ΑΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
κώστας καρυωιακης μαρία πολυδουρη ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
I ΚΛΟΣΠΣ ΠΛΠΛ/ΙΙΣΗ
Λ ΙΛ Η Ζ Ω Γ Ρ Α Φ Ο Υ
r A A . ff
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΜΑΡΙΑ ΙΙΟΛΥΑΟΥΡΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ
Στις εφηβες Φιλία Αενόρινοϋ ’Άννα Ξανθάκη Ειρήνη Φρέαρ
Σ Α Ν I IP O Λ Ο Γ Ο Σ
'Οταν κάποτε έδωσα μια διάλεξη για τη Μαρία Ιίολυδοόρη, ξεσήκωσα, θυμάμαι, θύελα διαμαρτυριών. Κρίμα πού το κείμενο αυτό χάθηκε. "Εκτατέ όταν ετυχε ν’ ασχοληθώ μαζί της ή με τον Καρνιοτάκη, προκαλώ πάντα διαμαρτυρίες. Σιγά σιγά και με τά χρόνια, κατάρευα να εξηγήσω τό γιατί. "Ενα ιδιοφυές παιδί, 'έλεγα σι: μιά συνέντευξή μου στην Κα θημερινή (2912,11070) είναι πάντα ένα δυσάρεστο πρόβλημα μέσα σέ μιά οικογένεια, όταν μάλιστα υπάρχουν άλλα μέτρια παιδιά. 01 πρώτοι, πού πληγώνουν αυτό τι) «παράξενο» παιδί προέρχονται σίγουρα από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ι\ι όμως, όταν αυτό τό πρόβλημα γίνει «κάποιος» ή οικογένεια εξακολουθεί νά μονοπωλεί τό δικαίωμα τής γνώσης, χωρίς, τις περισσότερες (φο ρές, νά καταλαβαίνει καν τούς /.άγους πού υί ά )Lλ ο ι. θεωρούν αυτό τό «παράξενο» άλλα και βασανισμένο παιδί σπουδαίο άν θρωπο. () τρόπος πού αντιδρούν εξάλλου, σαν κάποιος άσχοληθεΐ μαζί του, επιβεβαιώνει την πεποίθησή μου πώς δεν κατάλαβαν ποτέ τόν βασανισμένο δημιουργό πού μεγάλωσε πλάι τους. Οίκειοποιοννται άπλ.ώς μιά δόξα πού, επειδή συμβαίνει νά ’χει τ' ίίνομά τους, θέλουν νά την προσαρμόσουν καί στη μετριότητα τους. Καί για οσους θίγονται,, ύπενθνμίζω πό>ς καί ή Παναγία κύτταζε μέ ντροπή κείνον τόν άλΡωπρόσαλλο γιό, πού κάποια μέρα όμως τής τόν σταύρωσαν. Κείνο πού αξίζει στην ΙΙολυδοΰρη πολύ περισσότερο από την ποίησή της είναι ή στάση της καί ή συμπεριφορά της μέσα στη ζωή. Την Θεωρώ) πολύ πιο σημαντική άνθρωπο-γνναίκα, από δη μιουργό. Κι αυτός ό άνθρωπος πέθανε πολύ νέος, μόλις 2S χρό νων. Την ώρα πού δλη ή συγκλονιστικέ] προσωπικότητα πού την
8
κατοικούσε, άρχιζε νά μετονσιώνεται σε ουσία ζωής καί τέχνη. Γι αυτό και ασχολήθηκα μαζί της. Μοϋ μπερδεύτηκε κυριολεκτικά στα πόδια, γύρω στα 1959, πού ή κόρη μου κι όλος δ κύκλος της περνούσαν την «καρνωτακική» τους εφηβεία. 'II συγκίνησή τους, ή ανάγκη τους νά τούς έρμηνέψω ορισμένα του πονήματα και την αυτοκτονία τον, που έξασκεϊ πάντα μια παράξενη γοητεία στους έφηβους, μέ παρα σύρανε στην έρευνα τού θέματος, πού άρχισε σιγά σιγά νά γίνε ται μελέτη καί εργασία. 01 επιφυλάξεις, τά μασημένα λόγια και κάποτε οI κακοήΟειες για την Πολυδούρη, ερχόταν σέ αντίθεση μέ τή γνωστή γλυκερή επιφυλλιδογραφία. 'Όλα αυτά μέ νποψίασαν, ως μιά συγκεκριμένη στιγμή πού ολοκληρώθηκε μπροστά μου το ανάστημά της. Τί θαραλέα καί τί σπουδαία γυναίκα! Καί δεν ήταν σπουδαία γιατί έκανε ελεύθερα έρωτα, άλλα έκανε ελεύθερα έρωτα γιατί ήταν σπουδαία. Γιατί φυσούσε μέσα της ένας σίφουνας πού τήν έσπροοχνε νά πηδά άφοβα πάνω από τούς ηλίθιους φραγμούς πού τήν εμπόδιζαν νά δεϊ τήν άλήθεια. Αυτός 6 σίφουνας τή σήκωσε στά 1S τη ς— τόλμημα τρομαχτικό— από τήν Καλαμάτα καί τήν έφερε στήν ’Αθήνα τού 520. Κι. από κεί τήν πέταξε στο Παρίσι, στήν ιχνηλασία, τή γνώση, τήν ανακάλυψη κάποιας αλήθειας στη ζωή.Τό ένστιχτο της είναι πολύ ισχυρότερο άπό τήν επίγνωση τού εαυτού της. 01 απελευθερωτικές κινήσεις της προηγούνται άπό τήν οργάνωση τού μυαλού καί τής συνείδησής της. Αυτό προδίδεται καθαρά στά παιδαριώδη ημερολόγιά της, πού ευθυγραμ μίζονται τρομαγμένα μέ τήν εξωπραγματική συναι σΟηματικότητα πού έχει ήδη καταλύσει καί πού δεν έχουν καμιά σχέση —· τά κείμενα αυτά— μέ τήν ποίηση καί τή ζωή τους. Κυρίως τή ζωή της. 'Η Ιίολυδούρη στάθηκε στόν προθάλ.αμο τής ποίησης. Πράμα τελείως φυσιολογικό για τά λίγα χρόνια πού ζησε. Μπορώ νά πώ πώς είναι ο δεύτερος «οργισμένος» τής 'Ελλάδας, τότε, γιατί πρώτος ήταν ό Πιρικλής Γιαννόπονλος. 5Οργισμένος, όπως κα θένας πού συνειδητοποιεί πώς γεννιέται παγιδενμένος σ’ ένα κατα
9
σκευασμένο ψεύδος ηθικής, ζωής, ευτυχίας, που πρέπει νά αποδε χτεί καί νά άναπαοαγάγει. Και χτυπιέται νά ξεκολλήσει άπό πάνω τον αυτό το παραδοσιακέ) απολίθωμα, που τον επιβάλλουν σά δεύτερο πετσί τον καί που τον κρατά κλειστά τά μάτια, τις αι σθήσεις κι έέλονς τους πόρους τον κορμιού τον, αποκλείοντας του νιχ δει το πραγματικό τον πρόσωπο. Καί ή Πολνδούρη κουβα λούσε μέσα της τή βαθιά φυτεμένη παράδοση χιλιετηρίδων που τής απαιτούσε νά παντρευτεί, νά κάνει παιδιά καί νά ’ναι γι αυτό ευτυχισμένη. Πόσες φορές τής γίνεται αυτή ή προσφορά άπό αξιόλογους άντρες καί τήν κλωτσάει; Καί γιατί; Πώς θά βγει άπ’ αυτό τό χωριάτικο στόμα μια μέρα ή ομολογία, ή ταυτό σημη μέ τήν απελενθέρωσή της; « Ή πίστη μου στον έρωτα; Μά ποιά πίστη είν αυτή; Δεν έχω μείνει πιστέ) σέ κανένα έρωτα». Ι\ι δμιος θ’ αγαπήσει τον Καρυωτάκη. Ά π ό παιδί τήν προσανατόλιζαν μέσα ατό τούνελ τον άποβλακωτικον συναισθηματισμόν. Λυτή όμως δέ μένει εκεί νά πεθάνει στά σκοτάδια τον. Καλπάζει καί βρίσκει τήν έξοδο. Τήν έξοδο πού πραγματοποιούν οί σημερινές γενιές. Καί βγαίνει επιτέλους ατό γυμνό φως που τής άποκαλύτττει μια έρημο. Είναι τό αύριο τής ανθρωπότητας. Τό δικά μας σήμερα, αν προτιμάτε. Τί θά κάνει εκεί ή Πολυδυέκρη, ολομόναχη; Θά πιστέψει πώς τό πρό σωπο ενός ποιητή τόσο κλειστόν, τόσο σαρκαστικόν σ<\ν τυΰ Καρυωτάκη, είναι ό άλλος οργισμένος, ο καινούριος ’Λδάμ. Καί πώς οί δυό τους Οά ’ναι, όχι οί πρώτοι διωγμένοι, μά οί πρώτοι αντοεξόριστοι, οί πρώτοι φυγάδες τής κόλασης προς τον παρά δεισο τής αυτογνωσίας. Καί φυσικά ή πλάνη της είναι απροσμέ τρητη. Ό Καρυωτάκης είναι ό άντίποδάς της. Ό κομπλεξικός τής αδικημένης του έμρ άνισης, ποέ) γλεντά μόνο στο καρναβάλι, όταν άπαρνιέται, κάτω άπό μια μάσκα, τό πρόσωπά τον. Τό κιτρινιά ρικο άγόρι π ον μένει έκθαμβο όχι μόνο μπροστά στήν άκτινοβόλ.α της ομορφιά, άλλα κυρίως μπροστά στο σίφουνα ΙΊολνδονρη. Στη ρωμαλεότητα μιας ψυχής πού είναι τόσο αυτάρκης ώστε νά
10
αποδιώχνει τούς ωραίους άντρες πού την ερωτεύονται μέχρι τρέ λας, γιατ'ι ελπίζει. πέος τι) φτωχό κορμί τον τρομοκρατημένου ποιητή, κρύβει έναν ελεύθερο τον άναστηματός της. Κι αυτός; Λυτός τή φοβάται, όπως τον έκαναν νά φοβάται ΰλη τι) ζωή. Μλλά και γιατί είναι αυθεντικός ποιητής. Και γ έ αντό σεμνός και γι αυτό ανίκανος νά μετρήσει τό ανάστημα πού εκείνη τον αποδίδει,μέσα άπό την ποίησή τον, και δέ βλέπει παρά τό άδι κημένο καί λεμφατικό κορμέ τον. "Ενας δειλός πού ’κυνβε μέσα τον δυνάμεις γίγαντα, δυνάμεις πού άγνοοϋσε καί πού τις έπιστράτεφε μόνο για νΐι πεθάνει. Κανείς συνένοχος στην αύτοκαταδίκη μιας άσνμβίβαστης, κανείς πού νά διαλύσει τό θρύλο της. ’Έμεινε μόνη. Μια γροθιά ατό στομάχι τον αιώνιον κατεστημένου.
ΚΩΣΤΑΣ
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ Κ ι οί ποιητές τι χοειά ζυνιαι σ' lira ιιικρόγνχο καιρό, A'e/.iTfo λιν
Πενήντα χρόνια πρίν, (28 Ιουλίου 1928) γύρω στις πέντε τό άπόγεμα μια σφαίρα σκότωνε τό σώμα ένός ποιητή, στήν παρα λία του "Αιι Σπυρίδωνα τής Πρέβεζας. Πενήντα χρόνια τώρα, εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώνονται, από τά πυρά των πολέμων ή τήν απάθεια τής ειρήνης, θάνατοι χωρίς έπαίτειο. Οί άνθρωποι πεθαίνουν άμετάκλητα. Οί ποιητές σκοτώνουνται μόνο. Οί νεκροψίες δέν όφελοΰν. Τά σώματα των ποιη τών είναι διάτρητα από τήν ευαισθησία τους κι από τον πόνο των ανθρώπων καί των πραγμάτων. Τά σώματα τών ποιητών είναι σημαίες ήττας. "Ομως δέν υπάρχουν ποιητές νικημένου όπως δέν υπάρχουν ποιητές νικητές. 'Υπάρχουν ποιητές. Στις 28 Ιουλίου του 1928, μέ τόν ίδιο πυροβολισμό πού ή Αικατερίνη Καρυωτάκη έχανε τό γιό της, άναγγελόταν στήν 'Ελλάδα τό πέρασμα ένός ποιητή.
"Ομως ή αθανασία έχει βαρύ τίμημα. Γιατί ή ζωή, αυτό τό υπέρτατο αγαθό πού εκατομμύρια άνθρωποι γεύονται μέ άπλό" τητα, γονατίζει τόν ποιητή τις περισσότερες φορές.Τά ίδια πρά ματα, τά ίδια συμβάντα πού γιά τούς πιο πολλούς φυσιολογικούς ανθρώπους θεωρούνται φυσικά ή περνούν απαρατήρητα, παίρ νουν διαστάσεις όλότελα διαφορετικές καί προκαλοΰν άπρο-
12
σδόκητες αντιδράσεις σέ κείνον πού δέν ξέρουμε ακόμη πώς είναι ό Ποιητής. 'Όσο γιά τό περιβάλλον του, συμβαίνει κάτι άληθινά παρά ξενο, κάτι σάν φάρσα τής φύσης : Ένώ όλοι οί γονείς βλέπουν καί μιά ιδιοφυία στό κάθε παιδί πού γεννούν, όταν πραγματικά γεννήσουν τήν ι δ ι ο φ υ ί α δέν τό ύποψιάζουνται. Γιατί συνή θως ό γονιός μετράει μέ τά σταθμά τής δικής του συμβιβασμένης κακομοιριάς καί μετριότητας τό ιδανικό του «τέλειο». Μέ άποτέλεσμα, νά 'ναι συχνά οί γονείς οί τελευταίοι πού πιστεύουν πώς τό «τέρας» πού τούς βασάνισε κι ίσως κάποτε τούς εξέθεσε «ένώ τ’ αδέλφια του βγήκαν τόσο καλά παιδιά», ήταν ένας ιδιο φυής. Γιά νά μήν πούμε πώς στό βάθος δέν τό παραδέχονται, τό τέρας, άκόμη κι όταν ή κοινή γνώμη τό αναγνωρίσει όσο ζοΰν. ’Αλλά καί τότε, στήν περίπτωση τής δημόσιας αναγνώ ρισης, εξακολουθούν νά αίσθάνουνται μειωμένοι γιά τήν άκα τανόητη συμπεριφορά καί τά καμώματα τού «παράξενου» παι διού τους κι εξακολουθούν νά τόν τρέμουν «μήν τά μάθει ή γει τονιά καί γίνομε ρεζίλι». Μέ άποτέλεσμα νά παραποιούν τήν πραγματικότητά του καί νά μπερδεύουν τούς μελετητές. Χρειά ζονται κάποτε πάρα πολλά χρόνια γιά ν’ άπογυμνοδσουμε τήν άληθινή μορφή ενός ποιητή άπό τά προσχήματα των ζων τανών. Ποιος θά 'ξερε τό δράμα τού ταπεινωμένου άπό τόν πατέρα του Κάφκα άν ό ίδιος δέν είχε γράψει τήν άνεπανάληπτη «Επι στολή στόν πατέρα»; Αλλά καί πόσο δύσκολο θά 'ταν γιά όποιονδήποτε άλλον νά περιγράφει όλα εκείνα τά άνεπαίσθητα γεγονότα πού άνοιξαν τόσο μεγάλες, άνεπούλωτες πληγές στήν ύπαρξή του, εκτός άπό τόν ίδιον. Καί πόσο ξαφνιασμένος θά 'ταν ό πατέρας του άν μάθαινε πώς στάθηκε ίσως ή σημαντικό τερη πηγή δυστυχίας τού παιδιού του! ’Αλλά ό πατέρας Κάφκα άπαλλάσσεται, γιά τόν άπλούστατο λόγο πώς δέν ήταν ό μονα δικός. Καί πώς καί κείνος, όπως καί ή άνθρωπότητα ολόκληρη, ήταν κι εξακολουθεί νά ’ναι θύμα μιας ήλίθιας νοοτροπίας : "Ενας κοινότατος άνθρωπος καί μιά όποιαδήποτε γυναίκα γεν-
13
νοϋν ένα παιδί, κι αυτόματα γίνονται παντογνώστες καί παιδα γωγοί του «σωστού», τοϋ «αλάθητου» καί, κυρίως, τοϋ «καλοϋ».
Ή περίπτωση Καρυωτάκη κρατάει ακόμα μυστικά πού ίσως νά μήν άποκαλυφτοϋν ποτέ. Είναι αδύνατο νά πείσεις τό άμεσο περιβάλλον ενός ποιητή, πώς ό Ποιητής, ακριβώς, δέν τού ανή κει. Καί πώς αντίθετα, εκείνοι, φίλοι ή συγγενείς, απολαβαί νουν τήν μεγάλη τιμή νά τοϋ ανήκουν. Ένώ ό ίδιος ανήκει σέ όλους μας. Καί πώς εμείς, οί όλοι, ερευνώντας τή ζωή του τό κάνομε ακριβώς γιατί διαπιστώσαμε πώς ό Ποιητής, πού ’ζησε μιά καθημερινότητα σάν τή δική μας, στάθηκε τόσο αδύνατος στήν αντιμετώπισή της όσο δέν ύπήρξαν ίσως ποτέ οί πιό τυ χαίοι άνθρωποι. Κι όμως ή αθανασία του χτίστηκε μέ τά υλικά αυτής τής αδυναμίας. Πέρα άπό τήν άξιοποίηση παρόμοιων στοιχείων, από τόν ερευνητή καί βιογράφο, καί ό αναγνώστης κερδίζει πάρα πολλά όταν πληροφορείται τήν ανθρώπινη φυσιογνωμία τοϋ ποιητή πού άγαπα. Ό Καρυωτάκης ιδιαίτερα είναι ό ποιητής τών έφήβων. Τό κλίμα τής ποίησής του, ή απαισιοδοξία καί ό βαθύτα τος σαρκασμός του, βρίσκουν μεγάλη άνταπόκριση στή γεμάτη σύγχιση διάθεση τοϋ νέου πού άρχίζει ν’ ανακαλύπτει τόν κόσμο. Ή αυτοκτονία τοϋ Καρυωτάκη εξάλλου εξάπτει επικίν δυνα τήν ευαισθητοποιημένη φαντασία τών νέων. "Ισως καί μόνο γι’ αυτό άξίζει νά πλησιάσουμε όσο γίνεται πιό κοντά στον τρόπο πού ’ζησε καί πέθανε ό ποιητής.
Γεννήθηκε στήν Τρίπολη, στά 1896, άπό όμορφους γονιούς. Είχε ακόμη έναν άδελφό καί μιά αδελφή. Ό ίδιος ήταν κοντός, άδύνατος, ένα λυμφατικό άγοράκι πού δέ θύμιζε σέ τίποτα τά γεροδεμένα κι όμορφα αδέρφια του, δίνοντας τήν εντύπωση ενός
14
μάλλον κουτούτσικου παιδιού. Τό ντροπαλό καί λιγομίλητο αγό ρι γίνεται ό δειλός καί χωρίς σιγουριά άντρας. Ποιος άπό τους γονιούς ήταν ό αύταρχικός; Δεν τό ξέρουμε. "Ομως για ένα είμαστε βέβαιοι: «Άναθρεμένος αυστηρά», λένε καμαρώνοντας, τό άμεσο περιβάλλον του κι ό στενότερος φίλος του. Θά τό καταλαβαίναμε καί χωρίς την πομπώδη πληροφορία, άφοϋ μας τό ομολογεί ό ίδιος λίγο πριν πεθάνει. Ρίξε το δπλο καί aojQiAaov πρηνής όταν ακούσεις avOno'mονς. Αυτό τό πιστοποιητικό τής «αύστηρότητας» πού θά μπορού σαμε νά τό αποδώσουμε σ' έναν Ι.Χ. οικογενειακό φασισμό, είχε σά λαμπρό αποτέλεσμα αναρίθμητα «νόμιμα» εγκλήματα, μια καί ό πατέρας εμφανίζεται, τουλάχιστον ώς τό β' παγκόσμιο πόλεμο, σαν ιδιοκτήτης των παιδιών του. Καί φυσικά τά πιό ευαίσθητα ήταν καί τά μεγαλύτερα θύματα. Θυμάμαι κάποτε πού συζητοϋσυ μέ τόν Πρεβελάκη γιά τήν σεξουαλική ανικανότητα τού Καζαντζάκη, κατά τήν άποψη πού άνάπτυσα εγώ στό βιβλίο μου. «Δέ θά μάθετε όμως ποτέ, μοΰ είπε, αν αυτή ή αναπηρία του προήλθε άπό ψυχικό ή σωματικό τραύμα. Αυτό, μόνο ή Γαλά τεια καί γώ τό γνωρίζουμε». Στήν περίπτωση τοϋ Καρυωτάκη, τό πιστοποιητικό τής αύ στηρότητας θ’ άδρανοποιήσει γιά πάντα τήν ισχνή ικανότητα αντίστασης καί άμυνας τοΰ ευαίσθητου άγοριοϋ, απέναντι στον εαυτό του, στους ανθρώπους καί στ ή ζωή γενικότερα καί θά τοϋ διευκολύνει τό θάνατο.
Χρόνια τώρα ένα σωρό σοφοί εγκέφαλοι προσπαθούν νά εξη γήσουν ένα ακατανόητο — ίσως κι ασυγχώρητο — γιά τήν κρί ση τους φαινόμενο. Πώς κέρδισε ό Καρυωτάκης τήν αθανασία, ερήμην τοϋ κατεστημένου καί χωρίς τις εντολές του. Γιατί άλλοι δεν εγκρίνουν τήν ποίησή του κι άλλοι τόν απορρίπτουν
15
γενικά σάν ποιητή. Κι όμως ή νεολαία επιμένει τώρα καί πε νήντα χρόνια νΰ σκύβει απάνω στά ποιήματά του συγκινημένη. Νά πάρουμε δυό ακραίες «κριτικές» απόψεις, άπό δυό α κραίες πολιτικές συνειδήσεις. Δημαρας: Ό Καρυωτάκης δέν είναι καν ποιητής. (1938) Αΰγέρης : "Ενας τεχνίτης μέ άρωστη συνείδηση μπορεί νά προβάλει τήν άρώστιά του σάν κατάσταση τής ίδιας τής ζωής. (1956) Ό Αΰγέρης προσεγγίζει τήν αλήθεια αρνητικά. Μέσα άπό τήν προσπάθειά του νά υπηρετήσει τήν ιδεολογική του τοποθέ τηση πού δέν επιτρέπει τήν απαισιοδοξία — πού οφείλει νά έχει απεριόριστη εμπιστοσύνη στο μέλλον τής «Επανάστασης» δέν τοϋ συγχωρεΐ τή νοσηρότητά του. Κατά τόν Αύγέρη λοιπόν, ή εποχή πού ό Καρυωτάκης γρά φει καί αύτοκτονεϊ δέν κυοφορεί κανένα ξέσπασμα, σά συνέ πεια άνυπόφορων κοινωνικών καί πολιτικών δεδομένων. Καί βέβαια γελιέται. Γελιέται, γιατί δέ γιατρεύεται ένας άρωστος κοινωνικός οργανισμός επειδή ένας άλλος είναι υγιής, άν είναι. 'Υπάρχει κι ένας άλλος «νοσηρός» πού ή έκδοση τών βι βλίων του απαγορευόταν γιά χρόνια καί πού ή μεγαλοφυία του, δέν άμφισβητεΐται. "Ιδια εποχή μέ τόν Καρυωτάκη, ζεΐ άκόμη καί γράφει, αν καί δέκα χρόνια μεγαλύτερος, ό Κάφκα.Ή νουβέλα του «Ή Μεταμόρφωση» είναι ή ίδια κραυγή διαμαρτυρίας καί γιά τά ίδια πράματα, τόν τρυφερό άνθρωπο πού εξαργυρώνει όλο τό ζεστό καί ανθρώπινο περιεχόμενό του, καθηλωμένος σέ μιά δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία, ανάμεσα σέ ανθρώπους όλότελα άσχετους, ασήμαντους, δουλικούς καί γι’ αυτό ταπεινωτι κούς. Δέν έχει ούτε καί κείνος άλλη διέξοδο κι άλλο τρόπο νά διαφυλάξει τήν ελευθερία του — τών όποιων διαστάσεων — καί τήν άξιοπρέπειά του, παρά τή θέση αυτή. Μοιραία γαντζώ νεται πάνω στήν «υπηρεσία», στή «θέση», πού ένώ ύποτίθεται πώς τοϋ εξασφαλίζει τήν ανεξαρτησία του. τόν ύποδουλώνει καί τόν συνθλίβει. Ποιά ελευθερία; Τήν ίδια, τόσο γιά τόν Κάφκα
16
δσο και γιά τόν Καρυωτάκη, ώς προς εκείνον πού τούς τήν είχε στερήσει. Γιά τόν Κάφκα γνωρίζομε σίγουρα πώς «εκείνος» είναι ό πατέρας του. ’Ακόμα καί ή πιο ανυπόφορη δουλεία — όπως μιας κρατικής υπηρεσίας ήταν γιά τόν Κάφκα λιγότερο σκλαβιά ή χαλαρότερη δυνάστευση, άπό τήν εξάρτησή του στόν πατέρα του. Καί ό πατέρας του τόν αγαπούσε. Γεγονός πού δέν τόν εμπόδιζε νά τόν περκρρονεΐ, τόν γιό του. Σύμφωνα μέ τά σύγχρονα δεδομένα τής επιστήμης, μπορούμε άφοβα νά διακινδυνέψουμε τήν άποψη πώς ό Κάφκα παθαίνει τή φυματίωση, γιατί θέλει. Θέλει ν’ άρωστήσει, σίγουρος πώς θά πεθάνει κιόλας απ' αυτήν, μια καί ή φυματίωση τότε ήταν θανα τηφόρα. Είναι μια έμμεση αυτοκτονία. Καί ή μόνη διέξοδος πού τόν απαλλάσσει άπό δυό δουλείες τό ίδιο θανάσιμες : τήν εξάρ τηση είτε άπό τόν πατέρα είτε άπό τήν «θέση», αλλά καί τήν ά ν ι κ α ν ό τ η τ ά του ν’ άντιδράσει σέ όλα όσα τόν έχουν άπό πυιδϊ βασανίσει —πατέρας, οικογένεια, σχολειό, γραφείο. Καί ό Καρυωτάκης είναι ένας νέος πού έχει πάρει «αυστηρή άνατροφή».
Τό πόσο ώραΐο ήταν νά μεγαλώνεις στο τέλος τού προηγού μενου αιώνα καί στό πρώτο μισό τού αιώνα μας, μπορούμε νά τό ομολογήσουμε άκόμη καί μεΐς, οί έφηβοι τού β' παγκοσμίου πολέμου. ! Δέν είναι τυχαίο πού ό Κάφκα άσχολήθηκε πολύ τά τελευ ταία χρόνια τής ζωής του μέ τήν άγωγή τού παιδιού. Ούτε κι ότι έγραψε πολύ σημαντικά δοκίμια παιδαγωγικής πού χρησιμο ποιήθηκαν στά πρώτα, διαμορφωνόμενα τότε, κιμπούτς τού μό λις «ιδρυόμενου» ’Ισραήλ. Τόν Καρυωτάκη δέν «τόν» παίζουν οί συνομίληκοί του στά παιχνίδια τους (όπως τόν Σάρτρ καί τόν Κάφκα). Τόν φωνάζουν «γέρο» καί τόν άποφεύγουν συστηματικά.
17
Γνώριζα καί γώ, στό Λύκειο πού έβγαλα τό Δημοτικό, ένα παιδί πού τό φωνάζαμε «γέρο». Ά πό αστική οικογένεια. Δέν έπαιζε ποτέ μαζί μας, δέ γελούσε ούτε ξεφώνιζε σάν καί μας στά διαλείματα. Γιά τούς δασκάλους ήταν τύπος καί ύπογραμός εύτακτου μαθητή. 'Ένα βράδυ ήρθε νά βεγγερίσει στό σπίτι μας ό πατέρας του, ό στρατηγός, μέ τήν κυρία του.Τά επαρχιακά σπίτια είχαν πάντα μιά πυρετώδικη προετοιμασία σάν έπρόκειτο νά δεχτούν τά βράδυα. Αυτές οί βεγγέρες ήταν όλη τους ή κοσμική δικαίωση. Οί ετοιμασίες ξεσήκωναν τά παιδιά πού δέν παρευρίσκονταν, φυσικά. Ά πό τις ένιά είμαστε στό κρεβάτι. Περίεργη καθώς ήμουν κατάφερνα νά παρακολουθώ τό «όργιο» τής ψυχαγωγίας, κρυμένη πίσω άπό τήν κουρτίνα μιας ενδιάμεσης τζαμένιας πόρτας. Καί μόνο σάν πάγωνα, γιατί ’μουνα μέ τό νυχτικό, -αναγύριζα στό κρεβάτι μου. Τήν περίφημη εκείνη νύχτα ακόυσα τό στρατηγό νά λέει στον πατέρα μου. «ΈγώΆντρέα είμαι πιό αυστηρός άπό σένα· Γιατί τά δικά μου είναι καί αγόρια καί θέλω νά γίνουν άντρες. Καί ξέρεις τί κάνω; Κάθε Σάββατο κατεβαίνουν όλοι στό υπό γειο, στέκουν στή σειρά, κατεβάζουν τά παντελόνια τους, όπως τούς έχω μάθει, καί γώ τούς παίζω στόν κώλο άπό δέκα βουρδουλιές στόν καθένα.» Καί στό μικρό, ρώτησε ό πατέρας μου. «Καί στούς τρεις σου λέω». Κείνη τή νύχτα πάγωσα πριν τήν ώρα μου κι έτρεξα στό κρεβάτι. Ήξερα πιά, γιατί ό γιος του δέν γέλασε καί δέν έπαιξε ποτέ μαζί μας. Ή ταν στραγγαλισμένος. Ντρεπόμουνα πού δέν τόν συμπαθούσα. Α λλά κανένα παιδί δέν αγαπάει τόν «άρίστης διαγωγής» συμμαθητή του. Μπορεί νά τόν φθονεί καί νά ’θελε πολύ νά τού μοιάσει. Αλλά ή φυσική του ζωντάνια είναι πολύ πιό ισχυρή άπό τό φθόνο του καί βγαίνοντας άπό τήν τάξη εκτο νώνεται πετώντας σάν πουλί στόν αέρα.
"Οσο είναι μικρός, λοιπόν, ό Καρυωτάκης τά παιδιά τόν άπο?
φεύγουν. Δέ θά τρέξει, δέ θά ξεφωνίσει δέ θά ξεκαρδιστεί.Περή φανος καί τρομοκρατημένος, ίσιος, θά καταλαγιάσει φυλακίζον τας μέσα του ένα σμάρι πουλιά πού λαχταρούν τά όρμήσουν στό πανηγύρι τού σούρουπου. Ό λιγοστός αυθορμητισμός, πού πι θανόν νά τού άφησε ή «αύστηρή ανατροφή», θά ξεψυχίσει στην άμείλιχτη κι ακαρδη αδιαφορία των συνομηλίκων του. 'Ο Κάφκα, μας λένε οί βιογράφοι του, συνήθιζε κάθε άπόγεμα πού σχολούσε νά πηγαίνει σ' ένα εβραίικο νεκροταφείο πού βρισκόταν στό δρόμο τής επιστροφής του. Καθόταν εκεί, μοναχικό παιδάκι, τά δέκα, δεκαπέντε λεπτά πού ξεκλέβουν δλσ τά. παιδιά από τήν επιστροφή τους, πριν γυρίσει σπίτι του. Πήγα σ’ αύτό τό νεκροταφείο. Πνιγμένο στό πράσινο καί τά κελαδητά των πουλιών. Ή Πράγα ολόκληρη εξάλλου αντηχεί από χιλιάδες κελαδητά. Πήγα τήν ίδια οιρα, γύρω στις τέσσερις, πού ό ήλιος είναι πιά μελένιος. 'Αλλά σκύφτηκα πώς ό Κάφκα πήγαινε χειμώνα στό σχολειό. Κι άναρωτήθηκα, τί ζητούσε ένα τόσο μικρό παιδί σ' έναν τέτοιο έρημο καί παγωμένο χώρο. Καθυστερούσε τήν επιστροφή του στό σπίτι;
Πέρα όμως άπό τά προσωπικά καί φιλολογικά μας βιώματα αξίζει νά δούμε κι άπό μιά άλλη σκοπιά τήν περίοδο 1920 - 30, πού είναι καί ή τελευταία δεκαετία τής ζωής τού Κάφκα καί τού Καρυωτάκη. Πρόκειται γιά μιά δεκαετία πού σημαδεύει τήν ανθρώπινη ιστορία. Στά 1929 επιστήμονες κύρους, σάν τούς Πώλ Φέντερν, Έντουαρντ Χίτσμαν, Χάντς Χάρτμαν, Βίλχελμ Ράιχ καί ό Φρόυντ (πού δέν έχει οριστικά αποσχιστεί άπό τό κίνημα) φτάνουν σέ άποφασιστικά συμπεράσματα γιά τήν άνάγκη θεμελιωδών αλλαγών στήν άνατροφή τού παιδιού καί ζητούν διέξοδο άπό τήν μοραλιστική άπολυταρχία πού έχει σάν αποτέλεσμα τις ομαδι κές κοινωνικές νευρώσεις. Ό Μάξ Χόνταν, στό βιβλίο του «Ή ιστορία τής σύγχρονης
19
ηθικής» χαρακτηρίζει τή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πού επι κρατούσε στην Ευρώπη τή δεκαετία τού 1920: α) Αυστηρός περιορισμός στις αναπαραγωγικές καί γονεϊκές τάσεις τού σεξ (Σε εγκύκλιο προγράμματος τού Συμβουλίου τής Κομητείας τού Λονδίνου τό 1935 συνιστοϋσαν νά μή συμπεριλαβαίνονται τά θηλαστικά στά μαθήματα των άνωτέρων σχολών). )ί) Συστηματική τρομοκράτηση γύρω άπό τά αφροδίσια νο σήματα ειδικά καί τούς κινδύνους τού σεξ γενικά. γ) Καλλιέργεια αμηχανίας καί ένοχης στά παιδιά γιά ότι αφορούσε τό σέξ. Τήν Ιδια εποχή σ’ ένα άρθρο μέ τίτλο «Ή ανάλυση τής φο βίας σ' ένα πεντάχρονο αγόρι» ό Φρόυντ τονίζει ότι «μέχρι σ ή μ ε ρ α κανείς δέ ρώτησε μέ ποια μέσα kui μέ ποιό βαρύ τίμημα είχε κατακτηθεί ή καταπίεση των ενοχλητικών ενστίκτων.» Παράλληλα ό Ράιχ βεβαίωνε μέ πεποίθηση πέος «αύτές οί νευριάσεις μπορούσαν ν' αποφευχθούν, αρκεί νά δίδονταν δια φορετικές μορφές στήν ανατροφή, στην οικογενειακή ζωή καί τήν κοινωνική οργάνωση. Γιατί, ισχυρίζεται, ή οικογένεια δια μορφώνει τόν ύποτακτικό στήν εξουσία καί φοβισμένο στή ζωή υποτελή καί μ’ αύτό τόν τρόπο δημιουργεί διαρκώς τή δυνατό τητα νά εξουσιάζονται οί μάζες άπό μιά χούφτα ισχυρών. ΤΙ οικογένεια, λέει ακόμη, αύτοαναπαραγάγεται μέ τό νά ακρωτηριάζει σεξουαλικά τούς άνθρώπους. Μέ τή διατήρηση τής πατριαρχικής οικογένειας διατηρείται και ή σεξουαλική ήθική μέ τις συνέπειες της. . . Ό πατέρας είναι ό φορέας καί ό αντι πρόσωπος τής κρατικής εξουσίας στήν οικογένεια... Ό άν τρας, έξ αιτίας τής αντίφασης τής θέσης του, είναι στον μηχα νισμό παραγωγής ύ π η ρ έ τ η ς καί στό μηχανισμό τής οικο γενειακής του λειτουργίας ά φ ε ν τ ι κ ό — τυπικά καί κατά συνέπεια μιά φύση έ π ι λ ο χ ί α : ύποτάσσεται προς τά πάνω καί εξουσιάζει πρός τά κάτω, μεταβιβάζοντας καί έπιβάλοντας τίς απόψεις έξουσίας-κοινωνίας. Τήν ύποτελή του θέση απέναντι στήν εξουσία τήν αναπαράγει στά παιδιά του καί ιδιαίτερα στούς γιους.
20
Kui ό Μάρξ : Οί πιό δειλοί καί οί πιό άνίκανοι γιά αντίσταση άνθρωποι, γίνονται άτεγκτοι, μόλις μπορέσουν νά επιβάλουν τήν άπόλυτη γονεϊκή εξουσία. Ή κατάχρησή της είναι σαν ώμο άντικατάστατο γιά τήν τόση ύποτέλεια καί εξάρτησή της στήν αστική κοινωνίυ. "Ολα αύτά έμεΐς, άν δεν κάνω λάθος, τά θεωρούμε ϊσως καί σήμερα άκόμη «αυστηρή ανατροφή». Οί επιστήμονες όμως διαπίστωσαν πώς αυτή ή «αυστηρή ανα τροφή» είχε σά συνέπεια τις νευρώσεις καί τήν ψυχική αθλιό τητα πού ό Ράιχ βάφτισε χαρακτηριστικά «πανούκλα». Οί προικισμένοι άνθρωποι δέν βολεύονται εύκολα με τήν πανούκλα πού κουβαλούν μέσα τους. Ή σύγκρουσή τους μέ τήν ψυχική τους άθλιότητα καί τό περιβάλλον τους προδίδεται άλ λοτε μέ πολύ χτυπητές πράξεις κι άλλοτε μέ ιδιοφυή έργα. Τό διήγημα τού Κάφκα, «ή Κρίση», πού θεωρούσε ό ίδιος τό αρι στούργημά του, όπως καί είναι, καθρεφτίζει μέ εφιαλτικό τρόπο τή διάγνωση τής πανούκλας του, πού άναφέραμε παραπάνω. Στον Καζατζάκη, τό ϊδιο σύμπτωμα, εκδηλώνεται μέ γιγαντομανία, προσπαθώντας άσύνειδα νά καλύψει τήν σεξουαλική κατά λυσή του. Παράδειγμα, τά ύπερφυσικά μεγέθη πού αποδίδει στους άνθρώπους (Καπετάν Μιχάλης καί Ζορμπάς). Ό Καρυωτάκης άνακαλύπτει άπό πολύ νωρίς τή μηδαμινοποίησή του. Καθόλου ρομαντικός, όπως βόλεψε νά τόν χαρα κτηρίσουν καί περισσότερο προφητικός βλέπει καθαρά πώς τόν φόρτωσαν άχρηστο υλικό καί πώς οί προκατασκευασμένες «αξίες», ήρωισμός, παρθενικοί έρωτες, καταχτητικοί πόλεμοι, πολεμική δόξα ώς κι ό Θεός, δέν άποτελεϊ πιά καμιά εγγύηση γιά τό νέο άνθρωπο. Σύμβολα εμείναμε καιρών πού απάνω μας βαραίνουν, άλντοι γρίφοι πού μιλούν μονάχα ιίτόν εαΐ'τό τους Ξαρμάτωτος γιά τή ζωή καί γιά τήν είσοδό του στον εκκολα πτόμενο γραφειοκρατικό καί βιομηχανικό κόσμο,
διπλώνοντας το στήθος τον, γυρεύει αναπνοή στη σκόνη τω χαοτιώ τον καί άλλου : "Ολοι μαζί κινούμε συρφετός, γυρεύοντας όμοιοκαταληξίa Ή όμοικαταληξία είναι ή τυποποίηση του ανθρώπου πού θά καταλήξει ένα μέ τά βιομηχανικά προϊόντα πού βγαίνουν μέσα από τά καλούπια σέ χιλιάδες ομοιόμορφα αντίγραφα. Καί σ' όλα αύτά πού τά βλέπει καθαρά είναι άνίκανος ν’ άντιδράσει γιατί είναι άοπλος, εξουδετερωμένος, καθώς δέν του άφισαν τίποτα ζωντανό, αυθόρμητο νά μεγαλώσει μαζί του. Τόν στραγ γάλισαν, τόν νανοποίησαν μέ τήν «αυστηρή ανατροφή» τους... . . . όμως ό ίδιος πάντα μ έ ν ω τά χρόνια που περάσανε με ιϊφήκαν παράξενο παιδάκι γεοασμένο. Δέ διέγραψε καμιά τροχειά : παιδί, έφηβος, νέος, άντρας. Τόν φάσκιωσαν μέσ’ στις απαγορεύσεις τους καί μέσ’ στούς καθωσπρεπισμούς τους, όπως φάσκιωναν άλλοτε τά πόδια των νεαρών Κινέζων γυναικών, γιά νά μή μεγαλώνουν καί νά διατη ρούνται κομψοτεχνήματα, προκειμένου νά ικανοποιούν τήν άρσενική αισθητική ντελικατέτσια. 5Απ’ αύτή τήν αίσθηση τού γερασμένου παιδιού πού δέ διαφέρει άπό τό θάνατο, τό μόνο πού μπορεί νά κάνει, πού κανείς δέ θά καταφέρει νά τού απαγορέ ψει, είναι ή συνειδητοποίηση τού φ ό ν ο υ , Ιέν είναι πια τραγούδι αυτό, δέν είναι αχός ανθρώπινος. Άκούγεται νά φτάνει σάν τελευταία κραυγή κάποιον πόχει πεθάνει. ή συνειδητοποίηση τού εγκλήματος πού ’γίνε σέ βάρος του.
Κι ένώ «ή ζωή διιχβϋίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα», *Λν ερΟει κανείς την πλάκα μας νά χτυπήσει, Οά φαντάζεται πώς ε χ ο ν μ ε %ή α ε ι. Εΐρωνία, ναί, σαρκασμός, λύσσα, απόγνωση καί παρ’ όλη αύτή τήν επίγνωση, . . . ρωτιόμαστε τ! νά ’ χ ο ν μ ε, τί νά '/<’>, Μήπως τώρα μπορούμε νά δώσουμε μιάν εξήγηση στήν «αθα νασία» τού Καρυωτάκη; Πού δέν ήταν μόδα, αλλά άρώστια. Μιά χρόνια επιδημία, μιά ασφυξία πού επέβαλε ό απάνθρωπος αύταρχισμός τού πατέρα. Ή ταν ή εποχή πού οί άντρες δέν συγ χωρούσαν τή γέννηση μιας κόρης, χωρίς καί νά διανοούνται πώς θά παραιτηθούν από τά δικαιώματα τού μεγάλου άφεντικοΰ παραχωρώντας κάποια θέση καί στούς γιους πού μεγάλωναν στο σπίτι τους. Τήν ασφυξία αύτή πού δέν τήν είδε τό κοντό φθαλμο κατεστημένο μιά καί ή άνοσία του στόν προβλημα τισμό τού εξασφαλίζει τό βόλεμά του άλλά ούτε καί ό δογμα τισμός, τή ζοΰσαν όμως χιλιάδες νέοι στήν καταπιεσμένη τους ύπαρξη γι' αύτό κι άνακήρυξαν τόν Καρυωτάκη καί τήν ποίη σή του σά σύμβολα τής διαμαρτυρίας τους. Κι αύτό δέ συνέβαινε μόνο στήν Ελλάδα μά καί σ' όλο τό χριστιανικό κόσμο, όπως είδαμε παραπάνω. Γι' αύτό τήν ίδια άκριβώς εποχή, άρκετοί φωτισμένοι επιστήμονες τής Ευρώπης ξεκινούν έναν άγώνα γιά νά σώσουν τή νεολαία τού κόσμου. Τό άποτέλεσμα πήρε τήν μορφή τού κοσμογονικοΰ κινήματος τής νεολαίας 25 χρόνια αργότερα.
'Άρωστος ναί, ήταν ό Καρυωτάκης, όπως διέγνωσε καί ομολόγησε πάλι ή επιστήμη, άλλά ανίσχυρος ν' άντιδράσει : «όπως καταστρέφεται ή τάση γιά σεξουαλική εξέγερση άπό τό φόβο τής τιμωρίας, έτσι καλύπτεται μέ φόβο καί κάθε άλλη
23
ιάση γιά εξέγερση, άπό τη γέννησή της κιόλας καί ανεξάρτητα από τις πιθανότητες επιτυχίας της. Μέ συνέπεια, μιά γενική παΟητικότητα, απάθεια κι ετοιμότητα γιά προσαρμογή». (Ράιχ) Λυτό είναι τό πορτραϊτο τοϋ Καρυωτάκη σ’ όλη του τή ζωή. Χωρίς καί νά σημαίνει πώς μέ τήν υποταγή του τερματίζεται καί ή αγωνία του. ’Αντίθετα, ή ανικανότητά του νά άντιόράσει σ’ ένα οικογενειακό καί κοινωνικό περιβάλλον πού περιφρονεΐ καί απορρίπτει, τον άρωσταίνει άκόμη περισσότερο. Τό κουράγιο πού δέν έχει νά πολεμήσει αύτή τήν κοινωνία, αυτούς τούς θεσμούς, αύτό τό κατεστημένο, τόν άρωσταίνει τό ίδιο, όσο καί ό φόβος πού τόν κυριεύει στήν ιδέα νά τό πραγματοποιήσει. . . . κ ι r oivuc't
στοιγκά στήν ησυχία
« ίνστνχία» επιγραφή τήν 'έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι} άκόμη Οά την ακόυσαν οί σκύλοι κι αλυχτούνε. ΟΙ ΰ,νθοωποι δέν άχοννε: Ο Καρυωτάκης θά γράψει τά πρώτα του «στιχάκια» στά 16 του χρόνια. ΤΊ καλλιτεχνική δημιουργία, όπως καί ή τρέλλα ναί, ή παραφροσύνη — είναι ή διέξοδος άπό τήν εσωτερική σύγκρουση τοϋ ατόμου μέ τόν κόσμο ή τό άμεσο περιβάλλον του. Ή Δημιουργία είναι ή πρόσκαιρη κατάργηση ενός κλίμα τος καί ή μετάβαση σ’ ένα άλλο, πού κατασκευάζει ό Δημιουρ γός, όπου καί καταφεύγει γιά νά άνασαίνει άνετα μέσα του. Άπό κεϊ κι έπειτα θά συνεχίσει νά γράφει μανιασμένα κι άκόμη πιό μανιασμένα θά στέλνει διπλά καί τριπλά άντίγραφα σ’ όλες τις φυλλάδες τής εποχής. Βέβαια τά άλλα αγόρια, τά συνομήλικό του, τρέχουν, παλεύουν, νικούν άλλα άγόρια. Μά δέν γράφουν ποιήματα. ’Ωστόσο αύτός Οά κερδίσει τήν πρώτη μάχη. Θά τόν ερωτευτεί ή νεαρή Ά ννα Σκορδίλη. Ό έρωτάς τους δέ θά κρατήσει πολύ, γιατί ό Κ. θά φύγει άπό τά Χανιά (πού είναι διορισμένος ό πατέρας του) γιά σπουδές στήν Αθήνα.
24
Ή ώρυία κόρη παντρεύεται κάποιον άλλον. Πόσο Οά τραυ ματιστεί ό ποιητής άπ αυτή την προδοσία μπορούμε νά τό φανταστούμε, παρ’ δλο πού ό δεσμός διαρηρεΐται σε επίπεδο τελείως φιλολογικό, όπως φαίνεται από τά ασήμαντα γραμματάκια τής νεαρας πού διασώθηκαν. ’Ωστόσο είναι αστείος ό ισχυ ρισμός τού πρώτου βιογράφου του πώς, «καμιά άλλη γυναίκα δέ φαίνεται νά έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στή ζωή του». "Ολοι ξέρομε πόσο μεγάλο καί πόσο ασήμαντο είναι αυτό τό «πρώτο αίσθημα». Κι ό Κ. ήταν ακριβώς δεκαοχτώ χρόνων τότε. Στά 21 του χρόνια, στά 1917, παίρνει πτυχίο Νομικής. ’Αρ χίζει νά γνωρίζει λογοτεχνικές επιτυχίες. Τά ποιήματα του δη μοσιεύονται σέ εφημερίδες καί περιοδικά. Στά 1919 έκδίδεται ή πρώτη του συλλογή «Ό Πόνος τού ’Ανθρώπου καί τών Πρα μάτων». Τόν ίδιο καιρό στρατεύεται. 'Η οικογένεια του είναι δεξιά κι έτσι περνάει από γραφεία σέ άποσπάσεις ή άναρωτικές ώσπου απολύεται οριστικά στά 1920. Στά 1921 βρίσκεται δι ορισμένος στή Νομαρχία ’Αττικής. Ή Ελλάδα καίγεται κυ ριολεκτικά, αλλά ό Καρυωτάκης δέ φαίνεται από πουθενά νά μετέχει σέ τίποτα. Μέ τόν φίλο του καί πρώτο βιογράφο του Σακελλαριάδη επιχειρεί νά γράψει τή θεατρική επιθεώρηση «Πελ-Μελ». Τόν ίδιο καιρό κυκλοφορεί ή δεύτερη ποιητική του συλλογή «Τά Νηπενθή». Λίγο καιρό άργότερα ένα προ» ανοίγει ή πόρτα του γραφείου του στή Νομαρχία καί μπαίνει μέσα μιά νέα κοπέλα. Κάθισε άπέναντίτου καί τόν ρώτησε μέ τήν πιο ζεστή φωνή πού ακούσε ποτέ. — Ποιος είστε σεις; Τί κάνετε μέσα δώ; Ό Καρυωτάκης τά ’χε τελείως χαμένα καί χαμογέλασε γιά νά δώσει διέξοδο στήν αμηχανία του. Λίγο ακόμα καί θά πίστευε πώς ήταν πλάσμα τής φαντασίας του. Τόσο όμορφη καί τόσο άφοβη! Ή άνάσα του είναι κομένη, κάτω από τά μάτια της πού τόν άνιχνεύουν, τόν πληγώνουν, στήν άσκήμια του, στό τερά στιο κεφάλι του πού στέκει τόσο παράταιρο μέ τό άδύνατο καί μικρό κορμί.
25
—'Εγώ είμαι ή Μαρία, του λέει. Καί συνεχίζει ασυγκράτητη : «'Έρχεστε συχνά εδώ; Πώς αντέχετε νά βλέπετε τήν άσκήμια όλων τούτων των θλιβερών πλασμάτων. Μά δείτε στό θεό σας, τή φτώχια των ματιών τους, τήν πενιχρότητα τού χαμόγελού τους, τήν ένδεια ζωής στήν έκφρασή τους. Θά πεθάνουν όπως ακριβώς έζησαν! ’Ανυποψία στοι γιά τό Οαϋμα τής ζωής. ’Αλλά δέ μου ’πάτε ποιος είστε; Τι γυρεύετε δώ; — Μά γιατί; — Είστε ξέταιρος. — Κι όμως δουλέβω. Καί λέγεστε; — Κώστας Καρυωτάκης. —'Ο ποιητής! ’Απρίλης τοϋ ’22. Ή Μαρία είναι είκοσι χρόνων καί ό Καρυ ωτάκης 26. Καί τά νιάτα τους δειλά κι άγρια, άπελπισμένα καί διψασμένα γιά πίστη θ’ άνάβουν φωτιές τ’ "Αη Γιαννιοΰ όπου σταθούν, όπου κυττάξουν, όπου διαβοΰν, όποια στιγμή τής μέ ρας, σ’ όποιο σημείο τής γής συναντηθούν κι άντικρυστοϋν τά μάτια τους. Κάθε φορά πού τά δάχτυλα τού ενός θ’ άκουμπήσουν τήν επιδερμίδα τού άλλου. Παντού θά ύψώνουνται φλόγες, νά καίνε τις μαρτυρίες, νά πυρπολούν τά ίχνη, νά λαμπαδιάζουν τά ίδια τους τά σώματα. Γιυτί άλλος κανείς δέ θά ’ρθει, άλλος κανείς δέν είναι άξιος ούτε ν’ άντικρύσει τήν εκτυφλωτική καί καταστρεπτική φλόγα πού ξαφνιάζει, γεννά, μεθά τά δυό τούτα παιδιά ώσπου νά τά κατακάψει. Δέν υπάρχει ούτε μιά φίλη δική της, ούτε ένας δικός του φίλος πού νά μπορούν νά καυχηθοΰν γιά μιά εκμυστήρευση, μιά κάποια ομολογία αυτού τού πάθους. Ή Μαρία έχει τουλάχιστον τήν αδελφή της καί μιλάει γΤ αύτόν μαζί της. ’Αλλά ό Καρυωτάκης δέν έχει κανέναν. Ό Σακελλαριάδης είναι ό πιό στενός φίλος του. Κι όμως στό βιβλίο πού ’γράψε, λίγο μετά τό θάνατό του άρνιέται μέ πείσμα (καί περιφρόνηση γιά τό πρόσωπο τής Μαρίας) τό δεσμό τους. «Δέν είχαν δηλαδή δεσμό;» ρώτησα τόν Σακελλαριάδη.
26
- ΙΙοτέ, μυΰ άπαντά. Ό Καρυωτάκης δέν είχε αισθηματικούς δεσμούς, κοιμόταν πάντα μέ πληρωμένες γυναίκες, τού δρό μου». — Καί δέν κοιμήθηκε ποτέ μέ τή Μαρία; — Μ' αυτήν, ποτέ. — Στο βιβλίο σας όμως, επιμένω εγώ, αφήνετε ξεκάθαρα νά φανεί πώς ή Πολυδούρη ήταν μιά πόρνη. —Ήταν, μου απάντησε τό ίδιο κατηγορηματικά. —"Αν ήταν, γιατί δέν κοιμήθηκε μαζί της ό Καρυωτάκης... Ό «φίλος» σωπαίνει παγιδευμένος. Καί δέν είναι ό μόνος πού κακοποίησε, χλεύασε, λέρωσε τό πέρασμά της καί τό πά θος της. ’Ίσως για νά επιβεβαιώσουν όλοι αύτοί, πόσο δίκιο εί χαν οί δυο νέοι πού δέν αξίωσαν κανόναν κοινωνόντας του τό μυστικό τους. Κι άκόμα γιατί κείνη ή μίζερη εποχή δέ μπορούσε νά παραδεχετεΐ τήν παρουσία μιας γυναίκας πού δ ι α λ έ γ ε ι τούς εραστές της. Πού περιφρονεϊ όλους αυτούς τούς σεξουαλι κά ύποσιτισμένους πού τήν κυνηγούν σά λιμασμένα σκυλιά καί πού, φυσικά, Οά τή διασύρουν λυσσασμένοι από τήν αποτυχία τους. Κι όμως ό Σακελλαριάδης γνωρίζει πάρα πολλά, όπως θά δούμε παρακάτω, γιατί σ υ ν η θ ί ζ ε ι νά επισκέπτεται τή Μα ρία, μετά τό θάνατο τού Καρυωτάκη. Καί άπό ότι μου είπε ό ίδιος, εκείνος τής έπέστρεψε ένα μέρος άπό τά γράμματά της, πού βρέθηκαν στό μπαούλο τού ποιητή μετά τό θάνατό του. ’Ασφαλώς πρόκειται για τά γράμματα πού εκείνη εμπιστεύτηκε μετά στή Μυρτιώτισα. Καί γιατί, άφοϋ δημιουργεί τόσο στενές σχέσεις μαζί της, μετά τό θάνατο τού φίλου του, τήν διασύρει σ’ όλο τό ύπόλοιπο τής ζωής του μέ τόσο μίσος; Μήπως γιατί πίστευε πώς θά τον διαδεχτεί στήν καρδιά καί τό κρεβάτι της;
Ό Καρυωτάκης νιώθει μπροστά της εξουθενωμένος. Μέ τή σιγουριά καί τήν αυτοπεποίθηση πού χαρακτηρίζει όλάκαιρη τή ζωή της, θ’ απλώσει τό θαυμάσιο χέρι της στή χούφτα τού ποιητή.
27
— Σ’ αγαπώ, πάμε νά φύγουμε! Μαγεμένος μα καί σκανδαλισμένος, Οά τήν ακολουθήσει. Μέσα άπό τήν καταχωνιασμένη ψυχή του, μέ τή δειλία πού ’χει στοιχειώσει τή νιότη του, θ' αναρωτιέται έκθαμβος, άν στ’ αλήθεια υπάρχουνε τόσο απελευθερωμένοι άνθρωποι. Θά Όελε πολύ νά παρηγορηθεϊ πώς σφάλει, πώς πέφτει στήν παγίδα μιας καταφερτζούς, μιας τιποτένιος. Είναι δυνατό νά τόν αγαπήσει αυτόν, μιά τόσο ωραία γυναίκα; Γιατί; Μήπως διαισθάνεται τήν ερημιά του, τή στέγνια του τήν αισθηματική, τήν πείνα τής καρδιάς του γιά άγάπη; Μήπως τόν λυπάται; Καμιά του επιφύλαξη δέν όφελεΐ. Καί θά παραδοθεΐ άνευ όρων. "Ανευ όρων φυσικά, όσο ό δεσμός τους θά έξαρταται μόνο άπ’ αυτόν, αν κρίνουμε άπό τό μοναδικό γράμμα του πού διασώθηκε καί πού μιλεΐ γιά τόν έρωτά του. «.. .Χρυσή μου, τής γράφει,τό Μάη τού '22, γιατί μέ ρωτάς άν πονώ στή σκέψη ότι μ’ άγαπας έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περσότερο άπό όσο έφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’ άγαπήσω. Τί έχω κάμει λοιπόν γιά νά μή μέ πιστεύεις άκόμη; Πόσο καλό μου κάνουν τά γράμματά σου, όσο κι άν είναι γεμάτα άπό τή μελαγχολία σου εκείνη! Καί πόσο είναι όμορφα γραμμένα! "Ενα «Τάκη!» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τά βάζεις εκεί πού πρέπει φτάνουν βαθιά ώς τήν καρδιά μου. "Ηθελα πράγματι νά είμαστε, έστω καί πουλιά, στό θαυμάσιο εκείνο τοπίο ( .. .) καλύτερα όμως-..τό ομολογώ — άνθρωποι, αλλά πιό άπλοϊκοί πιό ελεύθεροι άπό τώρα. ·.» "Ολη τήν ελευθερία πού τού λείπει, τή διαθέτει αύτή καί γιά τούς δυό τους. Πάντα τολμά εκείνη, όλα όσα έπρεπε ό ίδιος νά προτείνει. Νά αγαπηθούν, νά συνδεθοΰν, νά φιληθούν. "Ενα απόγευμα τόν παρασέρνει νά πάνε περίπατο ώς τό Φά ληρο. Έξω άπό τόν "Αη Σώστη, τούς παίρνει τό μάτι ενός χω ροφύλακα νά περπατούν αγκαλιασμένοι. «Αυτό, τά χρόνια έκεΐνα, μοΰ εξηγεί ό Σακελλαριάδης, ήταν προσβολή τής δημοσίας αίδοΰς. Τό τμήμα 'Ηθών έπαγρυπνοΰσε καί άλλοίμονο σ'όποιο ζευγάρι συλλαμβανόταν χωρίς νά κρατά μαζί του τό . . .πιστό-
28
ποιητικό του γάμου του. Ό χωροφύλακας τούς κάλεσε να τόν ακολουθήσουν στο Τμήμα. Ό Καρυωτάκης πάνιασε, καί ισχυρί στηκε πώς έπρεπε νά πάρουν ένα μόνιππο γιατί ήταν πολύ μα κριά. Ό χωροφύλακας δέχτηκε. Κάθισε αύτός δίπλα στον άμαξα καί τό ζευγάρι πίσω. «Χαθήκαμε», ψιθυρίζει στή Μαρία, μόλις τό μόνιππο ξεκίνησε. «Καί τί νά κάνουμε» τόν ρωτά εκεί νη. ’Αλλά βλέπει τό κατάχλωμο πρόσωπό του kui τά γεμάτα πανικό μάτια του καί τοϋ λέει αποφασιστικά. «Τότε άντε, πήδα». Κάποια στιγμή πού τό άμάξι σιγάνεψε, ό Κ. πήδηξε καί τήν άφησε μόνη. Ό χωροφύλακας άφρισε από τό κακό του σάν φτάσανε στο Τμήμα καί διαπίστωσε πώς μετέφερε μόνο εκείνη». Καί τί τής έκαναν, ρωτώ τον Σακελλαριάδη. -- Λέν μπορούσαν νά τής κάνουν τίποτα. ’Εξάλλου κείνη είχε τόν τρόπο της νά τούς φέρνει όλους καπάκι. Τό περίεργο είναι, συνέχισε ό Σακελλαριάδης, πώς όχι μόνο δέν κατάλαβε πόσο εξευτελιστική ήταν ή συμπεριφορά του, αλλά τόν δικαιο λογούσε κιόλας, όταν μοΰ διηγήθηκε τό επεισόδιο». «'Ένας πραγματικός άνθρωπος, μοΰ είπε, δέν είναι υποχρεωτικά καί ήρωας. ’Εγώ αγάπησα έναν Ποιητή. "Αν ήθελα ήρωισμούς θά ερωτευόμουνα τόν Άνδροΰτσο». "Οσο για τόν ίδιο τόν Καρυωτάκη δέν ξέρομε πώς αίσθάνΟηκε. 'Υπήρχε φυσικά ή λύση νά δηλώσει πώς ή Μαρία ήταν ή αρραβωνιαστικιά του. Μόνο πού τό Τμήμα Ηθών θά ζητούσε τήν επαλήθευση τής πληροφορίας καί από τήν οίκογένειά του. ’Ανάμεσα στο φόβο του γιά τόν πατέρα καί τόν έξευτελισμό του στή Μυρία, διάλεξε τό δεύτερο. ’Από δώ κι έπειτα θά διαπι στώνουμε πώς καμιά ανάγκη (σάν τήν ελευθερία π.χ.) καί κανέ να αίσθημα, όσο ισχυρό κι αν είναι, δέ θά ξεπεράσουν ποτέ τό φόβο του γιά τούς δικούς του. ’Αλλά ή Πολυδούρη θ’ αναπτύξει κι άλλες πολύ πιό τολμη ρές πρωτοβουλίες. Μέ λίγα λόγια θά τού ζητήσει νά παντρευ τούν. Πόσες γυναίκες καί σήμερα ακόμη, μπορούν νά προτεί νουν γάμο σ’ έναν Έλληνα; ’Αλλά καί πόσο καλόπιστος, τί
29
μιος καί αγαθός πρέπει νά 'ναι κανείς γιά νά 'ναι άπλός! Καί σήμερα ακόμη σέ κοινωνίες νεόπλουτες καί ραγιάδικες σάν τή δική μας, ένας πραγματικά απελευθερωμένος άνθρωπος είναι μια ακατανόητη, παραξηγημένη περίπτωση καί μιά πρόκληση. Άλλα ή Πολυδούρη έχει αποφασίσει πώς εκείνος πού διάλεξε, πού ξεχώρισε από τό πλήθος των άντρων πού τήν πολιορκούν, δέν μπορεί ν ά ’ναι διαφορετικός από τήν ίδια ούτε κι είναι δυ νατό νά τήν παρανοήσει. Σύμφωνα με τήν πληροφορία τής αδελφής της ή οριστική απάντηση στή πρόταση δίνεται άπό τόν Καρυωτάκη σ’ έναν άλλο τους περίπατο στο Φάληρο. ’Ίσως ν ά ’χε ξεχάσει πώς ή Μυρία τού τό πρότεινε μ’ ένα γράμμα. "Ισως νά μήν ήξερε κάν τό γράμμα αυτό. Στή μνήμη της πάντως διατηρήθηκε ό σπαρα γμός τής άδελφής της μετά τήν άρνησή του, μέ τή δικαιολογία πώς δέν μπορεί νά παντρευτεί γιατί πάσχει άπό «χρόνιο αφρο δίσιο νόσημα». Στό γράμμα τού έγραφε: ’Αγαπημένε μου Θά σοΰ διηγηθώ μιά ιστορία πολύ πρωτότυπη σήμερα — καί τί μιά άπελπισμένη καρδιά δέ σκέπτεται, δέν άποφασίζει; Είναι ή μοίρα σου πολύ βαριά. .. άλλα, Θεέ μου! πόσο βαρύτερη εί ναι ή δική μ ου... αν ήξερες ...κ α ί νά στεκόμαστε έτσι μέ άτονα χέρια, εμείς μέ τή μεγάλη θέληση μέχρι τού σημείου νά ζοΰμε μιά ζωή τόσο τυραννική. .. νά γινόμαστε τά παιχνίδια τής κάθε ήμέρας πού περνάει, τής κάθε στιγμής. 'Άκουσέ με, Τάκη μου, μέ τήν ήρεμη προσοχή πού θ’ άκουγες ένα φίλο σου, kvuv δικό σου. Δέν έχω άπέναντί σου τις ψεύτικες ντροπές, τις μικρές δειλίες, τούς άπάνθρωπους εγωισμούς μιας κοινής ερω μένης. Είμαι ή φίλη σου, μέ τή συνείδηση πώς είμαι ή μοναδική σου φίλη. Δέν είναι λόγια στιγμιαίας έξάψεως όσα θά σοΰ εϊπώ, πίστεψέ με. ’Έλα, Τάκη, νά ζήσουμε μαζί... νά ίδεΐς πόσο γλυκιά, πόσο άνακουφιστική θά ’μαι σέ σένα. Δέν είναι δύσκολο, μά καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τά εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί καί οί δυό, άλλα τί μ’ αύτό; μήπως τώρα πού είμαστε
30
χωριστά δέν είμαστε φτωχοί καί χωρίς καμιά καμιά ελπίδα νά γίνουμε πλούσιοι; Δυό δωμάτια μας φτάνουν. Θά εργάζομαι κι έγώ, δχι βέβαια δπως τώρα στή Νομαρχία καί στή θέση αυτή. Θά γράφω σέ μιά από τις βενιζελικές εφημερίδες από ένα μικρό άρΟράκι — πιθανώς στό Βήμα - ■δπως κείνα πού γράφει ή «Μία», κόρη τοΰ Γαβριηλίδη, στή Νέα 'Ημέρα. Θά παίρνω 400 - 500 δρχ. τό μήνα μέχρις δτου πάρω τό δίπλωμά μου. Τότε 0ά κερδίζω πολύ περισσότερα. Δεν είναι όνειρα αύτά πού σου γράφω1 γνωρίζω πολλούς Δημοκρατικούς πού μοϋ είχαν πρό καιρού προτείνει αυτό, αλλά δέν ήθελα νά φύγω άπό τή Νομαρ χία πού ήσουν καί σύ. Θά εργάζομαι σχεδόν σπίτι μου έτσι. Ξέρω πώς θέλεις τώρα άκριβώς νά βοηθήσεις τύ σπίτι σου, άλλά θά τό βοηθάς δπως καί τώρα, άφοΰ δέν έχει νά γίνει καμιά μεταβολή. Παιδιά δέ θά κάνομε, βέβαια — γελάς; — ιό! είναι τόσο εύκολο καί τόσο συνηθισμένο αύτό σήμερα. "Αλλωστε έχω δικούς μου γιατρούς πού θά κάνουν τό πάν γιά μένα. "Ο,τι μέ κάνει νά σκέπτομαι πολύ είναι δτι μπορεί νά χάσεις τό ταλέν το σου1 άλλά γιατί νά γίνει αύτό; εμείς δέν θά έχομε ούτε τήν οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δέν θά 'μαι ή γυναίκα κείνη πού θά σοϋ φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις τοΰ οϊκοκυριού1 όχι θά 'μαι ή αιώνια ερωμένη σου. Δέν έχεις τίποτα άπό τή ζωή σου ν’ άλλάξεις κοντά μου. 'Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι άκόμα νά προσφέρω στή ζωή σου. Ώ! αν ήξερες πόσο κακό μοΰ κάνει νά σκέπτομαι πώς σύ, τό εύγενικό έξιδανικευμένο πλάσμα μέ τή θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι άπό άνάγκη στις ελε εινές αυτές άκάθαρτες γυναίκες [...] πόσο κακό μοΰ κάνει. . . πόσο κακό!. . Δέν είσαι πιά παιδάκι πού θά ντρεπόταν πές το στόν πατέρα σου, δέν μπορεί, θά σέάκούσει. Τάκη, κάνε το,μή σκεφθεΐς τίποτε άνυπόστατα εμπόδια, δέν υπάρχει τίποτε. Πρό παντός μή — σ’ έξορκίζω — μή σκεφθεΐς πώς [.. .] θά μοΰ έκα νες κακό. Ξέρεις πώς τό μεγαλύτερο μαρτύριο πού μπορεί νά νιώσω είναι ή κάθε στιγμή πού περνώ μακριά σ ου... ”Α! είναι ένα φοβερό άτέλειωτο μαρτύριο... Σιμά σου όλα Οά ’ναι όμορ φ α .. . όλα καλά. . . Νά υποφέρω κάτι τι. . . νά μοΰ επιτρέπεις
31
νά πονώ τον πόνο σου, είναι ή ευτυχία, ή μόνη ευτυχία πού μπορεί νά νιώσω... Ώ! άκουσέ με, αγάπη μου· όποιον άλλον λόγο σου θά τόν ακούσω, μά όχι, μή μου προβάλεις αυτόν τόν τελευταίο — αν ήταν μονάχα αυτός! — μή, θά πιστέψω πώς δέ θέλεις νά πλησιάσω τόσο πολύ στήν ψυχή σου, πώς δέν μ’ αγα πάς. [. ..] Ποιος είναι αυτός «ό λόγος» πού τοΰ άπαγορεύει νά έπανυλάβει καί γιατί ή οικογένεια έχει επιβάλλει τήν περικοπή πού φαίνεται μέσα στις αγκάλες: Καθώς καί μιά άλλη περικοπή στή φράση γιά «τις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες»; Όπότε δημιουργεΐται ή υποψία πώς τό γράμμα πιθανόν έχει γραφτεί μετά τήν εξομολόγηση τοΰ Καρυωτάκη, σχετικά μέ τό ανίατο νόσημα). Έτσι ή άλλιώς όλη μας ή συμπόνια τώρα πάει στον Καρυω τάκη. 'Ακόμα κι άν δέν ήταν άρωστος — πού ήταν — κι άν δε χτούμε πώς έφεϋρε τήν άρώστια, όντας σίγουρος γιά τήν άνικανότητά του ν’ αντιμετωπίσει τόν πατέρα καί τή μητέρα του. προκειμένου νά δικαιολογήσει τήν άρνησή του νά τήν παντρευ τεί. αύτό τόν κάνει τραγικότερο. Δέν πρόκειται ούτε γιά τόν πρώτο ούτε γιά τόν δεύτερο Ποιητή πού βρίσκεται διχασμένος άνάμεσα σ’ αύτό πού θά Όελε καί σ' αύτό πού δέν τολμά νά κάνει. Καί τότε άνακαλύπτει πώς δέν είναι μόνο αύτός πού πι στεύει, άλλά καί κάποιος άλλος πού περιφρονεϊ. Γι’ αύτόν τόν τελευταίο, πρότυπα γυναίκας παραμένουν ή μητέρα του καί ή άδελφή του, πού σεβάστηκαν όλους τούς κοινωνικούς καί ιστορικούς νόμους. Αύτός ό τελευταίος ακόμη είναι σύμφωνος μέ τόν πατέριχ του πού θεωρεί τήν Μαρία α π α ρ ά δ ε χ τ η . 'Αλλά ό ποιητής Καρυωτάκης—πού ή ποίησή του ύποκαθιστά σ’ αύτόν εκείνο πού θά 'θελε νά είναι — λατρεύει τή Μαρία μαγνητισμένος άπό τήν ομορφιά της καί τή δύναμη πού ό ίδιος δέν διαθέτει : ή Μαρία γεννήθηκε καί διατηρήθηκε όλοκαίνουρια, όσο ό Καρυωτάκης παλιός. Μήν ξεχνάμε πώς ό Καζαντζάκης πού σκάρωνε τούς υπερ φυσικούς του ήρωες μέ τήν υπεράνθρωπη δράση, αντιμετώπισε
32
τό ίδιο πρόβλημα μέ τόν Καρυωτάκη δέκα χρόνια πριν (19! I) αγαπώντας μια άλλη θαραλέα καί πρωτοπόρα, τήν Γαλάτεια καί πώς τήν παντρεύτηκε τελικά στην εκκλησία του νεκροταφείου. Γιατί μόνο έκεΐ δέ 0ά σκεφτόταν νά τόν κυνηγήσει ό πατέρας του, καί νά τόν εξευτελίσει χαλώντας του καί τό γάμο. Καί γιατί νά ’ναι δυνατοί οί Ποιητές; Ό Καζαντζάκης φεύγει γιά πάντα άπό τό σπίτι του, χωρίς καί νά σωθεί ουσιαστικά. Καί ό Κάφκα φεύγει, αλλά κι αυτός μάταια. Ό Καρυωτάκης δέν έχει ούτε αύτό τό κουράγιο. Μέ νει έκεΐ, δίπλα τους, κάτω άπό τή σκιά των δικών του, τρομα γμένος, έξουδετερωμένος. Κανείς βέβαια δέν ξέρει τήν συμπερι φορά των γονιών σάν πληροφορούνται τόν έρωτα τού γιου. Λίγο πολύ όμως μπορούμε νά συμπεράνουμε πώς πρέπει νά περιβάλουν τό θέμα μ’ ένα άδιαπέραστο τείχος παγερής σιωπής. ΤΗταν καί εξακολουθεί νά είναι μιά πολύ αποτελεσματική μέθοδος. Γι’ αύτούς, τά μέλη τής οικογένειας, ή Μαρία καί ό έρωτας τών δυο νέων δ έ ν ύ π ή ρ χ α ν. Αύτό άλλωστε προκύπτει άπό δυό δεδομένα, α) τήν εξαφά νιση, άπό μέρους τής οικογένειας, κάθε στοιχείου πού αφορού σε τό δεσμό, συνεχίζοντας έτσι τήν τακτική τής σιωπής, σί γουρη πώς αρνούμενη τήν πραγματικότητα τήν διαγράφει κιό λας. Στήν έκδοση τής τελευταίας του συλλογής «Ελεγεία καί Σάτιρες» ό ποιητής έχει άφιερώσει τό ποίημα «"Ενα σπιτάκι» στή Μ. Πολυδούρη. Στήν έπανέκδοση, μετά τό θάνατό του, ή αφιέρωση εξαφανίζεται ιερόσυλα. Καί β) τό μίσος τής οικογέ νειας γιά τή Μαρία άποδεικνϋεται ισχυρότερο καί άπό τό θά νατο. Κανείς τους δέν αΐσθάνθηκε τήν «ανάγκη» νά έπισκεφτεΐ τήν ετοιμοθάνατη πού ό γιός καί αδερφός τους αγάπησε τόσο πολύ. Πόσο χαμένος πρέπει νά νιώθει ένας τόσο έξουδετερωμένος κι ολομόναχος άν τού συμβεΐ νά προσβληθεί άπό μιά «τέτοια» «άρώστια;» Ό πανικός του προδίδεται άπό τό ποίημα «Ποιά θέληση θεού». "Οπου ό Καρυωτάκης γυρίζει πίσω, στό φόβο πού 'χαν
33
ί':μφυσήσει μέσα του σάν ήταν παιδί, γιά τό θεό καί τή δύναμή του νά τιμωρεί. Τουλάχιστον αυτός, ό θεός, δέ φαινόταν να τόν καταπιέζει. 'Ωστόσο τό πλήγμα τής άρώστιας είναι τόσο ισχυ ρό ώστε νά αναβιώνει μέσα στον ποιητή ή χριστιανική αγωγή του καί ή ένοχή. Ποιά θέληση Οεοΰ μας κυβερνάει, ποιά μοίρα τραγική κρατάει το νήμα των άδειων ημερών που τώρα ζονμε. Πριν φτάσουμε στην άκρη αυτόν τον δρόμον έχάσαμε τη χρυσή πανοπλία Είναι κάτι φριχτές ανταποδόσεις. Είναι στον ουρανέ) μιά σιδερένια, μιά μεγάλη πυγμή, πού δέ συντρίβει, μά τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει.. ΊΙ ένοχή του είναι μεταφυσική, είναι συναισθηματική, άλλα καθόλου κοινωνική — άντιδραστική, όταν λέει, «είναι κάτι φριχτές άνταποδόσεις». Βλέπει δηλαδή τήν άρώστια του σάν ανταπόδοση έξ ούρανοΰ μιας αμαρτίας πού έχει διαπράξει. Καί ή αμαρτία είναι πώς πάει μέ μιά «πόρνη». Κι όχι γιατί ένισχύει κι αυτός ένα καθεστώς έξευτελισμοϋ χρησιμοποιών τας τή γυναίκα σάν έμπόρευμα. Αύτό έξάλλου δέ φαίνεται άπό πουθενά. Αμαρτία είναι ή έκπλήρωση τής έπιθυμίας του μέ τήν σεξουαλική έπαφή. Γιατί τό ποίημα «Ποιά θέληση θεού» πάει μαζί μέ τό «Ωχρά σπειροχαίτη», όταν λέει, «Κι ήταν ωραία σά σύνολο ή άγορασμένη φίλη». Ό σαρκασμός λοιπόν πού χαρακτηρίζει τά καλύτερό του ποι ήματα, σάν τό «Μιχαλιό», τό «Δημόσιοι ύπάλλλλοι» κ.ά. καί πού θά. μπορούσαν νά θεωρηθούν σάν πεταρίσματα έπαναστατικής διάθεσης, δέν έμπνέονται στήν πραγματικότητα άπό κανένα αίσθημα αντίδρασης. Ξεπηδοϋν αυθόρμητα, χάρη στό ταλέντο 3
34
του, άλλα τό κίνητρό τους δέν προέρχεται από κανένα κοινωνικό-ιδεολογικό ερεθισμό. Μας φαίνεται απίστευτο πώς ό Κ. δέν είδε ούτε μιά στιγμή πώς ό αμείλικτος πουριτανισμός τής εποχής του ήταν ένα τρομαχτικό όπλο καταπίεσης. Καί πώς ή άρώστια του δέν έχει καμιά σχέση μέ τό θεό, αλλά είναι αποτέ λεσμα των καταλυτικών ήθικών καί σεξουαλικών περιορισμών πού κυριαρχούν, όπως είπαμε, σ’ όλο τό χριστιανικό κό σμο. Κι όμως καί στο «Σπειροχαίτη» άναφέρεται στο θεό. Κι ένώ στον πρώτο στίχο τής 4ης στροφής λέει «Μιά κωμωδία ή πλάση Του σάν είναι φρικαλέα», άμέσως στον επόμενο φαίνεται σά νά ανακαλεί, άπαλαίνοντας την καταγγελία, «Εκείνος πού έχει πάντοτε τήν πρόθεση καλή», γιά νά τού φορτώσει τελικά όλη τήν ευθύνη, «ευδόκησε στά μάτια μας νά κατεβάσει αυ λαία». Νάτην τήν πνευματική άναίτηρία τού Καρυωτάκη. Ζεΐ στην πιό κοσμογονική δεκαετία τού αιώνα μας, τήν τελευταία δική του, μέ τήν καταστροφή τής Σμύρνης, τήν πτώση τής βασι λείας στήν Ελλάδα καί τήν ανακήρυξη τής Δημοκρατίας, τήν "ίδρυση τής Σοβιετικής "Ενωσης καί τού Φασισμού στήν Τταλία, τήν παρουσία ενός Βάρναλη, ενός Σικελιανοΰ, ενός Φ. Πολίτη, τού Άποστολάκη, τού βιβλίου «Ή Ζωή εν τάφω», γιά νά μή μιλήσουμε καί γιά τήν Ευρώπη. Κι αυτός δέν τολμά νά βγει άπό τό κέλυφος τής μικροαστικής παιδείας του. Δέ θά προβληματιστεί ουσιαστικά ποτέ. Ή αμαρτία, ή ένοχή, ή θεϊκή τιμωρία είναι ιερές παρακαταθήκες πού πιστέψαμε πώς πέταξε κατά τή διαδρομή του, άλλα στήν κρίσιμη στιγμή καταφεύγει σ’ αυτές, ζητώντας αιτίες καί ερμηνείες. Ή ιδέα τού θεού, φυσικά, δέ λειτούργησε γιά νά μάς βγάζει άπό τό άδιέξοδο, άλλά άντίθετα γιά νά τό δημιουργεί. Καί ό Καρυωτάκης εμφανίζεται διαρκώς υπόλογος στο θεό ή στήν οικογένεια, άδιάφορο. Καί ό Καζαντζάκης είδε τήν άνικυνότητά του·— μέ τή μορφή τού εκζέματος — σά μιά θεϊκή τάχα παρέμ βαση πού θά τόν υποχρέωνε νά μήν παρασυρΟεΐ άπό άνθρώπινες
35
/ιηιές κι/t νά αφιερωθεί ολόψυχα στό έργο του. Ό Καρυωτάκης στό ποίημα (('Ανδρείκελα» υπαινίσσεται πολύ καθαρά πώς καί γι' αυτόν ή διαιώνιση έχει, ματαιωθεί άμετάκλητα (έξ «ιτιάς της άρώστιας του) οπότε κατά συνέπεια είναι σά νά μή γεννήθηκε. Σά νά μην ήρΟαμι- ποτέ σ' αντί) τη γη ιΐά νά μένουμε ακόμη στήν άννπαρξία ''Άνθρωποι- ατών αλλιον μόνο τη φαντασία Ι.τό χαρτί πλασμένα, κι άπο δισταγμό ανδρείκελα, στής μοίρας τά δνό τυφλά χέρια,
χορεέιονμε. . ................ .............. 'Ώ! κι αν δέν ήταν ή βαθιά λνπη στη σώμα,
'() ένας, ό Καζαντζάκης, θά εφεύρισκε τό θεό, αν δέν τόν εί χαν προλάβει, τόν μόνο κατάλληλο συνένοχο της απατηλής δικαιολογίας πού χρειαζόταν τό έγώ του, προκειμένου νά αύτοσυ\*η|ρη(Μ μεταγράφοντας τήν αναπηρία του σέ θεία εντολή. (> άλλος είναι κιόλας παραδομένος στό θάνατο τού μερικού θα νάτου του -τής μή διαιώνισης. Ό Καζαντζάκης προσαρμόζε ι (/ι σέ ό τι τού ά φ ί ν ο υ ν καί μέσα άπό τήν άμετρη φιλοδοξία ιου κερδίζει τήν διαιώνιση μέ τά δικά του όπλα. Ό Καρυωτάκης μένει άπροσάρμοστος. 'Όχι λόγιο μεγέθους αλλά λόγιο έκμηδενισης. Μέ τή σύγκριση αυτή θέλομε νά έπισημάνουμε τό διαφορε τικό τρόπο άντίδρασης δυό έξ ίσου καταπιεσμένων άπό τό οικο γενειακό περιβάλλον αλλά διαφορετικής ψυχικής καί πνευματι κής δύναμης. Καί γιά νά είμαστε δίκαιοι πρέπει νά αναγνιορίσουμε πώς ή σεξουαλική άναπηρία τού Καζαντζάκη ήταν πολύ πιό τραγική, άπό τό αφροδίσιο νόσημα τού Καρυωτάκη. ’Αλλά ή δύναμη τού πρώτου είναι τρομαχτική. Στόν αγώνα του νά ξεπεράσει τήν άναπηρία του Οά ένσαρκωθή ιός καί στό Χριστό ακόμη, προκειμένου νά αύτοπαρηγορηθεΐ καί νά έπιβιιόσει.
36
Ό Καρυωτάκης αντίθετα Οά άφίσει τόν εαυτό του νά συνθλίβει κάτω άπό τό βάρος μιας αναμφισβήτητης ατυχίας αλλά όχι καί θανάσιμης. Μήπως ήταν ό μοναδικός εξάλλου πού «πήρε» αφροδίσιο νόσημα; Σύμφωνα μέ τις στατιστικές τής εποχής εκείνης ή Γαλ λία είχε περισσότερους νεκρούς άπό σύφιλη, στή δεκαετία 1915 - 1925, άπ’ όσους στόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ή ταν μιά μάστιγα πού θέριζε όσο καί ό καρκίνος σήμερα. Μόλις γύρω στά 1925 επιβεβαιώθηκε επιτέλους ή άποτελεσματική καταπο λέμησή της, μέ τήν προϋπόθεση πώς ή θεραπεία Οά γινόταν άνελιπώς γιά τέσσερα χρόνια.
Παράλληλα ό Καρυωτάκης ζοϋσε και τό δράμα τού δημοσιοϋπαλληλικιοΰ. Σύμφωνα μέ τή γραφτή ομολογία τής 'Αλεξάνδρας Κόττου, πού υπηρετούσε στή Νομαρχία σάν γραμματέας τού Κ. κείνη τήν περίοδο, ό ποιητής (πού όλοι τόν θεωρούσαν νευρα σθενικό καί δυστυχισμένο) υποβάλλει τήν παραίτησή του ύστε ρα άπό ένα κωμικοτραγικό επεισόδιο μέ τόν τότε διευθυντή του. Τί νά καταλάβει ένας «επιτυχημένος» προϊστάμενος δημό σιας ύπηρεσίας άπό ένα Ποιητή; 'Ωστόσο, ούτε καί ή άλλαγή υπουργείου — διορίστηκε στο Προνοίας — θά τόν σώσει. Ή Ελλάδα φλέγεται, άπό τά γνωστά κομματικά μίση. "Ιντριγγες, άντεκδικήσεις, φανατισμοί καί συμ φέροντα έχουν τις έπιπτώσεις τους στις πολιτικές παρατάξεις πού χάνουν. Ό Καρυωτάκης μένει άδιάφορος κυί ξένος σέ όλα πού συμβαίνουν γύρω του. Αλλά ή άδιαφορία δέν άπαλλάσσει κανέναν άπό τις όφειλές καί τις εύθυνες του. .’Ίσως μάλιστα ή μεγαλύτερη τιμωρία είναι ή περίπτωση τού Κ. πού πληρώνει τά βασιλόφρονα αισθήματα τής οίκογένειάς του. Αύτό δέ θά τό καταλάβει παρά πολύ άργά, ίσως στούς τελευταίους άπολογισμούς του, γιατί θά τό βρούμε ιδιαίτερα τονισμένο στό άποχαιρετιστήριο σημείωμα πού θά γράψει λίγες ώρες πριν αύτοκτο-
37
νήοει : ((Πληρώνω γιά όσους καθώς εγώ δέν έβλεπαν κανένα υχ/νικό στή ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους μ έΟεώρησαν τήν ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τούς β/.έπω νά έρχονται ολοένα καί περισσότεροι μαζί μέ τούς αιώνες, λ αυτούς άπευθύνομαι...». Στήν περίπτωση τού Καρυωτάκη έπαναλαβαίνεται ή ίδια ιρι/ /ωδία πού τσάκισε καί τσακίζει τούς περισσότερους πνευμαι ι κ ο ί ι ς ανθρώπους σέ φτωχές καί ύπανάπτυχτες χώρες σάν τήν <>ικ ι'ι μας. 11 μάζα τών ήμιμαθών — συναδέλφων — γίνεται σχεδόν συνειδητά ό ηθικός αυτουργός τής κατάρευσης του πνευματικού ανθρώπου. Τά κουρντισμένα μηχανάκια τών «Δημοσίων» κομ πλεξικά καί γεμάτα φθόνο, ερεθίζονται σάν όσφρανθοϋν έναν άνθρωπο διαφορετικό ανάμεσα, τους. "Οσο αύτός προσπαθεί να περάσει αφανής, τόσο εκείνοι τόν κατασκοπεύουν, τόν κατα δίδουν, τόν τυραννοΰν. Γίνεται ό στόχος τους. ’Ακριβώς γιατί νιώθουν πώς αυτή του ή τάση γιά άφάνεια, είναι μια απόδειξη ανωτερότητας. Γιατί ξέρουν καλά πόίς νιώθουν οί ίδιοι. Πώς προσπαθούν νά. πείσουν τούς γύροι τους καί νά πειστούν πώς 1.1 ναι σπουδαίοι. Αυτός ό απροσάρμοστος κύριος, πού δέν δίνει πεντάρα άν τόν πουν κακό ύπάλληλο, τούς σκυλιάζει. "Οτι αποτελεί τή δόξα τού Δημόσιου υπαλλήλου προκαλεϊ τήν περι φρόνηση τού ποιητή. Καί δώ επαληθεύεται ή άποψη πού ήδη ανάπτυξα στήν αρχή γιά τήν παραποίηση πού κάνει τό οικογε νειακό περιβάλλον στόν πραγματικό (κι ακατανόητο γι’ αυτήν) χαρακτήρα τού ποιητή. Στά στοιχεία πού δίδουν οί δικοί του ιά τήν υπαλληλική του καριέρα, τόν παρουσιάζουν σάν ιδα νικό υπόδειγμα δημόσιου υπαλλήλου. Καί δέν καταλαβαίνουν πόσο αυτό υποτιμά τόν Κ. Ή κ. Ά . Κόττου γράφει άλλά καί διηγείται μέ πόση περιφρόνηση κι άδιαφορία άντιμετώπιζε ιό χάρτινο γραφειοκρατικό βασίλειο. Κι είναι τό μόνο πού ται ριάζει στήν κουλτούρα του άλλά καί στόν Ποιητή. Ή άλαζονεία του είναι άσυνείδητη μά καί άσύγκριτη. ’Αλλά άκόμακι ον άποφάσιζε νά ταυτιστεί μαζί τους, Οά’ταν άνίκανος ν’ άντι-
38
μετωπίσει τις μικρότητες, τις άντιζηλείες, τις ευτέλειες πού μ' αυτές τρέφεται καί άναριχάται ό κόσμος των γραφείων καί των ύπηρεσιών σ’ δλα τά μήκη τής γης. Σηκώνει λοιπόν τά χέρια του ή κπέφτει πρηνής». Αυτό είναι τό έγκλημα του, πώς δεν τούς ανταγωνίζεται. Κι εκείνοι γίνονται οί εφιαλτικοί διώκτες του.
Νά προσθέσουμε καί τή μοναξιά; Μιά μοναξιά πού «δέν δημιουργεΐται τόσο από την απουσία των άλλων, όσο από τή διαφορετική ποιότητα τοϋ ενός άνάμεσά τους». Υπάρχει k u I ή δεύτερη : ή μοναξιά πού δημιουργεί ή απου σία ενός συγκεκριμένου προσώπου. Ή Μαρία τον έχει άφίσει μετά τήν άρνησή του νά παντρευτούν. Λίγο αργότερα θά δήμοσιέψει τό ποίημα, πού θεωρήθηκε αποκαλυπτικό «'Ωχρά σπει ροχαίτη». Γιατί τό τολμά; Μέ τό νά τό ομολογήσει στην ίδια λυτρώνεται καί μπορεί πιά νά τό διαλαλήσει; ’Ή θέλει νά τήν πείσει γιά τήν ειλικρίνεια του καί ομολογεί δημόσια; Ωστόσο ή Μαρία έχει φύγει γιά τό Παρίσι. Δέν ξέρομε άν ή επιθυμία του νά πάει κι αυτός συνδέεται μέ τή δική της δραπέτευση. Ό ταν όμως τά καταφέρνει νά πραγματοποιήσει τό ταξίδι του, τόν ’Απρίλη τού 1928, τότε ακριβώς ή Μαρία επιστρέφει στήν "Αθήνα μέ «προσβλημένους πνεύμονες». Έπιστρέφοντας από τό Παρίσι τόν περιμένει ή δεύτερη μετά θεση, μέσα σ’ ένα χρόνο, αυτή τή φορά γιά τήν Πρέβεζα. Πριν φύγει θά πάει νά δει τήν Πολυδούρη στή Σωτηρία. Ή συνάντηση είναι σκληρή, παγερή. Καθένας τους, νιώθει γιά λογαριασμό του χαμένος, αποτυχημένος στήν προσπάθειά του νά έπιζήσει μα κριά άπό τόν άλλον. Καί τρέμουν μήν προδοθοΰν, μήν προκαλέσουν τόν οίκτο. Θά χωρίσουν, όπως στά μυθιστορήματα τής εποχής, «σάν ξένοι». ’Αλλά αγαπιούνται. Γιά τή Μαρία είμα στε σίγουροι, τό ομολογεί ώς τήν τελευταία στιγμή πού ζεΐ.
39
"Οσο γιά τόν Κ. έχομε ένα πολύτιμο στοιχείο, πάλι από τόν στενό φίλο του Σακελλαριάδη. Μου διηγήθηκε πώς, μετά τό θάνατο του ποιητή, ό αδελφός του στέλνει τούς γονείς του στά λουτρά καί καλεΐ τόν Σακελλα ριάδη γιά ν’ ανοίξουν τό μπαούλο τού νεκρού. Είναι τόσο συντριμένος, ό αδελφός, ώστε δέν έχει τό κουράγιο νά ζήσει μό νος του αυτή τή στιγμή. Πράγματι τό ανοίγουν καί βρίσκουν μέσα τό θεατρικό έργο «Ό άρωστος», ένα μπλοκ μέ ποιήματα όλα τά γράμματα, τής Μαρίας καί περισσότερες από εκατό φω τογραφίες της, πού ό Σακελλαριάδης παίρνει, όπως μοΰ έξολολογεΐται, χωρίς νά τό άντιλειφτεΐ ό πολύ αναστατωμένος αδερφός. Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τή διάλυση τού δεσμού των ουό ποιητών. Ό Καρυωτάκης έχει μετατεθεί έκτοτε τρεις φορές. "Αν δέν αγαπούσε άκόμη τήν Πολυδούρη, γιατί θά τραβούσε μαζί του τόσες φωτογραφίες της κι όλα της τά γράμματα; Καί γιατί, ενώ τό θεατρικό μονόπρακτο γράφτηκε στά 1920, τό κου βαλά κι αυτό οκτώ όλάκαιρα χρόνια κλειδωμένο στό μπαούλο; Είναι λοιπόν τό μπαούλο αυτό γιά τόν Καρυωτάκη ή μόνη σί γουρη κρύπτη όπου φυλάσσει τά μεγάλα «μυστικά» τής ζωής του, πού τρέμει μήν άνακαλύψουν οί δικοί του. Πέρα όμως από τήν επίγνωση τού αδύνατου, τού αποτυχημέ νου, πού δέν κατάφερε νά κρατήσει τή γυναίκα πού αγάπησε τόσο πολύ καί πού τόν αγάπησε τό Ιδιο, Πέρα άκόμη άπό ένα αίσθημα ενοχής πού τού δημιούργησε ή άρώστια καί ή κατάρευση τής Μαρίας, όπως τήν είδε στή Σωτηρία. Πού ό Ιδιος τό ξέρει καλά πώς δέν είναι άσχετη μέ τήν κατάληξη τού δεσμού τους. Τό γεγονός πώς αυτό τό ολοζώντανο, θαυμαστό πλάσμα πού πλημμύριζε άπό νιότη, χανόταν ίσως έξ αιτίας τής δειλίας καί τού τρόμου του νά άντιμετωπίσει τούς γονείς του. Μήπως, όμως, έκτος άπ’ όλα αύτά, ή εξορία στήν Πρέβεζα, δημιουργεί καί ένα άλλο καινούριο καί άλυτο πρόβλημα γιά τόν Καρυωτάκη; Στήν Πρέβεζα τού καιρού εκείνου, τού χωριού μέ τήν αθλιό τητα, τή φτώχια καί τήν αμορφωσιά, ό ερχομός τού ’Αθηναίου
40
καί μάλιστα ανώτερου κρατικού υπαλλήλου δέ γίνεται νά περά σει απαρατήρητος. Γιατί δέν περνά, σέ καμιά μικρή επαρχιακή πολιτεία σήμερα, πολύ περισσότερο τότε. Γιά τούς χωρικούς, ό ξένος είναι ένα μέλος τσίρκου πού παράπεσε στό χωριό τους. Παρακολουθούν όλοι τις κινήσεις του, πληροφορούνται τήν κάθε του συνήθεια, τήν άναδιηγοΰνται, μιμούνται τις χειρονο μίες του, τόν σχολιάζουν, τον κοροϊδεύουν καί τόν έποφθαλμιοϋν όλοι γιά γαμπρό, άν είναι, όπως ό Κ. απάντρευτος. ’Αλ λά ό Καρυωτάκης είναι καί γιά τήν ’Αθήνα ίδιόρυΟμος τύπος. 'Ένας λόγος ακόμη νά προκαλεΐ περισσότερο τήν προσο χή. Μόνο νά τόν αγνοήσουν δέ γίνεται, γιατί ή παρουσία του, έτσι ή αλλιώς, διασπά τήν πλήξη καί τή μονοτονία τής ζωής των ντόπιων. Ή κόλασή μας είναι οί άλλοι, λέει ό Σάρτρ. Νά λοιπόν πού ό άνώτερος διοικητικός ύπάλληλος, εκτός άπ’ όλα τά άλλα, έχει τό πρόβλημα : Πώς θά συνεχίσει τή μακροχρόνια θεραπεία πού απαιτεί ή άρώστια του; Είναι ύποχρεωμένος νά κάνει μιά ατέ λειωτη σειρά ενέσεων, πού εναλλάσσονται κάθε είκοσι μέρες, ενέσεων πού δέν χρησιμοποιούνται γιά καμμιά άλλη πάθηση. Πρέπει νά καταφύγει στό φαρμακοποιό κι αν δέν ύπήρχε στό γιατρό τού χωριού. Μέ άποτέλεσμα νά σχολιάζει τό μυστικό του όλη ή Πρέβεζα, σέ 24 ώρες. ’Έμενε βέβαια ή εκδοχή νά διακόψει τή θεραπεία. ’Αλλά ό Καρυωτάκης ξέρει καλά πώς, στήν περίπτωση αυτή, τόν απειλεί ή τρέλα, ή τύφλωση, ή παρά λυση. Το μέτωπό μας έκρονσε τόσο απαλό., μι' τόση επιμονή, πού ανοίξαμε για νά ’μπει σαν κυρία ή Τρέλα στό κεφάλι μας, έπειτα νά κλειδώσει. Τό λογικό, τά αισθήματα μάς είναι πολυτέλεια, βάρος, πού τό χαρίζουμε τοΰ κάθε συνετοί5 (ωχρά σπειροχαίτη) Τό τρυφερό καί άνυπεράσπιστο καταπιεσμένο παιδί δέν αντέ χει στό βάρος τού τρομακτικού μυστικού. Ή Μαρία, ό μοναδι-
41
κύς άνθρωπος πού τού τύ εμπιστεύτηκε, δέν τόν πίστεψε. 'Ολο μόναχος. Ό μοναδικός σύντροφος πού του απομένει, ό εαυτός του, είναι αμείλικτος. Αιώνια εξαρτημένος, κατά τήν αναμέτρηση τοϋ παρελθόντος του, άπό τον «πατέρα», πού μέ τά χρόνια παίρ νει διαδοχικά τις μορφές, των προϊσταμένων, των πολιτικών, των χωροφυλάκων — πού ό φόβος τους κάνει εξευτελιστική τή συμπεριφορά του—-καί των άγροίκων χωρικών τέλος πού ή περιφρόνησή του γι’ αύτούς δέν τόν σώζει, ούτε καί τοϋ εξασφα λίζει ελάχιστη ελευθερία. Μόνο αυτός δέν ρύθμισε τελικά τή ζωή του. "Ολοι καί όλα τήν κουμαντέρνουν, έκτος άπό τόν ίδιον. ’VIς νποθέσονμε πώς δέν έχουμε φτάσει στο μαϋοο αδιέξοδο, στην Άβυσσο τοϋ νοϋ. Ό Καρυωτάκης δέν πεθαίνει άπό λάθος. Οϋτε καί άποπειράται νά πεθάνει ζητώντας έμμεσα βοήθεια γιά νά έπιζήσει, όπως γίνεται συχνά. "Ενας παρόμοια άπάνθρωπος θάνατος είναι ή μοναδική κατάκτηση ελευθερίας μιας ζωής πού κύλησε δέσμια. Τή νύχτα τής 27 Ιουλίου πάει καί πέφτει στή θάλασσα. Πα λεύει δέκα ώρες, όπως γράφει ό ίδιος, μέ τά κύματα, δέκα ώρες πεισματωμένου άγώνα πού παρακολουθεί σά διαιτητής τή μα νιασμένη άντίσταση τής αυτοσυντήρησής του στή θάλασσα. Ποιος θά μαρτυρήσει γι’ αύτή τήν τιτανομαχία τοϋ άνθρώπου πού πολεμά σά γίγαντας ν’ άφανίσει τόν εαυτό του; Ποιος καταλαβαίνει τί σημαίνουν δέκα παρόμοιες ώρες πού τά κύματα τινάζουνται βουνά, ξερνοϋν άφρούς, μοϋγγρος, χα χανητά καί σαρκασμούς. Πού σέ κλωτσούν σά χάρτινο, άπό σπηλιά νεροϋ στήν άδιοσύνη τοϋ ούρανοϋ πού πλαταίνει άπέραντος πάνω άπό τή μηδαμινότητά σου, γιά νά σέ ξαναβράζει ή άλλη σπηλιά, τό άλλο μετάλλινο στόμα. Kui τά κύματα άκολουθοΰν αμέτρητα, χιλιάδες, χορεύοντας στον άνατριχιαστικό μολυβένιο νυχτερινό παλμό τους, χωρίς νά καταδέχονται νά σέ καταπιούν. "Αν ό άνθρωπος δέν εξελισσόταν σέ εγκληματία έκπολιτι-
42
ζόμενος, καί νομοθετούσε σύμφωνο μέ τούς νόμους της Φύσης, δέ 0ά επινοούσε ποτέ τή θανατική ποινή. Ή Φύση δεν επεμ βαίνει στη ζωή χωρίς εντολή. Καί όταν ξημέρωσε, ή θάλασσα έβγαλε τον Καρυωτάκη ζωντανό στή στεριά. Άπό δώ καί πέρα δέν επιτρέπονται πιά εικασίες ούτε καί ρομαντικά συμπεράσματα. Μόνο τό δέος καί ό άπέραντος σε βασμός γιά τήν αδάμαστη θέληση τοϋ ανθρώπου νά πραγματο ποιήσει μιά, μοναδική, κίνηση ελευθερίας, λυτρωμένος άπό τις αναπηρίες του. Ή αυτοκτονία είναι σίγουρα μιά δειλία, μόνο πού χρειά ζεται άσύλλειπτη δύναμη για νά εκτελεστεϊ. Ή μοναξιά πού οπλίζει τό χέρι των « ά δ ύ ν α τ ω ν» είναι τό τέρας πού γεννήθηκε άπό τόν αύταρχισμό τής οικογένειας, τήν άσκήμια τής κοινωνίας, τήν άνηθικότητα τής συμβατικής ηθικής,τήν κωδικοποίηση τής παρανομίας καί τοΰ ταρτουφισμού, τή μικρότητα πού καταδικάζει τόν ασυμβίβαστο, τήν αδιαφορία πού τόν σταυρώνει. Ή αντίσταση τιμής τιμωρείται μέ θάνατο. Ή μόνη πολυτέλεια πού απομένει είναι νά διαλέξει ό «αδύ νατος» τόν τρόπο : Αργό ή άμεσο. Μιά ζωή αθλιότητας στις χιλιάδες Πρέβεζες γιά τόν επιούσιο ή; Ό Καρυωτάκης βγήκε άπό τή θάλασσα, ξανανιώθηκε, γύ ρισε στήν πόλη καί κλείστηκε στο δωμάτιο του ώς τό μεσημέρι. "Οταν εμφανίστηκε στην αγορά, ήταν ατσαλάκωτος, μέ τόν κόμπο τής γραβάτας του άψογα δεμένο. ’Αγόρασε ένα περί στροφο, πήγε στήν παραλία, κάθισε στό καφενεδάκι, κάπνισε, κάπνισε, έγραψε τό σημείωμα πού μας άφισε, πλήρωσε, πήγε καί κάθισε κάτω άπό ένα δέντρο, βολεύτηκε, έψαξε μέτήν πα λάμη του, βρήκε τήν καρδιά του, τράβηξε τή σκανδάλη καί, Τόν σκοτώσαμε. 26 τού Φλεβάρη 1977 Β οη θήμ ατα : Σ η μ ειώ σ εις μου ά πό σ υ γγενείς Σ α κελλα ριά δη ,
τά
«ΑΠΑΝΤΑ
τό
φ ίλ ο του
Κ Α Ρ Υ Ω Τ Α Κ Η » έκδ. "Ικαρος, τό
« Ρ ω μ ιο ί»
τ ή ς ’Α λ ε ξ ά ν δ ρ α ς Κ ό τ τ ο υ —- Γ ρ α ι κ ι ώ τ η
του,
άπό
καί τή ν έκδ. «Α Π Α Ν Τ Α »
λ υ δ ο ύ ρ η , μέ δ ικ ή μου ε ισ α γ ω γ ή κ α ί ε π ιμ έλ εια .
Μ . Πο-
!
/fih^ ή/m m έτσι άνΰρ/ιαστα βαλμένη εγώ ατην πλάση} σά ριγμένη
Ή Πολυόούρη στάθηκε οπωσδήποτε τό θύμα μιας απάτης. Μιάς απάτης πού, αλλοίμονο, προέρχεται άπό τήν ϊδια τή δική της ύπαρξη τήν τόσο άσχετη μέ τόν κόσμο πού τήν περιβάλλει. Αυτή ή ίδια, όντας τόσο διαφορετική, ξεγελιέται όΐς προς τήν άθλια πραγματικότητα. Καί είναι διαφορετική, γιατί είναι γνήσια, λες καί δέν πέρασε άπό πάνω της καμιά επεξεργασία αγωγής νά τήν προετοιμάσει καί νά αλλοιώσει τόν αυθορμητι σμό καί τήν εύπιστία της, ούτε καί τήν εικόνα των άλλων αν θρώπων. Κι ακόμα γιατί κλείνει μέσα της μιάν άπεριόριστη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, πού Οά τόν βλέπει γιά χρόνια σάν ένα πιστό άντίγραφο τού ίδιου τού εαυτού της. Αυτό έξαλλου αποτελεί ένα άπό τά σημαντικότερα γνωρίσματα των ξεχωρι στών, των «σημαδεμένων» θά ’λεγα, πού τελικά δέν είναι θύματα των άλλων, αλλά τού ίδιου τού εαυτού τους. Ά πό τή δική τους εικόνα πού δέν διαφέρει άνθρωπομορφικά άπό τό σύνολο, ξεγε λιούνται καί πείθονται πώς καί οί άλλοι άνθρωποι είναι σ ά ν κι α υ τ ο ύ ς . Πρόκειται γιά μιά άντίστροφη τελείως εκδοχή άπό τόν «Ρινόκερο» τού Ίονέσκο πού θά μπορούσε νά ’χει καί πο?Α τραγικές προεκτάσεις στήν εξέλιξη τού μύθου. Όπου ό κεντρικός ήρωας, όχι μόνο δέν βλέπει τις κτηνώδεις φυσιογνω μίες τού συνόλου, άλλά αντίθετα μένει ανυπεράσπιστος στά πλή γματα πού καταφέρνουν εναντίον του, μιά καί δέν βλέπει ατούς συνανθρώπους του παρά αναρίθμητα αντίγραφα τού ίδιου τού εαυτού του. Καί κατά συνέπεια ανίκανων νά γίνουν άπό χυ δαίοι ώς έχθρικοί, άπό φθονεροί μέχρι καί δολοφονικοί.
44
Οϋτε καί τήν Πολυδούρη τήν ξεγέλασε άλλος κανείς, από τόν εαυτό της. Αυτή είναι πού διαφέρει, αυτή είναι πού πιστεύει πώς καί οί άλλοι έχουν ανάγκη νά ζήσουν ελεύθερα μέσα σ' έναν ελεύθερο κόσμο καί πώς ή ελευθερία είναι ένα αγαθό πού ό καθένας μπορεί νά περί βληθεί. Μοιραία καί έξ αιτίας τής άφοβης συμπεριφοράς της — πού βέβαια έκτος άπό τ' άλλα κλείνει καί μια τεράστια περιφρό νηση στό φόβο — γίνεται ό στόχος τού συνόλου, πού άποτελεΐ καί τήν πανίσχυρη πραγματικότητα. Ενός συνόλου μέ τόν άσφυκτικό συντηρητισμό, τήν υποκρισία, τήν άσκήμια καί τή λύσσα τής άδιέξοδης λαγνείας του. Πού βολεμένο ή άβόλευτο δέν έχει νά διαλέξει ο ύ τ ε καί τό θέλει, επαναπαυμένο μέσα στις ξεπουλημένες ή τις ύποψήφιες γιά ξεπούλημα συνειδήσεις. Ενός συνόλου συμβιβασμένου καί τυφλού πού κρατά κλειστά τ’ αυτιά του, μή τυχόν κι άκούσει αυτή τή διάλεκτο τής άμεσότητας, τής άκατέργαστης ά γ ι ο σ ύ ν η ς , πού δέν άφήνει τόν «ξεχωριστό» νά βολευτεί σέ κανένα καλούπι. Ή αγνότητά του καταγγέλλεται σάν άνηθικότητα καί κυνηγιέται σάν τερατώδης κι επικίνδυνη. Γιατί ένας άγνός άνθρωπος είναι επικίνδυνος, καθώς φαντάζει σά θεριό σέ μιά κοινωνία σκουληκιών, έπιμένοντας νά μένει άλύγιστος καί άσυμβίβαστος. Καί δυστυχώς, ή μοίρα αύτών των περήφανων θεριών, πού κάνουν τούς άλλους νά νιώθουν μυρμήγκια, ή μοίρα τους είναι πώς δέ βρίσκουν άλλα άντάξια τους θεριά νά τά κατασπαράξουν. ’Αλλά τά ροκα νίζουν καί τά τρώνε σιγά, μαρτυρικά, τά μυρμήγκια.
II
Και τφ· καρδιά δεν τήΐ'ε χώραγε /η'ΐτε ιη ’ άριατεράτον ό κόρφος παν μήτε πτήν απαλάμη ό καί/ιός.
λ',ΙΛ'.Ι ΧΛΊ Μ Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται όλότελα λυτρωμένοι από τόν φόβο, κι αισθάνονται σάν χαϊδεμένα παιδιά. Γεννημένοι πριν τήν ώρα τους, είναι αδύνατο νά εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο πού τόν έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι νά τούς τρομάξει, άνοίγοντας τή μιά πόρτα ύστερα από τήν άλλη. Παί ζουν μέ τά σκοτάδια, μέ τούς τρόμους των άλλων, μέ τις επιφυ λάξεις ή τις αδυναμίες τους, άναζητώντας τήν μεγάλη «όποσχεμένη» έκπληξη. Ζοϋνε σέ μέρες καί μήνες τις συγκινήσεις πού θά χρειαστούν, οί πολλοί, χρόνια νά τις άγγίσουν καί καταλυοϋνται γρήγορα καί σπάταλα, χωρίς νά τρομάζουν, καί φτά νουν στό θάνατο πεινασμένοι. Ή Μαρία Πολυδούρη ήταν άπ’ αυτούς. Τίποτα δέν τήν τρό μαζε· ούτε ό θάνατος, ούτε ή ξενητιά, ού'τε ή θάλασσα. νΑχ, ή ζωή ’ναι ένας έρωτας κι ας έχει μέσα του καί τόν θάνατο. ’Αστραποβολούσε άπό ομορφιά, γλιστρούσε σά φως, τρα γουδούσε μαγευτικά, καί σέ καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς ή φωνή της διατηρούσε τήν μελωδικότητα μιας σβήνουσας νό τας. Οί τέλειες γραμμές τού προσώπου της καταλήγανε σ’ ένα μεγάλο φωτεινό μέτωπο καί στόν πιό ώραΐο, τόν πιό εκφραστικό λαιμό. Τά χέρια της τελειώνανε σέ ολόλευκα καί ήρεμα μακριά δάχτυλα. Τό βάδισμά της δέν τ’ ακόυες. Δέν ήξερε τόν θόρυβο. Καί τά χείλη της είχανε μιά ανάγλυφη προέχταση, πάντα διψασμένη. "Ενας παναισθησιακός τύπος, νά τί ήταν ή Μαρία
46
Πολυδούρη. 'Αγαπούσε δλα τά στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, απ' τις πκί χαρούμενες καί θορυβώδεις ώς τις πιο μυ στικιστικές κι ανείπωτες. Τίποτα δέν πρέπει νά γίνηκε πάνω σέ τούτη τή γη έτσι τυ χαία καί άσκοπα.· δλα είχανε τόν προορισμό τους. Ή θάλασσα! Γίνηκε για νώ τήν χαρεΐ, νά εύφρανθεΐ μέσ’ στά κύματά της. Μά ήταν στην Σωτηρία! Τό ’σκαγε καί πήγαινε νά κολυμπήσει. Δική της κι ή νύχτα— κι οί αμμουδιές — κι ό χορός - κι ή πεζοπορία - τά δάση κι ό έρωτας. Γιά δλα είχε τόν εαυτό της νά δώσει καί ενθουσιασμό γιά νά τά χαρεΐ.ΆγαποΟσε νά ύπάρχει, λές κι ήτανε πρεσβευτής τής ζωντανής ζωής. Γιατί ή Μα ρία πέθανε ζώντας. Πολύ λίγοι άνθρωποι πεθαίνουνε άπό ζωή. Συνήθως φοβούνται τόν θάνατο καί ζοΰνε νεκρά, καθηλωμένοι σέ μιά άδράνεια πολύ λίγο καταλυτική. Δέν διανοούνται ποτέ πώς ή θάλασσα είν’ ένα μερτικό ζωής. Κι άλλο μερτικό τό δά σος· κι άλλο ένα τό δέντρο, καί πώς μπορείς νά σπαταληθεΤς πολύ άγαπώντας ένα δέντρο. Νά περπατήσεις πέντε χιλιόμετρα, έτσι άσυλλόγιστα, γιά νά πας νά τό δεις. Καί πώς μπορείς νά νιώσεις τό ϊδιο έντονα, σύρριζα εύτυχισμένος καί γαλήνιος, καθώς τά μάτια σου θά δέχονται τις βελονιές τής λάμψης τού ήλιου ή των άστρων, νά διαπερνούν τό φύλλωμά του. Λίγοι άνθρωποι φθείρονται άπό αγιάτρευτη νοσταλγία γιά τό φώς τό άπλετο, εκείνο τό λευκό φως τού ήλιου μας, πού εί ναι ένας άλλος έρωτας. Κι ό ήλιος δταν τρυπώνει καί καψαλιάζει τήν επιδερμίδα σου, κι ή θάλασσα δταν γλιστράς μέσ’ στήν πυ κνότητά της, είναι μιά άλλη κατάχτηση, εξουσία καί ήδονή. Κι άκόμα πώς τό ερωτικό πάθος, δέν είναι ένας μοναδικός άντρας ή μιά μοναδική γυναίκα. Δέν είναι μιά. αιώνια τάξη μέσα σέ ξεσκονισμένα έπιπλα σάν άμετακίνητα kui καθηλωμένα κάντρα. Ούτε κι ή βεβαιότητα ότι μάς αγαπούν. ’Έρωτας είναι ή αβεβαιότητα ή δική μας, καί ή λαχτάρα νά λυτρωθούμε κάποτε άπό τήν άνεξαρτησία μας καί νά εξουσιαστούμε μέχρι τήν εξου θένωση μέ τήν ελπίδα πώς θά γλιτώσουμε έτσι άπό τή μοναξιά μυς. Ό έρωτας δέν έχει πρόσιοπα ούτε καί πίστη, μιά καί μείς
47
πού ερωτευόμαστε δέν έχουμε μιά μόνη μορφή. Γιατί αν ό άνθρωπος, ζώντας, δέν μένει νεκρός, μέ τόν μοναδικό σκοπό νά παρατείνει αριθμητικά τήν παρουσία του στή ζωή, είναι αδύνατο νά μείνει άμετάλαγος κι αμετάβλητος. Κι υύτή ή μετα βολή, ή διαφοροποίησή του, έχουνε σά συνέπεια τήν απιστία του στον έρωτα. Ζωή, δέν είναι ή επιβεβαίωση τής ύπαρξής μας άπό τά λη ξιαρχικά χαρτιά τής γέννησης, τής βάφτισης καί τοΰ θανάτου. ’Αλλά μιά ακατασίγαστη περιέργεια, κι ένα πάθος γιά όλους καί όλα, μιά πίστη (ή ή άναζήτηση μιας πίστης) γιά κάποιο ιδανικό, πού μάς κρατά άγρυπνους σέ κάθε μήνυμα καί μάς κυταλύει. Κι άν δέν έχει γιά όλους αυτή τή σημασία ή ζωή, ή Μαρία Πολυδούρη έτσι τήν ένιωσε. Καμιά προδοσία δέ θά τήν σταματά. Θά επιμένει νά πιστεύει καί ν’ άναζητά στηρίγμα τα, αν καί ή ζωή της θά ’ναι μιά διαρκής φυγή. Μιά ασυνείδητα περίεργη, πού πρόσφερε τόν εαυτό της σ’ όλες τις συγκινήσεις, ύποβάλλοντας τήν ευαισθησία της σ’ όλων των λογιών τούς ερεθισμούς. Ή Πολυδούρη ανήκει σέ μιά κατηγορία καλλιτεχνών πού ζήσανε σέ διάφορες εποχές, μέ όλότελα διαφορετικές ίδιοσυγγρασίες καί πού μιά άπροσδιόριστη αφθονία βάραινε μέσα τους καί άπαιτοΰσε τήν κατάλυσή τους. Ό Βάν Γκόγκ, ό Βερλαίν, ύ Μπάυρον, ό Ρεμπώ, ό Περ. Γιαννόπουλος, ό Καρυωτάκης. Γ0 καθένας άπ' αυτούς αύτοκαταλύθηκε μέ τόν τρόπο του. Μά ταια θ' άναζητήσουμε μιά λογική εξήγηση γι’ αυτήν τήν αύτοκατάλυση, μέ όσα κι αν πούμε όσα κι αν ερευνήσουμε. ’Από τούς άπίθανους θρύλους πού άκολουθοΰνε τόν καθένα τους δέν κερδίζουμε ούτε γινόμαστε σοφότεροι, μόνο πού αισθανόμαστε τό δέος μας νά μεγαλώνει γι’ αύτή τήν μυστηριακή δύναμη τήν γεμάτη εκπλήξεις πού λέγεται Άνθρωπος. Ό Ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, μάς δίνει στήν «Καντάτα» του, μιά ποιητικά δικαιωμένη απάντηση σ’ αυτή τήν.Αγωνία πού σπρώχνει ώς τήν τρέλλα καί τό χαμό.
■ ά Χ ' ΛΆ\
/ ~ /
’V ;
Ά π ό ποιο, λοιπόν, παιδικό ξεχασμένο όνειρο, από ποιόν μεγάλο απραγματοποίητο έρωτα, από ποιά βαθει,ά, προαιώνια νοσταλγία κουβαλάμε, αυτήν την αόριστη άνάμνηση τής τελειότητα που συντρίβει ότι αγγίζουμε καί μας κάνει νά ξαναρχίζουμε αιώνια. ’Από ποιά άμείλιχτη ευλογία:
T II
Ν ά πάω καί γιο μ ε τη πουλιά καί μι τά χελιδόνια τά χελιδόνια νά γνρνοϋν καί γιο νά μι) γυρίζω (Δ ημοτικό)
Ή Μαρία δραπετεύει άπό παντού, Ά πό τό σπίτι της, άπό τόν έρωτα άπό τή δουλιά της, άπό την Ελλάδα, άπό τά νοσοκομεία, άπό την παραδοσιακή ποίηση κι άπό τήν ϊδια τή ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει άπό τις άνησυχίες της πού ’ναι άκατάλυτες. Ένώ ή ϊδια αισθάνεται πώς ζεΐ πολύ σοβαρά καί μέ πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τή ζωή της, έχομε τήν εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται καί φεύγει. Μά έτσι ή άλλιώς ζεΐ όμορφα. Γιατί ή ζωή τής Πολυδούρη έχει τόν ίδιο λυρισμό καί τό ίδιο πάθος πού έχει καί ή ποίησή της. Καί ή ποίησή της πάλι, έχει τή σφραγίδα τής ανυποταξίας ή αν θέλετε, τής άναρχικότητος πού ’χει ή ζωή της. Καί δραπετεύει άπό τή ζωή μέ τήν ϊδια γενναιότητα πού ζεΐ.
'Υπάρχουν άνθρωποι πού τροφοδοτούν άθελά τους τό μύθο πού τούς άκολουθεΐ. "Ενα μύθο πού δημιουργούν οί άλλοι γι’ αύτούς άπό άνάγκη. Εϊτε γιατί δέ βρίσκουν ενδιαφέρον στή δική τους άνούσια καί άγευτη ζωή. Ή γιατί, ύποκρινόμενοι τούς άγανακτιμένους γιά τήν άνηθικότητα των άλλων, καταφέρνουν νά πείθουν πώς δέν είναι οί ϊδιοι ανήθικοι. Καί μένουν τέλος εκείνοι πού φθονούν καί μισούν τόν άπελευθερωμένο άνθρωπο. Καί βέβαια άλλοίμονο άν, αυτός ό απελευθερωμένος, είναι γυ ναίκα. 4
50
"Αν ή Πολυδούρη δεν πέθαινε στά 28 της χρόνια, αλλά ζοΰσε καί γερνούσε, ό μύθος της Οά ’χε ξεφτίσει μέ την ομορφιά της μαζί, καί παράλληλα μέ τόν πόθο πού προκαλοϋσε. Αυτή ’ναι όλη ή αλήθεια : Ό μύθος τής Πολυδούρη ύφάνθηκε από τις ανικανοποίητες επιθυμίες των σεξουαλικά υποσιτισμένων άν τρων άπό τή μιά, αλλά κι από τό μίσος των γυναικών. Πού βλέ ποντας τούς άντρες νά κάνουν σάν τρελλοί γι’ αυτήν, έτρεμαν μή μειωθούν οί αξίες τής «τιμιότητάς» τους. Ό μουσουλμανι σμός εξάλλου των αρσενικών πού άπαιτοϋσε όλες τις ελευθερίες γιά λογαριασμό του καί καμιά γιά τή γυναίκα ως τις συγγενείς τού 7ου βαθμού, ανησυχούσε γιά τέτοια κακά παραδείγματα.
Θυμάμαι πώς, όταν τό I960, έκανα τή διάλεξη γιά τά τριάντα χρόνια άπό τό θάνατο τής Π. καί αφού έφυγε ό πολύς κόσμος, μέ πλησίασαν δυό άρκετά μεγάλες γυναίκες κλαίγοντας. Ή ταν οί δυό αδελφές της. «Πάντα μοΰ είπαν, παρακολουθούσαμε κάθε ομιλία πού γίνονταν γιά τή Μαρία όλα αυτά τά χρόνια. ’Αλλά καί πάντα φεύγαμε ντροπιασμένες χωρίς ν' άποκαλύψουμε τήν ταυ τότητά μας. Είστε ό πρώτος άνθρωπος πού τήν δικαίωσε . "Ετσι γνωριστήκαμε. Καί μοΰ εμπιστεύτηκαν, ή μικρότερη ιδιαίτερα, ή Βιργινία, πού ’ζησε άπάντρευτη κοντά της, όλα όσα γνοόριζε. Πολλές φορές τήν ένιωθα νά κομπιάζει, γιατί δέν ήξερε ποιά πράξη ή ποιά εκδήλωση τής Μαρίας μπορούσε νά θεωρηθεί κακή ή άπρεπη. "Ετσι ή αλλιώς ή συμπεριφορά τής Μαρίας ήταν καί γιά τούς ίδιους τούς δικούς της, τό λιγότερο, ανεξήγητη. ’Εκείνο πού τούς τρόμαζε ήταν ή άδιαφορία της γιά τά σχόλια τής κοινής γνώμης. Πόση ακεραιότητα χρειαζόταν όμως — καί χρειάζεται — ένας άνθρωπος πού ρυθμίζει τή συμπεριφορά του, όχι σύμφωνα μέ τά καθιερωμένα γούστα καί ήθη των άλλων. Είναι τόσο εύκολο νά ζεΐς μέ τήν έγκριση τής γειτονιάς. Ό ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης μοΰ έχει διηγηθεΐ μιά τριήμερη εκδρομή τους στον Πόρο. Ή Μαρία, ό ποιητής καί ό
51
κοινός τους φίλος Κ. Παπαδάκης χρόνια ερωτευμένος μαζί της. Σπουδαστές, νέοι καί άφραγκοι, κράτησαν ένα δωμάτιο μέ τρία κρεβάτια. Πώς πέρασαν; Ό Χονδρογιάννης πιστεύει πάντα πώς ή Πολυδούρη πέθανε παρθένα! Μέσα άπ’ αυτή τήν επιβεβαίωση βγαίνει όλη ή νοοτροπία τής εποχής. Ό Χονδρογιάννης είναι ένας άνθρωπος σπάνιας ευαισθησίας καί αβρότητας, έξόκοσμης θά ’λεγα. Ή αποθέωση τού ινδάλματος του στάθηκε κείνη ή συντροφική καί αθώα νύχτα πού τοϋ δίνει τό δικαίωμα νά πιστεύει ακλόνητα στή βεβαιότη τά του. Ό ισχυρισμός του όμως μας επιτρέπει νά αναγνωρίσουμε τή νοοτροπία καί τοϋ σημερινού ρωμιού ακόμη πού, όσο κι αν είναι ερωτευμένος, όταν κάνει έρωτα μέ μιά γυναίκα αισθάνεται πώς τήν βρίζει. Κατά τόν ποιητή, ή Μαρία απαλλάσσεται άπό τήν πατροπαράδοτη ύβρη μιά καί είναι γεγονός πώς ό ίδιος δεν έκανε ποτέ έρωτα μαζί της.
'Όσο μεγάλωνε αύτό τό στοχαστικό παιδί μέ τις όλότελα αντιφατικές εκδηλώσεις, λέει ή αδελφή της, τρόμαζε τούς δικούς του. Πότε ήταν τελείως μελαγχολικό καί αμίλητο, άλλοτε πάλι είχε βίαια κι ασυγκράτητα ξεσπάσματα χαράς. Τί παιδί! λέγανε οί δικοί της. Τί γυναίκα! αναστέναζαν αργότερα οί άντρες. Άπό τότε, είχε μιά είδωλολατρική αγάπη στή θάλασσα. "Οταν σχολούσε τ’ άπογέματα — στό Γύθειο πού έβγαλε τό Δημοτικό — άφηνε τ’ άλλα παιδιά καί ξεμάκραιναν. Έπαιρνε τότε τήν παραλία ολομόναχη μέ τά μεγάλα εκείνα μάτια της, εκστατικά, καρφωμένα στή δύση. "Ετσι έφτανε πάντα στό σπίτι ανεξήγητα άργοπορημένη. Ά ν, περνώντας άπό κάποιο δρόμο, έφτανε στ’ αυτιά της κλάμα, πήγαινε μέ μαλακά βήματα κι ανα τριχιασμένη όψη καί χωνότανε σέ μιά γωνιά του χαροκαμένου
52
σπιτιού. Σφιγμένη ολόκληρη μέσ’ στ' αδύνατα μπράτσα της, ακούε μέ τις ώρες τό μανιάτικο μοιρολόι. Μέ τις υπερευαίσθη τες αισθήσεις της τεντωμένες δέν έχανε καμιά έκφραση ή χειρονμία τοΰ αυτοσχέδιου αύτοϋ χορού. Κι έφευγε, όταν τά δάχτυλά της δέν μπορούσαν πιά, όσο κι άν έσφιγγαν τούς ώμους της, νά συγκρατήσουν τό τρεμούλιασμά τους. — Μώ γιατί, τή μάλωνε ή μάνα της, γιατί πας, αφού λυπά σαι κι άρωσταίνεις; — Θέλω νά λυπάμαι, μουρμούριζε, κυττώντας μέ τέτοια έκ φραση χαμένη, πού ή μητέρα της δέν ήξερε πώς νά συνεχίσει. ’Ανήσυχη απ' τις παραξενιές τής «μικρής», τής τόσο αντί θετης μέ τήν όμαλότητα των μεγαλύτερων άδελφών της, τό κου βέντιαζε μέ τόν πατέρα. Μά κείνος χαμογελούσε μόνο και τήν καθησύχαζε. Φιλόλογος, μέ καλλιτεχνικές ευαισθησίες, είχε ήδη ξεχωρίσει τήν Μαρία απ' τά άλλα του παιδιά καί τήν βοη θούσε όλο καί πιό πολύ, γιά νά ένισχύσει τήν επίδοσή της στά γράμματα. Τά παιδικά της χρόνια περάσανε σέ μιά άληθινή θαλπωρή, πού συμπίπτει μέ μιά σύντομη περίοδο οικονομικής άκμής τοΰ τόπου. Τό σπιτικό της περιβάλλον ήταν πολύ καλλιεργημένο καί μέ όλότελα φιλελεύθερες πολιτικές άντιλήψεις. Τά μακριά χει μωνιάτικα βράδυα περνούσαν εύχάριστα μέ τις βεγγέρες τού πα λιού καλού καιρού. Τό πάθος των φίλων τής οικογένειας ήταν ό ’Ελευθέριος Βενιζέλος, ή ρομαντική ποίηση καθώς καί τό ρο μαντικό μυθιστόρημα. ’Αλλοίμονο όμως αν τύχαινε νά τούς έπισκεφτεΐ κάποιος πού τά φρονήματα του δέν συμφωνούσαν μέ τά δικά τους. "Ολοι άποφεύγανε, άπό εύγένεια, νά συζητήσουνε πολιτικά καί νά θίξουνε τόν επισκέπτη τους. Ή Μαρία όμως άρχιζε τήν επίθεσή της, οί μεγάλοι έπεμβαίνανε γιά νά σώσουνε τήν κατάσταση καί ή πολιτική συζήτηση άναβε. Γι’ αύτό τό φλογερό καί ορμητικό κοριτσόπουλο είχε πει ύ σχολάρχης κάποτε στόν πατέρα. — Στή Μαρία διακρίνω δαιμόνιο μυαλό, άλλά πρός θεού, μή σάς φύγουν ούτε στιγμή τά γκέμια, γιατί θ’ αφηνιάσει.
53
Θ ά’ταν δεκατριώ χρόνων 6τιχν δημοσιεύτηκε τό πρώτο της πεζοτράγουδο μέ τόν τίτλο «Μάνα» σ’ ένα περιοδικό εργόχει ρων «Ό Οικογενειακός Άστήρ». Τις ημέρες εκείνες, ή θάλασσα είχε βγάλει τό πτώμα ενός νέου. Ή Μαρία δέν συγκλονίστηκε άπό τά νειάτα πού χαΟήκανε, μά άπό τό σπαραγμό τής μάνας του. "Ετσι γράφτηκε τό πρώτο εκείνο μελοδραματικό κομμάτι πού έκαμε μεγάλη εντύπωση στό σχολειό τής μικρής, άλλα καί σ’ ολόκληρη τήν Καλαμάτα. Μέ τόν καιρό άπόχτησε κάποιες παράξενες συνήθειες, πού ξαφνιάζανε τούς μεγάλους. Κάποια στιγμή πετιότανε από τό κάθισμά της καί χανότανε χωρίς καμιά εξήγηση. Κι όταν ξανα γέμιζε, είχε έτοιμο κάποιο καινούριο τραγούδι. Σ’ όλα της τά ποιήματα ύπήρχε απαραίτητα, ό ’Εκείνος, ή Εκείνη, συγκλο νιστικό ερωτικό πάθος καί μόνιμο φινάλε ό θάνατος. Κάποτε ή μητέρα της τήν ρώτησε. — Δέν θά ’τανε πιό όμορφο τό τραγούδι σου Μαρία, αν άφη νες τούς ήρωές σου νά ζήσουνε καί νά χαροϋνε τήν τόση άγάπη τους; — Γιά νά γίνει τό τραγούδι, άπαντοϋσε, πρέπει νά πεθάνουνε. Στά δεκαπέντε της χρόνοι, μαζεύει τά ποιηματάκια της τ’ άντιγράφει σ’ ένα δεμένο τετράδιο καί φτιάχνει τήν πρώτη της συλλογή — «Οί Μαργαρίτες». Ελάχιστα άπό τά ποιήματα αυ τά διασωθήκανε άπό τήν ίδια. ’Αρκετά μεγαλύτερη, άντίγραψε ένα δυό πού θυμότανε σ’ ένα μικρό μπλύκ, πού έχει κι ολα τ’ άλλα, ανέκδοτα ποιήματα πού’γράψε μέχρι τό 1929. Κανένα άπό τά ποιήματα αυτά δέν δημοσιεύτηκε όσο ζοΰσε, γιατί φαίνεται πώς δέν τήν ικανοποιούσε ή μορφή τους. Κάτι όμως τήν έδενε μαζί τους κι αισθανότανε τήν άνάγκη νά τά διασώσει. Στά 1918 πέσανε στά χέρια τής δεκαεξάχρονης τότε ποιήτριας έντυπα πολύ κατατοπιστικά γιά τήν ρωσική επανάσταση. Ή Μαρία έξαλλη άπό συγκίνηση, συντάσσει μιά γεμάτη πάθος προπαγανδιστική προκήρυξη, τήν άντιγράφει σέ καμιά εικοσα ριά αντίγραφα, τά κλείνει σέ φάκελα καί τά παραδίνει στή μεγαλύτερή της άδελφή μέ τήν παράκληση νά τά μοιράσει στούς
56
Πολλές φορές θά μάς ξαφνιάσει ή Πολυδούρη μέ τέτοια δεί γματα απονιάς καί φαινομενικής αδιαφορίας γιά τούς άλλους. Γιατί ζεΐ τόσο έντονα καί μέ τόση αληθοφάνεια τις καταστάσεις πού καλλιεργεί στην ήλικία αυτή μέ τήν φαντασία της, πού παρασέρνεται καί δεν μπορεί νά τούς άντισταθεΐ. 'Αλλά είναι φυσικό, αυτά όλα τά αισθήματα νά μήν άντέχουν στην πραγματικότητα. "Αν ή φαντασία της τήν ύποβάλει σέ αύτοερεθισμούς, δέν άρκεΐ, φυσικά, γιά νά τροφοδοτεί έναν τόσο γήινο τύπο σάν κι αύτήν. Καί δέ θά περάσει πολύς καιρός άπό τόν ερχομό της στήν ’Αθήνα, πού θά διαπιστώσει πώς δέν φεύγει έξ αιτίας του έρωτα, μά άπό μιά άκατανίκητη άνάγκη φυγής. 'Απορεί κι ή ίδια καί γράφει στο ήμερολόγιό της : ...Δ έ ν είναι αγάπη οτι έχω δοκιμάσει μέχρι τώρα. Μιά τρέλλα τής στιγμής πού μέ θαμπώνει μέ τήν ορμητική λάμψι χ1 έπειτα φεύγει και μέ αφήνει έκπληκτον (. . .) "Ολα aim'i έπερναν ένα τόνον δυνατό μέσα στην τρομερή αιώνια πλήξι πού μέ τύραννεϊ. . . κι αναρωτιέται κείνο τό υπέροχο : «"Ωστε είμαι έκφυλη;»
IV Χόοιηι κι ό πόνος κι ιίς ηςιιόΟη νά γίνη θρόνος τον (Ττοχααμοϊί
Μ.II. Ή πλήξη της, λοιπόν, Οά τήν παρασύρει πολλές φορές σέ πράξεις πού θά τής αφήνουν τύψεις βασανιστικές. Γιατί παρ' όλα τά όνειρά της γιά τόν ερχομό της στήν ’Αθήνα, ή πλήξη τήν ακολουθεί. Οι πρώτες μέρες τήν μουδιάζουν ήδονικά. ’Α δρανεί ώσπου νά συνηθίσει στήν πολυκοσμία καί τό θόρυβο τής μεγαλούπολης. ’Αλλά κι όταν θά συνηθίσει, δέ Οά βρούμε καμιά έκρηξη ενθουσιασμού ή ξαφνιάσματος στά γραφτά της. ’Αντίθετα, μέ τό πέρασμα τού K u i p o O , κάποια προσδοκία — ή καί πολλές — θά σβήσει. Κάποιο όνειρο θά πιεστεί μέσα σέ μια άμείλιχτη κι απαράδεχτη πραγματικότητα, λεπταίνοντας τόσο, πού ή μεγάλη ούτοπίστρια θ' άρχίσει αναγκαστικά νά διακρίνει μέσ’ άπό τή διαφάνεια του «τις μεγαλειώδεις πλάνες». Μέ πόσο ενθουσιασμό 0’ ανέβει τό Φλεβάρη τού ’21 — δε καεννιά χρόνων.— τά σκαλιά τού Πανεπιστημίου γιά πρώτη φορά! Νάμαι και ατό / Ιανεπιστήμιο στήν αΐΟοναα τής Νομικής. Μέ μιά ζωηρή σνγκίνησι ανέβαινα ένα - ένα τά ιερά σκαλιά τον. Δέν είχα πλέον τήν καταραμένη δείλια, μιά υπερηφάνεια όγκωνε τήν ψυχή μου και ανύψωνε τό πνεύμα μον. . . ’Αντίθετα ή Νομαρχία, (γιατί Οά πάρει μετάθεση άπό τήν Νομαρχία Καλαμάτας όπου ήταν διορισμένη) Οά τήν απογοη τέψει θανάσιμα.
58
Ά 'πήγα 0ΐ'ι(Μ;ρα στο γραφείο νά άναλάβω υπηρεσία (. . .) Μοϋ παρουσίασαν κάμποσους από τους καί τάς συνάδελφους. Τί έκπ.ληζις! παρ’ ολίγο Οά γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι, σκυθρωποί καί Ανάπηροι, ολίγοι γέροι μέ κακόβουλο νΐ) ος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολ/ίγοι καί υπερφίαλοι. Θεός φυλάζοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! ”11 θά αηδιάζω ή Οά πεθαίνω στα γέλια βλέποντας τους! ’Αλλά γιά να γλιτώνει κι από τά δύο, Οά φροντίσει νά τούς βλέπει δσο γίνεται λιγότερο. Τήν εποχή εκείνη, ελάχιστες ακόμη γυναίκες πηγαίνανε στό Πανεπιστήμιο. Θά εκμεταλλευτεί λοιπόν τήν αίγλη πού δη μιουργούν οί σπουδές της, γιά νά παίρνει μακρές άδειες από τό ανυπόφορο περιβάλλον τού γραφείου της. Ή μόνη περίοδος πού Οά εμφανιστεί σχεδόν κα.νονικά στήν υπηρεσία της, θά'ναι εκείνη τού δεσμού της μέ τόν Καρυωτάκη ένα χρόνο αργότερα. Μά δέ Οά κρατήσει κι αυτή παρά εφτά μήνες. Ά πό κεΐ κι έπει τα, θά πηγαίνει μόνο κάθε τέλος τού μηνάς γιά νά πάρει τό μι σθό της. "Ωσπου θά βρεθεί ό απαραίτητος καλοθελητής πού Οά υποκινήσει τό ζήτημα άργομισθίας Πολυδούρη καί θά προκαλέσει τήν απόλυσή της, δυό χρόνια μετά. Μά καί ή ζεστή συγκίνηση πού δοκίμασε μέ τό Πανεπιστήμιο, θά εξανεμιστεί σέ δυό χρόνια καί Οά τό έγκαταλείψει κι αυτό. Καινούρια γε γονότα καί ασήμαντα ενδιαφέροντα...χορός, έρωτας, ταξί δια, φιλολογικές συντροφιές κι ανησυχίες όλότελα άπροσδιόριστες — θά τήν τραβήξουν μακριά άπό τά άρχικά της σχέδια. Ή Αθήνα τού μεγάλου ονείρου πού μέ τόση λαχτάρα ήρθε νά γνωρίσει ή τολμηρή έπαρχιώτισα, ή Αθήνα τής λευτεριάς, είναι μια επαρχιακή πολιτεία, μεγαλύτερη βέβαια άπό τήν Κα λαμάτα, αλλά καθόλου ονειρική. Ή ’Αθήνα τού 1921 - 30 πού ’ζησε ή Πολυδούρη, είναι χάος καί παρακμή. Ή νεολαία τής γενιάς της πού πίστευε πώς, ύστερα άπό ένα παγκόσμιο πόλεμο, θά ’φτάνε ή στιγμή των μεγάλων ανακατατάξεων, δέ θά γνωρί-
59
πει άλλη έκπληξη άπό τό δράμα καί τήν προδοσία πού ’χε σά συνέπεια τή Μικρασιατική καταστροφή κι όλα τά επακόλουθά της. Μιά κρίση γενική, στήν οικονομική, τήν πολιτική καί τήν πνευματική ζωή δυναστεύει τον τόπο. Ή μεγάλη κείνη γενιά πού ’δώσε τή μάχη γιά τό δημοτικι σμό, τήν πρώτη εικοσαετία τοϋ αιώνα, δημιουργώντας ένα εκ πολιτιστικό— ανανεωτικό κίνημα είναι, τή δεκαετία «τής Μα ρίας», νικήτρια άλλά στή δύση της. Ή δημοτική έχει πιά καθι ερωθεί καί κείνοι πού τήν επιβάλανε, δώσανε με τον αγώνα τους καί το καλύτερο έργο τους. Ά πό τό ’20 ώς τό ’30 άλλοι άπ’ αυτούς θά πεθάνουν, άλλοι Οά έπαναλαβαίνουνται καί οί ύπόλοιποι Οά γίνουν αντιδραστικοί καί εχθροί τοϋ ιδανικού πού γι’ αύτό πολέμησαν. Άπό κεΐ πού νόμιζε ή Μαρία πώς, πατώντας τό πόδι στήν Αθήνα, πήδηξε Ισα στήν καρδιά τοϋ ονείρου καί τής λευτεριάς Οά διαπιστώσει πώς πατά στο τέλμα τοϋ συντηρητισμού, τοϋ αριβισμού καί τοϋ άβυσαλέου κενού, «Πλήξη» θ ά ’ναι τό πρώτο όνομα πού μ’ αύτό θά βαφτίσει τήν άπογοήτεψη καί τήν ερημιά της. Καί θά περάσουν πολλά χρόνια γιά νά βγει άπό τό στόμα της ό στίχος, . . .μά πάντα Οάμαι τον ονειοον τ’ αστείο ϋνμιι. Δέ μπορεί νά διανοηθεϊ πώς ξεγελάστηκε. Αντίθετα θ’ άντιδράσει μέ όλες τις δυνάμεις στον πεσιμισμό τοϋ Καρυωτάκη. "Ενας δυνατός καί όλος νιότη άνθρωπος πιστεύει πώς ή δύναμή του αρκεί γιά νά καλυτερέψει ό κόσμος. Τότε ακόμη έχει πολύ δρόμο μπροστά της, πολλές μάχες νά δώσει καί πολλές νά χάσει, ώσπου νά καταλάβει πόσο άδυσώπητη είναι ή πραγματικότητα πού μας περιβάλλει καί μέ πόση απάθεια συντρίβει τήν πίστη τής νιότης. Θ ά ’ναι πιά τέλος τοϋ 1929, ένάμιση χρόνο μετά τό θάνατο τοϋ Καρυωτάκη, πού θά καταλάβει τό ποίημά του «Τί νέοι πού φθάσαμεν εδώ. ..» καί Οά τοϋ απαντήσει μ’ ένα ποίημα πού θά μείνει ανέκδοτο.
60
ΤΟΥ ΚΛΙ ΎΩΤΛΚΙ Ι Οι νέοι πού φτάνανε μαζί στο «έρμο νησί» με σένα κάποια βραδνά μετρήθηκαν κ ηνραν εσύ να λ,είπης 7α μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα ρώτημα, μόνο εκίνησαν τ'ις κεφαλές τής λύπης. Νύχτες πολλές θυμήθηκαν, από την μόνωσή σου ένα σημείο από φωτιά τούς ιέστελνες' γνώριζαν τό θλιβερέ) χαιρέτισμα που φιόταε τής αβύσσου τούς δρόμους κι όλοι άπόμεναν στο δρόμο τους πού όριζαν. Άπόμεναν στην 'ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι έτσι μοιραία και βλαβερά στο «βράχο» τον κινδύνου. Κι όταν πια τούς χαιρέτησες, οι αιώνια απελπισμένοι φάλ.αν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνον. Μά φτάνουν πάντα στο «νησί» τά νέα παιδιά ό/ιοένα. Στην άδεια θέση σου ζητούν τής ζωής σου τό έλ,εγεΧο. Σ'οϋ φέρνουνε ατά μάτια τους δνό δάκρυα παρθένα και τής καινούριας σου εποχής τό πλαστικό εκμαγείο. (1929)
VI
. .
ώς
.«Καταστροφή»! Κρατονσα iy(') το νίμοι τι ) στιγ/π) του νά κοπή.
Μ.II. Λίγους μήνες μετά τόν ερχομό της στήν ’Αθήνα, ή Μαρία θά νιώθει τόν ενθουσιασμό της νά λιγοστεύει. Θά ξέρει πιά πώς ή κατάχτηση τής λευτεριάς της, τής έξωτερικής, δεν ήταν αύτό τό «κάτι» πού ή άπουσία του τήν τυραννοϋσε. Τό μαυροφορεμένο κορίτσι πού θά κυκλοφορήσει σά χαμένο τόν πρώτο καιρό στούς δρόμους της, δέ θ’ άργήσει νά γίνει μιά γυναίκα περιζή τητη. ’Όμορφη, μέ μιά φωνή σάν τοπίο, όπως λέει ό Μαλαπάρτε, καί μάτια βαθιά πού κρατούσαν πάντα στήν επιφά νεια τους μιά φλύδα δάκρυα. Παράλληλα είχε καί μιά προσω πικότητα πού καθήλωνε. Γρήγορα ή συμπεριφορά της θά γίνει προκλητική. Ή νεαρή έπαρχιώτισσα θά φανεί πολύ προοδευτική γιά τήν «πρωτεύουσα». Καί είναι γεγονός πώς ή Μαρία έμοιαζε νά ’πεφτε άπό έναν άλλο πλανήτη πού ’χε άφομοιιοσει μεγάλες κοινωνικές μεταρυμθίσεις. Οί γυναίκες ήταν άπρόσιτες, οί άντρες τις πολιορκούσαν, τούς στέλναν γραμματάκια, τούς κάνανε καντάδες κι ήταν μεγά λη τύχη, αν κάποτε κατάφερναν νά τις ξεμοναχιάσουν, μέ τή βοήθεια κάποιας δούλας, γιά ν’ άκούσουν γεμάτοι ήδονή, τά τρομαγμένα επιφωνήματα, μήν άργήσουν καί μήν τό καταλά βουν «ό μπαμπάς καί ή μαμά». Ή κοπέλα έφευγε καί 6 σκληρός καί αύστηρών «άρχών» άντρας, πλέοντας σέ πελάγη εύτυχίας, σίγουρος πώς κατάκτησε τήν τιμιότητα προσωποποιημένη, έπαιρνε τό δρόμο γιά τό μπορντέλο. Καί μιά στιγμή έβγαι-
νε μπροστά του στό καφενείο, ή στην ταβέρνα, τούτη ή καλ λονή, πού κάπνιζε, έπινε, τραγουδούσε, έκανε παρέα μέ πέντε άγόρια kui δήλωνε πώς δέν έχει ούτε μπαμπά οΰτε μαμά νά τούς φοβάται, αλλά απλά άπόριπτε τις ερωτικές επιθέσεις του γιατί «ό κύριος δέν τής άρεσε». Καί ή κοινωνία ήταν απόλυτα ταυτισμένη μέ τις μονόπλευ ρες ηθικές αρχές των «καταχτητών». Στήν εποχή εκείνη (192130) μόνο ελαφρές γυναίκες μπορούσαν νά κυκλοφορούν αργά τή νύχτα άσυνόδευτες. Άλλα κι αύτές τις άρπαζε ή τσιμπίδα γιά μιά εξέταση στό Τμήμα Ηθών. Έξαλλη σάν τό μαθαίνει ή Μα ρία παίρνει τήν αδερφή της καί βγαίνει νυχτερινό περίπατο. Ό χωροφύλακας όρμάει κατά πάνω της, αλλά ή Μαρία τού λέει μόλις πλησιάζει μέ ύφος κυρίας, «πάρτε τήν κάρτα μου καί περάστε αύριο από τό γραφείο μου». Συνηθισμένος ό εκπρόσω πος τού «Νόμου» νά βλέπει τις τροτέζες νά τό βάζουν στά πόδια, μόλις τόν μυριστούν άπό μακριά, τά χάνει μπροστά στήν άγέρωχη γυναίκα πού απομακρύνεται ήρεμα. Οί φίλοι της ξεκαρδίζονταν άπό τά γέλια σάν τούς διηγόταν επεισόδια σάν κι αυτά. Κι ή ίδια φώναζε γελώντας, «παίζω γρο θιές μέ τήν κοινωνία». Τί διάβολο ήρθαν, άναρωτιόταν, οί άν θρωποι νά κάνουν σέ τούτη τή ζωή μέ τήν άνάσυ κομένη μέσ' στους κορσέδες τής υποκρισίας καί τού συμβατισμού; Γιυτί περιπλέκουν έτσι τή ζωή μέ τά ψέματα, ενώ ή άλήθεια είναι τόσο εύκολη! Εύκολη ή άλήθεια! Παρ’ όλα αυτά ξαφνιαζόμαστε μέ τις άντιφάσεις της, άνάμεσα σ' ένα γλυκερό ρομαντισμό καί σέ μιά διάθεση τόλμης πού καί σήμερα εντυπωσιάζουν. Είχε επιπλέον ένα σωρό άναστολές, άν κι αυτό δέν οφειλόταν μόνο στις άρχές τού άμεσου περιβάλ λοντος της, άλλά καί στήν άτμόσφαιρα καί στά ήθη τής επο χής μέ τόν άμείλικτο πουριτανισμό. Καί σήμερα άκόμη διαπι στώνομε πώς δύσκολα ό άνθρωπος διαχιυρίζει αυτό πού είναι, άπ' όλα εκείνα πού τόν έχουν δασκαλέψει κυί διαποτίσει καί πού καταλήγουν νά γίνουν δεύτερη φύση του. Οί παραδόσεις καί οί
63
απαγορεύσεις μεταβιβαζόμενες άπό γενιά σέ γενιά, αιώνες κι αιώνες, καταντούν πολύ πιό ισχυρές συνήθως άπό τά γνήσια γνωρίσματα του χαρακτήρα καί τής ιδιοσυγκρασίας άκόμη. Στις 3 τοΰ "Απρίλη τού 1921 ή Π. γράφει στό Ημερολόγιό της. « ...Δ έ βαστώ πλέον, μοϋ λείπει μιά καρδιά νά πονή γιά μένα. Είναι τόσο όμορφο βραδάκι καί σέ λίγα λεπτά θά κλειστώ στό σκοτεινό διομάτιό μου. Τί θέλετε; δέ βαστώ πλέον, άν ένας διαβάτης σταματήσει μπρος μου καί μου δώση τήν καρδιά του μ' έναν όμορφο λόγο θά φύγω μαζί του. Θά απολαύσω τήν άγάπη καί ας πεθάνω αυτή τή βραδιά.. .)> Σέ ποιόν άπευθύνεται κείνο τό «τί θέλετε» παρά στις αμέ τρητες άπαγορεύσεις πού άντιμάχονται τις επιθυμίες της. Καί είναι τόσο ισχυρή καί άποφασιστική πού, κείνο τό βράδυ, δέν τόλμησε μόνο καί μόνο γιατί στάθηκε άτυχη. Νά τί γράφει στή συνέχεια. «.. .Τή σκέψη μου αυτή πού μοϋ άνοιγε παλάτια μπρος μου διέκοψε ένα κανονικό άλλά ζωηρό βάδισμα πίσω μου ένα μέτρο. Πέρασαν δέκα λεπτά πού τό ακόυα στήν ίδια άπόσταση μέ τόν ίδιο ρυθμό πού περπατούσα κι έγώ. Δέν έγύριζα πίσω μου νά ίδώ άλλά καί αύτό δέν άλλαζε. ’Άλλαξα πεζοδρόμιο άλλά δέν άργησε έπειτα, άπό λίγα λεπτά νά άκουσθή πάλι πίσω μου άκριβώς τό ίδιο βάδισμα. Γεμάτη έκπληξη, άφινα τήν έξημμένη φαντασία μου νά φτιάνη σκηνές καί εικόνες. "Ενας ιππότης υψη λός, λεπτός μέ ζωηρά εκφραστικά μάτια σταματούσε μπρος μου, όταν οί διαβάτες θά άραίωναν καί μέ ρωτούσε μέ ύφος διακρι τικό πώς μέ λένε. .. Έζύγωνα σπίτι μου τό βήμα έξακολουθοϋσε πίσω μου πιό άργό. Τί δειλός! έσκεπτόμουν. Προσποιήθηκα ότι έδενα τήν κορδέλλα στό γοβάκι μου καί έσκυψα. Έπέρασε μιά σκιά άπό μπρος μου... Ώ, θεοί αιώνιοι!!... παρ' ολίγο θά έπε φτα. χάμω! "Ενας ψηλός γέρος μέ μακριά γενιάδα κι ένα ζεμπίλι μέ έργαλεΐα στά χέρια περπατούσε καμπουριασμένος! Τί όνει ρο!» Τό χαριτωμένο επεισόδιο δείχνει καθαρά τή σύγκρουση άνάμεσα στις αύθόρμητες έπιθυμίες καί στις έπίχτητες ρομαντικές ιδεοληψίες. Ή Πολυδούρη έχει τραγουδήσει πάρα πολύ ωραία
64
τήν άνοιξη καί τις ανησυχίες πού της ξυπνά, παράλληλα μ’ ένα αίσθημα μοναξιάς, αγνοώντας Ισως πόση αναστάτωση φέρ νει στον οργανισμό. Καθώς καί πώς είναι πιά μια ολοκληρωμένη γυναίκα καί ότι τό κορμί της απαιτεί νά σμίξει μ’ ένα αρσενικό· Καί σήμερα ακόμη πολλές καταπιεσμένες γυναίκες γερνούν χωρίς νά γνωρίσουν άντρα. Καί παρηγοροΰνται λέγοντας πώς τάχα δέν βρήκαν τό ιδανικό τους, ενώ στην πραγματικότητα δέν ξεπέρασαν ποτέ τις απαγορεύσεις πού στοίχειωσαν μέσα τους καί τις κράτησαν δέσμιες. Φυσικό λοιπόν καί για τήν ΙΤολυδούρη τού ’21, νά πρέπει κείνος πού θά. τήν παρακολουθεί τυχαία, νά ’ναι «ένας ιππότης υψηλός, λεπτός κλπ.». Τά ρομαντικά μυθιστορήματα καί ή αστική έρωτολογία έκαναν καί συνεχίζουν νά κάνουν αποτελε σματικά τή δουλιά τους. Ό ιππότης τού Μεσαίωνα έχει περάσει στήν αθανασία τής ερωτικής κουλτούρας—πρός τιμήν τής γυ ναικείας ήλιθιότητας ■*“ ·αλλάζοντας πρόσωπα ανάλογα με τή διαφοροποίηση τής αισθητικής καί τής μόδας. Ό Ραμόν Νοβάρο τής δεκαετίας τού 1920 - 30 είναι σήμερα ό Βοσκόπουλος καί ό Ξυλούρης, γιά νά μιλήσουμε γιά ντόπια προϊόντα. Καί δυσ τυχώς όσο θά αναβιώνουν ίδανικά-σύμβολα, είτε γιά ηθοποιούς πρόκειται, είτε για ποδοσφαιριστές, ή πολιτικούς, ελευθερωμένη γυναίκα δέ θά δούμε. Δύσκολο νά τής ανοίξεις τό κεφάλι καί νά τήν πείσεις πώς ίόανικό-άντρας δέν υπάρχει. Καί πώς τά ιδανικά είναι ιδέες, είναι αγώνες, είναι ελευθερία, άλλά άνθρωποι π ο τ έ . Καί πολύ λιγότερο ιδανικό - άντρας. "Οταν είναι σίγουρο πώς εκείνες ακριβώς οί γυναίκες πού ζητούν «τον ιδανικό άνδρα», στήν ουσία χρειάζονται ένα άντρα στό κρεβάτι τους. ’Έτσι μόνο θά καταλάβομε πόσο πραγματικά σημαντική καί ουσιαστική στάθηκε ή Πολυδούρη στή ζωή της. Γιατί διαπι στώνομε πόσο γρήγορα λευτερώνεται απ' όλες τούτες τις ηλί θιες πλάνες της χωρίς τή βοήθεια κανενός. Στις 20 τού ’Απρίλη τού ’21 σημειώνει: «Ή ώραιοπάθειά μου όσο πάει καί μεγαλώνει, τρομερόν! Έκύτταξα σήμερα έτσι ασυναίσθητα κι άνεπιφύλαχτα ένα σωστό 'Άδωνι στήν ομορφιά,
65
τόσο πού έχασε τήν υπομονή του καί περνώντας σιμά μου μ' έρώτησε... μ’ αγαπάς μελαχροινοϋλα μου;» "Ενα χρόνο μετά, στις 27 του ’Απρίλη τοΰ 1922 γράφει : « . . . τί λοιπόν; , . .είναι αυτό Ισως τό πάθος πού δέν έγνώρισα; ...για τί έτσι πάλι άνηλεής ποιητή μου;» Καί οχτώ μέρες αργότερα, στις 5 τοΰ Μάη : «Τόν αγαπώ, τόν αγαπώ, ...καμμιά αμφιβολία π ιά ...» . "Υστερα απ’ όλους τούς ψιλόλιγνους ιππότες ή Μαρία ανα δύεται αληθινή, πεντακάθαρη, ατόφια καί ερωτεύεται τόν κον τούλη, μισοκακόμοιρο, νευρασθενικό, τό γερασμένο παιδάκι, Καρυωτάκη. Καί δέν τόν ερωτεύεται βέβαια σά λύση απόγνωσης. Ή Μα ρία είχε τόσους θαυμαστές πού έλεγαν πώς ή νεολαία είχε πάθει Πολυδουρίτιδα. "Οταν ό Καρυωτάκης. λίγους μήνες αργότερα, τής αποκλείει τό γάμο ή Μαρία δέν έχει παρά νά διαλέξει έναν από τούς ανα ρίθμητους θαυμαστές πού τήν περιβάλλουν. Τό ότι διάλεξε τόν Γεωργίου είναι καί πάλι μια επιβεβαίωση τής έκλεκτικότητάς της σάν ανθρώπου. Τόν γνώρισα προσωπικά στά 1960. Κι ήταν πραγματικά ένας ομορφάντρας παρ’ όλα τά χρόνια. Κι όμως είμαι βέβαιη πώς ή Μαρία δέν τόν διάλεξε μόνο γι’ αύτό. Γιατί ήταν ένας άνθρωπος σπάνιας ποιότητας καί λεβεντιάς, όπως θά διαπιστώσουμε πάρα κάτω. Ωστόσο, όταν ή Μαρία θά δει νά θαμποφέγγει μιά χαραμάδα ελπίδας γιά τήν επανασύνδεσή της μέ τόν Καρυωτάκη εγκαταλείπει τόν ωραίο Γεωργίου. Γνωρίζομε τούς ρωμιούς, όπως γνωρίζομε πόσο χυδαία εκ φράζονται γιά τις περισσότερες γυναίκες — σήμερα — καί πολύ περισσότερο γιά μιά γυναίκα πού τούς έγκατάλειψε. 'Αλλά ό Γεωργίου μου είπε όταν τόν συνάντησα : «Ή Μαρία ήταν σπά νιας τιμιότητας γυναίκα. ’Αληθινή κι απόλυτα συνεπής σ' ό τι πίστευε, ’Αγαπούσε μέ πάθος ό τι τήν συγκινούσε. ’Αλλά είχε μιά τέτοια ραφιναρισμένη ποιότητα, πού οί συγκινήσεις της ήταν πολύ έκλεκτικές. "Οσοι κατηγορήσανε τή Μαρία δέν αδικήσανε αυτήν αλλά τή δική τους νοημοσύνη. "Αν καί δέν ήταν εύκολο 5
66
γιά τόν καθένα νύ καταλάβει μια γυναίκα μέ τόση ευαισθησία καί τέτοια ακεραιότητα. Ή Μαρία, πιστέψτε με, δέν έγνώριζε τή μοιχεία. Καί σάν άνθρωπος καί σά,ν γυναίκα γεννήθηκε πενήντα τουλάχιστον χρόνια νωρίτερα».
Ό «καινούριος» — γι’ αυτήν --- κόσμος πού τή δέχτηκε καί πού τόσο πόθησε νά βουλιάζει μέσα του, φεύγοντας από τήν Καλαμάτα, μίκραινε απελπιστικά. Ή τεράστια δίψα της στέρευε όσες πηγές άγγιζαν τά χείλη της κι άφησαν μιά ξερή στέρνα καί τήν ’Αθήνα «της» κι αργότερα όλη τή γή. Χαρακτηριστικό είναι τό ποίημα «Ό πόθος τής ζωής» αλλά καί ωραίο. Είναι ο πόθος μον τέτοιος, άγέρα <ΐάν τόν άγριο θυμό σον παν στις πλονσιτς κοιλάότς σι/ rοι 2τι. Είναι ιινήμνρος, άγρια φοβέρα, π?.ονσιοι οι τόποι βαθιά μ ον (1922) Ούτε καί πρόκειται να παραιτηθεί. Αύτή κουβαλά έναν ολάκερο κόσμο έτοιμο,στά μάτια στή συμπεριφορά κυί τήν καρ διά της, πού γιά τούς συγκαιρινούς της φάνταζε σάν παραλογισμός. Καί τόν άναζητά παντού. Θά διατρέξει μίλια, θά πατήσει πολιτείες, θά διαρήξει ανθρώπινες καρδιές, θά έγκαταλείψει άξιόλογους ανθρώπους, αφού τούς εκθέσει τό όραμά της, θά πεινάσει, θά ταλαιπωρηθεί, θά στραπατσαριστεΐ ματώνοντας καί περπατώντας πάντα. Μέ τά χέρια απλωμένα μπροστά, φαί νεται σίγουρη πώς κάπου τήν περιμένει ό κόσμος αύτός. 'Ένας κόσμος πού θά κρατά άφοβα ψηλά τήν καρδιά του, τήν ειλι κρίνεια στις άνθριόπινες σχέσεις, τόν αύτοσεβασμό του, ένας κόσμος τέλος πού δέ θά φοβάται πιά τό σώμα του, μά θά. τό χαί ρεται καί θά τό εύγνωμονεΐ γιατί Οά τού εξασφαλίζει πεντακάθα
67
ρο μυαλό. Πεισματωμένη θά φεύγει δλο καί μακρύτερα, βέβαιη γιά τήν ύπαρξή του. Κι αν δέν τήν περίμενε στήν 'Αθήνα, πού ήταν ένας κόσμος χρεωκοπημένος καί ανυπεράσπιστος, θά τόν συναντήσει στό Παρίσι. Κι άν δέν είναι ούτε κεϊ, δέ θά τόν βρει τουλάχιστον σ’ έναν άνθρωπο; Ή ίδια δέ νιώθει ούτε ξεχωριστή ούτε ασυνήθιστη. Πιστεύει πώς είναι ένας απλός, καθημερινός τύπος, πώς δέν αποτελεί εξαίρεση. Καί δέν καταλαβαίνει γιατί, μιά καί ή ίδια είναι ύπαρκτή φύση καί λογική, ή φύση αύτή δέν είναι εγγεγραμμένη στά πλαίσια τής ζωής.
νπ /I
χ ι' είχα (ίναπτηΟεϊ γν/ινή ae μια rraniii'nj
Ού/ιηπη παν ήοΟες γΐ'ο'ιρι/ιος και ξένος α κο φ έ μου.
ΣΕΦ ΕΡ1ΙΣ
Μιά άπό τις λίγες φορές πού θΰ παρουσιαστεί στην υπηρε σία της γιά νά σώσει τά προσχήματα—τόν Απρίλη τού 22—θά βρει καθισμένον στο απέναντι γραφείο τόν Κωστή Καρυωτάκη. Αυτός ό νέος, πού τίποτα δέν του αρέσει, θά συνεννοηθεΐ τέλεια μ’ αυτήν τήν άπληστη πού τίποτα δέν τήν χορταίνει. Είναι κι οί δυό παιδιά τής ίδιας γενιάς, ξυπνημένα σ’ έναν κόσμο άναποδογυρισμένο καί κατωτερικό, χωρίς όμως καί νά περπα τούν στον ίδιο δρόμο. Μέσα στήν Πολυδούρη φώλιαζε μιά μα νία ζωής, ένώ εκείνος ήταν όλότελα άντιζωικός. Ά λλ ’ όσο κι άν είναι οί δρόμοι τους διαφορετικοί θά συναντηθούν στό σύν ορο τής Μοναξιάς. Ό Καρυωτάκης, τό δειλό κι αισθηματικό άγόρι μιας μικροα στικής οικογένειας μέ αρχές καί παραδόσεις, δέ μπορούσε ν’ άλλάξει. 'Ένας άντρας χωρίς αυτοπεποίθηση, μέ στραγγαλισμένη κάθε εκδήλωση μαχητικότητας καί τόλμης, δέν ήταν δυνατό, σ’ όποιαδήποτε εποχή κι αν ζοΰσε, ούτε ν’ άφομοιωθεΐ μέ τούς γύρω του ούτε καί νά πολεμήσει γιά μιά εξυγίανση. 'Η μόνη εκδήλωση ελευθερίας άπό μέρους του, μένει ή αυτοκτονία. "Οχι μόνο σάν εκδήλωση παραίτησης άπό έναν κόσμο καί μιά ζωή πού δέν τόν είχαν προετοιμάσει νά άντιμετωπίσει. ’Αλλά καί γιατί, ή πράξη τής αυτοκτονίας του σάν εκδήλωση διαμαρ τυρίας είναι ή μόνη πού, μετά άπ’ αυτή δέν θά ’ναι υποχρεωμέ νος νά λ ο γ ο δ ο τ ή σ ε ι γιά τήν πρωτοβουλία του σέ κεί νους πού φοβάται.
69
Τό τετελεσμένο αύτό γεγονός όμως, βοηθώ εμάς νύ εξηγή σουμε σήμερα καί τοϋτο τό σημαντικό : Γιατί ό Καρυωτάκης πού γεννήθηκε πολύ αργά γιά τήν φυσική ευαισθησία του— άλλά καί τήν εξουδετερωμένη προσωπικότητά του — ώστε ν’ άντέξει τόν χαλασμό τής άρχής τοΰ 20οϋ αιώνα, ήταν φυσικό νά συγκινηθεϊ άπό μιά γυναίκα σάν τήν Πολυδούρη, πού γεν νήθηκε πολύ νωρίς γιά νά τήν άντέξει μιά τόσο καθυστερημένη εποχή, μέ τόν όλότελα ξώπετσο μοντερνισμό της. Ή ταν καί οί δυό, ό καθένας μέ τόν τρόπο του, εξόριστοι άπό τήν εποχή τους καί συναντήθηκαν στό σύνορο δυό διαφορετικών κόσμων ; ενός καταλυμένου κι ενός άγέννητου. Ενός νεκρού ρομαντικού κι ενός καινούριου, πού ’θελε τούς άνθρώπους μέ λιγότερες ψευ δαισθήσεις καί πιο καθαρούς καί γι’ αυτό δίκαιους, πιό ελευθε ρωμένους καί γι’ αύτό τίμιους. Άλλά άν ό Καρυωτάκης πιστεύει πώς ή θέση του είναι στό πεθαμένο του βασίλειο, ή Πολυδούρη άντίθετα θά έπιμείνει μέ μιά λυσσασμένη μανία γιά έναν κόσμο πού δέν μπορεί παρά νά 'ρθεΐ, άφοΰ υπάρχει κιόλας μέσα της. Καί πιστεύει, πολύ σωστά, πώς γιά νά γίνει ένα σύνολο, μιά κοινωνία καί γενικά ένας κό σμος καλύτερος, πρέπει νά ξεκινήσουμε άπό τόν εαυτό μας. Πώς νά μήν συγκλονιστεί λοιπόν ό Καρυωτάκης — πού γεν νήθηκε νικημένος — άπό μιά γυναίκα πού ’βάλε σέ δοκιμασία τήν υποκρισία, τή βλακεία καί τήν άνηθικότητα τής εποχής της μέ μόνη τή λεβεντιά της νά ’ναι ειλικρινής καί γνήσια; 'Ο έρωτάς της μέ τόν Καρυωτάκη θά ’χει πολλές διακυμάν σεις. Συγκινητικές είναι οί τελευταίες σκέψεις πού διατυπώνει στό ήμερολόγιο της λίγο πριν γνωριστεί μέ τόν ποιητή. 21 Φεβρουάριου 1922 . . .Είμαι μόνη, τυ νοιώθω μέ μεγάλη μυυ λύπη' δέν αγα πώ άφοΰ δέν ονειρεύομαι τίποτε ώριαμένο. "Ενα όνειρό ακα θόριστο κλείνεται μέσα μου. Δέν ζητώ τίποτα πιά, ας φανερωθή μποός μου υ άνθρωπος που θά μπορέσω νά τόν αγαπήσω αληθινά, μέ τρέλλα καί ας μή μ’ αγαπήσει δέ μέ μέλλει. . .
70
Έδώ έχουμε μιά αξιόλογη μαρτυρία. "Η Mupiu δέν ζήτα, ούτε νά παντρευτεί, οϋτε κάν ν’ αγαπηθεί. Νά πιστέψει σ' έναν άνθρωπο πού θά διοσει κάποιο σκοπό στη ζωή της. Τόσα πολλά καί τόσα λίγα ζήτα. Ν’ αγαπήσει χωρίς όρια μά καί χωρίς έλεος γιά τον εαυτό της, νά καεί από τήν ίδια της τή φλόγα. Καί νά, πού ένα μήνα μετά, φαίνετα.ι πιά νά φτάνει ή συγκλονιστική στιγμή. 27 ’Απριλίου 1922 ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μον δλο άνεβασμένο στο κεφάλι μον κάνει νά χτνπονν φριχτά οί φλέβες μου και νά νοιώθω μια βουή ( . . . ) . ΤΙ λοιπόν: είναι αντί) ίσιος το πάθος που δεν έγνώρισα. . . γιατί έτσι πάλα άνηλ.εής ποιητή μου; . I < ·ο
,
3 Μαΐου Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμμιά αμφιβολία πιά! { . . . ) ’Απελπισμένε μου ποιητή Οά σε: αγαπήσω άραγε δσυ θέλω) ■ν’ άγαπήσω, οσο σοΰ πρέπει; Τό πρόβλημα, λοιπόν, είναι αυτό : ν’ αγαπήσει ή ίδια. 'Από δειξη πώς αγωνία καί καρδιοχτυπα, αν ή καινούρια συγκίνηση θά'χει τή δύναμη νά πάρει προέχταση μέσα της καί νά μήν σβήσει όπως ένα σωρό άλλοι μικροενθουσιασμοί πού ήρθαν καί πέρασαν. Τήν επομένη γράφει πιό θριαμβευτικά καί πιό σίγουρα. 4 Μαΐου - Μεσάνυχτα Γύρισα aji τον περίπατο μόλας τ ώρα. . . τελωιιόσαν πιά δλα και οί δειλίες καί οί φοβεροί πόνοι. ,\Γ αγαπάει τον αγα πώ). . .
’Αλλά σέ λίγες μέρες τό εύτυχισμένο παραλήρημα θά μετα βληθεί σ’ ένα μελοδραματικό σπαραγμό. Ό Καρυωτάκης τής μιλεϊ γιά τήν πρώτη του αγάπη, όπως γράφει στό ήμερολόγιό
71
της, τήν εφηβική κυι τήν βεβαιώνει πώς τον συγκινεΐ ακόμη, παρά τό δτι είναι τώρα πιά παντρεμένη. Τά πάντα αναποδογυ ρίζονται μ' αυτό τό παραμύθι. Ή Mupia όέν καταλαβαίνει πιά τίποτε άπό τις αντιφάσεις τοΰ ποιητή, πού από τή μιά τής λέει όλ’ αυτά κι' άπ’ τήν άλλη τής ζητά νά εξιλεώσει τή γυ ναίκα στά μάτια του. "Ομως εμείς καταλαβαίνουμε, άπό τήν εξέλιξη των γεγονό των, πώς ό Ιναρυωτάκης ζήτα ν' αναχαιτίσει τό πάθος πού τον κυριεύει, μέ τήν πρόθεση ν' απογοητέψει τήν Μαρία καί νά τήν άπομακρύνει άπό κοντά του. ’Εκείνη όμως δέν θά ξεγαν τζωθεί γιά τίποτα στόν κόσμο άπό τόν άνθρωπο πού κατάφερε νά τής ξυπνήσει αληθινό ενθουσιασμό, σεβασμό καί θαυμασμό. Είναι βέβαια λίγο αλλοπρόσαλλος καί αντιφατικός. Στις 29 Μαΐου 1922 γράφει. . , . ’Eu/Ti/rra ν’ άγαπ,ήσο κι άγάττησα, τ ί άλλο ί)έλ>η πλέον: ”()λα οσα κά νο είναι άγι,ααμι-να άπό τήν αγάπη μον, όέν είμαι καϋάλορ τη άόννατο ττλάσιια ττον ζητάει στήριγμα στην άγαπ11 csoir ΐ'ίμαι η ψνγη τιον νττ.ομένει ανίκητη το μα ρτνρι,ο,
Μή μάς ξεγελά, ό ρομαντικό; τόνος τής εξομολόγησης. Εδώ φαίνεται καθαρά μιά δύναμη μεγάλη, καί ή απαιτητική ανάγκη της νά βρει τό αντίδοτο πού θά τήν καταλύσει. Μέρα μέ τή μέρα, τήν βρίσκουμε στό ημερολόγιο της, όλο καί πιό παράφορα ερωτευμένη. ’Αδειάζει απάνω στόν έρω τά της όλο τό φορτίο τής ψυχής της, σίγουρη πώς βρέθηκε τό ιδανικό πού προσδοκούσε. Πιστεύει απόλυτα στήν αγνότητα τοΰ Καρυωτάκη καί μέ τόν καιρό πείθεται γιά τήν δύναμη καί τήν ειλικρίνεια καί των δικών του αισθημάτων. Πολλά όμως εξακολουθούν νά τήν παραξενεύουν. Στις 18 Μαΐου. γράφει :
72
Μεσάνυχτα, . . . Το παράπονο τον ερωτευμένου τής Τόσκας πον έχύ νονταν άπ τύ γλυκό βιολί, ’έκανε τά μάτια του νά πλημμυρί σουνε δάκρυα καί τά χείλη του νά ψιθυρίσουν μέ πόνο, — πό σο σ’ αγαπώ!— Λατρεμένε μου Τ ά κ η ... καί νά μή σέ πι στεύω υστέρα. . . ανίκανη νά νυιώσω το θησαυρό πον κλείνεις στη μεγάλη ψυχή <ίου. Γιατί όμως το τραγούδι κείνο ((πεθαί νω απελπισμένος» θέλεις νά ΟυμηΟή ο καθένας μας όταν ό ένας πεθάνη πριν από τον άλλον; Μέ το ύποκοριστικό αυτό «Τάκης» τόν φώναζε καί τόν ανέφερε πάντα. Πολύ σύντομα όμως θά εξηγηθούν όλα τά ακατανόητα. Ή Μαρία θά τοϋ κάνει πρόταση γάμου μ’ ένα γράμμα. Στήν πρότα σή της ό Κ. θ’ απαντήσει προφορικά (σύμφωνα μέ τήν λεπτομε ρή περιγραφή τής αδελφής της). "Ενα βράδυ φθινοπωριάτικο πάνε στο Φάληρο, Είναι μια από τις σπάνια γαλήνιες τρυφερές συναντήσεις τους. Ή Μαρία θά έπανέλθει στήν πρότασή της. «Γιατί νά μήν παντρευτούμε;» Ή στιγμή πρέπει νά στάθηκε φοβερή γι’ αύτόν μόνο πού ή Μαρία θά τό καταλάβει πολύ αργά. Τί νά τής απαντήσει; Νά τής άρνηθεΐ πώς τήν αγαπά; Γιά νά σώσει τί, αφού θά τήν έχανε μ’ ένα τέτοιο αναντρο ψέμα. ’Εξάλλου δεν υπάρχει τίποτα πού νά δικαιώνει περισσότερο τήν αγάπη άπό τήν ειλικρινή εξομολόγηση, δσο οδυνηρή κι αν είναι. Τό διακινδυνεύει λοιπόν καί με φωνή ήρεμη τής άποκαλύπτει, ότι δεν έχει τό δικαίωμα νά παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει άπό χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Ή Πολυδούρη μας δίνει μ’ ένα ποίημα τή στιγμή αυτής τής εξομολόγησης, σ’ ένα άπό τά σονέτα τοϋ προλόγου τής πρώτης της συλλογής, «Τρίλλιες πού σβύνουν». (Τέλος τού 1928). Λίρθα μιά μέρα ώδηγημένη απ’ τήν Ιερή σου αγάπη, εμπρός στο κύμα το γλαυκό
73
καί μ άφησες τότε νά ίόώ τη φλογερή σου πληγή ατά στήθος σου τό νεανικό. Τότε μοΰ μίλαες μέ τήν ήσυχη φωνή σου για τή ζωή σου, ατέλειωτο κακά κι ως ένοιωθες βαθιά πέος φτάνω ως τι) ψυχή συν άνάβονζε τά δάκου σου πικρό.
Αυτή όμως είναι ή έξιδανικευμένη άποψη, καθώς τό ποίημα γράφεται πολύ αργότερα, όταν όλα έχουν άνατραπεϊ καί φωτι στεί. Στήν πραγματικότητα ή Μαρία θά κάνει τό έγκλημα νά μήν τόν πιστέψει. Ή αμφιβολία καί ή καχυποψία έχουν φωλιάσει μέσα της. Εξάλλου είναι ή πρώτη στιγμή πού θά πιαστεί στήν παγίδα τής κακοήθειας τοϋ κόσμου καί θά πληρώσει γιά τή λευ τεριά της. Γιατί ή Π. πιστεύει πώς ή καταραμένη άρώστια δέν είναι παρά ένα πρόσχημα υπεκφυγής, γιά νά μήν τήν παντρευτεί ό καλός της. Καί πιστεύει ακόμη πώς δέ θέλει νά τήν πατρευτεΐ γιατί έχει ήδη αποκτήσει μιά κυκή φήμη μέ τόν τρόπο τής ζωής πού κάνει. Τά κουτσομπολιά πού κυκλοφορούν σέ βάρος της καί ποίι ώς τώρα τήν άφηναν αδιάφορη, αρχίζουν νά τήν αγγίζουν καί νά επηρεάζουν τήν πεντακάθαρη κρίση της. "Από τή στιγμή όμως πού πιστεύει τόν Κ. ικανό γιά ένα τέτοιο ψέμα, ή πτώση του στά μάτια της είναι μοιραία. Καί χωρίζουν. Γιατί έκεΐνος τής προτείνει νά διακόψουν τόν ερωτικό τους δεσμό, γιά νά μήν γίνεται εμπόδιο στή ζωή της, αλλά νά συνεχίσουν τή φιλία τους πού τοϋ είναι απαραίτητη. Τή βεβαιώνει μάλιστα πέος έκεΐνος τουλάχιστον δέν πρόκειται νά πάψει νά τήν αγαπά. Άλλα ή Μαρία νιώθει μειωμένη καί ταπεινωμένη. Είναι όμως πολύ περή φανη καί πολύ αξιοπρεπής γιά νά τόν παρακαλέσει ν’ αλλάξει γνώμη. Θά δεχτεί λοιπόν ήρεμα τήν αλλαγή στή μορφή τής σχέσης τους, χωρίς νά φανερώσει τίποτα άπό τό σπαραγμό της. Πολύ αργότερα, έξη χρόνια μετά, όταν αυτός θά "χει πεθάνει, θά γράψει πλημμυρισμένη άπό τύψεις.
74
Τη λίγη πού σαν άπόμεινε, την υστερνή ζωή σου στ αγάπη την μετάβαλες και μην την είχες δώσει. ’Κγώ κι άν άλη τή ζωή μην ονόμασα δική συν τι σονχα διόσει νά χαρεϊς από μιά αγάπη τόση: Και νόμιζα πόις έδινα, περήηανη νά κρύβω το θησαυρό πού γέμιζε μέσα μην και χανόταν. 1, τώρα κάτω tht τή φριχτή τέ>φη αυτή θά σκύβω πέος ούτε πήρα το άξιο σου άωρο πού μου δινόταν.
Τότε όμως, το μοιραίο εκείνο βράδυ, θά τόν άποχυιρετήσει ήρεμη, σάν όλη ή αλλαγή πού ήρθε στή ζωή τους νά "ταν κάτι πολύ απλό. Μόνο όταν θά, πάει σπίτι της, θά έγκαταλειφτεϊ στην οδύνη της. Μιά οδύνη χωρίς εκδηλώσεις, χωρίς ξεσπά σματα. Θά μείνει κλεισμένη σέ μιά σιωπή απελπισίας, σάν κε ραυνωμένη. μέ τά τεράστια, μάτια της ακίνητα καί στεγνά. 'Απόλυτη καί άφοβη, όχι μόνο δέ θά προσπαθήσει νά ξεφύγει ή νά λιγοστέψει τόν πόνο της, αλλά θά τού παρδοθεΐ νά τήν φάει, νά τήν σπαράξει, νά τήν αφανίσει. "Ηταν προτιμότερο, λέει ή αδελφή της, νά βλέπεις δέκα γυ ναίκες νά κλαΐνε καί νά χτυπιούνται, παρά νά υπομένεις τήν τραγική κι ανυπόφορη σιωπή τής Μιχρίας. Μάταια θά τήν παρακαλέσει νά φάει κάτι, νά δεχτεί κανένα φιλικό πρόσωπο, ν' άντιδράσει λίγο. Ή Μαρία Οά μείνει γιά μέρες κλεισμένη στή φοβερή σιωπή της. "Ενας θάνατος έχει γίνει μέσα. της. Καί θά τού παραδοθεϊ απόλυτα, μ’ όλες της τις αισθήσεις πού ξεκουρά ζονται βουλιάζοντας ήδονικώ μέσα σ' αυτήν τήν νέκρα. Τήν περίοδο αυτή θά γράψει αρκετά ποιήματα, «Τά λόγια σου», «Λησμονιά». «Τά χέρια σου», «Ή αγάπη τού ποιητή» κ.ά., πού βρίσκουνται επίσης στό μπλοκ της. Σήμερα πιστεύουμε πώς τά ποιήματα αύτά δέν μπήκανε ούτε στήν πρώτη της συλ λογή. ούτε στή δεύτερη, γιατί τής τά 'χε έμπνεύσει ένα άδικο παράπονο καί μιά πλάνη. Πάντιος οί σχέσεις τους Οά συνεχίζον
75
ται γι' αρκετό καιρό φιλικές, σάν νά μήν τούς είχε ποτέ τίποτα άλλο ενώσει. Σέ μιά άπό τις επισκέψεις του στό σπίτι της, τόν χειμώνα τοΰ 23. θά τής φέρει σέ χειρόγραφο τό τελευταίο του ποίημα «Τί νέοι πού φθάσαμεν εδώ ...». Τό ποίημα συγκλόνισε κυριολεχτικά τή Μαρία, πού κουβέντιασε μαζί του, ώς άργά τό βράδυ. 'Όταν ό Καρυωτάκης έφυγε, πήγε στό διπλανό δωμάτιο μέ τό χειρόγραφο στό χέρι. — Γιατί, ρώτησε τήν άδελφή της, δέν ήρθες καθόλου μέσα; — Μά δέν ήθελα νά σάς ενοχλήσω, άπάντησε εκείνη. —"Εχεις μιά αδιόρθωτη φαντασία! Νά, μοΰ ’φερε αυτό τό καινούριο ποίημα πού’γράψε... είναι πολύ καλό, καί τό κου βεντιάσαμε πολύ. Τήν άνοιξη τοϋ ίδιου χρόνου, ή Mupiu προσβάλλεται άπό άδενοπάθεια. Στό Μαρούσι, πού θά εγκατασταθεί γιά ένα μήvu, σ' ένα μικρό σπιτάκι, θά πάει πολλές φορές νά τήν συντροφέψει ό ποιητής. Οί συζητήσεις τους θά 'ναι πάντα φλο γερές καί μέ πολλές συγκρούσεις. Τό μοναδικό θέμα πού δέν άγγίζανε ποτέ, στις συναντήσεις αύτές, ήταν ό έρωτός τους. Ό καθένας τους αισθανότανε γιά λογαριασμό του, προδομένος απ' τόν άλλον, περιφρονημένος καί αξιολύπητος. Τότε έγραψε ό Καρυωτάκης καί τό τετράστιχο «"Ενα σπιτά κι άπόμερο» πού στήν αρχική έκδοση τής τελευταίας του ποιη τικής συλλογής (1927) «'Ελεγεία καί Σάτιρες», τής τό άφιέρωσε. Ένα σπιτάκι απόμερο στο δείλι, στον τλακόνα μιά καμαρούλα ψτΐ'ίχικι'μ μιά βαθιά πολυθρόνα μιά κόρη πον στοχαστικά τον ουρανό κυττίΜΊ ο», μιά ζωή πον χάνέΐαι και μ ί τόν ήλιο πάει. Τό ποίημα έκανε έξω φρένων τή Μαρία, όταν τής τό 'στείλε στό Μαρούσι. "Ενα κύμα ζωντάνιας, πού ’χε ναρκωθεί έξ αιτίας τής θλίψης της, μιά δίψα γιά τή ζωή καί μιά πίστη γιά ένα αύριο
76
πιό ανθρώπινο, τινάζονται έκρηχτικά από τήν τρομερή προφη τεία. Τοϋ γράφει ένα γράμμα χωρίς έλεος, παρακαλώντας τον νά κρατήσει γιά λογαριασμό του, όλες αυτές τις πεισιθάνατες δια θέσεις γιατί ή ίδια αίσ( ^εται γερή καί γήινη δσο ποτέ. Τό πιό αποτελεσματικό αντιδραστικό φάρμακο γιά μιά περή φανη ψυχή, πού ’χει χάσει τό κουράγιο της, είναι ό οίκτος. Καί ή Μαρία πού ’ναι άνθρωπος των άκρων, θά ξεπεράσει τό όριο καί θά κάνει μιά ζωή ακαταλόγιστη. ’Από τό 1923 ώς τό 26, χάνει κυριολεχτικά τήν ψυχραιμία καί τον έλεγχό της.Έξ άλλου είναι πολύ νέα—είκοσι ένός χρόνων -καί παρ’ δλην τήν αγάπη της γιά τόν Καρυωτάκη, θά νιώσει μονομιάς πώς τήν έχει κου ράσει ή περίοδος πού ’ζησε μαζί του. Αυτή ή μονοτονία τής με λαγχολίας του, ή απόλυτη απομόνωσή τους από συντροφιές — γιατί ό Καρυωτάκης δέν είχε αυτοπεποίθηση καί ζήλευε— ή στέρηση κάθε ψυχαγωγίας, πού ή αφθονία καί τά νιάτα τής Μα ρίας τόσο άποζητοϋσαν, θά τήν κάμουν νά αισθανθεί σάν τόν άρωστο, πού τοΰ επιτρέπουν, ύστερα άπό μακροχρόνια δίαιτα, νά φάει δ,τι θέλει. Καί θ’ αρχίσει νά τρώει καί πράματα πού δέν λαχταρά, άπλά καί μόνο, γιατί θέλει νά νιώσει τις γερές μασέ λες της — πού ’μειναν μουδιασμένες άπό καιρό — ν’ αλέθουν. Τήν ίδια περίοδο, θρονιάζεται μέσα της ή ιδέα τοϋ θανάτου, άντιμαχόμενη μιαν ακατασίγαστη δίψα ζωής. Καί Οά γράψει ποιήματα τόσο διαφορετικά, όπως τό πολύ γνωστό «Σάν πεθάνω», πού πρωτοδημοσιεύτηκε στον «'Έσπερο» τής Σύρου τό τέλος τοϋ 22 καί τό ανέκδοτο, «Ό πόθος τής ζωής». Ό Καρυωτάκης δέ θά πιστέψει απόλυτα στό θαύμα αύτής τής αναγέννησης καί τής προκλητικής ζωτικότητας τής Μα ρίας. Ό τρόπος όμως τής ζωής της, τήν άπομακρύνει οπωσδή ποτε άπό κοντά του. Καί γι’ αύτό, θά προσπαθήσει νά προσαρ μοστεί εκείνος, δσο γίνεται, σέ ορισμένα πράγματα πού τήν ευ χαριστούν. Κι επειδή ή Μαρία πετάει τή σκούφια της γιά χορό, θά πάει κι αυτός κρυφά της, στό χοροδιδασκαλείο τοϋ Σακελλαρίου, στήν όδό Θεμιστοκλέους, νά πάρει μαθήματα. "Ενα απομεσήμερο, κατέβαινε ή Μαρία τή Θεμιστοκλέους
77
μέ μιά χαρούμενη συντροφιά. Χωρίς νά τό πολυσκεφτοΰν μπή κανε στό χοροδιδασκαλείο νά κάμουν ένα γύρο. Μόλις περά σανε μέσα, ή Μαρία άναγνώρισε άνάμεσα στους προπονούμε νους τόν ποιητή της, νά κάνει κάτι άδέξια πηδηματάκια στή μέση τής πίστας. Τό θέαμα τής φάνηκε άπίθανα κωμικό καί ξέ σπασε σέ θορυβώδικα γέλια. Ό καημένος ό Καρυωτάκης ένιω σε τόσο ντροπιασμένος, πού σταμάτησε ξερός καί ολοκόκκι νος σά μαθητάκος, πού τόν πιάσανε νά κάνει μιά άταξία. Τήν περίοδο αυτή, ή Πολυδούρη χάνει καί τήν θέση της στή Νομαρχία, καί περνά άληθινά δύσκολες στιγμές. Κάτι μαθήμα τα γαλλικών πού παραδίδει τής άποδίνουν ελάχιστα. Ταυτόχρονα φοιτά στή Δραματική σχολή. Ό Φώτος Πολίτης τήν ξεχωρίζει — δέν μπορούσε ποτέ νά περάσει άπαρατήρητη — παρά τό ότι δέν δίνει υποσχέσεις σάν υποκριτικό ταλέντο. Αύτό τό κατα λαβαίνει ίσως μόνη της, γιατί εγκαταλείπει τό θέατρο κ α ί... άραβωνιάζεται. ’Ανάμεσα άπό τούς θαυμαστές πού τήν τριγύριζαν, ξεχώριζε ό νεαρότατος τότε δικηγόρος Γεωργίου, πού είχε μόλις εκείνη τή χρονιά (1924) τελειώσει τις σπουδές του στήν Ευρώπη. 'Η ομορφιά του, ή κοινωνική του θέση, ή ραφινάτη προσωπικότητά του, καθώς κι ή άπεριόριστη άγάπη καί ό θαυμασμός του γι’ αυτήν, τήν κολακεύουν κι άπαλαίνουν τήν άπογοήτεψη καί τόν πληγωμένο εγωισμό της, τόσο, πού τόν ερωτεύεται. Έ ξ άλλου ήταν μιά μοναδική ευκαιρία ν’ άποδείξει στον ποιητή πώς τό νά παντρευτεί καί μάλιστα μ’ έναν άντθρωπο τόσο αξιόλογο, ήταν πολύ φυσικό κι εύκολο. ’Αλλά ή πραγματοποίηση τής εκδίκησης είναι ό,τι χρειά ζεται γιά νά ξεθολώσει τό μυαλό. Μέ τόν καιρό, ή Μαρία θά διαπιστώσει, πώς άγαπά βέβαια τόν άραβωνιαστικό της άλλά δέν αισθάνεται κείνο τό ύπέροχο, τό άνεπανάλειπτο πού τήν ένωσε μέ τόν Καρυωτάκη. Καί μήπως είχε ποτέ, σά σκοπό τής ζωής της, τόν γάμο γιά τόν γάμο; Κι άξιζε τόν κόπο νά ξεγελάσει έναν άνθρωπο τόσο τίμιο, τόσο ειλικρινή τόσο σπάνια άνθρώπινο, όπως έλεγε ή ίδια γιά
78
τόν ΰραβωνιαστικό της, για. νά ικανοποιήσει τί; Μιάν εμπάθεια! Μά μήπως αυτή πληγώθηκε γιατί δέν παντρεύτηκε τόν Καρυωτάκη; Ή Μαρία τόν ήθελε νά κρατηθεί στό ύψος τοΰ Συμβόλου όπου εκείνη τόν τοποθετούσε. Τότε, στήν περίοδο αυτή των μεγάλων αμφιβολιών καί άμφιταλλαντεύσεων, βεβαιώνεται πώς ή άρώστεια τοΰ ποιητή δέν ήταν παραμύθι όπως είχε φανταστεί, όταν τής τό εξομολογήθηκε. Φίλοι τής απόλυτης εμπιστοσύνης της τήν βεβαιώσανε πώς ό Καρυωτάκης ήταν από τούς ταχτι κούς πελάτες τού καθηγητή Φωτεινού. Ή κρίση έφτασε στό πιό οξύ της σημείο. "Ενας σεισμός θά τήν τραντάξει καί θά τήν άποδοόσει ξανά στόν ώραΐο, τίμιο εαυτό της. Στήν αρχή, καί επειδή εκείνη αισθάνεται πλημμυρισμένη από συγγνοδμη καί μεταμέλεια γιά τήν αδικία πού τού ’κάμε θά ελπί σει πώς ζεϊ κι αύτός στις ίδιες διακυμάνσεις, ακολουθώντας τόν ρυθμό τής δικής της καρδιάς. Θ’ άρχίσει νά γράφει όπου βρει. Σέ κομμένα φύλλα τετραδίου, βρεθήκανε προχειρογραμμένα μέ μολύβι ποιήματα καί πεζά της. Τόσο τό ποίημα, όσο καί τό πεζό, πού μοιάζει πιό πολύ μέ γράμμα, είναι άτιτλοφόρητα. Iνά χρόνια ττον οί καοάιές μας χωοισ/ιένες άπονα μνστικά ξεχωριστό κυατοννι: νάχης τάχα ξεχασμένες τις μέρες τής ά,γάπης μας: πιστά νάναι σέ μένα το αίσθημα συν εκείνο: Ρωτώ μέ λαύρα επιθυμία. Ιίοιός μονάχα νά τι) ξέρει: και τι) ζωή μον όίνιο έτσι, μιάν άλλη πιο άμ,ορ<[η σέι νάχα. Μιιι πκ) ιίμορψη ζονι) παν Οιίταν τόση <ίση μονάχα η τάνει νά ευτυχήσω τ ι ) αγαπητό συν χέρι νά μον όι'ιση ο,τι έχασα και τι) γυρεύω πίσω.
79
Στό Ιδιο χαρτ'ι ύπάρχει καί τό πεζό. To Wio έροπη/ια σβήνει, στα μάτια μας όταν τυχαία συναν τηθούμε ατό δρόμο. . . μ’ άντιπερνΰμε χάρις καμμιά δύναμη νά τιάρανμε τό δρόμο πού αφήσαμε τιίσιο μας. Γυρνώ) μονάχα και τον κοιτάζω πάντα τό δρόμο πού αφήσαμε, ύπνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δνσκο/ώες κ.α'ι φρίκη... εΐνε τόσο μακρι νός και τόσο δύσκολος. . . κι’ όμως— βεέ σνγχώρεσέ με — (Ιά τόν έπεονα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. . . Με τήν καρδιά δεμένη μέ τι'ι σίδερα τής αμαρτίας, θιι ξεκι νούσα νά σ’ εύρα μοναδική κι αξέχαστη μον αγάπη. Λεν έχω τίποτ ίίλλο στ Ι'ι ζονή μον τόσο γλνκό, τόσο ομορφο πού νά μον δικαιιόνιι τι) ζιοή, κι ό θεός θά μέ σνγχωρονσ ε. . . θά μέ συγχωρούσες καί σύ Φίλε πού γεύομαι στής άδολης χαράς σου τό ποτήρι βέβηλα. . . Οά μέ συγχωρούσες τό ξέρω. . . ( . . . ) . Iέ θέλω τίποτε άλλο, μόνο ιά φτάσω, νά σταθώ κοντά σου τόσο παν φτάνει γιέι νά ίδιο. . . νά ίδιο τό πρώτο βλέμμα σου εκείνο πού μον ’ριχνες σάν έφτανα. Τις μικρούλες όλες εκείνες, ρυτίδες στο πρόσωπά σου... ο>, ξέρω καλά πώς ή καθεμιά τους γίνεται. . . νά ίδιο τό χαμό γελού σου— πώς είναι ολα τους στό λογικό μον εδώ) γραμμέ να— να ίδιο r ά χέρια σου ν’ απλώνονται σέ μένανε νά μέ άγκαλαάσουν. . . νά ίδιο... ναι νοιώσω τό φ.ίλημά σου... ’Εδώ είμαι καί καρτερώ), σέ βλέπω, μή φεύγεις, στρέψε τήν <>ψη σου από δώι. . . μή μ’ (ίρνηθείς, θιι ζήσω τι)ν πιό άχαρη ζωή χωρίς εσένα (. . .). Μέι δέ γυρνάς καθόλου. . . ποιιίς νά ξέρει σέ τί ευτυχίας μέ σκέφτεσαι λιμάνι καί δέν τολ μάς. . . ποιος ξέρει πάλι έίν έχει ξανανθίσει εσέ ή καρδιά σου κι όλοτελα μέ ξέχάσες. . . ( . . . ) . Ό «Φίλος)), πού ελπίζει στή συγγνώμη του, είναι ό άραβωβωνιαστικός της. Γι’ αυτόν, τόν άραβιονιαστικό, είναι γραμμέ νο κι ένα άλλο ανέκδοτο ποίημα τό «Ποιος ξέρει...», τήν ίδια περίοδο πού ανακαλύπτει, ή μάλλον ομολογεί στον εαυτό της,
80
πώς τό δράμα της μέ τον Καρυωτάκη, μένει ανοιχτό, χωρίς λύση καί ή Ιδια χωρίς λύτρωση. ’Από τή στιγμή αυτή κι έπειτα, ή γόνιμη φαντασία της, 0ώ τήν τυραννεΐ, κρατώντας την άγρυπνη νύχτες ολόκληρες, μέ τήν ελπίδα πώς αυτός θά διαισθανθεί τήν αλλαγή της καί θά πάει νά τή βρεΤ. Τότε θά γράψει τό ποίημα «'Υπερηφάνεια)) πού μένει ανέκδοτο καί τό «Δέ θά ξανάρθης πιά». Δ ε Οά ξανάρθης πιά νά μου χαρίσης άπ την ωραία ζωή πον σέ φλογίζει κάτι, ένα της λουλούδι;. . . Ό Καρυωτάκης όμως, κάθε άλλο παρά φιλικά νιώθει τώρα πιά γιά τή Μαρία. Ό άραβώνας της ήταν κάτι πού δέν περίμενε ούτε καί συχιορεσε. Οί στερνές φιλικές τους σχέσεις είχαν δια κοπεί καί δέν άνταλλάσανε ούτε χαιρετισμό, όπως φαίνεται καί άπ' τό πεζό πού παραθέσαμε παραπάνω. Είναι αλήθεια όμως, πώς ήταν τόσο κλειστή καί αδιαπέραστη πού δέν τόν άφησε ποτέ από τό μοιραίο βράδυ τοϋ Φαλήρου νά υποψιαστεί τό δράμα της. Αντίθετα ή ζωή της ήταν μιά διαρκής πρόκληση, καί μόνο όσοι τήν ξέρανε καλά, μας βεβαιώνουν γιά τόν κλειστό χαραχτήρα της, πού βασάνισε ιδιαίτερα τήν Ιδια. Μόνη της μάς εξομολογείται πώς ή έπιδειχτικά αδιάφορη ζωή της ήταν όλότελα ξένη στήν πραγματικότητά της, καί πώς, στήν προσ πάθεια της νά ξεχάσει, παρασύρθηκε καί σπαταλήθηκε άσκοπα. Σπάταλο κίνημα παντού και σ’ δτι δεν αξίζει Καί λίγο λαγό τά μικρά καί τά γλυκά που φτάναν ιι έπερναν πάλι ξένιαστη καί σκλάβα τους με κάναν. ”Λχ! πώς μπερδεύτηκα ή κουτή χωρίς φιλοδοξία, αυτά τά λίγα, /«’ Εδεσε ή χαρά τους προδοσία καί μοναχά κατάλαβα τί μοϋ/,ειφε στ αλήθεια, ιΊταν τον είδα επίσημα νά ιρενγη μέ τά πληθια των δώροιν τον, πιστότατην ακολουθία.
81
Ο Καρυωτάκης τήν περίοδο εκείνη — των άραβώνων της —> θά δεΤ παρ’ δλη τήν πικρία του, άχνά, τό μυστικό δράμα τής Πολυδούρη καί θά γράψει τό πικρό καί γεμάτο οΐχτο ποίημα, 'Ένα
Ξερό
Δαφνόφυλλο.
"Ενα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θά πέσει το πρόσχημα τον βίοι> σου, και θ’ απογυμνωθείς. Μέ δέντρο δίχως φύλλωμα θά παρομοιώσεις που τό χειμώνα απάντησες στον δρόμου εκεί τή μέση. Μ άφοΰ πιά τότε θάναι άργά νέες χίμαιρες νά πλάσεις ή, ακόμα, μιά έπιπάλφη καί συμβατική χαρά, θ' ανοίξεις τό παράθυρο γιά τελευταία φορά κι όλη τι) ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα Οά γελάσεις. Γιά τό ποίημα αυτό θά τής μιλήσει ό ίδιος πολύ άργότερα. Τήν περίοδο πού γράφουνε κι οί δυό, ό καθένας μέ τόν τρόπο του δέν μιλιούνται όπως είπαμε. Ύποψιάζουνται άπλώς, κάτω άπ’ τή μάσκα μιας παγερής άδιαφορίας, έναν κόσμο πού μέ τόσο πά θος φτιάξανε καί πού αντιστέκεται στον χαλασμό. Μά πάλι, φοβούνται καθένας γιά δικούς του λόγους, πώς μόνο ή επιθυ μία τους ή άτομική, είναι άκατάλυτη. Καί σωπαίνουν, καί χα λιούνται. "Ωσπου ή Μαρία καταλαβαίνει κάποτε πώς καί χωρίς τήν συμφιλίωσή της μέ τόν ποιητή, δέν έχει τή δύναμη, μά ούτε καί τό δικαίωμα νά παρατείνει τόν άραβώνα της. Κι ένα πρωί, θά εξαφανιστεί άπό τήν Αθήνα. Εγκαταλείπει τή σιγουριά μιας άληθινής άγάπης καί μιας άποκατάστασης πού θά τής εξασφά λιζαν μιά άνετη καί ήσυχη ζωή, καί φεύγει γιά τό Παρίσι. Τί σκάνδαλο γιά τήν πραχτική λογική! ’Αλλά καί τί τρανή άπόδειξη μιας εντιμότητας, όχι κοινής άσφαλώς, άλλα γεναίας ! Ή Μαρία, πού σεβότανε τούς άλλους όσο καί τόν εαυτό της, καταλαβαίνει πώς δέν τήν σώζει παρά ή φυγή. 'Όταν τάισε τό τέρας τού πληγωμένου εγωισμού της καί τό χόρτυσε μέ τήν εκδίκηση, διαπίστωσε πώς ήταν μάταιο τό παι 6
82
χνίδι. Καί πώς είναι ανίσχυρη τελικά τόσο μπροστά στό πάθος της όσο καί στό παράλογο πείσμα της ν' ανατρέψει τό πανί σχυρο κατεστημένο. Αυτό πού εκείνη ήθελε ήταν ό ποιητής της καί στ’ αυτιά της έχουν φτάσει πολλά για τήν άντίδραση τής οικογένειας Καρυωτάκη στό δεσμό τους. Τώρα πιά είναι σί γουρη πώς ανεξάρτητα απ' όλες τις δικαιολογίες πού δεν τις άμφισβητεΐ, ό πραγματικός της αντίπαλος ήταν οί δικοί του καί ή αδυναμία του Κ. νά τούς άντιμετωπίσει. Χαρακτηριστικό είναι τό ποίημα της «Παλίρροια», Λύναμη άνόκ/ε/,η &ε γέρνει έναντι a τον χαραγμένου δρόμου των κυμάτων. Κι αν τους μικρούς κουρσάρους σου άπί Αγνάντια δένη ή φρίκη τών άφαντων μνημάτων, Νά της άρμης σου η θλιβερή κατάντια : σ’ ερωτιάρικο εν άσμα τών ασμάτων καί της λύσσας τον άψοοϋ σου, σε διαμάντια, χάρες υποταγής το πέρασμά τόιν Τφν δυνατών νά σέ πατούν! Μεγάλη ή μοίρα σου κέ ανίκητη εινέ. Φτάνει. Σκύψε μπροστά τΐ/ς κάλλιο το κεφάλι.
"Οταν βεβαιώνεται πιδς χάνει οριστικά τό αντικείμενο τού έρωτα, ερωτεύεται τή θλίψη της γιά τήν απώλεια του καί τήν αφή νει νά θεριέψει σά δεντρί απάνω σέ τάφο. Τό πάθος της αύτό θά τής έμπνεύσει μερικά από τα ωραιότερα έριοτικά τραγούδια πού 'χουν γραφτεί. 'Ασύγκριτος κι αναντικατάστατος θά μείνει ό Καρυωτάκης γιά τή Μαρία. Κι ό έρωτάς τους ή μοναδική δι καίωση τής ζωής της, όπως λέει στό «Γιατί μ’ αγάπησες». ,άέν τραγούδα) παρά γιατί μ ’ αγάπησες ατά περασμένα χρόνια.
83
Καί σέ ήλιο, σέ καλοκαιριού προμάντεμα καί σέ βροχή, σέ χιόνια, Άέν τραγουδώ παρόι γιατί μ αγάπησες. Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου μια νι>χτα και μέ φίλησες στό στόμα, μόνο γ ι αντί) είμαι ωραία σάν κρίνο όλάνοιχτο κ’ ί'χω ένα ρίγος στην ψυχή μον ακόμα, μ,όνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σον. Μόνο γιατί τα μάτια σαν μέ κΰτταξαν μέ την ψυχή στέ> βλέμμα, περήφανα στολίστηκα τό υπέρτατο τής ύπαρξής μου στέμμα, μάνο γιατί ΐά μάτια σον μέ κύτταξαν. Γιατί, μόνο γιατί σέ σέναν άρεσε γι αυτό έμεινεν ωραίο τό πέρασμά μην. Σόι νόι μ' άκολωνΟηνσες δπ(Μ πήγαινα, σόι νόι περνούσες κάπου εκεί σιμά μου. Γιατί, μόνο γιατί σέ σέναν όίρεσε. Μόνο γιατί μ’ άγάπησες γεννήθηκα, ψΓ αυτό ή ζωή μου έδόΟη. Στην άχαρη ζωή τήν άνεκπλήρωτη μένα ή ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ άγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μέ άγάπησες έζησα, νά πληθαίνω τα υνείυατά σον, ώοαίε που βασίλεψες >ι έτσι γλυκά πεθαίνω μονάχα γιατί τόσο ώοαία μ άγάπησες.
νιπ Κηδενο) τις /line; /to» ανθοδέσμες φό>ς.
//’
Κ Λ Ι Ί Ί Ι Λ Ρ Ο ΖΟ Υ
Μόλις φτάνει στό Παρίσι, γράφει στόν άραβωνιαστικό της, ντόμπρα καί τίμια, πώς δεν τον άγαπΰ τόσο όσο χρειάζεται γιά νά στεριοόσει κοντά του μιά ζωή μ’ εμπιστοσύνη. "Ασφαλώς αυτή δεν είναι δικαιολογία γιά ένα νέο κι ερωτευμένο. "Η ίδια όμως αισθάνεται απόλυτα δικαιολογημένη. Καί μέ ποιό θαυμάσιο πρόσχημα! Πηγαίνει, λέει, στό Παρίσι γιά νά μάθει μοδιστρική. Τύ πρόσχημα δεν αφόρα τούς άλλους. Ποτέ! "Εκείνης τής χρειζεται καί τό πιστεύει μέ τό πάθος πού βάζει στην άρχή, σέ όσα καταπιάνεται. Τό μεγαλύτερο όνειρο των πνευματικών άνθρώπων, κάποτε, είναι ν’ άποχτήσουν ένα πραχτικό επάγγελμααυτό τούς δίνει τήν ελπίδα πώς θά καταχτήσουν καί τήν γαλήνη τών πραχτικών άνθρώπων. Μά ούτε τό Παρίσι θά σκλαβώσει τή φυγάδα. Πλανιέται σά μετέωρο άπό κατάσταση σέ κατάσταση κι άπό χώρο σέ χώρο, μέ τήν τυραννική αίσθηση μιας προσωρινότητας πού δέν τήν γαληνεύει. Ούτε καί δώ στην ξενητιά πυν μ’ έχει ρίξει καθώς μέ συγκνλά της δυστυχίας τδ κύμα βρήκα τήν ταφική τον ναυαγίου γαλήνη.
Κι όμως θά τό αγαπήσει πολύ. Θά τήν γοητέψει ή λευτεριά τοϋ νά περνάς απαρατήρητος, άγνωστος κι ανενόχλητος.
85
Kai ()ά Οελήσονν νά ξεχύσω πόση αον δύΟηκεν αμέσως -ή φοχή μ ον. ΚαΟέος χωρίς την έγνοια ν ανταμώσω γύριζα μεσ' στους δρόμους μοναχέ] μου. Καί θά Οελήσονν νά ξεχύσω πόση καινούρια νιότη συ μονχες χαρίσει πώς τή μοίρα μου έικόμη έχω ανταμώσει γυρίζοντας στους δρόμους σου, Παρίσι. Ή «μοίρα» πού τήν αντάμωσε ήταν ή φυματίωση πού τώ χρόνια εκείνα, έσήμαινε θάνατο. ’Αλλά άς μή ξεγελιόμαστεόέν τήν αντάμωσε, τήν αγκάλιασε κείνη τήν ρούφηξε μόνη της, τή μοίρα τής καταστροφής, Ή Πολυδούρη στό Παρίσι αύτοχτόνησε. Ίσως ποτέ άνθροιπος δέν επιδίωξε και δέν πέτυχε τό θάνατο, μέ τόση μεγάλη δόση ζωής, δσο ή Μαρία. Τό μερτικό της άπό τήν πατρική κληρονομιά πού παίρνει φεύγοντας, είν’ ελάχιστο καί θά εξανεμιστεί γρήγορα. Τότε, τό Παρίσι θά τήν καταβροχθίσει. Οί πνεύμονες της θά προσβλη θούν καί θά νοσηλευτεί γιά λίγο στό Νοσοκομείο Charite. Στις άρχές τού 28, θά γυρίσει στήν Ελλάδα καρσβοτσακισμένη κι άπένταρη. 'Όταν ή αδελφή της πήγε νά τήν παραλάβει καί τήν ρώτησε πώς τό ’παθε καί ξαναγύρισε, ή Μαρία άπάντησε. — Αϊ, τώρα πιά έσήμανε ή καμπάνα τού Σαββάτου. Φτάνοντας στήν ’Αθήνα, δέν έχει δουλειά, ούτε καί κανέναν άλλον πόρο ζωής. Καί στό άδιέξοδο αυτό, θά διόσει τήν πιό άσπλαχνη, τήν πιό κυνική θά λέγαμε λύση. Θά μπει στή Σωτη ρία, πού τής έξασφαλίζει στέγη καί τροφή.
IX
Κόκκινο φόρεμα φορώ καί καίγονται τά σύννεφα και στα χωράφια σεργιανιό καί καίω τί~ παπαρούνες. Κ Λ ΙΤ 1 Ι Δ Ρ Ο Σ Ο Υ
II φλογερή πνοή σου Οιι αέ μαραζώνει ΣΕΦΕΡΠΣ
Στή Σωτηρία ή ζωή είναι ανυπόφορη, στους θαλάμους τής τρίτης θέσης, γι’ αυτό Οά ζητήσει καί Οά πετύχει νώ τήν μετα φέρουν σ’ ένα δωματιάκι μικρό κοντά στήν είσοδο, πού προορι ζόταν για τούς μελλοθάνατους. Τό άνατριχιαστικό δωμάτιο άπόχτησε μεμιάς, μιά ζεστασιά καί μιών ατμόσφαιρα όλότελα προ σωπική. Ή Μαρία στόλισε τούς τοίχους με σκίτσα καί εικόνες των αγαπημένων της ποιητών καί μιά μικρή παλιά εικόνα τής άποκαθήλωσης τού Χριστού, πού γι' αύτήν άντιπροσώπευε τόν «μεγάλο ποιητή καί ρομαντικό των αιώνων». Γιά ένα μικρό διάστημα, ή Πολυδούρη γίνεται ιδανική άρωστη καί κάνει τήν κούρα της συστηματικά καί υπάκουα. ’Αλλά ένα πρωί, έρχεται ό Καρυωτάκης νά τήν έπισκεφτεΐ. Δέν τόν δέχτηκε στό δωματιάκι της, άλλά στό σαλόνι. Στό θερμό σφίξιμο τού χεριού, στό χαμόγελο, σ' όλη τήν συγκρατημένη συγκίνησή του, ν' αναγνώρισε ή Μαρία τόν αγα πημένο τού παλιού καιρού; Πάντως ένα είναι σίγουρο. Πώς στή μορφή του, πού έφεγγε μιά απέραντη επιείκεια γιά τό άτα χτο, τό άτίθασο κι άπιστο αυτό κορίτσι, καθρεφτίστηκε καί ό τρόμος γιά τήν αλλαγή τής Μαρίας, γιά τό ρουφηγμένο σάν άποστεοιμένο πρόσωπό της. Καί κείνης δέν τής ξέφυγε φυσικά,
87
άλλα δέν έδειξε πώς τό κατάλαβε. Αντίθετα τρομάζει, πώς αυτή ή επιείκεια καί ή χαρά, πού ό ποιητής εκδηλώνει γιά τό γυρισμό της, είναι συνέπεια κάποιου οϊχτου. Καί μέ τήν παγερή συμπερι φορά της, παίζει άκόμα γιά μιά φορά τήν κωμωδία τής δυνατής, κι άρνιέται τή συγγνώμη πού ό Καρυωτάκης μ’ όλη του τήν συμπεριφορά τής εκδηλώνει. Μιά αιώνια παρεξήγηση, νά τί Οά μείνει πάντα άνάμεσά τους. Μιά μοιραία άλυσίδα παρανοή σεων καί παρεξηγήσεων πού θά τούς χωρίζει στις πιό δύσκολες στιγμές καί άκριβώς όταν Οά 'χουν περισσότερη άνάγκη ό ένας άπ’ τόν άλλον. Τότε τής έδωσε καί τήν τελευταία συλλογή των ποιημάτων του «'Ελεγεία καί Σάτιρες» σημαδεμένη στή σελίδα 22, πού υπήρχε τό τραγούδι «Ένα ξερό φαδνόφυλλο». ’Αμέσως, γράφει, μετά τήν συνάντησή τους αυτή, τό περίφη μο ποίημά της Γ υ ρ ι σ μ ό ς. ’ ίΙρΟες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου κ ή Λαχτάρα μέ σφίγγει νά μέ πνίξει,
Ψυχή μ ον, γιατί μένεις λυπημένος; Κοιτάς τι) μαρασμό :τον μ’ έχει ντύσει σαν τήν όμ,ίχλη τη δειλινή ώρα; Οές νά σοΰ πιο τι) πώς μ έχει απαντήσει; .Ι/(ί τί σημαίνει. Φαίδρυνε τά χείλη στί/ς πάναγνης χαράς μου το μεθύσι.
Καί τελειώνει μέ τήν ώραιότερη ϊσως στροφή πού ’χει γράψει ή Πολυδούρη. Τώρα πιά όπως άλλοτε, δέ θελιό εύοσμα άνθη άπ τά νεανικά σου χέρια. Είμαι σεμνή. Μέ κάθαοεν ή αγάπη «σ’ τά στολίδια, δές, μ’ έγδυσε πλέρια.
88
'Αλλά απ' αυτό το παραλήρημα τής χαράς, ό ποιητής δέ Οά μάθει ποτέ τίποτα. 'Αντίθετα, αυτή ή τελευταία τους συνάντηση — γιατί ό ποιητής Οά φύγει μετά λίγες μέρες γιά τήν Πρέβεζα όπου είχε μετατεθεί — θά του αφήσει μιά βαθιά πικρία. Πόσα ακόμα κρατήματα τής ζωής έχασε ό Καρυωτάκης άπ αύτή τήν άπογοητευτική συνάντηση ; Μόνον αυτή θά τό καταλάβει, ίσως πιό πολύ μέ τήν διαίσθη σή της, καί θά γίνει μιά νευρική, σχεδόν ανυπόφορη άρωστη· Ή περίοδος τής συστηματικής κούρος τελειώνει άδοξα από τή στιγμή αύτή. Ή αγωνία καί ή προσδοκία μιας καταστροφής Οά ωριμάζουν μέσα της. Την νηοψία μας δεν μας τι)ν άρνιόταν πως κάτι φοβερά τον περιμένει. Τρεμάμενη, μέ τά μάτια διεσταλμένα, κουλουριαζότανε τις νύχτες ριγώντας, μέ τις αισθήσεις της τεντωμένες καί σφίγ γοντας τά μπράτσα της γύρω άπό τούς ώμους της, ακριβώς όπως έκανε μικρή, άκούγοντας τό μανιάτικο μοιρολόι. Σάν τό ζώο πού ψυχανεμίζεται τή θύελλα, περίμενε αγριεμένη, μέ τ' αυτιά τεντωμένα, ώσπου ακούστηκε ή πιστολιά. "Ενα πρωί, σέ μια κάρυνη θήκη τον βρήκανε νεκρά μ5 ένα σημάδι στον κρόταφο.................................... Μόνο ένας τόσο λιτός κι άπέριτος στίχος, γεμάτος σεβασμό μπορούσε νά σημαδέψει τήν φοβερή στιγμή. ’Επί τέλους! Τά συσπασμένα δάχτυλα χαλαρώσανε καί γλιστρτ]σανε, μαζί μ’ ολόκληρο τό κορμί της, στήν εγκατάλειψη τού θανάτου. Οί άνθρωποι, κι οί πιό στενοί φίλοι, θά τής φανούν μονομιάς ανυ πόφοροι. Κανείς δέν είναι άξιος ν’ αντικρίσει τον πόνο της, πού αν τον απλώσει, θά σκεπάσει μέ τό πένθος του τή γή. Ζηλότυπα, θά κλειστεί σέ κείνο τό δωματιάκι — νεκροθάλαμο,
89
καί δέ Οά δεχτεί γιά καιρό κανέναν. ’Αδρανώντας, άκινητοΰσε αναγκαστικά όλη τή ζωή. Μοίρασε δλα τά βιβλία της, ξέσκισε όσα χειρόγραφα ή σημειώσεις είχε κοντά της, άρνούμενη καί βέβαιη πώς δέ θά ξαναγράψει. Δέν τής χρειάζεται πιά τίποτε καί κανένας. "Ω! στι) ζιοι) τήν άδικη είναι η ευτυχία γνώση κ' ή γνώση αυτή πόσο Λογά χαρίστηκε σέ μένα. 'Ακόμη γιά μιά φορά, θά μείνει άβουλη καί άπρόσιτη. "Οταν υστέρα άπό καιρό Οά κυκλοφορήσει, θά ’ναι ντυμένη στά ολό μαυρα. ’Αλλά κα,νείς θάνατος, δέν είναι τόσο ισχυρός όσο ή ίδια ή ζωή. Παραξενεμένη, ή Μαρία θά σκύψει κάποτε μέσα της καί θ’ άφουγκραστεΐ μιάν άλλη φωνή ν’ ανακατεύεται καί νά ξεπηδα μελωδική άλλα παράταιρη στά μακρόσυρτα μοιρολόγια τής απελπισίας της. Φιλάρεσκα αρωματισμένη ή νύχτα πάλι ήρθε κι ώς τή φτωχή τήν καμαυά μου μου ζήτησε ένα γέλιο, τή χαρά μου και στο προκηρυγμένα μου έσκυψε κεφάλι. Γιατί τή φιλαρέσκεια ακόμα αυτή σέ μένα; ( Ταπεινωσννη) Ή Mupia ξέχνα πόσο πολύ τήν άνυ.στάτωνε ή άνοιξη, άπό τότε ακόμη πού ’γράφε τό σχεδόν παιδαριώδες 'Ημερολόγιό της. Καί πώς συχνά κινδύνεψε νά τήν παρασύρει σέ τρελλά καμώμα τα, όπως προδίδεται άπό τά γραφτά της. ί\Γ έναν παλμό βαρύ—σεισμός μου συγκλυνεί τά στήθια όταν προβάλλης, ’Άνοιξη, πάντα σέ χαιρετίζω. Στό πένθος ωστόσο καί τή μόνωση πού άπλωσε γύρω kui μέσα
90
της, μόνο τύ εϊκοσιέξη της χρόνια 0ά τολμήσουν νά τής ανα ταχθούν. Ή άνοιξη ξεκινάει ερήμην της ένα διάλογο μέ τήν ακατάβλητη νιότη της. Ίο σόμπαν κυματίζει έτσι απαλότατα. Κάποια υμνωδία πλανιέται. ,Ι/fcV στην ψυχή μου μια γλυκιιϊ κατά η >ξη σά νάφυπνιέται \έν ξέρω πια τι νάναι, τίνος μήνυμα, τι νοσταλγία πάλα. Καί άλλου. 77 θέλει τούτη ή ’Άνοιξη. . . Σαλεύου ν αόρατα, πανόλαιρρο των δέντρων τά κλάδοι. 77 θέλει, ή μυρωδιά που μας χτνπα απαλότατα μέ αμυγδαλιάς άνθόκ/.ωνυ τήν καρδιά. . . 77 θέλει πάλιν ή ’Άνοιξη. . . 77 )’« /ιάς φέρει ακόμα. . . Καί ξαφνικά, μέσα απ’ αυτή τήν ταραγμένη αβεβαιότητα καί τό μαυρομαντηλο δεμένο σπαραγμό, λές καί σκίζονται οι ου ρανοί καί πέφτει σάν καταιγισμός από φως ένα τραγούδι παρά φορα απελπισμένο στον ερωτισμό του. ’Άνοιξη! 'Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μΰυα παντού και σ’ αγαπώ, σέ καρτερώ. Βραδύνεις κ υποψιάζομαι, ζηλεύω, δέ σου πήρα όλης σου τής ψυχής το θησαυρό
91
Τα λόγια σον! *i), τα λόγια σαν, μια υπόσχεση .τον καίει μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή. V ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει, μέσα τους τρέμει 'ή αγάπη σου, προτού μοιραία χαθη. Τά λόγια οον μέ μέθυσαν τι) μέθη του θανάτου κι ακόμα δεν έσίγασαν. Μιλούν καί μέ τρελλαίνουν, μέ μεθούν, μέ (γέρνουν πιο σιμά σου, ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν. Μιά τέτοια αμεσότητα ποίησης καί ζωής σπάνια συναντοϋνται μέ τόσο ειλικρινή καί πηγαίο παλμό. Άφίνομε στους στείρους «σοφούς» τό ύποδεκάμετρο καί τήν πήχυ νά μετρούν τούς ποιητές καί τά ποιήματά τους. Ή Μαρία Πολυδούρη, εκτός από γενναία καί ελεύθερη, ήταν ποιήτρια. Δέ φοβότανε τις αισθήσεις της, ούτε τήν αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή, ακόμη κι όταν τήν πρόδιδε, όπως στους δυο τελευταίους στί χους, πού μέ μοναδικό λυρισμό εκφράζει αύτό τό τόσο αντιφα τικό αίσθημα : ή ένταση τής ανάμνησης του πεθαμένου εραστή τή διαγείρει καί τήν ανακαλεί στις τάξεις των ζωντανών, στήν ανάγκη τής ζωής.
X
(hi γίνει οιιριά ολη τούτη ή Οάλαααα τιον ρέει Εντός μον, και ρέν> και χύνομαι καί χάνομαι ττ.ρί ν μάθο τ ί ήμουν Λ Ρ ΙίΣ Α ΙΚ Τ Α ΙΟ Σ . ..Λ,':
Γενναία καί λεύτερη! Χωρίς αυτά τά γνωρίσματα δέ γεννιέ ται ποιητής. Αυτό εννοεί καί ό Χαίλντερλιν όταν αναρωτιέται: «Καί οί ποιητές τί χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;» ’Αλλά ή Πολυδούρη μας ξαφνιάζει. 'Ως τούτη την περίοδο, πού μάς απασχόλησε ή ζωή της, ή πορεία των γεγονότων καί ή συμπεριφορά της ικανοποιούν από λυτα τις επίσημα καθιερωμένες απόψεις περί «έρωτος καί πίστεως». ’Αγαπά έναν άντρα πού τήν αγαπά επίσης, αλλά άρνιέται νά τήν παντρευτεί. Πεισματωμένη εκείνη τόν εγκαταλείπει καί άραβωνιάζεται κάποιον άλλον, ακόμη καλύτερο καί πολύ ωραίο πού τήν λατρεύει, αλλά εκείνη τόν εγκαταλείπει μέ τή σειρά του γιατί εξακριβώνει πώς εξακολουθεί ν’ αγαπά τόν Καρυωτάκη. "Ομως αυτός αΰτοκτονεϊ. Ή Μαρία βυθίζεται σέ από λυτο καί ειλικρινές πένθος. Γιά πολύ καιρό φορεΐ μαύρα, απο μονώνεται άπό τόν κόσμο καί ζεΐ μέ τις «αναμνήσεις του», όπως στά μυθιστορήματα. Ώ ς εδώ τό ιστορικό είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στις ή01κές απαιτήσεις κάθε γλυκερής συναισθηματικής ψυχής, ποτι σμένης μέ τις απαράβατες ηθικές καί χριστιανικές αρχές. Δυστυχώς όμως ή Πολυδούρη δέν είναι μυθιστόρημα ούτε κάν καλής ποιότητας. Ούτε καί καταδέχεται νά γίνει. Μυθιστό ρημα κάνουν τή ζωή τους, περιφέροντας την στόν θαυμασμό ή τόν οίκτο, όλοι οί υστερικοί καί στείροι πού, παραπλανημένοι.
93
έχασαν τήν επαφή τους μέ τήν πραγματικότητα. Καί πραγμα τικότητα τοΰ κάθε ανθρώπου είναι τό κορμί του. Τό άλφα καί τό ωμέγα του. 'Η Πολυδούρη είναι ένας ακέραιος άνθρωπος μέ σάρκα, οστά καί πνεύμα. "Ενας οργανισμός πού λειτουργεί α ύ τ ό μ ατ α, σύμφωνυ μέ τις εντολές τής Φύσης πού α γ ν ο ε ί τούς νό μους τής ήθικής. Καί πιθανόν νά μήν τολμά κανείς ούτε κυί σήμερα νά ομο λογήσει πώς ό ανθρώπινος οργανισμός δέν υποτάχτηκε ποτέ στά κοινωνικά παραγγέλματα. Καί γιατί νά ύποταχτεΐ; Οί ν ό μ ο ι περί ή θ ι κ ή ς , ο ί σ ε ξ ο υ α λ ι κ έ ς δ ε σ μ ε ύ σ ε ι ς καί οί ά π α γ ο ρ ε ύ σ ε ι ς επιβλήθηκαν εκατομμύρια χρόνια μετά τήν εμφάνιση τοΰ άνθρώπου πάνω στή γή—καί φ υσ ι κ ά, ε ρ ή μ η ν τοΰ ο ρ γ α ν ι σ μ ο ύ του. Νόμοι πού δέν ϊσχυσαν ούτε καί στάθηκαν ποτέ εμπόδιο γιά τούς πλούσιους. Ούτε καί καθιερώθηκαν γι’ αύτούς έξαλλου. ’Αλλά γιά τις πλα τιές λαϊκές τάξεις καί τόν έξανδραποδισμό τους. Τά σεξουαλικά καταπιεσμένα άτομα γίνονται αδρανείς μάζες. Ό φόβος τής άμαρτίας καί ή ένοχή, είτε προϋπάρχουν είτε έπονται, πετυχαί νουν τό ίδιο άποτέλεσμα : αναστέλλουν τήν ομαλή λειτουργία τοΰ οργανισμού, εξουδετερώνοντας τήν ελεύθερη βούληση καί ύποτάσσουν τό άτομο στό φόβο τοΰ αόρατου τιμωροΰ πρώτα, καί σ’ όλους τούς φόβους καί τούς γήινους έκπροσώπους τους μετά. Μοιραία τό άτομο καταντάει ύποκριτικό, άνειλικρινές, άνήθικο καί ύποχείριο τής αύταρχικής κοινωνίας πού τό χρειά ζεται έτσι στραγγαλισμένο. Γιά μάς — γιά πόσους; — όλα τοΰτα ξεδιαλύθηκαν τά τε λευταία σαράντα χρόνια, χάρη στό θάρος μεγάλων έπιστημόνων πού τόλμησαν νά τά φέρουν στό φως, μέ συνέπεια νά διωχτούν γι’ αυτό άπ’ όλα τά καθεστώτα τοΰ άνατολικοΰ καί δυτικού κό σμου, άπ’ όλες τις κυβερνήσεις. Τά βιβλία τοΰ Ράιχ πολτοποιή θηκαν καί ό ίδιος πέθανε στή χώρα τής ελευθερίας αλλά φυλα κισμένος. Ή Πολυδούρη όμως; Ποϋ τή βρήκε αυτή τήν πάμφωτη λευ
94
τεριά. Αυτή τήν άνεπανάλειπτη εντιμότητα. Αύτή τήν «άνήθικ·η» ηθική. "Αρχικά στήν εγρήγορσή της. Διαισθάνεται πώς κ ά π ο ι ο ς θά τήν προδώσει, ενάντια σ’ δλο τό σπαραγμό καί τό πένθος της : Ή νιότη της. Αύτή δέν αστειεύεται. Παραμονεύει καί άπειλεΐ τή λεηλετημένη από τόν θάνατο γυναίκα. "Αν ήμουν μια γερόντισσα, με μόνη των αναμνήσεων τήν πηγή στα στήΟια (’Αναιμική κ’ εφήμερη ανεμώνη τώρα με καίει καί τόνειρό κ ή αλήθεια ας ήμουν μια γερόντισσα που ντύνει με παραμύθια μια νεκρή καρδιά. "Αν είχε ταυτόχρονα μέ τό θάνατο του Κ. φτάσει στά φυσικά γερατιά, οί άναμνήσεις θά γίνονταν πολύτιμες επενδύσεις στή νέκρα τής άποστρατευμένης ζωής. ’Ό χι μόνο δέν είναι γερόντισα όμως, άλλά συνειδητοποιεί καί τήν εφήμερη παρουσία της, πού οξύνει τό δίλημμά της άνάμεσα στό όνειρο καί τήν πραγματικότητα. Οί αναμνήσεις εξάλλου, όσο ισχυρές κι αν είναι, δέ γίνεται νά συντηρήσουν μιά τέτοια φορτισμένη νιότη. Είμαι τρελλή νά σ’ αγαπώ, άφοΰ πια εχεις πεθάνει νά λυώνιο στή λαχτάρα των φιλιών, νά νοιώθω τώρα πιος αντύ που μούδιασες δε φτάνει, δε φτάνει ή δρόσος τών παλιών. "Οσοι σνόμπαραν τήν Πολυρούδη, επειδή δέν είναι τάχα ποιήτρια ψεύδονται έν γναόσει τους. Ή Π. προκαλοΰσε έπικίνδυνα τή συμβατικότητά τους, καθώς άγγιξε μέ τό ιδιοφυές της ένστικτο καί σέ άνύποπτο χρόνο ένα επικίνδυνο θέμα : 'Υπάρ χει σωματική πίστη; Γιά τήν Π. ό άγαπημένος της θά χάσει μέ τόν καιρό τό
95
πρόσωπό του καί θύ μείνει μια σκέτη ταυτότητα αρσενικού. Αυτό θά συμβεϊ σιγά, τυραννικά, μέσα από χίλιες μεταπτώσεις, κραυγές καί διαμαρτυρίες πού συνθέτουν καί τά ωραιότερα ποιήματά της. Κι ίσως τά ωραιότερα στή γυναικεία ποίηση. Ό νεκρός γίνεται υπόλογος γιά τό κενό πού αφήνει μέ τό θάνατό του καί γιά τή φυσική ανάγκη τής εύτυχίας πού τής στέρησε. Μέ μιαν άσίγαιττη μανία να θέλω δ,τι μοϋ λείπει νά θέλω δ.τι μου κράτησες κρυφό κ' έτσι νά δέρνωμαι μ ’ αυτό τό μάταιο καρδιοχτύπι στά μάτια σου την τρέλλα νά ρουφώ.
Ό θάνατος τοϋ ενός δέ σταματάει τή ζωή. Ή Π. ξέρει πόσο βασανίστηκε ή έκλεκτικότητά της νά τοποθετηθεί ερωτικά. ’Αλλά ξέρει τό ϊδιο καλά πώς τά μέτρα της ήταν γήινα. Κάπου λοιπόν θά υπάρχει κάποιος πού θ’ άναγεννήσει μέσα της τήν αίσθηση τής ολοκλήρωσης, τής ύποσχεμένης χαράς. Καί γρά φει τόν θαυμάσιο στίχο, ΤΙ θ’ απογίνω αγαπημένε ποϋ θά σέ· ζητήσω ; ,
Μέσα σέ μιά λυρική φρενίτιδα, ό έρωτάς της γιά τόν συγ κεκριμένο άνθρωπο παίρνει προέκταση στό μέλλον καί σ’ ένα δεσμό, άλληλένδετο μέ τό νεκρό, μιά καί ή δική της επιβίωση τήν πιέζει απαιτητική. Που νάσαι; Τί νάπάμεινε από σέ νά τό ζητήσω: Ifον νάναι τό στερνά μον αϊτό αγαθό; ”Ω, δέν μπορεί μιά ολόκληρη ζωή γι αντύ νά ζήσω και. μάταια καρτερώντας νά χαθώ.
Καί άκολουθεΐ τό τρίτο καί ώραιότερο ποίημα, μέ τήν ερω τική διαμαρτυρία ξεκάθαρη καί απολογητική. Μέ τήν "Ανοιξη
96
αναβιώνει ό έρωτάς της πού φτάνει στό παράλογο, καθώς τό κορμί της δέν ελέγχεται πια από τή λογική της. Α γαπημένε, αν τή ζωή τή δώσω πίσω, ’πέ μον, τι Οά ώφελήση, άφον δί: θά σε βοώ;
Λε λογαριάζω τή ζωή, μά πώς μπορεί καλέ μον, να σβήση πια ή αγάπη μον; Καί να μή σ’ αγαπώ, ενώ θάναι ’Άνοιξη παντού που ακούστηκε ή φωνή μας. . . 'Ικετευτική, βεβαιώνεται πώς δέν από τό θάνατο τοϋ καλοϋ της. Μένει μασία τούς δυό δυνάστες της : Τήν καί τήν ανάγκη του κορμιού της. Κι
έχει νά περιμένει τίποτα λοιπόν νά βάλει σέ δοκι πίκρα της γιά τόν χαμό όποιος τήν κερδίσει.
”Ω, δέ μον δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα -καί μον τις έσβησε ή ζωή σά μια ψυχρή πνοή. Τώρα μον μένει στον έρωτα τήν άγρια καταιγίδα νά ίδώ νά μετρηθούν γιά μέ θάνατος καί ζωή. Ξαφνικά, θά πάρει φόρα καί θά ροβολήσει κατά τήν Αθήνα. Ή κάθοδός της άπό τή Σωτηρία, είναι σά μιά πρόκληση στή ζωή, νά τήν φθείρει, νά τήν ξοδέψει. Τό κορμί είναι άσχετο μέ τήν πίστη. Ή σωματική πίστη είναι εφεύρεση των παπάδων καί των Εβραίων. Δέν πάνε πολλά χρόνια πού οί 'Άγγλοι έκαναν τή μοναδική καλή πράξη τής ιστορίας τους, όταν άπαγόρεψαν στήν ’Ινδία τό έθιμο νά αύτοπυρπολεΐται ή χήρα τοϋ πεθαμένου απάνω στόν τάφο του. Κι άν μερικές δέν άντεχαν νά κυοϋν, άναλάβαινε τό περιβάλλον τους νά τις κάψει. Στό τέλος τοϋ Αύγουστου τοϋ 1929, ή Μαρία γράφει στόν μεγάλο της θαυμαστή ποιητή Γ. Χονδρογιάννη. «Ή πίστη μου στόν έρωτα; Μά ποιά πίστη είνε αυτή. Δέν έχω μείνει πιστή σέ κανένα μου έρωτα».
XI
Σ ταυρώ στε με Λεν είμαι ταίρι κανενύς A h ' εχω ταίρι
Κ Λ Ι Τ Η Δ Ρ ΟΣ Ο Υ
Ή Μαρία δέ θά ’χει έλεος γιά τον εαυτό της από δω κι υστέ ρα. Καί χωρίς νά δείχνει πιά ένα πενθισμένο πρόσωπο. Ή τρι ήμερη εκδρομή μέ τόν ποιητή Χονδρογιάννη καί τον Κ. Παπαδάκη στόν Πόρο, γίνεται τότε, μετά τό μακρύ πένθος. Άφοΰ έχουν προηγηθεΐ βράδυα σέ ταβέρνες, όπου «ή Μαρία έπινε καί κάπνιζε πολύ». «Είχαμε, γράφει ό Χονδρογιάννης, καί οί τρεις (στήν ταβέρνα) μια ωραία ευδιαθεσία... Γελούσαμε σά μικρά παιδιά καί ακόμη περισσότερο μέ κάποια έξυπνα αστεία τής Πολυδούρη, πετυχεμένους χαρακτηρισμούς γιά τά πρόσωπα τής άλλης παρέας...» Λέει ακόμη γιά τήν άκδρομή. «Τό ότι ένα δειλινό τού ’Απρίλη (1929) βρισκόμαστε τρεις άνθρωποι, δυό ονειροπαρμένοι νέοι κσί μιά νέα ωραία γυναίκα, μόνοι κον τά στή θάλασσα, σ’ ένα νησάκι μακρυνό, μέσα σ' ένα δωμάτιο, έφτανε γιά νά γεμίσει τήν ύπαρξή μας μέ τήν ακαθόριστη εκείνη εύφροσύνη κάποιων ώρων πού τό βάρος τοϋ υλικού κόσμου γί νεται άλαφρότερο κι άπό ένα φτερό, διαλύεται όλο σέ φως καί αέρα... "Οταν όμως, άρχισε τό τραγούδι τής Μαρίας, ό κόσμος αυτός γέμισε μέ μουσικές πού μόνο ό ούρανός θά μπο ρούσε νά τις έχει καί μόνο άρπες αγγέλων θά μπορούσαν νά τις στέλνουν. Τίποτε ωραιότερο δέν είχε υπάρξει στή ζωή μας καί τίποτε δέν ξανάγινε».1 1. Γ . Χ ο ν δ ρ ο γ ι ά ν ν η — Ή
Μ α ρ ί α Π ο λ υ δ ο ύ ρ η μ ε τ ά τ ό ν Κ α ρ υ ι ο τ ά κ η —■
Δ ί φ ρ ο ς 1975.
7
98
Τό βράδυ, ό φίλος τους αποκοιμήθηκε καί οί δυό τους, ξη μερώθηκαν κουβεντιάζοντας άπό τά κρεβάτια τους. Μίλησαν αρκετά καί για τον Καρυωτάκη. Του έλεγε ή Μαρία, λοιπόν, πώς ό Κ. γελούσε κι εκλαιγε σά μικρό παιδί όταν ήταν οί δυό τους. «Ένα βράδυ χάσαμε τό τελευταίο τραμ στο Φάλληρο καί ήρθαμε μέ τά πόδια στήν "Αθήνα."Ητανε τότε, πού ανακάλυψα άπό κάποιο πιστοποιητικό, πού τυχαία έπεσε στά χέρια μου, πόσο χρόνων ήταν, γιατί πάντα είχα τήν υποψία πώς μοϋκρυβε μερικά χρόνια.'Όταν του τό είπα, γίνηκε άμέσως άλλος άνθρωπος. "Εχασε όλο τό κέφι του. Σά νά τον πλάκωσε μεγάλο κακό. Θύμωσε καί στο τέλος έκλαψε. Είδα κι έπαθα νά τόν παρηγο ρήσω» '. Λίγες μέρες αργότερα, θά "ναι Πρωτομαγιά καί θά κάμουν τήν τελευταία (της) εκδρομή στήν Κηφισσιά. "Από τότε κι έπει τα ή κατάσταση τής Μαρίας θά χειροτερέψει καί δέ θά κυκλο φορεί άλλο. Θά γράφει όμως, γιατί ή δεύτερη ποιητική της συλλογή καί τελευταία, «"Ηχοι στό Χάος» θά κυκλοφορή σει στό τέλος του "29. Ό σ ο ή κατάρευση Οά "ρχεται αδυσώπητη, ή Μαρία θά γί νεται σκληρή καί σαρκαστική γιά τούς ανθρώπους. Ό Σακελλαριάδης μοϋ είπε χαρακτηριστικά : «Τί νά σάς πώ, ητανε πολύ κακιά, πάρα πολύ κακός άνθρωπος». Στά ποιήματά της θά κυριαρχεί πάντα ό Κα.ρυωτάκης σάν ό γνωστός X καί ή αίσθηση μιας πλούσιας καί μάταια καταξοδε μένης ζωής. Καταφέρνει κιχί σκλαβώνει μέσ" στις λέξεις τις αποχρώσεις τής ευαισθησίας της τόσο, πού ή ψυχική της περι πέτεια νά γίνεται διάφανη κατά τή σύντομη περίοδο πού κυκλο φορεί μετά τό θάνατό του, προσπαθώντας νά ξεχάσει.Ελπίζει γιά λίγο, καλεΤ, ξαγρυπνά, απολαμβάνει καί ξεγλιστρά. Τά πάθη της είναι σύντομα, σάν σάλτοι πάνω άπό φωτιές πού άνάβει ή ίδια, λες καί ή άγρια εκρηκτική της ζωντάνια, δέν μπορεί νά εύφρανθεΐ παρά λαμπαδιάζοντας. Σ’ αύτά τά ερωτικά πυρο τεχνήματα πού θ’ άνάβει θά τήν παρασέρνει ένας παναισθησιασμός πού λουφάζει μέσα της, καθώς καί ή αίσθηση μιας όπεραν-
99
της μοναξιάς πού θά τήν κάνει νά πλανιέται κάθε τόσο γιά λίγο, στους έρωτες πού ή ομορφιά καί τό πνεύμα της θά εμπνέουν πάντα. Καί πάντα θά επιστρέφει μέσα στό άλυτο πρόβλημα πού στάθηκε γι’ αυτήν ό Καρυωτάκης. Μέ κάλεσε. κάποια φαη’ή τήν αγάπη νά δώσω. ’.ΙΙταν καιρός. Σημείο είχε ψανεϊ ή αγωνία, τά πλοντη μου νά σώσω. 1C ήρθες στην π).ovenα μου γιορτή μέ χέρια σταυρωμένα. Καί σά νά μην κατάλαβα γιατί, τά μάτια σου χαιρόμουν τά θλιμμένα. Έιϊύ! Γιά σένα! ’Ό χι γιά μέ, ιέ), τίποτε γιά μένα. Και, καθώς ήρθες, έψεγες Καλέ, έφυγες μέ τά χέρια σταυρωμένα. ’Έψεγες κέ έμεινα πικρή άνο»γελ,η γιά σένα.
Αύτή είναι ή τραγικότερη διαπίστοιση. ’Ανώφελη στη δει λία του. ’'Απαρτη. Άκατάχτητη. Μάταια άπλωσε απάνω στούς ανθρώπους μιάν άγρια επιθυμία ερωτική, μιά φιλήδονη δίψα, μιά σπάταλη προσφορά. Κανείς δέ θά ξέρει νά τήν πάρει. Κα νείς νά τήν κατοικήσει.Ό ένας μετά τόν άλλον, οί άντρες που θά καταχτήσει θ’ άποδειχτούν ανίσχυροι νά τήν κρατήσουν καί Οά σωριαστούν νεκρές πλάνες. Ό θάλαμος τής σκοτεινής ζωής μ,ον γέμισε άπό νεκρούς. Κι οντε το χώρο βρίσκω τής δικής μη ν θέσης, ανάμεσα σ’ αντους.
100
Τις νύχτες με τη σκέψη φωτισμένη κεϊ μέσα περπατώ, ώς κι άπ αυτούς πού αγάπησα διωγμένη, θέση κοντά τους να ζητώ. Τό πόσο μόνη είναι ουσιαστικά καί «διωγμένη απ' αυτούς πού αγάπησε» καταφεύγοντας στούς νεκρούς - πλάνες, τό κατα λαβαίνουμε, άπό ένα τετράστιχο στό τέλος ενός ποιήματος μέ τίτλο «Τής αδελφής μου» κυί άπό ενα γράμμα τής Μυρτιώτισσας. ”Ω, μη φοβάσαι, δεξου με σά μια φτωχή στη Ούρα πού δ,τι κι αν πάρη «ευχαριστώ» 0ά π.ή συλλογισμένη γιατί εϊνε, τόσο δύστυχη, κ' είνε ορφανή καί χήρα, τόσο Άχαρη, πού μόνο αυτό τό «ευχάριστο)» τής μένει. Ή Μαρία στάθηκε οπωσδήποτε ένα δυσάρεστο «ήθικό» πρόβλημα γιά τούς δικούς της τά χρόνια εκείνα.’Ό χι μόνο γιατί ή κοινή γνώμη καί τά άθλια κουτσομπολιά βάραιναν πολύ απά νω τους, όπως είναι φυσικό. ’Αλλά καί γιατί δέ θά πρέπει νά κα ταλάβαιναν τίποτα άπ’αύτή τήν παράφορη κοπέλα. Τί θά πει ποιήτρια; Καί πώς νά δικαιολογηθούν τά καμώματα ένός ποιητή πού πέφτει μέσα σέ μια συνηθισμένη οικογένεια σάν κεραυνός. Ή Ιδια τό ξέρει καλύτερα άπό τόν καθένα, γιατί ή Μυρτιώτισσα γράφει στόν Χονδρογιάννη πού τής ζητά κάποιες έπιστολές του. «Τρεις μέρες μόνο πριν πεθάνει μέ παρακάλεσε νά φέρω ένα χαρτοφύλακα καί νά πάρω όσα πράγματα υπάρχουν στό μπαού λο της, μέ χειρόγραφα, γράμματα κλπ. Αύτό έκανα καί πήρα όσα βρήκα εκεί μέσα. Πιθανό τά τελευταία πού βρίσκονταν σιμά της νά τάσκισε ή ίδια, ίσως όμως νά τά εξαφάνισαν καί οί άλλοι. Δηλαδή ή αδελφή της, ό γαμπρός της, ή φίλη της...Α ύτό τό λέω γιατί αμέσως τό πρωί ενόσω βρίσκονταν ακόμη στό δωμά τιο ή νεκρή, τούς βρήκα ν’ ανοίγουν ένα συρτάρι τής ντουλάπας της νά βγάζουν καί νά σκίζουν διαρκώς χαρτιά. Δέν κατάλαβα
1
101
ποτέ τι μανία ήταν εκείνη πού τούς είχε πιάσει. (’Αθήνα 2/2/31). Καημένη Μαρία, πάμπλουτη γυναίκα. Τελικά δλοι τήν κατα σπάραξαν. Καί κείνοι πού τήν αγάπησαν καί δσοι τήν πεθύμησαν καί οί άλλοι πού τήν φθόνησαν καί τήν φοβήθηκαν. Μέ έλά' χιστες ίσως εξαιρέσεις των δυο - τριών πού είχαν τήν ικανότητα νά τήν δουν σ' όλες της τις διαστάσεις άγνή καί έντιμη,ιδιοφυή καί γενναία, όλοι οί άλλοι, μπορεί νά τήν πεθύμησαν, καί νά τή χάρηκαν ακόμη, αλλά δέν κατάφεραν νά δουν σ’ αύτήν παρά τό άντικαθρέφτισμα τής δικής τους άσημαντότητας καί φτή νιας. ΓΗ τελευταία της συλλογή «'Ηχώ στό Χάος» πού κυκλοφόρη σε λίγο πριν τό θάνατό της, κλείνει μ’ ένα ποίημα άπό τά ώραιότερα πού 'χουν γραφτεί - έστω καί σέ παραδοσιακή μορφή άπό γυναίκα. Καί τονίζω τή γυναικεία γραφή, γιατί εκφράζει άκριβώς δλη τήν πλάνη πού καλλιεργήθηκε επί χιλιετηρίδες σέ βάρος τής γυναικείας προσωπικότητας. Ή ΓΤολυδούρη ωστό σο θά καταφέρει τελικά νά δει καθαρά, τό πόσο άσκοπα σπαταλήθηκε επενδύοντας σέ ασήμαντους ανθρώπους τόν δικό της πλούτο. Μόνο καί μόνο γιά ν’ άξιοποιήσει τόν άντρα πού άπό σκέτο άρσενικό έπρεπε καί καλά νά φαντάζει γιά είδωλο. Τώρα πιά ξέρει πώς ή δική της ακτινοβολία λάμπρυνε τά πρόσωπα πού μεταχειρίστηκε γιά νά καλύψει τή μοναξιά της. "Ως τή στι γμή πού άπόσυρε τόν εαυτό της γιατί συμβιβάστηκε μέ τή μονα ξιά. Τότε δλοι, παρελθόντος καί παρόντος, γδυμένοι άπό τή δική της λαχτάρα νά φαντάζουν σάν «κάποιοι» άξιόλογοι, μείνανε έκθετοι στήν άπογοητευτική τους γύμνια, σκέτη πλάνη. Μιά πλάνη κουρελιασμένη, άπό τά τόσα άνάξια πρόσωπα πού τήν περιβλήθηκαν. Τό ποίημα αύτό θά ’ναι καί ή τελευταία κραυγή διαμαρτυρίας, όχι πιά ένάντια στους άλλους, μά στον ίδιο τόν εαυτό της. Άγανακτημένη θά δεχτεί τήν ήττα της, πού δέν είναι όμως μιά νίκη των άλλων μέ τήν τόση πενιχρότητα. Είναι του λάχιστον μιά έπίγνωση κι άς φτάνει άργά. Γιατί ήδη φεύγει, πολυξοδεμένη κι άφθαρτη, πολυκατοικημένη κι έρημη.
102
Καί τώρα, κ/.εϊστε ερμητικά τις Ουρές. Τελείωσαν ίίλα. Νά φύγουν κι οΐ στερνοί, νά μείνω μοναχή μου. "Ολα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι ΰλα μοϋ λ.είψαν κι εμεινε τόσο «πιστευτά μοναχική ή ψυχή μου. Νά φύγουν όλοι. ’Ακάλεστοι κι ας ήρθανε με δώρα, τίποτε δεν έταίριασε στην εξαίσια γνμνύτη πού με τρυγύριζε λ.αμπρή. Μεγαλειώδεις πλάνες πού εμπρός τονς με ταπείνωσαν ικέτη καί δεσμώτη. Ms; τήν ειλικρίνεια της εκείνη τήν αμείλικτη θά μας άπλώσει άφοβα τ’ άδεια χέρια καί τά ματωμένα σπλάχνα της, καμένα άπό τό πάθος της ν’ αγγίξει τό απόλυτο. "Ενα πάθος πολυτελές μιά κι απαιτεί τήν ίδια τή ζωή του ποιητή πού τό αξιώνεται. Γιατί, ό ίδιος είναι τό απόλυτο.
XII . . . h i άνάμεηό < i u ~ είμαι γώ , to iiay.OJW το Αφημένο, τύ α δύ να μ ο ... Μ .
I I .
Kui ήρθε ό θάνατος. Τί κρίμα! ’Αλλά καί τί περίεργο νά π u ρ α χ ω ρ η θ ε ϊ στό θάνατο μιά τόσο ρωμαλέα γυναίκα. Εκείνη πού πίστευε πώς ό κόσμος ήταν όλοκαίνουριος κι άφθαρτος, όπως kui ή ίδια, κατάλαβε κάποτε πώς ή καθαρότητα τής ψυχής, ή αγωνιστική διάθεση καί ό ασυμβίβαστος χαρακτή ρας, πληρώνουνται τελικά πολύ ακριβά. Δέν είναι τυχαίο πώς ή τελευταία συλλογή της1 αρχίζει μ’ ένα ποίημα πού διακρίνεται άπό τήν ίδια αυτεπίγνωση αλλά καί αγανάκτηση πού χαρακτηρίζουν τό τελευταίο, πού άναφέραμε στήν προηγούμενη σελίδα. Ζωή, πον μιΐ παοάδωσες μ’ ένα φιλά ατούς δήμιους και τώρα άκονω το γέλιο σον παντοιλ σαρκαστικά για μένα, πού άποτάλ.μησα ψευτοευγενεϊς και τίμιους μέ<ΐ an) γενιά αον, νά τούς δώ σαν υποστατικά. ’Εγώ ήμουν ένας γνήσιος κι άγνωστος τής γενιάς σου κ’ ήρθα χωρίς απαίτηση μ ΰλ.ους μαζί και γώ ,1/ά καθώς ήμουν κύριος άμαθος >’ά δου/χύω καί παιδικέ} γαλήνευε ή δίκαιη μου ψυχή, 1. 'Η
Μ . Π ο λ υ ό ο ύ ρ η ά φ η σ ε δ υ ό π ο ιη τ ικ έ ς σ υ λ λ ο γ έ ς .
π ο ύ σ β ή ν ο υ ν ( 1 9 2 8 ). 2) ’ Η χ ώ σ τ ό Χ ά ο ς (1 9 2 9 )
1) Ο ί Τ ρ ί λ λ ι ε ς
104
έκέρδισα το μίσος σου, Ζωή, καί το πιστεύω τώρα που η δυστυχία μον στο γέλιο σου αντηχεί. 'Ωστόσο ή Πολυδούρη δέν υπήρξε μόνο θύμα του εαυτού της, όπως τόνισα στην αρχή, αλλά καί τής κοινωνικής μοίρας της σά γυναίκα. Κι αυτό είναι τό σημαντικότερο καί τό πιο δ ι δ α κ τ ι κ ό . Γιατί ή Π. διαγράφει μιά π ο ρ ε ί α λ ά θ ο ς . "Ενας άνθρωπος τόσο προικισμένος άρωσταίνει άρχικά γιατί ό άν τρας πού αγαπά καί πιστεύει, τήν απογοήτεψε. Καί πεθαίνει αργότερα γιατί αυτός ό άντρας πέθανε. Αύτή ή γυναίκα είναι απαράδεχτη. ’Αναμφισβήτητα ό έρωτας είναι ότι ώραιότερο μπορεί νά χαρεϊ ό άνθρωπος, αλλά ποτέ μέ αντάλλαγμα τή ζωή του, πού είναι Ανεπανάληπτη καί γι’ αύτό ύπερπολύτιμη. Καί δέν αξί ζει κανένας τόσο για νά τού τή θυσιάσουμε. Ό ταν ή Μαρία άρχίζει νά συνειδητοποιεί αύτή τήν αλήθεια, είναι πολύ άργά. Θά βρούμε πάντως μέσ’ στά ποιήματα τού φλο γερού της πάθους κάποιους περίεργους νιγμούς μιας λογικής πού αρχίζει νά ξεκαθαρίζει ορισμένες αλήθειες. Α γάπη, μ ι ) τε μια κοινή δύναμη δέ μου έστάθης μέσ’ στη ζωή μιά Ιδέα φωτεινή μιά πρόφαση πώς βρίσκουν νά μέ μάΟης. ’Αφού ζεΐ τά 8 από τά 28 της χρόνια ερωτευμένη. Παρ’ όλο πού πιστεύει, όπως γράφει στο 'Ημερολόγιό της, πώς τό πρό βλημα τού απέραντου κενού καί τής πλήξης πού μέσα τους παρα δέρνει, θά λυθεί μόνο άν βρει κάποιον ν’ αγαπήσει, έστω καί χωρίς νά τήν αγαπά καί κείνος, κι αφού τέλος τό κατορθώνει, διαπιστώνει πώς ό έρωτας δέν τής έλυσε ουσιαστικά κανένα πρό βλημα. Τίποτε. Θάχα κάποια πού δέν ξέρω στη ζωήν αποστολή.
105
Αύτή ή άνία, ή ανυπόφορη πλήξη, τό κενό, 0ά τήν σπρώ χνουν συνεχώς μακριά άπό τό κάθε παρόν μέ τήν ελπίδα πώς «κάπου» άλλου θά βρει εκείνο τό κάτι πού Οά τή συνδέσει μέ τή ζωή δικαιολογόντας τήν παρουσία της στή γή. Μάταια όμως γιατί αύτό τό κάτι, μόνο μέσα της θά μπορούσε νά τό βρει, αν ύπήρχε, κι άν τής τό ’χαν καλλιεργήσει ή διδάξει. Ένώ ή Μαpiu άγωνίζεται τυφλά νά πετύχει τό ακατόρθωτο : Νά ζήσει χωρίς σ κ ο π ό . Αύτή είναι όλη ή τραγωδία τής κοινωνικής μοίρας τής γυ ναίκας. Καί σήμερα, όμως καί τότε. Φυσικά ή Π. δέν είναι υπεύ θυνη γι’ αύτό πού κανείς δέν είχε άναλάβει νά τήν πληροφορή σει. Κι αύτή, όπως καί εκατομμύρια άλλες γυναίκες αγνοούσαν καί άξακολουθοϋν νά άγνοοΰν τήν ανάγκη κάποιου προσωπικού σκοπού στή ζωή τους. Γεννιόντουσαν καί γεννιούνται ό λ ε ς μέ τή μοίρα τους προδιαγεγραμμένη καί μέ ύψιστη ιδανική δικαίωση τής ύπαρξής τους νά παντρευτούν καί νά κάνουν παιδιά! ’Αλλά αύτό δέν είναι σκοπός αλλά προτσές καί μάλιστα τής Φύσης. Πρόκειται μέ λίγα λόγια γιά φυσική διαδικασία. 'Υπέροχη, ισόθεη άν θέλετε ή γέννηση παιδιών. Χωρίς γι’ αύτό καί ή γέννησή τους ν’ απο τελεί σ κ ο π ό . Γιατί αν δεχτούμε πώς αύτός είναι καί ό μονα δικός προορισμός τής γυναίκας, τότε τίποτα δέν τήν διαφορο ποιεί άπό τά φυτά καί τά ζώα. Κι αύτά, υπηρετώντας τό φυσικό προορισμό τους, γεννιούνται, πολλαπλασιάζουνται, πεθαίνουν καί μάλιστα χωρίς νά πλήττουν, οσο κι αν ζήσουν. Ή γυναίκα όμως άνήκει στό ανθρώπινο είδος, γεγονός πού σημαίνει πώς διαθέτει νοΰ, λογικό καί συνείδηση. Δέν ξέρω εξάλλου γιατί δέν ισχυριστήκαμε ποτέ τό ίδιο καί στήν αγωγή τών άρσενικών. Μήπως ή γυναίκα κάνει μόνη της τά παιδιά; Ή δέν αγαπάει ό άντρας τά παιδιά του; ’Αλλά ποτέ δέν μεγαλώνουμε ένα άγόρι λέγοντάς του πώς μοναδικός σκοπός τής ζωής του είναι νά παντρευτεί καί νά κάνει παιδιά.’Αντίθετα μάλιστα ή προϋπόθεση γιά νά φτάσει στό γάμο είναι νά οργανώ σει τό «μέλλον» του, είτε στά χωράφια ζεΐ καί δουλεύει ή στήν
106
πόλη. Στή γυναίκα δέν ανοίχτηκαν ποτέ παρόμοιοι ορίζοντες. "Ολα κι όλοι στό περιβάλλον της τήν ετοιμάζουν γιά τό «γάμο». Κι αυτή, έξυπνη ή κουτή, αισθησιακή ή αναφροδισία, περιστρέ φει όλη τή ζωή της γύρω απ' αυτό τόν προορισμό, πού καταντάει ό αποκλειστικός σκοπός καί τό ιδανικό της. ’Απόδειξη πώς καί σήμερα, πού οί σπουδές είναι κοινό δικαίωμα για τις γυναίκες έγκαταλείπονται, μόλις βρεθεί ένας άντρας νά τις παντρευτεί. Πράγμα πού σημαίνει πώς ή σπουδή δέν είναι μια ανάγκη συνει δητή, ένα άτομικό ιδανικό γιά τή γυναίκα γιά τήν εξάσκηση τής ελευθερίας καί τής άξιοπρέπειάς της. Καί τίποτα δέ δείχνει πώς πέρα καί άνεξάρτητα άπό τή φυσική λειτουργία τής γέννας, έχει άνάγκη άπό έναν ά τ ο μ ι κ ό σκοπό πού θά δικαιώνει τήν ύπαρξή της. Όπότε δέν «ζητείται» μόνο ένας σύζυγος, άλλα καί α ν α μ έ ν ε τ α ι μετά βαΐων κ ύ ρ ι ο ς πού θά καλύψει τό ά δ ε ι ο μιας ε κ κ ε ν ω μ έ ν η ς ψυχής καί μιας άτέλειωτης ζωής. Καί ή ζωή φαίνεται άτέλειωτη μέσα στό κενό καί τήν απρα ξία. «Μά τά παιδιά», άκούω κιόλας τήν άντίρρηση. Μά τά παι διά, δέν είναι ράφιυ κι έπιπλα νά καρφωθούν καί νά στολίζουν άδειες κάμαρες όπως καταντούν οί ψυχές των γυναικών. Τά παι διά εξάλλου, έκτελώντας κι αύτά τό φυσικό τους προορισμό, εκκενώνουν τούς κατειλημένους χώρους. Καί ή μητέρα βρίσκε ται πάλι ά δ ε ι α , σέ σχετικά νέα ήλικία. συνήθως. Άπό κεΐ κι έπειτα τί γίνεται; “Η γελιόμαστε νά πιστεύουμε πώς ή ΓΙολυδούρη θά ’τανε εύτυχισμένη κι ολοκληρωμένη άν όλα πήγαιναν καλά καί παν τρευότανε τόν Καρυωτάκη; "Οταν μάλιστα ξέρομε πόση άφθονία καί ζωτικότητα τήν πλημμύριζαν. Καί δέν άναφέριο τήν πνευματικότητά της. Κι όμως ύπήρχε μέσα της αύτή ή πλάνη ή καλ λιεργημένη άπό χιλιετηρίδες πού τήν έκανε νά σπαταληθεϊ τόσο θλιβερά, άναζητώντας τ ό ν έ ρ ω τ α, πού σημαίνει τόν άντρα. Σέ άντίφαση μέ τήν άσύνειδη ψυχοσύνθεσή της, πού δέν έβλεπε σάν αναγκαία λύση στή ζωή τό γάμο, όπως τό άπόδειξε. Ή Μαρία δ έ ν ήθελε στήν πραγματικότητα να παντρευτεί.
107
Δέν είχαν μέ λίγα λόγια ύπερισχύσει οί παραδόσεις μέσα της ώστε ν’ αλλοτριώσουν τήν ισχυρή προσωπικότητά της. Όπότε ή απουσία ενός σ κ ο π ο ύ άπό τή ζωή της μεγάλωνε ακόμη περισσότερο τό κενό. "Ενα χρόνο πριν πεθάνει θά βρεθεί στά ίχνη αυτής τής πλάνης. Κι αν δέν τήν έπαιρνε ή άρδιστια άπό κάτω καί ή νοσηρή νοοτροπία τής εποχής - τής νέας πού πεθαί νει άπό έρωτα - ή Πολυδούρη θά ’βρίσκε μόνη τόν σωσίβιο σκοπό. Ή δη μέσα σέ αρκετά ποιήματά της υπάρχει ή διαπίστω ση κάποιας έπερο'ιτησης πού τής επιβάλλει ή λογική της, ζητών τας της νά άπαντήσει. Ά πό τή στιγμή όμως πού διαπιστώνουμε κάποιο λάθος είμαστε κιόλας στό δρόμο τής επανόρθωσης. Στέκω οραματισμένη και πιστεύω. Αέν ξέρω τί πιστεύω κι άλλου Και στάθηκα το νόημα τον χαμόν ζητώντας Άθελα μου τό αναπάντητο ρώτημα μέ γέμισε κ εΐδα / / αμφιβολία καί την ψοχή μου Γιατί φυσικά ήρθε κάποια στιγμή πού άναρωτήθηκε, σάν τί νά ’ρθε νά κάνει στή ζωή. Καί είχε ήδη καταλάβει πώς ένας έρωτας, όσο μεγάλος κι αναμφισβήτητος κι αν είναι, δέν μπορεί νά καλύψει απ’ άκρη σ’ άκρη μιά όλάκαιρη ζωή. 'Οπότε καί δέ βρίσκει εξήγηση γιά τό νόημα τού χαμού της. Πού σημαίνει πώς δέν τόν χαλαλίζει κ α ν ε ν ό ς.
108
Κάποιος μεσολάβησε γιά νά διευκολύνει τήν αυτοκτονία της Πολυδούρη. Τ' δνομά του δέ θά τό μάθουμε ποτέ. Ούτε καί χρειάζεται. Εξάλλου δέν ζεΐ πιά ούτ’ αυτός. ’Εκτός άπό τήν αδελφή της Βιργινία, πού μοΰ τό ομολόγησε, καί ό πολύ ερω τευμένος μέ τή Μαρία Κώστας Παπαδάκης έγραψε κάποτε στό Χονδρογιάννη πώς ήταν βέβαιος πώς ή Μαρία πήρε κάποιο δη λητήριο. Δέν ήταν δηλητήριο, άλλά μορφίνη. Καί ή μορφίνη μπορεί νά προκαλέσει τό θάνατο σέ προχωρημένη φυματίωση. Τά ποιήματα τής Πολυδούρη k u i ή ταύτισή της μέ τόν Κάρυωτάκη είχαν κινήσει τό ενδιαφέρον τού πνευματικού κόσμου τής ’Αθήνας. Παράλληλα γίνηκε γνωστό πώς ή ποιήτρια πέθαινε στό θλιβερό δωματιάκι τής Σωτηρίας. Μερικοί φίλοι (ό πρώην μνηστήρας Γεωργίου, ό Σικελιανός) άνάλαβαν τήν πρω τοβουλία καί τά έξοδα καί τήν μεταφέρανε στήν κλινική Καραμάνη «ψηλά στά Πατήσια». 'Εκεί τήν είδε γιά στερνή φορά ό Χονδρογιάννης, λίγες μέρες πριν τό θάνατό της. Ντυμένη πάν τα στά λευκά, μέ τό πρόσωπο πιο χλωμό καί πιό μικρό, όπου φάνταζαν ακόμη μεγαλύτερα τά απύθμενα μάτια της. ’Από τό μεγάλο ανοιχτό παράθυρο έβλεπε έναν άτέλειωτο ουρανό. Ή φωνή της είχε αρχίσει νά βραχνιάζει. Άλλά πίστευε(;) πώς θά γίνει πάλι καλά, όπως είπε στον Χονδρογιάννη, μάλλον γιά νά τόν παρηγορήσει, καθώς γνώριζε τήν ευαισθησία καί τήν άγνότητά του κι ήξερε πόσο άπελπισμένα τήν αγαπούσε. Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 τού Απρίλη, ή Μαρία μέ φωνή πού μόλις ακουότανε άπό τή βραχνάδα, άποχαιρέτησε τήν αδελ φή της Βιργινία όπως κάθε βράδυ. Κοντά της έμεινε ό πιστός κι άφοσιωμένος φίλος X. μέ τό πρόσχημα πώς θά τής κρατούσε γιά λίγο ακόμη συντροφιά. Ά πό καιρό είχαν συνεννοηθεΐ οί δυό τους. Πώς όταν θά ’φτάνε τό τέλος, πού θά ’ταν οδυνηρό καί βασανιστικό, έκεΐνος δέ θά τήν άφηνε νά ύποφέρει. «Μέ τό νά τό παρατείνουμε, τού 'χε πει, τό ξέρεις καλά πώς δέ θά έμποδίσουμε τό θάνατο. Μόνον έσύ πού μ’ αγαπάς τόσο θά κα ταλάβεις πόσο θά μέ ανακουφίσεις, όταν θά αισθανθώ πώς ή προθεσμία έληξε». Καί τού έδειξε τις ένέσεις μορφίνης πού
109
φύλαγε στό βάθος του συρταριού. Ό X. της τό ΰποσχέθηκε, χωρίς νά πιστεύει ίσως πώς θά ’ρχόταν πράγματι κείνη ή ώρα κάποτε. Καί νά πού έφτασε, ή νύχτα τής 28 τοϋ Απρίλη. Ό X. δέν ήταν διανοούμενος ούτε καί είχε κανένα δεσμό μαζί της. "Ετρεφε γι’ αυτήν ένα βουβό πάθος, πού ή Μαρία γνώριζε καί ανεχόταν γιατί δέν τήν ενοχλούσε ποτέ. «'Ετοίμασε τις ενέσεις» τού είπε. Καί ό X. δέ βρήκε τή δύναμη νά τής άρνηθεΐ. Θά ’δίνε τή ζωή του νά τή σώσει, άλλά ήξερε καλά πώς τίποτα δέν ωφε λούσε πιά. «Κρίμα», τού είπε, μόλις έγιναν οί ενέσεις. «Θά 'θελα τόσο νά σού ανταποδώσω τήν μεγάλη άγάπη σου. Μά ήμουνα έγωίστρια όσο ένιωθα γερή». Μέ τό χέρι της μέσ’ στό δικό του αποκοιμήθηκε. Ό X. ακί νητος δίπλα της ρουφούσε τήν κάθε της ανάσα, ώσπου ό ύπνος της γίνηκε θάνατος. Χάραζε μόλις, σάν χτύπησε τήν πόρτα τής αδελφής της Βιργινίας. Τής τά ξομολογήθηκε όλα. «Δέν μπορού σα, τής είπε, νά τής άρνηθώ τίποτα, ούτε καί νά τή σκοτώσω». 10 τον Μάρτη 1977
/
Τ ό κ ε ίμ ε ν ο γ ιά τή ζ ω ή κ α ί τ ό έ ρ γ ο τ ή ς Π ο λ υ δ ο ύ ρ η ε ίχ α γ ρ ά ψ ε ι κ α ί τ ε λ ε ι ώ σ ε ι τ ό Γ ε ν ά ρ η τ ο ϋ 1961 γ ι ά τ ή ν έ κ δ ο σ η τ ώ ν 'Α π ά ν τ ω ν τ η ς . Ε π ε ι δ ή ή έ κ δ ο τ η α ν ή κ ε σ τ ο υ ς δ ικ ο ύ ς τ η ς α ισ θ α ν ό μ ο υ ν α δ ε σ μ ε υ μ έ ν η ά π ό
τό ν συν
τ η ρ η τ ι σ μ ό τ ο υ ς , π α ρ ’ ό λ ο π ο ύ τ ο ύ ς α γ ά π η σ α π ο λ ύ , γ ι α τ ί ή τ α ν κ α λ ο ί, π ρ ά ο ι κ α ί ε ύ γ ε ν έ σ τ α τ ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι . " Ε ν ιω σ α τ ή ν α ν ά γ κ η ν ά ξ α ν α γ ρ ά ψ ω α ύ τ ό τ ό δ ο κ ί μ ι ο , κ α ί y i u t i ή έ κ δ ο σ η ε ί ν α ι π ι ά δ ι κ ή μ ο υ ύ π ό θ ε σ η , κ α ί κ α τ ά σ υ ν έ π ε ια ε ίμ α ι ε λ ε ύ θ ε ρ η ν ά έ κ φ ρ α σ τ ώ . Ά λ λ α κ α ί γ ι α τ ί ή μ ο υ ν α τ ό τ ε π ο λ ύ ν έ α ( π ά ν τ α ν ιώ θ ω π ώ ς ή μ ο υ ν π ο λ ύ ν έ α χ θ έ ς ) κ α ί π ο λ λ ά π ρ ά μ α τ α ή τ α ν α κ ό μ α α ν ώ ρ ιμ α μ έσ α μου.
ΤΌ
Β ΙΒ Λ ΙΟ
ΤΗΣ
Κ Α Ρ ΙΩ Τ Α Κ Η Σ ,
Α ΙΛ Η Σ Μ Α ΡΓΑ
ΖΩ ΓΡΑ Φ Ο Υ Γ ΙΟ Λ Υ Δ Ο Υ Ρ Η
«Κ Ω ΣΤΑ Σ ΚΑΙ
Η
Α Ρ Χ Η Τ Η Σ Α Μ Φ ΙΣ Β Η Τ Η Σ Η Σ » . Σ Τ Ο ΙΧ Ε ΙΟ Θ Ε Τ Η Θ Η Κ Ε Κ Α Ι Τ Υ Π Ω Θ Η Κ Ε Σ Τ Ο Μ Ο Ν Ο Τ Υ Π ΙΚ Ο Φ Ω ΤΟ Μ Α ΡΑ ΣΕ
3 .0 0 0
ΣΥ ΓΚ ΡΟ ΤΗ Μ Α 54
ΤΗΛ.
Α Ν Τ ΙΤ Υ Π Α
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ω Ν Ν ΙΚ Η Τ Α Ρ Α
—
Γ ΙΑ
Δ. Μ Π Ο Υ Λ Ο Υ Κ Ο Υ 9 2 38 9 3 3
—
Π Α Π Α Ζ Η Σ Η
2 — ΤΗΛ.
ΑΘΗΝΑ
Λ Ο Γ Α Ρ ΙΑ Σ Μ Ο
36 22 496 —
ΤΩΝ
Α .Ε .Β .Ε .
ΑΘΗΝΑ
142