σωματικής άσκησης τροφοδοτεί το όλο και εντονότερο πρόβλημα της παχυσαρκίας.
Νευρωσική ανορεξία και βουλιμία.
Ο φόβος του πάχους και η επιθυμία αποφυγής
της παχυσαρκίας ορισμένες φορές γίνεται τόσο έντονος, wστε μετατρέπεται σε πρόβλημα. Για παράδειγμα, η Μ. στο παραπάνω περιστατικό υπέφερε από νευρωσική (ή ψυχογενή)
ΨυχογενrΊς/νευρωσικrΊ
ανορεξία, μια σοβαρή διαταραχή διατροφής, κατά την οποία το άτομο αρνείται να κατα
ανορεξία
ναλwσει τροφή και διαμορφwνει μια διαστρεβλωμένη εικόνα σwματος, η οποία το κάνει
ΣοβαρrΊ διαταραχrΊ διατροφrΊς, κατά τπν οποία το άτομο
να αρνείται ότι η συμπεριφορά και η εξωτερική του εμφάνιση (η οποία μπορεί να είναι
αρνείται να καταναλώσει
αποστεωμένη), είναι ασυνήθιστη.
τροφrΊ, ενώ παράλλπλα αρνείται
Η ψυχογενής ανορεξία είναι μια επικίνδυνη ψυχολογική διαταραχή. Ένα ποσοστό γύ ρω στο
15%-20%
των θυμάτων της ουσιαστικά καταδικάζουν τον εαυτό τους σε θάνατο
από ασιτία. Η διαταραχή προσβάλλει κυρίως γυναίκες από
12 μέχρι και 40 ετwν. Τα πιο
επιρρεπή άτομα είναι λευκά κορίτσια εύπορων οικογενειwν, ευφυή, επιτυχημένα και ελκυ στικά. Τα τελευταία χρόνια, η ψυχογενής ανορεξία προσβάλλει, επίσης, όλο και περισσότερα
αγόρια. Περί το
10% των θυμάτων είναι άρρενες, ποσοστό που αυξάνεται και συσχετίζεται με τη χρήση στεροειδwν ορμονwν (Robb & Dadson, 2002· Jacobi et al., 2004· Ricciardelli & McCabe, 2004· Crisp et al., 2006). Παρόλο που καταναλwνουν ελάχιστες ποσότητες τροφής, τα ανορεξικά άτομα πα
ότι π συμπεριφορά
και π εξωτερικrΊ του εμφάνισπ -π οποία μπορεί
να είναι αποστεωμένπείναι ασυνrΊθιστπ.
Βουλιμία ΔιαταραχrΊ διατροφriς, π οποία χαρακτπρίζεται από επεισόδια υπερβολικrΊς κατανάλωσnς τροφrΊς, τα οποία ακολοι.ιθούΙΓα
από προσπάθειες αποβολfις
ρουσιάζουν εμμονές με το φαγητό. Μπορεί να αγοράζουν συχνά τρόφιμα, να συλλέγουν
τπς τροφrΊς, μέσω πρόκλnαr'ς
βιβλία μαγειρικής, να συζητούν για το φαγητό ή να ετοιμάζουν πλούσια γεύματα για τους
εμετού rΊ χρriσπς υπακτικών
άλλους. Αν και μπορεί να είναι πάρα πολύ λεπτά, η εικόνα που έχουν για το σwμα τους εί ναι τόσο διαστρεβλωμένη, wστε, όταν κοιτάζονται στον καθρέφτη, θεωρούν ότι είναι αφό
ρητα παχύσαρκα και προσπαθούν να χάσουν επιπλέον βάρος. Ακόμη και όταν φτάσουν στο σημείο να μοιάζουν με σκελετό, είναι αδύνατον να συνειδητοποιήσουν την πραγματι κή τους κατάσταση.
Η βουλιμία (ή ψυχογενής βουλιμία), μια άλλη διατροφική διαταραχή, χαρακτηρίζεται από επεισόδια υπερβολικής κατανάλωσης τροφής, τα οποία ακολουθούνται από προσπά θειες αποβολής της τροφής, μέσω πρόκλησης εμετού ή χρήσης υπακτικwν (καθαρτικwν).
Τα άτομα που πάσχουν από βουλιμία μπορεί να καταναλwσουν ένα κιλό παγωτό ή ολό κληρες σακούλες με πατατάκια. Όμως, έπειτα από τέτοια κατανάλωση τροφής, βιwνουν έντονα αισθήματα μεταμέλειας και κατάθλιψης και εσκεμμένα αποβάλλουν την τροφή. Αν
(καθαρτικών).
42
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
και το βάρος του ατόμου με ψυχογενή βουλιμLα παραμένει σχετικά σταθερό, η διαταραχή εLναι πολύ επικίνδυνη. Οι συνεχεLς εμετοί και η διάρροια -στοιχεία των κύκλων υπερτρο φίας και αποβολής- είναι πιθανό να προκαλέσουν χημική διαταραχή, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε πρόβλημα καρδιακής λειτουργίας. Τα ακριβή αίτια των διαταραχwν διατροφής δεν είναι σαφή, αν και ποικίλοι παράγο
ντες φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο. Συχνά, οι διατροφικές διαταραχές εμφανίζο νται μετά από περίοδο δLαιτας, καθwς ακόμη και άτομα κανονικού βάρους, λόγω των αντιλήψεων της κοινωνίας σχετικά με την ομορφιά, ωθούνται στην απόφαση να χάσουν βάρος. Η αίσθηση ικανότητας ελέγχου του σwματος και επιτυχίας στην απwλεια βάρους , ενθαρρύνει το άτομο να χάσει περισσότερο βάρος. Επιπλέον, τα κορίτσια που ωριμάζουν ενωρίτερα από τις συνομήλικές τους και που έχουν υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης λί πους στο σwμα, είναι πιο ευάλωτα στις διατροφικές διαταραχές στα τέλη της εφηβείας, καθwς προσπαθούν να επαναφέρουν το σwμα τους στο βάρος που είχε στο παρελθόν και να συμμορφωθούν με τα πολιτισμικά κριτήρια ομορφιάς για μια λεπτή , σχεδόν παιδική ,
σωματική κατασκευή. Οι έφηβοι, οι οποίοι πάσχουν από κατάθλιψη, είναι, επίσης, πιθανό τερο να εμφανίσουν διατροφική διαταραχή στο μέλλον
(Pratt, Phillips, & Greydanus, 2003·
Walcott, Pratt, & Patel, 2003· Giordana, 2005). Ορισμένοι ειδικοί υποθέτουν ότι τόσο η ψυχογενής ανορεξία όσο και η βουλιμία οφεί λονται σε βιολογικούς παράγοντες. Πράγματι, έρευνες σε διδύμους υποδηλwνουν ότι το γενετικό στοιχεLο εLναι έντονο στις διαταραχές αυτές. Επιπρόσθετα, ορισμένες φορές , τα άτομα, τα οποLα πάσχουν από διατροφικές διαταραχές, εμφανίζουν και ορμονικές διατα ραχές
(Condit, 1990· Irwin, 1993· Treasure & Tiller, 1993· Kaye et al., 2004).
Άλλες ερμηνείες δίνουν έμφαση στα ψυχολογικά και ψυχοκοινωνικά αίτια. Για παρά
δειγμα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι διαταραχές διατροφής οφείλονται στη συμπεριφο ρά των τελειομανwν και απαιτητικwν γονέων ή είναι παράγωγα άλλων ενδο-οικογενεια κwν δυσκολιwν. Πολιτισμικοί παράγοντες παίζουν, επίσης, ρόλο. Η ψυχογενής ανορεξία, για παράδειγμα, συναντάται αποκλειστικά σε κοινωνίες, οι οποίες εξιδανικεύουν το λε πτοκαμωμένο γυναικείο σwμα. Έτσι, επειδή αυτές οι αντιλήψεις δεν ισχύουν στα περισσό τερα μέρη του κόσμου, η ψυχογενής ανορεξία δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα συ χνή σε χwρες εκτός του δυτικού πολιτισμού
(Haines & Neumark-Sztainer, 2006·
Harrison & Hefner, 2006). Για παράδειγμα, η νευρωσική ανορεξία εLναι ανύπαρκτη στην Ασία, με δύο ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις: Στα ανwτερα κοινωνικο-οικονομικά στρwματα στην Ιαπωνία και στο Χονγκ Κονγκ, όπου οι δυτικές επιρροές είναι ισχυρότερες, οι πε
ριπτwσεις ψυχογενούς aνορεξίας είναι εμφανείς. Επιπρόσθετα, η ψυχογενής ανο ρεξία είναι μια σχετικά πρόσφατη διαταραχή. Δεν ήταν γνωστή κατά τον 17ο και τον 18ο αιwνα, όταν ιδανικό γυναικείο σwμα ήταν το εύσαρκο σwμα. Από το άλλο μέρος, η αύξηση του αριθμού των αρρένων που πάσχουν από ψυχογενή ανορεξία στις Ηνωμένες Πολιτείες πιθανwς συνδέεται με την έμφαση που δίνεται στη μυw δη, χωρίς πάχος, σωματική διάπλαση
(Keel, Leon, & Fulkerson, 2001· Mangweth, Hausmann, & Walch, 2004· Makino et al., 2006· Greenberg, Cwikel, & Mirsky, 2007). Επειδή η ψυχογενής ανορεξία και η βουλιμία αποτελούν παράγωγα τόσο Αυτή η νεαρή γυναίκα πάσχει από νευ ρωσική ανορεξία, μια σοβαρή διατρο
βιολογικwν όσο και περιβαλλοντικwν αιτίων, η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει ένα μίγμα διαφορετικwν προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, τόσο η ψυχοθεραπεία
φική διαταραχή, κατά την οποία το
όσο και διαιτητικές τροποποιήσεις είναι πιθανwς απαραίτητες για την επιτυχή
άτομο αρνείται να καταναλώσει τροφή
τους αντιμετwπιση. Σε ακραίες περιπτwσεις, η εισαγωγή σε νοσοκομείο ίσως
και , παράλληλα, αρνείται ότι η συμπε
ριφορά και η εξωτερική του εμφάνιση είναι ασυνήθεις.
κριθεί απαραίτητη
(Porzelius, Dinsmore, & Staffelbach, 2001· Stice & Shaw, 2004· Robergeau, Joseph, & Silber, 2006).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
11 • Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ~ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
43
Ανάπτυξη του εγκεφάλου και σκέψη: Προετοιμάζοντας το έδαφος για τη γνωστική ωρίμανση Η εφηβική ηλικία συνοδεύεται από μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Οι έφηβοι τείνουν να είναι όλο και περισσότερο διεκδικητικοί. Η ανεξαρτησία τους αυτή οφείλεται, εν μέρει, σε αλλα
γές στον εγκέφαλο, οι οποίες προετοιμάζουν το έδαφος για τη σημαντική πρόοδο που ση μειιi:Jνεται στις γνωστικές δυνατότητες κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όπως θα δούμε στο επόμενο τμήμα του παρόντος κεφαλαίου. Καθιi:Jς ο αριθμός των νευριi:Jνων (κυττάρων του νευρικού συστήματος) συνεχίζει να αυξάνεται και οι διασυνδέσεις μεταξύ τους γίνονται
περισσότερες και πολυπλοκότερες, ο τρόπος σκέψης του εφήβου γίνεται και αυτός πιο σύν θετος
(Thompson & Nelson, 2001· Toga & Thompson, 2003).
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ο εγκέφαλος υπερπα
ράγει φαιά ουσία, η οποία αργότερα μειιi:Jνεται σε ποσοστό
1%
με
2%
το χρόνο, μέσω της διαδικασίας του «κλαδέμα
τος» (βλέπε Σχήμα
11.4).
Ο ρυθμός της εμμυέλωσης -της
διαδικασίας, κατά την οποία τα νευρικά κύτταρα προστα τεύονται με επιφανειακή μόνωση από τα λιποκύτταρα αυξάνεται και η διαδικασία αυτή συνεχίζει να καθιστά απο τελεσματικότερη τη μεταβίβαση των νευρικων μηνυμάτων
ωσεων. Τόσο η διαδικασία του «κλαδέματος» όσο και η εμ μυέλωση συμβάλλουν στην αύξηση των γνωστικων ικανο τήτων του εφήβου
(Sowell et al., 2001· Sowell et al., 2003).
Μια ειδική περιοχή του εγκεφάλου, στην οποία συντε
λείται αξιοσημείωτη ανάπτυξη κατά την εφηβεία, είναι ο προμετωπιαίος φλοιός, του οποίου η ανάπτυξη ολοκληριi:J
νεται στα πριi:Jτα χρόνια της 3ης δεκαετίας της ζωής. Ο προμετωπιαίος φλοιός είναι το τμήμα του εγκεφάλου, το
Σχήμα
11.4
Η δ ι αδ ικα σ ία «Κλαδ έμ ατο ς" τη ς φαιάς ουσ ίας
Αυτή η τρισδιάστατη άποψη του εγκεφάλου δείχνει περιοχές φαιάς
ουσίας, οι οποίες απορρίmοvται («κλαδεύονται») από τον εγκέφαλο ,
οποίο επιτρέπει στο άτομο να σκέπτεται, να αξιολογεί και
μεταξύ εφηβείας και ενήλικης ζωής.
να προβαίνει σε σύνθετες κρίσεις, με έναν μοναδικά αν-
{nHrH Soweιι et aι .• 1999.)
θριi:Jπινο τρόπο. Στην ανάπτυξη του προμετωπιαίου φλοιού οφείλονται οι ιδιαίτερα πολύπλοκες νοητικές δεξιότητες, που κατακτιi:Jνται κατά την εφη βική ηλικία. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ο προμετωπιαίος φλοιός επικοινωνεί αποτελεσματι
κότερα με τα υπόλοιπα τμήματα του εγκεφάλου. Το γεγονός αυτό βοηθά στη δημιουργία ενός συστήματος επικοινωνίας, εντός του εγκεφάλου, το οποίο είναι ευρύτερα κατανεμη μένο και περισσότερο σύνθετο, επιτρέποντας στις διαφορετικές περιοχές τού εγκεφάλου να επεξεργάζονται αποτελεσματικότερα τις πληροφορίες
(Scherf, Sweeney, & Luna, 2006).
Επίσης, ο προμετωπιαίος φλοιός παρέχει τη δυνατότητα για έλεγχο των παρορμήσεων. Αντί απλιi:Jς να αντιδρά σε συναισθήματα, όπως ο θυμός ή η οργή, το άτομο με πλήρως ανεπτυγμένο προμετωπιαίο φλοιό είναι ικανό να καταστέλλει την επιθυμία του για δράση, η οποία εκπηγάζει από αυτά τα συναισθήματα. Επειδή κατά τη διάρκεια της εφηβείας ο προμετωπιαίος φλοιός δεν έχει ακόμη ωριμάσει
βιολογικά, η ικανότητα καταστολής των παρορμήσεων δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένη. Αυτή η απουσία βιολογικής ωρίμανσης της συγκεκριμένης εγκεφαλικής δομής μπορεί να οδηγή σει στη ριψοκίνδυνη και παρορμητική συμπεριφορά, η οποία χαρακτηρίζει την εφηβεία, όπως και σε ακόμη πιο ακραίες συμπεριφορές
(Weinberger, 2001· Steinberg & Scott, 2003).
Η ανάπτυξη του εφηβικού εγκεφάλου συνεπάγεται, επίσης, αλλαγές σε περιοχές που συνδέονται με την παραγωγή ντοπαμίνης και την ευαισθησία του οργανισμού στην ουσία
44
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
αυτή. Οι αλλαγές αυτές καθιστούν τον έφηβο λιγότερο ευάλωτο στις επιδράσεις του αλκοόλ και έτσι ο έφηβος χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα αλκοόλ για να βιώσει την «ικανοποίη
ση» που προσφέρει η ουσία αυτή. Επιπλέον, οι αλλαγές στην ευαισθησία στην ντοπαμίνη είναι πιθανό να καταστήσουν τον έφηβο περισσότερο ευαίσθητο στις επιδράσεις τού στρες,
οδηγώντας τον σε ακόμη μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ Αποστέρηση ύπνου.
(Spear, 2002).
Με τις αυξημένες σχολικές και κοινωνικές υποχρεώσεις που έχουν
να αντιμετωπίσουν, οι έφηβοι πηγαίνουν για ύπνο αργότερα και ξυπνούν ενωρίτερα. Ως
αποτέλεσμα, εξαιτίας της αποστέρησης ύπνου, για ορισμένους η ζωή μοιάζει με ένα είδος παραζάλης.
Η αποστέρηση ύπνου συμπίπτει με μια περίοδο της ζωής τού εφήβου, κατά την οποία
το βιολογικό του ρολόι μεταβάλλεται. Οι μεγαλύτεροι έφηβοι, ειδικότερα, οι οποίοι, για να ξεκουραστούν, χρειάζονται
9 ώρες ύπνου
το 24ωρο, αισθάνονται την ανάγκη να πάνε για
ύπνο αργότερα και να σηκωθούν από το κρεβάτι αργά το πρωί. Καθώς, όμως, τα σχολικά μαθήματα αρχίζουν ενωρίς το πρωί, καταλήγουν να κοιμούνται πολύ λιγότερο από όσο πραγματικά έχει ανάγκη το σώμα τους
(National Sleep Foundation, 2002· Dorofaeff &
Denny, 2006· Fuligni & Hardway, 2006). Η αποστέρηση ύπνου έχει το τίμημά της. Οι έφηβοι, οι οποίοι δεν κοιμούνται αρκετά, έχουν χαμηλότερη σχολική επίδοση, εμφανίζουν περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα και έχουν περισσότερες δυσκολίες στον έλεγχο των συναισθημάτων τους. Επιπλέον, δια τρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για αυτοκινητικά δυστυχήματα
(Fredriksen et al., 2004).
Ιυνοnτική ιnισκόnηση
•
Η εφηβική ηλικία είναι μια περίοδος ταχείας σωματικής ανάπτυξης , συμπεριλαμβανο
•
Η ήβη μπορεί να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις στον έφηβο, οι οποίες κυμαίνονται
μένων των αλλαγών που σχετίζονται με την ήβη.
από τη σύγχυση μέχρι την αυξημένη aυτοεκτίμηση.
•
Η πρώιμη και η καθυστερημένη ήβη συνοδεύονται από πλεονεκτήματα και μειονε κτήματα, ανάλογα με το φύλο και τη συναισθηματική και ψυχολογική ωριμότητα.
•
Η επαρκής διατροφή είναι πολύ σημαντική κατά την περίοδο της εφηβείας, καθώς τρο φοδοτεί τη σωματική ανάπτυξη. Οι αλλαγές στις σωματικές ανάγκες, όπως και οι περι βαλλοντικές πιέσεις, μπορούν να προκαλέσουν παχυσαρκία και διατροφικές διαταραχές.
•
Οι δύο συνηθέστερες διαταραχές διατροφής είναι η ψυχογενής ανορεξία και η βουλι μία. Και οι δύο πρέπει να αντιμετωπίζονται με έναν συνδυασμό ιατρικών και ψυχολο γικών θεραπειών.
•
Η ανάπτυξη του εγκεφάλου προετοιμάζει το έδαφος για σημαντική γνωστική ανά
πτυξη, παρόλο που ο εγκέφαλος δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένος μέχρι τα πρώτα χρό νια της τρίτης δεκαετίας της ζωής.
Νοητική ανάπτυξη και σχολική εκπαίδευση Η κ. Κ. («Κωνσταντίνα») χαμογέλασε r..αθώ:;; διάβασε την εξαιρετικά πρωτότυπη εργασία ενός μαθητή της. Ως άσκηση στο μάθημα «Πολιτική Ιστορία », το οποίο δί δασκε στην τρίτη γυμνασίου, ζήτησε α:τό τους μαθητές της να περιγράψουν πώς θα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
11 8 Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ~ΤΗ:\ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
ήταν η ζωή τους, αν η Αμερική δεν είχε κερδίσει στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας από τους Βρετανούς. Είχε προσπαθήσει κάτι παρόμοιο με τα παιδιά της πρώτης γυμνασίου, αλλά φάνηκε πως οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπορούσαν να φα νταστούν την σημερινή πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Ωστόσο, στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, οι μαθητές ήταν ικανοί να σκεφθούν και να γράψουν πολύ εν διαφέροντα σενάρια. Ένα αγόρι σκέφτηκε ότι το όνομά του θα ήταν Λόρδος
Lucas,
μια μαθήτρια σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν υπηρέτρια ενός πολύ πλούσιου γαιοκτή μονα και μια άλλη ότι θα συμμετείχε στο κίνημα της αντίστασης για την ανατροπή της βρετανικής διακυβέρνησης. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον τρόπο σκέψης των εφηβων από αυτόν των μικρότερων
παιδιών; Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές είναι η ικανότητα του εφηβου να σκέπτεται πέραν της συγκεκριμένης τρέχουσας κατάστασης, το τι δηλαδη θα μπορούσε να συμβαί νει. Οι έφηβοι έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν αφηρημένες έννοιες, να φαντάζο νται πιθανά σενάρια και να αντιλαμβάνονται τα θέματα με σχετικό -και όχι απόλυτο τρόπο. Αντί να θεωρούν ότι οι λύσεις σε προβληματα είναι «άσπρο η μαύρο», έχουν την ικανότητα να βλέπουν ενδιάμεσες αποχρώσεις
(Keating, 1980· 1990).
Στο παρόν τμημα του κεφαλαίου εξετάζονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις στη μελέ τη της νοητικης ανάπτυξης των εφηβων. Η συζητηση αρχίζει πάλι με την περιγραφη της Οεωρίας του
Piaget, η
οποία έχει ασκησει σημαντικές επιδράσεις στον τρόπο που οι ψυχο
λόγοι μελετούν τη νοητικη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Πιαζετικές προσεγγίσεις στη νοητική ανάπτυξη:
Η περίοδος των τυπικών λογικών πράξεων Η 14χρονη Λ. («Λαμπρινή») έχει να επιλύσει ένα πρόβλημα, το οποίο έχει απασχο λήσει οποιονδήποτε έχει δει ένα ρολόι τοίχου. « Τι είναι αυτό που καθορίζει την τα
χύτητα με την οποία κινείται το εκκρεμές;» Στην εκδοχή του προβλήματος που έχει να επιλύσει η Λ., ένα βαρύ αντικείμενο κρέμεται από ένα σχοινί. Ενημερώνεται ότι μπορεί να πειραματιστεί αλλάζοντας διάφορα πράγματα, όπως το μήκος του σχοι νιού, το βάρος του αντικειμένου, την ποσότητα της δύναμης που χρησιμοποιείται για την ταλάντωση του σχοινιού και τη γωνία από το έδαφος, από την οποία απε λευθερώνεται το αντικείμενο. Η Λ. δεν γνωρίζει ότι παίρνει μέρος σε διαχρονικη έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας της είχε
ζητηθεί να λύσει το ίδιο πρόβλημα, όταν ηταν
8 ετών. Τότε, η Λ. βρισκόταν στην περίοδο
των συγκεκριμένων λογικών πράξεων και οι προσπάθειές της να λύσει το πρόβλημα δεν είχαν στεφθεί με επιτυχία. Είχε προσεγγίσει το πρόβλημα με τυχαίο τρόπο, χωρίς συστημα
τικό σχέδιο δράσης. Για παράδειγμα, είχε προσπαθησει να ωθησει με περισσότερη δύναμη το εκκρεμές, ενώ είχε ταυτόχρονα μειώσει το μηκος του σχοινιού και αυξησει το βάρος τού αντικειμένου. Επειδη χειρίστηκε πειραματικά πολλές μεταβλητές ταυτόχρονα, όταν τελικά η ταχύτητα του εκκρεμούς άλλαξε, η Λ. δεν ηταν σε θέση να γνωρίζει σε ποιον παράγοντα (η παράγοντες) οφείλεται η αλλαγη αυτη.
Ωστόσο, σημερα, η προσέγγιση της Λ. είναι πολύ πιο συστηματικη. Αντί να αρχίσει αμέσως να ωθεί το εκκρεμές, σταματά για μια στιγμη και σκέπτεται ποιους παράγοντες
πρέπει να λάβει υπόψη της. Αναλογίζεται πώς θα ελέγξει ποιος από αυτούς τους παράγοντες είναι ο πιο σημαντικός. Μετά, σαν μικρός επιστημων που διενεργεί πείραμα, η Λ. μεταβάλλει
45
46
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΓΟ 8
ΕΦΗΒΕΙΑ
μόνον έναν παράγοντα κάθε φορά. Εξετάζοντας την κάθε μεταβλητή χωριστά και συστη ματικά, κατορθώνει να βρει τη λvση του προβλήματος, ότι δηλαδή αυτό που τελικά καθο ρίζει την ταχvτητα του εκκρεμοvς είναι το μήκος του σχοινιου.
Η χρήση των τυπικών λογικών πράξεων για την επίλυση προβλημάτων.
Η προ
σέγγιση, την οποία χρησιμοποίησε η Λ. στο πρόβλημα με το εκκρεμές, ένα πρόβλημα που επινόησε ο
Περίοδος τυπικών λογικών πράξεων Το στάδιο, κατά τn διάρκεια του οποίου το άτομο κατακτά
τnν ικανότnτα να σκέπτεται aφαιρετικά.
Piaget, δείχνει ότι το κορίτσι αυτό έχει εισέλθει στην περίοδο των τυπικών λογι κών πράξεων (Piaget & Inhelder, 1958). Η περίοδος των τυπικών λογικών πράξεων είναι το στάδιο, στο οποίο το άτομο κατακτά την ικανότητα να σκέπτεται aφαιρετικά. Ο Piaget υποστήριξε ότι το άτομο εισέρχεται σε αυτή την περίοδο στην αρχή της εφηβείας, δηλαδή περίπου στην ηλικία των
12
ετών. Η Λ. ήταν σε θέση να σκεφτεί με αφαιρετικό τρόπο για
τις ποικίλες πλευρές του προβλήματος και να αποφασίσει πώς θα ελέγξει τις υποθέσεις που είχε διαμορφώσει. Με την εφαρμογή τυπικών κανόνων της λογικής σε προβλήματα που αντιμετωπίζει, ο έφηβος είναι σε θέση να βλέπει τα προβλήματα με αφαιρετικοvς -και όχι συγκεκριμένους όρους. Ελέγχει τις υποθέσεις του, διενεργώντας συστηματικά στοιχειώδη πειράματα και παρατηρώντας τις αλλαγές που επιφέρουν οι πειραματικές του «παρεμβάσεις». Ο έφηβος είναι ικανός να χρησιμοποιεί τυπική λογική σκέψη, στην οποία αρχίζει με μια γενική θεωρία σχετικά με το τι προκαλεί ένα συγκεκριμένο φαινόμενο και κατόπιν να καταλήγει σε ερμηνείες για συγκεκριμένες περιστάσεις, στις οποίες παρατηρείται το φαι νόμενο αυτό. Όπως ακριβώς οι επιστήμονες (τις μεθόδους των οποίων μελετήσαμε στο Κεφάλαιο
1), οι έφηβοι διαμορφώνουν
υποθέσεις, τις οποίες κατόπιν ελέγχουν. Αυτό που
διαφοροποιεί αυτό το είδος σκέψης από τις προηγοvμενες νοητικές περιόδους, είναι η ικα νότητα του ατόμου να ξεκινά με αφηρημένες έννοιες και να καταλήγει σε συγκεκριμένες.
Στα προηγοvμενα στάδια, τα παιδιά είναι προσηλωμένα στο συγκεκριμένο, το «εδώ και τώρα». Για παράδειγμα, σε ηλικία
8
ετών, το κορίτσι του παραπάνω παραδείγματος επι
χείρησε διάφορα πράγματα για να δει τι θα συνέβαινε με το εκκρεμές, κάτι που ήταν μια
Οπως οι επιστήμονες που δια τυπώνουν υποθέσεις, οι έφηβοι στην περίοδο των τυπικών λο
γικών πράξεων,
χρησιμοποι
ούν συστηματικό τρόπο σκέ ψης. Αρχίζουν με μια γενική θεωρία σχετικά με το τι προκα λεί ένα συγκεκριμένο φαινόμε νο και μετά καταλήγουν σε ερ μηνείες για συγκεκριμένες πε
ριστάσεις στις οποίες παρατη ρούν το φαινόμενο αυτό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
11 8 Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣ"ΓΙΚΗ ΑΝΑΠΓι.ΞΗ ΣΤΗ:-.1 ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
λογικη μεν, αλλα συγκεκριμένη, προσέγγιση. Ωστόσο, σε ηλικία
12
ετών, ξεκίνησε με την
αφηρημένη ιδέα ότι η κάθε μεταβλητη -το μηκος του σχοινιού, το βάρος του αντικειμένου και ούτω καθ' εξης- θα πρέπει να ελεγχθεί ξεχωριστά η μία από την άλλη. Κατά την περίοδο των τυπικών λογικών πράξεων, οι έφηβοι είναι ικανοί να χρησιμο
ποιούν την προτασιακη σκέψη. Προτασιακή σκέψη είναι η σκέψη, κατά την οποία χρησι μοποιείται αφαιρετικη λογικη, χωρίς την παρουσία συγκεκριμένων παραδειγμάτων. Η προτασιακη σκέψη επιτρέπει στον έφηβο να κατανοησει ότι, αν ορισμένες δηλώσεις είναι ορθές, τότε, το συμπέρασμα, το οποίο στηρίζεται στις δηλώσεις αυτές, πρέπει να είναι, επί σης, ορθό. Ας δούμε το παρακάτω παράδειγμα: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
[δήλωση]
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
[δήλωση]
Επομένως, ο Σωκράτης είναι θνητός.
[συμπέρασμα]
Ο έφηβος όχι μόνον αντιλαμβάνεται ότι, αν οι δύο δηλώσεις είναι ορθές, τότε και το
συμπέρασμα είναι ορθό, αλλά και είναι σε θέση να χρησιμοποιεί παρόμοιο συλλογισμό, ακόμη και όταν οι δηλώσεις και το συμπέρασμα διατυπώνονται με πιο αφαιρετικό τρόπο, όπως:
Όλα τα Χ είναι Ψ.
[δήλωση]
Το Ω είναι Χ.
[δήλωση]
Επομένως, το Ω είναι Ψ.
[συμπέρασμα]
Παρόλο που ο
Piaget πίστευε ότι τα
παιδιά εισέρχονται στην περίοδο των τυπικών λο
γικών πράξεων με την έναρξη της εφηβείας, πίστευε επίσης ότι -όπως συμβαίνει με όλα τα στάδια νοητικης ανάπτυξης- οι νέες νοητικές ικανότητες δεν κατακτώνται αμέσως, «εν
μία νυκτί». Αντίθετα, εκδιπλώνονται βαθμιαία, ως αποτέλεσμα συνδυασμένης δράσης της σωματικης ωρίμανσης και των περιβαλλοντικών εμπειριών. Σύμφωνα με τον
Piaget, ο έφη
βος θεωρείται ότι έχει εισέλθει πληρως στην περίοδο των τυπικών λογικών πράξεων στην ηλικία των
15 ετών.
Μάλιστα, ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων κατα κτούν την τυπικη σκέψη σε μεγαλύτερη ηλικία και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν την κατα
κτούν ποτέ πληρως. Για παράδειγμα, οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι μόνο το
60%
40%-
των φοιτητών και των ενηλίκων κατακτούν πληρως την τυπικη λογικη σκέψη, ενώ
άλλες έρευνες υπολογίζουν το σχετικό ποσοστό σε
25%.
Ωστόσο, πολλοί από τους ενηλι
κες, οι οποίοι δεν έχουν κατακτησει δεξιότητες τυπικης σκέψης σε όλους τους τομείς, είναι
πληρως επαρκείς σε ορισμένες διαστάσεις της τυπικης λογικης
(Keating & Clark, 1980·
Sugarman, 1988). Ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι έφηβοι διαφέρουν στη χρηση των τυπι κών λογικών πράξεων , σχετίζεται με το πολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο μεγάλωσαν. Για παράδειγμα, άτομα τα οποία ζουν σε απομονωμένες, επιστημονικά μη ανεπτυγμένες κοι νωνίες και που δεν έχουν αποκτησει επαρκη σχολικη εκπαίδευση, είναι λιγότερο πιθανό να λειτουργησουν στο επίπεδο της τυπικης σκέψης, σε σύγκριση με άτομα που έχουν πλη ρη σχολικη εκπαίδευση και ζουν σε τεχνολογικά πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες
(Jahoda,
1980· Segall et al., 1990). Σημαίνει άραγε αυτό ότι οι έφηβοι (και οι ενηλικες) που ζουν σε κοινωνίες, όπου το μέσο άτομο δεν έχει κατακτησει την τυπικη σκέψη, είναι αδύνατον να την κατακτησουν; Η απάντηση είναι «όχι». Ένα πιθανότερο συμπέρασμα είναι ότι ο επιστημονικός συλλογι σμός, ο οποίος χαρακτηρίζει τις τυπικές πράξεις, δεν έχει την ίδια αξία σε όλες τις κοινωνίες. Αν ο καθημερινός τρόπος ζωης δεν προϋποθέτει η δεν ενισχύει ένα συγκεκριμένο είδος
47
48
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
συλλογισμού, είναι παράλογο να αναμένεται από ένα άτομο να χρησιμοποιήσει αυτό το εί δος συλλογισμού, όταν καλείται να επιλύσει ένα πρόβλημα
(Greenfield, 1976· Shea, 1985·
Gauvain, 1988). Οι συνέπειες της χρήσης των τυπικών πράξεων στη συμπεριφορά του εφήβου. Η ικανότητα του εφήβου να σκέπτεται aφαιρετικά, ενσωματωμένη στη χρήση των τυπι κd.Jν λογικd.Jν πράξεων, οδηγεί σε αλλαγές στην καθημερινή του συμπεριφορά. EνciJ παλαιό
τερα αποδεχόταν αναντίρρητα κανόνες και ερμηνείες φαινομένων που οι άλλοι επέβαλ λαν, η αυξημένη ικανότητά του για αφαιρετική σκέψη τον οδηγεί να αμφισβητεί σθεναρά τους γονείς και τα άλλα πρόσωπα εξουσίας.
Σε γενικές γραμμές, οι έφηβοι υιοθετούν πλέον το επιχείρημα. Αρέσκονται να χρησι μοποιούν την αφαιρετική λογική για να αμφισβητήσουν τις ερμηνείες των άλλων και η αυ ξημένη ικανότητά τους να σκέπτονται κριτικά τους καθιστά ιδιαιτέρως ευαίσθητους στον
εντοπισμό των αδυναμιd.Jν των γονέων και των δασκάλων τους. Για παράδειγμα, αντιλαμ βάνονται την αντίφαση ανάμεσα στα επιχειρήματα των γονέων τους για μια αρνητική συ μπεριφορά και στο γεγονός ότι οι ίδιοι, όταν ήταν έφηβοι, είχαν επιδείξει αυτή τη συμπερι φορά. Από το άλλο μέρος, οι έφηβοι χαρακτηρίζονται από αναποφασιστικότητα, καθd.Jς
έχουν την ικανότητα να αντιληφθούν ότι τα υπό συζήτηση θέματα δεν είναι μονοδιάστατα
(Elkind, 1996). Η αντιμετd.Jπιση της αυξημένης ικανότητας των εφήβων για κριτική σκέψη μπορεί να αποδειχθεί δυσκολο έργο για γονείς, εκπαιδευτικούς και άλλους ενήλικες που ασχολού νται με εφήβους. Συγχρόνως, όμως, η νέα κατάσταση καθιστά τους εφήβους περισσότερο
ενδιαφέροντα άτομα, καθci>ς προσπαθούν ενεργά να κατανοήσουν τις ιδέες και τις αξίες στον κόσμο γύρω τους.
Αξιολόγηση της προσέγγισης του
Piaget.
Οι αξιολογήσεις της θεωρίας του
Piaget,
στα προηγούμενα κεφάλαια, έχουν αναδείξει ορισμένα θέματα-αντιρρήσεις σε πλευρές αυτής της θεωρίας. Παρακάτω, συνοψίζονται ορισμένα από αυτά τα θέματα:
•
Ο
Piaget πιστεύει ότι η γνωστική ανάπτυξη προχωρεί βαθμιαία και λαμβάνει χd.Jρα με
τη μορφή καθολικd.Jν σταδίων. Παρ' όλα αυτά, σημειd.Jνονται σημαντικές διαφορές στις γνωστικές ικανότητες, από άτομο σε άτομο, ιδιαίτερα όταν συγκρίνονται άτομα που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια. Επιπλέον, παρατηρείται έλλειψη σταθερότητας ακόμη και στο ίδιο άτομο. Μπορεί κάποιος να είναι ικανός να επιτύχει
σε ορισμένα έργα, γεγονός που υποδηλd.Jνει το στάδιο της νοητικής του ανάπτυξης, αλλά να αδυνατεί να επιλύσει άλλα προβλήματα. Αν η προσέγγιση του
Piaget ήταν
ορθή, η επίδοση του ατόμου θα έπρεπε να είναι ομοιόμορφα καλή, από τη στιγμή που φτάνει σε ένα συγκεκριμένο στάδιο νοητικής ανάπτυξης
•
Η έννοια των σταδίων, που προτείνει ο
(Siegler, 1994).
Piaget, συνεπάγεται ότι οι γνωστικές
ικανότη
τες δεν αναπτύσσονται βαθμιαία. Αντίθετα, υποδηλd.Jνει ότι η νοητική ανάπτυξη χα ρακτηρίζεται από σχετικά απότομες μεταβολές από το ένα στάδιο στο επόμενο. Ωστό σο, πολλοί εξελικτικοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η νοητική ανάπτυξη προχωρεί με έναν πιο συνεχή τρόπο και βελτιd.Jνεται όχι τόσο με ποιοτικά άλματα προς τα εμπρός, αλλά με ποσοτικές, συσσωρευτικές αλλαγές. Υ;τοστηρίζουν, επίσης, ότι η θεωρία του
Piaget είναι καλύτερη στο να περιγράφει τη συμ;τεριq:ορά σε ένα συγκεκριμένο στάδιο και όχι στο να ερμηνεύει πως λαμβάνουν χώρα οι αΙJ.αγές από το ένα στάδιο στο επό μενο
•
(Gelman & Baillargeon, 1983· Case. 1991).
Λόγω του είδους των προβλημάτων, τα ο:τοία zρησιμο:τοίησε ο
Piaget για να αξιολο-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
49
γήσει τις νοητικές ικανότητες, οι επικριτές της θεωρίας του υποστηρίζουν ότι υποεκτί μησε την ηλικία, στην οποία αναδύονται οι διάφορες νοητικές δεξιότητες. Είναι σήμε
ρα ευρέως αποδεκτό ότι τα βρέφη και τα παιδιά είναι περισσότερο ανεπτυγμένα σε μικρότερη ηλικία από ό,τι υποστήριξε ο
Piaget (Bornstein & Sigman, 1986).
Ο
Piaget είχε μια σχετικά περιορισμένη αντίληψη του τι σημαίνει σκέψη και γνώση. Για τον Piaget, γνώση είναι κυρίως ο τρόπος, με τον οποίο π.χ. το άτομο αντιλαμβάνεται το πρόβλημα με το εκκρεμές. Ωστόσο, όπως συζητήθηκε στο Κεφάλαιο 9, οι ειδικοί στην ανάπτυξη, όπως ο Howard Gardner, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πολλά είδη νοη μοσύνης, ξεχωριστά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο (Gardner, 2000). Τέλος, ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η τυπική σκέψη δεν αντιπροσωπεύει την επιτομή τής ανθρώπινης νόησης, όπως, επίσης, ότι υπάρχουν και άλλα, πιο σύνθετα είδη νόησης, τα οποία εμφανίζονται στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής. Για παρά δειγμα, η
Giesela Labouνie-Vief (1980· 1986) υποστηρίζει ότι η πολυπλοκότητα της
σημερινής κοινωνίας προϋποθέτει ένα είδος σκέψης, το οποίο δεν βασίζεται απαραί τητα στη λογική. Αντίθετα, απαιτείται είδος σκέψης, η οποία είναι ευέλικτη, επιτρέπει ερμηνευτικές διαδικασίες και αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι τα αίτια ενός φαινομένου
στον υπαρκτό κόσμο είναι συχνά δυσδιάκριτα, κάτι που η μετατυπική σκέψη (οι απόψεις της παρουσιάζονται στο Κεφάλαιο
Labouvie-Vief ονομάζει Labouvie-Vief σχετικά με τη μετ α τυπική σκέψη
13).
Η κριτική και οι προβληματισμοί στην προσέγγιση του
Piaget στη νοητική ανάπτυξη έχουν
σημαντική βάση. Από το άλλο μέρος, η Πιαζετική θεωρία έχει εμπνεύσει έναν τεράστιο αριθμό ερευνών για την ανάπτυξη των ικανοτήτων και διεργασιών τής σκέψης, όπως, επί σης, έχει αποτελέσει τη βάση για σημαντικές αλλαγές στον τομέα της εκπαίδευσης. Τέλος,
οι σαφείς πεποιθήσεις του για τη φύση της γνωστικής ανάπτυξης προσέφεραν γόνιμο έδα φος, από το οποίο αναπτύχθηκαν και άνθισαν πολλές αντίθετες απόψεις για τη νοητική ανάπτυξη, όπως η προσέγγιση επεξεργασίας πληροφοριών, η οποία παρουσιάζεται στη συνέχεια
(Zigler & Gilman, 1998· Taylor, 2005).
Προσεγγίσεις επεξεργασίας πληροφοριών: Σταδιακές αλλαγές στις γνωστικές δεξιότητες Σύμφωνα με τους υποστηρικτές τής προσέγγισης επεξεργασίας πληροφοριών στη γνωστι κή ανάπτυξη, οι γνωστικές δεξιότητες του εφήβου αναπτύσσονται βαθμιαία και με συνεχή τρόπο. Σε αντίθεση με τον
Piaget, κατά τον οποίο οι σύνθετες γνωστικές δεξιότητες του εφή
βου εμφανίζονται με τη μορφή νοητικών αλμάτων σε στάδια, η προσέγγιση επεξεργασίας
Προσέγγισπ επεξεονασιαc
πληροφοριών αντιμετωπίζει τις αλλαγές αυτές ως ένδειξη βαθμιαίων μεταβολώ'l.στην ικα
πλπροφοριών
νότητα του εφήβου να προσλαμβάνει, να χρησιμοποιεί και να αποθηκεύει πληροφορίες. Η
γνωστική ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα προοδευτικών αλλαγών στον τρόπο με τον οποίο το
θεωρπτικό μοντέλο
nou επιζπτεί
να εντοπίσει και να μελετnσε ι τον τρόπο με τον οποίο
άτομο οργανώνει τη σκέψη του, αναπτύσσει στρατηγικές για την αντιμετώπιση νέων κα
ο άνθρωπος προσλαμβάνει,
ταστάσεων, ταξινομεί γεγονότα και επιτυγχάνει προόδους στις μνημονικές και aντιληπτι
χρnσιμοnοιεί και αnοθnκεύει
κές του ικανότητες
(Wellman & Gelman, 1992· Pressley & Schneider, 1997· Wyer, 2004).
Η γενική νοημοσύνη του εφήβου -όπως αξιολογείται από τις παραδοσιακές κλίμακες νοημοσύνης- παραμένει σταθερή, αν και σημειώνονται δραματικές βελτιώσεις σε συγκε κριμένες γνωστικές δεξιότητες, οι οποίες διέπουν τη νοημοσύνη. Οι λεκτικές και μαθηματι κές ικανότητες, καθώς και οι ικανότητες αντίληψης του χώρου εμφανίζουν αξιοσημείωτη ανάπτυξη, η οποία επιτρέπει σε πολλούς έφηβους να επιλύουν προβλήματα με ταχύτερο
nλnροφορίες.
50
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
•
ΕΦΗΒΕΙΑ
ρυθμό και τους καθιστά π. χ. σημαντική πηγή πληροφοριών και ολοκληρωμένους αθλητές. Η χωρητικότητα της μνήμης αυξάνεται και ο έφηβος γ(νεται ικανότερος στο να κατανέμει
αποτελεσματικά την προσοχή του σε περισσότερα από ένα ερεθ(σματα κάθε φορά, όπως, για παράδειγμα, να μελετά για το επόμενο τεστ στη βιολογια, ενώ παράλληλα να ακοvει
μουσική. Επιπλέον, όπως έχει σημειώσει ο
Piaget, ο έφηβος γ(νεται όλο και ικανότερος στο να
κατανοει προβλήματα, να αντιλαμβάνεται αφηρημένες έννοιες και να σκέπτεται υποθετι
κά, καθώς και να αντιλαμβάνεται τις πιθανές εκδοχές σε μια κατάσταση. Αυτό του επιτρέ πει, για παράδειγμα, να διερωτάται διαρκώς για την πορεία που θα μποροvσαν υποθετικά να πάρουν οι διαπροσωπικές του σχέσεις. Ο έφηβος αποκτά, επ(σης, όλο και περισσότερες γνώσεις για τον κόσμο γvρω του.
Καθώς η έκθεσή του σε περιβαλλοντικά ερεθ(σματα αυξάνεται, οι γνώσεις του πολλαπλα σιάζονται και διευρvνεται η χωρητικότητα της μνήμης. Στο σvνολό τους, οι νοητικές ικανό τητες εμφαν(ζουν αξιοσημε(ωτη βελτ(ωση κατά την εφηβική ηλικια
(Kail, 2003· Kail, 2004).
Σvμφωνα με την προσέγγιση επεξεργασ(ας πληροφοριών στη γνωστική ανάπτυξη , ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τις νοητικές προόδους ε(ναι η ανάπτυξη της Μεταγνώσn
μεταγνώσης. Μεταγνώση ε(ναι η επ(γνωση που έχει το άτομο για τη δική του νόηση και η
Η εnίγνωσn nου έχει το άτομο
ικανότητά του να «παρατηρεί.>> τις γνωστικές του διαδικασίες. Αν και το παιδί σχολικής
για τn δική του νόnσn
ηλικ(ας μπορεί να χρησιμοποιήσει ορισμένες στρατηγικές μεταγνώσης, ο έφηβος ε(ναι πο
και
n ικανότnτά του
να • nαρατnρεί· τις γνωστικές του διαδικασίες .
λv πιο ικανός στο να κατανοει τις προσωπικές του νοητικές διεργασίες. Για παράδειγμα, καθώς ο έφηβος αποκτά όλο και επαρκέστερη αντ(ληψη της μνημο νικής του ικανότητας, γ(νεται καλvτερος στο να υπολογ(ζει το χρόνο που χρειάζεται για να μάθει και να αποθηκεvσει στη μνήμη του πληροφορ(ες, π. χ. για ένα διαγώνισμα. Επί σης, μπορει να κρ(νει με μεγαλvτερη ακρ(βεια πότε έχει απομνημονεvσει πλήρως τις πλη
ροφορίες από ό,τι σε προηγοvμενες ηλικLες. Αυτές οι πρόοδοι στις μεταγνωστικές ικανό τητες επιτρέπουν στον έφηβο να κατανοήσει και να εκμάθει με αποτελεσματικότερο τρό πο τη σχολική vλη
Οι προσωπικοί μύθοι των εφή βων είναι δυνατόν να τους κά
νουν να αισθάνονται άτρωτοι και να εμπλέκονται σε επικίν δυνη συμπεριφορά, όπως στην περίmωση αυτών των αγοριών από τη Βραζιλία (γνωστών ως «sυrfistas»), οι οποίοι ανεβαί νουν και ταξιδεύουν στην ορο φή τρένων υψηλής ταχύτητας.
(Nelson, 1994· Kuhn, 2000· Desoete, Roeyers, & De Clercq, 2003).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ll •
Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
51
Οι νέες αυτές ικανότητες, επίσης, καθιστούν τους εφήβους περισσότερο εσωστρεφείς και αυξάνουν την αυτεπίγνωσή τους
-
δύο κεντρικά γνωρίσματα της περιόδου αυτής, τα
οποία , όπως θα δούμε παρακάτω, οδηγούν σε αυξημένα επίπεδα εγωκεντρισμού.
Εγωκεντρισμός στη σκέψη: Η προσήλωση του εφήβου στον εαυτό Ο Κ. («Κώστας») θεωρεί ότι οι γονείς του έχουν εμμονή με τον έλεγχο. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί, όταν χρησιμοποιεί το οικογενειακό αυτοκίνητο, αυτοί επιμέ νουν να τους τηλεφωνεί και να τους ενημερώνει πού βρίσκεται.
Η Τζ. (« Τζίνα») είναι πολύ χαρούμενη γιατί η φίλη της αγόρασε ίδια ακριβώς σκου λαρίκια και θεωρεί πως αυτό είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που της έχουν κάνει, παρόλο που δεν είναι σαφές κατά πόσο η φίλη της γνώριζε ότι η Τζ. είχε ήδη αυτά
τα σκουλαρίκια. Ο Λ. («Λουκάς») έχει θυμώσει με τον καθηγητή του στο μάθημα της Βιολογίας, για το δύσκολο διαγώνισμα, στο οποίο ο Λ. δεν πήγε και τόσο καλά. Ο ι νεοαποκτηθείσες μεταγνωστικές ικανότητες επιτρέπουν στον έφηβο να φαντάζεται ότι οι άλλοι σκέπτονται για αυτόν και μπορεί ο ίδιος να κατασκευάζει πολύπλοκα σενάρια σχετικά με τις σκέψεις των άλλων για τον ίδιο. Οι ικανότητες αυτές αποτελούν, επίσης, την πηγή του εγωκεντρισμού, ο οποίος, συχνά, κυριαρχεί στον τρόπο σκέψης του εφήβου.
Εq;η β ικός εγωκεντρισμός είναι μια κατάσταση αυτο-απορρόφησης, κατά την οποία ο κό σμος γίνεται αντιληπτός ως εστιασμένος στον εαυτό. Ο εγωκεντρισμός καθιστά τον έφηβο
έντονα επικριτικό στα πρόσωπα εξουσίας, όπως οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί, έτσι ωστε να μη δέχεται την κριτική των άλλων και να ανακαλύπτει αμέσως ελαττιbματα στη συμπε ριφορά τους
(Elkind, 1985· Rycek et al., 1998· Greene, Κrcmar, & Rubin, 2002).
Το είδος του εγωκεντρισμού που συναντάται στην εφηβεία, βοηθά να κατανοήσει κανείς
Εφnβικός εγωκεντρισμός Κατάστασn αυτσαnορρόφnσnς/επικέντρωσnς
στον εαυτό, κατά τnν οποία ο έφnβος αντιλαμβάνεται τον κόσμο από τn δικrΊ του μόνον οπτικrΊ γωνία.
γιατί ορισμένες φορές οι έφηβοι θεωρούν ότι αποτελούν το κέντρο της προσοχής των άλ
λων. Μάλιστα, οι έφηβοι αναπτύσσουν αυτό που έχει ονομαστεί φανταστικό ακροατήριο, δηλαδή φανταστικούς ακροατές, οι οποίοι παρατηρούν και προσέχουν τη συμπεριφορά
τους , όπως ακριβιbς κάνουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Εξαιτίας αυτιbν των νεοαποκτηθεισιbν μεταγνωστικιbν ικανοτήτων, ο έφηβος εύκολα φαντάζεται ότι οι άλλοι σκέπτονται για αυτόν και κατασκευάζει πολύπλοκα σενάρια σχετι
κά με τις πεποιθήσεις των άλλων. Θεωρεί ότι το φανταστικό ακροατήριο εστιάζει την προσο
Φανταστικό ακροατιiριο Η πεποίθnσn του εφι'iβου ότι
n συμπεριφορά
του αποτελεί
το επίκεντρο τnς προσοχι'iς
και του ενδιαφέροντος των άλλων.
χή του σε αυτό που απασχολεί τον έφηβο περισσότερο: τον ίδιο του τον εαυτό. Δυστυχιbς, τα σενάρια στηρίζονται στο ίδιο είδος εγωκεντρισμού όπως και η υπόλοιπη σκέψη του. Για πα
ράδειγμα, ένας μαθητής ίσως θεωρήσει ο καθηγητής στην αίθουσα έχει στραμμένη την προ
Προσωπικός μι.Jθος Η πεποίθnσn ορισμένων εφriβων
σοχή του σε αυτόν, ή ο έφηβος αθλητής ίσως θεωρήσει ότι όλοι οι θεατές που παρακολου
ότι, ό,τι συμβαίνει σε αυτούς, είναι
θούν τον αγιbνα έχουν εστιάσει την προσοχή τους στο εξάνθημα που έχει στο πρόσωπό του.
μοναδικό, εξαιρετικό και δεν συμ
Ο εγωκεντρισμός οδηγεί σε μία ακόμη διαστρέβλωση του τρόπου σκέψης: Στην αντίλη ψη του ατόμου ότι οι εμπειρίες του είναι μοναδικές. Ο έφηβος διαμορφιbνει προσωπικούς μύ θους , δηλαδή αναπτύσσει την πεποίθηση ότι αυτό που συμβαίνει σε αυτόν είναι μοναδι κό, εξαιρετικό και δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλον. Για παράδειγμα, το αγόρι εφηβικής ηλικίας, του οποίου η σχέση με ένα κορίτσι έληξε ξαφνικά, πιθανιbς θα θεωρήσει ότι κανέ νας δεν έχει πληγωθεί όσο εκείνος, ότι σε κανέναν δεν έχουν συμπεριφερθεί τόσο άσχημα
και ότι κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τις δυσκολίες που ο ίδιος αντιμετωπίζει. Οι προσωπικοί μύθοι μπορεί, επίσης, να κάνουν τον έφηβο να αισθάνεται άτρωτος στους κινδύνους. Ένα μεγάλο μέρος της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς του εφήβου οφείλεται,
βαίνει σε κσνένσν άλλον.
52
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
σε μεγάλο βαθμό, στους προσωπικοuς μuθους που διαμορφώνει για τον εαυτό του. ΕLναι πι θανό π.χ. να θεωρησει ότι δεν εLναι απαραLτητο να χρησιμοποιεL προφυλακτικό κατά τη
διάρκεια της ερωτικης πράξης, διότι, σuμφωνα με τον προσωπικό του μuθο, η εγκυμοσuνη και οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες, όπως το
AIDS, αφοροuν τους άλλους αλλά
όχι τον Lδιο. ΜπορεL, επLσης, να οδηγησει αυτοκίνητο και μετά από κατανάλωση αλκοόλ,
διότι, σuμφωνα με τον προσωπικό του μuθο, είναι πολu προσεκτικός οδηγός και έχει πά ντοτε τον έλεγχο του οχηματος
(Greene et al., 2000· Vartanian, 2000· Reyna & Farley, 2006).
Σχολική επίδοση Η πρόοδος που σημειώνεται στη μεταγνώση, στο συλλογισμό και σε άλλες γνωστικές ικα νότητες κατά τη διάρκεια της εφηβεLας, οδηγεL στη βελ τLωση της σχολικης επίδοσης; Εάν
ως κριτηριο χρησιμοποιηθοuν οι βαθμοί στα μαθηματα, τότε η απάντηση είναι θετικη. Οι σχολικοί βαθμοL των μαθητών γυμνασLου και λυκεLου στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανL ζουν ανοδικη τάση κατά την τελευταLα δεκαετLα. Η μέση βαθμολογLα των μαθητών της τε λευταίας τάξης του λυκεLου είναι καετία
3,3
(με άριστα το
4), συγκριτικά
με
3,1
πριν από μία δε
(College Board, 2005).
Την ίδια στιγμη, ωστόσο, η βαθμολογία των εφηβων σε ανεξάρτητες μετρησεις σχολικης επίδοσης, όπως το τεστ
SAT, δεν εμφανίζει αuξηση. Επομένως, μια πιθανότερη ερμηνεία για
τους υψηλότερους βαθμοuς στο σχολείο είναι το φαινόμενο του «βαθμολογικοu πληθωρι
σμοu». Σuμφωνα με την άποψη αυτη, δεν έχουν βελτιωθεί οι ικανότητες των μαθητών, αλ λά έχει αλλάξει η προσέγγιση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι έχουν γίνει περισσότερο επιει κείς και απονέμουν υψηλότερους βαθμοuς για την ίδια σχολικη επLδοση
(Cardman, 2004).
Επιπλέον ενδεLξεις για το φαινόμενο του βαθμολογικοu πληθωρισμοu προέρχονται από τη σχετικά χαμηλη επίδοση των αμερικανών μαθητών, όταν συγκρLνονται με μαθητές από άλλες χώρες. Για παράδειγμα, οι αμερικανοί μαθητές πετυχαίνουν χαμηλότερους βαθμοuς σε σταθμισμένες δοκιμασίες στα μαθηματικά και τη φυσικη, συγκριτικά με μαθη τές σε άλλες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες (βλέπε Σχημα
11.5· OECD, 2005).
Δεν υπάρχει μία, μοναδικη αιτία για αυτη τη διαφορά στη σχολικη επLδοση των μαθη τών από τις Ηνωμένες ΠολιτεLες. Φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο παLζει ένα σuνολο παραγό ντων, όπως η μικρότερη διάρκεια των μαθημάτων και η λιγότερο εντατικη διδασκαλία. Επιπλέον, η έντονη ποικιλότητα του μαθητικοu πληθυσμοu στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου ο σχολικός πληθυσμός είναι περισσότερο ομοιογενης, είναι πιθανό να επιδρά στην επLδοση των αμερικανών εφηβων
(Stedman, 1997· Schemo, 2001).
Η χαμηλότερη επLδοση των αμερικανών μαθητών αντικατοπτρίζεται, επίσης, στα πο σοστά των μαθητών που ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαLδευση. Παρόλο που πα λαιότερα οι ΗΠΑ ηταν πρώτες παγκοσμίως στο ποσοστό του πληθυσμοu με απολυτηριο λυκεLου, σημερα, έχουν πέσει στην 24η θέση, ανάμεσα στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες. Μόνο το
78%
των αμερικανών μαθητών ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
ένα ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από άλλες ανε..-ττuγμένες χώρες
Κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και σχολική επίδοση.
(OECD, 1998, 2001).
Όλοι οι μαθητές δικαιοuνται
να έχουν ίσες ευκαιρίες στη σχολικη τάξη. Παρ· όλα αυτά, εLναι σαφές ότι ορισμένες ομά
δες έχουν περισσότερα πλεονεκτηματα στην εi'-ϊαίδεuση από ό,τι άλλες. Ένας παράγων που παίζει σημαντικό ρόλο είναι η σ'J.έση ανάμεσα στη σχολικη επLδοση και στο κοινωνι κοοικονομικό επLπεδο.
Οι μαθητές μέσου και uψηλοu κοι,·ω' ·.οοικονομικοu επιπέδου εμφανLζουν, κατά μέ-
Κ Ε ΦΑΛΑΙΟ 11 •
D
Στατιστικά σημαντική διαφορά από τον μέσο όρο
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝ Ω ΣΠΚΗ ΑΝΑΠΓr" Ξ Η ΣΤ Η Ν Ε ΦΗΒ Ι ΚΗ Η ΛΙΚΙΑ
Ο
Όχι στατιστικά σημαντική διαφορά από τον μέσο όρο
Σχήμα
11.5
θητών στα
53
Επίδοση μα
μαθηματικά σε
ανεmυyμένες χώρες του κό σμου
Φινλανδία
Συγκριτικά με την επίδοση των
μαθητών στα μαθηματικά σε
Κορέα
άλλες χώρες του κόσμου , οι
Ιαπωνία
λιτείες παίρνουν βαθμούς κά
μαθητές από τις Ηνωμένες Π ο
Καναδάς
τω από τον μέσο όρο . (ΠΗΓΗ :
Αυστραλία Νέα Ζηλανδία
Ισλανδία Γαλλία
Αυστρία Γερμανία
Ιρλανδία Σλοβακία Νορβηγία Λουξεμβούργο Πολωνία
Ουγγαρία Ισπανία Ηνωμένες Πολιτείες Πορτογαλία Ιταλία Ελλάδα
400
450
500
550
600
σο όρο, υψη λότερη βαθμολογία στο σχολείο, πετυχαίνουν υψηλότερη επίδοση σε σταθμι σμένες δοκιμασίες σχολικής επίδοσης και συμπληρώνουν περισσότερα χρόνια εκπαίδευ
ση ς από ό ,τι μαθητές χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. Ασφαλώς , οι δια φορ ές αυτές δεν εμφανίζονται για πρώτη φορά στην εφηβεία. Το ίδιο ισχuει και για τις μι
κρ ότερες ηλικίες. Ωστόσο, στην εφηβεία, η επίδραση του κοινωνικοοικονομικοu επιπέδου γίνεται περισσότερο εμφανής. Οι λόγοι γ ια τις παραπάνω διαφορές είναι πολλοί. Είναι φανερό ότι τα παιδιά που ζουν σε συνθήκες ένδειας, δεν έχουν τα πλεονεκτήματα που έχουν τα παιδιά εuπορων οι
κογενειών. Η διατροφή τους μπορεί να είναι ανεπαρκής και η υγεία τους λιγότερο καλή. Ζώντας συχνά μαζί με πολλά άλλα άτομα στον ίδιο χώρο και πηγαίνοντας σε χαμηλής
πο ιότητας σχολεία , δεν έχουν ίσως επαρκή χώρο για μελέτη στο σπίτι. Επίσης, μπορεί να μην έχουν τα βιβλία και τα βοηθήματα (όπως ηλεκτρονικό υπολογιστή) , τα οποία θεωροu νται δ εδομένα στις εuπορες οικογένειες
Prater, 2002).
(Adams & Singh, 1998· Bowen & Bowen, 1999·
OECD, 2005.)
54
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Για τους λόγοv; αυτοι:;. ο μαθητές χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικων στρωμάτων βρ(σκονται σε μειονατικη θέση από την πριΟτη κιόλας ημέρα που αρχ(ζουν σχολε(ο. ΚαθιΟς μεγαλιΟνουν. η σχολική τους επ(δοση (σως συνεχ(σει να υπολεLπεται των άλλων
και, έτσι, η μειονεκτικti τους θέση πα(ρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Επειδή η καλή σχολι κή επ(δοση στο λύκειο στηρLζεται σε βασικές γνωσεις που αποκτά ο μαθητής σε προηγού μενες ηλικLες, το παιδ( που αντιμετωπ(ζει προβλήματα στο σχολε(ο ενωρ(ς στη ζωή του, ε(ναι
πολύ πιθανό να βρεθε( πολύ π(σω από τους συμμαθητές του στο γυμνάσιο και το λύκειο
(Huston, 1991· Phillips et al., 1994). Εθνοτικές και φυλετικές διαφορές στη σχολική επίδοση.
Οι διαφορές στη σχολική
επ(δοση μεταξύ διαφορετικων εθνοτικων και φυλετικων ομάδων ε(ναι αξιοσημε(ωτες και συνθέτουν μια ανησυχητική εικόνα για την αμερικανική εκπα(δευση. Για παράδειγμα, δε δομένα ερευνων για τη σχολική επ(δοση δε(χνουν ότι, κατά μέσο όρο, οι μαθητές αφρο αμερικανικής καταγωγής, όπως και οι ισπανόφωνοι, τε(νουν να έχουν χαμηλότερη σχολική
επ(δοση και χαμηλότερη επ(δοση σε σταθμισμένες δοκιμασLες επ(δοσης από ό,τι οι μαθητές ευρωπα'ίκής προέλευσης. Οι τελευτα(οι, αντ(θετα, τε(νουν να έχουν χαμηλότερους βαθμούς από τους μαθητές aσιατικής καταγωγής
(National Center for Educational Statistics, 2003).
Ποια ε(ναι η πηγή αυτων των εθνοτικων και των φυλετικων διαφορων στη σχολική επ(δοση; Ειναι σαφές ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ε(ναι οι κοινωνικο
οικονομικές συνθήκες: Επειδή περισσότερες οικογένειες ισπανόφωνων και αφρο-αμερι κανων ζουν στην ανέχεια, το οικονομικό τους πρόβλημα (σως αντανακλάται στη σχολική επ(δοση των μαθητων. Πράγματι, όταν λαμβάνεται υπόψη το κοινωνικοοικονομικό επLπε δο στη σύγκριση διαφορετικων εθνοτικων και φυλετικων ομάδων του (διου κοινωνικοοι κονομικού επιπέδου, οι διαφορές μειωνονται, αν και δεν εξαφαν(ζονται
Costes, 2001· Cokley, 2003· Guerrero et al., 2006). Ο ανθρωπολόγος John Ogbu (1988, 1992) υποστηρ(ζει ότι τα
(Meece & Kurtz-
μέλη συγκεκριμένων μειο
νοτικων ομάδων (σως θεωρούν τη σχολική επιτυχ(α σχετικως ασήμαντη. Τα άτομα αυτά (σως πιστεύουν ότι η κοινωνική προκατάληψη στο χιΟρο της εργασ(ας θα καθορ(σει το
βαθμό επιτυχ(ας, ανεξάρτητα από την προσωπική προσπάθεια που θα καταβάλουν. Το συμπέρασμα στο οπο(ο καταλήγουν ε(ναι ότι η σκληρή εργασ(α στο σχολε(ο τελικως δεν έχει αντ(κρισμα. Ο
Ogbu υποστηρ(ζει,
επ(σης, ότι τα μέλη μειονοτικων ομάδων , τα οπο(α εισέρχονται
εκούσια σε μια νέα κοινων(α, ε(ναι πιθανότερο να εμφαν(σουν υψηλότερη σχολική επ(δο ση από ό,τι εκε(να που εισέρχονται σε μια νέα κοινων(α χωρ(ς τη θέλησή τους. Για παρά δειγμα, τα παιδιά κορεατικής καταγωγής, οι γονε(ς των οπο(ων μετανάστευσαν στις Ηνω
μένες Πολιτε(ες με τη θέλησή τους, τε(νουν, κατά μέσο όρο, να έχουν καλή σχολική επ(δο ση. Αντ(θετα, τα παιδιά κορεατικής καταγωγής, οι γονε(ς των οπο(ων αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ιαπων(α κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμ(ου Πολέμου για
καταναγκαστικά έργα, εμφαν(ζουν σχετικως χαμηλή σχολική επ(δοση. Όπως φα(νεται, η διαδικασ(α της ανεπιθύμητης μετανάστευσης προκαλε( σοβαρά προβλήματα και μειωνει την ισχύ των κινήτρων για επιτυχ(α στις επόμενες γενεές. Ο
Ogbu
υποστηρ(ζει ότι στις
Ηνωμένες Πολιτε(ες η ανεπιθύμητη μετανάστευση, ως σκλάβων, των προγόνων πολλιΟν μαθητων αφρο-αμερικανικής καταγωγής, ίσως σχετ(ζεται με τα κ(νητρά τους για επιτυχ(α
(Ogbu, 1992· Gallagher, 1994). Ένας ακόμη παράγων των διαφορων στη σχολική επιδοση μεταξύ ποικLλων εθνοτικων και φυλετικων ομάδων σχετ(ζεται με τις αιτιακές αποδόσεις της σχολικής επιτυχ(ας. Όπως συζητήθηκε στο Κεφάλαιο
10, οι μαθητές
aσιατικής καταγωγής τε(νουν να θεωρούν ότι η
σχολική επιτυχ(α ε(ναι το αποτέλεσμα ::rρόσκαιρων, περιστασιακων παραγόντων, όπως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ Α!'\ΑΠΤΥΞΗ ΣΊΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛ ΙΚΙ Α
π. χ. πόσο σκλη ρά εργάζονται στο σχολείο. Αντίθετα, οι μαθητές αφρο-αμερικανικής κατα
γωγής τείνουν να θεωρούν ότι η σχολική επιτυχία οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, στους οποίους δεν μπορούν να ασκήσουν έλεγχο, όπως π. χ. η τύχη ή οι κοινωνικές προκα
ταλήψεις. Οι μαθητές, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ατομική προσπάθεια οδηγεί στη σχολική επιτυχία και, επομένως, προσπαθούν περισσότερο, είναι πιθανότερο να έχουν υψηλότερη σχολική επίδοση από εκείνους που θεωρούν ότι η ατομική προσπάθεια δεν παίζει σημα ντικό ρόλο
(Stevenson, Chen, & Lee, 1992· Fuligni, 1997· Saunders, Davis, & Williams, 2004).
Οι πεποιθήσεις των εφήβων για τις συνέπειες της χαμηλής σχολικής επίδοσης συνεισφέ ρουν, επίση ς, στις εθνοτικές και φυλετικές διαφορές. Συγκεκριμένα, οι ισπανόφωνοι και οι aφρο-αμερικανοί μαθητές τείνουν να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να επιτύχουν αργότερα, παρά τις χαμηλές σχολικές τους επιδόσεις. Οι πεποιθήσεις τους αυτές τούς κάνουν να μελε τούν και να προσπαθούν ακόμη λιγότερο. Αντίθετα, οι μαθητές aσιατικής καταγωγής συνή θως πιστεύ ουν ότι, αν οι σχολικές τους επιδόσεις είναι χαμηλές, θα τους είναι δύσκολο να αποκτήσουν τις θέσεις εργασίας που επιθυμούν και να επιτύχουν. Έτσι, οι μαθητές aσιατι κής καταγωγής έχουν ισχυρότερα κίνητρα για σκληρή εργασία στο σχολείο, διότι φοβούνται τις συνέπειες της χαμηλής σχολικής επίδοσης
(Steinberg, Dombusch, & Brown, 1992).
Η χρήση του Διαδικτύου στην εφηβεία Οι μα θητές του γυμνασίου
McClymonds
του
Oakland,
έχουν μια αποστολή: Σε συ
νεργασία με τοπικούς εντομολόγους, δημwυργούν ηλεκτρονική συλλογή με τα έντο μα της περ ιοχή ς. Με το να ανεβάσουν τη « συλλογή» αυτή στον παγκόσμιο ιστό, προσδοκούν να προσφέρουν μια μακροπρόθεσμη πηγή πληροφοριών στην τοπική κοινωνία
(Harmon, 1997).
Η ευρεία διαθεσιμότητα του Διαδικτύου έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη ζωή των εφήβων . Η άμεση πρόσβαση σε δυσεύρετες πληροφορίες και πρόσωπα συνεπάγεται οφέ λη και, την ίδια στιγμή , ενέχει κινδύνους, τόσο υπαρκτούς όσο και εικονικούς.
Ο ι δυνατότητες του Διαδικτύου στον εκπαιδευτικό τομέα. είναι aξιοσημείωτες. Μέσω του Διαδ ικτύου , οι μαθητές μπορούν να αντλήσουν πληθώρα πληροφοριών, που κυμαίνε ται από καταλόγους βιβλιοθηκών και κυβερνητικές στατιστικές έρευνες, μέχρι και εικόνες από τον Άρη , οι οποίες μεταδίδονται ζωντανά από τις προσεδαφισμένες στον πλανήτη
κάμερες . Και οι έφηβοι είναι αρκετά επιδέξιοι στο χειρισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών, τους οποίου ς χρησιμοποιούν με ποικίλους τρόπους (βλέπε Σχήμα
11.6).
Αν και είναι σαφές ότι το Διαδίκτυο επηρεάζει την εκπαίδευση, δεν είναι ακόμη προ
φανές πώς θα αλλάξει την εκπαίδευση ή κατά πόσον οι επιδράσεις του θα είναι αμιγώς θε τικές. Για παράδειγμα, τα σχολεία θα πρέπει να αλλάξουν το ημερήσιο πρόγραμμά τους για να συμπεριλάβουν μάθημα εκπαίδευσης στον εντοπισμό και την ανάσυρση πληροφο ριών από τον παγκόσμιο ιστό, όπως και στη διαχείριση των σχετικών πληροφοριών. Επο
μένως, για να αντλήσουν πλήρως τα οφέλη του Διαδικτύου, οι μαθητές πρέπει να αποκτή σουν την ικανότητα να αναζητούν, να επιλέγουν και να ενσωματώνουν τις πληροφορίες,
για να δημιου ργήσουν καινούργιες γνώσεις
(Oblinger & Rush, 1997· Trotter, 2004).
Παρά τα ου σιώδη οφέλη που μπορεί να προσφέρει το Διαδίκτυο, η χρήση του έχει και την αρνητική της πλευρά. Μπορεί οι ισχυρισμοί ότι το Διαδίκτυο κατακλύζεται από
κακοποιού ς ανηλίκων να είναι υπερβολικοί, ωστόσο είναι αλήθεια ότι το Διαδίκτυο προ σφέρε ι υλικό , το οποίο πολλοί γονείς και άλλοι ενήλικες θεωρούν ακατάλληλο για τα παι διά. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται υπαρκτό το πρόβλημα των τυχερών
55
56
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Αποστολή μηνυμάτων Ηλεκτρονικά παιχνίδια Σχολικές εργασίες
Σχήμα
Ιστότοποι συνομιλίας
11.6 Διαδικτυακές
δραστηριότητες των εφήβων
Έρευνα προ'ίόντων
Σήμερα, οι περισσότεροι έφη
Εκπαιδευτικές δραστηριότητες
βοι χρησιμοποιούν το Διαδί
Διαδικτυακές πύλες νέων
κτυο για να επικοινωνήσουν μέσω του ηλεκτρονικού ταχυ δρομείου και των μηνυμάτων.
Ψυχαγωγία και παρακολούθηση ταινιών ==~==~ Έρευνα κολεγίων και έρευνα εργασίας ==;:::::::~
Επίσης, πολλοί χρησιμοποιούν
Αγορές
τη νέα τεχνολογία για εκπαι
Κανένα από τα παραπάνω
δευτικό υλικό και έρευνα. (ΠΗΓΗ:
Yankee
ο
Groυp lnteractiνe
Consυmer Sυrvey,
,....~_
_,
20
ο
60
80
100
Ποσοστό ατόμων που συμμετείχαν
2001.)
παιχνιδιών στο Διαδίκτυο. Οι μαθητές λυκείου και οι φοιτητές έχουν τη δυνατότητα να
ποντάρουν σε στοιχήματα για αθλήματα και να παίξουν διαδικτυακά παιχνίδια, όπως πόκερ, χρησιμοποιώντας πιστωτικές κάρτες (Dowling, Smith, & Thomas, 2005· Winters, Stinchfield, & Botzet, 2005· Fleming et al., 2006· Mitchell, Wolak, & Finkelhor, 2007). Η αυξανόμενη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών αποτελεί, επίσης, μια πρόκλη
ση, η οποία εμπλέκει το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και την εθνοτική και φυλετική κα ταγωγή. Οι έφηβοι, που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και μειονοτικές ομάδες, έχουν λιγότερη πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, συγκριτικά με τα παιδιά υψηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων και κοινωνικά προνομιούχων ομάδων, ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως ψηφιακό μέρισμα. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα βρέθηκε ότι συχνή χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή κάνει το θητών, συγκριτικά με το
81%
87%
των λευκών μα
των ισπανόφωνων/λατινικής καταγωγής και το
77%
των μα
θητών αφρο-αμερικανικής καταγωγής. Η ομάδα με το υψηλότερο ποσοστό χρήσης ηλε κτρονικού υπολογιστή ήταν μαθητές aσιατικής καταγωγής (σε ποσοστό
91,2%). Ο τρόπος
με τον οποίο η κοινωνία θα αντιμετωπίσει και θα μειώσει αυτές τις ανισότητες αποτελεί θέμα ύψιστης σημασίας
(Sax et al., 2004· Fetterman, 2005).
Σχολική διαρροή. Οι περισσότεροι μαθητές αποφοιτούν από το λύκειο, αλλά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, περίπου μισό εκατομμύριο μαθητές κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες διακόπτουν τη φοίτηση, πριν ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στη δευτεροβάθμια εκπαί δευση. Οι επιπτώσεις της σχολικής διαρροής είναι σοβαρότατες. Συγκριτικά με τα άτομα
που έχουν απολυτήριο λυκείου, τα άτομα που διακόπτουν το σχολείο, έχουν εισόδημα μειω μένο κατά
42% και 50% ποσοστό ανεργίας.
Τα αίτια της σχολικής διαρροής είναι ποικίλα. Ένας λόγος είναι η εφηβική εγκυμοσύ νη και ένας άλλος τα προβλήματα με την εκμάθηση της γλώσσας. Άλλοι έφηβοι αναγκάζο νται να αφήσουν το σχολείο για οικονομικοί!; λόγους και να αναζητήσουν εργασία, για να υποστηρίξουν τον εαυτό τους ή την οικογένειά του;. Τα ποσοστά σχολικής διαρροής :τοικω.ουν. αναλογα με το φύλο και την εθνοτική κα ταγωγή. Τα αγόρια είναι πιθανότερο να f'{ι!αταλεί •ουν το σχολείο από ό,τι τα κορίτσια. Επιπλέον, παρόλο που τις δύο τελευταίε; όεκαετίε;. τα ;τοσοστά σχολικής διαρροής έχουν μειωθεί σημαντικά σε όλες τις εθνότητες. οι ισ:"ανόq'ωνοι και οι αφρο-αμερικανικής κατα γωγής μαθητές συνεχίζουν να εμq:ανί~ΟU\' t
ηί.ό ερα ποσοστά σχολικής διαρροής, συ
γκριτικά με τα παιδιά ευρωπα'ίκής κατα· rω · ;.Α:. ό ο άίj_ο μέρος, δεν έχουν όλες οι εθνο-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ll •
Η ΣΩΜΑτJΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΤΗ:.Η ΑJ\ΑΠΏ~ ΞΗ ~ΤΗ:\' ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
τικές ομάδες υψηλά επi.πεδα σχολικης διαρροης. Για παράδειγμα, συγκριτικά με του; λευ κούς μαθητές, οι μαθητές ασιατικης καταγωγης εμφανίζουν χαμηλότερα ε:τLιεbα σχολι κης διαρροης
(National Center for Educational Statistics, 2003· Stearns & Glennie, 2006).
Η πενία παίζει κεντρικό ρόλο στο κατά πόσον ένας μαθητης θα ολοκληρώσει τη δευ τεροβάθμια εκπαίδευση. Οι μαθητές οικογενειών με χαμηλό εισόδημα είναι τρεις φορές πιθανότερο να διακόψουν το σχολείο από ό,τι οι μαθητές οικογενειών μέσου η υψηλού ει σοδηματος. Επειδη η οικονομικη επιτυχία του ατόμου εξαρτάται άμεσα από την εκπαί δευση του, η σχολικη διαρροη συχνά διαιωνίζει τον κύκλο της πενίας
(National Center for
Educational Statistics, 2003· Stearns & Glennie, 2002). Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Σύμφωνα με τη θεωρία του
Piaget, η
εφηβικη ηλικία αντιστοιχεί στην περίοδο των
τυπικών λογικών πράξεων, ένα στάδιο που χαρακτηρίζεται από την αφαιρετικη σκέψη και την πειραματικη προσέγγιση στην επίλυση προβλημάτων.
•
Σύμφωνα με την προσέγγιση επεξεργασίας πληροφοριών, οι γνωστικές πρόοδοι της εφηβείας είναι ποσοτικές και βαθμιαίες και περιλαμβάνουν βελτιώσεις σε πολλές πλευ ρές της σκέψης και της μνημης. Η ανάπτυξη της μεταγνώσης επιτρέπει τον έλεγχο των διαδικασιών σκέψης καθώς και των νοητικών ικανοτήτων του ατόμου.
•
Οι έφηβοι εμφανίζουν τον εφηβικό εγωκεντρισμό και την αντίληψη ότι ένα φανταστικό ακροατηριο παρατηρεί συνεχώς και αξιολογεί τη συμπεριφορά τους. Επίσης, διαμορφώ νουν προσωπικούς μύθους, οι οποίοι τονίζουν τη μοναδικότητα και την ατρωσία τους.
•
Η σχολική επίδοση συνδέεται με παράγοντες, όπως το κοινωνικοοικονομικό επi.πεδο και η φυλετικη και εθνοτικη καταγωγή.
Κίνδυνοι που απειλούν τους εφήβους Όπως οι περισσότεροι γονείς, έτσι και εγώ θεωρούσα ότι το θέμα της χρήσης ουσιών πιθανώς να με απασχολήσει, όταν τα παιδιά μου φτάσουν στην εφηβική ηλικία. Τώ
ρα γνωρίζω ότι, κατά μέσο όρο, τα παιδιά αρχίζουν να κάνουν χρήση ουσιών σε ηλικία
11
ή
12
ετών, μια ηλικία που ποτέ δεν είχα σκεφθεί Ο Π. («Παναγιώτης») είχε
μόλις αρχίσει να πηγαίνει σε μεικτά πάρτυ. Έπαιζε ποδόσφαιρο στην ομάδα τού σχολείου του. Σε ηλικία
14 ετών,
ο Π. άρχισε να έχει προβλήματα. Μια φορά, μαζί
με έναν φίλο του, έκλεψαν έναν πυροσβεστήρα και εμείς θεωρήσαμε ότι ήταν απλώς μια παιδική ανοησία. Κατόπιν, οι βαθμοί του άρχισαν να χειροτερεύουν. Επίσης, άρχισε να βγαίνει κρυφά έξω τη νύχτα. Μερικές φορές ήταν υπερβολικά οξύθυμος
και από τη μια στιγμή στην άλλη γινόταν και πάλι πρόσχαρος και ευγενικός... Τελικά, σε ηλικία
15
ετών, ο Π. έδειξε σημάδια κατάρρευσης, οπότε αρχίσαμε να
σκεφτόμαστε ότι ίσως κάνει χρήση ουσιών. Είχε μόλις ξεκινήσει το λύκειο και ο ίδιος έβλεπε την κάθε ημέρα ως ευκαιρία να κάνει χρήση. Εκείνα τα χρόνια, όλες οι ουσίες ήταν διαθέσιμες στην αγορά. Άρχισε να κάνει απουσίες, αλλά εμείς το μάθα με μόνον όταν απέτυχε σε όλες τις εξετάσεις. Τελικά, αποδείχθηκε ότι πήγαινε το
πρωί στο σχολείο μόνο για την παρουσία της πρώτης ώρας και μετά έφευγε και κά πνιζε μαριχουάνα για το υπόλοιπο της ημέρας
(Schafer, 1990, σ. 82).
57
58
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
[Οι γονείς του Π. έμαθαν ότι, εκτός από μαριχουάνα, το παιδί έκανε χρήση και άλλων ου σιών. Όπως αργότερα ::ταραδέχθηκαν οι φίλοι του, ο Π. δοκίμαζε τα πάντα. Παρά τις προ
σπάθειές του να μειώσει τη χρήση ουσιών, δεν κατάφερε ποτέ να τη διακόψει. Πέθανε σε ηλικία
16 ετών, χτυ;τημένος
από διερχόμενο αυτοκίνητο και υπό την επήρεια ουσιών.)
Λίγες είναι οι περι.ϊτώσεις χρήσης ουσιών από εφήβους, οι οποίες οδηγούν σε τέτοια ακραία αποτελέσματα. Ωστόσο, η χρήση ουσιών, όπως και κάθε είδους κατάχρηση, αποτε λεί έναν από τους κινδύνους για την υγεία κατά την εφηβεία, μια περίοδο από τις υγιέστε ρες της ζωής. Παρόλο που η ακριβής εκτίμηση της έκτασης της ριψοκίνδυνης συμπεριφο ράς είναι δύσκολη, προβλήματα τα οποία μπορούν να αποφευχθούν, όπως το κάπνισμα , η χρήση αλκοόλ και ουσιών και οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες, αντιπροσωπεύουν
σοβαρές απειλές για την υγεία και την ευεξία των εφήβων.
Χρήση παράνομων ουσιών Πόσο συχνή είναι η χρήση παράνομων ουσιών στην εφηβική ηλικία; Πρόσφατη ετήσια έρευνα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην οποία πήραν μέρος σχεδόν
ότι περίπου το
50.000 μαθητές, έδειξε 50% των μαθητών λυκείου και περίπου το 20% των μαθητών γυμνασίου
αναφέρουν ότι έχουν κάνει χρήση κάνναβης (μαριχουάνας) τον τελευταίο χρόνο. Α ν και τα τελευταία χρόνια η χρήση κάνναβης (όπως και η χρήση άλλων ουσιών) έχει μειωθεί, τα
δεδομένα δείχνουν ότι οι έφηβοι που κάνουν χρήση είναι ακόμη πολλοί
(Johnston,
Bachman & O'Malley, 2003· Nanda & Konnur, 2006). Οι έφηβοι αναφέρουν ποικίλους λόγους, οι οποίοι τους ωθούν στη χρήση ουσιών. Ορι
σμένοι κάνουν χρήση για την ευχάριστη εμπειρία που υποτίθεται ότι προσφέρουν οι ου σίες. Άλλοι κάνουν χρήση ουσιών για να ξεφύγουν από την πίεση της καθημερινής ζωής, αν και προσωρινά. Ορισμένοι έφηβοι κάνουν χρήση ουσιών, απλώς για την έξαψη που προσφέρει η ιδέα ότι κάνουν κάτι παράνομο. Η χρήση ουσιών από διάσημα πρόσωπα, τα οποία αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς, είναι, επίσης, πιθανό να συνεισφέρει. Τέλος, ση μαντικό ρόλο παίζει η πίεση των συνομηλίκων: Οι έφηβοι, όπως θα συζητηθεί λεπτομερέ στερα στο Κεφάλαιο
12, είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι στους «κανόνες» της ομάδας συνομη (Urberg, Luo, & Pilgrim, 2003· Nation & Heflinger, 2006· Young
λίκων, στην οποία ανήκουν
et al., 2006). Η χρήση παράνομων ουσιών είναι, από πολλές πλευρές, επικίνδυνη. Για παράδειγμα, Εξαρτnσ ογόνες ουσ ίε ς
ορισμένες ουσίες προκαλούν εθισμό και εξάρτηση. Εξαρτησιογόνες ουσίες είναι ουσίες, οι
Ουσίες, οι οοοiες προκαλούν
οποίες προκαλούν σωματική ή ψυχολογική εξάρτηση στον χρήστη και οδηγούν σε όλο και
αυμστι
ή
ο σyι
· εξάρτnσn
C"oνx.:Jήcin κα ι οδrryούν
α: όλο
~ σναζιiτnσn
c =.
Ό γΙΟ χρrΊσrι .
εντονότερη αναζήτηση και επιθυμία για χρήση. Όταν η χρήση ουσιών οδηγήσει σε σωματική εξάρτηση, ο οργανισμός έχει συνηθίσει τις ουσίες αυτές σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είναι ικανός να λειτουργήσει στην απουσία τους. Επιπλέον, η εξάρτηση προκαλεί βιολογικές -και πιθανώς χρόνιες- μεταβολές στο νευρικό σύστημα. Στις περιπτώσεις αυτές, η χρήση της ουσίας δεν παρέχει πλέον την ευχά ριστη επίδραση στον οργανισμό, αλλά είναι απαραίτητη, ώστε το άτομο να διατηρήσει όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική αντίληψη της καθημερινής πραγματικότητας
(Cami & Farre,
2003· Munzar, Cami, & Farre, 2003). Εκτός από τη σωματική εξάρτηση, η κατανάλωση ουσιών είναι δυνατόν να προκαλέ σει και ψυχολογική εξάρτηση. Σε αυτές τις ;τερι.ϊτώσεις, το άτομο σταδιακά αποκτά εξάρ τηση από την ουσία, η οποία του είναι α::ταραίτητη για να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την καθημερινή πίεση της ζωής. Αν οι οωίε; χρησιμοποιηθούν ως τρόπος διεξόδου, είναι πιθανό να εμποδίσουν τον έφηβο να αντψετω::τίσει -και τελικά να επιλύσει- τα προβλήμα-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
•
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η Γ:-ΙΩΣτΙΚΗ λΧΑΠ ΠΞΗ ~ΤΗ:\' ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
59
τα, τα οποία αρχικό τον οδήγησαν στη χρήση. τέλος, η χρήση ουσιών εLναι επικLνδυνη, διότι, ακόμη και οι περιστασιακοι χρήστες λιγότερο επικLνδυνων ουσιών, εLναι δυνατόν να παρακινηθούν στη χρήση, Lσως και κατόχρηση, περισσότερο επικLνδυνων ουσιών (τoch,
1995· Segal &
Stewart, 1996).
Χρήση και κατάχρηση αλκοόλ Έρευνες δεLχνουν ότι το
75%
των φοιτητών έχει καταναλώσει τουλό
χιστον ένα αλκοολούχο ποτό κατό τη διόρκεια του τελευταLου μήνα. Περισσότεροι από σει
5ή
40%
από αυτούς αναφέρουν ότι έχουν καταναλώ
και περισσότερα αλκοολούχα ποτό τις τελευταlες δύο εβδομό
δες και περlπου
16%
πLνουν
16 ή
και περισσότερα ποτό την εβδομό
δα. Υψηλό ποσοστό συναντώνται και σε μαθητές λυκεLου. Το
76%
των
μαθητών των τελευταLων τόξεων του λυκεLου αναφέρει ότι έχει κατα ναλώσει ένα αλκοολούχο ποτό τον τελευταLο χρόνο και σε ορισμένες υπο-ομόδες -όπως στους όρρενες αθλητές- τα ποσοστό εLναι ακόμη υψηλότερα
(NIAAA, 1990· Center on Addiction and Substance Abuse, 1994· Carr, Kennedy, & Dimick, 1996).
, , , , , , Η υπερβολικη καταναλωση αλκοολ αποτελει ιδιαιτερα σοβαρο πρόβλημα στις φοιτητικές εστlες. Η υπερβολική χρήση αλκοόλ ορLζε-
.
.
.
.
Ο αλκοολισμος αποτελει σοβαρο προβλημα για σρι-
σμένους εφήβους.
ται για τους όνδρες ως η κατανόλωση πέντε ή περισσότε-
Άνδρες
ρων ποτών τη φορό. Για τις γυναικες, οι οποLες συνήθως
ζυγLζουν λιγότερο και ο οργανισμός τους απορροφό το αλ κοόλ λιγότερο αποτελεσματικό, η υπερβολική χρήση αλκοόλ ορLζεται ως η κατανόλωση τεσσόρων ή περισσότερων πο τών τη φορό. Έρευνες δεLχνουν ότι το
φοιτητών και πόνω από το
50% των αρρένων 40% των θηλέων έχουν προβεL
σε υπερβολική κατανόλωση αλκοόλ τις προηγούμενες δύο εβδομόδες (βλέπε Σχήμα
11.7).
που πίνουν, αλλά όχι
Άτομα που πίνουν
υπερβολικά
Η υπερβολική κατανόλωση αλκοόλ επηρεόζει ακόμη
υπερβολικά 49%
31%
και ότομα που δεν πLνουν ή πLνουν λLγο. Τα δύο τρLτα των Γυναίκες
φοιτητών που καταναλώνουν μικρές ποσότητες αλκοόλ αναφέρουν ότι έχουν ενοχληθεL από μεθυσμένους συμφοι τητές τους, ενώ κοιμούνταν ή διόβαζαν. Το ένα τρLτο ανέ φερε ότι εLχε εξυβριστει ή ταπεινωθεL από μεθυσμένο φοι τητή και το
25%
των φοιτητριών ότι εLχε παρενοχληθεL σε
ξουαλικό από μεθυσμένο συμφοιτητή
(Wechsler et al., 2000·
2002· 2003). Για ποιους λόγους αρχLζουν οι έφηβοι να καταναλώ νουν αλκοόλ; Οι λόγοι εLναι πολλοι Ορισμένα ότομα -ιδιαL
τερα αθλητές, στους οποLους τα ποσοστό κατανόλωσης αλ κοόλ τε(νουν να εLναι υψηλότερα από ό,τι στον γενικό εφη βικό πληθυσμό- θεωρούν την κατανόλωση αλκοόλ ως έναν , , , , , , ,
που πίνουν, αλλά όχι υπερβολικά
40%
Σχήμα
11.7 Υπερβολική κατανόλωση αλκοόλ από φοιτητές
Για τους άνδρες, η υπερβολική χρήση αλκοόλ ορίζεται ως η κατα-
τροπο να αποδειξουν οτι μπορουν να πινουν οσο και οι αλλοι. Άλλοι πLνουν για τον Lδιο λόγο που κόνουν χρήση ου-
νάλωση πέντε ή περισσότερων ποτών τη φορά ενώ για τις γυναίκες η κατανάλωση τεσσάρων ή περισσότερων ~aτών τη φορά.
σιών: Χαλαρώνει τις αναστολές και μειώνει το στρες. ΠολλοL
{ΠΗΓΗ WechsΙer et aι., 2003.)
ι;.
60
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
αρχίζουν το ποτό διότι τα περίβλεπτα παραδείγματα μέθης στις φοιτητικές εστίες τοuς κά νουν να θεωρούν ότι όλοι πίνουν πολu, κάτι που είναι γνωστό ως φαινόμενο λανθασμένης
συναίνεσης
(Pavis, Cunningham-Burley, & Amos, 1997· Nelson & Wechsler, 2003· Weitzman, Nelson, & Wechsler, 2003). Στην περίπτωση ορισμένων εφήβων, η χρήση αλκοόλ γίνεται συνήθεια, η οποία είναι
Αλκοολικοί
αδUνατο να τεθεί υπό έλεγχο. Οι αλκοολικοί είναι άτομα τα οποία έχουν μάθει να εξαρ
Άτομα με προβλrlματα
τώνται από το αλκοόλ και δεν μποροuν να θέσουν υπό έλεγχο αυτή τη συνήθεια. Επί
αλκοολιαμού, τα οποία έχοlΝ
μάθει να εξαρτώνται
σης, ο οργανισμός τους αποκτά ανοχή στο αλκοόλ, με αποτέλεσμα να τους είναι απαραί
οόλ και δεν μπορούν
τητο να καταναλώνουν όλο και περισσότερο αλκοόλ, ώστε να βιώσουν τις επιδράσεις
να εΝ:γΈ,αΝ τπν κατανάλωσn του.
του. Ορισμένα άτομα πίνουν συνεχώς από το πρωί, ενώ άλλα πίνουν κατά διαστήματα ,
οοό ο α
αλλά καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ τη φορά {ΝΙΑΑΑ,
1990· Morse &
Flavin, 1992). Οι λόγοι για τους οποίους ορισμένοι έφηβοι -όπως και άτομα άλλων ηλικιών- γίνο νται αλκοολικοί δεν είναι σαφείς. Οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο: Ο αλ κοολισμός απαντάται στα μέλη της ίδιας οικογένειας. Για τους εφήβους με οικογενειακό ιστορικό χρήσης αλκοόλ, η έναρξη του αλκοολισμοu είναι πιθανό να πυροδοτείται από τις
προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, τα οποία προκuπτουν από το γεγο νός ότι ένας από τους γονείς τους ή ένα μέλος της οικογένειας είναι αλκοολικός. Από το
άλλο μέρος, δεν έχουν όλοι οι αλκοολικοί μέλη στην οικογένειά τους με προβλήματα αλκοο λισμοu
(Bushman, 1993· Boyd, Howard, & Zucker, 1995· Berenson, 2005).
Ασφαλώς οι λόγοι της κατάχρησης αλκοόλ ή ουσιών στον έφηβο είναι λιγότερο σημα ντικοί από ό,τι η παροχή βοήθειας. Γονείς, εκπαιδευτικοί και φίλοι μποροuν να παρά σχουν στον έφηβο τη βοήθεια που χρειάζεται, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα- αν συ νειδητοποιεί ότι όντως υπάρχει πρόβλημα. Παρακάτω αναφέρονται ορισμένες από τις εν δείξεις/συμπτώματα που εμφανίζει το άτομο με προβλήματα χρήσης αλκοόλ ή ουσιών.
Συμπτώματα εξάρτησης από το αλκοόλ και τις ουσίες Α ν και δεν είναι πάντα εuκολο να αποφασίσει κανείς κατά πόσον ένας έφηβος έχει πρό βλημα κατάχρησης αλκοόλ ή ουσιών, υπάρχουν ορισμένα σήματα/ενδείξεις.
Ταύτιση με την κουλτούρα των ναρκωτικών
• • • •
Περιοδικά ή συνθήματα σε ροuχα, σχετικά με τα ναρκωτικά Συζητήσεις και ανέκδοτα, με εμμονή σε περιεχόμενο σχετικό με τα ναρκωτικά Επιθετικότητα σε συζητήσεις σχετικές με ουσίες Συλλογή κουτιών μπίρας
Ενδείξεις για χειροτέρευση της σωματικής υγείας
• • • •
Διαλείψεις μνήμης, περιορισμένο εuρος προσοχής, δυσκολία συγκέντρωσης Ελλιπής σωματικός συντονισμός, ανεπαρκής άρθρωση ή aσυνάρτητος λόγος Εμφάνιση ασθενοuς, αδιαφορία για θέματα υγιεινής και περιποίησης
Κόκκινα μάτια, διεσταλμένη κόρη οφθαλμών
Δραματικές αλλαγές στη σχολικr] ε:rιδοση
•
Απότομη πτώση των βαθμών. οzι α.ιί.ώ; από τη χαμηλή επίδοση προς τα κάτω, αλλά και από την άριστη προς τη μέτρια βαθμολογία . Αδυναμία ολοκλήρωσης σχολικών
εργασιών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
11 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ λ.\'ΑΠΠΞΗ ΏΉ .'\ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Αυξημένη απουσLα από τα μαθήματα ή καθυστερημένη όφιξη (στο σχολείο) Αλλαγές στη συμπεριφορά
Διαρκής ανεντιμότητα (ψέμα, κλοπή, απότη), προβλήματα με τον νόμο Αλλαγές στους φLλους, υπεκφυγές στη συζήτηση για τους νέους φLλους Κατοχή πολλών χρημότων Αυξημένος και ακατόλληλος θυμός, εχθρικότητα, οξυθυμLα, μυστικότητα
Μειωμένα κLνητρα, ενέργεια, αυτοπειθαρχLα, αυτοεκτLμηση Μειωμένο ενδιαφέρον για εξωσχολικές δραστηριότητες
(Franck & Brownstone, 1991, σσ. 593-594.)
Αν ένας έφηβος -ή οποιοδήποτε όλλο ότομο- εμφανLζει κόποια από τα παραπόνω συμπτώματα, Lσως χρειόζεται βοήθεια. Μια καλή αρχή μπορεL να γLνει τηλεφωνώντας στους αριθμοuς:
210-5227920 της οργόνωσης «ΑλκοολικοL Ανώνυμοι» 210-9215776/7 του ΚΕΘΕΑ, Πρόγραμμα Απεξόρτησης από το Αλκοόλ 210-6852660 της ΚLνησης Πολιτών για τον Αλκοολικό «Νηφόλιοι»
Οι κίνδυνοι του καπνίσματος Οι περισσότεροι έφηβοι γνωρLζουν καλό τους κινδUνους που προέρχονται από το κόπνι σμα, αλλα πολλοL από αυτοuς εξακολουθοuν να επιδLδονται σε αυτή τη συνήθεια. Πρό σφατες έρευνες δεLχνουν ότι, συνολικό, λιγότεροι έφηβοι καπνLζουν σήμερα από ό,τι σε
προηγοuμενες δεκαετLες. Όμως, τα ποσοστό των εφήβων καπνιστών εLναι σημαντικό και μόλιστα, στην περLπτωση ορισμένων επιμέρους ομόδων, εμφανLζουν αuξηση. Όλο και περισ σότερα κορLτσια καπνLζουν και σε ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της ΑυστρLας,
της ΝορβηγLας και της ΣουηδLας, το ποσοστό των κοριτσιών εφηβικής ηλικLας που καπνL ζουν εLναι υψηλότερο από αυτό των αγοριών. Υπόρχουν, επLσης, φυλετικές διαφορές: Τα λευκό παιδιό και τα παιδιό κατώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμότων εLναι πιθανό τερο να πειραματιστοuν με το κόπνισμα και να το αρχLσουν σε μικρότερη ηλικLα από ό,τι
τα παιδιό αφρο-αμερικανικής καταγωγής και τα παιδιό υψηλότερων κοινωνικοοικονομι κών στρωμότων. ΕπLσης, το ποσοστό των καπνιστών εLναι σημαντικό υψηλότερο στους λευκοuς μαθητές λυκεLου από ό,τι στους μαθητές λυκεLου αφρο-αμερικανικής καταγωγής, αν και τα τελευταLα χρόνια οι διαφορές έχουν μειωθεL (Harrell et al., 1998· Stolberg, 1998· Baker, Brandon, & Chassin, 2004· Fergusson et al., 2007). Το κόπνισμα έχει γLνει μια συνήθεια, η οποLα εLναι όλο και δυσκολότερο να διατηρη
θεL, καθώς η πολιτεLα θεσμοθετεL όλο και αυστηρότερα μέτρα κατό του καπνLσματος. Σήμερα, εLναι όλο και πιο δuσκολο να βρεθεL όνετος χώρος για κόπνισμα, καθώς το κό πνισμα απαγορεuεται σε πολλοuς χώρους, συμπεριλαμβανομένων των σχολεLων και όλ λων χώρων εργασLας. Ωστόσο, παρόλο που γνωρLζουν τους κινδUνους του καπνίσματος και του παθητικοu καπνLσματος, ένας σημαντικός αριθμός εφήβων συνεχLζουν να κα πνLζουν.
61
62
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠ"ΓΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Θάνατος προς πώληση Στη Δρέσδη της Γερμανίας, τρεις γυναίκες με φούστες μίνι προσφέρουν στους πε ραστικούς πακέτα τσιγάρων μάρκας
«Lucky Strίke»
και ένα φυλλάδιο με τη φράση
«Στα χέρια σας κρατάτε ένα όμορφο κομμάτι της Αμερικής». Ένας τοπικός γιατρός, αναφέρει: «Οι έφηβοι κατά διαστήματα προμηθεύονται τσιγάρα σε τέτοιου είδους διαφημιστικές εκστρατείες».
Ένα τζιπ, διακοσμημένο με το λογότυπο της εταιρίας τσιγάρων
«Camel»,
έχει σταθ
μεύσει έξω από ένα γυμνάσιο στο Μπουένος Άιρες. Μια γυναίκα αρχίζει να μοιρά ζει δωρεάν τσιγάρα σε παιδιά ηλικίας 15 και
16 ετών,
κατά τη διάρκεια του διαλείμ
ματος.
Σε κατάστημα ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην ΤαΊπέι, έχουν τοποθετηθεί -και προ σφέρονται δωρεάν- πακέτα αμερικανικών τσιγάρων πάνω σε κάθε κουτί. Σε κέ
ντρο διασκέδασης, το οποίο γεμίζει από μαθητές λυκείου, πακέτα τσιγάρων είναι τοποθετημένα σε κάθε τραπέζι
«Salem»
(Ecenbarger, 1993, σ. 50).
Οι καπνοβιομηχανLες στις Ηνωμένες ΠολιτεLες προσπαθαuν να δημιουργήσουν νέες αγο ρές, στρέφοντας την προσοχή τους σε ελάχιστα προνομιοvχες ομάδες του πληθυσμοv, τό σο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετLας του
1990, η εταιρLα καπνου R. J. Reynolds σχεδLασε μια νέα μάρκα τσιγάρων, την οποLα ονό μασε «Uptown» [«αστική περιοχή»]. Η διαφήμιση του νέου αυτου προ.ίόντος άφηνε σα φώς να εννοηθεL ποια ήταν η ομάδα-στόχος: Άτομα αφρο-αμερικανικής καταγωγής, τα οποLα μένουν σε αστικές περιοχές
(Quinn, 1990). ΕξαιτLας του
κvματος των διαμαρτυριών
που ακολοvθησαν, η εταιρLα τελικά απέσυρε το προ"ίόν από την αγορά. Εκτός από το να αναζητοvν νέους αγοραστές μέσα στις Ηνωμένες ΠολιτεLες, οι κα πνοβιομηχανLες «στρατολογοvν» και εφήβους καπνιστές στο εξωτερικό. Σε πολλές ανα
::πυσσόμενες χώρες, ο αριθμός των καπνιστών εLναι ακόμη σχετικά μικρός. Οι καπνοβιο μηχανίες προσπαθοvν να αυξήσουν αυτό τον αριθμό, μέσω στρατηγικών αγοράς, σχεδια σμένων να ωθήσουν τους εφήβους στη συνήθεια του καπνίσματος, με τη δωρεάν προσφο ρά δειγμάτων των προ.ίόντων τους. Επιπρόσθετα, σε χώρες όπου η αμερικανική κουλτοv ρα και τα προ"ίόντα τυγχάνουν ιδιαίτερης εκτίμησης, οι διαφημίσεις υποδηλώνουν ότι το κάπνισμα αποτελεί αμερικανική -και ως εκ τοvτου, υψηλοv κvρους- συνήθεια
(Sesser,
1993). Η στρατηγική αυτή εLναι αποτελεσματική. Για παράδειγμα, σε ορισμένες πόλεις της
Λατινικής Αμερικής, το ποσοστό των εφήβων που καπνLζουν ανέρχεται στο
50%. Σvμφω
να με τον Παγκόσμιο Οργανισμό ΥγεLας, το κάπνισμα ευθvνεται για τον πρόωρο θάνατο περίπου
200
εκατομμυρίων παιδιών και εφήβων ανά τον κόσμο και συνολικά το
πληθυσμοv της Γης θα χάσει τη ζωή του, εξαιτίας του καπνίσματος
10% του (Ecenbarger, 1993).
Γιατί οι έφηβοι αρχLζουν το κάπνισμα και διατηροvν αυτή τη συνήθεια; Από το ένα μέρος, οι έφηβοι επηρεάζονται από τις διαφημίσεις τσιγάρων στα ΜΜΕ, ακόμη και αν οι διαφημίσεις δεν έχουν ως στόχο τη δική τους ηλικιακή ομάδα. Επιπλέον, ο αριθμός των
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ll •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ Α:'Ι.ΑΠΤΥΞΗ ~ΊΗ;ο.; ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
63
ελκυστικών, δημοφιλών ηθοποιών που καπνίζουν στις ταινίες, τις οποίες βλέ::τοι•ν έq;ηβοι, αυξάνεται. Ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον ορισμένοι έφηβοι θεωρούν ότι το κα::τνισμα είναι μια υψηλού επιπέδου δραστηριότητα aι, 2006·
(Aloise-Young, Slater, & Cruickshank, 2006· \Veiss et Golmier, Chebat & Gelinas-Chebat, 2007· Sargent, Tanski, & Gibson, 2007).
Τα τσιγάρα, επίσης, προκαλούν εξάρτηση. Η νικοτίνη, η χημικτ] ουσία που περιέχεται στον καπνό, μπορεί να προκαλέσει βιολογικτ] και ψυχολογικτ] εξάρτηση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αν και, συντ]θως, ένα με δύο τσιγάρα δεν καθιστούν κάποιον διά βίου καπνισττ], λίγα παραπάνω τσιγάρα μπορούν να γίνουν συντ]θεια. Πράγματι, άτομα, τα οποία σε μικρτ] ηλικία καπνίζουν
10 μόλις τσιγάρα την ημέρα, έχουν 80% πιθανότητες να (Bowen et aι, 1991 · Stacy et aι, 1992· Haberstick
γίνουν συστηματικοί καπνιστές στο μέλλον
et aι, 2007). Το κάπνισμα προκαλεί μια ευχάριστη συναισθηματικτ] κατάσταση, την οποία οι κα
πνιστές προσπαθούν να διατηρτ]σουν. Οι έφηβοι με γονείς και συνομηλίκους καπνιστές, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποκττ]σουν οι ίδιοι τη συντ]θεια του καπνίσματος.
Τέλος, ορισμένες φορές οι έφηβοι θεωρούν ότι το κάπνισμα αποτελεί ένα είδος τελετουρ γίας εισόδου στην εντ]λικη ζωτ], μια ένδειξη ωριμότητας
(Botvin et aι, 1994· Webster, Hunter,
& Keats, 1994· Kodl & Mermelstein, 2004).
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις Η Κ («Κατερίνα») ήταν
18 ετών και περίμενε με λαχτάρα το πρώτο έτος των σπου
δών της στο πανεπιστήμιο. Με τον φίλο της σκέφτονταν να παντρευτούν και ανα φέρει ότι η ζωή της ήταν η τυπική ζωή ενός μέσου κοριτσιού. Κάποια στιγμή πήγε στο γιατρό, διότι πονούσε η πλάτη της και ανακάλυψε ότι είχε τον ιό του AIDS. Η Κ είχε μολυνθεί από τον ιό HIV, ο οποίος προκαλεί AIDS, πριν από δύο χρόνια, από έναν μεγαλύτερό της, αιμορροφιλικό. «Αυτός ήξερε ότι είχε μολυνθεί από τον
ιό, αλλά δεν μου το είπε ... », λέει η Κ, με κάποιο τρόπο»
«... και ούτε προσπάθησε να με προφυλάξει
(Becahy, 1992, σ. 49).
AIDS. Η περίπτωση της Κ., η οποία αργότερα έχασε τη ζωτ] της, δεν είναι σπάνια. Το σύν δρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας, η AIDS, αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες θανάτου στα άτομα νεαρτ]ς ηλικίας. Το AIDS δεν έχει θεραπεία και οδηγεί τα μολυσμένα με τον ιό HIV άτομα στο θάνατο. Επειδτ] το AIDS μεταδίδεται κυρίως μέσω της σεξουαλικτ]ς επαφτ]ς, θεωρείται σεξουαλι κως μεταδιδόμενη λοίμωξη. Παρόλο που άρχισε ως πρόβλημα που αντιμετώπιζαν κυρίως
ομοφυλόφιλοι, έχει στ]μερα διαδοθεί και σε άλλους πληθυσμούς, όπως ετεροφυλόφιλοι και άτομα με ενδοφλέβια χρτ]ση ουσιών. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συμπεριλαμβάνονται, ε::τισης, τα μέλη μειονοτικών ομάδων. Για παράδειγμα, το
49% των νέων περιπτώσεων
AIDS, στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι άτομα αφρο-αμερικανικτ]ς καταγωγτ]ς και το 19% του συνόλου των ατόμων που πάσχουν από το σύνδρομο είναι ισπανόφωνοι. Παγκο σμίως,
20 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν τ]δη πεθάνει λόγω του AIDS και ο αριθμός των 40 εκατομμύρια (βλέπε Σχήμα 11.8· Centers for Disease Control, 2006· UNAIDS & World Health Organization, 2006). ατόμων που πάσχουν από το σύνδρομο έχει ανέλθει στα
Άλλες σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις.
Παρόλο που το AIDS είναι η πλέον
θανατηφόρα λοίμωξη, υπάρχουν και άλλες σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις με
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις Λοιμώξεις, οι οποίες μεταδίδονται μέσω τπς σεξουαλικι'iς επαφnς.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 8
64
ΕΦΗΒ Ε ΙΑ
45 .-------------------------------------------------------------. σ
a.
-::J
:::1. :::1.
ο
t;
"'
~ (f) ο
;;: ::J
Σχήμα 11.8
Το AIDS ανό
τον κόσμο Ο
αριθμός των
~ -g >
ατόμων τα
οποία φέρουν τον ιό του AIDS
ποικίλλει σημαντικά από πε-
ριοχή σε περιοχή. Οι περισσό-
ο
,_. ~ σ
. . .....Γι ................. ............. ...............................................................................
§-
i.i.
~
ι:=::ι
ι:::::=J
c=::J
Υπο
Νότια
Λατινική
Ανατολική
Ανατολική
Βόρεια
Δυτική
Ανατολή , αν και το πρόβλημα
σαχάρια
και Νοτιο
Αμερική
Ασία και
Ευρώπη
Αμερική
και Κεντρική
έχει πάρει σημαντικές διαστά-
Αφρική
ανατολική
Ωκεανία
και Κεντρική
τερες περιmώσεις εντοπίζο-
νται στην Αφρική και τη Μέση
Παγκοσμίως
σεις και στην Ασία.
=
Ασία
= Ευρώπη
Ασία
υψηλότερα επίπεδα επΙJtολασμού στον πληθυσμό (βλέπε Σχi]μα
11.9). Πράγματι, ένας στους
τέσσερις εφi]βους μολύνεται από σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη , πριν τελειd:ισει το λύ κειο. Συνολικά, περί τα
2,5
εκατομμύρια έφηβοι μολύνονται ετησίως από σεξουαλικά μετα
διδόμενες λοιμd:ιξεις, όπως αυτές που αναφέρονται παρακάτω
(Leary, 1996· Weinstock,
Berman, & Cates, 2004): Η πιο συνi]θης σεξουαλικd:ις μεταδιδόμενη λοίμωξη είναι ο ιός ανθρώπινων κονδυλωμά των
(HPV). Ο ιός HPV μπορεί να μεταδοθεί μέσω της επαφi]ς των σεξουαλικd:ιν οργάνων,
χωρίς σεξουαλικi] επαφi]. Τις περισσότερες φορές η λοίμωξη είναι ασυμπτωματικi] , αν και ο ιος
HPV προκαλεί εμφανi] κονδυλd:ιματα και σε ορισμένες περΙJtτd:ισεις οδηγεί σε καρκίνο
του τραχi]λου της μi]τρας. Σi]μερα, είναι διαθέσιμο ένα νέο εμβόλιο, το οποίο προλαμβάνει ορισμένα είδη του ιού HPV. Οι αρμόδιες αρχές στις Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν σε όλα τα κορίτσια ηλικίας
11 και 12 ετd:ιν να εμβολιαστούν (Friedman et al., 2006· Kahn, 2007).
><;::::::] 4.600.000
..
HPV τ ριχομονίαση Χλαμύδια
•••••~====~:==:Jι1.5οο.οοο ~
Έρπης των γεννητικών οργάνων
Γονόρροια
~
_..
I 640.000 1431 .000
HIV 11 15.000
Σχήμα
11 .9
Σεξουαλικώς
μεταδιδόμενες λοιμώξεις στην εφηβική ηλικία ( ΠΗΓΗ :
Alan Guttmacher lnstitute, 1993a· Weinstock, Berman & Cates, 2004.)
Σύφιλη
8.200
Ηπατίτιδα Β
7.500
Σύνολο ο
2 Σε εκατομμύρια
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
11 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚ Ή Α.'\..\ΙΠΥΞΗ ~ΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Μια άλλη αρκετά συνήθης λοίμωξη είναι η τριχομονίαση, μια μόλυνση στον κόλπο
ή το πέος που προκαλείται από ένα παράσιτο. Ενώ αρχικά είναι aσυμπτωματική , μπο ρεί τελικώς να προκαλέσει επίπονες aπεκκρίσεις. Τα χλαμύδια, μια βακτηριδιακή μό λυνση, αρχικά προκαλούν ελαφρά συμπτώματα, αλλά αργότερα προκαλούν πόνο κατά την ούρηση και απέκκριση από τον κόλπο ή το πέος. Μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή της πυέλου, ακόμη και σε στειρότητα. Οι μολύνσεις από χλαμύδια μπορούν να θερα πευ θούν αποτελεσματικά με τη χρήση αντιβιοτικών
(Nockels & Oakshott, 1999· Fayers
et al., 2003). Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι ιός, ο οποίος δεν διαφέρει από τον επιχείλιο έρπητα. Οι πρώτες ενδείξεις έρπητα των γεννητικών οργάνων είναι ο σχηματισμός μικρών φυσαλίδων ή έλκους στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, οι οποίες είναι πιθανό να σπάσουν και να προκαλέσουν έντονο πόνο. Αν και μετά από ένα χρονικό διάστημα οι
πληγές κλείνουν, η μόλυνση επανεμφανίζεται μετά από μερικές εβδομάδες και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Όταν οι φυσαλίδες επανεμφανιστούν, η μόλυνση, για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία, είναι μεταδοτική. Η γονόρροια και η σύφιλη αποτελούν τις παλαιότερα αναγνωρισμένες σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις, με περιπτώσεις που αναφέρονται από aρχαίους ιστορικούς. Πριν από την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, οι λοιμώξεις αυτές επέφεραν τον θάνατο. Σή μερα, ωστόσο, θεραπεύονται και οι δύο αρκετά αποτελεσματικά. Η μόλυνση από σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη δεν αποτελεί άμεσο πρόβλημα μόνο κατά την περίοδο της εφηβείας, αλλά μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα και κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Ορισμένες από αυτές τις λοιμώξεις αυξάνουν τις πιθανότητες στειρότητας και καρκίνου στο μέλλον.
Αποφεύγοντας τις σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις. Εκτός της αποχής, δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος αποφυγής των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων. Ωστό σο, υπάρχουν πρακτικές, οι οποίες μπορούν να καταστήσουν ασφαλέστερο το σεξ ( αναφέ ρονται στον Πίνακα
11.1).
Δυστυχώς, ακόμη και μετά από μαθήματα σεξουαλικής αγωγής στο σχολείο, πολλοί
έφηβοι δεν ακολουθούν τις πρακτικές ασφαλούς σεξ. Όπως αναφέρθηκε ενωρίτερα στο κεφάλαιο αυτό, οι έφηβοι έχουν την τάση να αισθάνονται άτρωτοι και έτσι είναι πιθανό τερο να επιδείξουν ριψοκίνδυνη συμπεριφορά, πιστεύοντας ότι οι πιθανότητες να μο λυνθούν από σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις είναι μηδαμινές. Αυτό ισχύει ιδιαιτέ ρως στις περιπτώσεις που έφηβοι θεωρούν «ασφαλή» τον ερωτικό τους σύντροφο- ένα άτομο, το οποίο γνωρίζουν καλά και με το οποίο έχουν μια σχετικώς μακροχρόνια σχέ ση
(Freiberg, 1998· Lefkowitz, Sigman, & Kit-fong Au, 2000· Tinsley, Lees, & Sumartojo, 2004). Ωστόσο, αν το άτομο δεν γνωρίζει το πλήρες σεξουαλικό ιστορικό και την κατάσταση της υγείας του ερωτικού του συντρόφου, το σεξ χωρίς προφυλάξεις είναι ιδιαίτερα παρα κινδυνευ μένο. Εξίσου δύσκολο είναι να γνωρίζει κανείς το πλήρες σεξουαλικό ιστορικό του συντρόφου. Όχι μόνον είναι δύσκολο να ρωτά κανείς, αλλά ο σύντροφος μπορεί να μην λέει την αλήθεια, είτε από άγνοια της κατάστασης της υγείας του, είτε από αμηχανία,
είτε επειδή πιθανώς θέλει να διατηρήσει κρυφή την προσωπική του ζωή, είτε απλώς γιατί μπορεί να μη θυμάται. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι η μόλυνση από σεξουαλικώς με ταδιδόμενες λοιμώξεις στους εφήβους παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα.
65
12
Η κοινωνικn ανάπτυξn και
n
ανάπτυξn τns προσωπικότnταs
στnν εφnβικn nλικία
ΠΕΡΙΕΧ Ο ΜΕΝ Α ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΑvτΟΤΗΤΑ: ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ:
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟ ΦΥΛΟ, ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ
ΣτΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ «ΠΟΙΟΣ Ε/ΜΑΙ ;»
0/ΚΟΓΕΝΕ/Α ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ
• Εικόνα και χαρακτnριστικά τού εαυτού
• Οικογενειακοί δεσμοί: Μεταβαλλόμενες
..
• Αυτοεκτίμnσn: Ο βαθμός ικανοποίnσnς από τον εαυτό
•
• Διαμόρφωσn τnς ταυτότnτας: Αλλαγn •
Η προσέγγισn του
Marcia
Σεξουαλικές σχέσεις
Σχέσεις με τους συνομnλίκους:
Σεξουαλικός προσανατολισμός:
Η σnμασία τnς ομάδας
Γι κρίσn ;
στnν ανάπτυξn
τnς ταυτότnτας
Σχέσεις με το άλλο φύλο
σχέσεις
Ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία
•
Δnμοτικότnτα και απόρριψn
•
Συμμόρφωσn: Η πίεσn των συνομnλίκων
και αμφιφυλοφιλία
• Εφnβικn εγκυμοσύνn
στnν εφnβεία
• Νεανικn παραβατικότnτα στnν εφnβεία
Τ αυτότnτα, φυλΓι και εθνότnτα
Κ ατάθλιψn και αυτοκτονία στnν εφnβικn nλ ι κία
Πρόλογος: Τρε ι ς περιπτώσεις εφήβων Κ. (« Κωνσταντίνα » ), διαφέ ρε ι
n οποία
n πολιτικn n τα
πnγαίνει στnν πρώτn τάξn λυκείου για ταλαντούχα παιδιά, λέει πως δεν τnν εν
κοινωνικά θέματα . «Αυτό μάλλον συμβαίνει εξαιτίας τnς μnτέρας μου,
n οποία
με τα
α πωρε ί καθnμερινά με τn στατιστικn και με θέματα,
Ο:Ίως ο φεμινισμός και το περιβάλλον», λέει. «Είμαι ο τύ -:ος τού " Τι θέλεις να κάνω εγώ για όλα αυτά;"» ... Τι ε ί
α αυτό που τnν ενδιαφέρει πραγματικά; «Οι φίλοι μου».
*** v
Θ. (« Θοδωρnς » ) είναι ο τρίτος από τους τέσσερις γιους
Ε "ος zευ γαριού μεσοαστικού επιπέδου. Η οικογένεια zει
cε ένα δι αμέρισμα ~·ασΙC τn ς
4 υπνοδωματίων, απέναντι από το γυ περιοχnς, όπου ο Θ . πnγαίνει στnν 3n τάξn.
αλοκ αίρι που πέρασε, ο Θ. πnρε μέρος σε εκπαιδευ -··Ό πρόγραμμα εθελοντισμού, στο πλαίσιο του οποίου ε:;;, σκεπτόταν ένα οικοτροφείο στn γειτονικn πόλn. «Πι
-εJω ότι το να βοnθάς τους άλλους σε κάνει να νιώθεις c..,ια
, λέ ει
ο Θ.
*** Σε nλικία
16
ετών,
n
Π. («Παναγιώτα») έχει πολύ καλούς
~αθμούς στο σχολείο και τnς αρέσει να παίρνει μέρος σε
-
αγωνι σμούς υποκριτικnς και ρnτορείας. Η Π.,
n
οποία
zε : στο Νέο Δελχί, είναι το κορίτσι-αρχnγός στο σχολείο
--ς και παίzει πινγκ πονγκ με τn σχολικn ομάδα. Πρό-
Αν και η κοινωνική ζωή των εφήβων παίρνει ποικίλες μορφές , ορι σμένες τελετουργίες είναι κοινές .
φατα, κ έρδισε σε διαγωνισμό εκφώνnσnς λόγου σε κοιο. Αν και αφιερώνει πολύ χρόνο σε όλες αυτές τις εξωσχολικές δραστnριότnτες, επιστρέφει στnν ώρα τnς στο
σπίτι γ ι α το δείπνο με τους γονείς τnς και πnγαίνει στον κινnματογράφο δύο φορές τnν εβδομάδα μαzί το υς. Του ς μιλάω ελεύθερα σχετικά με τους φίλους μου, τις σχέσεις μου με τα αγόρια, για όλα», λέει
Meyer, σσ . 52, 53 · Kantrowitz & Spingen, 2005,
σ.
50).
n Π . (Fields-
70
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Παρόλο που οι τρεις αυτοί έφηβοι ζουν πολύ διαφορετικά, μοιάζουν πολύ ως προς το εν διαφέρον τους για τους φίλους, την οικογένεια και το σχολείο. Και η ζωή τους, πολύ τυπι
κή ζωή ενός εφήβου, δεν απέχει από τη στερεοτυπική εικόνα της ξέφρενης, γεμάτης σύγ χυση εφηβείας, η οποία πιθανώς είναι αρκετά διαδεδομένη.
Παρά την ευρεία αντίληψη ότι η εφηβεία αποτελεί περίοδο σύγχυσης και εξέγερσης, οι περισσότεροι έφηβοι περνούν από αυτή την περίοδο της ζωής χωρίς ιδιαίτερα προβλή ματα. Παρόλο που ίσως «δοκιμάσουν» νέους ρόλους και «φλερτάρουν» με δραστηριότη
τες, για τις οποίες οι γονείς τους έχουν έντονες αντιρρήσεις, οι περισσότεροι έφηβοι ανα φέρουν ότι η εφηβεία αποτελεί μια συναρπαστική περίοδο της ζωής, κατά την οποία ανα πτύσσονται οι φιλικές και οι σχέσεις με το άλλο φύλο και διευρύνεται η αίσθηση που έχουν για τον εαυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεταβατικές φάσεις, από τις οποίες περνούν οι έφηβοι, είναι
αδιατάρακτες. Όπως θα δούμε στο παρόν κεφάλαιο, στο οποίο μελετάται η ανάπτυξη της προσωπικότητας και η κοινωνική ανάπτυξη, η εφηβεία επιφέρει μείζονες αλλαγές στον τρόπο, με τον οποίο το άτομο καλείται να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Το κεφάλαιο αρχίζει με τη μελέτη του τρόπου, με τον οποίο ο έφηβος αντιλαμβάνεται
τον εαυτό. Εξετάζεται η αυτοαντίληψη, η aυτοεκτίμηση και η διαμόρφωση της ταυτότη τας. Εξετάζονται, επίσης, δύο σημαντικές ψυχολογικές δυσκολίες τού εφήβου: η κατάθλι ψη και οι aυτοκτονικές τάσεις.
Κατόπιν, μελετώνται οι διαπροσωπικές σχέσεις στην εφηβική ηλικία. Εξετάζεται ο τρόπος, με τον οποίο ο έφηβος επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του, εντός της οικογένειας, και πώς η επίδραση της οικογένειας μειώνεται σε ορισμένους τομείς, καθώς οι συνομήλι
κοι αποκτούν όλο και περισσότερη σημασία. Μελετάται, επίσης, η αλληλεπίδραση του εφήβου με τους φίλους του, όπως και οι παράγοντες που καθορίζουν τη δημοτικότητά του εντός της ομάδας των συνομηλίκων. Στο τελευταίο τμήμα του κεφαλαίου περιγράφονται οι σχέσεις με το άλλο φύλο και η σεξουαλική συμπεριφορά. Αναλύεται ο ρόλος τον οποίο οι σχέσεις με το άλλο φύλο και οι
στενές συναισθηματικές σχέσεις παίζουν στη ζωή του εφήβου και παρουσιάζεται η σεξουα λική συμπεριφορά και οι κανόνες, οι οποίοι διέπουν την ερωτική του ζωή. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τη μελέτη της εφηβικής εγκυμοσύνης και των δράσεων, οι οποίες μπο ρούν να βοηθήσουν στην αποφυγή της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης.
Ταυτότητα: Απαντήσεις στην ερώτηση «Ποιος είμαι;» «Τα δεκατρία είναι μια δύσκολη ηλικία, πολύ δύσκολη. Πολλοί μπορεί να λένε ότι τα πράγματα είναι εύκολα, είσαι ακόμη παιδί, όμως η πίεση στα
13
είναι μεγάλη.
Εκτός του ότι οι άλλοι στο σχολείο θα πρέπει να σε εκτιμούν και να είσαι δημοφι λής, αισθάνεσαι ότι πρέπει συνεχώς να έχεις άριστη συμπεριφορά. Επίσης, υπάρχει πίεση να δοκιμάσεις ουσίες, οπότε προσπαθείς να μην ενδώσεις. Όμως, παράλληλα, δεν θέλεις να σε κοροϊδεύουν, οπότε πρέπει να προσπαθείς να δείχνεις "άνετος". Θα πρέπει, επίσης, να φοράς τα σωστά παπούτσια και τα σωστά ρούχα»
- Carlos
Quintana (1998, σ. 66). Οι σκέψεις του 13χρονου
Carlos Quintana δείχνουν μια σαφή
επίγνωση -και αυτοσυνειδη
σία- σχετικά με τη νέα θέση του στην κοινωνία και τη ζωή. Κατά τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας, οι ερωτήσεις όπως «Ποιος είμαι;» και «Ποια είναι η θέση μου στον κόσμο;» αρχί ζουν να έχουν πρωταρχική σημασία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
12 • Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΗ\.ΟΤΗΤ.~ :ΠΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Γιατί τα σχετικά με την ταυτότητα ερωτήματα αποκτούν τόση σημασία στην εφηβεία; Ένας λόγος είναι ότι οι νοητικές ικανότητες του εφήβου φθάνουν, σε πολλά σημεία, στο επίπεδο του ενήλικα. Ο έφηβος έχει την ικανότητα να αντιληφθεί τη θέση του σε συνάρτη ση με τους άλλους και συνειδητοποιεί ότι είναι ξεχωριστό άτομο, διαφορετικό όχι μόνον
από τους γονείς του, αλλά και από τα άλλα πρόσωπα γύρω του. Οι ραγδαίες σωματικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της ήβης οδηγούν τον έφηβο στο να συνειδητοποιήσει με ακρί βεια, αφενός το ίδιο του το σώμα και αφετέρου το ότι οι άλλοι αντιδρούν σε αυτές τις αλ
λαγές με τρόπο που του είναι ασυνήθης. Όποιες και αν είναι οι αιτίες, η εφηβεία συχνά
επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές στην αυτοεικόνα και την aυτοεκτίμηση του εφήβου, δηλαδή, στις αντιλήψεις του σχετικά με την ταυτότητά του.
Εικόνα και χαρακτηριστικά τού εαυτού Αν ζητηθεί από τη Β. («Βίκυ») να περιγράψει τον εαυτό της, ίσως θα έλεγε ότι «Οι άλλοι με βλέπουν σαν ένα άτομο χαλαρό, το οποίο δεν έχει ιδιαίτερες ανησυχίες. Όμως, στην πραγματικότητα, συχνά είμαι νευρική και συναισθηματικά ευαίσθητη». Το ότι η Β. ξεχωρίζει τις απόψεις των άλλων για την ίδια από τις δικές της απόψεις για τον
εαυτό της, αντιπροσωπεύει μια αναπτυξιακή πρόοδο της εφηβείας. Στην παιδική ηλικία, η Β . θα χαρακτήριζε τον εαυτό της με μια σειρά γνωρισμάτων που δεν θα διαφοροποιούσαν τις απόψεις τής ίδιας για τον εαυτό της από τις απόψεις των άλλων. Οι έφηβοι, ωστόσο, ιι..ι ορούν να κάνουν αυτή τη διάκριση και, όταν προσπαθούν να περιγράψουν τον εαυτό
τους, λαμβάνουν υπόψη τους τόσο τις δικές τους όσο και τις αντιλήψεις των άλλων ι
Harter, 1990a· Cole et al., 2001· Updegraff et al., 2004). Αυτή η ευρύτερη άποψη του εφήβου για τον εαυτό του είναι μια πλευρά τής αυξανό
μενη ς ικανότητας του εφήβου να αντιλαμβάνεται ποιος/ποια είναι. Ο έφηβος έχει τη δυνα τότητα να αντιλαμβάνεται ταυτόχρονα ποικίλες πλευρές τού εαυτού του και η εικόνα αυ τη γίνεται πιο οργανωμένη και συνεκτική. Αξιολογεί τον εαυτό με βάση ψυχολογικά χαρα r.τηριστικά, τα οποία χρησιμοποιεί όχι ως συγκεκριμένες αλλά αφηρημένες έννοιες
~lontemayor,
(Adams,
& Gullotta, 1996). Για παράδειγμα, σε αντίθεση με το παιδί, ο έφηβος είναι
:τιθανότερο να περιγράψει τον εαυτό με ιδεολογικούς όρους («Είμαι υπέρ της προστασίας
του περιβάλλοντος») και όχι με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά του («Τρέχω γρηγορότε ρα από όλους στην τάξη μου»).
Ωστόσο, αυτή η πιο διευρυμένη, πολύπλευρη εικόνα του εαυτού έχει, κατά κάποιο τρόπο, και την αρνητική της πλευρά, κυρίως στα πρώτα χρόνια της εφηβικής ηλικίας. Στην
:τερ ίοδο αυτή, ο έφηβος ίσως προβληματιστεί από τα πολλαπλά στοιχεία της προσωπικό τητάς του. Για παράδειγμα, κατά την αρχή της εφηβείας, ο έφηβος ίσως επιθυμεί να προσ λαμβάνει τον εαυτό του με έναν συγκεκριμένο τρόπο («Είμαι κοινωνικό άτομο και μου
αρέσει να βρίσκομαι με άλλους») και, έτσι, να ανησυχήσει όταν συνειδητοποιήσει ότι η συ μπεριφορά του δεν είναι σύμφωνη με τις αντιλήψεις αυτές («Παρόλο που θέλω πραγματι κά να είμαι κοινωνικός, ορισμένες φορές δεν αντέχω να είμαι με τους φίλους μου και προ
τιμώ να μείνω μόνος»). Εντούτοις, στα τελευταία χρόνια της εφηβείας, ο έφηβος αποδέχε ται ευκολότερα το γεγονός ότι διαφορετικές συνθήκες «παράγουν» διαφορετική συμπερι φορά και συναισθήματα
(Harter, 1990b· Pyryt & Mendaglio, 1994· Trzesniewski, Donnellan, & Robins, 2003· Hitlin, Brown, & Elder, 2006).
71
72
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Αυτοεκτίμηση: Ο βαθμός ικανοποίησης από τον εαυτό Το να γνωρίζεις ποιος είσαι και το να σου αρέσει αυτό που είσαι, είναι δύο διαφορετικό πρόγματα. Παρόλο που ο έφηβος αντιλαμβόνεται με όλο και περισσότερη ακρίβεια το ποιος είναι (αυτοαντίληψη), η επίγνωση αυτή δεν διασφαλίζει απαραίτητα ότι θα είναι ικανοποιημένος από την εικόνα του εαυτού (aυτοεκτίμηση). Μόλιστα, η αυξανόμενη ακρί
βεια, με την οποία αντιλαμβόνεται τον εαυτό του, επιτρέπει στον έφηβο να έχει πλήρη αυτε πίγνωση τόσο των πλεονεκτημότων όσο και των μειονεκτημότων του. Έτσι, αυτό που οδηγεί
τον έφηβο να αναπτύξει μια αίσθηση aυτοεκτίμησης, είναι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζε ται τις αντιλήψεις για τον εαυτό. Η πρόοδος στη νοητική ανόπτυξη, η οποία επιτρέπει στον έφηβο να διακρίνει τις ποι
κίλες πλευρές τού εαυτού του, του δίνει επίσης τη δυνατότητα να αξιολογεί αυτές τις πλευρές με διαφορετικούς τρόπους
(Chan, 1997· J. Cohen, 1999).
Για παρόδειγμα, ένας
έφηβος μπορεί να έχει υψηλή aυτοεκτίμηση ως προς τη σχολική του επίδοση, αλλό χαμη
λότερη όσον αφορό τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Ή το αντίθετο, όπως στην περίπτωση τουεφήβου,παρακότω: Πόσο μου αρέσει αυτό που είμαι; Λοιπόν, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που μου αρέσουν στον εαυτό μου και άλλα που δεν μου αρέσουν. Χαίρομαι που είμαι δημο φιλής, γιατί είναι για μένα πολύ σημαντικό να έχω φίλους. Αλλά στο σχολείο δεν τα πηγαίνω τόσο καλά όσο οι πολύ έξυπνοι συμμαθητές μου. Αυτό δεν με ενοχλεί ιδιαι
τέρως, διότι αν είσαι πολύ καλός στο σχολείο, χάνεις τους φίλους σου. Έτσι, το να εί σαι έξυπνος δεν το θεωρώ και τόσο σημαντικό. Εκτός από τους γονείς μου. Νιώθω
ότι τους aπογοητεύω, όταν δεν τα πηγαίνω τόσο καλά στο σχολείο, όσο θα ήθελαν
(Harter, 1990b, σ. 364). Διαφορές φύλου στην aυτοεκτίμηση.
Τι είναι αυτό, το οποίο καθορίζει την aυτοε
κτίμηση του εφήβου; Αρκετοί παρόγοντες φαίνεται να παίζουν ρόλο. Ένας από αυτούς εί
ναι το φύλο: Κυρίως στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, η aυτοεκτίμηση των κοριτσιών τείνει να είναι χαμηλότερη και περισσότερο ευόλωτη από ό,τι των αγοριών
(Watkins, Dong, &
Xia, 1997· Byrne, 2000b· Miyamoto et al., 2000· Ah-Kion, 2006). Ένας λόγος για τη διαφορό αυτή είναι ότι, συγκριτικό με τα αγόρια, τα κορίτσια,
εκτός από τη σχολική τους επίδοση, φαίνεται να ανησυχούν περισσότερο και για την εξω τερική τους εμφόνιση και την κοινωνική τους επιτυχία. Παρόλο που και τα αγόρια ανησυ
χούν για τα θέματα αυτό, η στόση τους είναι συνήθως πιο «όνετη». Επιπλέον, η κοινωνική αντίληψη, η οποία υποδεικνύει ότι η καλή σχολική επίδοση του κοριτσιού αποτελεί εμπό διο για την κοινωνική της επιτυχία, θέτει στο κορίτσι ένα δύσκολο δίλημμα. Αν έχει καλή σχολική επίδοση, θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική της επιτυχία. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η aυτοεκτίμηση των κοριτσιών εφηβικής ηλικίας είναι πιο «εύθραυστη» από αυ τήν των αγοριών
(Unger, 2001· Ricciardelli & McCabe, 2003).
Παρόλο που, σε γενικές γραμμές, η aυτοεκτίμηση είναι υψηλότερη στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια, τα αγόρια έχουν και αυτό τα αδύνατα σημεία τους. Για παρόδειγμα, οι στερεοτυπικές προσδοκίες της κοινωνίας για τα δύο φύλα μπορεί να κόνουν το αγόρι να
πιστέψει ότι «οφείλει» να είναι σίγουρο για τον εαυτό του, σκληρό και ατρόμητο σε κόθε περίπτωση. Το αγόρι που αντιμετωπίζει δυσκολίες, όπως η μη αποδοχή του σε μια αθλητι
κή ομόδα ή η απόρριψή του από ένα κορίτσι ::του του αρέσει, είναι πιθανό να νιώσει όχι μόνο δυστυχισμένο για την «ήττα», α/J.ό και ανε::ταρκές, επειδή δεν ανταποκρίνεται στο κοινωνικό στερεότυπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 •
Η ΚΟIΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚ ΟΊΉΤ.~ ~Ή:\ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Φυλετικές και διαφορές κοινωνικοοικονομικού επιπέδου στην aυτοεκτίμηση.
73
Το
κοινωνικοοικονομικό επLπεδο και η φυλή είναι δυο ακόμη παρaγοντες, οι οποίοι ε:τηρεa ζουν το επLπεδο aυτοεκτίμησης του εφήβου. Οι έφηβοι υψηλότερου κοινωνικοοικονομι κού επιπέδου εμφανίζουν, σε γενικές γραμμές, υψηλότερα επLπεδα aυτοεκτίμησης από ό,τι
οι έφηβοι χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμaτων, ιδιαίτερα κατa τη μέση και ύστερη εφηβεία. Είναι πιθανό ότι παρaγοντες, οι οποίοι σχετίζονται με την κοινωνικοοι κονομική θέση και ενισχύουν την εικόνα και την aυτοεκτίμηση του ατόμου -όπως τα ακρι βa ρούχα ή η κατοχή οχήματος- αποκτούν μεγαλύτερη σημασία στα μεταγενέστερα στa δια της εφηβείας
(Savin-Williams & Demo, 1983· Van Tassel-Baska, Olszewski-Kubilius, &
Kulieke, 1994). Η φυλετική ταυτότητα και η εθνότητα φαίνεται, επίσης, να παίζουν ρόλο στο επLπεδο της aυτοεκτίμησης, αλλα η επίδρασή τους έχει μειωθεί, καθώς η προκατaληψη προς τις φυλετικές μειονότητες έχει ατονήσει σημαντικό. Προγενέστερες έρευνες υποστήριζαν ότι
η ιδιότητα του μέλους φυλετικής ομaδας οδηγεί σε χαμηλότερα επLπεδα aυτοεκτίμησης. Κατa τους ερευνητές, οι Αφρο-αμερικανοί και οι ισπανόφωνοι είχαν χαμηλότερα επLπεδα aυτοεκτίμησης, συγκριτικό με τους λευκούς, διότι η κοινωνική προκατaληψη έκανε τα
aτομα αυτa να αισθaνονται ανεπιθύμητα και απορριπτέα, με αποτέλεσμα η αίσθηση αυτή να ενσωματώνεται στην aυτοεκτίμησή τους. Μεταγενέστερες έρευνες, ωστόσο, παρουσιa ζουν μια διαφορετική εικόνα. Τα περισσότερα ευρήματα δείχνουν ότι τα επLπεδα aυτοε
κτίμησης των εφήβων αφρο-αμερικανικής καταγωγής δεν διαφέρουν σημαντικό από αυτa των λευκών
(Harter, 1990b).
Μια ερμηνεία αυτών των ευρημaτων είναι ότι τα κοινωνικό
κινήματα εντός της αφρο-αμερικανικής κοινότητας, τα οποία ενισχύουν τη φυλετική αυτοπεποίθηση, βοηθούν και στηρίζουν συναισθηματικό
τους αφρο-αμερικανούς εφήβους. Πρaγματι, ερευνητικό δεδομένα υπο δηλώνουν ότι η ισχυρή αίσθηση φυλετικής ταυτότητας συνδέεται με υψη λότερα επίπεδα aυτοεκτίμησης στους Αφρο-αμερικανούς και τους ισπα νοφωνους
(Phinney, Lochner, & Murphy, 1990· Gray-Little & Hafdahl, 2000· Verkuyten, 2003). Ένας aλλος λόγος για την εξομοίωση των επιπέδων aυτοεκτίμησης στους εφήβους διαφορετικής φυλετικής καταγωγής είναι ότι, σε γενικές
γραμμές, οι έφηβοι εστιaζουν τις προτιμήσεις και προτεραιότητές τους στη ζωή σε εκείνα τα στοιχεία, στα οποία διαπρέπουν. Κατa συνέπεια, οι aφροαμερ ικανοί νέοι ίσως δίνουν έμφαση σε τομείς, από τους οποίους αντλούν ικανοποίηση και αυξaνουν την aυτοεκτίμησή τους από την επι
τυχία που τους προσπορίζουν
(Gray-Little & Hafdahl, 2000· Yang &
Blodgett, 2000· Phinney, 2005). Τέλος, η aυτοεκτίμηση δεν επηρεaζεται από τη φυλετική καταγωγή αυτή καθαυτή, αλλα από συνδυασμό παραγόντων. Για παρaδειγμα, ορι
Κατά το στάδιο διαμόρφωσης της ταυτότητας, ο
σμένοι ερευνητές μελέτησαν τη φυλετική καταγωγή και το φύλο συγχρό
έφηβος επιζητεί να κατανοήσει ποιος είναι, εντοπί
νως και εφηύραν τον όρο
«ethgender» 1, για να αποδώσουν τη
συνδυαστι
κή επίδραση φυλετικής/εθνοτικής καταγωγής και φύλου. Σε μια έρευνα,
ζοντας και παίρνοντας αποφάσεις για τις προσω πικές, επαγγελματικές, σεξουαλικές και πολιτικές του προτιμήσεις και δεσμεύσεις .
στην οποία οι δύο αυτοί παρaγοντες μελετήθηκαν συγχρόνως, βρέθηκε ότι οι aρρενες Αφρο-αμερικανοί και οι ισπανόφωνοι είχαν τα υψηλότερα επίπεδα aυτοε
κτίμησης, ενώ οι γυναίκες aσιατικής καταγωγής και οι aυτόχθονες Αμερικανίδες είχαν τα χαμηλότερα
(Dukes & Martinez, 1994· King, 2003· Romero & Roberts, 2003· Saunders, Davis, & Williams, 2004· Biro et al., 2006). 1. Ο
όρος θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως <<εθνο-φύλο>>.
74
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Διαμόρφωση της ταυτότητας: Αλλαγή ή κρίση; Σuμφωνα με τον Εήk Eήkson. του οποίου η θεωρία παρουσιάστηκε και στο Κεφάλαιο
10,
η αναζήτηση τη; ταιοτότητας οδηγεί αναπόφευκτα ορισμένους εφήβους σε σοβαρή ψυχο λογική αναστάτω ση . καθώς αντιμετωπίζουν την εφηβική κρίση ταυτότητας (Erikson, 1963). Η θεωρ ία του Erikson για το αναπτυξιακό αυτό στάδιο, το οποίο παρουσιάζεται -μαζί με τα άλλα στάδια- στον Πίνακα 12.1, υποστηρίζει ότι ο έφηβος προσπαθεί να κα θορίσει ποια είναι τα μοναδικά και ξεχωριστά χαρακτηριστικά του εαυτοu του , κάτι, το
οποίο είναι ικανός να κάνει με αυξανόμενη επιτυχία, λόγω της γνωστικής προόδου που χαρακτηρίζει την εφηβική ηλικία.
Ο
Erikson πιστεuει ότι ο έφηβος επιζητεί να ανακαλuψει τα ιδιαίτερα προτερήματα
και τις αδυναμίες του , καθώς και τους ρόλους , τους οποίους μπορεί να αναλάβει στο μέλ λον. Αυτή η διαδικασία αναζήτησης συχνά περιλαμβάνει τη «δοκιμή » διαφορετικών επι
λογών και ρόλων, για να διαπιστωθεί αν αντιστοιχοuν στις ικανότητες του εφήβου και στην αντίληψη που έχει για τον εαυτό του. Μέσω της διαδικασίας αυτής, ο έφηβος προσπαθεί να κατανοήσει ποιος είναι, εντοπίζοντας και παίρνοντας αποφάσεις για τις προσωπικές, επαγγελματικές, σεξουαλικές και πολιτικές του προτιμήσεις και δεσμεu σεις. Ο
Erikson
ονομάζει το στάδιο αυτό, στάδιο ταυτότητας ή σύγχυσης ταυτότητας. Κατά τη θεωρία του
Erikson, ο έφηβος που αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να εντοπίσει
μια ταυτότητα που του ταιριάζει, μπορεί να καταλήξει σε λανθασμένες επιλογές. Είναι πι
χcρ::ι
VC αθαJίσε Ι ΠΟΙ Ο ε ίν01
θανό να υιοθετήσει κοινωνικά μη αποδεκτοuς ρόλους , για να εκφράσει αυτό που δ εν επι
·c :.XJIIOδ
ό ξεχωρΙστά
θυμεί να είναι, ή μπορεί να δυσκολευτεί να διαμορφώσει και να διατηρήσει μια μακροχρό
α ·αι εαυτοο του .
νια διαπροσωπική σχέση . Σε γενικές γραμμές, η εικόνα του για τον εαυτό διαχέεται και το
άτομο αποτυγχάνει να οργανώσει έναν κεντρικό , ενιαίο πυρήνα ταυτότητας.
Στάδιο
Ηλικfα
Θετικό αποτέλεσμα
Αρνητικό αποτέλεσμα
1. Εμπιστοσύνη ή δυσπιστία
Γέννηση-1 ,5 έτη
Αισθήματα εμπιστοσύνης, τα οποία προ-
Φόβος και ανησυχία σχετι-
έρχονται από τη στήριξη των άλλων
κά με τους άλλους
2. Αυτονομία ή αμφιβολία
1,5-3 έτη
Αίσθηση επάρκειας και αποτελεσματικό- Αμφιβολία για τον εαυτό, τητας, αν ενθαρρύνεται η εξερεύνηση του
απουσία ανεξαρτησίας
περιβάλλοντος
3. Πρωτοβουλία ή ενοχή
3-6 έτη
4. Φιλοπονία ή κατωτερότητα
6-12 έτη
Ανάληψη πρωτοβουλίας για δραστηριότη- Συναισθήματα ενοχής για τες Ανάπτυξη αίσθησης επάρκειας
πράξεις και σκέψεις Συναισθήματα κατωτερό τητας και αδυναμίας ελέγ χου του περιβάλλοντος
5. Ταυτότητα ή σύγχυση
Εφηβική ηλικία
ταυτότητας
Επίγνωση της μοναδικότητας του εαυτού,
Αδυναμία εντοπισμού κα
γνώση των ρόλων
τάλληλων ρόλων
6. Οικειότητα ή απομόνωση
Πρώιμη ενήλικη ζωή
Ανάπτυξη τρυφερών, ερωτικών σχέσεων Φόβος διαμόρφωσης σχέ και στενών φιλικών σχέσεων σεων με άλλους
7. Παραγωγικότητα
Μέση ενήλικη ζωή
Αίσθηση συμβολής στη διατήρηση της ζωής
ή στασιμότητα
8. Ακεραιότητα του Εγώ ή απόγνωση (ΠΗΓΗ :
Erikson, 1963.)
Ύστερη ενήλικη ζωή
Εκμηδένιση δραστηριοτή των
Αίσθηση συνοχής στα επιτεύγματα της Απόγνωση για τις χαμένες
ζωής
ευκαιρίες της ζωής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΓι' ΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤ,\Σ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Από το άλλο μέρος, ο έφηβος, ο οποίος επιτυγχάνει να διαμορφώσει κατάλληλη για τον εαυτό του ταυτότητα, εξασφαλίζει τη βάση για τη μελλοντικη ψυχοκοινωνική του ανά πτυξη. Ο έφηβος αυτός έχει αντιληφθεί τις μοναδικές του ικανότητες και τις εμπιστεύεται,
αναπτύσσει μια ακριβη αίσθηση του ποιος είναι και αισθάνεται έτοιμος να προχωρησει, αξιοποιώντας όλα όσα του επιτρέπουν οι δυνατότητές του
(Blustein & Palladino, 1991·
Archer & Waterman, 1994· Allison & Schultz, 2001). Κοινωνικές πιέσεις και αναζήτηση στήριξης σε φίλους και συνομηλίκους.
Εκτός
από τα δύσκολα θέματα της ταυτότητας, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο έφηβος, οι κοινωνικές πιέσεις που δέχεται είναι εξίσου έντονες, όπως άλλωστε γνωρίζει ο κάθε έφη βος που κατακλύζεται καθημερινά με ερωτησεις όπως: «Πώς πάνε οι σπουδές σου;» η «Τι θα κάνεις όταν αποφοιτησεις;» Ο έφηβος πιέζεται να αποφασίσει κατά πόσο θα αρχίσει
να εργάζεται η θα σπουδάσει και, αν τελικά επιλέξει να εργαστεί, ποιο επάγγελμα θα ακο λουθήσει. Μέχρι αυτό το στάδιο της ανάπτυξης, η εκπαιδευτικη πορεία του εφήβου είναι, λίγο-πολύ, προσχεδιασμένη. Ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν μετά το λύκειο, οπότε ο έφη
βος έχει μπροστά του δύσκολες επιλογές σχετικά με την πορεία που θα ακολουθησει στο μέλλον (Κidwell
et al., 1995).
Κατά την περίοδο αυτή, ο έφηβος βασίζεται όλο και περισσότερο στους φίλους και τους συνομηλίκους του για άντληση πληροφοριών. Παράλληλα, ο βαθμός εξάρτησης του
από τους ενήλικες μειώνεται. Όπως σημειώνεται αργότερα στο κεφάλαιο, αυτή η έντονη στήριξη στην ομάδα των συνομηλίκων επιτρέπει στον έφηβο να διαμορφώσει στενές δια προσωπικές σχέσεις. Συγκρίνοντας τον εαυτό του με τους άλλους, ο έφηβος διαχωρίζει τη
δικη του ταυτότητα από αυτη των άλλων. Η προσφυγή στη στηριξη των συνομηλίκων, η οποία βοηθά τον έφηβο να καθορίσει την ταυτότητά του και να διαμορφώσει διαπροσωπικές σχέσεις, αποτελεί, επίσης, τον συν δετικό κρίκο ανάμεσα σε αυτό το στάδιο ψυχοκοινωνικης ανάπτυξης και στο επόμενο, το
οποίο είναι γνωστό ως στάδιο οικειότητας η απομόνωσης. Συνδέεται, επίσης, με το θέμα των διαφορών φύλου στη διαμόρφωση της ταυτότητας. Όταν ο
Erikson
διετύπωσε τη θεω
ρία του, υποστηριξε ότι οι άρρενες και οι θηλεις προχωρούν στο στάδιο αυτό ακολουθώ ντας διαφορετικές πορείες. Συγκεκριμένα, ο άνδρας είναι πιθανότερο να προχωρήσει στα
στάδια ψυχοκοινωνικης ανάπτυξης με τη σειρά που εμφανίζονται στον Πίνακα
12.1, δη
λαδη πρώτα διαμορφώνει μια σταθερη ταυτότητα και κατόπιν δεσμεύεται σε μια στενή συναισθηματικη σχέση με ένα άλλο πρόσωπο. Αντίθετα, στην περίπτωση της γυναίκας, η σειρά των σταδίων αντιστρέφεται, δηλαδη, η γυναίκα πρώτα διαμορφώνει στενές, συναι σθηματικές σχέσεις και μετά καθορίζει την ταυτότητά της, μέσω αυτών των σχέσεων. Οι αντιληψεις αυτές αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές συνθήκες εκείνης της εποχής, όταν η γυναίκα ηταν λιγότερο πιθανό να σπουδάσει η να ακολουθήσει τη δικη της
επαγγελματικη καριέρα, αλλά, αντίθετα, παντρευόταν ενωρίς. Σημερα, ωστόσο, οι εμπει ρίες των αγοριών και των κοριτσιών στο στάδιο διαμόρφωσης ταυτότητας η σύγχυσης ταυτότητας φαίνεται να είναι σχετικά κοινές.
Ψυχολογικό μορατόριουμ.
Ο
Erikson πίστευε ότι, εξαιτίας των πιέσεων στο στάδιο
ταυτότητας η σύγχυσης ταυτότητας, ο έφηβος επιζητεί μια ψυχολογική ανάπαυλα η «μο ρατόριουμ». Ψυχολογικό μορατόριουμ είναι η περίοδος, κατά την οποία ο έφηβος ανα
βάλλει την ανάληψη των επερχόμενων ευθυνών τής ενήλικης ζωης και, αντίθετα, διερευνά ποικίλους ρόλους και δυνατότητες. Για παράδειγμα, πολλοί φοιτητές διακόπτουν τις σπου
δές τους για ένα εξάμηνο η έτος, για να ταξιδέψουν η να εργαστούν, η βρίσκουν άλλους τρόπους να αξιολογήσουν τις προτεραιότητές τους.
75
76
:\ΙΕΡΟΣ ΠΕΜΠΓΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Από το άλλο μέρος, πολλοί έφηβοι, για πρακτικοuς λόγους, δεν έχουν τη δυνατότη τα να επιδιιbξουν ψυχολογικό μορατόριουμ, κατά τη διάρκεια του οποίου να διερευνή σουν αβίαστα εναλλακτικές ταυτότητες. Ορισμένοι, για οικονομικοuς λόγους, υποχρειb νονται να εργαστοuν με μερική απασχόληση, παράλληλα με τις σπουδές τους ή, αμέσως μετά το λuκειο, να βρουν κανονική εργασία. Κατά συνέπεια, δεν έχουν χρόνο να πειρα
ματιστοuν με την ταυτότητά τους οuτε να εμπλακοuν σε μια διαδικασία μορατόριουμ. Σημαίνει άραγε αυτό ότι οι έφηβοι αυτοί θα έχουν ψυχολογικά προβλήματα; Μάλλον
όχι. Μάλιστα, η ικανοποίηση, που προέρχεται από τη μερική απασχόληση, παράλληλα με τις σπουδές, σε ορισμένες περιπτιbσεις μπορεί να αποτελέσει σημαντική ψυχολογική επιβράβευση, η οποία αναπληριbνει την αδυναμία του εφήβου να «δοκιμάσει» διαφορε
τικοuς ρόλους. Περιορισμοί στη θεωρία του θεωρία του
Erikson
Erikson. Μία από τις κριτικές που διατυπιbθηκαν στη
είναι ότι χρησιμοποίησε την ανάπτυξη της ταυτότητας του άρρενος
ως πρότυπο, με το οποίο συγκρίνεται η ανάπτυξη της γυναικείας ταυτότητας. Συγκεκρι μένα, υποστήριξε ότι ο άνδρας αναπτuσσει στενές συναισθηματικές σχέσεις, μόνον αφοu έχει πριbτα διαμορφιbσει σταθερή ταυτότητα, θεωριbντας ότι αυτή η πορεία ανάπτυξης
είναι η φυσιολογική. Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι οι αντιλήψεις του
Erikson βασί
ζονται σε έννοιες, οι οποίες αφοροuν αποκλειστικά τον άνδρα, όπως η ατομικότητα και η ανταγωνιστικότητα. Σuμφωνα με την εναλλακτική θειbρηση της
Carol Gilligan, η
γυναίκα
διαμορφιbνει την ταυτότητά της σε μια πορεία παράλληλη με την εγκαθίδρυση διαπρο σωπικιbν σχέσεων. Σuμφωνα με αυτή την υπόθεση, βασικό στοιχείο της ταυτότητας της
γυναίκας είναι η συγκρότηση ισχυριbν διαπροσωπικιbν δικτuων ανάμεσα στην ίδια και τους άλλους
(Gilligan, Brown, & Rogers, 1990· Gilligan, 2004· Kroger, 2006).
ΚΑ-ΘΑ-
Σύμφωνα με την προσέγγιση του
Marcia, οι έφηβοι που επι
λέγουν να αφοmωθούν σε δρα στηριότητες ή ιδεολογίες, εμ φανίζουν ψυχολογικά υγιή ανά mυξη της ταυτότητας.
ΕΡr I<ΑθΑ-ΡΟ Τ12ΡΑ- ΠΕΡΙ~ΑΙ\1\0#1
TflPA
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΓι' ΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΓι' ΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤλΣ ΣΤΗ]'; ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚ!λ
Η προσέγγιση του
Marcia
77
στην ανάπτυξη της ταυτότητας
Χρησιμοποιιbντας τη θεωρία του Eήkson ως βάση, ο
James Marcia υποστηρίζει ότι το είδος
της ταυτότητας, το οποίο τελικά διαμορφιbνει το άτομο, εξαρτάται από την παρουσία ή
απουσία δύο χαρακτηριστικιbν, της δέσμευσης και της κρίσης/αναζήτησης. Η κρίση αποτε λεί περίοδο στην ανάπτυξη της ταυτότητας, κατά την οποία ο έφηβος διερευνά εναλλακτι κούς τρόπους δράσης και παίρνει σχετικές αποφάσεις. Η δέσμευση είναι η ψυχολογική επέν δυση σε μια πορεία δράσης ή σε μια ιδεολογία. Η διαφορά γίνεται εμφανής, όταν συγκρίνει
κανείς ανάμεσα στον έφηβο, ο οποίος αμφιταλαντεύεται από τη μία δραστηριότητα στην άλ λη , και του οποίου τα ενδιαφέροντα διαρκούν μερικές μόνο εβδομάδες, και στον έφηβο, ο οποίος έχει έναν συγκεκριμένο στόχο και αφοσιιbνεται σε αυτόν, π. χ. προσφέροντας εθελο ντική εργασία σε ένα ίδρυμα
(Marcia, 1980· Peterson, Marcia, & Carpendale, 2004). Marcia πρότεινε τέσσε εφηβικής ταυτότητας (βλέπε Πίνακα 12.2).
Μετά τη διενέργεια μακροσκελιbν συνεντεύξεων με εφήβους, ο ρ ις κατηγορίες
1.
Κατακτημένη ταυτότητα. Ο έφηβος με αυτή τη μορφή ταυτότητας έχει με επιτυχία διε
Κατακτnμένn ταυτότnτα
ρευνήσει και σκεφθεί λεπτομεριbς ποιος είναι και τι θέλει να κάνει. Έπειτα από μια πε
Η περ ίnτωσn του εφrΊ βου,
ρίοδο κρίσης, κατά την οποία μελέτησε ποικίλες εκδοχές, δεσμεύεται σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Ο έφηβος που έχει επιτύχει αυτή τη μορφή ταυτότητας, τείνει να είναι ψυχο
2.
ο οπο ίος επιλέγει και δεσμεύετα ι σε συγκεκριμένη ταυτότητα ,
έπειτα από μια περίοδο κρίσης ,
λογικά υγιέστερος και να εμφανίζει υψηλότερα κίνητρα επιτυχίας και υψηλότερου επι
κατά την οποία εξετάζε ι
πέδου ηθικό συλλογισμό , σε σύγκριση με τον έφηβο οποιασδήποτε άλλης κατηγορίας.
ποικίλες εναλλακτικές λύσεις
Δοτή ταυτότητα. Η περίπτωση αυτή αφορά εφήβους, που έχουν δεσμευθεί σε μια συ γκεκριμένη ταυτότητα, αλλά αυτό έγινε χωρίς να περάσουν από μια περίοδο κρίσης, στην οποία να διερεύνησαν εναλλακτικές επιλογές. Αντίθετα, αποδέχθηκαν τις απο
φάσεις των άλλων σχετικά με το τι είναι σωστό για τους ίδους. Αντιπροσωπευτικός έφη
ΔοτrΊ ταυτότnτα Η πε ρίπτωσn του εφrΊβου,
ο οπο ίος δεσμεύετα ι πρόωρα σε μια ταυτότnτα ,
βος αυτής της κατηγορίας είναι ο γιος, ο οποίος μπαίνει στην οικογενειακή επιχείρηση,
χωρ ίς προnγουμένως
διότι αυτό αναμένουν οι άλλοι από τον ίδιο ή η κόρη, η οποία αποφασίζει να γίνει για
να διερευνrΊσει επαρκώς
τρός , επειδή η μητέρα της είναι γιατρός. Αν και τα άτομα στην κατηγορία αυτή δεν είναι
εναλλακτικές προσεγγίσει ς
απαραιτήτως δυστυχισμένα, χαρακτηρίζονται από αυτό που μπορεί να αποκληθεί «άκα μπτο σθένος» : Είναι άτομα ευτυχισμένα και ικανοποιημένα από τον εαυτό τους και, παρ' όλα αυτά, έχουν έντονη ανάγκη για κοινωνική αποδοχή και συνήθως είναι aυταρχικοί.
3.
Μορατόριουμ. Παρόλο που ο έφηβος αυτής της κατηγορίας έχει διερευνήσει εναλλα κτικές ταυτότητες σε κάποιο βαθμό, δεν έχει ακόμη δεσμευθεί. Ως εκ τούτου, σύμφωνα
με τον
Marcia, παρουσιάζει υψηλά
επίπεδα άγχους και βιιbνει ψυχολογική σύγκρουση.
Μορατόριουμ Η περίπτωση του εφrΊβο υ, ο οποίος μπορεί να έχει
διερευνrΊσει, σε κάπο ι ο βαθμό, εναλ λακτικές εκδοχές τα υτότ ητας, αλλά δεν έχει α κόμ n δεσμευτεί σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα
Από το άλλο μέρος, είναι συχνά άτομο γεμάτο ζωή, ελκυστικό και επιζητεί στενές δια προσωπικές σχέσεις. Τελικά, ο έφηβος αυτός καταλήγει σε μια ταυτότητα, αλλά ύστε ρα από πολλή προσπάθεια.
4.
Σύγχυσn ταυτό·rτας Η περ ίπτωση του εφnβου,
Σύγχυση ταυτότητας. Οι έφηβοι αυτής της κατηγορίας ούτε διερευνούν εναλλακτικές λύσεις ούτε δεσμεύονται στην εξέταση συγκεκριμένης ταυτότητας. Συνήθως είναι
ο οποίος εξετάζε ι δι άφορες εναλ λακτ ι κές εκδοχές ταυτότητας, αλ λά δεν δεσμεύεται ποτέ
ασταθείς και κινούνται από τη μία επιλογή στην επόμενη. Αν και μπορεί να φαίνονται
σε μ ία rΊ δεν μελετά καν
ανέμελοι, η απουσία δέσμευσης μειιbνει την ικανότητά τους να διαμορφιbσουν στενές
τις επ ιλογές ταυτότητας
σχέσεις. Στην πραγματικότητα, τα άτομα αυτά είναι κοινωνικιbς απομονωμένα.
κατά τρόπο συστηματικό.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι έφηβοι δεν προσκολλιbνται απαραίτητα και μόνιμα σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες ταυτότητας. Μάλιστα , ορισμένοι κινούνται μπρος-πίσω από το μορατόριουμ στην κατακτημένη ταυτότητα, σε ό,τι έχει αποκληθεί «κύκλος Μ-Α-Μ-Α» ι .
1. Από
τους αγγλικούς όρους
( Ση μ . Επιμ. Έκδ}
moratorium- identity achievement -
moratoή um -
identity achievement
78
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 8
ΕΦΗΒΕΙΑ
Οι τtσσερις κατηγορίες ε•ηβικής ταυτότητας κατά τον
Marcia
ΔΕΣΜΕΥΣΗ
Παρούσα
Απούσα
~ Παρούσα
Κατακτημένη ταυτότητα
Μορατόριουμ
z
«Αγαπώ τα ζώα και θα γίνω κτηνίατρος>>
<<Θα εργαστώ στο εμπορικό κέντρο μέχρι
i:i
να αποφασίσω τι θα κάνω στο μέλλον,
Ω.
w
Απούσα
ΠΗΓΗ
Marcia, 1980.)
Δοτή ταυτότητα
Σύγχυση ταυτότητας
<<Θα γίνω δικηγόρος, όπως η μητέρα μου»
«Δεν έχω ιδέα τι θέλω να κάνω>>
Για παρaδειγμα, παρόλο που ένας έφηβος με δοτή ταυτότητα μπορεί να έχει στην αρχή της εφηβείας του καταλήξει στο ποια επαγγελματική πορεία θα ακολουθήσει, χωρίς πολλή προσωπική εμπλοκή, αργότερα ίσως αξιολογήσει εκ νέου την επιλογή του και μετακινηθεί
σε διαφορετική κατηγορία ταυτότητας. Έτσι, στην περίπτωση ορισμένων ατόμων, η δια μόρφωση της ταυτότητας μπορεί να ολοκληρωθεί μετa την εφηβεία. Ωστόσο, για τα περισ σότερα aτομα η ταυτότητα διαμορφ
(Kroger, 2000· Meeus, 1996· 2003).
Ταυτότητα, φυλή και εθνότητα Παρόλο που η πορεία διαμόρφωσης της ταυτότητας είναι ούτως ή aλλως δύσκολη για τους εφήβους, παρουσιaζει ιδιαίτερα προβλήματα για τα aτομα που ανήκουν σε φυλετι κές και εθνοτικές ομaδες, οι οποίες παραδοσιακa υπήρξαν θύματα διακρίσεων. Οι αλλη λοσυγκρουόμενες αξίες της κοινωνίας αποτελούν μία πλευρa του προβλήματος. Από το ένα μέρος, οι έφηβοι μαθαίνουν ότι η κοινωνία δεν θα πρέπει να κaνει διακρίσεις ως προς το χρ
ρίες των ατόμων στην κοινωνία να επιτύχουν και ότι, αν τα aτομα έχουν καλές επιδόσεις, η κοινωνία θα τους αποδεχθεί. Έχοντας ως βaση το παραδοσιακό μοντέλο πολιτισμικής αφομοίωσης, η aποψη αυτή υποστηρίζει ότι οι ξεχωριστές πολιτισμικές ταυτότητες θα
πρέπει να aφομοιωθούν σε έναν ενιαίο πολιτισμό- κaτι που, στις ΗΠΑ, έχει αποδοθεί με τον όρο «χωνευτήρι πολιτισμ
νία αποτελείται από διαφορετικές, ισότιμες πολιτισμικές ομaδες, οι οποίες θα πρέπει να διατηρήσουν τα ιδιαίτερα πολιτισμικa τους χαρακτηριστικa. Το μοντέλο αυτό προήλθε, εν μέρει, από την aποψη ότι το μοντέλο πολιτισμικής αφομοίωσης υποτιμa την πολιτι σμική κληρονομιa των επιμέρους ομaδων και μει
ομaδων πολιτισμικ
(LaFromboise, Coleman,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΙ\. ΟΤΗΤ~ ΣΊΉ :\ ΕΦΗΒΙΙ\.Η ΗΛΙΚΙΑ
79
& Gerton, 1993). Η επιλογή δι-πολιτισμικής ταυτότητας γίνεται όλο και συχνότερη . Στι; Ηνωμένες Πολιτείες, μάλιστα, σύμφωνα με τα δεδομένα απογραφής του
2000, ο
αριθμός
των ατόμων, τα οποία θεωρούν ότι ανήκουν σε περισσότερες από μία φυλές, ει ναι σημα
ντικός
(Schmitt, 2001).
Η διαδικασία της διαμόρφωσης ταυτότητας δεν είναι απλή για κανέναν και ίσως είναι διπλά δύσκολη για τα άτομα, τα οποία ανήκουν σε ομάδες πολιτισμικών μειονοτήτων. Η
φυλετική και πολιτισμική ταυτότητα χρειάζεται χρόνο για να διαμορφωθεί και για ορισμέ να άτομα αυτό μπορεί να χρειαστεί μεγάλα χρονικά διαστήματα. Παρ' όλα αυτά, το τελικό αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση μιας πλούσιας, πολύπλευρης ταυτότητας
(Roberts et al.,
1999· Grantham & Ford, 2003· Nadal, 2004· Umana-Taylor & Fine, 2004).
Κατάθλιψη και αυτοκτονία στην εφηβική ηλικία Η Ε. («Ελευθερία») τα είχε όλα: Δύο γονείς, εξαιρετικούς στο ρόλο τους, έναν τρυ
φερό μεγαλύτερο αδελφό και ένα άνετο σπίτι. Αλλά όλα αυτά δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την κατακλυσμιαία αίσθηση aπόγνωσης, που την περιέβαλε στα
14
χρόνια της. «Ήταν σαν ένα σύννεφο, που με ακολουθούσε παντού», λέει. «Δεν μπο ρούσα να ξεφύγω από αυτό».
Η Ε. άρχισε να πίνει και να πειραματίζεται με τα ναρκωτικά. Μια Κυριακή την έπιασαν να κλέβει σε ένα τοπικό κατάστημα και η μητέρα της την πήγε σπίτι με το αυτοκίνητο, σε μια ατμόσφαιρα που η Ε. περιγράφει ως «διαπεραστική σιωπή». Με τα σύννεφα στο κεφάλι της τόσο σκοτεινά, που πίστεψε πως δεν θα μπορέσει ποτέ
ξανά να δει το φως, κατευθύνθηκε αμέσως στο μπάνιο, όπου κατάπιε όσα παυσίπο να βρήκε μπροστά της,
74 στο σύνολο. \Vingert & Kantrowitz, 2002, σ. 54).
Ήταν μόλις 14 χρόνων και ήθελε να πεθάνει
Παρόλο που η πλειονότητα των εφήβων περνούν τη δοκιμασία αναζήτησης της ταυτότη -~ ; τους -όπως και πολλές άλλες προκλήσεις της περιόδου- χωρίς ιδιαίτερες ψυχολογικές
σΧολίες, ορισμένοι από αυτούς βιώνουν την εφηβεία ως μια περίοδο άκρως στρεσογόνο.
άJ.ιστα, μερικοί έφηβοι εμφανίζουν σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Δύο από τα ση ιτιΧότερα είναι η κατάθλιψη και οι aυτοκτονικές τάσεις.
ηβική κατάθλιψη.
Όλοι οι άνθρωποι περνούν από πε
υς λύπης και κακής συναισθηματικής διάθεσης
-
και οι
ι δεν αποτελούν εξαίρεση. Το τέλος μιας σχέσης, μια zία , ο θάνατος αγαπημένου προσώπου
-
όλα αυτά μπο
ια ::τ:ροκαλέσουν έντονα αισθήματα λύπης, απώλειας και
; . Σε τέτοιες περιπτώσεις, η κατάθλιψη αποτελεί μια σχε
; συνήθη αντίδραση. Πόσο συνήθη είναι τα συναισθήματα κατάθλιψης στην ,εία; Περισσότεροι από το
25% των εφήβων αναφέρουν
αισθάνονται τόση λύπη και απελπισία για δύο ή περισσό
; εβδομάδες στη σειρά, ώστε διακόπτουν τις συνήθεις ; δραστηριότητες. Περίπου τα δύο τρίτα των εφήβων ερουν ότι έχουν βιώσει συναισθήματα τέτοιου είδους,
οια στιγμή στη ζωή τους. Από το άλλο μέρος, μόνο μια -ψή μειοψηφία εφήβων -περίπου το
3%- βιώνουν μείζονα
Περί το 25%-40% των κοριτσιών και 20%-35% των αγοριών βιώ νουν περιστασιακά επεισόδια κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της εφηβείας, αν και ο επιπολασμός τής μείζονος κατάθλιψης είναι πολύ χαμηλότερος.
80
ΜΕΙ'ΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 8
ΕΦΗΒΕΙΑ
κατάθλιψη, μια σοβαρή ψυχολογική διαταραχή, κατά την οποία τα συμπτώματα κατά θλιψης είναι εντονα και διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα
(Cicchetti & Toth, 1998·
Grunbaum et al., 2001· Galambos, Leadbeater, & Barker, 2004). Διαφορές φύλου, φυλετικές και πολιτισμικές διαφορές επηρεάζουν, επίσης, τα ποσο
στά της κατάθλιψης. Όπως και στην περίπτωση των ενηλίκων, τα κορίτσια εφηβικής ηλι κίας, κατά μέσο όρο, εμφανίζουν κατάθλιψη συχνότερα από ό,τι τα αγόρια. Ορισμένες έρευνες βρίσκουν ότι τα ποσοστά κατάθλιψης στους εφήβους αφρο-αμερικανικής κατα γωγής είναι υψηλότερα από ό,τι στους λευκούς, αν και δεν καταλήγουν στο ίδιο συμπέρα σμα όλες οι έρευνες. Μία ακόμη ομάδα, η οποία εμφανίζει υψηλά ποσοστά κατάθλιψης, είναι οι aυτόχθονες Αμερικανοί
(Stice, Presnell, & Bearman, 2001· Jacques & Mash, 2004· Hightower, 2005· Li, DiGiuseppe, & Froh, 2006). Στις περιπτώσεις σοβαρής, μακροχρόνιας κατάθλιψης, βιολογικοί παράγοντες φαίνε
ται πως παίζουν σημαντικό ρόλο. Αν και ορισμένοι έφηβοι φαίνεται να έχουν γενετική προδιάθεση στην κατάθλιψη, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες, οι οποίοι σχετί ζονται με τις ασυνήθεις αλλαγές στην κοινωνική ζωή του εφήβου, ασκούν, επίσης, σημα ντικές επιδράσεις. Για παράδειγμα, ένας έφηβος που βιώνει το θάνατο αγαπημένου προ
σώπου ή ο έφηβος που μεγαλώνει με αλκοολικό ή καταθλιπτικό γονέα, διατρέχει υψηλότε ρο κίνδυνο για κατάθλιψη. Επιπρόσθετα, χαμηλά επίπεδα δημοτικότητας, η απουσία στε νών φίλων και η απόρριψη συνδέονται με την εφηβική κατάθλιψη
(Lau & Κ wok, 2000· Goldsmith et al., 2002· Eley, Liang, & Plomin, 2004· Zalsman et al., 2006). Ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα σχετικά με την κατάθλιψη είναι γιατί τα ποσο στά της είναι υψηλότερα στα κορίτσια από ό,τι στα αγόρια. Υπάρχουν ενδείξεις, σύμφωνα
με τις οποίες οι διαφορές στις ορμόνες ή κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο είναι το αίτιο. Αντί θετα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με τα αγόρια, στα κορίτσια εφηβικής ηλι
κίας το στρες είναι εντονότερο, εξαιτίας των πολλών και -σε ορισμένες περιπτώσεις- αντι κρουόμενων απαιτήσεων του παραδοσιακού γυναικείου ρόλου. Για παράδειγμα, το κορί
τσι που αναφέρθηκε παραπάνω στη συζήτηση για την aυτοεκτίμηση, επιζητεί αφενός να τα πάει καλά στο σχολείο και αφετέρου να είναι δημοφιλής μεταξύ των συμμαθητών της. Αν θεωρήσει ότι η σχολική της επιτυχία υπονομεύει τη δημοτικότητά της, αντιμετωπίζει
ένα δύσκολο δίλημμα, το οποίο μπορεί να την κάνει να αισθανθεί απόγνωση. Εκτός από τις πιέσεις αυτές, οι κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με τον παραδοσιακό ρόλο του φύλου προσδίδουν υψηλότερη κοινωνική θέση στον άνδρα από ό,τι στη γυναίκα (Nolen-Hoeksema,
2003· Gilbert, 2004). Τα υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας είναι πιθανό να αντιπροσωπεύουν διαφορές φύλου στην αντιμετώπιση του στρες και όχι διαφορές φύλου
στη συναισθηματική διάθεση. Συγκριτικά με τα αγόρια, τα κορίτσια είναι πιθανότερο να αντιδράσουν στο στρες με εσωστρέφεια, οπότε βιώνουν συναισθήματα aπόγνωσης και απελπισίας. Αντίθετα, τα αγόρια αντιδρούν τις περισσότερες φορές με εξωτερίκευση του
στρες και με παρορμητικές ή επιθετικές πράξεις ή με στροφή στις ουσίες και το αλκοόλ
(Hankin & Abramson, 2001· Winstead & Sanchez, 2005). Αυτοκτονικές τάσεις στην εφηβική ηλικία.
Το ποσοστό εφηβικής αυτοκτονίας έχει
τριπλασιαστεί τα τελευταία 30 έτη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, κάθε 90 λεπτά συμβαίνει μία αυτοκτονία, ενώ το ετήσιο ποσοστό είναι 12,2 aυτοκτονίες ανά 100.000 εφήβους. Επιπλέον, τα ποσοστά :του αναφέρονται στις έρευνες είναι πιθανό να είναι μι κρότερα από τα πραγματικά. καθώ;. σε ορισμένες περιπτώσεις, οι γονείς και το ιατρικό προσωπικό δεν αναφέρουν το θάνατο ως αυτοκτονία αλλά ως «ατύχημα». Ακόμη και έτσι, οι aυτοκτονίες αποτελούν την τρίτη αιτία θανάτου στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆ Π ΤΥΞΗ ΤΗΣ Π ΡΟΣΩΠΙΙ\:ΟΤΗΤ~ :Ώ'Η:\' ΕΦΗ ΒΙΚΗ Η Λ ΙΚ ΙΑ
81
μετ ό από τα ατυχήματα και τις aνθρωποκτονίες. Πόντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, πα ρόλο που ο αριθ μός αυτοκτονιών στους εφήβους έχει τα τελευταία χρόνια αυξηθεί περισ σότερο από κόθε όλλη ηλικιακή ομόδα, τα υψηλότερα ποσοστό αυτοκτονιών συναντώνται στην ύστερη ενήλικη ζωή
(Healy, 2001· Grunbaum et al., 2002· Joe & Marcus, 2003· Conner
& Goldston, 2007). Στην εφηβ εία, το ποσοστό αυτοκτονιών είναι υψηλότερο στα αγόρια , παρ ό στα κορί τσια, αν και τα κορ ίτσια προβαίνουν συχνότερα σε απόπειρες αυτοκτονίας. Στα αγόρια, οι απόπειρες αυτοκτονίας είναι πιθανότερο να καταλήξουν σε θόνατο, λόγω των μεδόθων
που χρη σιμοποιούνται: Τα αγόρια τείνουν να χρησιμοποιούν βιαιότερα μέσα, όπως όπλα, ενώ τα κορίτσια είναι πιθανότερο να επιλέξουν την ηπιότερη στρατηγική τής υπερβολικής δόση ς φαρμακευτικών ουσιών. Υπολογίζεται ότι επιτυχής είναι μία πειρες αυτοκτονίας και από τα δύο φύλα
(1) σε κόθε 200 από (Gelman, 1994· Joseph, Reznik, & Mester, 2003·
Dervic et al., 2006). Τα αίτ ια της αύξησης των εφηβικών αυτοκτονιών στις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι σαφή . Η π ιο πρ οφανή ς ερμηνεία είναι η αύξηση του στρες που βιώνουν οι έφηβοι σήμερα,
το οποίο καθιστό ομόδα υψηλού κινδύνου για αυτοκτονία όσους είναι πιο ευόλωτοι
(Elkind, 1984).
Γιατί, όμως , το στρες έχει αυξηθεί μόνο για τους εφήβους, ενώ ο αριθμός
αυτοκτονιών σε όλλες ηλικιακές ομόδες έχει παραμείνει σχετικό σταθερός; Α ν και οι λόγοι δεν είναι ακόμη γνωστοί, είναι σαφές ότι ορισμένοι παρόγοντες αυξόνουν τον κίνδυνο αυ
τοκτονιών . Ένας από αυτούς είναι η κατόθλιψη. Οι έφηβοι, που πόσχουν από κατόθλιψη και β ιώνουν έντονα αισθήματα απελπισίας, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να aυτοκτο νήσουν (παρόλο που τα περισσότερα ότομα με κατόθλιψη δεν aυτοκτονούν). Επιπλέον, οι κο ινωνικές αναστολές, η τελειομανία και τα υψηλό επίπεδα πίεσης
και όγχου ς σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο για αυτοκτονία. Η εύ κολη πρόσβαση σε όπλα -τα οποία είναι ευρύτερα διαδεδομένα στις
Ηνω μένες Πολιτείες- συμβόλλει, επίσης, στα υψηλό ποσοστό αυτοκτο νιών
(Huff, 1999· Goldston, 2003).
Εκτός από την κατόθλιψη , ορισμένες περιπτώσεις αυτοκτονίας συνδέονται με ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις, με δυσκολίες στις διαπρ οσωπικές σχέσεις ή με προβλήματα στο σχολείο. Σε όλλες περι
πτώσεις υπόρχει ιστορικό κακοποίησης και εγκατόλειψης. Το ποσο στό αυτοκτονιών στα ότομα, που είναι χρήστες ουσιών και αλκοόλ, εί ναι επίσης σχετικώς υψηλό . Όπως φαίνεται στο Σχήμα
12.1, οι έφηβοι,
οι οποίοι σκέπτονται να aυτοκτονήσουν και τηλεφωνούν σε γραμμή βοήθειας, αναφέρουν και μια σειρό όλλων σχετικών προβλημότων (Lyon et al., 2000· Bergen, Martin, & Richardson, 2003· Wilcox, Conner, & Caine, 2004) . Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοκτονίας, η αιτία φαίνεται να είναι το «Παρόδειγμα» αυτοκτονίας κόποιου όλλου. Στην αυτοκτονία συστάδας, η αυτοκτονία κόποιου οδηγεί όλλα ότομα σε απόπειρες αυτοκτονίας. Για παρόδ ειγμα , σε ορισμένα γυμνόσια και λύκεια , έπειτα από μια ευ
ρέως προβληθείσα αυτοκτονία , έχει ακολουθήσει σειρό αυτοκτονιών σε μαθητές . Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ιδρύσουν ομόδα για αντιμε
τώπ ιση κρίσεων με σκοπό τη συμβουλευτική μαθητών, ύστερα από πε ριστατικό αυτοκτονίας
(Haas, Hendin, & Mann, 2003· Arenson, 2004).
Έχουν παρατηρηθεί αρκετό προειδοποιητικό «σήματα» , που θα
Το ποσοστό εφηβικής αυτοκτονίας έχει τριπλασια στεί τα τελευταία
30
χρόνια . Τα κορίτσια στη φωτο
πρέπει να οδηγή σουν σε συναγερμό σχετικό με την πιθανότητα αυτο
γραφία παρηγορούν το ένα το άλλο , μετά την αυτο
κτονίας. Μερικό από αυτό είναι:
κτονία συμμαθητή τους .
1\ΙΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
82
ΕΦΗΒΕΙΑ
Άμεσα ή έμμεσα σχόλια σχετικά με την αυτοκτονtα, όπως «Μακάρι να πέθαινα» ή «Δεν θα χρειαστεί να ανησυχείτε για εμένα για πολύ»
Προβλήματα στο σ-ι:ολείο, όπως απουσίες από τα μαθήματα ή πτώση στους βαθμούς Διευθετήσεις, όπως όταν το άτομο φεύγει για μεγάλο ταξίδι, π. χ. δωρεά αντικειμένων ή ανάθεση της φροντίδας οικόσιτου ζώου σε άλλο άτομο Σύνταξη διαθήκης
Απώλεια όρεξης ή υπερβολική κατανάλωση τροφής Γενικευμένη κατάθλιψη, η οποtα περιλαμβάνει αλλαγή στο πρόγραμμα του ύπνου, βραδύτητα, λήθαργος και απουσία επιθυμίας για επικοινωνία
Δραματικές αλλαγές στη συμπεριφορά, όπως αλλαγή από την εσωστρέφεια στην κοι νωνικότητα Ενασχόληση με θέματα θανάτου στη μουσική, την τέχνη ή τη λογοτεχνία
Ενδο-οικογενειακά προβλήματα Διαπροσωπικές σχέσεις
με τους συνομηλίκους Αυτοεκτίμηση
Απλώς για να μιλήσουν με κάποιον Χρήση ουσιών και αλκοόλ Κακοποίηση Θέματα σχετικά με το σεξ Προβλήματα στο σχολείο Θάνατος
Ψυχικά προβλήματα Θέματα σχετικά
με την πνευματικότητα Εγκυμοσύνη Άλλα
Νομικά θέματα Διαταραχές διατροφής
AIDS ο
5
10
15
20
25
30
35
40
45
Ποσοστό τηλεφωνικών κλήσεων ανά πρόβλημα
Σχήμα
12.1 Εφηβικά προβλήματα
Προβλήματα με την οικογένεια, την aυτοεκτίμηση και με τις σχέσεις με τους συνομηλίκους είναι αυτά που αναφέρονται συχνότερα, σύμφωνα με ανάλυση τηλεφωνικών κλήσεων σε γραμμή βοηθείας από εφήβους . οι οποίοι σχεδιάζουν να aυτοκτονήσουν. (ΠΗΓΗ :
Boehm & Campbell, 1995.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤ-\Σ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Προλαμβάνοντας την αυτοκτονία στην εφηβεία Α ν υποπτεύεστε ότι ένας έφηβος ή οποιοδήποτε άλλο άτομο σχεδιάζει να αυτοκτονήσει, μην αδρανε(τε. Παρακάτω, παρατ(θενται ορισμένες προτάσεις:
•
Μιλήστε στο άτομο, ακούστε τι έχει να σας πει χωρ(ς να aσκήσετε κριτική και προ σφέρετε την ευκαιρ(α να μπορέσει να γνωστοποιήσει τις σκέψεις και τα προβλήματά του.
•
Μιλήστε συγκεκριμένα για τις aυτοκτονικές του σκέψεις, θέτοντας ερωτήματα, όπως: Έχει σχέδιο; Έχει όπλο; Πού βρ(σκεται το όπλο; Έχει αποθηκεύσει ποσότητες φαρμα κευτικών ουσιών; Πού βρ(σκονται; Η Υπηρεσ(α Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ αναφέρει ότι «αντίθετα με τη διαδεδομένη αντίληψη, η ειλικρίνεια του ε(δους αυτού δεν οδηγεί σε επικίνδυνες σκέψεις, ούτε ενθαρρύνει τις aυτοκτονικές τάσεις».
•
Αξιολογήστε την κατάσταση και προσπαθήστε να διακρ(νετε αν το άτομο ε(ναι γενικά αναστατωμένο ή εάν πράγματι βρίσκεται σε σοβαρότερο κίνδυνο και έχει όντως σχέ δια για αυτοκτονία. Αν η κρ(ση είναι οξε(α, μην αφήσετε το πρόσωπο αυτό μόνο του.
•
Να ε(στε υποστηρικτικοί, δε(ξτε στον άλλον ότι ενδιαφέρεστε και προσπαθήστε να τον πείσετε ότι δεν ε(ναι μόνος του.
•
Αναλάβετε την ευθύνη να αναζητήσετε βοήθεια, χωρίς να ανησυχείτε ότι παραβιάζε τε τον προσωπικό του χώρο. Μην προσπαθήσετε να αντιμετωπ(σετε μόνοι σας το πρό βλημα. Αναζητήστε αμέσως βοήθεια από επαγγελματ(ες/ειδικούς.
•
Βεβαιωθείτε ότι το_ περιβάλλον ε(ναι ασφαλές, aπομακρύνοντας (και όχι απλώς κρύ βοντας) αντικε(μενα όπως όπλα, ξυράφια, ψαλίδια, φαρμακευτικές ουσ(ες και άλλα, πιθανώς επικ(νδυνα, αντικε(μενα.
•
Μην κρατάτε τη συζήτηση ή τις απειλές για αυτοκτον(α μυστικές. Η συζήτηση αυτή αποτελε( έκκληση βοήθειας και χρήζει άμεσης δράσης.
•
Μην προκαλε(τε και μην σοκάρετε το άτομο σε μια προσπάθεια να του δείξετε τα λάθη στον τρόπο σκέψης του. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να έχει τραγικά αποτελέσματα.
•
Προσπαθήστε να κάνετε συμφων(α με το άτομο, aποσπώντας μια υπόσχεση ή δέσμευ ση, κατά προτίμηση σε γραπτή μορφή, ότι δεν θα προβεί σε απόπειρα αυτοκτον(ας, μέχρι να συζητήσετε περαιτέρω για το θέμα. Μην εφησυχάσετε από μια ξαφνική βελτίωση στο συναίσθημα του ατόμου. Ορισμέ
νες φορές, αυτή η φαινομενική βελτίωση, είτε αντανακλά την ανακούφισή του ότι έχει τελικά αποφασ(σει να αυτοκτονήσει, ε(τε αποτελε( προσωρινή βελτ(ωση διότι έχει μιλήσει με κάποιον, όμως το πιθανότερο είναι ότι τα προβλήματα δεν έχουν επι λυθεL.
83
84
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη •
Κατό την περίοδο της εφηβείας, η αυτοαντίληψη διαφοροποιείται περισσότερο καθώς η εικόνα του εαυτού γίνεται πιο οργανωμένη, ευρεία και αφαιρετικr], και περιλαμβό νει τις αντιλr]ψεις των όλλων για τον εαυτό.
•
Η aυτοεκτίμηση, επίσης, διαφοροποιείται περισσότερο, καθώς ο έφηβος αποκτό την ικανότητα να αποδίδει διαφορετικr] αξία στις διαφορετικές πλευρές τού εαυτού.
•
Τόσο η θεωρία του
Erikson όσο και εκείνη του Marcia εστιόζουν στην προσπόθεια του
εφr]βου να διαμορφώσει μια ταυτότητα και έναν ρόλο στην κοινωνία.
•
Ένας από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι είναι η κατόθλιψη, η οποία πλr]ττει περισσότερο τα κορίτσια από ό,τι τα αγόρια.
•
Η αυτοκτονία αποτελεί την τρίτη αιτία θανότου στα ότομα ηλικίας από
15 μέχρι 24 ετών.
Διαπροσωπικές σχέσεις: Οικογένεια και φίλοι Η Λ. («Λία») είναι ντυμένη επίσημα και έτοιμη για την πρώτη χοροεσπερίδα τής ζωής της. Είναι αλήθεια ότι δείχνει τόσο όμορφη με αυτό το κοντό μαύρο φόρεμα με τις χάντρες, ώστε το ανδρικό πουκάμισο, που επιμένει να φορέσει, για να καλύ
ψει τους γυμνούς της ώμους, δεν μειώνει τη γοητεία που εκπέμπει η εικόνα της. Όμως η Λ. έχει κατσουφιάσει. Το αγόρι της έχει καθυστερήσει τέσσερα ολόκληρα λεπτά και η μητέρα της δεν της επιτρέπει να μείνει έξω όλο το βράδυ σε ένα ολονύ κτιο πάρτυ συμμαθήτριάς της, μετά τη χοροεσπερίδα... Ο πατέρας της Λ. προτείνει ως ώρα επιστροφής τις
2
π.μ. Η Λ. εκνευρίζεται και φωνάζει ακόμη περισσότερο.
Ο φίλος της την υποστηρίζει και τονίζει ότι στο πάρτυ θα υπάρχει επιτήρηση από ενήλικα. Η μητέρα τής Λ. έχει ήδη μιλήσει στο τηλέφωνο με τη μητέρα τής φίλης τής
κόρης της και, με το εύκολο σχόλιό της ότι ένα τέτοιο πάρτυ φαίνεται αρκετά «Πε ρίεργο», κάνει τη Λ. να αισθανθεί μεγάλη αναστάτωση. Οπότε, η Λ. επιμένει: «Μα μαμά, δεν πρόκειται να κοιμηθεί κανείς!» (Ε.
Graham, 1995, σ. Β1).
Η κοινωνικr] ζωr] τού εφr]βου είναι πολύ ευρύτερη από αυτr] των μικρότερων παιδιών. Καθώς οι σχέσεις του με ότομα, εκτός του οικογενειακού του περιβόλλοντος, αποκτούν
όλο και μεγαλύτερη σημασία, οι ενδο-οικογενειακές σχέσεις εξελίσσονται και αποκτούν ένα νέο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, δύσκολο περιεχόμενο
(Collins, Gleason, & Sesma,
1997· Collins & Andrew, 2004).
Οικογενειακοί δεσμοί: Μεταβαλλόμενες σχέσεις Όταν ο Π. («Παντελής») ξεκίνησε το γυμνάσιο, οι σχέσεις με τους γονείς του άλλα
ξαν δραματικά. Ενώ, παλαιότερα, οι σχέσεις αυτές ήταν καλές, τώρα άρχισαν να γί νονται τεταμένες. Ο Π. θεωρούσε ότι οι γονείς του συνεχώς επενέβαιναν στην προ σωπική του ζωή. Αντί να του παρέχουν περισσότερη ελευθερία, την οποία θεωρού σε πως άξιζε στα
13 του χρόνια,
άρχισαν να γίνονται πιο αυστηροί μαζί του.
Είναι πολύ πιθανό ότι οι γονείς του Π. αντιμετωπίζουν την κατόσταση πολύ διαφορετικό.
Πιστεύουν ότι η πηγr] τr]ς έντασης στο σπίτι μόλλον δεν είναι οι ίδιοι αλλό ο γιος τους .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚ ΟΤΗΤ.~ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
85
Θεωραuν ότι ο Π., με τον οποLο εLχαν διαμορφώσει μια στενή, σταθερή σχέση στοργής, σε όλη τη διό.ρκεια της παιδικής του ηλικLας, ξαφνικό. ό.ρχισε να φαLνεται ό.λλος ό.νθρωπος. Νιώθουν ότι ο Π . τοuς έχει αποκλεLσει από τη ζωή του και, όταν τους απευθuνει το λόγο,
το κό.νει μόνο για να ασκήσει κριτική στις πολιτικές τους αντιλήψεις, το ντύσιμό τους και τις τηλεοπτικές τους προτιμήσεις. Οι γονεLς του θεωροuν ότι η συμπεριφορό. τοu Π. προ
καλεL μεγό.λη αναστό.τωση και σuγχυση.
Η αναζήτηση της αυτονομίας.
Οι γονεLς θυμώνουν ορισμένες φορές και, ακόμη πε
ρισσότερες, αισθό.νονται προβληματισμένοι από τη συμπεριφορό. των εφήβων. Παιδιό., τα οποLα στο παρελθόν αποδέχονταν τη γονε"ίκή κριτική, τις υποδεLξεις και τις οδηγLες, αρχL ζουν τώρα να αμφισβητοuν και, ορισμένες φορές, να εξεγε(ρονται κατό. των αντιλήψεων
Αυτονομία
Η ανεξαρτnσία και
n αίσθnσn
του ατόμου ότι ασκεί έλεγχο στn ζωn του.
των γονέων τους για τον κόσμο.
Ένας από τους λόγους για αυτές τις αψιμαχLες ε(ναι οι νέοι ρόλοι, στους οποLους τόσο οι γονεLς όσο και τα παιδιό. πρέπει να προσαρμοστοuν. Ο έφηβος επιζητεL όλο και περισ σότερη αυτονομLα, ανεξαρτησLα και την αLσθηση ότι ασκεL έλεγχο στη ζωή του. Οι περισ σότεροι γονεLς συνειδητοποιοuν ότι οι αλλαγές αυτές αποτελοuν φυσιολογικό μέρος τής εφηβεLας και αντιπροσωπεuουν έναν από τους πρωταρχικοuς αναπτυξιακοuς στόχους της περιόδου και τις υποδέχονται ευνο·ίκό., ως ένδειξη ωριμότητας του παιδιοu τους. Σε
πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, η καθημερινή πραγματικότητα της αυξανόμενης αυτονομLας του εφήβου εLναι πιθανό να αποδειχθεL πολu δUσκολη στην αντιμετώπισή της
1995). Το να
(Smetana,
αποδέχονται οι γονεLς νοητικό. την ανό.γκη του παιδιοu για ανεξαρτησLα και
να του παρό.σχουν την ό.δεια να συμμετό.σχει σε πό.ρτυ, χωρLς την παρουσ(α ενήλικα, ε(ναι
δύο διαφορετικό. πρό.γματα. Για τον έφηβο, η ό.ρνηση των γονέων υποδηλώνει απουσ(α εμπιστοσuνης . Για τον γονέα, ε(ναι πολu λογικό και Lσως απαντήσει: «Εσένα σε εμπιστεuο μαι. Δεν εμπιστεuομαι, όμως, όλους τους ό.λλους που θα συμμετέχουν στο πό.ρτυ».
Στις περισσότερες οικογένειες, η απόκτηση της αυτονομLας προχωρεL σταδιακό., σε όλη τη διό.ρκεια της εφηβεLας. Σε μια έρευνα που μελέτησε τις αλλαγές στις αντιλήψεις των εφήβων για τους γονεLς τους, βρέθηκε ότι η αυξανόμενη αυτονομLα τοuς έκανε να πε ριγρό.φουν τους γονεLς τους λιγότερο με ιδανικοuς όρους και περισσότερο ως κανονικό.
ό.τομα, όπως όλοι οι ό.λλοι. Για παρό.δειγμα, αντL να θεωροuν τους γονεLς ό.τομα αυταρχι κό., που επιβό.λλουν πειθαρχLα και απλώς υπενθυμLζουν αφόρητα στον έφηβο τις σχολι κές υποχρεώσεις του , μπορεL να σκεφθοuν ότι οι γονεLς τους ενδιαφέρονται για την πρόο
δό τους, διότι οι Lδιοι δεν εLχαν την κατό.λληλη μόρφωση και επιθυμοuν τα παιδιό. τους να έχουν περισσότερες ευκαιρLες στη ζωή από ό,τι είχαν οι ίδιοι. Παρό.λληλα, ο έφηβος αρχίζει βαθ
μιαία να βασίζεται περισσότερο στον εαυτό του και να αισθό.νεται ξεχωριστό ό.τομο (βλέπε Σχή μα
12.2). Η αuξηση της εφηβικής αυτονομLας μεταβό.λ
.9> 3
9:::ι ::ι
60 ,---~--~-------., Οι γονείς
36
ως ανθpω
Καμία εξάρτηση
12
t> (j
λει τις σχέσεις ανό.μεσα στους γονείς και στα παι
·ο ::ι
διό.. Στην αρχή της εφηβείας, η σχέση τείνει να εί
σ
από τους γονείς
-12
Οι γονείς ως λιγότερο
CD ω
ναι ασuμμετρη: Οι γονείς είναι αυτοί που έχουν
εξιδανικευμένα άτομα
-36 -60 5
τη δUναμη και την επιρροή στη σχέση. Ωστόσο,
8
6
9
περί το τέλος τής εφηβείας, η ισχuς και η επιρροή
Βαθμός
εξισορροποuνται και, έτσι, η σχέση γονέα - παι-
Σχήμα 12.2 Αντιλήψεις εφήβων για τους γονείς
Οι γονείς ως συνηθισμένα άτομα
διοu γίνεται πιο συμμετρική και ισότιμη. Η ισχuς
Καθώς ο έφηβος ωριμάζει, εξιδανικεύει λιγότερο τους γονείς του και τους θεω
και η επιρροή ασκείται και από τα δυο μέρη, αν
ρεί κανονικά άτομα, όπως όλοι οι άλλοι.
και, τυπικό., οι γονείς έχουν «το πό.νω χέρι».
(nΗΓΗ:
Steinberg & Silνerberg, 1986.)
86
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
• ΕΦΗΒΕΙΑ
Πολιτισμικοί :rαράyοντες και αυτονομία. Ο βαθμός της αυτονομίας, ο οποίος τελικό επιτυγχόνεται από τον έφηβο, ποικίλλει από οικογένεια σε οικογένεια και από ότομο σε ότομο. Οι πολιτισμικοί παρόγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο. Στις δυτικές κοινωνίες, στις οποίες δίνεται μεγόλη σημασία στην ατομικότητα, ο έφηβος διεκδικεί την αυτονομία σε ένα σχετικό πρώιμο στόδιο της εφηβείας. Αντίθετα, στις aσιατικές κοινωνίες, στις οποίες δίνεται μεγόλη έμφαση στη συλλογικότητα, προωθείται η ιδέα ότι η ευημερία της ομόδας είναι σημαντικότερη από την ευημερία του ατόμου. Στις κοινωνίες αυτές, η επιδίωξη του ατόμου να αποκτησει αυτονομία είναι λιγότερο έντονη
(Kim et al., 1994· Raeff, 2004).
Οι έφηβοι διαφορετικης πολιτισμικης προέλευσης διαφέρουν, επίσης, στο βαθμό υπο χρέωσης που αισθόνονται προς την οικογένεια τους. Οι έφηβοι που προέρχονται από κοι νωνίες, οι οποίες προβόλλουν τη συλλογικότητα, τείνουν να αισθόνονται μεγαλύτερη υπο χρέωση προς τους γονείς τους -από ό,τι οι έφηβοι που προέρχονται από κοινωνίες, οι
οποίες υποστηρίζουν την ατομικότητα- και προσπαθούν να ανταποκριθούν στις προσδο κίες τους, προσφέροντας βοηθεια, δείχνοντας σεβασμό και υποστηρίζοντας την οικογέ νεια τους- ως ενηλικες. Στις κοινωνίες αυτές, η πίεση για εφηβικη ανεξαρτησία είναι λιγό τερο έντονη και το χρονοδιόγραμμα στο οποίο αναμένεται να αποκτηθεί, ευρύτερο (βλέπε Σχημα 12.3· Fuligni, Tseng, & Lam, 1999· Chao, 2001· Fuligni & Zhang, 2004· Leung, PePua, & Karnilowicz, 2006).
Για παρόδειγμα, όταν σε έρευνες ζητούν από γονείς και εφηβους να δηλώσουν σε ποια ηλικία αναμένεται ένας έφηβος να εμφανίσει ορισμένες μορφές συμπεριφορός (όπως, π. χ., να παρακολουθησει μουσικη συναυλία με φίλους), οι απαντησεις είναι διαφορετικές, ανό λογα με την πολιτισμικη προέλευση των ερωτώμενων. Συγκριτικό με τους γονείς και τους
εφηβους ασιατικών κοινωνιών, οι γονείς και έφηβοι δυτικών κοινωνιών υποδεικνύουν συ ντομότερο χρονοδιόγραμμα, καθώς προσδοκούν ότι η αυτονομία θα επιτευχθεί σε μικρό τερη ηλικία
(Feldman & Rosenthal, 1991· Feldman & Wood, 1994).
4,5 4 3,5 U" σ
w σ
3
U"
...
ι::-
U" ο
2,5
•:>
>< 9
U"
·ο
2
::::1. CD σ
CD
Σχήμα
1,5
12.3 Οικογενειακές
υποχρεώσεις εφήβων Οι έφηβοι aσιατικής και λατι νοαμερικανικής καταγωγής βιώ νουν εντονότερα αισθήματα σε βασμού και υποχρέωσης προς
0,5 ο
Φιλιππίνες
Κίνα
Μεξικό
την οικογένειά τους, συγκριτικα
με τους εφήβους ευρωπa·ίκής καταγωγής. (ΠΗΓΗ:
Fulgini, Tseng, & Lam, 1999..
Κεντρική
Ευρώπη
και Νότια Αμερική
Ο Καθήκον να δείχει σεβασμό
Ο Καθήκον να προσφέρει υποστήριξη στην οικογένεια ως ενήλικας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I 2
•
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΙΙΙ~ ΟΤΗΤ~ ~IH'\ ΕΦΗΒΙ~Η ΗΛΙΚΙΛ
87
Ένα ερc!:ιτημα που προκvπτει εLναι κατά πόσον η αργοπορημένη κατάκτηση αυτο νομLας σε συλλογικές κοινωνLες έχει αρνητικές επιπτc!:ισεις στους εφήβους , που ζουν και μεγαλc!:ινουν στις κοινωνLες αυτές. ΦαLνεται ότι η απάντηση εLναι αρνητική. Ο παράγων που παLζει σημαντικότερο ρόλο εLναι ο βαθμός αντιστοLχισης/συμφωνLας ανάμεσα στις
πολιτισμικές προσδοκLες και στην αναπτυξιακή πορεLα του ατόμου. Αυτό που Lσως έχει μεγαλvτερη σημασLα εLναι το πόσο συμφωνεL η ανάπτυξη της αυτονομLας του εφήβου με τις προσδοκLες της κοινωνLας και όχι το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα κατάκτησης της αυτονομLας
(Rothbaum et al., 2000· Zimmer-Gembeck & Collins, 2003· Updegraff et al.,
2006). Εκτός από τους πολιτισμικοvς παράγοντες, το φvλο παLζει, επLσης, σημαντικό ρόλο στην αυτονομLα του εφήβου. Σε γενικές γραμμές, οι γονεLς παρέχουν περισσότερη αυτονο
μLα, σε μικρότερη ηλικLα , στα αγόρια από ό,τι στα κορLτσια. Η ενθάρρυνση της αυτονομLας των αρρένων εLναι σvστοιχη με τα γενικά παραδοσιακά στερεότυπα του φvλου, σvμφωνα με τα οποLα ο άνδρας θεωρεLται περισσότερο ανεξάρτητος από τη γυναLκα, ενω η γυναLκα πιο εξαρτημένη από τους άλλους. Μάλιστα, όσο περισσότερο στερεοτυπικές απόψεις για το φvλο έχουν οι γονεLς τόσο λιγότερο πιθανό εLναι να ενθαρρvνουν την ανάπτυξη της αυ τονομLας στα κορLτσια
(Bumpus, Crouter, & McHale, 2001).
Ο μύθος του χάσματος των γενεών.
Πολλές κινηματογραφικές ταινLες με -και για
νέους συχνά δεLχνουν παιδιά και γονεLς να έχουν τελεLως αντLθετες απόψεις για θέματα της καθημερινής ζωής. Παράδειγμα: Έφηβος με περιβαλλοντικές ευαισθησLες και πατέ ρας, ιδιοκτήτης εργοστασLου, που μολvνει το περιβάλλον. Οι υπερβολές αυτές εLναι συ νήθως αστεLες, επειδή υποθέτουμε ότι υπάρχει ένα στοιχεLο αλήθειας σε αυτές, ότι δηλα δή οι πεποιθήσεις των γονέων και των εφήβων εLναι εκ διαμέτρου αντLθετες. Σvμφωνα
με τη θέση αυτή, υπάρχει χάσμα γενεών , δηλαδή ένα βαθv ρήγμα που χωρLζει γονεLς και εφήβους, όσον αφορά τις αντιλήψεις, τις στάσεις, τις αξLες και τις απόψεις τους για τον κόσμο. Η πραγματικότητα, ωστόσο, εLναι πολv διαφορετική. Το χάσμα γενεων, όταν πράγματι
Χάσμα γενεών Σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους γονεiς και τους εφrΊβους, άχJν αφορά ης ανηλrΊψεις,
ης στάσεις, ης αξiες
υπάρχει, εLναι επιφανειακό. Έφηβοι και γονείς τεLνουν να αντιμετωπLζουν πολλά θέματα
και ης απάjJεις τους
από την ίδια οπτική γωνLα. Σε γενικές γραμμές, συντηρητικοί γονείς τείνουν να έχουν παι
για τον κοομο.
διά συντηρητικής πολιτικής προσέγγισης, γονεLς-μέλη χριστιανικων οργανc!:ισεων τεLνουν να έχουν παιδιά με παρόμοιες απόψεις, γονείς οι οποLοι τάσσονται υπέρ του δικαιc!:ιματος
στην άμβλωση τείνουν να έχουν παιδιά τα οποία τάσσονται υπέρ του δικαιc!:ιματος κ.ο.κ. Σε κο ινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά θέματα, γονείς και έφηβοι συνήθως έχουν παρό μοιες απόψεις και οι ανησυχίες των παιδιc!:ιν τείνουν να αντικατοπτρίζουν τις αντίστοιχες ανησυχίες των γονέων. Οι ανησυχίες των εφήβων σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα
(βλέπε Σχήμα κες
12.4), εLναι ανησυχίες με τις οποίες θα συμφωνοvσαν οι περισσότεροι ενήλι (Flor & Knap, 2001· Knafo & Schwartz, 2003· Smetana, 2005). Όπως έχει ήδη τονιστεί, οι περισσότεροι έφηβοι έχουν καλές σχέσεις με τους γονεLς
τους. Παρά την προσπάθειά τους για αυτονομία και ανεξαρτησLα, οι περισσότεροι έφηβοι αισθάνονται βαθιά συναισθήματα αγάπης, στοργής και σεβασμοΊ) προς τους γονείς τους και οι γονείς αισθάνονται το ίδιο για τα παιδιά τους. Παρόλο που, σε ορισμένες περιπτc!:ι
σεις , οι σχέσεις γονέα- παιδιου παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα, στην πλειονότητά τους οι σχέσεις αυτές είναι θετικές και το γεγονός αυτό διευκολvνει τον έφηβο να αποφεvγει τις πιέσε ις των συνομηλLκων, ένα θέμα, το οποίο παρουσιάζεται αργότερα στο κεφάλαιο
(Gavin & Furman, 1996· Resnick et al., 1997· Black, 2002). Παρόλο που ο έφηβος γενικc!:ις περνά όλο και λιγότερο χρόνο με την οικογένειά του , ο χρόνος που περνά με τον καθένα από τους γονείς του παραμένει αρκετά σταθερός, σε όλη
88
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας
Εγωισμός/Οι άνθρωποι δεν υπολογίζουν Γ-::"---'----'--==-'-=~-----'------,
τα δικαιώματα των άλλων f--~--~--~------,-----,--__J Οι άνθρωποι δεν σέβονται τους νόμους ι-"---'----'----'----'---'--,
και την εξουσία f'------,-----,-----,-----,-----,-.....1 Λανθασμένες αποφάσεις των πολιτικών f'--~--~--~------~
Απουσία γονε·ίκής πειθαρχίας σε παιδιά και εφήβους f'--~--~--~-----~
Δικαστήρια, τα οποία, αντί να προασπίζουν τα δικαιώματα ι-----'-----'------'-----:, του θύματος, ενδιαφέρονται περισσότερο για τα δικαιώματα του εγκληματία F'-----,-----,-----,-----,J Υπερβολική έμφαση στα χρήματα και τα υλικά αγαθά
~--~--~----~~
Απουσία ηθικής και ηθικών αξιών στην κοινωνία f'--~--~--~~
Υπερβολικό ενδιαφέρον για άλλες χώρες του κόσμου f'-----,-----,-----,~
Απουσία συμμετοχής του πολίτη στα κοινά f'-----~-~
Απουσία κυβερνητικής δράσης ~--~------'
Ανεπαρκής κυβερνητική στήριξη της τεχνολογίας ι-----'---,
Σχήμα
12.4
και της επιστήμης
Τα προβλήμα
f------,-..J
τα στην κοινωνία, σύμφωνα
με τους εφήβους Οι αποψεις των εφήβων για τα
Απουσία ενδιαφέροντος για άλλες χώρες του κόσμου
προβλήματα της σύγχρονης κοι νωνίας είναι απόψεις με τις οποίες οι γονείς τους πιθανό
Απουσία δράσης από τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία
τατα θα συμφωνούσαν. {ΠΗΓΗ
PRIMEDIAι Roper
VouttJ S
r:νey,
ο
10
20
40
30
50
60
National Ποσοστό εφήβων που απάντησαν
1999.)
35
D
Με μέλη της ευρύτερης οικογένειας
30
> •3
25
Q.
Σχήμα
12.5
Χρόνος που
οι έφηβοι περνούν με τους γονείς
3 ·ο
15
20
ο
D
ο
c
15
Παρά την αναζήτηση αυτονοας και ανεξαρτησίας, οι περισ
σσ;-ε.ροι εφηβοι βιώνουν βαθιά
10
σνναισθήματα αγάπης , στορ
γής και σεβασμού προς τους γονείς τους και ο χρόνος, τον
5
οποίο περνούν με τον κάθε γο
νέα (τα κατώτερα τμήματα στο σχήμα) παραμένει αρκετά στα θερός, καθ' όλη τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας. {ΠΗΓΗ:
Larson et al., 1996.)
ο 5η
6η
?η
8η
9η
10η
11η
12η
Τάξη στο σχολείο*
*Οι τάξεις από την 7η μέχρι και τη 12η αντιστοιχούν στις τάξεις γυμνασίου και λυκείου στη χώρα μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠ!h. ΟΤΗΤ.~ ~Τ ΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
τη διάρκεια της εφηβικής ηλικίας (βλέπε Σχήμα
12.5). Με άλλα
λόγια, δεν υπάρχουν ενδεί
ξεις , οι οποίες να υποδηλώνουν ότι τα ενδο-οικογενειακά προβλήματα είναι σοβαρότερα
κατά την περίοδο της εφηβείας από ό,τι σε άλλες περιόδους της ανάπτυξης
(Steinberg,
1993· Larson et al., 1996· Granic, Hollenstein, & Dishion, 2003). Συγκρού σε ις μ ε τους γονείς.
Όπως συμβαίνει με όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις,
έτσι και οι σχέσεις των εφήβων με τους γονείς τους χαρακτηρίζονται από περιστασιακά προβλήματα και συγκρούσεις. Γονείς και έφηβοι μπορεί να έχουν παρόμοιες απόψεις σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, αλλά συχνά έχουν πολύ διαφορετικές απόψεις για θέματα
προσωπικών προτιμήσεων, όπως η μουσική και το ντύσιμο. Επιπλέον, όπως έχει ήδη ανα φερθεί, τα δύο μέρη ίσως διαφωνήσουν, όταν τα παιδιά επιζητούν να αποκτήσουν αυτο νομία και ανεξαρτησία ενωρίτερα από ό,τι επιτρέπουν οι γονείς. Κατά συνέπεια, είναι πι θανότερο να εμφανιστούν συγκρούσεις, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της εφηβικής ηλικίας
του παιδιού, αν και θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ενδο-οικογενειακές σχέσεις δεν επηρεά ζονται όλες στον ίδιο βαθμό
(Sagrestano et al., 1999· Arnett, 2000· Smetana, Daddis, &
Chuang, 2003). Γιατί οι συγκρούσεις είναι εντονότερες στα πρώτα στάδια της εφηβείας από ό,τι στα
τελευταία; Σύμφωνα με την
Judith Smetana, ο λόγος ουσιαστικά απορρέει από τον τρόπο
που γονείς και έφηβοι ορίζουν και δικαιολογούν την κατάλληλη και ακατάλληλη συμπερι φορά. Για παράδειγμα, οι γονείς ίσως θεωρήσουν ότι το τρύπημα του αφτιού του κοριτσι ού σε τρία διαφορετικά σημεία είναι ακατάλληλη συμπεριφορά, διότι η κοινωνία παραδο σιακά τη θεωρεί ακατάλληλη. Από το άλλο μέρος, οι έφηβοι είναι πιθανό να θεωρήσουν το όλο θέμα απλώς μια προσωπική επιλογή
(Smetana, Yau, & Hanson, 1991· Smetana, 2005).
Επιπλέον, ο πληρέστερος συλλογισμός του εφήβου (θέμα, το οποίο συζητήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο ), του επιτρέπει να αντιμετωπίζει τους γονε'ίκούς κανόνες με δια φορετικό τρόπο. Επιχειρήματα των γονέων του τύπου «Κάνε αυτό διότι σου το λέω εγώ», μπορεί να είναι πειστικά για το παιδί σχολικής ηλικίας, αλλά φαίνονται παράλογα στον έφηβο. Η επιχειρηματολογία και η διεκδικητικότητα του εφήβου στα πρώτα χρόνια τής πε ριόδου μπορεί να οδηγήσει, κατ' αρχάς, σε αύξηση των συγκρούσεων, αλλά τα χαρακτηρι στικά αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των σχέσεων γονέα- παιδιού. Ενώ αρχι
κά οι γονείς μπορεί να αντιδράσουν αμυντικά στα επιχειρήματα του εφήβου και να υιοθε τήσουν αδιάλλακτη και άκαμπτη στάση απέναντί του, στις περισσότερες περιπτώσεις, συ νειδητοποιούν τελικώς ότι το παιδί τους μεγαλώνει και ότι πρέπει να το στηρίξουν σε αυτή τη διαδικασία.
Καθώς οι γονείς βαθμιαία αντιλαμβάνονται ότι τα επιχειρήματα των εφήβων είναι πειστικά και λογικά και ότι μπορούν να τους εμπιστευθούν και να τους παράσχουν περισ
σότερη ελευθερία, γίνονται πιο ελαστικοί και επιτρέπουν -σε ορισμένες μάλιστα περιπτώ σεις ενθαρρύνουν- περισσότερη ανεξαρτησία. Καθώς όλα αυτά συμβαίνουν περίπου στα μέσα της εφηβικής περιόδου, οι συγκρούσεις των πρώτων σταδίων της εφηβείας μειώνο νται σε ένταση και συχνότητα.
Ασφαλώς, αυτό δεν ισχύει για το σύνολο των εφήβων. Παρόλο που η πλειονότητα των εφήβων διατηρεί σταθερές σχέσεις με τους γονείς σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας, ένα πο σοστό γύρω στο με τους γονείς
1
20% των εφήβων αναφέρουν αρκετά έντονες και διαρκείς (Dryfoos, 1990· Dmitrieνa, Chen, & Greenberger, 2004).
συγκρούσεις
1. Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγούν και δεδομένα στον πληθυσμό των ελλήνων εφήβων (Beseνegis & Giannitsas, 1996· Μπεζεβέγκης & Γεωργουλέας, 2004) (Σημ. Επιμ. Έκδ.).
89
90
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΊΌ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
Πολιτισμικές διαφορές στις συγκρούσεις γονέων
-
εφήβων κατά
την εφηβεία. Παρόλο που συγκρούσεις γονέων- εφηβων απαντώνται σε κάθε κοινωνία, φαίνεται πως αυτές είναι λιγότερες σε «παραδοσιακές» προβιομηχανικές κοινωνίες. Οι έφηβοι σε αυτές τις παραδοσιακές κοινω
νίες βιώνουν, επίσης, λιγότερες μεταβολές στο συναίσθημα και εμφανίζουν λιγότερες περιπτώσεις επικίνδυνης συμπεριφοράς συγκριτικά με τους εφη βους σε βιομηχανικά προηγμένες κοινωνίες
(Schlegel & Barry, 1991· Arnett,
2000· Nelson, Badger, & Wu, 2004). Ο λόγος για τις διαφορές αυτές ίσως σχετίζεται με το βαθμό ανεξαρτη
σίας, τον οποίο προσδοκά ο έφηβος και επιτρέπουν οι γονείς. Στις βιομηχα νικά προηγμένες κοινωνίες, στις οποίες η κοινωνικη αξία του ατομικισμού είναι υψηλη, η ανεξαρτησία θεωρείται αναμενόμενο στοιχείο της εφηβείας.
Κατά συνέπεια, έφηβοι και γονείς πρέπει να διαπραγματευθούν το βαθμό και τη χρονικη στιγμη (χορηγησης) της ανεξαρτησίας, μια διαδικασία που συχνά οδηγεί σε σύγκρουση. Αντίθετα, στις πιο παραδοσιακές κοινωνίες, ο aτομικισμός δεν έχει τό Ο
-
βος αρεσJΙεται να συγκρούεται και να επι απ
εις του , γεγονός το οποίο βοηθά
στην ε&:λιξ των σχέσεων γονέα- παιδιού, καθώς
ση κοινωνικη αξία και έτσι ο έφηβος δεν έχει στον ίδιο βαθμό την τάση να επιδιώξει την ανεξαρτησία του. Η μειωμένη αναζητηση αυτονομίας (από
οι γονείς σταδιακα συνειδητοποιούν ότι τα επι
την πλευρά) του εφηβου έχει ως αποτέλεσμα και λιγότερες συγκρούσεις με
χειρήματα του εφήβου είναι λογικά και ισχυρά.
τους γονείς
(Dasen & Mishra, 2000· 2002).
Σχέσεις με τους συνομηλίκους: Η σημασία της ομάδας Για πολλούς γονείς σημερα, τα σύμβολα, που ταιριάζουν περισσότερο στην εικόνα τού εφηβου, είναι το κινητό και ο υπολογιστης, μέσω των οποίων ο έφηβος ανταλλάσσει διαρ κώς ηλεκτρονικά μηνύματα. Για πολλούς εφηβους, η επικοινωνία αυτη θεωρείται απαραί
τητο στοιχείο στη ζωη τους, καθώς διατηρούν επαφη με φίλους με τους οποίους μπορεί να πέρασαν μαζί πολλές ώρες την ίδια ημέρα. Η φαινομενικά «ψυχαναγκαστικη» τάση επικοινωνίας με τους φίλους δείχνει τον ση μαντικό ρόλο που οι συνομηλικοι παίζουν στην εφηβικη ηλικία. Συνεχίζοντας την τάση, η
οποία άρχισε στη μέση παιδικη ηλικία, ο έφηβος αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στους συνομηλίκους του. Η σημασία αυτών των σχέσεων αυξάνεται, επίσης. Μάλιστα, ίσως δεν υπάρχει άλλη περίοδος στη ζωη του ατόμου, στην οποία οι σχέσεις με τους συνο μηλίκους να έχουν τόση μεγάλη σημασία όσο στην εφηβεία
Κοινωνική σύγκριση.
(Youniss & Haynie, 1992).
Οι συνομηλικοι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στη ζωη τού εφηβου
για ποικίλους λόγους. Πρώτα απ' όλα, προσφέρει ο ένας στον άλλον την ευκαιρία να συγκρί νουν και να αξιολογησουν αντιληψεις, ικανότητες, ακόμη και σωματικές αλλαγές, μια διαδι κασία, η οποία είναι γνωστη ως κοινωνική σύγκριση. Επειδη οι σωματικές και οι γνωστικές αλλαγές στην εφηβεία είναι τόσο μοναδικές σε αυτη την ηλικιακη ομάδα και τόσο εμφανείς,
ιδιαιτέρως στα πρώτα στάδια της ηβης, ο έφηβος στρέφεται όλο και περισσότερο στους άλ λους, οι οποίοι έχουν -και συνεπώς μπορούν να συζητησουν μαζί του- τις ίδιες εμπειρίες
(Paxton et al., 1999· Schutz, Paxton, & Wertheim, 2002· Rankin, Lane, & Gibbons, 2004). Οι γονείς δεν είναι σε θέση να παράσχουν κοινωνικη σύγκριση. Αυτό συμβαίνει διότι αφενός οι γονείς χρονικά απέχουν πολύ από τις αλλαγές της εφηβείας και αφετέρου διότι η εκ μέρους του εφηβου αμφισβητηση της εξουσίας των ενηλίκων και η επίμονη αναζητη ση αυτονομίας καθιστά τους γονείς, τα άλλα μέλη της οικογένειας και γενικά όλους τους
ΚΕΦΑΛΑ!Ο
12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΠ'ΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΙΓΓΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗ Τ~ ~ΤΗ:\' ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
91
ενήλικες, ανεπαρκή και μη έγκυρη πηγή πληροφοριών 1 • Κατά συνέπεια, ο έφηβος αναζητά τις απαραίτητες πληροφορίες στους συνομηλίκους του.
Ομάδες αναφοράς.
Όπως έχει ήδη σημειωθεί, η εφηβεία αποτελεί περίοδο κατά την
οποία το άτομο πειραματίζεται και δοκιμάζει είδη ταυτότητας, ρόλους και μορφές συμπερι φοράς. Οι συνομήλικοι προσφέρουν πληροφορίες για τους ρόλους και τις συμπεριφορές που είναι περισσότερο αποδεκτές, λειτουργώντας ως ομάδες αναφοράς. Ομάδα αναφοράς
Ομάδα αναφοράς
είναι η ομάδα ατόμων, με την οποία κάποιος συγκρίνει τον εαυτό του. Όπως ακριβώς ένας
Ομάδα ατόμων, με τnν οποία
επαγγελματίας ποδοσφαιριστής συγκρίνει τις επιδόσεις του με τις επιδόσεις άλλων ποδο
κάποιος συγκρίνει τον εαυτό του.
σφαιρ ιστών, έτσι και ο έφηβος συγκρίνει τον εαυτό του με άτομα, τα οποία μοιάζουν με τον ίδ ιο. Οι ομάδες αναφοράς προσφέρουν ένα σύνολο κανόνων (ή κριτηρίων), σύμφωνα με
τους οποίους ο έφηβος αξιολογεί τις δικές του ικανότητες και την κοινωνική του επιτυχία. Δεν είναι απαραίτητο ο έφηβος να ανήκει σε μια ομάδα, ώστε αυτή να λειτουργήσει ως ομάδα αναφοράς. Για παράδειγμα, ένας μη δημοφιλής έφηβος μπορεί να ταπεινωθεί και
α;ωρρ ιφθεί από μέλη μιας δημοφιλούς ομάδας, ωστόσο συνεχίζει να χρησιμοποιεί την ομάδα αυτή ως ομάδα αναφοράς
(Berndt, 1999).
Κλίκες και πλήθη: Η σημασία της ένταξης σε ομάδα.
Μία από τις συνέπειες των
αυξημένων γνωστικών ικανοτήτων της εφηβικής ηλικίας είναι ότι επιτρέπει στον έφηβο να ομαδοποιεί τους άλλους σε περισσότερο ευδιάκριτες κατηγορίες. Έτσι, ακόμη και αν ο έq;ηβος δεν ανήκει στην ομάδα, την οποία χρησιμοποιεί ως ομάδα αναφοράς, κατά κανό
να ανήκει σε κάποια ομάδα, με σαφή χαρακτηριστικά, που την κάνουν να διαφέρει από τι; άλλες. Σε αντίθεση με το παιδί σχολικής ηλικίας, το οποίο ορίζει τους άλλους με συγκε zριμένους όρους, σχετικούς με το τι κάνουν ( «ποδοσφαιριστές» ή «μουσικοί»), οι έφηβοι
χρησιμοποιούν πιο αφηρημένους όρους που περιέχουν σκωπτική διάθεση (π.χ. «σπασί zλες» ή «ψώνια »)
(Brown, 1990· Montemayor, Adams, & Gulotta, 1994).
Υπάρχουν δύο είδη ομάδων, στις οποίες συνήθως ανήκουν οι έφηβοι, οι κλίκες και τα ::τλήθη. Οι κλίκες είναι ομάδες
2-12
ατόμων, των οποίων τα μέλη έχουν συχνές κοινωνικές
αλληλεπ ιδράσεις μεταξύ τους. Αντίθετα, τα πλήθη είναι ομάδες, μεγαλύτερες από τις κλί
zε; και αποτελούνται από άτομα που έχουν κοινά χαρακτηριστικά, αλλά τα οποία μπορεί να ιιην αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, οι όροι «ψώνια» και «σπασίκλες» απο
τελούν aντιπροσωπευτικούς χαρακτηρισμούς ομάδας-πλήθους σε γυμνάσια και λύκεια. Η συμμετοχή τού εφήβου σε κλίκες και πλήθη καθορίζεται συχνά από το βαθμό ομοι οτητάς του με τα μέλη της ομάδας. Μια σημαντική διάσταση αυτής της ομοιότητας αποτε λεί η χρήση αλκοόλ και ουσιών. Οι έφηβοι τείνουν να επιλέγουν φίλους, οι οποίοι κατανα
λώνουν αλκοόλ και άλλες ουσίες στον ίδιο βαθμό με τους ίδιους. Οι φίλοι αυτοί έχουν συ zνά παρόμοιες σχολικές επιδόσεις, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα. Για παράδειγμα, στα ::τρώτα στάδια της εφηβείας, οι έφηβοι τείνουν να προσεγγίζουν λιγότερο τους συνομηλί
zους που εμφανίζουν ιδιαίτερα καλr] διαγωγή και περισσότερο αυτούς, οι οποίοι εμφανίζουν επιθετική συμπεριφορά (Bukowski, Sippola, & Newcomb, 2000· Farmer, Estell, & Bishop, 2003· Kupersmidt & Dodge, 2004).
Η εμφάνιση ξεχωριστών ομάδων (κλίκες και πλήθη) κατά τη διάρκεια της εφηβείας αντικατοπτρίζει, εν μέρει, την πρόοδο στις γνωστικές δεξιότητες των εφήβων. Η κατονο μασία των ομάδων γίνεται με αφηρημένους όρους και αυτό προϋποθέτει ότι ο έφηβος
1. Στον ελληνικό πληθυσμό, οι συνομήλικοι είναι η προτιμώμενη πηγή πληροφοριών για θέματα σε & Γεωργουλέας, 1996) (Σημ. Επιμ. Έκδ.).
ξουαλ ικΙjς ανάπτυξης (Μπεζεβέγκης, Γιαννίτσας,
• λiκες Ομάδες
2-12 σrομων rUN οοαω
τα μέλn έχονν α.ιχνες KQM.)II!J
αλλnλεπιδράσεις μεταξύ τους. ΠλrΊθn Ομάδες, μεγαλύτερες από τις κλίκες, οι οποίες
αποτελούνται από άτομα με κοινό χαρακτnριστικό, αλλά τα οποία μπορεί να μnν αλλnλεπιδρούν
μεταξύ τους.
92
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
αξιολογεί άτομα με τα οποία αλληλεπιδρά σπάνια και για τα οποία έχει λίγη άμεση γνώση. Στη μέση εφηβεία, ωστόσο, ο έφηβος αναπτύσσει επαρκείς γνωστικές δεξιότητες, οι οποίες του επιτρέπουν να διακρίνει τις λεπτές διαφορές ανάμεσα στις επιμέρους κλίκες και πλi] θη
(Burgess & Rubin, 2000· Brown & Klute, 2003).
Διαφυλικές σχέσεις.
Κατά τη μετάβαση από τη μέση παιδικi] ηλικία στην εφηβεία , οι
παρέες των παιδιών αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από άτομα του ιδίου φύλου. Τα αγόρια κάνουν παρέα με αγόρια και τα κορίτσια με κορίτσια. Αυτός ο διαχωρισμός των ΔιαφυλικrΊ απομόνωσπ
φύλων ονομάζεται διαφυλική απομόνωση.
Ο διαχωρισμός των φύλων, κατά
Οι συνθi]κες, ωστόσο, αλλάζουν, όταν τα δύο φύλα εισέρχονται στην i]βη. Αγόρια και
τον οποίο τα αγόρια
κορίτσια βιώνουν την ορμονικi] έκρηξη που σηματοδοτεί την i]βη και επιφέρει την ωρί
αλλnλεnιδρούν κυρίως με αγόρια και τα κορίτσια με κορίτσια.
μανση των οργάνων αναπαραγωγi]ς (βλέπε Κεφάλαιο
11).
Ταυτόχρονα , οι κοινωνικές
αντιλi]ψεις υποδεικνύουν την περίοδο αυτi] ως κατάλληλη για σύναψη συναισθηματικών δεσμών. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στην αλλαγη του τρόπου, με τον οποίο ο έφηβος αντι μετωπίζει το άλλο φύλο. Σε αντίθεση με το παιδί
10 ετών, το
οποίο θεωρεί κάθε μέλος τού
άλλου φύλου «ενοχλητικό» και «μπελά», τα ετεροφυλόφιλα αγόρια και κορίτσια εφηβικi]ς ηλικίας αρχίζουν να βλέπουν το ένα το άλλο με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τόσο ως προς την
προσωπικότητα, όσο και ως προς την σεξουαλικότητα (για τα ομοφυλόφιλα αγόρια και κορίτσια, η εξεύρεση συντρόφου παρουσιάζει άλλου τύπου προβλi]ματα, τα οποία θα με λετηθούν αργότερα, στο κεφάλαιο αυτό). Καθώς μπαίνουν στην i]βη, οι παράλληλες, αλλά ξεχωριστές, κλίκες αγοριών και κορι τσιών, αρχίζουν σταδιακά να συγκλίνουν. Οι έφηβοι αρχίζουν να συμμετέχουν σε μικτού ς χορούς και πάρτυ, παρόλο που τα περισσότερα αγόρια εξακολουθούν να κάνουν παρέα με αγόρια και τα κορίτσια με κορίτσια
(Richards et al., 1998).
Λίγο αργότερα, ωστόσο, οι
έφηβοι περνούν όλο και περισσότερο χρόνο με μέλη του άλλου φύλου. Αναδύονται τώρα νέες κλίκες, οι οποίες αποτελούνται από μέλη και των δύο φύλων. Δεν συμμετέχουν , όμως, όλοι στην αρχi]: Πρώτοι «ανοίγουν το δρόμο» οι αρχηγοί των ομάδων του ιδίου φύλου , οι
οποίοι έχουν και την υψηλότερη θέση στην ομάδα. Τελικά, ωστόσο, οι περισσότεροι έφη βοι εξασφαλίζουν συμμετοχη σε ομάδες αγοριών και κοριτσιών. Στο τέλος της εφηβείας σημειώνεται μία ακόμη αλλαγη στις κλίκες και τα πλi]θη:
Ο
διαχωρισμός
των
φύλων
της παιδικής ηλικίας διατηρεί ται και στα πρώτα στάδια της
εφηβικής περιόδου. Στη μέση εφηβεία, ωστόσο, αυτός ο δια χωρισμός μειώνεται και οι ομά δες αγοριών και κοριτσιών αρ χίζουν να προσεγγίζουν η μία
την άλλη .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗ Τ~ ΏΉ~ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
93
Ασκούν λιγότερο σημαντική επιρροή στα μέλη τους και μπορεί τελικά να διαλυθούν. κα θώς αυξάνει ο αριθμός των ετερόφυλων ζευγαριών στην ομάδα.
Δημοτικότητα και απόρριψη Οι περισσότεροι έφηβοι διαθέτουν πολύ αποτελεσματικές «κεραίες» για να εντοπίζουν ποιος είναι δημοφιλής και ποιος όχι. Μάλιστα, για ορισμένους εφήβους, το ενδιαφέρον για
δημοτικότητα -ή την απουσία της- αποτελεί κομβικό σημείο της ζωής τους. Στην πράξη , ο ψυχοκοινωνικός κόσμος του εφήβου δεν περιλαμβάνει απλώς δημοφιλή ή μη δημοφιλή άτομα· οι διαφοροποιήσεις είναι πιο σύνθετες (βλέπε Σχήμα
12.6).
Για πα
ράδειγμα, ορισμένοι έφηβοι θεωρούνται ψυχοκοινωνικά αμφιλεγόμενοι. Σε αντίθεση με τους
δημοφιλείς εφήβους, που είναι aρεστοί στους περισσότερους, οι αμφιλεγόμενοι έφηβοι είναι
Αμφιλεγόμενοι έφπβοι
aρεστοί σε ορισμένους, αλλά όχι σε κάποιους άλλους. Για παράδειγμα, ένας αμφιλεγόμε
Έφπβοι, οι οποίοι είναι aρεστοί σε
νος έφηβος μπορεί να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο πλαίσιο μιας ομάδας , όπως η ορχή στρα εγχόρδων και καθόλου δημοφιλής σε άλλους συμμαθητές του. Επιπλέον, υπάρχουν οι απομονωμένοι έφηβοι, οι οποίοι δεν αρέσουν σε κανέναν και οι παραμελημένοι έφηβοι,
ορισμένους, αλλά όχι σε κάποι ους άλλους.
Απομονωμένοι έφπβοι Έφπβοι , οι οποίοι δεν αρέσουν σε
οι οποίοι δεν είναι ούτε συμπαθείς ούτε aντιπαθείς. Οι παραμελημένοι έφηβοι είναι «ξεχα
κανέναν και στους οnοίους οι συ
σμένοι» έφηβοι και η θέση τους στην ομάδα είναι τόσο χαμηλή, ώστε κανείς δεν ασχολεί
νομriλικοι αντιδρούν με εμφανώς
ται μαζί τους.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι δημοφιλείς και οι αμφιλεγόμενοι έφηβοι είναι παρό μοιοι, καθώς κατέχουν γενικά υψηλή θέση στην ομάδα, ενώ οι απομονωμένοι και οι παρα
αρνπτικό τρόπο .
Παραμελnμένοι έφ:-ιβο Έφπβοι, '(IO τους οποίους οι αλλ δείχνουν ελάχιστο ενδιαφέρον, με
μελημένοι έφηβοι κατέχουν γενικά χαμηλότερη θέση στην ομάδα. Οι δημοφιλείς και οι αμ
τn μορφri είτε θετικriς είτε αρνπτι
φιλεγόμενοι έφηβοι έχουν περισσότερους φίλους, εμπλέκονται συχνότερα σε δραστηριό
κriς αλλπλεπίδρασπς.
τητες με συνομηλίκους και συζητούν για προσωπικά θέματα με άλλους, περισσότερο από ό,τι οι λιγότερο δημοφιλείς συνομήλικοί τους. Ασχολούνται, επίσης, συχνότερα με εξωσχο
λικές δραστηριότητες. Επιπλέον, έχουν επίγνωση της δημοτικότητάς τους και είναι λιγότερο μοναχικοί από ό,τι οι λιγότερο δημοφιλείς συμμαθητές τους
(Englund et al., 2000· Farmer
et al., 2003· Zettergren, 2003· Becker & Luthar, 2007). Αντίθετα , ο ψυχοκοινων ικός κόσμος των απομονωμένων και παραμελημένων εφήβων δεν είναι τόσο ευχάριστος. Έχουν λιγότερους φίλους, εμπλέκονται λιγότερο συχνά σε δια ;τροσωπικές δραστηριότητες και έχουν λιγότερες επαφές με το άλλο φύλο. Θεωρούν τον
ΔΗΜΟΦιΛΗΣ
.........J
Έχει πολλούς στενούς φίλους. Εμπλέκεται
Αρεστός
συχνότερα σε δραστηριότητες με συνομηλίκους, Υψηλή θέση
στην ομάδα ΑΜΦιΛΕΓΟΜΕΝΟΣ
,.......~ι
συζητά περισσότερο για προσωπικά θέματα με άλλους . ασχολείται συχνότερα με εξωσχολικές δραστηριότητες Έχει επίγνωση της δημοτικότητάς του, είναι λιγότερο μοναχικός, συγκριτικά με τους aπομονωμένους
.~~ "'' !IPI οοοοψ;~~QΗΥΡΙΙΡΝκαuςJQU.~.
ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟΣ
Αντιπαθής σε όλους Χαμηλή θέση στην ομάδα
ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΟΣ
Σχήμα
12.6
Έχει λιγότερους φίλους. ΔΕ.ν εμπλέκεται συχνά σε διαπροσωπικές δραστηριότητες. Έχει λιγότερες επαφές με το άλλο φύλο.
Ούτε συμπαθής,
Θεωρεί τον εαυτό του λιγότερο δημοφιλή
ούτε aντιπαθής
και είναι πιθανότερο να αισθάνεται μοναξιά.
Ο ψυχοκοινωνικός κόσμος της εφηβείας
Η δημοτικότητα ενός εφήβου μπορεί να εμπίmει σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες, ανάλογα με τις απόψεις των συνομιλήκων του. Ο βαθμός δημοτικότητας σχετίζεται με διαφορές στη θέση στην ομάδα, τη συμπεριφορά και την προσαρμογή .
94
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΓΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
εαυτό τους λιγότερο δημοφιλη -και ειναι ακριβης αυτη τους η εκτιμηση- και ειναι πιθανό τερο να αισθάνονται μοναξιά.
Ποια ειναι τα κριτηρια που καθοριζουν τη θέση στην ομάδα ενός παιδιού στο γυμνά
σιο και το λύκειο; Όπως φαινεται και στον πινακα
12.3, οι άνδρες και οι γυναικες έχουν
διαφορετικές απόψεις. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα με φοιτητές, οι άνδρες απάντησαν
ότι η εξωτερικη εμφάνιση ειναι ο σημαντικότερος παράγων που καθοριζει τη θέση ενός κοριτσιού στην ομάδα στο γυμνάσιο-λύκειο, ενώ οι γυναικες απάντησαν ότι ειναι οι βαθ μολογικές επιδόσεις και η ευφυtα
(Suitor et al., 2001).
Συμμόρφωση: Η πίεση των συνομηλίκων στην εφηβεία Κάθε φορά που ο Γ. («Γιάννης») έλεγε ότι ήθελε να αγοράσει ένα νέο ζευγάρι αθλητικών παπουτσιών συγκεκριμένης μάρκας ή ένα πουκάμισο συγκεκριμένου στυλ, οι γονείς του παρατηρούσαν ότι ενέδιδε στην πίεση των συνομηλίκων του και Πίεσn συvομnλίκωv
του τόνιζαν ότι θα πρέπει να αποφασίζει ο ίδιος για τα θέματά του.
Η εnιρροrΊ τnν οποία ασκούν
Στις συζητήσεις τους αυτές με τον Γ., οι γονείς του ουσιαστικά δείχνουν ότι ακο
οι συνομrΊλικοι στο άτομο,
λουθούν την κοινωνική αντίληψη, η οποία κυριαρχεί στις δυτικές κοινωνίες: Ότι δη
για να συμμορφωθεί
λαδή οι έφηβοι είναι ιδιαιτέρως επιρρεπείς στην πίεση των συνομηλίκων, δηλαδή
με τn συμπεριφορά και τις αvτιλrΊψεις τους.
στις επιδράσεις που ασκούν στο άτομο οι συνομήλικοι, ώστε να συμμορφωθεί με τη συμπεριφορά και τις δικές τους αντιλήψεις. Τελικά, έχουν δίκιο οι γονείς του Γ.; Τα αποτελέσματα των ερευνών δεν παρέχουν σαφη απάντηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι
έφηβοι επηρεάζονται πράγματι από τους συνομηλικους τους. Για παράδειγμα, όταν αναρω τιούνται τι ρούχα να φορέσουν, με ποιον να βγουν ραντεβού η ποια κινηματογραφικη ταινια να παρακολουθησουν, οι έφηβοι ειναι επιρρεπεις στο να συμμορφώνονται με τις προτάσεις των συνομηλικων. Το να φορά κάποιος τα «σωστά» ρούχα, ιδιαιτερα γνωστης «φιρμας», μπορει ορισμένες φορές να αποτελέσει εισιτηριο για την εισδοχη σε μια δημοφιλη ομάδα. Αυτό δειχνει ότι «ειναι μέσα στα πράγματα». Από το άλλο μέρος, όταν το θέμα αφορά άλλα
ζητηματα, όπως η επιλογη επαγγέλματος η η επιλυση ενός προβληματος, ειναι πιθανότερο ο έφηβος να ζητησει τη βοηθεια ενός έμπειρου ενηλικα
Ο
η δημοφιλείς έφηβοι ανή-
ουν σε μία από τις παρακάτω κατηγορίες: Αμφιλεγόμενοι έ φηβοι, οι οποίοι είναι aρεστοί σε ορισμένους, αλλά όχι σε κάποιους άλλους,
απομονω
μένοι έφηβοι, οι οποίοι δεν εί ναι aρεστοί σε κανέναν και πα ραμελημένοι έφηβοι, οι οποίοι δεν είναι ούτε συμπαθείς, ού τε aντιπαθείς.
(Phelan, Yu, &
Daνidson,
1994).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πίνακας
12
8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠ Ι"'<ΠΗΤ~ ~ΙΗλ ΕΦΗΒ ΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
95
12.3 Η θέση των εφήβων στην ομάδα
Κριτήρια που συνδέονται με την υψηλή θέση
Κριτήρια που συνδέονται με την υψηλή θέση
στην ομάδα, εφήβων κοριτσιών
στην ομάδα, εφήβων αγοριών
Σύμφωνα με φοιτητές
Σύμφωνα με φοιτήτριες
Σύμφωνα με φοιτητές
Σύμφωνα με φοιτήτριες
1. Εξωτερική εμφάνιση
1. Βαθμολογικές επιδόσεις/
1. Συμμετοχή σε αθλήματα
1. Συμμετοχή σε αθλήματα
2. Βαθμολογικές επιδόσεις/
2. Βαθμολογικές επιδόσεις/
ευφυtα
2. Βαθμολογικές επιδόσεις/
2. Συμμετοχή σε αθλήματα
ευφυ!α
3. Συμμετοχή σε αθλήματα
ευφυία
ευφυ!α
3. Επίπεδο κοινωνικότητας
3. Δημοτικότητα μεταξύ των
3. Επίπεδο κοινωνικότητας
κοριτσιών
4. Επίπεδο κοινωνικότητας
4. Εξωτερική εμφάνιση
4. Επίπεδο κοινωνικότητας
4. Εξωτερική εμφάνιση
5. Δημοτικότητα μεταξύ των
5. Ντύσιμο
5. Αυτοκίνητο
5. Συμμετοχή σε σχολικούς συλλόγους, συμμετοχή
αγοριών ( ΠΗΓΗ:
στα διοικητικά
Suitor et al ., 2001.)
Με ό.λλα λόγια, ιδιαίτερα στη μέση και vστερη εφηβεία, στην αναζήτηση πληροφο ριών, ο έφηβος στρέφεται σε αυτοvς που θεωρεί ειδικοvς σε κό.ποιο θέμα. Όταν αντιμε τωπίζει προβλήματα διαπροσωπικής φvσεως στρέφεται σε αυτοvς που θεωρεί ειδήμονες σε τέτοια ζητήματα, δηλαδή στους συνομηλίκους. Αν το πρόβλημα είναι τέτοιο που οι γονείς ή ό.λλοι ενήλικες έχουν σχετική εμπειρία, ο έφηβος επιζητεί τη δική τους συμβου λή και δέχεται ευκολότερα τη γνώμη τους
(Young & Ferguson, 1979· Perrine & Aloise-
Young, 2004). Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, δεν προκvπτει ότι η «υποταγή» στην πίεση συνομηλίκων εμφανίζεται ξαφνικό. στην εφηβεία. Αντίθετα, στην εφηβεία αλλό.ζουν τα πρόσωπα, με τη γνώμη των οποίων συμμορφώνεται το ό.τομο. Ενώ τα παιδιό. σχεδόν πό.ντοτε συμμορφώνονται με τους γονείς, οι έφηβοι συνήθως συμ
μορφώνονται με την ομό.δα των συνομηλίκων, εν μέρει διότι οι πιέσεις για συμμόρφωση με την ομό.δα αυξό.νονται καθώς προσπαθοvν να συγκροτή σουν την ταυτότητό. τους, κρατώντας αποστό.σεις από τους γονείς. Τελικό., ωστόσο, ο έφηβος συμμορφώνεται λίγοτερο τόσο με τους συνο μηλίκους όσο και με τους ενήλικες, καθώς αποκτό. όλο και περισσότερη αυ τονομία. Με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση και ικανότητα να παίρνει τις δικές του αποφό.σεις, ο έφηβος έχει τη δυνατότητα να παραμείνει ανεξό.ρτητος και να αγνοεί τις πιέσεις των ό.λλων για συμμόρφωση, όποιοι και αν είναι αυτοί. Εντοvτοις, πριν μό.θει να aνθίσταται στην παρόρμηση να συμμορφω θεί με τους συνομηλίκους, ο έφηβος είναι πιθανό να εμπλακεί σε προβλή ματα με το νόμο, συχνό. με τους φίλους του
(Steinberg, 1993· Crockett &
Crouter, 1995).
Νεανική παραβατικότητα στην εφηβεία Οι έφηβοι και οι νέοι είναι περισσότερο πιθανό να προβοvν σε παραβό.σεις
από οποιαδήποτε ό.λλη ηλικιακή ομό.δα. Κατό. κό.ποιο τρόπο, ωστόσο, τα
Καθώς αποκτούν περισσότερη αυτοπεποίθη ση ως προς τις προσωπικές τους αποφάσεις ,
οι έφηβοι σταδιακά συμμορφώνονται λιγότε ρο με τις υποδείξεις των συνομηλίκων και των γονέων.
96
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
δεδομένα αυτά είναι παραπλανητικά: Επειδή ορισμένες συμπεριφορές, όπως η κατανά λωση αλκοόλ, είναι παράνομες για τους εφήβους, αλλά όχι για τους ενήλικες , είναι σχετι
κά ευκολότερο ένας έφηβος να παραβεί τον νόμο, κάνοντας κάτι, το οποίο θα ήταν νόμι μο, αν ήταν λίγο μεγαλύτερος. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν ληφθούν υπόψη αυτού του ε ί δους οι παραβάσεις, οι έφηβοι εμπλέκονται δυσανάλογα συχνά σε βίαιες εγκληματικές πράξεις, όπως ανθρωποκτονία, βιαιοπραγία και βιασμό, και σε εγκλήματα που σχετίζο νται με την περιουσία άλλου, όπως κλοπή, ληστεία και εμπρησμό.
Αν και την τελευταία δεκαετία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο αριθμός των εγκλημάτων που έχουν διαπράξει έφηβοι έχει μειωθεί σε ποσοστό
40%,
πιθανώς εξαιτίας της θετικής
οικονομικής πορείας της χώρας, η νεανική παραβατικότητα εξακολουθεί να αποτελεί ση
μαντικό πρόβλημα. Συνολικά, το νει άτομα ηλικίας κάτω των
16% των συλλήψεων για σοβαρά αδικήματα περιλαμβά 18 ετών.
Γιατί εμπλέκονται οι έφηβοι σε παράνομες δραστηριότητες; Ορισμένοι παραβάτες του νόμου, οι γνωστοί ως υπο-κοινωνικοποιημένοι παραβάτες, είναι έφηβοι, οι οποίοι έχουν ανατραφεί με ελάχιστους κανόνες πειθαρχίας ή με σκληρή και άτεγκτη γονε'ίκή επίβλεψη. Παρόλο που επηρεάζονται από τους συνομηλίκους τους, οι έφηβοι αυτοί δεν έχουν επαρ κώς κοινωνικοποιηθεί από τους γονείς τους και δεν έχουν διδαχθεί κανόνες ρύθμιση ς της
Y'lO- κο:νωνικοποιπμένοι παραβάτες Παραβάτες εφn β ΙκτΊ<; nλΙκiα<; ,
συμπεριφοράς τους. Συνήθως, οι έφηβοι αυτοί αρχίζουν τις παραβατικές δραστηριότητες
σε νεαρή ηλικία, πολύ πριν την έναρξη της εφηβείας.
οι οοοίοι έχοιΝ ανατραφεί
Οι υπο-κοινωνικοποιημένοι παραβάτες εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά .
με ελάχιστους
Είναι συνήθως επιθετικοί και βίαιοι σε σχετικά νεαρή ηλικία, χαρακτηριστικά, τα οποία
κανόνες πειθαρχίας Π με σκλnρn,
οδηγούν σε απόρριψη από τους συνομηλίκους και σε σχολική αποτυχία. ΕπΙJtλέον , είναι
άτεγκτn γονε·ικτΊ επίβλεψn .
Κοινωνικοποιnμένοι
παραβάτες Έφnβοι παραβάτες, οι οποίοι γνωρίζοιΝ και αποδέχονται
περισσότερο πιθανό να έχουν διαγνωσθεί με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκι νητικότητας στην παιδική τους ηλικία και το νοητικό τους επίπεδο τείνει να είναι χαμηλό τερο του μέσου όρου
(Henry et al., 1996· Silνerthorn & Frick, 1999· Rutter, 2003).
Οι υπο-κοινωνικοποιημένοι παραβάτες συχνά παρουσιάζουν διάφορα ψυχολογικά
τους κανόνες τnς κοινωνίας και,
προβλήματα και, ως ενήλικες, ανήκουν στην κατηγορία ατόμων με διαταραχή αντικοινω
ψυχολογικά, είναι
νικής προσωπικότητας. Είναι σχετικά δύσκολο να προσαρμοστούν με επιτυχία στο κοινω
αρκετά φυσιολογικοί.
νικό σύνολο και πολλοί από αυτούς περνούν, όλη τη ζωή τους, στο περιθώριο της κοινω
νίας (Rδnka
& Pulkkinen, 1995· Lynam, 1996· Frick et al., 2003).
Μία μεγαλύτερη ομάδα εφήβων παραβατών είναι οι κοινωνικοποιημένοι παραβάτες. Οι κοινωνικοποιημένοι παραβάτες γνωρίζουν και αποδέχονται τους κανόνες της κοινω νίας και, ψυχολογικά, είναι αρκετά φυσιολογικοί. Για τα άτομα αυτά, οι παραβάσεις που διαπράττουν στην εφηβική ηλικία, δεν συνιστούν τρόπο ζωής. Αντίθετα, οι περισσότεροι κοινωνικοποιημένοι παραβάτες περνούν μια περίοδο κατά την εφηβεία, κατά την οποία προβαίνουν σε μικρο-παραβάσεις (όπως κλοπή σε καταστήματα), αλλά η συμπεριφορά αυτή δεν διατηρείται στην ενήλικη ζωή. Οι κοινωνικοποιημένοι παραβάτες, συνήθως, επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από
τους συνομηλίκους και η παραβατική τους συμπεριφορά κατά κανόνα είναι ομαδική. Ορισμένα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι γονείς των εφήβων αυτών εφαρμόζουν χαλαρή επίβλεψη στα παιδιά τους, συγκριτικά με άλλους γονείς. Όμως, όπως συμβαίνει και με άλλες πλευρές της εφηβικής συμπεριφοράς, οι παραβάσεις του είδους αυτού οφεί
λονται στην αδυναμία του ατόμου να αντιμετωπίσει τις πιέσεις των συνομηλίκων ή στην αναζήτηση ενήλικης ταυτότητας
1995· Thornberry & Krohn, 1997).
(Dormbusch et al., 1985· Windle, 1994· Fletcher et al.,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
12 • Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚ ΟΤΗΤ.-\Σ ~ΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Ιυνοnτική ιnισκόnηση
•
Η αναζήτηση αυτονομίας μπορεί να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό στις σχέσεις του
εφήβου με τους γονείς του, αλλά το χάσμα γενεων δεν είναι τόσο βαθυ όσο πιστευεται γενικως .
•
Οι «κλίκες» και τα «πλήθη» λειτουργουν ως ομάδες αναφοράς στην εφηβεία και συχνά αποτελουν άμεσο τρόπο κοινωνικής συγκρισης. Η διαφυλική απομόνωση μειωνεται σταδιακά, ωσπου τελικά, αγόρια και κορίτσια αρχίζουν να διαμορφιΟνουν συναισθη ματικές σχέσεις σε ζευγη.
•
Οι βαθμοί δημοφιλίας του εφήβου περιλαμβάνουν τον δημοφιλή, τον αμφιλεγόμενο, τον απομονωμένο και τον παραμελημένο έφηβο.
•
Ο έφηβος έχει την τάση να ακολουθεί τις υποδείξεις των συνομηλίκων για θέματα στα οποία τους θεωρεί ειδήμονες και τη γνιΟμη των ενηλίκων για θέματα στα οποία έχουν μεγαλυτερη σημασία.
•
Οι έφηβοι εμπλέκονται δυσανάλογα συχνά σε παραβάσεις του νόμου, αν και οι περισ σότεροι δεν προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις. Οι νεανικοί παραβάτες υπάγονται σε δυο κατηγορίες, τους υπο-κοινωνικοποιημένους και τους κοινωνικοποιημένους παραβάτες.
Σχέσεις με το άλλο φύλο, σεξουαλική συμπεριφορά και εφηβική εγκυμοσύνη Του πήρε σχεδόν ένα μήνα, αλλά τελικά ο Α. («Ανδρέας») βρήκε το κουράγιο να ζητήσει από τη Β. («Βάσω») να πάνε κινηματογράφο. Όμως, η Β. δεν αιφνιδιάστηκε
από την πρόταση. Ο Α. είχε πρώτα εξομολογηθεί τις προθέσεις του στον φίλο του, ο οποίος με τη σειρά του μίλησε στη φίλη της Β. για τα σχέδια του Α. Έτσι, τα νέα εί χαν φτάσει στα αφτιά του κοριτσιού, πολύ πριν την ώρα τους. Όταν, τελικά, ο Α. τη λεφώνησε, η Β. ήταν ήδη έτοιμη να πει το «ναι». ΚαλιΟς ήλθατε στον πολυπλοκο κόσμο των σχέσεων των δυο φυλων, μια σημαντική «ιερο τελεστία» της εφηβείας. Στο υπόλοιπο τμήμα του κεφαλαίου θα εξεταστουν οι σχέσεις του εφήβου με το άλλο φυλο, όπως και άλλες πλευρές των σχέσεων στην εφηβεία.
Σχέσεις με το άλλο φύλο Το πότε και το με ποιον τρόπο αρχίζουν οι έφηβοι να συνάπτουν σχέσεις με το άλλο φυλο καθορίζεται από πολιτισμικους παράγοντες, οι οποίοι μεταβάλλονται από γενιά σε γενιά.
Μέχρ ι σχετικως πρόσφατα, η συναψη σχέσης με αποκλειστικά ένα άτομο θεωρουνταν πο λιτισμικό-κοινωνικό ιδειΟδες. Μάλιστα, η κοινωνία συχνά ενθάρρυνε τη συναψη σχέσεων αυτου του είδους στην εφηβεία, ως τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι θα μπορουσαν να «εξε
ρευνήσουν» μια διαπροσωπική σχέση, η οποία τελικά μπορεί να οδηγήσει σε γάμο. Σή μερα, ορισμένοι έφηβοι πιστευουν ότι η έννοια της δημιουργίας ερωτικής σχέσης/δεσμου, είναι ξεπερασμένη και περιοριστική. Έτσι, θεωρουν προτιμότερη μια περιστασιακή -κατά
κανόνα συντομης διάρκειας- σχέση, η οποία μπορεί να περιλάβει κάθε είδους ερωτική
97
98
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
συμπεριφορά, από το φιλL μέχρι και την ερωτική επαφή. Πάντως, παρά την αλλαγή των κοινωνικών κανόνων, η δημιουργLα ερωτικών σχέσεων με ένα άτομο συνεχLζει να εLναι η κυρίαρχη μορq:ή διαπροσωπικής συναλλαγής ανάμεσα στους εφήβους, η οποLα οδηγεL σε στενές συναισθηματικές σχέσεις (Larson, Clore, & Wood, 1999· Denizet-Lewis, 2004· Manning, Giordano, & Longmore, 2006).
Η λειτουργία των ερωτικών σχέσεων. Αν και η σύναψη σχέσης περιλαμβάνει ένα εL δος ερωτοτροπίας, το οποLο εLναι πιθανό να οδηγήσει στο γάμο, στην πραγματικότητα
εξυπηρετεL και άλλους σκοπούς, ιδιαLτερα στα πρώτα στάδια της εφηβεLας. Η δημιουργLα σχέσης διδάσκει το άτομο πώς να διαμορφώσει έναν στενό συναισθηματικό δεσμό με ένα άλλο άτομο. Επιπλέον, προσφέρει ψυχαγωγLα και σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάλογα με
την κοινωνική θέση του συντρόφου, μπορεL να προσφέρει και κύρος. Βοηθά, επLσης, το άτομο να αναπτύξει μια επαρκέστερη αLσθηση της ταυτότητάς του
(Skipper & Nass, 1966·
Savin-Williams & Berndt, 1990· Sanderson & Cantor, 1995). Ο βαθμός στον οποLο η σύναψη σταθερής σχέσης με άτομο του άλλου φύλου εξυπηρε τεL τους παραπάνω στόχους, ιδιαLτερα τη δημιουργLα ψυχολογικής οικειότητας και επα
φής, παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα. Εντούτοις, αυτό, το οποLο οι ερευνητές φαLνεται να γνωρLζουν, προκαλεL έκπληξη: Η σύναψη σχέσης κατά την πρώιμη και μέση εφηβική ηλι κLα δεν διευκολύνει ιδιαLτερα μια στενή συναισθηματική οικειότητα και επαφή. ΑντLθετα ,
συνήθως αποτελεL μια επιφανειακή δραστηριότητα, κατά την οποLα τα άτομα «ανοLγο νται» τόσο σπάνια το ένα στο άλλο, ώστε ποτέ δεν έρχονται πραγματικά κοντά και δεν εκ φράζονται συναισθηματικά με γνήσιο τρόπο ο ένας στον άλλο. Η στενή ψυχολογική οικειό τητα μπορεL να εLναι απούσα ακόμη και στις περιπτώσεις που η σεξουαλική δραστηριότη τα αποτελεL τμήμα της σχέσης
(Savin-Williams & Berndt, 1990· Collins, 2003· Furman &
Shaffer, 2003). Η πραγματικά στενή ψυχολογική οικειότητα εLναι περισσότερο συνήθης στα τέλη τής
εφηβεLας. Σε αυτή την περLοδο, τα δύο μέρη εLναι πιθανό να αντιλαμβάνονται τη σχέση τους ως σοβαρότερη και ως τρόπο επιλογής διά βLου συντρόφου και ως προ-στάδιο του γάμου (θέμα, το οποLο εξετάζεται στο Κεφάλαιο
14).
Για τους ομοφυλόφιλους εφήβους, η σύναψη ερωτικών σχέσεων παρουσιάζει ιδιαLτε ρες προκλήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σαφής ομοφοβική προκατάληψη των συνο μηλLκων εLναι πιθανό να οδηγήσει τον ομοφυλόφιλο (άνδρα ή γυναLκα) να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου, σε μια προσπάθεια να ενσωματωθεL στην ομάδα. Αν επιδιώξει να συνάψει σχέση με άτομο του ιδίου φύλου, ίσως δυσκολευτεί να βρει σύντροφο, καθώς ορισμένα άτομα δεν επιθυμούν να εκφράσουν ανοιχτά τον σεξουα λικό τους προσανατολισμό. Τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, τα οποία έχουν φανερές ερωτικές σχέσεις, είναι πιθανό να αποτελέσουν στόχο παρενόχλησης, γεγονός, το οποίο καθιστά
ακόμη δυσκολότερη την εξέλιξη της σχέσης
(Savin-Williams, 2003a).
Φυλετικές και εθνοτικές διαφορές στη σύναψη σχέσεων/δεσμού.
Το πολιτισμι
κό πλαίσιο επηρεάζει τον τρόπο, με τον οποίο οι έφηβοι διαφορετικών φυλετικών και εθνοτικών ομάδων συνάπτουν ερωτικές σχέσεις, ιδιαίτερα τα άτομα, των οποίων οι γονείς είναι μετανάστες. Οι γονείς των ατόμων αυτών ίσως προσπαθήσουν να ελέγξουν την ερω
τική συμπεριφορά των παιδιών τους, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τις παραδοσια κές αξίες του πολιτισμού τους ή να διασφαλίσουν ότι το παιδί τους δημιουργεί ερωτικές σχέσεις με άτομα της ίδιας φυλετικής ή εθνοτικής ομάδας. Για παράδειγμα, οι αντιλήψεις και οι αξίες των γονέων aσιατικής καταγωγής ίσως εί
ναι ιδιαιτέρως συντηρητικές, εν μέρει διότι οι ίδιοι πιθανώς δεν έχουν εμπειρία τέτοιων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
12
8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗ ΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
99
σχέσεων (σε πολλές κοινωνίες, ο γάμος συχνά ρυθμίζεται από άλλους και γενικώς η έννοια της προγαμιαίας ερωτικής σχέσης είναι σχεδόν άγνωστη). Οι γονείς είναι πιθανό να απαι τήσουν η σχέση αυτή να είναι υπό την επίβλεψη ενήλικα, διαφορετικά απαγορεύουν εξ
ολοκλήρου τη δημιουργία σχέσης. Κατά συνέπεια, οι γονείς μπορεί να προκαλέσουν οι ίδιοι σοβαρές συγκρούσεις με τα παιδιά τους
(Kibria, 2003· Hamon & Ingoldsby, 2003·
Hoelterk, Axinn, & Ghimire, 2004).
Σεξουαλικές σχέσεις Οι ορμονικές αλλαγές της ήβης, όχι μόνον ενεργοποιούν τη διαδικασία ωρίμανσης των σε ξουαλικών οργάνων αλλά, επίσης, δημιουργούν ένα νέο εύρος συναισθημάτων, τα οποία αφορούν τη σεξουαλικότητα. Η σεξουαλική συμπεριφορά και συναφείς σκέψεις αποτελούν
βασικά θέματα ενδιαφέροντος -και ανησυχίας- των εφήβων. Σχεδόν όλοι οι έφηβοι σκέπτο νται το σεξ και πολλούς από αυτούς τους απασχολεί διαρκώς
(Kelly, 2001· Ponton, 2001 ).
Αυνανισμός. Η πρώτη μορφή σεξ, στην οποία συνήθως προβαίνει ο έφηβος, είναι συχνά ο σεξουαλικός αυτο-διερεθισμός, ο αυνανισμός. Μέχρι την ηλικία των
80%
των αγοριών και
20%
15 ετών, περίπου
των κοριτσιών εφηβικής ηλικίας αναφέρουν ότι έχουν αυνανι
σθεί. Η συχνότητα aυνανισμού στους άρρενες είναι μεγαλύτερη στην πρώιμη εφηβική ηλι κία και στη συνέχεια μειώνεται, ενώ στις θήλεις, η συχνότητα είναι χαμηλότερη στην αρχή της εφηβείας και στη συνέχεια αυξάνεται. Επιπλέον, η συχνότητα του aυνανισμού φαίνε ται να ποικίλλει, ανάλογα με την εθνοτική και φυλετική καταγωγή. Για παράδειγμα, οι
aφρο-αμερ ικανοί άνδρες και γυναίκες δείχνουν να aυνανίζονται λιγότερο, συγκριτικά με τους λευκούς
(Oliver & Hyde, 1993· Schwartz, 1999· Hyde & DeLamater, 2004).
Παρόλο που η πρακτική του aυνανισμού είναι διαδεδομένη, είναι πιθανό ότι εξακο λουθεί να προκαλεί συναισθήματα ντροπής και ενοχής. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Ένας είναι ότι ο έφηβος ίσως θεωρήσει ότι ο aυνανισμός σηματοδοτεί την αδυναμία του να εξασφαλίσει ερωτικό σύντροφο, μια λανθασμένη αντίληψη, καθώς έρευνες δείχνουν ότι
τα τρία τέταρτα των έγγαμων ανδρών και το aυνανίζονται
68% των έγγαμων γυναικών αναφέρουν ότι 10 έως 24 φορές το χρόνο (Hunt, 1974· Davidson, Darling, & Norton, 1995).
Άλλοι αισθάνονται ντροπή, ως αποτέλεσμα παλαιότερων παραπλανητικών αντιλήψεων σχετικά με τον αυνανισμό. Για παράδειγμα, τον 19ο αιώνα, γιατροί και κοινοί άνθρωποι προειδοποιούσαν για φρικώδεις επιπτώσεις του aυνανισμού που περιλαμβάνουν «δυσπε
ψία, παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, πονοκέφαλο, επιληψία, διάφορα είδη κρίσεων πα ροξυσμού ... προβλήματα στην όραση, ταχυκαρδία, πόνο και αιμορραγία στους πνεύμο νες, σπασμούς στην καρδιά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ξαφνικό θάνατο»
1856).
(Gregory,
Οι προτεινόμενη «θεραπεία» περιελάμβανε κάλυψη των γεννητικών οργάνων με
επίδεσμο, τοποθέτηση ειδικής ζώνης στην περιοχή, ακινητοποίηση των χεριών, περιτομή (στους άρρενες) χωρίς τοπική αναισθησία (ώστε να υπάρχει έντονη η ανάμνηση του πό
νου) και τοπική επάλειψη με φαινόλη (οξύ) της κλειτορίδας (στα κορίτσια). Μάλιστα, ένας γιατρός, ο
J. W. Kellogg, υποστήριξε
ότι συγκεκριμένα είδη σιτηρών προκαλούν μειω
μένο σεξουαλικό ερεθισμό, κάτι που οδήγησε στην ανακάλυψη των ομώνυμων δημητρια κών
(Hunt, 1974· Michael et al., 1994). Η πραγματικότητα, σχετικά με τον αυνανισμό, είναι διαφορετική. Σήμερα, οι ειδικοί
στη σεξουαλική συμπεριφορά θεωρούν τον αυνανισμό ως μια φυσιολογική, υγιή και ακίν δυνη συμπεριφορά. Μάλιστα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι προσφέρει στο άτομο έναν χρή σιμο τρόπο να ανακαλύψει τη σεξουαλικότητά του
(Hyde & DeLamater, 2004).
Αυνανισμό<; Σεξουαλικός αυτο-διερεθισμός .
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
100
ΕΦΗΒΕΙΑ
Συνουσία.
Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις, προηγούνται της ερωτικής επαφής πολλά
άλλα εtδη σεξουαλικής συμπεριφοράς, όπως το αισθησιακό φιλt, το μασάζ, το χάιδεμα και ο στοματικός έρωτας, η συνουσtα αποτελεt ένα μεtζον ορόσημο στην αντtληψη πολλών εφήβων. Έτσι, το κεντρικό σημεtο εστtασης πολλών ερευνητών της σεξουαλικής συμπερι
φοράς εtναι η σεξουαλική επαφή στο πλαtσιο της ετερόφυλης σχέσης. Η μέση ηλικtα, στην οποtα οι έφηβοι έχουν την πρώτη τους σεξουαλική σχέση, εμφανt
ζει σταδιακή μεtωση τα τελευταtα
50 χρόνια, και περLπου ένας (1) στους πέντε (5) εφή 15 ετών. Συνολικά, περt το 50% των εφήβων αρχtζουν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ 15 και 18 ετών και τουλάχιστον το 80% αναφέρει ότι η «πρώτη φορά» ήταν πριν από τα 20 έτη (βλέπε Σχήμα 12.7). Παράλληλα, όμως, πολλοt έφηβοι μεταθέτουν το σεξ για αργότερα και ο βους σήμερα αναφέρει ότι έχει κάνει έρωτα πριν από την ηλικtα των
αριθμός των εφήβων που δήλωσαν ότι δεν εtχαν καμtα σεξουαλική επαφή αυξήθηκε σε
ποσοστό σχεδόν
10% από το 1991 μέχρι και το 2001, κατά πάσα πιθανότητα ως αντtδραση (Seidman & Reider, 1994· Centers for Disease Control and Preνention, 1998· NCPYP, 2003). στην απειλή μόλυνσης από τον ιό του AIDS
Εtναι σχεδόν αδύνατη η μελέτη της σεξουαλικής δραστηριότητας χωρtς να ληφθούν
υπόψη οι κοινωνικοt κανόνες, οι οποtοι διέπουν αυτή τη μορφή συμπεριφοράς. Πριν από αρκετές δεκαετLες, η κυρtαρχη κοινωνική αντtληψη ήταν τα διαφορετικά «μέτρα και σταθ μά» για τα δύο φύλα: το προγαμιαtο σεξ επιτρέπεται στους άνδρες αλλά όχι στις γυναικες. Έτσι, οι αντιλήψεις αυτές υπεδεtκνυαν ότι «τα καλά κορtτσια δεν ... », ενώ οι άνδρες μπο ρούν να κάνουν σεξ πριν το γάμο, παρόλο που η σύζυγος, την οποtα θα παντρευτούν, θα πρέπει να εtναι «αγνή».
Σήμερα, τα διπλά «μέτρα και σταθμά» έχουν ατονήσει δtνοντας τη θέση τους σε μια διαφορετική κοινωνική αντtληψη. Σύμφωνα με αυτή την αντιληψη, το προγαμιαtο σεξ θεω
ρεtται επιτρεπτό και για τα δύο φύλα, υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνει χώρα στο πλαt σιο μιας μακροχρόνιας σχέσης, η οποtα χαρακτηρtζεται από αφοσtωση και αγάπη
& DeLamater, 2004).
100 -ι:::-
5 5
80
.................................................................................................................
40
.............................. .
-ι:-
~"' ::ι
.Β
~
-~ ω ::ι
ο
r::
> 3
cΩ. -ι:::-
9ω
-ο
b
g ο
c
Σχήμα
12.7
Εφηβεία και
σεξουαλική δραστηριότητα (ΠΗΓΗ:
Kantrowitz & Wingert, 1999.)
Ηλικία
15
D
18
17
16 Θήλεις
D
Άρρενες
19
(Hyde
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗ ΤΑΣ ΣΤΗ~ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Η σημερινή κοινωνία, ωστόσο, δεν έχει απορρίψει παντελώς τα διαφορετικά « μέτρα
και σταθμά» για τα δυο φύλα. Οι κανόνες για τη σεξουαλική συμπεριφορά εξακολουθούν να είναι πιο επιεικείς για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες, ακόμη και σε σχετικά φι
λελεύθερες κοινωνίες. Μάλιστα, σε μερικές κοινωνίες, οι κανόνες για τον άνδρα και τη γυ ναίκα είναι σαφώς διαφορετικοί. Για παράδειγμα, στη Νότια Αφρική, στη Μέση Ανατολή και στην πλειονότητα των ασιατικών κοινωνιών, οι περισσότερες γυναίκες συμμορφώνο νται στους κοινωνικούς κανόνες, που υποδεικνύουν ότι η γυναίκα πρέπει να απέχει από τη σεξουαλική επαφή, μέχρι να παντρευτεί. Στο Μεξικό, όπου υπάρχουν πολύ αυστηροί κανόνες εναντίον του προγαμιαίου σεξ, οι άνδρες είναι πιθανότερο να έχουν ερωτικές σχέσεις πριν από το γάμο από ό,τι οι γυναίκες. Αντίθετα, στην υπο-σαχάρια Αφρική, οι γυ ναίκες είναι πιθανότερο να έχουν την εμπειρία του προγαμιαίου σεξ και οι σεξουαλικές σχέσεις στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας είναι συνήθεις
(Liskin, 1985· Spira et al., 1992· Johnson
et al., 1992· Peltzer & Pengpid, 2006).
Σεξουαλικός προσανατολισμός: Ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία και αμφιφυλοφιλία Στη μελέτη της σεξουαλικής ανάπτυξης του εφήβου, η πλέον συνήθης μορφή σχέσεων εί ναι η ετερ οφυλοφιλία, η ερωτική έλξη και σεξουαλική συμπεριφορά προς άτομα του άλ λου φύλου. Ωστόσο, ορισμένοι νέοι είναι ομοφυλόφιλοι και παρουσιάζουν ερωτική έλξη zαι συμπεριφορά προς άτομα του ίδιου φύλου (πολλοί ομοφυλόφιλοι προτιμούν τον όρο
«gay» για τους άνδρες και «λεσβία» για τις γυναίκες, διότι οι όροι αυτοί συμπεριλαμβά νουν ένα ευρύτερο σύνολο συμπεριφορών και τρόπου ζωής από ό,τι ο όρος ομοφυλόφι
λος, ο οποίος επικεντρώνεται στη σεξουαλική πράξη). Άλλα άτομα είναι αμφιφυλόφιλοι zαι έλκονται σεξουαλικά από άτομα των δύο φύλων. Πολλοί έφηβοι πειραματίζονται με την ομοφυλοφιλία τους. Περί το αγορ ιών και το
10%
20%-25%
των
των κοριτσιών εφηβικής ηλικίας αναφέρουν ότι κάποια στιγμή στη
~ωή τους είχαν τουλάχιστον μία ερωτική εμπειρία με άτομο του ίδιου φύλου. Στην πραγ ματικότητα, η ομοφυλοφιλία και η ετεροφυλοφιλία δεν αποτελούν δύο εκ διαμέτρου αντί θετους σεξουαλικούς προσανατολισμούς. Ο
Alfred Kinsey,
ένας πρωτοπόρος ερευνητής
στον τομέα της σεξουαλικότητας, υποστήριξε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ενα συνεχές, στο ένα άκρο του οποίου βρίσκεται το «αποκλειστικά ετεροφυλόφιλο» άτομο zαι στο άλλο το «αποκλειστικά ομοφυλόφιλο» άτομο. Στο μέσον υπάρχουν άτομα, τα
οποία εμφανίζουν τόσο ομοφυλοφιλική, όσο και ετεροφυλοφιλική συμπεριφορά
(Kinsey, Pomeroy, & Martin, 1948). Παρόλο που είναι δύσκολο να έχουμε ακριβή στοιχεία, υπολο γίζεται ότι περί το 4%-10% ανδρών και γυναικών είναι αποκλειστικά ομοφυλόφιλοι για uεγάλες περιόδους της ζωής τους (Kinsey, Pomeroy, & Martin, 1948· McWhirter, Sanders, & Reinisch, 1990· Michael et al., 1994· Diamond, 2003a, 2003b· Russell & Consolacion, 2003). Ο καθορισμός του σεξουαλικού προσανατολισμού περιπλέκεται ακόμη περισσότερο
από τη διάκριση μεταξύ σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Ενώ ο σε ξου αλικός προσανατολισμός, αναφέρεται στο αντικείμενο των ερωτικών ενδιαφερόντων
του ατόμου, η ταυτότητα φύλου αναφέρεται στο φύλο στο οποίο θεωρεί το άτομο ότι ανή κει ψυχολογικά. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου δεν συνδέονται απαραίτητα μεταξύ τους: Ένας άνδρας, ο οποίος έχει έντονα aρρενωπή ταυτότητα φύ
λου, ίσως να αισθάνεται ερωτική έλξη για άνδρες. Κατά συνέπεια, ο βαθμός, στον οποίο ο άνδρας και η γυναίκα υιοθετούν παραδοσιακή «aρρενωπή» ή «θηλυπρεπή» συμπεριφορά
101
102
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
δεν σχετίζεται απαραιτητα με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύ λου
(Hunter & Mallon, 2000). Ορισμένοι άνθρωποι αισθάνονται ότι έχουν γεννηθεί με λάθος χαρακτηριστικά φύ
λου: Π. χ. θεωρούν ότι είναι γυναίκες, παγιδευμένες σε ανδρικό σώμα. Αυτά τα άτομα είναι πιθανό να επιζητήσουν επέμβαση αλλαγής φύλου, μια μακροχρόνια διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τη χορήγηση ορμονών και επεμβάσεις αποκατάστασης, έτσι ώστε να απο κτήσουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του άλλου φύλου.
Παράγοντες που καθορίζουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Οι παράγοντες,
οι οποίοι οδηγούν το άτομο να υιοθετήσει ετεροφυλοφιλική, ομοφυλοφιλική ή αμφιφυλο φιλική συμπεριφορά, δεν είναι σαφείς. Ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν ότι γενετικοι και βιολογικοί παράγοντες ίσως παίζουν σημαντικό ρόλο. Έρευνες με διδύμους δείχνουν
ό,τι οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι είναι πιθανότερο να είναι και οι δύο ομοφυλόφιλοι, από ότι αδέλφια, που δεν έχουν ταυτόσημο γενετικό υλικό. Άλλες ενδείξεις προβάλλουν διαφορές στις εγκεφαλικές δομές των ομοφυλόφιλων και των ετεροφυλόφιλων ατόμων. Η παραγω
γή ορμονών φαίνεται, επίσης, να συνδέεται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό
(Meyer-
Bahlburg et al., 1995· Lippa, 2003· Rahman & Wilson, 2003· Kraemer et al., 2006). Άλλοι ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες . συγκεκριμένα επιδράσεις της οικογένειας και των συνομηλίκων, παίζοv σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, ο Φρόιντ πίστευε ότι η ομοφυλοφιλία ει ναι το αποτέλεσμα λανθασμένης ταύτισης του παιδιού με τον γονέα τοι
αντίθετου φύλου
(Freud, 1922/1959). Το πρόβλημα με την θεωρητική προ
σέγγιση του Φρόιντ και άλλων, συναφών θεωρητικών ψυχαναλυτικών προ σεγγίσεων, έγκειται στο γεγονός ότι απλώς δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι ορι
σμένα είδη οικογενειακών σχέσεων ανατροφής του παιδιού συνδέονται με Το στρες της εφηβείας είναι πολύ μεγαλύτερο
για τα ομοφυλόφιλα άτομα, τα οποία συχνά
τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Παρομοίως, οι ερμηνείες που βασίζονται στις θεωρίες μάθησης, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλεται σε θετι
αντιμετωπίζουν την προκατάληψη της κοινω
κές, ευχάριστες εμπειρίες ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς και σε μη ικανο
νίας. Οι περισσότεροι έφηβοι, ωστόσο, κατα
ποιητικές ετεροφυλοφιλικές εμπειρίες, δεν φαίνεται να παρέχουν επαρκή
φέρνουν τελικά και συμφιλιώνονται με τον σε ξουαλικό τους προσανατολισμό και ταυτίζονται με αυτόν.
απάντηση
(Bell & Weinberg, 1978· Isay, 1990· Golombok & Tasker, 1996).
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ευρέως αποδεκτή ερμηνεία γιατί ορισμένοι
έφηβοι αναπτύσσουν ετεροφυλοφιλικό και άλλοι ομοφυλοφιλικό προσανα τολισμό. Οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του ατό
μου είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης γενετικών, βιολογικών και περιβαλλοντικών παρα γόντων
(Le Vay & Valente, 2003).
Αυτό που είναι σαφές είναι ότι ο έφηβος, ο οποίος έλκεται από άτομα του ιδίου φύ λου, ίσως αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες από ό,τι οι άλλοι έφηβοι. Η σύγχρονη κοινωνία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σοβαρή άγνοια και προκατάληψη ως προς την ομοφυλοφιλία παραμένοντας στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι έχουν επιλογή στο θέ μα αυτό, πράγμα που δεν ισχύει. Ο ομοφυλόφιλος έφηβος είναι πιθανό να βιώσει απόρρι
ψη από την οικογένεια ή τους συνομηλίκους του και ίσως αποτελέσει αντικείμενο παρενό χλησης και προσβολής, αν αποφασίσει να μιλήσει ανοιχτά για τις σεξουαλικές του προτι
μήσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ομοq:υλόφιλος έφηβος διατρέχει υψηλότερο κίνδυνο για κατάθλιψη και τα ποσοστά αυτοκτονιών ειναι υψηλότερα στην κατηγορία αυτή από ό ,τι στους ετεροφυλόφιλους εφήβου; Ι R)·an & Riνers, 2003· C. Bolch, 2005· Koh & Ross, 2006· Le ter. 20061 .
Μ.
Harris, 2004· Murdock &
Τα περισσότερα άτομα, πάντως. κατορθωνουν τελικά και συμφιλιώνονται με τον σε ξουαλικό τους προσανατολισμό και αισθά\'ονται άνετα. Παρόλο που οι ομοφυλόφιλοι και
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤ.~ ~ΤΗ .\" ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
103
οι αμφιφυλόφιλοι μπορεί να βιώσουν προβλήματα ψυχικής υγείας, ως αποτέλεσμα του
στρες, της προκατaληψης και των διακρίσεων που αντιμετωπίζουν, η ομοφυλοφιλία δεν θεωρείται ψυχολογική διαταραχή από κανέναν από τους μεγaλους ψυχολογικούς ή ιατρι κούς συλλόγους. Αντίθετα, οι σύλλογοι αυτοί καταβaλλουν προσπaθειες να μειώσουν την ένταση των διακρίσεων προς τα aτομα αυτa
(Stone, 2003· van Wormer & McKinney, 2003·
Davidson, 2005).
Εφηβική εγκυμοσύνη Ο θηλασμός στις
3.00 τα ξημερώματα, οι αλλαγές πaνας και οι συχνές επι
σκέψεις στον παιδίατρο δεν συμβαδίζουν με την εικόνα, την οποία οι περισ σότεροι από εμaς έχουμε για την εφηβεία. Κι όμως, κaθε χρόνο, δεκaδες χι λιaδες έφηβοι γίνονται γονείς. Τα καλα νέα, ωστόσο, είναι ότι η συχνότητα της εφηβικής εγκυμοσύνης
εμφανίζει πτωτική τaση. Την τελευταία δεκαετία, μaλιστα, τα ποσοστa εφη βικής εγκυμοσύνης στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατa
30%. Τα αντίστοιχα ποσοστa
στους εφήβους αφρο-αμερικανικής καταγωγής εμφανίζουν τη μεγαλύτερη ::ττώση, σε ποσοστό 40%. Η συνολική αναλογία εφηβικής εγκυμοσύνης είναι 43 γεννήσεις για κaθε 1.000 aτομα, που αποτελεί το χαμηλότερο ιστορικa πο σοστό (βλέπε Σχήμα 12.8) (Centers for Disease Control and Prevention, 2003· Colen, Geronimus, & Phipps, 2006).
Αυτή η 16χρονη μητέρα και το παιδί της αvτι-
Μερικοί από τους παρaγοντες, οι οποίοι έχουν συμβaλει στη σημαντική
προσωπεύουν ένα από τα σημαντικότερα και-
μείωση των περιπτώσεων εφηβικής εγκυμοσύνης είναι:
νωνικά προβλήματα, την εφηβική εγκυμοσύνη.
Οι νέες πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί έχουν αυξήσει το επίπεδο ενημέρωσης στους νέους σχετικa με τους κινδύνους του σεξ χωρίς προφυλαξεις. Για
παρaδειγμα, περί τα δύο τρίτα των λυκείων στις Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζουν προ γρaμματα σεξουαλικής αγωγής
(Villarosa, 2003· Corcoran & Pillai, 2007).
Η συχνότητα ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής στους εφήβους έχει μειωθεί σημαντικa. Στη δεκαετία
1991-2001, το
ποσοστό των κοριτσιών εφηβικής ηλικίας, τα
οποία δηλώνουν ότι είχαν ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή, έχει μειωθεί από το
51%
στο
43%.
Σημειώνεται αύξηση στη χρήση προφυλακτικού και aλλων μέσων προφύλαξης. Τα τελευταία χρόνια, οι έφηβοι συνηθίζουν να υποκαθιστούν την κανονική σεξουαλιr.ti πρaξη με aλλες σεξουαλικές πρακτικές. Για παρaδειγμα, σύμφωνα με δεδομένα έρευνα; του
1995
σε aνδρες εφήβους
των αγοριών ηλικίας
44%
[1995 National Survey of Adolescent Males],
περί το 5Ο 0ιο
15-19 ετών αναφέρει ότι είχε εμπειρία στοματικού σεξ, μια αύξηση 1980. Είναι πιθανό ότι ο στοματικός έρωτας, τον
από το τέλος της δεκαετίας του
οποίο πολλοί έφηβοι δεν θεωρούν καν σεξ, αρχίζει σταδιακa να θεωρείται εναλλακτική πρaξη, αντί της ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής
(Bernstein, 2004).
Ένας παρaγων, ο οποίος σαφώς δεν έχει οδηγήσει στη μείωση της συχνότητας της εφηβι r.i]ς εγκυμοσύνης, είναι η προτροπή γονέων και ενηλίκων προς τους εφήβους να διατηρi] σουν την «αγνότητa» τους. Οι δηλώσεις/εκκλήσεις για αποχή από το προγαμιαίο σεξ, κε
ντρικό στοιχείο ορισμένων προγραμμaτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, φαίνεται πως δεν είναι αποτελεσματικές. Για παρaδειγμα, σε έρευνα με
12.000 εφήβους, το 88%
ανέφερε
ότι τελικa έχουν κaνει σεξ. Βρέθηκε, ωστόσο, ότι οι κοινωνικές εκκλήσεις για τη διατi]ρηση
104
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ •
ΕΦΗΒΕΙΑ
140 .----------------------------------------. >
ι;;
120 ......................................................... .
σ>
18 μήνες 2004).
~
ιΩ
5'">
·g
~
100
υ-Ο ω
>
80
στό εφηβικής εγκυμοσύνης στις ΗΠΑ είναι
>
2
>·ω
:::> ::::1.
>-Q_
ο ω "
60
~~ ~
:::>
t>
>
·w· · · · ·~· · · · · ·
σ
20
ο
c
ο Ισπανο
Αφρο -α με-
Αυτόχθονες
αμερικανικής καταγωγής
ρικανικής
Αμερικανοί
καταγωγής
Λευκοί
Ασιατικής
Ευρω-
καταγωγής
πα·ίκής
φορές υψηλότερα, από ό,τι σε όλ
ο 1991
u
καταστροφικές, τόσο για τη μητέρα, όσο
και για το παιδί. Συγκριτικό με παλαιότε ρες εποχές, οι έφηβες μητέρες είναι λιγότε ρο πιθανό να παντρευτούν. Στις περισσότε ρες περιπτώσεις, η μητέρα αναλαμβόνει τη
φροντίδα του παιδιού, χωρίς τη βοήθεια του πατέρα. Χωρίς οικονομική και συναι
καταγωγής
Σχήμα
10
ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης μπορεί να είναι
40
·σ
b g
με
λες, προηγμένες χώρες. Οι επιπτώσεις τη;
ο
·σ
(Bearman & Bruckner,
Ακόμη και μετό τη μείωση της συχνό
~::I.
-~ 3
περiπου
τητας της εφηβικής εγκυμοσύνης, τα ποσο
-<·σ
σ
της «αγνότητας» καθυστέρησαν την έναρξη
της σεξουαλικής ζωής στους εφήβους κατό
·3
σθηματική υποστήριξη, η νεαρή μητέρα ίσως αναγκαστεί να διακόψει το σχολείο
2002
και να υποχρεωθεί να εργαστεί για την
12.8 Ποσοστό εφηβικής εγκυμοσύνης
Στις Ηνωμένες Π ολιτείες, τα ποσοστά εφηβικής εγκυμοσύνης έχουν μειωθεί σημαντικά
υπόλοιπη ζωή της σε θέση ανειδίκευτου ερ
σε όλες τις εθνοτικές ομάδες.
γότη, με ελαχιστες αποδοχές. Σε όλλες πε-
{ΠΗΓΗ: Centers for Disease Control and Prevention, 2003.)
ριπτώσεις, ίσως προσφύγει στις κρατικές επιδοτήσεις και επιδόματα για μεγόλα χρο
νικό διαστήματα. Η σωματική και ψυχολογική υγεία της μητέρας εφηβικής ηλικίας, ίσως παρουσιόσει προβλήματα, καθώς αντιμετωπίζει ασυνήθιστα υψηλές πιέσεις και στρε; στην ιδιόμορφη καθημερινή της ζωή
(Manlove et al., 2004· Gillmore et al., 2006· Oxford et
al., 2006).
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη •
Η σύναψη ερωτικών σχέσεων στην εφηβική ηλικία εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς,
καθώς προσφέρει συναισθηματική οικειότητα, ψυχαγωγία, ίσως και κύρος.
•
Ο aυνανισμός, για τον οποίο παλαιότερα επικρατούσαν αρνητικές αντιλήψεις, σήμε ρα, σε γενικές γραμμές, θεωρείται φυσιολογική και ακίνδυνη πρακτική, η οποία συνε χίζεται και στην ενήλικη ζωή.
•
Η πλήρης σεξουαλική επαφή θεωρείται ορόσημο για τη ζωή του ατόμου στην εφηβεία. Η ηλικία της πρώτης σεξουαλικής επαφής επηρεόζεται από πολιτισμικούς παρόγο ντες και μειώνεται συνεχώς στα τελευταία
•
50 χρόνια.
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος πλέον θεωρείται ως ένα συνεχές παρό ως σύστημα κατηγοριοποίησης, ανα:;ττύσσεται ως αποτέλεσμα συνδυσμένης αλληλεπί δρασης ποικίλων παραγόντων.
•
Η εφηβική εγκυμοσύνη αποτελεί m1μαντικό πρόβλημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αρνητικές συνέπειες τόσο για τη νεαρ1i μητέρα όσο και για το παιδί της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
12 •
ΒΑΣΙΚΟΙ
ΚΑΙ
OPOI
>-- Στάδιο ταυτότnτας ταυτότnτας (σ.
n σύγχυσnς
74) 77)
>-- Δοτn ταυτότnτα (σ.
77) 77)
~ Σύγχυσn ταυτότnτας (σ. ~ Αυτονομία (σ.
85)
>-- Χάσμα γενεών (σ. ~ Κλίκες (σ.
>-- ΠλΠθn (σ.
~ Παραμελnμένοι έφnβοι (σ.
87)
~ Ομάδα αναφοράς (σ.
>-- Κατακτnμένn ταυτότnτα (σ. ~ Μορατόριουμ (σ.
ΕΝΝΟΙΕΣ
>-- Αμφιλεγόμενοι έφnβοι (σ. >-- Απομονωμένοι έφnβοι (σ.
93)
94)
~ Υπο-κοινωνικοποιπμένοι παραβάτες
91) 91)
~ Διαφυλικn αnομόνωσn (σ.
77)
~ Πίεσn συνομnλίκων (σ.
91)
(σ.
92) 93) 93)
96)
~ Κοινωνικοποιnμένοι παραβάτες (σ.
96)
~ Αυνανισμός (σ.
99)
105
13
Η σωματικn
και
n
γνωστικn ανάπτυξn
στnν πρώιμn ενnλικn zωn
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΩΜΑ τΙΚ Η ΑΝΑΠτv:ΞΗ
ΓΝΩΗΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥ:ΞΗ
•
Σωμοτικn ονάπτυξn και οισθnσεις
•
Κινnτικn λειτουργικότnτο. φυσικn
•
ενιlλικn zωn
κοτάστοσn και υγεία
•
•
Διοτροφn και παχυσαρκία:
•
Ένα «βαρύ>> πρόβλnμο
• •
n οντιμετώπισn
Το στρες και
Η μετοτυπικn σκέψn
Η προσέγγισn του
•
•
τους
Perry
•
n οντιμετώπισn
του
Το στάδιο ονάπτυξnς του
ονυδpοσn στις οποιτnσεις
τnς φοιτnτικnς zωnς
Schaie
Νοnμοσύνn: Τι είναι σnμοντικό στnν πρώιμn ενιlλικn zωn
•
Ποοσοpμογn στο πονεπιστι'ψιο:
:-i
στn μετοτυπικn σκέψn
Σωματικές ονοπnρίες και
Ο ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΠΑ
Νοnτικn ονάπτυξn στnν πρώιμn
Γεγονότα zωnς και γνωστικn ονάπτυξn
• Φuλο και οκοδnμοϊκn επίδοσn •
Η στερεοτυπικn οπειλιl και
n ορνnτικn
τούτισn με τn φοίτnσn
• Διοκοπn των σπουδών
Πρόλογος: Η ιστορία δύο φοιτητών Ο Μ. («Μανόλnςη) δεν αμφέβαλλε ποτέ για το ποιον δρόμο θα ακολουθnσει. θα έμπαινε στο πανεπιστnμιο . Ο πατέρας του , ένας πλούσιος μετανάστnς, έφυγε από τnν πατρίδα του, πέντε χρόνια πριν από τn γέννnσn του γιου του, και διέπρεψε ως επιχειρnματίας στον τομέα τnς προμnθειας ιατρικών οργάνων . Επίσnς, κατάφε ρε να εμφυσnσει στον γιο του τn σnμασία τnς μόρ
φωσnς. Στnν πραγματικότnτα, το ερώτnμα δεν nταν αν ο Μ. θα πάει στο πανεπιστnμιο, αλλά σε ποια σχολrl θα έμπαινε. Έτσι, για τον Μ., το Λύκειο nταν
πεδίο πιέσεων: Οι επιδόσεις του και
n οποιαδrlποτε
εξωσχολικn του δραστnριότnτα aξιολογούνταν ανά
λογα με το αν τον βοnθούν σαχθεί σε μ ι α
n τον εμποδίzουν να ει
«κaλrl » σχολrl .
*** Η μnτέρα του Α. (« Αλέξανδρου») έχει κορνιzάρει και
κρεμάσει στον τοίχο τnν ειδοποίnσn για τnν εγγραφn του παιδιού τnς σε τμnμα επαρχιακού πανεπιστnμίου. θεωρεί θαύμα και αποτέλεσμα των προσευχών τnς ότι ο γιος τnς κατάφερε να μπει στο πανεπιστnμιο . Σύμφωνα με τα λεγόμενά τnς, ο Α. nταν πάντα ένα
«καλό παιδί», το οποίο εργαzόταν σκλnρά, παρότι έχει μεγαλώσει σε γειτονιά με υψnλrl εγκλnματικότn
τα και διακίνnσn ναρκωτικών . Καθώς το παιδί μεγά λωνε,
n μnτέρα του δεν πίστευε καν ότι θα καταφέρει
να περάσει στο πανεπιστnμιο. Σnμερα, το να τον βλέ πει να φτάνει σε αυτό το επίπεδο στnν εκπαιδευτικn του πορεία, τnς δίνει ανείπωτn χαρά.
Οι πανεπιστημιακοί χώροι, όπως και η υπόλοιπη κοινωνία , χαρακτηρίζο νται από αυξανόμενη ποικιλότητα.
108
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ 8
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Παρόλο που οι νεοι τη; .παρα..ιάνω ιστορίας είχαν δύο πολύ διαφορετικές πορείες, έχουν έναν κοινό στόχο. την είσοόο στο :τανε;ηστήμιο. Αντιπροσωπεύουν την αυξανόμενη δια
φορικότητα στο οιr.ογενειαzό ιστοριzό. το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, τη φυλή και την εθνότητα που χαραr.τηρίζει σήμερα τον φοιτητικό πληθυσμό σε πολλές χώρες. Είτε εισαχθεί στο :τανε:τιστήμιο είτε όχι, ο νεαρός ενήλικας βρίσκεται στο απόγειο της γνωστικής του ανάπτυξη;. Βρ ίσzεται. επίσης, στο ζενίθ των σωματικών του ικανοτήτων. Το σώμα δρα σαν να είναι στον «αυτόματο πιλότο»: Η σωματική κατάσταση και η υγεία του δεν θα είναι ποτέ σε υψηλότερα επίπεδα.
Παράλληλα, ωστόσο, η ανάπτυξη συνεχίζει κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή, η οποία αρ χίζει περίπου στο τέλος της εφηβείας (στην ηλικία των αρχή της μέσης ενήλικης ζωής (περίπου στην ηλικία των
20 ετών) και εκτείνεται μέχρι την 40 ετών). Όπως θα δούμε σε αυτό
και στο επόμενο κεφάλαιο, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές, καθώς παρουσιάζονται νέες ευκαιρίες και ο νέος επιλέγει να υιοθετήσει (ή να απορρίψει) νέους ρόλους, όπως, για παράδειγμα, τον ρόλο του συντρόφου, του γονέα και του εργαζόμενου. Το παρόν κεφάλαιο ασχολείται με τη σωματική και τη γνωστική ανάπτυξη κατά την
περίοδο της πρώιμης ενήλικης ζωής. Αρχικά, μελετώνται οι σωματικές αλλαγές, οι οποίες επισυμβαίνουν έως την πρώιμη ενήλικη ζωή. Αν και, συγκριτικά με την εφηβεία, οι σωμα τικές αλλαγές είναι λιγότερο εμφανείς, η ανάπτυξη συνεχίζει και παρατηρούνται, επίσης, αλλαγές σε ποικίλες κινητικές δεξιότητες. Εξετάζεται η διατροφή και το βάρος, όπως και η συχνότητα της παχυσαρκίας σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Επιπλέον, μελετάται το στρες και η αντιμετώπισή του σε αυτά τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής. Στη συνέχεια, εξετάζεται η γνωστική ανάπτυξη. Παρόλο που οι παραδοσιακές προ
σεγγίσεις στη γνωστική ανάπτυξη αντιμετωπίζουν την πρώιμη ενήλικη ζωή ως περίοδο σταθερότητας, στο κεφάλαιο παρουσιάζονται ορισμένες σύγχρονες θεωρίες, σύμφωνα με
τις οποίες η γνωστική ανάπτυξη αυτής της περιόδου της ζωής είναι αξιοσημείωτη. Περι γράφεται, επίσης, η φύση της νοημοσύνης του ενήλικα, όπως και οι επιδράσεις των σημα
ντικών γεγονότων ζωής στη γνωστική του ανάπτυξη. Το τελευταίο μέρος του κεφαλαίου ασχολείται με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η οποία διαμορφώνει τη νοητική ανάπτυξη του φοιτητή. Εξετάζονται τα χαρακτηριστικά των ατόμων, τα οποία εισέρχονται στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως και ο τρόπος, με τον
οποίο το φύλο και η εθνότητα επηρεάζουν την επίδοση. Το κεφάλαιο καταλήγει με την εξέταση των λόγων για τους οποίους οι φοιτητές διακόπτουν τις σπουδές τους και με τη μελέτη ορισμένων προβλημάτων προσαρμογής, τα οποία αντιμετωπίζουν οι φοιτητές.
Σωματική ανάπτυξη Ο Ν («Νίκος») χαμογέλασε καθώς το ποδήλατό του aνυψώθηκε απότομα για λίγο. Ο 27χρονος οικονομικός ελεγκτής ήταν πολύ χαρούμενος που, μαζί με τέσσερις φίλους του από το πανεπιστήμια, κατάφεραν να φύγουν από την πόλη για ένα σαββατοκύ ριακο με κατασκήνωση και ποδηλασία. Ο Ν ανησυχούσε ότι μια επικείμενη προθε
σμία στη δουλειά του θα τον ανάγκαζε να χάσει αυτό το ταξίδι. Στα φοιτητικά τους χρόνια, ο Ν και οι φίλοι του συνήθιζαν να πηγαίνουν εκδρομές για ποδηλασία, σχε
δόν κάθε σαββατοκύριακο. Όμως, η δουλειά και ο γάμος -ακόμη και η πατρότητα για έναν από τους φίλους-δεν άφηναν χρόνο ελεύθερο. Αυτή η εκδρομή ήταν η μοναδική
του καλοκαιριού και ο Ν ήταν ευτυχισμένος που είχε καταφέρει να συμμετέχει. Όταν ο Ν. και οι φίλοι του άρχισαν, ως q;οιτητές, να πηγαίνουν τακτικά εκδρομές με το πο-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ~ΩΜΑτtΚΗ ΚΑΙ Η Γ:\ΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
δr'jλατο, tσως βρtσκονταν στην καλύτερη σωματική τοι·; κατάσταση. Όμως ακόμη και σή μερα που η ζωr'] του Ν. έχει γtνει πιο πολύ:;τλοκη και τα αΟληματα έρχονται σε δεύτερη μοt ρα, σε σύγκριση με την εργασtα και τις άλλες :;τροσω;ηκές υ:;τοχρεώσεις, ο Ν. συνεχtζει να
απολαμβάνει μtα από τις υγιέστερες περιόδου; τη; ζωής του. Όπως θα δούμε, παρόλο που τα περισσότερα άτομα, όπως ο Ν., εγγίζουν το υψηλότερο επίπεδο των σωματικών τους ικανοτήτων στην πρώιμη ενr']λικη ζωή, καλούνται, συγχρόνως, να αντιμετωπtσουν το στρες, το οποίο προκαλείται από τις δυσκολίες τής ενήλικης ζωr']ς.
Σωματική ανάπτυξη και αισθήσεις Η σωματικr'] ανάπτυξη και η ωρtμανση έχουν, από πολλές απόψεις, ολοκληρωθεί στην πρώιμη ενήλικη ζωr']. Τα περισσότερα άτομα βρtσκονται στο ανώτατο σημείο των σωματι κών τους ικανοτr'jτων. Έχουν αποκτr']σει το τελικό τους ύψος, τα άκρα εtναι ανάλογα με το σωματικό μέγεθος και το «άχαρο» εφηβικό σώμα είναι πλέον παρελθόν. Ο άνθρωπος στην
αρχή της δεκαετtας των
20, εtναι συνr']θως υγιής, εύρωστος και γεμάτος
ενέργεια. Παρόλο
που η διαδικασία της γήρανσης, η φυσικr'] σωματικr'] παρακμr'], την οποία επιφέρει η αυξα
ΓrΊρανσn
νόμενη ηλικtα, έχει ξεκινήσει, οι αλλαγές που σχετtζονται με την ηλικtα συνr']θως δεν είναι
Η φυσικri σωμαηκri παρακμn,
πολύ εμφανείς σε αυτr'] την περtοδο.
Παράλληλα, η ανάπτυξη συνεχίζεται έως ένα βαθμό στην πρώιμη ενr']λικη ζωr']. Για παράδειγμα, ορισμένα άτομα, ιδιαtτερα όσα εμφανίζουν αργοπορημένη ανάπτυξη, συνε
χίζουν να κερδtζουν ύψος στις αρχές της τρίτης δεκαετtας της ζωr']ς τους. Επιπλέον, η ωρί μανση ολοκληρώνεται, επίσης, σε συγκεκριμένα τμr']ματα του σώματος. Για παράδειγμα, ο εγκέφαλος αυξάνεται σε μέγεθος και βάρος και παtρνει την τελικr'] του μορφή σε αυτr'] την
περtοδο της ζωr']ς (και αργότερα αρχtζει να συρρικνώνεται). Η φαιά ουσtα του εγκεφάλου συνεχtζει να ενισχύεται -με τη διαδικασία του «κλαδέματος»- και η εμμυέλωση (η διαδι κασία, μέσω της οποtας οι νευρώνες καλύπτονται από τα λιποκύτταρα) συνεχίζεται. Οι
αλλαγές αυτές στον εγκέφαλο υποστηρίζουν τις γνωστικές προόδους που παρατηρούνται στην πρώιμη ενr']λικη ζωή
(Sowell et al., 2001· Toga, Thompson, & Sowell, 2006).
Οι αισθr']σεις είναι ακμαtες όσο ποτέ άλλοτε στη ζωr']. Παρόλο που σημειώνονται αλ λαγές στην ελαστικότητα του οφθαλμού -ως συνέχεια της διαδικασtας της γr']ρανσης, η οποία εtναι πιθανό να αρχίσει ακόμη και από την ηλικία των
10 ετών- αυτές είναι τόσο μι
κρές, ώστε δεν προκαλούν προβλr'jματα στην όραση. Όπως θα δούμε και στο Κεφάλαιο
15, οι αλλαγές στην όραση δεν είναι αισθητές πριν από την ηλικtα των 40 ετών. Η ακοr'], επίσης, βρtσκεται στο αποκορύφωμά της. Ωστόσο, εμφανtζεται μια διαφορά φύλου: Συγκριτικά με τους άνδρες, οι γυναίκες εντοπίζουν με μεγαλύτερη ευκολία υψηλό
τερους ηχητικούς τόνους
(McGuiness, 1972). Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η ακοr'] τόσο των
ανδρών όσο και των γυναικών εtναι αρκετά καλr']. Σε συνθr']κες ησυχίας, ο μέσος νεαρός
ενήλικας μπορεί να ακούσει τον κτύπο των δεικτών ρολογιού, το οποίο βρίσκεται σε από σταση περίπου
6 μέτρων. Οι υπόλοιπες αισθήσεις. δηλαδr'] η γεύση, η όσφρηση και η ευαι
σθησtα στην αφr'] και στον πόνο, είναι εξίσου καλές και παραμένουν σε καλr'] κατάσταση καθ' όλη τη διάρκεια της πρώιμης ενήλικης ζωή;. Ο ι αισθήσεις αυτές αρχίζουν να φθtνουν από τη δεκαετtα των
40 η των 50.
Κινητική λειτουργικότητα, φυσική κατάσταση και υγεία Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν οτι, α.:-ι:ό τα
30 και μετά, το άτομο σωματικά δεν εί
ναι πλέον σε θέση να ασχοληθεί με τον αθλητισμό σε ε:τατrελματικό επίπεδο. Παρόλο που
n οποία
προκσλείτσι
οπό τnν προχωρnμένn nλικία .
109
110
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
υπάρχουν aξιοσημείωτες εξαιρέσεις (επαγγελματίες αθλητές, οι οποίοι συνεχίζουν και σε ηλικία
40
ετών), ακόμη και αθλητές, οι
οποίοι προπονούνται διαρκώς, συνήθως χάνουν μεγάλο μέρος των σωματικών τους ικανοτήτων, όταν συμπληρώσουν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους. Σε ορισμένα αθλήματα, η «Πτώση» εμ φανίζεται σε ακόμη μικρότερη ηλικία. Οι κολυμβητές φτάνουν στο ανώτατο επίπεδο επιδόσεων από τα
15
μέχρι τα
20 έτη και οι (Schultz &
αθλητές ενόργανης γυμναστικής ακόμη ενωρίτερα
Curnow, 1988). Για τους περισσότερους ανθρώπους, το απόγειο των ψυχοκι νητικών ικανοτήτων παρατηρείται, επίσης, στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Ο χρόνος αντίδρασης είναι μικρότερος, η μυ·ίκή δύναμη είναι
μεγαλύτερη και ο συντονισμός οφθαλμού οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ζωής
- χεριού καλύτερος από (Salthouse, 1993· Sliwinski et
al., 1994). Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους, τα άτομα εί
ναι συνήθως υγιή, εύρωστα και δραστήρια, αν και συχνά βιώνουν υψηλά επίπεδα στρες.
Φυσική κατάσταση.
Η σωματική ισχύς, ωστόσο, η οποία κατά
κανόνα χαρακτηρίζει την πρώιμη ενήλικη ζωή, δεν είναι δεδομέ νη σε όλα τα άτομα. Για να κατακτήσει το πλήρες σωματικό δυ
ναμικό του, το άτομο θα πρέπει να ασκείται και να εφαρμόζει ένα κατάλληλο πρόγραμμα διατροφής. Τα οφέλη της άσκησης δεν είναι καθόλου μυστικά: Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η γιόγκα
και η αεροβική άσκηση, η άσκηση στο γυμναστήριο, το τρέξιμο και η κολύμβηση αποτε λούν, κατά τα φαινόμενα, συνήθεις δραστηριότητες. Ωστόσο, τα δεδομένα ίσως είναι πα
ραπλανητικά. Το ποσοστό των Αμερικανών, οι οποίοι εμπλέκονται σε επαρκή συστηματι κή άσκηση, ώστε να διατηρήσουν την καλή φυσική τους κατάσταση, είναι μόνο
10%
και
λιγότεροι από το ένα τέταρτο του πληθυσμού ασκούνται ακόμη και σε μέτριο βαθμό. Τα άτομα που ασκούνται, φαίνεται να προέρχονται από τα υψηλά και μεσαία κοινωνικοοικο νομικά στρώματα. Τα άτομα χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου συχνά δεν έχουν είτε το χρόνο είτε τα χρήματα για συστηματική σωματική άσκηση (Estabrook, Lee, & Gyurcsik, 2003· Bove & Olson, 2006· Delva, O'Malley, & Johnston, 2006· Proper, Cerin, & Owen, 2006). Ο βαθμός της άσκησης, που θεωρείται απαραίτητος, ώστε να επιτευχθούν σημαντικά για την υγεία οφέλη, δεν είναι πολύ υψηλός. Σύμφωνα με τις συστάσεις ειδικών, ο άνθρω
πος θα πρέπει να συμπληρώνει τουλάχιστον χιστον
5 ημέρες την εβδομάδα.
30 λεπτά μέτριας σωματικής άσκησης, τουλά
Ο χρόνος της άσκησης μπορεί να είναι συνεχής ή να αποτε
λείται από τρία 10λεπτα κάθε ημέρα. Η μέτρια δραστηριότητα μπορεί να περιλαμβάνει βάδισμα με ρυθμό
5-6,5
χιλιομέτρων την ώρα, ποδηλασία με ρυθμό μέχρι και
16
χιλιομέ
τρων την ώρα, ψάρεμα με αγκίστρι από την ξηρά, παιχνίδι πινγκ-πονγκ ή κανό-καγιάκ με
ρυθμό
3-6,5 χιλιομέτρων την ώρα. Ακόμη και οι δουλειές του σπιτιού, όπως η κηπουρική,
το σκούπισμα στο σπίτι και το κούρεμα του γκαζόν με μηχανή, μπορούν να προσφέρουν
μέτριας μορφής σωματική άσκηση
(American College of Sports Medicine, 1997).
Τα οφέλη για τα άτομα που λαμβάνουν μέρος σε προγράμματα συστηματικής σωματι κής άσκησης, είναι πολλά. Η σωματική άσκηση βελτιώνει το καρδιαγγειακό σύστημα, γεγο
νός που σημαίνει ότι η καρδιά και το κυκλοφορικό σύστημα λειτουργούν αποτελεσματικό τερα. Επιπλέον, μεγαλώνει η χωρητικότητα των πνευμόνων σε οξυγόνο, γεγονός το οποίο
αυξάνει την αντοχή. Οι μύες δυναμώνουν και το σώμα γίνεται πιο ευλύγιστο και ευέλικτο. Το εύρος των κινήσεων αυξάνεται και οι μύες, οι τένοντες και οι σύνδεσμοι γίνονται περισ-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ~ΤΗ~ ΠΡΩΙ.\!Η Ε:'-JΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
111
σότερο ελαστικοι Επιπρόσθετα, σε αυτη την περίοδο της ζωης, η άσκηση βοηθά στη μείωση του κινδύνου για οστεοπόρωση αργότερα στη ζωη. Η σωματικη άσκηση βελτιώνει, επίσης, το ανοσοποιητικό σύστημα του σώμα
τος, βοηθώντας το στην καταπολέμηση των ασθενειών. Βοηθά, επίσης, στη μείωση των επιπέδων στρες και άγχους, αλλά και κατάθλιψης, καθώς προσφέρει στο άτομο
μια αίσθηση ελέγχου του σώματός του, αλλά και την αίσθηση της επιτυχίας (Mutrie, 1997· Faulkner & Biddle, 2004· Harris, Cronkite, & Moos, 2006· Wise et al., 2006). Η συστηματικη άσκηση προσφέρει τη δυνατότητα για ένα ακόμη, τελικώς, σημαντικότερο, όφελος: Συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα για μακροβιότητα (βλέπε Σχημα
Υγεία.
13.1- Stevens et al., 2002).
Παρόλο που η έλλειψη σωματικης άσκησης είναι πιθανό να οδηγησει σε
εξασθένηση της υγείας, γενικώς, οι κίνδυνοι για την υγεία είναι σχετικά μικροί σε αυτη την περίοδο. Συγκριτικά με την παιδικη ηλικία, στην πρώιμη ενηλικη ζωη το άτομο είναι λιγότερο ευάλωτο στο κρυολόγημα και σε άλλες ελαφρές ασθένειες,
και, όταν ασθενεί, ξεπερνά το πρόβλημα πολύ γρηγορα. Στις δεκαετίες των
20 και 30 είναι πιθανότερο
οι ενηλικες να κινδυνεύουν να
χάσουν τη ζωη τους από ατυχηματα, κυρίως αυτοκινητικά, παρά από οποιαδη ποτε άλλη αιτία. Υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι, τους οποίους αντιμετωπίζουν οι ενηλικες αυτης της ηλικιακης ομάδας: Μεταξύ των βασικότερων αιτιών θανάτου στα άτομα ηλικίας από
25
μέχρι
34 ετών
είναι το AIDS, ο καρκίνος, οι καρδιακές
παθησεις και η αυτοκτονία. Σύμφωνα με στατιστικά ευρηματα για τη θνησιμότη τα, η ηλικία των
35 ετών αποτελεί σημαντικό ορόσημο. Στο χρονικό αυτό σημείο,
οι ασθένειες και παθησεις υπερτερούν των ατυχημάτων, ως αιτίες θανάτου- για
πρώτη φορά από τη βρεφικη ηλικία. Η καλη φυσικη κατάσταση και υγεία δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για όλους τους νεαρούς ενηλικες. Οι επιλογές τρόπου ζωης, περιλαμβανομένης της χρησης -και κατάχρησης- αλκοόλ, καπνού η ουσιών και της σεξουαλικης επαφης χωρίς
μέσα προφύλαξης, είναι πιθανό να επισπεύσουν τη δευτερογενή γήρανση, δηλα δη τη σωματικη παρακμη, η οποία οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες η
στις επιλογές ζωης του ατόμου. Οι παράγοντες αυτοί είναι, επίσης, δυνατόν να αυξησουν τον κίνδυνο θανάτου εξαιτίας ασθενειών και παθησεων.
Η πρώιμη ενήλικη ζωή χαρακτηρίζεται
από το απόγειο της καλής σωματικής κα Γυναίκες
Άνδρες
τάστασης. Σε αυτή την περίοδο , άριι;τες
σ
::;!_
~~ ι::::π::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
ο
>-
-σ ο ο ο
·σ
>
S' ο
~ ~ ο~
b>
·σ
ω > σ
~~
~~ ·ω
>-
·σ
ε;
CD ·ο
b
g ο
c
60
~~ ΓΞΞΞΞΞΞΞΞ.ΞΞΞΞΞΞ
55
6
65 t········· ···················································
50 45
σωματικές δεξιότητες δεν παροοσ;οc· μόνον οι επαγγελματiες αθλητές , όη τενίστρια
Serena Wi ιams και ο αθλητης Derek Jeter αλλά και οι περισ
μπέιζμπολ,
σότεροι νεαροί ενήλικες.
40
40 t···· 35
35 t····
30 25
30 25
20 t···· 15 10 5
20 15 10 5
ο
ο
2
3
4
5
Επίπεδα φυσικής κατάστασης (Χαμηλά προς υψηλά)
0[5δd 2
3
4
5
Επίπεδα φυσικής κατάστασης (Χαμηλά προς υψηλά)
Σχήμα 13.1
Σωματική άσκηση και
μακροβιότητα Όσο καλύτερη είναι η φυσική κατάστα ση τόσο χαμηλότερα είναι τα ποσοστά θανάτου, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. {ΠΗΓΗ:
Blair et al., 1989.)
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
112
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Όπως υποδηλώνει ο ορισμός της δευτερογενούς γήρανσης, οι πολιτισμικοt παράγο ντες, το φύλο και η φυλή, συσχετtζονται, επtσης, με τον κtνδυνο θανάτου στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, οι άνδρες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους, συγκριτικά με τις γυναtκες, κυρtως λόγω της μεγαλύτερης εμπλοκής τους σε αυτοκινητικά ατυχήματα. Επιπρόσθετα, συγκριτικά με τους λευκούς, οι Αφρο-αμερικα
νοt εμφανtζουν διπλάσιο ποσοστό θανάτων, όπως επtσης, σε γενικές γραμμές, τα μέλη μειοψηφικών ομάδων εμφανtζουν υψηλότερες πιθανότητες θανάτου, συγκριτικά με τους λευκούς. Μtα ακόμη μεtζων αιτtα θανάτου για τους άνδρες αυτής της ηλικιακής ομάδας εtναι η βtα, ιδιαtτερα στις Ηνωμένες Πολιτεtες. Τα ποσοστά ανθρωποκτονtας στις ΗΠΑ εtναι ση
μαντικά υψηλότερα από κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα (βλέπε Σχήμα
13.2). Για παράδειγ μα, ενώ στην Ιαπωνtα, η αναλογtα εtναι 0,5 ανθρωποκτονtες ανά 100.000 άτομα, στις Ηνω μένες Πολιτείες είναι 21,9 ανά 100.000 άτομα- μια διαφορά μεγαλύτερη του 4.000%. Στα τιστικά ευρήματα αυτού του είδους έχουν οδηγήσει ορισμένους ερευνητές να συμπερά νουν ότι η βία αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό των Ηνωμένων Πολιτειών
(Fingerhut &
Kleinman, 1990· Berkowitz, 1993). Τα ποσοστά ανθρωποκτονίας εξαρτώνται σημαντικά και από φυλετικούς παράγο ντες. Παρόλο που η ανθρωποκτονία αποτελεί την πέμπτη αιτία θανάτου των λευκών Αμε ρικανών πρώιμης ενήλικης ζωής, είναι η πρώτη και κύρια αιτία θανάτου των ατόμων αφρο-αμερικανικής καταγωγής, και αποτελεί σημαντική αιτία θανάτου στην ομάδα των ισπανόφωνων. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας, ένας νεαρός Αφρο-αμερικανός έχει σή μερα μεγαλύτερες πιθανότητες να χάσει τη ζωή του από ό,τι είχε ένας στρατιώτης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι πολιτισμικοt παράγοντες δεν επηρεάζουν μόνο τις αιτίες θανάτου, αλλά, όπως θα
δούμε στο ειδικό κεφάλαιο «Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη», επιδρούν και στον τρό πο ζωής και στη σχετική με την υγεία συμπεριφορά του ενήλικα.
Δείκτης ανθρωποκτονιών Ιαπωνία Ομοσπονδιακή Γερμανία Δανία Αγγλία Πολωνία Ιρλανδία Ελλάδα Γαλλία Βέλγιο Αυστραλία
Σχήμα
13.2 Ποσοστό ον·
θρωποκτονιών ονό τον κόσμο τ ο ποσοστό ανθρωποκτονιών (ανά 100.000 άτομα) είναι κατά
Καναδάς
Νορβηγία Ισραήλ
πολύ υψηλότερο στις Ηνωμέ
Σκοτία
νες Πολιτείες από ό,τι σε οποια
Ηνωμενες Πολrτείες
δήποτε άλλη ανεmυγμένη χώ ρα του κόσμου. (ΠΗΓΗ:
Fingerhut & Κleinman, 1990.,
ο
5
10 Ποσοστά ανθρωποκτονίας ανά
20
15 100.000
άτομα
25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ~ΤΗ:'\ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Πώς οι πολιτισμικές αντιλήψεις επηρεάζουν την υγεία και τη σχετική με την υγεία συμπεριφορά; Η Μ. («Μαριάννα») υπέστη πρόσφατα καρδιακή προσβολή. Ο γιατρός τη συμβού λευσε να τροποποιήσει τη διατροφή της και να αλλάξει τις συνήθειές της σχετικά με τη σωματική άσκηση, διαφορετικά θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο μιας ακόμη, επι κίνδυνης για τη ζωή της, καρδιακής προσβολής. Την περίοδο που ακολούθησε, η Μ. άλλαξε ριζικά τις συνήθειές της ως προς τη διατροφή και τη σωματική άσκηση.
Επίσης, άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία και να προσεύχεται συστηματικά. Με βάση τον τελευταίο ιατρικό έλεγχο, η Μ. βρίσκεται στην καλύτερη φυσική κατά σταση παρά ποτέ. Ποιοι είναι μερικοί από τους λόγους στους οποίους οφείλεται η εκπληκτική βελτίωση της υγείας της Μ.;
(Murguia, Peterson, & Zea, 1997, σ. 16).
Δ ιαβάζοντας την παραπάνω παράγραφο, πώς θα απαντούσατε στο ερώτημα; Η υγεία της Μ. βελτιώθηκε διότι (α) η Μ. άλλαξε τις συνηθειές της ως προς τη διατροφη και την άσκη ση, (β) η Μ. έγινε καλύτερος άνθρωπος, (γ) ο Θεός επιθυμούσε να δοκιμάσει την πίστη της η (δ) ο γιατρός της συνέστησε τις κατάλληλες αλλαγές; Τα δύο τρίτα των λατινοαμερικανών μεταναστών από την Κεντρικη Αμερικη, τη Νότια Αμερικη και την Καρα"ίβικη στις Ηνωμένες Πολιτείες, που απάντησαν στο παραπά
νω ερώτημα, θεώρησαν ότι η εκδοχη «Ο Θεός επιθυμούσε να δοκιμάσει την πίστη της Μ.» είχε μέτρια έως σημαντικη επίδραση στην αποκατάσταση της υγείας της, παρόλο που οι περισσότεροι από αυτούς υποστηριξαν, επίσης, ότι οι αλλαγές στις συνηθειες διατροφης
και άσκησης έπαιξαν σημαντικό ρόλο
(Murguia et al., 1997).
Τα ευρηματα της έρευνας αυτης έως έναν βαθμό εξηγούν γιατί οι ισπανόφωνοι, συ γκριτικά με κάθε άλλη εθνοτικη ομάδα στη Δύση, είναι λιγότερο πιθανό να αναζητησουν ιατρικη βοηθεια, όταν νοσούν. Σύμφωνα με τους
Maria Zea (1997), οι σχετικές
Alejandro Murguia, Rolf Peterson
και
με την υγεία πολιτισμικές πεποιθησεις, παράλληλα με δημο
γραφικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το κατά πό σον ένα άτομο θα επιλέξει να αναζητησει επαγγελματικη ιατρικη βοηθεια.
Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι, συγκριτικά με τους λευκούς, οι λατινοαμερικανοί, όπως και μέλη άλλων, μη δυτικών, πολιτισμικών ομάδων, είναι πιθανότερο να πιστεύουν σε υπερφυσικά αίτια των ασθενειών. Για παράδειγμα, τα μέλη αυτών των ομάδων μπορεί να αποδώσουν την ασθένεια σε τιμωρία από τον Θεό, σε έλλειψη πίστης η μαγεία. Αντιλη
ψεις του είδους αυτού είναι πιθανό να μειώσουν το κίνητρο για αναζητηση επαγγελματι κης ιατρικης φροντίδας
(Landrine & Klonoff, 1994). Οι οικονομικές δυνατότητες του ατό
μου παίζουν, εξίσου σημαντικό ρόλο. Η χαμηλη κοινωνικοοικονομικη θέση μειώνει τη δυ νατότητα στο άτομο να δαπανησει χρηματα για την ιατρικη φροντίδα της υγείας του, που ίσως έχει υψηλό κόστος και έτσι ενθαρρύνει έμμεσα το άτομο να συνεχίσει να βασίζεται σε λιγότερο παραδοσιακές και λιγότερο δαπανηρές μεθόδους. Επιπλέον, τα χαμηλότερα επί
πεδα επαφης με τον κυρίαρχο πολιτισμό, τα οποία χαρακτηρίζουν τους πρόσφατους με τανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνδέονται με μειωμένες πιθανότητες για επίσκεψη σε γιατρό και για κανονικη ιατρικη φροντίδα
(Pachter & Weller, 1993· Landrine & Klonoff,
1994· Antshel & Antshel, 2002). Οι επαγγελματίες στο χώρο της υγείας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τούς πολιτι σμικούς παράγοντες, όταν περιθάλπουν μέλη διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων. Για
113
114
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ Ε:'\Η.\11\.Η ΖΩΗ
παράδειγμα, αν ένας ασθενής πιστεύει ότι η αιτία της ασθένειάς του είναι το «μάτιασμα» από κάποιον εχθρό του, είναι πιθανό να μην συμμορφωθεί με τις συστάσεις των γιατρ
Διατροφή και παχυσαρκία: Ένα «βαρύ» πρόβλημα Οι περισσότεροι νεαροί ενήλικες γνωρίζουν ποιες τροφές είναι πραγματικά θρεπτικές και πως να διατηρήσουν μια ισορροπημένη διατροφή. Παρ' όλα αυτά, δεν καταβάλλουν κα
μιά προσπάθεια να ακολουθήσουν τους σχετικούς κανόνες, αν και κάτι τέτοιο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο.
Ισορροπημένη διατροφή.
Σύμφωνα με τους κανόνες του Υπουργείου Γεωργίας των
ΗΠΑ, ο άνθρωπος μπορεί να έχει ισορροπημένη διατροφή, όταν καταναλ
κά ολικής αλέσεως, τα λαχανικά (φρέσκα και αποξηραμένα) και τα φρούτα προσφέρουν και άλλα οφέλη: Βοηθούν τον οργανισμό να αυξήσει τα ποσοστά των σύνθετων υδαταν θράκων και ινων, που καταναλ
επίσης απαραίτητα για την πρόληψη της οστεοπόρωσης. Τέλος, καλό είναι να μειωθεί η κατανάλωση αλατιού (USDA, 2006). Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, η ελλιπής διατροφή δεν αποτελεί πάντοτε σημαντικό πρόβλημα. Για παράδειγμα, οι έφηβοι δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας
από την κατανάλωση πρόχειρης τροφής και λίπους, λόγω της ραγδαίας σω ματικής τους ανάπτυξης. Όμως, τα πράγματα αλλάζουν στην ενήλικη ζωή. Καθ
μέχρι τωρα. Πολλοί είναι οι νέοι, οι οποίοι συνεχίζουν και προσλαμβάνουν τον ίδιο
αριθμό θερμίδων όπως και στην εφηβική τους ηλικία. Παρόλο που τα περισ σότερα άτομα εισέρχονται στην ενήλικη ζωή με κανονικό βάρος και ύψος, σταδιακά κερδίζουν βάρος, κυρίως όταν διατηρούν τις κακές διατροφικές τους συνήθειες
Παχυσαρκία.
(Insel & Roth, 1991). Ο ενήλικος πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειων αυξάνεται,
με περισσότερους από έναν τρόπους. Η παχυσαρκία, η οποία ορίζεται ως το
σωματικό βάρος που είναι 20% ή και περισσότερο πάνω από το μέσο βάρος για ένα άτομο δεδομένης ηλικίας και ύψους, είναι σε έξαρση στις Ηνωμένες Πολι τείες. Μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις ενός
Το ποσοστό των παχύσαρκων ατόμων ηλι κίας στο
18 έως 29 ετών ανέρχεται 12% και αυξάνεται κατά τη
της ενήλικης ζωής.
περίπου διάρκεια
1999, η
παχυσαρκία αυξήθηκε κατά
ηλικίας
18 έως 29 ετων
(1)
έτους, από το
1998
μέχρι το
6%. Το ποσοστό των παχύσαρκων ατόμων 12% και οι αριθμοί μεγαλ
ανέρχεται περίπου στο
στη διάρκεια της ενήλικης ζωής: Με την αύξηση της ηλικίας, όλο και περισσό τερα άτομα χαρακτηρίζονται ως παχύσαρκα (βλέπε Σχήμα
Disease Control and Prevention, 2000).
13.3· Centers for
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 8
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
115
30
25
20
>
~
a.
g
-:::>
~ ι::
-ο
gb
10
[!_
, ___ _
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
-·-·············
Σχήμα
13.3
Αύξηση των
ποσοστών παχuσσριύσc;
5
·--------------------------- ---------------------------------------------------------------------------·-···-----------------------------------------------------τροφης
ενήλικες .Αμεpuιανοϋς εχει ω-
ο
18-24
25-44
45-64
65-74
έτη
έτη
έτη
έτη
75 έτη και άνω
ξηθεί σημαvτuιά -:ην τελευταία δεκαετία. {ΠΗrΉ:
and
Ηλικία
Ο έλεγχος του βάρους αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα, συχνά με πενιχρά αποτελέ σματα, για πολλούς νεαρούς ενήλικες. Τα περισσότερα άτομα, που κάνουν δίαιτα, τελικά
επαναποκτούν το βάρος που είχαν χάσει και εμπλέκονται σε έναν φαύλο κύκλο απώλειας και επαναπόκτησης βάρους. Μάλιστα, ορισμένοι ειδικοί στην παχυσαρκία υποστηρίζουν σήμερα ότι τα ποσοστά αποτυχίας στην απώλεια βάρους είναι τόσο υψηλά, ώστε ίσως τα παχύσαρκα άτομα θα μπορούσαν να αποφεύγουν τη δίαιτα. Αντίθετα, αν τα παχύσαρκα άτομα καταναλώνουν με μέτρο τις τροφές που πραγματικά επιθυμούν, είναι πιθανό να μπορέσουν να αποφύγουν την τάση για υπερβολική κατανάλωση τροφής, η οποία συχνά ακολουθεί μια αποτυχημένη προσπάθεια για δίαιτα. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή,
παρόλο που τα παχύσαρκα άτομα είναι πιθανό να μην φθάσουν ποτέ στο επιθυμητό βά ρος, είναι πιθανό να καταφέρουν να ελέγξουν το βάρος τους περισσότερο αποτελεσματι κά (Polivy & Herman, 2002· Lowe, 2004· Putterman & Linden, 2004· Quatromoni et al., 2006· Annunziato & Lowe, 2007).
Σωματικές αναπηρίες και η αντιμετώπισή τους Πάνω από
50
εκατομμύρια άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζουν κάποιο είδος
σωματικής ή νοητικής αναπηρίας, σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της αναπηρίας
-
μιας
κατάστασης, δηλαδή, η οποία περιορίζει ουσιωδώς μια σημαντική δραστηριότητα, όπως το βάδισμα ή η όραση. Στατιστικές έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα με αναπηρία αποτελούν μια επιμέρους ομάδα με λιγότερα χρόνια εκπαίδευσης και μεγαλύτερη ανεργία. Λιγότεροι από
10%
των ατόμων με σημαντική αναπηρία έχουν αποφοιτήσει από το Λύκειο, λιγότεροι από
25%
των ανδρών και
15%
των γυναικών με αναπηρία έχουν εργασία πλήρους απασχό
λησης και τα ποσοστά ανεργίας σε αυτή την ομάδα είναι υψηλά. Επιπλέον, ακόμη και όταν τα άτομα με αναπηρία βρίσκουν δουλειά, οι θέσεις εργασίας, στις οποίες απασχο λούνται, είναι θέσεις ρουτίνας με χαμηλές αποδοχές
2005).
(Schaefer & Lamm, 1992· Albrecht,
Centers for Dιsease Control 2001.)
Preνention,
116
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίζουν σημαντικούς περιορισμούς στο να ζησουν μια ολοκληρωμένη ζωη, πληρως ενσωματωμένη στην ευ ρύτερη κοινωνία. Ορισμένοι περιορισμοί είναι σωματικοί. Παρά την υπερψηφιση του νόμου του
1990 (στις Ηνωμένες Πολιτείες) για τα άτομα
με αναπηρία, ο οποίος επιβάλλει την πληρη πρόσβαση σε όλα τα κτηρια,
όπως καταστηματα, γραφεία, ξενοδοχεία και θέατρα, τα άτομα με σωμα τικη αναπηρία δεν μπορούν ακόμη να έχουν πρόσβαση σε ορισμένα πα λαιά κτηρια.
Ένα ακόμη πρόβλημα -το οποίο, συγκριτικά με τους σωματικούς περιορισμούς, είναι δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί- είναι η προκατά ληψη και οι διακρίσεις. Τα άτομα με αναπηρία συχνά αντιμετωπίζουν
τον οίκτο η την αποφυγη των άλλων. Ορισμένοι επικεντρώνουν την προσοχη τους στην αναπηρία ενός ατόμου σε τέτοιο βαθμό, ώστε παρα βλέπουν άλλα γνωρίσματα και τον αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα και όχι ως άνθρωπο. Άλλοι αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία σαν να ηταν Παρά την υπερψήφιση του νόμου του
1990 στις
'"'νωμενες Πολιτείες για την αναπηρία, τα άτομα σ μαrι'(J] αναπηρία εξακολουθούν να μην
εχουν πρόσβαση σε πολλά παλαιά κτήρια.
παιδιά. Τελικώς, η συμπεριφορά αυτη μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο, με τον οποίο τα άτομα με αναπηρία αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους
(French & Swain, 1997).
Το στρες και η αντιμετώπισή του Η ώρα είναι
5.00 μ.μ.
Η Ρ. («Ρόζα»), μια 25χρονη μητέρα που μεγαλώνει μόνη της
το παιδί της, μόλις τελείωσε τη δουλειά της, ως υπάλληλος υποδοχής σε οδοντια τρείο, και επιστρέφει στο σπίτι. Έχει ακριβώς δύο ώρες στη διάθεσή της για να πάρει την κόρη της από τον παιδικό σταθμό, να φτάσει στο σπίτι, να μαγειρέψει και
να δειπνήσει, να φέρει στο σπίτι κάποιον για να μείνει με την κόρη της και να ετοι μαστεί για να πάει στο κοινοτικό κολέγιο, όπου παρακολουθεί μαθήματα προ γραμματισμού. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη βράδυ αισθάνεται ότι τρέχει σε μαραθώνιο και γνωρίζει πως δεν έχει ούτε λεπτό για χάσιμο, αν θέλει να βρίσκεται στην ώρα της στο μάθημα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί αυτό που βιώνει η Ρ.: Ονομάζεται Στρες
στρες και είναι η σωματικη και συναισθηματικη αντίδραση του ατόμου σε γεγονότα, τα
Η αυματικιΊ και συναισθnματικιΊ
οποία αποτελούν απειλη η πρόκληση. Το πόσο αποτελεσματικά μπορεί ένα άτομο να αντι
αντίδρασn του ατόμου σε γεγονότα, τα οποία αποτελούν απειλrΊ
nπρόκλnσn.
μετωπίσει το στρες, εξαρτάται από μια πολύπλοκη αΗηλε:τίδραση ανάμεσα σε σωματι κούς και ψυχολογικούς παράγοντες
(Hetherington & Blechman, 1996).
Το στρες υπάρχει στη ζωη σχεδόν όλων μα;. καθώ; η καθημερ ινότητα είναι γεμάτη από Ψυχονευροανοσολογία
Η μελέτn τnς σχέσnς
ανάμεσα στον εγκέφαλο,
γ εγονότα και περιστάσεις, που είναι γνωστές ω; στρεσογό,•α :ταράγοντες, οι οποίες συνι
στούν απειλη για την ευημερία μας. Οι στρεσο"ΟΥ σάρεστα γεγονότα: Ακόμη και τα πιο ευχάριστα
·
. αρά· οΥτε; δεν είναι απαραιτητως δυ· α. ό:τ · ; για παράδειγμα η πρώτη
ΤΟ ανοσοnοιnτικό σύστnμα ημέρα σε μια ΠΟλυπόθητη δουλειά η τα σzέ α '{tα και τους ψυχολογικούς
παράγοντες .
ρουν υψηλά επίπεδα στρες
· ··.ια τελετή , μπορούν να επιφέ-
(Crowley, Ha~· lip. ·Η
Οι ερευνητές στον νέο κλάδο της
3· himizu & Pelham, 2004).
ι
'• ; ι α;. της μελέτης δηλαδη της
σχέσης ανάμεσα στον εγκέφαλο, το αΥοσο7οι γοντες, έχουν βρει ότι το στρες επιq:έρει
θης είναι μια βιολογικη αντίδραση. κα τα επινεφρίδια, προκαλούν αύξηιη ω
α και τους ψυχολογικούς παρά":.i.σ:i ; στον οργανισμό. Η πιο συνη-
' • _
_
ο ·ε ;, οι οποίες εκκρίνονται από
Ί.ι ν . της πίεσης του αίματος , του
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ Ν ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
11 7
ρυθμού αναπνσιlς και εφίδρωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι άμεσες αντιδράσεις μπορεί να είναι θετικές, καθώς προκαλούν τη λεγόμενη «αντίδραση εγρήγορσης» στο συ
μπαθητικό νευρικό σύστημα, με την οποία το άτομο μπορεί να αμυνθεί καλύτερα σε συν θήκες ξαφνικής απειλής από το περιβάλλον
(Parkes, 1997· Ray, 2004).
Από το άλλο μέρος, η μακροχρόνια, συνεχής έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της δυνατότητας για αντιμετώπιση του στρες. Καθwς οι σχετικές με το στρες ορμόνες εκκρίνονται διαρκwς, η καρδιά, τα αιμοφόρα αγγεία και άλ λα συστήματα του οργανισμού εξασθενούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να γίνεται
όλο και πιο ευάλωτο στις ασθένειες, καθwς φθίνει η ικανότητά του να καταπολεμήσει με επιτυχία τα μικρόβια και τους ιούς
Αίτια του στρες.
(Cohen, Tyrrell, & Smith, 1997· Lundberg, 2006).
Έμπειροι συνεντευκτές, σύμβουλοι φοιτητwν και ιδιοκτήτες καταστη
μάτων ειδwν γάμου , είναι ανάμεσα σε αυτούς που γνωρίζουν ότι δεν αντιδρούν όλοι οι άν θ ρωποι με τον ίδιο τρόπο σε δυνητικά στρεσογόνους καταστάσεις. τι είναι αυτό, το οποίο διαφοροποιε ί την αντίδραση στο στρες; Σύμφωνα με τους
Arnold Lazarus και Suzan Folkman, το άτομο διέρχεται μια σειρά σταδίων (βλέπε Σχήμα 13.4), τα οποία καθορίζουν κα τά πόσο θα βιwσει την εμπειρία του στρες (Lazarus & Folkman, 1984· Lazarus, 1968, 1991γ. Η πρωτογενής εκτίμηση είναι το πρwτο στάδιο, στο οποίο το άτομο προβαίνει σε γνω-
στική αξιολόγηση της κατάστασης, wστε να καθορίσει κατά πόσον οι συνέπειες είναι θετι-
'
' '
κ ες, αρνητικ ες η ου
δ'
ετερες.
Α
'
ν το ατομο
θ
'
'
,
,
εωρησει το περιστατικο κυριως αρνητικο, α
ξ
ιο-
Πρωτογενnς εκτίμnσn
Η :νωστικrl ?ξιολόγnσn • ενος γεγονοτος, με σκοπο να καθοριστεί κατά πόσον
λογεί την κατάσταση σε συνάρτηση με τη βλάβη που αυτό έχει προκαλέσει στο παρελθόν,
οι επιδράσεις του είναι θετικές,
με το πόσο απειλητικό θα μπορούσε να είναι, με το πόσο πιθανή είναι η επιτυχής αντιμε
αρνnτικές
n ουδέτερες .
τwπισή του. Για παράδειγμα, είναι πιθανό να αισθάνεται κανείς διαφορετικά για ένα
επερχόμενο διαγwνισμα στα Γαλλικά, αν είχε πάρει καλό βαθμό στο τελευταίο ανάλογο διαγwνισμα από ό,τι αν είχε αποτύχει.
'
Η γνωστικrl αξιολόγnσn του
Το δ εύτερο στάδιο είναι η δευτερογενής εκτίμηση. Η δευτερογενής εκτίμηση είναι η
'
απαντηση που το ατομο
δ'
Δευτερογενnc; εκτίμnσn
'
,
,
,
,
ινει στην ερωτηση «Μπορω να χειριστω την κατασταση;». Ειναι
κατά π~ν οι ικανότnτες
αντιμετωπ ισnς και τα εφόδια,
που έχει το άτομο
μια αξιολόγηση του κατά πόσον οι ικανότητες και τα εφόδια, που έχει, είναι επαρκή για να
στn διάθεσrl του, είναι επαρκrl
αντιμετωπίσει την πρόκληση του δυνητικά στρεσογόνου παράγοντα. Σε αυτό το στάδιο
για ν~ αντιμ~τωπίσει ~ε επιτυχία
της
εν δυνάμε ι στρεσογόνου
' ' θ ' λ ' • • θ δ ια δ ικασια ς , το ατομο προσπα ει να υπο ογισει κατα ποσον α
'
μπορεσει να υπερνι-
τον κινδυνο n τ nν nροκλnσn του
κήσει τους κινδύνους της κατάστασης. Α ν δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια και ο κίνδυνος εί-
παράγοντα
ναι μεγάλος , τότε βιwνει στρες. Για παράδειγμα, το πρόστιμο για παράνομο παρκάρισμα
•
αποτελεί γεγονός, το οποίο προκαλεί αναστάτωση στον καθένα, όμως για το άτομο, που έχε ι οικονομικά προβλήματα, το στρες θα είναι σημαντικά εντονότερο. Το στρες ποικίλλει ανάλογα με την αξιολόγηση-εκτίμηση του ατόμου και αυτή ποι
κίλλει ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του και τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Υπάρχουν ορισμένες γενικές αρχές , με βάση τις οποίες μπορεί κανείς να προβλέψει πότε ένα περι στατικό θα εκτιμηθεί/αξιολογηθεί ως στρεσογόνο. Η
Shelley Taylor (1991) προτείνει τις
εξής αρχές :
•
Γεγονότα και συνθήκες , οι οποίες επιφέρουν αρνητικά συναισθήματα, είναι πιθανότε ρο να οδηγήσουν σε αντίδραση στρες, από ό ,τι γεγονότα που είναι θετικά. Για παρά δ ε ιγμα , ο προγραμματισμός για την υιοθεσία ενός παιδιού προκαλεί λιγότερο στρες,
από ό ,τι η σοβαρή ασθένεια ενός αγαπημένου προσwπου.
1. Β λ.
κ αι Μπ εζε β έγκης Η.
(2001), <<Άγχος ,
αγχογόνες καταστάσεις και η αντιμετώπισή τους σε ;τ αι
δ ιά και εφήβους>> . Στο : Ε. Βασιλάκη , Σ. Τριλίβα και Η . Μπεζεβέγκης (Επιμ. έκδ . ), Το στρ ες, το άγχος και η αντιμετώπισή τους (σσ.
29-60). Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
118
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
•
Καταστάσεις, οι οποίες είναι ανεξέλεγκτες ή απρόβλεπτες, είναι
πιθανότερο να προκαλέσουν στρες, από ό,τι όσες είναι ελεγχόμενες και προβλέψιμες. Για παράδειγμα, το απροειδοποίητο διαγwνισμα
στην τάξη επιφέρει υψηλότερα επίπεδα στρες στους μαθητές από τα προγραμματισμένα διαγωνίσματα των τετραμήνων.
•
Γεγονότα και καταστάσεις που είναι ασαφείς και προκαλούν σύγχυ ση, επιφέρουν υψηλότερα επίπεδα στρες, συγκριτικά με εκείνα που είναι αναμφισβήτητα και σαφή. Αν το άτομο δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει μια κατάσταση, πρέπει να προσπαθήσει με επιμονή να την «αποκωδικοποιήσει», αντί να την αντιμετωπίσει ευθέως. Για παράδειγμα, μια καινούργια θέση εργασίας, για την οποία δεν υπάρ χει σαφής περιγραφή, είναι πιθανότερο να δημιουργήσει περισσότε ρο άγχος, από ό,τι μια θέση εργασίας με σαφή περιγραφή.
•
Τα άτομα που καλούνται να ολοκληρwσουν παράλληλα πολλές εργα σίες, πράγμα που θέτει σε δοκιμασία τις ικανότητές τους, είναι πιθα νότερο να βιwσουν στρες, συγκριτικά με άτομα, τα οποία εμπλέκο
νται σε λιγότερα έργα συγχρόνως. Για παράδειγμα, η μεταπτυχιακή φοιτήτρια, η οποία περιμένει το πρwτο της παιδί την ίδια περίοδο, στην οποία καλείται να παραδwσει τη διπλωματική της εργασία, είναι πιθανότερο να βιwσει υψηλά επίπεδα στρες.
Οι επιmώσεις του έντονου στρες που προκαλείται από καταστάσεις, όπως η περίmωση αυτής της γυναίκας, της οποίας το σπίτι καταστράφηκε από
Επιπτώσεις του στρες.
φωτιά, μπορούν να είναι μακροχρόνιες.
εξαιτίας της σωματικής διέγερσης, στην προσπάθεια του ατόμου να
Η συνεχής «τριβή» η οποία προκαλείται
Πιθανός στρεσοyόνος παρόyων (Π . χ., μελέτη
ογκώδους συγγράμματος)
1 Πρωτογενής εκτίμηση (Π .χ., πόσος χρόνος χρειάζεται για τη μελέτη)
Συνέπειες (από θετικές έως αρνητικές) Βλάβη (δυνητική και πραγματική)
1 Θετικές συνέπειες Λίγη ή καθόλου βλάβη
1 Δεν υπάρχει απειλή
Σχήμα
13.4
Δευτερογενής εκτίμηση
(Π.χ., πόσος χρόνος είναι διαθέσιμος για τη μελέτη) Επάρκεια εφοδίων
_ι
Ικανότητα αντιμετώπισης
1 Επαρκή εφόδια Επαρκής ικανότητα αντιμετώπισης
1 Μείωση της απειλής κινδύνου
Τα βήματα στην αντίδραση στο στρες
Ο τρόπος, με τον οποίο το άτομο αξιολογεί τον πιθανό παράγοντα στρες, καθορίζει κατά πόσον το άτομο αυτό θα βιώσει στρες . {ΠΗΓΗ:
Kaplan, Sallis & Patterson, 1993.)
Αντίληψη του στρες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΑΠΠ' ΞΗ ΣΤΗ:\ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
119
αντιμετωπίσει το στρες, προκαλεί μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις. Όταν το άτομο
βιώνει υψηλά επίπεδα στρες τα προβλήματα που προκύπτουν, είναι σοβαρά. Για παρά δειγμα, οι κεφαλαλγίες, ο πόνος στον αυχένα και την πλάτη, τα εξανθήματα, η χρόνια κό πωση, ακόμη και το κοινό κρυολόγημα είναι προβλήματα, που συσχετίζονται άμεσα με το στρες
(Cohen, Tyrrell, & Smith, 1993· Suinn, 2001).
Επιπλέον, το ανοσοποιητικό σύστημα -το σύνολο των οργάνων, αδένων και κυττάρων, που απαρτίζουν τη γραμμή άμυνας του οργανισμού στις ασθένειες- είναι πιθανό να υπο
στεί βλάβη από το στρες. Επειδή το στρες διεγείρει σε υπερβολικό βαθμό το ανοσοποιητικό σύστημα, μπορεί να αρχίσει να προσβάλλει το ίδιο το σώμα, καταστρέφοντας υγιή ιστό, αντί να καταπολεμήσει τους «εισβολείς»- βακτηρίδια και ιούς. Εκτός αυτού, το στρες είναι
πιθανό να εμποδίσει το ανοσοποιητικό σύστημα από το να αντιδράσει αποτελεσματικά, γε γονός που επιτρέπει στα μικρόβια να αναπτυχθούν ευκολότερα ή στα καρκινικά κύτταρα να εξαπλωθούν γρηγορότερα
(Ader, Felten, & Cohen, 2001· Miller & Cohen., 2001· Cohen
et al., 2002). Έτσι, το στρες μπορεί να οδηγήσει σε ψυχοσωματικές διαταραχές, δηλαδή σωματικές διαταραχές που προκαλούνται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ψυχολογικά, συναι σθηματικά και σωματικά προβλήματα. Για παράδειγμα, το έλκος στομάχου, το άσθμα, η
1./.iυχοσωματικέc; διαταραχές Σωματικές διαταραχές, οι οποίες προκαλούνται
από τnv αλλnλεπίδρασπ ανάμεσα
αρθρίτιδα και η υψηλή πίεση του αίματος είναι πιθανό -αν και δεν ισχύει σε όλες τις περι
σε ψυχολογικά, συναισθnματικά
πτώσεις- να προκαλούνται από το στρες
και σωματικά προβλιΊματα
(Lepore, Palsane, & Evans, 1991).
Με άλλα λόγια, το στρες επηρεάζει τον άνθρωπο με ποικίλους τρόπους. Μπορεί να
αυξήσει την πιθανότητα να ασθενήσει κανείς, να δυσκολέψει την ανάρρωση από ασθέ νεια, όπως, επίσης, να μειώσει την ικανότητα του ατόμου να αντεπεξέλθει με επιτυχία σε μελλοντικές στρεσογόνους συνθήκες (για να υπολογίσετε περίπου πόσο στρες βιώνετε στη ζωή σας, συμπληρώστε το ερωτηματολόγιο στον Πίνακα
13.1). Ας
σημειωθεί ότι, παρόλο
που το στρες εμφανίζεται σε όλα τα στάδια της ζωής, το άτομο μπορεί, καθώς μεγαλώνει, να μάθει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα το στρες. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι στρατηγικές αντιμετώπισης του στρες μπορούν να πάρουν πολλές μορφές.
Παρόλο που συνήθως θεωρούμε ότι αρνητικά γεγονότα, όπως ένα αυτοκινητικό ατύχημα, προκαλούν στρες, στην πραγματικότητα, ακόμη και ευ πρόσδεκτα γεγονότα , όπως ο γάμος, μπορούν να είναι στρεσογόνα.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
120
Πίνακας
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
13.1 Πόσο σrρες βιώνετε;
Αξιολογήστε το επίπεδο στρες, το οποίο βιώνετε, απαντώντας στις παρακάτω ερωτήσεις και προσθέτοντας τους βαθμούς σε κάθε
τετράγωνο. Οι ερωτήσεις αναφέρονται αποκλειστικά στον προηγούμενο μήνα. Οι αριθμοί που δίνονται στο τέλος θα σας βοηθή σουν να καθορίσετε το επίπεδο στρες, το οποίο βιώνετε .
1.
Πόσο συχνά αναστατωθήκατε από ένα απροσδόκητο γεγονός; L....__.
2. Πόσο
9.
= ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές φορές, 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά Ο
φορές,
10.
φορές,
Πόσο συχνά αισθανθήκατε ότι οι δυσκολίες ήταν τόσες πολ
Ο = ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές φορές, 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά
D
Ο = ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά
φορές,
Σύγκριση επιδόσεων Τα επίπεδα στρες ποικίλλουν από άτομο σε άτομο. Συγκρίνετε
Πόσο συχνά αισθανθήκατε ότι τα πράγματα κυλούν όπως τα
τον συνολικό σας βαθμό με τις παρακάτω μέσες επιδόσεις:
θέλετε;
Ηλικία
Φύλο
18-29 ................ 14,2 30-44 ................ 13,0 45-54 .. ........... ... 12,6 55-64 ................ 11,9 65 και άνω ........... 12,00
Άνδρες
I
1
= ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές φορές, 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά Ο
Πόσο συχνά καταφέρατε να ελέγξετε τον εκνευρισμό σας;
D 7.
Ο = ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά
λές, ώστε σας ήταν αδύνατον να aντεπεξέλθετε;
α σας να χειριστείτε τα προσωπικά σας προβλήματα;
6.
φορές,
Πόσο συχνά θυμώσατε με πράγματα έξω από τον δικό σας
D
οσο συχνά αισθανθήκατε σιγουριά σχετικά με την ικανότη
__
Ο = ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά
έλεγχο;
Πόσο συχνά αισθανθήκατε νευρικός και υπό πίεση; Ο = ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ , 2 = μερικές 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά
5.
D
συχνά αισθανθήκατε ότι δεν ήσαστε σε θέση να ελέγ
Γ
Πόσο συχνά αισθανθήκατε ότι είχατε τον απόλυτο έλεγχο των πραγμάτων σας;
ξετε τα σημαντικά πράγματα στη ζωή σας;
3.
8.
= ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές φορές, 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά Ο
r-----
Ο = ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές φορές, 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά
Πόσο συχνά συνειδητοποιήσατε ότι δεν μπορείτε να αντιμε τωπίσετε ταυτόχρονα όλα τα πράγματα, τα οποία είχατε να φέρετε εις πέρας; Ο = ποτέ, 1 = σχεδόν ποτέ, 2 = μερικές 3 = σχετικά συχνά, 4 = πολύ συχνά
(ΠΗΓΉ:
Sheldon Cohen, Dept. of Psychology, Carnegie Mellon
............. 12,1 ............ 13,7
Γυναίκες
Οικογενειακή κατόσταση Χήρος
.........................................12,6 ............ 12,4 Άγαμος/η ...................................... 14,1 Διαζευγμένος/η .................................. 14, 7 Σε διάσταση ... .... .. ........ . . ................. 16,6 Παντρεμένος/η ή συγκατοικεί με σύντροφο
φορές,
υniνersity.)
Αντιμετώπιση του στρες 1 •
Το στρες είναι μέρος της ζωής, μια κατάσταση την οποία
βιώνουν όλοι οι άνθρωποι. Παρ' όλα αυτά, ορισμένα άτομα διαθέτουν aποτελεσματικότε Στρατnγικές αντιμετώπισnς του στρες (copιng) Η προσπάθεια του ατόμου
να ελέγξει, να μειώσει ιi να μάθει
ρες στρατηγικές αντιμετώπισης τους άγχους, οι οποίες ορίζονται ως η προσπάθεια του ατόμου να ελέγξει, να μειώσει ή να μάθει να αντέχει τις απειλές που οδηγούν στο στρες. Ορισμένα άτομα χρησιμοποιούν στρατηγικές εστιασμένες στο πρόβλημα, με τις οποίες
να αντέχει τις απειλές
προσπαθούν να διαχειριστούν ευθέως το πρόβλημα ή μια στρεσογόνο κατάσταση , επιφέ
που οδπγούν στο στρες.
ροντας αλλαγές στην κατάσταση, ώστε να προκαλεί λιγότερο στρες. Για παράδειγμα, ένας
εργαζόμενος, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα στη δουλειά του , μπορεί να μιλήσει στον εργοδότη του και να ζητήσει να αλλάξουν τα καθήκοντά του ή μπορεί να αναζητήσει άλλη εργασία.
l.
Ε:τειδή ο όρος
«coping»
έχει επικρατήσει διεθνώς, χρησιμοποιείται και στην ελληνική γλώσσα,
εyα/J.ακτικά με την ελληνική του απόδοση «στρατηγικές αντιμετώπισης>>, ως <<στρατηγικές
coping».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
121
Άλλα άτομα χρησιμοποιούν στρατηγικές εστιασμένες στο συναίσθημα, οι οποίες περι λαμβάνουν τη συνειδητή ρύθμιση του συναισθήματος. Για παράδειγμα, η εργαζόμενη μητέ ρα, η οποία αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να βρει κατάλληλο πλαίσιο φροντίδας για το παιδί
της, μπορεί να πείσει τον εαυτό της να δει τη θετική πλευρά, ότι δηλαδή, ενώ οι καιροί είναι οικονομικά δύσκολοι, αυτή έχει εργασία και εισόδημα
(Folkman & Lazarus, 1980, 1988).
Ορισμένες φορές, το άτομο αναγνωρίζει ότι βιώνει μια κατάσταση, την οποία δεν μπορεί να αλλάξει, αλλά καταφέρνει να αντιμετωπίσει το στρες, με κατάλληλο χειρισμό των αντι δράσεών του. Για παράδειγμα, ίσως ξεκινήσει μαθήματα διαλογισμού ή αποφασίσει να
ασκηθεί σωματικά, για να μειώσει τα επίπεδα των σωματικών του αντιδράσεων στο στρες. Η αντιμετώπιση του στρες υποβοηθείται, επίσης, από την κοινωνική στήριξη, δηλα δή τη βοήθεια και την ανακούφιση που προσφέρεται από τους άλλους. Όταν το άτομο, σε περιστάσεις στρες, στρέφεται στους άλλους για βοήθεια, μπορεί να εξασφαλίσει και συναισθηματική στήριξη (π.χ. μια αγκαλιά για να κλάψει) αλλά και πρακτική και χειρο πιαστή βοήθεια (π.χ. ένα προσωρινό χρηματικό δάνειο)
(Spiegel, 1993· Giacobbi, Lynn.
& Wetherington , 2004· Jackson, 2006). Τέλος, ακόμη και όταν το άτομο δεν φαίνεται να προσπαθεί συνειδητά να αντιμετω;τί σει το στρες, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ίσως χρησιμοποιεί υποσυνείδητους αμυντικούς μηχανισμούς αντιμετώπισής του, οι οποίοι βοηθούν στη μείωση της ψυχικής πίεσης. Οι αμυντικές στρατηγ ικές
coping περιλαμβάνουν υποσυνείδητες στρατηγικές, οι οποίες αλ
λοιώνουν ή ακυρώνουν την πραγματική φύση μιας κατάστασης. Για παράδειγμα, το άτο μο μπορεί να αρνηθεί τη σοβαρότητα μιας απειλής/κινδύνου, θεωρώντας άνευ σημασίας
Αμυντικr'ι αν τι μετώπισn του σ τρε ς
Τ ρόnος αντιμετώπισnς του στρες
που nεριλαμβόνει υποσυνείδnτες
μια επικίνδυνη για τη ζωή του ασθένεια, ή να πείσει τον εαυτό του ότι μια συνεχής αποτυ
στρατnγικές αντιμετώnισnς,
χία σε εξετάσεις δεν είναι κάτι, για το οποίο θα πρέπει να ανησυχεί.
οι οποιές διαστρεβλώνουν
Ένα άλλο είδος αμυντικής αντιμετώπισης του στρες είναι η συναισθηματική μόνωση. Στη συναισθηματική μόνωση, το άτομο προσπαθεί υποσυνείδητα να ελαχιστοποιήσει τη
ιΊ αρνούνται τnν nραγματικιΊ φύσn ενός γεγονότος.
συναισθηματική του συμμετοχή σε καταστάσεις, τις οποίες θεωρεί απειλητικές. Με την
Η βοήθεια και η ανακούφιση,
η οποία προσφέρεται από άλ λους σε περιόδους έντονου στρες, παρέχει τόσο συναι σθηματική όσο και πρακτική υποστήριξη.
122
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
προσπάθεια να παραμεLνει ανέπαφο από τις αρνητικές (ή και θετικές) εμπειρLες, το άτομο ουσιαστικά επιζητει να αποφύγει τον πόνο, τον οποLο συνεπάγεται μια εμπειρLα. Αν ο
αμυντικός τρόπος αντιμετώπισης γLνει μια συνήθης αντLδραση στο στρες, μπορεL να εμπο δισει το άτομο να αντιμετωπLσει την πραγματικότητα, καθώς προσφέρει έναν εύκολο τρό
πο να αποφεύγει ή να παραβλέπει το πρόβλημα
(Ormont, 2001).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα άτομα κάνουν χρήση αλκοόλ ή ουσιών για να αποφύ γουν τις αγχογόνους καταστάσεις. Όπως ακριβώς η αμυντική αντιμετώπιση, έτσι και η
χρήση αλκοόλ και ουσιών δεν βοηθά το άτομο να επιληφθεL της κατάστασης , που προκα λεL στρες, και αυτό εLναι πιθανό να αυξήσει τις δυσκολlες του. Για παράδειγμα , το άτομο Lσως εθιστει στις ουσLες, οι οποlες αρχικά του παρεLχαν μια ευχάριστη αLσθηση aπόδρα σης από την πραγματικότητα.
Σθένος, ανθεκτικότητα και αντιμετώπιση του στρες.
Η επιτυχLα, με την οποια ο
νεαρός ενήλικας αντιμετωπLζει το στρες, εξαρτάται εν μέρει από το στυλ αντιμετώπισης, το οποίο έχει, δηλαδή τη γενική τάση να αντιμετωπLζει το στρες με έναν ιδιαLτερο τρόπο.
Για παράδειγμα, τα άτομα με σθένος εLναι ιδιαLτερα αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση Σθένο Χοοοοαnοισηκό
nς npooωn κοτnτος, το οοοίο σιΝδέετΟΙ με μεtωμένn
του στρες. Το σθένος αποτελεL χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, το οποLο συνδέεται με μειωμένη συχνότητα ασθενειών, σχετικών με το στρες.
Τα «σθεναρά» άτομα εLναι άτομα, τα οποLα αναλαμβάνουν ευθύνες και διασκεδάζουν
nιθονότnτο aσθενειών,
με τις προκλήσεις της ζωής. Επομένως, δεν προκαλεL έκπληξη το γεγονός ότι τα άτομα αυ
σχετικών με το στρες .
τά παρουσιάζουν περισσότερη αντοχή σε ασθένειες, σχετικές με το στρες, συγκριτικά με λιγότερο «σθεναρά». Τα άτομα με υψηλό σθένος αντιδρούν σε δυνητικά απειλητικές κατα
στάσεις με αισιοδοξLα, καθώς αισθάνονται ότι μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά. Μετατρέποντας τις απειλητικές καταστάσεις σε προκλήσεις, εLναι λιγότερο πιθανό να βιώ σουν υψηλά επlπεδα ψυχικής πLεσης
(Horner, 1998· Maddi, 2006· Maddi et al., 2006).
Για τα άτομα που αντιμετωπLζουν πολύ σοβαρές δυσκολLες στη ζωή -όπως τον μη
αναμενόμενο θάνατο αγαπημένου προσώπου ή μια μόνιμη κινητική αναπηρLα από τραυ ματισμό- ένα βασικό στοιχεLο στην αντLδρασή τους στο στρες εLναι το επlπεδο ανθεκτικό
τητας. Όπως συζητήσαμε ήδη στο Κεφάλαιο
8, ανθεκτικότητα εLναι η ικανότητα του ατό
μου να υπομένει, να ξεπερνά και τελικά να ευημερεL, μετά από αντLξοες καταστάσεις
(Bonanno, 2004· Werner, 2005· Norlander et al., 2005· Kim-Cohen, 2007). Οι ανθεκτικοι νεαροL ενήλικες τεLνουν να εLναι χαλαροL, ευγενικοι, με καλές κοινωνι
κές και επικοινωνιακές δεξιότητες. ΕLναι άτομα ανεξάρτητα, αισθάνονται ότι μπορούν να διαμορφώσουν οι Lδιοι τη ζωή και το μέλλον τους και δεν εξαρτώνται από τους άλλους ή την τύχη. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν τις δυνατότητες που έχουν και προσπαθούν να
αποκομLσουν το καλύτερο σε κάθε περLσταση
(Humphreys, 2003· Spencer et al., 2003·
Deshields et al., 2005· Friborg et al., 2005).
Η αντιμετώπιση του στρες Αν και δεν υπάρχει ένας κοινός κανόνας, ο οποLος να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις, ορι σμένες κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να βοηθήσουν το άτομο να αντιμετωπLσει το στρες, το οποίο αποτελεL μέρος της ζωής. Ορισμένες από αυτές εLναι οι εξής
(Sacks, 1993·
Kaplan. Sallis, & Patterson, 1993· Bionna, 2006): Ανα~ητήστε τρόπους να ελέγξετε την κατάσταση που παράγει στρες. Αναλαμβά νοντας τον έλεγχο σε μια στρεσογόνο κατάσταση, θα σας βοηθήσει σημαντικά να την
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ~ΤΗ:\ ΠΡΩΙ~fΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
αντιμετωπίσετε. Για παράδειγμα, αν αισθάνεστε ψυχική πίεση σχετικά με επερχόμενο διαγώνισμα στη σχολή, προσπαθήστε να κάνετε κάτι γι' αυτό, π. χ. αρχίστε τη μελέτη.
•
Μετονομάστε την «απειλή» σε «πρόκληση». Η αλλαγή στον ορισμό μιας κατάστασης μπορεί να την κάνει να φαίνεται λιγότερο απειλητική. Προσπαθήστε να δείτε τη «φω
τεινή πλευρά της ζωής». Για παράδειγμα, αν aπολυθείτε από την εργασία σας, θεωρή στε το γεγονός αυτό ως ευκαιρία να αναζητήσετε μια καινούργια -και πιθανώς καλύ τερη- θέση εργασίας.
•
Αναζητήστε κοινωνική στήριξη. Σχεδόν κάθε δυσκολία μπορεί να αντιμετωπιστεί ευκολότερα με τη βοήθεια των άλλων. Οι φίλοι, τα μέλη της οικογένειας, ακόμη και τα τηλεφωνικά κέντρα παροχής βοήθειας, που στελεχώνονται από επαγγελματίες συμ βούλους, μπορούν να προσφέρουν σημαντική στήριξη.
•
Χρησιμοποιήστε τεχνικές χαλάρωσης. Η μείωση της βιοσωματικής διέγερσης, που προ καλείται από το στρες, μπορεί να αποτελέσει ιδιαιτέρως αποτελεσματικό τρόπο αντι μετώπισής του. Ένα εύρος τεχνικών χαλάρωσης, όπως ο υπερβατικός διαλογισμός, το
Ζεν Σιάτσου και η γιόγκα, η σταδιακή χαλάρωση των μυών, ακόμη και η ύπνωση, φαί νεται να είναι αποτελεσματικές τεχνικές για τη μείωση των επιπέδων στρες. Στον Πίνα κα
13.2 παρατίθεται
μία από τις τεχνικές χαλάρωσης, η οποία έχει αποδειχθεί ότι λει
τουργεί αρκετά καλά και είναι σχεδιασμένη από τον
•
Herbert Benson (Benson, 1993).
Προσπαθήστε να διατηρήσετε υγιεινό τρόπο ζωής, ο οποίος θα ενισχύσει τους φυσι κούς μηχανισμούς τού οργανισμού σας για αντιμετώπιση του στρες. Να aσκείστε, να καταναλώνετε θρεπτικές και υγιεινές τροφές, να κοιμάστε αρκετά και να αποφεύγετε ή να μετριάσετε τη χρήση αλκοόλ, καπνού και άλλων ουσιών.
•
Αν κανένα από τα παραπάνω δεν βοηθήσει, να θυμάστε ότι η ζωή χωρίς καθόλου στρες θα ήταν μονότονη. Το στρες αποτελεί φυσιολογικό τμήμα της ζωής και η επιτυ χής αντιμετώπισή του μπορεί να αποτελέσει μια πολύ ικανοποιητική εμπειρία.
Ιυνοnτική ιnισκόnηση
•
Στην πρώιμη ενήλικη ζωή, το σώμα και οι αισθήσεις βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους, αν και η ανάπτυξη συνεχίζεται, κυρίως στον εγκέφαλο.
•
Στην πρώιμη ενήλικη ζωή, το άτομο εμφανίζει άριστη υγεία και σωματική κατάσταση περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο της ζωής. Τα ατυχήματα αποτελούν τον πρώτο παράγοντα θανάτου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η βία αποτελεί εξίσου σημαντικό πα ράγοντα κινδύνου, ιδιαίτερα για τους μη λευκούς άρρενες.
•
Ακόμη και στην πρώιμη ενήλικη ζωή, η υγεία πρέπει να διαφυλάσσεται και το άτομο πρέπει να καταναλώνει θρεπτικές και υγιεινές τροφές, όπως και να ασκείται συστημα τικά. Η παχυσαρκία αποτελεί ένα όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα στην ηλικία αυτή.
•
Τα άτομα με σωματική αναπηρία δεν αντιμετωπίζουν μόνο πρακτικά προβλήματα, αλλά και ψυχολογικά, τα οποία οφείλονται στην προκατάληψη και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις.
•
Το στρες, το οποίο σε χαμηλά επίπεδα αποτελεί υγιή αντίδραση του οργανισμού, μπο ρεί να προκαλέσει σωματική και ψυχική βλάβη, αν είναι συχνό και παρατεταμένο.
123
124
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ορισμένες γενικές συμβουλές για τη συστηματική εξάσκηση στη αντίδραση της χαλάρωσης.
•
Προσπαθήστε να βρείτε
10 με 20 ελεύθερα λεmά από το καθημερινό σας πρόγραμμα.
Καλή περίοδος είναι ο χρόνος πριν από
το πρωινό.
Καθίστε αναπαυτικά.
Για το χρονικό αυτό διάστημα, προσπαθήστε να οργανώσετε έτσι τα πράγματα γύρω σας, ώστε τίποτε να μην αποσπά την προσοχή σας. Βάλτε σε λειτουργία τον τηλεφωνητή και ζητήστε από κάποιο άλλο πρόσωπο να προσέχει τα παιδιά.
•
Χρονομετρήστε τον εαυτό σας, κοιτάζοντας κατά διαστήματα το ρολόι (μην βάλετε ξυπνητήρι). Δεσμευτείτε ότι θα αφιερώ σετε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για την άσκηση χαλάρωσης και προσπαθήστε να το τηρήσετε.
Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις στην τεχνική χαλάρωσης . Ακολουθεί ένα σύνολο τυπικών οδηγιών: Βήμα 1ο: Επιλέξτε μια λέξη ή σύντομη φράση, στην οποία θα επικεντρωθείτε και η οποία περιλαμβάνεται στο σύστημα αξιών σας. Για παράδειγμα, ένα άτομο, το οποίο δεν είναι θρησκευόμενο, πιθανώς θα επιλέξει τη λέξη ένα ή τη λέξη ειρήνη
ή τη λέξη αγάπη. Ένας Χριστιανός, που θα ήθελε να διαλέξει μια προσευχή, ίσως επιλέξει την εισαγωγή του Ψαλμού
23, .. ο Κύριος είναι ο ποιμένας μου ... Ένα άτομο, το οποίο ακολουθεί τον Ιουδαϊσμό , πιθανώς να επιλέξει τη λέξη Shalom. Βήμα 2ο: Καθίστε παίρνοντας μια άνετη στάση. Βήμα 3ο: Κλείστα τα μάτια σας.
Βήμα 4ο: Χαλαρώστε τους μυς σας. Βήμα 5ο: Αναπνεύστε αργά και χωρίς πίεση, επαναλαμβάνοντας την επιλεγμένη λέξη ή φράση , καθώς εκπνέετε. Βήμα 6ο: Καθ' όλη τη διάρκεια της άσκησης, υιοθετήστε παθητική στάση. Μην ανησυχείτε για το πόσο καλά τα πάτε. Όταν έρχονται άλλες σκέψεις, πείτε στον εαυτό σας ccκαι λοιπόν; .. και ήρεμα προσπαθήστε να επιστρέψετε στην επανάλη ψη της λέξης ή φράσης.
Βήμα 7ο: Συνεχίστε για
1Ο
με
20 λεmά.
Μπορείτε να ανοίξετε τα μάτια σας για να ελέγξετε την ώρα, αλλά μην χρησιμοποιήσε
τε ξυπνητήρι. Όταν τελειώσετε , καθίστε ήσυχα για περίπου ένα λεmό, αρχικά με τα μάτια κλειστά και μετά με τα μάτια ανοιχτά.
Βήμα Βο: Ακολουθήστε την παραπάνω διαδικασία μία με δύο φορές κάθε ημέρα. (ΠΗΓΗ:
Benson, 1993.}
Γνωστική ανάπτυξη Ο Β. («Βασίλης») είναι γνωστός πότης, κυρίως όταν πηγαίνει σε πάρτυ. Η σύζυγός του τον έχει προειδοποιήσει ότι, αν επιστρέψει στο σπίτι μεθυσμένος μία ακόμη φο ρά, θα τον αφήσει και θα πάρει μαζί της τα παιδιά. Απόψε, ο Β. έχει βγει έξω, σε συ γκέντρωση με τους συναδέλφους του από το γραφείο. Επιστρέφει στο σπίτι μεθυ σμένος. Τι θα κάνει η σύζυγός του; Ένας έφηβος, ο οποίος ακούει το παραπάνω σενάριο (δανεισμένο από την έρευνα των
Adams και Labouvie-Vief, 1986), ίσως θεωρήσει ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρη και προ αποφασισμένη: Η σύζυγος θα αφήσει τον σύζυγο. Ωστόσο, η απάντηση, στην πρcbιμη ενή λικη ζωή, δεν είναι τόσο απόλυτη . Καθcbς το άτομο γίνεται ενήλικας, ενδιαφέρεται λιγότε ρο για την απλή λογική και τείνει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του παράγοντες της πραγ ματικής, καθημερινής ζωής, οι οποιοι μ;τορούν να επηρεάσουν και να τροποποιήσουν τη
συμπεριφορά υπό συγκεκριμένες σvνθtiκες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Νοητική ανάπτυξη στην πρώιμη ενήλικη ζωή Αν η γνωστική ανάπτυξη ακολουθούσε την ίδια πορεία με τη σωματική ανάπτυξη, δεν θα
περίμενε κανείς σημαντικές αλλαγές στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Μάλιστα, ο
Piaget, του
οποίου η θεωρία για τη νοητική ανάπτυξη έχει παίξει ρόλο καθοριστικής σημασίας και παρουσιάστηκε σε προηγούμενα κεφάλαια, υποστήριξε ότι, από τη στιγμή που το άτομο ολοκληρώνει την εφηβεία, ο τρόπος σκέψης του, τουλάχιστον ποιοτικά, είναι ουσιαστικά
αυτός που θα τον ακολουθήσει στο υπόλοιπο της ζωής του. Ασφαλώς, το άτομο αποκτά όλο και περισσότερες πληροφορίες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο σκέπτεται παραμένει σχε τικά σταθερός. Ήταν οι απόψεις του
Piaget σωστές; Όλο
και περισσότερα δεδομένα δείχνουν ότι δεν
ήταν.
Η μετατυπική σκέψη Η
Giesela Labouνie-Vief πιστεύει ότι η
σκέψη αλλάζει ποιοτικά κατά την πρώιμη ενήλιzη
ζωή. Υποστηρίζει ότι η σκέψη, η οποία βασίζεται αποκλειστικά στις τυπικές λογικές ;τρά ξεις (το τελευταίο στάδιο στη θεωρία του
Piaget, το
οποίο συμπίπτει με την εφηβεία), δεν
είναι επαρκής, ώστε να αντιμετωπίσει ο ενήλικας τις νέες απαιτήσεις της ζωής του. Η πο λυπλοκότητα της κοινωνίας, η οποία απαιτεί εξειδίκευση, όπως και οι προκλήσεις, τις
οποίες αντιμετωπίζει το κάθε άτομο στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την προσωπική του πορεία, μέσα στην πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος, όλα αυτά προϋποθέτουν σκέ ψη, η οποία δεν βασίζεται απαραίτητα μόνο στη λογική, αλλά και στην πρακτική εμπειρία, τις ηθικές επιλογές και τις αξίες (Labouνie-Vief,
1990· 2006).
Για παράδειγμα, ας φανταστούμε την περίπτωση μιας νεαρής, άγαμης γυναίκας, η οποία αρχίζει να εργάζεται για πρώτη φορά. Ο εργοδότης της, παντρεμένος, τον οποίο σέ
βεται και ο οποίος είναι σε θέση να τη βοηθήσει στην καριέρα της, την καλεί να συναντή σουν μαζί έναν πελάτη για την παρουσίαση ενός νέου προ'ίόντος. Όταν η παρουσίαση, η
οποία πήγε πολύ καλά, τελειώνει, ο εργοδότης προσκαλεί την υπάλληλο να βγουν για δεί πνο, για να το «γιορτάσουν». Αργότερα, το ίδιο βράδυ και μετά από ένα μπουκάλι κρασί,
ο εργοδότης επιχειρεί να τη συνοδεύσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Τι θα πρέπει να κάνει η γυναίκα; Η χρήση της λογικής από μόνη της δεν μπορεί να απαντήσει ερωτήματα αυτού του εί δους. Η Labouνie- Vief θεωρεί ότι, καθώς ο νεαρός ενήλικας έρχεται όλο και συχνότερα
αντιμέτωπος με αμφιλεγόμενες καταστάσεις, όπως η παραπάνω, ο τρόπος σκέψης του θα πρέπει να εξελιχθεί, ώστε να τις χειριστεί με επιτυχία. Υποστηρίζει, επίσης, ότι ο νεαρός ενήλικας μαθαίνει να χρησιμοποιεί αναλογίες και μεταφορές, για να συγκρίνει καταστά σεις, να αντιμετωπίσει τα παράδοξα της κοινωνίας και να κατανοήσει τον υποκειμενικό τρόπο σκέψης των άλλων. Αυτός ο τρόπος σκέψης προϋποθέτει αξιολόγηση όλων των πλευρών μιας κατάστασης με βάση τις προσωπικές αξίες και πεποιθήσεις. Ο τρόπος αυτός
επιτρέπει τη λειτουργία διεργασιών ερμηνείας των γεγονότων και αντανακλά το γεγονός ότι τα αίτια των γεγονότων στον πραγματικό κόσμο είναι συχνά δυσδιάκριτα, σε αποχρώ
σεις του γκρίζου και όχι απαραίτητα άσπρα ή μαύρα (Labouνie- Vief, τhornton,
1990· Sinnott, 1998b·
2004).
Για να δείξει πώς αναπτύσσεται αυτός ο τρόπος σκέψης, η Labouνie-Vief παρουσίαζε
σε άτομα ηλικίας από
10 μέχρι 40 ετών πειραματικά σενάρια, παρόμοια με αυτό που περι
γράφηκε παραπάνω. Κάθε ιστορία είχε μια σαφέστατη, λογική έκβαση. Ωστόσο, η ιστορία
125
126
ΜΕΡΟ Σ Ε ΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά, αν συνυπολογίζονταν οι απαιτήσεις και οι πιέσεις της πραγματικής ζωής. Η αντίδραση των εφήβων στα σενάρια βασιζόταν στη λογική, η οποία διέπει την τυπική σκέψη. Για παράδειγμα, «προέβλεπαν» ότι, μόλις ο σύζυγος επέ στρεφε στο σπίτι μεθυσμένος, η σύζυγος θα μάζευε αμέσως τα πράγματά της και θα έφευγε από το σπίτι, παίρνοντας μαζί της τα παιδιά. Ούτως ή άλλως, αυτό είχε πει πως θα κάνει. Αντίθετα, οι νεαροί ενήλικες (της έρευνας) δεν χρησιμοποίησαν τόσο αυστηρή λογική στην προσπάθειά τους να προβλέψουν την πιθανή αντίδραση ενός «ήρωα» στο σενάριο, αλλά εξέτασαν ποικίλες εναλλακτικές λύσεις, που θα μπορούσαν να συμβούν στην πραγ ματική ζωή: Θα ζητούσε συγγνώμη ο σύζυγος και θα παρακαλούσε τη σύζυγό του να μην φύγει; Όταν η σύζυγος είπε ότι θα φύγει, το εννοούσε πραγματικά; Έχει η σύζυγος κάποιο
. . . . . . . . .. ΜετατυπικrΊ σκέψπ
Σκέψn,
n οποίο
παρέχει
τn δwατότnτα στο άτομο να σwειδπτοποιι'iσει
ότι τα προβλι'iματα μπορούν, ορισμένες φορές, να επι λυθούν
μέρος να πάει, αν τελικά φύγει από το σπίτι; Οι νεαροί ενήλικες παρουσιάζουν αυτό που η θεωρία του
ονομάζει μετατυπική
Piaget. Αντί να βασίζεται σε καθαρά λογικές διεργασίες, που
οδηγούν σε από
λυτα ορθές ή λάθος απαντήσεις στα προβλήματα, η μετατυπική σκέψη παρέχει τη δυνατό τητα στο άτομο να συνειδητοποιήσει ότι τα προβλήματα μπορούν, ορισμένες φορές, να επιλυθούν με σχετικούς και όχι απόλυτους όρους.
με σχετικούς, κα ι όχι απόλυτους , όρους.
Labouvie-Vief
σκέψη. Η μετατυπική σκέψη είναι η σκέψη, που κινείται πέραν της τυπικής σκέψης στη
Η μετατυπική σκέψη περιλαμβάνει, επίσης, τη διαλεκτική σκέψη, η οποία χαρακτηρί ζεται από το ενδιαφέρον και την εκτίμηση στην επιχειρηματολογία, την αντιπαράθεση απόψεων και το διάλογο
(Basseches, 1984). Η
διαλεκτική σκέψη αποδέχεται ότι τα ζητή
ματα δεν είναι πάντοτε σαφώς καθορισμένα και ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα δεν εί ναι πάντα απολύτως σωστές ή λάθος, αλλά, μερικές φορές, αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με τον
Jan Sinnott (1998a), η
μετατυπική σκέψη, όταν καλείται να επιλύσει
ένα πρόβλημα, λαμβάνει υπόψη τις προεκτάσεις του προβλήματος στην πραγματική ζωή. Το άτομο με μετατυπική σκέψη είναι ικανό να αναλογιστεί ταυτόχρονα την αφηρημένη, ιδανική λύση του προβλήματος, αλλά και τους περιορισμούς στην πραγματική ζωή, οι οποίοι μπορούν να αποτρέψουν την επιτυχή επίλυση του προβλήματος. Επιπλέον, έχει συ
νειδητοποιήσει ότι, όπως ακριβώς ένα πρόβλημα μπορεί να έχει πολλαπλές αιτίες, έτσι μπορεί και να έχει πολλαπλές λύσεις. Με άλλα λόγια, τα άτομα, τα οποία χαρακτηρίζονται από μετατυπική λογική και δια λεκτικό τρόπο σκέψης, αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως ένα περιβάλλον, στο οποίο δεν υπάρχουν πάντοτε σαφώς ορθές και λανθασμένες λύσεις στα προβλήματα, έναν κόσμο στον οποίο η λογική μπορεί να αποτύχει να επιλύσει τα πολύπλοκα ανθρώπινα ζητήματα.
Επομένως, η εξεύρεση της καλύτερης λύσης πιθανώς να προϋποθέτει τη μελέτη και την ενσωμάτωση όλων των προηγούμενων εμπειριών του ατόμου .
Η προσέγγιση του Ο
William
Peπy
Perry στη
(1970· 1981)
μετατυπική σκέψη
υποστηρίζει ότι η πρώιμη ενήλικη ζωή αντιπροσωπεύει μια
περιοδο στην ανά.ιιτυξη του ατόμου, η οποία περιλαμβάνει την κατάκτηση όχι απλώς πε ραιτέρω γνώση; αλλά και νέων τρόπων αντίληψης του κόσμου. Ο Peπy μελέτησε τον τρό ::το με tO\' οποιο ::τροχωρεί η νοητική και ηθική ανάπτυξη στους φοιτητές. Μέσω αναλυτι
κών σtΙ\'f\'τεi•ξεων με ομάδες φοιτητών στο Πανεπιστήμιο
Harvard, βρήκε
ότι οι πρωτοε
έ; τείνοι•ν να υιοθετούν δυαδική σκέψη στην αντίληψή τους για τον κόσμο. Για α. οι q-οιτητές aξιολογούσαν κάτι είτε ως σωστό είτε ως λάθος, θεωρούσαν τα ά
ου; καλά ή κακά, είτε με το μέρος τους είτε εναντίον τους . Υ.α
• ; οι φοιτητές αυτοί έρχονταν σε επαφή με νέες ιδέες και αντιλήψεις των
ΚΕΦΑΛΑ!Ο
13 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
127
συμφοιτητ
πλές απόψεις για ένα θέμα. Αυτή η «πολλαπλή» σκέψη χαρακτηριζόταν από μια αλλαγή στον τρόπο, με τον οποίο οι φοιτητές αντιλαμβάνονταν τους σημαντικούς άλλους: Αντί να θεωρούν ότι οι ειδικοί έχουν όλες τις απαντήσεις, άρχισαν να υποθέτουν πως και η δική
τους θέση σε ένα συγκεκριμένο θέμα θα μπορούσε να είναι έγκυρη, αν η θέση τους ήταν καλά επεξεργασμένη και λογική. Πράγματι, σύμφωνα με τον
Perry, οι φοιτητές είχαν εισέλθει σε ένα στάδιο, στο οποίο η
γν
Perry
βασίζεται σε δείγμα συνεντεύξεων
με φοιτητές υψηλού μορφωτικού επιπέδου σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια. Τα ευ ρήματά του είναι πιθανό να μην ισχύουν με τον ίδιο τρόπο για άτομα, τα οποία δεν έχουν διδαχθεί να εξετάζουν ποικίλες απόψεις, όπως συνήθως συμβαίνει στις περισσότερες σχο λές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παρ' όλα αυτά, η ιδέα ότι η σκέψη συνεχίζει να αναπτύσ
σεται κατά τη διάρκεια της πρ
Τα στάδια ανάπτυξης του Ο Κ.
Warner Schaie
Schaie
προτείνει μια άλλη θε
σημείο, στο οποίο είχε σταματήσει ο
Piaget, ο Schaie υποστηρίζει ότι ο τρόπος σκέψης τού 13.5). Αλλά ο
ενήλικα ακολουθεί μια σειρά σταδίων (τα οποία παρατίθενται στο Σχήμα
Schaie εστιάζει το ενδιαφέρον του στους τρόπους με τους οποίους οι πληροφορίες χρησι μοποιούνται κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής και όχι στις διαδικασίες απόκτησης και
κατανόησης των νέων πληροφοριων, όπως στη θεωρία του ο
Schaie & Zanjani, 2006). Ο Schaie θεωρεί ότι,
Piaget (Schaie & Willis, 1993·
πριν την ενηλικίωση, το βασικό αναπτυξιακό ζητούμενο για το
άτομο είναι η απόκτηση πληροφορι
ανάπτυξης, το οποίο περιλαμβάνει ολόκληρη την παιδική και την εφηβική ηλικία, στάδιο απόκτησης πληροφοριών. Οι πληροφορίες, τις οποίες αποκτά το άτομο πριν ενηλικιωθεί,
Στάδιο απόκτπσπς πλnροφοριών Σψφωνα με ;r:Jot Sd'.a 'e,
rc.rΊCΧΊ'.iΌ
στόδιο \'01\ηισχ; σνc;;;uζ
το οποίο περιλΟJβσνε: ολι:Χλ.""μ'
«αποθηκεύονται» για μελλοντική χρήση. Στην πραγματικότητα, ο κεντρικότερος στόχος
τπν παιδιισi κα Ι τπν εφηβ ι ισ' nλndc
της αγωγής στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι να προετοιμάσει το άτομο για την ενήλι
στο οποίο ο βασικό<;
κη ζωή.
αναπτuξιακός στόχος του ατόμου είναι
Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν σημαντικά στην πρ
n απόκτnσn
πλnροφοριών.
Στάδιο επίδοσπς
χου της μελλοντικής χρήσης της γν
Το στάδιο στο οποίο ο νεαρός
φωνα με τον
ενιΊλικας χρnσιμοποιεί
Schaie, ο νεαρός ενήλικας βρίσκεται πλέον στο στάδιο επίδοσης, κατά το
οποίο χρησιμοποιεί τη νοημοσύνη του για την επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων σχετικά
με την επαγγελματική του πορεία, την οικογένεια και τη συνεισφορά του στην κοινωνία.
τn νοnμοσύνn του, για τnν επίτευξn μακροπρόθεσμων στόχων σχετικά
Κατά το στάδιο επίδοσης, ο νεαρός ενήλικας καλείται να αντιμετωπίσει και να επιλύσει
με τnν επcγγελματιισi του πορεία,
πολλά σημαντικά θέματα και να λάβει αποφάσεις -π. χ. για την επαγγελματική του πορεία
τnν οικογένεια και τn συνειαpορά
και την προσωπική του ζωή- οι οποίες ασκούν επιπτωσεις στη μετέπειτα ζωή του.
του ατnν κοινωνία.
~ΙΕΡΟ~ ΕΚΤΟ •
128
Στάδιο απόκτησης πληροφοριών
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
···········,
'- - - -~._ _Στ-ά-δι_ο_επ-ίδ_ο_ση_ς
1L_Σ-τα_δι_ο_ειmλrj-_ρωσης__,Ι
_ __,
__ __
,______ _,._
Στάδιο υπευθυνότητας
1
!--- - ---~
Στάδιο ολοκλήρωσης
····· ·····-·
Σχήμα (ΠΗΓΗ :
13.5
Μέση ενήλικη ζωή
Πρώιμη ενήλικη ζωή
Παιδική ηλικία και εφηβεία
Τα στάδιο ανάπτυξης στην ενήλικη ζωή, κατά τον
Ύστερη ενήλικη ζωή
Schaie
Schaie, 1977-1978.)
Στα τελευταία στάδια της πρώιμης ενήλικης ζωής και στη μέση ενήλικη ζωή , το άτομο μετακινείται σε αυτό που ο
Schaie
ονομάζει στάδιο υπευθυνότητας και στάδιο εκπλήρω
Σ τόδιο υπευθυνότπταc;
σης. Στο στάδιο υπευθυνότητας, κuρια μέριμνα του ατόμου μέσης ηλικίας είναι η προστα
Το στάδιο κατά το οποίο το άτομο
σία και η φροντίδα για τον/τη σuντροφο, την οικογένεια και την επαγγελματική του καριέρα.
εστιάζει τnν nρoσoxr'i του σε προσωπικά θέματα, όπως στο να προστατεύεΙ
και να φροντίζει τον/τn σύντροφό του, τnν οικογένεια και τnν επαγγελματικr'i του καριέρα.
Στόδιο εκπλr'iρωσnc; Το στάδιο κατά το οποίο το άτομο
Στη συνέχεια, στα μέσα της μέσης ενήλικης ζωής, πολλά άτομα (όχι όμως όλα) εισέρ
χονται στο στάδιο εκπλήρωσης, στο οποίο υιοθετοuν μια ευρuτερη προσέγγιση για τα πράγματα και ενδιαφέρονται περισσότερο για τον κόσμο στο σuνολό του
(Sinnott, 1997).
Αντί να εστιάζει την προσοχή του αποκλειστικά στην προσωπική του ζωή, το άτομο στο στά διο αυτό εργάζεται και για τη φροντίδα και διατήρηση των κοινωνικών θεσμών. Είναι πιθανό να ασχοληθεί με την τοπική αυτοδιοίκηση, με την εκκλησία, με συλλόγους προσφοράς υπηρε
μέσnς nλικίας υιοθετεί
σιών, τη φιλανθρωπία, το συνδικαλισμό, δηλαδή, σε γενικές γραμμές, με οργανώσεις και θε
μια ευρύτερn προσέγγισn
σμοuς, οι οποίοι υπηρετοuν ευρuτερους κοινωνικοuς στόχους. Επομένως, ο άνθρωπος στο
για τα πράγματα και ενδιαφέρεται για τον κόσμο στο σύνολό του .
στάδιο εκπλήρωσης ενδιαφέρεται για ζητήματα πέραν της προσωπικής ζωής του. Η uστερη ενήλικη ζωή, σuμφωνα με το μοντέλο του
Schaie,
σηματοδοτεί την είσοδο
Στόδιο ολοκλrΊρωσn<;
στο τελευταίο στάδιο, το στάδιο ολοκλήρωση ς, στο οποίο το ενδιαφέρον εστιάζεται σε θέ
Περίοδος τnς ύστερnς ενr'iλικnς
ματα που έχουν ένα προσωπικό νόημα. Στο στάδιο αυτό, ο άνθρωπος δεν στρέφει πλέον το
ζωr'iς, κατό τnν οποία το άτομο στρέφει το ενδιαφέρον του
ενδιαφέρον του στην απόκτηση πληροφοριών, για να επιλuσει προβλήματα με τα οποία
σε θέματα, που έχουν
ίσως έλθει αντιμέτωπος. Αντίθετα, αποκτά πληροφορίες σε συγκεκριμένα θέματα, τα οποία
προσωπικό νόπμα .
τον ενδιαφέρουν προσωπικά. Επίσης, εμφανίζει μειωμένο ενδιαφέρον για θέματα, τα οποία δεν θεωρεί ότι έχουν άμεση εφαρμογή στη ζωή του. Για παράδειγμα, ένα άτομο στην uστε
ρη ενήλικη ζωή ίσως ενδιαφερθεί περισσότερο για το αν το κράτος προσφέρει δημόσια , δω ρεάν περίθαλψη, παρά για το αν ο κρατικός προϋπολογισμός είναι ισοσκελισμένος. Η προσέγγιση του
Schaie
στη νοητική ανάπτυξη τονίζει, λοιπόν, ότι οι αλλαγές δεν
σταματούν στην εφηβεία, όπως υποστήριζε ο
Piaget, αλλά
συνεχίζουν καθ' όλη τη διάρ
κεια της ενήλικης ζωής.
Νοημοσύνη: Τι είναι σημαντικό στην πρώιμη ενήλικη ζωή Το :--ροηyοί~uενο έτος ήταν πολύ καλό για τα επαγγελματικά σας. Οι επιδόσεις τού ruήιια -ο;. στο ο:rοίο εργάζεστε, ήταν το ίδιο υψηλές, αν όχι και υψηλότερες, συ
• κ.ρ
-αά με τ ψ :rερίοδο πριν αναλάβετε τα καθήκοντά σας. Έχετε δύο βοηθούς. Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13
8
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ένας είναι αρκετά ικανός και παραγωγικός. Ο άλλος φαίνεται να εργάζεται μηχανι κά και δεν προσφέρει σημαντική βοήθεια. Παρόλο που ως άτομο είστε αρεστός
στους συνεργάτες σας, θεωρείτε ότι δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να σας διαφοροποιήσουν στα μάτια των ανωτέρων σας από τους υπόλοιπους εννέα διευθυντές της εταιρίας. Στόχος σας είναι η γρήγορη προαγωγή σας σε θέση ανώτε ρου διοικητικού στελέχους
(Wagner & Sternberg, 1985, σ. 447).
Πώς επιτυγχάνετε αυτόν το στόχο σας; Ο τρόπος, με τον οποίο οι ενήλικες απαντούν σε αυτό το ερώτημα, σχετίζεται άμεσα με
τη μελλοντική επαγγελματική τους επιτυχία, σύμφωνα με τον
Robert Stemberg. Το παραπά
νω ερώτημα περιλαμβάνεται σε ερωτηματολόγιο, το οποίο σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει ένα συγκεκριμένο είδος νοημοσύνης, το οποίο μπορεί να έχει μεγαλύτερη επίδραση στη μελ λοντική επιτυχία του ατόμου από ό,τι το είδος της νοημοσύνης, που αξιολογείται με τις πα
ραδοσιακές κλίμακες νοημοσύνης (κλίμακες IQ, που εξετάσαμε στο Κεφάλαιο Στην τριαρχική θεωρία νοημοσύνης, ο
9). Stemberg υποστηρίζει ότι η νοημοσύνη αποτε
λείται από τρία κύρια στοιχεία: Το αναλυτικό, το εμπειρικό και το πραγματολογικό (βλέπε Σχήμα
13.6). Η αναλυτική πλευρά περιλαμβάνει τις νοητικές διαδικασίες, οι οποίες εμπλέ
τ pιαρχ:m θεωρtα vonμooJ
Η θεωρία ΤΟΟ
Stemberg,
κατό τ nν οοοία π νοnμοσίΝn
αποτελείται από τρία κύρια
κονται στην ανάλυση δεδομένων με σκοπό την επίλυση προβλημάτων, ιδιαίτερα όσων
στοιχεία : το αναλυτικό,
σχετίζονται με τη λογική σκέψη και συμπεριφορά. Συνδέεται με την ικανότητα του ατόμου
το εμπειρικό
να επιλέγει και να χρησιμοποιεί τύπους, να υιοθετεί κατάλληλες στρατηγικές επίλυσης
και το πρcryματολογικό.
προβλημάτων και, γενικά, να χρησιμοποιεί πληροφορίες τις οποίες έχει αποκτήσει. Το
Αναλυτική πλευρά της νοημοσύνης (Ανάλυση δεδομένων για την επίλυση προβλημάτων με τη χρήση πληροφοριών, οι οποίες έχουν ήδη αποκτηθεQ
Πραyματολοyική πλευρό της νοημοσύνης (τρόποι, με τους οποίους χρηmμοποιεfrαι η νοημοσύνη, ώστε να αντιμετωπιστούν οι απαιτήσεις της καθημερινής
(τρόποι, με τους οποίους οι εμπεφίες απο το παρελθόν χρησιμοποιούνται για την επίλυση προβλημάτων- η ικανότητα του ατόμου
ζωής· πρακτική νοημοσύνη)
να αντιμετωπίζει νέες καταστάσεις)
Σχήμα {ΠΗΓΉ :
13.6
Η τριαρχική θεωρία νοημοσύνης του Sternberg
Sternberg, 1985· 1991.)
Εμncιρική πλευρό .της ~
129
130
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
•
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
εμπειρικό στοιχείο αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στη νοημοσύνη, την προηγούμενη εμπει
ρiα του ατόμου και την ικανότητά του να αντιμετω;τίζει νέες καταστάσεις. Το στοιχεiο αυτό αποτελεi την ενορατική πλευρά της νοημοσύνης, η οποία επιτρέπει στο άτομο να συσχετiζει
ήδη aποκτημένες γνώσεις με νέες εμπειρίες και με γεγονότα, τα οποiα συναντά για πρώτη φορά. Τέλος, το πραγματολογικό στοιχείο της νοημοσύνης σχετiζεται με το βαθμό στον οποiο το άτομο πετυχαiνει να αντιμετωπίζει τις απαιτήσεις της καθημερινότητας και του φυσικού περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, το πραγματολογικό στοιχεiο σχετiζεται με τον τρόπο που το άτομο προσαρμόζεται με τις επαγγελματικές απαιτήσεις
(Sternberg, 2005).
Οι παραδοσιακές κλiμακες νοημοσύνης, με τις οποiες υπολογiζεται το νοητικό πηλiκο
- δεiκτης νοημοσύνης [IQ], τεiνουν να εστιάζουν στο αναλυτικό στοιχεiο τής νοημοσύνης . Ωστόσο, όλο και περισσότερα δεδομένα δεiχνουν ότι μια περισσότερο χρήσιμη μέτρηση ,
ιδιαiτερα όταν γiνεται προσπάθεια σύγκρισης και πρόβλεψης της μελλοντικής επιτυχiας του ατόμου, εiναι η πραγματολογική πλευρά της νοημοσύνης.
Πρακτική και συναισθηματική νοημοσύνη. Σύμφωνα με τον Robert Sternberg, ο δεi κτης νοημοσύνης, στον οποiο καταλήγουν οι περισσότερες παραδοσιακές κλiμακες νοη
μοσύνης, εμφανiζει σημαντική συνάφεια με τη σχολική επiδοση. Ωστόσο, ο δείκτης νοημο σύνης δεν φαiνεται να συσχετiζεται με άλλα εiδη επιδόσεων, όπως οι επαγγελματικές. Για παράδειγμα, παρόλο που είναι σαφές ότι η επαγγελματική επιτυχiα προϋποθέτει ένα ελά χιστο επίπεδο νοημοσύνης, το εiδος της οποiας αξιολογεiται από τις παραδοσιακές κλίμα κες νοημοσύνης, ο ρυθμός προόδου στον επαγγελματικό τομέα και η τελική επαγγελματι
κή επιτυχiα των υψηλόβαθμων στελεχών εμφανίζει οριακή μόνον συνάφεια με το δεiκτη νοημοσύνης
Ο
(Ree & Cianciolo et al., 2006· Sternberg, 2006). Sternberg πιστεύει ότι η επαγγελματική επιτυχiα προϋποθέτει ένα εiδος νοημοσύ
νης -την πρακτική νοημοσύνη- το οποiο διαφέρει ουσιωδώς από το εiδος νοημοσύνης που σχετίζεται με τη σχολική επιτυχία
(Sternberg et al., 1997). Ενώ η σχολική επιτυχiα βα
σiζεται σε συγκεκριμένες γνώσεις, οι οποiες αποκτώνται κυρίως με τη μελέτη και τη σχολι ΠρακτικrΊ νοπμοσύνπ
κή διδασκαλiα, η πρακτική νοημοσύνη αποκτάται κυρiως με την παρατήρηση των άλλων
Σύμφωνα με τον Sterπberg,
και την υιοθέτηση της συμπεριφοράς τους. Το άτομο με υψηλή πρακτική νοημοσύνη δια
είδος νοπμοσύνπς, το οποίο αποκτάται κυρίως
θέτει αποτελεσματικό «Κοινωνικό ραντάρ». Εiναι ικανό να κατανοεi και να διαχειρiζεται
με τπν παρατnρπσπ των άλλων
αποτελεσματικά, ακόμη και νέες καταστάσεις, aποκωδικοποιώντας με ενορατικό τρόπο
και τπν υιοθέτπσπ
τα μηνύματα ανθρώπων και καταστάσεων, με βάση προηγούμενες εμπειρiες του (βλέπε
τπς συμπεριφοράς τους.
Συνα ι σθπματικrΊ νοπμοσύνπ
Σχήμα
13.7, για δεiγματα ερωτήσεων από κλiμακα πρακτικής νοημοσύνης).
Σχετικό με αυτό το εiδος νοητικής ικανότητας εiναι ένα άλλο εiδος νοημοσύνης, το
Το σύνολο δεξιοτnτων, οι οποίες
οποiο συνδέεται με τον συναισθηματικό τομέα. Συναισθηματική νοημοσύνη είναι το σύ
διέπουν τnν ακριβn αξιολόγnσn,
νολο των δεξιοτήτων, οι οποίες διέπουν την ακριβή αξιολόγηση, εκτiμηση, έκφραση και
εκτίμnσn, έκφρασn και ρύθμισn
του σuναισθnματος.
ρύθμιση του συναισθήματος. Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι αυτή, η οποiα προσφέ ρει σε ορισμένα άτομα την ικανότητα να διαμορφώνουν καλές διαπροσωπικές σχέσεις, να
κατανοούν τα συναισθήματα και τις εμ:τειρίες των άλλων και να ανταποκρiνονται κατάλ ληλα στις ανάγκες τους. Επιτρέ;τει στο άτομο να έχει ενσυναiσθηση ως προς τα συναισθή ματα των άλλων, ώστε να αντιδρα με zατάλληλο τρόπο. Το εiδος αυτό της νοημοσύνης
έχει, επiσης, προφανή αξία για την ε:ταπελματική και προσωπική επιτυχiα του νεαρού ενήλικα
(Zeidner, Matthews, & RobeήS. 2004· Mayer, Salovey, & Caruso, 2004· Carmeli & Josman, 2006· Sy, Tram, & OΉara. 2 )· Δημιουργικότητα: Πρωτότυπη σκέψη.
Οι εκατοντάδες μουσικές συνθέσεις τού
Wolfgang Amadeus Mozart, ο ο;τοίο; α: εβίωσε σε ηλικία 35 ετών, γράφηκαν κυρiως την πρώιμη ενήλικη ζωή του. Το ιδιο ισχ{'fl zαι για ;τολλά άλλα δημιουργικά άτομα, τα οποία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
131
Διοίκηση Είστε υπεύθυνος για την επιλογή εργολάβου, για την ανακαίνιση διαφόρων μεγάλων κτηρίων. Έχετε καταλήξει σε δύο εταιρίες, με βάση την προσφορά τους και, μετά από επιπλέον έρευνα, σκέmεστε να αναθέσετε το έργο στην κατασκευαστική εταιρία Α. Αξιολογήστε τη σημασία των παρακάτω πληροφοριών, για τη διαδικασία λήψης της απόφασης να αναθέσετε την εργασία στην εν λόγω εταιρία. Η εταιρία έχει συστατικές επιστολές από ικανοποιημένους, προηγούμενους πελάτες της.
• • •
Ο συναφής επαγγελματικός σύλλογος δεν αναφέρει σημαντικά παράπονα κατά της συγκεκριμένης εταιρίας. Στο παρελθόν, η εταιρία Α έχει συνεργαστεί επιτυχώς με την εταιρίας σας.
Η προσφορά της εταιρίας Α είναι
2.000
(το συνολικό κόστος ανακαίνισης είναι
•
$χαμηλότερη από την προσφορά των άλλων εταιριών
325.000 $).
Παλαιότεροι πελάτες , τους οποίους συμβουλευτήκατε , συνιστούν την εταιρία Α ανεπιφύλακτα.
Εμπόριο Εργάζεστε σε επιχείρηση που εμπορεύεται συγκεκριμένη σειρά φωτστυπικών μηχανημάτων. Ένα από τα μσντελa δεν εχει
δυνατότητες και είναι φθηνό , με τιμή
I
i
700 $,
αν και δεν είναι το φθηνότερο μοντέλο της επιχείρησης στην οποία ερyόlJ;ιm: .
Το συγκεκριμένο προϊόν δεν έχει ικανοποιητικές πωλήσεις, με απστέλεσμα να υπάρχει μεγάλο απόθεμα στις αποθηΙι.ες
~
Παράλληλα, υπάρχει έλλειψη στα υπόλοιπα, πιο εξελιγμένα μοντέλα της επιχείρησης και, έτσι, σας εχει ζητηθεί να οώνετε ο,τι μπορεπε
ώστε να βελτιώσετε τις πωλήσεις του μοντέλου των
ί
700 $.
Αξιολογήστε τη σημασία των παρακάτω στρατηγικών για τη μεγιστοποίηση
των πωλήσεων του συγκεκριμένου μοντέλου φωτοτυπικού μηχανήματος .
•
Τονίζετε στους πιθανούς πελάτες ότι, παρόλο που το συγκεκριμένο μοντέλο δεν έχει πολλές δυνατότητες, αυτό αντισταθμίζεται
• • •
Υπογραμμίζετε το γεγονός ότι απέμειναν πολύ λiγα μοντέλα σε αυτή την τιμή .
πλήρως από τη χαμηλή του τιμή.
Οργανώνετε πολλές παρουσιάσεις του συγκεκριμένου μοντέλου . Υπογραμμίζετε το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μοντέλο είναι απλό στη χρήση, καθώς δεν έχει πολύπλοκες εντολές, τις οποίες πιθανώς έχουν άλλα μοντέλα.
Πανεπιστημιακή καριέρα στην Ψυχολογία Διανύετε το δεύτερο έτος σας ως επίκουρος καθηγητής σε αναγνωρισμένου κύρους Τμήμα Ψυχολογίας. Τον τελευταίο χρόνο
δημοσιεύσατε δύο εμπειρικά άρθρα, διαφορετικού αντικειμένου, σε γνωστά επιστημονικά περιοδικά. Ωστόσο, δεν θεωρείτε ακόμη πως έχετε καταλήξει σε συγκεκριμένη ερευνητική περιοχή, στην οποία να θεωρείτε ότι ανήκετε. Πιστεύετε, επίσης, ότι είστε το ίδιο παραγωγικός όσο και οι άλλοι συνάδελφοί σας. Η έκθεση, σχετικά με το διδακτικό σας έργο, ήταν θετική. Δεν έχετε, όμως, ακόμη περιληφθεί στην επιτροπή μεταmυχιακών σπουδών . Υπάρχει ένας φοιτητής, ο οποίος έχει επιλέξει να εργαστεί μαζί σας. Δεν έχετε κανενός είδους οικονομική επιχορήγηση , ούτε έχετε κάνει σχετική αίτηση.
Ο στόχος σας είναι να γίνετε ένα από τα κορυφαία ονόματα στον τομέα σας και να μονιμοποιηθείτε σε ανώτατη βαθμίδα του τμήματός σας. Παρακάτω ακολουθεί κατάλογος ενεργειών, στις οποίες σχεδιάζετε να προβείτε στους επόμενους δύο μήνες.
Είναι σαφές ότι δεν μπορείτε να τα κάνετε όλα στο διάστημα αυτό. Αξιολογήστε τη σημασία και την πρστεραιότητα της κάθε ενέργειας , ως μέσου για την επίτευξη των στόχων σας.
• • • • •
Βελτιώνετε την ποιότητα της διδασκαλiας σας. Υποβάλλετε πρόταση για επιχορήγηση έρευνας. Αρχίζετε μακροπρόθεσμο ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο πιθανώς θα οδηγήσει σε συγγραφή σημαντικού θεωρητικού άρθρου . Επικεντρώνεστε στην προσέλκυση περισσότερων φοιτητών.
Αρχίζετε αρκετές , σχετικές μεταξύ τους , βραχυπρόθεσμες έρευνες, καθεμία από τις οποίες είναι πιθανό να οδηγήσει σε συyγ εμπειρικού άρθρου. Λαμβάνετε μέρος σε διάφορες τηλεοmικές επιστημονικές εκπομπές, ώστε να γίνετε γνωστός/ή στο ευρύ κοινό.
Φοιτητική ζωή
Έχετε εγγραφεί, για παρακολούθηση, σε ένα μεγάλο εισαγωγικό μάθημα. Οι •απαπήσεις" του μαθήματος είναι να γράψετε τρία τεστ και ένα τελικό διαγώνισμα. Αναφέρετε πόσο σας ταιριάζει καθεμιά από τις ενέργειες, αν ο στόχος σας είναι να πάρετε •άριστα" σε αυτό το μάθημα.
• • • • • Σχήμα (ΠΗΓΗ:
13.7
Παρακολουθείτε συστηματικά τις διαλέξεις . Παρακολουθείτε τα προαιρετικά μαθήματα ανακεφαλαίωσης, τα οποία προσφέρει ο διδάσκων. Διαβάζετε με πολλή προσοχή τα κείμενα, τα οποία έχει ορίσει ως ύλη ο καθηγητής. Κρατάτε σημειώσεις από τις διαλέξεις και τα σεμινάρια. Συζητάτε με τον καθηγητή μετά το μάθημα και κατά τη διάρκεια των ωρών γραφείου .
Δείγματα ερωτήσεων κλίμακας, η οποία αξιολογεί τέσσερις τομείς πρακτικής νοημοσύνης
Sternberg, 1993.)
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
132
•
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
παρήγαγαν το σημαντικότερο έργο τους στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους
(Dennis,
1966a· βλέπε Σχήμα 13.8). Ένας από τους λόγους που ερμηνεύει τα υψηλότερα επίπεδα δημιουργικότητα ς στην πρώιμη ενήλικη ζωή, ε(ναι ότι, αμέσως μετά την περ(οδο αυτή, η δημιουργικότητα καταστέλλεται από ένα φαινόμενο που ο
Sarnoff Mednick (1963)
περιέγραψε με τη φρά
ση «η εξοικειωση προκαλει δυσκαμψ(α». Με αυτό εννοούσε ότι, όσο περισσότερες γνώ σεις αποκτά το άτομο σχετικά με ένα αντικε(μενο, τόσο λιγότερο δημιουργικός γινεται σε αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με αυτό το επιχε(ρημα, ο νεαρός ενήλικας ισως βρ(σκεται
στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητάς του, διότι τα περισσότερα από τα προβλήμα τα, που αντιμετωπ(ζει σε επαγγελματικό επίπεδο, ειναι πρωτόγνωρα. Όμως, όσο το άτο μο μεγαλώνει και εξοικειώνεται με τα προβλήματα, τόσο περισσότερο παρεμποδιζεται η δημιουργικότητά του. Από το άλλο μέρος, δεν φαινεται να παρουσιάζουν όλοι το πρόβλημα αυτό. Οι περισ σότεροι άνθρωποι φαινεται να φτάνουν στο ζεν(θ της δημιουργικότητάς τους σε μετεγενέ
στερες ηλικLες. Για παράδειγμα, ο
Buckrninster Fuller επινόησε τον γεωδαιτικό θόλο μετά 50 του. Ο Frank Lloyd Wright σχεδ(ασε το Μουσειο Guggenheim στη Νέα Υόρκη σε ηλι κια 70 ετών. Ο Κάρολος Δαρβινος και ο Jean Piaget συνέχισαν να συγγράφουν σημαντικά άρθρα, αρκετά μετά τα 70 τους και ο Πικάσο συνέχισε να ζωγραφ(ζει στα 90 του. Επιπρό τα
σθετα, αν κοιτάξει κανεις τη συνολική παραγωγικότητα και όχι απλώς την περ(οδο της ζωής με το υψηλότερο επίπεδο δημιουργικότητας, παρατηρει ότι η παραγωγικότητα πα ραμένει σχετικά σταθερή, σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, ιδια(τερα στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών
(Dennis, 1996b· Simonton, 1989).
Σε γενικές γραμμές, η μελέτη της δημιουργικότητας αποκαλύπτει ελάχιστα στοιχεια
35%
30%
30%
35% 30%
25%
25%
25% 20%
.. 0.. .. . . . :s
15% 10% 5% 0%
·ο 20
.
Cί
0%
30
40 50
60
20
70
30
13.8
Δημιουργικό
Η περίοδος της μέγιστης δημι
20
30%
30%
25%
25%
25%
15% 10%
νται στο ποσοστό του συνολι
5% 0%
κού, διά βίου, έργου, το οποίο έχει παραχθεί σε κάθε ηλικιακή
30
40 50 Ηλικία
60
70
·Ο 20
60
70
60
70
Ποιητές
30%
φανίζεται. Οι αριθμοί αναφέρο
40 50 Ηλικία
35%
20
30
Μουσικοσυνθέτες όπερας
ουργικότητας διαφέρει ανάλο
Dennis, 1966.)
70
35%
γα με τον τομέα, στον οποίο εμ
(ΠΗΓΉ:
60
35%
20%
περίοδο.
40 50 Ηλικία
Λογοτέχνες
Σχημα
............................................. .
οηηησο
Ηλικία
τητα και ηλικία
Θεατρικοί συγγραφείς
Μουσικοί
Αρχιτέκτονες
35%
. 30
40 50 Ηλικία
60
70
20
30
40 50 Ηλικία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΠΉΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
σταθερής αναπτυξιακής πορεLας. Αυτό, εκτός των άλλων, συμβαLνει και λόγω της δυσκο, ' θ 'ζ β ' • δ • ' 'ζ
λ ιας, με την οποια κα
ορι εται τι ακρι ως ειναι η
ημιουργικοτητα, η οποια ορι εται ως ο
συνδυασμός αντιδράσεων ή ιδεών με πρωτότυπο τρόπο. Επειδή οι ορισμοL της «πρωτοτυπLας » πιθανώς ποικLλλουν από άτομο σε άτομο, ο εντοπισμός μιας συμπεριφοράς ως αναμφLβολα δημιουργικής αποτελεL εγχεLρημα δύσκολο για τους ερευνητές
133
ο ο ο ο, ο ο ο ο ο ο ο ο Δnμιουργικοτnτα 0 σLΝδυασμός αντιδράσεων ri
ιδεών με nρωτότυnο τρόπο.
ο
(Isaksen &
Murdock, 1993· Sasser-Coen, 1993). Οι δυσκολLες αυτές δεν έχουν αποθαρύνει τους επιστήμονες από το να συνεχLσουν την προσπάθεια. Για παράδειγμα, ένα από τα σημαντικά στοιχεLα της δημιουργικότητας ε ίναι η ετοιμότητα του ατόμου να ριψοκινδυνεύσει, ώστε να αποκτήσει σημαντικά οφέ
λη . Τα δημιουργικά άτομα μοιάζουν με επιτυχημένους επενδυτές στο χρηματιστήριο, οι οποίοι ακολουθούν τον κανόνα «αγοράζω φθηνά, πουλάω ακριβά». Το δημιουργικό άτομο αναπτύσσει και υιοθετεί ιδέες, οι οποίες δεν είναι του «συρμού» ή θεωρούνται λανθασμένες ( «αγοράζω φθηνά» ). Θεωρεί ότι τελικά οι άλλοι θα αναγνωρLσουν την
αξία της ιδέας του και θα την ενστερνιστούν («πουλάω ακριβά»). Σύμφωνα με τη θεω ρία αυτή , το δημιουργικό άτομο βλέπει τα πράγματα με «δροσερή» ματιά και επιλύει
προβλήματα με πρωτότυπο τρόπο, τον οποίο ίσως οι άλλοι απορρίψουν αρχικά, ιδιαίτε ρα αν το πρόβλημα είναι οικεLο. Ο δημιουργικός άνθρωπος είναι αρκετά ευέλικτος, ώστε να απορρLψει προηγούμενους τρόπους/συμπεριφορές και να δοκιμάσει κανούργιες προ σεγγίσεις/ευκαιρίες
(Sternberg & Lubart, 1992· Sternberg, Kaufman, & Peretz, 2002).
Γεγονότα ζωής και γνωστική ανάπτυξη Γάμος. Ο θάνατος γονέα. Έναρξη του επαγγελματικού βίου. Η γέννηση ενός παιδιού.
Αγορά σπιτιού. Η ζωή περιλαμβάνει πολλά γεγονότα, όπως τα παραπάνω, τα οποία αποτελούν σημα
ντικά ορόσημα στην πορείας μας. Τέτοια γεγονότα, είτε ε(ναι επιθυμητά, είτε ανεπιθύμητα είναι δυνατόν να προκαλέσουν στρες, όπως εLδαμε προηγουμένως. Είναι, όμως, πιθανό να διεγείρουν τη νοητική ανάπτυξη του ατόμου; Παρόλο που η σχετική έρευνα βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και βα
σίζεται κυρίως σε μελέτες περίπτωσης, ορισμένα δεδομένα υποδεικνύουν ότι μείζονα γεγονότα ζωής είναι πιθανό να οδηγήσουν σε γνωστική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, η γέννηση ενός παιδιού -ένα μεγάλης σημασίας γεγονός
μπορεί να επιφέρει νέες αντιλήψεις ως προς τις σχέσεις του ατόμου με συγγε νείς και προγόνους του, τη θέση του στον κόσμο και τον ρόλο του στη διαιώ νιση της aνθρωπότητας. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο θάνατος αγαπητού προσώ
που είναι πιθανό να οδηγήσει τον άνθρωπο σε επαναξιολόγηση του τι είναι σημαντικό στη ζωή του και επανεξέταση του τρόπου ζωής του
(Haan, 1985·
Aldwin, 1994· Woike & Matic, 2004). Οι θετικές και αρνητικές εμπειρίες ζωής μπορούν να οδηγήσουν το νεαρό άτομο να αναλογιστεί τον κόσμο με πρωτότυπο, πολυπλοκότερο και συνήθως λιγότερο άκαμπτο τρόπο. Αντί να εφαρμόζει την τυπική λογική σε καταστά
σεις -στρατηγική, την οποία κατέχει πλήρως- ο νεαρός ενήλικας υιοθετεί την ευρύτερη προσέγγιση, της μετατυπικής σκέψης, η οποία περιγράφηκε ενωρί
Τα σημαντικά γεγονότα ζωής, όπως η γέννηση
τερα στο παρόν κεφάλαιο, και αντιλαμβάνεται διαφορετικές προσεγγίσεις,
ενός παιδιού ή ο θάνατος ενός αγαπητού προ
συμπεριφορές και επιλογές. Αυτός ο τρόπος σκέψης επιτρέπει στον νεαρό
σώπου, είναι πιθανό να διεγείρουν τη νοητική
ενήλικα να αντιμετωπίζει με αποτελεσματικότερο τρόπο τον πολύπλοκο κοι
νωνικό κόσμο (αντικείμενο του Κεφαλαίου
14), του οποίου αποτελεί μέρος.
ανάmυξη, καθώς προσφέρουν στο άτομο την ευκαιρία να αξιολογήσει εκ νέου τη θέση του στον κόσμο.
134
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
• ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Η γνωστική ανάπτυξη συνεχίζεται στην πρώιμη ενήλικη ζωή, με την εμφάνιση της μετατυπικής σκέψης, η οποία κινείται πέραν της απλής λογικής σκέψης και περιλαμ
βάνει ερμηνευτική και υποκειμενική άποψη.
•
Ο
Perry υποστηρίζει ότι το άτομο κινείται από τη δυαδική στη σχετικιστική σκέψη
κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή.
•
Σύμφωνα με τον
Schaie, το άτομο περνά από πέντε στάδια ως προς τον τρόπο που χρη
σιμοποιεί πληροφορίες: Το στάδιο απόκτησης πληροφοριών, το στάδιο επίδοσης, το
στάδιο υπευθυνότητας, το στάδιο εκπλήρωσης και το στάδιο ολοκλήρωσης.
•
Οι σύγχρονες προσεγγίσεις στη νοημοσύνη περιλαμβάνουν την τριαρχική θεωρία, καθώς και τις έννοιες της πρακτικής και της συναισθηματικής νοημοσύνης.
•
Η δημιουργικότητα φαίνεται να φτάνει στο ανώτατο σημείο κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή, με τον νεαρό ενήλικα να αντιμετωπίζει ακόμη και τα συνήθη προβλήματα, ως νέες καταστάσεις.
•
Τα μείζονα γεγονότα ζωής συνεισφέρουν στη νοητική ανάπτυξη, καθώς προσφέρουν στο άτομο ευκαιρίες και κίνητρα να αναλογιστεί εκ νέου τον εαυτό του και τη θέση του στον κόσμο.
Πανεπιστήμιο και ανώτατη εκπαίδευση Στις
4.30 το πρωί,
η Μ. («Μαριλένα»), η οποία είναι φοιτήτρια (επέστρεψε στο πα
νεπιστήμιο σε ηλικία
27 ετών),
ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο γιο της, ο οποίος κοι
μάται, βγάζει βόλτα τους σκύλους και αρχίζει τη μελέτη για το διαγώνισμα της βιολογίας.
Στις
6.00 το πρωί φεύγει από το σπίτι, παίρνοντας μαζί της το πρωινό και το
μεσημεριανό της γεύμα, τα οποία ετοίμασε από το προηγούμενο βράδυ. Ο γιος και η μητέρα της κοιμούνται ακόμη. Η μητέρα της, η οποία τη βοηθά στη φροντίδα του παιδιού, θα ξυπνήσει και αυτή και θα ετοιμάσει τον εγγονό της για το σχολείο.
Στο τέλος της ημέρας, πριν επιστρέψει στο σπίτι, η Μ. θα έχει περάσει τέσσερις ώρες στα μέσα μεταφοράς, μελετώντας ενδιάμεσα τα μαθήματά της, τέσσερις ώρες παρακολουθώντας διαλέξεις και τρεις ώρες στη δουλειά της, η οποία της επιτρέπει να πληρώνει τα έξοδα της οικογένειας. Αφού αφιερώσει λίγη ώρα στην οικογένειά της, αρχίζει πάλι τη μελέτη για τα μαθήματα της επόμενης ημέρας
(Dembner, 1995). Η Μ., η οποία ανήκει στο ένα τρίτο του πληθυσμού των φοιτητών με ηλικία άνω των
24
ετών και στόχο το πτυχίο πανεπιστημίου , αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες. Οι μεγαλύ τερης ηλικίας φοιτητές, όπως η ίδια, α;τοτελούν μία μόνον πλευρά τής αυξανόμενης ποικι
λότητας -στο οικογενειακό ιστορικό. το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, τη φυλή και την εθνότητα- η οποία χαρακτηρίζει τον :τανε:τιστημιακό πληθυσμό σήμερα. Στον πρόλογο
του παρόντος κεφαλαίου αναφέρθηκε αυτό το q:αινόμενο, στο οποίο περιγράφηκε η περί πτωση του Α. («Αλέξανδρου»), που δεν θα Ιiταν σε θέση, πριν από μερικά χρόνια, να εισα χθεί σε πανεπιστημιακή σχολή. Για κάθε φοιτητή, πάντως, η είσοδο; στο
.
ανε:ηστήμιο αποτελεί σημαντικό επίτευγμα.
ΚΕΦΑΛΑIΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΑΠΓr' ΞΗ ΣΤΗ:\ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
135
Ο αριθμός των φοιτητών
οι
οποίοι αρχίζουν τη φοίτηση ή επιστρέφουν στο πανεπιστή μιο σε μεγαλύτερη ηλικία, συ
νεχίζει να αυξάνεται. Πάνω οπό το ένα τρίτο των φοιτητών σή μερα έχουν ηλικία άνω των ετών.
Παρόλο που θεωρείται ότι τα περισσότερα άτομα εισέρχονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευ ση, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου ακριβές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συγκεκριμένα, οι από
φοιτοι Λυκείου που εισέρχονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν μειοψηφία.
Δημογραφικά στοιχεία της ανώτατης εκπαίδευσης Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των ατόμων που μπαίνουν στο πανεπιστήμιο; Όπως και ο
πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειd:ιν ως σύνολο, έτσι και οι φοιτητές πανεπιστημίου είναι κυρίως λευκοί, μέσης κοινωνικοοικονομικής τάξης. Παρόλο που περί το
69%
των λευκd:ιν
αποφοίτων λυκείου εισάγεται σε πανεπιστημιακές σχολές, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι χαμηλότερα για τους νέους αφρο-αμερικανικής καταγωγής νους
(47%).
(61 %)
και τους ισπανόφω
Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι, παρότι ο απόλυτο;
αριθμός των ατόμων ομάδων μειονοτήτων που εισάγονται σε πανεπιστημιακές σχολέ;. έχει αυξηθεί, το συνολικό ποσοστό των φοιτητd:ιν αυτd:ιν των ομάδων έχει μειωθεί την τε λευταία δεκαετία- μείωση, την οποία οι περισσότεροι ειδικοί σε θέματα εκπαίδευσης απο δίδουν στις αλλαγές που έχουν επέλθει στη διάθεση οικονομικd:ιν ενισχύσεων για φοιτητές
(U.S. Bureau of the Census, 1998, 2000). Επιπλέον, το ποσοστό των φοιτητd:ιν που εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά τελικά δεν αποφοιτούν, είναι αρκετά υψηλό. Περίπου μόνον το
40%
των νέων, που
αρχίζουν σπουδές, ολοκληρd:ινει τη φοίτησή του σε τέσσερα έτη. Παρόλο που οι μισοί από όσους δεν ολοκληρd:ινουν τις σπουδές τους μέσα σε τέσσερα έτη, παίρνουν τελικά το πτυ χίο τους, οι άλλοι μισοί δεν γίνονται ποτέ πτυχιούχοι. Όσον αφορά τις επιμέρους πολιτι σμικές ομάδες, η εικόνα είναι ακόμη χειρότερη: Το εθνικό ποσοστό διαρροής για τα άτομα αφρο-αμερικανικής καταγωγής είναι περίπου
70% (American Council on Education, 1995·
American College Testing Program, 2001). Για τους νέους που είτε δεν εισάγονται είτε δεν αποφοιτούν από την τριτοβάθμια εκ-
25
136
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
•
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
παίδευση, οι επιπτώσεις είναι σημαντικές. Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί ένα χρήσιμο μέσο βελτίωσης της μελλοντικής οικονομικής κατάστασης του ατόμου. Αξίζει να σημειω θεί ότι μόνο το
3%
των πτυχιούχων ανώτατης σχολής ζει κάτω από το όριο της φτώ
χειας. Συγκριτικά, το ποσοστό των ατόμων, τα οποία διακόπτουν τη φοίτηση στο Λύκειο και ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, είναι δεκαπλάσιο
(O'Hare, 1997· U.S. Census
Bureau, 2003). Διαφορές φύλου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Περισσότερες γυναίκες από ό,τι
άνδρες φοιτούν στο πανεπιστήμιο και το ποσοστό των γυναικών εμφανίζει σημαντική αύξηση. Ήδη, υπάρχουν περισσότερες γυναίκες, από ό,τι άνδρες, εγγεγραμμένες σε πανε πιστημιακές σχολές και αναλογικά, για κάθε υπάρχουν
133 γυναίκες
100
άνδρες πτυχιούχους πανεπιστημίου,
με πτυχίο. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα είναι ακόμη μεγα
λύτερες στους φοιτητές από μειοψηφούσες ομάδες: σε κάθε κής καταγωγής, αντιστοιχούν
Fogg, &
166
100 φοιτητές αφρο-αμερικανι (Sum,
φοιτήτριες από την ίδια ομάδα του πληθυσμού
Haπington, 2003).
Γιατί υπάρχει αυτή η σαφής διαφορά φύλου. Ένας από τους λόγους ίσως είναι ότι οι άρρενες έχουν περισσότερες ευκαιρίες να βρουν εργασία με άμεσα εισοδήματα, όταν τε
λειώνουν το Λύκειο, και έτσι βρίσκουν αυτή την επιλογή πιο δελεαστική από το πανεπι στήμιο. Για παράδειγμα, οι άνδρες ίσως θεωρούν ελκυστικότερη την καριέρα στο στρατό, στο εμπόριο ή σε εργασίες που προϋποθέτουν σωματική αντοχή και, έτσι, περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες θεωρούν ότι, εκτός από το πανεπιστήμιο, υπάρχουν και άλλες καλές εναλλακτικές λύσεις. Επιπλέον, καθώς τα ανώτατα ιδρύματα δεν ακολουθούν αυ στηρά κριτήρια εισαγωγής των φοιτητών, τα οποία να συμφωνούν με πολιτικές αύξησης
του επιπέδου αντιπροσώπευσης των γυναικών και των μειονοτήτων στην ανώτατη εκπαί δευση, οι γυναίκες τείνουν να εμφανίζουν υψηλότερες σχολικές επιδόσεις στο Λύκειο, συ γκριτικά με τους άνδρες και επομένως, ίσως εισάγονται συχνότερα σε ανώτατες σχολές
(Dortch, 1997· Buchman & DiPrete, 2006· England & Li, 2006). Ο «ώριμος» φοιτητής: Ποτέ δεν είναι πολύ αργά;
Αν η φράση «μέσος φοιτητής
πανεπιστημίου» φέρνει στο νου την εικόνα ενός ατόμου ηλικίας
18-19 ετών,
τότε η άπο
ψη αυτή πρέπει να ανασκευασθεί. Τα τελευταία χρόνια, η μέση ηλικία των φοιτητών εμ φανίζει αύξηση. Μάλιστα, το
26%
όσων παρακολουθούν πανεπιστημιακά μαθήματα
για να συμπληρώσουν την εκπαίδευσή τους, είναι ηλικίας
25-35
ετών, όπως η 27χρονη
Μ. («Μαριλένα»), η περίπτωση της οποίας παρουσιάστηκε ενωρίτερα. Το τητών κοινοτικών κολεγίων είναι άνω των
30
ετών
36% των φοι (Dortch, 1997· Department of Educa-
tion, 2005). Γιατί τόσο πολλά, μεγαλύτερης ηλικίας, άτομα επιλέγουν να γίνουν -μη παραδοσια κοί- φοιτητές; Ένας από τους λόγους είναι οικονομικός. Καθώς το πτυχίο αποτελεί όλο
και σημαντικότερη προϋπόθεση για την εξεύρεση εργασίας, ορισμένοι εργαζόμενοι αι σθάνονται υποχρεωμένοι να αποκτήσουν τα κατάλληλα προσόντα. Πολλοί εργοδότες εν θαρρύνουν ή υποχρεώνουν τους υπαλλήλους τους να καταρτιστούν κατάλληλα, ώστε να
αποκτήσουν καινούργιες δεξιότητες ή να αναβαθμίσουν αυτές, που είχαν αποκτήσει στο παρελθόν. Επιπρόσθετα, καθώς μεγαλώνει, ο άνθρω:το; αισθάνεται την ανάγκη να κατασταλά
ξει και να δημιουργήσει οικογένεια. Αυτή η αiJ.αγή στι; αντιλήψ εις πιθανώς μειώνει τη συχνότητα της ριψοκίνδυνης συμπεριφορ ά; και tO\' ωθεί να εστιάσει το ενδιαφέρον του στην υποστήριξη της οικογένειάς του
ρύθμιση ωριμότητας» .
-
ένα q:αινόμενο. το οποιο είναι γνωστό ως «μεταρ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύμφωνα με τη
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Sherry Willis (1985), η
13ϊ
συμμετοχή του ατόμου στη μαθησιακή εμπει
ρία εξυπηρετεί ποικίλους στόχους. Κατά πρ
τανοήσει την προσωπική του πορεία προς την ωριμότητα. Καθ
μούν να αποκτήσουν καινούργιες επαγγελματικές δεξιότητες. Τέλος, οι ενήλικες, που επι στρέφουν στην εκπαίδευση, ίσως θεωρούν ότι οι εμπειρίες αυτές βοηθούν στην προετοιμα
σία τους για την έξοδο στη σύνταξη. Ενω αρχικά ο προσανατολισμός τού ενήλικα είναι καθαρά επαγγελματικός, με το πέρασμα των ετων, το άτομο αρχίζει να προσανατολίζεται σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, και η εκπαίδευση μπορεί να αποτελεί μέσο διεύρυν σης αυτων των δυνατοτήτων.
Προσαρμογή στο πανεπιστήμιο: Η αντίδραση στις απαιτήσεις της φοιτητικής ζωής Όταν μπήκατε στο πανεπιστήμιο, αισθανθήκατε κατάθλιψη, μοναξιά, άγχος ή τάση για απομόνωση από τους άλλους; Α ν ναι, δεν ήσαστε ο μόνος. Πολλοί φοιτητές, ιδιαίτερα όσοι έχουν πρόσφατα αποφοιτήσει από το Λύκειο και οι
οποίοι για πρ
• • • • • • • • • • •
προσαρμογής στο πρ
Αντίδρασn nροσα ρμογnς
ετούς αποτελεί ένα σύνολο ψυχολογικ
ξ
μονα ιας, αγχους και κατα
ιψης και σχετι ονται με τη νεα, φοιτητικη εμπειρια.
αρο ο
συμπτωμότων, τα οποία
που οποιοσδήποτε πρωτοετής φοιτητής μπορεί να παρουσιάσει ορισμένα από τα παραπά-
περιλαμβόνουν αιοθnματα
νω συμπτ
μοναξιός, όγχους, από_συρσnς
λ' λ ' • δ• λ' φοιτητες, οι οποιοι ειχ αν ι ιαιτερως κα ες σχο ικες και κοινωνικες επι οσεις στο υκειο.
και κατόθλιψnς τα οnοια σχετίζονται με ;n φοιτnτικι'Ι
Όταν, λοιπόν, αρχίζουν να φοιτούν στο πανεπιστήμιο, οι απότομες αλλαγές στην κοινωνι-
εμπειρία και εμφανίζονται
κή τους θέση μπορεί να τους προκαλέσουν αναστάτωση.
στον πρωτοετn φοιτnτn.
'
'
'
δ
'
Στις περισσότερες περιπτωσεις, τα συμπτ
επιδόσεις και ενσωματωθεί στον φοιτητικό τρόπο ζωής. Σε άλλες περιπτ
Πόσο συχνές είναι οι ανησυχίες για ψυχολογικά προβλήματα; Έρευνες δείχνουν ότι σχεδόν το
50% των φοιτητ
βλημα. Άλλες έρευνες βρίσκουν ότι ποσοστό πάνω από
ταφεύγουν σε κέντρα ψυχολογικής στήριξης φοιτητ
13.9). Πρέπει να υπομνησθεί, ωστόσο, ότι τα ποσοστά αυτά περιλαμβάνουν
μόνο τους φοιτητές, οι οποίοι αναζήτησαν βοήθεια σε κέντρα ψυχολογικής στήριξης φοι τητ
αντιπροσωπεύουν τον συνολικό φοιτητικό πληθυσμό
(Benton et al., 2003).
•
138
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Στρες, άγχος Περιστασιακά προβλήματα Προβλήματα σχέσεων Οικογενειακά θέματα
Αναmυξιακά θέματα Κατάθλιψη Ακαδημα'ίκές δεξιότητες Χρήση φαρμακευτικών ουσιών Επαγγελματικά ζητήματα Σωματικά προβλήματα
Κακοποίηση Πένθος Τάσεις αυτοκτονίας Διαταραχές προσωπικότητας Κατάχρηση ουσιών
Σχήμα
13.9
Διατροφικές διαταραχές
Προβλήματα
που αναφέρουν οι φοιτητές
Χρόνια ψυχική διαταραχή
Στο σχήμα παρουσιάζονται τα προβλήματα, τα οποία αναφέ
Σεξουαλική κακοποίηση
ρουν συχνότερα οι φοιτητές,
οι οποίοι αναζητούν βοήθεια
Νομικά ζητήματα
σε κέντρα ψυχολογικής στήρι ξης φοιτητών.
ο
20
40
60
80
100
Από την έρευνα στην πράξη Πότε ο φοιτητής χρειάζεται επαγγελματική βοήθεια, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του;
Σπουδόζετε στο πανεπιστήμιο και ένας φίλος/συμφο ιτητής σας έρχεται και σας λέει ότι αισθάνεται κατάθλιψη και δυσάρεστα συναισθήματα και δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτά. Δεν ξέρει τι να κάνει και πιστεύει ::rως ίσως χρειάζεται επαγγελματική βοήθεια. Τι του απαντάτε;
Παρόλο που δεν υπάρχουν έτοιμε; r.αι '(ρή ιορες λύ σεις, ορισμένα συμπτ<Ι:ψατα μπο ρούν να καθορίσουν αν είναι απαραιτη
η ε::rαyγελματική βοήθεια. Παρακάτω αναφέρο
νται ορισμένα από τα συμπτώματα αι·τά:
•
Ψυχική δυσφορία, η οποία επιμένει r.αι μειώνει το αίσθημα ευεξίας του ατόμου και την ικανότητά του να λειτουργήσει Ι[l'mοί.ογιr.α (π.χ. υψηλά επίπεδα κατάθλιψης, τα οποία δυσκολεύουν το άτομο να ολο;ιj_ηρώσει ένα έργο).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
•
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Αισθήματα, τα οποια δυσκολεύουν το άτομο να αντιμετωπισει αποτελεσματικά το στρες.
•
Αισθήματα aπόγνωσης και κατάθλιψης, χωρίς εμφανή αιτια.
•
Αδυναμια δημιουργιας στενd:ιν διαπροσωπικd:ιν σχέσεων.
•
Σωματικά συμπτd:ιματα, όπως πονοκέφαλοι, στομαχικές κράμπες και δερματικά εξανθήματα, για τα οποία δεν υπάρχει εμφανές αίτιο.
Α ν το άτομο εμφανίζει ορισμένα από αυτά τα συμπτd:ιματα, θα βοηθήσει να προσφύγει σε κάποιον ειδικό, όπως συμβουλευτικό ψυχολόγο, κλινικό ψυχολόγο ή άλλον επαγγελματια στο χd:ιρο της ψυχικής υγείας. Η αρχή μπορεί να γινει από το συμβουλευτικό κέντρο για
φοιτητές στο πανεπιστήμιο. Το άτομο μπορεί επίσης να απευθυνθεί στον προσωπικό του γιατρό, στην κλινική της περιοχής του ή σε κάποια τοπικό Κέντρο Υγείας.
Φύλο και ακαδημαϊκή επίδοση Στο πρώτο έτος, στο πανεπιστήμιο, εγγράφηκα σε μάθημα ανώτερων μαθηματικών. Ακόμη και τότε, δηλαδή πριν από είκοσι χρόνια, δεν ήμουν καθόλου συνεσταλμένη και την πρώτη ημέρα των μαθημάτων, σήκωσα το χέρι και υπέβαλα μία ερώτηση. Η
ανάμνηση είναι πολύ ζωντανή: Ο καθηγητής έστρεψε τα μάτια του στο ταβάνι, χτύ πησε με θυμό την παλάμη του στο μέτωπό του και είπε ενώπιον όλων: «Μα γιατί με βάζουν να διδάσκω ανώτερα μαθηματικά σε κορίτσια;» Δεν υπέβαλα ποτέ πια άλ λη ερώτηση. Μερικές εβδομάδες μετά, πήγα σε αγώνα ποδοσφαίρου στη σχολή, εί χα όμως ξεχάσει τη φοιτητική μου ταυτότητα. Ο καθηγητής των μαθηματικών βρι σκόταν στην είσοδο του γηπέδου, ελέγχοντας τις φοιτητικές ταυτότητες, οπότε τον προσέγγισα και του είπα: «Έχω ξεχάσει την ταυτότητά μου, όμως με γνωρίζετε, εί μαι στο μάθημά σας». Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Δεν σε θυμάμαι να πα
ρακολουθείς το μάθημά μου». Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάποιος, ο οποίος μου άλλαξε τη ζωή και τον οποίο θυμάμαι μέχρι σήμερα, δεν με αναγνώρισε καν
(Sadker & Sadker, 1994, σ. 162). Παρόλο που τέτοια περιστατικά κραυγαλέου σεξισμού δεν είναι τόσο συχνά σήμερα, η προκατάληψη και οι διακρίσεις προς τις γυναικες συνεχιζουν να αποτελούν χαρακτηρι
στικά της φοιτητικής ζωής. Για παράδειγμα, την επόμενη φορά που θα βρεθείτε στην αι θουσα διδασκαλίας, σημειd:ιστε το φύλο των συμφοιτητd:ιν σας και το αντικείμενο διδα
σκαλιας. Παρόλο που τα ποσοστά αρρένων και θηλέων στο πανεπιστήμιο είναι περίπου ιδια, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο είδος των μαθημάτων που επιλέγουν. Για παρά δειγμα, τα μαθήματα παιδαγωγικd:ιν και κοινωνικd:ιν επιστημd:ιν έχουν κατά κανόνα υψη λότερα ποσοστά γυναικd:ιν από ό,τι ανδρd:ιν, ενd:ι, αντιθετα, τα μαθήματα μηχανολογιας, φυσικd:ιν επιστημd:ιν και μαθηματικd:ιν έχουν περισσότερους φοιτητές παρά φοιτήτριες. Ακόμη και γυναίκες, οι οποίες ξεκινούν την πανεπιστημιακή τους φοίτηση στα μαθη ματικά, τη μηχανολογια και τις θετικές επιστήμες, ειναι πιθανότερο, συγκριτικά με τους
άνδρες, να διακόψουν τη φοιτηση. Το ποσοστό διαρροής φοιτητριd:ιν σε αυτούς τους το μεις ειναι
2,5 φορές υψηλότερο από το ποσοστό διαρροής στους άρρενες φοιτητές. Και,
παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των γυναικd:ιν, οι οποιες επιθυμούν να πάρουν πτυχίο στις
θετικές επιστήμες και τη μηχανολογία εμφανίζει αύξηση, συνεχίζει να ειναι μικρότερος, συγκριτικά με τον αντιστοιχο αριθμό των ανδρd:ιν
(National Science Foundation, 2002).
139
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
140
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Οι διαφορές στην κατανομη φύλου και στα
Σχολικές ικανότητες
D Μαθηματικές ικανότητες
ποσοστά διαρροης στα διάφορα διδακτικά
Άνδρες
Ο Γυναίκες
ζουν την ισχυρη επίδραση των στερεοτύπων
Ανταγωνιστικότητα
φύλου, τα οποία λειτουργούν σε ολόκληρο τον
Ψυχική υγεία
τομέα της εκπαίδευσης, αλλά και πέραν αυτού. ο
20
40
80
60
Για παράδειγμα, όταν ζητείται από τις πρωτοε
100
τείς φοιτητριες να κατονομάσουν το επάγγελ μα, το οποίο είναι πιθανότερο να ακολουθ11-
Ποσοστό αυτών που τοποθετούν τον εαυτό τους πάνω από τον μέσο όρο
Σχήμα
13.1 Ο
αντικείμενα δεν είναι τυχαίες. Αντικατοπτρί
σουν, σπάνια επιλέγουν επαγγέλματα, τα οποία
Το μεγάλο χάσμα φύλου
παραδοσιακά κυριαρχούνται από άνδρες,
Στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, οι άνδρες, συγκριτικά με τις γυναίκες, είναι πιθα νότερο να θεωρούν ότι οι επιδόσεις τους σε διάφορους τομείς, σχετικούς με την
όπως η μηχανολογία η οι ηλεκτρονικοί υπολο
ακαδημο.ϊκή επιτυχία, είναι υψηλότερες του μέσου όρου.
γιστές και επιλέγουν συχνότερα επαγγέλματα,
' ΓJΗ'Ή The Amerιcan Freshman: National Norms for Fall, 1990· Astin, Korn & Berz. Higher Educatlon Research lnstιMe , υcLA.)
ναίκες, όπως νοσηλευτικη η κοινωνικη εργασία
τα οποία κυριαρχούνται παραδοσιακά από γυ
(Glik, Zion, & Nelson, 1988· CIRE, 1990). Οι γυναίκες αναμένουν, επίσης, ότι οι αποδοχές τους θα είναι χαμηλότερες από τις
αποδοχές των ανδρ
& Hetts, 2001).
(Jackson, Gardner, & Sullivan, 1992· Desmarais & Curtis, 1997· Pelham
Οι προσδοκίες αυτές συμβαδίζουν με την πραγματικότητα: Κατά μέσο
όρο, οι γυναίκες έχουν περί τα
3/4 των
εισοδημάτων των ανδρ
είναι χειρότερη για τις γυναίκες από μειοψηφικές ομάδες: Οι γυναίκες αφρο-αμερικανικ1Ίς καταγωγής εισπράττουν περί τα
6/10 του
κες το ημισυ των αποδοχ
μισθού των ανδρ
(Institute for Women's Policy Research, 2006).
Οι φοιτητές και οι φοιτητριες έχουν, επίσης, διαφορετικές προσδοκίες σχετικά με
τους τομείς στους οποίους νι
13.10,
οι άνδρες
ηταν περισσότερο πιθανό από τις γυναίκες να τοποθετούν τον εαυτό τους πάνω από τον μέσο όρο στις γενικές ακαδημα'ίκές και μαθηματικές τους ικανότητες και στην ψυχικ1Ί τους υγεία. Οι καθηγητές πανεπιστημίου, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, αντιμετωπίζουν τα
δύο φύλα διαφορετικά στην αίθουσα διδασκαλίας, παρόλο που η διαφορετικη αντιμετω πιση είναι σε μεγάλο βαθμό ακούσια και aσυνείδητη. Για παράδειγμα, οι καθηγητές συνή θως δίνουν το λόγο περισσότερο στους άνδρες και έχουν συχνότερη οπτικη επαφη με τους
άνδρες από ό,τι με τις γυναίκες. Επίσης, οι άρρενες φοιτητές είναι πιθανότερο, συγκριτικά με τις φοιτητριες, να λαμβάνουν επιπλέον βοηθεια από τους καθηγητές. Τέλος, η ποιότητα της ανταπόκρισης του καθηγητη στους άνδρες και τις γυναίκες είναι πολύ διαφορετικ1Ί,
καθ
(Epperson, 1988· AAUW, 1992· Sadker & Sadker, 1994).
Καλοήθης σεξισμός: Όταν το να είσαι ευγενής δεν είναι, τελικά, πολύ ευγενικό . Παρόλο που ορισμένες περιπτ
περιπτ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
13 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΑΠΠ' ΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
141
Ως αποτελεσμα mς επίδρασης των στερεοτυπων φύλου στην εκπαίδευση, οι
γυναίκες υπο-εκπροσωπούνται στους τομείς της φυσικής , των μαθηματικών και της μηχανο λογίας .
Μaλιστα, ο καλοήθης σεξισμός αρχικa φαίνεται να ωφελεί τις γυναίκες. Ένα παρa δειγμα θα μπορούσε να είναι ο καθηγητής πανεπιστημίου, ο οποίος σχολιaζει κολακευτι
κa την ωραία εμφaνιση της φοιτήτριας του ή προσφέρεται να της δώσει ευκολότερο θέμα εργασίας, ώστε να μην χρειαστεί να εργαστεί τόσο σκληρa όσο οι aλλοι. Παρόλο που ο κα θηγητής ίσως θεωρεί ότι είναι απλώς ευγενικός, ίσως κaνει τη φοιτήτρια να σκεφθεί ότι δεν την παίρνει στα σοβαρa ή ότι υποτιμa τις ικανότητές της. Με aλλα λόγια, ο καλοήθης σεξισμός μπορεί να είναι τόσο επιβλαβής όσο και ο επιθετικός σεξισμός
(Glick et al., 2000·
Greenwood & Isbel, 2002).
Ορισμένες φορές, τόσο οι καθη· γητές όσο και οι καθηγήτριες
πανεπιστημίου, μπορεί ακούσια να μεταχειρίζονται ευνοϊκότερα τους φοιτητές από ό,τι τις φοι·
τήτριες, δίνοντας συχνότερα το λόγο στους άρρενες και έχο ντας συχνότερα οmική επαφή μαζί τους.
142
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η στερεοτυπική απειλή και π αρνητική ταύτιση με τη φοίτηση «Οι Αφρο-αμερικανοι έχουν χαμηλές ακαδημα"ίκές επιδόσεις». «Οι γυναικες έχουν χαμη λές επιδόσεις στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες».
Αυτά ισχυριζονται οι λανθασμένες, επιβλαβεις αλλά επιμονες στερεοτυπικές αντιλή ψεις σχετικά με τους Αφρο-αμερικανούς και τις γυναικες. Και, δυστυχώς, στον πραγματι
κό κόσμο, τα στερεότυπα αυτά χρησιμοποιούνται κακοπροαιρετα. Για παράδειγμα, όταν ένας Αφρο-αμερικανός αρχιζει το δημοτικό σχολειο, οι βαθμολογικές του επιδόσεις σε σταθμισμένες κλιμακες δεξιοτήτων ειναι μόνον ελαφρώς χαμηλότερες από ό ,τι εκεινες των λευκών μαθητών: Παρ' όλα αυτά, εμφανιζεται ένα κενό δύο ολόκληρων σχολικών ετών
ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες στην έκτη τάξη του δημοτικού. Και παρά το γεγονός ότι, σήμερα, όλο και περισσότεροι αφρο-αμερικανοι απόφοιτοι Λυκειου εισάγονται στο πανε πιστήμιο, η αύξηση αυτή δεν ειναι τόσο σημαντική όσο σε άλλες πολιτισμικές ομάδες
(American Council ση Education, 1995-1996). Κατ' αναλογιαν, παρόλο που κοριτσια και αγόρια έχουν περLπου την ιδια επιδοση σε σταθμισμένα τεστ μαθηματικών στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, η εικόνα αλλάζει στο Λύ κειο. Στο σημειο αυτό -και ακόμη περισσότερο στο πανεπιστήμιο- οι άνδρες έχουν υψηλό τερες επιδόσεις στα μαθηματικά από ό,τι οι γυναικες. Μάλιστα, όταν οι γυναικες εγγράφο νται σε τμήματα μαθηματικών, θετικών επιστημών ή μηχανολογιας, ειναι πιθανότερο να εμφανισουν χαμηλότερες επιδόσεις, από ό,τι οι άνδρες, παρότι οι τελευταιοι εισάγονται με
παρόμοιο επLπεδο προετοιμασιας και δεξιοτήτων. Ωστόσο, κατά περιεργο τρόπο, το φαι νόμενο αυτό δεν φαινεται να εμφανιζεται σε άλλους τομεις, όπου γυναικες και άνδρες έχουν παρόμοιο επLπεδο επιδόσεων
Σύμφωνα με τον
(Hyde, Fennema & Lamon, 1990).
Claude Steele, σε γενικές γραμμές, οι χαμηλότερες επιδόσεις τόσο των
γυναικών όσο και των Αφρο-αμερικανών, οφειλονται στον ιδιο παράγοντα: Στην αρνητι κή ακαδημαϊκή ταύτιση, δηλαδή, στην απουσια προσωπικής ταύτισης με την ακαδημα"ίκή εκπαιδευση. Στην περLπτωση των γυναικών, η αρνητική αυτή ταύτιση εμφανιζεται ιδιαιτε ρα στους τομεις των μαθηματικών και των θετικών επιστημών· στα άτομα αφρο-αμερικα νικής καταγωγής, η αρνητική ακαδημα'ίκή ταύτιση εμφανιζεται ως γενικότερη τάση, σε όλους τους ακαδημα'ίκούς τομεις. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αρνητικά κοινωνικά στε Στερεοτυπικn απειλrΊ
ρεότυπα δημιουργούν μια κατάσταση στερεοτυπικής απειλής, κατά την οποια τα μέλη τής
Εμπόδια στnν επίδοσn
ομάδας, για την οποια υπάρχουν τα στερεότυπα, θεωρούν ότι η συμπεριφορά τους θα επι
του ατόμου, τα οποία οφείλονται
στο ότι το άτομο συνειδnτοποιεί
βεβαιώσει πράγματι τη στερεοτυπική αντιληψη
(Steele, 1997).
ότι υπάρχουν κοινωνικά
Για παράδειγμα, οι γυναικες που επιζητούν να διακριθούν σε μη παραδοσιακούς για
στερεότυπα, σχετικά με
το φύλο τους τομεις, όπως στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες, μπορει να αντιμε
τις ακαδnμαϊκές του ικανότnτες .
τωπισουν δυσκολLες, καθώς η προσοχή τους ;τερισ;τάται από ανησυχLες σχετικά με την
«πρόβλεψη» της κοινωνιας ότι θα αποτύχουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η γυναικα μπορει να σκεφθει ότι η αποτυχια της σε έναν ανδροr.ρατοίtμενο τομέα, επειδή θα επιβεβαιωνε τα
κοινωνικά στερεότυπα, ενέχει τόσους κινδί•νοι• ;. ώστε κατά παράδοξο τρόπο (συμπεραι νει ότι) δεν αξιζει να αγωνιστει για να ε;τιτί•zει. ~τέτοιε; ::τεριπτώσεις, μια γυναικα ισως δεν καταβάλει καν προσπάθεια για να ::τετί•χει
(lnzlicht & Ben-Zeev, 2000).
Κατά ανάλογο τρόπο, τα άτομα αq-ρο-αμεριr.ωυ~ή; καταγωγής πιθανώς εργάζο
νται κάτω από το πιεστικό α(σθημα ότι έχου · ~φ· ι· .. οχρέωση να διαψεύσουν την αρνη τική στερεοτυπική αντιληψη για τι; αr.α η ώ4'i; ε~ να προκαλέσει άγχος και να θεωρηθε ί α; ευ. ~
•.
κάτω του επιπέδου των πραγματικών ικω τυπική απειλή ειναι ισως εντονότερη στοt; Υ.αί. ~
θησης φοιτητές, οι οποιοι δεν έχουν εσ
· ει; τους. Η πιεση αυτή μπορεί
i'.W. ε~
_να μειώσει την επιδοσή τους
;. 'α ά ειρων ικό τρόπο, η στερεο
_ ;. με
t'\'ηλά επLπεδα αυτοπεποι
~ κα στερεότυπα σε τόσο με-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
γόλο βαθμό, wστε να θέσουν εν αμφιβάλω τις προσωπικές τους ικανότητας
(Steele, 1997).
Αντί να αγνοήσουν τα αρνητικό στερεότυπα, οι γυναίκες και οι Αφρο-αμερικανοί ίσως εμφανίσουν μειωμένες επιδόσεις και, σε τελική ανόλυση, αρνητική ταvτιση με την εκ παίδευση και τους σχετικοvς με τα στερεότυπα ακαδημα"ίκοvς στόχους. Για να στηρίξουν
αυτό το επιχείρημα, ο
Steele και οι συνεργότες του διεξήγαγαν πείραμα, στο οποίο χορη
γήθηκε σε δυο ομόδες αφρο-αμερικανwν και λευκwν φοιτητwν το ίδιο τεστ, με δυσκολες ερωτήσεις λεκτικwν δεξιοτήτων. Ωστόσο, οι ερευνητές παρείχαν διαφορετική ενημέρωση στους συμμετέχοντες, σχετικό με το σκοπό της έρευνας. Σε ορισμένους από αυτοvς είπαν ότι το τεστ αξιολογεί «ψυχολογικοvς παρόγοντες, οι οποίοι σχετίζονται με την επίλυση λε
κτικwν προβλημότων», δηλαδή, αξιολογεί παρόγοντες που προφανwς δεν είναι σχετικοί με λεκτικές ικανότητες. Μόλιστα, τονίστηκε ιδιαίτερα ότι το τεστ δεν σχετίζεται με την αξιολόγηση των λεκτικwν ικανοτήτων. Αντίθετα, σε όλλους συμμετέχοντες δηλwθηκε ότι το τεστ σκοπό του έχει να ελέγξει διόφορους «προσωπικοvς παρόγοντες, οι οποίοι σχετί
ζονται με την επίδοση σε προβλήματα, που προϋποθέτουν λεκτικές και συλλογιστικές ικα νότητες». Επίσης, ότι το τεστ θα βοηθήσει τους ίδιους να εντοπίσουν τα δυνατό και τα αδvνατα σημεία τους.
Τα αποτελέσματα πρόσφεραν σαφείς ενδείξεις, οι οποίες επιβεβαιwνουν την υπόθεση της ευαισθησίας στα στερεότυπα. Οι aφρο-αμερικανοί συμμετέχοντες που νόμιζαν ότι το τεστ αξιολογεί ψυχολογικοvς παρόγοντες, εμφόνισαν εξίσου καλές επιδόσεις με τους
λευκοvς. Όμως οι Αφρο-αμερικανοί που είχαν ενημερωθεί ότι το τεστ αξιολογεί βασικές ικανότητες και αδυναμίες, εμφόνισαν σημαντικό χαμηλότερες επιδόσεις, συγκριτικό με τους λευκοvς. Αντίθετα, οι λευκοί συμμετέχοντες εμφόνισαν το ίδιο καλές επιδόσεις, ανε
ξόρτητα από την ενημέρωση που είχαν. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι, όταν το ότομο καλείται να ανταγωνιστεί με τα στερεότυπα, οι επιδόσεις του παρουσιόζουν πτwση
(Steele &
Aronson, 1995). Με όλλα λόγια, τα μέλη ομόδων, κατό των οποίων υπόρχει έντονη προκατόληψη, εί ναι ευόλωτα στις σχετικές με τη μελλοντική τους επιτυχία προσδοκίες. Ευτυχwς, παρ' όλα αυτό, υπόρχει χwρος για αισιοδοξία. Ακόμη και οι ανεπαίσθητες αλλαγές σε καταστόσεις -όπως π. χ. στον τρόπο περιγραφής μιας δοκιμασίας- είναι δυνατόν να μειwσει το επίπεδο ευαισθησίας στα στερεότυπα. Τα προγρόμματα παρέμβασης, τα οποία είναι σχεδιασμένα
έτσι wστε να ενημερwνουν μέλη μειοψηφικwν ομόδων για τις επιπτwσεις των αρνητικwν κοινωνικwν στερεοτvπων, μποροvν να προσφέρουν τρόπους μείωσης των επιπτwσεων των στερεοτvπων
(Lesko & Corpus, 2006· McGlone & Aronson, 2006· McGlone, Aronson, & Kobrynowicz, 2006· Rosenthal & Crisp, 2006).
Διακοπή των σπουδών Από τους φοιτητές που εισόγονται στην τριτοβόθμια εκπαίδευση δεν ολοκληρwνουν όλοι τις σπουδές τους. Έξι χρόνια μετό την εισαγωγή σε κόποια σχολή, μόνο το
63%
των φοι
τητwν έχουν αποφοιτήσει. Η εικόνα είναι ακόμη χειρότερη για ορισμένες ομόδες του πλη θυσμου. Λιγότεροι από το
50%
των αφρο-αμερικανwν φοιτητwν, όπως και ποσοστό κότω
του 50% των ισπανόφωνων φοιτητwν, αποφοιτοvν σε έξι χρόνια {NAACP Education Department, 2003· Carey, 2004). Γιατί είναι τόσο υψηλό τα ποσοστό διαρροής στο πανεπιστήμιο; Τα αίτια είναι πολλό. Ένα από αυτό είναι οικονομικό: Δεδομένου του υψηλοv κόστους της φοίτησης, πολλοί φοιτητές δεν είναι σε θέση να διαθέσουν τα απαραίτητα χρήματα ή να αντεπεξέλθουν στις
πιέσεις του να εργόζονται και να φοιτοvν ταυτόχρονα. Άλλοι διακόπτουν τη φοίτηση
143
144
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
εξαιτίας αλλαγών στην προσωπική τους ζωή, όπως γάμο;. Ό'ε\'\η
Σημαντικό ρόλο παίζουν, επίσης, οι απαιτήσεις τη; :τανε..ϊιστημιακής εκπαίδευσης . Ορισμένοι φοιτητές συνειδητοποιούν ότι οι επιδόσεις του; δεν είναι ικανοποιητικές και, είτε τους συνιστάται (από τις ακαδημα'ίκές αρχές) να διακόψουν τις σπουδές τους είτε το
αποφασίζουν οι ίδιοι. Εντούτοις, στις περισσότερε; :τερι.ϊτώσεις, οι φοιτητές που διακό πτουν τη φοίτησή τους, δεν το κάνουν λόγω ακαδημα'ίκών προβλημάτων
(Rotenberg &
Morrison, 1993). Οι φοιτητές, οι οποίοι αποφασίζουν να διακόψουν τις σπουδές τους στην πρώιμη ενή λικη ζωή -με σκοπό κάποια στιγμή να επιστρέψουν, αλλά τελικά δεν το κατορθώνουν, ίσως διότι παγιδεύονται στα προβλήματα της καθημερινότητας- είναι πιθανό να αντιμε
τωπίσουν σοβαρές δυσκολίες. Ως ενήλικες, ίσως παραμείνουν στάσιμοι σε μη ελκυστικές θέσεις εργασίας, με χαμηλές αποδοχές, για τις οποίες έχουν περισσότερα προσόντα από
ό,τι χρειάζονται. Έτσι, η ανώτατη εκπαίδευση γίνεται μια χαμένη ευκαιρία. Από το άλλο μέρος, η διακοπή τής φοίτησης δεν αποτελεί πάντοτε οπισθοδρόμηση στην πορεία ζωής του νεαρού ενήλικα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διακοπή αυτή παρέχει την ευκαιρία στο άτομο να «αναπνεύσει» και να επαναξιολογήσει τους στόχους του. Για
παράδειγμα, ο φοιτητής, οι οποίος θεωρεί τη φοιτητική εμπειρία ως μια φάση, αμέσως με τά την οποία έρχεται η «πραγματική ζωή», με εργασία και εισόδημα, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να ωφεληθεί από μια εργασία πλήρους απασχόλησης. Το διάλειμμα αυτό μπορεί να βοηθήσει το άτομο να αποκτήσει μια διαφορετική αντίληψη σχετικά με την ερ
γασία και την εκπαίδευση. Άλλα άτομα απλώς ωφελούνται από την πρόσκαιρη διακοπή της φοίτησης, καθώς ωριμάζουν ψυχολογικά και κοινωνικά, όπως θα συζητήσουμε εκτε νώς στο επόμενο κεφάλαιο.
Ιuνοnτική ιnιακόnηαη
•
Τα ποσοστά των ατόμων που εισάγονται σε ανώτατες σχολές, διαφέρουν, ως συνάρ τηση φυλετικών και εθνοτικών χαρακτηριστικών.
•
Η μέση ηλικία των φοιτητών αυξάνεται σταθερά, καθώς όλο και περισσότεροι ενήλι κες αποφασίζουν να επιστρέψουν στην ανώτατη εκπαίδευση .
•
Οι πρωτοετείς φοιτητές συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη μετάβαση στην πανεπιστημιακή ζωή και εμφανίζουν συμπτώματα αντίδρασης προσαρμογής του πρω τοετούς.
•
Στο πανεπιστήμιο, οι φοιτητές δεν αποκτούν μόνο σημαντικές γνώσεις για διάφορα αντικείμενα, αλλά και έναν τρόπο να προσεγγίζουν τον κόσμο, ο οποίος αποδέχεται
ποικίλες απόψεις και αvτψετω:τίζει τις αξί.ες με σχετικό και όχι απόλυτο τρόπο.
•
Οι διαφορές φύλου στην αvτψετώ:τιση και τις προσδοκίες κάνουν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να λαμβάνουν διαιrορετικές αποφάσεις και να υιοθετούν διαφορετική
συμπεριφορά στο πανε..ϊιστήμιο.
•
Τα φαινόμενα της αρνητικης ακαδημαϊκής ταύτισης και της στερεοτυπικής απειλής ερμηνεύουν τη χαμηλότερη ε..ϊιδοοη των γυναικών και των Αφρο-αμερικανών, σε ορι σμένους ακαδημα'ίκούς τομείς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 •
ΒΑΣΙΚΟΙ
OPOI
ΚΑΙ
109) 116)
~ ΑμυντικrΊ αντιμετώnισn του στρες (σ.
120)
Σθένος (σ.
(σ.
~
~ ΜετατυnικrΊ σκέψn (σ.
)-
(σ.
~ Στρατnγικές αντιμετώnισnς του στρες
(coping)
127)
~ Στάδιο εnίδσσnς (σ.
119) (σ.
120)
)-
126)
Στάδιο αnόκτnσnς nλnροφοριών (σ.
~ LΙJυχοσωματικές διαταραχές
128)
~ τ ριαρχικrΊ θεωρία νοnμοσύνn<;
)-
116) ΠρωτογενrΊ<; εκτίμnσn (σ. 117) ΔευτερογενrΊς εκτίμnσn (σ. 117)
~ Στάδιο ολοκλrΊρωσnς (σ.
122)
~ LΙJυχονευροανοσολογία (σ.
~
145
ΕΝΝΟΙΕΣ
~ ΓrΊρανσn (σ. ~ Στρες (σ.
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
129)
~ ΠρακτικrΊ νοnμοσύνn (σ.
)-
~ Δnμιουργικότnτα (σ.
127)
Στάδιο υnευθυνότnτα<; (σ.
~ Στάδιο εκnλrΊρωσnς (σ.
128) 128)
130)
ΣυναισθnματικrΊ νοnμοσύνn (σ.
130)
133)
~ Αντίδρασn nροσαρμογrΊς του πρωτο ετούς (σ.
137)
~ ΣτερεοτυnικrΊ αnειλrΊ (σ.
142)
1ι1
Η κοινωνικn ανάπτυξn και
n
ανάπτυξn τns προσωπικότnταs στnν πρώιμn ενnλικn zωn
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΙΑΜΟΡΦΟΣΗ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ:
•
ΟΙΚΕΙΟΥΗΤΑ. ΣΥΜΠΑθΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ ΣτΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
•
Τα συστατικά στοιχεία τnς ευτυχίας
•
Το κοινωνικό ρολόι τnς ενnλικnς zωnς
•
•
Ομοφυλόφιλοι γονείς
Sternberg:
Οι άγαμοι τnς πρώιμnς ενnλικnς zωnς
Επιλογn συντρόφου : Η αναγνώρισn του κατάλλnλου προσώπου
• Είδος προσκόλλnσnς στn βρεφικn nλικία και ερωτικές σχέσεις στnν ενnλικn zωn
Αναznτnσn τnς οικειότnτας: Οι απόψεις του
Τριαρχικn θεωρία του
Τ α τρίο πρόσωπα τnς αγάπnς
ΕΡΓΑΣΙΑ: ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑηΚΗΣ ΠΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ
•
Ταυτότnτα στnν πρώιμn ενnλικn zωn : Ο ρόλος τnς εργασίας
Erikson
για τnν πρώιμn ενnλικn zωn
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
•
Σχέσεις φιλίας
• Γάμος, συμβίωσn και άλλα είδn σχέσεων
Μια διό βίου επιλογn
•
Ο νεαρός ενnλικας ερωτεύεται:
• Παράγοντες που οδnγούν
Φύλο και επιλογn επαγγέλματος
Όταν
•
n συμπάθεια
στον επιτυχnμένο γάμο
εξελίσσεται σε αγάπn
τ α δύο πρόσωπα τnς αγάπnς
•
•
•
Επιλογn επαγγέλματος:
Γιατί εργάzονται οι άνθρωποι;
Γονεϊκός ρόλος: Η απόφασn για απόκτnσn παιδιών
Πρόλογος: Αγάπη δίχως σύνορα Αυτός ο γάμος ... Το χτένισμα των μαλλιών, το μακιγιάz, τα πολλαπλά στρώματα υφάσματος του νυφικού. Όλα αυτά είναι αρ κετά να εξουθενώσουν ακόμn και τnν πιο ψύχραιμn νύφn. Όμως, όταν
n νεαρrΊ νύφn από τnν
Ταϊβάν παντρεύτnκε έναν νεαρό ιαπωνικrΊς καταγω γrΊς, το στρες του γάμου έφτασε στα ανώτατα επίπε
δα . Μετά τn γαμrΊλια τελετrΊ σε καθολικrΊ εκκλnσία, το τραπέzι για τους καλεσμένους έγινε σε κέντρο συνεστίασnς σε περιοχrΊ τnς πόλnς, όπου κατοικούν
πολλοί κινεzικrΊς καταγωγrΊς Αμερικανοί. Το πρό γραμμα rΊταν πλrΊρες : Χορός των νεόνυμφων, κόψι
μο τnς τούρτας και εθιμοτυπικrΊ ρίψn τnς ανθοδέ σμnς στις aνύπαντρες γυναίκες. Στn συνέχεια,
n νύ
φn έτρεξε στο δωμάτιό τnς, έβγαλε το λευκό νυφικό τnς και επέστρεψε στους καλεσμένους τnς, φορώ
ντας το παραδοσιακό κινέzικο ένδυμα
chipao, ένα
στενό, εμπριμέ φόρεμα με ψnλό λαιμό, για να λάβει μέρος στnν παραδοσιακrΊ τελετrΊ του τσαγιού. Μόλις σερβιρίστnκε το πρώτο από τα κου δείπνου,
13 πιάτα του κινέzι
n νύφn αποχώρnσε πάλι, φόρεσε ένα
περίτεχνο ιαπωνικό κιμονό και εμφανίστnκε για τnν τελετουργία τού ιαπωνικrΊς προέλευσnς ποτού, σά κε. Όταν
n νύφn
σrΊκωσε το μικροσκοπικό τnς ποτrΊ
ρι, rΊταν επιτέλους έτοιμn να χαλαρώσει. «Όλn
n δια
δικα σ ία rΊταν φρενrΊρnς και εξαντλnτικrΊ», αναφέρει.
«Ό μως, rΊταν σnμαντικό για μας να συνδυάσουμε τους διαφορετικούς μας πολιτισμούς»
2000,
σ.
62) .
(Ciemetson,
Οι γάμοι μεταξύ ατόμων διαφορετικών εθνοτήτων, φυλών και θρησκειών αποτελούν σύνθεση διαφορετικών πολιτισμικών ηθών και εθίμων .
~ΙΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
148
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Μετa το γόμο, η ζωη δεν έχει γLνει πιο απλη για του; ιΌο νεόν1ψq;ους. Περιμένοντας το πρ
ε
· ράμιιατα της λατ ινικης αλφαβη
του , κινέζικα ιδεογρaμματα, αλλa και με ιαπ ωνιzου; zc.ραzτηρες. Η πρ
1-U). Κατa την περLοδο αυτη, το
Οι αναmυξιακοί στόχοι στην ενήλι Πρώιμη ενήλικη ζωή
Μέση ενήλικη ζωή
Ύστερη ενήλικη ζωή
(ηλικίες
(ηλικίες
(ηλικίες
1.
20-40)
Ψυχολογικός αποχωρισμός από
40-60)
1. Αντιμετώπιση
τους γονείς.
σωματικών αλλαγών ή
60+)
1. Διατήρηση της σωματικής
υγείας .
ασθένειας και της τροποποιημένης εικόνας του σώματος .
2. Ανάληψη προσωπικών ευθυνών.
2.
Προσαρμογή στις αλλαγές της μέσης
2.
ενήλικης ζωής σχετικά με τη σεξουαλι κότητα .
3. Συνειδητοποίηση
προσωπικής
3. Αποδοχή
ιστορίας, συνειδητοποίηση ότι ο
Προσαρμογή στην εξασθένηση των σωμα τικών δυνάμεων ή σε μόνιμα σωματικά προβλήματα.
του γεγονότος ότι ο χρόνος
3. Χρήση
περνά .
του χρόνου με τρόπο, ο οποίος
προσφέρει ικανοποίηση.
χρόνος είναι περιορισμένος.
4.
Ολοκλήρωση σεξουαλικών εμπει
4. Προσαρμογή
στην ιδέα της γήρανσης.
4.
ριών (ομοφυλοφιλικών ή ετερο
Προσαρμογή στην απώλεια συντρόφου και φίλων .
φυλοφιλικών).
5. Ανάπτυξη ικανότητας για δημιουρ
5. Αντιμετώπιση
γία οικειότητας με σύντροφο.
6. Λήψη απόφασης για την απόκτη
6. Αντιμετώπιση
ση παιδιών.
7. Απόκτηση
της ασθένειας ή θανά
5. Προσανατολισμός στο παρόν και το μέλλον, όχι απορρόφηση με το παρελθόν.
του γονέων και άλλων ίδιας ηλικίας .
της πραγματικότητας
6. Διαμόρφωση
του θανάτου .
παιδιών και διαμόρ
7. Επαναπροσδιορισμός των σχέσεων με
φωση σχέσεων μαζί τους .
νέων συναισθηματικών δεσ
μών.
7. Αντιστροφή
τον/την σύζυγο ή σύντροφο.
του ρόλου παιδιών και εγ
γονιών (ως προσώπων που προσφέρουν φροντίδα) .
8.
Εγκαθίδρυση ώριμων σχέσεων με τους γονείς .
8.
Εμβάθυνση σχέσεων με ενήλικα παι
8. Αναζήτηση και διατήρηση
διά ή/και εγγόνια.
κοινωνικών επα
φών: συντροφικότητα ή απομόνωση και μοναξιά .
9. Απόκτηση
και αξιοποίηση δεξιο
τήτων.
9. Διατήρηση
των μακροχρόνιων σχέ
9.
σεων φιλίας και διαμόρφωση νέων .
Μέριμνα ως προς τις σεξουαλικές ανάγκες και τις (μεταβαλλόμενες) εκφάνσεις της σεξουαλικότητας .
10. Επιλογή
επαγγελματικής
πο
10. Εδραίωση της ταυτότητας
στον επαγ-
10. Συνέχιση
γελματικό τομέα .
ρείας .
εργασίας και παιχνιδιού (χρήση
του χρόνου με τρόπο, ο οποίος να προ σφέρει ικανοποίηση) .
11. Χρήση
οικονομικών πόρων , για
12. Ανάληψη
11 . Μετάδοση
δεξιοτήτων και αξιών στους
12. Επιτυχής τοποθέτηση οικονομικών εφο
κοινωνικού ρόλου.
δίων .
13.
Προσαρμογή ηθικών και πνε
-
13. Αποδοχή
Colarusso & Nem ιroff, 198
πο , για τον εαυτό και για τους άλλους.
12.
Ενσωμάτωση της συνταξιοδότησης στον καινούργιο τρόπο ζωής .
κοινωνικής υπεθυνότητας .
ματικών αξιών . {ΠΗΓΗ:
11 . Χρήση οικονομικών εφοδίων με συνετό τρό-
νεότερους.
την προαγωγή τής ανάmυξης .
14. Αποδοχή των κοινωνικών αλλαγών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ Α.~ΑΠΠ' ΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ότομο συνειδητοποιεί και συμβιβόζεται με την ιδέα ότι δεν είναι πλέον παιδί κόποιου όλ λου. Αρχίζει να αντιλαμβόνεται τον εαυτό του ως ενήλικα, πλήρες μέλος της κοινωνίας, με
σημαντικές ευθύνες
(Arnett, 2000).
Το παρόν κεφόλαιο μελετό αυτές τις νέες προκλήσεις, εστιόζει στην ανόπτυξη και την
πορεία των διαπροσωπικών σχέσεων. Εξετόζει, αρχικό, τον τρόπο με τον οποίο το ότομο διαμορφώνει και διατηρεί σχέσεις αγόπης με τους όλλους, σημειώνοντας τις διαφορές ανόμεσα στη συμπόθεια και τον έρωτα, όπως και τα διόφορα είδη αγόπης. Στη συνέχεια ασχολείται με το πώς το ότομο επιλέγει σύντροφο και πώς οι επιλογές αυτές επηρεόζονται από κοινωνικούς και πολιτισμικούς παρόγοντες. Οι στενές συναισθηματικές σχέσεις αποτελούν τομέα ιδιαίτερης σημασίας για το ότο μο στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Μελετώνται οι επιλογές τού ατόμου σχετικό με τη δέσμευση
και το γόμο, όπως και οι παρόγοντες που επηρεόζουν την πορεία και την επιτυχία τού γόμου. Επίσης, εξετόζεται το πώς η απόκτηση παιδιού επιδρό στην ευτυχία του ζεύγους, καθώς και οι ρόλοι που παίζουν τα παιδιό στο γόμο. Η οικογένεια σήμερα έχει ποικίλες μορφές και μεγέθη, κότι που αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα των σχέσεων, οι οποίες
αποτελούν τον πυρήνα στη ζωή των περισσότερων ατόμων πρώιμης ενήλικης ζωής. Η επαγγελματική καριέρα αποτελεί ένα ακόμη θέμα, το οποίο απασχολεί έντονα το ότομο πρώιμης ενήλικης ζωής. Στο παρόν κεφόλαιο περιγρόφεται πώς η ταυτότητα του ατόμου συνδέεται με το επόγγελμό του και πώς επιλέγει το είδος του επαγγέλματος, το
οποίο θα ακολουθήσει. Το κεφόλαιο ολοκληρώνεται με τη μελέτη των λόγων για τους οποίους εργόζεται ο όνθρωπος -που δεν είναι μόνον οικονομικοί- όπως και με τις στρα τηγικές, οι οποίες βοηθούν το ότομο να επιλέξει το κατόλληλο επόγγελμα.
Διαμόρφωση διαπροσωπικών σχέσεων: Οικειότητα, συμπάθεια και έρωτας στην πρώιμη ενήλικη ζωή Η Π. («Πέπη») γνώρισε τον Χ. («Χριστόφορο») στο πανεπιστήμιο, πριν από περί
που έξι χρόνια, και τον ερωτεύτηκε ένα Σάββατο βράδυ, ενώ χόρευαν. Α ν και πολλές γυναίκες ίσως ερωτεύονταν έναν άνδρα με τέλεια μαλλιά και αρμο νικές χορευτικές κινήσεις, αυτό που έκανε την Π. να ερωτευτεί τον Χ. ήταν το πε ρίεργο κούρεμα και η απόλυτη απουσία συντονισμού του στο χορό. «Χόρευε τόσο αστεία, με πετούσε άχαρα δεξιά και αριστερά και συνεχώς κάναμε πλάκα», θυμάται η Π. «Συνειδητοποίησα πόσο καλά περνούσαμε και σκέφτηκα ότι είμαστε aστείοι και υπέροχοι μαζί και γι' αυτό τον αγαπώ»
(Brady, 1995, σ. 47).
Η Π. ακολούθησε το ένστικτό της: Τελικό, παντρεύτηκε με τον Χ. με μια μη συμβατική γα
μήλια τελετή σε γκαλερί έργων τέχνης. Οι καλεσμένοι ήταν ντυμένοι με ρούχα, ψυχεδελικό συνδυασμένα μεταξύ τους , και ο κουμπόρος παρέδωσε τις βέρες πόνω σε τηλεκατευθυνό μενο φορτηγό κι, το οποίο οδήγησε κατό μήκος της αίθουσας. Δεν ερωτεύονται, βεβαίως, όλοι τόσο εύκολα. Για ορισμένα ότομα, ο δρόμος προς την αγόπη είναι ελικοειδής, μέσα από δύσκολες σχέσεις και ανεκπλήρωτα όνειρα. Για όλλους, είναι δρόμος, στον οποίο δεν μπαίνουν ποτέ. Για μερικούς, ο έρωτας οδηγεί στο γόμο, σε
μια ζωή που ταιριόζει απόλυτα με τα ιδανικό κοινωνικό πρότυπα: οικογένεια, παιδιό και πολλό χρόνια κοινής ζωής. Για όλλους, το τέλος δεν είναι τόσο αίσιο, καθώς ο γόμος μπο ρεί να καταλήξει σε πρόωρο διαζύγιο και σε δικαστικές διαμόχες για την κηδεμονία των παιδιών.
149
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ 8
150
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η οικειότητα και η δημιουργία σχέσεων αποτελούν ζητήματα μείζονος σημασίας στην
πρώιμη ενήλικη ζωή. Ο βαθμός ευτυχίας του νεαρού ενήλικα εξαρτάται, εν μέρει, από την επιτυχία στις διαπροσωπικές του σχέσεις και πολλοί ανησυχούν για το κατά πόσον δη
μιουργούν σοβαρές σχέσεις την «κατάλληλη στιγμή». Ακόμη και όσοι δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν μακροχρόνιες σχέσεις, συνήθως επικεντρώνονται στο να έχουν, έως
ένα βαθμό, κάποια σχέση με άλλα πρόσωπα.
τα συστατικά στοιχεία της ευτυχίας Αναλογιστείτε την εβδομάδα που πέρασε. Τι ήταν αυτό που σας έκανε περισσότερο ευτυ χή; Σύμφωνα με έρευνες με νεαρούς ενήλικες, ο βασικός παράγων ευτυχίας δεν ήταν τα χρήματα ή άλλα υλικά αγαθά. Αντίθετα, η ευτυχία συνήθως εκπηγάζει από αισθήματα
ανεξαρτησίας, επάρκειας, aυτοεκτίμησης και καλών διαπροσωπικών σχέσεων
(Sheldon et
al., 2001). Όταν οι ενήλικες καλούνται να φέρουν στη μνήμη τους περιόδους ζωής, στις οποίες 1iταν ευτυχείς, συνήθως αναφέρουν εμπειρίες ή στιγμές, στις οποίες αισθάνθηκαν ότι οι ψυχολογικές -και όχι οι υλικές τους- ανάγκες είχαν ικανοποιηθεί. Η εύρεση θέσης εργα
σίας, η δημιουργία βαθιάς συναισθηματικής σχέσης ή η μετακόμιση σε ιδιόκτητο σπίτι, αποτελούν παραδείγματα εμπειριών, τις οποίες τα άτομα τείνουν να ανακαλούν συχνό τερα στη μνήμη. Αντιθέτως, όταν καλούνται να ανακαλέσουν εμπειρίες που τους προκά λεσαν δυσαρέσκεια, συνήθως αναφέρουν περιστατικά, στα οποία βασικές ψυχολογικές ανάγκες τους έμειναν aνικανοποίητες.
Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς αυτά τα ευρήματα που βασίστηκαν σε έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες, με δεδομένα ερευνών, οι οποίες διεξήχθησαν σε aσιατικές χώρες. Για παράδειγμα, οι νεαροί ενήλικες στην Κορέα συνήθως συσχετίζουν την ικανοποίηση πε ρισσότερο με εμπειρίες, σχετικές με άλλα άτομα, ενώ αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες
συνδέουν την ευτυχία με εμπειρίες, σχετικές με τον εαυτό ή την aυτοεκτίμηση. Προφανώς, το πολιτισμικό πλαίσιο επηρεάζει το είδος των ψυχολογικών αναγκών που θεωρούνται ση μαντικότερες στον καθορισμό της ευτυχίας
2003·
Sedίkίdes,
(Sheldon et al., 2001· Diener, Οίshί, & Lucas, Gaertner, & Toguchi, 2003· Jongudomkarn & Camfield, 2006).
το κοινωνικό ρολόι τής ενήλικης ζωής Απόκτηση παιδιών. Προαγωγή στην εργασία. Διαζύγιο. Αλλαγή επαγγέλματος. Απόκτηση εγγονιών. Καθένα από τα γεγονότα αυτά χαρακτηρίζει μια σημαντική στιγμή σε αυτό που έχει ονομαστεί κοινωνικό ρολόι τής ζωής. Κοινωνικό ρολόι
Το κοινωνικό ρολόι είναι όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το ψυχολογι
Το πολrτrσμrκά καθορισμένο
κό χρονοδιάγραμμα , στο οποίο σημειώνονται τα μείζονα ορόσημα στη ζωή τού ατόμου.
ψυχολογικό χρονοδιάγραμμα , το οποίο παρέχει τπν ένδεrξn κατά
πόσον
or
σnμαντrκοί στόχοι ζωrΊς
Καθένας από μας είναι εφοδιασμένος με ένα τέτοιο κοινωνικό ρολόι, το οποίο παρέχει την ένδειξη κατά πόσον έχουμε πετύχει τους σημαντικούς στόχους της ζωής πρώιμα, κα
του ατόμου έχουν επιτευχθεί
θυστερημένα ή στην κατάλληλη χρονική στιγμή, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους μας.
τnv κατάλλnλn στrγμrΊ,
Το κοινωνικό ρολόι είναι κοινωνικά ρυθμισμένο: Αντικατοπτρίζει τις προσδοκίες της κοι
σε σύγκρrσn με τους συνομrλrΊκους
νωνια;. στην ο;τοία ζει το άτομο. \Ιεzρι τα μέσα του 20ού αιώνα, το κοινωνικό ρολόι της ενήλικης ζωής ήταν σε μεγάλο
βαθμό κοινό για όλους- τουλάχιστον για τα άτομα ανώτερων και μέσων κοινωνικοοικονο μικών στρωμάτων στις δυτικές κοινωνίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούσαν από μια
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
151
σειρά αναπτυξιακών σταδίων, άμεσα συνυφασμένων με συγκεκριμένες ηλικίες. Για παρά δειγμα, ο μέσος άνδρας ολοκλήρωνε τις σπουδές του στα παντρευόταν μέχρι τα
25 και στη
δεκαετία των
23 με 24, άρχιζε την καριέρα του, 30 εργαζόταν σταθερά, ώστε να στηρίζει οι
κονομικά την αυξανόμενη οικογένειά του. Η γυναίκα, επίσης, ακολουθούσε μια σχετικά προκαθορ ισμένη πορεία, η οποία εστιάζει στο γάμο και την ανατροφή των παιδιών αλλά όχι -τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις- στο επάγγελμα και στην καριέρα.
Σήμερα, υπάρχει σαφώς περισσότερη ετερογένεια στο κοινωνικό ρολόι, τόσο των αν δρών όσο και των γυναικών. Η χρονική στιγμή, στην οποία εμφανίζονται τα βασικά γεγο νότα ζωής, έχει αλλάξει σημαντικά. Επιπρόσθετα, όπως θα δούμε παρακάτω, το κοινωνικό ρολόι των γυναικών έχει αλλάξει δραματικά, ως αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτισμικών μεταβολών.
Το κοινωνικό ρολόι των γυναικών. Η
Ravenna Helson και οι συνεργάτες της υποστη
ρίζουν ότι το άτομο μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορα κοινωνικά ρολόγια και η επι λογή του αυτή ασκεί ουσιώδεις επιδράσεις στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του κατά τη μέση ενήλικη ζωή. Χρησιμοποιώντας δείγμα γυναικών, αποφοίτων πανεπιστημίου στα πρώτα έτη της δεκαετίας του
1960, η
διαχρονική έρευνα της
Helson
μελέτησε γυναίκες,
των οποίων το κοινωνικό ρολόι ήταν εστιασμένο είτε στην οικογένεια, είτε στην επαγγελ ματική σταδιοδρομία, είτε σε κάποιον άλλο, aτομικιστικό στόχο
(Helson & Moane, 1987).
Η έρευνα ανέδειξε την ύπαρξη ορισμένων γενικών τάσεων. Κατά τη διάρκεια της
έρευνας, που αξιολόγησε τις συμμετέχουσες σε ηλικία
21, 27 και 43 ετών, οι γυναίκες φά
νηκαν σταδιακά να αποκτούν υψηλότερα επίπεδα aυτοπειθαρχίας και aφοσίωσης στα καθήκοντά τους. Επιπλέον, ανέφεραν περισσότερη ανεξαρτησία και αυτοπεποίθηση και
υιοθετούσαν aποτελεσματικότερες στρατηγικές αντιμετώπισης του στρες και των καθημε ρινών δυσκολιών . Η εξεύρεση συντρόφου και η επιλογή της μητρότητας σήμαινε ότι πολλές γυναίκες εμφάνιζαν αυτό που η συμπεριφορά»
Henson ονόμασε «παραδοσιακή θηλυκή από τα 21 μέχρι τα 27. Εντούτοις, καθώς τα παιδιά μεγάλω
ναν και οι μητρικές υποχρεώσεις μειώνονταν, οι γυναίκες ανελάμβαναν λι γότερο παραδοσιακούς ρόλους. Η έρευνα ανέδειξε, επίσης, ορισμένες εν διαφέρουσες ομοιότητες στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μεταξύ των
γυναικών, οι οποίες επέλεξαν να εστιάσουν στην οικογένεια και εκείνων που επέλεξαν να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στην επαγγελματική στα διοδρομία. Και οι δύο ομάδες εμφάνιζαν, σε γενικές γραμμές, θετικές αλ λαγές. Αντίθετα, οι γυναίκες, οι οποίες δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ούτε
για την οικογένεια ούτε για την επαγγελματική καριέρα, εμφάνιζαν είτε μι κρές είτε πιο αρνητικές μεταβολές στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, π. χ. λιγότερη ικανοποίηση σε βάθος χρόνου.
Η
Helson κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κοινωνικό ρολόι που επι
λέγει μια γυναίκα, ίσως δεν αποτελεί αυτό καθαυτό τον κρίσιμο παράγο ντα στον καθορισμό τής πορείας ανάπτυξης της προσωπικότητας. Αντίθε
τα, η διαδικασία επ ιλογής συγκεκριμένου κοινωνικού ρολογιού είναι, ίσως, ο σημαντικός παράγων στην ανάπτυξη, είτε το ρολόι αυτό σχετίζεται
με τη μητρότητα είτε με την επαγγελματική σταδιοδρομία. Σε τελική ανά λυση, το να επιλέξει μια γυναίκα να αρχίσει πρώτα την καριέρα της και μετά να γίνει μητέρα, ή το αντίστροφο, ή ακόμη το να επιλέξει τελείως διαφορε-
τική πορεία, δεν είναι τόσο σημαντικό. Αυτό που είναι περισσότερο κρίσιμο
,
.
.
.
, , , , , , ειναι να επενδυσει και να εστιασει το ενδιαφερον της σε εναν συγκεκριμε-
ρολόι των γυναικών έχει αλλάξει τα τελευταία
νο στόχο.
χρόνια.
Πολιτισμικα καθορισμενο παντοτε, το κοινωνικο
152
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
•
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι το κοινωνικό ρολόι καθορίζεται από πολιτισμι κοuς παράγοντες. Η χρονική στιγμή της μητρότητας καθώς και το είδος και η πορεία τής
επαγγελματικής καριέρας της γυναίκας επηρεάζονται από το κοινωνικό, το οικονομικό και το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αυτή ζει
(Helson, Stewart, & Ostrove, 1995· Stewart
& Ostrove, 1998). Παρά τις αλλαγές στη φuση του κοινωνικοu ρολογιοu τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών, μια πλευρά της ενήλικης ζωής εξακολουθεί να έχει καθοριστική σημασία: η διαμόρ φωση και η διατήρηση σχέσεων με τους άλλους. Όπως θα δοuμε παρακάτω, οι διαπροσωπι κές σχέσεις αποτελοuν κρίσιμο στοιχείο της ανάπτυξης κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή .
Αναζήτηση της οικειότητας: Οι απόψεις του Eriksoη για την πρώιμη ενήλικη ζωή Στάδιο οικειότnτας ιi απομόνωσπς Σύμφωνα με τον
n nερίώο<;
Erikson,
μετά τnv εφnβεία
κα ι μέχρι τα πρώτα χρόνια
τιiς δεκαετίας των
30,
κατά τnν οποία το άτομο
επικεντρώνει το ενδιαφέρον του
Ο
Erik Erikson θεώρησε την πρώιμη ενήλικη ζωή ως το στάδ ιο οικειότητας ή απομόνωσης. Όπως ήδη αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 12 (βλέπε Πίνακα 12.1), το στάδιο οικειότητας ή απομόνωσης εκτείνεται από τα πρώτα μετεφηβικά χρόνια μέχρι τα πρώτα χρόνια της δε καετίας των
30. Κατά την περίοδο αυτή, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην ανάπτυξη
στενών διαπροσωπικών σχέσεων με άλλα πρόσωπα. Η έννοια της οικειότητας, κατά τον Eήkson, περιλαμβάνει διάφορα χαρακτηριστικά
στn διαμόρφωσn στενών
στοιχεία. Ένα είναι η απουσία εγωισμοu, η επιθυμία του ατόμου δηλαδή να θυσιάσει τις δι
διαπροσωπικών σχέσεων
κές του ανάγκες για τις ανάγκες του άλλου. Ένα άλλο στοιχείο είναι η σεξουαλικότητα, δη
με άλλα πρόσωπα.
λαδή η εμπειρία της κοινής ευχαρίστησης, που προέρχεται από το ενδιαφέρον του ατόμου για ικανοποίηση όχι μόνο των προσωπικών αναγκών, αλλά και εκείνων του συντρόφου του. Τέλος, είναι το στοιχείο της βαθιάς aφοσίωσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την προσπά θεια του ατόμου να συγκεράσει την προσωπικότητά του με εκείνη του συντρόφου του . Σuμφωνα με τον
Erikson, όσοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε αυτό το αναπτυξιακό
στάδιο, είναι συνήθως μοναχικά, απομονωμένα άτομα, τα οποία φοβοuνται να δημιουρ γήσουν σχέσεις με άλλους. Οι δυσκολίες τους αυτές είναι πιθανό να προέρχονται από την αποτυχία τους να αναπτuξουν ισχυρή ταυτότητα. Αντίθετα, οι νεαροί ενήλικες που κατορθώνουν να δημιουργήσουν στενές σχέσεις οικειότητας με άλλα πρόσωπα σε σωμα τικό, διανοητικό και συναισθηματικό επίπεδο, επιλuουν αποτελεσματικά την κρίση που είναι συνυφασμένη με το συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο.
Παρότι η προσέγγιση του
Erikson έχει ασκήσει σημαντικές επιδράσεις, ορισμένα από τα
στοιχεία της θεωρίας του δημιουργοuν προβλήματα στους ερευνητές στο χώρο τής ανάπτυ ξης της προσωπικότητας. Για παράδειγμα, η άποψή του για την υγιή συναισθηματική σχέση αναφερόταν μόνον στις σχέσεις ανάμεσα σε ετεροφυλόφιλα άτομα, ο στόχος των οποίων εί ναι η απόκτηση παιδιών. Επομένως, οι ομοφυλόφιλες σχέσεις, περιπτώσεις ζευγαριών που
παραμένουν χωρίς παιδιά, ως προσωπική επιλογή, καθώς και άλλες σχέσεις, οι οποίες πα ρεκκλίνουν από ό,τι θεωροuσε ιδεώδη σχέση ο Eήkson, δεν θεωρήθηκαν σχέσεις που μπο ροuν να προσφέρουν ικανοποίηση. Επιπλέον, ο
Erikson εστίασε περισσότερο το ενδιαφέρον
του στην ανάπτυξη του άνδρα και όχι της γυναίκας και δεν μελέτησε την εθνοτική και φυλε
τική ταυτότητα, γεγονός, το οποίο περιορίζει σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα εφαρμο γής τής θεωρίας του στον γενικό πληθυσμό Ωστόσο, το έργο του
Erikson
(Yip, Sellers, & Seaton, 2006).
ιστορικά άσκησε σημαντικές επιδράσεις λόγω της έμφα
σης στη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής . Επι
πλέον. η θεωρία του έχει εμπνεuσει ερευνητές στο χώρο της ανάπτυξης να μελετήσουν την ψυχΟϊω ινωνική ανάπτυξη του ατόμου πρώιμης ενήλικης ζωής, όπως και τα είδη των στε-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
νών διαπροσωπικών σχέσεων, τις οποίες τα άτομα διαμορφώνουν μεταξύ τους, όπως οι σχέσεις φιλίας και οι διά βίου συντροφικές σχέσεις.
Σχέσεις φιλίας Οι περισσότερες από τις διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν σχέσεις φιλίας και για τα πε
ρισσότερα άτομα η διατήρηση των σχέσεων αυτών αποτελεί σημαντικό τμήμα τής ενήλι κης ζωής τους. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ένας λόγος είναι ότι υπάρχει μια βασική ανάγκη να ανήκει κανείς κάπου, μια ανάγκη, η οποία τον οδηγεί στην εγκαθίδρυση και διατήρηση ενός ελάχιστου αριθμού σχέσεων με τους άλλους. Οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν σχέσεις, οι οποίες τους προσφέρουν την αί σθηση του «ανήκειν» σε ένα σύνολο
(Manstead, 1997· Rice, 1999).
Όμως, για ποιους λόγους και πώς ορισμένα πρόσωπα καταλήγουν να γίνουν φίλοι με
ταξύ τους; Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες είναι απλώς η γειτνίαση -το άτο μο διαμορφώνει φιλικές σχέσεις με πρόσωπα που μένουν κοντά και με τα οποία έρχεται συχνότερα σε επαφή. Εξαιτίας αυτής της προσβασιμότητας, τα άτομα που ζουν κοντά με ταξύ τους αξιοποιούν τις θετικές πλευρές της φιλίας, όπως συντροφικότητα, κοινωνική
αποδοχή και περιστασιακή βοήθεια, με σχετικά μικρό κόστος. Η ομοιότητα παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στη δημιουργία φιλίας. Το άτομο έλκεται περισσότερο από πρόσωπα με αντιλήψεις και αξίες παρόμοιες με τις δικές του
(McCaul et
al., 1995· Simpkins et al., 2006· Morry, 2007). Ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή φίλων, είναι τα χα ρακτηριστικά τής προσωπικότητας. Σύμφωνα με ευρήματα δημοσκοπικών ερευνών, το άτομο προσελκύεται συχνότερα από πρόσωπα που είναι εχέμυθα, αφοσιωμένα και συναι σθηματικά. Επιπλέον, συμπαθεί όσους είναι υποστηρικτικοί, ειλικρινείς και έχουν καλή αί σθηση του χιούμορ (Parιee,
1979· Hartup & Steνens, 1999).
Ο νεαρός ενήλικας ερωτεύεται: Όταν η συμπάθεια εξελίσσεται σε αγάπη Μετά από μερικές τυχαίες συναντήσεις στο κατάστημα, όπου πλένουν τα ρούχα τους κάθε εβδομάδα, η Ε. («Ειρήνη») και ο Ι. («Ιπποκράτης») άρχισαν να κουβε
ντιάζουν. Ανακάλυψαν ότι έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους και περιμένουν με ανυ πομονησία πλέον την επόμενη ημι-προγραμματισμένη τους συνάντηση. Μετά από αρκετές εβδομάδες, βγήκαν στο πρώτο τους επίσημο ραντεβού και ανακάλυψαν με χαρά ότι ταιριάζουν οι δυο τους. Α ν αυτή η πορεία/εξέλιξη φαίνεται προβλέψιμη, πράγματι είναι. Οι περισσότερες ερωτι κές σχέσεις αναπτύσσονται με σχετικά παρόμοιο τρόπο, ακολουθώντας μια εκπληκτικά παρόμοια πορεία
(Burgess & Huston, 1979· Berscheid, 1985):
Δύο άτομα συναλλάσσονται μεταξύ τους σε όλο και συχνότερη βάση και για μεγαλύ τερα χρονικά διαστήματα. Επιπλέον, αυξάνεται το εύρος των χώρων στους οποίους συναντώνται.
Αναζητούν όλο και περισσότερο τη συντροφιά του άλλου. «Ανοίγονται» ο ένας στον άλλον όλο και περισσότερο, aποκαλύπτοντας όλο και πιο εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τον εαυτό τους. Αρχίζουν να έχουν στενές σω ματικές επαφές.
153
154
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
•
Γίνονται όλο και πιο πρόθυμοι να μοιράζονται τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά
•
συναισθήματα· εκτός από επιδοκιμασία, μπορεί να ασκήσουν και κριτική. Αρχίζουν να συμφωνούν ως προς τους στόχους της σχέσης τους.
• • •
Οι αντιδράσεις τους σε γεγονότα και περιστάσεις αρχίζουν να συγκλίνουν περισσότερο.
Αρχίζουν να αισθάνονται ότι η ψυχική τους ευεξία συνδέεται άμεσα με την επιτυχία της σχέσης, την οποία θεωρούν μοναδική, αναντικατάστατη και πολύτιμη. Τέλος, ο ορισμός τού εαυτού και της συμπεριφοράς των αλλάζει: Αρχίζουν να θεω-
•
ρούν τον εαυτό τους -και να δρουν ως- ζευγάρι.
Μία άλλη προσέγγιση του τρόπου, με τον οποίο αναπτύσσεται αυτό το είδος σχέσης, είναι Θεωρία ερεθίσματος
αξιών
-
-
ρόλων
Θεωρία, κατά τnν οποία οι ερωτικές σχέσεις σναnτι:ιοσοντα , ακολα.eώντας
=-~-
αυτή του αξιών-
Bemard Murstein (Murstein, 1976· 1986· 1987). Σύμφωνα με τη θεωρία ερεθίσματος ρόλων (stimulus · value - role, SVR), οι ερωτικές σχέσεις αναπτύσσονται ακολου
θώντας μια σταθερή σειρά τριών σταδίων. Στο πρώτο στάδιο, το στάδιο ερεθίσματος, η σχέση βασίζεται σε εξωτερικά στοιχεία ,
:J :-"aθwr- σε 00 ΤΡ ών
ό:τως τα φυσικά χαρακτηριστικά τού άλλου. Συνήθως, αυτό συμβαίνει στην πρώτη συνά
uσ;ος,
ντηση. Το δεύτερο στάδιο, το στάδιο αξιών, εκτείνεται περίπου από τη δεύτερη μέχρι την
·: =-:xSιc ~
·:;. c-aδo α ξ ώ - ·::: c-aδo οολων.
έβδομη συνάντηση. Σε αυτό το στάδιο, η σχέση χαρακτηρίζεται από μια όλο και μεγαλύτε ρη ομοιότητα στις αξίες και τις πεποιθήσεις ανάμεσα στα δύο άτομα. Τέλος, στο τρίτο στά διο, το στάδιο ρόλων, η σχέση θεμελιώνεται σε συγκεκριμένους ρόλους που υιοθετούν τα δυο άτομα. Για παράδειγμα, το κάθε μέλος του ζευγαριού ίσως ονομάσει τον εαυτό του «το αγόρι της- το κορίτσι του» ή «σύζυγο» .
Παρόλο που οι παράγοντες «ερέθισμα», «αξίες» και «ρόλοι» κυριαρχούν ο καθένας στο αντίστοιχο στάδιο, φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο και σε άλλες στιγμές στην πο ρεία της εξελισσόμενης σχέσης. Στο Σχήμα
14.1
παρατίθεται ένα παράδειγμα της πορείας
μιας τυπικής ερωτικής σχέσης. Ασφαλώς δεν εξελίσσονται όλες οι σχέσεις με τον ίδιο τρόπο και αυτό έχει οδηγήσει
στην άσκηση σοβαρής κριτικής στη θεωρία αυτή
(Gupta & Singh, 1982· Sternberg, 1986).
Για παράδειγμα, δεν φαίνεται να υπάρχει λογική εξήγηση γιατί στα πρώτα ακόμη στάδια της σχέσης δεν θα μπορούσε να κυριαρχεί ο παράγων «αξίες» και όχι ο παράγων «ερέθι σμα». Δύο άτομα, τα οποία συναντώνται για πρώτη φορά σε κάποια πολιτική συνάντηση , για παράδειγμα, θα μπορούσαν να αισθανθούν έλξη ο ένας για τον άλλο, εξαιτίας των Στάδιο ερεθίσματος
Στάδιο αξιών
Στάδιο ρόλων
U' σ
~ ""
·ο
~
::::1.
6 U'
·ο
::::1.
Σχήμα
14.1 Η πορεία
ανάπτυξης των σχέσεων
CD σ α:ι
Σύμφωνα με τη θεωρία ερεθί σματος
- αξιών - ρόλων,
οι σχέ
σεις αναmύσσονται, ακολουθώ ντας μια σταθερή σειρά στα δίων. (ΠΗΓΗ : Mυrstein,
1987.)
Πρώτη
2-7
συνάντηση
συναντήσεις Αξίες
8ή
περισσότερες
συναντήσεις
Ρόλοι
Ερέθισμα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
155
πολιτικών τους απόψεων. Έτσι, έχουν προταθεL εναλλακτικές προσεγγLσεις για την ερμη νεLα της πορεLας ανάπτυξης των ερωτικών σχέσεων.
τ α δύο πρόσωπα της αγάπης Ει ναι η «αγάπη» απλώς πολλή «συμπάθεια»; Οι περισσότεροι ειδικοL θα απαντοvσαν αρ νητικά. Η αγάπη δεν διαφέρει μόνον ποσοτικά από τη συμπάθεια, αλλά αντιπροσωπεvει μια ποιοτικά διαφορετική κατάσταση. Για παράδειγμα, η αγάπη, τουλάχιστον στα πρώτα
της στάδια, χαρακτηρLζεται από σχετικά έντονη βια-φυσιολογική διέγερση, απόλυτο εν διαφέρον για το άλλο πρόσωπο, επαναλαμβανόμενες φαντασιώσεις σχετικά με τον άλλον και απότομες εναλλαγές στο συναLσθημα
Ως διαφορετική κα
(Lamm & Wiseman, 1997).
τάσταση από τη συμπάθεια, η αγάπη περιλαμβάνει στοιχεLα οικειότητας, πάθους και α;το κλειστικότητας
(Walster & Walster, 1978· Hendrick & Hendrick, 2003).
Η αγάπη δεν έχει πάντα την Lδια μορφή. Δεν αγαπά κανεLς τη μητέρα του με τον ίδιο τρό πο που αγαπά τον ερωτικό σvντροφο, τα αδέλφια ή τους καλοvς φLλους. Τι είναι αυτό που ξε χωρLζει τα διαφορετικά εLδη της αγάπης; Ορισμένοι θεωροvν ότι οι σχέσεις αγάπης μ.ιιορούν να διακριθοvν σε δυο ευρεLες κατηγορLες:Τον περιπαθή έρωτα και τη συντροφική αγάπη.
Ο περιπαθής (ή ρομαντικός) έρωτας είναι μια κατάσταση, κατά την οποία το άτομο εμφανLζει έντονη ερωτική αφοσLωση σε κάποιο πρόσωπο. Η αγάπη αυτή περιλαμβάνει έντονη βια-φυσιολογική διέγερση και ενδιαφέρον για τις ανάγκες του άλλου. ΑντLθετα, η συντροφικtΊ αγάπη εLναι η έντονη στοργή/τρυφερότητα, την οποία βιώνει το άτομο προς πρόσωπα με τα οποLα είναι στενά συνδεδεμένο στη ζωή
(Hecht, Marston, & Larkey, 1994·
Lamm & Wiesman, 1997· Hendrick & Hendrick, 2003).
Κατάστασπ κατά τπν οποία
το άτομο εμφανίζει έντονπ ερωτικrΊ αφοσίωσπ σε κάποιο πρόσωπο.
ΣυντροφικrΊ αγάπn Η έντονπ στοργrΊ/τρυφερότπτα, τπν οποία βιώνει το άτομο προς
Τι εLναι αυτό που τροφοδοτεL τη φλόγα στον περιπαθή έρωτα; Σvμφωνα με μια θεω ρLα, ο,τιδήποτε εγεLρει έντονα συναισθήματα -ακόμη και αρνητικά, όπως ζήλια, θυμό ή φόβο απόρριψης- μπορεί να αποτελέσει την πηγή έντονου ερωτικου συναισθήματος. Στην θεωρία κατονομασίας του περιπαθούς έρωτα, των
ΠεριπαθrΊς (rΊ ρομαντικός)
έρωτας
Elaine Hatefield
και
Ellen Berscheid,
πρόσωπα, με τα οποία είναι
στενά συνδεδεμένο στn ζωrΊ. Θεωρία κατονομασίας
περιπαθούς έρωτα Θεωρία, κατά τnν οποία το άτομο
το άτομο βιώνει αυτή τη μορφή αγάπης, όταν δυο γεγονότα συμβοvν ταυτόχρονα: Έντονη
βιώνει έντονο ερωτικό
βια-φυσιολογική διέγερση και ενδεLξεις που υποδηλώνουν ότι η διέγερση οφεLλεται σε
συναίσθπμα, όταν δύο γεγονότα
ερωτικό συναLσθημα
(Berscheid & Walster, 1974a). Η
βιο-φυσιολογικη διέγερση εLναι πι
συμβούν ταυτόχρονα: Έντονπ βιο-φυσιολογικrΊ διέγερσn
θανό να οφείλεται σε σεξουαλική διέγερση η έξαψη η ακόμη και σε αρνητικά συναισθήμα
και ενδεlξεις που ι..rι
λώνουν
τα, όπως ζηλια. Όποια και αν είναι η αιτLα, αν το άτομο θεωρήσει ότι η διέγερση οφείλεται
ότι η διεγεοοr οα.Μ:c
στον έρωτα («Μάλλον εLμαι ερωτευμένος/η», ή «Αυτός/ή κάνει την καρδιά μου να q;τερου γLζει», ή «Πραγματικά με ανάβει»), τότε αποδίδει την κατάσταση σε ερωτικό συναίσθημα.
Η συγκεκριμένη θεωρLα εLναι ιδιαιτέρως χρησιμη στο ότι εξηγεί γιατL ένα άτομο βιώνει βαθιά συναισθήματα αγάπης, ακόμη και όταν αντιμετωπLζει συνεχη απόρριψη και πόνο από το άλλο πρόσωπο. Η θεωρLα υποδηλώνει ότι αυτου του είδους τα αρνητικά συναισθή ματα μπορούν να προκαλέσουν έντονη διέγερση στον οργανισμό. Εάν αυτη η διέγερση θεω
ρηθεL ότι οφεLλεται στον «έρωτα», τότε εLναι πιθανό το άτομο να συμπεράνει ότι εLναι ακό μη πιο ερωτευμένο από ό,τι πριν βιώσει τα αρνητικά συναισθήματα. Όμως, γιατL οι άνθρωποι ερμηνεvουν τη συναισθηματικη τους εμπειρLα ως «έρωτα»,
ενώ υπάρχουν τόσες άλλες εναλλακτικές ερμηνεLες; ΜLα απάντηση εLναι ότι στις δυτικές κοινωνLες, ο ρομαντικός έρωτας θεωρεLται ένα πιθανό φαινόμενο, αποδεκτό και επιθυμητό
-
εμπειρLα, την οποία αναμένεται να επιδιώξει το άτομο. Οι αρετές του έρωτα εξυμνοvνται
σε μπαλάντες, διαφημLσεις, τηλεοπτικές εκπομπές και κινηματογραφικές ταινLες. Επομέ νως, ο νεαρός ενήλικας εLναι κατάλληλα ενημερωμένος και έτοιμος να βιώσει τον έρωτα στη ζωή του
(Dion & Dion, 1988· Hatfield & Rapson, 1993· Florssheim, 2003).
στ:Νέ=:c
156
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχουν ακριβcbς έτσι τα πράγματα σε όλους τους πολιτισμους. Για παράδειγμα, σε πολλές κοινωνίες, ο περιπαθής, ρομαντικός έρωτας αποτελεί ξενικής προελευσεως έννοια. Ο γάμος μπορεί να ρυθμιστεί από τα δυο μέρη, με βάση οικονομικους και κοινωνικους υπολογισμους. Ακόμη και στις δυτικές κοι
νωνίες, η έννοια του έρωτα έχει εμφανιστεί σχετικως πρόσφατα. Για παράδειγμα, η αντί ληψη ότι οι συντροφοι θα πρέπει να είναι ερωτευμένοι μεταξυ τους δεν εμφανίστηκε παρά
στον Μεσαίωνα, όταν οι κοινωνικοί φιλόσοφοι υπέδειξαν, για πρcbτη φορά, ότι ο έρωτας θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση του γάμου. Οι αντιλήψεις αυτές απετέλεσαν εναλλα κτική προσέγγιση στην ωμή σεξουαλική επιθυμία, η οποία, μέχρι τότε , αποτελουσε τον κυ ριο παράγοντα του γάμου
(Lewis, 1958· Xiaohe & Whyte, 1990· Haslett, 2004).
Τριαρχική θεωρία του Sterηberg: Τα τρία πρόσωπα της αγάπης Στοιχείο οικειότπτας Το σταχείο τπς σγόππς, το οποίο περιλαμβάνει ΟιΝΟιοθnματα
εγγίrτπτο<;, τρuφερότπτας
και δεσμού με το όλλο πράJωπο. Στοιχείο πάθους Το στοιχείο τπς αγάππς, το οποίο
Για τον
Robert Sternberg, η
αγάπη είναι περισσότερο πολυπλοκη από ό ,τι υποδεικνυει μια
απλή κατηγοριοποίηση σε περιπαθή έρωτα και συντροφική αγάπη. Αντίθετα, ο
Sternberg
υποστηρίζει ότι η αγάπη αποτελείται από τρία στοιχεία: οικειότητα , πάθος και απόφα ση/δέσμευση. Το στοιχείο οικειότητας περιλαμβάνει συναισθήματα εγγυτητας, τρυφερό
τητας και δεσμου με το άλλο πρόσωπο. Το στοιχείο πάθους περιλαμβάνει κίνητρα , σχετικά με το σεξ, σωματική οικειότητα και ρομαντική διάθεση. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα του
περιλαμβάνει κίνπτρα, σχετικά
στοιχείου αυτου είναι τα έντονα συναισθήματα έλξης, τα οποία προκαλουν σωματική διέ
με το σεξ. σωματικι'Ι εγγίrτπτα
γερση. Τέλος, η τρίτη πλευρά τής αγάπης, το στοιχείο απόφασης/δέσμευσης, περιλαμβάνει
και ρομαντικι'Ι διάθεσπ .
τόσο την αρχική συνειδητοποίηση του ατόμου ότι είναι ερωτευμένος με ένα άλλο πρόσω
Στοιχείο
πο, όσο και τη μακροπρόθεσμη αποφασιστικότητά του να διατηρήσει τη σχέση αυτή
απόφασπc; /δέσμευσπc; Το στοιχείο τπc; αγάπnς, το οποίο
περιλαμβάνει τόσο τnν αρχικι'Ι συνειδnτοnοίnσn του ατόμου ότι είναι ερωτευμένος με ένα άλλο nράJωnο, όσο και τπ μακροnρόθεσμn
(Sternberg, 1986· 1988· 1997b). Τα στοιχεία αυτά, συνδυαζόμενα μεταξυ τους, παράγουν οκτω τυπους σχέσης, ανάλογα με το ποιο από τα τρία στοιχεία είναι παρόν ή απόν σε μια σχέση (βλέπε Πίνακα
14.2). Για
παράδειγμα, η «απουσία αγάπης» αναφέρεται σε δυο άτομα που έχουν μόνο μια απολυ τως περιστασιακή σχέση. Χαρακτηρίζεται από απουσία και των τριcbν στοιχείων, δηλαδή
α'lΟφΟΟιστικότnτά του
της οικειότητας, του πάθους και της απόφασης/δέσμευσης. Η «συμπάθεια» αναπτυσσεται
να δισ;nΟΟσε; τπ σχέσn αυτn .
όταν το μοναδικό παρόν στοιχείο είναι η οικειότητα. Ο «Παράφορος έρωτας (ερωτική τρέ
λα) » εμφανίζεται όταν το μόνο στοιχείο που υπάρχει είναι το πάθος και η «κενή αγάπη » υπάρχει όταν το μόνο παρόν στοιχείο είναι η απόφαση/δέσμευση. Άλλα είδη αγάπης περιλαμβάνουν δυο ή περισσότερα στοιχεία. Για παράδειγμα, «Πε
ριπαθής έρωτας» εμφανίζεται όταν είναι παρόντα τα στοιχεία οικειότητας και πάθους και «συντροφική αγάπη», όταν τα στοιχεία της οικειότητας και της απόφασης/δέσμευσης εμφανίζονται μαζί. Όταν δυο άτομα βιcbνουν «ρομαντική αγάπη », έλκονται σωματικά και συναισθηματικά, αλλά δεν θεωρουν απαραίτητα ότι η σχέση τους θα διατηρηθεί στο
χρόνο. Η συντροφική αγάπη, αντιθέτως, είναι πιθανό να εμφανιστεί σε μακροχρόνιες σχέσεις, στις οποίες η σωματική έλξη έχει περάσει σε δευτερη μοίρα. «Επιπόλαιη αγάπη » υπάρχει, όταν είναι παρόντα τα στοιχεία του πάθους και της απόφασης/δέσμευσης αλλά απουσιάζει η οικειότητα. Στο είδος αυτό της αγάπης δεν υπάρχει συναισθηματικός δε σμός ανάμεσα στους συντρόφους. Τέλος, το όγδοο είδος αγάπης είναι η «ολοκληρωμένη αγάπη» . Στην ολοκληρωμένη αγάπη είναι παρόντα και τα τρία στοιχεία της αγάπης. Παρόλο που μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η ολοκληρωμένη αγάπη είναι η «ιδανική» αγάπη, μια τέτοια άποψη ίσως είναι λανθασμένη. Πολλές μακροχρόνιες σχέσεις, που ικανοποιουν πλήρως τα δυο μέρη , βασί ζονται σε είδη αγάπης, διαφορετικά από την ολοκληρωμένη αγάπη. Επιπλέον, το στοιχείο
ΠΦΑλΑΙΟ 14 •
Πίνακας
Η ΚΟΙΝΩΝ!ΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠ ΤΥ ΞΗ Τ ΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗ ΤΑΣ ΣΤΗ:\ ΠΡΩ!Μ Η Ε Ν ΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
15 7
14.2 Τα είδη της αγάπης
Είδος αγάπης
Οικειότητα
Πάθος
Απουσία αγάπης
Απόν
Απόν
Απόφαση/
Παράδειγμα
δέσμευση
Τ ο είδος του συναισθήματος για το άrομο που κόβει το
Απόν
εισιτήριό σου στον κινηματογράφο. Συμπάθεια
Παρόν
Απόν
Καλοί φίλοι, οι οποίοι δειπνούν μαζί τουλάχιστον μία με
Απόν
δύο φορές την εβδομάδα . Παράφορος έρωτας
Απόν
Παρόν
Απόν
Περιστασιακός έρωτας ή βραχυπρόθεσμος, ο οποίος
Παρόν
Σύζυγοι από συνοικέσιο ή ζευγάρι, όπου οι σύντροφοι
βασίζεται μόνο στη σεξουαλική έλξη. Κενή αγάπη
Απόν
Απόν
έχουν αποφασίσει να μείνουν μαζί «για το καλό των παι διών». Ρομαντική αγάπη
Παρόν
Παρόν
Ζευγάρι, όπου οι σύντροφοι «βγαίνουν» μαζί για με ρι
Απόν
κούς μήνες, αλλά δεν έχουν προγραμματίσει κοινό μέλ λον.
Συντροφική αγάπη
Παρόν
Απόν
Παρόν
Ζευγάρι, όπου οι σύντροφοι απολαμβάνουν τη συναισθη
ματική επαφή και τη σχέση, αν και δεν αισθάνονται πλέον ισχυρό σεξουαλικό ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο. Επιπόλαιη αγάπη
Απόν
Ολοκληρωμένη αγάπη
Παρόν
Παρόν
Παρόν
Ζευγάρι, όπου οι σύντροφοι αποφασίζουν να συγκατοι
κήσουν, ενώ γνωρίζονται λίγες μόλις εβδομάδες. Παρόν
Παρόν
Ερωτική, σεξουαλικά έντονη, μακροχρόνια σχέση.
της αγάπη ς που υ περισχύει σε μια σχέση ποικίλλει, ανάλογα με τη χρονικη περίοδο. Όπως
φαίνετα ι κα ι στο Σχημα
14.2, στις δυνατές σχέσεις αγάπης, το στοιχείο της απόφασης/δέ
σμευση ς ανε βαίνει κα ι πα ραμένει σχετικά σταθερό με το πέρασμα του χρόνου. Αντίθετα , το πάθος συνη θως φτάνει στο αποκορύφωμα στην αρχη της σχέσης αλλά στη συνέχεια μειιi> νεται και σταθεροπο ιείται. Η οικειότητα αυξάνεται, επίσης, σχετικά ενωρίς , αλλά μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται με το χρόνο. Η τριαρχικη θεωρ ία του
Sternberg δίνει έμφαση τόσο στην πολυπλοκότητα της
αγάπης,
όσο και στη δυναμικη , εξελισσόμενη ποιότητά της. Όπως αναπτύσσονται τα άτομα και οι σχέσε ις και αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη τους.
υ
6 ::J
ω
υ
::ι
σ
b
υ
!Ξ-
...
::J
·ω
ο
~
CD
·ο
ω
·Ο
ο
ο I()
6
t::
"'
ο
σ
9-
ω
I()
·ο
.5 Jj
ω
Ε
t::
§
ο I()
w
ω
.5 Jj Διάρκεια σχέσης
Σχήμα
14.2
Διάρκεια σχέσης
Διάρκεια σχέσης
Το σχήμα της αγάπης
Κατά την πορεία μιας σχέσης , οι τρεις πλευρές τής αγάπης -οικειότητα , πάθος και απόφαση/δέσμευση- εμφανίζουν διακυμάνσεις . ( ΠΗΓΗ :
Sternberg, 1986.)
158
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗ.\ΙΚΗ ΖΩΗ
Επιλογή συντρόφου: Η αναγνώριση του κατάλληλου προσώπου Για πολλούς νεαρούς ενήλικες, η αναζήτηση συντρόφου αποτελει μια από τις βασικές επι διώξεις της πρώιμης ενήλικης ζωής. Βεβαιως, η κοινωνια προσφέρει αρκετές συμβουλές για
το πώς μπορει κανεις να επιτύχει σε αυτή την «επιχειρηση>>, όπως φαινεται και από την πλη θώρα σχετικών περιοδικών, τα οποια κυκλοφορούν στην αγορά. Παρά τη «συμβουλευτική», ωστόσο, η πορεια προς τον εντοπισμό τού διά βιου συντρόφου δεν ειναι πάντα εύκολη. Αναζήτηση συντρόφου: Είναι η αγάπη το μόνο που έχει σημασία;
Οι περισσότε
ροι άνθρωποι δηλώνουν χωρις δισταγμό ότι ο βασικότερος παράγων στην επιλογή συζύγου ειναι η αγάπη. Αυτό ισχύει κυριως σε δυτικές κοινωνLες, όπως οι Ηνωμένες ΠολιτεLες. Σε μη δυτικές κοινωνLες, η αγάπη αποτελει δευτερεύοντα παράγοντα. Για παράδειγμα, σε μια
έρευνα ζητήθηκε από φοιτητές πανεπιστημιακών σχολών να απαντήσουν αν θα παντρεύο νταν κάποιον τον οποιον δεν αγαπούσαν. Σχεδόν κανένας από τους φοιτητές στις Ηνωμένες ΠολιτεLες, την Ιαπωνια και τη Βραζιλια δεν απάντησε θετικά. Από το άλλο μέρος, ένα σημα ντικό ποσοστό φοιτητών στο Πακιστάν και την Ινδια απάντησαν ότι θα ήταν αποδεκτό να
παντρευτούν κάποιο άτομο, χωρLς να υπάρχει αγάπη μεταξύ τους (Leνine,
1993).
Αν η αγάπη δεν ειναι ο μόνος σημαντικός παράγων, τι άλλο έχει σημασια; Τα κρισιμα
χαρακτηριστικά ποικιλλουν σημαντικά από κοινωνια σε κοινωνια (βλέπε πινακα Για παράδειγμα, σε μια έρευνα με πάνω από
14.3). 10.000 άτομα από όλο τον κόσμο, βρέθηκε
ότι, παρότι στις Ηνωμένες Πολιτειες οι συμμετέχοντες θεωρούσαν ότι η αγάπη και η αμοιβαια έλξη αποτελούν τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά, στην κινα οι άνδρες ανέφεραν την καλή υγεια ως τον βασικότερο παράγοντα, ενώ οι γυναι
κες ανέφεραν ως κρισιμότερο παράγοντα τη συναισθηματική σταθερότητα και ωριμότητα του συντρόφου. Αντιθετα, στη Νότια Αφρική, οι άνδρες της φυλής Ζουλού ανέφεραν πρώτη τη συναισθηματική σταθερότητα, ενώ οι γυναικες θεώ ρησαν ότι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό ειναι ο αξιόπιστος χαρακτήρας τού συντρόφου
(Buss et al., 1990· Buss, 2003).
Από το άλλο μέρος, υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ διαφορετικών πολιτισμι κών πλαισιων. Για παράδειγμα, ο παράγων «αγάπη και αμοιβαια έλξη», παρότι δεν απετέλεσε τον πρώτο παράγοντα σε όλους τους συμμετέχοντες, βρέθηκε αρκετά υψηλά στον κατάλογο όλων των ατόμων, ανεξάρτητα από το πολιτισμι
κό πλαισιο. Επιπλέον, χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως η αξιοπιστια, η συναισθηματική σταθερότητα, η ευχάριστη διάθεση και η ευφυtα, απετέλεσαν χαρακτηριστικά υψηλής προτεραιότητας σχεδόν σε όλες τις ομάδες. Ορισμένες διαφορές φύλου στα προτιμώμενα χαρακτηριστικά τού συντρό φου ήταν κοινές σε όλες τις πολιτισμικές ομάδας- ευρήματα, συναφή με ενδειξεις άλλων ερευνών (π. χ., Sprecher, Sulliνan, & Ποιοι παράγοντες παίζουν τον σημαντι κότερο ρόλο στην επιλογή συντρόφου; Εμφανίζονται ομοιότητες όπως και διαφο
ρές, όταν ζητείται από άτομα που προέρ χονται από διαφορετικές κοινωνίες να ιε ραρχήσουν κατά σειρά προτίμησης τα
επιθυμητά χαρακτηριστικά του συντρό
Hatfield, 1994). Οι άνδρες, σε μεγαλύτε
ρο βαθμό από ό,τι οι γυναικες, προτιμούν ο μελλοντικός σύντροφος να ειναι σω ματικά ελκυστικός. Αντιθετα, οι γυναικες, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άν δρες, προτιμούν ο μελλοντικός σύντροφος να ειναι φιλόδοξος και εργατικός. Μια ερμηνεια για τις δια-πολιτισμικές ομοιότητες στις διαφορές φύλου έχει ως έρεισμα παράγοντες της ανθρώπινης εξέλιξης. Σύμφωνα με τον
David Buss
φου. Στην Κίνα, οι άνδρες θεωρούν ότι η
και τους συνεργάτες του
καλή κατάσταση της υγείας της συντρό
κριμένα χαρακτηριστικά στο σύντροφό του, τα οποια να μπορούν να μεγιστο
φου αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό . Οι γυναίκες από την Κίνα δίνουν ιδιαιτερη
σημασία στη συναισθηματική σταθερότητα και ωριμότητα του συντρόφου .
(Buss, 2004),
ο άνθρωπος, ως ειδος, αναζητά συγκε
:τοιήσουν τη διαθεσιμότητα χρήσιμων γονιδιων. Υποστηριζει ότι ο άνδρας, ιδιαι τερα, ειναι γενετικά προγραμματισμένος να αναζητά σύντροφο με χαρακτηρι
στικά, τα οποια υποδηλώνουν υψηλή αναπαραγωγική ικανότητα. Επομένως, οι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣτΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
159
Πίνακας 14.3 Επιθυμητά χαρακτηριστικά του/της συζύγου Κίνα Άνδρες
• Αμοιβαία έλξη-αγάπη •
Συναισθηματική σταθερότητα και ωριμότητα
•
Αξιόπιστος χαρακτήρας
• Ευχάριστη διάθεση •
Μόρφωση και νοημοσύνη
• Καλή υγεία •
Κοινωνικότητα
•
Επιθυμία για σπιτικό και παιδιά
•
Λεmότητα, ευταξία
•
Φιλοδοξίες και εργατικότητα
•
Ελκυστικό παρουσιαστικό
•
Παρόμοιο επίπεδο εκπαίδευσης
•
Καλή οικονομική προοmική
4 5 6 13 8 1 12 2 7 10 11 15 16
• Καλές μαγειρικές και οικοκυρικές δεξιότητες •
Καλή κοινωνική θέση
•
Παρόμοιες θρησκευτικές πεποιθήσεις
•
Αγνότητα (απουσία σεξουαλικών επαφών στο παρελθόν)
•
Παρόμοιες πολιτικές πεποιθήσεις
9
14 18 3 17
Γυναίκες
8 7 16 4 3 9
2 10 5 15 12 14 11 13 18 6 17
Νότια Αφρική
Ηνωμtνες
(φυλή Ζουλού)
Πολιτείες
Άνδρες
Γυναίκες
5 2 1 3 6 4 8
1 2 3 4 5 6 8
9
9
9
ϊ
7 8 14 12 18 2 17 16 13 15
10 7 16 12 13 15 14 11 18 17
10 11 7 12 16 13 14 15 17 18
12 6 13 10 11 16 14 15 18 17
Buss et al., 1990.)
ελκυστικές, νεαρές γυναίκες είναι πιθανότερο να είναι πιο επιθυμητές, καθώς τα αναπα ραγωγικά τους έτη είναι περισσότερα. Αντίθετα, η γυναίκα είναι γενετικά προγραμματισμένη να αναζητήσει σύντροφο που
μπορεί να παρέχει δυσεύρετους πόρους/«αγαθά», ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες επι βίωσης των παιδιών της. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες έλκονται από συντρόφους, που φαί νεται να έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να προσφέρουν οικονομική ευημερία και άνεση
Γυναίκες
10 1 3 4 6 5 11
Σημείωση: Οι αριθμοί δείχνουν τη σειρά προτίμησης των χαρακτηριστικών. (ΠΗΓΗ:
Άνδρες
(Walter, 1997· Kasser & Sharma, 1999· Li et al., 2002).
Η εξελικτική προσέγγιση στις διαφορές φύλου έχει δεχθεί εντονότατη κριτική. Πρώ τον, υπάρχει το πρόβλημα ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί. Επιπλέον, οι ομοιότητες ανάμεσα στους ποικίλους πολιτισμούς που αφορούν τις διαφορε
τικές προτιμήσεις των δύο φύλων, είναι πιθανό να αντιπροσωπεύουν απλώς παρόμοιες στερεοτυπικές αντιλήψεις, οι οποίες καμία σχέση δεν έχουν με την εξέλιξη του ανθρώπι
νου είδους. Επιπρόσθετα, παρότι ορισμένες από τις διαφορές φύλου στις προτιμήσεις αν δρών και γυναικών είναι σταθερές, ανεξάρτητες από το πολιτισμικό πλαίσιο, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις ασυμφωνίας των δεδομένων.
Τέλος, σύμφωνα με ορισμένους επικριτές της εξελικτικής προσέγγισης, η υπόθεση ότι
η γυναίκα προτιμά σύντροφο με υψηλές οικονομικές δυνατότητες, ίσως είναι άσχετη με την εξέλιξη, αλλά σχετική με το γεγονός ότι γενικώς, σε πολλούς πολιτισμούς, ο άνδρας
2 3 4 5 9
8
160
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ Ε
ΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
έχει μεγαλύτερη ισχύ, υψηλότερη κοινωνική θέση και πρόσβαση στην εξεύρεση πόρων διαβtωσης. Επομένως, η επιλογή συντρόφου με υψηλό οικονομικό επtπεδο, εtναι απολύ τως ορθολογική. Από το άλλο μέρος, επειδή ο άνδρας δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη του το οικονομικό κριτήριο, χρησιμοποιεt πιο ασήμαντα χαρακτηριστικά, όπως η εξωτερική εμφάνιση, όταν επιλέγει σύντροφο. Με άλλα λόγια, τα κοινά ευρήματα των ερευνών σε διαφορετικούς πολιτισμούς εtναι πιθανό να οφεtλονται στις συνθήκες οικονομικής ζωής,
οι οποtες ειναι παρόμοιες σε όλους τους πολιτισμούς
Μοντέλα φίλτρου στην επιλογή συντρόφου.
(Eagly & Wood, 2003).
Ενώ οι έρευνες βοηθούν στην αναγνώ
ριση των χαρακτηριστικών, τα οποια θεωρει σημαντικά το άτομο, όταν επιλέγει σύντροφο, δεν βοηθούν εξισου στον καθορισμό τής διαδικασιας, με την οποια επιλέγεται ο/η σύντρο φος. Μια από τις προσεγγισεις που βοηθούν στο σημειο αυτό ειναι το μοντέλο φίλτρου, το οποιο διατυπώθηκε από τους
Louis Janda και Karen Klenke-Hamel (1980). Οι ερευνητές
αυτοι υποστηριζουν ότι το άτομο που αναζητά σύντροφο, επιλέγει τους πιθανούς υποψη φιους περνώντας τους μέσα από διαδοχικά λεπτότερα φιλτρα, όπως ακριβώς κοσκινιζεται
το αλεύρι για να απαλλαγεt από τα ανεπιθύμητα στοιχεια (βλέπε Σχήμα
14.3).
Σύμφωνα, με το μοντέλο αυτό, το άτομο πρώτα φιλτράρει για παράγοντες σχετικούς
με την ελκυστική εξωτερική εμφάνιση. Μετά από αυτή την πρώτη αξιολόγηση, χρησιμο ποιούνται πιο πολύπλοκα ειδη φιλτρων. Τελικά, το άτομο επιλέγει σύντροφο, ανάλογα με το βαθμό συμβατότητας μεταξύ των δύο προσώπων.
Ποιοι παράγοντες καθορtζουν τη συμβατότητα; Δεν ειναι απλώς τα ευχάριστα χαρα κτηριστικά τής προσωπικότητας του άλλου, καθώς αρκετοt πολιτισμικοι παράγοντες παι ζουν, επtσης, σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, τα άτομα συχνά παντρεύονται ακολουθώ Ομογαμία
ντας την αρχή της ομογαμιας. Ο~ιογαμία ειναι η τάση του ατόμου να παντρεύεται άτομο
Η τάσn του ατόμου
με παρόμοια ηλικtα, φυλετική καταγωγή, μορφωτικό επtπεδο, θρησκεtα και άλλα, βασικά,
να nαντρεύετα 1 άτομο με παρόμοια nλικία , φυλετικι'i καταγωγr'i,
δημογραφικά χαρακτηριστικά. Στις Ηνωμένες Πολιτεtες, η ομογαμtα υπήρξε παραδοσια κά το κυρtαρχο κριτήριο για τους περισσότερους γάμους.
μορφωτικό επίπεδο,
Από το άλλο μέρος, η σημασια της ομογαμιας μειώνεται, ιδιαιτερα σε ορισμένες εθνοτι
θρnσκεία και άλλα, βασικά,
κές ομάδες. Για παράδειγμα, οι γάμοι αφρο-αμερικανών ανδρών με γυναικες διαφορετικής
δnμογραφικά χαρακτnριστικά .
Αναβαθμός γάμου Η τάσn των ανδρών να νυμφεύονται γυναίκες ελαφρώς μικρότερnς nλικία<; ,
εθνοτικής καταγωγής αυξήθηκαν σε ποσοστό
75% στη δεκαετια του 1990. Ωστόσο, σε άλλες
πολιτισμικές ομάδες -όπως οι ισπανόφωνοι και οι μετανάστες από την Ασtα- η αρχή τής ομογαμιας συνεχιζει να ασκει σημαντική επιρροή
(Suro, 1999· Qian & Lichter, 2007).
Ο «αναβαθμός» γάμου αποτελει ένα ακόμη κοινωνικό κριτήριο που καθοριζει ποιος
πιο μικρόσωμες και χαμπλότερnς
παντρεύεται ποιον. Αναβαθμός γάμου εtναι η τάση των ανδρών να νυμφεύονται γυναικες
κοινωνικι'iς θέσnς και, αντίστοιχα,
ελαφρώς μικρότερης ηλικιας, πιο μικρόσωμες και χαμηλότερης κοινωνικής θέσης (από
n τάσn των γυναικών να παντρεύονται άνδρες ελαφρώς μεγαλύτερnς nλικίας , πιο μεγαλόσωμους
και ιψnλότερnς κοινωνικι'iς θέσnς από ό,τι 01 ίδιες.
τους ιδιους) και, αντιστοιχα, η τάση των γυναικών να παντρεύονται άνδρες ελαφρώς με
γαλύτερης ηλικtας, πιο μεγαλόσωμους και υψηλότερης κοινωνικής θέσης από ό,τι ειναι οι ιδιες
(Bernard, 1982).
Ο αναβαθμός γάμου, ο οποιος ασκει σημαντική επιδραση στους γάμους στις Ηνωμένες
Πολιτεtες, επηρεάζει σημαντικά -και αρνητικά- την επιλογή συντρόφου. Πρώτον, για μια γυναικα, ιδιαtτερα, καθώς αυτή μεγαλώνει, περιορtζει τον αριθμό των πιθανών συντρό φων, ενώ, αντtθετα, παρέχει στον άνδρα περισσότερες επιλογές συντρόφου, όσο μεγαλώ νει. Επιπλέον, ορισμένοι άνδρες δεν παντρεύονται, διότι δεν βρισκουν γυναικες αρκετά χαμηλής κοινωνικής θέσης, ώστε να ανταποκρινονται στα κριτήρια του αναβαθμού ή διότι δεν μπορούν να βρουν γυναικες ιδιας ή υψηλότερης κοινωνικής θέσης, οι οποιες να ειναι πρόθυμες να τους δεχθούν ως συντρόφους. Κατά συνέπεια, οι άνδρες αυτοι βρισκονται,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κοινωνιολόγος
Jessie Bernard (1982), «στον πάτο τού
βαρελιού». Από το άλλο μέρος, ορισμένες γυναικες δεν θα μπορέσουν να παντρευτούν,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
161
Σύνολο πιθανών συζύγων
Φίλτρο εγγύτητας ως προς τον τόπο κατοικίας
Επόμενο σύνολο πιθανών συζύγων
Φίλτρο ομοιότητας και συμπληρωματικότητας
Ομόγαμο σύνολο πιθανών συζύγων
Φίλτρο διαπροσωπικής ελκυστικότητας
'
Υποψήφια ζευγάρια, προσηλωμένοι ο ένας στον άλλο
Φίλτρο συμβατότητας
'
'
Υποψήφια ζευγάρια με ρόλο που ταιριάζει
Σύζυγοι
Σχήμα
14.3
Διαδικασίες
εντοπισμού πιθανού συζύγου Σύμφωνα με μια προσέγγιση , οι άνδρες και οι γυναίκες επι λέγουν τους πιθανούς συντρό φους , περνώντας τους μέσα
από διαδοχικά λεmότερα φίλ τρα, για να καταλήξουν στο κα
τάλληλο πρόσωπο.
διότι η κοινωνική τους θέση είναι υψηλότερη ή διότι αναζητούν άνδρα με την υψηλότερη κοινωνική θέση μεταξύ των διαθεσίμων ανδρών. Ο
Bernard θεωρεί τις γυναίκες αυτές ως
την «αφρόκρεμα».
Είδος προσκόλλησης στη βρεφική ηλικία και ερωτικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή «Θέλω ένα κορίτσι, όπως αυτό που παντρεύτηκε ο καλός μου ο μπαμπάς».Αυτοί είναι στίχοι
ενός παλιού τραγουδιού και αφήνουν να εννοηθεί ότι ο στιχουργός θα ήθελε να βρει για σύ ντροφο, μια γυναίκα που να τον αγαπά όσο τον αγαπούσε η μητέρα του. Είναι αυτό απλώς ένας «γλυκανάλατος» σκοπός ή πίσω από τους στίχους κρύβεται ένας κόκκος αλήθειας; Και,
162
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
8 ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
για να το θέσει κανείς γενικότερα, το είδος της προσκόλλησης, το οποίο βιώνει το άτομο στη βρεφική του ηλικία, αντικατοπτρίζεται στις συναι σθηματικές του σχέσεις στην ενήλικη ζωή;
Όλο και περισσότερες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι κάτι τέτοιο μάλ λον ισχύει. Όπως ήδη αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο
6, προσκόλληση είναι
ο θετικός συναισθηματικός δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και έναν συγκεκριμένο ενήλικα, που το φροντίζει. Τα περισσότερα
βρέφη ανήκουν σε μία από τις εξής τρεις κατηγορίες: Παιδιά με ασφαλή προσκόλληση, τα οποία διαμορφώνουν υγιείς, θετικές, σχέσεις εμπιστο σύνης με τα άτομα που τα φροντίζουν. Παιδιά με προσκόλληση αποφυ γής, τα οποία εμφανίζουν σχετική αδιαφορία προς τα άτομα που τα φροντίζουν και αποφεύγουν τις συναλλαγές μαζί τους και παιδιά με
αμφιθυμία προσκόλλησης, τα οποία δείχνουν έντονη δυσφορία, όταν Ορισμένοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι το είδος προσκόλλησης του ατόμου στη βρεφική του ηλικία επαναλαμβάνεται στην ποιότητα των στενών συ
ναισθηματικών του σχέσεων στην ενήλικη ζωή.
αποχωριστούν από τα άτομα που τα φροντίζουν, αλλά και θυμό, όταν εκείνα επιστρέψουν. Σύμφωνα με τον
Phillip Shaver και τους συνεργάτες του, τα είδη προ
σκόλλησης διατηρούνται κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής και επηρεά ζουν τη φύση των ερωτικών σχέσεων (τracy, Shaver, &
Albino, 2003· Davis
et al., 2006· Mikulincer & Shaver, 2007). Ας δούμε, για παράδειγμα, τις παρακάτω δηλώσεις: 1. Μου είναι σχετικά εύκολο να έρχομαι κοντά με τους άλλους και αισθάνομαι άνετα να εξαρτώμαι από αυτούς και αυτοί από εμένα. Δεν ανησυχώ συχνά ότι θα με εγκα ταλείψουν ή ότι κάποιος έχει έλθει πολύ κοντά.
2. Αισθάνομαι κάπως άβολα όταν έρχομαι κοντά με άλλους. Μου είναι δύσκολο να τους εμπιστευθώ απόλυτα και δύσκολο να εξαρτώμαι από αυτούς. Διακατέχομαι από εκνευρισμό, όταν κάποιος έρχεται πολύ κοντά μου και όταν οι σύντροφοί μου
επιθυμούν από εμένα να γίνω περισσότερο οικείος από ό,τι μπορώ να είμαι.
3. Θεωρώ ότι οι άλλοι δεν είναι πρόθυμοι να έλθουν τόσο κοντά σε εμένα, όσο εγώ θα επιθυμούσα. Συχνά ανησυχώ ότι ο/η σύντροφός μου δεν με αγαπά πραγματικά ή δεν θέλει να διατηρήσουμε τη σχέση μας. Θα ήθελα να γίνω «ένα» με ένα άλλο πρό σωπο, αλλά η επιθυμία μου αυτή μερικές φορές φοβίζει και απομακρύνει τους άλ λους
(Shaver, Hazan, & Bradshaw, 1988).
Σύμφωνα με τις έρευνες του Shaver, τα άτομα που συμφωνούν με την πρώτη δήλωση, εί χαν ασφαλή προσκόλληση στη βρεφική ηλικία. Είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν στενές ερωτικές σχέσεις και αισθάνονται ευτυχείς και αισιόδοξοι σχετικά με τη μελλοντική πο ρεία των σχέσεών τους. Οι περισσότεροι νεαροί ενήλικες -περισσότεροι από τους μισούς εμφανίζουν αυτό το είδος της ασφαλούς προσκόλλησης
(Hazan & Shaver, 1987).
Αντίθετα, οι ενήλικες που συμφωνούν με τη δεύτερη δήλωση χαρακτηρίζονται συνή θως από το είδος αποφυγής τής προσκόλλησης. Τα άτομα αυτά, τα οποία αποτελούν το ένα τέταρτο του πληθυσμού, τείνουν να μην επενδύουν στις σχέσεις τους, εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά χωρισμού και συχνά αισθάνονται μοναξιά. Τέλος, τα άτομα που συμ
φωνούν με την τρίτη δήλωση είχαν αμφίθυμη προσκόλληση. Ως ενήλικες, έχουν την τάση να επενδύουν σε μια σχέση σε υπερβολικό βαθμό, να χωρίζουν επανειλημμένα με τον ίδιο σύντροφο και έχουν χαμηλή aυτοεκτίμηση. Περί το
ετεροφυλόφιλων, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία
20% των ενηλίκων, ομοφυλόφιλων και (Simpson, 1990).
Το είδος προσκόλλησης συνδέεται, επίσης, με τη φύση του ενδιαφέροντος που ο ενήλι κας δείχνει στο σύντροφό του, όταν αυτός έχει ανάγκη. Για παράδειγμα, οι ενήλικες με προηγούμενη ασφαλή προσκόλληση τείνουν να φροντίζουν τον/τη σύντροφο με ευαισθη-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14
8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΑΠΠΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
σία και σταθερή υποστήριξη, ανταποκρινόμενοι στις ψυχολογικές ανάγκες του/της. Συ γκριτικά, οι αγχωτικοί ενήλικες είναι πιθανότερο να προσφέρουν ψυχαναγκαστική, αδιάκρι τη (και, σε τελική ανάλυση, λιγότερο υποστηρικτική) βοήθεια στο σύντροφό τους
(Shaver,
1994· Feeney & Collins, 2001· 2003· Gleason, Iida & Bolger, 2003). Είναι σαφές ότι υπάρχει αξιοσημείωτη συνέχεια ανάμεσα στο είδος βρεφικής προσκόλ λησης και στη συμπεριφορά του ατόμου στην ενήλικη ζωή. Το άτομο που έχει δυσκολίες στις διαπροσωπικές του σχέσεις, ίσως θα πρέπει να μελετήσει τα βρεφικά του χρόνια, για να εντοπίσει την πηγή τού προβλήματος
(Brennan & Shaver, 1995· Rholes et al., 2007). Η εμβά
θυνση στις πηγές τής τρέχουσας συμπεριφοράς μας μπορεί, ορισμένες φορές, να βοηθήσει στην απόκτηση περισσότερο προσαρμοστικών δεξιοτήτων στην ενήλικη ζωή μας.
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Ομοφυλοφιλικές σχέσεις τ ο μεγαλύτερο μέρος της αναπτυξιακής έρευνας έχει αφιερωθεί στις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις, ωστόσο όλο και περισσότερες έρευνες σήμερα ασχολούνται με τις ομοφυλοφιλι κές σχέσεις σε άνδρες και γυναίκες. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις μοιάζουν σε πολλά σημεία με τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις.
Για παράδειγμα, οι άνδρες ομοφυλόφιλοι περιγράφουν τις επιτυχείς σχέσεις με τρόπο που είναι παρόμοιος με τις περιγραφές των ετερόφυλων ζευγαριών. Πιστεύουν ότι η επι
τυχής σχέση χαρακτηρίζεται από υψηλότερα επίπεδα εκτίμησης του συντρόφου και του ζευγαριού, ως συνόλου, από λιγότερες συγκρούσεις και περισσότερα θετικά συναισθήμα τα προς το σύντροφο. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι ομοφυλόφιλες γυναίκες εμφανίζουν υψη λά επίπεδα προσκόλλησης στη σύντροφο, ενδιαφέρον, οικειότητα, τρυφερότητα και σεβα σμό
(Brehm, 1992· Beals, Impett, & Peplau, 2002· Kurdek, 2006). Επιπλέον, οι ηλικιακές προτιμήσεις των ετερόφυλων ζευγαριών, όπως εφαρμόζονται
στον «αναβαθμό» γάμου, είναι παρόμοιες με εκείνες των ομοφυλόφιλων ανδρών. Όπως οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες, έτσι και οι ομοφυλόφιλοι προτιμούν σύντροφο ίδιας ηλικίας ή νε ότερο. Από το άλλο μέρος, οι ηλικιακές προτιμήσεις των ομοφυλόφιλων γυναικών βρίσκο
νται μεταξύ των προτιμήσεων των ετεροφυλόφιλων γυναικών και εκείνων των ετεροφυλό φιλων ανδρών
(Kenrick et al., 1995).
Τέλος, παρά τη στερεοτυπική αντίληψη ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες, ιδιαίτερα, δυσκο
λεύονται να δημιουργήσουν σχέσεις και ενδιαφέρονται μόνο για τη σεξουαλική συνεύρε ση , η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες επιζητούν μακροχρόνιες και σοβαρές σχέσεις αγάπης, οι οποίες ποιοτικά διαφέρουν ελάχιστα από αυτές που επιθυμούν να διαμορφώσουν οι ετεροφυλόφιλοι
(Division 44, 2000· Diamond, 2003· Diamond & Savin-Williams, 2003). Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα σχετικά με τους γάμους ανάμεσα σε ομοφυλόφιλα άτομα, θέμα που έλαβε σημαντικές κοινωνικές διαστάσεις, όταν έγιναν οι
πρώτοι νόμιμοι γάμοι ομοφυλοφίλων στις Ηνωμένες Πολιτείες το
2004. Είναι σαφές ότι το
θέμα αυτό εγείρει έντονες αντιδράσεις, οι οποίες, όμως, προέρχονται κυρίως από άτομα με γαλύτερων ηλικιών. Παρόλο που μόνον το
18% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών υπο στηρίζουν τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων, μια σαφής πλειοψηφία (61%) ατόμων κάτω των 30 ετών τάσσονται υπέρ της συγκεκριμένης πρακτικής (Deakin, 2004).
163
164
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
•
ΠΡΩΙΜΗ Ε Ν Ή ΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Σύμφωνα με τον
Erikson, οι νεαροί ενr']λικες βρ ίσκονται στο στάδιο οικειότητας η απο
μόνωσης.
•
Η πορεία των σχέσεων μεταξύ δύο ατόμων συνr'] θως δείχνει αύ ξηση της αλληλεπίδρα σης, οικειότητα και επαναπροσδιορισμό ρόλων. Σύ μφωνα με τη θεωρία ερεθίσματος αξιd.Jν- ρόλων, η σχέση περνά από μια σειρά τριd.Jν σταδ ίων , το στάδιο ερεθίσματος, το στάδιο αξιd.Jν και το στάδιο ρόλων.
•
Σύμφωνα με τη θεωρία κατονομασίας του περιπαθούς έρωτα , το άτομο αισθάνεται ότι είναι ερωτευμένος/η, όταν η έντονη βιοσωματικη διέγερση συνοδεύεται από ενδείξεις
•
Τα είδη της αγάπης περιλαμβάνουν τον περιπαθη (η ρομαντικό) έρωτα και τη συντρο
ότι η κατάσταση αυτη θα πρέπει να ερμην ευθεί ως έρωτας. φικη αγάπη. Η τριαρχικη θεωρία του
Sternberg αναγνωρίζει τρία βασικά στοιχεία της
αγάπης (οικειότητα, πάθος και απόφαση/δέσμευση).
•
Σε πολλές δυτικές κοινωνίες, ο έρωτας αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα στην επιλογη συντρόφου.
•
Σύμφωνα με τα μοντέλα φίλτρου , το άτομο χρησιμοποιεί διαδοχικά όλο και περισσό τερο λεπτά φίλτρα για τους πιθανούς συντρόφους και τελικd.>ς επιλέγει σύντροφο, σύμ
φωνα με την αρχη της ομογαμίας και το φαινόμενο αναβαθμού γάμου.
•
Το είδος προσκόλλησης στη βρεφικη ηλικία φαίνεται να συνδέεται με την ικανότητα του ατόμου να δημιουργεί ερωτικές σχέσεις στην ενΎ]λικη ζωη.
•
Σε γενικές γραμμές, τα κριτΎ]ρια που χρησιμοποιούνται στις σχέσεις ομόφυλων και ετε ρόφυλων ζευγαριd.Jν είναι περισσότερο όμοια παρά διαφορετικά.
Η πορεία των σχέσεων Δεν ήταν ακριβώς σοβινιστής ή κάτι τέτοιο, που να περιμένει από εμένα να κάνω τα
πάντα και αυτός να μην κάνει τίποτα. Απλώς δεν ήταν πρόθυμος να κάνει πράγμα τα, τα οποία έπρεπε να γίνουν, οπότε χρειάστηκε να θέσω κάποιους βασικούς κα νόνες. Όπως, για παράδειγμα, όταν συμβαίνει να έχω κακή διάθεση, μπορεί να του
πω: «Και εγώ δουλεύω οκτώ ώρ ες κάθε μέρα, όπως εσύ. Το σπίτι και το παιδί είναι δικό σου και δικό μου. Θα πρέπει να κάνεις ό, τι σου αναλογεί!» Ο σύζυγός μου δεν άλλαζε ποτέ την άμμο στο κουτί της γάτας, όμως τώρα την αλλάζει συχνά, οπότε έχουμε κάνει πρόοδο. Δεν περίμενα ότι χρειαζόταν τόση προσπάθεια. Προγραμμα
τίσαμε αυτό το παιδί μαζί, κάναμε μαζί τα σεμινάρια ανώδυνου τοκετού και ο σύ ζυγός μου πήρε άδεια από τη δουλειά του τις δύο πρώτες εβδομάδες. Και τότε, ξαφνικά, η σχέση πήρε τέλος
(Cowan & Cowan, 1992, σ. 63).
Οι σχέσεις, όπως και τα άτομα που τις δημιουργούν, αντιμετωπίζουν ποικίλες προκλησεις.
Καθd.>ς οι άνδρες και οι γυναίκες διανύουν την πρd.Jιμη ενΎ]λικη ζωη, έρχονται αντιμέτωποι με aξιοσημείωτες αλλαγές στη ζωη τους: Ασχολούνται με την καριέρα τους, αποκτοuν παιδιά και δημιουργούν, διατηρούν και, ορισμένες φορές, τερματίζουν τις σχέσεις τους με τους άλλους. Ένα από τα πρωταρχικά ερωτΎ]ματα που απασχολούν τους νεαρούς ενηλι
κες, είναι το κατά πόσον -και πότε- θα παντρευτούν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝlΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑl Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠlΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Γάμος, συμβίωση και άλλα είδη σχέσεων
Συμβίωοn
Για ορισμένους νεαρούς ενήλικες, το βασικό ζήτημα δεν εLναι η εξεύρεση πιθανού συντρό-
να έχοLΝ παντρευτεί.
165
Ζευγάρια nου ζοLΝ μαζί, χωρίς
φου, αλλά το κατά πόσον θα παντρευτούν ή όχι. Παρόλο που οι έρευνες δεLχνουν ότι οι περισσότεροι ετεροφυλόφιλοι (αλλά και όλο και περισσότεροι ομοφυλόφι λοι) δηλώνουν ότι επιθυμούν να παντρευτούν, ένας σημαντικός αριθμός επιλέγει διαφορετική πορεLα. Για παράδειγμα, τις τελευταLες τρεις δεκαετLες
εμφανLζεται αφενός μια μεLωση του αριθμού των παντρεμένων ζευγαριών και αφετέρου μια αύξηση του αριθμού των ζευγαριών, τα οποLα μένουν στην Lδια κατοικLα, χωρLς να έχουν παντρευτεL, ένα φαινόμενο που εLναι
γνωστό ως συμβίωση/συγκατοίκηση (βλέπε Σχήμα 14.6). Τα άτομα αυτά, τα οποLα στις Ηνωμένες ΠολιτεLες ονομάζονται πρόσωπα διαφορετικού φύ λου, που μοιράζονται την ίδια κατοικία (POSSLQ, από τα αρχικά των αντL στοιχων όρων στην Αγγλική), αποτελούν σήμερα το
10% του συνόλου των
ζευγαριών στη χώρα αυτή. Μάλιστα, τα παντρεμένα ζευγάρια σήμερα απο τελούν μειονότητα των νοικοκυριών: Το
2005, το 49,7% του συνόλου των
70 , - - - - - - - - - - - - - , 3 .ε;
60
I{)
50
a "'
<.r σ
·g
-< C' >
3
::ι ·Ο
40
30
>-
-~
20
g
10 ······························
b ο
----·-··········· ·
·-~~
c: ο
νοικοκυριών στις Ηνωμένες ΠολιτεLες περιελάμβανε παντρεμένα ζευγάρια
1950
1970
1990
2010
Έτος
(Fields & Casper, 2001· Doyle, 2004b· Roberts, 2006). Τα ανύπαντρα άτομα διαφορετικού φύλου που συμβιώνουν, εLναι συνή
Παντρεμένοι
θως νεαρής ηλικLας: ΠερLπου το ένα τέταρτο των γυναικών και πάνω από το
Άγαμοι
Διαζευγμένοι
Χήροι/ες
Συγκάτοικοι
15% των ανδρών αυτής της κατηγορίας, έχουν ηλικLα κάτω των 25 ετών. Τα
Σχήμα 14.4 Άτομα διαφορετικού φύλου
άτομα αφρο-αμερικανικής καταγωγής εLναι πιθανότερο να συμβιώνουν με
που συμβιώνουν
τον/τη σύντροφό τους από ό,τι οι λευκοL. Χώρες εκτός των Ηνωμένων Πολι-
Ο αριθμός των ατόμων διαφορετικού φύλου ,
τειών εμφανLζουν ακόμη υψηλότερα ποσοστά ατόμων διαφορετικού φύλου
τα οποία σ~γκατοικούν, έχε~ αυξηθεί σημαντικά
' ' 'δ δ' ' β' που συμ ιωνουν, οπως, για παρα ειγμα στη Σουη ια, οπου η συμ ιωση απο-
τε
'
β
'
λ ει τον κανονα.
Σ
τη
Λ
'
ατινικη
Α
,
μερικη, η συ μ
και εLναι αρκετά διαδεδομένη (τucker
β'
,
,δ
ιωση εχει η
,
,
η μακρα ιστορια
τις τελευταιες τρεις δεκαετιες.
{ΠΗΓΗ: υ . s . Bureau of the Census, 2001.)
& Mitchell-Kernan, 1995).
ΓιατL ορισμένα ζευγάρια επιλέγουν απλώς να συγκατοικήσουν και όχι και να παντρευτούν; Ορισμένοι αισθάνονται ότι δεν εLναι έτοιμοι για μια διά βLου δέσμευση. Άλλοι θεωρούν ότι η συμβLωση προσφέρει ένα εLδος «ά σκησης» για την έγγαμη ζωή . Ορισμένοι απορρLπτουν το θεσμό του γάμου εξολοκλήρου, υποστηρίζοντας ότι ο γάμος εLναι ξεπερασμένος και ότι η
προσδοκLα πως ένα ζευγάρι θα μεLνει μαζί για όλη του τη ζωή, εLναι μη ρεα λιστική
(Hobart & Grigel, 1992· Cunningham & Antill, 1994· Martin, Martin, & Martin, 2001). Πάντως, όσοι πιστεύουν ότι η συμβίωση αυξάνει τις μελλοντικές πιθα νότητες για ευτυχισμένο έγγαμο βLο, κάνουν λάθος. Α ντLθετα, οι πιθανότη
τες διαζυγίου εLναι μεγαλύτερες για τα ζευγάρια, τα οποία εLχαν στο παρελ
θόν ακολουθήσει την πρακτική τής συμβLωσης , σύμφωνα με δεδομένα τόσο από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και από τη Δυτική Ευρώπη
(Brown, 2003· Doyle, 2004· Hohmann-Marriott, 2006· Rhoades, Stanley, & Markman, 2006). Παρότι η επιλογή τής συμβLωσης είναι συνήθης , ο γάμος συνεχίζει να ει ναι η προτιμώμενη πρακτική για τα περισσότερα άτομα στην πρώιμη ενήλι
κη ζωή. Πολλοί θεωρούν το γάμο ως τη φυσιολογική εξέλιξη μιας ερωτικής σχέσης , ενώ άλλοι αισθάνονται ότι ο γάμος αποτελεL το « σωστό» βήμα που κάνει κανεLς, όταν φτάνει σε μια συγκεκριμένη ηλικLα. Άλλοι επιθυμούν να παντρευτούν, εξαιτίας της ποικιλίας των ρόλων που μπορεί να αναλάβει ο/η
σύντροφος. Για παράδειγμα , ο/η σύντροφος μπορεL να παίξει οικονομικό
Σήμερα , τα άτομα διαφορετικού φύλου που συμβιώνουν , αποτελούν το 10% του συνόλου των ζευγαριών στις Ηνωμένες Πολιτείες (γύρω στα
7,5 εκατομμύρια άτομα).
166
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ρόλο, παρέχοντας ασφάλεια και οικονομική ευημερία. Επίσης, οι σύζυγοι εκπληρώνουν έναν σεξουαλικό ρόλο, προσφέροντας σεξουαλική ικανοποίηση , ολοκλήρωση, η οποία εί ναι πλήρως αποδεκτή από την κοινωνία. Ένας άλλος ρόλος είναι θεραπευτικός και ψυχα
γωγικός: Οι σύζυγοι προσφέρουν ο ένας στον άλλο τη δυνατότητα να συζητήσουν τα προ βλήματά τους και προβαίνουν σε κοινές δραστηριότητες. Ο γάμος, επίσης, αποτελεί τον μοναδικό, κοινωνικά πλήρως αποδεκτό , τρόπο απόκτησης παιδιών. Τέλος, ο γάμος προ σφέρει νομικά προνόμια και προστασία, όπως π. χ. κάλυψη του ενός από το πρόγραμμα ια τροφαρμακευτικής περίθαλψης του άλλου συζύγου
(Lillard & Waite, 1995· Furstenberg,
1996· DeVita, 1996). Παρόλο που ο γάμος παραμένει σημαντικός, δεν είναι ένας αμετάβλητος θεσμός. Για παράδειγμα, σήμερα, λιγότεροι άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι παντρεμένοι, από οποιαδήποτε περίοδο, από τα τέλη της δεκαετίας του
1890. Μέρος αυτής της μείωσης πρέ
πει να αποδοθεί στα αυξημένα ποσοστά διαζυγίων (θέμα, με το οποίο ασχολείται το Κε φάλαιο
16), αλλά η απόφαση των ατόμων να παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία είναι,
επίσης, ένας σημαντικός παράγων. Η μέση ηλικία (διάμεσος) πρώτου γάμου στις Ηνωμέ νες Πολιτείες σήμερα είναι τα
27 για τους άνδρες και τα 25 για τις γυναίκες, η μεγαλύτερη 1880 (βλέπε Σχήμα 14.5· Furstenberg, 1996· U.S. Bureau of the Census, 2001). ηλικία γάμου στις γυναίκες που έχει σημειωθεί στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του
Σε πολλές ευρωπα·ίκές χώρες, επίσης, αυξάνονται οι νόμιμες μορφές συμβίωσης δύο ατόμων. Για παράδειγμα, στη Γαλλία υφίσταται το «Συμφωνητικό Συμβίωσης» , με το οποίο το ζευγάρι αποκτά πολλά από τα νομικά δικαιώματα των παντρεμένων ζευγαριών. Το μόνο στο οποίο διαφέρει είναι ότι δεν ζητείται από αυτά τα ζευγάρια να προβούν σε διά βίου έννομη δέσμευση. Το «Συμφωνητικό Συμβίωσης» μπορεί να διακοπεί πολύ πιο εύ κολα από ό,τι ο γάμος'
(Lyall, 2004).
Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον ο γάμος χάνει την ισχύ του ως κοινωνι κός θεσμός. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική . Οι περισσότεροι άνθρωποι -γύρω στο
90%- τελικά παντρεύονται και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σχεδόν όλοι υιοθετούν την άποψη ότι η ποιοτική , έγγαμη ζωή είναι σημαντική. Πράγματι, περί τα 9 στα 10 άτομα ηλι κίας από 18 μέχρι 29 ετών θεωρούν ότι ο ευτυχισμένος γάμος αποτελεί σημαντικό συστατι κό μιας καλής ζωής (Roper Starch Worldwide, 1997). Γιατί οι νεαροί ενήλικες επιλέγουν να παντρευτούν αργότερα στη ζωή τους; Η χρονι
κή αυτή μετάθεση αντανακλά, εν μέρει, την ύπαρξη ανησυχιών σχετικά με την οικονομική κατάσταση και την επιθυμία του ατόμου να προωθήσει την επαγγελματική καριέρα. Η επιλογή επαγγέλματος και η έναρξη του επαγγελματικού βίου περιλαμβάνουν σειρά δύ σκολων αποφάσεων για τον νεαρό ενήλικα. Έτσι, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα σχέδια γάμου θα πρέπει να μετατεθούν, μέχρι να ισορροπήσουν στον επαγγελματικό τομέα και να αρχίσουν να έχουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα
(Dreman, 1997).
Παράγοντες που οδηγούν στον επιτυχημένο γάμο Οι σύζυγοι σε έναν επιτυχημένο γάμο έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Εκδηλώνουν εμφανώς την τρυφερότητά τους και μεταβιβάζουν ο ένας στον άλλο ελάχιστη αρνητική διά
θεση. Τα ζευγάρια με ευτυχισμένο γάμο τείνουν να θεωρούν τον εαυτό ως αλληλεξαρτώμενα μέλος του ζευγαριού και όχι ως ανεξάρτητο άτομο στη σχέση. Επίσης, χαρακτηρίζονται από
1. Παρόμοια χαρακτηριστικά 2008 (Σημ . Επιμ. Έκδ.).
μας το
έχει και το «Σύμφωνο Συμβίωσης>>, το οποίο θε σμοθετήθηκ ε στη χώρα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
167
27 26 25 24 ,Q
23
"'
.;(_ :Ι:
22 21
Σχήμα
20
ηλικίας γάμου
14.5
Αύξηση της
Η ηλικία, στην οποία οι άνδρες
19
και οι γυναίκες παντρεύονται
18
για πρώτη φορά , στις ΗΠΑ, εί
1910
1890 1900
1880
1930 1920
1970
1950
1980
1960
1940
ναι η μεγαλύτερη από τη δε
1990 2000
καετία του 1880. {ΠΗΓΉ: υ.s .
Άνδρες
L
Γυναίκες
Bureau of the Census.
2001.)
κοινωνικη ομογαμtα, με παρόμοιες προτιμΎ]σεις για ψυχαγωγικές δραστηριότητες και ρό λους. Έχουν παρόμοια ενδιαφέροντα και συμφωνοι'Jν στον καταμερισμό των ρόλων -όπως π. χ. στο ποιος βγάζει τα σκουπtδια και ποιος προσέχει τα παιδιά
(Gottman, Fainsilber-Katz, & Hooven, 1996- Carrere et al., 2000· Huston et al., 2001· Stutzer & Frey, 2006). Ωστόσο, η γνώση των χαρακτηριστικών των συζιJγων με πετυχημένους γάμους δεν έχει βοηθΎ]σει στην πρόληψη αυτοιJ που θα μποροιJσε να αποκληθεt «επιδημtα διαζυ
γtων». Οι σχετικοt αριθμοt εtναι σκληροt: ΠερLπου μόνον οι μισοt γάμοι στις Ηνωμένες Πο
λιτεtες παραμένουν ανέπαφοι. Κάθε έτος, πάνω από ένα εκατομμιJριο γάμοι καταλΎ]γουν σε διαζι'Jγιο, με μια αναλογtα
4,2 διαζυγtων για κάθε 1.000 άτομα. Στην πραγματικότητα, η
αναλογtα αυτη εtναι μικρότερη σε σιJγκριση με την αναλογtα-ρεκόρ που εtχε σημειωθεt στα μέσα της δεκαετtας του
1970 (όπου σε 1.000 άτομα αναλογοιJσαν 5,3 διαζιJγια) και οι
περισσότεροι ειδικοt υποστηρtζουν ότι τα ποσοστά διαζυγtου αρχtζουν να σταθεροποιοιJ νται
(National Center for Health Statistics, 2001).
Το διαζι'Jγιο δεν εtναι πρόβλημα μόνο στις Ηνωμένες Πολιτεtες. Σε πολλές χώρες τοιJ κόσμου, περισσότερο η λιγότερο προηγμένες, εμφανtζεται αιJξηση στα ποσοστά διαζυγtων τις τελευταtες δεκαετLες (βλέπε ΣχΎ]μα
14.6).
Παρόλο που οι συνέπειες του διαζυγtου μελετώνται λεπτομερέστερα στο Κεφάλαιο
16, όπου εξετάζεται η μέση ενΎ]λικη ζωΎ], θα πρέπει να τονιστεt ότι το διαζι'Jγιο εtναι πρό βλημα με αφετηρtα την πρώιμη ενΎ]λικη ζωη και τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βtου. Μάλι στα, τα περισσότερα διαζιJγια εμφανtζονται στα πρώτα
10 χρόνια του γάμου.
f i; Ι••Ξ:~ο•ο••·••••οο•ο••••• •••ο•σπ••••••••·~·•6D•Ξ•=••·~·· =• • • •π• ·~·• D•ΞI σ
>-
'70
-:::>
'80
'90
'70
'80
'90
'70
'80
'90
'70
'90
'80
'70
'80
'90
'70
'80
'90
'-f σ
Καναδάς
Σχήμα
Τσεχοσλοβακία
Δανία
Γαλλία I
Ιταλία
Ηνωμένες Πολιτείες
14.6 Παγκόσμια ποσοστά διαζυγίου
'
Η αύξηση των ποσοστών διαζυγίου δεν είναι μόνον αμερικανικό φαινόμενο: Δεδομένα από άλλες χώρες δείχνουν , επίσης, σημαντικές αυξήσεις. (ΠΗΓΗ :
Population Council Report, 1995.)
168
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
Π Ρ ΩΙ Μ Η ΕΝ Η Λ Ι Κ Η ΖΩΗ
Πρώιμες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις.
Οι συγκρούσεις στο γόμο δεν αποτε
λούν ασύνηθες φαινόμενο. Σύμφωνα με ορισμένες έρευνες , σχεδόν το
50% από τα προ
σφότως παντρεμένα ζευγόρια βιώνουν υψηλό επίπεδα σύ γκρουσης. Ένας από τους βασι
κούς λόγους είναι ότι αρχικό οι σύντροφοι ίσως εξιδανικεύουν υπερβολικό ο ένας τον όλ λο. Ωστόσο, καθώς οι απαιτήσεις της καθημερινότητας , της συμβίωσης και της συνεχούς
αλληλεπίδρασης αρχίζουν να γίνονται αισθητές , το ότομο βαθμιαία συνειδητοποιεί τα ελαττώματα του συντρόφου (όπως χαρακτηριστικό φαίνεται στο εισαγωγικό παρόδειγμα αυτής της ενότητας). Πρόγματι, κατό τα πρώτα
10 χρόνια της έγγαμης ζωής, και οι δύο
σύζυγοι αναφέρουν αρχικό ελόττωση της ποιότητας του γόμου, η οποία ακολουθείται από μια περίοδο σταθερότητας και ακολούθως συνεχίζεται η περαιτέρω μείωση της ποιό τητας του γόμου (βλέπε Σχήμα
14.7· Kurdek, 1999· 2002· 2003a· Huston et al., 2001· Karney
& Bradbury, 2005). Τα αίτια των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων είναι πολλό. Οι σύζυγοι πιθανώς δυ σκολεύονται στη μετόβαση από τον ρόλο του παιδιού των γονέων τους στον ρόλο του αυ
τόνομου ενήλικα. Άλλοι δυσκολεύονται να διαμορφώσουν ταυτότητα , ανεξόρτητη από τον/τη σύντροφό τους, ενώ όλλοι δύσκολα βρίσκουν χρόνο να τον μοιραστούν με τον/τη σύντροφό τους, συγκριτικό με το χρόνο που αφιερώνουν σε φίλους και όλλα μέλη της οικο γένειας
(Fincham, 1998· Caughlin, 2002· Crawford, Houts, & Huston, 2002· Murray, Bellavia, & Rose, 2003). Από το όλλο μέρος, τα περισσότερα παντρεμένα ζευγόρια θεωρούν τα πρώτα χρόνια
του γόμου όκρως ικανοποιητικό. Για τα ότομα αυτό, ο γόμος αποτελεί ένα είδος επέκτα σης των αρχικών σταδίων του δεσμού. Καθώς διαπραγματεύονται τις αλλαγές στη σχέση
και μαθαίνουν περισσότερα ο ένας για τον όλλο, πολλό παντρεμένα ζευγόρια ανακαλύ πτουν ότι είναι περισσότερο ερωτευμένοι από ό,τι πριν το γόμο. Μόλιστα, η πρώτη περίο
δος του έγγαμου βίου αποτελεί, για πολλα ζευγόρια, μία από τις ευτυχέστερες περιόδους ολόκληρης της έγγαμης ζωής
Karney, 2004).
Ο επιτυ χημένος γάμος « μετα
φράζεται» σε συντροφικότητα και αμοιβαία απόλαυση ποικί λων δραστηριοτήτων .
(Bird & Melville, 1994· Orbuch et al., 1996· McNulty &
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
124 123
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ~\:\ΙΠΥΞΗ ΚΑ Ι Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ Ε Ν ΗΛ ΙΚΗ ΖΩΗ
169
Γ------------------------------------------------~
!........•...................................... ·········································· . ............... ......................................... ]
122 •············ ········································ ...... ······························· ···•················ ······································ 121 ::J
ο
::ι
·σ
>-
(j
σ
120 119
f-
ι=-
f-
118
·ο
ο ~
(j ο
117
Q.
116
(j ο
115
·Ο
b
·ω
::2:
114
Σχήμα
113
14.7
Αντιλήψεις
σχετικά με την ποιότητα του
γάμου
112 1111·························· ............................................................................................................................ ,
Στις αρχές της έγγαμης ζωής ,
οι σύζυγοι εξιδανικεύουν ο ένας
q' 2
3
4
5
7
6
8
9
10
Έτος αξιολόγησης
τον άλλο. Όμως , με το πέρα
σμα του χρόνου , παρατηρείται μείωση της ποιότητας του γά μου.
Γυναίκες
Άνδρες
{ ΠΗΓΗ :
Γονεϊκός ρόλος: Η απόφαση για απόκτηση παιδιών Η απόφαση για απόκτηση παιδιών είναι μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις για το ζευ γάρι. Τι είναι αυτό που κάνει το ζευγάρι να αποφασίσει να αποκτήσει παιδιά; Είναι σαφές ότι το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι οικονομικά ασύμφορο: Υπολογίζεται ότι, στις ΗΠΑ, μια
οικογένεια μεσαίας κοινωνικοοικονομικής τάξης με δύο παιδιά ξοδεύει περίπου
233.000
δολάρια για κάθε παιδί, μέχρι την ενηλικίωσή του. Αν προστεθούν τα έξοδα της πανεπιστη
μιακής φοίτησης, το ποσό ανέρχεται στα
300.000 δολάρια ανά παιδί (Lino, 2001).
Παρ ' όλα αυτά, οι νεαροί_ ενήλικες επικαλούνται ψυχολογικούς λόγους για την από κτηση παιδιών. Αναμένουν ότι θα αντλήσουν ευχαρίστηση από το να βλέπουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, μια αίσθηση ολοκλήρωσης από τα επιτεύγματά τους, ικανοποίηση από την πορεία ανάπτυξής τους και χαρά από τις στενές σχέσεις με αυτά. Όμως, στην
απόφαση απόκτησης παιδιών ίσως υπάρχει και ένα στοιχείο προσωπικής «εξυπηρέτη σης». Για παράδειγμα, οι υποψήφιοι γονείς μπορεί να ελπίζουν ότι τα παιδιά τους θα τους φροντίσουν, όταν οι ίδιοι φτάσουν σε μεγάλη ηλικία, ότι θα συνεχίσουν την οικογενειακή επιχείρηση ή απλώς θα τους προσφέρουν συντροφιά. Άλλοι αποκτούν παιδιά, διότι αυτό αποτελεί μια υψηλή κοινωνική αξία: Πάνω από το
90% των παντρεμένων ζευγαριών έχουν τουλάχιστον ένα παιδί (Mackey, White, & Day, 1992). Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπάρχει απόφαση για απόκτηση παιδιών. Ένας αριθ
μός παιδιών γεννιούνται απρογραμμάτιστα, ως αποτέλεσμα αποτυχίας στη χρήση -ή της απουσίας- αντισυλληπτικών μεθόδων. Ορισμένα ζευγάρια μπορεί να έχουν προγραμματί σει να αποκτήσουν παιδιά , κάποια στιγμή στο μέλλον και, έτσι, η εγκυμοσύνη δεν θεωρεί ται ιδιαίτερα ανεπιθύμητη, αλλά αντίθετα ευπρόσδεκτη. Ωστόσο, σε οικογένειες όπου το
ζευγάρι δεν επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά ή θεωρεί ότι έχει ήδη αποκτήσει «αρκετά», η
Kurdek, 1999.)
170
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
εγκυμοσύνη ίσως δημιουργήσει προβλήματα (Clinτon &
Kelber. 1993· Leathers & Kelley,
2000· Pajulo, Helenius, & MaYes, 2006). Τα ζευγάρια στα οποία είναι πιθανότερο να σι•μβεί ανε:τιθίψητη εγκυμοσύνη, είναι
συνήθως τα περισσότερο κοινωνικώς ευπαθή. Η απ:τιθt!μητη ε-, r.υμοσύνη συμβαίνει συ χνότερα σε ζευγάρια νεαρής ηλικίας, με χαμηλά εισοδηματα zαι zαμηλό μορφωτικό επίπε δο. Ευτυχώς, τα τελευταία έτη σημειώνεται με','αλη αυςηση στη χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων και τα περιστατικά ανεπιθύμητης ηι.ψο01'\Ί]; ε-,ι:ουν μειωθεί σημαντικά
(Centers
for Disease Control, 2003· Villarosa, 2003). Μέγεθος οικογένειας.
Η ύπαρξη και χρήση α:τοτε) εσματικών αντισυλληπτικών μεθό
δων έχει, επίσης, μειώσει δραστικά τον αριθμό των :ταιδιών στη μέση σύγχρονη οικογένεια. Ενώ περί το
70%
των Αμερικανών , κατά τη δεχαετία του
1930, ανέφεραν
ότι ο ιδανικός
αριθμός παιδιών στην οικογένεια είναι τρία ή περισσότερα, στη δεκαετία του αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε στο
40%.
1990,
το
Σήμερα , οι περισσότερες οικογένειες δεν επιθυ
μούν να αποκτήσουν πάνω από δύο παιδιά, παρόλο που τα περισσότερα ζευγάρια δη λώνουν ότι ο ιδανικός αριθμός είναι τρία ή και περισσότερα παιδιά, όταν δεν υπάρχουν οικονομικοί περιορισμοί
(Kate, 1998· Gallup Poll, 2004).
Οι απόψεις αυτές έχουν επιφέρει αλλαγές στον γενικό ρυθμό των γεννήσεων. Το ο δείκτης γονιμότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε σε
1957,
3,7 παιδιά ανά γυναίκα και κα
τόπιν άρχισε να μειώνεται. Σήμερα, ο δείκτης γονιμότητας είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, το
οποίο είναι μικρότερο του επιπέδου αναπλήρωσης, δηλαδή του αριθμού των παιδιών, που η κάθε γενιά θα πρέπει να αποκτήσει, ώστε να μπορέσει να ανανεώσει τον πληθυσμό της. Αντίθετα, σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, ο δείκτης γονιμότητας εγγίζει τα διά ανά μητέρα
6,9
παι
(World Bank, 2004).
Ποιοι παράγοντες ευθύνονται για τη μείωση του δείκτη γονιμότητας; Εκτός της προ αβασιμότητας σε όλο και περισσότερο αξιόπιστες μεθόδους aντισύλληψης, ένας σημαντι
κός λόγος είναι το γεγονός ότι όλο και περισσότερες γυναίκες σήμερα εργάζονται. Η πίεση που ασκείται σε μια γυναίκα να επιτελεί το ρόλο της ως εργαζόμενης και συγχρόνως να μεγαλώνει παιδί, έχει ωθήσει πολλές γυναίκες να κάνουν λιγότερα παιδιά. Επιπλέον, πολλές εργαζόμενες γυναίκες επιλέγουν να αποκτήσουν παιδιά σε μεγαλύ τερη ηλικία, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με την επαγγελματική τους σταδιοδρο
μία. Πράγματι, οι γυναίκες ηλικίας
30-34 ετών είναι οι μόνες, στις οποίες ο
δείκτης γονιμό
τητας έχει στην πραγματικότητα εμφανίσει αύξηση στις προηγούμενες δεκαετίες. Παρ'
όλα αυτά, επειδή οι γυναίκες που αποκτούν το πρώτο τους παιδί στα
30
τους και μετά,
έχουν λιγότερα γόνιμα χρόνια, τελικά δεν έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν τόσα παι
διά, όσα οι γυναίκες που αρχίζουν την τεκνοποιία από τα
20 χρόνια και μετά. Επιπρόσθε
τα, οι έρευνες δείχνουν ότι οι γυναίκες που αποκτούν παιδιά ανά μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, εμφανίζουν καλύτερη υγεία, πράγμα που είναι πιθανό να οδηγεί τις οικογέ νειες στο να αποκτούν λιγότερα παιδιά
(Marcus, 2004).
Ορισμένα από τα παραδοσιακά κίνητρα, τα οποία ωθούν το ζευγάρι να αποκτήσει
παιδιά, όπως π.χ. η πιθανότητα παροχής οικονομικής στήριξης στην ύστερη ενήλικη ζωή, ίσως δεν είναι πλέον τόσο ελκυστικά. Οι υποψήφιοι γονείς είναι πιθανότερο ότι θεωρούν περισσότερο προβλέψιμη πηγή οικονομικής στήριξης στην ύστερη ενήλικη ζωή τη σύντα ξή τους παρά την εξάρτηση από τα παιδιά. Επιπρόσθετα, όπως ήδη σημειώθηκε, υπάρχει και το άμεσο κόστος της ανατροφής των παιδιών, ιδιαίτερα τα έξοδα των σπουδών τους, τα οποία έχουν αυξηθεί σημαντικά. Αυτός ο παράγων, επίσης, μπορεί να λειτουργήσει ως
αντικίνητρο για την απόκτηση πολλών παιδιών. Τέλος, ορισμένα ζευγάρια αποφεύγουν να αποκτήσουν παιδιά, επειδή φοβούνται ότι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
δεν θα γίνουν καλοί γονείς, είτε απλώς δεν επιθυμούν να αναλάβουν το
171
50"······································································
έργο και τις ευθvνες της ανατροφης παιδιών. Ορισμένες γυναίκες, επίσης,
40
ίσως ανησυχούν ότι θα χρειαστεί να αναλάβουν δυσανάλογα περισσότε
ρες ευθύνες στην ανατροφη των παιδιών, κάτι που, σε ορισμένες περιπτώ σεις, αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, όπως θα δοvμε παρακάτω.
Οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονείς.
~ 30
Q.
Ρ
Μία από τις σημαντικό
φανίστηκε στο δεvτερο ημισυ του
20ov αιώνα, είναι η
I I
20l. ....... J 10l. ....... J
τερες ιστορικές αλλαγές, η οποία επηρέασε τους νεαροvς ενηλικες και εμ
l.. .... 1......
rn······;. ·····ru.········ :.....
αvξηση του αριθμοv οι
των οικογενειών, στις οποίες και οι δυο σvζυγοι εργάζονται. Περί τα τρία
'
~
···~· :
..
··~-
τέταρτα των παντρεμένων γυναικών με παιδιά σχολικης ηλικίας εργάζο
~
~
~
νται εκτός σπιτιοv και πάνω από το
Εργασία
Δουλειές
Ανατροφή
50% των γυναικών με παιδιά ηλικίας
του σπιτιού των παιδιών
κάτω των
6 ετών είναι εργαζόμενες μητέρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μόνο το 17% των γυναικών με παιδιά ηλικίας ενός (1) έτους εργάζο νταν με πληρη απασχόληση. Σημερα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 50% και
D D
στην πλειονότητα των οικογενειών εργάζεται τόσο ο άνδρας όσο και η γυ ναίκα
(Darnton, 1990· Carnegie Task Force, 1994· Barnett & Hyde, 2001).
Σχήμα
Παντρεμένες γυναίκες Παντρεμένοι άνδρες
14.8 Κατανομή του έργου
Το οικογενειακό εισόδημα από την εργασία και των δυο γονέων εξα
Παρόλο που σε γενικές γραμμές οι δύο σύζυγοι
σφαλίζει οικονομικά πλεονεκτηματα, έχει όμως και το τίμημά του, ιδιαίτε
εργάζονται τις ίδιες ώρες κάθε ημέρα, οι γυναί
ρα στην περίπτωση των γυναικών. Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι δυο σvζυγοι εργάζονται τις ίδιες περίπου ώρες την εβδομάδα, η σvζυγος συ
κες συνήθως ασχολούνται περισσότερο , από ό ,τι οι άνδρες, με τις δουλειές του σπιτιού και με δοο στηριότητες , σχετικές με τη φροντίδα
νηθως αφιερώνει περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των παιδιών από ό,τι
ανατροφή των παιδιών.
ο σύζυγος
(ΠΗΓΗ : Googans & Burden, 1987.)
(Huppe & Cyr, 1997· Kitterod & Pettersen, 2006). Επιπλέον, πα-
ρόλο που οι άνδρες αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στα παιδιά τους από
ό,τι στο παρελθόν (το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί κατά
25% τα τελευταία 20 έτη), η σvζυ (Families
γος συνεχίζει να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στα παιδιά από ό,τι ο σvζυγος
and Work Institute, 1998). Επιπρόσθετα, το είδος της συνεισφοράς των ανδρών στις δουλειές του σπιτιοv συχνά διαφέρει από αυτη των γυναικών. Για παράδειγμα, ο σύζυγος συνηθως αναλαμβάνει δου λειές, όπως το κούρεμα του γκαζόν η επιδιορθώσεις στο σπίτι, οι οποίες είναι δυνατόν να
προγραμματιστοvν εκ των προτέρων (η και να αναβληθούν), ενώ οι δουλειές της συζύ γουν απαιτοvν άμεση προσοχη, όπως η φροντίδα των παιδιών και η προετοιμασία του γεύματος. Ως εκ τούτου, η σvζυγος υπόκειται σε υψηλότερα επίπεδα άγχους και στρες
(Barnett & Shen, 1997· Juster, Ono, & Stafford, 2000· Haddock & Rattenborg, 2003· Lee, Vernon-Feagans, & Vazquez, 2003· βλέπε Σχημα 14.8). Μετάβαση στον γονεϊκό ρόλο.
Ας δοvμε το παρακάτω απόσπασμα από τις σκέψεις
ενός ατόμου που μόλις έγινε γονιός:
Δεν είχαμε ιδέα τι μας περίμενε, όταν γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί. Είχαμε, βέ βαια, προετοιμαστεί για το γεγονός, διαβάζοντας βιβλία και άρθρα σε περιοδικά·
μάλιστα, παρακολουθήσαμε και σεμινάριο σχετικά με την ανατροφή παιδιών. Αλλά μόλις γεννήθηκε η κόρη μας, το μέγεθος της ευθύνης για τη φροντίδα της, η
παρουσία της κάθε στιγμή της ημέρας και γενικά οι πελώριες ευθύνες ανατροφής ενός άλλου ανθρώπου, απέκτησαν διαστάσεις που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί. Όχι ότι η κόρη μας ήταν βάρος. Αλλά η γέννησή της μας έκανε να βλέπουμε τον κόσμο με τελείως διαφορετικό τρόπο. Η άφιξη ενός παιδιοv συνεπάγεται αλλαγές σε κάθε πλευρά της οικογενειακης ζωης με θετι κό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με αρνητικό τρόπο. Η παρουσία ενός επιπλέον μέλους
172
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Καθώς όλο και περισσότερες γυναίκες σήμερα εργάζονται,
πολλές επιλέγουν να αποκτή σουν λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη ηλικία.
στην οικογένεια επιφέρει δραματικές αλλαγές στους ρόλους που οι σuζυγοι καλοuνται να
αναλάβουν. Οι δυο σuζυγοι γίνονται «μητέρα» και «πατέρας» και αυτές οι νέες ιδιότητες μπορεί να μειώσουν τη δυνατότητά τους να ανταποκριθοuν στον παλαιότερο και συνεχιζό μενο ρόλο του «συζuγου». Επιπλέον, η γέννηση του παιδιοu συνοδεuεται από σημαντικές σωματικές και ψυχολογικές απαιτήσεις, όπως σχεδόν διαρκή κόπωση, νέες οικονομικές ευ θuνες και αuξηση στις δουλειές του νοικοκυριοu
(Meijer & van den Wittenboer, 2007).
Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με πολλές μη δυτικές κοινωνίες, στις οποίες η ανατροφή του παιδιοu θεωρείται έργο που εμπλέκει ολόκληρη την κοινότητα, στις δυτικές κοινωνίες, οι οποίες δίνουν έμφαση στον ατομικισμό, η ανατροφή τοu παιδιοu θεωρείται προσωπική υπόθεση των γονέων. Κατά συνέπεια, οι γονείς στις δυτικές κοινωνίες καλοuνται να σχε διάσουν μόνοι τους την πορεία που θα ακολουθήσουν μετά τη γέννηση ενός παιδιοu, συ
χνά χωρίς αξιοσημείωτη υποστήριξη από την κοινότητα
(Rubin & Chung, 2006· Lamm &
Keller, 2007). Έτσι, για πολλά ζευγάρια, οι δυσκολίες που συνοδεuουν τη γέννηση ενός παιδιοu
προκαλοuν τα χαμηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από το γάμο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή του έγγαμου βίου τους. Αυτό ισχuει ιδιαίτερα για τις γυναίκες, οι οποίες, συγκριτι κά με τους άνδρες, τείνουν να είναι λιγότερο ικανοποιημένες από το γάμο μετά την άφιξη
των παιδιών. Ο πιθανότερος λόγος αυτής της διαφοράς φuλου είναι ότι η σuζυγος συχνά αντιμετωπίζει μεγαλuτερη αuξηση των ευθυνών της από ό,τι ο σuζυγος, ακόμη και στις οι
κογένειες, όπου οι δuο γονείς επιδιώκουν να μοιραστοuν εξίσου το έργο της ανατροφής
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
των παιδιών
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΑ ΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
173
(Levy-Shiff, 1994· Laflamme, Pomerleau, & Malcuit, 2002· Lu,
2006). Από το άλλο μέρος , η γέννηση ενός παιδιού δεν επιφέρει μείωση του επιπέδου ικανοποίησης από το γάμο σε όλα τα ζευγάρια . Σύμφωνα με έρευνες του John Gottman και των συνεργατών του (Shapiro, Gottman, & Carere, 2000) , η ικανοποίηση από το γάμο μπορεί να μείνει σταθερή , ή και να αυξηθεί, μετά τη γέννηση του παιδιού. Οι ερευνητές αυτοί εντόπισαν
τρεις παράγοντες, οι οποίοι επιτρέπουν στο ζευγάρι να αντιμετωπίσει με επιτυχία το έντονο στρες που συνοδεύει τη γέννηση ενός παιδιού. Συ γκε κριμένα , οι νέοι γονείς:
Προσπαθούν να οικοδομήσουν κλίμα αμοιβαίας στοργής και τρυφερό τητας .
Εξακολουθούν να γνωρίζουν -και να ενδιαφέρονται για το- τι συμβαίνει
στη ζωή του άλλου και αντιδρούν με κατανόηση σε αυτά τα γεγονότα. Αντιμετωπίζουν τα προβλήματα ως ελέγξιμα και επιλύσιμα. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές βρήκαν ότι τα ζευγάρια που ήταν ικανοποιημέ να από το γάμο τους, ως νεόνυμφοι, ήταν πιθανότερο να συνεχίσουν να εί ναι ικανοποιημένοι, καθώς μεγάλωναν τα παιδιά τους. Τα ζευγάρια που έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες ως προς το μέγεθος των ευθυνών, τις οποίες
Η γονε·ίκή ιδιότητα διευρύνει τους ρόλους των
θα πρέπει να αναλάβουν, τόσο ως προς το παιδί όσο και ως προς τις εργα-
συζύyων σε εκείνους τ?υ «πατέpα" και ;ης
'
'
'θ
'ζ
λ·
•
'
σιες στο σπιτι, συνη ως παρουσια ουν υψη οτερα επιπεδα ικανοποιησης, όταν γίνονται γονείς. Επιπρόσθετα, τα ζευγάρια που συνεργάζονται στενά
•cμητερας» , μια διαδικασια, η οποια μπορει να
ασκήσει σημαντικές επιδράσεις στις σχέσεις τους.
και συνειδητά υιοθετούν κοινούς στόχους και στρατηγικές ανατροφής τού παιδιού , είναι πιθανότερο να είναι περισσότερο ικανοποιημένα με τον γονε·ίκό τους ρόλο
(Schoppe-Sullivan et al., 2006· McHale & Rotman , 2007). Με άλλα λόγια, η απόκτηση παιδιών μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ικα
νοποίηση από το γάμο, τουλάχιστον στις περιπτώσεις ζευγαριών που ήδη βιώνουν υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από το γάμο. Στα ζευγάρια, στα οποία τα επίπεδα ικανοποίησης εί ναι εξαρχής χαμηλά, η απόκτηση παιδιών είναι δυνατόν να προκαλέσει επιπλέον προβλή ματα
(Shapiro et al., 2000· Driver, Tabares, & Shapiro, 2003).
Ομοφυλόφιλοι γονείς Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν με γονείς που αποτελούν ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Υπολογίζεται ότι περίπου το γυναικών είναι γονείς
20% των ομοφυλόφιλων ανδρών και (Falk, 1989· Turner, Scadden & Harris, 1990).
Πόσο μοιάζουν και πόσο διαφέρουν οι οικογένειες ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγα ριών; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό πρέπει πρώτα να μελετήσει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των ομόφυλων ζευγαριών που δεν έχουν παιδιά. Σύμφωνα με έρευνες
που συγκρίνουν ζευγάρια ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων ανδρών και γυναικών, οι υποχρεώσεις του νοικοκυριού τείνουν να κατανέμονται περισσότερο δίκαια στα ζευγάρια ομοφυλόφιλων από ό ,τι στα ζευγάρια ετεροφυλόφιλων. Στις ομοφυλόφιλες σχέσεις, οι σύ ντροφοι είναι πιθανότερο να αναλαμβάνουν τον ίδιο αριθμό υποχρεώσεων στο σπίτι, συ γκριτικά με τα ζευγάρια ετεροφυλόφιλων. Επιπλέον, οι σύντροφοι στα ομόφυλα ζευγάρια τάσσονται εμφανέστερα υπέρ της ισότητας στον επιμερισμό των εργασιών τού νοικοκυριού από όσο τα ετερόφυλα ζευγάρια
(Patterson, 1992, 1994· Parks, 1998· Kurdek, 1993, 2003b ).
174
ΜΕ ΡΟΣ Ε ΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝ Η Λ ΙΚΗ ΖΩΗ
Εντούτοις, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του ετερόq:υλου '"ευγαριού, η άφιξη ενός παιδιού ( συνηθως μέσω υιοθεσίας η τεχνητης γονιμοποίησης) αλλάζει σημαντικά τη δυναμικη των σχέσεων του ομοφυλόφιλου ζευγαριού. Όπως και στην περίπτωση των ετε
ρόφυλων ζευγαριών, αναπτύσσεται ένα είδος εξειδίκευσης των ρόλων. Σύμφωνα με πρό σφατες έρευνες με ομοφυλόφιλες μητέρες, για παράδειγμα, οι ευθύνες της ανατροφης τού παιδιού συνηθως βαρύνουν τη μία από τις δύο συντρόφους , ενώ το άλλο μέλος αφιερώνει περισσότερο χρόνο σε εργασία εκτός σπιτιού για την οικονομικη υποστήριξη της οικογένειας. Παρόλο που και οι δύο σύντροφοι συνηθως δηλώνουν ότι μοιράζονται εξίσου τις δουλειές του σπιτιού και οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού, η βιολογικη μητέρα εμπλέκεται πε ρισσότερο στη φροντίδα του παιδιού. Αντίθετα, η μη βιολογικη μητέρα στο ζευγάρι είναι πιθανότερο να αφιερώνει περισσότερο χρόνο σε εργασία εκτός σπιτιού
(Patterson, 1995).
Η πορεία της σχέσης των ομόφυλων ζευγαριών, όταν έρχονται τα παιδιά, εμφανίζει περισσότερες ομοιότητες με τα ετερόφυλα ζευγάρια, ιδιαίτερα στην αυξημένη εξειδίκευση ρόλων που απαιτεί η φροντίδα του παιδιού. Επίσης, φαίνεται ότι παρόμοια είναι και η εμπειρία των παιδιών που ανατρέφονται από δύο γονείς του ίδιου φύλου. Τα περισσότερα ερευνητικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες ομοφυ λόφιλων γονέων, δεν εμφανίζουν διαφορές προσαρμογης από τα παιδιά που μεγαλώνουν με ετεροφυλόφιλους γονείς. Αν και είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσουν περισσότερα
προβληματα σε μια κοινωνία, στην οποία οι ρίζες της προκατάληψης σχετικά με την ομο φυλοφιλία είναι βαθιές, τα παιδιά με δύο μητέρες η δύο πατέρες εμφανίζουν, τελικά, θετι κη πορεία (τasker & Golombok, 1997· Wainright & Patterson, 2004· Bos, van Balen, & van den Boom, 2007· Short, 2007).
Οι άγαμοι της πρώιμης ενήλικης ζωής Για ορισμένα άτομα η προτιμώμενη επιλογη δεν είναι ούτε ο γάμος ούτε η συμβίωση. Ζουν μόνοι, καθ ' όλη τη διάρκεια της ζωης, μια επιλογη στην οποία έχουν φτάσει συνειδητά. Πράγματι, τα ποσοστά των άγαμων ατόμων, τα οποία ζουν χωρίς σύντροφο, έχουν αυξη θεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ και περιλαμβάνουν το
20% των γυναι
κών και το ντροφο
30% των ανδρών. Περί το 10% θα περάσει την υπόλοιπη ζωη του χωρίς σύ {U.S. Bureau of the Census, 2002· Gerber, 2002).
Όσοι επιλέγουν να μην παντρευτούν η να ζησουν με σύντροφο, επικαλούνται ποικίλους
λόγους για την επιλογi] τούς αυτη. Ένας είναι ότι έχουν αρνητική στάση απέναντι στο γάμο. Αντί να βλέπουν το γάμο με τους ιδεώδεις όρους, με τους οποίους παρουσιαζόταν στα μέσα μαζικης επικοινωνίας κατά τη δεκαετία του
1950, εστιάζουν περισσότερο στα υψηλά ποσο
στά διαζυγίου και ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Έτσι, καταληγουν στην απόφαση ότι οι κίνδυνοι δημιουργίας μιας διά βίου σχέσης με άλλο άτομο είναι πολύ μεγάλοι.
Άλλοι θεωρούν ότι ο γάμος είναι υπερβολικά περιοριστικός. Τα άτομα αυτά αποδί δουν μεγάλη αξία στην προσωπικη αλλαγη και ανάπτυξη, η οποία θα παρεμποδιστεί από τη σταθερη , μακροχρόνια δέσμευση, την οποία συνεπάγεται ο γάμος. Τέλος, ορισμένοι άν θρωποι απλώς δεν τυχαίνει να γνωρίσουν το κατάλληλο άτομο, με το οποίο θα μπορούσαν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Έτσι, ίσως ως αναπληρωση, δίνουν ιδιαίτερη· ση μασία στην ανεξαρτησία, την αυτονομία και την προσωπικη τους ελευθερία
(DePaulo,
2004· DePaulo & Morris, 2006). Παρά τα πλεονεκτηματα που προσφέρει η αγαμία, υπάρχουν και ορισμένα μειονεκτημα τα. Η κοινωνία συχνά στιγματίζει τα άγαμα άτομα, ιδιαίτερα τις γυναίκες, καθώς ο γάμος
αποτελεί το «ιδεώδες» ως κοινωνικός θεσμός. Επιπλέον, η εργένικη ζωη είναι πιθανό να συ-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ Α.'\λΠΏ' ΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
175
νοδεύεται από απουσία συντροφικότητας και σεξουαλικής διεξόδου και οι άγαμοιJες ίσως αι σθανθούν ότι το μέλλον τους είναι λιγότερο ασφαλές από οικονομική άποψη
(Byrne, 2000).
Ιυνοnτική ιnισκόnηση
•
Η συμβίωση αποτελεί μία όλο και πιο δημοφιλή επιλογή των ατόμων στην πρώιμη ενή
•
Το διαζύγιο αποτελεί συχνή πρακτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα εντός των
λικη ζωή, αν και οι περισσότεροι επιλέγουν το γάμο.
10
πρώτων ετών του γάμου.
•
Τα ζευγάρια στη συντριπτική τους πλειονότητα επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά, αν και η διαθεσιμότητα των αντισυλληπτικών μέτρων και οι αλλαγές στο ρόλο τής γυναί κας στην εργασία, δρώντας συνδυαστικά, οδήγησαν στη μείωση του μέσου μεγέθους της οικογένειας.
•
Η απόκτηση παιδιού δημιουργεί εντάσεις, τόσο στις οικογένειες ετεροφυλόφιλων όσο και στις οικογένειες ομοφυλόφιλων ζευγαριών, και επιφέρει αλλαγές στους ρόλους και τις ευθύνες των συντρόφων.
Εργασία: Επιλογή και έναρξη επαγγελματικής σταδιοδρομίας nατί αποφάσισα να γίνω δικηγόρος; Η απάντηση με κάνει να νιώθω αμηχανία. Όταν ήμουν στο τελευταίο έτος του κολεγίου, άρχισα να σκέπτομαι τι θα κάνω, μό λις πάρω το πτυχίο. Οι γονείς μου με ρωτούσαν, όλο και πιο συχνά, τι επάγγελμα σκεπτόμουν να ακολουθήσω και αισθανόμουν την πίεση να αυξάνεται, κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Έτσι, άρχισα να σκέπτομαι σοβαρά το θέμα. Την πε ρίοδο εκείνη, οι ειδήσεις περιστρέφονταν συχνά γύρω από τη δίκη ενός διάσημου
προσώπου, γεγονός που με έκανε να σκέπτομαι πώς θα ήταν αν ήμουν δικηγόρος. Οι τηλεοπτικές σειρές με δικηγόρους πάντα με γοήτευαν και μπορούσα να με φα νταστώ σε ένα από αυτά τα τεράστια γωνιακά γραφεία με θέα την πόλη. nα τους
λόγους αυτούς και για κανέναν άλλο, επέλεξα να δώσω τις προκαταρκτικές εξετά σεις και να κάνω αίτηση στη νομική σχολή 1• Για τους περισσότερους ανθρώπους, η πρώιμη ενήλικη ζωή αποτελεί περίοδο αποφάσεων, οι οποίες θα ασκήσουν σημαντικές επιδράσεις σε ολόκληρη τη ζωή. Μία από τις σημαντι κότερες αποφάσεις είναι η επιλογή επαγγέλματος. Η επιλογή αυτή δεν σχετίζεται μόνον με τις απολαβές που εξασφαλίζει το άτομο, αλλά και με την κοινωνική θέση, την αίσθηση αυ τοαξίας και τη συνεισφορά του στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, οι επαγγελματικές αποφά σεις βρίσκονται στον πυρήνα της ταυτότητας του νεαρού ενήλικα.
Ταυτότητα στην πρώιμη ενήλικη ζωή : Ο ρόλος της εργασίας Σύμφωνα με τον ψυχίατρο
George Vaillant, η πρώιμη ενήλικη ζωή αντιστοιχεί σε ένα ανα
πτυξιακό στάδιο που το ονομάζει εδραίωση της καριέρας. Κατά το στάδιο εδραίωσης της καριέρας, το οποίο εκτείνεται από την ηλικία των
20 μέχρι 40 ετών, οι νεαροί ενήλικες
Εδ ρα ίωσ n καρ ι έρα ς Στάδιο, το οποίο εκτείνεται μεταξύ nλικίας
20-40 ετών,
όταν ο νεαρός ενι'iλικας επικεντρώνεται
1. Η Νομική
Σχολή στις ΗΠΑ δέχεται φοιτητές που έχουν ήδη ένα πρώτο πτυχίο (Ση μ. Επιμ. Έκδ.).
στnν επαγγελματικιi του καριέρα .
176
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην επαγγελματική τους zαριέρα. ~ε βάση μια εκτενή, διαχρονική έρευνα, στην οποία μελέτησε μια μεγάλη ομάδα αρρένων αποφοίτων του Πα
νεπιστημίου
Harvard και η οποία άρχισε όταν οι συμμετέχογτε ; ηταν πρωτοετείς στη δε καετία του 1930, ο Vaillant περιέγραψε μια γενική πορεία ψυχολογικής ανάπτυξης για τα άτομα αυτά (Vaillant, 1977· Vaillant & Vaillant, 1990). Συγκεκριμένα , στην αρχή της δεκαετίας των 20, οι νεαρο ί άνδρες συνήθως επηρεάζο νταν από τη γονε·ίκή εξουσία. Όμως, από τα τέλη της δεκαετίας των 20 και μετά, άρχισαν να ενεργούν με περισσότερη αυτονομία. Ορισμένοι παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδιά. Παράλληλα , άρχισαν -και επικεντρώθηκαν σε- μια επαγγελματική πορεία, μια περίοδο, την οποία ο ερευνητής ονόμασε περίοδο εδραίωσης της καριέρας.
Βασισμένος σε αυτά τα δεδομένα, ο
Vaillant σχεδίασε ένα σχετικώς « στεγνό» πορτραί
το των ατόμων στο στάδιο εδραίωσης της καριέρας. Οι συμμετέχοντες έδειξαν να εργάζο νται σκληρά, με σκοπό την κοινωνική και επαγγελματική τους άνοδο. Έτειναν να είναι
άτομα, τα οποία συμμορφώνονται με τους κανόνες του επαγγέλματος, που είχαν επιλέξει. Αντί για τα υψηλά επίπεδα ανεξαρτησίας και αμφισβήτησης, που είχαν επιδείξει στο πα ρελθόν, όταν βρίσκονταν ακόμη στο κολέγιο, εμφάνισαν πλήρη συμμόρφωση και «δόθη καν» ολοκληρωτικά, χωρίς καμία αμφισβήτηση, στο επάγγελμά τους. Ο
Vaillant υποστηρίζει ότι η εργασία έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή των αν
δρών τής έρευνάς του, ώστε το στάδιο εδραίωσης της καριέρας θα μπορούσε να θεωρηθεί συμπληρωματικό τού σταδίου οικειότητας ή απομόνωσης στη θεωρία ψυχοκοινωνικής ταυτότητας του
Erikson. Κατά την άποψη του Vaillant, οι προβληματισμοί σχετικά με την
επαγγελματική σταδιοδρομία υποσκελίζουν το ενδιαφέρον του ατόμου για οικειότητα και το στάδιο εδραίωσης της καριέρας γεφυρώνει το στάδιο οικειότητας ή απομόνωσης του
Erikson με το επόμενο στάδιο στη θεωρία του, το στάδιο παραγωγικότητας ή στασιμότη τας (η παραγωγικότητα αναφέρεται στη συνεισφορά τού ατόμου στην κοινωνία, όπως πε ριγράφεται στο Κεφάλαιο
16).
Οι αντιδράσεις στη θεωρία του
Vaillant υπήρξαν ανάμικτες. Οι επικριτές του υποστη Vaillant, αν και σχετικά μεγάλο, αποτελούνταν
ρίζουν, για παράδειγμα, ότι το δείγμα του
από άτομα ιδιαιτέρως ευφυή και μόνον άρρενες, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η γενί κευση των ευρημάτων του. ΕπΙJtλέον, τα κριτήρια της κοινωνίας έχουν αλλάξει σημαντικά από την εποχή που άρχισε η έρευνα, κατά τη δεκαετία του
1930 και είναι πιθανό ότι οι
απόψεις σχετικά με τη σημασία τής εργασίας έχουν αλλάξει. Τέλος, η απουσία γυναικείου πληθυσμού στο δείγμα, όπως και το γεγονός ότι από τότε έχουν σημειωθεί σημαντικές αλ λαγές στον εργασιακό ρόλο στη ζωή της γυναίκας, καθιστούν τα συμπεράσματα του
Vaillant
ακόμη πιο δύσκολο να γενικευθούν στον σύγχρονο, γενικό πληθυσμό. Εντούτοις , είναι δύσκολο να αμφισβητήσει κανείς τη σημασία τής εργασίας στη ζωή των περισσότερων ατόμων, καθώς πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν ότι η εργασία αποτε
λεί ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, για έναν απλό λόγο: Πολλοί άνθρωποι αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην εργασία από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα
(Deaux et al., 1995).
Στη συνέχεια εξετάζονται οι τρόποι, με τους οποίους το άτομο αποφασίζει ποιο επάγ γελμα θα ακολουθήσει, καθώς και οι συνέπειες της απόφασης αυτής.
Επιλογή επαγγέλματος: Μια διά βίου επιλογή Ορισμένα άτομα «γνωρίζουν», ήδη από την παιδική τους ηλικία , ότι θέλουν να γίνουν για
τροί, πυροσβέστες ή επιχειρηματίες και ακολουθούν μια σταθερή πορεία για να επιτύχουν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
14 •
το στόχο τους. Για άλλους, η επιλογή επαγγελματικής σταδιοδρομίας είναι σε μεγάλο βαθ μό θέμα τύχης, καθώς ψάχνουν στις αγγελίες «Ζητείται» για διαθέσιμες θέσεις εργασίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι ανήκουν κάπου μεταξύ των δύο αυτών άκρων.
Περίοδος φαντασίωσnc; Σύμφωνα με τον Giπzberg,
n περίοδος
που διαρκεί
μέχρι περίπου το
Θεωρία επιλογής σταδιοδρομίας του
Ginzberg.
Σύμφωνα με τον
Eli Ginzberg (1972),
το άτομο περνά κατά κανόνα από μια σειρά σταδίων στη διαδικασία επιλογής επαγγέλμα
τος. Το πρώτο στάδιο είναι η περίοδος φαντασίωσης , η οποία διαρκεί μέχρι το
llo έτος
της ηλικίας. Κατά την περίοδο αυτή, το άτομο επιλέγει και απορρίπτει επαγγέλματα, χω ρίς να λαμβάνει υπόψη κριτήρια, όπως δεξιότητες, ικανότητες ή διαθέσιμες επαγγελματι κές ευκαιρίες. Αντίθετα, οι επιλογές γίνονται αποκλειστικά με βάση το ποιο επάγγελμα φαίνεται ελκυστικό. Έτσι, ένα παιδί μπορεί να «αποφασίσει>> ότι θέλει να γίνει αστέρας
της ροκ μουσικής, παρά το γεγονός ότι δεν έχει καμιά μουσική δεξιότητα.
177
11 ο έτος
τnι; πλικίαι;, κατά τnν οποία το άτομο επιλέγει και απορρίπτει επαγγέλματα, χωρίς να λαμβάνει υπάjJn κριπlρια, όπως δεξιότπτει;, ικανότπτει;
n διαθέσιμες
επαγγελματικές ευκαιρίες .
Περίοδος διερεύνnσnι; Το δεύτερο στάδιο τnι; θεωρίας του Ginzberg, το οnοίο εκτείνεται στnν εφnβεία όταν το άτομο
Το άτομο αρχίζει να λαμβάνει υπόψη τις πρακτικές πλευρές του θέματος, όταν εισέρ
αρχίζει να μελετά
με πραγματικούς όρους
χεται στην περίοδο διερεύνησης, η οποία εκτείνεται στην εφηβεία. Αρχίζει να μελετά με
τις απαιπlσεις των διαφόρων
πραγματικούς όρους τις απαιτήσεις των διαφόρων επαγγελμάτων και να αξιολογεί κατά
επαγγελμάτων και να αξιολογεί
πόσον οι δικές του ικανότητες και ενδιαφέροντα ανταποκρίνονται σε αυτές τις απαιτή
κατά πόσον οι δικές του
σεις. Επιπλέον, το άτομο εξετάζει τις προσωπικές του αξίες και στόχους και διερευνά σε
ποιο βαθμό μπορεί ένα συγκεκριμένο επάγγελμα να τον ικανοποιήσει. Τέλος, στην πρώιμη ενήλικη ζωή, το άτομο εισέρχεται στην περίοδο ρεαλισμού. Στην
ικανότπτει; ανταποκρίνονται σε αυτές τις απαιτιlσειι;.
Περίοδοι; ρεαλισμού Το τρίτο στάδιο τπι; θεωρίας
περίοδο ρεαλισμού, το άτομο αρχίζει να διερευνά συγκεκριμένα επαγγέλματα, είτε μέσω
του Giπzberg, το οnοίο
ενασχόλησης στην πράξη είτε μέσω της εκπαίδευσης. Μετά την αρχική διερεύνηση για το
εμφανίζεται στnν πρώιμn ενιiλι ζωn, όταν το άτομο αρχίζει να
τι θα μπορούσε να κάνει, περιορίζει τις επιλογές του και καταλήγει σε μία συγκεκριμένη
διερευνά συγκεκριμένα
επαγγελματική επιλογή.
επαγγέλματα, είτε μέσω
Παρόλο που η θεωρία του
Ginzberg είναι αρκετά λογική, οι επικριτές του υποστηρί
ζουν ότι υπεραπλουστεύει τη διαδικασία επιλογής επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Επει δή η έρευνα του
ενασχόλπσnι; στπν πράξπ
είτε μέσω τπι; εκnαίδευσπι; και κατόπιν περιορίζει
Ginzberg βασίστηκε σε άτομα μεσαίας κοινωνικοοικονομικής τάξης, είναι
τις επιλογές του και καταλιlγει
πιθανό να μην ισχύει για άτομα χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. Επι
σε μία επαγγελματικιl επιλογιl .
πρόσθετα, τα ηλικιακά όρια που συνδέονται με τα στάδια ίσως είναι υπερβολικά αυστηρά. Για παράδειγμα, ένας νέος που δεν πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, αλλά αρχίζει να εργάζεται αμέσως μετά το λύκειο, είναι πιθανό να οδηγηθεί σε επιλογές σχετικές με το επάγγελμα, σε πολύ μικρότερη ηλικία από ό,τι ένας φοιτητής.
Επιπλέον, οι οικονομικές αλλαγές έχουν οδηγήσει πολλά άτομα σε αλλαγή επαγγέλματος σε μεταγενέστερα στάδια της ενήλικης ζωής τους.
Θεωρία τύπων προσωπικότητας του
Holland.
Άλλες θεωρίες για τις
επαγγελματικές επιλογές του ατόμου δίνουν έμφαση στον τρόπο, με τον οποίο η προσωπικότητα επηρεάζει τις επαγγελματικές αποφάσεις. Σύμφωνα με τον
John Holland,
για παράδειγμα, συγκεκριμένοι τύποι προσωπικότητας ταιριά
ζουν ιδιαίτερα με συγκεκριμένα επαγγέλματα. Α ν η aντιστοίχιση μεταξύ προ σωπικότητας και επαγγέλματος είναι επιτυχής, το άτομο θα απολαμβάνει το επάγγελμά του περισσότερο και είναι πιθανότερο να παραμείνει σε αυτό. Αντίθετα, αν η aντιστοίχιση είναι ακατάλληλη, το άτομο θα είναι ελάχιστα ικανοποιημένο και είναι πιθανότερο να αλλάξει επάγγελμα (Holland, 1973, 1987· Gottfredson & Holland, 1990). Σύμφωνα με τον Holland, έξι τύποι προσωπικότητας είναι σημαντικοί στην επιλογή επαγγέλματος, οι εξής: Ρεαλιστικός. Τα άτομα αυτά είναι «προσγειωμένα», επιλύουν τα προ βλήματα με πρακτικό τρόπο, έχουν επαρκείς σωματικές δυνάμεις, αλλά οι
Σύμφωνα με τη θεωρία του Giπzberg , το
άτομο περνά από μια σειρά σταδίων στη διαδικασία επιλογής επαγγέλματος . Το πρώ το στάδιο είναι η περίοδος φαντασίωσης , η οποία διαρκεί μέχρι την ηλικία των
11
ετών.
178
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
κοινωνικές τους δεξιότητε; ε
εργάτες και οδηγοί φορτηΊ'
Γινονται καλοί γεωργοί,
' ·.
Διανοητικός/θεωρητικός. Ο
α
σμένοι στο θεωρητικό και ο α κοινωνικές δεξιότητες. αJj.ά α.κά με τα μαθηματικά και τι; (fU
Κοινωνικός. Τα χαρακτηρ ι
_ ;.
•:τοι είναι προσανατολι-
εΥο. Δεν έχουν ιδιαίτερα καλές ι; • καί.α σε επαγγέλματα, σχετι·.ε; ε:-ι
ημε;.
ικα :-οι: σι: Υbεονται με τον κοινωνικό
τύπο προσωπικότητα; :τεριi.αμβά,·οι:ν ί.εκτικές δεξιότητες και δε
ξιότητες στις διαπροσω:τ ικέ; σ.ι.έσει;. Οι κοινωνικοί τύποι είναι κα λοί στη συνεργασία με άίj_α άτοuα και. κατά συνέπεια, γίνονται κα λοί έμποροι, εκπαιδευτικοί και σvμβουλοι. Συμβατικός. Τα συμβατικα άτομα ;τροτιμούν επαρκώς δομημένες ερ
γασίες. Γίνονται καΙ οί διοικητικοί υπάλληλοι, γραμματείς και ταμίες τράπεζας.
Επιχειρηματικός. Τα άτομα αυτά τείνουν να ριψοκινδυνεύουν και να αναλαμβάνουν ευθύνες. Είναι καλοί ηγέτες και ίσως είναι ιδιαιτέ ρως αποτελεσματικοί ως διευθυντικά στελέχη ή πολιτικοί. Σύμφωνα με τη θεωρία τύπων προσωπικότητας του
Holland,
όσο μεγαλύτερη είναι η συμφωνία με
ταξύ επαγγελματικής επιλογής και χαρακτηριστι
Καλλιτεχνικός. Οι καλλιτεχνικοί τύποι χρησιμοποιούν την τέχνη για να εκφραστούν και συνήθως προτιμούν τον κόσμο της τέχνης από
κών προσωπικότητας ενός ατόμου, τόσο πιο ικανο
τις συναλλαγές με άλλα πρόσωπα. Ταιριάζουν πολύ καλά σε επαγ
ποιημένο θα είναι το άτομο με την επιλογή του.
γέλματα, σχετικά με όλα τα είδη τέχνης.
Παρόλο που ο κατάλογος των τύπων προσωπικότητας του
Holland ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα, εμφανίζει ένα βασικό μειονέκτημα: Δεν ταιριάζουν όλοι οι άνθρωποι με απόλυτο τρόπο σε έναν συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας. Επιπλέον, είναι σαφές ότι
υπάρχουν εξαιρέσεις στην τυπολογία αυτή, όπως στις περιπτώσεις ατόμων, που ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά δεν ανήκουν στον τύπο προσωπικότητας τον οποίο θα προέβλεπε ο
Holland.
Ωστόσο, οι βασικές έννοιες της θεωρίας έχουν επιβεβαιωθεί και απο
τελούν τη βάση για ποικίλα ερωτηματολόγια, τα οποία συμπληρώνουν όσοι επιθυμούν να διαπιστώσουν ποιο επάγγελμα θα τους ταίριαζε περισσότερο
(Randahl, 1991).
Φύλο και επιλογή επαγγέλματος ΖΗΤΕΠΑΙ: Άτομο, για εργασία πλήρους απασχόλησης σε μικρή, οικογενειακή επι
χείρηση. ΚΑΘΉΚΟΝΤΑ: Περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται σε, γενική καθα ριότητα, μαγειρική, φροντίδα του κήπου, πλύσιμο, σιδέρωμα και επιδιόρθωση ρού χων, ψώνια, τήρηση λογιστικών βιβλίων και οικονομική διαχείριση. Ίσως χρειαστεί και φροντίδα παιδιών. ΩΡΑΡ/0:
55 ώρες την εβδομάδα, ωστόσο απαιτείται ετοι
μότητα σε 24ωρη βάση, 7 ημέρες την εβδομάδα. Επιπλέον εργασία στις αργίες. ΜΙΣΘΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΡΟΝΌΜΙΑ: Δεν προσφέρεται μισθός, αλλά παρέχεται τροφή, ένδυση και στέγη, σύμφωνα με την κρίση του εργοδότη. Ασφάλιση και άλλα προ νόμια εξαρτώνται από την καλή θέληση του εργοδότη. Χωρίς άδειες. Χωρίς εργο
δοτικές εισφορές. Χωρίς ευκαιρίες για επαγγελματική άνοδο. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ: Η προηγούμενη εμπειρία δεν κρίνεται απαραίτητη, ο εργαζόμενος μπορεί να μάθει
στην πράξη. Γίνονται δεκτές αιτήσεις μόνον γυναικών (Unger & Crawford, 1992, σ.
446).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠτΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
179
Πριν από μία γενιά, πολλές γυναίκες στην πρώιμη φάση της ενήλικης ζωής ήταν σίγουρες
ότι η παραπάνω περιγραφή θέσης εργασίας, η οποία ομολογουμένως μοιάζει υπερβολική, αντιστοιχεί στην εργασία που όχι μόνο μπορούν αλλά και επιθυμούν να κάνουν: τα οικο κυρικά. Ακόμη και οι γυναίκες που αναζητούσαν εργασία εκτός σπιτιού, αναγκάζονταν
να περιοριστούν σε συγκεκριμένα επαγγέλματα. Για παράδειγμα, μέχρι τη δεκαετία του
1960, οι αγγελίες προσφοράς εργασίας στις εφημερίδες των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν σχεδόν πάντα χωρισμένες σε δύο στήλες: τη στήλη με τίτλο «Ζητούνται άνδρες» και «Ζη τούνται γυναίκες». Οι κατάλογοι εργασίας για άνδρες περιελάμβαναν επαγγέλματα όπως
αυτό του αστυφύλακα, του οικοδόμου και του νομικού συμβούλου. Οι εργασίες για γυναί κες περιελάμβαναν επαγγέλματα όπως αυτά του γραμματέα, του εκπαιδευτικού, του τα
μία και του βιβλιοθηκονόμου. Ο διαχωρισμός των επαγγελμάτων που θεωρούνταν κατάλληλα για άνδρες και για γυ ναίκες απεικόνιζε τις παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με το τι ταιριάζει στο
καθένα από τα δύο φύλα. Παραδοσιακά, η γυναίκα θεωρούνταν ότι είναι περισσότερο κατάλληλη για κοινωνικά επαγγέλματα, τα οποία σχετίζονται με τις διαπροσωπικές σχέ σεις, όπως το επάγγελμα της νοσηλεύτριας. Αντίθετα, οι άνδρες θεωρούνταν περισσότερο
κατάλληλοι για επαγγέλματα δράσης, τα οποία σχετίζονται με την εκτέλεση/διεκπεραίω ση έργου, όπως το επάγγελμα του ξυλουργού. Μάλλον δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι τα κοινωνικά επαγγέλματα συνδέονται συστηματικά με χαμηλότερο κύρος και αποδο
χές, συγκριτικά με τα επαγγέλματα δράσης
(Eagly & Steffen, 1984· 1986· Hattery, 2000).
Παρόλο που οι διακρίσεις φύλου δεν είναι τόσο κραυγαλέες σήμερα όσο ήταν πριν από
t(οινωνικα επαγγέλματα Επαγγέλματα, τα οπο ία σχετίζονται με τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Επαγγέλματα δρόσπς Επαγγέλματα, τα οποία σχετίζονται με τπν
εκτέλεσπ!διεκπερα ίωσπ έργου.
μερικές δεκαετίες -σήμερα, για παράδειγμα, είναι παράνομες οι αγγελίες, στις οποίες ζη τούνται αποκλειστικά άνδρες ή γυναίκες- κατάλοιπα της παραδοσιακής προκατάληψης του ρόλου του φύλου εξακολουθούν να υπάρχουν. Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο
13, οι
γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να ακολουθήσουν παραδοσιακώς ανδροκρατούμενα επαγ γέλματα, όπως αυτό του μηχανολόγου ή του ηλεκτρονικού προγραμματιστή. Όπως φαίνε ται στο Σχήμα
14.9, αν και έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου στη μείωση του μισθολο 40 χρόνια, οι αποδοχές των γυναικών εξακολου
γικού χάσματος των φύλων τα τελευταία
θούν να είναι αρκετά χαμηλότερες από αυτές των ανδρών. Μάλιστα, σε πολλά επαγγέλματα, οι γυναίκες κερδίζουν αρκετά λιγότερα από τους άνδρες, παρόλο που έχουν την ίδια ακρι βώς θέση εργασίας
(Frome et al., 2006· U.S. Bureau of the Census, 2006).
Σήμερα εργάζονται εκτός σπιτιού περισσότερες γυναίκες από οποιαδήποτε άλλη επο χή, παρότι το κοινωνικό κύρος και οι αποδοχές είναι χαμηλότερα από αυτά των ανδρών.
>
·3
Q.
10
ε;
3,.. >
·3
90 80 70 ·-··-----------------------------------------·----·-····················--··------·----· 60
Ι
__:.e .. ~----- ------------------------------------------------------------
*
Σχήμα
14.9
Το μισθολογι
~
50 ··---······----------·-------··········---------·----------------······--···············-------············------------·--·------·······-----------·····
ο
40 ··-················-----------------------·--·-----------·-··········-------·----------·-···-·--···················-----·------------------------·----
Οι αποδοχές των γυναικών, ως
3,..
30 '··········-----------------------------------------·----------------------·-·-----··················--------·-----·-·······-----------------·-········
ποσοστό των αποδοχών των αν
10
§ ·Ο
b
g
20 ........................................................................................................................................................ . 1ο
ο
c
·-------------------------·---------------------------------------------------------···········-------------------------------------------------·-····
δρών, έχουν αυξηθεί από το
1979
και μετά, ωστόσο, έχουν
μόλις πλησιάσει το
75%
και
έχουν παραμείνει σταθερές τα
ο
1960
κό χάσμα των φύλων
1965
1970
1975
1980 Έτος
1985
1990
1995
2000
2005
τελευταία
3 έτη.
(ΠΗΓΗ: υ.s.
Bureau
2006.)
οΙ
the Census,
180
ΜΕΡΟ Σ ΕΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝ ΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Από το
1950
μέχρι το
2003, το
ποσοστό των γι•,·αικ
γατικό δυναμικό των Ηνωμένων Πολιτειών αυ ;η
α; α:τό
· ;.r.< α.-
γυναίκες σήμερα να αποτελούν περίπου το -- οο - ι•
_,
16
και άνω) , στο ερ-
σε :τ άνω από
60% , με τις
·.ου όυναμικού, ένα ποσοστό
ανάλογο με την παρουσία τους στον γενικ ό :τί.
,.
μούν να εργαστούν και οι περισσότερες από αυτέ ; -ο χα- _
νοι•ν σε κάποιο σημείο της
ζωής τους. Επιπλέον, στο
50%
ολες οι γυναίκες επιθυ
περίπου των νοιzοzι· _
κα έχει σχεδόν τις ίδ ιες αποδοχές με τον σύ~υ ,•ο
; Η. · uενε; Πολιτείες, η γυναί : L \\in. 1Q9 -· .S. Bureau of Labor
Statistics, 2003). Οι επαγγελματικές ευκαιρίες για τις γυναιzε ; ε ·αι :--οί.ί• :τερισσότερες από ό,τι στο παρελθόν. Μια γυναίκα είναι σήμερα πιθανότ ερο να Ό
\'fl
γιατ ρός. δικηγόρος, ασφαλι
στής ή οδηγός λεωφορείου. Εντού τοις, όπως αναq-ερθηzε :τ ρο η ιου μένως , σε συγκεκριμέ νες κατηγορίες εργασίας, εξακολουθ ούν να :ταρατηρουντ αι διαq;ορές φύλου. Για παρά δειγμα , οι γυναίκες οδηγοί λεωφορ είων είναι :τ ιθανότ ερο να οδ η γού ν σχολικά λεωφορεία και να εργάζονται με μερική απασχόληση , ενώ οι άνδρ ες είνα ι πιθανότερο να οδηγούν αστικά λεωφορεία με πλήρη απασχόληση και υψη λότερ ες αποδοχές. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι γυναίκες φαρμακοποιοί είναι πιθανότερο να εργάζονται σε νοσοκομεία, ενώ οι
άνδρες φαρμακοποιοί απασχολούνται σε ιδιωτικά φαρμακεία με υψηλότερες αποδοχές
(Unger & Crawford, 2003). Κατά παρόμοιο τρόπο, οι γυναίκες (όπως και οι ομάδες μειονοτήτων) σε επαγγέλμα τα υψηλού κύρους, με προβεβλημένο ρόλο, είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουν αυτό που έχει κοινώς ονομαστεί «γυάλινη οροφή». Η «γυάλινη οροφή» είναι το αόρατο φράγμα μέ σα στον επαγγελματικό χώρο, το οποίο, λόγω των διακρίσεων, εμποδίζει ένα άτομο να
εξελιχθεί σε ανώτερη θέση, πέραν ενός συγκεκριμένου επιπέδου. Το φράγμα αυτό λει τουργεί ανεπαίσθητα και, συχνά, τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διατήρησή του, δεν έχουν επίγνωση των τρόπων, με τους οποίους οι πράξεις τους διαιωνίζουν τις διακρί
σεις κατά των γυναικών και των ομάδων μειονοτήτων
(Goodman, Fields, & Blum, 2003·
Stockdale & Crosby, 2004).
Γιατί εργάζονται οι άνθρωποι; Το ερώτημα του τίτλου, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, εύκολο να απαντηθεί. Οι άνθρωποι
εργάζονται για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ζωής. Ωστόσο, η πραγματικότητα εί ναι διαφορετική , καθώς οι νεαροί ενήλικες παραθέτουν ποικίλους λόγους για την αναζή τηση εργασίας.
Εξωγενή και ενδογενή κίνητρα.
Είναι σαφές ότι ο άνθρωπος εργάζεται με σκοπό να
αποκτήσει συγκεκριμένα οφέλη, δηλαδή , παρακινούμενος από εξωγενή κίνητρα. Τα εξω Εξωγενn κίνnτρα Κίνnτρα, τα οποία οδnγούν το άτομο να αναζnη'ισεΙ
γενή κίνητρα παρωθούν το άτομο να αναζητήσει απτά/υλικά οφέλη, όπως χρήματα και κύρος
(Singer, Stacey & Lange, 1993).
α πτά/υλΙκά οφέλn,
Το άτομο, επίσης, εργάζεται για τη δική του ικανοποίηση , για προσωπικά οφέλη και
όπως χρ rΊ ματα κα Ι κύρος
όχι για τα οικονομικά οφέλη που προσφέρει η εργασία. Το είδος των κινήτρων αυτών εί
ΕσωτερΙκά/ενδογενrΊ κίνπτρα Κίν nτρα , τα οποία πα ρωθούν
ναι γνωστό ως ενδογενή/εσωτερικά κίνητρα . Σε πολλές δυτικές κοινωνίες οι άνθρωποι τείνουν να ακολουθούν την πουριτανική ηθική τής εργασίας, δηλαδή την αντίληψη ότι η
το άτομο να εργάζετα Ι
εργασία είναι από μόνη της πολύ σημαντική. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το να εργά
γΙ α τ nv ευχα ρ ίστ nσrΊ του
ζεται κανείς είναι μια πράξη που προσφέρει ψυχολογική και (τουλάχιστον με την παρα
κα Ι όχΙ γΙ α τnν α μο1βrΊ πο υ ίσως ενέχε Ι
n εργασία.
δοσιακή έννοια) πνευματική ευεξία και ικανοποίηση.
Η εργασία προσφέρει, επίσης , μια αίσθηση ατομικής ταυτότητας. Σκεφθείτε, για παρά-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ :\._'\ΑΙΠΥΞΗ λλ! Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
181
Τα εξωγενή κίνητρα παρωθούν τα άτομα να αναζητήσουν ατπή/ υλική επιβράβευση , όπως χρή
ματα, κύρος ή ένα ακριβό αυτο κίνητο.
δειγμα, τι λέει κανείς, όταν γνωρίζει κάποιον για πρώτη φορά. Αφού πει το όνομά του και πού μένει, κατά κανόνα, αναφέρει το επάγγελμά του. Επομένως, το επάγγελμα αποτελεί τμήμα της ταυτότητάς του. Η εργασία ίσως αποτελεί, επίσης, βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής τού ατόμου. Επειδή το άτομο περνά καθημερινά πολλές ώρες στο εργασιακό του περιβάλλον, η εργα σία μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για δημιουργία σχέσεων φιλίας και για κοινωνικές δραστηριότητες. Οι κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται στην εργασία, είναι πιθανό να μεταφερθούν και στους άλλους τομείς της ζωής του ατόμου. Επιπλέον, συχνά υπάρ χουν κοινωνικές υποχρεώσεις -όπως δείπνο με τον εργοδότη ή ετήσιες εορτές- οι οποίες σχετίζονται με την επαγγελματική ζωή του ατόμου. Τέλος, το είδος της εργασίας που επιλέγει κανείς να ασκήσει, αποτελεί σημαντικό πα
ράγοντα στον καθορισμό του κύρους, της κοινωνικής του θέσης. Κοινωνική θέση/κύρος
ΚοινωνικrΊ θέσn/κύρος
είναι η αξιολόγηση του ρόλου που παίζει ένα άτομο στην κοινωνία. Το επάγγελμα συνδέε
Η αξιολόγnσn ενός ρόλου
ται με συγκεκριμένη κοινωνική θέση/κύρος, όπως φαίνεται και στον Πίνακα
14.4. Για πα
ράδειγμα, οι γιατροί και οι δικηγόροι βρίσκονται κοντά στην κορυφή της ιεραρχίας, ενώ οι υπάλληλοι γραφείου και τα άτομα που εργάζονται στην κουζίνα, βρίσκονται στις χαμηλό τερες θέσεις.
Ικανοποίηση από την εργασία.
Το κύρος που αποφέρει ένα συγκεκριμένο επάγγελ
μα, επηρεάζει το βαθμό ικανοποίησης του ατόμου από τη δουλειά του. Όπως θα ανέμενε κανείς, όσο υψηλότερο είναι το κύρος του επαγγέλματος, τόσο πιο ικανοποιημένο τείνει να είναι το άτομο. Επιπλέον. το κύρος της εργασίας του ατόμου με το υψηλότερο εισόδη μα στην οικογένεια επηρεάζει την κοινωνική θέση του συνόλου των μελών της οικογένειας
(Green, 1995· Schieman, McBήer, &
νan
Gundy, 2003).
rΊ ατόμου, από άλλα, συναφrΊ μέλn τnς ομάδας rΊ τnς κοινωνίας.
182
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ •
Πίνακας
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
14.4 Κοινωνικό κύρος διαφόρων επαγγελμάτων
Επάγγελμα
Βαθμός
Επάγγελμα
Βαθμός
•
Ιατροί και χειρουργοί
•
Δικηγόροι
99
52
•
Μηχανικοί-σχεδιαστές ηλεκτρονικών προγραμμάτων
94
50
•
Ψυχολόγοι
93
•
Θεραπευτές
Αρχιτέκτονες
92
•
Υπάλληλοι cr.c.:Jε"'
Καθηγητές πανεπιστημίου
86
•
Καθηγητές γυμνασίου-λυκείου
86
•
Διευθυντικά στελέχη υπηρεσιών υγείας
85
•
Διευθυντικά στελέχη ανθρώπινου δυναμικού
82
Βοηθοί ιατρών
42
•
Εκπαιδευτικοί στην ειδική αγωγή
80
•
Εκδότες
79
•
•
Κοινωνικοί λειτουργοί
77
•
Πυροσβέστες
77
•
Συγγραφείς
• •
•
100
•
•
53
Δικαστικοί υι.
c
48
~-
ενδείξεων κατανάλωσης
46
Επισκευαcττεχ:
45
Επαγγελματίες -J)()(Πασίας ζώων
44
Λογιστές
44
τ σπετσιέρης
41
Υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων
39
•
Σεφ
39
•
Ταμίες τραπεζών
36
76
•
Ξυλουργοί
35
Διευθυντικά στελέχη υπηρεσιών κηδειών
75
•
Χορευτές/χορογράφοι
32
Ιερωμένοι
75
•
Κουρείς
31
•
Ειδικοί στοματικής υγιεινής
74
•
Επαγγέλματα σχετικά με τον κινηματογράφο
27
•
Ιδιωτικοί ντετέκτιβ
72
•
Φροντιστές ζώων, εκτός φάρμας
25
•
Μηχανικοί αεροπλάνων
72
•
Υπάλληλοι στη φροντίδα παιδιών
21
•
Μεσίτες ακίνητης περιουσίας
70
•
Πωλητές διά του τηλεφώνου
20
•
Διοικητικοί υπάλληλοι ταχυδρομικών υπηρεσιών
69
•
ΟικιακοUπροσωπικοί βοηθοί
19
11
Πλήρωμα ασθενοφόρου και παρα'ίατρικό προσωπικό
65
•
Επιτηρητές διαβάσεων πεζών
Σωφρονιστικοί υπάλληλοι
60
•
Υπηρέτριες και οικιακό προσωπικό
7
•
Ηλεκτρολόγοι
58
•
Εργάτες παρασκευής τροφίμων σε εστιατόριο
3
•
Φυσιοθεραπευτές
56
•
Πωλητές καταστημάτων
•
Ηθοποιοί
55
•
Εργάτες στην κουζίνα εστιατορίων
•
Ασφαλώς, η κοινωνική θέση και το κύρος δεν εLναι το παν: Ο βαθμός ικανοποLησης
του εργαζόμενου εξαρτaται και από aλλους παρaγοντες, όπως η Lδια η φύση τής εργα σιας. Για παρaδειγμα, ας δούμε την περLπτωση γυναLκας, εργαζόμενης σε ασφαλιστική
εταιρLα. Η δουλειa της εLναι να περνa δεδομένα σε έναν υπολογιστή, για
9 ώρες την ημέ
ρα, με δύο 15λεπτα διαλεLμματα και ένα διaλειμμα μLας ώρας για γεύμα. Δεν μπορει να γνωρLζει πόσα ακριβώς χρήματα κερδLζει, καθώς ο μισθός της εξαρτaται από τον αριθμό των αιτήσεων ασφaλειας ζωής, τις οποLες καταγρaφει ηλεκτρονικό κaθε ημέρα. Ο υπολο γισμός του μισθού της ε(ναι τόσο πολύπλοκος, ώστε η πληρωμή της κυμαLνεται από τα στα
217
400 δολόρια την εβδομaδα, οπότε κaθε φορa που πληρ ώνεται, βρLσκεται προ εκπλή (Booth, 1987· Ting, 1997).
ξεως
Άλλα aτομα που εργaζονται σε υπολογιστές , ελέγχονται συνεχώς και ο επόπτης
τους μπορει να ελέγξει πόσα πλήκτρα το λεπτό πιέζει ο κ a θ ε εργαζόμενος. Σε ορισμένες εταιρ(ες , όπου οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν το τη λέq;ωνο γ ια πωλήσεις ή για να πa-
ΚΕΦΑΛΑlΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΓι' ΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ρουν παραγγελίες πελατών, οι συνομιλίες τους καταγράφονται από τους επόπτες. Επί σης, οι επόπτες ελέγχουν ή περιορίζουν τη χρήση του Διαδικτvου και του ηλεκτρονικοΊ) ταχυδρομείου των εργαζομένων. Δεν πρέπει, λοιπόν, να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τέτοια είδη εργασιακου στρες προκαλοvν μείωση της ικανοποίησης από την εργασία
(McDonald, 2003). Ο βαθμός ικανοποίησης από την εργασία είναι υψηλότερος, όταν οι εργαζόμενοι έχουν την αίσθηση ότι συνεισφέρουν στη φvση της εργασίας τους και αισθάνονται ότι οι ιδέες και η γνώμη τους εκτιμάται. Επίσης, προτιμοvν θέση εργασίας που προσφέρει ποικι λία και προϋποθέτει διαφορετικές δεξιότητες, συγκριτικά με εργασία που δεν έχει πολλές απαιτήσεις. Τέλος, όσο περισσότερη επιρροή ασκεί ένας εργαζόμενος στους άλλους, είτε
άμεσα ως επόπτης , είτε έμμεσα, τόσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα ικανοποίησης από την εργασία
(Steers & Porter, 1991· Peterson & Wilson, 2004· Thompson & Prottas, 2006).
Μερικές οδ ηγίες για την επιλογή επαγγελματικής σταδιοδρομίας Μ ία από τις σημαντικότερες προκλήσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει το άτομο στην πρώιμη ενήλικη ζωή, είναι η λήψη μιας απόφασης, η οποία θα επηρεάσει ολόκληρη τη ζωή του: η επιλογή επαγγέλματος. Παρόλο που δεν υπάρχει μία και μοναδική ορθή επιλογή -οι πε ρισσότεροι μποροvν να είναι ικανοποιημένοι με διάφορα επαγγέλματα- το πλήθος των επιλογών είναι πιθανό να αποθαρvνει τον νεαρό ενήλικα. Παρακάτω αναφέρονται ορι σμένες κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες μπορεί κάποιος να υιοθετήσει, για να απαντή σει στα ερωτήματα σχετικά με το ποια επαγγελματική πορεία να ακολουθήσει: Αξιολογήστε με συστηματικό τρόπο όλες τις επιλογές. Οι βιβλιοθήκες προσφέρουν πλήθος πληροφοριών σχετικά με πιθανές επιλογές επαγγέλματος και τα πανεπιστήμια έχουν Κέντρα ΕπαγγελματικοΊ) ΠροσανατολισμοΊ), στα οποία προσφέρονται σχετικές οδηγίες και πληροφορίες. Γνωρίστε τον εαυτό σας. Αξιολογήστε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά σας, πιθανώς συμπληρώνοντας σχετικό ερωτηματολόγιο σε κάποιο από τα κέντρα επαγ γελματικοΊ) προσανατολισμοΊ), το οποίο προσφέρει σημαντική βοήθεια για την αξιολό γηση των ενδιαφερόντων, δεξιοτήτων και αξιών σας. Δημιουργήστε λίστα με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που πιθανώς έχει το
κάθε επάγγελμα. Πρώτα, κάνετε λίστα με τα προσωπικά οφέλη και απώλειες και μετά με τα οφέλη και τις απώλειες για τους άλλους, όπως τα μέλη της οικογένειάς σας. Κατόπιν, σημειώστε το βαθμό aυτο-επιβεβαίωσης που θα βιώσετε, αν επιλέξετε να aσκήσετε το συγκεκριμένο επάγγελμα. Τέλος, σημειώστε την αναμενόμενη κοινωνική επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία , την οποία πιθανώς θα δεχθείτε από τους άλλους. Αξιο λογώντας συστηματικά τα διάφορα πιθανά επαγγέλματα , σvμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, θα βρεθείτε σε ευνο·ίκότερη θέση να συγκρίνετε τις διάφορες πιθανότητες. Δοκιμάστε διάφορες θέσεις εργασίας ως μαθητευόμενοι, με ή χωρίς αμοιβή. Δοκιμάζο ντας στην πράξη ένα επάγγελμα, ο μαθητευόμενος μπορεί να αντιληφθεί καλvτερα την πραγματική φvση του συ γκεκριμένου επαγγέλματος. Θυμηθείτε ότι, αν κάνετε κάπο ιο λά θος , μπορείτε να αλλάξετε επάγγελμα. Πράγμα
τι, όλο και περισσότερα άτομ α σΙi μερα αλλάζουν επάγγελμα στην πρώιμη ενήλικη
183
184
ΜΕ ΡΟ Σ Ε ΚΤΟ •
ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ζωή, αλλά και αργότερα. Κανείς δεν θα πρ έπει Υα αι
άΥεται όμηρος μιας απόφα
σης, την οποία έλαβε κάποια στιγμή στη ζωή το~. ο_ ω; έχουμε δει στο παρόν σύ γραμμα, τα άτομα συνεχίζουν να δείχνουν αξιοσημείω
αΥα :ττυξη σε όλο το φάσμα
της ζωής τους.
Είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι η αλλαγή σε αξίε;. ενδιαφέρ οντα, ικανότητες και συνθήκες ζωής, μπορεί να καταστήσει μια διαq;ορετικη ααγγελματική πορεία περισ
σότερο κατάλληλη αργότερα στη ζωή από ό,τι αυτ ή :του είχε επιλέξει στην πρώιμη ενήλικη ζωή του.
Ιυνοnτική ιnισκόnηση
•
Η επιλογή επαγγέλματος αποτελεί σημαντικό βήμα στην πρώιμη ενήλικη ζωή, τόσο σημαντικό, ώστε ο ψυχίατρος
George Vaillant
υποστηρίζει ότι η εδραίωση της καριέ
ρας αποτελεί αναπτυξιακό στάδιο, ισάξιο με το στάδιο οικειότητας ή απομόνωσης της θεωρίας του
•
Erikson. Eli Ginzberg, το
Σύμφωνα με τον
άτομο περνά από τρία στάδια κατά την επιλογή τού
επαγγέλματος: την περίοδο φαντασίωσης, την περίοδο διερεύνησης και την περίοδο ρεαλισμού.
•
Άλλες θεωρίες επιλογής επαγγέλματος, όπως η θεωρία του
John Holland,
επιχειρούν
να βρουν συνάφεια ανάμεσα στον τύπο προσωπικότητας του ατόμου και το κατάλλη λο επάγγελμα.
•
Τα στερεότυπα φύλου αλλάζουν, ωστόσο η γυναίκα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προ κατάληψη ως προς τις επιλογές επαγγέλματος, τους ρόλους και τις αποδοχές της.
•
Οι παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονται με την επιθυμία του ατόμου να εργαστεί, περι λαμβάνουν τόσο εξωγενή , όσο και τα ενδογενή/εσωτερικά κίνητρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
14 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΑΠΓι' ΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ .,._
Κοινωνικό ρολόι (σ.
;...
Στάδιο οικειότnταc;
;...
Θεωρία ερεθίσματος
;...
Περιnαθnc;
(σ. (σ.
(σ.
;... ;...
ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΕΣ
150)
n αnομόνωσnc;
152) - αξιών-
ρομαντικός) έρωταc;
155)
Συντροφικn αγάnn (σ.
155)
Θεωρία κατονομασίαc; του περιπα
θούς έρωτα (σ.
155)
Στοιχείο οικειότnταc; (σ. Στοιχείο πάθουc; (σ.
;.;. ;. ;... ;...
156) 156)
Στοιχείο απόφασnc;/δέσμευσnc; (σ.
ρόλων
154) (n
;. ;... ;...
156)
Ομογαμία (σ.
;.-
(σ.
Περίοδοc; ρεαλισμού (σ.
;.;... ;...
Επαγγέλματα δράσnc; (σ.
Συμβίωσn/συγκατοίκnσn (σ. Εδραίωσn καριέραc; (σ.
165) 175)
;.-
Κοινωνικn θέσn/Κύροc; ( σ.
(σ.
177)
179)
Εξωγενn κίνnτρα (σ.
179)
180)
Εσωτερικά/ενδογενn κίνnτρα (σ.
Περίοδοc; φαντασίωσnc;
177)
Κοινωνικά επαγγέλματα (σ.
160)
177)
;.;...
160)
Αναβαθμός γάμου (σ.
Περίοδοc; διερεύνnσnc;
180) 181 )
185
15
Η σωματικn
και
n γνωστικn
ανάπτuξn
στn μέσn ενnλικn zωn
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
---
ΣΩΜΑτΙΚΗ ΑΝΑΠτvΞΗ
•
Η σταδιακn αλλαγn
• Υγεία και ασθένεια: Οι διακυμάνσεις
στις σωματικές ικανότnτες
Τα ορόσnμα τnς αλλαγnς
Μειώνεται
n νοnμοσύνn
κατά τnν ενιlλικn zωn;
τnς μέσnς ενιlλικnς zωnς
• Ύψος, βάρος και δύναμn: •
ΓΝΩΗΙΚΗ ΑΝΑΠτvΞΗ
ΥΓΕΙΑ
•
Τ ο στρες στn μέσn ενιlλικn zωn
Η ανάπτυξn τnς εμπειρογνωμοσύνnς
•
Τύπος Α και Τύπος Β
Η μνnμn στn μέσn nλικία
Οι αισθnσεις: Όρασn και ακοn
στn στεφανιαία νόσο: Σύνδεσn υγείας
στn μέσn ενιlλικn zωn
και προσωπικότnτος
•
Χρόνος αντίδρασnς: Βαθμιαίες αλλαγές
•
Τα σεξ στn μέσn ενnλικn zωn
•
Η απειλιl του καρκίνου
Πρόλογος: Σε «φόρμα» για τη ζωή Είκοσι οχτώ nμέρες,
222 ώρες ποδnλασία και 1.939 χιλιόμετρα μοναχικού ταξιδιού με το ποδrlλατο ... θα σας
βοnθnσουν να χάσετε βάρος, πράγμα που χρειαzόταν ο 46χρονος Π. («Πέτρος»). Αλλά το να ξεπερνάς τn μονα ξιά, περνώντας σαν σίφουνας ανάμεσα από τις αρκού
δες, να δέχεσαι τnν καλοσύνn των ξένων και να εξαρτά σαι από τον εαυτό σου και όχι από τις ανέσεις, είναι ένα
δώρο που διαρκεί πολύ περισσότερο. Τα τελευταία
460
χιλιόμετρα, όλο λάσπn και χαλίκι,
nταν τα δυσκολότερα, αλλά τα πρώτα
nταν ακόμn πιο δύσκολα, γιατί
500 χιλιόμετρα n παραίτnσn nταν ευκο
λότερn επιλογn τότε. Στο ταξίδι, που κράτnσε ένα μn να, ο μόνος του τραυματισμός nταν ένας πόνος στnν
πλάτn από τα πολλά χιλιόμετρα μιας διαδρομnς γεμά
τnς λακκούβες. Γύρω στα μισά τnς διαδρομnς, ο Π. πέρασε ένα νοnτικό φράγμα: από τnν ελπίδα ότι θα μπορούσε να το κάνει, στn συνειδnτοποίnσn ότι όντως μπορούσε. Είχε ανάγκn τnν εμπιστοσύνn αυτn και τnν αποφασιστικότn
τα, καθώς ο δρόμος προς τον τελικό προορισμό γινόταν όλο και πιο δύσκολος. «Ξανακέρδισα αυτό που νόμιzα ότι έχω χάσει για πάντα ως μεσιlλικαςη, λέει ο Π. «Αλλά συνάντnσα αν
Για πολλούς ανθρώπους, η μέση ενήλικη ζωή είναι μια περίοδος
θρώπους που κάνουν ένα σωρό πράγματα που θα σας
κατά την οποία η σωματική δραστηριότητα παραμένει σε υψηλά
εξέπλnτταν» (Seνen,
επίπεδα.
2006,
σ.
6).
188
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
8
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ο ενθουσιασμός με τον οποίο ο Π. ανακάλυψε ξανά την ποδηλασία στην εξοχη είναι εν δεικτικός μιας επανάστασης, η οποία επισυμβαίνει στη σωματικη δραστηριότητα των αν
θρd:ιπων στη μέση ενηλικη ζωη. Πλησιάζοντας το ορόσημο του μισού αιd:ινα ζωης, εντυπω σιακά πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν σε γυμναστηρια, επιδιd:ικοντας να διατηρησουν την υγεία και την ευκινησία τους, καθd:ις μεγαλd:ινουν.
Αυτό το κάνουν επειδη στη διάρκεια της μέσης ενηλικης ζωης, που ορίζεται περίπου ως η περίοδος μεταξύ
40
και
65
ετd:ιν, πολλοί άνθρωποι έρχονται για πρd:ιτη φορά αντιμέ
τωποι με ορατά στοιχεία που τους υπενθυμίζουν ότι ο χρόνος περνάει. Το σd:ιμα τους και, σε κάποια έκταση, οι γνωστικές τους ικανότητες αρχίζουν να αλλάζουν με καθόλου επιθυ μητούς τρόπους. Εξετάζοντας τις σωματικές, γνωστικές και κοινωνικές αλλαγές της μέσης
ενηλικης ζωης στο κεφάλαιο αυτό και στο επόμενο, διαπιστd:ινει κανείς ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο αρνητικά. Σ' αυτη την περίοδο πολλά άτομα βρίσκονται, επίσης, στο ανd:ιτατο σημείο των δυνατοτητων τους, καθd:ις εμπλέκονται στη διαδικασία διαμόρφωσης της ζωης τους όσο ποτέ στο παρελθόν. Το κεφάλαιο αρχίζει με την εξέταση της σωματικης ανάπτυξης. Περιγράφονται οι αλλα γές στο ύψος, το βάρος και τη δύναμη και παρουσιάζεται η ελαφρά μείωση των αισθητηρια κd:ιν ικανοτητων. Εξετάζεται, επίσης, ο ρόλος της σεξουαλικότητας στη μέση ενηλικη ζωη. Παρουσιάζονται στοιχεία τόσο για την υγεία όσο και για την ασθένεια και αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχη σε δύο από τα μείζονα προβληματα υγείας αυτης της περιόδου, τα καρδιακά νοσηματα και τον καρκίνο.
Το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου εστιάζει στη γνωστικη ανάπτυξη στη μέση η λικία 1 • Αρχικά, εξετάζεται η δύσκολη ερd:ιτηση αν και ποιο είδος νοημοσύνης παρακμάζει στη διάρκεια της περιόδου και τονίζεται πόσο περίπλοκη είναι η πληρης απάντηση σ' αυτη την ερd:ιτηση. Περιγράφεται, επίσης, η μνημη, και παρουσιάζονται οι τρόποι, με τους οποίους οι μνημονικές ικανότητες αλλάζουν στη διάρκεια της μέσης ηλικίας.
Σωματική ανάπτυξη Άρχισε να την καταλαβαίνει σταδιακά. Λίγο αφότου πέρασε τα
40,
η Σ. («Σοφία »)
παρατήρησε ότι χρειαζόταν λίγο περισσότερο χρόνο για να αναρρώσει από ελα
φρές aρρώστιες, όπως κρυολογήματα ή γρίπη. Έπειτα, συνειδητοποίησε κάποιες αλλαγές στην όρασή της: Χρειαζόταν περισσότερο φως για να διαβάσει τα μικρά γράμματα και έπρεπε να βρει τη σωστή απόσταση από το πρόσωπό της ώς την εφη μερίδα, για να μπορεί να τη διαβάσει εύκολα. Τέλος, δεν μπορούσε να μην παρατη ρήσει ότι οι γκρίζες τρίχες στο κεφάλι της, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στα διακά λίγο πριν τα
30,
είχαν γίνει πια αληθινό δάσος.
Η σταδιακή αλλαγή στις σωματικές ικανότητες Η μέση ενηλικη ζωη είναι η περίοδος κατά την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επίγνωση των σταδιακd:ιν σωματικd:ιν αλλαγd:ιν που σηματοδοτούν τη διαδικασία της γΊlρανσης. Όπως σημειd:ιθηκε στο Κεφάλαιο
13, ένα μέρος αυτης της εμπει
ρίας είναι αποτέλεσμα της γΊlρανσης, της παρακμης δηλαδη που επέρχεται φυσιολογικά και
1.
Οι όροι <<μέση ενήλικη ζωή» και <<μέση ηλικία>> χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, με την ίδια σημασία
(Σημ. Επιμ. Έκδ.).
ΚΕΦΑΛΑ10
15 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
189
σχετιζεται με την ηλικια. Άλλες αλλαγές, όμως, ειναι αποτέλεσμα των επιλογων τρόπου ζωής, όπως η διατροφή, η όσκηση, το κόπνισμα ή η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικων. Όπως θα δού με στο κεφόλαιο αυτό, οι επιλογές τρόπου ζωής των ανθριΟπων έχουν μεγόλη επιδραση στη σωματική, ακόμη και στη γνωστική τους κατόσταση στη διόρκεια της μέσης ηλικιας.
ΑσφαλιΟς, σωματικές αλλαγές παρατηρούνται σε όλη τη διόρκεια της ζωής. Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές αποκτούν καινούργιο νόημα στη διόρκεια της μέσης ηλικιας, ιδιαιτερα στις δυτικές κοινωνLες, οι οποLες δινουν μεγόλη αξια στη νεανική εμφόνιση. Για πολλούς ανθριΟπους, η ψυχολογική βαρύτητα αυτων των αλλαγων υπερβαινει κατό πολύ τις σχετι κό μικρές και σταδιακές αλλαγές που βιιΟνουν. Η Σ. («Σοφια») ειχε ανακαλύψει γκριζες τριχες και πριν τα
30, αλλα
στα
40 της οι γκριζες τριχες
πολλαπλασιόστηκαν τόσο που δεν
μπορούσε πια να τις αγνοήσει. Δεν ήταν πλέον νέα.
Οι συναισθηματικές αντιδρόσεις των ανθριΟπων στις σωματικές αλλαγές τής μέσης ενήλικης ζωής εξαρτιΟνται εν μέρει από την εικόνα τους για τον εαυτό. Για όσους η αυτοει
κόνα ειναι στενό συνδεδεμένη με τα σωματικό τους χαρακτηριστικό -όπως στην περLπτω ση αθλητικων ανδρων ή γυναικων ή ατόμων με πολύ ελκυστική εμφόνιση- η περιοδος αυτή μπορει να αποδειχθει ιδιαιτερα δύσκολη. Τα σημόδια των γηρατειων που βλέπουν στον κα θρέφτη σηματοδοτούν όχι μόνο μια μειωση της σωματικής τους γοητειας, αλλό επισης το γήρας και το θόνατο. Από το όλλο μέρος, επειδή σε πολλούς ανθριΟπους η αντιληψη που έχουν για τον εαυτό τους δεν συνδέεται τόσο στενό με τα σωματικό χαρακτηριστικό, οι με σήλικες γενικό δ εν αναφέρουν λιγότερη ικανοποιηση από την εικόνα του σωματός τους από ό,τι οι νεότεροι ενήλικες
(Berscheid, Walster, & Bohrnstedt, 1973· Eitel, 2003).
Η σωματική εμφόνιση συχνό παιζει έναν ιδιαιτερα σημαντικό ρόλο στον τρόπο που βλέπουν οι γυναικες τον εαυτό τους. Αυτό ισχύει ιδιαιτερα στις δυτικές κοινωνιες, όπου οι γυναικες υφιστανται ισχυρές κοινωνικές πιέσεις να διατηρήσουν μια νεανική εμφόνιση. Μόλιστα , η κοινωνια εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμό ως προς την εμφόνιση: Ενω οι ηλικιωμένες γυναικες συνήθως αντιμετωπιζονται με μη κολακευτικούς όρους, οι ηλικιωμέ
νοι όνδρες συνήθως θεωρειται ότι επιδεικνύουν μια ωριμότητα που ενισχύει την εμφόνισή τους
(Katchadourian, 19871' Harris, 1994).
Ύψος, βάρος και δύναμη: Τα ορόσημα της αλλαγής Οι περισσότεροι όνθρωποι φθόνουν στο μέγιστο ύψος τους κατό τη δεκαετια των
παραμένουν στο ιδιο σχεδόν ύψος μέχρι περLπου τα
20
και
55 έτη. Στο σημειο αυτό, αρχιζει μια
διαδικασια «κα θιζησης», κατό την οποια τα οστό που συνδέονται με τη σπονδυλική στήλη γινονται λιγότερο πυκνό. Αν και η απιΟλεια ύψους ειναι πολύ αργή, τελικό οι γυναικες χό
νουν κατό μέσον όρο περι τα τους
5 εκ. και οι όνδρες περι τα 2,5 εκ. μέχρι το τέλος της ζωής
(Rossman, 1977).
Οι γυναικες ειναι πιο επιρρεπεις στη μειωση του ύψους, διότι διατρέχουν μεγαλύτερο
κινδυνο οστεοπόρωσης. Η οστεοπόρωση, μια κατόσταση κατό την οποια τα οστό γινονται εύθραυστα, αδύναμα και λεπτό, συχνό οφειλεται σε έλλειψη ασβεστιου στη διατροφή. Όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο Κεφόλαιο
17, η οστεοπόρωση, αν και έχει γενετικό
υπόστρωμα, ειναι μια από τις πλευρές των γηρατειων που μπορει να επηρεαστει από τις επιλογές τρόπου ζωής του ατόμου. Οι γυναικες -αλλα και οι όνδρες, στο βαθμό που τους αφορό- μπορούν να περιορισουν τον κινδυνο οστεοπόρωσης με μια διατροφή υψηλή σε ασβέστιο (που βρισκεται στο γόλα, το γιαούρτι, το τυρι και όλλα γαλακτοκομικό προ'ίόντα) και με τακτική όσκηση
(Prince et al. , 1991· 2006· Prentice et al., 2006).
Alνarez-Leon,
Roman-Vinas, & Serra-Majem,
Οστεοπόρωσπ Μια κατάστασπ κστά τπν οποία το οστά γίνονται εύθραυστα, αδύναμα κο ι λεπτά, και π οποία σi.Ν!Ίθως οφείλεται σε έλλειψπ
ασβεστίου στπ διατροφri .
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
l 90
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Στη διάρκεια της μέσης ενήλικης ζωής, το ποσοστό σωματικού λίπους τείνει, επίσης,
να αυξάνεται στο μέσο άτομο. Τα «παχάκια της μέσης ηλικίας» είναι ένα ορατό σύμπτωμα αυτού του προβλήματος. Ακόμη και άτομα που είχαν σχετικά λεπτή σιλουέτα σε όλη τους
τη ζωή, μπορεί τcbρα να αρχίσουν να παίρνουν βάρος. Επειδή το ύψος δεν αυξάνεται -και μάλιστα μπορεί να μειcbνεται- αυτή η πρόσληψη βάρους και η αύξηση του σωματικού λί
πους οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των ατόμων που γίνονται παχύσαρκοι. Η πρόσληψη βάρους δεν είναι αναγκαία ούτε αφορά όλους. Οι επιλογές τού τρόπου
ζωής παίζουν σημαντικό ρόλο. Πράγματι, τα άτομα που ακολουθούν ένα πρόγραμμα άσκησης στη διάρκεια της μέσης ηλικίας, συνήθως αποφεύγουν την παχυσαρκία, όπως και τα άτομα που ζουν σε κοινωνίες, στις οποίες η ζωή περιλαμβάνει περισσότερη ενεργητικό
τητα και είναι λιγότερο καθιστική από τη ζωή σε πολλούς δυτικούς πολιτισμούς. Οι αλλαγές στο ύψος και στο βάρος συνοδεύονται, επίσης, από περιορισμό τής σωμα
τικής δύναμης. Κατά τη μέση ενήλικη ζωή, η δύναμη σταδιακά μειcbνεται, ιδιαίτερα στους μυς της πλάτης και των ποδιcbν. Γύρω στα που
10%
60, ο άνθρωπος έχει χάσει κατά μέσον όρο περί
της δύναμής του. Και πάλι, όμως, αυτή η απcbλεια δύναμης είναι σχετικά μικρή
και οι περισσότεροι μπορούν εύκολα να την αντισταθμίσουν (τroll,
1985· Spence, 1989). Οι
επιλογές τρόπου ζωής δημιουργούν και εδω τη διαφορά. Όσοι ασκούνται τακτικά είναι πιθανότερο να νιcbθουν δυνατότεροι και να τους είναι πιο εύκολο να αντισταθμίσουν τις όποιες απcbλειες από ό,τι αυτοί που κάνουν καθιστική ζωή.
Οι αισθήσεις: Όραση και ακοή στη μέση ενήλικη ζωή Πρεσβυωπία
Η εμπειρία τής Σ. (στο παραπάνω παράδειγμα), η οποία χρειαζόταν περισσότερο φως για
ΜΙα σχεδόν καθολΙκr'i αλλαγrΊ
να διαβάσει και κρατούσε την εφημερίδα κάπως πιο μακριά, είναι τόσο συνήθης , ωστε τα
στπν όρασπ κατά τ π μέσπ
γυαλιά για το διάβασμα και οι πολυ-εστιακοί φακοί έχουν γίνει σχεδόν το στερεοτυπικό
ενrΊλΙκπ ζωrΊ, π οποία έχεΙ
έμβλημα της μέσης ηλικίας. Όπως η Σ., έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι παρατηρούν αδιά
ως συνέπεΙα μερ1κι'i απώλεΙα τπς κονηνrΊς όρασnς.
ψευστες αλλαγές στην ευαισθησία όχι μόνο των ματιων αλλά και άλλων αισθητηρίων ορ γάνων. Αν και όλα τα όργανα φαίνεται πως αλλάζουν με τον ίδιο περίπου ρυθμό, οι αλλαγές είναι ιδιαίτερα αισθητές στην όραση και στην ακοή.
20/10
,...
σ
ι::-
-~ W' ο
Όραση.
§"'
20/16
αντικείμενα- αρχίζει να ελαττcbνεται (βλέπε Σχήμα
20/20
του ματιού αλλάζει και η ελαστικότητά του μειcbνεται, πράγμα που καθιστά δυ
15.1). Το σχήμα του φακού
σκολότερη την εστίαση καθαρής εικόνας πάνω στον αμφιβληστροειδή. Ο φα
κός γίνεται λιγότερο διαφανής και, έτσι, μέσα από το μάτι περνά λιγότερο φως
20/30
ο
40 και μετά, η οπτική οξύτητα -η ικανότητα του ατόμου να
διακρίνει μικρές λεπτομέρειες στο χcbρο, τόσο σε κοντινά όσο και σε μακρινά
20/25
·ι::-
Από τα
20/14
(Pitts, 1982· DiGiovanna, 1994).
20/50
Μια σχεδόν καθολική αλλαγή που συμβαίνει κατά τη μέση ενήλικη ζωή εί
20/100
ναι η απcbλεια της κοντινής όρασης, η λεγόμενη πρεσβυωπία. Ακόμη και άτο
20/200 ο
20 10
40 30
60 5Ο
μα που δεν χρειάστηκαν ποτέ γυαλιά ή φακούς επαφής, αναγκάζονται να
80 70
00
Ηλικία
Σχήμα
15.1
Η εξασθένηση της οπτι
κρατούν αυτό που διαβάζουν όλο και πιο μακριά από τα μάτια τους για να
μπορέσουν να εστιάσουν. Τελικά, θα χρειαστούν γυαλιά για το διάβασμα. Εκείνοι που στο παρελθόν ήταν μύωπες, μπορεί εξαιτίας της πρεσβυωπίας να
κής οξύτητας
χρειαστούν πολυ-εστιακά γυαλιά ή δύο ζευγάρια γυαλιά
Από τα
Charman, 2001· Koopmans & Kooijman, 2006).
40
και μετα η
ανότητα διάκρισης
μικρών λεmομερειών αρχίζει να μειώνεται. (ΠΗΓΗ
Pitts. 1982.)
(Kalsi, Heron, &
Στη μέση ηλικία αρχίζουν και άλλες αλλαγές στην όραση. Πρόκειται για τη
μείωση στην αντίληψη του βάθους, στην αντίληψη της απόστασης και της ικανό-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΊΊΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗ :\ΙΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
191
τητας για τρισδιάστατη όραση. Η απώλεια της ελαστικότητας του φακοu του οφθαλμοu σημαίνει, επίσης, ότι επιδεινώνεται η ικανότητα προσαρμογής του ατόμου στο σκοτάδι, ενώ είναι λιγότερο ικανό να βλέπει στο ημίφως. Αυτές οι οπτικές δυσκολίες καθιστοuν δυσκολότερο το ανέβασμα μιας σκά
λας ή την κίνηση σε ένα σκοτεινό δωμάτιο
(Artal et al., 1993· Spear, 1993~
Παρόλο που οι αλλαγές στην όραση, τις περισσότερες φορές, επέρχο νται παράλληλα με τις σταδιακές διαδικασίες της φυσιολογικής γήρανσης, σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται κάποια ασθένεια. Μία από τις πιο συχνές αιτίες προβλημάτων όρασης είναι το γλαuκωμα, το οποίο μπορεί,
αν δεν αντιμετωπιστεί, να καταλήξει τελικά σε τuφλωση. Το γλαύκωμα εμ φανίζεται όταν αυξάνεται η πίεση στο υδατοειδές υγρό τού οφθαλμού, είτε
επειδή το υγρό δεν απορροφάται επαρκώς είτε επειδή παράγεται σε πολύ μεγάλη ποσότητα. Περί το
1-2% των ατόμων πάνω από τα 40 προσβάλλο
νται από αυτή την πάθηση και οι Αφρο-αμερικανοί είναι ιδιαίτερα ευάλω τοι
(Wilson, 1989). Αρχικά, η αυξημένη πίεση στον οφθαλμό μπορεί να συμπιέσει τους νευ
ρώνες που εμπλέκονται στην περιφερική όραση και να οδηγήσει σε «σωλη νοειδή» όραση. Τελικά, η πίεση μπορεί να γίνει τόσο έντονη, ώστε να συμπιε στούν όλα τα νευρικά κύτταρα, πράγμα που προκαλεί πλήρη τύφλωση. Ευτυχώς, το γλαύκωμα μπορεί να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά, αν διαγνω σθεί έγκαιρα. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να μειώσει την πίεση στο μάτι, όπως και η χειρουργική επέμβαση, με την οποία αποκαθίσταται η φυσιολογι κή παροχέτευση του υδατοειδούς υγρού του οφθαλμού
Ακοή.
Από τα
40
και μετά, η οmική οξύτητα, η ικανό
τητα δηλαδή του ατόμου να διακρίνει μικρές λεmομέρειες στο χώρο, αρχίζει να εξασθενεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να παρου σιάζουν πρεσβυωπία, δηλαδή ελάπωση της κο ντινής όρασης.
(Plosker & Keam).
Όπως η όραση, έτσι και η ακοή υφίσταται μια σταδιακή μείωση της οξύτητας κα
Γλαύκωμα Κατάστασπ, κατά τπν onofα
τά τη μέση ηλικία. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, όμως, οι αλλαγές αυτές είναι λιγότερο εμ
π πfεσπ στο υδατοειδές υγρό
φανείς από αυτές που σχετίζονται με την όραση. Ένα μέρος της απώλειας ακοής κατά τη
τού οφθαλμού αυξάνεται,
μέση ενήλικη ζωή οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, άνθρωποι που εργάζονται σε περιβάλλον με δυνατούς θορύβους --όπως μηχανικοί αεροσκαφών και
εργάτες οικοδομών- είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν εξασθένηση ή και μόνιμη απώ λεια της ακοής.
Ωστόσο, πολλές αλλαγές οφείλονται απλώς στη γήρανση. Για παράδειγμα, η αυξανό μενη ηλικία επιφέρει απώλεια των τριχοειδών κυττάρων του έσω ωτός, τα οποία μεταδί δουν νευρικά μηνύματα στον εγκέφαλο, όταν πάλλονται από ηχητικές δονήσεις. Όπως ο φακός του οφθαλμού, έτσι και το ακουστικό τύμπανο γίνεται λιγότερο ελαστικό με την
ηλικία, γεγονός που μειώνει την ευαισθησία στους ήχους
(Wiley et al., 2005).
Η ικανότητα ακοής υψηλότονων ή υψηλής συχνότητας ήχων ελαττώνεται πρώτη, ένα
πρόβλημα που ονομάζεται πρεσβυακο'ί:α (κατά το πρεσβυωπία). Περί το μεταξύ
45
και
65
12% των ατόμων
ετών εμφανίζει αυτό το πρόβλημα. Υπάρχει, επίσης, μια διαφοροποίηση
ως προς το φύλο: Οι άνδρες είναι πιο επιρρεπείς στην απώλεια ακοής, η οποία αρχίζει γύ
ρω στα
55. Τα άτομα που έχουν δυσκολίες ακοής, μπορεί να έχουν, επίσης, προβλήματα
στην αναγνώριση της κατεύθυνσης και της προέλευσης ενός ήχου, μια διαδικασία που λέ
γεται εντοπισμός του ήχου. Η ικανότητα για εντοπισμό του ήχου μπορεί να επιδεινωθεί, επειδή εξαρτάται από την ασυμφωνία στην αντίληψη του ήχου από τα δύο αυτιά. Για πα ράδειγμα, ένας ήχος από τα δεξιά διεγείρει πρώτα το δεξί αυτί και, μετά από ένα πολύ μι
κρό χρονικό διάστημα, «εγγράφεται» στο αριστερό αυτί. Επειδή η απώλεια της ακοής μπορεί να μην προσβάλλει εξίσου τα δύο αυτιά, ο εντοπισμός του ήχου δυσχεραίνεται
(Schneider, 1997· Willott, Cωsolm, & Lister, 2001· Veras & Mattos, 2007).
εfτε επειδι'ι το υγρό δεν μπορεf να παροχετευτεf επαρκώς εfτε εnειδι'ι παράγεται
σε υπερβολικι'ι ποοότπτα.
Πρεσβυακοία Απώλεια τπς ικανότπτας ακοι'ις ι'ιχων Uψπλι'ις συχνότπτας.
192
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
•
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η ελάττωση της ευαισθησίας στους ήχους δεν επηρεάζει σημαντικά τους περισσότε ρους μεσήλικες. Οι περισσότεροι αντισταθμίζουν ειJκολα τις σχετικές απώλειες
- ζητώ
ντας π. χ. από τους άλλους να μιλοι!ν πιο δυνατά, αυξάνοντας την ένταση της τηλεόρασης ή δίνοντας περισσότερη προσοχή στο τι λένε οι άλλοι.
Χρόνος αντίδρασης: Βαθμιαίες αλλαγές Μια συνήθης ανησυχία που σχετίζεται με την αιJξηση της ηλικίας είναι η ιδέα ότι οι άνθρω ποι αρχίζουν να έχουν βραδιJτερους ρυθμοιJς, όταν φτάνουν στη μέση ενήλικη ζωή. Πόσο
ισχι!ει μια τέτοια ανησυχία; Στις περισσότερες περιπτώσεις, όχι και τόσο. Είναι αλήθεια ότι παρατηρείται μια αιJ
ξηση του χρόνου αντίδρασης (που σημαίνει ότι το άτομο χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αντιδράσει σε ένα ερέθισμα), αλλά συνήθως η αιJξηση αυτή είναι πολιJ μικρή και Μσκολα γίνεται αισθητή. Για παράδειγμα, ο χρόνος αντίδρασης σε απλά έργα, όπως η
αντίδραση σε έναν δυνατό θόρυβο, αυξάνεται κατά
20% περίπου από τα 20 έως τα 60 έτη .
Πιο σι!νθετα έργα, τα οποία απαιτοιJν το συντονισμό ποικίλων δεξιοτήτων -όπως η οδή
γηση αυτοκινήτου- δείχνουν ελάχιστη αι!ξηση στο χρόνο αντίδρασης. Πάντως, ο μεσήλι κας οδηγός χρειάζεται λίγο περισσότερο χρόνο για να μετακινήσει το πόδι του από το γκάζι στο φρένο, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επείγουσα κατάσταση. Η αιJξηση στο χρόνο αντίδρασης προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από αλλαγές στην ταχι!τητα με την οποία
το νευρικό σι!στημα επεξεργάζεται τις νευρικές ώσεις
(Nobuyuki, 1997· Roggeveen, Prime,
& Ward, 2007). Παρά την αιJξηση του χρόνου αντίδρασης, οι μεσήλικες οδηγοί εμπλέκονται σε λιγότερα ατυχήματα από τους νεότερους. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ένας λόγος είναι ότι οι μεγαλιJτεροι οδηγοί συνήθως είναι πιο προσεκτικοί και δείχνουν λιγότερη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά από τους νεότερους. Οι καλι!τερες επιδόσεις τους, ωστόσο, οφείλονται κυρίως στη μεγαλιJτε-
Η χειροτέρευση μπορεί να επι
βραδυνθεί. Σε πολλές περιmώ σεις ισχύει το ,(Η το χρησιμο
ποιείς ή το χάνεις».
Κ ΕΦΑΛΑΙ Ο 15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝ ΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝ ΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
193
ρη εξάσκησή τους στη δεξιότητα αυτή. Η ελάχιστη αύξηση στο χρόνο αντί δρασης εξισορροπείται από την εμπειρία τους. Στην περίπτωση του χρόνου αντίδρασης, επομένως, η εξάσκηση μπορεί πραγματικά να φανεί χρήσιμη
(MacDonald, Hultsch, & Dixon, 2003· Marczinski, Milliken, & Nelson, 2003). Μπορεί η δ ιαδ ικασία αυτή να επιβραδυνθεί; Στις περισσότερες περι πτώσεις, η απάντηση ε ίναι θετική. Εδώ, οι επιλογές του τρόπου ζωής παί
ζουν, για μια ακόμη φορά, σημαντικό ρόλο. Ειδικότερα, η συμμετοχή σε σχετικό πρόγραμμα άσκησης καθυστερεί τις επιδράσεις της γήρανσης και επιφέρει μερ ικά σημαντικά αποτελέσματα, όπως καλύτερη υγεία και βελ τιωμένη μυ"ίκή δύνα μη και αντοχή (βλέπε Σχήμα
15.2). «Ή το
χρησιμοποι
είς ή το χάνεις» ε ίναι ένας αφορισμός, με τον οποίο θα συμφωνούσαν οι ει δικοί στην ανάπτυξη
(Conn, 2003).
Το σεξ στη μέση ενήλικη ζωή Η σεξουαλικότητα παραμένει σημαντικό μέρος της ζωής για πολλούς, αν
Η σεξουαλικότητα εξακολουθεί να είναι ζωτικό
όχι τους περισσότερους, μεσήλικες. Η συχνότητα σεξουαλικής επαφής μειώ
νεται με την η λικία (βλέπε Σχήμα
μέρος στη ζωή των περισσότερων ζευγαριών
15.3), αλλά η σεξουαλική απόλαυση
στη μέση ενήλικη ζωή.
Τα πλεονεκτήματα της άσκησης περιλαμβάνουν Μυϊκό σύστημα Βραδύτερη μείωση στα ενεργειακά μόρια, στην πυκνότητα των μυ'ίκών κυττάρων, στον αριθμό μυ'ίκών κυττάρων , τη μυϊκή πυκνότητα, τη μυϊκή μάζα , τη μυϊκή δύναμη , την αιμάτωση , την ταχύτητα κίνησης και στην αντοχή .
Βραδύτερη αύξηση λίπους και ινών, χρόνου αντίδρασης, χρόνου ανάρρωσης, εμφάνισης μυαλγιών
Νευρικό σύστημα Βραδύτερη μείωση στην επεξεργασία ώσεων από το κεντρικό νευρικό σύστημα Βραδ ύτερη αύξηση μεταβολών στην ταχύτητα των ώσεων των κινητικών νευρώνων
Κυκλοφορικό σύστημα
Διατήρηση χαμηλών επιπέδων χοληστερίνης ιοι, υψηλών επιπέδων χοληστερίνης
HDL και αναλογίας
HDIJLDL Μειωμένος κίνδυνος υψηλής aρτηριακής πίεσης , αρτηριοσκλήρωσης , καρδιακής προσβολής , εγκεφαλικού
f ψ
Σκελετικό σύστημα Βραδύτερη μείωση μεταλλικών αλάτων στα οστά Μειωμένος κίνδυνος καταγμάτων και οστεοπόρωσης
Σχήμα
15.2 Τα θετικά
αποτελέσματα της άσκησης Ψυχολογικά οφέλη Βελτίωση της διάθεσης
Πολλά οφέλη προκύmουν από τη διατήρηση υψηλού επιπέδου σωματικής δραστηριότητας σε
Αισθήματα ευεξίας
όλη τη διάρκεια της ζωής .
Π εριορισμός τού στρες
( ΠΗΓΗ : DiGioνanna,
1994.)
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
194
•
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
45 40 (J ω
"'>
'ο
::>
ι_
ι
"*b
-ο
35 30 25 20
-
·-···············
ο
ο ο
c
15
··················r - - -
10 5 ο
18-24 ετών
D
25-29
ετών
D Λίγες φορές
Καθόλου
30-39 ετών
D
το χρόνο
Λίγες φορές
40-49 ετών
D 2-3φορές
την εβδομάδα
το μήνα
50-59 ετών
D
4ή
περισσότερες φορές
την εβδομάδα
45 ·····-··············································································································································································································
-
40 ·································································-···········-·---········--·························-·········-······························· ~
35
~
30
Q.
:<(
-
I
"*b
'0
g ο
c
25 ·····················. = 20 ............. r - -
= · · · ·· ···
15 ······ 10
..................
-
5 ο
18-24 ετών
D Σχήμα
15.3
Καθόλου
25-29
D Λίγες φορές το χρόνο
ετών
40-49 ετών
30-39 ετών
D
Λίγες φορές το μήνα
D
2-3φορές την εβδομάδα
50-59 ετών
D
4ή
περισσότερες φορές
την εβδομάδα
Συχνότητα σεξουαλικής επαφής
Όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν, η συχνότητα σεξουαλικής επαφής μειώνεται. (ΠΗΓΗ:
Michael et al., 1994.)
παραμένει ζωτικό μέρος τής ζωής για τους περισσότερους μεσήλικες. Σχεδόν οι μισοί ό.ν
δρες και γυναίκες ηλικίας
45 έως 59 ετών αναφέρουν ότι έχουν σεξουαλική επαφή περί
που μία φορό. την εβδομό.δα ή και συχνότερα. Παρομοίως, το σεξ παραμένει σημαντική δραστηριότητα για τα ομοφυλόφιλα ζευγό.ρια ανδρών και γυναικών κατό. τη μέση ενήλικη ζωή
(Michael et al., 1994· Gabbay & Wahler, 2002· Cain, Johannes, & Avis, 2003· Kimmel & Sang, 2003· Duplassie & Daniluk, 2007). Σε πολλό. ό.τομα, η μέση ηλικία συνοδεύεται από ένα είδος σεξουαλικής aπόλαυσης
και ελευθερίας που έλειπε στο παρελθόν. Καθώς τα παιδιό. έχουν μεγαλώσει και έχουν φύγει από το σπίτι, τα μεσήλικα παντρεμένα ζευγό.ρια έχουν στη διό.θεσή τους περισσότε ρο χρόνο για να επιδοθούν σε σεξουαλικές δραστηριότητες χωρίς να τους διακόπτει κα νείς. Οι γυναίκες, οι οποίες έχουν περό.σει στην εμμηνόπαυση , απαλλό.σσονται από το φό βο της εγκυμοσύνης και δεν χρειό.ζεται πλέον να χρησιμοποιούν τεχνικές aντισύλληψης
(Sherwin, 1991· Lamont, 1997).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
195
Πάντως, άνδρες και γυναίκες μπορεί να αντιμετωπίσουν ορισμένες δυσκολίες στη σε
ξουαλικότητά τους κατά την περίοδο αυτή. Για παράδειγμα, ο άνδρας συνήθως χρειάζε ται περισσότερο χρόνο για να επιτυχει στυση και αυξάνεται το διάστημα μεταξυ δυο ορ γασμών. Ο όγκος της εκσπερμάτωσης μειώνεται. Τέλος, η παραγωγή τεστοστερόνης, της ανδρικής σεξουαλικής ορμόνης, μειώνεται με την ηλικία
(Hyde & DeLamater, 2003).
Στις γυναίκες, τα τοιχώματα του κόλπου γίνονται λεπτότερα και λιγότερο ελαστικά. Ο κόλπος αρχίζει να συρρικνώνεται και η είσοδός του περιορίζεται, πράγμα που μπορεί να
καταστήσει επώδυνη την επαφή. Ωστόσο, στις περισσότερες γυναίκες, οι αλλαγές δεν εί ναι τόσο μεγάλες ώστε να μειώσουν τη σεξουαλική απόλαυση. Εκείνες στις οποίες παρα τηρείται περιορισμός τής aπόλαυσης από τη σεξουαλική επαφή, μπορουν να βοηθηθουν από ένα όλο και μεγαλυτερο φάσμα φαρμάκων, όπως τοπικών αλοιφών και επιθεμάτων τεστοστερόνης, που έχουν επινοηθεί για το σκοπό αυτόν
(Laumann, Paik, & Rosen, 1999·
Freedman & Ellison, 2004). Η κλιμακτή ρ ιος και η εμμηνόπαυση στις γυναίκες. Από την ηλικία των
45 ετών πε
ρίπου, οι γυναίκες μπαίνουν σε μια περίοδο, γνωστή ως κλιμακτήριο, η οποία διαρκεί γυρω στα
15-20 χρόνια. Η χλι μακτήQιος οριοθετεί τη μετάβαση από τη γονιμότητα στην αδυνα
μία απόκτησης παιδιών. Η πιο εμφανής ένδειξη της κλιμακτηρίου είναι η εμμηνόπαυση. Εμμηνόπαυση είναι η διακοπή τής έμμηνης ρ{Jσης. Στις περισσότερες γυναίκες, οι πε
ρίοδοι εμμηνορρυσίας αρχίζουν να είναι ακανόνιστες και λιγότερο συχνές για
2 περίπου
χρόνια, γυρω στα
47 ή 48, παρόλο που αυτή η διαδικασία μπορεί να αρχίσει πολυ ενωρίτε ρα, γυρω στα 40, ή πολυ αργότερα, μέχρι τα 60. Όταν περάσει ένα έτος χωρίς την εμφάνιση
περιόδου, θεωρείται ότι έχει επέλθει εμμηνόπαυση.
Η εμμηνόπαυση είναι σημαντική για πολλους λόγους. Κατ' αρχήν, σηματοδοτεί τη στιγμή από την οποία δεν είναι πλέον δυνατή μια παραδοσιακή εγκυμοσυνη (παρόλο που ωάρια που εμφυτευονται μετά την εμμηνόπαυση μπορουν να καταλήξουν σε εγκυμοσυ νη). Επιπλέον, η παραγωγή οιστρογόνων και προγεστερόνης, των γυναικείων σεξουαλι κών ορμονών, αρχίζει να μειώνεται, πράγμα που επιφέρει μια σειρά ηλικιακών αλλαγών που σχετίζονται με τις ορμόνες
(Schwenkhagen, 2007).
Οι αλλαγές στην παραγωγή ορμονών μπορεί να προκαλέσουν μια ποικιλία συμπτω μάτων , αν και ο βαθμός στον οποίο τα βιώνει κάθε γυναίκα ποικίλλει σημαντικά. Ένα από τα πλέον γνωστά και διαδεδομένα συμπτώματα είναι οι «εξάψεις», κατά τις οποίες η γυναίκα νιώθει μια ξαφνική αίσθηση καυσου από τη μέση και πάνω. Στη διάρκεια της έξαψης η γυναίκα μπορεί να κοκκινίζει και να ιδρώνει. Μετά, μπορεί να αρχίσει να κρυώνει. Μερικές γυναίκες βιώνουν τέτοιες εξάψεις αρκετές φορές την ημέρα ενώ άλλες δεν έχουν ποτέ εξάψεις. Άλλα συνήθη συμπτώματα κατά την εμμηνόπαυση είναι οι πονοκέφαλοι, οι ζαλάδες, οι ταχυκαρδίες και ο πόνος στις aρθρώσεις, αλλά κανένα συμπτωμα δεν παρατηρείται σε όλες τις γυναίκες. Σε μια δημοσκοπική έρευνα, για παράδειγμα, μόνο οι μισές γυναίκες ανέφεραν ότι βιώνουν εξάψεις. Γενικά, μόνο το ένα δέκατο των γυναικών νιώθουν έντονη δυσφορία κατά την εμμηνόπαυση. Και πολλές -σχεδόν οι μισές- δεν έχουν κανένα αξιο σημείωτο συμπτωμα
(Hyde & DeLamater, 2003· Grady, 2006).
Σε πολλές περιπτώσεις, τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης μπορεί να αρχίσουν μία δε
καετία πριν την εμμηνόπαυση καθαυτή. Η προεμμηνόπαυση είναι η περίοδος που αρχίζει περίπου
10 χρόνια
πριν την εμμηνόπαυση, όταν αρχίζει να αλλάζει η παραγωγή των ορμο
νών. Χαρακτηρίζεται από ενίοτε έντονες διακυμάνσεις στην παραγωγή ορμονών, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης. Τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης διαφέρουν, επίσης, ανάλογα με τη φυλή. Οι Γιαπω-
Κλιμακτήριοι:; Η περίοδος που οριοθετεί τπ μετάβασπ από τπ γονιμότπτα στπν αδυναμία απόκτnσnς παιδιών. Εμμnνόnαυσn Η διακοπrΊ τnς έμμnνnς ρύσnς.
196
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
8
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
νέζες και οι Κινέζες αναφέρουν γενικώς λιγότερα συνολικά συμπτώματα από τις Καυκάσιες (λευκές). Οι Αφρο-αμερικανίδες βιώνουν περισσότερες εξάψεις και νυχτερινές εφιδρώσεις και οι ισπανόφωνες αναφέρουν υψηλότερο επίπεδο άλλων συμπτωμάτων, όπως ταχυπαλ μίες και κολπικr'] ξηρότητα. Αν και η αιτία αυτών των διαφορών είναι ασαφr']ς, μπορεί να
σχετίζεται με σταθερές φυλετικές διαφορές στα ορμονικά επίπεδα
(Avis et al., 2001· Cain,
Johannes, & Avis, 2003· Winterich, 2003· Shea, 2006). Για ορισμένες γυναίκες τα συμπτώματα της προεμμηνόπαυσης και της εμμηνόπαυσης μπορεί να είναι σημαντικά. Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, όμως, αποδείχτηκε όχι εuκολο έργο, όπως θα εξετάσουμε στο ειδικό κεφάλαιο που ακολουθεί.
Από την έρευνα στην πράξη Το δίλημμα της ορμονικής θεραπείας Δεν είναι πολύς καιρός που μια φίλη μας, γύρω στα σαράντα και κάτι, σταμάτησε σε ένα κατάστημα πρόχειρου φαγητού για να αγοράσει ένα αναψυκτικό για τον δεκατριάχρονο γιο της. Την ώρα που πλήρωνε, ένιωσε μια αίσθηση έντονου καύσου σε όλο της το σώμα, ναυτία και ζαλάδα. Η ταμίας τρόμαξε και τη ρώτησε αν χρεια ζόταν βοήθεια. Η φίλη μας κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και βγήκε γρήγορα
έξω. Αλλά, όταν μπήκε με το γιο της στο αυτοκίνητο, έπαθε πανικό και του είπε να καλέσει από το κινητό της το Κέντρο Άμεσης Βοήθειας, γιατί ήταν βέβαιη πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Μέσα σε λίγα λεπτά, άκουσε τις σειρήνες να πλησιά ζουν. Τότε μόνο, καθώς η αίσθηση της ζέστης έφευγε και άρχισε να ιδρώνει, συνει δητοποίησε τι σήμαιναν όλα αυτά τα συμπτώματα. Είχε πάθει την πρώτη της έξαψη!
(Wingert & Kantrowitz, 2007, σ. 38).
Μερικά χρόνια πριν, οι γιατροί πρότειναν αμέσως μια θεραπεία για τις εξάψεις και άλλα δυσάρεστα συμπτώματα, που προκαλεί η αρχr'] της εμμηνόπαυσης: Συνταγr'] για τακτικές δόσεις ενός φαρμάκου αναπλr']ρωσης ορμονών. Για εκατομμuρια γυναίκες που βίωναν παρόμοιες δυσκολίες, αυτr'] r']ταν μια λuση που είχε αποτελέσματα. Κατά την ορμονοθεραπεία (ΟΘ), χορηγοuνται οιστρογόνα και προγε στερόνη για ανακοuφιση της γυναίκας από τα βαρuτερα συμπτώματα εμμηνόπαυσης. Η
ΟΘ σαφώς περιορίζει μια σειρά από προβλr']ματα, όπως οι εξάψεις και η απώλεια της ελα στικότητας του δέρματος. Επιπλέον, η ΟΘ μπορεί να μειώσει την πιθανότητα για νόσο τr']ς στεφανιαίας, καθώς αλλάζει την αναλογία «καλr']ς» και «κακr']ς» χοληστερόλης. Η ΟΘ , επί
σης, περιορίζει τη λέπτυνση των οστών που σχετίζεται με την οστεοπόρωση και που, όπως σημειώθηκε παραπάνω, γίνεται πρόβλημα για πολλοuς ανθρώπους στην uστερη ενr']λικη ζωr']
(Palan et al., 2005· McCauley, 2007). Επιπρόσθετα, μελέτες δείχνουν ότι η ΟΘ συνδέεται με μείωση του κινδUνου για
εγκεφαλικό και καρκίνο του εντέρου. Τα οιστρογόνα μποροuν ακόμη να επιβραδUνουν τη νοητικr'] εξασθένηση, που συναντάται σε ανθρώπους με τη νόσο του Αλτσχάιμερ, και ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι βελτιώνει τη μνr']μη και τη γνωστικr'] επίδοση σε υγιείς
γυναίκες. Τέλος, τα αυξημένα οιστρογόνα μπορεί να οδηγr']σουν σε μεγαλuτερη σεξουα λικr'] επιθυμία (Sarrel, 2000· O'Hara et al., 2005· Stephens, Pachana, & Bristow, 2006· Schwenkhagen, 2007). Παρόλο που η ορμονοθεραπεία μπορεί να ηχεί σαν πανάκεια, στην πραγματικότη τα, από τότε που έγινε δημοφιλr']ς στις αρχές της δεκαετίας του
1990, έγινε
αντιληπτό ότι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
ενέχει κινδύνους. Για παρόδειγμα, φόνηκε να αυξόνει τον κίνδυνο για καρκίνο του μα στού και για θρομβώσεις. Το επιχείρημα ήταν, όμως, ότι τα οφέλη τής ΟΘ ήταν περισσό τερα από τους κινδύνους. Όλα αυτό όλλαξαν μετό το
2002, όταν μια ευρεία μελέτη που (Women's Health Initiative) διε
διεξήγαγε η Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών
πίστωσε ότι οι μακρόχρονοι κίνδυνοι της ΟΘ ξεπερνούσαν τα οφέλη της. Οι γυναίκες
που έπαιρναν ένα συνδυασμό οιστρογόνων και προγεστερόνης βρέθηκε ότι παρουσία ζαν μεγαλύτερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, εγκεφαλικό, πνευμονική εμβολή και καρδιακό νοσήματα. Ο αυξημένος κίνδυνος εγκεφαλικού και πνευμονικής εμβολής βρέ θηκε αργότερα ότι συνδέεται με τη θεραπεία μόνο με οιστρογόνα
(Parker-Pope, 2003,
Οκτώβριος). Τα αποτελέσματα της μελέτης της Πρωτοβουλίας για την Υγεία των Γυναικών οδήγη σαν σε μια σοβαρή επανεξέταση των ευεργετημότων τής ΟΘ, η οποία αμφισβητούσε το δόγμα ότι η ΟΘ μπορούσε να προστατεύει τις γυναίκες μετό την εμμηνόπαυση από χρόνιες παθήσεις. Πολλές γυναίκες σταμότησαν να παίρνουν φόρμακα αναπλήρωσης των ορμο νών και όρχισαν να χρησιμοποιούν εναλλακτικές φυτικές και διατροφικές θεραπείες για τα
συμπτώματα της εμμηνόπαυσης. Δυστυχώς, οι πιο δημοφιλείς από αυτές αποδείχτηκε ότι δεν ήταν πιο αποτελεσματικές από ένα ψευδοφόρμακο
(placebo) (Ness, Aronow, & Beck,
2006· Newton et al., 2006). Η ραγδαία μείωση του αριθμού γυνdικών σε εμμηνόπαυση που καταφεύγουν σε ΟΘ εί ναι ίσως υπερβολική. Οι ειδικοί σήμερα πιστεύουν ότι η ορμονοθεραπεία δεν είναι μια απλή υπόθεση του είδους «όλα ή τίποτε». Ορισμένες γυναίκες αποτελούν απλώς καλύτερες περιπτώσεις για ΟΘ από ό,τι όλλες. Ενώ η ΟΘ μοιόζει να είναι λιγότερο κατόλληλη για με γαλύτερης ηλικίας γυναίκες (σαν αυτές που συμμετείχαν στη μελέτη της Πρωτοβουλίας για την Υγεία των Γυναικών) εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου για νόσο της στεφανιαίας και για όλλες επιπλοκές της υγείας, οι νεότερες γυναίκες στην αφετηρία της εμμηνόπαυσης, αν
έχουν σοβαρό συμπτώματα, μπορούν να ωφεληθούν από τη θεραπεία, τουλόχιστον σε βραχυπρόθεσμη βόση
(Lobo et al., 2006· Rossouw, 2006· Plonczynski & Plonczynski, 2007·
Rossow et al., 2007). Τελικό, η ΟΘ παραμένει ένα δύσκολο ζήτημα. Οι γυναίκες που πλησιόζουν την εμμη νόπαυση πρέπει να διαβόσουν σχετικό με το θέμα, να συμβουλεύονται τους γιατρούς τους και να καταλήξουν σε μια έγκυρη απόφαση για το πώς θα προχωρήσουν.
Οι ψυχολογικές συνέπειες της εμμηνόπαυσης.
Παραδοσιακό, οι ειδικοί αλλα και
ο μέσος όνθρωπος πίστευαν ότι η εμμηνόπαυση συνδέεται όμεσα με την κατόθλιψη, το όγχος, την ακατανίκητη ανόγκη για κλόμα, την έλλειψη συγκέντρωσης και την εριστικότη
τα. Πρόγματι, ορισμένοι ερευνητές είχαν υπολογίσει ότι σχεδόν
10% από τις γυναίκες σε
εμμηνόπαυση υπέφεραν από σοβαρή κατόθλιψη. Είχε θεωρηθεί ότι οι βιολογικές αλλαγές στο σώμα των γυναικών αυτών επέφεραν τέτοια δυσόρεστα αποτελέσματα
(Schmidt &
Rubinov, 1991). Σήμερα, οι περισσότεροι ερευνητές αντιμετωπίζουν την εμμηνόπαυση από διαφορετική προοπτική. Τώρα, φαίνεται λογικότερο να αντιμετωπίζεται η εμμηνόπαυση ως ένα φυσιολο
γικό μέρος της γήρανσης, το οποίο δεν προκαλεί, αυτό καθαυτό, ψυχολογικό συμπτώματα. Ασφαλώς, ορισμένες γυναίκες βιώνουν ψυχολογικές εντόσεις αλλα το ίδιο συμβαίνει και σε όλλες στιγμές στη ζωή (Dell & Stewart, 2000· Matthews et al., 2000· Freeman, Sammel, & Liu, 2004· Somerset et al., 2006).
Σύμφωνα με ερευνητικό δεδομένα, οι προσδοκίες μιας γυναίκας σχετικό με την
197
198
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
εμμηνόπαυση μπορούν να διαφοροποιήσουν σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο τη βιώνει. Οι γυναίκες που περιμένουν ότι θα έχουν δυσκολίες κατά
την εμμηνόπαυση, είναι πιο πιθανό να αποδίδουν σε αυτήν κάθε σωματικό σύμπτωμα και συναισθηματική μετάπτωση. Από το άλλο μέρος , αυτές που έχουν θετικότερη στάση προς την εμμηνόπαυση , είναι λιγότερο πιθανό να αποδώσουν τα σωματικά τους συμπτώματα στις σωματικές αλλαγές τής εμ μηνόπαυσης. Επομένως, η αιτιακή απόδοση των σωματικών συμπτωμάτων μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη της γυναίκας για την ένταση της εμμηνό παυσης
- και τελικά την πραγματική εμπειρία Stewart, 2000· Breheny & Stephens, 2003).
αυτής της περιόδου
(Dell &
Το είδος και ο βαθμός των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης διαφέρουν, επίσης, ανάλογα με το εθνοτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο κάθε γυναίκας. Οι γυναίκες σε μη δυτικές κοινωνίες συνήθως έχουν πολύ διαφορετικές εμπειρίες εμμηνόπαυσης από τις γυναίκες των δυτικών κοινωνιών. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που ανήκουν σε υψηλές κάστες στην Ινδία αναφέρουν λίγα συμπτώ ματα εμμηνόπαυσης. Μάλιστα, περιμένουν με ανυπομονησία την εμμηνόπαυ Ενώ οι γυναίκες σε μερικούς πολιτισμούς
ση, διότι αυτή συνδέεται με διάφορα κοινωνικά πλεονεκτήματα, όπως είναι το
περιμένουν την εμμηνόπαυση με τρόμο,
τέλος των ταμπού σχετικά με την εμμηνορρυσία και η εικόνα αυξημένης σο
στις γυναίκες των Μάγια δεν υπάρχει η
φίας που κερδίζουν οι μεγαλύτερες γυναίκες. Παρομοίως, στις γυναίκες των
έννοια των εξάψεων και γενικά περιμέ
Μάγια δεν υπάρχει η έννοια των εξάψεων και προσβλέπουν με ανυπομονησία
νουν με ανυπομονησία το τέλος της ανα
παραγωγικής τους ηλικίας.
στο τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας
(Beck, 1992· Avis et al., 2001' Avis, Crawford, & Johannes, 2002· Robinson, 2002).
Η ανδρική κλιμακτήριος.
Βιώνουν οι άνδρες το αντίστοιχο της εμμηνόπαυσης; Όχι
ακριβώς. Καθώς δεν έχουν ποτέ δοκιμάσει κάτι όμοιο με την έμμηνη ρύση, δύσκολα θα
αντιλαμβάνονταν τη διακοπή της. Από το άλλο μέρος, οι άνδρες βιώνουν μερικές αλλαγές στη διάρκεια της μέσης ηλικίας, οι οποίες συλλήβδην αναφέρονται ως ανδρική κλιμακτή α κτ φιος
ριος. Α ·δρική κλιμακτήριος είναι η περίοδος σωματικών και ψυχολογικών αλλαγών στο
Η περίοδος αuματικών
αναπαραγωγικό σύστημα, η οποία εμφανίζεται περί το τέλος της μέσης ηλικίας, συνήθως
Ανδρικι'
και ψJχολογΙκών αλλαγών
που σχετiζεται με το ανδρικό
στην έκτη δεκαετία της ζωής ενός άνδρα.
αναπαραγωγtκό αύστnμα
Επειδή οι αλλαγές επέρχονται σταδιακά, είναι δύσκολο να εντοπιστεί με ακρίβεια η
και εμφανίζεται περί το τέλος
έναρξη της ανδρικής κλιμακτηρίου. Για παράδειγμα, παρά την προοδευτική μείωση στην
τnς μέσnς nλικίας.
παραγωγή τεστοστερόνης και σπέρματος, οι άνδρες συνεχίζουν να μπορούν να τεκνοποιή σουν σε όλη τη διάρκεια της μέσης ηλικίας. Επιπλέον, δεν είναι ευκολότερο στους άνδρες
από ό,τι στις γυναίκες να αποδίδουν τα ψυχολογικά τους συμπτώματα σε ανεπαίσθητες σωματικές αλλαγές. Μια σωματική αλλαγή που όντως συμβαίνει πολύ συχνά είναι η διόγκωση του αδένα
του προστάτη. Γύρω στα
40, περίπου το 10% των ανδρών έχουν διογκωμένο προστάτη και το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 50% στην ηλικία των 80 ετών. Η διόγκωση του προ στάτη δημιουργεί προβλήματα στην ούρηση, όπως δυσκολία έναρξης της ούρησης ή συ χνουρία τη νύχτα.
Επιπλέον, τα σεξουαλικά προβλήματα αυξάνονται όσο οι άνδρες μεγαλώνουν . Ειδικό τερα, η στυτική δυσλειτουργία, κατά την οποία οι άνδρες είναι ανίκανοι να πετύχουν ή να διατηρήσουν τη στύση, γίνεται περισσότερο συχνή. Για την αντιμετώπιση του προβλήμα τος, συχνά είναι αποτελεσματικές φαρμακευτικές ουσίες όπως τα
Viagra, Levitra και Cialis, καθώς και επιθέματα που αποδεσμεύουν δόσεις τεστοστερόνης (Hitt, 2000· Noonan, September 29, 2003· Kim & Park, 2006). Αν και οι σωματικές αλλαγές που συνδέονται με τη μέση ηλικία είναι αναμφισβήτητες,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
δεν είναι σαφές κατά πόσον συνδέονται άμεσα με οποιοδηποτε συγκεκριμένο ψυχολογι κό σύμπτωμα η αλλαγη. Οι άνδρες, όπως και οι γυναίκες, σαφ
γικη ανάπτυξη κατά τη μέση ενηλικη ζωη, αλλά ο βαθμός στον οποίο οι ψυχολογικές αλ λαγές -που παρουσιάζονται αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο- συσχετίζονται με αλλαγές στην αναπαραγωγικη η άλλες σωματικές ικανότητες, παραμένει ένα ανοικτό ζητημα.
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Οι άνθρωποι στη μέση ενηλικη ζωη βι
•
Η οξύτητα των αισθησεων, ιδιαίτερα της όρασης και της ακοης, και η ταχύτητα αντί
•
Η σεξουαλικότητα στη μέση ηλικία αλλάζει ελαφρ
δρασης μει
•
Οι βιολογικές αλλαγές που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα εμφανίζονται τόσο στους
άνδρες όσο και στις γυναίκες. Η γυναικεία κλιμακτηριος, που περιλαμβάνει την εμμη νόπαυση, καθ
Υγεία Ήταν μια συνηθισμένη άσκηση για τον Γ. («Γεράσιμο»). Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι του, στις 5.30 π.μ., σκαρφάλωσε στο ποδήλατο γυμναστικής και άρχισε να κάνει ζωη ρά πεντάλ, προσπαθώντας να διατηρήσει, ή και να ξεπεράσει, τη μέση ταχύτητά του που ήταν
14 χιλιόμετρα
την ώρα. Στημένος μπροστά στην τηλεόραση, χρησιμοποίη
σε το τηλεχειριστήριο για να βρει το κανάλι με τις πρωινές οικονομικές ειδήσεις. Ρίχνοντας περιστασιακά ματιές στην τηλεόραση, άρχισε να διαβάζει μια έκθεση που δεν είχε τελειώσει το προηγούμενο βράδυ, βρίζοντας χαμηλόφωνα για κάποια χαμη
λά νούμερα πωλήσεων που έβλεπε. Μισή ώρα αργότερα, όταν τελείωνε τη γυμναστι κή του, είχε τελειώσει την ανάγνωση της έκθεσης, είχε υπογράψει μερικές επιστολές που του είχε δακτυλογραφήσει η βοηθός του και είχε στείλει δύο ηχητικά μηνύματα σε συνεργάτες του. Οι περισσότεροι από μας θα γύριζαν πίσω στο κρεβάτι μετά από ένα τόσο γεμάτο μισάω ρο. Για τον Γ., όμως, ηταν ρουτίνα: Προσπαθούσε διαρκ
εργασίες ταυτόχρονα. Ο Γ. πίστευε ότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι αποτελεσματικη. Ορισμένοι, όμως , ειδικοί στην ανάπτυξη ίσως τη βλέπουν διαφορετικά, ως ενδεικτι
κη δηλαδη μιας συμπεριφοράς που καθιστά τον Γ. πιθανό υποψηφιο για νόσο της στε φανιαίας.
Α ν και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σχετικά υγιείς κατά τη μέση ενηλικη ζωη, γίνο
νται όλο και περισσότερο ευάλωτοι σε μια σειρά προβλημάτων υγείας. Θα δούμε μερικά από τα συνηθη προβληματα υγείας της μέσης ηλικίας, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη νόσο της στεφανιαίας και στον καρκίνο.
199
200
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Υγεία και ασθένεια: Οι διακυμάνσεις τής μέσης ενήλικης ζωής Τα προβλήματα υγείας γίνονται όλο και πιο σημαντικό για τους ανθρ ώπους στη διόρ κεια της μέσης ηλικίας. Πρόγματι, δημοσκοπικές έρευνες που μελετούν τις ανη συχίες των ενηλίκων, δείχνουν ότι η υγεία -καθώς και η ασφόλεια και τα χρήματα- είνα ι τα ζη τήματα που τους απασχολούν. Για παρόδειγμα, περισσότεροι από το
50 % των ενη λίκων
δηλώνουν ότι είτε «φοβούνται» είτε « φοβούνται πολύ » μήπως πόθου ν καρκ ίνο (βλέπε
Σχήμα
15.4).
Για τους περισσότερους ανθρώπους, ωστόσο, η μέση ηλικία είναι μια περίοδος υγείας. Σύμφωνα με στατιστικό στοιχεία, η μεγόλη πλειονότητα των μεσή λικων αναφέρ ουν ότι δεν πόσχουν από χρόνια προβλήματα υγείας και δεν αντιμετωπίζουν περιορισμούς στις δραστηριότητές τους. Μόλιστα, ο όνθρωπος, κατό έναν τρόπο, είναι σε καλύτερη κατό σταση συνολικής υγείας στη μέση ηλικία από ό,τι σε προηγούμενες περιόδου ς τη ς ζωής. Τα ότομα ηλικίας
45-65 ετών έχουν λιγότερες πιθανότητες από νεότερους ενή λικες να πόθουν
μολύνσεις, αλλεργίες, αναπνευστικές παθήσεις και πεπτικό προβλήματα . Ίσως πόσχουν λιγότερο από τέτοιες παθήσεις τώρα, επειδή τις έχουν περόσει και έχουν δημιου ργήσει ανοσία σε μικρότερη ηλικία
(Sterns, Barrett, & Alexander, 1985).
Πόντως, ορισμένες χρόνιες παθήσεις πρόγματι αρχίζουν να εμφανίζονται στη δ ιόρ κεια της μέσης ενήλικης ζωής. Η αρθρίτιδα συνήθως αρχίζει μετό την η λικία των
και ο διαβήτης είναι πιθανότερο να εμφανιστεί σε ότομα μεταξύ
40 ετών
50-60 ετών , ιδια ίτερα αν
είναι υπέρβαρα. Η υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση) είναι μία από τις πιο συνήθ ε ις χρ ό νιες διαταραχές στη μέση ηλικία. Μερικές φορές την αποκαλούν «σιωπηλό δολοφόνο»,
επειδή είναι aσυμπτωματική και, αν δεν αντιμετωπιστεί θεραπευτικό, αυξόνει σημαντ ικό τον κίνδυνο εγκεφαλικών επεισοδίων και καρδιακών νοσημότων. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται στους μεσήλικες μια σειρό από προληπτικές και διαγνωστικές ιατρ ικές εξετό σεις ρουτίνας (βλέπε Πίνακα
Ποσοστό
15.1).
% όσων
δηλώνουν ότι «Φοβούνται» ή «Φοβούνται πολύ •• τα παρακάτω :
Να βρεθούν σε τροχαίο ατύχημα Να πάθουν καρκίνο Ανεπαρκής κοινωνική ασφάλιση Ανεπαρκές εισόδημα στη σύνταξη Τροφική δηλητηρίαση από το κρέας
Να πάθουν Αλτσχάιμερ Φυτοφάρμακα στα τρόφιμα Να πέσουν θύμα ατομικής βίας Αδυναμία να πληρώσουν χρέη Έκθεση σε άγνωστους ιούς Να πάθουν
AIDS
Φυσικές καταστροφές Μη ασφαλές ή επικίνδυνο κτήριο Απώλεια εργασίας
Σχ ή μα
15.4 Ανησυχίες
των ενηλίκων
Να βρεθούν σε αεροπορικό δυστύχημα ~~~~~~~~ Να υποστούν εργατικό ατύχημα
Κατάρρευση χρηματιστηρίου
Καθώς το άτομο μπαίνει στη
Να πέσουν θύμα μαζικής βίας
μέση ενήλικη ζωή, οι ανησυχίες
Να τους καλέσουν για έλεγχο στην εφορία
για την υγεία και την ασφάλεια γίνονται όλο και πιο σημαντι κές , και ακολουθούνται από ανησυχίες για τα οικονομικά . ( ΠΗΓΗ : υSΑ
Weekend , 1997).
1
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία §~~~~
Να κατηγορηθούν για σεξουαλική κακοποίηση
Να ζητήσουν αύξηση Να υποστούν σεξουαλική κακοποίηση ο
10
20
30
40
50
60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πίνακας
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
201
15.1 Συνιστώμενες προληmικές ιατρικές εξετάσεις ενηλίκων
Τα παρακάτω αποτελούν γενικές κατευθυντήριες γραμμές για υγιείς ενήλικες χωρίς συμmώματα ασθένειας Εξέταση
Περιγραφή
Ηλικία 4ο-49
Ηλικία
Ηλικία
SQ-59
60+
ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΝΗΛΙΚΕΣ
ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΠΙΕΣΗ
ΧΟΛΗΠΕΡΟΛΗ
-
OΛIKH/HDL
Χρησιμεύει για την ανίχνευση της Κάθε 2 χρόνια
Κάθε
2 χρόνια
Κάθε
2
χρόνια. Κάθε
υπέρτασης, η οποία μπορεί να οδηγή-
χρόνο, αν υπάρχει οι
σει σε καρδιακή προσβολή, εγκεφαλι-
κογενειακό
κό ή νεφρική πάθηση
υπέρτασης
ιστορικό
Χρησιμεύει για την ανίχνευση υψηλών Όλοι οι ενήλικες πρέπει να κάνουν μια εξέταση χοληστερόλης,
HDL. LDL
επιπέδων χοληστερόλης, τα οποία αυ- και τριγλυκεριδίων ΤΟΥΛΑΧΙΠΟΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ. Οι παράγοντες κινδύνου για ξάνουν τον κίνδυνο καρδιακών νοση- καρδιακά νοσήματα και τα αποτελέσματα των λιποπρωτεϊνών θα καθορίμάτων
ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΑ τΙ ΩΝ
σουν τη συχνότητα των επανεξετάσεων που θα ορίσει ο γιατρός .
Χρησιμεύει για να προσδιοριστεί αν Κάθε
2-4 χρόνια
Κάθε
2-4 χρόνια - κάθε
απαιτούνται γυαλιά όρασης και για να Διαβητικοί - κάθε χρόνο
Διαβητικοί
ελεγχθούν πιθανές οφθαλμικές παθή-
νο
Κάθε
2-4 χρόνια. Από 65 και μετά, κάθε 12 χρόνια. Διαβητικοί -
χρό- τα
κάθε χρόνο.
σεις
ΕΥΚΑΜΠΤΗ
Διαδικασία που χρησιμοΠοιεί ορθο
Γραμμή εκκίνησης στην Κάθε
ΣΙΓΜΟΕΙΔΟΣΚΟΠΗΣΗ σκόπιο ή ακτίνες Χ για την ανίχνευση
χρόνια.
Η
50 ετών.
χρόνια μετά τάται από την υγεία.
Ή ΒΑΡΙΟΥΧΟΣ
καρκίνου του λεmού εντέρου ή του
Κάθε
ΥΠΟΚΛΥΣΜΟΣ Ή
ορθού
το αρχικό τεστ
3-5
ηλικία διακοπής εξαρ
Κανονικός
επανέλεγ-
χος με κολονοσκόπη
ΚΟΛΟΝΟΣΚΟΠΗΣΗ
ση σε ΕΞΕτΑΣΗ
3-5
ηλικία των
Ανιχνεύει αίμα στα κόπρανα, το οποίο
8-1 Ο χρόνια
Κάθε χρόνο
Κάθε χρόνο
Κάθε χρόνο
Κάθε χρόνο
Κάθε
Κάθε
ΚΟΠΡΑΝΩΝ ΓΙΑ ΑΙΜΑ είναι μια πρώιμη προειδοποιητική έν
δειξη για καρκίνο του εντέρου ΔΑκτvΛΙΚΗ ΕΞΕτΑΣΗ Εξέταση του προστάτη ή των ωοθη-
(ΔΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ) ΕΞΕτΑΣΗ ΟΥΡΩΝ
κών για ανίχνευση καρκίνου Εξέταση για την ανίχνευση παρουσίας Κάθε
5 χρόνια
5 χρόνια
3-5 χρόνια
υπερβολικής πρωτείνης στα ούρα ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΙ
Προστασία από μόλυνση μετά από Κάθε 1Ο χρόνια
Τέτανος
τραυματισμό
Γρίπη
Προστασία από τον ιό της γρίπης
Κάθε 1Ο χρόνια
Άτομα με χρόνια ιατρικά Κάθε χρόνο, από τα προβλήματα, όπως πα- και μετά
Κάθε 1Ο χρόνια
50
Κάθε χρόνο, μετα τα
65
θήσεις της καρδιάς, των πνευμόνων, των νεφρών ή διαβήτη Πνευμονιόκοκκος
Προστασία από την πνευμονία
Στα
65,
και έπειτα κά
θε 6χρόνια ΠΡΟΣΘΕτΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑvτΟΕΞΕτΑΣΗ
Εξέταση που ανιχνεύει αλλαγές στο Κάθε μήνα/
Κάθε μήνα/
Κάθε μήνα/
ΠΗΘΟΥΣ/
στήθος, οι οποίες μπορεί να είναι εν- Κάθε χρόνο
Κάθε χρόνο
Κάθε χρόνο
ΕΞΕτΑΣΗ
δείξεις καρκίνου
ΠΗΘΟΥΣ ΑΠΟΕΙΔΙΚΟ
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
202
ΜΑΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ακτινογραφία χαμηλής ακτινοβολίας Κάθε χρόνο
Κάθε χρόνο
Κάθε χρόνο
για τον εντοπισμό όγκων για την
έγκαιρη ανίχνευση καρκίνου του μαστού ΤΕΠΠΑΠ
Τεστ με λήψη μικρού αριθμού κυπά- Μετά από
3 τεστ
με φυ- Μετά από 3 συνεχή τεστ Γυναίκες άνω των
70
ρων για την ανίχνευση καρκίνου του σιολογικά αποτελέσματα με φυσιολογικά αποτε- ετών, μετά από τρεις τραχήλου ή προκαρκινικών κυττάρων
στη σειρά, εξέταση κά- λέσματα, κάθε θε
2-3
2-3
χρό- συνεχείς εξετάσεις με
χρόνια, εκτός αν νια, εκτός περιmώσεων φυσιολογικά αποτελέ
υπάρχει ειδικός λόγος
ειδικού κινδύνου
σματα και χωρίς καθό λου μη φυσιολογικές εξετάσεις την τελευ ταία
δεκαετία,
μπο
ρούν να σταματήσουν να κάνουν τεστ Π απ
ΕΞΕτΑΣΗ ΠΥΕΛΟΥ
Εξέταση για την ανίχνευση ανωμαλιών Κάθε χρόνο (αν έχουν Κάθε χρόνο (αν έχουν Κάθε χρόνο (αν παραστη λεκάνη
παραμείνει οι ωοθήκες παραμείνει οι ωοθήκες μένουν οι ωοθήκες με μετά από υστερεκτομή)
μετά από υστερεκτομή) τά από υστερεκτομή)
ΠΡΟΣΘΕτΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΑΝΔΡΕΣ
PSA
(ΑΝτΙΓΟΝΟ
ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΗ)
Εξέταση αίματος για την ανίχνευση
Οικογενειακό ιστορικό Κάθε χρόνο, σύμφωνα Μέχρι τα 75, κάθε χρό
καρκίνου του προστάτη
καρκίνου
-
κάθε χρόνο με την οδηγία του για νο, σύμφωνα με τις
(Αφρο-αμερικανοί: κάθε τρού
οδηγίες του γιατρού
χρόνο) ΑvτΟ-ΕΞΕτΑΣΗ
Εξέταση για την ανίχνευση αλλαγών Κάθε μήνα
ΟΡΧΕΩΝ
στους όρχεις που μπορεί να είναι εν-
Κάθε μήνα
Κάθε μήνα
δείξεις καρκίνου (ΠΗfΉ:
Ochsner Clinιc
Foundatιon ,
2003.)
Ως αποτέλεσμα της εμφάνισης χρόνιων παθησεων, τα ποσοστά θανάτου των μεσηλι κων είναι υψηλότερα από ό,τι στις προηγούμενες περιόδους της ζωης. Παρ' όλα αυτά, ο
θάνατος εξακολουθεί να είναι σπάνιο γεγονός. Στατιστικά, μόνον τρεις
(3) στους εκατό (100) ανθρci:ιπους 40 ετων αναμένεται να χάσουν τη ζωη τους πριν την ηλικία των 50 και οκτω (8) στους εκατό (100) ανθρci:ιπους 50 ετων αναμένεται να πεθάνουν πριν την ηλικία των 60. Επιπλέον, το ποσοστό θανάτων για άτομα 40-60 ετci:ιν έχει μειωθεί δραστικά τα τελευ ταία 50 χρόνια. Για παράδειγμα, σημερα το ποσοστό αυτό είναι ακριβci:ις το μισό από ό,τι ηταν στη δεκαετία του 1940. Υπάρχουν, επίσης, πολιτισμικές διαφοροποιησεις στην υγεία, οι οποίες εξετάζονται στο παρακάτω ειδικό κεφάλαιο (Smedley & Syme, 2000).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15
8
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΑΠΓΥΞΗ ΣτΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Ατομικές διαφορές στην υγεία: Εθνοτικές διαφορές και διαφορές φύλου
Καλυμμένες κάτω από τις συνολικές μετρήσεις, που περιγράφουν την υγεLα των ατόμων μέσης ηλικLας, βρLσκονται μεγάλες ατομικές διαφορές. Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι ει ναι σχετικά υγιεLς, ορισμένοι υφLστανται μια σειρά από ασθένειες. Το αLτιο εLναι εν μέρει γενετικό. Για παράδειγμα, η υπέρταση συνήθως παρατηρεLται συστηματικά σε ορισμένες οικογένειες.
Μερικές αιτLες για την κακή υγεLα σχετLζονται με κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, το ποσοστό θανάτων μεσήλικων Αφρο-αμερικανών στις ΗΠΑ εLναι διπλάσιο από το ποσοστό θανάτου των λευκών. ΓιατL συμβαLνει αυτό;
Το κοινωνικοοικονομικό επLπεδο φαLνεται ότι παLζει σημαντικό ρόλο. Για παράδειγ μα, όταν συγκρLνονται λευκοL και Αφρο-αμερικανοL του Lδιου κοινωνικοοικονομικού επι πέδου, το ποσοστό θανάτου των Αφρο-αμερικανών συνήθως υπολεLπεται αυτού των λευ κών. Όσο χαμηλότερο εLναι το εισόδημα μιας οικογένειας τόσο πιθανότερο εLναι ένα μέ
λος της να εμφανLσει σοβαρή ασθένεια. Υπάρχουν αρκετοι λόγοι για τη σχέση αυτή . Τα άτομα που διαβιούν σε κακές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, εLναι πιθανότερο να απα σχολούνται σε πιο επικLνδυνες εργασLες, όπως σε ορυχεLα ή οικοδομές. Το χαμηλότερο ει
σόδημα, επLσης, συνήθως μεταφράζεται σε χειρότερη υγειονομική περLθαλψη. Επιπρό σθετα, η εγκληματικότητα και οι περιβαλλοντικοL ρύποι συνήθως εLναι υψηλότεροι σε γειτονιές χαμηλών εισοδημάτων. Έτσι, σε τελική ανάλυση, τα χαμηλότερα εισοδήματα
συνδέονται με υψηλότερη συχνότητα ατυχημάτων και απειλών για την υγεLα και, επομέ νως, με υψηλότερο ποσοστό θανάτων
(U.S. Bureau of the Census, 1990b· Fingerhut & MaKuc, 1992· Dahl & Birkelund, 1997· βλέπε Σχήμα 15.5) 25 , __________ , _____ ------ -- --------------------------------------------υ
α
·ω
>::J
20 •-------
g_ ~
·ο
Q_ ι=
15 ·-------
ω
::ι
>
·3
Q_
~
10 ·-------
ι::
υ
ο
Q_ ·ο
D Εισόδημα Κάτω από
υ
g
10.000 $
D Εισόδημα 20.000-34.999$
5 ·---- ---
D Εισόδημα
·ω
:2 ο
Σχήμα
10.000-19.999$
~ Εισόδημα 35.000 $ και
άνω
15.5 Αναπηρία και επίπεδο εισοδήματος
Οι εργάτες που ζουν σε συνθήκες ένδειας είναι πιθανότερο να έχουν σοβαρά προβλήματα από ό,τι εκείνου με υψηλότερα εισοδήματα. ( ΠΗΓΗ : υ .s.
Bureau of the Census, 1990b.)
Το φύλο, όπως και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, συνδέεται, επLσης, με διαφορές στην υγεLα. Παρόλο που το συνολικό ποσοστό γυναικεLας θνησιμότητας εLναι χαμηλότερο
203
204
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
από αυτό των ανδρών -μια τόση που ισχύει από τη βρεφικη ηλικία- η συχνότητα ασθενειών στις μεσηλικες γυναίκες είναι υψηλότερη από αυτη των ανδρών.
Οι γυναίκες είναι πιθανότερο να εμφανίσουν ησσονος σημασίας , βραχύχρονες ασθέ νειες και χρόνιες, αλλό όχι απειλητικές για τη ζωη, παθησεις όπως ημικρανίες ενώ οι όν δρες είναι πιθανότερο να παρουσιόσουν σοβαρότερες ασθένειες, όπως καρδιακό νοση
ματα. Επιπλέον, η συχνότητα καπνίσματος τσιγόρων είναι χαμηλότερη στις γυναίκες από ό,τι στους όνδρες, πρόγμα που μειώνει την πιθανότητα καρκίνου και καρδιακών
νοσημότων. Οι γυναίκες πίνουν λιγότερο αλκοόλ από τους όνδρες, πρόγμα που μειώνει τον κίνδυνο κίρρωσης του ηπατος και τροχαίων ατυχημότων. Τέλος, απασχολούνται σε λιγότερο επικίνδυνες εργασίες
(McDonald, 1999).
Ένας όλλος πιθανός λόγος για την αυξημένη συχνότητα ασθενειών στις γυναίκες είναι
ίσως ότι το μεγαλύτερο μέρος της ιατρικης έρευνας στοχεύει στους όνδρες και στο είδος των διαταραχών, από τις οποίες υποφέρουν. Το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτησεων
για ιατρικη έρευνα στοχεύει στην πρόληψη των απειλητικών για τη ζωη παθ1Ίσεων, τις οποίες αντιμετωπίζουν οι όνδρες, παρό των χρόνιων παθησεων, όπως τα καρδιακό νοσή ματα, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν αναπηρία και πόνο, αλλό δεν οδηγούν αναγκαστι κό στο θόνατο. Συνηθως, όταν η έρευνα στρέφεται σε παθησεις που πληττουν τόσο τους όνδρες όσο και τις γυναίκες, το μεγαλύτερο μέρος της χρησιμοποιεί όρρενες συμμετέχο ντες. Αν και η προκατόληψη αυτη αντιμετωπίζεται τώρα με πρωτοβουλίες από τα Εθνικό Ινστιτούτα Υγείας (των ΗΠΑ), ιστορικό υπηρξε διόκριση των φύλων στην ερευνητικη κοι νότητα, που παραδοσιακό κυριαρχείται από όνδρες (Vidaνer, 2000).
Το στρες στη μέση ενήλικη ζωή Το στρες εξακολουθεί να έχει σημαντικη επίδραση στην υγεία κατό τη μέση ενηλικη ζωη, όπως συνέβαινε και στους νεαρούς ενηλικες, μολονότι μπορεί να έχει αλλόξει το είδος των θεμότων που προκαλούν στρες. Για παρόδειγμα, οι γονείς μπορεί να διακατέχονται από
στρες σχετικό με ενδεχόμενη χρηση ναρκωτικών των έφηβων παιδιών τους περισσότερο από ό,τι να ανησυχούν για το πότε το νηπιό τους θα αποχωριστεί την πιπίλα του. Ανεξόρτητα από το ποιο θέμα πυροδοτεί το στρες, τα αποτελέσματα είναι παρόμοια.
Όπως αναφέρθηκε ηδη στο Κεφόλαιο
13, οι ψυχονευροανοσολόγοι, οι οποίοι μελετούν τη
σχέση μεταξύ εγκεφόλου, ανοσοποιητικού συστηματος και ψυχολογικών παραγόντων, παρατηρούν ότι το στρες έχει τρεις βασικές συνέπειες που συνοψίζονται στο Σχημα
15.6.
Πρώτον, το στρες έχει όμεσες βιοσωματικές επιδρόσεις, οι οποίες κυμαίνονται από την
αύξηση της αρτηριακης πίεσης και της ορμονικης δραστηριότητας μέχρι τη μειωμένη αντί δραση του ανοσοποιητικού συστηματος. Δεύτερον, το στρες οδηγεί τους ανθρώπους να
υιοθετούν ανθυγιεινές συμπεριφορές, όπως μείωση του ύπνου, κόπνισμα, αλκοόλ η όλλα ναρκωτικό. Τέλος, το στρες έχει έμμεσες επιδρόσεις στη συμπεριφορό που σχετίζεται με την υγεία. Τα ότομα υπό την επηρεια έντονου στρες είναι λιγότερο πιθανό να αναζη τησουν καλη ιατρικη φροντίδα, να ασκούνται η να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις των γιατρών
(Suinn, 2001· Suls & Wallston, 2003· Zellner et al., 2006).
Όλα αυτό μπορούν να
οδηγήσουν σε σοβαρό προβληματα υγείας η να τα επηρεόσουν- περιλαμβανομένων πολύ σημαντικών προβλημότων, όπως τα καρδιακό νοσηματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
205
Άμεσες βιοσωματικές επιδράσεις Υψηλή αρτηριακή πίεση
Μείωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος Αύξηση της ορμονικής δραστηριότητας Ψυχοσωματικές παθήσεις
Επιβλαβείς συμπεριφορές Αυξημένη χρήση νικοτίνης, αλκοόλ και άλλων ναρκωτικών Μείωση της διατροφής
Στρες
Μείωση του ύπνου
Σχήμα
Αυξημένη χρήση φαρμάκων
15.6
Οι συνέπειες
του στρες
τ ο στρες έχει τρεις μείζονες συνέπειες: αμεσες βιοσ Έμμεσες συμπεριφορές σχετικές με την υγεία Μειωμένη συμμόρφωση με ιατρικές οδηγίες
κές επιδρaσεις , επιβλaβεις σ.r
Μεγαλύτερη καθυστέρηση στην αναζήτηση ιατρικής
μπεριφορές σχετικές με την
φροντίδας
Μείωση πιθανότητας για αναζήτηση ιατρικής φροντίδας
μπεριφορές και έμμεσες σύ υγεία. (ΠΗΓΗ:
Τύπος Α και Τύπος Β στη στεφανιαία νόσο: Σύνδεση _υγείας και προσωπικότητας Στη μέση ηλικία, περισσότεροι aνδρες πεθαίνουν από ασθένειες σχετικές με την καρδιa
και το κυκλοφορικό σύστημα παρa από οποιαδΎ]ποτε aλλη αιτία. Οι γυναίκες είναι λιγότε ρο ευaλωτες, αλλa δεν είναι aτρωτες. Κaθε χρόνο, τέτοιες παθΎ]σεις οδηγούν στο θaνατο περίπου
200.000 aτομα κaτω των 65
ετών στις ΗΠΑ, και είναι υπεύθυνες για περισσότερες
ώρες απώλειας εργασίας λόγω νοσηλείας από ό,τι οποιαδΎ]ποτε aλλη αιτία
(American
Hart Association, 1988). Παράγοντες κινδύνου για καρδιακά νοσήματα.
Παρόλο που τα καρδιαγγειακa και
κυκλοφορικa νοσΎ]ματα είναι ένα μείζον πρόβλημα, δεν απειλούν εξίσου όλο τον κόσμο
-μερικοί aνθρωπποι διατρέχουν πολύ μικρότερο κίνδυνο από aλλους. Για παρaδειγμα, το ποσοστό θανaτων σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ιαπωνία, αντιστοιχεί μόνο στο ένα τέ ταρτο του ποσοστού στις ΗΠΑ. Λίγες aλλες χώρες έχουν σημαντικa υψηλότερο ποσοστό
θανaτων (βλέπε ΣχΎ]μα
15.7). Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η απaντηση είναι ότι στο θέμα αυτό εμπλέκονται γενετικοί λόγοι και χαρακτηριστικa τρόπου ζωΎ]ς. Μερικοί aνθρωποι φαίνεται να είναι γενετικa προδιατεθειμένοι να εμφανί σουν καρδιοπaθεια. Αν οι γονείς ενός ατόμου είχαν αυτό το πρόβλημα, η πιθανότητα ότι
θα νοσΎ]σει και το ίδιο είναι αυξημένη. Παρομοίως, το φύλο και η ηλικία είναι παρaγοντες κινδύνου: Οι aνδρες είναι περισσότερο πιθανό ότι θα υποφέρουν από καρδιακa νοσΎ]μα τα παρa οι γυναίκες και ο κίνδυνος αυξaνεται, όσο το aτομο μεγαλώνει.
Ωστόσο, παρaγοντες από το περιβaλλον και οι επιλογές τρόπου ζωΎ]ς είναι, επίσης, ση μαντικοί. Το κaπνισμα, διατροφη υψηλη σε λιπαρa και χοληστερόλη καθώς και η σχετικη έλ λειψη σωματικΎ]ς aσκησης αυξaνουν την πιθανότητα καρδιακΎ]ς νόσου. Τέτοιοι παρaγοντες
ίσως ερμηνεύουν διαφορές μεταξύ χωρών στη συχνότητα καρδιακών προβλημaτων. Για πα ρaδειγμα, το ποσοστό θανaτων που αποδίδονται σε καρδιακa νοσΎ]ματα στην Ιαπωνία είναι σχετικa χαμηλό και αυτό μπορεί να οφείλεται σε διατροφικές διαφορές: Η τυπικη διατροφη
Baum, 1994.)
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
206
•
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Λετονία
Ρωσία Λιθουανία
Ουγγαρία Ιρλανδία
Ρουμανία Φινλανδία Ηνωμένο Βασίλειο
Δανία ΗΠΑ
Αυστρία Γερμανία
Αυστραλία Καναδάς
Ολλανδία
Σχήμα
15.7
Ελλάδα
Θάνατοι από
Ιταλία
καρδιακά νοσήματα σε όλο
τον κόσμο
ί
I I
Μεξικό
Ισπανία
j
Ο κίνδυνος θανάτου από καρ
Γαλλία
cjJ
διαγγειακές παθήσεις διαφέρει
Ιαπωνία
cjJ
I
σημαντικά, ανάλογα με τη χώρα στην οποία ζει κανείς. (ΠΗΓΗ:
Παγκόσμιος
Υγείας,
1999.)
Οργανισμός
Άνδρες Γυναίκες
D D
1000
800
600
400
ο
200
Ποσοστό θανάτων ανά
100.000
200
400
άτομα
στην Ιαπωνια περιέχει πολύ λιγότερα λιπαρa από ό,τι η τυπική διατροφή στις ΗΠΑ
(Zhou et
al., 2003· Wilcox et al., 2006· De Meersman & Stein, 2007). Αλλa, η διατροφή δεν ε(ναι ο μόνος παρaγων. Ψυχολογικοι παρaγοντες και, ειδικότερα, αυτοι που σχετ(ζονται με το πως το aτομο αντιλαμβaνεται και βιcbνει το στρες, φα(νεται να συνδέονται με την καρδιοπaθεια. Ειδικότερα, ένα σύνολο χαρακτηριστικcbν τής προσωπικότητας φα(νεται να σχετ(ζονται με την εμφaνιση νόσου της στεφανια(ας στους μεσήλικες- η συμπεριφορa Τύπου Α.
Τύπος Α και Τύπος Β.
Για ορισμένους ενήλικες, το να περιμένουν υπομονετικa στην
ουρa στο σούπερ μaρκετ ε(ναι σχεδόν αδιανόητο. Το να κaθονται στο αυτοκ(νητό τους
και να περιμένουν να ανaψει το φανaρι που αργει, τους κaνει να «βρaζουν» από θυμό. Και ένας αργός, αν(κανος υπaλληλος σε κaποιο κατaστημα, τους κaνει έξαλλους. Τέτοιοι aνθρωποι -και όσοι μοιaζουν με τον «Γερaσιμο» (του παραδεtγματος στην αρχή της ενότητας), ο οπο(ος χρησιμοποιει το πρόγραμμα της γυμναστικής του ως ευκαιρ(α για
να διεκπεραιcbσει πολλές δουλειές- έχουν ένα σύνολο χαρακτηριστικων που ε(ναι γνωστό Συμπεριφορά Τύπου Α
ως συμπεριφορa Τύπου Α. Η συμπε@?ιφο@?ά Τύπου Α χαρακτηρ(ζεται από ανταγωνιστικό
Συμπεριφορά που χαρακτnρίζεται
τητα, ανυπομονησ(α και μια τaση για ματα(ωση και εχθρότητα. Τα aτομα Τύπου Α έχουν
από ανταγωνιστικότnτα,
την παρόρμηση να κaνουν περισσότερα από τους aλλους και επιδιδονται σε πολύμορφες
ανυπομονnσία και μια τάσn για ματαίωσn και εχθρότnτα.
δραστηριότητες- πολλαπλές δραστηριότητες που διεκπεραιcbνονται ταυτόχρονα. Είναι οι πραγματικοι πολυπρaγμονες που μπορει να δει κανε(ς να μιλούν στο τηλέφωνο, ενω συγ
χρόνως δουλεύουν στον φορητό τους υπολογιστή, την cbρα που πηγα(νουν με το τρένο στη δουλειa τους, τρcbγοντας ταυτόχρονα πρωινό. Τα aτομα αυτa θυμcbνουν εύκολα και γ(νο Συμπεριφορα Τύπου Β Συμπεριφορά που χαρακτnρίζεται από έλλειψn ανταγωνιστικότnταζ, υπομοντΊ και έλλειψn
επιθετικότnτας
νται εχθρικοι, λεκτικa και μη, αν διαπιστωσουν ότι εμποδ(ζονται να φτaσουν ένα στόχο που επιδιcbκουν να πετύχουν. Σε αντ(θεση με τη συμπεριφορa Τύπου Α, πολλοι aνθρωποι έχουν ουσιαστικa ένα σύ νολο αντ(θετων χαρακτηριστικων, τη συμπεριφορa Τύπου Β. Η συμπε@?ιφο@?ά Τύπου Β
χαρακτηρ(ζεται από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, υπομονή και απουσ(α επιθετικότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑl Η ΓΝΩΣτJΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΊΉ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
207
Α ντιθετα με τα ότομα Τύπου Α, τα ότομα Τύπου Β έχουν ελ
Οι περισσότεροι όνθρωποι δεν ειναι αμιγεις Τύποι Α ή Τύποι Β. Ουσια στικό, ο Τύπος Α και ο Τύπος Β αντιστοιχούν στα δύο όκρα ενός συνεχούς,
με τους περισσότερους ανθρώπους να εμπLπτουν σε κόποιο σημειο τού συ νεχούς. Πόντως, πολλοι όνθρωποι πλησιόζουν περισσότερο στη μια ή στην όλλη κατηγορια. Η κατηγορια στην οποια ανήκει κόποιος έχει σημασια, ιδιαι
τερα στη μέση ενήλικη ζωή, διότι μεγόλο μέρος της έρευνας υποδεικνύει ότι η διόκριση αυτή σχετιζεται με το ενδεχόμενο στεφανιαιας καρδιακής νόσου. Για παρόδειγμα, οι όνδρες Τύπου Α έχουν διπλ
γενικώς πέντε φορές περισσότερα καρδιακό προβλήματα από τους όνδρες Τύπου Β
(Rosenman, 1990· Strube, 1990· Wielgosz & Nolan, 2000).
Α ν και δεν ειναι σαφές γιατι η συμπεριφορό Τύπου Α αυξόνει τον κιν
δυνο καρδιακών προβλημότων, η πιο πιθανή ερμηνεια ειναι ότι, όταν ο Τύπος Α βρίσκεται σε στρεσογόνες συνθήκες, υφιστανται υπερβολική βια σωματική διέγερση. Ο καρδιακός ρυθμός και η πιεση του αιματος ανεβαι νουν και η παραγωγή των ορμονών επινεφρίνη και νορεπινεφρινη αυξόνε
ται. Η φθορό του κυκλοφορικού συστήματος του σώματος ειναι αυτή η οποία, όπως φαινεται, προκαλει παθήσεις της στεφανιαιας
(Raikkonen et al., 1995· Sundin et al., 1995· Williams, Barefoot, & Schneiderman, 2003). Ειναι σημαντικό να τονιστει ότι δεν είναι επιβλαβή όλα τα στοιχεLα τής συ
Εκτός από το χαρακτηρισμό του «ανταγωνιστι κού,, το άτομο με προσωπικότητα Τύπου Α τεί νει, επίσης, να επιδίδεται σε πολύμορφες δρα στηριότητες ή να κάνει πολλά πράγματα μαζί.
μπεριφορός Τύπου Α. Το βασικό στοιχεLσ που συνδέει τη συμπεριφορό Τύπου Α με τα καρδιακό νοσήματα ειναι η εχθρότητα. Επιπλέον, η σύνδεση συμπεριφορός Τύπου
Α και στεφανιαιας νόσου ειναι συναφειακή. Δεν έχουν βρεθεί οριστικές ενδείξεις ότι η συ μπεριφορό Τύπου Α προκαλεί νόσο της στεφανιαιας. Πρόγματι, υπόρχουν ενδειξεις ότι μό νον ορισμένα συστατικό της συμπεριφορός Τύπου Α εμπλέκονται στην πρόκληση της νόσου και όχι το σύνολο των συμπεριφορών που συσχετιζονται με αυτόν τον τύπο. Για παρόδειγ
μα, υπόρχει μια αυξανόμενη σύμπτωση απόψεων ότι η εχθρότητα και ο θυμός που σχετιζο νται με τη συμπεριφορό Τύπου Α ισως είναι ο βασικός σύνδεσμος με τη νόσο της στεφανιαιας
(Kahn, 2004· Eaker et al., 2004· Demaree &
Eνerhart,
2004· Myrtek, 2007).
Παρόλο που η σχέση μεταξύ μερικών τουλόχιστον συμπεριφορών Τύπου Α και καρδια κών νοσημότων ειναι σαφής, αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι μεσήλικες που μπορούν να χαρα κτηριστούν ως Τύποι Α, πρόκειται να πληγούν από νόσο της στεφανιαιας. Κατ' αρχήν, σχε δόν όλη η έρευνα μέχρι σήμερα ήταν επικεντρωμένη στους όνδρες, κυριως διότι η συχνότητα νόσου της στεφανιαίας είναι πολύ υψηλότερη στους όνδρες παρό στις γυναικες. Επιπλέον, και όλλα ειδη αρνητικών συναισθημότων, εκτός της εχθρότητας, που συναντώνται στη συ
μπεριφορό Τύπου Α, συνδέθηκαν με καρδιακό νοσήματα. Για παρόδειγμα, ο
Johan Denollet
εντόπισε συμπεριφορές, τις οποίες αποκαλει Τύπου Δ (από τη λέξη dίstressed = δεινοπαθών, δυστυχής) που συνδέονται με τη νόσο της στεφανιαιας. Πιστεύει ότι η ανασφόλεια, το όγχος και η αρνητική νοοτροπία εκθέτουν τους ανθρώπους σε κινδυνο καρδιακής προσβολής
(Denollet & Brutsaert, 1998· Denollet, 2005· Schiffer et al., 2005· Schiffer et al., 2006).
Η απειλή του καρκίνου Η Α. («Αλεξάνδρα») κοίταξε το πλήθος, καθώς στεκόταν στη γραμμή εκκίνησης του ετήσιου «Αγώνα Δρόμου για τη Θεραπεία», ενός αγώνα ταχύτητας και βάδην
208
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
για τη συγκέντρωση χρημάτων για τον αγώνα ενάντια στον καρκίνο του μαστού. Ξεχώρισε μια ομάδα πέντε γυναικών, που φορούσαν όλες τα ροζ μπλουζάκια, δια κριτικά ατόμων που επιβίωσαν από τον καρκίνο. Αλλοι δρομείς είχαν καρφιτσωμέ
νες στη μπλούζα τους φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων που είχαν χάσει τη μάχη με την αρρώστια. Λιγες ασθένειες ειναι τόσο τρομακτικές όσο ο καρκινος και πολλοι μεσήλικες θεωρούν μια διόγνωση καρκινου ως θανατική καταδικη. Αν και η πραγματικότητα ειναι διαφορετική -πολλές μορφές καρκινου ανταποκρινονται πολύ καλό στην ιατρική θεραπεια και
40%
των ανθρώπων που διαγνώστηκαν με καρκινο ζουν ακόμη μετό την πενταετια- η ασθέ νεια αυτή εγειρει πολλούς φόβους. Ειναι, επισης, αναμφισβήτητο ότι ο καρκινος ειναι η
δεύτερη αιτια θανότου στις ΗΠΑ
(Smedley & Syme, 2000).
Η ακριβής αιτια που προκαλει τον καρκινο δεν ειναι ακόμη γνωστή, αλλό η διαδικα σια με την οποια εξαπλώνεται ειναι απλή. Για κόποιο λόγο, συγκεκριμένα κύτταρα του σώματος αρχιζουν να πολλαπλασιόζονται ανεξέλεγκτα και με γρήγορο ρυθμό. Καθώς αυ ξόνονται σε αριθμό, τα κύτταρα αυτό σχηματιζουν όγκους. Α ν δεν εμποδιστει η εξόπλωσή τους, απομυζούν θρεπτικές ουσιες από τα υγιή κύτταρα και ιστούς του σώματος. Τελικό,
καταστρέφουν την ικανότητα του σώματος να λειτουργει φυσιολογικό. Όπως τα καρδιακό νοσήματα, έτσι και ο καρκινος συνδέεται με ποικιλους παρόγο ντες κινδύνου, μερικούς γενετικούς και όλλους περιβαλλοντικούς. Ορισμένα ειδη καρκι νου έχουν σαφώς γενετικό συστατικό στοιχεια. Για παρόδειγμα, το οικογενειακό ιστορικό καρκινου του μαστού -που ειναι η πιο συνήθης αιτια θανότου από καρκινο στις γυναικες
αυξόνει τον κινδυνο για μια γυναικα. Ωστόσο, διόφοροι περιβαλλοντικοι και συμπεριφο ρικοι παρόγοντες σχετιζονται, επισης, με τον κινδυνο καρκινου. Για παρόδειγμα, η κακή
διατροφή, το κόπνισμα, η χρήση αλκοόλ, η έκθεση στον ήλιο, η έκθεση σε ακτινοβολια και συγκεκριμένες συνθήκες εργασιας (όπως η έκθεση σε ορισμένα χημικό στοιχεια ή σε α μια
ντο) ειναι γνωστό ότι αυξόνουν τις πιθανότητες εμφόνισης καρκινου. Μετό τη διόγνωση καρκινου, μπορει να υιοθετηθούν διόφορες μορφές θεραπειας,
ανόλογα με το ειδος του καρκινου. Μια μορφή θεραπειας ειναι η ακτινοθεραπεία , κατό την οποία η ακτινοβολια έχει στόχο τον όγκο, τον οποιο επιχειρει να καταστρέψει. Στους ασθενείς στους οποιους εφαρμόζεται χημειοθεραπεία, χορηγούνται ελεγχόμενες δόσεις τοξικών ουσιών που στοχεύουν, στην ουσια, να «δηλητηριόσουν» τον όγκο. Τέλος, η χει
ρουργική επέμβαση χρησιμοποιείται για την αφαίρεση του όγκου (συχνό και του περιβόλ λοντος ιστού). Η ακριβής μορφή θεραπειας συναρτόται με το κατό πόσον έχει εξαπλωθει ο όγκος στο σώμα του ασθενούς, όταν εντοπιζεται για πρώτη φορό. Επειδή η έγκαιρη διόγνωση του καρκίνου αυξόνει τις πιθανότητες επιτυχούς αντιμε
τώπισής του, οι διαγνωστικές τεχνικές που βοηθούν στην αναγνώριση των πρώτων ενδει ξεων καρκινου ειναι πολύ σημαντικές. Αυτό ισχύει ιδιαιτερα στη μέση ενήλικη ζωή, όταν ο κίνδυνος προσβολής από ορισμένα είδη καρκίνου είναι αυξημένος.
Κατό συνέπεια, οι γιατροί συνιστούν στις γυναικες να εξετόζουν συχνό το στήθος και στους όνδρες να εξετόζουν τους όρχεις για ενδειξεις καρκινου. Επίσης, ο καρκίνος τού προστότη, που ειναι ο πιο συνήθης τύπος καρκινου στους όνδρες, μπορει να ανιχνευτει με τακτικές δακτυλικές εξετόσεις και αναλύσεις αίματος που εντοπιζουν την παρουσια του
ειδικού αντιγόνου του προστότη
(PSA).
Οι μαστογραφίες, οι οποιες παρέχουν απεικόνιση του εσωτερικού τού γυναικείου στή θους, βοηθούν στην αναγνώριση καρκινου στα πρώτα στόδια. Όμως, το ερώτημα πότε πρέπει οι γυναικες να αρχισουν να κόνουν τακτικό μαστογραφια έχει αποτελέσει σημειο διχογνωμιας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣτΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
209
Μαστογραφίες ρουτίνας: Σε ποια ηλικία πρέπει να αρχίσουν οι γυ ναίκες; Ανακάλυψα το ογκίδιο τον Φεβρουάριο ... Θαμμένο βαθιά στο αριστε ρό μου στήθος ήταν σκληρό σαν πέτρα, στο μέγεθος σκαγιού και πονού σε. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν καρκίνος. Η ασθένεια αυτή συναντάται στην οικογένειά μου, όπως τα γαλάζια μάτια και η αίσθηση του χιούμορ. Αλλά δεν μπροεί αυτό να ήταν καρκίνος του μαστού. Και όχι σε μένα. Ήμουνα τόσο νέα. Εντάξει. Είχα μόλις κλείσει τα σαράντα, αλλά ήμουν υγιής. Έκανα γυμναστική τρεις φορές την εβδομάδα και ήμουν σχεδόν χορ τοφάγος. Η επόμενη επίσκεψή μου στο γιατρό απείχε μόλις ένα μήνα. Θα το κοίταζα τότε
(Driedger, 1994, σ. 46).
Το γεγονός ότι η Σ. ( «Σοφια») ένιωθε υγιής, έκανε γυμναστική και ειχε καλή
διατροφή δεν ήταν επαρκές: Ειχε, όντως, καρκινο. Αλλά ήταν και τυχερή. Μετά από επιθετική θεραπεια με ακτινοβολιες, έχει μεγάλες πιθανότητες πλήρους αποθεραπειας.
Η καλή της τύχη ήταν εν μέρει αποτέλεσμα του έγκαιρου εντοπισμού τού καρκινου. Στατιστικά, όσο ενωριτερα διαγνωστει ο καρκινος του μα
στού, τόσο περισσότερες ειναι οι πιθανότητες επιβιωσης της γυναικας.
Οι γυναίκες πρέπει να εξετάζουν τακτικά το
Αλλά, ακριβώς το πώς θα επιτευχθει η έγκαιρη διάγνωση, έχει προκαλέσει διαφωνιες στον ιατρικό χώρο. Ειδικότερα, η αντιπαράθεση επικεντρώνεται
στήθος τους για ενδείξεις καρκίνου του μα στού .
στην ηλικια, κατά την οποια πρέπει να αρχιζουν οι γυναικες να υποβάλλο-
νται τακτικά σε μαστογραφια, μια εξέταση με χαμηλή ακτινοβολια, η οποια εξετάζει τον ιστό των μαστών. Οι μαστογραφLες αποτελούν ένα από τα καλύτερα μέσα για την ανιχνευση του καρκι
νου του μαστού στα αρχικά του στάδια. Η τεχνική επιτρέπει στους γιατρούς να εντοπιζουν όγκους, όταν αυτοι ειναι ακόμη πολύ μικροι Οι ασθενεις έχουν χρόνο για θεραπεια, πριν ο όγκος μεγαλώσει και εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος. Οι μαστογραφLες προσφέρουν τη δυνατότητα διάσωσης πολλών ζωών, και σχεδόν όλοι οι επαγγελματLες υγειας συνι στούν να κάνουν τακτικές μαστογραφLες όλες οι γυναικες σε κάποιο χρονικό σημειο στη διάρκεια της μέσης ενήλικης ζωής. Ποια ειναι η ηλικια στην οποια οι γυναικες πρέπει να αρχισουν να κάνουν μια μαστο
γραφια το χρόνο; Όπως φαινεται στο Σχήμα
600
ο ο
500
C> ο ο
400
15.8, ο κινδυνος καρκινου του μαστού αρχιζει
Συχνότητα: Λευκές
··-·····----~~ΧΥ-~~"!"_~:fψ_φικ(]_~.ί~~S...........................................________ _ Θνησιμότητα: Αφρο-Αμερικανίδες · Θνησιμότητα: Λευκές
·σ
Ε;
·ο
Σχήμα
300
b
g ο
c
15.8
Ηλικία και
καρκίνος του μαστού
200
Από την ηλικία των
30 ετών και
μετά, ο κίνδυνος καρκίνου τού
μαστού γίνεται όλο και πιθα
100
νότερος, όπως δείχνει αυτό το διάγραμμα ετήσιας συχνότη
ο
15-19 20-24 25-29 30-34 35-39 40-44 45-49 50-54 55-59 60-64 65-00 70-74 75-79 80-84
85+
τας.
(ΠΗΓΗ:
Ηλικία
2003.)
American Cancer Society,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
209
Μαστογραφίες ρουτίνας: Σε ποια ηλικία πρέπει να αρχίσουν οι γυ ναίκες; Ανακάλυψα το ογκίδιο τον Φεβρουάριο ... Θαμμένο βαθιά στο αριστε ρό μου στήθος ήταν σκληρό σαν πέτρα, στο μέγεθος σκαγιού και πονού σε. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν καρκίνος. Η ασθένεια αυτή συναντάται στην οικογένειά μου, όπως τα γαλάζια μάτια και η αίσθηση του χιούμορ. Αλλά δεν μπροεί αυτό να ήταν καρκίνος του μαστού. Και όχι σε μένα. Ήμουνα τόσο νέα. Εντάξει. Είχα μόλις κλείσει τα σαράντα, αλλά ήμουν υγιής. Έκανα γυμναστική τρεις φορές την εβδομάδα και ήμουν σχεδόν χορτοφάγος. Η επόμενη επίσκεψή μου στο γιατρό απείχε μόλις ένα μήνα. Θα το κοίταζα τότε
(Driedger, 1994, σ. 46).
Το γεγονός ότι η Σ. ( «Σοφία») ένιωθε υγιής, έκανε γυμναστική και είχε καλή διατροφή δεν ήταν επαρκές: Είχε, όντως, καρκίνο. Αλλά ήταν και τυχερή. Μετά από επιθετική θεραπεία με ακτινοβολίες, έχει μεγάλες πιθανότητες πλήρους aποθεραπείας.
Η καλή της τύχη ήταν εν μέρει αποτέλεσμα του έγκαιρου εντοπισμού τού καρκίνου. Στατιστικά, όσο ενωρίτερα διαγνωστεί ο καρκίνος του μα
στού, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες επιβίωσης της γυναίκας.
Οι γυναίκες πρέπει να εξετάζουν τακτικά το
Αλλά, ακριβώς το πώς θα επιτευχθεί η έγκαιρη διάγνωση, έχει προκαλέσει διαφωνίες στον ιατρικό χώρο. Ειδικότερα, η αντιπαράθεση επικεντρώνεται
στήθος τους για ενδείξεις καρκίνου του μα στού .
στην ηλικία, κατά την οποία πρέπει να αρχίζουν οι γυναίκες να υποβάλλο-
νται τακτικά σε μαστογραφία, μια εξέταση με χαμηλή ακτινοβολία, η οποία εξετάζει τον ιστό των μαστών. Οι μαστογραφίες αποτελούν ένα από τα καλύτερα μέσα για την ανίχνευση του καρκί
νου του μαστού στα αρχικά του στάδια. Η τεχνική επιτρέπει στους γιατρούς να εντοπίζουν όγκους, όταν αυτοί είναι ακόμη πολύ μικροί. Οι ασθενείς έχουν χρόνο για θεραπεία, πριν ο όγκος μεγαλώσει και εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος. Οι μαστογραφίες προσφέρουν τη δυνατότητα διάσωσης πολλών ζωών, και σχεδόν όλοι οι επαγγελματίες υγείας συνι
στούν να κάνουν τακτικές μαστογραφίες όλες οι γυναίκες σε κάποιο χρονικό σημείο στη διάρκεια της μέσης ενήλικης ζωής.
Ποια είναι η ηλικία στην οποία οι γυναίκες πρέπει να αρχίσουν να κάνουν μία μαστο γραφία το χρόνο; Όπως φαίνεται στο Σχήμα
600
ο ο ο
6
ο
500 400
15.8, ο κίνδυνος καρκίνου του
μαστού αρχίζει
Συχνότητα: Λευκές
--------------~ιJΧ\'~τητ':Ι_:__~φ_e~:!Ψ_f:Ρ._~~':Ι-~_ί9_ε:s _____________________________________________________ _
Θνησιμότητα: Αφρο-Αμερικανίδες
-
Θνησιμότητα: Λευκές
·σ
ε;
·ο
Σχή μα
300
ο
D
ο
15.8
Ηλικία και
καρκίνος του μαστού
13 200 ·---------------------------------------------------------------
Από την ηλικία των
ι::
30 ετών και
μετά, ο κίνδυνος καρκίνου τού μαστού γίνεται όλο και πιθα
100
νότερος, όπως δείχνει αυτό το ο
διάγραμμα ετήσιας συχνότη
-
15-19 20-24 25-29 30-34 35-39 40-44 45-49 50-54
55-5θ
60-64 65-00 70-74 75-79 80-84
85+
τας.
(ΠΗΓΗ:
Ηλικία
2003.)
American Cancer Society,
210
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
να αυξάνεται γuρω στην ηλικια των πέντε τοις εκατό
(95%)
30 και μετά αυξάνεται όλο και περισσότερο. Ενενήντα 40 και μετά
νέες περιπτώσεις εμφανιζονται σε γυναικες από τα
{SEER, 2005). Ο προσδιορισμός της ηλικιας έναρξης μαστογραφιών ρουτινας δυσχεραινεται από δuο στοιχεια. Πρώτον, υπάρχει ένα πρόβλημα θετικά ψευδών αποτελεσμάτων, δηλαδή πε
ριπτώσεων, στις οποιες η εξέταση δειχνει ότι υπάρχει πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότη τα δεν υπάρχει. Επειδή ο ιστός του μαστοu των νεότερων γυναικών ειναι πυκνότερος από αυτόν των μεγαλuτερων γυναικών, οι πρώτες ειναι πιθανότερο να έχουν θετικά ψευδεις μαστογραφιες. Μάλιστα, υπολογιζεται ότι σχεδόν το ένα τριτο από τις νεότερες γυναικες,
που έκαναν επανειλημμένες μαστογραφιες, ειναι πολu πιθανό να έχουν μια ψευδώς θετι κή, η οποια καθιστά αναγκαιο τον περαιτέρω έλεγχο ή βιοψια. Επιπλέον, μπορει να συμ
βει και το αντιθετο: αρνητικά ψευδή αποτελέσματα, στα οποια η μαστογραφια δεν ανι χνεuει ενδειξεις (υπάρχοντος) καρκινου
(Miller, 1991· Baines et al., 1997· Wei et al., 2007).
Ένα δεuτερο πρόβλημα με τις μαστογραφLες ρουτινας ειναι το κόστος τους, το οποιο στις ΗΠΑ ανέρχεται στα
125
$κατά μέσον όρο 1 • Αν η συχνότητα καρκινου του μαστοu σε
γυναικες ηλικιας στοuν
40 ετών ειναι 112 περιπτώσεις στις 100.000, αυτό σημαινει ότι θα χρεια 12,5 εκατομμuρια δολάρια για να ανιχνευτοuν μόλις 112 περιπτώσεις. Επειδή οι ιατρι
κές δαπάνες ειναι ήδη υψηλές, η κάλυψη των μαστογραφιών ρουτινας δεν έγινε ευχαριστως
αποδεκτή από τις ασφαλιστικές εταιρLες. Σήμερα, τουλάχιστον οι ειδικοι στη φροντιδα υγειας συμφωνοuν ότι τα
40
έτη ειναι η
πιο λογική ηλικια για να αρχισει η τακτική ετήσια εξέταση με μαστογραφια. Αν και η αντι παράθεση δεν έχει λήξει, η Αμερικανική Καρκινική Εταιρια, η Αμερικανική Ιατρική Ένω
ση και το Εθνικό Ινστιτοuτο Καρκινου συνιστοuν τώρα ετήσια μαστογραφική εξέταση για γυναικες από
40 ετών
και πάνω
(Rimer et al., 2001).
Ψυχολογικοί παράγοντες και καρκίνος.
Όλο και περισσότερα στοιχεια δειχνουν ότι
ο καρκινος σχετιζεται όχι μόνο με βιοσωματικά αιτια αλλά και με ψυχολογικοuς παράγο ντες
(Edelman & Κidman, 1997). Συγκεκριμένα, ορισμένες έρευνες δειχνουν ότι η συναι
σθηματική αντιδραση του ατόμου στον καρκινο μπορει να επηρεάσει την ανάρρωσή του.
Σε μια μελέτη, για παράδειγμα, μια ομάδα γυναικών, οι οποιες ειχαν πρόσφατα αφαιρέσει τον ένα μαστό ως μέρος της θεραπειας τους για καρκινο του μαστοu, κατηγοριοποιήθη καν ανάλογα με τη στάση τους προς το πρόβλημα υγειας τους. Μερικές ένιωθαν ότι η κα τάστασή τους ήταν απελπιστική, ενώ άλλες ειχαν δεχτει στωικά τον καρκινο, χωρις να
διατυπώνουν παράπονα. Άλλες γυναικες εξέφραζαν ένα «μαχητικό πνεuμα» και αγωνιζο νταν για να υπερνικήσουν την ασθένεια. Τέλος, μερικές απλώς δεν δέχονταν ότι ειχαν καρ κινο, αρνοuμενες να αποδεχτοuν τη διάγνωση. Δέκα χρόνια αργότερα, οι ερευνητές επανεξέτασαν την ομάδα των γυναικών. Βρήκαν
σαφεις ενδειξεις ότι η αρχική στάση τους συνδεόταν με την επιβιωση. Ένα μεγαλuτερο πο σοστό από τις γυναικες που ειχαν αποδεχτει στωικά τον καρκινο τους ή ειχαν νιώσει aπελ
πισμένες, πέθαναν στο διάστημα αυτό. Το ποσοστό θανάτου ήταν πολu χαμηλότερο ανάμε σα σε εκεινες που ειχαν «αγωνιστικό πνεuμα» ή που ειχαν αρνηθει ότι ειχαν το πρόβλημα
(Pettingale et al., 1985·
βλέπε Σχήμα
15.9).
Παράγοντες της προσωπικότητας μπορει, επισης, να παιζουν ένα ρόλο στον καρκινο.
Για παράδειγμα, ασθενεις με καρκινο που ειναι συνήθως αισιόδοξοι, αναφέρουν λιγότερη σωματική και ψυχολογική δυσφορια από τους λιγότερο αισιόδοξους ασθενεις
(Carver &
Scheier, 1993· Bolger et al., 1996· Gerend, Aiken, & West, 2004). 1. Στη χώρα μας το κόστος μιας ψηφιακής μαστογραφίας κυμαίνεται περί τα 100€ (Σημ. Επιμ. Έκδ . ) .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ψυχολογικές αντιδράσεις της γυναίκας
3 μήνες
211
μετά τη χειρουργική επέμβαση
90~-----------------------------------.
.§: ·c-
ε;
80
ι..............................................................
6 σ
70 ··············· .......... .
·:::1. cΩ. ·ω
60 .......................... .
ο gcΩ.
-
ι=
J
Ξ ω :::> > ο~ ~=-σ > ,_. ·3 ω > :::1. 85'Ξ! ο > σ·ο
·ο~
t)o
50 •·························· 40 •·························· 30 •··························
20
σ~
ο ο
········-ο . ······u···········o·-_· · ·
10 ·········
c
ο
......
...........
. .... .
'·······ο··········· -······
.......... .
····---
·-·····----
Σχήμα -και
15.9
επιβίωση
Στάση προς από-
τον
καρκίνο Το αγωνιστικό πνεύμα αποδι δει. Η ψυχολογική αντίδραση μιας γυναίκας,
Στωική αποδοχή
Απελπισία
Αγωνιστικό πνεύμα
Άρνηση
3 μήνες μετά την
εγχείρησή της για καρκίνο, συ σχετίζεται σαφώς με την επι
Ο Επιβίωσαν
βίωσή της
Ο Δεν επιβίωσαν
(ΠΗΓΗ:
1Ο χρόνια αργότερα.
Pettingale et al., 1985.)
Σχετικές με την ιδέα ότι ψυχολογικοί παράγοντες μπορούν να βοηθήσουν στην πρόλη ψη ή στη βελτίωση της θεραπείας για τον καρκίνο είναι οι ενδείξεις ότι η συμμετοχή τού
ασθενούς σε ψυχολογική θεραπεία μπορεί να του δώσει μια βάση στήριξης. Για παράδειγ μα, μια μελέτη βρήκε ότι γυναίκες σε προχωρημένα στάδια καρκίνου του μαστού, οι οποίες συμμετείχαν σε ομαδική ψυχοθεραπεία, έζησαν τουλάχιστον
18
μήνες περισσότερο από
άλλες, οι οποίες δεν συμμετείχαν στη θεραπεία. Επιπλέον, οι γυναίκες που συμμετείχαν στην
ομαδική ψυχοθεραπεία ένιωθαν λιγότερο άγχος και πόνο
(Spiegel et aι, 1989· Spiegel,
1993, 1996· Spiegel & Giese-Davis, 2003).
Αν και μερικές έρευνες δεί yyουν ότι ο βαθμός κοινωνικής στήριξης στη ζωή ενός ατόμου μπορεί να σχετίζεται με μειωμέ νο κίνδυνο καρκίνου, η σύνδεση μεταξύ στάσεων, συναισθημά των και καρκίνου απέχει πολύ από το να είναι αποδεδειγμένη .
212
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
8
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Πώς, ακριβώς, μπορεί η ψυχολογική κατaσταση του ατόμου να συνδέεται με την πρό γνωση του καρκίνου του; Η θεραπεία του καρκίνου είναι περίπλοκη, σύνθετη και συχνa δυσaρεστη. Είναι πιθανό ότι οι ασθενείς που έχουν την πιο θετική στaση και συμμετέχουν στη θεραπεία, είναι πιο συνεπείς στο πρόγραμμα ιατρικής θεραπείας. Συνεπώς, τέτοιοι ασθενείς είναι πιθανότερο να έχουν επιτυχημένη θεραπεία
(Holland & Lewis, 1993· Sheridan
& Radmacher, 2003). Υπaρχει και μια aλλη πιθανότητα: Η θετική ψυχολογική στaση ίσως ενισχύει το ανοσο ποιητικό σύστημα του σώματος, τη φυσική γραμμή aμυνας ενaντια στην ασθένεια. Μια θετι
κή στaση μπορεί να ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να παρaγει κύτταρα «στρατιώτες» που πολεμούν τα καρκινικa κύτταρα. Αντίθετα, τα αρνητικa συναισθήματα και στaσεις μπορεί να μειώνουν την ικανότητα των φυσικών κυττaρων-στρατιωτών να κατα
πολεμήσουν τον καρκίνο
(Seligman, 1995· Ironson & Schneiderman, 2002· Gidron et al., 2006).
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η σχέση μεταξύ συμπεριφορaς, συναισθημaτων και καρ κίνου απέχει πολύ από το να είναι αποδεδειγμένη. Επιπλέον, είναι αδικαιολόγητο και aδικο να συμπερaνει κανείς ότι ένας καρκινοπαθής θα είχε καλύτερες προοπτικές, απλώς αν είχε
μια πιο θετική στaση. Αυτό που όντως υποστηρίζουν τα δεδομένα είναι ότι η ψυχολογική θε ραπεία μπορεί να αποτελέσει στοιχείο της θεραπείας του καρκίνου, ακόμη κι αν δεν προσφέ ρει τίποτε περισσότερο από το να βελτιώνει την ψυχολογική κατaσταση του ασθενούς και να βελτιώνει το ηθικό του/της
(Holland & Lewis, 1993· Owen et al., 2004· Weber et al., 2004).
•
Γενικa, η μέση ηλικία είναι μια περίοδος καλής υγείας, αν και η ευπaθεια σε χρόνιες
•
Τα καρδιακa νοσήματα είναι ένας κίνδυνος για τους ανθρώπους μέσης ηλικίας. Γενε
παθήσεις όπως η αρθρίτιδα, ο διαβήτης και η υπέρταση αυξaνεται. τικοί και περιβαλλοντικοί παρaγοντες συμβaλλουν στα καρδιακa νοσήματα. Σ' αυτούς περιλαμβaνεται η συμπεριφορa Τύπου Α.
• •
Η συχνότητα του καρκίνου αρχίζει να γίνεται σημαντική στη μέση ηλικία. Θεραπείες όπως οι ακτινοβολίες, η χημειοθεραπεία και η χειρουργική επέμβαση μπορούν να θεραπεύσουν με επιτυχία τον καρκίνο και ψυχολογικοί παρaγοντες, όπως η μαχη
τική στaση και η aρνηση αποδοχής του καρκίνου μπορούν να επηρεaσουν τα ποσο στa επιβίωσης.
Γνωστική ανάπτυξη Τα πάντα άρχισαν σχεδόν αθώα. Η σαρανταπεντάχρονη Χ («Χρύσα ») δεν μπορού σε να θυμηθεί αν είχε ταχυδρομήσει το γράμμα που της είχε δώσει ο άνδρας της και φευγαλέα αναρωτήθηκε μήπως αυτό ήταν μια ένδειξη ότι γερνάει. Ακριβώς την επόμενη μέρα, αυτά τα συναισθήματα ενισχύθηκαν, όταν χρειάστηκε να ψάχνει επί
20 λεπτά
για να βρει έναν αριθμό τηλεφώνου που ήξερε ότι είχε γράψει σε κάποιο
χαρτί- κάπου. Όταν το βρήκε, ήταν έκπληκτη και λίγο ανήσυχη. «Μήπως χάνω τη μνήμη μου;» αναρωτήθηκε, ενοχλημένη και αρκετά προβληματισμένη. Πολλοί aνθρωποι στα σαρaντα τους θα παραδεχθούν ότι νιώθουν πιο aφηρημένοι από
ό,τι
20 χρόνια ενωρίτερα και ότι διακατέχονται από κaποια ανησυχία μήπως γίνονται λι-
214
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ΕπΙJtλέον, είναι δύσκολο για τους ερευνητές που χρησιμοποιούν διαχρονικές μελέτες να διατηρησουν το δείγμα τους στην αρχικη του μορφη. Οι συμμετέχοντες σε μια έρευνα μπορεί να έχουν μετακομίσει, να αποφασίσουν ότι δεν θέλουν πλέον να συμμετέχουν, μπο ρεί να αρρωστησουν η και να πεθάνουν. Πράγματι, όσο περνάει ο χρόνος, οι συμμετέχο
ντες που παραμένουν στη μελέτη μπορεί να αντΙJtροσωπεύουν μια περισσότερο υγιη , στα θερη και θετικη ψυχολογικά ομάδα ατόμων από ό,τι εκείνοι που δεν ανηκουν πλέον στο
δείγμα. Αν ισχύει αυτό, τότε οι διαχρονικές μελέτες μπορεί λανθασμένα να υπερεκτιμούν τη νοημοσύνη στα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.
Αποκρυσταλλωμένη και ρευστή νοημοσύνη. Η δυνατότητα των ερευνητ
ερωτησεις χρονομετρ
ρίτερα στο κεφάλαιο αυτό- τότε η χαμηλότερη επίδοση στις κλίμακες νοημοσύνης μπορεί να είναι αποτέλεσμα σωματικ
(Schaie, 1991· Nettelbeck &
Rabbit, 1992). Για να γίνει η εικόνα ακόμη πιο περίπλοκη, πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι υπάρχουν δύο είδη νοημοσύνης: η ρευστη νοημοσύνη και η aποκρυσταλλωμένη νοημοσύνη . Όπως Ρευστn νοnμοσύνn Αντανακλά Ικανότnτες
επεξεργασίας nλnραpορΙών, τnν Ικανότnτα γΙα αυλλογΙσμό καΙ τn μνιΊμn .
σημει
9, η
ρευστή νοημοσύνη αντανακλά ικανότητες επεξεργα
σίας πληροφορι
aπομνημονεύσει μια σειρά αριθμ
Αnοκρυσταλλωμένn
κρυσταλλωμένη νοημοσύνη είναι η συσσ
νοn μοσύνn
τις οποίες το άτομο έχει αποκτησει μέσω της εμπειρίας και τις οποίες μπορεί να εφαρμόσει
Η συσσώρευσn πλnραpορ1ών,
για την επίλυση προβλημάτων. Κάποιος που λύνει ένα σταυρόλεξο η προσπαθεί να εντο
δεξ1οτnτων καΙ στρατnγΙκών, ης οποίες έχεΙ αποκτnσε1 το άτομο μέσω τnς εμπεΙρίας καΙ ης οποίες
μπορεί να εφαρμόσεΙ γΙα τnν επίλυσπ προβλπμάτων.
πίσει το δολοφόνο σε μια ιστορία μυστηρίου, κάνει χρηση της aποκρυσταλλωμένης νοημο σύνης, βασιζόμενος σε προγενέστερες εμπειρίες του. Αρχικά, οι ερευνητές πίστευαν ότι η ρευστη νοημοσύνη καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από γενετικούς παράγοντες και η aποκρυσταλλωμένη νοημοσύνη κυρίως από εμπειρι
κούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Αργότερα, ωστόσο, εγκατέλειψαν αυτη τη διά κριση, κυρίως επειδη διεπίστωσαν ότι η aποκρυσταλλωμένη νοημοσύνη καθορίζεται εν μέρει από τη ρευστη νοημοσύνη. Για παράδειγμα, η δυνατότητα ενός ατόμου να λύσει ένα
σταυρόλεξο (aποκρυσταλλωμένη νοημοσύνη) είναι αποτέλεσμα της δεξιότητάς του με τα γράμματα και σχέδια (ρευστη νοημοσύνη). Όταν οι ειδικοί στην ανάπτυξη εξέτασαν τα δύο είδη της νοημοσύνης μεμονωμένα, κα
τέληξαν σε μια νέα απάντηση στο ερ
Lopez, 2000· Salthouse, Atkinson, & Beήsh, 2003· Bugg et al., 2006·
(Ryan, Sattler & 15.10).
βλέπε Σχημα
Αν εξετάσει κανείς πιο εξειδικευμένους τύπους νοημοσύνης , διαπιστ
Warner Schaie (1994)
που έχει δ ιεξαγάγει εκτεταμένη δια
χρονικη έρευνα για την πορεία της νοητικης ανάπτυξης των ενηλίκων , πρέπει να εξετα
στούν πολλοί επιμέρους τύποι ικανοτητων, όπως ο προσανατολισμός στο χ
ΚΕΦΑΛΑlΟ 15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣτΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
215
::;)
ο
, ε;
:::1. ο
~ σ
9::;)
,...ο υ
ο Q_
Σχήμα
- :ο
w
15.1 Ο
Αλλαγές
στην aποκρυσταλλωμένη και
στη ρευστή νοημοσύνη Αν και η aποκρυσταλλωμένη Βρεφική ηλικία
Παιδική ηλικία
Πρώιμη ενήλικη ζωή
Μέση ενήλικη ζωή
Ύστερη ενήλικη ζωή
ΥJΨ να φθίνει στη μέση ενήλικη ζωή .
Ρευστή νοημοσύνη
(ΠΗΓΗ :
σταλλωμένης και της ρευστής νοημοσύνης.
Όταν αντιμετωπίζεται με αυτό τον τρόπο, το ερώτημα πώς μεταβάλλεται η νοημοσύνη στην εν1Ίλικη ζωή οδηγεί σε μια άλλη, πιο εξειδικευμένη απάντηση. Ο
Schaie
βρήκε ότι
ορισμένες ικανότητες, όπως ο επαγωγικός συλλογισμός, ο προσανατολισμός στο χώρο, η
ταχύτητα αντίληψης και η λεκτική μνήμη αρχίζουν να φθίνουν πολύ βαθμιαία γύρω στην
25
ετών και συνεχίζουν να φθίνουν μέχρι την ύστερη ενήλικη ζωή. Οι αριθμητι
κές και οι λεκτικές ικανότητες εμφανίζουν μια αρκετά διαφορετική πορεία. Η αριθμητική ικανότητα τείνει να αυξάνεται μέχρι τα
45, μειώνεται στην ηλικία των 60 και στη συνέχεια
παραμένει σταθερή για όλη την υπόλοιπη ζωή. Η λεκτική ικανότητα αυξάνεται μέχρι την αρχή της μέσης ενήλικης ζωής, γύρω στα υπόλοιπη ζωή
40,
και παραμένει αρκετά σταθερή σε όλη την
(Schaie, 1994).
Γιατί συμβαίνουν αυτές οι αλλαγές; Ένας λόγος είναι ότι η λειτουργία του εγκεφάλου
αρχίζει να μεταβάλλεται στη μέση ενήλικη ζωή. Για παράδειγμα, οι ερευνητές βρήκαν ότι
20 γονίδια, ζωτικά για τη
μάθηση, τη μνήμη και την νοητική ευελιξία, αρχίζουν να λειτουρ
γούν λιγότερο αποτελεσματικά ήδη από την ηλικία των
40 ετών (Lu et al., 2004).
Ποια είναι η πηγή της γνωστικής επάρκειας στη διάρκεια της μέσης ενήλικης
ζωής;
ηλικία, η ρευ<Πή νοημοούνη αρ
Αποκρυσταλλωμένη νοημοσύνη
τική ικανότητα , η λεκτική ικανότητα κ.ο.κ., παρά οι ευρύτερες κατηγορίες της aποκρυ
ηλικία των
νοημοσύνη αυξάνεται με την
Παρά τη σταδιακή μείωση σε επιμέρους γνωστικές ικανότητες στη μέση ενήλικη
ζωή , στη διάρκεια αυτής της περιόδου της ζωής το άτομο κατακτά ορισμένες από τις πιο σημαντικές και ισχυρές θέσεις στην κοινωνία. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η συνεχιζό μενη -ίσως και αυξανόμενη- γνωστική επάρκεια σε σύγκριση με τη συνεχιζόμενη έκπτωση ορισμένων γνωστικών δεξιοτήτων;
Μία απάντηση προέρχεται από τον
Timothy Salthouse (1989· 1990· 1994a),
ο οποίος
υποστηρίζει ότι υπάρχουν τέσσερις λόγοι για αυτή την ασυμφωνία. Πρώτον, είναι πιθανό
ότι οι τυπικές μετρήσεις των γνωστικών δεξιοτήτων αναφέρονται σε ένα είδος γνωστικής λειτουργίας διαφορετικό από αυτό που απαιτείται για την επιτυχία σε συγκεκριμένες δρα
στηριότητες. Στη συζήτηση για την πρακτική νοημοσύνη στο Κεφάλαιο
13, τονίστηκε ότι τα
παραδοσιακά τεστ νοημοσύνης δεν αξιολογούν τις γνωστικές ικανότητες που σχετίζονται με την επαγγελματική επιτυχία. Είναι πιθανό ότι δεν θα υπήρχε απόκλιση μεταξύ νοημοσύ νης και γνωστικών ικανοτήτων στη μέση ενήλικη ζωή, αν χρησιμοποιούνταν μετρήσεις
πρακτικής νοημοσύνης αντί για τις παραδοσιακές κλίμακες μέτρησης της νοημοσύνης.
Schaie, 1985.)
216
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ένας δεύτερος παράγων σχετLζεται, επLσης, με τη μέτρηση του δεLκτη νοημοσύνης και την επαγγελματική επιτυχLα. ΕLναι πιθανό ότι οι περισσότεροι επιτυχημένοι μεσήλικες δεν αντιπροσωπεύουν τους μεσήλικες στο σύνολό τους. ΜπορεL μόνον ένα μικρό ποσοστό ατόμων να εLναι πολύ επιτυχημένοι, και οι υπόλοιποι, που έχουν μόνο μέτρια ή λLγη επιτυ χLα, μπορ ει να έχουν αλλάξει δουλειά, να έχουν πάρει σύνταξη, να έχουν αρρωστήσει ή πε
θάνει. Όταν, λοιπόν, εξετάζουμε τους πολύ επιτυχημένους, χρησιμοποιούμε , ουσιαστικά, ένα μη αντιπροσωπευτικό δεLγμα ατόμων. ΜπορεL, επLσης, να υποτεθεL ότι ο βαθμός γνωστικών ικανοτήτων που απαιτεLται για
την επαγγελματική επιτυχLα απλούστατα δεν ε(ναι τόσο υψηλός. Σύμφωνα με αυτό το επι χεLρημα, ένα άτομο μπορεL να εLναι αρκετά επιτυχημένο επαγγελματικά, παρόλο που ορι
σμένες γνωστικές του ικανότητες φθLνουν. Με άλλα λόγια, η γνωστική του έκπτωση δεν εLναι και τόσο σημαντική: Έχει αρκετό μυαλό για να διαθέσει. Τέλος, μπορεL τα μεγαλύτερης ηλικLας άτομα να εLναι επιτυχημένα , διότι έχουν ανα πτύξει συγκεκριμένα εLδη ειδικής γνώσης και εμπειρLας (εμπειρογνωμοσύνης) και επιμέ ρους ικανότητες. Ενώ οι κλLμακες νοημοσύνης μετρούν τις αντιδράσεις σε νεωτερικές κα
ταστάσεις, η επαγγελματική επιτυχLα μπορεL να επηρεάζεται από πολύ εξειδικευμένα εLδη ικανοτήτων, που έχουν χρησιμοποιηθεL εκτενώς. Συνεπώς, αν και οι συνολικές νοητικές του δεξιότητες δεLχνουν μια επιδεLνωση, ο μεσήλικας μπορεL να διατηρεL, ακόμη και να επεκτεLνει, τα ξεχωριστά ταλέντα που απαιτούνται για την επαγγελματική επιτυχLα. Αυτή η ερμηνεLα δημιούργησε έναν ολόκληρο τομέα έρευνας πάνω στην ειδική γνώση και εμπει
ρLα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Για παράδειγμα, οι
Paul Baltes
και
Margaret Baltes
μελέτησαν μια στρατηγική που
En: πτι~n βελτιστοnοίnσn
ονομάζεται επιλεκτική βελτιστοποLηση. Επιλεκτική βελτιστοποίηση εLναι η διαδικασια με
Η διαδικασία με τnν οποία
την οποί.α το άτομο επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα πεδLα δεξιοτήτων για να αντισταθμLσει
το άτομο επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα πεδία
τις απώλειες σε άλλες περιοχές. Ο
Baltes υποστηρLζει ότι η γνωστική
ανάπτυξη στη διάρκεια
δεξιοτrΊτων, για να αντισταθμίσει
της μέσης και της ύστερης ενήλικης ζωής εLναι ένα μεLγμα αύξησης και μεLωσης. Καθώς το
τις απώλειες σε άλλα πεδία.
άτομο αρχLζει να χάνει ορισμένες ικανότητες εξαιτLας της βιολογικής εξασθένησης, προχωρεL σε άλλα πεδί.α, ενισχύοντας τις δεξιότητές του. Επειδή εLναι ικανό να αντισταθμLσει τις απώ
λειες, αποφεύγει οποιαδήποτε έκδηλη πρακτική επιδεLνωση. Η συνολική γνωστική επάρκεια, επομένως, παραμένει τελικά σταθερή και μπορεL και να βελτιώνεται (Bajor & Baltes, 2003· Baltes & Carstensen, 2003· Baltes & Freund, 2003· Ebner, Freund, & Baltes, 2006). Για παράδειγμα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο χρόνος αντLδρασης μεγαλώνει όσο το άτομο
μεγαλώνει. Επειδή ο χρόνος αντLδρασης εLναι ένα συστατικό της δεξιότητας δακτυλογράφη σης, θα ανέμενε κανεLς οι μεγαλύτερης ηλικLας δακτυλογράφοι να εLναι aργότεροι από τους νεότερους. Όμως, δεν συμβαLνει αυτό. Ο λόγος εLναι ότι, ενώ ο χρόνος αντLδρασής τους αυ
ξάνεται, οι μεγαλύτερης ηλικLας δακτυλογράφοι διαβάζουν περισσότερες γραμμές από το κεLμενο που πρέπει να δακτυλογραφήσουν. Αυτό τους επιτρέπει να αντισταθμLσουν τον βραδύτερο χρόνο αντLδρασής τους. ΠαρομοLως, αν και ένα στέλεχος επιχεLρησης μπορεL να
ανακαλεL ονόματα με αργότερο ρυθμό, μπορεL να έχει ένα νοητικό αρχεLο συμφωνιών που έχει ολοκληρώσει στο παρελθόν και έτσι να μπορεL να συνάπτει εύκολα νέες συμφωνLες. Η επιλεκτική βελτιστοποLηση εLναι μLα μόνο από τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι ενήλικες με εμπειρογνωμοσύνη σε διάφορους τομεLς, για να διατηρήσουν τις υψηλές επιδόσεις τους. Ποια άλλα χαρακτηριστικά έχουν οι εμπειρογνώμονες;
Η ανάπτυξη της εμπειρογνωμοσύνης Α ν 1iσαστε άρρωστος/η και εLχατε ανάγκη διάγνωσης, θα προτιμούσατε να επισκεφθεLτε
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
217
έναν νεαρό γιατρό, ο οποίος μόλις αποφοίτησε από την ιατρική σχολή ή έναν πιο έμπειρο μεσήλικα γιατρό;
Α ν επιλέξατε τον μεσήλικα γιατρό, πιθανότατα το κάνατε επειδή υποθέσατε ότι θα έχει υψηλότερο επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης (ειδικών γνώσεων και εμπειρίας). Εμπειρογνωμο
Ε μπειροyvωμοσύνn/ε ιδικrΊ
σύνη είναι η απόκτηση δεξιοτήτων ή γνώσης σε έναν συγκεκριμένο κλάδο. Πιο εστιασμένη
yvώσn και ε μ πειρία
από τη νοημοσύνη στην ευρεία της έννοια, η εμπειρογνωμοσύνη αναπτύσσεται καθώς το άτομο αφιερώνει προσοχή και εξάσκηση σε συγκεκριμένους τομείς και, με αυτό τον τρόπο,
Η αnόκτnσn δεξιοτrΊτων rΊ γνώσnς σε ένα συγκεκριμένο πεδίο.
αποκτά εμπειρία είτε εξαιτίας του επαγγέλματός του, είτε επειδή απλώς απολαμβάνει να ασχολείται με ένα συγκεκριμένο θέμα. Για παράδειγμα, οι γιατροί, όσο αποκτούν εμπειρία, τόσο καλύτεροι γίνονται στη διάγνωση ενός ιατρικού προβλήματος. Παρομοίως, ένα άτομο που απολαμβάνει τη μαγειρική και ασχολείται με αυτή για πολύ καιρό, αρχίζει να γνωρίζει εκ των προτέρων τι γεύση θα έχει μια συνταγή, αν την τροποποιήσει με κάποιον τρόπο. Τι διακρίνει τους εμπειρογνώμονες από αυτούς που έχουν λιγότερες δεξιότητες σε μια συγκεκριμένη περιοχή; Ενώ οι αρχάριοι χρησιμοποιούν τυπικές διαδικασίες και κανόνες, τους οποίους συχνά ακολουθούν με μεγάλη αυστηρότητα, οι εμπειρογνώμονες βασίζονται στην εμπειρία και τη διαίσθηση και συχνά παρακάμπτουν τους κανόνες. Επειδή οι εμπει ρογνώμονες έχουν τόσο μεγάλη εμπειρία, επεξεργάζονται τις πληροφορίες σχεδόν αυτό
ματα, χωρίς να χρειάζονται πολλή σκέψη. Οι εμπειρογνώμονες συχνά δεν είναι πολύ σα φείς στις εξηγήσεις τους για το πώς συνάγουν συμπεράσματα· συνήθως προτείνουν λύσεις
που τους φαίνονται σωστές - και πιθανότατα είναι σωστές. Μελέτες που χρησιμοποιούν ως μέσο την εγκεφαλική απεικόνιση, δείχνουν ότι οι εμπειρογνώμονες, σε σύγκριση με τους aρχάριους , χρησιμοποιούν διαφορετικές νευρωνικές διαδρομές για την επίλυση προ βλημάτων
(Gabner, Neubauer, & Stern, 2006).
Τέλος, όταν εμφανίζονται δυσκολίες, οι εμπειρογνώμονες αναπτύσσουν καλύτερες στρατηγικές για την επίλυσή τους από ό,τι οι μη εμπειρογνώμονες και είναι πιο ευέλικτοι στην προσέγγιση των προβλημάτων. Η εμπειρία τούς παρέχει εναλλακτικές διαδρομές για το ίδιο πρόβλημα και αυτό αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας
(Willis, 1996· Clark, 1998·
Arts, Gijselaers, & Boshuizen, 2006).
Η εμπειροyvωμοσύνη αναmύσ σεται καθώς οι άνθρωποι απο κτούν μεγαλύτερη εμπειρία σε έναν συγκεκριμένο τομέα και μπορούν να είναι ευέλικτοι ως προς τις διαδικασίες και τους
κανόνες.
218
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ασφαλώς, δεν γίνονται όλοι οι άνθρωποι ειδικοί σε κάποιο χώρο στη μέση ενήλικη ζωή. Οι επαγγελματικές ευθύνες, το ποσό ελεύθερου χρόνου, το μορφωτικό επίπεδο , το εισόδημα και η οικογενειακή κατάσταση επηρεάζουν την ανάπτυξη της ειδικής αυτής ικανότητας.
Η μνήμη στη μέση ηλικία Όποτε η Μ. («Μαίρη») δεν μπορεί να βρει τα κλειδιά του αυτοκινήτου της, μουρ μουρίζει στον εαυτό της ότι «έχει χάσει τη μνήμη της». Όπως η Χ. (προηγούμενη περίπτωση), η οποία ανησυχούσε ότι ξεχνάει πράγματα, όπως επιστολές και αριθ
μούς τηλεφώνου, έτσι και η Μ. πιθανότατα πιστεύει ότι η απώλεια μνήμης είναι πολύ συνήθης στη μέση ενήλικη ζωή. Όμως, αν και ανταποκρίνεται στην εικόνα των περισσότερων ανθρώπων μέσης ηλικίας , η αξιολόγησή της δεν είναι αναγκαστικά ορθή. Σύμφωνα με την έρευνα για τις αλλαγές
της μνήμης στην ενήλικη ζωή, οι περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζουν ελάχιστες μόνο απώλειες της μνήμης και πολλοί δεν εμφανίζουν καμία απώλεια. Επιπλέον, εξαιτίας των
κοινωνικών στερεοτύπων σχετικά με τα γηρατειά, οι άνθρωποι στη μέση ηλικία μπορεί να είναι επιρρεπείς στο να αποδίδουν την αφηρημάδα τους στην ηλικία τους, έστω κι αν ήταν aφηρημένοι σε όλη τους τη ζωή. Συνεπώς, δεν αλλάζει η πραγματική τους ικανότη τα να θυμούνται, αλλά μάλλον η σημασία που δίνουν στο ότι ξεχνούν
(Erber, Rothberg
& Szuchman, 1991). Τύποι μνήμης.
Για να κατανοηθεί η φύση των μνημονικών αλλαγών, είναι αναγκαίο να
εξετάσει κανείς τους διαφόρους τύπους μνήμης. Η μνήμη παραδοσιακά θεωρείται ότι απο τελείται από τρία διαδοχικά συστατικά στοιχεία: αισθητηριακή μνήμη, βραχύχρονη/βραχυ
πρόθεσμη μνήμη (που ονομάζεται, επίσης, μνήμη εργασίας) και μακρόχρονη/μακροπρόθε σμη μνήμη. Η αισθητηριακή μνήμη είναι μια αρχική, στιγμιαία αποθήκευση πληροφοριών με πολύ μικρή διάρκεια. Οι πληροφορίες καταγράφονται από το αισθητηριακό σύστημα του ατόμου ως ακατέργαστα ερεθίσματα, χωρίς εννοιολογικό περιεχόμενο. Στη συνέχεια, οι πληροφορίες μετακινούνται στη βραχύχρονη μνήμη, που διαρκεί
15-25
δευτερόλεπτα.
Τέλος, αν οι πληροφορίες υποστούν επανάληψη, μετακινούνται στη μακρόχρονη μνήμη,
όπου αποθηκεύονται σε σχετικά μόνιμη βάση. Τόσο η αισθητηριακή όσο και η βραχύχρονη μνήμη δεν φαίνεται να υφίστανται ουσια στική εξασθένηση κατά τη μέση ενήλικη ζωή. Τα πράγματα αλλάζουν για τη μακρόχρονη μνήμη, η οποία φθίνει με την ηλικία σε ορισμένους ανθρώπους. Φαίνεται, όμως, ότι ο λό
γος δεν είναι η εξασθένηση ή μια πλήρης απώλεια της μνήμης, αλλά μάλλον το γεγονός ότι με την ηλικία το άτομο καταγράφει και αποθηκεύει τις πληροφορίες λιγότερο αποτελε σματικά.
Επιπλέον, η ηλικία καθιστά το άτομο λιγότερο αποτελεσματικό στην ανάσυρση των πληροφοριών που είναι αποθηκευμένες στη μνήμη. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν η πληρο φορία είναι κατάλληλα αποθηκευμένη στη μακρόχρονη μνήμη, μπορεί να είναι δύσκολο να εντοπιστεί ή να απομονωθεί
(Schieber et al., 1992· Salthouse, 1994b).
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η μείωση της μνήμης κατά τη μέση ηλικία είναι ήσ σονος σημασίας και στο μεγαλύτερο μέρος μπορεί να αντισταθμιστεί με διάφορες γνω στικές στρατηγικές. Όπως αναφέρθηκε ενωρίτερα, η απόδοση μεγαλύτερης προσοχής σε υλικό που συναντά κανείς για πρώτη φορά, μπορεί να συμβάλει στην ανάκλησή του αρ-
ΚΕΦΑΛΑlΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
219
γότερα. Η απώλεια των κλειδιών του αυτοκινήτου μπορεί να έχει λιγότερη σχέση με πρόβλημα στη μνήμη και, αντίθετα, να αντανακλά την έλλειψη προσοχής για το πού τα άφησε κανείς.
Για πολλούς μεσήλικες είναι δύσκολο να δίνουν προσοχή σε ορισμένα πράγματα, για λόγους μερικοί από τους οποίους είναι ίδιοι στην περίπτωση της εμπειρογνωμοσύνης. Οι μεσήλικες συνηθίζουν να χρησιμοποιούν μνημονικές συντομεύσεις, τα σχήματα, για να μειώσουν το φορτίο των πολλών πραγμάτων που πρέπει ο καθένας να θυμάται στην κα θημερινή ζωή.
Μνημονικά σχήματα.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι ανακα
λούν τις πληροφορίες είναι μέσω της χρήσης σχημάτων, δηλαδή οργανωμένων συνόλων
ΣχrΊ ματα
πληροφοριών που αποθηκεύονται στη μνήμη. Τα σχήματα βοηθούν το άτομο να αναπα
Οργανωμένα σύνολα
ριστά εσωτερικά τον τρόπο, με τον οποίο οργανώνεται ο κόσμος, και του επιτρέπουν να κατηγοριοποιεί και να ερμηνεύει τις νέες πληροφορίες
(Fiske & Taylor, 1991). Για
παρά
δειγμα, μπορεί να έχουμε ένα σχήμα για το γεύμα σε εστιατόριο. Γνωρίζουμε ότι, όταν θα πάμε εκεί, θα καθίσουμε σε ένα τραπέζι και θα μας δώσουν έναν κατάλογο από όπου θα επιλέξουμε το γεύμα μας. Το σχήμα μας μάς «υπαγορεύει» πώς να μιλήσουμε
στο σερβιτόρο, τι είδους φαγητά θα φάμε πρώτα και ότι πρέπει να αφήσουμε φιλοδώρη
nλnροφοριών, που εfνο
αnοθnκευμένες στn 1-Mlιn Μνnμονικέc; τεχνικές Τυπικές στρατnγικέc; για τnv οργάνωσn πλnροφοριών με τρόπους που τις καθιστούν ευκολότερο να τιc; θυμόμαστε.
μα στο τέλος. Οι άνθρωποι έχουν σχήματα και για συγκεκριμένα άτομα (όπως η συγκεκριμένη συ μπεριφορά της μητέρας, του/της σύζυγου, του παιδιού) καθώς και για κατηγορίες ανθρώ
πων (ταχυδρόμοι, δικηγόροι, καθηγητές) και για συμπεριφορές ή γεγονότα (δείπνο σε ένα εστιατόριο ή επίσκεψη στον οδοντίατρο). Τα σχήματα βοηθούν το άτομο να οργανώνει τη συμπεριφορά του σε συνεκτικά σύνολα και να ερμηνεύει κοινωνικά συμβάντα. Για παρά
δειγμα, ένα άτομο που γνωρίζει το σχήμα της επίσκεψης στο γιατρό, δεν αναμένεται να εκ πλαγεί, όταν του ζητηθεί να βγάλει τα ρούχα του. Τα σχήματα μεταδίδουν, επίσης, πολιτισμικές πληροφορίες. Οι Susan
Taylor (1991)
Fiske και Shelley
παραθέτουν το παράδειγμα ενός παλιού παραμυθιού των ιθαγενών της Αμε
ρικής, στο οποίο ο ήρωας συμμετέχει σε μια μάχη μαζί με συμπολεμιστές του και τον χτυπά ένα βέλος. Όμως, δεν νιώθει πόνο. Όταν επιστρέφει στο σπίτι του και αφηγείται την ιστο ρία, κάτι μαύρο βγαίνει από το στόμα του και το επόμενο πρωί πεθαίνει. Αυτός ο μύθος είναι δυσνόητος για τους περισσότερους Δυτικούς, επειδή δεν είναι εξοι
κειωμένοι με τη συγκεκριμένη τοπική αμερικανική κουλτούρα, στην οποία ανήκει η ιστορία. Όμως, για το άτομο που του είναι οικεία η τοπική αμερικανική κουλτούρα, η ιστορία έχει πλήρες νόημα: ο ήρωας δεν πονά, διότι οι σύ
ντροφοί του είναι φαντάσματα και το «μαύρο πράγμα» που βγαίνει από το στόμα του, είναι η ψυχή του που φεύγει. Για έναν γηγενή Αμερικανό μπορεί να είναι σχετικά εύκο
λο να ανακαλέσει αργότερα την ιστορία, επειδή γι' αυτόν έχει ένα νόημα, άγνωστο για μέλη άλλων πολιτισμών. Επι πλέον, υλικό το οποίο είναι συναφές με τα υπάρχοντα σχή
ματα, είναι πιθανότερο να ανακληθεί παρά υλικό που δεν είναι συναφές
(Van Manen & Pietromonaco, 1993). Για πα
ράδειγμα, ένα άτομο που συνήθως βάζει τα κλειδιά του σε
ένα συγκεκριμένο σημείο, μπορεί να τα χάσει, επειδή δεν μπορεί να θυμηθεί ότι τα άφησε κάπου αλλού, εκτός της συνήθους θέσης.
Η κατανόηση μιας ιστορίας, την οποία αφηγούνται γηγενείς αμερι
κανοί aφηγητές, μπορεί να απαιτεί εξοικείωση με την κουλτούρα, λόγω της ύπαρξης συγκεκριμένων σχημάτων.
220
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
• ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Αποτελεσματικές στρατηγικές aπομνημόνευσης Όλοι ξεχνόμε κόποια στιγμή. Ωστόσο, υπόρχουν τεχνικές, οι οποίες μπορούν να μας επιτρέ ψουν να ανασύρουμε μια πληροφορία πιο αποτελεσματικό και να μειώσουν την πιθανότητα να ξεχνούμε πρόγματα που θέλουμε να κρατήσουμε στη μνήμη μας. Οι μνη μονικές τεχνικές
είναι τυπικές στρατηγικές για την οργόνωση του υλικού με τρόπους που καθιστούν πιο πι θανή την ανόκλησή του. Μεταξύ των μνημονικών τεχνικών που λειτουργούν όχι μόνο στη μέση ενήλικη ζωή αλλό και σε όλλες περιόδους της ζωής είναι οι παρακότω
(Belleza, Six, &
Phillips, 1992· Guttman, 1997· Bloom & Lamkin, 2006· Morris & Fritz, 2006): Οργάνωση.
Για τους ανθρώπους που δυσκολεύονται να θυμηθούν πού όφησαν τα
κλειδιό τους ή αν έχουν κόποιο ραντεβού, η απλούστερη προσέγγιση είναι να οργα νωθούν καλύτερα. Η χρήση μιας aτζέντας, το κρέμασμα των κλειδιών σε συγκεκριμέ
νο μέρος ή η χρήση σημειωμότων (σε aυτοκόλλητα χαρτόκια) μπορεί να βοηθήσουν στην οργόνωση της μνήμης. Προσοχή.
Μπορεί κανείς να βελτιώσει την ανόκλησή του αν επικεντρώσει την προ
σοχή του, όταν εκτίθεται σε νέες πληροφορίες και αν σκέπτεται συνειδητό ότι επι
διώκει να τις θυμόται στο μέλλον. Αν ενδιαφέρεστε ιδιαίτερα να θυμόστε κότι, όπως για παρόδειγμα πού παρκόρατε το αυτοκίνητό σας, προσέξετε ιδιαίτερα τη στιγμή που παρκόρετε και υπενθυμίστε στον εαυτό σας ότι θέλετε πραγματικό να θυμηθεί τε τη θέση.
•
Χρήση του φαινομένου συνάφειας της κωδικοποίησης.
Σύμφωνα με το φαινόμενο
αυτό, το ότομο είναι πιθανότερο να ανακαλέσει πληροφορίες σε περιβόλλοντα όμοια με εκείνα στα οποία έμαθε αρχικό («κωδικοποίησε») την πληροφορία (τulving
&
Thompson, 1973). Για παρόδειγμα, τα ότομα ανακαλούν ευκολότερα πληροφορίες για ένα τεστ, αν το τεστ γίνεται στην αίθουσα, στην οποία μελέτησαν για αυτό.
Οπτικοποίηση.
Η δημιουργία νοητικών εικόνων για πληροφορίες μπορεί να βοηθή
σει να τις ανακαλέσετε αργότερα. Για παρόδειγμα, αν θέλετε να θυμόστε ότι η θέρ μανση του πλανήτη μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση του όγκου των ωκεανών, σκε φτείτε τον εαυτό σας στην παραλία μια ζεστή μέρα, με τα κύματα να έρχονται όλο και
πιο κοντό, εκεί που έχετε απλώσει την πετσέτα σας. Επανάληψη.
Στο χώρο της μνήμης, η πρακτική εξόσκηση οδηγεί στην τελειότητα , ή
τουλόχιστον στη βελτίωση. Ενήλικες όλων των ηλικιών μπορούν να βελτιώσουν τη μνήμη τους, αν καταβόλουν μεγαλύτερη προσπόθεια στο να επαναλαμβόνουν ό ,τι
θέλουν να θυμούνται. Με την εξόσκηση ως προς αυτό που θέλει να ανακαλέσει, το ότομο μπορεί να βελτιώσει ουσιαστικό την ανόκληση πληροφοριών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
15 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣτΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ιuνοnτική ιnιακόnηαη
•
Το ζητημα κατά πόσον η νοημοσύνη μειc!:ινεται στη μέση ενηλικη ζωη περιπλέκεται από
•
Η νοημοσύνη διακρίνεται σε συστατικά στοιχεία, μερικά από τα οποία φθίνουν, ενω
•
Γενικc!:ις, η γνωστικη ικανότητα στη μέση ενήλικη ζωη παραμένει αρκετά σταθερη,
•
Η μνήμη φαίνεται να φθίνει στη μέση ηλικία, ωστόσο, στην πραγματικότητα, τα ελλείμ
μεθοδολογικούς περιορισμούς στις συγχρονικές μελέτες και τις διαχρονικές μελέτες. άλλα παραμένουν σταθερά η και βελ τιc!:ινονται. παρά την εξασθένηση σε ορισμένους τομείς νοητικης λειτουργίας. ματα στη μακρόχρονη μνημη πιθανότατα οφείλονται σε αναποτελεσματικές στρατηγι κές αποθήκευσης και ανάσυρσης.
ΒΑΣΙΚΟΙ
OPOI
ΚΑΙ
ΕΝΝΟΙΕΣ
~ Οστεοπόρωσn (σ.
~ ΑνδρικrΊ κλιμακτrΊριος (σ.
~
~
~
~ ~ ~
189) Πρεσβυωπία (σ. 190) Γλαύκωμα (σ. 191) Πρεσβυακοία (σ. 191) ΚλιμακτrΊριος (σ. 195) Εμμnνόπαυσn (σ. 195)
~ ~
198) Συμπεριφορά Τύπου Α (σ. 206) Συμπεριφορά Τύπου Β (σ. 206) ΡευστrΊ vonμoσύvn (σ. 214)
~ Αποκρυσταλλωμένn νοnμοσύνn (σ.
~ ΕπιλεκτικrΊ βελτιστοποίnσn (σ.
216)
~ Εμπειρογνωμοσύνπ/ΕιδικrΊ γνώσn και εμπειρία (σ.
217)
~ ΣχrΊματα (σ.219) ~ Μνnμονικές τεχνικές (σ.
214)
'
219)
221
16
Η κοινωνικn ανάπτυξn και
n
ανάπτυξn τns προσωπικότnταs στn μέσn ενnλικn zωn
.
-
-
ΠΕΡΙΕΧ Ό ΜΕΝ Α ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΑΠΠ!Η ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
•
ΣΧΕΣΕΙΣ: Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Δύο προσεγγίσεις για τnν ανάπωξn
ΣτΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
•
τnς προσωπικότnτας των ενnλίκων
•
Γάμος
•
Διαzύγιο
• Εργασιακά προβλιlματα
•
Εξέλιξn τnς οικογένειας: Από το γεμάτο
• Ανεργία: Η συντριβn του ονείρου
• τ ο στάδιο παραγωγικότnτας rΊ στασιμότnτας του
•
Erikson
Σ ταθερότnω rΊ αλλαγές
σπίτι στnν «άδεια φωλιά»
στnν προσωπικότnτα
•
Εργασία και σταδιοδρομία στn μέσn ενrΊλικn zωn
•
Ο μεσrΊλικας γίνεται παππούς
ΑλλαγrΊ -και έναρξn νέας- σταδιοδρομίας στn μέσn ενrΊλικn zωn
• ΟικογενειακrΊ βία: Η κρυφrΊ επιδnμία
•
Ελεύθερος χρόνος: Η zωrΊ
πέρα από τn δουλειά
Πρόλογος: Από μποξέρ, καθηγητής ποίησης Όταν ο Π. ( « Πέτρος») -ένας πρώnν μποξέρ, ο οποίος εργαzόταν, επίσnς, στο χώρο τnς οικοδομrΊς- έφτασε στα
50,
αποφάσισε να εκπλnρώσει το στόχο μιας ολόκλnρnς zωrΊς, να γίνει καθnγnτrΊς πλrΊρους απασχόλn
σnς. Ο άλλοτε ερασιτέχνnς μποξέρ μεσαίων βαρών εκπλrΊσσει τους πάντες με τnν ποίnσrΊ του, όταν προτείνε
ται για το Βραβείο
Pushcart για τnν Ποίnσn το 2007 .
« Ακολούθnσα έναν κάπως παράξενο δρόμο», ομο
λ ογεί ο καθnγnτrΊς του τοπικού κολεγίου. «Για μένα,
n
zωrΊ rΊταν ένας συνδυασμός των παιδικών μου χρόνων στn ΔυτικrΊ ΑκτrΊ, τnς ελλnνο-αμερικανικrΊς ανατροφrΊς,
διάφορων παθών, όπως το ερασιτεχνικό μποξ και
n λο
γοτεχνία, και ενός περάσματος από τον κόσμο των κα τασκευών».
Από τα
20
έως τα
30
ο Π . έπαιzε μποξ και σrΊμερα
αποκαλύπτει στους στίχους του ότι «έσκιzε τον αέρα με
δεξιά ντιρέκτ, ο rΊχος τnς τέλειας γρrΊγορnς γροθιάς» . Ο
Π. σπούδασε σε μεγάλο, γνωστό πανεπιστrΊμιο, όταν δί δασκαν εκεί τουλάχιστον δύο γνωστοί ποιnτές. ΠrΊρε
μεταπτυχιακό δίπλωμα στnν αγγλικrΊ φιλολογία .
«Εκείνn τnν εποχrΊ, επειδrΊ δεν υπrΊρχαν πολλές θέ σεις διδασκαλίας, ανακατεύτnκα με το βάψιμο και τις εργολαβίες. Τα επόμενα
25 χρόνια δούλεψα σε πολλές
εμπορικές και βιομnχανικές επιχειρrΊσεις» και ανάμεσά τους, στnν επιστασία τnς κατασκευrΊς και του βαψίματος τμnμάτων τnς Γ έφυρας τnς ΕιρrΊνnς .
Στη μέση ενήλικη ζωή, οι ηλικιωμένοι συχνά βρίσκουν καινούργια
ενδιαφέροντα.
Όμως ποτέ δεν είναι αργά για να επιδιώξει κανείς τnν εκπλrΊρωσn των ονείρων του . Δίδαξε με μερικrΊ απασχόλnσn σε δύο κοινοτικά κολέγια. Αλλά αυτό τροφο
δότnσε μια όλο και μεγαλύτερn αφοσίωσn στn γλώσσα και τn λογοτεχνία, πράγμα που του απέφερε, το 2004, μ ια καθnγnτικrΊ θέσn πλrΊρους απασχόλnσnς
(Continelli, 2006,
σ. Β3).
224
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ 8
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Οι στροφές και οι παρακάμψεις στο μονοπάτι της ζωής του Π. δεν είναι ασυνήθιστες: Λί γες μόνο ζωές ακολουθοΊJν μια καθορισμένη, προβλέψιμη πορεία κατά τη μέση ενήλικη
ζωή. Μάλιστα, ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά τής μέσης ηλικίας είναι η ποικι λία, καθώς οι δρόμοι που ακολουθοΊJν τα διαφορετικά άτομα συνεχίζουν να αποκλίνουν.
Το κεφάλαιο αυτό εστιάζει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην κοινωνική ανάπτυξη κατά τη μέση ενήλικη ζωή. Στην αρχή, εξετάζονται οι αλλαγές στην προσωπικό τητα που είναι τυπικές σε αυτή την περίοδο. Διερευνώνται, επίσης, μερικές από τις αντιπα ραθέσεις στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η μέση ενήλικη ζωή από τους αναπτυξιακους
ψυχολόγους, όπως για παράδειγμα κατά πόσον η κρίση της μέσης ηλικίας, ένα φαινόμενο δημοφιλές στα σΊJγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι πραγματικότητα ή μΊJθος. Στη συνέχεια εξετάζονται οι σχέσεις που διαμορφώνονται στη μέση ενήλικη ζωή, οι
διάφοροι οικογενειακοί δεσμοί που συνδέουν τους ανθρώπους (ή λΊJνονται) στη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως είναι ο γάμος, το διαζΊJγιο, η «άδεια φωλιά», η απόκτηση εγγο νιών. Παρουσιάζεται, επίσης, μια ζοφερή πλευρά των οικογενειακών σχέσεων: η οικογε
νειακή βία, η οποία είναι διαδεδομένη σε βαθμό που εκπλήσσει. Τέλος, το κεφάλαιο ασχολείται με το ρόλο της εργασίας και του ελεΊJθερου χρόνου στη διάρκεια της μέσης ενήλικης ζωής. Εξετάζεται ο μεταβαλλόμενος ρόλος της εργασίας στη
ζωή των ανθρώπων και κάποιες από τις δυσκολίες που συνδέονται με την εργασία, όπως η εξουθένωση και η ανεργία. Το κεφάλαιο κλείνει με μια συζήτηση σχετικά με τον ελεΊJθερο χρόνο, ο οποίος αυξάνεται στη μέση ενήλικη ζωή.
Ανάπτυξη της προσωπικότητας Τα 40ά μου γενέθλια δεν ήταν εύκολα. Όχι ότι ξύπνησα μια μέρα κι ένιωθα διαφο
ρετικός- αυτό δεν μου συνέβη ποτέ. Αλλά εκείνο που συνέβη όταν έγινα
40,
ήταν
ότι συνειδητοποίησα το πεπερασμένο της ζωής και ότι «τα ζάρια είχαν ριχτεί». Άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν θα γινόμουν πρόεδρος της χώρας μου -μια κρυφή
μου φιλοδοξία- ούτε διευθύνων σύμβουλος κάποιας μεγάλης εταιρίας. Ο χρόνος δεν ήταν πια με το μέρος μου, αλλά κάτι σαν aντίπαλος. Αλλά, ήταν παράξενο: Αντί να ακολουθήσω τη συνηθισμένη μου πορεία εστίασης στο μέλλον, σχεδιάζοντας να κάνω αυτό ή το άλλο, άρχισα να εκτιμώ αυτά που είχα. Έριξα μια ματιά στη
ζωή μου, ήμουν πολύ ικανοποιημένος με μερικά επιτεύγματά μου και άρχι σα να εστιάζω στα πράγματα που πήγαιναν καλά, και όχι σε αυτά που μου έλειπαν. Βεβαίως, αυτός ο τρόπος σκέψης δεν συνέβη σε μια μέρα. Χρειά στηκαν αρκετά χρόνια μετά τα
40 μέχρι να νιώσω
έτσι. Ακόμη και τώρα, δύ
σκολα μπορώ να aποδεχτώ εντελώς ότι είμαι μεσήλικας. Όπως γίνεται φανερό από το παραπάνω απόσπασμα, η συνειδητοποίηση ότι κάποιος μπήκε στη μέση ενήλικη ζωή δεν έρχεται πάντοτε ευκολα, ουτε είναι γενικά ευπρόσδεκτη. Σε πολλές δυτικές κοινωνίες, η ηλικία των
40
ετών έχει
ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνεπιφέρει το αναπόδραστο γεγονός ότι τώρα το άτομο είναι μεσήλικας -τουλάχιστον κατά την άποψη των άλλων- καθώς και
την υπόθεση, που εκφράζεται από την καθημερινή κοινή αντίληψη, ότι πρόκει ται να βιώσει τις ωδίνες μιας «κρίσης της μέσης ηλικίας». Είναι αυτή η άποψη
Στις δυτικές κοινωνίες, τα 40ά γενέθλια
σωστή; Όπως θα δοΊJμε, εξαρτάται από την οπτική γωνία που βλέπει κανείς τα
αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ορόσημο.
πράγματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
225
Δύο προσεγγίσεις για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των ενηλίκων Οι παραδοσιακές απόψεις για την ανaπτυξη της προσωπικότητας κατa την ενήλικη ζωή υποστηρίζουν ότι το aτομο διέρχεται από μια σταθερή σειρa σταδίων, τα οποία συνδέο νται στενa με την ηλικία. Αυτa τα στaδια σχετίζονται με συγκεκριμένες κρίσεις, κατa τις οποίες το aτομο ζει μια έντονη περίοδο αμφισβήτησης και ψυχολογικής αναστaτωσης.
Αυτή η παραδοσιακή προσέγγιση είναι ένα στοιχείο των λεγόμενων θεωριών κανονιστι κών κρίσεων για την ανaπτυξη της προσωπικότητας. Τα μοντέλα κανονιστικών κρίσεων
Μοντέλα κανονιστικών
περιγρaφουν την ανaπτυξη της προσωπικότητας ως διαδικασία καθολικών σταδίων, τα
κρίσεων
οποία συνδέονται με μια αλληλουχία κρίσεων, σχετικών με την ηλικία. Για παρaδειγμα, η ψυχολογική θεωρία του
Erik Erikson προβλέπει ότι το aτομο περνa από μια σειρa στα
δίων και κρίσεων σε όλη τη διaρκεια της ζωής του.
Η προσέγγισπ για τπν ανόπτυξπ τπς προσωπικότπτας , π οοοία βασίζεται σε καθολικό στόδια
που ΟLΝδέονται
Αντίθετα, aλλοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι οι προσεγγίσεις των κανονιστικών κρί
σεων είναι ίσως ξεπερασμένες. Εμφανίστηκαν σε μια εποχή, στην οποία η κοινωνία επεφύ
με μία αλλnλα.ιχiα φισεu:Ν
σκετιΚών με τπν nλικία
λασσε πολύ αυστηρούς και ομοιόμορφους ρόλους για τα μέλη της. Παραδοσιακa, οι aν δρες αναμενόταν να εργaζονται και να στηρίζουν οικονομικa την οικογένεια
-
ενώ οι γυ
ναίκες αναμενόταν να μένουν στο σπίτι, να είναι νοικοκυρές και να φροντίζουν τα παιδιa.
Άνδρες και γυναίκες αναλ
40.
Η προσέγγισπ για τπν ανόπτυξπ τnς προσωπικότnτας,
n οποία
Σήμερα, όμως, υπaρχει αξιοσημείωτη ποικιλία τόσο στους ρόλους όσο και στο χρονο διaγραμμα. Μερικοί aνθρωποι παντρεύονται και αποκτούν παιδιa στα
Μοντέλα γεγονότων ζωnς
Άλλοι απο
κτούν παιδιa και παντρεύονται αργότερα. Άλλοι δεν παντρεύονται ποτέ και ζουν με έναν
βασίζεται στο πότε
συμβαίνουν συγκεκριμένα γεγονότα τnς ενΠλικnς ζωnς αντί στnν nλικία καθαυτn .
σύντροφο του ίδιου ή του αντίθετου φύλου και μπορεί να υιοθετήσουν ένα παιδί ή απαρ νούνται εντελώς τα παιδιa. Με aλλα λόγια, οι αλλαγές στην κοινωνία έχουν θέσει σε αμφι
σβήτηση τα μοντέλα κανονιστικών κρίσεων που είναι στενa συνδεδεμένα με την ηλικία
(Fugate & Mitchell, 1997· Barnett & Hyde, 2001· Fraenkel, 2003). Εξαιτίας όλης αυτής της ποικιλότητας, ορισμένοι θεωρητικοί, όπως η
Ravenna Helson,
εστιaζουν στα λεγόμενα μοντέλα γεγονότων ζωής, τα οποία υποστηρίζουν ότι τα συγκε κριμένα γεγονότα στη ζωή ενός ενήλικα και όχι η ηλικία καθαυτή είναι εκείνα που καθορί ζουν την πορεία ανaπτυξης της προσωπικότητας. Για παρaδειγμα, μια γυναίκα που απο
κτa το πρώτο της παιδί στα
21 μπορεί να βιώνει ψυχολογικές εντaσεις ίδιες με εκείνες που 39. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι
βιώνει μια γυναίκα, η οποία αποκτa το πρώτο της παιδί στα
δύο γυναίκες, παρa τη μεγaλη διαφορa ηλικίας τους, έχουν κοινa στοιχεία στην ανaπτυξη της προσωπικότητας τους
(Helson & Wink, 1992· Helson & Srivastava, 2001· Roberts,
Helson, & Klohnen, 2002). Δεν είναι σαφές κατa πόσον η aποψη των κανονιστικών κρίσεων ή εκείνη των γεγονό των ζωής θα αποδώσουν τελικa με περισσότερη ακρίβεια την εικόνα τής ανaπτυξης της προσωπικότητας στη διaρκεια της ενήλικης ζωής. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι οι θεω
ρητικοί της ανaπτυξης, από ένα ευρύ ρεπερτόριο προσεγγίσεων, συμφωνούν όλοι ότι η μέση ηλικία είναι μια περίοδος συνεχούς -και σημαντικής- ψυχολογικής ανaπτυξης.
Τ ο στάδιο παραγωγικότητας ή στασιμότητας του Eriksoη Όπως ήδη αναφέρθηκε στο Κεφaλαιο
12, ο Erik Erikson υποστήριξε ότι η μέση ενήλικη
ζωή περιλαμβaνει μια περίοδο, την οποία χαρακτηρίζει ως περίοδο παραγωγικότητας ή στασιμότητας . Σύμφωνα με τον
Erikson, το aτομο περνa την περίοδο αυτή είτε στην κα
τaσταση που ο ίδιος αποκαλεί παραγωγικότητα, συμβaλλοντας προσωπικa στην οικογέ νεια, την κοινότητα, την εργασία και την κοινωνία στο σύνολό της, είτε σε στασιμότητα. Τα
Στόδιο παραγωγικότnτα<; rΊ στασιμότnτα<; Σύμφωνα με τον
Erikson,
το στόδιο στn μέσn ενΠλικn ζωn, κατό το οποίο οι όνθρωποι αναλογίζονται τn συμβολιl τους στnν οικογένεια και στπν κοινωνία.
226
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
άτομα που δείχνουν παραγωγικότητα, επιδιώκουν να παίξουν ένα ρόλο καθοδήγησης και ενθάρρυνσης για τις επόμενες γενιές. Συχνά, ο μεσήλικας υλοποιεί την παραγωγικότητα μέσω του γονε·ίκού ρόλου, παρόλο που και άλλοι ρόλοι μπορούν να ικανοποιήσουν αυτή
την ανάγκη. Άλλοι μπορεί να ασχολούνται απευθείας με νεότερα άτομα -ενεργώντας ως μέντορες- ή να ικανοποιούν την ανάγκη για παραγωγικότητα μέσω δημιουργικού και
καλλιτεχνικού έργου, επιδιώκοντας να αφήσουν μια συνεισφορά περισσότερο μόνιμη. Τα «παραγωγικά» άτομα, επομένως, εστιάζουν πέρα από τον εαυτό τους, καθώς προσβλέ πουν στη συνέχιση της ζωής τους μέσω των άλλων
(Pratt et al., 2001· McAdams & Logan,
2004· An & Cooney, 2006· Peterson, 2006). Από το άλλο μέρος, η απουσία ψυχολογικής ανάπτυξης στην περίοδο αυτή σημαίνει ότι το άτομο παραμένει στάσιμο. Θεωρώντας τη δική του δραστηριότητα ασήμαντη , το
άτομο αυτό μπορεί να καταλήξει να νιώθει ότι είχε μικρή μόνο συμβολή στον κόσμο, ότι η παρουσία του πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Μάλιστα, μερικά άτομα αυτής της κατηγο ρίας καταλήγουν να παραδέρνουν, ψάχνοντας ακόμη για μια καινούργια και, ενδεχομέ
νως, πιο ικανοποιητική σταδιοδρομία. Άλλοι περνούν στην απογοήτευση και στην πλήξη. Αν και ο
Erikson παρέχει μια ευρεία επισκόπηση της ανάπτυξης της προσωπικότητας,
ορισμένοι υποστηρίζουν ότι χρειάζεται μια πιο συγκεκριμένη προσέγγιση στις αλλαγές στην προσωπικότητα κατά τη μέση ενήλικη ζωή. Στη συνέχεια εξετάζουμε τρεις εναλλα κτικές προσεγγίσεις.
Πέραν της θεωρίας του
(1977) υποστηρίζει ότι μια
Erikson: Vaillant, Gould και Levinson. Ο George Vaillant 45 και 55 ετών είναι η
σημαντική περίοδος για το άτομο μεταξύ
«διατήρηση του νοήματος», ή η ακαμψία. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ενήλικες προσπαθούν να εξαγάγουν το νόημα της ζωής τους, αναπτύσσοντας μια στάση αποδοχής των ισχυρών σημείων και των αδυναμιών των άλλων. Αν και αναγνωρίζουν ότι ο κόσμος
δεν είναι τέλειος και έχει πολλές ελλείψεις, αγωνίζονται να διαφυλάξουν τον κόσμο τους και είναι σχετικά ικανοποιημένοι. Η περίπτωση, η οποία παρουσιάστηκε στην αρχή τού κεφαλαίου αυτού, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύει ένα άτομο που μοιάζει ικανοποιημέ
νο με το νόημα που βρήκε στη ζωή του. Όσοι αδυνατούν να αντιληφθούν το νόημα στη ζωή τους, κινδυνεύουν να μείνουν άκαμπτοι και να απομονώνονται όλο και περισσότερο από τους άλλους.
Ο
Robert Gould (1978· 1980) προσέφερε μια εναλλακτική θεώρηση στις απόψεις τό Erikson όσο και του Vaillant. Ενώ συμφωνεί ότι το άτομο περνά από μια σειρά
σο του
σταδίων και πιθανών κρίσεων, προσδιορίζει μια σειρά επτά σταδίων που συνδέονται με
συγκεκριμένες ηλικιακές περιόδους (βλέπε Πίνακα θρωποι γύρω στα
40 αρχίζουν
16.1). Σύμφωνα
με τον
Gould,
οι άν
να έχουν μια αίσθηση του επείγοντος ως προς την επίτευ
ξη των στόχων της ζωής και να συνειδητοποιούν ότι ο χρόνος τους είναι περιορισμένος. Η αποδοχή της ιδέας ότι η ζωή είναι πεπερασμένη, μπορεί να βοηθήσει το άτομο στην
πορεία του προς την ωριμότητα της ενήλικης ζωής. Ο
Gould
στήριξε το μοντέλο του για
την ανάπτυξη των ενηλίκων σε ένα σχετικά μικρό δείγμα και βασίστηκε υπερβολικά στις κλινικές του εκτιμήσεις. Στην πραγματικότητα, λίγη μόνον έρευνα έχει υποστηρίξει την
περιγραφή των διαφόρων σταδίων του, η οποία είναι έντονα επηρεασμένη από την ψυχα ναλυτική προσέγγιση. Μια άλλη εναλλακτική προσέγγιση του έργου του χών ζωής που διετύπωσε ο
Daniel Levinson.
Erikson
Σύμφωνα με τον
είναι η θεωρία των επο
Levinson (1986· 1992),
ο
οποίος συγκέντρωσε δεδομένα από συνεντεύξεις με ομάδα ανδρών, οι αρχές τής πέ μπτης δεκαετίας είναι μια περίοδος μετάβασης και κρίσης. Ο
Levinson
υποστηρίζει ότι
οι άνδρες περνούν από μια σειρά σταδίων, τα οποία αρχίζουν με την είσοδό τους στην
ΚΕΦΑΛΑlΟ 16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
πρώιμη ενήλικη ζωή, γύρω στα
227
20, και συνεχίζονται μέχρι τη μέση ενήλικη ζωή. Τα αρχι
κά στάδια συναρτώνται με την αποχώρηση από το πατρικό σπίτι και την είσοδο στην ενήλικη ζωή. Ωστόσο, γύρω στην ηλικία των
την οποία ο
40-45 ετών, οι άνθρωποι μετακινούνται σε μια περίοδο, Levinson αποκαλεί μετάβαση της μέσης ηλικίας. Η μετάβαση της μέσης ηλικίας
είναι ένας χρόνος αμφισβητήσεων και ερωτηματικών. Οι άνθρωποι αρχίζουν να εστιάζουν στην πεπερασμένη φύση της ζωής και να θέτουν εν αμφιβόλω μερικές από τις καθημερινές, θεμελιώδεις παραδοχές τους. Βιώνουν τις πρώτες ενδείξεις των γηρατειών και έρχονται
αντιμέτωποι με τη βεβαιότητα ότι δεν είναι δυνατόν να πραγματώσουν όλους τους στόχους τους, πριν επέλθει το τέλος.
Κατά την άποψη του
Levinson, αυτή η περίοδος αποτίμησης μπορεί να οδηγήσει σε
μια κρίση της μέσης ηλικίας, ένα στάδιο αβεβαιότητας και αναποφασιστικότητας που
Κρίσn τnc; μέσπc; '1λ.ΚΙας
προκύπτει από τη συνειδητοποίηση ότι η ζωή είναι πεπερασμένη. Αντιμέτωπος με τις εν
Ένα στάδιο αβεβοιόtmος
δείξεις της σωματικής γήρανσης, ο άνθρωπος μπορεί να ανακαλύψει, επίσης, ότι ακόμη
και τα επιτεύγματα για τα οποία είναι ιδιαίτερα υπερήφανος, του έδωσαν λιγότερη ικανο ποίηση από όση προσδοκούσε . Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, μπορεί να επιζητήσει να
και αναnοφσσιστιι<όtnτος
nou nροκίJmει από τn συνειδnτοοοίnσn ότι
n ζωrΊ είναι
nεnερασμένn.
προσδιορίσει τι πήγε λάθος και να αναζητήσει τρόπους για να διορθώσει τα πιθανά του σφάλματα. Η κρίση της μέσης ηλικίας, λοιπόν, είναι μια οδυνηρή και αποδιοργανωτική πε
ρίοδος ερωτηματικών και αμφισβητήσεων. Η άποψη του
Levinson
είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευάλωτοι σε μια σο
βαρή κρίση της μέσης ηλικίας. Αλλά, πριν αποδεχτεί κανείς την προσέγγισή του, πρέπει να
εξεταστούν ορισμένα κρίσιμα μειονεκτήματα στην έρευνά του. Πρώτον, η αρχική του θεώ ρηση βασιζόταν σε μια ομάδα μόνο
40
ανδρών και η έρευνά του με γυναίκες έγινε πολλά
χρόνια αργότερα- και πάλι με ένα μικρό δείγμα. Επιπλέον, ο
Levinson
μεγαλοποίησε τη
συστηματικότητα και τη γενικότητα των μορφών συμπεριφοράς που βρήκε στα δείγματά του για να διατυπώσει τη θεωρία του. Μάλιστα, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια, η ιδέα μιας καθολικής κρίσης της μέσης ηλικίας έχει δεχθεί σοβαρή κριτική
(McCrae & Costa, 1990·
Stewart & Ostrove, 1998).
Πίνακας
16.1 Οι αλλαγές στην ανάmυξη των ενηλίκων κατά ταν
Στάδιο
Ηλικία κατά προσέγγιση
Ανάmuξη
• 1
• 16-18
• 2
• 18-22
• •
Gould
Επιθυμία να αποτινάξει τον γονεϊκό tl.εyχo Απομάκρυνση από την οικογένεια, προσανατολισμός προς την ομάδα συνομηλίκων
• 3
• 22-28
•
Ανάπτυξη ανεξαρτησίας· αφοσίωση στη σταδιοδρομία και
• 4
• 29-34
•
Αυτοαμφισβήτηση· σύγχυση ρόλων· γάμος και σταδιοδρο
• 5
• 35-43
•
στα παιδιά μία ευάλωτα σε απουσία ικανοποίησης Περίοδος επείγουσας ανάγκης για επiτευξη στόχων ζωής· επίγνωση του περιορισμένου χρόνου· ανακατάταξη των στόχων ζωής
• 6
• 43-53
• 7
• 53-60
• •
Περίοδος ηρεμίας· το άτομο αποδέχεται τη ζωή του Μεγαλύτερη ανεκτικότητα· αποδοχή του παρελθόντος· λιγότερος aρνητισμός· γενική πραότητα
{ΠΗΓΗ: Από το
Transformations
των
R. L. Gould &
Μ. Ο.
Gould, 1978, New York: Simon &
Sctιuster.)
228
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
•
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η κρίση της μέσης ηλικίας: Πραγματικότητα ή μύθος; τικό μοντέλο του
Levinson για τις
Κεντρική θέση στο θεωρη
εποχές ζωής κατέχει η έννοια της κρίσης τής μέσης ηλι
κίας, μιας περιόδου στις αρχές της πέμπτης δεκαετίας, η οποία θεωρείται ότι σημαδεύεται
από έντονη ψυχολογική αναστάτωση. Η έννοια απέκτησε τη δική της ζωή: Υπάρχει μια γε νικευμένη πεποίθηση στην κοινωνία των ΗΠΑ ότι η ηλικία των
40
ετιbν αντιπροσωπεύει
μια σημαντική ψυχολογική συγκυρία. Αυτή η άποψη, ωστόσο, έχει ένα πρόβλημα: Αποδείξεις για μια ευρέως διαδεδομένη κρίση της μέσης ηλικίας απλούστατα δεν υπάρχουν. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος τής έρευνας υποστηρίζει ότι για τους περισσότερους ανθριbπους το πέρασμα στη μέση ενήλι κη ζωή είναι σχετικά ήρεμο. Στην πλειονότητά τους τα άτομα αντιμετωπίζουν τη μέση ηλι κία ως μια περίοδο ιδιαίτερα θετική. Αν είναι γονείς, για παράδειγμα, συνήθως τα παιδιά τους έχουν περάσει την περίοδο κατά την οποία η ανατροφή ενός παιδιού έχει πρακτικές
απαιτήσεις και, σε ορισμένες περιπτιbσεις, τα παιδιά έχουν ήδη φύγει από το σπίτι, προ σφέροντας στους γονείς την ευκαιρία να αναβιιbσουν τη στενή επαφή που μπορεί να είχαν χάσει. Πολλοί μεσήλικες βλέπουν ότι η σταδιοδρομία τους είναι σε πλήρη ακμή -όπως θα συζητήσουμε παρακάτω σ' αυτό το κεφάλαιο- και, απέχοντας πολύ από το να βρίσκονται
σε κρίση, μπορεί να νιιbθουν απόλυτα ικανοποιημένοι με τη ζωή τους. Αντί να κοιτάζουν προς το μέλλον, εστιάζουν στο παρόν, επιδιιbκοντας να μεγιστοποιήσουν την όλο και με γαλύτερη εμπλοκή τους με την οικογένεια, τους φίλους και άλλες κοινωνικές ομάδες. Αυτοί που νιιbθουν λύπη για την πορεία της ζωής τους, μπορεί να κινητοποιηθούν για να
αλλάξουν την κατεύθυνσή της και αυτοί που το πετυχαίνουν, καταλήγουν να είναι σε κα λύτερη κατάσταση από ψυχολογική άποψη
(Stewart & Vandewater, 1999).
Επιπλέον, την εποχή που προσεγγίζουν ή μπαίνουν στη μέση ενήλικη ζωή, οι περισσό
τεροι νιιbθουν νεότεροι από ό,τι πραγματικά είναι, όπως φαίνεται στο Σχήμα
16.1 (Miller,
Hemesath, & Nelson, 1997· Wethington, Cooper, & Holmes, 1997). Με λίγα λόγια, οι ερευνητικές αποδείξεις για μια κρίση μέσης ηλικίας, την οποία βιιb νουν οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν είναι περισσότερο πειστικές από τις ενδείξεις για μια
θυελλιbδη εφηβεία που συζητήθηκαν στο Κεφάλαιο
12. Κι όμως, όπως εκείνη η αντίληψη ,
έτσι και η ιδέα ότι η κρίση της μέσης ηλικίας είναι σχεδόν καθολική μοιάζει ασυνήθιστα επαρκιbς εδραιωμένη στην «κοινή γνιbμη>>. Γιατί συμβαίνει αυτό;
60
Ο Άνδρες Ο Γυναίκες σ
.2:
so
ω
>= > ::>
·ο
ο
40
CD
·3
> ο §
30
Q.
Σχήμα
16.1
Πόσων ετών
νιώθετε συνήθως;
CD
>
·σ
20
Στη διάρκεια της ενήλικης ζω ής, οι περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι νιώθουν νεότε
10
ροι από ό,τι πραγματικά είναι. (ΠΗΓΗ: The John D. and Catherine Τ. MacArthur Foundation Research Network on Successful Midl~e Deνelop ment, 1999.)
ο
25-34
35-44
45-54 Πραγματική ηλικία
55-64
65-74
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ένας λόγος μπορε( να ε(ναι ότι οι άνθρωποι που όντως βιώνουν αναστάτωση στη μέ ση ηλικια, συνήθως ε(ναι περ(βλεπτοι και μποροuν οι άλλοι να τους θυμοuνται εuκολα. Για παράδειγμα, ένας άνδρας
40 ετών που πα(ρνει διαζuγιο από τη γυνα(κα του, αλλάζει το οικογενειακό Ford Taurus station wagon του με ένα ανοιχτό Saab και παντρεuεται μια πολu νεότερη γυνα(κα, ε(ναι πιθανότερο να ξεχωρ(ζει από έναν -αφανή- ευτυχισμένο έγ γαμο, που παραμένει με τη γυνα(κα του (και το
Taurus)
σε όλη τη διάρκεια της μέσης ενή
λικης ζωής του. Κατά συνέπεια, ε(ναι πολu πιθανότερο να παρατηρήσουμε και να θυμό
μαστε ευκολότερα τις συζυγικές δυσκολLες από ό,τι την απουσ(α τους. Με αυτό τον τρόπο, διαιων(ζεται ο μuθος της θυελλώδους και καθολικής κρ(σης της μέσης ηλικ(ας. Η πραγ ματικότητα, όμως, ε(ναι πολu διαφορετική: Για τους περισσότερους ανθρώπους, η κρ(ση της μέσης ηλικ(ας ε(ναι υλικό φαντασίας μάλλον παρά της πραγματικότητας. Πράγματι, σε μερικά άτομα η μέση ενήλικη ζωή μπορε( να μην επιφέρει καθόλου αλλαγές. Και, όπως φα(νεται στο ειδικό κεφάλαιο που ακολουθε(, σε ορισμένες κοινων(ες η μέση ηλικ(α δεν θεωρείται καν ξεχωριστή περίοδος της ζωής.
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Η μέση ηλικία δεν υπάρχει σε ορισμένες κοινωνίες
Δεν υπάρχει μέση ηλικια. Τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα μπορ ε( να εξαγάγει κανε(ς, παρακολουθώντας τη ζωή των γυναικών που ζουν στην κοινων(α των Oήya, στην του
Richard Shweder, ο
Orissa της Ινδ(ας. Σuμφωνα με την έρευνα
οπο(ος μελέτησε το πώς αντιμετώπιζαν οι ινδου(στριες της ανώτερης
κάστας τη διαδικασ(α της γήρανσης, δεν υπάρχει μια ξεχωριστή περίοδος μέσης ηλικ(ας. Οι γυναικες αυτές βλέπουν την πορε(α της ζωής τους όχι σε συνάρτηση με τη χρονολογική ηλι κ(α, αλλά με βάση το είδος της κοινωνικής ευθuνης του ατόμου, της διαχε(ρισης οικογενεια
κών ζητημάτων και της ηθικής αίσθησης στην κάθε δεδομένη στιγμή Το μοντέλο ηλικιακής ανάπτυξης των γυναικών των
Oriya
(Shweder, 1998· 2003).
βασ(ζεται σε δuο φάσεις
της ζωής: τη ζωή στο σπ(τι του πατέρα τους (μπάπα γκάρο ), που ακολουθε(ται από τη ζωή στο σπ(τι της μητέρας του συζuγου τους (σάσου γκάρο). Αυτοι οι δυο τομε(ς έχουν
σημασία στο πλα(σιο της οικογενειακής ζωής των
Oriya, η οπο(α συνίσταται από οικογέ
νειες με πολλές γενιές, στις οπο(ες οι γάμοι κανον(ζονται από την πατρική οικογένεια. Μετά το γάμο, ο άνδρας συνεχ(ζει να μένει με τους γονε(ς του και η γυνα(κα αναμένεται να μετακομ(σει στο σπιτικό των γονέων του συζuγου. Τη στιγμή του γάμου, η σuζυγος θεω
ρείται ότι αλλάζει κοινωνική θέση, από παιδί (η κόρη κάποιου) σε σεξουαλικώς ενεργή γυ να(κα (η νuφη κάποιου). Η μετάβαση από το «παιδί.>> στη «νuφη>> συνήθως συμβα(νει γuρω στην ηλικ(α των
18-20
ετών. Όμως, η χρονολογική ηλικια καθαυτή δεν οριοθετει σημαντικά τη ζωή των γυναικών των
Oriya, οuτε
οι σωματικές αλλαγές, όπως η έναρξη της εμμηνορρυσ(ας ή η διακοπή της
με την εμμηνόπαυση. Αντ(θετα, η αλλαγή από «κόρη» σε «νuφη>> επιφέρει μια σημαντική
μεταβολή στις κοινωνικές ευθuνες. Για παράδειγμα, η γυνα(κα πρέπει να μετατοπ(σει το εν διαφέρον της από τους γονε(ς της στους γονε(ς τοu συζuγου της, και πρέπει να γ(νει σεξου αλικά ενεργή ώστε να εξασφαλ(σει τη συνέχεια της οικογένειας του συζuγου της.
Στα μάτια ενός Δυτικοu, η περιγραφή της πορε(ας ζωής αυτών των ινδών γυναικών υποδηλώνει ότι μπορε( να αντιλαμβάνονται τη ζωή τους ως περιορισμένη, διότι στις περισ
σότερες περιπτώσεις δεν έχουν σταδιοδρομ(α εκτός σπιτιοu. Εκείνες, όμως, δεν βλέπουν τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο. Μάλιστα, στον πολιτισμό των
Oriya, η
οικιακή εργασια
229
230
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ 8
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
είναι πολύ σεβαστή και εκτιμάται ιδιαιτέρως. Επιπλέον, οι γυναίκες των
Oriya θεωρούν τον
εαυτό τους ως πιο καλλιεργημένο και πολιτισμένο από τους άνδρες, οι οποίοι πρέπει να ερ γάζονται εκτός σπιτιού. Με λίγα λόγια, η έννοια μιας ξεχωριστής μέσης ηλικίας είναι προφανώς ένα πολιτισμικό
κατασκεύασμα. Η σημασία μιας συγκεκριμένης ηλικιακής περιόδου διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τον πολιτισμό εντός του οποίου ζει κανείς.
Σταθερότητα ή αλλαγές στην προσωπικότητα Ο Χ. («Χρήστος»),
53
ετών και αντιπρόεδρος μιας εταιρίας τραπεζικών επενδύ
σεων, λέει ότι μέσα του νιώθει ακόμα παιδL Πολλοί μεσήλικες θα συμφωνούσαν με ένα τέτοιο συναίσθημα. Αν και οι περισσότεροι άν
θρωποι συνήθως δηλώνουν ότι άλλαξαν πολύ από τότε που ήταν έφηβοι -και συνήθως προς το καλύτερο- πολλοί, επίσης, ισχυρίζονται ότι, ως προς τα βασικά γνωρίσματα της
προσωπικότητας, αντιλαμβάνονται σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στον τωρινό και στον νεότερο εαυτό τους. Ο βαθμός στον οποίο η προσωπικότητα παραμένει σταθερή διά βίου ή μεταβάλλε ται, καθώς το άτομο μεγαλώνει, είναι ένα από τα μείζονα θέματα στην ανάπτυξη της
προσωπικότητας κατά τη μέση ενήλικη ζωή. Θεωρητικοί όπως ο
Erikson και ο Levinson,
υποστηρίζουν σαφώς ότι υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές με το πέρασμα του χρόνου. Τα στάδια του
Erikson και οι εποχές του Levinson περιγράφουν σταθερά πρότυπα αλλαγών.
Οι αλλαγές μπορεί να · είναι προβλέψιμες και να σχετίζονται με την ηλικία, αλλά είναι ου σιώδεις.
Από το άλλο μέρος, ένα μεγάλο μέρος της έρευνας υποδηλώνει ότι, τουλάχιστον ως προς τα ατομικά γνωρίσματα, η προσωπικότητα είναι αρκετά σταθερή και συνεχής σε όλη
τη διάρκεια της ζωής. Οι
Paul Costa και Robert McCrae βρίσκουν αξιοσημείωτη σταθερό 75· οι
τητα σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οι ήρεμοι 20χρονοι είναι ήρεμοι και στα
στοργικοί 25χρονοι γίνονται και στοργικοί 50χρονοι και οι ανοργάνωτοι 26χρονοι παραμέ
νουν ανοργάνωτοι και στην ηλικία των
60 ετών. Παρομοίως, η αυτοεικόνα στην ηλικία 30 είναι μια καλή ένδειξη της αυτοεικόνας στην ηλικία των 80 (Costa&McCrae, 2002· McCrae & Costa, 2003· Srivastava, John, & Gosling, 2003· Terracciano, Costa, & McCrae, 2006· βλέπε επίσης Σχήμα 16.2). των
Υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις ότι τα γνωρίσματα της προσωπικότητας γίνονται περισ σότερο έντονα, όσο το άτομο μεγαλώνει. Για παράδειγμα, ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι οι έφηβοι με αυτοπεποίθηση είναι περισσότερο σίγουροι για τον εαυτό τους στα
50
τους,
και οι συνεσταλμένοι γίνονται ακόμη πιο επιφυλακτικοί στο ίδιο χρονικό διάστημα. Σταθερότητα και αλλαγή στους «Πέντε Μεγάλους» παράγοντες της προσωπικό τητας.
Ένα σημαντικό μέρος της έρευνας έχει επικεντρωθεί στα χαρακτηριστικά γνωρί
σματα της προσωπικότητας που έγιναν γνωστά ως οι «Πέντε Μεγάλοι» (παράγοντες)
επειδή αντιπροσωπεύουν τα πέντε βασικά σύνδρομα χαρακτηριστικών της προσωπικότη τας. Αυτά είναι:
•
ο νευρωτισμός, ο βαθμός στον οποίο ένα άτομο είναι κυκλοθυμικό, αγχώδες και aυτο
•
η εξωστρέφεια, πόσο κοινωνικός ή συνεσταλμένος είναι κανείς
κριτικά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
25 υ
'0
:::1.
g
20
:::>
σ ....
a. 16
,[
3
"'~
-ω
~ 15 a. ω
18
24
ω
9-
ο
z
24
32
30
b
10
μf
w
5 ο
36
39
42
45
48
51
54
<]
Γυναίκες
16.2
•
12 6 ο
33
Ηλικία (σε έτη)
Σχήμα
ω
8 ο
33
231
36
39
42
45
48
51
54
33
36
Ηλικία (σε έτη)
39
42
45
48
51
54
Ηλικία (σε έτη)
Άνδρες
Η σταθερότητα της προσωπικότητας
Σύμφωνα με τους Paul Costa και Robert McCrae, τα βασικά γνωρίσματα της προσωπικότητας, όπως ο νεuρωτισμός, η εξωστρέφεια και η δεκτικό τητα (σε εμπειρίες) παραμένουν σταθερά στη διάρκεια της ενήλικης ζωής. ( ΠΗΓΗ :
•
Costa et al., 1986, σ. 148.)
η δεκτικότητα σε εμπειρίες, το επίπεδο περιέργειας και ενδιαφέροντος του ατόμου για νέες εμπειρίες
• •
η προσήνεια, πόσο συγκαταβατικός είναι κανείς και πόσο τείνει να βοηθά τους άλλους η ευσυνειδησία, η τάση του ατόμου για οργάνωση και υπευθυνότητα
Η πλειονότητα των μελετών αποκαλύπτει ότι οι «Μεγάλοι Πέντε» παράγοντες είναι σχετι κά σταθεροί μετά την ηλικία των
30 ετών, αν και υπάρχουν μερικές διαφοροποιήσεις. Συ
γκεκριμένα, ο νευρωτισμός, η εξωστρέφεια και η δεκτικότητα σε εμπειρίες παρουσιάζουν κάποια μείωση από την πρώιμη στη μέση ενήλικη ζωή, ενώ η προσήνεια και η εύσυνειδη σία αυξάνονται έως έναν βαθμό
- ευρήματα που έχουν διαπολιτισμική σταθερότητα. Το
βασικό πρότυπο, πάντως, είναι αυτό της σταθερότητας στη διάρκεια της ενήλικης ζωής
(McCrae & Costa, 2003· Srivastava et al., 2003). Το ερώτημα είναι: Τα στοιχεία για τη σταθερότητα των γνωρισμάτων της προσωπικό
τητας έρχονται σε αντίφαση με την άποψη περί αλλαγών της προσωπικότητας, την οποία υποστήριξαν θεωρητικοί όπως ο
Erikson, ο Gould και ο Levinson; Όχι αναγκαστικά, διότι,
με προσεκτικότερη μελέτη, οι αντιθέσεις των δύο προσεγγίσεων μπορεί να αποδειχθούν περισσότερο φαινομενικές παρά πραγματικές.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας φαίνονται όντως να εμφανίζουν συ νέχεια, ιδιαίτερα στη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Από το άλλο μέρος, ο άνθρωπος επιδέ χεται και αλλαγές στη ζωή του και η ενήλικη ζωή βρίθει από σημαντικά γεγονότα, όπως οι
αλλαγές στην οικογενειακή κατάσταση, στην καριέρα, ακόμη και στην οικονομική κατά σταση. Επιπλέον, οι σωματικές αλλαγές που οφείλονται στη γήρανση, την ασθένεια, το θά νατο ενός αγαπημένου προσώπου και μια όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του πεπε ρασμένου της ζωής μπορεί να προσφέρουν τη βάση για αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο το άτομο βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο ευρύτερα
(Krueger & Heckhausen, 1993·
Roberts, Walton, & Viechtbauer, 2006). Η ευτυχία στη διάρκεια της ζωής.
Υποθέστε ότι κερδίζετε στο Τζόκερ. Θα γίνετε πιο
ευτυχισμένο άτομο;
Για τους περισσότερους ανθρώπους, η απάντηση θα ήταν αρνητική. Σύμφωνα με ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της έρευνας, η αίσθηση των ενηλίκων για την υποκειμενική ευεξία ή τη γενική ευτυχία παραμένει σταθερή σε όλη τη ζωή. Ακόμη και η επιτυχία στο Τζόκερ δεν
232
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ 8
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
αλλάζει πολύ την ευτυχία· παρά το αρχικό κύμα υποκειμενικής ευεξίας, ένα χρόνο αργότε ρα η ευτυχία των ατόμων συνήθως επιστρέφει στα προ Τζόκερ επίπεδα
(Denier, 2000).
Η σταθερότητα της υποκειμενικής ευεξίας υποδηλώνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ένα «καθορισμένο όριο-σημείο» για την ευτυχία, ένα επίπεδο ευτυχίας που είναι
σταθερό, παρά τις καθημερινές διακυμάνσεις της ζωής. Αν και συγκεκριμένα γεγονότα μπορεί προσωρινά να βελτιώσουν ή να επιδεινώσουν τη διάθεση κάποιου (για παράδειγ μα μια εξαιρετικά μεγάλη αύξηση στη δουλειά ή η απόλυση από τη δουλειά), το άτομο τε
λικά επιστρέφει στο γενικό επίπεδο ευτυχίας του. Τα «καθορισμένα όρια-σημεία» της ευτυχίας των περισσότερων ανθρώπων φαίνεται πως είναι αρκετά υψηλά. Για παράδειγμα, περίπου
30%
των κατοίκων στις ΗΠΑ κατα
τάσσουν τον εαυτό τους στους «πολύ ευτυχείς», ενώ μόνο
10% κατατάσσονται ως «όχι και
τόσο ευτυχείς». Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι είναι «αρκετά ευτυχείς». Αυτά τα ευρήμα τα είναι παρόμοια στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Άνδρες και γυναίκες αυτο-ταξινο μούνται ως εξίσου ευτυχείς και οι Αφρο-αμερικανοί θεωρούν εαυτούς ως «πολύ ευτυχείς» σε ελαφρώς μικρότερο ποσοστό από τους λευκούς. Ανεξάρτητα από την οικονομική τους θέση, κάτοικοι χωρών σε όλο τον κόσμο δηλώνουν παρόμοια επίπεδα ευτυχίας (Schkade & Kahneman, 1998· Diener, 2000· Diener, Oishi, & Lucas, 2003· Kahneman et al., 2006).
Σε τελική ανάλυση, είναι σαφές ότι οι άνθρωποι γενικά νιώθουν ευτυχείς ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Το συμπέρασμα: Το χρήμα δεν κάνει την ευτυχία.
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Τα μοντέλα κανονιστικών κρίσεων περιγράφουν τους ανθρώπους να περνούν διαμέσου σταδίων ανάπτυξης, σχετικών με την ηλικία· τα μοντέλα των γεγονότων ζωής εστιά ζουν σε συγκεκριμένες αλλαγές ως αντίδραση στα ποικίλα γεγονότα ζωής.
•
Σύμφωνα με τον
Erikson, η
μέση ενήλικη ζωή περιλαμβάνει το στάδιο της «παραγωγι
κότητας ή της στασιμότητας» , ενώ ο
VailJant
τη θεωρεί ως μια περίοδο «κατανόησης
του νοήματος ή ακαμψίας».
• •
Ο
Gould υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι περνούν από επτά στάδια κατά την ενήλικη ζωή. Ο Levinson υποστηρίζει ότι η μετάβαση στη μέση ενήλικη ζωή μπορεί να οδηγήσει στην κρίση της μέσης ηλικίας, αλλά υπάρχουν λίγες αποδείξεις γι' αυτό στην πλειονό τητα των μεσήλικων.
•
Τα ευρύτερα, βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είναι σχετικώς σταθερά. Επιμέρους πλευρές της προσωπικότητας φαίνεται ότι όντως αλλάζουν ως αντίδραση σε γεγονότα ζωής.
Σχέσεις: Η οικογένεια στη μέση ενήλικη ζωή Για την Κ. («Κατερίνα») και τον Χ. («Χάρη») το να συνοδεύσουν το γιο τους στην ενημερωτική συνάντηση με τη γραμματεία του κολεγίου δεν έμοιαζε με τίποτε από
όσα είχαν ζήσει στη ζωή τους ως οικογένεια. Όταν ο γιος τους έγινε δεκτός σε ένα κολέγιο στην άλλη άκρη της χώρας, η πραγματικότητα ότι θα έφευγε από το σπίτι δεν είχε «καταγραφεί» πραγματικά στο μυαλό τους. Μόνον όταν ήρθε η στιγμή να
τον αφήσουν στην πανεπιστημιούπολη, συνειδητοποίησαν ότι η οικογένειά τους άλλαζε με τρόπους που ελάχιστα μπορούσαν να υπολογίσουν. Ήταν μια αιφνιδια-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣτΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
233
στική, οδυνηρή εμπειρία. Η Κ. και ο Χ. όχι μόνον aνησυχούσαν για το γιο τους, έτσι
όπως οι γονείς πάντα ανησυχούν για τα παιδιά τους, αλλά είχαν την αίσθηση μιας βαθιάς απώλειας- ότι, σε μεγάλο βαθμό, το έργο της ανατροφής του γιου τους είχε τελειώσει. Τώρα, θα στηριζόταν κυρίως στον εαυτό του. Αυτή ήταν μια σκέψη που τους γέμιζε με περηφάνια και προσδοκίες για το μέλλον του, αλλά και με μεγάλη θλίψη. Θα τους έλειπε.
Για τα μέλη πολλιΟν μη δυτικων πολιτισμων που ζουν σε παραδοσιακά εκτεταμένες οικογέ νειες, στις οποίες πολλές γενιές ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι ή χωριό, η μέση ενήλικη ζωή δεν εί ναι ιδιαίτερα ξεχωριστή. Αλλά, στις δυτικές κοινωνίες, η οικογενειακή δυναμική υφίσταται σημαντικές αλλαγές στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Στην περίοδο αυτή, πολλοί γονείς βιιΟνουν μεγάλες αλλαγές στις σχέσεις τους όχι μόνο με τα παιδιά τους αλλά και με άλλα μέ λη της οικογένειας. Είναι μια περίοδος αλλαγων στις σχέσεις ρόλων, οι οποίες στις δυτικές κοινωνίες του 21ου αιιΟνα περικλείουν έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό συνδυασμων και μετασχηματισμων. Η ενότητα αυτή εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους αναπτύσσεται και αλλάζει ο γάμος κατά την περίοδο αυτή και στη συνέχεια ασχολείται με μερικές από τις πολλές εναλλακτικές μορφές που παίρνει σήμερα η οικογενειακή ζωή
(Kaslow, 2001).
Γάμος Πενήντα χρόνια πριν, η μέση ηλικία είχε παρόμοια χαρακτηριστικά για τους περισσότερους ανθριΟπους. Άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι είχαν παντρευτεί, όταν ήταν νεαροί ενήλικες,
συνέχιζαν να είναι μαζί. Εκατό χρόνια πριν, όταν το προσδόκιμο ζωής ήταν πολύ μικρότερο από το σημερινό, οι άνθρωποι 40 ετων ήταν πιθανότατα παντρεμένοι- αλλά όχι αναγκαστι
κά με το ίδιο πρόσωπο, με το οποίο είχαν συνάψει τον πριΟτο τους γάμο. Οι γυναίκες συχνά πέθαιναν· πολλά άτομα μπορούσαν να έχουν συνάψει δεύτερο γάμο στην περίοδο αυτή.
Οι Ινδές βλέπουν την πορεία της ζωής τους όχι σε συνάρ τηση με τη χρονολογική ηλι κία, αλλά σε σχέση με τη φύ ση των κοινωνικών τους ευθυ νών, τα θέματα οικογενειακής διαχείρισης και την αίσθηση της ηθικής σε μια δεδομένη περίοδο.
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
234
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά και, όπως σημειώθηκε ενωρίτερα, περισσότε ρο ποικίλα. Πολλοί είναι εργένηδες στη μέση ηλικία, και δεν έχουν παντρευτεί ποτέ. Οι ερ γένηδες μπορεί να ζουν μόνοι ή με κάποιον σύντροφο. Οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναί κες, για παράδειγμα, μπορεί να έχουν αποκλειστικές σχέσεις, έστω κι αν τυπικά ο γάμος δεν είναι επιλογή τους. Από τους ετεροφυλόφιλους, ορισμένοι έχουν πάρει διαζύγιο, έχουν ζή σει μόνοι τους και μετά έχουν παντρευτεί ξανά. Στη διάρκεια της μέσης ενήλικης ζωής, ο γάμος πολλών ατόμων καταλήγει σε διαζύγιο και πολλές οικογένειες συνθέτουν καινούρ για σπιτικά, με παιδιά και θετά παιδιά από προηγούμενους γάμους. Άλλα ζευγάρια παρα μένουν μαζί για
40 ή 50 χρόνια, τα περισσότερα από αυτά κατά τη μέση ηλικία. Πολλά άτο
μα βιώνουν το αποκορύφωμα της ικανοποίησης από το γάμο τους στη διάρκεια της μέσης ηλικίας.
Οι διακυμάνσεις των σχέσεων στο γάμο.
Ακόμη και για τα ευτυχισμένα παντρεμέ
να ζευγάρια, ο γάμος έχει τις διακυμάνσεις του, με την ικανοποίηση να αυξάνεται και να μειώνεται σε όλη τη διάρκειά του. Στο παρελθόν, οι περισσότερες έρευνες υποστήριζαν ότι η ικανοποίηση από το γάμο σχηματίζει τη μορφή του γράμματος
μα
U που φαίνεται στο Σχή 16.3 (Figley, 1973). Συγκεκριμένα, η ικανοποίηση στο γάμο αρχίζει να μειώνεται αμέσως
μετά το γάμο και ακολουθεί πτωτική πορεία μέχρι να φτάσει στο χαμηλότερο σημείο, μετά τη γέννηση των παιδιών του ζεύγους. Όμως, στο σημείο αυτό η ικανοποίηση αρχίζει να
αυξάνεται, επιστρέφοντας τελικά στα προ του γάμου επίπεδα
(Karney & Bradbury, 1995·
Noller, Feeney, & Ward, 1997· Harvey & Weber, 2002). Από το άλλο μέρος, πιο πρόσφατες έρευνες αμφισβητούν τα παραπάνω ευρήματα.
Όπως θα δούμε στο ειδικό κεφάλαιο «Από την έρευνα στην πράξη», αρκετές πρόσφατες μελέτες, χρησιμοποιώντας πιο προχωρημένα ερευνητικά σχέδια, υποστηρίζουν ότι η ανοδι κή πορεία της ικανοποίησης, η οποία εμφανίζεται αργότερα στη ζωή, μπορεί να είναι απα τηλή και ότι η ικανοποίηση από το γάμο συνεχίζει να φθίνει σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
56 55 54 ο
53
::l.
·α
>-
... ο
·ο
ι:: α
50
ο
49
ι::
16.3
Οι φάσεις τής
ικανοποίησης από το γάμο
51
6
Ξ
Σχήμα
52
ο
ε; ~
48
Σε πολλά ζευγάρια, η ικανοποί
47
ηση από το γάμο μειώνεται και
46
αυξάνεται σχήμα
U.
σύμφωνα
με
ένα
Αρχίζει να μειώνεται
μετά τη γέννηση των παιδιών,
ο
αλλά αρχίζει να αυξάνεται όταν και το μικρότερο παιδί φεύγει
από το σπίτι και, τελικά, επα νέρχεται σε ένα επίπεδο παρό μοιο με αυτό στην αρχή του γάμου. (ΠΗΓΗ:
Rollins & Cannon, 1974.)
~~
~όc..
<:Υ •C..<:'
~ <-ι
~c..
+~Q'<
~*'
~*'
~
Q<(j
'ό~
J>'<
~
Rσ
'ό<:'
J>'<
~
•όc.. ~ ~ <-ι ~c..
~*'
cf
~~
ς:-<Υ
•όc.. ~ ~ <-ι ~c..
~
<(jΘ.<-ι
~~
ς:-<Υ
•όc.. ~ ~ <-ι ~c..
~ ,_ν ~ο
.~
~,ό
ς:-<Υ
'ς§
'iJC..
~*'
~
Θ.~
.,_ό
..p<(j ~
t&
ι::;
'"".§"'Υ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ειναι πολύ ενωρις για να απορριψει κανεις την απεικόνιση της συζυγικής ικανοποιη σης σύμφωνα με το σχήμα
U και ειναι πιθανό ότι οι ατομικές διαφορές στους γάμους ευ
θύνονται για την ασυμφωνια των ευρημάτων. Αυτό που ειναι σαφές ειναι ότι τα μεσήλικα
ζευγάρια αναφέρουν ποικιλους λόγους για τη συζυγική τους ικανοποιηση. Για παράδειγ μα , άνδρες και γυναικες συχνά αναφέρουν ότι ο/η σύζυγός τους ειναι «ο/η καλύτερος/η φι λος/η τους» και ότι τους αρέσει ως άνθρωπος. Επισης, βλέπουν το γάμο ως μια μακροχρό νια δέσμευση και συμφωνούν μεταξύ τους στους στόχους και στους σκοπούς τους. Τέλος,
τα περισσότερα άτομα πιστεύουν ότι οι σύζυγοι τους έχουν γινει πιο ενδιαφέροντα πρό σωπα στη διάρκεια του γάμου
(Levenson, Carstensen, & Gottman, 1993).
Η σεξουαλική ικανοποιηση σχετιζεται με τη γενική ικανοποιηση από το γάμο. Αυτό που έχει σημασια δεν ειναι η συχνότητα της σεξουαλικής επαφής. Αντιθετα, η ικανοποιη ση συνδέεται με τη συμφωνία τους ως προς τη σεξουαλική τους ζωή
(Goleman, 1985·
Spence, 1997· Litzinger & Gordon, 2005).
Από την έρευνα στην πράξ η Μετά τους όρκους: Αλλαγές στην ικανοποίηση από το γάμο με το πέρασμα του χρόνου «Δεν το πιστεύω ότι βλέπεις αυτό», είπε ο ανάλγητος σύζυγός μου. Τον αγνόησα. Μάλιστα, δυνάμωσα κι άλλο την τηλεόραση. «Πάω κάτω να ελέγξω τις αντλίες του νερού», είπε. Ωραία, σκέφτηκα. Τέτοwς είσαι. Πήγαινε στις αντλίες σου αντί να με στηρίξεις τώρα που έχω ανάγκη. Δεν ήμουνα ακριβώς θυμωμένη. Ήμουν απλώς... μόνη
(Laskas, 2006, σ. W35). Η μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών έχουν παντρευτει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, και όχι χωρις λόγο. Ο γάμος προσφέρει μια σειρά οφέλη, περιλαμβανομένων όσων συνδέονται με τα οικονομικά και το σεξ, καθώς και πλεονεκτήματα στους τομεις υγειας και κοινωνικής υποστήριξης. Ενώ ο γάμος παραδοσιακά θεωρειται μια δέσμευση για όλη
τη ζωή , οι κοινωνικοι επιστήμονες για μεγάλο διάστημα ενδιαφέρθηκαν για την πορεια της ικανοποιησης στη διάρκεια μιας τυπικής σχέσης γάμου. Μεγάλο μέρος της έρευνας δειχνει ότι η ικανοποιηση από το γάμο ακολουθει μια καμπύλη σε σχήμα
U, καθώς
φθινει
στο διάστημα από την αρχή του γάμου μέχρι την άφιξη των παιδιών, οπότε φτάνει στο χα μηλότερο σημειο της, και στη συνέχεια αυξάνεται προοδευτικά τα επόμενα χρόνια, μέχρι να φτάσει στα αρχικά της επtπεδα.
Μεγάλο μέρος της έρευνας που επιβεβαιωσε αυτήν την πορεια ικανοποιησης σε σχή μα
U, έγινε με τη συγχρονική μέθοδο, η οποια μελετά διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφο
ρετικές χρονικές στιγμές του γάμου τους. Ωστόσο, πιο πρόσφατες έρευνες υιοθέτησαν τη
διαχρονική μέθοδο, η οποια καταγράφει την ικανοποιηση από το γάμο των ιδιων ζευγα ριών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους . Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών συνθέ τουν μια κάπως διαφορετική εικόνα
(VanLaningham, Johnson, & Amato, 2001· Umberson
et al., 2005). Μια διαχρονική έρευνα αξιολόγησε τις αλλαγές στην ποιότητα του γάμου σε μια πε
ριοδο
8 ετών και μια άλλη έκανε το ιδιο σε μια περιοδο 17 ετών. Και οι δύο μελέτες επιβε
βαιωσαν τα παλαιότερα ευρήματα, ότι δηλαδή η ικανοποιηση από το γάμο μειώνεται τα
235
236
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ Ε
ΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
χρόνια αμέσως μετά το γάμο, αλλά και οι δύο δεν βρήκαν στοιχεία ανοδικής πορείας στη συνέχεια, μετά το μεγάλωμα των παιδιών. Αντίθετα, όταν αξιολογείται διαχρονικά, η ποιότητα του γάμου μοιάζει να συνεχίζει να φθίνει σε όλη τη διάρκεια του γάμου (ή, στην καλύτερη περίπτωση, να φτάνει σε ένα χαμηλό σημείο και, μετά, να σταθεροποιεί ται)
(Umberson et al., 2005). Δύο υποθέσεις βοηθούν στην ερμηνεία αυτών των διαφορετικών ευρημάτων. Η μία εί
ναι ότι οι αποτυχημένοι γάμοι συνήθως τερματίζονται. Συνεπώς, η συγχρονική μελέτη με
άτομα που υπήρξαν παντρεμένα για μεγάλο διάστημα, ουσιαστικά περιλαμβάνει μόνο τα ευτυχισμένα ζευγάρια, των οποίων ο γάμος τείνει να έχει μακρά διάρκεια. Μια άλλη εξή γηση είναι ότι τα ζευγάρια που είναι παντρεμένα για καιρό, είναι μεγαλύτερης ηλικίας και
παντρεύτηκαν σε μια εποχή που ο γάμος είχε μεγαλύτερη αξία και συμβάδιζε περισσότερο με το κοινωνικό κλίμα. Η ηλικία των ατόμων καθαυτή μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανοποίηση
από το γάμο. Μια μελέτη εξέτασε τη συμβολή της ηλικίας ανεξάρτητα από τη διάρκεια του γάμου και βρήκε ότι τα μεγαλύτερης ηλικίας ζευγάρια τείνουν να έχουν πιο ευτυχισμένο γάμο, τόσο στο ξεκίνημά του όσο και μεταγενέστερα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει διότι το άτομο, καθώς μεγαλώνει, αντιδρά συναισθηματικά λιγότερο έντονα στην έλλειψη αρμονίας στο γάμο ή διότι τα κριτήρια για την αξιολόγηση του συντρόφου του γίνονται χαλαρότερα. Επιπλέον, ο γονε·ίκός ρόλος επηρεάζει την αναπτυξιακή πορεία της ποιότητας του γάμου
-
αν και όχι άμεσα. Ενώ ο ρόλος του γονιού ασκεί επιπλέον πίεση στο γάμο τα πρώτα χρόνια , φαίνεται, επίσης, ότι ενισχύει την ικανοποίηση από το γάμο στα μετέπειτα χρόνια. Τέλος,
διαφορετικά ζευγάρια έχουν διαφορετικό επίπεδο ικανοποίησης από το γάμο, ακόμη και στην αρχή: Εκείνοι που ήταν ευτυχέστεροι από το γάμο τους τα πρώτα χρόνια, μπορεί να επηρεάζονται λιγότερο από τη φθορά που ακολουθεί
(Umberson et al., 2005).
Διαζύγιο Η Τζ. («Τζένη>>) ήξερε από τα
10 πρώτα
χρόνια του γάμου της ότι η σχέση δεν πή
γαινε καλά. Εκείνη και ο σύζυγός της καβγάδιζαν συνεχώς. Εκείνος αποφάσιζε για όλα· εκείνη ένιωθε ότι δεν είχε λόγο. Αλλά, αντί να χωρίσει, έμεινε για
ακόμη. Μόνο όταν έφτασε στα
21 χρόνια 50, οπότε τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει και είχαν
πια δικά τους παιδιά, βρήκε τελικά το θάρρος να φύγει. Α ν και ήθελε το διαζύγιο πολλά χρόνια -και, τελικά, το ήθελε και ο σύζυγός της- η Τζ.,
58 ετών σήμερα,
ομο
λογεί πως ήταν η πιο δύσκολη εμπειρία της ζωής της, μια εμπειρία που πυροδότησε
αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. «Το δυσκολότερο ήταν να μάθω πώς να είμαι μόνη», λέει. «Αλλά μου άρεσε που ήμουν ανεξάρτητη»
(Enright, 2004, σ. 54).
Αν και το συνολικό ποσοστό διαζυγίων μειώθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, τα διαζύ για σε ζευγάρια στη μέση ενήλικη ζωή στην πραγματικότητα αυξήθηκαν. Μία
(1) στις (8) γυναίκες που βρίσκεται στον πρώτο γάμο της, θα πάρει διαζύγιο μετά την ηλικία των 40 ετών (Uhlenberg, Cooney, & Boyd, 1990· Stewart et al., 1997· Enright, 2004). οκτώ
Γιατί διαλύονται οι γάμοι; Υπάρχουν πολλά αίτια. Ένα είναι ότι τα ζευγάρια στη μέση ηλικία περνούν μαζί λιγότερο χρόνο από ό,τι στα πρώτα χρόνια. Στις aτομιστικές δυτικές κοινωνίες, τα άτομα αισθάνονται ότι τους αφορά η δική τους, προσωπική ευτυχία. Αν ο γά μος τους δεν είναι ικανοποιητικός, πιστεύουν ότι το διαζύγιο μπορεί να είναι η απάντηση
για να αυξηθεί η ευτυχία τους. Το διαζύγιο, επίσης, είναι κοινωνικά περισσότερο αποδεκτό
ΚΕΦΑΛΑ!Ο
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥ ΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
237
από ό,τι στο παρελθόν και υπaρχουν λιγότερα νομικa εμπόδια στη σχετική διαδικασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις -αλλa όχι σε όλες- το χρηματικό κόστος δεν είναι μεγaλο. Ακόμη , καθώς οι ευκαιρίες για τις γυναίκες αυξaνονται, η παντρεμένη γυναίκα μπορεί να νιώθει λι
γότερο εξαρτημένη από το σύζυγο, τόσο συναισθηματικό όσο και οικονομικό
(Wallerstein,
Lewis, & Blakeslee, 2000· Amato & Previti, 2003· Fincham, 2003). Ένας aλλος λόγος διαζυγίου, όπως αναφέρθηκε στο Κεφaλαιο
14, είναι ότι τα
αισθή
ματα του ρομαντικού, περιπαθούς έρωτα ίσως υποχωρούν με τον καιρό. Επειδή ο δυτικός πολιτισμός δίνει έμφαση στη σημασία της ρομαντικής σχέσης και του πaθους, το ζευγaρι ενός γaμου, στον οποίο το πaθος έχει μειωθεί, μπορεί να πιστεύει ότι αυτός είναι αρκετός λόγος για το διαζύγιο. τέλος, υπaρχει πολύ στρες στις οικογένειες όπου και οι δύο γονείς
εργaζονται, και αυτό το aγχος ασκεί πίεση στο γaμο. Μεγaλο μέρος της ενεργητικότητας, η οποία στο παρελθόν στρεφόταν στην οικογένεια και τη διατήρηση των σχέσεων, τώρα κατευθύνεται στην εργασία και σε aλλους θεσμούς εκτός σπιτιού
(Macionis, 2001).
Οποιαδήποτε κι αν είναι τα αίτιa του, το διαζύγιο μπορεί να γίνει μια ιδιαίτερα δύ
σκολη υπόθεση για τους aνδρες και τις γυναίκες στη μέση ενήλικη ζωή. Μπορεί να απο δειχθεί εξαιρετικό δύσκολο για τις γυναίκες που ακολούθησαν τον παραδοσιακό γυναι κείο ρόλο να μείνουν στο σπίτι με τα παιδιa και ποτέ δεν εργaστηκαν εκτός σπιτιού. Οι γυ ναίκες αυτές ενδέχεται να έλθουν aντιμέτωπες με προκαταλήψεις ενaντια στις μεγαλύτε
ρης ηλικίας εργαζόμενες, να διαπιστώσουν ότι είναι δυσκολότερο να βρουν δουλειa από ό ,τι νεότερα aτομα, ακόμη και σε δουλειές με ελαχιστες απαιτήσεις. Χωρίς επαρκή εκπαί δευση και υποστήριξη, αυτές οι διαζευγμένες γυναίκες, που δεν έχουν αναγνωρισμένες ερ γασιακές δεξιότητες, μπορεί να παραμείνουν ουσιαστικό aνεργες
(Stewart et al., 1997·
McDaniel & Coleman, 2003· Williams & Dunne-Bryant, 2006). Από το aλλο μέρος, πολλα aτομα που χωρίζουν στη μέση ηλικία, νιώθουν ευτυχή με αυ
τή την απόφαση. Οι γυναίκες, ιδιαίτερα, ενδέχεται να διαπιστώσουν ότι η ανaπτυξη μιας νέ ας, ανεξaρτητης ταυτότητας είναι ένα θετικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, τόσο οι aνδρες όσο και οι γυναίκες που παίρνουν διαζύγιο στη μέση ηλικία, πιθανότατα θα δημιουργήσουν νέες σχέσεις και -όπως θα δούμε- συνήθως ξαναπαντρεύονται.
Δεύτερος γάμος.
80%- συνaπτουν
Πολλa από τα aτομα που χωρίζουν -περίπου
δεύτερο γaμο, συνήθως μέσα σε
2-5
75%
έως
χρόνια. Είναι πολύ πι
θανό να παντρευτούν ανθρώπους που έχουν, επίσης, χωρίσει, εν μέρει επειδή οι διαζευγμένοι συνήθως είναι διαθέσιμοι, αλλα επίσης επειδή, όσοι έχουν πaρει διαζύγιο, έχουν κοινές εμπειρίες
(DeWitt, 1992).
Αν και το συνολικό ποσοστό δεύτερου γaμου είναι υψηλό, είναι πολύ υψη
λότερο για ορισμένες ομaδες από ό,τι για aλλες. Για παρaδειγμα, είναι δυ σκολότερο για τις γυναίκες από ό,τι για τους aνδρες να ξαναπαντρευτούν, ιδιαίτερα για τις μεγαλύτερες. Ενώ
90% των γυναικών κaτω των 25 ετών ξανα
παντρεύονται, λιγότερες από το ένα τρίτο των γυναικών πaνω από 40 ετών πα ντρεύονται ξανa
(Bumpass, Sweet, & Martin, 1990· Besharov & West, 2002).
Ο λόγος για την ηλικιακή αυτή διαφορa πηγaζει από αυτό που έχει απο
κληθεί «αναβαθμός του γaμου», το οποίο περιγρaφηκε ήδη στο Κεφaλαιο
14:
Τα κοινωνικό ήθη ωθούν τους aνδρες να παντρεύονται γυναίκες που είναι νε
ότερες, πιο μικρόσωμες και σε κατώτερη θέση από τη δική τους. Κατa συνέ πεια, όσο μεγαλύτερη είναι μια γυναίκα, τόσο λιγότεροι οι κοινωνικό αποδε κτοί aνδρες που είναι διαθέσιμοι γι' αυτήν, αφού οι aνδρες της ηλικίας της εί
Περίπου τα τρία τέταρτα των ανθρώπων που
ναι πιθανότερο να αναζητούν νεότερες γυναίκες. Επιπλέον, οι γυναίκες έχουν
παίρνουν διαζύγιο, παντρεύονται ξανά, συνή
το μειονέκτημα των διαφορετικών κριτηρίων σχετικa με τη φυσική γοητεία
θως μέσα σε
2-5
χρόνια.
238
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
•
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
των δύο φύλων. Οι ηλικιωμένες γυναίκες συνήθως θεωρούνται μη ελκυστικές, ενώ οι ηλι κιωμένοι όνδρες χαρακτηρίζονται «διακεκριμένοι>> και «ώριμοι>>
(Bernard, 1982· Buss, 2003·
Doyle, 2004a). Υπόρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους οι διαζευγμένοι ίσως θεωρούν τον δεύτερο
γόμο πιο ελκυστικό από το να μείνουν μόνοι. Ένα κίνητρο για να ξαναπαντρευτούν είναι η αποφυγή των κοινωνικών συνεπειών του διαζυγίου. Ακόμη και στον 21ο αιώνα, στον
οποίο η διόλυση του γόμου είναι συνήθης, το διαζύγιο συνεπόγεται ένα στίγμα, το οποίο το ότομο επιχειρεί να ξεπερόσει με τον δεύτερο γόμο του. Επιπρόσθετα, οι διαζευγμένοι συνολικό αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα ικανοποίησης με τη ζωή από ό,τι οι παντρεμέ νοι
(Lucas, 2005) Οι διαζευγμένοι φαίνεται πως αποζητούν τη συντροφιό που παρέχει ο γόμος. Οι δια
ζευγμένοι όνδρες, ιδιαίτερα, αναφέρουν ότι νιώθουν μοναξιό και αντιμετωπίζουν περισ σότερα σωματικό και ψυχικό προβλήματα υγείας μετό το διαζύγιο. Τέλος, ο γόμος παρέ
χει σαφή οικονομικό οφέλη, όπως την από κοινού ανόληψη των εξόδων του σπιτιού και ιατρικό προνόμια που επιφυλασσονται στους έγγαμους
(Ross, Microwsky, & Goldstein,
1991- Stewart et al., 1997). Ο δεύτερος γάμος δεν είναι ίδιος με τον πρώτο.
Τα μεγαλύτερης ηλικίας ζευγόρια
συνήθως έχουν πιο ώριμες και ρεαλιστικές προσδοκLες από τον σύντροφο και τον γόμο. Συ νήθως αντιμετωπίζουν το γόμο με λιγότερο ρομαντική διόθεση από τα νεότερα ζευγόρια, και είναι πιο προσεκτικοί. Είναι, επίσης, πιθανότερο να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ελαστικότητα ως προς τους ρόλους και τα καθήκοντα. Μοιρόζονται τις δουλειές του σπιτιού με μεγαλύτερη ισότητα και παίρνουν αποφόσεις με έναν πιο συμμετοχικό τρόπο (Hetheήngton, 1999). Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν κόνει τον δεύτερο γόμο μακροβιότερο από τον πρώτο. Μά
λιστα, το ποσοστό διαζυγίων για τον δεύτερο γόμο είναι ελαφρό υψηλότερο από αυτό για τον πρώτο γόμο. Διόφοροι παρόγοντες ερμηνεύουν αυτό το φαινόμενο. Ένας είναι ότι ο δεύτερος γόμος μπορεί να υφίσταται πιέσεις, οι οποίες δεν υπόρχουν στον πρώτο γόμο, όπως π.χ. η πίεση της ανόμειξης διαφορετικών οικογενειών. Ένας όλλος λόγος είναι ότι,
έχοντας βιώσει και επιβιώσει του διαζυγίου τους, οι σύντροφοι στον δεύτερο γόμο είναι λιγότερο αφοσιωμένοι στις σχέσεις και περισσότερο έτοιμοι να διακόψουν μια μη ικανο ποιητική σχέση. Τέλος, είναι πιθανό να έχουν χαρακτηριστικό προσωπικότητας ή συναι σθηματικό χαρακτηριστικό τέτοια, ώστε να μην είναι εύκολο να ζήσει κανείς μαζί τους
(Cherlin, 1993· Warshak, 2000· Coleman, Ganong, & Weaver, 2001). Παρό το υψηλό ποσοστό διαζυγίων για τους δεύτερους γόμους, πολλό ότομα έχουν επιτυχημένο δεύτερο γόμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα ξαναπαντρεμένα ζευγόρια ανα
φέρουν εξίσου μεγόλο βαθμό ικανοποίησης, όπως τα ζευγόρια των επιτυχημένων πρώτων γόμων
(Bird & Melville, 1994· Michaels, 2006).
Εξέλιξη της οικογένειας: Από το γεμάτο σπίτι στην «άδεια φωλιά» Για πολλούς γονείς, ένα σημαντικό ορόσημο, το οποίο συμβαίνει συνήθως στη διόρκεια της μέσης ενήλικης ζωής, είναι η αναχώρηση των παιδιών για το πανεπιστήμιο, για να πα ντρευτούν, να πόνε στο στρατό ή να βρουν δουλειό μακριό από το σπίτι. Ακόμη και τα ότομα που γίνονται γονείς σε σχετικό προχωρημένη ηλικία, είναι πιθανό να βιώσουν αυτή
τη μετόβαση κόποια στιγμή στη διόρκεια της μέσης ηλικίας, αφού η περίοδος αυτή διαρ κεί σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα. Όπως έγινε φανερό και στην περιγραφή του ζευγαριού στην αρχή του κεφαλαίου, η αποχώρηση ενός παιδιού από το σπίτι μπορεί να αποτελέσει
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
μια συναισθηματικά έντονη εμπειρία
-
τόσο, ώστε να έχει χαρακτηριστεί «σύνδρομο της
άδειας φωλιάς». Το σύνδρομο της «άδειας φωλιάς» αναφέρεται σε περιπτώσεις, κατά τις
Σύνδρομο
οποίες οι γονείς βιώνουν δυστυχία, ανησυχία, μοναξιά και κατάθλιψη εξαιτίας της αποχώ
τπς ·άδειας φωλιάς•
ρησης του παιδιού τους από το σπίτι
239
(Lauer & Lauer, 1999).
Πολλοί γονείς αναφέρουν ότι απαιτούνται μείζονες προσαρμογές. Ιδιαίτερα για τις γυ
ναίκες, οι οποίες είχαν μείνει στο σπίτι για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, η απώλεια μπορεί να είναι δυσβάστακτη. Ασφαλώς, αν οι παραδοσιακοί γονείς έχουν λίγα ή και τίποτε άλλο στη ζωή τους εκτός από τα παιδιά τους, όντως αντιμετωπίζουν μια δύσκολη περίοδο.
Η εμπειρία που σχετίζεται με συναισθnματα δυστυχίας, ανnσυχίας, μοναξιάς και κατάθλιψnς των γονέων, ως αποτέλεσμα τnς αnοχώρnσπς
του παιδιού τους αnό το οnίτι.
Ενώ η αντιμετώπιση των συναισθημάτων απώλειας μπορεί να αποβεί δύσκολη, οι γο
νείς μπορεί να διαπιστώσουν ότι κάποιες πλευρές αυτής της περιόδου στη μέση ενήλικη ζωή είναι αρκετά θετικές. Ακόμη και οι μητέρες που δεν είχαν εργαστεί εκτός σπιτιού, βρί σκουν ότι έχουν διαθέσιμο χρόνο για άλλες διεξόδους για τη σωματική και ψυχολογική τους ενέργεια, όπως κοινωνικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες αναψυχής, όταν φύ γουν τα παιδιά. Επιπλέον, μπορεί να σκεφθούν ότι τώρα έχουν την ευκαιρία να αναζητή σουν εργασία ή να συνεχίσουν το πανεπιστήμιο. Τέλος, πολλές μητέρες συνειδητοποιούν ότι η περίοδος της μητρότητας δεν είναι εύκολη: Δημοσκοπικές έρευνες δείχνουν ότι οι πε
ρισσότερες γυναίκες πιστεύουν ότι το να είσαι μητέρα είναι δυσκολότερο από ό,τι ήταν παλαιότερα. Αυτές οι μητέρες ίσως τώρα νιώθουν aπελευθερωμένες από μια σχετικά δύ σκολη σειρά ευθυνών
(Heubusch, 1997· Morfei et al., 2004).
Συνεπώς, αν και μερικά συναισθήματα απώλειας σχετικά με την «έξοδο» των παιδιών από το σπίτι είναι κοινά στα περισσότερα άτομα, υπάρχουν λίγα ή και καθόλου στοιχεία που να δείχνουν ότι το γεγονός αυτό προκαλεί κάτι περισσότερο από πρόσκαιρα συναι σθήματα θλίψης και αναστάτωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για γυναίκες, οι οποίες εργάζο νταν εκτός σπιτιού
(Antonucci, 2001· Crowley, Hayslip, & Hobdy, 2003).
Μάλιστα, υπάρχουν ορισμένα αισθητά οφέλη, όταν τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι. Οι σύζυγοι έχουν περισσότερο χρόνο ο ένας για τον άλλον. Παντρεμένοι ή ανύπαντροι, μπο ρούν να αφοσιωθούν στη δουλειά τους, χωρίς να ανησυχούν ότι πρέπει να βοηθήσουν τα
παιδιά στα μαθήματά τους, στις μετακινήσεις τους και τα παρόμοια. Το σπίτι μένει πιο καθαρό και το τηλέφωνο χτυπάει λιγότερο συχνά. Πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος τής έρευ νας για το λεγόμενο σύνδρομο της «άδειας φωλιάς» έχει περιλάβει
γυναίκες. Επειδή οι άνδρες παραδοσιακά δεν εμπλέκονται όσο οι γυναίκες στην ανατροφή των παιδιών, η υπόθεση ήταν ότι η μετά
βαση στη νέα κατάσταση, όταν τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι, θα ήταν σχετικά ηπιότερη για τους άνδρες. Ωστόσο, ορισμένες έρευ νες υποδεικνύουν ότι και οι άνδρες βιώνουν συναισθήματα απώ
λειας με την αναχώρηση των παιδιών τους, αν και η απώλεια αυτή μπορεί να διαφέρει από την απώλεια που βιώνουν οι γυναίκες. Μια δημοσκοπική έρευνα με πατέρες, των οποίων τα παιδιά εί χαν φύγει από το σπίτι, βρήκε ότι, αν και οι περισσότεροι εξέφρα
ζαν είτε συναισθήματα ευτυχίας είτε ουδέτερα συναισθήματα σχε τικά με το γεγονός αυτό, σχεδόν το ένα τέταρτο από αυτούς ένιω
θαν δυστυχείς
(Lewis, Freneau, & Roberts, 1979). Οι πατέρες αυτοί
συνήθως ανέφεραν «χαμένες ευκαιρίες», μετάνιωναν δηλαδή για πράγματα που δεν είχαν κάνει με τα παιδιά τους. Για παράδειγμα,
μερικοί δήλωσαν ότι δυστυχώς ήταν πολύ απασχολημένοι για να βλέπουν τα παιδιά τους ή ότι δεν τους παρείχαν αρκετή προστασία και φροντίδα.
Η είσοδος του μικρότερου παιδιού στο πανεπιστήμιο σηματοδοτεί την αρχή μιας σημαντικής μεταβατικής πε ριόδου για τους γονείς, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτω ποι με μια «άδεια φωλιά».
240
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ 8
ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η έννοια του συνδρόμου της «άδειας φωλιάς» πρωτοεμφανίστηκε σε μια εποχη που τα παιδιά, όταν μεγάλωναν, έφευγαν από το σπίτι για πάντα. Ωστόσο, οι καιροί αλλάζουν
και η άδεια φωλιά συχνά γεμίζει ξανά με ό,τι έχει αποκληθεί «παιδιά μπούμερανγκ», όπως θα δούμε στη συνέχεια.
«Π αιδιά μπούμερανγκ»: η «άδεια φωλιά» ξαναγεμίζει. Η Κ. («Κατερίνα ») δεν ξέρει τι να κάνει με τον 23χρονο γιο της. Μένει στο σπίτι, με τά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, για περισσότερα από
2 χρόνια.
Τα έξι μεγα
λύτερα παιδιά της επέστρεψαν στη «φωλιά» για λίγους μόνο μήνες και μετά «εξα φανίστηκαν».
« Τον ρωτάω "Γιατί δεν πας να μείνεις με κανέναν φίλο σου; "» λέει η Κ. , κουνώντας το κεφάλι της. Εκείνος έχει έτοιμη την απάντηση: «Μα, όλοι μένουν στο σπίτι». Η Κ. δεν είναι η μόνη που εκπλησσεται και προβληματίζεται με την επιστροφη τού γιου της. Στις ΗΠΑ, υπάρχει σημαντικη αύξηση στον αριθμό των νέων που επιστρέφουν να ζη σουν στο σπίτι, μαζί με τους μεσηλικες γονείς τους. ,Παιδιά μπούμερανγκ•
Γνωστά ως «Παιδιά μπούμερανγκ», αυτά τα παιδιά συνηθως επικαλούνται οικονο
Νέοι ενιlλικες που επιστρέφουν,
μικά προβληματα ως τον κύριο λόγο της επιστροφης τους. Εξαιτίας της δύσκολης οικο
αφού έκουν φύγει από το σπίτι για ένα διάστnμα ,
νομικης κατάστασης, πολλοί νέοι ενηλικες δεν μπορούν να βρουν δουλειά μετά το πα
για να ζnσουν στο σπίτι
νεπιστημιο η οι θέσεις που βρίσκουν, τους αποφέρουν τόσο λίγα χρηματα, ώστε δυσκο
των μεσnλικων γονέων τους.
λεύονται να τα βγάλουν πέρα. Άλλοι επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι μετά τη διάλυση ενός γάμου. Περί το περίπου
14%
50%
των νέων
18-24
ετών ζουν με τους γονείς τους και συνολικά
νέοι ενηλικες στις ΗΠΑ ζουν με τους γονείς τους. Σε μερικές ευρωπα'ίκές
χώρες, το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο
(Bianchi & Casper, 2000· Lewin, December
2003· Buss, 2005). Οι αντιδράσεις των γονέων στην επιστροφη των παιδιών τους ποικίλλουν , εν πολλοίς
ανάλογα με τους λόγους της επιστροφης. Αν τα παιδιά είναι άνεργα , η επιστροφη τους στην προηγουμένως «άδεια φωλιά» μπορεί να δημιουργησει προβληματα . Οι πατέρες, ιδιαίτερα, μπορεί να μην μπορούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα μιας δύσκολης
αγοράς εργασίας, την οποία αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ίσως να είναι σταθερά αντίθετοι με την επιστροφη των παιδιών. Επιπλέον , μπορεί να υπάρχει κάποια ανεπαίσθητη αντιπαλότητα πατέρα- παιδιού για την προσοχη της συζύ γου
(Gross, J., 1991· Wilcix, 1992· Mitchell, 2006). Αντίθετα, οι μητέρες συμμερίζονται περισσότερο τα άνεργα παιδιά. Οι μητέρες χωρίς
σύντροφο, ιδιαίτερα, μπορεί να καλωσορίσουν τη βοηθεια και την ασφάλεια που παρέχει το παιδί που επιστρέφει. Τόσο οι μητέρες όσο και οι πατέρες έχουν περισσότερο θετικη
στάση ως προς την επιστροφη των παιδιών, όταν αυτά εργάζονται και συμβάλλουν στη λειτουργία του σπιτιού
(Quinn, 1993· Veevers & Mitchell, 1998).
Η γενιά «σάντουιτς»: Ανάμεσα σε παιδιά και γονείς.
Την ίδια περίοδο που τα παι
διά φεύγουν από τη «φωλιά» η ίσως επιστρέφουν ως «παιδιά μπούμερανγκ», πολλοί μεση
λικες αντιμετωπίζουν μια καινούργια δυσκολία: την όλο και μεγαλύτερη ευθύνη για τη Γενιά •σάντουιτς•
φροντίδα των δικών τους ηλικιωμένων γονέων. Ο όρος γενιά «σάντουιτς» αναφέρεται στους
Ζευγάρια στn μέσn nλικία,
μεσηλικες, οι οποίοι νιώθουν να συμπιέζονται ανάμεσα στις ανάγκες των παιδιών τους και
τα οποία πρέπει να ικανοποιnσουν τόσο τις ανάγκες των παιδιών
εκείνες των ηλικιωμένων γονέων τους
(Riley & Bowen, 2005· Grundy & Henretta, 2006).
τους όσο και αυτές
Η γενιά «σάντουιτς» είναι ένα σχετικώς νέο φαινόμενο, το οποίο προκαλείται από διά
των πλικιωμένων γονέων τους.
φορες συγκλίνουσες τάσεις. Πρώτον, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες παντρεύονται αργότερα και αποκτούν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία. Την ίδια στιγμη , οι άνθρωποι ζουν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
περισσότερο. Συνεπώς, αυξάνεται η πιθανότητα οι μεσήλικες να έχουν αφενός παιδιά που ακόμη απαιτούν αρκετή φροντίδα και αφετέρου γονείς, που ζουν ακόμη και χρειάζονται φροντίδα.
Η φροντίδα προς τους ηλικιωμένους γονείς μπορεί να αποβεί ψυχολογικά περίπλοκη. Κατ ' αρχάς, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για αντιστροφή των ρόλων, με τα παιδιά να ανα
λαμβάνουν το ρόλο των γονέων και τους γονείς να βρίσκονται σε θέση εξάρτησης. Όπως θα συζητηθεί εκτενέστερα στο Κεφάλαιο 18, οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι προηγουμένως ήταν ανεξάρτητοι, μπορεί να νιώθουν μνησικακία και να αντιστέκονται στις προσπάθειες των παιδιών τους να βοηθήσουν. Ασφαλώς, δεν θέλουν να γίνονται βάρος στα παιδιά τους.
Για παράδειγμα, σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι που ζουν μόνοι τους, αναφέρουν ότι δεν επι θυμούν να ζήσουν με τα παιδιά τους
(CFCEPLA, 1986· Merrill, 1997).
Τα άτομα μέσης ηλικίας συνήθως παρέχουν ποικίλα είδη φροντίδας στους γονείς τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η φροντίδα είναι απλώς οικονομική, όπως π. χ. η βοήθεια για να
συμπληρώσουν την ισχνή τους σύνταξη. Σε άλλες περιπτώσεις, παίρνει τη μορφή τής βοή θειας για τη συντήρηση και τη λειτουργία του σπιτιού. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, οι ηλι κιωμένοι γονείς προσκαλούνται να ζήσουν στο σπίτι του γιου ή της κόρης τους. Απογρα
φικά δεδομένα στις ΗΠΑ αποκαλύπτουν ότι η πολυ-γενεακή οικογένεια, που περιλαμβά νει τρεις ή περισσότερες γενιές, είναι η συχνότερα αυξανόμενη μορφή συγκατοίκησης. Οι οικογένειες αυτές αυξήθηκαν κατά περισσότερο από το ένα τρίτο μεταξύ 1990 και 2000 και αντιστοιχούν στο 4% του συνόλου
(Navarro, 2006).
Οι πολυ-γενεακές οικογένειες παρουσιάζουν μια περίπλοκη κατάσταση, καθώς οι ρό λοι γονέων και παιδιών γίνονται αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Συνήθως, τα ενήλι κα παιδιά της μεσαίας γενιάς -τα οποία, εξάλλου, δεν είναι πλέον παιδιά- έχουν την ευθύ νη του σπιτιού. Αυτοί, αλλά και οι γονείς τους, πρέπει να προσαρμοστούν στην αλλαγή των σχέσεων και να βρίσκουν «κοινό έδαφος» κατά τη λήψη αποφάσεων. Οι ηλικιωμένοι γονείς μπορεί να βρουν την απώλεια της ανεξαρτησίας τους ιδιαίτερα δύσκολη, και αυτό να είναι ενοχλητικό και για το ενήλικο παιδί τους. Η τρίτη γενιά, από τη μεριά της, ενδέχε ται να αντισταθεί στη συμπερίληψη της γηραιότερης γενιάς στην ίδια οικογένεια. Σε πολλές περιπτώσεις, το βάρος της φροντίδας για τους ηλικιωμένους γονείς δεν μοι
ράζεται εξίσου, και οι γυναίκες είναι τις περισσότερες φορές εκείνες που αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο. Ακόμη και σε παντρεμένα ζευγάρια, στα οποία και οι δύο εργάζο νται, η μεσήλικη γυναίκα συνήθως εμπλέκεται περισσότερο στην καθημερινή φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων, ακόμη κι αν πρόκειται για τους γονείς τού συζύγου της
(Soldo,
1996· Putney & Bengtson, 2001). Ο πολιτισμικός παράγων επηρεάζει το πώς βλέπουν το ρόλο τους, όσοι παρέχουν
φροντίδα σε ηλικιωμένους γονείς. Για παράδειγμα, σε aσιατικές κοινωνίες, που είναι πιο συλλογικές, είναι πιθανότερο η παροχή φροντίδας να θεωρείται ως ένα παραδοσιακό -και καθόλου ασύνηθες- καθήκον. Αντίθετα, τα μέλη aτομικιστικών κοινωνιών μπορεί να αντιλαμβάνονται τους οικογενειακούς δεσμούς ως λιγότερο σημαντικούς και η φρο ντίδα για ένα μέλος παλαιότερης γενιάς να θεωρείται ως μεγάλη επιβάρυνση (Ηο
et al.,
2003· Kim & Lee, 2003). Παρά τις δυσκολίες που επιφέρει η συμβίωση ανάμεσα σε δύο γενιές, πράγμα που μπορεί να εξαντλήσει τις αντοχές του μέσου ενήλικα, υπάρχουν και αξιοσημείωτα θετικά στοιχεία. Ο ψυχολογικός δεσμός μεταξύ των μεσήλικων παιδιών και των γηραιότερων γο νέων τους μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Και τα δύο μέρη της σχέσης μπορούν να βλέπουν ο ένας τον άλλον πιο ρεαλιστικά. Μπορούν να έλθουν περισσότερο κοντά, να αποδέχονται ευκολότερα ο ένας τις αδυναμίες του άλλου και να εκτιμούν τις αρετές του
(Mancini & Bleszner, 1991· Vincent, Phillipson, & Downs, 2006).
241
242
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
•
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ο μεσήλικας γίνεται παππούς Όταν ο μεγαλύτερος γwς της και η γυναίκα του απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, η Λ. («Λία») δεν μπορούσε να το πιστέψει. Σε ηλικία
54 ετών είχε γίνει γιαγιά! Έλεγε
συνέχεια στον εαυτό της πως ένιωθε πολύ νέα για να θεωρείται γιαγιά κάποιου. Η μέση ενήλικη ζωή συχνά συνοδεύεται από ένα από τα αναμφισβήτητα σύμβολα των γη ρατειών: τα εγγόνια. Μερικά άτομα περιμένουν με μεγάλη χαρά να γίνουν παππούδες. Μπορεί να αναπολούν την ενεργητικότητα και τον ενθουσιασμό, ακόμη και τις απαιτήσεις
των μικρών παιδιών και να βλέπουν την απόκτηση εγγονιών ως το επόμενο στάδιο στη φυσιολογική πορεία της ζωής. Άλλοι είναι λιγότερο χαρούμενοι με την προοπτική να γί νουν παππούδες, αντιμετωπίζοντάς την ως σαφή ένδειξη των γηρατειών. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μπορούν να καταταγούν σε διαφορετικές κατηγορίες.
Οι εμπλεκόμενοι παππούδες αναλαμβάνουν ενεργά το ρόλο τους και ασκούν επίδραση στη ζωή των εγγονιών τους. Έχουν σαφείς προσδοκίες για το πώς θα πρέπει να συμπερι φέρονται τα εγγόνια τους. Μια συνταξιούχος γιαγιά (ή παππούς) που φροντίζει το εγγόνι
της αρκετές μέρες την εβδομάδα, ενώ οι γονείς βρίσκονται στη δουλειά, είναι παράδειγμα εμπλεκόμενης γιαγιάς (ή παππού)
(Cherlin & Furstenberg, 1986· Mueller, Wilhelm, &
Elder, 2002). Αντίθετα, οι συντροφικοί παππούδες είναι πιο χαλαροί. Αντί να αναλαμβάνουν την
ευθύνη των εγγονιών τους, οι συντροφικοί παππούδες ενεργούν σαν υποστηρικτές και φί λοι τους. Συντροφικοί είναι οι παππούδες και γιαγιάδες που επισκέπτονται ή τηλεφωνούν συχνά στα εγγόνια τους και ίσως περιστασιακά τα παίρνουν μαζί τους για διακοπές ή τα προσκαλούν να τους επισκεφθούν χωρίς τους γονείς τους. Τέλος, ο πιο ψυχρός τύπος παπ
πούδων είναι οι aπόμακροι. Οι aπόμακροι παππούδες είναι aποτραβηγμένοι και κρατούν απόσταση, δείχνοντας μικρό ενδιαφέρον για τα εγγόνια τους. Οι aπόμακροι παππούδες, για παράδειγμα, σπάνια θα επισκεφθούν τα εγγόνια τους και, όταν τα βλέπουν, μπορεί να
παραπονεθούν για την «ανώριμη» συμπεριφορά τους. Υπάρχουν aξιοσημείωτες διαφορές φύλου ως προς το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι απολαμβάνουν να είναι παππούδες. Γενικώς, οι γιαγιάδες ενδιαφέρονται περισσότερο και
βιώνουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τους παππούδες, ιδιαίτερα όταν έχουν υψηλού επι πέδου αλληλεπίδραση με τα μικρά εγγόνια τους
(Smith, 1995· Smith & Drew, 2002).
Επιπλέον, οι aφρο-αμερικανοί παππούδες είναι πιθανότερο να ασχολούνται με τα εγ γόνια τους από ό,τι οι λευκοί. Η πιο εύλογη ερμηνεία για το φαινόμενο αυτό είναι ότι η συ χνότητα οικογενειών με τρεις γενιές να ζουν μαζί είναι μεγαλύτερη μεταξύ των Αφρο-αμε
ρικανών παρά μεταξύ των λευκών. Επιπλέον, οι αφρο-αμερικανικές οικογένειες, οι οποίες είναι πιθανότερο από τις λευκές να είναι μονογονε·ίκές, συχνά στηρίζονται ουσιαστικά στη βοήθεια των παππούδων για την καθημερινή φροντίδα του παιδιού, και οι πολιτισμικές αξίες υποστηρίζουν έντονα την ανάληψη ενεργού ρόλου από τους παππούδες (Baydar & Brooks-Gunn, 1998· Baird, John, & Hayslip, 2000· Crowther & Rodriguez, 2003· Stevenson, Henderson, & Baugh, 2007).
Οικογενειακή βία: Η κρυφή επιδημία Όταν βρήκε ένα άγνωστο σκουλαρίκι, η σύζυγος κατηγόρησε το σύζυγό της ότι την aπατούσε. Η αντίδρασή του ήταν να τη ρίξει πάνω στον τοίχο του διαμερίσματός τους και έπειτα να πετάξει τα ρούχα της έξω από το παράθυρο. Μια άλλη φορά, ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΠ'ΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
243
σύζυγος θύμωσε. Ουρλιάζοντας στη γυναίκα του, την έριξε πάνω στον τοίχο και μετά την άρπαξε και κυριολεκτικά την πέταξε έξω από το σπίτι. Μια επόμενη φορά, η γυναίκα τηλεφώνησε στην αστυνομία, παρακαλώντας να την προστατεύσουν. Όταν έφτασε η αστυνομία, η γυναίκα, με μαυρwμένο μάτι, σκwμένα χείλη και πρη σμένα μάγουλα, φώναξε υστερικά: «Θα με σκοτώσει». Α ν τίποτε άλλο δεν ήταν ξεκάθαρο σε αυτό που ονομάστηκε «δίκη του αιώνα» για δολο
φονία, υπήρχαν άφθονα στοιχεία ότι η συζυγική βία που μόλις περιγράψαμε ήταν ένα κε ντρικό στοιχείο της ζωής του Ο. Τζ. Σίμπσον και της Νικόλ Μπράουν Σίμπσον. Οι κατηγο ρίες για κακοποίηση που βγήκαν στο φως στη διάρκεια της δίκης 1 ήταν τρομακτικές αλλά, ταυτόχρονα, και πολύ οικείες.
Η συχνότητα της συζυγικής βίας.
Η οικογενειακή βία είναι μια άσχημη
αλήθεια για το γάμο στις ΗΠΑ και εμφανίζεται σε επίπεδα επιδημίας. Στο ένα τέταρτο του συνόλου των γάμων εμφανίζεται κάποιου είδους βία, και περισ σότερες από τις μισές γυναίκες που έχασαν τη ζωή τους την τελευταία δεκαε τία, δολοφονήθηκαν από το σύντροφό τους. Περί το
21%-34%
των γυναικών
μία τουλάχιστον φορά, θα υποστούν χαστούκισμα, κλοτσιά, χτύπημα, απόπει ρα πνιγμού, απειλή ή επίθεση με όπλο από το σύντροφό τους. Μάλιστα, περί που
15% των γάμων στις ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από συνεχή, σοβαρή βία. Η οι κογενειακή βία είναι παγκόσμιο πρόβλημα. Υπολογίζεται ότι μία (1) στις τρεις (3) γυναίκες στον κόσμο πέφτει θύμα βιαιοπραγίας κάποιου είδους στη διάρ κεια της ζωής της (Browne, 1993· Walker, 1999· Garcia-Moreno et al., 2005). Στις ΗΠΑ κανένα τμήμα της κοινωνίας δεν έχει μείνει αλώβητο από τη συζυγική βία. Η βία εμφανίζεται σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, φυλές, εθνοτι κές ομάδες και θρησκείες. Τόσο οι ομοφυλόφιλοι όσο και οι ετεροφυλόφιλοι σύντροφοι μπορεί να ασκήσουν βία. Εμφανίζεται, επίσης, και στα δύο φύλα: Αν και στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων βίας ο σύζυγος είναι εκεί νος που βιαιοπραγεί κατά της γυναίκας του, σε περίπου
8%
των περιπτώ
σεων η σύζυγος είναι εκείνη που κακοποιεί σωματικά το σύζυγό της
& Laumann-Billings, 1998· de Anda & 2003· Dixon & Browne, 2003).
Beceπa,
(Emery 2000· Harway, 2000· Cameron,
Οι γονείς που κακοποιούν τη σύζυγο και τα παιδιά τους συχνά ήταν και οι ίδιοι θύματα
Ορισμένοι παράγοντες αυξάνουν την πιθανότητα βίας. Για παράδειγμα, η συζυγική βία είναι πιθανότερο να εμφανιστεί σε πολυμελείς οικογένειες, στις
κακοποίησης ως παιδιά, διαιωνίζοντας έναν κύκλο βίας.
οποίες υπάρχει διαρκής οικονομική δυσπραγία και υψηλό επίπεδο λεκτικής επιθετικότητας, από ό,τι σε οικογένειες, στις οποίες δεν υπάρχουν αυτοί οι παράγοντες. Άτομα που μεγάλω
σαν σε οικογένειες στις οποίες υπήρχε βία, είναι πιθανότερο να είναι και οι ίδιοι βίαιοι
(Straus & Yodanis, 1996· Ehrensaft, Cohen, & Brown, 2003· Lackey, 2003). Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο βίας είναι παρόμοιοι με αυτούς που συσχετί
ζονται με την παιδική κακοποίηση, μια άλλη μορφή οικογενειακής βίας. Η παιδική κακοποίη ση συμβαίνει συχνότερα σε περιβάλλοντα με μεγαλύτερο στρες, με χαμηλό κοινωνικοοικο νομικό επίπεδο, σε μονογονε"ίκές οικογένειες και σε περιπτώσεις με υψηλά επίπεδα συζυγι
κών συγκρούσεων. Οι οικογένειες με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά κακοποίησης και αυτές με εισοδήματα χαμηλότερα των
15.000 $ το χρόνο παρου
σιάζουν 7πλάσια ποσοστά κακοποίησης από τις οικογένειες με υψηλότερο εισόδημα. Αλλά
1. Πολύκροτη δίκη γνωστού αμερικανού αθλητή, για το θάνατο της γυναίκας του, στην οποία αθωώ θηκε λόγω αμφιβολιών (Σημ. Επψ. Έκδ.).
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
244
8 ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
δεν είναι όλοι οι τύποι κακοποίησης συχνότεροι στις πτωχές οικογένειες: Η
.. ... . ...
~
αψ,ομιξία εμφανίζεται συχνότερα σε εύπορες οικογένειες
Pettit, 1990· ΑΡΑ, 1996· Cox, Kotch, & Everson, 2003). Η κακοποίηση από το σύζυγο ακολουθεί συνήθως τρία στaδια
~
4
Θ
κατa το οποίο ο δρaστης αρχίζει να εκνευρίζεται και να δείχνει δυσφορία , Κύκλος της βίας
~
16.4
αρχικό με λεκτική κακοποίηση. Μπορεί, επίσης, να δείξει κaποια μορφή προκαταρκτικής σωματικής βιαιοπραγίας, αρπaζοντας ή σπρώχνοντας το
θύμα του. Η σύζυγος μπορεί να προσπαθήσει απεγνωσμένα να αποφύγει κρυνθεί. Αυτή η συμπεριφορa εξοργίζει το σύζυγο, ο οποίος αισθaνεται την
~
{ΠΗΓΗ:
' '
την επικείμενη βία, επιχειρώντας είτε να ηρεμήσει το σύζυγο είτε να απομα
~
Σχήμα
(Walker,
1989· βλέπε Σχήμα 16.4). Το πρώτο είναι το στaδιο κλιμάκωσης της έντασης,
ς
•
(Dodge, Bates, &
...
....
αδυναμία της γυναίκας του και οι προσπaθειές της να «αποδρaσει» μπορεί
...
να οδηγήσουν σε κλιμaκωση του θυμού του.
Το επόμενο στaδιο συνίσταται σε ένα οξύ επεισόδιο βιαιοπραγίας, όταν
Τα στάδια της βίας
η σωματική βία γίνεται πρaξη. Μπορεί να διαρκέσει από λίγα λεπτό μέχρι
Walker, 1979· 1984· Gondolf, 1985.)
ώρες. Οι γυναίκες μπορεί να υποστούν σπρωξιές πaνω σε τοίχους, τραντaγ-
ματα, χαστούκια, γροθιές, κλοτσιές ή ποδοπατήματα. Ο δρaστης μπορεί να τους στρίψει ή να τους σπaσει τα χέρια, να τις ταρακουνήσει βίαια, να τις πετaξει από τις σκόλες, να τις κόψει με τσιγaρο ή ζεματιστό νερό. Περίπου το ένα τέταρτο των γυναικών στη φaση αυτή καταναγκaζονται σε σεξουαλικές πρaξεις, οι οποίες παίρνουν τη μορφή σεξουα λικής κακοποίησης και βιασμού. Τελικό σε μερικές -αλλό όχι όλες τις- περιπτώσεις, ακολουθεί το στaδιο της ειλικρι
νούς μεταμέλειας. Στο σημείο αυτό, ο σύζυγος νιώθει τύψεις και ζητa συγγνώμη για τις πρaξεις του. Μπορεί να σπεύσει σε βοήθεια της συζύγου του, παρέχοντας πρώτες βοή θειες και κατανόηση και διαβεβαιώνοντας την ότι ποτέ ξανa δεν θα συμπεριφερθεί βίαια.
Επειδή η γυναίκα μπορεί να πιστεύει ότι εν μέρει ήταν υπεύθυνη για την πρόκληση της επιθετικότητας, ίσως δεχθεί τη συγγνώμη και συγχωρήσει το σύζυγό της. Θέλει να πιστεύει ότι δεν θα υπaρξει ποτέ ξανa επεισόδιο βίας. Το στaδιο της «ειλικρινούς μεταμέλειας» παρέχει την εξήγηση γιατί πολλές γυναίκες
παραμένουν με συζύγους που βιαιοπραγούν και εξακολουθούν να γίνονται θύματα κακο ποίησης. Επειδή θέλουν απεγνωσμένα να σώσουν το γόμο τους και πιστεύουν ότι δεν έχουν aλλες εναλλακτικές, ορισμένες γυναίκες μένουν στο γόμο, έχοντας μια αόριστη αί σθηση ότι είναι υπεύθυνες για την κακοποίηση. Άλλες μένουν από φόβο: Φοβούνται ότι ο σύζυγός τους μπορεί να τις καταδιώξει, αν φύγουν.
Ο κύκλος της βίας.
Άλλες γυναίκες μένουν με αυτόν που τις κακοποιεί, διότι, όπως και
ο σύζυγός τους, έχουν μaθει ένα, όπως φαίνεται, αξέχαστο μaθημα από τα παιδικό τους
χρόνια: Ότι η βία είναι ένα αποδεκτό μέσον επίλυσης των διαφορών. Τα aτομα που κακοποιούν τη γυναίκα τους ή τα παιδιa τους, συχνό είχαν υπaρξει ως Θεωρία του κύκλου τπς βίας
παιδιa και οι ίδιοι θύματα κακοποίησης. Σύμφωνα με τη θεωρία του κύκλου της βίας, η
n κακοnοίnσn n nαραμέλnσn του ατόμου
κακοποίηση και η παραμέληση ενός ατόμου στην παιδική ηλικία το οδηγεί στην προδιa
Η θεωρία ότι
και
στnν παιδική nλικία το οδnγεί στnν nροδιάθεσn να κακοποιεί ως ενι'iλικας.
θεση να κακοποιεί ως ενήλικας. Κατa τη θεωρία της κοινωνικής μaθησης, η υπόθεση του κύκλου της βίας υποδεικνύει ότι η οικογενειακή βία διαιωνίζεται από τη μια γενιa στην aλλη, καθώς τα μέλη της οικογένειας ακολουθούν το παρaδειγμα της προηγούμενης γε νιός. Είναι πρaγματι γεγονός ότι τα aτομα που κακοποιούν τη γυναίκα τους, συχνό έχουν
μεγαλώσει σε οικογένειες, όπου έγιναν μaρτυρες συζυγικής βίας, ακριβώς όπως οι γονείς που κακοποιούν τα παιδιa τους, συχνό είχαν υπaρξει οι ίδιοι θύματα κακοποίησης, όταν ήταν παιδιa
(McCloskey & Bailey, 2000· Serbin & Karp, 2004· Renner & Slack, 2006).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Από το άλλο μέρος, το να μεγαλώσει κανείς σε ένα σπίτι, όπου υπάρχει βία, δεν οδηγεί απαραιτητως σε κακοποίηση στην ενηλικη ζωη. Μόνο το ένα τρίτο περίπου των ατόμων
που είχαν υποστεί κακοποίηση η παραμέληση ως παιδιά, κακοποιούν τα δικά τους παιδιά ως ενηλικες, και τα δύο τρίτα των δραστών δεν είχαν υποστεί οι ίδιοι κακοποίηση ως παι διά. Ο κύκλος της βίας, επομένως, δεν ερμηνεύει ολόκληρη την ιστορία της κακοποίησης
(Jacobson & Gottman, 1998). Όποια και αν είναι τα αίτια της κακοποίησης, υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστεί, όπως φαίνεται στο ειδικό κεφάλαιο που ακολουθεί.
Αντιμετώπιση της συζυγικής βίας Π αρά το γεγονός ότι η συζυγικη βία εμφανίζεται περίπου στο 25% του συνόλου των γά μων, η προσπάθεια υποστηριξης των θυμάτων της βίας δεν χρηματοδοτείται ικανοποιητι κά και είναι ανεπαρκης για να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες. Μάλιστα, ορισμέ νοι υποστηρίζουν ότι οι ίδιοι παράγοντες που οδηγησαν την κοινωνία να υποτιμησει το μέγεθος του προβληματος για πολλά χρόνια, εμποδίζουν τώρα την ανάπτυξη αποτελε σματικών παρεμβάσεων. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν μέτρα που μπορούν να βοηθησουν τα θύματα συζυγικης βίας
(Dutton, 1992· Browne, 1993· Koss et al., 1993):
Γυναίκες και άνδρες πρέπει να μάθουν μια βασική αρχή. Η σωματικη βία δεν είναι ποτέ, σε καμία περίπτωση, αποδεκτό μέσον επίλυσης των διαφορών. Τηλεφωνούμε στην αστυνομία. Η σωματικη επίθεση εναντίον κάποιου, περιλαμβανο μένης της συζύγου, είναι παράνομη. Αν και μπορεί να είναι δύσκολο να εμπλακούν όργανα της τάξης, αυτός είναι ένας ρεαλιστικός τρόπος αντιμετώπισης της οικογενεια κης βίας. Το δικαστηριο μπορεί, επίσης, να εκδώσει περιοριστικά μέτρα που θα απαι τούν από τον σύζυγο που βιαιοπραγεί, να μείνει μακριά από τη γυναίκα του. Η μεταμέλεια που δείχνει ένας σύζυγος, όσο ειλικρινής και αν είναι, μπορεί να μην έχει καμιά επίδραση στο ενδεχόμενο μελλοντικής βίας. Ακόμη και αν ο σύζυγος φαί
νεται να δείχνει ειλικρινη μεταμέλεια μετά από ένα επεισόδιο κακοποίησης και ορκίζε ται ότι δεν θα είναι ποτέ ξανά βίαιος, αυτη η υπόσχεση δεν αποτελεί εγγύηση για απουσία μελλοντικης κακοποίησης. 1
Α ν είστε θύμα κακοποίησης, αναζητήστε ένα ασφαλiς καταφύγιο • Πολλές κοινότη τες έχουν χώρους προστασίας για τα θύματα οικογενειακης βίας, οι οποίοι μπορούν να στεγάσουν γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους. Οι χώροι αυτοί είναι γνωστοί στις δημοτι κές, δικαστικές ηικαι αστυνομικές αρχές.
Α ν νιώθετε πως κινδυνεύετε από τον βίαιο σύζυγο, ζητήστε περιοριστικά μέτρα από το δικαστήριο. Με τα περιοριστικά μέτρα, ο σύζυγος απαγορεύεται να σας πλησιάσει, με επαπειλούμενες ποινικές κυρώσεις.
1.
Για σχετικές πληροφορίες, οι ενδιαφερόμενες μπορούν να τηλεφωνήσουν στο
Γενικής Γραμματείας Ισότητας ή στο τηλέφωνο (Σημ. Επιμ. 'Εκδ.).
210-5244657
210-3315291-5
της
του Γραφείου Ισότητας του Δήμου Αθηναίων
245
246
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
•
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Οικογενειακή βία και κοινωνία: Οι πολιτισμικές ρίζες της βίας Όταν ο κινεζικής καταγωγής άνδρας έδειρε τη γυναίκα του μέχρι θανάτου, η ποινή του ήταν πέντε χρόνια με αναστολή. Είχε ομολογήσει την πράξη του στο δικαστή ρια αλλά είχε ισχυριστεί ότι η γυναίκα του τον aπατούσε. Ο δικηγόρος του (και ένας ανθρωπολόγος) πρόβαλαν στο δικαστήρια το επιχείρημα ότι οι παραδοσιακές
κινέζικες αξίες μπορεί να οδήγησαν τον δράστη σε αυτή τη βίαιη αντίδραση, όταν έμαθε για την απιστία της γυναίκας του. Όταν ένας μετανάστης από το Λάος απήγαγε ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, απαλλά χτηκε από τις κατηγορίες για απαγωγή, βιασμό και απειλή. Στη δίκη του, ο δικηγό ρος του υποστήριξε ότι «η αρπαγή της νύφης» είναι ένα παραδοσιακό έθιμο σε μια επαρχία του Λάος. Και οι δύο υποθέσεις εκδικάστηκαν σε δικαστήρια των ΗΠΑ. Και στις δύο υποθέσεις, οι δικηγόροι βάσισαν την υπεράσπισή τους στο επιχείρημα ότι στις aσιατικές χώρες, από όπου είχαν μεταναστεύει οι δράστες, η χρήση βίας έναντι των γυναικών ήταν κοι νή πρακτική και πιθανότατα θα είχε την κοινωνική επιδοκιμασία. Οι ένορκοι προφα νώς συμφώνησαν με αυτή τη δικαιαλογία της «Πολιτισμικής άμυνας»
(Findlen, 1990).
Αν και συνήθως υπάρχει η τάση να θεωρείται η συζυγική βία ως ιδιαίτερο βορειοαμερικα νικό φαινόμενο, στην πραγματικότητα άλλες κοινωνίες έχουν παραδόσεις, στις οποίες η βία είναι αποδεκτή
(Rao, 1997). Για
παράδειγμα, το ξυλοκόπημα της συζuγου είναι ιδιαί
τερα σuνηθες σε πολιτισμοuς, στους οποίους η γυναίκα θεωρείται κατώτερη από τον άν δρα και αντιμετωπίζεται ως ιδιοκτησία.
Το ξυλοκόπημα των γυναικών ήταν κάποτε αποδεκτό και στις δυτικές κοινωνίες. Σuμ φωνα με τον αστικό κώδικα της Αγγλίας, ο οποίος απετέλεσε το θεμέλιο του νομικοu συ στήματος των ΗΠΑ, επιτρεπόταν στο σuζυγο να δέρνει τη γυναίκα του . Γuρω στα
1800 αυ
τός ο νόμος τροποποιήθηκε, ώστε να επιτρέπει μόνον ορισμένα είδη βιαιοπραγίας. Συγκε κριμένα, ο σuζυγος δεν μποροuσε να χτυπήσει τη σuζυγό του με μπαστοuνι ή ραβδί πιο χοντρό από τον aντίχειρά του
- από όπου προέρχεται η φράση «κανόνας του αντίχειρα» (rule of thumb). Μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα ο νόμος αυτός αποσuρθηκε από τους νο μικοuς κώδικες στις ΗΠΑ (Davidson, 1977). Ορισμένοι ειδικοί στα θέματα της κακοποίησης υποστηρίζουν ότι η ρίζα της κακοποίη
σης είναι η παραδοσιακή δομή εξουσίας υπό την οποία λειτουργοuν γυναίκες και άνδρες. Το επιχείρημα είναι ότι, όσο περισσότερο μια κοινωνία δέχεται διακρίσεις μεταξu ανδρών και γυναικών ως προς την κοινωνική τους θέση, τόσο πιθανότερη είναι η κακοποίηση. Ως απόδειξη, προβάλλουν έρευνες, οι οποίες μελετοuν τους νομικοuς, πολιτικοuς, εκπαιδευτι κοuς και οικονομικοuς ρόλους γυναικών και ανδρών. Για παράδειγμα, έρευνες συγκρί νουν τη συχνότητα της συζυγικής βίας σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ. Η κακοποίηση εί ναι συχνότερη σε πολιτείες, όπου οι γυναίκες έχουν ιδιαίτερα χαμηλή ή υψηλή θέση σε σu γκριση με τη θέση των γυναικών σε άλλες πολιτείες. Όπως φαίνεται, η σχετικά χαμηλή θέ ση καθιστά τις γυναίκες εuκολους στόχους βίας. Αντίστροφα, η ασυνήθιστα υψηλή θέση μιας γυναίκας μπορεί να κάνει το σuζυγο να νιώθει ότι απειλείται και έτσι να γίνει πιθανό τερη η κακοποίηση
(Dutton, 1994· Vandello & Cohen, 2003).
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη •
Στα περισσότερα ζευγάρια, η ικανοποίηση από το γάμο αυξάνεται κατά τη μέση ενή λικη ζωή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 •
•
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Οι οικογενειακές αλλαγές στη μέση ηλικία περιλαμβόνουν την αναχώρηση των παι διών από το σπίτι. Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε το φαινόμενο των «Παιδιών μπού μερανγκ».
•
Οι μεσήλικες συχνό έχουν αυξημένες υποχρεώσεις απέναντι στους ηλικιωμένους γονείς τους.
•
Μια ακόμη αλλαγή είναι η απόκτηση εγγονιών. Συνήθως, οι παππούδες και γιαγιόδες μπορεί να εμπλέκονται ενεργό, να είναι σύντροφοι ή να είναι aπόμακροι προς τα εγγόνια.
•
Η οικογενειακή βία συνήθως ακολουθεί τρία στόδια: κλιμόκωση της έντασης, οξύ επει
•
Η συχνότητα οικογενειακής βίας είναι υψηλότερη σε οικογένειες χαμηλού κοινωνικο
σόδιο βιαιοπραγίας, ειλικρινής μεταμέλεια. οικονομικού επιπέδου. Ο «κύκλος της βίας» παρέχει μια μερική εξήγηση. Πολιτισμικό κριτήρια μπορεί να παίζουν, επίσης, ένα ρόλο.
Εργασία και ελεύθερος χρόνος Μια εβδομαδιαία παρτίδα γκολφ... ένα πρόγραμμα φύλαξης της γειτονιάς ... προπόνηση μιας ομάδας μπάσκετ μικρής κατηγορίας ... συμμετοχή σε μια λέσχη επενδύσεων ... ταξίδια ... μαθήματα μαγειρικής ... θέατρο ... υποψηφιότητα για το δημοτικό συμβούλιο ... σινεμά με φίλους ... διαλέξεις για το βουδισμό ... επιδιόρ
θωση της πόρτας στην πίσω αυλή ... συνοδός μιας τάξης λυκείου σε ταξίδι εκτός πολιτείας ... « ηλιοθεραπεία» σε μια παραλία και διάβασμα στη διάρκεια μιας ετή σιας άδειας ... Όταν εξετόζει κανείς τι κόνουν πραγματικό οι μεσήλικες, βρίσκει τόσες δραστηριότητες όσα και τα ότομα. Α ν και για τους περισσότερους η μέση ενήλικη ζωή αντιπροσωπεύει την κορύφωση της επιτυχίας στην εργασία και στις οικονομικές απολαβές, είναι επίσης η πε
ρίοδος κατό την οποία το ότομο επιδίδεται σε ελεύθερες ενασχολήσεις και δραστηριότη τες αναψυχής. Πρόγματι, η μέση ηλικία είναι ίσως η περίοδος κατό την οποία οι δραστη
ριότητες ελεύθερου χρόνου και η εργασία εξισορροπούνται ευκολότερα από ποτέ. Καθώς δεν αισθόνεται πλέον ότι πρέπει να αποδείξει την αξία του στη δουλειό, και αποδίδει όλο και μεγαλύτερη αξία στη συνεισφορό του στην οικογένεια, την κοινότητα και ευρύτερα στην κοινωνία, ο μεσήλικας ανακαλύπτει ότι η εργασία και ο ελεύθερος χρόνος αλληλοσυ μπληρώνονται με τρόπο που προόγει τη συνολική ευτυχία.
Εργασία και σταδιοδρομία στη μέση ενήλικη ζωή Για πολλούς, η μέση ηλικία είναι η περίοδος της μεγαλύτερης παραγωγικότητας, της επι τυχίας και των αυξημένων αποδοχών. Είναι, επίσης, μια περίοδος κατό την οποία η επαγ
γελματική επιτυχία μπορεί να γίνει σημαντικό λιγότερο δελεαστική από ό,τι ήταν μέχρι τότε. Αυτό ισχύει κυρίως για όσους μπορεί να μην έφτασαν στην επαγγελματική επιτυχία, την οποία ήλπιζαν, όταν ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ερ
γασία αποκτό λιγότερη αξία, ενώ η οικογένεια και όλλα ενδιαφέροντα εκτός εργασίας γί νονται σημαντικότερα
(Howard, 1992· Simonton, 1997).
Οι παρόγοντες που καθιστούν μια δουλειό ικανοποιητική, αλλόζουν στη διόρκεια
247
248
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ 8
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
της μέσης ηλικίας. Οι νεότεροι ενήλικες ενδιαφέρονται για αφηρημένα και μελλοντικό ζητήματα, όπως είναι οι ευκαιρίες εξέλιξης ή η πιθανότητα αναγνώρισης και επιδοκι μασίας. Οι μεσήλικες ενδιαφέρονται περισσότερο για τα «εδώ-και-τώρα» χαρακτηρι
στικό της δουλειός. Για παρόδειγμα, ενδιαφέρονται περισσότερο για τις αποδοχές, τις εργασιακές συνθήκες και για συγκεκριμένες πολιτικές, όπως π. χ. ο τρόπος υπολογισμού της όδειας. Επιπλέον, όπως και σε προηγούμενα στόδια της ζωής, οι αλλαγές στη συνο λική ποιότητα της εργασίας σχετίζονται με αλλαγές στα επίπεδα στρες, τόσο για τους όνδρες όσο και για τις γυναίκες
(Hattery, 2000· Peterson & Wilson, 2004· Cohrs, Abele
& Dette, 2006). Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η σχέση μεταξύ ηλικίας και εργασίας φαίνεται να είναι θετική: Όσο μεγαλύτεροι είναι οι εργαζόμενοι τόσο περισσότερη συνολική ικανοποίηση βιώνουν από τη δουλειό. Η συσχέτιση αυτή δεν προκαλεί μεγόλη έκπληξη, αφού οι νεό
τεροι ενήλικες που δεν είναι ικανοποιημένοι με την εργασία τους, θα παραιτηθούν και θα αναζητήσουν νέες θέσεις, που θα τους ικανοποιούν περισσότερο. Επιπρόσθετα, οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αλλόξουν θέση εργα σίας. Συνεπώς, ίσως αποδέχονται να ζουν με αυτό που έχουν και θεωρούν την εργασία
τους ως την καλύτερη που θα μπορούσαν να έχουν. Αυτή η αποδοχή μπορεί τελικό να μεταφραστεί σε ικανοποίηση (τangri, Thomas, &
Mednick, 2003).
Εργασιακά προβλήματα Η ικανοποίηση από τη δουλειό δεν ισχύει με τον ίδιο τρόπο για όλους στη μέση ενήλικη ζωή. Μόλιστα, για ορισμένους, η δουλειό γίνεται όλο και περισσότερο πηγή στρες όσο αυξόνεται η δυσαρέσκεια από τις συνθήκες ή από το είδος της εργασίας. Σε ορισμένες πε ριπτώσεις, οι συνθήκες γίνονται τόσο αρνητικές, ώστε το αποτέλεσμα να είναι η εξουθέ νωση ή η απόφαση για αλλαγή δουλειός.
Σύνδρομο εξουθένωσης.
Για την 44χρονη Π. («Παναγιώτα »), οι πρωινές βάρδιες στην
εντατική μονάδα του επαρχιακού νοσοκομείου, όπου εργαζόταν, γίνονταν όλο και δυ σκολότερες. Αν και της ήταν πάντα δύσκολο να «χάνει» έναν ασθενή, τελευταία έπιανε τον εαυτό της να ξεσπά σε κλάματα για τους ασθενείς της, τις πιο παράξενες στιγμές: Όταν έβα ζε πλυντήριο, όταν έπλενε τα πιάτα, όταν έβλεπε τηλεόραση. Όταν άρχισε να νιώθει φρίκη στην ιδέα ότι πρέπει να πάει στη δουλειά το πρω4 κατάλαβε ότι τα συναισθήματά της για τη δουλειά είχαν υποστεί μια θεμελιώδη αλλαγή. Η αντίδραση της Π. μπορεί πιθανότατα να αποδοθεί στο φαινόμενο της εξουθένωσης. Το Μια κατόστασn
Εξουθένωσn
σύνδρομο εξουθένωσης εμφανίζεται, όταν ο εργαζόμενος βιώνει έλλειψη ικανοποίησης,
nou εμφανίζεται
διόλυση ψευδαισθήσεων, ματαίωση και ανία στην εργασία του. Συμβαίνει συχνότερα σε
όταν ο έμπειρος εργαζόμενος βιώνει έλλειψn ικανοnοίnσnς,
επαγγέλματα που εμπλέκουν παροχή βοήθειας σε όλλους και συνήθως πλήττει εκείνους,
διόλυσn ψευδαισθnσεων,
οι οποίοι στην αρχή ήταν ιδεαλιστές και είχαν τα περισσότερα κίνητρα. Κατό κόποιον
ματαίωαn και ανία
τρόπο, πρόγματι, αυτοί οι εργαζόμενοι μπορεί να είναι υπερβολικό αφοσιωμένοι στη δου
στnν εργασία του.
λειό τους και η συνειδητοποίηση ότι μπορούν να κόνουν μόνον μικρές παρεμβόσεις σε τε ρόστια κοινωνικό προβλήματα, όπως η ένδεια και η ιατρική περίθαλψη, μπορεί να τους προκαλέσει απογοήτευση και να μειώσει το ηθικό τους (Demir, Ulusoy, & Ulusoy, 2003· Taris, van Horn, & Schaufeli, 2004· Bakker & Heuven, 2006).
Μία από τις συνέπειες της εξουθένωσης είναι ένας όλο και μεγαλύτερος κυνισμός προς την εργασία. Για παρόδειγμα, ο εργαζόμενος μπορεί να σκεφθεί: «Γιατί να δουλεύω τόσο σκληρό; Κανείς δεν θα παρατηρήσει καν ότι τα πόω τόσο καλό τα δύο τελευταία
ΚΕΦΑΛΑIΟ
16
8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
249
χρόνια». Επιπρόσθετα, οι εργαζόμενοι μπορεL να νιci:ιθουν αδιαφορLα και έλ λειψη ενδιαφέροντος για το πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους. Ο ιδεαλισμός με τον οποLο ο εργαζόμενος Lσως εισήλθε στο επάγγελμα, αντικαθLσταται από απαισιοδοξLα και τη σκέψη ότι εLναι αδύνατον να δοθεL οποιαδήποτε λογική
λύση σε ένα πρόβλημα
(Lock, 1992).
Οι άνθρωποι μπορούν να καταπολεμήσουν το φαινόμενο εξουθένωσης, ακόμη και όσοι ασκούν επαγγέλματα με μεγάλες απαιτήσεις και φαινομενι κως αξεπέραστα προβλήματα. Για παράδειγμα, η νοσοκόμα που απελπLζεται για τι δεν έχει αρκετό χρόνο για κάθε ασθενή, μπορεL να βοηθηθεL να συνειδη
τοποιήσει ότι ένας περισσότερο πραγματοποιήσιμος στόχος -όπως, να κάνει στους ασθενεLς ένα σύντομο μασάζ, που να ανακουφLζει τους πόνους- εLναι Lσως εξLσου σημαντικός . Οι δουλειές, επLσης, μπορούν να εLναι έτσι δομημέ νες , ωστε οι εργαζόμενοι (και οι προ'ίστάμενοL τους) να δLνουν σημασLα στις μικρές «νίκες» στην καθημερινή δουλειά, όπως στη χαρά που προσφέρει η ευ γνωμοσύνη ενός πελάτη, ακόμη και όταν η «μεγάλη εικόνα» της ασθένειας, της φτci:ιχειας, του ρατσισμού και του ανεπαρκούς εκπαιδευτικού συστήματος
φαίνεται ζοφερή.
Το σύνδρομο εξουθένωσης εμφανίζεται , όταν ο εργαζόμενος βιώνει ελάχιστη ικανοποίη ση, διάλυση των ψευδαισθήσεων, ματαίωση και ανία στην εργασία του. Όσοι εμφανί ζουν το σύνδρομο , γίνονται όλο και πιο κυ
νικοί ή αδιάφοροι για τη δουλειά τους.
Ανεργία: Η συντριβή του ονείρου Το όνειρο έφυγε
-
ίσως για πάντα. Και μοιάζει σαν να σε κάνει κομμάτια. Όλα
έχουν χαθεί. Κοιτάζεις πέρα τις όχθες του ποταμού ... όλα είναι επίπεδα. Εκεί ήταν
άλλοτε ένα βουνό παλιοσίδερα, όπου ατσάλι και σίδερο λιώνονταν και χρησιμο ποιούνταν ξανά, ανακυκλώνονταν. Τώρα όλα ισοπεδώθηκαν. Πολλές φορές περ νάω από κει και συμβαίνει να το βλέπω. Δύσκολα μπορείς να φανταστείς ότι δεν είναι πια εκεί (Kotre
& Hall, 1990, σ. 290).
Είναι δύσκολο να μη δει κανείς την περιγραφή αυτού του 52χρονου για ένα εγκαταλειμμέ νο εργοστάσιο ατσαλιού ως συμβολική της ζωής του. Επειδή έμεινε άνεργος για αρκετά χρόνια , τα όνειρά του για επαγγελματική επιτυχία στη ζωή χάθηκαν μαζί με το εργοστά
σιο, όπου εργαζόταν κάποτε. Για πολλούς εργαζόμενους, η ανεργία είναι μια σκληρή πραγματικότητα της ζωής, ενω οι συνέπειες του να μην μπορεί κανείς να βρει δουλειά είναι τόσο ψυχολογικές όσο και οικο νομικές. Για όσους έχουν απολυθεί, τεθεί σε διαθεσιμότητα επειδή συρρικνci:ιθηκε η επιχεί ρηση ή υποχρεωθεί να αποχωρήσουν λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, το να βρίσκονται εκτός εργασίας μπορεί να είναι ολέθριο ψυχολογικά αλλά και σωματικά
(Sharf, 1992).
Η ανεργLα μπορεί να κάνει το άτομο να νιci:ιθει άγχος, κατάθλιψη και εριστικότητα. Η αυτοπεποίθησή του ίσως πέσει κατακόρυφα, και μπορεί να είναι ανίκανο να συγκεντρω θεί. Πράγματι, σύμφωνα με μια ανάλυση, κάθε φορά που το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται κατά
4% άνοδος στις aυτοκτονίες και οι εισαγωγές σε ψυχιατρικά 4% για τους άνδρες και 2% για τις γυναίκες (Kates, Grieff, & Hagen, 1990· Connor, 1992· Inoue et al., 2006). 1%,
παρατηρείται
ιδρύματα αυξάνονται κατά
Ακόμη και πλευρές της ανεργίας που μπορούν στην αρχή να φαίνονται θετικές, όπως το ότι έχει κανείς περισσότερο χρόνο, μπορούν να προκαλέσουν δυσάρεστες συνέπειες. Ίσως εξαιτίας των συναισθημάτων κατάθλιψης και επειδή έχει πάρα πολύ χρόνο στη διά
θεσή του, ο άνεργος έχει λιγότερο την τάση να συμμετέχει σε δραστηριότητες της κοινότη τας, να χρησιμοποιεί βιβλιοθήκες και να διαβάζει από ό,τι ο εργαζόμενος. Είναι, επίσης,
250
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
πιθανότερο να πηγαίνει καθυστερημένος στα ραντεβού του, ακόμη και για
γεύμα με άλλους
(Ball & Orford, 2002· Tyre & McGinn, 2003).
Αυτά τα προβλήματα μπορεί να παραταθούν. Οι μεσήλικες που χάνουν τη δουλειά τους, συνήθως μένουν άνεργοι για μεγαλύτερο διάστημα από ό ,τι οι νεότεροι εργαζόμενοι και έχουν λιγότερες ευκαιρίες να βρουν ικανοποιητι κή δουλειά, όσο μεγαλώνουν. Επιπλέον, οι εργοδότες συνήθως κάνουν δια κρίσεις εναντίον των μεγαλύτερων σε ηλικία υποψηφίων για δουλειά και αυ
τό καθιστά ακόμη δυσκολότερη την εύρεση νέας απασχόλησης. Και είναι τραγική ειρωνία ότι αυτές οι διακρίσεις όχι μόνο είναι παράνομες αλλά και βασίζονται σε παραπλανητικές υποθέσεις: Η έρευνα βρίσκει ότι οι μεγαλύτε ροι εργαζόμενοι απουσιάζουν από τη δουλειά λιγότερο από τους νεότερους , παραμένουν στη δουλειά για περισσότερο χρόνο, είναι περισσότερο αξιόπι στοι και πρόθυμοι να μάθουν καινούργιες δεξιότητες
(Allan, 1990· Birsner,
1991· Connor, 1992). Με άλλα λόγια, η ανεργία στη μέση ενήλικη ζωή είναι μια επώδυνη εμπει
ρία. Και για μερικούς ανθρώπους, ιδιαίτερα για εκείνους που δεν θα βρουν ποτέ ξανά μια ενδιαφέρουσα δουλειά, κηλιδώνει ολόκληρη την αντίληψή τους Το να μείνει κανείς άνεργος στη μέση ηλι
για τον κόσμο. Για τα άτομα που υποχρεώνονται σε μια τέτοια ανεπιθύμητη
κία, μπορεί να αποδειχθεί μια συντριmική
-και πρόωρη- σύνταξη, η απώλεια της εργασίας μπορεί να οδηγήσει στην
εμπειρία και να κηλιδώσει την αντίληψή του για τον κόσμο.
απαισιοδοξία, τον κυνισμό και την εξάρτηση. Συνήθως, χρειάζεται χρόνος για να ξεπεραστούν τέτοια συναισθήματα και καλή ψυχολογική προσαρμογή, για
να συμφιλιωθεί κανείς με την κατάσταση. Δυσκολίες υπάρχουν και για όσους ξεκινούν μια καινούργια σταδιοδρομία (τrippet,
1991· Waters & Moore, 2002).
Αλλαγή -και έναρξη νέας- σταδιοδρομίας στη μέση ενήλικη ζωή Σε μερικούς ανθρώπους, η μέση ενήλικη ζωή συνοδεύεται από μια έντονη επιθυμία για αλ λαγή. Αυτά τα άτομα, τα οποία μπορεί να μην είναι ικανοποιημένα από τη δουλειά τους και αλλάζουν καριέρα μετά από μια περίοδο ανεργίας ή απλώς επιστρέφουν σε μια αγορά εργασίας που είχαν αφήσει χρόνια πριν, η αναπτυξιακή τους διαδρομή τα οδηγεί σε και νούργια σταδιοδρομία.
Τα άτομα που αλλάζουν σταδιοδρομία στη μέση ηλικία, το κάνουν για ποικίλους λό γους. Ένας μπορεί να είναι ότι το επάγγελμά τους δεν τους προσφέρει πολλές προκλήσεις. Έχουν αποκτήσει τη σχετική γνώση και, ό,τι άλλοτε ήταν δύσκολο, τώρα είναι ρουτίνα. Άλλοι άνθρωποι αλλάζουν, επειδή το επάγγελμά τους έχει αλλάξει με τρόπο που δεν τους
ικανοποιεί ή επειδή έχασαν τη δουλειά τους. Μπορεί να τους ζητήθηκε να κάνουν περισ σότερα με λιγότερες αποδοχές ή μπορεί η τεχνολογική πρόοδος να έχει επιφέρει τόσο δρα στικές αλλαγές στην καθημερινή τους δραστηριότητα, ώστε να μην απολαμβάνουν πλέον αυτό που κάνουν.
Άλλοι, πάλι, είναι δυσαρεστημένοι με ό,τι έχουν επιτύχει και θέλουν να κάνουν μια καινούργια αρχή. Ορισμένοι νιώθουν εξουθένωση ή αισθάνονται σαν να έχουν μπει στον τροχό. Ακόμη, σε μερικούς απλώς δεν αρέσει να σκέπτονται ότι θα κάνουν το ίδιο πράγμα για όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Τα άτομα αυτά βλέπουν τη μέση ενήλικη ζωή ως την τε
λευταία περίοδο, κατά την οποία μπορούν να προβούν σε μια ουσιώδη επαγγελματική αλ λαγή
(Steers & Porter, 1991). Τέλος, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων, σχεδόν
αποκλει
στικά γυναικών, επιστρέφουν στην αγορά εργασίας μετά από πολύχρονη διακοπή, κατά την οποία μεγάλωναν τα παιδιά τους. Μερικές ίσως χρειάζονται αμειβόμενη εργασία , μετά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
από ένα διαζύγιο. Από τα μέσα της δεκαετίας του τικό δυναμικό, που είναι ηλικίας σές γυναίκες μεταξύ
55
και
64
50
1980, ο
251
αριθμός των γυναικών στο εργα
ετών και άνω, έχει αυξηθεί σημαντικά. Περίπου οι μι
ετών -και ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό αποφοίτων πα
νεπιστημίου- συμπεριλαμβάνονται τώρα στο εργατικό δυναμικό (βλέπε Σχήμα
16.5).
Είναι πιθανό ότι ένα άτομο αρχίζει ένα καινούργιο επάγγελμα με υπερβολικά υψηλές προσδοκίες και aπογοητεύεται από αυτό που αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα. Επι
πλέον, ο μεσήλικας που αρχίζει καινούργια σταδιοδρομία, ίσως βρεθεί σε θέση αρχαρίου. Συνεπώς, οι συνάδελφοί του θα είναι ίσως σημαντικά νεότεροι από τον ίδιο
Barnet & Hyde, 2001). Τελικά,
(Sharf, 1992·
πάντως, το ξεκίνημα μιας καινούργιας σταδιοδρομίας στη
μέση ηλικία μπορεί να είναι αναζωογονητικό. Όσοι αλλάζουν ή αρχίζουν νέα σταδιοδρο μία, μπορεί να γίνουν ιδιαίτερα αξιόλογοι εργαζόμενοι
(Adelmann, Antonucci, & Crohan,
1990· Connor, 1992· Bromberger & Matthews, 1994). Ορισμένοι ειδικοί προβλέπουν ότι οι αλλαγές σταδιοδρομίας ίσως γίνουν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι τεχνολογικές εξελίξεις θα επισυμβαί νουν με τόσο γρήγορο ρυθμό, ώστε οι εργαζόμενοι περιοδικά θα υποχρεώνονται να αλλά ζουν αυτό που κάνουν για να κερδίσουν τη ζωή τους, συχνά με δραματικό τρόπο. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι άνθρωποι δεν θα έχουν μία αλλά περισσότερες σταδιοδρομίες στη διάρ κεια της ζωής τους. Όπως γίνεται σαφές στο ειδικό κεφάλαιο «Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη», αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εκείνους που κάνουν μια μείζονα αλλαγή ζωής και σταδιοδρομίας: Μεταναστεύουν, ως ενήλικες, σε μια άλλη χώρα. 60 50 •.......................................................................
40 •···· Σχήμα
16.5 Εργαζόμενες
γυναίκες
30
Το ποσοστό γυναικών
20
D
ο ο
10 ο
1980
1990
2000
55-64 έτη 65-74 έτη 75έτη
2010
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Μετανάστες στη δουλειά: Πετυχαίνοντας στην Αμερική Πριν δεκαεπτά χρόνια, η Mankekolo Mahlangu-Ngcobo τέθηκε σε απομόνωση για 21 μέρες σε ένα αστυνομικό τμήμα στη Νότια Αφρική, κατηγορούμενη ψευδώς για τρομοκρατία. Το 1980, κινδυνεύοντας να φυλακιστεί για μία ακόμα φορά για τις διαμαρτυρίες της ενάντια στο απαρτχάιντ, διέφυγε στην Μποτσουάνα, αφήνοντας
με τη μητέρα της τον 12χρονο γιο της. Ήλθε στις ΗΠΑ το
1981, πήρε πολιτικό άσυλο
55-64
ετών που ανήκουν στο εργατι κό δυναμικό αυξάνεται σταθε ρά από το
1980
και θα συνεχί
σει να αυξάνεται την τρέχουσα δεκαετία. (ΠΗΓΗ:
2001).
Monthly Labour
Reνiew,
252
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
το
1984 και τώρα
ζει με τη 13χρονη κόρη της, στη Βαλτιμόρη. Οι εμπει
ρίες της τής έχουν εμφυσήσει μια βαθιά εκτίμηση για τη θετή της πατρί δα. «Αν δεν έχετε ζήσει πουθενά αλλού », λέει, « δ εν μπορείτε να κατα
λάβετε πόση ελευθερία έχετε εδώ». Η Ngcobo βρήκε εδώ και την ευημερία. Όπως για πολλούς από τους συμπατριώτες της μετανάστες, το κλειδί ήταν η μόρφωση. Από τότε που ήλθε, πήρε ένα πρώτο πανεπιστημιακό πτυχίο, δ ύο μεταπτυχιακά και ένα διδακτορικό στη θεολογία. Τα ακαδημαϊκά της προσόντα και η αφοσίωσή της στο να βοηθά τους άλλους τής προσέφεραν δύο ικανο Mankekolo Mahlangυ-Ngcobo, που διέφυγε
ποιητικές σταδιοδρομίες, ως λέκτορα δημόσιας υγείας σε Πανεπιστή
από την Μποτσουάνα, είναι τώρα λέκτορας και
μιο της Βαλτιμόρης και ως βοηθό πάστορα σε επισκοπική εκκλησία
Η
πάστορας στις ΗΠΑ.
των Μεθοδιστών στην Ουάσινγκτον
(Kim, 1995, σ. 133).
Α ν βασιζόμαστε μόνο στην επικρατούσα αντLληψη, θα θεωρούσαμε πιθανότατα ότι οι με τανάστες στις ΗΠΑ εLναι παράγοντες προβλημάτων στην εκπαLδευση, τις φυλακές, τα επι δόματα και στο σύστημα υγεLας, ενώ η συμβολή τους στην αμερικανική κοινωνLα εLναι μι
κρή. Αλλά -όπως δεLχνει η παραπάνω ιστορLα- τα επιχειρήματα που υποστηρLζουν το αντι-μεταναστευτικό συναLσθημα εLναι στην πραγματικότητα εντελώς λανθασμένα. Με τον αριθμό των μεταναστών που εισέρχονται στις ΗΠΑ να κυμαLνεται γύρω στο
1,2 εκατομμύριο το έτος , οι κάτοικοι που έχουν γεννηθεL εκτός ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν τώρα το 10% του πληθυσμού , ποσοστό διπλάσιο από εκεLνο του 1970. Μετανάστες πρώ της και δεύτερης γενιάς αποτελούν περLπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού των ΗΠΑ (βλέπε Σχήμα
16.6· Deaux, 2006).
Ποσοστό συνολικού πληθυσμού που έχει γεννηθεί εκτός ΗΠΑ
18
~------------------------------------.
15 12 14,8% ....................... το 1890 ................. 9 ... 1
12% -----------------------------· , _______ ___ _
6 9,7% ---------- ------ --- -- ------ -------- --------- --- ------- --- --" -- ------ - _______________ _____ , το 1850 I 3 --------------------------------------------------------------------------------+--------------------------4 , 7%το 1970 ο
I
I
1850
1900
Σχήμα
16.6 Μετανάστες στις ΗΠΑ
Από το 1970, ο αριθμός των μετανα στών στις ΗΠΑ αυξάνεται σταθερά και προσεγγίζει ένα ιστορικό ρεκόρ , ιδιαί τερα αν περιληφθούν τα κατά τις εκτι
μήσεις 9 εκατομμύρια παράνομοι μετα
1950
2000
νάστες .
Οι σημερινοL μετανάστες διαφέρουν αρκετά από εκεLνους των πρώτων μεταναστευτι κών κυμάτων στις αρχές του 20ού αιώνα. Μόνο το ένα τρLτο εLναι λευκοL, σε σύγκριση με σχεδόν το
90%
των μεταναστών πριν το
1960.
Οι επικριτές υποστηρLζουν ότι πολλοL νέοι
μετανάστες δεν έχουν τις δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να συμβάλουν στην υψηλής
τεχνολογLας οικονομLα του 21ου αιώνα. Ωστόσο, η άποψη αυτή εLναι λανθασμένη, για πολ λούς λόγους. Για παράδειγμα , έρευνες (τopolnicki ,
•
1995· Camarota, 2001) δεLχνουν ότι:
Οι περισσότεροι νόμιμοι και παράνομοι μετανάστες τελικά πετυχαίνουν οικονομικά . Για παράδειγμα, αν και αρκετοL βLωσαν αρκετά υψηλότερα ποσοστά πενLας από τους γηγενεLς Αμερικανούς, οι μετανάστες που έφτασαν στις ΗΠΑ πριν το
1980
και εLχαν
την ευκαιρLα ομαλής εγκατάστασης, σήμερα έχουν υψηλότερο οικογενειακό εισόδημα από τους γηγενεLς Αμερικανούς. Οι μετανάστες έχουν το Lδιο ποσοστό επιχειρηματι-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
κότητας με τους μη μετανάστες, καθώς ένας
(1)
στους εννέα
(9)
εLναι ιδιοκτήτης δικής
του επιχεLρησης.
Μόνον λίγοι μετανάστες έρχονται στις ΗΠΑ για να πάρουν επιδόματα. ΑντLθετα, οι περισσότεροι δηλώνουν ότι έρχονται, επειδή στις ΗΠΑ υπάρχουν ευκαιρίες για δου
λειά και ευημερία. Οι μη πρόσφυγες μετανάστες που είναι αρκετά μεγάλοι για δουλειά, εLναι λιγότερο πιθανό να πάρουν επίδομα από ό,τι οι γηγενείς Αμερικανοί. Με το πέρασμα του χρόνου, οι μετανάστες συμβάλλουν περισσότερο στην οικονομία από ό,τι παίρνουν από αυτήν. Μολονότι στην αρχή κοστίζουν στην κυβέρνηση, επειδή συνήθως αναλαμβάνουν χαμηλόμισθες δουλειές και δεν πληρώνουν φόρους, οι μετα νάστες γίνονται πιο παραγωγικοί, όσο μεγαλώνουν. Τελικά, οι μετανάστες πληρώνουν κάθε χρόνο σε φόρους περισσότερα από αυτά που δαπανώνται γι' αυτοιJς από κυβερ νητικές υπηρεσίες. ΓιατL οι μετανάστες συνήθως πετυχαίνουν οικονομικά; Μια ερμηνεLα εLναι ότι οι μετανά στες, οι οποίοι οικειοθελώς επιλέγουν να φιJγουν από την πατρίδα τους, έχουν ιδιαLτερα κίνητρα για να επιτι!χουν, ενώ αυτοι που επιλέγουν να μην μεταναστειJσουν, μπορεί να έχουν σχετικά λιγότερα κίνητρα.
Με λίγα λόγια, η πραγματικότητα εLναι ότι η πλειονότητα των μεταναστών τελικά συνει σφέρουν στην κοινωνία των ΗΠΝ. Για παράδειγμα, μπορεί να συμπληρώσουν την έλλειψη εργατικοιJ δυναμικοιJ, ενώ τα χρήματα που στέλνουν σε συγγενείς στην πατρLδα συμβάλ λουν στην αναζωογόνηση της παγκόσμιας οικονομLας (Παγκόσμια Τράπεζα, 2003).
Ελεύθερος χρόνος: Η ζωή πέρα από τη δουλειά Με τη συνήθη εβδομάδα εργασίας να κυμαLνεται μεταξιJ
35
και
40
ωρών -και να γίνεται
ακόμα συντομότερη για τους περισσότερους- οι πιο πολλοί μεσήλικες έχουν στη διάθεσή τους περίπου
70 ώρες ακόμη την εβδομάδα (Kacapyr, 1997). τι κάνουν στον ελει!θερο
χρόνο τους;
Πρωτίστως, βλέπουν τηλεόραση. Κατά μέσον όρο, οι μεσήλικες παρακολουθοιJν γιJρω στις
15
ώρες τηλεόραση κάθε εβδομάδα. Αλλά κάνουν και πολλά άλλα πράγματα. Πράγ
ματι, για πολλοιJς ανθρώπους, η μέση ηλικLα αντιπροσωπειJει μια νέα ευκαιρία να εμπλα κοιJν σε δραστηριότητες έξω από το σπLτι. Καθώς τα παιδιά φειJγουν από το σπίτι, μένει
στους γονεLς σημαντικός ελειJθερος χρόνος για να ασχοληθοι!ν περισσότερο με δραστη ριότητες, όπως να επιδοθοιJν σε κάποιο σπορ ή να ασχοληθοιJν με τα κοινά. Οι μεσήλικες στις ΗΠΑ περνοι!ν περLπου
6 ώρες την Godbey, 1997· Lindstrom et al., 2005).
εβδομάδα σε κοινωνικές επαφές
(Robinson &
Ένας σημαντικός αριθμός ατόμων βρίσκουν τη γοητεLα του ελειJθερου χρόνου τόσο μεγάλη, ώστε παLρνουν πρόωρη σιJνταξη. Για όσους κάνουν μια τέτοια επιλογή και έχουν αρκετοιJς οικονομικοιJς πόρους για τις δεκάδες ετών που πιθανότατα τους απομένουν, η
ζωή μπορεL να γίνει πολιJ ευχάριστη. Οι πρόωρα συνταξιοδοτημένοι συνήθως έχουν καλή υγεία και αναλαμβάνουν μια ποικιλLα νέων δραστηριοτήτων
( Cliff, 1991· Ransom, Sutch &
Williamson, 1991).
1. Α ν άλογα είναι τα συμπεράσματα, στα οποία καταλήγουν για τη χώρα μας οικονομικές μελέτες τού www.imepo.gr (Σημ. Επιμ. Έκδ.).
Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής (Ι.ΜΕ.ΠΟ.). Βλ.
253
254
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ •
ΜΕΣΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Αν και η μέση ηλικία προσφέρει την ευκαιρία για πολλές δραστηριότητες ελεύθερου
χρόνου, οι περισσότεροι αναφέρουν ότι ο ρυθμός τής ζωής δεν τους φαίνεται βραδύτερος. Επειδή εμπλέκονται σε μια σειρά δραστηριοτήτων, μεγάλο μέρος από τον ελεύθερο χρόνο τους αποτελείται από 15λεπτα και 30λεπτα κομμάτια μέσα στην εβδομάδα. Συνεπώς, πα
ρά την αύξηση
5 ωρών εβδομαδιαίου ελεύθερου χρόνου από το 1965, πολλοί άνθρωποι αι (Robinson &
σθάνονται ότι δεν έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο από ό,τι παλαιότερα
Godbey, 1997). Ένας λόγος για τον οποίο ο επιπλέον ελεύθερος χρόνος δεν γίνεται αισθητός, είναι διότι ο ρυθμός της ζωής στις ΗΠΑ είναι ακόμη σημαντικά ταχύτερος από ό,τι σε άλλες χώ ρες. Μετρώντας το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο μέσος πεζός καλύπτει μια απόστα ση
20
μέτρων, το χρόνο που χρειάζεται ένας πελάτης για να αγοράσει ένα γραμματόσημο
και την ακρίβεια των ρολογιών στους δημόσιους χώρους, έρευνες έχουν συγκρίνει το ρυθ μό ζωής σε διάφορες χώρες. Σύμφωνα με μια σύνθεση αυτών των μετρήσεων, οι ΗΠΑ έχουν ταχύτερο ρυθμό ζωής από πολλές άλλες χώρες, ιδιαίτερα λατινοαμερικανικές, aσια τικές, μεσανατολικές και aφρικανικές. Από το άλλο μέρος, πολλές χώρες ξεπερνούν στην
κατάταξη τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, ορισμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης καθώς και η Ιαπωνία λειτουργούν ταχύτερα από τις ΗΠΑ, με την Ελβετία να κατατάσσεται πρώτη (βλέπε Πίνακα
16.2· Levine, 1997a, 1997b).
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Οι άνθρωποι στη μέση ηλικία αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους διαφορετικά από ό,τι πριν, δίνοντας περισσότερη έμφαση σε βραχυπρόθεσμους παράγοντες και λιγότερη στον αγώνα και τις φιλοδοξίες για την καριέρα.
•
Η ικανοποίηση από τη δουλειά συνήθως είναι υψηλή στους μεσήλικες, αλλά κάποιοι έχουν μειωμένη ικανοποίηση εξαιτίας της aπογοήτευσης για τις επιτεύξεις τους και για άλλους λόγους. Το σύνδρομο εξουθένωσης είναι ένας παράγων, ιδιαίτερα για άτομα σε επαγγέλματα παροχής βοήθειας.
•
Η ανεργία στη μέση ηλικία μπορεί να έχει αρνητικές οικονομικές, ψυχολογικές και σωματικές συνέπειες.
•
Η αλλαγή σταδιοδρομίας στη μέση ηλικία γίνεται όλο και πιο συχνή, και τα κίνητρα
είναι συνήθως η έλλειψη ικανοποίησης, η ανάγκη για μεγαλύτερες προκλήσεις ή καλύ τερη θέση, ή η επιθυμία επιστροφής στο εργατικό δυναμικό μετά το μεγάλωμα των παιδιών.
•
Οι μεσήλικες έχουν συνήθως περισσότερο ελεύθερο χρόνο από ό,τι πριν. Συνήθως τον
χρησιμοποιούν για να εμπλακούν περισσότερο έξω από το σπίτι σε δραστηριότητες αναψυχής ή σε δραστηριότητες στην κοινότητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
16 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣτΗ ΜΕΣΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
255
Πίνακας 16.2 Ρυθμοί ζωής σε όλο τον κόσμο Συνολικός ρυθμός
Στάδιο
Διαδρομή
20
μέτρων
Ταχυδρομικές υπηρεσίες
Ρολόγια σε δημόσιους χώρους
Ελβετία
1
Ιρλανδία
Αγγλία
2 3 4 5 6
Σουηδία
7
Αυστρία
8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31
Γερμανία Ιαπωνία Ιταλία
Ολλανδία Χονγκ Κονγκ
Γαλλία Πολωνία Κόστα Ρίκα Ταϊβάν Σιγκαπούρη ΗΠΑ
Καναδάς Νότια Κορέα
Ουγγαρία Δημοκρατία της Τσεχίας Ελλάδα Κένυα
Κίνα Βουλγαρία Ρουμανία Ιορδανία Συρία ΕλΣαλβαδόρ Βραζιλία Ινδονησία Μεξικό
Κατάταξη
31
3 1 5
2 3
7
4 12 9 5 8 14 6 18 15 10 7 11 23 21 20 19 17 13 30 25 22 29 27 28 16 24 26 31
1
11 8
10 4 13 23 2 14 8 12 16 18 25 6 11 20 19 21 14 9 24 27 30 28 29 22 31 26 17
6 2
13 7 3
25 14 10 8
15 21 4
20 22
16 18 23 29
24 12 17 5
19 27 31 28 30 26
χωρών ως προς τον συνολικό ρυθμό ζωής και ως προς τρεις μετρήσεις: Λεmά της ώρας που χρειάζεται ο πεζός
στο κέντρο της πόλης για να καλύψει
20 μέτρα·
λεmά της ώρας που χρειάζεται ένας ταχυδρομικός υπάλληλος για να ολοκλη
ρώσει μια πώληση και ακρίβεια (σε λεmά της ώρας) των ρολογιών σε δημόσιους χώρους. {ΠΗΓΗ: Leνine ,
1997a.)
ΒΑΣΙΚΟΙ
OPOI
ΚΑΙ
ΕΝΝΟΙΕΣ
~ Μοντέλα κανονιστικών κρίσεων (σ.
~ Μοντέλα γεγονότων ζωnς (σ. ~ Στάδιο παραγωγικότnτας τας (σ.
~ Κρίσn τnς μέσπς nλικίας (σ.
225)
225)
225) n στασιμότn
~ Γενιά «σάντουιτς• (σ.
227)
~ Σύνδρομο τnς «άδειας φωλιάς• (σ.
239)
~ «Παιδιά μπούμερανγκ• (σ.
240)
~ θεωρία του κύκλου τnς βίας (σ.
244)
~ Εξουθένωσn (σ.
240)
248)
17
Η σωματικn
και
n γνωστικn
ανάπτυξn
στnν ύστερn ενnλικn zωn
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΩΜΑτΙΚΗ ΑΝΑΠτv:ΞΗ
ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΗΑΣΗ ΣτΗΝ ΥΗΕΡΗ
ΓΝΩΗΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΣτΗΝ ΥΗΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ΣτΗΝ ΥΗΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
• ΠροβλιΊματα υγείας στους nλικιωμένους:
•
• •
ΓrΊρας: Μύθος και πραγματικότnτα Σωματικές αλλαγές στους nλικιωμένους
• Επιβρόδυνσn του χρόνου αντίδρασnς •
Σωματικές και ψυχολογικές διαταραχές
•
Οι αισθrΊσεις: Όρασn, ακοrΊ,
τnς νοnμοσύνnς στους nλικιωμένους
•
και ασθένειας
γεύσn και όσφρnσn
• Πρόσφατα δεδομένα για τn φύσn
ΦυσικrΊ κατόστασn στnν ύστερn ενrΊλικn
zωrΊ: Η σχέσn μεταξύ γrΊρατας
•
Σεξουαλικότnτα στnν τρίτn nλικία
•
Προσεγγίσεις στο γrΊρας: Γιατί ο θάνατος
Η νοnμοσύνn στους nλικιωμένους
Η μνι'ψn στnν ύστερn ενrΊλικn zωιΊ
• Η μόθnσn στnν ύστερn ενιΊλικn zωιΊ: Ποτέ δεν είναι αργό για να μάθει κανείς
είναι αναπόφευκτος;
• ΑναβολrΊ ταυ γrΊρατος: Μπορούν οι επιστrΊμονες να βρουν τnν πnγrΊ τnς νεότnτας;
Πρόλογος: Ποδηλατώντας στην τρίτη ηλικία
1
Αξιοσnμείωτο . Απίστευτο. Εντυπωσιακό. Διαλέξτε το επίθετο που προτιμάτε. Όλα ταιριάzουν στn Μ. {«Μαί
ρn»),
n
οποία πρόσφατα πραγματοποίnσε έναν άθλο
που θα τρόμαzε ακόμn και έναν εικοσάρn με φουσκω τούς μυς, δυνατn καρδιά και απεριόριστn χωρnτικότnτα στους πνεύμονες.
Αλλά
n Μ.
δεν είναι
20
ετών . Πολύ απέχει. Είναι μια
διαzευγμένn 66χρονn συνταξιούχος καθnγnτρια γυμνα στικnς .. .
«Με οδnγεί ένα θαυμάσιο ρnτό», λέει . «Αν το αφn
σεις, σε αφnνει>/ . Αλλά τn Μ. δεν θα τnν αφnσει σύντομα ... Το απέ δειξε πρόσφατα, όταν διέσχισε με ποδrlλατο τn χώρα
-
ξεκινώντας στις
8 Μαρτίου από τnν Καλιφόρνια και τερ 4 ΜαΤου στn Φλόριντα. Συνολικά διnνυ σε 3.115 μίλια σε 58 μόνο nμέρες - δnλαδrl, κατά μέ σον όρο, 50 μίλια τnν nμέρα ... ματίzοντας στις
Στο τέλος τnς διαδρομnς, τnν υποδέχτnκαν στnν πα
ραλία τnς Φλόριντα τα τρία παιδιά τnς και «Τnν τελευταία nμέρα, κάναμε
n αδελφn τnς.
47 μίλια δίπλα στον
ωκεανό. Ήταν μια πραγματικn αίσθnσn ολοκλrlρωσnς»
είπε
n Μ. «Τα παιδιά μου είναι όλα πολύ δραστnρια, n Μαμά είναι "άνετn". Το ίδιο πίστευα κι εγώ» {Heiser, 2007, σ. 1). έτσι είχα τnν ειλικρινn στnριξn τους. Πίστευαν ότι
Οι γεροντολόγοι πιστεύουν ότι οι άνθρωποι στην ύστερη ενήλικη ζωή μπορούν να είναι εξίσου ακμαίοι και δραστήριοι όσο οι πολύ νεότεροί τους.
1. Με τον όρο «τρίτη ηλικία», ο οποίος έχει επικρατήσει στην καθομιλούμενη ελληνική, αποδίδεται τόσο ο όρος old age όσο και -πε late adulthood. Ο δεύτερος, κατ' αναλογία προς τις προηγούμενες φάσεις της ενήλικης ζωής, αποδίδεται, κατά κα
ριστασιακά- ο όρος
νόνα , ως ύστερη ενήλικη ζωή (Σημ. Επψ. Έκδ.).
2. Στην αγγλική το ρητό είναι πιο «ποιητικό>>: «Αν τα παρατάς, σκουριάζεις>> (If you rest, you rust) (Σημ. Επψ. Έκδ.).
258
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
8 ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η Μ. (του παραπάνω παραδείγματος) δεν είναι η μόνη που επιδεικνύει εξαιρετικη ζωτι κότητα στην ύστερη ενηλικη ζωη, ούτε βέβαια είναι η γηραιότερη. Για παράδειγμα, ο δρο
μέας Φίλιπ Ραμπίνοβιτς σε ηλικία
100 ετών έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ υπερηλίκων στα
100 μέτρα με χρόνο 30,86 δευτερόλεπτα. Για έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό ατόμων στην ύστερη ενηλικη ζωη, η έντονη σωματικη δραστηριότητα παραμένει ένα σημαντικό μέρος της καθημερινης τους ζωης.
Το γηρας παλαιότερα εξισωνόταν με την απώλεια: απώλεια εγκεφαλικών κυττάρων , απώλεια νοητικών ικανοτητων, απώλεια ενεργητικότητας, απώλεια σεξουαλικης επιθυ Γεροντολόγοι Ειδικοί που μελετούν το γrΊρας.
μίας. Όλο και περισσότερο, όμως, αυτη η άποψη χάνει έδαφος, καθώς οι γεροντολόγοι, ειδικοί που μελετούν το γηρας, προβάλλουν μια πολύ διαφορετικη εικόνα της τρίτης ηλι κίας. Αντί να θεωρείται μια περίοδος παρακμης, η ύστερη ενηλικη ζωη θεωρείται τώρα
ένα στάδιο, κατά το οποίο οι άνθρωποι συνεχίζουν να αλλάζουν -να αναπτύσσονται σε ορισμένους τομείς και, βεβαίως, να παρακμάζουν σε άλλους. Ακόμη και ο ορισμός του «ηλικιωμένου» η «γέρου» αλλάζει, διότι πολλοί σε αυτη την περίοδο της ζωης, που αρχίζει γύρω στα
65
και συνεχίζεται μέχρι το θάνατο, είναι εξίσου
ακμαίοι και «μέσα» στη ζωη, όσο άτομα πολλές δεκαετίες νεότερα. Η πραγματικότητα εί ναι, λοιπόν, ότι δεν μπορεί να οριστεί η τρίτη ηλικία μόνο με βάση τη χρονολογικη ηλικία·
πρέπει, επίσης, να συνυπολογιστεί η σωματικη και η ψυχολογικη ευεξία, δηλαδη, η λει τουργική ηλικία. Ορισμένοι ερευνητές του γηρατος χωρίζουν τους ηλικιωμένους σε τρεις ομάδες, σύμφωνα με τη λειτουργικη τους ηλικία: οι νέοι ηλικιωμένοι είναι υγιείς και δρα στηριοι· οι γέροι ηλικιωμένοι έχουν μερικά προβληματα υγείας και δυσκολίες στις καθη
/
μερινές τους δραστηριότητες και οι υπέργηροι ηλικιωμένοι είναι εύθραυστοι και έχουν ανάγκη από φροντίδα. Α ν και η χρονολογικη ηλικία ενός ανθρώπου μπορεί να προβλέψει σε ποια ομάδα εί
ναι πιθανότερο να κατατάσσεται, αυτό δεν είναι πάντα βέβαιο. Ένας δραστηριος, υγιης lΟΟχρονος πρέπει να θεωρείται νέος ηλικιωμένος. Αντίθετα, ένας 65χρονος στα τελευταία στάδια του εμφυσηματος πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των υπέργηρων ηλικιωμένων, σύμq:ωνα με τη λειτουργικη ηλικία.
Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται η σωματικη και η γνωστικη ανάπτυξη στη διάρκεια της ύστερης ενr']λικης ζωης. Στην αρχη, παρουσιάζονται οι μύθοι και οι πραγματικότητες του
'f11ρατος και παρατίθενται ορισμένα από τα στερεότυπα που αλλοιώνουν την αντίληψη μας γι' αυτη την περίοδο. Περιγράφονται, επίσης, οι εξωτερικές και οι εσωτερικές ενδεί
ξεις του γr']ρατος καθώς και οι τρόποι με τους οποίους το νευρικό σύστημα και οι αισθη σεις αλλάζουν με την ηλικία. Στη συνέχεια εξετάζεται η υγεία και η φυσικη κατάσταση στην τρίτη ηλικία. Αφού αναφερθούν μερικές από τις σημαντικότερες διαταραχές που προσβάλλουν τους ηλικιω
μένους, αναλύεται τι είναι αυτό που καθορίζει τη φυσικη κατάσταση και ποιο στοιχείο στο γr']ρας καθιστά τους ηλικιωμένους ευάλωτους στις ασθένειες. Το κεφάλαιο, επίσης, εστιά ζει σε διάφορες θεωρίες που επιχειρούν να εξηγr']σουν τη διαδικασία της γηρανσης καθώς και σε διαφορές φύλου, φυλης και εθνότητας στο προσδόκιμο ζωης. Τέλος, το κεφάλαιο ασχολείται με τη νοητικη ανάπτυξη στη διάρκεια της ύστερης ενηλικης ζωης. Περιγράφεται η φύση της νοημοσύνης στους ηλικιωμένους καθώς και οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους αλλάζουν οι γνωστικές ικανότητες. Γίνεται, επίσης ,
αξιολόγηση της πορείας εξέλιξης στα διάφορα είδη της μνημης στην τρίτη ηλικία και υποδεικνύονται τρόποι ανατροπης της νοητικης παρακμης στους ηλικιωμένους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
259
Σωματική ανάπτυξη στην ύστερη ενήλικη ζωή Ο αστροναuτης -και μετέπειτα γερουσιαστής- Τζον Γκλεν ήταν
77 ετών, όταν επέστρεψε
στο διάστημα, συμμετέχοντας σε μια δεκαήμερη αποστολή, για να βοηθήσει τη NASA να μελετήσει πώς προσαρμόζονται οι ηλικιωμένοι στα διαστημικά ταξίδια. Αν και το μέγεθος του επιτεύγματος του Γκλεν τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους ανθρώπους, πολλά άτομα ζουν δραστήρια, δυναμική ζωή στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας, και συμμετέχουν πλήρως στη ζωή.
Γήρας: Μύθος και πραγματικότητα Η ύστερη ενήλικη ζωή κατέχει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό μεταξύ των σταδίων τής ζωής: Επειδή οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, η ύστερη ενήλικη ζωή αυξάνεται ουσιαστι κά σε διάρκεια. Ενώ τοποθετούμε την έναρξή της στα
65 είτε στα 70, σήμερα υπάρχει ένα
μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων στην τρίτη ηλικία από ό,τι σε οποιαδήποτε περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Μάλιστα, επειδή η περίοδος αυτή έχει αρχίσει να έχει τόσο μεγάλη διάρκεια για τόσο πολλούς ανθρώπους, οι δημογράφοι κατένειμαν τις μετρήσεις τού ηλι κιωμένου πληθυσμού ανάλογα με την ηλικία. Χρησιμοποιούν τους ίδιους όρους με ερευ νητές που αναφέρονται στη λειτουργική ηλικία, αλλά με διαφορετικό νόημα. Για τους δη μογράφους, οι νέοι ηλικιωμένοι είναι 65-74 ετών. Οι γέροι ηλικιωμένοι είναι μεταξύ 75 και 84 και οι υπέργηροι ηλικιωμένοι είναι άνθρωποι από 85 ετών και πάνω.
Δημογραφικά στοιχεία της τρίτης ηλικίας. Ένας (1) στους οκτώ (8) ανθρώπους στις ΗΠΑ είναι
2050 σχεδόν 65 ετών και άνω. Ο αριθμός των ατόμων πάνω από τα 85 προβλέπεται ότι θα αυξηθεί από τα σημερινά 4 εκατομμύρια σε 18 εκατομμύρια το 2050 (βλέπε Σχήμα 17.1· Schneider, 1999· Administration of Aging, 2003). 65
ετών ή μεγαλύτερος. Σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, μέχρι το
το ένα τέταρτο του πληθυσμού θα είναι
Το τμήμα του πληθυσμού που αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό είναι η ομάδα των υπερη λίκων - άτομα ηλικίας
85 ετών και άνω. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το μέγεθος αυτής της
ομάδας έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Η πληθυσμιακή έκρηξη στους υπερήλικες δεν περιορί ζεται στις ΗΠΑ. Μάλιστα, ο ρυθμός αύξησης είναι πολύ υψηλότερος στις αναπτυσσόμενες χώρες. Όπως φαίνεται στο Σχήμα
17.2, οι απόλυτοι αριθμοί των υπερηλίκων αυξάνονται 2050, ο αριθμός ατόμων πάνω από την ηλικία των 60 παγκοσμίως θα ξεπεράσει τον αριθμό ατόμων κάτω των 15 ετών, για πρώτη φορά στην ιστορία (Sandis, 2000· United Nations Population Division, 2002). σημαντικά σε όλο τον κόσμο. Μέχρι το
•:::> ο
25
:::1.
ο
:::>
CD
:i ι::
20 •-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
·:::>
~
~:::> ο
15 ·-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1ο
:::>
~
·Ο
b
g ο
c
Σχήμα 17.1
[_ ___________________________________,-------,'__ _
5l_ _________
π
οι
~
___ _
1970
* Προβλεπόμενο
Το ποσοστό ατόμων άνω των
65
αναμένεται να ανέλθει σχε
δόν στο
μέχρι το
1980
Οι ακμαίοι ηλι
κιωμένοι
1990
2000
2030*
2050*
25% 2050.
{ΠΗΓΗ: υ_s.
2000.)
του πληθυσμού
Bureau of the Census,
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
260
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
40,_------------------------------,
Ηλικιακός ρατσισμός: Τα στερεότυπα για την τρίτη ηλικία.
35
«Δύστροπος». «Γεροπαράξενος» . « Γεροξεκούτης » .
«Γερόντιο». «Γριά-μάγισσα». Αυτοί είναι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται για ηλικιωμένους. Α ν θεωρείτε ότι δεν συνθέ
30
τουν μια ωραία εικόνα, έχετε δίκιο: Οι λέξεις αυτές είναι ταπει •0
25
8
20
νωτικές, μεροληπτικές και εκφράζουν έναν λιγότερο ή περισσό
b
c
τερο εμφανή ηλικιακό ρατσισμό. Με τον όρο αυτόν αποδίδεται η προκατάληψη και οι διακρίσεις που στρέφονται κατά των ηλικιωμένων 1 • Οι διακρίσεις αυτές εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους.
Ανευρίσκονται στις ευρέως διαδεδομένες αρνητικές συμπερι φορές προς τους ηλικιωμένους, που υποδηλώνουν ότι τα άτομα αυτά δεν έχουν πλήρη έλεγχο των νοητικών τους ικανοτήτων.
Για παράδειγμα, τα ευρήματα πολλών μελετών διαπιστώνουν 1950
1975
2000
2025
2050
ότι οι ηλικιωμένοι συγκεντρώνουν περισσότερο αρνητικούς χα ρακτηρισμούς από όσο οι νεότεροι ως προς μια ποικιλία γνωρι
ο
Παγκοσμίως
D D
Πιο ανεmυγμένες περιοχές Λιγότερο ανεmυγμένες περιοχές
σμάτων, ιδιαίτερα αυτών που σχετίζονται με τις γενικές ικανό τητες και την ελκυστικότητα
Επιπλέον, η ταυτόσημη συμπεριφορά, αν επιδειχθεί από
Σχήμα 17.2 Ο πληθυσμός η λικι ω μένων σε όλο τον κόσμο Η αύξηση της διάρκειας ζωής μετασχηματίζει το προφίλ τού
(Thornton, 2002· Cuddy & Fiske,
2004· Angus & Reeve, 2006). ένα γηραιότερο και από ένα νεότερο άτομο, συχνά ερμηνεύεται
πληθυσμού σε όλο τον κόσμο, με το ποσοστό των mόμων άνω
εντελώς διαφορετικά. Φανταστείτε ότι ακούτε κάποιον να δη
των
λώνει ότι ψάχνει τα κλειδιά του σπιτιού του. Πώς θα άλλαζε η
60 να προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2050.
(ΠΗΓΗ:
United Nations Population
Diνision,
2002.)
αντίληψή σας για το άτομο αυτό, αν γνωρίζατε ότι είναι 20 ή
80
ετών; Οι ηλικιωμένοι που εμφανίζουν μνημονικά ελλείμματα, Ηλικιακός ρατσισμός Προκατάλnψn κα ι δι ακρ ίσει ς έναντι των πλιΚΙωμένων
αντιμετωπίζονται σαν άτομα με μόνιμα προβλήματα μνήμης, που πιθανότατα υποφέρουν από κάποια νοητική διαταραχή. Παρόμοια συμπεριφορά από νέους ενήλικες κρίνεται ευ νο"ίκότερα και θεωρείται απλώς σαν μια προσωρινή μνημονική δυσκολία, που οφείλεται στο
ότι έχουν πάρα πολλά στο μυαλό τους
(Erber, Szuchman, & Rothberg, 1990· Nelson, 2004).
Αυτή η αρνητική άποψη για τους υπερήλικες συνδέεται με την υψηλή εκτίμηση που χαί ρουν η νεότητα και η νεανική εμφάνιση σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Σπάνια οι διαφημίσεις περιλαμβάνουν ηλικιωμένα άτομα, εκτός και αν πρόκειται για προ'ίόντα ειδικά σχεδιασμένα
για ηλικιωμένους. Και, όταν εμφανίζονται υπερήλικες σε τηλεοπτικά προγράμματα, συνή θως παρουσιάζονται ως η μητέρα, ο πατέρας, ο παππούς ή η γιαγιά κάποιου και όχι ως άτο μα με τη δική τους υπόσταση
(Vernon, 1990· McVittie, McΚinlay, & Widdicombe, 2003).
Ο ηλικιακός ρατσισμός που παράγει τέτοιες αρνητικές απόψεις για τους υπερήλικες
αντανακλάται και στον τρόπο μεταχείρισής τους. Για παράδειγμα, ηλικιωμένα άτομα που ψάχνουν για δουλειά, μπορεί να αντιμετωπίσουν απροκάλυπτη προκατάληψη, να τους πουν π. χ. στη συνέντευξη (για την πρόσληψη) ότι δεν έχουν την αντοχή για συγκεκριμένες εργασίες. Ή να τους υποβιβάσουν σε εργασίες, για τις οποίες τα προσόντα τους υπερκαλύ
πτουν τις σχετικές απαιτήσεις. Αυτές οι διακρίσεις στο χώρο της εργασίας παραμένουν , μολονότι είναι παράνομες (Hays-Thomas, 2004· Hedge, Borman, & Lammlein, 2006· Rupp, Vodanovich, & Crede, 2006).
1. Για να αντιμετωπιστεί ο ιδιότυπος αυτός «Κοινωνικός κυνισμός» απέναντι στους ηλικιω μένου ς 87 ετών!- η ΜΚΟ << Γραμμή Ζωής », σε συν ερ γα
-έχουν αρνηθεί να παράσχουν αίμα σε ασθενή, διότι ήταν
σία με τη Μονάδα Αιμοδοσίας του νοσοκομείου <<Άγιος Σάββας>> , δημιουργούν την πρώτη Πανελλήνια
Τράπεζα Αίματος για την Τρίτη Ηλικία (εφημερίδα Η Καθημερινή,
3 Μαρτίου 2010) (Σημ. Επιμ. Έκδ.).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Ο ηλικιωμένος δεν χρειάζεται να γίνει υπάλληλος για να βιώσει διακρίσεις εις βάρος του. Σε οίκους ευγηρίας, για παράδειγμα, στους γηραιότερους ηλικιωμένους το προσωπικό συχνά απευθvνεται με λόγο και τόνο φωνής που χρησιμοποιοvν οι ενήλικες όταν απευθv
νονται σε βρέφη (όπως συζητήσαμε στο Κεφάλαιο
5). Μπορεί, για παράδειγμα, να αποκα
λοvν μια 84χρονη γυναίκα «γλυκό μου» ή «μωρό μου» και να της λένε ότι πρέπει να πάει για «νάνι»
(Whitbourne & Wills, 1993· Whitbourne & Sneed, 2004).
Ο ηλικιακός ρατσισμός έναντι της vστερης ενήλικης ζωής είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα παράξενο σvγχρονο και δυτικό πολιτισμικό φαινόμενο. Κατά την αποικιακή περίοδο της ιστορίας των ΗΠΑ, η μακροζωία ήταν μια ένδειξη ότι το άτομο είχε ζήσει μια ιδιαίτερα ενά
ρετη ζωή και οι υπερήλικες αντιμετωπίζονταν με μεγάλη εκτίμηση. Παρομοίως, οι περισσότε ρες aσιατικές κοινωνίες τιμοvν αυτοvς που έχουν φτάσει σε μεγάλη ηλικία, διότι οι γεροντό τεροι έχουν αποκτήσει ξεχωριστή σοφία, ως συνέπεια της μακροζωίας τους. Επίσης, πολλές ιθαγενείς αμερικανικές κοινωνίες παραδοσιακά αντιμετώπιζαν τους υπερήλικες ως πηγή
πληροφοριών για το παρελθόν
(Cowgill & Holmes, 1972· Palmore, 1999· Ng, 2002).
Σήμερα, ωστόσο, οι αρνητικές απόψεις για τους υπερήλικες επικρατοvν στην αμερικα νική κοινωνία και βασίζονται σε μια ευρέως διαδεδομένη κακή πληροφόρηση. Για παρά δειγμα, για να ελέγξετε τις γνώσεις σας για το γήρας, προσπαθήστε να απαντήσετε στις
ερωτήσεις του Πίνακα
17.1. Οι περισσότεροι δεν επιτυγχάνουν υψηλότερη από την τυχαία
βαθμολογία στα διάφορα θέματα, απαντώντας σωστά κατά μέσον όρο περίπου στις μισές ερωτήσεις
(Palmore, 1988· 1992).
Δεδομένης της επικράτησης των ηλικιακών διακρίσεων
κατά της τρίτης ηλικίας στις δυτικές κοινωνίες σήμερα, είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς πόσο ορθές είναι αυτές οι απόψεις. Υπάρχει έστω και ένας κόκκος αλήθειας σ' αυτές; Η απάντηση είναι σε μεγάλο βαθμό αρνητική. Το γήρας έχει συνέπειες που ποικίλλουν σημαντικά από το ένα άτομο στο άλλο. Αν και ορισμένοι ηλικιωμένοι είναι πράγματι σωμα
τικά αδvναμοι, έχουν γνωστικές δυσκολίες και έχουν ανάγκη διαρκοvς φροντίδας, άλλοι εί ναι ακμαίοι και ανεξάρτητοι- και εvστροφοι, ευφυείς και οξυδερκείς. Επιπλέον, μερικά προβλήματα, τα οποία με μια πρώτη ματιά φαίνεται να οφείλονται στη μεγάλη ηλικία, στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα ασθένειας, ακατάλληλης διατροφής ή ανεπαρκοvς πρόσ
ληψης θρεπτικών ουσιών. Όπως θα δοvμε, το «φθινόπωρο» και ο «χειμώνας» της ζωής μποροvν να φέρουν αλλαγές και ανάπτυξη αντίστοιχες με -και μερικές φορές ακόμη μεγα λvτερες από- προηγοvμενες περιόδους της ζωής
(Whitbourne, 1996).
Σωματικές αλλαγές στους ηλικιωμένους «Νιώστε τη φλόγα». Αυτό λέει η κασέτα με τις ασκήσεις- και πολλές από τις
14
γυναίκες στην ομάδα το κάνουν. Καθώς η κασέτα συνεχίζει με διάφορες ασκήσεις, οι γυναίκες συμμετέχουν σε διαφορετικό βαθμό η καθεμία. Άλλες κάνουν εκτάσεις και επικύψεις, ενώ άλλες μόλις που φαίνεται να λικνίζονται, ακολουθώντας τον ρυθμικό ήχο της μουσικής. Η τάξη δεν διαφέρει πολύ από άλλες αίθουσες γυμνα
στικής σε οποιαδήποτε περιοχή της χώρας. Για έναν νεαρό παρατηρητή, όμως, υπάρχει μια έκπληξη: Η νεότερη γυναίκα στην ομάδα αυτή γυμναστικής είναι ετών και η μεγαλύτερη, που φοράει ελαστικό γυαλιστερό «κορμάκι», είναι
81
66
ετών.
Η έκπληξη που νιώθει ο παρατηρητής, αντιπροσωπεvει ένα σvνηθες στερεότυπο για τα ηλικιωμένα άτομα. Πολλοί άνθρωποι βλέπουν όσους έχουν περάσει τα
65
ως αδρανείς και
aτάραχους, μια εικόνα που ασφαλώς δεν περιλαμβάνει τη συμμετοχή σε προγράμματα γυ μναστικής.
261
262
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
1.
8 ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η πλειονότητα των ηλικιωμένων (από τα
65
και πάνω) έχουν μειωμένη μνήμη, aποπροσανατολίζονται ή χάνουν τα λογικά
τους. Σ ή Λ;
2. Οι πέντε αισθήσεις (όραση, ακοή, γεύση, αφή και όσφρηση) συνήθως εξασθενούν όλες κατά την ύστερη ενήλικη ζωή. Σ ή Λ; 3. Η πλειονότητα των ηλικιωμένων δεν ενδιαφέρονται -ούτε έχουν την ικανότητα- για σεξουαλικές σχέσεις . Σ ή Λ; 4. Η χωρητικότητα των πνευμόνων τείνει να μειώνεται στην τρίτη ηλικία. Σ ή Λ; 5. Η πλειονότητα των ηλικιωμένων είναι άρρωστοι τον περισσότερο καιρό. Σ ή Λ; 6. Η σωματική δύναμη τείνει να εξασθενεί στην τρίτη ηλικία. Σ ή Λ; 7. Τουλάχιστον το ένα δέκατο των ηλικιωμένων ζουν σε ιδρύματα (νοσοκομεία, ψυχιατρικές κλινικές ή οίκους ευγηρίας). Σ ή Λ; 8. Οι ηλικιωμένοι οδηγοί έχουν λιγότερα ατυχήματα ανά άτομο από ό,τι οι κάτω των 65 ετών. Σ ή Λ ; 9. Οι ηλικιωμένοι συνήθως δεν μπορούν να εργαστούν εξίσου αποτελεσματικά με τους νεότερους. Σ ή Λ ; 10. Περισσότεροι από τα τρία τέταρτα των ηλικιωμένων είναι αρκετά υγιείς, ώστε να συνεχίζουν τις κανονικές τους δραστηριότητες. Σ ή Λ;
11 . Η πλειονότητα των ηλικιωμένων αδυνατούν να προσαρμοστούν σε αλλαγές. Σ ή Λ; 12. Οι ηλικιωμένοι συνήθως χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μάθουν κάτι καινούργιο. 13. Είναι σχεδόν αδύνατον για τον μέσο ηλικιωμένο να μάθει κάτι καινούργιο. Σ ή Λ; 14. Οι ηλικιωμένοι τείνουν να αντιδρούν με βραδύτερο ρυθμό από τους νεότερους . Σ ή Λ; 15. Γενικώς, οι ηλικιωμένοι τείνουν να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Σ ή Λ; 16. Η πλειονότητα των ηλικιωμένων δηλώνουν ότι σπάνια πλήττουν. Σ ή Λ; 17. Η πλειονότητα των ηλικιωμένων είναι κοινωνικά απομονωμένοι. Σ ή Λ; 18. Οι γηραιότεροι εργαζόμενοι έχουν λιγότερα ατυχήματα από τους νεότερους. Σ ή Λ;
Σ ή Λ;
Βαθμολογία
Όλες οι προτάσεις με μονό αριθμό είναι λάθος. Όλες οι προτάσεις με ζυγό αριθμό είναι σωστές. Οι περισσότεροι φοιτητές κάνουν (ΠΗΓΉ:
6 λάθη,
ενώ οι μαθητές λυκείου περίπου
9.
Ακόμη και οι διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο κάνουν περίπου
3 λάθη.
Palmore, 1988· Rowe & Κahn , 1999.)
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αν και οι σωματικές ικανότητες των γηραιότε
ρων ανθρώπων δεν είναι ίδιες με αυτές που ήταν σε προηγούμενα στάδια της ζωής, πολλοί ηλικιωμένοι παραμένουν εντυπωσιακά ευκίνητοι και σε καλή φυσική κατάσταση στην τρί τη ηλικία
(Fiatarone & Garnett, 1997· Riebe, Burbank, & Garber, 2002).
Ωστόσο, οι αλλαγές στο σώμα που άρχισαν με ανεπαίσθητο τρόπο στη διάρκεια της
μέσης ενήλικης ζωής, γίνονται πασιφανείς στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας. Τόσο οι εξωτε ρικές ενδείξεις του γήρατος όσο και αυτές που σχετίζονται με εσωτερικές λειτουργίες, γί
νονται αδιαμφισβήτητες. ΠρωτογενrΊς γrΊρανσπ Γnρανσπ που περι λαμβόνει καθολικές και μn αναστρέψιμες αλλαγές, οι οποίες εμφανίζονται
Καθώς εξετάζεται το γήρας, είναι σημαντικό να υπομνησθεί η διάκριση, που παρου σιάστηκε στα Κεφάλαια
13
και
15,
μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς γήρανσης. Η
πρωτογενής γήρανση περιλαμβάνει τις καθολικές και μη αναστρέψιμες αλλαγές που εμ
λόγω γενετι κοίι
φανίζονται, όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν και οφείλονται σε γενετικό προγραμματισμό.
προγραμματισμού,
Αντανακλά τις αναπόφευκτες αλλαγές που βιώνουν όλοι οι άνθρωποι από τη στιγμή που
καθώς οι όνθρωποι μεγαλώνοLΝ.
γεννιούνται. Αντίθετα , η δευτερογενής γήρανση περιλαμβάνει αλλαγές που οφείλονται σε
ΔευτερογενrΊς γrΊρανσπ
ασθένειες, συνθήκες υγιεινής, και άλλες ατομικές διαφορές, αλλά δεν οφείλονται στη μεγά
λλλαγές στπ σωματικrΊ
λη ηλικία καθαυτή και δεν είναι αναπόφευκτες. Αν και οι σωματικές και γνωστικές αλλα
και γνωστικrΊ λειτουργία
γές της δευτερογενούς γήρανσης είναι πιο συνήθεις, όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι, μπο
που οφείλονται σε ασθένεια, συνrΊθειες υγιειvnς και άλλες
ρούν ενδεχομένως να αποφευχθούν και, μερικές φορές, να αναστραφούν .
ατομικές διαφορές, αλλd οι οποίες δεν οφείλονται στnν nλικία καθαυτι'Ι
και δεν είναι αναπόφευκτες.
Εξωτερικές ενδείξεις του γήρατος.
Μία από τις πιο εμφανείς ενδείξεις του γήρατος
είναι η αλλαγή στα μαλλιά του ατόμου. Τα μαλλιά των περισσότερων ηλικιωμένων γίνο νται γκρίζα και τελικώς άσπρα και μπορεί να γίνουν και λεπτότερα. Το πρόσωπο και άλλα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
263
μέρη του σώματος αποκτούν ρυτίδες, καθώς το δέρμα χάνει την ελαστικότητά του και το κολλαγόνο, την πρωτεί:νη που σχηματίζει τις βασικές ίνες του ιστού τού σώματος
(Bowers
& Thomas, 1995· Medina, 1996). Οι ηλικιωμένοι μπορεί να γίνουν αισθητά κοντύτεροι, μια συρρίκνωση που φτάνει μέχρι και
6
εκατοστά. Αν και
αυτη η απώλεια ύψους οφείλεται εν μέρει σε αλλαγές στη στάση τού σώματος, η πρωταρχικη αιτία είναι ότι ο χόνδρος στους δίσκους της σπονδυλικης στηλης έχει γίνει λεπτότε ρος . Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις γυναίκες, οι οποίες είναι
περισσότερο ευάλωτες από τους άντρες στην οστεοπόρωση, τη λέπτυνση δηλαδη των οστών, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της μείωσης στην παραγωγη οιστρογόνων.
Η οστεοπόρωση προσβάλλει το
, απο τα
,
60 και ειναι η
25% των γυναικών πάνω
, , , κυριοτερη αιτια καταγματων στους ηλι-
.
.
.
.
.
.
.
Ακομη και στην υστερη ενηλικη ζωη , η ασκηση ειναι δυνατη- και
. ευεργετικη.
κιωμένους , γυναίκες και άνδρες. Προλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό, αν το άτομο έχει προσλάβει ασβέστιο και πρωτεί:νες σε επαρκη βαθμό σε προηγούμε να στάδια της ζωης και αν έχει επιδοθεί στην κατάλληλη σωματικη άσκηση. Επιπλέον, η
οστεοπόρωση μπορεί να θεραπευθεί η και να προληφθεί με τη χρηση φαρμάκων, όπως το
Fosamax (alendronate) (Moyad, 2004· Picavet & Hoeymans, 2004).
Οστεοπόρωσn Μια κατάστασn κατά τnν οποία τα οστά γίνονται εύθραυστα ,
αδύναμα και λεπτά , και r> α10ic
Αν και τα αρνητικά στερεότυπα κατά της γεροντικης εμφάνισης λειτουργούν τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, είναι ιδιαίτερα ισχυρά για τις γυναίκες. Πράγματι, οι
σi.Μiθωι:; οφε ιλετcι σε έΑλΕ. ασβεστίου στn διατ~ -
δυτικές κοινωνίες έχουν «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για την εμφάνιση. Έτσι, οι γυναίκες που δείχνουν σημάδια γηρανσης κρίνονται πιο σκληρά από όσο οι άνδρες. Για παράδειγμα, τα γκρίζα μαλλιά στους άνδρες συνηθως θεωρούνται «γοητευτικά», μια ένδειξη χαρακτηρα· το ίδιο χαρακτηριστικό στις γυναίκες είναι μια ένδειξη γηρατειών
(Sontag, 1979· Bell, 1989).
Μια συνέπεια αυτού του «διπλού κριτηρίου» είναι ότι οι γυναίκες αισθάνονται «υπο χρεωμένες» , περισσότερο από τους άνδρες, να κρύβουν τις ενδείξεις της ηλικίας. Για πα
ράδειγμα, οι μεγαλύτερες γυναίκες είναι πολύ πιθανότερο από τους άνδρες να βάφουν τα
Ενώ και τα γκρίζα μαλλιά συνή θως χαρακτηρίζονται ως «γοη· τευτικά» στους άνδρες, το ίδιο χαρακτηριστικό στις γυναίκες θεωρείται περισσότερο ως έν δειξη γηρατειών
- ένα προφα
νές προκατειλημμένο κριτήριο .
264
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
μαλλιά τους και να προσφεύγουν στην αισθητική χειρουργική και η χρήση καλλυντικών από τις γυναίκες είναι σχεδιασμένη ώστε να τις κάνει να φαίνονται νεότερες
(Unger & Crawford, 1992). Αυτό, ωστόσο, αλλάζει. Οι άνδρες αρχίζουν, επίσης, να ενδιαφέρονται
περισσότερο να διατηρήσουν νεανική εμφάνιση, μια ακόμη ένδειξη της κυριαρχίας ενός νεανικού προσανατολισμού στη δυτική κουλτούρα. Για παράδειγμα, περισσότερα καλλυ ντικά, όπως κρέμες για τις ρυτίδες, διατίθενται πλέον σήμερα για τους άνδρες. Αυτό μπο ρεί να ερμηνευθεί ως μια ένδειξη ότι τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» aτονούν, όπως και
ότι ο ηλικιακός ρατσισμός γίνεται πρόβλημα και για τα δύο φύλα. Εσωτερική γήρανση.
Όπως οι εξωτερικές σωματικές ενδείξεις της ηλικίας γίνονται
όλο και περισσότερο εμφανείς, με τον ίδιο τρόπο επέρχονται σημαντικές αλλαγές και στην εσωτερική λειτουργία των οργάνων. Οι δυνατότητες πολλών λειτουργιών μειώνονται με την ηλικία (βλέπε Σχήμα
17.3· Whitbourne, 2001· Aldwin & Gilmer, 2004).
Ο εγκέφαλος γίνεται μικρότερος και ελαφρότερος με την ηλικία , αν και, εφόσον δεν
υπάρχει νόσημα, διατηρεί τη δομή και τη λειτουργία του. Καθώς ο εγκέφαλος συρρικνώ νεται, απομακρύνεται από το κρανίο και ο χώρος μεταξύ εγκεφάλου και κρανίου διπλα σιάζεται από την ηλικία των
20
μέχρι την ηλικία των
70
ετών. Η ροή του αίματος στον
εγκέφαλο μειώνεται, όπως και οι ποσότητες οξυγόνου και γλυκόζης που χρησιμοποιεί. Ο αριθμός των νευρώνων, ή εγκεφαλικών κυττάρων, μειώνεται σε ορισμένα τμήματα του εγκεφάλου, αν και όχι τόσο όσο πιστευόταν παλαιότερα. Για παράδειγμα, πρόσφατες
έρευνες δείχνουν ότι ο αριθμός των κυττάρων στον εγκεφαλικό φλοιό μπορεί να μειωθεί
100
90
80
,Q
><
..<ι:::-
Βασικός ρυθμός μεταβολισμού
...
..
70 ·················- ----··:·························-···············
Μέγιστος καρδιακός ρυθμός
.
Καρδιακή απόδοση σε ηρεμία
>
5 ~ ω
Μυϊκή δύναμη
60
·-·-········ · ·· · ·· ----- j· -- ······· · ·· · ········-·i················· · ·· · ···ι-- ---
Μάζα αλάτων των οστών
:::1.
Μέγιστη καρδιακή απόδοση
·ο
-s
ω
9ο
I i ι
50
-~
~
120
Ικανότητα εργασίας Βάρος καρδιάς
Διαστολική πίεση αίματος Βάρος σώματος
110
Όγκος καρδιάς
Σχήμα
17.3
Αλλαγές στις
σωματικές δυνατότητες Όγκος αίματος
Καθώς οι άνθρωποι μεγαλώ νουν, σημαντικές αλλαγές συμ βαίνουν στα διάφορα συστή ματα του σώματος. {Π ΗΓΗ :
Whitbourne, 2001.)
ο
20
40 Ηλικία (έτη)
60
80
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17
8
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
265
ελάχιστα ή και καθόλου. Μάλιστα, ερευνητικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι ορισμένα είδη νευρώνων μπορεί να συνεχίζουν να αυξάνονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής (τisserand
Raz et al., 2007·
βλέπε Σχήμα
& Jolles, 2003· Lindsey & Tropepe, 2006· 17.4).
Νεαρος ενηλικας
Ηλικιwμενοc:
-Λ_--:-·~
Λ
Η μείωση της ροής του αίματος στον εγκέφαλο οφείλεται εν μέρει στη μειωμένη ικανότητα της καρδιάς να προωθεί το αίμα μέσω του κυκλοφορι
κού συστήματος. Επειδή τα αιμοφόρα αγγεία σκληραίνουν και στενεύουν σε όλο το σώμα , η καρδιά αναγκάζεται να δουλεύει περισσότερο εντατικά και
-
'
.
.
.
·.·
'
-:\
' . . --
συνήθως δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει πλήρως τις ανάγκες. Η καρδιά ενός 75χρονου άνδρα προωθεί λιγότερο από τα τρία τέταρτα του αίματος
Σχήμα 17.4
που ήταν ικανή να προωθεί στη διάρκεια της πρώιμης ενήλικης ζωής
ρων
(Kart,
1990· Yildiz, 2007).
' ' λ • λ· •δ κ αι, α,' λλ α συστηματα του σωματος ειτουργουν με χαμη οτερη απο ο, , , , ,
ση απο ο,τι στην πρωιμη ενηλικη ζωη. Για παραδειγμα, το αναπνευστικο
Μείωση εγκεφαλικών κυπό-
Αυτές οι εικόνες από μαγνητική τομογραφια δείχyουν απώλεια της λευκής αλλά όχι και της φαι-
.
.
.
3 2χρ ονου πι8η-κου ρέζους (δεξιά). ο νεαρός ενήλικας είναι s
ας ουσιας στον εγκεφ
αλ
σύστημα γίνεται λιγότερο αποτελεσματικό με την ηλικία. Το πεπτικό σύ-
ετών.
στη μα παράγει λιγότερα πεπτικά υγρά και είναι λιγότερο αποτελεσματικό
(nHrH: Rosene et aι., 1996.)
στην ώθηση της τροφής διά μέσου του συστήματος- πράγμα που προκαλεί
συχνότερη δυσκοιλιότητα. Ορισμένες ορμόνες παράγονται σε χαμηλότερα επίπεδα, όσο περνούν τα χρόνια. Επιπλέον, οι μυ'ίκές ίνες μειώνονται τόσο στο μέγεθος όσο και στην ποσότητα, και γίνονται λιγότερο αποτελεσματικές στην πρόσληψη οξυγόνου από την κυ κλοφορία του αίματος και στην αποθήκευση θρεπτικών ουσιών
1997· Lamberts, νan den Beld &
νan
(Fiatarone & Garnett,
der Lely, 1997).
Αν και όλες αυτές οι αλλαγές είναι μέρος της φυσιολογικής διαδικασίας της γήραν σης, συχνά εμφανίζονται ενωρίτερα σε άτομα που έχουν λιγότερο υγιεινό τρόπο ζωής.
Για παράδειγμα , το κάπνισμα επιταχύνει τη φθορά στο καρδιαγγειακό σύστημα σε οποια δήποτε ηλικία. Ο τρόπος ζωής μπορεί, επίσης, να επιβραδύνει τις αλλαγές που συνδέονται με τη γή ρανση. Για παράδειγμα, οι ηλικιωμένοι που περιλαμβάνουν στο πρόγραμμα γυμναστικής
τους άρση βαρών, μπορεί να χάσουν μυ'ίκές ίνες με βραδύτερο ρυθμό από αυτούς που κά νουν καθιστική ζωή. Παρομοίως, η καλή φυσική κατάσταση σχετίζεται με καλύτερη επί δοση σε νοητικά τεστ, μπορεί να προλάβει την απώλεια εγκεφαλικού ιστού και μπορεί
ακόμη και να συμβάλει στην ανάπτυξη νέων νευρώνων. Πράγματι, ένας όλο και μεγαλύτε ρος αριθμός ερευνών υποδεικνύει ότι οι υπερήλικες που αρχίζουν αεροβική γυμναστική, τελικά εμφανίζουν καλύτερες γνωστικές επιδόσεις
(Elder, DeGasperi, & GamaSosa, 2006· Colcombe et al., 2006· Kramer, Erickson, & Colcombe, 2006· Pereira et al. 2007).
Επιβράδυνση του χρόνου αντίδρασης Ο Κ. («Κώστας») ξαφνιάστηκε όταν το μήνυμα « Τέλος Παιχνιδιού » εμφανίστηκε στην οθόνη του ηλεκτρονικού παιχνιδιού του εγγονού του. Του άρεσε να δοκιμάζει
να παίξει τα παιχνίδια τους, αλλά δεν μπορούσε να πυροβολήσει τους «κακούς» με την ταχύτητα που το έκαναν τα εγγόνια του. Όσο αυξάνεται η ηλικία του ατόμου, τόσο επιβραδύνεται ο ρυθμός του: Χρειάζεται περισ σότερη ώρα να δέσει τη γραβάτα του, να σηκώσει το τηλέφωνο που χτυπάει, να πατήσει τα κουμπιά σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Ένας λόγος γι' αυτή τη βραδύτητα είναι η αύξη
ση του χρόνου αντίδρασης. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο
15, ο χρόνος αντίδρασης αρχίζει
•
ο ενος
266
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
•
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
να αυξόνεται στη μέση ηλικία, και μέχρι την τρίτη ηλικία η αύξηση μπορεί να είναι σημα
ντική
(Fozard et al., 1994· Benjuya, Melzer, & Kaplanski, 2004· Der & Deary, 2006).
Δεν είναι σαφές γιατί επιβραδύνεται ο ρυθμός στους ηλικιωμένους. Μια ερμηνεία, Θεωρία τnς nεριφερικnς
γνωστή ως θεωρία/υπόθεση της περιφερικής επιβράδυνσης, υποστηρίζει ότι η συνολική
εnιβράδυνσnς
ταχύτητα επεξεργασίας μειώνεται στο περιφερικό νευρικό σύστημα. Σύμφωνα με αυτή την
Θεωρία κατά τnν οποία
υπόθεση, το περιφερικό νευρικό σύστημα, το οποίο περιλαμβaνει τα νεύρα που ξεκινούν
n εnιβράδυνσn του χρόνου αντίδρασnς στnν τρίτn ηλικία
από τον νωτιαίο μυελό και τον εγκέφαλο και φτόνουν στα aκρα του σώματος, γίνεται λι
οφείλεται στn μείωση
γότερο αποτελεσματικό με την ηλικία. Εξαιτίας αυτής της μειωμένης αποτελεσματικότη
της ταχύτητας επεξεργσίας
τας, η πληροφορία από το περιβόλλον χρειόζεται περισσότερο χρόνο για να φτόσει στον
των πληροφοριών στο περιφερικό νευρικό σύστημα.
εγκέφαλο και οι εντολές χρειόζονται περισσότερο χρόνο για να μεταδοθούν από τον εγκέ φαλο στους μυς του σώματος
Θεωρία τnς γενικnς
επιβράδυνσnς Θεωρία κατά τnν οποία η επιβράδυνση του χρόνου αντίδρασης στην τρίτη ηλικία οφείλεται στη μείωση
της ταχύτnτας επεξεργασίας των πληροφοριών σε όλα
(Salthouse, 1989· 2006).
Άλλοι ερευνητές έχουν προτείνει μια διαφορετική ερμηνεία. Σύμφωνα με τη θεωρία/ υπόθεση της γενικής επιβράδυνσης, η επεξεργασία πληροφοριών είναι λιγότερο αποτελε σματική, σε όλα τα μέρη του νευρικού συστήματος, περιλαμβανομένου του εγκεφόλου.
Κατό συνέπεια, η επιβρaδυνση αφορό σε ολόκληρι το σώμα και περιλαμβaνει την επε ξεργασία τόσο των απλών όσο και των σύνθετων ερεθισμaτων και στη μετόδοση των εντολών στους μυς του σώματος
(Cerella, 1990).
τα μέρη του νευρικού
Αν και δεν είναι γνωστό ποια ερμηνεία είναι πληρέστερη, είναι σαφές ότι η επιβρaδυνση
συστnματος, περιλαμβανομένου
του χρόνου αντίδρασης και της γενικής επεξεργασίας πληροφοριών έχει ως αποτέλεσμα
του εγκεφάλου.
υψηλότερη συχνότητα ατυχημότων για τους ηλικιωμένους. Επειδή ο χρόνος αντίδρασης και
επεξεργασίας επιμηκύνεται, αδυνατούν να προσλόβουν αποτελεσματικό πληροφορίες από το περιβόλλον που μπορεί να υποδεικνύουν μια επικίνδυνη κατόσταση, η διαδικασία λήψης αποφόσεων μπορεί να είναι βραδύτερη και τελικώς η ικανότητα τους να απομακρυνθούν από τον κίνδυνο είναι μειωμένη. Οι οδηγοί όνω των 70 εμπλέκονται σε παρόμοιο αριθμό θα νατηφόρων ατυχημaτων με τους εφήβους, όταν τα ατυχήματα συνδέονται με την απόσταση οδήγησης
(Whitbourne, Jacobo, & Munoz-Ruiz, 1996- βλέπε Σχήμα 17.5).
Αν και τα ηλικιωμένα ότομα χρειόζονται περισσότερο χρόνο για να αντιδρόσουν σε
20
Σχήμα 17.5
Θανατηφόρα
τροχαία ατυχήματα στη διάρ
15
·--------------··-----------·------------·-----·--·--------------------------------------------------------- ------·------------------------------------- ---
10
------ -------------------------------·-----------·------------------------------------------------------------- -------------·----------···--------- -----·
5
κεια της ζωής
Οι οδηγοί άνω των
70
ετών
έχουν ποσοστό θανατηφόρων ατυχημάτων συγκρίσιμο με εκεί νο των εφήβων, όταν τα ατυχή ματα υπολογίζονται ανά μίλι οδήγησης. (ΠΗΓΗ: National Highway Traffic Safety Administration, 1994.)
ο
ιιι
Ι 18 16
25-29 20-24
30-34
35-39 40-44
45-49 50-54 Ηλικία
55-59
65-69
60-64
75-79
70-74
85+
80-84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΑΠΓΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ένα ερέθισμα, η αντίληψη του χρόνου φαίνεται να αυξάνεται με την ηλικία. Οι ημέρες και οι εβδομάδες μοιάζουν να περνούν πιο γρήγορα· γενικά ο χρόνος φαίνεται να τρέχει γρη γορότερα για τους μεγαλύτερους ενήλικες παρά για τους νεότερους. Ο λόγος μπορεί να εί
ναι οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος συντονίζει το εσωτερικό του χρονό μετρο
(Mangan, 1997).
Οι αισθήσεις: Όραση, ακοή, γεύση και όσφρηση Το γήρας συνεπιφέρει φθορές στα αισθητήρια όργανα του σώματος, αν και στο θέμα αυτό παρατηρούνται πολλές διαφορές. Η έκπτωση των αισθήσεων έχει μεγάλες ψυχολογικές συνέπειες, διότι οι αισθήσεις χρησιμεύουν ως ο σύνδεσμος του ανθρώπου με τον εξωτερι κό κόσμο.
Όραση.
Οι συνδεόμενες με την ηλικία αλλαγές στον φυσικό μηχανισμό τού ματιού -τον
κερατοειδή, το φακό, τον αμφιβληστροειδή και το οπτικό νεύρο- οδηγούν σε μείωση της
οπτικής ικανότητας. Για παράδειγμα, ο φακός γίνεται λιγότερο διαφανής: Η ποσότητα φωτός που φτάνει στον αμφιβληστροειδή ενός υγιούς 60χρονου είναι μόνο το ένα τρίτο αυτής που φτάνει στον αμφιβληστροειδή ενός 20χρονου. Το οπτικό νεύρο γίνεται λιγότερο αποτελεσματικό στη μετάδοση νευρικών ώσεων
(Scheiber et al., 1992· Gawande, 2007).
Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών είναι να μειώνεται η όραση από πολλές απόψεις. Ο ηλικιωμένος βλέπει τα μακρινά αντικείμενα με λιγότερη ευκρίνεια, χρειάζεται περισσότερο φως για να βλέπει καθαρά και, επίσης, χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστεί στη μετάβαση από σκοτεινούς σε φωτεινούς χώρους και το αντίστροφο. Αυτές οι αλλαγές
στην όραση συνεπάγονται καθημερινές δυσκολίες. Η οδήγηση, ιδιαίτερα τη νύχτα, γίνεται πιο δύσκολη. Παρομοίως, το διάβασμα απαιτεί καλύτερο φωτισμό και το μάτι κουράζεται ευκολότερα. Από το άλλο μέρος, τα γυαλιά όρασης και οι φακοί επαφής μπορούν να διορ θώσουν πολλά από αυτά τα προβλήματα, με συνέπεια η πλειονότητα των ηλικιωμένων να βλέπουν αρκετά ικανοποιητικά
(Horrowitz, 1994· Ball & Rebok, 1994· Owsley,
Stalνey,
&
Phillips, 2003). Ορισμένες οφθαλμικές παθήσεις είναι συχνότερες στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας. Για
παράδειγμα η συχνότητα καταρράκτη -νεφώδεις ή αδιαφανείς περιοχές στο φακό του μα τιού που εμποδίζουν το πέρασμα του φωτός- αυξάνεται σημαντικά. Οι άνθρωποι με κα ταρράκτη έχουν θολή όραση και βλέπουν εκθαμβωτικές λάμψεις, όταν υπάρχει πολύ φως. Αν ο καταρράκτης μείνει χωρίς θεραπεία, ο φακός γίνεται λευκός και το τελικό αποτέλε
σμα είναι η τύφλωση. Όμως ο καταρράκτης μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά και η όραση να επανέλθει με τη χρήση γυαλιών, φακών επαφής ή πολυεστιακών ενδοφακών, δηλαδή
μόνιμης τοποθέτησης πλαστικού φακού μέσα στο μάτι
(Walker, Anstey, & Lord, 2006).
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που ταλαιπωρεί πολλούς ηλικιωμένους είναι το γλαύκω μα. Όπως ήδη αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο
15, το γλαύκωμα εμφανίζεται όταν αυξάνεται η
πίεση στο υδατοειδές υγρό του ματιού, είτε διότι το υγρό δεν μπορεί να διοχετευτεί επαρκώς
είτε επειδή παράγεται πάρα πολύ υγρό. Το γλαύκωμα μπορεί και αυτό να αντιμετωπιστεί με φαρμακευτική αγωγή ή χειρουργική επέμβαση, αν διαγνωσθεί έγκαιρα. Η πιο συνήθης αιτία τύφλωσης μετά τα
60
είναι η σχετιζόμενη με την ηλικία εκφύλιση της
ωχράς κηλίδας. Αυτή η διαταραχή προσβάλλει την ωχρά κηλίδα, μια κιτρινωπή περιοχή του ματιού τοποθετημένη κοντά στον αμφιβληστροειδή, στην οποία η οπτική αντίληψη είναι οξύτερη. Όταν ένα μέρος της ωχράς κηλίδας λεπταίνει και εκφυλίζεται, η όραση σταδιακά
267
ΜΕΡΟΣ ΌΓΔΟΟ
268
8
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
επιδεινώνεται (βλέπε Σχήμα
17.6). Αν
διαγνωσθεί έγκαιρα, η
εκφύλιση της ωχρός κηλίδας μερικές φορές μπορεί να θερα πευθεί με φόρμακα ή λέιζερ. Επιπλέον, υπόρχουν ενδείξεις ότι μια δίαιτα πλούσια σε aντιοξειδωτικές βιταμίνες
(C, Ε και
Α) μπορεί να μειώσει την πιθανότητα για εμφόνιση της πό θησης (Mayo Clinic, 2000· Sun & Nathans, 2001· Rattner & Nathans, 2006· Wiggins & Uwaydat, 2006).
Ακοή.
Περί το
30%
των ενηλίκων μεταξύ
65
και
74
ετών
έχουν κόποιο βαθμό απώλειας της ακοής και το ποσοστό ανέρχεται στο
50%
περισσότεροι από
για ότομα όνω των
10
75
ετών. Συνολικό,
εκατομμύρια ηλικιωμένοι στις ΗΠΑ
έχουν ακουστικές βλόβες κόποιου είδους (HHL, 1997·
Chisolm,
Willott, & Lister, 2003). Η μεγόλη ηλικία επηρεόζει κυρίως την ικανότητα του ατόμου να ακούει υψηλές συχνότητες. Η απώλεια αυτή κα
θιστό δύσκολη την παρακολούθηση μιας συζήτησης όταν υπόρχει σημαντικός περιβόλλων θόρυβος ή όταν πολλοί όν Σχήμα
17.6 Ο κόσμος μέσα από την εκφύλιση της ωχρός
κηλίδας Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας οδηγεί σε μια σταδιακή εξασθένη
ση του κέντρου του αμφιβληστροειδούς, επιτρέποντας μόνον περι
θρωποι μιλούν ταυτόχρονα. Επιπλέον, μερικοί ηλικιωμένοι
στην πραγματικότητα βρίσκουν οδυνηρούς τους δυνατούς θορύβους.
Αν και τα ακουστικό μπορούν να αντισταθμίσουν αυτές
φερική όραση. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του τι βλέπει ένα άτομο
τις απώλειες και πιθανότατα θα βοηθούσαν περίπου τις
με εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.
των περιπτώσεων μόνιμης απώλειας ακοής, μόνο
(ΠΗΓΗ:
ηλικιωμένων χρησιμοποιούν ακουστικό. Ένας λόγος είναι
MRP, 2005,
σ.
34.)
20%
75% των
ότι τα ακουστικό απέχουν πολύ από το να είναι τέλεια. Ενι σχύουν τους περιβόλλοντες θορύβους όσο και τις συζητήσεις, πρόγμα που καθιστό δύσκο-
λο για τους χρήστες να διαχωρίζουν αυτό που θέλουν να ακούσουν από όλλους ήχους. Ένας ηλικιωμένος που προσπαθεί να παρακολουθήσει μια συζήτηση σε ένα εστιατόριο μπορεί να τρομόξει πολύ από τον ήχο ενός πιρουνιού που χτυπόει πόνω στο πιότο. Πολλοί ηλικιωμένοι πιστεύουν ότι η χρήση ακουστικών τούς κόνει να φαίνονται ακόμα γηραιότε ροι από όσο πραγματικό είναι και ενθαρρύνει τους όλλους να τους μεταχειρίζονται σαν νοητικό αναπήρους
(Lesner, 2003· Meister & von Wedel, 2003).
Η απώλεια της ακοής μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για την κοινωνική ζωή των ηλικιωμένων. Επειδή δεν μπορούν να παρακολουθήσουν πλήρως μια συζήτηση, μερικοί ηλικιωμένοι με ακουστικό προβλήματα aποξενώνονται από τους όλλους και αποφεύγουν καταστόσεις, στις οποίες είναι παρόντα πολλό ότομα. Μπορεί, επίσης, να μην είναι πρόθυ μοι να απαντήσουν στους όλλους, καθώς δεν είναι βέβαιοι για το τι τους είπαν. Η απώλεια
της ακοής μπορεί να οδηγήσει σε συναισθήματα παρόνοιας, καθώς το ότομο συμπληρώνει τα κενό ανόλογα με τους δικούς του νοητικούς φόβους παρό με την πραγματικότητα. Για παρόδειγμα, κόποιος μπορεί να πει «Σιχαίνομαι να πηγαίνω στα μαγαζιό» και ο βαρήκοος ακροατής του να θεωρήσει ότι είπε «Σιχαίνομαι να πηγαίνω στη γιαγιό». Επειδή μπορούν να συλλόβουν αποσπόσματα μόνον από τις συζητήσεις, οι υπερήλικες με ακουστικό προ βλήματα εύκολα μπορούν να αισθανθούν aποξενωμένοι και μόνοι
(Knutson & Lansing,
1990· Myers, 2000). Επιπλέον, η απώλεια της ακοής μπορεί να επισπεύσει την επιδείνωση των γνωστικών
ικανοτήτων στους ηλικιωμένους. Καθώς αγωνίζονται να κατανοήσουν μια συζήτηση, οι ηλι κιωμένοι με ακουστικό προβλήματα μπορεί να «δαπανούν» πολλό νοητικό εφόδια μόνο και
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣτΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
269
μόνο για να αντιληφθούν τι ειπώθηκε- νοητικά εφόδια τα οποία, διαφο ρετικά, θα μπορούσαν χρησιμοποιήσουν για να επεξεργαστούν την πλη ροφορία που τους μεταδόθηκε. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να παρουσιάσουν δυσκολίες μνήμης και κατανόησης των πληροφοριών
(Wingfield, Tun, &
McCoy, 2005). Γεύση και όσφρηση.
Οι ηλικιωμένοι που απολάμβαναν το φαγητό σε
όλη τους τη ζωή, μπορεί να βιώσουν μια πραγματική επιδείνωση στην ποιό
τητα ζωής εξαιτίας των αλλαγών στην ευαισθησία της γεύσης και της όσφρησης. Και οι δύο αισθήσεις μπορούν να διακρίνουν λιγότερο, στην ύστερη ενήλικη ζωή, κάνοντας το φαγητό λιγότερο γευστικό και με λιγότε ρο ελκυστική μυρωδιά από ό,τι στο παρελθόν
(Kaneda et al., 2000· Nordin, Η σχετιζόμενη με την ηλικία εκφύλιση της ωχρός
Razani, & Markison, 2003).
κηλίδας προσβάλλει την ωχρά κηλίδα, μια κιτρι
Η αιτία για τη μείωση της ευαισθησίας στη γεύση και την όσφρηση
νωπή περιοχή του ματιού κοντά στον αμφιβλη
ανάγεται σε σωματικές αλλαγές. Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι έχουν λιγό
στροειδή. Η όραση μειώνεται σταδιακά, στο
τερους γευστικούς κάλυκες στη γλώσσα από όσους είχαν, όταν ήταν νεότε
βαθμό που μέρος της ωχρός κηλίδας λεmαίνει
ροι. Επιπλέον, τα σχετικά κύτταρα στον εγκέφαλο αρχίζουν να συρρικνώ
και εκφυλίζεται.
νονται, πράγμα που μειώνει την ικανότητά τους για όσφρηση. Επειδή η όσφρηση είναι εν μέρει υπεύθυνη για τη γεύση, η συρρίκνωση των οσφρητικών κυττάρων
καθιστά τη γεύση των τροφών ακόμη πιο πληκτική. Οι απώλειες στην ευαισθησία της γεύσης και της όσφρησης έχουν και μια δυσμενή πα
ρενέργεια: Επειδή η τροφή δεν έχει τόσο καλή γεύση, ο ηλικιωμένος τρώει λιγότερο και ανοίγει την πόρτα στον υποσιτισμό. Μπορεί, επίσης, να αλατίζουν υπερβολικά το φαγητό τους για να αντισταθμίσουν τη μείωση των γευστικών καλύκων, αυξάνοντας έτσι τις πιθα
νότητες για υπέρταση, δηλαδή για υψηλή πίεση του αίματος, που αποτελεί ένα από τα συ νηθέστερα προβλήματα υγείας στην τρίτη ηλικία
(Smith et al., 2006).
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Οι ηλικιωμένοι είναι συχνά θύματα ηλικιακού ρατσισμού -δηλαδή προκατάληψης και διακρίσεων εις βάρος των ηλικιωμένων.
•
Η ηλικία επιφέρει τόσο εξωτερικές αλλαγές (τα μαλλιά λεπταίνουν και γίνονται γκρίζα, εμφανίζονται ρυτίδες, το παράστημα κονταίνει) όσο και εσωτερικές (μειωμένο μέγε
θος του εγκεφάλου, μειωμένη ροή αίματος στον εγκέφαλο και περιορισμένη αποτελε σματικότητα κυκλοφορίας, αναπνοής και πέψης).
•
Οι δύο βασικές υποθέσεις που ερμηνεύουν την αύξηση του χρόνου αντίδρασης στην
τρίτη ηλικία είναι η υπόθεση της περιφερικής επιβράδυνσης και η υπόθεση της γενι κευμένης επιβράδυνσης.
•
Η όραση μπορεί να είναι δυσκολότερη για μακρινές αποστάσεις, χαμηλό φωτισμό και
•
Η ακοή, ιδιαίτερα στις υψηλές συχνότητες, μπορεί να μειωθεί, προκαλώντας κοινωνι
στη μετακίνηση από το φως στο σκοτάδι και αντίστροφα. κές και ψυχολογικές δυσκολίες, ενώ η γεύση και η όσφρηση μπορεί να αμβλυνθούν,
πράγμα που οδηγεί σε προβλήματα διατροφής.
270
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Υγεία και φυσική κατάσταση στην ύστερη ενήλικη ζωή Για έναν ηθοποιό δεν υπάρχει μεγαλύτερη απώλεια από την απώλεια
του ακροατηρίου του. Μπορώ να aποχωριστώ την Ερυθρά Θάλασσα, αλλά δεν μπορώ να aποχωριστώ εσάς και γι' αυτό δεν θα σας aποκλεί σω από αυτό το στάδιο της ζωής μου.
Προς το παρόν, δεν θα αλλάξω τίποτα. Θα επιμείνω να δουλεύω, όποτε μπορώ· οι γιατροί θα επιμένουν να ξεκουράζομαι, όταν πρέπει. Α ν δείτε μια μικρότερη ελαστικότητα στον βηματισμό μου, αν το
όνομά σας δεν φτάνει ως τα χείλη μου, θα ξέρετε το γιατί. Και αν σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για δεύτερη φορά, σας παρακαλώ, γελάστε ξανά
(Heston, 2002). Με αυτά τα λόγια ο ηθοποιός Τσάρλτον Ήστον ανακοίνωσε ότι ήταν πλέ ον και αυτός ένας από τους
4,5
εκατομμvρια Αμερικανοvς που πάσχουν
από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, μια εκφυλιστική πάθηση που υπονομεvει τό Μέχρι το θάναιό του, σε ηλικία
93 ετών, ο πρώην
σο τις σωματικές όσο και τις νοητικές δυνάμεις των θυμάτων της. Κατά κά
πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν υπέφερε
ποιον τρόπο, η νόσος του Αλτσχάιμερ -που οδήγησε στο θάνατο τον πρcbην
από τη νόσο του Αλτσχάιμερ επί μία δεκαετία.
πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν το
2004--
συμβολίζει την εικόνα που
έχουμε για τους ηλικιωμένους, οι οποίοι, σvμφωνα με τα ευρέως διαδεδο μένα στερεότυπα, είναι πιθανότερο να είναι άρρωστοι παρά υγιείς. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι έχουν
σχετικά καλή υγεία στο μεγαλvτερο μέρος της περιόδου αυτής. Σvμφωνα με δημοσκοπικές έρευνες στις ΗΠΑ, σχεδόν τα τρία τέταρτα των ατόμων υγεία τους ως καλή, πολv καλή ή άριστη
65 ετcbν και άνω αξιολογοvν (USDHHS, 1990· Kahn & Rowe, 1999).
την
Από το άλλο μέρος, η γεροντική ηλικία πράγματι συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα
ασθενειcbν. Στη συνέχεια, εξετάζουμε μερικά από τα μείζονα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα που ταλαιπωροvν τους ηλικιωμένους.
Προβλήματα υγείας στους ηλικιωμένους: Σωματικές και ψυχολογικές διαταραχές Οι περισσότερες ασθένειες και νοσήματα που συναντcbνται στην vστερη ενήλικη ζωή δεν είναι χαρακτηριστικά μόνον του γήρατος άτομα όλων των ηλικιcbν υποφέρουν από καρκί νο και καρδιακά νοσήματα, για παράδειγμα. Όμως, η συχνότητα αυτcbν και πολλcbν άλ λων νοσημάτων αυξάνεται με την ηλικία, πράγμα που πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες ένα άτομο να είναι άρρωστο στην περίοδο αυτή. Επιπλέον, ενω οι νεότεροι μποροvν ευ κο λα να αναρρcbσουν από μια σειρά προβλημάτων υγείας, οι ηλικιωμένοι συνέρχονται με βραδvτερο ρυθμό από τις αρρcbστιες. Και τελικcbς, η ασθένεια μπορεί να καταβάλει πλή
ρως ένα ηλικιωμένο άτομο και να εμποδίσει την ανάρρωσή του. Συνήθεις σωματικές διαταραχές.
Οι πρcbτες αιτίες θανάτου των ηλικιωμένων είναι
τα καρδιακά νοσήματα, ο καρκίνος και το εγκεφαλικό. Περίπου τα τρία τέταρτα των αν θρcbπων στην vστερη ενήλικη ζωή πεθαίνουν από αυτά τα προβλήματα. Επειδή το γήρας συνδέεται με την εξασθένηση του ανοσοποιητικου συστήματος, οι ηλικιωμένοι είναι, επί σης, περισσότερο ευάλωτοι σε μολυσματικά νοσήματα
(Feinberg, 2000).
Εκτός από τον
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 •
Η ΣΩΜΑτJΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣΠΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣτΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
271
κίνδυνο θανατηφόρων νοσημάτων και καταστάσεων, οι περισσότεροι υπερήλικες έχουν τουλάχιστον μία χρόνια αρρcbστια (AARP,
1990). Για
παράδειγμα, η αρθρίτιδα, η φλεγμο
νή μιας ή περισσότερων αρθρcbσεων, προσβάλλει σχεδόν τους μισούς ηλικιωμένους. Η αρ
θρίτιδα μπορεί να προκαλέσει επcbδυνο οίδημα (πρήξιμο) σε διάφορα σημεία του σcbμα τος και να οδηγήσει σε αναπηρία. Όσοι πάσχουν από αρθρίτιδα μπορεί να ανακαλύψουν
ότι δεν είναι σε θέση να φέρουν εις πέρας τις aπλούστερες καθημερινές δραστηριότητες, όπως π.χ. να ξεβιδcbσουν το καπάκι ενός βάζου με φαγητό ή να γυρίσουν το κλειδί στην κλειδαριά. Αν και η ασπιρίνη ή άλλα φάρμακα μπορούν να ανακουφίσουν έως ένα σημείο από το οίδημα και να μειωσουν τον πόνο, η πάθηση αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί
(Burt
& Harris, 1994). Περί το ένα τρίτο των ηλικιωμένων έχουν υπέρταση, δηλαδή υψηλή πίεση του αίμα τος. Πολλά άτομα με υπέρταση δεν γνωρίζουν για την κατάστασή τους, επειδή δεν έχουν κανένα σuμπτωμα, πράγμα που καθιστά την υπέρταση ακόμη πιο επικίνδυνη. Μακροπρό
θεσμα, η υψηλή πίεση στο κυκλοφορικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει φθορές στα αιμο φόρα αγγεία και στην καρδιά, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο εγκεφαλικής συμφόρησης, δη λαδή εγκεφαλικού, αν δεν αντιμετωπιστεί θεραπευτικά
(Wiggins & Uwaydat, 2006).
Ψυχολογικές και νοητικές διαταραχές.
15%-25% των ατόμων άνω των 65
Περί το
ετων πιστεύεται ότι εμφανίζουν συμπτcbματα ψυχολογικής διαταραχής, αν και το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στους νεότερους ενήλικες. Τα συμπτcbμα τα που σχετίζονται με αυτές τις διαταραχές είναι μερικές φορές διαφορετικά στους άνω των
65 από αυτά που εμφανίζουν νεότεροι ενήλικες (Haight, 1991· Whitbourne, 2001). Ένα από τα συχνότερα προβλήματα είναι η μείζων καταθλιπτική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από συναισθήματα έντονης θλίψης, aπαισιοδοξίας και απελπισίας. Ένας
προφανής λόγος για τον οποίο μπορεί να μελαγχολούν οι ηλικιωμένοι, είναι ότι υφίστανται αλλεπάλληλες απcbλειες, με το θάνατο του/της συζύγου και φίλων. Η πτωτική πορεία τής δικής τους υγείας και των σωματικων τους ικανοτήτων μπορεί να τους κάνει να νιcbθουν ότι είναι λιγότερο ανεξάρτητοι και έχουν λιγότερο έλεγχο της κατάστασής τους, πράγμα
που μπορεί να συμβάλει στην εμφάνιση της κατάθλιψης
(Penninx et al., 1998· Kahn, Hessling,
& Russell, 2003).
Η αρθρίτιδα μπορεί να προ
καλέσει οίδημα (πρήξιμο) και φλεγμονή στις aρθρώσεις των χεριών.
272
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Αυτές οι υποθέσεις έχουν νόημα, αλλά δεν είναι ακόμη απολύτως σαφές αν η κατά
θλιψη είναι σημαντικά χειρότερο πρόβλημα στην τρίτη ηλικία από όσο ενωρίτερα στη ζωή. Μερικές μελέτες υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα το ποσοστό κατάθλιψης μπορεί να είναι χαμηλότερο κατά την ύστερη ενήλικη ζωή. Ένας λόγος για αυτό το αντι φατικό εύρημα είναι ότι ενδέχεται να υπάρχουν δύο είδη κατάθλιψης στην τρίτη ηλικία: η κατάθλιψη που συνεχίζεται από προηγούμενα στάδια της ζωής, και η κατάθλιψη που εμ φανίζεται ως αποτέλεσμα του γήρατος
(Gatz, 1997).
Δεν είναι ασύνηθες ηλικιωμένα άτομα να υποφέρουν από ψυχολογικές διαταραχές, οι οποίες προκαλούνται από το συνδυασμό φαρμάκων που μπορεί να παίρνουν για διάφο ρους λόγους υγείας. Εξαιτίας αλλαγών στο μεταβολισμό, η δόση ενός συγκεκριμένου φαρ μάκου που θα ήταν κατάλληλη για έναν 25χρονο, μπορεί να είναι υπερβολικά μεγάλη για ένα άτομο
75
ετών. Οι συνέπειες από την αλληλεπίδραση των φαρμάκων μπορεί να είναι
ανεπαίσθητες και να εκδηλώνονται με μια ποικιλία ψυχολογικών συμπτωμάτων, όπως
φαρμακευτική δηλητηρίαση ή άγχος. Για τους λόγους αυτούς, οι ηλικιωμένοι που παίρ νουν φάρμακα πρέπει να ενημερώνουν το γιατρό και το φαρμακοποιό τους για κάθε φάρ Άνοια
μακο που παίρνουν. Θα πρέπει, επίσης, να αποφεύγουν να χρησιμοποιούν φάρμακα με δι
Η σuχνότερπ νοπτικιl διαταραχι'i
κή τους πρωτοβουλία, διότι ο συνδυασμός συνταγογραφούμενων και μη συνταγογραφού
των πλικιωμένων. Καλύπτει διάφορα προβλι'iματα, καθένα από τα οποία
μενων φαρμάκων μπορεί να είναι επικίνδυνος, ακόμη και θανάσιμος. Η πιο συνήθης νοητική διαταραχή στους ηλικιωμένους είναι η άνοια, μια ευρεία κα
περιλαμβάνει σοβαρές
τηγορία σοβαρών απωλειών μνήμης που συνοδεύονται από έκπτωση σε άλλες νοητικές
απώλειες μνι'iμπς,
λειτουργίες, οι οποίες περιλαμβάνονται σε έναν αριθμό παθήσεων. Αν και η άνοια έχει
που αυvοδεύονται από έκπτωσπ σε άλλες νοπτικές λειτουργίες.
Νόσος του Αλτσχάιμερ Μια προοδευτικιl εγκεφαλικιl διαταραχι'i που προκαλεί απώλεια μνι'iμπς και σύγχυσπ.
πολλές αιτίες, τα συμπτώματα είναι παρόμοια: ελάττωση της μνήμης, άμβλυνση των νοη
τικών ικανοτήτων και εξασθένηση της κρίσης. Η πιθανότητα για άνοια αυξάνεται με την ηλικία. Μεταξύ
60
και
65
ετών διαγιγνώσκονται με άνοια λιγότεροι από το
θρώπων, αλλά τα ποσοστά διπλασιάζονται για κάθε πενταετία μετά τα δόν το ένα τρίτο του πληθυσμού άνω των
85
2%
των αν
65. Συνεπώς,
σχε
υποφέρει από κάποιου είδους άνοια. Υπάρ
χουν, επίσης, ορισμένες εθνοτικές διαφορές, με τους Αφρο-αμερικανούς και τους ισπανό φωνους να εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά άνοιας από τους λευκούς
(National Research Council, 1997). Η πιο συνήθης μορφή άνοιας είναι η νόσος του Αλτσχάιμερ
(Alzheimer), η
οποία αντιπροσωπεύει ένα από τα σοβαρότερα προβλή
ματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι.
Νόσος του Αλτσχάιμερ.
Είναι μια προοδευτική εγκεφαλική διαταρα
χή που προκαλεί απώλεια μνήμης και σύγχυση και οδηγεί στο θάνατο
100.000
άτομα το χρόνο στις ΗΠΑ. Το
ετών και σχεδόν το
50%
19%
των ατόμων μεταξύ
των ηλικιωμένων πάνω από τα
85
75
και
προσβάλλο
νται από την πάθηση. Μάλιστα, αν δεν βρεθεί κάποια θεραπεία, το θύματα της νόσου θα είναι πλάσιος από τον σημερινό
14 εκατομμύρια άνθρωποι(Cowley, Ιανουάριος 2000).
84
2050
αριθμός υπερτρι
Τα συμπτώματα της νόσου του Αλτσχάιμερ αναπτύσσονται βαθμιαία. Γενικώς, η πρώτη ένδειξη είναι η ασυνήθης λήθη. Ένα άτομο μπορεί να σταματήσει σε ένα κατάστημα αρκετές φορές την εβδομάδα, ξεχνώντας ότι έχει ήδη κάνει τα σχετικά ψώνια. Μπορεί, επίσης, να δυσκολεύεται να θυμηθεί συγκεκριμένες λέξεις σε μια συζήτηση. Αρχικά, προσβάλλεται η Τα υπερηχογραφήματα του εγκεφάλου ασθε νούς με νόσο του Αλτσχάιμερ δείχνουν περιτυ
πρόσφατη μνήμη και στη συνέχεια «ξεθωριάζουν» οι παλαιότερες ανα
λιγμένες συστάδες νευρικών κυττάρων, χαρα
μνήσεις. Τελικά, όσοι πάσχουν από τη νόσο περιπίπτουν σε τέλεια σύγχυ
κτηριστικές της νόσου.
ση, ανίκανοι να μιλήσουν με τρόπο κατανοητό ή να αναγνωρίσουν ακόμη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
273
και τους στενότερους συγγενείς ή φίλους τους. Στα τελικά στάδια της νόσου, χάνουν τον εκούσιο έλεγχο των μυων τους και μένουν κατάκοιτοι. Επειδή τα
θύματα της διαταραχής γνωρίζουν στην αρχή ότι η μνήμη τους εξασθενεί και συχνά κατανοούν πολύ καλά τη μελλοντική πορεία της νόσου, μπορεί να πα ρουσιάσουν άγχος, φόβο και κατάθλιψη
- συναισθήματα που δεν είναι δύ
σκολο να κατανοήσει κανείς, δεδομένης της θλιβερής πρόγνωσης. Βιολογικά, η νόσος του Αλτσχάιμερ εμφανίζεται όταν η παραγωγή του β-αμυλοειδούς, μιας πρωτεtνης που κανονικά συμβάλλει στην παραγωγή και την ανάπτυξη των νευρωνων, γίνεται με λανθασμένο τρόπο, παράγοντας μεγά
λες συστάδες κυττάρων που προκαλούν φλεγμονή και εκφυλισμό των νευρι κων κυττάρων. Ο εγκέφαλος συρρικνωνεται και διάφορες περιοχές του ιππό καμπου, του μετωπιαίου και του κροταφικού λοβού εμφανίζουν εκφυλισμό. Επιπλέον, ορισμένοι νευρωνες νεκρωνονται, πράγμα που οδηγεί σε έλλειψη
νευροδιαβιβαστων, όπως η ακετυλχολίνη (Lanctot, Herrmann, & Mazzotta, 2001· Blennow & Vanmechelen, 2003· Wolfe, 2006· Medeiros et al., 2007). Αν και οι βιολογικές αλλαγές στον εγκέφαλο που παράγουν τα συμπτω
ματα της νόσου του Αλτσχάιμερ είναι σαφείς, είναι άγνωστο τι είναι αυτό που πυροδοτεί το πρόβλημα. Έχουν προταθεί ποικίλες ερμηνείες. Για παράδειγ μα, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο
2, γενετικοί παράγοντες παίζουν προφανως
ένα ρόλο, αφού σε ορισμένες οικογένειες υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα της νόσου από ό,τι σε άλλες. Μάλιστα, σε μερικές οικογένειες φαίνεται ότι τα μι
Οι τεράστιες σωματικές και συναισθηματι κές απαιτήσεις τής φροντίδας ενός ασθε·
νούς με Αλτσχάιμερ οδηγούν πολλούς από αυτούς που τον φροντίζουν σε απογοήτε υ ση, θυμό και εξάντληση .
σά παιδιά κληρονομούν τη νόσο από τους γονείς τους. Επιπλέον, πολλά χρό νια πριν εμφανιστούν τα πραγματικά συμπτωματα της νόσου τού Αλτσχάι
:..~-c~ ··:'·c..._τε
μερ, οι άνθρωποι που γενετικά διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για τη νόσο, εμφα .
νίζουν διαφορές στην εγκεφαλική λειτουργία, όταν προσπαθούν να ανακα λέσουν πληροφορίες, όπως φαίνεται σε υπερηχογραφήματα εγκεφάλου στο Σχήμα
17.7 (Bookheimer et al., 2000· Nelson et al., 2007· Coon et al., 2007· Thomas & Fenech, 2007).
'.~
'4 ....• •. -_ . • .. c._,. •
'•.
. . ..
.
ε.:
I
.
•
~
·.
:::., c·:,: > ···:.·· ; :_.
~
• Ο• •
"
Ξ:2
Τα περισσότερα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι η νόσος του Αλτσχάι μερ είναι μια κληρονομική διαταραχή, αλλά και μη γενετικοί παράγοντες, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση ή η διατροφή, μπορούν να αυξήσουν την ευπάθεια στη νόσο. Σε μια διαπολιτισμική μελέτη, κάτοικοι μιας νιγηριανής πόλης χα μηλού οικονομικού επιπέδου είχαν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν Αλτσχάιμερ από όσες ένα συγκρίσιμο δείγμα Αφρο-αμερικανων που ζούσαν στις ΗΠΑ. Οι ερευνητές υποθέτουν ότι οι διαφορές στη διατροφή μεταξύ των
δύο ομάδων -οι κάτοικοι της Νιγηρίας έτρωγαν κυρίως λαχανικά- μπορεί να είναι υπεύθυνες για τις διαφορές στα ποσοστά του Αλτσχάιμερ (Hendήe
et al.,
2001· Fήedland, 2003· Wu, Zhou, & Chen, 2003· Lahiri et al., 2007).
•• ... :. - - I
. ._•. -.:: -~ •
•"
:_. ..
'
•
.
Διερευνήθηκαν, επίσης, και άλλες ερμηνείες για τη νόσο. Για παράδειγμα,
Σχήμα
οι επιστήμονες μελετούν ποικίλα είδη ιων, δυσλειτουργίες του ανοσοποιητι
φαλος;
κού συστήματος και ορμονικές διαταραχές οι οποίες μπορεί να προκαλούν
Υπερηχογραφήματα εγκεφάλου κατά τη διάρ
τη νόσο. Άλλες μελέτες βρήκαν ότι τα χαμηλότερα επίπεδα γλωσσικής ικανό
κεια πειραμάτων ανάκλησης δείχνουν διαφο
τητας στις αρχές τής δεκαετίας των
20 ετων συνδέονται με την έκπτωση στις γνωστικές ικανότητες λόγω Αλτσχάιμερ, πολύ αργότερα στη ζωή (Small et al., 1995· Snowdon et al., 1996· Alisky, 2007). Αυτή τη στιγμή η νόσος του Αλτσχάιμερ δεν θεραπεύεται. Οι θεραπευτι κές παρεμβάσεις ασχολούνται μόνο με τα συμπτωματα. Α ν και οι γνωσεις για
την αιτιολογία της νόσου είναι ατελείς, ορισμένες φαρμακευτικές θεραπείες
17.7
Ένας διαφορετικός εγκέ
ρές στον εγκέφαλο ατόμων που έχουν κληρο νομική προδιάθεση για τη νόσο του Αλτσχάι μερ και εκείνων που δεν έχουν τέτοια τάση. Οι εγκέφαλοι στην άνω σειρά απεικονίζουν άτο μα σε κίνδυνο· οι εγκέφαλοι στο μέσον είναι
φυσιολογικοί. Η κάτω σειρά δείχvει περιοχές διαφορών μεταξύ των δύο πρώτων σειρών . (ΠΗΓΗ:
Bookheimer et al., 2000.)
274
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
εμφανίζονται πολλά υποσχόμενες, παρόλο που καμία δεν είναι μακροπρόθεσμα αποτε
λεσματική. Τα πιο ελπιδοφόρα φάρμακα σχετίζονται με την απώλεια του νευροδιαβιβα στή ακετυλχολίνη Η δονεπεζίλη
νη
(Ach) που εμφανίζεται σε κάποιες μορφές της νόσου του Αλτσχάιμερ . (Aricept), η γαλανταμίνη (Razadyne), η ριβαστιγμίνη (Exelon) και η τακρί
(Cognex) συγκαταλέγονται στα πιο συνήθη χορηγούμενα φάρμακα και απαλύνουν
μερικά από τα συμπτώματα της νόσου. Παρ' όλα αυτά, είναι αποτελεσματικά μόνο στους μισούς από τους ασθενείς με Αλτσχάιμερ και μόνο προσωρινά
(Corliss, 1996· de Jesus
Moreno Moreno, 2003). Άλλα φάρμακα που ερευνώνται είναι τα aντιφλεγμονώδη, τα οποία μπορεί να περιο ρίσουν την εγκεφαλική φλεγμονή που εμφανίζεται στο Αλ τσχάιμερ. Επιπλέον ελέγχονται
χημικά στοιχεία των βιταμινών Α και Ε, καθώς ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι οι άνθρω ποι που παίρνουν τέτοιες βιταμίνες έχουν χαμηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν τη νόσο. Πάντως, αυτή τη στιγμή είναι σαφές ότι καμία φαρμακευτική θεραπεία δεν είναι πραγμα τικά αποτελεσματική
(Alzheimer's Association, 2004).
Καθώς τα θύματα της νόσου χάνουν την ικανότητα να τρέφονται και να ντύνονται μόνα τους ή ακόμη και να ελέγχουν τις λειτουργίες της κύστης και του εντέρου, χρειάζο νται φροντίδα από άλλα πρόσωπα ολόκληρο το 24ωρο. Επειδή μια τέτοια φροντίδα είναι ουσιαστικά αδύνατη, ακόμη και στις πιο αφοσιωμένες οικογένειες, τα περισσότερα θύμα τα του Αλτσχάιμερ τελειώνουν τη ζωή τους σε γηροκομεία. Οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ αποτελούν περίπου τα δύο τρίτα των τροφίμων αυτών των ιδρυμάτων
(Prigerson, 2003).
Οι άνθρωποι που φροντίζουν θύματα της νόσου, συχνά γίνονται και οι ίδιοι δευτερο γενή της θύματα. Είναι εύκολο να νιώσει κανείς απογοήτευση, θυμό και εξάντληση από τις απαιτήσεις των ασθενών με Αλτσχάιμερ, των οποίων οι ανάγκες μπορεί να είναι ολο
κληρωτικές. Εκτός από το έργο παροχής ολοκληρωτικής φροντίδας, καθαυτό, εκείνοι που φροντίζουν τους ασθενείς έχουν, επίσης, να αντιμετωπίσουν την απώλεια ενός αγαπημέ νου προσώπου, το οποίο όχι μόνο χειροτερεύει αισθητά αλλά μπορεί να γίνει και συναι σθηματικά aσταθές, ακόμη και να έχει εκρήξεις οργής. Το βάρος της φροντίδας ενός ατό
μου με τη νόσο του Αλτσχάιμερ μπορεί να γίνει εξουθενωτικό (Schulz, 2000· Ferrario, Vitaliano, & Zotti, 2003· Danhauer, McCann, & Gilley, 2004· Kosmala & Klossewska, 2004· Thomas et al., 2006).
Φροντίζοντας τον ασθενή με τη νόσο του Αλτσχάιμερ Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι μία από τις δυσκολότερες στην αντιμετώπισή τους ασθένειες, καθώς ένας φίλος ή αγαπημένο πρόσωπο παρουσιάζει προοδευτική επιδείνωση τόσο νοη
τικά όσο και σωματικά. Ωστόσο, μπορούν να ληφθούν κάποια μέτρα για να βοηθηθούν τόσο ο ασθενής όσο και αυτός που τον φροντίζει να αντιμετωπίσουν στη νόσο: Κάνετε τους ασθενείς να νιώθουν ασφαλείς στο οικείο τους περιβάλλον κρατώντας
τους aπασχολημένους με ασχολίες της καθημερινής ζωής όσο περισσότερο γίνεται. Τοποθετήστε ταμπέλες στα καθημερινά αντικείμενα, παρέχετε ημερολόγια και λεπτο μερείς αλλά απλούς καταλόγους (για δουλειές που πρέπει να γίνουν) και κάνετε προ
φορικές υπενθυμίσεις για το πού και το πότε. Χρησιμοποιείτε απλά ρούχα για τον ασθενή, με λίγα φερμουάρ και κουμπιά και τοπο θετήστε τα με τη σειρά που πρέπει να φορεθούν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
•
17 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Προγραμματίστε το μπάνιο του ασθενούς. Οι άνθρωποι με Αλτσχάψ.ερ μπορεί να φο βούνται μην πέσουν ή να τους τρομάζει το ζεστό νερό, και επομένως μπορεί να θέλουν να αποφύγουν το μπάνιο.
•
Εμποδίστε τον ασθενή να οδηγεί αυτοκίνητο. Αν και οι ασθενείς συχνά θέλουν να συνεχίσουν να οδηγούν, το ποσοστό ατυχημάτων τους είναι υψηλό- περίπου
20 φορές
υψηλότερο από τον μέσο όρο.
•
Ελέγχετε τη χρήση του τηλεφώνου. Ασθενείς με Αλτσχάιμερ που απαντούσαν στο τηλέφωνο, υπήρξαν θύματα απάτης, κλείνοντας συμφωνίες με πωλητές ή συμβούλους επενδύσεων από τηλεφώνου.
•
Παρέχετε ευκαιρίες για άσκηση, όπως έναν καθημερινό περίπατο. Αυτό προλαμβάνει τον μυ·ίκό εκφυλισμό και τη δυσκαμψία.
•
Όσοι φροντίζουν τους ασθενείς πρέπει να θυμούνται να κάνουν ένα διάλεψ.μα. Α ν και η φροντίδα ενός ασθενούς με Αλτσχάψ.ερ μπορεί να είναι δουλειά πλήρους απασχό
λησης, αυτά τα άτομα πρέπει να συνεχίσουν και τη δική τους ζωή. Αναζητήστε υπο στήριξη από οργανώσεις παροχής υπηρεσιών της κοινότητας.
•
Τηλεφωνήστε ή γράψετε σε σχετικές ενώσεις (συλλόγους) που μπορεί να παράσχουν υποστήριξη και πληροφορίες. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει τις σχετικές πληροφορίες στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις:
www.alzheimer-hellas.gr
και
www.alzheimerathens.gr/
Φυσική κατάσταση στην ύστερη ενήλικη ζωή:
Η σχέση μεταξύ γήρατος και ασθένειας Είναι η ασθένεια αναπόφευκτο μέρος της τρίτης ηλικίας; Όχι απαραίτητα. Το κατά πόσον ένα ηλικιωμένο άτομο θα είναι άρρωστο ή υγιές εξαρτάται λιγότερο από την ηλικία και
περισσότερο από μια ποικιλία παραγόντων, που περιλαμβάνουν τη γενετική προδιάθεση, παράγοντες από το περιβάλλον και ψυχολογικούς παράγοντες. Ορισμένες ασθένειες, όπως ο καρκίνος και τα καρδιακά νοσήματα, έχουν ένα σαφές γενετικό στοιχείο. Ορισμένες οικογένειες έχουν μεγαλύτερη συχνότητα καρκίνου τού μα
στού, για παράδειγμα, από ό,τι άλλες. Ταυτόχρονα, ωστόσο, μια γενετική προδιάθεση δεν σημαίνει αυτομάτως ότι ένα άτομο θα νοσήσει από τη συγκεκριμένη αρρώστια. Ο τρόπος ζωής του ατόμου, το αν καπνίζει ή όχι, το είδος της διατροφής του, η έκθεση σε καρκινο γόνους παράγοντες, όπως ο ήλιος ή ο αμίαντος, μπορούν να αυξήσουν ή να μειώσουν τις πιθανότητές του να καταλήξει με ένα τέτοιο νόσημα. Επιπλέον, η οικονομική ευημερία παίζει, επίσης, ένα ρόλο. Για παράδειγμα, όπως σε όλα τα στάδια της ζωής, το να ζει κανείς σε συνθήκες ένδειας περιορίζει την πρόσβαση στην ια
τρική φροντίδα. Ακόμη και άνθρωποι με σχετική οικονομική άνεση μπορεί να δυσκολεύο νται να βρουν ιατρική φροντίδα ανάλογη των οικονομικών τους δυνατοτήτων. Οι υπερήλι
κες δαπανούν περίπου το
13% του συνολικού τους εισοδήματος για την υγεία, μια δαπάνη
υπερδιπλάσια από αυτή των νεότερων ατόμων. Επειδή οι ΗΠΑ δεν έχουν ασφαλιστικό σύ στημα υγείας που να παρέχει καθολική ιατρική κάλυψη, πολλοί ηλικιωμένοι αντψ.ετωπί
ζουν σοβαρή οικονομική επιβάρυνση στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν προσιτή ιατρική φροντίδα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλοί ηλικιωμένοι να έχουν ανεπαρκή ιατρική πε ρίθαλψη. Είναι λιγότερο πιθανό να κάνουν τακτικούς ελέγχους υγείας και, όταν τελικά
275
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
276
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
πηγαίνουν για θεραπεία, μπορεί η ασθένειά του; να f:ι.ει :-_ zωρήσει :τολύ
(Administration
on Aging, 2003). Τέλος , ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν σημωτιzό ρόλο στον καθορισμό τής ευπά
θειας- και τελικά της πιθανότητας θανάτου. Για :ταράδειγμα. το να έχει κανείς μια αίσθη ση ελέγχου στο περιβάλλον του , ακόμη και ως :τρο; τι; ε.ιύ.ογές για καθημερινά θέματα , οδηγεί σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση και καλ~τερη έκβαση σε ζητήματα υγείας (τaylor,
1991· Levy et al., 2002).
Προαγωγή υγείας. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει συy-.<εκριμένα πράγματα για να βελτιώ σει τη φυσική του κατάσταση -και το προσδόκιμο ζωής του- στη διάρκεια της τρίτης ηλι κίας. Ασφαλώς, δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτό που πρέπει να κάνει κανείς δεν διαφέρει
από εκείνα που πρέπει να κάνει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του: Να τρέφεται σωστά, να γυμνάζεται και να αποφεύγει προφανείς απειλές για την υγεία, όπως το κάπνισμα (βλέπε Σχήμα
17.8). Οι φορείς ιατρικών και κοινωνικών υπηρεσιών που ασχολούνται με υπερή
λικες, έχουν αρχίσει να τονίζουν τη σημασία αυτών των επιλογών τρόπου ζωής για τους
ηλικιωμένους. Ο στόχος αυτών των ειδικών δεν είναι απλώς να βοηθήσουν τους ηλικιω μένους να αποφύγουν την ασθένεια και το θάνατο, αλλά να επεκτείνουν το ενεργό εύρος ζωής τους, δηλαδή, το χρονικό διάστημα που παραμένουν υγιείς και ικανοί να χαίρονται τη ζωή τους
(Burns, 2000· Resnick, 2000· Sawatzky & Naimark, 2002· Gavin & Myers, 2003· Katz & Marshall, 2003). Μερικές φορές, όμως, οι υπερήλικες αντιμετωπίζουν δυσκολίες που τους εμποδίζουν
να ακολουθήσουν ακόμη και αυτές τις απλές κατευθυντήριες γραμμές. Για παράδειγμα,
υπογραμμίζεται ότι
15%-50% των υπερηλίκων δεν έχουν επαρκή διατροφή και αρκετά (McCarthy, 1994· Burt & Harris, 1994· deCastro, 2002· Donini, Savina, & Cannella, 2003). εκατομμύρια λιμοκτονούν κάθε μέρα
Πρώην καπνιστές
Δεν κάπνισαν ποτέ
Νυν καπνιστές
100
100
100
80
80
80
·····················································
60
60
..
60
...
40
40
..
40
-·-
20
20
..
20
...
ο
ο
ο
20-24
28
20-24
30+
Σχήμα
17.8
D
30+
28
30+
ΔΜΣ*
για έναν μη δραστήριο Ο ή δραστήριο άνδρα να φτασεt στην ηλικία των 65 ετών χωρίς νόσο της στεφανιαίας, εγκ.εφαλv:ό ή διαβητη
Οφέλη από την άσκηση και την υγιεινή διατροφή
Μια πρόσφατη μελέτη με περισσότερους από 7.000 άνδρες ηλικίας 40 έως 59 ετών βρήκε ότι η αποc;>ιιγf, βάρους και η τακτική άσκηση μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τον κίνδυνο νόσου της στεφανιαίας E:fi περιελάμβανε μόνο άνδρες , ένας υγιεινός τρόπος ζωής μπορεί να προσπορίσει εξίσου οφέλη και στις • σώματός σας (ΔΜΣ}, διαιρείτε το βάρος σας σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σας σε εκατοστά 8 / (ΠΗ ΓΗ :
20--24
ΔΜΣ*
Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ)*
Πιθανότητα επί τοις εκατό (%)
28
Wannamethee et al. , 1998.,
αr..;:σματος, η διατήρηση χαμηλού ού και διαβήτη. Αν και η μελέτη
•
α α βρείτε το δείκτη μάζας τού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 • Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Οι λόγοι για την κακή διατροφή και την πείνα είναι ποικίλοι. Μερικοί ηλικιωμένοι εί ναι πάρα πολύ φτωχοί για να αγοράσουν επαρκείς ποσότητες τροφής και άλλοι είναι πολύ αδύναμοι για να ψωνίσουν ή να μαγειρέψουν οι ίδιοι. Άλλοι δεν έχουν αρκετά κίνητρα να ετοιμάσουν και να απολαύσουν ένα κανονικό γεύμα, ιδιαίτερα αν ζουν μόνοι ή πάσχουν
από κατάθλιψη. Για όσους έχουν μείωση της ευαισθησίας στην όσφρηση και τη γεύση, ένα καλομαγειρεμένο φαγητό δεν αποτελεί πλέον απόλαυση. Και μερικοί ηλικιωμένοι μπορεί να μην είχαν ποτέ ισορροπημένη διατροφή σε προηγούμενες περιόδους της ζωής τους
(Horwath, 1991· Wolfe, Olson & Kendall, 1998). Η επαρκής άσκηση μπορεί, επίσης, να αποδειχθεί προβληματική για ορισμένους υπε ρήλικες. Η σωματική δραστηριότητα αυξάνει τη μυ·ίκή δύναμη και την ευλυγισία, μωbνει την πίεση του αίματος και τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής και συνδέεται με διάφορα άλλα οφέλη, αλλά πολλοί ηλικιωμένοι δεν γυμνάζονται αρκετά ώστε να έχουν κάποιο από αυτά τα οφέλη.
Για παράδειγμα, μια ασθένεια μπορεί να εμποδίσει τον ηλικιωμένο να ασκηθεί αλλά ακόμη και η κακοκαιρία το χειμώνα μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητά του να βγει από το σπίτι του. Επιπλέον, τα προβλήματα πάνε μαζί: Ένας ηλικιωμένος που δεν του αρκούν τα χρήματα για να τρέφεται επαρκώς, μπορεί να διαθέσει ελάχιστη ενεργητικότητα για σωματική δραστηριότητα.
Σεξουαλικότητα στην τρίτη ηλικία Έχουν οι παππούδες σας σεξουαλική επαφή; Πιθανότατα ναι. Αν και η απάντηση μπορεί να σας εκπλήσσει, υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι οι άνθρωποι είναι σεξουαλι κά ενεργοί στα
80
ή και στα
90
τους. Αυτό συμβαίνει παρά τα κοινωνικά στερεότυπα, τα
οποία υποδεικνύουν ότι είναι σχεδόν ανάρμοστο δύο 75χρονοι να έχουν σεξουαλική επαφή και, ακόμη χειρότερα, ένας 75χρονος να αυνανίζεται. Αυτή η αρνητική στάση είναι συνάρτη ση των προσδοκιών τής κοινωνίας στις ΗΠΑ. Σε πολλές άλλες κοινωνίες, οι ηλικιωμένοι ανα
μένεται να παραμένουν σεξουαλικά ενεργοί και σε ορισμένες άλλες αναμένεται το άτομο να έχει λιγότερες αναστολές όσο μεγαλώνει
(Winn & Newton, 1982· Hyde, 1994· Hillman, 2000).
Δύο μείζονες παράγοντες καθορίζουν κατά πόσον ένα ηλικιωμένο άτομο θα επιδοθεί σε σεξουαλική δραστηριότητα
(Masters, Johnson, & Kolodny, 1982). Ο ένας είναι η καλή σωμα
τική και ψυχική υγεία. Το άτομο πρέπει να είναι σωματικά υγιές και να έχει γενικά θετική στάση σχετικά με τη σεξουαλική δραστηριότητα για να υπάρξει σεξ. Ο άλλος καθοριστικός παράγων για σεξουαλική δραστηριότητα στην τρίτη ηλικία είναι η προηγούμενη τακτική σεξουαλική δραστηριότητα. Όσο περισσότερος χρόνος έχει περάσει χωρίς σεξουαλική δραστηριότητα, τόσο λιγότερο πιθανή είναι μια μελλοντική σεξουαλική δραστηριότητα. Φαίνεται πως η φράση «αν το aφήσεις, σε αφήνει1 » είναι μια ακριβής περιγραφή τής σε ξουαλικής λειτουργίας στους ηλικιωμένους. Η σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να συ νεχιστεί και συχνά όντως συνεχίζεται διά βίου. Επιπλέον, υπάρχουν ενδιαφέρουσες ενδεί
ξεις ότι το σεξ ίσως έχει ορισμένα απροσδόκητα οφέλη: Μια μελέτη βρήκε ότι η τακτική σεξουαλική επαφή συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου
(Purdy, 1995· Davey, Frankel,
& Yarnell, 1997· Gelfand, 2000· Kellett, 2000· Henry & McNab, 2003)! Μια δημοσκοπική έρευνα βρήκε ότι
70 aυνανίζονται. Η μέση
43%
των ανδρών και
33%
των γυναικών άνω των
συχνότητα για όσους aυνανίζονται ήταν μία φορά την εβδομάδα.
1. << Use it or lose it>>: << Χρησιμοποίησέ το,
διαφορετικά το χάνεις>>.
277
278
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Περίπου τα δύο τρίτα των παντρεμένων ανδρών και γυναικών έκαναν σεξ με τους/τις συζύγους τους, και πάλι μία φορά την εβδομάδα κατά μέσον
όρο. Επιπλέον, το ποσοστό των ανθρώπων που βλέπουν τους σεξουαλικούς συντρόφους τους ως σωματικά ελκυστικούς αυξάνεται με την ηλικία (βλέπε Σχήμα
17.9· Brecher et al., 1984· Budd, 1999).
Υπάρχουν, ασφαλώς, μερικές αλλαγές στη σεξουαλική λειτουργία που σχετίζονται με την ηλικία. Η τεστοστερόνη, η ανδρική ορμόνη, μειώνεται στη διάρκεια της ενήλικης ζωής και ορισμένες έρευνες βρίσκουν μια μείωση τής
τάξης του
30%-40% περίπου από τα τέλη της δεκαετίας των 40 στις αρχές 70 ετών. Οι άνδρες χρειάζονται περισσότερο χρόνο και
της δεκαετίας των
περισσότερη διέγερση για να μπορέσουν να πετύχουν πλήρη στύση. Η ψυχρή περίοδος -το διάστημα μετά από έναν οργασμό, κατά το οποίο ο άνδρας εί ναι ανίκανος να διεγερθεί ξανά- μπορεί να διαρκέσει μία ημέρα ή ακόμη και μερικές ημέρες. Ο κόλπος των γυναικών γίνεται λεπτός και ανελαστικός και παράγει λιγότερα φυσικά λιπαντικά, κάνοντας τη συνουσία πιο δύσκολη (Fήshman, Η καλή οικονομική κατάσταση είναι ένας ση μαντικός παράγων στη σχέση μεταξύ γήρατος και ασθένειας, εν μέρει επειδή η ένδεια περιο ρίζει την πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα.
1996· Seidman, 2003). Ακόμη και στην τρίτη ηλικία, το σεξ πρέπει
να προσεγγίζεται υπεύθυνα. Οι γηραιότεροι ενήλικες -όπως και οι νεότεροι είναι ευάλωτοι σε σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Πράγματι, από τα άτομα που διαγνώστηκαν με AIDS είναι άνω των
10% 50 ετών (National
Institute of Aging, 2004).
Προσεγγίσεις στο γήρας: Γιατί ο θάνατος είναι αναπόφευκτος; Στη μέχρι τώρα συζήτηση για την υγεία στην ύστερη ενήλικη ζωή πλανάται το φάσμα τού θανάτου. Κάποια στιγμή, ανεξάρτητα από το πόσο υγιείς ήμαστε σε όλη μας τη ζωή, γνω
ρίζουμε ότι θα βιώσουμε τη φυσική φθορά και ότι η ζωή θα τελειώσει. Γιατί όμως; Υπάρχουν δύο μείζονες προσεγγίσεις που εξηγούν γιατί υφιστάμεθα φυσική παρακ μή και θάνατο: οι θεωρίες του γενετικού προγραμματισμού και οι θεωρίες τής φθοράς από τη χρήση.
Γυναίκες
Άνδρες
80
80 70
60
Σχήμα
···································---------------------------·--------····-------------.---·······················
70
··········································---·--·---·-··················
60
-------------------·················································---
50
50
40
40
30
30
20
20
10
10
17.9 Η ελκυστικό
τητα διαχρονικά Περισσότεροι από 50% των Αμε
ρικανών μετά τα 45 βρίσκουν τους/τις συντρόφους τους ελ κυστικούς/ές και, όσο περνάει ο καιρός, ακόμη πιο ελκυστι
κούς/ές. (ΠΗΓΗ: AARP/Modern Maturity Sexuality Study, 1999.)
ο
0
45-59
75+
45-59
75+
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 •
Η ΣΩΜΑΠΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτ!ΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Θεωρίες γενετικού προγραμματισμού για το γήρας.
Οι θεωρίες γενετικού προ
γραμματισμού για το γήρας υποστηρίζουν ότι ο γενετικός κ
από ένα χρονικό διάστημα -καθορισμένο γενετικά- τα κύτταρα δεν είναι πλέον ικανά να διχοτομηθούν, και το άτομο αρχίζει να φθίνει
(Jazwinski, 1996· Finch & Tanzi, 1997· Rattan,
Kristensen, & Clark, 2006).
279
Θεωρfεc; γενετικού προγραμματισμού για το γnραc; Θεωρίες που υποοτnρίζουν ότι ο γενετικός κώδικας DNA του σώματος περιέχει
ένα ενσωματωμένο χρονικό όριο
Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές τής προσέγγισης του γενετικού προγραμματισμού. Η μία είναι ότι το γενετικό υλικό περιέχει ένα «γονίδιο του θανάτου», το οποίο είναι προ
για τnν αναπαραγωγr'i των ανθρώπινων κυπάρων.
γραμματισμένο να κατευθύνει το σ
1, υποστηρί
ζουν ότι η επιβίωση του είδους προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι θα ζήσουν αρκετά, ωστε να αναπαραχθούν. Η μεγάλη διάρκεια ζωής, όμως, μετά τα αναπαραγωγικά χρόνια, θα ήταν άχρηστη. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, νοσήματα που σχετίζονται με γενετικούς παράγο
ντες και τα οποία συνήθως εμφανίζονται αργότερα στη ζωή, θα συνεχίσουν να υπάρχουν, επειδή παρέχουν στον άνθρωπο το χρόνο να αποκτήσει παιδιά, μεταβιβάζοντας έτσι γονί δια που είναι «προγραμματισμένα» να προκαλέσουν ασθένειες και το θάνατο. Μια παραλλαγή τής θεωρίας του γενετικού προγραμματισμού είναι ότι τα κύτταρα
του σωματος μπορούν να αναπαραχθούν μόνον μερικές φορές. Κατά τη διάρκεια της ζωής, δημιουργούνται καινούργια κύτταρα μέσω της διχοτόμησης των κυττάρων, για να επα
νορθ
απλ
(Hayflick, 1974· Thoms,
Kuschal, & Emmert, 2007). Ενδείξεις για τη θεωρία του γενετικού προγραμματισμού προέρχονται από έρευνες που δείχνουν ότι, όταν επιτραπεί στα ανθρ
50 περίπου φορές. Κάθε φορά που διχοτομού
νται, τα τελομερή, μικρές προστατευτικές περιοχές από DNA στις άκρες των χρωμοσωμά
των, γίνονται μικρότερα. Όταν το τελομερές ενός κυττάρου εξαφανιστεί, το κύτταρο παύει να αναπαράγεται και αρχίζει να καταστρέφεται, παράγοντας ενδείξεις γήρανσης
(Chung et
al., 2007). Θεωρίες φθοράς από τη χρήση.
Η άλλη γενική ομάδα θεωριων για την ερμηνεία τής
γήρανσης και της φυσικής παρακμής είναι οι θεωρίες της φθοράς από τη χρήση, οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι μηχανικές λειτουργίες του σ
- με τον ίδιο
Θεωρfεc; φθοράc; από τn χρnσn Οι θεωρίες ότι οι μnχανικέc;
τρόπο που φθείρονται τα αυτοκίνητα ή τα πλυντήρια. Επιπλέον, μερικοί θεωρητικοί αυ
λειτουργίες του σώματος απλώς
τής της κατεύθυνσης υποστηρίζουν ότι η διαρκής παραγωγή ενέργειας από το σ
φθείρονται με τnν nλικία.
να εφοδιάσει με καύσιμα τις δραστηριότητές του, δημιουργεί υποπρο.ίόντα. Αυτά τα υπο
προ"ίόντα, σε συνδυασμό με τις τοξίνες και τους κινδύνους της καθημερινής ζωής (όπως τη ραδιενέργεια, την έκθεση σε χημικά, τα ατυχήματα και τις ασθένειες), τελικά φτάνει σε τό
σο υψηλά επίπεδα,
ρες ρίζες, δηλαδή μόρια ή άτομα με ηλεκτρικό φορτίο, τα οποία παράγονται από τα κύτταρα του σωματος. Εξαιτίας του ηλεκτρικού τους φορτίου, οι ελεύθερες ρίζες μπορούν να έχουν
280
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
αρνητική επίδραση σε άλλα κύτταρα του σώματος. Ένα μεγάλο μέρος ερευνών υποστηρ t ζουν ότι οι ελεύθερες ρtζες οξυγόνου μπορεt να σχετtζονται με πολλά προβλήματα στην τρ tτη ηλικLα, περιλαμβανομένου του καρκtνου , των καρδιακών νοσημάτων και του διαβήτη
(Vajragupta et al., 2000· Birlouez-Aragon & Tessier, 2003· Poon et al., 2004· Sierra, 2006). Σύγκριση των θεωριών για τη γήρανση . Οι θεωρtες γενετικού προγραμματισμού και οι θεωρί.ες της φθοράς από τη χρήση προβάλλουν διαφορετικές υποθέσεις για το αναπό
φευκτο του θανάτου. Οι θεωρί.ες γενετικού προγραμματισμού υποστηρtζουν ότι υ πάρχει ένα εγγενές χρονικό όριο ζωής
- είναι προγραμματισμένο στα γονίδια , τελικά. Από το άλ
λο μέρος, οι θεωρίες της φθοράς από τη χρήση, ιδιαtτερα όσες εστιάζουν στις τοξίνες που
συσσωρεύονται στη διάρκεια της ζωής, συνθέτουν μια πιο αισιόδοξη εικόνα. Υποδηλώ νουν ουσιαστικά ότι, αν μπορεί να βρεθεί ένα μέσον που να εξαφανίζει τις τοξίνες , οι οπο tες παράγονται από το σώμα και από την έκθεση στο περιβάλλον , η γήρανση μπορ εί να επι
βραδυνθεί. Δεν γνωρίζουμε ποια κατηγορία θεωριών παρέχει την πιο επαρκή ερμηνεία για τους λό γους της γήρανσης. Καθεμία από τις δύο υποστηρίζεται από ένα μέρος της έρευνας και φαt νεται να εξηγεί ορισμένες πλευρές της γήρανσης. Τελικά , όμως, το γιατί το σώ μα αρχίζει να
παρακμάζει και τέλος πεθαίνει, παραμένει ένα μυστήριο Προσδόκιμο ζωής: Πόσος χρόνος απομένει ;
(Horiuchi, Finch, & Mesle, 2003).
Αν και οι λόγοι για την παρακμή και
το θάνατο δεν είναι σαφείς, τα συμπεράσματα για το μέσο προσδόκιμο ζωής μπορούν να
διατυπωθούν με μεγαλύτερη βεβαιότητα: Οι περισσότεροι από μας μπορούν να πρ οσδο Προσδόκιμο ζω n ς Η μέσn nλικία θανάτου για τα άτομα ενός nλnθυαμού .
κούν ότι θα γεράσουν. Το προσδόκιμο ζωής -η μέση ηλικία θανάτου γ ια τα άτομα ενός πληθυσμού- ενός ατόμου που γεννήθηκε το
βέβαια απέχει πολύ από τα
2007, για παράδειγμα, είναι 78 χρόνια. Αυ τό 100 χρόνια, στα οποία έφτασε το άτομο που παρουσιάστηκε
στον πρόλογο του κεφαλαίου , αλλά ακόμη και αυτή η διάρκεια ζωής δεν είναι τόσο ασυ νήθης όσο ήταν στο παρελθόν. Το μέσο προσδόκιμο ζωής αυξάνεται σταθερά. Το
1776, ήταν μόλις 35 έτη στις ΗΠΑ. 47 έτη. Και μόνο μέσα σε τέσσερις δ εκαετ ίες, από το 1950 έως το 1990, αυξήθηκε από τα 68 στα 75 χρόνια. Σύμφωνα με τις προβλέψε ις θα συνεχίσει να αυξάνεται προοδευτικά, φτάνοντας πιθανώς στα 80 έτη το 2050 ( β λέπε Σχήμα 17.10). Στις αρχές του 20ού αιώνα αυξήθηκε στα
85 Γυναίκες
~
Άνδρες
75
~
-ω
>-
ι=
-σ
65
b Σχήμα 17.1 Ο 100
Ζώντας μέ
χρι τα
""
<.r
- ι=-
Αν η αύξηση του προσδόκιμου
.3g_
ζωής συνεχιστεί, μέχρι το τέ
'0
;<
λος αυτού του αιώνα μπορεί
'8
να είναι σύνηθες για τους αν
c
θρώπους να ζουν μέχρι τα ( ΠΗΓΗ : υ . s .
1997.}
100.
55
ο
a.
45 1900
1920
1940
1960
Bureau of the Census, Έτος
1980
2000
2020
2040
ΚΕΦΑΛΑ!Ο
17
8
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣτΗ:\ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Υπάρχουν ποικ(λοι λόγοι για τη σταθερή αύξηση του προσδόκιμου ζωής τα τελευταία
200 χρόνια. Η υγε(α και οι συνθήκες υγιεινής ε(ναι γενικώς καλύτερες, καθώς πολλές ασθέ νειες, όπως η ευλογιά, έχουν εξαφανιστει ολοκληρωτικά. Άλλες ασθένειες που έπλητταν τον άνθρωπο σε νεαρές ηλικLες, όπως η ιλαρά και η παρωτ(τιδα, τώρα ελέγχονται αποτελε
σματικότερα με εμβόλια και άλλα προληπτικά μέτρα. Οι συνθήκες εργασ(ας ε(ναι γενικώς καλύτερες και πολλά προ"ίόντα ε(ναι ασφαλέστερα από ό,τι στο παρελθόν. Όπως είδαμε, πολλά άτομα συνειδητοποιούν πλέον ότι επιλογές τρόπου ζωής, όπως το να διατηρούν χα μηλό βάρος, να καταναλώνουν πολλά φρέσκα φρούτα και λαχανικά και να γυμνάζονται, μπορούν να παρατε(νουν τη ζωή. Καθώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συνεχίζουν να βελτιώνονται, μπορε( να προβλεφθε( ότι το προσδόκιμp ζωής θα συνεχ(σει να αυξάνεται. Επίσης, όπως ε(δαμε, πολλά άτομα έχουν συνειδητοποιήσει τη σημασ(α τού τρόπου ζωής για να παρατε(νουν όχι μόνο τη ζωή τους, αλλά και τα ενεργά χρόνια ζωής, τα χρόνια δη λαδή που είναι υγιε(ς και απολαμβάνουν τη ζωή. Ένα σημαντικό ερώτημα για τους γεροντολόγους είναι πόσο μπορε( να παραταθεί η διάρκεια της ζωής. Η πιο συνήθης απάντηση ε(ναι ότι το ανώτατο όριο ζωής τοποθετε(ται
γύρω στα
120 έτη, ηλικ(α που έφτασε η Jeanne Calment, η οπο(α ήταν το γηραιότερο άτο 1997, σε ηλικία 122 ετών. Η ζωή πέραν αυτής της
μο στον κόσμο μέχρι το θάνατό της, το
ηλικ(ας (σως προϋποθέτει μερικές με(ζονες γενετικές αλλαγές, οι οποLες τόσο τεχνικά όσο και ηθικά μοιάζουν απLθανες. Παρ' όλα αυτά, όπως θα εξετάσουμε στη συνέχεια, ορισμέ
νες επιστημονικές και τεχνολογικές πρόοδοι της τελευταίας δεκαετίας υποδεικνύουν ότι μια σημαντική παράταση της διάρκειας της ζωής δεν είναι αδύνατη.
Αναβολή του γήρατος: Μπορούν οι επιστήμονες να βρουν την πηγή τής νεότητας; Πλησιάζουν οι επιστήμονες στην ανεύρεση του επιστημονικού αντ(στοιχου της μυθικής πηγής της νεότητας, η οποία μπορ ε( να αναβάλει το γήρας; Δεν το έχουν βρει ακόμη, αλλά πλησιάζουν όλο και περισσότερο, τουλάχιστον σε μη αν θρώπινα ε(δη. Οι ερευνητές έχουν κάνει σημαντικά άλματα την τελευτα(α δεκαετLα στον εντοπισμό πιθανών τρόπων για να καθυστερήσει η γήρανση. Για παράδειγμα, μελέτες με νη ματοειδή, μικροσκοπικά διαφανή σκουλήκια που κανονικά ζουν μόνο ε(ναι δυνατόν να παραταθε( η ζωή τους μέχρι τις
9 ημέρες, βρήκαν ότι 50 ημέρες, πράγμα που ισοδυναμε( με πα
ράταση της ανθρώπινης ζωής στα 420 έτη. Η ζωή της μύγας των φρούτων παρατάθηκε, επ( σης, στο διπλάσιο
(Whitboume, 2001" Libert et al., 2007·
Οcοπ
et al., 2007).
Σύμφωνα με πρόσφατα ευρήματα σε διάφορους τομε(ς, δεν υπάρχει ένας συγκεκριμέ νος μηχανισμός, ο οπο(ος μπορε( να αναβάλει τη γήρανση. Α ντLθετα, ε(ναι πολύ πιθανό ότι
ένας συνδυασμός των παρακάτω πολλά υποσχόμενων μεθόδων για την αύξηση της διάρ κειας ζωής θα αποδειχτεί αποτελεσματικός:
•
Θεραπεία τελομερών. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, τα τελομερή ε(ναι οι μικροσκοπι κές περιοχές στην άκρη των χρωμοσωμάτων που μειώνονται σε μέγεθος κάθε φορά που διχοτομε(ται ένα κύτταρο και τελικά εξαφαν(ζονται, δίνοντας τέλος στην αναπαραγωγή των κυττάρων. Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι, αν επιμηκύνονταν τα τελομερή, τα προβλήματα που σχετ(ζονται με την ηλικLα θα μπορούσαν να καθυστερήσουν. Οι ερευ
νητές προσπαθούν τώρα να βρουν γον(δια, τα οπο(α ελέγχουν τη φυσική παραγωγή των τελομερών, ένα ένζυμο που φα(νεται ότι ρυθμ(ζει το μήκος των τελομερών
Shay, & Wright, 2000· Urquidi, Tarin, & Goodison, 2000· Chung et al., 2007).
(Steinert,
281
282
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
•
Αποκωδικοποίηση των γονιδίων της μακροβιότητας. Ορισμένα γονίδια ελέγχουν την ικανότητα του σώματος να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες του περιβaλλοντος, καθιστώ ντας το περισσότερο ικανό να υπερνικήσει τα σωματικό προβλήματα. Αν αυτa τα γονίδια μπορέσουν να τιθασευτούν, μπορεί να παρaσχουν έναν τρόπο για την αύξηση της διaρκειας ζωής. Μία ιδιαίτερα υποσχόμενη οικογένεια γονιδίων είναι τα γονίδια
sirtuins, τα οποία μπορούν να ρυθμίσουν και να προαγaγουν τη μακροζωία (Guarente, 2006· Sinclair & Guarente, 2006).
•
Περιορισμός των ελεύθερων ριζών με αντιοξειδωτικά φάρμακα. Όπως αναφέρθηκε ενωρίτερα, οι ελεύθερες ρίζες είναι ασταθή μόρια, υποπρο"ίόντα της φυσιολογικής λει τουργίας των κυττaρων, τα οποία μπορεί να περιφέρονται ελεύθερα στο σώμα, κατα στρέφοντας aλλα κύτταρα και οδηγώντας στη γήρανση. Αν και τα αντιοξειδωτικa φaρμακα, που έχουν επινοηθεί για να περιορίσουν τον αριθμό των ελεύθερων ριζών, δεν έχουν ακόμα αποδείξει την αποτελεσματικότητα τους, ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι μπορούν τελικa να τελειοποιηθούν. Επιπλέον, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν να εισαχθούν στα ανθρώπινα κύτταρα γονίδια που παρaγουν ένζυ μα, τα οποία λειτουργούν ως αντιοξειδωτικa. Παρaλληλα, οι διατροφολόγοι προτεί νουν μια διατροφή πλούσια σε aντιοξειδωτικές βιταμίνες, οι οποίες βρίσκονται στα φρούτα και στα λαχανικό (Vajragupta et al., 2000· Birlouez-Aragon & Tessier, 2003· Kedziora-Kornatowska et al., 2007).
•
Περιορισμός των θερμίδων. Την τελευταία τουλαχιστον δεκαετία, οι ερευνητές γνωρί ζουν ότι οι αρουραίοι των εργαστηρίων, στους οποίους επιβaλλεται δίαιτα εξαιρετικό χαμηλή σε θερμίδες -τους παρέχει το ζουν
30%-50% της κανονικής διατροφής- συνήθως
30% περισσότερο από τους aρουραίους με καλύτερη διατροφή, υπό τον όρο ότι
παίρνουν όλες τις βιταμίνες και τα μεταλλικό aλατα που απαιτούνται. Ο λόγος φαίνε ται να είναι ότι τα πεινασμένα πειραματόζωα παρaγουν λιγότερες ελεύθερες ρίζες. Οι ερευνητές ελπίζουν να επινοήσουν φaρμακα που μιμούνται την επίδραση του περιο ρισμού των θερμίδων, χωρίς να αναγκaζουν τους ανθρώπους να νιώθουν διαρκώς πει
νασμένοι
•
(Lee et al., 1999· Mattson, 2003· Ingram, Young, & Mattison, 2007).
Η βιονική λύση: αντικατάσταση των φθαρμένων οργάνων. Μεταμοσχεύσεις καρδιaς, ήπατος, πνευμόνων. Ζούμε σε μια εποχή, στην οποία η αφαίρεση κατεστραμμένων ή aρρωστων οργaνων και η αντικατaστασή τους με aλλα που λειτουργούν καλύτερα, έχει γίνει σχεδόν ρουτίνα.
Ωστόσο, παρa τις σημαντικές προόδους στη μεταμόσχευση οργaνων, οι μεταμοσχεύσεις συχνa αποτυγχaνουν, επειδή το σώμα αποβaλλει τον ξένο ιστό. Για να ξεπερaσουν αυτό το πρόβλημα, μερικοί ερευνητές προτείνουν τα μοσχεύματα να προέρχονται από κλωνο ποιημένα κύτταρα του δέκτη, ώστε να λυθεί το πρόβλημα της απόρριψης. Σύμφωνα με μια ακόμη πιο ριζική ιδέα, γενετικώς σχεδιασμένα μη ανθρώπινα κύτταρα που δεν κινδυνεύουν με απόρριψη, θα μπορούσαν να κλωνοποιηθούν, να συλλεχθούν και να μεταμοσχευθούν σε ανθρώπους που τα χρειaζονται. Τέλος, ενδέχεται να καταστεί συνήθης η τεχνολογία που θα επιτρέψει την κατασκευή τεχνητών οργaνων, τα οποία θα μπορούν να αντικαθιστούν πλήρως τα κατεστραμμένα ή aρρωστα όργανα
(Cascalho, Ogle, & Platt, 2006· Kwant et al.,
2007· Li & Zhu, 2007). Τελικa, όλες αυτές οι δυνατότητες για παρaταση της διaρκειας της ζωής παραμένουν αναπόδεικτες. Επιπλέον, ένα πιο aμεσο πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί, είναι η μείωση των σημαντικών αποκλίσεων ως προς το προσδόκιμο ζωής μεταξύ ατόμων διαφορετικών φυλετικών και εθνοτικών ομaδων, όπως παρουσιaζεται στο επόμενο ειδικό κεφaλαιο. Αυτέ; οι διαφορές έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗ:\ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Διαφορές φύλου, φυλετικές και εθνοτικέc; διαφορές στο μέσο προσδόκιμο ζωής
•
Το μέσο λευκό παιδί που γεννιέται στις ΗΠΑ θα ζήσει πιθανότατα
78 χρόνια. Το
μέσο
παιδί αφρο-αμερικανικής καταγωγής θα ζήσει
5 χρόνια λιγότερο. 79 χρόνια. Για ένα παιδί ζωής είναι κάτω από τα 45 χρόνια.
•
Ένα παιδί που γεννιέται στην Ιαπωνία έχει προσδόκιμο ζωής
•
Ένας άνδρας που έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ είναι πολύ πιθανό ότι θα φτάσει στην ηλικία
που γεννιέται στην Γκάμπια, το προσδόκιμο
των
73 ετών. Μια γυναίκα πιθανώς θα ζήσει 7 χρόνια περισσότερα.
Υπάρχουν ποικίλοι λόγοι για αυτές τις αποκλίσεις. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, τη διαφορά φύλου στο προσδόκιμο ζωής, που είναι ιδιαίτερα έντονη. Στον βιομηχανικό κόσμο, οι γυ ναίκες ζουν
4 έως 10 χρόνια περισσότερο
από τους άνδρες
(Holden, 1987). Αυτό το γυναι
κείο πλεονέκτημα αρχίζει αμέσως μετά τη σύλληψη: Αν και συλλαμβάνονται λίγο περισσό τερα αγόρια, τα αγόρια είναι πιθανότερο να πεθάνουν στην προγεννητική περίοδο, στη βρεφική ή την παιδική ηλικία. Έτσι, στην ηλικία των
30
περίπου ετών, υπάρχει χονδρικά
ίσος αριθμός γυναικών και ανδρών. Αλλά στην ηλικία των
65 ετών, εξακολουθούν να ζουν 84% των γυναικών και μόνο 70% των ανδρών. Για όσους έχουν περάσει τα 85, η απόστα ση των δύο φύλων γίνεται ακόμη μεγαλύτερη: Για κάθε άνδρα, εξακολουθούν να ζουν
2,57 γυναίκες {AARP, 1990). Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την απόκλιση ανάμεσα στα δύο φύλα. Μία είναι ότι τα υψηλότερα επίπεδα ορμονών, όπως τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη στις γυναίκες, πα ρέχουν προστασία από νοσήματα, όπως οι καρδιακές προσβολές. Είναι, επίσης, πιθανό ότι οι γυναίκες υιοθετούν πιο υγιεινή συμπεριφορά στη διάρκεια της ζωής τους, όπως το να
προσέχουν τη διατροφή τους. Ωστόσο, δεν υπάρχουν τελικές ενδείξεις που να υποστηρί ζουν επαρκώς κάποια από αυτές τις υποθέσεις
(DiGiovanna, 1994).
Όποιο και αν είναι το αίτιο, η απόκλιση ανάμεσα στα φύλα συνεχίζει να αυξάνεται. Στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχε μια διαφορά στη δεκαετία του
2 μόνο ετών υπέρ των γυναικών, αλλά 1980 αυτή η διαφορά έγινε 7 έτη. Το μέγεθος της απόκλισης σήμερα φαί
νεται να έχει σταθεροποιηθεί, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνδρες, με μεγαλύτερη συχνότητα από πριν, υιοθετούν θετικές συμπεριφορές υγείας (κα
πνίζουν λιγότερο, έχουν καλύτερη διατροφή και ασκούνται περισσότερο).
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Αν και οι περισσότεροι ηλικιωμένοι είναι υγιείς, η συχνότητα ορισμένων σοβαρών νο σημάτων αυξάνεται στην τρίτη ηλικία και οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν από τουλάχιστον ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, πριν πεθάνουν.
• •
Οι ηλικιωμένοι είναι ευάλωτοι σε ψυχολογικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη. Η πιο διαδεδομένη και σοβαρή εγκεφαλική διαταραχή στην τρίτη ηλικία είναι η νόσος του Αλ τσχάιμερ.
•
Η κατάλληλη διατροφή, η γυμναστική και η αποφυγή κινδύνων για την υγεία μπορούν
283
284
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
να παρατείνουν την καλή φυσική κατάσταση στη διάρχεια της τρίτης ηλικίας, και η σεξουαλικότητα μπορεί να συνεχίζεται σε όλη η1 bιάρzεια της '-ωής σε υγιείς ενήλικες.
•
Το ερώτημα αν ο θάνατος οφείλεται σε γενετιzό ztQOΌ ραμματισμό ή σε γενική σωματι κή φθορά παραμένει αναπάντητο. Το προσδόκιμο ~ωή; αvξάνεται για αιώνες και ποι κίλλει ανάλογα με το φuλο, τη φυλή και την εθνότητα.
•
Νέες προσεγγίσεις για την αuξηση του προσδόκιμοv ~ωής :;τεριλαμβάνουν τη θεραπεία των τελομερών, τον περιορισμό των ελεuθερων ρι~ων με αντιοξειδωτικά φάρμακα, τον περιορισμό της πρόσληψης θερμίδων και την αντικατάσταση των φθαρμένων οργάνων.
Γνωστική ανάπτυξη στην ύστερη ενήλικη ζωή Τρεις γυναίκες συζητούσαν για τις δυσκολίες που έχουν καθώς γερνούν. «Μερικές φορές», εξομολογείται η μία, «όταν πηγαίνω στο ψυγείο δεν θυμάμαι αν θέλω να πάρω κάτι ή να βάλω κάτι μέσα». «Αυτό δεν είναι τίποτε», λέει η δεύτερη. «Εγώ μερικές φορές βρίσκομαι στο κε φαλόσκαλο και δεν ξέρω αν θέλω να ανέβω τις σκάλες ή αν μόλις τις κατέβηκα». «Θεούλη μου!», αναφωνεί η τρίτη. «Χαίρομαι πολύ που δεν έχω κανένα απ' αυ τά τα προβλήματα»- και χτυπάει ξύλο. «Ω!», λέει και σηκώνεται. «Κάποιος χτυπά
ει την πόρτα!»
(Dent, 1984, σ. 38).
Αυτό το παλιό ανέκδοτο συνοψίζει τη στερεοτυπική άποψη για τα γηρατειά. Μάλιστα, μέ χρι πριν λίγα χρόνια πολλοί γεροντολόγοι θα προσυπέγραφαν την άποψη ότι οι ηλικιωμέ νοι είναι σε σuγχυση και ξεχνοuν.
Σήμερα αυτή η άποψη έχει αλλάξει δραματικά. Οι ερευνητές δεν θεωροuν πλέον ότι οι γνωστικές ικανότητες των ηλικιωμένων αναπόφευκτα μειώνονται. Η γενική νοητική ικα νότητα και οι επιμέρους γνωστικές δεξιότητες, όπως η μνήμη και η επίλυση προβλήματος,
είναι πιθανότερο να παραμείνουν σε καλή κατάσταση. Με την κατάλληλη, μάλιστα, εξά σκηση και με την έκθεση σε ορισμένα είδη περιβαλλοντικών ερεθισμάτων, οι γνωστικές δε ξιότητες μποροuν στην πραγματικότητα να βελτιωθοuν.
Η νοημοσύνη στους ηλικιωμένους Η ιδέα ότι οι ηλικιωμένοι γίνονται λιγότερο ικανοί στον γνωστικό τομέα προέκυψε αρχικά από παρερμηνείες των στοιχείων της σχετικής έρευνας. Όπως σημειώθηκε ήδη στο Κεφά λαιο
15, οι πρώτες έρευνες για τις αλλαγές στη νοημοσύνη ως αποτέλεσμα της γήρανσης
απλώς συνέκριναν ανάμεσα στην επίδοση νεότερων και γηραιότερων ανθρώπων στο ίδιο τεστ, χρησιμοποιώντας τις παραδοσιακές πειραματικές μεθόδους συγχρονικής έρευνας.
Για παράδειγμα θα μποροuσαν να χορηγήσουν το ίδιο τεστ σε μια ομάδα ατόμων και μια ομάδα ατόμων
30 ετών
70 ετών και να συγκρίνουν την ε:;τίδοσή τους.
Όμως, υπάρχουν διάφορα μειονεκτήματα σε μια τέτοια :;τροσέγγιση, όπως παρατηρήθη κε στο Κεφάλαιο
1. Το ένα είναι ότι στις συγχρονικές μεί.ετε; δεν λαμβάνονται υπόψη οι επι
δράσεις της κοόρτης- επιδράσεις, δηλαδή, που αποδίδονται στο ότι μεγαλώνει κανείς σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Για παράδειγμα, αν τα ατομα στην ομάδα των νέων -εξαι
τίας της εποχής στην οποία μεγάλωσαν- έχουν καλύτερη μόρ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτJΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
επίδοση στο τεστ και μόνο για αυτόν το λόγο. Επιπλέον, επειδή ορισμένα παραδοσιακά τεστ νοημοσuνης περιλαμβάνουν ερωτήσεις με χρονομέτρηση ή ερωτήσεις χρόνου αντίδρασης, ο βραδUτερος χρόνος αντίδρασης των ηλικιωμένων θα μποροuσε να είναι υπεuθυνος για τη χαμηλότερη επίδοσή τους. Για να ξεπεράσουν παρόμοια προβλήματα, οι ερευνητές στράφηκαν προς τις διαχρο νικές μελέτες, οι οποίες παρακολουθοuν τα ίδια άτομα για πολλά χρόνια. Όμως, εξαιτίας της επανειλημμένης έκθεσης στο ίδιο τεστ, τα υποκείμενα μπορεί, με τον καιρό, να εξοικειw νονται με τις ερωτήσεις του τεστ. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες σε διαχρονικές μελέτες μπο
ρεί να μετακομίσουν, να διακόψουν τη συμμετοχή τους, να aρρωστήσουν ή να πεθάνουν, καθιστwντας την ομάδα που συνεχίζει, μικρότερη και ίσως νοητικά ανwτερη. Με λίγα λό για, οι διαχρονικές μελέτες έχουν τα δικά τους ελαττwματα και η χρήση τους αρχικά οδή γησε σε μερικά λανθασμένα συμπεράσματα για τους ηλικιωμένους ανθρwπους.
Πρόσφατα δεδομένα για τη φύση τής νοημοσύνης στους ηλικιωμένους Πιο πρόσφατες μελέτες επιχείρησαν να ξεπεράσουν τα μειονεκτήματα των συγχρονικwν και των διαχρονικwν μελετwν. Στην πιο φιλόδοξη ίσως μελέτη για τη νοημοσuνη των υπε ρηλίκων -η οποία συνεχίζεται- ο Κ.
Warner Schaie εφάρμοσε τη μέθοδο των επάλληλων ομάδων. Όπως συζητήσαμε στο Κεφάλαιο 1, οι μελέτες επάλληλων ομάδων συνδυάζουν τις μεθόδους των συγχρονικwν και των διαχρονικwν ερευνwν, εξετάζοντας διαφορετικές ηλικιακές ομάδες σε διαφορετικές (περισσότερες από μία) χρονικές στιγμές. Στη μεγάλη έρευνα του
Schaie,
που έγινε στο Σηάτλ της Ουάσινγκτον, μια σειρά από
τεστ γνωστικής ικανότητας χορηγήθηκε σε μια ομάδα
500 ατόμων με τυχαία επιλογή. Οι
συμμετέχοντες ανήκαν σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, αρχίζοντας από την ηλικία των
5 ετwν στα 70. Οι συμμετέχοντες αξιολο 7 χρόνια, ενω κάθε χρόνο στρατολογοu νται και νέοι συμμετέχοντες. Αυτή τη στιγμή, έχουν αξιολογηθεί περισσότερα από 5.000 άτομα (Schaie, 1994).
20
ετwν και φτάνοντας με μεσοδιαστήματα των
γήθηκαν και συνεχίζουν να αξιολογοuνται κάθε
Η μελέτη αυτή, σε συνδυασμό με άλλες έρευνες, καταλήγει σε ορισμένες γενικεuσεις για τη φuση των αλλαγwν στη νοημοσuνη κατά την τρίτη ηλικία. Οι σημαντικότερες ήταν οι εξής:
(Schaie, 1994· Craik & Salthouse, 1999· Salthouse, 2006):
Ορισμένες ικανότητες μειwνονται προοδευτικά κατά την ενήλικη ζωή, αρχίζοντας από την ηλικία των
25
ε των, εν ω άλλες παραμένουν σχετικά σταθερές (βλέπε Σχήμα
17.11).
Δεν υπάρχει ομοιόμορφη πορεία αλλαγwν σχετικwν με την ηλικία σε όλες τις νοητικές ικανότητες. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο
15,
η ρευστή νοημοσuνη (η
ικανότητα χειρισμοu νέων προβλημάτων και καταστάσεων) μειwνεται με την ηλικία, ενω η aποκρυσταλλωμένη νοημοσuνη (η αποθήκευση πληροφοριwν, δεξιοτήτων και στρατηγικwν που έχουν αποκτηθεί) παραμένει σταθερή και μάλιστα, σε μερικές περι πτwσεις, βελτιwνεται
•
(Baltes & Schaie, 1974· Schaie, 1993).
Μερικές γνωστικές εκπτwσεις παρατηροuνται στο μέσο άτομο σε όλες τις ικανότητες, γuρω στην ηλικία των
67 ετwν. Ωστόσο, αυτές οι εκπτwσεις είναι ελάχιστες μέχρι τα 80 81 ετwν, λιγότεροι από τους μισοuς ανθρwπους που αξιο λογήθηκαν, έδειξαν συστηματική μείωση κατά τα προηγοuμενα 7 χρόνια.
χρόνια. Ακόμη και σε ηλικία
•
Σημαντικές ατομικές διαφορές παρατηροuνται στην πορεία των αλλαγwν στη νοημο σuνη. Μερικοί άνθρωποι αρχίζουν να εμφανίζουν νοητικές εκπτwσεις από τα ενw άλλοι δεν παρουσιάζουν κανένα πρόβλημα μέχρι τα
30 τους,
70 τους. Μάλιστα, περί το ένα
285
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
286
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
55
50 υ ·ω
:::1.
~
υ
45
!:5
·ω
::2:
40
Σχήμα
17.11 Αλλαγές στις
35
νοητικές λειτουργίες
25
32
39
46
53
Αν και μερικές νοητικές ικανό
60
74
67
81
88
Ηλικία
τητες μειώνονται στη διάρκεια της ενήλικης ζωής, άλλες πα
ραμένουν σχετικά σταθερές. {ΠΗΓΗ:
Schaie, 1994,
σ.
307.}
Επαγωγικός
Προσανατολισμός
Αντιληmική
Αριθμητική
Λεκτική
Λεκτική
συλλογισμός
στο χώρο
ταχύτητα
ικανότηα
ικανότητα
μνήμη
τρίτο των ατόμων στη δεκαετία των
70
έχουν υψηλότερες βαθμολογίες από τον μέσο
νεαρό ενήλικα.
•
Περιβαλλοντικοί και πολιτισμικοί παράγοντες παίζουν, επίσης, ένα ρόλο στη νοητική παρακμή. Τα άτομα που δεν είχαν κάποια χρόνια αρρώστια, ανήκαν σε υψηλότερο
κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ζούσαν σε ένα πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον, με ευέλικτο τύπο προσωπικότητας, ήταν παντρεμένοι με ευφυή σύζυγο, διατηρούσαν ικανοποιητική ταχύτητα aντιληπτικής επεξεργασίας και συναισθήματα ικανοποίησης
για τα επιτεύγματά τους στη μέση ηλικία ή στην πρώιμη τρίτη ηλικία, παρουσίασαν λιγότερες εκπτώσεις στη νοητική τους ικανότητα.
Η σχέση μεταξύ περιβαλλοντικών παραγόντων και νοητικών δεξιοτήτων υποδηλώνει ότι, με τα κατάλληλα ερεθίσματα, άσκηση και κίνητρα, οι ηλικιωμένοι μπορούν να διατηρή Πλαστικότnτα
σουν τις νοητικές τους ικανότητες. Αυτή η πλαστικότητα στις γνωστικές δεξιότητες απο
Ο βαθμός στον οποίο
δεικνύει ότι δεν υπάρχει τίποτε προκαθορισμένο ως προς τις αλλαγές που συμβαίνουν
ένα αναπτυσσόμενο σύστnμα ι'ι συμπεριφορά επιδέχεται αλλαγές λόγω εμπειρίας.
στις νοητικές ικανότητες κατά την ύστερη ενήλικη ζωή. Στην ψυχική ζωή, όπως και σε τό σους άλλους τομείς τής ανθρώπινης ανάπτυξης, το σύνθημα «αν το aφήσεις, σε αφήνει»
ταιριάζει αρκετά καλά. Με βάση αυτή την αρχή, ορισμένοι ειδικοί επιχείρησαν να σχεδιά σουν παρεμβάσεις για να βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να διατηρήσουν τις δεξιότητες επεξεργασίας πληροφοριών, όπως θα συζητήσουμε στο ειδικό κεφάλαιο «Από την έρευνα στην πράξη». Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν πιστεύουν όλοι οι ερευνητές στη θεωρία τού «αν το aφήσεις, σε αφήνει». Για παράδειγμα, ο Tίmothy
Salthouse υποστηρίζει ότι το ποσοστό
τής πραγματικής γνωστικής φθοράς στην ύστερη ενήλικη ζωή δεν επηρεάζεται από τη νοητική άσκηση. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι ορισμένοι άνθρωποι -εκείνοι που σε όλη τους τη ζωή επιδίδονταν διαρκώς σε υψηλού επιπέδου νοητιιι.ές δραστηριότητες, όπως στην
επiλυση σταυρολέξων- εισέρχονται στην τρίτη ηλικία με ένα είδος «γνωστικού αποθέμα τος:->. Αυτό το γνωστικό απόθεμα τους επιτρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν σε σχετι r.ώ; υψηλά νοητικά επίπεδα, ακόμα και αν οι εσωτεριιι.iς q:θορές όντως συμβαίνουν. Η :τόθεση αυτή είναι, πάντως, αμφιλεγόμενη και οι περισσότεροι ειδικοί στο χώρο δέχονται
τη θεωρια ότι η νοητική άσκηση είναι ευεργετική
(Salthouse. 2006).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 •
Η ΣΩΜΑτ!ΚΗ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
287
Η μνήμη στην ύστερη ενήλικη ζωή Ο συνθέτης Άαρον Κόπλαντ συνόψισε το τι συνέβη στη μνήμη του όταν γέρασε, με την εξής δήλωση: «Δεν δυσκολεύομαι να θυμηθώ ο,τιδήποτε έχει συμβεί 40 ή
50 χρόνια
πριν- ημερομηνίες, τόπους, πρόσωπα, μουσική. Αλλό., θα γίνω
επόμενα γενέθλιό. μου, στις
90 στα
14 Νοεμβρίου, και ανακαλύπτω ότι δεν μπορώ να 1980, σ. 57). Η εμπιστοσύνη μας στην ακρίβεια
θυμηθώ τι συνέβη χθες» (τime,
της ανό.λυσης του Κόπλαντ ενισχύεται από ένα λό.θος που έκανε στη δήλωσή του: στα επόμενα γενέθλιό. του θα γινόταν
80 και όχι 90 ετών!
Είναι η απώλεια της μνήμης αναπόφευκτο μέρος της γήρανσης; Όχι απαραί
τητα. Για παρό.δειγμα, διαπολιτισμικές έρευνες αποκαλύπτουν ότι σε κοινωνίες στις οποίες οι ηλικιωμένοι χαίρουν μεγό.λης εκτίμησης, όπως στην Κίνα, οι ό.ν θρωποι είναι λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν απώλειες μνήμης από ό,τι σε κοι νωνίες στις οποίες δεν συμβαίνει το ίδιο. Σε τέτοιες κοινωνίες, οι θετικές προσδο κίες σχετικό. με το γήρας μπορεί να κό.νουν τους ανθρώπους να σκέπτονται με περισσότερο θετικούς όρους για τις δυνατότητές τους
(Levy & Langer, 1994·
Hess, Auman, & Co\combe, 2003).
Η απώλεια της μνήμης δεν είναι τόσο συνή
Ακόμη και όταν η παρακμή της μνήμης, που μπορεί ό.μεσα να αποδοθεί
στη γήρανση, όντως συμβαίνει, περιορίζεται κυρίως στη μνήμη επεισοδίων, η
θης στους κινέζους ηλικιωμένους όσο είναι στη Δύση.
οποία σχετίζεται με συγκεκριμένες εμπειρίες της ζωής, όπως π. χ. η ανό.κληση του πρώτου
ταξιδιού στο εξωτερικό. Αντίθετα, ό.λλοι τύποι μνήμης, όπως η σημασιολογική μνήμη (γε νικές γνώσεις και ό.λλες γνώσεις όπως το γεγονός ότι 2
+ 2 =4 ή το όνομα της Γαλλίας)
και
η άδηλη μνήμη (γνώσεις για τις οποίες οι ό.νθρωποι δεν έχουν συνειδητή επίγνωση, όπως πώς να κό.νεις ποδήλατο), σε μεγό.λο βαθμό μένουν ανεπηρέαστες από την ηλικία (Nίlsson
et al., 1997· Dixon, 2003· Nilsson, 2003). Από την έρευνα στην πράξη Ασκώντας τον εγκέφαλο που γερνάει Η φίλη μου η Τζ. (« Τζένη») βαδίζει έξι χιλιόμετρα την ημέρα, εκτός αν ο καιρός εί ναι άσχημος: στην περίπτωση αυτή, κάνει μόνο τρία ή τέσσερα. Είναι μανιώδης αναγνώστρια και συμμετέχει σε διάφορες ηλεκτρονικές ομάδες φιλοσοφικών συζη τήσεων. Η Τζ. είναι στα
70 και ανήκει σε εκείνους τους ανθρώπους που η
ζωή τους,
αντί να μείνει κενή μετά τη σύνταξη, γέμισε σχεδόν ασφυκτικά. Μου αρέσει να μι λάω μαζί της, αλλά ανακάλυψα ότι χρειάζεται να της αφήνω αρκετά μηνύματα στον τηλεφωνητή και να της στέλνω και μερικά e-maίl για να τη βρω. Είναι πάντα
απασχολημένη
(McCartney, 2006, σ.1).
Η γνωστική παρακμή στην τρίτη ηλικία απέχει πολύ από το να είναι αναπόφευκτη. Η έρευνα δείχνει ότι η έκθεση σε συνεχή νοητικό. ερεθίσματα διατηρεί οξείες τις γνωστικές ικανότητες, αν και καθώς οι ό.νθρωποι περνούν στην ηλικία της σύνταξης, οι ευκαιρίες και τα κίνητρό.
τους για γνωστικές προκλήσεις μπορεί να μειώνονται. Πρόσφατες μελέτες για την αποτελε σματικότητα της νοητικής ό.σκησης υποστηρίζουν ότι μια σχετικό. μικρή επένδυση χρόνου και προσπό.θειας μπορεί να αποδώσει μεγό.λα οφέλη στη νοητική λειτουργία των ηλικιωμένων.
Η ερευνήτρια Sherry L. Willis και οι συνεργό.τες της εξέτασαν τα μακροπρόθεσμα οφέλη της γνωστικής ό.σκησης των ηλικιωμένων στον πραγματικό κόσμο. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα της
Willis
ήταν υγιείς ενήλικες ό.νω των
65
με καλές γνωστικές και λειτουργικές
288
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ Ε
ΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ικανότητες. Παρακολούθησαν
10
συνεδρίες rνωστιzti; άσ-r.ηm1ς διάρκειας μlας περiπου
ιΟρας η καθεμlα, με την κάθε συνεδρlα να γίνεται όλο zαι δt!σ-r.οί ότερη. Τρεις ομάδες συμμε
τεχόντων παρακολούθησαν πρόγραμμα για την άσ-r.ηση τη; μνήμης (όπως μνημονικές στρα τηγικές για την απομνημόνευση καταλόγων λεξεων). την ασ-r.ηση στο συλλογισμό (όπως να
βρlσκουν τον τρόπο διάταξης σε ακολουθίες αριθμιΟν) ή για την άσκηση στην ταχύτητα επε ξεργασίας (όπως να αναγνωρίζουν αντικείμενα :ι:ου εμq;ανίζονταν για σύντομο διάστημα στην οθόνη ενός υπολογιστή). Ορισμένοι συμμετέχοντες ακολούθησαν πρόγραμμα «ενισχυ
τικής» άσκησης
1 χρόνο αργότερα και έπειτα 3 χρόνια αργότερα, άσκηση περιλάμβανε 4 επιπλέον συνεδρίες (Willis et al. 2006).
ενιΟ η κάθε ενισχυτική
Τα γνωστικά οφέλη ήταν σε σημαντικό βαθμό φανερά πέντε χρόνια μετά τις αρχικές συ
νεδρίες άσκησης. Σε σύγκριση με μια ομάδα ελέγχου που δεν ασκήθηκε καθόλου, οι συμμε τέχοντες που παρακολούθησαν πρόγραμμα άσκησης στο συλλογισμό είχαν
40%
καλύτερη
επίδοση σε έργα συλλογισμού μετά από
5 χρόνια, αυτοί που παρακολούθησαν πρόγραμμα 75% καλύτερη επίδοση σε έργα μνήμης και όσοι ασκήθηκαν στην είχαν ένα συγκλονιστικό 300% καλύτερη επίδοση σε συναφή έργα.
άσκησης της μνήμης είχαν
ταχύτητα αντίδρασης
Για να αντιληφθείτε αυτά τα αποτελέσματα με μια άλλη προοπτική, φανταστείτε να περνάτε
2 εβδομάδες
κάνοντας ασκήσεις σε ένα γυμναστήριο για μία ιΟρα την
ημέρα και μετά να μην ασχοληθείτε ξανά καθόλου σθητή βελτίωση
- αλλά να βλέπετε 5 χρόνια αργότερα (Vedantam, 2006· Willis et al., 2006)!
ακόμη αι
Ως προς τα οφέλη σε λειτουργίες της καθημερινής ζωής (όπως το να κατανοεί κανείς τις πληροφορίες στα μπουκαλάκια με τα φάρμακα ή να βρίσκει έναν αριθ
μό τηλεφιΟνου ), μόνον όσοι ασκήθηκαν στην ταχύτητα επεξεργασίας και παρα κολούθησαν τις ενισχυτικές συνεδρίες έδειξαν βελτίωση στην πενταετία. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες και στις τρεις ομάδες γνωστικής άσκησης ανέφεραν μεγαλύτε
ρη εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να ολοκληριΟνουν σύνθετες καθημερινές εργασίες, όπως τις δουλειές τού σπιτιού, την προετοιμασία του φαγητού, τα λογι στικά και τα ψιΟνια. Αυτή η αυτοπεποίθηση είναι σημαντική καθεαυτή, επειδή συνδέεται με μεγαλύτερη ανεξαρτησία, λιγότερη εξάρτηση από τις κοινωνικές
υπηρεσίες και μεγαλύτερη μακροβιότητα Η
Willis
(Willis et al., 2006).
ερμηνεύει αυτά τα ευρήματα ως αποδείξεις ότι η νοητική άσκηση
λειτουργεί εν πολλοίς με τον ίδιο τρόπο, όπως η σωματική άσκηση για τους ηλι Αν και ορισμένοι τομείς της νοημοσύ νης φθίνουν στη διάρκεια της ύστερης
ενήλικης ζωής -όπως και στις προη
κιωμένους. Παρόλο που δεν σταματά τη φθορά εντελιΟς, φαίνεται πως την επι
βραδύνει
-
και δεν έχει τόση σημασία με ποια δραστηριότητα επιλέγει κανείς να
γούμενες φάσεις της ενήλικης ζωής- η
ασχοληθεί όσο το να ασχολείται με αυτήν σε τακτική βάση. Τα παιχνίδια και οι
aποκρυσταλλωμένη νοημοσύνη (η απο
γρίφοι, όπως το σκάκι και τα σταυρόλεξα, μπορούν να είναι αναζωογονητικά και
θήκευση πληροφοριών, δεξιοτήτων και
στρατηγικών που
έχει
αποκτήσει το
ευχάριστα. Η σταθερή εμπλοκή με κάποιου είδους νοητική άσκηση -και με συνε
άτομο) παραμένει σταθερή και μάλιστα
χή αύξηση του επιπέδου δυσκολίας για να διατηρείται η πρόκληση- είναι το κλει
μπορεί και να βελτιωθεί.
δί για την επιτυχlα
(Vedantam, 2006· Willis et al.. 2006).
Οι μνημονικές δυνατότητες πράγματι αλλάζουν zατά την τρίτη ηλικία. Για παράδειγ μα, η βραχύχρονη μνήμη εξασθενεί προοδευτικά zατά την εΥήί. ικη ζωή μέχρι την ηλικία των
70 ετιΟν, οπότε η φθορά γίνεται πιο έντονη. Η με-rαί.ύ
που παρουσιάζονται με γρήγορο ρυθμό και λεκτικά. ό:τω;
μιας τηλεφωνικής γραμμής για την τεχνική υποστήριξη t'. ρά περiπλοκων οδηγιιΟν για τη διόρθωση προβλήματος
ερη
θορα αq:ορά πληροφορίες
· m• zά:τοιος από το προσωπικό ί.σyι ω • εξαπολύει» μια σει · ι•, οι.ο· στη. Επιπρόσθετα, οι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
17 • Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
289
πληροφορίες για πράγματα που είναι απολύτως άγνωστα, είναι πιο δύσκολο να ανακλη θούν. Για παράδειγμα, προβλήματα εμφανίζονται στην απομνημόνευση θεατρικών απο σπασμάτων, ονομάτων και προσώπων ανθρώπων, ακόμη και κρίσιμων πληροφοριών, όπως οι ιατρικές οδηγίες, πιθαyότατα επειδή οι νέες πληροφορίες δεν καταγράφονται και
δεν υφίστανται επεξεργασία εξίσου αποτελεσματικά, όταν συναντώνται για πρώτη φορά. Αν και αυτές οι σχετικές με την ηλικία αλλαγές είναι σχετικά μικρές και η επίδρασή τους στην καθημερινή ζωή αμελητέα (διότι οι περισσότεροι ηλικιωμένοι μαθαίνουν αυτόματα να τις αντισταθμίζουν), οι μνημονικές απώλειες είναι πραγματικές
(Cherry & Park, 1993·
Carroll, 2000· Light, 2000). Αυτοβιογραφική μνήμη.
Όσον αφορά στην αυτοβιογραφική μνήμη του ατόμου, τις
αναμνήσεις δηλαδή ή πληροφορίες για τη ζωή του, οι ηλικιωμένοι υπόκεινται σε μερικές από τις ίδιες αρχές που διέπουν την ανάκληση και στους νεότερους ενήλικες. Για παράδειγμα, η
Αυτοβιογραφικri μνriμn Ανα!Μlσεις πληροφοριών
γιο τn ζωn ενός ατόμου .
ανάκληση στη μνήμη συχνά ακολουθεί την αρχή της Πολυάννας, κατά την οποία οι ευχάρι στες αναμνήσεις ανακαλούνται ευκολότερα από τις δυσάρεστες. Με παρόμοιο τρόπο, το άτο μο τείνει να ξεχνά πληροφορίες για το παρελθόν που δεν είναι σύμφωνες με τον τρόπο που βλέπει τώρα τον εαυτό του. Στην περίπτωση αυτή, είναι πιθανό ότι «προσαρμόζει» την πλη ροφορία που τελικά ανακαλε~ ώστε να ταιριάζει με την τωρινή εικόνα του εαυτού του, όπως μια αυστηρή μητέρα που δεν θυμάται ότι μεθούσε στα πάρτυ του σχολείου της (Rubin, 1996· Eacott, 1999· Rubin & Greenberg, 2003· Skowronski, Walker, & Betz, 2003· Loftus, 2003). Όλοι οι άνθρωποι συνήθως θυμούνται ιδιαίτερες περιόδους της ζωής τους περισσότερο από ό,τι άλλες. Όπως φαίνεται στο Σχήμα
17.12, οι 70χρονοι συνήθως θυμούνται καλύτερα aυτοβιογραφικές λεπτομέρειες από τότε που ήταν 20 ή 30 ετών. Αντίθετα, οι 50χρονοι είναι πιθανότερο να έχουν περισσότερες αναμνήσεις από τα εφηβικά τους χρόνια και τη δεκαετία των 20 χρόνων τους. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανάκληση παλαιότερων περιόδων ζωής εί ναι καλύτερη από την ανάκληση πιο πρόσφατων δεκαετιών, αλλά όχι τόσο πλήρης όσο η ανάκληση πολύ πρόσφατων γεγονότων
Ανάκληση σε ηλικία
(Fromholt & Larsen, 1991· Rubin, 2000). Αίτια των μνημονικών αλλαγών στην τρίτη ηλικία.
i5
Ανάκληση σε ηλικία
~
Οι ερ
70 50
ετών ετών
ι.\j
μηνείες για τις έκδηλες αλλαγές στη μνήμη των ηλικιωμένων συ νήθως εστιάζουν σε τρεις βασικές κατηγορίες: περιβαλλοντικοί
~
παράγοντες, ελλείμματα στην επεξεργασία των πληροφοριών και βιολογικοί παράγοντες.
'§;" :::1.
σ
i5
Περιβαλλοντικοί παράγοντες. Μερικοί βραχυπρόθεσμοι πα ράγοντες που προκαλούν εξασθένηση στη μνήμη παρατηρού
.g:
νται συχνότερα σε ηλικιωμένους. Για παράδειγμα, οι ηλικιω
~
μένοι είναι πιθανότερο από ό,τι οι νεότεροι να παίρνουν φάρ μακα, τα οποία δρουν αρνητικά για τη μνήμη. Η χαμηλότερη
<Ε
Δεκαετία
60
επίδοση των ηλικιωμένων στη μνήμη μπορεί να σχετίζεται με τη λήψη φαρμάκων και όχι με την ηλικία καθαυτή. Παρομοίως προβλήματα στη μνήμη μπορεί μερικές φορές
50
40
30
20
Εφηβεία
1ο-ο
Περίοδος ζωής που ανακαλείται
Σχήμα 17.12 Ανάκληση γεγονότων του παρελθόντος Η ανάκληση αυτοβιογραφικών πληροφοριών ποικίλλει ανά
να αποδοθούν σε αλλαγές στη ζωή του ηλικιωμένου. Για πα
λογα με την ηλικία. Οι 70χρονοι ανακαλούν καλύτερα λεmο
ράδειγμα, οι συνταξιούχοι δεν αντιμετωπίζουν πλέον νοητικές
μέρειες από τις δεκαετίες των 20 και των 30 ετών, και οι
προκλήσεις από την εργασία τους και έτσι ασκούνται λιγότερο στη χρήση της μνήμης τους. Επίσης, τα κίνητρά τους για ανά
50χρονοι ανακαλούν καλύτερα αναμνήσεις από τα εφηβικά
τους χρόνια και τη δεκαετία των 20 ετών . Οι άνθρωποι και στις δύο ηλικιακές κατηγορίες ανακαλούν καλύτερα τις
κληση πληροφοριών μπορεί να είναι λιγότερα από ό,τι προη
πρόσφατες πληροφορίες.
γουμένως, πράγμα που ίσως ερμηνεύει τη χαμηλότερη επίδοση
{ΠΗΓΗ:
Rubin, 1986.)
290
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ 8
ΥΣΤΕΡΗ Ε
ΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
σε μνημονικά έργα. Επίσης, μπορεί να έχουν λιγότερα κίνητρα α.ιό οι: ; Υεότερους να
καταβάλουν πολλή προσπάθεια, όταν παίρνουν μέρος, σε σχετικά ;τειράματα. Ελλείμματα οτην επεξεργασία των πληροφοριών. Τα προβλήματα τη; μyημης μπορεί, επίσης, να συνδέονται με αλλαγές στην ικανότητα επεξεργασίας των ;τληροφοριών. Για
παράδειγμα, καθώς το άτομο πλησιάζει στην τρίτη ηλικία, η ικανότητά του να αναστέλ λει άσχετες πληροφορίες και σκέψεις μπορεί να μειώνεται και αυτές οι άσχετες σκέψεις
παρεμποδίζουν την επιτυχημένη επίλυση προβλημάτων. Με παρόμοιο τρόπο, η ταχuτη τα στην επεξεργασία των πληροφοριών μπορεί να φθίνει, περίπου όπως η επιβράδυνση του χρόνου αντίδρασης που περιγράφηκε παραπάνω, οδηγώντας σε ελάττωση της μνή μης στην τρίτη ηλικία
(Bashore, Riddenkhof, & van der Molen, 1998· Palfai, Halpeήn & Hoyer, 2003· Salthouse, Atkinson, & Berish, 2003). Μια άλλη άποψη στο χώρο της επεξεργασίας πληροφοριών υποστηρίζει ότι οι ηλικιω
μένοι εστιάζουν σε νέα ερεθίσματα λιγότερο αποτελεσματικά από ό,τι τα νεότερα άτομα και έχουν μεγαλuτερη δυσκολία να προσέξουν τα κατάλληλα ερεθίσματα και να οργανώ σουν το υλικό στη μνήμη τους. Αυτή η προσέγγιση του ελλείμματος στην επεξεργασία
πληροφοριών, η οποία έχει τη μεγαλuτερη ερευνητική στήριξη, θεωρεί ότι οι εκπτώσεις της μνήμης οφείλονται σε αλλαγές στην ικανότητα να προσέχει κανείς και να οργανώνει ερεθίσματα τα οποία εμπλέκουν μνημονικές δεξιότητες. Σuμφωνα με την άποψη αυτή, οι
ηλικιωμένοι χρησιμοποιοuν, επίσης, λιγότερο αποτελεσματικά τις διεργασίες ανάσυρσης πληροφοριών από τη μνήμη. Τα ελλείμματα αυτά στην επεξεργασία πληροφοριών οδη γοuν τελικά σε μείωση των ικανοτήτων ανάκλησης
(Craik, 1994· Castel & Craik, 2003).
Βιολογικοί παράγοντες. Η τελευταία από τις μείζονες προσεγγίσεις για την ερμηνεία των αλλαγών στη μνήμη στη διάρκεια της uστερης ενήλικης ζωής επικεντρώνεται στους βιολογικοuς παράγοντες. Σuμφωνα με την άποψη αυτή, οι μνημονικές αλλαγές
είναι αποτέλεσμα της επιδείνωσης της κατάστασης του εγκεφάλου και του σώματος. Για παράδειγμα, τα προβλήματα στη μνήμη επεισοδίων μπορεί να σχετίζονται με τον εκφυλισμό των μετωπιαίων λοβών του εγκεφάλου ή με τη μείωση των οιστρογόνων. Ορισμένες μελέτες δείχνουν, επίσης, απώλεια κυττάρων στον ιππόκαμπο, ο οποίος έχει αποφασιστικό ρόλο στη μνήμη. Όμως, συγκεκριμένα είδη ελλειμμάτων της μνήμης πα ρατηροuνται σε πολλοuς υπερήλικες, χωρίς καμία ένδειξη βιολογικοu εκφυλισμοu
(Shaywitz et al., 1999· Eberling et al., 2004· Lye et al. 2004). Η μάθηση στην ύστερη ενήλικη ζωή:
Ποτέ δεν είναι αργά για να μάθει κανείς Η πανεπιστημιόπολη του Πανεπιστημίου του Αρκάνσας βουίζει από τις συζητήσεις
των φοιτητών για τις εξετάσεις τού εξαμήνου και για το ποδόσφαιρο. Σε μια καφε τέρια, οι φοιτητές γκρινιάζουν για το φαγητό. «Πού είναι τα ρολά με λαχανικά;» λέει ο ένας. «Είμαι χορτοφάγος και εδώ έχουν μόνο κρέας», παραπονιέται ένας άλλος. Σύντομα, όμως, όλοι αρχίζουν να παραπο
νούνται για τα μαθήματα. Μια τυπική κολεγιακή σκηνή- με εξαίρεση τα μ:rαστούνια, τα ακουστικά και τα κάτασπρα μαλλιά που επικρατούν. Είναι το από
60
Elderhostel, ένα πρόγραμμα για
άτομα
ετών και πάνω, που διοργανώνει ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός τής
Βοστώνης, ο οποίος ιδρύθηκε το
1975
και στρατολογεί κολέγια για εβδομαδιαίες
εκπαιδευτικές συνεδρίες σε ποικίλα αντικείμενα, α.-rό τη γενεαλογία έως την αρχαιο λογία της Αιγύπτου
(Stern, 1994, σ. Α1).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 •
Η ΣΩΜΑτΙΚΉ ΚΑΙ Η ΓΝΩΣτΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η Ντόροθυ ΜακΆλπιν είναι μία από τους πάνω από
250.000 ανθρώπους που εγγράφονται κάθε χρόνο σε μαθήματα οργανωμένα από το πρόγραμμα Elderhostel, το μεγαλύτερο εκπαι δευτικό πρόγραμμα για άτομα τρίτης ηλικίας. Με εκπροσώπους στις πανεπιστημιοπόλεις όλου του κόσμου, το κίνημα
Elderhostel είναι
μία από τις όλο και περισσότερες αποδείξεις
ότι η νοητική ανάπτυξη και αλλαγή συνεχίζει να είναι σημαντική σε όλη τη διάρκεια της αν θρώπινης ζωής, ακόμη και στην τρίτη ηλικία. Πράγματι, όπως τονίστηκε στην ανασκόπηση της έρευνας για τη νοητική άσκηση, η άσκηση συγκεκριμένων γνωστικών δεξιοτήτων μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους ηλικιωμένους που θέλουν να διατηρήσουν σταθερή τη νοητική τους λειτουργία
(Sack, 1999· Simson, Wilson, & Harlow-Rosentraub, 2006). Προγράμματα όπως το Elderhostel γίνονται όλο και περισσότερο δημοφιλή, στο πλαί
σιο μιας αυξανόμενης τάσης μεταξύ των υπερηλίκων για διατήρηση των ικανοτήτων τους. Επειδή οι περισσότεροι ηλικιωμένοι είναι συνταξιούχοι, έχουν χρόνο για να συνεχίσουν τη
μόρφωσή τους και να εντρυφήσουν σε θέματα που πάντα τους ενδιέφεραν. Αν και δεν είναι όλοι σε θέση να πληρώσουν τα δίδακτρα του
Elderhostel, πολλά δημό
σια κολέγια ενθαρρύνουν τους ηλικιωμένους πολίτες να εγγραφούν σε μαθήματα, παρέχο
ντάς τους δωρεάν διδασκαλία. Επιπλέον, μέσα ή κοντά σε πανεπιστημιουπόλεις έχουν ιδρυ θεί κοινότητες συνταξιούχων, όπως αυτές που κατασκευάστηκαν από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και από το Πανεπιστήμιο
Penn State (Beck, 1991- Masunaga, 1996· Powell, 2004).
Αν και ορισμένοι ηλικιωμένοι αμφιβάλλουν για τις νοητικές τους ικανότητες και, έτσι,
αποφεύγουν τα τακτικά μαθήματα στο κολέγιο, όπου θα έχουν να ανταγωνιστούν νεότε ρους φοιτητές, οι αμφιβολίες τους είναι aστήρικτες σε μεγάλο βαθμό. Οι ηλικιωμένοι συνή θως δεν δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε δύσκολα πανεπιστημιακά μαθήματα. Επιπλέ
ον, οι καθηγητές και οι άλλοι φοιτητές γενικώς θεωρούν την παρουσία ηλικιωμένων ατόμων, με τις ποικίλες και ουσιαστικές εμπειρίες από τη ζωή, ένα πραγματικό εκπαιδευτικό πλεονέ κτημα
(Simpson, Simon, & Wilson, 2001· Simson, Wilson, & Harlow-Rosentraub, 2006).
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη
•
Μολονότι μερικές νοητικές ικανότητες φθίνουν προοδευτικά στη διάρκεια της ενήλι
•
Η νοητική ικανότητα διατηρεί σημαντική πλαστικότητα και μπορεί να υποστηριχθεί με
κης ζωής, από την ηλικία των
25
ετών και μετά, άλλες παραμένουν σχετικά σταθερές.
παροχή ερεθισμάτων, με άσκηση και κίνητρα.
Οι εκπτώσεις στη μνήμη επηρεάζουν κυρίως τη μνήμη επεισοδίων και τη βραχύχρονη
•
μνήμη. Οι ερμηνείες για τις αλλαγές στη μνήμη κατά την τρίτη ηλικία εστιάζουν στους περι
•
βαλλοντικούς παράγοντες, στη μείωση της ικανότητας για επεξεργασία των πληροφο ριών και σε βιολογικούς παράγοντες.
ΒΑΣΙΚΟΙ ))))))-
OPOI
Γεροντολόγοι (σ.
ΚΑΙ
ΕΝΝΟΙΕΣ
258)
)-
260) Πρωτογενnς γnρανσn (σ. 262) Δευτερογενnς γιlρανσn (σ. 262) Οστεοnόρωσn (σ. 263) Υnόθεσn nεριφερικιlς εnιβράδυνσnς (σ.
266)
Υnόθεσn γενικευμένnς εnιβράδυνσnς
.,..
θεωρίες φθορός αrιό τn χρήσn
.,.. .,.. .,..
Προσδόκιμο ζωιlς (σ.
(σ.266)
Ηλικιακός ρατσισμός (σ.
)))-
Άνοια (σ.
(σ.
272)
Νόσος του Αλτσχάιμερ (σ.
272)
θεωρίες γενετικού nρογραμματισμού
για το γιlρας (σ.
279)
279)
Πλαστικότnτα
(σ.
280) 286)
Αιποβιογραφική ΙΜ'ιμn
(σ.289)
291
18
Η κοινωνικn ανάπτυξn και
n
ανάπτυξn τns προσωπικότnταs στnν ύστερn ενnλικn zωn
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
--
ΑΝΑΠτv:Ξ:Η ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ
ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΗΡΑΝΣΗ
ΣτΗΝ ΥΗΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ΣτΗΝ ΥΗΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
•
Συνέχεια και αλλαγές
•
στnν προσωπικότnτα
Διευθετnσεις χώρου
Ο γάμος στα τελευταiα χρόνια τnς zωnς
στn zωn των nλικιωμένων
Τα κοινωνικά δiκτυα στnν τpiτn nλικiα
κατό τnν ύστερn ενιlλικn zωn
•
Οικονομικά znτnματα στnν τpiτn nλικiα
Θεωρiες nλικιακnς διαστρωμότωσnς
•
Εργασiα και συνταξιοδότnσn
στnν ύστερn ενιlλικn zωn
Οικογενειακές σχέσεις στnν τpiτn nλικiα
•
στnν τpiτn nλικiα
Κακοποinσn nλικιωμένων:
Σχέσεις με δυσμενn εξέλιξn
Γiνεται ο άνθρωπος σοφότερος με τnν nλικiα; Ευτυχισμένα γnρατειό:
Ποιο εiναι το μυστικό;
Πρόλογος: Έρωτας στην τρίτη ηλικία Φωτογραφίες των πεθαμένων συzύγων τους κοιτάzουν πάνω από το κρεβάτι τnς Τ. («τίνος»), Ν. («Νίκου»), άλλον», λέει
76 ετών, και του 73 ετών . «Μας βοnθnσαν να γίνουμε αυτοί που είμαστε. Τους τιμούμε, όπως τιμούμε ο ένας τον n Τ.
Συναντnθnκαν σε ένα πικνίκ για μοναχικούς ανθρώ πους πέντε χρόνια πριν. Εκείνος nταν ένας αμετανόnτος
συντnρnτικός και εκείνn μια πολιτικά φιλελεύθερn γυναί
κα. Εκείνος nταν ένας υπέρβαρος συνταξιούχος μάγειρος και εκείνn μια συνταξιούχος διαιτολόγος που λάτρευε τn γυμναστικn. Ανnκαν σε διαφορετικές εκκλnσίες. Είχαν χn ρέψει και οι δύο και είχαν παιδιά και εγγόνια. «Τι παράξενο zευγάρι», λέει ο Ν. «Αλλά θα σας πω κά
τι: τnν αγαπώ αυτn τn γυναίκα. Μπορούμε να κουβεντιά zουμε, να διαφωνούμε, αλλά ποτέ δεν πnγαίνουμε θυμω
μένοι στο κρεβάτι, ποτέ». Σιγά σιγά εκείνος μετακόμισε στο διαμέρισμά τnς αλλά κράτnσε και το δικό του, που τώρα το έχουν νοικιάσει ως επένδυσn. Παντρεύτnκαν στnν εκκλnσία, αλλά χωρίς άδεια
γάμου. « Ο λογιστnς τnς και ο δικnγόρος μου μας συμβού λεψαν να μnν περιπλέξουμε τα znτnμaτa τnς κλnρονομιάς,
και συμφωνnσαμε» λέει ο Ν. «Στα δικά μας μάτια, είμαστε παντρεμένοι ... »
Τα τελευταία χρόνια, ο Ν. έχει βnματοδότn για τnν καρ διά του, έκανε μια επέμβασn δακτυλίου στο στομάχι
Ο έρωτας μπορεί να ανθίσει κατά τη διάρκεια της ύστερης ενή λικης ζωής και μπορεί να είναι το ίδιο έντονος και ολοκληρωμέ νος όσο σε προηγούμενα στάδια της ζωής.
για να χάσει βάρος και πέρυσι έβαλε ένα εμφύτευμα στο πέος «γιατί nθελα να έχω σεξουαλικn επαφn με τnν Τ. Άξιzε τον κόπο» . Όσο γερνάνε, <ψε λίγn τύχn, θα έχουμε μερικά καλά χρόνια να περάσουμε, να κάνουμε πράγματα με άλ
λους, να παρακολουθούμε μαθnματα και να είμαστε μαzί», λέει
n Τ.
«Έχουμε χάσει από έναν σύzυγο ο καθέ
νας και ξέρουμε πως ένας από τους δύο μας θα το ξαναπεράσει αυτό. Το μόνο που έχουμε είναι το τώρα . Και τώρα είμαστε οι καλύτεροι φίλοι και οι καλύτεροι εραστές»
(Wolfe, 2007,
σ.
1Ε).
294
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η ζεστασιά και η στοργή ανάμεσα στην Τ. και τον . είναι φανερές. Η σχέση τους παLζει κεντρικό ρόλο στη ζωή τους και η αμοιβαLα αγάπη και ο θαυμασμός τους εLναι στο ανώτε ρο σημεLο των ανθρώπινων σχέσεων. Το κεφάλαιο αυτό ασχολεLται με τις κοινωνικές και συναισθηματικές πλευρές τής ύστερης ενήλικης ζωής, οι οποLες παραμένουν εξίσου κεντρικό ζήτημα της ζωής, όσο και στις προηγούμενες περιόδους. Στην αρχή εξετάζεται η συνέχεια στην ανάπτυξη της προ σωπικότητας στους υπερήλικες και μετά περιγράφονται διάφοροι τρόποι με τους οποLους το άτομο μπορ ε( να έχει ένα ικανοποιητικό γήρας. Στη συνέχεια περιγράφονται τρόποι με τους οποLους ποικLλοι κοινωνικοL παράγοντες επηρεάζουν τις συνθήκες της καθημερινής ζωής των ηλικιωμένων. Παρουσιάζονται οι διάφορες ρυθμLσεις στους χώρους κατοικLας τους, καθώς και τρόποι με τους οποLους τα οικονομικά και χρηματικά ζητήματα επηρεάζουν τη ζωή τους. Γινεται, επLσης, λόγος για το πώς το πολιτισμικό πλαLσιο διέπει τον τρόπο με τον οποLο αντιμετωπLζονται οι ηλικιω μένοι, περιγράφεται η επLδραση της εργασLας και της συνταξιοδότησης στους ηλικιωμέ
νους και διερευνώνται τρόποι με τους οποLους η αποχώρηση από την εργασLα μπορεL να βελτιστοποιηθει Τέλος, το κεφάλαιο εξετάζει τις σχέσεις στην ύστερη ενήλικη ζωή, όχι μόνο μεταξύ τού
παντρεμένου ζευγαριού, αλλά και με άλλους συγγενεLς και φLλους. Παρουσιάζονται δεδο μένα που δεLχνουν πώς τα κοινωνικά δLκτυα της τρLτης ηλικLας συνεχLζουν να παLζουν έναν σημαντικό -και υποστηρικτικό- ρόλο στη ζωή των ανθρώπων αλλά και πώς γεγονό τα, όπως το διαζύγιο των γονέων, δεκαετLες ενωρLτερα, μπορούν ακόμη να έχουν σημαντι
κή επLδραση στην πορεLα της ζωής του ατόμου. Το κεφάλαιο κλεLνει με τη μελέτη ενός φαι νομένου με αυξανόμενη συχνότητα, της κακοποLησης των ηλικιωμένων.
Ανάπτυξη της προσωπικότητας και φυσιολογική γήρανση Η Γκ. («Γκρέτα») έχει ένα σκανταλιάρικο τρόπο, μια συνήθεια να σε σκουντάει, όταν έχει να πει κάτι αστείο. Αυτό συμβαίνει συχνά, γιατί έτσι βλέπει τον κόσμο. Ακόμη και ο τραυματισμός της στο γόνατο πέρυσι, που την ανάγκασε να σταμα τήσει τη συμμετοχή της στην ομάδα μπόουλινγκ και διέκοψε τη σειρά κυπέλλων στο τραπέζι της τραπεζαρίας της, δεν είναι -κατά τη γνώμη της- μια αδυναμία της ηλικίας. Η Γκ.,
93
ετών, έχει την ίδια σπιρτόζικη προσέγγιση στη ζωή τώρα, στα
όσο είχε και στα
20,
90 της,
κάτι που δεν συμβαίνει σε όλους τους ηλικιωμένους... «Χαίρο
μαι τη ζωή. Ανήκω σε όλες τις λέσχες. Μου αρέσει να μιλάω στο τηλέφωνο. Γράφω στους παλιούς μου φίλους». Σταματάει για λίγο. «Όσους ζουν ακόμη»
(Pappano,
1994, σ. 19, 30). Με πολλούς τρόπους η ηλικιωμένη αυτή γυναLκα, με την εξυπνάδα, τη διάθεση για ζωή και με ένα τεράστιο πεδLο δραστηριοτήτων, παραμένει ίδια, όπως τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, για άλλους ηλικιωμένους, ο χρόνος και οι συνθήκες φαίνεται πως επιφέρουν αλλα
γές στην πορεLα της ζωής, στο πώς βλέπουν τον εαυτό τους και ίσως ακόμη και στην Lδια τους την προσωπικότητα. Πράγματι, ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα που θέτουν οι ερευνητές τής διά βLου ανάπτυξης αφορά στο βαθμό στον οποίο η προσωπικότητα παρα μένει σταθερή ή αλλάζει στην τρLτη ηλικLα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
295
Συνέχεια και αλλαγές στην προσωπικότητα κατά την ύστερη ενήλικη ζωή Ειναι η προσωπικότητα σταθερή κατa την ύστερη ενήλικη ζωή ή μεταβaλλεται σημαντι κό; Η απaντηση εξαρτaται από τις πλευρές τής προσωπικότητας που εξετaζει κανείς. Σύμφωνα με τους
Paul Costa και Robert McCrae, των οποίων η έρευνα παρουσιaστηκε 16, οι «Μεγaλοι Πέντε» παρaγοντες της προσωπικότητας (νευρωτι
ήδη στο Κεφaλαιο
σμός, εξωστρέφεια, δεκτικότητα σε εμπειρίες, προσήνεια και ευσυνειδησία) παραμένουν αξιοσημείωτα σταθεροί σε όλη τη διaρκεια της ενήλικης ζωής. Για παρaδειγμα, ο ήρεμος 20χρονος θα συνεχίσει να είναι ήρεμος και στα
75, και το aτομο που έχει θετική αυτοεικό
να στις αρχές της ενήλικης ζωής, θα έχει την ίδια αυτοεικόνα και στην ύστερη ενήλικη ζωή
(Costa & McCrae, 1988· 1989· 1997· McCrae & Costa, 1990· 2003). Για παρaδειγμα, σε ηλικία 93 ετών, η ηλικιωμένη «Γκρέτα» είναι ακόμη δραστήρια και έχει χιούμορ, όπως όταν ήταν 20 ετών. Παρομοίως, και aλλες διαχρονικές έρευνες έχουν δεί ξει ότι τα γνωρίσματα της προσωπικότητας παραμένουν αρκετa σταθερa. Συνεπώς, φαίνε
ται ότι υπaρχει μια θεμελιώδης συνέχεια στην προσωπικότητα
(Field & Millsap, 1991).
Παρ' όλη τη γενική σταθερότητα στα βασικa γνωρίσματα της προσωπικότητας, υπaρ χει ακόμη η δυνατότητα για αλλαγές με το πέρασμα του χρόνου. Όπως σημειώθηκε στο Κεφaλαιο
16, οι βαθιές αλλαγές που επισυμβαίνουν στη διaρκεια της ενήλικης ζωής στο
κοινωνικό περιβaλλον του ατόμου, μπορεί να επιφέρουν διακυμaνσεις και αλλαγές στην προσωπικότητα. Αυτό που είναι σημαντικό για ένα aτομο στα τα το ίδιο με αυτό που ήταν σημαντικό στα
80 του, δεν είναι απαραίτη
40 του.
Για να ερμηνεύσουν αυτού του είδους τις αλλαγές, μερικοί θεωρητικοί εστίασαν την προσοχή τους σε στοιχεία aσυνέχειας της ανaπτυξης. Όπως θα δούμε αμέσως μετa, οι έρευνες των
Erik Erikson, Robert Peck, Daniel Levinson και Bernice Neugarten εξέτασαν
τις αλλαγές στην προσωπικότητα, οι οποίες εμφανίζονται ως συνέπεια των νέων προκλή σεων της ύστερης ενήλικης ζωής.
Ακεραιότητα του εγώ ή απόγνωση: Το τελευταίο στάδιο στη θεωρία του Η τελευταία «λέξη» τού ψυχαναλυτή
Erikson.
Erik Erikson για την προσωπικότητα αφορa στην
ύστερη ενήλικη ζωή, την εποχή κατa την οποία, όπως υποστήριξε, οι ηλικιωμένοι περνούν στο τελευταίο από τα οκτώ στaδια της ψυχοκοινωνικής ανaπτυξης. Αυτή η τελευταία πε ρίοδος, που ονομaζεται στάδιο ακεραιότητας του εγώ ή απόγνωσης, χαρακτηρίζεται από μια διαδικασία αναδρομής στη ζωή, αξιολόγησης και συμβιβασμού με αυτήν. Οι aνθρωποι που είναι επιτυχημένοι σε αυτό το στaδιο της ανaπτυξης, βιώνουν μια αί
σθηση ικανοποίησης και ολοκλήρωσης, την οποία ο
Erikson αποκαλεί «ακεραιότητα». Όταν
το aτομο επιτυγχaνει την ακεραιότητα, αισθaνεται ότι πραγματοποίησε και αξιοποίησε τις ευκαιρίες που εμφανίστηκαν στην πορεία του στη ζωή και μετανιώνει για πολύ λίγα πρaγ ματα. Από το aλλο μέρος, μερικοί aνθρωποι κοιτaζουν πίσω τη ζωή τους με έλλειψη ικανο ποίησης. Ίσως αισθaνονται ότι έχασαν σημαντικές ευκαιρίες και δεν πραγμaτωσαν όσα επι θυμούσαν. Αυτa τα aτομα είναι συνήθως δυστυχισμένα, νιώθουν κατaθλιψη ή θυμό για αυ τa που έκαναν ή δεν έκαναν στη ζωή τους- με λίγα λόγια, νιώθουν απόγνωση.
Οι αναπτυ ξ ια κοί στόχο ι του
Peck. Ενώ η προσέγγιση του Erikson παρέχει μια γενική
εικόνα των πιθανών αλλαγών στην τρίτη ηλικία, aλλοι θεωρητικοί προσφέρουν μια περισ
σότερο διαφοροποιημένη aποψη για όσα συμβαίνουν στο τελευταίο στaδιο της ζωής. Για παρaδειγμα, ο
Robert Peck (1968) υποστηρίζει ότι η ανaπτυξη της προσωπικότητας
στους ηλικιωμένους περιλαμβaνει τρεις κεντρικούς αναπτυξιακούς στόχους ή προκλήσεις.
Κατa την aποψη του
Peck -που εντaσσεται σε μια συνολική περιγραφή των αλλαγών
Στάδιο ακεραιότnτας του εγώ Π απόγνωσnς Το τελευταίο στάδιο τnς ζωιΊς κατά τον
Erikson,
που χαρα κτnρίζετο ι
από μια διαδι κασία ανοδρ:)Ι.J!i<;
στπ ζωrΊ τού ατόμου, αξιολόγnσnς κα ι αυμβιβααμού με αυτrΊν.
~ίΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ 8 ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
296
στην ενήλικη ζωή- ο πρώτος στόχο;
·τ_ ίτη ψ.ικια είναι ότι το άτομο πρέπει να επανα
προσδιορίσει τον εαυτό του αγε~άρτητα α.:τό τον εργασιακό του ρόλο ή απασχόληση. Ο Επαναπροσδιορισμός -ΓΙι'ι εαυτού
ri
προσriλωσn
στον εργασιακό ρόλο Η θεωρία όη οι πλικιωμένοι
πρέπει να επαναπροσδιορίσουν
Peck
ονομάζει αυτό το σταδιο ε;τα
:τ
σ ιοριπuο του εαυτού ή προσή λωση στον εργα
σιακό ρόλο. Όπως θα δούμε αργότερα. οι ώ].αγές που επέρχονται όταν το άτομο σταμα
τά να εργάζεται, μπορεί να α..ϊοτείiσουν το έναυσμα για μια δύσκολη προσαρμογή, η οποία έχει σημαντική επίδραση στην αυτοεικόνα του. Ο
Peck υποστηρίζει ότι ο
ηλικιωμέ
ταν εαυτό με τρόπους
νος πρέπει να προσαρμόσει τις αξίες του ώστε να α..ϊοδίδει λιγότερη έμφαση στον εαυτό
που ΟΟι σχετίζονται
του ως εργαζόμενου ή επαγγελματία και περισσότερη σε ιδιότητες που δεν εμπλέκουν την
με τον εργασιακό τους ρόλο
nτnν απασχόλnσn .
εργασία, όπως π. χ. το να είναι παππούς/γιαγιά ή κηπουρός.
Ο δεύτερος μείζων αναπτυξιακός στόχος στην ύστερη ενήλικη ζωή, σύμφωνα με τον Υπέρβασπ του σώματος
ri
προσriλωσπ στο σώμα
Περίοδος κατά τnν οποία
λαιο
17, οι ηλικιωμένοι συνήθως υφίστανται σημαντικές αλλαγές στις σωματικές τους
ικα
νότητες, ως συνέπεια της γήρανσης. Στο στάδιο της υπέρβασης του σώματος ή της προσή
να αντιμετωπίζει
λωσης στο σώμα, το άτομο πρέπει να μάθει να αντιμετωπίζει και να ξεπερνά αυτές τις σω
σης σωματικές του άΝατότnτες, αποτέλεσμα τπς πλικfας.
.
υπέρβαση του σώματος ή η :τροσt]λωση στο σώμα. Όπως είδαμε στο Κεφά
το άτομο πρέπει να μάθει -και να ξεπερνά- ης αλλαγές
nou είναι
Peck, είναι η
ματικές αλλαγές (υπέρβαση). Αν δεν το κάνει, παραμένει προσηλωμένος στον σωματικό
του εκφυλισμό, εις βάρος της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Τέλος, ο τρίτος αναπτυξιακός στόχος της τρίτης ηλικίας είναι η υπέρ βαση του εγ<;) t'ι η
Υπέρβασn του εγώ
ri
φοσriλωσn στο εγώ
προσήλωση στο εγώ, κατά τον οποίο ο ηλικιωμένος πρέπει να συμφιλιωθεί με τον επερχό
Περίοδος κατά τnν οποία
μενο θάνατο. Πρέπει να κατανοήσει ότι, αν και ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και πιθανώς
ο πλικιωμένος πρέπει
δεν απέχει πολύ, ο ίδιος έχει συνεισφέρει στην κοινωνία. Αν το άτομο στην ύστερη ενήλικη
να συμφιλιωθεί
ζωή βλέπει αυτή τη συμβολή, η οποία μπορεί να αφορά σε δραστηριότητες σχετικές με τα
με τον επερχόμενο θάνατο.
παιδιά ή με την εργασία και την κοινότητα, ως κάτι που θα διαρκέσει πέραν της δικής του
ζωής, θα βιώσει την υπέρβαση του εγώ. Αν όχι, μπορεί να παραμείνει προσκολλημένος στο ερώτημα κατά πόσον η ζωή του είχε κάποιαν αξία και όφελος για την κοινωνία.
Η τελευταία εποχή κατά τον Leνinson: Ο «χειμώνας» της ζωής .
Daniel
Η θεωρία τού
Leνinson για την ενήλικη ανάπτυξη δεν εστιάζει τόσο πολύ , όσο οι θεi.ορίες του
Eήkson και του
Peck, στις δυσκολίες που
πρέπει να υπερνικήσουν οι ηλικιωμένοι. Αντίθετα,
εξετάζει τις διαδικασίες που μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγές της προσωπικότητας, κα θώς το άτομο μεγαλώνει. Σύμφωνα με τον
Daniel Levinson, ο
άνθρωπος φτάνει στην τρίτη
ηλικία διά μέσου ενός μεταβατικού σταδίου, το οποίο τυπικά εμφανίζεται μεταξύ των
60 και
65 ετών (Levinson, 1986· 1992). Στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, το άτομο βλέ πει τελικώς τον εαυτό του να μπαίνει στην τρίτη ηλικία- να γίνεται «γέρος». Καθώς γνωρί ζει καλά ποια είναι τα κοινωνικά στερεότυπα για τους ηλικιωμένους και πόσο αρνητικά
μπορεί να είναι αυτά, «παλεύει>> με την ιδέα ότι ανήκει τώρα σε αυτή την κατηγορία. Σύμφωνα με τον
Levinson, καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι δεν βρί
σκεται πλέον στο κέντρο της «σκηνής», αλλά όλο και περισσότερο στο περιθώριο. Αυτή η απώλεια δύναμης, σεβασμού και εξουσίας μπορεί να δυσκολέψει τα άτο μα που έχουν συ νηθίσει να έχουν τον έλεγχο της ζωής τους. Από το άλλο μέρος, οι ηλικιωμένοι μπορούν να χρησιμεύσουν ως πηγή στήριξης για τους νεότερους και να αντιμετωπίζονται ως «σεβάσμιοι γέροντες», από τους οποίους οι άλλοι ζη τούν συμβουλές και βασίζονται σ' αυτές. Επιπλέον, η τρίτη ηλικία μπορεί να φέρει στο άτομο
μια νέα αίσθηση ελευθερίας για δραστηριότητες μόνο και μόνο για την απόλαυση και την ευ χαρίστηση που αυτές προσφέρουν, και όχι επειδή είναι υποχρεωμένος να εμπλακεί σε αυτές.
Αντι μετωπίζοντας το γήρας: Η μελέτη της Neugaήen.
Αντί να εστιάσει στις κοι
οπίες για το γήρας ή στις διαδικασίες και τους στόχους της τρίτης ηλικίας, η
Bernice
_ e .:oarten (1972, 1977) -σε μια μελέτη που αποδείχθηκε κλασική στο είδος της- διερεύνησε
.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
297
Οι υπερήλικες μπορούν να γί νουν «σεβάσμιοι γέροντες», από τους οποίους οι άλλοι ζητούν τη συμβουλή και βασίζονται σ' αυτήν.
τους διαφορετικοuς τρόπους με τους οποLους οι άνθρωποι αντιμετωπLζουν το γήρας. Η
Neugarten εντόπισε τέσσερις διαφορετικοuς τuπους προσωπικότητας στην έρευνά της με άτομα ηλικLας 70 ετwν και πάνω: Ανεπαρκής και aποδιοργανωμένη προσωπικότητα. Μερικοί άνθρωποι εLναι ανίκα νοι να αποδεχθοuν το γήρας και νιwθουν απόγνωση, καθwς μεγαλwνουν. ΑνευρLσκο νται συχνά σε γηροκομεLα ή στο νοσοκομείο.
Παθητική-εξαρτημένη προσωπικότητα. Άλλοι αντιμετωπLζουν με φόβο το γi]ρας
-
φοβοuνται μήπως aρρωστήσουν, φοβοuνται για το μέλλον, φοβοuνται για την αδυνα
μLα τους να τα βγάλουν πέρα. Φοβοuνται τόσο, wστε μπορεί να ζητi]σουν βοi]θεια από την οικογένεια η από επαγγελματίες στο χwρο, ακόμη κι αν δεν την χρειάζονται. Αμυντική προσωπικότητα. Άλλοι αντιδροuν στο φόβο του γi]ρατος με έναν εντελwς διαφορετικό τρόπο. Προσπαθοuν να σταματήσουν την πορεLα του. ΜπορεL να προ σπαθήσουν να φέρονται σαν νέοι, να κάνουν εντατική άσκηση και να εμπλέκονται σε νεανικές δραστηριότητες. Δυστυχwς, μπορεί να θέτουν μη ρεαλιστικές προσδοκLες στον εαυτό τους και να διατρέξουν τον κLνδυνο να νιwσουν απογοήτευση από το απο τέλεσμα των προσπαθειwν τους.
Ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Τα πιο επιτυχημένα άτομα αντιμετωπLζουν με άνεση το γήρας. Αποδέχονται ότι μεγαλwνουν και διατηροuν μια αLσθηση αξιοπρέπειας.
Η
Neugarten βρi]κε ότι η πλειονότητα των ατόμων που μελέτησε ανήκαν στην τέταρτη κα
τηγορία . Αναγνwριζαν ότι γερνοuν και μποροuσαν να δουν τη ζωή τους τόσο στο παρελ θόν όσο και το μέλλον με θετικη διάθεση.
Ανασκόπηση της ζωής και αναπόληση: Το κεντρικό θέμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. έργο των
Η ανασκόπηση της ζωi]ς εLναι ένα μεLζον στοιχεLο που διατρέχει το
Erikson, Peck, Neugarten και Levinson για την ανάπτυξη της προσωπικότητας
στην τρίτη ηλικLα. Μάλιστα, η ανασκόπηση της ζωής, κατά την οποLα ο ηλικιωμένος εξε τάζει και αξιολογεL τη ζωή του, εLναι ένα κοινό θέμα για τους περισσότερους θεωρητικοuς της προσωπικότητας στην uστερη ενήλικη ζωi].
Ανασκόπnσn τnς ζωrΊς Το σnμείο τnς ζωιiς κατά το οποίο το άτομο εξετάζει και αξιολογεί τn ζωrΊ του .
298
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ 8
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η διαδικασία ανασκόπησης της
ζωής μπορεί να βελτιώσει τη μνήμη και να ενισχύσει τα συ ναισθήματα συνοχής με τους άλλους.
Σύμφωνα με τον
Robert Butler (2002), η ανασκόπηση της ζωής πυροδοτεLται από την
όλο και πιο εμφανή προοπτική τού θανάτου. Καθώς οι άνθρωποι γερνούν, κοιτάζουν πL σω τη ζωή τους, θυμούνται και ξανασκέπτονται αυτά που τους συνέβησαν. ΜπορεL στην
αρχή να σκεφθεL κανεLς ότι μια τέτοια αναπόληση θα εLναι οδυνηρή, καθώς το άτομο ξα ναζεL το παρελθόν, βυθLζεται σε παλιά προβλήματα και «ξύνει» παλιές πληγές, αλλά δεν συμβαLνει καθόλου κάτι τέτοιο. Ξαναβλέποντας τα γεγονότα της ζωής του , ο ηλικιωμένος συνήθως πετυχαLνει μια καλύτερη κατανόηση του παρελθόντος του. ΜπορεL να κατορθώ
σει να επιλύσει μακροχρόνια προβλήματα και συγκρούσεις που εLχε με συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως π. χ. την αποξένωση από ένα παιδL του, και να αισθανθεL ότι μπορεL να αντιμετωπLσει την τωρινή ζωή του με μεγαλύτερη ψυχική ηρεμLα
(Bohlmeijer, Smit, & Cuijpers, 2003· Arkoff, Meredith, & Dubanoski, 2004· McKee et al. 2005). Η ανασκόπηση της ζωής προσφέρει και άλλα οφέλη. Για παράδειγμα, η αναπόληση μπορεL να οδηγήσει σε μια αLσθηση αμοιβαιότητας, συνοχής και στενής σχέσης με τους άλ
λους. Επιπλέον, μπορεL να γLνει πηγή κοινωνικής αλληλεπLδρασης, καθώς οι ηλικιωμένοι επιζητούν να μοιραστούν με άλλα πρόσωπα τις προηγούμενες εμπειρLες τους
(Sherman,
1991· Parks, Sanna, & Posey, 2003). Η αναπόληση μπορεL να επιφέρει ακόμη και γνωστικά οφέλη, καθώς βελτιώνει τη μνή μη των ηλικιωμένων. Αναπολώντας το παρελθόν, το ηλικιωμένο άτομο ενεργοποιεL μια
ποικιλLα από αναμνήσεις για ανθρώπους και γεγονότα στη ζωή του. Με τη σειρά τους, αυ τές οι αναμνήσεις μπορεL να διεγεLρουν άλλες, σχετικές αναμνήσεις και μπορεL να επανα φέρουν εικόνες, ήχους ακόμη και μυρωδιές από το παρελθόν (τhorsheim
& Roberts, 1990·
Kartman, 1991). Από το άλλο μέρος, το τελικό «προ'ίόν» τής ανασκόπησης της ζωής και της αναπόλη
σης δεν εLναι πάντα θετικό. Άτομα που αποκτούν εμμονές με το παρελθόν, ξαναζώντας παλιές προσβολές και λάθη που δεν μπορούν να επανορθωθούν, μπορεL να καταλήξουν
να νιώθουν ενοχή, κατάθλιψη και θυμό για ανθρώπους από το παρελθόν, οι οποLοι Lσως και να μην εLναι πλέον στη ζωή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αναπόληση προκαλεL βλάβη στις ψυχολογικές λειτουργLες
(DeGenova, 1993).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
299
Παρ' όλα αυτά, γενικώς, η διαδικασία ανασκόπησης της ζωής και αναπόλησης
μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή των υπερηλίκων. Παρέχει μια αίσθηση συνέ χειας ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και μπορεί να αυξήσει την επίγνωση του ατόμου για τον σύγχρονο κόσμο. Μπορεί, επίσης, να συμβάλει σε μια καινούργια κατα νόηση του παρελθόντος και των άλλων, επιτρέποντας στον ηλικιωμένο να συνεχίσει
'-.__,
την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά στο πα ρόν (Stevens-Ratchford, 1993· Turner & Helms, 1994· Webster & Haight, 2002· Coleman, 2005 · Haber, 2006).
Θεωρίες ηλικιακής διαστρωμάτωσης στην ύστερη ενήλικη ζωή Η ηλικία, όπως η φυλή και το φύλο, παρέχει έναν τρόπο κατάταξης των ανθρώπων σε μια δεδομένη κοινωνία. Οι θεωρίες ηλικιακής διαστρωμάτωσης υποστηρίζουν ότι οι οι
θεωρίες
κονομικοί πόροι, η δύναμη και τα προνόμια κατανέμονται άνισα μεταξύ των ανθρώπων
nλ.κιακnς διαστρωμάτωσn<;
σε διάφορα στάδια της ζωής. Αυτή η ανισότητα είναι ιδιαίτερα έντονη κατά την τρίτη ηλικία.
ισχύος και προνομίων υφίσταται
Παρόλο που η πρόοδος στην ιατρική τεχνολογία έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη διάρ κεια ζωής, η δύναμη και το κύρος έχουν πληγεί για τους ηλικιωμένους, τουλάχιστον στις
βιομηχανικές κοινωνίες. Για παράδειγμα, η ηλικία των υψηλότερων απολαβών είναι τα
50·
αργότερα τα εισοδήματα συνήθως μειώνονται. Επιπλέον, οι νεότεροι έχουν περισσότερη ανεξαρτησία και συνήθως απομακρύνονται από τους πιο ηλικιωμένους, πράγμα που τους κάνει να εξαρτώνται λιγότερο από αυτούς. Επίσης, οι ταχείες τεχνολογικές αλλαγές κά
νουν τους ηλικιωμένους να φαίνονται ότι τους λείπουν σημαντικές δεξιότητες. Τελικά, οι μεγαλύτεροι στην ηλικία αντιμετωπίζονται ως μη ιδιαιτέρως παραγωγικά μέλη τής κοινω νίας και, σε μερικές περιπτώσεις, θεωρούνται απλώς ασήμαντοι
Η άnαjJn ότι μια άνισπ κατανομn οικονομικών πόρων,
(Cohn, 1982· Macionis,
2001). Όπως τονίζει η θεωρία του Levinson, οι άνθρωποι έχουν σαφή επίγνωση της υπο βάθμισης της κοινωνικής θέσης, η οποία συνοδεύει το γήρας στις δυτικές κοινωνίες. Ο
Levinson θεωρεί ότι η προσαρμογή στην υποβάθμιση αυτή είναι ο σημαντικότερος στόχος κατά τη μετάβαση στην ύστερη ενήλικη ζωή.
Οι θεωρίες ηλικιακής διαστρωμάτωσης ερμηνεύουν γιατί το γήρας αντιμετωπίζεται πιο θετικά στις λιγότερο βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Για παράδειγμα, σε κοινωνίες όπου επικρατούν οι αγροτικές δραστηριότητες, οι γηραιότεροι μπορούν να συγκεντρώ νουν τον έλεγχο σημαντικών πόρων, όπως ζώα και γη. Σε τέτοιες κοινωνίες, στις οποίες
η έννοια της συνταξιοδότησης είναι άγνωστη, οι γηραιότεροι (ιδιαίτερα οι άνδρες) είναι εξαιρετικά σεβαστοί, εν μέρει επειδή συνεχίζουν να εμπλέκονται σε καθημερινές δρα στηριότητες, σημαντικές για την κοινωνία. Επιπλέον, επειδή οι αγροτικές πρακτικές αλ
λάζουν με λιγότερο ταχύ ρυθμό από ό,τι οι τεχνολογικές πρόοδοι που χαρακτηρίζουν τις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες, τα άτομα της τρίτης ηλικίας θεωρείται ότι διαθέτουν aξιοσημείωτες γνώσεις. Οι πολιτισμικές αξίες που δίνουν έμφαση στο σεβασμό προς τους γηραιότερους δεν περιορίζονται στις λιγότερο βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Δια μορφώνουν τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γηραιότεροι σε μια σειρά κοι νωνιών, όπως θα δείξουμε στο ειδικό κεφάλαιο «Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη».
μεταξύ των ανθρώπων
στα διάφορα στάδια τ π<; ζωι'ις.
300
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ 8
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Πώς το πολιτισμικό πλαίσιο διαμορφώνε ι τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι στπν τρίτη ηλικία Η άποψη που επικρατει για την ύστερη εν1jλιzη ~ω1i χρωματ(ζεται από την κοινωνια, εντός της οπο(ας ζει κανεις. Για παράδειγμα. οι aσιατικές κοινων(ες γενικά έχουν τους
ηλικιωμένους -και ιδια(τερα τα μέλη της οικογένεια;- σε υψηλότερη εκτ(μηση από όσο οι δυτικές. Αν και η ισχύς αυτού του κριτηρίου έχει ελαττωθε( σε περιοχές τής Ασ(ας, όπου
η εκβιομηχάνιση προχώρησε με γρήγορο ρυθμό. όπως στην Ιαπων(α, η άποψη για το γή ρας και η μεταχε(ριση των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας συνεχ(ζει να ε(ναι πιο θετική από ό,τι στις δυτικές κοινων(ες. Πράγματι, γεγονότα, όπως ο θάνατος σχεδόν
15.000
γάλλων
υπερηλίκων (που ε(χαν αφεθε( χωρ(ς φροντίδα από τα παιδιά τους, τα οπο(α έλειπαν δια
κοπές στη διάρκεια του τρομερού καύσωνα το ποι στη Δύση έχουν σε μικρή εκτ(μηση τα
2003), ενισχύουν την άποψη ότι οι άνθρω άτομα της τρ(της ηλικ(ας (Fry, 1985· Ikels, 1989·
Cobbe, 2003· Degnen, 2007). Τι είναι αυτό στον ασιατικό πολιτισμό που οδηγει σε υψηλότερα επίπεδα εκτίμησης για την τρ(τη ηλικία; Γενικώς, οι κοινωνίες που σέβονται τους υπερήλικες, είναι σχετικά ομοιογενε(ς από κοινωνικοοικονομική άποψη. Επίσης, οι ρόλοι που αναλαμβάνουν οι άνθρωποι σε αυτές τις κοινωνίες συνεπάγονται μεγαλύτερη υπευθυνότητα όσο αυξάνε
ται η ηλικία, και οι υπερήλικες ελέγχουν τους οικονομικούς πόρους σε σχετικά μεγάλη έκταση. Επιπλέον, οι ρόλοι που αναλαμβάνουν τα άτομα στις aσιατικές κοινωνίες ενέχουν μεγα-
Ποια στοιχεία των ασιατικών πολιτισμών τούς κάνουν να έχουν σε υ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΓΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣτΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
301
λύτερη διά βLου συνέχεια από ό,τι στις δυτικές και οι γηραιότεροι ενήλικες συνεχLζουν να εμπλέκονται σε δραστηριότητες, τις οποLες η κοινωνLα θεωρεL σημαντικές. Τέλος, οι aσιατι κές κοινωνLες εLναι πιο οργανωμένες γύρω από εκτεταμένες οικογένειες, στις οποLες οι πα λαιότερες γενιές εLναι πλήρως ενσωματωμένες στη δομή τής οικογένειας
1989). Σε
(Fry, 1985· Sangree,
μια τέτοια κατάσταση, τα νεότερα μέλη της οικογένειας θεωρούν ότι οι γηραιότε
ροι έχουν συσσωρεύσει μεγάλη σοφLα, την οποLα μπορούν να μοιραστούν μαζL τους. Από το άλλο μέρος, ακόμη και οι κοινωνLες που διαμορφώνουν ισχυρά ιδεώδη σχετι κά με τη μεταχεLριση των γηραιότερων, δεν ικανοποιούν πάντα αυτά τα κριτήρια. Για πα ράδ ειγμα, στην περLπτωση των Κινέζων, των οποLων ο θαυμασμός, ο σεβασμός, ακόμη και η λατρεLα για τους ανθρώπους της τρLτης ηλικLας εLναι ισχυροL, φαLνεται ότι η πραγματική
συμπεριφορά των ανθρώπων, σε κάθε σχεδόν τμήμα της κοινωνLας, εκτός από την υψηλό τ ερη τάξη , δεν εLναι τόσο θετική όσο οι στάσεις τους. Μάλιστα, αυτοL που κανονικά ανα μένεται να φροντLσουν τους γέρους γονεLς εLναι οι γιοι και οι γυναικες τους. Γονείς που έχουν μόνο κόρες μπορεί να βρεθούν χωρίς κανέναν να τους φροντLζει στην τρLτη ηλικία.
Με λLγα λόγια, η συμπεριφορά προς τους υπερήλικες σε συγκεκριμένες κοινωνίες δεν είναι ομοιόμορφη και εLναι σημαντικό να μη διατυπώνει κανεLς γενικές, σφαιρικές διαπιστώσεις γ ια το πώς μεταχειρίζονται τους ηλικιωμένους σε μια δεδομένη κοινωνLα
(Harrell, 1981·
Comunian & Gielen, 2000). Δεν εLναι μόνον οι aσιατικές κοινωνίες που έχουν τους υπερήλικες σε ιδιαLτερη εκτL μηση. Για παράδ ειγμα , στις λατινογενεLς κοινωνLες, οι ηλικιωμένοι πιστεύεται ότι έχουν μια ιδιαLτερη εσωτερική δύναμη και θεωρούνται ανεκτίμητη πηγή γνώσης για τα νεότερα μέλη της οικογένειας. Σε πολλές aφρικανικές κοινωνίες, το να φτάνει κανεLς σε μεγάλη η λικLα θεωρεLται ένδειξη θε"ίκής παρέμβασης και οι ηλικιωμένοι αποκαλούνται «μεγάλα πρόσωπα» σε πολλές aφρικανικές γλώσσες
(Diop, 1989· Holmes & Holmes, 1995· Lehr,
Seiler, & Thomae, 2000).
Γίνεται ο άνθρωπος σοφότερος με την ηλικία; Ένα από τα θετικά στοιχεLα της μεγάλης ηλικLας θεωρεLται ότι είναι η σοφLα. Αλλά έχει ο μέσος ηλικιωμένος σοφLα, και αποκτούν οι άνθρωποι σοφLα καθώς γερνούν; Αν και φαLνεται λογικό να πιστεύει κανεLς ότι ο άνθρωπος γLνεται σοφότερος όσο με γαλώνει, αυτό δεν εLναι απολύτως βέβαιο, διότι στην έννοια της σοφίας -συσσωρευμένης
γνώσης για πρακτικές πλευρές της ζωής- είχε, μέχρι πρόσφατα, δοθεL πολύ λLγη προσοχή από τους γεροντολόγους και άλλους ερευνητές. Εν μέρει, αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος
πηγάζει από τη δυσκολLα ορισμού και μέτρησης της έννοιας, η οποLα εLναι ασυνήθιστα αό ριστη
(Helmuth, 2003· Brugman, 2006).
Η σοφLα μπορεL να θεωρηθεL ότι αντανακλά μια συσσώρευση γνώσης, εμπειρLας και
παρατήρησης. Με βάση αυτό τον ορισμό, η μεγάλη ηλικLα μπορεL να εLναι αναγκαLα -ή έστω να συμβάλλει πολύ- στην απόκτηση αληθινής σοφLας (Baltes & Staudinger, 2000· Dixon & Cohen, 2003· Wink & Dillon, 2003· Kunzmann & Baltes, 2005).
Η σοφLα δεν εLναι ταυτόσημη με τη νοημοσύνη, αλλά η διάκριση αυτών των δύο εννοιών δεν εLναι εύκολη. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρLζουν ότι μια πρώτη διαφοροποLηση σχετί ζεται με το χρόνο: Ενώ η γνώση που προκύπτει από τη νοημοσύνη σχετLζεται με το «εδώ
και-τώρα» , η σοφία είναι μια ιδιότητα , όχι στενά συνυφασμένη με το χρόνο. Ενώ η νοημο σύνη επιτρέπει σε ένα άτομο να σκέπτεται λογικά και συστηματικά, η σοφία παρέχει τη
Σοφfα Η συσσωρεψένn γ.ιr;:σ.
για πρακτικές πλεuρες ;nς (~
302
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
δυνατότητα για κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον
Robert
Sternberg, που διεξήγαγε έρευνες για την πρακτική νοημοσύνη, όπως σημειωθηκε στο Κεφάλαιο 13, η νοημοσύνη καθιστά δυνατή την ανακάλυψη της ατομικής βόμβας, ενώ η σοφία αποτρέπει τη χρήση της (Seppa, 1997). Η μέτρηση της σοφίας είναι δύσκολη. Η Ursula Staudinger και ο Paul Baltes (2000) σχεδίασαν μια μελέτη που έδειξε ότι ήταν δυνα τή η αξιόπιστη αξιολόγηση των ανθρώπων σχετικά με την έννοια αυτή. Ζεύγη ανθρώπων ηλικίας
20
έως
70
ετών συζητούσαν δυσκολίες που σχετίζονταν με γεγονότα ζωής. Το ένα
πρόβλημα αναφερόταν σε κάποιον που παίρνει ένα τηλεφώνημα από έναν καλό φίλο που του ανακοινώνει ότι σχεδιάζει να αυτοκτονήσει. Ένα άλλο αφορούσε ένα 14χρονο κορί τσι, που ήθελε να φύγει από το σπίτι της εκείνη τη στιγμή. Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν τι έπρεπε να κάνουν και τι να λάβουν υπόψη τους. Αν και δεν υπήρχαν απόλυτα σωστές ή απόλυτα λανθασμένες απαντήσεις στα προ βλήματα αυτά, οι απαντήσεις που δόθηκαν αξιολογήθηκαν με βάση ορισμένα κριτήρια, μεταξύ των οποίων ήταν: Το ποσό πραγματολογικής γνώσης που διέθεταν οι συμμετέχο
ντες σχετικά με το πρόβλημα, η γνώση στρατηγικών για τη λήψη αποφάσεων, όπως η εξέ ταση των συνεπειών μιας απόφασης, πόσο καλά συσχέτισαν οι συμμετέχοντες το πρόβλη μα με το πλαίσιο ζωής του κεντρικού χαρακτήρα και τις αξίες που μπορεί να είχε το άτομο
αυτό και κατά πόσον οι συμμετέχοντες αναγνώριζαν ότι μπορεί να μην υπήρχε μία και μό νη, απόλυτη λύση. Χρησιμοποιώντας αυτά τα κριτήρια, οι απαντήσεις των συμμετεχόντων κατηγοριοποιή
θηκαν ως σοφές ή μη σοφές. Για παράδειγμα, μία απάντηση στο πρόβλημα της αυτοκτο νίας, η οποία αξιολογήθηκε ως ιδιαίτερα σοφή είναι η παρακάτω: Από το ένα μέρος, αυτό το πρόβλημα έχει μια πραγματολογική πλευρά, πρέπει κα νείς να αντιδράσει με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο. Από το άλλο μέρος, έχει και μια φιλοσοφική πλευρά, κατά πόσον ο άνθρωπος επιτρέπεται να αφαιρεί τη δική του ζωή κ.λπ. Πρώτον, χρειάζεται να μάθει κανείς αν αυτή η απόφαση είναι αποτέλε σμα μιας μακράς διεργασίας ή αν είναι μια αντίδραση σε μια στιγμιαία περίσταση της ζωής. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι αβέβαια πόσο θα διαρκέσει αυτή η κατά σταση. Μπορεί να υπάρχουν προϋποθέσεις που κάνουν κατανοητή την αυτοκτο νία. Αλλά νομίζω πως κανείς δεν θα έπρεπε εύκολα να παραιτηθεί από τη ζωή. Θα έπρεπε να αναγκαστεί να «αγωνιστεί» για το θάνατό του, αν πραγματικά τον θέ λει... Φαίνεται ότι έχει κανείς την υποχρέωση να δείξει στο άτομο εναλλακτικούς δρόμους. Πρόσφατα, για παράδειγμα, φαίνεται πως υπάρχει μια τάση στην κοινω νία μας, που γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτή, να aυτοκτονούν οι ηλικιωμέ νοι. Αυτό μπορεί, όμως, να θεωρηθεί και επικίνδυνο. Όχι εξαιτίας της αυτοκτονίας καθαυτής, αλλά για το πώς αυτή λειτουργεί για την κοινωνία
(Staudinger & Baltes,
1996, σ. 762). Η μελέτη των
Staudinger και Baltes
βρήκε, ε:ι:ίση;. ότι οι γηραιότεροι συμμετέχοντες επω
φελούνταν περισσότερο από μια πειραματική κατασταση. σχεδιασμένη για να προαγάγει τον σοφό τρόπο σκέψης. Άλλες μελέτες υποστηρζοΊ!ν. ε:ησης, ότι τα πιο σοφά άτομα είναι
μάλλον οι γηραιότεροι ενήλικες. Άλλες έρευνες εξέτασαν τη σοφία με όροι•; τη; θεωρία; του νου
- της ικανότητας να
συνάγει κανείς συμπεράσματα για τις σκέψεις. τα σι•ναισθήματα και τις προθέσεις των άλ λων, τις ψυχικές τους καταστάσεις. Οι γηραιότεροι f\'ήλιz.ε;. με τα επιπλέον χρόνια εμπει ρίας τους, φαίνεται πως είναι ικανοί να χρησιμο:τοιοί•'' μια :τιο :τροχωρημένη θεωρία τού νου
(Happe, Winner, & Brownell, 1998).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
303
Ευτυχισμένα γηρατειά: Ποιο είναι το μυστικό; Σε ηλικία
77 ετών, η Ε.
(«Ελένη») περνά τον περισσότερο χρόνο της στο σπίτι, ζώντας
μια ήσυχη ζωή ρουτίνας. Η Ε., που δεν παντρεύτηκε ποτέ, βλέπει τις δύο αδελφές της που την επισκέπτονται κάθε
2-3 εβδομάδες καθώς και μερικές από τις ανιψιές και
τους ανιψιούς της, που περνούν περιστασιακά από το σπίτι της. Αλλά τον περισσότε
ρο καιρό είναι μόνη της. Όταν την ρωτούν, λέει πως είναι πολύ ευτυχισμένη. Αντίθετα, η Κ. («Κατερίνα»), επίσης
77 ετών, κάθε μέρα σχεδόν ασχολείται με κά
τι διαφορετικό. Όταν δεν επισκέπτεται το τοπικό κέντρο υπερηλίκων, συμμετέχοντας εκεί σε κάποια δραστηριότητα, βγαίνει έξω για ψώνια. Η κόρη της παραπονείται ότι η μητέρα της «δεν είναι ποτέ στο σπίτι», όταν προσπαθεί να την βρει στο τηλέφωνο,
και η ίδια απαντά ότι ποτέ δεν ήταν πιο πολυάσχολη- ή πιο ευτυχισμένη. Προφανώς, δεν υπάρχει ένας, μοναδικός τρόπος για να γεράσει κανείς χωρίς προβλήματα. Το πώς γερνούν οι άνθρωποι εξαρτάται από παράγοντες της προσωπικότητας και από τις
συνθήκες της ζωής τους. Ορισμένοι εμπλέκονται όλο και λιγότερο σε καθημερινά συμβάντα, ενώ άλλοι διατηρούν ενεργούς δεσμούς με άλλα πρόσωπα και με θέματα προσωπικών εν διαφερόντων. Έχουν διατυπωθεί τρεις κύριες θεωρίες που ερμηνεύουν αυτή τη διαδικασία: η θεωρία της αποδέσμευσης, η θεωρία της δραστηριότητας και η θεωρία της συνέχειας. Ενώ
η θεωρία της αποδέσμευσης υποστηρίζει ότι τα ευτυχισμένα γηρατειά χαρακτηρίζονται από σταδιακή απόσυρση, η θεωρία της δραστηριότητας υποστηρίζει ότι ευτυχισμένα είναι τα γη
ρατειά, όταν οι άνθρωποι διατηρούν τη δέσμευσή τους με τον κόσμο. Η θεωρία της συνέχειας υιοθετεί μια συμβιβαστική θέση, υποστηρίζοντας ότι αυτό που έχει σημασία είναι να διατη ρείται ένα επιθυμητό επίπεδο εμπλοκής. Θα εξετάσουμε την κάθε θεωρία ξεχωριστά.
Θεωρία τη ς α ποδέσμευσης.
Σύμφωνα με τη θεωρία της αποδέσμευσης, η ύστερη ενή
λικη ζωή συνήθως περιλαμβάνει μια σταδιακή απόσυρση από τον κόσμο σε σωματικό, ψυ χολογικό και κοινωνικό επίπεδο
(Cummings & Henry, 1961). Σε
σωματικό επίπεδο, οι υπε
ρήλικες έχουν χαμηλότερο επίπεδο ενεργητικότητας και εμφανίζουν προοδευτικά βραδύ
Θεωρία τπς αποδέσμευσπς Η περίοδος τnς ύστερnς ενrΊλικπς
ζωrΊς, στπν οποία σnμειώνεται μια nροοδευηκrΊ αnόσυρσn από τον κόσμο σε σωματικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο.
τερους ρυθμούς. Ψυχολογικά, αρχίζουν να απομακρύνονται από τους άλλους, δείχνοντας
Ενώ η θεωρία της αποδέσμευσης υποδηλώνει ότι οι ηλικιωμένοι αρχίζουν σταδιακά να αποσύρονται από τον κόσμο, η θεωρία της δραστηριό τητας υποστηρίζει ότι η τρίτη ηλικία είναι ευτυχισμένη, όταν οι ηλικιωμένοι διατηρούν τις ενασχολήσεις και σχέσεις τους με άλλα πρόσωπα.
304
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
λιγότερο ενδιαφέρον για τον κόσμο γύρω τους και :τερνώηα; :τερισσότερο χρόνο με ενδο
σκόπηση. Τέλος, σε κοινωνικό επίπεδο, μειώνοι•ν τι; σι!ναί.i.αγές με τους άλλους, τόσό ως προς τις καθημερινές, πρόσωπο με πρόσωπο. σι'ναηήσει; όσο και ως προς τη συμμετοχή
στην κοινωνία συνολικά. Οι υπερήλικες , επίση;. εμ:τί.έzονται και συμμετέχουν λιγότερο στη ζωή των άλλων
(Quinnan, 1997).
Η θεωρία της αποδέσμευσης υποδηλώνει ότι η α:τόσυρση είναι μια αμοιβαία διαδικα σία. Εξαιτίας των κριτηρίων και των προσδοκιών για το γήρας, η κοινωνία γενικά αρχίζει να αποδεσμεύεται από τους ηλικιωμένους. Για :ταράδειγμα, η υποχρεωτική ηλικία συντα ξιοδότησης υποχρεώνει τους ηλικιωμένους να α.;τοσυρθούν από ρόλους σχετικούς με την εργασία, επιταχύνοντας έτσι τη διαδικασία της α..ιοδέσμευσης.
Αντίθετα με αυτό που ίσως θα περίμενε κανείς, αυτή η απόσυρση δεν είναι υποχρεω τικά μια αρνητική εμπειρία για τους ηλικιωμένους. Μάλιστα, πολλοί θεωρητικοί που απο δέχονται τη θεωρία της αποδέσμευσης, υποστηρίζουν ότι τα αποτελέσματά της είναι σε
μεγάλο βαθμό θετικά. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η βαθμιαία αποδέσμευση στην ύστε ρη ενήλικη ζωή επιτρέπει στον ηλικιωμένο να αφοσιωθεί περισσότερο στη ζωή του, καθώς
επιβαρύνεται λιγότερο από κοινωνικούς ρόλους. Επιπλέον, μπορεί να γίνει περισσότερο επιλεκτικός στις κοινωνικές του σχέσεις, εστιάζοντας σε αυτές που ικανοποιούν καλύτερα τις ανάγκες του. Κατά μια έννοια, λοιπόν, η αποδέσμευση μπορεί να λειτουργεί απελευθε ρωτικά
(Carstensen, 1995· Settersten, 2002· Wrosch, Bauer, & Scheier, 2005).
Παρομοίως, η μειωμένη συναισθηματική επένδυση σε άλλα πρόσωπα μπορεί να θεωρη θεί ευεργετική. Επενδύοντας λιγότερη συναισθηματική ενέργεια στις κοινωνικές του σχέσεις με άλλους, το άτομο στην ύστερη ενήλικη ζωή μπορεί καλύτερα να προσαρμοστεί στη συνε
χώς αυξανόμενη συχνότητα σοβαρών ασθενειών και θανάτων των συνομηλίκων του. Ερευνητικά δεδομένα για την αποδέσμευση προέρχονται από μελέτη που εξέτασε πε ρίπου
300 άτομα ηλικίας 50-90 ετών και βρήκε ότι συγκεκριμένα γεγονότα, όπως η
σύνταξη
ή ο θάνατος του/της συζύγου συνοδεύτηκαν από σταδιακή αποδέσμευση, κατά την οποία
το επίπεδο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με άλλους έπεσε κατακόρυφα
Henry, 1961). Σύμφωνα
(Cummings &
με αυτά τα αποτελέσματα, η αποδέσμευση συνδεόταν με επιτυχη
μένα γηρατειά.
Θεωρία της δραστηριότητας.
Αν και οι πρώτες ερευνητικές ενδείξεις ήταν σύμφωνες
με τη θεωρία της αποδέσμευσης, μεταγενέστερες έρευνες δεν παρέχουν επαρκή υποστήρι ξη στη θεωρία. Για παράδειγμα, έρευνα επανελέγχου βρήκε ότι, αν και ορισμένοι από τους
συμμετέχοντες ήταν ικανοποιημένοι με την αποδέσμευσή τους, άλλοι, που είχαν παραμεί νει αρκετά δραστήριοι και ενεργοί, ήταν εξίσου ευτυχείς με -και μερικές φορές ευτυχέστε ροι από- εκείνους που εμφάνιζαν ενδείξεις αποδέσμευσης. Επιπλέον, σε πολλές μη δυτι κές κοινωνίες, οι άνθρωποι παραμένουν ενεργοί και δραστήριοι στην τρίτη ηλικία και η
προσδοκία είναι ότι θα συνεχίσουν να εμπλέκονται ενεργά στην καθημερινή ζωή. Προφανώς, η αποδέσμευση δεν είναι μια αυτόματη, καθολική διαδικασία (Haνinghurst,
1973· Palmore,
1975· Bergstrom & Holmes, 2000· Crosnoe & Elder, 2002). Θεωρία τnς δραστnριότnτας
Η σχετική έλλειψη υποστήριξης για τη θεωρία της αποδέσμευσης οδήγησε σε μια εναλ
Η θεωρία που υποδπλώνει
λακτική θεωρία, γνωστή ως θεωρία της δραστηριότητας. Η θεωρία της δραστηριότητας
ότι τα γπρατειά είναι ευτυχισμένα,
υποστηρίζει ότι η διαδικασία της γήρανσης είναι επιτυχής, όταν το άτομο διατηρεί τα εν
όταν οι nλικιωμένοι διατπροίΝ
διαφέροντα και τις δραστηριότητες που είχε στη διάρκεια της μέσης ηλικίας και aνθίσταται
τα ενδιαφέροντα,
τις δραστπριότnτες
σε κάθε μείωση του ποσού και του είδους της κοινωνικής συναλλαγής με άλλα πρόσωπα.
και τις διαπροσωπικές
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η ευτυχία και η ικανοποίηση από τη ζωή θεωρείται ότι
συναλλαγές που είχαν
πηγάζουν από το υψηλό επίπεδο ενασχόλησης με τον κόσμο. Επιπλέον, η περίοδος αυτή
στn διάρκεια τnς μέσnς nλικίας.
είναι ευτυχισμένη, όταν ο ηλικιωμένος προσαρμόζεται στις αναπόφευκτες αλλαγές στο περι-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
305
βάλλον του όχι με απόσυρση αλλά με αντίσταση στη μείωση των κοινωνικών του συναλλα γών
(Bell, 1978· Charles, Reynolds, & Gatz, 2001· Consedine, Magai, &
Κing, 2004·
Hutchinson
& Wexler, 2007). Κατά τη θεωρία της δραστηριότητας, η επιτυχημένη πορεία προς τα γηρατειά προϋ ποθέτει τη συνέχιση των δραστηριοτήτων, στις οποίες οι ηλικιωμένοι συμμετείχαν στο πα ρελθόν. Ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι πλέον δυνατόν να συμμετέχουν σε ορισμένες δραστηριότητες -όπως στην εργασία, μετά τη συνταξιοδότηση- η θεωρία τής
δραστηριότητας υποστηρίζει ότι τα γηρατειά είναι ευτυχισμένα, όταν το άτομο βρίσκει άλ λες δραστηριότητες.
Αλλά η θεωρία της δραστηριότητας, όπως και η θεωρία της αποδέσμευσης, δεν εξα
ντλοuν το θέμα επαρκώς. Πρώτον, η θεωρία της δραστηριότητας κάνει πολu μικρή διάκρι ση μεταξu των διάφορων τuπων δραστηριότητας. Είναι φυσικό η κάθε δραστηριότητα να μην έχει ίση βαρuτητα για την ευτυχία ενός ατόμου και την ικανοποίησή του από τη ζωή. Το να εμπλέκεται κανείς σε διάφορες δραστηριότητες απλώς και μόνο για να παραμένει απασχολημένος, είναι απίθανο να προσφέρει πολλή ικανοποίηση. Με άλλα λόγια, το είδος και η ποιότητα των δραστηριοτήτων στις οποίες εμπλέκεται το άτομο, έχουν πιθανώς πε ρισσότερη σημασία από ό,τι απλώς έχει η ποσότητα ή συχνότητα μιας δραστηριότητας
(Burrus-Bammel & Bammel, 1985· Adams, 2004). Ένας ακόμη σημαντικός προβληματισμός σχετίζεται με το ότι, για μερικοuς ανθρώπους στην τρίτη ηλικία, ισχuει το ρητό «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Σε τέτοια άτομα, οι λιγότερες δραστηριότητες συνδέονται με μεγαλuτερη απόλαυση της ζωής. Μποροuν να υιοθετήσουν βραδUτερους ρυθμοuς και να κάνουν μόνον ό,τι τους δίνει τη μεγαλuτερη ικανοποίηση
(Ward, 1984). Πράγματι, ορισμένοι βλέπουν τη δυνατότητα να μετριάσουν το ρυθμό τους ως ένα από τα προνόμια της τρίτης ηλικίας. Για τα άτομα αυτά, μια σχετικά αδρανής -και ίσως και μοναχική- ζωή είναι ευπρόσδεκτη
(Hansson & Carpenter, 1994).
Τελικά, οuτε η θεωρία της αποδέσμευσης οuτε η θεωρία της δραστηριότητας προσφέ ρουν μια πλήρη εικόνα της επιτυχοuς πορείας προς τα γηρατειά. Ορισμένοι ηλικιωμένοι αποδεσμεuονται σταδιακά, και αυτό τους οδηγεί σε σχετικώς υψηλά επίπεδα ευτυχίας και
ικανοποίησης. Άλλοι, διατηροuν ένα σημαντικό επίπεδο δραστηριότητας και εμπλοκής, πράγμα που τους οδηγεί σε μεγαλuτερη ικανοποίηση
(Johnson & Barer, 1992· Rapkin &
Fischer, 1992· Ouwehand, de Ridder, & Bensing, 2007). Θεωρία της συνέχειας.
Η σuγχρονη άποψη για την επιτυχημένη πορεία προς το γήρας
είναι ένας συμβιβασμός ανάμεσα στη θεωρία της αποδέσμευσης και τη θεωρία τής δρα στηριότητας. Κατά τη θεωρία της συνέχειας, ο ηλικιωμένος απλώς πρέπει να διατηρεί ένα
Θεωρια-
επ ιθυμητό επίπεδο κοινωνικών συναλλαγών για να μεγιστοποιήσει την αίσθηση ευεξίας
Η θεωρία
και aυτοεκτίμησής του
(Whitbourne, 2001· Atchley, 2003).
Σuμφωνα με τη θεωρία της συνέχειας, όσοι ήταν πολu δραστήριοι και κοινωνικοί, θα είναι ευτυχέστεροι, αν παραμείνουν σχετικά δραστήριοι. Τα πιο aποτραβηγμένα άτομα, που απολαμβάνουν τη μοναξιά και τα προσωπικά ενδιαφέροντα, όπως το διάβασμα ή τον περίπατο στο δάσος, θα είναι ευτυχέστερα, αν μποροuν να διατηρήσουν το ίδιο επίπεδο κοινωνικότητας
(Maddox & Cambell, 1985· Holahan & Chapman, 2000).
Είναι επίσης φανερό ότι, ανεξάρτητα από το επίπεδο δραστηριότητας, οι περισσότε
ροι ηλικιωμένοι βιώνουν θετικά συναισθήματα εξίσου συχνά όσο και οι νεότεροι ενήλικες. Επιπλέον, γίνονται περισσότερο αποτελεσματικοί στη ρuθμιση των συναισθημάτων τους. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ενισχuουν τα συναισθήματα ευτυχίας κατά την
τρίτη ηλικία. Για παράδειγμα, η καλή σωματική και ψυχική υγεία είναι σαφώς καθοριστική για τη συνολική αίσθηση ευεξίας του ηλικιωμένου ατόμου. Παρομοίως, είναι πολu σημαντικό
σ~
ζ
nou LΧlΟδnλώνε ι
ότι ο πλικιωμένος πρέπει να διατπρε ί ένα εnιθυ,χπο επίπεδο εμπλοκιlc; του στπν κοινωνία
για να μεγιστοnοιnσει τπν αίσθnσn ευεξίας και αυτοεκτίμπσnc; του .
306
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
•
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
να έχει αρκετή οικονομική ό.νεση, ώστε να ικαΥο:τοιri
: βασιz.έ; ανό.γκες του, όπως ε(ναι το
φαγητό, η κατοικLα και η ιατρική φροντίδα. Ε:τι.-τρόσθετα. μω αίσθηση αυτονομ(ας, ανεξαρ
τησLας και προσωπικού ελέyχου στη ζωή α.-τοτελοί"· σημαντικό ;τλεονέκτημα
(Carstensen et al. 2000· Lawton, 2001· Morήs, 2001· Charles. ~1ather & Carstensen, 2003). Τέλος, όπως ε(δαμε στο Κεφό.λαιο 17. ο τρό:το; με τον οποίο οι ηλικιωμένοι αντιλαμ βό.νονται την τρ(τη ηλικ(α μπορε( να επηρεό.σει την ευτυχία και την ικανοπο(ησή τους.
Όσοι βλέπουν τα θετικό. χαρακτηριστικό. τής ύστερης ενήλικης ζωής -όπως τη δυνατότη
τα να αποκτήσουν γνώση και σοφία- είναι πιθανότερο ότι αντιλαμβό.νονται τον εαυτό τους περισσότερο θετικό. από εκε(νους που βλέπουν την ηλικ(α αυτή με απαισιόδοξο και ελό.χιστα ευνο'ίκό τρόπο
(Thompson, 1993· Levy, Slade, & Kasl, 2002·
Επιλεκτική βελτιστοποίηση με αντιστάθμιση.
Leνy,
2003).
Εξετό.ζοντας τους παρό.γοντες που
οδηγούν σε ευτυχισμένη πορεία προς τα γηρατειό., οι
Paul Baltes
και
Margaret Baltes
εστιό.ζουν στο μοντέλο της «επιλεκτικής βελτιστοποίησης με αντιστό.θμιση>>. Όπως σημει ώσαμε ήδη στο Κεφό.λαιο
15, η υπόθεση
στην οπο(α βασ(ζεται το μοντέλο ε(ναι ότι η τρ(τη
ηλικ(α συνοδεύεται από αλλαγές και απώλειες σε βασικές ικανότητες, οι οπο(ες ποικιλ λουν από το ένα ό.τομο στο ό.λλο. Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές είναι δυνατόν να ξεπεραστούν
μέσω της επιλεκτικής βελτιστοπο(ησης. Ε πιλεκτικι'ι βε λτισ τοποίπσπ
Επιλεκτική βελτιστοποίηση είναι η διαδικασία μέσω της οπο(ας το ό.τομο επικεντρώ
Η διαδικασία με τπν οποία
νεται σε ορισμένους τομείς δεξιοτήτων για να αντισταθμ(σει τις απώλειες σε ό.λλους το
το άτομο επικεντρώνεται σε επιλεγμένους τομείς
μείς. Το πετυχα(νει αυτό, επιδιώκοντας να ενισχύσει τα «εφόδιό.» του σε επίπεδο κινήτρων
δεξιοτι'ιτων, για να αντισταθμίσει
και γνωστικής και σωματικής κατό.στασης, ενώ, επίσης, μέσω μιας διαδικασ(ας επιλογής ,
τις απώλειες σε άλλους τομείς .
εστιό.ζει σε συγκεκριμένους τομε(ς ειδικού ενδιαφέροντος. Ένα ό.τομο που έτρεχε στο μα ραθώνιο σε όλη του τη ζωή, μπορε( να χρειαστεί να περιορίσει ή να σταματήσει εντελώς ό.λλες δραστηριότητες, ώστε να μπορέσει να αυξήσει την εξό.σκησή του. Παραιτούμενο
από ό.λλες δραστηριότητες, μπορε( να κατορθώσει να διατηρήσει τις δεξιότητές του στο τρέξιμο, μέσω της συγκέντρωσής του σε αυτές
(Bajor & Baltes, 2003· Baltes & Carstensen, 2003· Baltes & Freund, 2003a, 2003b· Rapp, Krampe, & Baltes, 2006). Ταυτόχρονα, η θεωρ(α υποστηρίζει ότι τα ηλικιωμένα ό.τομα φροντ(ζουν να αντισταθ μ(σουν τις απώλειες που υφίστανται εξαιτ(ας της ηλικ(ας. Η αντιστό.θμιση μπορε( να πό.ρει τη μορφή, για παρό.δειγμα, της χρήσης ακουστικών για την αναπλήρωση της προβληματι κής ακοής. Ο βιρτουόζος του πιό.νου Άρθουρ Ρουμπινστό.ιν αποτελε( ένα ό.λλο παρό.δειγ μα επιλεκτικής βελτιστοπο(ησης με αντιστό.θμιση. Τα τελευτα(α του χρόνια, συνέχισε να δ(
νει κονσέρτα και επευφημήθηκε για το πα(ξιμό του. Για να το επιτύχει, χρησιμοποιούσε διό.φορες στρατηγικές που αποτελούν εφαρμογή του μοντέλου της επιλεκτικής βελ τιστο
ποίησης με αντιστό.θμιση. Πρώτον, ο Ρουμπινστό.ιν περιόρισε τον αριθμό των κομματιών που έπαιζε στα κονσέρ
τα- ένα παρό.δειγμα της επιλεκτικότητας του σε αυτό που επεδίωκε να κατορθώσει. Δεύτε ρον, έκανε εξό.σκηση σε αυτό. τα κομμό.τια περισσότερο συχνό., χρησιμοποιώντας έτσι τη βελτιστοπο(ηση. Τέλος, σε ένα παρό.δειγμα αντιστό.θμισης, επιβρό.δυνε το τέμπο των μουσι κών μερών που προηγούνταν των πολύ γρήγορων μερών, ευνοώντας έτσι την ψευδα(σθηση ότι έπαιζε εξ(σου γρήγορα, όπως πό.ντα
(Baltes & Baltes, 1990).
Συνοπτικό., το μοντέλο της επιλεκτικής βελτιστοπο(ησης με αντιστό.θμιση (Σχήμα
18.1)
περιγρό.φει τις βασικές αρχές που διέπουν την επιτυχημένη πορεLα προς τα γηρατειό.. Αν και η τρ(τη ηλικLα μπορε( να επιφέρει ποικ(λες αλλαγές, τα ό.τομα που προσπαθούν να επιτύχουν το καλύτερο σε ειδικούς τομε(ς, μπορούν ό.νετα να αντισταθμίσουν σχεδόν κό.θε περιορισμό και απώλεια. Το αποτέλεσμα είναι μια ζωή που περιορ(ζεται σε ορισμένους τομείς, αλλό., επί
σης, μετασχηματ(ζεται και τροποποείται και, τελικώς, ε(ναι αποτελεσματική και επιτυχημένη.
Κ ΕΦΑΛΑΙ Ο 18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Προϋπάρχουσες
Αιιοιtλεομα
Διαδικασίες
συνθήκες
307
ι
Σχήμα
18.1
Επιλεκτική
βελτιστοποίηση με αντιστάθ μιση
Σύμφωνα με το θεωρητικό μο
ντέλο που προτείνουν ο Paυl
Αναmυξιακές αλλαγές σε όλη τη διάρκεια
της ζωής. Μείωση γενικών κινήτρων και γνωστικών
~
Επιλογή Βελτιστοποίηση
Περιορισμένη και τροποποιημένη
αλλό
~
Baltes και η Margaret BaJtes, το γήρας γίνεται ευτυχής περίο δος, όταν ο ηλικιωμένος εστιά ζει στους πιο σημαντικούς για
τον ίδιο τομείς λειτουργίας του
και σωματικών εφοδίων.
και αντισταθμίζει τις απώλειες σε άλλους τομείς. (ΠΗΓΗ:
1υνοnτική ιnιακόnηαη
•
Ενώ κάποιες πλευρές τής προσωπικότητας παραμένουν σταθερές, άλλες αλλάζουν, aντανακλώντας το κοινωνικό περιβάλλον μέσω του οποίου περνά το άτομο προς την τρίτη ηλικία.
•
Ο
Erikson αποκαλεί την ύστερη ενήλικη ζωή στάδιο ακεραιότητας του εγώ ή aπό Peck εστιά
γνωσης, εστιάζοντας στα συναισθήματα του ατόμου για τη ζωή του, ενώ ο ζει σε τρεις στόχους που καθορίζουν την περίοδο αυτή.
•
Σύμφωνα με τον
Levinson, αφού
δυσκολευθούν με την ιδέα ότι μεγαλώνουν, τα άτομα
μπορούν να βιώσουν απελευθέρωση και aυτοεκτίμηση. Η
Neugarten
εστιάζει στους
τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι το γήρας.
•
Οι θεωρίες ηλικιακής διαστρωμάτωσης υποστηρίζουν ότι η άνιση κατανομή οικονομι κών πόρων, ισχύος και προνομίων γίνεται ιδιαίτερα έντονη στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας.
•
Οι κοινωνίες στις οποίες οι ηλικιωμένοι είναι αντικείμενο σεβασμού, χαρακτηρίζονται γενικώς από κοινωνική ομοιογένεια, εκτεταμένες οικογένειες, υπεύθυνους ρόλους για
τους ηλικιωμένους και έλεγχο σημαντικών πόρων εκ μέρους των.
•
Η θεωρία της αποδέσμευσης υποστηρίζει ότι οι υπερήλικες σταδιακά αποσύρονται από τον κόσμο, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε αυτοσυγκέντρωση και ικανοποίηση.
Αντίθετα, η θεωρία της δραστηριότητας υποστηρίζει ότι οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι συνεχίζουν να σχετίζονται με τον κόσμο. Μια συμβιβαστική θέση -αυτή της θεωρίας της συνέχειας- είναι ίσως η πιο χρήσιμη προσέγγιση.
•
Το πιο επιτυχημένο μοντέλο για το γήρας είναι ίσως η επιλεκτική βελτιστοποίηση με αντιστάθμιση.
Baltes & Baltes, 1990.)
308
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η καθημερινή ζωή στην ύστερη ενήλικη ζωή Ακούω όλους αυτούς τους συνταξιούχους να :rαρα.:τονούνται ότι δεν έχουν το ένα και δεν έχουν το άλλο ... Δεν τσιμπάω ... Το σ:rίτι μου είναι πληρωμένο. Το αυτοκίνη τό μου είναι πληρωμένο. Και οι δυο γιοι μου είναι :rια μεγάλοι. Δεν χρειάζομαι πολ λά καινούργια ρούχα. Κάθε φορά που βγαίνω έξω για φαγητό, έχω έκπτωση ως ηλικιωμένος. Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Είναι τα χρυσά μου χρόνια
(Gottschalk, 1983, σ. 1).
Αυτή η θετική aποψη για τη ζωή στην τρίτη ηλικία διατυπώθηκε από έναν 74χρονο συ νταξιούχο αποθηκaριο. Αν και η ιστορία ασφαλώς δεν είναι ίδια για όλους τους συνταξιού
χους, πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, βρίσκουν ότι η ζωή τους μετa το τέλος των ετών ερ γασίας είναι ευτυχισμένη και γεμaτη. Θα εξετaσουμε μερικούς από τους τρόπου ς, με τους οποίους οι ηλικιωμένοι περνούν τη ζωή τους στην τρίτη ηλικία, αρχίζοντας από το χώρο κατοικίας τους.
Διευθετήσεις χώρου στη ζωή των ηλικιωμένων Αν σκεφθείτε τη φρaση «τρίτη ηλικία», η σκέψη σας, όπως και των περισσότερων ανθρώ πων, θα πaει στους οίκους ευγηρίας. Τα λα'ίκa στερεότυπα «θέλουν» τους περισσότερου ς
υπερήλικες σε μοναχικό, δυσaρεστα, ιδρυματικό περιβaλλοντα, κaτω από τη φροντίδα ξέ νων προσώπων.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Αν και είναι αλήθεια ότι ορισμέ νοι ηλικιωμένοι τελειώνουν τη ζωή τους σε γηροκομείο, αυτοί αποτελούν μια μικρή μειο ψηφία, μόλις το
5%.
Οι περισσότεροι aνθρωποι ζουν όλη τους τη ζωή σε οικογενειακό πε
ριβaλλον, συνήθως μαζί με τουλaχιστον ένα ακόμη μέλος της οικογένειας.
Η ζωή στο σπίτι.
Μεγaλος αριθμός ηλικιωμένων ζουν μόνοι. Από τα
9,6 εκατομμύρια 65 ετών.
σπιτικό με ένα aτομο στην Αμερική, το ένα τέταρτο αντιστοιχεί σε aτομα aνω των Σχεδόν τα δύο τρίτα των ατόμων aνω των
65
ετών ζουν με aλλα μέλη της οικογένειας
τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις ζουν με τον/τη σύζυγο. Μερικοί υπερήλικες ζουν με τα αδέλφια τους και aλλοι ζουν σε οικογένειες πολλών γενεών, με τα παιδιa τους , τα εγγό νια τους και, μερικές φορές, τα δισέγγονα τους. Οι συνέπειες του να ζει ο ηλικιωμένος με ένα μέλος της οικογένειας είναι ποικίλες και εξαρτώνται από το είδος του σπιτικού. Για τα πα
ντρεμένα ζευγaρια, η ζωή με τον/τη σύζυγο αντιπροσωπεύει τη συνέ χεια με την προηγούμενη ζωή. Από το aλλο μέρος, για τον ηλικιωμένο που μετακομίζει για να ζήσει με τα παιδιa του , η προσαρμογή σε μια οι κογένεια πολλών γενεών μπορεί να είναι ενοχλητική. Εκτός από την πι θανότητα απώλειας της ανεξαρτησίας και της προσωπικής ζωής, το
ηλικιωμένο aτομο μπορεί, επίσης, να νιώθει όβολα με τον τρόπο που τα παιδιa του μεγαλώνουν τα δικa τους παιδιa. Αν δεν τεθούν μερικοί βα σικοί κανόνες για τους συγκεκριμένους ρόλους που θα παίζει ο καθέ
νας στο σπίτι, μπορεί να ξεσπaσουν συγκρούσεις Η ζωή σε ένα πολυ-γενεακό περιβάλλον με τα παιδιά
και τις οικογένειές τους μπορεί να είναι ενισχυτικό και επιβοηθητικό στοιχείο για τους ηλικιωμένους .
(Sussman & Sussman,
1991· Navarro, 2006). Για μερικές επιμέρους ομaδες , η ~ωή σε εκτεταμένες οικογένειες είναι περισσότερο συνήθης από ό,τι για αλλες. Για παρaδειγμα, όπως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΓΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
18 •
αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο
309
15, οι Αφρο-αμερικανοί είναι πιθανότερο από τους λευκούς να
ζουν σε οικογένειες πολλών γενεών. Επιπλέον, η επίδραση που ασκούν τα μέλη τής οικο
γένε ιας μεταξύ τους και η αλληλεξάρτηση στις οικογένειες αυτές στις ΗΠΑ είναι γενικώς μεγαλύτερη στις αφρο-αμερικανικές, aσιατικές και ισπανόφωνες οικογένειες παρά στις οι
κογένειες των λευκών
(Becker, Beyene, & Newson, 2003).
Ειδικοί χώροι κατοικίας.
Για περίπου το
10% των ατόμων της τρίτης ηλικίας, το σπίτι
τους είναι κάποιο ίδρυμα. Όπως θα δούμε, υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία εξειδικευμένων χώρων κατοικίας των ηλικιωμένων.
Ένας από τους πλέον πρόσφατους νεωτερισμούς είναι η κοινότητα συνεχιζόμενης
Κοινότ n τα συνεχιζόμενnς φ ροντίδα ς Κοινότnτα
n οποία
προσφέρει
ένα περιβάλλον στο οποίο όλοι οι κάτοικοι είναι σε nλικία
φροντίδας. Αυτές οι κοινότητες τυπικά προσφέρουν ένα περιβάλλον, στο οποίο όλοι οι ένοι
σύντα ξnς ιi μεγαλύτερΟI
κοι είναι σε ηλικία σύνταξης ή και μεγαλύτεροι. Οι ένοικοι μπορεί να χρειάζονται διάφορα
και χρειάζοντα ι δι άφσρα
επίπεδα φροντίδας, η οποία παρέχεται από την κοινότητα. Οι ηλικιωμένοι υπογράφουν
είδn φροντίδας
συμβόλαιο, με το οποίο η κοινότητα αναλαμβάνει τη δέσμευση να παρέχει φροντίδα σε
όποιο επίπεδο χρειάζεται. Σε πολλές τέτοιες κοινότητες, οι ηλικιωμένοι μένουν στην αρχή σε ξεχωριστά σπίτια ή σε διαμερίσματα, είτε αυτόνομα είτε με περιστασιακή φροντίδα. Όσο με γαλώνουν και οι ανάγκες τους αυξάνονται, οι ένοικοι μπορεί να μεταφερθούν σε υποστηρι ζόμενο τρόπο διαβίωσης, όπου ζουν μεν σε ανεξάρτητα σπίτια αλλά υποστηρίζονται ιατρι
κά στο βαθμό που απαιτείται. Η συνεχιζόμενη φροντίδα επεκτείνεται μέχρι την πλήρη ημε ρήσια φροντίδα, η οποία συνήθως παρέχεται σε γηροκομείο στο χώρο της κοινότητας.
Οι κοινότητες συνεχιζόμενης φροντίδας συνήθως είναι πολύ ομοιογενείς ως προς τη θρησκεία, το φυλετικό και το εθνοτικό υπόβαθρο και συχνά οργανώνονται από ιδιωτικές ή θρησκευτικές οργανώσεις. Επειδή η συμμετοχή σε αυτές απαιτεί μια σημαντική χρηματική προκαταβολή, τα μέλη αυτών των κοινοτήτων συνήθως βρίσκονται σε σχετικά καλή οικονο
μική κατάσταση. Όλο και συχνότερα, πάντως, οι κοινότητες συνεχιζόμενης φροντίδας προ σπαθούν να ανεβάσουν το επίπεδο διαφορετικότητας. Επιπλέον, επιχειρούν να αυξήσουν τις ευκαιρίες για διαγενεακές αλληλεπιδράσεις, δημιουργώντας παιδικούς σταθμούς στις εγκαταστάσεις τους και αναπτύσσοντας προγράμματα , τα οποία εμπλέκουν άτομα νεότε ρης ηλικίας
(Barton, 1997· Chaker, 2003· Berkman, 2006).
Υπάρχουν διάφοροι τύποι ιδρυμάτων περίθαλψης και κυμαίνονται από εκείνα που παρέχουν μειωμένου χρόνου ημερήσια φροντίδα μέχρι εκείνα που προσφέρουν 24ωρη
φροντίδα σε εσωτερικούς τροφίμους. Στα κέντρα ημερήσιας φροντίδας ηλικιωμένων, οι
Κέντρα n μ ε ριiσιας
ηλικιωμένοι δέχονται φροντίδα μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και περνούν τη νύχτα
φ ροντίδα ς nλ κιωμένων Ιδρύματα στα οποία
και τα σαββατοκύριακα στο σπίτι τους. Στο χρονικό διάστημα που βρίσκονται στο κέντρο,
οι πλικιωμένοι
τους παρέχεται νοσοκομειακή περίθαλψη, γεύματα και η ευκαιρία για συμμετοχή σε προ
για φροντίδα μόvο ;~ n:..έ:χ:
γραμματισμένες δραστηριότητες. Μερικές φορές τα κέντρα αυτά συνδυάζονται με προ
κα ι περνούν τn νίιχ1α
γράμματα ημερήσιας φροντίδας για βρέφη και παιδιά, πράγμα που επιτρέπει την αλληλε πίδραση μεταξύ υπερηλίκων και παιδιών
Gitlin et al., 2006).
σε άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας ή σε άτομα που αναρρώνουν από μια ασθένεια.
Ενώ μόνο το
4,5% από τα άτομα 65 ετών και άνω ζουν σε ιδρύματα για ηλικιωμένους, 1,1% για άτομα 65-74 άτομα 75 ως 84 και 18,2% για άτομα άνω των 85 ετών. Περί το 5% των ηλι
ο αριθμός αυξάνεται δραματικά με την ηλικία. Τα ποσοστά είναι
κιωμένων ζουν σε διάφορους αυτοχαρακτηριζόμενους οίκους ευγηρίας, οι οποίοι παρέ χουν ορισμένες υποστηρικτικές υπηρεσίες
κα ι τα σαββατοι<ύοιαο:α στο σπίτι τους .
(Quade, 1994· Ritchie, 2003· Tse & Howie, 2005·
Άλλα ιδρύματα παρέχουν πιο εντατική φροντίδα. Τα πιο γνωστά είναι
τα κέντρα εξειδικευμένης φροντίδας, τα οποία παρέχουν πλήρη νοσοκομειακή περίθαλψη
ετών, 4,7% για
napaJEVCXN
(Administration of Aging, 2006).
Όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση της νοσοκομειακής φροντίδας, τόσο μεγαλύτερη προσαρμογή απαιτείται από τους τροφίμους. Α ν και ορισμένοι προσαρμόζονται σχετικά
Κέντρα εξειδικευμένnς φροντίδας Ιδρύματα που παρέχουν πλιiρn νοσοκομειακιi φροντίδα σε άτομα
με χρόνια προβλιiματα υγείας ιi σε άτομα που αναρρώνουν από μια ασθένεια.
310
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
γρήγορα, η απώλεια της ανεξαρτησίας που συνεπάγετα ι η ζωή στο ίδρυμα, μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες. Επιπλέον, οι υπερήλικες είναι εξίσου ευάλωτοι όσο και τα άλλα μέλη της κοινωνίας στα κοινωνικά στερεότυπα για τα γηροκομεία και οι προσδοκίες
τους μπορεί να είναι ιδιαίτερα αρνητικές. Μπορεί να βλέ.iτουν τον εαυτό τους να μετρά το χρόνο μέχρι τελικά να πεθάνουν, ξεχασμένοι και aποξενωμένοι από μια κοινωνία που έχει σε μεγάλη υπόληψη τη νεότητα
(Biedenham & Normoyle, 1991· Baltes, 1996).
Ιδρυματισμός και επίκτητη αίσθηση αδυναμίας.
Αν και οι φόβοι όσων ζουν σε οί
Ιδρυματισμός
κους ευγηρίας είναι ίσως υπερβολικοί, μπορούν να οδηγήσουν σε ιδρυματισμό, μια ψυχο
Ψυχολογικιl κατάστασn
λογική κατάσταση κατά την οποία το άτομο εμφανίζει απάθεια, αδιαφορία και απουσία
κατά τnν οοοfα οι nλικιωμένοι
που ζονν σε γnροκομεfα εμφανfζονν απάθεια, αδιαφορία και έλλειψn ενδιαφέροντος για τσν εαυτό τους.
φροντίδας για τον εαυτό του. Ο ιδρυματισμός οφείλεται εν μέρει σε μια αίσθηση επίκτητης αδυναμίας, μια πεποίθηση ότι το άτομο δεν ασκεί έλεγχο στο περιβάλλον του
(Butler &
Lewis, 1981· Peterson & Park, 2007). Η αίσθηση της αδυναμίας που επιφέρει ο ιδρυματισμός μπορεί να έχει κυριολεκτικά
θανατηφόρες συνέπειες. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει, όταν ένας ηλικιωμένος μπαίνει σε ίδρυμα στην τρίτη ηλικία. Μία από τις πιο εμφανείς αλλαγές είναι ότι δεν έχει τον έλεγχο των πιο βασικών του δραστηριοτήτων. Πρέπει να του πουν πότε και τι θα φάει, το πρόγραμμα του ύπνου του ρυθμίζεται από άλλους, και ακόμη και η επίσκεψή του στο μπάνιο μπορεί να προγραμματίζεται
(Kane et al., 1997· Wolinsky, Wyrwich & Babu, 2003).
Ένα κλασικό πείραμα έδειξε τις συνέπειες μιας τέτοιας απώλειας του ελέγχου. Οι
Ellen Langer
και
Irving Janis (1979)
χώρισαν τους ηλικιωμένους ενός οίκου ευγηρίας σε
δύο ομάδες. Η μία ομάδα ενθαρρύνθηκε να κάνει μια σειρά επιλογών για τις καθημερινές δραστηριότητες. Στην άλλη ομάδα δεν δόθηκε η δυνατότητα επιλογής αλλά ενθαρρύνο νταν να αφήνουν το προσωπικό τού ιδρύματος να φροντίζει γι' αυτούς. Τα αποτελέσματα ήταν σαφή: Οι συμμετέχοντες που είχαν επιλογές ήταν όχι μόνο πιο ευτυχισμένοι, αλλά και πιο υγιείς. Πράγματι,
18
μήνες μετά την έναρξη του πειράματος, μόνο
ομάδα με τις επιλογές είχαν πεθάνει σε σύγκριση με ένα
30%
15%
από την
από την ομάδα σύγκρισης.
Με λίγα λόγια, η απώλεια ελέγχου σε ορισμένες πλευρές τής καθημερινής ζωής που βιώνουν οι ηλικιωμένοι στους οίκους ευγηρίας και σε άλλα ιδρύματα, μπορεί να ασκεί σο βαρές επιπτώσεις στην καλή φυσική τους κατάσταση. Αξίζει να τονιστεί, πάντως, ότι δεν είναι όλοι οι οίκοι ευγηρίας ίδιοι. Οι καλύτεροι από αυτούς προσπαθούν να επιτρέπουν στους τροφίμους να παίρνουν οι ίδιοι τις βασικές αποφάσεις για τη ζωή τους και επιχει
ρούν να δώσουν στα άτομα της τρίτης ηλικίας μια αίσθηση ελέγχου στη ζωή τους.
Οικονομικά ζητήματα στην τρίτη ηλικία Οι άνθρωποι στην τρίτη ηλικία, όπως και σε όλα τα στάδια της ζωής, κατατaσσονται από το ένα άκρο του κοινωνικοοικονομικού φaσματος έως το άλλο. Όσοι είχαν σχετική οικο νομική άνεση κατa τα χρόνια της εργασίας τους, συνήθως συνεχίζουν να έχουν οικονομι
κή aνεση, ενώ όσοι είχαν λίγα εισοδήματα στα προηγούμενα στaδια της ζωής τους , συνή θως παραμένουν σε συνθήκες ένδειας.
Ωστόσο, οι κοινωνικές ανισότητες που βιώνουν οι διaφορες ομaδες στις προηγούμε νες φaσεις της ζωής, μεγεθύνονται με την αύξηση της ηλικίας. Ταυτόχρονα, οι aνθρωποι που φτάνουν στην τρίτη ηλικία σήμερα μπορεί να αντιμετωπίζουν διαρκώς μεγαλύτερα προβλήματα, ως συνέπεια της μεγαλύτερης διaρκειας της ζωής, κaτι που σημαίνει ότι εί ναι πιθανότερο να εξαντλήσουν τις αποταμιεύσεις τους.
Συνολικa,
10%
των ατόμων
65
ετών και aνω ζουν σε συνθήκες πενίας, ποσοστό που
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ειναι αρκετά κοντά στο ποσοστό για τα άτομα κάτω των
311
65 ετών. Όμως, υπάρχουν ση
μαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το φύλο και τη φυλή. Για παράδειγμα, οι γυναι
κες ειναι δύο φορές πιθανότερο να ζουν σε συνθήκες ένδειας από ό,τι οι άνδρες. Από τις ηλικιωμένες γυναικες που ζουν μόνες, περLπου το ένα τέταρτο ζουν με εισόδημα κάτω
από το όριο της φτώχειας. Μια παντρεμένη γυναικα, εξάλλου, μπορει να βρεθει σε συν θήκες ένδειας , αν μεινει χήρα, διότι ενδέχεται να χρησιμοποιησε όλες τις οικονομιες της
γ ια να καλύψει τις ανάγκες για την αντιμετώπιση της ασθένειας του συζύγου της, και η σύ νταξη του συζύγου ενδέχεται να σταματήσει με το θάνατό του Σχήμα
(Spraggins, 2003· βλέπε
18.2).
Επιπλέον,
8%
των λευκών στην τριτη ηλικια,
19%
των ισπανόφωνων και
24%
των
Αφρο-αμερικανών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι γυναικες των μειονοτήτων απο
τελούν τη χειρότερη κατηγορια. Για παράδειγμα, οι διαζευγμένες μαύρες γυναικες ηλικιας
65-74 ετών έχουν ποσοστό φτώχειας 47% (Rank & HirscW, 1999· Federal Interagency Forum on Age-Related Statistics, 2000· U.S. Bureau of the Census, 2005). Μια πηγή της οικονομικής δυσπραγιας των ανθρώπων στην τριτη ηλικια ειναι ότι βα
σιζονται σε ένα σταθερό εισόδημα. Σε αντιθεση με αυτό των νεότερων, το εισόδημα ενός ηλικιωμένου , το οποιο συνήθως προέρχεται από ένα συνδυασμό επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης, σύνταξης και οικονομιών, σπάνια μένει ανεπηρέαστο από τον πληθωρισμό. Συνεπώς , ενώ ο πληθωρισμός αυξάνει τις τιμές των αγαθών, όπως της τροφής και του ρου
χισμού, το εισόδημα δεν αυξάνεται με τον ιδιο ρυθμό. Αυτό που στα ικανοποιητικό εισόδημα, αξιζει πολύ λιγότερο
20 χρόνια
65 μπορει να ήταν ένα
αργότερα, και έτσι ο ηλικιωμένος
βρισκεται σταδιακά σε συνθήκες ένδειας.
Το διαρκώς αυξανόμενο κόστος της περιθαλψης ειναι μια άλλη πηγή οικονομικών προβλημάτων για τους ηλικιωμένους. Ο μέσος ηλικιωμένος δαπανά περι το
20%
του εισο
δήματός του σε δαπάνες για την υγεια. Για εκεινους που χρειάζονται φροντιδα σε οικο ευ
γηριας , το οικονομικό κόστος μπορει να ειναι εξουθενωτικό, ξεπερνώντας κατά μέσον όρο τα
75.000 δολάρια το χρόνο (MetLife Mature Market Institute, 2007). Ποσοστά ένδειας κατά ηλικία και φύλο για άτομα ηλικίας 65+
24,0 r - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - ,
D
Άνδρες
D
Γυναίκες
20,0
·::J ο
:::1.
16,0
b
13,9%
::J
φ
fi c ·ο
12,0
12,0%
..... 11 ,2% ······················ 11 ,2% ..................... 11,4% ..............
b
g ο
c
Σχήμα 18.2
Ένδεια και
ηλικιωμένοι Ενώ το 10% των ατόμων άνω των 65 ετών ζουν σε συνθήκες
ένδειας, το αντίστοιχο ποσο στό των γυναικών είναι περί ο
65-69
70-74
75-79
80+
ΑΙΙ
ages
που διπλάσιο από αυτό των αν
δρών. {ΠΗΓΗ: υ.s .
Ηλικιακή Ομάδα
2005.)
Bureau of the Census,
312
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Εργασία και συνταξιοδότηση στην τρίτη ηλικία Είναι
5 π.μ.
και ο Α. («Αργύρης») παρκάρει στη θέση του και χτυπάει την κάρτα
του, ακριβώς όπως κάνει κάθε εργάσιμη μέρα εδώ και
70 χρόνια.
«Μου λένε ότι είμαι αλκοολικός τής εργασίας», λέει. Ο Α., υπεύθυνος καθαριότητας στο αμαξοστάσιο μεγαλούπολης, έγινε αυτό το μήνα
98 ετών.
Δεν έχει αργήσει ποτέ στη δουλειά του, ποτέ δεν τηλεφώνησε ότι εί
ναι άρρωστος και ποτέ δεν έφυγε νωρίτερα. «Μου αρέσει να έρχομαι στη δουλειά», λέει ... Ποιο είναι, λοιπόν, το μυστικό του; «Δεν καπνίζω, δεν πίνω και δεν έχω τρελαθεί με τις πιστωτικές κάρτες», λέει... Όταν ρωτήθηκε αν θέλει να πάρει σύνταξη, ο Α. απάντησε, «Όχι, όχι, όχι, όχι». 1σως, όταν φτάσει στα
100. Μέχρι τότε θα
παίρνει την κάθε μέρα όπως έρχεται.
«Είναι ωραίο να βγαίνεις έξω το πρωί και να λες, "Ευχαριστώ Θεέ μου. Άφησέ με να δω ακόμα μια μέρα που δεν έχω ξαναδεί ποτέ πριν. Μόνο μία" », λέει ο Α.
(Whitaker, 2004). Η απόφαση για το πότε θα πaρει κανείς σύνταξη είναι ένα σημαντικό θέμα, το οποίο αντι μετωπίζουν οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Μερικοί, όπως ο ηλικιωμένος του παραπaνω πα ραδείγματος, επιθυμούν να εργαστούν όσο μπορούν περισσότερο. Άλλοι σταματούν τη στιγμη που τους το επιτρέπουν τα οικονομικό τους. Όταν βγαίνουν στη σύνταξη, πολλοί aνθρωποι βιώνουν μεγaλη δυσκολία στο να κa
νουν την αλλαγi] ταυτότητας από «εργαζόμενος» σε «συνταξιούχος». Τους λείπει ο επαγγελ ματικός τίτλος, κανείς πλέον δεν τους ζητa οδηγίες και δεν μπορούν να πουν «Εργaζομαι στην
... ».
Για aλλους, όμως, η συνταξιοδότηση αντιπροσωπεύει μια μεγaλη ευκαιρία, την ευκαι ρία να ζησουν, ίσως για πρώτη φορa στην ενηλικη ζωη τους, μια ζωη γεμaτη ελεύθερο χρόνο. Επειδη ένας σημαντικός αριθμός ατόμων συνταξιοδοτείται ηδη στα
55
η
60,
και
επειδη η διaρκεια ζωης έχει παραταθεί, πολλοί ζουν ως συνταξιούχοι πολύ περισσότερο χρόνο από ό,τι ζούσαν οι συνταξιούχοι στο παρελθόν. Επιπλέον, επειδη ο αριθμός των υπερηλίκων συνεχίζει να αυξaνεται, οι συνταξιούχοι αποτελούν ένα όλο και πιο σημαντι
κό τμημα του πληθυσμού που ασκεί διαρκώς μεγαλύτερη επίδραση (βλέπε στο ειδικό κε φaλαιο «Από την έρευνα στην πρaξη»).
Εργαζόμενοι μεγάλης ηλικίας.
Πολλοί ηλικιωμένοι συνεχίζουν να εργaζονται, είτε με
πληρη είτε με μερικη απασχόληση, για ένα διaστημα στην ύστερη ενηλικη ζωη. Αυτό κατέ στη δυνατό, σε μεγaλο βαθμό, εξαιτίας του νόμου που πέρασε στα τέλη της δεκαετίας τού
1970, κατa τον
οποίο η θέσπιση ηλικίας για υποχρεωτικη συνταξιοδότηση έγινε παρaνομη
σχεδόν σε κaθε επaγγελμα. Μέρος της ευρύτερης νομοθεσίας που καθιστa παρaνομες τις διακρίσεις λόγω ηλικίας, ο νόμος αυτός έδωσε στους περισσότερους εργαζομένους την ευ καιρία είτε να παραμείνουν στην εργασία τους είτε να αρχίσουν να εργaζονται σε εντελώς
διαφορετικούς χώρους
(Lindemann & Kadue, 2003).
Ανεξaρτητα από το αν οι ηλικιωμένοι συνεχίζουν να εργaζονται επειδη απολαμβa
νουν τα πνευματικό και κοινωνικό οφέλη της εργασίας η επειδή πρέπει να εργaζονται για οικονομικούς λόγους, πολλοί συναντούν διακρίσεις λόγω ηλικίας. Οι διακρίσεις λόγω ηλι κίας παραμένουν μια πραγματικότητα, παρa τους νόμους που τις έχουν καταστησει πα ρaνομες. Ορισμένοι εργοδότες παρακινούν τους ηλικιωμένους εργαζόμενους να αποχω
ρησουν, για να τους αντικαταστησουν με νεότερους υπαλληλους, των οποίων ο μισθός θα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18
8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ:-! ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
ε(ναι σημαντικά χαμηλότερος. Επιπλέον, άλλοι εργοδότες πιστεvουν ότι οι ηλικιωμένοι δεν ανταποκρ(νονται πλέον στις απαιτήσεις της εργασ(ας ή ε(ναι λιγότερο πρόθυμοι να
προσαρμοστοvν στον μεταβαλλόμενο εργασιακό χώρο
- στερεότυπα για τους ηλικιωμέ (Moss, 1997).
νους, τα οπο(α παραμένουν παρά τις νομοθετικές αλλαγές
Υπάρχουν πολv λ(γα στοιχε(α που υποστηρ(ζουν ότι η ικανότητα των ηλικιωμένων να ανταποκριθοvν στην εργασ(α τους μειώνεται. Σε πολλοvς τομε(ς, όπως στην τέχνη, τη λο
γοτεχν(α, την επιστήμη, την πολιτική, ακόμη και στη διασκέδαση, ε(ναι εvκολο να βρει κα νε(ς παραδε(γματα ανθρώπων, οι οπο(οι παρήγαγαν μερικά από τα σπουδαιότερα έργα τους στη διάρκεια της τρ(της ηλικ(ας. Ακόμη και στα λίγα επαγγέλματα που εξαιρέθηκαν από τους νόμους για την απαγόρευση της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης -τα επαγγέλ ματα δημόσιας ασφάλειας- τα στοιχεία δεν υποστηρ(ζουν την ιδέα ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να συνταξιοδοτοvνται σε ηλικ(α που καθορ(ζεται αυθαίρετα.
Για παράδειγμα, μια μεγάλης κλ(μακας μελέτη με μεγαλvτερης ηλικ(ας αξιωματικοvς της αστυνομίας, πυροσβέστες και φvλακες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ηλικία δεν
ήταν ασφαλής πρόβλεψη του κατά πόσον ένας εργαζόμενος είναι ενδεχόμενο να μην ε(ναι σε θέση να συνεχ(σει την εργασ(α του ή να μειωθεί το επ(πεδο της γενικής του επ(δοσης. Α ντ(θετα, η ανάλυση επιμέρους επιδόσεων των συγκεκριμένων εργαζομένων οδηγε( σε πιο ορθή πρόβλεψη
(Landy & Conte, 2004).
Αν και οι διακρίσεις λόγω ηλικ(ας παραμένουν πρόβλημα, οι δυνάμεις της αγοράς μπορεί να συμβάλουν στον περιορισμό της έκτασής του. Καθώς οι μεταπολεμικές γενιές βγα(νουν στη σvνταξη και το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται δραστικά, οι εταιρ(ες μπορε( να αρχ(σουν να προσφέρουν κίνητρα σε ηλικιωμένους ε(τε να παραμε(νουν στο ερ
γατικό δυναμικό ε(τε να επιστρέψουν σ' αυτό μετά τη συνταξιοδότησή τους. Ωστόσο, η συ νταξιοδότηση ε(ναι ο κανόνας για τα περισσότερα άτομα στην vστερη ενήλικη ζωή.
Από την έρευνα στην πράξη Προοπτικές μετά τη συνταξιοδότηση Η Ντ. (« Ντόρα») και ο τ. (« Τάσος») εύκολα θα μπορούσαν να απολαμβάνουν χα
λαρά τη σύνταξή τους στη νότια Γαλλία ή σε κάποιον άλλο μακρινό προορισμό. Αλλά τις περισσότερες μέρες βρίσκει κανείς το ζευγάρι να εργάζεται δωρεάν σε ένα απίθανο μαγαζί. Το Παλαιοπωλείο του Μύλου έχει γίνει κάτι σαν δεύτερο σπίτι για το ζευγάρι, που μετέτρεψαν το άλλοτε μίζερο κατάστημα μεταχειρισμένων ει δών σε μια πηγή εισοδήματος για δύο τοπικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες. «Έχω πάει εκεί, το έχω κάνει αυτό», απάντησε η Ντ. τις προάλλες, εξηγώντας γιατί προτιμά να συγκεντρώνει χρήματα για φιλανθρωπίες αντί να είναι σε μόνιμες διακοπές σε μια κομψή βίλα στο εξωτερικό
(Green, 2005, σ. Cl).
Πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη σvνταξη ως μια ήρεμη περ(οδο κατά την οπο(α αποσvρεται κανε(ς από ένα δραστήριο τρόπο ζωής και περνά το χρόνο του σε μια κουνι στή πολυθρόνα μέχρι το τέλος της ζωής. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι υπάρχουν πολλο( τρόποι προσέγγισης της συνταξιοδότησης, περιλαμβανομένης της επιλογής να παραμε(νει κανε(ς εξίσου δραστήριος όσο και στα προηγοvμενα χρόνια . Αντι να ε(ναι το
κλε(σιμο ενός βιβλ(ου, η σvνταξη αντιπροσωπεvει την αρχή ενός καινοvργιου κεφαλα(ου
-
και η ιστορ(α που ξετυλ(γεται στο καινοvργιο αυτό κεφάλαιο συνδέεται στενά με τις
313
314
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
προσδοκίες, τους στόχους και τα προ της σύντα~η; σ-ι.έδια του ηλικιωμένου
(Dittmann,
2004· Goodman, Schlossberg, & Anderson, 2006·. 'uttman-Shwartz, 2007). Με βόση μια εκτεταμένη σειρό συνεντευξεων. η . ·an~· ScWossberg (2004)
καθόρισε
έξι βασικούς τύπους ατόμων που συνταξιοδοτοt'\'ται:
•
Αυτοί που συνεχίζουν: Χρησιμοποιούν την εργασία μερικής απασχόλησης ή την εθε λοντική εργασία για να παραμείνουν, τουλό;ι:ιστον, εν μέρει ενεργοί στην προ της σύ
νταξης εργασία τους.
•
Οι εμπλεκόμενοι θεατές: Υιοθετούν, αναλαμβόνουν έναν παρασκηνιακό ρόλο, παρα μένοντας συνδεδεμένοι με τους προηγούμενους χώρους εργασίας τους.
•
Οι ριψοκίνδυνοι: Χρησιμοποιούν την περίοδο της σύνταξης για να εξερευνήσουν εντε
λώς νέες διαδρομές, που περιλαμβόνουν ίσως και έναν καινούργιο τομέα εργασίας.
•
Οι ερευνητές: Δοκιμόζουν καινούργιες δραστηριότητες, αναζητώντας έναν κατόλλη λο τρόπο για να περόσουν τα χρόνια της σύνταξής τους.
•
Οι ανέμελοι: Δεν ανησυχούν και πολύ για τη σύνταξη και παίρνουν την κόθε μέρα όπως έρχεται.
•
Οι aποτραβηγμένοι: Μελαγχολούν, κλείνονται στον εαυτό τους και παύουν να αναζη τούν έναν τρόπο ζωής για τα χρόνια της σύνταξης.
Η πορεία που ακολουθεί το ότομο μπορεί να αλλόξει κατό τη διόρκεια της σύνταξης, κότι που υπογραμμίζει ένα ακόμη ουσιαστικό σημείο: Η σύνταξη είναι λιγότερο ένας προορισμός
και περισσότερο ένα ταξίδι. Οι ηλικιωμένοι που διαχειρίζονται τα χρόνια της σύνταξης με περισσότερη επιτυχία είναι εκείνοι που δεν τα βλέπουν ως μια περίοδο απόσυρσης και στα σιμότητας αλλό ως ευκαιρία ανόπτυξης και εξερεύνησης
(Greer, 2004· Wang, 2007).
Για πολλούς, η συνταξιοδότηση έρχεται σταδιακό, καθώς σιγό-σιγό αποσύρονται από την εργασία
-
ίσως επιλέγοντας τη μερική απασχόληση για ένα διόστημα πριν αποσυρ
θούν εντελώς. Άλλοι αναβόλλουν τη συνταξιοδότησή τους όσο μπορούν περισσότερο· με
ρικοί απλώς απολαμβόνουν τη δουλειό τους, όλλοι ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν τα οικο νομικό μέσα για να αποσυρθούν, καθώς οι εργοδότες μειώνουν την εισφορό της σύνταξης και τα επιδόματα υγείας για τους συνταξιούχους
(Porter & Walsh, 2005).
Η έρευνα δείχνει ότι είναι εξίσου σημαντικό να προετοιμαστεί κανείς ψυχολογικό για
τη σύνταξη όσο και το να προετοιμαστεί οικονομικό. Ορισμένοι σημαντικοί παρόγοντες είναι το κλίμα στη δουλειό και οι ευκαιρίες για μελλοντική εξέλιξη στη σταδιοδρομία , οι σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας και οι δεσμοί και οι δραστηριότητες στην κοινότητα .
Είναι σημαντικό οι ηλικιωμένοι να έχουν κατό νου ότι δεν αποσύρονται απλώς από τη δουλειό, αλλό επίσης αποσύρονται σε έναν καινούργιο τρόπο ζωής. Ο σχεδιασμός για το πώς θα είναι αυτός ο τρόπος ζωής -αν θα περιλαμβόνει εργασία με περιορισμένο ωρόριο,
εθελοντική εργασία, ταξίδια ή όλλες δραστηριότητες, για παρόδειγμα- μπορεί να κόνει τη διαφορό στην προσαρμογή στα χρόνια της σύνταξης
Σύνταξη: Γεμίζοντας τον ελεύθερο χρόνο.
(Dittmann, 2004).
Γιατί α.ιοq;ασίζει κανείς να βγει στη σύ
νταξη; Α ν και ο βασικός λόγος φαίνεται αυτονόητος -να σταματήσει να εργόζεται- η από q;αση για συνταξιοδότηση στην πραγματικότητα βασίζεται σε ;τολλούς παρόγοντες. Για ::ταραδειγμα, μερικές φορές οι εργαζόμενοι νιώθουν εξουθενωμένοι μετό από μια ολόκλη ρη ζωή δουλειός αναζητούν μια ανόπαυλα από την ενταση και τις δυσκολίες τής εργα
σία; του; και από την αίσθηση ότι δεν έχουν επιτύχει όλα όσα θα ήθελαν. Άλλοι παίρνουν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
315
σύνταξη επειδη έχει εξασθενησει η υγεία τους και άλλοι επειδη τους δίνονται κίνητρα από τους εργοδότες με τη μορφη πριμοδότησης η αυξημένης σύνταξης, αν αποσυρθούν σε μια συγκεκριμένη ηλικία. Τέλος, μερικοί άνθρωποι το σχεδιάζουν από χρόνια να συνταξιοδο
τηθούν και σκοπεύουν να χρησιμοποιησουν τον ελεύθερο χρόνο τους για να ταξιδέψουν, να μελετησουν η να περάσουν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά και με τα εγγόνια τους
(Beehr et al., 2000· Nimrod & Adoni, 2006· Sener, Terzioglu, & Karabulut, 2007). Για όποιον λόγο και αν βγαίνουν στη σύνταξη, οι νέοι συνταξιούχοι συνηθως περνούν από μια σειρά σταδίων, τα οποία συνοψίζονται στον Πίνακα
18.1. Η σύνταξη μπορεί να
αρχίσει με μια περίοδο μήνα του μέλιτος, κατά την οποία οι πρώην εργαζόμενοι ασχολού
νται με μια σειρά δραστηριότητες, όπως ταξίδια , για τις οποίες η εργασία αποτελούσε προηγουμένως σοβαρό εμπόδιο. Η επόμενη φάση μπορεί να είναι η απογοήτευση, κατά την οποία οι συνταξιούχοι καταληγουν στο συμπέρασμα ότι η σύνταξη δεν είναι αυτό που περίμεναν πως θα είναι. Μπορεί να τους λείπουν τα ερεθίσματα και η συντροφιά που εί χαν στη δουλειά η δυσκολεύονται να βρουν κάτι να κάνουν
(Atchley, 1985· Atchley &
Barusch, 2005). Η επόμενη φάση είναι ο επαναπροσανατολισμός, κατά τον οποίο οι συνταξιούχοι επανεξετάζουν τις επιλογές τους και αναλαμβάνουν νέες, πιο ευχάριστες δραστηριότητες. Αν η φάση αυτη είναι επιτυχης, οδηγεί στο στάδιο της ρουτίνας της σύνταξης, κατά την οποία ο συνταξιούχος συμβιβάζεται με την πραγματικότητα της ζωης στη σύνταξη και νιώθει ολοκληρωμένος σ' αυτη την καινούργια φάση της ζωης του. Δεν φτάνουν όλοι οι άνθρωποι σε αυτό το στάδιο. Μερικοί μπορεί να εξακολουθούν απογοητευμένοι με τη ζωη στη σύνταξη για πολλά χρόνια.
Τέλος, η τελευταία φάση της διαδικασίας της απόσυρσης είναι ο τερματισμός. Ενώ με ρικοί άνθρωποι διακόπτουν τη σύνταξη και επιστρέφουν στη δουλειά, ο τερματισμός τής εργασίας για τους περισσότερους ανθρώπους είναι αποτέλεσμα της εκτεταμένης σωματι
κής εξασθένησης. Στην περίπτωση αυτη, η υγεία γίνεται τόσο κακη, ώστε το άτομο δεν μπορεί πια να λειτουργησει ανεξάρτητα. Πίνακας
18.1 Στόδια της συνταξιοδότησης
Στάδιο
•
Μήνας του μέλιτος
Χαρακτηριστικό
•
Στην περίοδο αυτή οι πρώην εργαζόμενοι ασχολούνται με μια σειρά δραστηριότητες, όπως
ταξίδια, για τις οποίες η εργασία αποτελούσε προηγουμένως σοβαρό εμπόδιο.
•
Απογοήτευση
•
Στο στάδιο αυτό, οι συνταξιούχοι νιώθουν ότι η σύνταξη δεν είναι αυτό που περίμεναν πως θα είναι. Μπορεί να τους λείπουν τα ερεθίσματα που τους έδινε η δουλειά ή να δυσκολεύο νται να βρουν κάτι να κάνουν.
•
Επαναπροσανατολισμός
•
Στο σημείο αυτό, οι συνταξιούχοι επανεξετάζουν τις επιλογές τους και αναλαμβάνουν νέες, πιο ευχάριστες δραστηριότητες. Αν επιτύχει, οδηγεί στο επόμενο στάδιο.
•
Ρουτίνα της σύνταξης
•
Εδώ, ο συνταξιούχος συμβιβάζεται με την πραγματικότητα της ζωής στη σύνταξη και νιώ θει ολοκληρωμένος με αυτή την καινούργια φάση της ζωής . Δεν φτάνουν όλοι σε αυτό το στάδιο· μερικοί μπορεί να εξακολουθούν απογοητευμένοι με τη ζωή στη σύνταξη για πολλά χρόνια.
•
Τερματισμός
•
Ενώ μερικοί άνθρωποι διακόπτουν τη σύνταξη και επιστρέφουν στην εργασία, για τους
περισσότερους ο τερματισμός της εργασίας συμβαίνει εξαιτίας της μεγάλης σωματικής έκπτωσης, όταν η υγεία γίνεται τόσο κακή, ώστε να μην μπορούν πλέον να λειτουργούν ανε ξάρτητα. {ΠΗΓΗ:
Atchley, 1982.}
316
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η συνταξιοδότηση είναι ένα δια φορετικό ταξίδι για κάθε άτομο.
Ορισμένοι είναι ικανοποιημένοι με έναν πιο καθιστικό τρόπο ζω ής, ενώ άλλοι παραμένουν δρα στήριοι και σε μερικές περιmώ σεις επιδίδονται σε καινούργιες
δραστηριότητες.
ΕLναι προφανές ότι δεν περνούν όλοι από αυτά τα στάδια, και η αλληλουχLα τους δεν ει ναι καθολική. Σε μεγάλο βαθμό, οι αντιδράσεις ενός ατόμου στη ζωή στη σύνταξη εκπηγά
ζουν από τους λόγους για τους οποLους βγήκε στη σύνταξη. Για παράδειγμα, ένα άτομο που υποχρεώθηκε να συνταξιοδοτηθεL για λόγους υγεLας, θα έχει πολύ διαφορετική εμπειρία από το άτομο που επέλεξε ευχαρLστως να συνταξιοδοτηθεL σε μια συγκεκριμένη ηλικία. Με
τον Lδιο τρόπο, η συνταξιοδότηση ατόμων που αγαπούσαν τη δουλειά τους μπορεL να είναι μια πολύ διαφορετική εμπειρLα από αυτήν ατόμων που περιφρονούσαν τη δουλειά τους. Με λίγα λόγια, οι ψυχολογικές συνέπειες της συνταξιοδότησης διαφέρουν πολύ από το ένα άτομο στο άλλο. Για πολλούς ανθρώπους, πάντως, η σύνταξη σημαLνει συνέχιση
μιας καλής ζωής και τη χρησιμοποιούν στο έπακρο. Επιπλέον, όπως θα δούμε στο αμέσως επόμενο ειδικό κεφάλαιο, υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς για να σχεδιάσει μια καλή περίοδο ζωής στη σύνταξη.
Σχεδιάζοντας και απολαμβάνοντας μια καλή περίοδο ζωής στη σύνταξη Τι εLναι αυτό που μπορεί να καταστήσει ευχάριστα τα χρόνια της ζωής στη σύνταξη; Οι γεροντολόγοι υποστηρLζουν ότι οι παρακάτω παράγοντες σχετίζονται με την επιτυχLα
(Kreitlow & Kreitlow, 1997· Rowe & Kahn, 1998): •
Σχεδιάστε τα οικονομικά σας από πριν. Επειδ1Ί οι ;τερισσότεροι οικονομολόγοι υπο στηρLζουν ότι οι συντάξεις της κοινωνικής ασφάλιση; δεν θα είναι επαρκεLς στο μέλ
λον, εLναι σημαντική η προσωπική αποταμίευση. Παρομοίως, εLναι ουσιαστικό να έχετε ικανοποιητική ασφάλεια υγεLας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Εφαρμόστε σταδιακή απόσυρση από τη δουλειά. Μερικές φορές εLναι δυνατόν να περάσετε στη σύνταξη, μεταβαLνοντας από την πλήρη στη μερική απασχόληση. Μια
τέτοια μεταβατική περLοδος μπορεL να βοηθήσει στην προετοιμασLα για την τελική, πλήρη απόσυρση. Διερευνήστε τα ενδιαφέροντά σας πριν βγείτε στη σύνταξη. Αξιολογήστε τι σας αρέ σει στη δουλειά σας και σκεφθεLτε πώς θα μπορούσατε να το μετατρέψετε σε δραστη ριότητες του ελεύθερου χρόνου σας. Α ν είστε παντρεμένοι ή ζείτε για πολλά χρόνια με έναν σύντροφο, συζητήστε τις από ψεις σας για την ιδανική περίοδο σύνταξης με τον/τη σύντροφό σας. ΜπορεL να ανα
καλύψετε ότι χρειάζεται να διαπραγματευτεLτε μια προοπτική που να ταιριάζει και στους δύο.
Σκεφθείτε πού θέλετε να ζήσετε. Δοκιμάστε προσωρινά μια κοινότητα, αν σκέπτεστε να μετακομLσετε εκεL.
Καθορίστε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας μικρότερης από την τωρι νή σας κατοικία. Σχεδιάστε εθελοντική απασχόληση για τον ελεύθερο χρόνο σας. Οι άνθρωποι που συνταξιοδοτούνται έχουν έναν τεράστιο πλούτο δεξιοτήτων, οι οποLες συχνά εLναι απα ραLτητες σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή σε μικρές επιχειρήσεις.
Ιυνοπτική ιπιακόπηαη
•
Οι ηλικιωμένοι ζουν σε διάφορες συνθήκες κατοικLας, αν και οι περισσότεροι παρα
•
Τα οικονομικά ζητήματα μπορεL να προβληματLσουν τους ηλικιωμένους, κυρLως επειδή
μένουν στο σπLτι τους με ένα μέλος της οικογένειάς τους. τα εισοδήματά τους εLναι σταθερά, ενώ το κόστος για τη φροντLδα της υγεLας αυξάνεται και η διάρκεια της ζωής παρατεLνεται.
•
Οι άνθρωποι, καθώς προσαρμόζονται στα χρόνια της σύνταξης, μπορεL να περάσουν από διάφορα στάδια, τα οποLα περιλαμβάνουν την περLοδο του μήνα του μέλιτος, της aπογοήτευσης , του επαναπροσανατολισμού, της ρουτLνας και του τερματισμού.
Διαπροσωπ ικές σχέσεις στην ύστερη ενήλικη ζωή «Καλά, θα σας πω », λέει η Εύα και αρχίζει από την αρχή, όταν πρωτογνώρισε τον Τζόζεφ. Η μικρότερη από
13 παιδιά,
ήταν μια φτωχή μαγείρισσα στην Ουγγαρία,
όπου έγινε φίλη με μια γηραιά κυρία που τη συμβούλεψε: «Όταν συναντήσεις ένα ευγενικό πρόσωπο, κράτησέ το ».
Η Εύα είδε τον Τζόζεφ, ένα 18χρονο καπνοδοχοκαθαριστή, να πίνει κρύο νερό από τη δημόσια βρύση. «Είχε ευγενικό πρόσωπο. Έτσι, αυτό ήταν», λέει και αναση κώνει τους ώμους. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και είναι από τότε μαζί. Εκείνη είναι
97 και εκείνος 93 ...
Είναι σύντροφοι. Όταν ο ένας λέει μια ιστορία, ο άλλος σηκώνεται ήρεμα και
φέρνει μια αντίστοιχη φωτογραφία ή γράμμα. Μοιράζονται τις δουλειές και επαι νούν ο ένας τις προσπάθειες του άλλου ...
317
318
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΉΛΙΚΗ ΖΩΗ
Όταν ο Τζόζεφ πηγαίνει για ψώνια ή παρακολουθεί τις ειδήσεις, η Εύα κάθεται με τις ώρες και ξεφυλλίζει μια ντουζίνα άλμπουμ με φωτογραφίες. Εδώ είναι ο Τζό ζεφ νεαρός, διαβάζοντας την εφημερίδα. Η Εύα τρώει ψημένο καλαμπόκι το
1920,
αυτό είναι το πρώτο τους χριστουγεννιάτικο δέντρο ... Βρίσκει μια φωτογραφία του
όταν ήταν
18. «Α, να, αυτό είναι το ευγενικό πρόσωπο που ερωτεύτηκα. Στα μάτια
μου εξακολουθεί να είναι το ίδw όμορφος». Εκείνος δεν λέει τίποτε, αλλά χτυπάει
ελαφρά το μπαστούνι της με το δικό του
(Ansberry, 1995, σσ. Α1, Α17).
Η ζεστασιά και η στοργή ανάμεσα στον Τζόζεφ και την Εύα είναι ολοφάνερες. Η σχέση τους, που διαρκεί ήδη οχτώ δεκαετίες, συνεχίζει να τους φέρνει ήρεμη χαρά, και η ζωή
τους είναι το είδος που πολλά ζευγάρια ονειρεύονται. Ωστόσο, είναι, επίσης, αρκετά σπά νια για ανθρώπους στο τελευταίο στάδιο της ζωής. Για κάθε ηλικιωμένο που είναι μέλος ενός ζευγαριού, υπάρχουν πολύ περισσότεροι που είναι μόνοι.
Ποιο είναι το περιεχόμενο του κοινωνικού κόσμου των ανθρώπων στην ύστερη ενήλι κη ζωή; Για να απαντήσουμε στην ερώτηση αυτή, θα εξετάσουμε πρώτα τις σχέσεις στο γάμο στην περίοδο αυτή.
Ο γάμος στα τελευταία χρόνια της ζωής Ζούμε σ' έναν κόσμο ανδρών- τουλάχιστον όταν πρόκειται για το γάμο μετά τα
65. Το πο
σοστό των ανδρών που παντρεύονται σ' αυτή την ηλικία είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των γυναικών. Ένας λόγος για την ανισότητα αυτή είναι ότι
70% των γυναι
κών ζουν περισσότερο από τους συζύγους τους, τουλάχιστον μερικά χρόνια. Επειδή οι διαθέσιμοι άνδρες είναι λιγότεροι (πολλοί έχουν πεθάνει), αυτές οι γυναίκες είναι απίθανο να ξαναπαντρευτούν
(Barer, 1994).
Επιπλέον, ο αναβαθμός γάμου που περιγράφηκε ήδη στο Κεφάλαιο
14, εξακολουθεί να
ασκεί έντονη επίδραση. Αντανακλώντας τους κοινωνικούς κανόνες, κατά τους οποίους οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται μεγαλύτερούς τους άνδρες, ο αναβαθμός του γάμου συ ντελεί ώστε να μένουν οι γυναίκες μόνες ακόμη και τα τελευταία χρόνια της ζωής. Ταυτό χρονα, καθιστά ευκολότερο τον δεύτερο γάμο των ανδρών, αφού η διαθέσιμη «δεξαμενή»
συντρόφων προς επιλογή είναι πολύ μεγαλύτερη (τreas &
Bengston, 1989· AARP, 1990).
Η μεγάλη πλειονότητα των ατόμων που συνεχίζουν να είναι παντρεμένοι στην ύστερη ενήλικη ζωή, αναφέρουν ότι είναι ικανοποιημένοι από το γάμο τους. Οι σύντροφοι τούς παρέχουν ουσιαστική συντροφιά και συναισθηματική στήριξη. Επειδή στην περίοδο αυτή συνήθως έχουν ζήσει μαζί για πολλά χρόνια, κατανοούν πολύ καλά τους συντρόφους τους
(Brubaker, 1991- Levenson, Carstensen, & Gottman, 1993· Jose & Alfons, 2007). Την ίδια στιγμή, δεν είναι κάθε πλευρά του γάμου εξίσου ικανοποιητική. Ο γάμος
μπορεί να περάσει από έντονες πιέσεις, καθώς οι σύζυγοι βιώνουν αλλαγές στη ζωή τους. Για παράδειγμα, η συνταξιοδότηση ενός ή και των δύο συζύγων μπορεί να επιφέρει αλλα γές στη σχέση του ζευγαριού
(Askham, 1994· Henry, Miller, & Giarrusso, 2005).
Για μερικά ζευγάρια, το στρες είναι τόσο μεγάλο, ώστε ο ένας ή ο άλλος σύζυγος ζητά
διαζύγιο. Αν και ο ακριβής αριθμός δεν μπορεί να υπολογιστεί εύκολα, τουλάχιστον
2% των διαζυγίων στις ΗΠΑ αναφέρονται σε γυναίκες άνω των 60 ετών (Uhlenberg, Cooney, & Boyd, 1990). Οι λόγοι για το διαζύγιο στο τελευταίο στάδιο της ζωής είναι ποικίλοι. Συχνά, οι γυναί
κες ζητούν διαζύγιο διότι ο σύζυγός τους τις κακοποιεί ή είναι αλκοολικός. Αντίθετα, ο πιο συχνός λόγος για να ζητήσει ένας άνδρας διαζύγιο, είναι ότι έχει βρει μια νεότερη γυναίκα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Συχνά το διαζύγιο ακολουθεί αμέσως μετά τη συνταξιοδότηση, όταν οι άνδρες που ηταν πο λύ αφοσιωμένοι στην καριέρα τους, βρίσκονται σε ψυχολογικη αναστάτωση
(Cain, 1982·
Solomon et al. , 1998). Το διαζύγιο τόσο αργά στη ζωη είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τις γυναίκες. Μεταξύ του αναβαθμού του γάμου και του περιορισμένου μεγέθους της «δεξαμενης» των κατάλληλων
ανδρών, είναι δύσκολο μια ηλικιωμένη διαζευγμένη γυναίκα να παντρευτεί ξανά. Το διαζύ γιο στην τρίτη ηλικία μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. Για πολλές γυναίκες, ο γάμος ηταν ο πρωταρχικός τους ρόλος και το κέντρο της ταυτότητάς τους, και, έτσι, μπορεί να βλέ πουν το διαζύγιο ως μια μείζονα αποτυχία. Κατά συνέπεια, η ευτυχία και η ποιότητα της ζωης για τις διαζευγμένες γυναίκες συνηθως πέφτουν κατακόρυφα
(Goldscheider, 1994·
Davies & Denton, 2002). Η αναζητηση μιας καινούργιας σχέσης γίνεται προτεραιότητα για πολλούς άνδρες και γυναίκες που παίρνουν διαζύγιο η των οποίων οι σύζυγοι έχουν πεθάνει. Όπως και σε προηγούμενα στάδια της ζωης, τα άτομα που επιζητούν να αναπτύξουν νέες σχέσεις, χρη
σιμοποιούν μια ποικιλία στρατηγικών για να γνωρίσουν πιθανούς συντρόφους, όπως τη συμμετοχη σε οργανώσεις εργένηδων η ακόμη και τη χρηση του Διαδικτύου για να βρουν συντροφιά
(Durbin, 2003).
Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι μερικοί άνθρωποι φτάνουν στην τρίτη ηλικία χωρίς
να έχουν ποτέ παντρευτεί. Για όσους παρέμειναν άγαμοι σε όλη τους τη ζωη -περίπου
5%
του πληθυσμού- η ύστερη ενηλικη ζωη μπορεί να επιφέρει λιγότερες αλλαγές, αφού η κατά στασης τους -είναι μόνοι- δεν αλλάζει. Πράγματι, τα άτομα που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ
αναφέρουν ότι νιώθουν λιγότερη μοναξιά από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι της ηλικίας τους και έχουν μεγαλύτερη αίσθηση ανεξαρτησίας
(Essex & Nam, 1987· Newston & Keith,
1997). Αντιμετωπίζοντας τη σύνταξη: Πάρα πολύ μαζί;
Όταν ο Μ. («Μανώλης») σταμάτησε
τελικά να δουλεύει με πλήρη απασχόληση, η σύζυγός του ανακάλυψε ότι αυτή η αυξημένη παρουσία του στο σπίτι τής δημιουργούσε πρόβλημα. Αν και ο γάμος τους ήταν ισχυρός, η «εισβολή » του στην καθημερινή της ρουτίνα και οι διαρκείς ερωτήσεις του με ποιον μιλού
σε στο τηλέφωνο ή πού πήγαινε ήταν ενοχλητικές. Τελικά, άρχισε να σκέπτεται ότι θα ήταν καλύτερα να περνούσε ο Μ. λιγότερο χρόνο στο σπίτι. Ήταν τραγική ειρωνεία: Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των χρόνων που ο άνδρας της δούλευε ευχόμενη να τον είχε περισσότε ρο χρόνο στο σπίτι! Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το ζευγάρι αυτό δεν είναι μοναδικη. Για πολλά ζευγά ρια, η σύνταξη σημαίνει ότι οι σχέσεις πρέπει να επανεξεταστούν. Σε μερικές περιπτώσεις,
η σύνταξη σημαίνει ότι το ζευγάρι θα περνά περισσότερο χρόνο μαζί από οποιαδηποτε άλ λη περίοδο του γάμου τους. Για άλλους, η σύνταξη αλλάζει την καθιερωμένη κατανομη των ασχολιών τού νοικοκυριού, με τους άνδρες να αναλαμβάνουν μεγαλύτερη ευθύνη από ό,τι στο παρελθόν για τη λειτουργία του σπιτικού. Μάλιστα, η έρευνα δείχνει ότι συχνά επέρχεται μια ενδιαφέρουσα ανατροπη των ρόλων. Σε αντίθεση με τα πρώτα χρόνια του γάμου, όταν οι γυναίκες επιθυμούν περισσότερη συ ντροφικότητα από τους συζύγους τους, τα τελευταία χρόνια οι ανάγκες των ανδρών για συ
ντροφικότητα τείνουν να είναι μεγαλύτερες από αυτές των γυναικών τους. Αλλάζει, επίσης, η δομη της εξουσίας στο γάμο: Οι άνδρες επιθυμούν περισσότερο τη δέσμευση και γίνονται
λιγότερο ανταγωνιστικοί μετά τη σύνταξη. Την ίδια στιγμη, οι γυναίκες γίνονται περισσότε ρο διεκδικητικές και aυτόνομες
(Blumstein & Schwartz, 1989· Bird &
Melνille,
1994).
319
320
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Φροντίζοντας τον/την ηλικιωμένο/ η σύζυγο. Οι αλλαγές στην υγεία, οι οποίες συνο δεuουν την uστερη ενήλικη ζωή, μερικές φορές απαιτοuν από άνδρες και γυναίκες να ανα λάβουν τη φροντίδα των συζuγων τους με τρόπους που δεν είχαν ποτέ φανταστεί. Παρά δειγμα, τα aπογοητευμένα σχόλια μιας γυναίκας που ακολουθοuν:
Κλαίω πολύ γιατί ποτέ δεν περίμενα ότι θα ήταν έτσι. Δεν περίμενα ότι θα τον έκα να μπάνιο, θα τον άλλαζα, θα έβαζα πλυντήριο όλη την ώρα. Στα είκοσι φρόντιζα τα μωρά μου· τώρα φροντίζω το σύζυγό μου
(Doress et al., 1987, σσ. 199-200).
Από το άλλο μέρος, ορισμένοι βλέπουν τη φροντίδα για έναν άρρωστο ή ετοιμοθάνατο σuζυγο με πιο θετικό τρόπο, και την αντιμετωπίζουν ως μια uστατη ευκαιρία να δείξουν
αγάπη και αφοσίωση. Πράγματι, αρκετοί από όσους φροντίζουν τον/τη σuζυγό τους, αναφέρουν ότι νιώθουν πολλή ικανοποίηση, διότι εκπληρώνουν αυτό που θεωροuν ότι είναι ευθuνη τους απέναντι στον/τη σuζυγό τους. Και μερικοί από όσους στην αρχή ανα
στατώνονται, βρίσκουν ότι στη συνέχεια η δυσφορία εξασθενεί, καθώς προσαρμόζονται με επιτυχία στις απαιτήσεις των περιστάσεων
(Lawton et al. 1989· Townsend et al., 1989·
Zarit & Reid, 1994). Ακόμη και αν η παροχή φροντίδας αντιμετωπίζεται με θετικό τρόποι, αυτό δεν αλλά ζει το γεγονός ότι πρόκειται για ένα σκληρό καθήκον, που γίνεται ακόμη δυσκολότερο από το γεγονός ότι ο «υγιής» σuζυγος δεν είναι πιθανότατα οuτε και ο ίδιος στην καλuτε ρη φυσική κατάσταση. Μάλιστα, το να φροντίζει κανείς τον/τη σuζυγο μπορεί να είναι κα
ταστροφικό για τη σωματική και ψυχολογική υγεία του. Για παράδειγμα, αυτοί που φρο ντίζουν άρρωστο σuζυγο αναφέρουν χαμηλότερο επίπεδο ικανοποίησης με τη ζωή από όσους δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι τέτοιο
(Vitaliano, Dougherty, & Siegler, 1994· Grant, Weaver, & Elliott, 2004· Choi & Marks, 2006). Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρέπει να σημειωθεί, εκείνη που παρέχει τη φροντίδα είναι η σuζυγος. Από αυτοuς που παρέχουν φροντίδα στο σuντροφό τους, σχεδόν τα τρία τέταρτα είναι γυναίκες. Ο λόγος είναι εν μέρει δημογραφικός: Οι άνδρες συνήθως πεθαί
νουν ενωρίτερα από τις γυναίκες και, συνεπώς, εμφανίζουν τις ασθένειες που οδηγοuν στο θάνατο ενωρίτερα από τις γυναίκες. Ένας δεuτερος λόγος, όμως, σχετίζεται με τους παρα δοσιακοuς ρόλους των φuλων, κατά τους οποίους οι γυναίκες παρέχουν φροντίδα «από
Μια από τις δυσκολότερες ευ
θύνες της τρίτης ηλικίας μπορεί να είναι η φροντίδα για τον/την άρρωστο/η σύζυγο.
ΚΕΦΑΛΑIΟ
18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
τη φύση τους» . Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι φορείς φροντίδας υγείας ευκολότερα να υπο
δεικνύουν η γυναίκα να φροντίσει τον άνδρα της από ό,τι ο άνδρας να φροντίσει τη σύζυ γό του
(Polansky, 1976· Unger & Crawford, 1992).
Ο θάνατος του/της συζύγου : Χηρεία.
Δύσκολα υπάρχει γεγονός πιο οδυνηρό και
αγχογόνο από το θάνατο του/της συζύγου. Ιδιαίτερα για όσους παντρεύτηκαν νέοι, ο θά
νατος του/της συζύγου προκαλεί βαθιά συναισθήματα απώλειας και συχνά επιφέρει δρα στικές αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές τους συνθήκες. Α ν ο γάμος ήταν καλός, ο
θάνατος του συντρόφου σημαίνει την απώλεια ενός φίλου, εραστή, έμπιστου, βοηθού. Με το θάνατο του/της συζύγου, τα άτομα ξαφνικά αναλαμβάνουν έναν καινούργιο και άγνωστο κοινωνικό ρόλο: το ρόλο του χήρου/της χήρας. Συγχρόνως, χάνουν το ρόλο με τον οποίο είχαν τόσο εξοικειωθεί: το ρόλο του/της συζύγου. Ξαφνικά, το άτομο που χη
ρεύει δεν είναι πλέον μέρος ενός ζευγαριού· αντίθετα, αντιμετωπίζεται από την κοινωνία -αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του- απλώς ως άτομο. Και όλα αυτά συμβαίνουν, καθώς ταυτόχρονα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα βαρύ και μερικές φορές εξουθενωτικό πένθος
(που θα δούμε εκτενέστερα στο Κεφάλαιο
19).
Η χηρεία συνοδεύεται από μια ποικιλία νέων απαιτήσεων και φροντίδων. Δεν υπάρχει πλέον σύντροφος, με τον οποίο μπορεί κανείς να μοιραστεί τα καθημερινά γεγονότα. Αν αυτός που πέθανε ήταν το πρόσωπο που κρατούσε κυρίως το νοικοκυριό, ο επιζών πρέπει
να μάθει πώς θα κάνει αυτές τις δουλειές και πρέπει να τις κάνει καθημερινά. Παρόλο που στην αρχή η οικογένεια και οι φίλοι προσφέρουν μεγάλη βοήθεια και στήριξη, αυτή η βοή θεια σύντομα δεν υπάρχει και το άτομο που μόλις χήρεψε αφήνεται να προσαρμοστεί μό
νο του στη μοναχική ζωή
(Wortman & Silver, 1990· Hanson & Hayslip, 2000).
Η κοινωνική ζωή συνήθως αλλάζει δραστικά μετά το θάνατο του/της συζύγου. Τα παντρεμένα ζευγάρια συνήθως συναναστρέφονται άλλα παντρεμένα ζευγάρια. Έτσι, το άτομο που έχει χηρέψει, συχνά νιώθει σαν «πέμπτος τροχός», καθώς επιδιώκει να διατη
ρήσει τις φιλίες που είχε ως μέλος ενός ζευγαριού. Τελικά, αυτές οι φιλίες μπορεί να στα ματήσουν, αν και μπορεί να αντικατασταθούν με φιλίες με άλλα μοναχικά άτομα
(van
den Hoonaard, 1994). Τα οικονομικά ζητήματα μπορεί να αποτελέσουν σημαντικό πρόβλημα για πολλά άτο
μα που χηρεύουν. Αν και πολλοί έχουν ασφάλιση, οικονομίες και σύνταξη που τους παρέ χουν οικονομική ασφάλεια, μερικοί, συνήθως γυναίκες, βιώνουν μια ύφεση στην οικονομι κή τους κατάσταση, ως αποτέλεσμα του θανάτου του συζύγου τους, όπως σημειώθηκε
ενωρίτερα στο κεφάλαιο αυτό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλλαγή στην οικονομική κατά σταση μπορεί να οδηγήσει σε οδυνηρές αποφάσεις, όπως στην πώληση του σπιτιού, όπου έζησε το ζευγάρι σε όλη τη διάρκεια του γάμου
(Meyer, Wolf, & Himes, 2006).
Η διαδικασία προσαρμογής στη χηρεία περιλαμβάνει τρία στάδια (βλέπε Σχήμα
18.3).
Στο πρώτο στάδιο, της προετοιμασίας, οι σύζυγοι προετοιμάζονται, σε μερικές περιπτώ σεις πολλά χρόνια, ακόμη και δεκαετίες πριν, για τον ενδεχόμενο θάνατο του συντρόφου τους. Τέτοιες προετοιμασίες περιλαμβάνουν π.χ. την αγορά ασφάλειας ζωής, τη σύνταξη
διαθήκης και την απόφαση απόκτησης παιδιών που μπορεί τελικά να φροντίσουν κάποι ον στα γηρατειά του. Καθεμία από αυτές τις ενέργειες βοηθά στην προετοιμασία για το εν δεχόμενο ότι ένας από τους δύο θα χηρέψει και θα χρειάζεται συνδρομή σε κάποιο βαθμό
(Heinemann & Evans, 1990· Roecke & Cherry, 2002). Το δεύτερο στάδιο προσαρμογής στη χηρεία, η ψυχική οδύνη και το πένθος, είναι μια
άμεση αντίδραση στο θάνατο του/της συζύγου. Αρχίζει με το σοκ και τον πόνο για την απώ λεια και συνεχίζεται, καθώς ο επιζών σύζυγος αντιμετωπίζει τα συναισθήματα που επιφέρει η απώλεια. Ο χρόνος που διαρκεί αυτή η περίοδος εξαρτάται από το βαθμό υποστήριξης
321
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
322
8
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
~- -~ι
Απ_ω_·λε_ια
_ _ _ _ __JI
L _____
Φόση
:· ·
Α_π_οδ_ο_χη_·_τη_ς_α_π_ώ_λε_ι_ας
I.____
_ ____.
Φάση2
1
Φάση
Ψυχική οδύνη και πένθος
Προετοιμασία
Σοκ
Ανάmυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων
~υμπεριφορά αναμονής Ι : I!.=··-=~~~· ···
J
Ανάmυξη και χρήση πόρων/εφοδίων
Αναδιοργάνωση ρόλων
Έvτονος πόνος
Ι
και ομάδων αναφοράς
Εργασίες πένθους
Επανένταξη
~..=~~==-=~
'Ελεγχος της πραγμaτικό~ας
3
Προσαρμογή
j ....:
Ν_έε_ς_ει_κο_Ύ_ες_._στ_α_·σ_ε_ις_κ_αι_α_ξ_ίε_ς
' - I_ _
___J
Νέα ταυτότητα Νέος τρόπος ζωής
Άλλα αποτελέσματα
Σχήμα (ΠΗ ΓΗ:
18.3
Η διαδικασία προσαρμογής στη χηρεία
Heinemann & Eνans, 1990.)
του ατόμου από τους aλλους, καθώς και από παρaγοντες της προσωπικότητας. Σε μερικές
περιπτώσεις, η περίοδος ψυχικής οδύνης και πένθους μπορεί να διαρκέσει πολλό χρόνια, ενώ σε aλλες διαρκεί λίγους μήνες. Το τελευταίο στaδιο αντιμετώπισης του θανaτου ενός συζύγου είναι η προσαρμογή. Κατa την προσαρμογή, ο χήρος/η χήρα αρχίζει μια καινούργια ζωή. Η περίοδος αρχίζει με
την αποδοχή της απώλειας και συνεχίζεται με την αναδιοργaνωση των ρόλων και τη δη μιουργία νέων σχέσεων φιλίας. Το στaδιο της προσαρμογής περιλαμβaνει, επίσης, μια πε ρίοδο επανένταξης, κατa την οποία αναπτύσσεται μια νέα ταυτότητα
-
αυτή του ατόμου
χωρίς σύντροφο. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτό το μοντέλο των τριών σταδίων για την απώλεια
και την αλλαγή δεν ισχύει για όλους. Επιπλέον, το χρονοδιaγραμμα των διαφόρων στα δίων του μοντέλου διαφέρει ουσιαστικό από το ένα aτομο στο aλλο. Για τους περισσότε ρους, πaντως, η ζωή επιστρέφει στον φυσιολογικό της ρυθμό και γίνεται ευχaριστη για μια ακόμη φορa. Χωρίς εξαιρέσεις, ο θaνατος ενός συζύγου είναι σημαντικό γεγονός σε κaθε περίοδο της ζωής. Στη διaρκεια της τρίτης ηλικίας, οι συνέπειές του είναι ιδιαίτερα έντονες, διότι
μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος προειδοποίησης για τη θνητότητα του ίδιου του επιζώ ντος. Οι φίλοι μπορούν να βοηθήσουν τον επιζώντα σύζυγο να προχωρήσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
18 8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟ~ΠΙΚΟΠΠΛ!: ~~ ΥΣΊΈΡ Η ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
323
Τ α κοινωνικά δίκτυα στην τρίτη ηλικία Οι υπερήλικες απολαμβάνουν τους φίλους όσο και οι νεότεροι και οι φi.ίε; :ταζουν σημα ντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων στην ύστερη ενήλικη ζωή. Μάλιστα. ο χρονος που οι ηλικιωμένοι περνούν με τους φίλους τους συχνά έχει για τους ίδιους μεγαλύτερη αξία από το χρόνο που περνούν με την οικογένεια και συχνά βλέπουν τους φίλους ως σημαντικότε ρους φορείς στήριξης από ό,τι τα μέλη της οικογένειας. Επιπλέον, περίπου το ένα τρίτο
των ατόμων τρίτης ηλικίας αναφέρουν ότι απέκτησαν έναν καινούργιο φίλο τη χρονιά που πέρασε (βλέπε Σχήμα
18.4· Hartshorne, 1994· Hansson & Carpenter, 1994· Ansberry, 1997).
Γιατί είναι σημαντικοί οι φίλοι στην τρίτη ηλικία.
Ένας λόγος για τον οποίο οι φι
λίες είναι σημαντικές σχετίζεται με το στοιχείο του ελέγχου. Στις φιλικές σχέσεις, αντίθετα με τις οικογενειακές, το άτομο επιλέγει τα πρόσωπα που του αρέσουν ή δεν του αρέσουν, πράγμα που σημαίνει ότι έχει σημαντικό έλεγχο στη σχέση. Επειδή η τρίτη ηλικία μπορεί
να φέρει μια σταδιακή απώλεια του ελέγχου σε άλλους τομείς, όπως στον τομέα της υγείας, η δυνατότητα διατήρησης φιλικών σχέσεων μπορεί να έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα από ό,τι σε άλλα στάδια της ζωής (Κrause
& Borawski-Clark, 1994· Pruchno & Rosenbaum, 2003·
Stevens, Martina, & Westerhof, 2006). Επιπλέον οι φιλίες, ιδιαίτερα αυτές που έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα, μπορεί να είναι πιο ευέλικτες από τους οικογενειακούς δεσμούς, δεδομένου ότι οι πρόσφατες φιλίες πιθα νότατα δεν έχουν ιστορικό υποχρεώσεων και προηγούμενων συγκρούσεων. Αντίθετα, οι οικογενειακοί δεσμοί μπορεί να έχουν μακρόχρονο -και, μερικές φορές, θυελλώδες- πα ρελθόν, πράγμα που μπορεί να περιορίσει τη συναισθηματική στήριξη που παρέχουν
(Hartshorne, 1994· Magai & McFadden, 1996). Ένας άλλος λόγος για τον οποίο είναι σημαντικές οι φιλίες στην ύστερη ενήλικη ζωή σχετίζεται με την αυξανόμενη πιθανότητα ότι το ένα μέλος του ζευγαριού θα μείνει χωρίς τον/τη σύντροφό του. Όταν ο/η σύζυγος φεύγει από τη ζωή, ο ηλικιωμένος συνήθως επιζη τεί τη συντροφιά των φίλων του για να τον βοηθήσουν να διαχειριστεί την απώλεια και για
να βρει κάποια από τη συντροφικότητα που του παρείχε ο εκλιπών σύζυγος. Ασφαλώς, δεν εκλείπουν μόνον οι σύζυγοι στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας, το ίδιο
(.Γ
ω
ι=
.ι:;
100%
r----------------------------------------------------------.
3
5 σ
Ηλικιακή ομάδα
π------r--,_
i5.
80 %
> a.
·σ
10
-(.Γ
σ .ω
"' "'
> > •3 3
t;
60 % ·------
~
ο~ "-ω > b
3. -~ Ο
40% ·-----
ι; ε;
::1.
b
>
!330 b ο
c
20% ·--- ---
::> ο
a.
·ω
~
ε; ::> ο
ι::
75-79
D
80-84
ο
85+
70-74
~~--- - - - -
·Ο ·ο
ο ο
LJJJJ
Επαφές
Επαφές
θρησκευτικές
Κινηματογράφος,
με την οικογένεια
με φίλους
δραστηριότητες
συμμετοχή
ή γείτονες
σε λέσχη, ομαδικά γεγονότα
Σχήμα
18.4
Κοινωνική
δραστηριότητα στην ύστερη ενήλικη ζωή Οι φίλοι και η οικογένεια παί ζουν σημαντικό ρόλο στις κοι νωνικές δραστηριότητες των ηλικιωμένων. {ΠΗΓΗ : Federal Jnteragency Forum on Age Related Statistics, 2000.)
324
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
8
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
συμβαίνει και με τους φίλους. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβaνονται οι ηλικιωμένοι τη φιλία στην τρίτη ηλικία καθορίζει το πόσο ευaλωτοι είναι στο θaνατο ενός φίλου. Αν ο φί λος έχει γίνει αναντικατaστατος, τότε η απώλεια του μπορεί να επιφέρει πολλές δυσκο
λίες. Από το aλλο μέρος, αν η φιλία είναι απλώς μία από τις πολλές φιλικές σχέσεις, τότε ο θaνατος ενός φίλου μπορεί να είναι λιγότερο τραυματικός. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ηλικιωμένοι είναι πιθανότερο να αναζητήσουν και να αποκτήσουν στη συνέχεια καινούρ γιους φίλους
(Hartshorne, 1994).
Κοινωνική στήριξη: η σημασία των άλλων . ΚοινωνικrΊ στrΊριξn Η βοrΊθεια και
n ΟιΝδρομrΊ
που παρέχει ένα άτομο rΊ ένα δίκτυο ανθρώπων που φροντίζει και ενδιαφέρεται για ένα άλλο άτομο.
Οι φιλίες ικανοποιούν, επίσης, μία από
τις βασικές κοινωνικές ανaγκες: την κοινωνική στήριξη. Κοινωνική στήριξη είναι η βοή θεια και η συνδρομή που παρέχει ένα δίκτυο ανθρώπων που φροντίζουν και ενδιαφέ
ρονται για ένα aτομο. Αυτή η υποστήριξη είναι σημαντική για επιτυχημένα γηρατειa
(Antonucci, 1990· Antonucci & Akiyama, 1991· Avlund, Lund, & Holstein, 2004). Τα οφέλη της κοινωνικής στήριξης είναι σημαντικa. Για παρaδειγμα, ένα aτομο μπο ρεί να παρέχει συναισθηματική στήριξη τείνοντας «ευήκοον ους» και προσφέροντας μέ
τρο σύγκρισης για τα προβλήματα του aλλου. Επιπλέον, η κοινωνική στήριξη από ανθρώ πους που βιώνουν παρόμοια προβλήματα -όπως είναι η απώλεια του/της συζύγου τους
μπορούν να παρaσχουν ανεκτίμητη κατανόηση και μια πηγή χρήσιμων υποδείξεων για στρατηγικές αντιμετώπισης, οι οποίες θα ήταν λιγότερο αξιόπιστες, αν προέρχονταν από aλλους.
Τέλος, μπορεί κανείς να παρέχει υλική/πρακτική υποστήριξη, όπως βοήθεια στις μετακι
νήσεις του ηλικιωμένου ή φροντίδα για τα ψώνια. Μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στην επίλυση προβλημaτων, όπως το χειρισμό ενός δύσκολου ιδιοκτήτη ή την επιδιόρθωση μιας συσκευής. Τα οφέλη της κοινωνικής στήριξης δεν αφορούν μόνο στον αποδέκτη αλλa και σε αυτόν
που την παρέχει. Όσοι προσφέρουν στήριξη σε έναν ηλικιωμένο, βιώνουν το συναίσθημα ότι είναι χρήσιμοι και αυξaνεται η aυτοεκτίμησή τους, καθώς γνωρίζουν ότι συμβaλλουν στην ευημερία ενός aλλου προσώπου. Ποιο είδος κοινωνικής στήριξης είναι περισσότερο αποτελεσματικό και κατaλληλο; Η βοήθεια μπορεί να πaρει τη μορφή προετοιμασίας φαγητού, πρόσκλησης για κινηματο γρaφο ή για δείπνο. Αλλα η δυνατότητα για αμοιβαιότητα είναι, επίσης, σημαντική. Αμοι βαιότητα είναι η προσδοκία ότι, αν κaποιος προσφέρει κaτι θετικό σε έναν aλλον, τελικa θα υπaρξει ανταπόδοση. Στις δυτικές κοινωνίες, οι ηλικιωμένοι -όπως και οι νεότεροι- δί
νουν μεγaλη αξία σε σχέσεις στις οποίες είναι δυνατή η αμοιβαιότητα
(Ciark & Mills, 1993·
Becker, Beyene, & Newsom, 2003). Είναι, πaντως, αλήθεια ότι όσο περνούν τα χρόνια, μπορεί προοδευτικa να είναι πιο
δύσκολο για τον ηλικιωμένο να ανταποδώσει τη στήριξη που δέχεται. Κατa συνέπεια, οι σχέσεις αυτές μπορεί να γίνουν πιο aσύμμετρες, κaτι που καθιστa δύσκολη την ψυχολογι κή θέση του αποδέκτη
(Roberto, 1987· Selig, Tornlinson, & Hickey, 1991).
Οικογενειακές σχέσεις στην τρίτη ηλικία Ακόμη και μετa το θaνατο του/της συζύγου, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι εξακολουθούν να είναι μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας. Οι σχέσεις τους με αδέλφια, παιδιa, εγγόνια, ακόμη και με δισέγγονα, συνεχίζονται και μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή πα ρηγοριaς στους υπερήλικες στα τελευταία χρόνια της ζωής τους. Τα αδέλφια μπορούν να προσφέρουν ιδιαίτερα ισχυρή συναισθηματική στήριξη στη διaρκεια της ύστερης ενήλικης ζωής. Επειδή συνήθως έχουν κοινές , παλιές ευχaριστες
ΚΕΦΑΛΑ!Ο
18
8
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ τΗ~ ΠΡΟ~ΠΙΚσrΗΤ~ ~Η;-; ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, και επειδή συνήθως είναι οι :ταJ.αιότερε; v :τάρχου σες σχέσεις που έχει ένας ηλικιωμένος, τα αδέλφια μπορούν να γίνο υν :rηγή σημαντικής στήριξης. Αν και ίσως δεν είναι ευχάριστες όλες οι αναμνήσεις α:τό την :ταιδιr.η ηλικία, η συνεχιζόμενη αλληλεπίδραση με αδέλφια εξακολουθεί να παρέχει σημαντιr.ή συναισθη ματική στήριξη στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας
(Bengston, Rosenthal, & Burton, 1990·
Moyer, 1992). Παιδιά.
Ακόμη σημαντικότερα από τα αδέλφια, όμως, είναι τα παιδιά και τα εnόνια.
Ακόμη και σε μια εποχή που η γεωγραφική κινητικότητα είναι μεγάλη, οι περισσότεροι γο νείς και παιδιά μένουν αρκετά κοντά, τόσο γεωγραφικά όσο και ψυχολογικά. Περίπου
των παιδιών ζουν σε απόσταση
75%
30 λεπτών με το αυτοκίνητο από τους γονείς τους, και γονείς
και παιδιά ανταλλάσσουν συχνά επισκέψεις και συνομιλούν μεταξύ τους. Οι κόρες συνήθως έχουν πιο συχνή επαφή με τους γονείς τους από τους γιους, και οι μητέρες συνήθως δέχονται περισσότερη επικοινωνία και πιο συχνά από τους πατέρες
(Field & Minkler, 1988·
Κrout,
1988· Ji-liang, Li-qing, & Yan, 2003). Επειδή η μεγάλη πλειονότητα των ηλικιωμένων έχουν τουλάχιστον ένα παιδί που ζει αρ κετά κοντά, τα μέλη της οικογένειας συνεχίζουν να παρέχουν σημαντική βοήθεια το ένα στο άλλο. Επιπλέον, γονείς και παιδιά συνήθως έχουν παρόμοιες απόψεις για το πώς τα ενήλικα
παιδιά πρέπει να συμπεριφέρονται στους γονείς τους (βλέπε Πίνακα
18.2). Συγκεκριμένα,
προσδοκούν ότι τα παιδιά πρέπει να βοηθούν τους γονείς τους να αντιλαμβάνονται ορθά τις διεξόδους και τους πόρους τους, να παρέχουν συναισθηματική υποστήριξη και να συζητούν
για σημαντικά ζητήματα, όπως τα ιατρικά προβλήματα. Επιπλέον, είναι πολύ συνηθισμένο τα παιδιά να καταλήγουν να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους που χρειάζονται βοήθεια
(Wolfson et al., 1993· Dellman-Jenkins &
Bήttain, 2003·
Ron, 2006).
Οι δεσμοί μεταξύ γονέων και παιδιών μερικές φορές είναι aσύμμετροι, με τους γονείς
να επιζητούν μια πιο στενή σχέση και τα παιδιά μια πιο απόμακρη. Οι γονείς έχουν μεγα λύτερη αναπτυξιακή εμπλοκή, αφού βλέπουν τα παιδιά τους ως διαιώνιση των δικών τους πεποιθήσεων, αρχών και προτύπων. Από το άλλο μέρος, το κίνητρο για τα παιδιά είναι να διατηρήσουν την αυτονομία τους και να ζήσουν ανεξάρτητα από τους γονείς τους. Αυτές
οι αποκλίνουσες θέσεις καθιστούν πιθανότερο ότι οι γονείς θα ελαχιστοποιούν τις συ γκρούσεις που βιώνουν με τα παιδιά τους, και τα παιδιά θα τις μεγεθύνουν
(Bengston et
al. , 1985· O'Connor, 1994). Για τους γονείς, τα παιδιά παραμένουν μια πηγή μεγάλου ενδιαφέροντος και φροντίδας. Μερικές δημοσκοπήσεις δείχνουν, για παράδειγμα, ότι ακόμη και στην τρίτη ηλικία, οι γονείς συζητούν για τα παιδιά τους σχεδόν κάθε μέρα, ιδιαίτερα αν τα παιδιά έχουν κάποιο πρό
βλημα. Την ίδια στιγμή , τα παιδιά μπορεί να στραφούν στους ηλικιωμένους γονείς τους για συμβουλές, πληροφορίες και μερικές φορές και υλική βοήθεια, όπως χρήματα
(Greenberg &
Becker, 1988). Εγγόνια κα ι δ ι σέγγονα.
Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 16, δεν εμπλέκονται όλοι οι
παππούδες με τον ίδιο τρόπο με τα εγγόνια τους. Ακόμη και οι παππούδες που είναι πολύ
περήφανοι για τα εγγόνια τους, μπορεί να είναι σχετικά aποξενωμένοι από αυτά, αποφεύ γοντας κάθε ρόλο άμεσης φροντίδας
(Cherlin & Furstenberg, 1986).
Όπως είδαμε, οι γιαγιάδες ασχολούνται με τα εγγόνια τους περισσότερο από όσο οι παππούδες. Παρομοίως , υπάρχουν διαφορές φύλου στα συναισθήματα που τρέφουν τα εγγόνια για τους παππούδες τους. Ειδικότερα, τα περισσότερα εγγόνια
- νεαροί ενήλικες,
νιώθουν εγγύτερα στις γιαγιάδες τους παρά στους παππούδες τους. Επιπλέον, οι περισσό τεροι εκφράζουν προτίμηση για τη γιαγιά από την πλευρά της μητέρας τους έναντι της
325
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
326
Πίνακας
18.2
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Γονείc; και παιδιά έχουν παρ6μοιεc; απ6ψειc; yια το πώc; τα ενήλικα παιδιά πρέπει να συμπε ριφtρονται στουc; yoνεic; τouc;
Χαρακτηριστικό
Κατάτοξη παιδιών
Κατάταξη γονέων
•
Βοήθεια για κατανόηση και χρήση πόρων/εφοδίων
•
Παρέχουν συναισθηματική στήριξη
2
•
Συζητούν σημαντικά θέματα
3
•
Εξασφαλίζουν χώρο στο σπίτι για περίmωση ανάγκης
4
7
•
Θυσιάζουν την προσωπική ελευθερία
5
6
•
Φροντίζουν στην αρρώστια
6
9
•
Είναι μαζί σε ειδικές περιστάσεις
7
5
Παρέχουν οικονομική βοήθεια
8
13
•
Συμβουλεύουν τους γονείς
9
4
•
Προσαρμόζουν το οικογενειακό πρόγραμμα για να βοηθήσουν
10
10
•
Νιώθουν υπεύθυνοι για τους γονείς
11
8
•
Προσαρμόζουν το πρόγραμμα της δουλειάς για να βοηθήσουν
12
12
•
Πιστεύουν ότι ο γονιός πρέπει να μένει με το παιδί
13
15
•
Επισκέmονται μια φορά την εβδομάδα
14
11
•
Ζουν κοντά στους γονείς
15
16
•
Γ ράψουν γράμμα μία φορά την εβδομάδα
16
14
(ΠΗΓΗ:
2 3
Hamon & Blieszner, 1990.)
γιαγιάς από την πλευρά του πατέρα τους
(Kalliopuska, 1994· Chan & Elder, 2000· Hayslip, Shore, & Henderson, 2000· Lavers-Preston & Sonuga-Barke, 2003). Οι aφρο-αμερικανοί παππούδες τείνουν να ασχολούνται με τα εγγόνια τους περισ
σότερο από όσο οι λευκοί, και τα εγγόνια των Αφρο-αμερικανων συνr]θως νιcbθουν πιο κοντά στους παππούδες τους. Επιπλέον, οι παππούδες φαίνεται να παίζουν κεντρικότε ρο ρόλο στη ζωr] των παιδιcbν των Αφρο-αμερικανων από ό,τι στη ζωr] των λευκων παι διcbν. Ο λόγος για τις φυλετικές διαφορές πιθανόν εκπηγάζει σε μεγάλο βαθμό από το
υψηλότερο ποσοστό πολυγενεακων οικογενειων στους Αφρο-αμερικανούς παρά στους λευκούς. Σε τέτοιες οικογένειες, οι παππούδες συνr]θως παίζουν κεντρικό ρόλο στην ανατροφr] των παιδιων (τaylor
et al., 1991· Crowther & Rodriguez, 2003· Stevenson,
Henderson, & Baugh, 2007). Τα δισέγγονα παίζουν μικρότερο ρόλο στη ζωr] τόσο των λευκων όσο και των αφρο αμερικανων υπερηλίκων. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν στενές σχέσεις με τα δι σέγγονά τους. Στενές σχέσεις εμφανίζονται μόνον όταν τα δύο μέρη ζουν σχετικά κοντά
(Doka & Mertz, 1988). Υπάρχουν ποικίλες ερμηνείες για τη σχετικr] απουσία εμπλοκr]ς των υπερηλίκων με τα
δισέγγονά τους. Η μία είναι ότι, όταν φτάσουν να γίνουν προπαππούδες, οι υπερr]λικες εί ναι τόσο μεγάλοι, ωστε δεν διαθέτουν πολλr] σωματικr] η ψυχολογικr] ενέργεια να επενδύ σουν για τη δημιουργία σχέσεων με τα δισέγγονά τους. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι μπορεί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 •
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΠ' ΞΗ ΤΗ~ ΠΡ()g}ΠJΚΟΏΠ~ ~Η:--ί ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
να υπαρχουν τόσο πολλα δισέγγονα, ώστε οι υπερήλικες να μην νιώθουν ισχυρου ς συναι σθηματικούς δεσμούς μαζί τους. Πραγματι, δεν είναι ασύνηθες για ~·ω· ι·::τερήλικα που έχει αποκτήσει πολλCι παιδια, να έχει τόσο πολλα δισέγγονα , ώστε να μψ ιι..ϊορεί να τα πα ρακολουθεί από κοντα. Για παραδειγμα, όταν πέθανε η μητέρ α τοι• :τροέδρου Κένεντυ,
Ρόουζ Κένεντυ (που είχε γεννήσει εννέα παιδια), σε ηλικία
104 ετών. είχε 30 εγγόνια και 41
δισέγγονα! Ωστόσο, ακόμη και αν οι περισσότεροι ηλικιωμένοι δεν έχουν ίσως στενές σχέσεις με
τα δισέγγονα τους, εξακολουθούν να ωφελούνται συναισθηματικα από το γεγονός και μό
νον ότι έχουν δισέγγονα. Για παραδειγμα, οι υπερήλικες μπορεί να βλέπουν ότι τα δισέγ γονα τους αποτελούν τη συνέχεια τόσο των ίδιων όσο και ολόκληρης της οικογένειας, ενώ ταυτόχρονα παρέχουν μια σαφή ένδειξη της μακροζωίας τους
(Doka & Mertz, 1988).
Κακοποίηση υπερηλίκων: Σχέσεις με δυσμενή εξέλιξη Με καλή υγεία και αρκετά μεγάλη σύνταξη, η 76χρονη Μ. («Μαίρη») θα έπρεπε να απολαμβάνει με άνεση το χρόνο της ως συνταξιούχου. Στην πραγματικότητα, όμως, η ζωή της είχε εξαθλιωθεί από έναν, όπως φαινόταν, χωρίς τέλος καταιγισμό απειλών, προσβολών και ταπεινώσεων από το γιο της που ζούσε μαζί της.
Κατ' εξακολούθηση χαρτοπαίκτης και χρήστης ναρκωτικών, ο γιος ήταν ανε λέητος: έφτυνε τη Μ., έσειε μαχαίρι μπροστά στο πρόσωπό της, έκλεβε τα χρήματά της και πουλούσε τα πράγματά της. Μετά από αρκετές επισκέψεις στο τμήμα επει
γόντω ν περιστατικών και δύο εισαγωγές στο νοσοκομείο, οι κοινωνικοί λειτουργοί έπεισαν τη Μ. να φύγει από το σπίτι της και να μπει σε μια ομάδα ηλικιωμένων που είχαν κακοποιηθεί από συγγενικά τους πρόσωπα. Στο καινούργιο της διαμέ ρισμα και με φίλους που την κατανοούσαν, η Μ. είχε βρει επιτέλους κάποια γαλή νη. Αλλά ο γ ιος της την ανακάλυψε, και εκείνη, αισθανόμενη ενοχές και ντροπή ως μητέρα, τον δέχτηκε ξανά
- για (Minaker & Frishman, 1995, σ. 9).
να αρχίσει ένας καινούργιος κύκλος οδύνης
Θα ήταν εύκολο να υποθέσει κανείς ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι σπανιες. Η αλήθεια,
όμως, είναι ότι είναι πολύ πιο συνήθεις από όσο θα ήθελε κανείς να πιστεύει. Υπολογίζεται
•
ότι η κακοποίηση υπερηλίκων, η σωματική ή ψυχική κακοποίηση ή παραμέληση υπερήλι-
Κακοποίπσn uπερnλίκων
κων ατόμων, μπορεί να αφορα περισσότερα από
'
σιως.
Α
'
'
'
'
'
2 εκατομμύρια ατομα ανω των 60 ετη- Η σωμ~τrκn ~ ψυχολο;ικn λ
'
λ'
'
'
κομη και αυτες οι εκτιμησεις μπορει να ειναι πο υ χαμη ες, αφου τα ατομα που
υφίστανται κακοποίηση, συνήθως νιώθουν αμήχανοι και ντρέπονται να αναφέρουν τη δυσχερή τους θέση. Και, όσο αυξανεται ο αριθμός των υπερηλίκων, οι ειδικοί πιστεύουν ότι θα αυξανεται και ο αριθμός των περιπτώσεων κακοποίησης
(Brubaker, 1991).
Η κακοποίηση υπερηλίκων αφορα τις περισσότερες φορές σε μέλη της οικογένειας και, συγκεκριμένα, στους ηλικιωμένους γονείς. Αυτοί που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο
είναι πιθανότατα λιγότερο υγιείς και πιο απομονωμένοι σε σύγκριση με τον μέσο υπερήλικα, και είναι πιθανότερο να ζουν στο σπίτι καποιου που τους φροντίζει. Αν και δεν υπαρχει μία μόνον αιτία για την κακοποίηση, συχνα αυτή είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού οικονο μικών, ψυχολογικών και κοινωνικών πιέσεων που ασκούνται στα ατομα που παρέχουν τη φροντίδα, μια φροντίδα υψηλού επιπέδου,
24
ώρες το 24ωρο. Έτσι, ηλικιωμένοι με τη νόσο
του Αλτσχαιμερ ή αλλα είδη ανοιας είναι ιδιαίτερα :τιθανόν να αποτελέσουν στόχο κα κοποίησης
, ••••••••
(Dyer et al., 2000· Arai, 2006· Jayawardena & Liao. 2006· Nahmiash, 2006· Tauriac & Scruggs, 2006· Baker, 2007).
κακοποιnσn n παραμελnσn uπερnλικωνατόμων.
327
328
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ •
ΥΣΤΕΡΗ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Η καλύτερη προσέγγιση για να χειριστεί zω·ει; την κακοποίηση των ηλικιωμένων εί ναι να την εμποδίσει να συμβεί. Τα μέλη τη; οιzογενειας που φροντίζουν έναν ηλικιωμένο πρέπει να κάνουν περιστασιακά διαλείμματα. Μ;ι:ορούν, επίσης, να έλθουν σε επαφή με υπηρεσίες κοινωνικής υποστήριξης που θα του; ;ι:αράσχουν συμβουλές και συγκεκριμένη υποστήριξη.
Ιuνοnτική ιnιακόnηαη
•
Ενώ οι γάμοι στην τρίτη ηλικία είναι συνήθως ευτυχισμένοι, εντάσεις που οφείλονται
• •
Η συνταξιοδότηση συνήθως απαιτεί μια επανεξέταση των σχέσεων ισχύος στο γάμο.
στην ηλικία μπορεί να οδηγήσουν στο διαζύγιο.
Ο θάνατος του/της συζύγου επιφέρει πολύ σημαντικές ψυχολογικές, κοινωνικές και υλικές αλλαγές στον επιζώντα.
•
Οι φιλίες είναι πολύ σημαντικές στην ύστερη ενήλικη ζωή, καθώς παρέχουν υποστή ριξη και συντροφιά από συνομηλίκους, που είναι πολύ πιθανό ότι κατανοούν τα συναι σθήματα και τα προβλήματα του ηλικιωμένου.
•
Οι οικογενειακές σχέσεις παραμένουν μέρος της ζωής των περισσότερων ηλικιωμένων ,
•
Η κακοποίηση των υπερηλίκων τυπικά εμπλέκει έναν κοινωνικά απομονωμένο η λι
ιδιαίτερα οι σχέσεις με τα αδέλφια τους και τα παιδιά τους.
κιωμένο με κακή υγεία και έναν παροχέα φροντίδας που νιώθει να τον βαρύνει η φρο ντίδα αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 •
ΒΑΣΙΚΟΙ
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΗ~ ΠΡΟ~ΠΙΚΟΠΠ ~ ~ f H,\ ΥΣΤΕΡ Η ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
OPOI
ΚΑΙ
ΕΝΝΟΙΕΣ
~ Στάδιο ακεραιότnτας του εγώ
n αnόγνωσnς
(σ.
295)
~ Ανασκόπnσn τnς ζωnς ~σ .
~ Επαναπροσδιορισμός τού εαυτού
~ ~
n προσnλωσn στον εργασιακό ρόλο (σ. 296) Υπέρβασn του σώματος n προσnλωσn στο σώμα (σ. 296) Υπέρβασn του εγώ n προσnλωσn στο εγώ (σ. 296)
rr;7)
""
(σ.
))-
nλικιωμένων (σ.
301)
θεωρία τnς απσδέσμευσnς (σ.
303)
θεωρία τnς δραστnριότnτα ς θεωρία τnς συνέχειας (σ.
)-
305) 306)
Επιλεκτικn βελτιστοποίnσn (σ.
309)
Κέντρα εξειδικευμένπς φροντίδας ( σ.
309)
~ Ιδρυματισμός (σ.
(σ.304)
))-
309)
~ο- Κέντρα πμερnσιας φροντίδας
299)
~ Σοφία (σ.
Κοινότnτα συνεχιζόμενnς φροντίδας (σ.
~ θεωρίες nλικιακr'1<; δ ιαστρωμότωσnς
310)
~ Κοινωνικn στnριξn (σ.
324)
~ Κακοποίnσn υπερπλίκων (σ.
327)
329
19
Ο θάνατοs και
n
πορεία προs αυτόν
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ θΑΝΑΤΟ
ΑΝ1ΙΜΕ1ΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ θΑΝΑΤΟ
ΟΔΥΝΗ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ
ΚΑΙ Ο θΑΝΑΤΟΣ
• Η διαδικασία τnς πορε ί ας προς ω bύνοτο
• Πένθος και κnδεία:
ΣηΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΑΣΕΙΣ 1ΗΣ ΖΟΗΣ
•
• Επιλογn τού είδους θανάτο υ : Είναι n άρνnσn για ανάνnψ n ο
Καθορισμός τού χρονικού σnμείου στο οποίο τελειώνε ι
n zωn
Ο ι ύστατες τελετουργίες τραnος
για να «φύγει» κανείς ;
• Ο θάνατος στις διάφορες φάσεις
Προσαρμογn στο θάνατο αγαπnμένου
• Η φροντίδα για τον ετοιμοθάνατα
τnς zωnς: Αίτια και αντιδράσεις
• Απώλεια και οδύνn: προσώπου
• Μπορεί n εκπαίδευσn για το θάνατο να προετοιμάσει για το αναπόφευκτο;
Πρόλογος: Επιλογή θανάτου Ο τ.
(«τέλnς») nξερε ότι πέθαινε . Είχε κάνει ειρnνn με τον εαυτό του και είχε αποχαιρετnσει τους αγαπnμένους
του . Η οικογένειά του nταν συγκεντρωμένn γύρω του και ο ίδιος δεν φοβόταν. Έκλεισε τα μάτια και έγειρε πίσω στnν πολυθρόνα του. Η γυναίκα του άφnσε μια κραυγn. Σιωπn έπεσε στο δωμάτιο.
Τότε ο Τ. σnκωσε το κεφάλι του, χαμογέλασε διαβολικά και είπε : « Αστειάκι nταν » .
Το δωμάτιο ξέσπασε σε γέλια . Ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από τον Τ., έναν άνθρωπο γεμάτο από
τn χ αρά τnς zωnς, ο οποίος έznσε τn zωn του με τους δι κούς του όρους.
Ο Τ. ,
69
ετών, πέθανε λίγες ώρες αργότερα, με τn γυ
να ί κα του και τnν κόρn του στο πλευρό του.
Ο τ. είχε διαγνωστεί τον προnγούμενο μnνα με μια ιδιαί τερα επιθετικn μορφn καρκίνου του εγκεφάλου.
Αντί να περάσει τn δοκιμασία τnς χnμειοθεραπείας για να παρατείνει για λίγους μnνες τn zωn του, επέλεξε να γυ ρίσει σπίτι του , ανάμεσα στους αγαπnμένους του, και άφn
σε τον καρκίνο να ακολουθnσει τnν πορεία του. Οι γιατροί
τού έδιναν δύο εβδομάδες zωnς, έτσι αγόρασε φαγnτά και κρασί και διοργάνωσε ένα πάρτυ με
300 άτομα, που κράτn
σε ώρες .
«Έφυγε με στυλ», λέει
n κόρn
του . «Δεν θα μπορούσα
να το φανταστώ διαφορετικά. Ήταν ειρnνικά, nταν όμορφα και nταν όπως το nθελε »
(Squatriglia, 2007,
σ.
87) .
Πολλοί άνθρωποι διαλέγουν ένα συντομότερο , αλλά πολύ καλύ
τερο σε ποιότητα ζωής τέλος, όταν έχουν τη δυνατότητα να δια λέξουν.
332
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Α ν μπορεί να πει κανείς ποτέ ότι ο θάνατο; είναι καλός, αυτός ήταν ένας καλός θάνατος. Ο τ. «έφυγε» περιστοιχιζόμενος από εzεινους που αγαπούσε.
Ο θάνατος είναι κάτι που θα συμβεί σε όλους κάποια στιγμή, μια εμπειρία τόσο καθο λική για την ανθρώπινη φύση, όσο η γέννηση. Με αυτή την έννοια, είναι ένα ορόσημο, κρί σιμο για την κατανόηση ολόκληρης της '-ωής. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες οι ερευνητές τής διά βίου ανάπτυξης άρχισαν να μελε τούν συστηματικά τις αναπτυξιακές διαστάσεις τής πορείας προς το θάνατο. Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει το θάνατο και την πορεία προς αυτόν από διάφορες προοπτικές. Αρχίζει με
τον ορισμό του θανάτου- έναν ορισμό που είναι πιο πολύπλοκος από ό,τι φαίνεται. Μετά , περιγράφεται πώς βλέπουν και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στο θάνατο σε διαφορετικές στιγμές τής ζωής, λαμβάνοντας υπόψη και τις πολύ διαφορετικές απόψεις που έχουν για το θάνατο διάφορες κοινωνίες. Στη συνέχεια, το κεφάλαιο ασχολείται με το πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι το δικό τους θάνατο και παρουσιάζει τη θεωρία ότι οι άνθρωποι κινούνται διά μέσου δια
φόρων σταδίων προς το συμβιβασμό με τον επικείμενο θάνατό τους. Συναφώς, περι γράφεται πώς χρησιμοποιούν οι άνθρωποι τις διαθήκες ζωής και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία.
Τέλος, το κεφάλαιο περιγράφει τα αισθήματα απώλειας για το αγαπημένο πρόσωπο και την οδύνη. Εξετάζει τις δυσκολίες διάκρισης της φυσιολογικής από την παθολογική οδύνη και συζητά τις συνέπειες μιας απώλειας. Το κεφάλαιο κλείνει με το πένθος και την κηδεία και παραθέτει τρόπους με τους οποίους μπορούν οι άνθρωποι να προετοιμαστούν για το αναπόφευκτο του θανάτου.
Η πορεία προς το θάνατο και ο θάνατος στις διάφορες φάσεις της ζωής Χρειάστηκαν πολλοί δικαστικοί και πολιτικοί αγώνες, αλλά τελικά ο σύζυγος της Terrί Schaίvo κέρδισε το δικαίωμα να αφαιρέσει ένα σωλήνα διατροφής που την κρατούσε στη ζωή επί
15
χρόνια. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου όλα
αυτά τα χρόνια σε μια κατάσταση που οι γιατροί αποκαλούσαν « διαρκή κατάστα
ση φυτού», η Schaίvo δεν αναμενόταν να αποκτήσει ξανά τις αισθήσεις της, μετά από μια εγκεφαλική βλάβη που οφειλόταν σε αναπνευστική και καρδιακή ανακο πή. Μετά από σειρά δικαστικών αγώνων, ο σύζυγός της, παρά την επιθυμία των γο νέων της, πήρε την άδεια να ζητήσει από το ιατρικό προσωπικό να αφαιρέσουν το σωλήνα. Η Schaίvo πέθανε αμέσως μετά. Είχε δίκιο ο σύζυγος που ήθελε να αφαιρέσει το σωλήνα διατροφής; Ήταν η γυναίκα ήδη νεκρή όταν της αφαιρέθηκε ο σωλήνας; Αγνοήθηκαν τα συνταγματικά της δικαιώματα από την πράξη του συζύγου της;
Η δυσκολία να απαντηθούν τέτοιες ερωτήσεις καθιστά φανερή την πολυπλοκότητα ενός θέματος που είναι, κυριολεκτικά, ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο θάνατος δεν είναι μόνο ένα βιολογικό συμβάν. Εμπλέκει, επίσης, ψυχολογικές πλευρές. Πρέπει να εξετά σουμε όχι μόνο ζητήματα που σχετίζονται με τον ορισμό τού θανάτου , αλλά επίσης και τους τρόπους με τους οποίους η αντίληψή μας για το θάνατο αλλάζει στις διάφορες φ ά σεις της ζωής.
ΚΕΦΑ\λΙΟ
19 •
Ο θλ..'\'.ΠΟ~ Κλl Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ Α'ΠΟΝ
333
Καθορισμός τού χρονικού σημείου στο οποίο τελειώνει η ζωή τι είναι ο θάνατος; Αν και η ερώτηση μοιάζει απλη, ο καθορισμός τού χρονικού σημείου στο οποίο τελειώνει η ζωη και επέρχεται ο θάνατος, είναι εξαιρετικά δύσκολος. Τις τελευ
ταίες λίγες δεκαετίες, η ιατρικη έχει προοδεύσει σε τέτοιο σημείο, ώστε μερικοί άνθρωποι που, λίγα χρόνια πριν, θα είχαν θεωρηθεί νεκροί, τώρα θα θεωρούνταν ζωντανοί.
Ο λειτουργικός θάνατος ορίζεται από την απουσία καρδιακού παλμού και αναπνοης. Α ν και ο ορισμός αυτός μοιάζει απερίφραστος, δεν είναι απολύτως σαφης. Για παράδειγ
μα, ένα άτομο του οποίου η καρδιά σταμάτησε να χτυπάει και η αναπνοη του έχει διακο πεί για
Λειτουργικός θάνατος Η απουσία καρδιακοίJ παλμού και αναπνοι'iς.
5 λεπτά, μπορεί μετά από ανάνηψη να συνέλθει, με ελάχιστες βλάβες από αυτη την
εμπειρία. Σημαίνει αυτό ότι το άτομο που τώρα είναι ζωντανό, είχε πεθάνει, σύμφωνα με
Εγκεφαλικός θάνατος
τον ορισμό τού λειτουργικού θανάτου;
Διόγνωσn θανάτου
Εξαιτίας αυτης της ασάφειας, ο καρδιακός παλμός και η αναπνοη δεν χρησιμοποιού
που βασίζεται στnν παύσn όλων των ενδείξεων
νται πλέον για τον καθορισμό της στιγμης του θανάτου. Οι γιατροί μετρούν τώρα την εγκε
εγκεφαλικι'iς δραστnριότnταc;,
φαλικη λειτουργία. Στον εγκεφαλικό θάνατο, όλες οι ενδείξεις δραστηριότητας του εγκεφά
όπως μετρώνται με nλεκτρικό
λου, όπως μετρώνται με ηλεκτρικά εγκεφαλικά κύματα, έχουν σταματησει. Όταν επέρχεται ο εγκεφαλικός θάνατος, δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα αποκατάστασης της λειτουργίας του εγκεφάλου. Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ένας ορισμός του θανάτου, που βασίζεται μόνο
στην απουσία εγκεφαλικών κυμάτων, είναι πολύ περιοριστικός. Υποστηρίζουν ότι η απώ λεια της ικανότητας του ατόμου να σκέπτεται, να συλλογίζεται, να αισθάνεται και να αντι λαμβάνεται τον κόσμο μπορεί να επαρκεί για να θεωρηθεί ένα άτομο νεκρό. Κατ' αυτη την άποψη, η οποία συνυπολογίζει ψυχολογικές παραμέτρους, ένα άτομο που έχει υπο στεί ανηκεστη εγκεφαλικη βλάβη, που βρίσκεται σε κώμα και που δεν θα ξαναζησει ποτέ κάτι που να μοιάζει με ανθρώπινη ζωη, μπορεί να θεωρηθεί νεκρό. Σε μια τέτοια περίπτω ση, συνεχίζει η επιχειρηματολογία, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει θάνατος, έστω και αν υπάρχει ακόμη κάποιου είδους στοιχειώδης εγκεφαλικη λειτουργία
(Ressner, 2001).
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ένα τέτοιο επιχείρημα, το οποίο μετακινείται από τα αυστη ρά ιατρικά κριτηρια σε ηθικά και φιλοσοφικά ζητηματα, είναι αμφιλεγόμενο. Ως αποτέλε σμα, ο νομικός προσδιορισμός τού θανάτου στις περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ βασίζε ται στην απουσία εγκεφαλικης λειτουργίας, παρόλο που μερικοί νόμοι περιλαμβάνουν ακό μη έναν ορισμό, ο οποίος σχετίζεται με την απουσία αναπνοης και καρδιακού παλμού. Η
πραγματικότητα είναι ότι, ανεξάρτητα από το πού συμβαίνει ένας θάνατος, στις περισσότε ρες περιπτώσεις οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με τη μέτρηση εγκεφαλικών κυμάτων. Συνη θως, τα εγκεφαλικά κύματα μετρώνται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις- όταν έχει σημασία ο ακριβης χρόνος του θανάτου, όταν τα όργανα ενδέχεται να μεταμοσχευθούν η όταν εμπλέκονται νομικά θέματα. Η δυσκολία στη διατύπωση και αποδοχη νομικών και ιατρικών ορισμών για το θάνα το μπορεί να αντανακλά ορισμένες από τις αλλαγές στην αντίληψη και στη στάση προς το θάνατο, οι οποίες παρατηρούνται σε διάφορες φάσεις τη; ζωής.
Ο θάνατος στις διάφορες φάσεις της ζωής: Αίτια και αντιδράσεις Ο θάνατος είναι κάτι που τυπικά συνδέεται με τη μεγάλη ηλιzια. Ωστόσο, για πολλά άτομα ο θάνατος έρχεται ενωρίτερα. Σε τέτοιες περι.ιιτιΟΟει;, ~·μέρει ε.ιειδή θεωρείται «αφύσικο»
να πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος, οι αντιδράσει; στο θαι·ατο είναι ιδιαίτερα ακραίες. Στις ΗΠΑ σημερα, πράγματι, ορισμένοι πιστεύουν οτι τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται- ότι
εγκεφαλικά κύματα.
334
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
είναι λαθος να γνωρίζουν πολλά για το θάνατο. Όμως, άνθρωποι κάθε ηλικίας μπορεί να βιώσουν το θάνατο φίλων και μελών τής οιr.ογενειας, καθώς και τον δικό τους θάνατο. Πώς εξελίσσονται οι αντιδράσεις μας στο θάνατο, καθώς μεγαλώνουμε; Θα εξετάσουμε διάφορες ηλικιακές ομάδες.
Ο θάνατος στη βρεφική και στην παιδική ηλικία.
Παρά τον οικονομικό τους πλού
το, οι ΗΠΑ έχουν σχετικά υψηλό ποσοστό παιδικής θνησιμότητας, όπως αναφέρθηκε ήδη στο Κεφάλαιο
3. Αν
και το ποσοστό έχει μειωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του
1960, οι
ΗΠΑ κατατάσσονται πίσω από 35 άλλες χώρες στην αναλογία βρεφών που χάνουν τη ζωή τους στη διάρκεια του πρώτου έτους
(Centers for Disease Control, 2004).
Όπως δείχνουν αυτά τα δεδομένα, ο αριθμός των γονέων που βιώνουν το θάνατο ενός βρέφους είναι σημαντικός, και οι αντιδράσεις τους μπορεί να είναι έντονες. Η απώλεια ενός παιδιού τυπικά επιφέρει τις ίδιες αντιδράσεις που θα είχε κανείς για το θάνατο ενός μεγα λύτερου ατόμου και, μερικές φορές, έχει ακόμη σοβαρότερες επιδράσεις, καθώς τα μέλη της οικογένειας προσπαθούν να διαχειριστούν ένα θάνατο σε τόσο μικρή ηλικία. Μία από τις πιο συνήθεις αντιδράσεις είναι η ακραία κατάθλιψη
(DeFrain et al., 1991· Brockington,
1992· Murphy, Johnson, & Wu, 2003). Ένα είδος θανάτου που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, είναι ο προγεννητικός θάνατος ή αποβολή, ένα θέμα που εθίγη στα Κεφάλαια
2 και 3. Οι γονείς συνήθως διαμορ
φώνουν ψυχολογικούς δεσμούς με το αγέννητο παιδί τους και, έτσι, συχνά νιώθουν βαθιά οδύνη, αν αυτό πεθάνει πριν γεννηθεί. Επιπλέον, οι φίλοι και συγγενείς συχνά δεν αντιλαμ βάνονται τη συναισθηματική επίδραση που έχει η αποβολή στους γονείς, πράγμα που τους κάνει να νιώθουν την απώλεια ακόμη πιο έντονα
(McGreal, Evans, & Burrows, 1997·
Wheeler & Austin, 2001). Μια άλλη μορφή θανάτου που προκαλεί έντονο στρες, εν μέρει επειδή είναι τόσο απρό Σύνδρομο
βλεπτος, είναι το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο
3,
αιφνίδιου βρεφικού θανάτου
στο σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, ένα κατά τα φαινόμενα υγιές βρέφος σταματά
Ο ανεξnγnτος θάνατος ενός ,
να αναπνέει και πεθαίνει για ανεξήγητους λόγους. Το σύνδρομο, που εμφανίζεται συνήθως
κατά τα φαινόμενα, υγιούς βρέφους.
σε ηλικία
2-4
μηνών, επέρχεται απροσδόκητα· ένα ρωμαλέο, υγιές βρέφος τοποθετείται
στην κούνια του για τον μεσημεριανό ή τον νυχτερινό του ύπνο και δεν ξυπνάει ποτέ. Στις περιπτώσεις του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, οι γονείς συνήθως νιώθουν έντο νη ενοχή, και οι γνωστοί τους μπορεί να είναι καχύποπτοι ως προς την «αληθινή» αιτία του θανάτου. Όμως, όπως τονίστηκε στο Κεφάλαιο
3,
δεν υπάρχει γνωστό αίτιο για το
σύνδρομο, το οποίο φαίνεται να εμφανίζεται τυχαία, και η ενοχή των γονέων είναι αβάσι μη
(Dyregrov, Nordanger, & Dyregrov, 2003· Hunt & Hauck, 2006· Krueger, 2006· Paterson et al., 2006). Κατά την παιδική ηλικία, η πιο συνήθης αιτία θανάτου είναι τα ατυχήματα, από τα
οποία τα περισσότερα είναι τροχαία ατυχήματα, πυρκαγιά και πνιγμός. Ωστόσο, ένας ση μαντικός αριθμός παιδιών στις ΗΠΑ είναι θύματα ανθρωποκτονιών, οι οποίες έχουν σχε δόν τριπλασιαστεί από το
1960. Στις
αρχές της δεκαετίας του
χαν γίνει η τέταρτη αιτία θανάτου για παιδιά
1990, οι aνθρωποκτονίες εί 1-9 ετών (Finkelhor, 1997· Centers for Disease
Control, 2004). Για τους γονείς, ο θάνατος ενός παιδιού προξενεί την πιο έντονη αίσθηση απώλειας και οδύνης. Πράγματι, δεν υπάρχει χειρότερος θάνατος στα μάτια πολλών γονέων, περιλαμβα νομένης και της απώλειας του/της συζύγου ή ενός από τους δικούς τους γονείς. Η ακραία
αντίδραση των γονέων οφείλεται κυρίως στην αίσθηση ότι έχει καταρρεύσει η φυσική τάξη του κόσμου, κατά την οποία τα παιδιά «πρέπει» να ζήσουν περισσότερο από τους γονείς
τους. Η αντίδρασή τους συχνά συνοδεύεται από την αίσθηση ότι είναι δική τους πρωταρχι-
ΗΦΑΛΑΙΟ
19
18
Ο 8.-\."\.-ΗΟ~ 1\..\1 Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ
κ η ευθuνη να προστατεuουν τα παιδιά τους από κάθε κακό και, έτm. μ;τορεί ,.α νιώθοι•ν ότι απέτυχαν σε αυτό το έργο, όταν το παιδί πεθαίνει
(Gilbert, 1997· Strength.l999,.
Οι γονείς δεν είναι σχεδόν ποτέ επαρκώς προετοιμασμένοι για να διαzειριστοvν το θά νατο ενός παιδιοu και μπορεί να αναρωτιοuνται διαρκώς και με εμμοΥli γιατί σι•νέβη ο θά νατος. Επειδη ο δεσμός μεταξu παιδιών και γονέων είναι τόσο ισχυρό;. οι γονεις μερικές φορές νιώθουν ότι πέθανε μαζί και ένα κομμάτι του εαυτοu τους. Το στρε ς είναι τόσο έντο
νο, ώστε η απώλεια ενός παιδιοu μπορεί να αυξησει σημαντικά τις πιθανότητες εισαγωγής στο νοσοκομείο λόγω ψυχικής διαταραχης (Stroebe, Stroebe, & Hansson, 1993· Wayment & Vierthaler, 2002· Li et al. , 2005· Mahgoub & Lantz, 2006). Αντιλήψ εις των παιδιών για το θάνατο. Τα ίδια τα παιδιά δεν αρχίζουν να αναπτuσσουν πραγματικά κάποια έννοια του θανάτου μέχρι περίπου την ηλικία των
5
ετών. Αν και
έχουν επίγνωση του θανάτου πριν από αυτή την περίοδο, πιθανότατα πιστεuουν ότι είναι μια προσωρινη κατάσταση, η οποία σημαίνει μια « μείωση» της ζωής και όχι οριστικό τέ λος . Για παράδειγμα, ένα παιδί προσχολικης ηλικίας θα μποροuσε να πει «οι πεθαμένοι δεν πεινοuν- η πεινοuν λίγο μόνο»
(Kastenbaum, 1985, σ. 629).
Μερικά παιδιά προσχολικης ηλικίας σκέπτονται το θάνατο σαν uπνο
- με τη συνεπαγό
μενη δυνατότητα ξυπνηματος, ακριβώς όπως η Ωραία Κοιμωμένη ξuπνησε στο παραμuθι. Σε τέτοιες περιJtτώσεις, ο θάνατος δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτικός για τα παιδιά· μάλλον
προκαλεί την περιέργεια. Αν οι άνθρωποι προσπαθοuσαν αρκετά -δίνοντας φάρμακα η φα γητό ή κάνοντας μάγια- οι πεθαμένοι θα μποροuσαν να «επιστρέψουν»
(Lonetto, 1980).
Σε ορισμένες περιJtτώσεις, η παρανόηση του θανάτου από τα παιδιά μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές συναισθηματικές συνέπειες. Τα παιδιά μερικές φορές καταληγουν στο
λανθασμένο συμπέρασμα ότι είναι κατά κάποιον τρόπο τα ίδια υπεuθυνα για το θάνατο κά ποιου ατόμου. Για παράδειγμα, μπορεί να υποθέσουν ότι θα μποροuσαν να εμποδίσουν το
θάνατο, αν συμπεριφέρονταν καλuτερα. Με τον ίδιο τρόπο, μπορεί να πιστέψουν ότι, αν το άτομο που πέθανε το ηθελε πραγματικά, θα μποροuσε να επιστρέψει στη ζωή. Περί το 5ο έτος το παιδί κατανοεί καλuτερα το οριστικό και αμετάκλητο του θανάτου. Σε ορισμένες περιJtτώσεις, το παιδί προσωποποιεί το θάνατο σαν κάτι που μοιάζει με φά ντασμα ή με διαβολικη φιγοuρα. Στην αρχη, πάντως, δεν θεωρεί το θάνατο ως κάτι καθολι
κό, αλλά μάλλον σαν κάτι που συμβαίνει μόνο σε ορισμένους ανθρώπους. Περί το 9ο έτος, όμως, το παιδί καταληγει να αποδεχθεί την καθολικότητα του θανάτου και τον οριστικό του χαρακτηρα
(Nagy, 1948). Κατά τη μέση παιδικη ηλικία, το παιδί μαθαίνει, επίσης, ορι
σμένα από τα έθιμα που σχετίζονται με το θάνατο, όπως είναι η κηδεία, η αποτέφρωση και τα νεκροταφεία.
Ο θάνατος στην εφηβεία.
Θα περίμενε κανείς ότι οι σημαντικές πρόοδοι στη γνωστι
κη ανάπτυξη της εφηβείας θα επιφέρουν μια προχωρημένη, στοχαστικη και ορθολογικη αντίληψη για το θάνατο. Ωστόσο, οι απόψεις των εφηβων για το θάνατο είναι συχνά εξί
σου μη ρεαλιστικές όσο και αυτές των μικρότερων παιδιών, αν και με διαφορετικό τρόπο. Ενώ ο έφηβος αντιλαμβάνεται σαφώς τον οριστικό και αμετάκλητο χαρακτηρα του θανάτου , τείνει να πιστεuει ότι δεν μπορεί να συμβεί στον ίδιο, πράγμα που μπορεί να οδη
γήσει σε επικίνδυνες συμπεριφορές. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο
11, ο έφηβος αναπτuσσει
έναν προσωπικό μύθο, μια σειρά πεποιθησεων που τον κάνει να νιώθει μοναδικός και ξε χωριστός- τόσο ξεχωριστός, ώστε να πιστεuει ότι είναι άτρωτος και ότι τα αρνητικά γεγο νότα που συμβαίνουν σε άλλους ανθρώπους, δεν θα συμβούν στον ίδιο
(Elkind, 1985).
Πολλές φορές, αυτη η επικίνδυνη συμπεριφορά ;τροΧαλεί το θάνατο στην εφηβεία. Για
παράδειγμα, η πιο κοινη αιτία θανάτου μεταξu των εq:ήβων είναι τα ατυχηματα, συνηθως
335
336
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
τα τροχαtα. Άλλες συχνές αιτtες θανάτοι• είναι η ανθρωποκτονtα, η αυτοκτονtα, ο καρκί νος και το AIDS
(National Center for Health tati tic , 1994).
Όταν η εφηβική αίσθηση της ατρωσια; αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο θανάτου εξαι τίας μιας ασθένειας, το αποτέλεσμα μ;τορεί να είναι συντριπτικό. Ο έφηβος που μαθαίνει
ότι έχει μια σοβαρή ασθένεια, συχνά νιώθει θυμωμένος και εξαπατημένος- ότι η ζωή ήταν άδικη μαζί του. Επειδή νιώθει -και φέρεται- τοσο αρνητικά, μπορεί να είναι δύσκολο για
το ιατρικό προσωπικό να του παράσχει αποτελεσματική θεραπεία. Αντtθετα, άλλοι έφηβοι οι οποίοι μαθαίνουν ότι έχουν μια πολύ σοβαρή ασθένεια, αντι δρούν με πλήρη άρνηση. Καθώς νιώθουν άτρωτοι, ίσως δεν μπορούν να αποδεχθούν τη σο βαρότητα της κατάστασής τους. Α ν αυτή η στάση δεν παρεμποδtζει την αποδοχή τής ιατρι
κής θεραπεLας, ένας βαθμός άρνησης μπορεί να εtναι χρήσιμος, αφού επιτρέπει στον έφηβο να συνεχtσει τη συνήθη ζωή του, όσο περισσότερο γίνεται
Ο θάνατος στην πρώιμη ενήλικη ζωή.
(Blumberg, Lewis, & Susman, 1984).
Η πρώιμη ενήλικη ζωή εtναι η περtοδος κατά
την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν έτοιμοι να ξεκινήσουν τη ζωή τους. Έχο ντας περάσει την προπαρασκευαστική περίοδο της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, βρtσκονται στο κατώφλι της περιόδου κατά την οποtα θα αφήσουν το δικό τους ίχνος στον κόσμο. Επειδή ο θάνατος σε μια τέτοια στιγμή φαίνεται σχεδόν αδιανόητος, η πιθανή εμφάνισή του προκαλεί ιδιαίτερες δυσκολίες. Επειδή επιζητούν δραστήρια να πετύχουν
τους στόχους τους για τη ζωή, οι νεαροt ενήλικες θυμώνουν και γίνονται aνυπόμονοι με οποιαδήποτε ασθένεια απειλεt το μέλλον τους. Κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή, η πρώτη αιτία θανάτου συνεχίζουν να είναι τα ατυχή
ματα και έπονται η αυτοκτονία, η ανθρωποκτονία, το AIDS και ο καρκίνος. Περί τα τέλη της περιόδου αυτής, όμως, οι ασθένειες γίνονται επικρατέστερη αιτtα θανάτου. Όταν τα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με το θάνατο στην πρώιμη ενήλικη ζωή, ορισμέ να θέματα τους απασχολούν ιδιαίτερα. Ένα τέτοιο είναι η επιθυμία να αναπτύξουν στενές
σχέσεις και να εκφράσουν τη σεξουαλικότητά τους, κάτι που αναστέλλεται, αν δεν απο κλείεται εντελώς, από μία θανατηφόρα ασθένεια. Για παράδειγμα, το άτομο που πάσχει από AIDS, μπορεί να δυσκολευτεί ιδιαίτερα να ξεκινήσει καινούργιες σχέσεις. Ο ρόλος των σεξουαλικών δραστηριοτήτων σε σχέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, θέτει ακόμη πιο δύ
σκολα ζητήματα
(Rabkin, Remien, & Wilson, 1994).
Μια άλλη ιδιαίτερη ανησυχtα του νεαρού ενήλικα αποτελεί ο σχεδιασμός για το μέλ λον. Την εποχή που οι περισσότεροι σχεδιάζουν τη σταδιοδρομία τους και αποφασίζουν ποια στιγμή θα δημιουργήσουν οικογένεια, οι νέοι που έχουν μια πολύ σοβαρή ασθένεια επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο. Θα πρέπει να παντρευτούν, έστω και αν εtναι ενδεχό μενο ο σύντροφός τους σύντομα να καταλήξει χήρος; Πρέπει ένα ζευγάρι να προχωρήσει σε τεκνοποιία, αν είναι πιθανό ότι το παιδί θα μεγαλώσει με τον έναν από τους δύο γονείς;
Πότε πρέπει να ενημερωθεί ο εργοδότης για την ασθένεια, ενώ είναι γνωστό ότι μερικές φορές οι εργοδότες κάνουν διακρίσεις κατά των ασθενών εργαζόμενων; Κανένα από αυ τά τα ερωτήματα δεν μπορ ει να απαντηθεt εύκολα. Όπως οι έφηβοι, έτσι και οι νεαροί ενήλικες εtναι μερικές φορές κακοί ασθενείς. Εξορ γtζονται με το πρόβλημά τους, αισθάνονται ότι ο κόσμος είναι άδικος και μπορεί να κα
τευθύνουν την οργή τους στο ιατρικό προσωπικό και στα συγγενικά τους πρόσωπα. Επι πλέον, μπορεί να κάνουν το ιατρικό προσωπικό -νοσοκόμες και νοσοκόμους- να νιώθουν
ιδιαίτερα ευάλωτοι, αφού και οι ίδιοι συνήθως είναι νέοι
Ο θάνατος στη μέση ενήλικη ζωή.
(Cook & Oltjenburns, 1989).
Για το άτομο μέσης ηλικίας, το σοκ από μια απει
λητική για τη ζωή ασθένεια -που είναι η πιο κοινή αιτία θανάτου αυτή την περίοδο- δεν
ΚΕΦλ.\ΑΙΟ
19 8
Ο θ_\.,~ΑΤα: ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΠΟΝ
337
εLναι τόσο μεγάλο. Πράγματι, ήδη στην ηλικLα αυτή, το άτομο έχει σαφή ε;τίγνωση ότι κά ποτε θα πεθάνει, και Lσως είναι σε θέση να εξετάσει το ενδεχόμενο του θανάτοι• με αρκετά ρεαλιστικό τρόπο.
Από το άλλο μέρος, η αLσθηση ρεαλισμού δεν καθιστά περισσότερο α.-τοδεκτή την πι θανότητα του θανάτου. Μάλιστα, οι φόβοι για το θάνατο εLναι συχνά μεγαλύτεροι στη μέ ση ενήλικη ζωή από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη περLοδο
-
ή ακόμη και στην
επόμενη. ΑυτοL οι φόβοι μπορεί να κάνουν το άτομο να βλέπει τη ζωή με βάση τον αριθμό των ετών που του απομένουν, σε αντLθεση με τον προηγούμενο προσανατολισμό του προς
τα χρόνια που έχει ήδη ζήσει
(Levinson, 1992).
Η πιο συνήθης αιτία θανάτου στη μέση ηλικία εLναι η καρδιακή προσβολή ή το εγκεφα
λικό . Αν και το απροσδόκητο ενός τέτοιου θανάτου δεν επιτρέπει να προετοιμαστεL κανεLς σχετικά, κατά κάποιον τρόπο εLναι ευκολότερος από έναν αργό και οδυνηρό θάνατο από ασθένεια σαν τον καρκίνο. ΕLναι ασφαλώς το είδος του θανάτου που προτιμούν οι περισ
σότεροι άνθρωποι: Όταν ερωτηθούν, δηλώνουν ότι θα ήθελαν έναν στιγμιαlα και ανώδυνο θάνατο που δεν θα περιλαμβάνει απώλεια κάποιου μέρους του σώματος Ο θάνατος στην ύστερη ενήλικη ζωή.
(Taylor, 1991).
Όταν πλέον φτάσουν στην τρLτη ηλικία, οι άν
θρωποι γνωρLζουν με περισσότερη βεβαιότητα ότι ο χρόνος τους πλησιάζει στο τέλος του. ΕπLσης, αντιμετωπLζουν έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό θανάτων στο περιβάλλον τους. Σύζυγοι, αδέλφια και φίλοι μπορεL να έχουν ήδη πεθάνει και αυτό τους υπενθυμLζει διαρ κώς και τη δική τους θνησιμότητα.
Οι πιθανότερες αιτlες θανάτου στην ύστερη ενήλικη ζωή εLναι ο καρκLνος, το εγκεφα λικό και τα καρδιακά νοσήματα. Τι θα συνέβαινε αν οι αιτlες αυτές έπαυαν να υπάρχουν; Σύμφωνα με εκτιμήσεις των δημογράφων, το μέσο προσδόκιμο ζωής τού 70χρονου θα αυ
ξανόταν γύρω στα
7 έτη
(βλέπε Σχήμα
19.1· Hayward, Crimmins, & Saito, 1997).
Η συχνότητα περιπτώσεων θανάτου στη ζωή των ηλικιωμένων τούς μειώνει το άγχος της πορεLας προς το θάνατο σε σύγκριση με προηγούμενα στάδια της ζωής. Αυτό δεν ση μαίνει ότι οι άνθρωποι στην ύστερη ενήλικη ζωή θεωρούν τον θάνατο ευπρόσδεκτο. ΑντL θετα, σημαίνει ότι εLναι πιο ρεαλιστές ως προς αυτόν. Σκέπτονται το θάνατο και μπορεL να αρχLσουν να προετοιμάζονται γι' αυτόν. Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο
18, μερικοί αρχL
ζουν να αποσύρονται από τον κόσμο λόγω και της μειωμένης σωματικής και ψυχολογικής τους ενεργητικότητας
:::>
(Gesser, Wong, & Reker, 1988· Turner & Helms, 1994).
> ~
Χωρίς καρκίνο , εγκεφαλικό
t; ~
και καρδιακό νόσημα
·3 -σ
σ
;:::
·;;: ·σ
.<ι::->σ
Χωρίς καρκίνο
ω ·ω
03ιra.
'§i:5
'-'"~
~6
Χωρίς εγκεφαλικό
-ω>
σ σ
Σχήμα
ο
χρόνια ζωής
s: s: ο
>'-'" '~ '>
Χωρίς καρδιακό νόσημα
σ
ω
ω
Επιπρόσθετα
Αν εξαφανίζονταν τα κυριότερα
@g_ σ
19.1
αίnα θανάτου, ο μέσος 70Χρο-
>W"
ο
ε;
5
10
15
20
25
νος θα ζούσε εmά επιπλέον χρόνια.
Ο Γυναίκες
Ο Άνδρες
Έτη
(ΠΗΓΗ:
1997.)
Hayward, Crimmins, & Saito,
338
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ο επερχόμενος θάνατος μερικές φορές συνοδεύεται από επιτάχυνση της εξασθένησης των γνωστικών λειτουργιών. Αυτό που είναι γνωστό ως τελική παρακμή, μια σημαντική δηλαδή μείωση της επίδοσης σε γνωστικού; τομείς, όπως η μνήμη και η ανάγνωση, μπορεί να προμηνύει το θάνατο μέσα σε λίγα χρόνια
(Small & Backman, 1999· Wilson, Beckett, & Bienias, 2003· Sliwinski et al., 2006· Wilson et al., 2007). Μερικοί ηλικιωμένοι αποζητούν ενεργά το θάνατο, στρεφόμενοι στην αυτοκτονία. Πράγματι, το ποσοστό αυτοκτονίας για τους άνδρες ανεβαίνει σταθερά στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας και καμία ηλικιακή ομάδα δεν έχει υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονίας από ό,τι οι άνδρες άνω των
85 ετών. (Οι έφηβοι και οι νέοι aυτοκτονούν με μεγαλύτερους
αριθμούς, αλλά το ποσοστό αυτοκτονίας τους -ο αριθμός αυτοκτονιών αναλογικά με τον γενικό εφηβικό πληθυσμό- είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερο.) Η αυτοκτονία συνή θως είναι συνέπεια σοβαρής κατάθλιψης ή κάποιας μορφής άνοιας, ή μπορεί να οφείλεται στην απώλεια του/της συζύγου. Και όπως θα δούμε αργότερα στο κεφάλαιο αυτό, ορισμέ να άτομα, όταν τους συμβεί μια πολύ σοβαρή ασθένεια, επιζητούν τη συνδρομή των άλ λων για να θέσουν τέρμα στη ζωή τους
(Blazer, 1991· De Leo, Conforti, & Carollo, 1997·
Chapple et al., 2006). Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα για τους ηλικιωμένους που υποφέρουν από μια θα νατηφόρα ασθένεια είναι κατά πόσον η ζωή τους έχει ακόμη αξία. Περισσότερο από ό,τι οι νεότεροι ενήλικες, οι ηλικιωμένοι που είναι στα πρόθυρα του θανάτου, ανησυχούν μή πως γίνονται βάρος στην οικογένειά τους ή στην κοινωνία. Επιπλέον, μπορεί να παίρνουν το μήνυμα, μερικές φορές και ακούσια, ότι η αξία τους για την κοινωνία έχει τελειώσει και ότι βρίσκονται στη θέση αυτού που «πεθαίνει» και όχι αυτού που είναι «πολύ άρρωστος»
(Kastenbaum, 2000). Θέλουν οι ηλικιωμένοι να γνωρίζουν αν επίκειται ο θάνατος; Η απάντηση στις περισ σότερες περιπτώσεις είναι θετική. Όπως και οι νεότεροι ασθενείς, που συνήθως δηλώνουν ότι θέλουν να γνωρίζουν την αληθινή φύση μιας ασθένειας, οι ηλικιωμένοι θέλουν κι αυτοί να γνωρίζουν λεπτομέρειες της αρρώστιας τους. Κατά ειρωνικό τρόπο, η ειλικρίνεια δεν
είναι κάτι που επιδιώκει το ιατρικό προσωπικό: Οι γιατροί συνήθως προτιμούν να απο φεύγουν να πουν στους ετοιμοθάνατους ασθενείς ότι η ασθένειά τους είναι θανατηφόρα
(Kaufman, 1992· Goold, Williams, & Arnold, 2000· Hagerty et al., 2004). Από το άλλο μέρος, δεν επιθυμούν όλοι να μάθουν την αλήθεια για την κατάστασή
τους ή να γνωρίζουν ότι πεθαίνουν. Πράγματι, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα άτομα αντιδρούν στο θάνατο με σημαντικά διαφορετικούς τρόπους. Εν μέρει, η αντίδρασή τους οφείλεται σε παράγοντες της προσωπικότητας. Για παράδειγμα, τα άτομα που γενικώς είναι αγχώδη, ανησυχούν περισσότερο για το θάνατο. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές
πολιτισμικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν και αντιδρούν στο θάνατο, όπως εξετάζουμε στο ειδικό κεφάλαιο που ακολουθεί.
Η διαφορετικότητα στην ανάπτυξη Διαφορές στην έννοια του θανάτου Στη διάρκεια μιας τελετουργίας της φυλής, ένας ηλικιωμένος περιμένει τον μεγαλύ τερο γw του να περάσει ένα σκοινί γύρω από το λαιμό του. Ο ηλικιωμένος άνδρας είναι πολύ άρρωστος και είναι έτοιμος να λύσει τους δεσμούς του με τα εγκόσμια. Ζητά από το γιο του να τον οδηγήσει στο θάνατο, και ο γιος συμμορφώνεται.
***
ΚΕΦΑ.\.\10 19 •
Ο θΑΚ"lΌ~ Κ.\1 Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ
339
Για τους Ινδουιστές στην Ινδία, ο θάνατος δεν είναι το τέλος, α)J.ά μέρο; ενός συνεχιζόμενου κύκλου. Επειδή πιστεύουν στη μετεμψύχωση, θεω
ρούν ότι ο θάνατος ακολουθείται από αναγέννηση σε μια καινοuρyια ζωή. Ο θάνατος, επομένως, αντιμετωπίζεται ως συνοδευτικό της ζωή;.
Η αντίδραση των ανθρώπων στο θάνατο παίρνει πολλές μορφές, ιδιαίτερα σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Αλλά ακόμη και στις δυτικές κοινωνίες, οι αντι δράσεις στο θάνατο διαφοροποιούνται σημαντικά. Για παράδειγμα, τι θεωρεί ται καλύτερο: Να πεθάνει ένας άνδρας μετά από μια ολοκληρωμένη ζωή, κατά
την οποία δημιούργησε οικογένεια και υπήρξε επιτυχημένος στη δουλειά του, ή να πεθάνει ένας θαρραλέος και άξιος νέος στρατιώτης υπερασπίζοντας την πα τρίδα του στον πόλεμο; Είναι ο ένας θάνατος καλύτερος από τον άλλο; Η απάντηση εξαρτάται από τις αξίες του ατόμου, οι οποίες βασίζονται
σημαντικά σε ό,τι έχει μάθει στο πολιτισμικό του πλαίσιο και συχνά κοινοποιού νται μέσω των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Για παράδειγμα, ορισμένες κοι νωνίες βλέπουν το θάνατο ως τιμωρία ή ως κρίση για τη συνεισφορά τού ατό μου στον κόσμο. Άλλες τον βλέπουν ως λύτρωση από τις ωδίνες τής επίγειας ζωής. Ορισμένες βλέπουν το θάνατο ως την αρχή μιας αιώνιας ζωής, ενώ άλ λες πιστεύουν ότι δεν υπάρχει παράδεισος ή κόλαση και ότι το μόνο που
Διαφορετικές αντιλήψεις για το θάνατο οδη
υπάρχει είναι η επίγεια ζωή
γούν σε διαφορετικές τελετουργίες , όπως
(Bryant, 2003).
Δεδομένου ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής
δείχνει αυτή η τελετή στην Ινδία .
και του θανάτου είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι απόψεις για το θάνατο και την πορεία προς αυτόν αποκλίνουν σημαντικά. Για παρά δειγμα, μια μελέτη βρήκε ότι 10χρονα παιδιά χριστιανών και εβραίων έτειναν να βλέπουν το θάνατο από μια πιο «επιστημονική» πλευρά (ως παύση της φυσικής δραστηριότητας του σώματος) από ό,τι παιδιά σουνιτών μουσουλμάνων και Δρούζων της ίδιας ηλικίας, τα οποία έβλεπαν το θάνατο με πιο πνευματικούς όρους. Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος κατά πόσον αυτές οι διαφορές οφείλονται στο διαφορετικό θρησκευτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο των παιδιών ή στην έκθεση στη διαδικασία του θανάτου, η οποία επηρέασε το ρυθμό ανάπτυξης της έννοιας του θανάτου. Ωστόσο, είναι προφανές ότι μέλη των διαφό ρων ομάδων είχαν πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για το θάνατο (Floήan
& Κravetz, 1985·
Thorson et al., 1997· Aiken, 2000). Για τα μέλη των αυτόχθονων αμερικανικών φυλών, ο θάνατος θεωρείται ως συνέχεια της ζωής. Για παράδειγμα, οι γονείς στη φυλή
Lakota λένε στα παιδιά τους: «Να είσαι κα
λός με τον αδελφό σου, γιατί μια μέρα θα πεθάνει>>. Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, πιστεύ εται ότι μεταβαίνουν σε μια πνευματική χώρα, τη
«Wanagi Makoce», η
οποία κατοικείται
από όλους τους ανθρώπους και τα ζώα. Ο θάνατος, επομένως, δεν αντιμετωπίζεται με θυ μό ούτε θεωρείται άδικος
(Huang, 2004).
Άτομα από ορισμένους πολιτισμούς μαθαίνουν για το θάνατο σε πιο μικρή ηλικία από ό,τι σε άλλους. Για παράδειγμα, η έκθεση σε υψηλά επίπεδα βίας και θανάτου μπο ρεί να οδηγήσει σε επίγνωση του θανάτου ενωρίτερα σε ορισμένες κοινωνίες από ό,τι σε κοινωνίες, όπου η βία είναι λιγότερο μέρος της καθημερινής ζωής. Έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά στη Βόρεια Ιρλανδία και στο Ισραήλ κατανοούσαν το οριστικό, το αμετάκλητο και το αναπόφευκτο του θανάτου σε μικρότερη ηλικία από τα παιδιά στις ΗΠΑ και στη Βρετανία
2000).
(McWhirter, Young, & Majury, 1983· AtcWey, 2000· Braun, Pietch, & Blanchette,
340
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μπορεί η εκπαίδευση για το θάνατο να προετοιμάσει για το αναπόφευκτο; «Πότε θα γυρίσει η μαμά από πεθαμένη;»
«Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Γιώργος;» «Μήπως ο παππούς πέθανε, επειδή δεν ήμουν καλό παιδί;» Ερωτήσεις παιδιών όπως οι παραπάνω δείχνουν γιατί πολλοί ειδικοί στην ανάπτυξη, καθώς θανατολόγοι
και θανατολόγοι, ειδικοί που μελετούν το θάνατο και την πορεία προς αυτόν, συνιστούν ότι
nou μελετούν
η εκπαίδευση για το θάνατο πρέπει να είναι σημαντικό μέρος της σχολικής εκπαίδευσης.
ΕρεLΝnτές
το θάνατο και τnν πορεία προς αυτόν.
Έτσι, εμφανίστηκε ένας νέος τομέας διδασκαλίας, η εκπαίδευση για το θάνατο. Η εκπαίδευ ση για το θάνατο περιλαμβάνει προγράμματα διδασκαλίας σχετικά με το θάνατο, την πο ρεία προς το θάνατο και για το πένθος. Είναι έτσι σχεδιασμένη ώστε να βοηθήσει άτομα όλων των ηλικιών να διαχειριστούν καλύτερα το θάνατο και τα σχετικά θέματα
- τόσο το
θάνατο των άλλων όσο και τη δική τους θνητότητα. Η εκπαίδευση για το θάνατο εν μέρει εμφανίστηκε ως απάντηση στον τρόπο με τον
οποίο «αποκρύπτεται» ο θάνατος, τουλάχιστον στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες. Συνή θως, αναθέτουμε στα νοσοκομεία το έργο να ασχοληθούν με τους ανθρώπους που πεθαί νουν, και δεν μιλάμε για το θάνατο στα παιδιά ούτε τους επιτρέπουμε να πάνε σε κηδείες,
φοβούμενοι ότι θα τους προκαλέσουν προβλήματα. Ακόμη και όσοι είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με το θάνατο, όπως οι εργαζόμενοι στα επείγοντα περιστατικά, γιατροί και νοσοκόμοι, δεν νιώθουν άνετα να μιλούν για το θέμα αυτό. Επειδή συζητιέται τόσο λίγο και
κρατιέται έξω από την καθημερινή ζωή, οι άνθρωποι όλων των ηλικιών μπορεί να έχουν πολύ λίγες ευκαιρίες να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους για το θάνατο ή να αποκτή σουν μια πιο ρεαλιστική αίσθηση των σχετικών ζητημάτων
(Kastenbaum, 1999· McGovern
& Barry, 2000· Lowton & Higginson, 2003· Wass, 2004). Υπάρχουν διάφορα προγράμματα εκπαίδευσης για το θάνατο. Μερικά από αυτά είναι:
•
Εκπαίδευση για διαχείριση κρίσεων. Όταν έγινε η επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, εφαρμόστηκαν στα παιδιά τής περιοχής διάφορες παρεμβάσεις διαχείρισης κρίσεων, που ήταν σχεδιασμένες για να αντιμετωπίσουν το άγχος τους. Τα μικρότερα παι διά, των οποίων οι αντιλήψεις για το θάνατο ήταν ακόμη ασαφείς, χρειάζονταν εξηγήσεις
για τις απώλειες της ζωής εκείνης της ημέρας, προσαρμοσμένες στα επίπεδα της γνωστι κής τους ανάπτυξης. Η εκπαίδευση για διαχείριση κρίσεων χρησιμοποιείται και σε λιγό τερο ακραία περιστατικά. Για παράδειγμα, είναι σύνηθες στα σχολεία να υπάρχει διαθέ σιμος σύμβουλος έκτακτης ανάγκης, αν σκοτωθεί ή αυτοκτονήσει ένας μαθητής.
•
Τυπική αγωγή για το θάνατο. Αν και σε επίπεδο δημοτικού σχολείου υπάρχει περιο ρισμένη ύλη στο αναλυτικό πρόγραμμα, τα σχετικά μαθήματα στο γυμνάσιο γίνονται όλο και πιο συνήθη. Για παράδειγμα, ορισμένα γυμνάσια έχουν ειδικά μαθήματα για το θάνατο και την πορεία προς αυτόν. Επιπλέον, τα κολέγια και τα πανεπιστήμια όλο
και περισσότερο περιλαμβάνουν μαθήματα σχετικά με το θάνατο σε προγράμματα ψυχολογίας, ανθρώπινης ανάπτυξης, κοινωνιολογίας και εκπαίδευσης. Αγωγή για το θάνατο για μέλη επαγγελμάτων υγείας. Οι επαγγελματίες που θα αντι μετωπίσουν το θάνατο, την πορεία προς το θάνατο και το πένθος ως μέρος τής σταδιο
δρομίας τους, χρειάζονται ειδική εκπαίδευση για το θάνατο. Σχεδόν όλες οι ιατρικές και νοσηλευτικές σχολές σήμερα προσφέρουν κάποιας μορφής αγωγή για το θάνατο στους φοιτητές τους. Τα πιο επιτυχημένα προγράμματα δεν περιλαμβάνουν μόνον τρόπους με
τους οποίους το ιατρικό προσωπικό θα βοηθήσει τους ασθενείς να αντιμετωπίσουν τον
ΚΕΦΑ\ΑΙΟ1 9 ι 8 Οθ.'\,'\ΑΤΟ~ΚλΙΗΠΟ ΡΕΙΑΠΡΟΣΑΥΤΟΝ
επικείμενο θάνατό τους ή το θάνατο μελ
(Downe-Wamboldt, & Tamlyn, 1997· Kastenbaum, 1999). Αν και δεν υπάρχει μια μορφή εκπαίδευσης για το θάνατο από μόνη της ε:ωρκής για να aπομυθοποιήσει το θάνατο, τα προγράμματα που παρουσιάστηκαν παρα..ιάνω μπορεί να βοηθήσουν τα άτομα να κατανοήσουν πιο αποτελεσματικά αυτό που, μαζί με τη γέννηση , είναι η πιο καθολική -και βέβαιη- ανθρ
Συνοπτική ιnισκόnηση
•
Ο θάνατος έχει οριστεί ως η παύση των καρδιακων παλμ
•
Ο θάνατος ενός βρέφους ή μικρού παιδιού μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολος για τους γονείς, και σε έναν έφηβο ο θάνατος φαίνεται αδιανόητος.
•
Ο θάνατος στην πρ
•
Όταν φτάνουν στην ύστερη ενήλικη ζωή, οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν και
μέση ενήλικη ζωή έχουν αρχίσει να κατανοούν την πραγματικότητα του θανάτου. αρχίζουν να προετοιμάζονται γι' αυτό.
•
Οι πολιτισμικές διαφορές στις στάσεις και τις πεποιθήσεις για το θάνατο επηρεάζουν έντονα τις αντιδράσεις των ανθρ
•
Οι θανατολόγοι συνιστούν να ενταχθεί η αγωγή για το θάνατο κανονικά στη μαθη
σιακή διαδικασία.
Αντιμετωπίζοντας το θάνατο Η Ε. («Ελένη »),
63
ετών, είχε κάνει εγχειρήσεις τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο, για
να διορθώσει και στη συνέχεια να αντικαταστήσει μια καρδιακή βαλβίδα, η οποία δεν επέτρ επε την ομαλή ροή του αίματος. Αλλά τον Μάιο τα πόδια της πήραν το χρώμα της ώριμης μελιτζάνας, ένα διάστικτο σκούρο μοβ χρώμα, αδιαμφισβήτητη ένδειξη γάγγραινας... Τον Ιούνιο αποφάσισε να της ακρωτηριάσουν πρώτα το δεξί πόδι και ύστερα το αριστερό, με την ελπίδα ότι θα σταθεροποιηθεί η κατάστασή της. Οι γιατροί είχαν αμφιβολίες, αλλά υπέκυψαν στην επιθυμία της... Αλλά στη συνέχεια, η ασθενής άρχισε να μιλάει για τον πόνο της. Μια Κυριακή από γευμα του Ιουνίου, μια νοσοκόμα κάλεσε τον εφημερεύοντα γιατρό. Ο ειδικευόμε νος αυτός, που σχεδίαζε να σταδιοδρομήσει στον τομέα της εντατικής θεραπείας, ήταν πολύ δημοφιλής στο νοσηλευτικό προσωπικό για την εγκάρδια συμπεριφορά του. Αλλά, αντίθετα με τις νοσοκόμες, δυσκολευόταν να διαβάσει τα χείλη τής ασθε νούς (το αναπνευστικό μηχάνημα την εμπόδιζε να μιλήσει μεγαλόφωνα) και έτσι της ζήτησε να του γράψει αυτό που ήθελε. Με πολλή προσπάθεια εκείνη έγραψε τις πα
ρακάτω λέξεις σε ένα χαρτί: «Αποφάσισα να δώσω τέλος στη ζωή μου, γιατί δεν θέ λω να ζω έτσι»
(Begley, 1991, σσ. 44-45).
Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, αφού αφαιρέθηκε, όπως η ίδια ζήτησε, ο αναπνευστήρας
που της επέτρεπε να αναπνέει, η ασθενής πέθανε.
341
342
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Όπως πολλοί θάνατοι, έτσι και ο θάνατος της Ε. θέτει μυριάδες δύσκολα ερωτήματα. Ισοδυναμούσε το αίτημα να της αφαιρεθεί ο αναπνευστήρας με αυτοκτονία; Έπρεπε το ιατρικό προσωπικό να συμμορφωθεί με αυτό το αίτημα; Διαχειριζόταν η ίδια αποτελεσμα
τικά τον επικείμενο θάνατό της; Πώς συνδιαλέγονται οι άνθρωποι με το θάνατο και πώς αντιδρούν και προσαρμόζονται σ' αυτόν; Οι ερευνητές στη διά βίου ανάπτυξη και άλλοι ειδικοί για το θάνατο και την πορεία προς αυτόν προσπαθούν να βρουν απαντήσεις σε
παρόμοια ερωτήματα.
Η διαδικασία της πορείας προς το θάνατο Κανείς δεν είχε ποτέ μεγαλύτερη επίδραση στην αντίληψή μας για τον τρόπο που αντιμετω πίζουν οι άνθρωποι το θάνατο από την
Elisabeth
Kϋbler-Ross. Η ψυχίατρος Kϋbler-Ross
ανέπτυξε μια θεωρία για το θάνατο και την πορεία προς το θάνατο, με βάση εκτεταμένες συ νεντεύξεις με άτομα που πέθαιναν και με εκείνους που τους φρόντιζαν (Kϋbler-Ross,
1969·
1982). Με βάση τις παρατηρήσεις της, η Kϋbler-Ross αρχικά υποστήριξε ότι οι άνθρωποι περνούν διά μέσου πέντε σταδίων, καθώς οδεύουν προς το θάνατο (συνοψίζονται στο Σχήμα
19.2).
Άρνηση.
«Όχι, δεν μπορεί να πεθαίνω. Πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος». Είναι σύνη
θες να διαμαρτύρονται οι άνθρωποι με αυτό τον τρόπο, όταν μαθαίνουν ότι έχουν μια θα νατηφόρα ασθένεια. Αυτές οι αντιρρήσεις αντιστοιχούν στο πρώτο στάδιο της πορείας προς το θάνατο, την άρνηση. Κατά την άρνηση, οι άνθρωποι ανθίστανται στην ιδέα ότι
πρόκειται να πεθάνουν. Μπορεί να υποστηρίξουν ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεών τους μπερδεύτηκαν με άλλων, ότι μια ακτινογραφία διαβάστηκε με λάθος τρόπο, ή ότι ο γιατρός τους δεν ξέρει τι λέει.
Ένας ξενώνας νοσηλείας για
ασθενείς τελικού σταδίου πα ρέχει ένα ζεστό και υποστηρι κτικό περιβάλλον για τον άν θρωπο που πεθαίνει. Η έμφα ση δίνεται στο να γίνει η ζωή των ασθενών όσο πιο ολοκλη ρωμένη γίνεται και όχι να πα
ραταθεί με κάθε κόστος.
ΚΕΦΑ.\ΑΙΟ 19 •
Οθ.\.."\'ΑΤΟ~ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ
Θυμός (συναίσθημα) Στaδιακή συνειδητοποίηση των :τpαγμαnκών συνεπειών
2 Υγεία
Διαγνωσμένη
(σταθερότητα)
θανατηφόρα ασθένεια
Διαπραγμάτευση
(σημαντική αλλαγή)
Αποδοχή (αυξημένη αυτάρκεια)
3
5
Μοναξιά Άρνηση (σοκ)
Εσωτερική σύγκρουση Ενοχή
Απομάκρυνση
Αίσθηση απουσίας νοήματος
από την αυξημένη αυτο-επίγνωση
και επαφή με άλλους
4 Κατάθλιψη
Σχήμα
19.2 Οδεύοντας προς το τέλος της ζωής
Τα βήματα προς το θάνατο, σύμφωνα με την Kϋbler-Ross (1975) .
Η άρνηση εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Ο ασθενής μπορεί να απορρίψει κατηγορη ματικά τη διάγνωση, απλώς αρνούμενος να την πιστέψει. Σε ακραLες περιπτώσεις, μπορεί να
ξεχάσει την παραμονή πολλών εβδομάδων στο νοσοκομεw. Σε άλλες μορφές άρνησης, ο ασθενής ταλαντεύεται ανάμεσα στην άρνησή του να δεχτεί τα νέα και στην ομολογία του, κάποιες στιγμές, ότι γνωρίζει πως πρόκειται να πεθάνει (τeutsch, 2003).
Παρόλο που μπορεί να θεωρήσει κανε(ς την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα που συνεπάγεται η άρνηση, ως ένδειξη επιδείνωσης της ψυχικής υγεLας, στην πραγματικότη τα πολλοί ειδικοί βλέπουν την άρνηση με θετικό τρόπο. Η άρνηση είναι ένας αμυντικός μηχα νισμός που μπορεί να επιτρέψει στον ασθενή να «απορροφήσει>> τα ανεπιθύμητα νέα με τον
δικό του τρόπο και τον δικό του ρυθμό. Μόνο όταν μπορέσει να αποδεχθεί τα νέα, θα μπορέ σει να προχωρήσει και τελικά να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι πρόκειται όντως να πεθάνει. Θυμός.
Αφού περάσει την άρνηση, το άτομο είναι πιθανό να εκφράσει θυμό. Ένας άν
θρωπος που πεθαίνει, μπορεί να είναι θυμωμένος με όλους: Με τους ανθρώπους που είναι καλά στην υγεία τους, με τον/τη σύζυγό του και άλλα μέλη της οικογένειας, με αυτούς που τον/την φροντίζουν, με τα παιδιά του. Μπορεί να προσβάλλει τους άλλους και να αναρω
τιέται -μερικές φορές και μεγαλόφωνα- γιατί πεθαίνει αυτός και όχι κάποιος άλλος. Μπο ρεί να θυμώσει με τον Θεό, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι αυτός ήταν καλός στη ζωή του και ότι υπάρχουν πολύ χειρότεροι άνθρωποι, που θα έπρεπε να πεθάνουν. Ίσως δεν είναι εύκολο να βρίσκεται κανείς κοντά σε ασθενε(ς στο στάδιο του θυμού. Καθώς εστιάζουν το θυμό τους στους άλλους, μπορεί να πουν και να κάνουν πράγματα, που
είναι οδυνηρά και μερικές φορές ακατανόητα. Τελικά, όμως, οι περισσότεροι ασθενε(ς ξεπερ νούν τη φάση του θυμού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη φάση- τη διαπραγμάτευση.
Διαπραγμάτευση.
«Αν είσαι καλός, θα ανταμειφθείς». Οι περισσότεροι άνθρωποι μαθαί
νουν αυτή την εξίσωση στην παιδική τους ηλικία και πολλοί προσπαθούν να την εφαρμό σουν στον επικείμενο θάνατό τους. Σ' αυτή την περίπτωση , «καλός» σημαίνει να υποσχεθεί κανείς ότι θα είναι καλύτερο άτομο και η «ανταμοιβή» είναι το να επιζήσει.
343
344
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ 8
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Κατά τη διαπραγμάτευση, το άτομο που ;τεθαίνει προσπαθεί να διαπραγματευθεί το πώς θα ξεφύγει από το θάνατο. Μπορεί να δηλώσει ότι, αν ο Θεός τον σώσει, θα αφιερώ σει τη ζωή του στους πτωχούς. Μπορεί να υ;τοσχεθεί ότι, αν ζήσει αρκετά ώστε να δει ένα
παιδί του να παντρεύεται, μετά θα δεχτεί ;τρόθυμα το θάνατό του. Όμως οι υποσχέσεις που είναι μέρος αυτής της διαπραγμάτευσης, σπάνια τηρούνται. Αν φαίνεται να ικανοποιείται ένα αίτημά του, ο ασθενής συνήθως ζητά και άλλο και, μετά, ένα ακόμη. Επίσης, μπορεί να είναι αδύνατον να τηρήσει τις υποσχέσεις του, επειδή η υγεία του επιδεινώθηκε και, έτσι, δεν μπορεί να επιτύχει αυτό που είχε πει ότι θα κάνει.
Κατά έναν τρόπο, η διαπραγμάτευση φαίνεται να έχει θετικά αποτελέσματα. Αν και ο θά νατος δεν μπορεί να αναβληθεί επ' άπειρον, το να θέσει κανείς στόχο να παρευρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να ζήσει μέχρι μια ορισμένη στιγμή, μπορεί πράγματι να καθυ στερήσει το θάνατο μέχρι τότε. Για παράδειγμα, τα ποσοστά θανάτων των Εβραίων μειώνο νται λίγο πριν το (εβρα·ίκό) Πάσχα και ανεβαίνουν αμέσως μετά. Παρομοίως, τα ποσοστά θανάτου των ηλικιωμένων γυναικών στην Κίνα μειώνονται πριν και κατά τη διάρκεια σημα
ντικών εορτών και αυξάνονται μετά. Είναι ως εάν οι ασθενείς διαπραγματεύτηκαν (επιτυχώς) να μείνουν ζωντανοί μέχρι να περάσουν οι γιορτές
(Phillips & Smith, 1990· Phillips, 1992).
Στο τέλος, φυσικά, όλες οι διαπραγματεύσεις του κόσμου είναι αδύνατον να αποτρέ ψουν το αναπόφευκτο του θανάτου. Όταν το άτομο συνειδητοποιεί τελικά ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, συνήθως μετακινείται στο στάδιο της κατάθλιψης.
Κατάθλιψη.
Πολλοί άνθρωποι, οδεύοντας προς το θάνατο, βιώνουν φάσεις κατάθλιψης.
Συνειδητοποιώντας ότι το ζήτημα έχει κλείσει και ότι δεν μπορούν να διαπραγματευθούν την αποφυγή του θανάτου, κατακλύζονται από μια βαθιά αίσθηση απώλειας. Ξέρουν ότι χάνουν τους αγαπημένους τους και ότι η ζωή τους όντως φτάνει στο τέλος της. Η κατάθλιψη που βιώνουν μπορεί να είναι δύο ειδών. Στην αντιδραστική κατάθλιψη, τα συναισθήματα θλίψης βασίζονται σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί: Στην απώλεια της αξιοπρέπειας που μπορεί να συνοδεύει ορισμένες ιατρικές διαδικασίες, το σταμάτημα της δουλειάς ή στην επίγνωση ότι το άτομο δεν θα γυρίσει ποτέ από το νοσοκομείο στο σπίτι του. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν βιώνουν επίσης προπαρασκευαστική κατάθλιψη. Στην προπαρασκευαστική κατάθλιψη, ο ασθενής νιώθει θλίψη για τις μελλοντικές απώλειες. Γνωρίζει ότι ο θάνατος θα επιφέρει το τέλος στις σχέσεις του με τους άλλους και ότι δεν θα δει ποτέ τις μελλοντικές γενιές. Η πραγματικότητα του θανάτου είναι αναπόδραστη σ' αυτό το στάδιο και προκαλεί βαθιά θλίψη για την αναπόφευκτη κατάληξη της ζωής. Αποδοχή.
Η Kίibler-Ross υποστήριξε ότι το τελευταίο βήμα της πορείας προς το θάνατο
είναι η αποδοχή. Το άτομο που έχει καταλήξει στην αποδοχή, έχει πλήρη επίγνωση ότι ο θά νατος επίκειται. Χωρίς συγκίνηση και χωρίς επικοινωνιακή διάθεση, ουσιαστικά δεν έχει συ ναισθήματα -θετικά ή αρνητικά- για το παρόν ή για το μέλλον. Έχει κάνει ειρήνη με τον
εαυτό του και μπορεί να θέλει να μείνει μόνος. Ο θάνατος δεν είναι πλέον οδυνηρός. Αξιολόγηση της θεωρίας της Kϋbler-Ross.
Η Kίibler-Ross άσκησε τεράστια επί
δραση στον τρόπο με τον οποίο εξετάζουμε το θάνατο. Ως μία από τους πρώτους που παρατήρησαν συστηματικά πώς πλησιάζουν οι άνθρωποι το θάνατό τους, αναγνωρίζεται ως πρωτοπόρος. Η Kίibler-Ross ήταν σχεδόν η μόνη που ανέλαβε να γνωρίσει στον κό σμο το φαινόμενο του θανάτου, το οποίο προηγουμένως παρέμενε στη σκιά στις δυτικές
κοινωνίες. Η συμβολή της είχε ιδιαίτερα μεγάλη επίδραση σε όσους προσφέρουν άμεση φροντίδα σε ανθρώπους που οδεύουν προς το θάνατο.
Από το άλλο μέρος, το έργο της έχει επισvρει ορισμένες κριτικές. Εν πρώτοις, υπάρ χουν μερικοί εμφανείς περιορισμοί στην αντίληψή της για το θάνατο. Περιορίζεται εν πολ-
ΗΦλ!\!\10
19 •
Ο θΑ., ηα: Κλl Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ Α ΥΤΟΝ
λοίς σε άτομα που έχουν επίγνωση ότι πεθαίνουν και που :;rε θαίνοU\' με σχετικά χαλαρό
τρόπο. Για ανθρώπους που πάσχουν από ασθένειες με αβέβαιη :;rρ όγηοοη ω; :τρος το αν ή πότε θα πεθάνουν, η θεωρία της δεν έχει εφαρμογή. Η πιο σημαντική κριτική, όμως, αφορά στη σταδιακή φύση τη; θεωρ ία ; της Kίibler
Ross. Δεν περνούν όλοι από όλα τα βήματα στην πορεία τους :;rρο; το θάνατο και ορισμέ νοι προχωρούν στα στάδια με διαφορετική σειρά. Μερικοί άλλοι, :;rάλι, περνούν από τα ίδια στάδια πολλές φορές. Οι καταθλιπτικοί ασθενείς μπορεί να εμq;ανίσουν ξεσπάσματα
θυμού και ένας θυμωμένος ασθενής μπορεί να διαπραγματεύεται για περισσότερο χρόνο
(Schulz & Aderman, 1976· Kastenbaum, 1992). Αυτή η κριτική τής θεωρίας ήταν ιδιαίτερα σημαντική για το ιατρικό προσωπικό και άλλους επαγγελματίες στο χώρο που εργάζονται με ετοιμοθάνατους ανθρώπους. Επειδή τα στάδια της Kίibler-Ross έγιναν τόσο γνωστά,
καλοπροαίρετοι επαγγελματίες μερικές φορές ενθάρρυναν τους ασθενείς να περάσουν από τα στάδια αυτά με μια καθορισμένη σειρά, χωρίς να λαμβάνουν αρκετά υπόψη τις ατομικές τους ανάγκες .
Επιπλέον , η Kίibler-Ross ίσως πήρε υπόψη της πολύ λίγους παράγοντες όταν διετύ
πωνε τη θεωρία της. Για παράδειγμα, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το άγχος παίζει σημαντικό ρόλο στην πορεία προς το θάνατο. Το άγχος μπορεί να σχετίζεται με τον επερ χόμενο θάνατο ή με το φόβο για τα συμπτώματα της ασθένειας. Έτσι, ένας άνθρωπος με
καρκίνο μπορεί να φοβάται το θάνατο λιγότερο από ό,τι τον ανεξέλεγκτο πόνο που ίσως είναι ένα μελλοντικό ενδεχόμενο (τaylor,
1991· Hayslip et al., 1997).
Τέλος , υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις αντιδράσεις των ατόμων στον επικείμενο θάνατο. Η συγκεκριμένη αιτία θανάτου, πόσο διαρκεί η διαδικασία της πορείας προς το θάνατο, η ηλικία, το φύλο και η προσωπικότητα του ατόμου, η κοινωνική στήριξη που διατίθεται από την οικογένεια και τους φίλους, όλα αυτά επηρεάζουν την πορεία προς το θάνατο και την αντίδραση των ανθρώπων σ' αυτόν
(Stroebe, Stroebe, & Hansson, 1993·
Carver & Scheier, 2002). Με λίγα λόγια, υπάρχουν σοβαροί προβληματισμοί ως προς την ορθότητα της θεω ρίας της Kίibler-Ross για το πώς αντιδρούν οι άνθρωποι στον επικείμενο θάνατο. Αντα
ποκρινόμενοι σε αυτούς τους προβληματισμούς, άλλοι θεωρητικοί πρότειναν ορισμένες εναλλακτικές ιδέες. Ο
Edwin Schneidman, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι υπάρχουν «θέ
ματα» στις αντιδράσεις των ανθρώπων όταν οδεύουν προς το θάνατο, τα οποία μπορούν
να εμφανιστούν -και να επανεμφανιστούν- με οποιαδήποτε σειρά στη διάρκεια αυτής της πορείας. Τα εννοιολογικά αυτά θέματα περιλαμβάνουν συναισθήματα και σκέψεις όπως δυσπιστία, μια αίσθηση αδικίας, φόβο για τον πόνο ή έναν γενικότερο τρόμο και φαντασιώ σεις διάσωσης
(Leenaars & Schneidman, 1999). Charles Cοπ, υποστηρίζει ότι, όπως και σε άλλες περιόδους
Ένας άλλος θεωρητικός, ο
της ζωής, το άτομο που πεθαίνει, έχει μπροστά του μια σειρά ψυχολογικών στόχων. Αυτοί πε
ριλαμβάνουν την ελαχιστοποίηση του σωματικού στρες, τη διατήρηση του πλούτου της ζωής, τη συνέχιση ή την εμβάθυνση των σχέσεων με άλλους και την ενδυνάμωση της ελπίδας, συ χνά μέσω πνευματικών αναζητήσεων
(Corr & Doka, 2001· Corr, Nabe, & Corr, 2000· 2006).
Επιλογή τού είδους θανάτου: Είναι π άρνηση για ανάνηψη ο τρόπος για να «φύγει» κανείς; Τα αρχικά DNR
(Do Not Resuscitate), γραμμένα στο ιατρικό διάγραμμα ενός ασθενούς,
έχουν μια απλή και σαφή σημασία. Το τρίγραμμα αυτό σημαίνει «Μην επιχειρείτε ανάνη ψη » και εννοεί ότι, αντί της χρήσης οποιασδήποτε και κάθε δυνατής διαδικασίας, που θα
345
346
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ 8
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
μπορούσε να κρατήσει τον ασθενή στη ζωή, δεν πρέπει να ληφθούν επιπλέον μέτρα. Για τον ασθενή στο τελικό στaδιο, η εντολή αυτή μπορεί να σημαίνει τη διαφορa ανaμεσα στο να πεθaνει αμέσως ή να ζήσει επιπλέον ημέρες, μήνες ή ακόμη και χρόνια, με τη χρήση των
πιο ακραίων, επεμβατικών και, ίσως, οδυνηρών ιατρικών διαδικασιών. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν ή όχι ακραίες ιατρικές παρεμβaσεις συνεπaγεται διaφορα ζητήματα. Το ένα είναι η διαφοροποίηση ανaμεσα στα «ακραία» και «ασυνήθη » μέτρα και στα μέτρα ρουτίνας. Δεν υπaρχουν σαφείς κανόνες τα aτομα που παίρνουν την απόφαση, πρέπει να εξετaσουν τις ανaγκες του συγκεκριμένου ασθενούς, το προηγούμε
νο ιατρικό ιστορικό και παρaγοντες, όπως η ηλικία ή ακόμη και η θρησκεία. Για παρaδειγ μα, διαφορετικό κριτήρια ίσως ισχύουν για έναν 12χρονο και έναν 85χρονο ασθενή με το ίδιο ιατρικό πρόβλημα. Άλλα ερωτήματα αφορούν στην ποιότητα της ζωής. Πώς μπορεί κανείς να καθορίσει την υφιστaμενη ποιότητα της ζωής ενός ασθενούς και το αν θα βελτιωθεί ή θα χειροτερεύ σει με μια συγκεκριμένη ιατρική παρέμβαση; Ποιος παίρνει αυτές τις αποφaσεις- ο ασθε
νής, ένα μέλος της οικογένειας ή το ιατρικό προσωπικό; Ένα πρaγμα είναι σαφές: Το ιατρικό προσωπικό δεν είναι πρόθυμο να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του ασθενούς στο τελικό στaδιο ή της οικογένειας του και να διακόψει την επιθε
τική θεραπεία. Ακόμη και αν είναι βέβαιο ότι ο ασθενής πρόκειται να πεθaνει, και οι ασθε νείς δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν περαιτέρω θεραπεία, οι γιατροί συνήθως ισχυρίζονται ότι δεν ήταν γνώστες της επιθυμίας του ασθενούς. Για παρaδειγμα, παρόλο που το ένα τρίτο των ασθενών ζητούν να μην τους γίνει καρδιοαναπνευστική ανaνηψη, λιγότεροι από μισοί
από τους γιατρούς αυτών των ασθενών αναφέρουν ότι γνώριζαν την προτίμηση του ασθε νούς (βλέπε Πίνακα
19.1). Επιπλέον,
σε μόνο
49%
των ασθενών οι επιθυμίες τους αναγρa
φονται στο ιατρικό τους διaγραμμα. Οι γιατροί και οι aλλοι επαγγελματίες υγείας μπορεί να
αρνούνται να εκτελέσουν την εντολή για μη ανaνηψη, αφενός επειδή έχουν εκπαιδευθεί να σώζουν ασθενείς και όχι να τους αφήνουν να πεθaνουν και αφετέρου για να αποφύγουν ζη τήματα νομικής ευθύνης
Πολλοί ασθενείς στο τελικό στάδιο επιλέγουν την εντολή «Μην επιχειρείτε ανάνηψη» ως
έναν τρόπο αποφυγής ακραί ων ιατρικών παρεμβάσεων.
(Knaus et al. 1995· Goold, Williams, & Arnold, 2000· McArdle, 2002).
ΚΕΦΑ:\:\10
Πίνακας
~
19
8
0
:ΗΟ~ ΚΑΙ Η ΠΟ ΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΠΟΝ
347
19.1 Δύσκολο τέλος: Εμπειρίες 4.301 ασθενών με περίβαλfη τελικού αrαδίου
•
Ασθενείς στο τελικό στάδιο που δεν επιθυμούσαν ανάνηψη
31%
•
Από τους ασθενείς που δεν επιθυμούσαν ανάνηψη, ποσοστό εκείνων των οποίων οι γιατροί ήταν ενή-
47%
μεροι για την προτίμησή τους
•
Από τους ασθενείς που δεν επιθυμούσαν ανάνηψη, ποσοστό εκείνων που η προτίμησή τους είχε περι-
49%
ληφθεί στο διάγραμμά τους {ΠΗΓΗ:
Knaus et al. , 1995.)
Διαθήκες ζωής.
Για να έχουν περισσότερο έλεγχο σχετικά με τις αποφάσεις για το εί
δος του θανάτου τους, πολλά άτομα υπογράφουν διαθήκες ζωής. Η διαθήκη ζωής είναι
ΔιαθrΊκες ζωrΊς
ένα νομικό έγγραφο που καθορίζει ποιες ιατρικές παρεμβάσεις επιθυμεί ή όχι ένα πρόσω
Νομικά έγγραφα που καθορίζοLΝ
πο, αν δεν μπορεί να εκφράσει τη θέλησή του. Μερικά άτομα ορίζουν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που χαρακτηρίζεται ως πληρε ξούσιος για ζητήματα υγείας, να ενεργεί ως αντιπρόσωπός τους στη λήψη αποφάσεων για θέματα υγείας. Οι πληρεξούσιοι για ζητήματα υγείας εξουσιοδοτούνται είτε με τη διαθήκη ζωής είτε με ένα νομικό έγγραφο που είναι γνωστό ως διαρκής εξουσιοδότηση. Οι πληρε
ξούσιοι για ζητήματα υγείας μπορεί να έχουν εξουσιοδοτηθεί να χειρίζονται όλα τα ζητή ματα ιατρικής φροντίδας (π.χ. το κώμα) ή μόνο το τελικό στάδιο της ασθένειας. Όπως η εντολή για μη καρδιοαναπνευστική ανάνηψη έτσι και οι διαθήκες ζωής είναι
αναποτελεσματικές, αν το άτομο δεν διασφαλίσει ότι οι πληρεξούσιοι για ζητήματα υγείας και οι γιατροί γνωρίζουν τις επιθυμίες του . Αν και μπορεί να είναι aπρόθυμος να το κάνει εκ των προτέρων, ο ενδιαφερόμενος (ασθενής ή/και ηλικιωμένος) πρέπει να έχει ειλικρι
νείς συ ζητήσεις, που να καθιστούν σαφείς τις επιθυμίες του , με τους αντιπροσώπους που επιλέγει ως πληρεξούσιους για ζητήματα υγείας.
Ευθανασία και υποβοηθούμενη αυτοκτονία. τη δεκαετία του
Ο Δρ Τζακ Κεβορκιάν έγινε γνωστός
1990 για την επινόηση και την προώθηση μιας « μηχανής αυτοκτονίας», η
οποία επέτρεπε στους ασθενείς να πατήσουν ένα κουμπί που aποδέσμευε αναισθητικό
και ένα φάρμακο που σταματούσε την καρδιά. Παρέχοντας τη μηχανή και τα φάρμακα που οι ασθενείς έπαιρναν μόνοι τους, ο Κεβορκιάν συμμετείχε σε μια διαδικασία γνωστή ως υποβοηθούμενη αυτοκτονία, κατά την οποία ένα άτομο παρέχει τα μέσα σε έναν ασθε
νή στο τελικό στάδιο να προβεί σε αυτοκτονία. Ο Κεβορκιάν κατέληξε να εκτίσει 8ετή ποι νή φυλάκιση ς, αφού καταδικάστηκε για έγκλημα δευτέρου βαθμού για τη συμμετοχή του
σε μια υποβοηθούμενη αυτοκτονία, η οποία παρουσιάστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή
60
Mίnutes.
Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία συνεχίζει να προκαλεί σκληρές αντιπαραθέσεις στις ΗΠΑ και η πρακτική αυτή είναι παράνομη σε πολλές πολιτείες. Εξαίρεση είναι η πολιτεία του Όρ εγκον που πέρασε ένα νόμο «δικαιώματος στο θάνατο» το
1998. Την πρώτη δεκαε 300 άτομα πήραν φάρμακα για να δώ τους (Ganzini, Beer, & Brouns, 2006· Davey, 2007).
τία που ίσχυσε ο νόμος του Όρεγκον, λιγότερα από σουν τέλος στη ζωή
Σε πολλές χώρες, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι αποδεκτή πρακτική. Για παρά δειγμα στην Ολλανδία, το ιατρικό προσωπικό μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς να δώ
σουν τέλος στη ζωή τους. Ωστόσο, πρέπει να εκπληρούνται ορισμένοι όροι για να είναι επιτρεπτή η πρακτική: Τουλάχιστον δύο γιατροί πρέ:τει να βεβαιώσουν ότι ο ασθενής είναι άρρωστος στο τελικό στάδιο, πρέπει να υπάρχει ανι•:τόq-ορο; ψυχικός ή σωματικός πόνος,
ποιες ιατρικές παρεμβάσει ς επιθυμούν
r'i
όχι οι ααθενείς ,
αν δεν μπορούν να εκφράσοLΝ τις επιθυμίες τους .
348
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ο ασθενής πρέπει να διbσει ενσυνείδητα τη σιγ/.αταθεσή του γραπτιbς και οι συγγενείς πρέ πει να ενημερωθούν εκ των προτέρων
(Galbraith & Dobson, 2000· Rosenfeld et al., 2000·
Naik, 2002· Kleespies, 2004). Ευθανασία
Η αυτοκτονία αυτής της μορφής είναι ένα ειδος ευθανασίας, μιας πρακτικής συνδρο
Η nρακτικr'i τnς σwδρομrΊς
μής σε ασθενείς στο τελικό στaδιο για να ε:τιταχυνθεί ο θaνατός τους. Γνωστή στο κοινό
σε ασθενείς στο τελικό στόδιο για να επιταχ!Νθεί
ο θόνατός τους.
ως «δολοφονία από οίκτο», η ευθανασία μ:τορεί να πaρει πολλές μορφές. Η παθητική ευ
θανασία περιλαμβaνει την αφαίρεση ανα.ϊνευστήρων ή aλλου ιατρικού εξοπλισμού που μπορεί να διατηρεί στη ζωή τον ασθενή, ιbστε να μπορεί το aτομο να πεθaνει με φυσικό τρόπο. Αυτό συμβαίνει όταν το ιατρικό προσωπικό ακολουθεί εντολή για μη ανaνηψη
(DNR). Στην εκούσια ενεργή
ευθανασία, τα aτομα που φροντίζουν τον ασθενή ή το ιατρι
κό προσωπικό συμβaλλουν στο να τελειιbσει η ζωή του ασθενούς, πριν επέλθει φυσιολογι κό ο θaνατος, χορηγιbντας του π. χ. μια δόση παυσίπονου που γνωρίζουν ότι θα είναι μοι ραία. Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία, όπως είδαμε, τοποθετείται μεταξύ παθητικής και εκούσιας ενεργής ευθανασίας. Η ευθανασία είναι μια συναισθηματική και αμφιλεγόμενη -αν και ευρέως διαδεδομένη- πρακτική.
Κανείς δεν γνωρίζει πόσο διαδεδομένη είναι πρaγματι η ευθανασία. Ωστόσο, μια δη μοσκοπική έρευνα με νοσοκόμες σε μονaδες εντατικής θεραπείας βρήκε ότι 20% από αυτές επιτaχυναν σκοπίμως το θaνατο ενός ασθενούς τουλόχιστον μία φορa, και aλλοι ειδικοί βεβαιιbνουν ότι η ευθανασία δεν είναι καθόλου σπaνια
(Asch, 1996).
Η ευθανασία είναι έντονα αμφιλεγόμενη, εν μέρει επειδή επικεντριbνεται σε αποφa σεις για το ποιος πρέπει να ελέγχει τη ζωή. Ανήκει το δικαίωμα αυτό αποκλειστικό σε ένα aτομο, στους γιατρούς του, στους προστατευόμενούς του, στην πολιτική εξουσία ή σε κa ποια θεότητα; Επειδή, τουλόχιστον στις ΗΠΑ, υποθέτουμε ότι, αφού έχουμε το απόλυτο δικαίωμα να δημιουργούμε ζωή φέρνοντας παιδιa στον κόσμο, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να έχουμε, επίσης, το απόλυτο δικαίωμα να δίνουμε τέλος στη ζωή μας
(Solomon, 1995· Lester, 1996· Allen et al. 2006). Από το aλλο μέρος, πολλοί που αντιτίθενται στην ευθανασία, υποστηρίζουν ότι η πρα κτική αυτή είναι ηθικό λανθασμένη. Κατa την aποψή τους, το να δοθεί πρόωρο τέλος στη ζωή ενός ανθριbπου, ανεξaρτητα από το πόσο ο ίδιος το θέλει, ισοδυναμεί με δολοφονία.
Άλλοι επισημαίνουν ότι οι γιατροί συχνό κaνουν σφaλματα στην πρόβλεψη πόσο θα ζήσει
κaποιος. Για παρaδειγμα, μια μελέτη ευρείας κλίμακας γνωστή ως SUPPORT ξη)
1 (
= υποστήρι
- μελέτη για την κατανόηση της πρόγνωσης και των προτιμήσεων για τα αποτελέσματα
και τους κινδύνους της θεραπείας- βρήκε ότι οι ασθενείς συχνό ζουν περισσότερο από ό,τι
προβλέπουν οι γιατροί. Μaλιστα, σε ορισμένες περιπτιbσεις οι ασθενείς έζησαν για χρόνια, αφότου τους είχαν δοθεί όχι παραπaνω από
50% πιθανότητες να ζήσουν 6 μήνες ακόμη
(Bishop, 2006· βλέπε Σχήμα 19.3). Ένα aλλο επιχείρημα κατa της ευθανασίας επικεντριbνεται στη συναισθηματική κα τaσταση του ασθενούς. Ακόμη και αν ο ασθενής ζητa ή και ικετεύει μερικές φορές αυτούς
που τον φροντίζουν να τον βοηθήσουν να πεθaνει, μπορεί να υποφέρει από μια μορφή βαριaς κατaθλιψης. Σ' αυτές τις περιπτιbσεις, μπορεί να χορηγηθούν αντικαταθλιπτικό
φaρμακα στον ασθενή για να ελαφρύνουν την κατaθλιψη. Όταν αυτό συμβεί, ο ασθενής μπορεί να αλλaξει γνιbμη ως προς την επιθυμία του να πεθaνει ενωρίτερα. Η αντιπαρaθεση για την ευθανασία είναι πολύ πιθανό ότι θα συνεχιστεί. Είναι ένα αυ στηρό προσωπικό ζήτημα, ένα ζήτημα, όμως, που η κοινωνία όλο και συχνότερα πρέπει να αντιμετωπίσει, καθιbς ο ηλικιωμένος πληθυσμός τού κόσμου αυξaνεται (Becνar,
Gostin, 2006). 1. Από τα αρχικά των λέξεων του τίτλου της στα αγγλικά (Ση μ. Επιμ. Έκδ.).
2000·
ΚΕΦ.·\ΛΑJΟ
19
ι • 08.\.~.\Τα:: ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠJ>ΟΣΑΥΤΟΝ
349
100
•
> 3
80
ι;:
·3
'-f
ίΞΞ
60
ω
·ο
b
ο
40
Σχήμα
b
ο
19.3
Πόσο καιρό
ζουν πραγματικά οι ασθενείς
c
στο «τελικό» στάδιο;
20
Σύμφωνα με την ευρείας κλίμα κας μελέτη
ο
ο
2
3
Επιβίωση μετά την πρόγνωση (σε έτη)
SUPPORT, σημαντι 3.693
κό ποσοστό μιας ομάδας
συμμετεχόντων, στους οποίους δεν είχαν δοθεί παραπάνω από
50% πιθανότητες να ζήσουν 6 Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Αναπνευστική ανεπάρκεια/ Πολυοργανική ανεπάρκεια
Καρκίνος πνευμόνων Όλα
μήνες ακόμη, επιβίωσαν αρκε τά μετά από αυτή την περίοδο . (ΠΗΓΗ:
Lynn et al. , 1997.}
Η φροντίδα για τον ετοιμοθάνατο Θυμηθείτε την περιγραφή των τελευταίων μην
που τους πέρασε στη μονάδα εντατικής θεραπείας ενός μεγάλου νοσοκομείου. Παρόλο που τα μέλη της οικογένειας την επισκέπτονταν τακτικά, η Ε. περνοuσε, επίσης, πολλές
Κατά παρόμοιο τρόπο, περίπου οι μισοί άνθρωποι που πεθαίνουν στις ΗΠΑ, πεθαί νουν στο νοσοκομείο. Δεν χρειάζεται να είναι έτσι τα πράγματα. Μάλιστα, υπάρχουν σο βαροί λόγοι για τους οποίους τα νοσοκομεία είναι από τους λιγότερο επιθυμητοuς χ
για να αντιμετωπίσει κανείς το θάνατο. Τα νοσοκομεία είναι κατά κανόνα απρόσωπα, με προσωπικό που εναλλάσσεται στη διάρκεια της ημέρας. Επειδή οι
Επιπλέον, τα νοσοκομεία έχουν προορισμό να θεραπεuουν τους ανθρ
ανθρ
Φροντίδα στο σπίτι
στο σπίτι, οι άνθρωποι που πεθαίνουν, μένουν στο σπίτι τους και τους περιποιείται η οι
Μια εναλλακτικrΊ τnς νοσnλείας
κογένειά τους και επισκέπτες νοσηλευτές και γιατροί. Πολλοί ασθενείς προτιμοuν τη φροντίδα στο σπίτι, επειδή μποροuν να περάσουν τις τελευταίες ημέρες τους σε οικείο
στο νοσοκομείο, κατό τnν οποία οι όνθρωποι που πεθαίνουν μένουν στο σπίτι τους
περιβάλλον, με ανθρ
και τους περιποιείται
τη ζωή γuρω τους.
τους και επισκέπτες νοσπλευτές
Αν και το άτομο που πεθαίνει μπορεί να :;τροτιμά τη q:ροντίδα στο σπίτι, η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πολu δUσκολη για τα μέλη τη; οιr.ογένειας. Η παροχή τής τελευ ταίας φροντίδας μπορεί να προσφέρει στα μέί.η τη; οιr.ογένειας μεγάλη συναισθηματική
και γιατροί.
n οικογένειό
350
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ανακσuφιση, επειδή δίνουν κάτι πολύτιμο στον άνθρωπο που αγαπούν. Ωστόσο, είναι εξαι
ρετικά εξαντλητικό, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά, να είναι κανείς σε εγρήγορση
24 ώρες το 24ωρο. Επιπλέον, επειδή οι περισσότεροι συγγενείς δεν είναι εκπαιδευμένοι στη νοσηλευτική, μπορεί να παρέχουν μόνον μέτριου επιπέδου φροντίδα . Πολλοί τελικώς απο
φασίζουν ότι δεν έχουν αρκετά εφόδια, ώστε να φροντίσουν στο σπίτι ένα μέλος της οικογέ νειας που πεθαίνει (Peπeault, Fothergill-Bourbonnais,
& Fiset, 2004).
Για τις οικογένειες αυτές, μια άλλη εναλλακτική λύση, που διαδίδεται όλο και περισσό Φροντfδα σε ξενώνες
τερο, είναι η φροντίδα σε ξενώνες. Η φροντίδα σε ξενώνες είναι η νοσηλεία που παρέχεται
Νοσnλεlα που παρέχετσι
σε άτομα που πεθαίνουν σε ιδρύματα προορισμένα για ασθενείς στο τελικό στάδιο. Κατά
σε άτομα που πεθαlνοLΝ, σε ιδρύματα σχεδιασμένα
για ασθενεlς σε τελικό στάδιο.
τον Μεσαίωνα, οι ξενώνες ήταν εγκαταστάσεις που παρείχαν χαλάρωση και φιλοξενία σε ταξιδιώτες. Με βάση αυτή την ιδέα, οι σημερινοί ξενώνες έχουν σχεδιαστεί να προσφέρουν
ένα θερμό, υποστηρικτικό περιβάλλον στο άτομο που πεθαίνει. Δεν εστιάζουν στο να πα ρατείνουν τη ζωή των ασθενών αλλά να κάνουν τις τελευταίες ημέρες τους ουσιώδεις και ευχάριστες. Κατά κανόνα, όσοι πηγαίνουν σε ξενώνες φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου δεν υπόκεινται σε οδυνηρές θεραπείες και δεν εφαρμόζονται σ' αυτούς εξαιρετικές επιθετι
κές θεραπείες για να παρατείνουν τη ζωή τους. Η έμφαση δίνεται στο να κάνουν τη ζωή των ασθενών όσο πληρέστερη γίνεται και όχι στο να κερδίσουν κάθε πιθανή στιγμή περισ
σότερης ζωής με κάθε κόστος
(Johnson, Kassner, & Kutner, 2004).
Αν και η σχετική έρευνα δεν έχει δώσει ακόμη οριστικά αποτελέσματα, οι ασθενείς των ξενώνων αυτών φαίνεται να είναι πιο ικανοποιημένοι με τη φροντίδα που δέχονται εκεί από ό,τι ασθενείς που δέχονται φροντίδα σε πιο παραδοσιακά πλαίσια (τang,
Aaronson, & Forbes, 2004). Η φροντίδα σε ξενώνες, επομένως, παρέχει αναμφίβολα μια καλή εναλλακτική στην παραδοσιακή νοσηλεία για ασθενείς του τελικού σταδίου.
Ιυνοnτική ιnισκόnηση
•
Η
Elisabeth Kϋbler-Ross περιέγραψε πέντε φάσεις στην πορεία προς το θάνατο: άρνη
ση, θυμό, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή. Η δομή της θεωρίας της σε στά δια επικρίθηκε ως υπερβολικά άκαμπτη και άλλοι θεωρητικοί πρότειναν εναλλακτικές θεωρήσεις.
•
Τα ζητήματα σχετικά με την πορεία προς το θάνατο είναι αμφιλεγόμενα, περιλαμβα νομένων των μέτρων που πρέπει να χρησιμοποιήσουν οι γιατροί για να κρατήσουν στη ζωή ασθενείς που πεθαίνουν και του ποιος πρέπει να πάρει τις αποφάσεις γι' αυτά τα μέτρα. Οι διαθήκες ζωής είναι ένας τρόπος για να έχει το άτομο που πεθαίνει κάποιον έλεγχο ως προς την απόφαση.
•
Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία και, γενικότερα, η ευθανασία είναι πολύ αμφιλεγόμενες
και είναι παράνομες στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, αν και ορισμένοι πιστεύουν ότι θα έπρεπε να νομιμοποιηθούν, αν γίνουν κάποιες ρυθμίσεις.
•
Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι στις ΗΠΑ πεθαίνουν στο νοσοκομείο, όλο και πιο πολλοί επιλέγουν την κατ' οίκον νοσηλεία ή τη νοσηλεία σε ξενώνες για να περάσουν τις τελευταίες ημέρες τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
19 • Ο θΑλ ηω: 1\.ΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ
351
Οδύνη και απώλεια Κανείς δεν μου είχε πει ότι το πένθος μοιάζει τόσο με τον φόβο. Δεν φοβάμαι, αί.ί.ά η αίσθηση είναι σαν να φοβάμαι. Το ίδιο φτερούγισμα στο στομάχι, η ίδια ανησυχία, το χασμουρητό. Δεν σταματώ να ξεροκαταπίνω.
Άλλοτε, πάλι, είναι σαν να είσαι μισομεθυσμένος ή σαν να έχεις πάθει διάσειση. Υπάρχει κάτι σαν μια αόρατη κουβέρτα ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα. Δυσκο λεύομαι να καταλάβω τι λέει κάποιος. Ή ίσως δεν θέλω να το καταλάβω. Μου είναι τόσο αδιάφορο
(Lewis, 1985, σ. 394).
Για κότι που αποτελεί καθολική εμπειρία, οι περισσότεροι όνθρωποι είναι εκπληκτικό λίγο προετοιμασμένοι για την οδύνη που ακολουθεί το θόνατο ενός αγαπημένου προσώπου.
Ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες, στις οποίες το προσδόκιμο ζωής είναι μεγόλο και τα πο σοστό θνησιμότητας χαμηλότερα όσο ποτέ στην ιστορία, οι όνθρωποι τείνουν να βλέπουν
το θόνατο σαν ένα ασύνηθες γεγονός παρό σαν ένα αναμενόμενο μέρος της ζωής. Αυτή η στόση καθιστό την οδύνη ακόμη πιο δυσβόστακτη, ιδιαίτερα όταν συγκρίνει κανείς τη ση μερινή εποχή με ιστορικές περιόδους, κατό τις οποίες οι όνθρωποι ζούσαν λιγότερο και το ποσοστό θανότων ήταν σημαντικό υψηλότερο. Το πρώτο βήμα στη διαδικασία του πένθους για τους περισσότερους επιζώντες στις δυτικές κοινωνίες είναι κόποια μορφή κηδείας
(Gluhoski, Leader, & Wortman, 1994· Nolen-Hoeksema & Larson, 1999· Bryant, 2003).
Πένθος και κηδεία: Οι ύστατες τελετουργίες Ο θόνατος είναι μεγόλη επιχείρηση στις ΗΠΑ. Το μέσο κόστος κηδείας και ταφής είναι
7.000 δολόρια. Η αγορό ενός στολισμένου, γυαλιστερού φέρετρου, η μεταφορό προς και από το κοιμητήριο με λιμουζίνα, και η προετοιμασία της σορού για συντήρηση και έκθεση είναι μεταξύ των υπηρεσιών που περιλαμβόνει μια κηδεία (AARP,
2004).
Επειδή ο θάνατος ενός ατομου αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μεταβατικό γεγονός, όχι μόνο
για τους στενούς συγγενείς αλ λά για ολόκληρη την κοινότητα,
οι τελετουργίες που σχετίζο νται με το θάνατο αποκτούν μια πρόσθετη βαρύτητα. Η συναι
σθηματική σημασία του θανά του, σε συνδυασμό με την πίε
ση των σχετικών επιχειρημα τιών, οδηγεί πολλούς να ξο
δεύουν υπερβολικά ποσά στις κηδείες.
352
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ •
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Η μεγαλόπρεπη φύση των κηδειών οφείλεται εν μέρει στην ευαισθησία αυτών που τη σχεδιάζουν και που είναι συνήθως επιζώντες στενοί συγγενείς του νεκρού. Θέλοντας να δείξουν αγάπη και στοργή, οι επιζώντες είναι ευάλωτοι σε υποδείξεις του τύπου «να πα ράσχουν το καλύτερο» για τον αποβιώσαντα
(Culver, 2003).
Αλλά δεν είναι μόνον η πίεση των επιχειρηματιών της κηδείας που οδηγεί πολλά άτο μα να δαπανήσουν πολλά χρήματα σε μια κηδεία. Σε μεγάλο βαθμό, το είδος της κηδείας, όπως και του γάμου, καθορίζεται από κοινωνικούς κανόνες και έθιμα. Επειδή ο θάνατος ενός ατόμου αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μεταβατικό γεγονός, όχι μόνο για τα αγαπη μένα του πρόσωπα αλλά και για ολόκληρη την κοινότητα, οι τελετουργίες που συνδέονται
με το θάνατο αποκτούν πρόσθετη βαρύτητα. Κατά μία έννοια, λοιπόν, μια κηδεία δεν εί ναι μόνον η δημόσια αναγνώριση ότι ένα άτομο πέθανε, αλλά η συνειδητοποίηση της θνη
τής φύσεως όλων και μια αποδοχή του κύκλου της ζωής
Πολιτισμικές διαφορές στο πένθος.
(DeSpelder & Strickland, 1992).
Οι μη δυτικές κοινωνίες ακολουθούν επικήδεια
τελετουργικά εντελώς διαφορετικού είδους. Για παράδειγμα, σε ορισμένες κοινωνίες οι
πενθούντες ξυρίζουν το κεφάλι τους, ενώ σε άλλες αφήνουν τα μαλλιά τους να μακρύνουν και οι άνδρες δεν ξυρίζονται για ένα διάστημα. Σε άλλες κοινωνίες προσλαμβάνονται «επαγγελματίες» που μοιρολογούν και οδύρονται. Μερικές φορές οι κηδείες είναι θορυ
βώδεις, ενώ σε άλλες κοινωνίες ο κανόνας είναι η σιωπή. Ακόμη και το είδος των συναι σθηματικών εκδηλώσεων, όπως η ένταση και η κατάλληλη χρονική στιγμή για το κλάμα, κα θορίζονται κοινωνικά
(Rosenblatt, 1988· 2001).
Για παράδειγμα, οι πενθούντες στις κηδείες στο Μπαλί της Ινδονησίας δείχνουν λίγη συγκίνηση, επειδή πιστεύουν ότι πρέπει να είναι ήρεμοι για να ακούσουν οι θεοί τις προ σευχές τους. Αντίθετα, οι πενθούντες στις αφρο-αμερικανικές κηδείες ενθαρρύνονται να δείξουν την οδύνη τους και οι επικήδειες τελετουργίες έχουν στόχο να επιτρέψουν στους παριστάμενους να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους
(Rosenblatt, 1988· Rosenblatt &
Wallace, 2005· Collins & Doolittle, 2006). Ιστορικά, μερικές κοινωνίες έχουν επικήδειες τελετουργίες που προκαλούν εντύπωση ως ακραίες. Για παράδειγμα, στο σάτιι
(suttee),
μια ινδουιστική πρακτική που τώρα είναι
παράνομη, αναμενόταν από τη χήρα να πέσει στη φωτιά που έκαιγε το σώμα του συζύγου της. Στην αρχαία Κίνα, οι δούλοι μερικές φορές καίγονταν (ζωντανοί) μαζί με το σώμα
του αφέντη τους. Τελικά, ανεξάρτητα από την επιμέρους τελετουργία, όλες οι κηδείες βασικά εξυπηρ ε τούν την ίδια λειτουργία: Χρησιμεύουν ως ένας τρόπος για να οριοθετηθεί το τέλος τής
ζωής εκείνου που πέθανε
- και παρέχουν ένα επίσημο πλαίσιο για τα συναισθήματα των
επιζώντων, έναν τόπο, όπου μπορούν να συγκεντρωθούν, να μοιραστούν την οδύνη και να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλο.
Απώλεια και οδύνη: Προσαρμογή στο θάνατο αγαπημένου προσώπου Απώλεια
Μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, ακολουθεί μια οδυνηρή περίοδος προσαρ
Αναγνώρισπ του αντικειμενικού
μογής, η οποία περιλαμβάνει την αίσθηση της απώλειας και την οδύνη. Απώλεια είναι η
γεγονότος ότι κάποιος πέθανε.
αναγνώριση του αντικειμενικού γεγονότος ότι κάποιος πέθανε και οδύνη είναι η συναι
Οδύνπ Συναισθπματικιl αντίδρασπ στπν απώλεια κάποιου.
σθηματική αντίδραση στην απώλεια κάποιου. Η οδύνη είναι διαφορετική για κάθε άτομο, αλλά υπάρχουν μερικές ομοιότητες στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι στις δυτι κές κοινωνίες προσαρμόζονται στην απώλεια.
Το πρώτο στάδιο της οδύνης των επιζώντων συνήθως περιλαμβάνει σοκ , μούδιασμα ,
ΚΕΦΑΛΑJΟ 19 •
Ο ΘΑΝΑΤω: J~λl Η Π ΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑvτΟΝ
353
δυσπιστία ή ευθεία άρνηση. Τα άτομα μπορεί να αποφεύγουν την πραγματικότητα της κα τάστασης, επιχειρώντας να συνεχίσουν τις συνήθεις δραστηριότητες της ζωής τους, αν και ο πόνος μπορεί να εισβάλλει προκαλώντας αγωνία, φόβο και βαθιά θλίψη και στενοχώρια. Αν ο πόνος είναι πολύ έντονος, όμως, το άτομο μπορεί να επανέλθει στο μούδιασμα. Κατά
κάποιον τρόπο, αυτή η ψυχολογική κατάσταση μπορεί να είναι ευεργετική, αφού επιτρέ πει στον επιζώντα να προβεί στις ρυθμίσεις για την κηδεία και να φέρει εις πέρας ψυχο
λογικώς δύσκολα έργα. Συνήθως, τα άτομα περνούν αυτό το στάδιο σε μερικές ημέρες ή εβδομάδες, αν και σε μερικές περιπτώσεις διαρκεί περισσότερο. Στην επόμενη φάση , το άτομο αρχίζει να αντιμετωπίζει το θάνατο και να συνειδητοποι εί την έκταση της απώλειας. Βιώνει πλήρως την οδύνη του και αρχίζει να αναγνωρίζει την
πραγματικότητα ότι ο αποχωρισμός από τον άνθρωπο που πέθανε, είναι οριστικός. Στην κα τάσταση αυτή, οι πενθούντες μπορεί να βιώσουν βαθιά δυστυχία, ακόμη και κατάθλιψη, ένα φυσιολογικό συναίσθημα στην κατάσταση αυτή, που δεν απαιτεί υποχρεωτικά θεραπεία. Μπορεί να αποζητούν το νεκρό άτομο. Τα συναισθήματα μπορεί να ποικίλλουν από έλλειψη υπομονής μέχρι λήθαργο. Όμως, αρχίζουν, επίσης, να αντιμετωπίζουν τη σχέση τους με τον αποθανόντα ρεαλιστικά. Με τον τρόπο αυτόν, αρχίζουν να απελευθερώνονται από κάποιους από τους δεσμούς που τους συνέδεαν με τους αγαπημένους τους
(deVήes et al., 1997).
Στο τέλος, οι άνθρωποι που έχουν χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο, περνούν στο στάδιο της προσαρμογής. Αρχίζουν να συγκεντρώνουν τα κομμάτια της ζωής τους και να οικοδο μούν μια καινούργια ταυτότητα. Για παράδειγμα, αντί να βλέπει τον εαυτό της ως χήρα, μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος πέθανε, μπορεί να αρχίσει να βλέπει τον εαυτό της ως ανύπα ντρη. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν στιγμές που εμφανίζονται έντονα συναισθήματα οδύνης. Τελικώς, οι περισσότεροι άνθρωποι κατορθώνουν να αναδυθούν από τη διαδικασία της οδύνης και να ζήσουν μια καινούργια ζωή, ανεξάρτητη από το πρόσωπο που πέθανε. Δημιουργούν νέες σχέσεις και μερικοί μάλιστα διαπιστώνουν ότι η αντιμετώπιση του θανά
του τούς βοήθησε να ωριμάσουν ως άτομα. Βασίζονται περισσότερο στον εαυτό τους και εκτιμούν περισσότερο τη ζωή.
Μετά από ένα θάνατο, οι άν θρωποι περνούν από μια οδυ νηρή περίοδο απώλειας και οδύνης. Αυτοί οι έφηβοι στη Βοσνία πενθούν την απώλεια
ενός φίλου τους, που έχασε τη ζωή του σε έναν εχθρικό βομ βαρδισμό.
354
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
•
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι δεν περνούν όλοι από όλα τα στό.δια της οδύνης με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια σειρό.. Παρατηρούνται ευρύτατες ατομικές διαφορές, ο οποίες οφείλονται μερικώς στην προσωπικότητα τους, στο είδος της σχέσης τους με το νε κρό και στις ευκαιρίες που τους δίνονται να συνεχίσουν τη ζωή τους μετό. την απώλεια.
Όπως και με τα στό.δια της Kϋbler-Ross σχετικό. με την πορεία προς το θό.νατο, έτσι και τα στό.δια του πένθους δεν εκτυλίσσονται με τον ίδιο τρόπο για όλους. Όπως θα εξετό.σουμε στο ειδικό κεφό.λαιο «Από την έρευνα στην πρό.ξη», ακόμη και η ισχύς της σχέσης κό.ποιου με τον νεκρό -τουλό.χιστον στην περίπτωση των για πολλό.
χρόνια συζύγων- μπορεί να επηρεό.σει τη διαδικασία του πένθους.
Διαφοροποίηση της παθολογικής από τη φυσιολογική οδύνη.
Αν και αφθονούν
οι ιδέες σχετικό. με αυτό που διακρίνει την παθολογική από τη φυσιολογική οδύνη, συστη ματική έρευνα έδειξε ότι πολλό. από τα συμπερό.σματα τόσο των μη ειδικών όσο και των κλινικών είναι λανθασμένα. Δεν υπό.ρχει συγκεκριμένο χρονοδιό.γραμμα για την οδuνη, ιδιαίτερα η κοινή ιδέα ότι το πένθος πρέπει να ολοκληρωθεί ένα χρόνο μετό. το θό.νατο
του/της συζuγου. Διαρκώς περισσότερα δεδομένα δείχνουν ότι για ορισμένους ανθρώ πους ( αλλό. όχι για όλους) το πένθος μπορεί να διαρκέσει σημαντικό. περισσότερο από ένα έτος. Η έρευνα επίσης αναιρεί την κοινή πεποίθηση ότι η κατό.θλιψη είναι ευρέως διαδε δομένη: Μόνο
15%-30% των ανθρώπων εμφανίζουν σχετικώς βαθιό. κατό.θλιψη μετό. την (Prigerson et al., 1995· Bonanno, Wortman, & Lehman, 2002· Hensley, 2006). απώλεια ενός αγαπημένου τους προσώπου
Παρομοίως, συχνό. θεωρείται ότι οι ό.νθρωποι που παρουσιό.ζουν αρχικό. λίγη θλίψη
για ένα θό.νατο, απλώς δεν αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα και, κατό. συνέπεια, είναι πιθανό ότι αργότερα θα έχουν προβλήματα. Δεν συμβαίνει κό.τι τέτοιο. Στην πραγματικό
τητα, αυτοί που παρουσιό.ζουν την πιο έντονη θλίψη μετό. ένα θό.νατο είναι πολu πιθανό τερο να έχουν δυσκολίες προσαρμογής και προβλήματα υγείας αργότερα
(Gluhoski,
Leader, & Wortman, 1994· Boerner et al., 2005).
Από την έρευνα στην πράξη Η ζωή συνεχίζεται Η Π. («Πέννυ»),
55 ετών, βρήκε παρηγοριά από φίλους που ήταν κοντά της στο μι
κρό δωμάτιο του νοσοκομείου τη νύχτα που ο σύζυγός της πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλικό το
2005 και που έμειναν στο πλευρό της για πολλές εβδομάδες και μή
νες μετά. Αλλά διεπίστωσε ότι χρειαζόταν λίγο ακόμη χρόνο να μείνει μόνη για να
πενθήσει όχι μόνο για το θάνατο του συζύγου της αλλά και για το τέλος τού ευτυχι σμένου γάμου τους που είχε κρατήσει 26 χρόνια. «Για δύο περίπου μήνες, ξάπλωνα στο πάτωμα και έκλαιγα ακούγοντας τον Μ άρτι Ρόμπινς να τραγουδάει το
End of α Long Lonely Day"»,
"At the
λέει, αναφερόμενη στο τραγούδι που παιζόταν στην
κηδεία του συζύγου της. Αλλά καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, τα δάκρυα υποχώ ρησαν. «Ήλθε σιγά σιγά», λέει, «αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι άκουγα το τραγούδι χωρίς να κλαίω»
(Stitch, 2006, σ. F3).
Ό:τως μπορεί πολu καλό. να φανταστεί κανείς, ο θό.νατος ενός συζuγου είναι σχεδόν πό.ντα μια τραυματική εμπειρία, η οποία συνήθως ακολουθείται από έντονη οδUνη και αγωνία.
ΗΦΑ.WΟ 19 •
Ο θΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣΑΥΎΟΝ
Στην περίπτωση των ηλικιωμένων ζευγαριών, που ήταν παντρεμένα για πολλά χρόνια, η απώλεια του/της συζύγου σημαίνει την απώλεια του συντρόφου μιας ολόκληρης ζωής και συνήθως την απώλεια της πρωταρχικής και, μερικές φορές, μοναδικής πηγής συναισθηματι κής στήριξης. Διαισθητικά, θα μπορούσε επομένως να υποστηρίξει κανείς ότι η περίοδος
του πένθους για μια τέτοια απώλεια θα είναι ιδιαίτερα παρατεταμένη για τον επιζώντα σύ ζυγο, που είχε ζήσει έναν θερμό και ευτυχισμένο γάμο. Ωστόσο, πολλά έρευνητικά δεδομένα δείχνουν κάτι διαφορετικό: Φαίνεται, πράγματι, ότι τα άτομα που είχαν ευτυχισμένο γάμο, μπορούν ευκολότερα να διαχειριστούν το πένθος
για την απώλεια του/της συζύγου και να συνεχίσουν τη ζωή τους από ό,τι εκείνοι με λιγότε ρο επιτυχημένους γάμους. Μια πρόσφατη διαχρονική μελέτη με εκατοντάδες παντρεμένους ηλικιωμένους αποκάλυψε ότι σχεδόν οι μισοί από εκείνους που ανέφεραν ότι είχαν επιτυχη μένο γάμο, μπόρεσαν να ξεπεράσουν την οδύνη τους σε ζύγου τους (Caπ
6 μήνες μετά το θάνατο του/της συ et al., 2000· Caπ, Nesse, & Wortman, 2005· Caπ & Ha, 2006).
Μια ερμηνεία για τα ευρήματα αυτά είναι ότι τα άτομα με καλούς και ευτυχισμένους γάμους, τείνουν να έχουν ισχυρές διαπροσωπικές δεξιότητες, στις οποίες βασίζονται στη
διάρκεια της περιόδου της απώλειας. Μπορεί να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να στραφούν σε φίλους, στην οικογένεια, ακόμη και σε έναν επαγγελματία σύμβουλο, αν θεω ρούν απαραίτητη τη συνδρομή του στην περίοδο του πένθους τους. Ένας τρόπος με τον οποίο οι άλλοι βοηθούν τον επιζώντα σύζυγο είναι να του προσφέρουν ερεθίσματα που
αποσπούν την προσοχή του από την απώλεια και να τον ενθαρρύνουν να γεμίσει το κενό με νέα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες. Οι καλές διαπροσωπικές δεξιότητες μπορούν, επίσης, να διευκολύνουν μια θετική προσέγγιση στη διαμόρφωση μιας νέας σχέσης, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή (Caπ
et al., 2005· Stitch, 2006).
Ένας άλλος λόγος για την ανθεκτικότητα του επιζώντος συζύγου ενός καλού γάμου είναι η επίγνωση ότι ο/η σύζυγος που έφυγε, είχε απολαύσει αυτό που είχαν θέσει ως κοινό
στόχο: έναν επιτυχημένο και ικανοποιητικό γάμο. Οι επιζώντες σύζυγοι γάμων με συ γκρούσεις μπορεί να νιώθουν μεγαλύτερη θλίψη, διότι δεν πέτυχαν ποτέ ένα επιθυμητό επίπεδο στενής επαφής, ή να λυπούνται που δεν είχαν την ευκαιρία να επιλύσουν τις συ
γκρούσεις ή να νιώθουν ένοχοι που δεν προσπάθησαν περισσότερο για να κάνουν το γάμο τους καλύτερο, όταν είχαν τη σχετική ευκαιρία. Από το άλλο μέρος, οι επιζώντες σύζυγοι που είχαν ζήσει έναν καλό γάμο, είναι πιθα νότερο να έχουν επιλύσει τα ζητήματα των σχέσεων και να έχουν συζητήσει λεπτομερώς
μεταξύ τους τι θα συμβεί, αν ένας από τους δύο πεθάνει. Επομένως, μπορεί να νιώθουν πιο ασφαλείς, γνωρίζοντας τι θα επιθυμούσε εκείνος που έφυγε για το διάστημα της χη ρείας. Τέλος, οι σύζυγοι που είχαν μια στενή και ασφαλή σχέση, μπορεί απλώς να είχαν κα λύτερη ευκαιρία να aποχαιρετήσουν ο ένας τον άλλο, όσο η υγεία του ενός από τους δύο επιδεινωνόταν
(Bonanno et al., 2002).
Ασφαλώς, η ύπαρξη ενός καλού γάμου δεν εγγυάται ότι η ζωή στη χηρεία θα είναι χω
ρίς πόνο. Ακόμη και οι aνθεκτικότεροι επιζώντες πενθούν βαθιά τούς πρώτους μήνες που ακολουθούν το θάνατο του συντρόφου τους. Και πράγματι, μπορεί το να είναι κανείς τό σο κοντά με τον άλλον να καθιστά την απώλεια ακόμη πιο δύσκολη. Οι άνδρες, ιδιαίτερα,
μπορεί να υποφέρουν βαθιά από την απώλεια μιας συζύγου, η οποία ήταν το μοναδικό συναισθηματικά έμπιστο πρόσωπο. Αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, το ύστατο δώρο ενός συζύγου με τον οποίο ο επιζών είχε στενή σχέση και αγάπη, είναι η ασφάλεια ότι μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του μετά από ένα λογικό διάστημα μετά το θάνατό του
Wortman, & Bonanno, 2005· Bonanno et al., 2005).
(Boemer,
355
356
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ 8
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Οι συνέπειες της οδύνης και της απώλειας.
Κατό μια έννοια, ο θόνατος ειναι «θη
ρευτής», τουλόχιστον ως προς τη θνησιμότητα του επιζώντα. Πολλό στοιχεια υποστηριζουν ότι οι όνθρωποι στη χηρεια διατρέχουν ιδιαιτερο κινδυνο θανότου. Μερικές μελέτες έχουν
βρει ότι ο κινδυνος θανότου ειναι περLπου επτό φορές υψηλότερος από το φυσιολογικό τον πρώτο χρόνο μετό το θόνατο του/της συζύγου. Ιδιαιτερα κινδυνεύουν οι όνδρες και οι νεό
τερες γυναικες που χηρεύουν. Ο δεύτερος γόμος φαινεται ότι μειώνει τον κινδυνο θανότου για τους επιζώντες. Αυτό ισχύει ιδιαιτερα για τους όνδρες που έχουν χόσει τις γυναικες τους, αν και οι λόγοι δεν ειναι σαφεLς
(Gluhoski et al., 1994· Martikainen & Valkonen, 1996-
Aiken, 2000). Η απώλεια ειναι πιθανότερο να προκαλέσει κατόθλιψη ή όλλες αρνητικές συνέπειες, αν το ότομο που έχασε το αγαπημένο του πρόσωπο ειναι ήδη ανασφαλές, αγχώδες ή φοβι
σμένο και, επομένως, λιγότερο ικανό να αντεπεξέλθει αποτελεσματικό. Επιπλέον, οι όν θρωποι των οποιων οι σχέσεις χαρακτηριζονται από αμφιταλόντευση πριν το θόνατο, ειναι πιθανότερο να εμφανισουν καταθλιπτικό συμπτώματα μετό το θόνατο από ό,τι εκεινοι που ήταν ασφαλεις στη σχέση τους. Αυτοι που ήταν πολύ εξαρτημένοι από το πρόσωπο
που πέθανε και που, επομένως, νιώθουν πολύ ευόλωτοι χωρις το πρόσωπο αυτό, ενδέχεται να υποφέρουν περισσότερο μετό το θόνατο, όπως και εκεινοι που περνούν πολύ χρόνο
αναλογιζόμενοι το θόνατο του αγαπημένου τους και τα συναισθήματα οδύνης τους. Οι πενθούντες που δεν έχουν κοινωνική στήριξη από την οικογένεια, φιλους ή τη σύνδεσή τους με κόποια ομόδα, θρησκευτική ή όλλη, ειναι πιθανότερο να νιώσουν συναισθήματα μοναξιός και επομένως διατρέχουν μεγαλύτερο κινδυνο. Τέλος, οι όνθρωποι που δεν ειναι σε θέση να κατανοήσουν το θόνατο ή να βγόλουν νόημα από αυτόν (όπως μια καινούργια εκτιμηση της ζωής) δειχνουν λιγότερη συνολική προσαρμογή (Daνis
2001· Nolen-Hoeksema, 2001· Nolen-Hoeksema &
Daνis,
& Nolen-Hoeksema,
2002).
Το αιφνιδιο του θανότου ενός αγαπημένου προσώπου φαινεται, επισης, ότι επηρεό
ζει την πορεια του πένθους. Τα ότομα που χόνουν ξαφνικό ένα αγαπημένο πρόσωπο ει ναι λιγότερο ικανό να αντιμετωπισουν την απώλεια από ό,τι εκεινα που ήταν σε θέση να προβλέψουν το θόνατο. Για παρόδειγμα, σε μια μελέτη, όνθρωποι που ειχαν βιώσει έναν ξαφνικό θόνατο (π. χ. συζύγου), δεν ειχαν ακόμη συνέλθει εντελώς τέσσερα χρόνια αργό τερα. Εν μέρει αυτό μπορει να συμβαινει επειδή ο ξαφνικός, απρόβλεπτος θόνατος ειναι συνήθως αποτέλεσμα βιας, που συμβαινει συχνότερα μεταξύ νεότερων ατόμων
(Rando,
1993· Burton, Haley, & Small, 2006). Όπως σημειώθηκε ενωριτερα στο κεφόλαιο αυτό και θα αναλυθει περισσότερο στο ει δικό κεφόλαιο που ακολουθει, τα παιδιό μπορει να χρειόζονται περισσότερη βοήθεια για να κατανοήσουν και να πενθήσουν το θόνατο κόποιου που αγαπούσαν.
Βοηθώντας ένα παιδί να διαχειριστεί το πένθος Εξαιτιας της περιορισμένης τους κατανόησης του θανότου, τα μικρό παιδιό χρειόζονται ιδιαιτερη βοήθεια για να αντιμετωπισουν την οδύνη τους. Μεταξύ των στρατηγικών που μπορει να βοηθήσουν ειναι οι παρακότω:
Να είστε ειλικρινείς. Μην πειτε ότι κόποιος που πέθανε «κοιμόται>> ή «έφυγε σε μακρι νό ταξιδι>>. Χρησιμοποιήστε γλώσσα κατόλληλη για την ηλικια των παιδιών για να τους πειτε την αλήθεια. Ήρεμα, αλλό ξεκόθαρα, τονιστε την αμετόκλητη, τελειωτική και
καθολική φύση του θανότου. Για παρόδειγμα, μπορειτε να απαντr]σετε σε ερωτήσεις για
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
19 •
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ
το αν η γιαγιά θα πεινάει, λέγοντας «Όχι, όταν πεθάνει κά:τοιος , το σώμα του δεν λει τουργεί πλέον, κι έτσι δεν χρειάζεται φαγητό».
Ενθαρρύνετε την εκδήλωση οδύνης. Μη λέτε στα παιδιά να μην κλαίνε ή να μην
•
εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Αντίθετα, πείτε τους ότι είναι κατανοητό να νιώ θουν άσχημα, και ότι πάντα θα τους λείπει αυτός που πέθανε. Ενθαρρύνετέ τα να ζωγραφίσουν κάτι, να γράψουν ένα γράμμα ή να εκφράσουν τα συναισθήματά τους με κάποιον άλλο τρόπο. Ταυτόχρονα, διαβεβαιώστε τα ότι θα έχουν πάντα όμορφες ανα μνήσεις από το πρόσωπο που πέθανε.
Διαβεβαιώστε τα παιδιά ότι δεν φταίνε αυτά για το θάνατο. Τα παιδιά μερικές φορές
•
αποδίδουν το θάνατο κάποιου αγαπημένου τους προσώπου στη δική τους συμπερι
φορά- σκέπτονται εσφαλμένα ότι, αν αυτά δεν είχαν φερθεί άσχημα, το πρόσωπο δεν θα είχε πεθάνει.
Κατανοήστε ότι το πένθος των παιδιών μπορεί να έρχεται στην επιφάνεια με aπροσ δόκητους τρόπους. Τα παιδιά μπορεί να δείξουν λίγη ή και καθόλου οδύνη την ώρα
του θανάτου , αλλά αργότερα μπορεί να αναστατωθούν χωρίς εμφανή λόγο ή να παλινδρομήσουν σε συμπεριφορές, όπως το πιπίλισμα του δαχτύλου ή το να θέλουν να κοιμηθούν με τους γονείς τους. Θυμηθείτε ότι ο θάνατος μπορεί να είναι εξουθε νωτικός για ένα παιδί και προσπαθήστε να είστε διαρκώς τρυφεροί και υποστηρι
κτικοί.
Ιυνοnτική ιnιακόnηαη Η όρος «απώλεια» αναφέρεται στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου· η οδύνη
•
αναφέρεται στη συναισθηματική αντίδραση σ' αυτή την απώλεια. Οι επικήδειες τελετουργίες παίζουν σημαντικό ρόλο, βοηθώντας τους ανθρώπους να
•
συνειδητοποιήσουν το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, να αναγνωρίσουν τη δική τους θνητότητα και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
•
Για πολλούς ανθρώπους, το πένθος περνά μέσα από τα στάδια της άρνησης, της θλί
•
Τα παιδιά χρειάζονται ειδική βοήθεια για να διαχειριστούν το πένθος.
ψης και της προσαρμογής.
ΒΑΣ Ι ΚΟΙ )-... ...
OPOI
Λειτουργικόc; θάνατοc; (σ. Εγκεφαλικόc; θάνατοc; (σ.
ΚΑΙ 333) 333)
Σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου (σ .
334)
ΕΝΝΟΙΕΣ )-)-... )--
θανατολόγο ι ( σ.
340) 347) Ευθανασ ία (σ . 348) Φροντ fδα στο σπ ίτ ι ( σ . 349)
...
Φροντfδα σε ξενώνεc; (σ.
ΔιαθrΊκεc; ζωrΊ c; ( σ .
350)
ί>- Απώλεια (σ.
)--
()δύνπ (σ.
352) 352)
357
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση AAMR (AmericanAssociation on Menlill Remrdatίon).
(2002). Menlill relilrdation:
classίficatίon, Washίngton,
and
systems
Definίtion,
of support.
DC: Author.
Assocίatίon of Retίred Persons). (1990). Α profile of older Amerίcans.
AARP
(Amerίcan
Washington, DC: Author. AARP (2004, May 25). Funeral arrangements and memoήal
service. Available online at http://
www.aarp.org/gήefandloss/articles/73_a.html.
AARP (2005, October). Ι can see clearly now. AARP Bulletίn, p. 34. AAUW (Ameήcan Association of University Women). (1992). How schools shortchange ~·omen: The AAUW report. Washington, DC: Ameήcan Association of University Women Educational Foundation. ΑΒεR, J. ι., BιsHor-JosεF, s. J., JoNES, s. Μ., ΜcιεΑRΝ, Κ. Τ., & ΡΗιιιΙΡS, D. Α. (Eds.). (2007). Chίld deνelopment and socίal polίcy: Knowledge for actίon. Washington, DC: Ameήcan Psychological Association. ABOUD, F., MεNDELSON, Μ., & PuRoY, Κ. (2003). Cross-race peer relations and friendship quality. lnternatίonal Journal of Behaνίoral Deνelopment, 27,165-173. ABouo, F. Ε. & SΚERRY, S. Α. (1983). Self and ethnic concepts ίn relations to ethnic constancy. Canadίan Journal of Behaνίoral Scίence, 15, 14-26. ABRIL, C. & GAULT, Β. (2006, March). The state of music in the elementary school: The pήncipal's perspective. Journal of Research ίn Musίc Educatίon, 54, 6-20. ABUSHAIΚHA, ι. (2007). Methods of copίog with labor pain used by Jordanian women. Journal ofTranscultural Nursίng, 18,35-40.
ACHENBACH, Τ. Α. (1992). Developmental psychopathology. ln Μ. Η. ΒΟRΝSτεΙΝ & Μ. Ε. ιΑΜΒ (Eds.), Deνelopmental psychology: An adνanced textbook. Hillsdale, NJ: Erlbaum. ΑCΗτεR, J. Α., ιυΒΙΝSΚΙ, 0 ., BENBOW, C. Ρ., & ΕΠΕΚΗΑRΙ-SΑΝJΑΝΙ, Η . (1999). Assessίog vocational preferences among gifted adolescents adds incremental validity to abilities: Α discήnιinant analysis of educational outcomes over a 10-year interval. Journal of Educatίonal Psychology, 91,777-786. ACKERMAN, Β . Ρ. & IZARD, C. Ε. (2004). Emotion cognition ίο children and adolescents: Introduction to the special issue. Journal of Experίmental Chίld Psychology, 89 (Special issue: Emotional cognition ίο children], 271-275. ACOCELLA, J. (August 18 & 25, 2003). ιittle people. The New Yorker, 138-143. ACOG (2002). Gιιίdelίnes for perinatal care. Elk Grove, ΙΝ: Author. ADAMS, C. & ιABOUVIE-VIEF. G. (19 6,
November 20). Modes of knowίog and language processίng. Symposium on developmental dimensions of adult adaptations. Perspectives ίο mind, self, and emotion. Paper presented at the meetίog of the Gerontological Association of Ameήca, Chicago, ιι. ADAMS, C. R. & SΙNGH , Κ. (1998). Direct and ίodirect effects of school learning vaήables on the academic achievement of Afήcan Ameήcan 10th graders. Journal of Negro Educatίon, 67,
48-66. ADAMS, G. R., MomεMAYOR , R., & GυιιοπΑ, τ. Ρ. (Eds.). (1996). Psychosocίal deνelopment durίng adolescence. Thousand Oaks, CA: Sage Publications. ADAMS, Κ. Β. (2004). Changing ίovestment ίο activities and ίoterests ίο elders' lives: Theory and measurement. lnternatίonal Journal of Agίng and Human Deνe/opment, 58,87-108. ADAMS, R. J., MAUER, 0., & DAVIS, Μ. (1986). Newboms' discήmination of chromatic from achromatic stimuli. Journal of Experίmental Chίld Psychology, 41,267-281. ADAMS HILLARD, Ρ. J. (2001). Gynecologic disorders and surgery. In Ν. ι. SτοτιΑΝD & D. Ε. SτεwART (Eds.), Psychologίcal aspects of women's hea/th care: The ίnterface between and obstetrίcs and gynecology (2nd
psychίatry
ed.). Washington, DC: Arneήcan Psychiatήc Publishing. ADAMSON, ι. & FRΙCK, J. (2003). The still face: Α history of a shared experimental paradigm. lnfancy, 4, 451-473. ADELMANN, Ρ. Κ., ANτONUCCI, Τ C., & CROHAN, S. Ε. (1990). Α causal analysis of employment and health ίο midlίfe women. Women and Health, 16, 5-20. AD ε R , R., FειτεΝ, D., & CοΗεΝ, Ν. (2001). Psychoneuroίmmunology (3rd ed.) San Diego: Academic Press. ADLER, Ρ. Α. , Κιεss, S. J., & ADLER, Ρ. (1992). Socialization to gender roles: Popularity among elementary school boys and girls. Socίology of Educatίon, 65, 169-187. ADMΙNISτRAτtON ΟΝ AGΙNG (2003). Α profile of older Amerίcans: 2003. Washington, DC: U.S. Department of Health and Human Services. ADMINISτRAτtON ΟΝ AGING (2006). Profi/es of o/der
Amerίcans
2005: Research
report.
Washington, DC: U.S. Department of Health and Human Resources. ADOLPH, Κ. Ε . (1997). Learning in the development of infant locomotion. With commentary by Β. I. BERTENTHAL, S. Μ. ΒΟΚΕR , Ε. C. GOLDFIELD, & Ε. J. GIBSON. Monographs ofthe Socίety
for Research
ίn Chίld Deνelopment,
62,
238-251. AFrFI, Τ, BROWNRIDGE, D., Cox, Β. , & SAREEN, 1. (2006, October). Physical punishment, childhood abuse and psychiatric disorders. Chίld Abuse & Neglect, 30,1093-1103.
AGUIAR, Α. & BAΙLLARGEON, R. (2002). Developrnents ίο young infants' reasoning about occluded objects. Cognίtίνe Psychology, 45, 267-336. ΑΗ-ΚιΟΝ, J. (2006, June). Body image and selfesteem: Α study of gender differences among mid-adolescents. Gender & Behaνίour, 4, 534-549. ΑΗΜ εο, Ε. & ΒRΑJΊΉWΑΠΕ, V. (2004). Bullying and victimization: Cause for concern for both families and schools. Socίal Psychology of Educatίon, 7, 35-54. ΑΗΝ, W., GELMAN, s., & AMSτERLAW, J. (2000). Causal status effect ίο children's categorίza tion. Cognίtίon, 76, Β35-Β43. Α1ΚΕΝ, ι. R. (2000). Dyίng, death, and bereaνe ment (4th ed.). Mahwah, NJ: Erlbaum. AINSWORTH, Μ. D. S. (1973). The development of infant-mother attachment. In Β. Μ. CΑLοwειι & Η. Ν. Rιccιυτι (Eds.), Reνίew of chίld deνelopment research (Vol. 3). Chicago: University of Chicago Press. AINSWOR'ΓH , Μ. D. S. (1993). Attachment as related to rnother-infant interaction. Adνances ίn
lnfancy Research, 8,1-50.
AINSWORTH, Μ . D. S., BLEHAR, Μ. C., WAτεRS, Ε., & WALL, S. (1978). Patterns of attachment: Α psychologίcal
study of the strange
sίtuatίon.
Hillsdale, NJ: Erlbaum. AINSWOR'ΓH, Μ. D. S. & BOWLBY, J. (1991). Απ ethological approach to personality development. Amerίcan Psychologίst, 46, 333-341. ΑιτΚΕΝ, R. J. (1995, July 7). The complexities of conception. Scίence, 269, 39-40. ΑκΜΑ.πΑΝ, Α., DEMERS, R. Α. , & HARNΙSH, R. Μ. (1984). Lίnguίstίcs. Cambridge, ΜΑ: ΜΠ Press. AKSHOOMOFF, Ν. (2006). Autism spectrum disorders: Introduction. Chίld Neuropsychology, 12, 245-246. ΑιΑΝ GUΠMACHER INSτtTuτE (1993a). Report on νίrα/ sexual dίseases. Chicago: Author. ALBERS, ι. ι. & KRULEWΠCH , C. J. (1993). Electronic fetal monitoring in the United States in the 1980s. Obstetrίcs & Gynecology, 82,8-10.
ALBERS, ι. ι. M!GLIACCIO, ι., BEDRICK, Ε. J., ThAF, D., & PERALTA, Ρ. (2007). Does epidural analgesia affect the rate of spontaneous obstetric lacerations in normal births?. Journal of Mίdwίfery and Women 's Healιh, 52, 31-36. ALBRECHτ, G. ι. (2005). Encyclopedίa of dίsabί/ίty (General ed.). Thousand Oaks, CA: Sage Publications. Alderfer, C. (2003). The science and nonscience of psychologists' responses to The Bell Curνe. Professίonal Psychology: Research & Pracιίce, 34, 287-293. Aιowm, C. & GILMER, D. (2004). Health, ίllness, and optίmal agίng: Bίologίcal and psychosocίal perspectίνes. Thousand Oaks, CA: Sage Publications, Inc. ΑιοwιΝ, C. Μ. (1994). Stress, copίng, and deνelop-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ment: An ίntegratίve perspectίve. New Yσrk: Guilfσrd Press, 1994. ALES, Κ . L., DRUZIN, Μ. L., & SΑΝ"ΓΙΝΙ, D. L. (1990). Impact σf advaηced maternal age ση the σutcσme σf pregηaηcy. Surgery, Gynecology & Obstetrίcs, 171,209-216. ALEXANDER, G. Μ. & HINES, Μ. (2002). Sex differeηces iη respσηse tσ childreη's tσys iη
primates. Evolutίon and Human 23, 467-479. ALFONSO, Υ. C., fLANAGAN, D. Ρ. , & RADWAN, S. (2005). The impact σf the Cattell-Hσrη-Carrσll theσry ση test develσpmeηt aηd iηterpretatiση σf cσgηitive aηd academic abilities. Ιη D. Ρ. FLANAGAN & Ρ. L. HARRISON (Eds.), Contemporary ίntellectual assessment: Theorίes, tests, and ίssues. New Yσrk, Guilfσrd Press. ΑιιsκΥ, J. Μ. (2007). The cσmiηg problem σf HIV-assσciated Alzheimer's disease. Medίcal Hypoth eses, 12, 47-55. ΑιιΑΝ, Ρ. (1990). Lσσkiηg fσr wσrk after fσrty: Jσb search experiences σf σlder uηemplσyed maηagers aηd prσfessiσηals. Journal of Employmenι Counselίng, 27, 113-121. ALLEN, J., CHAVEZ, S., DESIMONE, S., HOWARD, D., JOHNSON, Κ. , LAPIERRE, L. et al. (2006, Juηe ). Americaηs ' attitudes tσward euthanasia aηd physiciaη-assisted suicide, 1936-2002. Joιιrnal of Socίology & Socίal Welfare, 33, 5-23. ALLEN, J. Ρ. , PHILLIBER, S., liERRLING, S., & KUPERMINC, G. Ρ. (1997). Preveηtiηg teeη pregηaηcy aηd academic failure: Experimeηtal evaluatiση σf a develσpmeηtally based apprσach. Chίld Deve/opment, 64,729-742. ALLEN, Μ. & BISSELL, Μ. (2004). Safety aηd stability fσr fσster childreη: The pσlicy cσηtext. The Fuιure of Chίldren, 14,49-74. ΑιιιsοΝ, Α. C. (1954). Protectiση affσrded by sickle cell trait agaiηst subtertian malarial infectiση. Βrίιίsh Medίcal Journal, 1, 290-294. ΑιιιsοΝ, Β. & ScH uιτz, J. (2001). Iηterpersσηal ideηtity fσrmatiση duriηg early adσlesceηce. Adolescence, 36, 509-523. ALOISE-YOUNG, Ρ., SLATER, Μ., & CRUICKSHANK, C. (2006, April). Mediators and mσderators σf magaziηe advertisemeηt effects ση adσlesceηt cigarette smσkiηg. Journal of Hea/th Communίca tίon, ll , 281-300. ALTEM US, Μ., DEUSTER, Ρ. Α., GALLIVEN, Ε., CARτER, C. S., & Gοιο, Ρ. W. (1995). Suppressiση σf hypσthalmic pituitary adreηal axis respσηses tσ stress in lactating wσmeπ. Journa/ of Clίnίcal Endocrίnology and Metabolίsm, 80, 2954-2959. ALTHOLZ, S., & GOLENSKY, Μ. (2004). Cσuηsel iηg, suppσrt , aηd advσcacy fσr clients whσ stutter. Healιh & Socίal Work, 29, 197-205. ALVAREZ-LEON, Ε . Ε ., ROMAN-VINAS, Β. , & SERRA-MAJEM, L. (2006). Dairy products aηd health: Α review σf the epidemiolσgical evideηce. Brίtίsh Journal of Nutrίtίon, 96, Supplemeηt , S94-S99. ALZHEIMER'S ASSOCIAτiON (2004, May 28). Staηdard prescriptiσηs fσr Alzheimer's. Available σηlίηe at http://www.alz.σrg/ ησηhumaη
Behavίor,
AboutADffreatmeηt/?Staηdard.asp.
ΑΜΑΤΟ, Ρ.
& AFIFI, Τ. (2006, February). Feeling pareηts: Adult childreη's relatiσηs with pareηts and subjective wellbeing. Journal of Marrίage and Famίly, 68, 222235. ΑΜΑΤΟ, Ρ. & Boorn, Α . (1997). Α generatίon αι rίsk. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. ΑΜΑΤΟ, Ρ. & ΡRΕΥΠΙ , D. (2003). Peσple's reasσηs fσr divσrciηg: Geηder, social class, the life cσurse, and adjustmeηt. Joιιrnal of Famίly 1ssues, 24, 602-626. ΑΜΑΤΟ, Ρ. R. & ΒοΟΤΗ , Α. (2001 ). The legacy of parents' marital discσrd: Cσnsequeηces fσr children's marital quality. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 81, 627-638. AMERICAN ACADEMY OF fAMILY PHYSICIANS (2002). Posίtίon paper on neonatal cίrcumcί sίon. Leawσσd, KS: Americaη Academy σf Family Physicians. AMERICAN ACADEMY OF PEDIATRICS (1995). Polίcy statement on /ength of hospίtal stay fol/owίng bίrth. Washiηgtσn, DC: Authσr. AMERICAN ACADEMY OF PEDIATRICS (1997, April 16). Press release. AMERICAN ACADEMY OF PEDIATRICS (1999, August). Media educatiσn. Pedίatrίcs, 104,341343. AMERICAN ACADEMY OF PEDIAτRICS (2000). Cίrcumcίsίon: 1nformatίon for parents. Washingtση , DC: Americaη Academy σf Pediatrics. AMERICAN ACADEMY OF PEDIAτRICS (2000b). Cliηical Practice Guideliηe: Diagησsis aηd evaluatiση σf the child with atteηtiσn deficit/hyperactivity disσrder. Pediatrics, caught
betweeη
http://www.pediatrics.org/cgilcoπteηt/fulV105/5
/1158. AMERICAN ACADEMY OF PEDIATRICS (2004, June 3). Sports programs. Available σnline at http: //www.medem.cσm/medlb/article_detaillb _fσ r_printer.cfm_article_JD ;ZZZD2QD5M7C&
sub_cat=405. AMERICAN ACADEMY OF PEDIAτRICS (2005). Breastfeeding aηd the use σf human milk: Pσlicy Statemeηt. Pedίatrίcs, 115, 496-506. AMERICAN ACADEMY OF PEDIATRICS (2005, May 12). ΑΑΡ endorses newborn screenίng report from the Amerίcan Col/ege of Medίcal Genetίcs. Press release. AMERICAN ACADEMY OF PEDIATRJCS (Commίttee on Accίdent and Poίson Prevention) (1990). Trampolines at hσme, schσσl, aπd recreatiσnal ceηters. Pedίatrίcs, 103,1053-1056. AMERICAN ACADE\IY OF PEDIAτRICS (Commίttee on Psychosocial Aspecιs of Child and Famίly Healιh) (1998. Apήl). Guidaηce fσr effective discipline. Pediarrics, Ι 01 , 723-728. AMERICΆ'\ ACADE\IY OF PEDIAτRJCS (Committee on Sporιs .\fedicine) (1988). Iηfant exercise prσgrarns. Pediatrics. 82. 800-825. A~ίERICA-' AC-illE\!Y OF PEDIAτRJCS (Commίllee on Sporιs Medicine and Committee on School Healιh ) (19S9). Organized athletics fσr preadσlesα:nt children. Pediarrics, 84(3), 583-584. A\IERICΆ'\ ACWH!Y OF PEDIATRICS, Dιετz, W. Η . (Ed). & SΊΈR.», L. (Ed.). (1999). Amerίcan
359
to your chίld's peace at the table and buίldίng healthy eating habίts for lίfe. New Yσrk : Villard. AMERICAN COLLEGE OF MEDICAL GENEτiCS (2006). Genetίcs in Medίcine, 8(5), Supplement. AMERICAN COLLEGE OF SPORTS MEDICINE (1997, Nσvember 3). Consensus development conference statement on physίcal actίvίty and cardίovascular hea/th. Available σπline at: Academy of
Pedίatrίcs guίde
nuιrίtion: Makίng
http://www.acsm.σrg/nhlbi.htm.
AMERICAN COLLEGE ThsτιNG PROGRAM (2001). National dropout rates. Iσwa City, !Α: Americaη Cσllege Testiηg Prσgram.
AMERICAN COUNCIL ΟΝ EDUCAτiON (1995-1996). Mίnorίties ίn higher educatίon. Washingtση. DC: Office of Minσrity Cσncerns. AMERICAN HEART ASSOCIAτiON (1988). Heart facts. Dallas, ΤΧ: Authσr. AMERICAN PSYCHIATRIC ASSOCIAτiON (1994). Dίagnostίc and statίstίcal manual of menιal dίsorders (4th ed.). Washiηgtση , DC: Authσr. AMERICAN PSYCHOLOGICAL AssOCΙAηON (1992). Ethίcal prίncίples of psychologίsts and code of conduct. Washiηgton, DC: Authσr. AMERICAN PSYCHOLOGICAL ASSOCIAτiO N (2002). Ethίca/ prίncίples of psychologίsts and code of conduct. Updated. Washiηgtσn , DC: Authσr.
ΑΜΠΑΙ, Υ.,
HARINGMAN, Μ., MEIRAZ, Η., BARAM, Ν., & LEYEN"ΓHAL, Α. (2004). Increased awareηess ,
kησwledge
aηd
utilizatiσn
σf
precσηceptiσηal fσlic
acid in lsrael fσllσwiηg a ηatiσηal campaigη. Preventive Medicίne: An 1nternatίonal Journal Devoted to Practice and Theory, 39, 731-737. AMMERMAN, R. Τ. & ΡΑτz. R. J. (1996). Determinants σf child abuse poteηtial : Contήbu tiση σf pareηt aηd child factors. Joιιrnal of C/ίnίcal Chίld Psychology, 25, 300-307. AMsτERLAW, J. & WELLMAN, Η. (2006). Theσries σf miηd iη traηsitiσn: Α microgeηetic study of the develσpmeηt σf false belief understandiηg. Journal of Cognίtίon and Developmenι, 7, 139172. ΑΝ, J. & COONEY, Τ. (2006, September). Psychσ lσgical well-beiηg iη mid tσ Jate life: The role σf geηerativity develσpment and pareηt-child relatiσπships acrσss the lifespan. Internaιional Journal of Behavίoral Development, 30, 410421. ANAND, Κ. J. S. & HICΚEY, Ρ. R. (1992). Halσthaηe mσrphiηe cσmpared with high-dσse sufeηtaηil fσr aηesthesia aηd post-σperative aηalgesia iη
ηeσηatal cardiac surgery. New England Journal of Medίcίne, 326(1), 1-9. ANDERS, Τ. F. & TAYLOR, Τ (1994). Babies aηd their sleep eηvirσnmeηt. Chίldren s Envίron ments, 11, 123-134. ANDERSON, C., BERKOWΠZ, L., DONNERSτEI N, Ε., HUESMANN, L., JOHNSON, J., LINZ, D., MALAMUlli, Ν., & WARTELLA, Ε. (2003). The influeηce σf media viσlence ση yσuth. Psychologίcal Science ίn ιhe Pub/ίc Interest, 4, 81-110. ANDERSON, C. Α., FUNK. 1. Β .. & GRJFFΠHS , Μ.
360
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
D. (2004). Contemporary issues in adolescent video game playing: Brief overview and introduction to the special issue. Journal of Adolescence, 27,1-3. ANDERSON, 0. & ΡΕΜΡΕΚ, Τ. (2005). Television and very young children. Amerίcan Behavίoral Scίentίst, 48, 505-522. ANDERSON, Μ. Ε., JOHNSON, 0. C., & BATAL, Η. Α. (2005). Sudden Infant Death Syndrome and prenatal matemal smoking: ήsing attήbuted risk in the Back to Sleep era. BMC Medίcal Genetics, 11, 4. ANDERSON, Ρ. & BUTCHER, Κ. (2006, March). Childhood obesity: Trends and potential causes. The Future of Chίldren, 16, 19-45. ANDERSON, R. Ν. (2001), Unίted States lίfe tables, 1998. Natίonal vίtal statίstίcs reports (Vol. 48, Νο. 18). Hyattsville, MD: National Center for Health Statistics. ANDREWS, G., HAιFORD, G., & BUNCH, Κ. (2003). Theory of mind and relational complexity. Chίld Deve/opment, 74,1476-1499. A."GUS. J. & REEVE, Ρ. (2006, April). Ageism: Α threat to «aging well» in the 21st century. Journal of App/ίed Gerontology, 25,137-152. ANιSFELD, Μ. (1996). Only tongue protrusion modeling is matched by neonates. Developmental Revίew, 16,149-161. ANNENBERG PUBLIC POLICY CENTER (2005). Card playίng trend ίn young people contίnues. Philadelphia, ΡΑ: Annenberg Public Policy Center. ANNENBERG PUBLIC POLICY CENTER (2006). More than 1 mίllίon young people use ίnternet gamblίng sίtes each month. Philadelphia, ΡΑ: Annenberg Public Policy Center. ANNUNZIATO, R. & Lowε, Μ. (2007, April). Taking action to lose weight: Toward aπ understanding of individual differences. Eatίng Behavίors, 8, 185-194. ANSBERRY, C. (1995, February 14). After seven decades, couple still fmds romance in the 90s. The Wa/l Street Journal, pp. Al, Α17. ANSBERRY, C. (1997, November 14). Women of Troy: For ladies on a hill, friendships are a balm in the passages of life. The Wall Street Journal, pp. Al,A6. ANTONIO, Α., CHANG, Μ., HAKUTA, Κ., ΚΕΝΝΥ, 0. ιενιΝ, S., & ΜΙLΕΜ, J. (2006). Effects of racial diversity on complex thinking in college students. Psychologίcal Scίence, 15, 507-510. ANτONUCCI, Τ. C. (1990). Social supports and social relationships. ln R. Η. BINSTOCK & ι. Κ. GEORGE (Eds.), Handbook of agίng and the socίal scίences. San Diego: Academic Press. ANτONUCCI, τ. C. (2001). Social relations: Απ examination of social networks. social support, and sense of control. In J. Ε. BIRRE:-ι & Κ. W. SCHAIE (Eds.), Handbook ofιhe ps)-chology of agίng (5th ed.). San Diego: Academic Press. ANTONUCCI, Τ C. & AκnA\tA. Η . (1991 Social relationships and aging " ·ell. Goιoaιi •ns 15. 39-44. ANTSHEL, Κ. & MϊSHEL Κ. (2 2).1nt~ating culture as a means of impr - = treatment " • adherence in the Latino popnla · ~ Health & Medίcίne, 7. -Β5~ .
ΑΡΑ (Amerίcan Psychologίcal Assocίaιion) ( 199ti). Vίolence
and the
famίly.
Washington. DC:
Author. ΑΡΑ Reproductίve Choίce
Working Group (2αΧ>). and aborιίon: Α resource packet. Washington, DC: Ameήcan Psychological Association. APPERLY, I. & ROBINSON, Ε. (2002). Fίνe-year olds' handling of reference and descήption in the domains of language and mental representation. Joumal of Experimenιal Chίld Psychology, 83,53-75. Reproductίve choίce
ΑΡτΕR, Α., GALAτzER , Α., Bεrn-HALAcHMΙ , Ν. ,
& ιΑRΟΝ, Ζ. (1981). Self-image in adolescents
with delayed puberty and growth retardation. Journal ofYouth and Adolescence, 10,501-505. ΑRΑΙ, Μ. (2006, January). Elder abuse in Japan. Educatίonal Gerontology, 32, 13-23. · ARCHER, S. ι., & WATERMAN, Α. S. (1994). Adolescent identity development: Contextual perspectives. ln C. Β. FISHER & R. Μ. ιεRΝΕR (Eds.), Applίed developmental psychology. NewYork: McGraw-Hill. ARcus, D. (2001). Inhibited and uninhibited children: Biology in the social context. Ι η τ. D. WACHS & G. Α. KOHNSTAMM (Eds.), Temperament ίn context. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. ARENSON, Κ. W. (2004, December 3). Worried colleges step up efforts over suicide. The New York τίmes, p. Al. ARΙES, Ph. (1962). Centurίes of chίldhood. New York: Κnopf. ARKOFF, Α., MEREDiτH , G., & 0UBANOSKI, J. (2004). Gains in well-being achieved through retrospective proactive life review by independent older women. Journal of Humanίstίc Psychology, 44,204-214. ARLOΠI, J. Β., COΠRELL, Β. Η., & HUGHES, S. Η. (1998). Breastfeeding among low-income women with and without peer support. Journal ofCommunίty Health Nursίng, 15,163-178. ΑRΝΕΠ, J. J. (2000). Emerging adulthood: Α theory of development from the late teens through the twenties. Amerίcan Psychologίst, 55,469-480. ARNOLD, R. & COLBURN, Ν. (2007). Brain food. School Lίbrary Journal, 53, 29. ARREDONDO, Ε., ELDER, J., AYALA, G., CAMPBELL, Ν., BAQUERO, Β., & DUERKSEN, S. (2006, December). Is parenting style related to children's healthy eating and physical activity in ιatino families?. Hea/ιh Educatίon Research, 21, 862-871. ARSENEAULT, ι., MOFFIΠ, Τ. Ε., & CASPΙ, Α. (2003). Strong genetic effects on crosssituational antisocial behavior among 5-yearold children according to mothers, teachers, examiner-observers, and twins' self-reports. Journal of Chίld Psychology and Psychίatry and Allίed Dίscίplίnes, 44, 832-848. ARTAL, Ρ. , fERRO, Μ., MΙRANDA , 1., & NAVARRO, R. (1993). Effects of aging in retinal image quality. Journal of the Optίcal Socίety ofAmerίca, 10, 1656-1662. Aιns, J. Α. R., GIJSELAERS, W. Η., & BosHUIZEN,
Η. Ρ. Α.
(2006). Understanding managerial problem-solving, knowledge use and information processing: lnvestigating stages from school to the workplace. Contemporary Educaιίonal Psychology, 31, 387-410. ASCH, D. Α. (1996, May 23). The role of critical care nurses in euthanasia and assisted suicide. The New England Journal of Medίcίne, 334, 1374-1379. AsENDORPF, J. (2002). Self-awareness, otherawareness, and secondary representation. Ι η Α. ΜειτzΟFFΑ & W. PRINZ (Eds.), The ίmίιαιίve mίnd: Development, evolutίon, and braίn bases. NewYork: Cambridge University Press. ASENDORPF, J. Β., WARΚENΊlN, V., & BAUDONNIERE, Ρ. (1996). Self-awareness and other-awareness Π: Mirror self-recognition, social contingency awareness, and synchronic imitation. Deve/opmental Psychology, 32, 313-321. AsHER, s. R. , SιΝοιετοΝ, ι. c., & ΤΑνιοR, Α. R. (1982). Acceptance vs. friendship. Paper presented at the meeting of the American Research Association, New York. ASHWIN, C., BARON-COHEN, S., WHEELWRIGHT, S:, O'RIORDAN, Μ. , & BULLMORE, Ε. (2007). Differential activation of the amygdala and the <
ATCHLEY, R. (2003). Why most people cope well with retirement. ln J. RONCH & J. GOLDFIELD (Eds.), Menιal wellness ίn agίng: Strengths-based approaches. Baltimore, MD: Health Professions Press. ATCHLEY, R. C. & BARUSCH, Α. (2005). Socίa/ forces and agίng (10th ed.). Belmont, CA: Wadsworth. Αττιε, Ι. & BROOKS-GUNN, J. (1989). The development of eating problems in adolescent girls: Α longitudinal study. Developmenιal Psychology, 25, 70-79. AUESTAD, Ν., SCOΠ, 0. Τ, JA OWSKY, J. S.,
ΒΙΒΛIΟΓΡΑΦΙΑ
JACOBSEN, C., CARROLL, R. Ε., MONTALTO, Μ. Β ., ΗΑιτεR , R., Qιu, W., JACOBS, J. R., CoNNOR, W. Ε. , CONNOR, S. ι. , TAYLOR, J. Α., NEURINGER, Μ. , FιτzGERALD, Κ . Μ. , & ΗΑιι, R. τ. (2003). Yisual cognitive and language assessments at 39 months: Α follow-up study of children fed formulas containing long-chain polyunsaturated (atty acids to 1 year of age. Pedίatarίcs, 112, e177-e183. AuousrYN, Μ. (2003). <> is for growing. 'Γhirty years of research on children and Sesame Street. Jo ιιrnal of Developmental and Behavίoral Pedίaιrίcs, 24, 451. ΑνΙΕ ΖΕ R , 0., SAGI , Α ., & RESNΙCK, G. (2002). School competence in young adolescence: ιinks to early attachment relationships beyond concurrent self-perceived competence and representations of relationships. lnternatίonal Journal of Behavίoral Development, 26, 397-409. Αν ι s, Ν. Ε ., STELLATO, R. , CRAWFORD, S., 8ROMBERGER, J., GANZ, Ρ. , CΑΙΝ, Υ., & I
effects of prenata] alcohol exposure οπ young adult drinking. Archίves of General Psychίatry, 60, 377-385. ΒΑΙ , ι. (2005). Children at play: Α childhood beyond the Confucian shadow. Chίldhood: Α Global Journal of Child Research, 12, 9-32. ΒΑΙLΕΥ, J. Μ. , Κ!Rκ , κ. Μ., ZHU, G., DUNNE, Μ. Ρ. , & ΜΑRΤΙΝ, Ν. G. (2000). Do individual differences in sociosexuality represent genetic or environrnentally contingent strategies? Evidence from the Australian twin registry. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 78, 537-545. BAILLARGEON, R. (2004). Infants' physical world. Current Dίrecιίons ίn Psychologίcal Scίence, 13, 89-94. ΒΑΙΝΕS , C. J., YJDMAR, Μ. , MCΚEOWN-EYSSEN, G., & τιasΗιRΑΝι, R. (1997, August 15). Impact of menstrual phase on false-negative rnammograms ίπ the Canadian National Breast Screening Study. Cancer, 80, 720-724. BAΙRD, Α., JOHN, R., & HAYSLIP, JR., Β. (2000). Custodial grandparenting among African Americans: Α focus group perspective. Ιπ Β. HAYSLΙP, JR. & R. GOLDBERG-GLEN (Eds.), Grandparents raisίng grandchίldren: Theoretίca/, empίrίcal, and clίnίcal perspectίves. New York: Springer. BAJOR, J., & BALTES, Β. (2003). The relationship between selection optimization with compensation, conscientiousness, rnotivation, and performance. Journal of Vocaιίonal Behavίor, 63, 347-367. BAKER, Μ. (2007, December). Elder mistreatment: Risk, vulnerability, and early mortality. Journal of the Amerίcan Psychίatrίc Nurses Assocίatίon, 12, 313-321. ΒΑΚΕR, Τ , BRANDON, Τ, & CHASSIN, L. (2004). Motivational influences on cigarette smoking. Annual Revίew of Psychology, 55,463-491. BAKKER, Α. & HEUVEN, Ε. (2006, Noνember). Emotional dissonance, burnout, and in-role performance among nurses and police officers. lnternatίonal Journal of Stress Management, 13, 423-440. BALABAN, Μ. Τ , SNillMAN, Ν., & KAGAN, J. (1997). Attention, emotion, and reactivity in infancy and early childhood. ln Ρ. J. LANG, R. F. SIMONS, & Μ. τ. BALABAN (Eds.), Atιentίon and orίent ing: Sensory and motίvaιίonal processes (pp. 369-391). Mahwah. NJ: Erlbaum. BALL, Κ. & REBOK. G. \V. (1994). Eva]uating the driving ability of older aduJts. [Special Issue: Research translation in gerontology: Α behavioral and social perspective] Journal of Applίed Geronιolog). 13. 20-38. BALL. Μ. & 0RFORD. 1. (2002). Meaningful pattems of actί\i ty arnongst the long-term inner ci~· unemplo~·ed : Α qualitative study. Joιιrnal of Communi1_1· & Applίed Socίal Ps)·cho/Og); 12. 3ϊ/ -396. BALLE'>. L. & f L'LOIER. Α. (2006). Nurses and doulas: Complemen~ roles to provide optimal rnaιernit)' care. Joumol of Obsιetrίc, Gynecologίc, & ,\"ro11Dlil1 Nuπin.~: Clίnίcal Scholarshίp for ιhe Caπ of ROmm, Chί/dbearing Famίlίes, & ,\'n.·boms. 35. ~311.
361
BALTES, Μ. & CARsτENSEN , L. (2003). The process of successful aging: Selection, optimization and compensation. ln U. STAUDINGER & υ. LINDENBERGER (Eds.), Understandίng human development: Dίalogues wίth lίfespan psychology. Netherlands: ΚJuwer Academic Publishers. BALTES, Μ. Μ. (1995). Dependency in old age: Gains and losses. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 4, 14-19. ΒΑιτΕs, Μ. Μ. (1996). The many faces of dependency ίn old age. New York: Cambridge University Press. ΒΑιτΕS, Ρ. & FREUND, Α. (2003a). Human strengths as the orchestration of wisdom and selective optimization with compensation. Ιπ L. ASPINWALL & U. STAUDINGER (Eds.), Α psychology of human strengιhs: Fιιndamenιal questίons and future dίrectίons for α posίtίn! psychology. Washington, DC: American Psychological Association. BALTES, Ρ. & FREUND, Α. (2003b). The intermarriage of wisdom and selective optimization with compensation: Two rneta-heuristics guiding the conduct of life. ln C. KEYES & 1. ΗΑΙDΤ (Eds.), Flourίshίng: Posίtίve psychology and the lίfe well-lίved. Washington, DC: Ameήcan Psychological Association. BALTES, Ρ. Β. (2003). On the incomplete architecture of human ontogeny: Selection, optirnization and compensation as foundation of developmental theory. ln υ. Μ. STAUDINGER & U. LΙNDENBERGER (Eds.), Understandίng human development: Dίalogιιes wίth lίfe-span psychology. Dordrecht, Netherlands: Kluwer Academic Publishers. ΒΑιτεs , Ρ. Β. & BALTES. ~f. ~ι \19YU). Psychological perspectives on successful agι ng: The model of selective optimization \\Ίth compensation. Ι π Ρ. Β. BALTES & Μ. Μ. ΒΑιτΕs (Eds.), Successful agίng: Perspectίves from the behavίoral scίences. Cambridge, England: Cambridge υniversity Press. ΒΑLτεs, Ρ. Β.&. SCHAIE, Κ. W. (1974, March). The myth of the twilight years. Psychology Today, 35-38. BALτES, Ρ. Β. & STAUDINGER, U. Μ. (2000). Wisdom: Α metaheuristic (pragmatic) to orchestrate mind and virtue toward excellence. Amerίcan Psychologist, 55,122-136. BALTES, Ρ. Β. , STAUDINGER, U. Μ., & LΙNDENBERGER, U. (1999). Lifespan psycholo~·: Theory and application to intellectual function ing. Annual Revίew of Psychology, 50,471-507. BALTES, Ρ. Β., STAUDINGER, U. Μ., MAERCKER, Α., & SΜιτΗ, J. (1995). People nominated as wise: Α comparative study of wisdom-related knowledge. Psychology and Agίng, 10, 155-166. BAMSHAD, Μ. 1. & ΟιsοΝ, S. Ε. (2003, December). Does race exist?. Scίentίfic Amerίcan, 78-85. BAMSHAD, Μ. J. et al. (2003). Human population genetic structure and inference of group membership. Amerίcan Joιιrnal of Human Genetίcs, 72,578-589. BANDURA, Α. (1977). Social /earnίng theory. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. BANDURA, Α. (1978). Social Jeaming theory of
362
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
aggression. lournal of Communίcatίon, 28, 12-29. BANDURA, Α (1986). Socίal foundatίons of thought and actίon. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. BANDURA, Α. (1994). Social cognitive theory of mass communication. ln J. BRYANT & D. ΖιιιΜΑΝΝ (Eds.), Medίa effects: Adνances ίn theory and research. LEA 's communίcatίon serίes. Hillsdale, NJ: Erlbaum. BANDURA, Α (2002). Social cognitive theory in cultural context. Applίed Psychology: An Internatίonal Reνίew, 51 (Special Issue ], 269-290. BANDURA, Α, GRUSEC, J. Ε., & MENLOVE, F. L. (1967). Vicarious extinction of avoidance behavior. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 5, 16-23. BANDURA, Α, Ross, D., & Ross, S. (1963). Vicarious extinction of avoidance behavior. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 67, 601-607. BA..,lCH.l\1. Τ & NICHOLAS, C. D. (1998). lntegraιion of processing between the heπιispheres in v.ord recognition. In Μ. ΒΕΕΜΑΝ & C. CHIA..RELLO (Eds.), Right hemίsphere /anguage comprehensίon: Perspectίνes from cognίtίνe neuroscίence (pp. 349-371 ). Mahwah, NJ: Erlbaum. BARBERA, Ε. (2003). Gender schemas: Configuration and activation processes. Canadίan Journal of Behaνίoural Scίence, 35,176-180. BARD, D. & RODGERS, J. (2003). Sibling influence ση smoking behavior: Α within-family look at explanations for a birth-order effect. Journal of Applίed Socίal Psychology, 33,1773-1795. BARER, Β. Μ. (1994). Men and women aging differently. lntemational Journal of Agίng and Human Deνelopment, 38, 29-40. BARINAGA, Μ. (2000, June 23). Α critical issue for the brain. Scίence, 288, 2116-2119. BARΚER. ν., Gιιεs, Η. , & Νοειs, κ. (2001). The English-only movement: Α communication analysis of changing perceptions of language \italit). Joumal of Communίcatίon, 51, 3-37. ΒΑR.'\ΕΠ. R. C. & HYDE, J. S. (2001). Women, Men, Work, and Family. Amerίcan Psychologίst, 56, 781-796. ΒΑRΝΕΠ, R. C. & RIVERS, C. (1992). The myth of the miserable working woman. Workίng Woman, 2, 62-65, 83-85. ΒΑRΝΕΠ, R. C. & SHEN, Y-C. (1997). Gender, high- and low-schedule-control housework tasks, and psychological distress: Α study of dual-earner couples. Journal of Famίly Issues, 18, 403-428. BARON-COHEN, S. (2003). The essentίal dίfference: Men, women and the extreme male braίn. London: Allen Lane/Penguin. BARON-COHEN, S. (2005). Testing the extreme male brain (ΕΜΒ) theory of autism: Let the data speak for themselves. Cognίtίνe Neuropsychίatry, 10, 77-81. BAR.R, R. & ΗΑΥΝΕ, Η. (1999). Developmental changes in imitation from television during infancy. Chίld Deνe/opment, 70. 1067-1081. BARR, R., MARROΠ, Η., & RO\'EE-COWER. C. (2003). The role of sensory preconditioning in memory retrieval by preverbal infants. uamίng & Behaνίor, 31,111-123.
BARR, R., MUENτENER, Ρ., GARCtA, Α .. Ft.:JI\IOτo. Μ., & CΗΆ vεz, Υ. (2007). The effect of repeιi tion on iπιitation from television during infancy. Deνelopmental Psychobίology, 49. 196-207. BARREΠ, D. Ε. & fRANK, D. Α. (1987). The effects of undernutrίtίon on chίldren s behavίor. NewYork: Gordon & Breach. BARREΠ, D. Ε. & RADΚE-YARRO\V, Μ. R. (1985). Effects of nutritional supplementation on children's responses to novel. frustrating, and competitive situations. Amerίcan Joιιrnal of C/inίcal Nutrίtίon, 42, 102-120. BARTON, L. J. (1997, July). Α shoulder to lean on: Assisted living in the U.S. Amerίcan Demographίcs, 45-51. BASHOR.E, Τ R., RIDDERINΚHOF, Κ. R., & VAN DER ΜοιεΝ, Μ. W. (1998). The decline of cognitive processing speed in old age. Current Directίons ίn Psychological Scίence, 6, 163-169. BASS, S., SHIELDS, Μ. Κ., BEHRMAN, R. Ε. (2004). Children, families, and foster care: Analysis and recommendations. The Future of Chίldren, 14,5-30. BASSECHES, Μ. (1984). Dίa/ectίca/ thίnkίng and adult deνe/opment. Norwood, NJ: Ablex. BATES, J. Ε., MARVINNEY, D., KELLY, Τ, DODGE, Κ. Α, ΒΕΝΝΕΠ, D. S., & Ρεπττ, G. S. (1994). Child-care history and kindergarten adjustment. Developmental Psychology, 30,690-700. BAUER, Ρ. J. (1996). What do infants recall of their lives? Memory for specific events by 1- to 2-year-olds. American Psychologist, 51, 29-41. BAUER, Ρ. J. (2004). Getting explicit memory off the ground: Steps toward construction of a neuro-developmental account of changes in the first two years of life. Developmental Revίew 24 (Special Issue: Memory development in the new millennium], 347-373. BAUER, Ρ. J., WENNER, J. Α., DROPIK, Ρ. L., & WEWER.ΚA, S. S. (2000). Parameters of remembering and forgetting in the transition from infancy to early childhood. With commentary by Mark L. Howe. Monographs of the Socίety for Research ίn Chίld Deνe/opment, 65, 4. BAUER, Ρ. J., WιΕΒΕ, S. Α, CARVER, L. J., WAτERS, J. Μ., & ΝειsοΝ, C. Α (2003). Developments in long-term explicit memory late in the first year of life: Behavioral and electrophysiological indices. Psychologίcal Science, 14, 629-635. BAUM, Α. (1994). Behavioral, biological, and environmental interactions in disease processes. ln S. BLUMENTHAL, Κ. MAΠHEWS, & S. WEISS (Eds.), New research frontίers ίn behaνίoral medίcίne: Proceedίngs ofthe Natίonal Conference. Washington, DC: ΝΙΗ Publications. BAUMEISτεR, R. F. (Ed.). (1993). Self-esteem: The puzz/e of low self-regard. New York: Plenum. BAUMRΙND, D. (1971 ). Cuπent pattems of parental authority. Developmental Psychology Monographs, 4 (1, pt. 2). BAUMRΙND, D. (1980). New directions in socialization research. Psychologίca/ Bulletίn, 35,639-652. BAYDAR, Ν., & BROOKS-GUNN, J. (1998). Profiles of grandmothers who help care for their grandchildren in the United States. Famίly Relatίons, 47, 385-393.
BAYLEY, Ν. (1969). Manual for the Bayley Scales of Jnfant Deνelopment. New York: The Psychological Corporation. BAYLEY, Ν. , & 0DEN, Μ. (1955). The maintenance of intellectual ability in gifted adults. Joιιrnal of Gerontology, 10,91-107. BEACH, Β. Α (2003). Rural children's play in the natural environment. Ι η D. Ε. Lντιε (Ed. ). Play and educatίonaltheory and practίce. Westport, cr: Praeger Publishers/Greenwood Publishing Group. BEAL, C. R. (1994). Boys and girls: The deνe/op ment of gender ro/es. New York: McGraw-Hill. BEAL, C. R. & BELGRAD, S. L. (1990). The development of message evaluation skills ίπ young children. Chίld Deνelopment, 6/ , 705-712. BEALS, Κ., IΜΡΕΠ, Ε., & PEPLAU, L. (2002). Lesbians in love: Why some relationships endure and others end. Journal of Lesbίan Studίes, 6, 53-63. BEARCE, Κ. & Rονεε-CοιιιΕR, C. (2006). Repeated priπιing increases memory accessibility in infants. Journal of Experίmental Chίld Psychology, 93, 357-376. BEARDSLEE, W. R., & GOLDMAN, S. (2003, September 22.) Living beyond sadness. Newsweek, p. 70. BEARMAN, Ρ. & BRUCKNER, Η. (2004). Study on teenage virginity pledge. Paper presented at meeting of the National STD Prevention Conference, Phildadelphia, ΡΑ BEAUCHAINE, Τ. Ρ. (2003). Taxometrics and developmental psychopathology, Deνelopment and Psychopathology: Specίallssue, 15,501-527. BECAHY, R. (1992, August 3). AIDS epidemic. Newsweek, 49. Βεcκ, Μ. (1991, November 11). School days for seniors. Newsweek, 60-65. Βεcκ, Μ. (1992, May 25). Menopause. Neιvsweek. 71-79. BECKER, Β. & LUTHAR, S. (2007, March). Peerperceived admiration and social preference: Contextual correlates of positive peer regard among suburban and urban adolescents. loιιrnal of Research on Adolescence, 17, 117-144. BECKER, G., ΒΕΥΕΝΕ, Υ., & NεwsoM, Ε. (2003). Creating continuity through mutual assistance: Intergenerational reciprocity in four ethnic groups. Journa/s of Gerontology: Serίes Β: Psychological Scίences & Socίal Scίences, 588, S151-S159. BECKMAN, Μ. (2004, July 30). Neuroscience: Crime, culpability, and the adolescent brain. Scίence, pp. 305, 596-599. BECVAR, D. S. (2000). Euthanasia decisions. !η F. W. KASLOW et al. (Eds.), Handbook of couple and famίly forensίcs: Α sourcebook for mental hea/th and lega/ professίonals. NewYork: Wiley. BEEGER, S., RΙEFFE, C., & τεRWOGT, Μ. Μ . (2003). Theory of mind-based action ίπ children from the autism spectrum. Journal of Auιίsm and Deνelopmental Dίsorders, 33, 479-487. BEEHR, Τ Α. , GLAZER, S., NIELSON, Ν. L., & FARMER, S. J. (2000). Work and nonwork predictors of employees' retirement ages. Journal ofVocatίonal Behaνίor, 57, 206-225.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦlΑ
Βεοιεv,
S. (1991, August 26). Choosiηg death. Newsweek, 43-46. BEGLEY, S. (1995, July 10). Deliver, theη depart. Newsweek, 62. BEGLEY, S. (2000). Wired for thought. Newsweek Specίal Issue: Your Chίld, 25-30. ΒειιιΝ, Η. (1996). Μίηd aηd meaηiηg: Piaget aηd Vygotsky ση causal explaηatioη. Human Development, 39, 277-286. BEILIN, Η. & PUFALL, Ρ. (Eds.) (1992). Pίaget's theory: Prospects and possίbίlίtίes. Hillsdale, Ν1: Erlbaum. BELCHER, 1. R. (2003). Stepparenting: Creating and recreatiηg families ίη America today. Journal of Nervous & Mental Dίsease, 191,837-838. BELKIN, L. (1999, July 25). Getting the girl. The New York Πmes Magazίne, 26-35. ΒεικιΝ, L. (2004, September 12). The lessoηs of Classroom 506: What happens wheη a boy with cerebral palsy goes to kiηdergarteη like all the other kids. The New York Πmes Magazίne,41-49. Βειι, Α. & WEINBERG, Μ. S. (1978). Homosexualίty: Α study of dίversίtίes among men and women. New York: Simoη & Schuster. Βειι, Ι. Ρ. (1989). The double staηdard: Age. lη 1. Freemaη (Ed.), Women: Α femίnίsι perspectίve (4th ed.). Mouηtaiη View, CA: Mayfield. Βειι, 1. Ζ. (1978). Diseηgagemeηt versus eηgage meηt- Α ηeed for greater expectatioη. Journal of Amerίcan Gerίatrίc Socίology, 26, 89-95. Βειι, S. Μ. & AlNSWORTH, Μ. D. S. (1972). lηfaηt cryiηg aηd materηal respoηsiveηess. Chίld
Development, 43, 1171-1190. BELLA, D. (2006). Sίngled out: How sίngles are stereotyped, stίgmatίzed, and ίgnored, and stίll Lίve happίly every after. NewYork: St. Martin's Press. Βειιε, D. (1999). The after-schoo/ Lίves of chίldren: Alone and wίth others whίle parents work. Mahwah, NJ: Erlbaum. BELLEZZA, F. S., Sιχ, L. S., & PHILLIPS, D. S. (1992). Α mηemonic for rememberiηg loηg striηgs of digits. Bulletίn of the Psychonomίc Socίety, 30, 271-274. Βειιυcκ , Ρ. (2005, March 13). With mayhem at home, they call a pareηt coach. New York 7ίmes, pp.A1,A33. Βειιυcκ , Ρ. (2000, October 18). New advice for pareηts: Sayiηg <
ΟwεΝ, Μ . τ.
&
(2007). Are there long-term effects of early child care?. Chίld Development, 78, 188-193. ΒΕΜ , S. (1987). Gender schema theory and its
implications for child de\ elopment: Raising gender-aschematicchildren in a gender-schematic society. In Μ. R. WALSH (Ed.). τhe psγchology of women: Ongoίng debates. :-.'ew Haνen. cr: Yale University Press. BENBOW, C. Ρ. , LUBINSΚI , D., & HYDE. 1. S. (1997). Mathematics: Is biology the cause of gender differeηces in performaηce?. Ιπ Μ. R. WALSH (Ed.), Women men & gender: Ongoίng debates (pp. 271-287). New Haven, cτ: Yale University Press. BENDER, Η., ALLEN, J., McELHANEY, Κ ., ΑΝ"ΓΟΝΙSΗΑΚ, 1., MOORE, C., ΚELLY, Η. et al. (2007, December). Use of harsh physical discipliηe and developmental outcomes ίπ adolescence. Deve/opment and Psychopathology, 19,227-242. ΒΕΝΕDιcτ, Η. (1979). Early lexical developmeηt: Comprehension aηd production. Journal of Chίld Language, 6, 183-200. BENELLI, Β., BELACCHI, C., GIN!, G., & LUCANGELI, D. (2006, February). «Το define means to say what you know about things>>: The development of definitional skills as metalinguistic acquisitioη.Journal ofChίld Language, 33,71-97. BENENSON, 1. F. & APOSTOLERIS, Ν. Η. (1993, March). Gender differeηces in group interaction in early childhood. Paper preseηted at the biennial meeting of the Society for Research in Child Development, New Orleans, LA. BENGτsON, Υ. L., Acocκ, Α. C., ALLEN, Κ. R., & DΓLWORτH-ANDERSON, Ρ. (Eds.) (2004). Sourcebook of famίly theory and research. Thousand Oaks, CA: Sage Publicatioηs. BENGSTON, V. L., CUTLER, Ν. Ε., MANGEN, D. J., & MARSHALL, ν. w. (1985). Generations, cohorts, and relations between age groups. In R. Η. BINSTOCK & Ε. SHANAS (Eds.), Handbook of agίng and the socίal sciences (2nd ed.). New York: Van Nostrand Reinhold. BENJAMIN, J., EBSTEIN, R. Ρ., & BELMAKER, R. Η. (2002). Personality genetics, 2002. Israe/ Journal of Psychίatry and Related Scίences [Special Issue], 39, 271-279. BENJUYA, Ν. , MELZER, Ι. , & KAPLANSKI, J. (2004). Aging-induced shifts from a reliance ση sensory input to muscle cocontraction during balanced standing. Journa/ of Gerontology, Serίes Α : Bίologίcal Scίences and Medίcal Scίences, 59. 166-171. ΒεΝΝεττ, Α . (1992, October 14). Lori Schiller emerges from the tormeηts of schizophrenia. The Wa/1 Street Journal, pp. Α1, AlO. BENSO:-:. Ε. (2003. March). «Goo, gaa, grr?>>. Moniιor on Ps)·chology, 50-51. Bε:-:sos. Η . (1 993). The relaxation response. Ιη D. G OUΞ..\IA.'( & 1. GuERIN (Eds.), Mίnd-body medidιu!: How : ιο use )"Our mind for better hea/th. Yonkers. \Ι'· Consumer Reports Publicatioηs. Βε:-.ΙΌ\ . S. Α... ROBERτsON, 1. Μ., TSENG, W.-C., :-.'Ε\\ΊΊ >\. F Β~ & Βε:-.ΙΌΝ, S. L. (2003). Changes in collll.:iebng center clieηt problems across 13 ~·ears. Profε:ssional Psγchology: Research and Ρrαcιία, 3.:, 66- τ:. . BERD"B.-WY.. S.A & B-\IIEY, 1. Μ. (2003). Effects ση gender identi~· of preηatal androgens and
363
genital appearance: Evidence from girls with congeηital adreηal hyperplasia. Journal of C/ίnίca/ Endocrίnology and Metabolίsm, 88, 1102-1106. BERENBAUM, S. Α. & HrNES, Μ. (1992). Early aηdrogeηs are related to sex-typed toy prefereηces. Psychologίcal Scίence, 3, 202-206. BERENSON, Ρ. (2005). Understand and treat a/coholίsm. New York: Basic Books. BERGEN, Η. , MARτrN, G., & RιcHARDSON, Α. (2003). Sexual abuse and suicidal behavior: Α model coηstructed from a large community sample of adolescents. Journal of the Amerίcan Academy of Chίld & Adolescent Psychίatry, 42, 1301-1309. BERGER, L. (2000, April 11). What children do when home aηd alone. New York τίmes. p. F8. BERGESON, Τ R., PιsoNr, D. Β. , & DAVIS R. Α. (2005). Development of audiovisual compreheη sion skills ίη prelingually deaf children with cochlear implants. Ear and Hearίng, 26,149-156. BERGSTROM, Μ. J. & HOLMES, Μ. Ε. (2000). Lay theories of successful aging after the death of a spouse: Α network text analysis of bereavemeηt advice. Hea/th Communίcatίon, 12, 377-406. BERKO, 1. (1958). The child's leaming of English morphology. Word, 14,150-177. BERKMAN, Β. (2006). Handbook of socίal work ίn hea/th and aging. NewYork: Oxford Uηiver sity Press. BERKMAN, R. (Ed.) (2006). Handbook of socίa/ work ίn hea/th and agίng. New York: Oxford Uηiversity Press. ΒεRκοwιτz, L. (1993). Aggressίon: lts causes, consequences, and conιrol. New York: McGrawHill. BERMAN, Α. L. & JOBES, D. Α. (1991). Ado/escent suicίde: Assessment and inten:enιίon. Washingtoη , DC: American Psychological Association. BERNAL, Μ. Ε. (1994, August). Ethnίc ίdentίty of Mexican-Amerίcan chίldren. Address at the aηηual meeting of the Arnerican Psychological Associatioη, Los Angeles, CA. BERNAL, Μ. Ε. & ΚΝΙGΗΤ, G. Ρ. (Eds.) (2003). Ethnίc ίdentίty: Formatίon and ιransmίssίon among Hίspanics and oιher mίnorίιies. Alban~· State Uηiversity of New York Press. BERNARD, 1. (1982). The future of marrίage. :-.'ev. Haven, cτ: Yale Uηiversity Press. BERNDT, τ. 1. (1999). Friends' influence on students' adjustmeηt to school. Educaιιrιnal Psychologίst, 34, 15-28. BERNDT, τ. 1. (2002). Frieηdship quality and social development. Current Directίons ίn Psychologίcal Science, 11,7-10. BERNSτEIN, Ν. (2004, March 7). Behind fall in pregnaηcy, a new teenage culture of restraint. The New York Πmes, pp. 1, 20. BERRιcκ, 1. D. (1998). Wheη children caηnot remaiη home: Foster family care aηd kinship care. Future ofChίldren, 8, 72-87. BERRY, G. L. (2003). Developing children aηd multicultural attitudes: The systemic psychosocial iηfluences of televisioη portrayals in a multimedia society. Culιural Dίversίty and Ethnίc Mίnorίty Psycholog)-, 9. 360-366.
364
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BERRY, J. W., PooRηNGA, Υ. Η., SEGALL, Μ. Η., & DASEN, Ρ. (1992). Cross-cultural psychology: Research and applίcatίon. New York: Cambridge Uπiversity Press. BERSCHEID, Ε. (1985). lπterpersoπal attractioπ. lπ 0. LINDZEY & Ε. ARONSON (Eds.), Handbook of socίal psychology (3rd ed.). New York: Raπdom House. BERSCHEΙD, Ε. & WALSτER, Ε. (1974a). Physical attractiνeness. lπ 0. LINDZEY & Ε. ARONSON (Eds.), Handbook of socίal psychology (3rd ed.). New York: Raπdom House. BERSCHEID, Ε., WALSTER, Ε., & BOHRNSτEDT, 0. (1973). The happy American body: Α survey report. Psychology Today, 7(6), 119-131. ΒΕRΠΝ, Ε. & STRIANO, Τ (2006, April). The stillface respoπse iπ πewborπ, 1.5-, aπd 3-moπth old infaπts. lnfanι Behavίor & Development, 29, 294-297. BESHAROV, D. J. & WEST, Α. (2002). Africaπ Americaπ marriage patterns. In Α. 'ΓHERNSTROM & S. THERNSτROM (Eds.), Beyond the color lίne: .VeΙ<' perspectίves on race and ethnίcίty ίn Amerίca. Staπford, CA: Hoover Iπstitutioπ Press. BIANCHI, S. Μ. & CASPER, L. Μ. (2000). Americaπ Families. Populatίon Bulletίn, 55(4). ΒΙCΚΗΑΜ, 0. S., WRΙGHT, J. C., & HUSTON, Α. C. (2000). Attention, comprehensioπ and the educatioπal influences of television. Ιπ D. G. SINGER & J. L. Sι GER (Eds.), Handbook of chίldren and the medίa. Thousand Oaks, CA: Sage. BIEDENHARN, Β. J. & NORMOYLE, J. Β. (1991). Elderly commuπity residents' reactions to the nursiπg home: An aπalysis of nursing homerelated beliefs. Gerontologίst, 31, 107-115. BIERMAN, Κ. L. & FURMAN, W. (1984). The effects of social skills training and peer involvement οπ the social adjustmeπt of preadolescents. Chίld De•·elopnιent, 55, 151-162. ΒΙGΕLΟΙΙ, Α. & ROCHAT, Ρ. (2006). Two-monthold iπfants' seπsitivity to social contingency in mother-infaπt and straπger-iπfant interaction. Infancy, 9, 313-325. BIGLER, R. S., JONES, L. C., & LOBLΙNER, D. Β. (1997). Social categorization and the formation of intergroup attitudes in childreπ. Chίld Development, 68, 530-543. BIJEUAC-BABIC, R., BERTONCJNI, J., & MEHLER, J. (1993). How do 4-day-old iπfants categorize multisyllabic utterances? Developmental Psycho/ogy, 29,711-721. ΒιοΝΝΑ, R. (2006). Copίng wίth stress ίn α changίng world. NewYork: McGraw-Hill. BIRCH, Ε. Ε .. GARFIELD, S., HOFFMAN, D. R. , UAUY, R., & BIRCH, D. G. (2000). Α randomized controlled trail of early dietary supply of longchain polyunsaturated fatty acids aπd mental development in term infaπts. Developmental Medίcίne and Chίld Neurology, 42, 174-181. BIRD, 0. & MELVILLE, Κ. (1994). Famί/ίes and ίntίmate relatίonshίps. NewYork: McGraw-Hill. BΙRLOUEZ-ARAGON, I. & TESSIER, F. (2003). Antioxidant vitamins aπd degeπerative pathologies: Α review of vitamin C. Joιιrnal of Νιιιrί tίοn, Health & Agίng, 7, 103-109.
BIRO, F., STRIEGEL-MOORE, R .. fRA_'>K• '· D.. PADGEΠ, J., & ΒΕΑΝ, J. (2006. October). Selfesteem in adolescent females. Journal of Adolescent Hea/th, 39,501-507. BIRSNER, Ρ. (1991). Mίd-career job hunιιng.• e1ν York: Simon & Schuster. ΒιSΗΟΡ, D.V. Μ. & LEONARD, L. Β. (Eds.) (2001). Speech and /angιιage impairmenιs in children: Caιιses, characteristics, inten·entίon and οιιιcοme. Philadelphia, ΡΑ: Psychology Press. BISHOP, J. (2006, April). Euthanasia. efficiency, and the historical distinction between killing a patient and allowing a patient to die. Joιιrnal of Medίcal Ethίcs, 32, 220-224. BJORKLUND, D. F. (1997a). In search of a metatheory of cognitive development (or Piaget is dead and Ι don't feel so good myself). Child Developmenι, 68, 144-148. BJORKLUND, D. F. & Ειιιs, Β. (2005). Evolutionary psychology aπd child development: Απ emergiπg syπthesis. Ιπ Β. J. Ειιιs (Ed.), Orίgins of the socίal mind: Evolutίonary psychology and chίld development. New York: Guilford Press. BJORKLUND, 0. F., SCHNEIDER, W., CASSEL, W. S., & ASHLEY, Ε. (1994). Trainiπg aπd exteπsion of a memory strategy: Evideπce of utilizatioπ deficieπcies iπ the acquisitioπ of aπ orgaπiza tioπal strategy in high- aπd low-IQ childreπ. Child Development, 65,951-965. BLACK, J. Ε. & GREENOUGH, W. Τ (1986). Iπductioπ of patterπ iπ neural structure by experieπce: Implicatioπ for cognitive developmeπt. In Μ. Ε. LAMB, Α. L. BROWN, & Β. ROGOFF (Eds.), Advances in developmental psychology (Vol. 4). Hillsdale, NJ: Erlbaum. BLACK, Κ. (2002). Associatioπs betweeπ adolesceπt-mother aπd adolesceπt-best frieπd interactioπs.
Adolescence, 37, 235-253. & MAτuLA, Κ. (1999). Essentials of Bayley Scales of lnfant Development li assessmenι. New York: Wiley. BLAINE, Β. Ε., RODMAN, J., & NEWMAN, J. Μ. (2007). Weight loss treatment and psychological well-being: Α review and meta-analysis. Journal of Hea/th Psychology, 12, 66-82. BLAIR, S. Ν., KOHL, Η. W., PAFFENBERGER, R. S., CLARΚ, D. 0., COOPER, Κ. Η. , & GIBBONS, L. W. (1989). Physical fitπess aπd all-cause mortality: Α prospective study of healthy meπ and womeπ. Journal of the Amerίcan Medical Association, 262, 2395-2401. BLAKE, J. & ΟΕ BOYSSON-BARDIES, Β. (1992). Patterπs iπ babbling: Α cross-linguistic study. Journal oJChίld Language, 19,51-74. BLAKEMORE, J. (2003). Childreπ's beliefs about violating gender πorms: Boys shouldπ't look like girls, and girls shouldn 't act like boys. Sex Ro/es, 48,411-419. BLAΚESLEE, S. (1995, August 29). In braiπ 's early growth, timetable may be crucial. The New York Πmes, pp. Cl, C3. BLANK, Μ. & WΗιτΕ, S. J. (1999). Actiνatiπg the zone of proxiιnal developmeπt ίπ school: Obstacles and solutioπs. Ιπ Ρ. Lιovo & C. fERNYHOUGH (Eds.), Lev Vygotsky: Crίtίcal ΒιΑCΚ, Μ. Μ.
assessmenιs:
The zone of proximal development, Vol. πι New York: Routledge. BLASl, Η. & BJORKLUND, D. F. (2003). Evolutioπary developmeπtal psychology: Α new tool for better understanding humaπ ontogeπy. Ηιιmαn Development, 46,259-281. BLASS, Ε. Μ., GANCHROW, J. R., & SτΕΙΝΕR , J. Ε. (1984). Classical coπditioπing in newborπ humans 2-48 hours of age. Jnfant Behavior and Developmenι, 7, 223-235. BLAZER, D. (1991). Suicide risk factors in the elderly: Απ epidemiological study. Journal of Geriatrίc Psychίatry, 24, 175-190. BLENNOW, Κ. & VANMECHELEN, Ε. (2003). CSF markers for pathogeπic processes in Alzhein1er's disease: Diagπostic implicatioπs aπd use ίπ clinical πeuroch emistry. Brain Research Bulletin, 61' 235-242. BLOOM, C., & LΑΜΚΙΝ, D. (2006). The Olympian struggle to remember the cranial nerves: Mπemoπics and studeπt success. Teaching of Psychology, 33, 128-129. ΒιοοΜ, L. (1993). The transίtίon from ίnfancy to language: Acquίrίng the power of expressίon. NewYork: Cambridge University Press. ΒιουΝτ, Β. G. (1982). Culture aπd the language of socialization: Pareπtal speech. ln D. Α. WAGNER & Η . W. SτEVENSON (Eds.), Cιιltural perspectίves on chίld developnιent. Saπ Francisco: Freemaπ.
ΒιυΜ,
D. (2002). Love αι Goon Park: Harry Harlow and the scίence of affectίon. New York: Perseus Publishiπg. BLUMBERG, Β. D., LEΙVIS , Μ. J., & SUSMAN, Ε. J. (1984). Adolesceπce: Α time of transition. ln Μ. 0. EISENBERG, L. C. SuTKIN, & Μ. Α. JANSEN (Eds.), Chronίc ίllness and dίsability through the lίfe span: Effects on self and Jamίly. New York: Springer. ΒιUΜΕΝτΗΑL, S. (2000). Developmeπtal aspects of violence and the iπstitutional response. Crίminal Behavίour & Mental Healιh, 10. 185-198. BLUMSTEIN, Ρ. & SCHWARτz, Ρ. (1989). American couples: Money, work, sex. NewYork: Morrow. BLUNDON, J. & SCHAEFER, C. (2006). The role of pareπt-child play iπ childreπ 's developmeπt. Psychology and Educaιion: An Interdiscίplinary Journal, 43, 1-10. BLUSTEIN, D. L. & PALLADINO, D. Ε. (1991). Self aπd identity in late adolesceπce: Α theoretical aπd empirical iπtegration. Journal of Adolescent Research, 6, 437-453. BOBER, S., HUMPHRY, R., & CARSWELL, Η. (2001). Toddlers' persisteπce ίπ the emergiπg occupatioπs of fuπctioπal play aπd self-feediπg. American Journal of Occιιpatίonal Therapy, 55. 369-376. BOCHNER, S. (1996). The l earπing strategies of biliπgual versus moπoliπgual studeπts. Brίtish Joιιrnal of Educatίonal Psychology, 66, 83-93. BOEHMER, U., LINDE, R., & fREUND, Κ. Μ. (2005). Sexual miπority womeπ's copiπg aπd psychological adjustmeπt after a diagπosis of breast cancer. Journal ofWomen's Health, 14.213-224. BOERNER, Κ., WORτMAN, C. Β., ΒΟΝΑΝΝΟ. 0. Α.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(2005). Resilieπt or at risk ? Α 4-year study of older adults who iπitially showed high or low distress followiπg coπjugal loss. Journal of Gerontology, Β, Psychologίcal Scίences and Socίal Scίences, 60, Ρ67-Ρ73. BOGATZ, G. Α. & BALL, S. (1972). The second year of Sesame Street: Α contίnuίng evaluatίon. Priπceton, NJ: Educatioπal Testing Service. BOHLMEIJER, Ε., SΜΠ, F., & CUΙJPERS, Ρ. (2003). Effects of reminisceπce aπd life review οπ latelife depression: Α meta-analysis. Jnternatίonal Journal of Gerίatrίc Psychίatry, Ι 8, 1088-1094. BOLGER, Ν. , FosτER , Μ., YINOKUR, Α. D., & NG, R. (1996). Close relationships aπd adjustmeπts to a life crisis: The case of breast cancer. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 70, 283-294. Β ΟΝΑΝΝ Ο, G., GALEA, S., BUCCIARELLI, Α. , & ΥιΑ ΗΟν, D. (2006). Psychological resilience after disaster: New York City ίπ the aftermath of the September 11th terrorist attack. Psychologίcal Scίence, 17, 181-186. ΒΟΝΑ ΝΝΟ, G. Α. (2004). Loss, trauma, and human resilieπce: Have we underestimated the human capacity to thrive after extremely aversive eveπts? . Amerίcan Psychologίst, 59, 20-28. Β ΟΝΑΝΝ Ο, G. Α. , Μοsκοwιτz, J. Τ , ΡΑΡΑ , Α. , & FοικΜΑ Ν, S. (2005). Resilience to loss in bereaved spouses, bereaved parents, aπd be reaνed gay men. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 88, 827-843. ΒΟ ΝΑ Ν ΝΟ, G. Α ., WORTMAN, C. Β. , ιεΗΜΑΝ, D. R. , τwEED, R. G. , HARING, Μ., SONNEGA, J. et al. (2002). Resilieπce to loss and chronic grief: Α prospective study from preloss to 18-months postloss. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 83, 1150-1164. ΒΟΝ ΚΕ , Β. , τJΒΒΕΝ, Α. , ιιΝDΗΟUΤ, D., CLARKE, Α. J. , & SηJNEN, Τ (2005). Genetic risk estirnatioπ by healthcare professioπals. Medίcal Journal of Autίsm, 182,116-118. Β ΟΟΚΗΕΙΜΕR , S. Υ. , STROJWAS, Μ. Η. , COPHEN, Μ. S., SAUNDERS, Α . Μ. , PERICAK-YANCE, Μ. Α. , ΜΑΖΖIΟΠΑ, J. C., & SMALL, G. W. (2000, August 17). Patterns of brain activation in people at risk for Alzheimer's disease. New England Journal of Medίcίne, 343, 450-456. ΒΟΟΚSτΕΙΝ, F. ι., SAMPSON, Ρ. D., STREΙSSGUTH, Α. Ρ. , & BARR, Η. Μ. (1996). Exploiting redundaπt measuremeπt of dose and developmental outcome: New methods from the behavioral teratology of alcohol. Developmental Psychology, 32, 404-415. Boonr, C., KELLY, J. , & SPΙ EKER, S. (2003). Toddlers' attachmeπt security to child-care providers: The Safe and Secure Scale. Early Edιιcatίon & Development, 14, 83-100. Β ΟΟΤΗ, W. (1987, October 2). Big Brother is counting your keystrokes. Scίence, 238, 17. BoR, W., & BoR, W. (2004). Prevention and treatment of childhood aπd adolesceπt aggression aπd aπtisocial behaviour: Α selective review. Australίan & New Zealand Journal of Psychίatry, 38, 373-380. BORDEN, Μ. Ε . (1998). Smarι start: The parents' complete guίde to preschool educatίon. New York: Facts ση File.
BOREN, Α. EKEBERT,
Ν. ,
MOUM, Τ., ΒΟD'ΓΚΕR , Α. S., & (2005). Reasons for iπduced abortioπ and their relatioπ to womeπ's emotioπal distress: Α prospective. two-year follow-up study. General Hospίtal Psychίatry, 27,36-43. BORLAND, Μ. Υ. & HOWSEN, Μ. (1998). Effect of studeπt atteπdaπce on performaπce: Comment on ιamdin. Joιιrnal of Educatίonal Research, 91, 195-197. BORLAND, Μ. Υ. & HOWSEN, R. Μ. (2003). Απ exarniπatioπ of the effect of elementary school size οπ student academic achievernent. lnternatίonal Revίew of Educatίon, 49, 463-474. BORNSTEIN, Μ. & ARTERBERRY, Μ. (2003). Recogπitioπ , discrirnination and categorizatioπ of smiling by 5-month-old infants. Developmental Scίence, 6, 585-599. BORNSτEIN, Μ. Η. & BRADLEY, R. Η. (2003). Socίoeconomίc status, parentίng, and chίld development. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum. BORNSTEIN, Μ. Η., COTE, ι., & ΜΑΠΑL, S. (2004). Cross-linguistic analysis of vocabulary in young childreπ: Spanish, Dutch, French, Hebrew, Italian, Korean, and Arnericaπ Eπglish. Chίld Development, 75, 1115-1139. ΒοRΝSτΕΙΝ, Μ. Η. & ιΑΜΒ , Μ. Ε. (1992a). Development ίn ίnfancy: An ίntroductίon. New York: McGraw-Hill. BORNSTEIN, Μ. Η. & ιΑΜΒ, Μ. Ε. (Eds.) (2005). Developmental scίence. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum Associates. BORNSTEIN, Μ. Η., ΡUτΝΙCΚ, D. ι., SUWALSKY, Τ. D., & GΙΝΙ, Μ. (2006). Maternal chronological age, preπatal and perinatal history, social support, aπd parenting of infants. Chίld Development, 77, 875-892. BORNSTEIN, Μ . Η. & SΙGMAN, Μ. D. (1986). Continuity iπ meπtal developrnent from infancy. Chίld Development, 57, 251-274. BoRUCH, R. F. (1998). Randornized coπtrolled experimeπts for evaluation aπd planning. In ι. BICKMAN & D. J. RoG (Eds.), Handbook of applίed socίal research methods (pp. 161-191). Thousand Oaks, CA: Sage. Bos, C. S. & YAUGHN. S. S. (2005). Strategίes for teachίng stιιdents Ιvίth learnίng and behavίor problerns (6th Ed.). Bostoπ: Allyn & Bacon. Bos, Η. , VA>., BALE>.,. F.. & VAN DEN ΒΟΟΜ, D. (2007, January). Child adjustment and parenting in planned lesbian-parent farnilies. Amerίcan Journal of Onhops)'chiιJtf}', 77, 38-48. Βοτνι>,;, G. J.. Ε ΡSτΕ Ι>.,. J. Α. , SCHINKE, S. Ρ., & DΙΑΖ. Τ (1994). Predictors of cigarette smoking among inner-cit)' rninority youth. Journal of Deι·elopmenlilf and Behaι·ίoral Pedίatrίcs, 15, 67-73. Bo ι:CHARD. τ. J~JR.(I997. September/October). \Vhene, er the tτo'3i.n shall rneet. The Scίences, 52-5'1. B ot:CH.-ύm. Τ. j_ JR. (200-t ). Genetic influeπce on human p<)τhological traits: Α survey. Curmιι Dίreι:ιίι:ιαι ίn Pη·chologίcal Scίence, 13, Ο.
1~1 53.
BOLCL"-RD. Τ l.JR... LΥΚΚΕ.,. D. Τ , McGuε, Μ. , S ε; ~Κ L. & τEUEGE'\. Α . (1990, October
365
12). Sources of humaπ psychological differences: The Minnesota Study of twiπs reared apart. Scίence, 250, 223-228. BOUCHARD, Τ J., & McGuε , Μ. (1981). Familial studies of intelligence: Α review, Scίence, 212, 1055-1059. BOUCHARD, Τ. J., JR. & PEDERSEN, Ν. (1999). Twins reared apart: Nature's double experiment. Ι η Μ. C. ιABUDA, Ε. ι. GRΙGORENKO et al. (Eds.), On the way to ίndίvίdιιalίty: Current methodologίcal ίssues ίn behavίoral geneιίcs.
Commack, ΝΥ: Nova. J. & SMrnr, Ρ. Κ. (1990). Affective bias ίπ children's perceptions of dominance relationships. Chίld Developπzent, 61, 221-229. BOURNE, Υ. & TODD, Β. (2004). Wheπ Jeft means right: Απ explaπatioπ of the left cradliπg bias ιη terms of right hemisphere specializations. Developmental Scίence, 7, 19-24. Βονε, C. & ΟιsοΝ, C. (2006). Obesity in lowiπcome rural women: Qualitative iπsights about physical activity aπd eatiπg patterns. Women & Hea/th, 44,57-78. ΒοwεΝ, ο. J., KAHL, κ. , ΜΑΝΝ, s. ι. , & PEτERsoN, Α. Υ. (1991). Descriptions of early triers. Addίctίve Behavίors, 16,95-101. BOWEN, Ν. Κ. & BOWEN, G. ι. (1999). Effects of crime aπd violence in πeighborhoods aπd schools on the school behavior aπd performance of adolesceπts. Journal of Adolescent Research, 14,319-342. BOWER, Β. (1985). The left haπd of math aπd verbal talent. Scίence News, 127, 263. BOWER, Τ. G. R. (1977). Α prίmer of ίnfant development. Saπ Fraπcisco: Freeman. BOWERS, Κ. Ε., & THOMAS, Ρ. (1995, August). Handle with care. Harvard Healtlz Letter, p. 6-7. BRACEY. J., BAMACA, Μ., & UMA.'IA-TAYLOR, Α. (2004). Examiπiπg ethπic ideπtity aπd self-esteem among biracial aπd monoracial adolescents. Journal of Youth & Adolescence, 33, 123-132. BRACKEN, Β. & BROWN, Ε. (2006, June ). Behavioral ideπtification and assessment of gifted and talented studeπts. Journal of Psychoedιιcatίonal Assessment, 24, 112-122. BRACKEN, Β. & ιAMPRECHT, Μ. (2003). PositiYe self-concept: Απ equal opportuπity construct. School Psychology Qιιarterly, 18,103-121. BRADLEY, R. Η. & CALDWELL, Β. Μ. (1995). Caregiving and the regulation of child gro\\'th aπd development: Describing proximal aspects of caregiving systems. Developmenral Revίe1v, 15, 38-85. BRADY, L. S. (1995, January 29). Asia Liππ and Chris Applebaum. The New York Πmes, p. 47. BRAΙNERD, C. (2003). Jeaπ Piaget, learning research, and American educatioπ. In Β. ΖΙΜΜΕRΜΑΝ (Ed.), Educatίona/ psychology: Α century of contrίbutίons. Mahwah, NJ: ιawreπce Erlbaum Associates. BRANJE, S. J. Τ, VAN ιιεsΗΟUΤ, C. F. Μ., VAN ΑΚΕΝ, Μ. Α. G. , & HASELAGER, G. J. Τ (2004). Perceived support in sibliπg relatioπships and adolescent adjustment. Journal of Chίld Psychology and Psychίarry·. 45. 1385-13%. ΒουιτοΝ, Μ.
366
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒRΑΝΊ', Μ.
(2003, September 8). Log ση and learn. Newsweek, Ε14. BRANUM, Α. (2006). Teen maternal age and very preterm birth σf twins. Maternal & Chίld Health Journal, 10, 229-233. BRAUN, Κ. L., ΡΙετSCΗ, J. Η., & BLANCHEΠE, Ρ. L. (Eds.) (2000). Cultural ίssues ίn end-of-lίfe decίsίon makίng. Thσusand Oaks, CA: Sage Publicatiσns.
BRAZELTON,
Τ Β.
Dίfferences ίn
(1969). lnfants and mothers: development (Rev. ed.). NewYσrk:
Dell. BRAZELTON, Τ Β. (1973). The Neonatal Behavίoral Assessment Scale. Philadelphia: Lippincσtt. BRAZELTON, Τ. Β. (1983). lnfants and mothers: Dίfferences ίn development (Rev. ed.). New Yσrk: Dell. BRAZELTON, Τ Β. (1990). Saving the bathwater. Chίld Development, 61,1661-1671. BRAZELTON, Τ Β. (1997). Toίlet traίnίng your child. ew Yσrk: Cσnsumer Yisiσns. BRAZELTON, Τ Β., CHRISTOPHERSEN, Ε. R., fRALMAN, Α. C., GoRSKI, Ρ. Α., Ροοιε, J. Μ., STADτLER, Α. C. & WRIGHτ, c. ι. (1999). Instructiσn, timeliness, and medical influences affecting tσilet training. Pedίatrίcs, 103, 1353-1358. BRAZELTON, Τ. Β. & SPARROW, J. D. (2003). Dίscίp/ίne: The Braze/ton way. New Yσrk: Perseus. BRAZELτON, Τ Β. & SPARROW, J. D. (2004). Toίlet traίnίng: The Braze/ton way. Cambridge, ΜΑ: DaCapσ Press. BRECHER, Ε. Μ. & ΤΗΕ EDΠORS OF CONSUMER RεPORTS Βοοκs (1984). Love, sex, and agίng. Mσunt Yemσn, New Yσrk: Cσnsumers υniσn. BREEDLOVE, G. (2005). Perceptiσns σf sσcial suppσrt frσm pregnant and parenting teens using cσmmunity-based dσulas. Journal of Perίnatal Edιιcatίon, 14, 15-22. ΒRΕΕλ f.. PLOMIN, R., & WARDLE, J. (2006). Heritability σf fσσd preferences in yσung children. Physίology & Behavίor, 88,443-447. BREHE]';Y, Μ., & STEPHENS, C. (2003). Healthy living and keeping busy: Α discσurse analysis σf mid-aged wσmen's attributiσns fσr menσpausal experience. Journal σf Language & Socίal Psychology, 22,169-189. BREHM, Κ. (2003). ιessσns tσ be learned at the end σf the day. Schoσl Psychology Quarterly, 18,88-95. BREHM, S. S. (1992). lntίmate relatίonshίps (2nd ed.). NewYσrk: McGraw-Hill. BREMMER, J. D. (2003). Lσng-term effects σf childhσσd abuse ση brain and neurobiσlσgy. Chίld Adolescenι Psychίatrίc Clίnίcs of North Amerίca, 12,271-292. BREMNER, G. & fOGEL, Α. (Eds.) (2004). 8/ackwel/ handbook of ίnfant development. Malden, ΜΑ: Blackwell Publishers. BRENNAN, Κ. Α. & SHAVER, Ρ. R. (1995). Dimensiσns σf adult attachment, affect regulatiσn, and rσmantic relatiσnship functiσning. Personalίty and Socίal Psycholo,ro• Bulletίn, 21, 267-283. BRIDGES, J. S. (1993). Pink σr blue: Genderstereσtypic perceptiσns σf infanb as con\e}·ed
by birth cσngratulatiσns cards. Psychology of Women Quarterly, 17, 193-205. BRIERE, J. Ν., BERLINER, L., BULΚLEY, J., JΕ!'ι'Ι'<Ύ, C., & REID, Τ (Eds.) (1996). The APSAC handbook on chίld ma/treatment. Thσusand Oaks, CA: Sage. BROCΚINGTON, Ι. F. (1992). Disσrders specific to the puerpeήum. lnternatίonal Journal of Mental Hea/th, 21,41-52. BRODY, Ν. (1993). Intelligence and the behaviσral genetics σf persσnality. In R. ΡιοΜΙΝ & G. Ε. McCLEARN (Eds.), Nature, nurture, and psychology. Washingtσn, DC: American Psychσlσgical Associatiσn.
BROMBERGER, J. Τ & MAΠHEWS, Κ. Α. (1994). Emplσyment status and depressive symptσms in middle-aged wσmen: Α lσngitudinal investigatiσn. Amerίcan Journal of Publίc Healιh, 84, 202-206. BRONFENBRENNER, υ. (1989). Ecolσgical systems theσry. Ι η R. VASTA (Ed.), Sίχ theorίes of chίld development. Greenwich, CΓ: JAI Press. BRONFENBRENNER, υ. (2000). EcσJσgica] theσry. In Α. ΚAzDIN (Ed.), Encyclopedίa σf psychology. Washingtσn, DC: American Psycholσgical Associatiσn/Oxfσrd υniversity Press. BRONSτEIN, Ρ. (1999). Differences in mσthers' and fathers' behaviσrs toward children: Α crσss-cultural cσmparisσn. In ι. Α. PEPLAU, et al. (Eds ). Gender, culture, and ethnίcίty: Current research abouι women and men. Mσuntain Yiew, CA: Mayfield Publishing. BROOK, U. & TEPPER, I. (1997). High schσσ] students' attitudes and knσwledge σf foσd consumptiσn and bσdy image: Implicatiσns fσr schσσl-based educatiσn. Patίent Educatίon & Counselίng, 30, 282-288. BROOKS, J. & LEWIS, Μ. (1976). lnfants' responses tσ strangers: Midget, adult, and child. Chίld Development, 47, 323-332. BROOKS-GUNN, J. (2003). Dσ yσu believe in magic?: What we can expect frσm early childhσσd interventiσn programs. Socίal Po/ίcy Report, 17,1-16. BROOKS-GUNN, J., KLEBANOV, Ρ. Κ., & DUNCAN, G. J. (1996). Ethnic differences in children's intelligence test scσres: Rσle σf econσmic deprivatiσn, hσme envirσnment, and matemal characteristics. Chίld Deνe/opment, 67, 396-408. BROWN, Α. L., & FERRARA, R. Α. (1999). Diagnσsing zσnes σf prσximal develσpment. In Ρ. LLYOD & C. FERNYHOUGH (Eds.), Leν Vygotsky: Crίtίcal assessments: The zone of proxίmal deνelopment, Vol. 1/l. New Yσrk: Rσutledge.
BROWN, Β. (1990). Peer grσups. ln S. FELDMAN & G. Ειιωπ (Eds.), Αι the threshold: The deνelopίng adolescent. Cambridge, ΜΑ: Harvard υniversity Press. BROWN, J. D. (1998). The self. New Yσrk, McGraw-Hill. BROWN, J. L. & POLLIΠ, Ε. (1996, February). Malnutritiσn, pσverty and intellectual develσp ment. Scίentίfic Amerίcan, 38-43. BROWN, J. Υ., ΒΑΚΕΜΑΝ, R., Cοιεs, C. D., ΡιΑτzΜΑΝ, Κ. Α., & LYNCH, Μ. Ε. (2004).
Prenatal cocaine exposure: Α cσmparisσn σf 2year-σld children in prenatal and nσn-parental care. Chίld Deνe/opment, 75,1282-1295. BROWN, R. (1973). Α first /anguage. Cambridge, ΜΑ: Harvard υniversity Press. BROWN, S. (2003). Relatiσnship quality dynamics σf cσhabitating uniσns. Journal of Famίly lssues, 24, 583-601. BROWN, S. (2006, March 3). Α patient's stσry. Aω·tralίan Doctor. Retrieved January 7, 2006 frσm LexisNexis Academic, http://www. australiandσctor.cσm.au/articles/93/0c03d093.
asp? BROWN, W. Μ., HINES, Μ., & FANE, Β. Α. (2002). Masculinzed finger length pattems in human males and females with cσngenital adrenal hyperplasia. Hormones and Behaνίor, 42, 380386. BROWNE, Α. (1993). Yiσlence against wσmen by male partners: Prevalence, σutcomes, and policy implicatiσns. Amerίcan Psychσlogίst, 48, 10771087. BROWNE, Β. Α. (1998). Gender stereσtypes in advertising ση children 's televisiσn in the 1990s: Α cross-national analysίs. Joumal ofAdνertίsίng, 27,83-96. BROWNE, Κ. (2006, March). Evσlved sex differences and σccupatiσnal segregatiσn. Joumal of Organίzatίonal Behaνίor, 27, 143-162. BROWNELL, C. Α., RAMANI, G. Β., & ZERWAS, S. (2006). Becσming a social partner with peers: Cσσperatiσn and social understanding in σne and twσ-year-olds. Chίld Development, 77,803821. BROWNLEE, S. (2002, January 21). Τσο heavy, tσσ yσung. τίme, 21-23. BRUBAΚER, Τ (1991). Families in later life: Α burgeσning research area. ln Α. Βσσth (Ed.), Contemporary famίlίes. Minneapσlis, ΜΝ: Natiσnal Cσuncil σn Family Relatiσns. BRUCK, Μ. & CECI, S. (2004). Fσrensic develσp mental psychσlσgy: υnveiling fσur cσmmσn miscσnceptiσns. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 13, 229-232. BRUEGGEMAN, I. (1999). failure tσ meet ICPD gσals will affect glσbal stability, health σf environment, and well-being, rights and potential σf peσple. Asίan Forum News, 8. BRUGMAN, G. (2006). Wίsdom and agίng. Arnsterdam, Netherlands: Elsevier. BRYANT, C. D. (Ed.) (2003). Handbook of death and dyίng.Thσusand Oaks, CA: Sage Publicatiσns. BRYANT, J. & BRYANT, J. (2003). Effects σf entertainment televisual media σn children. In Ε. PALMER & B.YOUNG (Eds.), The faces of televίsual medίa: Teachίng, vίolence, selling ιο chίldren. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. BRYANτ,J. & BRYANτ, J.A. (Eds.) (2001). Teleνίsίon and the Amerίcan famίly (2nd ed.). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum. BUCHANAN, C. Μ., ECCLES, J. S., & BECKER, J. Β. (1992). Are adσlescents the victims σf raging hσrmones? Evidence fσr activatiσnal effects σf hormσnes ση mσσds and behaviσr at adσlescence. Psychologίcal Bulletίn, ll1, 62-107.
Β1ΒΛ10ΓΡΑΦΙΑ
BUCHMANN, C. & DιPRHE, Τ (2006, August). The grσwi η g female a dvaηta ge iη cσllege cσmp letiσn: The rσle σ f family backgrσund and academic achievement. Amerίcan Socίologίcal Revίew, 7, 515-541. Buoo, Κ. (1999). The facts σf life: Everythiηg yσu wanted tσ knσw abσut sex (after 50). Modern Maturίty, 42, 78. BuoRιs, 1. (1998, Apήl26). Raisiηg their children's childreη. Boston Globe 55-Plus, 8-9,14-15. BUGG, J., Ζοοκ, Ν., D ειοsΗ, Ε., DAVALOS, D., & DAVIS, Η . (2006, October). Age differences in Πuid iηtelligence: Cσ ηtributiσηs σf geηeral
and frσntal decliη e. Braίn and Cognίtίon, 62,9-16. BUKOWSKI, W. Μ., SIPPOLA, ι. Κ ., & NEWCOMB, Α. F. (2000). Variatiσns ίη patterηs σf attractiση tσ same- aηd σther-sex peers during early adσ l esce ηce . Developmental Psychology, 36, 147-154. ΒυιιιΝGΕR, Α. (1997). Seηsσrimσtor functiσn aηd its evσlutiσn. Τη J. Guimση (Ed.), The body ίn psychotherapy (pp. 25-29). Basil, Switzerland: Karger. BUMPASS, ι. , SWEET, J., & Μ ΑRτΙΝ, Τ. (1990). Ch a ηgiηg patterns σf remarriage. Journal of Marrίage and the Famίly, 52,747-756. BUMPUS, Μ. F., CROUTER, Α. C., & MCHALE, S. Μ. (2001). Parental autoησmy granting during slσwing
a dσl esce ηce : Explσring geηder differeηces iη cσηtext.
Developmental Psychology, 37, 163-173. BURD, ι., COTSONAS-HASSLER, Τ Μ. , MARTSOLF, J. Τ , & ΚERBESHIAN, J. (2003). Recσgηit.iση and maηagement σf fetal alcσhσl syηdrome. Neurotoxίcologίcal Teratology, 25, 681-688. BURDIALOV, Υ. F., BAUMGART, S., & SPΠZER, Α. R. (2003). Cerebral fuηctiση mσnitoring: Α new scσri ng system fσr the eva luatiσn σf brain maturatiσn in neσηates. Pedίatrίcs, 112, 855-861. BuRGESS, Κ. Β. & RUB IN, Κ . Η. (2000). Middle ch ildhσσd: Sσcial and emσtiσnal develσp meηt. Ιπ Α. Ε. ΚΑΖDΙΝ (Ed.), Encyclopedίa of psychology, Vol. 5. Was hiηgton , DC: Americaη Psychσlσgical Assσci atiση.
BURGESS, R. ι. & HUSTON, Τ ι. (Eds.) (1979). Socίal exchanges ίn developίng relatίonshίps. New Yσrk: Academic Press. BURKE, Υ., BEIL!N, ι., DURKIN, Κ. , SΤRΠΖΚΕ, W., HOUGHTON, S., & CAMERON, C. (2006, Nσvember). Televisiση, cσmputer use, pbysical activity, diet and fatness in Australian adσlescents. Internatίonal Journal of Pedίatrίc Obesίιy, 1, 248-255. BURKHAMMER, Μ . D., ANDERSON, G. C., & CHIU, S.-H. (2004). Grief, aηxiety, stillbirth, and perinatal prσblems: Healiη g with kangaroσ care. Journal of Obstetrίcs and Gynecologίcal Neona tal Nursίng, 33, 774-782. BURKHAMMER, Μ. D., ANOERSON, G. C., & CHIU, S. Η. (2005). Theσries σf schizσpbrenia: Α genetic-inflammatσry-vascular syηthesis. BMC
Medίcal Genetίcs,
BURNEΠ, Ρ. ,
11 , 7.
R. (2002). Elemeηtary students' learner self-cσncept, academic se lf-cσncepts and apprσaches tσ learniηg. Educatίonal Psychology ίn Practίce, 18,325-333. schσσl
&
PROcτOR,
BURNHAM, Μ. , GOODLIJ\-JO:\ES. Β .. GAYLOR, Ε. (2002). Nighttime sleep-wake patterns and selfsσσthing frσm birth tσ σne year σf age: Α lσηgitudinal iηterveηti σn stud}'· Joιιrnal of Chίld Psychology & Psγchίatr.ν & Allied Dίscίplines, 43,713-725. BURNS, D. Μ. (2000). Cigarette smσking amσng the elderly: Disease cσnsequences and the benefits σf cessatiσn. Amerίcan Joιιrnal of Health Promotίon, 14,357-361. BURRUS-BAMMEL, ι. ι. & BAMMEL, G. (1985). ιeisure aηd recreatiσn. Ιπ J. Ε. Birren & Κ. W. Schaie (Eds.), Handbook of the psychology of agίng. New Yσrk : Van Nσstrand Reinbσld. BURT, Υ. ι. & HARRIS, Τ (1994). The third Natiσnal Health aηd Nutritiσn Examinatiσn Survey: Cσηtributing data ση aging and health. Gerontologίst, 34, 486-490. BURTON, Α. , HALEY, W., & SMALL, Β. (2006, May). Bereavement after caregiving σr unexpected death: Effects ση elderly spσuses. Agίng & Mental Health, 10,319-326. BuSHMAN, Β. J. (1993). Humaη aggressiσn while uηder the influeηce σf alcσbσl and σther drugs: An integrative research review. Current Dίrec tίons in Psychologίcal Scίence, 2, 148-152. BusHMAN, Β. 1. & ANDERSON, C. Α. (2001). Media viσleηce and the Americaη public: Scieηtific facts versus media misinfσrmatiσn. Amerίcan Psychologίst, 56,477-489. BUSHMAN, Β. 1. & ANDERSON, C. Α. (2002). Viσlent videσ games and hσstile expectatiσns: Α test σf the geηeral aggressiση mσdel. Personalίιy and Socίal Psychology Bulletίn, 28, 1679-1689. Buss, D. (2005, Jaηuary 23). Sure, come back tσ the ηest. Here are tbe rules. The New York τίmes, p. 8. Buss, D. Μ. (2003a). The dangerσus passiση: Why jealσusy is as necessary as Ισνe and sex: Βσσk review. Archίves of Sexual Behavίor, 32, 79-80. Buss, D. Μ. (2003b). The evolutίon of desίre: Strategίes of human matίng (Rev. ed.). New Yσrk: Basic Βσσks . Buss, D. Μ. (2004). Evolutίonary psychology: The new scίence ofthe mίnd (2nd Ed.). Bσstσn: Allyn & Bacσn . Buss, D. Μ. et al. (1990). Iηtematiσnal preferences in selecting mates: Α study σf 37 cultures. Journal ofCross-Culιu ral Psychology, 21,5-47. Buss, D. Μ. & RΕΕ\Έ, Η . Κ. (2003). Evσlutiσnary psychσlσgy and develσpmental dynamics: Cσmmeηt ση ιickliter and Hσneycutt. Psychologίcal Bulleιin. 129. 848-853. Buss, Κ . Α. & GoLDS\tΠH. Η. Η. (1998). Feat and anger regulatiση in infancy: Effects ση the temporal d~namics σf affective expressiση. Chίld De••elopmenι. 69. 359-374. Buss. Κ. Α. & ΚιεL Ε. 1. (2004). Cσmparison σf sadness. angcr. and fear facial expressiσηs wben tαldlers lool.: aι their mσthers. Chίld Deι·elopmenι, ϊ5. 1161-1773. Bι.;ssEY. Κ . (1992). L~ing and truthfulηess: Children Ή; defιniιiσn. sιandards, and evaluative reacιioαι . Child Dn·nopmenι, 63. 1236-1250.
367
Β υτιεR,
D. (2004, May 18). Science σf dieting: Slim pickings. Natιιre, 252-254. ΒυτιεR , Κ. G. & SILLIMAN, Ε . R. (2002). Speaking, readίng, and wrίtίng ίn cfιίldren wίth language learnίng dίsabίlίtίes: New paradίgms in research and practίce. Mahwah, NJ: ιawreηce Erlbaum Assσciates , Publishers. ΒυτιΕR, R. Ν. (2002). The life review. Joιιrnal of Gerίatrίc Psychίatry, 35,7-10. BUΠER , R. Ν. & ιεwιs , Μ. Ι. (1981). Agίng and mental health. St. ισuis: Mσsby. B UΠERWORTH , G. (1994). lnfaηt iηtelligence. ln J. KHALFA (Ed.), What ίs intellίgence? The Darwίn College lecture serίes (pp. 49-71). Cambridge, Eηgland: Cambridge University Press. Buvssε , D. J. (2005). Diagnσsis aηd assessmeηt σf sleep and circadian rhythm disσrders. Joιιmal of Psychίatrίc Practίce, ll , 102-115. BYRNE, Α. (2000). Singular identities: Managιng stigma, resisting vσices. Womens Stιιdίes Revie~ι; 7, 13-24. BYRNE, Β. (2000). Relatiσηships betweeη aηxiety, fear, self-esteem, aηd cσpiηg strategies ίη adσlesceηce. Adolescence, 35, 201-215. CADINU, Μ. R. & ΚιεsΝΕR, 1. (2000). Cbildren's develσpment σf a theσry σf miηd . European Journal of Psychology of Educaιίon, 15, 93-111. CAIN, Β. S. (1982, December 19). Plight σf the gray divσrcee. The New York Πmes Magazίne, 89-93. CAIN, V., JOHANNES, C., & ΑνΙs , Ν. (2003). Sexual fuηctiσηing and practices ίπ a multi-ethηic study σf midlife wσmeη: Baseliηe results frσm SWAN. Journal of Sex Research, 40. 266-276. CAINO, S., KELMANSKY, D., LEJARRAGA. Η .. & ADAMO, Ρ. (2004). Shσrι-term grσ\\th at adσlescence in healthy girls. Anna/s of Hιιman Bίology, 31,182-195. CALDAS, S. 1. & BANKSTON, C. (1997). Effect of scbσσl pσpulatiσn sσciσecσησmic status ση iηdividual academic achievemeηt. Journal of Educatίonal Research, 90,269-277. CALDERA, Υ. Μ. & SCIARAFFA, Μ. Α. (1998). Pareηt-tσddler play with feminine tσys: Are all dσlls the same? Sex Roles, 39, 657-668. CALHOUN, F. & WARREN, Κ. (2007). Fetal alcσhσl syndrσme: Histσrical perspectives. Neιιroscίence & Bίobehavίoral Revίews, 31 , 168-171. CALLISTER, ι. C. , KHALAF, 1., SEMENΙ C, S.. ΚΑRΠΗΝΕR , R. , VEHVILAINEN-JULKUNEN, Κ. (2003). The pain σf childbirth: Perceptiσn s σf culturally diverse wσmen. Pain Managenιent Nursίng, 4, 145-154. CALVERT, S. ι. , KOTLER, J. Α., ZEHNDER, S., & SHOCKEY, Ε . (2003). Gender stereσtypin g ίη children's repσrts abσut educatiσηal and iηfσrmational
televisiσn
prσgrams.
Medίa
Psychology, 5, 139-162. CAMAROTA, S. Α. (2001 ). fmmίgrants ίn the Unίted States- 2000: Α snapshot of Amerίca 's foreίgn-born populatίon. Washington, DC: Center fσr Irnrnigratiσn Studies. CAMERON, Ρ. (2003). Dσmestic viσlence amσng hσmσsexual partners. Psγchologίcal Reports, 93,410-416. CAMI, 1. & FΛRRE. Μ. (2003). Drug addictiση.
368
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
New England Joιιrnal of Medίcίne, 349, 975-986. CAMPBELL, Α., SHΙRLEY, ι., & CANDY, J. (2004). Α longitudinal study of geηder-related cognition and behaviour. Deνeloprnental Scίence, 7, 1-9. CAMPBELL, F., RAMEY, C., & PUNGELLO, Ε. (2002). Early childhood education: Young adult outcornes from the Abecedarian Project. Applίed Deνe/oprnental Scίence, 6, 42-57. CAMPBELL, F. Α., PUNGELLO, Ε. Ρ. , M!LLERJOHNSON, S., RAMEY, C. Τ, & BURCH!NAL, Μ. (2001). The developmeηt of cogηitive and academic abilities: Growth curves from an early childhood educational experiment. Deνe/op rnental Psychology, 37, 231-242. CAMPOS, J. J., ιANGER, Α., & KROWΠZ, Α. (1970). Cardiac responses οη the visual cliff in prelocomotor humaη infants. Scίence, 170, 196-197. CAMRAS, ι. Α., MALAτESTA, C., & IZARD, C. Ε. (1991 ). The development of facial expressioηs in infancy. ln R. S. FELDMAN & Β. RJME (Eds.), Fundmιιenιa/s of nonνerbal behavίor. Cambridge, Englaηd: Cambridge University Press. CA.\IRAS. ι .. ~'IE.'\"G. z.. & UJUE, τ. (2002). Observing emotioη in infants: Facial expression, body behavior, and rater judgments of responses to aπ expectancy-violating event. Ernotίon, 2,179-193. CAMRAS, ι. Α., & SACHS, V. Β. (1991). Social refereηcing and caretaker expressive behavior in a day care setting. lnfant Behaνίor and Deνe/op rnent, 14,27-36. CANALS, J., FERNANDEZ-BALLART, J., & ESPARO, G. (2003). Evolution of Neonatal Behavior Assessmeηt Scale scores in the first month of life. lnfant Behaνίor & Developrnent, 26,227-237. CANFΙELD, R. ι., SΜΠΗ, Ε. G., BREZNYAK, Μ. Ρ., & SNOW, Κ. ι. (1997). lnformation processing through the first year of life: Α longitudinal study using the visual expectation paradigm. \Vith commentary by Richard Ν. Aslin, Marshall ~ι Hairth, Tara S. Wass, & Scott Α. Adler. .\,fonographs of the Socίety for Research ίn Chίld Developrnent, 62 (2, Serial Ν ο. 250). CANO, Α., Gιιιιs, Μ., ΗΕΙΝΖ, W., GEISSER, Μ., & FORAN, Η. (2004). Marital functioning, chronic pain, and psychological distress. Ραίn, 107, 99-106. CARDALDA, Ε. Β., MΙRANDA, S. Ε. PEREZ, Μ., & SιERRA, Ε. Μ. (2003). Attitudes toward breastfeediηg working mothers. Puerιo Rίcan Health Scίence Journal, 22, 305-310. CARDMAN, Μ. (2004). Rising GPAs, course loads a mystery tσ researchers. Educatίon Daίly, 37, 1-3. CAREY, Κ. (2004). Α matter σf degrees: lrnprovίng graduatίon rates ίn foιιr-year colleges and uniνersίtίes. Washington, DC: Educatiσn Trust. CARLSON, Ε. & ΗΟΕΜ, J. Μ. (1999). ισw-weight neσnatal survival paradox in the Czech Republic: Original cσntributiσns. Arnerίcan Joιιrnal of Epίdernίology, 149,447-453. CARMELI, Α. & JOSMAN, Ζ. (2006). The relatiση ship amσng emσtional intelligence. task perfσrmance, and σrganizatiσnal citizenship behaviσrs. Hurnan Perforrnance.19. .W3-419. CARMΙCHAEL, Μ. (2004, May 10). Ha\e it )ΌUr way: Redesigning birth. ,\'ev.·sκ·eek. 10-1:!.
CARMODY, D. (1990, March 7). Cσllege drinking: Changes in attitude and habit. The New York Πrnes.
CARNEG!E TASK FORCE ΟΝ ΜΕΕτΙΝG ΤΗΕ NEEDS OF YOUNG CHJLDREN (1994). Starting poίnts: Meetίng the needs of our youngest chίldren. New Yσrk: Carnegie Cσrpσratiσn. CARON, C., GJELSVΙK, Α., & BUECHNER, J. S. (2005). The irnpact σf pσverty ση prevention practices and health status amσηg persσns with asthma. Medίcίne Hea/th Rhode lsland, 88,60-62. CARPENDALE, J. I. Μ. (2000). KσWberg and Piaget ση stages and mσral reasσnίηg. Developrnental Revίew, 20, 181-205. CARR, C. Ν., ΚΕΝΝΕDΥ, S. R., & DΙMICK , Κ. Μ. (1996). Alcohσl use among high schoσl atWetes. The Preventίon Researcher, 3, 1-3. CARR, D. (2003). Α <
preschσσl
years. Developrnental Psycho42, 148-159. CARVER, ι., & VACCARO, Β. (2007, January). 12mσnth-old infants allocate increased neural resσurces to stimuli assσciated with negative adult emσtiσn. Deνe/oprnental ·Psychology, 43, 54-69. CASCALHO, Μ. , 0GLE, Β. Μ., & ΡLΑΠ, J. ι. (2006). The future σf σrgan transplantatiσn . Annals ofTransplanιatίon, 11 , 44-47. CASE, R. (1991). Stages in the develσpment σf the yσung child's first sense σf self. Developrnenιal Review, 11 , 210-230. CASE, R. (1999). Cσnceptual develσpment. In Μ. ΒΕΝΝΕΠ, Developrnenιal psychology: Achievernents and prospects. Philadelphia, ΡΑ: Psychσ lσgy Press. CASE, R., DEMEΊΊUOU, Α., & PLATSIDOU, Μ. (200 I). Integrating cσncepts and tests σf intelligence frσm the differential and develσpmental traditiσns. lntelligence, 29, 307-336. CASE, R. & 0ΚΑΜΟΤΟ, Υ. (1996). The role σf central cσnceptual structures in the develσpment σf children's thought. Monographs of the Society for Research ίn Chίld Developnιent, 61, ν-265. CASPI, Α. (2000). The child is father σf the man: Personality cσntinuities frσm childhσσd to adulthσσd. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 78,158-172. CASPI, Α. & MOFFIΠ, Τ Ε. (1991). \ndividual differences are accentuated during periσds σf sσcial chaηge: The sample case σf girls at puberty. Journal of Personality and Socίal Psychology, 61,157-168. CASPΙ, Α. & MOFFIΠ, Τ Ε. (1993). Cοntίnιψν arnidst change: Α paradoxica/ theory of personality coherence. Manuscript submitted and
bίology,
fσr publicatiσn.
CASS!DY, J. & BERLIN, ι. J. (1994). The insecure. ambivalent pattern of attachment: Theσry and research. Child Developrnent, 65,971-991. CΑsτει, Α. & CRAΙK, F. (2003). The effects σf aging and divided attention on memory for item and assσciative infσrmatiσn. Psychology & Agίng, 18,873-885. CΑτειι, R. Β. (1967). The scίentίfic analysίs of personalίty. Chicagσ: Aldine. CATELL, R. Β. (1987). lntelligence: lts structure. growth, and actίon. Amsterdam: North-Hσlland. CATH, S. & SHOPPER, Μ. (2001). Stepparentίng: Creatίng and recreatίng Jarnίlίes ίn Aιnerίca today. Hillsdale, NJ: Analytic Press, Inc. CAUCE, Α. & DOMENECH-RODRIGUEZ, Μ . (2002). Latinσ families: myths and realities. ln J. Μ. CONTRERAS, J. Κ. Α., ΚERNS, & Α. Μ. NEAL-BARNEΠ (Eds.), Latίno chi/dren and farnίlίes ίn the United States. Westpσrt , cr: Praeger. CAUCE, Α. Μ. , STEWARD, Α., & DOMENECHRODRΙGUEZ, Μ. (2003). Oνercoming the odds? Adσlescent develσpment in the cσntext σf urban poverty. In S. S. ιuτΗΑR (Ed.), Resilience and vulnerabίlity: Adapιaιion in the conιext of chίldhood adνersίtίes.
CAUGHLΙN,
pattern
J. (2002). The demand/wi thdra\\ as a predictor σf
σf cσmmunicatiσn
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
marital satisfaction over time. Human ComResearch, 28, 49-85. CAVALLINI, Α., fAZZ!, Ε., & VΙVΙΑΝΙ, V. (2002). Visual acuity in tbe first two years of life in healthy term newborns: Απ experience with the Teller Acuity Cards. Functίonal Neurology: New Trends ίn Adaprίve & Behavίoral Disorders, 17,87-92. CAVALLINI, Ε., PAGN!N, Α., & VECCHI, Τ. (2003). Aging and everyday memory: The beneficial effect of memory training. Archίves of Geronrology & Gerίatrίcs, 37,241-257. Cεcι, s. 1.. Fιη;ενΑ, s. Α., & GιιsτRΑΡ, ι. ι. (2003). Memory development and eyewitness testimony. ln Α. SLATER & G. BREMNER, An inrroductίon ιο developmenral psychology. Malden, ΜΑ: Blackwell Publishers. CENτER FOR COMMUNΙCAτtON AND SOCIAL POLICY, UNΙVERSΠY OF CALIFORNIA (1998). Narίonal relevίsίon vίolence sιudy, Vol. 2. Thousand Oaks, CA: Sage. CENTER ΟΝ ΑοοιcτιοΝ AND SUB5τANCE ABUSE (1994). Reporr on college drίnkίng. New York: Columbia University. CENτERS FOR DΙSEASE CONτROL (1991). Preventing lead poίsonίng ίn young chίldren: Α sιate menr by the Centers for Dίsease Control. Atlanta, GA: U.S. Department of Health and Human Services. CENτERS FOR DISEASE CONTROL (2003). lncidence-surveillance, epidemiology, and end results program, 1973-2000. Atlanta, GA: Author. CENTERS FOR DΙSEASE CONTROL (2004). Health behaviors of adults: United States, 1999-2001. Vίral and Healιh Statίstίcs, Serίes 10, no. 219. Washington, DC: U.S. Department of Health and Human Services. CENτERS FOR DΙSEASE CONτROL AND PREVENτJON (1998). 1997 yoιιth risk behavίor surveίllance sysreιn. Atlanta, GA: Author. CENτERS FOR DΙSEASE CONτROL AND PREVENτJON (2000). Obesίιy contίnues ro climb ίn 1999 aιnong American adults. Division of Nutrition and Physical Activity, National Center for Chronic Disease Prevention and Health Promotions. Atlanta, GA: Author. CENτERS FOR DISEASE CONτROL AND PREVENτiON (2006). 11/V/AIDS surveίllance reporι. Atlanta: Author. CERELLA. J. (1990). Aging and informationprocessing rate. ln J. Ε. BΙRREN & Κ. W. SCHAIE (Eds.), Handbook of the psychology of agίng (3rd ed.). San Diego, CA: Academic Press. CFCEPιA ( Commonwealιh Fιιnd Commίssίon on Elderly People Lίving Alone) (1986). Problems facing elderly Anιerίcans lίving alone. New York: ιouis Harris & Associates. CHAFFΙN, Μ. (2006). The changing focus of child maltreatment research and practice within psychology. Journal of Socίallssues, 62, 663-684. CΗΑ ΙΚLΙ Ν, S. (2003). The zone of proximal development in Vygotsky's analysis of learning and instruction. ln Α. KOZULIN & Β. GIND!S (Eds. ), Vygoιsky's edιιcarίonal theory in cu/tural contexr. New York: Cambridge University Press. CHAKER, Α. Μ. (2003, September 23). Putting ιnιιnίcarίon
toddlers in a nursing home. Πι~ ~\'Qll Surn Journal, Dl. CHALL, J. (1992). The new reading debate>: Evidence from science, arι. and ideolog~~ Teachers College Record, 94, 315-32ιi. CHALL, J. S. (1979). The great debate: Ten ~·ears later, with a modest proposal for reading stages. ln ι. Β. RESNJCK & Ρ. Α. WEAVER (Eds.). τlzeorγ and practίce of early reading. Hillsdale, NJ: Erlbaum. CHAMBERLAΙN, Ρ. , PRΙCE, J., RΕω, J., LANDSVERΚ, J., fΙSHER, Ρ., & STOOLMILLER, Μ. (2006, April). Wbo disrupts from placement in foster and kinship care?. ChίldAbιιse & Neglect, 30,409-424. CHAN, c. G. & ELDER, G. Η. JR. (2000). Matrilineal advantage in grandchild-grandparent relations. Gerontologist, 40,179-190. CHAN, D. W. (1997). Self-concept and global selfworth among Chinese adolescents in Hong Kong. Personality & lndίvίdual Dίfferences, 22,511-520. CHAO, R. Κ. (1994). Beyond parental control and authoritarian parenting style: Understanding Chinese parenting through the cultural notion of training. Child Developmenι, 65, 1111-1119. CHAO, R. Κ. (2001). Extending research on the consequences of parenting style for Chinese Americans and European Americans. Chίld Development, 72,1832-1843. CHAPPLE, Α. , ZΙEBLAND, S., McPHERSON, Α. , & HERXHEIMER, Α. (2006. December). What people close to death say about euthanasia and assisted suicide: Α qualitative study. Journal of Medίcal Eιhίcs, 32,706-710. CHARLES, S. Τ, MATHER, Μ., & CAR5τENSEN, ι. ι. (2003). Aging and emotional memory: The forgettable nature of negative images for older adults. Journal of Experίmental Psychology: Genera/, 132,237-244. OiARLES, S. Τ , REYNOLDS, C. Α. , & GAτz, Μ. (2001). Age-related differences and change in positive and negative affect over 23 years. Journal of Personalίιy and Socίal Psychology, 80, 136-151. CHAΠERJΙ, Μ. (2004). Evidence on <BERG. F. ( 1986). The new Amerίcan gran.iparenι. :\ev.·York: Basic Books.
369
CHER.>.;EY, ι (2003). Young children 's spontaneous uιιerances of mental terms and the accuracy of tbeir memory behaviors: Α different methodologιcal approach. Infant & Chίld Deve/opnιent, 12.89-105. CHεR.-.;εv, ι, Κειιν-VΑΝcε, ι., & GιονεR, κ. (2003). The effects of stereotyped toys and gender on play assessment in children aged 1847 months. Edιιcatίonal Psychology, 23,95-105. CHERRY, Κ. Ε. & ΡΑRΚ, D. C. (1993). lndividual difference and contextual variables influence spatial memory in younger and older adults. Psychology and Agίng, 8, 517-526. CHΙCCHEΠI, D., & COHEN, D. 1. (Eds.). (2006). Deve/opnιenιal psychoparho/ogy: τheory and Method, Vols 1-3. NewYork: Jobn Wiley & Sons. CΗΙΕΝ, S., BRONSON-CAsτAΙN, Κ., PALMER, ]., & ΤειιεR, D. (2006). ιightness constancy in 4month-old infants. Vίsίon Research, 46, 21392148. CHΙLD ΗΕΑLτΗ USA (2002). U.S. ίnfanι mortalίιy raιes by race of mother: 1980-2000. Washington, DC: U.S. Dept of Healtb and Human Services. CHΙLD ΗΕΑιτΗ USA (2005). U.S. Department of Health and Human Services, Health Resources and Services Administration, Matemal and Child Health Bureau. Chίld health USA 2005. Rockville, MD: U.S. Department of Healtb and Human Services. CHΙLD ΗΕΑιτΗ USA (2007). U.S. Department of Health and Human Services, Health Resources and Services Administration, Maternal and Child Health Bureau. Chίld Health USA 2007. Rockville, MD: U.S. Department of Healtb and Human Services. CΗιιο ΜΑιτRΕΑΤΜΕΝΤ (2002). Chίld ιnalιreaι ment. Washington, DC: U.S. Departmenι of Health and Human Services. CΗιιοs, Β. (2003). Genetίc medίcίne: Α logίc of dίsease. Baltimore: Jobns Hopkins University Press. ChildStats.gov. (2000). Amerίca 's chίldren 2000. Washington, DC: National Maternal and Child Health Clearinghouse. ChildStats.gov. (2005). Amerίca's chίldren 2005. Washington, DC: National Maternal and Child Health Clearinghouse. CHΙSOLM, Τ, Wιιιοπ, J., & ιιsΤΕR, J. (2003). The aging auditory system: Anatomic and physiologic changes and implications for rehabilitation. lnternatίonal Joιιrnal of Audίology, 42, 2S3-2Sl0. CΗΟΙ, Η. (2002). Understanding adolescent depression in ethnocultural context. Advances ίn Nursίng Scίence, 25,71-85. CΗΟΙ, Η. & MARKS, Ν. (2006, December). Transition to caregiving, marital disagreement, and psychological well-being: Α prospective U.S. National Study. Journal of Famίly lssues, 27, 1701-1722. CHOMSKY, Ν. (1968). Language and mίnd. New York: Harcourt Brace Jovanovich. CHOMSKY, Ν. (1978). On the biological basis of language capacities. In G. Α. ΜιιιΕR & Ε. ιεΝΝΕΝΒΕRG (Eds.), Psγcho/oιo and bιo/ogy of langιιage and thoughι (pp. 199-220). :->ev.· York: Academic Press.
370
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
CHOMSKY, Ν. (1991). Linguistics and cognitive science: Problems and mysteries. ln Α. KASHER (Ed.), The Chomskyan turn. Cambridge, ΜΑ: Blackwell. CHOMSKY, Ν. (1999). On the nature, use, and acquisition of language. In W. C. RιτcΗιΕ & τ. J. ΒΗΑτ!Α (Eds.), Handbook of chίld /anguage acqιιίsition. San Diego: Academic Press. CHOMSKY, Ν. (2005). Editorial: Universals of human nature. Psychotherapy and Psychosomatίcs [serial onlίne], 74, 263-268. CHov. C. Μ., YEUNG, Q. S., BRιτON-JONES, C. Μ., CHEUNG, C. Κ., LAM, C. W., & ΗΑΙΝΕS, C. J. (2002). Relationship between semen parameters and mercury concentrations in blood and in seminal fluid from subfertile males in Hong Kong. Fertίlίty and Sterility, 78, 426-428. CHRιsτoPHERSEN, Ε. R., ΜοRnνεετ, S. L. (2003). Disciplining your child effectively. In Ε. R. CHRΙsτOPHERSEN & S. L. ΜοRnνεετ, Parentίng ιlιat ιωrks: Bιιίlding skίlls that last α lίfetίme. \\'ashington, DC: American Psychological Association. CHROSIS. Α.. JONES, Η., & RAGGl, ν. (2006, June ). Evidence-based psychosocial treatments for children and adolescents with attention-deficit/ hyperactivity disorder. C/ίnίca/ Psychology Revίew, 26,486-502. CHUNG, S. Α., Wει, Α. Q., CONNOR, D. Ε., WEBB, G. C., Μοιιοv, τ., PAJΙC, Μ., & DιwAN, Α. D. (2007). Nucleus pulposus cellular longevity by telomerase gene therapy. Spίne, 15,1188-1196. CiANCIOLO, Α. Τ, ΜΑΠΗΕW, C., & STERNBERG, R. J. (2006). Tacit knowledge, practical intelligence, and expertise. In Κ. Α. ERιcssoN, Ν. CHARNESS, Ρ. J. FELTOVΙCH, & R. R. HOFFMAN, The Cambrίdge handbook of expertίse and expert performance. New York: Cambridge University Press. CΙCCHEΠI, D. (1996). Child maltreatment: Implications for developmental theory and research. Hιιman Development, 39, 18-39. CιCCΗΕΠΙ, D. (2003). Neuroendocrine functioning in maltreated children. In D. CιCCΗΕΠΙ AND Ε. WALKER (Eds.), Neurodevelopmental mechanίsms ίn psychopathology. New York: Cambridge University Press. CιccΗΕΠΙ, D. (2004). Απ odyssey of discovery: Lessons learned through three decades of research on child maltreatment. Amerίcan Psychologίst, 59 [Special issue: Awards Issue 2004], 731-741. CιCCΗΕΠΙ, D. & COHEN, D. J. (2006). Developmental Psychopathology, Vol. 1: Theory and method, 2nd Editίon. Hoboken, NJ: John Wiley & Sons. CιccΗεπι, D.. RoooscH , F. Α .. MAUGHAN, Α., ΤΟΤΗ, S., & BRUCE. 1. (2003). False belief understanding in maltreated children. Joιιrnal of Development and Ps)τhopaιlιology, 15, Special Issue, 1067-1091. CιccΗΕΠΙ, D. & ΤΟΤΗ. S. L.' 199 .).The deγeJop ment of depression in children and adolescents. Amerίcan Psychologisι, 53. 221-~!J. CιιιΕSSΕΝ, Α. Η. Ν. & ΜΑ\Έι"Χ. L (~ ). From censure to reinforcement: De-\ lopmental
changes in the association between aggre sion and social status. Chίld Developιnenι, ϊ5. 147-163. CIRE ( Cooperatίve 1nstίtutίonal Research Prograrιι of the Amerίcan Councίl on Educaιion) (1990). The Arιιerίcan freshman: Ναιίοnα/ norms for fall 1990. Los Angeles: American Council on Edcuation. CJRICELLI, ν. G. (1995). Sίbling relatίonshίps across the lίfe span. Ne\v York: Plenum. C!RULLI, F., BERRY, Α. , & ALLEVA, Ε. (2003). Early disruption of the motber-infant relationship: Effects on brain plasticity and implications for psychopathology. Neιιroscίence & Bίo behavίoral Revίews, 27, 73-82. CιΑεs, Μ., LAcouRsE, Ε. , & BoucHARD, c. (2003). Parental practices in late adolescence, a comparison of three countries: Canada, France and Italy. Journal of Adolescence, 26, 387-399. CLARK, Ε. (1983). Meanings and concepts. In J. fLAVELL & Ε. MARKHAM (Eds.), Handbook of chίld psychology: Cognίtίve development (νοΙ. 3). New York: Wiley. CLARK, J. Ε., & HUMPHREY, J. Η. (Eds.) (1985). Motor development: Current selected research. Princeton, NJ: Princeton Book Company. CιARK, Κ. Β. & CιARK, Μ. Ρ. (1947). Racial identification and preference in Negro children. ln Τ Μ. NEWCOMB & Ε. L. HARτLEY (Eds.), Readίngs ίn socίal psychology. New York: Holt, Rinehart & Winston. CLARK, R. (1998). Expertίse. Silver Spring, MD: Intemational Society for Performance lmprovement. CιARK, R., HYDE, J. S., ESSEX, Μ . 1., & KLEIN, Μ. Η. (1997). Lengtb of maternity leave and quality of mother-infant interactions. Chίld Development, 68, 364-383. CιARKE-STEWART, Α. & FRIEDMAN, S. (1987). Chίld development: lnfancy through adolescence. New York: Wiley. CLARΚE-STEWART, Κ. & ALLHUSEN, ν. (2002). Nonparental caregiving. (2002).ln Μ. BoRNSτEIN (Ed.), Handbook ofparentίng.νol. 3: Beίng and becomίng α parent (2nd ed.). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. CιΑΧΤΟΝ, L. J., ΚΕΕΝ R., & McCARτv, Μ. Ε. (2003). Evidence of motor planning in infant reaching behavior. Psychologίcal Scίence, 14, 354-356. CLEARFIELD, Μ. & NELSON, Ν. (2006, January). Sex differences in mothers' speech and play behavior with 6-, 9-, and 14-month-old infants. Sex Roles, 54,127-137. CιEMHSON, L. (2000, September 18). Love without borders. Newsweek, 62. CιιFF, D. (1991). Negotiating a livable retirement: Further paid work and the quality of life in early retirement. Agίng and Socίety, 11 , 319-340. CιιFΓΟΝ, R. (1992). The development of spatial hearing in human infants. In L. Α. WERNER & Ε. W. RUBEL (Eds.), Developmental psychoacoιιstίcs (pp. 135-157). Washington, DC: American Psychological Association. CιιΝΤΟΝ, J. F. & KELBER, S. τ. (1993). Stress and coping in fathers of newborns: Comparisons of
planned versus unplanned pregnancy. Interof Nιιrsing Stιιdίes, 30,437-443. CNAΠINGIUS, S., BERENDES, Η. , & fORMAN, Μ. (1993). Do delayed childbearers face increased risks of adverse pregnancy outcomes after the first birth?. Obstetrίcs and Gyneco/ogy, 81, 512516. CNN/USA TODAY/GALLUP Ροιι. (1997, February). How many children? The Gal/up Poll Mσnιh!y. COBBE, Ε. (2003, September 25). France ups heat toll. CBS Evening News. COHEN, J. (1999, March 19). Nurture helps mold able minds. Scίence, 283, 1832-1833. COHEN, L. Β. & CASHON, C. Η. (2003). Infant perception and cognition. ln R. Μ. LERNER & Μ. Α. EASτERBROOKS (Eds.), Handbook σf psychology: Developmental psychology (νοΙ. 6). New York: John Wiley & Sons. COHEN, S., HAMRICK, Ν. , RODRIGUEZ, Μ. S., fELDMAN, Ρ. J., RΑΒΙΝ Β. S., & MANUCK, S. Β. (2002). Reactivity and vulnerability to stressassociated risk for upper respiratory illness. Psychosomatίc Medίcίne, 64, 302-310. CoHEN, S., ΤΥRΕιι, D. Α., & SΜιτΗ. Α. Ρ. (1993). Negative Iife events, perceived stress, negative affect, and susceptibility of the common cold. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 64, 131-140. COHEN, S., TYRELL, D. Α., & SΜΠΗ , Α. Ρ. (1997). Psychological stress in humans and susceptibility to the common cold. In τ. W. Μιιι ΕR (Ed.), lnternatίonal Unίversίties Press stress and health serίes, Monσgraph 7. C/ίnίcal ιlίsorders and stressfullίfe events (pp. 217-235). Madison, CΓ: Intemational Universities Press. CoHN, R. Μ. (1982). Economic development and status cbange of the aged. Amerίcan Joιιrnal of Socίology, 87, 1150-1161. COHRS, J., ABELE, Α. & Dεττε, D. (2006, July). Integrating situational and dispositional determinants of job satisfaction: Findings from three samples of professionals. Journal of Psychology: lnterdίscίplίnary and Applίed, 140,363-395. Cοκιεv, Κ. (2003). What do we know about the motivation of African American students? Challenging the <
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
among children living in Israel, the West Bank and Gaza. Internatίonal Journal of Behavίoral Development, 27, 409-422. COLE, D. Α. , MAXWELL, S. Ε. , ΜΑRτΙΝ, J. Μ., ΡΕΕΚΕ , L. G. , SEROCZYNSKI, Α. D., TRAM, J. Μ. , JoFFMAN, Κ. Β. , Ruιz, Μ. D., JACQUEZ, F., & MASCHMAN, Τ (2001). The development of multiple domains of child and adolescent selfconcept: Α cohort sequential longitudinal design. Chίld Development, 72,1723-1746. CοιΕ , Μ. (1992). Culture in development. In Μ. Η. ΒΟRΝSΊΈΙΝ & Μ. Ε. LAMB (Eds.), Developmental psychology: An advanced textbook (3rd ed.). Hillsdale, NJ: Erlbaum. CοιΕ , S. Α. (2005). Infants in foster care: Relational and environmental factors affecting attachment. Journal of Reproductίve & Infant Psychology, 23, 43-61. COLEMAN, Μ. , GANONG, L. , & WEAVER, S. (2001 ). Relationship maintenance and enhancement in remarried families. In J. HARVEY & Α. WENZEL (Eds.), Close romantίc relatίonshίps: Maίntenance and enhancement. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. COLEMAN, Ρ. (2005, July). Editorial: Uses of reminiscence: Functions and benefits. Agίng & Mental Health, 9, 291-294. COLEN, C., GERONIMUS, Α. , & PHIPPS, Μ. (2006, September). Getting a piece of the pie? The economic boom of the 1990s and declining teen birth rates in the United States. Socίal Scίence & Medίcίne, 63, 1531-1545. CoιrNO, S. (2002, February 26). Problem kid or label?. The Washίngton Post, HEOl. COLLEGE BOARD (2005). 2001 college bound seniors are the largest, most diverse group in history. NewYork: College Board. COLLEΠ, Β. R., G!MPEL, G. Α. , GREENSON, J. Ν., & GUNDERSON, Τ. L. (2001). Assessment of discipline styles among parents of preschool through school-age children. Journal of Psychopathology and Behavίoral Assessment, 23, 163-170. COLLINS, W. (2003). More than myth: The developmental significance of romantic relationships during adolescence. Journal of Research on Adolescence, 13, 1-24. COLLINS, W. & ANDREW, L. (2004). Changing relationships, changing youth: Interpersonal contexts of adolescent development. Journal of Early Adolescence, 24, 55-62. COLLINS, W. & DOOLIΠLE, Α . (2006, December). Personal reflections of funeral rituals and spirituality in a Kentucky African American family. Death Studίes, 30, 957-969. COLLINS, W. Α., GLEASON, Τ , & SESMA, Α. (1997). Internalization, autonomy, and relationships: Development during adolescence. In J. Ε. GRUSEC & L. KUCZYNSKI (Eds.), Parentίng and chίldren 's ίnternalίzatίon of values: Α handbook of contemporary theory (pp. 78-99). New York: Wiley. COLOM, R. , Lιuιs-FONT, 1. Μ. , & ANDRESPUEYO, Α. (2005). The generational intelligence gains are caused by decreasing variance in the lower half of the distribution: Supporting
evidence for the nutrition h~-poιhe--i>.lnldli~ 33,83-91. CoιPrN, Η. & SOENEN, S. , :!()(μ), Bonding. Through an adoptive mother·s e}·es. Midκ·iferγ Today Jnt Mίdwίfe, 70, 30-31. COLTRANE, S. & ADAMS, Μ. (1997). Children and gender. In Τ ARENDELL (Ed.). Conιemporaσ parentίng: Challenges and ίssιιes. Undeπιandίng Famίlίes (Vol. 9, pp. 219-253). Thousand Oaks. CA: Sage. CΟΜΜΙΠΕΕ ΟΝ CH!LDREN, ΥουτΗ Α.-..υ FA.\ULIES (1994). When you need chίld day care. Washington, DC: American Psychological Association. CΟΜΡτΟΝ, R. & WEISSMAN, D. (2002). Hemispheric asymmetries in global-local perception: Effects of individual differences in neuroticism. Lateralίty, 7, 333-350. COMUNIAN, Α. L. & GΙELEN, U. Ρ. (2000). Sociomoral reflection and prosocial and antisocial behavior: Two ltalian studies. Psychologίcal Reports, 87, 161-175. CONDrτ, V. (1990). Anorexia nervosa: Levels of causation. Human Nature, 1, 391-413. CONDLY, S. (2006, May). Resilience in children: Α review of literature with implications for education. Urban Educatίon, 41,211-236. CONDRY, J. & CONDRY, S. (1976). Sex differences: Α study of the eye of the beholder. Chίld Development, 47, 812-819. CONEL, J. L. (1930/1963). Postnatal development of the human cortex (Vols. 1-6). Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. CONKLIN, Η. Μ. & IACONO, W. G. (2002). Schizophrenia: Α neurodevelopmental perspective. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 11' 33-37. CONN, V. S. (2003). lntegrative review of physical activity intervention research with aging adults. Journal of the Amerίcan Gerίatrίcs Socίety, 51, 1159-1168. CONNELL-CARRICK, Κ. (2006). Early child care and early child development: Major findings of the NICHD Study of Early Child Care. Chίld Welfare Journal, 85, 819-836. CONNER, Κ. & GOLDSTON, D. (2007, March). Rates of suicide among males increase steadily from age 11 to 21: Developmental framework and outline for prevention. Aggressίon and Vίolent Behavίor, 12(2), 193-207. CONNOR, R. (1992). Crackίng the over-50 job markeι. New York: Penguin Books. CONSED~Έ. Ν .. 1>1AGAI, C., & ΚING, Α. (2004). Deconstructing positive affect in later life: Α differential functionalist analysis of joy and interest.Jnιemarίonal Joιιmal ofAgίng & Human Deι:e/opmenι. 58. ~9-68. Co:->Π'-.ΈLU. L (_2006. December 24). From boxing to books. Buffalo ,\'eκ·s. p. Β3. Cοοκ. Α. S. δ:. Oιnε-l!RL">;S. Κ. Α. (1989). Dyίng and grieι.-ιnι:· L ψ:span and faιnίly perspectίves. Ne\\ York: HolL Rinehan & Winston. COON. Κ. D.. MYERS. :\. J.. CRAIG, D. W., WEBSTER, 1. Α.. ΡΕ.~:., 1. \',. Lr.\CE. D. Η., ΖΙSΜΑΝΝ, V. L.. BEACH. Τ. G.• LEι-NG. D., BRYDEN, L., liALPE.R.ι'-.:. R .. F.. MARLO\\Έ. L., KALEEM, Μ.,
371
\\'ALΚER , D. G., RAVJD, R., HEWARD, C. Β., ROGERS, J., PMASSOτiROPOULOS, Α., REIMAN, Ε. Μ. , HARDY, J., & STEPHAN, D. Α. (2007). Α high-density whole-genome association study reveals that ΑΡΟΕ is the major susceptibility gene for sporadic late-onset Alzheimer's disease. Joιιrnal of Clίnίcal Psychίatry, 68, 613-618. COONS, S. & GUΙLLEMINAUιτ, C. (1982). Developments of sleep-wake patterns and non-rapideye-movement sleep stages during the first six months of life in normal infants. Pedίatrίcs, 69(6)' 793-798. COOPER, Η. & ΥΑLΕΝτΙΝΕ, J. (2001). Using research to answer practical questions about homework. Educatίonal Psychologίst, 36, 143-153. COOPERSTOCK, Μ. S., BAKEWELL, J., HERMAN, Α., & ScHRAMM W. F. (1998). Effects of fetal sex and race ση risk of very preterm birth in twins. Amerίcan Journal of Obstetrίcs & Gynecology, 179,762-765. COPPLE, C. & BREDEKAMP, S. (1997). Deve/opmental approprίate practίce ίn early chίldhood programs (Revised ed.). Washington, DC: National Association for the Education ofYoung Children. CoRBALLIS, Ρ. (2003). Visuospatial processing and the right-hemisphere interpreter. Braίn & Cognίtίon, 53,171-176. CORCORAN, J. & PILLAI, V. (2007, January). Effectiveness of secondary pregnancy prevention programs: Α meta-analysis. Research on Socίal Work Practίce, Ι 7, 5-18. CORDόN, I. Μ., ΡΙΡΕ, Μ., SAYFAN, L., MELINDER, Α., & GooDMAN, G. S. (2004). Memory for traumatic experiences in early childhood. Developmental Revίew, 24, 101-132. CORLISS, J. (1996, October 29). Alzheirner's in the news. HealthNews, 1-2. CORR, C. & DοκΑ, Κ. (2001 ). Master concepts in the field of death, dying, and bereavement: Coping versus adaptive strategies. Omega: Journal of Death & Dyίng, 43,183-199. CORR, C., ΝΑΒΕ, C., & CoRR, D. (2006). Deaιh & dyίng, lίfe & lίvίng. Belmont, CA: Thomson Wadsworth. CoscιA, 1., Rrs, Μ., & SuccoP, Ρ. (2003 ). Cognitive development of Iead-exposed children from ages 6 to 15 years: An application of growth curve analysis. Chίld Neιιropsγcholo~; 9,10-21. COSTA, Ρ. Τ & McCRAE, R. R. (19971. Longitudinal stability of adult personality. In R. HOGAN, J. Α. JOHNSON, & S. R. BRIGGS (Eds.), Handbook of personalίty psychology (pp. 269-290). San Diego, CA: Academic Press. CosτA, Ρ. & McCRAE, R. (2002). Looking backward: Changes in the mean levels of personality traits from 80 to 12. In D. CERYONE & W. MrSCHEL (Eds.), Advances ίn personalίty scίence. New York: Guilford Press. CosτA, Ρ. τ., JR. & McCRAE, R. R. (1988). Personality in adulthood: Α six-year longitudinal study of self-report and spouse ratings on the ΝΕΟ Personality Inventory. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 54, 853-863. CosτA , Ρ. Τ., JR. & McCRAE, R. R. (1989).
372
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Personality continuity and the changes of adult life.ln Μ. STORANDT & G. R.VANDENBos (Eds.), The adιι/t years: Contίnuίty and change. Washington , DC: American Psychological Association. Cοsτειιο, Ε. , CΟΜΡΊΌΝ, S., & KEELER, G. (2003). Relationships between poverty and psychopathology: Α natural experiment. Journal of the Amerίcan Medίcal Assocίatίon, 290, 2023-2029. Cοsτειιο, Ε ., SUNG, Μ., WORTHMAN, C., & ΑΝοοιο, Α. (2007, Apήl). Pubertal maturation and the development of alcohol use and abuse. /).rug and Alcohol Dependence, 88, S50-S59. Co τΕ, J. (2005). Editor's introduction. 1dentίty, 5, 95-96. COUPERUS, J. & NELSON, C. (2006). Early brain development and plasticity. Blackwell handbook of early chίldhood deve/opment. New York: Blackwell Publishing. COURCHESNE, Ε., CARPER, R., & AKSHOOMOFF, •. (2003). Evidence of braίn overgrowth in the fir;ι ~ear oflife ίn autίsm.Journal ofthe Amerίcan Medίcal Assocίatίon, 290, 337-344. Coι:zι.'i, J. (2002, June 21 ). Quirks of fetal envίron ment felt decades later. Scίence, 296,2167-2169. CowAN, C. Ρ. & CowAN, Ρ. Α. (1992). When partners become parents. New York: Wiley. CowAN, Ν., SAuιτs, J., & Ειιιοτ, Ε. (2002). The search for what is fundamental in the development of workίng memory. ln R. ΚΑΙL & Η. Rεεsε (Eds.), Advances ίn chίld deve/opment and behavίor (Vol. 29). San Diego: Academic Press. Cοwοιιι, D. 0. & HOLMES, ι. D. (1972). Agίng and modernίzatίon. New York: AppletonCentury-Crofts. Cοwοιιι, D. Ο. (1968). The social lίfe of the aging in Thailand. Gerontologίst, 8, 159-163. CO\\"LEY, G. (2000, January 31). Alzheimer's: Unlockίng the mystery. Newsweek, 46-51. Cox, C., ΚοτcΗ, J., & EvεRSON, Μ. (2003). Α longitudinal study of modifyίng influences in the relationship between domestic violence and child maltreatment. Journal of Famίly Vίolence, 18,5-17. CRAΙK, F. & SALTHOUSE, Τ. Α. (Eds.) (1999). The handbook of agίng and cognίtίon (2nd ed.). Mahwah, NJ: Erlbaum. CRAΙK, F. Ι. Μ. (1994). Memory changes ίn normal aging. Current Dίrectίons ίn Psycho/ogίcal Scίence, 3, 155-158. CRANE, Ε. & MORRΙS, J. (2006). Changes in maternal age in England and Wales - lmplications for Down syndrome. Down Syndrome: Research & Practίce, 10,41-43. CRAΠY, Β. (1979). Perceptua/ and motor deve/opment ίn ίnfants and chίldren (2nd ed.). Englewood Clίffs, NJ: Prentice-Hall. CRAΠY, Β. (1986). Perceptιιal and motor development ίn ίnfants and chίldren (3rd ed. ). Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. CRAWFORD, D., Ηουτs , R. , & HUSTON, Τ. (2002). Compatiability, leisure, and satisfaction in marital relationships. Joιιrnal of Marrίage & Famίly, 64, 433-449. CRAWFORD, Μ., & UNGER, R. (2004). ~Vomen and
gender: Α femίnίst psychology (4th ed). ew York: McGraw-Hill. CRAWLEY, Α., ANDERSON, D., & SANτOMERO, Α. (2002). Do children learn how to watch television? The impact of extensive experience with Blue's Clues on preschool children 's television viewίng behavior. Journal of Communίcatίon, 52,264-280. CREWS, D. (1993). The organizational concept and vertebrates without sex chromosomes. Braίn, Behavίor, and Evolιιtίon, 42, 202-214. CRιcκ, Ν. R., CASAS, J. G., & Κυ, Η. (1999). Relational and physical forms of peer victίrniza tion in preschool. Developmental Psychology, 35, 376-385. CRιsr, Α. , GowεRs, S., JouoHιN, Ν. , Μc CιειιΑΝο, ι. , ROONEY, Β., NΙELSEN, S., et al. (2006, May). Anorexia nervosa in males: Similaήties and dίfferences to anorexia nervosa in females. Eιιropean Eatίng Dίsorders Revίew, 14, 163-167. CRΙSS, Μ. & SHAw, D. (2005). Siblίng relationships as contexts for delinquency training ίn low-income farnilies. Journal of Famίly Psycho/ogy, 19,592-600. CRΙTSER, G. (2003). Fat land: How Amerίcans became the fattest peop/e ίn the world. Boston: Houghton Mίfflin. CROCKENBERG, S. & ιεεRΚΕS, Ε. (2003). lnfant negative emotionality, caregiving, and family relationships. In Α. CRouτεR & Α. Boom, (Eds.), Chίldren 's ίnfluence on famίly dynamίcs: The neg/ected sίde of famίly relatίonshίps (pp. 57-78). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. CROCΚEΠ, ι. J. & CROUτER, Α. C. (Eds.) (1995). Pathways throιιgh adolescence: 1ndίvίdua/ development ίn re/atίon to socίal contexts. Hillsdale, NJ: Erlbaum. CROSNOE, R. & ELDER, G. Η. , JR. (2002). Successful adaptation ίn the later years: Α life course approach to aging. Socίal Psychology Quarterly, 65, 309-328. CROWLEY, Β., HAYSLIP, Β. , & HOBDY, J. (2003). Psychological hardiness and adjustment to life events in adulthood. Journal of Adult Development, 10,237-248. CROWLEY, Κ. , CALLAMAN, Μ. Α. , τεΝΕΝΒΑUΜ, Η. R., & ΑιιεΝ, Ε. (2001). Parents explain more often to boys than to girls during shared scientific thinkίng. Psychologίcal Scίence, 12, 258-261. CROWτHER, Μ. & RODRΙGUEZ, R. (2003). Α stress and coping model of custodial grandparenting among African Ameήcans. ln Β. HAYSL!P & J. PATRΙCK (Eds.), Workίng wίth custodίal grandparents. New York: Springer Publishing. CRUΠHLEY, Α. (2003). Bilingualism in development: ιanguage, literacy and cognition. Chίld Language Teachίng & Therapy, 19, 365-367. CRUZ, Ν. & ΒΑΗΝΑ, S. (2006, October). Do foods or additives cause behavior disorders? Psychίatric Annals, 36,724-732. CuooY, Α. J. C. & Fιsκε, S. τ. (2004). Doddering but dear: Process, content, and function in
stereotypίng
of older persons. ln τ. ΝειsοΝ (Ed. ), Ageίsm: Stereotypίng and prejιιdίce agaίnst older persons. Cambridge, ΜΑ: ΜΠ Press. CuιBERτsON, J. ι. & GYURKE, J. (1990). Assessment of cognitive and motor development ίn infancy and childhood. In J. Η. JOHNSON & J. GOLDMAN (Eds.), Developmental assessment ίn clίnίcal chίld psychology: Α handbook (pp. 100-131). NewYork: Pergamon Press. CuιVER, ν. (2003, August 26). Funeral expenses overwhelm survivors: $10,000-plus tab often requires aid. The Denver Post, p. Β2. CuMMINGS, Ε. & HENRY, W. Ε. (1961). Growing old. New York: Basic Books. CUMMΙNGS, Ε. Μ. , IΑΝΝΟΠΙ , R. J., & ZAHNWAXLER, C. (1989). Aggression between peers in early childhood: Individual continuity and developmental change. Chίld Development, 60, 887-895. CuNNINGHAM, J. D. & ΑΝτιιι, J. Κ. (1994). Cohabitation and marriage: Retrospective and predictive comparisons. Journal of Socίal and Personal Relatίonshίps, 11,77-93. CuRτιs, W. J. & CJccHεπι, D. (2003). Moving research on resilience into the 21st century: Theoretical and methodological considerations in examining the biological contributors to resilience. Development and Psychopathology, 15,126-131. CYNA, Α. Μ. , ANoREw, Μ. Ι. , & McAuιιFFE, G. ι. (2006). Antenatal self-hypnosis for labour and childbirth: Α pilot study. Anaestheology 1ntensive Care, 34, 464-4699. CYNADER, Μ. (2000, March 17). Strengthening visual connections. Scίence, 287, 1943-1944. DAHL, Ε. & BΙRKELUND, Ε. (1997). Health inequalities ίn later life ίn a social democratic welfare state. Socίal Scίence & Medίcίne, 44, 871-881. DΑΙΝΤΟΝ, Μ. (1993). The myths and misconceptions of the step-mother identity. Family Relatίons, 42,93-98. DALEY, Κ. C. (2004). Update on sudden infant death syndrome. Current Opίnion in Pedίatrics, 16, 227-232. DALY, Τ & FELDMAN, R. S. (1994). Benefits of social integration for typical preschoolchildren. Unpublished manuscript. DAMON, W. (1983). Socίal and personalίty development. New York: Norton. DAMON, W. & HART, D. (1988). Se/f-understandίng ίn chίldhood and adolescence. New York: Cambήdge University Press. DANHAUER, S., MCCANN, J., & GILLEY, D. (2004). Do behavioral disturbances in persons with Alzheimer's disease predict caregiver depression over time?. Psychology & Agίng, 19, 198-202. DANΙELS, Η. (Ed.). (1996). An ίntroductίon ιο Vygoιskγ. NewYork: Routledge. DA,'iiELS. Η. (2006, February). The 'Social' in post-Vygotskian theory. Theory & Psychology, 16, 37-49. DMREΠO. Μ ., DAVIES, Μ. S., PFEIFER, J. Η. , Scoπ. Α. Α .. SιGMAN, Μ. , BooκHERMER , S. Υ.. & IACOBO:-<. Μ. (2006). Understanding emotions in others: Mίrror neuron dysfunction in
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
children with autism spectrum disorders. Nature anιl Neιιroscίence, 9, 28-30. DARE, W. Ν., NORONHA, C. C., KUSEMIJU, 0. Τ , & 0KANLAWON, 0. Α. (2002). The effect of ethanol ση spermatogenesis and fertility in male Sprague-Dawley rats pretreated with acetylsalicylic acid. Nίgerίa Postgraduate Medίcal Joιιrnal, 9, 194-198. DARNTON, Ν. (1990, June 4). Mommy νs. Mommy. News1veek, 64-67. DASEN, Ρ., lNHELDER, Β. , LAVALLEE, Μ. , & REτsCHΠZKI, J. (1978). Naίssance de l'ίntellίgence chez /'enfant Baoule de Cδιe d'lvoίre. Berne: Hans Huber. DASEN, Ρ., ΝGΙΝΙ, ι., & LAVALLEE, Μ. (1979). Cross-cultural training studies of concrete opera tions. ln ι . Η. ECKENBERGER, W. J. ιοΝΝΕR, & Υ. Η . POORτiNGA (Eds.), Crosscιιltura/ contrίbutίons to psychology. Amsterdam: Swets & Zeilinger. DASEN, Ρ. R. (2000). Rapid social change and the turmoil of adolescence: Α cross-cultural perspective. Internatίonal Journal of Group Tensίons, 29, 17-49. DASEN, Ρ. R. & MISHRA, R. C. (2002). Crosscu\tura\ views on human development in the third millennium. In W. W. HARTUP & R. Κ. SιιBEREISEN (Eds.), Growίng poίnts ίn developιn enta l scίence: An ίntroductίon. Philadelphia, ΡΑ: Psychology Press. DAVEY, Μ. (2007, June 2). Kevorkian freed after years in prison for aiding suicide. The New York rίmes,
p. Α1.
DΑνεν, Μ., ΕΑκ εR,
D. G., & WΑιτεRs , ι. Η. (2003). Resilience processes in adolescents: Personality profiles, self-worth, and coping. Joιι rnal of Adolescent Research, 18, 347-362. DAVEY, S. G., FRANKEL S., & YARNELL, J. (1997). Sex and death: Are they related? Findings from tl1e Caerphilly Cohort Study. Brίtίsh Medίcal Joιιrnal, 315, 1-4. DAVIDSON, J. Κ. , DARLING, C. Α. , & NORTON, L. ( l 995). Religiosity and the sexuality of women: Sexual behavior and sexual satisfaction revisited. Journal of Sex Research, 32, 235-243. DAVIDSON, R. J. (2003). Affective neuroscience: Α case for interdisciplinary research. ln F. KESSEL & Ρ. L. ROSENFIELD (Eds.), Expandίng the boundarίes of health and socίal scίence: Case stιιdίes ίn ίnterdίscίplίnary ίnnovatίon. ιondon: Oxford University Press. DAVIDSON, τ. (1977). Wifebeating: Α recurring phenomenon throughout history. Ιπ Μ. Rov (Ed.), Battered women: Α psychosocίologίcal sιudy of domestίc vίolence. New York: Yan Nostrand Reinhold. DAVIES, Ρ. G., SPENCER, S. J. , & SτεΕLΕ, C. Μ. (2005). Clearing the air: ldeπtity safety moderates the effects of stereotype threat ση women 's leadership aspirations. Journal of Personalίty & So cίal Psychology, 88,276-287. DAVIES, Ρ. Τ, HAROLD, G. Τ , GOEΚE-MOREY, Μ. C., & CUMMINGS, Ε. Μ . (2002). Child emotioπa\ secuήty and interparental conflict. Monographs of the Socίety for Research ίn Chίld Developmenι, 67.
DAVIES, S. & DΕΝτΟΝ, Μ. (200:!). The economίc we\1-being of older women vι· ho become divorced or separated in mid- or later life. Canadίan Journal on Agίng, 21. -177~93. DAVIS, Α. (2003). Your dί1·orce. )ΌUr dollars: Fίnancίal plannίng before, durίng. and after dίvorce. Bellingham, WA: Self-Counsel Press. DAVIS, C. & NOLEN-HOEKSEMA, S. (2001). Loss and meaning: How do people make sense of loss?. Amerίcan Behavίoral Scίentίst, 44,726-741. DAVIS, D., SHAVER, Ρ. , WΙDAMAN. Κ., VERNON, Μ., FOLLEΠE, W., & Βεrτz, Κ. (2006, December). <>: Insecure attachmeπt , inhibited sexual communication, and sexual dissatisfaction. Personal Relatίonshίps, 13, 465-483. DAVΙS , Μ. & EMORY, Ε. (1995). Sex differences in πeonatal stress reactivity. Chίld Development, 66, 14-27. DAVIS-ΚEAN, Ρ. Ε . & SANDLER, Η. Μ. (2001). Α meta-analysis of measures of self-esteem for young children: Α framework for future measures. Chίld Developnιent, 72, 887-906. DAVΙSON, G. C. (2005). Issues and πonissues in the gay-affirmative treatment of patients who are gay, lesbian, or bisexual. Clίnίcal Psychology: Scίence & Practίce, 12, 25-28. DE ANDA, D. & BECERRA, R. Μ. (2000). Απ overview of <>. Journal of Multίcultural Socίal Work, 8(1-2), 1-14. DE BRUYN, Ε., & CιιιεssεΝ, Α. (2006, November). Popularity in early adolescence: Prosocial and antisocial subtypes. Journal of Adolescent Research, 2Ι, 607-627. DE GELDER, Β. (2000). Recogniziπg emotioπs by ear and by eye.ln R. D. ιΑΝΕ & L. NADEL et al. (Eds.), Cognίtίve neuroscίence of enιotίon. Serίes ίn affectίve scίence. New York: Oxford University Press. DE JESUS MORENO MORENO, Μ. (2003). Cognitiνe improvement in mild to moderate Alzheimer's dementia after treatment with the acetylcholine precursor choline alfoscerate: Α multiceπter, double-blind, randomized, placebo-controlled trial. Clίnίcal Therapeutίcs: The Internatίonal Peer-Revίewed Journal of Drug Therapy, 25, 178-193. DE LEO, D., CONFORτι, D., & CAROLLO, G. (1997). Α century of suicide ίπ Italy: Α comparison between the old and the young. Suίcίde & Lίfe Threaιenίng Behavίor, 27, 239-249. DE MEERS\tA!"'. R. & SτειΝ, Ρ. (2007, February). Vagal modulation and aging. Bίologίcal Psyclιologγ, 74.165-173. DE Ο~ιs. ~1.. GARZA. C., 0NYANGO, Α. W., & BORGHI. Ε. (2007). Comparison of the WHO child grovι1h standards and the CDC 2000 gro\\1h charts.Joumal of Nutrίtίon, 137,144-148. DE ROS'\AY~ Μ.. COOPER, Ρ., TSIGARAS, Ν. , & ML"RRAY. L (2006. August). Transmission of social an:rieι~· from mother to infant: Απ eφerimental stu~ using a social referencing paradi~ &Juιviour Research and Therapy, 44, 1165-llί5.
DE
RστΕ.'\'., Υ~ FA\ΈL =--.
& DRAPEAU, Μ. (2003).
373
Two studies ση autobiographical narratives about aπ emotional eveπt by preschoolers: Influence of the emotions experienced and the affective closeness with the interlocutor. Early Clιίld Development & Care, 173, 237-248. DE SCH IPPER, Ε. J., RΙKSEN-WALRAVEN, J. Μ., & GEURTS, S. Α. Ε. (2006). Effects of childcaregiver ratio ση the interactions between caregivers and children in child-care centers: Απ experimental study. Chίld Development, 77, 861-874. DE Sτ. AUBIN, Ε., & McADAMS, D. Ρ. (Eds) (2004). The generatίve socίety: Carίng for ftιture generatίons. Washington, DC: Americaπ Psychological Association. DE Sτ. AUBIN, Ε., McADAMS, D. Ρ. , & ΚιΜ, τ. c. (Eds.) (2004). The generatίve socίety: Carίng for Juture generatίons. Washington, DC: American Psychological Associatioπ. DE VRIES, Β., DAVΙS, C. G., WORτMAN, C. Β ., & LEHMAN, D. R. (1997). Long-term psychological and somatic consequences of later life parental bereavement. Omega - Journal of Death & Dyίng, 35,97-117. DEAKIN, Μ. Β. (2004, May 9). The (new) parent trap. Boston Globe Magazίne, pp. 18-21,28-33. DEATER-DECKARD, Κ. & CAHILL, Κ. (2006). Nature and nurture in early childhood. Blackwell handbook of early chίldhood development (pp. 3-21). NewYork: Blackwe\1 Publishing. DEAUX, Κ . (2006). Α nation of immigrants: ιiving our legacy. Joιιrnal of Socίal Issues, 62,633-651. DEAUX, Κ., REIND, Α. , MIZRAHI, Κ., & ErniER, Κ. Α. (1995). Parameters of social identity. Journal of Personalίty αιιd Social Ps)·chιιlιιg}; 68, 280-291. DEB, S. & ADAK, Μ. (2006. Jul)). Corporal punishment of children: Attitude. practice and perception of parents. Socίal Scίeιιce Iιιterιιatίonal, 22,3-13. DECARRIE, Τ G. (1969). Α study ο( the mental and emotional development of the thalidomide child. In Β. Μ. Foss (Ed.). Determίιιants of ίnfaιιt behavίor (Vol. 4). London: Methuen. DECASPER,A. J. & FIFER, W. Ρ. (1980). Ofhumaπ bondiπg: Newborns prefer their mother~· voices. Scίeιιce, 208, 1174-1176. DECASPER, Α. J. & PRESCOΠ, Ρ. (1984). Human newborns' perception of male γοίce': Preference, discrimination, and reinforcing value. Developmeιιtal Psychobίology, Ι 7, 481-491 DECASPER, Α. J. & SPENCE, Μ. J. (1986). Prenatal material speech influences newborns' perception of speech sounds. Ιιιfαιιt Behavίor αιιd Developmeιιt, 9, 133-150. DECASTRO, J. (2002). Age-related changes in the social, psychological, and temporal influences ση food intake in free-liviπg, healthy, adult humans. Journals of Gerontology: Serίes Α: Bίologίcal Scίeιιces
&
Medίcal Scίeιιces, 57Α,
Μ368-Μ377.
Dεcετν,
J. & JACKSON, Ρ. neuroscience perspective
ι.
(2006). Α socialempathy. Current Dίrectίons ίιι Psychologίcal Scίeιιce, 15, 54-61. DECHATEAU, Ρ. (1980). Parent-neonate interaction and its loπg-term effects. Ιπ Ε. G. SIMMEL ση
374
ΒΙΒ.\ΪΟΓΡλ.Φlλ
(Ed.). Eart.~ e.ψerίences and early behavίor. New York: Academic Press. DEFORCΉE. Β.. Dε BOURDEAUDHUIJ, l., & TANGHE, Α. (2006, May). Attitude toward physical activity in normal-weight, overweight and obese adolescents. Journal of Adolescent Health, 38, 560-568. DEFRAIN, J., MARTENS, ι. , STORK, J., & STORK, W. (1991 ). The psychological effects of a stillbirth on surviving family members. Omega - Joιιrnal of Death and Dyίng, 22,81-108. DεGENOVA , Μ. Κ. (1993). Reflections of the past: New variables affecting life satisfaction in later life. Educatίonal Gerontology, 19, 191-201. DEGNEN, C. (2007). Minding the gap: The construction of old age and oldness amongst peers. Joιιrnal of Agίng Stιιdίes, 21, 69-80. DEH AENE- ιAMBERτz, G., HERTZ-PANNIER, ι. , & DuBoιs, J. (2006). Nature and nurture in language acquisition: Anatomical and functional brarn-imaging studies in infants. Neuroscίences, 29, Specίal ίssue: Ναιιιre and nurture ίn braίn d~·elopnιenι and ΙU!urologίcal dίsorders, 367-373. DEH-\RT. Τ. PELHAM, Β., & ΤΕΝΝΕΝ, Η. (2006, January ). \\'hat lies beneath: Parenting style and implicit self-esteem. Joιιrnal of Experί mental Socίal Psychology, 42, 1-17. 0EJΙN-ΚA.RLSSON, Ε., HANSON, Β. S., 0ESYERGREN, Ρ. 0., SJOEBERG, Ν. 0., & MARSAL, κ. (1998). Does passive smoking in early pregnancy increase the risk of small-for-gestational age infants? Amerίcan Joιιrnal of Publίc Health, 88, 1523-1527. DELANEY, C. Η. (1995). Rites of passage in adolescence. Adolescence, 30, 891-897. Dειιsι , ι. & FLEΙSCHHAΚER , W. (2007). Schizophrenia research in the era of the genome, 2007. Cιιrrent Opίnίon ίn Psychίatry, 20, 109-110. Dεu. D. ι. & SτEWART, D. Ε. (2000). Menopause and mood. Is depression linked with hormone changes?. Postgraduate Medίcίne, 108, 34-36, 39-Β.
DELL\IANN-JENΚINS , Μ.
& ΒRΙΠΑΙΝ, ι. (2003). Young adults' attitudes toward filial responsibility and actual assistance to elderly family members. Journal of Applίed Gerontology, 22, 214-229. DειοΑCΗΕ, J. S. & GΟΠLΙΕΒ, Α. (2000). Α world of babίes: Imagίned chίldcare guίdes for seven socίetίes. NewYork: Cambήdge University Press. οεινΑ, J., Ο 'ΜΑιιεv, Ρ. , & JoHNsτoN, ι. (2006, October). Racial/ethnic and socioeconomic status differences in overweight and healthrelated behaviors among American students: National trends 1986-2003. Joιιrnal ofAdolescent Health, 39, 536-545. DEMAREE, Η. Α. & EVERHART, D. Ε. (2004). Healthy high-hostiles: Reduced parasympathetic activity and decreased sympathovagal flexibility duήng negative emotional processing. Personalίty and Indίvίdual Dίfferences, 36, 457-469. DEMBNER, Α. (1995, October 15). Marion Mealey: Α determination to make it. Boston G/obe. p. 22. DEM IR, Α., UιuSOY, Μ. , & ULUSOY, Μ. (2003). Investigation of factors influencing burnout levels in the professional and private li\·es of
nurses. Internatίonal Journal of Nιιrsing Srudίes, 40,807-827. DΕΝΙΖΕτ-ιεwιs , Β. (2004, May 30). Friends, friends with benefits and the benefits of the local mall. New York Yίmes Magazίne, pp. 3035,54-58. DENNIS, Τ Α. , COLE, Ρ. Μ., ΖΑΗΝ- WEXLER, C., & Μιz uτΑ, Ι. (2002). Self in context: Autonomy and relatedness in Japanese and U.S. motherpreschooler dyads. Chίld Development, 73, 1803-1817. DENNΙS, W. (1966a). Age and creative productivity. Joιιrnal ofGerontology, 21,1-8. DENNΙS , W. (1966b). Creative productivity bet ween the ages of 20 and 80 years. Journal of Gerontology, 11,331-337. DENNISON, Β. , EDMUNDS, ι., STRAΠON, Η. , & PRUZEK, R. (2006). Rapid infant weight gain predicts childhood overweight. Obesίty, 14, 491-499. DεΝοιιετ, J. (2005). DS14: Standard assessment of negative affectivity, social inhibition, and Type D personality. Psychosomatίc Medίcίne, 67,89-97. DεPAULO, Β. (2004). The scίentίfic study of people who are sίngle: An annotated bίblίography. Glendale, CA: Unmarried America. DEPAULO, Β. Μ. & MORRΙS W. ι. (2006). The unrecognized stereotyping and discrimination against singles. Current Dίrectίons in Psychologίcal Scίence, 15,251-254. DER, G., ΒΑΠΥ, G., & DEARY, Ι. (2006). Effect of breast feeding on intelligence in children: Prospective study, sibling pairs analysis, and meta-analysis. BMJ: Brίtίsh Medίcal Joιιrnal, 333,723-732. DεR , G., & DEARY, I. (2006, March). Age sex differences in reaction time in adulthood: Results from the United Kingdom health and lifestyle survey. Psychology and Aging, 21 (1 ), 62-73. DERVΙC , Κ. , fRΙEDRΙ CH , Ε., 0QUENDO, Μ ., VORACEK, Μ. , fRΙEDRICH, Μ ., & SONNECK, G. (2006, October). Suicide in Austrian children and young adolescents aged 14 and younger. European Chίld & Adolescent Psychίatry, 15, 427-434. DESHIELDS, Τ , ΤΙΒΒS, Τ, FAN, Μ. Υ. , & TAYLOR, Μ . (2005, August 12). Differences in patterns of depression after treatment for breast cancer. Psycho-Oncology, published online,John Wiley & Sons. DESMARIAS, S. & CuRτιS, J. (1997). Gender and perceived pay entitlement:Testing for effects of experience with income. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 72,141-150. DESOETE, Α. , ROEYERS, Η ., & DE CLERCQ, Α . (2003). Can offline metacognition enhance mathematical problem solving?. Journal of Edιιcatίonal Psychology, 95, 188-200. DESPELDER, ι . & STRΙCKLAND, Α. ι. (1992). The last dance: Encounterίng death and dying (3rd ed.). Palo Alto, CA: Mayfield. DEURENBERG, Ρ. , 0EURENBERG-YAP, Μ. , & GURΙCCI, S. (2002). Asians are different from Caucasians and from each other in their body
mass index/body fat percent relationship. Obesίty Revίew, 3, 141-146. DEVENY, Κ . (1994, December 5). Chart of kindergarten awards. The Wa/1 Streeι Journal. p. Β1. DEVΙLLIERS, Ρ. Α. & DEVΙLLIERS, J. G. (1992). ιanguage development. ln Μ. Η . BORNSTEΙN & Μ . Ε. ιΑΜΒ (Eds.), Developmenιal psychology: An advanced ιextbook. Hillsdale, NJ: Erlbaum. D EVLΙ N, Β. , DANIELS, Μ. , & ROEDER, Κ. (1997). τhe heritability of IQ. Nature, 388, 468-471. DEVRΙES, Μ . W. (1984). Temperament and infant mortality among the Masai of East Africa. Amerίcan Journal of Psychίatry, 141 , 1189-1194. DEVRΙES, R. (1969). Constancy of generic identity in the years 3 to 6. Monographs of the Socieιy for Research in Chίld Development, 34 (3. Serial Νο . 127). DεVRΙES , R. (2005). Α pleasίng bίrth. Philadelphia, ΡΑ : Temple Universi ty Press. DεWιπ, Ρ. Μ. (1992). The second time around. Amerίcan D emographίcs, 14,60-63. DEY, Α. Ν. & BLOOM, Β. (2005). Summary health statistics for U.S. children: National Health lnterview Survey, 2003. Vίtal Health Statίstίcs /0(223) , 1-78. DΙAMBRA , ι. & MENNA-BARREτJO, L. (2004). Infradian rhythmicity in sleep/wake ratio in developing infants. Chronobίology lnιernaιiona/, 21, 217-227. DΙAMOND, ι. (2003a). ιονe matters: Romantic relationships among sexual-minoήty adolescents. In Ρ. FιoR SHEΙM (Ed.), Adolescenι romantίc relatίons and se.rιιal behavίor: Theory, research, and practίcal ίmplίcations. Mahwah. NJ: Lawrence Erlbaum Associates. DΙAMOND, ι. (2003b). Was it a phase? Young women 's relinquishment of lesbian/bisexual identities ove r a 5-year period. Journal of Personalίty & Socίal Psychology, 84, 352-364. DΙAMOND, ι. & SAVIN-WΙLLIAMS, R. (2003). τhe intimate relationships of sexual-minority youths. ln G. ADAMS & Μ. BERZONSKY (Eds.), 8 /ackwe/1 handbook of adolescence. Malden. ΜΑ: Blackwell Publishers. Dι cκ , D., Ro sε, R., & ΚΑΡRΙΟ, J. (2006). The next challenge for psychiatric genetics: Characterizing the risk associated with identified genes. Annals of Clίnίcal Psychίatry, 18, 223-231. Dι cκ, D. Μ. & Rosε, R. J. (2002). Behavior genetics: What 's new? What's next?. Cιιrrenι Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 11 .70-74. DΙENER, Ε. (2000). Subjective well-being: τhe science of happiness and a proposal for a national index. Amerίcan Psychologίst, 55. 34-43. DιENER, Ε. , ΟιsΗι , S., & ιucAs , R. (2003). Personality, culture, and subjective wel l-being: Emotional and cognitive evaluations of life. Annual Revίew of Psychology, 54, 403-425. DΙEYER, J., FIELD, Τ, & HERNANDEZ-REΙF, Μ. (2003). Stable preterm infants gain more weight and sleep less after five days of massage therapy. Joιιrnal of Pedίatrίc Psychology, 28. 403-411. DιετΕR, J., fΙELD, Τ. , HERNANDEZ-REΙF, Μ .. EMORY, Ε. & REDZEPI , Μ. (2003). Preterm
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
infants gain more weight and sleep less following 5 days of massage therapy. Journal of Pedίatrίc Psychology, 28, 403-411. Dιετz, W. (2004). Overweight in childhood and adolescence. New England Journal of Medίcίne, 350, 855-857. DιΕτz, W. Η. & SτERN, L. (Eds.). (1999). Amerίcan Academy of Pedίatrίcs guίde to your chίld's nutrί tίon: Makίng peace at the table and buίldίng healthy eatίng habίts for lίfe. New York: Villard. DιGJOVANNA, Α. Ο. (1994). Human agίng: Bίolo gίcal perspectίves. New York: McGraw-Hi\1. DILALLA, L. F., 'ΙΊ-ιΟΜΡSΟΝ, L. Α. , PLOMIN, R. , PHILLIPS, Κ. , FAGAN, J. F., ΗΑΠΗ , Μ. Μ. , CYPHERS, L. Η. , & FULKER, D. W. (1990). lπfaπt predictors of preschool aπd adult JQ: Α study of iπfaπt twiπs aπd their pareπts. Developmental Psychology, 26, 433-440. DILDY, Ο. Α. et al. (1996). Very advaπced maternal age: Pregπancy after 45. Amerίcan Journal of Obstetrίcs and Gynecology, 175, 668-674. DILWORTH-BART, J. & MOORE, C. (2006, March). Mercy mercy me: Social iπjustice aπd the preveπtioπ of eπviroπmeπtal pollutaπt exposures amoπg ethnic minority aπd poor childreπ. Chίld Development, 77, 247-265. DΙΜΑΠΕΟ, Μ. R . & ΚΑΗΝ, Κ. L. (1997). Psychosocial aspects of childbirth. Ιπ S. J. 0ALLANT, 0. Ρ. Κ Ε ΠΑ, & R. ROYAK-SCHALER (Eds.), Health care for women: Psychologίcal, socίal, and behavίoral ίnfluences. Washiπgton , DC: Americaπ Psychological Associatioπ. DJON, Κ. L. & DJON, Κ. Κ. (1988). Romaπtic love: Iπdividual aπd cultural perspectives. Ιπ R. J. STERNBERG & Μ. L. BARNES (Eds.), The psychology of love. New Haveπ , CT: Yale U πiversity Press. DIOP, Α. Μ. (1989). The place of the elderly ίπ African society. lmpact of Scίence on Socίety, 153, 93-98. DιΡιετRο, J. Α., B oRNsτEIN, Μ. Η. , & CosηGAN, Κ. Α. (2002). What does fetal movemeπt predict about behavior duriπg the first two years of life?. Developmental Psychobίology, 40,358-371. DIPIHRO, J. Α., CosηGAN, Κ. Α., & GUREWΠSCH, Ε. D. (2005). Materπal psychophysiological chaπge duriπg the secoπd half of gestation. Bίologίcal Psychology, 69, 23-39. DΙΠΜΑΝ, Μ. (2005). Geπeratioπal differeπces at work. Monίtor on Psychology, 36, 54-55. DΙΠΜΑΝΝ, Μ. (2004, November). Α πew face to retiremeπt. Monίtor on Psychology, 35, 78. DIVISJON 44/CΟΜΜΙΠΕΕ ΟΝ LESBJAN, 0ΑΥ. A.'\lJ BISEXUAL CONCERNS JOINT TASK FORCE Ο:> 0UillELINES FOR PSYCHOτHERAPYWΠH LESBIA'\. 0ΑΥ, AND BISEXUAL Cι!ΕΝτS (2000). Guidelines for psychotherapy with lesbiaπ, gay, aπd bisexual clieπ ts. Amerίcan Psychologίst, 55,1440-1451. DIXON, JR., W. Ε. (2004). There's a loπg, loπg wa}' to go. PsycCRΠIQ UES. DIXON, L. & BROWNE, Κ. (2003). The heterogeπeity of spouse abuse: Α review. Aggressίon & Vίolent Behavίor, 8, 107-130. DιχοΝ, R. (2003). Themes ίπ the agiπg of iπtelligeπce: Robust dec\iπe with iπtriguiπ g possibi\ities. Ιπ R. STERNBERG & LAUTREY
(Eds.), Models of
ίntelligence: Jmerruιtional
perspectίves. Washingtoπ,
DC: American Psycho-
logical Associatioπ. & CoHEN, Α. (2003). Cognitί\e deYelopmeπt ίπ adulthood. Ιπ R. LER.'\ΈR & Μ . EASτERBROOKS (Eds.), Haιιdbook of ps}'chology: Developmeιιtal psychology'. Vol. 6. :-;'ew York: Johπ Wiley & Soπs, Ιπc. DMΠRIEVA, J., CHEN, C., & GREE.'ffiERG. Ε. (2004 ). Family relatioπships aπd adolesceπt pS}·chosocial outcomes: Coπvergiπg fiπdiπgs from Eastern aπd Westerπ cultures. Journal of Research οιι Adolesceιιce, 14, 425-447. DooGE, Κ. Α. (1985). Α social iπformatioπ processiπg model of social competeπce iπ childreπ. Ιπ Μ. PERLMUττER (Ed.), Mίnnesota Symposίa on Chίld Psychology, 18, 77-126. DoDGE, Κ. Α. , BATES, J. Ε ., & ΡΕΠΠ, 0. S. (1990, December 20). Mechaπisms iπ the cycle of violeπce. Scίeιιce, 250, 1678-1683. DoDGE, Κ. Α. & COIE, J. D. (1987). Social iπforma tioπ-processiπg factors in reactive aπd proactive aggressioπ in childreπ 's peer groups. Journal of Persoιιalίty αιιd Socίal Psychology, 53, 1146-1158. DooGE, Κ. Α. & CRιcκ, Ν. R. (1990). Social iπformatioπ-processiπg bases of aggressive behavior ίπ childreπ. Persoιιalίty αιιd Socίal Psychology Bulletίn, 16, 8-22. DODGE, Κ. Α. & PRICE, J. Μ. (1994). Οπ the relatioπ betweeπ social iπformatioπ processiπg aπd socially competeπt behavior ίπ early school-aged childreπ. Chίld Developmeιιt, 65, 1385-1397. DODGE, Κ. Α. , LANSFORD, J. Ε., & BURΚS , V. S. (2003). Peer rejectioπ aπd social iπformatioπ processiπg factors ίπ the developmeπt of aggressive behavior problems ίπ childreπ. Chίld Development, 74, 374-393. DOKA, Κ. J. & MERτz, Μ. Ε. (1988). The meaniπg aπd sigπificaπce of great-graπdpareπthood. Gerontologist, 28, 192-197. DOMAN, 0. & DOMAN, J. (2002). How to teach your baby to read. Geπtle Revolutioπ Press. DOMBROWSKI, S., ΝΟΟΝΑΝ, Κ. , & MARτJN, R. (2007). Low birth weight aπd cogπitive outcomes: Evideπce for a gradieπt relatioπship iπ aπ urban. poor, African Americaπ birth cohort. Schoo/ Psychology Qιιarterly, 22, 26-43. DO~fr.\GLΈZ. Η. D., LOPEZ, Μ. F., & MOLINA, J. C. (1999). Interactioπs betweeπ perinatal and πeoπatal associative learπiπg defiπed by coπtίguous olfactory and tactile stimulatioπ. .\'eurobiology· of Learnίng and Memory, 71 , DαοΝ, R.
,-.,, _, ___ ............
Dο,;>.τ.
D. (2006. October). Readiπg their way: balanred approach that increases achievemenι Readin_ f! ιt i\'riting Qιιarterly: Overcomίn_f! Uιunin!! Diffirulties. 22. 305-323. DL ~L S3COX. Ε. & CΑιτRΑΝ, G. (1999). Can ne-a-Όorns
•~15.δ-Sϊ.
375
Dο:>ιΑΝ,
C. (1998). The development of mathematical skills. Philadelphia: Psychology Press. DoNNERSτEIN, Ε. (2005, Jaπuary). Media violeπce aπd children: What do we kπow, what do we do?. Paper preseπted at the aππual National Teachiπg of Psychology meetiπg, St. Petersburg Beach, FL. DORER, Η. , & ΜΑΗΟΝΕΥ, J. (2006). Self-actualizatioπ in the corporate hierarchy. North Amerίcan Journal of Psychology, 8, 397-410. DORESS, Ρ. Β. , S!EGAL, D. L., & ~ MIDLIFE AND Οιο WOMEN Βοοκ PROJEcτ. (1987). Ourselves, growίng older. New York: Simoπ & Schuster. DORN, L., SUSMAN, Ε. , & PONIRAKIS, Α . (2003). Pubertal timiπg aπd adolesceπt adjustmeπt and behavior: Conclusioπs vary by rater. Joιπnal of Youth & Adolescence, 32, 157-167. DORNBUSCH, S., CARLSM!lli, J.. Bι:SH\\'ALL S. RIΠER, Ρ. , LEIDERMAN, Ρ., HAsτORF. Α .. & GRoss, R. (1985). Siπgle pareπts. exteπded households, aπd the coπtrol of adolesceπts. Child Development, 56, 326-341. DOROFAEFF, Τ & DENNY, S. (2006, September). Sleep and adolescence. Do New Zealaπd teeπagers get eπough?. Journal of Paediatrίcs and Chίld Health, 42, 515-520. DoRτcH, S. (1997, September). Hey guys: Hit the books. Amerίcaιι Demographίcs, 4-12. DoussARD-RooSEVELT, J. Α. , PoRGES, S. W., SCANLON, J. W. , ALEMI , Β. , & SCANLON, Κ. Β. (1997). Vagal regulatioπ of heart rate in the predictioπ of developmeπtal outcome for very low birth weight preterrn infaπts. Child Development, 68, 173-186. DOWLING, Ν. , SM!lli, D., & 'ΙΊ-ιΟΜΑS , Τ (2005). Electroπic gamiπg machines: Are they the <> of gambliπg?. Addίction, 100, 33-45. DOWNE-WAMBOLDT, Β. & TAMLYN, D. (1997). Απ iπterπatioπal survey of death educatioπ treπds ίπ faculties of nursiπg aπd medicine. Death Studίes, 21,177-188. DoYLE, R. (2000, Juπe). Asthma worldwide. Scientίfic Amerίcaιι, 28. DOYLE, R. (2004a, Jaπuary). Liviπg together. Scientίfic Amerίcan , p. 28. DoYLE, R. (2004b, April). By the πumbers : Α surplus of womeπ. Scίeιιtίfic Amerίcaιι, 290, 33. DREMAN, S. (Ed.) (1997). The family on the threshold of the 21st century. Mahwah, NJ: Erlbaum. DREWS, C. D., MURPHY, C. C., YEARGIN-AιLSOPP, Μ., & DECOUFLE, Ρ. (1996). The relatioπship between idiopathic meπtal retardatioπ aπd materπal smokiπg duriπg pregπaπcy. Pedίatrics,
97, 547-553. DRIVER, J., TABARES, Α., & SHAPIRO, Α. (2003). Iπteractional patterπs ίπ marital success aπd failure: Gottmaπ laboratory studies. In F. \\'ALSH (Ed.) , Normal famίly processes: Gro~;·iιιg dίversίty αιιd complexity (3rd ed.). Ne\\ York. Guilford Press. DROMI, Ε. (1987). Early lexίcal developmeιιι . Cambridge, Eπglaπd: Cambridge Uπiversit}· Press. DRYFOOS, J. G. (1990). Adolescents at rίsk:
376
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Prevalence and preventίon. New York: Oxford University Press. DuBoιs, D. L., & HIRSCH, Β. J. (1990). School and neighborhood friendship patterns of blacks aηd whites ίη early adolesceηce. Chίld Development, 61, 524-536. DuBREUιι, S. C., GARRY, Μ. , & Loπus, Ε. F. (1998). Tales from the crib: Age regressioη aηd the creation of uηlikely memσries. In S. 1. LYNN & Κ. Μ. McCONKEY (Eds.), Truth ίn nιemory. New Yσrk: The Guilfσrd Press. DUENWALD, Μ. (2003, 1uly 15). After 25 years, new ideas ίη the prenatal test tube. The New York τίmes, p. D5. DUENWALD, Μ. (2004, May 11). For cσuples, stress withσut a prσmise σf success. The New York τίmes, p. 03. Duκεs , R. & MARτJNEZ, R. (1994). The impact of geηder ση self-esteem amσηg adolescents. Adolescence, 29, 105-115. Dι;ιrτzΚJ. Μ., SORIANO, D., SCHIFF, Ε., CΗετRιτ, Α .. MASHIACH, S., & SEIDMAN, D. S. (1998). Effect σf very advaηced materηal age ση pregηancy σuιcσme and rate σf cesareaη delivery. Obstetrίcs and Gynecology, 92, 935-939. DUNCAN, G. 1., & BROOKS-GUNN, 1. (2000). Family pσverty, welfare refσrm, aηd child develσp ment. Chίld Development, 71,188-196. DUNHAM, R. Μ., Κιοwειι, J. S., & WιLSON, S. Μ. (1986). Rites σf passage at adσlescence: Α ritual process paradigm. Journal of Adolescent Research, 1, 139-153. DUPAUL, G. & WEYANDT, L. (2006, June). Schσσl-based interveηtiσn fσr childreη with attentiση deficit hyperactivity disσrder: Effects ση academic, social, aηd behaviσural functiσning. lnternatίonal Journal of Dίsabίlίty, Development and Edιιcatίon, 53,161-176. DL"PLASSIE. D. & DANILUK, 1. C. 2007). Sexuality: Yσung aηd middle adulthσσd. In Α. OWENS & ~1. TL'PPER (Eds.), Sexual health: Volume 1, PS)'Chologίcal Foundatίons. Westport, cr: Praeger. DURBIN, 1. (2003, October 6). lnternet sex unzίpped. McCieans, ρ. 18. DURIK, Α. Μ., HYDE, 1. S., & CLARK, R. (2000). Sequelae σf cesarean and vaginal deliveries: Psychσsocial σutcσmes fσr mσthers aηd infants. Developmental Psychology, 36,251-260. DURKIN, Κ. & NUGENT, Β. (1998). Κiηdergarten children 's gender-role expectatiσns fσr televisiσn actors. Sex Roles, 38, 387-402. DuπoN, D. G. (1994). The domestίc assaιιlt of women: Psychologίcal and crίmίnal justίce perspectίves (2nd ed.). Vaηcσuver, BC, Canada: Uηiversity of British Cσlumbia Press. DuπoN, Μ. Α. (1992) Empowerίng and healίng the battered woman: Α model of assessment and ίnterventίon. New Yσrk: Springer. DWAIRY, Μ., ACHOUI, Μ., ABOUSERIE, R., & FARAH, Α. (2006, May). Parentiηg styles, individuatiσn, and mental health σf Arab adσlesceηts: Α third crσss-regiσnal research study. Joιιrnal of Cross-Cultιιral Psychology, 37, 262-272. Dwεcκ, C. (2002). The develσpment of ability
cσnceptiσns.
In Α. WIGFΙELD & J. Eccιεs (Eds.). Development of achίevement motivation. Saη Diegσ: Academic Press. Dwεcκ, C. S. (1991). Self-theσήes and gσals: Their rσle in mσtivatiσn, persσnality and develσpmeηt. Ιη R. DιΕΝSτΒΙΕR (Ed.), Nebraska symposίum on motίvatίon (Vσl. 36). Lincσln: University of Nebraska Press. DYER, C. Β., PAVLIK, V. Ν. , MURPHY, Κ. Ρ. , & ΗΥΜΑΝ, D. 1. (2000). The high prevalence σf depressiσn and dementia in elder abuse σr neglect. Journal of the Amerίcan Gerίatrίcs Socίety, 48, 205-208. DYER, S., & ΜΟΝΕΤΑ, G. (2006). Frequency of parallel, associative, aηd co-σperative play iη British children of different socioeconσmic status. Socίal Behavίor and Personalίty, 34, 587592. DYREGROV, Κ., NORDANGER, D., & DYREGROV, Α. (2003). Predictors of psychosocial distress after suicide, SIDS and accidents. Death Studίes, 27, 143-165. DYsoN, Α. Η. (2003). «Welcome to the jam>>: Popular culture, school literacy aηd making of childhoods. Harvard Educatίonal Revίew, 73, 328-361. ΕΑCΟΠ, Μ. 1. (1999). Memory of the events of early childhσσd. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 8, 46-49. EAGLY, Α. Η. & STEFFEN, V. 1. (1984). Gender stereσtypes stem from the distribution of wσmen and men iηto sσcial rσles. Journal of Per~·onalίty and Socίal Psychology, 46,735-754. EAGLY,A. Η. & STEFFEN,V.J. (1986). Gender aηd aggressive behavior: Α meta-analytic review of the sσcial psychological literature. Psychologίcal Bιιlletίn, 100, 309-330. EAGLY, Α. Η. & Wooo, W. (2003). Τη C. Β. TRAVΙS, Evolιιtίon, gender, and rape. Cambridge, ΜΑ: Μιτ Press. EAKER, Ε. D., SULLIVAN, L. Μ., KELLY-HAYES, Μ., D'AGOSτJNO, R. Β. , SR., & BENJAMIN, Ε. 1. (2004). Anger and hostility predict the development of atrial fibrillation in men in the Framiηgham Offspriηg Study. Cίrculatίon, 109, 1267-1271. EAST, Ρ. & ΚΗοο, S. (2005). Longitudinal pathways linking family factors aηd sibling relatiσnship qualities to adσlescent substaηce use and sexual risk behaviσrs. Journal of Famίly Psychology, 19, 571-580. ΕΑSτΜΑΝ, Q. (2003, 1uηe 20). Crib death exoneratiσn ίη ηew gene tests. Scίence, 300, 1858. ΕΑΤΟΝ, Μ. 1. & DEMBO, Μ. Η. (1997). Differences ίη the motivational beliefs σf Asiaη Americaη and nσn-Asian students. Journal of Educatίonal Psychology, 89, 433-440. ΕΑΤΟΝ, W. 0. & ENNS, L. R. (1986). Sex differences in humaη mσtσr activity level. Psychologίcal Bulletίn, 100, 19-28. ΕΑΤΟΝ, W. 0. & Υυ, Α. Ρ. (1989). Are sex differences in child motor activity level a fuηctioη of sex differeηces ίη maturatioηal status?. Chίld Development, 60,1005-1011. EBERLING, J. L., Wu, C., TONG-TURNBEAUGH, R., & 1AGUST, W. 1. (2004). Estrogen- and
tamoxifeη-associated effects ση brain structure and fuηctiσn. Neuroίmage, 21, 364-371. EBNER, Ν. , FREUND, Α., & BALτES, Ρ. (2006. December). Developmental changes in personal gσal orientatiσn from young to late adulthood: From striving for gains to maintenance and prevention of losses. Psychology and Aging, 21, 664-678. ΕΒSτΕΙΝ, R. Ρ. , NOVΙCK, 0., UMANSKY, R. , PRIEL, Β., 0SHER, Υ. , BLAINE, D., ΒΕΝΝ ΕΠ, Ε. R. , NEMANOV, L., ΚΑτz, Μ ., & BELMAKER, R. Η. (1996). Dσpamine D4 receptor (1996) exon ΠΙ polymorphism associated with the human personality trait of novelty seeking. Natιιre and Genetίcs, 12, 78-80. Eccιεs, J., τεΜΡLΕτΟΝ, J., & BARBER, Β. (2003). Adolescence and emerging adulthσσd: The critical passage ways to adulthood. In Μ. BORNSτEIN & L. DAVIDSON (Eds.), Well-beίng: Posίtίve development across the lίfe course. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. ECENBARGER, W. (1993, April 1). America's new merchaηts of death. The Reader's Dίgest, 50. ECKERMAN, C. & ΡΕτΕRΜΑΝ , Κ. (2001). Peers and infant sociaUcσmmuηicative develσpmeηt. !η G. BREMNER & Α. FOGEL (Eds.), Blackwell handbook of infant development (pp. 326-350). Maldeη, ΜΑ: Blackwell Publishers. ECKERMAN, C. 0. & 0EHLER, 1. Μ . (1992). Verylσw-birthweight newborns and parents as early social partηers. lη S. L. FRΙEDMAN & Μ. D. SIGMAN (Eds.), The psychologίcal development of low-bίrthweίght chίldren. Nσrwood, NJ: Ablex. EDELMAN, S. & ΚIDMAN, Α. D. (1997). Mind and cancer: Is there a relationship?. Α review σf evideηce. Australίan Psychologίst, 32, 79-85. EDEN, D. (1990). Pygmalion without interpersonal cσntrast effects: Whole groups gain from raising manager expectations. Journal of Applίed Psychology, 75,394-398. EDWARDS, C. Ρ. (2000). Children's play in crosscultural perspective: Α new look at the Six Cultures study. Cross-Cultural Research: The Journal of Comparatίve Socίal Scίence, 34, 318338. ED\VARDS, S. (2005). Constructivism does not only happen in the individual: Sociocultural theory aηd early childhσσd education. Early Chίld Development & Care, 175,37-47. EGAN, S. Κ. & PERRY, D. G. (1998). Does low self-regard invite victimization?. Developmental Psychology, 34, 299-309. EHRENSAFΓ, Μ ., COHEN, Ρ. & BROWN, J. (2003). Intergenerational transmission of partner violeηce: Α 20-year prospective study. Journal ofConsιιltίng & Clinίcal Psychology, 71,741-753. EICHSTEDT, 1., SERBIN, L., & POULIN-DUBOIS, D. (2002). Of bears and meη : Infants' kησwledge of conventiσnal aηd metaphorical gender stereσ types. lnfant Behavίor & Development, 25,296310. EIDEN, R.. Fοοτε, Α., & SCHUEτZE, Ρ. (2007). Maternal cocaine use and caregiving status: Group differences in caregiver aηd infant risk variables. Addictίve Behavίors, 32, 465-476.
ΒlΒΛIΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΙGsτι, ι
& CιCCHEΠI, D. (2004). The impact of child maltreatment on expressive syntax at 60 months. Developmental Scίence, 7, 88-102. EIMAS, Ρ. D., SIGUELAND, Ε. R. , J usczvκ, Ρ. , & ΥιοοRιτο, J. (1971). Speech perception in infants. Scίence, 171, 303-306. EιSBACH, Α. Ο. (2004). Children's developing awareness of diversity in people's trains of thought. Chίld Development, 75,1694-1707. EιsENBERG, Ν. (2004). Another slant on moral judgment. psycCRΠQUES, 12-15. EISENBERG, Ν. & fABES, R. (1991). Prosocial behavior and empathy: Α multimethod, developmental perspective. In. Μ. S. CιARK (Ed.), Revίew of personalίty and socίal psychology (Yol. 12). Newbury Park, CA: Sage. EISENBERG, Ν., fABES, R. Α., GUTHRIE, Ι. Κ. , & REISER, Μ. (2000). Dispositional emotionality and regulation: Their role in predicting quality of social functioning. Journal of Persona/ίty and Socίa/ Psychology, 78,136-157. EISENBERG, Ν., GUTHRIE, Ι. Κ., MURPHY, Β. C., SHEPARD, S. Α., CUMBERLAND, Α., & CARLO, G. (1999). Consistency and development of prosocial dispositions: Α longitudinal study. Child Developmenι, 70,1360-1372. EISENBERG, Ν. & VALIENτE, C. (2002). Parenting and children's prosocial and moral development. ln Μ. BORNsτEIN (Ed.), Handbook of parentίng: Vo/. 5: Practίcal ίssues ίn parentίng. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum Associates. EιsENBERG, Ν. & ΥΑLΙΕΝτΕ, C. (2004). Empathyrelated responding: Moral, social, and socialization correlates. In Α. G. ΜιιιΕR (Ed.), Socίal psychology of good and evίl. New York: Guilford Press. EISENBERG, Ν., VALIENτE, C., & CHAMPION, C. Empathy-related responding: Moral, social, and socialization correlates. ln Α. G. ΜιιιΕR (Ed.), Socίal psychology of good and evί/. New York: Guilford Press. EISENBERG, Ν. & ZHOU, Q. (2000). Regulation from a developmental perspective. Psycfιologίcal lnqιιίry, 11,166-172. Ειτει, Β. J. (2003). Body image satisfaction. appearance importance, and self-esteem: Α comparison of Caucasian and African-Arnerican women across the adult lifespan. Dίssertatίon Abstracts lnιernatίonal: Secιίon 8: The Scίeιιces & Engίneerίng, 63, pp. 5511. ΕΚΜΑΝ, Ρ. & Ο'SυιιινΑΝ, Μ. (1991). Facial expression: Methods, means, and moues. In R. S. FELDMAN & Β. RLME (Eds.), Fundaιnentals of nonverbal behavίor. Cambridge, England: Cambridge University Press. ELDER, G. Α., DE GASPERI, R. , & GAMA SOSA. Μ. Α. (2006). Research update: Neurogenesis in adult brain and neuropsychiatric disorders. Μι. Sίnaί Journal of Medίcίne, 73,931-940. ELEY, Τ, ιιΑΝG, Η., & ΡLΟΜΙΝ, R. (2004). Parental fami lial vulnerability, family environment, and their interactions as predictors of depressive symptoms in adolescents. Chίld & Adolescenι Socίal Work Journal, 21, 298-306. Ειεν, τ. C., ΒοιτοΝ, D., & O'CoNNOR, τ. G. (2003). Α twin study of anxiety-related behaviours in
pre-school children. Joιιmal of Chιld PJ>'Cholog) and Psychίatry and Allίed Discίplύιes, #.103-121. ELEY, Τ C., ιιcΗΤΕΝSτΕΙ~. Ρ.. & \IOFFΙΠ. Τ Ε. (2003). Α longitudinal beha,·ioral genetic analysis of the etiology of aggressiνe and nonaggressive antisocial beha,·ior. Deι·e/op ment and Psychopatholog)Ό 15. 383-W2. ΕικιΝD, D. (1985). Egocentrisrn redux. Deι·e/op menιal Revίew, 5, 218-226. ΕιΚΙΝD. D. (1994). τίes tfιat stress: Πιe ηeιι· faιnίly ίmbalance. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. ΕικιΝD, D. (1996). Inhelder and Piaget on adolescence and adulthood: Α postmodern appraisal. Psychologίcal Scίence, 7, 216-220. Ειιιοπ, Κ. & URQUIZA, Α. (2006). Ethnicity, culture, and child maltreatment. Joιιrnal of Socίa/ lssues, 62, 787-809. Ειιιs, Β. J. (2004). Tιming of pubertal maturation in girls: An integrated life history approach. Psychologίcal 8ul/etίn, 130, 920-958. Ειιιs, ι. (2006, July). Gender differences in smiling: An evolutionary neuroandrogenic theory. Physίology & 8ehavίor, 88, 303-308. Ειιιs, ι. & ENGH, τ. (2000). Handedness and age of death: New evidence on a puzzling relationship. Journal of Hea/th Psychology, 5, 561-565. ELSAYEM, Α., SWINτ, Κ. , FISCH, Μ. 1., PALMER, J. ι ., REDDY, S., WALKER, Ρ. , ZHUKOVSKY, D., ΚΝΙGΗτ, Ρ., & BRUERA, Ε. (2004). Palliative care inpatient service in a comprehensive cancer center: Clinical and financial outcornes. Journal ofC/ίnίcal Oncology, 22,2008-2014. Ειsε-Qυεsτ, Ν. Μ. , HYDE, J. S., & CLARK, R. (2003). Breastfeeding, bonding, and the mother-infant relationship. Merrίll-Palmer Qιιarterly, 49,495-517. EMERY, R. Ε. & ιAUMANN-BILLINGS, ι. (1998). An overview of the nature, causes, and consequences of abusive family relationships: Toward differentiating maltreatment and violence. Amerίcan Psychologίst, 53, 121-135. EMSLIE, G. J., RUSH, Α. J., WEINBERG, W. Α. , KOWAτcH, R. Α., HUGHES, C. W., CARMODY, Τ, & ~"'ΈL'-1ANN. J. Α. (1997). Double-blind, randornized, placebo-controlled trial of fluoxetine in children and adolescents with depression. Arcfzίves of General Psychίatry, 54, 11131-1037 Ε'όD4 '· S. 11992). Infant-infant play from 7 to 12 mσnths of age: An analysis of games in infantpeer ιήad,-. Japanese Journal of Chίld and Adokscmι Ps)'Chίatf}', 33, 145-162. E-.GI.λ'όD, Ρ. & ιι. S. (2006, October). De-,egr~tion ,ιalled: The changing gender compo,.jιίon of college majors, 1971-2002. Gmdπ & Socin); :!Ι ι. 657-677. E:-;GL.ER. 1 & Got.E\IA'-. D. (1992). The s ~ ιο ps.vclιotherapy. New York: r. ΒΕΚ'Ε. D. (2006). Changes in . u ~ech m the first six months. Dn-elιιpment, 15(2), 139-160. LH:t. Α. Κ., HYSON, D. Μ. , & Adolescent social in a group setting.
Cfιίld Developnιent,
Ε'iΝεπ.
s.
τ.
377
71, 1049-1060.
κ. ε. (1996). Adolescent social networks: School, demographic, and longitudinal considerations. Journal of Adolescent Research, 11 , 194-215. ENRIGHT, Ε. (2004, July & August). Α house divided. AARP Magazίne, pp. 54, 57. ENSENAUER, R. Ε., MICHELS, Υ. Υ.. & REI'>l-.E. S. S. (2005). Genetic testing: Practical, ethicaι and counseling considerations. Mayo C/ίιιίc Proι·eed ίngs, 80,63-73. EPPERSON, S. Ε. (1988, September 16). Studies link subtle sex bias in schools with \Vomen's behavior in the workplace. The Wal/ Street Joιιrnal, p. 19. ERBER, J. Τ, ROTHBERG, S. Τ, & SZUCHMAN, ι. Τ (1991). Appraisal of everyday memory failures by rniddle-aged adults. Edιιcatίonal Gerontology, 17,63-72. ERBER, J. Τ, SZUCHMAN, ι. Τ, & ROTHBERG, S. Τ (1990). Everyday memory failure: Age differences in appraisal and attribution. Psychology and Agίng, 5, 236-241. ERIKSON, Ε. Η. (1963). Chί/dhood and socίeιy. New York: Norton. ERON, ι. D. & HUESMANN, ι. R. (1985). The control of aggressive behavior by changes in attitude, values, and the conditions of learning. In R. J. 8/anchard & C. 8/anchard (Eds.), Advances ίn the study of aggressίon. New York: Academic Press. ERWIN, Ρ. (1993). Frίendslιίp and peer relatίons ίη chίldren. Chichester, England: Wiley. ESLEA, Μ., MENESINI, Ε., ΜΟRΠΑ , Υ., O'MOORE, Μ. , MORA-NERCHAN, J. Α., PEREIRA. Β .. & SΜΙΊΉ, Ρ. Κ. (2004). Friendship and lonelines> among bullies and victims: Data frorn se\en countries. Aggressίve 8elιavίor, 30, 71-83. ESPELAGE, D. ι. & SWEARER. S. Μ. (2004). 8ιιllying in Amerίcan sclιools. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum. ESPENSCHADE, Α. (1960). Motor deνelopment. ln W. R. JOHNSON (Ed.), Scίence and nιedίcίιιe of exercίse and sports. New York: Harper & Row. Essεx, Μ. J. & ΝΑΜ , S. (1987). Marital status and loneliness among older women: The differential importance of close family and friends. Joιιrnal of Marrίage and the Faιnίly, 49,92-106. ESTABROOK, Ρ. Α ., ιεε, R. Ε., & GYURCSIK. Ν. C. (2003). Resources for physical activity participation: Does availability and accessibility differ by neighborhood socioeconornic status?. Αιιιια/s of Behavίoral Medίcίne, 25, 100-104. ETHIER, ι., COUTURE, G., & ιACHARITE , C. (2004). Risk factors associated with the chronicity of high potential for child abuse and neglect. Journal of Famίly Vίolence, 19, 13-24. EVANS, G. W. (2004). The environment of childhood poverty. Amerίcan Psychologίst, 59,77-92. EVELEτH, Ρ. & TANNER, J. (1976). Worldwίde varίatίon ίn human growth. New York: Carnbridge University Press. EYER, D. (1992). The bonding hype. !η Μ. Ε. ιΑΜΒ & J. Β. ιANCASTER (Eds.), 8ίrt/ι nιanage ment: 8ίosocίal perspecιί~·es. Hawthorne, New York: Aldine de Gru}1er.
& BAUMAN,
378
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1994). Mσther-iηfaηt bσηdiηg: Α Human Nature, 5, 69-94. FΑιτΗ, Μ. s., JoHNSON, s. ι., & ΑιιιsοΝ, D. Β. (1997). Puttiηg the behaviσr ίηtσ the behaviσr geηetics σf σbesity. Behavίor Genetίcs, 27,423-439. FALCK-YΠER,Ί.,GREDEBACK,G., & VON HOFSTEN, C. (2006). Iηfaηts predict σther peσple's actiση gσals. Nature and Neuroscίence, 9, 878-879. FΑικ , D. (2004). Preliηguistic evσlutiση ίη early hσmiηiηs: Wheηce mσtherese?. Behavίoral and Braίn Scίences, 27, 491-503. FALK, Ρ. J. (1989). ιesbiaη mσthers: Psychσsσcial assumptiσηs ίη family law. Amerίcan Psychologίst, 44,941-947. FAMILIES AND WoRΚ ΙΝsτιτυτε. (1998). Report on men spendίng more tίme wίth kίds. Washiηgtση, EYER, D.
Ε.
scieηtific fictiση.
DC:
Authσr.
FANGMAN, J. J., MARK, Ρ. Μ., ΡRΑΠ, ι., CONWAY, Κ. Κ. , HEALEY, Μ. ι., 0SWALD, 1. W., & UDEN, D. ι. (1994). Prematurity preveηtiση prσgrams. Amerίcan Joιιrnal of Obstetrίcal Gynecology, /70. 744-750. f ..\_'-"''Z. R. (1963). Patterη νίsίση ίη ηewbσrη infaηts. Scίence, 140, 296-297. F~'<"''Z, R. ι. (1961). The σrigiη σf fσrm perceptiση. Scίentίfic Amerίcan, 72. FARAH, Μ., SHERA, D., SAνAGE, J., BετANCOURT, ι., GιΑΝΝΕΠΑ, 1., BRODSKY, Ν. et al. (2006, September). Childhood pσverty: Specific assσcia tiσηs with ηeurocσgηitive develσpmeηt. Braίn Research, 1110,166-174. FARHI, Ρ. (1995, Juηe 21). Turηiηg the tables ση TV viσleηce. The Washίngton Post, pp. F1, F2. fARMER, Τ W., ESTELL, D. Β., BISHOP, J. ι., O'NEAL, κ. Κ., & CAIRNS, Β. D. (2003). Rejected bullies σr pσpular leaders? The sσcial relatiσηs σf aggressive subtypes σf rural Africaη Americaη early adσlesceηts. Developmental Psychology, 39,992-1004. FARRA.'ff, Β. , FιετCΗΕR, 1., & MAYBERY, Μ. (2006, Nσvember). Specific laηguage impairmeηt, theσry σf miηd, aηd visual perspective taking: Evideηce fσr simulatiσn theσry aηd the develσpmeηtal rσle σf laηguage. Chίld Development, 77, 1842-1853. FARVER, J. Μ. & FROSCH, D. ι. (1996). ι.Α. stories: Aggressiση ίη preschσσlers' spσηtaneσus ηarratives after the riσts σf 1992. Chίld Development, 67, 19-32. FARVER, 1. Μ. & ιεε-SΗΙΝ, Υ. (2000). Acculturatiση aηd Kσreaη-Americaη childreη's sσcial aηd
play behaviσr. Socίal Development, 9, 316-336. fARVER, J. Μ., ΚιΜ, Υ. Κ., & ιεε-SΗΙΝ, Υ. (1995). Cultural differeηces ίη Kσreaη- and Aηglσ Americaη preschoσlers' sσcial iηteractiση and play behaviσrs. Chίld Development, 66, 1088-1099. FARVER, J. Μ., WELLES-NYSTROM, Β., FROSCH, D. ι., & WIMBARτJ, s. (1997). Τσy stσries: Aggressiση in childreη's narratives ίη the United States, Sweden, Germany, aηd lndσηesia. Joιιrnal of Cross-Cultural Psychology, 28, 393-420. FAULΚNER, G. & BIDDLE, S. (2004). Exercise
SτΑτιsτιcs
(2000). Older Americans 2000: Κeγ of well-being. Hyattsville, 1\.ill: Federal Iηterageηcy Fσrum ση Age-Related Statistics. fEDERAL INτERAGENCY fORUM ΟΝ 0uLD ~'\D FAMILY SτΑτιsτιcs. (2003). America's childreιι: Key natίonal iιιdίcators of weli-Beiιιg, 2003. Federal lnterageηcy Fσrum ση Child and Family Statistics. Washiηgtoη, DC: U.S. Gσvemment Priηtiηg Office. FEENEY, Β. & COLLINS, Ν. (2001). Predictσrs σf caregiviηg ίη adult iηtimate relatiσηships: Απ attachmeηt theσretical perspective. Jourιιal of Persoιιalίty & Socίal Psychology, 80, 972-994. fELDHUSEN, 1. (2003). Precocity aηd acceleratiσn. Gίfted Educatίoιι lnterιιational, 17, 55-58. FELDMAN, R. & EIDELMAN, Α. (2003). Direct and iηdirect effects σf breast milk ση ηeurσ ίndίcators
behaviσral
aηd
cσgηitive
develσpment
σf
premature iηfaηts. Developmental Psychobίology, 43, 109-119. fELDMAN, R. & MASALHA, S. (2007). The role σf culture in mσderatiηg the liηks betweeη early ecσlσgical risk aηd yσuηg childreη's adaptatiση. Development and Psychopathology, 19,1-21. fELDMAN, R., WELLER, Α., SιROTA, ι., & EIDELMAN,A. Ι. (2003). Testiηg a family ίηteτνeη tίση hypσthesis: The cσηtributiσn σf mσther iηfant skiη-to-skiη cσηtact (Kaηgaroσ Care) tσ faιnily interactiσn, proximity, and touch. Journal of Famίly Psychology, 17,94-107. FELDMAN, R. S. (1982). Development of nonverbal behavior ίιι chίldreιι. NewYσrk: Spriηger-Verlag. FELDMAN, R. S. (Ed.). (1992). Applίcations of ιιoιιverbal behavίoral theorίes αιιd research. Hillsdale, NJ: Erlbaum. fELDMAN, R. S., PHILIPPOT, Ρ. , & CUSTRINI, R. 1. (1991). Sσcial cσmpeteηce aηd ησηverbal behaνiσr. lη R. S. FELDMAN & Β. RIME (Eds.), Fuιιdamentals of nonverbal behavίor. Cambridge, Eηglaηd: Cambridge Uηiversity Press. fELDMAN, R. S., & PROHASKA, Ί. (1979). The studeηt as Pygmaliση: Effect σf studeηt expectatiσn ση the teacher. Jourιιal of Educational Psychology, 4, 485-493. FELDMAN, R. S. & RιΜιΞ, Β. (Eds.) (1991). Fuιιdameιιtals of nonverbal behavior. Cambridge, Englaηd: Cambridge Uηiversity Press. FELDMAN, R. S. & Ί.Ηειss, Α. J. (1982). The teacher aηd studeηt as Pygmaliσηs: The jσint effects σf teacher and studeηt expectatiση. Journal of Educational Psychology, 74,217-223. fELDMAN, R. S., TOMASIAN, J., & COATS, Ε. J. (1999). Adσlesceηts' sσcial cσmpetence and ησηverbal deceptiσn abilities: Adσlesceηts with higher sσcial skills are better Jiars. Jourιιa/ of Noιιverbal Behavior, 23,237-249. FELDMAN, S. S. & ROSENτHAL, D. Α. (1990). The accculturatiση σf autσησmy expectatiσns ίη
Chinese high
schσσlers residiηg ίη twσ Westerη
ηatiσns. Internatίonal
Journal of Psychology, 25, 259-281. FELDMAN, S. S. & WOOD, D. Ν. (1994). Pareηts'
aηd depressiση: Cσηsideriηg vaήability aηd
expectatiσηs fσr preadσlescent sσηs' behaviσral
cσηtextuality.
autσησmy: Α Jσηgitudinal
Journal of Sporι & Eτercise Psychology, 26,3-18. fEDERAL INτERAGENCY fORUM 0:\ AGE-RELAτED
σutcσmes.
4, 45-70.
study σf cσrrelates aηd Journal of Research οιι Adolescence,
fENSON, ι. , DALE, Ρ. S., REZNICK, J. S.. BATES, Ε. , THAL, D. J., & ΡετΗιcκ , S. J. (1994). Yariability ίπ early cσmmunicative develσpmeηt. Monographs of the Socίety for Research ίn Child Development, 59(5 , Serial Ν σ. 242). fENWICK, Κ. & MORRONGIELLO, Β. (1991). Develσpmeηt σf frequeηcy perceptiσn in iηfaηts and childreη. Jourιιal of Speech, Language Pathology, and Audίology, 15, 7-22. fENWICK, Κ. D. & MORRONGIELLO, Β. Α. (1998). Spatial cσ-Jσcatiση aηd iηfants ' learηiηg σf auditσry-visual assσciatiσηs. Behavίor & Development, 21,745-759. fERGUSSON,D., HORWOOD, ι., BODEN, J. , & ]ΕΝΚΙΝ, G. (2007, March). Childhσσd sσcial disadvaηtage and smσkiηg in adulthσσd: Results σf a 25-year Jσηgitudiηal study. Addictίon, 102,475-482. fERGUSSON, D. Μ., HORWOOD, ι. J., & RIDDER, Ε. Μ. (2006). Abσrtiσn ίη yσuηg wσmeη aηd subsequeηt meηtal health. Journal of Chίld Psychology αιιd Psychίatry, 47, 16-24. FERNALD, Α. (2001). Heariηg , listeniηg, aηd uηderstandiηg: Auditory develσpmeηt ίη iηfaηcy. lη G. BREMNER & Α. fOGEL (Eds.), Blackwell handbook of ίnfaιιt developmeιιt. Maldeη , ΜΑ: Blackwell Publishers. FERNALD, Α. & MORIKAWA, Η. (1993). Cσmmση themes aηd cultural variatiσηs ίπ Japaηese and Americaη mσthers ' speech to iηfaηts. Child Development, 64, 637-656. fERNALD, Α., TAESCHNER, Ί. , DUNN, J., PAPOUSEK, Μ., BOYSSON-BARDIES, Β. , & FUKUI, Ι. (1989). Α cross-laηguage study σf prσsσdic mσdificatiσηs ίη mσthers ' aηd fathers ' speech tσ preverbal iηfaηts. Journal of Chίld Language, 16,477-501. fERNYHOUGH, C. (1997). Yygσtsky's sσciσcultural apprσach: Theσretical issues aηd implicatiσηs fσr curreηt research. In S. HALA (Ed.), The developmeιιt of socίal cοgιιίtίοn (pp. 65-92). Ησνe, Eηglaηd: Psychσlσgy Press/Erlbaum, Taylσr & Fraηcis.
fERRARIO, S., ΥιτΑLΙΑΝΟ, Ρ., & Ζοπι , Α. (2003). Alzheimer's disease: Usefulηess σf the Family Straiη Questiσηηaire and the Screeη fσr Caregiver Burdeη ίη the study σf caregiviηg related prσblems. Interιιatίonal Journal of Geriatrίc Psychίatry, 18, 1110-1114. FεsτιNGER, ι. (1954). Α theσry σf sσcial cσmpa risση prσcesses. Human Relatίoιιs, 7, 117-140. FEΠERMAN , D. Μ. (1998). Ethησgraphy. ln L. BICKMAN & D. J. ROG (Eds.), Handbook of applίed socίal research methods (pp. 473-504). Thσusaηd Oaks, CA: Sage. FEΠERMAN, D. Μ. (2005). Empσwermeηt evaluatiση: Frσm the digital divide tσ academic distsress. lη D. fEΠERM AN & Α. WANDERSMAN (Eds.), Empowerment evaluatίon princίples in practίce. ew Yσrk: Guilfσrd Press. FIATARONE, Μ. S. Α. & GARNEΠ, L. R. (1997, March). Keep ση keepiηg ση. Harvard Health Lerter, pp. 4-S. FIELD, D. & MINKLER, Μ. (1988). Cσntinuity and change ίπ social suppσή betweeη yσuηg-σld aηd σld-σld σr very-old age. Journal of Gerontology, 43(4).100-106. FIELD, Μ. 1. & BEHRMAN, R. Ε. (Eds.) (2002).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
When children die. Was hiηgtoη , DC: Natiσnal Academies Press. Fιειο, τ. (1990). Infancy. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. Fιειο, τ. (2001 ). Massage therapy facilitates weight gaiη ίπ preterm infaηts. Current Directions in Psychologica/ Science, 10,51-54. F ι ειο, Τ. (2003). Touch. Cambridge, ΜΑ: Μιτ Press. FIELD, Τ , DIEGO, Μ., & HERNANDEZ-REIF, Μ. (2006). Prenatal depressiσn effects ση the fetus and newbσrη: Α review. Infant Behavior & Development, 29, 445-455. FIELD. Τ, GREENBERG, R., WOODSON, R. , COHEN, D., & GARCIA, R. (1984). Facial expressiσn during Brazelton neσnatal assessments. Infant Menta l Health Journal, 5, 61-71. FIELD, Τ, HERNANDEZ-REtF, Μ., & DIEGO, Μ. (2006). Newbσrns σf depressed mσthers whσ received mσderate versus light pressure massage during pregnaηcy. lnfant Behavior & Developnιent, 29(1 ), 54-58. FIELD, Τ & ROOPNARINE, J. L. (1982). lηfaηt peer interactiσηs. ln Τ. Fιειο, Α. HUSTON, Η. QUAY, & G. FΙNLEY (Eds.), Review of human development. New Yσrk: Wiley. Fιειο, τ. & WALDEN, τ. (1982). Perceptiσn and prσductiση σf facial express iσn ίη iηfaηcy aηd early childhσσd. ln Η. REESE & L. LIPSIΠ (Eds.), Advances ίn chίld development and behavίor (Vσ l. 16). New Yσrk: Academic Press. Fιειο, τ. Μ. (1982). Individual differences in the expressivity σf neσnates and yσung infants. In R. S. FELDMAN (Ed. ), Development of nonverbal behavίor in children. NewYσrk: Springer-Verlag. Fιειο, τ. Μ. (Ed.). (1988). Stress and copίng across development. Hillsdale, NJ: Erlbaum. FIELD, Τ. Μ. (1990). Alleviating stress in newbσrη infants in the intensive care unit. In Β. Μ. LESTER & Ε. Ζ. TRONICK (Eds.), Stίmulation and the preterm ίnfant: The lίmits of plastίcίty. Philadelphia: Saunders. Fιειο, τ. Μ. (1995a). Infant massage therapy. In τ. Μ. Fιειο (Ed.), Τοιιch ίn early developιnent. Hillsdale, NJ: Erlbaum. Fιειο, τ. Μ. (1995b ). Massage therap~· fσr infants and children. Joιιrnal of De~·elopιnenιal & Behavίoral Pedίatrίcs, 16, 105-111. FIELD, Τ. Μ. & MΙLLSAP, R. Ε. (1991). Persσnality in advanced σld age: Cσntinuity σr change? Journal ofGerontology: Psychologίcal Scίences. 46, Ρ299-Ρ308. FIELDS, J. & CASPER, L. Μ. (2001). Amerίca's famίlίes and lίving arrangements: March 2000. Current Pσpulatiσn Repσrts Ρ20-537. U.S. Census Bureau Washington DC. FIELDS-MEYER, Τ (1995, September 25). Haνing their say. People, 50-60. FΙFER, W. (1987). Neσnatal preference fσr mσther's νσice. ln Ν. Α. KASNEGOR, Ε . Μ. BLASS, & Μ. Α . HOFER (Eds.), Perίnatal development: Α psychobίologίcal perspectίve. Behavίoral biology (pp.111-124). Orlandσ, FL: Academic Press. FΙGLEY, C. R. (1973). Child density and the marital relatiσnship. Joιιrnal of Marrίage and the Fanιίl}·, 35. 272-282.
FΙNCH,
C. Ε. , & Τ~-;zι R Ε. ( 199ϊ, October 17). Genetics σf aging. Scίι:n•Y. 218. ~'Jϊ~IO. FINCHAM, F. D. (1998). Child deη~lopment aηd marital relatiσηs. Chίld D~'l'lopmm1,69,~3-574. FINCHAM, F. D. (2003). Marital confliι.'"t: Coπelates. structure, aηd cσntext. Cuπenι Direcιions ίn Psychologίcal Scίence, 12. 23-Π. FINGERHUT, L. Α. & KLE!~\1.>..,, J. C. (1990). Interηatiσηal and interstate cσmparisσns σf hσmicide amσng yσung rnales. Joumal of the Am erίcan Medίcal Assocίation. 263. 3292-3295. FINGERH UT, L. Α. & ΜΑΚι:c. D. Μ. (1992). Mσrtality amσng minσrity populatiσηs in the United States. Amerίcaιι Joιιrnal of Publίc Health, 82,1168-1170. FΙ.NKBEINER , Α. Κ. (1996). After the death of α chίld: Lίvίng wίth loss ιlιrοιιgh the years. New Yσrk: The Free Press. FINKELHOR, D. (1997). The hσmicides σf childreη aηd yσuth: Α develσprne ntal perspective. In G. Κ. KANTOR & J. L. JANINSKI (Ed.), Out of the darkness: Contemporary perspectίves on famί/y vίolence (pp. 17-34). Thσusand Oaks, CA: Sage. FΙΝΚΕιsτΕΙΝ, D. L., HARPER, 0. Α. , & ROSENτHAL, G. Ε. (1998). Dσes leηgth σf hσspital stay during labσr and delivery iηfluence patieηt satisfactiσn? Results from a regiσnal study. American Journal of Managed Care, 4, 1701-1708. FIRST, J. Μ. & CARDENAS, J. (1986). Α miησrity view σn testing. Educational Measurement Issues and Practίce, 5, 6-11. FISCHER, Κ . W. & HENCKE, R. W. (1996). lnfaηts ' cσnstructiσn σf actiσns in cσntext: Piaget's cσηtributiσηs to research ση early develσp ment. Psychologica/ Scίence, 7, 204-210. FιSCHER , Κ . W. & Rosε , S. Ρ. (1994). Dynamic develσpment σf cσσrdinatiσn σf cσmpσnents in brain and behaνiσr: Α framewσrk fσr theσry and research. Ιη G. DAWSON & Κ. W. FISCHER (Eds.), Hιιman behavίor and the deve/oping braίn. NewYσrk: Guilfrσd.
FιscHER , Κ.
W. & Rosε , S. Ρ. (1995). Cσncurrent cycles in the dyηamic develσpment σf brain and behaνiσr. Newsletter of the Society for Research ίn Chίld Development, p. 16. FιsH. J. Μ. (Ed.) (2001). Race and ίntellίgence: Separatίng scίence from myth. Mahwah, NJ: Erlbaum. FISHER. C. (2005). Deceptiσn research invσlving chi1dren: Ethical practices and paradσxes . Ethics & Behaνίor, 15.271-287. FωΙΕR. C. & Τοκι:RΑ. Η. (1996). Acσustic cues 10 grammatical structure in iηfaηt-directed ;peech: Cro-<-linguistic evidence. Chίld Deve/opmenι, 6ϊ, 319Ζ-32l FιsHER., C. Β.
(2003). Dtcodίng the ethίcs code: Α for ps}·chologίsιs. Thσusand
practίcal ::uίde
Oako;. CA:
$4~ Puί>licatiσn>.
FιsHER. C. Β. Ω .
39.
l. ~
ό.. S\IΠH. Α .
:mpact
(1 997).
σf σbstetric
ιxasvectΪ\·e longitudiηal
study.
379
Australίan & New Zea/and Journal of Psychiatry, 31' 728-738. FISHMAN, C. (1999, May). Watching the time gσ by. Amerίcan Demographίcs, 56-57. Fιsκε, S. τ. & TAYLOR, S. Ε. (1991). Socίal cognίtίon (2nd ed.). NewYσrk: McGraw-Hill. FιτzGERALD, D. & WΗΠΕ, Κ. (2003). Linkiηg children's sσcial wσrlds: Perspective-takiη g ίη parent-child and peer cσηtexts. Socίal Behaνίor & Personalίty, 31, 509-522. FIVUSH, R., KUEBLI, J., & CLUBB, Ρ.Α. (1992). The structure σf eveηts aηd eveηt represeηta tiσηs: Α develσpmeηtal analysis. Chίld Development, 63,188-201. FLAVELL, J. Η . (1994). Cσgnitive develσpment : Past, preseηt , aηd future. In R. D. ΡΑRΚΕ , Ρ. Α. 0RNSTEIN, J. J. RIESER, & C. ZAHN-WAXLER (Eds.), Α century of developmental psychology. Washington , DC: Americaη Psychσlσgical Assσciatiση.
FLAVELL, J. Η. (1996). Piaget's legacy. Psychologίca/ Science, 7, 200-203. FLAVELL, J. Η. , GREEN, F. L., & fLAVELL, Ε. R. (1995). The develσpment σf childreπ 's knσwledge about atteηtiσnal focus. Developmental Psychology, 31, 706-712. fLEGAL, Κ. , ΤΑΒΑΚ, C., AND 0GDEN, C. (2006). Overweight in children: Defiηitiσηs aηd interpretatiσn. Health Educatίon Researclι, 21, 755760. FιεΜΙ.ΝG , Μ. , GREENτREE, S., Cοcοπι-ΜυιιεR, D., EUAS, Κ. , & MORRΙSON, S. (2006, December). Safety iη cyberspace: Adσlesceηts ' saJHy aηd expσsure σnliηe. Youth & Society, 38, 135-154. fLEMING, Ρ. , TSOGT, Β., & BLAIR, Ρ. (2006). Mσdifiable risk factσrs, sleep eηvirσηmeπt. develσprnental physiσlσgy and cσmmση pσly mσrphisms: Uηderstaηdiηg aηd preveηtiη g
sudden iηfaηt deaths. Early Human Developmenι, 82, 761-766. fLETCHER, Α. C., DARLING, Ν. Ε. , STEINBERG, L., & DORNBUSCH, S. Μ. (1995). The cσmpaηy they keep: Relatiσn σf adσlescents' adjustment aηd behaviσr tσ their frieηds' perceptiσηs σf authσritative pareηting ίη the sσcial ηetwσrk . Developmental Psychology, 31, 300-310. FιοΜ , R. & BAHRICK, L. (2007). The develσpment σf iηfaηt discrirniηatiση σf affect iη multirnσdal aηd uηimσdal stimulatiση: The rσle σf interseηsσry reduηdancy. Developmental Psychology, 43,238-252. FιoR, D. L. & ΚΝΑΡ, Ν. F. (2001). Transmissiση aηd traηsactiσn: Predictiηg adσlesceηts ' interηalizatiσn σf parental religiσus values. Journal of FanιίlyPsychology, 15,627-645. FLOR!AN, V. & KRAVHZ, S. (1985). Childreη 's cσncepts σf death: Α crσss-cultural cσmparisσn amσng Muslims, Druze, Christians, aηd Jews in Israel. Journal of Cross-Cultural Psychology, 16,174-189. FLORSHEΙM , Ρ. (2003). Adσlesceηt rσmantic aηd sexual behaνiσr: What we kησw aηd where we gσ from here. In Ρ. FLORSHEIM (Ed.), Adolescent romantic re/atίons and sexual behavίor: Theory, research, and practίcal ίmplίcatίons. Mahwah, NJ: Lawreηce Erlbaum Assσciates .
380
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
FιOURI, Ε.
(2005). Fatlιerίng and chίld outcomes. New York: Wiley & Sons. FLOYD, R. G. (2005). lnformation-processing approaches to interpretation of contemporary intellectual assessment instruments. In D. Ρ. fLANAGAN & Ρ. L. HARRISON (Eds.), Contemporar_ν ίntellectual assessment: Theorίes, tests, and ίssιιes. New York, Gui\ford Press. FLYNN, Ε., O'MALLEY, C., & Wooo, D. (2004). Α longitudinal, microgenetic study of the emergence of false belief understanding and inhibition skills. Developmental Scίence, 7, 103-115. fOGEL, Α., DE KOEYER, 1., & BELLAGAMBA, F. (2004). The dialogical self in the first two years ο[ life: Embarking on a journey of discovery. Theory & Psycholog.v, 12 [Special issue: The dialogical self], 191-205. fOGEL, Α., Hsu, Η., SHAPIRO, Α., NELSON-GOENS, G., & SECRIST, C. (2006, May). Effects of normal and perturbed social play on the duration and amplitude of different types of infant smiles. Dn·elopιnental Psychology, 42, 459-473. Fοκ. \\'.Υ.. CHAN, L. Υ., Τsυι, Μ. Η., LEUNG, Τ Ν., LΑι·. τ. Κ .. & CHt:NG. τ. Κ. (2005). When to induce labor for post-term? Α study of induction at 41 weeks versus 42 weeks. Eιιropean Journal of Obstetrίcs and Gynecologίcal Reprodιιctίve Bίolog.v, 125, 206-210. FOLKMAN, S. & LAZARUS, R. S. (1980). An analysis of coping in a ιniddle-aged comrnunity sample. Joιιrnal of Health and Socίal :Jehavίor, 21' 219-239. FOLΚMAN, S. & LAZARUS, R. S. (1988). Coping as a mediator of emotion. Journal of Personalίty and Socίal Psycholog.v, 54, 466-475. fORRESτER, Μ. (2001). The embedding of the self in early interaction./nfant & Chίld Development, 10, 189-202. fORSτE. R., WEISS, J., & LIPPINCOΠ, Ε. (2001). The decision to breastfeed in the United States: Does race matter? Pedίatrίcs, 108,291-296. FO\\'ERS, Β. J. & DΑνιοον, Β. J. (2006). The virtue of multiculturalism: Personal transformation, character, and openness to the other. Amerίcan Psychologίst, 61, 581-594. Fox, Μ., PAC, S., DEVANEY, Β., & JANKOWSΚΙ L. (2004). Feeding infants and toddlers study: What foods are infants and toddlers eating? Joιιrnal of the Amerίcan Dίetetίc Assocίatίon, 104, 22-30. FOZARD, J. L., VERCRUYSSEN, Μ., REYNOLDS, S. L., HANCOCK, Ρ. Α. et al. (1994). Age differences and changes in reaction time: The Baltimore Longitudinal Study of Aging. Journal of Gerontology, 49,179-189. FRAENKEL, Ρ. (2003). Contemporary two-parent families: Navigating work and family challenges. In F. WALSH (Ed.), Nornιal famίly processes: Growίng dίversίty and conιplexίty (3rd ed., pp. 61-95). New York: Guilford Press. fRALEY, R. C. & SPIEKER, S. J. (2003). Are infant attachment pattems continuously or categoήcal ly distήbuted? Α taxometήc analysis of Strange Situation behavior. Developmental Ps)"clιologj', 39, 387-404. FRANCK, I. & BROWNSTONE, D. (1991). 17ιe parenι's desk reference. NewYork: Prentice-Hall.
fRANΚEL, Μ.
(2000). Ηιιmαn Assessing scίentίfic, ethίcal, relίgίous, and pofίC)' issues. Washington, DC: American Association for the Advancement of Science. FRANKENBURG, W. Κ., DODDS, J., ARCHER. Ρ., SHAPIRO, Η. , & BRESNICK, Β. (1992). The Denver Π: Α major revision and restandardization of the Denver Developrnental Screening Test. Pedίatrίcs, 89,91-97. fRANSEN, Μ., MEERτENS, R., & SCHRANDERSτuMPEL, C. (2006). Communication and risk presentation in genetic counseling: Development of a checklist. Patίent Edιιcatίon and Counselίng, 61, 126-133. fRASER, S., MUCKLE, G., & DESPRέS, C. (2006, January). The relationship between lead exposure, motor function and behaviour in Jnuit preschool children. Neurotoxίcolog.v and Teratology, 28, 18-27. fRAZIER, L. Μ., GRAINGER, D. Α., SCHIEVE, L. Α., & TONER, J. Ρ. (2004). Follicle-stirnulating hormone and estradiol levels independently predict the success of assisted reproductive technology treatment. Fertίlίty and Sterίlίty, 82, 834-840. FREDRIKSEN, Κ., RHODES, J., REDDY, R., & WAY, Ν. (2004). Sleepless in Chicago: Tracking the effects of adolescent sleep loss durίng the middle school years. Chίld Development, 75, 84-95. FREEDMAN, Α. Μ. & ELLISON, S. (2004, May 6). Testosterone patch for women shows promise. The Wall Street Journal, pp. Α1, Β2. FREEDMAN, D. G. (1979, January). Ethnic differences in babies. Human Naιure, 15-20. fREEDMAN, D. S., ΚΗΑΝ, L. Κ., SERDULA, Μ. Κ., DιΕτz, W. Η., SR!NIASAN, S. R., & BERENSON, G. S. (2004). Inter-relationships among childhood ΒΜΙ, childhood height, and adult obesity: The Bogalusa Heart Study.1nternatίonal Joιιrnal of Obesίty and Relaιed Metabolίc Dίsorders, 28, 10-16. FREEMAN, Ε., SAMMEL, Μ., & Lιυ, L. (2004). Hormones and menopausal status as predictors of depression in women in transition to menopause. Archίves of General Psychίatry, 61 , 62-70. FREIBERG, Ρ. (1998 February). We know how to stop the spread of AIDS: So why can't we?. ΑΡΑ Monίtor, 32. FRENCH, S. & SWAIN, J. (1997). Young disabled people. ln J. ROCHE & S. TUCΚER (Eds.), Youth ίn socίety: Contemporary theory, polίcy and practίce (pp. 199-206). London, England: Sage. FREUD, S. (1920). Α general ίntroductίon to psychoanalysίs. NewYork: Boni & Liveright. FREUD, S. (1922/1959). Groιιp psycholog.v and the analysίs of the ego. London: Hogarth. FRIBORG, 0., BARLAUG, D., MARΏNUSSEN, Μ., ROSENVINGE, J. Η., & H.JEMDAL, 0. (2005). Resilience in relation to personality and intelligence. lnternatίonal Journal of Methods ίn Psychίatrίc Research, 14, 29-42. fRICK, Ρ. J., CORNELL, Α. Η., BODIN, S. D., DANE, Η. Α., BARRY, C. Τ, & LoNEY, Β. R. (2003). Callous-unemotional traits and developmental & CHAPMAN,
Α.
ίnherίtable genetίc nιodίficatίons:
pathways to severe conduct problems. Developmental Psycholog.v, 39, 246-260. fRIED,P.A., & WATKINSON, Β. (1990). 36- and 48rnonth neurobehavioral follow-up of children prenatally exposed to maήjuana, cigarettes, and alcohol. Developmental and Behavίoral Pedίatrics, 11 , 49-58. FRIEDLAND, R. (2003). Fish consumption and the risk of Alzheimer disease: Is it time to make dietary recommendations?. Archίves of Neurolog.v, 60, 923-924. FRIEDMAN, D. Ε. (2004). The new economίcs of preschool. Washington, DC: Early Childhood Funders' Collaborative/NAEYC. fRIEDMAN, L., ΚΑΗΝ, J., MIDDLEMAN, Α., ROSENTHAL, S., & ΖΙΜΕΤ, G. (2006, October). Hurnan papillomavίrus (ΗΡΥ) vaccine: Α position statement of the society for adolescent medicine. Journal of Adolescent Health, 39, 620-620. fRIEND, R. Μ. & NEALE, J. Μ. (1972). Children 's perceptions of success and failure: An attributional analysis of the effects of race and social class. Developmental Psychology, 7,124-128. fRISCH, Μ., fRΙIS , S., KJEAR , S. Κ. , & MELBY E. Μ. (1995). Falling incidence of penis cancer in an uncircumcised population (Denmark 194390). Brίtίsh Medίcal Journal, 311,1471. FRISHMAN, R. (1996, October). Hormone replacement therapy for men. Harvard Healιh Letter, pp. 6-8. FRιτz , G. & RocκNEY, R. (2004). Summary of the practice parameter for the assessment and treatment of children and adolescents with enuresis. Work Group on Quality Issues: Journal of the Amerίcan Academy of Clιίld & Adolescent Psychίarry, 43, 123-125. fROME, Ρ. , ALFELD, C., EcCLES, J., & BARBER, Β. (2006, August). Why don't they want a maledominated job? Απ investigation of young women who changed their occupational aspirations. Educatίonal Research and Evalιιatίon, 12. 359-372. FROMHOLT, Ρ. & LARSEN, S. F. (1991). Autobiographical memory in normal, aging and primary degenerative dementia (dementia of the Alzheirner type ). Journal of Geronrology, 46,85-91. FRY, C. L. (1985). Culture, behavior, and aging in the comparative perspective. In J. Ε . BIRREN & Κ. W. SCHAIE (Eds.), Handbook of ιhe psychology of agίng. New York: Van Nostrand Reinhold. Fu, G., Χ υ, F., CAMERON, C., ΗΕΥΜΑΝ, G., & LEE. Κ. (2007, March). Cross-cultural differences in children's choices, categorizations, and evaluations of truths and lies. Developmental Psycholog.v, 43(2), 278-293. fUCHS, D. & FUCHS, L. S. (1994). lnclusive schools movement and the radicalization of special education reform. Excepιίonal Chίldren, 60, 294-309. FuGATE, W. Ν. & ΜιτcΗΕιι , Ε. S. (1997). Women 's irnages of rnidlife: Observations from the Seattle Midlife Women's Health Study. Hea!th Care for Women 1nternatίonal, 18. 439-453. FULJGNI. Α. & HARDWAY, C. (2006, September). Daily variation in adolescents' sleep, activities.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
and psychological well-being. Journal of Research on Adolescence, 16, 353-378. FυιιGΝΙ, Α. & YoSHΙKAWA , Η. (2003). Socioeconomic resources, parenting, and child development among immigrant families. In Μ. ΒΟRΝSτΕΙΝ & R. BRADLEY (Eds.), Socίo economίc sratus, parentίng, and chίld development. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum Associates. FULIGNI, Α. & ZHANG, W. (2004). Attitudes ιoward family obligation among adolescents in contemporary urban and rural China. Chίld Development, 75,180-192. FυιιGΝΙ. Α. J. (1997). The academic achievement of adolescents from immigrant families: The roles of family background, attitudes, and behavior. Chίld Development, 68,351-368. FυιGιΝι, Α. J. (1998). The adjustment of children from immigrant families. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 7, 99-103. FULIGNI, Α. J., TSENG, Υ. , & ιΑΜ, Μ. (1999). Attitudes toward family obligations among American adolescents with Asian, ιatin American, and European backgrounds. Chίld Development, 70,1030-1044. fUNK, J., BUCHMAN, D., & JENKS, J. (2003). Playing violent video games, desensitization, and moral evaluation in children. Journal of Applίed Developmenral Psychology, 24, 413-436. fURMAN, W. & BUHRMESTER, 0. (1992). Age and sex differences in perceptions of networks of personal relationships. Chίld Development, 63, 103-115. fURMAN, W. & SHAFFER, ι. (2003). The role of romantic relationships in adolescent development. ln Ρ. FLORSHEIM (Ed.), Ado/escent romantίc relatίons and sexιral behavίor: Theory, research, and practίcal ίmplίcatίons. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum Associates. FURNHAM, Α. & WEΙR, C. (1996). Lay theories of child development. Joιιrnal of Genetίc Psychology, 157,211-226. FuRsτENBERG, JR., F. F. (1996, June). The future of marriage. Amerίcan Denιographίcs. 3-t-40. JONES. C. (2004). Supportίng ίnclusίon ίn ιhe eari}' years. Maidenhead: England: Open Uni,ersit}' Press. GABBAY, S. & WAHLER, J. (2002). ιesbian aging: Review of a growing literature. Joumal of Ga}' & Lesbίan Socίal Servίces: lssues ίn Pracιia, Polίcy & Research, 14, 1-21. GABLE, S. & ιυτz, S. (2000). Household. parenι, and child contributions to childhood οbe>ίι~-. Famίly Relatίons: Interdίscίplίnary Joumal ο, Applied Famίly Studίes, 49, 293-300. GAGNON, S. G. & NAGLE, R. J. (2000). Compariion of the revised and original versions of the Bayley Scales of Infant Development. School Psychology Internaιίonal, 21,293-305. GALAMBOS, Ν., ιεΑDΒΕΑΤΕR, Β., & BARKER, Ε. (2004). Gender differences in and ήsk factors for depression in adolescence: Α 4-year longitud.inal study. lnternaιίona l Journal of Behavίoral Development, 28, 16-25. GALBRAΠΉ, Κ. Μ. & DOBSON, Κ. S. (2000). The role of the psychologist in determining
competence for assisted suicide!euthanasia in the terminally ill. Canadian Psxchologγ, 41 , 174-183. GALLAGHER, J. J. (1994). Teachίng and leaming: New models. Annual Re~·ie~· of Psj·chologγ, 45, 171-195. GALLAGHER, ι., BECKER, Κ .. & ΚΕΑ~'ΙΕΥ, G. (2003). Α case of autism associated with del(2) (q32.1q32.2) or (q32.2q32.3). Journal of Aιιtism and Developmental Disorders, 33, 105-108. GALLUP Ροιι. (2004). How many children?. The Gallup Poll Monthly. GALLUP, G. G., JR. (1977). Self-recognition in primates: Α comparative approach to the bidirectional properties of consciousness. Amerίcan Psychologist, 32, 329-337. GANGER, J. & ΒRΕΝτ, Μ . R. (2004). Reexamining the vocabulary spurt. Developmental Psychology, 40, 621-632. GANZINI, ι., BEER, Τ., & BROUNS, Μ. (2006, September). Views on physician-assisted suicide among family members of Oregon cancer patients. Journal of Pain and Symptom Management, 32,230-236. GARCIA, C., BEARER, Ε. ι. , & ιεRΝΕR , R. Μ. (Eds.). (2004). Nature and nιιrture: The complex ίnterplay of genetίc and envίronmental ίnfluences on human behavίor and development. Mahwah: ιawrence Erlbaum Associates. GARCIA, Μ., SHAW, D., WΙNSLOW, Ε., & YAGGI, Κ. (2000). Destructive sibling conflict and the development of conduct problems in young boys. Developmental Psychology, 36, 44-53. GARCIA-MORENO, C., Ηειsε, ι., JANSEN, Η. Α. F. Μ., ELLSBERG, Μ., & WAΠS, C. (2005, November 25). Violence against women. Science, 310, 1282-1283. GARDNER, Η. (2000). lntellίgence reframed: Multίple ίntellίgences for the 21st centιιry. New York: Basic Books. GARDNER, Η. (2003). Three distinct meanings of intelligence. ln R. STERNBERG & J. ιAUTREY (Eds.), Models of ίntellίgence: Internatίonal perspectίves. Washington, DC: Ameήcan Psychological Association. GARDNER, Η . & MORAN, S. (2006). The science of multiple intelligences theory: Α response to ι)ΊlΠ \Vaterhouse. Educatίonal Psychologίst, π. 227-232. G.-\RI.A-...D. J. Ε. (2004). Facing the evidence: Anιιdepre~'ant treatment in children and adole,cent>. Canadίan Medίcal Assocίatίon Jounuι.L ι;, 4~9~91.
G
;:)L~YA. Η .,
& KINSHT, I.
381
(2003). Cross-cultural differences in temperament in the first year of life: United States of America (US) and Russia.lnternatίonal Journal of Behavίoral Developmenι, 27,316-328. GAτz, Μ. (1997, August). Variations of depression in later life. Paper presented at the Annual Convention of the American Psychological Association, Chicago. GAULDEN, Μ. Ε. (1992). Maternal age effect: The enigma of Down syndrome and other trisomic conditions. Mutatίon Research, 296, 69-88. GAUTHΙER, Υ. (2003). Infant mental health as we enter the third millennium: Can we prevent aggression? lnfant Mental Health Joιιrnal, 24, 101-109. GAUVAΙN, Μ. (1998). Cognitive development in social and cultural context. Cιιrrent Direcιions ίn Psychologίcal Scίence, 7. 188-19-t. GAVIN, ι. Α. & FU~\1AX \\'. (1996). λdolescenι girls' relationships with moιher' and ~~ι friends. Chίld Deνe/optnenι, 67.375-386. GAVIN, Τ. & MYERS, Α. (2003). Characιeήstics, enrollment, attendance, and dropout patterns of older adults in beginner Tai-Chi and linedancing programs. Joιιrnal of Agίng & Physίcal Actίvίty, ll, 123-141. GAWANDE, Α. (2007, April 30). The way we age now. The New Yorker, 49-59. GAZMARARIAN, J. Α., ΡετΕRSΕΝ, R., SΡΠΖ, Α. Μ., GOODWIN, Μ. Μ., SΑιτzΜΑΝ, ι. Ε., & MARKS, J. S. (2000). Violence and reproductive health: Current knowledge and future research directions. Mat Chίld Health, 4, 79-84. GAZZANIGA, Μ. S. (1983). Right-hemisphere language following brain bisection: Α twentyyear perspective. Amerίcan Psychologist, 38, 525-537. Gεε, Η. (2004). Jacob's ladder: The Jιistory ofthe human genome. New York: Norton. GELFAND, Μ. Μ. (2000). Sexuality among older women. Joιιrnal ofWomens Health & GenderBased Medίcίne, 9 (Suppl. 1), S-15-S-20. GELMAN, D. (1994, April 18). The mystery of suicide. Newsweek , 44-49. GELMAN, R. (2006, August). Young naturalnumber arithmeticians. Current Dίrections ίn Psychologίcal Scίence, 15, 193-197. GELMAN, R. & BA!LLARGEON, R. (1983). Α review of some Piagetian concepts. In Ρ. Η. MUSSEN (Ed.), Handbook of chίld psychology. Vol3: Cognίtίve deνelopnιent (4th ed., pp. 167230). New York: Wiley. GELMAN, R. , & CORDES, S. Counting in animals and humans. ln Ε. Duroux, Language, braίn, and cognίtίve development: Essays ίn honor of Jacques Mehler. Cambήdge, ΜΑ: The ΜΠ Press. GELMAN, R. & GALLISTEL, C. R. (2004, October 15). Language and the origin of numerical concepts. Science, 306,441-443. GELMAN, S. Α., TAYLOR, Μ. G., & NGUYEN, s. (2004). Mother-child conversations about gender. Monographs ofthe Socίety for Research in Chίld Development, 69. GENERALSOCIAL SURVEY (1998). Natίonal opίnίon research center. Chicago: University of Chicago. GENOVESE, J. (2006). Piaget, pedagogy, and
382
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
evolutionary psychology. Evolιιtίonαry Psychology, 4, 127-137. GεΝτιιυccι, Μ. & CORBALLIS, Μ. (2006). From manual gesture to speech: Α gradual transition. Neuroscίence & Bίobehαvίorαl Revίews, 30, 949-960. GERARD, C. Μ., HARRIS, Κ. Α., & THACH, Β. Τ (2002). Spontaneous arousals in supine infants while swaddled and unswaddled during rapid eye movement and quiet sleep. Pedίαtrίcs, 110,70. GERBER, Μ. S. (October 9, 2002). Eighty million strong- the singles lobby. The Hίll, p. 45. GERBER, Ρ., & COFFMAN, Κ. (2007). Nonaccidental head trauma in infants. Child's Nervous System, 23, 499-507. GEREND, Μ., ΑΙΚΕΝ, L., & WEST, S. (2004). Personality factors in older women's perceived susceptibility to diseases of aging. loιιrnαl of Personαlίty, 72, 243-270. GERHARDT, Ρ. (1999, August 10). Potty training: How did it get so complicated?. Dαίly Hαmpshίre Gα:etιe. p. Cl. GERRISH. C. J. & MENNELLA, J. Α. (2000). Shortterm influence of breastfeeding on the infants' interaction with the environment. Developmenιαl Psychobiology, 36, 40-48. GERSHΚOFF-STOWE, ι. & THELEN, Ε. (2004). Ushaped changes in behavior: Α dynamic systems perspective. Journαl of Cognίtίon & Development, 5, 88-97. GERSHOFF, Ε. τ. (2002). Parental corporal punishment and associated child behaviors and experiences: Α meta-analytic and theoretical review. Pychologίcal Bιιlletίn, 128, 539-579. GERSTEN, R., & DΙΜΙΝΟ, J. (2006, January). Rτl (response to intervention): Rethinking special education for students with reading difficulties (yet again). Reαdίng Reseαrch Quαrterly, 41, 99108. G~ Ell. Α. ι. (1946). The ontogenesis of infant beha\ior. ln ι. CARMΙCHAEL (Ed.), Μαnιια[ of chιld ps_ι-cho/ogy. New York: Harper. GESSER. G.. WONG, Ρ. Τ, & REΚER, G. Τ. (1988). Death attitudes across the life span: The development and validation of the Death Attitude Profile (DAP). Omegα: Journαl of Deαιh αnd Dyίng, 18, 113-128. GEWERTZ, C. (2005, April 6). Trαίnίng focuses on teαchers' expectαtίons. Education Week, 24, 1-3. GΙΑCΟΒΒΙ, Ρ., LYNN, Τ, & WEΊHERINGTON, J. (2004). Stress and coping during the transition to university for first-year female athletes. Sport Psychologίst, 18,1-20. GΙΑΜΜΑΠΕΙ, J., Βιιχ, G., MARSHAK, Η. Η., \VοιιιτzεR. Α. 0., & Ρετιπ, D. J. (2003). Television watching and soft drink consumption: Associations with obesity in 11- to 13year-old schoolchildren. Archives of Ρedίαιrίc Adolescence, 157, 882-886. GΙBBS, Ν. (2002, April 15). Making time for a baby. τime, 48-54. GΙBSON, Ε. J. & WALK, R. D. (1960). The <<νisual cliff». Scίentίfic Amerίcαn, 202, 64-71. GIBSON, R. C. (1986). Older black Americans. Generαtίons, 10(4), 35-39. GιoRoN, Υ., Russ, Κ., TιssARCHONDOU, Η., &
WARNER, J. (2006, July). The relation between psychological factors and DNA-damage: Α critical review. Biologίcal Psychology, 72,291-304. GΙFFORD-SMΙΊH, Μ. & BROWNELL, C. (2003). Childhood peer relationships: Social acceptance, fήendships, and peer netΙνorks. Journαl of School Psychology, 41,235-284. GΙLBERT, Κ. R. (1997). Couple coping with the death of a child. In C. R. FιοιΕΥ, Β. Ε. BRΙDE, & Ν. ΜΑΖΖΑ (Eds.), The series ίn trαumα αnd loss. Deαιh αnd trαumα: The trαumαtology of grίevίng (pp.101-121). Washington, DC:Taylor & Francis. GιιΒΕRΤ, L. Α. (1994). Current perspectives on dual-career families. Current Dίrectίons ίn Psychologicαl Science, 3, 101-105. GΙLBERT, S. (2004, March 16). New clues to women veiled in black. The New York Πmes, pp. D1. GILBERT, W. Μ., ΝΕSΒΙΠ, Τ S., & DANIELSEN, Β. (1999). Childbearing beyond age 40: Pregnancy outcome in 24,032 cases. Obstetrίcs αnd Gynecology, 93,9-14. G!LES-SΙMS, J. & LOCΚHART, C. (2005). Culturally shaped patterns of disciplining children. Journαl of Fαmίly lssιιes, 26, 196-218. GιLIGAN, C. (2004). Recovering psyche: Reflections on life-history and history. Annuαl of Psychoαnαlysίs, 32, 131-147. GILLESPIE, Ν. Α., CιONINGER , C., R. , & ΗΕΑΤΗ , Α. C. (2003). The genetic and environmental relationship between Cloninger's dimensions of temperament and character. Personαlίty αnd lndivίduαl Differences, 35,1931-1946. GΙLLIES, R. & BOYLE, Μ. (2006, May). Ten Australian elementary teachers ' discourse and reported pedagogical practices during cooperative learning. The Elementary School Journa/, 106, 429-451. GιLLIGAN, C. (1982). ln α dίfferent voice: Psychological theory and women's development. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. G!LLIGAN, C., ιvoNS, Ν. Ρ., & HAMMER, τ. J. (Eds.) (1990). Makίng connections. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. GILLIGAN, C., WARD, J. Υ., & TAYLOR, J. Μ. (Eds.) (1988). Mαppίng the moral domαίn: Α contribution of women's thίnkίng to psychological theory and educaιίon. Carnbridge, ΜΑ: Harvard University Press. GILLILAND, Α. L., & VERNY, Τ R. (1999). The effects of domestic abuse οπ the unbom child. Journal of Prenatal and Perinαtal Psychology αnd Health, 13 (Special Issue], 235-246. GILLMORE, Μ., GΙLCHRIST, L., LEE, J., & 0XFORD, Μ. (2006, August). Women who gave birth as unmarried adolescents: Trends in substance use from adolescence to adulthood. Journal of Adolescent Health, 39, 237-243. GINZBERG, Ε. (1972). Toward a theory of occupational choice: Α restatement. Vocational Guidance Quarterly, 12,10-14. GIORDANA, S. (2005). Understαnding eαting dίsorders: Conceptuαl αnd ethical issues in the treatment of anorexia (lssues ίn Biomedical Ethics). NewYork: Oxford University Press. GιτιιΝ, L., REEVER, Κ., DENNIS, Μ., MATHIEU, Ε., & HAucκ, W. (2006, October). Enhancing
quality of life of families who use adult day services: Short- and long-term effects of the Adult Day Services Plus Program. The Gerontologist, 46, 630-639. GLASGOW, Κ. L., DORNBUSCH. S. Μ. , TROYER. ι .. SΊEINBERG, L., & RΙΠΕR, Ρ. ι. (1997). Parenting styles, adolescents' attributions, and educational outcomes in nine heterogeneous high schools. Child Development, 68, 507-529. GLEASON, J. & ELY, R. (2002). Gender differences in language development. In Α. McGιιιι cuoov Dε Lιsι & R. Dε ιιsι (Eds.), Bίology, socίety, αnd behαvior: The development of sex differences ίn cognitίon (pp. 127-154). Westport, cτ: Ablex Publishing. GιEASON, J. Β., PERLMANN, R. υ., ΕιΥ, R., & EVANS, D. W. (1991). The babytalk register: Parents' use of diminutives. !π J. L. Sοκοιον & C. Ε. SNOW (Eds.), Handbook of reseαrch ίn languαge development usίng CHILDES. Hillsdale, NJ: Erlbaurn. GιEASON, J. Β., PERLMANN, R. U., Ειv, R., & ΕνΑΝs , D. W. (1994). The babytalk register: Parents' use of diminutives. !π J. L. Sοκοιον & C. Ε. SNOW (Eds.), Handbook of research in language development usίng CHILDES. Mahwah. NJ: Erlbaum. GιEASON, Μ. , IIDA, Μ., & ΒοιοεR, Ν. (2003). Daily supportive equity in close relationships. Personalίty & Socίal Psychology Bulletin, 29. 1036-1045. GLEICK, Ε., REED, S., & SCHINDEHEΠE , S. (1994. October 24). The baby trap. People Weekly. 38-56. GιΕΙΊΜΑΝ, L. & LANDAU, Β. (1994). Πι e acqιιisi tion ofthe lexίcon. Cambridge, ΜΑ: Bradford. Gιιcκ, Ρ. , fΙSΚΕ , S. Τ, ΜιΑDΙΝΙC, Α., SΑΙΖ, J. L. et al. (2000). Beyond prejudice as simple antipathy: Hostile and benevolent sexism across cultures. Journal of Personality and Socίal Psychology, 79, 763-775. Gιιcκ, Ρ., ΖΙΟΝ, C., & NELSON, C. (1988). What mediates sex discrimination in hiήng decisions? Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 55,178-186. GLUHOSKI, V., LEADER, J., & WORTMAN, C. Β. (1994). Grief and bereavement. ln Υ. S. RAMACHANDRAN (Ed.), Encyclopedίa of human behavior. San Diego: Academic Press. Gοετz, Α. & SHACKELFORD, Τ. (2006). Modern application of evolutionary theory to psychology: Key concepts and clarifications. American Joιιrnal of Psychology, /19, 567-584. GOHLKE, Β. C. & STANHOPE, R. (2002). final height in psychosocial short stature: Js there complete catch-up?. Acta Paedίatrίca. 91,961-965. GOLDBERG, Α. Ε. (2004). But do 1νe need universal grammar?. Commenι on Lίdz et α/. Cogniιίon, 94,77-84. GOLDBERG, J., PEREIRA, L., & BERGHELLA, Υ. (2002). Pregnancy after uterine artery emoblization. Obstetrics and Gynecology, 100, 869-872. GoιDFARB, Ζ. (2005, July 12). Ne1νborn medical screening expands. Wall Street Journal, p. D6. GoιDMAN, R. (2004). Circumcision policy: Α psychosocial perspective. Pedίatrics and Child Healιh, 9, 630-633.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
GOLDSCHEIDER, F. Κ . (1994). Divorce and remarriage: Effects on the elderly population. Revίews ίn Clίnίcal Gerontology, 4, 253-259. GOLDSMIΊΉ , ι. Τ. (2000). Tracking trajectories of talent: Child prodigies growing up. In R. C. FRIEDMAI' & Β. Μ. SHORE et al. (Eds.), Talents unfoldίng: Cognίtίon and development. Washington , DC: American Psychological Association. GOLDSMΠH , S. Κ., PELLMAR, Τ C., KLEINMAN, Α. Μ. , & BUNNEY, W. Ε. (2002). Reducίng suίcίde: Α natίonal ίmperatίve . Washington, DC: The National Academies Press. GoιDsτEIN, Α. Ρ. (1999). Aggression reduction strategies: Effective and ineffective. Psychology Quarterly, 14, 40-58. GoιDsτON, D. Β . (2003). Measurίng suίcίdal behavίor and rίsk ίn chίldren and adolescents. Washington, DC: American Psychological Association. GοιΕΜΑΝ, D. (1985, February 5). Mournίng: New studίes affirm ίts benefits. The New York Times, pp. Cl, C6. GOLEMAN, D. (1993, July 21). Baby sees, baby does, and classmates follow. The New York Times, p. ClO. GOLEMAN, D. (1995). Emotίonal ίntellίgence. New York: Bantam. GOLEMAN, D. (2005). What makes a leader? In R. ι. TAYLOR & w. Ε. RoSENBACH, Mίlίtary leadershίp: In pursuίt of excellence (5th ed.). Boulder, CO: Westview Press. GOLINKOFF, R. Μ. (1993). When is communication a <>?. Journal of Chίld Language, 20, 199-207. GOLMIER, 1., CEHBAT, J. C., GELINAS-CHEBAT, C. (2007). Can cigarette warnings counterbalance effects of smoking scenes in movies? Psychologίcal Reports, 100, 3-18. GOLOMBOK, S., GOLDING, J., PERRY, Β., BURSTON, Α. , MURRAY, C., MOONEY-SOMERS, J. , & STEVENS, Μ. (2003). Children with lesbian parents: Α cσmmunity study. Developmenιal Psγchology, 39, 20-33. GOLOMBOK, S., MURRAY, C., VASA.'I I. J.. λ1ΑC CALLUM, F., & ιvcεπ, Ε . (2004 ). families created through surrogacy arrangements: Parent-child relatiσnships in the 1st )·ear of life. Developmental Psychology, 40. 400-Hl. GOLOMBOK, S. & TASKER, F. (1996). Do parents influence the sexual σrientation σf their children? Findings from a lσngitudinal study σf le>bian families. Developmental Psycholog}·. 32. 3-lL GooDE, Ε. (1999, January 12). Clash σYer 't\hen, and hσw, tσ toilet-train. The Ne w York Tιmes, pp.Al, A17. GooDE, Ε . (2004, February 3). Strσnger \Yarning is urged ση antidepressants fσr teenagers. τιι~ New York Πmes, p. Al2. GOODLIN-JONES, Β. ι. , BURNHAM, Μ. Μ., & ANDERS,τ. F. (2000). Sleep and sleep disturbances: Regulatσry processes in infancy. In Α. J. SAMEROFF & Μ. ιεwιs et al. (Eds.), Handbook of developmental psychopathology (2nd ed.). New Yσrk : Κluwer Academic/Plenum Publisbers. GOODMA.,_.. 0. & MELINDER, Α. (2007, February).
fPf\'}e1\"S Child witness researcb and for• children: Α re\ie>A·. 11!, logίcal Psychology, 12.1 -19. GOODMAN, G. S. (2006). Children\ ~-e-AΊtness memσry: Α mσdern histσf) and rontemporaf) cσmmentary. Journal of Socίal Issues, 62.i11-δ32 . GOODMAN, J., SCHLOSSBERG. :\. Κ.. & A'l>ERSO'\. Μ. ι. (2006). Counselίng adulι< i.'l var.~ilion: Lίnkίng practίce wίth theof}'. Ke" York: Springer. GOODMAN, J. C. & NUSBAL~I. Η. C. ·Eds.). (1994). The development of speech perceprίon . Cambridge, ΜΑ: Bradfσrd. GooDMAN, J. s., FιειDs , D. ι .. & Βιu ~ι . τ. c. (2003). Cracks in the glass ceiling: In \Vhat kinds σf σrganizatiσns dσ wσmen make it tσ the tσp?. Group & Organίzatίon Management, 28, 475-501. GooDsτEIN, R., & ΡΟΝΤΕRΟΠΟ, J. 0. (1997). Racial and ethnic identity: Their relatiσnship and their cσntribution tσ self-esteem. Journal of Black Psychology, 23, 275-292. GooDWIN, Μ. Η. (1980). Directive-respσnse speech sequences in girls' and bσys' task activities. ln S. MCCONNELL-GINET, R. BORKER, & Ν. FuRMAN (Eds.), Women and language ίn lίterature and socίety (pp. 157-173). New Yσrk: Praeger. GOODWIN, Μ. Η. (1990). Tactical uses σf stσries: Participatiσn framewσrks within girls' and bσys' disputes. Dίscourse Processes, 13,33-71. GOOGANS, Β. & BURDEN, D. (1987). Vulnerability σf wσrking parents: Balancing wσrk and hσme roles. Socίal Work, 32, 295-300. GooLD, S. D., WILLIAMS, Β., & ARNOLD, R. Μ. (2000). Cσnflicts regarding decisiσns to limit treatment: Α differential diagnσsis. Journal of the Amerίcan Medίcal Associatίon, 283, 909-914. GOPNIK, Α., ΜειτzΟFF, Α. Ν., & KUHL, Ρ. Κ. (2002). The scίentίst ίn the crίb: What early learnίng tells us about the mίnd. New Yσrk:
σf yσung
HarperCσllins.
GoRDON, Ν. (2007). The cerebellum and cσgnitiσn. Eιιropean Journal of Paedίatrίc Neurology, 30, 214-220. GORMLEY, W. Τ , JR., 0AYER, Τ, PHILLIPS, D., & DA\VS0:-1. Β. (2005). The effects σf universal preK ση cσgnitive develσpment. Developmental Ps_Ι·cholog}', 41. 872-884. Gosη -.... ι . (2006, April). Physician-assisted uicide. Α legitimate medical practice?. JAMA: louΠilll of the Amerίcan Medίcal Assocίatίon, .?95.19Jl -19H G<ΠίES}IA'\, ι ι (1991). Schίzophrenίa genesίs: ~ oιipns of madness. New Yσrk: Freeman. Goτmι.rnso~ G. D. & HOLLAND, J. ι. (1990). Α of the influence σf cσngruence: S3!isf.3ι::tίon competency utilizatiσn, and N1m'-'ftι:τιxb.-1i\·e beba,iσr. Joumal of Counsel~31.3.~9-398. ~ GoΠFRIED. Α ..
& BATHURST, Κ. and dual-earner emplσyment
~; .
ln
Μ.
BOR."--STEIN (Ed.),
rru.:in-;- ιΌι 2: Bίology and ~- ~lah\\αh. NJ: ιawrence
383
genetics truly developmental. Human Development, 46, 337-355. GοττιιεΒ, G. & BLAΙR, C. (2004). Ησw early experience matters in intellectual develσpment in the case σf pσverty. Preventίve Scίence, 5, 245-52. GΟΠΜΑΝ, J. Μ., FAINSILBER-KAτz, ι., & HOOVEN, C. (1996). Meta-emotίon: How famίlίes coπι mιιnίcate emotίonally. Mahwah, NJ: Erlbaum. GoττscHALK, Ε. C., JR. (1983, February 21). Older Americans: The aging man gains in the 1970s, σutpacing rest σf the pσpulatiσn. The Wall Street Journal, pp. 1, 20. GouιD, R. ι. (1978). Transformatίons: Growth and change ίn adult lίfe. New Yσrk: Simσn Schuster. GOULD, S. J. (1977). Ontogeny and phylogeny. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. GOYEΠE-EWING, Μ. (2000). Children's after schσσl arrangements: Α study σf self-care and develσpmental σutcσmes. Journal of Preventίon & Interνentίon ίn the Communίty, 20,55-67. GRABNER, R. Η., NEUBAUER, Α., C., & STERN, Ε. (2006). Superiσr perfσrmance and neural efficiency: The impact σf intelligence and expertise. Braίn Research Bulletίn, 69, 422-439. GRADDOL, D. (2004, February 27). The future σf language. Scίence, 303, 1329-1331. GRADY, D. (2006, Nσvember). Management σf menσpausal symptσms. New England Journal of Medίcίne, 355, 2338-2347. GRAHAM, 1., CARROLI, 0., DAVIES, C., & ΜεDνεs, J. (2005). Episiσtσmy rates arσund the wσrld: An update. Bίrth: Issues ίn Perίnatal Care, 32, 219-223. GRAHAM, S. (1986). An attributiσnal perspective ση achievement mσtivatiσn and black children. ln R. S. FELDMAN (Ed.), The socίal psychology of educatίon: Current research and theory. New Yσrk: Cambridge University Press. GRAHAM, S. (1990). Cσmmunicating lσw ability in the classrσσm: Bad things gσσd teachers sσmetimes dσ. In S. GRAHAM & Υ. S. Fοικεs (Eds.), Attrίbutίon theory: Applίcatίons to achίevement, mental health, and ίnterpersonal conflίct. Hillsdale, NJ: Erlbaum. GRAHAM, S. (1992). <>: Trends in published research on African Americans in selected ΑΡΑ jσurnals. Amerίcan Psychologίst, 47, 629-639. GRANIC, l., HOLLENsτEIN, Τ., & DISHION, Τ (2003). ισngitudinal analysis σf flexibility and reσrganizatiσn in early adσlescence: Α dynamic systems study σf family interactiσns. Developmental Psychology, 39, 606-617. GRANT, J., WEAVER, Μ., & ELLIOΠ, Τ (2004). Family caregivers σf strσke survivσrs: Characteristics σf caregivers at risk fσr depressiσn. Rehabίlίtatίon Psychology, 49, 172-179. GRANTHAM, Τ & FORD, D. (2003). Beyσnd selfconcept and self-esteem: Racial identity and gifted African American students. Hίgh School Journal, 87, 18-29. GRANTHAM-MCGREGOR, S., ΑΝ!, C., & FERNALD. ι. (2001 ). The rσle σf nutritiσn in intellectual
384
ΒΙΒΛ!ΟΓΡΑΦΙΑ
development. In R. J. SτERNBERG & Ε. ι. GRΙGORENKO (Eds.), Envίronmental effects on cognίtίve abίlίtίes. Mahwah, NJ: Erlbaum. GRANrHAM-MCGREGOR, S., Ροwειι, C., WALΚER, S., CHANG, S., & FLHCHER, Ρ. (1994). The longterm follow-up of severely malnourished children who participated in aπ intervention program. Chίld Development, 65, 428-439. GRAτcH, G. & ScHAτz, J. Α. (1987). Cngnitive development: The relevance of Piaget's infancy books. ln J. D. 0SOFSKY (Ed.), Handbook of ίnfanι development (2nd ed.). New York: Wiley. GRAΠAN, Μ. Ρ., DεVos, Ε. S., ιενv, J., & McCLINTOCK, Μ. Κ. (1992). Asymmetric action in the human newborn: Sex differences in patterns of organization. Chίld Development, 63, 273-289. GRAY, C., fERGUSON, J., ΒΕΗΑΝ, S., DUNBAR, C., DuNN, J., & MΙTCHELL, 0. (2007, March). Developing young readers through the linguistic phonics approach. Internatίonal Journa/ of Eart.~· Years Edιιcatίon, 15, 15-33. GRλ'- Lmu:. Β.&: H-\FDAHL. Α. R. (2000). Factors mflu ncιng racial comparisons of self-esteem: Α quanιιta!J\e re,ie"·· Ps.ι-chologίcal Bιιlletίn, 126. 26-5-t. GREEN, F. (2005, September 1). The goldentoιιch years. San Diego Union-Tribune, p. Cl. GREEN, Μ. Η. (1995). Influences of job type. job status, and gender on achievement motivation. Cιιrrent Psychology: Developmental, Learnίng, Personalίty, Socίal, 14, 159-165. GREENBERG, J. & BECKER, Μ. (1988). Aging parents as family resources. Gerontologίst, 28, 786-790. GREENBERG, ι., CWΙΚEL, J., & MΙRSKY, J. (2007, January). Cultural correlates of eating attitudes: Α comparison between native-born and immigrant university students ίη Israel. Internatίonal Joιιrnal of Eatίng Dίsorders, 40,51-58. GREEr-.E, Κ., KRCMAR, Μ., & RUBIN, 0. (2002). Elaboration in processing adolescent health messages: The impact of egocentrism and sensation seeking on message processing. Joιιrnal ofCommunίcatίon, 52,812-831. GRΕεΝε, κ., KRcMAR, Μ., WΑιτεRs, ι. Η., RUBIN, 0 ι., & HALE, J. ι. (2000). Targeting adolescent risk-taking behaviors: The contribution of egocentrism and sensation-seeking. Joιιrnal of Adolescence, 23, 439-461. GREENE, S., ANDERSON, Ε., & HEτHERINGTON, Ε. (2003). Risk and resilience after divorce. In F. WALSH (Ed.), Normal famίly processes: Groιι·ίng dί~·ersίty and complexίty. New York: Guilford Press. GREE:\FIELD. Ρ. Μ. (1976). Cross-cultural research and Piagetian theory: Paradox and progress. In Κ. F. RιEGEL & J. Α. MEACHAM (Eds.), The developίng ίndίνίdιιαl ίn α changίng world. Vol. 1: The Hague, The Netherlands: Mouton. GREENFIELD, Ρ. Μ. (1997). You can't take it with you. Why ability assessments don't cross cultures. Anιerίcan Psychologίst, 52, 1115-1124. GREENWAY, C. (2002). The process, pitfalls and benefits of implementing a reciprocal teaching intervention to improve the reading comprehen-
sion of a group of year 6 pupils. Educatίonal Psychology ίn Practίce, 18,113-137. GREENWOOD, D. & ISBELL, ι. (2002). Ambivalent sexism and the dumb blonde: Men's and women's reactions to sexist jokes. Psychology ofWomen Quarterly, 26,341-350. GREENWOOD, D. Ν. & PΙERTOMONACO, Ρ. R. (2004). The interplay among attachment orientation, idealized media images of women, and body dissatisfaction: Α social psychological analysis. In ι. J. SHRUM (Ed.), Psychology of entertaίnment medίa: Blurrίng the lίnes betιveen entertaίnment and persuasίon. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. GREER, Μ. (2004, November). Retirement's road map. Monίtor on Psychology, 35, 80. GREGORY, Κ. (2005). Update on nutrition for preterm and full-term infants. Journal of Obstetrίcs and Gynecologίcal Neonatal Nursίng, 34,98-108. GREGORY, S. (1856). Facts for yoιιng women. Boston. GREVE, τ. (2003). Norway: The breastfeeding top of the world. Mίdwifery Today lnternational, 67, 57-59. GREY, W. Η. (1999). Milken Institute, reported in Suro, R. (Ν ον. 1999). Mixed doubles. American Demographίcs, 57-62. GRΙFFΙτH, 0. R., AZUMA, S. 0., & CHASNOFF, Ι. J. (1994). Three-year outcome of children exposed prenatally to drugs. Joιιrnal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 33,20-27. GRΙGORENKO, Ε. (2003). lntraindividua] fluctuations in intellectual functioning: Selected links between nutrition and the mind. In R. STERNBERG & J. ιAUTREY (Eds.), Models of ίntellίgence: Internatίonal perspectives.Washington, DC: American Psychological Association. GROOME, ι. J., SWΙBER, Μ. J., ΑττεRΒURΥ, J. ι., ΒΕΝΤΖ, ι. S., & HOLLAND, S. Β. (1997). Similarities and differences in behavioral state organization during sleep periods in the perinatal infant before and after birth. Chίld Development, 68, 1-11. GROOME, ι. J., SwιBER, Μ. J., ΒΕΝΠ, ι. S., HOLLAND, S. Β., & AΠERBURY, J. ι. (1995). Maternal anxiety during pregnancy: Effect on fetal behavior at 38 to 40 weeks of gestation. Developmental and Behavioral Pediatrics, 16, 391-396. GROOPMAN, J. (1998 February 8). Decoding destiny. The New Yorker, 42-47. GROSS, J. (1991, June 16). More young single men hang on to apron strings. The New York rίmes, pp. Α1, Α18. GROSS, Ρ. Α. (1991). Managing yοιιr healιh: Strategίes for lίfelong good health. Yonkers, ΝΥ: Consumer Reports Books. GROSS, R. Τ, SPIKER, 0., & HAYNES, C. W. (Eds.). (1997). Helpίng low-bίrthweίght, premature babίes: The Infant Health and Development Progranι. Stanford, CA: Stanford University Press. GROSSMANN, Κ. Ε., GROSSMAN, Κ., HUBER, f., & WARτNER, U. (1982). German children's behavior
towards their mothers at 12 months and their fathers at 18 months in Ainsworth 's Strange Situation. Internatίonal Journal of Behavίora/ Development, 4, 157-181 GROSSMAN, Κ. Ε., GROSSMANN, Κ. , & WATERS. Ε. (Eds.) (2005). Attachment fronι ίnfancy to adιιlthood: The major longίtιιdίnal stιιdίes. New York: Guilford Press. GROSSMANN, Τ , STRIANO, Τ, & fRΙEDERICI , Α. (2006, May). Crossmodal integration of emotional information from face and voice in the infant brain. Developmental Scίence, 9. 309315. GRUNBAUM, J. Α., ΚΑΝΝ, ι., ΚΙΝ CΗΕΝ, S. Α., WΙLLIAMS, Β., Ross, J. G., ιowRY, R. , & KOLBE, ι. (2002). Υοιιιh rίsk behavίor sιιrveίllance Unίted States, 2001. Atlanta, GA: Centers for Disease Control. GRUNBAUM, J. Α., ιowRY, R. , & ΚΑΝΝ, ι. (2001). Prevalence of health-related behaviors among alternative high school students as compared with students attending regular high schools. Journal of Adolescent Health, 29, 337-343. GRUNDY, Ε. & ΗΕΝRΕΠΑ, J. (2006, September). Between elderly parents and adult children: Α new look at the intergenerational care provided by the <
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Relationship between growth and feeding in infancy and body mass index at the age of 6 years. Jnιernatίonal Journal of Obesίty and Metabolίc Dίsorders, 27, 1523-1527. GUP"ΓA, Α. & STATE, Μ. (2007). Recent advances in the genetics of autism. Bίologίcal Psychίatry, 61, 429-437. GuP"ΓA, U. & SrNGH, Ρ. (1982). Απ exploratory study of love and liking and type of marriages. lndίan Journal of Applίed Psychology, 19, 92-97. GUR, R. C., GUR, R. Ε., 0BRIST, W. D. , HUNGERBUHLER, J. Ρ., ΥΟUΝΚΙΝ, D., ROSEN, Α. D., SκrιNrcκ, Β. Ε., & RεινιcΗ, Μ. (1982). Sex and handedness differences in cerebral blood flow during rest and cognitive activity. Scίence, 217, 659-661. GURIN, Ρ. , NAGDA, Β. R. Α. , & LOPEZ, G. Ε. (2004). The benefits of diversity in education for democratic citizenship. Journal of Socίallssues, 60, 17-34. Gυτεκ, G. L. (2003). Maria Montessori: Contributions to educati onal psychology. In Β. J. ΖΙΜΜΕRΜΑΝ (Ed.), Educatίona[ psychology: Α cenιury of contrίbutίons. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. GUIERL, F. (2002, November 11). What Freud got right. Newsweek, 50-51. GUΠMAN, Μ. (1997, May 16-18). Are you losing your mind?. USA Weekend, pp. 4-5. GUΠMANN, J. & ROSENBERG, Μ . (2003). Emotional intimacy and children 's adjustment: Α comparison between single-parent divorced and in tact families. Educatίonal Psychology, 23, 457-472. ΗΑΑΝ, Ν., MΙLLSAP, R., & HARTKA, Ε. (1986). As time goes by: Change and stability in personality oνer fifty years. Psychology and Agίng, 1, 220232. HAAS, Α. Ρ. , HENDIN, Η. , & ΜΑΝΝ, J. J. (2003). Suicide in college students. Amerίcan Behavίoral Scίentίst, 46 [Special issue: Suicide in Youth ], 1224-1240. HABER, D. (2006). ιife review: Implementation, theory, research, and therapy. Internatίonal Joιιrnal of Agίng & Human Developmenι, 63. 153-171. HABERSIICK, Β. C., nMBERLAΚE, D., EHRINGER, Μ. Α., ιεsSΕΜ, J. Μ., HOPFER, C. J., SMOLEN. Α., & ΗΕWΙΠ, J. Κ. (2007). Can cigarette wamings counterbalance effects of smoking scenes in movies?. Addίctίon, 102,655-665. HADDOCK, S. & RAΠENBORG, Κ. (2003). Benefits and challenges of dual-earning: Perspectives of successful couples. Amerίcan Joιιrnal of Famί(~· Therapy, 31, 325-344. HAGERTY, R. G., B uτow, Ρ. Ν. , Ειιιs, Ρ. Α. , ιοΒΒ, Ε. Α., PENDLEBURY, S., ιειGΗL, Ν. , GOLDSIE!.:'I, D., ιο, S. Κ. , & TAΠERSALL, Μ. Η. (2004). Cancer patient preferences for communication of prognosis in the metastatic setting. Journal of Clίnίcal Oncology, 22,1721-1730. ΗΑΗΝ, C.-S. & DrPrEIRO, J. Α . (2001). In vitro fertilization and the family: Quality of parenting, family functioning, and child psychosocial adjustment. Developmental Psychology, 37, 37-48. HAIGHT, Β . Κ. (1991). Psychological illness in
aging. In
Ε. Μ . ΒΑΙ~ΈS
(Ed._
gerontologίcal nιιrsίng. :\"~
W. ι. (2002). A.friazn-. at church: Α socίocιιlιura! ~~-~- :\"e\\' York: Cambridge Uπi\·ef"ι<: p.-, HAINES, J. & NEUMARΚ-SΓ"~ΈR. D_ 12006. December). Prevention of <>be!'i~- and eaιing disorders: Α consideration of sharcd risl.: factors. Healιh Educatίon Research. 21. ϊϊV-ϊS":!.. ΗΑΙΙΗ , Μ. Η . (1986). Sensory and perceptual processes in early infancy. Jouma/ of Pedίaιrίcs, 109(1), 158-171. ΗΑΙΙΗ, Μ . Η. (1991, April). Setting a path for the 90s: Some goals and cha!Jenges in infant sensory and perceptual development. Paper presented at the biennial meeting of the Society for Research in Child Developrnent, Seattle, WA. HALES, Κ. Α., MORGAN, Μ. Α., & 1HuRNAU, G. R. (1993). Influence of labor and route of delivery ση th e frequency of respiratory morbidity in term neonates. Internatίonal Journal of Gynecology & Obstetrίcs, 43, 35-40. HALFORD, G. S., MAYBERY, Μ. Τ , O'HARE, Α. W., & GRANT, Ρ. (1994). The development of rnemory and processing capacity. Chίld Development, 65,1338-1356. HALGUNSEIH, ι. C., lSPA, J. Μ ., & RUDY, D. (2006). Parental control in ιatino families: Απ integrated review of the literature. Chίld Developnιent, 77,1282-1297. ΗΑιι, Ε. G. & ιεε, Α. Μ. (1984). Sex differences in motor performance of young children: Fact or fiction?. Sex Roles, 10, 217-230. HALL, R. Ε. & ROWAN, G. Τ (2003). ldentity development across the lifespan: Alternative model for biracial Americans. Psychology and Educatίon: An lnterdίscίplίnary Journal, 40, 3-12. ΗΑιι, S. S. (2005, October 16). The short of it. The New York Πmes Maga z ίne, 54-59. HALLAHAN, D. Ρ., KAUFFMAN, J. Μ. , & ιιοΥD, J. W. (2000). Jnιroductίon to learnίng dίsabίlίtίes (4th ed.). Boston: Allyn & Bacon. RALLlDAY, Μ . Α . Κ. (1975). Learnίng how to mean - Exploratίons ίn the development of language. London: Edward Arnold. HALPERN, ι. F., ΜΑcιεΑΝ, W. Ε. , & BAUMEISIER, Α. Α. (1995). lnfant sleep-wake characteristics: Relation to neurological status and the prediction of developmental outcome. Developmental R~·ίeιv, Ι 5. 255-291. ΗΑ\10~. R. R. & BLIESZNER, R. (1990). Filial responsibility expectations among adult childolder parent pam. Journal of Gerontology, 45, 110-11"2. Η..-\-\10:-;_ R. R. &. 1...-GOLDSBY. Β. Β. (Eds.) (2003). Μαιe selectιon across culιures. Thousand Oaks, CA: Sagc Pιiblication>. HA'\Έ..A-.f~S~A'-l>DERNEIZ, V. (2003). Thc relatioo bet11-een coordinated interpersonal tίming and matemaJ -.ensίti\·ity in four-monthold ίnf.ant:>....lownal ofl's)·dwlingιιίstίc Research, 32.525-53 ΗΑ_'-"ΚΙΧ. Β.. L & AsRA..~ L Υ. (2001 ). Develop·~eoces in depression: Απ o'Uinerabilil)·-transactional ΗΑΙGΗΙ,
385
stress theory. Psychologίcal Bιιlletίn, 127, 773796. HANSON, D. R. & GOΠESMAN, 1. Ι. (2005). Theories of schizophrenia: Α genetic-inflammatoryvascular synthesis. BMC Medίcal Genetίcs, 6, 7. HANSON, R. & HAYSLIP, Β. (2000). Widowhood in later life. ln J. HARVEY & Ε. MΙLLER (Eds.), Loss and trauma: General and close relaιίonshίp perspectίves. New York: Brunner-Routledge. HANSON, R. F., & SPRAΠ, Ε . G. (2000). Reactive attachment disorder: What we know about the disorder and implications for treatment. Chίld Maltreatment, 5,137-145. HANSSON, R. 0. & CARPENTER, Β. Ν. (1994). Relatίonshίp ίn old age: Copίng wίth the chal/enge of transίtίon. New York: Guilford Press. ΗΑΡΡΕ , F. G. Ε. , WINNER, Ε. , & BROWNELL, Η . (1998). The getting of wisdom: Theory of mind in old age. Developmental Psychology, 34, 358-362. HARDY, L. Τ (2007). Attachment theory and reactive attachment disorder: Theoretical perspectives and treatment implications. Joιιrnal of Chίld and Adolescent Psychίatrίc Nursίng, 20,27-39. HARLOW, Η. F. & ZIMMERMAN, R. R. (1959). Affectional responses in the infant monkey. Scίence, 130, 421-432. HARMAN, S., NAFΓOLIN, F., BRJNTON, Ε., & JUDELSON, D. (2005).ls the estrogen controversy over? Deconstructing the Women 's Health Initiative study: Α critical evaluation of the evidence.ln Μ. SJNGH & J. SιΜΡΚΙΝS (Eds.), The future of hormone therapy: What basίc scίence and clίnίcal studίes teach ιιs . New York: New York Academy of Sciences. HARMON, Α. (2004, August 26). Internet gives teenage bullies weapons to wound from afar. The New York Yίmes, Α1 , Α21. HARRELL, J. S., BANGDJWALA, S. l., DENG, S., WEBB, J. Ρ. , & BRADLEY, C. (1998). Smoking initiation in youth: The roles of gender, race, socioeconomics, and developmental status. Journal of Adolescent Healιh, 23,271-279. HARRELL, S. (1981). Growing old in rural Taiwan. ln Ρ. Τ AMOSS & S. HARRELL (Eds.), Other ways of growίng old. Stanford , CA: Stanford University Press. HARRΙS , Α. , CRΟΝΚΙΙΕ, R. , & Moos, R. (2006, July). Physical activity, exercise coping, and depression in a 10-year cohort study of depressed patients.Joιιrnal ofAffectίve Dίsorders, 93.79-85. HARRIS, C. Μ. (2004). Personality and ~exu.ι. orientation. Col/ege Student Journa/, 38,207-211. HARRΙS , G. (2005, March 3). Gene therapy is facing a crucial hearing. The New York Πnιes, p.A16. HARRIS, J., VERNON, Ρ. , & JANG, Κ. (2007). Rated personality and measured intelligence in young twin children. Personalίιy and lndίvίdual Dίfferences, 42, 75-86. HARRJS, J. R. (1998). The nurture assιιmptίon: Why chίldren turn out the way they do. New York: Free Press. HARRΙS , Μ . Β. (1994). Growing old gracefully: Age concealment and gender. Journals of Geronιology, 49, 149-158.
386
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
HARRIS, Μ. J., MILICH, R., CORBIΠ, Ε. Μ., HOOVER, D. W. et al. (1992). Self-fulfιlling effects σf stigmatizing infσrmatiσn ση children's sσcial interactiσns. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 63,41-50. HARRIS, Ρ. ι. (1983). lnfant cσgnitiσn. Tn Μ. ΗΑΠΗ & J. J. CAMPOS (Eds.) & Ρ. Η. MUSSEN (Gen. Ed.), Handbook of chίld psychology: Vol 2. lnfancy and developnιental psychobίology. New Yσrk: Wiley. HARRIS, Ρ. ι. (1987). The develσpment σf search. ln Ρ. SALLAPATEK & ι. COHEN (Eds.), Handbook of ίnfant perceptίon: From perceptίon to cognίtίon (Vσl. 2, pp. 155-207). Orlando, FL: Academic Press. HARRISON, Κ. & HEFNER, V. (2006, April). Media exposure, current and future bσdy ideals, and disσrdered eating amσng preadolescent girls: Α lσngitudinal panel study. Journal of Youth and Adolescence, 35, 153-163. HARRISON, R. V., GORDON, Κ. Α., & MOUNT, R. J. (2005). ls there a critical periσd for cσchlear implantatiσn in cσngenitally deaf children? Analyses of hearing and speech perceptiσn perfσrmance after implantatiσn. Developnιenιal Psychobίology, 46, 252-261. HARRIST, Α. & WAUGH, R. (2002). Dyadic synchrσny: lts structure and functiσn in children's develσpment. Developmental Revίew, 22, 555-592. HART, Β. (2000). Α natural histσry σf early language expeήence. Topίcs ίn Early Chίldhood Specίal Edιιcatίon, 20, 28-32. HART, Β. (2004). What tσddlers talk abσut. Fίrst Langιιage, 24, 91-106. HART, Β. & RISLEY, Τ R. (1995). Meanίngfιιl dίfferences ίn the everyday experίence of yoιιng Arnerίcan chίldren. Baltimore, MD: Paul Brσσkes. HART. C. Η .. YANG, C., NELSON, D. Α., JΙΝ, S., B.-\ZARSKAYA, Ν., & NELSON, L. (1998). Peer cσntact patterns, parenting practices, and preschσσlers' sσcial cσmpetence in China, Russia. and the United States. In Ρ. Sιεε & Κ. RIGBY (Eds.). Peer relatίons amongst chίldren: Currenι ίssιιes and future dίrecιίons. Londσn: Routledge. HART, D., BUROCK, D., & ιοΝDΟΝ, Β. (2003). Prσsσcial tendencies, antisσcial behaviσr, and mσral develσpment. ln Α. SLATER & G. BREMNER (Eds.), An ίntroductίon to developmenιal psychology. Malden, ΜΑ: Blackwell Publishers. HART, S. Ν., BRASSARD, Μ. R., & KARLSON, Η. (1996). Psychσlogical maltreatment. In J. Ν. BRIERE, ι. BERLINER, J. BULΚLEY, C. JENNY, & τ. Rειο (Eds.), The APSAC handbook on chίld maltreatment. Thσusand Oaks, CA: Sage. HARTER, S. (1990a). Identity and self-develσp ment. ln S. FELDMAN & G. Ειιιοπ (Eds.), Αι the threshold: The developίng adolescent. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. HARTER, S. (1990b). Issues in the assessment σf self-concept σf children and adσlescents. In Α. ιAGRECA (Ed.), Throιιgh the eγes of α clιίld. Boston: Allyn & Bacσn. HARTSHORNE, Τ S. (1994). friendship. ln V. S.
RAMACHANDRAN (Ed.), Encyclopedίa of hωnan behavίor. San Diego: Academic Press. HARTUP, W. W. (1983). Peer relatiσns. In Ρ. Η. Mussen (Ed.), Handbook of chίld ps}-chology (Vol. 4, 4th ed.). New Yσrk: Wile}·. HARTUP, W. W. & STEVENS, Ν. (1999). Fήendships and adaptation across the life span. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 8. 76-79. HARVEY, Ε. (1999). Shσrt-term and lσng-term effects σf early parental emplσyment ση children σf the National ισngitudinal Survey σf Yσuth. Developnιental Psyclιology, 35,445-459. HARVEY, J. & WEBER, Α. (2002). Odyssey of the heart: Close relatίonshίps ίn the 21st century (2nd ed.). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Assσciates.
FιΝΕ, Μ. Α. (2004). Chίldren of of /oss and growιh. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum Associates. HARWAY, Μ. (2000). Families experiencing νiσlence. ln W. C. NICHOLS & Μ. Α. PACENICHOLS et al. (Eds.), Handbook of famίly developmenι and ίnιerventίon. Wίley serίes ίn couples and famίly dynamίcs and treatment. New Yσrk: Wiley. HARWOOD, R. ι., MILLER, J. G., & IRIZARRY, Ν. ι. (1995). Culture and attachment: Perceptίons of the chίld ίn context. New York: Guilfσrd Press. HARWOOD, R. ι., SCHOELMERJCH, Α., VENTURACOOK, Ε., SCHULZE, Ρ. Α., & WILSON, S. Ρ. (1996). Culture and class influences ση Anglσ and Puerto Rican mothers' beliefs regarding lσng-term sσcializatiσn gσals and child behaviσr. Chίld Development, 67,2446-2461. HASHER, ι. & ZACKS, R. Τ (1984). Autσmatic processing of fundamental infσrmatiσn: The case σf frequency σf σccurrence. Amerίcan Psychologίsι, 39, 1372-1388. ΗΑSΚΕΠ, Μ., NEARS, Κ., WARD, C., & Mc PHERSON, Α. (2006, October). Diversity in adjustment σf maltreated children: Factσrs associated with resilient functiσning. Clίnίcal Psyclιology Revίew, 26, 796-812. HASLAM, C. & ιAWRENCE, W. (2004). Healthrelated behaviσr and beliefs of pregnant smokers. Healιh Psychology, 23, 486-491. ΗΑsιεπ, Α. (2004, May 31). Love supreme. The New Yorker, 76-80. HASΠNGS, S. (2004, October 15). Ernσtiσnal intelligence. The rίmes Educatίonal Supplemenι, ισndση , Fl. HAΠIELD, Ε. & RAPSON, R. ι. (1993). Historical and cross-cultural perspectives ση passiσnate Ισνe and sexual desire. Annual Revίew of Sex Research, 4, 67-97. ΗΑΠΕRΥ. Α. (2000). Wσmen , wσrk, and family: Balancing and weaving. Thousand Oaks, CA: Sage. HAUGAARD, J. J. (2000). The challenge of defιning child sexual abuse. Amerίcan Psychologίst, 55, 1036-1039. HAUSER, Μ., CHOMSKY, Ν., & FιτcΗ, W. (2002). The faculty σf language: What is it, whσ has it, and how did it evσlve? Scίence, 298, 1569-1579. HAVIGHURST, R. J. (1973). Social roles, work, leisure, and education.ln C. EιsDORFER & Μ. Ρ.
HARVEY, J.
Η.
&
dίvorce: Storίes
ιΑwτΟΝ
(Eds.), The psychology of adult developand agίng. Washington, DC: American Psychσlσgical Association. ΗΑΥ, D., ΡΑΥΝΕ, Α., & (HADWICK, Α. (2004). Peer relatiσns in childhσσd. Joιιrnal of Child Psychology & Psychίaιry & Allίed Dίscίplines, 45, 84-108. ΗΑΥ, D. F., PAWLBY, S., & ANGOLD. Α. (2003). Pathways to violence in the children σf mσth ers who were depressed pσstpartum. Developmental Psycho/ogy, 39, 1083-1094. HAYFLICK, ι. (1974). The strategy σf senescence. The Journal of Gerontology, 14, 37-45. ΗΑΥΝΙΕ , D. ι. , NANSEL. Τ, Ειτει, Ρ. , CRUMP, Α. D., SΑνιοR, Κ .. Yu. Κ., & SιMoNs-MoRTON, Β. (2001). Bullies, victims, and bully/victims: Distinct groups σf at -risk yσuth. Joιιrnal of Early Adolescence, 21, 29-49. HAYS-THOMAS, R. (2004). Wh)' nσw ? The cσntempσrary fσcus ση managing diversity. In Μ. S. STOCKDALE & F. J. CROSBY (Eds.). Psychology and management of workplace dίversίty. Malden, ΜΑ: Blackwell Publishers. HAYSLLP, Β. , SERVAΠ, Η. ι., CHRISTMAN, Τ. & MUMY, Ε. (1997). ιevels of death anxiety in terminally ill persσns: Α crσss validatiσn and extension. Omega- Journal of Death & Dyίng, 34, 203-217. HAYSLIP, Β. , JR. , SHORE, R. J. , & HENDERSON, C. Ε. (2000). Perceptiσns of grandparents' influence in the lives of their grandchildren. In Β. HAYSLIP, JR. , GOLDBERG, & G. ROBIN (Eds). menι
Grandparenιs raίsίng grandchίldren: Theoretίcal, empίrίcal,
and clίnίcal perspectίves. New York: Springer. HAYWARD, Μ., (RΙMMINS, Ε., & SΑΠΟ, Υ. (1997). Cause σf death and active life expectancy in the σlder pσpulatiσn of the United States. Joιιrnal of Agίng and Healιh , 122-131. ΗΑΖΑΝ, C. & SHAVER, Ρ. (1987). Rσmantic lσve cσnceptualized as an attachment process. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 52,511-524. HEALTH ELINE (2003, June 26). Baby's injury pσints tσ danger σf kids imitating ΤΥ. Health eLίne. www.reutershealth.cσm
ΗΕΑLΎΗ Nεws
(2004). Mσderate exercise, withσut dieting, can prevent further weight gain. Health News, 10, 4. HEALY, Ρ. (2001, March 3). Daιa on suίcίdes set off alarm. Bσston Glσbe, p. Bl. HECHT, Μ. ι., MARSTON, Ρ. J., & ιΑRΚΕΥ, ι. Κ. (1994). ισνe ways and relatiσnship quality in heterosexual relatiσnships. Journal of Socίal and Personal Relaιίonshίps, 11 , 25-43. HEDGE, J., BORMAN, W., & ιAMMLEIN, S. (2006). Age stereotypίng and age dίscrίmίnatίon. Washington, DC: American Psychological Assσciatiσn.
HEDGEPErn, Ε. (2005). Different lenses, different visiσn. School Admίnίstrator, 62, 36-39. HEEREY, Ε. Α. , KELΊNER , D., & (APPS, ι. Μ. (2003). Making sense of self-cσnsciσus emσtiσn: ιinking theory of mind and emotiσn in children with autism. Emotίon, 3, 394-400. ΗΕΙΜΑΝΝ. Μ. (2001). Neσnatal imitatiσn - a <> phenomenσn?. In F. ιACERDA & C.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Eds.), Emergίng cognitιve in early infancy. Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum Associates. ΗΕΙΜΑΝΝ, Μ. (Ed.) (2003). Regressίon perίods in human infancy. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. ΗΕΙΜΑΝΝ, Μ. , STRID, Κ. , SΜΙΤΗ, ι., TJUS, Τ, UιvuND, S.,& ΜειτzοFF,Α. (2006). Exploήng the relation between memory, gestural communication , and the emergence of language in infancy: Α longitudinal study.Infant and Child Development, 15, 233-249. Η Ε Ι Ν ΕΜΑΝΝ, G. D. & EVANS, Ρ. ι. (1990). Widowhood: ιoss , change, and adaptation. In Τ Η. BRUBAKER (Ed.), Famί/y relatίonships in later life. Newbury Park, CA: Sage. HEISER, S. (2007, May 23). 66-year-old woman's cross-country cycling feat tough to beat. York Dispatch , p. 1. HELLMAN, Ρ. (1987, November 23). Sesame Street smart. New York, pp. 49-53. HELMS. J. Ε. , JERN!GAN, Μ. , & MASCHER, J. (2005). The meaning of race in psychology and how to change it: Α methodological perspective. American Psychologίst, 60, 27-36. HELM UTH, ι. (2003, February 28). The wisdom of the wizened. Scίence, 299, 1300-1302. HELSON R. & ΜΟΑΝΕ , G. (1987). Personality change in women from college to midlife. Journal of Personality and Social Psychology, 53, 176-186. HELSON, R. & SR!VAsτAVA , S. (2001 ). Three paths of adult development: Conservers, seekers, and achievers. Journal of Personality and Social Psychology, 80, 995-1010. HELSON, R., STEWART, Α. J., & 0STROVE. J. (1995). Identity in three cohorts of midlife women. Joιιrnal of Personalίty and Social Psychology, 69, 544-557. Η ειsοΝ, R. & WΙΝΚ , Ρ. (1992). Personality change in women from the early 40s to the early 50s. Psychology and Agίng, 7, 46-55. HENDRICK, C., & HENDRΙ CK, S. (2003). Romantic love: Measuring cupid's arrow. In S. ιοΡΕΖ & C. SNYDER (Eds.), Positίve psychologίcal assessment:A handbook of models and measιιres. Washington, DC: American Psychological Association. HEN DRIE, Η. C., 0GUNNIYI, Α ., HALL, Κ. S.. BAΙYEWU, 0., UNVERZAGT, F. W., GUREJE, 0.. GAO. S., EVANS, R. Μ. , 0GUNSEYINDE. Α. 0.. ADEY!NKA, Α . 0., M u sι c κ, Β. , & Η υ ι . S. ι . (2001). Incidence of dementia and Alzheimer disease in 2 communities: Yoruba residing in lbadan, Nigeria, and African Americans residing in Indianapolis, Indiana. Journal ofthe American Medical Assocίatίon, 285, 739-747. Η ΕΝ ΙG , R. Μ. (2003, June). Pandora's baby. Scientίfic American, 63-67. HENRY, J. & McNAB, W. (2003). Forever young: Α health promotion focus on sexuality and aging. Gerontology & Gerίatrίcs Educatίon, 23, 57-74. HEN RY, R. , MillER, R. , & GΙARRUSSO, R. (2005). Difficulties. disagreements, and disappointments ί η late-life marriages. 1nternatίonal VON
HoFSτEN
abilitίes
Journal of Aging & Human lkι-dopmnu. 61. 243-264. HENSLEY, Ρ. (2006, July). Treatment of bereaYement-related depression and tranmatιc ;nef. Journal of Affectίνe Disordt'rs, 9:!,11ϊ- 12! HERBERT, Μ . R., ZΙEGLER . D. Α ~ DHIYH. C. κ., Ο'ΒRιεΝ , ι. Μ. , Κε!\:οοεοΥ. ο. χ . FΙΙJΡΕι>: . Ρ. Α., BAKARDJΙEV, Α. Ι. ,
HooGso...-. 1.. Τ.\ΜΟ ΚΑ . & CA\rxESs. JR .. ν. s. (2005). Brain asymmetries in autism and deYelopmental language disorder: Α nested 11 hole-brain analysis. Brain, 128, 213-226. HERDT, G. Η. (Ed.) (1998). Rituals of manhood: Male initiation in Papua Ne1v Guinea. Somerset, NJ: Transaction Books. liERNANDEZ-REΙF, Μ., FIELD, Τ, DΙEGO, Μ., VERA, Υ. , & ΡιcκΕΝS , J. (2006, January). Brief report: Happy faces are habituated more slowly by infants of depressed mothers. lnfant Behavίor & Development, 29,131-135. HERNANDEZ-REIF, Μ., FIELD, Τ., ΚRASNEGOR, J., MARτJNEZ , Ε. , SCHWARτzMANN, Μ., & MAVUNDA, Κ. (1999). Children with cystic fibrosis benefit from massage therapy. Journal of Pediatric Psychology, 24, 175-181. HERRNSτEIN, R. J. & MuRRAY, C. (1994). The bell curve: lntelligence and class structure in American life. New York: Free Press. liERTELENDY,f. & ZAKAR,T (2004). Prostaglandins and the mymetrium and cervix. Prostaglandins, Leukotrienes and Essential Fatty Acids, 70,207222. liERτENSTEIN, Μ. J. (2002). Touch: Its communicative functions in infancy. Human Development, 45,70-94. HERτENSTEIN, Μ. J. & CAMPOS, J. J. (2001). Emotion regulation via matemal touch.lnfancy, 2, 549-566. ΗΕRτΕΝSτΕΙΝ, Μ. J. & CAMPOS, J. J. (2004). The retention effects of an adult 's emotional displays on ίnfant behavior. Child Development, 75, 595-613. ΗΕsτοΝ, C. (2002, August 9). Quoted in Charlton Heston has Alzheimer's symptoms. Retrieved May 13, 2004 from http://www.cnn.com/2002/ US/08/09/heston.illness/. Μ., MAΚRrs , Ν.,
S)'Ste R,
for
SeriaiN ~E~l
D
iΚELLY. τα
J. (2002). For rt'considered. New
387
HHHERINGON, Ε. Μ., STANLEY-HAGAN, Μ. , & AXDERSON, Ε. (1989). Marital transitions: Α child's perspective. American Psychologist, 44, 303-312. HEUBUSCH, Κ. (1997, September). Α tough job gets tougher. American Demographics, p. 39. HEWLEΠ, Β. & LAMB, Μ. (2002). lntegrating evolution, culture and developmental psychology: Explaining caregiver-infant proximity and responsiveness in central Africa and the USA. ln Η. KELLER & Υ. POORτJNGA (Eds.), Between cιιltιιre and biology: Perspectiνes on onιogenetίc development (pp. 241-269). New York: Cambridge University Press. HEWSTONE, Μ. (2003). Intergroup contact: Panacea for prejudice?. Psychologist, 16,352-355. ΗΕΥΜΑΝ , 1. D., BREU, G., SIMMONS, Μ., & HOWARD, C. (2003, September 15). Drugs can make short kids grow but is it right to prescribe them?. People Magazine, 103-104. liEYMAN, R. & SLEP, Α. Μ. (2002). Do child abuse and interparental violence lead to adulthood family violence?. Journal of Marrίage & Family, 64, 864-870. HHL (Harvard Health Letter) (1997, May). Iιιrn ίng ιιp the volιιme, p. 4. HHS News (2001, January 12). Early Head Start shows sίgnificant results for low ίncome chίldren and parents. Washington, DC: Health and Human Services. HIHALA, J., CANNON, Τ D. , & VAN ERP, Τ. G. Μ. (2003). Regional brain morphology and duration of illness in never-medicated first-episode patients with schizophrenia. Schίzophrenίa, 64, 79-81. HIGG!NS, D. & MCCABE, Μ. (2003). Maltreatment and family dysfunction in childhood and the subsequent adjustment of children and adults. Journal of Famίly Vίolence, 18, 107-120. HIGHLEY. J. R., ESIRI, Μ. Μ., McDONALD, Β., CORτJNA-BORJA , Μ. , liERRON, Β. Μ., & CROW, Τ J. (1999). The size and fibre composition of the corpus callosum with respect to gender and schizophrenia: Α post-mortem study. Brίan , 122,99-110. HIGHTOWER, J. R. R. (2004). Women and depression. In Α. BARNES, Handbook of women, psychology, and the law. NewYork: John Wiley & Sons. HΙLDREτH , Κ., SWEENEY, Β., & ROVEE-COLLIER, C. (2003). Differential memory-preserving effects of reminders at 6 months. Joιιrnal of Experίmental Chίld Psychology, 84,41-62. Ηιιι, S. & FιοΜ, R. (2007, February). 18- and 24-month-olds' discrimination of genderconsistent and inconsistent activities. Infant Behavίor & Development, 30,168-173. HILLMAN, J. (2000). Clinical perspecιίves on elderly sexua!ίty. Dordrecht, Netherlands: ΚJuwer Academic Publishers. ΗΙΝΕS, Μ. & KAUFMAN, F. R. (1994). Androgen and the development of human sex-typical behavior: Rough-and-tumble play and sex of preferred playmates in children with congenital adrenal hyperplasi (CAH). Chίld Developrnent, 65,1042-1053.
388
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
HINOJOSA, Τ, SHEU, C., & MICHEL, G. (2003). Infant hand-use preferences fσr grasping σbjects cσntributes tσ the develσpment σf a hand-use preference fσr manipulating σbjects. Developrnental Psychobiology, 43, 328-334. HINτERMAIR, Μ. & ALBERτ!NI, J. Α. (2005). Ethics, deafness, and new medical technσlσgies. Joιιrnal of Deaf Stιιdies & Deaf Edιιcation, 10, 184-192. HIRSCH, Η. Υ. & SPINELLI, D. Ν. (1970). Visual expeήence modifies distributiσn σf hσrizσntally and vertically σriented receptive fields in cats. Science, 168, 869-871. HIRSHBERG, ι. & SVEJDA, Μ. (1990). When infants Ισσk tσ their parents: Ι. lnfaηts' sσcial refereηciηg σf mσthers cσmpared tσ fathers. Chίld Development, 61,1175-1186. HIRSH-PASEK, Κ. & MICHNICK-GOLINKOFF, R. (1995). The orίgίns of grammar: Evίdence fronι early /angιιage comprehensίon. Cambridge, ΜΑ: ~1ιτ Press. ΗΠLΙ'>. S.. BROWN, J. S., & ELDER, G. Η., 1R. (2006). Racial self-categσήzatiσn in adσlescence: ~1ultiracial develσpment and sσcial pathways. Clιίld De~·elopnιenr, 77, 1298-1308. Ηιπ, J. (2000, February 20). The secσηd sexual revσlutiσn. The Neιv York Πnιes Magazίne, 34-62. HJELM5τEDT, Α., WιοsτRόΜ, Α., & COLLINS, Α. (2006). Psychσlσgical cσrrelates σf prenatal attachment in wσmen whσ cσnceived after in vitrσ fertilizatiσn and wσmen whσ cσnceived naturally. Bίrth: lssues ίη Perίnatal Care, 33, 303-310. HMHL (Harvard Mental Hea/th Letter) (2005). The treatment σf attentiσn deficit disσrder: New evidence. Harvard Mental Health Letter, 21, 6. Η ο, Β., FRΙEDLAND, J., RΑΡΡΟιτ, S., ΝοΗ, S. (2003). Caregiving fσr relatives with Alzheimer's disease: Feelings σf Chinese-Canadian wσmen. Jοιιrηα/ of Agίng Stιιdίes, 17, 301-321. HOAGLA'>D. J. & ENSτ!N-fRANKLIN, Τ (1999, Ma~· 1). ιife. ΗοΒΑRτ. C. & GRIGEL, F. (1992). Cσhabitatiσn amσng Canadian students at the end σf the eighties. Joumal of Comparative Famίly Studίes, 23, 311-337. Ηοcυπ, Α. Μ. (1996). Effectiveness σf special educatiσn: Is placement the critical factσr?. The Future of Chί/dren, 6, 77-102. Ηοεκ, J. & GENDALL, Ρ. (2006). Advertising and σbesity: Α behaviσral perspective. Joιιrnal of Hea/th Communication, 11, 409-423. HOELTERK ι. F., ΑΧΙΝΝ, W. G., & GHJMIRE, D. J. (2004). Sσcial change, premarital ησnfamily experiences, and marital dynamics. Journal of Marrίage & Famίly, 66,1131-1151. HOFER, Μ. Α. (2006). Psychσbiσlσgical rσσts σf early attachment. Cιιrrent Dίrectίons ίn Psychologίcal Science, 15, 84-88. HOFFERTH, S. & SANDBERG, J. F. (2001). Ησw American children spend their time. Joιιrnal of Marrίage and the Famίly, 63, 295-308. HOFFERτH, S. ι. & SANDBERG, J. (1998). Changes ίn Amerίcan chίldren's tίme, 1981-1997. Ann Arbσr, ΜΙ: University σf Michigan lnstitute fσr Sσcial Research. HOFFMAN, ι. (2003). Why high schσσls dσn 't
change: What students and their yearbooks tell us. High School Journal, 86,22-37. HOHMANN-MARRIOΠ, Β. (2006. σνember). Shared beliefs and the uniσn stahility σf married and cσhabitiηg cσuples. Joιιrnal of Marrίage and Family, 68, 1015-1028. HOLAHAN, C. & CHAPMAN, J. (2002). Longitudina] predictσrs σf proactive gσals and activity participatiσn at age 80. 1σurnals σf Gerontolσgy: Serίes Β: Psychologίcal Scίences & Socίal Scίences, 57Β, Ρ418-Ρ425. ΗοιDΕΝ, C. (1987, Octσber 9). Why dσ wσmeη live lσηger than men? Scίence, 233,158-160. HOLDEN, G. W. & MILLER, Ρ. C. (1999). Enduring and different: Α meta-analysis σf the similarity in parents' child reariηg. Psychological Bιιlletίn, 125,223-254. HOLLAND, 1. C. & LEWIS, S. (1993). Emσtiσns aηd cancer: What dσ we really knσw?. Τη D. GOLEMAN & 1. GURIN (Eds.), Mίnd-body medίcίne. Yonkers, ΝΥ: Cσnsumer Repσrts Βσσks. HOLLAND, 1. ι. (1973). Makίng vocatίona/ choίces: Α theory of careers. Englewσσd Cliffs, NJ: Prentice-Hall. HOLLAND, 1. ι. (1987). Current status σf Hσlland's theσry σf careers: Anσther perspective. Career Development Qιιarterly, 36, 24-30. ΗοιιΑΝD, Ν. (1994, August). Race dissσnance Implicatiσns fσr African Americaη children. Paper presented at the annual meeting σf the American Psychσlσgical Assσciatiσn, Lσs Angeles, CA. HOLLICH, G. J., HιRSH-PASEK, Κ., GOLINKOFF, R. Μ., BRAND, R. 1., BROWN, Ε. C., Η ε, ι., ΗΕΝΝΟΝ, Ε., & RocROT, C. (2000). Breaking the language barrier: Απ emergentist cσalitiσn mσdel σf the σrigiηs σf wσrd learning. Monographs of the Socίety for Research ίn Child Development, 65 (3, Serial Νσ. 262). HOLLINGWORTH, Η. L. (1943/1990). Letta Stetter Hollίngworth: Α biography. Bσston: Anker. HOLMES, Ε. R. & HOLMES, ι.D. (1995). Other cultιιres, elder years. Thσusand Oaks, CA: Sage Publicatiσns. ΗοιοwΑΚΑ ,
S. & Ρετιπο, L. Α. (2002). ιeft hemisphere cerebral specializatiση fσr babies while babbling. Science, 287, 1515. HOLYROD, R. & SHEPPARD, Α. (1997). Parental separatiσn: Effects ση children; implicatiσns fσr services. Chίld: Care, Hea/th & Development, 23, 369-378. ΗοιzΜΑΝ, L. (1997). Schoo/s for growth: Radical alternatίves to current educatίonal mode/s. Mahwah, NJ: Erlbaum. ΗΟΝΕΥ, 1. L., ΒΕΝΝΕΠ, Ρ., & MORGAN, Μ. (2003). Predicting pσstnatal depressiση. Journa/ of Affective Dίsorders, 76, 201-210. HONG, S. Β. & TREPANIER-SτREEτ, Μ. (2004). Techησlσgy: Α tσσl fσr kησwledge cσnstructiσn
in a Reggiσ Emilia inspired teacher educatiσn program. Early Chίldhood Education Journal, 32,87-94. HOPKINS, Β. & WESTRA, Τ. (1989). Maternal expectatiσns σf their iηfants' develσpment: Sσme cultural differences. Developmental Medίcίne and Child Neιιrology, 31,384-390.
RAZ, S.. & SANDER. c. (2003). Influence σf slight to mσderate risk fσr birth hypσxia ση acquisitiσn σf cσgηitive and language functiσn in the preterm infant: Α crσss-sectiσnal cσmparisσn with preterm-birth cσntrσls. Neuropsychology, 17, 3-13. ΗοΡΡΕ, Μ. J., GRAHAM, L., WιιsοοΝ, Α .. Wειιs , Ε. Α., ΝΑΗΟΜ, D.. & MORRISON, D. Μ. (2004). Teens speak σut abσut HIV/AIDS: Fσcus grσup discussiσns abσut risk and decisiση-making . Joιιrnal of Adolescent Health, 35. 27-35. HORIUCHI, S., fΙNCH, C., & MESLE, F. (2003). Differential patterns σf age-related mσrtality increase in middle age and σld age. Joιιrnals of Gerontology: Serίes Α: Bίological Scίences & Medical Sciences, 58Α, 495-507. HORNER, Κ. ι. (1998). Tndiνiduality ίη vulnerability: lnfluences σn physical health. Joιιrnal of Hea/th Psychology, 3, 71-85. HORNIK, R. & GUNNAR, Μ. R. (1988). Α descriptive analysis σf infant sσcial referencing. Chίld Development, 59, 626-634. HoRowιτz, Α. (1994). Visiσn impairment and functiσnal disability amσng nursiηg hσm e residents. Gerontologist, 34.316-323. HORWATH, C. C. (1991). Nutritiσn gσals fσr σlder adults: Α review. Gerontologist, 31, 811-821. Houτs, Α. (2003). Behaviσral treatment fσr enuresis. ln Α. KAZDIN (Ed.), Evidence-base(/ psychotherapίes for children and adolescenιs (pp. 389-406). New Yσrk: Guilfσrd Press. HowARD, Α. (1992). Wσrk and family crσssrσads spanniηg the career. Τη S. ZEDECK (Ed.), Work, families and organizaιions. San Fraηciscσ: HOPΚJNS-GOLIGHΠY, τ. ,
Jσssey-Bass.
HO\VE,
Μ.
1. (1997). fQ in
qιιestίon:
aboιιt ίntelligence. ισηdση , Eηglaηd:
The trιιιh Sage.
HOWE, Μ. 1. (2004). Sσme iηsights σf geηiuses ίηtσ the causes σf exceptiσηal achievemeηt. Ι η ι. V. SHAVININA & Μ . FERRARI (Eds.), Beyond knowledge: Extracognίιive aspecιs of developίng high ability. Mahwah, NJ: ιawreηce Erlbaum Assσciates.
HOWE,
Μ. ι.
(2003).
Memσries
from the cradle. Science, 12,
Cιιrrent Directίons ίn Psychologίcal
62-65. HOWE, Μ. ι. , COURAGE, Μ. ι., & EDISON. S. C. (2004). Wheη autobiσgraphical memσry begiηs . lη S. ALGARABEL, Α. PΠARQ UE . Τ BAJO, S. Ε. GATHERCOLE, & Μ. Α. CONWAY (Eds.), Theorie.~ ofmemory, Vσl. 3. New Yσrk: Psychσlσgy Press. Ηοwε , Ν. & Ross, Η. S. (1990). Sσcializatiση , perspective-takiηg, and the sibling relatiσηship. Developnιental Psychology, 26, 160-165. Howεs, C., GALINSKY, Ε., & KONTOS. S. (1998). Child care caregiver sensitivity aηd attachmeηt. Socίal Development, 7, 25-36. HO\vεs, c., UNGER, ο., & sειοΝεR, ι. Β. (1989). Social pretend play ίη tσddlers: Parallels with social play aηd with sσlitary preteηd. Child Developnιenι, 60, 77-84. HuA:-;G. J. (2004). Death: Cultural traditiσηs. Frσm On Οιιr Oιvn Terms: Moyers on Dying. Retήeνed May 24, 2004 frσm www.pbs.σrg. HUA.'>G. J. Η .. JACOBS, D. F., DEREVENSKY. J. L.. GιrτΑ. R .. & PASKUS, Τ S. (2007). Gambling
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
and health risk behaviors among U.S. college student-athletes: Findings from a national study. Journal of Adolescent Health, 40, 390-397. HUBBS-TAΠ, L., ΝΑτιΟΝ, 1. R. , KREBS, Ν. F., & BELLINGER, D. C. (2005). Neurotoxicants, micronutrients, and social environments: Individual and combined effects on children's development. Journal of the Amerίcan Psychologίcal Socίety, 6, 57-101. HUBEL, D. Η. & WIESEL, Τ Ν. (1979). Brain mechanisms of vision. Scίentίfic Amerίcan, 241, 150-162. HUBEL, D. Η. & Wιεsει, τ. Ν. (2004). Braίn and vίsιια/ perceptίon: The sιory of α 25-year collaboratίon. NewYork: Oxford University Press. HUDDLESTON, J. & GE, Χ. (2003). Boys at puberty: Psychosocial implications. In C. HAYWARD (Ed.), Gender dίfferences αι puberty. NewYork: Cambridge University Press. HUDSON, 1. Α., SOSA, Β. Β., & SHAPIRO, L. R. (1997). Scripts and plans: The development of preschool children's event knowledge and event planning. In S. L. FRIEDMAN & Ε. Κ. ScHOLNICK (Eds.), The developmental psychology of plannίng: Why, how and when do we plan (pp. 77-102). Mahwah, NJ: Erlbaum. HUESMANN, L. R. , MOISE-TΠUS, J., & PODOLSΚI , C. L. (2003). Longitudinal relations between children 's exposure to TV violence and their aggressive and violent behavior in young adulthood: 1977-1992. Developmental Psychology, 39, 201-221. HUFF, C. Ο. (1999). Source, recency, and degree of stress in adolescence and suicide ideation. Adolescence, 34, 81-89. HUGHES, F. Ρ. (1995). Chίldren, play, and developnιent (2nd ed.). Boston: Allyn & Bacon. ΗUΙΖΙΝΚ, Α. & MULDER, Ε. (2006). Maternal smoking, drinking or cannabis use during pregnancy and neurobehavioral and cognitive functioning in human offspring. Neιιroscίence & Bίobehavίoral Revίews, 30,24-41. HUIZINK, Α. , MULDER, Ε. , & B UΠELAAR, J. (2004 ). Prenatal stress and risk for psychopathology: Specific effects or induction of general susceptibility?. Psychologίcal Βιι/Ιeιίn, 130.115-142. ΗυιΑΝΙCΚΑ,Β. (1999). Acceleration of menarcheal age of girls from dysfunctional families. Journa/ of Reproductive & Infanι Psychology, 17, 119-132. HULEI, Ε., ZEVENBERGEN, Α., & JACOBS, S. (2006, September). Discipline behaviors of Chinese American and European American mothers. Joιιrnal of Psychology: Interdίsciplίnary and Applίed, 140,459-475. HUMAN GENOME PROGRAM (2003). Genomίcs and ίts ίmpact on scίence and socίety: Α 2003 prίmer. Washington, DC: U.S. Department of Energy. HUMAN GENOME PROJEcτ (2006). Available online at http://www.ornl.gov/sci/techresources/ Human_ Genome/medicine/genetest.shtml HUMPHREY, Ν., CuRRAN, Α., MORRIS, Ε., FARRELL, Ρ., & WOODS, Κ. (2007, April). Emotional intelligence and education: Α critical review. Edιιcatίonal Psyclιology, 27, 235-254.
HUMPHREYS, J. (2003t Res battered women. lssue5 Nιιrsing, 24, 137-152. HUNT, C. & HAUCK. F. (2006). Sαdden infant death syndrome. Canadιan Medίαι/As.sociation Journal, 174,1861-1869. HUNT, Μ. (1974). Se.rιιal behtniors iιι ιhe 19ί0s. New York: Dell. HUNT, Μ. (1993). The sιοrγ of psγcholog)·. ~ew York: Doubleday. HUNIER, J. & MALLO'I. G. Ρ. (2!.XXJ). Lesbian. gay. and bisexual adolescenι dev·elopment: Dancing with your feet tied together. In Β. GREE:O.E & G. L. CROOM (Eds.), Εdιιcαιίοιι, researclι, αιιd practice ίn lesbίaιι, gaγ. bisαιιal, and traιιsgeιιdered psyclιo/ogy: Α resoιιrce ιιιαnιια/,
Vol. 5. Thousand Oaks, CA: Sage. HUNTSINGER, C. S., JOSE, Ρ. Ε., LIAW, F., & CHTNG, W-D. (1997). Cultural differences in early mathematics learning: Α comparison of Euro-American, Chinese-American, and TaiwanChinese families. lnternatίonal Journal of Behavίoral Development, 21, 371-388. HUPPE, Μ. & CYR, Μ. (1997). Division of household Jabor and marital satisfaction of dual income couples according to family life cycle. Canadίan Journal of Counseling, 31, 145-162. HUSTON, Α. (Ed.) (1991). Chί/dren in poverty: Chίld developmeιιt and publίc polίcy. Cambridge, England: Cambridge University Press. HuSTON, τ. L., CAUGHLIN, J. Ρ., Houτs , R. Μ., & SΜιτΗ, S. Ε. (2001). The connubial crucible: Newlywed years as predictors of marital delight, distress , and divorce. Journa/ of Personality and Socίal Psychology, 80, 237-252. HUTCHINSON, Α., WΗΠΜΑΝ, R., & ABEARE, C. (2003). The unification of mind: Integration of hemispheric semantic processing. Βrαίιι & Langιιage, 87, 361-368. HUΠHINSON, S. & WEXLER, Β. (2007, January). Is <> good for health?: Older women's participation in the Raging Grannies. Healιh Care for Women lnternatίonal, 28,88-118. Ηυττωι. Ρ. Η. (2004). Phίllippe Aries and the politίcs of French cιι/tιιrα/ hίstory. Amherst: Universit~· of Massachusetts Press. Huι:RRE. Τ.. Jυ:-.κκΑRΙ, Η. , & ARo, Η. (2006, June). Long.-ιerrn psychosocial effects of parental ctivorce: Α follo\\'·Up study from adolescence to adulthood. European Archίves of Psychίaιry and C/ίnίι.-. Yeuro.Ιcιence, 256. 256-263. Η\\ .>.:SG. S. , 21 O.:,Januaη 19). As <> enter delι\el} r• ">lfu, conΠicts arise. Wa/1 Sιreet Joιιmal. pp.AI,AIO. HYDE. J. S. (199~) - Understandίng hιιman sαualiJ} (5th ed). :\e\\·ΊΌrk: ~fcGraw-HilJ. HYDE. J. S. & DεLAMAlΈR. J. D. (2003). Undersιanding Juιman SUJ.UJJiη· (Sth ed.). New York: ~fcGraν•-H
Η'υε,J.
S.
·'- Έ_ & L ...,ιο:-;. S. J. (1990). diff~ m mathematics peήormance:
Psπlιolm!icαl Bιιl/etίn,
107,
Η' DE. J.
389
S., KLEIN, Μ. Η. , ESSEX, Μ. 1. , & CLARK, R.' 1995). Maternity leave and women 's mental health. Psychology of Women Qιιarterly, /9, 257-285. HYSSAELAE L., RAUTAVA, Ρ. , & HELENI US, Η. (1995). Fathers' smoking and use of alcohol: The viewpoint of maternity health care clinics and well-baby clinics. Famίly Practίce, 12,22-27. Ιcκεs, W. & TURNER, Μ. (1983). On the social advantages of having aπ older, opposite-sex sibling: Birth order influences ίn mixed-sex dyads. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psycho/ogy, 45, 210-222. IGLESIAS, J., ERIKSSON, J., GR!ZE, F., TOMASSI!'I, Μ. , & VιιιΑ, Α. Ε. (2005). Dynamics of pruning. in simulated large-scale spiking neural networks. Biosystems, 79, 11-20. Ικειs, C. (1989). Becoming a human being. in theory and practice: Chinese views of human development.ln D.l. KERTZER & Κ. W. SCHAIE (Eds.), Age structurίng in comparatίve perspective. Hillsdale, NJ: Erlbaum. INGERSOLL, Ε. W. & ΤΗΟΜΑΝ, Ε. Β. (1999). Sleep/wake states of preterm infants: Stability, developmental change, diurnal variation, and relation with caregiving activity. Chίld Development, 70,1-10. !NGRAM, D. Κ. , YOUNG, J., & ΜΑΠΙSΟ:Ο.. J. Α. (2007). Calorie restήction in nonhuman pήmate-s: Assessing effects on brain and behanoral aging. Neιιroscίence, 14. 1359-1364. INOUE, κ. , ΤΑΝΙΙ, Η. , ΑΒΕ, S., ΚΑΙΥΑ, Η., i'iATA, Μ. , & FUKUNAGA, Τ (2006, December). The correlation between rates of unemployment and suicide rates in Japan between 1985 and 2002. lnternatίonal Medίca/ Joιιrnal, 13, 26 l -263. ΙΝsει, Ρ. Μ. & Rorn, W. τ. (1991). Core concepιs ίn healιh (6th ed.). Mountain View, CA: Mayfield. lNSτiTUTE FOR WOMEN'S POLICY RESEARCH (2006). The best and worst state economies for women. Brίefing Paper, Ν ο. R334. Washington, DC: Institute for Women's Policy Research. !ΝτΕRΝΑΠΟΝΑL CESAREAN AWARENESS NEThORK (2004). Available online at http:' W'λ'\\'.ican online.org/ lnternational Cesarean A\\·arene~ Network (2007, April 10). Available online at http://www.birthchoiceuk.com. lNτERNAτiONAL HUMAN GENOME SEQl:E:O.CI:O.G CoNSORτJUM (2001). Initial sequencing and analysis of the human genome. Natιιre, 409, 860-921. iNTERNAτiONAL LΠERACY lNSτiTUTE. (2001 ). Lίteracy overvίew. Available online at http:// www.Jiteracyonline.org/explorer/. lNZLICHT, Μ. & BEN-ZEEV, Τ (2000). Α threatening intellectual environment: Why females are susceptible to experiencing problem-solving deficits in the presence of males. Psychologίcal Scίence, 11, 365-371. lRELAND, J. L. & ARCHER, J. (2004). Association between measures of aggression and bullying among juvenile young offenders. Aggressίve Behavίor, 30, 29-42. lRONSON, G. & SCHNEIDERMAN, Ν. (2002). Psycholosical factors, spirituality/religiousness, and immune function in HIV/A IDS patients. In
390
ΒΙΒΛIΟΓΡΑΦΙΑ
Η. G. KOENIG & Η. 1. COHEN (Eds.), Lίnk between relίgίon and health: Psychoneuroίm rnunology and the faίth factor. ισηdσπ: Oxfσrd University Press. IRWIN, Ε. G. (1993). Α fσcused σverview σf anσrexia nervσsa and bulimia: I. Etiσlσgical issues. Archίνes of Psychίatrίc Nursίng, 7, 342346. lSAKSEN, S. G. & MURDOCK, Μ. C. (1993). The emergence σf a discipliηe: lssues and approaches 10 the study σf creativity. In S. G. !SAKSEN, Μ. C. MURDOCK, R. ι. FΙRΕ5τΕΙΝ, & D. J. TREFFINGER (Eds.), The emergence of α dίscίplίne (Vσl. 1). Νσrwσσd, NJ: Ablex. ISAY, R. Α. (1990). Beίng homosexua/: Gay men and theίr deνe/opment. New Yσrk: Ανσπ. ISHI-KUNτz, Μ. (2000). Diversity within AsianAmerican families. In D. Η. DEMO, Κ. R. ALLEN, & Μ.Α. FΙΝΕ (Eds.), Handbook of farnίly dίνersίty. NewYσrk: Oxfσrd.
!SRAEL. Ε. (2005). Intrσductiσn: The rise σf the age σf individualism - variability in the pathσbiσlσgy, respσnse tσ treatmeηt, and treatment σutcσmes in asthma. Journal of Allergy and Clίnίcal lnιmunology, 115, S525. lZARD, J., ΗΑΙΝΕS, C., CROUCH, R., HOUSTON, S., & Νειιι, Ν. (2003). Assessing the impact σf the teaching σf mσdelling: Sσme implicatiσns. Ι η S. ιΑΜΟΝ, W. PARKER, & Κ. HOUSTON (Eds.), Mathematίcal Modellίng: Α Way of Lίfe: JCTMA 1 I. Chichester, England: Ησrwσσd Publishing. JACKSON, Η. (2006, Nσvember 27). Bσσsting brain power: Cσmputer program gives retirees a wσrkσut 10 keep memσry sharp, thinkiηg clear. St. Louίs Post-Dίspatch, p. Η4. JAcκsoN, ι. Α., GARDNER, Ρ. ο. , & sυιιινΑΝ, ι. Α. ( 1992). Explaiηiηg gender differeηces in selfpay expectatiσns: Sσcial cσmparisση standards and perceptiσηs σf fair pay. Journal of Applied Ps)"cholo,ro. 77, 651-663. JAC"ΚSO". τ. (2006. May). Relatiσηships between percei\·ed clσse sσcial suppσrt and health practices within cσmmuηity samples σf American wσmeη aηd men. Journal of Psychology: lnterdίscίplίnary andApplied, 140,229-246. JACOBI, C., HAYWARD, C., ΟΕ ZWAAN, Μ., ΚRAEMER, Η. C., & AGRAS, W. S. (2004). Cσm ing 10 terms with risk factσrs fσr eating disσrders: Applicatiσn σf risk terminσlσgy aηd suggestiσns fσr a general taxσnσmy. Psychologίcal Bulletin, 130, 19-65. JACOBSON, Ν. & GΟΠΜΑΝ, J. (1998). When men batter women. New Yσrk: Simση & Schuster. JACQUES, Η. & MASH, Ε. (2004). Α test σf the tripartite mσdel σf anxiety aηd depressiση in elementary aηd high schσσl bσys aηd girls. Journal of Abnormal Chίld Psychology, 32,13-25. JAHODA, G. (1980). Theoretical aηd systematic apprσaches ίη mass-cultural psychology. Ιη Η. C. TRIANDΙS & W. W. ιΑΜΒΕRΤ (Eds.), Handbook of cross-cιι/tιιral psychology (Vσl. 1). Βσs10η: Allyn & Βacση . JAHODA, G. (1983). Europeaη <
JAMES, W. (1890/1950). The prίncίples of ps_νcho logy. New York: Hσlt. JAMIESON, D. W., ιvοΟΝ, J. Ε.. SτE\\ART. G.. & ΖΑΝΝΑ, Μ. Ρ. (1987). Pygmalion revisited: ew evideηce for student expectaηcy effects iη the classroom. Journal of Edιιcatίonal Psychology, 79, 461-466. ]ANDA, ι. Η. & KLENKE-HAMEL, Κ. Ε. (1980). Hιιman sexιιality. New Yσrk: Vaη Nσstrand. JANSEN, Β. R. J., VAN DER MAAS, W. ι., & BLACK J. Ε. (2001). Evideηce fσr the phase transitiσn frσm rule Ι to rule ΙΙ οη the balance scale task. Deνe/opmental Reνίew, 21, 450-494. JANSSENS, J. Μ. Α. Μ. & Dεκονιc, Μ. (1997). Child rearing, prσsσcial mσral reasσηing, and prσsσcial behaviour. lnternatίonal Journal of Behaνίoral Deνelopment, 20, 509-527. JAVAWANT, S. & PARR, J. (2007). Outcome fσllσwing subdural hemσrrhages ίη infancy. Archίνes ofthe Dίsabled Chίld, 92,343-347. JAYAWARDENA, Κ. & ιιΑΟ, S. (2006, Jaηuary). Elder abuse at eηd of life. Joιιrnal of Ρα//ίαtίνe Medicine, 9,127-136. JAZWINSKI, S. Μ. (1996, July 5). ιongevity, geηes, aηd aging. Science, 273, 54-59. JEHLEN, Α. & WINANS, D. (2005). Νο child left behind- myth σr truth?. ΝΕΑ Today , 23,32-34. JENG, S., YAU, Κ. Τ & TENG, R. (1998). Neurσ behaviσral development at term in very lowbirthweight infaηts and ηormal term iηfants ίπ Taiwan. Early Human Deνelopment, 51,235-245. JENSEN, Α. (2003). Dσ age-group differeηces ση mental tests imitate racial differences?. 1ntelligence, 31,107-21. JEYNES, W. (2007). The impact σf pareηtal remarriage οη childreη: Α meta-aηalysis. Marrίage & Family Reνiew, 40,75-102. JΙ-LIANG, S., ιι-QΙΝG, Ζ., & ΥΑΝ, τ. (2003). The impact of iηtergeηerational social support aηd filial expectatiσn ση the loneliness σf elder parents. Chίnese Journal of C/ίnical Psychology, 11,167-169. JιΑΟ, S., Jr, G. & JιNG, Q. (1996). Cσgηitive develσpment σf Chiηese urban σηly children aηd children with siblings. Chίld Deνelopment, 67,387-395. JΙΜΕΝΕΖ, J. & GUZMAN, R. (2003). The iηflueηce σf cσde-orieηted versus meaηing-σrieηted apprσaches to readiηg instructiση ση wσrd recσgnitioη ίη the Spanish language. lnternational Journal of Psychology, 38, 65-78. Jοε , S. & MARCUS, S. (2003). Datapoiηts: Trends by race and geηder ίη suicide attempts among U.S. adσlesceηts, 1991-2001. Psychίatrίc Serνίces, 54,454. JOHANNES, ι. (2003, Octσber 9). Α better test fσr Dσwη syndrσme. The Wall Streeι Journal, pp. D1,D3. JOHNSON, Α. Μ., WADSWORτH, J., WELLINGS, Κ., & BRADSHAW, S. (1992). Sexual lifestyles aηd HIV risk. Nature, 360, 410-412. JOHNSON, C. Η. , VΙCARY, J. R. , ΗΕΙSΤ, C. ι., & CORNEAL, D. Α. (2001). Mσderate alcσhσl aηd tobacco use during pregnancy and child behaviσr σutcσmes. Journal of Prίmary Preνention, 21, 367-379.
(1992). Patterηs among the σldest old. Journal of Agίng Stιιdies, 6, 351-364. JoHNSON, D. C., KASSNER, C. Τ., & KumεR. J. S. (2004). Curreηt use of guidelines, prσiOcols. and care pathways fσr sympiOm maηagemeηt ίη hσspice. Amerίcan Journal of Hospίtal Pallίatiνe Care, 21, 51-57. ]OHNSON, D. J., JAEGER, Ε. , RANDOLPH, S. Μ., CAUCE, Α. Μ., WARD, J., & ΝΑτιΟΝΑL lΝsτιτυτε OF CHILD ΗΕ ΑLτΗ AND HUMAN DEVELOPMENτ: EARLY CHΙLD CARE RESEARCH ΝετWΟRΚ (2003). Studyiηg the effects of early child care experieηces οπ the develσpment of childreη of cσlσr ίη the Uηited States: Tσward a more inclusive research agenda. Child Deνe/opnιent, 74,1227-1244. JOHNSON, J., COHEN, Ρ., SMAILES, Ε. Μ., KASEN, S., BROOK, J. S. (2002, March 29). Televisioη viewiηg and aggressive behavior duriηg adolesceηce aηd adulthood. Science, 295, 2468-2471. JOHNSON, J. ι., PRIMAS, Ρ. 1., & Cοε, Μ. κ. (1994). Factors that preveηt wσmeη of low sσciσ ecoησmic status from seeking preηatal care. Journal of the American Academy of Nιιrse Practitioners, 6, 105-111. JOHNSON, Κ. & EΙLERS , Α. (1998). Effects σf kησwledge and develσpmeηt οη subordiηate level categorizatioη. Cognίtiνe Deνe/opment, 13, 515-545. JOHNSON, Μ. Η . (1998). The ηeural basis σf cσgηitive developmeηt. In D. ΚυΗΝ & R. S. SιEGLER (Eds.), Handbook of child p;Ύchology: Vol. 2: Cognition, perceptίon, and /angιιage (5th ed., pp.l-49). NewYσrk: Wiley. JoHNSON, Μ. J. (2003). Develσpmeηt σf humaη braiη fuηctions. Biologica/ Psychίatry, 54, 13121316. JOHNSON, Ν. (2003). Psychσlogy aηd health: Research, practice, aηd pσlicy. American Psychologist, 58, 670-677. JOHNSON, Ν. G., ROBERτs, Μ. C., & WORELL, J. (Eds.) (1999). Beyond appearance: Α ne1v look αι adolescent gir/s. Washiηgtoη, DC: Americaη JOHNSON, C.
ι.
& BARER,
Β. Μ.
σf eηgagement aηd diseηgagemeηt
Psychσlσgical Assσciatiση.
JOHNSON, S. ι. & BΙRCH, ι. ι. (1994). Pareηts' and children's adipσsity aηd eatiηg style. Pediatrίcs, 94, 653-661. JoHNsτON, L. D., BACHMAN, J. G., & Ο'ΜΑιιεv. Ρ. Μ. (2000). Monitoring the fιaure stuιly. ιansiηg, ΜΙ: University of Michigan. JoHNsτoN, ι. D., Ο'ΜΑιιεv, Ρ. Μ., BAcHMAN. J. 0., & SCHULENBERG, J. Ε. (December 21, 2006). Teen drug use continιιes do1vn in 2006, particιιlarly among older teens; but use of prescrίptίon-type drugs remaίns hίgh. Uηiversity of Michigaη News aηd lηformatioη Services: Αηη Arbσr, ΜΙ. (Οη-Ιίηe]. Available: www. moηil0riηgthefuture.org;accessed04/12/07.
]ONES, Α. &
CRANDALL, R. (Eds.) (1991). Haηd Journal of Socίal Behaνίor and Personality, 6, 1-362. JONES. Η. (2006). Drug addictioη during bσok σf self-actualizatiσn .
pregηaηcy: Advaηces ίη
Directίorιs ίn
materηal treatmeηt
child outcomes. Current Psychologίcal Science, 15, 126-130.
aηd uηderstanding
ΒΙΒΛlΟΓΡΑΦΙΑ
JoNES, Η. Ε. (2006). Drug addiction during pregnancy: Advances in maternal treatment and understanding child outcomes. Current Dίrec tίons ίn Psychologίcal Scίence, 15, 126-132. JONES, S. (2006). Exploration or imitation? The effect of music on 4-week-old infants' tongue protrusions. lnfant Behaνίor & Deνelopment, 29, 126-130. JoNES-HARDEN, Β. (2004). Safety and stability for foster children: Α developmental perspective. The Future of Chίldren, 14,31-48. JONGUDOMKARN, D. & CAMFIELD, L. (2006, September). Exploring the quality of life of people in northeastern and southern Thailand. Socίal Jndίcators Research, 78, 489-529. JORG ENSEN, G. (2006, June). Kohlberg and Gilligan: Duet or duei ?. Journal of Moral Educatίon, 35, 179-196. Josε. Ο. & ALFONS, V. (2007). Do demographics affect marital satisfaction? Journal of Sex and Marίtal Therapy, 33, 73-85. JOSEPH, Η. , REZNIK, Ι., & MEsτER, R. (2003). Suicidal behavior of adolescent girls: Profile and meaning.lsrael Journal of Psychίatry & Related Scίences, 40, 209-219. JosEPH, R. (1999). Environmental influences on neural plasticity, the limbic system, emotional development and attachment: Α review. Chίld Psychίatry & Human Development, 29, 189-208. Josτ, Η. & SoNGTAG, L. (1944). The genetic factor in autonomic nervous system function. Psychosomatίc Medίcίne, 6, 308-310. J UHN, Υ. J. , SAUVER, J. S., KAruSIC, S., VARGAS, D. , WEAVER, Α. , & YUNGINGER, J. (2005). The influence of neighborhood environment on the incidence of childhood asthma: Α multilevel approach. Socίal Scίence Medίcίne, 60,2453-2464. JURIMAE, Τ & SAAR, Μ. (2003). Self-perceived and actual indicators of motor abilities ίn children and adolescents. Perceptίon and Motor Skίl/s, 97. 862-866. JUSTER, F., 0ΝΟ, Η. , & STAFFORD F. (2004). Changίng tίmes of Amerίcan youth: 1981-2003. Ann Arbor, ΜΙ: Institute for Socίal Research. JUSTER, Ι. , ΟΝΟ, Η. , & STAFFORD. f. (2000). Iίme use. Presented at the Sloan Centers on ~~Όrk and Famίly Conference, San Francisco. KACAPYR, Ε. (1997, October). Are Y. e ha,ing fun yet?. Amerίcan Denιograph ίcs. 28-30. KAGAN, J. (1981). Universals ίπ human de\·elopment. In R. Η. MuNROE. R. ι. ~l υ'-.'ROE- & Β_ Κ WΗιτιΝG (Eds.), Handbook of crossaιl:ur.;/ human deνelopment (pp. 53-62\. C\e'&' Ί Garland. KAGAN, J. (2003a). An unwilling rebel. In R. J. SτERNBERG (Ed.), Psychologίsιs def}'ing ιhι crowd: Storίes of those who battled the esιablish ment and won. Washington, DC: Ameήcan Psychological Association. KAGAN, J. , ARCUS, D., & SNIDMAN, Ν. (1993). The idea of temperament: Where do we go from here?. In R. ΡιοΜΙΝ & G. Ε. McCιEARN (Eds.), Nature, nιιrnιre, and psychology. Washington, DC: American Psychological Association. KAGAN, J.. ARCUS, D., SNIDMAN, Ν., FENG, W. Υ. , HENDLER. J.. & GREENE, S. (1994). Reactivity
in infants: Α cross-national compan:;oιl- Dn'dι:ιp mental Psychology, 30, 342-:μs_ KAGAN, J., KEARSLEY, R., & ΖΕι.λzο, Ρ R. (l9'i'S). lnfancy: lts place ίn huιnan dι-ι;ι-/οpmnιι. Cambridge, ΜΑ: Harvard l.'rn\'el"i~· Pres ΚΑGΑΝ, J., & SNIDMAN, Ν. (1991 1. Infant predictoι; of inhibited and uninhibited profιles. P5)-chologίcal Scίence, 2, 40-44. ΚΑΗΝ, Α., GROSWASSER, J., fRA--.;ω_ Ρ.. Sαn.uΞτ. S., SAWAGUCHΙ, Τ , ΚELMA'\SO'\. !.. & DA'>. Β. (2003). Sudden infant deaths: Stress. arousal and SIDS. Early Human Developιnenι, 75. Supplement, 147-166. ΚΑΗΝ, J. (2007, February). Maximizing the potential public health impact of HPV vaccines: Α focus on parents. Joιιrnal of Adolescent Hea!th, 40, 101-103. ΚΑΗΝ, J. , HESSLING, R. , & RUSSELL, D. (2003). Social support, health, and well-being among the elderly: What is the role of negative affectivity?. Personalίty & Jndίvίdual Dίfferences, 35,5-17. ΚΑΗΝ, J. Ρ. (2004). Hostility, coronary risk, and alpha-adrenergic to beta-adrenergic receptor density ratio. Psychosomatίc Medίcίne, 66, 289297. ΚΑΗΝ, R. L. & Rowε, J. W. (1999). Successful aging. New York: Dell. ΚΑΗΝΕΜΑΝ, D., KRUEGER, Α., SCHKADE, D., SCHWARZ, Ν., & STONE, Α. (2006, June). Wou!d you be happier if you were richer? Α focusing illusion. Scίence, 312, 1908-1910. ΚΑΙL, R. (2003). Information processing and memory. In Μ. BORNSτEIN & L. DAVIDSON (Eds.), Well-beίng: Posίtίve deνelopment across the lίfe course. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. KAIL, R. V. (2004). Cognitive development includes global and domain-specific processes. Merrίll-Palmer Quarterly, 50 - [Special issue: 50th anniversary issue: Part 11. The maturing of the human development sciences: Appraising past, present, and prospective agendas ], 445-455. ΚAISER. L. ι. , ALLEN, L., & AMERICAN Dιετετιc ΑssοcιΑτιωι. (2002). Position of the American Dietetic Association: Nutrition and lifestyle for a health)' pregnancy outcome. Journal of the American Dieιeιίc Assocίatίon, 102, 1479-1490. KALB.C(l 91Γ. Springι'Summer).The top 10 health y;oπies. o\·t!'·• ; ιo •eek Special1ssue, 42-43. Κ.ο\LΒ, C. (2t:xJ3, :\larch 10). Preemies grow up. -~-n-α.ι-.50-s ι
ΜΑ
C. μr.r.:. Jan\lar)· 26). Brave new babies.
C HAR.\IA'i. w. (2001). Changes ίn the
391
~ι (2003). Pubertal timing, sexual behaviour and self-reported depression in middle adolescence. Jou mal of Adolescence, 26,531-545. Κ.-\LΠ.-\LΑ-ΗΕΙΝΟ, R., RΙMPELAE, Μ., RANTANEN, Ρ.. & Rι\ΙΡΕLΑΕ, Α. (2000). Bullying at schoolan mdicator of adolescents at risk for mental disorders. Journal of Adolescence, 23,661-674. M'liE, R. Α. , CAPLAN, Α. L., URV-WONG, Ε. Κ., & FREB1A..'I, Ι. C. (1997). Everyday matters in the lives of nursing home residents: Wish for and perception of choice and control. Journal of the Amerίcan Gerίatrίcs Socίety, 45,1086-1093. KA:-o;EDA, Η., MAESHIMA, Κ., Gοτο, Ν. , KOBAYAKAWA, Τ., AYABE-KANAMURA, S., & SΑΠΟ, S. (2000). Decline in taste and odor discrimination abilities with age, and relationship between gustation and olfaction. Chemίcal Senses, 25, 331-337. KANEτSUNA, Τ., SΜιτΗ, Ρ., & ΜοRιτΑ, Υ. (2006. November). Coping with bullying at school: Children's recommended strategies and attitudes to school-based interventions in England and Japan. Aggressίve Behaνίor, 32, 570-580. KANTROWΠZ, Β. & WINGERT, Ρ. (1999, May 10). How well do you know your kid? (teenagers need adult attention). Newsweek, 133(19), 36. ΚΑΟ, G. (2000). Psychological well-being and educational achievement among immigrant youth. ln D. J. HERNANDEZ (Ed.). Chi/dren OJ ίmmίgrants: Health, adjιιstnιenι, and p ιιblic assίstance. Washington, DC: National Acaderny Press. ΚΑΟ, G. & TIENDA, Μ. (1995). Optimism and achievement: The educational performance of immigrant youth. Socίal Scίence Qιιarterly, 76, 1-19. ΚΑΟ, G. & VAQUERA, Ε. (2006, February). The salience of racial and ethnic identification in friendship choices among Hispanic adolescents. Hίspanίc Journal of Behaνioral Scίences, 28, 23-47. KAPLAN, Η. & Dovε, Η. (1987). Infant development among the Ache of Eastern Paraguay. Deνelopmental Psychology, 23, 190-198. KAPLAN, R. Μ., SALLIS, J. F., JR., & PAΠERSON , Ι. L. (1993). Health and human behaνίor. Age specίfic breast cancer annual ίncίdence. New York: McGraw-Hill. KAPLAN, S., HEILIGENsτEIN, J., WEST, S., BUSNER, J., HARDER, D., DΙΠΜΑΝΝ, R., CASAT, C., & WERNICKE, J. F. (2004). Efficacy and safety of atomoxetine in childhood attention-deficit/ hyperactivity disorder with comorbid oppositional defiant disorder. Journal of Attentίon Dίsorders, 8, 45-52. KARNEY, Β. R. & BRADBURY, Ι. Ν. (1995). The longitudinal course of marital quality and stability: Α review of theory, method, and research. Psychologίcal Bulletίn, 118, 3-34. KARNEY, Β. R. & BRADBURY, Τ Ν. (2005 ). Contextual influences ση marriage. Cιιrren ι Dίrectίons in Psychologίcal Scίence, 14, 171-174. KARPOV, Υ. V. & HAYWOOD, Η. C. (1998). Two ways to elaborate Vygotsky's concept of mediation: Implications for instruction. Amerίcan Psychologίst, 53, 27-36.
392
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
KART, C. S. (1990). The realίιίes of agίng (3rd ed.). Boston: Allyn & Bacon. ΚΑRΤΜΑΝ, L. L. (1991). Life review: One asρect of making meaningful music for the elderly. Activiιies, Adaptations, and Aging, 15, 42-45. ΚARTROWiτz, Ε. 1. & ΕνΑΝS, G. W. (2004). The relation between the ratio of children ρer activity area and off-task behavior and tyρe of ρlay in day care centers. Environment & Behavior, 36, 541-557. KAsιow, F. W. (2001). Families and family ρsychology at the millennium: lntersecting crossroads. Amerίcan Psychologίst, 56. 37-44. ΚASSER, Τ & SHARMA, Υ. S. (1999). Reρroductive freedom, educational equality, and females' ρreference for resource-acquisition characteristics in mates. Psychologίcal Scίence, 10, 374-377. KASTENBAUM. R. (1999). Dying and bereavement. ln 1. C. CAVANAUGH & S. Κ. WHΠBOURNE (Eds.), Gerontology: An ίnterdίscίplίnary perspectίve. NewYork: Oxford University Press. ΚASTE~BAUM, R. J. (1992). The psychology of death. ew York: Sρringer- Verlag. ΚATCHADOURΙA'I, Η. Α. (1987). Bίologίcal aspects of hιιman sexua/ίty (3rd ed.). New York: Holt, Rinehart & Winston. ΚΑτε, Ν. τ. (1998, March). How many children?. Amerίcan Demographίcs, ρ. 35. KATES, Ν., GRIEFF, Β. , & HAGEN, D. (1990). The psychosocίal ίmpact of job loss. Washington, DC: Arnerican Psychiatric Press. KATNROWΠZ, Β. & SPRINGEN, Κ. (2005, May 16.) Α peaceful adolescence. Newsweek Inιernatίonal Edίιion, ρρ. 50-52. ΚΑΤΟ, Κ. & PEDERSEN, Ν. L. (2005). Personality and coρing: Α study of twins reared aρart and twins reared together. Behavίor Genetics, 35, 147-158. KATRO\VΠZ, Β. & WINGERT, Ρ. (1990, Winter/ Sρring). Steρ by steρ. Ne1vsweek Specίal Εdίιίοn. 24-34. ΚΑτz. D. L. (2001). Behavior modification in ρrimary care: The Pressure System Model. Preventίve Medίcίne: An Internaιίonal Devoted ιο Practίce & Theory, 32,66-72. ΚΑτz, L. G. (1989, December). Beginners' ethics. Parents, ρ. 213. ΚΑτz, S. & MARSHALL, Β. (2003). New sex for old: Lifestyle, consumerism, and the ethics of aging well. Journal of Agίng Studίes, 17,3-16. ΚAUFFMAN, 1. Μ. (1993). How we might achieve the radical reform of sρecial education. Exceptίonal Chίldren, 60,6-16. ΚAUFMAN, J. C., KAUFMAN, Α. S., ΚAUFMAN SINGER, J., & KAUFMAN, Ν. L. (2005). The Kaufman Assessment Battery for Children Second Edition and the Kaufman Adolescent and Adult lntelligence Test. ln D. Ρ. FLANAGAN & Ρ. L. HARRISON (Eds.), Conιemporary ίnιe/lecιua/ assessment: Theorίes, tests, and ίssιιes. New York, Guilford Press. KAUFMAN, Μ. τ. (1992, November 28). Teaching comρassion ίη theater of death. The New York Πmes, ρ. Β7.
KAUFMANN, D., GESτEN, Ε., SANTA LUCIA, R. C., SALCEDO, 0., RENDINA-GOBIOFF, G., & GADD,
R. (2000). The relationshiρ between ρarenting style and children's adjustment: The ρarenιs· ρersρective. Journal of Chίld & Famil} Sιιιdies, 9, 231-245. KAVALE , Κ. (2002). Mainstreaming 10 full inclusion: From orthogenesis to ρathogenesis of an idea. Inιernatίonal Journal of Dίsabilίty, Developmenι & Educaιίon, 49,201-214. KAVALE, Κ. Α. & FORNESS, S. R. (2000, Seρ. Oct.). History, rhetoric, and reality: Analysis of the inclusion debate. Rase: Remedίal & Specίal Educaιίon, 21,279-296. ΚΑΥΕ, W. Η. , DEVLIN, Β. , BARBARICH, Ν., Βυιικ. c. Μ., ThORNTON, L., BADANU, s. Α., FI CHτER, Μ . Μ., HALMI, Κ. Α., KAPLAN, Α. S., STROBER, Μ ., WOODSlDE, D. Β. , BERGEN, Α. W., CROW, S., Μιτcκειι, J., ROTONDO, Α. MAURI, Μ., CASSANO, G., KEEL, Ρ. , PLOTNICOV, Κ. , POLLICE, C., KLUMP, Κ. L., LILENFELD, L. R. , GANJEI, J. Κ. , QUADFLlEG, Ν. , BERREΠINI , W. Η. , & ΚΑΥΕ , W. Η. (2004). Genetic analysis of bulirnia nervosa: Methods and samρle descriρtion. Journal of Eatίng Dίsorders, 35, 556-570. ΚΑΥΤΟΝ, Α., (2007). Newborn screening: Α literature review. Neonatal Network, 26, 85-95. KAZDLN, Α. Ε. & ΒΕΝJΕτ, C. (2003). Sρanking children: Evidence and issues. Currenι Dίrec tίons ίn Psychologίcal Scίence, 12, 99-103. KAZURA, Κ. (2000). Fathers' qualitative and quantitative involvement: An investigation of attachment, ρlay, and social interactions. Joιιrnal of Men's Studίes, 9, 41-57. ΚεΑτιΝG, D. (1980). Thinking ρrocesses ίπ adolescence. Ιπ J. ADELSON (Ed.), Handbook of adolescent psychology. New York: Wiley. ΚεΑτιΝG, D. (1990). Adolescent thinking. Ιπ S. S. FELDMAN & G. R. Ειιιοπ (Eds.), At the threshold. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. ΚΕΑτΙΝG, D. Ρ. & CιARK, L. V. (1980). Develoρ ment of ρhysical and social reasoning ίπ adolescence. Developmenιal Psychology, 16, 23-30. Κεcsκεs, I. & ΡΑΡΡ, τ. (2000). Foreίgn /anguage and mother tongue. Mahwah, NJ: Erlbaum. ΚεozιoRA-KORNATOWSΚJ, Κ. , Szεwczvκ-Goιεc, Κ. CZUCZEJKO, J., VAN MARKE DE LUMEN, Κ ., PAWLUK, Η. , MOTYL, J. , KARASEK , Μ . , & KEDZIORA, J. (2007). Effect of melatonin οπ the oxidative stress in erythrocytes of healthy young and elderly subjects. Journal of Pίneal Research, 42, 153-158. KEEFER, Β. L., KRAUS, R. F., PARΚER , Β. L., Ειιιοτsτ, R. et al. (1991). Α state university collaboration ρrogram: Residents' ρersρectives. Annual Meeting of the Arnerican Psychiataric Association (1990, New York, New York). Hospίtal and Communίιy Psychίatry, 42 62-66. KEEL, Ρ. Κ. , LEON, G. R. , & FULΚERSON, J. Α. (2001). Vulnerability to eating disorders in childhood and adolescence. In R. Ε. INGRAM & 1. Μ. PRICE (Eds.), Vulnerabίlίty to psychopaιhology: Rίsk across the lίfespan. New York, ΝΥ: Guilford Press. KELLER, Η. , VOELKER, S., & Υονsι, R. D. (2005). Conceρtions of ρarenting in different cultural
communities:The case ofWest African Nso and northern German women. Socίal Development, 14, 158-180. KELLER, Η. , Υονsι , R., ΒΟRΚΕ , J., KARτNER. J., HENNING, J., & PAPALIGOURA, Ζ. (2004). Develoρmental consequences of early ρarenting exρeriences: Self-recognition and self-regulation in three cultural communities. Child Developmenι, 75,1745-1760. Κειιεπ, J. Μ. (2000). Older adult sexuality. Ιπ L. τ. SzuCHMAN & F. MuSCARELLA et al. (Eds. ). Psychologίcal perspectives on human sexualίty. New York: Wiley. KELLMAN, Ρ. & ARTERBERRY, Μ. (2006). !nfant vίsual ρerceρtίon.ln W. DAMON & R. Μ. LERNER (Eds.), Handbook of chίld psychology. Vol. 2: Cognίιίon, perceptίon, and /anguage (6th ed.). New York: John Wiley & Sons Inc. Κειιv, G. (2001). Sexualίty ιoday: Α hιιman perspectίve. (7th ed.) NewYork: McGraw-Hill. KEMPER, R. L. & VERNOOY, Α. R. (1994). Metalinguistic awareness ίπ first graders: Α qualitative ρersρective. Joιιrnal of Psycholίnguίstίc Research, 22,41-57. KENNELL, 1. Η . (2002). On becoming a family: Bonding and the changing ρatterns in baby and family behavior. In J. GOMES-PEDRO & J. Κ. NuGENT (Eds.), The ίnfant and fanιίly ίn ιhe twenty-fίrst cenιury. New York: BrunnerRoutledge. KENRICK, D. Τ., KEEFE, R. C., BRYNA, Α .. BARR, Α., & BROWN, S. (1995). Age ρreferences and mate choice among homosexuals and heterosexuals: Α case for modular ρsychological mechanisms. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 69,1166-1172. KERNER , Μ. & ABOUD, F. Ε. (1998). The imρortance of friendshiρ qualities and reciρrocity ίπ a multi-racial school. The Canadian Joιιrnal of Research ίn Early Chίldhood Εdιιcαιίοn, 7. 117-125. ΚIBRIA , Ν. (2003). Becomίng Asίan American: Second-generaιίon Chίnese and Korean American ίdentίtίes. Baltimore, MD: Johns Hoρkins University Press. ΚIDWELL, J. S., DUNYAM, R. Μ. , BACHO, R. Α .. PAsτORINO, Ε., & ΡοRτεs, Ρ. R. (1995). Adolescent identity exρloration: Α test of Erikson's theory of transitional crisis. Adolescence, 30, 785-793. Κlεcοιτ, Κ. J. & Fossεπ, Μ. Α. (1997). The effects of mate availability οπ marriage among black Americans: Α contextual analysis. ln R. J. TAYLOR, 1. S. JACKSON, & L. Μ. CHAΠERS (Eds.), Famίly lίfe ίn black Amerίca (ρρ. 63-78). Thousand Oaks, CA: Sage. KILLEN,M. & HART, D. (Eds.) (1995). Moralίty ίn everyday lίfe: Developmental perspectίves. New York: Cambridge University Press. ΚILNER, J. Μ., FRιsτoN, 1. J., & FRΙTH, C. D. (2007). Predictive coding: Απ account of the mirror neuron system. Cognίtίve Processes, 33. 88-997. ΚΙΜ , 1. (1995, January). You cannot know how much freedom you bave here. Money , 133. ΚlΜ, J. & CICCHEΠI, D. (2003). Social self-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
efficacy and behavior problerns in maltreated children. Journal of Clίnίcal Clιίld & Adolescent Psychology, 32,106-117. ΚιΜ, 1-S. & LEE, Ε-Η. (2003). Cultural and noncultural predictors of health outcomes in Korean daughter and daughter-in-law caregivers. Publίc Health Nursίng, 20, 111-119. ΚιΜ, Κ. & SΜιτΗ, Ρ. Κ . (1999). Family relatioπs in early childhood and reproductive development. Journal of Reprodιιctίve & Jnfant Psychology, 17, 133-148. ΚιΜ, S. & PARK, Η. (2006, January). Five years after the launch ofViagra in Korea: Changes in perceptions of erectile dysfunction treatment by physicians, patients, and the patients' spouses. Journal of Sexual Medίcίne, 3, 132-137. ΚΙΜ, U., TRIANDIS, Η . C., ΚΑοιτςΙΒΑΙS, ς, CHOI, S., & Υ σοΝ, G. (Eds.). (1994). Indίvίdualίsm and collectίvίsm: Theory, method, and applίcatίons. Thousand Oaks, CA: Sage. ΚΙΜ, Υ., CHOI, J. Υ. , LEE, Κ. Μ., PARK, S. Κ. , ΑΗΝ, S. Η., ΝΟΗ, D.Y., HONG, Υ. C., KANG, D., & Υοο, Κ. Υ. (2007). Dose-dependent protective effect of breast-feeding against breast cancer among never-lactated women in Korea. European Joιιrnal ofCancer Preventίon, 16, 124-129. ΚΙΜ, Υ. & STEVENS, J. Η. (1987). The socialization of prosocial behavior in children. Chίldhood Educaιίon, 63, 200-206. ΚIMBALL, J. W. (1983). Bίology (5th ed.). Reading, ΜΑ: Addison-Wesley. ΚιΜ-CΟΗΕΝ, J. (2007). Resilience and developmental psychopathology. Chίld and Adolescent Psychίatrίc Clίnίcs of North Amerίca, 16, 271-283. ΚιΜΜ, S. Υ. (2003). Nature versus nurture in childhood obesity: Α familiar old conundrum. Amerίcan Journal of Clίnίcal Νωrίιίοn, 78, 1051-1052. ΚΙΜΜ. S. Υ., GLYNN, Ν. W., ΚR.ιsΚΑ, Α. Μ. , BARTON, 8. Α., KRONSBERG, S. S., DANIELS, S. R., CRAWFORD, Ρ. Β. , SABRY, Z.l., & LIU, Κ. (2002). Decline in physical activity in black girls and white girls during adolescence. New England Journal of Medίcίne, 347,709-715. KIMMEL, D. & SANG, Β. (2003). LESBIANS AND GAY ΜΕΝ !Ν MIDLIFE. IN ι. GARNEτS & D. ΚιΜΜΕL (Eds.), Psychological perspectives on lesbίan, gay, and bίsexual experίences. New York: Columbia University Press. KINCL, L., DιετRΙ CΗ, Κ., & BHAΠACHARYA, Α. (2006, October). Injury trends for adolescents with early childhood lead exposure. Journal of Adolescent Health, 39,604-606. KING, Κ. (2003). Racism or sexism? Attributional ambiguity and simultaneous memberships in multiple oppressed groups. Journal of Applίed Socίal Psychology, 33, 223-247. ΚΙΝΝΕΥ, Η. C., RANDALL, L. L., SLEEPER, L. Α., WILLINGER, Μ., BELIVEAU, R. Α., Ζεc, Ν., RΑνΑ, ι. Α., DOMIN!CI, L., [YASU, S., RANDALL, Β., ΗΑΒΒΕ, D., WILSON, Η., MANDELL, F., McCιAIN, Μ., & Wειτv, τ. Κ. (2003). Serotonergic brainstem abnormalities in Northern Plains Indians '.1-iτh the sudden iπfant death syπdrome. Journal of Neuropathology and Experίmenιal Neιιrolog)', 62, 1178-1191.
KINSEY, Α. C., POMEROY, W. Β., & ΜΑRτιΝ, C. Ε. (1948). Sexual behavίor ίn the human male. Philadelphia: Saunders. KIRBY, J. (2006, May). Frorn siπgle-pareπt families to stepfamilies: Is the transition associated with adolescent alcohol initiation? Journal of Famίly lssιιes, 27, 685-711. KIRCHENGAST, S., & HARTMANN, Β. (2003). lmpact of maternal age and maternal-somatic characteristics οπ newborπ size. Amerίcan Journal of Human Bίology, Ι 5, 220-228. ΚιsιιενsκΥ, Β. S., HAINS, S. Μ. 1., ΧιΝG Χιε, Κ. L., HUANG, Η. , Υε, Η. Η., & ZHANG, Ζ., & WANG, Ζ. (2003). Effects of experience on fetal voice recognition. Psychologίcal Scίence, 14, 220-224. ΚιτcΗΕΝΕR , R. F. (1996). The nature of the social for Piaget and Vygotsky. Human Deve/opment, 39, 243-249. ΚlπEROD, R. & PEΠERSEN, S. (2006, September). Making up for mothers' employed working hours? Housework and childcare among Norwegian fathers. Work, Employmenι and Socίety, 20, 473-492. ΚιτzΜΑΝΝ, Κ., GAYLORD, Ν. , & Ηοιτ, Α. (2003). Child witπesses to domestic violeπce: Α metaanalytic review. Journal of Consultίng & Clίnίcal Psychology, 71, 339-352. KLACZYNSKI, Ρ. Α. (2004). Α dua-process mode! of adolescent development: lrnplications for decision making, reasoning, and identity. In R. V. KAIL (Ed.), Advances ίn chίld developnιenι and behavίor, Vol. 32. San Diego, CA: Elsevier Academic Press. KLEESPIES, Ρ. (2004). The wish to die: Assisted suicide and vo!untary euthanasia.ln Ρ KLEESPLES (Ed.), Lίfe and deaιh decίsίons: Psychologίcal and ethίcal consίderatίons ίn end-of-lίfe care. Washingtoπ , DC: Americaπ Psychological Associatioπ. ΚιιΕR,
C. Μ., Μυzικ, Μ., DERVIC, Κ., MOSSAHEB, ., BENESCH, Τ , ULM, Β., & ZELLER, Μ. (2007). The role of estrogen and progesterone ίπ depression after birth. Joιιrnal of Psychίatrίc Research, 41. 273-279. Κιι:GΕR. J. (:!006. July 10). The new scieπce of ibtings. 1ίme. 47-55. κ_,ΑΓ, ). Α. & Ριωιr-;. R. (2006). Parental discipline and affecrioπ and children 's prosocial behavior: Geπeιίc and en\iroπmental links. Journal of Per<·ιnalir-. and Socίal Psγclιology, 90, 147-164. κ_.._.v'•>. Α. & ScHv.ΆRτz, S. Η. (2003). Parenting and i!CCIIΓ..C: ο: perceptioπ of parental values by adole:>eent>. Child Dt?Ι·elopnιenι, 73,595-611. κ_,,L s, \\:Α.. CoJ>~ΈR5. Α. F.. DAwsoN, Ν. V., DESBIE'S, ~- λ~ fι:LKERSO~. W. J. , JR. , GOillMA.'i. L Ln.-x J.. & ΟΥΕ, R. Κ. (1995, :\0\·emlx:r ~ }- Α oonιrolled trial to improve care for ~noti:J)· 1!1 boψitalized patients. The rstand prognoses and prefereπces 3Dd nsk:, of treatrneπts (SUPPORT).
ΚΝΙGΗ'Γ, Κ.
393
(1994, March). Back to basics. Essence,
122-138. KNuτSON,
1. F., & LANSING, C. R. (1990). The relationship between communicatioπ problems and psychological difficulties in persons with profound acquired hearing loss. Journal of Speech and Hearing Dίsorders, 55, 656-664. KOCHANSKA, G. (1997). Mutually responsive orientation between mothers and their young children: Implications for early socializatioπ. Chίld Development, 68,94-112. KocHANSΚA, G. (1998). Mother-child relationship, child fearfulness, and emerging attachrnent: Α short-term longitudinal study. Developmental Psychology, 34, 480-490. KOCHANSKA , G. (2002). Mutua!ly responsi\·e orientation between mothers and their ~·oung children: Α context for the early development of coπscience. Current Dίrectίons ίn Ps_\'Chologίcal Scίence, 11,191-195. KOCHANSKA, G. & AKSAN, Ν. (2004). Deve!opment of mutual respoπsiveness between parents and their young children. Chίld Developmenι, 75,1657-1676. Κοοι, Μ. & MERMELsτEIN, R. (2004). Beyond modeling: Pareπtiπg practices, pareπtal srnoking history, and adolescent cigarette smokiπg. Addίctίve Behavίors, 29, 17-32. KOENIG, Α., C!CCHEΠ!, D.. & ROGOSCH. F. (2004). Moral development: The associaιion between maltreatment and young chιldrens prosocial behaviors and moral transgressions. Socίal Deνelopment, 13,97-106. KOENIG, L. Β. , McGuε, Μ., KRUEGER, R. F., & BOUCHARD, JR. , Τ J. (2005). Genetic and environmental influences on religiousness:. Findings for retrospective and cuπent religιou> ness ratings. Journal of Personalίtγ, 73,471-488. ΚοΗ, Α. & Ross, L. (2006). Mental health issues: Α comparison of lesbian, bisexual and heterosexual women. Journal of Homosexualίty, 51, 33-57. KOHLBERG, L. (1966). Α cognitive-developrnenta! anaylsis of children 's sex-role concepts and attitudes. In Ε. Ε. MACCOBY (Ed.). The development of sex dίfferences. Stanford. ι • Stanford University Press. KoHLBERG, L. (1984). The psγcholo?J· of moral development: Essays on nιoral de~·elopment (Vol. 2). San Francisco: Harper & Row. ΚΟΗΝ, Α. (2006). The homework rnyιh: Whγ οιιr kids get too much of α bad ιhίng. Carnbridge, ΜΑ: Da Capo Press. Κοιντsτο, Μ. & REVONSUO, Α. (2003). Object recognition in the cerebral hemispheres as revealed by visual field experimeπts. Lateralίty: Asymmeιrίes of Body, Braίn & Cognίtίon, Β. 135-153. ΚοιΑΤΑ , G. (2004, May 11). The heart's desire. The New York Times, p. Dl. KONIG, R. (2005). Introduction: Plasticity, learning, and cognition. ln R. KONIG, Ρ. Ηειι, Ε . BUDINGER, & Η. SCHEICH (Eds.), Aιιdίtory cortex: Α synιhesίs of human and anίrnal research . Mahwah, NJ: ιawrence Erlbaum Associates.
394
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
KoOPMANS, S. & KoouMAN, Α. (2006, Nσvember). Prebyσpia cσrrectiσn and accσmmσdative intraσcular lenses. Gerontechnology, 5, 222-230. KOROUKIAN, S. Μ., TRΙSEL, Β., & RΙΜΜ, Α. Α. (1998). Estimating the prσpσrtiσn σf unnecessary cesarean sectiσns in Ohiσ using birth certificate data. Journal of Clίnίcal Epίdemίology, 51, 1327-1334. KOSKA, J., KSΙNANTOVA, ι., SEBOKOVA, Ε., Κ\'ΕτΝΑΝSΚΥ, R., KLΙMES, l., CHROUSOS, G., & PACAK, Κ. (2002). Endσcrine regulatiσn σf subcutaneσus fat metabσlism during cσld expσsure in humans. Annals of the Ne1v York Academy of Scίence, 967, 500-505. KOSMALA, Κ. & KιOSZEWSKA, l. (2004). The burden σf prσviding care fσr Alzheimer's disease patients in Pσland. lnternatίonal Journal of Gerίatrίc Psychίatry, 19,191-193. Koss, Μ. Ρ., GOODMAN, ι. Α., BROWNE, Α. , FιτzGERALD, ι. F., ΚΕιτΑ, G. Ρ., & Russo, Ν. F. ( 1993) . .Vo safe haven: Vίolence agaίnst women, αι honιe. αι Ιι·οrk, and ίn the commιιnίty. Final report σf the Ameήcan Psychσlσgical Assσcia tiσn \\'σmen·s Prσgrams Office Task Fσrce ση \ίσlence Against Wσmen. Washington, DC: Ameήcan Psychσlσgical Assσciatiσn.
KOTRE, J. & HALL, Ε. (1990). Seasons of lίfe. Bσstσn: ιittle, Brown. KOZULIN, Α., (2004). Yygσtsky's theσry in the classrσσm: lntroductiσn. European Journal of Psychology of Educatίon, 19,3-7. KRAEMER, Β., Νοιι, Τ., DELSIGNORE, Α., Μιιοs, G., SCHNYDER, U., & ΗΕΡΡ, U. (2006). Fίnger length ratiσ (2D:4D) and dimensiσns σf sexual σrientatiσn. Neuropsychobίology, 53, 210-214. KRAHENBOHL, S. & BLADES, Μ. (2006, May). The effect σf questiσn repetitiσn within interviews ση yσung children 's eyewitness recall. Joιιrnal oj Eφerίnιental Chίld Ps_νchology, 94, 57-67. !ΚRA.\IER.,A F.. ERΙCΚSO:\. Κ. Ι.. & COLCOMBE, S. ~~). Exerαιe.cognitiσn. and the aging brain. JollΠllll of Applied Phμiolog)'. 101.1237-1242. !ΚRAMER. ι.. PEROZY'
J. S., HART, C., & JELALIAN, (2006). The epidemic σf childhσσd σbesity: Review σf research and implicatiσns fσr public pσlicy. Socίal Polίcy Report, 19,3-19. KROGER, J. (2000). ldentity development: Ε.
Adolescence throιιgh adιιlthood. Thσusand Oaks, CA: Sage. KROGER, J. (2006). ldentίty development: Adolescence through adulthood. Thσusand Oaks, CA: Sage Publicatiσns. KROJGAARD, Ρ. (2005). Infants' search fσr hidden persσns. Internatiσnal Journal of Behavίoral Development, 29,70-79. KRONENFELD, J. J. (2002). Hea/th care po/ίcy: lssues and trends. New Yσrk: Praeger. KRONHOLZ, J. (2003, August, 19). Trying tσ c1σse the stubbσrn learning gap. The Wall Street Journal, pp. Β1, Β5. KRONHOLZ, 1. (2003, September 2). Head Start prσgram gets lσw grade. The Wall Street Joιιrnal, pA4. KRouτ, J. Α. (1988). Rural versus urban differences in elderly parents' cσntact with their children. Gerontologίst, 28, 198-203. KRUEGER, G. (2006, September). Meaningmaking in the aftermath σf sudden infant death syndrome. Nursίng Inqιιίry, 13,163-171. KRUEGER,J. & HECΚHAUSEN,J. (1993). Persσnality develσpment acrσss the adult life span: Subjective cσnceptiσns vs. crσss-sectiσna1 cσntrasts. Journa/s of Gerontology, 48, 100-108. KϋBLER-Ross, Ε. (1969). On death and dyίng. New Yσrk: Macmil1an. KOBLER-Ross, Ε. (Ed.) (1975). Death: The fίnal stage of growth. Englewσσd Cliffs, NJ: PrenticeHall. KϋBLER-Ross, Ε. (1982). Workίng ίt ιhroιιgh. New Yσrk: Macmillan. KUCZYNSΚI, ι. & KOCHANSKA, G. (1990). Deνelσp ment σf children's nσncσmpliance strategies frσm toddlerhσσd to age 5. Developmental Psychology, 26, 398-408. ΚuΗι, Ρ. (2006). Α ne1v vίew of langιιage acquίsί tίon. Language and lίngιιίstίcs ίn context: Readίngs and applicatίons for teachers. Mahwah, NJ: ιawrence Er1baum. KUHL, Ρ., TsAo, F.-M., & ιιu, Η.-Μ. (2003). Fσreign-language experience in infancy: Effects σf shσrt-term expσsure and sσcial interactiσn ση phσnetic learning. Proceedings of the Natίonal Academy of Scίences, 100, 9096-9101. KUHL, Ρ. Κ., ANDRUSKΙ, J. Ε., CHΙSTOVICH, l. Α., CHΙSTOVICH, ι. Α., KOZHEVNIKOVA , Ε. Υ., RYSΚINA, Υ. ι., STOLYAROVA, Ε. l., SUNDBERG, U., & ιACERDA, F. (1997, August ] ). Crσss language analysίs σf phσnetic units in language addressed to infants. Science, 277, 684-686. KuHN, D. (2000). Metacσgnitive develσpment. Current Dίrections ίn Psychologica/ Scίence, 9, 178-181. KUHN, D., GARCIA-MΙLA, Μ., ZOHAR, Α., & ANDERSEN, C. (1995). Strategies σf knσwledge acquisitiσn. With cσmmentary by S. Η. White, D. Klahr, & S. Μ. Carver, and a reply by D. Kuhn. Monographs of the Socίety for Research ίn Chίld Development, 60, 122-137. KUNΚEL, D., WΙLCOX, Β. ι., CANτOR, J., PALMER, Ε., ιιΝΝ, S., & DOWRJCK, Ρ. (2004, February 20). Report of the ΑΡΑ task force on advertίsίng and chίldren. Washingtσn, DC: American Psychσ lσgical Assσciatiσn.
KUNZMANN, U. & BALτES, Ρ. (2005). The psychology of wίsdom: Theoretίcal and empirica/ chal/enges. New Yσrk: Cambridge University Press. KUPERSMIDT,J. Β. & DODGE, Κ. Α. (Eds.) (2004). Chίldren's peer relatίons: From development ιο interventίon. Washington, DC: American Psychσ lσgical Assσciatiσn.
(2002). Predicting the timing σf and marital satisfactiσn: Απ eightyear prσspective lσngitudinal study. Journal of Marrίage & Famίly, 64,163-179. KURDEK, ι. (2003a). Differences between gay and lesbian cσhabiting cσuples. Joιιrnal of Socίal & Personal Relatίonships, 20,411-436. KURDEK, ι. (2003b ). Negative representatiσns σf the self/spσuse and marital distress. PenΌnal Relationshίps, 10,5 11-534. KURDEK, ι. (2006, May). Differences between partners frσm heterσsexual , gay, and lesbian cσhabiting cσuples. Joιιrnal of Marrίage and Famίly, 68, 509-528. KURDEK, ι. Α. (1993). The allσcatiσn σf hσusehσld labσr in gay, lesbian, and heterσsexual married children. Joιιrnal of Socίallssues, 49. 127-139. KURDEK, ι. Α. (1 999). The nature and predictσrs σf the trajectσry σf change in marital quality fσr husbands and wives σver the first 10 years σf marriage. Developmenιal P;Ύchology, 35. 1283-1296. KuRτιNES, w. Μ. & GEWJRTZ, J. ι. (1987). Moral development ιhrough socίal ίnteracιion. New Yσrk: Wiley. KWANT, Ρ. Β. , fΙNOCCHIARO, Τ, foRsτER, F., REuι, Η., RAU, G., MORSHUΙS, Μ. , Ει ΒΑΝΑΥΟSΙ. Α., KORFER, R. , SCHMΠZ-RODE. Τ.. & STEINSEIFER, U. (2007). The MiniACcσr: Cσnstructive redesign σf an implantable total artificial heart, initial labσratσry testing and further steps. lnternational Journal of Artίfίcίal Organs, 30,345-351. ιΑ ιΕCΗΕ ιEAGUE INTERNAτiONAL (2003). Breastfeedίng around ιhe Ιvorld. Schaumburg. KURDEK,
ι.
separatiσn
IL: ιa ιeche ιeague lnternatiσnal. ιΑΑs, Ι.
and sσciety: Α an σld theσry. Journal of Humanίstic Psychology, 46, 77-91. ιΑΒΟUVΙΕ-ΥΙΕF, G. (1980). Beyσnd fσrmal σperatiσns: Uses and limits σf pure lσgic in lifespan develσpment. Human Development, 23. 141-161. ιΑΒΟUVΙΕ-ΥΙΕF, G. (1986). Mσdes σf knσ\vledge and the σrganizatiσn σf develσpment. ln Μ. ι. COMMONS, ι. KOHLBERG, F. RJCHARDS. & J. SιΝΝΟΠ (Eds.), Beyond formal operaιions 3: Models and meιhods ίn the study of adult αnι/ adolescent thought. NewYσrk: Praeger. ιABOUVIE-YΙEF, G. (1990). Mσdes σf knσwledge and the σrganizatiσn σf develσpment. In Μ. ι. COMMONS, C. ARMON, L. KOHLBERG, F. Α. RICHARDS, Τ. Α. GROTZER & ]. SΙΝΝΟΠ (Eds.). Αdιιlι development. Υσl. 2: Models and meιhods ίn the study of adolescenι thought. New Yσrk: Praeger. ιΑΒοuνιε- VιEF, G. (2006). Emerging structures σf adult thσught. ln J. J. ΑRΝΕΠ & J. ι. TANNER new
(2006).
Self-actualizatiσn
applicatiσn fσr
ΒΙΒΛIΟΓΡΑΦΙΑ
(Eds.), Emergίng adιιlts ίn Amerίca: Comίng of age ίn the 21st cenιury. Washington, DC: American Psychological Association. LACERDA, F., VON HOFSτEN, C., & ΗΕΙΜΑΝΝ, Μ. (2001). Emergίng cogn ίιί ve abίlitίes in early infancy. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaurn Associates. LACHMANN, Τ, ΒεRτι , S., KUJALA, Τ , & SCHROGER, Ε. (2005). Diagnostic subgroups of developrnental dyslexia have different deficits in neural processing of tones and phonemes.lnternational Joιι rnal of Psychophysiology, 56,105-120. LACKEY, C. (2003). Violent farnily heritage, the transition to adulthood, and later partner violence. Journal of Family lssues, 24, 74-98. LADD, G., & Ρ ετRΥ, Ν. (2002). Disordered gambling arnong university-based rnedical and dental patients: Α focus on Internet garnbling. Psychology of Addictive Behaviors, 16, 76-79. LADD. G. W. (1983). Socίal networks of popular, average and rejected children ίn socίal settings. Merriii-Palrner Quarterly, 29, 282-307. LADΠKA, S., LAD ITKA, J., & PROBST, J. (2006). Raci al and ethnic disparities in potentially avo idable delivery complications arnong pregnant Medicaid beneficiaries in South Carolina. Maternal & Chίld Health Journal, 10, 339-350. LAFLAMME, D., POM ERLEAU, Α. , & MALCU Π, G. (2002). Α cornparison of fathers' and mothers ' involvement in childcare and stirnulation behaviors during free-play with their infants at 9 and 15 rnonths. Sex Roles, 47, 507-518. LAFROMBOISE, Τ, COLEMAN, Η. L., & GERTON, J. (1993). Psychological impact of biculturalisrn: Evidence and theory. Psychological Bul/etin, 114,395-412. LAFUENTE, Μ . 1. , GRIFOL, R. , SEGARRA, J., & SORIANO. J. (1997). Effects of the Firstart rnethod of prenatal stirnulation on psychornotor development: The first six months. Pre- & PeriNatal Psychology, 11 ,151-162. LAHIRI, D. Κ. , MALONEY, Β. , BASHA, Μ. R .. Gε , Υ. W., & ZAWIA, Ν. Η . (2007). How and when environmental agents and dietary factors affect the course of Alzheirner's disease: The < model (latent early-life associated regulation ) rnay explain the triggeri ng of AD. Currenι A /zheίmer Research, 4, 219-228. LAM, V. & LEMAN, Ρ. (2003). The influence of gender and ethnicity on children's inference about toy choice. Socίal Developιn erιι, 11. 269-287. LAMAZE, F. (1970). Paίrιless chίldbίrth: Πι e Lamaze method. Chicago: Regnery. LAMBERT, W. Ε. , & PEAL, Ε. (1972). The relation of bilingualisrn to intelligence. In Α. S. Dιι (Ed.), Larιguage, psychology, arιd culιure (3τd ed.). NewYork: Wiley. LAMBERτs, S. W. J., VAN DEN BELD, Α. W., & VAN DER LELY, A-J. (1997, October 17). The endocrίrιology of aging. Science, 278, 419-424. LAMM, Β . & KELLER, Η . (2007). Understanding cultural rnodels of parenting: The role of intracultural variation and response style. Joιιrnal of Cross-Cιι ltural Psychology, 38,50-57.
LAMM, Η. & WιΕSΜΑνΙ., U. (l9'T attributes of attraction: Hcm· ~ dl.ar.ιctenze their liking, their love. and theιr ~~ in 10\-e. Personal Relatiorιslιίps . .ι. 2ί'1-2&!. LΑΜΟΝτ, J. Α. (1997). Sexualiιy. ι ... D. Ε.. SτE\\'ARI & G. Ε. ROBINSON (Eds. ι. Α clίniCUl11"s .~ ιο menopause. Clinical pracιice (pp. 63-75). Washington, DC: Health Pre,,; lntemational. LAMOREY, S., ROBINSO\. Β. Ε~ δ.:. RO'I\Ί.A.\D. Β. Η. (1998). Latchkey kίds: Urιlockίng doors for children and ιheir fanzilίes. :\e\\burγPark. CA: Sage. LANcτOT, Κ. L., HERRMA\'. :\.. & ~l.\ΖΖΟΠΑ. Ρ. (2001). Role of serotonin in the beha\ioral and psychological syrnptorns of dernentia. Joιιrnal of Neuropsychίaιry & Clinical .Veurosciences, 13, 5-21. LANDRINE, Η. & ΚιΟ!\ΟFF. Ε. Α. (1994). Cultural diversity in causal attributions for illness: The role of the supernatural. Joιιrnal of Behavior Medίcine, 17, 181-193. LANDY, F., & Comε, J. Μ. (2004). Work ίn the 21st centιιry. NewYork: McGraw-Hill. LANE, W. Κ. (1976, Novernber). The relationship between personality and differential academic achievernent within a group of highly gifted and high achieving children. Disserιaιion Abstracts lnternational, 37(5-Α), 2746. LANGER, Ε. & lANΙS, Ι. (1979). The psychology of control. Beverly Hills, CA: Sage. LANGFORD, Ρ. Ε. (1995). Approaches lo ιhe developmenι of moral reasonίng. Hillsdale, NJ: Erlbaurn. LANSFORD, J. Ε., CHANG, L, DODGE, Κ. Α. , MALONE, Ρ. S., 0BURU, Ρ. , PALMERUS, Κ. , BACCHINI, D., PAsτORELLI , C., ΒΟΜΒΙ, Α. S., ZELLI , Α. , ΤΑΡΑΝΥΑ. S. , CHAUDHARY, Ν. , DEATER-DECΚARD, Κ. , ΜΑΝΚΕ, Β., & QUINN, Ν. (2005). Physical discipline and children's adjustrnent: Cultural norrnativeness as a rnoderator. Child Developmenι, 76, 1234-1246. LANSFORD, J. Ε. & PARKER, J. G. (1999). Children 's interactions in triads: Behavioral profiles and effects of gender and patterns of friendships arnong rnernbers. Developmenιal Psγclιology, 35, 80-93. LARS0\1, R. W., CLORE, G. L., & Wooo, G. Α. (1999). The ernotions of romantic relationships: Do ιhe~ \\τeak havoc on adolescents?. In W. FLR.\l·\-'. Β. Β. BRO\\'\. & C. fEIRING (Eds.), ΊΜ dn·eloprMnt of romanιic relationships in adolrsαrrα. ::\ew York: Carnbridge University Pre"LAR..'0\1.. R. \\-_ RκΉARDS. ~ι Η .. ΜοΝετΑ , G., Houmειx,G~& Dιnπτ. Ε. (1996). Changes in adoJe,-ent>" dail)· inιeract ions with their farnilies from agc-s 10 to 1~: Disengagernent and ιran;;formation.. Deι·dopmmιal Ps.νchology, 32, Ί~ϊ5~ .
LAS1CAS. 1 (::οο6. Decem~r ; ~). Dancing with the pl:umber 11/uhmgron Ρο'ι ,\fagazine, W35. \lardι 3. ~007 fro m LexisNexis CΗ!ι:,
C. (2004). Language,
1): Constructing shared Όmrnunica tion.
In
Μ.
395
SCHALLER & C. CRANDALL (Eds.), The psycho/ogica/ foundaιions of culture. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaurn Associates. LΑι:. S. & Κwοκ, L. Κ. (2000). Relationship of farni ly environrnent to adolescents' depression and self-concept. Social Behavior & Personalitγ, 28,41-50. LAUER, J. C. & LAUER, R. Η. (1999). Ηοι~· 10 sιιrvive and thrive ίn an enψty nesι. Oakland, CA: New Harbinger Publications. LAUGHARNE, J., JANCA, Α., & WIDIGER, Τ (2007). Posttraurnatic stress disorder and terrorisrn: 5 years after 9/11. Currenι Opinion ίn Psychiaιry, 20, 36-41. LAUMANN, Ε. 0., ΡΑΙΚ, Α., & ROSEN, R. C. (1999). Sexual dysfunction in the United States: Prevalence and predictors. Joιιrnal of ιlιe American Medical Associaιion, 281 , 537-544. LAURSEN. Β. , HARTUP, W. W., & KOPLAS, Α. L. (1996). Towards understanding peer conflict. Merrί/1-Palmer Quarterly, 42, 76-102. LAUTER, J. L. (1998). Neuroimaging and the trirnodal brain: Applications for developrnental cornrnunication neuroscience. Phoniatrica et Logopaedica, 50,118-145. LAVELLI, Μ. & FOGEL, Α. (2005). Developrnental changes in the relationship between the infant's attention and ernotion during early face-to-face cornrnunication: The 2-rnonth transition. Developmenιal Psychology [serίal online], 41 , 265-280. LAVERS-PRESTON, C. & SONUGA-BARKE, Ε . (2003). Απ intergenerational perspective on parent-child relationships: The reciprocal effects of tri-generational grandparent-parentchild relationships. In R. GU?τA & D. PARRYGurτA (Eds.), Children and parents: Clinical issιιes for psychologisιs and psychiatrists. London: Whurr Publishers, Ltd. LAVZER, J. I. & GOODSON, Β. D. (2006). The <
396
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
LEAPER, C. & SΜΠΗ, Τ Ε. (2004). Α metaanalytic review of gender variations in children's language use: Talkativeness, affiliative speech, and assertive speech. Developmental Psychology, 40, 993-1002. LEARY, W. Ε. (1996, November 20). U.S. rate of sexual diseases highest in developed world. The New York Πmes, p. Cl. LEATHERS, Η. D. & FOSTER, Ρ. (2004). The world food problem: Tacklίng causes of undernutrίtίon ίn the thίrd world. Boulder, CO: Lynne Rienner Publishers. LEATHERS, S. & KELLEY, Μ. (2000). Unintended pregnancy and depressive symptoms among tirst-time mothers and fathers. Amerίcan Journal of Orthopsychίatry, 70, 523-531. LΕΑνπτ, L. Α. & GOLDSON, Ε. (1996). lntroduction to special section: Biomedicine and developmental psychology: New areas of common ground. Developmental Psychology, 32,387-389. LECOURS. Α. R. (1982). Correlates of developmental behavior in brain maturation. ln τ. ΒΕ\ΈR (Ed.). Regressίons ίn mental developmenι. Hillsdale. NJ: Erlbaum. LEE, Β. Η., SCHOFER, J. L., & KOPPELMAN, F. S. (2005). Bicycle safety helmet legislation and bicycle-related non-fatal injuries in California. Accίdental Analysίs and Preventίon, 37, 93-102. LEE, Κ., & HOMER, Β. (1999). Children as folk psychologists: The developing understanding of the mind.ln Α. SLATER & D. MUΙR (Eds.), The Blackwell reader ίn developmental psychology. Malden, England: Blackwell. LEE, Μ., VERNON-FEAGANS, L., & VAZQUEZ, Α. (2003). The influence of family environment and child temperament on work/family role strain for mothers and fathers. lnfant & Chίld Development, 12,421-439. LEE. R. Μ. (2005). Resilience against discrimination: Ethnic identity and other-group orientation as protective factors for Korean Americans. Joumal of Coιιnselίng Psychology, 52, 36-44. LEE~AARS. Α. Α. & SHNEΙDMAN, Ε. S. (Eds.). (1999). Lίves and deaths: Selectίons from the works of Edwίn S. Shneίdman. New York: Bruuner-Routledge. LEFKOWΠZ, Ε. S., SIGMAN, Μ., & KΠ-FONG Au, τ. (2000). Helping mothers discuss sexuality and AIDS with adolescents. Chίld Development, 71, 1383-1394. LEGERSTEE, Μ., ANDERSON, D., & SCHAFFER, Α. (1998). Five- and eight-month-old infants recognize their faces and voices as familiar and social stimuli. Chίld Development, 69, 37-50. LEH.\IAN, D., CHIU, C., & SCHALLER, Μ. (2004). Psychology and culture. Annual Revίew of Psychology, 55,689-714. LEHR, U., SEILER, Ε., & ΤΗΟΜΑΕ, Η. (2000). Aging in a cross-cultural perspective. In Α. L. COMUNIAN, & U. Ρ. GΙELEN (Eds.), /nternatίonal perspectίves on human development. Lengeήch, Germany: Pabst Science Publishers. LEMONICK, Μ. D. (2000, October 30). Teens before their time. τίme, 67,68-74. LEONARD, C. Μ., LOMBARDINO, L. J., MERCADO, L. R., BROWD, S. R., BREIER, J.l., & AGEE, 0. F.
(1996). Cerebral asymmetry and cognιtιYe development in children: Α magnetic resonance imaging study. Psychologίcal Science. 7. 9-95. LEONARD, τ. (2005, March 22). Need parenting help? Call your coach. The Daψ· Telegraph (London), p. 15. LEPORE, S. J., PALSANE, Μ. Ν., & EVA:\S. G. \V. (1991 ). Daily hassles and chronic strains: Α hierarchy of stressors?. Social Science and Medίcίne, 33,1029-1036. LERNER, J. W. (2002). Learnίng dίsabilίtίes: Theorίes, dίagnosis, and teachίng strategίes. Boston: Houghton Mifflin. LERNER, R. Μ., FISHER, C. Β. , & WEINBERG, R. Α. (2000). Toward a science for and of the people: Promoting civil society through the application of developmental science. Child Development, 71,11-20. LERNER, R. Μ., THEOKAS, C., & JELΙCIC, Η. (2005). Youth as active agents in their own positive development: Α developmental systems perspectiνe. ln W. GREVE, Κ. ROTHERMUND, & D. WENTURa, Adaptίve self Personal contίnuίty and ίntentίonal self-development. Ashland, ΟΗ: Hogrefe & Huber Publishers. LESKO, Α. & CORPUS, J. (2006, January ). Discounting the difficult: How high math-identified women respond to stereotype threat. Sex Roles, 54, 113-125. LESLΙE, C. (1991, February 11 ). Classrooms of Babel. Newsweek, 56-57. LESNER, S. (2003). Candidacy and management of assistive listening devices: Special needs of the elderly. lnternatίonal Journal of Audίology, 42, 2S68-2S76. LESTER, D. (1996). Psychological issues in euthanasia, suicide, and assisted suicide. Journal of Socίallssues, 52,51-62. LESτER, D. (2006, December). Sexual orientation and suicidal behavior. Psychologίcal Reports, 99, 923-924. LEUNG, C., PE-PUA, R. , & KARNILOWICZ, W. (2006, January). Psychological adaptation and autonomy among adolescents in Australia: Α comparison of Anglo-Celtic and three Asian groups. lnternatίonal Journal of lntercultιιral Relatίons, 30, 99-118. LEUNG, Κ. (2005). Special issue: Cross-cultural variations in distributive justice perception. Journal of Cross-Cultural Psychology, 36, 6-8. LEVANO, Κ. J., CUNNINGHAM, F. G., NELSON, S., ROARK, Μ., WΙLLIAMS, Μ. L., Guzιcκ , D., DOWLING, S., ROSENFELD, C. R., & BUCΚLEY, Α . (1986). Α prospective comparison of selective and universal electronic fetal monitoring in 34,995 pregnancies. New Eng/and Journal of Medίcίne, 315, 615-619. LEVAY, S. & VALENTE, S. Μ. (2003). Human sexualίty. Sunderland, ΜΑ: Sinauer Associates. LEVENSON, R. W., CARSTENSEN, L. L., & GΟΠΜΑΝ, J. Μ. (1993). Long-term marriage: Age, gender, and satisfaction. Psychology and Agίng, 8, 301313. LEvιcκ, S. Ε. (2004). C/one beίng: Explorίng the psychologίcal and socίal dίmensίons. Lanham, MD: Rowman & Littlefield.
LEVINE, R. (1994). Chίld care and cultιιre. Cambridge: Cambridge University Press. LEVΙNE, R. (1997a, November). The pace of life in 31 countήes. Amerίcαn Demogrαphίcs , 20-29. LEVINE, R. (1997b). Α geogrαphy of tίme: The temporal mίsadventures of α socίαl psychologίst, or how every culture keeps tίme just α lίttle bit dίfferently. New York: HarperCollins. LEVINE, R. V. (1993, February). ls love a luxury?. Amerίcαn Demogrαphίcs, 29-37. LEVINE, S. C., HUΠENLOCHER , J., TAYLOR, Α., & LANGROCK, Α. (1999). Early sex differences in spatial skill. Developmental Psychology, 35, 940-949. LEVINSON, D. (1992). The seasons of α woman's life. New York: Knopf. LEVINSON, D. J. (1986). Α conception of adult development. American PsychologiM, 41, 3-13. LEVY, Β. L. & LANGER, Ε. (1994). Aging free from negative stereotypes: Successful memory in China and among the American deaf. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 66,989-997. LEVY, Β. R. (2003). Mind matters: Cognitive and physical effects of aging self-stereotypes. Journal of Gerontology: Serίes Β: Psychologίcal Scίences and Socίαl Sciences, 58Β, Ρ203-Ρ211. LEVY, Β. R., SLADE, Μ. D., & KASL, S. V. (2002). Longitudinal benetit of positive self-perceptions of aging on functioning health. Journal of Gerontology: Psychological Scίences, 57, 166-195. LEVY, Β. R. , SιADE , Μ. D., KUNKEL, S. R., & KASL, S. V. (2004 ). Longevity increased by positive self-perceptions of aging. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 83,261-270. LEVY-SHIFF, R. (1994). Individual and contextual correlates of marital change across the transition to parenthood. Developmental Psychology, 30, 591-601. LEWIN, Τ. (1995, May 11). Women are becoming equal providers: Half of working women bring home half the household income. The New York τίmes, p. Α14. LEWIN, τ. (2003, December 22). For more people in their 20s and 30s, going home is easier because they never left. The New York τίmes, p. Α27. LEWIN, Τ. (2003, October 29). Α growing number of video viewers watch from crib. The Ne1v York τίmes, pp. Α1, Α22. LEWΙN, τ. (2005, December 15). See baby touch a screen: But does baby get it?. The New York Iimes, p. Al. LEWΙS, Β. , LEGATO, Μ., & FΙSCH, Η. (2006). Medical implications of the male biological clock. JAMA: Journal of the Amerίcan Medίcal Assocίatίon, 296, 2369-2371. LEwιs, C. & LAMB, Μ. (2003). Fathers' influences on children's development: The evidence from two-parent families. European Journal of Psychology of Educatίon, /8,211 -228. LEWIS, C. & MιτcHELL, Ρ. (Eds.) (1994). Chί/dren 's early understandίng of mίnd: Orίgίns and development. Hillsdale, NJ: Erlbaum. LEWIS, C. S. (1958). The a/legory of love: Α study ίn medίeval tradίtίons. New York: Oxford University Press. Lεwιs , C. S. (1985). Α grief observed. Τη Ε. S.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Shneidman (Ed.), Death: Current perspectίves (3rd ed.). Palo Alto, CA: Mayfield. ιεwιs , Μ., FEIRING, C., & ROSENTHAL, S. (2000). Attachment over time. Chίld Development, 71, 707-720. ιεwιs, Μ., & RAMSAY, D. (2004). Development of self-recognition, personal pronoun use, and pretend play during the 2nd year. Chίld Development, 75, 1821-1831. ιεwιs, R., FRENEAU, Ρ., & ROBERTS, C. (1979). Fathers and the postparental transition. Famίly Coordίnator, 28, 514-520. ιεwιs, Τ Ε. & PHΙLLIPSEN , ι. C. (1998). lnteractions on an elementary school playground: Yariations by age. gender, race, group size, and playground area. Chίld Srιιdy Journal, 28,309-320. ιεwκοwιcz , D. (2002). Heterogeneity and heterochrony in the development of intersensory perception. Cognίtίve Braίn Research, 14,41-63. ιι. C., DrGιuSEPPE, R., & FROH, J. (2006, September). The roles of sex, gender, and coping in adolescent depression. Adolescence, 41, 409415. ιι. G. R. & ZHU, Χ. D. (2007). Development of the functionally total artificial heart using aπ artery pump. ASA/0 Journal, 53, 288-291. ιι, J., ιAURSEN, Τ Μ., PRECHT, D. Η., ΟιSΕΝ, J., & MORTENSEN, Ρ. Β. (2005). Hospitalization for mental il1ness among parents after the death of a child. Ne1v England Joιιrnal of Medίcίne, 352, 1190-1 I 96. ιι. Ν. Ρ., ΒΑΙLΕΥ, J. Μ., KENRrcκ, D. τ., & ιιΝSΕΝΜΕΙΕR, J. Α. W. (2002). The necessities and Juxuries of mate preferences: Testing the tradeoffs. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 82,947-955. ιι, S. (2003). Biocultural orchestration of developmental plasticity across Jevels: The interplay of biology and culture in shaping the mind and behavior across the life span. Psychologίcal Bulletin, 129,171-194. ιι, Υ. F., ιANGHOLZ, Β., SALAM, Μ. Τ, & GιιιιLΑΝD, F. D. (2005). Matemal and grandmaternal smoking pattems are associated \\ith early childhood asthma. Chest, 127, 1232-12-ll. ιιΑο, S. (2005). The ethics of using genetic engineering for sex selection. Joιιrnal of Medίcal Ethίcs, 31, 116-118. ιιΒΕRΤ, S., ZWTENER, J., CHU, Χ., YANVOORHIES, W., ROMAN. G., & ΡιετcΗΕR, S. D. (2007. February 23). Regulation of Drosophila life span by olfaction and food-derived odors. Scίence, 315, 1133-1137. ιιcΚLΠΕR, R. & BAHRΙCK, ι. Ε. (2000). The development of infant intersensory perception: Advantages of a comparative convergentoperations approach. Psychologίcal Bulletίn, 126. 260-280. ιιοz, J. & GLEΠMAN, ι. R. (2004). Yes, we still need Universal Grammar: Reply. Cognίtίon, 94,85-93. ιιGΗΤ, ι. ι. (2000). Memory changes in adu!thood. In S. Η. QUALLS & Ν. ABELES et al. (Eds.). Psychology and ιhe agίng revolιιtίon: How we adapt ιο longer lίfe (pp. 73-97). Washington, DC: American Psychological Association.
ιιιLΑRD, Α.
(1998). Ethnops}'dloJoΞies: Cultural variations in theoήes of mmd.. Pnu.oltr;ical Bulletίn, 123, 3-32.
ιιιLΑRD,
Α.
Evaluating 1893-1894.
&
ELSE-QιΈSI.
Montessoή
ιιιLΑRD, ι. Α.
Κ,
(2006).
education. Sdmα, 313.
& WΑΠΕ. ι.J. (1995). Ίί) death do us part: Marital disruption and mortality. Amerίcan Journal of Sοcίιιlοιο; /00. 1131-1156. ιιΝDΕΜΑΝΝ, Β. τ. & ΚADLE. D. D. L2003). Age discrimίnatίon ίn emplo}'nιenι /αι<'. \\'ashington, DC: ΒΝΑ Books. ιιΝDSΑΥ, Α., SUSSNER, Κ., Κι\1. J.. & GORl"\1.-\KER, S. (2006). The role of parents in preventing childhood obesity. Tlιe Furιιre of Chί/dren, 16, 169-186. ιιΝDSΕΥ, Β. W. & TROPEPE, Υ. (2006). Α comparative framework for understanding the biological principles of adult neurogenesis. Progressίve Neurobίology, 80,281-307. ιιΝDSΕΥ, Ε., & COLWELL, Μ. (2003). Preschoolers' emotional competence: ιinks to pretend and physical play. Chίld Srιιdy Joιιrnal, 33, 39-52. ιιNDSTROM, Η ., FRΠSCH , Τ., Ρετοτ, G., SMYrn, Κ. , CHEN, C., DEBANNE, S., et al. (2005, Ju!y). The relationships between television viewing in midlife and the development of Alzheimer's disease in a case-control study. Braίn and Cognίtίon, 58, 157-165. ιιΝΝ, Μ. C. (1997, September 19). Finding patterns in international assessments. Scίence, 277, 1743. ιιΝο, Μ. (2001). Expendίtιιres on chίldren by famίlίes, 2000 annual report. Washington, DC: U.S. Department of Agriculture, Center for Nutrition Policy and Promotion. MisceUaneous Publication Να. 1528-2000. ιrΡΡΑ , R. Α. (2003). Are 2D:4D finger-length rations related to sexual orientation? Yes for men, no for women. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 85,179-188. ιιΡSΕΠ, ι. (2003). Crib death: Α biobehaνioral phenomenon?. Cιιrrenr Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 12, 164-170. ιιΡSΙΠ. ι. Ρ. (1986a). Toward understanding the hedonic nature of infancy. In ι. Ρ. ιιrsrπ & J. Η. CA..,ΙOR (Eds.), E.φerίnιental chίld psycho· logisι: Essa_n and experίments ίn honor of Charles C. Spίker (pp. 97-109). HiUsdale, NJ: Erlbaurn. ιιsΙJ.... ι. (19S5. :\ov.-Dec.). Youth in the 1980s: Social and healιh concerns: 4. Popιιlatίon Rep. •rτs, S5. LΠΟ\5ΚΥ, R. Υ. & ASH\IEAD, D. Η. (1997). De,·elopment of binaural and spatial hearing in infants and dιildren. In R. Η. Gιικεv & τ. R. λ"DERSEIO (Eds.). Bιnaural and spatίal hearίng ίn real anιJ 1irαιal enι·ironιnenrs (pp. 571-592). ~lah111-ah. :->J· Erlb.aum. • Α-. ΚΕ\\'ΙΟ.... R.. & ΗυΝτεR, W. (2003). E-φosnre to famil~· \iolence in young aι-ή,k ~n: Α Iongnudinal look at the efferu of \ΠtimΪzation and \\itnessed physical and Ρ'~~ aggre>>ιon. Joιιrnal of Famίly ιίοlenα,/8. 59-'il. LΠΊΙΕ. τ_ΜΙ\λSΗΠλ. τ_& ΚΑRΑsΑ\νΑ, Μ. (2003).
397
The Jinks among action-control beliefs, intellective skill, and school performance in Japanese, US, and German school children. Inιernaιίoιιal Journal of Behavίoral Developnιenr, 27, 41-48. Lιπιε, τ. D. & LOPEZ, D. F. (1997). Regularities in the development of children 's causality beliefs about school performance across six sociocultural contexts. Developιnental Psycho· logy, 33,165-175. ιιτzιΝGΕR, S. & GORDON, Κ. (2005, October). Exploring relationships among communication, sexual satisfaction, and marital satisfaction. Joιιrnal of Sex & Marίtal Therapy, 31, 409-424. Lιu, Η. , KUHL, Ρ. , & TSAO, F. (2003). An association between mothers' speech clarity and infants' speech discrimination skills. Developmental Scίence, 6, F1-Fl0. LIVSON, Ν. & ΡΕSΚΙΝ, Η. (1980). Perspectiνes on adolescence from longitudinal research. In J. ADELSON (Ed.), Handbook of adolescenι psychology. New York: Wiley. ιοΒΟ, R. Α., BELISKE, S., CREASMAN, W. Τ, FRANKEL, Ν. R., GOODMAN, Ν. F., HALL, J. Ε., lVEY, S. ι., KΙNGSBERG, S., ιANGER, R., LEHMAN, R., MCARlliUR, D. 8., MONTGOMERYRICE, Υ., Νοτειονιτz, Μ., PACKΙNG, G. S., REBAR, R. W., RoussεAu, Μ., ScHENKEN, R. S., SCHNEIDER, D. L., SHERIF, Κ ., & WYSOCKI, S. (2006). Should symptomatic menopausa1 women be offered hormone therapy?. Medscape General Medίcίne, 8, 40. Locκ, R. D. (1992). Takίng charge of your career dίrectίon (2nd ed.). Pacific Grove, CA: Brooks.' Cole. ιοεΒ, S., FULLER, Β. , KAGAN, S. ι .. & CARROL. Β. (2004). Child care in poor communitιes: Early learning effects of type, quality and stability. Chίld Developmenι, 75, 47-65. LoEHLΙN, J. C., NEIDERHΙSER, J. Μ., & Rειss, D. (2005). Genetic and environmental components of adolescent adjustment and parental behavior: Α multivariate analysis. Chίld Development, 76, 1104-1115. Loπus , Ε. F. (2003, November). Make-believe memories. Amerίcan Psychologίst, 867-873. Loπus , Ε. F. (2006). Memories of things unseen. Currenι Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 13, 145-147. Loπus, Ε. F. & ΒΕRΝSτΕΙΝ, D. Μ. (2005). Rich false memories: The royal road to success. In Α. F. HEALY, Experίmenral cognίtive psychology and ίts applίcatίons. Washington, DC: American Psychological Association. LoNDON, Κ. , BRucκ, Μ., & Cεcι, S. J. (2005). Disclosure of child sexual abuse: What does the research tell us about the ways that children tell? Psychology, Publίc Polίcy, & Law, 11 ,194226. LΟΝΕΠΟ, R. (1980). Chίldren's conception of death. New York: Springer. LONG, Τ & ιοΝG, L. (1983). Latchkey chίldren. New York: Penguin. LORENZ, Κ. (1957). Companionship in bird life. In C. SCHOLLER (Ed.), Jnstίncιίve behavίor. New York: lnternational Universities Press.
398
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
LORENZ, Κ. (1966). On aggressίon. New York: Harcourt Brace Jovanovich. LORENZ, Κ. (1974). Cίvί/ίzed man's eίght deadly sίns. NewYork: Harcourt Brace Jovanovich. LORENZ, Κ. Ζ. (1965). Evolutίon and the modίfίca tίon of behavίor. Chicago: University of Chicago Press. LOURENCO, 0. & MACHADO,A. (1996). ln defense of Piaget's theory: Α reρly to 10 common criticisms. Psychologίcal Revίew, 103,143-164. LOVE, J. Μ., HARRISON, L., & SAGI-SCHWARAτz, Α. (2003). Child care quality matters: How conclusions may vary with context. Chίld Development, 74,1021-1033. LOVE, J. Μ., HARRJSON, L., SAGI-SCHWARTZ, Α., VAN IJZENDOORN, Μ. Η., ROSS, C., UNGERER, J. Α., RAIΚES, Η., BRADY-SMΠH, C., BOLLER, Κ., BROOKS-GUNN, J., CoNsτANτJNE, J., KISKER, Ε. Ε., PAULSELL, D., & CHAZAN-COHEN, R. (2003). Child care quality matters: How conclusions may vary with context. Chίld Development, 74, 1021-1033. LΟΙ\Έ, Μ. R. & ΤΙΜΚΟ, C. Α. (2004). What a difference a diet makes: Towards an understanding of differences between restrained dieters and restrained nondieters. Eatίng Behavίors, 5, 199-208. LOWREY, G. Η. (1986). Growth and development of chίldren (8th ed.). Chicago: Year Book Medical Publishers. LowτON, Κ. & HIGGINSON, I. (2003). Managing bereavement in the classroom: Α consρiracy of silence?. Death Studίes, 27,717-741. Lu, Μ. C., PRENΠCE, J., YU, S. Μ., INKELAS, Μ., LANGE, L. 0., & HALFON, Ν. (2003). Childbirth education classes: Sociodemograρhic disρaήties in attendance and the association of attendance with breastfeeding initiation. Maternal Chίld Health, 7. 87-93. Lι'. L. (2006). The transition to ρarenthood: Stress. resources. and gender differences in a Chin~ society. Joιιrnal of Communίty Psychology, 34.471-488. Lu, τ.. ΡΑΝ, Υ., LAP. S-Y., Lι, C., ΚοΗΑΝΕ, Ι., CHANG, 1., & YANKNER, Β. Α. (2004, June 9). Gene regulation and DNA damage in the aging human brain. Nature, 1038. Lu, Χ. (2001). Bicultural identity develoρment and Chinese comrnunity formation: Απ ethnograρhic study of Chinese schools in Chicago. Howard Journal of Communίcatίons, 12, 203-220. LUBINSKI, D. (2004). Introduction to the sρecial section on cognitive abilities: 100 years after Sρearman's (1904) «"General Intelligence', objectively determined and measured>>. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 86, 96-lll. LUBINSKI, D. & BENBOW, C. Ρ. (2001). Choosing excellence. Amerίcan Psychologίst, 56,76-77. LUCAS, R. Ε. (2005). Time does not heal all wounds: Α longitudinal study of reaction and adaρtation to divorce. Psychologίcal Scίence, 16, 945-951. LUCAS, S. R. & BERENDS, Μ. (2002). Sociodemograρhic diversity, correlated achievement, and de facto tracking. Socίology of Edιιcatίon, 75, 328-349.
LUNDBERG, U. (2006, July). Stress. subjectίΙe and objective health. Internatίonal Jοιιmα/ of Sικίιι/ Welfare, 15, S41-S48. Luo, L. (2006). The transition to ρarenthood: Stress, resources, and gender difference in a Chinese society. Journal of Comιnuιιif)· Psxchology, 34, 471-488. LUTHAR, S. S., CICCHEΠI, D., & BECΚER. Β. (2000). The construct of resilience: Α cήtical evaluation and guidelines for future work. Chίld Development, 71 , 543-562. LYALL, S. (2004, February 15). In Euroρe. lovers now ρroρose: Marry me, a little. The Neιv York τίmes, ρ. D2. LYE, Τ C., PIGUEτ, 0., GRAYSON, D. Α., CREASEY, Η., RIDLEY, L. J., ΒΕΝΝΕΠ, Η. Ρ., & BROE, G. Α. (2004). Hiρρocamρal size and memory function in the ninth and tenth decades of life: The Sydney Older Persons Study. Journal of Neurology, Neurosurgery, and Psychίatry, 75, 548-554. LYKKEN, D., BOUCHARD, Τ. , MCGUE, Μ., & TELLEGEN, Α. (1993a). Heritability of interests: Α twin study. Journal of Applίed Psychology, 78, 649-661. LYKKEN, D. Τ, MCGUE, Μ., TELLEGEN, Α., & BoucHARD, τ. J., JR. (1993b). Emergenesis: Genetic traits that may not run in families. Amerίcan Psychologίst, 47, 1565-1577. LYMBERIS, S. C., PARHAR, Ρ. Κ., KATSOULAΚJS, Ε., & FORMENΠ, S. C. (2004). Pharmacogenomics and breast cancer. Pharmacogenomίcs, 5, 31-55. LYNAM, D. R. (1996). Early identification of chronic offenders: Who is the fledgling ρsycho ρath?. Psychologίcal Bul/etίn, 120, 209-234. LYNCH, Μ. Ε., COLES, C. D., & CORELY, Τ (2003). Examining delinquency in adolescents: Risk factors. Journal of Studίes onA/cohol, 64,678-686. LYNN J., ΤΕΝΟ, J. Μ., PHILLIPS, R. S., Wu, Α. W., DESBIENS, Ν., HARROLD J., CLAESSENS, Μ. Τ , WENGER, Ν. , KRELING, Β., & CONNORS, Α. F., JR. (1997). Perceρtions by family members of the dying exρerience of older and seriously ill ρatients. SUPPORT Investigators. Study to Understand Prognoses and Preferences for Outcomes and Risks of Treatments [see comments]. Annals of Internal Medίcίne, 126, 164-165. ιΥΝΝΕ, S., GRABER, 1., NICHOLS, Τ, BROOKSGUNN, J., & ΒοτνιΝ, G. (2007, February). Links between ρubertal timing, ρeer influences, and externalizing behaviors among urban students followed through middle school. Journal of Adolescent Health, 40, 35-44. LYON, Μ. Ε., ΒΕΝΟΠ, Μ., O'DONNELL, R. Μ. , GετsοΝ, Ρ. R., SιιΒΕR, Τ., & WALSH, τ. (2000). Assessing African American adolescen ts' risk for suicide attemρts: Attachment theory. Adolescence, 35,121-134. ιΥΟΝS, Μ. 1., BAR, 1. ι., & KREMEN, W. S. (2002). Nicotine and familial vulnerability to schizoρhrenia: Α discordant twin study. Journal of Abnormal Psychology, 111, 687-693. LYONS, τ. Η. (2007). Attachment theory and reactive attachment disorder: Theoretical ρersρectives and treatment imρlications. Journal
of Chίld and Adolescent Psychίatrίc Nursίng, 10.27-40. ~l-\. Η., ΒΕRΝsτΕιΝ, L., Ρικε , Μ. C., & URsιN. G. (2006). Reρroductive factors and breast cancer ήsk according to joint estrogen and ρrogesterone receρtor status: Α meta-analysis of eρidemio logical studies. Breast Cancer Research, 8, R43. ΜΑ!!ΒΟΠ. D. 1., NOSEWORTHY, Μ. , BOUFFΠ, Ε., LAUGHLIN, S., & RocΚEL, C. (2006). White matter gro1vth as a mechanism of cognitive develoρ ment in children. Neuroίmagίng, 15.936-946. MACCOBY, Ε. Β. (1999). The two sexes: Growίng up apart, comίng together. NewYork: Belknaρ. MACCOBY, Ε. Ε. (1980). Socίal development: Psychologίcal growth and the parent-child relatίonshίp. New York: Harcourt, Brace, Jovanovich. MACCOBY, Ε. Ε. & ιεwιs , C. C. (2003). ιess day care or different day care?. Chίld Deve/opment, 74,1069-1075. MACDONALD, G. (2007, January 25). Montessori looks back - and ahead: As name marks 100 years, movement is taking stock. USA Today, ρ. 9D. MACDONALD, S., HULTSCH, D. , & DIXON. R. (2003). Performance variability is related to change in cognition: Evidence from the Victoria Longitudinal Study. Psychology & Agίng, 18, 510-523. MACDONALD, W. (2003). The imρact of job demands and workload stress and fatigue. Australίan Psychologίst, 38, 102-117. MACDORMAN, Μ. F., MARτJN, J. Α., MATHEWS, Τ J., HOYERT, D. L., & VENτURA, S. J. (2005). Exρlaining the 2001-02 infant mortality increase: Data from the linked birth/infant death data set. Natίonal Vίtal Statίstίcs Report, 53, 1-22. MACIONIS, J. J. (2001). Socίo/ogy. Uρρer Saddle River, NJ: Prentice Hall. MACKENZIE, Κ. & PΠERS , Μ. (2000). Handedness, hand roles, and hand injuries at work. Joιιrnal of Safety Research, 31, 221-227. MACKEY, Μ. C. (1990). Women 's ρreρaration for the childbirth exρerίence.Maternal-Chίld Nursίng Journal, 19, 143-173. MACPHEE, D., KREUTZER, J. C., & FRΠZ, 1. 1. (1994). Infusing a diversity ρersρective into human develoρment courses. Chίld Development, 65,699-715. MADDI , S. R. (2006). Hardiness: The courage to grow from stresses. Journal of Posίtίve Psychology, 1, 160-168. MADDI, S. R. , HARVEY, R. Η. , KHOSHABA, D. Μ. , Lu, J. L., PERSICO, Μ., & BROW, Μ. (2006). The ρersonality construct of hardiness, 1!1: Relationshiρs with reρression, innovativeness. authoritarianism, and ρerformance. Journal of Personalίty, 74, 575-598. MADDOX, G. ι. & CAMPBELL, R. Τ (1985). Scoρe, conceρts. and methods in the study of aging. Τη R. Η . ΒΙΝSΤΟCΚ & Ε. SHANAS (Eds.). Handbook of agίng and the socίal scίences (2nd ed.). New York: Van ostrand Reinhold. ΜΑGΑΙ. C. & McfADDEN, S. Η. (Eds.) (1996). Handbook of ωιοtίοn, adult development, and agίng. Νe1ν York: Academic Press.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
MAHGOUB, Ν. & LANτz, Μ. (2006, December). When older adults suffer the loss of a child. Psychίatrίc Anna/s, 36, 877-880. ΜΑΚΙΝΟ, Μ., HASHIZUME, Μ. , TSUBO!, Κ ..YASL'S HI. Μ. , & DENNERsτEIN , L. (2006, September). Comparative study of attitudes to eating between male and female students in the People's Republic of China. Eatίng and ~Veίglιι Dίsorders, 11, 111-117. MALLER, S. (2003). Best practices in detecting bias in nonverbal tests.ln R. McCALLUM (Ed.). Handbook of nonverbal assessment. New York: Kluwer Academic/Plenum Publishers. MANDEL, D. R., JUSCZYΚ, Ρ. W., & ΡιSΟΝΙ, D. Β. (1995). lnfants' recognition of the sound patterns of their own names. Psychologίca/ Scίence, 6, 314-317. MANGAN, Ρ. Α. (1997, November). Πme perceptίon. Paper presented at the annual meeting of the Society for Neuroscience, New Orleans. MANGWETH, Β. , HAUSMANN, Α. , & WALCH, Τ (2004). Body fat perception in eating-disordered men. lnternatίonal Joιιrnal of Eatίng Dίsorders, 35, 102-108. MANLOVE, J., fRANZEΠA , Κ .. MCΚJNNEY, Κ., ROMANO-PAPILLO, Α ., & TERRY-HUMEN, Ε. (2004). Νο tίme to waste: Programs to reduce teen pregnancy anιong mίddle school-aged youth. Washington, DC: National Campaign to Prevent Teen Pregnancy. ΜΑΝΝ, C. C. (2005, March 18). Provocative study says obesity may reduce U.S. life expectancy. Scίence, 307, 1716-1717. MANNING, Μ. & ΗΟΥΜΕ, Η. (2007). Feta] alcohol spectrum disorders: Α practical clinical approach to diagnosis. Neιιroscίence & Bίobehavίoral Revίews, 31, 230-238. MANNING, W., GIORDANO, Ρ., & LONGMORE, Μ. (2006, September). Hooking up: The relationship contexts of <> sex. Joιιrnal of Adolescent Research, 21 , 459-483. MANSτEAD, Α. S. R. (1997). Situations, belongingness, attitudes, and culture: Four lessons leamed from social psychology.ln C. McGARτν & S. Α. HASLAM et al. (Eds.), The nιessage of socίal psychology: Perspectίves on mίnd ίη socίety. Oxford, England: Blackwell Publishers, lnc. ΜΑΟ, Α . , BURNHAM, Μ. Μ., GOODLIN-JO:
MARCZINSKI, C., MΙLLIKEN, Β., & NELSON, S. (2003). Agίng and repetition effects: Separate specific and nonspecific influences. Psychology & Agίng, 18, 780-790. MARKUS, Η. R. & ΚΙΤΑΥΑΜΑ, S. (1991). Culture and the self: lmplications for cognίtion, emotion, and motivation. Psychologίcal Revίew, 98, 224253. MARLIER, L., ScHAAL, Β., & SoussrGNAN, R. (1998). Neonatal responsiveness to the odor of amniotic and lacteal fluids: Α test of perinatal chemosensory continuity. Chίld Development, 69. 611-623. MARMAR, C. R., NEYLAN, Τ C., & ScHOENFELD, F. Β. (2002). New directions in the pharmacotherapy of posttraumatic stress disorder. Psychίatrίc Qιιarterly, 73, 259-270. MARSH, Η. & HAU, Κ. (2004). Explaining paradoxical relations between academic selfconcepts and achievements: Cross-cultural generalizability of the internal/external frame of reference predictions across 26 countries. Journal of Edιιcatίonal Psychology, 96, 56-67. MARSH, Η .. Ειιιs, L., & CRAVEN, R. (2002). How do preschool children feel about themselves? Unraveling measurement and multidimensional self-concept structure. Developmental Psychology, 38, 376-393. MARSH, Η. Ε., CRAVEN, R., & DEBUS, R. (1998). Structure, stability, and development of young children's self-concepts: Α multicohortmultioccasion study. Chίld Deνe/opment, 69, 1030-1053. MARSH, Η. W. & ΑΥΟΠΕ, ν. (2003). Do multiple dimensions of self-concept become more differentiated with age? The differential distinctiveness hypothesis. Internatίonal Revίew of Edιιcatίon, 49, 463. MARSH, Η. W. & HAU, Κ. Τ (2003). Big-fishlittle-pond effect on academic self-concept. Amerίcan Psychologίst, 58, 364-376. MARsHALL, Ε. (2000, November 17). Planned Ritalin trial for tots heads into uncharted waters. Scίence, 290, 1280-1282. ΜΑRΠΚΑΙΝΕΝ, Ρ. & νΑLΚΟΝΕΝ, Τ (1996). Mortality after the death of a spouse: Rates and causes of death ίn a large Finnish cohort. Amerίcan Joιιmal of Publίc Healtlι, 86, 1087-1093. ~1ARn,. C. & FABES. R. (2001). The stability and consequences of ~·oung children's same-sex peer interactions. Deνelopnιental Psychology, 3ί. -131--W'i. ΜΑRΠ,. C. L (1 993). :--;e\\· directions for inYestigatιng children "s gender knowledge. De\·e/opm~mal R~·u-κ·. !3. l!H-204. ΜΑRΠ:\. C. L βΧΧΙ). Cogniti,·e theories of gender de\-elopmenL (η Τ. ECM.S & Η. Μ. TRAL'DΈR et al (E.ds..). ~drι·e/opmt'Ιιta/ socίa/ ps_\·chofMy of,f!t'l'llln. Mah"'-ah. :'\J: Erlbaum. MAJm.'l:. C.. L & R~~. D. (2(Χμ). Children's search for ~Dda rocs.: C~tίYe perspectives L Cιur~nt Dίrectίons ίn
13.6---
D'
MARτtN,
399
J. & DΆυοειιι, Α. (2003). How lonely are gay and lesbian youth?. Psychologίcal Reports, 93, 486. MARτtN, J. Α., HAMILTON, Β. Ε., SUΠON, Ρ. 0., νεΝΤURΑ, S. J., MENACΚER, F., & MUNSON, Μ. L. (2005). Births: Final data for 2003. Natίonal Vίtαl Statίstίcs Reports, 54, Table J. p. 21. MARτtN, Ρ., MARτtN, D., & MARτt'l, Μ. (2001). Adolescent premarital sexual actiνity, cohabitation, and attitudes toward maπiage. Adolescence, 36, 601-609. ΜΑRΠΝ, S., LΙ, Υ., CASANUEVA, C., HARRIS-BRIΠ, Α., KuPPER, L., & Cιoυm:R, S. (2006). lntimate partner violence and women 's depression before and during pregnancy. Vίo/ence Against Women, 12,221-239. ΜΑRτΙΝ, W., & FREΠAS, Μ. (2002). Mean mortality among Brazilian left- and righthanders: Modification or selective elimination. Lαteralίty, 7, 31-44. MARτiNS, S. S., STORR, C. L., lALONGO, Ν. S., & CHΙLCOAT, Η. D. (2007). Mental health and gambling in urban female adolescents. Journal of Adolescent Hea/th, 40,463-465. MASATAKA, Ν. (1996). Perception of motherese in a signed language by 6-month-old deaf infants. Deνelopmental Psychology, 32, 874-879. MASATAKA, Ν. (1998). Perception of motherese in Japanese sign language by 6-month-old hearing infants. Deνe/opmental Psychology, 34, 241-246. MASATAKA, Ν. (2000). The role of modality and input in the earliest stage of language acquisition: Studies of Japanese sign language. ln C. CHAMERLAIN & J. Ρ. MORFORD (Eds.), Language acquίsίtίon by eye. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. MASATAKA, Ν. (2006). Preference for consonance over dissonance by hearing newborns of deaf parents and of hearing parents. Developmental Science, 9, 46-50. MASH, Ε. J. & BARKLEY, R. Α. (Eds.), (2003). Chίld psychopαthology (2nd ed.). New York: Guilford Press. MASLING, J. Μ. & BoRNsτEIN, R. F. (Eds.). (1996). Psychoanalytίc perspectίves on developmental psychology. Washington, DC: American Psychological Association. MASLOW, Α. Η. (1970). Motίvatίon and personalίty (2nd ed.). NewYork: Harper & Row. MASTERS, W. Η., JOHNSON, ν., & KOLODNY, R. C. (1982). Hιιman sexua/ίty. Boston: Little, Brown. ΜΑτιιΝ, Μ. (2003). From menarche to menopause: Misconceptions about women's reproductive lives. Psychology Science, 45,106-122. ΜΑΠΙΝ, Μ. Μ. (1987). The psychology of women. New York: Holt. ΜΑΤΟΝ, Κ. Ι., SCHELLENBACH, C. J., LEADBEAτER, Β. J., & SOLARZ, Α. L. (Eds.). (2004). lnvestiιιg ίn chίldren, youth, famίlίes and conιnιιιnίties. Washington, DC: American Psychological Association. MATSUMOTO, Α. (1999). Sexual dίfferentίatίon of the brain. Boca Raton, FL: CRC Press. MATSUMOTO, D. & Υοο, S. Η. (2006). Toward a new generation of cross-cultural research.
400
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Perspectίves
on Psychologίca/ Scίence, 1, 234-250. Κ. Α. (1982). Psychσ\σgica\ perspectives ση the Type Α behaviσr pattern. Psγchologίca/ Bulletίn, 91,293-323. MAΠHEWS, Κ. Α., WING, R. R., KULLER, ι. Η., MEILAHN, Ε. Ν., & 0WENS, 1. F. (2000). Menσpause as a turning pσint in midlife.ln S. Β. MANUCK & R. JENNINGS et al. (Eds.), Behavίor, hea/th, and agίng. Mahwah, NJ: Erlbaum. ΜΑΠSΟΝ, S., CALARCO, Κ., & ιΑΝG, Α. (2006). Fσcused and shifting attentiσn ίη children with heavy prenatal alcσhσl expσsure. Neuropsychology, 20,361-369. MATUSOV, Ε. & HAYES, R. (2000). Sσciσcultural critique σf Piaget and Vygσtsky. New Jdeas ίn Psychology, 18, 215-239. MAURΠZSON, U. & SAEUOE, R. (2001 ). Adu\t questiσns and children 's respσnses: Cσσrdinatiσn σf perspectives in studies σf children 's theσries σf σther minds. Scandίnavίan Joιιrnal of Εdιιcαιίοnα/ Research, 45, 213-231. \l-\.'(IΙΈLL, ι. (2007, March). Cσmpetency ίη child care settings: The rσle σf the physical envirσn ment. Environnιenι and Behavίor, 39, 229-245. MAYER, 1. D. (2001). Emσtiσn, intelligence, and emσtiσnal intelligence. In 1. Ρ. FoRGAS (Ed.), Handbook of affect and socίal cognίtίon. Mahwah, NJ: Erlbaum. MAYER, J. D., SALOVEY, Ρ., & CARUSO, D. R. (2000). Emσtiσnal intelligence as zeitgeist, as persσnality, and as a mental ability. In R. BARON, 1. D. Α. PARKER, & D. Α. JAMES (Eds.), The lιandbook of emotίonal intel/ίgence: Theory, development, assessment, and applίcatίon at home, school, and ίn the workplace. San Franciscσ, MAΠHEWS,
CA: Jσssey-Bass.
MAYER, J. D., SALOVEY, Ρ. , & CARUSO, D. R. (2004). Emσtiσnal intelligence: Theσry, findings, and implicatiσns. Psychologίcal Inquίry, 15, 19"-215. .\IAYES. ι. C.. & ιoMBROSO, Ρ. J. (2003). Genetics σf childhσσd disσrders: ι.ν. prenata\ drug expσsure. Joιιrnal of ιhe Amerίcan Academy of Clιίld and Adolescent Psychίatry, 42, 1258-1261. ΜΑΥΟ CιiNIC (2000, March). Age-related macular degeneratίon: Who gets ίt and what you can do αbοιιt ίt. Women's Hea/thsoιιrce, 4, 1-2. MAYSELESS, Ο. (1996). Attachment patterns and their σutcσmes. Ηιιmαn Development, 39, 206223. McADAMS, D. & ιοGΑΝ, R. (2004). What is generativity? In Ε. DE Sτ- AUB!N & D. McADAMS (Eds. ), Generatίve socίeιy: Carίng for future generatίons (pp. 15-31). Washington, DC: American Psychσlσgical Assσciatiσn. McAusτεR, Α. & ΡΕτεRSΟΝ, C. (2006, Nσvember). Mental playmates: Siblings, executive functiσn ing and theσry σf mind. Brίtίsh Joιιrnal of Deve/opmental Psychology, 24, 733-75l. McARDLE, Ε. F. (2002). New Yσrk's Dσ-Nσt Resuscitate law: Groundbreaking protectiσn σf patient autonσmy σr a physician's right to make medical futility determinatiσns?. DePaul Joιιrnal of Health Care Law, 8, 55-82. McAuιEY, Ε. , ΚRAMER , Α. F., & COLCOMBE, S. 1. (2004 ). Cardiσvascular fitness and neurocσgnitive
functiσn
adults: Α bήef reΙ·ieΙΙ. Braίn 18,214-220. ΜcΑυιιπε, S. Ρ. & ΚΝοwιτωι. Β. J. (2001 ). Hemispheric differences in σbject identificatiσn. Braίn & Cognίtίon, 45, 119-128. McCALL, R. Β. (1979). lnfants. Carnbήdge. ~1Α: Harvard University Press. McCARTHY, Μ. J. (1994, Nσvember 8). Hunger amσng elderly surges: Meal prσgrams just can Ί keep up. The Wal/ Street Joιιrnal, pp. Al, Α11. McCARτNEY, Μ. (2006, March 11). Mind gains: We are living lσnger but wi\1 we be able tσ keep σur minds active enσugh to enjσy it?. Fίnancίal rίmes (ισndσn , England), ρ. 1. Retrieved March 4, 2007 frσm ιexisNexis Academic. McCARτv, Μ. & ASHMEAD, D. Η. (1999). Visua\ cσntrσl σf reaching and grasping in infants. Developmental Psychology, 35, 620-631. McCAUL, Κ. D., PLOYHART, R. Ε., HINSZ, V. Β., & McCAUL, Η. S. (1995). Appraisals σf a cσnsistent versus a similar pσlitician: Vσter preferences and intuitive judgments. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 68, 292-299. McCAULEY, Κ. Μ. (2007). Mσdifying wσmen's risk fσr cardiσvascular disease. Journal of Obstetrίc and Gynecologίcal Neonatal Nursίng, 36, 116-124. ΜcCιΕΜΕΝτ, S. Ε. , CHOCHINOV, Η. Μ. , ΗΑcκ, τ. F., KRISΠANSON, ι. J., & HARLOS, Μ. (2004). Dignity-cσnserving care: Applicatiσn σf research findings tσ practice. lnternatίona/ Journal of Pal/ίatίve Nursίng, 10,173-179. McCLOSKEY, ι. Α. & BAILEY, J. Α. (2000). The intergeneratiσnal transmissiσn σf risk fσr child sexual abuse. Journal of lnterpersonal Vίolence, 15, 1019-1035. McCRAE, R. & CosτA , Ρ. (2003). Personalίty ίn adulthood: Α five-factor theory perspectίve (2nd ed.). NewYσrk: Guilfσrd Press. McCRAE, R. R. & COSTA, Ρ. Ι., JR. (1990). Personalίty ίn adulthood. New Yσrk: Guilfσrd. McCRAE, R. R., COSTA, Ρ. Ι., JR., 0STENDORF, F., ANGLEΠNER, Α. , ΗεΒίΚΟVΑ , Μ. , AVIA, Μ. D., SANZ, J., SANCHEZ-BERNARDOS, Μ. ι., KUSDIL, Μ. Ε., WOODFIELD, R. , SAUNDERS, Ρ. R., & SΜιτΗ , Ρ. Β. (2000). Nature σver nurture: Temperament, persσnality, and life span develσp ment. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 78, 173-186. McCRINK, Κ. & WYNN, Κ. (2004). ιarge-number additiσn and subtractiσn by 9-mσnth-σld infants. Psychologίcal Scίence, 15,776-782. McCuιιouGH , Μ. Ε., TsANG, 1., & BRION, S. (2003). Persσnality traits in adσlescence as predictors σf religiσusness in early maturity: Findings frσm the Terman lσngitudinal study. Personalίty & Socίal Psychology Bιιl/etίn, 29, 980-991. McCuτcHEON-RosεGG, S., lNGRAHAM, Ε., & BRADLEY, R. Α. (1996). Natural chίldbίrth the Bradley way: Revίsed edίtίon. New Yσrk: Plume in
σlder
Behavίor lmmιιnology,
Βσσks.
MCDANIEL, Α. & COLEMAN, Μ. (2003). Wσmen ' s experiences σf midlife divσrce fσllσwing lσng term marήage.Journal of Dίvorce & Remarrίage, 38, 103-128.
McDONALD, Κ. Α. (1999, June 25). Studies σf wσmen's health prσduce a wealth σf knσwledge ση the biσlσgy σf gender differences. Chronίcle of Hίgher Educaιίon, 45, pp. Α19 , Α22 . MCDONALD, ι. & STUA RT-HAMILτON, I. (2003). Egσcentrism in σlder adults: Piaget's three mσuntains task revisited. Educatίonal Gerontology, 29, 417-425. McDONALD, Μ. Α. , SιGMAN, Μ. , Esrι NOSA, Μ. Ρ. , & NEUMANN, C. G. (1994). Impact σf a tempσrary fσσd shσrtage ση children and their mσthers. Chίld Development, 65, 404-415. McDONNELL, ι. Μ. (2004). Polίtίcs, persuasίon , and educatίonal ιestίng. Cambήdge, ΜΑ: Harvard U niversi ty Press. McDoNOUGH, ι. (2002). Basic-level nσuns: First learned but misunderstσσd. Journal of Chilιl Language, 29, 357-377. McEιwArN, Ν. & BooτH-ιAFORCE, C. (2006, June). Maternal sensitivity to infant distress and nσndistress as predictσrs σf infant-mσther attachment security. Journal of Famίly Psychology, 20, 247-255. ΜcGεε, G., CAPLAN, Α. , & MA LHOτRA , R. (Eds.). (2004). The human c/onίng debate. Berkeley. CA: Hills Βσσks. McGιoNE, Μ. & ARONSON, 1. (2006, September). Stereσtype threat, identity salience, and spatial reasσning. Journal of Applίed Developmental Psychology, 27, 486-493. MCGLONE, Μ. , ARONSON, J., & KOBRYNOWICZ, D. (2006, December). Stereσtype threat and the gender gap in pσlitical knσwledge. Psychology ofWomen Quarterly, 30,392-398. McGOUGH, R. (2003, May 20). MRis take a \σσk at reading minds. The Wall Street Journal, p. D8. McGovεRN, Μ. & BARRY, Μ. Μ. (2000). Death educatiσn: Κnσwledge, attitudes, and perspectives σf Irish parents and teachers. Death Studίes, 24, 325-333 . MCGREAL, D., EVANS, Β. J., & BURROWS, G. D. (1997). Gender differences in cσping fσllσwing lσss σf a child thrσugh miscarriage σr stillbirth: Α pilσt study. Stress Medίcίn e, 13, 159-165. McGREW, Κ. S. (2005). The Cattell-Hσrn-Carro\1 theory σf cognitive abilities: Past, present, and future. ]η D. Ρ. FLANAGAN & Ρ. ι. HARRISON (Eds.), Contemporary ίntel/ectual assessment: Theorίes, tests, and ίssues. New York, Guilfσrd Press. MCGUFFIN, Ρ. , RILEY, Β. , & PLOMIN, R. (2001, February 16.) Tσward behaviσral genomics. Scίence, 291,1232-1233. McGurNNESS, D. (1972). Hearing: Individual differences in perceiving. Perceptίon, 1, 465-473. MCG UIRE, S., MCHALE, S., & UPDEGRAFF, Κ . (1996). Children's perceptions of the sibling relationships in middle childhσσd: Connections within and between family relationships. Personal Relatίonships, 3, 229-239. ΜcΗΑιε, J. Ρ. , & RοτΜΑΝ, τ. (2007). Is seeing believing? Expectant parents' σutlσσks on cσparenting and later coparenting sσlidarity. lnfant Beha vίo r & Deve/opment, 30, 63-81. McHALE, S., DΑRι οτιs, J., & KAUH, τ. (2003). Sσcial develσpment and social relationships
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
in middle childhood. ln R. ιεRΝΕR & Μ . (Eds.), Handbook of psychology: Developmenιal psychology, Vol. 6. New York: John Wiley & Sons, Inc. ΜcΗΑιε , S. Μ. , ΚlΜ, J-Y., & WΗιτΕΜΑΝ, S. D. (2006). Sibling relationships in childhood and adolescence. ln Ρ. NOLLER & J. Α. FEENEY (Eds.), Close relaιίonshίps: Funcιions, forms and processes. Hove, England: Psychology Pressrraylor & Francis. McHALE, S. Μ., SHANAHAN, ι. , UPDEGRAFF, Κ. Α., CROUτER, Α. C., & Boorn, Α. (2004). Developmental and individual differences in girls' sex-typed activities in middle childhood and adolescence. Child Development, 75, 15751593. McKEE, Κ., WILSON, F., CHUNG, Μ., HINCHLIFF, S., GOUDIE, F., ELFORD, Η. et al. (2005, November). Reminiscence, regrets and activity in older people in residential care: Associations with psychological health. British Journal of Clίnίcal Psychology, 44, 543-561. McKENNA, J. J. (1983). Primate aggression and evolution: An overview of sociobiological and anthropological perspectives. Bulletίn of ιhe Amerίcan Academy of Psychίatry and the Law, 11 ' 105-130. ΜcΚΕΝΖΙΕ, R. Β. (1997). Orphanage alumni: How they have done and how they evaluate their experience. Chίld & Youth Care Forum, 26, 87111. Mcιovo, V. C., CAUCE, Α. Μ., TAKEUCHI, D. , & WrιsoN, ι. (2000). Marital processes and parental socialization in families of color: Α decade review of research. Journal of Marrίage and Famίly, 62, 1070-1093. McMrιLIAN, Μ. (2003-2004). ls Νο Child ιeft Behind «wise schooling>> for African American male students?. High School Journal, 87 [Special issue: From the simplicity of convention toward the complexity found in human interaction: Teaching learning and administration in high school during the 21st century], 25-33. ΜcΝυιτΥ, J. Κ. & KARNEY, Β. R. (2004). Positive expectations in the early years of marriage: Should couples expect the best or brace for the worst? Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 86,729-743. McVIΠIE, C., MCKINLAY, Α., & WIDDICOMBE, S. (2003). Committed to (un)equal opportunities?: «New ageism>> and the older worker. Brίtίsh Journal of Socίal Psychology, 42, 595-612. McWH!RτER, D. Ρ., SANDERS, S., & REINISCH , J. Μ. (1990). Homosexualίty, heterosexualίty: Concepts of sexual orίentatίon. New York: Oxford University Press. McWHιRTER, ι., YouNG, ν., & MAJURY, Υ. (1983). Belfast children's awareness of violent death. Brίtίsh Journal of Psychology, 22,81-92. MEAD, Μ. (1942). Envίronment and education, α symposίum held ίn connectίon wίth the fiftίeth annίversary celebration of the Unίνerίsty of Chicago. Chicago: University of Chicago. MEADOWS, Β. (2005, March 14). The Web: The bully's new playground. People, 152-155. MEALEY, ι. (2000). Sex dίfferences: DevelopEASτERBROOKS
mental and eνοlιιtίοnασ sιra1edδ. Orlando, FL: Academic Press. MEDEIROS, R. , PREDIGER. R. D.. P.-\SSOS. G. F~ PANDOLFO, Ρ. , DUARτE, F. S.. FRA.-.;co. j_ 'L . DAFRE, Α. ι. , Dι Gιuι-πΑ. G~ Fιm.ΈIREDO. c Ρ. , ΤΑκΑΗΑsΗι , R. Ν., c. . ,ιΡΟ~, Μ ~ι. & CΑιιχτο, J. Β. (2007). Connι.:cting Thr-alpha signaling pathways to iNOS expression in a rnoαιe rnodel of Alzheimer's disease: Rele\·ance for the behavioral and synaptic deficits induced b~· arnyloid beta protein. Journa/ of Neuroscience, 16, 5394-5404. MEDINA, J. J. (1996). The clock of ages: ~Vhγ we age - How we age - Wίndίng back ιhe clock. New York: Cambridge University Press. MEDNICK, S. Α. (1963). Research creativity in psychology graduate students. Journal of Consultίng Psychology, 27, 265-266. MEECE, J. ι. , & KURTZ-COSTES, Β. (2001). Introduction: The schooling of ethnic minority children and youth. Educatίonal Psychologίst, 36,1-7. Μεευs, W. (1996). Studies on identity developrnent in adolescence: Απ overview of research and some new data. Journal of Youth & Adolescence, 25, 569-598. Μεευs , W. (2003). Parental and peer support, identity development and psychological wellbeing in adolescence. Psychology: The Journal ofthe Hellenίc Psychologίcal Socίety, 10,192-201. MEHRAN, Κ. (1997). Interferences in the move from adolescence to adultbood: The development of the male. In Μ. ιAuFER (Ed.), Adolescent breakdown and beyond (pp.17-25). ιondon, England: Karnac Books. MEIER, Α., Βυκυsι , Ε. , & COHEN, C. (2006). Independent association of hygiene, socioeconomic status, and circumcision with reduced risk of HIV infection among Kenyan men. Journal of Acquίred Immune Deficίency Syndromes, 43, 117-118. MEΙJER , Α. Μ. & VAN DEN WIΠENBOER, G. ι. Η. (2007). Contribution of infants' sleep and crying to rnarital relationship of first-time parent couples in the first year after childbirth. Joιιrnal of Famίly Psychology, 21, 49-57. MEISELS, S. J. & PLUNKEΠ, J. W. (1988). Developmental consequences of preterm birth: Are there long-term deficits?. In Ρ. Β. BALTES, D. ι. fEArHER.\IAX & R. Μ. ιεRΝΕR (Eds.), Lίfespan deνelopment and behavίor (Vol. 9). Hillsdale. :\J: Erlbaum. ΜειsτεR. Η. & ΥΟ'- \\'rnει. Η. (2003). Demands on heaήng aid feaιures - special signal processing for elderl~· users?. Internatίonal Journal of Audiolo_!ζ); 4:!. 2S58-2S62. Μειτzοπ. Α (20021- Elernents of a developrnentaJ theo~· of ίnuιauon.ln Α ~ιτzοπ & W. PRL'Z (Ed,.), The ιmίιαιίνe mίnd: Deι·e/opmnιι, ~·obιιion, and brain bases (pp. 19-41). :\'e\\ Yorlr.: Cambήdge ι;ni\·ersity Press. Μειτzοπ. Α . :\. (1%1). Im.itation. intermodal coordination and representation in early infan~·. ln G. ΒLτΙΕRΥοΌRΊΉ (Ed.), lnfancy and episιemolog)'- Bn;hton:. Haf\-ester Press. Μειτzοπ. Α Ν. & MooRE. ~1. Κ. (1977).
401
Imiιation of facial and manual gestures by human neonates. Scίence, 198,75-78. ~1ELTZOFF, Α. Ν. & MOORE, Μ. κ. (1989). Imitation in newborn infants: Exploring the range of gestures imitated and the underlying mechanisms. Developmenιal Psychology, 25(6), 954-962. MELTZOFF, Α. Ν. & MOORE, Μ. Κ. (1994). lmitation, memory, and the representation of persons. Infant Behavίor and Development, 17, 83-99. MELTZOFF, Α. Ν. & MOORE, Μ. Κ. (1999). Persons and representation: Why infant imitation is important for theories of human development. ln J. NADEL & G. BUΠERWORYH et al. (Eds.), lmitatίon ίn ίnfancy. Cambrίdge sιudίes ίn cognίtίve perceptual developnιent. New York: Cambridge University Press. MELTZOFF, Α. & MooRE, Μ. (2002). lmitation, memory, and the representation of persons. Infant Behavίor & Developmenι, 25, 39-61. MENDOZA, C. (2006, September). Inside today's classrooms: Teacher voices on Νο Child ιeft Behind and the education of gifted children. Roeper Revίew, 29,28-31. MENELLA, J. (2000, June). The psychology of eating. Paper presented at the annual meeting of the American Psychological Society, Miami,
FL.
MENNELLA, J., KENNEDY, J., & BEAUCHAMP, G. (2006). Vegetable acceptance by infants: Effect of formula flavors. Early Human Deνelopment, 82,463-468. MERCER, J. R. (1973). Labelίng the menιally retarded. Berkeley: U niversity of California Press. MEREDΠH Η. Υ. (1971). Growth ίη body size: Α compendium of findings on contemporary children living in different parts of the world. Chίld Development & Behavίor, 6, 153-238. MEREWOOD, Α. (2006). Race, ethnicity, and breastfeeding. Pedίatrίcs, 118, 1742-1743. MERILL, D. Μ. (1997). Carίng for elderly parents: Jugglίng work, famίly, and caregίvίng ίn mίddle and workίng class famίlίes. Wesport, CT: Auburn House/Greenwood Publishing Group. MERΠESACΚER, Β., BADE, U., & HAVERKOCK, Α. (2004). Predicting maternal reactivity/ sensitivity: The role of infant emotionality, maternal depressiveness/anxiety, and social support. Infant Mental Health Journal, 25,47-61. MERVIS, J. (2004, June 11). Meager evaluations make it hard to find out what works. Scίence, 304,1583. MεssεR, S. Β. & McWILLIAMS, Ν. (2003). The impact of Sigmund Freud and The Interpretation of Dreams. ln R. J. STERNBERG (Ed.), The anatomy of ίmpact: What makes the great works of psychology great (pp. 71-88). Washington, DC: American Psychological Association. MεssιNGER, D. (2002). Positive and negative infant facial expressions and emotions. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 11 ,1-6. ΜετιΙFΕ MATURE MARKEr INSTΠUτE (2007). The MetLίfe Market Survey of Nursίng Honze & Home Care Costs 2006. Westport, cr: Author. MEYER, Μ. , WOLF, D., & HIMES, C. (2006, March). Declining eligibility for social security
402
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
spouse and widow benefits in the United States? Research on Agίng, 28, 240-260. MEYER-BAHLBURG, Η. F. ι. , EHRHARDT, Α. Α., ROSEN, ι. R. , GRUEN, R. S., VERIDIANO, Ν. Ρ., VANN, F. Η. , & NEUWALDER, Η. F. (1995). Prenatal estrogens and the development of homosexual orientation. Developnιental Psychology, 31, 12-21. MEYERS, R. Η. (2004). Huntington's disease genetics. NeuroRx, 2, 255-262. ΜΙΑΟ, Χ. & WANG, W. (2003). Α century of Chinese developmental psychology. Jnιernatίonal Journal of Psychology, 38, 258-273. MICHAEL, R. Ι. , GAGNON, J. Η. , ιΑUΜΑΝΝ, Ε. 0., & ΚοιΑΤΑ , G. (1994) . Sex ίn Amerίca: Α definίtίve sιιrvey. Boston: ιittle , Brown. MιCHAELS, Μ. (2006). Factors that contribute to stepfamily success: Α qualitative analysis. Joιιrnal of Divorce & Remarrίage, 44, 53-66. MΙCHEL, G. ι. (1981). Right-handedness: Α consequence of infant supine head-orientation preference? Scίence, 212, 685-687. ~1ΙDLARSKY. Ε. & BRYAN, J. Η. (1972). Affect expressions and children 's imitative altruism. Joιιmal of Experimenιal Research ίn Personalίty, 6, 195-203. ΜΙΕΗL, Ν. J. (2005). Shaken baby syndrome. Journal of Forensίc Nursing, 1,111 -117. ΜΙΚΗΑΤL, Β. (2000). Prenatal care utilization among low-income African American women. Joιιrnal of Communίιy Hea/th Nursίng, 17, 235246. MΙKUL!NCER, Μ. & SHAVER, Ρ. R. (2005). Attachment security, compassion, and altruism. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 14, 34-38. MΙKUL!NCER, Μ., & SHAVER, Ρ. R., (2007). Attachmenι ίn adulthood: Structure, dynamίcs, and change. NewYork: Guilford Press. \1JLES. Μ .. HOLDΠCH-DAVIS, D., SCHWARτz, Ι., & SCHER. Μ. (2007). Depressive symptoms in mothers of prematurely born infants. Journal of De-.·e/opmenιal & Behavίora/ Pedίatrίcs, 28, 36-44. MILES, R., COWAN, F., GιOVER, V., STEVENSON, J., & Μοοι, Ν. (2006). Α controlled trial of skinto-skin contact in extremely preterm infants. Early Human Development, 2(7), 447-455. ΜιιιΕR, Α. Β. (1991). Is routine mammography screening appropήate for women 40-49 years of age?. Amerίcan Journal of Preventίve Medίcίne, 7, 55-62. ΜιιιΕR, Ε. Μ. (1998). Evidence from oppositesex twins for the effects of prenatal sex hormones. ln ι. Ειιιs & ι. EBERτz (Eds.), Males, females, and behavίor: Toward bίologίcal ιιnderstandίng. Westport, cr: Praeger Publishers/ Greenwood Publishing Group. MΙLLER, G. & COHEN, S. (2001). Psychological interventions and the immune system: Α metaanalytic review and cήtique. Health Psychology, 20,47-63. MILLER, J. ι. & EIMAS, Ρ. D. (1995). Speech perception: From signal to word. Annιιal Revίew of Psychology, 46, 467-492. MILLER, Ρ. Α. & JANSEN ΟΡ DE HAAR, Μ. Α. (1997).
Emotional, cognitive, behavioral. and temperament characteristics of high-empath} children. Moιίvatίon and Emotίon, 21,109-125. MILLER, Ρ. Η. & SEIER, W. ι. (1994). Strateg}' ιιtί/ίzαtίοn deficίencίes ίn chίldren: ~Vhen, »·here, and why. San Diego, CA: Academic Press. MILLER-PERR!N, C. ι., & PERRIN. R. D. (1999). Chίld maltreatment: An ίntroductίon. Thousand Oaks, CA: Sage. Μιιιs, Ε. & SIEGFRIED, . (2006). Cautious optimism for new HIV/AIDS prevention strategies. Lancet, 368, 1236-1236. Μιιιs , J. ι. (1999). Cocaine, smoking, and spontaneous abortion. New England Journal of Medίcίne, 340,380-381. MIMURA, Κ. , ΚIΜΟΤΟ, Ι., & 0ΚΑDΑ, Μ. (2003). Synapse efficiency diverges due to synaptic pruning following overgrowth. Phys Rev Ε Stat Nonlίnear Soft Matter Physίcs, 68,124-131. ΜΙΝΑΚΕR, Κ. ι. & fRISHMAN, R. (1995, October). ιove gone wrong. Harvard Health Letter, pp. 9-12. MINORiτiES !Ν HiGHER EDUCAτiON. (1990). Report on mίnorίtίes ίn hίgher educatίon. Washington, DC: Minorities in Higher Education. MISHRA, R. C. (1997). Cognition and cognitive development. ln J. W. BERRY, Ρ. R. DASEN, & Τ. S. SARASWAΊΉI (Eds.), Handbook of crosscιιltural psychology. Vol. 2: Basίc processes and human developmenι (2nd ed., pp. 143-175). Boston, ΜΑ: Allyn & Bacon. MISRA, D. Ρ., ASTONE, Ν., & ιΥΝcΗ , C. D. (2005). Maternal smoking and birth weight: Interaction with parity and mother's own in utero exposure to smoking. Epίdemίology, 16, 288-293. MISTRY, J. & SARASWATH!, Ι. (2003). ΤΗΕ CULTURAL CΟΝτΕΧΤ OF CHILD DEVELOPMENT IN R. ιεRΝΕR & Μ. EAsτERBROOKS (Eds.), Handbook of psychology: Developmental psychology (Vol. 6, pp. 267-291). New York: John Wiley & Sons, Inc. MιτCHELL, Β. Α. (2006). The boomerang age: Transίtίons to adulιhood ίn famίlίes. New Brunswick, NJ: AldineTransaction. MΠCHELL, D., ΗΑΑΝ, Μ. , & Sτε!NBERG, F. (2003). Body composition in the elderly: The influence of nutritional factors and physical activity. Journal of Nutrίtίon, Health & Agίng, 7, 130-139. MιτCHELL, Κ., WOLAΚ, J., & fiNKELHOR, D. (2007, February). Trends in youth reports of sexual solicitations, harassment and unwanted exposure to pornography on the Internet. Joιιrnal of Adolescent Health, 40, 116-126. MιτCHELL, S. (2002). Amerίcan generaιίons: Who they are, how they lίve, what they ιhίnk. Ithaca, ΝΥ: New Strategists Publications. MIΠENDORF, R. , WILLIAMS, Μ. Α., BERKEY, C. S., & CοπεR, R. F. (1990). The length of uncomplicated human gestation. Obstetrίcs and Gynecology, 75,73-78. ΜΙΥΑΜΟΤΟ, R. Η. , HISHINUMA, Ε. S., NΙSHIMURA, S. Τ., NAHULU, ι. Β. , ANDRADE, Ν. Ν., & GOEBERT, D. Α. (2000). Variation in self-esteem among adolescents in an Asian/Pacific-Islander sample. Personalίty & lndίvίdua/ Dίfferences, 29, 13-25.
MIZUNO, Κ. & UEDA, Α. (2002). Antenatal olfactory learning influences infant feeding. Early Human Developmenι, 76, 83-90. MIZUNO, Κ. & UEDA, Α. (2004). Antenatal olfactory learning influences infant feeding. Early Human Development, 76, 83-90. MODERN ιANGUAGE ASSOCIAΠON (2005). Langιιage map. www.mla.org/census_map.2005. ΜοιοιΝ, S. Ο. & GοττεSΜΑΝ, Ι. Ι. (1997). Genes, experience, and chance in schizophrenia positioning for the 21st century. Schίzophrenίa Bιιl/etίn, 23, 547-561. MOLFESE, V. J. & ACHESON, S. (1997). lnfant and preschool mental and verbal abilities: How are infant scores related to preschool scores?. Internatίonal Journal of Behavίoral Development, 20, 595-607. MONDLOCH, C. J., ιεwιs , Ι. ι. , BUDREAU, D. R. , MAURER, D., DANNEMILLER, J. ι., STEPHENS, Β. R., & KLE!NER-GATHERCOAL, κ. Α. (1999). Face perception during early infancy. Psychologίcal Scίence, 10,419-422. ΜΟΝΕΥ, J. & EHRHARDT, Α. Α. (1972). Man and woman, boy and gίrl: The dίfferentίaιίon and dίmorphίsm of gender ίdentίty from concepιίon 10 maturίty. Baltimore: Johns Hopkins University Press. MONGAN, Μ. F. (2005). HypnoBίrthing: The Mongan meιhod: Α natιιral approach 10 α safe, easίer, more comfortable bίrιhίng (3rd Ed.). Deerfield Beach, FL: Health Communications. Inc. MONTAGUE, D. & WALKER-ANDREWS, Α. (2002). Mothers, fathers, and infants: The role of person familiarity and parental involvement in infants' perception of emotion expressions. Chίld Development, 73, 1339-1352. ΜοΝτΕΜΑΥΟR, R. , ADAMS, G. R., & GυιοπΑ, τ. Ρ. (Eds.). (1994). Personal relatίonshίps dιιring adolescence. Newbury Park, CA: Sage. MONTESSOR!, Μ. (1964). The Montessorί meιhod. New York: Schocken. MONTGOMERY-DOWNS, Η. & THOMAS, Ε. Β. (1998). Biological and behavioral correlates of quiet sleep respiration rates in infants. Physίo logy and Behavίor, 64,637-643. ΜοοΝ, C. (2002). ιearning in early infancy. Advances ίn Neonatal Care, 2, 81-83. MOORE, Κ. ι. (1974). Before we are born: Basίc embryology and bίrιh defects. Philadelphia: Saunders. MOORE, Κ. ι. & PERSAUD, Τ. Υ. Ν. (2003). Before we were born (6th ed.). Philadelphia, ΡΑ: Saunders, pg. 36. MOORE, L., GAO, D., & BRADLEE, Μ. (2003). Does early physical activity predict body fat change throughout childhood?. Preventίve Medίcίne: An lnternatίonal Journal Devoιed 10 Pracιίce & Theory, 37, 10-17. MOORES, D. F. (2004). Ν ο Child ιeft Behind: The good, the bad, and the ugly. Amerίcan Annals of ιhe Deaf, 148, 347-348. MORALES. J. R. & GUERRA, Ν. F. (2006). Effects of multiple context and cumulative stress on urban children's adjustment in elementary school. Chίld Development, 77,907-923.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
MoRANGE, Μ. (2002). The mίsunderstood gene. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. MORELLI, G. Α. , ROGOFF, Β. , 0ΡΡΕΝΗΕΙΜ, D., & GOLDSMΠH, D. (1992). Cultural variation in infants' sleeping arrangements: Questions of independence [Special section: Cross-cultural studies of development]. Developmental Psychology, 28, 604-613. ΜοRΕτΟΝ, C. (2007, January 14). World 's first test-tube baby Louise Brown has child of her own. The Independent. MORFEΙ , Μ. Ζ. , HOOKER, Κ. , CARPENTER, J., BLAKELEY, Ε. & Μιχ , C. (2004). Agentic and communal generative behavior in four areas of adult life: Implications for psychological wellbeing. Journal of Adult Development, 11 , 55-58. MoRICE, Α. (1998, February 27-28). Future moms, please note: Benefits vary. The Wall Street Journal, p. 15. MORRIS, L. Β. (March 21, 2001). For elderly, relief for emotional ills can be elusive. The New York Πmes, p. Α6. MORRIS, Ρ. & FRΠZ, C. (2006, October). How to improve your memory. The Psychologίst, 19, 608-611. MORRONGIELLO, Β. & HOGG, Κ. (2004). Mothers' reactions to children misbehaving in ways that can lead to injury: Implications for gender differences in children's risk taking and injuries. Sex Roles, 50, 103-118. MORRONGIELLO, Β., CORBEΠ, Μ. , MCCOURT, Μ. , & JOHNSTON, Ν. (2006, July). Understanding unintentional injury-risk in yσung children Ι. The nature and scope of caregiver supervision of children at home. Journal of Pedίatrίc Psychology, 31, 529-539. MORRONGIELLO, Β., ΜΙDGΕΠ, C., & STANTON, Κ. (2000). Gender biases in children 's appraisals σf injury risk and other children's risk-taking behaviors. Journal of Experίmental Chίld Psycho/ogy, 77, 317-336. MORRONGIELLO, Β. Α. (1997). Children's perspectives on injury and close call experi ences: Sex differences in injury-outcome process. Journal of Pedίatrίc Psychology, 22 , 499-512. MoRRY, Μ. (2007, February). The attractionsimilarity hypothesis among cross-sex friends: Relatiσnship satisfaction, perceived similarities, and self-serving perceptiσns. Journal of Socίal and Personal Relatίonshίps, 24, 117-138. MORSE, R. Μ. & FLAVIN, D. Κ. (1992). The definition of alcoholism. Journal of the Amerίcan Medίcal Assocίatίon, 268, 1012-1014. MOSHMAN, D., GLOVER, J. Α. , & BRUNING, R. Η. (1987). Developmental psychology. Boston: Little, Brσwn . Moss, Μ . (1997, March 31). Gσlden years? For one 73-year-old, punching time clock isn't a labor of love. The Wall Street Journal, pp. Α1 , Α8. MOTSCHNIG, R. & NYKL, L. (2003). Toward a cognitive-emotional model of Rogers's personcentered apprσach. Journal of Humanίstίc Psychology, 43, 8-45. MOYAD, Μ. Α. (2004). Preventing male osteopσrosis: Prevalence, risks, diagnosis and imag-
ing tests. Urologίcal C/ίnics of Λστth Amnica. 31, 321-330. MoYER, Μ. S. (1992). Sibling relationshφ among older adults. Generarions, /6,55-5. MUELLER, Ε. & YANDELL. D. (19ί9). lnfanι infant interactions. In J. Osorsκy (Ed.). Handbook of ίnfant developtnenι. \'e\\· York_ \\ϊle): MUELLER, Μ., WILHELM, Β .. & ELDER. G. (~002). Yariatiσns in grandparenting. Research on Agίng. 24, 360-388. MUHURI, Ρ. Κ., MACDORΔIA:\. '\f. f.. & ΕΖΖΑη RιCΕ, Τ. Μ. (2004). Racial differences in leading causes σf infant death in the United States. Paedίatrίc and Perίnatal Epίdemίology·, 18. 51-60. MUMME, D. & FERNALD, Α. (2003). The infant as onlooker: Learning frσm emσtional reactiσns observed in a televisiσn scenaήo. Chίld Deι·elop ment, 74, 221-237. MUNZAR, Ρ. , CAM!, J., & FARRE. Μ. (2003). Mechanisms of drug addictiσn. New England Journal of Medίcίne, 349, 2365-2365. MURDOCK, Τ. Β . & BOLCH, Μ. Β. (2005). Risk and protective factors fσr pσor schoσl adjustment in lesbian, gay, and bisexual (LGB) high school youth: Yariable and person-centered analyses. Psychology ίn the Schools, 42, 159-172. MURGUIA, Α. , PHERSON, R. Α., & ΖΕΑ , Μ. C. (1997, August). Cultural health belίefs. Paper presented at the annual meeting of the American Psychological Assσciatiσn, Tσronto , Canada. MURPHY, Β . & EISENBERG, Ν. (2002). Απ integrative examination of peer conflict: Children's reported goals, emotions, and behaviors. Socίal Development, 11, 534-557. MuRPHY, S., JoHNsoN, L., & Wu, L. (2003). Bereaved parents' outcomes 4 to 60 months after their children's death by accident, suicide, or homicide: Α cσmparative study demonstrating differences. Death Studίes, 27, 39-61. MURRAY, J. Α. , TERRY, D. J. , YANCE, J. C., ΒΑΠΙsτ UΠΑ, D., & CONNOLLY, Υ. (2000). Effects σf a program σf interventiσn ση parental distress fσllσwing infant death. Death Sιudίes, 4, 275-305. MURRAY, L. , COOPER, Ρ., CRESWELL, C., SCHOFIELD, Ε., & SACK, C. (2007, January). The effects of maternal social phobia on motherinfant interactions and infant social responsiveness. Joιιrnal of Chίld Psychology and Ρs_νchίαισ. 48. 45-52. M ι:RRAY. S.. BELLA\ΊA, G., & ROSE, Ρ. (2003). Once hun. f"ιce hurtful: Ησw perceived regard regulaιes dai!) manιal interactions. Journal of Personalίιγ &: Social Ps}·chology, 84, 126-147. Mι:RRAY-CLOSE. D.. OSIRO\'. J.. & CRICK, Ν. (2007. December). Α short-term lσngitudinal stud}' σf gro\\τh of relaιiσnal aggressiσn during middle childhood: Associaιiσns with gender, fήendship iniJJIJaC}'. and mternalizing problems. De~·e/opmrnι and Psγdwpaιlιology·, 19, 187-203. Μι.ΈSτει:-;. Β. I. (19ί6). \γhο Ι~ί/l marry whom? Theones and research in marίral choίce. New Yσrk: Spήnger.
Μι:RSΊΈΙ'-. Β
I. (19:16). Ραιhs 10 marrίage. Beverly Hills. Ω\. Sage.
403
'\1ι;RsτΕΙΝ, Β. Ι.
(1987). Α clarification and extension of the SYR theσry of dyadic pairing. Joιιrnal of Marrίage and the Famίly, 49,929-933. Μι:ΤRΙΕ, Ν. (1997). The therapeutic effects of exercise on the self. In Κ. R. Fox (Ed.), The plιysίcal self From motίvatίon 10 well beίng (pp. 287-314). Champaign, IL: Human Kinetics. MYERS, Β. J. , DAWSON, Κ. S., & ΒRΙΠ. G. C. (2003). Prenatal cσcaine expσsure and infant performance ση the Brazelton Neσnatal Behavioral Assessment Scale. Substance ιιse & abιιse, 38, 2065-2096. MYERS, D. (2000). Α quίet world: Lίvίng wίth hearίng loss. New Haven: Yale University Press. MYERS, Ν. Α., CιιrτοΝ, R. Κ. , & CιARKSON, Μ. G. (1987). When they were very young: Almostthrees remember two years agσ.1nfant Behavίor and Development, 10,123-132. MYERS, R. Η. (2004). Huntington's disease genetics. NeιιroRx, 1, 255-262. MYKLEBUST, Β. Μ. & GOΠLIEB, G. L. (1993). Develσpment of the stretch reflex in the newborn: Reciprocal excitation and reflex irradatiσn. Chίld Development, 64, 1036-1045. ΜΥRτΕΚ, Μ. (2007). Type Α behavίor and hostίlίty as ίndependent rίsk factors for coronary heart dίsease. Washington, DC: Ameήcan Psycholσgical Assσciation.
EDUCATION DΕΡΑRτΜΕΝτ (2003). NAACP cal/ for actίon ίn educatίon. Baltimore. ~10:
NAACP
NAACP.
NADAL, Κ. (2004). Filipinσ American identity development mσdel. Journal of Multίcultural Counselίng & Development, 32,45-62. NADEAU, L., ΒΟΙVΙΝ, Μ. , TESSIER, R., LEFEBVRE, F. & ROBAEY, Ρ. (2001). Mediators of behavioral problems in 7-year-old children born after 24 to 28 weeks of gestatiσn. Journal of Developmental & Behavίoral Pedίatrίcs, 22, 1-10. NAGDA, Β. R. Α. , GURIN, Ρ., & JOHNSON, S. Μ. (2005). Living, doing and thinking diversity: How does pre-college diversity experience affect first-year students' engagement with college diversity?. Τη R. S. FELDMAN (Ed.), lmprovίng the first year of college: Research and practίce. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum. NAGY, Ε. (2006). From imitatiσn to conversatiσn : The first dialogues with human neonates. lnfant and Chίld Development, 15, 223-232. NAGY, Ε. (2006). From imitation tσ conversatiσn : The first dialogues with human neonates. Infant and Chίld Development, 15, 223. NAGY, Μ. (1948). The child's theories concerning death. Journa/ of Genetίc Psychology, 73, 3-27. NAHM!ASH, D. (2006). Abuse and neglect of older adults: What do we know about ίt and how can we ίdentίfy ίt? Westport, cr: Praeger Publishers/ Greenwσod Publishing Group. ΝΑΙΚ , G. (2002, Nσvember 22). The grim mission of a Swiss group: Yisitor's suicides. The Wall Street Journal, pp. Α1, Α6. ΝΑικ, G. (2004, March 10). Unlikely way to cut hospital costs: Comfσrt the dying. The Wall Street Journal , pp. Α1 , Α12. NAΚAGAWA, Μ. , LAMB, Μ. Ε., & ΜΙΥΑΚ.!, Κ. (1992). Antecedents and correlates of the Strange
404
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Situation behavior of Japanese infants. Journal of Cross-Cιιltural Psychology, 23, 300-310. NAΚAMURA, Μ., ΚΥΟ, S., ΚΑΝΑΥΑ, Τ., ΥΑΤΑΒΕ, Ν., ΜΑΙDΑ, Υ., ΤΑΝΑΚΑ, Μ., !SH!DA, Υ., FUJII, c., KONDO, Τ., lNOUE, Μ., & MUKAΙDA, Ν. (2004). hTERT-promoter-based tumor-specific expression of MCP-1 effectively sensitizes cervical cancer cells to a low dose of cisplatin. Cancer Gene Πιerapy, 2, 1-7. ΝΑΜ, C. Β., & BOYD, Μ. (2004). Occupational status in 2000: Over a century of census-based rneasurement. Populatίon Research and Polίcy Revίeιv, 23, 327-358. NANDA, S., & KONNUR, Ν. (2006, October). Adolescent drug & alcohol use in the 21st century. Psychίatrίc Annals, 36, 706-712. NANGLE, D. W., & ERDLEY, C. Α. (Eds). (2001). The role of friendship in psychological adjustment. San Francisco: Jossey-Bass. NATHANSON, Α., WILSON, Β., & ΜcGεε, J. (2002). Counteracting the effects of female stereotypes οπ television via active mediation. Journal of Coιnιnιιnίcatίon, 52, 922-937. ΝΑηΟ'<, Μ. & HEFLINGER, C. (2006). Risk factors for serious alcohol and drug use: The role of psychosocial vaήables in predicting the frequency of substance use among adolescents. Amerίcan Joιιrnal of Drug and Alcohol Abuse, 32, 415433. ΝΑτιΟΝΑL ASSOCIAτJON FOR τΗΕ EDUCAτJON OF YOUNG CHILDREN (2005). Posίtίon statements of the NAEYC. Available online at http://www. naeyc.org/about/positions.asp#where. NAτJONAL CεΝτΕR FOR CHILDREN ΙΝ POVERΠ (2005). Basic facts about loιv-income children in the Unίted States. New York: National Center for Children in Poverty. ΝΑτιο~ΑL CENτER FOR EouCAτιONAL SτΑτιsτιcs (~0021. Dropoιιt raιes in the United States: 2000. \\'a:.hington. DC: :\'CES. , Άηο. -AL CE,"'ΈR FOR Εοι:cΑτιΟ'<ΑL SτΑηsτιcs (2003). Pιιblic hίgh schoo/ dropoιιts and conιpleιers fronι ιlze common core of data: school _}'ear 2000-0l starίsrical analysίs report. Washington, DC: NCES. ΝΑτιΟΝΑL CεΝτΕR FOR HEALrn SτΑτιsτιcs (1994). Divisίon of vital statίstics. Washington, DC: Public Health Service. ΝΑηΟΝΑL CENτER FOR HEALTH STAτiSτJCS (2000). Health United States, 2000 wίth adolescent health chartbook. Hyattsville, MD. ΝΑτιΟΝΑL CENτER FOR HEALTH SτΑτιsτιcs (2001). Division of vital statίsrics. Washington, DC: Public Health Service. ΝΑτιΟΝΑL CεΝτεR FOR HEAιrn SτΑτιsτιcs (2003). Diνision of vίιal sιatίstίcs. Washington, DC: Public Health Service. ΝΑτιΟΝΑL CεΝτΕR FOR HEALrn SτΑτιsτιcs (2004). SIDS death rate: 1980-2000. Washington, DC: National Center for Health Statistics. ΝΑτιΟΝΑL CεΝτΕR FOR ΗΕΑιτΗ SτΑτιsττcs (2006). National Hospital Dίscharge Survey: 2004 annual summary with detailed diagnosis and procedure data. Vital and Health Statistics, 13(162). ΝΑτιΟΝΑL CεΝτεR FOR ΗεΑιτΗ SτΑτιsττcs (lNFANT AND (HΙLD HEALlli STUDIES BRANCH)
(1997). Surνίνal rates of infanιs. Washington, DC: National Center for Health Statistics. ΝΑτιΟΝΑL CLEARINGHOUSE ΟΝ CHILD ABUSE AND NEGLEcτ JNFORMAτJON (2004). Chi/d maltreatment 2002: Sιιmmary of key findίngs/ National Clearinghouse on Child Abιιse and Neglect lnformarion. Washington, DC: Author. NAτJONAL HΙGHWAY TRAFFIC SAFEτv ADMINJsτRAτiON (1994). Age-relared ίncίdence of traffic accidents. Washington, DC: National Highway Traffic Safety Administration. NAτJONAL !ΝSτΙΤUτΕ OF AGΙNG (2004, May 31). Sexualίιy in laιer lίfe. Available online at http://www.niapublications.org/engagepages/se xuality.asp. ΝΑτΙΟΝΑL INSTΠuτE OF CHΙLD ΗΕΑιτΗ AND HUMAN DEVELOPMENT (NICHD). (1999). Child care and mother-child interaction in the first 3 years of life. Deνelopmental Psychology, 35, 1399-1413. ΝΑτιΟΝΑL iNSτJTUTE OF CHΙLD Η!ΞΑLτΗ AND HUMAN DEVELOPMENτ EARLY CHILD CARE RESEARCH ΝετwΟRΚ (2003). Does amount of time spent in child care predict socioemotional adjustment duήng the transition to kindergarten?. Child Deνelopment, 74,976-1005. ΝΑτΙΟΝΑL INSτJTUTE OF CH!LD Η!ΞΑLτΗ AND HUMAN DEVELOPMENT EARLY (HILD (ARE RESEARCH NEτwORK, & DUNCAN, G. J. (2003). Modeling the impacts of child care quality οπ child care quality οπ children's preschool cognitive development. Chίld Deνelopment, 74, 1454-1475. ΝΑτιΟΝΑL lΝSτιτυτεs OF HEALTH (2006, December 13). Adulι male cίrcιιmcίsίon significantly redιιces rίsk of acqιιirίng HIV. ΝΙΗ news release. Retrieved January 7, 2006 from http://www.nih. gov/news/pr/dec2006/niaid-13.htm. ΝΑτιΟΝΑL RESEARCH COUNCIL (1997). Racίa[ and ethnic differences in the health of older Americans. New York: Author. ΝΑτιΟΝΑL SAFετv CoUNcιι (1989). Accident facιs: 1989 edίtίon. Chicago: National Safety Council. ΝΑτΙΟΝΑL SCIENCE fOUNDAτiON (NSF), DIVISION OF SCIENCE RESOURCES STAτiSτJCS (2002). Women, mίnorίtίes, and persons wίth dίsabίlίtίes ίn scίence and engίneerίng: 2002. Arlington, VA: National Science Foundation. ΝΑτιΟΝΑL SιΕΕΡ FOUNDAτιON (2002). Americans faνor later hίgh school starι tίnιes, according to Naιίonal Sleep Foιιndatίon Poll. Washington, DC: National Sleep Foundation. NAVARRO, Μ. (2006, May 25). Families add 3rd generation to households. The New York Yίmes, pp.A1,A22. NAWAZ, S., GRIFF!τHS, Ρ., & ΤΑΡΡΙΝ, D. (2002). Parent-administered modified dry-bed training for childhood nocturnal enuresis: Evidence for superiority over urine-alarm conditioning when delivery factors are controlled. Behaνίoral lnterνentίons, 17, 247-260. ΝΑΖΖΙ, Τ & BERTONCINI, J. (2003). Before and after the vocabulary spurt: Two modes of word acquisition?. Deνelopmental Scίence, 6,136-142. NCADC (ΝΑτΙΟΝΑL COALΠ!ON AGAINST DoMESτJC VIOLENCE) (2003). Poll finds domestίc
νίolence ίs women s maίn concern. Denver, Colorado: Author. NCPYP (ΝΑτΙΟΝΑL CAMPAIGN ΤΟ PREVENτ Yourn PREGNANCY) (2003).14 and yoιιnger: The sexιιa/ behavίor of yoιιng adolescents. Washington, D.C.: Author. NEEDLEMAN, Η. ι. & BELLINGER, D. (Eds.) (1994). Prenatal exposure to toxίcants: Deνelopnιental consequences. Baltimore: Johns Hopkins University Press. NEEDLEMAN, Η. ι., RIESS, J. Α .. ΤΟΒΙΝ, Μ. J.. BΙESECΚER, G. Ε., & GREENHOUSE, J. Β. (1996. February 7). Bone lead levels and delinquent behavior. Journal of the Amerίcan Medical Assocίatίon, 2755, 363-369. NEGY, C., SHREVE, τ., & JENSEN, Β. (2003). Ethnic identity, self-esteem, and ethnocentrism: Α study of social identity versus multicultural theory of development. Cιιlιural Dίνersίty & Ethnίc Mίnorίty Psychology, 9, 333-344. NEHER, Α. (1991 ). Maslow's theory of motivation: Α critique. Journal of Humanίstίc Psychology, 31,89-112. NειSSER, U. (2004). Memory development: New questions and old. Deνelopmental Revίew, 24, 154-158. NELSON, C. Α. (1987). The recognition of facial expressions in the first two years of life: Mechanisms of development. Child Deνelop ment, 58, 889-909. NELSON, C. Α. & Βοsουετ, Μ. (2000). Neurobiology of fetal and infant development: Implications for infant mental health. In C. Η. ΖΕΑΝΑΗ, JR. (Ed.). Handbook of ίnfant mental healrh (2nd ed.). New York: Guilford Press. NELSON, D. Α., HART, C. Η., YANG, C., ΟιSΕΝ, J. Α., & JIN, S. (2006). Aversive parenting in China: Associations with child physical and relational aggression. Child Deνelopmenι, 77, 554-572. NELSON, Κ. (1996). Langιιage in cognίιive deνelopment: Emergence of the medίared mind. NewYork: Cambridge University Press. NELSON, Κ. & FIVUSH, R. (2004). The emergence of autobiographical memory: Α social cultural developmental theory. Psychologίcal Reνίew, 111' 486-511. NELSON, ι., BADGER, S., & Wu, Β. (2004). The influence of culture in emerging adulthood: Perspectives of Chinese college students. Inιernational Joιιrnal of Behaνίora/ Deνe/op ment, 28, 26-36. NELSON, L. D., SCHEIBEL, Κ. Ε., & RINGMAN, J. Μ. (2007). Απ experimental approach to detecting dementia in Down syndrome: Α paradigm for Alzheimer's disease. Brain ancl Cognition, 64, 92-103. NELSON, ι. J. & COOPER, J. (1997). Gender differences in children's reactions to success and failure with computers. Computers in Hιιman Behaνίor, 13, 247-267. ΝειsοΝ, τ. (2004). Ageism: Stereotypίng and prejιιdice agaίnsι older persons. Cambridge, ΜΑ: ΜΠ Press. NELSON, Τ & WECHSLER, Η. (2003). School spirits: Alcohol and collegiate sports fans. Addίcriνe Beltaνiors, 28, 1-11.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
NELSON, Τ 0. (1994). Metacognition. ln ν. S. RAMACHANDRAN (Ed.), Encyclopedίa of human behavίor (νοι. 3). San Diego: Academic Press. ΝεΜετΗ, C. (1992). Minority disseηt as a stimulaηt to grouρ ρerformance. Ι η S. WORCH.EL, W. Wooo, & J. SIMPSON (Eds.), Groιιp processes and productίvίty. Newbury Park, CA: Sage Publicatioηs. NESHEIM , S. , HENDERSON, S., ιιΝDSΑΥ, Μ. , ZUBERI, J., GR!MES, ν. , BUEHLER, J., ιΙNDEGREN, Μ. ι., & BULTERYS, Μ. (2004). Prenatal H/V ιestίng and anιίreιrovίral prophylasίx αι an urban hospίιa! - Atlanιa, Georgίa, 1997-2000. Atlaηta, GA: Ceηters for Disease Coηtrol. N εss , J. , ARONOW, W., & Βεcκ, G. (2006). Meηoρausal symρtoms after cessation of hormoηe reρlacemeηt theraρy. Maturίιas, 53, 356-361. Nεss , R. Β. , GRISSO, J. Α., HIRSCHINGER, Ν. , MARKOVIC, Ν. , SHAW, ι. Μ. , DAY, Ν. ι., & ΚιιΝΕ , J. (1999). Cocaiηe aηd tobacco use aηd the risk of sρoηtaneous abortioη. New England Journal of Medίcίne, 340, 333-339. NEΠELBECK , Τ & RΑΒΒΙΠ, Ρ. Μ. (1992). Agiηg, cogηitive ρerformaηce, and mental sρeed. lnιellίgence, 16, 189-205. NEUGARTEN, Β. ι. (1972). Persoηality aηd the aging ρrocess. The Geronιologίst, 12,9-15. NEUGARTEN, Β. ι. (1977). Personality aηd aging. Jη J. Ε. BIRREN & Κ. W. SCHAIE (Eds.), Handbook for ιhe psychology of agίng. New York: νaη Nostrand Reiηhold. NEΙVBART, D. (2006, October 8). Record freshmaη diversity at U. of C.: 1 in 4 studeηts black, Hisρaηic or from abroad. Chίcago Sιιn rimes, ρ. ΑΟ9. Retrieved February 21, 2007 from ιexisNexis Academic. NEWCOMB, Α . F. & BAGWELL, C. L. (1995). Childreη 's frieηdshiρ relatioηs: Α meta-analytic review. Psychologίcal Bulletίn, 117, 306-347. NEWCOMBE, Ν. , DRUMMEY, Α. Β. , & ιιε, Ε. (1995). Childreη 's memory for early exρerieηce. Journal of Experίmenιal Chίld Psychology, 59, 337-342. NEWMAN, R. & HUSSAIN, Ι. (2006). Chaηges ίη ρrefereηce for iηfaηt-directed sρeech ίη low and moderate ηoise by 4.5- to 13-moηth-olds. lnfancy, 10, 61-76. NEWSTON, R. ι. & ΚειτΗ, Ρ. Μ. (1997). Single women later ίη life. !η J. Μ. COYLE (Ed.), Handbook on women and agίng (ρρ. 385-399). Westρort , cr: Greeηwood Press. NEWTON, Κ. , REED, S., ιACROIX, Α. , GROTHAUS, ι. , EHRLICH, Κ. , & GυιιτιΝΑΝ, J. (2006). Treatment of vasomotor symρtoms of meηoρause with black cohosh, multi-botanicals, soy, hormoηe theraρy, or ρlacebo. Annals of lnιernal Medίcίne, 145, 869-879. NG, S. (2002). Will families suρρort their elders? Answers from across cultures. In τ. ΝειsοΝ (Ed.), Ageism: Sιereotypίng and prejudίce agaίnst older persons. Cambridge, ΜΑ: The Μιτ Press. NGUYEN, ι. & fRYE, D. (1999). Children's theory of mind: Understaηdiηg of desire, belief aηd emotioη with social referents. Socίal Development, 8, 70-92.
Ν!ΑΑΑ (NAτtONAL lΝsτιτυτε ΟΝ ALCOHOL ABUSE
AND
AιCOHOLISM)
Washiηgton,
(1990). A/colιol and
DC: U.S.
healιh.
Goverηmeηt Priηtiηg
Office. NICHD EARLY CΗιιο CARE RεSEARCH ΝΕτwΟRΚ (1997). The effects of infaηt child care ση infant-mother attachrneηt security: Results of the NICHD study of early child care. Chίld Development, 68, 860-879. NICHD EARLY CHILD CARE RεSEARCH ΝετwΟRΚ (2000). The relation of child care to cognitive aηd language develoρmeηt. Child Developmenι, 71, 960-980. NICHD EARLY CHILD CARE RεsEARCH ΝετwΟRΚ (2001a). Child care aηd childreη's ρeer iηterac tion at 24 and 36 moηths: The NICHD study of early child care. Chίld Developmenι, 72, 14781500. NICHD EARLY CHILD CARE RεSEARCH ΝετwοRΚ (2001b). Child-care aηd family ρredictors of ρreschool attachment aηd stability from infancy. Development psychology, 37, 847-862. NJCHD EARLY CHILD CARE RεSEARCH ΝετwΟRΚ (2003a). Does quality of child care affect child outcomes at age 41/2? Developmental Psychology, 39, 451-469. NICHD EARLY CHILD CARE RεsEARCH ΝετwΟRΚ (2003b ). Families matter- even for kids ίη child care. Journal of Developmental and Behavίoral Pedίatrίcs, 24, 58-62. NICHD EARLY CHILD CARE RESEARCH ΝετwΟRΚ (2005). Chίld care and chίld development: Resιιlιs from the NICHD study of early chίld care and youth development. NewYork: Guilford Press. NICHD EARLY CΗιιο CARE RESEARCH ΝετwοRΚ (2006a). Chίld care and chίld developmenι: Resu/ts from the NICHD study of early chίld care and yoιιth development. New York: Guilford Press. JCHD EARLY CH!LD CARE RESEARCH ΝετwοRΚ (2006b). The NICHD Study of Early Child Care and Youth Develoρment (SECCYD): Fίndings for chίldren ιιp ιο age 4 112 years (Figure 5, ρ. 20). Washington. DC: National Institute of Child Health aηd Humaη Develoρment. NIEDERHOFER. Η. (2004). Α longίtudinal study: Some ρreliminary results of associatioη of ρreηatal matemal stress and fetal movements, temperament factors in early childhood and behavior at age 2 ~·ears. Psychologίcal Reports, 95. 767- -;υ. IELSE,. \t.. DISS.-\._'\AYAKE, C., & KASHIMA, Υ. (2003). Α longJtudinal inνestigation of self-other discrimιnation and the emergence of minor self-recogru ιion . lnfanι Behavior & Developmenι. :!ό. 2~3-226. ιετο.
S. , ~005 ). Public education ίη the and beyond: high hoρes , broken p roΙDL-..e>. and an uncertaiη future. Haπard EthιcarWnal Reι·ieιι. 75, 43-65. ΊGG. J. Τ {~1). ls ADHD a disinhibatory ιtisorder' Ps)·t:holopca/ Βιι/Ιeιίn, 127,571-598. :ιΗΑΙU, ~ LA. (1993). GroY.1h and develoρment of the bram. .loumaJ of Child and Adolescent Ρsγlύιιmc ιuuJ MmJal Healιh Nιιrsίng, 6, 39-40. :-; ιιssο~ L (2003}. .Memof)· function in normal ιy.·entieth α:ntuf)·
405
aging. Acta Neιιrologica Scandinavίca, 107,7-13. NILSSON, ι. G., BACKMAN, ι., ERNGRUND, Κ . , NYBERG, ι., et al. (1997). The Betula ρrosρective cohort study: Memory, health, and aging. Agίng Neuropsychology & Cognίtίon, 4,1-32. NIMROD, G. & ADONI, Η. (2006. July). Leisurestyles and life satisfaction among receηt retirees in Israel. Ageίng & Society, 26, 607-630. NIPARKO, J. Κ. (2004). Sρeech, language, and reading skills after early cochlear imρlantation. JAMA: Journal of the American Medical Associaιίon, 291, 2378-2380. ΝΙSΒΕΠ, R. (1994, October 31). Blue genes. New Republίc, 211, 15. NOBUYUKI, Ι. (1997). Simρle reaction times and timing of serial reactions of middle-aged and old men. Percepιιιa/ & Μοιοr Skills, 84. 2\9-2~ . Νοcκειs, R. & 0ΑΚΕSΗΟΠ. Ρ. (1999). AΙΙ'arene among young women of sexuall~· traηsmitted chlamydia infection. Famίly Pracιίce, 16. 94. NOLEN-HOEKSEMA. S. (2001). Ruminatiνe coρing and adjustment to bereavement. In Μ. SτROEBE & R. HANSSON (Eds.), Handbook of bereavement research: Consequences, copίng, and care. Washingtoη, DC: American Psychological Association. ΝοιεΝ-ΗΟΕΚSΕΜΑ, S. (2003). Women v.·ho ιlιink ιοο mιιch: How to break free of oι·erιhίnkίn g and rec/aίm yοιιr lίfe. New York: Henf)· Holt. NOLEN-HOEKSEMA, S. & DA\IS. c. (2002). Positiνe resρonses to loss: Perceiving benefits aηd growth. ln C. SNYDER & S. ιοΡΕΖ (Eds.), Handbook of posίιive psychology. London: Oxford University Press. NOLEN-HOEKSEMA, S., & LARSON, J. (1999). Copίng wίth loss. Mahwah, NJ: Erlbaum. NOLLER, Ρ., fEENEY, 1. Α. , & WARD, C. Μ. (1997). Determinants of marital quality: Α ρartial test of Lewis and Sρanier's model. Joιιrnal of Famίly Studίes, 3, 226-251. ΝΟΟΝΑΝ, D. (2003, Seρtember 22). When safety is the name of the game. Newsweek, 64-66. ΝΟΟΝΑΝ, D. (2003, Seρtember 29). High on testosterone. Newsweek, 50-52. NORDIN, S., RAZANI, L., & MARKISON. S. (2003). Age-associated increases in intensity discrimination for taste. Experίmenιal Agίng Research. 29, 371-381. NORLANDER, Τ, νοΝ SCHEDVIN, Η .. & ARCΉER, τ. (2005). Thriving as a function of affectιΙ-e ρersonality: Relation to ρersonalίt) iacιors , coρing strategies and stress. Anxiety. Stress & Coρing: An 1nternatίonal Journal, 18, 105-116. NORMAN, R. Μ. G. & MALLA, Α. Κ. (2001). Family history of schizoρhrenia and the relatioηshiρ of stress to symρtoms: Preliminary findings. Australίan & New Zealand Joιιrnal of Psychiatry, 35, 217-223. ΝοssιτεR, Α. (1995, Seρtember 5). Asthma common and οη rise in the crowded South Bronx. The Ne1v York rίnιes, ρρ. Α1, Β2. NOTARO, Ρ., GELMAN, S., & ZIMMERMAN, Μ. (2002). Biases in reasoning about the consequences of ρsychogenic bodily reactions: Domaiη boundaries ίη cognitive develoρment. Merrί/1-Palmer Qιιarterly, 48, 427-449.
406
ΝοwΑκ,
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
C. Α. (1977). Does youthfulness equal attractiveness?. In L. Ε. TROLL, J. lSRAEL, & Κ. lSRAEL (Eds.), Lookίng ahead. Englewood, Cliffs, NJ: Prentice-Hall. NOWAK, Μ. Α., KOMAROVA, Ν. L., & ΝΙΥΟGΙ, Ρ. (2001, January 5). Evolution of universal grammar. Scίence, 291, 114-116. NPD GROUP (2004). The realίty of chίldren's dίeι. Port Washington, ΝΥ: NPD Group. NUΠMAN-SHWARTZ, 0. (2007). ls there life without work?. Internaιίonal Journal of Agίng & Ηιιιnαn Developrιιent, 64, 129-147. UGENT, J. Κ. , LESTER, Β. Μ. , & BRAZELTON, Τ. Β. (Eds.). (1989). The cultura/ context of ίnfancy, Vol. 1: Bίology, cu/ture, and ίnfant deve/opment. Norwood, NJ: Ablex. ΝΥΠΙ, R. Μ. (1982). The validity of <> for cross-cultural variation in the rate of Piagetian cognitive deνelopment. ln D. WAGNER & Η. STEVENSON (Eds.), Cιιlιural perspectίves on chίld development. New York: Freeman. ''η_ε,, κ .. MORAN, τ., FRANΚLIN, C., & O'HARA, Μ. (2006). Maternal depression: Α review of relevant treatment approaches for mothers and infants. lnfant Menιal Hea/th Joιιrnal, 27, 327343. O'CoNNOR, Μ., & WHALEY, S. (2006). Health care provider advice and ήsk factors associated with alcohol consumption following pregnancy recognition. Journal of Studίes on A/coho/, 67, 22-31. O'CONNOR, Ρ. (1994). Very close parent/child relationships: The perspective of the elderly person. Joιιrnal of Cross-Cu/tιιral Gerontology, 9, 53-76. O'DEA, J. & WιιsοΝ, R. (2006). Socio-cognitive and nutritional factors associated with body mass index in children and adolescents: Possibilities for childhood obesity prevention. Health Educatίon Research, 21, 796-805. O'GRADY, W. & AπCHISON, J. (2005). How chί/dren /earn /angιιage. New York: Cambridge University Press. O'HARA, R., ScHRODER, c., Bιoss , C., ΒΑιιεΥ, Α., ALYESHMERNI, Α., MUMENTHALER, Μ. , FRJEDMAN, L., & YESAVAGE, J. (2005). Hormone replacement therapy and longitudinal cognitive performance in postmenopausal women. Amerίcan Journal of Gerίatrίc Psychίatry, 13, 1107-1110. O'HARE. W. (1997, September). Amerίcan Demographics, 50-56. O'LEARY, S. G. (1995). Parental discipline rnistakes. Cιιrrent Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 4,11-13. Ο'Τοοιε, Μ. L., SAWICΚI , Μ. Α. , & ARTAL, R. (2003). Structured diet and physical activity prevent postpartum weight retention. Journal ofWoιnen's Health, 12,991-998. OASHI, Ο. (2003). Α review on the psychological interventions for the modification of Type Α behavior pattern. Japanese Journal of Coιιnseling Scίence, 36, 175-186. 0BLINGER, D. G. & RUSH. S. C. (1997). Tiιe /earnίng revolutίon: The challenge of ίnfοωια-
tίon technology ίn the academy. Bolton. ~1Α: Anker Publishing Co. 0CHSNER CιΙΝΙC FOUNDAτJON (2003). Αdιι/ι preventίve healιh care screenίng recomrιιenda tίons. New Orleans, LA: Ochsner Clinic Foundation. 0CORR, Κ., REEVES, Ν. L., WESSELLS, R. J.. FI~K. Μ., CHEN, Η. s., ΑκΑSΑΚΑ, Τ.. YASUDA, s.. METZGER, J. Μ., Gιιεs, W., POSAKONY, J. W., BODMER, R. (2007). KCNQ potassium channel mutations cause cardiac arrhythmias in Drosophila that mirnic the effects of aging. Proceedίngs of the Natίonal Academy of Scίences, 104, 3943-3948. OECD (0RGANIZAτJON FOR ECONOMIC COOPERATION AND DEVELOPMENT) (1998). Educatίon at α g/ance: OECD ίndίcators, 1998. Paris: Author. OECD (2005). Education at a glance: OECD indicators, 1998. Paris: Organization for Economic Cooperation and Development. OGBU, J. (1992). Understanding cultural diversity and learning. Educatίonal Researcher, 21,5-14. 0GBU, J. U. (1988). Black education: Α culturalecological perspective. In Η. Ρ. McAooo (Ed.), 8/ack famίlίes. Beverly Hills, CA: Sage. ΟοοεΝ, C. L., KuczMARSΚΙ, R. J., FιεοΑι, Κ. Μ. , Μει, Ζ., Guo, S., Wει , R. , GRUMMER-STRAWN, L. Μ. , CuRτιN, L. R. , RocHE, Α. F., & JoHNSON, C. L. (2002). Centers for Disease Control and Prevention 2000 growth charts for the United States: Improvements to the 1977 National Center for Health Statistics Version. Pedίatrίcs, 109,45-60. 0GΙLVY-STUART, Α. L. & GLEESON, Η. (2004). Cancer risk following growth hormone use in childhood: Implications for current practice. Drug Safety, 27, 369-382. Οκιε, S. (2005). Wίnnίng the 1var agaίnst chίld hood obesίty. Washington, DC: Joseph Henry Publications. ΟιινΑRDΙΑ, R. & Ροrε, Η. (2002). Body image disturbance in childhood and adolescence. ln D. CASΠE & Κ. PHILLIPS (Eds.), Dίsorders of body ίmage. Petersfield, England: Wrightson Biomedical Publishing. ΟιινεR , Μ. Β. & HYDE, J. S. (1993). Gender differences in sexuality: Α meta-analysis. Psychologίca/ Bιιlletίn, 114, 29-51. 0LLER, D. Κ., EILERS, R. Ε., URBANO, R. , & COBO-LEWIS, Α. Β. (1997). Development of precursors to speech in infants exposed to two languages. Journal of Chίld Language, 24, 407425. 0LSHANSKY, S. J. , PASSARO, D. J. , HERSHOW, R. C., LAYDEN, J., CARNES, Β. Α., BRODY, J., HAYFLICK, L., Β υτιεR, R. Ν., ALLISON, D. Β. , & LUDWIG, D. S. (2005, March 17). Special report: Α potential decline in life expectancy in the United States in the 21st century. The New England Joιιrnal of Medίcίne, 352, 1138-1145. ΟιsοΝ, Ε. (2006, April 27). You're in labor, and getting sleeeepy. New York rίmes, p. C2. ΟιsοΝ, S. (2003). Mappίng human hίstory: Genes, race, and our common orίgίns. New York: Mariner Books. 0ΝΙSΗΙ, Κ. & BAILLARGEON, R. (2005). Do 15-
month-old infants understand false beliefs?. 308, 255-258. 0RBUCH. Τ L., HOUSE, J. S., MERO. R. Ρ.. & WEBSTER, Ρ. S. (1996). Marital quality over the life course. Socίal Psychology Quarιerly, 59. 162-171. 0RΕΠΙ, R. G. , HARRIS, Β. , & LAZARUS, J. Η. (2003). Is there aπ association between life events, postnatal depression and thyroid dysfunction in thyroid antibody positive women?. Internatίonal Journal of Socίal Psychίaιry, 49, 70-76. 0RMONT, L. R. (2001). Developing emotional insulation (1994). Ι η L. Β. FuGERI, The techniqιιe of group treatment: The collected papω· of Lοιιίs R. Ormont. Madison, CΓ: Psychosocial Press. 0RNsτEIN, Ρ. Α., & ELISCHBERGER, Η. Β. (2004). Studies of suggestibility: Some observations and suggestions, Applίed Cognίtive Psychology, 18 [Special issue: lndividual and developmenιal differences in suggestibility]. 1129-1141. 0Rτιz, S. 0., & DYNDA, Α. Μ. (2005). Use of intelligence tests with culturally and linguistically diverse populations. In D. Ρ. fLANAGAN & Ρ. L. HARRISON (Eds.). Contemporary intellecιιιal assessment: Theorίes, tests, and issιιes. New York , Guilford Press. OsoFSKY, J. (2003). Prevalence of children 's exposure to domestic violence and child maltreatment: lmplications for prevention and intervention. Clinίcal Chίld & Famίly Psychology Revίew, 6, 161-170. OsoFSKY, J. D. (1995b ). The effects of exposure to violence on young children. American Psychologist, 50, 782-788. OSTROV, J., GENτJLE, D., & CRICK. Ν. (2006, November). Media exposure, aggression and prosocial behavior during early childhood: Α longitudinal study. Social Development, 15.612Scίence,
627. 0UWEHAND, C., DE RΙDDER , D. Τ , & BENSING. J. Μ. (2007). Α review of successful aging models: Proposing proactive coping as an important additional strategy. Clίnίca/ Psycholgoy Review, 43,101-116. 0WEN, J. Ε., KLAPOW. J. C., ROTH. D. L., NABELL. L., & TUCKER, D. C. (2004). Improving the effectiveness of adjuvant psychological treatment for women with breast cancer. The feasibility of providing online support. Ps.νcho Onco/ogy, 13,281-292. 0WSLEY, C., STALVEY, Β., & PHILLIPS, J. (2003). The efficacy of an educational intervention in promoting self-regulation among high-risk older drivers. Accίdent Analysis & Prevenιion, 35' 393-400. OxFORD, Μ., GιιCHRisτ, L., GιιιΜΟRΕ, Μ .. & LOHR, Μ. (2006, July). Predicting variation in the life course of adolescent mothers as they enter adulthood. Journal of Adolescent Health, 39,20-26. 0YSERMAN, D., KEMMELMEIER, Μ., FRYBERG, S.. BROSH, Η. , & HART-JOHNSON, Τ (2003). Racial ethnic self-schemas. Socίal Psychology Qιιarιerly, 66, 333-347.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
0ZAWA, Μ., & ΥοοΝ, Η. (2003). Ecoηomic impact of marital disruptioη οη childreη. Chίldren & Youth Servίces Revίew, 25,611-632. PACHTER, ι. Μ. , & WELLER, S. C. (1993). Acculturatioη aηd compliaηce with medical therapy. Journal of Development and Behavίor Pedίatrίcs, 14, 163-168. PAGANI, ι. S.. REMBLAY, R. Ε., NAGAIN, D., ZOCCOLILLO. Μ., VITARO, F., & McDUFF, Ρ. (2004). Risk factor models for adolesceηt verbal aηd physical aggressioη toward mothers. Inιernaιίonal Journal of Behavίoral DevelopnJenι, 28, 528-537. PAIGE, R. (2006,December).No Child ιeft Behiηd: The oηgoiηg movemeηt for public educatioη reform. Harvard Educatίonal Revίew, 76,461-473. PAIKOFF, R. ι., & BROOKS-GUNN, J. (1990). Physiological processes: What role do they play duriηg the traηsitioη to adolesceηce?. !η R. ΜΟΝτΕΜΑΥΟR, G. R. ADAMS, & Τ Ρ. GULOΠA (Eds.), From chίldhood ιο adolescence: Α transίtίonal perίod?. Newbury Park, CA: Sage. PAISLEY, Τ S., ]ΟΥ, Ε. Α., & PRΙCE, R. J., JR. (2003). Exercise duriηg pregηaηcy: Α practical approach. Cιιrrenι Sporιs Medίcίne Reports, 2, 325-330. PAJKRT, Ε., WEISZ, Β., FIRTH, Η. Υ., & CΗΙΠΥ, ι. S. (2004). Fetal cardiac aηomalies aηd geηetic syηdromes. Prenatal Dίagnosίs, 24, 1104-1115. PAJULO, Μ., HELENIUS, Η. , & MAYES, ι. (2006, May). Preηatal views of baby aηd pareηthood: Associatioη with sociodemograpbic aηd pregηaηcy factors.lnfant Mental Health Journal, 27, 229-250. PALAN, Ρ. R. , CONNELL, Κ. , RAMIREZ, Ε. INEGBENIJIE, C., GAVARA, R. Υ. , 0USEPH, J. Α. , & ΜΙΚΗΑΙL. Μ. S. (2005). Effects of meηopause aηd hormoηe replacemeηt therapy οη serum levels of coeηzyme QΊΟ aηd other lipid-soluble aηtioxidaηts. Bίofactors, 25,61-66. PALFAI, Τ, HALPERIN, S., & HOYER, W. (2003). Age iηequalities ίη recogηitioη memory: Effects of stimulus preseηtatioη time aηd list repetitioηs. Agίng, Neuropsychology, & Cognί tion, 10, 134-140. PALINCSAR, Α. S., Α. ι. BROWN, & J. C. CAMPIONE (1993). First-grade dialogues for kηowledge acquisitioη aηduse. Contexts for Learnίng: Socίocιιltural Dynamίcs in Chίldren's Developnιent, Ε. Formaη, Ν. Miηick, & C.A. Stoηe , eds. NewYork: Oxford Uηiversity Press. PALINCSAR, Α. S. & KLENK, ι. (1992). fosteriηg literacy learηiηg ίη supportive coηtexts.Journal of Learnίng Dίsabίlίtίes, 25,211-225,229. PALMORE, Ε. (1975). The honorable elders: Α cross-cultural analysίs of agίng ίn Japan. Durham, NC: Duke Uηiversity Press. PALMORE, Ε. Β. (1988). The facιs on agίng quίz. NewYork: Spriηger. PALMORE, Ε. Β. (1992). Kηowledge about agiηg: What we kηow aηd ηeed to kηow. Geronιo /ogist, 32, 149-150. PALMORE, Ε. Β. (1999). Ageίsm: Negatίve and Ροsίιίve. New York: Spriηger Publisbing Co. ΡΑΝΠΗ, Ν. S. (1995). The problem of low birth weight. The Future ofChίldren, 5,19-34. PAPOUSEK, Η. & PAPOUSEK, Μ. (1991). !ηηate
aηd
cultural
guidaηce
of the
iηfanιs· integratιn~
States. and Germaηy. Ιη Μ. Η. ΒοRsτΕΙ\ (Ed..). CιJrura/ approaches to parentίng. Hillsdale. ~J: Erlbaum. ΡΑΡΡΑΝΟ, ι. (1994, November 27). The ne'\\ old geηeratioη. The Boston Globe .Vaga:ine.IS-31\. PAQUEΠE, D., CARBONNEAU, R .. & DUBEAL'. D. (2003). Prevalence of father-child rough-andtumble play and physical aggression in preschool childreη. European Joιιrnal of Ps.νcho logy of Educaιίon, 18,171-189. PARIS, J. (1999). Nature and nurιιιre ίn psychίaιry Α predίsposίtίon-stress model of menιal dίsorders. Washiηgtoη, DC: Americaη Psychiatric Press. PARK, Κ. Α. , ιΑΥ, Κ., & RAMSAY, ι. (1993). Iηdividual differeηces aηd developmental cbanges ίη preschoolers' friendships. Developmenιal Psychology, 29, 264-270. PARKE, R., SIMPΚINS , S., & MCDOWELL, D. (2002). Relative coηtributioηs of families aηd peers to children's social development. In Ρ. SΜΠΗ & C. HART (Eds.), Blackwell handbook of chίldhood socίal development. Malden, ΜΑ: Blackwell Publishers. ΡΑRΚΕ, R. D. (1996). New fatherhood. Cambridge, ΜΑ: Harvard University Press. PARKE, R. D. (2004). Developmeηt in the family. Annιιal Revίew of Psychology, 55, 365-399. PARKER, J., SUMMERFELDT, ι., & HOGAN, Μ. (2004). Emotional intelligeηce and academic success: Examiniηg the traηsitioη from high school to uηiversity. Personalίιy & Indίvίdua/ Dίfferences, 36, 163-172. PARΚER , S. & ιANGER, J. (Eds.) (2005). Bίology and knowledge revίsίted: From neurogenesίs ιο psychogenesίs. Mahwah, NJ: ιawreηce Erlbaum Associates. PARKER, S. τ. (2005). Piaget's legacy in cognitive constructivism, niche coηstruction, and pheηo type developmeηt aηd evolutioη. Τη S. τ. PARΚER & J. ιANGER (Eds.), Bίology and knowledge revίsίted: From neιιrogenesίs to psychogenesίs. Mahwah, NJ: Lawreηce Erlbaum Associates. PARKER-POPE, Τ (2003, December 9). How to give your child a loηger life. The Wall Street Joιιrnal, pp. R1, R3. PARKER-POPE, Τ (2003, October 21). The case for hormoηe therapy. The Wall Street Journal, pp. R1 , R3. PARKER-POPE, Τ (2004, May 4). Wbeη your spouse makes you sick: Research probes toll of marital stress. The Wall Street Journal, ρ. D1. PARΚES, C. Μ. (1997). Normal aηd abηormal responses to stress - a deνelopmeηtal approach. 1n D. Βu.σ.:. ~ι ;\ε\ηΙΑ'\.J. HARRJs-HεNDRιcκs, & G. ~1EzEY ι Eds. 1. Ps_\·chologίcal ιrauma: Α de\·elopmmtal approach (pp. 10-18). ιοηdοη, Eηgland: Ga,li:ellιR~'al CoUege of Psychiatrists. PARΚs, c~ SA.,._.A, ι, & Posεv, D. (2003). Reιro-,pectιoo ίn >α:ι.aΙ dilemmas: How thinking about the pbt affect:' fuιure cooperatioη. Jounωl of Prrroruιliη· ~ Socιal Psyclιology, 84, competeηcies: Chiηa,
Uηiιed
gs.ς.9C)6_
ΡARΚS. C. Α. (I!a5). Lesbian pareηthood: Α
review of the literature. Amrriαιn Joumal of Orthops_\·chίarn~ 68. 3 ί6-.3S9.
407
PARLEE, Μ. Β. (1979, October). The frieηdship bond. Psychology Today, 13, 43-45. PARMALEE, Α. Η., JR. & SIGMAN, Μ. D. (1983). Prenatal braiη developrneηt aηd behavior. Ιη Ρ. Η. MussEN (Ed.), Handbook of chίld psychology (Vol. 2, 4th ed.). New York: Wiley. PARNELL, Τ F. & DAY, D. 0. (Eds.). (1998). Mιιnchaιιsen by proxy syndrome: Mίsundersιood chίld abιιse. Thousaηd Oaks, CA: Sage. ΡΑRτΕΝ, Μ. Β. (1932). Social participatioη amoηg preschool childreη. Journal of Abnormal and Socίal Psychology, 27, 243-269. PASCALIS,0.,DEHAAN,M.,& NELSON, C. Α. (2002). Is face processiηg species-specific duriηg the first year of life? Scίence, 296, 1321-1323. PASCOE, J. Μ. (1993). Social support during labor and duratioη of labor: Α commuηity-based study. Publίc Health Nursίng, 10, 97-99. PASQUALOΠO, F. F., ιucoN, Α. Μ., SOBREIRO, Β. Ρ., PASQUALOΠO, Ε. Β., & ARAP, S. (2005). Effects of medical therapy, alcohol, smokiηg, aηd eηdocriηe disruptors ση male infertility. Revίsta do Hospίtal das Clίnίcas, 59, 375-382. ΡΑτcΗιΝ, J. & HιNDUJA, S. (2006, April). Bullies move beyoηd the schoolyard: Α preliminary look at cyberbullyiηg. Υοιιth Vίolence and Juvenίle Jιιstίce, 4, 148-169. PAτENAUDE , Α., F., GUΠMACHER, Α. Ε., & CοιιιΝS , F. S. (2002). Geηetic testing aηd psycbology: New roles, ηew respoηsibilities. Amerίcan Psychologίst, 57,271-282. ΡΑτεRsοΝ, D. s.,Ί'RΑcιπεΝΒΕRο, F. ι., ΊΊ-ιοΜΡSοΝ, Ε. G., BELLIVEAU, R. Α., BEGGS, Α. Η., DARNALL, R., CHAowιcκ, Α. Ε., KRous, Η. F., & ΚιΝΝΕΥ, Η. C. (2006). Multiple serotoηergic brainstern abnormalities in suddeη iηfaηt death syηdrome. JAMA: Journal of the Amerίcan Medίcal Assocίa tίon, 296, 2124-2132. PAΠERSON, C. (2003). Childreη of lesbiaη aηd gay pareηts. Τη ι. GARNEτS & D. ΚιΜΜΕL (Eds.), Psychologίcal perspecιίves on lesbίan, gay, and bίsexual e.rperiences (2nd ed. ). ;\e\\ York: Columbia UηiYersit~ Press. PAΠERSON, C. (2006. October). Children of lesbiaη aηd gay pareηts. Cuπent Directions tn Psychologίcal Scίence,
PAΠERSON,
15. 2-Η-z.μ
C. J. (1992). Children of le;;bίan and gay pareηts. Chίld De~·elopmenι. 63. 1025-10.:2c PAΠERSON, C. J. (1994). Lesbian and ga~· famili~. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 3 62-64. ΡΑττΕRSΟΝ, C. J. (1995). Families of the bab} boom: Pareηts' divisioη of labor aηd childreη 's adjustmeηt [Special issue: Sexual orieηtatioη and humaη deνelopmeηt] Developmental Psychology, 31, 115-123. PAΠERSON, C. J. (2002). ιesbiaη aηd gay pareηthood. Ιη Μ. Borηsteiη (Ed.), Handbook ofparentίng. Mahwah, NJ: Erlbaum. PAΠERSON, C. & FRIEL, ι.Υ. (2000). Sexual orieηtatioη aηd fertility. In G. R. ΒΕΝτιΕΥ & :>:. MAscιE-TAYLOR (Eds.), lnfertίlίιy in ιhe modenι world: Bίosocίal perspecιίves. Cambridge. t:K: Cambridge Uηiνersity Press. PAUL, Ρ. (2006, January 16). Waηt a brainier baby?. rίme, 167(3), 104.
408
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
PAULESU, Ε., DέΜΟΝΕτ, J. F., FAZIO, F., MCCRORY, Ε., CHANOINE, ν., BRUNSWICK, Ν., CAPPA, S. F., Cossu, G., ΗΑΒΙΒ, Μ., FRΠΉ, C. D., & FRΠH, U. (2001, March 16). Dyslexia: Cultural diversity aηd biσlσgical uηity. Scίence, 291, 2165-2167. PAULI-POΠ, U., MERTESACKER, Β., & BADE, U. (2003). Pareηtal perceptiσηs aηd infant temperament develσpment. Infant Behaνίor & Development, 26,27-48. PAVIS, S., CUNNINGHAM-BURLEY, S., & AMos, Α. (1997). Alcσhσl cσnsumptiση aηd yσung peσple: Explσriηg meaηiηg aηd sσcial cσηtext.
Health
Edιιcatίon
PAVLOV, I.
Ρ.
Research, 12,311-322. (1927). Condίtίoned reflexes.
ισndση: Oxfσrd
University Press. ΡΑΧΤΟΝ, S. J., SCHUτz, Η. Κ., WERTHEIM, Ε. Η., & MuiR, S. ι. (1999). Fήeηdship clique and peer iηflueηces ση bσdy image cσηcerηs, dietary restraint, extreme weight-lσss behaviσrs, aηd biηge eatiηg ίη adσlesceηt girls. Journal of Abnormal Psychology, 108,255-266.
PEAR, R. (2000, March 19). Prσpσsal to curb the use σf drugs to calm the yσuηg. The New York τίιηes. p. 1. PEARLMAN, D., ZIERLER, S., MEERSMAN, S., ΚιΜ, Η., νιNER-BROWN, S., & CARON, C. (2006, February). Race disparities in childhσσd asthma: Dσes where yσu live matter?. Journal ofthe Natίonal MedίcalAssocίatίon, 98,239-247. Ρεcκ, R. C. (1968). Psychσlσgical develσpmeηts in the secσηd half σf life. Ιη Β. ι. Ν EUGARτEN (Ed.), Mίddle age and agίng. Chicagσ: Uηiversity σf Chicagσ Press. Ρεcκ, S. (2003). Measuring seηsitiνity mσmeηt by-mσmeηt: Α micrσaηalytic Ισσk at the transmissiση σf attachmeηt. Attachment & Human Deνelopment, 5, 38-63. PEIRANO, Ρ., ALGARIN, C., & UAUY, R. (2003). Sleep-wake states aηd their regulatσry mechanisms thrσughσut early humaη develσp ment. Journal of Pedίatrίcs, 143, Supplemeηt, S70-S79. PELHAM, Β. & ΗΕΠS, J. (2001). Uηderwσrked aηd σverpaid: Eleνated eηtitlemeηt in meη's self-pay. Journal of Experίmental Socίal Psychology, 37,93-103. PELTONEN, ι. & McKusιcκ, ν. Α. (2001, February 16). Dissectiηg the humaη disease ίη the pσst geησmic era. Scίence, 291, 1224-1229. ΡειτzΕR, Κ. & PENGPID, S. (2006). Sexuality σf 16- tσ 17- year-σld Sσuth Africaηs ίη the cσηtext σf HIV/AIDS. Socίal Behaνίor and Personalίty, 34, 239-256. ΡΕΝΝΙ:\'Χ. Β., GURALNIK, J. Μ., FERRUCCI, ι., SI\10NSICK, Ε. Μ., DEEG, D., & WALLACE, R. Β. (1998). Depressive symptσms aηd physical decline ίη commuηity-dwelliηg σlder persσηs. Journal of the
Amerίcan Medίcal Assocίatίon,
279,1720-1726. PENNISI, Ε. (2000, May 19). And the geηe ηumber is ... ?. Scίence, 288, 1146-1147. Peσple Weekly. (2000,May 8). Gίant steps, p.ll7. PEREIRA, Α. C., HUDDLE5τ0N, D. Ε., BRICΚMAN, Α. Μ., SOSUNOV, Α. Α., ΗΕΝ, R., ΜcΚΗΑΝΝ, G. Μ., SLOAN, R., GAGE, F. Η., BROWN, Ί. R., & SMALL, S. Α. (2007). Αη ίη νίνσ cσrrelate σf
exercise-induced ηeurσgenesιs deηtate gyrus. Proceediηgs σf
ιn
ιhe adulι
ιίση σf adσlescents' chaηgiηg perceptiσηs σf
Xarional
pubertal timing. Developmental Psychology, 36, 37-43. PEτERSON, Α. C. (1988, September). Thσse gangly years. Psychology Today, 28-34. PEτERSON, Β. (2006, Juηe). Generatiνity aηd successful pareηtiηg: Αη aηalysis σf yσuηg adult σutcomes. Journal of Personalίty, 74, 847869. PEτERSON, C. & PARK, Ν. (2007). Explaηatory style aηd emσtiσn regulatiση. In J. J. Gκoss (Ed.), Handbook of emotίon regulatίon . New Yσrk: Guilfσrd Press. ΡετΕRSΟΝ, C. & RoBERTS, C. (2003). ιike mσther, lίke daughter: Simίlarities in ηarratiνe style. Developmental Psychology, 39, 551-562. PEτERSON, D. Μ., MARCIA, J. Ε., & CAREPENDALE, J. I. (2004). Ideηtity: Dσes thinkiηg make it sσ? ln C. ιιGΗτFΟΟD, C. ιALONDE, & Μ. CHANDLER,
ιhe
Academy of Scίences, 104, 5638-5643. 0., SMJ"ΓH, J.. et al. (19 .August). Paper presented at the annual meering of ιhe Jnternatίonal Genetίcs Congress. Τσrσnισ.
PEREIRA-SMΠΉ,
Caηada.
ΡΕRΙΠΟ, ι. Α., HOLOWΚA ,
S., & SERGIO. ι. Ε. (2004). Baby haηds that mσve tσ the rhythm σf laηguage: Heariηg babies acquιrιηg sign laηguages babble sileηtly ση the hands. Cognίtίon,
93,43-73. Μ.
PERLMANN, J. & WATERS, new race
questίon:
(Eds) (2002). The
How the census
multίracίal ίndίνίduals. NewYσrk:
coιιnrs
Russell Sage
Fσuηdatiσn.
PERLMANN, R. Υ. & GLEASON, J. Patterns of prohίbίtίon chίldren.
Paper
ίn
Β.
(1990, July).
mothers ' speech
ιο
preseηted
Iηterηatiσηal Cσηgress fσr
at the Fifth the Study σf Child
Budapest, Huηgary. PERNER, J. & RUFFMAN, Ί. (2005). lηfaηts ' insight iηto the mind: Ησw deep?. Scίence, 308,214-216. PEROZZI, J. Α. & SANCHEZ, Μ. C. (1992). The effect σf instructiση ίη ι1 ση receptive acquisitiση σf ι2 fσr biliηgual childreη with laηguage delay. Language, Speech, and Hearίng Serνίces ίn Schools, 23, 348-352. PERREAULT, Α., FOTHERGILL-BOURBONNAIS, F., & Fιsετ, V. (2004). The experieηce σf family members cariηg fσr a dying lσved σne. Internatίonal Journal of Pallίatίνe Nursίng, 10, 133143. PERRINE, Ν. Ε. & ALOISE-YOUNG, Ρ. Α. (2004). The role σf self-mσnitσring in adσlescents' susceptibility tσ passive peer pressure. Personalίty & Ιndίνίdιιαl Dίfferences, 37, 17011716. PERRY, τ., SτEELE, C., & HILLIAR, Α., ΠΙ. (2003). ιanguage,
Promotίng hίgh achίeνement
among
Amerίcan studenιs. Bσston: Beacση
Afrίcan
Press.
PERRY, W. G. (1970). Forms of intellectual and ethίcal development ίn the college years. New PERSSON, Α., & MUSHER-EIZENMAN, D. R. (2003). The impact σf a prejudice-preveηtiσn televisiση program ση yσuηg childreη's ideas abσut race. Early Chίldhood Research Quarterly, 18,530-546.
PERSSON, G. Ε. Β. (2005). Develσpmeηtal perspectives ση prσsσcial and aggressive mσtives in preschσσlers' peer interactiσns. Behaνίoral
Develop-
PέRUSSE,
D., DIONNE, G., SAYSSEτ, V. ZOCCOLΙLLO, Μ ., TARABULSY, G. Μ., TREMBLAY, Ν., & TREMBLAY, R. Ε. (2005). The genetic-environmental etiσlσgy σf parents' perceptiσns and self-assessed behaviσurs tσward their 5-mσηth σld iηfants in a large twiη and singletσn sample.
Journal ofChίld Psychology and Psychίaιry, 46,
612-630. PEτERS, Α.
(2003). Isσlatiσn σr inclusiση: Creating safe spaces fσr lesbian and gay yσuth. Famίlίes ίn Socίety, 84, 331-337. PEτERSEN, Α. (2000). Α lσngitudinal iηvestiga-
of
psychologίcal
life.
Erlbaum Assσciates. PEτERSON, Μ. & WιιsοΝ, J. F. (2004). Wσrk stress in America. lnternatίonal Journal of Stress Management, 11,91-113. ΡετΕRSΟΝ, R. Α. & BROWN, S. Ρ. (2005). Οη the use σf beta cσefficieηts ίη meta-aηalysis. Journal of Applίed Psychology, 90,175-181. ΡΕητ, G. & DoDGE, Κ. Α. (2003). νίσlent childreη: Bridgiηg develσpmeηt, interνentiση , aηd public
ιawreηce
pσlicy. Developmental Psychology, Specίal lssues: Vίolent Chίldren, 39, 187-188. ΡΕτΙΠΟ, ι. Α., HOLOWKA, S., & SERGIO, ι. Ε.
(2004 ). Baby hands that mσve to the rhythm σf Heariηg babies acquiriηg sigη languages babble sileηtly ση the haηds. Cognilaηguage:
tίon,
93,43-73.
Ρετκου,
S. (2006). Preterm birth - What are issues? Early Human Deνelopment, 82(2), 75-76. PEΠINGALE , Κ. W., MORRIS, Ί., GREER, S., & ΗΑΥΒΙΠLΕ, J. ι. (1985). Mental attitudes tσ cancer: Αη additiσηal progησstic factor. Lanceι, the
releνaηt ecσnσmic
310, 750. ΡΕπιτ,
Yσrk: Hσlt.
lnternatίonal Journal of ment, 29, 80-91.
Changίng conceptίorιs
Mahwah, NJ:
G. S., ΒΑτΕS, J. Ε., & DODGE, Κ. Α. (1997).
Suppσrtive pareηtiηg, ecσlσgical cσηtext, aηd childreη's adjustmeηt: Α seveη-year lσηgitudiηal
study. Chίld Development, 68, 908-923. PFEIFFER, S. I. (2001). Emσtiσηal iηtelligeηce: Pσpular but elusive cσηstruct. Roeper Revίew, 23, 138-142. PHELAN, P.,YU, Η. C., & 0AVIDSON,A. ι. (1994). Navigatiηg the psychσsσcial pressures σf adσlesceηce: The vσices aηd experiences σf high schσσl yσuth. Amerίcan Educatίonal Research Journal, 31,415-447. PHILIPPOT, Ρ. & FELDMAN, R.S. (Eds.). (2004). The Regιιlatίon of Emotίon. Mahwah . NJ:
Erlbaurn. D. (1992, September). Death pσstpσηe rneηt aηd birthday celebratiσηs. Psychosomaιic Medίcίne, 26,12-18. PHILLIPS. D. Α., νοRΑΝ, Μ., ΚιSΚΕR, Ε., HOWES, C., & WHJτEBOOK, Μ. (1994). Child care fσr children in poverty: Oppσrtuηity σr iηequity ? Clzild Deνelopment, 65, 472-492. PHILLIPS. D. Α. & ZIMMERMAN, Μ . (1990). The PHΙLLIPS ,
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
develσpmeηtal cσurse σf
perceived
competeηce
a ηd iηcompeteηce amoηg competeηt childreη.
lη R. STERNBERG & J. KOLLIGIAN (Eds.), Competence consίdered. NeΙV Haven, cr: Yale Uηiversity Press. PHILLIPS, S., ΚrNG, S., & D u Boιs, ι. (1978). Spoηtaηeous activities σf female versus male ηewborηs. Chίld Development, 49, 590-597. PHILLIPS-SILVER, J., & TRAINOR, ι. J. (2005, Juηe 3). Feeliηg the beat: Mσvemeηt iηflueηces iηfaηt rhythm perceptioη. Scίence, 308, 1430. PHILLIPSON, S. (2006, October). Cultural variability ίη pareηt aηd child achievemeηt at tributioηs: Α study from Ησηg Κσηg. Edιιcatίonal Psychology, 26, 625-642. ΡΗΙΝΝΕΥ, J. S., fERGUSON, D. ι. , & ΤΑΤΕ, J. D. (1997). Iηte rg roup attitudes amoηg ethηic minσrity adσlesceηts: Α causal mσdel. Chίld Development, 68, 955-969. ΡΗΙΝΝΕΥ, J., ιocH NER, Β. , & MURPHY, R. (1990). Ethηic ideηtity d eve lσpmeηt aηd psychσlσgical adjustmeηt iη adσlesceηce. Ιη Α. SτιFFMAN
&
ι. 0Αν ι s
(Eds.), Advances ίn adolescent mental lιealth. Vol. 5: Ethnίc ίssues. Greeηwich , cτ: JAI Press. ΡΗΙΝΝΥΕ, J. S. (2005). Ethηic ideηtity ίη late moderη times: Α respoηse to Rattansi aηd Pho e nίx.ldentίty, 5, 187-194. ΡιΑοετ, J. (1932). The moral judgment of the chί/d. New York: Harcσurt , Brace & World. ΡΙΑGετ, J. (1952). The origίns of ίntelligence in chίldren. New Yσrk: Interηatioηal Uηiversities Press. ΡιΑGΕτ, J. (1954). The construction of reality ίn the chίld (Margaret Coσ k, Traηs .) . New Yσrk : Basic Books. ΡιΑGετ, J. (1962). Play, dreams and ίmίtatίon ίn chίldhood. NewYσrk: Νσrtοη.
ΡΙΑGΕτ,
J. (1983). Piaget's theory. lη W. KESSEN (Ed.), Ρ. Η. MussεN (Series Ed.), Handbook of child psychology. Vσl 1: Hίsιory, theory, and methods (pp. 103-128). New Yσrk: Wiley. ΡιΑGετ, J. & lNHELDER, Β. (1958). The growth of logίcal ιhίnkίng from chίldhood ιο adolescence (Α. Parsons & S. Seagriη, Traηs.). New York: Basic Books. ΡΙΑGΕΤ, J., lNHELDER, Β., & SZEMINSΚA, Α. (1960). The chίld's conception of geometry. New York: Basίc Books (Original wσrk published 1948). PICAVEτ, Η. S. & HOEYMANS, Ν. (2004). Health related quality σf life ίη multiple musculσs keletal diseases: SF-36 and EQ-5D ίη the DMC3 study. Annals of the Rheumatic Diseases, 63, 723-729. ΡιΝΚΕR, S. (1994). The language ίnstίnct. New York: William Morrow. PINKER, S. (2005). So hσw dσes the miηd wσrk?. Mίnd & Language, 20,1-24. ΡΙΡΡ, S., EASτERBROOKS, Μ., & BROWN, s. R. (1993). Attachmeηt status a ηd cσmplexity σf iηfaηts ' self- aηd other-kηowledge when tested with mσther and father. Social Development, 2, 1-14. Ριπs, D. G. (1982). The effects σf agiηg upση selected visual functiσηs. Ιη R. Sεκ υιεR, D. ΚιΙΝΕ, & Κ. DISMUΚES (Eds.) , Agίng and human vίsual functίon. New Yσrk: Alaη R. ιiss .
PLOMIN, R. (1994a). Geneιics and ~:χιπriοια: τhe interplay between nature and numιre !'e\\i>~ Park, CA: Sage. ΡιοΜΙΝ, R. (1994b). Naιure. nuπure, and ,ocial development. Socίa/ De~·eloprMnl. 3. 3ί-53. ΡLΟΜΙΝ, R. (2005). fiηding gene> in child psychology and psychiatry: \\'hen are \\e gσing to be there?. Journal of Chί/d Ps_\·cholof(}· and Psychίatry, 46, 1030-1038. PLOMIN, R. & CASPI, Α. ( 1998). D~A and personality. European Journal of Personalit_ν, 12, 387-407. PLOMIN, R. & McCLEARN, G. Ε. (Eds.) (1993). Nature, nιιrture, and psychology. Washiηgtoη , DC: Americaη Psycholσgical Associatiση. R. & McGuFFIN, Ρ. (2003). Psycho-
ΡιοΜΙΝ,
pathσlσgy
in the pσstgeησmic era. Revίew of Psychology, 54, 205-228. PLOMIN, R. & RUΠER , Μ. (1998). Child develσp ment, molecular geηetics , and what to do with genes σnce they are fσuηd. Chίld Development, 69, 1223-1242. PLON CZYNS ΚI , D. J. & PLONCZYN SΚI , Κ. J. (2007). Ησrmσηe therapy iη perimeηopausal aηd postmenσpausal womeη: Examiηing the evideηce on cardiovascular disease risks. Journa/ of Gerontologίcal Nιιrsίng, 33, 48-55. PLOSKER, G. & ΚΕΑΜ, S. (2006). Bimatoprost: Α pharmacoecoηomic review σf its use in σpeη aηgle glaucoma aηd ocular hyperteηsiση. PharmacoEconomίcs, 24,297-314. Ροεsτ, C. Α. , WILLIAMS, J. R. , Wιπ, D. D., & Ατwοοο, Μ. Ε. (1990). Challeηge me to move: ιarge muscle develσpmeηt ίη youηg childreη. Young Chίldren, 45,4-10. POLANSKY, Ε. (1976). Take him home, Mrs. Smith. Healthrίght, 2(2). ΡοιινκΑ , Β. (2006, January). Needs assessmeηt aηd iηterveηtion strategies to reduce leadpoisoηing ήsk among low-ίηcome Ohiσ tσddlers. Ριιb!ίc Health Nursίng, 23,52-58. POLIVY, J. & HERMAN, C. (2002). If at first yσu doη't succeed: False hσpes of self-change. Amerίcan Psychologίst, 57, 677-689. POLΚINGHORNE, D. Ε. (2005). ιanguage and meaniηg: Data cσllectiση in qualitative research. Joιιrna/ of Counselίng Psychology, 52 [Special issue: Kηowledge ίη coηtext: Qualitative methσds in cσunseling psychσlσgy research], 137-145. ΡοιιΑCΚ, W. (1999). Real boys: Rescuίng οιιr sons from the myths of boyhood. Owl Βσσks. POLLACΚ, W.. SHUSτER, Τ, & TRELEASE, J. (2001). Real boγs' νoίces. Peηguiη. POLLAΚ. S.. Ηοιτ. ι., & WιSMER FRIES, Α. (2004). Hemispheήc as~·mmetries ίη children's perception σf nonling\llitιc human affective sounds. De\·elopmoιιal Sci~nce, 7. 10-18. Ροιιιπ. Ε.. Gοιιs. ~ι. GORMAN, Κ. , GRΑ'-ΊΉΑ\Ι McGREGOR. S.. ιεvιτsκv, D. , SCHLRCH. Β~ SIRι:PP. Β .. & \\ΆcHS, Τ (1996). Α n:conc-eptualiz.atιon of the effects σf undemutntιon on drildren ·s biσlσgica l , psychσ ocial, and beh:!'ioral de\·elopmeηt. Socίal Poliq· Rφon, JO, l-22. PO\L-\RES. ('_ G._ S.rniRRER. J.. & ABADIE, Υ. οι ιbe olfactory capacity of
409
healthy children before laηguage acquisitiσn. of Developmental Behavίor and Pedίatrίcs, 23, 203-207. ΡοΝτΟΝ, ι. Ε. (2001). The sex lίves of teenagers: Revealίng the secret world of adolescent boγs and gίrls. New Yσrk: Peηguin Putnam. ΡΟΟΝ, Η. f. , CALABRESE, Υ. , SCAPAGI'I:-.'1, G.. & BuΠERFIELD, D. Α. (2004). Free radicals aηd brain aging. Clίnίcal Gerίatrίc Medίcίne, 20. 329-359. POPULAτiON COUNCIL REPORT (1995, May 30). The decay σf families is global, studies says. The New York Πmes, p. Α5. PORATH, Α. J., & FRIED, Ρ. Α. (2005). Effects of preηatal cigarette aηd marijuaηa exposure ση drug use amσηg offspriηg. NeιιrotoxicolιιrζΙCal Teratology, 27, 267-277. PORGES, S. W., ιιΡSΙΠ. & LE\\IS Ρ. (1993). Neoηatal responsivity to gustatory stimulation: The gustatory-vagal hypothesίs. lnfanι Belun·ior & Developmenι, 16, 487-494. PORτER , Ε. & WALSH, Μ. (2005. February 9). Retiremeηt becomes a rest stσp as peηsiσηs aηd beηefits shriηk. The New York rίmes, ρ. ΑΙ. PoRTER, R. Η. , ΒοιοGΗ, R. 0., & ΜΑικιΝ, J. W. (1988). Olfactory influeηces ση mother-iηfaηt iηteractions. Ιη C. Rovεε-COLLIER & ι. ιιrsιπ (Eds.), Advances ίn ίnfancy research (Vσl. 5). Norwood, NJ: Ablex. ΡοRτεs, Α. & RUMBAuτ, R. (2001 ). Legacίes: The story of the ίmmίgrant second generatίon. Los Aηgeles: University of Califσrηia Press. PORZELIUS, ι . Κ., DINSMORE, Β. D., & STAFFELBACH, D. (2001 ). Eating disorders. Ι η Μ. HERSEN & Υ. Β. VAN HASSELT (Eds.). Advanced abnormal psychologγ (2nd ed. ). ~e\\ York: Kluwer Academic/Pleηum Publishers. PosrnuMA, D. & οε Gε us, Ε. (2006. August). Progress ίn ιhe molecιι/ar-genetίc sιιιdy of Joιιrnal
ίntellίgence. Curreηt Directioηs ίη Psych σ lσgical Science, 15, 151-155. POULAIN, Μ. , Doucετ, Μ., MAIOR, G., DRAPEAU, Υ., SέRiιS , F., Βουιετ, ι. , et al. (2006, April). The effect of obesity ση chrσnic respiratory diseases: Pathσphysiσlσgy aηd therapeutic strategies. Canadίan Medίcal Assocίatίon Jοιιmύl. 174, 1293-1299. POULIN-D UBOIS, D. {1999). lnfants' d betweeη aηίrnate and inanimate ob_ origiηs σf naive psycholσg~·- ln Ρ. ROCΉAT. Early socίal cognίtίon. Hillsdale. ~J: La\\τence Erlbaum Assσciates. POULIN-DUBOIS, 0., SERBI N, ι., & EICHSτEDT, J. (2002). Men dσn't put on make-up: Toddlers' kηowledge of the geηder stereotypiηg σf househσld activities. Socίal Development, 11, 166-181. POULIN-0 UBOIS, D., SERBIN, L. Α., ΚΕΝΥΟΝ, Β., & DERBYSHlRE, Α. (1994). lηfaηts ' iηtermod al knowledge about geηder. Developmental Psychology, 30, 436-442. Ρο υιτοΝ, R. & CASPI, Α. (2005). Cσmmeηtary: How does socioecσnσmic disadvantage duriηg childhσσd damage health ίη adulthood? Testiηg psychσsσcial pathways.lnternatίonal Journal of Epίdemίology, 23, 51-55.
410
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
G. F., BRASEL, J. Α .. & Βιι ΖΖΑRD, R. Μ. (1967). Emotioπal deprivatioπ aπd growth retardation simulatiπg idiopathic hypopituitaήsm: Ι. Cliπical evaluatioπ of the syndrome. New England Joιιrnal of Medίcίne, 276, 1272-1278. Ροwειι, Μ. Β. , THOMSON, D. Μ ., & Cεcι, S. J. (2003). Childreπ's memory of recurriπg events: Is the first eveπt always the best remembered ?. Applίed Cogntίve Psychology, 17,127-146. Ροwειι, R. (2004, Juπe 19). Colleges coπstruct housing for elderly: Retiree studeπts move to campus. The Washίngιon Post, p. F13. PowεR, Τ G. (1999). Play and exploratίon ίn chίldren and anίmals. Mahwah, NJ: Erlbaum. PRAτER , L. (2002). African Americaπ families: Equal partners ίπ geπeral and special education. !π f. 0ΒΙΑΚΟR & Α. FORD (Eds.), Creatίng sιιccessful learnίng envίronments for Afrίcan Amerίcan learners wίth exceptίonalίtίes. Thousand Oaks, CA: Corwiπ Press, Inc. ΡRΑΠ, Η., PHΙLLIPS, Ε., & GREYDANUS, D. (2003). Eatiπg disorders in the adolescent population: Future directions. Joιιrnal of Adolescenι Researclι, 18,297-317. ΡRΑΠ. Μ. W., DANSO. Η. Α., ARNOLD, Μ. L., NORRIS, J. Ε., & FΙLYER, R. (2001). Adult generativity and the socialization of adolescents: Relations to mothers' and fathers' parenting beliefs, styles, and practices. Journal of Personalίty, 69,89-120. ΡRΕCΗτι, Η. F. R. (1982). Regressioπs and transformatioπs during neurological development. ln Τ G. ΒενεR (Ed.), Regressίons ίn mental development. Hillsdale, NJ: Erlbaum. PREN'f!CE, Α. , SCHOENMAΚERS , l., LASKEY, Μ. Α., DE ΒΟΝΟ, S., GiNTY, F., & GOLDBERG, G. R. (2006). Nutήtioπ and bone growth and developmeπt. Proceedίngs of the Nuιrίtional Socίety, 65, 348-360. PREscoπ. C. & GοττεsΜΑΝ, Ι. (1993). Geπetically mediated vulπerability to schizophreπia. Ps,~·chίatrίc Clίnίcs of North Amerίca, 16,245-267. PRESCOΠ, C. Α., CALDWELL, C. Β. , CAREY, G., YOGLER, G. Ρ. , TRUMBEΠA , S. L., & GοττεSΜΑΝ, Ι. Ι. (2005). The Washiπgtoπ Uπiversity Twin Study of alcoholism. American Joιιrnal of Ροwειι,
Medίcal Genetίcs, Β, Neuropsychiatrίc Geneιίcs,
31. PRESSLEY, Μ. (1987). Are keyword method effects limited to slow presentatioπ rates? Απ empiήcally based reply to Hall and Fusoπ (1986). Journal of Edιιcaιίonal Psychology, 79, 333-335. PRESSLEY, Μ. & LEVIN, J. R. (1983). Cognίtive sιraιeg,~· researclι: Psychological foιιndaιίons. :-;'ew York: Spήπger-Yerlag. PRESSLEY, Μ. & SCHNEIDER, W. (1997). /ntroductίon ιο memory development durίng chίldhood and adolescence. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum. PRESSLEY, Μ., & YANMETER, Ρ. (1993). Memory strategies: Natural development aπd use followiπg iπstruction. Ιπ R. PASNAK & Μ. L. Ηοwε (Eds.), Enzergίng themes ίn cognίtίve developmenι (Yol. Π). New York: Spriπger Verlag. PREZBΙNDOWSKI, Α. Κ. , & LEDERBERG, Α. R.
(2003). Yocabulary assessmeπt of deaf and hard-of-hearing childreπ from infanC} through the preschool years. Joιιrnal of Dea.f Sιudίe.s and Deaf Educatίon, 8, 383-400. PRΙ CE, D. W. & GOODMAN, G. S. (1990). \-ιsiting the wizard: Childreπ's memory for a recurήπg eveπt. Chίld Development, 61, 664-680. PRΙ CE, R. & GοττεSΜΑΝ, Ι. (1991). Bod)· fat in ideπtical twins reared apart: Roles for geπes aπd eπviroπmeπt. Behavίor Genetίcs, 21. 1-7. PRΙGERSON, Η. (2003). Costs to society of family caregiviπg for patieπts with eπd-stage Alzheimer's disease. New England Journal of Medίcίne, 349, 1891-1892. PRΙGERSON. Η. G., FRANK, Ε., KASL, S. Υ. et al. (1995). Cornplicated grief aπd bereavemeπt related depressioπ as distinct disorders: Prelimiπary empirical validatioπ ίπ elderly bereaved spouses. American Journal of Psychίatry, 152, 22-30. PRIMEDINRoPER ΝΑτιΟΝΑL ΥουτΗ SυRνεν (1999). Adolescents' vίew ofsocίety's ίlls. Storrs, cr: Roper Center for Public Opinion Research. PRIMEDIA!ROPER (1998). Adolescents' vίew of socίety's ίlls. Storrs, cr: Roper Center for Public Opinion Research. PRΙNCE , Μ. (2000, November 13). How techπo logy has changed the way we have babies. The Wa/1 Street Journal, pp. R4, Rl3. PRΙNCE, R. L., SΜιτΗ , Μ. , Dιcκ , Ι. Μ. , PRΙ CE, R. 1., WEBB, Ρ. G., HENDERSON, Ν. Κ. , & HARRΙS, Μ. Μ. (1991). Prevention of postmenopausal osteoporosis. Α comparative study of exercise, calcium supplemeπtatioπ , and hormoπe replacemeπt therapy. New England Journal of Medίcίne, 325, 1189-1195. PROBERT, Β. (2004). <>: Geπder and unequal outcomes in academic careers. Gender, Work & Organίzation, 12,50-72. PRΙNCIPE, G. F. & Cεcι, S. 1. (2002). «l saw it with my own ears»: The effects of peer conversations οπ preschoolers' reports of πoπexperienced eveπts. Journal of Experίmental Chίld Psychology, 83,1-25. ΡRΟΝΙΝ, Ε., STEELE, C., & Ross, L. (2004). Ideπtity bifurcatioπ ίπ response to stereotype threat: Women aπd mathematics. Journal of Experίmental Socίal Psychology, 40, 152-168. PROPER, Κ. , CERIN, Ε., & 0WEN, Ν. (2006, April). Neighborhood and iπdividual socio-ecoπomic variatioπs in the coπtribution of occupational physical activity to total physical activity. Joιιrnal of Physίcal Actίvίty & Health, 3,179-190. PROPPER, C. & MOORE, G. (2006, December). The influeπce of parentiπg on infant emotioπality: Α multi-level psychobiological perspective. Developmental Revίew, 26, 427-460. PRUCHNO, R. & ROSENBAUM, J. (2003). Social relationships in adulthood and old age. lπ R. LERNER & Μ. EASTERBROOKS (Eds.), Handbook of psychology: Developmental psychology, Vol. 6. New York: John Wiley & Soπs, Inc. P UCHALSKΙ, Μ. & HUMMEL, Ρ. (2002). The rea/ίty of neonaιal paίn. Advances ίn Neonaιal Care, 2, 245-247. PUNTAMBEKAR, S. & HOBSCHER, R. (2005). Tools
for scaffolding students in a complex learπing en,·ironmeπt: What have we gained aπd what ha\"e we missed?. Educatίonal Psychologist, 40, 1-12. Pι:RDY. Μ. (1995, November 6). Α kind of sexual reνolution. The New York Πmes, pp. Bl, Β6. Ριπ;-.;ΕΥ, Ν. Μ . & BENGTSON, Υ. L. (2001). Families, intergeneratioπal relatioπships aπd kinkeepiπg ίπ midlife.lπ Μ. Ε. LACHMAN (Ed.), Handbook of mίdlίfe development. Hobokeπ , NJ: Johπ Wiley & Soπs. ΡυττεRΜΑΝ, Ε. & LΙNDEN, W. (2004). Appearaπce versus health: Does the reasoπ for dieting affect dieting behavior?. Joιιrnal of Behavίoral Medίcίne, 27, 185-204. ΡΥRντ, Μ. C. & MENDAGLIO, S. (1994). The multidimeπsioπal self-concept: Α comparisoπ of gifted aπd average-ability adolescents. Journal .for the Educatίon o.f the Gίfted, 17, 299-305. PYSZCZYNSKI, Τ, SOLOMON, S., & GREENB ERG, J. (2003). ln the wake of 9/11: The psychology o.f terror. Washington, DC: Americaπ Psychological Associatioπ. QιΑΝ, Z.-C. & LICHTER, D. Τ (2007). Social bouπdary aπd marital assimilatioπ: Evaluatiπg treπds ίπ racial aπd ethπic intermarriage. Amerίcan Sociologίcal Revίew, 72, 68-94. QUADE, R. (1994, July 10). Day care brίghtens young and old. The New York Ίίmes, p. Β8. QuARτz, S. R. (2003). Toward a developmeπtal evolutioπary psychology: Genes, developmeπt. and the evolution of humaπ cognitive architecture. ln S. J. SCHER & F. RAUSCHER (Eds.), Evolutίonary psychology: Alternatίve approaches. Dordrecht, Netherlaπds: Kluwer Academic Publishers. QUATROMONI, Ρ., PENCINA, Μ., COBAIN, Μ., JACQUES, Ρ., & D'AGosτι NO, R. (2006, August). Dietary quality predicts adult weight gain: Findings from the Framingham Offspring Study. Obesίty, 14, 1383-1391. QurNN, J. Β. (1993, April 5). What's for diππer. Mom?. Newsweek, 68. QuιNN, Μ. (1990, January 29). Doπ't aim that pack at us. Πme, 60. QuιNNAN, Ε. J. (1997). Connection and autoπomy in the lives of elderly male celibates: Degrees of disengagement. Joιιrnal of Agίng Stιιdίes, 11 , 115-130. QuιNTANA, S. (2004). Race, ethnicity, and culture in child developmeπt. Chίld Development, 75, ν-νί.
RAAG, Τ (2003). Racism, geπder identities and young children: Social relations in a multiethnic, iππer-city primary school. Archives of Sexιιal Behavίor, 32, 392-393. RABAIN-JAMIN, J. , & SABEAU-JOUANNH, Ε. (1997). Maternal speech to 4-month-old infaπιs in I\VO cultures: Wolof and French. International Joιιrnal of Behavίoral Developmenr, 20,425-451. RΑΒι~. R. (2006, June 13). Breast-feed or else. Πze Νeι•· York Πmes, p. Dl. RΑΒΚΙ~. 1.. REMIEN, R., & WILSON, C. (1994). Good docιors, good patients: Partners ίn HIV treaιnιent. :\'ew York: NCM Publishers.
Β1ΒΛΙΟΓΡΑΦ1Α
RAEBURN, Ρ. (2004, October 1). Τοο immature for the death penalty?. The New York Πmes Magazίne, 26-29. RAEFF, C. (2004). Within-culture complexities: Multifaceted and interrelated autonomy and connectedness characteristics in late adolescent selves. ln Μ. Ε. MASCOLO & 1. LI (Eds.), Culture and developίng selves: Beyond dίchotomίzatίon. San Francisco, CA: Jossey-Bass. RAHMAN, Q. & WILSON, G. (2003). Born gay? The psychobiology of human sexual orientation. Personalίty & lndίvίdual Dίfferences, 34, 1337-1382. RAIKES, Η. , ΡΑΝ, Β. Α., LUZE, G., TAMIS-LE MONDA, C. S., BROOKS-GUNN, J., CONSTANτiNE, J.. TARULLO, L. Β., RAIKES. Η. Α., & RODRIGUEZ, Ε. (2006). Mother-child book reading in lowincome families: Correlations and outcomes during the first three years of life. Chίld Development, 954-953. RAIKKONEN, Κ. , KESKIVAARA, Ρ. , KE LτiKANGAS , J. ι., & Buτzow, Ε. (1995). Psychophysiological arousal related to Type Α components in adolescent boys. Scandίnavίan Journal of Psychology, 36, 142-152. RAKISON, D. & 0AKES, L. (2003). Early category and concept developmenι: Makίng sense of the bloomίng, buzzίng confusίon . London: Oxford University Press. RAMAN. ι. & WINER, G. (2002). Children's and adults' understanding of illness: Evidence in support of a coexistence model. Genetίc, Socίal, & General Psychology Monographs, 128, 325355. RAMEY, C. Τ & RAMEY. S. L. (1998). Early intervention and early experience. Amerίcan Psychologίst, 53, 109-120. RAMSEY-RENNELS, J. L. & LANGLO IS, J. Η . (2006) . Infants' differential processing of female and male faces. Current Dίrectίons ίn Psychologίcal Scίence, 15,59-62. RANADE, Υ. (1993). Nutritional recommendations for children and adolescents. International Journal of Clinical Pharmacology, Therapy, and Toxίco logy, 31,285-290. RANDAHL, G. J. (1991). Α typological analysis of the relations between measured vocational interests and abilities. Journal of Vocatίonal Behavίor, 38, 333-350. RANDO, Τ. Α. (1993). Treaιment of comp/ίcated nιoιιrnίng. Champaign, IL: Research Press. RANK, Μ. R. & HIRSCHL, Τ Α. (1999). Estimating the proportion of Americans ever experiencing poverty during their elderly years. Journals of Geronιology Serίes B-Psychologίcal Scίence and Socίal Scίences, 54, S184-S193. RANKIN, Β. (2004). The importance of intentional socialization among children in small groups: Α conversation with Loris Malaguzzi. Early Chίldhood Educatίon Journal, 32,81-85. RANKIN, J., LANE, D., & GtBBONS, F. (2004). Adolescent self-consciousness: Longitudinal age changes and gender differences in two cohorts. Journal of Research on Adolescence, 14. 1-21. RANSJO-ARVIDSON, Α. Β. , ΜΑΠΗΙΕSΕΝ, Α. S.,
LιuA,
G., ΝιssεΝ, Ε .. \\'rnsm UNVAS-MOBERG. (2αι!). Mat during labor disturb, nev•bom Effects on breastfeeding, ιempera crying. Bίrth, 28,5-12. RANSOM, R. L., S uτcH. R .. & \\'D.l.L"-\&Κ S. Η. (1991). Retirement: Past and pr=nt In Α Η. MUNNELL (Ed.), Retίreιnent and pub!ic pob9·· Proceedίngs of the Second Confl'rmCI' of ιhl' Naιίonal Acadenιy of Socia/ lnsιJrancl'. Washington, DC. Dubuque. ΙΑ: KendalLΉunt. RAO, Υ. (1997). Wife-beating in rural South lndia: Α qualitative and econometnc anal~'ι-.. Socίal Scίence & Medίcίne, 4-1. 1169-11~. RAPKIN, Β. D. & FtSCHER. Κ. (1992). Personal goals of older adults: Issues in assessment and prediction. Psychology and Agίng, 7. 127-137. RAPP, Μ. , KRAMPE, R. , & BALLES. Ρ. (2006, January). Adaptive task prioritization in aging: Selective resource allocation to postural control is preserved in Alzheimer disease. Amerίcan Journal of Gerίatrίc Psychίatry, 14, 52-61. RASKAUSKAS, 1. & Sτοιτz, Α. D. (2007). lnvolvement in traditional and electronic bull ying among adolescents. Developmental Psychology, 43, 564-575. RATANACHU-EK, S. (2003). Effects of multivitamin and folic acid supplementation in malnourished children. Joιιrnal of the Medίcal Assocίatίon of Thaίland, 4, 86-91. RAΠNER , Α. & ΝΑτΗΑΝS, J. (2006, November). Macular degeneration: Recent advances and therapeutic opportunities. Nature Revίews Neuroscίence, 7, 860-872. RΑΠΑΝ , S. Ι. S., KRιsτENSEN, Ρ. , & CιARK , Β. F. C. (Eds.) (2006). Understandίng and modulatίng agίng. Malden, ΜΑ: Blackwell Publishing on behalf of the New York Academy of Sciences, 2006. RAUDSEPP, L., & LIBLIK, R. (2002). Relationship of perceived and actual motor competence in children. Percepιίon and Motor Skίlls, 94, 10591070. RAv. Ο. (2004). How the mind hurts and heals the body. Amerίcan Psycho/ogίst, 59, 29-40. RAYNER, Κ. , fOORMAN, Β. R. , PERFEΠI , C. Α. , PESETSKY, D., & SE!DENBERG, Μ. S. (2002, March). How should reading be taught?. Scίentίfic Amerίcan, 85-91. RAZ, Ν.. RODRIGUE. Κ. , KENNEDY, Κ. , & ACΚER, J. (2007, March). Vascular health and longitudinal changes in brain and cognition in middle-aged and older adults. Neuropsycho/ogy, 21 , 149-157. REDDY, ι. Α. & PFEIFFER, S. I. (1997). Effectiveness of treatment of foster care with children and adolescents: Α review of outcome studies. Joumal of the Anιerίcan Acadenιy of Clιίld & Adolescenι PsxcJιιaιry-. 36, 381-588. REDD>. \'. ι 1999). Prelinguistic com munication. In Μ. B.\RREΠ (Ed.). Πιe deνelopment of /angιιa~e (pp. 25-50). Philadelphia: Psychology Pre>>. REDSHA\\. Μ. Ε. (199ί ). .Mothers of babies requiring specιal care· Attitude> and experiences. Joιιma/ of Rl'producm·e & In.fanι Psychology, 15. 109-120.
REE.
λ1.
411
& CARREΠA, Τ (2002). g2Κ. Human
Perfornιance,
15,3-24.
REEs. Α. (2003). How homophobia hurts children: 1\urtuήng
diversity at home, at school, and in the community. Sex Roles, 49, 555-556. REESE. Ε. & Cox, Α. (1999). Quality of adult book reading affects children 's emergent literacy. Deνe/opmental Psychology, 35, 20-28. REm, Μ., MILLER, W., & KERR, Β. (2004). Sexbased glass ceilings in U.S. state-level bureaucracies, 1987-1997. Admίnίstratίon & Socίeιy, 36, 377-405. REIFMAN, Α. (2000). Revisiting The Bell Curve. Psycoloqιιy, 11. REINER, W. G., & GEARHART, J. Ρ. (2004). Discordant sexual identity in some genetic males with cloacal exstrophy assigned to female sex at birth. The New England Joιιrnal of Medίcίne, 350, 333-341. REιs , Η. Τ. , COLLINS, W. Α., & BERSCHEID, Ε. (2000). The relationship context of human behavior and development. Psychologίcal Bulletίn, 126, 844-872. REιs , S. & R ENZULLΙ, J. (2004). Current research ση the social and emotional development of gifted and talented students: Good news and future possibilities. Psychology ίn the Schoo/s, 41 ,119-130. REιss , Μ. 1. (1984). Human sociobiology. Zygon Journal of Relίgίon and Scίence, 19,117-140. REISSLAND, Ν. & SHEPHERD, J. (2006, March). The effect of maternal depressed mood on infant emotional reaction in a surprise-eliciting situation.lnfant Mental Healιh Journal, 27, 173187. RENNER, L. & SLACK, Κ. (2006, June). lntimate partner violence and child maltreatment: Understanding intra- and intergenerational connections. Chίld Abuse & Neglect, 30, 599-617. RESCHLY, D. J. (1996). ldentification and assessment of students with disabilities. The Future of Chί/dren, 6, 40-53. REsCORLA, ι., ALLEY, Α., & CHRISτJNE, J. (2001). Word frequencies in toddlers' Jexicons. Journal of Speech, Langιιage, & Hearίng Research, 44, 598-609. REsNICK, Β. (2000). Α seven step approach to starting an exercise program for older adults. Patίenι Edιιcatίon & Coιιnse/ίng, 39, 243-252. RESNICK, Μ . D., BEARMAN, Ρ. S., BLUM, R. W., BAUMAN, Κ . Ε., HARRIS, Μ . R. , JONES, ι., TABOR, J., BEUHRING, Τ , StEVING, R., SHEW, Μ. , lRELAND, Μ. , BEARINGER, ι. Η., & UDRY, 1. R. (1997). Protecting adolescents from harm: Findings from the National Longitudinal Study on Adolescent Health. Joιιrnal of the Amerίcan Medίcal Assocίatίon, 278, 823-832. RESTA R. , Bι ESECKE R , Β. Β. , ΒΕΝΝΕΠ, R. L.. BLUM, S., ESTABROOKS. Η . S., STRECKER, Μ.~.. WILLIAMS J. L. (2006). Α new definition of genetic counseling: National Society of Genetic Counselors' Task Force Report. Joιιrnal of Geneιίc Coιιnselίng, 15, 77-83. REUTERS ΗΕΑLτΗ ELINE (2002, June 26). Babγ's ίnjurίng poίnts to danger of kίds ίmίtatίng televίsίon . Reuters Health eιine.
412
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
REUTZEL, D., fAWSON, Ρ., SΜιτΗ J. (2006). Words to Go!: Evaluating a first-grade parent involvement program for <
HUSTON, Α. C., TRUGLIO, R., & J. (1990). Words from <
MERZEL, Α. Ρ. C. (1990). Assessing eνeryda)' creativity: Characteristics of the lifetime creativity scales and validation \vith three large samples. Joιιrnal of Personalίty and Socίal Psychology, 54, 476-485. RΙCHARDSON, G. Α., RYAN, C., & WΙLLFORD, J. (2002). Prenatal alcohol and marijuana exposure: Effects on neuropsychological outcomes at 10 years. Neιιroιoxίcology and Teratology, 24 [Speciallssue], 311-320. RΙCHARDSON, Κ. & NORGAτE, S. (2007). Α critical analysis of IQ studies of adopted children. Human Developmenι, 49,319-335. RΙDEOUTY., VANDEWATER, Ε., & WARτELLA, Ε. (2003). Zero to Sίχ: Electronίc medίa ίn the lίves of ίnfants, toddlers, and preschoolers. Menlo Park, CA: Kaiser Family Foundation. RΙΕΒΕ, 0., BURBANK, Ρ., & GARBER, C. (2002). Setting the stage for active older adults. In Ρ. BURBANK & D. RΙΕΒΕ (Eds.), Promoting exercίse and behavίor change ίn older adults: lnterventίons wίth the ιranstheoreιίcal mode. New York: Springer Publishing Co. RΙGBY, Κ. & BAGSHAW, 0. (2003). Prospects of adolescent students collaborating with teachers in addressing issues of bullying and conflict in schools. Educatίonal Psychology, 23, 535-546. RΙLEY, ι. & BOWEN, C. (2005, January). The sandwich generation: Challenges and coping strategies of multigenerational families. The Famίly Journal, 13, 52-58. RΙMER, Β. Κ., MEΙSSNER, Η., BREEN, Ν., ιεοιΕR, J. & CoYNE, C. Α. (2001). Social and behavioral interventions to increase breast cancer screening. [η Ν. SCHNEIDERMAN & Μ. Α. SPEERS et al. (Eds.), lntegratίng behavίoral and socίal scίences wίth pιιblίc health. Washington, DC: American Psychological Association. RΙNALDΙ, C. (2002). Social conflict abilities of children identified as sociable, aggressive, and isolated: Developmental implications for children at-risk for impaired peer relations. Developmental Disabίlitίes Bulletίn, 30, 77-94. RΙPPLE, C. & ZΙGLER, Ε. (2003). Research, policy, and the federal role in prevention initiatives for children. American Psychologίst, 58, 482-490. RΙPPLE, C. Η., GΙLLIAM, W. S., CHANANA, Ν., & ZΙGLER, Ε. (1999). Wίll fifty cooks spoil the broth? The debate over entrusting Head Start to the states. Amerίcan Psychologίst, 54,327-343. RιτCΗΙΕ, ι. (2003). Adult day care: Northern perspectives. Publίc Health Nursίng, 20,120-131. RιτzεΝ, Ε. Μ. (2003). Early puberty: What is normal and when is treatment indicated?. Hormone Research, 60, Supplement, 31-34. RΙVERA-GAZIOLA, Μ., SΙLVA-PEREYRA, & J., KuHL, Ρ. Κ. (2005). Brain potentials to native and non-native speech contrasts in 7- and 11month-old American infants. Developmental Scίence, 8, 162-172. ROBB, Α. & DADSON, Μ. (2002). Eating disorders in males. Chίld & Adolescent Psychίatrίc Clίnίcs of North Amerίca, 11, 399-418. ROBERGEAU, Κ., JOSEPH, J., & SΙLBER, Τ. (2006, December). Hospitalization of children and adolescents for eating disorders in the state of
New York. Journal of Aιlolescenι Health, 39, 806-810. ROBERTO, Κ. Α. (1987). Exchange and equity in friendships. In R. G. ADMAS & R. BLΙESZNER (Eds.), Older adult frίendshίps: Structιιre and process. Newbury Park, CA: Sage. ROBERTS, Β., HELSON, R., & KLOHNEN, Ε. (2002). Personality development and growth in women across 30 years: Three perspectives. Journal of Personalίty, 70, 79-102. ROBERTS, Β. W., WALTON, Κ. Ε., & VΙECHTBAUER, W. (2006). Patterns of mean-level change in personality traits across the life course: Α meta-analysis of longitudinal studies. Psychologίcal Bιιlletίn, 132, 1-25. ROBERτs, R. Ε., ΡΗΙΝΝΕΥ, 1. S., MASSE. ι. C., CHEN, Υ. R., ROBERτs, C. R., & ROMERO, Α. (1999). The structure of ethnic identity of young adolescents from diverse ethnocultural groups. Journal of Early Adolescence, 19,301-322. ROBERTS, S. (2006, October 15). lt's official: Το be married means to be outnumbered. The New York Πmes, p. 22. ROBERTS, S. (2007, January 16). 51% of women are now living without spouse. The New York rίnιes, p. Al. ROBINS, R. W. & TRZESNIEWSΚI, Κ. Η. (2005). Self-esteem development across the lifespan. Currenι Dίrecιίons ίn Psychologίcal Scίence, 14. 158-162. ROBINSON, Α. & STARK, 0. R. (2005). Advocaιes ίn acιίon. Washington, DC: National Association for the Education ofYoung Children. ROBINSON, Α. 1. & PASCALIS, 0. (2004). Development of flexible visual recognition memory in human infants. Developmenιal Scίence, 7, 527-533. ROBINSON, G. (2002). Cross-cultural perspectives on menopause. In Α. HUNτER & C. fORDEN (Eds. ), Readίng>· ίn ιhe psychology of genιler: Explorίng our dίfferences and conιmonaliιίes. Needham Heights, ΜΑ: Allyn & Bacon. ROBINSON, G. Ε. (2004, April16). Beyond nature and nurture. Scίence, 304, 397-399. ROBINSON, J. Ρ. & ΒΙΑΝCΗΙ, S. (1997, December). The children's hours. Amerίcan Demographics, 20-23. ROBINSON, 1. Ρ. & GODBEY, G. (1997). rin1e for lίfe: The sιιrprίsing ways Amerίcans use ιheir ιime. College Park: Pennsylvania State University Press. ROBINSON, Ν. Μ., ZIGLER, Ε., & GALLAGHER, J. J. (2000). Two tails of the normal curve: Similarities and differences in the study of mental retardation and giftedness. Anιerican Psychologίst, 55, 1413-1421. ROCHAT, Ρ. (2004). Emerging co-awareness. ln G. BREMNER & Α. SιATER (Eds.), Theorίes of infant developmenι. Malden, ΜΑ: Blackwell Publishers. ROCHE. Τ (2000, November 13). The crisis of foster care. Πme. 74-82. Rοεcκε. C. & CHERRY, Κ. (2002). Death at the end of the 20th century: Individual processes and developmental tasks in old age. lnternaιίonal Joιιrnal of Agίng & Human Developιneιιι, 54. 315-333.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ROELOFS, J., MEESTERS, C., TER HUURNE, Μ., BAMELIS, L.. & MURIS, Ρ. (2006, June). On the links between attachment style, parental rearing behaviσrs, and internalizing and externalizing prσblems in nσn-clinical children. Joιιrnal of Chίld and Famίly Studίes, 15,331-344. ROFFWARG, Η. Ρ., Muzιo, J. Ν., & DEMENT, W. C. (1966). Ontogenic develσpment σf the human sleep-dream cycle. Scίence, 152, 604-619. RoGERS, C. R. (1971). Α theσry σf persσnality in S. MADDI (Ed.), Perspectίves on personalίty. Bσston: Little Brown. ROGERS, S. & WILLAMS, J. (2006). /mίtatίon and the socίal mίnd: Autίsm and ιypίcal developmenι. Guilfσrd Press. ROGGEVEEN, Α. Β., ΡRΙΜΕ, 0. J., & WARD, L. Μ. (2007). Lateralized readiness pσtentials reveal mσtσr slσwing in the aging brain. Journal of Gerontology, Β, Psychologίcal Scίence and Socίal Scίence, 62, Ρ78-Ρ84. RoooFF, Β. (1995). Observίng socίocιιltιιral actίvίty on three planes: Particίpatory approprίatίon, gιιided partίcίpatίon, and apprentίceshίp. New Yσrk: Cambridge University Press. ROGOFF. Β. & CHAVAJAY, Ρ. (1995). What's becσme σf research ση the cultural basis σf cσgnitive develσpment?. Amerίcan Psychologίst,
50, 859-877. Rοιιs, Ε. (2000). Memσry systems in the brain. Annιιal Revίew of Psychology, 51,599-630. ROMAINE, S. (1994). Bί/ίngualίsm (2nd ed.). Lσndσn: Blackwell. ROMERO, Α. & ROBERTS, R. (2003). The impact σf multiple dimensiσns σf ethnic identity ση discriminatiσn and adσlescents' self-esteem. Journal of Applίed Socίal Psychology, 33, 22882305. RoN. Ρ. (2006). Care giving σffspring to aging parents: Ησw it affects their marital relatiσns , parenthσσd , and mental health. lllness, Crίsίs, & Loss, 14, 1-21. RONKA, Α. & PuLKK!NEN, L. (1995). Accumulatiσn σf problems in sσcial functiσning in yσung adulthσσd: Α develσpmental apprσach. Journal of Personalίty and Socίal Psychology, 69,381-391. ROOPNARINE, J. (1992). Father-child play in lndia. ln Κ. MACDONALD (Ed.), Parent-chίld play. Albany: State University σf New Yσrk Press. ROOPNARINE, J. (2002). Conceptuaf, socίaf cognίtίve, and contexιual issιιes ίn the fields of play. Westpσrt. CΓ: Ablex Publishing. ROOPNARINE, J. L., JOHNSON, J. Ε., & HOOPER, F. Η. (Eds.). (1994). Chίldren's play ίn dίverse cιιltιιres. Albany: State University σf New Yσrk Press. ROPAR, 0 .. MrτCHELL, Ρ. , & ACKROYD, Κ. (2003). Dσ chi1dren with autism find it difficult ισ σffer alternative interpretatiσns to ambiguσus figures?. Brίtίsh Journal of Developmental Psychology, 21,387-395. ROPER STARCH WORLDWIDE (1997, August). Rσmantic resurgence. Amerίcan Demographίcs, p. 35. Rosε , Α. J. (2002). Cσ-ruminatiσn in the friendships σf gir1s and bσys. Chίld Development, 73, 1830-1843.
Rosε, Α.
J. & ASHER. S. R. (19'R and strategies in reψonse to within a friendship. Deι·e/np»ιοιιιιl fu.dι. 35,69-79. Rosε, R. J., VrκEN, R. J., Dισ.:. D.M~ B'πs..l Ε. ΡυικκrΝΕΝ, L., & I
Rσutledge.
ROSENFELD, Β., KRΙVO, S., BREΠBART, W., & CHOCHINOV, Η. Μ. (2000). Suicide, assisted suicίde, and euthanasia in the terminally ill. In Η. Μ. CHOCHINOV & W. BREΠBART (Eds.), Handbook of psychίaιry ίn pallίatίve medίcίne. NewYσrk: Oxfσrd University Press. ROSENSTEI~. 0. & ΟsτεR, Η. (1988). Dίfferential facial response~ to fσur basic tastes in newbσrns. Chίld Deι·elopιnenι, 59. 1555-1568. RosεsTHAL. Η. &: CRISP. R. (2006. April). Reducing ~tereotφe ιhreat by blurτing intergroup boundarie,. Pmonalit}• and Socίal Psycholog} Bullιιin, 32,501-511 RosE'\IΉAL R. (199.:1). l.nterpersonal expectancy effects: Α .30-)·ear ~rψecti,·e. Cιιrrent Dίrec ιίom in PS}·cJιologiαιlSaeιk<. 3.176-179. Rosε'IHAL. R (20)2~ The ~gmaliσn effect and its media~ ιned!ani=s. 1n J. ARONSON (Εd.Ι. lmproι'Ίr.ι: ιιαιι:lnnίι: achιn·enzenι: lmpact of psxcho/ι)ι:iαιl factoπ on educatίon. San Diego: Acadeιmc Pre --
413
RosE,'ΊΉAL,
R. & JACOBSON, L. (1968). Pygnιa/ίon m ιlze classroom: Teacher expectatίon and pιιpίls' inιellecιual development. New York: Holt, Rinehart & Winstσn. Ross. C. Ε., MrCROWSKY, J., & GOLDSTEEN, Κ. (1991). The ίmpact of the family on health. In Α. ΒοοτΗ (Ed.), Contemporary fanιίlίes. .\fίnneapolίs, ΜΝ: National Council on Family Relations. Ross. Μ. & WrιsoN, Α. Ε. (2003). Autobiographical memσry and conceptions ο[ self: Getting better all the time. Currenι Dίrectίons ίη Psychologίcal Scίence, 12, 66-69. ROSSMAN, l. (1977). Anatomic and body composition changes with aging. Ι η C. Ε. FιNCH & ι. HAYFLICK (Eds.), Handbook of the bίology of agίng. New York: Van Nostrand Reinhold. Rossouw, J. Ε. (2006). Implications of recent clinical trials σf pσstmenσpausal hormone therapy for management of cardiovascular disease. Annals of the New York Academy of Scίences, 1089, 444-453. Rossouw, J. Ε., PRENτJCE, R. ι., MANSON, J. Ε., Wu, ι., BARAD, 0., ΒΑRΝΑΒΕΙ, V. Μ., Κο, Μ., LACRoιx, Α. z., MARoous, κ. ι., & SτεFΑΝιcκ, Μ. ι. (2007). Postmenopausal hoπnone therapy and risk of cardiσvascular disease by age and years since menopause. Joιιrnal of tlze Anzerίcan Medίcal Assocίatίon, 297, 1465-1477. ROTENBERG, Κ. J. & MORRISON, J. (1993). Loneliness and college achievement: Do loneliness scale scores predict cσllege drop-out? Psychologίcal Reports, 73, 1283-1288. ROTH, 0., SLONE, Μ., & DAR, R. (2000). Which way cognitive development? An evaluation of the Piagetian and the dσmain-specific research programs. Theory & Psychology, 10, 353-373. ROTHBART, Μ. & DERRYBERRY, 0. (2002). Temperament in children. In C. \ΌΝ HoFSτEN & L. BACKMAN (Eds.), PsyciJOlogy α ι ιhe tιιrn of ιhe mίllennίιιm, vol. 2: Socίal, developnιenιal, and clίnίcal perspecιίves. Flσrence, ΚΥ: Taylor & Frances/Routledge. ROTHBART, Μ. Κ., AHADI, S. Α., & Εν.-\,S. 0. Ε. (2000). Temperament and personalit~: Ong1ns and outcomes. Journal of Personalιιγ and Socίal Psychology, 78,122-135. ROTHBART, Μ. Κ. & ΒΑτεs, 1. Ε. (1998). Tem~ra ment. ln Ν. EΙSENBERG (Ed.), Handbaok of chίld psychology. Vol. 3: Socίal, emotίonal, and personalίty development (5th ed.). New York: Wίley.
ROTHBAUM, F., ROSEN. Κ., & UJΙΙΕ, Τ. (2002). Family systems theσry, attachment theory and culture. Famίly Process, 41, 328-350. ROTHBAUM, f., WEISZ, J., Ροπ, Μ., ΜΙΥΑΚΕ, Κ., & MORELLI, G. (2000). Attachment and culture: Security in the United States and Japan. Amerίcan Psychologίst, 55, 1093-1104. ROVEE-COLLIER, C. (1993). The capacit~ for long-term memory ίη infancy. Cιιrrenι Directίons ίn Psychologίcal Scίence, 2, 130-135. ROVEE-COLL!ER, C. (1999). The development of infant memory. Current Dίrectίons in Psyclzologίcal Scίence, 8, 80-85.
414
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ROVEE-COLLIER, C., ΗΑΥΝΕ, Η., & COLOMBO, Μ. (2001 ). The deνe/opment of ίmplίcίt and explίcίt memory. Philadelphia, ΡΑ: Jσhn Benjamins. Row, J. W. & ΚΑΗΝ, R. ι. (2000). Breakίng Down the Myths of Agίng. Successftιl Agίng. New Yσrk: Dell Publicatiσns. Rowε, D. C. (1994). The effects of nurture on ίndίνίduα/ natures. New Yσrk: Guilfσrd Press. RowE, J. w. & ΚΑΗΝ, R. ι. (1998). Successful agίng. NewYσrk: Pantheσn. RUBENSτEIN, Α.
J., KALAKANIS, ι., & ιANGLOIS, J. Η. (1999). Infant preferences fσr attractive faces: Α cσgηitive explaηatiση. Deνe/opmental Psychology, 35, 848-855. RUBIN, D. & GREENBERG, D. (2003). The role σf ηarrative in recσllectiσn: Α view from cσgnitive psychσlσgy aηd ηeurσpsychσlσgy. Ιη G. FΙREMAN & Τ McVAY (Eds.), Narratίνe and conscίous ness: Lίterature, psychology, and the braίn. ισηdση: Oxfσrd University Press. RUBJN, D. C. (1986). Aιιtobίographίcal memory. Cambridge, Eηgland: Cambridge University Press. RUBI~. D. C. (2000). Autobiσgraphical memσry and agiηg. Ιη C. D. PARK & Ν. SCHWARZ et al. (Eds.), Cognίtίνe agίng: Α prίmer. Philadelphia: Psychσlσgy PressrΓaylσr
RUBIN,
Κ. Η.
& Fraηcis. & CHUNG, 0. Β. (Eds.) (2006).
Parentίng belίefs, behaνίors,
and parent-chίld cross-cu/tura/ perspectίνe. New Yσrk: Psychσlσgy Press. RUBIN, Κ. Η., FEIN, G., & VANDENBERG, Β. (1983). Ιη Ε. Μ. HEτHERINGTON (Ed.), Handbook of chίld psychology. Vσl. 4: Socίa/ίzatίon, personalίty and socίal deve/opment (pp. 693-774). New Yσrk: Wiley. RUDA, Μ. Α., ιιΝG, Q.- D., ΗοΗΜΑΝΝ, Α. G., PENG, Υ. Β., & TACHIBANA, Τ (2000, July 28). Altered nociceptive ηeurσηal circuits after ηeσηatal peripheral inflammatiση. Scίence, 289, 628-630. R ιD). D. & GRUSEC. J. (2006, March). Authσritarian parenting in iηdividualist and cσllecti\ist grσups: Assσciatiσηs with materηal emσtiσn and cσgnitiσn aηd children's selfesteem. Journal of Famί/y Psycho/ogy, 20, 68-78. RUFF, Η. Α. (1989). The infant's use σf visual aηd haptic iηfσrmatiση ίη the perceptiση aηd recσgnitiση σf σbjects. Canadίan Journal of Psychology, 43, 302-319. RUFFMAN, Τ, SLADE, ι., & REDMAN, J. (2005). Yσung infants' expectatiσηs abσut hidden σbjects. Cognίtίon [serίal online], 97, Β35-Β43. RULE, Β. G. & FERGUSON, Τ J. (1986).The effects σf media viσleηce ση attitudes, emσtiσηs aηd cσgnitiσηs. Journal of Socίa/Jssues, 42, 29-50. RUPP, D., VODANOVICH, S., & CREDE, Μ. (2006, June ). Age bias in the wσrkplace: The impact σf ageism aηd causal attributiσηs. Journal of Applίed Socίal Psychology, 36, 1337-1364. Russειι, G. & RADOJEνιc, Μ. (1992). The chaηging rσle σf fathers? Current understaηd ings aηd future directiσηs fσr research aηd practice [Special sectiση: Australiaη Regiσηal Meetiηg: Attachmeηt aηd the relatiσηship the infant and caregivers]. lnfant Mental Health Joιιrnal, 13, 296-311. relatίons: Α
RUSSELL, S. & CONSOLACJON, Τ. (2003). Adσlescent romaηce aηd emσtiσηal health in the United States: Beyσηd binaries. Journal of C/ίnίcal Chίld & Adolescent Psycho/ogy, 32, 499-508. RussoN,A. Ε. & WΑΠΕ, Β. Ε. (1991). Patterηs σf dσmiηaηce aηd imitatiση ίη aη iηfaηt peer group. Ethology & Socίobίology, 12,55-73. Rusτ, J., GOLOMBOK, S., HINES, Μ., JOHNSTON, Κ., GOLDING, J., & ALSPAC STUDY τεΑΜ (2000). The rσle σf brσthers aηd sisters ίη the geηder develσpmeηt σf preschσσl children. Journal of Experίmental Chίld Psychology, 77, 292-303. RUΠER,M. (2003). Commeηtary: Causal processes leadiηg to aηtisσcial behaviσr. Developmental Psychology, 39,372-378. RUΠER, Μ. (2006). Genes and behavίor: Naturenurture ίnterplay explaίned. New Yσrk: Blackwell Publishiηg. RYAN, Β. Ρ. (2001). Programmed therapy for stutterίng ίn chίldren and adults 2nd ed. Springfield, IL: Charles C. Thσmas. RYAN, C. & RIVERS, Ι. (2003). ιesbian, gay, bisexual aηd traηsgeηder yσuth: Victimizatiση aηd its cσrrelates in the USA aηd UK. Culture, Health & Sexua/ίty, 5, 103-119. RYAN, J. J., SAΠLER, J. Μ., & ιοΡΕΖ, S. J. (2000). Age effects ση Wechsler Adult Iηtelligeηce Scale-1!1 subtests. Archίves of C/ίnίcal Neuropsychology, 15,311-317. RYAN, Κ. Ε., & RYAN, Α. Μ. (2005). Psychσ lσgical prσcess underlying stereσtype threat and standardized math test perfσrmaηce. Educatίonal Psychologίst, 40, 53-63. RYCEK, R. F., STUHR, S. ι., McDERMOΠ, J., BENKER, J., & SwARτz, Μ. D. (1998). Adσlesceηt egσceηtrism and cσgnitive functioniηg duriηg late adσlesceηce. Adolescence, 33,745-749. RYFF, C. D. & SιNGER, Β. (2003). Flσurishiηg uηder fire: Resilience as a protσtype σf challeηged thriviηg. ]η C. ι. KEYES & J. HAIDT (Eds.), Flourίshίng: Posίtίve psychology and the lίfe well-lίνed (pp.15-36). Washingtoη, DC: Americaη Psychσlσgical Assσciatiση.
SACHS, J. (2006, April 1). Will yσur child be fat?. Parentίng, 20, 112. Retrieved January 23, 2007 frσm LexisNexis Academic. SACK, Κ. (1999, March 21). Older studeηts bring ηew life tσ campuses. The New York τίmes, p. WHS. SACKS, Μ. Η. (1993). Exercise fσr stress cσηtrol. ]η D. GOLEMAN & J. GURIN (Eds.), Mίnd-body medίcίne. Yσηkers, ΝΥ:
Cσηsumer Repσrts
Βσσks.
SACZYNSKI, J., WILLIS, S., & SCHA!E, Κ. (2002). Strategy use ίη reasσηiηg traiηiηg with σlder adults. Agίng, Neuropsychology, & Cognίtίon, 9, 48-60. SADKER, D. & SADKER, Μ. (2005). Teachers, schools, and socίety. New Yσrk: McGraw-Hill. SADΚER, Μ. & SADKER, D. (1994). Faίlίng at faίrness: How Amerίca's schools cheat gίr/s. New Yσrk: Scribηer's. SAFFRAN, J., WERKER, J., & WERNER, L. (2006). The iηfaηt's auditσry wσrld: Heariηg, speech, aηd the beginnings σf language. In W. DAMON & R. Μ. LERNER (Eds.), Handbook of chίld
psychology. Υσl. 2: Cognίtίon, perceptίon, and language (6th ed.). New Yσrk: Johη Wiley & Sσns Ιηc.
SAGRESTANO, L. Μ., MCCORMICK. S. Η. , PAIKOFF, R. L., & HOLMBECK, G. Ν. (1999). Pubertal develσpmeηt aηd pareηt-child cσηflict in lσw incσme, urbaη, Africaη Americaη adσlesceηts .
Journal of Research on Adolescence, 9, 85-107. SALLIS, J. & GLANZ, Κ. (2006, March). The rσle σf built eηvirσηmeηts ίη physical activity, eating, and σbesity in childhσσd. The Future of Chίldren, 16, 89-108. SALOVEY, Ρ. & PIZARRO, D. (2003). The value σ[ emσtiσηal intelligence. Ιη R. SτεRNBERG & J. LAUTREY (Eds.), Models of intellίgence: lnternatίonal perspectίves. Washingtση, DC: Americaη Psychσlogical Assσciatiση.
SAιτHOUSE, Τ Α.
(1989). Age-related changes in processes. Τη ΑΡΑ MAsτER LεcτuRES, The adult years: Contίnuίty and change. Washiηgtoη , DC: American Psychσ basίc cognίtίve
lσgical Assσciatiσn.
SALTHOUSE, Τ Α. (1990). Cσgηitive cσmpeteηce aηd expertise ίη aging. Ιη J. Ε. BIRREN & W. Κ. ScHAIE et al. (Eds.), Handbook ofthe psychology of agίng (3rd ed.). Saη Diego, CA: Academic Press. SAιτHOUSE, Τ Α. (1993). Speed mediatiση σf adult age differeηces in cσgnitiση. Developmental Psychology, 29,722-738. SALτHOUSE , Τ Α. (1994a). Aging associatioηs: Iηflueηce σf speed ση adult age differeηces ίη assσciative learηiηg. Journal of Experίmental Psychology: Learnίng, Memory, and Cognίtίon, 20, 1486-1503. SAιτHOUSE, Τ Α. (1994b ). The agiηg σf wσrkiηg memσry. Neuropsychology, 8, 535-543. SALTHOUSE, Τ Α. (2006). Meηtal exercise and meηtal aging: Evaluating the validity of the <