'*
ΛIΛΠ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
I 1 li ^ T I·; P II
E K Λ Ο Σ H
η
’Εξώφυλλο τής Διατσέντας
Ό Ή λιοπ ότη ς Έ λύτης
Έργα της
ίδ ια ς :
Α ΓΑ Π Η (Νουβέλλες)
................................................. 1950
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, 'Ένας τραγικές - Μίλέτη 1960 ΜΑΡΙΑ Π Ο Α ΤΔΟ ΓΡΗ , Μελέτη — “Απαντα
,
.
1961
ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΩΝ ΚΟΡΜΙΩΝ Τ Ο ΓΣ .
.
1962
Κ ΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ (Μυθιστόρημα)...............................
1968
ΜΙΚΛΕΛ (Μυθιστόρημα)
1966
.
.
.
.
.
.
.
.
ΑΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Ο ΗΛΙΟΠΟΤΉΣ
ΕΛΥΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΡΜΕΙ ΑΣ
ΑΘΗΝΑ
«Ο ΗΛΙΟΠΟΤΗΣ ΕΛΥΤΗΣ» τυπώθηκε ατά τυπογραφεία Δ. & Β. Ά βραμόπουλου, - Λεονάτου 3 - 5, για λογαριασμό των έκδόσεων
" Ε Ρ Μ Β ΙΑ Σ ., Βουκουρεστίου 40 - τηλ. 61 09 82
Είναι ώραίο νά αυνειδητοποιεϊς κάποια στιγμή πώς, μια γέννηση πού συνέβη μέ χιλιάδες άλλες, απομονώνεται κι άποκτα τή σημασία τοϋ δώρου. Δώρα, οπούς λαούς πού τούς γεννούν, είναι οί ποιητές, οί ζωγράφοι, οί γλύπτες, οί μουσικοί. Δώρο μας είναι κι ό Έλύτης, πού γεννήθηκε πριν έξήντα χρόνια. Μια μεγάλη ποιητική φυ σιογνωμία τής Ελλάδας.
Ό Όδυοέας Έλύτης γεννήθηκε στα 1911, στό Ηράκλειο τής Κρήτης άπό γονιούς Μυτιληνιούς. Πολύ νέος, στα 1935, είκοσι τεσσάρων χρό νων δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στό πε ριοδικό «Νέα Γράμματα». Στα 1940 κυκλοφορεί τό πρώτο του βιβλίο «Προσανατολισμοί». Στα 1943 άκολουθεϊ δεύτερη ποιητική συλλο γή «'Ήλιος ό Πρώτος». Στα 1945, τρίτο βιβλίο Π Ασμα ήρωικό καί πέν θιμο γιά τόν χαμένο άνθυπολοχαγό τής ’Αλβα νίας*.
9
Ακολουθούν δεκατέσσερα χρόνια σιγής καί ατά 1959 έρχεται το «’Άξιον Έσπ» κι άμέσως με τά οι «'Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό».
Μάταια όμως θά ψάξουμε γιά έργαοίες σχειικές μέ τό έργο του, είτε θέλουμε νά τό μελετη θούμε, είτε νά κάνουμε μιάν άλλη έργαοία πάνω ο’ αυτό. Δεν υπάρχει οχεδάν τίποτα. —Γιατί; Στον τόπο μας συμβαίνει κάτι άγρια θλιβερό. Ή σιωπή αρχίζει εκεί που ό δημιουργός δέν χρειάζεται πιά επιείκεια. "Αν καί, γιά νά άκριβολογοΰμε, ό Έλύτης δέν χρειάστηκε ποτέ έπιείκεια. Σ ’ έναν άλλο τόπο, που τά κατεστημένο δέν θά ’ιρεμε από την ορμητική απειλή τής νιότηε, οί «Προσανατολισμοί» θά ’χαν χαιρετιστεί οάν ή ’Αναγέννηση οτήν ελληνική ποίηση. ’Αλλά δέν άγαποΰμε τήν ’Ελλάδα. Δέν έχου με περηφάνεια, γι’ αυτό δέν έχουμε πνευματι κή φυσιογνωμία καί κατά συνέπεια, ούτε προσωπικότηια. Ο υιε γιά ν’ αγαπήσουμε αυθόρμητα έ να έργο τέχνης, ούτε γιά νά διακηρύξουμε τήν πίστη μας σ’ έναν δημιουργό, αλλά ούτε καί γιά νά άπορίψουμε κάποιον. 'Ω ς. πότε όμως, άναρωτιόμαστε, θά υποκρινό μαστε ταπεινοφροσύνη, θρηνώντας για τά χαμηλό καί καθυστερημένο πνευματικό μας έπίπεδο, ένώ 10
στην πραγματικότητα ιό διατηρούμε έμείς οί ίδιοι τόοο χαμηλά, προβάλλοντας δ,τι mo άαήμαντο φυ τρώνει ατή γή μας; Και παράλληλα κρατούμε στήν άφάνεια δλες τίς άληθινά εκρηκτικές δυ νάμεις των νέων, μέ ιήν ελπίδα πώς θά γλυτώοουμε άπ’ αυτούς. "Αμ τήν ξέρουμε δά τήν κατα λυτική δύναμη τής οιωπής μας! Τά τείχη πού τούς απομονώνουμε θά τούς λογικέψουν καί θά προσχωρήσουν κι αύιοί κάποτε οτο κατεστημένο. —Κι άν δεν προσχωρήσουν; θ ά τούς αγνοήσουμε ώσπου νά πεθάνουν.
Ό τα ν στα 1948 κυκλοφόρησε ό Σάρτρ τό βι βλίο του «Situations II» διαπίστωνε πώς οί Γάλ λοι βγήκαν μ’ ένα τρομερά κόμπλεξ κατωτερότη τας άπό τήν ήττα τοΰ ’40. «Χτυπούσαμε ιή γρο θιά μας οτό τραπέζι, γράφει, σημασία δέν μας έδι ναν. ’Επικαλούμαστε τό περασμένο μεγαλείο τής Γαλλίας. Μα ακριβώς είναι περασμένο, μάς απαν τούσαν*. Καί γιά νά τούς παρηγορήσουν, τούς θαύμα ζαν ανεπιφύλακτα καί γενναιόδωρα γιά ιή λογο τεχνική τους ικμάδα πού έδωσε τόοα αξιόλογα έργα, ακόμη καί οιήν τραγική περίοδο τής κατο χής, Ποιέ πρίν, λέει ό Σάρτρ, οί Ήν. Πολιτείες, ή Αγγλία καί άλλες 20 χώρες δέν έδειξαν πιά θερμό ένδιαςιέρον γιά ιούς συγγραφείς ματ;. Καί II
ποτέ οί συγγραφείς κα) οί μυθιστοριογράφοι μας δεν προσκλήθηκαν σε τόσο πολλά μέρη, δέν φι λοξενήθηκαν, δέν μίλησαν και δέν έφαγαν τόσο καλά, δσο στα χρόνια αύτά τής ηθικής μας κατά πτωσης. Βέβαια, λέει, πολλοί θά προτιμούσαν νά μάς έκπμοΰν οί ξένοι γιά τά κανόνια, χΐς βιομη χανίες μας και τις πολιτικές μας προσωπικότητες. 'Αλλά επειδή διψούσαμε τόσο γιά έκτίμηση, βο λευόμαστε μέ τό λογοτεχνικά θαυμασμό πού μας πρόοφεραν! Καί επειδή στά χρόνια τής κατοχής, άλλοι άπό τούς λογοτέχνες μας είχαν πεθάνει, άλλοι παρακμάσει κι άλλοι συνεργαστεί μέ τόν κατακτητή, βάλαμε μπροστά τή βιομηχανία νέων πνευματικών προσωπικοτήτων! Μαζεύαμε άρον άρον τούς νέους συγγραφείς, τούς φουρνίζαμε σέ έκκολαπτικές μηχανές, τούς ώριμάζαμε τεχνητά, γιά νά βγάλουμε στά γρήγορα καινούριες μεγά λες μορφές πού θά μάς εκπροσωπούσαν στις Λόντρες, τή Στοκχόλμη καί τήν Ούάσιγκτον. Ποτέ μεγαλύτερος κίνδυνος δέν απείλησε τή λογοτε χνία μας, ςτώναζε τότε ό Σάρτρ. Λύ[ά οτή Γαλλία! Νά 'χαμέ καί στήν Ελλάδα τάν ίδιο καημό! Ε δώ είμαστε έπιεικεϊς στά πρωτόλεια, μέχρι καί γενναιόδωροι! ’Αλλά έτσι καί υποψιαστούμε άξία, συνείδηση, καλλιέργεια καί τή συνέπεια δλων αυτών, ύπερηφάνεια καί αύτοσεβασμό, δέν ράς παίρνεις λέξη. Υψώνουμε τείχη σιωπής. 12
"Οταν ό Έ λύτης ήταν νεόκοπος ποιητής, γρά φτηκαν κάτι λίγα γι’ αυτόν. Ό σεβαστός Τίμος Μαλάνος τοϋ άφιέρωσε στά 19431 ένα δοκίμιο 12 σελίδων, άπό τΙς οποίες οί 10 άναφέρονταν στον ύπερρεαλισμό, τον Έλυάρ και τόν Μοντερλάν καί οί 2 — καί πολλές του — αφορούσαν τόν 'Έ λ ληνα Έλύτη. ’Αρκετές πάντως γιά νά χωρέσουν τό φόβο τοϋ κριτικού, πώς «τά ποιήματα (τοϋ Έ λύτη) παρουσιάζουν συνήθως κάτι τό παρα φορτωμένο καί μ ά τ α ι ο . . . ’Αλλά αύτό τό άσυγκράτητο παιχνίδι τοϋ Έλύτη ποϋ θά πάει:» ’Αναρωτιέται ό κριτικός εναγώνια. «’’Αλλοτε, ομο λογεί, διψούσα γιά λίγον Έλύτη στο Καβαφικό έ’ργο. Σήμερα θά είχα νά ζητήσω άπό τό έργο τοϋ άφθαστου αύτοϋ φαντασιοκόπου, λίγον Καβάφη», ’Ανθρώπινα τά λάθη. ’Αλλά, δυστυχώς, τά λά θη παίρνουν τό μέγεθος εκείνου πού τά διαπράττει. ’Έτσι κάποτε καί ό Μπιελίνσκι βιάστηκε! Κι έγραψε πώς, ποτέ ό Ντοστογιέφσκι δέν θά γινό ταν τόσο μεγάλος δσο μιά Γεωργία Σάνδηΐ Κι εύτυχώς πού δέν έγινε. ’Ό χ ι, πώς μέ τόν παραλληλισμό αμφισβητώ τό μέγεθος τοϋ Καβάφη, άλλά τήν όσφρηση τοϋ κριτικοϋ, αυτή ναί. Υπάρχουν άκόμη ένα - δυο κριτικά κείμενα. 1. Κριτικά Δοκίμια 1943—’Αλεξάνδρεια.
13
πάντα για την πρώτη ποιητική περίοδο τον') Έλύχη, και μετά, Σιωπή!
Σχά 1965 δημοσιεύεται οιό .περιοδικά «Επο χές» (Τ. 29 — Σεπτέ]ιβριος) μια φιλολογική α νάλυση τοΰ καθηγητή Δ. Ν. Μαρωνίτη «Πρώτα φιλολογικά προλεγόμενα οτό "Αξιόν Έστί τοΰ Έλύτη». 'Ό πως έξηγεΐ ku i ό "ίδιος ό συγγραφέας, με το δοκίμιό του αυτό «προσπαθεί νά ορίσει πε ρισσότερο ένα πλαίσιο και λιγότερο τό περιεχό μενό του». Ό Έλύτης χαιρετίςει μέ αληθινή χαρά το γε γονός, γιατί είναι ήδη βαθιά πληγωμένος άπό τά τείχη τής σιωπής γύρω άπο ιό έργο ιου. Σε μιά συνέντευξή του οιήν εφημερίδα Βήμα (31 ’Ο κτωβρίου 1965) λέει: <τ Είναι περίεργο μά την αλήθεια, αυτί) πού συμ βαίνει στον τόπο μας με την κ ρ ι τ ι κ ή . ( . στην 'Ελ λάδα ό αριθμός εκείνων πον κάνουν κριτική ολοένα Λιγοστεύει. Καί πώς, κι εκείνων πού μας έχουν άπομείνει, ή εργασία παρουσιάζει μιά τόσο τρομακτική άνεπάρκεια (...) "Λν στην 'Ελλάδα συμβαίνει τό φαι νόμενο νά ξεκινούν πολλοί καί νά φτάνουν λίγοι, κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται, νομίζω, στον βαθμιαίο μαρασμό πον παθαίνει ο καλλιτέχνης, καταδικασμένος νά σβήνει, χωρίς τή χαρά μιας ανταπόδοσης ηθικής 14
ή υλικής, μέσα στη γύρω τον παγερότητα και άδιαφορία...». Στην ϊδια αύτή συνέντευξη ό Έλύτης θά πεϊ και τοΰτο τό υπέροχο, άλλα τόσο τραγικό: «Δεν λυπάμαι τοί-ς ποιητές πού έμειναν χωρίς κοινόν, λυπάμαι τό κοινόν πον έμεινε χωρίς ποιητές».
15
Θητεία στο φώς Κουράστηκα πολύ νά κατακτήσω τόν ΈΧύτη. Και ήταν φυσικό, γιατί δεν διέθετα βοηθήματα. Βέ βαια ό Βαλερύ λέει πώς, ένα βιβλίο πού δέν άντιοτέκεται στόν άναγνώστη του, είναι λιγότερο άπο τίποτα. Μά δέν είναι μόνον αυτός ό λόγος. Ή γνώση γενικά εισχώρησε μέ άργό ρυθμό μέσα μου κι δταν ήθελε, καί πάντα πονώντας με. Μέ κυρίεψε περισσότερο μέ ύπουλες προδοσίες, όνοίγοντας στο σώμα μου ρήγματα πού όπειλήσανε τή στεγανότητά μου. θέλω νά πώ πώς δέν έχω τίποτα παλιό μέσα μου. Είμαι πάνια νεοφώτιστη. Γι’ αυτό πάντα συγκινημένη, άθεράπευια τρωτή, όλλά καί γΓ αύτό εκστατική, μπροστά στις ίδιες μου τίς όνακαλύψεις, πού όρμοϋν σαρωτικοί άνεμοι καί μέ λευ τερώνουν, έκτοπίζοντας τήν έρημιά άπ’ τήν καρ διά μου. 'Ό λα μοΰ τά φώτισε έκτυφλωτικά ή όδύνη. Είμαι άδύνατη μπροστά στόν Έλύτη. ’Ό χ ι για16
ri είναι μεγάλος ποιητής —δοο είναι— μά γιατί είναι μια μεγάλη φέτα 'Ελλάδα. Καί γιά μένα ό τόπος μου είναι τύ ένα από τα δυο ιερά τέρατα τής ζωής μου. Δέν ήμουν λοιπόν απλά ουγκινημένη ξεκινών τας τήν εργασία αύτή. 'Υπάρχουν ελάχιστοι δημιουργοί καί τά γεννήματά τους, πού όταν τούς μελετώ, τούς ψηλαφώ, τούς προσεγγίζω, νιώθω νά μοϋ παραλύουν το κορμί, νά μέ αδειάζουν όπως ό ερωτικός σπα σμός.
Είναι ωραίο να τρέμουμε προσεγγίζοντας τήν ποίηση όπως or έρωνική συνάντηση. Γιατί, άν δε χθούμε σαν δεδομένο πώς ή ποίηση δημιουργεί τό μύθο τού ανθρώπου, σημαίνει πώς ό ποιητής εύτύχησε νά ενσωματώσει στο έργο του δλα τά ζων τανά στοιχεία πού μας συνθέτουν. Καί μένα τά δά χτυλά μου ψηλαφούν εύτυχισμένα, άκόμα καί τά εξώφυλλα των ποιητικών συλλογών τού Έλύτη, πού είναι τό ίδιο αυστηρά δπως καί ή φυσιογνω μία τής ποίησής του καί σοΰ ύποβάλλουν κάτι σάν επισημότητα. Καί άλήθεια ό Έλύτης γέννησε μιάν επίσημη ποίηση όλότελα τελετουργική. —’Ά ς πούμε πώς δέν έχουν γίνει οί λέξεις, άς ξεχάαουμε πόσο έχουν Βιαστεί, άς υποθέσου με πώς τούτη τή στιγμή δέν ξέρουμε τίποτα. Τήν 9
17
επισημότητα μόνο ή άγνότητα μπορεί νά μας την ύποβάλει, καθώς και το απέραντο δέος τών παρ θένων ματιών. 'Όσα σβήνει ή έξουδετερώνει ή καθημερινότητα τής κοινής μας ύπόστασης, άνανεώνονται μέσα άπό την δράση τοϋ αυθεντικού ποιητή, μεγαλώνοντας τη χαρά άλλα καί όξύνοντας την όδύνη. "Ο,τι για τόν ένα, τον καθημερι νό άνθρωπο, περνάει τελείως άπαρατήρητο, είναι για τόν άλλον κοσμογονικό. θέμα συνείδησης, λοιπόν! —"Ωστε είναι προνόμιο ή συνείδηση; θ ά άπαντήσω άνεπιφύλακτα, ναί. Κι άς φθο νώ τούς μ ή κατέχοντας. ’Αλλά χωρίς συνείδη ση δεν ύπαρχει διαβατήριο γιά τη δημιουργία. Γι’ αύτό, δσο περισσότερο μας συγκλονίζει έ να έργο τέχνης, τόσο βαθύτερα πρέπει νά λυπό μαστε τό δημιουργό του. Τό άριστούργημα γεν νιέται μόνο μέ σπαραγμό. Και ή συνείδηση είναι ή μήτρα τοϋ δημιουργού.
«Είναι καιρός να φανερώσω τήν τραγωδία μου (...) ΙΙληρώνω γιά δσους, καθώς έγώ, δέν έ βλεπαν κανένα ιδανικό σι ή ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια τών δισταγμών τους κι έθεώρησαν τήν ύπαρξή τους, παιχνίδι χωρίς ούσία». —Σάς λέει τίποτα αύτό; Είναι τό άποχαιρετιστήριο σημείωμα πού άφη18
ΟΕ ό Καρυωτάκης αύτοκτονώντας. Ή πνευματική Ελλάδα τοϋ 1928, τράβηξε μέ άφατη ηδονή άπά ιΐς τσέπες της πένθιμα μαντηλάκια καί στέγνω σε τό σπαρακτικό της δάκρυ γιά τόν καημό αύτοϋ πού βάφτισαν «άπογοήτευση Μεγάλης ’Ιδέας καί Κόκκινης Μηλιάς». "Υστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς καί άφανισμοΰ μας, άφοϋ είχε προηγηθεϊ ή άμείλικτη δίω ξη κάθε ελληνικής ιδέας επί επτά αίώνες έκτός Ελλάδας από τό παπαδαριό τής δόσης καί τήν Ιε ρά εξέταση καί άφοΰ κινδυνέψαμε στά 400 χρό νια τής τούρκικης σκλαβιάς να χάσουμε δ,τι πο λυτιμότερο — τή γλώσσα μας — σαν καταφέρα με έπί τέλους να έλευθερωθοΰμε, άποφάσισαν πώς δεν μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς Βυζάντιο. Ό λα τά ’χε ή Μαριορή. ή αυτοκρατορία τής έ λειπε! Τό αφιόνι πότισε βαθιά ιό ματωμένο κορμί ιής Ελλάδας. II δόση ήιαν ιόσο μεγάλη, ώστε μ π ά ιήν ίμια, τό ’Έθνος δέν θρηνούσε τήν κα ταστροφή τοϋ μικρασιατικού Ελληνισμού καί τό ξερίζωμα ενός αξιόλογου πολιτισμού πού ξεκλη ρίστηκε μέ τις άλλεπάλληλες προδοσίες, άλλά τήν όρφάνια του άπό τήν ιδέα νά ξαναζήσει τό Βυζάντιο. —Καί τώρα πώς θά ζήοουμε χωρίς Μεγάλη Ιδέα ! Ό Δημ. ’Αλεξάνδρου έγραφε σχετικά οιήν εισαγωγή του σιό «Σοφιοιή» τού Πλάτωνα·.
19
«'Ο στείρος Αρχαϊσμός, ή φορμαλιστική προγονο πληξία πού κυριάρχησε σ' όλο το Γένος, λντσωμένο και Αλύτρωτο, για SO τόσα χρόνια, υστέρα Από τό 21, είναι αποτέλεσμα τής λαϊκής Αδυναμίας. ’Ανάσταση τής ’Αρχαίας 'Ελλάδας, Βυζαντινό ■χριστιανική παρά δοση και Μεγάλο] 'Ιδέα, δηλαδή πολιτική Ανασυγκρό τηση τής βυζαντινής αύτοκρατορίας, εϊτανε τό παρά ξενο ιδεολογικό τρίπτνχο τής πνευματικής ηγεσίας τον ελληνισμόν στο 19ο αιώνα. Κάτω Από την γοητευτική ακτινοβολία τον κρυβόντανε υψηλά συμφέροντα ...». ’Έτσι κατεργάστηκαν έξυπνα τόν αποπροσα νατολισμό τοΰ ελληνικού λαοΰ άπό μιαν ουσιαστι κή αναγέννηση. Ή έπανάσταοη τοΰ δημοτικισμού πού φωτίζει την αυγή τοΰ 20οϋ αιώνα άπό τό μεγάλο ανακαι νιστή τής πνευματικής μας ζωής, τον Παλαμα, έ χει ήδη τελματωθεί στις αντιφάσεις τής ελληνι κής πραγματικότητας άπό τα 1910 καί οπς όδυνηρές εξελίξεις των αλλεπάλληλων πολέμων. Ή περίοδοι; ’20 - ’30 βρίσκει τούς περισσότε ρους ποιητές μας ηδονικά βυθισμένους σέ μια κα θαρά δοτικής φόοείικ; μελαγχολία, πού χαρακτηρί ζει ιούς ιελευιαίους πα()ακμιακούς ποιητές τής Ευρώπης. Σι ή Δύοη ό ντανταϊσμός έχει ήδη ξεπεραοτεϊ. Μια μεγάλη ποιητική καί καλλιτεχνι κή αναγέννηση ουντελεΐται μέ τό κίνημα τοΰ υ περρεαλισμού. 20
Ή καημένη πνευματική Ελλάδα τήν ϊδια ώ(>α — και πάντα καθυστερημένη — αύτοκτονεΐ. Ή σφαίρα που σκοτώνει τόν ΚαριΛατάκη αντηχεί στ’ αύτιά τοΰ καθενός ανάλογα μέ τό πνευματι κό του ανάστημα. Κι ενώ βουλιάζει τούς ήιτημένους βαθύτερα καί ήδονικότερα στήν ανυπαρξία τους, άντηχεΐ γι'" άλλους <ϊάν ;> σύνθημα τής έκκίνησης, γιά τήν κατάκτηοη οποίας αλήθειας, δοο γυμνής κι άν είναι, φτάνει νά οδηγήσει στήν έξοδο άπό τις πλάνες.
Μέσα στήν όνεδαφική απόγνωση των πρώτων καί ιών μιμητών ιούς, απόγνωση αρνητική καί χωρίς κανένα νόημα, βγαίνει μια μέρα ένας εφηβος σχεδόν, ό Ιέλόιης σκι 23 ιου χρόνια, καί φωνάζι ι : Τή νύχτα πού είναι μόνο νύχτα δεν τήν ξέρω πιά. Ένα καί δυό: τή μοίρα μας δεν θά τήν πεΐ κανένας Ένα καί δυό: τή μοίρα τοΰ ήλιου θά τήν ποΰμ5 έμεϊς. Έπι τέλους! Τό μήνυμα τής ζωής, τής ρωμαλεότητας, τής δικής μας αλήθειας αντήχησαν, από τό στόμα τού Όδυοέα Έλότη Σύνθημά του ό ήλιος.
21
’Έτσι συχνά όταν μιλώ γιά τον "Ηλιο Μπερδεύεται στή γλώσσα μου ενα μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο. Άλλα 5έν μοΰ είναι βολετό να σωπάσω. Ή πενθοφοροϋσα ελληνική διανόηση παθαί νει αποπληξία. Και τής πήγαιναν τόσο πολύ τα μαύρα! Μά τούτο τό άγόρι πραγματικά δέν μπο ρεί νά τό οωπάοει κανείς καί τίποτα. ’Από μέσα του πηδούνε χείμαροι φωιός και έρωτα. Είναι ή πρώτη ελληνική φωνή πού συνειδητοποιεί τή νιότη της καί τήν υψώνει οημαία χαράς καί δύ ναμης. "Ω νεότητα πληρωμή τοΰ ήλιου. Λίμάτινη στιγμή. II οΰ άχρηστεύει τό θάνατο. Ίίί υ<ΐ>μ......... yivriin ά χόριης ιου πού πάνω ιου όιόάοκεκιι ι ήν πανανθρώπινη γεωγραφία, διιως Οό διαμορφωθεί ιμιάνκι χρόνια μετά. .... σήμερα είμαι νεο; Είμαι καλός ώς τις πηγές τοΰ γέλιου μου.... Τό άλλο του πάθος, ή άλλη πηγή εύτυχίας ειναι ή γη.
"Ας ήταν μόνο τρόπος νά πολλαπλαοιαστεϊ, νά προλάβει ν’ άντηχήσει δλους τούς αντίλαλους, νά σαλπίσει τήν κραυγή τοΰ φωτός, τής σταγόνας καί τής μουσικής τοΰ κόσμου. "Ηβη τής μέρας πρώτη κρήνη τής χαράς. "Αχ τί παιχνίδι τοΰ σκαρώνουν ή γή, ό ουρα
νός, ή θάλασοα. Πόσο γενναιόδωρα τόν πλουταί νουν I Ναι θά στολίσουμε τή γή θά σφίξουμε τή μέρα θ ’ άλαλάξουμε Στό στήθος τής άληθινής μητέρας. Μέ άλλα λόγια, αυτή ή γή άπαιτεΐ νά τή σφρα γίσουμε μέ τά δημκ>υργήματά μας, νά τής άνταποδώσουμε τήν όμορφιά και τή γέννησή μας. Ή ζωή του είναι δώρο τής γής. Φλερτάρει τΙς παπαρούνες, χαμογέλα στά χαμομήλια, πλένεται σέ λουτρά φωτός. Ό χρόνος άπό τόν πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος. "Υστερα καλεΐ τόν έαυτό του — τόν ποιητή, "Ω έλα μαζί νά ιδρύσουμε τά όνειρα, ’Έλα μαζί νά δούμε τή γαλήνη.
23
"Ελα λοιπόν άπ τήν άρχή νά ζήσουμε τά χρώματα Γενναίο σά στήθος τό αίσθημα έτοιμο νά ξαναπετάξει ’'Ελα λοιπόν νά ατρώσουμε τό φώς Νά κοιμηθούμε τό γαλάζιο φώς στά πέτρινα σκαλιά τού Αύγουστου. Ξέρεις κάθε ταξίδι άνοίγεται στά περιστέρια. Ποτέ ποίηση τόσο στίλβουοα δέν άντικαθρέφιισε έτσι φυσικά κι άδίαστα τον ελληνικό χώ ρο. Σέ μια στιγμή διάλυσης καί δοκιμών, ή ποίη ση τοΰ Έ λύιη φτάνει μέ τήν αγέρωχη ξετσιπω σιά τής νιότης και μοναδικά στολίδι τήν άστόλιστη γύμνια της. Τόσο υπΒαρή καί μέ μιάν αύτονομία τόσο έντονη, πού δέν ι ή νιώθει ποτέ άπειλούμενη, καθώς είναι γερά δεμένη μέ μιά όργανική εύδαηιονία. Ο η ι γ ί ιι ο t ό Φ ώ ς λέω αυτή τήν πε ρίοδο ιής ποίησης 'ου Ελυτη. Κάτω άτώ τή λάμ>μη ιου άνακσλύιυει ιά πράγματα, γεννημένα άπό ι ί)ν δράσή >υυ· υσιερα παίρνει ιά όνόματά τους, ιά γυαλίζει, τους ιά φοράει καί σέ θαμπώνουν όλοκαίνουρια. Μέ μιά διονυσιακή φρενίτιδα, μεθυσμένος άπό τήν κάψα τοΰ έφηβικοΰ καλοκαιριού θέλει νά οέ τιροοηλυτίσει στά όργιο τοΰ φωτός.
'Ό,τι κοιτάω μέ χή ματιά μέ θρέφει. "Ο,τι κρατάω μέ τήν άφή μέ θρέφει. Κι άλλου, Κάτω στής μαργαρίτας τό άλωνάκι Στήσχν χορό τρελλό τά μελισσόπουλα. Πήλινος, γήινος, ένας μεθυσμένος δράκος όσμίζεται γύρω του. Πέρα μέα’ ατά χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα. Ό ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά. Κι άλλου, Τό στόμα σου μιλάει μέ τετρακόσια ρόδα. ’Αλλά ποτά ή ορμή, τό πάθος, ό έρωτικός ίλιγ γος, πού ό μεσογειακός ήλιος μας ξυπνά, φέρ νοντας στήν παραφροσύνη τό κορμί μας — ναί, αύτό τό ελληνικό μας κορμί — ποτέ πριν γρα· φιοΰν τούτοι oi στίχοι δέν είχαν δοθεί έτσι. Θά ρίξω ανάσκελα τάν Μάη θά τον σφίξο) στά μπράτσα μου Θά τόν δείρω τον Μάη Οά τόν σπαράξω. ”Α, επιτέλους πάψαμε νό ντρεπόμαοτε γιό τόν έρυπα! 25
"Αν δεν ’έχουμε ελπίδα δεν υπάρχει ελπίδα Τέτοιος παγανισμός, τέτοιος άπελευθερωτικός αισθησιασμός γκρεμίζει άδοξα τά πένθιμα κρέπτα ι ής σεμνότυφης, μοιρολογούσας ή κομπορρημονούους ποίησης τής τελευταίας προπολεμικής δεκαε τίας. Κι άναρωτήθηκα πολλές φορές, ποϋ τον είδε τό φαντασιοκόπο ή κριτική; «Τό υλικό πού δίνει συλλήψεις στη φαντασία αλη θινά μπορεί νά βρίσκεται στ’ όνειρο, μάμονάχα ό στο χασμός, θρεμμένος από την πείρα, θά δίνει πάντα τή σάρκα καί τό χυμό. ..Μά Οάταν προτιμότερο &ν τ ’ άφτανε (τ' άστρα τής ποιήσεως) σκαρφαλώνοντας στο δέν δρο πού υψώνεται ώς έκεϊ, έχοντας τις ρίζες τον στην πραγματικότητα τον ανθρώπινον πόνον» '.
Μά μπορεί νά μήν ένιωσαν στά χείλια τους τό χυμό αύτής τής ποίησης; Έκτος κι αν ήταν1 1. Μαλάνος δ. π.
20
πεθαμένα. Και παίρνανε τά καλούπια και τά δο κιμάζανε πάνω του. Είναι υπερρεαλιστής, δέν είναι; Τί νά τις κάνει τις έτ ικέτες αύτός ό ζά πλουτος τής ευαισθησίας; ’Έστω δέν είδαν τήν προφητεία. Δέν άντιλήφθηκαν πόσο μακριά έ'φτανε ό ήχος τής σάλπιγ γας, πού σάλπιζε τά «παιδιά των λουλουδιών». —Ναι τά παιδιά των λουλουδιών. Τί άλλο είναι αύτό τό ποίημα πού γράφεται στα 1943 ("Ηλιος ό Πρώτος) παρά ένα προσκλη τήριο ειρηνικό στά «πατριωτάκια τοϋ ήλιου»; Ψηλά μ’ εν αν πυρσό άπό στάχυα ή λεβεντιά Προχωρεί μέσ’ στά κύματα καί τραγουδάει; ”Ω παιδιά πού μέ νιώθετε — πατριωτάκια τοϋ ήλιου Μέ βέργες καί παράξενα πουλιά στά χέρια Μέ χλοερές καρδιές καί μάτια καθαρά Πού άκοΰτε άπό τις παραλίες τήν άνατολή νά βουίζει Ζεσταίνοντας στήν αγκαλιά σας ένα φως άπέραντο Ά πό τήν άκρη τ’ ούρανοϋ ως τό βάθος τής καρδιάς Μέ πείσμα πορφυρό — πατριωτάκια τοϋ ήλιου.
Ακούστε με είμαι άπό τούς δικούς σας δώστε μου ένα χέρι ΙΙού ν’ αγαπάει μεμιάς νά κόβει τά όλόκληρα όνειρα Νά κολυμπάει έλεύθερα στά νιάτα τών νεφών Ή γή μιλάει κι άκούγεται άπ’ τό ρίγος τών ματιών. 27
To on ό φαντασιοκόπος, δίχως τον είδε τότε ή κριτική, άποδεικνύεται ό προφήτης τής πτό άπροοδόκητης επανάστασης τού ανθρώπου, αύτό είναι δική του και δική μας δικαίωση, άλλα καί τό με γάλο μας κατηγορώ· γιατί μας τον αποκρύψανε. Χάσαμε πολλά χρόνια εμείς καί βασανιστήκαμε σκληρά ν' άνακαλύψουμε, μόνοι μας. τό δρόμο ιών ιδεών που ό Ιίουμής είχε ήδη ανοίξει. Ή κριτική τής αριστερός του πετάετ επίσης περιφρονητικά τον τίτλο τού «Κυριακάτικου ποιη τή», γιατί λέει δέν γράφει κοινωνική ποίηση. Με ιόν τίιλο αύτό, ό Έλύτης διαθέτει σήμερα ένα πιστοποιητικό αιώνιας ποιητικής νεότητας, ί'ιαιί ή ανάγκη μιας «Κυριακάτικης ζωής», άδούλωιης ο τον εξοντωτικό τεχνικό πολιτισμό είναι ή πιο έντονη καί ουσιαστική διαμαρτυρία ιού σήμε ρα, που ξπτήδησε από τήν υπαρξιακή ηθική τοΰ Αλμιιέρ Κιηιό. Ακόμα και ο Κπ ραντών ης, πού συνδέεται ψι λικά καί ιδεολογικό με ιόν Έλυτη, προσπαθεί νά ιον δει αν όχι με ιόν κοσμικό του θαυμασμό γιαιι ναι παθολογικός I Ιαλαμιστής καί, πώς νά ιο κάνουμε δυο ιέιοιοι θαυμασμοί άλληλογρονθυκαιιοϋνται — ιουλάχιοιον όμως μέ τήν προσ τατευτική διάθεση πού τοΰ επιβάλλει ή έμφάντση ενός νέου «μή άριοτεροΰ», ποιητή, «πού πολλά υ πόσχεται». Απόδειξη πώς είναι καί ό μόνος πού επισημαίνει επανειλημμένα ιή σημαντική παρου28
σίο του ατό χώρο τής ελληνικής ποίησης. Λίγο ακόμη και θά πιστεύαμε πώς τον έπαινε! συνει δητά η τουλάχιστον τιώς ιόν κατάλαβε. 'Ύστερα ό μως άπό 5-10 σελίδες ύμνολογίας, διαφυλάσοει στον εαυτό του πάσαν ρητήν έιτιφύλαξιν διά τό άδηλον ποιητικόν μέλλον τού νέου, με τήν παρακάιω σκέψη. «’Ωστόσο, μερικοί στίχοι στο 15ο τραγούδι τοΰ «Ήλιος ό Πρώτος» μάς δίνονν τήν ιδέα τον τί και νούρια καί πειστικά πράγματα Ου. έγραψε ό Έλντης σν ήταν καί κοινωνικός ποιητής».' Και ό Έλύτης, βέβαια, έγραψε «καινούρια και πειστικά πράγματα», άνεξάριηια απ' ιό αν οί άλ λοι θέλουν νά πειστούν. Εκείνοι όμως ιόν βλέ πουν περισσότερο παν ένα νέο όσιό καί καια συ νέπεια οπροβλημάτιοτα. οιιν πού ιαιριάζει οιήν ιάξη του, πού «ιού λείπει, βέβαια, ό στοχασμός», γι' αύτό καί γράφει αβασάνιστο, άλλα τόσο χα ριτωμένα ! Τό γίγνεσθαι τοΰ Ποιητή δεν τό ύποψιάζονται, ούτε τό συλλαμβάνουν. Μην τούς άδικοΰμε. Μή πως κι ό ίδιος ξέρει, πώς ξεκινάει άπό τό μέλ ι. Εισαγωγή στή Νεώτερη ΙΙοίτ;ση - -Δίφρος 1958 — Αθήνα. 29
λο\\ πώς προηγείται τριάντα χρόνια άπό τή στι γμή πού γράφει; Οΐ βιόλες πού κουρντίζονται, τα κρουστά πού άδημονοΰν, τά δοκιμαστικά ουρλιαχτά — διαμαρ τυρίας — τού σαξόφωνου, οΐ φευγαλέες νότες τού άρμόνιου δεν ειδοποιούν κανένα γιά τη συμ φωνία πού προμηνύεται. Ό Έ λ ύ τ η ς κ α τ η γ ο ρ ή θ η κ ε α λήθεια ο ά νέος ποιητής, για τί δ ε ν γ ε ν ν ή θ η κ ε γ έ ρ ο ς . Ή στάση προσευχής στο ναά τού σύμπαντος, ή έκκληση γτά δικαιοσύνη και άγάπη μέσα στη σπάταλη ομορφιά πού πλέουμε, ή δίψα γιά ειρή νη, όχι μόνο δεν προμηνοϋνε σε κανέναν τό με γάλο Ποιητή, άλλά θά φέρουν τούς πάντες σέ δύσκολη θέση — φοβάμαι άκόμα καί τον ίδιον — σάν ό αναμενόμενος θά ’ρθεϊ.
λ λ λα εκείνη ή ώρα άμγεϊ. "Ας γυρίσουμε πί σω και οιήν υποδοχή πού του έγινε. Ό Έλύτης Οά απανιήοει οιον ΊΙλιο ιύν ΙΙ|>ώτο, ήθελημένα ΐ| ό.νι, δε\’ ιο ξέρω, |έ ένα μήνυμα που φαίνεται οιι \’ά μην έλήφθη. II πρώτη και ή τελευταία οι ραφή ιού ιιοιήμαιος περικλείουν μιάν ελληνική γνησιότητα πού πέφτει σάν άπειλή. Απειλή ή προειδοποίηση πού προεκτείνεται άπύ ιόν ίδιο τον ποιητή ώς τόν "Ελληνα δημιουρ 30
γό — άπάντηοη σ’ εκείνους πού τον η τούς άμφισβητοϋν. Μέ τί πέτρες τί αίμα και τί σίδερο Καί τί φωτιά είμαστε καμωμένοι Ένώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο Καί μας λιθοβολούν καί μάς φωνάζουν Άεροβάτες Το πως περνούμε τις μέρες καί τις νύχτες μας 'Ένας Θεός τό ξέρει. Πάμε μαζί κι άς μάς λιθοβολούν Κι άς μάς φωνάζουν άεροβάτες Φίλε μου δσοι δέν ένιωσαν ποτέ μέ τί Σίδερο μέ τί πέτρες τί αίμα τί φωτιά. Χτίζουμε όνειρευόμαστε καί τραγουδούμε!
Βέίχιια, πώς νά ιό κάνουμε. Εϊμαοιε ένας λα ός με αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις. ’Έ χω στο Γιουσουρούμ φίλους πού ουνθέτουν ποιήματα και γράφουν τή μουσική τους. Οΐ παλαιοπώλες μας, λοιπόν, συμπεριφέρονται κι αισθάνονται σάν ποιη τές και οΐ κριτικοί αντιδρούν συχνά σάν παλαιοπώλες. Μας θέλγουν ιά μεταχειρισμένα ύλικά. Εί ναι εξοργιστικό νά μιλάς σήμερα — τώρα — γιά έναν ποιητή σάν τον Έλύτη καί νά σοΰ άπανΓοΰν:
—-Ναί, άλλά δέν είναι ένας ΙΓαλαμάς.
31
—Km ιιοκ'χ; είπε πώς θό θελε αΰιός, ό Έλύι«)«;, νά ναι Παλαμπς! II «ιιιωχοπλαζυνική προγονοπληξία», κατά ιόν Σκληρό, είναι ιό χιιχιό ιΓμ; φυλής μας. Εχουνε I»ι(ι αειρό καλούπια, ουΰ ιό προβάρουν κι £ται καί όέν ταιριάξεις ο’ ένα άπ’ όλα, χάθηκε ό δημιουρ γός. Κι όχι navru γιατί είμαστε, μύσιες, μά γιατί ιό καθιερωμένο είναι μια σιγουριά, πού καλύπτει πολλές φορές και ιήν ανικανότητά μας να δούμε πέρα από τή μύιη μυς. Έ ξ άλλου, χρειάζεται έ κτος άπό την αγάπη — ιί νά ’ναι αύιό; — καί νεα νικό ένστικτο, άλλα καί μια αληθινή γεννατότηιτι, ιτροκειμένου ν’ άντιμειωπίσουμε το ά π ρ ο υ δ ό κ η ι ο ιτοό, άσύνειδα πολλές φορές, κο μίζει μέ ιό έργο του ό δημιουργός. Δεν πέρασε, λοιπόν, ό Έλύτης άπυ τούς κοι νούς τύπους ιής ποίησης ιών συγκαιρινών του. Καί καλό βρήκαμε την ετικέτα — πού καί κείνος όέν ιήν άρνιέται. Υπερρεαλισμός είπαμε αύτομαιιυμός γραφής, καί: Για ιό καλοϋπτ άγωνιούυαμε , "Λ ν κ ιίιι ι ί,άλλου χρωοιάι ι ή ιιοίηοη στον ύιιι ρρεαλιομό είνα ι ί| α ιιελευθέρω ση ιού ποιητή όιιό κάθε (|)ο|)μαλιομο, καθώς καί ή ολοκληρω τι κή άνεξαρι ηιο ιιο ίηο ή ιου.
Ταυτόχρονα, αυτή ή χειραφέτηση στάθηκε δί κοπο μαχαίρι. Από τή μια εξουδετέρωσε χιλιά δες φωνές πού, μέαα άπό ιήν καταχτημένη έλευ-
32
θερία, άποκάλυψαν τήν πενιχρή γύμνια τους κι άπό τήν άλλη άνάδειξε τεράστιες ποιητικές φυ σιογνωμίες. Γιατί ή κάθε μιά άπ’ αυτές άνάπτυξε μέσα άπο τήν έ'ντονη ποιητική της προσωπικότη τα μιαν ίδιάζουσα νέα ποίηση, θρεμένη, φυσικά, άπό τις πηγές τοϋ χώρου πού τή γέννησε άλλά σέ άμεσο συσχετισμό μέ τύν παγκόσμιο χώρο καί τά κοινά προβλήματα τοϋ σημερινού άνθρώπου. Αυτός έξάλλου πού νομοθετεί τή ζωή του καί τήν έλευθερία του, άδιαφορώντας για δλα τά ήλίθια ταμπού, θά διαμορφώσει μοιραία καί δικούς του αισθητικούς νόμους, άκόμα κι 9ν δέν έχει τήν έλευθερία νά τό κάνει. Χτυπήσανε τή μέρα σέ καλή μεριά Ξύπνησε το νερό μέσα στό χώμα Κρύα φωνή νεογέννητη... Σιήν Κρήιη, «χτυπώ σέ καλή μεριά», σημαίνει πώς πετυχαίνω πλούσιο πηγάδι. Ό ποιητής νιώ θει ν’ άναβρύζει μέσα του ή πηγή μιας λευτε'ριάς, χωρίς νά υποψιάζεται ό ίδιος πού θά τόν όδηγήσει. Λυμαίνεται μέ άθωότητα πρωτόπλαστου έναν κόσμο πανηγυρικά γιορταστικό καί άδειο άπό αινίγματα ύπαρξης, λές καί δέν τά άνακάλυψε ά κόμα ή οάν νά χουν δλα λυθεί. Αύτό είναι στήν πραγματικότητα δ,τι ένόχληοε άπό τόν Έ λ ύ τη : Ό μ ή κ ο ι ν ω ν ι κ ό ς 3
33
π ρ ο β λ η μ α τ ι σ μ ό ς π ο ύ τ ο ϋ κα τ α μ α ρ τ υ ρ ο ύ ν t ο ύ ς φ έ ρ ν ε ι ο έ ά μ ηχ α ν ί α ν ό ι ό ν έ ν ι ά ς ο υ ν. Εχθρός δεν είναι. Άλλα για να ιόν εντάξουν οτούς qnλους, πρέπει νά παραδεχθούν και την άπόλυτη άρνησή ίου για έναν κόομο μέ άφανιαμένα σύμ βολα, πού είναι ό κόσμος τους — ό κοινός — ο πως αύτός τον βλέπει. "Λ! ήταν καλό όσο οί non μες βρίζανε, δια· σύρανε, εξευτελίζανε, γελοιοποιούσανε άξιες, \’ό]ΐους, θρησκείες, οικογένεια, πατ[)ίδα, τιμή, ηθική. Γιατί ή πολεμική σιγούρευε τή μειοψηφία πώς ή υπόλοιπη ανθρωπότητα εξακολουθούσε να γελιέιαι καί δέν υποψιαζόταν, ακόμη, πώς οί νόμοι καί τα σύμβολα κατασκευάστηκαν μόνο για να βιά ζονται «πό ιούς ολίγους εις βάρος ιών πολλών. "Αν όμως κάποιος τά προσπεράσει χωρίς νά τα πολεμήσει, σημαίνει τί; Πώς δέν τά ’δε. ’Άρα εί ναι ανύπαρκτα. Κι όχι μόνο γι’ αυτόν, άλλα καί για όσους θα κοιτάξουν τον κόσμο μέσα άπ’ αύιόν — ιόν 11οι 111 ή — καί θά άνακαλύψουν τή με γάλη αλάνη : ΙΙιίκ; ιό σύμβολά τους ήταν ένα με γάλο φιάσκο.
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά Καί τραγουδούσαμε γύρω - τριγύρω: Φωτιά ωραία φωτιά μή λυπηθείς τά κούτσουρα 34
Φωτιά ωραία φωτιά μή φτάσεις ιός τή στάχτη Φωτιά ώραία φωτιά καίγε μας Λέγε μας τή ζωή. Είμαστε από καλή γενιά.
Κι άλλου, ΤΙς παπαρούνες πού θά δρέψουν οί περήφανοι άνθρωποι Γιά νά μήν είναι άλλο σημάδι στό γυμνό τους στήθος, ’Από τό αίμα τής άψηφισιάς πού ξέγραψε τή θλίψη Φτάνοντας ώς τή μνήμη τής έλευθερίας.
Τούτος ό φαντασιοκόπος, προφητεύει όλοκληρωιική £ζοδο, καλώντας |κις νά βαφτιστούμε σε μια παράξενη ελευθερία καί στήν αυριανή νιότη.
Εκείνος πού θά 6γεί νά πει: όρίζω τή ζωή Δίχως ν’ άστροπελεκιστεΐ άπ’ τόν θάνατο ’Εκείνος πού σέ μιά φουχτιά καθάριου άγέρα β ά πει νά γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο Καί θά γεννηθεί Εκείνος θά ’χει μέσ’ στά στήθια του έκατό αιώνες Μά θά είναι νέος Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού Πού χύνεται από τό πλευρό τής μέρας
35
Μέσα σ’ αύτούς τούς σπ'χους ό ποιητής δέν διεκδικεϊ πια τίποτα και φαίνεται πανίσχυρος. ’Ό χι μόνο δέν μοιρολογιέται για τήν αδεια όπό πί στη, ελπίδα, ηθικό έρεισμα έποχή του, μά έχει κα τακτήσει μια λευτεριά πρωτοφανέρωτη — τήν πτό δύσκολη. Βέβαια είναι μια λευτεριά πολυτελής — θέλω νσ πώ δαπανηρή, δταν άποφασίσεις πώς δέν έχεις νά περιμένεις τίποτα άπό έναν κόσμο τόσο χρεωκοπημένο πού νά μήν τον βλέπεις κάν καί πώς τό θαύμα — τό ’χουμε ξαναπεΐ — δέν μας τό δίνει κανείς και θά το βρούμε μόνο δν τό περιέ χουμε στις δίκες μας αισθήσεις. Μά πόσα πρέπει ν’ άπορίψουμε καί πόση πα νάκριβη διαύγεια καί στοχασμό στοιχίζει ή τέτοια ευδαιμονία; "Αν ό άνθρωπος άποπλανήθηκε, άπό τόν έαυτό του ή τούς άλλους, καί σκόρπισε τήν τεράστια δωρεά τής ύπαρξής του σέ τόσες πλάνες πού τόν καταναλώνουν μάταια κι άνούσια, ό Ποιητής ά νακαλύτππ τήν πλάνη καί έπιστρέφει στήν πη γή. II κάθε μέρα, ιέτοια ανεπανάληπτη, περιέχει μέσα >η<; αύιαύσια ιήν εύδαηιονία τής άναγέννησης. ’Ά λλο θαύμα δέν μπορεί νά μάς δώσει τούιη ή ζωή, άπό ιό ίδιο της τό θαύμα πού συντελέοτηκε κι ολοκληρώθηκε μια καί καλή στήν τε λειότητα τής φύσης καί τής ίδιας τής ύπαρξής μας. Προσοχή δμως! Ό Έλύτης δέν κάνει έπίδει36
<;η φυοιολατρίας. Είναι ό μέγας άσκητής κάθε πλάνης καί έκφράζει μια φιλοσοφική θέση πού άναγκαοτικά αύριο —- άπό τώρα κι έπειτα —- θά χρησιμοποιήσουν σάν άφετηρία ή φιλοσοφία καί ή κοινωνιολογία.
Μόλις πρίν δυό μήνες κυκλοφόρησε στό Πα ρίσι τό βιβλίο τού Γάλλου νομπελίστα Ζάκ Μονό μέ τόν τίτλο «Σύμπτωση k u ! άναγκαιότης», πού άνατρέπει σέ παγκόσμια κλίμακα δλες τΙς ώς τώρα θέσεις καί συστήματα, υποστηρίζοντας δτι ή πα ρουσία τού άνθρώπου στή γή είναι όλότελα συμπτωματική καϊ τυχαία. «Τό φαινόμενο τής ζωής παρουσιάστηκε έντελώς τυχαία, άπό τή μίξη διαφόρων στοιχείων στή θάλασσα, Αναπτύχθηκε στήν ξηρά και ξαπλώθηκε σέ δλη τήν υδρόγειο μέ μια ποικιλία μορφών. ‘Η ζωντανή νλη που δημιούργησε τους ανθρώπους και τά ζώα, περιείχε μέσα της τά στοιχεία τής αναπαραγωγής. Ή ανάγκη τής προσαρμογής όδήγησε τούς ζωντανούς οργανισμούς σέ μια λειτουργία καί μια σειρά άπό έΐ’τελώς τυχαία περιστατικά που οδήγησαν έπίσης στήν αναπαραγωγή, ή όποια συνεχίστηκε, δχι μέ σκοπό, αλλά γιά νά υπη ρετήσει τήν αρχή τής ποικιλίας». Σ έ τί μπελάδες βάζει ό κ. Μονό τούς θεμε 37
λιωτές και σιυλοβάτες των θρησκειών, καθώς και ιό συστήματα των κούφιων Ιδανικών καί τούς κήμυκές τους, δέν λέγεται. ’Αλλά καί πόσο δύσκο λα θά καταπιεί ή ανθρωπότητα το άνευ σημασίας πρόβλημα τής ύπαρξής της πάνω στή γη! —Καί ή Κριτική; Σέ τί δύσκολη θέση τήν έ τρεμε ό Έλύτης! Βέβαια ό Ποιητής έφτασε ο’ αυτήν χήν άπόλυτη αύτάρκεια κτ άρνηση μέσα από όδυνηρή κρι τική διαύγεια καί γνώση, μά καί από άγανάκτηση νά προσδεθεϊ στο αρμα ενός τόσο χρεωκοπημένου κόσμου. Ό άσκητισμός πού έπισήμανα καί ή αποδοχή τής ύπαρξής μας, δχι σαν προνομιού χας καί θεόπεμπτης, μά αντίθετα τυχαίας καί όλύτελα συμπτωματικής απάνω στό φλοιό τής γης, γεννήθηκαν πριν τριάντα πέντε χρόνια μέ τήν ποί ηση ιού Έλύτη κι δχι άπό τήν έπιστήμη. ΙΙρίν τριάντα πέντε χρόνια, τό λέω μέ θριαμΙΐεοιτκή συγκίνηση, ακούστηκε, έδω, στήν Ε λ λ ά δα, ό ιιρώιος άνι ικα Γαναλωιής των ξοφλημένων ίδιών και τών ιιοοκα ιαοκειταομένων ελπίδων. ΙΙρίν ιάν Κιτμύ καί ιή βασισμένη στήν έλεύθερη εκλογή ήθική του. Ο Ζάκ Μονό δηλώνει. «Κλειδί τον βιβλίου μου είναι ¥να απόσπασμα τον Καμν. Περιγράφοντας τη μυθική προσπάθεια τον Σί συφου, πον σπρώχνει τήν πέτρα ως τήν κορυφή τοϋ
βουνού, μόνο καί μόνο για νά κυλήσει ξανά προς τά κά τω, χάρη σ’ ένα μυστήριο που δεν μπορεί πια ν’ άποδίδεται στήν τιμωρία τών θεών, ό Καμ ν γράφει : Αυτό το Σόμπαν που από δώ κι εμπρός είναι χωρίς αφέντη, δεν τον φαίνεται μήτε άγονο, μήτε μάταιο. 'Ο ίδιος ο αγώνας προς τις κορυφές είναι αρκετός για νά γε μίσει τήν καρδιά τοΰ άνθρωπον);. Ό Έλύτης, βέβαια, δεν είναι ό πρώτος πού άνακιιλύιππ τήν όρφάνια τοΰ άνθρώπου καί τού αιώνα μας. είναι όμως ό πρώτος πού δέχεται χα ρούμενος ιή συνειδητή άπελευθέρωσή του. Γδυ μνός άπο τό κακόγουστο κουστούμι τής χριστια νικής άμαρτίας πού μας φόρτωσε ένα κακόμοψο κι άπλυτο παρελθόν, χειραφετημένος a priori ά μα συστήματα καί άτρελή κατασκευάσματα έλπί δας, μιας αφελέστατης καί αμαθούς άνθρωπόιη τας, δέχεται σαν μοναδικό αυθεντικό άγαθό τό σώμα του — τήν ύπαρξή του οτήν ύλικότερή της μορφή — σέ άμεση συνάρτηση μέ τή γύρω του φύση. Μέρα στιλπνή αχιβάδα τής φωνής πού μ’ έπλασες Γυμνόν νά περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές Άνάμεα’ από τών γιαλών τά καλωσόρισες.
Άπορίπτει tήν απάνθρωπη συ|jπεριφορό τής άνθρωπόιηιας καί δεν άναγνωρί(,ει άλλον πιό μι γάλο δάσκαλο από τή φύσή. 39
Ή
κ ά βε γ λ ώ σ σ α ν α μ ιλ ε ΐ τ ή ν κ α λ ο σ ύ νη τη ς ή μ έρ α ς.
Άρκεΐται στή σοφή άθωότητα τοϋ πρωτόπλα στου, χωρίς ν ’ άγωνίζεται νά 6ρεϊ καμία ηθική σκοπιμότητα οτήν παρουσία του. "Εκθετος, έστω, στον Παράδεισο τής γης, «άπλής καί κορυφαίας» όπως τήν άποκαλεί, πού ξαναφέρνει στα μέτρα του. Κι ό ήλιος στέκεται άπό πάνω του θηρίο έλπίδας.
Δέν διεκδικεϊ άλλο προνόμιο άπό τή χαρά δλων ιου των αίσθήοεων. Μόνο μια στιγμή τάν πιάνουμε ν’ άνησυχεϊ ή ν’ όμφιβάλλει, δταν λέει, Κι δμως πρέπει νά βρει Ινα νόμισμα ή ζωή
άφοϋ δέν είναι ό έρωτας άφοϋ δέν είναι ό έρωτας. Μοιάζει ιιαν μυί φευγαλέα αγωνία, γεννημένη όμως όιιό ι ήν ιυ υοίθηοη ι ής μοναξιάς τοΰ άνθρώπου — μεια ιί| ιυνινοία - σ’ ένα αδιάφορο Σόμ παν, όπου καν εκ; δέν οέ άπαιτεϊ, ουσιαστικό, δέν σέ χρειάζεται ούτε καί οέ προσδιορίζει. Κανείς καί τίποτα δέν ανησυχεί για σένα, πέρα άπό σέ να ιόν ’ίδιον. Αρκεί αυτό; ’Αντέχει σ’ αυτή τήν έπίγνωση; ■10
Για ιή ν ώ ρα φ α ίν ε τ α ι π ώ ς ν α ί, σ ά ν λ έ ε ι.
Καί νά ’σαι 8πως γεννήθηκες, Τό κέντρο το5 κόσμου.
Τύ πολύ φως πού μας θαμπώνει ατούς στίχους ιαΰ Έ λύιη, ή ξενιαόιά, ιό τραγούδι τοΰ θριάμ βου γιά τήν πολύ άπιή ευτυχία τού σώματος αύτοϋ καθ’ αύτοΰ, μπορούν νά μάς ξεγελάσουν πώς δεν πρόκειται για μια λευτεριά συνειδητή, βασα νισμένη στή δοκιμασία τού στοχασμού καί τού τρό μου. Στραμπαλίζει πολύ, γελά, ξεκαρδίζεται και (ραίνεται εύκολη, άναίμακτη θά ’λεγα, καθώς προ χωρεί άπλά, πέρα άπό τις ιδέες ή πριν γεννη θούν, αλλά και χωρίς νά σκοτίζεται νά ιίς άνακαλύψει. Κι όμως! Σιούς «Προσανατολισμούς» καί στόν «"Ηλιο τι'ιν Πρώτο» ύπάρχει συμπυκνωμένος ό Έλύτης τού «"Αξιόν Έστί». Μέ τή διαφορά πώς, στά 20 χρόνια πού χωρίζουν τά πρώτα ποιήματα άπό τό τελευταίο, παρεμβαίνει όλότελα ατίθαίρεια ή Ειμαρμένη μέ τή μορφή τού πολέμου. Ή έ νατη ια τού Ποιητή μέ τό σώμα του, τόν έρωτα, ιή φύση, ιό φώς, δλα δσα άποτελούν τή μοναδι κή του αλήθεια, διασπώνται άπό ιπά παρέμβαση ιελείως ανεξάρτητη τής θέλησής ιου. Καί ό Έλύτης άρνιέιαι αύιή ιήν έντεχνα κυιασκευασμένη ειμαρμένη, πού σιερεϊ ιόν άνθρωπο άπό τήν 41
ήθική τής καλωούνης και της άθωότητας, γτ αυτύ και την άπορίπτει, ιύτε, πριν 30 χρόνια, όπως την άπορίπτοΟν, σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι και κυρίως νέοι. Έν.εΐ πού έλπιζε', ό κόσμος. Έ κεΐ πού ό άνθρωπος δέ θέλει παρά νά ’ναι ό άνθρωπος Μόνος του καί χωρίς καμιά Ειμαρμένη!
Ή αμείλικτη παρέμβασή της, ώριμάήει τον ΙΙοιηιή, πού πέρνα άπό τό διονυσιακό τραγούδι οιό συμφωνικό τιοίημα. Άλλα όχι χωρίς διαμαρι υμία. Ιδού έγώ λοιπόν, ό πλασμένος για τις μικρές Κόρες καί τά νησιά τού Αιγαίου ο εραστής τού σκιρτήματος των ζαρκαδιών καί μύστης των φύ/.λων τής έλιάς’ '( I ή/.ιοπότη; καί άκριδοκτόνος Ιδού τγώ καταντικρύ τού μελανού φορέματος των αποφασισμένων Μοίρα τών άθώων, πάλι μόνη, νά σε, στα Στενά! Μοίρα των άθώων, είσαι ή δική μου ή Μοίρα! 12
To ποίημα αύιό είναι ιο πρώτο, ή είοαγωγή θά λέγομε, του 2ου μέροικ; γοΟ «"Αξιόν Έστί», πού ύ Έλύτης τιτλοφορεί «Τά Πάθη» — έννοώντας ιόν πόλεμο.
43
Μέ το τέλος τοΰ πολέμου, στα 1945, ό Έλύτης παρουσιάζει το τρίτο του βιβλίο «Άσμα ήρωικό και πένθιμο για τον χαμένο άνθυπολοχαγό της Αλβανίας». —Βρισκόταν ακόμη πολύ κοντό ατό άνπκείμενο της συγκίνησης; ’Έτσι μόνο μπορούμε νά έξηγήσουμε έναν Έλύτη μέ πλάνες: πιστεύει στή δικαιοσύνη, στή δι καίωση τής θυσίας και στήν καταξίωσή της σέ λευ τεριά. —Γιατί δεν μάς πείθει; Φαντάζομαι γιατί ούτε ό ίδιος δέν πείθεται. Ό ύμνος τής λεβεντιάς καί τής άροενικάδας κι ό θρήνος για το θάνατο έχουν τόση σπαρακτική ο μορφιά, ώστε να μη βρίσκει μέσα μας ( καί μέσα του οπωσδήποτε) ούτε λογική, ούτε ποιητική δι καίωση το κλείσιμο ιού ’Άσματος. Κανείς δέν μοϋ βγάζει πάντως άπό το μυαλό, ιιως ούιε ό ίδιος ό Ποιητής είναι ευτυχισμένος όιιό ιό ποίημα σαν σύνθεση. ’Απόδειξη πώς θά σωιιόυει έιπ 14 χρόνια. Για νά γυρίσει ό ήλιος θέλει δουλειά πολλή θα μάς πει μετά. Τό άποτέλεσμα αυτής τής διερ γασίας θα είναι στά 1959, χό «’Άξιον Έστί».
44
Αξιόν Έατϊ * Διασχίζοντας αύτό τό γιοφύρι τής Σιωπής τοΰ Ποιητή έπαιζα στή χούφτα μου μιάν όμορφη στρογγυλή λέξη: Βόλ(ι)νια. Πρόκειται για μια πολύ παλιά ρούσικη λέξη (1100-1200) πού σημαίνει ταυτόχρονα Λαός και Λευτεριά. Μά καί ή ελληνική λέξη ’Ελεύθερος κρατά τις ρίζες της άπό τή λέξη Λαός(1). —Τί είναι Λαός για τόν καθένα. Λαός μου είναι, ιστορίες καί παραμύθια τοΰ τόπου μου, θεοί, ρίζες, ονόματα καί παρατσού κλια, τραγούδια, προσευχές, ήθη καί έθιμα, τελε τές καί γιορτές, ανέκδοτα, παροιμίες, χτίσματα, θρύλοι καί έρείπια. "Ολα αυτά μέ τή Βοήθεια τής 1. Λεξικόν I. Δρ. Σταματάκου (Κρητ. έλούθερος = λατ. liber (louferos) παλ. λατ. loebert&tem, leiber, fal. loferfa (libcrta) παλ. σλαβ. Jjudije (λαός) λεττ. Γ andis (λαός), παλ. γερμ. liut, άγγλ-σαξ. l6od (λαός), leudis (έλεύΟερος άνθρω πος), παλ. σλαβ. ljudije ( -έλλ. ϊλευθος) έσημ. πρωταρχι κ ές: γενεά, γέννηση. γοτΟ. liudam (αυξάνω) κλπ.
45
γλώσσας μου, άπομυσπκοηοιοϋνται μέ τον καιρό μπροστά στα νεογέννητα παρθένα μάτια μου και μεταναστεύουν λίγο - λίγο στη διψασμένη έρημο της άγνοιας μου. Ή οικειότητά μου μέθα σ’ αυτά είναι ή πρώτη μου λευτεριά, καθώς ή γνωριμία μου μαζί τους μέ λυτρώνει άπό την άγνοια πού μέ κρατούσε α ποξενωμένο άπό ένα σύνολο πού συνεννοείται στο ίδιο μήκος κύματος: το λαό μου. Τό όργανο για την κατάκτηση αυτής τής θεμε λιώδους λευτεριάς είναι ή γλώσσα μου, πού κα νείς δεν μπορεί νά μοΰ πάρει, καθώς είναι ή ρί ζα μου, χωμένη στα έγκατα τής γης, στήν ιστορία μου. Είναι ό λώρος πού μοΰ εξασφαλίζει τή διάρ κεια προς τά πίσω, άλλα καί προς τό μέλλον, ώς προς τά ορατά άλλα καί τά αόρατα. <)ί κρυφές συλλαβές, όπου πάσχιζα τήν ταυτότητά μου ν' άρθρώσω.
ι ά ιιί
Λιιόδειξη mix;, δίαν βρεθώ έξω απ’ όλα αύιιού μέ υυνθέιουν, αίτιά ι ά ίδια ύ -
ι μοι χγκι
φώνον......... . ιυίχους ιιού με άιιαμονώνουν καί μέ
φυλακίζουν έξω άιιο ιούς άλλους πού ζοΰν τή δι κή ιούς ίοιομική συνοχή. Λύτό μπορεί νά το αισθανθεί οποιοσδήποτε, χω ρίς νά ’ναι ποιητής, φτάνει νά βρεθεί, για πολύ, έξω άπο τή γή του. Ακόμα κι άν ή χώμα του έ 16
χει γίνει μια φυλακή, ό οποίος διωγμένος, ακό μα καϊ αύτοεξόριστος, πού ’φύγε για νά διαφύλα ξη τή λευτεριά του, διαπιστώνει κάποια στιγμή πώς είναι φυλακισμένος στήν απουσία του άπό το λαό του· ακριβώς γιατί έχασε τή σιγουριά τής διάρκειας μέσα ατό χρόνο, τό πλήθος καί την ι στορία του. *
Σ ιό «"Αξιόν Έοιί», ή διασπασμένη άπό τον πόλεμο ενότητα ιού Ποιητή θά άποκατασταθεϊ, έμπλουτίσμένη μέ αύτό τό καινούριο στοιχείο: τή συνείδηση τής διάρκειας. ... Καί αυτός αλήθεια πού ήμουνα 'Ο πολλούς αιώνες πριν Ό ακόμη χλωρός μές στη φωτιά Ό δκοπος άπ’ τον ουρανό. Συνειδητό πιά αποτελεί τή συνέχεια ενός άπροσδιόριστα μακρινού παρελθόντος, πού κουβα λάει μέσα οτά σπλάχνα του, όπως θά τοΰ πει ή ’ίδια ή μνήμη γινάμενη παρόν Ενός παρελθόντος πού έχει οργανωθεί καί ιιού ό κάθε άνθρωπος ένιέλλεκιι νά συνεχίσει.
«Εντολή σου, είπε, αυτός δ κόσμος καί γραμμένος μές στά σπλάχνα σου είναι Διάβασε καί προσπάθησε καί πολέμησε» είπε «'Ο καθείς καί τά όπλα του» είπε
Άλλα άφοϋ περάσει άλα τά στάδια καί μυηθεΐ οτή φύση καί τά σύμΒολα, ιή γνώση καί τήν άρετή, τον έρωτα καί ιήν έρημιά, είναι άνάγκη νά ολοκληρωθεί. Καί γιά νά συμβεϊ αύτό, δάν ύπάρχει παρά ένας τρόπος: νά ενσωματωθεί μέ τούς άλλους — τό λαό του. Βλέπεις, είπε, είναι οί ’Άλλοι καί δέ γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα καί δέ γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Έσΰ Βλέπεις, είπε, είναι οί *Αλλοι καί άνάγκη πάσα νά τούς αντικρίσεις ή μορφή.σου άν θέλεις ανεξάλειπτη νά ’ναι καί νά μείνει αύτή. Άν αλήθεια κρατήσεις κ α ί τούς άντικρίσεις, είπε, ζ ω ή σου θ ' α π ο κ τή σ ει αιχμή κ α ί θά όοηγήσεις, είπε Ό κ α θ είς κ α ί τά Οπλα του, είπε Καί αύτάς αλήθεια πού ήμουνα Ό πολλούς αιώνες πριν "Ο ακόμη χλωρός μές στή φωτιά Ό άκοπος άπ’ τόν ούρανό. Πέρασε μέσα μου “Εγινε αύτός πού είμαι it
48
ΙΙρέπει, λοιπόν, πολύ νά δοκιμαστείς άπό τούς πολλούς καί για τούς πολλούς για νά ύπολογίοουν και κείνοι τήν ύπαρξή σου σάν παρουσία. Δεν είναι υποχρεωτικό βέβαια. Άλλα τό ποσοστό τής συμμετοχής σου στην ιστορία τους, καθορί ζει καί την άποδοχή τής δικής σου ύπαρξης στη συνείδηση των άλλων.
Νά τό καινούριο στοιχείο πού μπαίνει στη ζωή ιοΰ Έ λ ύ τη : οί ’Άλλοι. Πόση διαφορά από ιούς Προσανατολισμούς! Τότε πάλι είχε ένα διάλογο με ιόν ποιητή - ε αυτό του καί μέτραγε ιά πλοία η ιου. 'Έ χεις μιά γή θανάσιμη πού τη φυλλομετρά; αδι άκοπα καί δάν κοιμάσαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θά λασσες, τόσα λουλούδια. Κι ή μι* καρδιά σου γίνεται πληθυντική έξιδανικεύοντας τήν πεμπτουσία τους...-.
Τότε μετρούσε τή γή σάν άτομικό του φέου δο καί βασίλευε ολομόναχος, θυμίζοντας έναν άλ λο φαντασιοκόπο, τον άγγλο ποιητή Μπλέικ: «Τό νά είμαι μόνο εγώ, κλεισμένος στο ’ίδιο μου τό ε γώ, ήταν σά νά βρισκόμουν σ’ έναν κόσμο άχι άπλά ατομικό, μά παγκόσμιο». ’Έτσι κι ό Έλύτης πίστευε πώς ή ευδαιμονία του, απεριόριστη σά χάος, ήταν δική του ύπόθε4
49
οΐ], φτάνει να κρατούσε πάντα σ’ έγρήγορση τις αισθήσεις ίου. Και δεν ύποπτεύθηκε πώς, αύτή ή καρδιά πού πολλαπλασιαζόταν για νά χωρέσει τό θαύμα, θ’ άνοιγε δλο καί μεγαλύτερο πέρασμα στη συνείδηση τής εύθύνης. θ ά τό άντιληφθεϊ δίαν ό πόλεμος θ’ άναστείλει τη θητεία του στο Φως. Ό ποιητής των νεφών καί των κυμάτων κοιμάται μέ σα μου! Στή θηλή τής θύελλας τα σκοτεινά του χείλη.
’Αλβανία, κακουχίες στά λασπωμένα χιόνια ιών βουνών, οίμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρη ση, άρρώσπες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυ σίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία. Αξίζει τόν κέσιο νά μεταφέρουμε δώ τό άπόσπασμα μιας συνέντευξης πού είχε δώσει ό ’ίδιος ό Έ λύιης οχό αξιόλογο φοιτητικό περιοδικό «Πανπιιουδασιική» (1965) μύ τίτλο: ’Κζησα τό θαύμα 'ή ς ’Αλβανίας» ΙΙροσωπιχά, εσείς, σάν έφεδρος άνθυπολοχαγός, τί κάνατε στόν αγώνα; Τόν ρωτούν. — Τί νά έκανα έγώ, ένα χαλασμένο παιδί τής ’Α θήνας. Μέ κόπο, κόπο άνυπολόγιστο, κατάφερνα νά είμαι άπλώς συνεπής πρός τήν άποστολή μου. ’Αλλά είδα στά πρόσωπα των στρατιωτών μου τή λάμψη πού 50
είναι ικανό; ό Ελληνισμός ν’ άναδώσει δίαν πιστεύει στό δίκιο του. Καί γνώρισα από κοντά τήν άψηφισιά τοΰ θανάτου, τήν άκατάβλητη θέληση τής ζωής πού έγινε τελικά καί δική μου. Στό μέτωπο, άρρώστησα άπό βαρύτατο τύφο. Τά νερά πού πίναμε, δπου βρί σκαμε, ανάμεσα στά πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς νά γνωρίζω τί έχω, χρειάστηκε νά κάνω τρία μερόνυχτα μέ τά πόδια καί μέ ζώο σέ βατόδρομο καί νά διακομισθώ στό Νοσοκομείο των Ίωαννίνων. Έ μεινα εκεί σαράντα μέρες μέ σαράντα πυρε τό, ακίνητος, μέ πάγο στην κοιλιά. Μέ είχανε άποφασίσει, άλλά εγώ δέν είχα αποφασίσει τόν έαυτό μου. θυμάμαι δτι άρνήθηκα νά μέ μεταφέρουν στό μικρό θάλαμο των έτοιμοθανάτων, δπως κάποιο άλλο βράδυ άρνήθηκα πεισματικά νά κοινωνήσω καί νά εξομολογη θώ στον παπά που μου φέρανε, όταν ή κρίση τής αρ ρώστιας έφτασε στό κατακόρυφο. Μόλις άρχίζανε οί βομβαρδισμοί, ανοίγανε τό διπλανό μου παράθυρο μ ή σπάσουν τά τζάμια καί τιναχτούν άπάνω μου-— καί φεύγανε δλοι στά καταφύγια. Έ τσ ι πέρασα δλες τις τρομερές πρώτες μέρες τής γερμανικής έπιθέσεως. Κατάμονος, σ’ έναν έρημο θάλαμο, καί γεμάτος πλη γές άπό τήν απόλυτη ακινησία. Καί τήν ήμέρα πού κρίθηκε δτι είχα γλυτώσει καί άρχισε νά υποχωρεί & πυρετός, ήρθε ή διαταγή νά έκκενωθεΐ τό Νοσοκομείο. Μέ βάλανε δπως - δπως σ’ ένα φορείο, πού τό χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. 'II φάλαγγα άπό τά Γιάν νενα ώς τό ’Αγρίνιο πολυβολήθηκε όχτώ φορές άπό 51
τά ·<στούκκς», O’ φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, ό μως έγώ ήταν αδύνατον νά σταθώ ορθιος Ιστό) καί για μιά στιγμή. Τελικά, στβ ’Αγρίνιο, μέ παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι καί φύγανε. Μιά καλή κοπέλλα, έθελοντής νοσοκόμος μέ άλλη αποστολή, μέ βοήθησε καί μ’ έσυρε ως τό ύπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κ’ έμεινα τρεις μέρες (...) . Οί γιατροί στήν 'Αθήνα τρίβανε τά μάτια τους. Σύμφωνα μέ τήν ’Επι στήμη, θά έπρεπε μέ τήν πρώτη παραμικρή μετακί νηση νά πάθω έντερορραγία καί νά τελειώσω (...) άν ><έζησα τό θαύμα». σώθηκα καί άπβ ένα θαύμα. "Ολη αύτή ή όδυνηρή πείρα τής κόλασης θά μετουσιωθεϊ μέσα άπό τη σπάνια εύαισθησία τοϋ Ελύιη, μέ άπειρο λυρισμό, σ’ ένα έπος μοναδικό καί άσύγκριτο στο χώρο τής νεοελληνικής ποίη σης. Τολμώ νά πώ, πώς τό «'Άξιον Έστί» γεφυρώ· νπ ιή σημερινή μας ποίηση μέ τις γνήσιες ρίζες ιου άρχαίοο έλληνικοό ποιητικού λόγου καί πώς ί> Ίόλύιης γίνεκιι ό έκ<|>ρα<πής — ό δημιουργός, ιιν Ο/λπΓ ιοό νεοελληνικού Μύθου. Γιά πρω ί η ψαρά υιό \ώ(χ> ιί]<; ελληνική·; ποίησης, ή νεώιερη ίοιορία μας αιιοκιά, έππέλους, τά δυό της πρόσωπα, του νίκηιή ιών πολέμων καί τοΰ νικη μένου τής ειρήνης. "Ολο ιό εθνικό μας δράμα βρί σκει την ποιητική του καταξίωση, δχι πια μέ μά ταιες καυχησιολογίες καί ηχηρές μεγαλοστομίες, 52
αλλά σ’ ενα λόγο σπάνιας εύαισθησίας κι ένα αί σθημα αύστηρής εύθύνης, πού συναντώνται σέ μιαν αΐμάτινη διαμαρτυρία. Μέ τό λύχνο του άστρου στους ουρανούς έβγήκα Έκατόγχειρες νύχτες μές στό στερέωμα 8λο Τα σπλάχνα μου άναδεύουν Αυτός δ πόνος καίει ΙΤοΰ νά βρω τήν ψυχή μου τό τετράφυλλο δάκρυ!
Ό πόνος καίει ξαφνιάζοντας τήν άθωότητα και τήν άψηφκπά. —Δεν είναι, λοιπόν, ή ευτυχία τό καθήκον μας και ή πατρική μας κληρονομιά, δπως λέει ό Κλωντέλ; ’Από ποϋ πέρασε μέσα του τόση όδόνη; Δεκατέσσερα χρόνια θό περιπλανηθεί ό ΙΙοιη ιής, μέσα στήν ύπαρξή του, άπαπώντας ευανάγνωστα νά γίνουν τά σωθικά μου.
53
Ό Έλύτης, μπαίνοντας στά Πάθη, άμέσως με τά τό πρώτο ποίημα, πού είναι καί ή διαμαρτυρία του για τον πόλεμο, παραθέτει δυο ποιήματα, στις συνεχόμενες σελίδες 28 - 29, δπου άποκαλύπτει την κρυφή αλληλουχία γλώσσας καί έλευθερίας. Ή γεύση τής λευτεριάς, λέει, γεννήθηκε μα ζί του. Στόν πηλό τό στόμα μου άκόμη καί σέ δνόμαζε
Τήν έφερε μέσα του, λές καί ήταν ό ϊδιος ή κι βωτός τηο. Κι απ' τήν ίδια έκείνη στιγμή μέσα μου άνοίγοντας ’Άγνωστη φυλακή φαιά κι άσπρα πουλιά Στόν αιθέρα έρίζοντας άνέβηκαν κι ένιωσα ΙΙώς γιά σένα τά αίματα γιά σένα τά δάκρυα.
Έπιστρέφοντας όσο βαθύτερα γίνεται στη συ νείδησή του, θ’ ανακαλύψει πλεγμένα μέσα του, στέρεα ύποδομή, τά «παρθενοβίωτα προστάγματα» τής λευτεριάς, 54
μέ τά πρώτα πιπίσματα των σπίνων απόμακρους ήχους δοξαστικούς, ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρώτα - πρώτα Δόξα Σοι άνάκατα μέ μυρουδιές, θυμιατό καί λιβάνισμα κνίσες, τσουγγρίσματα ’Αγάπες μυστικές μέ τά πρώτα λόγια τοΟ Ύμνου.
Μα μέοα ο’ όλο αύιό τό μυρμήκΐϋαμα της συνι-ίδηοι'μ; ίου, κυρίαρχη «ή γλώ<κκι μου», πού τοϋ έξαοψαλίςπ ιήν αϊυΟηοη της αίωνιότητας τυσσάI»τ«»ν χιλιάδων χρόνων. « Μιά τέτοια είδους κίνηση άπό τό μηδέν σχεδόν στο άπειρον πραγματοποιούν τά θέματα τοϋ έργου, αλλά προπαντός ή γλώσσα του, που λειτουργεί δια χρονικά διαγράφοντας ένα τόξο πού ή μιά τον άκρη βρίσκεται στόν "Ομηρο ( «Μονάχη έγνοια ή γλώσσα μου στις άμμονδιές τοϋ Όμηρον») ή μέση του στο Βυζάντιο (« Μονάχη έγνοια ή γλώσσα μου μέ τά πρώτα πρώτα Δόξα οοι») και ή άλλη τον άκρη καλύπτει τό
55
νεοελληνικό παρόν («Μονάχη έγνοια η γλώσσα μον μέ τά πρώτα λόγια τον "Υμνον»).1 Μια εσωτερική αυτοβιογραφία είναι, λοιπόν, ιό πρώτο μέρος ιοϋ «"Αξιόν Έστί», ή Γένεσις. Τό οδοιπορικό ιοϋ Ποιητή, άπό τό σκότος τής μήτρας οιύ φως, πού τό λυμαίνεται αχόρταγος. Ίδου έγώ 6 ήλιοπότης.
Μέ οταθμούς πάντα στο φως, πού άπομυσπκοιιοιοϋν άναδρομικά την ιστορική του συνείδηση, ως τή οπγμή πού ό πόλεμος διχάζει τον Ποιητή και την πορεία του Καί αρχίζει ή περιπέτεια τού' άνθρώπου σαν μέλους τοΰ δοκηιαζόμενου συνόλου- τού ατόμου πού γίνεται ανώνυμο, ένσωματωνόμενο οτό επώ νυμο σύνολο: τού ατόμου φαντάρος και τοΰ συνό λου Ελλάδα. Ο Ί Ιλιυιιόιης ιώρά άποκτά κι άλλη διάστα ση καθώς μοιράζεται οι π δυό πρόσωπα, τόν Ποιηιή και ιόν Φανιέιρο. Οί δυό ιούς συμπορεύονται, φορές - φορές ιαυιίζονιαι, ακόμη καί συγχωνεύονται κάποτε, άλλα πάντοτε ό Φανιάρος είναι, άπό θέση ισχύος. 1. Μοιρωνίτης <>. π.
56
ιό πεπρωμένο tufi Ποιητή πού, κότα τον Σάρτρ, διαλέγει τή μοίρα τοΰ χαμένου.
,
«Στην ποίηση λέει ό Σάρτρ, κερδίζει αυτός πού χάνει. Καί ό αυθεντικός ποιητής διαλέγει νά χάνει μ έ χρι θανάτου για νά κερδίσει. Αυτή έξ Άλλου είναι και ή ριζική βάση τής σύγχρονης ποίησης : ή από λυτη Αξιοποίηση τής αποτυχίας».
,
Που rival όμως ή αποτυχία και ποιά ή άξιοπυίηαή της άπό ιόν Ποιητή;
57
Έσεϊς που εϊσαστε όταν κόπηκε ό λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Είπαμε πώς ο ιό ποίημα παρακολουθούμε δυο παράλληλα ρεύματα. Τό ένα διαυγές, ιό άλλο σκοτεινό, πού άλληλοσυμπληρώνονται όνεξάρτηια άπύ τή βούληση τού Ποιητή. Τό σκοτεινό ρεύμα είναι τού πολεμιστή, πού 'ναι κι ό ισχυρός, χάρη στην τυφλή ιου πίστη πού ιόν σπρώχνει νά προχοτρεΐ μέ αυταπάρνηση σε μια φύση εχθρική, να ματώνεται. νά πείνα, ν’ ά γρυπνά. να σκοτώνεται. Αντίθετα ό Ποιητής, ό καταραμένος ιής γνώ σης, άρα καί τής διαύγειας, παραοέρνετπι μαγε μένος. Μα όσο ό πολεμιστής μεγεθόνειαι στα μάπα του, πολεμώντας υπεράνθρωπα για τη λευιε ριπ του τόσο κι ό τρόμος τρυπώνει μέσα του για ιό χθες τού γίγαντα - πολεμιστή, τού κακομοίρη ιού φτωχού Ρωμιού, πού βγήκε πάντα νικημένος από τις νίκες του.
μα τραχύ το μάγουλο εθεσα στύ τοαχύτερο τη; πέτρας αιώνες κι αιώνες. Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια τής αυριανής ημέρας όπως ο στρατιώτης έπάνω στο τουφέκι του.
ΟΙ
Αλλά μόνο 6 ποιητής θυμάται. Ό φαντάρος ιά ξεχνά υλu. Για ιόν Έλύτη, ό απεγνωσμένος άγώνας ιοϋ 'Έλληνα στήν ’Αλβανία ήταν ή έκδί κηση πού έπαιρνε για τήν ήττα ίου ατή Μικραοιαπκή καταστροφή.
Ινι δσο τρώει τήν ΰλη δ καιρός, τόσο βγαίνει πιο κα θαρός ό χρησμός απ’ τήν όψη μου: Τήν όργή των νεκρών νά φοβάστε Καί των βράχων τά άγάλματα! Γι’ άλλη, πιό μυστικήν άντρεία λαχτάρησα κι από κεί πού μέ μπόδισαν, ό αόρατος, κάλπασα στους αγρούς τις βροχές νά γυρίσω καί ,τό αιμα πίσω νά πάρω τών νεκρών μου των άθαφτοιν!
II.
Ορων νικήθηκε υΓ αλήθεια ή Ρωμιοσύνη ιό(Ill) Μικμοαίο; Οχι, λέει, ΙΙρνόόθηκα κι άπόμεινα στον κάμπο μόνος Νάρθηκα καί πατήθηκα σαν κάστρο μόνος.
ΙΙόοη περηφάνεια καί πόσος σεβασμός μπρο στά στην αξιοπρέπεια καί την άγνότητα τοϋ όγωνισιΓμ αλλά καί πόσος τρόμος στον παραλληλι62
ομό. Ό Ποιητής έπιχειρεϊ αύτή τήν άναδρομή στο χαμένο ’22 καί οτόν παράτολμο άγώνα τοϋ 'Έ λλη να, ουσιαστικά μόνου και τότε, όπως και τώρα (’40), γιατί πιστεύει και τώρα — δπως πίστεψαν και οί άλλοι τότε — στο δίκιο καί στήν τιμή τοϋ αίματος, οτήν ΰψιστη σπονδή. Κίπα: Si fix ’ναι ή μαχαίρια βαθύτερη από τήν κραυγή Καί είπα: δέ θά ’ναι τό ’Άδικο τιμιότερο άπ’ τδ αίμα! Μόνος άττέλττιαα τδ θάνατο.
"Ως τώρα φυλάχτηκα άπό τον πειρασμό τού ιιοιήματος, καθώς δέν υπάρχει στίχοι; πού νά μήν είναι μιά έκπληξη οάν έκφραοτικό εύρημα. Παν ι ού οί λέξεις τοϋ Έλύτη μοιάςουν μέ πρωτότυπα πού δέν έχουν καμιά οχέση μέ τά όντίγραφά ιούς, πού έμεϊς χρησηιοποιοϋμε. Σταματάς κάθε στιγμή ξαφνιασμένος μέ τον πυκνότητα πού αποκτούν οί λέξεις μέσα ατούς σιίΊους του, συνθέτοντας άκατάλυτα νοήματα καί γνωμικά. Άκό)ΐα καί τά πεζά κείμενα πού παρεμ βάλλονται οάν ανάσες, είναι άνεπανάλ.ηπτα ποιη ι ικά. Ό πειρασμός είναι άλήθεια μεγάλος, καθώς αίοΟάνεσαι τήν άνάγκη ν’ άπομονώσεις τόν κάθε υιίχο, ίήν κάθε λέξη, δπως απομονώνουν τπούς 63
Iu:γάλους ζωγραφικούς πίνακες ιις «λεπτομέρει ες», για νά φανεί ή στιλπνότητα, τό καινουριωμένο άλικο καί ή αύτοναμία τους.
Στον άφρά των χόρτοη... 'Ιδρώνει ό ήλιος... Στά ευρύχωρα δνειρα... Τό εωθινό κορμί σου... Ό φωχοφάγος δαφνώνας... Λύχός ό αγέρας πού χαζεύει μέσ' στις κυδωνιές... Ξύλα πού πρήζουνται μέ άπόλαυση.... Δίψα τοΰ κόσμου ή άντρική στολή σου πάει... II αρ χαία πείνα...
Στούς όρυζώνες τού ύπνου...
64
Μό ν ο ς ά π έ λ π ι σ α τό θ ά ν α τ ο ! Δόθηκε ποτέ επιγραμματικότερα, άλλα καί ποιηπκόχερα, ή |ΐοίρα τοϋ 'Έλληνα καί ό άγώνας του νά επιβιώνει μέ μοναδικό του σύντροφο τή φτώ Μ ία, την κακομοιριά καί την έγκατάλειψη; Πό σες φορές δεν βρεθήκαμε έντρομοι καί άπορημένι»ι μπροστά σιήν άθλιότητα συνοικισμών ή καί εγκαταλειμμένων άγροτικών περιοχών κσί δέν άναρωτηθήκαμε : Μά πώς ζοΰνε πΰιοί οί άνθρω ποι ; Καί υστέρα, ύ ’ίδιος οιίχος, δέχεται μιαν άλλη ερμηνεία κι άποδίδει ιούς άνιοους, άμείλικτους κι άτέλειωτους άγώνες τής φυλής για την άνεήαρτησία. Οί δυο πόλεμοι, τού '22 καί τοϋ ’40, βασανί ζουν τον Ποιητή, καθώς ή πικρή άνάμνηση τοϋ ιιρώιου ϊ,υπνα μέσα του άγρια προαισθήματα. Ή σκληρότητα ιοϋ ’Αλβανικού καί ή άδυσώπητη άποΐ|ΐασισιικότητα τοϋ "Ελληνα άγωνιοιή άφυπνίζουν ιίς άναμνήοεις τοϋ άλλου άγώνα, κι ό χρόνοι; ιου ποιήματος κινείται παλινδρομικά μέσα οιό παρόν καί πρύς τά πίσω. Ο ΙΙοιηιής παρακολουθεί δυό
αγώνες, πού ή έκβαση τοϋ ένός έχει ήδη άποψαοισπκά προδιαγράφει τήν έκβαση τοΰ άλλου, και ή καρδιά του γεμίζει τρόμο. Ό θάνατος, ή θυσία, ή αυταπάρνηση τών 'Ελ λήνων, άποκαθιστοϋν τή λευτεριά στό θρόνο δλων τών έκπτωτων θεών καί συμβόλων. Βασανισμένος από τό σκεπτικισμό του, εκλιπαρεί τή δικαίωση τοΰ άγώνα καί έπικαλείται άλλοτε τούς άγρα φους νόμους τής δικαιοσύνης, Τής Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ καί μυρσίνη σΰ δοξαστική μή παρακαλώ σας μή λησμονάτε τή χώρα μου!
κι άλλοτε τούς άγιους. Μά άφοΰ ή ζωή δεν έχει άλλο θεό άπό τή λευτεριά, δεν παραδέχεται κι άλλους άγιους άπό ιούς υπερασπιστές της. Βοηθός καί σκέπη μας "Λη Κανάρη Βοηθός καί σκέπη μας "Λη Μιαούλη Βοηθός καί σκέπη μας 'Α γία Μαντώ.
Ή ιαχή τής νίκης Μνήμη τοΰ λαοΰ μου σέ λένε Πίνδο καί σέ λένε νΑθω
66
οί:ν ί;χει σβήσει, οάν καταφτάνει μεταμφιεσμένη ή προδοσία. Ηρθαν ντυμένο1, φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου Ηρθαν με τα, χρυσά σειρήτια τά πετεινά τοΰ Βορρά καί τής Ανατολή: τά θηρία! Ιιά μάς, για μάς το ματωμένο σίδερο κι ή τριπλά έργασμένη προδοσία.
’Αδελφοί μάς εγέλασαν II οδυνηρή διαπίστωση τής προδοοίας άπλώνει μέσα του ιόν τρόμο. Κι ενώ ή κραυγή «άδελφοί μάς έγέλοσαν» άςιορα το ’22, άκούγεται να κυριαρχεί σ’ δλη μας τήν ιστορία, μια αιώνια α πειλή, που μένει μετέωρη και πάνω από τή νικη φόρα πορεία τοϋ ’40. Μ «Μεγάλη έξοδος» καί «Τό οικόπεδο μέ tit; τσουκνίδες», πού ακολουθούν οέ πεήό, είναι οί ώραιότερες καί μεγαλύτερες ποιητικές σελίδες πού γράιριηκαν για τήν Άνιίοταοη στήν Ελλάδα, καί ιί\ ι μόνο οέ σύγκριση μέ ιό ελληνικό κείμενα πού λλου
Λιιο
1*1VIII γ ΑΛμ ο κ ι , 11C1 Ο ! ο ν ί ύ ρ ο π ί ο ΐ κ ό χ ώ ΙΟ ΟΙ||ΙΠΟ (IDIO κι ί ^ π π ι ο
ί|
ιιοίηοη
ιοϋ
Ίέλΰιη ιιαίρνει ιιρυφηιικές άλλα καί παγκόσμιες διαοιάοεις.
Σ ιο ποίημα «Αυτός είναι πάντοτε ό άφανής», δεν είναι μόνο ή μοίρα τής Ελλάδας πού διαγράςιεται, μα όλων τών μικρών λαών πού, αδύναμοι
κιά οικονομικά καχεκπκοί, πίστεψαν δονκιχωτικά οτήν ανεξάρτητη ανάπτυξη τής χώρας τους καί οτο δικαίωμά τους οτή λευτεριά. Αυτός είναι ό πάντοτε αφανή; δικός μας ’Ιούδας! Θύρες επτά τόν καλύπτουνε ·/:'.! στρατιές έπτά παχύνονται στή διακονία του. Μηχανές άέρος τόν άπάγουνε καί βαρύν άπό γούνα καί ταρταρούγα, στά Ήλύσια μέσα καί στους Λευκούς Οίκους τόν άποϋέτουνε. Καί γλώσσα καμιά δέν έχει, επειδή δλες δικές του Καί γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του
Ό Παντοδύναμος! Θαυμάζουν οί άφελεϊς καί σιμά στή λάμψη τού κρυστάλλου χαμογελούν οί μαυροφορεμένοι, καί σκιρτούν των άντρων τού Λυκαβητοΰ οί ήμίγυμνες τίγρισσες! Το άμερικάνικο περιοδικά ΙΥηιιιοριι; (Όιιιώ (ίρης ’70) δημοοίευοε ένα άρθρο, ίου Λρ. ΛαΟΙδ Ντάνσον, διαπρεπούς μέλους ιού «Κένιμοιι Σιιου δών τού Ειρηνικού», μέ ιάν ιίιλο ·»'() Νέι><; Λοό
ρειος "Ιππος - άλλοτρίωση». Τό άρθρο αυτό άποτελεί περίληψη τοϋ ομώνυμου βιβλίου πού διαφω τίζει πολλά, ακατανόητα για μας, όπως τον ξεσηκτομό ιού φοιτητικού κόσμου των Ήν. Πολιτειών, πού διατείνεται πώς, «ή άνώτερη έκπαίδευοη στό σημερινό της σχήμα, είναι ενα συμπαγές κομάτι άπό τό σύστημα πολέμου καί καταπίεσης μέσω τού οποίου ή αμερικανική αυτοκρατορία έξασκεΤ τη θέλησή της στό έξωτερικό». Σέ συνέχεια, ό Δρ. Ντάνσον άναλύει τήν όργάνωση καί τη δράση μιας διεθνούς συνωμοσίας ι ής διανόησης πού, μέ το πρόσχη)ΐα άνυψώσεως ιού επιπέδου τών ύποανάπτυκτων λαών, είσήγαγε φιλανθρωπικά καί πανεπιστημιακά προγράμματα στις έν Λ ο γ ω χώρες. Τά έκπαιδευτικά αυτά προ γράμματα, κατά τον Δρ. Ντάνσον πάντοτε, χρη ματοδοτούνται άπό τά πνευματικά ιδρύματα Κάρνεγκυ. Ροκφέλλερ καν Φόρντ, τών οποίων τά συμ βούλια έζωτερικών ύποθέσεων διοικοΰνται άπό ικιγκοομισσ φήμης προσωπικότητες, οάν τού Ντήν Ι'άσκ ο ιό Ροκφέλλερ καί ιού Πώλ Χύψφμαν — άλλοιε έπικεφαλήι; ι ο ύ σχεδίου Μάροαλ — οιό Φάμνι. Ο ΙΙιίιλ Χόψψμαν, έί.άλλου, εγκαινίασε πρώιος ιό πρόγραμμα ιού 'Ιδρύματος Φόρντ γιά τον εκπαιδευτικό διεθνισμό. Ή σύλληψη όμως τού σχεδίου ανήκει στό "Ιδρυμα Ροκφέλλερ Kui στόν Πρόεδρό του, Ντήν Ράσκ, άπό τότε άκόμη πού 70
διηύθυνε τό Γραφείο ’Ά πω ’Ανατολής τοϋ υπουρ γείου Εξωτερικών. «Δέν άρκοϋν, είπε, οΐ Α με ρικανοί εκπαιδευμένοι "εκσυγχρονιστές" καί "προ γραμματιστές”, πρέπει νά κάνουμε προσιτές δλες ι ϊς έκπαιδευτικές μας έγκαταστάσεις σέ ένα ση μαντικό άριθμύ φίλων μας πέρα άπό τόν Ειρηνι κό». ’Έτσι, έξηγεΐ ό συγγραφέας τοϋ «Δούρειος Ίππος - άλλοτρίωση», άρχισε τό ένδταφέρον τοϋ Ιδρύματος Φόρντ για τήν ίνδονησιακή έκπαίδευοη στις άρχές τής δεκαετίας 1950-60. Σαν βασικό συντελεστή τοϋ προγράμματος έξουδετερώσεως τοϋ έθντκισπκοϋ κινήματος τής ’Ινδονησίας, Ανα γνωρίζει ό Δρ. Ντάνσον, τόν Χόφφμαν. Μέ τά βα θύτατα μελετημένα Ακαδημαϊκά προγράμμαιά του και τήν έφαρμογή τους, πού είχαν οόν Αποτέλεσμα ιόν εμφύλιο σπαραγμό τών ’Ινδονησίων καί τή σφαγή 600.000 κομμουνιστών καί συμπαΟούντων (1965), τό 'Ίδρυμα Φόρντ Απέδειξε πόσο τρομα χτικά ισχυρός μπορούσε νά γίνει ένας τέτοιος έκπυιδευτικής φύσεως ρόλος στά ύποανάιττυκτα κράτη, καλά καμουφλαρισμένος κάτω άπό τό μαν δύα τής πνευματικής φιλανθρωπίας καί τής οικο νομικής προστασίας.
Ό Έλύτης δμως, πού δέν διανοείται τότε ποτά παγκόσμια όπειλή έκφράζει, άρνεϊιαι, τελείωναν 71
τας τό ποίημα, τη γνώση, τη λογική και τήν καχυποψία ίου, βέβαιος για τήν άγνότητα και τήν ακεραιότητα τοΰ άγωνιζομένου ελληνικού λαού και λ έ ε ι: Αλλά πόρος κανείς για νά περάσει 6 ήλιος χή φήμη χου σχό μέλλον, Καί ήμερα Κρι'σεως καμιά, επειδή εμείς αδελφοί, εμείς ή μέρα χής Κρίσεως καί δικό μας τό χέρι πού θ' άποθεωθεΐ— καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια! Αλλοίμονο! Πότε νίκηοε ή τιμή, ή άρετή, ή άγνότητα, ποτέ τό δίκιο δεν κάηκε μαζί με τά κορ μιά πού τό υπερασπίστηκαν; ’Αλλά ό Ποιητής «ό απόβλητος άπό τις άγορές τοΰ αΐώνος» πού άρνιέται τα παζαρέματα, δέν (μαίνεται να βρίσκει απήχηση : ούτε στήν καταγ γελία ιού 'Ισάδα ούτε στήν έκκληση γιά άπόριιμη ι ώ ν αργυρίων. ΆνιίΟεια, στό αμέσως Ε π ό μ ε νο ιιαιημα, άιιοκαλάιιι π ι ήν υποδοχή πού βρήκε η κ | χ ι υ γ ί | ι η<; ο κ ι μ ι ι ρ ι υ ρ ί α ι ; ιου. Καταπρόσωπο μου έχλεύασαν οί νέοι Άλεξανδρεϊς: ίδέστε, είπαν, ό αφελής περιηγητής τού αΐώνος! Ό αναίσθητος πού όταν δλοι εμείς θρηνούμε αυτός άγαλλιά
κι όταν όλοι πάλι άγαλλιοΰμε αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει. Μέ τούς «νέους Άλεξανδρεΐς» ό Έλύτης ύπαινίσσεται τό όργιό τής μισαλλοδοξίας καί τή διάθεοη τής καταοτροφής πού μέ τόση επιμέλεια καλλιεργήθηκε οιούς νεοφώτιστους χριστιανούς τών πρώτων χριστιανικών αιώνων στην ’Αλε ξάνδρεια, έναντίον τού τελευταίου προπύργιου τού αρχαίου ελληνικού πνεύματος καί των πιστών του. 'Ολομόναχος καί άπόβλητος, λοιπόν, νιώθει ό Ποιητής, επειδή κατά τούς άλλους .... νοϋ δέν εχει γ.·. άπό ξένα δάκρυα κέρδος δέ βγάνει καί στό θάμνο πού καίει τήν άγωνία μας μοναχά καταδέχεται νά ούρεΐ. Νά, πού τίποτα δέν άλλάζει. Οί άνθρωποι καί ή Βλακεία τους, τά γεγονότα καί ή φορά τους, δλα μένουν άμετακίνητα, επαναλαμβάνονται, θλιβερά, αμείλικτα. Αυτός αυτός ό κόσμος — ο ίδιος κόσμος είναι Κύμβαλο κύμβαλο καί μάταιο γέλιο μακρινό1 βούκινο βούκινο
καί μάταιο νέψο^ μακρινό!
Λάιός ft ίδιος κόσμος —τα ίδια συμφέροντα, ή ίδια σκοπιμότητα και ίταμότητα, άλλά και ή ίδια είπαοτία, δική μας υύτή — ή «Αυλή των προβάιων»— αυτός ό ίδιος κόομος, θά μας ξαναπροδώσει και τώρα ( 40) όπως και τότε (’22) όπως καί αύριο, μεταμφιεσμένος κάθε φορά σέ νέους «δί καιους». Ιΐροσωπιοοφόροι μέε στον άλλον αιώνα τι; θηλιές ετοιμάζουν! Ένας σπαρακτικός θρήνος ακολουθεί πάνα) οιύ πτώμα τοΰ ονείρου ένός δικαιωμένου άγώνα
Γιοι τών ανθρώπων, τί νά πώ; Καθαρό; είμαι άπ’ άκρη ο άκρη χέρια τοΰ Θανάτου άχρηστο σκεΰος /■/'· στα. νύχια τών αγροίκων, λεία κακή
καί στα.
Κδΐι’ι δικαιώνανιαι και επιβεβαίωναν ιαι οΐ ανι ιμί|οεις μας για ιό ποίημα « Ά σ μ α ηρωικό καί πένθιμο...». Η ιιικρή καί βαθιά εμπειρία έ χ ε ι πλουτίσει ιή ν ό()θή κρίοη ιοΰ Ποιητή οέ βάρος
τής εύπκπιας τοΰ παρελθόνιος. ’Άχρηστο σκεΰος,
74
ό θ ά ν ο ιο ς . αρα μ ά κ ιιη
ή θ υ σ ία . Κ αι σ υ ν ε χ ί ζ ε ι
Γιοι τών ανθρώπων, νά φοβούμαι τί; Πάρετε μου τά σπλάχνα, τραγούδησα!
7
Τής αγάπης αίματα μέ πορφνρωσαν «Εί)ΐαι ό αύθενπκός μου μάρτυρας» έλεγε ό Εξυπερύ. Ποτέ άνθρωπος δεν πεθύμησε νά γελαστούν σί ψύΟοι ίου. σσο ό Έλύτης, άν και ποτέ δέν παραδέχθηκε πώς τό αίμα ι ής ζωής έξαργυρώνεται μέ άλλο τίποτα παρά μέ ζωή. Κι δμως νά, πού δλα αποδείχθηκαν μάταια καί οί θυσίες εξευτελί στηκαν. λες καί δεν έγιναν γι’ άλλο λόγο, παρά για νά σκοτώσουν την ομορφιά, τήν αθωότητα, ι ήν ια'οιη. ΓΤράς ιί; <)ί αξίες ιού αίματος —τά ποτάμια πού χύθη καν ξι πάσανε άζήιηιες καί ή λευτεριά είχε άποοαρθει οριαιικά άιιά ιά χ ρήμα ι ιοι ήρια πολίι πριν \ΐ|ξ; ι ί| άνθρωιιοθυοία. Ψύσηξεν ή νύχτα σοήσανε τα σπίτια να είναι αργά στήν ψυχή μου Λεν ακούει κανένας —ϊπου κι άν χτυπήσω ή μνήμη μέ σκοτώνει 7Γ>
'Αδελφοί μου. λέει — μαύρες ώρες φτάνουν ο καιρός θά δείξει Τών ανθρώπων έχουν —οί χαρές μιάνει τά σπλάχνα τών τεράτων Γύρισα τά μάτια —δάκρυα γιομάτα κατά τό παραθύρι Φώναξα στις πύλες —κι ή φωνή μου πήρε τή θλίψη τών φονιάδων Μες στής γης τό κέντρο —φάνηκε ό πυρήνας πού δλο σκοτεινιάζει Κι ή αχτίδα τού ήλιου —γίνηκεν, ΐδέστε 6 μίτος τού θανάτου! ΙΙοιέ ό κόσμος δεν ήταν φονικό ιερός και mo άποκαρδιωιικός, δσο στα μεταπολεμικό χρόνια. Ό Έ λύιης καταγράφει ιό έφίαλπκό όραμα ένό<; μέλ λον κκ; ανέλπιδου πού όλο και επαληθεύεσαι, δυ στυχώς, από cove. —Καί ή λευτεριά; Έί,ουδει ερωμένη γιό ιήν ώρα, κατά ιόν ΙΙοιητή. "Εχουμε, λέει, δημιουργήοει συμπλέγμαΓα οτήν ανθρωπότητα πού δεν μάς συγχαίρει πώς τή γεννήσαμε (τή λευτεριά). Το ποίημα «Τής άγάπης αϊματα μέ πορφύρωοον» είναι από τα μεγαλύτερα ποιήματα όλων τών καιρών, μέ μια φανταστική σύνθεση μεγαλοφυούς πάθους. ΤΙ Λειπερια κι ό ΙΙοπμής μιλούν ιαυιόχρονα μέσα από κάθε οιίχο καί ό ΙΙοπμής, φυπικά, είναι ή Ελλάδα.
Ή Λευτεριά δηλώνει ιούς ιδιαίτερους δεσμούς ιης με τον ελληνικό χώρο 'Αμαρτία μου νά χα κι έγώ μιαν άγάπη Ό ’ίδιος σιίχος έκςτράζει ιό μοναδικό πάθος ιυϋ Ποιητή γιά τή Λευτεριά. Γι' αύτό την άποκαλεΐ μέ τό ακριβότερο όνο μα, Μητέρα, άλλα τή νιώθει καί άπρόσιτη, όσο καί παλιά του ρίζα Μακρινή Μητέρα —Ρόδο μου ’Αμάραντο Απρόσιτη όμως, ον καί γη της είναι καί για τη Λευτεριά ή Ελλάδα. Μακρινή Μητέρα —Ρόδο μου Αμάραντο Λάιό ιο δεσμό Λευτεριάς - Ελλάδας δεν συγ χωρούν οι άνΟμοιιιοι που μάς καταράοτηκαν, Κι άτ.ό :ό:ε γύρισαν καταπάνω μου Των αιώνων οργητες ξεφωνίζοντας Ό πού ο’ είδε,1 ατό αίμα - -νά ζεΐ καί ατήν πέτρα» Μακρινή Μητέρα - Ρόδο μου ’Αμάραντο. t. « Ό πού σ ’ είδε», σημαίνει έδώ, «έκεΐνος πού σέ είδε». Τό άρθρο παίρνει τή θέση της αντωνυμίας.
78
Τελικά ό J Ιοιητής κι ή Λευτεριά άποροφοϋνται ό ένας μέσα στον άλλον, οπότε ή Λευτεριά άνανεώνει την ιθαγένεια της τήν ελληνική —τοΰ Ποιητή— και ό Ποιητής, ή Ελλάδα, τήν ιθαγένεια τής Λευτεριάς. Τής πατρίδας μου πάλι —όμοιώθηκα Μές στις πέτρες άνθισα —καί μεγάλωσα Των φονιάδων τό αίμα —μέ φως ξεπληρώνω Μακρινή Μητέρα -—Ρόδο μου ’Αμάραντο.
79
Το Προφητικόν —Kui ή δικαίωση; Η κάθαρση ιής τραγωδίας; Τό έλεος; Άργοΰν! ”Ολα άργοϋν για δλους, σπαράζει ό J Ιοιητής, γιατί γιορτάζει ή 'Α)ΐαρτία μεταμφιεσμέ νη σέ ’Αρετή και τή λειτουργούν στις εκκλησίες. Παράλληλα ή ζωή μας ανακαλεί άπαιτητική Έ ζωή πού τό θάνατο γεύτηκε Σάν τον ήλιο γυμνή ξαναγύρισε Καί μήν έχοντας άχ άλλο τίποτε ΊΙ ζωή πού τα πάντα σπατάλησε Στα χαλάοματα κάρφωαε μια ; /,ιαρούνα πού λάμπει! Ο ίδιοι; ό ΙΙοαμήι; (Γ αοκηιέψει αύιοεζορισμένοι; μέσα οιήν άγνάιηια ιής ιμΰοης καί ιού έρωτα, περιμένονιας ιή Δευιέρα Ιίαρουσία, όπως αύτός ιήν ονειρεύεται, μέ τή συμπλήρωση τής ενδέκατης εντολής 80
H i καρώ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων Σεμνά θά υπηρετώ τήν τάξη τών πουλιών Εικονίσματα θά ’χω τ’ άχραντα κορίτσια Ντυμένα στοΰ πελάγους μόνο τό λινό Θά δέομαι να πάρει τής μυρτιάς τδ ένστικτο ΜΙ άγνότη μου καί τούς μυώνες θηρίου 1Ιάλι ό άνθρωποι;, ό συνειδητός κι αηδιασμένος, θ’ άγωνιστεϊ για την κάθαρση και τον έξαγνισμό, άπορίπτοντας δλες τΙς πλάνες, μόνο πού Θά περάσουν καιροί —πολλών άνομη|ΐάτων Τοΰ κέρδους τής τιμής - τών τύψεων τοϋ δαρμού Γιαιί, θέθιιια, δεν συμφέρει ή άφΰιινιυη ιών πολλών καί ή απογύμνωση ιών ολίγων. Ό διάσημοι; "Αγγλος συγγραφέας έπιικημονικής φαντασίας, Τζ. Μπάλλαρντ λέει. « '// μεγαλύτερη απώλεια τοΰ Β' Παγκόσμιόν Πο λέμου είναι δτι τό παρελθόν,έπαψε να ασκεί έ‘να ηθικό κύρος απάνω στους ανθρώπους. Τό κύρος τον προη γούμενου, τής παράδοσης, τής πατρικότητας, τοΰ κοι νωνικού πλαισίου. Και δόξα τφ Θεώ γι’ αυτό. ’Αλλά κατά τα 25 χρόνια πού μεσολάβησαν ίκτοτε, χάσαμε και τό μέλλον. Ό κόσμος προσάιρτηαε ατό παρόν τό παρελθόν. Ό κόσμος δεν δέχεται πια τό κύρος τοΰ μέλλοντος..·». 81 6
Ή αγανάκτηση, κατά τον Ποιητή, θά ώριμάοει ι ήν ανθρώπινη κρίση κι αυτή μέ τή σειρά της θά κωδικοποιήσει τή μοναδική άλήθεια τής ζωής με την «ενδέκατη εντολή». "Η θά ’ναι αϋχός ό κόσμος ή δέ θά ’ναι Ό Τοκετός ή Θέωσις το ’Αεί. Πού μέ τά δίκαια τής ψυχής μου θά ’χω Κηρύξει ό δικαιότερος.
e0
ΙΙοιητής χάνει
Γο Προφητικόν είναι ή εικόνα ενός κόσμου 6ιιου ιό έ'λεος εχει έξοοιρακιστεϊ από τή γη των ανθρώπων. Τό ποίημα σύιό, πού μας δόθηκε οιό 1959, θα μπορούσε να γραψιεϊ αϋριο. Ακόμα είχε ιιεριθώ μια να γ()θφΐεϊ καί |ΐειό ιιένιε χρόνια, ιόοο ά ουλληπια iipocpi]ιικο είναι ιόοο αληθινό όναιμι χία οι ικό. Ο Πουρής, ή καθαρή συνείδηση καί «ή ιό»|ΐη ιοο κόσμου», έξόμιοιος από to όργιο τοΰ έγκλη μα ιος καί ιής παρακμής, θα άνακληθεϊ. ... εξόριστε ΙΙοιητή, στόν αιώνα σου, λέγε τί βλέ- -Βλέπω τά έθνη, άλλοτες άλαζονικά, παραδομένα στή σφήκα καί στδ ξινόχορτο. —Βλέπω τά πελέκια στόν αέρα σκίζοντας προτο μές Αύτοκρατόρων καί Στρατηγών.
83
—Βλέπω τούς έμπόρους νά εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.. —Βλέπω τήν άλληλουχία τών κρυφών νοημάτων. Χρόνους πολλούς μετά τήν 'Αμαρτία πού τήν εί πανε ’Αρετή μέσα στίς έκκλησίες καί τήν εύλόγησαν. ’Αλλά πρίν......................... ........................................... .. .θά άγαναχτήσει τδ κορμί τής πόρνης μή έ χοντας άλλο τι νά ζηλέψει. Καί θά γίνει κατήγορος ή πόρνη σοφών καί μεγιστάνων................ Καί θά εξιλεωθεί ή πόρνη γιατί θ’ άποδειχθεΐ γνότερη, αυτή, σέ σύγκριση μέ τήν άσχήμια καί τό έγκλημα, σύμφωνα μέ τόν Ποιητή, πού γίνεται βιβλικός στίς προφητείες του. Καί τών άρχαίων Κυβερνητών τά Ιργα πληρώνον τας ή Χτίσις θά φρίξει ( ........ ) ’Αλλά πρίν, Ιδού θά στενάξουν οί νέοι καί τδ αίμα τους άναίτια θά γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θά χτυπήσουν τήν καραβάνα τους πάνω στά κάγκελα. Καί θά άδειάσουν δλα τά έργοστάσια, καί μετά πάλι μέ τήν έπίταξη θά γεμίσουν, γιά νά βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σέ κουτιά μυριά δες καί χιλιάδων λογιών έμφιαλωμένη φύση. Καί θά 'ρθουνε χρόνια χλωμά καί άδύναμα μέσα στή γάζα. Καί θά χει καθένας τά λίγα γραμμάρια τής ευτυχίας. Καί θά ’ναι τά πράγματα μέσα του κιόλας ωραία έρείπια.......... 84
"Ολα λοιπόν ύηόκεινται στή φθορά καί στόν άφανισμό, εκτός άπό τό πνεύμα πού μένει άθάναιο, καθώς μεταβιβάζεται άπό ποιητή σέ ποιητή. Λύτός και ό Κριτής, γιατί έ'χει μέσα του τό σπόρο τής δημιουργίας μά καί τό προνόμιο τής μεταβί βασής της άπό άνθρωπο σέ άνθρωπο, άπό γενιά σέ γενιά, άπό αιώνα σέ αιώνα. Μονάχη Ιγνοια ή γλώσσα μου στίς Αμμουδιές τοϋ 'Ομήρου. Ποιος άλλος άπό τον Ποιητή σώζει τή διάρ κεια τοϋ πολιτισμού μέσα στό βάθος τών χιλιετη ρίδων ; 'Ότι Αύτδς δ θάνατος κι αύτδς ή Ζωή Αύτδς τδ ’Απρόβλεπτο κι αύτδς οί θεσμοί. Τό αντιστάθμισμα τοϋ προνομίου είναι ή μο ναξιά του. Γιατί είναι υποχρεωμένος νά 'ναι δυσά ρεστος στό μεγάλο κοπάδι, "Αξιόν έστί δ πικρδς καί δ μόνος νό επισημαίνει τά σφάλματά του, Τδ χέρι τών εχτρών τδ χέρι τών δικών Μου, έφρένιασαν έχάλασαν έρήμαξαν αφάνισαν Μιά καί δυό καί τρεις φορές
κι fixι μόνο νά μην ιό σπρώχνει στη μισαλλοδοξία τΗταν στή δύναμή μου ή Νέμεση τό ατσάλι κι ή άτιμία άλλα νά ιόν ξαναγυρίζει στο δρόμο τής αγάπης. Αύτή είναι ή ευθύνη πού βαραίνει στους ώμους του, νά οδηγήσει τούς άνθρώπους στό δύσκολο δρόμο τής ειρήνης Ή ειρήνη θέλει δύναμη νά τήν άντέξεις» κι άκόμα περισσότερο νά τήν επιβάλλεις. Είναι ιύσο εύκολο νά ξεσηκώνεις το μίσος, τήν έμπάθεια, ιό φόνο στις καρδιές. Καί είπα: μέ μόνο το ’Άσπιλο του νοΰ μου θά χτυ πήσω! Δυο πράγματα πρέπει νά συμβοΰν για νά γίνει αποτελεσματικό το δπλο τοϋ Άσπιλου: νά έρειΜΐιίθεϊ ό κόσμοι; ιοϋ μίσους καί τής άτιμίας καί νά μη ουμβιβαοιει ό ΙΙοοαής με ιίποια κυι μέ κα μιά δικαιολογία. Στό πείσμα τιΐιν σεισμών στο πείσμα των λιμών Στό πείσμα των εχτρών στό πείσμα των δικών Μου, άνάντισα κρατήθηκα ψυχώθηκα κραταιώθηκα Τότε θά φέρνει πάνω του τή σφραγίδα τοϋ 86
«στερνού ανθρώπου». Εκείνου πού θά ’χει διαφυλάξει μέσα του τήν ουσία τής ζωής, μέ τήν άγνότητά του. Καί ή πόρνη θά τόν άναγνωρίσει. Ό ποιη τής και ή πόρνη θά άναγνωρίσουν ό ένας στό πρό σωπο τού άλλου τάν έλευθερωτή (Χριστός - Μαγδαληνή). Εκείνη, υπηρετώντας «πιστά τό σπέρμα» έκτελεΐ τόν ύψιστο προορισμό της: έλευθερώνετ τόν άντρα καί τόν κάνει άγνό καί υγιή. Υπαρκτή γυναίκα «Ή άγνότητα, είπε, είναι αότή». Εκείνος, αιώνια άσυμβίβαστος μέ τό ψέμα, τήν υποκρισία, τήν άτιμία, τή δουλεία, διαφύλαξε, σω στά, τήν εντολή τής άγόπης γιά έναν ειρηνικό κόσμο. Αύτδς ή δίψα ή μετά τήν κρήνη Αύτδς δ πόλεμος δ μετά τήν ειρήνη Είναι καί οί δυό τους μήτρα, κιβωτός τής διαι ώνισης. Στόν ποιητή θ’ άναθέσει ή πόρνη νά κηρύξει τήν άνάοταση πάνω στά έρείπια. Αύτδς ή θρυαλλίδα πού άπδ τά χείλη άνάβει Ή αγαπημένη γυναίκα γίνεται καί γιά τόν 87
Έλύτη, τόιε, όπως και· οιόν μεγάλο ποιητή, Νερούντα, «ή ιιρονομιοΰχος μεσάζουσα τής λύιρωσης ενός απέραντου κοσμικού βασιλείου».
Ή έλευθερία δέν γεννιέται άπό την άρνηση, αλλά" άπό τή συνείδηση και τήν άπόλυτη γνώση. Ή αναγκαστική συμμετοχή τοϋ Έλύτη στόν πόλεμο και τύ μεγαλείο τοΰ αγωνιστικού πνεύμαιος ιών Ελλήνων, παρασύρουν τον Ποιητή οτήν άπόλυτη μέθεξη και πίστη για τή δικαίωση. Με τά τή νίκη δμως, ακολουθεί ή ήττα τοΰ άνθρώπαυ και των άξιων για ας όποιες αγωνίστηκε. Νά πού ό Σάρτρ επαληθεύεται. Ό Ποιητής έχασε. "Αξιόν έστί 6 πικρός καί 6 μόνος ό άπό πριν χαμένος έσύ νά ’σαι ΙΙοιητής πού δουλεύει τό μαχαίρι οτό ανεξίτηλο τρίτο του χέρι: μά ή (ίιισιυχία ι ης ανθρώπινης υπόθεσης ανοίγει ουνειδηιό πιά ιό δρόμο για ιή λύτρωση: uv ό κόσμος δεν μπορεί ν’ αλλάξει σιάση θ' αλλάξουμε μεΐι; σιάση όιιένανιί ιου. Οϊ πόλεμοι δέν γίνον ται για μας γ ι’ αύτύ θά γίνουμε άντιήρωες. ’Α δ ε λ φ ο ί μ ά ς έ γ έ λ α σ α ν . Σ έ κανέναν πιά δέ χαλαλίζουμε τό θάνατό μας, γιατί
ξέρουμε πώς ή μοναδική ευτυχία του ανθρώπου είναι ή ανάσα του, ή ζωή του. Σκουριάζουν τά σίδερα καί τιμωρώ τον αιώνα τους. Εγώ πού δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές Κι άπό γιούλια καί νάρκισσους τό καινούριο Μαχαίρι ετοιμάζω πού αρμόζει στους ήρωες. Καί τό ποίημα τελειώνει μέ τό Δοξαστικόν, δναν ύμνο οι ήν άγάιτη και τήν άνάπαυοη τοΰ αν θρώπου, μέοα ατή\’ ειρήνη και τήν ομορφιά τής φύσης, Τό ποίημα αύτό θα μπορούσε νά ’χει και ιόν τίτλο «Εγώ ό άνεπανάληπτος». Νά ιός, λοιπόν, ό άντικαταναλωτής ιών ιδεών, τής παιριδοκαπηλείας, τής παγίδας τοΰ ήροπ'σμοϋ καί ιών ψευδαισθήσεων: νιώθει ασφυκτικά πλού σιος γιατί ςεϊ ιό ξημέρωμα τής κάθε καινούρια»; μέρας πού. μέ ιό ψώς ιη»;. ιού ξαναπροοφέρει τό θησαυρό τού κόομου. —1ίοιά είναι ή φιλοδοξία του; λίά, νά γίνει '0 τζίτζικας πού έπεισε χιλιάδες άλλους. Ο άνθρωπος μπορεί νά γεννιέται κλαίγονιας, άλλα πρέπει νά ζεΐ καί νά πεθαίνει τραγουδώντας, οάν τά διάφανα ξερά τςιτξίκκι ιιοΰ βρίσκαμε, αίαν είμαστε παιδιά, άγκτοτρωμένα π ιούς φλοιούς τών
δέντρων. Κι άττορούσαρε! ΓΙόσο άπορούοαμε. ’Ό χ ι γιατί πέθαναν. Μά γιατί μένανε άγκιστρωμένα ιιά\’(ιι ατούς κορμούς. Καί πεθαμένα μας έπειθαν.
90
'Η βρύση τον Μανρογένη 'Ωραία! Ν’ άγαπήοουμε τή ζωή γιά τή ζωή. Νά λουατοϋμε οτό φως, νά προσκυνήσουμε τήν άλήθεια, «έμβαθύνοντας στο ’Ασήμαντο», ν’ άρνηθοϋμε τό θάνατο των πολέμων, νά σπείρουμε τήν ερημιά μας μέ τήν ομορφιά, άλλα μέ ποιό προο ρισμό; —ΙΊοιό είναι τό «νόμισμα τής ζωής» που αναζη τούσε ό Ποιητής; —Ό εαυτός μας. Είμαστε τό δώρο μας. Μέ άjιέιρητές πόρτες καί παράθυρα ιΐς αισθήσεις μας, άπ’ οπού χωρά να τρυπώσει καί νά μάς κατοική σει τό θαΰμα τοΰ κόσμου. Απέραντος ό θησαυρός πού έχουμε ν’ άγαπήοουμε, μετά καί μαζί μέ τόν εαυτό μας. Αυτό τό θαύμα θά συντηρήσει καί θά άνανεώοει ό καθένας μας. «Εντολή σου, είπε, αύτός ό κόσμος καί γραμμένος μές στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε καί προσπάθησε 01
καί πολέμησε·· είπε ··'() καθεί; καί τα όπλα του» είπε Εντολή υου: με τή γέννησή οου γίνεσαι ή επιταγή τής ζωής προς έξαργύρωση. Κανείς δέν άπορίπτειαι. Ό καθένας έχει καί κάτι νά προσ φέρει : άπό μια χούφτα νερό ώς τόν ύμνο τής λευτεριάς, όλα ανακουφίζουν, πλουταίνουν κι α νανεώνουν τόν ’Άλλον. Τίποτα δέν πετιέται στη ζωή. Σ ’ όλες σου τις πράξεις άγάπης για τή ζωή, βρίσκει πάντα το μερτικό του ό συνάνθρωπός σου. Παράξενο! Ή απάντηση αύτή βρίσκεται στή μέση ιού έργου. "Οταν, δηλαδή, ό αγώνας έχει άποφασιοτεϊ: ό φαντάρος έχει νικήσει καί ό άν θρωπος έχει ήττηθεί. Φαίνεται, καθαρά, πώς ό Ποιητής περνάει άπό ιή δοκιμασία τής μεγάλης όδύνης καί τής προ δοσίας οτήν ώριμότητα. Λέν μ π ο ρ ώ ,
ή άγχόνη τά δέντρα μου έςουθένωσε και τά μάτια μαυρίζουν. Λίν άντέχιο
τα σταυροδρόμια πού ήξερα έγιναν άδιέξοδα. Σελδζοΰκοι ροπαλοψόροι καραδοκοϋν. Χαγάνοι όρνεοκέφαλοι βυσσοδομοΰν. Σκυλοκοΐτες καί νεκρόσιτοι κι έρεβομανεΐς κοπροκρατοΰν τδ μέλλον. καί
92
"Οπου καί νά σάς βρίσκει ιό κακό, άδελφοί, όπου καί νά θολώνει ό νους σας, 'Όπου, φωνάζω, καί νά βρίσκεστε, άδελφοί, όπου καί νά πατεΐ τδ πόδι σας, ανοίξετε pta βρύση, τή δική σας βρύση τού Μαυρογ,ένη. Αυτό είναι λες. Τό βρήκα. Ή βρύση τοΰ Μαυρογένη θά ’ναι κάποιο συμβολικό μήνυμα ξεοηκω]ιοΰ.......... "Ανοιξα ίοτορίες, συλλογές λαϊκών ποιημάτων, λεξικά, έτρεξα δεξιά κι αριστερά, βέβαιη πώς θ' άνακαλύψω τό κίνημα τής άνταροίας πού ’κάνε σύμβολο τή βρύση τοΰ Μαυρογένη. Μάταια. Οί Μαυρογένηδει; είναι, κατά ιούς ιστορικούς, μια οι κογένεια παλιό που οί ρίζες ι ης κρατούν άπό τούς Ενετούς, ίσως, κι άπλώνουνιαι άαό Μύκονο σέ Κρήιη, έπί δυο αιώνες 1700—1900. ’Από ήγεμόνες τής Μολδαβίας μέχρι άγωνιστές στους άπελευθερωπκούς άγώνες τής Κρήτης. Σ ’ ένα χωριό, τό Βαμβακόπουλο, λίγο έξω άπό τό Χανιά, φύτεψε ή από τούς Λάκκους γενιά, ένα πλάτανο, πού έπέζηοε, γνωστός ώς ό πλάτανος τοΰ Μαυρογένη. ’Αλ λά για βρύση, ιίποτα. Βέβαια για να ί>πάρχει ιιλάιανος θά ύιιυρχπ κι άφθονο νερά, καί ε ί ν α ι γε γονός πώς ιό ι έ ο ο ε ι χ ι ι ι ι ι λ η κ ά ρ ι ο ιηι; ΐ ΜΚογένεκκ;
πού φύτεψε τόν πλάτανο, σκοτώθηκαν δλα μαξί στην 'Αγυιά Κυδωνιάς, στά 1828. Άλλα γεγονός πού νά δένει τό συμβολισμό ιού Έλύτη μέ τήν βρύση δεν βρήκα στα χαρτιά. Πήγα τότε οέ μια γριά Χανιώπσα, πολύ γριά, μέ μυαλό καί μνήμη πεντακάθαρα, πού τής εύχηθή κάμε στα γενέθλια των 98 χρόνων της, νά φτάσει ιά 200 καί μας απάντησε: —Μά νά ζεΐτε θέλει σείς παιδιά μου νά μέ δείτε; —Πές μου, γιαγιά, την παρακάλεσα, ήξερες έού ιή βρύση τού Μαυρογένη; —’Ή . πού δεν την ήξερα παιδί μου! —Πες μου, λοιπόν, γιαγιά τί ιστορία έχει ή βρύση; —'Ιστορία; —Ναί. Σάν τί έχει γίνει εκεί; Γιατί τή γρά ψουνε οτά χαρτιά; —Τί ίσιορία νά ’χει παιδί μου μια βρύση; Δέ ψιάνει ιιού χρόνια καί χρόνια ξεδίψασε τούς στραιοκόιιους. ιιόιιοε ιά ξώα, ιά κοπάδια. Τί άλλη ίσιορίιι νά χει μιά βρύση; Τή δουλειά της έκανε.
« Ο καθείς καί τά δπλα του» λέει ό Έλύτης. Από τόν Μαυρογένη ως τόν Σολωμό καί τόν Παπαδιαμάντη καί τόν Έλύτη, λέω γώ, δλων των άν94
ϋμώπων ή καλοπροαίρετη πμοοφορά μπορεί νά δώσει τεράστια άνακούφιση. "Οση σημασία εχει για ιόν κουρασμένο στρατοκόπο μιά βρύση μέ δρο σερό νερό, στο καταμεσήμερο, Ιναλο το νερό καί πέτρινο τό χέρι του μεσημεριού πού κρατεί τόν ήλιο στήν ανοιχτή παλάμη του. Δροσερός ό κρουνός θ’ άγαλλιάσι». Έ λαλιά πού δέν ξέρει άπό ψέμα μεγαλόφωνα τό νοΰ μου ν’ απαγγείλει, ευανάγνωστα νά γίνουν τά σιυθικά μου Δέν μπορώ... Ί όση δύναμη ξαναπαίρνεις κι άιιο ιόν αύθενιικο ποιητή σε στιγμές πού όλο έχουν χαθεί. "Οπου καί νά σάς ύρίσκει τό κακό, αδελφοί, όπου καί νά θολώνει ό νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό καί μνημονεύετε Αλέξανδρο ΙΙαπαοιχμάντη.
Ο λα περνούν, φτάνει νά κρατηθούμε σιο σύ νορο ιίμ; άιιόγνΐι>οη<;. Παντού ένα άνθρώπινο χέρι απλωμένο έχει σκαλίσει στήν πέιρα ή στό χρόνο ιήν πηγή πού θά μας άναντρανίσει. Καμιά σας πμάί,η δέν χόνειαι «όδελιμοί», γι’ αύΐο
ανοίξετε, άδελφοί, ;αά βρύση άνοίξετε, τή δική σας βρύση τού Μαυρογενη! Φωνάζω.
Ή όμιλία αύτή έγινε στις 25 τοϋ Γενάρη καί έπαναλήφθηκε στίς 14 τοϋ Φλεβάρη 1971 στο Θέατρο Κάβα τοΰ Χατζίσκου, προσφορά στήν έπέτειο τ ω ν γενεθλίων τοΰ Π οι ητή, πού γεννήθηκε στά 1911.