ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ
Hλέκτρα Λευκός Άγγελος ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΩΝΑ
Το Δάγκωμα του Φιδιού ΔΑΝΑΗ ΔΑΒΑΡΗ
Γόρδιος Δεσμός ΣΑΒΒΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Ονειροψιθυριστές ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΣΠΑΛΑ
Καρούζο ο Βουτηχτής ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Οι Κληρονόμοι
ΒΙΚΥ ΣΤΟΥΦΗ
Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος: Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ Συγγραφέας: ΒΙΚΥ ΣΤΟΥΦΗ Copyright © Βίκυ Στουφή Copyright © 2009: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14- 1970-1
Στους πολυαγαπημένους μου Γιάννη και Κέλλυ που μεγαλώνοντας μαζί τους διδάχτηκα πολλά.
1
Αγγλία, Μάιος 1570
Η μεσόκοπη γυναίκα σταμάτησε να τρέχει και κοίταξε γύρω της αναποφάσιστη. Τα πόδια της έτρεμαν από την εξάντληση και η αναπνοή της έβγαινε βαριά και σφυριχτή. Το κορμί της έκαιγε σαν να είχε πυρετό, έπειτα από τόσες ώρες ξέφρενου τρεχαλητού, και η καρδιά της βροντοχτυπούσε στο στήθος, το οποίο ανεβοκατέβαινε με γρήγορο ρυθμό, για να γεμίσουν αέρα τα πνευμόνια της, που κόντευαν να εκραγούν. Ήταν λουσμένη στον ιδρώτα και κάπου στην πορεία είχε χάσει το σκουφάκι της. Θυμόταν ανάερα ότι είχε σκαλώσει στο κλαδί ενός δέντρου, μα δε στάθηκε να το μαζέψει. Τα μακριά γκρίζα μαλλιά της κρέμονταν βαριά και βρόμικα στην πλάτη, ενώ μερικές τούφες είχαν κολλήσει πάνω στο αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο· οι ξεφτισμένες άκρες τους έμοιαζαν με διχαλωτές γλώσσες φιδιών, που έγλειφαν τα ρυτιδιασμένα μάγουλα. Το βλέμμα της περιφερόταν αδιάκοπα τριγύρω, θολό κι αγριεμένο, σαν του παγιδευμένου αγριμιού που, στριμωγμένο στη γωνιά του, νιώθει ήδη τους διώκτες του να πλησιάζουν. Το ελαφρό, δροσερό αεράκι που φυσούσε από τα βουνά την έκανε να ανατριχιάσει και σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει οπωσδήποτε ένα μέρος για να περάσει το βράδυ. Σύντομα θα σκοτείνιαζε, κι απόψε η νύχτα προμηνυόταν κατάμαυρη, χωρίς φεγγάρι. Θα ήταν μεγάλη
απρονοησία εκ μέρους της να συνεχίσει να περιφέρεται στις ερημιές, σε έναν τόπο άγνωστο και κακοτράχαλο, με τον κίνδυνο να παραφυλάει σε κάθε της βήμα. Ξαφνικά, τα μάτια της άστραψαν θριαμβευτικά και από το λαρύγγι της ξέφυγε ένα μικρό γρύλισμα ικανοποίησης. Αυτό που είχε δει και την είχε χαροποιήσει ιδιαίτερα ήταν το σκοτεινό άνοιγμα μιας σπηλιάς σε ένα πλάτωμα λίγο ψηλότερα από το σημείο όπου στεκόταν. Της δημιουργήθηκε, μάλιστα, η ψευδαίσθηση πως το ορθάνοιχτο στόμιο τής ψιθύριζε λόγια παρηγοριάς και πως το μαραμένο δεντράκι που έστεκε ακοίμητος φρουρός στην είσοδο τής έγνεφε φιλικά προς το μέρος του. Έσφιξε τον μπόγο που κρατούσε στην αγκαλιά της και άρχισε να σκαρφαλώνει στα βράχια με γρήγορα, αποφασιστικά βήματα. Μπήκε στη σπηλιά και έριξε μια εξεταστική ματιά στο εσωτερικό της. Ήταν μικρή και τα αγρίμια του δάσους την είχαν προσπεράσει περιφρονητικά, ψάχνοντας για μεγαλύτερο και πιο άνετο καταφύγιο. Η γυναίκα απίθωσε προσεκτικά τον μπόγο της σε μια γωνιά και βγήκε πάλι έξω. Μάζεψε όσα ξερόκλαδα βρήκε τριγύρω και τα έστησε αριστοτεχνικά στο άνοιγμα της σπηλιάς, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να την κρύψει από τα επίβουλα βλέμματα. Μετά σκέφτηκε πως αυτό το μέτρο ήταν ίσως περιττό, γιατί οι άντρες που την κυνηγούσαν θα έπρεπε να σταματήσουν κάπου, όπως κι εκείνη, για να περάσουν τη νύχτα. Πιο ήσυχη τώρα, σύρθηκε κοντά στο πολύτιμο φορτίο που κουβαλούσε και παραμέρισε την κουβέρτα που το σκέπαζε. Βλέποντας το περιεχόμενο, το βλέμμα της γλύκανε και μια ανείπωτη τρυφερότητα φάνηκε στα μάτια της. Το μωρό κοιμόταν ακόμα, αλλά σύντομα θα ξυπνούσε απαιτώντας το επόμενο γεύμα του. Έβγαλε από το ταγάρι της ένα μπουκάλι γάλα και στη θέα του η απόγνωση φώλιασε πάλι στην ψυχή της. Ήταν σχεδόν άδειο· αύριο έπρεπε οπωσδήποτε να βρει φρέσκο γάλα για τη μικρή.
Ακούμπησε την καταπονημένη πλάτη της στο κρύο τοίχωμα της σπηλιάς και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό της με το μανίκι της μπλούζας της. Δεν είχε ιδέα πού την είχε οδηγήσει το ξέφρενο τρεχαλητό της. Το επόμενο χωριό μπορούσε να βρίσκεται δίπλα της ή πολλά χιλιόμετρα μακριά. Πάνω στον πανικό της δεν έβλεπε πού πήγαινε, το μόνο που την ένοιαζε ήταν να φύγει μακριά από το χωριό της και από αυτούς που την είχαν πάρει στο κατόπι σαν θήραμα. Τώρα μετάνιωνε που δεν ακολούθησε κάποια γνωστή διαδρομή, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Έβγαλε από την τσέπη της ένα ξερό κομμάτι κρέατος και άρχισε να το μασουλάει μηχανικά. Ήταν απαραίτητο να ανακτήσει τις δυνάμεις της αν ήθελε να συνεχίσει την αφηνιασμένη πορεία της και την επόμενη μέρα. Όταν ορκιζόταν στην ετοιμοθάνατη μάνα του μωρού ότι θα το προστάτευε με τη ζωή της, το εννοούσε απόλυτα. Τώρα καταλάβαινε ότι δεν απείχε και πολύ αυτή η στιγμή, αλλά σε τι θα ωφελούσε η αυτοθυσία της; Ένας νεκρός δεν μπορεί να προσφέρει και πολλά πράγματα. Το μυαλό της ταξίδεψε μερικούς μήνες πίσω, τη μέρα που κράτησε το μωρό για πρώτη φορά στα χέρια της. Ήταν παρούσα στο θαύμα της γέννησής του, αφού στην ουσία η ίδια το είχε ξεγεννήσει. Η μητέρα του, μια φτωχή χωριατοπούλα που είχε την τύχη ή την ατυχία να το φέρει στη ζωή –ανάλογα από ποια σκοπιά το έβλεπε κανείς–, δεν άντεξε την ταλαιπωρία της γέννας και πέθανε αμέσως μετά. Εκείνη άρπαξε το νεογέννητο κοριτσάκι κι έφυγε αλαφιασμένη, αναζητώντας κάποιο σίγουρο μέρος για να κρύψει το θησαυρό της. Βρήκε ένα ασήμαντο χωριό, χαμένο στα βουνά, και πίστεψε, η ανόητη, πως θα την προστάτευε για πάντα το πέπλο της ανωνυμίας. Έτσι, τουλάχιστον, νόμιζε μέχρι σήμερα το πρωί. Ίσως γι’ αυτό αιφνιδιάστηκε και αντέδρασε σπασμωδικά.
Τους πρώτους μήνες παραμονής της στο χωριό βρισκόταν πάντα σε επιφυλακή. Τέντωνε ανήσυχη τα αφτιά στον παραμικρό ύποπτο θόρυβο και είχε καταστρώσει με λεπτομέρεια το σχέδιο διαφυγής, σε περίπτωση που ανακάλυπταν την κρυψώνα της. Πολλές φορές καθόταν με τις ώρες στο λόφο και σάρωνε με το βλέμμα τον ορίζοντα, αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός και τίποτα δε συνέβαινε, η προσοχή της χαλάρωσε. Άρχισε να απολαμβάνει τη γαλήνη που της χάριζε η καινούρια της ζωή και βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην καθημερινότητα. Ολόκληρος ο κόσμος της περιστρεφόταν γύρω από τη μικρή Ελοΐζ, που μεγάλωνε μέρα τη μέρα και γινόταν όλο και πιο όμορφη, όλο και πιο δυνατή. Καμάρωνε για το μωρό σαν να ήταν δικό της και έφτασε να το λατρεύει με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Το έπαιρνε πάντα μαζί της και δεν το άφηνε λεπτό από τα μάτια της. Ακόμα κι όταν δούλευε στα χωράφια για να εξοικονομεί τα προς το ζην, η Ελοΐζ ήταν δεμένη στην πλάτη της, σαν να αποτελούσε φυσική προέκταση του κορμιού της. Οι γειτόνισσές της είχαν προσφερθεί αρκετές φορές να κρατήσουν το παιδί, ώστε να μπορεί να κάνει ελεύθερα τις δουλειές της, αλλά εκείνη αρνιόταν πεισματικά τη βοήθειά τους. Στο τέλος βαρέθηκαν και την άφησαν στην ησυχία της. Οι αγαθές γυναίκες, όπως εξάλλου και όλοι στο χωριό, πίστευαν ότι η Ελοΐζ ήταν εγγονή της και έβρισκαν κάπως υπερβολικές τις εκδηλώσεις αγάπης της γιαγιάς. Αν ήξεραν, όμως, την αλήθεια και τα γεγονότα που είχαν σημαδέψει τη ζωή της νεοφερμένης, τότε ίσως τη δικαιολογούσαν.
Η Μάριον, όπως ονομαζόταν αυτή η γυναίκα, ήταν τελείως μόνη στον κόσμο μέχρι τη στιγμή που ο δρόμος της διασταυρώθηκε με της Ελοΐζ. Κάποτε είχε ερωτευτεί με όλο το πάθος της νεανικής της καρδιάς, αλλά εκείνος ο έρωτας δεν έμελλε να έχει αίσιο τέλος. Ο περιπλανώμενος τροβαδούρος που την είχε μαγέψει με τη γλυκιά φω-
νή και τα υπέροχα τραγούδια του δε συμπεριλαμβανόταν στα σχέδια του πατέρα της, που προσδοκούσε μια καλύτερη τύχη για τη θυγατέρα του. Έτσι, οι δύο νέοι αποφάσισαν να κλεφτούν, κι ένα βράδυ έφυγαν από το χωριό γεμάτοι όνειρα για την κοινή τους ζωή. Όταν το έμαθε ο πατέρας της, πείσμωσε και ρίχτηκε στο κατόπι τους με πρωτοφανή μανία, σέρνοντας μαζί του πέντε έξι άντρες που διψούσαν για περιπέτεια και αίμα. Βρήκαν το ζευγάρι και σκότωσαν τον τροβαδούρο, αφού πρώτα τον βασάνισαν και τον εξευτέλισαν. Η Μάριον αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρική εστία περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή. Όμως τα πράγματα δε σταμάτησαν εκεί. Ο τροβαδούρος είχε προλάβει να σπείρει το σπόρο του στη μήτρα της και τα σημάδια της εγκυμοσύνης δεν άργησαν να φανούν. Ο πατέρας της έγινε έξαλλος και την ξυλοκόπησε άγρια, με αποτέλεσμα εκείνη να χάσει το μωρό και παραλίγο τη ζωή της. Χάρη στις φροντίδες της μητέρας της, μιας άβουλης και πειθήνιας γυναικούλας, κατάφερε να σταθεί και πάλι στα πόδια της έπειτα από ένα μήνα. Μια μέρα, εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της, έκανε το μόνο πράγμα που της απέμενε να κάνει: μάζεψε τα ρούχα της σε ένα μπογαλάκι κι έφυγε από το σπίτι. Η μητέρα της δεν προσπάθησε να τη σταματήσει, την κοίταζε απλώς που ξεμάκραινε, και μόνο όταν χάθηκε από το οπτικό της πεδίο ένιωσε στην καρδιά της τα πρώτα σκιρτήματα ανησυχίας. Δεν ήταν, όμως, σίγουρη αν αυτά οφείλονταν στο ότι δε θα ξανάβλεπε την κόρη της ή στο φόβο για τον άντραεξουσιαστή, που γυρίζοντας θα έβρισκε την οικογένειά του λειψή. Η καρδιά της Μάριον δε γιατρεύτηκε ποτέ. Έβλεπε τις μέρες να περνούν μονότονα, όπως μονότονα περνούσε πια η ζωή της. Προτού το καταλάβει, τα νιάτα της έσβησαν και η ομορφιά της μαράθηκε. Όταν αντίκρισε την πρώτη ρυτίδα στο πρόσωπό της, κάτι σπαρτάρησε μέσα της και αποφάσισε, έστω και καθυστερημένα, πως ήταν καιρός να βγει από το καβούκι στο οποίο είχε κλειστεί με το μακροχρόνιο πένθος της.
Άρχισε να ενδιαφέρεται για τα δρώμενα του χωριού όπου είχε καταφύγει και βοηθούσε τους συντοπίτες της σε κάθε ευκαιρία. Η μέχρι πρότινος αποξενωμένη μεγαλοκοπέλα επιζητούσε πλέον τη συντροφιά των άλλων γυναικών και μέσα από τις συζητήσεις τους έπαιρνε μια ιδέα της ζωής που αμέλησε να γευτεί. Συνειδητοποίησε ότι είχε εξιδανικεύσει τον έρωτα στον υπέρτατο βαθμό, χωρίς να υπολογίσει τον παράγοντα της ρουτίνας και του μόχθου για την επιβίωση. Για πρώτη φορά αναρωτήθηκε αν ο τροβαδούρος της θα συνέχιζε να είναι ο γλυκός και τρυφερός άντρας που είχε γνωρίσει όταν θα την αντίκριζε αναμαλλιασμένη και κουρασμένη από τις συνεχείς φροντίδες του νοικοκυριού, έχοντας πέντε έξι απαιτητικά κουτσούβελα να γυροφέρνουν στα πόδια της. Με τα μάτια της φαντασίας της έβλεπε τα κατάλευκα, περιποιημένα χέρια του να χαϊδεύουν σχεδόν ερωτικά τις χορδές της κιθάρας και χαμογελούσε πικρά καθώς τα συνέκρινε με τα τραχιά, δουλεμένα χέρια των αντρών του χωριού, που μοχθούσαν καθημερινά για το ψωμί της οικογένειάς τους. Μάλλον ο πρόσκαιρος εραστής της δε θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του – ίσως, μάλιστα, προσπαθούσε να δραπετεύσει από τη φυλακή του. Ο ίδιος παραδεχόταν πως η μονιμότητα τον τρόμαζε και πως δεν μπορούσε να ριζώσει σε ένα μέρος για πολύ. Ήθελε να πετάει ελεύθερος σαν πουλί, κατά πως φυσάει ο άνεμος. Κάποια στιγμή το ενδιαφέρον της Μάριον στράφηκε προς τις εγκυμονούσες κι έπειτα από λίγο καιρό εξελίχθηκε στην καλύτερη μαμή όλης της περιοχής. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να ικανοποιήσει εκείνο το στερημένο κομμάτι του εαυτού της που προστάζει τις γυναίκες να εκπληρώσουν το καθήκον τους προς τη φύση και να γίνουν μητέρες. Συχνά την ξυπνούσαν τη νύχτα, και η Μάριον έτρεχε μέσα στο κρύο ή στη ζέστη για να βοηθήσει αγόγγυστα όποια είχε την ανάγκη της. Κι εκεί, ανάμεσα στα κορμιά που συστρέφονταν ιδρωμένα από
τις ωδίνες του τοκετού, ανάμεσα στα αίματα και τα κλάματα που συνοδεύουν την έλευση κάθε νέας ζωής στον κόσμο, άκουσε για πρώτη φορά να γίνεται λόγος για την προφητεία. Στην αρχή, οι υπόλοιπες γυναίκες που παραστέκονταν στην ετοιμόγεννη δεν ξανοίγονταν εύκολα μπροστά της και ψιθύριζαν στα μουλωχτά μεταξύ τους, αφήνοντας να αιωρούνται στον αέρα σκόρπιες κουβέντες δίχως νόημα. Εξέταζαν με προσοχή κάθε νεογέννητο, και η Μάριον δεν άργησε να καταλάβει ότι το ενδιαφέρον τους μονοπωλούσαν όσα παιδιά ήταν γένους θηλυκού. Αλλά φαίνεται πως, εκτός από τις γυναίκες, γνώστες του μυστικού ήταν και οι άντρες. Το διέκρινε στα απογοητευμένα πρόσωπά τους κάθε φορά που οι γυναίκες έγνεφαν αρνητικά μετά τη γέννηση κάποιου κοριτσιού. Πέρασε καιρός μέχρι να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και να της φανερώσουν τι κρυβόταν πίσω από αυτή τη μυστικοπάθεια. Έμαθε, λοιπόν, πως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου και πως σύντομα θα έκανε την εμφάνισή του στον κόσμο ένα κορίτσι, ένα χαρισματικό πλάσμα, που θα είχε στο κορμί του το ανεξίτηλο σημάδι της μοναδικότητάς του. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξεραν πότε και πού ακριβώς θα συνέβαινε αυτό, γι’ αυτό έλεγχαν όλα τα νεογέννητα κορίτσια. Η παράδοση ήθελε να γεννιέται αυτό το παιδί στην ίδια οικογένεια κάθε οχτώ γενιές, αλλά καθώς οι μετακινήσεις των οικογενειών ήταν συχνές και το γενεαλογικό δέντρο του καθενός χανόταν στα βάθη του χρόνου, οι γνώμες αναπόφευκτα διχάζονταν όσον αφορά την πραγματική ταυτότητα της μητέρας. Η Μάριον δεν έδινε σημασία στις φήμες, μέχρι τη μέρα που γεννήθηκε η Ελοΐζ.
Κάποιο χειμωνιάτικο σούρουπο γύριζε βιαστική στο σπίτι της, περπατώντας κόντρα στο παγωμένο ανεμόβροχο και κρατώντας σφιχτά την κάπα της στο ύψος του λαιμού. Για να κόψει δρόμο, μπήκε στο
μικρό δάσος που εκτεινόταν έξω από το χωριό και λίγο πριν φτάσει στα τελευταία δέντρα σταμάτησε ξαφνιασμένη κι έστησε αφτί για να αφουγκραστεί καλύτερα. Μέσα από το θρηνητικό βουητό του αέρα είχε ξεχωρίσει κάποιον άλλο, γνώριμο ήχο, τις κραυγές μιας γυναίκας που υπέφερε πολύ. Οι κραυγές πόνου έφταναν αμυδρά μέχρι το σημείο όπου είχε σταθεί και η Μάριον κοίταξε γύρω της αναστατωμένη, προσπαθώντας να καταλάβει από πού έρχονταν. Όταν τελικά σιγουρεύτηκε, άρχισε να τρέχει προς το ξέφωτο στα δεξιά της και σύντομα βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα που της έκοψε την ανάσα. Πεσμένη κατάχαμα, μέσα στις λάσπες, και με την πλάτη της να στηρίζεται στο χοντρό κορμό ενός δέντρου, βρισκόταν μια νέα. Τα λιγοστά φύλλα του δέντρου δεν της πρόσφεραν καμία προστασία από τη βροχή και ήταν μούσκεμα. Είχε τα πόδια ανοιχτά και από τα σκέλια της έρρεε ασταμάτητα αίμα, σχηματίζοντας μια απαίσια κατακόκκινη λίμνη μπροστά της. Η φουσκωμένη κοιλιά της φαινόταν τεράστια σε σύγκριση με το αδύνατο κορμί της. Η Μάριον έτρεξε προς το μέρος της ταραγμένη και γονάτισε δίπλα της, γεμίζοντας την κάπα της με λάσπες. Έβγαλε από την τσέπη της ένα μαντίλι και, παραμερίζοντας τα μαλλιά της κοπέλας που έπεφταν στο πρόσωπό της σαν βρεγμένη κουρτίνα, σκούπισε τρυφερά το παγωμένο της μέτωπο, που γυάλιζε από τον ιδρώτα και τη βροχή. Μόνο τότε την αναγνώρισε. Ήταν από το διπλανό χωριό κι έμενε μόνη της σε μια φτωχική καλύβα. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί πριν από τρεις μήνες, κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού. Η Μάριον δεν ήξερε καν το όνομά της. Η κοπέλα άνοιξε με κόπο τα μάτια, που φαίνονταν τεράστια πάνω στα λεπτά χαρακτηριστικά της, και ψέλλισε αχνά, κάνοντας μια προσπάθεια να χαμογελάσει: «Σ’ εσένα ερχόμουν...»
Η Μάριον ψηλάφισε την κοιλιά της ετοιμόγεννης με τα έμπειρα χέρια της κι ένιωσε να την πλημμυρίζει ένα κύμα ανησυχίας. Το μωρό ερχόταν ανάποδα και η κοπέλα ήταν ήδη πολύ εξαντλημένη. Κοίταξε γύρω της, μην τυχόν και δει κάποιον περαστικό που θα είχε την καλοσύνη να της προσφέρει τη βοήθειά του. Ήταν, όμως, αργά· είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Το κρύο περόνιαζε τα κόκαλα και όλοι είχαν κλειστεί από νωρίς στα κονάκια τους, αμπαρώνοντας τις πόρτες για να κρατήσουν έξω τον παγωμένο βοριά. «Εδώ δεν μπορώ να σου προσφέρω και πολλά πράγματα», είπε αποφασιστικά. «Πρέπει να πάμε στο σπίτι μου. Ευτυχώς δεν είναι πολύ μακριά...» Έπιασε την κοπέλα από τις μασχάλες και τη σήκωσε όρθια με μεγάλη δυσκολία. Εκείνη μούγκρισε από τον πόνο και ένας καινούριος ποταμός αίματος ξεχύθηκε από τα σωθικά της, βάφοντας τα πόδια της. «Θεέ μου, γιατί πονάω τόσο πολύ; Είναι φυσιολογικό αυτό;» ψιθύρισε, ενώ έγερνε με εμπιστοσύνη το κεφάλι στον ώμο της Μάριον. «Φυσικά!» απάντησε ψέματα η μαμή. «Η γέννηση ενός ανθρώπου δεν είναι εύκολη υπόθεση, ξέρεις». Πήραν το δρόμο τους αργά και κοπιαστικά. Η κοπέλα έσερνε με δυσκολία τα βήματά της, αφήνοντας πίσω της ένα κόκκινο ίχνος, που γρήγορα άλλαζε χρώμα και γινόταν ροζ, καθώς ξεπλενόταν από τη βροχή. Χρειάστηκαν μισή, εφιαλτική ώρα μέχρι να φτάσουν στο φτωχικό της Μάριον, που ευτυχώς ήταν από τα πρώτα σπίτια του χωριού. Κανείς δεν είδε τις δύο γυναίκες να έρχονται, ήταν λες και το χωριό είχε εγκαταλειφθεί ξαφνικά από τους κατοίκους του. Η Μάριον ξάπλωσε την κοπέλα στο κρεβάτι της και άρχισε να ετοιμάζεται για τον τοκετό. Πρώτα άναψε το τζάκι κι έβαλε τη χύτρα με το νερό να βράσει και μετά μάζεψε γύρω της όσα καθαρά πανιά μπόρεσε να βρει.
Ενώ έκανε τις δουλειές της, το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. Μέχρι τώρα είχε αντιμετωπίσει αρκετές δύσκολες περιπτώσεις, αλλά πρώτη φορά τής τύχαινε κάτι τέτοιο. Είχε ακούσει ότι μερικές φορές το μαχαίρι βοηθούσε –μάλιστα επιβαλλόταν–, αλλά η Μάριον φοβόταν να καταφύγει σε αυτή τη δραστική λύση. «Βλέποντας και κάνοντας...» μουρμούρισε, προσπαθώντας να δώσει στον εαυτό της κουράγιο. Ανασκουμπώθηκε και, πιάνοντας την καυτή χύτρα από το χερούλι με ένα πανί, πλησίασε στο κρεβάτι. Εδώ και λίγη ώρα η κοπέλα ήταν ήσυχη, και η Μάριον τώρα κατάλαβε το λόγο: είχε λιποθυμήσει και η αφύσικη χλομάδα του προσώπου της θύμιζε περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή. Τα στρωσίδια είχαν μουλιάσει από το αίμα και η Μάριον αναρωτήθηκε ασυναίσθητα πώς ήταν δυνατό ένας τόσο μικροκαμωμένος άνθρωπος να έχει τόσο πολύ αίμα στις φλέβες του. Προσπάθησε να τη συνεφέρει, πότε βρέχοντας το μέτωπό της με κρύο νερό και πότε δίνοντάς της απαλά χαστουκάκια, αλλά εκείνη δεν εννοούσε να ανοίξει τα μάτια, παρέπαιε ήδη μεταξύ ζωής και θανάτου. Η Μάριον κάθισε απογοητευμένη στην άκρη του κρεβατιού και έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες της. Είχε μπροστά της δύο ανήμπορα πλάσματα, μια μάνα και ένα μωρό που ετοιμαζόταν να βγει στον κόσμο, κι ένιωθε υπεύθυνη για τη ζωή τους. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, όμως, ήταν αδύνατο να σώσει και τις δύο ψυχές. Τουλάχιστον μπορούσε να σώσει το μωρό, αλλά έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, γιατί τα περιθώρια στένευαν επικίνδυνα και για εκείνο. Αναστενάζοντας, σηκώθηκε και πήγε μέχρι το ντουλάπι όπου φύλαγε τα κουζινικά. Πήρε ένα μεγάλο, καλοακονισμένο μαχαίρι και, αφού το πύρωσε για κάμποσα λεπτά στο τζάκι, γύρισε στο κρεβάτι και στάθηκε πάνω από την ακίνητη κοπέλα. Μουρμούρισε πρώτα μια προσευχή και μετά τράβηξε με μια αποφασιστική κίνηση τα φορέματα της ετοιμόγεννης πάνω από τη μέ-
ση. Ψηλάφισε την κοιλιά της και, τρέμοντας από φόβο μην τυχόν και τραυματίσει το μωρό, έκανε μια μάλλον άγαρμπη, μεγάλη τομή. Ο πόνος πρέπει να ήταν ανυπόφορος, γιατί το πρόσωπο της κοπέλας συσπάστηκε απότομα και τα πόδια της κλότσησαν άγρια. Η Μάριον είχε την προνοητικότητα να τη δέσει πριν συνεχίσει τη δουλειά της. Όταν έκοψε τη μήτρα κι έβγαλε το μωρό ζωντανό, ένιωσε μια πρωτόγνωρη ανακούφιση και μαζί ικανοποίηση για τις χειρουργικές της ικανότητες. Η κοπέλα κειτόταν στο κρεβάτι ακίνητη, με την κοιλιά ανοιχτή, και η Μάριον σκέφτηκε λυπημένη ότι κανένας άνθρωπος δεν άξιζε να πάει στον άλλο κόσμο πετσοκομμένος, σαν σφαχτάρι. Γι’ αυτό ακούμπησε κάπου πρόχειρα το νεογέννητο κι έστρεψε την προσοχή της ξανά στην κοπέλα. Την έραψε προσεκτικά και απολύμανε την πληγή με ρούμι, που το είχε γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Όταν τελείωσε, ένιωσε πως τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο. Κάθισε ξέπνοη σε μια καρέκλα και έριξε μια ματιά στο έργο της. Δεν τα είχε καταφέρει καθόλου άσχημα, κι αν αυτή η φουκαριάρα δεν είχε χάσει τόσο πολύ αίμα, θα είχε πολλές πιθανότητες να αναρρώσει φυσιολογικά. Κοίταξε μηχανικά το μωρό και, βλέποντας το μελανιασμένο προσωπάκι του, θυμήθηκε ξαφνικά ότι αυτό δεν είχε πάρει ακόμα την πρώτη του ανάσα, ούτε είχε ακουστεί το κλάμα του. Τινάχτηκε πάνω σαν νευρόσπαστο και το άρπαξε στα χέρια της. Το γύρισε ανάποδα και το χτύπησε στην πλάτη με τη γροθιά της, ίσως πιο δυνατά απ’ ό,τι χρειαζόταν. Εκείνο κουνήθηκε σπασμωδικά και από το στόμα του βγήκε μια στριγκλιά που θύμιζε περισσότερο κρώξιμο πουλιού. Για τη Μάριον, όμως, ήταν ο πιο μελωδικός ήχος του κόσμου εκείνη τη στιγμή. Ξέχασε μεμιάς την κούρασή της και καταπιάστηκε με τη φροντίδα του. Κουβάλησε ζεστό νερό σε μια λεκάνη και άρχισε να το καθαρίζει προσεκτικά από τα αίματα. Η κατάσταση της μητέρας δεν είχε επηρεάσει το νεογέννητο κο-
ριτσάκι, που έδειχνε να σφύζει από ζωή και υγεία. Φανερά ενοχλημένο από το καινούριο περιβάλλον, μακριά από την ασφάλεια και την απομόνωση που του παρείχε επί μήνες η μήτρα, εξέφραζε την έντονη δυσαρέσκειά του με το μόνο τρόπο που ήξερε: τινάζοντας χέρια και πόδια και κλαίγοντας γοερά. Η Μάριον χαμογελούσε, αλλά ξαφνικά το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της και το χέρι της έμεινε μετέωρο. Το βρεγμένο πανί που κρατούσε στάλαζε στη λεκάνη και για ένα ολόκληρο λεπτό ο ήχος αυτός ήταν ο μόνος που ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο. Δεν τολμούσε ούτε να ανασάνει. Είχε καρφώσει το βλέμμα σε ένα λευκό σημάδι που βρισκόταν καλά κρυμμένο στην εσωτερική πλευρά του μηρού της μικρής, κοντά στο εφηβαίο. Έμοιαζε περισσότερο με τριαντάφυλλο που είχε τα πέταλά του ανοιχτά. Ήταν τόσο τέλεια σχεδιασμένο, ώστε δεν μπορούσε να το αγνοήσει. «Αυτή είναι;» ακούστηκε να ρωτάει μια μισοσβησμένη φωνή, γεμάτη αγωνία. Η Μάριον συνήλθε και κοίταξε ξαφνιασμένη την κοπέλα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κειτόταν αναίσθητη στο κρεβάτι. Το γοερό κλάμα του παιδιού της φαίνεται πως είχε φτάσει μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής της και την είχε συγκλονίσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατάφερε να τη βγάλει προσωρινά από το λήθαργο του θανάτου. Είχε ανασηκωθεί ελαφρά και στηριζόταν με δυσκολία στους αγκώνες για να βλέπει καλύτερα. Ήταν φανερό, όμως, ότι κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κάνει έστω και αυτή τη μικρή κίνηση. «Το παιδί της προφητείας;» ρώτησε η Μάριον, νιώθοντας το στόμα της στεγνό. «Έχει το σημάδι, αν αυτό εννοείς...» Τύλιξε το μωρό σε μια κουβέρτα και το έδωσε στη μάνα του αμίλητη, αφού πρώτα έφτιαξε το μαξιλάρι και τη βοήθησε να σηκωθεί λίγο περισσότερο για να μπορέσει να το κρατήσει. «Το ήξερα... το φοβόμουν...» μουρμούρισε ξεψυχισμένα εκείνη, παίρνοντας την κόρη της αγκαλιά.
Κοίταξε το μωρό που κοιμόταν τώρα μακάρια και τα μάτια της βούρκωσαν. Δεν έτρεφε αυταπάτες για την κατάστασή της. Ο Θάνατος στεκόταν ήδη δίπλα της και την είχε αδράξει σφιχτά από το μπράτσο· σχεδόν ένιωθε τα γαμψά του νύχια να μπήγονται στη σάρκα της και να την πληγώνουν. Απλώς, σε μια κρίση μεγαλοψυχίας, εκείνος φαίνεται ότι αποφάσισε να της δώσει μια μικρή παράταση ζωής, ώστε να δει ποιος την έστελνε στον τάφο. Παρ’ όλα αυτά, η κοπέλα δεν έτρεφε μίσος για το πλάσμα που θα τη σκότωνε· αντίθετα, ένιωθε μόνο αγάπη. «Είναι υπέροχη!» ψιθύρισε συγκινημένη. Στα δακρυσμένα της μάτια διέκρινε κανείς την περηφάνια, ανάμεικτη με λύπη και φόβο για το αύριο, που δεν προμήνυε τίποτα καλό. Η κόρη της θα έμενε μόνη στον κόσμο, χωρίς να έχει εκείνη να την προστατεύει. Ξαφνικά, ανασήκωσε το κεφάλι και στύλωσε το βλέμμα της ικετευτικό πάνω στη Μάριον. «Δεν έχω κανέναν για να εμπιστευτώ το παιδί μου, παρά μόνο εσένα», της είπε. «Αν ανακαλύψουν ποια είναι, τότε καλύτερα να μην είχε γεννηθεί ποτέ». «Θα την προσέχω εγώ», της υποσχέθηκε αυθόρμητα η μαμή. Το θέαμα μιας ετοιμοθάνατης μητέρας που κρατούσε με δυσκολία στην αγκαλιά της το νεογέννητο παιδί της ήταν από μόνο του αρκετό για να συγκινήσει ακόμα και μια άσπλαχνη καρδιά. «Δε μου αρκεί αυτό», ψιθύρισε η κοπέλα. «Πρέπει να την πάρεις μακριά από εδώ. Φοβάμαι ότι ο λόρδος θα θελήσει να τη βλάψει...» Η Μάριον δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τι πράγμα μιλούσε η άλλη, γιατί δυστυχώς οι συντοπίτες της κρατούσαν το στόμα τους κλειστό και δεν είχαν επεκταθεί σε λεπτομέρειες. Την είχαν πληροφορήσει ότι το πολυπόθητο μωρό θα έφερε το σημάδι, αλλά δεν της είχαν εξηγήσει τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Ωστόσο είχε ακούσει πολ-
λά για την εξοχότητά του, το λόρδο, όπως ήταν γνωστός στο χωριό. Είχε υπό τις διαταγές του μια τεράστια περιοχή και θεωρούνταν από τους πλέον ισχυρούς ευγενείς της Αγγλίας. Είχε, επίσης, τη φήμη σκληρόκαρδου ανθρώπου, που κυβερνούσε με σιδερένια πυγμή, αλλά η Μάριον δεν καταλάβαινε γιατί θα έπρεπε να ενδιαφέρεται ένας τέτοιος παντοδύναμος άρχοντας για το μωρό μιας φτωχής χωρικής. Η κοπέλα κατανοούσε απόλυτα τους ενδοιασμούς της και της έγνεψε κουρασμένα να πλησιάσει. Για να την πείσει, έπρεπε να βρει τη δύναμη να της εξηγήσει. Η Μάριον έσκυψε το κεφάλι και ακούμπησε το αφτί κοντά στο στόμα της ετοιμοθάνατης, για να μπορέσει να ακούσει. Και όσο άκουγε, η έκφρασή της σιγά σιγά άλλαζε, το πιγούνι της κρέμασε και το πρόσωπό της γέμισε γωνίες. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, τότε το μωρό δεν έπρεπε να μείνει εκεί όπου όλοι περίμεναν τον ερχομό του και καιροφυλακτούσαν. Βρισκόταν, όμως, μπροστά σε ένα φοβερό δίλημμα: από τη μια ήθελε να βοηθήσει, επειδή συμπονούσε τη δύστυχη μάνα που έτρεμε για την τύχη του παιδιού της, και από την άλλη δεν ήθελε να αφήσει την καλοβολεμένη ζωούλα της στο χωριό, έστω κι αν οι συγχωριανοί της τη θεωρούσαν ακόμα ξένη έπειτα από τόσα χρόνια συμβίωσης. Αυτή η σκέψη την πίκρανε, αλλά τη βοήθησε συνάμα να πάρει τις αποφάσεις της. «Βασίσου πάνω μου. Σου υπόσχομαι ότι θα φύγω και θα την κρύψω εκεί όπου δε θα σκεφτεί κανείς να ψάξει. Ορκίζομαι ότι θα την προστατέψω ακόμα και με τη ζωή μου αν χρειαστεί». «Σ’ ευχαριστώ...» κατάφερε να ψελλίσει η κοπέλα. Το βλέμμα της καρφώθηκε με περισσή τρυφερότητα στο προσωπάκι της κόρης της, λες και ήταν η τελευταία εικόνα που ήθελε να πάρει μαζί της στο μακρινό ταξίδι. Ήσυχη πια, έκλεισε τα μάτια και, καθώς έφευγε η ύστατη πνοή από τα πνευμόνια της, πρόλαβε να χαϊδέψει με τον αντίχειρα το ροδαλό μάγουλο του μωρού της. Μετά τέντωσε σπασμωδικά τα πόδια κι έμεινε ακίνητη.
Η Μάριον τη θρήνησε για πολλή ώρα, σαν να ήταν δικός της άνθρωπος. Έπειτα βγήκε έξω και κάθισε στο βρεγμένο σκαλοπάτι της εξώπορτας για να σκεφτεί τι θα έκανε από εδώ και μπρος. Δεν πέρασε καν από το μυαλό της η σκέψη ότι μπορούσε να αθετήσει την υπόσχεσή της προς τη νεκρή και να συνεχίσει τη ζωή της σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Η μοίρα είχε φέρει στο δρόμο της αυτό το πλασματάκι για να το προστατέψει και ήταν ανώφελο να αψηφήσει τις προσταγές της. Άλλωστε, όπως κάθε γνωστικός άνθρωπος, έτσι κι εκείνη ήξερε πως η μοίρα –αργά ή γρήγορα– θα έβρισκε τρόπο να κάνει το δικό της. Ίσως θέλησε, μάλιστα, να την αποζημιώσει έτσι για το μωρό που έχασε κάποτε, φέρνοντας τούτο στη θέση του. Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα και τα αστέρια λαμπύριζαν στο βελούδινο σκοτεινό στερέωμα. Η γη ανέδιδε το πλούσιο άρωμά της κι αυτό έκανε τη Μάριον να ριγήσει σύγκορμη, καθώς συνειδητοποίησε ότι έπεφτε σ’ εκείνη το θλιβερό καθήκον να θάψει την άγνωστη κοπέλα. Πόσο παράξενο ήταν αλήθεια! Βρισκόταν μαζί της τόσες ώρες και δεν είχε μάθει τελικά το όνομά της... Σηκώθηκε και πήγε μέχρι τη μικρή αποθήκη που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Πήρε ένα φτυάρι και άρχισε να σκάβει ένα λάκκο στην άκρη του κήπου. Κάτω από άλλες συνθήκες δε θα ήθελε να έχει ένα πτώμα θαμμένο στην αυλή της, αλλά αυτό το γεγονός τώρα ήταν τελείως ασήμαντο, αφού θα έφευγε σε λίγο. Όταν τελείωσε, μπήκε στο σπίτι καταλασπωμένη και ιδρωμένη. Τύλιξε το άψυχο κορμί σε μια κουβέρτα και το έσυρε μέχρι το φρεσκοσκαμμένο τάφο. Μετά φτυάρισε ξανά τα χώματα για να τον σκεπάσει και σκόρπισε από πάνω μερικά κλαδιά για να μη φαίνεται. «Χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσεται...» μουρμούρισε, κάνοντας το σταυρό της και ζητώντας συγχώρεση από το Θεό επειδή δεν κήδεψε όπως άρμοζε τη νεκρή.
Μισή ώρα αργότερα ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Είχε αλλάξει ρούχα και είχε βάλει σε ένα μπογαλάκι μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της και έφυγε μέσα στη νύχτα, σαν τον κλέφτη, χωρίς να ρίξει πίσω της ούτε μία ματιά. «Και τώρα είμαστε οι δυο μας, μικρή μου Ελοΐζ», ψιθύρισε τρυφερά στο πλασματάκι που κοιμόταν ξένοιαστο στην αγκαλιά της. Ήταν το όνομα που είχε διαλέξει για το δικό της μωρό, σε περίπτωση που ήταν κορίτσι, και σκέφτηκε πως, εφόσον η μητέρα δεν είχε εκφράσει κάποια προτίμηση –είτε γιατί δεν το είχε σκεφτεί είτε γιατί δεν είχε προλάβει να της το πει–, τότε κι εκείνη είχε κάθε δικαίωμα να την ονοματίσει κατά πως επιθυμούσε. Ήταν ένα ασυνήθιστο όνομα, που ταίριαζε γάντι σε ένα εξίσου ασυνήθιστο πλάσμα, και η Μάριον το είχε εμπνευστεί από ένα παλιό κελτικό παραμύθι.
Η ξαφνική εξαφάνισή της και τα ολοφάνερα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της έκαναν πολλούς να υποπτευθούν την αλήθεια, πράγμα που δεν είχε περάσει καθόλου από το μυαλό της Μάριον, έτσι όπως ήταν ταραγμένη. Εκείνη νόμιζε πως ήταν ασφαλής στο μακρινό χωριό όπου είχε καταλήξει, χωρίς να υποπτεύεται ότι όλο αυτό τον καιρό ο λόρδος είχε ξαμολήσει τους ανθρώπους του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα προκειμένου να την εντοπίσουν. Έξι μήνες μετά, και αφού τίποτα κακό δεν είχε συμβεί, η Μάριον έφτασε στο σημείο να πιστεύει πως άδικα ανησυχούσε και πως μάλλον οι πρώην συγχωριανοί της –συμπεριλαμβανομένης της μητέρας της Ελοΐζ– είχαν μεγαλοποιήσει τα πράγματα. Σήμερα το πρωί, όμως, αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τις απόψεις της – και το ότι δεν την έπιασαν στον ύπνο οφειλόταν μόνο σε καθαρή τύχη. Λόγω ενός πονόδοντου που την ταλαιπωρούσε τις τε-
λευταίες μέρες, δεν είχε κλείσει μάτι όλο το βράδυ και είχε σηκωθεί νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθιζε. Δεν είχε χαράξει ακόμα όταν η Μάριον βγήκε από το σπίτι κρατώντας στο χέρι έναν κουβά. Πήγε κάμποσα μέτρα παρακάτω και στάθηκε να γεμίσει τον κουβά της με το φρέσκο νερό που ανάβλυζε μέσα από τα βράχια. Ξαφνικά ακούστηκαν άγρια αλυχτίσματα. Αυτό της κίνησε την περιέργεια, γιατί λογικά στο χωριό τα περισσότερα σκυλιά κοιμούνταν τέτοια ώρα. Παράτησε τον κουβά και σκαρφάλωσε όσο γρηγορότερα μπορούσε ψηλά. Από αυτό το ύψος διέκρινε καμιά δεκαπενταριά άντρες να πλησιάζουν στα σκοτεινά σπίτια, σέρνοντας μαζί τους αρκετούς μεγαλόσωμους σκύλους. Κρατούσαν αναμμένους πυρσούς και το ατσάλι των πανοπλιών τους άστραφτε κάτω από τις φλόγες. «Μπα, τι γυρεύουν οι στρατιώτες στο χωριό μας;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Μάριον. Οι νυχτερινοί επισκέπτες δε νοιάζονταν να κρατήσουν την παρουσία τους μυστική. Άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια, ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες με κλοτσιές, και να βγάζουν έξω με το ζόρι τους αγουροξυπνημένους κατοίκους. Όσοι από αυτούς τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για τη βάρβαρη εισβολή βρήκαν αμέσως τραγικό θάνατο από τα ακονισμένα ξίφη των στρατιωτών. Αυτό συνέτισε τους υπόλοιπους, που στάθηκαν μουδιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα ήταν πιο ασφαλείς. Η Μάριον είδε ότι οι στρατιώτες ξεχώριζαν από το μπουλούκι όσες γυναίκες κρατούσαν μωρά στην αγκαλιά τους και ξαφνικά ένιωσε να τη λούζει κρύος ιδρώτας. Το στόμα της στέγνωσε και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν από φόβο. Θεέ μου, ψάχνουν για την Ελοΐζ, σκέφτηκε. Κατέβηκε πανικόβλητη από τα βράχια και γύρισε τρέχοντας στο σπίτι της. Έριξε σε ένα ταγάρι το μπουκάλι με το γάλα της μικρής
και λίγα τρόφιμα για τον εαυτό της, άρπαξε το μωρό και έφυγε από το χωριό αφήνοντας πίσω της ορθάνοιχτη την πόρτα. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ο εφιάλτης της. Οι μέχρι σήμερα καλοσυνάτοι και φιλικοί συγχωριανοί της τη μαρτύρησαν στους στρατιώτες προκειμένου να γλιτώσουν το δικό τους τομάρι, πράγμα για το οποίο δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει κανείς. Η Μάριον είχε κερδίσει ένα σεβαστό προβάδισμα, αλλά ήταν εναντίον της το γεγονός ότι πήγαινε με τα πόδια, ενώ οι διώκτες της με άλογα. Όλη τη μέρα άκουγε πίσω της τα λυσσασμένα γαβγίσματα των σκυλιών και πολλές φορές τσαλαβουτούσε στα ρηχά ρυάκια προσπαθώντας να τα μπερδέψει και να τα κάνει να χάσουν τη μυρωδιά της. Αποδείχτηκε, όμως, μάταιο, γιατί εκείνα ξανάβρισκαν εύκολα τα ίχνη της και την αμέσως επόμενη στιγμή ρίχνονταν και πάλι στο κατόπι της. Μόνο όταν έπιασε να σκοτεινιάζει ηρέμησε κάπως. Τα γαβγίσματα ακούγονταν απόμακρα, κι έτσι αποφάσισε να σταματήσει για να ξαναβρεί τις δυνάμεις της. Για τη Μάριον, που είχε πατήσει τα πενήντα, ήταν ήδη τεράστιος άθλος το ότι κατάφερνε να τους ξεφεύγει ολόκληρη τη μέρα.
Καθισμένη τώρα στη μικρή σπηλιά, αναπολούσε την προηγούμενη ζωή της μασουλώντας το ξερό κομμάτι κρέατος και έχοντας τα μάτια καρφωμένα στην Ελοΐζ, που συνέχιζε να κοιμάται μακάρια. Μόρφαζε στον ύπνο της με τον τρόπο που μορφάζουν τα μωρά, πότε κάνοντας αστείες γκριμάτσες και πότε σουφρώνοντας τα ροδαλά χειλάκια της με παράπονο. Θα μπορούσε να την αφήσει στην τύχη της και να σηκωθεί να φύγει. Άλλωστε δεν ήθελαν την ίδια, αλλά την Ελοΐζ. Πέρα, όμως, από τον όρκο της, τη δέσμευε και η καρδιά της. Χάρη σε αυτό το πλασματάκι είχε καταφέρει να νιώσει λίγη από τη ζεστασιά της οικογέ-
νειας που είχε στερηθεί τόσα χρόνια. Χρωστούσε πολλά στη μικρή και η Μάριον ήταν αρκετά έντιμη ώστε να μην αγνοήσει τις επιταγές της καρδιάς της. Κάποια στιγμή η Ελοΐζ ξύπνησε κι έβαλε τα κλάματα. Η Μάριον την πήρε γρήγορα στην αγκαλιά της και της έχωσε στο στόμα το μπουκάλι με το γάλα για να την κάνει να πάψει. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, ακόμα και ο παραμικρός ήχος μπορούσε να ακουστεί σε μεγάλη απόσταση. Όταν η Ελοΐζ έφαγε, η Μάριον ξάπλωσε δίπλα της και άρχισε να τη νανουρίζει ψιθυριστά. Τα μάτια της έκλεισαν χωρίς να το καταλάβει και βυθίστηκε σύντομα σε έναν ανήσυχο ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Ξύπνησε μερικές ώρες αργότερα αλαφιασμένη, νιώθοντας να τη βαραίνουν τα πιο άσχημα προαισθήματα. Ξαφνικά της φάνηκε πως η σπηλιά είχε γίνει μια σταλιά και πως τα τοιχώματα κινούνταν προς το μέρος της για να τη συνθλίψουν. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και αποπνικτική, μύριζε έντονα μούχλα, και η Μάριον λαχτάρησε να βρεθεί ξανά έξω στον καθαρό αέρα. Υπολόγισε ότι δε θα αργούσε να ξημερώσει και αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο να συνεχίσει το δρόμο της μέσα στο σκοτάδι, με όποιους κινδύνους συνεπαγόταν αυτό, παρά να κάθεται άπραγη. Πήγε μπουσουλώντας μέχρι την είσοδο και άρχισε να βγάζει τα κλαδιά που την έφραζαν. Αμέσως συνειδητοποίησε δύο πράγματα: πως είχε ξεγελαστεί ως προς την ώρα, γιατί το πρώτο φως της αυγής είχε ήδη αρχίσει να αχνοφέγγει στον ορίζοντα, και πως η καταδίωξη είχε φτάσει στο τέλος της. «Ώστε το ποντίκι αποφάσισε να εγκαταλείψει την τρύπα του!» ακούστηκε να λέει ειρωνικά μια βροντερή αντρική φωνή. Η Μάριον ανασήκωσε το κεφάλι και ατένισε έντρομη τον άνθρωπο που είχε μιλήσει. Μπροστά της στεκόταν ένας πανύψηλος άντρας που την κοίταζε
περιφρονητικά, με τον ίδιο τρόπο που θα κοίταζε κι ένα μυρμήγκι πριν το πατήσει και το λιώσει. Δε φορούσε κράνος και τα ατίθασα μαλλιά του, που έφταναν στο ύψος των ώμων, ήταν ολόμαυρα, σαν τα φτερά του κόρακα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έφεραν κάποια ίχνη ευγενικής καταγωγής, αλλά ήταν τραχιά, άσχημα θα έλεγε κανείς. Ακουμπούσε το δεξί χέρι νωχελικά στη μέση, κοντά στην περίτεχνη λαβή του πελώριου σπαθιού του, και τα ανοιχτά πόδια του πατούσαν σταθερά στη γη, κάνοντάς τον να δείχνει ακλόνητος. Η στάση του πρόδιδε άνθρωπο μαθημένο να διατάζει, ενώ ολόκληρο το παρουσιαστικό του απέπνεε έναν αέρα κύρους και μεγαλοπρέπειας. Οι υπόλοιποι στρατιώτες στέκονταν λίγο πιο πίσω. Μερικοί είχαν ξεπεζέψει από τα άλογά τους και κρατούσαν σφιχτά από τα λουριά τα εκπαιδευμένα σκυλιά, που κάθονταν φαινομενικά ήρεμα. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα πάνω στη γυναίκα, παρακολουθώντας κάθε της κίνηση, και η Μάριον ήταν σίγουρη πως αρκούσε μια κοφτή διαταγή για να ορμήσουν και να ξεσκίσουν τις σάρκες της με τα κοφτερά τους δόντια. Σηκώθηκε αργά και ακούμπησε την πλάτη στο βράχο, ψάχνοντας να βρει ένα στήριγμα, γιατί τα τρεμάμενα πόδια της δε θα την κρατούσαν για πολύ. Ο επιβλητικός άντρας έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα και κάποιος στρατιώτης έτρεξε μέσα στη σπηλιά. Ο θόρυβος από τις μπότες του ακουγόταν στ’ αφτιά της Μάριον σαν το χτύπο του σφυριού στο αμόνι. Βγήκε έπειτα από λίγο κρατώντας άγαρμπα την Ελοΐζ, που είχε αρχίσει στο μεταξύ να κλαίει γοερά. Η Μάριον άπλωσε αυθόρμητα τα χέρια για να πάρει το παιδί, αλλά ο στρατιώτης την προσπέρασε αδιάφορα και στάθηκε με σεβασμό μπροστά στο λόρδο. Εκείνος άρχισε να ανακατώνει ανυπόμονα τα ρουχαλάκια της μικρής και η Μάριον ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται από ντρο-
πή σε αυτό το θέαμα. Σε λίγο την είχε ξεγυμνώσει τελείως και έψαχνε πυρετωδώς το κορμάκι της, που κόντευε να μελανιάσει από το κλάμα και το κρύο. Όταν ανακάλυψε το σημάδι ψηλά στο μηρό, το πρόσωπό του συσπάστηκε από ένα μορφασμό και από τα χείλη του ξέφυγε ένας βρυχηθμός άκρατης ικανοποίησης. «Πάρτε την αμέσως στο κάστρο!» διέταξε τους άντρες του. Από τα μάτια της Μάριον κυλούσαν καυτά δάκρυα. Το θέαμα της Ελοΐζ που σπάραζε στο κλάμα και το γεγονός ότι την έπαιρναν μακριά της την όπλισε με περίσσιο θάρρος. Έτρεξε προς το μέρος του λόρδου, που κατευθυνόταν με γρήγορα βήματα στο άλογό του, και πέφτοντας στα γόνατα αγκάλιασε με τα χέρια το αριστερό πόδι του, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει. «Ω γενναιόψυχε άρχοντα, επίτρεψέ μου να έρθω μαζί σας», είπε κοιτάζοντάς τον ικετευτικά. «Η Ελοΐζ με ξέρει... με εμπιστεύεται, άλλωστε είναι μεγάλο κρίμα να υποφέρει τόσο πολύ ένα αθώο παιδί». «Και να κοιτάζω συνέχεια πίσω από την πλάτη μου μήπως το ξανασκάσεις;» τη ρώτησε ψυχρά εκείνος. «Σου υπόσχομαι ότι θα είμαι καλή, θα υπακούω πιστά στις προσταγές σου», ξέσπασε απελπισμένη η Μάριον. «Θα τη μεγαλώσω σωστά... θα την κάνω να σε αγαπήσει σαν πραγματικό πατέρα». Ο λόρδος τίναξε το πόδι για να το απελευθερώσει από τη λαβή της κι έπειτα ανέβηκε σβέλτα στο άλογό του και έριξε μια τελευταία περιφρονητική ματιά στο ανθρώπινο κουρέλι που σερνόταν στο χώμα. «Υπάρχουν πολλές γυναίκες στο κάστρο που ευχαρίστως θα αναλάμβαναν αυτή την υποχρέωση», δήλωσε. «Δε χρειάζομαι τις δικές σου υπηρεσίες». Σπιρούνισε άγρια το ζώο κι εκείνο σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα πισινά του πόδια. «Κύριέ μου, τι θα κάνουμε με αυτή τη γυναίκα;» τον ρώτησε κάποιος στρατιώτης.
«Σκοτώστε τη!» διέταξε ο άρχοντας αδιάφορα. Η Μάριον πάγωσε και τα δάκρυα στέγνωσαν στα μάτια της. Ένιωσε την καρδιά της να σπαρταράει σαν λαβωμένο σπουργίτι και το κορμί της συνταράχτηκε από αλλεπάλληλα ρίγη, που το διαπέρασαν σαν χιλιάδες κοφτερά λεπίδια. Το πρόσωπό της, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μια γλυκιά, ικετευτική έκφραση, άλλαξε κι έγινε πιο σκληρό και από πέτρα. Ναι, ο θάνατος ήταν προτιμότερος από μια μοναχική ζωή, που δε θα τη ζέσταινε το γέλιο της Ελοΐζ. Πετάχτηκε όρθια μουγκρίζοντας και μπήκε μπροστά στο άλογο του λόρδου, που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Άρπαξε τα χαλινάρια και, με μια υπεράνθρωπη δύναμη, το ανάγκασε να σταματήσει επιτόπου. «Καταραμένος να είσαι εσύ και όλες οι γενιές που θα σπείρεις!» φώναξε με λύσσα στον καβαλάρη. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες, ικανές να πυρπολήσουν τον αγέρωχο άντρα που νόμιζε πως είχε το δικαίωμα να εξουσιάζει τη ζωή και το θάνατο. Αυτός καταδέχτηκε να της ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα και στα χείλη του σχηματίστηκε ένα μικρό χαμόγελο. «Δεν ξέρεις ποιον έχεις μπροστά σου, γριά μέγαιρα», είπε φτύνοντας τις λέξεις αργά αργά. «Οι κατάρες σου μπορεί να τρομάζουν τον οποιονδήποτε, αλλά όχι το μελλοντικό βασιλιά της Αγγλίας». Έπειτα σπιρούνισε δυνατά το μαύρο επιβήτορα κι εκείνος ξεχύθηκε ορμητικά μπροστά, αφήνοντας πρώτα ένα παρατεταμένο, πονεμένο χλιμίντρισμα. Η Μάριον αποτραβήχτηκε στο πλάι την τελευταία στιγμή για να μην την ποδοπατήσει το άλογο και έμεινε ακίνητη, παρακολουθώντας το λόρδο να απομακρύνεται. Ο άντρας που κρατούσε την Ελοΐζ ήρθε και στάθηκε μπροστά της. Την κοίταξε ανέκφραστα και, βγάζοντας το μαχαίρι του, το έσυρε πάνω στο λαιμό της με μια σαδιστική βραδύτητα. Η Μάριον ένιωσε τη ζωή να φεύγει από μέσα της με φοβερή ταχύτητα. Πριν σωριαστεί στο έδαφος, είδε το άλικο αίμα, το δικό της αίμα, να πετάγεται ολόγυρα σαν σιντριβάνι και να πιτσιλάει το στρα-
τιώτη. Μια σταγόνα έπεσε πάνω στα χείλη της Ελοΐζ. Εκείνη έβγαλε τη ροδαλή γλωσσίτσα της και την έγλειψε με ευχαρίστηση. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που πήρε μαζί της η Μάριον στην αιωνιότητα, προτού σφαλίσει για πάντα τα μάτια. Οι στρατιώτες έφυγαν ο ένας μετά τον άλλο, αφήνοντας το κουφάρι της να ποτίζει με το αίμα του το καταπράσινο γρασίδι, βορά στους πεινασμένους λύκους που ξεπρόβαλλαν ήδη δειλά δειλά μέσα από τα δέντρα.
2
Χερσόνησος Κρήτης, σήμερα
Ο Σεπτέμβρης έφτανε στο τέλος του και η παραλία είχε ερημώσει. Ο Γιώργος και η Μάγδα περπατούσαν στην αμμουδιά πιασμένοι χέρι χέρι, απολαμβάνοντας τη γαλήνη του δειλινού. Τα λιγοστά σύννεφα στο βάθος του ορίζοντα είχαν πάρει φωτιά, καθώς ο πελώριος πύρινος δίσκος κατέβαινε γοργά προς το γέρμα του. Σ’ εκείνο το σημείο η επιφάνεια της θάλασσας στραφτάλιζε, σε αντίθεση με την υπόλοιπη, που είχε αρχίσει να παίρνει ένα μουντό μενεξελί χρώμα. Ήταν η τελευταία μέρα των διακοπών τους. Την επομένη θα επέστρεφαν στην πολύβουη, γκρίζα Αθήνα και στη ρουτίνα τους. Αυτές οι τελευταίες στιγμές ξεγνοιασιάς και ελευθερίας, που μόνο η φύση έχει το προνόμιο να προσφέρει, είχαν τη γεύση του μελιού και το ζευγάρι τις ρουφούσε αργά και ηδονικά, προσπαθώντας να τις παρατείνει όσο το δυνατό περισσότερο. Φορούσαν ακόμα τα μαγιό και τα ηλιοκαμένα κορμιά τους έσφυζαν από ζωντάνια. Έφτασαν στο τέρμα της απέραντης παραλίας και ετοιμάζονταν να γυρίσουν πίσω, όταν η Μάγδα σταμάτησε ξαφνικά και στράφηκε για να αντικρίσει καταπρόσωπο τον άντρα της.
«Είμαι έγκυος», ξεφούρνισε απότομα, κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια. Ο Γιώργος τσιτώθηκε. Ήταν παντρεμένοι μόνο τρεις μήνες και ήθελε να χαρούν λιγάκι τη ζωή τους και να κατασταλάξουν επαγγελματικά πριν μπλέξουν με τις υποχρεώσεις ενός παιδιού. Οι μισθοί τους έφταναν για να περνούν αυτοί οι δύο καλά, αλλά ο ερχομός ενός νέου μέλους στην οικογένεια θα τους στρίμωχνε οικονομικά. Θα χρειαζόταν μια γυναίκα να φροντίζει το μωρό όσες ώρες εκείνοι έλειπαν στις δουλειές τους, άσε τις πάνες και τα γάλατα και όλα τα υπόλοιπα, που κόστιζαν ένα κάρο λεφτά. Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό του Γιώργου και η έκφραση του προσώπου του ήταν τόσο εύγλωττη, ώστε η Μάγδα το κατάλαβε σαν να της τα είχε πει χαρτί και καλαμάρι. «Νόμιζα πως θα χαιρόσουν», σχολίασε μουτρωμένη. «Δεν είναι αυτό, μωράκι μου», είπε τρυφερά εκείνος και προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Η Μάγδα αποτραβήχτηκε διακριτικά και, σταυρώνοντας τα μπράτσα στο στήθος, βάλθηκε να ατενίζει τον ήλιο που βουτούσε εκείνη την ώρα στη θάλασσα. Ο Γιώργος στενοχωρήθηκε. Οι διακοπές τους είχαν πάει περίφημα μέχρι τώρα και δεν ήθελε με τίποτα να τις χαλάσει. «Βρε, αγάπη μου, μη με παρεξηγείς, απλώς μου ήρθε κάπως ξαφνικό», προσπάθησε να δικαιολογηθεί. «Άλλωστε, νομίζω ότι είμαστε πολύ νέοι ακόμα για να κάνουμε παιδιά...» «Ας πρόσεχες!» ήταν η κοφτή απάντηση της Μάγδας. Αλλά την ίδια στιγμή μετάνιωσε για το ξέσπασμά της και κοίταξε τον άντρα της με μάτια βουρκωμένα. «Δεν είμαι μικρή, ρε Γιώργο, είμαι πια τριάντα τριών χρόνων», του είπε με παράπονο. «Δε θέλω να γίνω μάνα στα σαράντα, ούτε να σπουδάζω τα παιδιά μου σε μια ηλικία που κανονικά θα πρέπει να χαίρομαι τη σύνταξή μου». Ο Γιώργος παραδέχτηκε ενδόμυχα πως η Μάγδα είχε δίκιο. Πα-
ραδείγματα υπήρχαν μπόλικα ολόγυρά του, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ανοίξει τα μάτια του και να κοιτάξει κατάφατσα την αλήθεια. Ίσως, μάλιστα, ήταν καλύτερα έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα. «Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε, αγάπη μου», είπε τελικά. Την πλησίασε και την έσφιξε απαλά στην αγκαλιά του. Φίλησε διαδοχικά τα μάτια της και ένιωσε στη γλώσσα του την αλμύρα από τα δάκρυά της. «Σε λατρεύω», ψιθύρισε. «Σήμερα μου έκανες το ωραιότερο δώρο της ζωής μου κι εγώ φέρθηκα σαν γάιδαρος. Θα με συγχωρέσεις;» «Το έχω ήδη κάνει», του απάντησε η Μάγδα και μισάνοιξε τα χείλη, προσμένοντας το φιλί του. Ο Γιώργος την κοίταξε πιο προσεκτικά και η καρδιά του άρχισε να βροντοχτυπάει στο στήθος. Η εγκυμοσύνη είχε ήδη μεταμορφώσει την όμορφη Μάγδα σε μια ακαταμάχητη, λαμπερή γυναίκα. Ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο κάλεσμά της και, όταν τα χείλη τους χώρισαν, ένιωθε το κορμί του να φλέγεται από την ανάγκη του για εκείνη. «Λέω να επωφεληθούμε όσο έχουμε ακόμα καιρό...» είπε βραχνά, με μάτια σκοτεινιασμένα από τον πόθο. Η Μάγδα φαντάστηκε τον εαυτό της σε λίγους μήνες –χοντρή, με μια τεράστια κοιλιά– και στα χείλη της χαράχτηκε ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο. Έριξε στα γρήγορα μια κλεφτή ματιά στη μεγάλη παραλία και είδε πως ήταν εντελώς έρημη, είχαν απομείνει μόνο οι δυο τους. Μέχρι τώρα, τις ερωτικές εμπειρίες τις είχε ζήσει μόνο σε εσωτερικούς χώρους. Ξαφνικά την είχε πιάσει μια ανυπομονησία να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, σχεδόν απαγορευμένο. Χωρίς να διστάσει, έβγαλε το μαγιό της και ξάπλωσε ολόγυμνη πάνω στη δροσερή άμμο, ακριβώς στο σημείο όπου έσκαγε το κύμα. Για την επόμενη μισή ώρα το ζευγάρι ακροβατούσε θαυμαστά πάνω στο λεπτό σκοινί των αισθήσεων, έχοντας χάσει κάθε επαφή
με την πραγματικότητα. Τα ξαναμμένα κορμιά έβρισκαν ανακούφιση στο δροσερό χάδι της θάλασσας, που χωνόταν ορμητικά ανάμεσά τους, λες και πάσχιζε να τους χωρίσει. Όταν κάποια στιγμή η Μάγδα κοίταξε ψηλά, ξαφνιάστηκε που αντί για το γνώριμο ταβάνι του δωματίου τους αντίκρισε το σκοτεινό καμβά του ουρανού, κεντημένο με εκατομμύρια αστέρια. Γουργούρισε σαν ευτυχισμένη γάτα και τεντώθηκε νωχελικά. Δεν την ενοχλούσε καθόλου το βάρος του άντρα που έγερνε ξέπνοος πάνω της· αντίθετα, ένιωθε χορτασμένη και ολοκληρωμένη. Τότε ακριβώς έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και κλότσησε σπασμωδικά. «Τι έπαθες;» τη ρώτησε ο Γιώργος, ζαλισμένος ακόμα από το μεθύσι της ηδονής. «Το πόδι μου!» ούρλιαξε η Μάγδα, προσπαθώντας να τον αποτινάξει από πάνω της. «Κάτι κρατάει το πόδι μου!» Ο Γιώργος πετάχτηκε αλαφιασμένος κι αυτό που είδε έκανε τις τρίχες του κεφαλιού του να ανασηκωθούν από την τρομάρα. Σχεδόν δίπλα τους, μέσα στο νερό, στεκόταν γονατισμένη μια κοπέλα. Φαίνεται πως όση ώρα έκαναν έρωτα, εκείνη είχε έρθει κοντά τους χωρίς να την ακούσουν και είχε γραπώσει τη Μάγδα από τον αστράγαλο. Το γεγονός από μόνο του δεν ήταν και τόσο φοβερό. Υπήρχαν πολλοί λοξοί σε αυτό τον κόσμο. Άλλωστε ο Γιώργος ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, αρκετά γυμνασμένος, ικανός να τα βάλει με οποιονδήποτε, πόσο μάλλον με μια κοπέλα. Αυτό που τον είχε αναστατώσει ήταν το πρόσωπό της, και πιο συγκεκριμένα το βλέμμα της. Υπήρχε κάτι παράξενο σ’ εκείνα τα θολά μάτια που τον κοίταζαν ορθάνοιχτα, μα συνάμα και τόσο ικετευτικά. Μουντζουρωμένα από τη μάσκαρα, δημιουργούσαν μια έντονη αντίθεση με το κάτασπρο δέρμα της και φάνταζαν απόκοσμα, σχεδόν εφιαλτικά. Η κοπέλα άνοιξε το στόμα να μιλήσει, αλλά το μόνο που κατά-
φερε να βγάλει ήταν ένας στριγκός ήχος που δεν ταίριαζε στην όλη εικόνα της. Ξαφνικά το κορμί της λύγισε και βρέθηκε ολόκληρη μέσα στο νερό, εκτοξεύοντας ολόγυρα αλμυρές σταγόνες. Το χέρι της χαλάρωσε τη λαβή και η Μάγδα ένιωσε επιτέλους το πόδι της και πάλι ελεύθερο. Πετάχτηκε όρθια και στάθηκε κοντά στον Γιώργο. «Θεούλη μου...» είπε ξεψυχισμένα, «πήρα μια τρομάρα!» Εκείνος όρμησε στο νερό και έβγαλε έξω την κοπέλα που φαινόταν αναίσθητη. Την ακούμπησε στην αμμουδιά και τη γύρισε ανάσκελα. Φορούσε ένα άσπρο, μικροσκοπικό σορτσάκι και διάφανη μπλούζα, άσπρη κι αυτή, γαρνιρισμένη με ένα κόκκινο σιρίτι. Στο ασημένιο φως του φεγγαριού, τα στήθη της, μικρά και στητά, διαγράφονταν καθαρά, έτοιμα να τρυπήσουν το λεπτό ύφασμα. Ο Γιώργος ακούμπησε εκεί πάνω το κεφάλι του και προσπάθησε να αφουγκραστεί την καρδιά της. Χτυπούσε αδύναμα και ακατάστατα. «Πέθανε;» τον ρώτησε η Μάγδα ταραγμένη. «Όχι, αλλά πρέπει να είναι πολύ σοβαρά», της απάντησε εκείνος. «Από πού λες να ήρθε;» αναρωτήθηκε η Μάγδα. Ο άντρας έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω τους. Πάνω στην άμμο ξεχώριζαν καθαρά μόνο τα αποτυπώματα των δικών τους ποδιών. Κοίταξε τη σκοτεινή θάλασσα, που χωρίς το ζωογόνο φως του ήλιου φάνταζε μαύρη και εχθρική, και κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει να ήρθε κολυμπώντας», συμπέρανε διστακτικά. «Ίσως γι’ αυτό είναι τόσο εξαντλημένη... μάλλον διέσχισε αρκετή απόσταση». Η Μάγδα έσκυψε από πάνω της για να την παρατηρήσει καλύτερα. Ήταν σχεδόν παιδί, γύρω στα είκοσι, με όμορφα χαρακτηριστικά και μακριά μαύρα μαλλιά. «Η καημενούλα...» είπε συγκινημένη. «Ίσως έπεσε από κανένα περαστικό πλοίο, ίσως βρισκόταν σε κάποιο κότερο που ναυάγησε...»
«Ποιος ξέρει τι συνέβη στ’ αλήθεια. Όμως, όπως και να ’χει το πράγμα, ήταν πολύ τυχερή που ήμαστε εμείς εδώ». «Πρέπει να ειδοποιήσουμε αμέσως ένα ασθενοφόρο, Γιώργο». «Δεν έχω μαζί μου κινητό. Εσύ;» «Όχι, ξέρεις ότι δεν το παίρνω ποτέ στην παραλία». «Κάθε λεπτό που περνάει μπορεί να είναι κρίσιμο για τη ζωή της», παρατήρησε εκείνος συνοφρυωμένος. «Πρέπει να τη μεταφέρουμε επειγόντως στο νοσοκομείο. Θα πάω στο ξενοδοχείο να φέρω το αυτοκίνητο». «Δεν κάθομαι εγώ μόνη μαζί της. Φοβάμαι!» διαμαρτυρήθηκε έντονα η Μάγδα. «Προτιμώ να πάω να φέρω εγώ το αυτοκίνητο». «Εντάξει. Τα κλειδιά είναι στην τσέπη του σακακιού μου». Η Μάγδα έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε τρέχοντας προς την άλλη άκρη της παραλίας, όπου φαίνονταν τα φώτα του ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Μέχρι να επιστρέψει, ο Γιώργος έκανε πολλές φορές τεχνητή αναπνοή στην κοπέλα για να ανακτήσει τις αισθήσεις της, αλλά οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες. Κάποια στιγμή είδε τα φώτα του αυτοκινήτου να έρχονται χοροπηδώντας προς το μέρος του, μερικά μέτρα πιο πάνω από τη γραμμή της παραλίας, εκεί όπου τελείωνε η άμμος. Σήκωσε την κοπέλα στα χέρια και τη μετέφερε μέχρι εκεί. Η Μάγδα άνοιξε τις πίσω πόρτες και τον βοήθησε να βολέψει το φορτίο του, πριν πάρει και πάλι τη θέση της στο τιμόνι. Είχε βρει το χρόνο να ρίξει πάνω από το μαγιό της ένα πρόχειρο φόρεμα και είχε την προνοητικότητα να φέρει μαζί της μια αλλαξιά ρούχα για τον άντρα της, ώστε να μην εμφανιστεί μισόγυμνος στο νοσοκομείο. Ο Γιώργος κάθισε στη θέση του συνοδηγού και, καθώς ντυνόταν, έδινε ταυτόχρονα οδηγίες στη Μάγδα πώς να βγει στην εθνική οδό. «Μας βολεύει να πάμε στο “Βενιζέλειο”, που είναι πιο κοντά», της είπε κουμπώνοντας το παντελόνι του. Φτάνοντας εκεί, όμως, ανακάλυψαν απογοητευμένοι πως το συ-
γκεκριμένο νοσοκομείο δεν εφημέρευε και η κοπέλα έπρεπε να μεταφερθεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του Ηρακλείου. «Έπρεπε να την παρατήσουμε στην είσοδο και να σηκωθούμε να φύγουμε», μουρμούριζε αγανακτισμένη η Μάγδα, καθώς έβγαινε και πάλι στην εθνική οδό. «Εμείς θα την πάμε πιο γρήγορα», ήταν η απάντηση του Γιώργου. Ένιωθε πως η σωτηρία της άγνωστης κοπέλας τον αφορούσε προσωπικά και θεωρούσε υποχρέωσή του να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να τα καταφέρει. Γι’ αυτό ανάσανε με ανακούφιση όταν, φτάνοντας στον προορισμό τους, την είδε να εξαφανίζεται, ξαπλωμένη σε ένα φορείο, πίσω από τις πόρτες των εξωτερικών ιατρείων. «Μπορείτε να περιμένετε εδώ», τους υπέδειξε κάποια νοσοκόμα που τους πέρασε για συγγενείς της κοπέλας. Η αίθουσα αναμονής ήταν σχεδόν άδεια. Κάτω από το σκληρό φως των λαμπτήρων φθορισμού που διέτρεχαν την οροφή φάνταζε ψυχρή και απρόσωπη, σχεδόν απωθητική. «Πάω να πάρω καφέ. Θέλεις;» ρώτησε ξαφνικά ο Γιώργος τη Μάγδα. Η απραγία σε ένα τέτοιο περιβάλλον τον τρέλαινε και γι’ αυτό ήθελε να κάνει κάτι. Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Τα νεύρα της ήταν ήδη σε κακό χάλι και ο καφές θα επιδείνωνε την κατάσταση. Επιστρέφοντας ο Γιώργος, στάθηκε έξω από τα Επείγοντα και κόλλησε το πρόσωπό του στο θολό τζάμι, προσπαθώντας να διακρίνει τι γίνεται στο εσωτερικό. Το μόνο που είδε ήταν παραμορφωμένες ανθρώπινες σκιές, σαν εξωγήινες οντότητες σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, που έμοιαζαν να περιφέρονται νωχελικά σε ένα περιβάλλον που στερούνταν βαρύτητας. Εκείνη τη στιγμή είδε μια από αυτές τις σκιές να έρχεται προς το
μέρος του και πρόλαβε να αποτραβηχτεί στο πλάι για να μην τον χτυπήσει η παλινδρομική πόρτα που άνοιξε ξαφνικά. Εμφανίστηκε ένας ψηλός γιατρός, γύρω στα τριάντα, με καστανόξανθα μαλλιά και εκφραστικά σκουρογάλανα μάτια. Η ιατρική μπλούζα τού έπεφτε κάπως μεγάλη, αλλά δεν ήταν ικανή να κρύψει το γεροδεμένο σώμα του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν όμορφα σμιλεμένα και απολύτως συμμετρικά, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι. Φαινόταν ξένος, πράγμα που επιβεβαιώθηκε μόλις άνοιξε το στόμα να μιλήσει. «Λυπάμαι, δεν προλάβαμε καν να την πάμε στο χειρουργείο...» είπε με αγγλική προφορά. «Κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, αλλά η καρδιά της δεν άντεξε, μάλλον υπήρχε κάποιο πρόβλημα από παλιά και ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να εκδηλωθεί. Η νεκροψία θα δείξει την πραγματική αιτία θανάτου». Η Μάγδα ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Ήταν φοβερά άδικο να πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος, προτού προλάβει καλά καλά να γευτεί τη ζωή. «Ήταν φίλη ή συγγενής σας;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο γιατρός. «Τίποτε από αυτά», είπε ο Γιώργος στενοχωρημένος. «Τη βρήκαμε στην παραλία, ή μάλλον μας βρήκε εκείνη. Προφανώς, ήρθε κολυμπώντας από μακριά». «Γι’ αυτό δεν άντεξε η καρδιά της», σχολίασε σκεφτικός ο γιατρός. «Να υποθέσω ότι δεν ξέρετε καν το όνομά της...» «Όντως». Ο γιατρός ετοιμαζόταν να πει κάτι, όταν η πόρτα πίσω του άνοιξε διάπλατα και φάνηκε το ξαναμμένο πρόσωπο μιας νοσοκόμας. «Ελάτε γρήγορα!» του φώναξε αναστατωμένη. Εκείνος, μουρμουρίζοντας βιαστικά κάτι σαν «συγνώμη» στο ζευγάρι, έκανε μεταβολή και την ακολούθησε. Η πόρτα έκλεισε για άλλη μία φορά και ο Γιώργος με τη Μάγδα αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές, μην ξέροντας τι να υποθέσουν.
Ο γιατρός, στο μεταξύ, κοίταζε έκπληκτος το μόνιτορ που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι της άγνωστης. Υπήρχαν εκεί κάποιες παρήγορες ενδείξεις ότι η καρδιά είχε αρχίσει να ξαναχτυπάει και ότι υπήρχε ακόμα μια σπίθα ζωής μέσα σ’ εκείνο το κορμί που κειτόταν σχεδόν άκαμπτο. «Πρόκειται για θαύμα, δε βρίσκετε;» τον ρώτησε χαρούμενη η νοσοκόμα. «Μάλλον...» απάντησε εκείνος αόριστα, με συγκρατημένη αισιοδοξία. Είχε αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο αρκετές φορές στην καριέρα του και τις περισσότερες ήταν προσωρινό. «Θα μείνω εγώ κοντά της, μπορείτε να συνεχίσετε τη δουλειά σας, αδελφή. Αν σας χρειαστώ, θα σας φωνάξω», είπε, ενώ άγγιξε μηχανικά τον καρπό της κοπέλας για να πιάσει το σφυγμό της. Η νοσοκόμα έφυγε βιαστικά. Βρισκόταν μόνο μία εβδομάδα στο νοσοκομείο και η συγκεκριμένη αίθουσα της προκαλούσε τέτοιο αίσθημα δυσφορίας, ώστε είχε αρχίσει να αμφισβητεί την ικανότητά της να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της δουλειάς της. Ο γιατρός έμεινε μόνος με την κοπέλα και βάλθηκε να την παρατηρεί προσεκτικά. Ξαφνικά συνοφρυώθηκε και μια ρυτίδα ανησυχίας χαράχτηκε στο μέτωπό του. «Πώς δεν το είδα αυτό προηγουμένως;» αναρωτήθηκε φωναχτά στα αγγλικά, τη μητρική του γλώσσα. Γύρω από τον καρπό, σαν βραχιόλι, υπήρχε μια μεγάλη μελανιά και το δέρμα στο σημείο αυτό είχε γδαρθεί άσχημα. Αρχικά θα πρέπει να αιμορραγούσε, αλλά η θάλασσα είχε ξεπλύνει την πληγή και την είχε επουλώσει κάπως. Ο γιατρός κοίταξε και το άλλο χέρι της κοπέλας· είχε κι αυτό ακριβώς τα ίδια σημάδια. Εκείνη τη στιγμή, τα δάχτυλά της κινήθηκαν και τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν. Μισάνοιξε τα μάτια, αλλά τα έκλεισε αμέσως, ενοχλημένη από τα δυνατά φώτα του χώρου.
Ο γιατρός έσκυψε από πάνω της. «Ποιος σου έκανε αυτά τα σημάδια στα χέρια;» θέλησε να μάθει. Ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα πανιασμένα χείλη εκείνης και άρχισε να μουρμουρίζει μερικές ακατάληπτες λέξεις, κουνώντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά. «Αυτά είναι σημάδια από σκοινί», επέμεινε ο γιατρός. «Σε κρατούσαν μήπως φυλακισμένη;» «Ο Ντάντε... στο κότερο...» ψιθύρισε αχνά. Τα λεγόμενά της έρχονταν να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό του ζευγαριού που την κουβάλησε στο νοσοκομείο. Κρίνοντας από την εξάντληση που είχε υποστεί ο οργανισμός της, ο γιατρός κατάλαβε ότι είχε διανύσει κολυμπώντας σημαντική απόσταση και ανατρίχιασε στη σκέψη πόσο κουράγιο χρειαζόταν κάποιος για να αποτολμήσει κάτι τέτοιο μέσα στο σκοτάδι. «Αυτός ο Ντάντε, λοιπόν, σε κρατούσε στο κότερό του παρά τη θέλησή σου και εσύ κατάφερες να δραπετεύσεις», συμπέρανε. Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. Η επόμενη κίνησή της, όμως, βρήκε το γιατρό απροετοίμαστο: με μια σχεδόν υπερφυσική δύναμη τον έπιασε από το γιακά και τον έφερε κοντά της. Φαινόταν φοβερά ανήσυχη και στα γουρλωμένα μάτια της καθρεφτιζόταν ο τρόμος. «Δεν έχω πολύ χρόνο να σου εξηγήσω... πρέπει να σου μιλήσω για την αδερφή μου...» είπε βραχνά. «Ηρέμησε, καλή μου, δεν πρέπει να ταράζεσαι», είπε ο γιατρός σαστισμένος, ενώ ταυτόχρονα συλλογίστηκε πως εκείνη μιλούσε ελληνικά χειρότερα από τον ίδιο. «Δεν έχω χρόνο, σου λέω», αγρίεψε. «Πρέπει να βρεις την αδερφή μου... να μάθει ότι μας ανακάλυψαν... ότι κινδυνεύει...» Τα λόγια της έβγαιναν μπερδεμένα και ο άντρας αναρωτήθηκε αν είχε ακούσει καλά.
«Δεν καταλαβαίνω τι μου λες», είπε τελικά, κουνώντας απογοητευμένος το κεφάλι. Η κοπέλα βρισκόταν σε κατάσταση πανικού σχεδόν. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η μόνη της ελπίδα· είχε επιστρέψει από το υπερπέραν για να του μιλήσει. Καθώς ταξίδευε με αστραπιαία ταχύτητα προς την αιωνιότητα, λουσμένη σε ένα αστραποβόλο φως, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κλείσει όλες τις εκκρεμότητες σε τούτο τον κόσμο. Τα μάτια του γιατρού ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν αρχίσει το μακρινό ταξίδι της. Έπρεπε οπωσδήποτε να γυρίσει πίσω και, εφόσον τα κατάφερε, δεν είχε νόημα να σπαταλήσει το λιγοστό χρόνο σε άσκοπες εξηγήσεις σχετικά με τη δική της περιπέτεια. «Να βρεις τη Δάφνη... να της πεις να φύγει από τη Βενετία...» ψιθύρισε πνιγμένη από τη συγκίνηση. «Η... Δάφνη είναι η αδερφή σου;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο γιατρός. Η κοπέλα έγνεψε πάλι καταφατικά. Ξαφνικά το πρόσωπό της συσπάστηκε από μια γκριμάτσα πόνου. Άφησε το γιακά του γιατρού και έπιασε το στήθος της. Η αναπνοή της έγινε βαριά και στο μέτωπό της ανάβλυσαν σταγόνες ιδρώτα. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά κανένας ήχος δε βγήκε από το στόμα της. Κοίταξε παραπονεμένα τον άντρα που στεκόταν αλαφιασμένος από πάνω της και, αφήνοντας την τελευταία επίπονη ανάσα, παραδόθηκε, ανεπιστρεπτί τώρα πια, στον αιώνιο ύπνο. Επί δέκα ολόκληρα λεπτά ο γιατρός, μαζί με το υπόλοιπο νοσηλευτικό προσωπικό, πάλευε να επαναφέρει την κοπέλα στη ζωή. Στο τέλος παραδέχτηκε την ήττα του και έφυγε στενοχωρημένος για το γραφείο του, την ίδια στιγμή που μια νοσοκόμα σκέπαζε το άψυχο κορμί με ένα λευκό σεντόνι, για δεύτερη φορά μέσα σε ένα τέταρτο. Υπέγραψε το πιστοποιητικό του θανάτου, αφήνοντας κενό το όνο-
μα. Μετά σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία για να καταγγείλει το περιστατικό. Τον παρέπεμψαν σε κάποιον αστυνόμο ονόματι Κωνσταντινίδη, ο οποίος, αφού άκουσε την ιστορία του, είπε ότι θα φρόντιζε να έρθει στο νοσοκομείο το συντομότερο δυνατό. Τότε ακριβώς άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια πολύ εντυπωσιακή γυναίκα, συνομήλική του. Φορούσε λευκή ιατρική μπλούζα και τα ακουστικά, που ήταν κουλουριασμένα σαν φίδι γύρω από το μακρύ λαιμό της, πηγαινοέρχονταν πάνω στο πλούσιο στήθος της. «Γεια σου, Τζέιμς», είπε και κάθισε σε μια καρέκλα, σταυρώνοντας προκλητικά τα πόδια. Η φωνή της ήταν μπάσα και μελωδική, ακριβώς η φωνή που έπρεπε να έχει μια τέτοια γοητευτική ύπαρξη. Άναψε τσιγάρο και ρούφηξε απολαυστικά τον καπνό. «Επιτέλους, τελείωσα για απόψε», πρόσθεσε αναστενάζοντας. «Δε βλέπω την ώρα να γυρίσω στο σπίτι μου...» Έσκυψε μπροστά, αφήνοντας να φανεί όσο χρειαζόταν η θελκτική γραμμή του μπούστου της, και χάιδεψε απαλά με τα ακροδάχτυλά της το χέρι του άντρα. «Τι θα έλεγες να περάσεις μετά τη δουλειά; Έχουμε καιρό να βρεθούμε εμείς οι δύο». Ο Τζέιμς τράβηξε διακριτικά το χέρι του και έγειρε λιγάκι πίσω. «Είχα δύσκολη μέρα και είμαι πολύ κουρασμένος, Τάνια», είπε τρίβοντας το μέτωπό του. «Δε νομίζω ότι θα ήμουν καλή παρέα απόψε». Το πρόσωπο της γυναίκας συσπάστηκε, σαν να δέχτηκε χαστούκι. «Έχω την εντύπωση ότι τον τελευταίο καιρό με αποφεύγεις», τον κατηγόρησε μουτρωμένη. «Να σου θυμίσω ότι η σχέση μας δεν πήγαινε καλά και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα για λίγο», απάντησε εκείνος σμίγοντας τα φρύδια. «Εσύ το αποφάσισες αυτό, εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα με τη σχέση μας. Άλλωστε, αν δε βλεπόμαστε ούτε σαν φίλοι, πώς θα λύσουμε το υποτιθέμενο πρόβλημα; Εγώ είμαι διατεθειμένη από την πλευρά μου να κάνω πολλές υποχωρήσεις γιατί σ’ αγαπάω, αλλά έχω την αίσθηση ότι δεν ισχύει το ίδιο και για εσένα».
Ο Τζέιμς ένιωσε ξαφνικά σαν κατηγορούμενος. Ίσως η Τάνια είχε δίκιο, ίσως πραγματικά τον αγαπούσε. Αλλά η αγάπη της ήταν σαρωτική, δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Συνεχώς απαιτούσε, τα ήθελε όλα ή τίποτα, και ο Τζέιμς ασφυκτιούσε. Χρειαζόταν ένα χώρο δικό του για να κινείται και να αναπνέει ελεύθερα· η Τάνια συμπεριφερόταν σαν μικρός δικτάτορας. Θεωρούσε φυσιολογικό να περνούν μαζί τις ώρες που δεν είχαν δουλειά και εκείνος, για να της κάνει το χατίρι, είχε υποχρεωθεί να περιορίσει αρκετά τις αγαπημένες του δραστηριότητες, όπως το τζόγκινγκ και οι εξορμήσεις στην ενδοχώρα. Ίσως, όμως, έφταιγε απλώς το γεγονός ότι δεν την αγαπούσε αληθινά. «Ειλικρινά, Τάνια...» άρχισε να λέει ενώ σηκωνόταν από τη θέση του, «δεν έχω καμιά διάθεση για καβγά. Μόλις έχασα μέσα από τα χέρια μου ένα νέο άνθρωπο και οτιδήποτε άλλο, ακόμα και η κρίση που περνάει η σχέση μας, φαντάζει μικρό και ασήμαντο μπροστά σε αυτό το γεγονός. Με συγχωρείς, αγαπητή μου, αλλά πρέπει να πηγαίνω, υπάρχουν έξω δύο άνθρωποι που με περιμένουν». Έφυγε χωρίς να της δώσει άλλες εξηγήσεις. Η Τάνια είχε καρφώσει τα μάτια στην πόρτα, απ’ όπου είχε βγει εκείνος, και ένιωσε να την κυριεύει ο θυμός. Μέχρι τώρα δεν την είχε παρατήσει κανείς, ο Τζέιμς Έρλιν ήταν ο πρώτος. Η μελαχρινή μεσογειακή ομορφιά της δεν άφηνε ασυγκίνητους τους άντρες και η Τάνια σκόπευε να την εκμεταλλευτεί στο έπακρο, χτίζοντας εκεί πάνω το μέλλον της. Ήταν γιατρός, αλλά το επάγγελμά της δεν τη γέμιζε και μάλλον το έβλεπε σαν αγγαρεία. Η σκέψη και μόνο ότι θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της μέσα στο καταθλιπτικό περιβάλλον ενός νοσοκομείου, όπου κυριαρχούσε καθημερινά η έντονη δυσωδία του θανάτου, της προκαλούσε αποστροφή και δυσφορία. Εκείνη δεν ήταν φτιαγμένη γι’ αυτή τη ζωή, αλλά για τα μεγαλεία. Για να το πετύχει, μόνο ένας τρόπος υπήρχε: να κάνει έναν πλούσιο γάμο. Είχε καταλάβει ότι ο Τζέιμς διέθετε, εκτός από γοητεία, πολλά λεφτά και τίτλο ευγενείας, που
θα τον κληρονομούσε μετά το θάνατο του παππού του. Ήταν αληθινό κελεπούρι –πιο σωστά, το εισιτήριο για τη ζωή που ονειρευόταν– και έπρεπε να τον κρατήσει πάση θυσία. Τον αγαπούσε αρκετά, όσο δηλαδή μπορούσε να αγαπήσει κάποια που, πρώτα απ’ όλα, ήταν ερωτευμένη με τον εαυτό της. Άλλωστε η αγάπη ήταν ένα ζήτημα δευτερευούσης σημασίας για την Τάνια· τα αισθήματα δεν έπαιζαν σπουδαίο ρόλο για εκείνη και δε θα δίσταζε να τα θυσιάσει προκειμένου να επιτύχει τους υψηλούς στόχους της. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο της και το έλιωσε με λύσσα στο τασάκι, γεμίζοντας τα δάχτυλά της με στάχτη. «Κανείς δεν παίζει με την Τάνια, κύριε Έρλιν», είπε μέσα από τα δόντια. «Θα έρθει κάποια μέρα που αυτό θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά».
Ο Γιώργος και η Μάγδα είχαν αρχίσει να αδημονούν και να σκέφτονται μήπως ήταν καλύτερα να σηκωθούν να φύγουν, όταν είδαν το γιατρό να έρχεται προς το μέρος τους. Ταυτόχρονα, όμως, είδαν να τους πλησιάζει από την αντίθετη πλευρά και κάποιος άλλος άνθρωπος. Ο νεοφερμένος ήταν περίπου σαράντα χρόνων, μετρίου αναστήματος, με φαρδιές πλάτες και στενούς γοφούς, μαύρα μαλλιά και χλομή επιδερμίδα, σημάδι ότι δεν τον έβλεπε πολύ ο ήλιος. Φαινόταν συμπαθητικός, όμως τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του φανέρωναν άτομο νευρικό και μόνιμα αγχωμένο. Περπατούσε γρήγορα, σαρώνοντας με το βλέμμα όλη την αίθουσα. Έφτασε κοντά στο ζευγάρι πριν από το γιατρό και αυτοσυστήθηκε. «Αστυνόμος Κωνσταντινίδης. Πρέπει να με ακολουθήσετε στο Τμήμα για κατάθεση». «Τι διάολο συμβαίνει εδώ;» φώναξε αναστατωμένος ο Γιώργος. Η Μάγδα κόλλησε φοβισμένη πάνω του, τρέμοντας. «Γιατί να σας
ακολουθήσουμε στο Τμήμα; Κάναμε κάτι κακό και δεν το ξέρουμε;» «Σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιατρού από εδώ, μια κοπέλα πέθανε απόψε...» άρχισε να λέει ο αστυνόμος, αλλά ο Τζέιμς επενέβη αμέσως για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. «Οι άνθρωποι δε φταίνε σε τίποτα», τον διέκοψε. «Η κοπέλα, προτού πεθάνει, πρόλαβε να μου πει ότι δραπέτευσε από το κότερο κάποιου που τον έλεγαν Ντάντε. Κολύμπησε μέχρι τη στεριά και ο θάνατός της οφείλεται βασικά στην κόπωση που υπέστη η καρδιά της». «Ώστε αυτή η καημενούλα πέθανε τελικά...» μουρμούρισε η Μάγδα ξεφυσώντας στενοχωρημένη. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Όμως η κοπέλα θα ήταν ακόμα ζωντανή αν δε συνέβαινε αυτό το περιστατικό, έτσι δεν είναι, γιατρέ;» ρώτησε ο αστυνόμος. «Κατά πάσα πιθανότητα». «Άρα μιλάμε για φόνο. Αυτός ο Ντάντε μπορεί να μην τη σκότωσε με τα χέρια του, αλλά δεν παύει να είναι ο ηθικός αυτουργός». Στράφηκε προς το μέρος του Γιώργου και της Μάγδας και τους κάρφωσε με το ερευνητικό βλέμμα του. «Αφού είστε “καθαροί”, δεν έχετε λόγο να φοβάστε. Η κατάθεση που σας ζητάω είναι τελείως τυπική και υπόσχομαι να μη σας κουράσω καθόλου. Γι’ αυτό, παρακαλώ, ακολουθήστε με». Ο Γιώργος έσφιξε καθησυχαστικά το χέρι της Μάγδας, που συνέχιζε να τρέμει. «Θα προτιμούσα να αφήσετε τη γυναίκα μου έξω από αυτό, αστυνόμε», είπε αποφασιστικά. «Στην κατάσταση που βρίσκεται χρειάζεται ηρεμία και ξεκούραση, και ήδη ταλαιπωρήθηκε αρκετά...» «Κατάσταση; Ποια κατάσταση;» ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον ο Κωνσταντινίδης. «Είναι έγκυος».
«Τότε, λοιπόν, δεχτείτε και οι δύο τα συγχαρητήριά μου. Φαντάζομαι ότι μπορώ να κάνω αυτή την παραχώρηση. Κυρία μου, είστε ελεύθερη», είπε ο αστυνόμος με στόμφο. Ο Γιώργος φίλησε τη γυναίκα του τρυφερά και χαμογέλασε. «Γλυκιά μου, πήγαινε στο ξενοδοχείο και ξάπλωσε να ξεκουραστείς», της είπε. «Δε θα αργήσω να γυρίσω». Η Μάγδα δεν περίμενε να της το πουν δεύτερη φορά. Το έβαλε σχεδόν στα πόδια, λαχταρώντας να βρεθεί έξω, στον καθαρό αέρα. Η βαριά ατμόσφαιρα του νοσοκομείου, με τις έντονες φαρμακευτικές μυρωδιές, της έφερνε αναγούλα και τα τελευταία δέκα λεπτά κρατιόταν με το ζόρι για να μην κάνει εμετό. Ο Γιώργος την κοίταζε να φεύγει και ξαφνικά ένιωσε μόνος και δυστυχισμένος. Τα σχέδιά του για μια αξέχαστη ρομαντική βραδιά είχαν πάει περίπατο, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, αυτή η τελευταία νύχτα στο νησί θα έμενε χαραγμένη στη μνήμη τους με ανεξίτηλα χρώματα.
3
Ηταν περασμένα μεσάνυχτα και η Βενετία κοιμόταν νανουρισμένη από τον παφλασμό της λιμνοθάλασσας, ονειροπολώντας τις παλιές δόξες της. Κι αν τότε κρατούσε σφιχτά στη στιβαρή γροθιά της τον κόσμο, τώρα τον μάγευε με την εξαίσια ομορφιά της και το μεγαλείο της ιστορίας της. Τη νυχτερινή σιωπή έσπαγε το απαλό γουργουρητό από τη μηχανή μιας μικρής βάρκας που γλιστρούσε επιδέξια ανάμεσα στα δαιδαλώδη κανάλια, σχεδόν αθέατη κάτω από τις σκιές των μεγαλόπρεπων μεγάρων. Ο παράταιρος αυτός ήχος, τόσο ξένος σε κάποια άλλη πόλη, εδώ ακουγόταν οικείος και καθησυχαστικός, απόλυτα συνυφασμένος με τη ζωή των κατοίκων.
Ο μοναδικός επιβάτης χειριζόταν με άνεση το τιμόνι και έδειχνε ότι ήξερε να βρίσκει το δρόμο του στο σκοτάδι με την ίδια ευκολία που κάποιος βρίσκει το δρόμο για το σπίτι του στο άπλετο φως του ήλιου. Φτάνοντας έξω από ένα παμπάλαιο σπίτι κοντά στο Τελωνείο, έσβησε τη μηχανή και άφησε τη βάρκα να κυλήσει απαλά κάτω από το χαμηλό υπόστεγο που έμοιαζε να χρησιμοποιείται σαν θαλάσσιο γκαράζ. Πήδηξε με χάρη αιλουροειδούς στη μικρή αποβάθρα, που πρόβαλλε ελάχιστους πόντους πάνω από το νερό, και έδεσε καλά τη βάρκα σε ένα μισοσαπισμένο πάσσαλο, ο οποίος βρισκόταν εκεί γι’ αυτό το σκοπό. Αφουγκράστηκε για τυχόν ύποπτους ήχους, ήχους από κουπί ή άλλη μηχανή, και αφού δεν έπιασε τίποτε από τα δύο, προχώρησε προσεκτικά στο γλιστερό λιθόστρωτο και στάθηκε έξω από μια χοντροφτιαγμένη πόρτα. Χρειάστηκε να χτυπήσει το κουδούνι τρεις φορές προτού το ακούσουν οι ένοικοι του σπιτιού. Στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε το αγουροξυπνημένο πρόσωπο ενός όμορφου νέου άντρα που, στη θέα του νυχτερινού επισκέπτη, ζωήρεψε ξαφνικά. «Δάφνη, εσύ...;» ρώτησε έκπληκτος. Η κοπέλα που στεκόταν στο κατώφλι ήταν περίπου είκοσι πέντε χρόνων, με μακριά μαύρα μαλλιά και κατάλευκη επιδερμίδα. Τα μάτια της, μεγάλα και αμυγδαλωτά, στο χρώμα του κεχριμπαριού, ήταν κόκκινα από το κλάμα. «Αχ, Μαρτσέλο», είπε πέφτοντας στην αγκαλιά του, «η Σαβίνα πέθανε!» Ο άντρας έμεινε εμβρόντητος σε αυτή την είδηση. «Μα πώς...;» κατάφερε να ψελλίσει. Η Δάφνη ξέφυγε απότομα από τα χέρια του, αφήνοντας στη θέση της ένα επώδυνο κενό. Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, όπου κάθισε στον καναπέ με το κεφάλι σκυφτό και άρχισε να κλαίει. Το εσωτερικό του σπιτιού, σε αντίθεση με το εξωτερι-
κό του, ήταν ανακαινισμένο και επιπλωμένο σε αρκετά μοντέρνο στιλ. Ο νέος άντρας την ακολούθησε μουδιασμένος. Ήταν φοβερό να βλέπει τη γυναίκα που αγαπούσε να υποφέρει και να μην μπορεί να της προσφέρει καμιά παρηγοριά. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σαλόνι μια μεγαλύτερη γυναίκα, φορώντας ακόμα το νυχτικό της. Κόντευε τα πενήντα, αλλά ο χρόνος είχε φανεί συμπονετικός μαζί της και διατηρούσε σχεδόν αναλλοίωτη την ομορφιά της. Η ομοιότητά της με τον Μαρτσέλο ήταν χτυπητή. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε αλαφιασμένη, στρώνοντας μηχανικά τα καστανά μαλλιά της. «Η Σαβίνα πέθανε, μητέρα», την πληροφόρησε κοφτά ο Μαρτσέλο. «Ω Θεέ μου!» αναφώνησε εκείνη και κάθισε ξέπνοη στον καναπέ, δίπλα στη Δάφνη. Την αγκάλιασε από τους ώμους και βάλθηκαν να θρηνούν μαζί. Για λίγα λεπτά στο δωμάτιο ακούγονταν μόνο τα πνιχτά αναφιλητά των δύο γυναικών. Ο Μαρτσέλο πηγαινοερχόταν νευρικός, σκουπίζοντας με την παλάμη τα δάκρυά του προτού προλάβουν να κυλήσουν στα μάγουλά του. Στο νεανικό του μέτωπο είχε χαραχτεί μια βαθιά ρυτίδα, σημάδι πως κάτι τον προβλημάτιζε. Μετά το πρώτο σοκ, η μητέρα του πήρε ένα χαρτομάντιλο και φύσηξε δυνατά τη μύτη της. «Πότε έγινε αυτό το κακό; Ποιος σε ειδοποίησε, καλή μου;» «Κανείς, απλώς το ξέρω». Η γυναίκα αντάλλαξε μια ανήσυχη ματιά με το γιο της, που σταμάτησε ξαφνικά το πηγαινέλα. «Πώς είσαι τόσο σίγουρη; Μήπως κάνεις κάποιο λάθος;» ρώτησε διστακτικά την κοπέλα. Η Δάφνη την κοίταξε με τα δακρυσμένα μάτια της, καταβάλλοντας φιλότιμες προσπάθειες να ξαναβρεί την ψυχραιμία της.
«Όχι, Σοφία, δεν κάνω λάθος», της είπε με ραγισμένη φωνή. «Ένιωσα το θάνατό της μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής μου. Πέθανε με το όνομά μου στα χείλη της». «Μα τι έγινε; Ήταν ατύχημα ή μήπως...;» αναρωτήθηκε η Σοφία, χωρίς να αποσώσει τη φράση της. «Εννοείς μήπως μας ανακάλυψαν;» ρώτησε ο Μαρτσέλο, που τόλμησε να εκφράσει αυτό που άφησε η μητέρα του στη μέση. Εκείνη ανατρίχιασε και το βλέμμα της φανέρωνε την ανησυχία της. Ο νέος άντρας έβγαλε ένα λαστιχάκι από τον καρπό του και έδεσε αλογοουρά τα μαλλιά του, που έφταναν λίγο κάτω από το σβέρκο. Μετά κατευθύνθηκε προς το μικρό μπαρ και έβαλε ποτά για όλους. Η μητέρα του αρνήθηκε το ποτήρι που της πρόσφερε, αλλά η Δάφνη τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και κατέβασε μια γενναία γουλιά από το ουίσκι της, με την ελπίδα πως το καυτό υγρό θα την αποσπούσε, έστω και προσωρινά, από τις ζοφερές σκέψεις που τη βασάνιζαν. «Αλήθεια, πού στην ευχή βρισκόταν η Σαβίνα;» ρώτησε ο Μαρτσέλο, τραβώντας μια καρέκλα κοντά στις γυναίκες. «Τώρα που το καλοσκέφτομαι, έχω να τη δω πάνω από δύο εβδομάδες». «Είχε πάει για διακοπές στο Ναύπλιο, την ιδιαίτερη πατρίδα μας», άρχισε να εξηγεί η Δάφνη. «Πριν από δύο μέρες με πήρε ενθουσιασμένη στο τηλέφωνο για να μου πει πόσο τρελά ερωτευμένη ήταν... για μία ακόμα φορά». Ένα μικρό, πονεμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της Σοφίας. Ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει γι’ αυτό ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι που έσφυζε από ζωή; Η ατίθαση Σαβίνα ήταν συνεχώς ερωτευμένη. Είτε εξ αποστάσεως με κάποιο ίνδαλμα της μουσικής είτε με κάποιον καινούριο γνωστό της. Τέτοιου είδους σχέσεις έμεναν μόνο στο μυαλό της και δεν πήγαιναν πιο μακριά. Αλλά έτσι είναι τα νιάτα· έτσι ήταν και η ίδια, μέχρι που συνάντησε τον πραγματικό έρωτα στο πρόσωπο του μακαρίτη του άντρα της. Δυστυχώς, η
ευτυχία της δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Στα τριάντα της είχε ήδη μείνει χήρα και πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να δώσει την καρδιά της σε κάποιον άλλο. Τώρα είχε τον Λεονάρντο, μόνο που κρατούσε τη σχέση της μυστική. Έδιωξε βιαστικά από το μυαλό της αυτές τις σκέψεις και προσήλωσε την προσοχή της στη διήγηση της Δάφνης. «Είχε γνωρίσει έναν Ιταλό... Φανταστείτε ότι από τον ενθουσιασμό της δε σκέφτηκε καν να αναφέρει το όνομά του», έλεγε η κοπέλα, «και μου είπε ότι θα έφευγε μαζί του για μια μικρή κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου. Ακουγόταν ευτυχισμένη και, επειδή ξέρει πόσο ανησυχώ όταν βρίσκεται μακριά μου, με έβαλε να της υποσχεθώ πως θα τηρούσα τις... αποστάσεις, καταλαβαίνετε τι εννοώ». «Κι εσύ το έκανες;» ρώτησε ο Μαρτσέλο συνοφρυωμένος. «Φυσικά, δε διανοήθηκα ούτε στιγμή να αθετήσω την υπόσχεσή μου», είπε η Δάφνη αθώα. «Οπότε δεν ξέρουμε τι πραγματικά συνέβη στη Σαβίνα», μουρμούρισε εκείνος σκεφτικός. «Εκτός από ένα πράγμα, ότι είναι πια νεκρή», συμπλήρωσε με τρεμάμενη φωνή η Σοφία. Καινούρια σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Κάποιο ρολόι στο βάθος χτύπησε μία φορά και ο χαρούμενος καμπανιστός ήχος του έφτασε στ’ αφτιά τους σχεδόν κοροϊδευτικός. «Ίσως εκείνος ο άνθρωπος ευθύνεται για το θάνατό της... ίσως ήταν βαλτός από τον Γκουερίνι...» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Μαρτσέλο, σπάζοντας πρώτος τη σιωπή. «Δεν υπάρχει τρόπος να το διαπιστώσουμε αυτό, είναι πια πολύ αργά», είπε κομπιάζοντας η Δάφνη. «Μια ζωή προσπαθούσα να προστατέψω τη Σαβίνα, αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Θεέ μου, νιώθω τόσο υπεύθυνη για το χαμό της!» «Δεν είναι σωστό να ρίχνεις το φταίξιμο στον εαυτό σου για τις πράξεις της αδερφής σου», σχολίασε ψύχραιμα ο νέος άντρας. «Ήταν
ξεροκέφαλη και ριψοκίνδυνη, θαρρείς και πήγαινε γυρεύοντας να βρει τον μπελά της. Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να συμβεί κάτι τέτοιο». Η Δάφνη τον κοίταξε σοκαρισμένη, σαν να αντίκριζε έναν άγνωστο. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο σκληρός μαζί της;» φώναξε θυμωμένη. «Νόμιζα ότι την αγαπούσες...» «Σταματήστε!» ξέσπασε απότομα η Σοφία χειρονομώντας. «Όλοι την αγαπούσαμε και ο χαμός της πονάει το ίδιο όλους μας. Μη λέτε, λοιπόν, πράγματα που δεν τα εννοείτε και για τα οποία σίγουρα θα μετανιώσετε αργότερα». Έφερε το χέρι στο στήθος σαν να ήθελε να ηρεμήσει τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της και πήρε μια βαθιά ανάσα προτού συνεχίσει. «Αν, τελικά, αποδειχτεί ότι ο θάνατος της Σαβίνας δεν οφείλεται σε ατύχημα, τότε φοβάμαι ότι το πράγμα δε θα τελειώσει εδώ. Πρέπει όλοι να επαγρυπνούμε, και ιδιαίτερα εσύ, Δάφνη μου. Θεέ μου, δε θα τελειώσει ποτέ αυτό το κυνηγητό;» Η Σοφία ήταν εκ φύσεως υπομονετική και γλυκομίλητη, γι’ αυτό το ξέσπασμά της επέδρασε καταλυτικά πάνω στους δύο νέους, που έσκυψαν ένοχα το κεφάλι. Η Δάφνη αναλογίστηκε ότι στα δεκαπέντε χρόνια της γνωριμίας τους ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε να χάνει την ψυχραιμία της, πράγμα αρκετά ανησυχητικό. Αυτή η γυναίκα είχε σταθεί σαν πραγματική μητέρα για την ίδια και τη Σαβίνα, όταν έχασαν τους γονείς τους σε τροχαίο. Είχε εμφανιστεί ξαφνικά στο σπίτι τους τη μέρα που πέθαναν ο Στάθης και η Μαρία Ηλιάδη και είχε απλώσει προστατευτικά τα χέρια, σαν φτερούγες αγγέλου, πάνω στους ώμους των κοριτσιών. Είχε φροντίσει προσωπικά για τα τυπικά της κηδείας και για αρκετά χρόνια η Δάφνη αναρωτιόταν για ποιο λόγο οι γονείς της θάφτηκαν στο κοιμητή-
ριο της Βερόνα, αντί της Βενετίας, όπου διέμεναν. Η κηδεία είχε τελεστεί βιαστικά, με μεγάλη μυστικότητα, και ήταν παρόντες μόνο οι τρεις τους. Φεύγοντας από το κοιμητήριο, η Σοφία ρώτησε τις δύο αδερφές αν ήθελαν να μείνουν για πάντα στο δικό της σπίτι, στη Βενετία. Το χαριτωμένο πρόσωπο και τα φωτεινά μάτια της άγνωστης γυναίκας είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους από την πρώτη στιγμή και δέχτηκαν με χαρά –και ανακούφιση μαζί– την πρότασή της. Αν δεν το έκαναν, άλλωστε, θα ήταν υποχρεωμένες να επιστρέψουν στο Ναύπλιο και να ζήσουν με τη θεία του πατέρα τους, μια στρυφνή γεροντοκόρη, τη μόνη από τους συγγενείς τους που είχε δεχτεί να τις πάρει στο σπίτι της. Τα κορίτσια δεν ήθελαν να φύγουν από τη Βενετία, γιατί εκεί είχαν μεγαλώσει και εκεί βρίσκονταν όλοι οι φίλοι τους. Η ουρανοκατέβατη εμφάνιση της Σοφίας ήταν η καλύτερη λύση στο πρόβλημά τους και χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια μέχρι να μάθει η Δάφνη, που ήταν και η μεγαλύτερη, τον τρόπο με τον οποίο εκείνη η γυναίκα είχε ξεπεράσει το σκόπελο της γραφειοκρατίας και είχε διεκδικήσει νόμιμα την κηδεμονία τους. Εκείνη την εποχή ζούσαν σε μια ήσυχη γειτονιά, στα περίχωρα του Λονδίνου. Είχαν φύγει από τη Βενετία μετά το θάνατο του ζεύγους Ηλιάδη, και η Σοφία δεν μπήκε στη διαδικασία να δώσει εξηγήσεις στα παιδιά σχετικά με αυτή την περίεργη –και ομολογουμένως βιαστική– μετακόμιση. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με όλα τα ανεξήγητα πράγματα, κάποτε ήρθε η ώρα να διαλευκανθεί και αυτό το μυστήριο, μαζί με πολλά άλλα. Η δεκαπεντάχρονη, τότε, Δάφνη επέστρεφε από το σχολείο, ακούγοντας στη διαπασών από το γουόκμαν τα αγαπημένα της τραγούδια. Πέταξε αδιάφορα ένα «γεια» στον Μαρτσέλο που έπαιζε στο δρόμο μπάλα με τους φίλους του και μπήκε στο σπίτι. Ο μοναχογιός της Σοφίας, που ήταν συνομήλικός της, σταμάτησε για λίγο το παιχνίδι του και κάρφωσε λαίμαργα το βλέμμα στην κοντή φουστίτσα της Δάφνης και στις καλοσχηματισμένες γάμπες της.
Όταν είχε εισβάλει ξαφνικά στη ζωή του πριν από μερικά χρόνια, διεκδικώντας μερίδιο από την αγάπη της μητέρας του, την είχε αντιπαθήσει και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να της δυσκολεύει τη ζωή. Όμως, τον τελευταίο καιρό, η συμπεριφορά του είχε αρχίσει να αλλάζει. Γι’ αυτό έφταιγε η ίδια η Δάφνη, εν αγνοία της βέβαια. Η μεταμόρφωσή της από ασχημόπαπο σε υπέροχο κύκνο ήταν ο λόγος. Ο Μαρτσέλο δεν το είχε προσέξει, μέχρι τη μέρα που άκουσε να τη σχολιάζουν στο σχολείο, μάλλον άσεμνα, τρεις συμμαθητές του. Στράφηκε τότε ασυναίσθητα προς το μέρος της Δάφνης, που καθόταν με τις φίλες της στο προαύλιο, και για πρώτη φορά την είδε μέσα από τα μάτια των άλλων. Τα παιδικά παχάκια είχαν εξαφανιστεί, παραχωρώντας τη θέση τους σε ένα λεπτό κορμί όπου είχαν αρχίσει να σχηματίζονται αρμονικά οι πρώτες καμπύλες. Το μέχρι πρότινος επίπεδο στήθος της είχε φουσκώσει και το στενό τζιν τόνιζε ακόμα περισσότερο τα μακριά πόδια της. Ο Μαρτσέλο είχε γυρίσει εκείνη τη μέρα στο σπίτι με ένα μαυρισμένο μάτι –αποτέλεσμα του καβγά με τα τρία αγόρια που τόλμησαν να μιλήσουν για τη Δάφνη– και παρά τις πιέσεις της μητέρας του δε μαρτύρησε ποιος του είχε χαρίσει αυτό το ενθύμιο. Αργότερα, το ίδιο βράδυ, όταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του έφερε στο μυαλό του την κοπέλα, ένιωσε μια περίεργη έξαψη, που γρήγορα μετατράπηκε σε βασανιστική ερωτική επιθυμία. Σχεδόν πονούσε από τον πόθο και στριφογυρνούσε αναστατωμένος στο στρώμα, έχοντας τα χέρια σφιχτά τυλιγμένα στο κορμί του, για να τα κρατήσει μακριά από εκείνο το σημείο του σώματός του ανάμεσα στα σκέλια, που είχε ζωντανέψει ξαφνικά και τον καλούσε επιτακτικά να του προσφέρει την ικανοποίηση. Η Σοφία ήταν καλή χριστιανή και τον είχε μεγαλώσει σύμφωνα με τις επιταγές της Καθολικής Εκκλησίας. Για τον Μαρτσέλο, ο αυνανισμός θεωρούνταν θανάσιμο αμάρτημα, πόσο μάλλον όταν το αντικείμενο του πόθου του ήταν η κοπέλα που ζούσε στο σπίτι του
και μεγάλωνε δίπλα του σαν αδερφή. Η Δάφνη δεν ήταν όπως τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της, που είχαν ήδη στο ενεργητικό τους αρκετές σεξουαλικές επαφές. Ήταν ακόμα αγνή, κι αυτός δεν ήταν παρά ένας άτιμος που μόλυνε την αγνότητά της με τις βρόμικες σκέψεις του. Τη λύση στο πρόβλημά του έδωσε προσωρινά ένα παγωμένο ντους, ένα από τα πολλά που θα ακολουθούσαν σχεδόν κάθε βράδυ τα επόμενα χρόνια. Η Δάφνη, λοιπόν, μπαίνοντας στο σπίτι εκείνη τη μέρα, παράτησε την τσάντα της στο χολ και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Εκεί βρήκε τη Σοφία να μαγειρεύει και τη Σαβίνα, που ήταν τότε εννιά χρόνων, να τρώει λαίμαργα ένα γλυκό. Το χαριτωμένο μουτράκι της μικρής ήταν πασαλειμμένο με σοκολάτα και για κάποιον ανεξήγητο λόγο αυτή η εικόνα χαράχτηκε στο μυαλό της Δάφνης, συνδέοντάς τη με την παιδική ηλικία της αδερφής της. «Δεν πήγες σήμερα στο γραφείο;» ρώτησε τη Σοφία φιλώντας τη στο μάγουλο. «Όχι, πήρα άδεια επειδή είχα κάτι δουλειές να τελειώσω...» απάντησε εκείνη αόριστα. Η Δάφνη άνοιξε το ψυγείο και πήρε το γάλα. Γέμισε ένα ποτήρι και κάθισε στο τραπέζι, δίπλα στη Σαβίνα που έγλειφε τα δάχτυλά της με απόλαυση, έχοντας μόλις τελειώσει το γλυκό. «Πώς ήταν σήμερα το σχολείο;» ρώτησε η Σοφία, ανακατώνοντας το φαγητό στην κατσαρόλα με μια ξύλινη κουτάλα. «Όπως κάθε μέρα...» απάντησε η Δάφνη, ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια, σε αντίθεση με τη Σαβίνα, και έπαιρνε υψηλούς βαθμούς χωρίς να κοπιάζει ιδιαίτερα. Αυτό το χρωστούσε στην πειθαρχία, την οργάνωση και την οπτική μνήμη που διέθετε. Η Σοφία έβαλε λίγο νερό στην κατσαρόλα, χαμήλωσε τη φωτιά και, παίρνοντας την κούπα με τον καφέ της, κάθισε στο τραπέζι μα-
ζί με τα κορίτσια. Τα κοίταξε για λίγο αμίλητη, σαν να τα μελετούσε, και η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της βάθυνε ξαφνικά, σημάδι ότι την απασχολούσε κάτι σοβαρό. Στο τέλος, με μια αποφασιστική κίνηση, έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της έναν παλιό φάκελο με κιτρινισμένες άκρες και τον ακούμπησε μπροστά της. Είχε παραλήπτη τη Δάφνη και το όνομά της ήταν γραμμένο ευδιάκριτα, με ωραία στρογγυλά γράμματα. Ο γραφικός χαρακτήρας του αποστολέα ξύπνησε στην κοπέλα οδυνηρές μνήμες, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να ξεχάσει τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο έγραφε η μητέρα της. Ταράχτηκε και έκανε να πάρει το φάκελο, όμως η Σοφία πρόλαβε και τον σκέπασε με το χέρι της. «Αυτό το γράμμα είναι από τη μητέρα μου», παρατήρησε κατάχλομη η Δάφνη. «Ακριβώς», της απάντησε ήρεμα η Σοφία. «Αυτό το γράμμα μού το εμπιστεύτηκε η μητέρα σου λίγο πριν πεθάνει, με την παράκληση να σου το δώσω όταν θα φτάσεις σε μια ηλικία που να μπορείς να κατανοήσεις ορισμένα πράγματα και να κρίνεις από μόνη σου τη σπουδαιότητά τους. Νομίζω, γλυκιά μου, ότι έφτασε αυτή η ώρα...» Η Σαβίνα είχε σταυρώσει τα χέρια πάνω στο τραπέζι και κοίταζε με ενδιαφέρον πότε την αδερφή της και πότε τη Σοφία. Και μόνο το άκουσμα της λέξης «μητέρα», μιας μητέρας που πλέον περιδιάβαζε στο χορό των αναμνήσεών της σαν σκιά χωρίς πρόσωπο, ήταν αρκετό για να της εξάψει την περιέργεια. Καταλάβαινε πως κάτι πολύ σημαντικό επρόκειτο να ειπωθεί και ήταν, ίσως, μία από τις σπάνιες φορές της ζωής της που καθόταν φρόνιμη, με την προσοχή της τεταμένη. Η Σοφία έσπρωξε απαλά το φάκελο προς το μέρος της Δάφνης. «Διάβασε, καλή μου, και θα καταλάβεις», την προέτρεψε χαμογελώντας. «Και μετά θα προσπαθήσω να λύσω όλες τις απορίες σου».
Το κορίτσι έπιασε το φάκελο από την άκρη, λες και φοβόταν μήπως καεί, και αφού τον κοίταξε για λίγο, τον άνοιξε στη συνέχεια με τρεμάμενα χέρια. Έβγαλε δύο επιστολές και τις παρέταξε μπροστά της, τη μία δίπλα στην άλλη. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν ότι είχαν την ίδια ημερομηνία, μόλις ένα μήνα πριν από το τροχαίο που στέρησε τη ζωή στους γονείς της. Η μία απευθυνόταν «προς κάθε ενδιαφερόμενο» και με λίγα λόγια ανέθετε την κηδεμονία των κοριτσιών στη Σοφία Καβαλιέρι, δικηγόρο, σε περίπτωση θανάτου. Από κάτω υπήρχε η σφραγίδα του δικηγορικού γραφείου στη Βενετία όπου εργαζόταν τότε η Σοφία, καθώς επίσης οι υπογραφές του ζεύγους Ηλιάδη και ενός άλλου μάρτυρα, το όνομα του οποίου η Δάφνη δεν είχε ακούσει ποτέ. Η δεύτερη επιστολή μονοπώλησε το ενδιαφέρον της για αρκετή ώρα. Ήταν γραμμένη από τη μητέρα της και απευθυνόταν στην ίδια. Τη διάβασε αρκετές φορές για να χωνέψει καλά το περιεχόμενό της και, όταν τελείωσε, τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Μερικά από αυτά έσταξαν πάνω στο χαρτί, μουντζουρώνοντας τα γράμματα, που θαρρείς είχαν στήσει τρελό χορό μπροστά της. Έκλεισε τα μάτια και έφερε στο μυαλό της αυτό που μόλις είχε διαβάσει και που θα έμενε πλέον για πάντα καταχωνιασμένο στη μνήμη της. Αγαπημένη μου Δάφνη, Αναγκάστηκα να γράψω αυτό το γράμμα γιατί υπάρχουν ορισμένες –βάσιμες– ενδείξεις που με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο πατέρας σου κι εγώ ίσως να μη βρισκόμαστε για πολύ ακόμα σε αυτή τη ζωή. Αν οι φόβοι μου επαληθευτούν, τότε εμπιστεύομαι τη φροντίδα σας στη Σοφία, μια γυναίκα που εκτιμάω και αγαπάω απεριόριστα. Αγαπημένο μου παιδί, νιώθω ένοχη που σας εγκαταλείπω σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, που πρόδωσα την εμπιστοσύνη σας και στάθηκα ανίκανη να εκπληρώσω την αποστολή μου ως μάνα. Με θλίβει απέραντα το γεγονός ότι δε θα είμαι δίπλα σας για να σας βλέπω να μεγαλώνετε. Να
ακούω τα προβλήματά σας, τις ανησυχίες σας, να σας παρηγορήσω στην πρώτη σας ερωτική απογοήτευση, να υπερηφανευτώ για τις επιτυχίες σας, να σας καμαρώσω νυφούλες στην εκκλησία, να κρατήσω στην αγκαλιά μου τα εγγόνια μου. Για όλα αυτά που δε θα ζήσουμε μαζί, σου ζητάω προκαταβολικά να με συγχωρέσεις, Δάφνη μου. Δώσε τα φιλιά μου στη μικρή Σαβίνα και να θυμάσαι ότι σας αγάπησα πολύ και τις δυο σας. Η μανούλα σου Η Σοφία σηκώθηκε από το τραπέζι και γέμισε ξανά την κούπα της από την καφετιέρα. «Σαβίνα», είπε ήρεμα στο κοριτσάκι, «σε παρακαλώ, πήγαινε έξω να παίξεις με τον Μαρτσέλο». Η μικρή την κοίταξε κατσουφιασμένη και έσφιξε πεισματικά το σαγόνι. Υποπτευόταν από το ύφος της ότι ετοιμαζόταν να πει κάτι πολύ σημαντικό στην αδερφή της, που φαινόταν φοβερά αναστατωμένη, και ήθελε να μείνει για να ακούσει τη συζήτηση. «Δεν πάω!» διαμαρτυρήθηκε έντονα. «Τα αγόρια είναι μεγάλα και δεν καταδέχονται να παίξουν μαζί μου. Με κοροϊδεύουν, κι εγώ τα μισώ». Η Σοφία τη σήκωσε απαλά από την καρέκλα και την έσυρε μαζί της μέχρι την εξώπορτα. «Καλά, δεν είναι ανάγκη να παίξεις μαζί τους, αλλά μπορείς να καθίσεις στα σκαλοπάτια και να παρακολουθείς από μακριά το παιχνίδι τους». «Εγώ θέλω να καθίσω μαζί σας και να ακούσω τι θα πείτε», συνέχιζε η Σαβίνα απτόητη. «Όχι αυτή τη φορά», είπε αυστηρά η Σοφία, σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. «Την ίδια συζήτηση θα κάνω και μαζί σου αφού μεγαλώσεις και φτάσεις στην ηλικία της Δάφνης. Τώρα είσαι πολύ μικρή για να καταλάβεις ορισμένα πράγματα».
«Ουφ πια! Βαρέθηκα να με αντιμετωπίζετε όλοι σαν μωρό», ξέσπασε η Σαβίνα. Επειδή, όμως, καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να περάσει το δικό της, κάθισε στα σκαλοπάτια και βάλθηκε να ατενίζει τον ορίζοντα θυμωμένη, χτυπώντας νευρικά το πόδι στο μάρμαρο. Η Σοφία χαμογέλασε· ήταν πολύ δύσκολο να θυμώσει κανείς με ένα τόσο γλυκό πλασματάκι, γι’ αυτό έκλεισε αθόρυβα την πόρτα και επέστρεψε στην κουζίνα. Η Δάφνη την κοίταξε με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα, γεμάτα θλίψη. «Αν είναι δυνατό!» ψιθύρισε. «Μου ζητάει συγνώμη λες και έφταιγε εκείνη...» Φύσηξε τη μύτη της σε ένα χαρτομάντιλο και σταύρωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι. «Δεν κατάλαβα τι εννοούσε η μητέρα μου λέγοντας ότι φοβόταν για τη ζωή τους», είπε όταν κατάφερε να ηρεμήσει αρκετά. Η Σοφία πήρε βαθιά ανάσα πριν απαντήσει. «Ο θάνατος των γονιών σου, γλυκιά μου, ήταν δολοφονία, και μάλιστα προμελετημένη. Το τροχαίο δε συνέβη τυχαία, το είχαν σκηνοθετήσει κάποιοι». Αυτή η δήλωση χτύπησε τη Δάφνη σαν κεραυνός. Γούρλωσε τα μάτια από έκπληξη, νιώθοντας ταυτόχρονα ένα παγωμένο ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική της στήλη. «Πώς;» ψέλλισε. «Ποιοι και γιατί θα έκαναν κάτι τέτοιο;» «Κάποιοι που τους βόλευε πολύ ο θάνατος των γονιών σου», απάντησε αόριστα η Σοφία. «Και πού βρίσκονται τώρα οι άνθρωποι που τους σκότωσαν;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα η Δάφνη. «Είναι ακόμα στη φυλακή;» «Αυτοί που σκηνοθέτησαν το ατύχημα το έκαναν με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν άφησαν πίσω τους το παραμικρό ίχνος. Σύμφωνα με το πόρισμα της αστυνομίας, ο πατέρας σου έτρεχε πολύ και σε μια στροφή έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και προσέκρουσε με σφοδρότητα πάνω στα βράχια... Αυτά ήταν αυτολεξεί τα γραφόμενα».
Η Σοφία έσκυψε το κεφάλι και άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει στο παρελθόν, πέντε χρόνια πριν. Επέστρεφε στο σπίτι της από τη Βερόνα, όταν άκουσε στο ραδιόφωνο μια ανακοίνωση που προειδοποιούσε τους οδηγούς για πιθανό μποτιλιάρισμα στον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο, λίγο έξω από τη Βενετία. Την κυρίευσε αμέσως μια παράξενη ανησυχία, που δεν ήξερε πού να την αποδώσει. Έκανε στροφή επιτόπου και κατευθύνθηκε γρήγορα προς εκείνο το σημείο. Τα αυτοκίνητα είχαν σχηματίσει μια μεγάλη ουρά, και από τις δύο πλευρές, και οι περισσότεροι οδηγοί τα είχαν εγκαταλείψει για να τρέξουν στον τόπο του δυστυχήματος. Η Σοφία έκανε το ίδιο. Όταν έφτασε εκεί με την ψυχή στο στόμα, δε δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το αυτοκίνητο των φίλων της, ή τουλάχιστον ό,τι είχε απομείνει από αυτό. Το θέαμα που αντίκρισε στοίχειωνε ακόμα τους εφιάλτες της, γιατί αμέσως μετά τη σύγκρουση το αυτοκίνητο είχε πιάσει φωτιά και οι επιβάτες του είχαν καεί ζωντανοί. Αυτό το μακάβριο κομμάτι προτίμησε να το αφήσει έξω από την ιστορία της, για να μην αναστατώσει περισσότερο τη Δάφνη. Έτσι κι αλλιώς, οι λεπτομέρειες δεν είχαν πια κανένα νόημα. «Η αλήθεια είναι...» συνέχισε η Σοφία, «ότι ο πατέρας σου ήταν πολύ προσεκτικός οδηγός, ίσως μάλιστα περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Γι’ αυτό, εγώ προσωπικά και όσοι τον ξέραμε καλά, δεν πιστέψαμε ότι το τροχαίο οφειλόταν σε υπερβολική ταχύτητα». Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της πριν συνεχίσει. «Φυσικά, ανέφερα τις υποψίες μου στην αστυνομία κι εκείνη, από την πλευρά της, έκανε τις απαραίτητες έρευνες. Δε βρέθηκε, όμως, το παραμικρό στοιχείο. Στον τόπο του δυστυχήματος δεν υπήρχαν αποδείξεις, τίποτα που να στηρίζει τους ισχυρισμούς μου. Ή, τουλάχιστον, έτσι μου είπαν...» Η Δάφνη έπιασε αμέσως το υπονοούμενο και από τα μάτια της πέρασε μια σκιά ανησυχίας. «Τι εννοείς με αυτό, Σοφία;» ρώτησε με αγωνία. «Εξήγησέ μου καλύτερα, σε παρακαλώ».
Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι και έκανε αρκετή ώρα να μιλήσει. Έπειτα η φωνή της βγήκε τόσο σιγανή, ώστε η Δάφνη χρειάστηκε να τεντώσει τα αφτιά για να ακούσει αυτά που της έλεγε. «Οι άνθρωποι που ήθελαν να βλάψουν τους γονείς σου είχαν τον τρόπο να κλείσουν τα στόματα των περίεργων και τη δύναμη να κουκουλώσουν την υπόθεση. Ο φάκελος έκλεισε γρήγορα, υπερβολικά γρήγορα θα έλεγα, και κανείς δεν ασχολήθηκε πλέον με αυτό το γεγονός». Η Δάφνη ένιωσε να τη λούζει κρύος ιδρώτας και ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της. «Ο πατέρας μου, όπως ξέρεις, ήταν οικονομικός διευθυντής στην επιχείρηση του θείου του», είπε βραχνά. «Πώς έκανε τόσο ισχυρούς εχθρούς και ποιοι είχαν συμφέρον να τον βγάλουν από τη μέση;» Η Σοφία τής έριξε ένα παράξενο βλέμμα και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Πάντα το έλεγα πως έχεις μεγάλη ωριμότητα για την ηλικία σου...» είπε αόριστα. «Είσαι μόνο δεκαπέντε χρόνων, κι όμως το μυαλό σου στροφάρει το ίδιο με κάποιου που έχει τα διπλάσια χρόνια». Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι, σαν να ήθελε να ξεφορτωθεί μερικές ενοχλητικές σκέψεις. «Ο πατέρας σου, όπως και η μητέρα σου, δεν είχαν εχθρούς», είπε τονίζοντας τις λέξεις με έμφαση. «Ήταν δύο απλοί άνθρωποι που κοίταζαν τη δουλειά τους και δεν μπορούσαν να βλάψουν ούτε μυρμήγκι. Όμως, Δάφνη μου, το πρόβλημα δεν ήταν αυτοί, αλλά... κάποιο άλλο δικό τους πρόσωπο, πολύ αγαπημένο. Αυτός ήταν ο λόγος που έφυγαν από το Ναύπλιο και ήρθαν στη Βενετία. Πίστευαν ότι εδώ θα μπορούσαν να το προστατέψουν καλύτερα, να το κρύψουν, θα ήταν η πιο σωστή λέξη». Η Δάφνη έγειρε μπροστά γεμάτη ανυπομονησία. Ένιωθε πως η Σοφία ετοιμαζόταν να της εκμυστηρευτεί κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που αφορούσε την ίδια, και το αίμα άρχισε να σφυροκοπάει μανια-
σμένα στα μηνίγγια της. Το πρόσωπό της έκαιγε σαν να είχε πυρετό. «Πες μου, Σοφία», της είπε επιτακτικά. «Για εμένα ήρθαν στη Βενετία; Εμένα προσπαθούσαν να προστατέψουν;» Η Σοφία αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά. Πέρασαν πέντε ολόκληρα λεπτά πριν αποφασίσει να μιλήσει. Για την επόμενη μισή ώρα μιλούσε ασταμάτητα και το κορίτσι δεν τολμούσε να τη διακόψει. Όταν η Σοφία τελείωσε, η Δάφνη ένιωθε παγωμένη μέχρι το μεδούλι, προσπαθώντας ακόμα να χωνέψει αυτά που μόλις είχε ακούσει. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα και η νύχτα απλωνόταν γοργά πάνω από την πόλη. Τα παιδιά στο δρόμο είχαν σταματήσει το παιχνίδι τους και στην ατμόσφαιρα πλανιόταν μια αφύσικη σιωπή. Η κουζίνα, που μέχρι πριν από λίγο κολυμπούσε στα μαγευτικά χρώματα του δειλινού, κόντευε να τυλιχτεί στο σκοτάδι. Η Σοφία σκέφτηκε ασυναίσθητα ότι έπρεπε να σηκωθεί για να ανάψει το φως, αλλά δεν το έκανε. Έμεινε καθηλωμένη στη θέση της και βάλθηκε να παρατηρεί την κοπέλα απέναντί της, μία ακόμα σκιά ανάμεσα σε τόσες άλλες. Το μόνο που ξεχώριζε καθαρά ήταν το πρόσωπό της, το οποίο φάνταζε αφύσικα χλομό, και τα λευκά χέρια της, που τα είχε τυλίξει στο κορμί της, προσπαθώντας να σταματήσει τα ρίγη που το διαπερνούσαν. Η αποκάλυψη της αλήθειας την είχε βρει απροετοίμαστη και κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Όταν, τελικά, τα κατάφερε, στράφηκε και στύλωσε το βλέμμα στη Σοφία· τα μάτια της ήταν βουρκωμένα και λαμπύριζαν παράξενα μέσα στο σκοτάδι. «Από πολύ μικρή αναρωτιόμουν τι δεν πάει καλά μ’ εμένα», ψιθύρισε αχνά η Δάφνη. «Κρατούσα το μυστικό μόνο για τον εαυτό μου, επειδή φοβόμουν πως, αν μαθευόταν, οι άλλοι θα με έβλεπαν σαν φρικιό και θα με απέφευγαν. Με τον καιρό κατάφερα να το καταχω-
νιάσω μέσα μου και κόντευα να το ξεχάσω, μέχρι που μου το θύμισες εσύ πριν από λίγο». «Ώστε είναι αλήθεια!» είπε γεμάτη έξαψη η Σοφία. «Βλέπεις, η συμπεριφορά σου όλα αυτά τα χρόνια ήταν απόλυτα φυσιολογική και έφτασα στο σημείο να αμφιβάλλω κατά πόσο υπήρχε βάση σε αυτούς τους ισχυρισμούς». Η Δάφνη στήριξε τους αγκώνες στο τραπέζι και έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες. «Δεν το θέλω αυτό, Σοφία. Το βίωσα στο παρελθόν και δε μου άρεσε. Είναι πολύ πιο πάνω από τις δυνάμεις μου, είναι οδυνηρό», είπε με ραγισμένη φωνή. «Ούτε μπορείς να το αρνηθείς, κυλάει στις φλέβες σου σαν το αίμα», ξέφυγε της γυναίκας. Όμως την ίδια στιγμή δάγκωσε τα χείλη μετανιωμένη για τα άστοχα λόγια που είχε ξεστομίσει. Έπιασε τα χέρια της Δάφνης και την ανάγκασε να την κοιτάξει. «Με συγχωρείς, γλυκιά μου, μίλησα απερίσκεπτα. Είναι αδύνατο να μπει κάποιος άλλος στη θέση σου και να νιώσει αυτό που νιώθεις εσύ. Το καλό στην όλη υπόθεση είναι ότι μπορείς να το ελέγξεις, πράγμα που δεν ήξερα ότι γίνεται, και πιστεύω πως μεγαλώνοντας θα βρεις τις ισορροπίες σου, ώστε να μη σε ενοχλεί τόσο πολύ». Η Δάφνη σκούπισε τα μάτια της με τις παλάμες και η Σοφία σκέφτηκε πως ήταν τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ: μεγάλα και αμυγδαλωτά, στο χρώμα του κεχριμπαριού, με κίτρινες κουκκίδες γύρω από την κόρη και μακριές, μαύρες βλεφαρίδες που τα σκίαζαν, προσδίδοντας στο βλέμμα της μια μυστηριώδη και συνάμα σκοτεινή γοητεία. Ήταν φτιαγμένα ακριβώς για το σκοπό που έπρεπε να εκπληρώσουν και η Σοφία ανατρίχιασε όταν αναλογίστηκε ποιος ήταν αυτός. Αναγνώριζε το δίκιο της Δάφνης για μια φυσιολογική ζωή, γι’ αυτό δεν της έκανε ξανά κουβέντα από εκείνο το βράδυ. Ο Μαρτσέλο και η Σαβίνα ενημερώθηκαν για το επίμαχο θέμα πολύ αργότερα,
σχεδόν την ίδια εποχή που επέστρεψαν όλοι μαζί στη Βενετία. Εκεί, οι δρόμοι τους χώρισαν προσωρινά. Η Δάφνη έφυγε για σπουδές ιστορίας της τέχνης στη Ρώμη και έλειψε κοντά τέσσερα χρόνια. Τελειώνοντας, επέστρεψε και, όταν άρχισε να δουλεύει, νοίκιασε ένα κομψό διαμερισματάκι και έμενε μόνη της. Το παράδειγμά της ακολούθησε λίγο αργότερα και η Σαβίνα, που έμενε λίγα στενά πιο κάτω από την αδερφή της. Η μικρή δεν ενδιαφερόταν για σπουδές και ζούσε –αρκετά έντονα, είναι η αλήθεια– με τα έσοδα που απέφεραν τα ενοίκια δύο αξιόλογων ακίνητων στο Ναύπλιο, προίκα της συγχωρεμένης Μαρίας Ηλιάδη. Η Δάφνη, παρόλο που δικαιούνταν τα μισά χρήματα, είχε παραχωρήσει πρόθυμα το μερίδιο στην αδερφή της, με τη δικαιολογία πως η δουλειά της της παρείχε –και με το παραπάνω– τα απαραίτητα προς το ζην. Η Σοφία στενοχωρήθηκε βλέποντας την οικογένεια να διαλύεται, αλλά δεν το έδειξε. Αγαπούσε τα κορίτσια σαν να ήταν δικά της παιδιά και παρηγοριόταν στη σκέψη ότι αυτός ο χωρισμός είχε και τα καλά του: θα μπέρδευε περισσότερο τους επίδοξους κυνηγούς, κάνοντάς τους να χάσουν τα ίχνη τους.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και τίποτα αξιοπερίεργο δε συνέβαινε, άρχισαν όλοι να αναρωτιούνται μήπως, τελικά, η Σοφία είχε πέσει έξω στις εκτιμήσεις της. Η προσοχή όλων χαλάρωσε και άρχισαν να κινούνται πιο ελεύθερα. Μέχρι την εφιαλτική βραδιά που κατέφθασε η Δάφνη στο σπίτι της, φέρνοντας το μαντάτο του θανάτου της Σαβίνας. Τότε μόνο οι μνήμες ξεχύθηκαν ορμητικές στο μυαλό της Σοφίας και προς στιγμήν παρέλυσε. «Δε θα τελειώσει ποτέ αυτό...;» επανέλαβε.
Η Δάφνη σηκώθηκε από τον καναπέ και την κοίταξε σαν υπνωτισμένη. «Θα φύγω αύριο για το Ηράκλειο της Κρήτης», δήλωσε αργά. «Μπορείς, σε παρακαλώ, Σοφία, να ενημερώσεις το αφεντικό μου ότι δε θα πάω στη δουλειά για κάμποσες μέρες;» Η κοπέλα δούλευε ως εκτιμήτρια έργων τέχνης σε μία από τις πάμπολλες γκαλερί της πόλης. «Φυσικά, γλυκιά μου. Αλλά γιατί θα πας στο Ηράκλειο;» τη ρώτησε τσιτωμένη. «Εκεί είναι η Σαβίνα», μουρμούρισε ταραγμένη η Δάφνη, «κι εγώ, ως αδερφή, οφείλω να τη θάψω όπως της αρμόζει και όχι να αφήσω κάποιους ξένους να κάνουν αυτή τη δουλειά, σαν να ήταν κανένα παραπεταμένο κουτάβι». «Θα έρθω μαζί σου», δήλωσε ο Μαρτσέλο, ενώ σηκωνόταν βιαστικά από την καρέκλα του, έτοιμος να την ακολουθήσει. «Προτιμώ να πάω μόνη μου», είπε η Δάφνη κατευθυνόμενη προς την πόρτα. Την άνοιξε και, πριν βγει, στράφηκε προς το μέρος τους, ρίχνοντάς τους μια τελευταία ματιά. «Άλλωστε έχω ένα προαίσθημα ότι εκεί θα βρω κάποιον που θα με βοηθήσει», εξήγησε αινιγματικά. Όταν εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο Μαρτσέλο έβαλε άλλο ένα ποτό και το κατέβασε μονορούφι, κοιτάζοντας σκεφτικός προς την κατεύθυνση που είχε φύγει η κοπέλα. Η Σοφία περιεργάστηκε για μερικές στιγμές ανήσυχη το γιο της και έπειτα έφυγε αθόρυβα για το δωμάτιό της. Ως έξυπνη γυναίκα, μάντευε τον απελπισμένο έρωτά του για τη Δάφνη και υπέφερε σιωπηλά μαζί του. Επιθυμούσε ολόψυχα αυτός ο έρωτας να ευοδωνόταν κάποτε, αλλά κάτι της έλεγε μέσα της πως αυτή η κοπέλα δε θα χάριζε εύκολα την καρδιά της στον Μαρτσέλο, ούτε σε κανέναν άλλο άντρα.
4
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε μουντή, πράγμα όχι και τόσο ασυνήθιστο στο τέλος του καλοκαιριού. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και η πόλη του Ηρακλείου ήταν τυλιγμένη στην πρωινή καταχνιά, με την υγρασία να περονιάζει τα κόκαλα όσων είχαν την ατυχία να κυκλοφορούν στο δρόμο τόσο νωρίς. Ο βοριάς τριγυρνούσε θυμωμένος στα σοκάκια της παλιάς πόλης, τραντάζοντας δυνατά τις μανταλωμένες πόρτες με την παγωμένη του ανάσα, και τα κύματα ξεσπούσαν την οργή τους πάνω στα μουχλιασμένα τείχη του Κούλε, του ενετικού φρουρίου που δέσποζε επί αιώνες στο λιμάνι. Λίγο πιο μακριά, στο αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης», προσγειωνόταν εκείνη την ώρα ένα μικρό ιδιωτικό αεροπλάνο. Τροχοδρόμησε μέχρι την άκρη της πίστας, μακριά από τα υπόλοιπα σκάφη, όπου σταμάτησε σβήνοντας τελείως τις μηχανές του. Πέντε λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα και ξεδιπλώθηκε από το εσωτερικό μια μικρή σκάλα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε στην κορυφή της ένας ψηλός άντρας γύρω στα σαράντα, με αρρενωπά χαρακτηριστικά και διαπεραστικά γκρίζα μάτια. Άρχισε να κατεβαίνει βιαστικός τα λιγοστά σκαλοπάτια, κοιτάζοντας γύρω του ερευνητικά, σαν να έψαχνε κάποιον. Βλέποντας έναν άνθρωπο με λεκιασμένη από λάδια φόρμα και βρόμικα χέρια, κατά πάσα πιθανότητα μηχανικό, κατευθύνθηκε προς το μέρος του με μεγάλα, αποφασιστικά βήματα. «Μιλάς αγγλικά;» ρώτησε ζυγίζοντάς τον με το βλέμμα. Εκείνος ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Κάτι λίγα...» «Άκου, θα μείνω για καμιά δυο ώρες στο Ηράκλειο», είπε ο ψηλός άντρας χωρίς περιστροφές. «Θα χρειαστώ καύσιμα για να γυρίσω πίσω». «Θα το φροντίσουμε, κύριε, μην ανησυχείτε», τον διέκοψε ο άλλος.
«Δεν είναι μόνο αυτό. Πρέπει να βγω από το αεροδρόμιο και να ξαναμπώ χωρίς να περάσω από έλεγχο». «Δε γίνονται αυτά τα πράγματα...» Ο νεοφερμένος έβγαλε από το πορτοφόλι του δύο χαρτονομίσματα των πεντακοσίων ευρώ και του τα έδωσε με τρόπο. «Θα έχεις άλλα τόσα αν με βοηθήσεις», είπε μέσα από τα δόντια. Ο μηχανικός ένιωσε τα χρήματα να καίνε στη χούφτα του. Δύο χιλιάδες ευρώ δεν ήταν λίγα, θα τον βοηθούσαν να μπαλώσει κάμποσες τρύπες, κι αυτό τον έκανε να πάρει στα γρήγορα την απόφασή του. «Οκέι, έγινε». «Θα χρειαστώ και κάποιο αυτοκίνητο...» «Μπορείς να πάρεις το δικό μου», προθυμοποιήθηκε ο δωροδοκημένος, βγάζοντας από την τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά. «Χωρίς έξτρα χρέωση», συμπλήρωσε κι έκλεισε με νόημα το μάτι. Λίγη ώρα αργότερα, ο ψηλός άντρας έβγαινε από το αεροδρόμιο οδηγώντας το αυτοκίνητο του μηχανικού. Έδειξε σε κάποιον περαστικό το χαρτί με τη διεύθυνση που γύρευε κι εκείνος τέντωσε το δάχτυλο προς μια κατεύθυνση. «Η μαρίνα του Μακριδάκη δεν είναι μακριά. Ύστερα από πεντακόσια μέτρα θα στρίψετε δεξιά και θα τη βρείτε μπροστά σας». Ο Κρητικός είχε μιλήσει στη γλώσσα του, αλλά ο ξένος έπιασε το όνομα «Μακριδάκης» και, αφού ευχαρίστησε, ακολούθησε την κατεύθυνση που έδειχνε το τεντωμένο δάχτυλο. Έστριψε στο χωματόδρομο που έβγαζε στη θάλασσα και σε λίγο έμπαινε από τη σιδερένια πόρτα σε έναν περιφραγμένο χώρο, όπου σταμάτησε και έσβησε τη μηχανή. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε τρέχοντας μέχρι τη μικρή τσιμεντένια προβλήτα, όπου ένας ηλικιωμένος άντρας καταγινόταν με το δέσιμο μιας βάρκας. Δίπλα βρίσκονταν αγκυροβολημένα άλλα τρία σκάφη, που κλυδω-
νίζονταν από τα κύματα που έσπαγαν με δύναμη πάνω στην προβλήτα. Ο επισκέπτης ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή του ιδιοκτήτη της μαρίνας. Εκείνος τον άκουσε και στράφηκε αργά προς το μέρος του. «Ήρθα για το σκάφος...» είπε. Ο άλλος τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να τον αναμετρούσε με το βλέμμα, και μετά έδειξε με το κεφάλι προς το μέρος της τρικυμισμένης θάλασσας. «Ίσως δεν είναι τόσο καλή ιδέα να ξανοιχτείς με τέτοιο καιρό», είπε ήσυχα σε άψογα αγγλικά. «Γιατί δεν περιμένεις να κόψει ο αέρας; Το μπουρίνι δε θα κρατήσει πολύ». «Αν είναι για το σκάφος σου που φοβάσαι, τότε σε πληροφορώ ότι έχω αντιμετωπίσει πολύ χειρότερα», απάντησε ο συνομιλητής του, κάνοντας μια περιφρονητική γκριμάτσα. «Αν, παρ’ όλα αυτά, μου συμβεί κάποιο... ατύχημα και δεν ξαναγυρίσω, τότε η εταιρεία μου θα σε αποζημιώσει πλήρως για την αξία του σκάφους». Ο ηλικιωμένος άντρας καταλάβαινε πότε κάποιος δεν έπαιρνε από συμβουλές, γι’ αυτό και δεν επέμεινε περισσότερο. Θα λυπόταν αν πάθαινε κάτι το σκάφος του, αλλά η δουλειά του συνεπαγόταν και τέτοιου είδους ρίσκα. «Τα κλειδιά είναι πάνω στη μηχανή», είπε χολωμένος. Ο άλλος ανέβηκε σβέλτα στο σκάφος που του υπέδειξε Κρητικός, ένα εφτάμετρο, ολοκαίνουριο ταχύπλοο. Έβαλε στο φουλ τις δυνατές μηχανές και ο γέρος έλυσε τον κάβο. Παρακολούθησε το σκάφος να απομακρύνεται μουγκρίζοντας, μέσα στο σύννεφο αφρού που σήκωναν οι προπέλες του, και όταν ξεμάκρυνε, έστριψε το μουστάκι του και γύρισε πάλι στη δουλειά του. Το ταχύπλοο κατευθύνθηκε για κάμποση ώρα βόρεια και μετά έστριψε δυτικά. Ελάττωσε ταχύτητα και άρχισε να κάνει κύκλους στη
θάλασσα, καλύπτοντας μια αρκετά μεγάλη περιοχή. Ο άνθρωπος που το τιμόνευε έψαχνε ολοφάνερα για κάτι. Όταν το εντόπισε στο βάθος του ορίζοντα, από τα σφιγμένα χείλη του ξέφυγε ένας αναστεναγμός ανακούφισης. Αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή του ήταν ένα υπερμοντέρνο λευκό κότερο, από εκείνα στα οποία η τεχνολογία έχει φτάσει σε σημείο αιχμής. Ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά και λικνιζόταν νωχελικά στα κύματα, που δε φαινόταν να το ενοχλούν ιδιαίτερα. Το μικρότερο σκάφος ήρθε και κόλλησε δίπλα του. Ο ψηλός άντρας ανέβηκε στο κατάστρωμα από τη σκάλα της πρύμνης την ίδια ακριβώς στιγμή που άνοιγε η πόρτα του σαλονιού και έκανε την εμφάνισή του ένας αναστατωμένος νεαρός φορώντας μόνο το μαγιό του. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, με όμορφο, αυθάδικο μούτρο, και το κορμί του, που δεν είχε ούτε ένα γραμμάριο λίπους, φανέρωνε άνθρωπο που περνούσε πολλές ώρες στο γυμναστήριο. Στο δεξί του μάγουλο είχε μια μεγάλη γρατσουνιά που έφτανε χαμηλά, μέχρι το σαγόνι. Βλέποντας τον επισκέπτη, ταράχτηκε ακόμα περισσότερο και το ηλιοκαμένο πρόσωπό του συσπάστηκε από μια έκφραση ανησυχίας. «Φράνκο, εσύ;» είπε ξαφνιασμένος. «Δε σε περίμενα τόσο γρήγορα». «Πού είναι;» ρώτησε αυτός ανυπόμονα, ενώ προχωρούσε προς το μέρος του με μεγάλες δρασκελιές. Τον παραμέρισε, μάλλον με άγαρμπο τρόπο, και μπήκε στο σαλόνι. Ο νεαρός τον ακολούθησε και έκλεισε μηχανικά την πόρτα πίσω του, ενώ το μυαλό του επεξεργαζόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τη δικαιολογία που θα του ξεφούρνιζε σε λίγο για να εξηγήσει την αποτυχία της αποστολής του. «Σε ρώτησα πού είναι το κορίτσι», είπε επιτακτικά ο επονομαζόμενος Φράνκο, διακόπτοντας τον ειρμό των συλλογισμών του. «Το... έσκασε», αποκρίθηκε ο νεαρός κομπιάζοντας. Ένιωσε το στόμα του ξερό και μια έντονη επιθυμία να πιει νερό.
Τα μάτια του Φράνκο κόντεψαν να πεταχτούν από τις κόχες και το πρόσωπό του πέτρωσε. Του είχε πάρει τρία ολόκληρα χρόνια να ανακαλύψει το κορίτσι και έφτασε μόνο μία στιγμή για να τινάξει αυτός ο βλάκας τα πάντα στον αέρα. Η ηχομόνωση του σκάφους πρόσφερε τέλεια προστασία από τους εξωτερικούς θορύβους, αλλά έκανε τη σιωπή ακόμα πιο αβάσταχτη. Υπήρχε κάτι παρήγορο στο μουγκρητό του ανέμου και στον παφλασμό των κυμάτων, που δεν έφτανε, όμως, μέχρι εδώ για να απαλύνει τη βαριά ατμόσφαιρα που έπεσε ξαφνικά ανάμεσα στους δύο άντρες. «Κοίτα, Φράνκο, δεν έφταιγα εγώ... Αυτή η μικρή ήταν ύπουλη σαν νυφίτσα... Άλλωστε αποδείχτηκε ότι δεν ήταν το κορίτσι που θέλαμε, οπότε δεν έγινε καμιά ουσιαστική ζημιά», δικαιολογήθηκε ο νεαρός, σπάζοντας πρώτος τη σιωπή. Ο άλλος του έριξε ένα άγριο βλέμμα, νιώθοντας έντονα την ανάγκη να χιμήξει πάνω του και να τον κάνει να πληρώσει για την ηλιθιότητά του, αλλά έδωσε τόπο στην οργή, τουλάχιστον προς το παρόν, μέχρι να μάθει τι πήγε στραβά. Κάθισε στο δερμάτινο καναπέ και τον κάρφωσε με τα παγερά του μάτια. «Εξηγήσου καλύτερα τι εννοείς», του είπε κοφτά. Ο νεαρός αναθάρρησε από τη στάση του και ταυτόχρονα τα έβαλε με τον εαυτό του για τη λιποψυχία του. Τι διάολο άλλωστε, δεν ήταν ο πρώτος τυχών! Ο πατέρας του ήταν ο Αλεσάντρο Γκουερίνι, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, και κανείς, ούτε καν ο Φράνκο Ντονατσάν, δεν είχε τα κότσια να τα βάλει μαζί του. Αυτή η σκέψη τον έκανε να ανακτήσει πάλι την ψυχραιμία του. Απόλυτος κύριος του εαυτού του πια, κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι από τον επισκέπτη του και τα μάτια του έλαμψαν περιπαικτικά. Ο μεγαλύτερος άντρας κατάλαβε αμέσως την αλλαγή στη συμπεριφορά του, αλλά δεν το έδειξε.
«Όπως είπα και πριν, δεν έγινε και κανένα κακό», είπε ο νεαρός και έβαλε ξαφνικά τα γέλια. «Είναι πολύ αστείο αν σκεφτείς ότι σας πήρε τρία ολόκληρα χρόνια να τη βρείτε, μόνο και μόνο για να αποδειχτεί ότι κάνατε λάθος». Ο Φράνκο συγκράτησε μετά βίας τα νεύρα του. Το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο τον περιγελούσε κατάμουτρα κι αυτός δεν ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσε να ανεχτεί για πολύ μια τέτοια προσβολή. Είχε μπει στην αδελφότητα με την αξία του και όφειλε την επιτυχία του, εκτός από τη μεθοδικότητα και την εργατικότητά του, στην υπομονή, που ήταν μία από τις μεγαλύτερες αρετές του. «Δεν αρκούν τα λόγια σου, Ντάντε», είπε ήρεμα. «Πρέπει να με πείσεις για το αντίθετο». Ο Ντάντε άνοιξε ένα ξύλινο κουτί που βρισκόταν πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. Εκεί φύλαγε τη μαριχουάνα του, πράμα πρώτης ποιότητας, και έστριψε ένα τσιγαριλίκι αργά, ίσως για να του σπάσει περισσότερο τα νεύρα. Το άναψε, ρούφηξε απανωτά δυο τρεις τζούρες και φύσηξε προς το ταβάνι μια σειρά από δαχτυλίδια καπνού. «Όπως ξέρεις...» άρχισε να λέει έπειτα από λίγο, «περιμάζεψα τη μικρή πριν από δύο μέρες». Έγλειψε τα χείλη και χαμογέλασε πονηρά. «Σωστό ηφαίστειο στο κρεβάτι, αν και δεν την έπιανε το μάτι σου για τέτοια. Το γλεντήσαμε καλά οι δυο μας... Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Χτες το πρωί, την ώρα που χουζουρεύαμε, της είπα ότι είχα κάτι οικονομικές δυσκολίες και ζήτησα τη συμβουλή της για μερικές μετοχές, εντελώς αθώα και με πλάγιο τρόπο. Μου είπε ότι δεν ήξερε τίποτε από επιχειρήσεις και χρηματιστήρια, ούτε την ενδιέφεραν. Εγώ επέμεινα και έγινα τόσο φορτικός, που στο τέλος η μικρή θύμωσε και μου είπε ότι ήθελε να φύγει. Τότε της είπα το λόγο που βρισκόμουν μαζί της και πως δεν είχε να πάει πουθενά αν δεν ομολογούσε την αλήθεια. Την έδεσα στο κρεβάτι και την άφησα να χτυπιέται ολόκληρη τη μέρα χωρίς φαγητό και νερό». Ο Ντάντε σταμάτησε για λίγο, τράβηξε μία ακόμα τζούρα και μετά συνέχισε τη διήγη-
σή του. «Δεν καταλαβαίνω πώς κατάφερε να λυθεί. Κάποια στιγμή κατέβηκα στην καμπίνα και είδα ότι έλειπε. Στην αρχή πίστεψα ότι είχε κρυφτεί κάπου στο σκάφος, γιατί η στεριά ήταν πολύ μακριά και κανένας λογικός άνθρωπος δε θα αποτολμούσε να κάνει κολυμπώντας μια τέτοια απόσταση, και μάλιστα μέσα στο σκοτάδι, αφού σύντομα θα νύχτωνε...» «Το τόλμησε, όμως», είπε συνοφρυωμένος ο Φράνκο. «Ναι, η χαζή!» σχολίασε απαξιωτικά ο νεαρός. «Αλλά πολύ αμφιβάλλω αν κατάφερε να φτάσει στη στεριά, κατά πάσα πιθανότητα κατέληξε στον πάτο της θάλασσας, ταΐζοντας τα ψαράκια». Αυτή ήταν μέσες άκρες η ιστορία και ο Ντάντε την είχε πει όπως τον βόλευε, αφήνοντας έξω ένα μέρος της αλήθειας, που αφορούσε τη δραπέτευση του κοριτσιού. Την είχε πατήσει σαν βλάκας, και αυτό δεν τον συνέφερε να το ομολογήσει. Εκείνη τον παρακάλεσε κάποια στιγμή να τη λύσει για να πάει στην τουαλέτα, και την πίστεψε. Μόλις, όμως, σηκώθηκε όρθια, του επιτέθηκε σαν λυσσασμένη γάτα, αφήνοντάς του για αναμνηστικό τη μεγάλη γρατσουνιά στο μάγουλο. Ο Ντάντε αιφνιδιάστηκε και, μέχρι να καταλάβει τι γινόταν, η κοπέλα το είχε βάλει στα πόδια. Άκουσε τον παφλασμό που έκανε το σώμα της πέφτοντας στο νερό και, όταν βγήκε στο κατάστρωμα, την είδε να απομακρύνεται με μεγάλες απλωτές. Ετοιμάστηκε να την κυνηγήσει, αλλά για κακή του τύχη είδε να πλησιάζει ένα ταχύπλοο. Οι επιβαίνοντες, δύο νεαρά ζευγάρια Ιταλών όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, χάρηκαν όταν είδαν την ιταλική σημαία στο κότερο του Ντάντε και σταμάτησαν να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες με το συμπατριώτη τους. Μέχρι να τους ξεφορτωθεί, πέρασε αρκετή ώρα και το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Έριξε μια ματιά στη σκοτεινή θάλασσα και εγκατέλειψε αμέσως την ιδέα του κυνηγητού, θεωρώντας το πλέον εντελώς ανώφελο. Επέστρεψε στην καμπίνα και, αφού περιποιήθηκε την πληγή του, έπεσε να κοιμηθεί στα αναστατωμένα σεντόνια.
Όταν είδε τον Φράνκο, αρχικά πανικοβλήθηκε, αλλά στη συνέχεια σκέφτηκε ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Η αδελφότητα δε θα του ζητούσε να λογοδοτήσει για την αποτυχία του. Το κορίτσι είχε αποδειχτεί ότι ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι, σαν τόσα εκατομμύρια στον κόσμο, και δεν είχε τις ιδιαιτερότητες που του απέδιδαν. Η αποτυχία, λοιπόν, δε βάραινε τον ίδιο, αλλά αποκλειστικά τον Φράνκο που τους ξεσήκωσε, βγάζοντας βιαστικά και αλόγιστα συμπεράσματα. Έσβησε το τσιγαριλίκι του και ξάπλωσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, βάζοντας τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι. «Έκανες πολύ μεγάλο λάθος, Φράνκο», είπε χαμογελώντας ειρωνικά. «Όμως δεν καταλαβαίνω ένα πράγμα: Πώς περιμένετε να πέσει μια τέτοια κοπέλα στην παγίδα σας; Τη θεωρείτε ανόητη; Το γεγονός ότι δεν καταφέρατε να την πιάσετε τόσα χρόνια μάλλον δείχνει ότι δεν είναι». Ο Φράνκο συνοφρυώθηκε και έσφιξε τα χείλη μέχρι που έγιναν μια λεπτή άσπρη γραμμή. Εν μέρει ο συλλογισμός του νεαρού ήταν σωστός, όμως αυτό δεν του έδινε το δικαίωμα να γίνεται τόσο καυστικός. «Πες μου για το σημάδι», είπε απαιτητικά. «Το είδες;» «Μάλιστα, το σημάδι!» έκανε μελοδραματικά ο Ντάντε. «Πράγματι υπήρχε και ήταν καλά κρυμμένο ανάμεσα στα μπούτια της, ακριβώς δίπλα στο μ...» «Δε μου χρειάζονται τέτοιες λεπτομέρειες», τον έκοψε ξερά ο Φράνκο. «Πώς ήταν;» «Δε σε είχα για άνθρωπο που σοκάρεται ακούγοντας τα πράγματα να λέγονται με το όνομά τους», κάγχασε ο Ντάντε. «Τέλος πάντων, το σημάδι ήταν ακριβώς όπως μου το περιγράψατε. Ένα λευκό τριαντάφυλλο, αλλά μικροσκοπικό και όχι τόσο τέλεια σχηματισμένο. Με δυσκολία διακρινόταν δίπλα στο... εφηβαίο, για να το θέσω πιο κομψά. Την έψαξα όταν κοιμόταν – παρεμπιπτόντως, το ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα αυτό, αν και παραλίγο να μην το δω».
«Τότε, λοιπόν, αποκλείεται να έκανα λάθος», μουρμούρισε συλλογισμένος ο Φράνκο. «Αλήθεια, σε τι ακριβώς ελπίζατε να σας χρησιμεύσει αυτό το κορίτσι;» ρώτησε ο Ντάντε βαριεστημένα. «Δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι ικανή να κάνει», είπε μαγκωμένα ο Φράνκο. «Σοβαρολογείς τώρα;» ξέσπασε γελώντας ο Ντάντε. «Δηλαδή ξαμοληθήκατε και ψάχνετε σαν τρελοί για ένα κορίτσι που δεν ξέρετε ακόμα τι είναι ικανό να κάνει; Φίλε μου, είστε όλοι για δέσιμο, με πρώτο και καλύτερο το γέρο μου». Ο Φράνκο ένιωσε την ανάγκη να ρίξει μια γροθιά στη μούρη του Ντάντε, που χλεύαζε την αδελφότητα σαν να ήταν ένα τσούρμο διανοητικά καθυστερημένων. Αλλά βέβαια! Τι άλλο να περιμένει κανείς από έναν τύπο που ξόδευε με το τσουβάλι τα λεφτά του «γέρου» του, χωρίς να έχει δουλέψει ούτε μία μέρα στη ζωή του; «Δε σου επιτρέπω», του είπε χλομιάζοντας. «Μπα, και ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ που θα μου απαγορέψεις να μιλάω όπως γουστάρω;» αγρίεψε ο Ντάντε. «Είσαι ένας καιροσκόπος της κακιάς ώρας, που κατάφερε να κάνει μερικά λεφτουδάκια και παριστάνει τον καμπόσο, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του πατέρα μου και των υπόλοιπων ραμολιμέντων που τον ακολουθούν τυφλά. Έννοια σου, όμως, Φράνκο, ήρθε η ώρα να πληροφορηθούν τι κουμάσι είσαι. Θα φροντίσω εγώ προσωπικά γι’ αυτό. Μα το Θεό, θα το απολαύσω ιδιαιτέρως όταν δω να σε διώχνουν με τις κλοτσιές». «Έχεις κάτι εναντίον μου;» ρώτησε ο Φράνκο βλοσυρός. «Μη μου πεις ότι δεν έχεις καταλάβει τόσο καιρό ότι μου κάθεσαι στο στομάχι!» είπε περιφρονητικά ο νεαρός. «Ο γέρος μου δεν παύει να με συγκρίνει μαζί σου και δε σου κρύβω ότι ανέλαβα αυτή την αποστολή για να του αποδείξω την αξία μου». «Το μόνο που κατάφερες να αποδείξεις ήταν η ανικανότητά σου», σχολίασε ψυχρά ο συνομιλητής του.
Τα μάτια του Ντάντε άστραψαν με κακία. Το χέρι του κινήθηκε αστραπιαία και η γροθιά του προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπο του Φράνκο, σκίζοντας ελαφρά τα χείλη του. Εκείνος έγλειψε αργά το αίμα που κυλούσε στο πιγούνι του και κάρφωσε το σκοτεινό του βλέμμα πάνω στον οργισμένο νεαρό. Έβγαλε ατάραχος από την τσέπη του ένα πιστόλι και, χωρίς να διστάσει, τον πυροβόλησε στο γόνατο. Ο Ντάντε σωριάστηκε στο πάτωμα με ένα ουρλιαχτό, παρασύροντας μαζί του και το τραπεζάκι. «Μπάσταρδε! Ο πατέρας μου θα σε σκοτώσει όταν το μάθει», φώναξε κλαίγοντας από τους πόνους. Ο Φράνκο σηκώθηκε και στάθηκε από πάνω του. Τον κοίταζε με το ίδιο ενδιαφέρον που θα κοίταζε κάποιος ένα ζουζούνι που ετοιμάζεται να το λιώσει με το παπούτσι του. «Δε νομίζω», είπε χαμογελώντας κυνικά. «Βλέπεις, ανόητε φίλε μου, κανείς δεν ξέρει ότι είμαι εδώ». Έστρεψε το πιστόλι προς το μέρος του νεαρού και πυροβόλησε. Αυτή τη φορά η σφαίρα βρήκε τον Ντάντε στο κούτελο, ακριβώς ανάμεσα στα φρύδια, γράφοντας τον επίλογο στη σύντομη ζωή του. Δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί ότι αυτό ήταν το τέλος· το φως σκοτείνιασε ξαφνικά από τα μάτια του και απέμεινε να ατενίζει το ταβάνι με βλέμμα απλανές. Ο Φράνκο τού έριξε μια αδιάφορη, τελευταία ματιά και στη συνέχεια έφυγε από το σαλόνι, φροντίζοντας να πιάσει το πόμολο της πόρτας με το πουκάμισό του, ούτως ώστε να μην αφήσει πίσω του αποτυπώματα. Όση ώρα μιλούσε με τον Ντάντε, έξω είχε αρχίσει να βρέχει δυνατά, και βγαίνοντας στο κατάστρωμα ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν ένιωσε στο πρόσωπό του τις δροσερές στάλες. Η θαλασσοταραχή είχε αρχίσει να κοπάζει και αυθόρμητα σκέφτηκε πως ίσως περνούσαν μέρες, ίσως και εβδομάδες, μέχρι να ανακαλυφθεί το πτώμα. Πήγε μέχρι τη γέφυρα και κοίταξε συνοφρυω-
μένος τα όργανα πλοήγησης. Πάτησε το κουμπί που σήκωνε την άγκυρα και μειδίασε. Με λίγη καλή τύχη μπορεί το σκάφος, παρασυρμένο από τα κύματα, να τσακιζόταν στην ακτή, να έπαιρνε φωτιά και να μην έμενε κανένα ίχνος. Όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Φράνκο... Έχοντας τελειώσει αυτό για το οποίο είχε έρθει, κατέβηκε βιαστικός και πάλι από τη σκάλα της πρύμνης και πήδηξε στο ταχύπλοο. Σήκωσε την άγκυρα, άναψε τις μηχανές και απομακρύνθηκε με ταχύτητα. Έστρεψε το κεφάλι για να ρίξει μια τελευταία ματιά στο κότερο. Είχε ήδη αρχίσει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, αναποφάσιστο ακόμα ως προς την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε, και ο Φράνκο έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας βλέποντας τα χρυσά, καλλιτεχνικά γράμματα στην πλώρη: «Ντάντε». Κατά τη γνώμη του, αυτό ήταν ακόμα ένα δείγμα της αλαζονείας του νεαρού, που αντί να δώσει στο σκάφος το όνομα κάποιας γλυκιάς αγαπημένης, προτίμησε το δικό του. Έβαλε ρότα για το Ηράκλειο βυθισμένος στις σκέψεις του, χωρίς να νιώθει την παραμικρή τύψη για τον νεκρό που άφησε πίσω του. Το καταστροφικό αποτέλεσμα της ανικανότητας του Ντάντε είχε βάλει τέλος στις μακροχρόνιες έρευνές του, οδηγώντας τον ουσιαστικά σε αδιέξοδο. Αυτή η αποστολή ήταν δική του και βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που δέχτηκε να τον πείσει ο Αλεσάντρο Γκουερίνι να δώσει μια ευκαιρία στο γιο του. Άφησε το μυαλό του να ταξιδέψει στο παρελθόν και στάθηκε στη μέρα που ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία.
Ήταν τότε νέος και δούλευε σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, βάζοντας τα θεμέλια σε μια επιχείρηση που έμελλε να γίνει από τις μεγαλύτερες της Ιταλίας.
Κάποια μέρα βρήκε στο γραφείο του μια πρόσκληση για γεύμα από τον Αλεσάντρο Γκουερίνι, έναν από τους ισχυρότερους και πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη. Φόρεσε το καλύτερο κοστούμι του και εμφανίστηκε στο πανάκριβο εστιατόριο δέκα λεπτά νωρίτερα από το ραντεβού τους. Το πολυτελές περιβάλλον και οι ζάπλουτοι επιχειρηματίες που κάθονταν στα διπλανά τραπέζια, κλείνοντας συμφωνίες δισεκατομμυρίων με ένα απλό τσούγκρισμα των κρυστάλλινων ποτηριών τους, ίσως έκαναν κάποιον άλλο να αισθανθεί άβολα και αμήχανα, όχι όμως τον Φράνκο. Ένιωθε σαν στο σπίτι του και, καθώς κοίταζε γύρω του αχόρταγα, πίνοντας το ποτό του, το μόνο που σκεφτόταν ήταν πόσο καλά ταίριαζε εδώ μέσα. Ο Γκουερίνι ήρθε στην ώρα του, συνοδευόμενος από την αύρα της εξουσίας που απέπνεε η πληθωρική παρουσία του. Πενηντάρης, μετρίου αναστήματος, ήταν ένας άνθρωπος ευθύς, που δε μασούσε τα λόγια του. Είπε στον Φράνκο ότι τον παρακολουθούσε αρκετό καιρό και ότι είχε εντυπωσιαστεί από την αλματώδη άνοδό του στον κόσμο των επιχειρήσεων. Ο μεγιστάνας προερχόταν από πλούσια οικογένεια, από τις πιο γνωστές στην Ιταλία, και χάρη στις ικανότητές του είχε καταλήξει να διαχειρίζεται με επιτυχία μία από τις μεγαλύτερες περιουσίες στον κόσμο. Βοηθούσε τους νέους επιχειρηματίες, όταν έκρινε ότι άξιζε τον κόπο να το κάνει, κι έτσι του πρότεινε μια συνεργασία που ενθουσίασε τον Φράνκο. «Τις λεπτομέρειες θα τις συζητήσουμε αύριο στο γραφείο μου», κατέληξε ικανοποιημένος. Την υπόλοιπη ώρα η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από άλλα θέματα, γενικής φύσεως περισσότερο, και ο Φράνκο ανέφερε τυχαία ένα περιστατικό που είχε συμβεί στο νοσοκομείο όπου δούλευε ως νοσοκόμα η φιλενάδα του, επειδή θεώρησε πως ήταν αρκετά περίεργο και άξιζε να ειπωθεί. Είχαν φέρει ένα πεντάχρονο κοριτσάκι με συμπτώματα πνευμο-
νίας και το παιδί είχε στο σώμα του ένα πολύ περίεργο σημάδι. «Δε μοιάζει με απλό σημάδι εκ γενετής, που είναι συνήθως ένας σκούρος λεκές πάνω στο δέρμα», είχε πει στον Φράνκο η φιλενάδα του, η οποία το είδε. «Αυτό είναι ένα κάτασπρο τριαντάφυλλο, σαν να έχει γίνει από ανθρώπινο χέρι». Σε αυτά τα λόγια, ο Γκουερίνι χλόμιασε ξαφνικά και το πιρούνι γλίστρησε από τα δάχτυλά του, έπεσε στο πιάτο και ράγισε τη φίνα πορσελάνη. «Πες το πάλι αυτό, θέλω να το ξανακούσω», διέταξε τον Φράνκο. Εκείνος δεν ήξερε πού να αποδώσει την ταραχή του συνδαιτυμόνα του, αλλά κατάλαβε ότι εν αγνοία του του είχε δώσει μια πολύ σημαντική πληροφορία. Θα την εκμεταλλευόταν, λοιπόν, στο έπακρο προς όφελός του. Κράτησε κλειστά τα χαρτιά του και δε φανέρωσε πού και πότε συνέβη το περιστατικό, αλλά δήλωσε πως πολύ ευχαρίστως θα προσπαθούσε να μάθει περισσότερα. Ο Γκουερίνι υποψιαζόταν ότι ο φιλόδοξος νεαρός, που τον κάρφωνε άφοβα με τα γκρίζα του μάτια, ήξερε πιο πολλά απ’ όσα άφηνε να εννοηθούν και κατάλαβε πως για να του αποσπάσει το πολύτιμο μυστικό έπρεπε να κάνει κι αυτός, με τη σειρά του, ορισμένες παραχωρήσεις. Έτσι τον μύησε στην αδελφότητα κι έμαθε ότι το όνομα του παιδιού ήταν Σαβίνα και όχι Δάφνη Ηλιάδη, πράγμα που τον παραξένεψε πολύ. Ο Φράνκο, από την πλευρά του, πίστευε αρχικά ότι αυτή η αδελφότητα ήταν μια κλειστή λέσχη για τους λίγους και εκλεκτούς αυτού του κόσμου, αλλά δεν άργησε να καταλάβει πως πίσω από τις συγκεντρώσεις τους κρυβόταν κάτι άλλο, πολύ βαθύτερο: η ακόρεστη δίψα για ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και ακόμα περισσότερη εξουσία. Ο μέχρι χτες άσημος νεαρός άρχισε να συναναστρέφεται με ανθρώπους που κρατούσαν στα χέρια τους ένα σεβαστό μερίδιο της πα-
γκόσμιας οικονομίας και απέκτησε το προνόμιο να τους αποκαλεί με το μικρό τους όνομα. Χάρη στην υποστήριξή τους, έβλεπε την επιχείρησή του να γιγαντώνεται μέρα τη μέρα και τα κέρδη του να εκτινάσσονται στα ύψη. Έγινε τακτικός επισκέπτης στο παλάτσο του Γκουερίνι και εκεί γνώρισε το μικρό Ενρίκο, ή Ντάντε, όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά, τον κακομαθημένο μοναχογιό του μεγιστάνα, που τον είχε αποκτήσει από τον πρώτο του γάμο. Σε αντάλλαγμα όλων αυτών των προνομίων έπρεπε να βρει και να τους παραδώσει το κοριτσάκι. Ήταν μια αποστολή που του ανήκε δικαιωματικά και το μέσο για να συνεχίσει να διατηρεί τα κεκτημένα. Ανακάλυψε ότι η διεύθυνση που είχαν δώσει οι γονείς του παιδιού στο νοσοκομείο ήταν ψεύτικη και από τότε ξεκίνησε μια φρενήρης καταδίωξη με απρόσμενες εξελίξεις, όπως ήταν η εν ψυχρώ δολοφονία τους. Εκείνη τη μέρα ο Φράνκο, οδηγώντας ένα μεγάλο φορτηγό, ανάγκασε το αυτοκίνητο αυτού του Έλληνα, του Στάθη Ηλιάδη, να βγει από την πορεία του και να πέσει πάνω στα βράχια. Στη συνέχεια του έβαλε φωτιά, χωρίς να συγκινηθεί από το γεγονός ότι οι άνθρωποι που είχαν εγκλωβιστεί στο εσωτερικό του ήταν ακόμα ζωντανοί. Φεύγοντας, πήγε στο σπίτι τους, αλλά το βρήκε άδειο. Τα κορίτσια έλειπαν. Παραφύλαξε όλη τη μέρα για να τα δει να επιστρέφουν. Άδικος κόπος. Την επομένη, με το σκεπτικό ότι θα γινόταν η κηδεία του ζεύγους Ηλιάδη, πήγε από νωρίς στο νεκροταφείο του Σαν Μικέλε και κάθισε σε ένα παγκάκι κοντά στην είσοδο. Έγιναν τρεις κηδείες, αλλά καμία δεν ήταν αυτή που τον ενδιέφερε. Για ολόκληρη την εβδομάδα, ο Φράνκο μοίραζε το χρόνο του μεταξύ σπιτιού και νεκροταφείου, περιμένοντας να εμφανιστούν τα κορίτσια. Στο τέλος συνειδητοποίησε πως του κάκου περίμενε. Τα χρήματα και οι γνωριμίες δεν του έλειπαν, γι’ αυτό δεν άργησε να μάθει την αλήθεια: πως το άτυχο ζευγάρι είχε ήδη κηδευτεί στη γειτονική
πόλη της Βερόνα από μια γυναίκα, το όνομα της οποίας μυστηριωδώς δεν είχε καταγραφεί πουθενά. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός μέχρι να ξαναβρεί τα ίχνη τους, για να τα ξαναχάσει σχεδόν την ίδια στιγμή. Βρισκόταν κοντά στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου, όταν έτυχε να δει τη Σαβίνα Ηλιάδη έξω από ένα μαγαζί να γλείφει με απόλαυση ένα παγωτό χωνάκι. Πριν εκείνος προλάβει καν να χαρεί το θρίαμβό του, βγήκε από το μαγαζί μια μικροκαμωμένη, όμορφη γυναίκα φορτωμένη τσάντες. Καθώς έσκυψε να καθαρίσει ένα λεκέ από την μπλούζα του παιδιού, το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το βλέμμα του Φράνκο, που παρακολουθούσε σαν αρπακτικό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η γυναίκα άρπαξε τη μικρή από το χέρι και μέσα σε λίγα λεπτά χάθηκε στα δαιδαλώδη σοκάκια της Βενετίας. Έκτοτε ο Φράνκο δεν τις ξαναείδε, παρά μόνο αρκετά χρόνια αργότερα. Ή μάλλον, πιο σωστά, συνάντησε μόνο τη Σοφία Καβαλιέρι και το γιο της, επειδή τα κορίτσια είχαν εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Αυτό που είχε συμβεί στην πραγματικότητα ήταν απλό: η Σοφία, μετά το συναπάντημά της με τον απειλητικό άντρα, είχε τρομοκρατηθεί. Η πόλη ήταν μικρή και καθόλου ασφαλής· αργά ή γρήγορα, οι δρόμοι τους θα διασταυρώνονταν ξανά. Έκανε, λοιπόν, αυτό που θα έκανε κάθε γνωστικός άνθρωπος: πήρε τα τρία παιδιά και έφυγε για το Λονδίνο, γυρεύοντας καταφύγιο στην ανωνυμία που προσφέρει μια μεγαλούπολη. Την έτρωγε, όμως, η νοσταλγία για την πατρίδα της και, όταν τα παιδιά μεγάλωσαν αρκετά, αποφάσισε να ξαναγυρίσει στη Βενετία. Λίγους μήνες μετά συνάντησε στο δρόμο τον Φράνκο, που δεν είχε πάψει να αναζητεί το κορίτσι όλα αυτά τα χρόνια. Όπως και την προηγούμενη φορά, φρόντισε να τον κάνει να χάσει τα ίχνη της, αλλά παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι τα παιδιά βρίσκονταν πλέον σε μια ηλικία όπου μπορούσαν να προστατέψουν τον εαυτό τους. Ο Μαρ-
τσέλο ήταν σχεδόν άντρας και παρακολουθούσε μαθήματα φωτογραφίας σε μια ιδιωτική σχολή, η Δάφνη σπούδαζε ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και η Σαβίνα πήγαινε στο λύκειο. Καλού κακού, όμως, θεώρησε σωστό να αλλάξει σπίτι, πράγμα που συνέχισε να κάνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα να μπερδεύει διαρκώς τον Φράνκο. Όταν εκείνος έμαθε το πραγματικό της όνομα, τα παιδιά είχαν πλέον ενηλικιωθεί και είχαν πάρει το δικό τους δρόμο στη ζωή. Αυτές, όμως, ήταν μερικές λεπτομέρειες που ο Φράνκο Ντονατσάν δε θα μάθαινε ποτέ. Πάντως, μέχρι σήμερα, δεν υποπτευόταν καν ότι μπορούσε να φτάσει τόσο μακριά προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, ούτε πόσο σκληρός και διεφθαρμένος ήταν στην πραγματικότητα. Το ανακάλυψε σκοτώνοντας τον Ντάντε, το γιο του μέντορά του.
Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο Ηράκλειο χωρίς να το καταλάβει. Επέστρεψε το σκάφος σώο και αβλαβές στον ιδιοκτήτη του και γύρισε στο αεροδρόμιο με το αυτοκίνητο του μηχανικού. Του μέτρησε άλλα χίλια ευρώ κι εκείνος, γελώντας ευχαριστημένος κάτω από τα μουστάκια του, τον ενημέρωσε πως το αεροπλάνο του ήταν γεμάτο καύσιμα και έτοιμο για πτήση. Οι φωνές τους σκεπάστηκαν ξαφνικά από τον εκκωφαντικό θόρυβο ενός αεροσκάφους της Alitalia που προσγειωνόταν εκείνη τη στιγμή. Ο μηχανικός τον άφησε για να πάει στη δουλειά του και ο Φράνκο έμεινε να παρατηρεί το σιδερένιο πουλί να τροχοδρομεί στο διάδρομο, ενώ στ’ αφτιά του αντηχούσε, για μία ακόμα φορά, η ειρωνική φωνή του Ντάντε. Οι φτηνές δικαιολογίες του, ότι τάχα το κορίτσι που είχε παγιδέψει δεν ήταν αυτό που έψαχναν και ότι ήταν καθ’ όλα φυσιολογικό, τον έβαλαν σε μεγάλες σκέψεις καθώς κατευθυνόταν αργά προς το αεροπλάνο του.
Στο μεταξύ, οι επιβάτες του αεροσκάφους της Alitalia είχαν αρχίσει να επιβιβάζονται στο λεωφορείο που τους περίμενε κάμποσα μέτρα παρακάτω, ενώ από τη σκάλα κατέβαιναν βιαστικά οι τελευταίοι καθυστερημένοι ταξιδιώτες. Ανάμεσά τους ο Φράνκο ξεχώρισε μια κοπέλα και το βλέμμα του στάθηκε με ενδιαφέρον πάνω της, αξιολογώντας ενδόμυχα με άριστα τα σωματικά της προσόντα. Πέρασε σχεδόν δίπλα του χωρίς να τον προσέξει, δίνοντάς του την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά την αλαβάστρινη επιδερμίδα της, που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τα μαύρα μαλλιά της, τα οποία έπεφταν σαν καταρράκτης στην πλάτη. Τα μάτια της, μεγάλα και εκφραστικά, στο χρώμα του κεχριμπαριού, συμπλήρωναν την άψογη εικόνα. Ο Φράνκο ανατρίχιασε άθελά του, γιατί αυτά τα υπέροχα μάτια φανέρωναν απέραντη θλίψη. Μπήκε στο αεροπλάνο του χωρίς να ξέρει πού να αποδώσει εκείνη την παράξενη αίσθηση που ένιωσε όταν κοίταξε στα μάτια την όμορφη άγνωστη: την αίσθηση του οικείου. Κάθισε στο πιλοτήριο και άρχισε να πατάει τα κουμπιά μπροστά του, με κινήσεις τελείως μηχανικές, γιατί το μυαλό του βρισκόταν κάπου αλλού. Είχε την πεποίθηση πως του ξέφευγε κάτι πολύ σημαντικό, κάτι στο οποίο δεν είχε δώσει τη σημασία που έπρεπε. Ξαφνικά συνοφρυώθηκε και τα μάτια του άστραψαν σε κάποια παλιότερη θύμηση. Λίγο καιρό πριν σκοτώσει το ζευγάρι των Ελλήνων, τριγύριζε έξω από το σχολείο, ψάχνοντας ευκαιρία να αρπάξει τη μικρή Σαβίνα Ηλιάδη και να την παραδώσει στον Γκουερίνι. Οι γονείς, όμως, είχαν τις κόρες τους συνέχεια από κοντά και μάλλον τους είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου να μένουν μακριά από ξένους. Μια μέρα άργησαν να έρθουν και οι δύο αδερφούλες είχαν ξεμείνει μόνες στο έρημο προαύλιο. Ο Φράνκο ξεθάρρεψε και πίστεψε πως αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε. Μπήκε στο προαύλιο και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους, χαμογελώντας πρόσχαρα για
να μην τις τρομάξει. Τότε η μεγαλύτερη αδερφή έπιασε τη μικρή σφιχτά από το χέρι και άρχισε να πισωπατάει αργά αργά προς το κτίριο του σχολείου. Ήταν ένα στρουμπουλό κοριτσάκι γύρω στα δέκα, με ροδαλά μάγουλα και κοντά σγουρά μαλλιά που πλαισίωναν ένα αρκετά συνηθισμένο πρόσωπο, αν και φάνταζε υπερβολικά σοβαρό γι’ αυτή την ηλικία. Είχε, όμως, τα πιο απίθανα μάτια που είχε δει ποτέ ο Φράνκο. Ένιωσε να μαγνητίζεται από αυτά τα μάτια, που τον κάρφωναν αλύπητα και έφταναν μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής του, λες και προσπαθούσαν να την ξεγυμνώσουν. Όταν εκείνος πλησίασε επικίνδυνα, τα δύο κορίτσια έτρεξαν μέσα στο σχολείο και στην ασφάλεια που τους παρείχε. Ο Φράνκο δεν τόλμησε να τα ακολουθήσει. Σήμερα η όμορφη επιβάτισσα της Alitalia ήρθε να του θυμίσει αυτό το περιστατικό, ή καλύτερα το κοριτσάκι. Ο Φράνκο έσμιξε τα φρύδια και μια βαθιά ρυτίδα χαράχτηκε στο μέτωπό του. Στα τόσα χρόνια του κυνηγητού που είχε εξαπολύσει εναντίον της οικογένειας Ηλιάδη, εκείνη η φορά ήταν η μοναδική που πλησίασε τόσο πολύ τη μεγαλύτερη αδερφή. Μετά το θάνατο του ζευγαριού δεν την ξαναείδε ποτέ, λες και είχε ανοίξει η γη και την κατάπιε ή σάμπως να ήξερε πώς να φυλαχτεί από τις κακοτοπιές. Αντίθετα η μικρότερη, στην πρώτη ευκαιρία, ήρθε και έπεσε στην παγίδα τους. «Τι βλάκας που είμαι!» γρύλισε. «Τόσα χρόνια κυνηγούσαμε λάθος αδερφή». Άρχισε να τροχοδρομεί στον αεροδιάδρομο και λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν στον αέρα, επιστρέφοντας στη Βενετία. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, ίσως έβρισκε πολύ περίεργο –αν όχι ύποπτο– το σημερινό του συναπάντημα με μια κοπέλα που κατέφθασε από την Ιταλία, έχοντας τα ίδια παράξενα μάτια μ’ εκείνο το κοριτσάκι. Όμως, για καλή τύχη της Δάφνης, ο Φράνκο είχε μόλις διαπράξει μια δολοφονία. Και μια δολοφονία δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση.
Εκτός από τη ζωή του θύματος, παίρνει πάντα κάτι και από το δολοφόνο: ένα μεγάλο μέρος από τις σκέψεις του και, ακόμα χειρότερα, ένα κομμάτι από την ψυχή του. Άσχετα αν εκείνος δεν το γνωρίζει ή δεν το παραδέχεται...
5
Η Δάφνη βγήκε από το κτίριο του αεροδρομίου και κατευθύνθηκε προς την πιάτσα των ταξί. Ο οδηγός του πρώτου πετάχτηκε έξω και, αφού τη βοήθησε να τακτοποιήσει τη βαλίτσα της στο πορτμπαγκάζ, πήρε ξανά τη θέση του στο τιμόνι. «Θα ήθελα να με πάτε σε ένα ξενοδοχείο», του είπε εκείνη. «Έχετε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση;» ρώτησε ο άντρας. «Θα εκτιμούσα αν μου προτείνατε εσείς κάποιο». «Ωραία, θα σας πάω σε ένα ξενοδοχείο που βρίσκεται κοντά στο λιμάνι», είπε ο ταξιτζής ενώ έβαζε μπρος. «Είμαι σίγουρος ότι θα μείνετε πολύ ευχαριστημένη». Ακολούθησε το δρόμο που πήγαινε παράλληλα στη θάλασσα, κοιτάζοντας ανά τακτά διαστήματα από το καθρεφτάκι την όμορφη πελάτισσα που κρατούσε το βλέμμα της καρφωμένο μπροστά, χωρίς ουσιαστικά να βλέπει πού πηγαίνουν. «Πρώτη φορά έρχεστε στην πόλη μας;» τη ρώτησε γεμάτος περιέργεια. «Ναι», του απάντησε μονολεκτικά εκείνη και έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο, δείχνοντας έμμεσα ότι θα προτιμούσε να την αφήσει στην ησυχία της. Ο ταξιτζής δεν επέμεινε. Τόσα χρόνια στη δουλειά, είχε μάθει να ψυχολογεί τους ανθρώπους και καταλάβαινε πότε κάποιος είχε όρεξη για κουβέντα ή όχι. Παρόλο που δεν έμενε ποτέ μόνος εν ώρα δουλειάς, είχε μια παράξενη μοναχικότητα το επάγγελμά του, η οποία
γινόταν ακόμα πιο δυσβάσταχτη όταν ο πελάτης ύψωνε εκείνο το αόρατο τείχος ανάμεσά τους, που χώριζε κυριολεκτικά το αυτοκίνητο στα δύο. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα άφησε τη Δάφνη έξω από ένα μεγάλο ξενοδοχείο και, αφού της ευχήθηκε «καλή διαμονή», πήρε ξανά το δρόμο, ελπίζοντας ο επόμενος πελάτης να είναι πιο ομιλητικός.
Ήταν ακόμα πολύ πρωί και η καλοκαιρινή σεζόν βρισκόταν σχεδόν στο τέλος της. Στο λόμπι του ξενοδοχείου επικρατούσε σχετική ηρεμία και η Δάφνη κατευθύνθηκε προς τη ρεσεψιόν, όπου την υποδέχτηκε ένας νυσταγμένος υπάλληλος. Υπήρχαν αρκετά ελεύθερα δωμάτια και η τιμή, σε σύγκριση με τις εξωφρενικές τιμές των ξενοδοχείων της Βενετίας, της φάνηκε πολύ καλή. «Μπορείτε, παρακαλώ, να μου πείτε πού ακριβώς βρίσκεται το νοσοκομείο;» ρώτησε το ρεσεψιονίστ, ενώ του έδινε το διαβατήριό της. «Υπάρχουν δύο νοσοκομεία στο Ηράκλειο», δήλωσε εκείνος, συμπληρώνοντας τα στοιχεία της στον υπολογιστή. «Σε ποιο από τα δύο θέλετε να πάτε;» Βλέποντας ότι η κοπέλα δεν απαντούσε, ανασήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε ερευνητικά. «Ίσως μπορώ να σας βοηθήσω αν μου πείτε τι ακριβώς συμβαίνει». Η Δάφνη έμεινε για λίγο σκεφτική. «Κάποιος δικός μου άνθρωπος είχε ένα ατύχημα χτες και το μόνο που ξέρω είναι πως βρίσκεται σε κάποιο νοσοκομείο», αποκρίθηκε τελικά. «Αν είναι έτσι, τότε πρέπει να πάτε στο Πανεπιστημιακό, που εφημέρευε το βράδυ. Ένας πελάτης μας έπαθε οξεία τροφική δηλητηρίαση και άκουσα πως μεταφέρθηκε εκεί εσπευσμένα», παρατήρησε ο υπάλληλος επιστρέφοντας το διαβατήριό της. «Είναι λίγο έξω
από την πόλη και θα χρειαστείτε σίγουρα ταξί. Θέλετε μήπως να σας καλέσω;» Το Ηράκλειο, αντίθετα από αυτό που νόμιζε η Δάφνη, ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη, και μπορεί να έχανε πολύτιμο χρόνο αν πήγαινε ψάχνοντας. Κάθε βοήθεια, λοιπόν, ήταν ευπρόσδεκτη. «Σας ευχαριστώ πολύ», είπε χαμογελώντας με ευγνωμοσύνη. «Θα ανέβω να αφήσω τη βαλίτσα μου και θα είμαι πίσω σε πέντε λεπτά». Το δωμάτιό της βρισκόταν στον πέμπτο όροφο και οι κουρτίνες στα μεγάλα παράθυρα ήταν τραβηγμένες, προσφέροντας όμορφη θέα προς το φρούριο του Κούλε και τα αψιδωτά νεώριά του, μνημεία μιας άλλης εποχής, όταν κυριαρχούσαν στο νησί οι Ενετοί. Ανάμεσά τους, η παραλιακή λεωφόρος έσφυζε ήδη από κίνηση, ενώ στον ορίζοντα κυριαρχούσε η θάλασσα, μουντή και τυλιγμένη στην πρωινή καταχνιά. Η Δάφνη δε στάθηκε να θαυμάσει τη θέα. Απλώς ακούμπησε τη βαλίτσα της δίπλα στο κρεβάτι και κατέβηκε πάλι στη ρεσεψιόν. Ο υπάλληλος τη συνόδεψε μέχρι την έξοδο και της έδειξε το ταξί που περίμενε μπροστά από το ξενοδοχείο. Όπως και στην προηγούμενη διαδρομή, έμεινε κλεισμένη στον εαυτό της και στις ζοφερές σκέψεις που τη βασάνιζαν. Η έντονη ψυχική φόρτιση που βίωνε τις τελευταίες ώρες τής προκαλούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα, τα οποία την είχαν αποδιοργανώσει και οδηγήσει σε πλήρη σύγχυση. Το μυαλό της ήταν σαν μπερδεμένο κουβάρι που μάταια πάσχιζε να ξετυλίξει. Εικόνες και παραστάσεις, ανθρώπινες μορφές γνωστές ή άγνωστες, χαρούμενες ή σκυθρωπές περνούσαν με αστραπιαία ταχύτητα μπροστά από τα μάτια της και, αντί να βοηθήσουν, έκαναν τα πράγματα ακόμα χειρότερα, επειδή η Σαβίνα έλαμπε από αυτές διά της απουσίας της. Κι αν κάπου στο βάθος του μυαλού της έτρεφε μια μικρή ελπίδα να έχει πέσει έξω στις προβλέψεις της σχετικά με την τύχη της αδερφής της, τώρα δεν της έμενε πια καμιά αμφιβολία ότι ήταν νεκρή.
Η Σοφία υποστήριζε πως όταν κάποιος επιλέγει –συνειδητά ή ασυνείδητα– να απαρνηθεί τα ταλέντα και τα χαρίσματα με τα οποία είναι προικισμένος, τότε αυτά θάβονται στη λησμονιά και χάνουν το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής τους. Ίσως η Σοφία είχε δίκιο, σκέφτηκε πικραμένη η Δάφνη, καθώς το ταξί σταματούσε έξω από το νοσοκομείο. Πλήρωσε μηχανικά και βγήκε αργά από το όχημα, το οποίο, κάνοντας μια επιτόπου στροφή, πήρε το δρόμο του γυρισμού για την πόλη. Η κοπέλα κοίταξε με αποστροφή το κτιριακό σύμπλεγμα μπροστά της. Στα σπλάχνα του έκρυβε το άψυχο κορμί της μικρής της αδερφής, κι αυτό ήταν από μόνο του αρκετό για να το μισήσει, σαν να ήταν κάποιο ζωντανό ον. Πήρε μια βαθιά αναπνοή, μάζεψε όσα αποθέματα κουράγιου διέθετε και προχώρησε προς την κεντρική είσοδο. Κατευθύνθηκε στο γκισέ των πληροφοριών και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το τηλεφώνημά της η γυναίκα που καθόταν πίσω από τον πάγκο. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» τη ρώτησε εκείνη μόλις έκλεισε το τηλέφωνο. Παρόλο που προσπαθούσε να φανεί ευγενική, ήταν φανερό ότι δεν έβλεπε την ώρα να την ξεφορτωθεί. Η Δάφνη έβηξε ελαφρά για να καθαρίσει το λαιμό της. «Ψάχνω μια κοπέλα γύρω στα είκοσι...» άρχισε να λέει κομπιάζοντας, «επειδή με πληροφόρησαν ότι μπορεί να βρίσκεται εδώ». «Πρέπει να μου πείτε το όνομά της για να κοιτάξω στη λίστα των ασθενών», της είπε ανυπόμονα η γυναίκα, φορώντας ταυτόχρονα τα γυαλιά της. Θεωρούσε ότι ήταν φορτωμένη με πολλές ευθύνες και δεν της άρεσε να σπαταλούν τον πολύτιμο χρόνο της με μικρολεπτομέρειες. «Δεν είναι άρρωστη», διευκρίνισε η Δάφνη. «Είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα χτες το βράδυ και φοβάμαι πως είναι νεκρή». Η άλλη άλλαξε αμέσως στάση και το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση γνήσιας συμπόνιας.
«Λυπάμαι που το ακούω αυτό, δεσποινίς», δήλωσε, ενώ σηκωνόταν από την καρέκλα της. «Δε γνωρίζω το περιστατικό, γι’ αυτό πρέπει να ρωτήσω κάποιον από τους βραδινούς». Άφησε το πόστο της και χώθηκε στο γραφείο που βρισκόταν πίσω από το γκισέ. Η Δάφνη κοίταξε διακριτικά από τη μισάνοιχτη πόρτα και την είδε να κουβεντιάζει με μερικούς νοσοκόμους που έπιναν εκείνη την ώρα τον καφέ τους. Ξαφνικά, ένας άντρας παράτησε την κούπα του στο τραπέζι και ήρθε προς το μέρος της με γρήγορα βήματα. Στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε με τα κόκκινα, ξενυχτισμένα μάτια του. «Μπορείτε να μου περιγράψετε το κορίτσι που ψάχνετε;» ρώτησε χωρίς περιστροφές. Η Δάφνη τού περιέγραψε τη Σαβίνα και εκείνος, ακούγοντάς την, έκανε έναν ανεπαίσθητο μορφασμό, που δεν ξέφυγε από το διορατικό βλέμμα της κοπέλας. Είχε έρθει εδώ προετοιμασμένη να ακούσει τα χειρότερα, αλλά μάλλον αυτό δεν ήταν αρκετό, γιατί την ίδια στιγμή ένιωσε ένα παγωμένο χέρι να αδράχνει την καρδιά της. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ», της είπε ο άντρας βγαίνοντας από το χώρο υποδοχής. Πέρασαν δαιδαλώδεις διαδρόμους μέχρι να καταλήξουν στην άλλη άκρη του νοσοκομείου, όπου και σταμάτησαν έξω από μια διπλή πόρτα. Η Δάφνη ένιωσε το στόμα της ξερό από την αγωνία και κρατούσε το κεφάλι πεισματικά κατεβασμένο για να μη δει την πινακίδα που βρισκόταν από πάνω. Ο νοσοκόμος άνοιξε και της έκανε νόημα να περάσει πρώτη. Η θερμοκρασία μέσα ήταν αισθητά χαμηλότερη και η Δάφνη την ένιωσε σαν μούδιασμα σε ολόκληρο το κορμί της. Ώστε εδώ είχε καταλήξει η αγαπημένη της Σαβίνα! Σε ένα νεκροτομείο, ένα άγνωστο πτώμα ανάμεσα σε τόσα άλλα. Δεν μπορεί να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, Χριστέ μου, σκέφτηκε απελπισμένη. Τα μάτια της βούρκωσαν και πίσω από το θολό πέπλο
των δακρύων διέκρινε το νοσοκόμο, μια αχνή ασπροντυμένη φιγούρα, να ανοίγει με αργές κινήσεις κάτι σαν ντουλάπι και να τραβάει από μέσα ένα μεταλλικό αντικείμενο που έμοιαζε με φορείο. Εκεί πάνω βρισκόταν ξαπλωμένο ένα άψυχο σώμα, σκεπασμένο με ένα άσπρο σεντόνι. Ο άντρας το ξεσκέπασε και της ένευσε με το χέρι να πλησιάσει. Η Δάφνη έκανε τα λιγοστά μέτρα που τους χώριζαν σέρνοντας τα πόδια, που ξαφνικά βάρυναν σαν μολύβι, αρνούμενα πεισματικά να υπακούσουν στις εντολές του εγκεφάλου της. Στάθηκε δίπλα από το πτώμα και το βλέμμα της πλανήθηκε αόριστα πάνω στο κατάχλομο πρόσωπο με τα σφαλιστά βλέφαρα. Της φάνηκε ότι αντίκριζε μια ξένη, γιατί τι σχέση μπορεί να είχε αυτό το πλάσμα με τη Σαβίνα που ήξερε εκείνη, με τη Σαβίνα που ξεχείλιζε πάντα από ζωντάνια και ενεργητικότητα; Από το μυαλό της πέρασε σαν αστραπή η ζωή της αδερφής της, από την εποχή που ήταν μωρό μέχρι πριν από λίγες μέρες όταν έφευγε ενθουσιασμένη για τις διακοπές της στην Ελλάδα. Της ήρθε μια ξαφνική σκοτοδίνη και γύρεψε να πιαστεί από το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά της για να μην πέσει κάτω. Αυτό ήταν το χέρι της Σαβίνας, άκαμπτο και παγωμένο, και η Δάφνη ανατρίχιασε σύγκορμη στη στιγμιαία επαφή, που όμως στάθηκε αρκετή για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Λοιπόν;» τη ρώτησε ο νοσοκόμος χαμηλόφωνα. «Τη γνωρίζετε;» Η Δάφνη αρκέστηκε σε ένα καταφατικό κούνημα του κεφαλιού. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος, ώστε αδυνατούσε να αρθρώσει έστω μία λέξη ή να κλάψει. Ένιωθε το κορμί της εντελώς παραλυμένο, το ίδιο νεκρό με τα υπόλοιπα κορμιά που αναπαύονταν ολόγυρά της, μέσα στους ψυκτικούς θαλάμους της απρόσωπης αίθουσας. Έσκυψε και φίλησε το μέτωπο της Σαβίνας και μετά κόλλησε το μάγουλό της πάνω στο παγωμένο μάγουλο της αδερφής της, λες κι αυτό μπορούσε να της μεταφέρει λίγη από τη δική της ζεστασιά και να την
κάνει να ξαναζωντανέψει. Έμεινε έτσι αρκετή ώρα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και ψιθυρίζοντας τρυφερές κουβέντες στο αφτί της. Όταν σηκώθηκε, ήταν γαλήνια, κυρίαρχη και πάλι του εαυτού της. «Πότε μπορώ να την πάρω;» ρώτησε άτονα το νοσοκόμο. Εκείνος σκέπασε τη Σαβίνα με το σεντόνι και έσπρωξε το συρόμενο φορείο πίσω στον ψυκτικό θάλαμο. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω», της απάντησε, ανασηκώνοντας τους ώμους. Η τρυφερή σκηνή που είχε παρακολουθήσει προηγουμένως τον είχε εντυπωσιάσει, γιατί θεώρησε τη στάση της κοπέλας τραγικά μεγαλόπρεπη και συνάμα αφάνταστα αξιοπρεπή. Είχε γίνει μάρτυρας πολλών σκηνών και τις περισσότερες φορές οι συγγενείς ξεσπούσαν σε γοερά κλάματα μόλις αναγνώριζαν σε κάποιο πτώμα το δικό τους άνθρωπο. «Βλέπετε, δεσποινίς», συνέχισε αρκετά συγκινημένος, «πρέπει να γίνει πρώτα νεκροψία για να διαπιστωθούν τα ακριβή αίτια του θανάτου της και να δώσει η αστυνομία την άδεια ταφής». «Τι εννοείτε με αυτό;» τον ρώτησε ζαλισμένη η Δάφνη. Και μόνο η ιδέα ότι κάποιος θα πετσόκοβε το κορμί της αδερφής της της έφερνε αναγούλα. «Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, αλλά μάλλον ο θάνατός της δεν είναι τόσο φυσικός όσο δείχνει. Αν θέλετε περισσότερες πληροφορίες, θα πρέπει να απευθυνθείτε στο γιατρό που την ανέλαβε, το δόκτορα Έρλιν. Πέθανε στα χέρια του, αν και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να τη σώσει». «Έρλιν;» επανέλαβε σαν χαμένη η Δάφνη. Ξαφνικά, μπροστά από τα μάτια της πέρασε η απειλητική μορφή ενός ηλικιωμένου άντρα. Τα λόγια του Μαρτσέλο ότι για το θάνατο της Σαβίνας ευθυνόταν «εκείνος ο άνθρωπος» απέκτησαν καινούριο νόημα. Ο νοσοκόμος κοίταξε το ρολόι του. Ευτυχώς, η βάρδιά του τελείωνε σε μισή ώρα και μπορούσε, επιτέλους, να πάει στο σπίτι του για να ξεκουραστεί.
«Θα σας οδηγήσω στο γραφείο του», είπε στην κοπέλα. «Φαντάζομαι ότι ο γιατρός μπορεί να σας ενημερώσει καλύτερα από τον καθένα». Πέρασαν ξανά μέσα από το λαβύρινθο των διαδρόμων και η Δάφνη ασυναίσθητα κατέγραψε στο μυαλό της τη διαδρομή, πράγμα πολύ εύκολο για εκείνη που είχε μεγαλώσει στο λαβύρινθο των σοκακιών της Βενετίας. Το γραφείο του δόκτορα Έρλιν ήταν άδειο και ο νοσοκόμος τής είπε να καθίσει εκεί και να τον περιμένει. «Δε θα αργήσει», την καθησύχασε φεύγοντας. Η Δάφνη δεν έμεινε για πολύ μόνη της. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια πολύ όμορφη γυναίκα που φορούσε ιατρική μπλούζα. Ήταν η Τάνια. Έριξε μια περίεργη ματιά στην κοπέλα και, ενώ ετοιμαζόταν να κάνει μεταβολή για να φύγει, ξαφνικά άλλαξε γνώμη και σκέφτηκε να ανταλλάξει μερικές κουβέντες μαζί της. Η άγνωστη παραήταν όμορφη για να την αγνοήσει και, στο κάτω κάτω της γραφής, ποιος τη βεβαίωνε ότι δεν ήταν αυτή η αιτία που ο Τζέιμς φερόταν τόσο ψυχρά τον τελευταίο καιρό; Ένιωσε να την κυριεύει η ζήλια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της πήραν μια άγρια έκφραση για κλάσμα του δευτερολέπτου, φανερώνοντας όλες τις άσχημες σκέψεις που έκανε για την κοπέλα. Η Δάφνη τσιτώθηκε και ένιωσε μια αόρατη απειλή στον αέρα. Χαμήλωσε τα μάτια και είδε ξαφνικά τα χέρια της γυναίκας βουτηγμένα στο αίμα. Κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι και από τη λάμα του στάλαζαν ακόμα αχνιστές άλικες σταγόνες. Γελούσε σαν υστερική και το γέλιο της δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Η Δάφνη έπιασε το κεφάλι της και βόγκηξε δυνατά. Ένιωσε στον ώμο της το χέρι της Τάνιας και στράφηκε, σαν νευρόσπαστο, για να το κοιτάξει. Ήταν πεντακάθαρο, με μακριά λεπτά δάχτυλα, και ηλιοκαμένο από το δυνατό ήλιο της Κρήτης. «Μα τι πάθατε; Κάνετε σαν να είδατε φάντασμα», είπε ξαφνιασμένη εκείνη.
«Δεν είναι τίποτα, θα μου περάσει», ψέλλισε η Δάφνη. Αγκάλιασε το κορμί της με τα χέρια και ρίγησε σύγκορμη. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο είχε πέσει ξαφνικά και ένιωθε παγωμένη μέχρι το μεδούλι. Η Τάνια τής έριξε μια γρήγορη ματιά και κατέληξε στο συμπέρασμα πως μάλλον άδικα ανησύχησε. Η κοπέλα που καθόταν μαζεμένη στη δερμάτινη πολυθρόνα παρουσίαζε ένα αξιοθρήνητο θέαμα. Γέλασε από μέσα της για τους φόβους της. Χρειαζόταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα τρομαγμένο κοριτσόπουλο για να την ξεχάσει ο Τζέιμς. Έφυγε πιο ήσυχη, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Η Δάφνη προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από το σοκ που της προκάλεσε το όραμα, όταν άκουσε βήματα να έρχονται προς το μέρος της. Ανασήκωσε το κεφάλι και είδε έναν άντρα. Επρόκειτο για τον αστυνόμο Κωνσταντινίδη. Είχε έρθει στο νοσοκομείο για να παραλάβει προσωπικά την έκθεση της νεκροψίας της κοπέλας που είχε πεθάνει την προηγουμένη. Δεν είχε μπει στον κόπο να τηλεφωνήσει, γιατί ο ιατροδικαστής τον είχε βεβαιώσει ότι θα την είχε έτοιμη το πρωί και ότι μπορούσε να την παραλάβει από το γραφείο του δόκτορα Έρλιν. Αγνοούσε, όμως, ότι η νεκροψία δεν είχε διεξαχθεί ακόμα και ότι έκανε τσάμπα τόσο δρόμο. Ο λόγος της καθυστέρησης ήταν απλός: ο ιατροδικαστής τα είχε τσούξει κάπως παραπάνω το βράδυ και προτίμησε να γυρίσει στο σπίτι του αντί να πάει στη δουλειά του. Αυτή τη στιγμή ροχάλιζε του καλού καιρού στον καναπέ του σαλονιού του, αλλά ο Κωνσταντινίδης, βέβαια, δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει. Έριξε μια γρήγορη ματιά στη Δάφνη και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια κάτι σαν «καλημέρα». Μετά άναψε τσιγάρο χωρίς καν να τη ρωτήσει αν επιτρέπεται και χωρίς να λάβει υπόψη του ότι βρισκόταν στο χώρο ενός νοσοκομείου και άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά. Κοίταξε το ρολόι του κάμποσες φορές, έσβησε το πρώτο τσιγάρο και άναψε αμέσως το επόμενο.
«Θα αργήσει ο γιατρός;» ρώτησε κάποια στιγμή τη Δάφνη. «Che cosa?» είπε εκείνη ξαφνιασμένη στα ιταλικά. «Μάλιστα, σε ξένη πέσαμε», μονολόγησε ο Κωνσταντινίδης. Η Δάφνη δεν μπήκε καν στον κόπο να τον διαψεύσει· ήταν πολύ δυστυχισμένη για να ανοίξει κουβέντα με έναν άγνωστο και να του εξηγήσει ότι μετά τόσα χρόνια διαμονής στην Ιταλία είχε συνηθίσει να σκέφτεται και να εκφράζεται στα ιταλικά, παρόλο που δεν ήταν η μητρική της γλώσσα. Αν το είχε κάνει, τα πράγματα ίσως έπαιρναν διαφορετική τροπή, γιατί ο Κωνσταντινίδης θα φυλαγόταν και δε θα μιλούσε τόσο ανοιχτά μπροστά της. Ήταν έτοιμος να ανάψει και τρίτο τσιγάρο, όταν χτύπησε το κινητό του. Ο αστυνόμος έμεινε με το τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη και, βγάζοντας το τηλέφωνο από μια τσέπη, το άνοιξε και κοίταξε την οθόνη. Βλέποντας απόκρυψη αριθμού, συνοφρυώθηκε και βιάστηκε να το φέρει κοντά στο αφτί του. «Εμπρός», είπε χαμηλόφωνα, πηγαίνοντας ταυτόχρονα στην άλλη άκρη του δωματίου για να μιλήσει με την ησυχία του. Άκουσε για λίγο το συνομιλητή του και, πριν απαντήσει, έριξε ενστικτωδώς μια καχύποπτη ματιά στην κοπέλα που συνέχιζε να κάθεται στην καρέκλα με το κεφάλι σκυμμένο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι εκείνη δε μιλούσε ελληνικά και ότι δεν υπήρχε λόγος να μασάει τα λόγια του. «Ναι, ταιριάζει στην περιγραφή», είπε φωναχτά ύστερα από λίγο. «Γύρω στα είκοσι, με μακριά μαύρα μαλλιά. Την ψάρεψε ένα ζευγάρι χτες το βράδυ και την έφερε στο νοσοκομείο...» Η καρδιά της Δάφνης άρχισε να χτυπάει ακατάστατα στο στήθος. Ο άντρας αναφερόταν στην αδερφή της, αυτό ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο, και τέντωσε τα αφτιά για να μη χάσει λέξη από τη συνομιλία. Ο Κωνσταντινίδης τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι. «Από το γιατρό έμαθα ότι πρόλαβε να πει μερικές κουβέντες πριν
πεθάνει και να κατονομάσει κάποιον Ντάντε», συνέχισε. «Δραπέτευσε από το κότερό του και έκανε κολυμπώντας όλη τη διαδρομή μέχρι τη στεριά. Αλλά εσάς γιατί σας ενδιαφέρουν όλα αυτά;» ρώτησε. Η φωνή του φανέρωνε ότι με το ζόρι συγκρατούσε το θυμό του. Είχε έρθει πριν από τρία χρόνια στην Κρήτη, με δυσμενή μετάθεση σύμφωνα με τα κουτσομπολιά ορισμένων κακεντρεχών συναδέλφων του, και ήταν διατεθειμένος να φιλήσει κατουρημένες ποδιές προκειμένου να ξαναγυρίσει στην Αθήνα. Κατάπιε, λοιπόν, την οργή του πριν ξεστομίσει καμιά βρισιά στον ξιπασμένο συνομιλητή του και άναψε ένα ακόμα τσιγάρο. «Θα έχω το νου μου», δήλωσε τελικά, «και θα σας ενημερώσω αμέσως αν ενδιαφερθεί κάποιος για το πτώμα. Βέβαια, τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα αν μου λέγατε ποιος είναι αυτός που περιμένετε να εμφανιστεί. Α, μάλιστα... Δεν ξέρετε ούτε εσείς... Μπορεί να είναι γυναίκα ή άντρας». Η Δάφνη, ακούγοντας αυτά, πάγωσε και ασυναίσθητα έσκυψε περισσότερο το κεφάλι, μαζεύοντας με μια μηχανική κίνηση τα μαλλιά της. Έμοιαζε αρκετά με τη Σαβίνα, αλλά όταν έφερε στο νου της το αξιοθρήνητο θέαμα που παρουσίαζε η αδερφή της στο θάλαμο του νεκροτομείου, σκέφτηκε ότι πολλοί λίγοι θα τη συνέδεαν μαζί της. Ξαφνικά συνειδητοποίησε το πραγματικό νόημα της συνομιλίας και την έπιασε πανικός. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ή τι αντιπροσώπευε ο άντρας απέναντί της, αλλά κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος που ήρθε στο νοσοκομείο χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ή χωρίς να έχει πάρει κάποια ουσιώδη μέτρα ασφαλείας. Ωστόσο το φταίξιμο δεν ήταν αποκλειστικά δικό της, επειδή δε φανταζόταν ότι ο Αλεσάντρο Γκουερίνι είχε απλώσει τα πλοκάμια του τόσο μακριά. Είχε διαβάσει κάποτε ότι για να νικήσεις τον εχθρό σου πρέπει να τον γνωρίσεις πρώτα καλά, γιατί μόνο έτσι θα ανακαλύψεις τις αδυναμίες του. Κι εκείνη δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τη διαβόητη αδελφότη-
τα, που είχε γίνει ο εφιάλτης της τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, εκτός από αυτά που της είχε πει η Σοφία. Ένιωσε να ασφυκτιά στον περιορισμένο χώρο του γραφείου και χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε και έφυγε εντελώς αθόρυβα. Ο Κωνσταντινίδης τής είχε γυρισμένη την πλάτη, αφοσιωμένος ακόμα στη συνομιλία του, και όταν επιτέλους έκλεισε το τηλέφωνο και είδε το δωμάτιο άδειο, σκέφτηκε απλώς πως η κοπέλα βαρέθηκε να περιμένει το γιατρό και προτίμησε να φύγει. Η Δάφνη, βγαίνοντας από το γραφείο, απομακρύνθηκε με μεγάλα βήματα και έστριψε στον πρώτο διάδρομο που βρήκε μπροστά της. Στάθηκε αναποφάσιστη, ακουμπώντας στον τοίχο, και προσπάθησε να ηρεμήσει για να σκεφτεί καθαρά. Ξαφνικά κάποιος την άρπαξε δυνατά από το μπράτσο και από το φόβο της ένιωσε το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό της. Πετάχτηκε αλαφιασμένη και στράφηκε να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο που την κρατούσε. «Εσύ εδώ;» κατάφερε να ψελλίσει. «Πώς με βρήκες;»
6
Ο Φράνκο Ντονατσάν έκοψε ταχύτητα και το κομψό ταχύπλοο άραξε στην ξύλινη αποβάθρα που βρισκόταν μπροστά στο παλάτσο του Γκουερίνι. Ήταν ένα μεγαλοπρεπές μέγαρο, λίγο πιο πάνω από τη Γέφυρα του Ριάλτο, στη νότια όχθη του Μεγάλου Καναλιού. Πρόσφατα ανακαινισμένο, διατηρούσε ατόφιες τις κομψές αρχιτεκτονικές γραμμές του και οι χοντροί, πέτρινοι τοίχοι του βάραιναν ακόμα περισσότερο από μια ιστορία πεντακοσίων χρόνων. Χτισμένο περί τα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα, είχε αποτελέσει κατά καιρούς την κατοικία πολλών προσωπικοτήτων, με πρώτη και καλύτερη την Ιμπέρια, περιώνυμη εταίρα της εποχής. Η Βενετία είχε παραδοθεί αμα-
χητί στη διαβολική ομορφιά της και μόλις στα είκοσι δύο της χρόνια εκείνη είχε καταφέρει, χάρη στους εραστές που διάλεγε πολύ προσεκτικά, να συγκεντρώσει στα χέρια της θαυμαστή δύναμη και εξουσία. Λάτρις της τέχνης και των γραμμάτων, είχε συσπειρώσει γύρω της την αφρόκρεμα των καλλιτεχνών και των λογίων της εποχής της. Υπήρξε μούσα και τρυφερή ερωμένη του ποιητή Αρετίνου, ο οποίος είχε εμπνευστεί μερικά από τα διάσημα για την τολμηρότητά τους σονέτα του ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι της, μεθυσμένος ακόμα από τον έρωτα που τον είχε κεράσει αυτή η καλλονή. Ήταν μπλεγμένη σε πολιτικές ίντριγκες, πολλές από τις οποίες είχαν υφανθεί στα υπόγεια του πολυτελέστατου αρχοντικού της, και όσοι έπεφταν στη δυσμένειά της έπαιρναν, αργά ή γρήγορα, το δρόμο προς τη Γέφυρα των Στεναγμών με τις δικές της καταγγελίες. Η διαβόητη αυτή γυναίκα εξαφανίστηκε μια μέρα μυστηριωδώς από τη Βενετία και κανείς δεν ξανάκουσε για εκείνη. Ίσως είχε εξαναγκαστεί να φύγει εσπευσμένα, αφήνοντας πίσω όλα της τα υπάρχοντα, ή ίσως είχε δολοφονηθεί και το κουφάρι της ήδη σάπιζε στο βούρκο της λιμνοθάλασσας.
Ο Φράνκο ζήλευε ανέκαθεν τον Γκουερίνι επειδή είχε την τύχη –και τα χρήματα– να ζει σε ένα τέτοιο σπίτι και είχε ξαμολήσει κάποτε τους μεσίτες του στην αγορά για να του βρουν κάτι παρόμοιο. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν εύκολο πράγμα. Οι τιμές ήταν εξωφρενικές για ένα διαμέρισμα στο Μεγάλο Κανάλι, πόσο μάλλον για ένα ολόκληρο παλάτσο, η αγορά του οποίου θα τίναζε, κυριολεκτικά, τον Φράνκο στον αέρα. Ως συνετός επιχειρηματίας έκανε πίσω, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Η αναβολή ήταν αναπόφευκτη, μα εντελώς προσωρινή. Τώρα, δέκα χρόνια αργότερα και με τους τραπεζικούς του λογαριασμούς αυξημένους κατά πολλά μηδενικά, έκανε επιτέλους το όνειρό
του πραγματικότητα. Το δικό του παλάτσο ήταν σαφώς μικρότερο από του Γκουερίνι, αλλά δεν υστερούσε ούτε σε ομορφιά ούτε σε ιστορία. Σε έναν περίπου μήνα θα τελείωναν οι επισκευές και θα μετακόμιζε στο καινούριο του σπιτικό, αφήνοντας για πάντα την άνετη βίλα στο Λίντο. Ο Φράνκο έδεσε το ταχύπλοο σε έναν πάσσαλο και πήδηξε στην αποβάθρα. Κατευθύνθηκε με μεγάλα, σίγουρα βήματα προς την πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Άκουσε ένα μελωδικό ήχο κάπου στο εσωτερικό και σχεδόν αμέσως βήματα. Του άνοιξε μια νεαρή υπηρέτρια, η οποία τον υποδέχτηκε με ένα θερμό καλωσόρισμα, καθώς ήταν τακτικός επισκέπτης του σπιτιού. «Ο σινιόρ Γκουερίνι είναι στο γραφείο του, ένα λεπτό να τον ειδοποιήσω ότι ήρθατε», είπε χαμογελώντας. «Δεν είναι ανάγκη, του τηλεφώνησα προηγουμένως και με περιμένει», χαμογέλασε με τη σειρά του ο Φράνκο. Η υπηρέτρια έκανε μια μικρή, χαριτωμένη υπόκλιση και γύρισε στη δουλειά της. Δε χρειαζόταν να συνοδεύσει τον επισκέπτη στο γραφείο του αφεντικού της. Ο ψηλός άντρας ήταν στενός συνεργάτης του Γκουερίνι και ερχόταν στο σπίτι πολύ πριν μπει αυτή στην υπηρεσία του μεγιστάνα, άρα γνώριζε μια χαρά τα κατατόπια. Ο Φράνκο την παρακολούθησε να απομακρύνεται και το βλέμμα του καρφώθηκε, μάλλον από συνήθεια, στο σφριγηλό νεανικό κορμί της, που μάταια πάσχιζε να κρύψει η άχαρη στολή της καμαριέρας. Στα τριάντα οχτώ του χρόνια θεωρούνταν από τους πλέον περιζήτητους εργένηδες της Ιταλίας και στη ζωή του μπαινόβγαιναν πολλές γυναίκες, οι περισσότερες πλούσιες κληρονόμοι, αλλά δεν είχε πρόβλημα να ρίχνει τα δίχτυα του και στις εκπροσώπους του ωραίου φύλου από άλλες κοινωνικές τάξεις. Διέσχισε ένα θολωτό χολ, θαυμάζοντας για μία ακόμα φορά τους τεράστιους πίνακες που κοσμούσαν τους τοίχους και τις χρυσοποίκιλτες παραστάσεις της οροφής. Φτάνοντας έξω από την πόρτα του
γραφείου του Γκουερίνι, στάθηκε διστακτικός. Σε λίγο θα βρισκόταν μπροστά στον άνθρωπο στον οποίο χρωστούσε την επαγγελματική καταξίωσή του κι εκείνος είχε ξοφλήσει το χρέος του φυτεύοντας μια σφαίρα στο μέτωπο του μοναχογιού του. Ο Φράνκο έσφιξε τις γροθιές του. Η μεταμέλεια δε συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις αρετές του και οι καθυστερημένες τύψεις που βγήκαν κατά λάθος στην επιφάνεια βιάστηκαν να τρέξουν από μόνες τους να κρυφτούν στα βάθη του μυαλού του. Άλλωστε, εκείνο το κακομαθημένο βρομόπαιδο έπαθε ό,τι του άξιζε και τίποτα παραπάνω. Ήταν ένα παράσιτο που ζούσε σε βάρος του πατέρα του, χωρίς ουσιαστικά να του προσφέρει τίποτα εκτός από την αντιπαθητική παρουσία του. Ο Ντάντε κόντευε να αποχαυνωθεί από τα ναρκωτικά και ο Φράνκο απλώς τον έβγαλε από τη μιζέρια του, χαρίζοντάς του ένα γρήγορο και λυτρωτικό θάνατο. Έκανε ένα μορφασμό και χτύπησε την πόρτα. Ακούγοντας τον Γκουερίνι να φωνάζει «εμπρός», άνοιξε και μπήκε. Το δωμάτιο που εκτελούσε χρέη γραφείου και βιβλιοθήκης μαζί ήταν τεράστιο. Τα βιβλία στα ράφια –στην πλειονότητά τους σπάνιες εκδόσεις– είχαν ανυπολόγιστη αξία. Οι βαριές βελούδινες κουρτίνες ήταν μισοτραβηγμένες, αφήνοντας έξω το ενοχλητικό φως του μεσημεριανού ήλιου. Ο Φράνκο κατευθύνθηκε προς το βάθος, εκεί όπου βρισκόταν το βαρύ δρύινο γραφείο του οικοδεσπότη. Ο άντρας ήταν σκυμμένος πάνω από κάτι χαρτιά και τα μελετούσε προσεκτικά. Δεν έδειχνε πάνω από εξήντα και τα πάντα στην εμφάνισή του, από το πανάκριβο κασμιρένιο κοστούμι μέχρι τα διαπεραστικά μαύρα μάτια του, φανέρωναν αυτό ακριβώς που ήταν: ένας μεγιστάνας του πλούτου, που κρατούσε στα χέρια του ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας. Το παχύ χαλί έπνιξε τα βήματα του Φράνκο και, όταν έφτασε κοντά στον άλλο, ο Γκουερίνι ανασήκωσε κάπως ξαφνιασμένος το κεφάλι.
«Δε θα αργήσω», του είπε, γνέφοντας ταυτόχρονα προς το μέρος μιας πολυθρόνας. Ο Φράνκο κάθισε χωρίς να μιλήσει. Δέκα λεπτά αργότερα, ο Αλεσάντρο Γκουερίνι έκλεισε το ντοσιέ που μελετούσε και το έβαλε δίπλα στα άλλα. Έτριψε το σβέρκο του για να ξεμουδιάσει και κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε δώδεκα. Τέτοια ώρα συνήθως βρισκόταν στο Μιλάνο, στο κέντρο των επιχειρήσεών του, όπου πηγαινοερχόταν καθημερινά με το ελικόπτερό του, όπως κάποιος κοινός θνητός χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του για να πάει στη δουλειά. Σήμερα, όμως, είχε σοβαρούς λόγους που έμεινε στη Βενετία. «Θέλεις καφέ;» ρώτησε τον Φράνκο. «Ναι, ευχαρίστως», απάντησε αυτός. Ο Γκουερίνι πάτησε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης και ζήτησε δύο εσπρέσο. Δεν είχε προλάβει να καθίσει στο δερμάτινο καναπέ, απέναντι από τον Φράνκο, όταν ακούστηκε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και εμφανίστηκε η ίδια υπηρέτρια, κουβαλώντας αυτή τη φορά έναν ασημένιο δίσκο. Σέρβιρε τους καφέδες στους δύο άντρες και, πριν φύγει, ρώτησε τον κύριό της αν χρειαζόταν κάτι άλλο. «Όχι, Ιζαμπέλα, μπορείς να πηγαίνεις», είπε νευρικά ο Γκουερίνι. Ο Φράνκο ήπιε μια γουλιά καφέ και κοίταξε εξεταστικά τον ηλικιωμένο άντρα. «Βάζω στοίχημα πως σε απασχολεί κάτι πολύ σοβαρό», του είπε μόλις η υπηρέτρια βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνος σταύρωσε τα μακριά πόδια του και τον κοίταξε βλοσυρός. «Ανησυχώ για τον Ντάντε», του εξομολογήθηκε, χτυπώντας τα δάχτυλα στο μπράτσο του καναπέ. Ο Φράνκο έσκυψε το κεφάλι για να πιει άλλη μια γουλιά καφέ. Στην πραγματικότητα ήταν μια αυθόρμητη κίνηση να κρύψει το πρόσωπό του, ή μάλλον τα μάτια του, που μπορεί να τον πρόδιδαν. Ο
Γκουερίνι φημιζόταν για την οξυδέρκειά του και μπορούσε να καταλάβει μόνο με ένα βλέμμα πότε ο συνομιλητής του έλεγε αλήθεια ή ψέματα. Πολλοί λίγοι άνθρωποι κατάφερναν να ξεφύγουν από τη διαπεραστική ματιά του και να τον ξεγελάσουν. Ένας από αυτούς ήταν και ο γιος του. Του είχε μεγάλη αδυναμία και ο νεαρός την είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο. «Προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί του από το πρωί, αλλά έχει το κινητό του κλειστό», συνέχισε. «Μεταξύ μας, ίσως φταίω λιγάκι κι εγώ, επειδή τον κατηγόρησα για ανικανότητα λόγω εκείνου του κοριτσιού. Του είπα βαριές κουβέντες και νομίζω ότι το κάνει επίτηδες για να με στενοχωρήσει». Αναστέναξε και κοίταξε τον καφέ του με προβληματισμένο ύφος, λες και θα έβρισκε στο φλιτζάνι τη λύση στο πρόβλημά του. «Είσαι φίλος μου πολλά χρόνια και σ’ εμπιστεύομαι», πρόσθεσε, «ή καλύτερα, είσαι σαν γιος μου. Δε σου κρύβω ότι χαίρομαι που έχω έναν άνθρωπο σαν κι εσένα στο πλευρό μου, να μπορώ να του πω μερικές κουβέντες χωρίς τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ ή να θεωρηθώ ανόητος». Έσκυψε μπροστά και χτύπησε φιλικά τον Φράνκο στο μπράτσο. Το φλιτζάνι που κρατούσε εκείνος χοροπήδησε με θόρυβο στο πιατάκι και βιάστηκε να το απιθώσει στο τραπέζι, προτού αναποδογυρίσει. «Με συγχωρείς», είπε αφηρημένα ο Γκουερίνι. Πέρασε το χέρι μέσα από τα ασημένια του μαλλιά, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν αισθητά στην κορυφή του κεφαλιού. Η στενοχώρια του ήταν τόσο εμφανής, ώστε ο Φράνκο ένιωσε μια σαδιστική ικανοποίηση που τον είχε απαλλάξει από το γιο ο οποίος τον ταλαιπωρούσε. Ήταν σίγουρος πως μετά το αναπόφευκτο σοκ που θα ακολουθούσε το θάνατο του Ντάντε, ο πατέρας του θα έβρισκε την ηρεμία του –και το ρυθμό της ζωής του– πολύ γρήγορα. Αυτή η σκέψη τον βοήθησε να ανασηκώσει το κεφάλι και να τον κοιτάξει κατάματα, με ειλικρίνεια.
«Έκανες αυτό που θα έκανε οποιοσδήποτε πατέρας», τον καθησύχασε. «Είναι καιρός να αρχίσει να συνειδητοποιεί ορισμένα πράγματα, αν θέλει να σε διαδεχτεί κάποια μέρα». Είχε ρίξει άδεια για να πιάσει γεμάτα και ο Γκουερίνι έπεσε στην παγίδα. «Αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είναι ο κατάλληλος», είπε με συνωμοτικό ύφος, λες και ο Ντάντε μπορεί να βρισκόταν κάπου τριγύρω και να κρυφάκουγε τη συζήτησή τους. «Εσύ, παραδείγματος χάριν, είσαι ικανότατος και θα γινόσουν ο τέλειος αρχηγός για την αδελφότητα». Ο Φράνκο ένιωσε μια άγρια χαρά. Υποσυνείδητα, εκεί αποσκοπούσε βγάζοντας από τη μέση τον Ντάντε. «Σου ορκίζομαι ότι θα το βρω το κορίτσι», είπε ξαφνικά. Η φωνή του παλλόταν από πάθος. «Αυτή τη φορά πλησιάσαμε το στόχο μας περισσότερο από ποτέ. Ίσως πρέπει να πεταχτώ μέχρι την Κρήτη και να ψάξω να βρω αυτή τη μικρή που ξέφυγε από τον Ντάντε...» «Άδικος κόπος, είναι νεκρή», τον έκοψε ο Γκουερίνι με μια επιτακτική κίνηση του χεριού. Ο Φράνκο τον κοίταξε έκπληκτος. «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε. «Με ειδοποίησε ο σύνδεσμός μας στην Κρήτη. Η μικρή κατάφερε να φτάσει στη στεριά και από εκεί στο νοσοκομείο, αλλά τελικά πέθανε». Ο ηλικιωμένος άντρας έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, καθώς σκέφτηκε για πολλοστή φορά την ανικανότητα του γιου του. «Πρόλαβε να μιλήσει;» ρώτησε ο Φράνκο. «Δεν είπε πολλά πράγματα και τα περισσότερα από αυτά ήταν λόγια ενός ανθρώπου που παραπαίει μεταξύ ζωής και θανάτου. Παραληρήματα που δεν πείθουν κανέναν». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο. Ο
Γκουερίνι σηκώθηκε για να απαντήσει και ο Φράνκο βρήκε την ευκαιρία να τελειώσει τον καφέ του. Κάποια στιγμή άκουσε την κοφτή, γρήγορη ανάσα του άλλου και, όταν τον κοίταξε, διαπίστωσε ότι ήταν κάτωχρος. Στο μέτωπό του είχαν σχηματιστεί μικρές σταγόνες ιδρώτα και τα μάτια του είχαν γουρλώσει. Έκλεισε το τηλέφωνο και έπεσε ξέπνοος στην πολυθρόνα. «Βρήκαν το κότερο του Ντάντε... ακυβέρνητο στη θάλασσα», είπε στον Φράνκο αναστατωμένος. «Και ο Ντάντε...;» τον ρώτησε εκείνος σιγανά, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την απάντηση. «Νεκρός», ψιθύρισε συντετριμμένος ο πατέρας. Ένιωσε ξαφνικά το στόμα του στεγνό και άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια του στο ποτήρι με το νερό που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Ήπιε δύο γουλιές και ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται από το χλιαρό υγρό. Παράτησε το ποτήρι και έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες. Έμεινε έτσι για λίγο. Όταν εντέλει αποτράβηξε τα χέρια, ο Φράνκο κόντεψε να μην τον αναγνωρίσει. Το πρόσωπό του είχε μεταμορφωθεί σε μια τραγική μάσκα πόνου και απελπισίας. «Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο και γιατί; Τι όφελος είχε από το θάνατό του;» μονολόγησε ο Γκουερίνι. Κοίταξε το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό με μια αποφασιστική κίνηση. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αυτός ο πανίσχυρος άντρας άρχιζε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του. «Θέλω να έχετε το τζετ έτοιμο σε είκοσι λεπτά», διέταξε κοφτά και έκλεισε τη γραμμή. «Θα πας στην Κρήτη;» ρώτησε ο Φράνκο, έτσι για να πει κάτι. Ο άλλος αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι. «Θέλεις μήπως να έρθω μαζί σου;» «Εκτιμώ την προσφορά σου, καλέ μου φίλε, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνω μόνος μου», του απάντησε ο Γκουερίνι συνοφρυωμένος, καθώς έβγαινε από το δωμάτιο.
Ο Φράνκο πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε λιγάκι τις κουρτίνες. Έριξε μια ματιά έξω και είδε τον ηλικιωμένο άντρα να επιβιβάζεται στο ταχύπλοο που θα τον πήγαινε στην Πιατσάλε Ρόμα. Εκεί θα τον περίμενε ένα αυτοκίνητο για να τον οδηγήσει στο αεροδρόμιο «Μάρκο Πόλο», όπου βρισκόταν το πολυτελέστατο ιδιωτικό του λίαρ τζετ. Μερικά υπόστεγα πιο κάτω ξεκουραζόταν το αεροπλάνο του Φράνκο, με τις μηχανές ακόμα ζεστές. Μόλις έχασε από τα μάτια του το ταχύπλοο, άφησε τις κουρτίνες να πέσουν στη θέση τους και κατευθύνθηκε προς το μπαρ για να βάλει ένα ουίσκι. Το χρειαζόταν επειγόντως, γι’ αυτό το κατέβασε σχεδόν μονορούφι. Το καυτό υγρό τον έτσουξε και του έφερε δάκρυα στα μάτια. Μόρφασε ενοχλημένος, αλλά έβαλε ακόμα λίγο στο ποτήρι. «Δε θα με κεράσεις κι εμένα ένα ποτό, αγάπη;» άκουσε πίσω του μια παθιάρικη γυναικεία φωνή. Στράφηκε απότομα και είδε την Κλόντια ακουμπισμένη στην πόρτα. Φορούσε ακόμα το νυχτικό της και το διάφανο μετάξι χυνόταν σαν λιωμένο χρυσάφι πάνω στις απαλές καμπύλες του υπέροχου κορμιού της, αφήνοντάς την ουσιαστικά γυμνή. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της έπεφταν μέχρι τα μεστά στήθη της σε μπούκλες, που αναδεύονταν με το παραμικρό κούνημα του κεφαλιού. Τα καταπράσινα μάτια της κυριαρχούσαν πάνω στο ροδαλό πρόσωπο με τα αψεγάδιαστα χαρακτηριστικά και τα σαρκώδη χείλη. Ήταν το απόλυτο θηλυκό, το θηλυκό που κάποια εποχή είχαν λατρέψει χιλιάδες άντρες, η γυναίκα που είχε δώσει φτερά στις ερωτικές τους φαντασιώσεις και έκανε το μυαλό τους να θολώνει από τον πόθο. Αμερικανίδα και διάσημο κουνελάκι του Playboy, γνωρίστηκε με τον Γκουερίνι σε κάποιο κοσμικό κλαμπ της Νέας Υόρκης και επειδή ανέκαθεν τη συνάρπαζαν οι μεσογειακοί άντρες ασχέτως ηλικίας, αρκεί βέβαια να είχαν λεφτά με το τσουβάλι, βρέθηκε το ίδιο κιόλας βράδυ στο κρεβάτι του. Ο Γκουερίνι, αρχικά, ήταν επιφυλακτικός. Κόντευε ήδη τα εξήντα και τον τελευταίο καιρό έβλεπε με
θλίψη την ερωτική του ζωή να παίρνει την κατιούσα. Μέρα τη μέρα το μόριό του ζάρωνε και μίκραινε, αρνούμενο να επιτελέσει το έργο για το οποίο ήταν ταγμένο από τη φύση, και οι εκάστοτε ερωμένες του έπρεπε να μοχθήσουν μέχρι να φτάσει στην αποκορύφωση. Με την Κλόντια τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η γυναίκα ήταν σωστό ηφαίστειο και χειρίστηκε την κατάσταση διακριτικά και με μαεστρία. Ο Γκουερίνι έλιωσε κυριολεκτικά στα έμπειρα χέρια της και ερεθίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που τελείωσε πριν καν αρχίσει. Δεν ήθελε, λοιπόν, και πολύ για να χάσει τα μυαλά του μαζί της. Όταν της πρότεινε να τον ακολουθήσει στην Ιταλία, η Κλόντια δεν κάθισε να το σκεφτεί ιδιαίτερα. Έριξε σε μια βαλίτσα τα πιο σέξι εσώρουχά της και έπειτα από ένα μήνα στεκόταν δίπλα του στην εκκλησία, φορώντας ένα φίνο νυφικό του Βαλεντίνο και έχοντας περασμένη στον παράμεσο τη βαρύτιμη διαμαντένια βέρα της. Ο Γκουερίνι είχε στο ενεργητικό του άλλους δύο γάμους. Η πρώτη του γυναίκα, και μητέρα του Ντάντε, είχε πνιγεί στην πισίνα του εξοχικού τους και η δεύτερη, αφού του ξεκοκάλισε αρκετά εκατομμύρια, τον παράτησε στα κρύα του λουτρού και πλέον διασκέδαζε την πλήξη της στα κοσμικά θέρετρα ανά τον κόσμο. Με τον καιρό το πάθος του Γκουερίνι για την Κλόντια ξεθύμανε και περνούσε όλο και λιγότερη ώρα στο σπίτι του. Οι υποθέσεις του τον κρατούσαν μακριά και ήταν θέμα χρόνου για τη νεαρή γυναίκα να στρέψει αλλού τα ενδιαφέροντά της. Αποδείχτηκε ότι, εκτός από ομορφιά, διέθετε και μυαλό, γιατί το όνομά της δεν μπλέχτηκε ποτέ σε κανένα σκάνδαλο. Οι παπαράτσι δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί και είχαν γίνει η σκιά της, όμως η Κλόντια κατάφερνε να ξεγλιστράει κάτω από τα μάτια τους και να χαίρεται τους εραστές της. Όταν γνώρισε τον Φράνκο, τη συνεπήρε ο ζωώδης ερωτισμός του και έκανε εκείνη την πρώτη κίνηση, πράγμα για το οποίο δε μετάνιωσε ποτέ κανείς τους. Δέκα χρόνια αργότερα είχαν ακόμα ερωτικές επαφές, περιστασιακά και για όσο διάστημα ξέμεναν από συ-
ντρόφους. Ήταν μια σχέση που βόλευε και τους δύο, εντελώς σαρκική, με μπόλικο πάθος και καθόλου αγάπη.
Ο Φράνκο έβαλε ένα ποτό και της το πρόσφερε. Η Κλόντια το πήρε και χάιδεψε ανάλαφρα με τα δάχτυλά της το χέρι του. Είχε μόλις αποχαιρετήσει τον άντρα της και, μαθαίνοντας το νέο για το θάνατο του Ντάντε, αναλύθηκε σε λυγμούς, λέγοντας πως δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Γκουερίνι έφυγε συγκινημένος, αλλά, αν γυρνούσε πίσω, θα δοκίμαζε τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του. Τα δάκρυα στα καταπράσινα, γατίσια μάτια της γυναίκας του στέγνωσαν την ίδια στιγμή που έκλεισε η πόρτα και στα βάθη τους τρεμόπαιξε μια λάμψη ικανοποίησης. Δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τον νεαρό και τώρα που ο φυσικός κληρονόμος του Αλεσάντρο βγήκε τόσο ανέλπιστα από το παιχνίδι, δεν υπήρχε πλέον κανένα εμπόδιο ανάμεσα σ’ εκείνη και την αμύθητη περιουσία του άντρα της. Έπρεπε οπωσδήποτε να γιορτάσει το εξαιρετικό γεγονός. Είχε δει τον Φράνκο να έρχεται στο παλάτσο και ήξερε ότι ήταν μόνος του στο γραφείο. Βασικά, πολύ λίγα πράγματα ξέφευγαν από την προσοχή της, αλλά το έκανε με τέτοιο τρόπο που σπάνια γινόταν αντιληπτή. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και άφησε το ποτήρι στον πάγκο. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του Φράνκο και τύλιξε τα μπράτσα γύρω από το λαιμό του. Μισάνοιξε τα χείλη κι εκείνος τη φίλησε άγρια και κατακτητικά. Κάποια στιγμή βόγκηξε σιγανά και αποτραβήχτηκε. Τα χείλη του είχαν ματώσει στο σημείο όπου τον είχε χτυπήσει με τη γροθιά του ο Ντάντε. Η Κλόντια σκούπισε με το δάχτυλό της το λιγοστό αίμα και κοίταξε τη μικρή πληγή με ενδιαφέρον. «Δε φταίω εγώ γι’ αυτό, έτσι δεν είναι, αγάπη;» τον ρώτησε τρυφερά.
«Όχι, κόπηκα στο ξύρισμα», δικαιολογήθηκε ο Φράνκο. «Περίεργο, θα έλεγα πως μάλλον τσακώθηκες με κάποιον, γιατί έχεις και μια μεγάλη μελανιά στο ίδιο σημείο», είπε η Κλόντια, κοιτάζοντας τα χείλη του πιο προσεκτικά, με μια δόση καχυποψίας. Ο Φράνκο, πριν έρθει, είχε φροντίσει να καλύψει τη μελανιά κάτω από μια παχιά στρώση μέικ απ, αλλά το λαίμαργο φιλί της γυναίκας την είχε βγάλει ξανά στην επιφάνεια. «Ωραία, το παραδέχομαι πως τσακώθηκα, αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν συχνά μεταξύ αντρών», είπε ο Φράνκο χαμογελώντας. «Οκέι», συγκατένευσε η Κλόντια και έτριψε ξαναμμένη το μηρό της πάνω στο μόριό του, «γιατί ελπίζω να μη σταθεί εμπόδιο σε αυτό που έχω στο μυαλό μου». Έγλειψε με τη γλώσσα της το αφτί του και στη συνέχεια πιπίλισε για αρκετή ώρα το λοβό. «Περίμενε δέκα λεπτά και μετά έλα να με βρεις στην κρεβατοκάμαρά μου», του είπε βραχνά. Ο Φράνκο δεν άντεξε να περιμένει τόσο πολύ. Βγήκε σχεδόν ξοπίσω της και την ακολούθησε τρέχοντας στις σκάλες. Μπήκαν ταυτόχρονα στην κρεβατοκάμαρα και ρίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο με ορμή. Τα ρούχα τους κατέληξαν, σχεδόν κουρέλια, πάνω στην παχιά μοκέτα και βρέθηκαν γυμνοί στο τεράστιο κρεβάτι με τα μεταξωτά σεντόνια. Ο Φράνκο μπήκε μέσα της αμέσως και η Κλόντια έβγαλε μια μικρή φωνή πόνου ανάμεικτη με ηδονή. «Έτσι σε θέλω, όμορφε Ιταλέ μου», βόγκηξε, «μου αρέσει να με πονάς γιατί με κάνεις να νιώθω ζωντανή». Το ζευγάρωμά τους δεν κράτησε πολύ και τελείωσε το ίδιο ξαφνικά όπως είχε αρχίσει. Όταν ο Φράνκο έγειρε πάνω στο ιδρωμένο κορμί της, χορτασμένος, η πλάτη του ήταν γεμάτη κόκκινες γρατσουνιές από τα μακριά, περιποιημένα νύχια της. Εκείνη κάποτε συνήλθε και τον παραμέρισε. Κάθισε πάνω του και, σκύβοντας, άρχισε πάλι να τον φιλάει και να τον γλείφει, κατε-
βαίνοντας αυτή τη φορά όλο και πιο χαμηλά. Ο Φράνκο ένιωσε το κορμί του να μυρμηγκιάζει και αφέθηκε να απολαύσει το γλυκό μαρτύριο. Η Κλόντια ήξερε χιλιάδες τρόπους να το παρατείνει, και όταν ο άντρας έφτασε στο σημείο να παραληρεί και να την εκλιπαρεί να τελειώσει, εκείνη σταμάτησε ξαφνικά και ακούμπησε το πρόσωπο πάνω στην κοιλιά του. «Θα μου πεις πού ήσουν όταν τσακώθηκες, αγάπη;» ρώτησε αθώα. Ο Φράνκο έσπρωξε το κεφάλι της ανάμεσα στα σκέλια του, προτρέποντάς τη να συνεχίσει. «Όχι, αν δε μου πεις πρώτα», του είπε πειρακτικά, χωρίς να σταματήσει να τον χαϊδεύει. «Στην Κρήτη», ξεφούρνισε ο Φράνκο μέσα στην παραζάλη του, γλείφοντας τα χείλη, που τον έτσουζαν από τα φιλιά της Κλόντια. Εκείνη βάλθηκε ευχαριστημένη να τελειώσει αυτό που άρχισε και σχεδόν την ίδια στιγμή ο άντρας έφτασε στον οργασμό, αφήνοντας ένα άγριο μουγκρητό. Μετά τα μέλη του παρέλυσαν και τα βλέφαρά του έκλεισαν κουρασμένα. Είχε να κοιμηθεί πάνω από τριάντα ώρες και, όταν ο ύπνος ήρθε να τον κλείσει στην αγκαλιά του, είχε ήδη ξεχάσει αυτό που είπε πάνω σε μια στιγμή αδυναμίας. Η Κλόντια σηκώθηκε και πήγε στο πολυτελέστατο μπάνιο. Άνοιξε τις βρύσες και έριξε στην μπανιέρα, όμοια με μικρή στρογγυλή πισίνα, μπόλικο αφρόλουτρο. Όση ώρα έτρεχε το νερό, εκείνη είχε σταθεί μπροστά στον καθρέφτη και εξέταζε εξονυχιστικά το είδωλό της, ψάχνοντας για τυχόν σημάδια του χρόνου. Είχε πατήσει τα τριάντα πέντε και οι πρώτες βαθιές ρυτίδες δε θα αργούσαν να φανούν. Αλλά αυτό δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα – ας ήταν καλά οι πλαστικοί χειρουργοί. Προς το παρόν, όμως, δεν είχε λόγο ανησυχίας. Ευχαριστημένη, έκλεισε τις βρύσες και μπήκε στην μπανιέρα. Βούλιαξε ολόκληρη στο μυρωδάτο νερό και όταν, ύστερα από λίγες στιγμές, ανα-
δύθηκε, είχε χαραγμένο στα χείλη ένα μικρό, σκανταλιάρικο χαμόγελο. Πολύ διαβολική σύμπτωση, μα την αλήθεια, που ο Φράνκο πήγε στην Κρήτη τη στιγμή που βρισκόταν εκεί ο Ντάντε. Το χαμόγελο έγινε ακόμα πιο πλατύ στο πρόσωπό της. Η πληροφορία που είχε αποσπάσει από τον εραστή της ίσως αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμη στο μέλλον. Την ίδια σκέψη, όμως, έκανε και κάποια άλλη γυναίκα, που παραμόνευε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Αυτή ήταν η Ιζαμπέλα, η υπηρέτρια.
7
Η Δάφνη γούρλωσε τα μάτια από έκπληξη όταν είδε τον άντρα που την κρατούσε. «Μαρτσέλο, πώς βρέθηκες εσύ εδώ;» ρώτησε. «Είναι πολύ απλό. Σε ακολούθησα», ψιθύρισε εκείνος. «Μου κάνει, πάντως, εντύπωση που δε με κατάλαβες». Η Δάφνη δαγκώθηκε. «Ο θάνατος της Σαβίνας με έχει αποσυντονίσει τελείως», παραδέχτηκε τελικά. «Ώρες ώρες έχω την εντύπωση πως τα πάντα σκεπάζονται από ένα θολό πέπλο. Δεν έχω νιώσει έτσι άλλη φορά. Η Σοφία το ξέρει πως είσαι εδώ;» «Όχι, έφυγα κρυφά και, όπως αποδεικνύεται, έκανα πολύ καλά. Αλήθεια... έχεις φάει τίποτα;» Η Δάφνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Τότε δε μου κάνει εντύπωση που νιώθεις έτσι», τη μάλωσε ο Μαρτσέλο. «Το μυαλό δε λειτουργεί σωστά όταν το στομάχι είναι άδειο». Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην καφετέρια του νοσοκομείου. Ήταν γεμάτη κόσμο και περίμεναν αρκετή ώρα μέχρι να
αδειάσει ένα τραπέζι. Ο Μαρτσέλο την έβαλε να καθίσει και εκείνος πετάχτηκε να της φέρει κάτι. Επέστρεψε ύστερα από λίγο κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο δίσκο και έβαλε μπροστά της μια κούπα με αχνιστό, μυρωδάτο καφέ και ένα πιάτο με ζεστά κρουασάν. «Και τώρα τρώγε», τη διέταξε. Η Δάφνη τον κοίταξε τρυφερά και τα κεχριμπαρένια μάτια της βούρκωσαν. Εκεί που ήταν ολομόναχη, βρήκε ξαφνικά έναν ανέλπιστο συμπαραστάτη. Αλλά γιατί της έκανε εντύπωση αυτό το γεγονός; Από τότε που ήταν παιδιά, ο Μαρτσέλο βρισκόταν πάντα στο πλευρό της για να την προστατεύει, λες και είχε γεννηθεί γι’ αυτό το σκοπό. Είχε έρθει στην Κρήτη πιστεύοντας ότι θα τη βοηθούσε ο γιατρός που περιέθαλψε τη Σαβίνα, αλλά αυτός ο άνθρωπος, προς το παρόν, δεν είχε εμφανιστεί. Ήπιε λίγο καφέ και έφαγε με το ζόρι μερικές μπουκιές από ένα κρουασάν, έτσι για να κάνει το χατίρι στον Μαρτσέλο. Ο κόμπος που είχε σταθεί στο λαιμό της εμπόδιζε την τροφή να κατέβει στον οισοφάγο. Έσπρωξε το πιάτο και έπιασε τη ζεστή κούπα με τα δυο της χέρια για να σταματήσει να τρέμει. «Την είδα, Μαρτσέλο», είπε σιγανά, σκύβοντας το κεφάλι. Ο νέος άντρας παραμέρισε τα μαλλιά της και την έπιασε από το πιγούνι, αναγκάζοντάς τη να τον αντικρίσει κατάματα. «Πες τα μου όλα», την προέτρεψε τρυφερά. Η Δάφνη μιλούσε για αρκετή ώρα και ο Μαρτσέλο δεν τη διέκοψε παρά μόνο όταν έφτασε στο σημείο όπου άκουσε τη συνομιλία του Κωνσταντινίδη, στο γραφείο εκείνου του γιατρού. «Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο άντρας;» ρώτησε ανήσυχος. «Έχεις καμιά ένδειξη;» «Νομίζω πως είναι αστυνομικός», είπε διστακτικά η Δάφνη. «Δεν είμαι, όμως, σίγουρη». «Σύνελθε γρήγορα, αλλιώς δε μας βλέπω καθόλου καλά», είπε ο Μαρτσέλο, προσπαθώντας να δώσει έναν πιο εύθυμο τόνο στη συζή-
τησή τους, αλλά και για να ξεκολλήσει το μυαλό της Δάφνης από την αδερφή της. «Προσπαθώ, αλλά δεν είναι εύκολο», απάντησε εκείνη στενοχωρημένη. Ο Μαρτσέλο τελείωσε τον καφέ του και σταύρωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι. «Άκου τι πιστεύω εγώ», της είπε με σοβαρό ύφος. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω από αυτό για το οποίο βρισκόμαστε στην Κρήτη. Βέβαια, όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν μπορείς να εμφανιστείς και να ζητήσεις το πτώμα της Σαβίνας για να το θάψεις. Γι’ αυτό θα το κλέψουμε». Η Δάφνη τινάχτηκε σαν να την τσίμπησε σκορπιός. Αυτό δε συμπεριλαμβανόταν στα δικά της σχέδια. Σκόπευε να μεταφέρει τη σορό της Σαβίνας στο Ναύπλιο, την ιδιαίτερη πατρίδα τους, και να την κηδέψει κανονικά στο κοιμητήριο όπου βρισκόταν ο οικογενειακός τάφος των παππούδων τους. Αυτό που πρότεινε ο Μαρτσέλο δεν απείχε και πολύ από ιεροσυλία. «Είσαι τρελός!» τραύλισε κατάχλομη. «Ή θα γίνει αυτό που λέω εγώ ή θα πέσεις στην παγίδα που σου έχουν στήσει», δήλωσε ανένδοτος εκείνος. «Σύνελθε, επιτέλους, Δάφνη. Η Σαβίνα πέθανε κι αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Μακάρι να μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο για να αποτρέψουμε το κακό, αλλά δε γίνεται». «Μη μου μιλάς τόσο σκληρά, δεν το αντέχω», ξέσπασε η Δάφνη. Μερικά κεφάλια από τα διπλανά τραπέζια γύρισαν και τους κοίταξαν με απορία. Ο Μαρτσέλο τράβηξε την καρέκλα του για να έρθει πιο κοντά της. «Το μόνο που θέλω από εσένα είναι να μου πεις αν έχω ελπίδα να τα καταφέρω. Μπορείς να το κάνεις αυτό;» Η Δάφνη σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και απέμεινε για
λίγο σκεφτική. Αναγνώρισε πως οι επιλογές τους ήταν περιορισμένες· στην ουσία είχαν μόνο μία: αυτή που πρότεινε ο Μαρτσέλο. Εκείνος την κοίταζε με αγωνία, προσπαθώντας να μαντέψει τις σκέψεις της. Στο τέλος, η Δάφνη αναστέναξε και βάλθηκε να ατενίζει με ένα περίεργο βλέμμα τον τοίχο απέναντί της. Ξαφνικά ένα σύγκρυο συντάραξε το κορμί της και ο Μαρτσέλο την αγκάλιασε για να την κάνει να σταματήσει να τρέμει. «Λοιπόν;» τη ρώτησε ανυπόμονα. «Γίνεται», του απάντησε λακωνικά η Δάφνη. «Ωραία, θα μου πεις τις λεπτομέρειες καθ’ οδόν», είπε αποφασιστικά ο νέος άντρας και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του.
Τελικά, όλα εξελίχθηκαν ομαλά. Κατάφεραν να βγάλουν τη Σαβίνα από το νοσοκομείο, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη γιατρών και νοσοκόμων, χωρίς κανείς να τους σταματήσει, αφού ουσιαστικά δεν υπήρχε καμία αστυνόμευση. Ο Μαρτσέλο είχε κλέψει ένα φορείο και μαζί με αυτό και μια ιατρική μπλούζα. Μπήκε στην αίθουσα του νεκροτομείου και βγήκε έπειτα από λίγο σαν κύριος, σπρώχνοντας το φορείο, που τώρα δεν ήταν άδειο. Λίγο πριν βγουν από την πίσω πόρτα του κτιρίου, η μοίρα αποφάσισε να διασταυρωθεί ο δρόμος τους με το δρόμο του Τζέιμς και της Τάνιας. Ο γιατρός είχε καθυστερήσει να πάει στη δουλειά του λόγω κάποιας καραμπόλας που είχε γίνει στο ύψος του Παγκρήτιου Σταδίου. Δημιουργήθηκε τέτοιο κυκλοφοριακό κομφούζιο, που έμεινε ακινητοποιημένος, με τη μηχανή σβηστή, τουλάχιστον για μισή ώρα. Ακόμα κι όταν τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα τραβήχτηκαν στο πλάι, η κατάσταση δε βελτιώθηκε, γιατί όλοι έκοβαν ταχύτητα περνώντας από εκείνο το σημείο, ώστε να έχουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το δυστύχημα. Η Τάνια, μετά τη χτεσινή συζήτηση που είχε μαζί του, είχε απο-
φασίσει να γίνει πιο διαλλακτική προκειμένου να τον ξανακερδίσει. Το γραφείο της έβλεπε στο πάρκινγκ του νοσοκομείου και, όταν είδε να έρχεται το αυτοκίνητό του, κατέβηκε κάτω τρέχοντας για να τον υποδεχτεί. Τα δύο ζευγάρια πέρασαν το ένα δίπλα από το άλλο και τα βλέμματά τους, αναπόφευκτα, συναντήθηκαν. Ο Τζέιμς κοίταξε τη Δάφνη και εκείνη βράδυνε το βηματισμό της για να ανταποδώσει τη ματιά. Κατάλαβε ποιος ήταν και τα μάγουλά της φλογίστηκαν ξαφνικά. Ο Μαρτσέλο κοίταξε την Τάνια και σκέφτηκε πως ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, λίγο μεγαλύτερή του ίσως, αλλά αυτό την έκανε ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Μπορεί να αγαπούσε ολόψυχα τη Δάφνη, αλλά δεν περνούσε τη ζωή του και σαν καλόγερος. Μετά, κάθε ζευγάρι τράβηξε το δρόμο του. Ο Τζέιμς και η Τάνια κατευθύνθηκαν προς το ασανσέρ, ενώ η Δάφνη με τον Μαρτσέλο προς την έξοδο. «Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε η κοπέλα μόλις βγήκαν στο προαύλιο, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του νοσοκομείου και εκείνη την ώρα ήταν τελείως έρημο, πράγμα εξαιρετικά βολικό. «Έχω νοικιάσει αυτοκίνητο», ήρθε η απάντηση του Μαρτσέλο, ξαφνιάζοντάς την. «Περίμενε εδώ για να πάω να το φέρω». Η Δάφνη δε σάλεψε από τη θέση της μέχρι που τον είδε να ξαναγυρίζει οδηγώντας ένα μικρό Φίατ. Είχε νιώσει την παρόρμηση να στρέψει το κεφάλι προς το φορείο, αλλά και μόνο η σκέψη τού τι υπήρχε πάνω του την έκανε να ανατριχιάζει. Ο Μαρτσέλο το κατάλαβε. Την ήξερε πολλά χρόνια και αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα και για τους δύο να μην υποβληθεί σε μια τέτοια σκληρή δοκιμασία. «Θα το κάνω μόνος μου αυτό, εσύ καλύτερα να πας στο ξενοδοχείο», της είπε την ώρα που έβαζε τη Σαβίνα στο πίσω κάθισμα. Την κουκούλωσε με το σεντόνι για να μη φαίνεται απέξω. Η Δάφνη σκέπασε το στόμα με την παλάμη της για να εμποδίσει ένα λυγμό. Ο Μαρτσέλο έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και την
πλησίασε. Την πήρε στην αγκαλιά του για να την ηρεμήσει και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο δικό της. «Γλυκιά μου, είναι εντελώς προσωρινό», την παρηγόρησε. «Όταν τελειώσουν όλα, θα έρθουμε και θα την πάρουμε από εδώ». Η Δάφνη δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. «Ορκίσου μου ότι θα πεις τουλάχιστον μια προσευχή πάνω από τον τάφο της», είπε ρουφώντας τη μύτη. «Θα πω όλες τις προσευχές που ξέρω», της υποσχέθηκε ο Μαρτσέλο. «Πάρε ένα ταξί και πήγαινε στο ξενοδοχείο. Δε θα αργήσω να έρθω». Τη φίλησε στο μάγουλο και μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο. Φοβόταν πως, αν καθυστερούσε κι άλλο, μπορεί να τους ανακάλυπταν. Έβαλε ταχύτητα και, καθώς έφευγε, έβγαλε το χέρι από το παράθυρο και χαιρέτησε τη Δάφνη. Εκείνη ανταπέδωσε το χαιρετισμό και έμεινε με το χέρι μετέωρο ακόμα κι όταν το μικρό Φίατ εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο. Μετά έκανε το γύρο του κτιρίου και βγήκε στο μπροστινό μέρος, όπου βρήκε εύκολα ταξί για να γυρίσει στο ξενοδοχείο. Ανέβηκε στο δωμάτιό της, έβγαλε τα παπούτσια και ρίχτηκε στο κρεβάτι, όπως ήταν με τα ρούχα. Ένιωθε φοβερή εξάντληση και ταυτόχρονα άδεια και τσακισμένη, σαν τα όστρακα που παρασυρμένα από τα κύματα ξεβράζονται στις παραλίες.
8
Ο Μανώλης ήταν ένα δεκαεφτάχρονο Κρητικόπουλο, με μοναδική επιθυμία να μπαρκάρει κάποτε στα καράβια και να φύγει από την Κρήτη για να ανακαλύψει τον κόσμο. Το νησί τού φαινόταν πολύ μικρό για να χωρέσει τα όνειρά του και η αχαλίνωτη φαντασία του τον ταξίδευε σε εξωτικά νησιά με σμαραγδένιες θάλασσες και μελαψές
καλλονές, στα πολύβουα λιμάνια της Ασίας, στις φαρδιές λεωφόρους των μεγαλουπόλεων της Αμερικής και στις απέραντες σαβάνες της Αφρικής. Οι γονείς του δε συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του και δυσαρεστήθηκαν όταν πληροφορήθηκαν τα μελλοντικά σχέδια του γιου τους. Στο σπίτι στήνονταν καθημερινά ομηρικοί καβγάδες, και επειδή ο Μανώλης ήταν πάνω απ’ όλα λογικός, κρατούσε χαμηλούς τόνους και με το χέρι στην καρδιά αναγνώριζε τα δίκια της μητέρας του. Πριν από οχτώ χρόνια ο θείος του, που ήταν επίσης ναυτικός, είχε ναυαγήσει έξω από το Κέιπ Τάουν και μέχρι σήμερα θεωρούνταν αγνοούμενος. Ο Μανώλης θυμόταν πως η μητέρα του για πολύ καιρό απέφευγε τη θάλασσα και έκανε σχεδόν δύο χρόνια να βγάλει τα μαύρα από πάνω της. Ο χαμός του αδερφού της της είχε κοστίσει ακριβά και φοβόταν μήπως και ο γιος της έχει την ίδια τύχη. Έτσι, ο Μανώλης αποφάσισε πως ήταν καλύτερα για όλους να μη μιλάει πολύ και να κρατάει το στόμα του κλειστό. Απλώς θα τους έφερνε προ τετελεσμένου γεγονότος όταν τους ανακοίνωνε πως φεύγει για να φοιτήσει στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων στον Πειραιά. Φέτος πήγαινε στην τρίτη λυκείου και οι πανελλήνιες εξετάσεις θα έκριναν την πορεία του. Ήταν αποφασισμένος να πετύχει με την πρώτη και είχε προμηθευτεί ήδη ένα μηχανογραφικό δελτίο –της προηγούμενης περιόδου βέβαια–, όπου είχε σημειώσει τη σχολή της προτίμησής του, ούτως ώστε να μην κάνει λάθος όταν έφτανε η ώρα να συμπληρώσει το κανονικό. Κάθε Παρασκευή, μόλις τελείωνε το σχολείο, έφευγε από το Ηράκλειο και ανέβαινε στις Μοίρες για να περάσει το σαββατοκύριακο στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, με τη δικαιολογία πως το ηλικιωμένο ζευγάρι χρειαζόταν τη βοήθειά του. Τις περισσότερες ώρες, όμως, καθόταν κάτω από μια σκιερή ελιά, αγκαλιά με το φορητό υπολογιστή του, και σέρφαρε απερίσπαστος στο Ίντερνετ. Το ίδιο έκανε και σήμερα. Ευτυχώς, ο δυνατός αέρας είχε κοπά-
σει νωρίς και τα σύννεφα διαλύθηκαν γρήγορα, πριν από το μεσημέρι. Αυτή τη στιγμή αργοσάλευαν στον ουρανό μερικές ξεφτισμένες τολύπες και ο κυρίαρχος ήλιος έκανε τη νοτισμένη γη να αχνίζει. Ο Μανώλης είχε απλώσει ένα χοντρό καναβάτσο στη ρίζα της αγαπημένης του ελιάς και είχε αφοσιωθεί στο έργο του. Η φύση γύρω του τραγουδούσε το δικό της σκοπό. Η φλυαρία των τζιτζικιών, το κελάηδημα των πουλιών και το απαλό θρόισμα των φύλλων αποτελούσαν συνηθισμένους ήχους της εξοχής, σε σημείο που ο Μανώλης νόμιζε πως γύρω του επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Έτσι, ο θόρυβος της μηχανής ενός αυτοκινήτου έγινε αμέσως αντιληπτός από τον νεαρό. Ανασήκωσε το κεφάλι ενοχλημένος και αφουγκράστηκε. Το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν ότι δεν υπήρχε δημόσιος δρόμος κοντά στο χωράφι του παππού του, άρα το αυτοκίνητο δεν έπρεπε να βρίσκεται καν εδώ. Ο θόρυβος ξεμάκρυνε αρκετά και μετά έσβησε το ίδιο απότομα. Ο Μανώλης πίστεψε πως το αυτοκίνητο έφυγε και έσκυψε ανακουφισμένος στον υπολογιστή του. Δεν πέρασε, όμως, πολλή ώρα όταν στ’ αφτιά του έφτασε καινούριο ακουστικό ερέθισμα, διαφορετικό αυτή τη φορά. Αν δεν ήταν στην εξοχή, όπου η ένταση των ήχων μεγεθύνεται, μάλλον ο συγκεκριμένος ήχος θα του είχε περάσει απαρατήρητος. Ήταν ρυθμικός και οικείος στον Μανώλη. Μόλις την περασμένη εβδομάδα είχε φάει δύο ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο σκάβοντας μια τάφρο στην άκρη του χωραφιού για να φεύγουν τα νερά της βροχής. Κάποιος έσκαβε και τώρα. Αυτή η σκέψη τον θορύβησε. Ποιος έκανε κάτι τέτοιο μέσα στην ερημιά και γιατί; Έκλεισε τον υπολογιστή και πετάχτηκε πάνω, αποφασισμένος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Παίρνοντας την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο ήχος, και με όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή, βγήκε από τον ελαιώνα του παππού του και σταμάτησε μπροστά σε ένα λοφίσκο γεμάτο θάμνους και αγριολούλουδα. Αυτός που έσκαβε βρισκόταν προφανώς από την
άλλη πλευρά του. Ο Μανώλης μπορούσε πλέον να ακούσει ακόμα και το αγκομαχητό του. Ανέβηκε την πλαγιά και, όταν έφτασε στην κορυφή, έπεσε με την κοιλιά στο έδαφος και κοίταξε κάτω. Στα ριζά του λοφίσκου είδε ένα νέο άντρα. Το έδαφος στην περιοχή ήταν αφράτο, κι αυτό έκανε τη δουλειά του ευκολότερη. Ο άνθρωπος είχε καταφέρει μέσα σε λίγη ώρα να ανοίξει έναν ευμεγέθη λάκκο και τώρα ήταν χωμένος σχεδόν ο μισός μέσα. «Ρε γαμώτο, τι γίνεται εδώ πέρα;» ξέφυγε χαμηλόφωνα του Μανώλη. «Κόβω το κεφάλι μου ότι σκότωσε κάποιον και ήρθε εδώ για να θάψει το πτώμα και να εξαφανίσει τα ίχνη». Αυτή η υποψία τον έκανε να ζαλιστεί. Η αδρεναλίνη στο αίμα του ανέβηκε στα ύψη και το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο σαν παντζάρι. Ταυτόχρονα ένιωσε να τον κυριεύει ο φόβος. Είχε μπροστά του ένα στυγνό δολοφόνο και, αν τον έπαιρνε είδηση, τότε έβαζε σε κίνδυνο και τη δική του ζωή, γιατί σίγουρα εκείνος θα του έκλεινε το στόμα μια για πάντα. Έτσι σύρθηκε πίσω από ένα θάμνο για να κρυφτεί καλύτερα. Ούτε λόγος, όμως, να αφήσει το πόστο του και να το βάλει στα πόδια. Δε γινόταν κάθε μέρα μάρτυρας εγκλήματος, κι αυτό το γεγονός ήταν από μόνο του αρκετό για να του εξάψει την περιέργεια. Ξαφνικά είχε μια υπέροχη ιδέα: θα κατέγραφε με το κινητό του όλη τη σκηνή και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε με το φοβερό αυτό υλικό. Αρκετά μέτρα πιο κάτω, ο Μαρτσέλο συνέχιζε το σκάψιμο, χωρίς να ξέρει ότι τον παρακολουθούν. Όταν ο λάκκος μεγάλωσε αρκετά, πήδηξε έξω για να επιθεωρήσει το έργο του. Έκρινε πως ήταν αρκετά βαθύς για το σκοπό που προοριζόταν και κάθισε πάνω στο σωρό από χώματα για να ξεκουραστεί. Μόλις ένιωσε τον ιδρώτα του να στεγνώνει, σηκώθηκε και πήγε στο αυτοκίνητο. Πήρε στην αγκαλιά του το πτώμα της Σαβίνας και σκέφτηκε μεμιάς ότι ήταν βαρύ σαν
μολύβι. Περίεργο, στ’ αλήθεια, γιατί όταν ζούσε ήταν ελαφριά σαν πουλάκι. Τη μετέφερε τρεκλίζοντας και την απόθεσε, όπως ήταν τυλιγμένη με το σεντόνι, μέσα στο λάκκο. Στάθηκε για λίγο από πάνω της και η καρδιά του σφίχτηκε από τη θλίψη. Άνοιξε το σεντόνι και είδε το πρόσωπό της, πελιδνό και με τα χαρακτηριστικά του αλλοιωμένα. Το θέαμα, για κάποιον τρίτο, ήταν αποκρουστικό, αλλά ο Μαρτσέλο δεν ήταν οποιοσδήποτε. Ήξερε τη Σαβίνα από τότε που πιπιλούσε το δάχτυλό της και τους ένωναν ισχυροί δεσμοί. Γι’ αυτό έσκυψε και απίθωσε ευλαβικά ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο της νεκρής, για να το πάρει μαζί της στο μακρύ ταξίδι. Της χάιδεψε τα μαλλιά και στη συνέχεια σταύρωσε τα χέρια της, γιατί έτσι του φαινόταν σωστό. Τη σκέπασε ξανά με το σεντόνι και βγήκε από το λάκκο. Άρχισε να φτυαρίζει πάλι το χώμα και η πρώτη φτυαριά, πέφτοντας πάνω στο πανί, έκανε έναν ξερό, απαίσιο ήχο. Ο Μαρτσέλο τινάχτηκε αλαφιασμένος και σκούπισε τον ιδρώτα του – αυτή τη φορά λόγω της συναισθηματικής φόρτισης και όχι της κούρασης. Έσφιξε τα δόντια και συνέχισε μέχρι που σκέπασε το λάκκο εντελώς. Πάτησε καλά το χώμα με τα πόδια και στη συνέχεια ξερίζωσε μερικούς θάμνους και τους μεταφύτεψε στο σκαμμένο έδαφος. Δεν προσδοκούσε, βέβαια, να βλαστήσουν· τους χρησιμοποίησε περισσότερο για καμουφλάζ. Έκανε μερικά βήματα πίσω και έριξε μια τελευταία ματιά. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ικανοποιητικό· από μακριά δε φαινόταν τίποτα. Καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο, θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στη Δάφνη και βγήκε ξανά τρέχοντας για να σταθεί άλλη μία φορά πάνω από τον τάφο. Μουρμούρισε μερικές προσευχές, έκανε το σταυρό του και μπήκε, οριστικά, στο αυτοκίνητο. Πάτησε γκάζι και απομακρύνθηκε από την περιοχή, σηκώνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης. Έλεγε συνέχεια στον εαυτό του ότι η Σαβίνα θα αξιωνόταν κά-
ποτε μια κηδεία της προκοπής και θα είχε όλες τις προσευχές που της έπρεπαν, αλλά αυτό δεν τον έκανε να νιώσει καλύτερα. Για να πάψει να σκέφτεται τόσο θλιβερά πράγματα, ανάγκασε το μυαλό του να στραφεί σε πιο πρακτικά θέματα. Όπως, παραδείγματος χάριν, το μέρος όπου την είχε θάψει. Σταμάτησε λίγο πιο κάτω και άνοιξε το ντουλαπάκι. Βρήκε μόνο την άδεια κυκλοφορίας και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του νοικιασμένου αυτοκινήτου. Έσκισε το πρώτο φύλλο του συμβολαίου και χρησιμοποίησε την πίσω πυκνογραμμένη σελίδα για να ζωγραφίσει έναν πρόχειρο χάρτη, βάζοντας ένα μεγάλο σταυρό στο σημείο στο οποίο βρισκόταν ο τάφος. Βγήκε στη δημοσιά και, καθώς επέστρεφε στο Ηράκλειο, αποφάσισε πως την άλλη μέρα, πρωί πρωί, έπρεπε να πάρει τη Δάφνη και να φύγουν από το νησί. Η δουλειά για την οποία είχαν έρθει είχε τελειώσει και κινδύνευαν μένοντας παραπάνω. Ο Μανώλης βγήκε πίσω από το θάμνο όταν καταλάγιασε τελείως η σκόνη που άφησε πίσω του το αυτοκίνητο φεύγοντας. Έριξε μια ματιά στο σημείο όπου το χώμα φαινόταν πιο σκούρο και ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. Εκεί κάτω υπήρχε η απόδειξη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος, κι αυτό έκανε το κορμί του να τρέμει σαν να είχε πυρετό. Ήταν ολομόναχος στην ερημιά, μαζί με αυτό το «πράγμα» που αναπαυόταν στον πρωτόγονο τάφο του, και το μυαλό του άρχισε να του παίζει παράξενα παιχνίδια. Του φαινόταν ότι άκουγε πνιχτά μουρμουρητά να έρχονται από εκεί και ότι το χώμα ανασάλευε παράξενα στην παραμικρή πνοή του αέρα, σαν να το έσπρωχνε κάποιος από κάτω. Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθώνονται από την τρομάρα και άρχισε να τρέχει σαν τρελός για να γυρίσει στο χωράφι του παππού του. Καθώς κατέβαινε την πλαγιά, έχασε την ισορροπία του και συνέχισε κουτρουβαλώντας μέχρι τα ριζά του λοφίσκου. Προσγειώθηκε άτσαλα πάνω σε μια πέτρα και την ίδια στιγμή ένιωσε
έναν οξύ πόνο στο δεξί του πόδι. Η πέτρα είχε σκίσει τη σάρκα και το αίμα άρχισε να ρέει ακατάσχετα. «Γαμώτο!» ούρλιαξε απελπισμένος ο Μανώλης. Συνέχισε το δρόμο του κουτσαίνοντας και αφήνοντας πίσω του ένα μακρύ κόκκινο κορδόνι από κηλίδες αίματος. Έφτασε σε κακό χάλι στο σπίτι και η γιαγιά του πήρε μεγάλη λαχτάρα όταν τον είδε. Περιποιήθηκε αμέσως την πληγή και του έδεσε σφιχτά το τραύμα. Τελικά δεν ήταν τόσο βαθύ όσο φοβήθηκε αρχικά και δε θα χρειαζόταν ράμματα. Ο Μανώλης, αφού ηρέμησε αρκετά, άνοιξε το κινητό του και έψαξε να βρει τα βίντεο που είχε τραβήξει. Το τηλέφωνό του ήταν τελευταίας τεχνολογίας και η λήψη τέλεια. Τα χαρακτηριστικά του άντρα φαίνονταν πεντακάθαρα, καθώς είχε την προνοητικότητα να ζουμάρει πάνω στο πρόσωπό του, ώστε να το φέρει ακόμα πιο κοντά στην κάμερα. Προβληματίστηκε κάπως με την τρυφερότητα που έδειξε ο φονιάς προς το θύμα του και αναρωτήθηκε τι νόημα είχε να πει στο τέλος τόσες προσευχές και να κάνει το σταυρό του. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!» έλεγε συχνά η γιαγιά του, και ο Μανώλης κατάλαβε επιτέλους τι εννοούσε. Χωρίς να διστάσει, έπιασε το τηλέφωνο δίπλα του και έκανε αυτό που θα έκανε κάθε νομοταγής πολίτης: κάλεσε την αστυνομία.
9
Ηταν ήδη προχωρημένο απόγευμα όταν ο Τζέιμς τελείωσε τη βάρδιά του και έφυγε από το νοσοκομείο. Πήρε να κατηφορίζει αργά με το αυτοκίνητο προς την πόλη και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στη θάλασσα, που στραφτάλιζε κάτω από τις τελευταίες πορτοκαλοκόκκινες ανταύγειες του δειλινού.
Είχε έρθει για πρώτη φορά στην Κρήτη με την παρέα του όταν ήταν ακόμα φοιτητής. Τη μέρα περνούσαν ατέλειωτες ώρες ξάπλα στην παραλία και το βράδυ ξενυχτούσαν στα θορυβώδη κλαμπ, καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες μπίρας και καπνίζοντας αμέτρητα τσιγαριλίκια. Ο Τζέιμς, κάποια στιγμή, βαρέθηκε μαζί τους και αποφάσισε να συνεχίσει μονάχος τις διακοπές του. Το νησί ήταν μεγάλο και οι ομορφιές του πολλές, απ’ ό,τι είχε δει στα ταξιδιωτικά φυλλάδια. Νοίκιασε, λοιπόν, ένα αυτοκίνητο, προμηθεύτηκε έναν καλό χάρτη και πήρε τους δρόμους. Έπειτα από δεκαπέντε μέρες, και αφού το κοντέρ είχε γράψει σχεδόν τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα, μπορούσε να πει με σιγουριά πως η Κρήτη ήταν ένα ονειρεμένο μέρος, ένα μέρος όπου θα μπορούσε να περάσει άνετα τη ζωή του. Το πρώτο πράγμα που έκανε γυρίζοντας στο Λονδίνο ήταν να κολλήσει στον τοίχο του δωματίου του όλες τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει κατά τη διάρκεια των διακοπών του. Κάθε φορά που έβλεπε από το παράθυρό του τον γκρίζο ουρανό και τη μουντή πόλη, άχρωμη σαν ασπρόμαυρη ταινία, έστρεφε το βλέμμα στις φωτογραφίες και χόρταινε ήλιο και χρώματα. Χάιδευε με τα ακροδάχτυλά του τους φοίνικες στο Βάι και του φαινόταν πως άκουγε τα κλαριά τους να θροΐζουν στο απαλό μελτέμι που φυσούσε από τη μεριά του Αιγαίου. Ρουφούσε αχόρταγα τα κρυστάλλινα, δροσερά νερά στο Φραγκοκάστελο και λίγο πιο δυτικά, στο Ελαφονήσι, έβλεπε το κορμί του να γλιστράει με τη χάρη ψαριού στην καταπράσινη θάλασσα. Ακολουθούσε τα βήματά του στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης των Χανίων και καθόταν να ξεκουραστεί στα γραφικά καφενεία του λιμανιού, πίνοντας παγωμένο καφέ και νιώθοντας στο πρόσωπό του τις ζωογόνες σταγόνες των κυμάτων που χτυπούσαν στην προκυμαία. Βούλωνε τα αφτιά του στη φασαρία του Λονδίνου και διέσχιζε νοερά το φαράγγι της Σαμαριάς ή περιφερόταν στα άγρια και μεγαλόπρεπα βουνά της ενδοχώρας, έχο-
ντας ακόμα στο στόμα του τη γλυκιά, μεστή γεύση από τις σφακιανές πίτες. Όταν τελείωσε τις σπουδές του, ανακοίνωσε στους δικούς του ότι θα έφευγε από την Αγγλία και θα πήγαινε να ζήσει στο νησί. Ο παππούς του, ο λόρδος Ρίτσαρντ Έρλιν, αντί να τον κατευοδώσει, τον έστειλε στο διάολο και του δήλωσε ορθά κοφτά πως από εδώ και στο εξής ήταν μόνος του και δε θα έβλεπε δεκάρα τσακιστή. Αντίθετα, η γιαγιά του τον αγκάλιασε και του ευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια καλή τύχη στην καινούρια του ζωή. Ο Τζέιμς έμενε μαζί τους από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Οι γονείς του είχαν χωρίσει όταν ήταν πολύ μικρός και αρχικά πίστευε ότι είχαν συμφωνήσει από κοινού πως ήταν καλύτερα να μείνει με τον παππού του επειδή εκείνος, χάρη στα χρήματά του, μπορούσε να του προσφέρει μια άνετη ζωή και να του εξασφαλίσει σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια. Έμαθε την αλήθεια πολλά χρόνια αργότερα. Ο παππούς του, που ήταν ένας αφάνταστα σκληρός και αυταρχικός άνθρωπος, είχε διεκδικήσει δικαστικά την κηδεμονία του και είχε καταφέρει να τον χωρίσει από τους γονείς του. Ο πατέρας του έφυγε πικραμένος για την Αυστραλία, όπου ζούσε σε ένα μικρό αγρόκτημα, και η μητέρα του ακολούθησε τον εραστή της στην Αμερική, όπου τον παντρεύτηκε λίγο αργότερα. Ο Τζέιμς τούς έβλεπε όσο πιο συχνά μπορούσε, δηλαδή μια δυο φορές το χρόνο. Με τη γιαγιά του, όμως, διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση. Της τηλεφωνούσε σχεδόν καθημερινά και πεταγόταν τακτικά τα σαββατοκύριακα στο Λονδίνο για να τη δει. Εκτός αυτού, περνούσαν κάθε χρόνο δύο ολόκληρες, χορταστικές εβδομάδες στον υπέροχο οικογενειακό πύργο που βρισκόταν στην Κορνουάλη. Ο λόρδος Έρλιν δε συγχώρεσε ποτέ τον εγγονό του για την απόφασή του να φύγει μακριά και κάθε φορά που εκείνος ερχόταν στην Αγγλία, φρόντιζε να εξαφανίζεται για να μην τον βλέπει μπροστά
του. Ούτε, όμως, ο Τζέιμς τον συγχώρεσε ποτέ που τον χώρισε από τους γονείς του.
Ο Τζέιμς πάρκαρε το αυτοκίνητο στην πυλωτή της πολυκατοικίας και, καθώς κλείδωνε την πόρτα, σκέφτηκε για πολλοστή φορά τα παράξενα γεγονότα που σημάδεψαν τη σημερινή μέρα. Η λεπτοκαμωμένη κοπέλα που συνάντησε μπαίνοντας στο νοσοκομείο τον είχε εντυπωσιάσει με τα ονειροπόλα, κεχριμπαρένια μάτια της. Θύμιζε περισσότερο οπτασία παρά άνθρωπο με σάρκα και οστά. Μετά, ολόκληρο το νοσοκομείο είχε αναστατωθεί από την εξαφάνιση του πτώματος της άτυχης κοπελίτσας που είχε πεθάνει στα χέρια του το προηγούμενο βράδυ. Ο Κωνσταντινίδης βλαστημούσε διαρκώς, φοβερίζοντας θεούς και δαίμονες, και η Τάνια βρήκε ευκαιρία να κάνει λούφα στη δουλειά, με το πρόσχημα ότι έπρεπε να δώσει κατάθεση. Ο αστυνόμος πληροφορήθηκε, λοιπόν, ότι η «τουρίστρια» που συνάντησε στο γραφείο του γιατρού μιλούσε άπταιστα ελληνικά και, καταλαβαίνοντας την γκάφα του, είχε λυσσάξει από το κακό του. Είχε μιλήσει ανοιχτά μπροστά της, νομίζοντας πως εκείνη δεν καταλάβαινε γρι, και τώρα, φυσικά, το πουλάκι είχε πετάξει μακριά. Ο Τζέιμς, από την άλλη, κράτησε το στόμα του ερμητικά κλειστό και δήλωσε αδιάφορα πως δεν έδωσε σημασία στο παράξενο ζευγάρι, προκαλώντας την οργή και το φθόνο της Τάνιας, η οποία είχε προσέξει το παρατεταμένο βλέμμα που αντάλλαξε με την άγνωστη. Συνέχισε τη δουλειά του, αλλά όλη τη μέρα ήταν αφηρημένος. Στο μυαλό του πλανιόταν η μορφή εκείνης και σκεφτόταν διαρκώς ότι ένα πλάσμα με τέτοια μάτια δεν ήταν ικανό για καμιά εγκληματική πράξη. «Πρέπει να βρεις την αδερφή μου... να μάθει ότι μας ανακάλυψαν... ότι κινδυνεύει...» του είχε πει η ετοιμοθάνατη κοπέλα το προηγούμενο βράδυ, λίγο πριν ξεψυχήσει.
Μήπως, τελικά, αυτή ήταν η Δάφνη; Ο Τζέιμς συνέκρινε τα δύο κορίτσια και διαπίστωσε πως, χωρίς να είναι απόλυτα όμοιες, είχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα του δημιουργήθηκε ένα εύλογο ερώτημα: Αν ήταν όντως η Δάφνη, πώς κατάφερε να πληροφορηθεί τόσο γρήγορα το θάνατο της αδερφής της; Και γιατί ενώ στην αρχή εμφανίστηκε θαρρετά στο νοσοκομείο, στη συνέχεια προτίμησε να κλέψει το πτώμα, με τη συνεργασία εκείνου του τύπου που τη συνόδευε, αντί να το διεκδικήσει με νόμιμο τρόπο; «Κάνεις ανόητες ερωτήσεις...» μονολόγησε, ενώ ξεντυνόταν. Μάζεψε μηχανικά τα ρούχα από το πάτωμα και τα πήγε στο μπάνιο. Τα έβαλε στο καλάθι για τα άπλυτα και μπήκε κάτω από το ντους. Άνοιξε το νερό και το άφησε να τρέξει πάνω στο κορμί του για αρκετή ώρα, πριν αποφασίσει να πιάσει το αφρόλουτρο. «Το έκανε γιατί κινδύνευε», απάντησε μόνος του στην ερώτηση που είχε θέσει στον εαυτό του. «Κάτι μεσολάβησε, που την έκανε να αλλάξει γνώμη και να ενεργήσει με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο». Τι ήταν, όμως, αυτό; Ο Τζέιμς δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του νοσοκόμου και της Τάνιας, η κοπέλα είχε πάει στο γραφείο του για να τον βρει, κατά πάσα πιθανότατα να μάθει από πρώτο χέρι κάτω από ποιες συνθήκες πέθανε η αδερφή της, και εκεί συναντήθηκε με τον Κωνσταντινίδη. Ο Τζέιμς τελείωσε το ντους και, ενώ σκουπιζόταν με μια κατάλευκη πετσέτα, έφερε ξανά στο μυαλό του τις σκηνές που εκτυλίχτηκαν στο γραφείο του. Στάθηκε συγκεκριμένα στο σημείο όπου η Τάνια δήλωσε στον Κωνσταντινίδη πως η κοπέλα γνώριζε ελληνικά. Ήταν η μοναδική φορά που έδειξε να ξαφνιάζεται ο αστυνόμος και αυτή η αλλαγή στην έκφρασή του δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τον Τζέιμς. Καθώς χτενιζόταν, κοίταζε αφηρημένος το είδωλό του στον καθρέφτη, λες και περίμενε να βρει εκεί μέσα γραμμένες όλες τις λύσεις για τις απορίες του. Μήπως, τελικά, ο Κωνσταντινίδης ήταν
υπεύθυνος, έστω και άθελά του, για τις κατοπινές ενέργειες της Δάφνης; Αν, βέβαια, αυτή ήταν η Δάφνη, σκέφτηκε μορφάζοντας. Ίσως, λοιπόν, ο αστυνόμος είπε κάτι που τη φόβισε και την ανάγκασε να σηκωθεί και να φύγει. Ο Κωνσταντινίδης, όμως, λόγω θέσης, δεν ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτήσει ή να δώσει εξηγήσεις, αντίθετα τις απαιτούσε από τους άλλους. Ο Τζέιμς αποφάσισε ότι ήταν τελείως άσκοπο να απασχολεί το μυαλό του πλάθοντας φανταστικά σενάρια. Η υποτιθέμενη Δάφνη είχε εξαφανιστεί και μάλλον δε θα την ξανάβλεπε ποτέ. Σε αυτή τη σκέψη ένιωσε μελαγχολία και απογοήτευση. Μπήκε όπως ήταν, γυμνός, στη μοντέρνα κουζίνα και είδε πάνω στο τραπέζι το σημείωμα που του είχε αφήσει η Βάσω, η παραδουλεύτρα, ενημερώνοντάς τον ότι το φαγητό ήταν στο φούρνο. Η μεσόκοπη γυναίκα ερχόταν δύο φορές την εβδομάδα στο σπίτι του για να καθαρίσει, να πλύνει και να σιδερώσει τα ρούχα του. Όταν της περίσσευε χρόνος, του μαγείρευε πού και πού κανένα φαγητό της προκοπής, πράγμα που δε συνέβαινε, όμως, και τόσο συχνά. Ο Τζέιμς, παραδόξως, δεν πεινούσε. Άνοιξε το ψυγείο και ήπιε μόνο λίγο χυμό. Μετά πέρασε στην κρεβατοκάμαρα, φόρεσε ένα σορτς και ένα φανελάκι και βγήκε από το σπίτι. Είχε αποφασίσει πως ο καλύτερος τρόπος για να καταπολεμήσει την κακή του διάθεση και να πάψει να κάνει περίεργες σκέψεις ήταν να καταπονήσει το κορμί του τρέχοντας στην προκυμαία του Κούλε. Το σπίτι του βρισκόταν πάνω στην παραλιακή και καταλάμβανε μεγάλο μέρος του δεύτερου ορόφου μιας κομψής, καινούριας πολυκατοικίας. Ο Τζέιμς, τα καλοκαίρια, περνούσε αρκετό χρόνο καθισμένος στη σκιερή βεράντα, έχοντας απέναντί του τη θάλασσα. Τώρα έκανε τρέχοντας όλη την απόσταση μέχρι το ενετικό φρούριο και, φτάνοντας στο φάρο, στο τέλος της προκυμαίας, ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Σταμάτησε λαχανιασμένος για
να πάρει μια ανάσα. Σκέφτηκε ότι παλιότερα έτρεχε πολύ περισσότερο και πολύ πιο ξεκούραστα. Ανέβηκε μια μικρή πέτρινη σκάλα και κούρνιασε πάνω στα βράχια που έπαιζαν ρόλο κυματοθραύστη. Ήπιε λίγο νερό από το μπουκάλι που είχε περασμένο στη ζώνη του και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί ολόγυρα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και τα νερά του λιμανιού αντιφέγγιζαν τα φώτα που άναβαν το ένα μετά το άλλο. Τα καράβια που εκτελούσαν καθημερινά τα δρομολόγια μέχρι τον Πειραιά στέκονταν ολόφωτα και καμαρωτά, ξερνώντας μαύρες τολύπες καπνού από τα φουγάρα τους, έτοιμα να σαλπάρουν. Οι προβολείς του φρουρίου άναψαν εκείνη την ώρα, δημιουργώντας μια απόκοσμη και συνάμα μαγευτική εικόνα, που καμία σχέση δεν είχε με την πραγματικότητα. Ο Τζέιμς συχνά αναρωτιόταν γιατί οι Αρχές ολιγωρούσαν και δεν επισκεύαζαν εκείνο το φρούριο που ομόρφαινε τόσο πολύ την πόλη του Ηρακλείου. Στενοχωριόταν από την έλλειψη ενδιαφέροντος και, κατά τη γνώμη του, από την ένδειξη ασέβειας των ντόπιων προς τη μακραίωνη ιστορία τους. Το βλέμμα του έπεσε πιο χαμηλά, στην προκυμαία που ήταν γεμάτη κόσμο. Στα παγκάκια, ζευγαράκια αντάλλασσαν παθιασμένα φιλιά, χωρίς να ενδιαφέρονται αν γίνονται θέαμα στους πιο ηλικιωμένους, πουριτανούς περιπατητές. Ο Τζέιμς έκανε το ίδιο με την Τάνια τον πρώτο καιρό, μέχρι τη μέρα που κατάλαβε ότι η μελαχρινή καλλονή άλλα έλεγε και άλλα εννοούσε. Ήπιε λίγο νερό ακόμα και σκέφτηκε ότι δεν είχε να υπερηφανεύεται για πολλά στα τριάντα ένα του χρόνια. Μόνο για τις σπουδές του, τη δουλειά του και μερικές εφήμερες σχέσεις, δηλαδή πράγματα που ίσχυαν για τους περισσότερους. Όχι ότι δεν ήταν ικανοποιημένος από τον τρόπο ζωής του, αλλά πίστευε ότι το καλύτερο δεν είχε έρθει ακόμα. Η διαπεραστική μπουρού του βαποριού που απέπλεε τον έβγαλε
από τις σκέψεις του και τον έκανε να στρέψει το κεφάλι προς εκείνη την κατεύθυνση. Παρακολούθησε για λίγο την πορεία του πλοίου που απομακρυνόταν, αναδεύοντας άγρια τα νερά με τις τεράστιες προπέλες του. Στη θέση του είχε απομείνει ένα μεγάλο κενό και ο Τζέιμς, για πρώτη φορά σήμερα, μπόρεσε να διακρίνει την άλλη πλευρά. Το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή του ήταν ένα κομψό κότερο, το οποίο μέχρι τώρα κρυβόταν πίσω από το βαπόρι. Λογικά δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, γιατί τα κότερα άραζαν στο εσωτερικό του λιμανιού, αφήνοντας τον υπόλοιπο χώρο στα πλοία της γραμμής. Ξαφνικά είδε δύο περιπολικά της αστυνομίας, με τους γαλαζοκόκκινους φάρους τους να περιστρέφονται μανιασμένα στην οροφή τους, να έρχονται και να σταματούν μπροστά στο κότερο. Πίσω τους σταμάτησε μια μαύρη Μερσεντές. Μικροσκοπικές, λόγω της απόστασης, ανθρώπινες φιγούρες πετάχτηκαν διαδοχικά από τα αυτοκίνητα και οι περισσότερες χώθηκαν βιαστικά μέσα στο κότερο. Στην προκυμαία είχαν μείνει μόνο δύο ένστολοι αστυνομικοί για να διώχνουν τους περίεργους, που είχαν αρχίσει να συρρέουν βιαστικοί στο σημείο εκείνο. Ο Τζέιμς δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η πόλη, γενικά, ήταν ήσυχη και η παραμικρή αναστάτωση γινόταν αμέσως αντιληπτή. Γι’ αυτό σηκώθηκε από τη θέση του και εστίασε καλύτερα τη ματιά του. Λόγω της απόστασης, όμως, δεν έβλεπε καθαρά. Σκέφτηκε ότι, αφού δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει, γιατί να μην πάει κοντά να δει τι είχε συμβεί; Κατέβηκε σβέλτα και άρχισε να τρέχει. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος μπορεί να χρειαζόταν ίσαμε πενήντα λεπτά για να κάνει όλο αυτό τον κύκλο, αλλά ο Τζέιμς, ως προπονημένος δρομέας, έκανε πολύ λιγότερο. Φτάνοντας, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις πλάτες πολλών ανθρώπων που παρακολουθούσαν το θέαμα. Μιλούσαν χειρονομώντας ζω-
ηρά για να δώσουν έμφαση στα λόγια τους και ο Τζέιμς, από τις σκόρπιες κουβέντες που κατάφερε να πιάσει, κατάλαβε ότι στην ουσία καθένας έπλαθε τη δική του ιστορία. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: πως ένα σκάφος του λιμενικού είχε ανακαλύψει το κότερο να πλέει ακυβέρνητο μεσοπέλαγα και το είχε ρυμουλκήσει μέχρι το λιμάνι. Γινόταν, επίσης, λόγος για τον ιδιοκτήτη του, που είχε βρεθεί νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ξαφνικά εμφανίστηκε άλλο ένα περιπολικό, το οποίο μετέφερε τέσσερις αστυνομικούς. Ήταν επιφορτισμένοι να διαλύσουν το πλήθος και το έκαναν μάλλον με άγαρμπο τρόπο. Ο Τζέιμς ετοιμαζόταν να φύγει όταν κατάφερε να ρίξει μια καλή ματιά στο κότερο. Λικνιζόταν με χάρη σαν πάπια στο νερό και κάτω από τις κομψές γραμμές της πλώρης ξεχώρισε το όνομά του, γραμμένο με αστραφτερά, χρυσά γράμματα. «Ο Ντάντε... στο κότερο...» άκουσε να ψιθυρίζει στο αφτί του μια απόκοσμη φωνή. Ερχόταν από τα μελανιασμένα χείλη της ετοιμοθάνατης κοπέλας, που υποδείκνυε με αυτό τον τρόπο τον άνθρωπο που την έστελνε στον τάφο. Η ανακάλυψη προκάλεσε σοκ στον Τζέιμς. Ένιωσε την αναπνοή του να σταματάει και τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν από το αίμα που μαζεύτηκε στο κεφάλι. Προσπάθησε να μιλήσει σε έναν αστυνομικό, αλλά εκείνος, βλέποντας τον Τζέιμς ακλόνητο στη θέση του, δεν κατάλαβε τις προθέσεις του και τον αποπήρε άγρια. «Άντε πήγαινε από εδώ, άνθρωπέ μου», του φώναξε νευριασμένος, ενώ ταυτόχρονα τον έσπρωχνε. Ο Τζέιμς αντιλήφθηκε ότι έχανε άδικα τον καιρό του. Ήταν καλύτερα να μιλήσει με τον ίδιο τον Κωνσταντινίδη, αν και κάτι του έλεγε ότι ο αστυνόμος ήταν ήδη ενήμερος. Το προηγούμενο βράδυ τού είχε μεταφέρει αυτολεξεί τη στιχομυθία του με το κορίτσι και ο άνθρωπος του νόμου φάνηκε να δίνει μεγάλη σημασία σε αυτή τη λεπτομέρεια.
Προς το παρόν, και μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, απομακρύνθηκε κάμποσο, αλλά κρύφτηκε πίσω από μια νταλίκα. Από εκεί έκοβε κίνηση, έχοντας καρφωμένα τα μάτια στο κότερο. Ήθελε να δει ποιος ήταν ο άνθρωπος που επέβαινε στη μεγάλη μαύρη Μερσεντές, και λίγη ώρα αργότερα η περιέργειά του ικανοποιήθηκε. Πρώτα βγήκαν από το σκάφος δύο ένστολοι αστυνομικοί και στη συνέχεια ακολούθησαν τρεις άντρες. Τα δυνατά φώτα του λιμανιού έλουσαν τα πρόσωπά τους και ο Τζέιμς δε δυσκολεύτηκε να τους αναγνωρίσει. Ο ένας ήταν ο Κωνσταντινίδης, άρα ο αστυνόμος δεν είχε ξεχάσει αυτά που του είχε αναφέρει. Ο δεύτερος ήταν νέος, ούτε καν τριάντα, αλλά ήδη γνωστός στο πανελλήνιο, καθώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τον παρουσίαζαν σαν το νέο αίμα, που θα έφερνε έναν αέρα φρεσκάδας και ανανέωσης στην Ελλάδα. Γιος πασίγνωστου μεγαλοεφοπλιστή, χρησιμοποίησε από πολύ νωρίς τα λεφτά και τις γνωριμίες του πατέρα του για να ιδρύσει δικό του κόμμα και κάλυπτε όλες τις προδιαγραφές για μια λαμπρή καριέρα στον πολιτικό στίβο. Καταγόταν από την Κρήτη και, καθώς οι Έλληνες πολίτες θα προσέρχονταν τον επόμενο μήνα στις κάλπες για να ψηφίσουν, βρέθηκε στο νησί για να ενισχύσει προσωπικά την προεκλογική του εκστρατεία. Τον έλεγαν Νικόλαο Παπαδάκη. Ο άντρας που βγήκε τελευταίος με το κεφάλι σκυφτό είχε καμπουριάσει λες και κουβαλούσε στους ώμους του ένα δυσβάσταχτο φορτίο. Αυτό τον άνθρωπο ο Τζέιμς τον γνώριζε προσωπικά, μάλιστα είχε ανταλλάξει μαζί του μερικές τυπικές κουβέντες σε κάποια δεξίωση του παππού του. Αναρωτήθηκε τι δουλειά είχε στο Ηράκλειο ο πανίσχυρος Αλεσάντρο Γκουερίνι και ξαφνικά πάγωσε. Θυμήθηκε ότι είχε ένα γιο και μάντεψε σωστά ότι πρέπει να ήταν ο Ντάντε. Είχε φτάσει, λοιπόν, εκείνος ο γιος στο σημείο να διασκεδάζει δένοντας χειροπόδαρα αθώα κοριτσόπουλα; Καθόλου απίθανο, σκέφτηκε ο Τζέιμς μορφάζοντας.
Οι φωνές των τριών αντρών έφταναν καθαρά στο σημείο όπου στεκόταν. Είχαν απομακρυνθεί κάπως από τους αστυνομικούς για να μπορέσουν να μιλήσουν με την ησυχία τους. «Δεν πρέπει να διαρρεύσει το παραμικρό στις εφημερίδες. Θέλω απόλυτη εχεμύθεια...» έλεγε ο Γκουερίνι με τα σπαστά αγγλικά του. «Φυσικά, φίλε μου, αυτό εξυπακούεται», του απάντησε ο Παπαδάκης με την άψογη λονδρέζικη προφορά του. Είχε μεγαλώσει στο Λονδίνο και είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από εφτά χρόνια, αποφασισμένος να κατακτήσει την άγνωστη, για εκείνον, πατρίδα με τον τρόπο που νόμιζε πως του ταίριαζε καλύτερα. Ο Κωνσταντινίδης αποδείχτηκε πως δε γνώριζε αγγλικά, γιατί ο Παπαδάκης ήταν υποχρεωμένος να μεταφράζει στον Γκουερίνι κάθε φορά που ο αστυνόμος άνοιγε το στόμα του και μιλούσε. Ο Ιταλός τον κοίταζε βλοσυρός και στο τέλος γρύλισε κάτι σαν «grazie» και κατευθύνθηκε με μεγάλα βήματα προς τη Μερσεντές, ακολουθούμενος από το νεαρό πολιτευτή. Ο Κωνσταντινίδης τούς παρακολούθησε για λίγο και, όταν είδε το αυτοκίνητο να βγαίνει από το χώρο του λιμανιού, έστρεψε το κεφάλι και έφτυσε αηδιασμένος. «Άμετε στο διάολο, ψωροφαντασμένοι», είπε χολωμένος. Μπήκε σε ένα περιπολικό και οι υπόλοιποι αστυνομικοί βιάστηκαν να τον μιμηθούν. Μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου το λιμάνι άδειασε και ο Τζέιμς τόλμησε να βγει από την κρυψώνα του. Στάθηκε μπροστά στο κότερο και σκέφτηκε ότι την επομένη δε θα βρισκόταν εδώ. Ο Κωνσταντινίδης είχε υποσχεθεί στον Γκουερίνι ότι μπορούσε να το μεταφέρει όποτε και όπου εκείνος επιθυμούσε. Ο Τζέιμς έριξε μια ματιά στο σκοτεινό σκάφος και του φάνηκε πως τον προσκαλούσε να ανέβει πάνω του. Είχε μείνει αφύλακτο επειδή το λιμάνι, έτσι κι αλλιώς, θα έκλεινε σε λίγο. Ο γιατρός αποφάσισε ξαφνικά πως, αν σκόπευε να ανέβει, έπρεπε να το κάνει αμέ-
σως. Διέσχισε με δυο δρασκελιές την πασαρέλα που το συνέδεε με την προβλήτα και βρέθηκε στο κατάστρωμα. Η πόρτα ήταν κλειστή, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως δεν ήταν κλειδωμένη. Άνοιξε γρήγορα και μπήκε. Βρέθηκε στο σαλόνι, όπου ο Φράνκο είχε σκοτώσει τον Ντάντε το ίδιο πρωί, και υπό το φως που έμπαινε από τα φινιστρίνια είδε το τραπεζάκι αναποδογυρισμένο και διέκρινε το ματωμένο λεκέ στη μοκέτα. Τα πάντα ήταν καλυμμένα από τη σκόνη που χρησιμοποιεί η Σήμανση για τα αποτυπώματα. Αυτό του θύμισε ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του και να μην πειράξει τίποτα. Τα βήματά του τον οδήγησαν στο εσωτερικό του κήτους, και συγκεκριμένα κοντά στην πλώρη, όπου βρισκόταν η κυρίως καμπίνα. Τον είχε πιάσει μια αρρωστημένη περιέργεια να δει με τα ίδια του τα μάτια το χώρο όπου είχε κρατηθεί αιχμάλωτο το άτυχο κορίτσι. Επειδή, όμως, ο φωτισμός εκεί κάτω δε βοηθούσε και ο Τζέιμς δεν ήθελε να ανάψει κάποιο φως για να μη γίνει αντιληπτός, γύρισε στο σαλόνι για να πάρει ένα φακό που είχε δει ακουμπισμένο πάνω σε έναν πάγκο. Επανήλθε στην καμπίνα και, προτού ανάψει το φακό, έκλεισε τις βαριές κουρτίνες, ώστε να μη φαίνεται απέξω η δέσμη του. Τον έστρεψε ολόγυρα αργά, εξετάζοντας κάθε γωνιά. Στη θέα του τεράστιου κρεβατιού με τα αναστατωμένα σεντόνια, η καρδιά του σφίχτηκε και βιάστηκε να αποτραβήξει το βλέμμα. Και εδώ, όπως και στο σαλόνι, τα πάντα ήταν καλυμμένα από τη λεπτή άσπρη σκόνη. Ακόμα κι αυτός που ήταν μαθημένος από μικρός στην πολυτέλεια, εντυπωσιάστηκε από την κραυγαλέα χλιδή και σκέφτηκε ότι έτσι θα έπρεπε να είναι το σκάφος του γιου του Γκουερίνι. Λίγοι άνθρωποι στον κόσμο είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν ένα τόσο πανάκριβο παιχνίδι στο παιδί τους, και ο Ιταλός μεγιστάνας ήταν ένας από αυτούς. Κάποια στιγμή ο Τζέιμς σκόνταψε πάνω σε ένα χαμηλό τραπέζι
και, στην προσπάθειά του να ισορροπήσει, ο φακός γλίστρησε από το χέρι του και έπεσε κάτω. Κύλησε πάνω στη μοκέτα και στη συνέχεια χτύπησε σε κάτι μεταλλικό. Ο ήχος ακούστηκε εξωφρενικά δυνατός, καθώς η καρίνα του σκάφους λειτουργούσε σαν ηχείο, και η καρδιά του Τζέιμς κλότσησε άγρια στο στήθος. Αναρωτήθηκε πώς θα δικαιολογούσε την παρουσία του σε περίπτωση που τον ανακάλυπταν. Όταν τίποτα δε συνέβη και ο σφυγμός του ξαναβρήκε το φυσιολογικό του ρυθμό, σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να πηγαίνει. Το μόνο που θα κατάφερνε μένοντας παραπάνω σ’ εκείνο το καταραμένο μέρος ήταν να προκαλέσει την τύχη του, που μέχρι τώρα του είχε φερθεί μεγαλόψυχα. Καθώς έσκυβε για να πάρει το φακό, τα μάτια του ασυναίσθητα ακολούθησαν την πορεία της φωτεινής δέσμης, που τρύπωνε πίσω από το κομοδίνο. Υπήρχε εκεί ένα αντικείμενο στο οποίο αντανακλούσε το φως. Ο Τζέιμς άπλωσε το χέρι και το έπιασε. Ήταν ένα δερμάτινο πορτοφόλι, καινούριο και εμφανώς γυναικείο. Έστρεψε πάνω του τη φωτεινή δέσμη και το άνοιξε. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν η φωτογραφία της ονειρικής μορφής με τα κεχριμπαρένια μάτια, που του χαμογελούσε. Στη θήκη υπήρχαν κι άλλες φωτογραφίες. Με χέρια που έτρεμαν τις έβγαλε όλες και τις κοίταξε μία μία προσεκτικά. Στις περισσότερες αναγνώρισε την κοπέλα που είχε πεθάνει το προηγούμενο βράδυ. Ανέμελη και όμορφη, πόζαρε με όλη τη χάρη της ηλικίας της, νομίζοντας πως έχει όλη τη ζωή μπροστά της. Σε μια άλλη φωτογραφία είδε τα δύο κορίτσια μαζί, πολύ μικρότερα, να πλατσουρίζουν αγκαλιασμένα σε μια πισίνα. Εκείνη την εποχή, η ομοιότητά τους ήταν χτυπητή και καταλάβαινε κάποιος πως επρόκειτο για αδερφές. Φαίνεται πως τα χρόνια που πέρασαν έβαλαν τη δική τους πινελιά στο πρόσωπο καθεμιάς, αλλάζοντας κάπως τα χαρακτηριστικά τους. Πάνω στο πλαίσιο της φωτογραφίας υπήρχε μια χειρόγραφη λεζάντα που τα έλεγε όλα: «Η Δάφνη μου κι εγώ». Γραμμένη με με-
γάλα, παιδιάστικα γράμματα, διέλυσε τις όποιες αμφιβολίες του Τζέιμς όσον αφορά την ταυτότητα της κοπέλας με τα παράξενα μάτια. Έβαλε τις φωτογραφίες στη θέση τους, νιώθοντας συγκίνηση, και συνέχισε το ψάξιμο του πορτοφολιού. Η επόμενη ανακάλυψή του στάθηκε εξίσου διαφωτιστική: ήταν το διαβατήριο της μικρότερης αδερφής. Επιτέλους, εκείνη η άγνωστη αποκτούσε όνομα και υπόσταση και ο Τζέιμς θα τη σκεφτόταν πλέον ως Σαβίνα Ηλιάδη. Έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη του σορτς του και έκλεισε το φερμουάρ για να το σιγουρέψει. Βγαίνοντας από την καμπίνα, αναρωτήθηκε ποια άγνωστη δύναμη έκρυψε από τα μάτια των αστυνομικών –και Κύριος οίδε από ποια άλλα επικίνδυνα μάτια– αυτό το σημαντικότατο στοιχείο, επιτρέποντας να το βρει μόνο αυτός. Ίσως ήταν η ίδια δύναμη που τον ώθησε να κατέβει από τα βράχια της προκυμαίας και να έρθει μέχρι εδώ, να αψηφήσει τους αστυνομικούς και να ανέβει κρυφά στο σκάφος σαν να ήταν παράνομος. Ο Τζέιμς, μέχρι σήμερα, δεν ήξερε ότι ήταν ικανός για τέτοιου είδους πράξεις· η αλήθεια τον βρήκε απροετοίμαστο και τον τάραξε μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής του. Ίσως ήταν η ίδια η Σαβίνα, ή πιο σωστά η ψυχή της, που διψούσε για δικαίωση. Αυτή η σκέψη τον έκανε να ανατριχιάσει και να επισπεύσει τις κινήσεις του. Βλέποντας τη σκόνη ολόγυρα, θυμήθηκε ότι έπρεπε να σβήσει τα αποτυπώματά του, αν και αμφέβαλλε ότι οι αστυνομικοί θα έμπαιναν στον κόπο να ελέγξουν εκ νέου το χώρο. Έβγαλε τη φανέλα του και σκούπισε προσεκτικά το φακό και οτιδήποτε άλλο είχε αγγίξει. Βγήκε από το λιμάνι λίγο προτού κλείσει και πήρε το δρόμο για το σπίτι του με το κεφάλι βαρύ. Κάποια στιγμή άκουσε να χτυπάει το κινητό του και σταμάτησε για να δει ποιος τον καλούσε. Η λεωφόρος φωτιζόταν άπλετα από τους στύλους που ήταν ανά τακτά διαστήματα τοποθετημένοι κατά μήκος του πεζοδρομίου· ο Τζέιμς στά-
θηκε κάτω από έναν και έφερε το ακουστικό στο αφτί του, στρέφοντας ταυτόχρονα την πλάτη στη θάλασσα. Αυτός που τον καλούσε τέτοια ώρα, ή καλύτερα αυτή, επειδή για γυναίκα επρόκειτο, ήταν η γιαγιά του. «Καλησπέρα, αγάπη μου», του είπε και η φωνή της έφτασε στ’ αφτιά του σαν ψίθυρος. Ο Τζέιμς έσφιξε το ακουστικό, κυριευμένος ξαφνικά από μια περίεργη ανησυχία. Ήταν γιατρός και δε χρειαζόταν πολύ για να καταλάβει ότι ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής ακουγόταν αφύσικα κουρασμένος. Ως επιβεβαίωση στους φόβους του ήρθε η επόμενη φράση. «Πρέπει να σε δω οπωσδήποτε... έχω πολλά να σου πω και δε μου μένει πολύς χρόνος...» «Με τρομάζεις», δήλωσε αναστατωμένος ο Τζέιμς. «Συμβαίνει κάτι που δεν το ξέρω;» «Τίποτα που να αντιβαίνει στους νόμους της φύσης», απάντησε εκείνη αινιγματικά. «Πότε μπορείς να έρθεις;» Ο Τζέιμς την έβλεπε με τη φαντασία του να χαμογελάει κουρασμένα. «Αύριο κιόλας!» είπε αυθόρμητα. «Θα πάρω την πρώτη πτήση». Η ηλικιωμένη κυρία αναστέναξε ελαφρά και ο αναστεναγμός της ακούστηκε σαν ανάλαφρη πνοή αέρα. «Ωραία, χαίρομαι αφάνταστα», είπε ικανοποιημένη. Και αμέσως μετά πρόσθεσε με συνωμοτικό ύφος: «Ο παππούς σου θα λείπει. Μπήκε στον κόπο να με ενημερώσει ότι θα πεταχτεί μέχρι τη Βενετία για να παραβρεθεί στην κηδεία του γιου ενός φίλου του. Μας παρουσιάζεται, λοιπόν, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μιλήσουμε με την ησυχία μας. Καληνύχτα, αγόρι μου. Δε βλέπω την ώρα να συναντηθούμε». Η γραμμή έκλεισε απότομα, προτού προλάβει ο Τζέιμς να πει οτιδήποτε. Δε χρειαζόταν και μεγάλη φαντασία να καταλάβει ποιος
ήταν ο φίλος και σε ποια κηδεία θα πήγαινε ο παππούς του. Ο Αλεσάντρο Γκουερίνι θα κήδευε την επόμενη μέρα το γιο του και ο Κωνσταντινίδης, που μέχρι πριν από λίγες ώρες ορκιζόταν πως θα ξετρύπωνε τον άνθρωπο που ευθυνόταν για το θάνατο της Σαβίνας, έκανε πίσω και κουκούλωσε μια χαρά την υπόθεση. Ο Τζέιμς υποψιαζόταν ότι ο Παπαδάκης ενήργησε σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ των ελληνικών Αρχών και του Γκουερίνι, ώστε το γεγονός να μην πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Είχε πετύχει διάνα στους συλλογισμούς του, αλλά αυτό δεν το ήξερε ακόμα. Κοίταξε τη συσκευή στο χέρι του που είχε σιγήσει και ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται από την αγωνία, προμήνυμα πως τίποτα καλό δε θα έβγαινε από την αυριανή συνάντηση με τη γιαγιά του. Πήρε ξανά το δρόμο για το σπίτι του χωρίς να ξέρει ότι όλη αυτή την ώρα τον παρακολουθούσε ένα ζευγάρι μυστηριώδη μάτια, κρυμμένα πίσω από μια αραχνοΰφαντη κουρτίνα.
10
Αυτά τα μάτια ήταν της Δάφνης, που το ξενοδοχείο της βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σημείο όπου στεκόταν ο Τζέιμς. Είχε έρθει στην Κρήτη με σκοπό να τον συναντήσει και, παρά το γεγονός ότι η μοίρα τούς έφερε αντιμέτωπους δύο φορές μέσα στην ίδια μέρα, δεν κατάφερε να ανταλλάξει μαζί του ούτε μία κουβέντα. Η Δάφνη ήξερε πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο· αυτός ο άντρας προοριζόταν να παίξει κάποιο σπουδαίο ρόλο στη ζωή της, αλλά όχι σήμερα. Όπως και το πρωί, μόλις τον είδε, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα στο στήθος και το κορμί της μυρμήγκιασε από την ίδια γλυκιά ανατριχίλα. Εκείνος ο άντρας ξυπνούσε μέσα της ανομολόγητους πόθους, που η Δάφνη δεν υποπτευόταν καν την ύπαρξή τους.
Όταν γύρισε από το νοσοκομείο, κουβαριάστηκε στο κρεβάτι και έκλαψε ατέλειωτες ώρες για τη Σαβίνα. Σε αυτό το σημείο τη βρήκε ο Μαρτσέλο νωρίς το απόγευμα, επιστρέφοντας από το μακάβριο έργο του. Σεβόμενος τη σιωπή και το πένθος της, κάθισε σε μια πολυθρόνα και την παρακολουθούσε άγρυπνα, έχοντας το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι. Η Δάφνη δε ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες σχετικά με την ταφή της αδερφής της. Στην παρούσα φάση έκρινε πως δεν είχε κανένα νόημα. Κάποια στιγμή κατέβηκαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους. Όση ώρα έτρωγαν, οι κουβέντες τους ήταν ελάχιστες και περιστράφηκαν γύρω από άλλα, ανώδυνα θέματα. Για πρώτη φορά στη ζωή τους συμπεριφέρονταν σαν δυο ξένοι που δεν έβρισκαν τίποτα να πουν. Όταν ανέβηκαν στο δωμάτιο, η Δάφνη προφασίστηκε ότι είχε πονοκέφαλο και ξάπλωσε για να ξεκουραστεί. Ο Μαρτσέλο προτίμησε να βγει και να κάνει μια μεγάλη βόλτα στην πόλη μήπως κατάφερνε να ηρεμήσει από τις συγκινήσεις της μέρας. Έβλεπε συνέχεια μπροστά του το κατάχλομο πρόσωπο της Σαβίνας και δεν έβρισκε ησυχία. Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του χάθηκε και, όταν κατάφερε να βρει το δρόμο για το ξενοδοχείο, είχε νυχτώσει για τα καλά. Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το λυγερό κορμί της Δάφνης που διαγραφόταν ολοκάθαρα στο φόντο του παραθύρου. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να νιώθει έτσι, ειδικά σήμερα, αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Την αγαπούσε και την ήθελε σαν κολασμένος. Η Δάφνη φαινόταν απορροφημένη και δεν τον κατάλαβε παρά μόνο όταν ήρθε πολύ κοντά. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη, σαν παιδάκι που το πιάνουν στα πράσα να κάνει σκανταλιές, και είδε τον Μαρτσέλο να την καρφώνει με το βλοσυρό του βλέμμα.
«Τι κοιτάς εκεί με τόση προσήλωση;» τη ρώτησε κοφτά. Χωρίς να περιμένει την απάντησή της, παραμέρισε την κουρτίνα και πρόφτασε να δει το γιατρό, πριν εκείνος εξαφανιστεί στην επόμενη στροφή. Έσφιξε τις γροθιές του με θυμό. «Τίποτα», του είπε ψέματα η Δάφνη, καθώς απομακρυνόταν από το παράθυρο. Άναψε ένα μικρό πορτατίφ και το γλυκό φως διέλυσε τα σκοτάδια που βασίλευαν μέχρι εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. Η Δάφνη τρόμαξε βλέποντας τη σκοτεινιά στα μάτια του Μαρτσέλο. «Πάω για ύπνο», είπε χαμηλόφωνα. «Έχουμε να σηκωθούμε νωρίς για να προλάβουμε την πτήση μας». «Δε νυστάζω», δήλωσε ξερά εκείνος. «Όπως νομίζεις», απάντησε στον ίδιο τόνο η Δάφνη. Ξάπλωσε όπως ήταν ντυμένη στο κρεβάτι και ξαφνικά το δωμάτιο της φάνηκε μια σταλιά. Ένιωθε άβολα έχοντας τον Μαρτσέλο να την παρακολουθεί αδιάκοπα, σαν να είχε κάνει κάτι κακό, κι αυτό το συναίσθημα ήταν αφάνταστα δυσάρεστο. Του γύρισε την πλάτη και έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να μη σκέφτεται αυτό που θα επακολουθούσε στη συνέχεια. Ήταν αναπόφευκτο να συμβεί κάποτε, και μάλιστα είχε καθυστερήσει αρκετά. Το κακό ήταν ότι κανείς δε θα έβγαινε κερδισμένος από αυτή την ιστορία· αντίθετα, θα άφηνε πίσω της δύο ψυχικά κουρέλια. Ένιωσε το στρώμα να βουλιάζει από το βάρος του άντρα που ξάπλωσε δίπλα της. Όταν ήταν παιδιά, κοιμούνταν συχνά μαζί, ειδικά τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους. Το σπίτι της Σοφίας, τότε, ήταν μικρό και δεν είχαν δυνατότητα επιλογής. Η Σαβίνα κοιμόταν στη μέση, λειτουργώντας σαν σύνορο. Ένα μήνα μετά, η Σοφία μετακόμισε σε μεγαλύτερο σπίτι και τα κορίτσια, επιτέλους, απέκτησαν τη δική τους κρεβατοκάμαρα. Η Δάφνη γύρισε απότομα πλευρό και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον Μαρτσέλο. Είχε σβήσει το φως και τα μάτια του γυάλιζαν παράξενα
μέσα στο σκοτάδι. Εκείνος παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της για να τη βλέπει καλύτερα και η Δάφνη ταράχτηκε από την τρυφερότητα που έκρυβε αυτή η κίνηση. «Σ’ αγαπάω», της είπε απαλά ο Μαρτσέλο. «Ήμουν ανόητος που δε σου το είπα ποτέ». «Κι εγώ σ’ αγαπάω», απάντησε ήρεμα η Δάφνη. Ένα αμυδρό, πικραμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του νέου άντρα. Έφερε το πρόσωπο λίγο πιο κοντά στο δικό της. «Με αγαπάς σαν να ήμουν αδερφός σου κι αυτό με σκοτώνει, γιατί η δική μου αγάπη είναι διαφορετική», ψιθύρισε αχνά. «Μερικές φορές η αδερφική αγάπη είναι πολύ πιο δυνατή απ’ οποιαδήποτε άλλη», είπε η Δάφνη, που δεν έβρισκε τι άλλο να πει για να τον παρηγορήσει. «Αν ήμαστε πραγματικά αδέρφια, θα ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Τώρα, όμως, εγώ δεν τη θέλω αυτή την αγάπη. Είναι λειψή και ασήμαντη... Είναι σταγόνα στο δικό μου ωκεανό». Η Δάφνη ρίγησε και τα μάτια της βούρκωσαν. «Δεν το επιδίωξα ποτέ μου, Μαρτσέλο». «Το ξέρω. Δε φταις εσύ, απλώς η αγάπη έρχεται μόνη της και σου χτυπάει την πόρτα, χωρίς να την ενδιαφέρει αν είναι σωστό ή λάθος». «Λυπάμαι ειλικρινά». Η ανάσα του άντρα έγινε κοφτή και η Δάφνη τραβήχτηκε λίγο πιο μακριά, προσπαθώντας να θέσει μεταξύ τους ένα εμπόδιο, όπως όταν ήταν παιδιά. Απόψε, όμως, έλειπε η Σαβίνα. «Δε θέλω να με λυπάσαι», της είπε εκείνος και την πλησίασε περισσότερο. «Θέλω να μ’ αγαπάς». Η απελπισία έκανε τον Μαρτσέλο τολμηρό. Με μια ξαφνική κίνηση, γύρισε τη Δάφνη ανάσκελα και σκέπασε το κορμί της με το δικό του. Της έπιασε τα χέρια από τους καρπούς και την ακινητοποίησε πάνω στο κρεβάτι. Εκείνη ένιωσε να πνίγεται, η ανάσα του έκαιγε το μάγουλό της, και προσπάθησε να τον αποτινάξει. Ήταν σαν να
προσπαθούσε ένα μυρμήγκι να σηκώσει μια τεράστια πέτρα. Το πρόσωπο του Μαρτσέλο κρυβόταν από τα μακριά μαλλιά του, που έπεφταν σαν κουρτίνα, σκεπάζοντας και το δικό της πρόσωπο. Η Δάφνη ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει πάνω στους μηρούς της και πανικοβλήθηκε. Έκανε μια τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεφύγει από τη λαβή του. «Μάρτυς μου ο Θεός, αν και δεν ξέρω πόσο ακόμα μπορώ να αντέξω, πως δε θα σε πειράξω», της είπε εκείνος με βραχνή φωνή, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο τους καρπούς της. «Όμως πρέπει να ακούσεις καλά αυτά που έχω να σου πω». Το στήθος του φούσκωσε και η Δάφνη τον άκουσε να αναστενάζει πονεμένα. «Το λάθος μου είναι...» συνέχισε κοφτά ο Μαρτσέλο, «ότι άργησα πάρα πολύ να σου εκφράσω τα αισθήματά μου. Έπρεπε να το κάνω πριν από πολύ καιρό. Αλλά βλέπεις... δεν τολμούσα. Ήσουν, και είσαι, για εμένα ιερή και νόμιζα πως η αγάπη μου θα σε μολύνει. Και μετά σκέφτηκα ότι ήμουν βλάκας και ότι η αγάπη δεν μπορεί να είναι ποτέ βρόμικη». «Όχι, δεν είναι», συμφώνησε θλιμμένη η Δάφνη. «Αλλά δεν έχω ερωτευτεί ποτέ μου, και ίσως είναι καλύτερα έτσι. Πιστεύω ότι η αγάπη μου μόνο δυστυχία μπορεί να φέρει». Κάποιος άλλος στη θέση του μπορεί να παρεξηγούσε τα λόγια της, αλλά ο Μαρτσέλο ήξερε καλά τα μυστικά της και τι ήταν αυτό που κατέτρωγε σαν σαράκι την ψυχή της. Χαλάρωσε ξαφνικά τη λαβή του και η έκφρασή του μαλάκωσε. «Γίνεσαι σκληρή και άδικη με τον εαυτό σου», είπε χαμηλόφωνα. «Οποιοσδήποτε άντρας θα ήταν ευτυχισμένος να σε έχει...» Από τα μάτια της Δάφνης πέρασε μια λάμψη θυμού. Το λιγοστό φως που έμπαινε από το παράθυρο έπεφτε κατευθείαν στο πρόσωπό της και τα έκανε να φαίνονται ακόμα πιο μεγάλα, ακόμα πιο κεχριμπαρένια, σχεδόν απόκοσμα. «Κοίτα με καλά, Μαρτσέλο, και πες μου τι βλέπεις», τον πρόστα-
ξε. «Είμαι ένα φρικιό... μια ανωμαλία της φύσης. Ποιος άνθρωπος θα τολμούσε να με αγαπήσει ξέροντας το μυστικό μου;» «Κάποιος που η καρδιά του πλημμυρίζει από αγάπη για εσένα. Όπως η δική μου. Το μόνο που σου ζητάω είναι να μου δώσεις μια ευκαιρία για να σου το αποδείξω», ψιθύρισε εκείνος με πάθος. Άρπαξε το πρόσωπό της ανάμεσα στις παλάμες του και τη φίλησε με κομμένη την ανάσα. Τα χείλη του έκαιγαν και η Δάφνη τα ένιωσε σαν πυρωμένο σίδερο πάνω στα δικά της. Σκέφτηκε ότι ίσως ο Μαρτσέλο ήταν ο άντρας που χρειαζόταν. Ήταν καλός και όμορφος, και θα έπρεπε να αισθάνεται τυχερή που τον είχε κοντά της. Δεν της άρεσε η ιδέα να μείνει μόνη στη ζωή, χωρίς κάποιον για να μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες. Ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο φιλί του, αλλά δεν ένιωσε το φουρφούρισμα που φέρνει η προσμονή του έρωτα· δεν ένιωσε τίποτα, η καρδιά της έμεινε τελείως αδιάφορη, σαν να φιλούσε πέτρινο άγαλμα. Τράβηξε απότομα το κεφάλι και το πρόσωπο του Μαρτσέλο χώθηκε στο μαξιλάρι. «Δεν ωφελεί», μουρμούρισε πνιγμένη στα δάκρυα. «Μην περιμένεις από εμένα αυτό που δεν μπορώ να σου δώσω». Εκείνος άφησε ένα μικρό βογκητό και το κορμί του κύλησε δίπλα στο δικό της, ελευθερώνοντάς την από το βάρος του. Πονούσε ολόκληρος από την ανάγκη του να την αποκτήσει και, αντίθετα από τη Δάφνη, εκείνο το φιλί φούντωσε ακόμα περισσότερο τον πόθο που τον πυρπολούσε τόσα χρόνια. Της είχε υποσχεθεί, όμως, ότι δε θα έκανε κάτι ενάντια στη θέλησή της και σκόπευε να κρατήσει την υπόσχεσή του. Αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να το καταφέρει παραμένοντας στο ίδιο κρεβάτι μαζί της. Πετάχτηκε πάνω και φόρεσε βιαστικός τα παπούτσια του. Η Δάφνη δε γύρισε να τον κοιτάξει, ούτε θέλησε να μάθει πού πηγαίνει. Άκουσε μόνο την πόρτα να ανοίγει με φόρα και στη συνέχεια τον Μαρτσέλο να τη ρωτάει απογοητευμένος, με φωνή που έτρεμε από συγκαλυμμένη οργή:
«Φταίει εκείνος ο γιατρός, έτσι δεν είναι;» Μετά, η πόρτα έκλεισε με δύναμη και ο ήχος των βημάτων του πνίγηκε στη μοκέτα του διαδρόμου. Το μόνο που έφτασε ανάερα στ’ αφτιά της ήταν το μελωδικό καμπανάκι του ασανσέρ καθώς σταματούσε στον όροφο, λίγο παρακάτω από την πόρτα του δωματίου τους.
Εκείνο το βράδυ η Δάφνη δεν κοιμήθηκε καθόλου και κάθε λίγο στύλωνε το βλέμμα στο παράθυρο ανυπομονώντας να ξημερώσει. Με το πρώτο φως της αυγής σηκώθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη και τρόμαξε από τη χλομάδα και τους μαύρους κύκλους που διαγράφονταν κάτω από τα μάτια της. «Δεν μπορεί να είμαι εγώ αυτή», μονολόγησε. Είχε πληγώσει τον Μαρτσέλο και ένιωθε τις τύψεις σαν βρόχο στο λαιμό της. Τα τελευταία λόγια που της είχε πει κλωθογύριζαν στο μυαλό της και αναρωτήθηκε πόση αλήθεια έκρυβαν. Είχε ανταλλάξει με το γιατρό μόνο μια φευγαλέα ματιά, όμως ήταν αρκετή για να την κάνει να τον σκέφτεται διαρκώς. Μπορούσε, άραγε, να εμπιστευτεί έναν άγνωστο; «Ο χρόνος θα δείξει», ψιθύρισε αργά. Έγλειψε τα στεγνά χείλη της και απομακρύνθηκε από τον καθρέφτη. Γδύθηκε και έκανε ένα γρήγορο ντους, ελπίζοντας ότι το ζεστό νερό θα τη βοηθούσε να χαλαρώσει και να νιώσει καλύτερα. Αποδείχτηκε άδικος κόπος, τίποτα δεν μπορούσε να λιώσει τον πάγο στην καρδιά της. Ετοίμασε ανόρεχτα τη μικρή της βαλίτσα και κατέβηκε στη ρεσεψιόν για να πληρώσει. Το αεροπλάνο έφευγε σε δύο ώρες και ο Μαρτσέλο ήταν ακόμα άφαντος. Προφανώς την απέφευγε και κατά πάσα πιθανότητα θα πήγαινε απευθείας στο αεροδρόμιο. Μισή ώρα αργότερα, η Δάφνη έμπαινε στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου και το βλέμμα της σάρωσε όλο το χώρο, ψάχνοντας για τη γνώριμη φιγούρα του ψηλού νέου άντρα. Δεν υπήρχε
ίχνος του. Αποφάσισε να καθίσει και να τον περιμένει, είχε ακόμα περιθώριο. Δέκα λεπτά πριν κλείσει το γκισέ, τον είδε να φτάνει τρέχοντας και σε άθλια κατάσταση. Ήταν βρόμικος και αναμαλλιασμένος, το λερωμένο πουκάμισό του κρεμόταν έξω από το παντελόνι και τα παπούτσια του ήταν γεμάτα χώμα. Από τα ερευνητικά μάτια της Δάφνης δεν ξέφυγε το κατάχλομο πρόσωπό του και το ταραγμένο βλέμμα του. «Με συγχωρείς που άργησα», της είπε στρώνοντας ταυτόχρονα τα μαλλιά του και βάζοντας το πουκάμισο όπως όπως στη θέση του. «Έπρεπε να παραδώσω το αυτοκίνητο που είχα νοικιάσει και μου πήρε περισσότερη ώρα απ’ όση υπολόγιζα». Η ταραχή του ήταν ολοφάνερη και η Δάφνη ανησύχησε. Ό,τι και να είχε συμβεί μεταξύ τους δε δικαιολογούσε την κατάσταση σύγχυσης στην οποία βρισκόταν εκείνος. «Δεν είναι μόνο αυτό», του είπε θορυβημένη. «Κάτι συνέβη και μου το κρύβεις». Ο Μαρτσέλο την κοίταξε κατάματα και μέσα στα μάτια του η Δάφνη διέκρινε την κατηγόρια. «Δεν ξέρεις, λοιπόν! Δεν μπήκες καν στον κόπο να ασχοληθείς μαζί μου...» άρχισε να λέει μορφάζοντας. «Αυτά τα έχουμε ξανασυζητήσει», τον διέκοψε με μια επιτακτική κίνηση η κοπέλα. «Δε μου αρέσει να επεμβαίνω στην προσωπική ζωή των άλλων. Περιμένω, λοιπόν, από εσένα να μάθω τι ήταν αυτό που σε τάραξε τόσο πολύ». «Τίποτα δε με τάραξε, εκτός από τα χτεσινοβραδινά», απάντησε κοφτά ο Μαρτσέλο. Πήρε μια μικρή ικανοποίηση βλέποντας την ενοχή στο πρόσωπό της και, δίνοντας τέλος στη συζήτηση, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε στο γκισέ για να επικυρώσει το εισιτήριό του. Ενώ περίμενε, έριξε μια ματιά στα χέρια του. Έτρεμαν ακόμα
και για να σταματήσει το τρέμουλο τα έχωσε στις τσέπες, σφίγγοντας τις γροθιές. Είχαν περάσει τόσες ώρες από τότε και ακόμα δεν μπορούσε να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς του. Το προηγούμενο βράδυ, φεύγοντας από το ξενοδοχείο, πήρε το νοικιασμένο αυτοκίνητο και άρχισε να οδηγεί χωρίς προορισμό και χωρίς να βλέπει πού πηγαίνει. Έπειτα από δύο ολόκληρες ώρες σταμάτησε και κοίταξε γύρω του συνοφρυωμένος. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει πίσω του την πόλη και βρισκόταν ολομόναχος στη μέση του πουθενά. Το μέρος, όμως, του φαινόταν παράξενα οικείο και ο Μαρτσέλο, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, θυμήθηκε ότι κάπου εδώ κοντά είχε θάψει τη Σαβίνα πριν από μερικές ώρες. Ανατρίχιασε σε αυτή τη σκέψη και αναρωτήθηκε γιατί το υποσυνείδητό του τον οδήγησε μέχρι εδώ. Τον κατέλαβε μια νοσηρή περιέργεια να δει ξανά τον τάφο και, περνώντας μέσα από διάφορα χωράφια, βρέθηκε στο λοφίσκο απ’ όπου τον είχε παρακολουθήσει ο Μανώλης, χωρίς εκείνος να το ξέρει. Ο Μαρτσέλο κοίταξε χαμηλά και ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. Στη θέση του τάφου έχασκε μια μεγάλη άδεια τρύπα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή στο στήθος και για μια στιγμή νόμισε πως θα λιποθυμούσε. Όταν συνήλθε, κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος και μετά γύρισε τρέχοντας στο αυτοκίνητο. Απομακρύνθηκε από εκείνο τον καταραμένο τόπο γεμάτος απορίες και με το κεφάλι να βουίζει από τις πολλές σκέψεις και εικασίες. Στο τέλος παραδέχτηκε πως δεν έβγαζε άκρη. Σταμάτησε το αυτοκίνητο λίγο έξω από το Ηράκλειο και βγήκε να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα. Εκεί τον βρήκε το ξημέρωμα και κατάλαβε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να φύγει από τούτη την πόλη πριν πέσει πάνω του καμιά μεγαλύτερη συμφορά. Βλέποντας τη Δάφνη στο αεροδρόμιο, έκρινε σωστό να της κρύψει την αλήθεια και να αφήσει τα πράγματα να ακολουθήσουν την πορεία τους.
Η Δάφνη έκανε να τον ακολουθήσει στο γκισέ για να επικυρώσει και το δικό της εισιτήριο, αλλά ρίχνοντας μια ματιά στους ανθρώπους γύρω της αντιλήφθηκε ότι είχαν παρακολουθήσει τη στιχομυθία της με τον Μαρτσέλο και μερικοί την κοίταζαν επιτιμητικά. Άρπαξε το βαλιτσάκι της και έτρεξε στην τουαλέτα για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Ο Μαρτσέλο την είχε κατηγορήσει για αδιαφορία και, μέχρι ενός σημείου, είχε δίκιο. Μετάνιωσε που δεν άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να προβλέψει τις κινήσεις του και αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν το έκανε τώρα. Έκλεισε τα μάτια και είδε να εκτυλίσσεται μπροστά της μια παράξενη σκηνή: τον Μαρτσέλο περιτριγυρισμένο από ένστολους αστυνομικούς, με χειροπέδες στα χέρια. «Θεέ μου!» βόγκηξε. Άνοιξε την πόρτα για να τρέξει να προειδοποιήσει τον Μαρτσέλο, αλλά δεν πρόλαβε καν να βγει από την τουαλέτα. Ήταν ήδη πολύ αργά. Η αίθουσα είχε γεμίσει όντως από ένστολους αστυνομικούς και γενικά επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Ανάμεσά τους ξεχώρισε τον Κωνσταντινίδη και δίπλα του κάποιον έφηβο που χαμογελούσε με περηφάνια. Ο άντρας, λοιπόν, που συνάντησε στο γραφείο του γιατρού ήταν πράγματι αστυνομικός. Η απόσταση και οι πλάτες των ανθρώπων που συνωστίζονταν γύρω τους την εμπόδιζαν να δει λεπτομέρειες, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι ο Μαρτσέλο βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της δραστηριότητας. Η Δάφνη ήθελε να τρέξει κοντά του, να τον υπερασπιστεί και να ρωτήσει γιατί τον συλλαμβάνουν, αλλά αντί γι’ αυτό κρύφτηκε ξανά στην τουαλέτα, κρατώντας λίγο ανοιχτή την πόρτα για να παρακολουθεί. Από εκεί είδε τους αστυνομικούς να συνοδεύουν τον Μαρτσέλο έξω από την αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου και να κατευθύνονται στα περιπολικά που ήταν παραταγμένα στη σειρά. Κάποια στιγμή ο Μαρτσέλο στράφηκε και κοίταξε αόριστα προς το μέρος της. Ανησυχούσε για εκείνη, κι αυτό φαινόταν καθαρά στο βλέμμα
του. Καθώς έβγαινε από την πόρτα, ο πρωινός ήλιος τον έλουσε και οι χειροπέδες που φυλάκιζαν τους καρπούς του άστραψαν κάτω από τις αχτίδες του. Τα πόδια της Δάφνης λύγισαν και η κοπέλα σωριάστηκε στο βρόμικο δάπεδο. Αναλύθηκε σε ένα βουβό κλάμα και από το φόβο της έμεινε κρυμμένη στην τουαλέτα για τις επόμενες τρεις ώρες.
11
Την ίδια ώρα γραφόταν στη Βενετία ο άδοξος επίλογος της σύντομης ζωής του Ντάντε. Μια μακριά σειρά από βαπορέτα, στολισμένα με μαύρες κορδέλες, ξεκινούσε μπροστά από το σιδηροδρομικό σταθμό με προορισμό το κοιμητήριο στο νησάκι του Σαν Μικέλε. Στο πρώτο βαπορέτο, μαζί με τη σορό, επέβαιναν οι στενοί συγγενείς, δηλαδή ο Αλεσάντρο Γκουερίνι με τη γυναίκα του και τον Φράνκο, που θεωρούνταν σχεδόν μέλος της οικογένειας. Αυτή η σκηνή, τόσο ξένη σε κάποια άλλη πόλη, αποτελούσε μέρος της ζωής των Βενετσιάνων και θα περνούσε σχεδόν απαρατήρητη από τους ντόπιους αν δε συγκέντρωνε τόσες προσωπικότητες, γνωστές παγκοσμίως για το κύρος και τους φουσκωμένους λογαριασμούς τους. Αριστοκράτες, βιομήχανοι, εφοπλιστές, ηθοποιοί και πολιτικοί παραβρέθηκαν στην κηδεία, τραβώντας πάνω τους τα βλέμματα του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί στην αποβάθρα για να τους δει από κοντά. Όλους αυτούς ακολουθούσε μια στρατιά δημοσιογράφων, οι οποίοι αναγκάστηκαν, όμως, να παρακολουθήσουν από μακριά τα τεκταινόμενα. Τα βαπορέτα ήρθαν και άραξαν, το ένα μετά το άλλο, στο Σαν Μικέλε, αδειάζοντας το ανθρώπινο φορτίο τους έξω από τα τείχη που περιέβαλλαν το παλιό νεκροταφείο. Ήταν, ίσως, το πιο ήσυχο μέρος στη Βενετία, η τελευταία επιλογή των τουριστών, που δεν πλησίαζαν,
λες και φοβούνταν μήπως η παρουσία τους διαταράξει τον ύπνο εκείνων που αναπαύονταν εκεί επί αιώνες. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στο ιδιωτικό παρεκκλήσι και ο Ντάντε θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο, μαζί με τους προγόνους του, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο πλήρεις ημερών και έργων. Ο Αλεσάντρο Γκουερίνι στεκόταν σαν άγαλμα και παρακολουθούσε ανέκφραστος το σφράγισμα του τάφου που κατάπινε λαίμαργα το νεανικό κορμί στη σκοτεινιά του. Εκτός από μια βαθιά ρυτίδα στο μέτωπό του, τίποτε άλλο δεν πρόδιδε την ψυχική του κατάσταση. Από τα μάτια του δεν είχε κυλήσει ούτε ένα δάκρυ και ο Φράνκο, που τον παρακολουθούσε από κοντά, προσπαθούσε να μαντέψει τι γινόταν στο μυαλό του. Αν μπορούσε να δει, θα τρόμαζε με τις σκέψεις που στριφογυρνούσαν εκεί. Ο μεγιστάνας ήταν οργισμένος και διψούσε για εκδίκηση. Η οργή δεν τον άφηνε να θρηνήσει και να πενθήσει, όπως άρμοζε, το γιο του και η μόνη του έγνοια ήταν να βρει το φονιά του Ντάντε και να τον τιμωρήσει. Όσο πιο γρήγορα, μάλιστα, τόσο το καλύτερο. Εκτός από αυτό, του τριβέλιζε το μυαλό μια πολύ δυσάρεστη και συνάμα ανησυχητική ιδέα: ότι με το δικό του θάνατο θα έσβηνε και το όνομα των Γκουερίνι· είχε απομείνει ο τελευταίος από μια ένδοξη γενιά. Έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα προς το μέρος της Κλόντια. Το κομψό μαύρο ταγέρ, που το χρώμα του ερχόταν σε αντίθεση με την αλαβάστρινη επιδερμίδα της, την έκανε ακόμα πιο γοητευτική, προσδίδοντάς της έναν αέρα μυστηρίου. Αυτή τη στιγμή, όμως, ο Γκουερίνι δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας του. Αλλού επικεντρωνόταν το ενδιαφέρον του, και συγκεκριμένα στο αναπαραγωγικό της σύστημα, που θα έδινε λύση στο πρόβλημά του. Δόξα τω Θεώ, δεν τον είχαν πάρει και τόσο τα χρόνια, μπορούσε ακόμα να τεκνοποιήσει. Ωστόσο, η Κλόντια είχε το δικαίωμα να του αρνηθεί αυτή τη χά-
ρη. Ένας από τους όρους που είχε θέσει πριν από το γάμο τους ήταν ότι δεν επιθυμούσε να κάνει παιδιά, και ο Γκουερίνι, αφού είχε ήδη τον κληρονόμο του, δέχτηκε ευχαρίστως. Έπειτα από δέκα χρόνια συμβίωσης, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γυναίκα του ήταν πολύ εγωίστρια ώστε να αγαπήσει κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό της και πως η μητρότητα, σε αντίθεση με τις περισσότερες γυναίκες, της προκαλούσε απέχθεια. Ο ηλικιωμένος άντρας έσμιξε τα παχιά φρύδια του και η ρυτίδα στο μέτωπό του έγινε ακόμα πιο έντονη. Αν η Κλόντια αρνιόταν να του δώσει διάδοχο, θα τη χώριζε και θα έψαχνε αμέσως για την αντικαταστάτριά της. Πολλές γυναίκες θα έπαιρναν ευχαρίστως τη θέση της και θα του χάριζαν παιδί. Η ρυτίδα από το μέτωπό του χάθηκε και άρχισε να ετοιμάζει νοερά έναν κατάλογο με πιθανές υποψήφιες. Η αλλαγή στη διάθεσή του και οι επίμονες ματιές του ήταν από τα πράγματα που δε θα περνούσαν απαρατήρητα από μια έξυπνη γυναίκα όπως η Κλόντια. Δε δυσκολεύτηκε να μαντέψει τι είδους σκέψεις κλωθογύριζαν στο μυαλό του Αλεσάντρο και τι ήταν αυτό που τον απασχολούσε. Έπαιξε νευρικά με το τεράστιο μονόπετρο στο δάχτυλό της. Ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι ο «αγαπημένος» της σύζυγος θα την καλούσε απόψε στο κρεβάτι του, και κατ’ επέκταση όλα τα βράδια που θα ακολουθούσαν μέχρι να καταφέρει το σκοπό του. Ένιωσε αναγούλα και μόνο στη σκέψη να μείνει έγκυος. Έπρεπε να συνεχίσει να παίρνει τα αντισυλληπτικά της και όταν, έπειτα από μήνες, εκείνος θα άρχιζε να αναρωτιέται τι διάολο συμβαίνει και δεν έρχεται η πολυπόθητη εγκυμοσύνη, είχε τον τρόπο της να τον παραμυθιάσει. Βέβαια, σε αυτό το διάστημα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε... Όπως, για παράδειγμα, συνέβη στον Ντάντε, που με τον απροσδόκητο θάνατό του άφηνε το πεδίο ελεύθερο. Γιατί να μη συμβεί κάτι παρόμοιο στον πατέρα του; Η Κλόντια χαμογέλασε ανάλαφρα. Ανέκαθεν απέβλεπε στην περιουσία του Γκουερίνι και την
ήθελε μόνο για λογαριασμό της. Η σκέψη να τη μοιραστεί με ένα παιδί, ακόμα κι αν αυτό ήταν δικό της, δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της.
Στο καθιερωμένο επιμνημόσυνο γεύμα, που δόθηκε στο παλάτσο, παραβρέθηκαν μόνο λίγοι και εκλεκτοί φίλοι. Η Ιζαμπέλα στεκόταν στη γωνία μαζί με άλλους δύο υπηρέτες και κοίταζε γύρω της αχόρταγα, με απροκάλυπτο θαυμασμό. Βρισκόταν στην υπηρεσία του Γκουερίνι μόνο δύο μήνες και για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε πόσο σημαντικός ήταν ο εργοδότης της. Οι καλεσμένοι του αντιπροσώπευαν σχεδόν ολόκληρο τον πλούτο του πλανήτη. Τον έκλειναν στις χούφτες τους οι τριάντα άντρες που κάθονταν, σε απόσταση αναπνοής από εκείνη, στο τεράστιο τραπέζι. Οι περισσότεροι ήταν λευκοί Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, αλλά υπήρχαν μεταξύ τους και μερικοί Ασιάτες. Η Ιζαμπέλα ήταν επιφορτισμένη να γεμίζει διακριτικά τα ποτήρια τους με κρασί και, όποτε τους πλησίαζε, τα ρουθούνια της χτυπούσε η μυρωδιά της πληθωρικής παρουσίας τους. Ήταν το ανάμεικτο άρωμα πανάκριβης κολόνιας και εξουσίας, κι αυτός ο ακαταμάχητος συνδυασμός πλημμύρισε τις αισθήσεις της φτωχής Ιζαμπέλα σε τέτοιο βαθμό, ώστε λίγο έλειψε να λιποθυμήσει από την ταραχή. Εντύπωση της είχε προκαλέσει το γεγονός ότι όλοι αυτοί είχαν έρθει μόνοι τους, χωρίς τις συζύγους ή τις ερωμένες τους. Η μοναδική γυναίκα στο δωμάτιο ήταν η Κλόντια, η οποία αναπόφευκτα συγκέντρωνε πάνω της όλα τα αντρικά βλέμματα. Η Ιζαμπέλα μίσησε το αλαζονικό ύφος της και παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι σύντομα θα περνούσε η μπογιά της. Εκείνη ήταν μόλις είκοσι δύο χρόνων και τα τριάντα πέντε χρόνια που βάραιναν την πλάτη της Κλόντια φάνταζαν στα δικά της μάτια μακρινά όσο το φεγγάρι. Έκανε ένα χαριτωμένο μορφασμό και σταύρωσε τα χέρια στην
ποδιά της. Δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από την ξιπασμένη, ξανθιά καλλονή. Εκείνη ήταν πολύ καλύτερη! Το διαπίστωνε κάθε φορά που δοκίμαζε τα επώνυμα φορέματα της κυράς της, όταν έλειπε από το σπίτι. Με το σωστό μακιγιάζ και τα σωστά ρούχα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε σειρήνα και να μπλέξει στα δίχτυα της τον κατάλληλο Οδυσσέα. Μερικοί από τους καλεσμένους θα περνούσαν το βράδυ στο παλάτσο και τα δωμάτιά τους είχαν ετοιμαστεί από νωρίς. Οι περισσότεροι, ανάμεσά τους και ο λόρδος Έρλιν, σηκώθηκαν για να φύγουν αμέσως μετά το φαγητό. «Είχα την εντύπωση ότι θα έμενες εδώ το βράδυ, Ρίτσαρντ», του είπε ο Γκουερίνι καθώς αντάλλασσε μια θερμή χειραψία με τον αρκετά μεγαλύτερό του άντρα. Ο λόρδος Έρλιν ήταν εβδομήντα οχτώ χρόνων, αλλά ευθυτενής και καλοδιατηρημένος. «Λυπάμαι, αγαπητέ, αλλά δεν μπορώ να σου κάνω το χατίρι», είπε κοφτά. «Πρέπει να γυρίσω απόψε κιόλας στο Λονδίνο». «Εξαιτίας της Κάθριν; Αλήθεια, πώς είναι;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Γκουερίνι. Ο συνομιλητής του έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Μου κρύβει την αλήθεια και προσποιείται πως δε συμβαίνει τίποτα. Θέλω να βρίσκομαι κοντά της διά παν ενδεχόμενο, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ...» «Με συγκινεί η αφοσίωση που δείχνεις στη γυναίκα σου», είπε σχεδόν ευλαβικά ο Ιταλός μεγιστάνας. Τα χαρακτηριστικά του άλλου σκλήρυναν και το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Όταν παντρευτήκαμε, ορκίστηκα να την τιμώ και να της συμπαραστέκομαι, στις χαρές και στις λύπες. Είμαι ένας άνθρωπος που κρατάει τους όρκους του, τίποτα παραπάνω». Ο Γκουερίνι πρόσεξε ότι ο ηλικιωμένος λόρδος δεν ανέφερε την
αγάπη. Ίσως γιατί αυτή είχε εγκαταλείψει το σπιτικό του πολλά χρόνια πριν. Δεν καταλάβαινε, λοιπόν, την εμμονή του να μένει δίπλα σε μια γυναίκα από υποχρέωση και μόνο. Εκείνος ήταν έτοιμος να κάνει και τέταρτο γάμο, σε αντίθεση με τον Ρίτσαρντ, που παρέμενε πεισματικά προσκολλημένος στη λαίδη Κάθριν. «Να της δώσεις, λοιπόν, τους χαιρετισμούς μου», είπε τελικά. «Εις το επανιδείν, φίλε μου. Θα τα πούμε σύντομα», είπε ο λόρδος χαμογελώντας με νόημα. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος της Κλόντια και, αφού την καληνύχτισε ευγενικά, έφυγε συνοδευόμενος από έναν υπηρέτη για να επιβιβαστεί στο βαπορέτο που περίμενε να τον μεταφέρει στο αεροδρόμιο. Λίγο αργότερα, οι καλεσμένοι που θα έμεναν στο παλάτσο άρχισαν να αποσύρονται, ο ένας μετά τον άλλο, στα δωμάτιά τους· στο τέλος απέμειναν στην τραπεζαρία ο Γκουερίνι, η Κλόντια και ο Φράνκο. «Αλήθεια, αγάπη μου», πήρε το λόγο η Κλόντια απευθυνόμενη στον άντρα της, «δε μας είπες τι έγινε σ’ εκείνο το νησί... Κρήτη δεν το λένε; Βρήκαν κάποιο στοιχείο που να οδηγεί στο δολοφόνο του Ντάντε;» Η Ιζαμπέλα, από τη γωνιά της, τέντωσε τα αφτιά για να μη χάσει ούτε μία λέξη. «Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στην ελληνική αστυνομία, μάλιστα δε δίστασα να τους το πω κατάμουτρα», δήλωσε με έμφαση ο Γκουερίνι. «Αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου, γιατί πιστεύω ακράδαντα πως, αν θέλεις να γίνει σωστά η δουλειά σου, τότε πρέπει να την κάνεις μόνος σου». Στράφηκε προς το μέρος του Φράνκο και τα μάτια του άστραψαν παράξενα. «Είσαι ο μόνος που εμπιστεύομαι», είπε χτυπώντας φιλικά το μπράτσο του. «Γι’ αυτό, καλέ μου φίλε, θέλω μια χάρη από εσένα».
Ο άλλος έσμιξε τα φρύδια και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Θέλω αύριο κιόλας να φύγεις για την Κρήτη», είπε ο Γκουερίνι. «Θέλω να κάνεις το νησί φύλλο και φτερό μέχρι να ανακαλύψεις το φονιά του γιου μου και να μου τον φέρεις δεμένο χειροπόδαρα. Τι λες, μπορείς να το κάνεις αυτό για εμένα;» Ο Φράνκο τα έχασε προς στιγμήν, αλλά κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Ήταν αδύνατο να ικανοποιήσει το αίτημα του Γκουερίνι και ήδη το μυαλό του άρχισε να επεξεργάζεται μια σειρά από εναλλακτικά σενάρια που θα τον έβγαζαν από αυτή τη δύσκολη θέση. «Φυσικά και μπορώ να πάω, Αλεσάντρο», μουρμούρισε μουδιασμένος. «Και τι σκοπεύεις να κάνεις, αγάπη μου, όταν με το καλό τον βρει ο Φράνκο;» ρώτησε ανέμελα η Κλόντια. Ο Γκουερίνι έσφιξε δυνατά το κρυστάλλινο ποτήρι που κρατούσε, σαν να ήθελε να το κάνει θρύψαλα. «Οδόντα αντί οδόντος... το αίμα του για το αίμα του γιου μου», γρύλισε μέσα από τα δόντια. «Θα τον σκοτώσω, αφού πρώτα βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε». Η Ιζαμπέλα ρίγησε από την απειλή που έκρυβαν τα λόγια του και το βλέμμα της καρφώθηκε στον Φράνκο. Ήταν ιδέα της ή ο άντρας φαινόταν κάπως ανήσυχος; Η Κλόντια έκανε την ίδια σκέψη και στο μυαλό της γεννήθηκε ξαφνικά η ιδέα να κάνει τον εραστή της να ανησυχήσει λιγάκι περισσότερο. Με αυτό τον τρόπο θα επιβεβαίωνε, αφενός, τις υποψίες της σχετικά με το ρόλο που έπαιξε ο Φράνκο στο φόνο του Ντάντε και, αφετέρου, κάνοντας νύξη ότι γνώριζε το μυστικό του, θα τον κρατούσε γερά στο χέρι. Έβαλε ακόμα λίγο κονιάκ στο ποτήρι της και σούφρωσε τα χείλη. Στριφογύρισε το ποτήρι στα μακριά δάχτυλά της και αποφάσισε να περάσει αμέσως στην επίθεση.
«Αναρωτιόμουν για κάτι, Αλεσάντρο. Αυτός που σκότωσε τον Ντάντε... τι κίνητρα είχε; Το έκανε για να τον ληστέψει ή το έκανε καθαρά για λόγους εκδίκησης;» «Καλή σκέψη», απάντησε εκείνος. «Κρίνοντας από το γεγονός ότι βρέθηκαν στο κότερο πάνω από πέντε χιλιάδες ευρώ, μάλλον πρέπει να αποκλείσουμε την πρώτη εκδοχή». «Οπότε μένει η εκδίκηση. Όμως, αγάπη μου, πότε πρόλαβε να κάνει εχθρούς ο Ντάντε στην Ελλάδα; Απ’ όσο ξέρω, πήγαινε για πρώτη φορά». «Ο συλλογισμός σου είναι σωστός, αλλά τι θέλεις να πεις;» Η Κλόντια έριξε με μαστοριά λίγο ακόμα λάδι στη φωτιά. «Μα είναι απλό, αγάπη μου. Ίσως, τελικά, δε χρειάζεται να φτάσεις τόσο μακριά για να βρεις το δολοφόνο του Ντάντε». Χαμογέλασε αθώα και κοίταξε κατάματα τον εραστή της στην άλλη άκρη του τραπεζιού. «Ίσως βρίσκεται στη Βενετία... Ίσως πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζεις». Ο Φράνκο ένιωσε το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό του και χλόμιασε. Από την ταραχή, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν και βιάστηκε να τα κρύψει κάτω από το τραπέζι. Πώς ήταν δυνατό να ξέρει η Κλόντια το μυστικό του; Γιατί αυτό έλεγε το βλέμμα της. Έριχνε άδεια για να πιάσει γεμάτα ή μήπως του είχε ξεφύγει κάποια κουβέντα χωρίς να το καταλάβει; Η Κλόντια ένιωσε φοβερά ικανοποιημένη με το κατόρθωμά της. Οποιοσδήποτε κοίταζε τον Φράνκο εκείνη τη στιγμή θα καταλάβαινε ότι ήταν ένοχος. Ο Γκουερίνι είχε σκύψει το κεφάλι, συλλογιζόμενος πόσο δίκιο είχε η γυναίκα του, και δεν αντιλήφθηκε τις εύγλωττες ματιές που αντάλλαξε το παράνομο ζευγάρι. Δεν ξέφυγαν, όμως, από το άγρυπνο βλέμμα της Ιζαμπέλα, που συνέχιζε να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, σχεδόν αθέατη, από τη γωνιά της. Για εκείνη ήταν τελείως αδιανόητο αυτό που έκα-
νε η Κλόντια. Ήταν σκληρό και άκαρδο. Αν βρισκόταν η ίδια στη θέση της, θα προσπαθούσε να καλύψει τον εραστή της και όχι να τον ξεμπροστιάσει. Είσαι χαζή, κορίτσι μου, μάλωσε τον εαυτό της νοερά, γι’ αυτό δεν έχεις προκόψει στη ζωή σου. Βλέπε, λοιπόν, και μάθαινε. Μέχρι να ανασηκώσει το κεφάλι ο Γκουερίνι, ο Φράνκο είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του και το ψυχρό ατσάλι της ματιάς του άστραψε, όπως πάντα. «Νομίζω πως η Κλόντια έχει δίκιο, Αλεσάντρο», δήλωσε ατάραχος. «Πιστεύω ότι ο θάνατος του Ντάντε οφείλεται καθαρά σε λόγους εκδίκησης και πως ο δολοφόνος μπήκε στον κόπο να φτάσει μέχρι την Κρήτη γιατί ήταν δύσκολο να τον πλησιάσει στη Βενετία». Μια υποψία γκριμάτσας φάνηκε στο πρόσωπό του, σημάδι ότι σκεφτόταν και κάτι άλλο. «Ίσως, μάλιστα, το έκανε για να εκδικηθεί εσένα, φίλε μου». Ήταν μια κίνηση στρατηγικής από την πλευρά του Φράνκο. Αν υπήρχε μία περίπτωση στο εκατομμύριο οι υπαινιγμοί της Κλόντια να είχαν κινήσει τις υποψίες του Γκουερίνι, φρόντισε να τις απομακρύνει προτού προλάβουν να ριζώσουν. Όλοι γνώριζαν πως τα αισθήματα που έτρεφε για το μεγαλύτερο άντρα ήταν ειλικρινή, και το είχε αποδείξει έμπρακτα πολλές φορές. Μήπως από αγάπη και σεβασμό προς το πρόσωπό του δεν είχε σκοτώσει τον αυθάδη γιο του; Ακόμα και τώρα, του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι φέρνοντας στο νου του τη σκηνή με τον Ντάντε να χλευάζει τον πατέρα του. Ο Γκουερίνι το καλοσκέφτηκε και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο Φράνκο είχε δίκιο. Ο γιος του ήταν ένας ανέμελος γλεντζές, που δεν είχε πειράξει μύγα στη ζωή του. Αντίθετα, οι δικοί του εχθροί θα μπορούσαν να πιάσουν ολόκληρες σελίδες. Ο Ντάντε ήταν τόσο διαφορετικός από αυτόν όσο η μέρα με τη νύχτα. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να μοιάσει στον πατέρα του, αλλά όσο περνούσαν τα χρό-
νια γινόταν όλο και πιο φανερό ότι δεν ήταν φτιαγμένος από την ίδια πάστα. Ο Φράνκο τελείωσε το ποτό του και σηκώθηκε από τη θέση του. «Θα πάω στην Κρήτη, Αλεσάντρο», είπε αργά, «και να είσαι σίγουρος πως αν ο άνθρωπος που ψάχνουμε είναι ακόμα εκεί, θα τον ξετρυπώσω οπωσδήποτε». Η Ιζαμπέλα, κάτω από άλλες περιστάσεις, θα τον συνόδευε μέχρι την εξώπορτα, αλλά προτίμησε να μείνει με το ζευγάρι, περίεργη να δει πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει η Κλόντια κι αν θα αποκάλυπτε τις υπόνοιές της στον άντρα της. Δεν του είπε, όμως, τίποτα. Χασμουρήθηκε βαριεστημένα και του δήλωσε πως ήταν κουρασμένη από τις συγκινήσεις της μέρας και θα πήγαινε να ξαπλώσει. Τον φίλησε πεταχτά στα χείλη, όπως έκανε κάθε βράδυ, και κίνησε να φύγει. Ο Γκουερίνι την έπιασε από το μπράτσο και την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Απόψε σε χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ, γλυκιά μου», της είπε με βραχνή φωνή. Έχωσε το πρόσωπό του στο χρυσό χείμαρρο των μαλλιών της και ανάσανε αχόρταγα τη μοσχοβολιά τους. Η Κλόντια καμώθηκε την ξαφνιασμένη. «Με εκπλήσσεις, αγάπη μου! Έπειτα από τόσο καιρό...» «Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι πολύ σοβαρό», της είπε εκείνος, στυλώνοντας τα μάτια του στα δικά της. «Όταν παντρευτήκαμε, συμφωνήσαμε να μην κάνουμε παιδί μαζί. Φοβάμαι, όμως, ότι, όπως ήρθαν τα πράγματα, πρέπει να αθετήσω τη συμφωνία μας, είναι αδύνατο να μείνω χωρίς κληρονόμο». «Ξέρεις ότι δε μου αρέσουν τα παιδιά, δεν τα συμπαθώ καν», είπε ψυχρά η Κλόντια και αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του. Ο ηλικιωμένος άντρας την κοίταξε για λίγο σκεφτικός και μετά πήγε μέχρι το μπαρ, όπου ετοίμασε στα γρήγορα ποτά και για τους δύο.
«Πάρ’ το, αγαπητή μου, γιατί νομίζω πως θα το χρειαστείς όταν ακούσεις αυτά που έχω να σου πω», δήλωσε τείνοντας προς το μέρος της το ένα ποτήρι. Στη συνέχεια κάθισε σταυροπόδι σε μια καρέκλα. Η Κλόντια ένιωσε να τη ζώνουν τα φίδια. Αυτή η στάση άνεσης και υπεροχής δεν της άρεσε καθόλου. «Ίσως δεν ήμουν αρκετά ξεκάθαρος», της είπε ξερά εκείνος. «Δε σου ζητάω απλώς παιδί, το απαιτώ. Αν δε σκοπεύεις να ικανοποιήσεις το αίτημά μου, θα δεχτείς, αύριο κιόλας, την επίσκεψη του δικηγόρου μου». «Θα με χωρίσεις, λοιπόν, Αλεσάντρο;» «Ναι, και να είσαι σίγουρη ότι θα είναι το γρηγορότερο διαζύγιο στα χρονικά της Ιταλίας». Η Κλόντια κατέβασε με δυσκολία μια γουλιά από το ποτό της. Αυτό δεν το είχε υπολογίσει. Ο άντρας της ήταν πιο απελπισμένος –και αποφασισμένος– απ’ ό,τι είχε φανταστεί. «Θα ήθελα λίγο χρόνο να το σκεφτώ», απάντησε διπλωματικά. Ο Γκουερίνι κατέβασε μονορούφι το ποτό του και σηκώθηκε αργά από την καρέκλα. «Εσύ, γλυκιά μου, μπορεί να έχεις όλο τον καιρό μπροστά σου, αλλά εγώ όχι. Λοιπόν, τι διαλέγεις απόψε; Το κρεβάτι μου ή το δικηγόρο μου; Η επιλογή είναι δική σου». «Θα έρθω στο κρεβάτι σου, Αλεσάντρο, αφού δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». «Ωραία, χαίρομαι που λογικεύτηκες. Φρόντισε να μην αργήσεις». Τη φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε. Η Κλόντια άναψε τσιγάρο –σπάνια κάπνιζε, αλλά απόψε το χρειαζόταν– και άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά στο δωμάτιο. Αυτό που την είχε εξοργίσει περισσότερο ήταν ο τρόπος του Αλεσάντρο. Πίστευε ότι θα σερνόταν στα πόδια της, όμως εκείνος της μίλησε σαν ψυχρός επιχειρηματίας που έκλεινε μια καλή εμπορική συμφωνία.
Έσβησε το τσιγάρο σε ένα κρυστάλλινο τασάκι και, κάνοντας αυτή την κίνηση, είδε την Ιζαμπέλα. «Τι διάολο κάνεις κρυμμένη εκεί πέρα;» φώναξε αγριεμένη. «Κρυφακούς μήπως;» «Όχι, κυρία», ψέλλισε έντρομη η κοπέλα βγαίνοντας από τη γωνιά της. «Γιατί δεν έφυγες ακόμα;» «Γιατί δε μου το ζήτησε κανείς, κυρία. Φαντάστηκα ότι εδώ ήταν η θέση μου...» Η Κλόντια την κοίταξε εξεταστικά με τα γατίσια μάτια της. Φυλαγόταν πάντα από τους υπηρέτες, γιατί τους θεωρούσε τους χειρότερους κουτσομπόληδες. Τα μυστικά των καλών οικογενειών διέρρεαν με μαθηματική ακρίβεια εξαιτίας της δικής τους φλυαρίας. «Φαντάζομαι ότι άκουσες τα πάντα». «Όχι, κυρία, σας ορκίζομαι», είπε η Ιζαμπέλα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Εγώ κοίταζα απλώς τη δουλειά μου». Η κοπέλα φαινόταν τρομοκρατημένη και η Κλόντια σκέφτηκε ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε από μια χαζή επαρχιωτοπούλα σαν κι αυτή. «Τι ζώον, Χριστέ μου!» αναφώνησε γελώντας περιφρονητικά. «Μάλιστα, κυρία. Είμαι ζώον», συμφώνησε η Ιζαμπέλα, χαμηλώνοντας δουλοπρεπώς τα μάτια. Μέσα της, όμως, έβραζε από αγανάκτηση. Ωστόσο είχε μάθει καλά το μάθημά της και δε θα άφηνε την Κλόντια να καταλάβει πόσο είχε ενοχληθεί από την προσβολή της. «Καλά», είπε εκείνη. «Μια που είσαι εδώ, ανέβα γρήγορα να ετοιμάσεις το μπάνιο μου». «Μάλιστα, κυρία, τρέχω», υπάκουσε η Ιζαμπέλα, νιώθοντας ταυτόχρονα ανακούφιση που θα γλίτωνε από το εξεταστικό βλέμμα της άλλης.
Η Κλόντια τελείωσε την περιποίησή της με την ησυχία της, αδιαφορώντας για τον Αλεσάντρο που την περίμενε στη δική του κρεβατοκάμαρα. Η Ιζαμπέλα τής έδωσε μια μεγάλη χνουδωτή πετσέτα για να σκουπιστεί και άρχισε να συμμαζεύει το μπάνιο. Έριξε μια πλάγια ματιά στην κυρά της που στεκόταν ολόγυμνη μπροστά σε έναν ολόσωμο καθρέφτη και παραδέχτηκε, με βαριά καρδιά, ότι το σώμα της ήταν αψεγάδιαστο. Αφού χάζεψε για αρκετή ώρα το είδωλό της, η Κλόντια άνοιξε το ντουλαπάκι και πήρε το κουτί που περιείχε τα αντισυλληπτικά χάπια της. Έβγαλε το τελευταίο και, καθώς το κατάπινε με μερικές γουλιές νερό, σκέφτηκε ότι αύριο έπρεπε να θυμηθεί οπωσδήποτε να αγοράσει καινούρια. Πέταξε το άδειο κουτί στο καλάθι των σκουπιδιών και βγήκε από το μπάνιο χωρίς να απευθύνει ούτε μία λέξη στην Ιζαμπέλα, που συνέχιζε τη δουλειά της. Η κοπέλα κρυφοκοίταξε από την πόρτα και την είδε να φοράει ένα μεταξωτό, διάφανο νυχτικό στο χρώμα του ώριμου σταχυού. Μετά έφυγε για να πάει στην κρεβατοκάμαρα του άντρα της, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, προκειμένου να εκπληρώσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Η περιέργεια της Ιζαμπέλα είχε ανάψει για τα καλά. Έπρεπε να μάθει τι χάπι ήταν αυτό που πήρε η Κλόντια. Άρπαξε το κουτί από το καλάθι και διάβασε βιαστικά τις οδηγίες. Ένιωσε να της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. «Αντισυλληπτικά! Και εκείνος ο φουκαράς περιμένει να του κάνει παιδί...» Έκανε να πετάξει το κουτί ξανά στο καλάθι, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Κρατούσε ένα αποδεικτικό στοιχείο και, αν ήταν έξυπνη, έπρεπε να το εκμεταλλευτεί προς όφελός της. Το έβαλε στην τσέπη της ποδιάς της και σούφρωσε τα χείλη σκεφτική. Πόσο μακριά ήταν διατεθειμένη να φτάσει προκειμένου να επιτύχει το στόχο της; Χωρίς να διστάσει, έδωσε αμέσως την απάντηση στον εαυ-
τό της: πολύ μακριά. Σιγά σιγά το πρόσωπό της ξαστέρωσε και ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, που δεν προμήνυε τίποτα καλό, χαράχτηκε στα χείλη της. Έσφιξε το χέρι της σε γροθιά και γύρισε προς τον καθρέφτη, λες και περίμενε να δει στην επιφάνειά του αποτυπωμένο το είδωλο της Κλόντια. «Επιτέλους, σινιόρα, σε κρατάω γερά», σκέφτηκε ενθουσιασμένη.
12
Ο Τζέιμς έφτασε στο Λονδίνο το απόγευμα της επόμενης μέρας. Η πόλη τον υποδέχτηκε τυλιγμένη σε ένα θολό πέπλο υγρασίας και το γνωστό ψιλόβροχο, μετά το ζεστό, λαμπερό ήλιο της Κρήτης, του φάνηκε περισσότερο ενοχλητικό από ποτέ. Ήταν, όμως, η πατρίδα του, εδώ βρισκόταν το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε, και κάποια στιγμή θα γύριζε για πάντα. Το κυκλοφοριακό κομφούζιο τον καθυστέρησε αρκετά και, όταν το ταξί τον άφησε έξω από το επιβλητικό μέγαρο του παππού του, στο Σάουθ Κένσινγκτον, είχε ήδη σκοτεινιάσει. Ο Τζέιμς διέσχισε το μεγάλο, φροντισμένο κήπο και χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Του άνοιξε ο Άλφρεντ, ο μπάτλερ, και μόλις τον είδε το πρόσωπό του φωτίστηκε από χαρά. «Καλώς ήρθατε, κύριε», του είπε με την εξεζητημένη προφορά του. «Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω». «Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Άλφρεντ», αποκρίθηκε ο Τζέιμς και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Πού είναι η γιαγιά μου;» Ο μπάτλερ ξερόβηξε αμήχανα και φάνηκε κάπως στενοχωρημένος. «Στο δωμάτιό της, κύριε. Σας περιμένει». Ο Τζέιμς πέταξε στα χέρια του μεσόκοπου άντρα το σακίδιο, που
περιείχε τα απαραίτητα για μια σύντομη διαμονή, και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Όταν ήταν μικρός, είχε λιώσει πολλά παντελόνια γλιστρώντας στην κουπαστή από το δεύτερο όροφο μέχρι το ισόγειο, μέσα στις διαμαρτυρίες της νταντάς του, που έτρεμε στη σκέψη μήπως πέσει και χτυπήσει. Το σπίτι ήταν τεράστιο, επιπλωμένο με πανάκριβες αντίκες βικτοριανής εποχής. Ο Τζέιμς το αντιπαθούσε, γιατί ήταν ψυχρό σαν μαυσωλείο. Αυτή η παγωνιά αντανακλούσε και στη συμπεριφορά των ενοίκων του. Σπάνια κάποιος ύψωνε τη φωνή, σπάνια κάποιος γελούσε. Ένα νοσοκομείο με ετοιμοθάνατους αρρώστους θα ήταν πολύ πιο θορυβώδες από το σπίτι του λόρδου Έρλιν. Ο Τζέιμς μπήκε στο δωμάτιο της γιαγιάς του ανοίγοντας απαλά την πόρτα. Το βλέμμα του καρφώθηκε στη μικροσκοπική φιγούρα που ήταν ξαπλωμένη στο τεράστιο κρεβάτι με τον ουρανό. Φαίνεται πως η λαίδη Κάθριν κουράστηκε να τον περιμένει και έγειρε για λίγο να ξεκουραστεί· ο ύπνος ήρθε τελείως απρόσκλητος και την έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά του πριν εκείνη το καταλάβει. Ήταν περιτριγυρισμένη από πουπουλένια μαξιλάρια και ο Τζέιμς σκέφτηκε ότι πολύ λίγο διέφερε από ένα αδύναμο σπουργίτι. Η καρδιά του, όμως, σφίχτηκε όταν πλησίασε και είδε καλύτερα το πρόσωπό της. Είχε αλλάξει τραγικά στις δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν από την τελευταία επίσκεψή του. Το δέρμα της ήταν σχεδόν διάφανο και τα χείλη της πελιδνά. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της φανέρωναν ότι δεν κοιμόταν καλά. Ανέπνεε τόσο ήρεμα, που ο Τζέιμς έφτασε στο σημείο να αναρωτηθεί αν ήταν ζωντανή. Κάθισε δίπλα της και άπλωσε το χέρι να της χαϊδέψει το μάγουλο. Εκείνη ένιωσε την παρουσία του και άνοιξε τα μάτια, άλλοτε φωτεινά και καθάρια, τώρα θολά και κουρασμένα. «Ήρθες, επιτέλους, αγόρι μου!» είπε με λαχτάρα. Ο Τζέιμς τη βοήθησε να ανασηκωθεί από τα μαξιλάρια και την
έκλεισε με τρυφερότητα στην αγκαλιά του. Αυτή η γυναίκα ήταν το υποκατάστατο της μάνας που είχε στερηθεί στην πιο τρυφερή ηλικία και χάρη σε αυτή είχε γνωρίσει την αγάπη που δικαιωματικά ανήκει σε κάθε παιδί. Αν δεν υπήρχε η γιαγιά του, δεν ήξερε τι θα είχε απογίνει, ούτε πώς θα είχε εξελιχθεί ως άνθρωπος. Η λαίδη Κάθριν ακούμπησε το κεφάλι πάνω στο στήθος του εγγονού της και χαμογέλασε ευτυχισμένη. Τι όμορφα που ήταν να ακούει την καρδιά του! Η δική της θα σταματούσε να χτυπάει πολύ σύντομα. Το τέλος ήταν πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι είχαν υπολογίσει οι γιατροί. Δεν την ενοχλούσε τόσο το γεγονός ότι πέθαινε όσο ότι δε θα έβλεπε ξανά τον Τζέιμς. «Έχω τα χάλια μου...» είπε αχνά, στρώνοντας μηχανικά μερικά τσουλούφια που της έπεφταν στα μάτια. «Για εμένα θα είσαι πάντα η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου», δήλωσε ο Τζέιμς και το εννοούσε. «Και για εμένα θα είσαι πάντα ο μεγαλύτερος κόλακας που υπάρχει», τον μάλωσε τρυφερά εκείνη. Τα χέρια της έτρεμαν και η ανησυχία του Τζέιμς μεγάλωσε. «Τι έχεις; Δε φαίνεσαι καλά», της είπε σμίγοντας τα φρύδια. Η λαίδη Κάθριν σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε αργά προς το παράθυρο. Τράβηξε τις κουρτίνες και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί για κάμποση ώρα στα καταπράσινα δέντρα του Χάιντ Παρκ και στα ζευγάρια που φιλιούνταν στα παγκάκια. «Έχω καρκίνο, Τζέιμς», είπε ήρεμα, γυρίζοντας αργά προς το μέρος του. «Πεθαίνω». Ο νέος άντρας ένιωσε να του κόβονται τα πόδια ακούγοντας αυτή την τόσο ωμή δήλωση. «Και γιατί δε μου το είπες τόσο καιρό;» φώναξε αναστατωμένος. «Έχεις δει κανένα γιατρό;» «Μόνο έναν;» χαμογέλασε μελαγχολικά η λαίδη Κάθριν επιστρέφοντας στη θέση της. «Τους τελευταίους μήνες έχω επισκεφτεί όλους
τους γιατρούς, με την ελπίδα να μου πει έστω και ένας πως έγινε λάθος διάγνωση, αλλά δυστυχώς εισέπραξα απ’ όλους την ίδια αποκαρδιωτική απάντηση: ότι ο όγκος που έχω στο κεφάλι δεν είναι, λόγω μεγέθους, εγχειρήσιμος. Τελευταία, η αρρώστια μου άρχισε να καλπάζει, χτυπώντας ένα προς ένα όλα τα ζωτικά όργανα». «Γιατί μου έκρυψες κάτι τόσο σημαντικό...;» άρχισε να λέει ο Τζέιμς, αλλά η γηραιά κυρία τον διέκοψε με ένα επιτακτικό νεύμα. «Γιατί θα παρατούσες τα πάντα για να τρέξεις κοντά μου. Γιατί η ζωή σου θα γινόταν κόλαση, όπως έγινε και η δική μου. Κι όλα αυτά χωρίς κανένα όφελος... χωρίς αντίκρισμα». Αναστέναξε και του έπιασε τα χέρια. «Είναι καλύτερα που το μαθαίνεις τώρα, πίστεψέ με. Αν υπήρχε έστω και μία περίπτωση στο εκατομμύριο να γιατρευτώ, είσαι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο στον οποίο θα εμπιστευόμουν το πρόβλημά μου». «Καλά εσύ, αλλά ο παππούς έπρεπε να με ενημερώσει οπωσδήποτε για ένα τόσο σοβαρό θέμα». «Ο παππούς σου δεν ξέρει τίποτα. Δεν ήθελα να το μάθει». Ο Τζέιμς έπεσε από τα σύννεφα. «Εννοείς ότι πέρασες όλη αυτή τη δοκιμασία ολομόναχη;» «Δεν ήμουν τελείως μόνη», χαμογέλασε η λαίδη Κάθριν. «Είχα πάντα μαζί τον καλό μου Άλφρεντ». «Μας έκλεισες και τους δύο έξω από τη ζωή σου και προτίμησες να εμπιστευτείς το πρόβλημά σου σε έναν ξένο;» Η πίκρα ήταν έκδηλη στη φωνή του εγγονού της. «Ο Άλφρεντ δεν είναι ξένος, είναι μέλος της οικογένειάς μας», υπερασπίστηκε με θέρμη τον μπάτλερ η λαίδη Κάθριν. «Δεν το εννοούσα με αυτό τον τρόπο», διαμαρτυρήθηκε ο Τζέιμς. «Ακολουθείς κάποια φαρμακευτική αγωγή, φαντάζομαι...» «Δεν ακολουθώ τίποτα», τον διέκοψε η γιαγιά του. «Για ποιο λόγο, άλλωστε; Προτιμώ, όσο καιρό μέλλει να ζήσω, να τον ζήσω σαν φυσιολογικός άνθρωπος και όχι σαν πειραματόζωο».
Ο Τζέιμς ξεφύσηξε στενοχωρημένος και απέμεινε για λίγο σκεφτικός. «Δεν ξέρω πώς να σου το πω...» είπε ύστερα από λίγο, «αλλά τα πράγματα θα χειροτερέψουν δραματικά. Θα χρειαστείς οπωσδήποτε νοσηλεία και έμπειρους ανθρώπους να σε βοηθήσουν να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες που θα παρουσιαστούν». Η λαίδη Κάθριν χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Δε μου λες κάτι που δεν το ξέρω. Οι γιατροί είχαν την καλοσύνη να με ενημερώσουν διεξοδικά για όλες τις φάσεις της αρρώστιας μου. Είναι αρκετά δυσάρεστο, ομολογώ. Αποφάσισα, όμως, να μην πάω σε κανένα νοσοκομείο. Κανείς δεν μπορεί να μου στερήσει το δικαίωμα να πεθάνω με αξιοπρέπεια στο σπίτι μου». Σταμάτησε για λίγο να πάρει ανάσα και συνέχισε πιο ζωηρά. «Άλλωστε, εμείς οι μεγαλύτεροι ξέρουμε καλά το μάθημά μας: η ζωή είναι εντελώς απρόβλεπτη και τα πράγματα συχνά εξελίσσονται πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι έχουμε υπολογίσει». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και σχεδόν αμέσως άνοιξε για να εμφανιστεί ο Άλφρεντ, κουβαλώντας ένα μεγάλο, ασημένιο δίσκο. Μια ματιά ήταν αρκετή για να καταλάβει ότι ο Τζέιμς έμαθε την αλήθεια και τα ευγενικά χαρακτηριστικά του προσώπου του σκοτείνιασαν από τη θλίψη. Βρισκόταν στη δούλεψη του λόρδου πάνω από τριάντα χρόνια και είχε δεθεί σε απίστευτο βαθμό με τη λαίδη Κάθριν. «Το τσάι σας, κυρία», είπε προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του σταθερή. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, Άλφρεντ. Μπορείς να πηγαίνεις, θα σερβίρω εγώ». Ο μπάτλερ άφησε το δίσκο στο τραπεζάκι του μικρού σαλονιού και έφυγε το ίδιο διακριτικά όπως ήρθε. «Έλα να πιούμε το τσάι μας, Τζέιμς», παρακάλεσε η λαίδη Κάθριν τον εγγονό της. Τον έπιασε αγκαζέ και τον έβαλε να καθίσει δί-
πλα της στο βελούδινο καναπέ. Σέρβιρε το τσάι με επισημότητα, σαν να ήταν το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που την ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Έπειτα έφερε το φλιτζάνι της κοντά στη μύτη και μύρισε το λεπτό άρωμα που ανέδιδε το περιεχόμενό του. «Υπέροχο!» παρατήρησε ευχαριστημένη. «Ο Άλφρεντ κρατάει μυστική τη συνταγή και δε μου φανερώνει τι στην ευχή χρησιμοποιεί για να δώσει στο τσάι αυτό το θεσπέσιο άρωμα. Ας είναι! Ίσως κάποτε του αποσπάσω το πολύτιμο μυστικό...» Απόλαυσε το ρόφημά της μέχρι την τελευταία σταγόνα· άλλωστε ήταν μία από τις λίγες απολαύσεις που της είχαν απομείνει στη ζωή. Καθώς άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της να ακουμπήσει στο τραπεζάκι το φλιτζάνι με το πιατάκι, αυτό χοροπήδησε και ο καμπανιστός ήχος της λεπτής, φίνας πορσελάνης έκανε τη λαίδη Κάθριν να γελάσει νευρικά. «Αυτό το σερβίτσιο το έχω από τη γιαγιά μου», εξήγησε. «Θα ήταν πολύ κρίμα να σπάσει τώρα». Ο Τζέιμς δεν ήξερε τι να πει. Λόγω της δουλειάς του έβλεπε καθημερινά ανθρώπους να πεθαίνουν και είχε εξοικειωθεί αρκετά με την ιδέα του θανάτου· ήταν η φυσική κατάληξη της ζωής. Αυτή η εξοικείωση, όμως, δεν του είχε στερήσει την ανθρωπιά του. Κάθε φορά που βρισκόταν αντιμέτωπος με το θάνατο στενοχωριόταν και ενίοτε συγκλονιζόταν, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση της κοπελίτσας τις προάλλες. Τώρα, όμως, ήταν η πρώτη φορά που κάποιο μέλος της δικής του οικογένειας βρισκόταν μόλις μια ανάσα πριν από το οριστικό τέλος και το πρωτόγνωρο συναίσθημα ήταν φοβερά οδυνηρό. Η λαίδη Κάθριν σταύρωσε τα χέρια στην ποδιά της και έστρεψε αργά το κεφάλι προς το μέρος του. «Δε σε φώναξα εδώ για να σου ανακοινώσω μόνο αυτό, Τζέιμς», άρχισε να λέει. «Υπάρχουν πιο σοβαρά πράγματα που με απασχολούν. Αφορούν τον παππού σου. Πάλεψα αρκετά με τη συνείδησή
μου και κατέληξα στο συμπέρασμα πως έπρεπε να τα μάθεις. Μόνο έτσι, ίσως, τον σταματήσεις». «Τα λόγια σου με τρομάζουν», είπε ο Τζέιμς και στριφογύρισε στη θέση του. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο παππούς του ήταν ικανός για πολλά πράγματα εκτός από το να φέρεται εγωιστικά και αλαζονικά. «Υπάρχει μια κατάρα που ταλανίζει την οικογένειά μας εδώ και τέσσερις αιώνες», άρχισε να λέει διστακτικά η λαίδη Κάθριν. «Πριν πεις οτιδήποτε, θέλω να σου τονίσω ότι δεν πιστεύω σε κατάρες, σε μάγια, σε φυλαχτά ή σε τέτοιου είδους ανοησίες. Αλλά κοιτάζοντας πίσω, στο παρελθόν μας, τείνω να πιστέψω πως υπάρχει μια δόση αλήθειας σε όλα αυτά. Διαφορετικά πώς να δοθεί εξήγηση σε τόσους βίαιους και πρόωρους θανάτους ή στο γεγονός ότι κανείς δεν υπήρξε πραγματικά ευτυχισμένος σε αυτή την οικογένεια; Ίσως δε φταίει η κατάρα αυτή καθεαυτή, αλλά η αδικία που διαπράχτηκε κάποτε σε βάρος ενός αθώου παιδιού. Πιστεύω ότι αυτό είναι το χειρότερο έγκλημα απ’ όλα, αμαρτία που δε συγχωρείται από το Θεό». Ο Τζέιμς ήξερε σε τι πράγμα αναφερόταν η γιαγιά του. Εκείνη είχε χάσει απροσδόκητα τα δίδυμα κορίτσια της, που είχαν γεννηθεί τρία χρόνια μετά τον πατέρα του. Πέθαναν στην τρυφερή ηλικία των πέντε, από ιλαρά. Όσο για την ευτυχία, αυτή ήταν μάλλον μια άγνωστη λέξη στην οικογένειά τους. Οι γονείς του είχαν χωρίσει και τώρα βρίσκονταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο ένας από τον άλλο, χειρότερα από ξένοι. Και απ’ ό,τι ήξερε, ούτε ο παππούς και η γιαγιά είχαν ευτυχήσει στο γάμο τους, ενώ ο ίδιος είχε φτάσει σε αυτή την ηλικία και το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να δουλεύει με τις ώρες για να γεμίσει το κενό της ζωής του. «Αλλά καλύτερα να πάρω τα πράγματα από την αρχή», συνέχισε η λαίδη Κάθριν. «Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα. Εκείνη την εποχή, βασίλισσα της Αγγλίας ήταν η Ελισάβετ, η “παρθένα βασίλισσα” όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία. Ο λόρδος
Γουίλιαμ Έρλιν, ο πρόγονός μας, ήταν ένας πανίσχυρος ευγενής, που η φιλοδοξία του δεν είχε όρια. Είχε εμπλακεί σε σκοτεινές συνωμοσίες, με απώτερο σκοπό την απομάκρυνση της Ελισάβετ από το θρόνο, ούτως ώστε να τον σφετεριστεί ο ίδιος. Μα... δε θέλω να σε κουράζω με τέτοιες ιστορικές λεπτομέρειες. Το θέμα είναι ότι έφτασε στ’ αφτιά του μια προφητεία σχετικά με κάποιο παιδί, συγκεκριμένα κορίτσι, που θα γεννιόταν έχοντας ένα ιδιαίτερο χάρισμα: να προλέγει το μέλλον. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι δυνατό, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν άνθρωποι με ικανότητες που δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε». Ο Τζέιμς συμφώνησε μαζί της και την προέτρεψε να συνεχίσει τη διήγησή της. «Ο Γουίλιαμ Έρλιν κίνησε γη και ουρανό να βρει αυτό το παιδί. Αλήθεια, φαντάζεσαι τι δύναμη θα αποκτούσε οποιοσδήποτε είχε κοντά του ένα τέτοιο ξεχωριστό πλάσμα; Τέλος πάντων... Ο Έρλιν στάθηκε τυχερός, ή μπορεί να τον βοήθησε ο ίδιος ο διάβολος, γιατί ανακάλυψε σύντομα πού βρισκόταν το παιδί. Το είχε μαζί της μια γυναίκα, η Μάριον, γιατί η μητέρα του είχε πεθάνει στη γέννα. Της πήρε το παιδί, αφού πρώτα τη σκότωσε. Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα τον καταράστηκε την ώρα που πέθαινε· εκείνον και όλους τους απογόνους του». Η λαίδη Κάθριν ξερόβηξε και ήπιε λίγο νερό για να καθαρίσει το λαιμό της. «Ο Γουίλιαμ Έρλιν, έπειτα από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών για την κατάκτηση της εξουσίας, που κράτησαν κοντά δεκαπέντε χρόνια, αποκεφαλίστηκε τελικά, παρουσία της Ελισάβετ. Αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του ίδιου του κοριτσιού, είχε όντως αυτή την εκπληκτική ικανότητα να προλέγει το μέλλον, αλλά δεν τον βοήθησε, γιατί τον μισούσε αφάνταστα». «Υπάρχουν, δηλαδή, αποδείξεις;» ρώτησε έκπληκτος ο Τζέιμς. Η ιστορία τον είχε συναρπάσει και κρεμόταν τόση ώρα από τα χείλη της γιαγιάς του. Η λαίδη Κάθριν χαμογέλασε θλιμμένα.
«Η Ελοΐζ, όπως λεγόταν το κορίτσι, κρατούσε ημερολόγιο όπου κατέγραφε τα πάντα. Αυτό το ημερολόγιο υπάρχει ακόμα. Περνάει από τη μια γενιά στην άλλη με θρησκευτική ευλάβεια και οι Έρλιν το διαφύλαξαν σαν να ήταν ο πολυτιμότερος θησαυρός. Βρίσκεται στο γραφείο του παππού σου, κλειδωμένο στο χρηματοκιβώτιό του, και είχα την ευκαιρία να το διαβάσω προσωπικά». Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε σε ένα μικρό σεκρετέρ, στην άλλη άκρη του δωματίου. Έβγαλε από την τσέπη της ένα επιχρυσωμένο κλειδί και ξεκλείδωσε το μπροστινό συρτάρι. Πήρε από μέσα ένα δερματόδετο ντοσιέ, στο μέγεθος τετραδίου, και γυρίζοντας στη θέση της το απόθεσε πάνω στα γόνατα του Τζέιμς. «Έχω φωτοτυπήσει όλες τις σελίδες, οπότε μπορείς να πάρεις μια καλή ιδέα για τι πράγμα μιλάω». Εκείνος, πολύ συγκινημένος, πήρε το ντοσιέ και το άνοιξε αργά. Το πρωτότυπο κείμενο, παρά την προσεκτική φύλαξή του, είχε υποστεί φθορές και υπήρχαν αρκετά κενά μεταξύ των πυκνογραμμένων αράδων. Σ’ εκείνα τα σημεία είχε επέμβει η γιαγιά του, στις φωτοτυπίες βέβαια, και είχε συμπληρώσει το κείμενο με τα δικά της ωραία, καλλιγραφικά γράμματα, ώστε να βοηθήσει στην ανάγνωσή του. «Φαντάζομαι ότι διακινδύνευσες αρκετά παίρνοντας το ημερολόγιο, γιατί δε νομίζω ότι ο παππούς το έδωσε οικειοθελώς», μάντεψε ο εγγονός της, ξεφυλλίζοντας με ενδιαφέρον τις σελίδες. Η λαίδη Κάθριν γέλασε ανάλαφρα. «Όχι τόσο όσο νομίζεις. Επισκέπτομαι τακτικά το γραφείο του όταν εκείνος λείπει. Δεν το κάνω από αρρωστημένη περιέργεια, ούτε ψάχνω στα συρτάρια του για ερωτικά ραβασάκια. Ο παππούς σου, Τζέιμς, ουδέποτε είχε ερωμένη. Ο λόγος που το κάνω είναι πολύ πιο σοβαρός. Αλλά θα καταλάβεις καλύτερα τι εννοώ αν με αφήσεις να τελειώσω την ιστορία μου. Το ημερολόγιο μπορείς να το διαβάσεις αργότερα, με την ησυχία σου». Ο Τζέιμς άφησε το ντοσιέ στο πλάι και τέντωσε τα αφτιά για να
ακούσει τη συνέχεια της παράξενης, όσο και συναρπαστικής ιστορίας. «Η Ελοΐζ, λοιπόν, μισούσε και σιχαινόταν το λόρδο Γουίλιαμ Έρλιν γιατί την ανάγκασε να τον παντρευτεί όταν εκείνη ήταν μόλις δώδεκα χρόνων. Αυτός είχε πατήσει ήδη τα σαράντα πέντε. Θεέ μου, και μόνο που το σκέφτομαι, αρρωσταίνω από την αηδία! Ο αχρείος, μάλιστα, φρόντισε να διασφαλίσει τη συνέχιση της γενιάς του κάνοντας μαζί της δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι στα αμέσως επόμενα τρία χρόνια. Από τα γραφόμενά της βγαίνει εύκολα το συμπέρασμα ότι τα αγαπούσε αυτά τα παιδιά, όντας παιδί και η ίδια. Μετά το θάνατο του Γουίλιαμ, και ενώ η Ελοΐζ ήταν μόνο δεκαέξι χρόνων, η περιουσία του δημεύτηκε και το κάστρο λεηλατήθηκε από τους διεκδικητές, έπειτα από πολιορκία μιας εβδομάδας. Όσοι πρόβαλαν αντίσταση φονεύτηκαν επιτόπου, ανάμεσά τους ήταν ίσως και η ίδια η Ελοΐζ, γιατί η συγγραφή του ημερολογίου σταματάει ξαφνικά τη μέρα που έπεσε το κάστρο. Στην τελευταία σελίδα γράφει πως φυγάδευσε τα παιδιά της με τη βοήθεια του Χένρι, ενός εικοσάχρονου νεαρού που δούλευε στους στάβλους. Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί ένα τρυφερό αίσθημα και φαντάζομαι πως, αν η Ελοΐζ είχε καταφέρει να φύγει μαζί τους, θα συνέχιζε να γράφει στο ημερολόγιό της και ίσως βλέπαμε τη ζωή της να έχει μια ευτυχή κατάληξη. Ποιος ξέρει τι εμπόδισε το άμοιρο κορίτσι να τους ακολουθήσει! Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι πως μαζί με τον Χένρι και τα παιδιά διασώθηκε και το ημερολόγιο, επειδή φρόντισε να το κρύψει η ίδια στις φασκιές της κόρης της. Είναι το τελευταίο πράγμα που κατάφερε να καταγράψει η Ελοΐζ και, όπως θα διαπιστώσεις ο ίδιος από τα κακογραμμένα γράμματά της σε αυτό το σημείο, το έκανε βιαστικά και ενώ γύρω της μαινόταν η μάχη. Ο Χένρι συμπλήρωσε μερικές αράδες που αφορούν τη δική του ζωή, αλλά αυτές τις αφήνω να τις διαβάσεις μόνος σου». Η λαίδη Κάθριν συνόδευε τα λόγια της χειρονομώντας ζωηρά και τα μάτια της έλαμπαν από τα δάκρυα που συγκρατούσε. Κάθε φορά
που έφερνε στο μυαλό της την ιστορία της Ελοΐζ, ριγούσε από συγκίνηση και η φαντασία της οργίαζε. Έσπαγε το φράγμα του χρόνου και μεταφερόταν, ψυχή τε και σώματι, στην εποχή που διαδραματίστηκαν όλα αυτά τα φοβερά γεγονότα. Αυτό φαινόταν και τώρα ξεκάθαρα στο πρόσωπό της, που είχε πάρει μια ονειροπόλα και συνάμα νοσταλγική έκφραση. «Αντίθετα με τον Γουίλιαμ, ο γιος του απέδειξε την αφοσίωσή του στο στέμμα και κατάφερε να ξανακερδίσει τον τίτλο και την περιουσία του πατέρα του λίγο πριν πεθάνει». «Και η κόρη της Ελοΐζ; Τι απέγινε, τελικά, η κόρη της; Κατάφερε εκείνη να επιζήσει;» ρώτησε ο Τζέιμς. Η λαίδη Κάθριν τού έριξε ένα παράξενο βλέμμα. «Αν δεν είχε σωθεί, δε θα βρισκόμουν στη δυσάρεστη θέση να σε φωνάξω εδώ σήμερα και να σου εξιστορήσω όλα αυτά τα γεγονότα», του απάντησε αινιγματικά. «Βλέπεις, Τζέιμς, σύμφωνα με το θρύλο, οι θαυμαστές ικανότητες με τις οποίες ήταν προικισμένη η Ελοΐζ περνούσαν σε κάποιο θηλυκό μέλος της οικογένειάς της ανά οχτώ γενιές». Ο Τζέιμς έκανε πρόχειρα τους υπολογισμούς του. «Αν κάθε γενιά αποτελείται από είκοσι πέντε χρόνια, τότε λογικά γεννήθηκε άλλο ένα χαρισματικό κορίτσι ύστερα από διακόσια χρόνια», είπε σκεφτικός. «Μάλλον εκείνο πέρασε απαρατήρητο, χωρίς να αφήσει τη σφραγίδα του πουθενά». «Λένε πως πίσω από κάθε μεγάλο άντρα κρύβεται μια σπουδαία γυναίκα», σχολίασε η λαίδη Κάθριν. «Ποιος μας βεβαιώνει, λοιπόν, ότι πίσω από τις επιτυχίες του Ναπολέοντα, για παράδειγμα, δεν κρυβόταν μια απόγονος της Ελοΐζ;» «Μπορεί... Όμως, αν ο Ναπολέων είχε στο πλευρό του μια τέτοια γυναίκα, τότε θα περίμενε κανείς πως η ζωή του θα είχε αίσιο τέλος. Αντίθετα, εκείνος ηττήθηκε και πέθανε εξόριστος στο νησί της Αγίας Ελένης», παρατήρησε πολύ σωστά ο Τζέιμς.
«Ούτε το τέλος του Γουίλιαμ ήταν το καλύτερο», είπε με μια γκριμάτσα αποστροφής η γιαγιά του. «Αλλά αυτό σε αφήνω να το διαπιστώσεις μόνος σου διαβάζοντας το ημερολόγιο». Ξαφνικά, τα μάτια του Τζέιμς άστραψαν και τα μάγουλά του βάφτηκαν κόκκινα από την έξαψη. «Αν υπάρχει μια δόση αλήθειας σε όλα αυτά, τότε σημαίνει ότι κάπου στον κόσμο ζει σήμερα μια τέτοια κοπέλα. Θα πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερη από εμένα». «Ή μικρότερη», επισήμανε η λαίδη Κάθριν. «Οι γυναίκες στην εποχή μας συνήθως τεκνοποιούν μετά τα τριάντα». «Αρνούμαι να τα πιστέψω όλα αυτά», κατέληξε ύστερα από λίγο ο Τζέιμς, κουνώντας με αμφιβολία το κεφάλι. «Αποτελούν μυθοπλασίες μιας εποχής όπου οι άνθρωποι διακατέχονταν από προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ίσως η Ελοΐζ ήταν με τον τρόπο της διαφορετική, και οτιδήποτε μη φυσιολογικό τότε ήταν ικανό να εξάψει τη φαντασία και να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα». Η γιαγιά του ένωσε τα χέρια, σαν να προσευχόταν, και τον κοίταξε προβληματισμένη. «Ίσως έχεις δίκιο, Τζέιμς. Εδώ, όμως, πρέπει να τονίσω ότι δεν έχει σημασία τι πιστεύουμε εμείς, αλλά τι πιστεύει ο παππούς σου. Είναι πεπεισμένος ότι αυτό το κορίτσι υπάρχει και τα τελευταία χρόνια έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για να το βρει. Το κακό είναι ότι τη θεωρία του ασπάζονται πολλοί και σημαντικοί άνθρωποι. Είναι αυτοί που κρατούν στα χέρια τους τη μοίρα αυτού του κόσμου· είναι αυτοί που έχουν τη δύναμη να ξεκινήσουν έναν πόλεμο ή να ιδρύσουν ένα κράτος· είναι αυτοί που μπορούν να χορτάσουν όλους τους πεινασμένους του πλανήτη ή να φτιάξουν τα πλέον καταστροφικά όπλα και να τους εξαφανίσουν από προσώπου Γης. Όλοι αυτοί έχουν συστήσει μια αδελφότητα, με πρωτεργάτη τον παππού σου και έμβλημά τους τον ήλιο. Φαντάζομαι ότι έτσι βλέπουν τον εαυτό τους: σαν τη ζωογόνο, κινητήρια δύναμη
του πλανήτη». Η λαίδη Κάθριν έσκυψε το κεφάλι και σταύρωσε ήσυχα τα χέρια στην ποδιά της. «Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Αλλά σκέψου μέχρι πού είναι ικανοί να φτάσουν αυτοί οι άνθρωποι για να συνεχίσουν να έχουν όλη την ισχύ. Σκέψου τι θα συμβεί αν, έχοντας στα χέρια τους αυτό το κορίτσι, γνώριζαν εκ των προτέρων την έκβαση κάθε υπόθεσης». «Δεν καταλαβαίνω πού θέλεις να καταλήξεις, όμως πιστεύω πως άδικα ανησυχείς», την καθησύχασε ο Τζέιμς. «Ο παππούς δε θα έφτανε στο σημείο να ξεκινήσει μια επανάσταση ή να βάψει τα χέρια του με αίμα αθώων». «Ίσως όχι ο ίδιος, αλλά υπάρχουν μεταξύ τους αρκετοί που δε θα δίσταζαν να το κάνουν. Αυτό που κάποτε ξεκίνησε σαν παιχνίδι έχει εξελιχθεί σε πολύ σοβαρή υπόθεση», είπε η λαίδη Κάθριν. Ένιωθε ήδη αρκετά εξαντλημένη από τη συζήτηση, αλλά δε σκόπευε να σταματήσει αν δεν έφτανε στο τέλος. Ο Τζέιμς ανακάθισε ανήσυχος, καθώς μόλις τώρα άρχισε να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα των λεγομένων της γιαγιάς του. Πού πήγε κι έμπλεξε αυτός ο ξεροκέφαλος γέρος; Ένιωσε ξαφνικά το στόμα του ξερό. «Του μίλησες ποτέ για τους φόβους σου;» ρώτησε. «Αρκετές φορές. Μου είπε να μην ανακατεύομαι στις υποθέσεις του και άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχει κίνδυνος ακόμα και για τη δική μου ζωή, αν αφήσω να διαρρεύσουν προς τα έξω αυτά που είχα μάθει». «Έφτασε, λοιπόν, στο σημείο να σε απειλήσει ο άθλιος;» φώναξε ο Τζέιμς σφίγγοντας τις γροθιές του. «Όχι, όχι, τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζεις. Αναγκάστηκε να φερθεί έτσι για να με προστατέψει», απάντησε θορυβημένη η λαίδη Κάθριν, ενώ μέσα της αναρωτιόταν πόση δόση αλήθειας περιείχαν τα λόγια της. Οι σχέσεις μεταξύ παππού και εγγονού ήταν ήδη τετα-
μένες και οποιαδήποτε άστοχη κουβέντα έβγαινε από το στόμα της θα έριχνε περισσότερο λάδι στη φωτιά. Έβαλε λίγο ακόμα τσάι στο φλιτζάνι της και ήπιε μερικές γουλιές. Έπειτα πήρε τη λευκή πετσέτα και σκούπισε τις σταγόνες ιδρώτα που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο μέτωπό της. Ένιωθε έτοιμη να καταρρεύσει, αλλά ίσως δεν είχε άλλη ευκαιρία να μιλήσει στον Τζέιμς. «Άκου, λοιπόν, και βγάλε μόνος τα συμπεράσματά σου. Στην αρχή, αρχηγός της αδελφότητας ήταν ο παππούς σου και οι συναντήσεις τους γίνονταν με απόλυτη μυστικότητα στον πύργο, που είναι αρκετά απομονωμένος όπως γνωρίζεις. Πριν από μερικά χρόνια ανέλαβε την αρχηγία ο Αλεσάντρο Γκουερίνι και πλέον οι συναντήσεις τους διεξάγονται στο παλάτσο του στη Βενετία». Σε αυτό το σημείο η λαίδη Κάθριν σταμάτησε και άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει αρκετά χρόνια πίσω, τη μέρα που ανακάλυψε την ύπαρξη της αδελφότητας.
Ο άντρας της, ο Ρίτσαρντ, είχε φύγει για τον πύργο του στην Κορνουάλη, αφήνοντάς τη για άλλη μία φορά μόνη. Το απέραντο κτήμα προσφερόταν για πολλές δραστηριότητες, κι εκείνος διοργάνωνε εκεί συχνά κυνήγια για τους εκλεκτούς φίλους του. Έλειπε σχεδόν δύο εβδομάδες και σε αυτό το διάστημα ήταν απαγορευμένο στην Κάθριν να τον ενοχλήσει ή να πλησιάσει τον πύργο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, το ίδιο ίσχυε και για τις συζύγους των φίλων του. «Είμαστε ένα τσούρμο άντρες που θέλουμε να περάσουμε λίγο χρόνο μόνοι μας», της έλεγε. «Να κάνουμε αυτά που κάνουν συνήθως οι άντρες: να κυνηγήσουμε, να μεθύσουμε, να πούμε και καμιά κουβέντα παραπάνω, χωρίς στραβοκοιτάγματα». Κάποτε η Κάθριν, όπως όλες οι γυναίκες στη θέση της, αναρωτήθηκε μήπως ο άντρας της της έλεγε ψέματα. Μπορεί οι νόμιμες
σύζυγοι να απουσίαζαν, αλλά αυτό δεν απέκλειε κάποιου άλλου είδους γυναικεία συντροφιά. Άρχισε να φαντάζεται ότι στον πύργο γίνονταν όργια με πληρωμένες πόρνες και έχασε τον ύπνο της τα βράδια. Μια τυχαία παρατήρηση του Άλφρεντ ότι ο κύριός του χορηγούσε πολυήμερες άδειες στο υπηρετικό προσωπικό του πύργου, κρατώντας μόνο τους πλέον απαραίτητους και έμπιστους υπηρέτες, ενίσχυσε τις υποψίες της και έκανε τα πράγματα χειρότερα. Για να ησυχάσει, μόνο μία λύση υπήρχε: να εξακριβώσει με τα μάτια της τι ακριβώς συνέβαινε. Έφυγε από το Λονδίνο ένα απόγευμα οδηγώντας μόνη το αυτοκίνητό της. Όταν έφτασε στον πύργο, η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Πάρκαρε στο πίσω μέρος και το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν η απόλυτη ησυχία που βασίλευε. Το τεράστιο μεσαιωνικό οικοδόμημα ήταν θεοσκότεινο· τίποτα δεν πρόδιδε την παρουσία ανθρώπων στο εσωτερικό του. Εκείνη περίμενε ότι οι φωνές και τα γέλια των μεθυσμένων αντρών θα ακούγονταν μέχρι έξω, αλλά η έλλειψη της φασαρίας που συνοδεύει ένα γλέντι την παραξένεψε αρκετά. Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί της και μπήκε. Έπειτα από μια πρόχειρη έρευνα διαπίστωσε ότι οι υπηρέτες κοιμούνταν μακάρια στα κρεβάτια τους και ότι δεν υπήρχε πουθενά ίχνος του άντρα της και των φίλων του. Η Κάθριν σκέφτηκε ότι μπορεί να είχαν απομακρυνθεί κυνηγώντας και να αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ σε κάποιο κοντινό χωριό. Δεν υπήρχε τίποτα επιλήψιμο σε αυτό και άρχισε να μετανιώνει για την έλλειψη εμπιστοσύνης που είχε δείξει στον Ρίτσαρντ. Τα έβαλε με τον εαυτό της για το αξιολύπητο, όπως νόμιζε, φέρσιμό της και, για να περισώσει την αξιοπρέπειά της, αποφάσισε να φύγει αμέσως από τον πύργο και να μην κάνει ποτέ κουβέντα γι’ αυτή τη νυχτερινή επιδρομή. Τα πράγματα θα είχαν τελειώσει εδώ και η Κάθριν θα βρισκόταν ήδη στο αυτοκίνητό της καθ’ οδόν προς το Λονδίνο, αν δεν άκουγε ξαφνικά τα βήματα κάποιου ανθρώπου να πλησιάζουν προς το μέ-
ρος της. Κρύφτηκε ταραγμένη στην εσοχή του τοίχου και είδε τον Ρίτσαρντ να περνάει δίπλα της, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής. Ένιωθε πως θα λιποθυμούσε από ντροπή αν την ανακάλυπτε και της πήρε κάμποσα δευτερόλεπτα να αναρωτηθεί πού στην οργή βρισκόταν προηγουμένως άντρας της και δεν τον είδε. Εκείνος επέστρεψε λίγο αργότερα, κρατώντας στα χέρια ένα μπουκάλι κρασί, και η Κάθριν τον ακολούθησε από απόσταση, καθοδηγούμενη από τον αντίλαλο των βημάτων του, που πολλαπλασιαζόταν μέσα στο αχανές οικοδόμημα. Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει και να κλείνει και κατάλαβε ότι ο Ρίτσαρντ κατέβαινε στο υπόγειο. Ήταν το μόνο μέρος που δεν είχε σκεφτεί να ψάξει. Με αναπτερωμένο το ηθικό, άφησε να περάσει κάμποση ώρα και μετά άρχισε να κατεβαίνει κι εκείνη αργά μέσα στο σκοτάδι τα αμέτρητα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στα έγκατα του πύργου. Οι λάμπες που κρέμονταν κατά μήκος της οροφής έμειναν σβηστές, επειδή ο Ρίτσαρντ, άγνωστο γιατί, προτίμησε, αντί για ηλεκτρικό ρεύμα, να χρησιμοποιήσει έναν ισχυρό φακό, που φώτιζε άπλετα το δρόμο μπροστά του. Σε κάθε καμπή της σκάλας, η Κάθριν έβλεπε το παρήγορο φως να χορεύει μπροστά στα μάτια της και ταυτόχρονα είχε το νου της να μην παραπατήσει. Το πέσιμο από τέτοιο ύψος θα της πρόσφερε ένα ταξίδι άνευ επιστροφής στην αιωνιότητα. Όταν έφτασε, έπειτα από αρκετή ώρα, στο τέλος της σκάλας, κοντοστάθηκε αναποφάσιστη. Το υπόγειο θύμιζε λαβύρινθο, με πολλές στοές που οδηγούσαν σε διάφορα δωμάτια τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως ως αποθήκες, κι εκείνη δεν ήξερε προς τα πού να πάει. Η σιωπή εκεί κάτω ήταν τρομακτική και η Κάθριν άκουγε την ανάσα της να βγαίνει βαριά, σαν ατμομηχανή που τα έχει «φτύσει». Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και έφερε το χέρι στο στήθος προσπαθώντας να ηρεμήσει τους τρελούς χτύπους της καρδιάς της. Όταν ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της, ένιωσε την ακοή της να οξύνεται
σε φοβερό βαθμό. Στ’ αφτιά της έφτασαν ορισμένοι ήχοι που δεν είχε προσέξει προηγουμένως: το σούρσιμο ενός ποντικού, το στάλαγμα νερού πάνω στην πέτρα, μερικά πνιχτά μουρμουρητά. Η Κάθριν ακολούθησε τον τελευταίο ήχο σαν υπνωτισμένη και τα βήματά της την οδήγησαν έξω από μια χοντρή, ξύλινη πόρτα. Αφουγκράστηκε προσεκτικά και τα μουρμουρητά ξαφνικά μετατράπηκαν σε κανονικές αντρικές φωνές. Δεν της έμενε καμιά αμφιβολία ότι ο Ρίτσαρντ και οι φιλοξενούμενοί του βρίσκονταν σ’ εκείνο το χώρο. Η Κάθριν άνοιξε και μπήκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Περίμενε να δει σημεία και τέρατα, αλλά τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει για το θέαμα που θα αντίκριζε. Η τεράστια αίθουσα είχε αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που είχε κατέβει εδώ κάτω, δηλαδή πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Όλη η σαβούρα είχε μετακινηθεί ή πεταχτεί και ο χώρος είχε καθαριστεί επιμελώς. Τα ηλεκτρικά καλώδια είχαν ξηλωθεί και μαζί τους είχαν εξαφανιστεί και όλες οι λάμπες. Είχαν αντικατασταθεί από αμέτρητους πυρσούς, προσαρμοσμένους σε μεταλλικές βάσεις πάνω στους τοίχους. Οι αναλαμπές από τις φλόγες τους έδιναν μια διαφορετική –εφιαλτική, θα έλεγε κανείς– όψη στα περίεργα σύμβολα που ήταν ζωγραφισμένα στους τοίχους. Ένας τεράστιος, χρυσός ήλιος δέσποζε στη μια πλευρά και οι ακτίνες του κατέληγαν σε διάφορες προσωπογραφίες. Ανάμεσά τους η Κάθριν ξεχώρισε το πρόσωπο του άντρα της. Το κέντρο της αίθουσας καταλάμβανε ένα πολύ μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, και αυτή τη στιγμή κάθονταν ολόγυρά του περίπου τριάντα άντρες. Οι περισσότεροι φορούσαν μαύρες, μακριές τηβέννους, ενώ τα πρόσωπα μερικών ήταν καλυμμένα με χρυσές μάσκες στο σχήμα του ήλιου. Η Κάθριν ανατρίχιασε. Η πρώτη σκέψη της ήταν ότι ο άντρας της είχε μπλέξει με κάποια σατανιστική οργάνωση, αλλά, ρίχνοντας
μια πιο προσεκτική ματιά ένα γύρο, δεν είδε πουθενά κανένα από τα σύμβολα που χαρακτηρίζουν αυτού του είδους τις οργανώσεις. Δεν υπήρχαν πεντάλφες, ούτε μαύρα κεριά ή ανάποδοι σταυροί. Όπως επίσης δεν υπήρχαν πουθενά γυναίκες. «Τι διάολο συμβαίνει εδώ μέσα, Ρίτσαρντ;» φώναξε ταραγμένη. Η φωνή της έφτασε στ’ αφτιά της τσιριχτή και αλλοιωμένη, της φάνηκε πως ήταν η φωνή μιας άγνωστης. Η είσοδός της χαιρετίστηκε από αρκετά επιφωνήματα έκπληξης και δυσαρέσκειας. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος της και όσοι είχαν βγάλει τις μάσκες τους βιάστηκαν να τις ξαναφορέσουν, προτού προλάβει εκείνη να δει τα χαρακτηριστικά τους. Μετά την πρώτη έκπληξη, βρήκαν σύντομα την ψυχραιμία τους και βάλθηκαν να κοιτάζουν ανέκφραστοι τον απρόσκλητο εισβολέα μέσα από τις τρύπες για τα μάτια. Ο μόνος που δε χρειάστηκε να φορέσει τη μάσκα του ήταν ο Ρίτσαρντ. Ξέκοψε από τους υπόλοιπους και, όταν την πλησίασε, η Κάθριν τρόμαξε από την οργή που φανέρωνε το βλέμμα του. Την άρπαξε άγρια από το μπράτσο και την παρέσυρε έξω από την αίθουσα, χωρίς να νοιάζεται αν την πονούσε. Έκλεισε την πόρτα πίσω τους και στράφηκε εξαγριωμένος προς το μέρος της. «Τι νομίζεις ότι κάνεις, ηλίθια γυναίκα;» τη ρώτησε μέσα από τα δόντια. «Δεν ήμουν αρκετά σαφής όταν σου απαγόρεψα να έρχεσαι στον πύργο; Γιατί δεν υπάκουσες;» Η Κάθριν άρχισε να τρέμει και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Πρώτη φορά έβλεπε τον άντρα της σε τέτοια κατάσταση και φοβήθηκε πως θα τη χτυπούσε. Ο Ρίτσαρντ είχε βγει εκτός εαυτού. «Δεν έχει πια νόημα... τα κατέστρεψες όλα», είπε ξαφνικά και η λαβή του χαλάρωσε. Εκείνη τράβηξε το μπράτσο και άρχισε να τρίβει το πονεμένο της δέρμα. Το σημείο απ’ όπου την κρατούσε ο Ρίτσαρντ είχε ήδη κοκκινίσει.
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;» τόλμησε να ρωτήσει. «Δεν είναι δουλειά σου να ξέρεις», της απάντησε ξερά. Άρχισε να πηγαινοέρχεται δίπλα της σκεφτικός και, όταν κάποτε σταμάτησε μπροστά της, φαινόταν αρκετά πιο ήρεμος. «Άκου...» άρχισε να λέει. «Με ντρόπιασες μπροστά στους φίλους μου και αυτό δε θα σου το συγχωρέσω ποτέ. Εμείς οι δύο θα κάνουμε μια συμφωνία: θα ξεχάσεις το αποψινό, θα διαγράψεις από το μυαλό σου όσα είδες, κι εγώ θα προσπαθήσω να μη σου συμβεί κανένα κακό». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς...» ψέλλισε πανιασμένη η Κάθριν. Ο Ρίτσαρντ έδειξε με το κεφάλι προς το μέρος της αίθουσας. «Όλοι αυτοί ήδη θεωρούν ότι κινδυνεύουν από εσένα, γιατί φοβούνται ότι θα ανοίξεις το στόμα σου και θα μιλήσεις», της εξήγησε κοφτά. «Διακυβεύονται πολλά και δεν είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν. Με λίγα λόγια, θα προτιμήσουν να σε βγάλουν από τη μέση. Έγινα τώρα κατανοητός;» «Ωραίους φίλους έχεις, Ρίτσαρντ», βρήκε το κουράγιο να σχολιάσει η Κάθριν. «Δε ζήτησα τη γνώμη σου», της αντιγύρισε εκείνος θυμωμένος. «Αν καθόσουν στ’ αβγά σου, όπως όφειλες, τίποτε από αυτά δε θα είχε συμβεί. Φύγε τώρα και γύρισε αμέσως στο Λονδίνο. Δεν αντέχω να σε βλέπω άλλο μπροστά μου». Η Κάθριν υπάκουσε, αλλά δεν ξέχασε. Θα περίμενε κανείς ότι οι απειλές του Ρίτσαρντ θα την τρομοκρατούσαν, όμως το μόνο που κατάφεραν ήταν να την πεισμώσουν περισσότερο. Ήταν αποφασισμένη να μάθει τι κρυβόταν πίσω από αυτές τις συγκεντρώσεις και της πήρε κάμποσα χρόνια εντατικής έρευνας για να το καταφέρει. Και όλο αυτό κάτω από τη μύτη του Ρίτσαρντ, που δεν αντιλήφθηκε ποτέ ότι η γυναίκα του σκάλιζε εξονυχιστικά το γραφείο του ή παρακολουθούσε άγρυπνα κάθε του κίνηση. Αυτό, πάντως, που διαπίστωσε η Κάθριν ήταν ότι, μετά την επίσκεψή της, ο πύργος σταμάτησε να είναι τόπος συνάντησης. Όταν ο
Ρίτσαρντ άρχισε τα τακτικά δρομολόγια προς τη Βενετία, κατάλαβε ότι οι δραστηριότητες της αδελφότητας είχαν μεταφερθεί εκεί.
Τελειώνοντας την ιστορία της, η Κάθριν ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Έγειρε ξαφνικά το κεφάλι στον ώμο του εγγονού της και τα μάτια της έκλεισαν κουρασμένα. Ο Τζέιμς την πήρε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στο κρεβάτι της. Της έβγαλε τα παπούτσια, έφτιαξε τα μαξιλάρια στο προσκέφαλό της και τη σκέπασε ζεστά. «Κοιμήσου τώρα για να ξεκουραστείς», είπε φιλώντας τρυφερά το ρυτιδιασμένο της μάγουλο. «Θα έχουμε αύριο όλο τον καιρό να συνεχίσουμε την κουβέντα μας...» Εκείνη ένευσε καταφατικά και αναστέναξε ευχαριστημένη. Ήταν όμορφα να έχει κοντά της τον Τζέιμς να την περιποιείται τόσο στοργικά. Ο νέος άντρας βγήκε από την κρεβατοκάμαρά της και ανέβηκε στο δικό του δωμάτιο, όπου τίποτα δεν είχε αλλάξει από τότε που ήταν παιδί. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άνοιξε το ντοσιέ με τις φωτοτυπημένες σελίδες του ημερολογίου της Ελοΐζ. Δεν πρόλαβε καν να διαβάσει την πρώτη σελίδα. Ο ύπνος ήρθε γλυκά και τον τύλιξε στη ζεστή αγκαλά του χωρίς να το καταλάβει. Την ίδια στιγμή ο λόρδος Έρλιν, ο παππούς του, έβαζε το κλειδί στην εξώπορτα του σπιτιού, επιστρέφοντας από το ταξίδι του στη Βενετία.
13 Η Δάφνη ήταν σε πολύ δύσκολη θέση – απελπιστική, θα έλεγε κανείς. Βρισκόταν ολομόναχη σε ένα ξένο μέρος και δεν είχε πού να
στραφεί για βοήθεια. Ο γιατρός, στον οποίο υπολόγιζε τόσο πολύ, είχε γίνει άφαντος. Μετά τη σύλληψη του Μαρτσέλο, βρήκε το θάρρος να επιστρέψει στο νοσοκομείο και να ζητήσει με τρόπο πληροφορίες για το άτομό του. Έμαθε, επιτέλους, το όνομά του, τη διεύθυνση του σπιτιού του και πως έλειπε με άδεια στο Λονδίνο. Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε προβλέψει, όπως δεν είχε προβλέψει και πολλά άλλα πράγματα. Δεν έφταιγε, όμως, εκείνη που είχε αποστρέψει το πρόσωπό της από αυτό που της χάρισε τόσο απλόχερα η φύση. Όταν ήταν μικρή, πεταγόταν τα βράδια από το κρεβάτι και έτρεχε κλαίγοντας να χωθεί στο κρεβάτι των γονιών της και στην προστασία που της παρείχε η στοργική αγκαλιά τους. Αρχικά, εκείνοι νόμιζαν πως έφταιγε το σκοτάδι ή τα άσχημα όνειρα που έβλεπε η Δάφνη, μέχρι που συνειδητοποίησαν ότι ονειρευόταν ξύπνια και με τα μάτια ανοιχτά. Ο Στάθης και η Μαρία Ηλιάδη σκέφτηκαν να συμβουλευτούν γιατρό, αλλά η μικρή έσφυζε από υγεία, το πρόβλημα σίγουρα δεν ήταν οργανικής φύσεως. Άρχισαν τότε να την παρακολουθούν στενά, νύχτα μέρα, και σύντομα διαπίστωσαν ότι η κόρη τους δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί. Φαινόταν να γνωρίζει εκ των προτέρων αυτά που επρόκειτο να συμβούν, και μάλιστα βίωνε τα οράματά της με εκπληκτική διαύγεια. Η Μαρία Ηλιάδη πέρασε αρκετές μέρες στη βιβλιοθήκη του Ναυπλίου, μελετώντας βιβλία παραφυσικών φαινομένων και σημειώνοντας οτιδήποτε παρέπεμπε στην κατάσταση της Δάφνης. Έτσι, εκτός από το ότι εμπλούτισε το λεξιλόγιό της με μια πλειάδα λέξεων που μέχρι τότε αγνοούσε, έμαθε επιτέλους τι κρυβόταν πίσω από την παράξενη συμπεριφορά του παιδιού. «Η Δάφνη είναι προγνωστική», ανακοίνωσε με σιγουριά στον άντρα της ένα απόγευμα. Όταν ο Στάθης τη ρώτησε τι στην οργή σημαίνει αυτό, εκείνη
έσκυψε από πάνω του και μίλησε χαμηλόφωνα για να μην ακούσει το κοριτσάκι που έπαιζε λίγο πιο πέρα. «Βλέπει το μέλλον, όπως –καλή ώρα– εσύ κι εγώ βλέπουμε τηλεόραση». Ο άντρας της την κοίταξε με δυσπιστία. «Δηλαδή, Μαρία, θέλεις να πιστέψω ότι το παιδί μας είναι μέντιουμ;» «Όχι με τον τρόπο που το εννοείς. Δεν πιστεύω ότι έρχεται σε επαφή με πνεύματα και παρόμοια ανατριχιαστικά πράγματα. Ούτε χρειάζεται κρυστάλλινες σφαίρες και διάφορους άλλους τσαρλατανισμούς για να δει τα μελλούμενα. Αρκεί μόνο να το βάλει στο νου της, να ανοίξει αυτά τα παράξενα μάτια που έχει και να κοιτάξει». Ο πατέρας, για να πειστεί, κάλεσε κοντά του τη μικρή και της ζήτησε να του περιγράψει τα γεγονότα της επόμενης μέρας. Η Δάφνη τού ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια τι θα συνέβαινε από τη στιγμή που θα έβγαινε από το σπίτι για να πάει στη δουλειά του μέχρι την ώρα που θα επέστρεφε σε αυτό, κάνοντας λόγο για πράγματα που ήταν αδύνατο να γνωρίζει λόγω της ηλικίας της. Προς μεγάλη του έκπληξη, όλα έγιναν όπως τα είχε προβλέψει το κοριτσάκι: η σκυλίτσα του γείτονά τους γέννησε πέντε κατάλευκα κουταβάκια, το καΐκι του κυρ Θωμά έπιασε φωτιά όταν αναποδογύρισε το πετρογκάζ πάνω στην κουβέρτα, αλλά ευτυχώς πρόλαβε και την έσβησε, ένα λεωφορείο με σπασμένα φρένα σκόρπισε τον πανικό στο διάβα του και αμέτρητα άλλα περιστατικά, που η Δάφνη περιέγραψε γλαφυρά, σαν να παρακολουθούσε κινηματογραφική ταινία. Ο Στάθης, όταν έφτασε στην τράπεζα όπου εργαζόταν εδώ και δέκα χρόνια, έτρεμε ολόκληρος. Τα τελευταία λόγια της κορούλας του σφυροκοπούσαν ακόμα τα αφτιά του: «Μπαμπάκα μου, θα λυπηθείς πολύ αύριο. Σε βλέπω να κλαις πάνω από
κάποιον που είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα, αλλά δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς έχει. Νομίζω, όμως, πως κοιμάται, γιατί δεν κουνιέται καθόλου». Αυτός ήταν ο ορισμός που είχε δώσει η Δάφνη για το θάνατο και ο πατέρας της περίμενε μοιρολατρικά να δει αν θα εκπληρωνόταν και αυτή η προφητεία. Δεν είχε προλάβει να καθίσει καλά καλά στο γραφείο του, όταν η ταμίας ξεσήκωσε τον κόσμο με τις φωνές της. Ο πελάτης που εξυπηρετούσε είχε σωριαστεί στο πάτωμα, με μάτια γουρλωμένα από τον πόνο, έχοντας ακόμα το χέρι του γαντζωμένο στο μέρος της καρδιάς. Ο Στάθης έκλαψε πάνω από το πτώμα του άντρα, όπως ακριβώς είχε προβλέψει η κόρη του. Μόνο που τα δάκρυά του, ανάμεικτα με μια μεγάλη δόση ενοχής, ήταν δάκρυα ανακούφισης που το δυσάρεστο περιστατικό συνέβη σε έναν άγνωστο και όχι σε κάποιο φίλο και συνάδελφο, όπως περίμενε. Τα οράματα της Δάφνης δεν περιορίζονταν μόνο στο κοντινό μέλλον. Μπορούσε να δει πολύ μακριά και οι γονείς της ενθουσιάστηκαν στην ιδέα ότι κρατούσαν στα χέρια τους ένα σπάνιο θησαυρό, ή καλύτερα τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Έπλαθαν όνειρα για μια άνετη και πλούσια ζωή, αλλά αυτά τα όνειρα έμειναν απραγματοποίητα, γιατί συνειδητοποίησαν ότι κάθε φορά που η Δάφνη «κοίταζε» το μέλλον, δεν έβλεπε μόνο την ευχάριστη πλευρά της ζωής. Έβλεπε και τα δυσάρεστα: δυστυχία, εξαθλίωση, θανατικά. Βούλωνε τα αφτιά για να μην ακούει τις φωνές αυτών που υπέφεραν και ξεσπούσε σε κλάματα από τον άγνωστο και τρομακτικό κόσμο που ανοιγόταν μπροστά στα αθώα μάτια της. Οι γονείς της αναστατώθηκαν και έπαψαν να την ενοχλούν. Μάλιστα, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να γίνει η ζωή της ξανά φυσιολογική. Την απασχολούσαν διαρκώς με παιχνίδια και παραμύθια, μέχρι που η Δάφνη κατάφερε να περιορίσει σημαντικά τα οράματά της και να ξαναγίνει το ξένοιαστο παιδί που ήταν πάντα.
Κάποια μέρα, αρκετούς μήνες αργότερα, δέχτηκαν την επίσκεψη ενός άγνωστου άντρα. Το πολυτελές αυτοκίνητο με το σοφέρ και το πανάκριβο ντύσιμό του παρέπεμπαν σε άνθρωπο με πλούτο και ισχύ, μαθημένο να διατάζει. Ο άνθρωπος αυτός είχε έρθει για τη Δάφνη και, παρά τις πιέσεις των γονιών, δε δέχτηκε να αποκαλύψει πώς είχε μάθει τις σπάνιες δυνάμεις του παιδιού. Πάντως δε μάσησε τα λόγια του: τους πρότεινε να του δώσουν τη Δάφνη να τη μεγαλώσει εκείνος. «Δε θα της λείψει τίποτα», τους είχε υποσχεθεί και φαινόταν άνθρωπος που κρατούσε το λόγο του. Σε αντάλλαγμα τους πρόσφερε τόσα λεφτά όσα δεν είχαν ποτέ ονειρευτεί. Φυσικά, οι γονείς δε δέχτηκαν την προσφορά του και τον πέταξαν αγανακτισμένοι έξω από το σπίτι. Αυτός ο άντρας ήταν ο πατέρας του Νικόλαου Παπαδάκη, του νεαρού πολιτευτή από την Κρήτη, και φανατικό μέλος της αδελφότητας. Έπειτα από μερικές μέρες συνέβη ένα περίεργο περιστατικό, που τους αναστάτωσε ιδιαίτερα. Κάποιος νεαρός προσπάθησε να αρπάξει τη Δάφνη από την παιδική χαρά που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι. Η Μαρία τον είδε έγκαιρα από το παράθυρο της κουζίνας, απ’ όπου παρακολουθούσε άγρυπνα το παιχνίδι της κόρης της, και έτρεξε να την πάρει από τα χέρια του. Δημιουργήθηκε μεγάλος σαματάς και η παιδική χαρά γέμισε ξαφνικά με εξαγριωμένους γονείς, που όρμησαν να λιντσάρουν τον τύπο. Εκείνος κατάφερε να ξεφύγει λίγο πριν έρθει η αστυνομία, με αρκετούς μώλωπες και τα ρούχα του να κρέμονται κουρέλια. Το ίδιο βράδυ, το ζεύγος Ηλιάδη αποφάσισε να φύγει από το Ναύπλιο. «Όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα», είπε ο Στάθης. Έπειτα από αρκετή σκέψη, κατέληξαν στη Βενετία. Είχαν περάσει εκεί το μήνα του μέλιτος και διατηρούσαν ακόμα ζωντανές τις ευτυχισμένες στιγμές και τις αναμνήσεις μιας όμορφης πόλης. Πέραν
τούτου, όμως, υπήρχε πιο σημαντικός λόγος γι’ αυτή την επιλογή. Στη Βενετία ζούσε ένας αγαπημένος θείος του Στάθη, πολύ καλά αποκαταστημένος, και ο νέος άντρας υπολόγιζε στη βοήθειά του για να ορθοποδήσει. Του τηλεφώνησε για να τον ενημερώσει για την απόφασή του, κι εκείνος του πρότεινε ενθουσιασμένος να δουλέψει στη δική του επιχείρηση. Του πρόσφερε, μάλιστα, μια ανέλπιστη θέση: αυτή του οικονομικού διευθυντή, επειδή ο προηγούμενος ετοιμαζόταν να αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης. Ο Στάθης και η Μαρία μακάρισαν την τύχη τους και το θεώρησαν καλό οιωνό για το ξεκίνημα της νέας τους ζωής. Έτσι μετακόμισαν στη Βενετία, όπου, εν αγνοία τους, βρέθηκαν κυριολεκτικά μέσα στο στόμα του λύκου. Η Μαρία γνώρισε τη Σοφία Καβαλιέρι, νομική σύμβουλο στην εταιρεία του θείου του Στάθη, και έγιναν δύο πολύ καλές φίλες. Πέρασε, όμως, παραπάνω από χρόνος για να της ανοίξει την καρδιά της και να της μιλήσει για το πρόβλημα της κόρης της. Η Σοφία ερεύνησε διεξοδικά την περίπτωση της Δάφνης, ώσπου ανακάλυψε στο Ίντερνετ μια αναφορά στο θρύλο του χαρισματικού κοριτσιού με το λευκό σημάδι σε σχήμα ρόδου. «Μα έχει και η Δάφνη μου ένα παρόμοιο σημάδι!» αναφώνησε η Μαρία ταραγμένη. Τότε ήταν έγκυος στη Σαβίνα και περίμενε από μέρα σε μέρα να γεννήσει. «Είναι κατευθείαν απόγονος αυτού του κοριτσιού», συμπέρανε η Σοφία συγκινημένη. «Ειλικρινά, Σοφία», είπε η Μαρία αγανακτισμένη, «δεν καταλαβαίνω ποιος ήταν αυτός που ήθελε να αρπάξει τη Δάφνη μου. Υπάρχουν πολλοί σε αυτό τον κόσμο με τις δικές της ικανότητες, που θα πρόσφεραν ευχαρίστως τις υπηρεσίες τους με αντάλλαγμα δόξα και χρήμα. Γιατί βάλθηκαν να μου πάρουν το παιδί μου;» «Γιατί, γλυκιά μου, οι περισσότεροι είναι κίβδηλοι. Και οι λίγοι πραγματικά προικισμένοι που απομένουν δε φτάνουν τη Δάφνη ού-
τε στο μικρό της δαχτυλάκι. Η κόρη σου είναι το ίδιο σπάνια όσο ένα πολύτιμο διαμάντι μέσα σε ένα σωρό από άνθρακες». Προς μεγάλη έκπληξη των δύο γυναικών, και η άλλη κόρη της Μαρίας έφερε επίσης το ίδιο σημάδι, αν και δεν ήταν τόσο καλοσχηματισμένο και καθαρό όσο της Δάφνης. Η φύση, από ένα καπρίτσιο της ή πάνω σε μια στιγμή παραφροσύνης, είχε αποφασίσει να σημαδέψει και τις δύο αδερφές, προικίζοντας μόνο την πρώτη με το εξαιρετικό χάρισμα της πρόγνωσης. Η Μαρία δεν έζησε αρκετά για να μάθει ότι η Σαβίνα ήταν ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί και πως αυτό το σημάδι θα κόστιζε τη ζωή της δεκαεννιά χρόνια αργότερα. Κάηκε ζωντανή μέσα σε ένα αυτοκίνητο, αγκαλιά με τον άντρα της, από τη φωτιά που έβαλε ο Φράνκο Ντονατσάν για να τους βγάλει από τη μέση.
Η Δάφνη γνώριζε, λίγο πολύ, αυτές τις λεπτομέρειες, όπως επίσης γνώριζε ότι το χάρισμά της περιοριζόταν μόνο στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Αυτό που δεν είχε μάθει ακόμα ήταν πόσο βαθιά στο μέλλον μπορούσαν να φτάσουν οι προγνώσεις της. Δεν είχε καν την περιέργεια να δοκιμάσει, γιατί ήταν έντιμη και πίστευε πως, κάνοντας κάτι τέτοιο, παραβίαζε τα προσωπικά δεδομένα και την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων πάνω στους οποίους εστίαζε την προσοχή της. Εκτός από αυτό, υπήρχε κι άλλος ένας λόγος, πολύ σοβαρός: μη χρησιμοποιώντας την ικανότητά της, απέφευγε να πληρώσει το τίμημα του αβάσταχτου πόνου που έφερνε η συσσωρευμένη δυστυχία όλων αυτών των ανθρώπων. Τώρα, όμως, μετάνιωνε φριχτά. Αν είχε κάνει συνετή χρήση αυτού του δώρου της φύσης, η Σαβίνα θα ήταν ζωντανή, ο Μαρτσέλο δε θα κατέληγε με χειροπέδες και η ίδια δε θα κρυβόταν σαν να ήταν η χειρότερη εγκληματίας. Προσπάθησε απεγνωσμένα να συγκεντρωθεί και να δει πού οδη-
γούσαν όλα αυτά, αλλά το μόνο που λάμβανε ήταν θολές και συγκεχυμένες εικόνες, μπλεγμένες μεταξύ τους με ένα αιμάτινο δίχτυ. Ακόμα κι έτσι, όμως, καταλάβαινε ότι το χειρότερο δεν είχε έρθει. Η σύλληψη του Μαρτσέλο πυροδοτούσε μια σειρά από απρόσμενες εξελίξεις και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τις σταματήσει. Θα παρέμενε απλός θεατής μέχρι να έρθει η ώρα να την καλέσουν στη σκηνή για να παίξει τον τελευταίο ρόλο της παράστασης. Η μόνη της παρηγοριά ήταν ότι ο γιατρός επέστρεφε αύριο. Αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να πάει έξω από το σπίτι του και να τον περιμένει. Χώθηκε στις φυλλωσιές του κήπου της πολυκατοικίας για να προφυλαχτεί από τον ήλιο και να κρυφτεί από τα μάτια των ανθρώπων. Βολεύτηκε πάνω σε ένα πεζούλι και ετοιμάστηκε να περιμένει ατέλειωτες ώρες. Όπως καθόταν, έφερε στη σκέψη της την εικόνα του και τα μάτια της πήραν μια ονειροπόλα έκφραση. Αντίθετα από τα υπόλοιπα οράματα, το δικό του ήταν διαυγές σαν ξάστερος ουρανός. Τον είδε να λογομαχεί έντονα με έναν επιβλητικό ηλικιωμένο κύριο. Σε ένα άλλο δωμάτιο, μια επίσης ηλικιωμένη γυναίκα είχε στήσει αφτί, φανερά αναστατωμένη από τις δυνατές φωνές. Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι, έριξε πάνω από το νυχτικό της μια ρόμπα και βγήκε από το δωμάτιο για να συναντήσει τους δύο άντρες και να κατευνάσει, πιθανώς, τα οξυμένα πνεύματα. Ο Τζέιμς –το σωστό ήταν να τον αποκαλεί πια με το όνομά του– ετοιμάστηκε να φύγει και αποχαιρέτησε από κάποια απόσταση τη γηραιά κυρία, αφού πρώτα της υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε να τη δει την ερχόμενη εβδομάδα. Η Δάφνη έστρεψε την προσοχή της πάνω στη γυναίκα και ξαφνικά έπιασε το κεφάλι μουγκρίζοντας από τον πόνο. Το κορμί εκείνης ήταν πολύ άρρωστο, αλλά ακόμα πιο άρρωστη ήταν η ψυχή της. Όταν ηρέμησε έπειτα από αρκετή ώρα, η κοπέλα ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο και αναλύθηκε σε λυγμούς. Έκλαιγε για τη Σαβί-
να, για τον Μαρτσέλο, για τους γονείς της, για την ίδια. Έκλαιγε, όμως, και για τον Τζέιμς. Αύριο ήταν η τελευταία φορά που εκείνος θα έβλεπε όρθια τη συμπαθητική κυρία. Την επόμενη φορά θα την έβλεπε σωριασμένη στα πόδια του, με το θάνατο να φτερουγίζει από πάνω της. Τα δάκρυα κύλησαν καυτά στα μάγουλα της Δάφνης, επειδή για το χαμό αυτής της γυναίκας δε θα έφταιγε η αρρώστια της...
14
Ο Φράνκο έφτασε στην Κρήτη με το λίαρ τζετ του Γκουερίνι, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο κατά νου. Αναπόφευκτα, ο δολοφόνος του Ντάντε θα παρέμενε ασύλληπτος, εκτός κι αν γινόταν κάποιο θαύμα την τελευταία στιγμή. Μόνο που τα θαύματα συμβαίνουν σε ανύποπτο χρόνο, και μάλιστα όταν δεν τα περιμένεις ή όταν δεν έχεις πλέον την ανάγκη τους. Ο νεαρός Παπαδάκης τον συνόδεψε στο Τμήμα, ώστε να σιγουρευτεί ότι ο φίλος του πατέρα του θα είχε κάθε δυνατή βοήθεια από τις ελληνικές Αρχές και ότι η αστυνομία δε θα έμπαινε εμπόδιο στο έργο του. Ο Κωνσταντινίδης, εύλογα, λύσσαξε από το κακό του όταν έμαθε ότι εκείνος ο άντρας ήταν σταλμένος από τον Αλεσάντρο Γκουερίνι με σκοπό να συντονίσει τις έρευνες για την ανακάλυψη του δράστη της δολοφονίας του γιου του. Ήδη το έφερε βαρέως που είχε αποσιωπήσει το ρόλο του Ντάντε στο θάνατο εκείνης της άμοιρης κοπελίτσας. Ο μακαρίτης ήταν ένα σαδιστικό καθαρματάκι ολκής, που του άρεσε να βασανίζει αθώα θύματα. Δυστυχώς, το μυστικό θα έμενε βαθιά θαμμένο, επειδή ο πολύς και τρανός Αλεσάντρο Γκουερίνι απαγόρεψε να γίνουν πρωτοσέλιδα τα βίτσια του κανακάρη του. Το έγκλημα του νεαρού θα περνούσε απαρατήρητο, κι αυτό ήταν κάτι που ο Κωνσταντινίδης μετά βίας ανεχόταν.
Η πρώτη του σκέψη, βλέποντας τον Φράνκο Ντονατσάν, ήταν να τους διαολοστείλει όλους, μαζί και την ποθητή μετάθεση πίσω στην Αθήνα, και να κάνει τη δουλειά του απερίσπαστος, χωρίς αυτούς τους κακομαθημένους κεφαλαιοκράτες πάνω από το κεφάλι του. Μετά το ξανασκέφτηκε, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά, μίσησε τον εαυτό του για την αδυναμία του και κατάπιε τελικά τη γλώσσα του. Συντέλεσαν, βέβαια, και οι συμβουλές του νεαρού Παπαδάκη, μαζί με την υπόσχεση ότι το χαρτί της μετάθεσης βρισκόταν στο στάδιο των υπογραφών. Πάνω στη συζήτηση, ο Φράνκο έμαθε πως στο Τμήμα κρατούσαν τον Μαρτσέλο Καβαλιέρι και το μυαλό του επεξεργάστηκε με φοβερή ταχύτητα αυτή την πολύτιμη πληροφορία. Η σύλληψη του νεαρού δεν μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή. Ήταν ένα θεόσταλτο δώρο, το θαύμα για το οποίο προσευχόταν, η σανίδα σωτηρίας που θα τον βοηθούσε στη φουρτούνα. Ξαφνικά, προορισμός του νεαρού σε τούτη την άδικη ζωή ήταν να φορτωθεί το φόνο που έκανε ο Φράνκο και να γίνει το εξιλαστήριο θύμα για να σώσει εκείνος το δικό του τομάρι. Με τη βοήθεια του Νικόλαου Παπαδάκη, που εκτελούσε χρέη διερμηνέα, κατηγόρησε ευθέως τον Μαρτσέλο ως δράστη του φονικού και, όταν ο αστυνόμος τον ρώτησε έκπληκτος πώς κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, ο Φράνκο χαμογέλασε και ανέπτυξε όσο καλύτερα μπορούσε τη θεωρία του: Ο Μαρτσέλο και η Σαβίνα κάποτε υπήρξαν εραστές. Φαίνεται, όμως, ότι τσακώθηκαν, γιατί η κοπέλα ήρθε μόνη της για διακοπές στην Ελλάδα. Γνώρισε τον Ντάντε και έφυγε μαζί του για μια μικρή κρουαζιέρα στα νησιά. Ο Μαρτσέλο την ακολούθησε, ίσως για να την πείσει να τα ξαναβρούν, αλλά βρέθηκε μπροστά σε ένα εμπόδιο που δεν είχε προβλέψει: έναν αντίζηλο. Τον έβγαλε από τη μέση πιστεύοντας ότι η Σαβίνα θα γύριζε και πάλι κοντά του. «Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της ίδιας της κοπέλας, δραπέτευσε λίγο πριν βραδιάσει από το κότερο και έφτασε κολυμπώντας στη στε-
ριά. Δεν άφησε ποτέ να εννοηθεί πως υπήρχε και τρίτο πρόσωπο στην παρέα τους», σχολίασε ο Κωνσταντινίδης. Η δυσπιστία ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του. «Ο νεαρός Γκουερίνι δολοφονήθηκε την άλλη μέρα το πρωί. Μου φαίνεται πως η ιστορία σου μπάζει λιγάκι...» Ο Φράνκο δεν τα έχασε. «Πράγματι, δεν ανέφερε ποτέ κάτι τέτοιο», είπε ατάραχος. «Όμως ποιος μας βεβαιώνει ότι ο Καβαλιέρι δεν είχε εντοπίσει το κότερο και καιροφυλακτούσε κοντά στην ακτή, γυρεύοντας έναν τρόπο να το πλησιάσει; Ποιος μας βεβαιώνει ότι δεν είδε να μεταφέρουν τη Σαβίνα στο νοσοκομείο; Αν έγιναν έτσι τα πράγματα, τότε το πιο πιθανό είναι να θέλησε να εκδικηθεί το θάνατο της αγαπημένης του. Πήρε μια βάρκα και πήγε στο κότερο, σκότωσε τον Ντάντε και στη συνέχεια επέστρεψε στο νοσοκομείο για να κλέψει το πτώμα, θέλοντας ίσως να αποδώσει προσωπικά ένα φόρο τιμής στη γυναίκα που λάτρεψε». Ο Κωνσταντινίδης, όμως, είχε ακόμα τις αντιρρήσεις του. «Ο Καβαλιέρι έφτασε με την πρωινή πτήση της Alitalia. Αυτό το επιβεβαιώσαμε». Τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια ο Φράνκο δεν τη γνώριζε, γι’ αυτό γύρισε το σενάριό του κατά πως τον βόλευε. «Έστω... Αλλά πώς είσαι σίγουρος ότι το κορίτσι, ενώ βρισκόταν στο κότερο, δεν ήρθε σε επαφή μαζί του; Ήταν εύκολο να τον ειδοποιήσει. Ο Καβαλιέρι, λοιπόν, κατέφθασε με την πρωινή πτήση, έμαθε για το θάνατο της φιλενάδας του και αποφάσισε να πάρει εκδίκηση. Είχε όλο το χρόνο να ξανοιχτεί στο πέλαγος, να σκοτώσει τον Ενρίκο Γκουερίνι και εν συνεχεία να πάει στο νοσοκομείο και να κλέψει το πτώμα». Μόλις μετέφρασε ο νεαρός Παπαδάκης όλα τα παραπάνω, ο Κωνσταντινίδης ένιωσε το πρόσωπό του να φουντώνει από την έξαψη. «Διάολε, σαν να μου φαίνεται πως έχει δίκιο ο φίλος μας», είπε τρίβοντας τα χέρια με ικανοποίηση. «Όλα δένουν μεταξύ τους».
Αυτό το είπε αναλογιζόμενος το κίνητρο της δολοφονίας. Στο κότερο υπήρχαν αρκετά αντικείμενα αξίας και ο Ενρίκο Γκουερίνι είχε μαζί του πέντε χιλιάδες ευρώ. Ο δολοφόνος δεν είχε αγγίξει τίποτε από αυτά· απλώς πήγε να τον επισκεφτεί μεσοπέλαγα, τον σκότωσε και έφυγε σαν κύριος. Επίσης, ο Κωνσταντινίδης είχε βγάλει το συμπέρασμα πως θύμα και θύτης πρέπει να γνωρίζονταν από πριν. Τουλάχιστον η έλλειψη αντίστασης από την πλευρά του νεαρού αυτό υποδείκνυε. Δεν υπήρχαν σημάδια πάλης και το σβησμένο τσιγαριλίκι στο τασάκι έδειχνε πως ο νεαρός Γκουερίνι πέρασε κάμποση ώρα συζητώντας με το δολοφόνο του, ίσως για να λύσουν πολιτισμένα τις διαφορές που είχαν μεταξύ τους. «Τις λεπτομέρειες θα σας τις δώσει ο ίδιος ο Καβαλιέρι», συνέχισε απτόητος ο Φράνκο, προσπαθώντας να κρύψει την ευχαρίστησή του. Σκεφτόταν ότι η ιστορία του δεν είχε κανένα ψεγάδι. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχτεί όπως ακριβώς τα είχε φανταστεί. Ο Καβαλιέρι, βέβαια, θα αρνιόταν τα πάντα, αλλά οι μπάτσοι είχαν πάντα τον τρόπο τους να αποσπάσουν μια ομολογία αν την ήθελαν πολύ. Ο Κωνσταντινίδης δεν αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα. Ο Φράνκο είχε φροντίσει απλώς να του φυτέψει με μαστοριά μια ιδέα στο μυαλό. Τον Φράνκο δεν τον χαροποιούσε μόνο το γεγονός ότι βγήκε ξαφνικά από τη δύσκολη θέση. Για πρώτη φορά κρατούσε στα χέρια του έναν άνθρωπο που σχετιζόταν άμεσα με το κορίτσι-φάντασμα που έψαχνε. Χάρη στον Μαρτσέλο, μπορούσε να πει με σιγουριά πως το κρυφτούλι που παιζόταν μεταξύ τους τόσα χρόνια θα είχε σύντομα αίσιο τέλος. Το όνομα Καβαλιέρι ήταν το κλειδί που χρειαζόταν για να ανοίξει το κλειδωμένο δωμάτιο και να αρπάξει το θησαυρό που περιείχε.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μαρτσέλο άκουγε εμβρόντητος τον Κωνσταντινίδη να του ανακοινώνει ότι η ήδη σοβαρή κατηγορία που τον βάραινε μέχρι εκείνη τη στιγμή μετατράπηκε ξαφνικά σε κατηγορία για φόνο πρώτου βαθμού. Ο νεαρός Παπαδάκης, κρίνοντας πως η παρουσία του δεν ήταν πλέον απαραίτητη, είχε φύγει και το ρόλο του διερμηνέα είχε αναλάβει ένας αστυφύλακας που μιλούσε αγγλικά με βαριά κρητική προφορά. Ο Μαρτσέλο, για μία ολόκληρη ώρα, υπερασπίστηκε την αθωότητά του με θέρμη. Στην αρχή φώναξε, μετά παρακάλεσε και στο τέλος, αφού κατάλαβε ότι δε θα έβγαζε άκρη, έκλεισε ερμητικά το στόμα και ζήτησε να τηλεφωνήσει στη μητέρα του που ήταν δικηγόρος. Ο Κωνσταντινίδης τού έκανε το χατίρι και στάθηκε λίγο παράμερα για όση ώρα διήρκεσε το τηλεφώνημα. Όπως ήταν φυσικό, δεν κατάλαβε λέξη από τη συνομιλία, αλλά από τις χειρονομίες και την ένταση στη φωνή του Μαρτσέλο αντιλήφθηκε πως διαφωνούσε για κάτι πολύ σοβαρό με τη μητέρα του. Η Σοφία, πρώτα ως μάνα και ύστερα ως επαγγελματίας, ήθελε να πάρει το πρώτο αεροπλάνο και να κατέβει στην Κρήτη για να συμπαρασταθεί στο γιο της, αλλά εκείνος είχε τις αντιρρήσεις του. «Σοβαρά, μαμά, πιστεύεις ότι θα επιτρέψει ο Γκουερίνι να μείνω και να δικαστώ στην Ελλάδα; Θεωρώ από τώρα βέβαιο ότι θα ζητήσει την έκδοσή μου στην Ιταλία. Δε χρειάζεται, λοιπόν, να μπεις στον κόπο να έρθεις εδώ, προτιμώ να μείνεις εκεί όπου βρίσκεσαι και να αρχίσεις να προετοιμάζεσαι για την υπεράσπισή μου. Άλλωστε, μην ανησυχείς για εμένα, οι άνθρωποι εδώ μου φέρονται μια χαρά». Η Σοφία αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ο Μαρτσέλο είχε δίκιο ως προς την έκδοσή του. Μάλιστα, το προτιμούσε. Ήταν ευκολότερο να υπερασπιστεί το παιδί της στη χώρα της, όπου οι νόμοι τής ήταν γνωστοί και η γλώσσα δε θα έμπαινε εμπόδιο. Τον συμβούλευσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και, αφού του έστειλε
φιλιά και του είπε πόσο τον αγαπάει, έκλεισε το τηλέφωνο αποκαρδιωμένη. Η αλήθεια είναι πως ο Μαρτσέλο τα είχε κάπως χαμένα. Χρειαζόταν μερικές μέρες για να ηρεμήσει και να χωνέψει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Και αυτό δε θα γινόταν νιώθοντας τη μητέρα του να γυροφέρνει μόνη της σε μια ξένη πόλη, ξένη και η ίδια. Ο Κωνσταντινίδης, βλέποντάς τον να αφήνει το ακουστικό, διέταξε να τον μεταφέρουν πάλι στο κελί του. «Θα ομολογήσεις, φιλαράκο, αργά ή γρήγορα. Με το καλό ή με το άγριο θα ομολογήσεις», τον απείλησε φεύγοντας. Για καλή του τύχη, ο Μαρτσέλο δεν κατάλαβε τι του είπε. Στη συνέχεια ο αστυνόμος διέταξε να καλέσουν στο Τμήμα τον Τζέιμς ή την Τάνια για την απαραίτητη αναγνώριση του Καβαλιέρι. Είχε, βέβαια, στα χέρια του το αδιάψευστο βίντεο του νεαρού Κρητικού, του Μανώλη, αλλά ήταν τυπικός άνθρωπος και ήθελε να γίνονται όλα νομότυπα. Επειδή ο γιατρός έλειπε με άδεια στο Λονδίνο, τον ενημέρωσαν ότι θα ερχόταν η Τάνια. Εκείνη το είδε σαν μια καλή ευκαιρία να ξεφύγει λιγάκι από το νοσοκομείο και δέχτηκε πολύ ευχαρίστως να εξυπηρετήσει τις Αρχές στο δύσκολο έργο τους. Μισή ώρα αργότερα πάρκαρε το ξεσκέπαστο τζιπ της έξω από το Τμήμα. Καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο, η κοντή φούστα σηκώθηκε πολύ πιο πάνω από το ύψος των μηρών της, αφήνοντας σε κοινή θέα ένα ροζ κιλοτάκι και ένα ζευγάρι μακριά ηλιοκαμένα πόδια. Οι δύο νεαροί αστυφύλακες που στέκονταν φρουροί γούρλωσαν τα μάτια πίσω από τα μαύρα γυαλιά τους. Οι αισθήσεις τους αφυπνίστηκαν από το ανάλαφρο άρωμα που άφησε προσπερνώντας τους και σκέφτηκαν ότι πολύ ευχαρίστως θα έκαναν έρωτα σε μια τόσο όμορφη γυναίκα ακόμα και στη μέση του δρόμου. Η Τάνια, έχοντας πλήρη επίγνωση της ταραχής που ξεσήκωσε στο διάβα της, μπήκε στο Τμήμα και ζήτησε να δει τον Κωνσταντι-
νίδη. Ενώ περίμενε, έριξε ένα γρήγορο βλέμμα τριγύρω, χωρίς να καταδεχτεί να κοιτάξει τους άντρες που την έτρωγαν με τα μάτια. Ο μισθός των περισσοτέρων δεν ξεπερνούσε τα χίλια τριακόσια ευρώ το μήνα και η Τάνια στόχευε πολύ ψηλότερα. Από το βάθος του διαδρόμου φάνηκε να έρχεται ο αστυνόμος, με το γνωστό νευρικό βάδισμα και το αιώνιο τσιγάρο στα χείλη. «Έλα στο γραφείο μου, γιατρέ», της είπε μόλις πλησίασε. «Ζήτησα να φέρουν εκεί τον κρατούμενο, επειδή τα κρατητήρια δεν παρουσιάζουν και τόσο... χμ... ωραίο θέαμα». Δεν την ευχαρίστησε καν που παράτησε τη δουλειά της και έτρεξε να τον εξυπηρετήσει, το θεώρησε υποχρέωσή της. Επιπροσθέτως, ήταν το μόνο αρσενικό σε ολόκληρο το Τμήμα που έδειχνε ασυγκίνητο στην ομορφιά της, και αυτό της Τάνιας της κακοφάνηκε. Τον παλιομπάσταρδο! σκεφτόταν θυμωμένη, καθώς έτρεχε ξοπίσω του για να τον προλάβει. Ας μου ζητήσει άλλη φορά χάρη και να δει πού θα τον στείλω... Ο Κωνσταντινίδης άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και μπήκε πρώτος – άλλο ένα σημάδι της αγένειας ή της αδιαφορίας που τον διέκρινε. Το γραφείο δεν ήταν άδειο· στην πολυθρόνα των επισκεπτών καθόταν χαλαρά ένας άντρας με κοντοκουρεμένα μαλλιά και γκρίζα διαπεραστικά μάτια. Ο Φράνκο. Η Τάνια, βλέποντάς τον, ένιωσε το θυμό της να ξεφουσκώνει σαν μπαλόνι. Η αρρενωπότητα του άγνωστου της έκανε φοβερή εντύπωση – και δεν υπήρχαν πολλοί στον κόσμο που θα εντυπωσίαζαν την Τάνια με την πρώτη ματιά. Το αλάθητο ένστικτό της της έστειλε σήμα ότι εκείνος ο άντρας δεν ήταν κάποιος τυχάρπαστος που απλώς βρισκόταν στο γραφείο του αστυνόμου. Και ήταν σίγουρα ξένος, φαινόταν από την κοψιά του. Ούτε, όμως, ο Φράνκο έμεινε αδιάφορος στην παρουσία της. Στο πρόσωπό του αποτυπώθηκε μια έκφραση
θαυμασμού και την κοίταξε εξεταστικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια, γδύνοντάς την κυριολεκτικά με τα μάτια. Μετά την ξανθιά Κλόντια, η μελαχρινή κούκλα θα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή στο κρεβάτι του. Η Τάνια, σαν να μάντεψε τις σκέψεις του, έγλειψε αργά και αισθησιακά τα κόκκινα χείλη της. Ο Κωνσταντινίδης μύρισε τη φορτισμένη ατμόσφαιρα σαν κυνηγιάρικο σκυλί. Η ερωτική χημεία μεταξύ αυτών των δύο ήταν τόσο έντονη, ώστε τα αόρατα σινιάλα που έστελναν τα κορμιά τους δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για την έκρηξη που θα ακολουθούσε τη στιγμή της ένωσής τους. Φαίνονται έτοιμοι να πηδηχτούν εδώ μπροστά μου! σκέφτηκε ο αστυνόμος κάνοντας μια περιφρονητική γκριμάτσα. Ξαφνικά εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας ο κρατούμενος, συνοδευόμενος από δύο αστυνομικούς, με τις χειροπέδες περασμένες στα χέρια. Η Τάνια έριξε μια γρήγορη ματιά στον Μαρτσέλο και μετά το ενδιαφέρον της στράφηκε και πάλι προς τον Φράνκο, που της χαμογελούσε αδιόρατα. «Αυτός είναι ο άνθρωπος που έκλεψε το πτώμα από το νοσοκομείο», είπε στον Κωνσταντινίδη. «Πιάσατε και την κοπέλα που ήταν μαζί του;» «Όχι», απάντησε συνοφρυωμένος εκείνος. «Αυτός ο τσόγλανος αρνείται τα πάντα. Μάλιστα έχει το θράσος να επιμένει πως ήταν μόνος του στο νοσοκομείο. Με συγχωρείς, γιατρέ, που εκφράζομαι με αυτό τον τρόπο, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω ότι με έκανε να τρέχω βραδιάτικα στα χωράφια». Η Τάνια ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Λίγο την ενδιέφεραν όλα αυτά και βασικά δεν έβλεπε την ώρα να ξεμπερδέψει και να φύγει από τούτο το μέρος που μύριζε ιδρώτα και νικοτίνη. «Πάντως εκείνη δεν έχει φύγει ακόμα από το Ηράκλειο», συνέχισε ο Κωνσταντινίδης, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του. «Έχω δώ-
σει παντού την περιγραφή της και οι άνθρωποί μου έχουν εντολή να την κρατήσουν μόλις τη δουν να σκάει μύτη στο λιμάνι ή στο αεροδρόμιο. Μια τέτοια κοπέλα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη». Ο αστυνόμος και η Τάνια δε χρειάζονταν, φυσικά, διερμηνέα μεταξύ τους και η συζήτησή τους γινόταν στα ελληνικά, στερώντας από τον Φράνκο μια σημαντική πληροφορία. Αλλιώς θα υποψιαζόταν αμέσως ποια ήταν η κοπέλα που συνόδευε τον Μαρτσέλο. Όταν είδε να παίρνουν τον κρατούμενο, σηκώθηκε από τη θέση του, κρίνοντας πως είχε έρθει η ώρα να φύγει. Η δουλειά για την οποία είχε έρθει στην Κρήτη είχε τελειώσει γρήγορα και ανέλπιστα καλά. Ο Κωνσταντινίδης έκανε μια χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι, δείχνοντας στην Τάνια την πόρτα. «Μπορείς να πηγαίνεις κι εσύ, γιατρέ, να μη σε κρατάω άλλο», είπε κάπως κουρασμένα. Δεν είχε κλείσει μάτι όλο το βράδυ και δεν έβλεπε την ώρα να πάει στο σπίτι του για να κοιμηθεί μερικές ώρες. Ο Φράνκο κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσει η Τάνια και μετά στράφηκε στον Κωνσταντινίδη. Άπλωσε το χέρι και τον χαιρέτησε με μια θερμή χειραψία. Του το χρωστούσε άλλωστε. Ο νευρικός ανθρωπάκος εξυπηρέτησε τους σκοπούς του και με το παραπάνω. Το ζευγάρι βγήκε μαζί από το Τμήμα και κατευθύνθηκε προς το τζιπάκι της Τάνιας. Εκεί στάθηκαν και κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα στα μάτια, λες και προσπαθούσε ο ένας να διαβάσει τις σκέψεις του άλλου. Ο Φράνκο έκανε την πρώτη κίνηση· πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στις μαύρες μπούκλες της κοπέλας. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε στα αγγλικά. Όσο βρίσκονταν στο γραφείο του Κωνσταντινίδη δεν είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους ούτε μία κουβέντα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά, και ο Φράνκο ήλπιζε ότι η γλώσσα δε θα στεκόταν εμπόδιο στην επικοινωνία τους.
«Τάνια, εσένα;» του απάντησε εκείνη επίσης στα αγγλικά. «Φράνκο», της είπε, νιώθοντας ταυτόχρονα ανακούφιση. Το χέρι του κατέβηκε αργά και χάιδεψε με την ανάστροφη της παλάμης του το τρυφερό γυναικείο μάγουλο. Η Τάνια ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζεται και ένα μυρμήγκιασμα διέτρεξε αστραπιαία όλο το κορμί της. Ξεκίνησε από τα πόδια και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του κεφαλιού της. Εκείνη τη στιγμή η εικόνα του Τζέιμς θόλωσε και έγινε μια μακρινή ανάμνηση κάπου στο βάθος του μυαλού της. Αν της έλεγε κάποιος πριν από μία ώρα ότι θα τον ξεχνούσε τόσο εύκολα, ήταν ικανή να ριχτεί πάνω του και να του βγάλει τα μάτια. «Θέλεις να πάμε κάπου για καφέ;» τη ρώτησε ο Φράνκο. Εκείνη πήρε το χέρι του μέσα στο δικό της και φίλησε την παλάμη. «Καλύτερα να μη χάνουμε τον καιρό μας με προσχήματα», του δήλωσε στα ίσια. «Το σπίτι μου δεν είναι μακριά...» «Το προτιμώ», συμφώνησε ο άντρας. Μπήκαν στο τζιπ και η Τάνια έκανε επιτόπου στροφή, ξεσηκώνοντας τις έντονες διαμαρτυρίες των άλλων οδηγών, που κόντεψαν να τρακάρουν μεταξύ τους. Πάτησε γκάζι και απομακρύνθηκε χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία. Ο Φράνκο την κοίταζε ενώ οδηγούσε, παρατηρώντας το αρμονικό προφίλ της. Έδειχνε γυναίκα δυναμική, που ήξερε τι ζητούσε από τη ζωή. Όπως ο ίδιος, άλλωστε. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να τον πείσει ότι η Τάνια ήταν η πιο σωστή επιλογή που είχε κάνει ποτέ. Είκοσι λεπτά αργότερα έφτασαν στο σπίτι της. Έμενε κοντά στην Κνωσό, λίγο έξω από την πόλη, σε ένα όμορφο διώροφο σπίτι περιτριγυρισμένο από έναν τεράστιο κήπο με οργιώδη βλάστηση. Ο Θωμάς, ο συνταξιούχος σπιτονοικοκύρης της που ζούσε στο ισόγειο, καταγινόταν εκείνη την ώρα με την κηπουρική και, ακούγοντας την εξώπορτα να ανοίγει, στράφηκε να δει ποιος είναι. Η Τάνια με τον Φράνκο πέρασαν από μπροστά του χωρίς να τον πάρουν είδηση και ο άνθρωπος έμεινε σοκαρισμένος, με την ψαλίδα στο χέρι. Μέχρι τό-
τε, ο μοναδικός άντρας που ερχόταν στο σπίτι της νοικάρισσάς του ήταν ο Τζέιμς. Ο Θωμάς είχε βάλει στην καρδιά του αυτό το παλικάρι και είχε μοιραστεί μαζί του άπειρες φορές τη σπιτική ρακή του κάτω από τη σκιερή πέργκολα. Γι’ αυτό του κακοφάνηκε κάπως βλέποντας την Τάνια με κάποιον άλλο. Γύρισε στην κηπουρική του, που απορροφούσε τον περισσότερο χρόνο του, και όταν άφησε κάτω την ψαλίδα, είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Ήταν η πιο ζεστή ώρα της μέρας, η ώρα που οι άνθρωποι κλείνονταν συνήθως στα σπίτια αναζητώντας λίγη δροσιά. Η κίνηση στο δρόμο ήταν ελάχιστη και τα τζιτζίκια, ξετρελαμένα από την κάψα του καλοκαιριού, αφού τον ξεκούφαναν με ένα εντυπωσιακό κρεσέντο, σώπασαν ξαφνικά, για να ξαναρχίσουν έπειτα από λίγο με καινούρια όρεξη. Ο Θωμάς σκούπισε με το μανίκι τον ιδρώτα από το μέτωπό του και έριξε μια κλεφτή ματιά στα κλειστά παντζούρια της Τάνιας. Αν δεν τους είχε δει να έρχονται, θα ορκιζόταν ότι το σπίτι ήταν άδειο. Κανένας ύποπτος θόρυβος δεν έφτανε στ’ αφτιά του, αλλά δεν είχε καμιά αμφιβολία για το τι γινόταν εκεί πάνω. Μουρμουρίζοντας, κάθισε κάτω από την κληματαριά και κολάτσισε το μεσημεριανό του: κρίθινα παξιμάδια με ζουμερές ντομάτες και κατσικίσιο τυρί δικής του παραγωγής. Όταν απόφαγε, ξάπλωσε στον πάγκο και τον πήρε ο ύπνος. Τον ξύπνησε το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα και, ανοίγοντας τα μάτια, είδε ότι ο ήλιος είχε προχωρήσει αρκετά στον ουρανό. Πρέπει να είχε κοιμηθεί πάνω από τρεις ώρες. Σηκώθηκε ζαλισμένος και μπήκε στο σπίτι για να απαντήσει στην κλήση. Ήταν από το νοσοκομείο και ζητούσαν την Τάνια. «Την ψάχνουμε παντού», του είπε μια άγνωστη γυναικεία φωνή. Ακουγόταν αυστηρή, λες και έφταιγε αυτός για την εξαφάνισή της. «Μας είπε ότι θα πήγαινε στο Τμήμα για να δώσει κατάθεση και μετά θα γύριζε στο νοσοκομείο. Το τηλέφωνο στο σπίτι της μοιά-
ζει να είναι συνέχεια κατειλημμένο και έχει το κινητό της κλειστό». «Δεν είναι δουλειά μου να ξέρω τι κάνει και πού βρίσκεται», είπε αρκετά συγχυσμένος ο Θωμάς και κοπάνησε με δύναμη το ακουστικό στη θέση του. Τα παντζούρια της Τάνιας άνοιξαν όταν έπιασε κάπως να δροσίζει, αργά το απόγευμα. Βγήκε στη βεράντα κρατώντας ένα ποτήρι δροσερό χυμό και γέμισε τα πνευμόνια της με φρέσκο αέρα. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του σπιτιού ήταν πνιγηρή, φορτωμένη από τις μυρωδιές του έρωτα. Ο Φράνκο βγήκε ξοπίσω της και πέρασε το χέρι κατακτητικά γύρω από τη μέση της. «Σ’ αγαπάω κυρ Θωμά!» του φώναξε η Τάνια από ψηλά γελώντας. «Σήμερα αγαπάω όλο τον κόσμο!» Ο ηλικιωμένος άντρας έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος της και έκλεισε τα μάτια από την αντηλιά για να δει καλύτερα. Οι ώρες που πέρασε κλεισμένη με αυτό τον άγνωστο είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω στο κορμί της. Τα αναστατωμένα μαλλιά, τα πρησμένα χείλη, η λάμψη στο βλέμμα της και τα φλογισμένα μάγουλά της του θύμισαν τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του στα νιάτα της και μελαγχόλησε ξαφνικά. Κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό και έσκυψε πάνω από μια τριανταφυλλιά καταπίνοντας τα δάκρυά του. Η Τάνια στράφηκε προς το μέρος του Φράνκο και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του. Ρούφηξε λαίμαργα τα χείλη του για χιλιοστή φορά και κούρνιασε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε ολοκληρωμένη ως γυναίκα. Μέχρι τώρα δεν το είχε καταφέρει κανείς· ούτε ο Τζέιμς ούτε οι άλλοι πριν από αυτόν. Από χαρακτήρα, η Τάνια ήταν κυρίαρχη και απαιτητική και αναπόφευκτα επέβαλλε στις σχέσεις της τους δικούς της ρυθμούς. Η μοίρα της σήμερα αποφάσισε να ρίξει στο δρόμο της κάποιον που είχε τα ίδια, αν όχι χειρότερα χαρακτηριστικά. Ήταν δύο ψυχές που μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Ο καινούριος της εραστής δεν της άφη-
σε περιθώριο ούτε να ανασάνει και της έδειξε από την πρώτη στιγμή ποιος θα κρατούσε το τιμόνι σε αυτή τη σχέση. Ο Φράνκο ακούμπησε το κεφάλι πάνω στο δικό της και κοίταξε αφηρημένος το γέρο που καταγινόταν με την τριανταφυλλιά. Αν δεν είχε συναντήσει την Τάνια, τούτη τη στιγμή θα βρισκόταν στην Ιταλία. Ο Γκουερίνι είχε ξεκινήσει ήδη τις διαδικασίες για την έκδοση του Μαρτσέλο, ώστε να δικαστεί από τα ιταλικά δικαστήρια. Μπορεί οι Έλληνες να έφερναν αντιρρήσεις, γιατί ο φόνος είχε γίνει στον τόπο τους, αλλά οι γνωριμίες του Ιταλού μεγιστάνα ήταν σημαντικές σε αυτή τη χώρα και ο λόγος του είχε μεγάλη πέραση. Έσφιξε την Τάνια στην αγκαλιά του και πήρε την απόφασή του στα γρήγορα. Δεν μπορούσε να την αφήσει πίσω. Αυτή η γυναίκα, άγνωστη μέχρι σήμερα, είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του δικού του κορμιού. Ως εραστές είχαν ταιριάξει απόλυτα, λες και ήταν γεννημένοι ο ένας για τον άλλο. «Πήγαινε φτιάξε τις βαλίτσες σου», της είπε βραχνά, φιλώντας τη βάση του λαιμού της. «Θα έρθεις μαζί μου στην Ιταλία απόψε». Η Τάνια τον κοίταξε αποσβολωμένη. Στην αρχή νόμισε ότι την κορόιδευε, αλλά, όταν είδε την έκφραση στο πρόσωπό του, κατάλαβε ότι μιλούσε πολύ σοβαρά. Τα μάτια της άστραψαν από χαρά και χωρίς δεύτερη κουβέντα έτρεξε στο σπίτι για να ετοιμαστεί. Κατέβασε μια μικρή βαλίτσα από την ντουλάπα και άρχισε να ρίχνει μέσα ό,τι έβρισκε μπροστά της. Ήθελε να τραγουδήσει, αλλά η συγκίνηση δεν την άφηνε, ένιωθε να την πνίγει σαν θηλιά στο λαιμό. Η μέχρι χτες αδιάφορη Τάνια είχε μεταμορφωθεί μέσα σε λίγες ώρες σε μια ερωτευμένη γυναίκα. Ο κυρ Θωμάς διέκρινε μόνο τα επιφανειακά σημάδια του έρωτα στο κορμί της, δεν μπορούσε να δει το σημάδι που είχε αφήσει στην ψυχή της. Η Τάνια ήταν έτοιμη να κάνει τα πάντα για τον Φράνκο, ακόμα και να σκοτώσει...
15
Ο Τζέιμς έφυγε από το Λονδίνο σε πολύ κακή διάθεση. Πίστευε ότι θα συνέχιζε τη συζήτηση με τη γιαγιά του από το σημείο όπου την είχαν αφήσει το προηγούμενο βράδυ και αντ’ αυτού αναγκάστηκε να το σκάσει σαν κυνηγημένος, χωρίς καν να την αποχαιρετήσει όπως άρμοζε. Το πρωί, καθώς πήγαινε στην κουζίνα για να πάρει καφέ, έπεσε πάνω στον παππού του. Για κάποιο λόγο, ο γέρος δεν έμεινε στη Βενετία, όπως υπολόγιζε η γιαγιά του, και είχε γυρίσει νωρίτερα στο Λονδίνο. Οι δύο άντρες αναμετρήθηκαν πρώτα με το βλέμμα, σαν κοκόρια έτοιμα να αρπαχτούν. Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο λόρδος και η φωνή του ακούστηκε ψυχρή και ειρωνική. «Βρίσκω εντελώς ανάρμοστη τη συμπεριφορά σου, κύριε. Τρυπώνεις στο σπίτι μου εν τη απουσία μου και καμώνεσαι τον έκπληκτο που με βλέπεις, σαν να είμαι εγώ ο παρείσακτος». «Αν ήξερα ότι θα σε έβρισκα εδώ, δε θα ερχόμουν», είπε ξερά ο Τζέιμς. Κάποια εποχή ήταν διατεθειμένος να τα βρει μαζί του και να βάλει ένα τέλος στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ τους. Μια συγνώμη θα ήταν αρκετή, αλλά ο πεισματάρης γέρος δε σκόπευε να του δώσει αυτή τη χαρά. «Τότε το μόνο αξιοπρεπές πράγμα που σου μένει να κάνεις είναι να μου αδειάσεις αμέσως τη γωνιά», απαίτησε τρέμοντας από οργή ο λόρδος Έρλιν. «Αυτό ετοιμαζόμουν να κάνω», αντιγύρισε ο Τζέιμς στον ίδιο τόνο. «Δε μου είναι ευχάριστο να μένω στο ίδιο σπίτι μαζί σου». «Φέρε τα πράγματα του κυρίου, Άλφρεντ. Φεύγει τώρα αμέσως», διέταξε ο λόρδος τον μπάτλερ, που καθόταν σε μια γωνιά και παρακολουθούσε στενοχωρημένος τη συζήτηση.
Ο Άλφρεντ, μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, υπάκουσε στην εντολή και λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε κουβαλώντας το σακίδιο του Τζέιμς. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας, με αρκετή καθυστέρηση, η λαίδη Κάθριν. Πιάστηκε από την κουπαστή και κοίταξε αναστατωμένη κάτω στο χολ τον εγγονό της που έφευγε. «Τζέιμς...!» φώναξε με ραγισμένη φωνή. Εκείνος κοντοστάθηκε και έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος της εύθραυστης μορφής που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, φορώντας το μακρύ άσπρο νυχτικό της. Η ρόμπα της είχε γλιστρήσει από τους ώμους και ήταν πεσμένη στα σκαλοπάτια. Στα χείλη του χαράχτηκε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Λυπάμαι, αλλά είμαι αναγκασμένος να φύγω», της είπε. «Να θυμάσαι πως σ’ αγαπάω». Ο λόρδος πήγε και άνοιξε ο ίδιος την πόρτα, ώστε να σιγουρευτεί ότι ο ανεπιθύμητος επισκέπτης δε θα έμενε λεπτό παραπάνω στο σπιτικό του. Έμεινε εκεί μέχρι τη στιγμή που ο εγγονός του βγήκε από τον κήπο και χάθηκε στην κίνηση του δρόμου. Ο Τζέιμς, από τη σύγχυσή του, δεν κατάλαβε πότε έφτασε στο αεροδρόμιο, ούτε πως βρέθηκε μέσα στο αεροπλάνο. Δεν το παραδεχόταν φανερά, επειδή είχε κι αυτός το μερτικό του στον εγωισμό, αλλά ενδόμυχα ευχόταν να ερχόταν μια μέρα που θα αγκάλιαζε ξανά τον παππού του. Δε θα τον αγαπούσε ποτέ με την κυριολεκτική έννοια –αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις του–, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσαν να βελτιωθούν αρκετά οι σχέσεις τους. Καθώς έβαζε το σακίδιο στο ντουλάπι πάνω από τη θέση του, το χέρι του έπιασε κάτι σκληρό. Ήταν το ντοσιέ με το ημερολόγιο της Ελοΐζ. Ο Άλφρεντ το είχε βρει στο κομοδίνο και, θεωρώντας ότι ήταν δικό του, το έβαλε στο σάκο μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά του είδη. Ζητώντας συγνώμη για την καθυστέρηση από τον κόσμο που πε-
ρίμενε ανυπόμονα πίσω του, το πήρε και κάθισε, ελευθερώνοντας επιτέλους το στενό διάδρομο του αεροπλάνου. Άρχισε να διαβάζει και σύντομα απορροφήθηκε τόσο πολύ, ώστε δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα κατά τη διάρκεια της πτήσης. Δεν ξέρω τι έπαθε τώρα τελευταία ο αφέντης μου, όμως ο τρόπος που με κοιτάζει με κάνει να φοβάμαι..., έγραφε η Ελοΐζ. Γλυκέ Ιησού, προστάτεψέ με! Έχει το κακό στο μυαλό του κι εγώ δεν έχω τρόπο να τον σταματήσω... Το κορίτσι είχε αρχίσει να κρατάει ημερολόγιο σχεδόν από την πρώτη μέρα που έμαθε να γράφει. Τα γράμματά της, παιδιάστικα και στρογγυλά στην αρχή, εξελίσσονταν με την πάροδο του χρόνου όπως ακριβώς και οι σκέψεις της. Σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν, η Ελοΐζ ήταν σε θέση να καταγράφει και να αναλύει τις εμπειρίες της με μια ωριμότητα που δε συμβάδιζε με την ηλικία της. Αυτό το οποίο φοβόμουν δεν άργησε να συμβεί. Ένα βράδυ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ήρθε και με ξύπνησε η βάγια και μου είπε κλαίγοντας ότι εκείνος τη διέταξε να με πάει στο δωμάτιό του. Την αγαπώ πολύ τη βάγια μου, αλλά, όπως εγώ, είναι ανίσχυρη στις προσταγές του. Επίσης, είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο, εκτός από τον αφέντη, που γνωρίζει το μυστικό μου και ξέρω πως δε θα με προδώσει ποτέ. Ενώ τρέχαμε βιαστικές στους σκοτεινούς διαδρόμους του κάστρου, εκείνη με κρατούσε σφιχτά από το χέρι και μου ψιθύριζε κούφια λόγια παρηγοριάς. Η καημένη, αυτό μπορούσε να μου προσφέρει μόνο! Με παρέδωσε στα χέρια του και βρήκε το θάρρος να τον παρακαλέσει να μου φερθεί με καλοσύνη. Ο αφέντης την κλότσησε με μίσος στην κοιλιά και την έβγαλε σηκωτή από το δωμάτιο. Μετά στράφηκε προς το μέρος μου. Είχα κουρνιάσει σε μια γωνιά και έκλαιγα από το φόβο. Τον παρακαλούσα να με λυπηθεί, αλλά εκείνος με άρπαξε και με πέταξε στο κρεβάτι σαν να μην ήμουν άνθρωπος. Έσκισε τα ρούχα μου και
μαζί τους κουρέλιασε και την ψυχή μου. Ούρλιαζα και χτυπιόμουν σαν τρελή να ξεφύγω από τα χέρια του και κάποια στιγμή έχασε την υπομονή του και με χαστούκισε πολύ άσχημα. Η μύτη μου μάτωσε και τα χείλη μου σκίστηκαν. Ησύχασα ξαφνικά και έσκυψα το κεφάλι σε αυτό που όριζε η μοίρα. Εκείνος τότε γέλασε και μου είπε πως έπειτα από λίγο καιρό θα μου άρεσε και πως στο τέλος θα το αποζητούσα μονάχη μου. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη τη νύχτα είναι ένα πελώριο κορμί που έγερνε για να σκεπάσει το δικό μου και τον απέραντο πόνο που ένιωσα. Θεέ μου, πόσο πολύ πόνεσα! Αισθανόμουν ένα καυτό μαχαίρι να ξεσκίζει τα σωθικά μου, μέχρι που στο τέλος δεν άντεξα και λιποθύμησα. Πίστευα ότι το μαρτύριό μου θα τελείωνε εκεί, αλλά, όταν συνήλθα, εκείνος ρίχτηκε ξανά πάνω μου με περισσότερη ορμή. Και μετά ξανά και ξανά... μέχρι που σταμάτησα να αισθάνομαι οτιδήποτε. Ολόκληρο το κορμί μου είχε γίνει μια πληγή και πλέον δε με άγγιζε ο πόνος. Ήμουν γεμάτη χαρά, γιατί αυτό ήταν προμήνυμα της λησμονιάς που φέρνει ο θάνατος. Όμως αλίμονο στους δυστυχείς που ψάχνουν τη λύτρωση στο θάνατο κι αλίμονο σ’ εμένα που ήξερα πως δε θα ερχόταν απόψε... ούτε και σε κανένα από τα μαρτυρικά βράδια που θα ακολουθούσαν. Το πρωί ο αφέντης έφυγε, αφήνοντας πίσω του ένα ανθρώπινο κουρέλι. Τότε μόνο τόλμησε να μπει η βάγια στο δωμάτιό του. Έβαλε τα κλάματα μόλις με είδε σε αυτή την κατάσταση και μου είπε πως όλο το βράδυ καθόταν έξω από την πόρτα και με άκουγε να σπαράζω, ανήμπορη να με βοηθήσει. Ζέστανε νερό και καθάρισε τις πληγές μου. Μετά με πήρε στην αγκαλιά της και με μετέφερε στο δικό μου δωμάτιο, επειδή ήμουν πολύ εξαντλημένη να περπατήσω. Κοιμήθηκα όλη τη μέρα με τη βάγια δίπλα μου... Με αυτό τον τρόπο περιέγραφε η Ελοΐζ τη σκηνή του βιασμού της από το λόρδο Γουίλιαμ Έρλιν. Ο Τζέιμς ένιωσε να τον πνίγει η αγανάκτηση για τις επαίσχυντες πράξεις που διαπράχτηκαν σε βάρος ενός παιδιού, έστω κι αν αυτές είχαν συμβεί πριν από αρκετούς αιώνες.
Όταν αυτός ο άθλιος κατάλαβε ότι ήμουν έγκυος, με ανάγκασε να του φανερώσω το φύλο του παιδιού, και όταν έμαθε πως ήταν αγόρι, έφερε έναν παπά και μας πάντρεψε στα γρήγορα. Ο γιος του έπρεπε να γεννηθεί μέσα από νόμιμο γάμο για να κληρονομήσει τον τίτλο και όλα τα δικαιώματα που τον συνοδεύουν. Ήταν το μόνο καλό πράγμα που έκανε ποτέ για εμένα. Τέλος πάντων... ας γυρίσω καλύτερα στη μέρα του γάμου μου. Η βάγια έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να με κάνει να νιώσω ευτυχισμένη. Με έπλυνε και με στόλισε όπως αρμόζει σε όλες τις νύφες. Εμένα με είχαν πιάσει οι κακίες μου και την παίδευα, χαλώντας όλα όσα έφτιαχνε. Η βάγια έλεγε ότι έφταιγε η εγκυμοσύνη μου και ξανάρχιζε πάλι από την αρχή χωρίς να βαρυγκωμάει. Αφού στο τέλος τη λυπήθηκα ακόμα κι εγώ, η άκαρδη, και την άφησα να κάνει όπως καταλαβαίνει. Πρέπει να ομολογήσω ότι το αποτέλεσμα, αν και εντυπωσιακό, με άφησε εντελώς αδιάφορη. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα για πρώτη φορά τη μεταμόρφωσή μου. Ο Γουίλιαμ, ή μάλλον αυτό που μου έκανε παρά τη θέλησή μου, με είχε μετατρέψει σε ένα κακότροπο και σκληρόκαρδο πλάσμα και δεν είχα καμιά σχέση με τον παλιό εαυτό μου. Ταράχτηκα και έβαλα τα κλάματα. Η βάγια είδε κι έπαθε για να με ηρεμήσει και για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό την αγκάλιασα και τη φίλησα. Χρωστούσα πολλά σε αυτή την καλή γυναίκα και ποτέ δεν είχα σκεφτεί να την ευχαριστήσω. Θεωρούσα πως είχε γεννηθεί για να με υπηρετεί – μέχρι αυτό το σημείο είχε φτάσει η αναισθησία μου. Κι όμως! Με είχε βυζάξει με το γάλα της όταν ήμουν μωρό, ανέχτηκε τις αρρώστιες και τις σκανταλιές μου, έφαγε το ξύλο που προοριζόταν για εμένα... Ακόμα και τώρα αυτή με περιποιείται κάθε βράδυ όταν βγαίνω μισοπεθαμένη από τα νύχια του Γουίλιαμ. Δύστυχη βάγια, είναι ακόμα πιο μόνη από εμένα· εγώ, τουλάχιστον, έχω εκείνη. Αυτό αποδείκνυε ότι στην ψυχή της Ελοΐζ υπήρχε ακόμα μια σπίθα καλοσύνης. Ο Τζέιμς διέτρεξε τις επόμενες σελίδες, όπου η κοπέλα περιέγραφε την παρωδία του γάμου της, και έφτασε στη μέρα που γέννησε το γιο της.
Γιατί, Θεέ μου, πονάω τόσο πολύ; Από τότε που έμεινα έγκυος έχω παραβρεθεί σε αρκετούς τοκετούς, αλλά δεν είδα καμιά γυναίκα να υποφέρει τόσο όσο εγώ. Η βάγια μου λέει ότι φταίει που είμαι ακόμα πολύ μικρή, και μάλλον έχει δίκιο. Βρέχει συνέχεια το μέτωπό μου με κρύο νερό και μου φτιάχνει τα μαξιλάρια, λες κι αυτό θα ανακουφίσει τους αφόρητους πόνους μου. Γύρω μου υπάρχουν πολλές γυναίκες που παραστέκονται και βοηθούν τη βάγια, αλλά οι φωνές τους με ενοχλούν. Κάποια στιγμή ένιωσα να σβήνω, πως χανόμουν από τη ζωή, και οι φωνές χαμήλωσαν και έγιναν σχεδόν μουρμουρητά. Ξεχώρισα ανάμεσά τους μερικές φράσεις: «Θα πεθάνει, δε θα τα καταφέρει...» έλεγε μία. «Η λεκάνη της είναι πολύ στενή, γι’ αυτό τα κορίτσια δεν πρέπει να γίνονται μανάδες σε αυτή την ηλικία...» έλεγε κάποια άλλη, λες και το είχα επιδιώξει προσωπικά. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να δω πού θα με οδηγήσουν όλα αυτά, αλλά για πρώτη φορά ο πόνος δε με άφηνε να διακρίνω ούτε τη μύτη μου, πόσο μάλλον εκεί όπου ήθελα να φτάσω. Αλλά τι παράξενο πράγμα! Όταν σκέφτηκα ότι μπορεί να πεθάνω, αισθάνθηκα απέραντη γαλήνη, γιατί ο θάνατος θα με απελευθέρωνε από τα δεσμά μου. Αυτό φαίνεται πως μ’ έκανε να συνέλθω και, επιτέλους, φανερώθηκε ξεκάθαρο το όραμα που γύρευα: με είδα καθισμένη στο κρεβάτι να βυζαίνω το μωρό μου. Φαινόμουν, όμως, ευτυχισμένη και σκέφτηκα πως δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα έγινε... Τελικά, η Ελοΐζ γέννησε τα ξημερώματα της επόμενης μέρας και αφού πρώτα κινδύνεψε η ζωή της. Λάτρεψε το γιο της την ίδια στιγμή που τον είδε να αποσπάται από το κορμί της, μια μελανιασμένη και ματωμένη μπαλίτσα που έκλαιγε γοερά. Όταν τον κράτησε στην αγκαλιά της και του πρόσφερε το άγουρο στήθος της, ένιωσε πως το κάθε λαίμαργο ρούφηγμα της θηλής δεν έτρεφε μόνο το μωρό της, αλλά κι εκείνη την ίδια. Η ζωή της αποκτούσε για πρώτη φορά νόημα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που είχε στην κατοχή της κάτι ολοδικό της. Για λίγο καιρό ο Γουίλιαμ την άφησε στην ησυχία της. Ο Τζέιμς,
μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της, την είδε να αφήνει οριστικά πίσω της την παιδική ηλικία και να ενηλικιώνεται μέσα σε λίγους μήνες. Συνήθως έγραφε για τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής της και προτιμούσε να το κάνει τα βράδια, όταν έμενε μόνη στο δωμάτιό της. Έτσι το ημερολόγιο κυλούσε σαν μυθιστόρημα. Μέσα από τις πυκνογραμμένες αράδες διαλύθηκαν οι όποιες αμφιβολίες τού έμεναν σχετικά με το χάρισμα της Ελοΐζ. Η αναφορά σε γεγονότα που θα συνέβαιναν μελλοντικά ήταν συχνή και ακριβής. Ο θάνατος της βάγιας της, η νέα εγκυμοσύνη και η γέννηση της κόρης της, οι συνωμοσίες που εξύφαινε ο Γουίλιαμ εναντίον της Ελισάβετ, οι διάφοροι ευγενείς που βολιδοσκοπούσαν την περιουσία του και επιθυμούσαν διακαώς να τον καταστρέψουν φοβούμενοι τη δύναμή του, όλα ήταν καταγραμμένα με κάθε λεπτομέρεια. Για να αποσπάσει αυτές τις τελευταίες πληροφορίες, ο λόρδος Γουίλιαμ Έρλιν δε δίστασε να εκβιάσει την Ελοΐζ με τη ζωή των παιδιών τους. Η κοπελίτσα ζούσε συνεχώς κάτω από ένα καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας. Υπάκουγε τυφλά στις διαταγές του και έβλεπε καθημερινά γύρω της να εξοντώνονται άνθρωποι που κάποια στιγμή στο μέλλον θα απειλούσαν τα συμφέροντα του άντρα και αφέντη της. Φαίνεται πως εκείνη την εποχή πλέχτηκε και το ειδύλλιο με τον Χένρι, ένα νεαρό ιπποκόμο γύρω στα είκοσι. Καθόμουν στο παράθυρο και θήλαζα την κόρη μου, όταν τον είδα για πρώτη φορά. Μου έκανε αμέσως εντύπωση η ευγένεια του προσώπου του και η τέλεια συμμετρία του κορμιού του. Πόσο διαφορετικός είναι από τον Γουίλιαμ, που μοιάζει σαν αρκούδα! Ρώτησα με τρόπο και έμαθα πως ήρθε στο κάστρο πριν από μερικές μέρες και πως δουλεύει στους στάβλους. Από τότε που πέθανε η βάγια δεν έχω κανέναν να εμπιστευτώ, παρά μόνο τα παιδιά μου, που όμως είναι ακόμα πολύ μικρά και δεν καταλαβαίνουν τι τους λέω. Την άλλη μέρα κάθισα από νωρίς κοντά στο παράθυρο και περίμενα να περάσει ο Χένρι. Αυτό είναι το όνομά του...
Ο Χένρι αγνοούσε την ύπαρξη της Ελοΐζ και περνούσε σφυρίζοντας αδιάφορα μπροστά από το παράθυρό της, μέχρι τη μέρα που σταμάτησε για να χαζέψει το λόρδο και την ακολουθία του που καταγίνονταν με την εκπαίδευση των κυνηγετικών γερακιών. Καθώς παρακολουθούσε τις άψογες φιγούρες τους στον ουρανό, έστρεψε το κεφάλι προς την κατεύθυνσή της και την είδε. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της και η κοπέλα τραβήχτηκε πίσω αναστατωμένη κι έμεινε εκεί μέχρι να σταματήσει το τρελό χτυποκάρδι στο στήθος της. Από τότε ο Χένρι σταματούσε πάντοτε στο ίδιο σημείο, πότε για να μιλήσει με κάποιον και πότε για να ξεσκονίσει τις μπότες του, καρφώνοντας το βλέμμα στο παράθυρο. Πέρασε πάνω από ένας μήνας για να μπορέσουν να ανταλλάξουν την πρώτη κουβέντα μεταξύ τους και άλλο τόσο διάστημα μέχρι να τολμήσει ο Χένρι να πιάσει ανάερα το χέρι της Ελοΐζ. Αν ο σύζυγός της υποψιαζόταν έστω και το παραμικρό, τότε το όμορφο κεφάλι του Χένρι δε θα έστεκε για πολύ στο σβέρκο του. Το πήρα απόφαση. Σήμερα το βράδυ θα πάω να τον βρω στο στάβλο. Ο Γουίλιαμ λείπει μακριά και θα γυρίσει σε μία εβδομάδα. Πήρε τους σπιούνους μαζί του, αυτούς που με κατασκοπεύουν, και επιτέλους μπορώ να ανασάνω ελεύθερα πάλι. Ενώ ξέρω πως τίποτα δε θα συμβεί και πως δε θα μας ανακαλύψει κανείς, εγώ συνεχίζω να φοβάμαι. Μπορεί να προβλέπω τα μελλούμενα, όμως γνωρίζω πλέον ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Πολλές φορές δεν παρατηρούμε τα μικρά και ασήμαντα γεγονότα, όμως είναι αυτά που ανατρέπουν εύκολα τα δεδομένα και αλλάζουν την ιστορία. Αυτά φοβάται περισσότερο ο Γουίλιαμ και με έμαθε να είμαι προσεκτική. Μέχρι τώρα μένει ζωντανός γιατί μελετάει προσεκτικά τις πληροφορίες που του δίνω και, ανάλογα με το συμφέρον του, επιτρέπει ή αποτρέπει να συμβούν αυτά τα γεγονότα. Η Ελοΐζ είχε απόλυτο δίκιο, σκέφτηκε ο Τζέιμς. Ανοίγοντας το χρο-
νοντούλαπο της ιστορίας πέφτει κανείς πάνω σε ασήμαντα, εκ πρώτης όψεως, περιστατικά, που αποδεικνύονται εκ των υστέρων πως ήταν η αφετηρία πολλών δεινών ή ευεργετημάτων, ανάλογα με την περίσταση. Περνούν, όμως, απαρατήρητα τις περισσότερες φορές, για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν τους έδωσε σημασία τη στιγμή που έπρεπε. Ο άνθρωπος των σπηλαίων δε θα είχε ανακαλύψει τη φωτιά αν δε χτυπούσε τυχαία δύο πέτρες μεταξύ τους, ο Τρωικός Πόλεμος δε θα γινόταν αν ο Πάρης δε συναντούσε την Ωραία Ελένη, ο Κολόμβος δε θα ανακάλυπτε την Αμερική αν υπέκυπτε στις απειλές για ανταρσία των πληρωμάτων του. Ένα λεπτό ήταν αρκετό για να αλλάξει ο ρους της ιστορίας, και αυτό ήταν κάτι που η Ελοΐζ φαινόταν να γνωρίζει καλύτερα απ’ οποιονδήποτε. Γύρισα στο δωμάτιό μου τα ξημερώματα. Ξάπλωσα να κοιμηθώ, αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν να σφαλίσει τα βλέφαρά μου. Στριφογύριζα στο κρεβάτι και σκεφτόμουν τον Χένρι και τις ώρες που περάσαμε μαζί στο στάβλο. Θεέ μου, πόσο ευτυχισμένη είμαι! Μέχρι τώρα νόμιζα, η ανόητη, ότι εμείς οι γυναίκες είμαστε πλασμένες διαφορετικά και πως η ηδονή είναι αποκλειστικό προνόμιο των αντρών. Γι’ αυτό φταίει ο Γουίλιαμ που, όποτε με ρίχνει στο κρεβάτι του, με πονάει και με βασανίζει γιατί μόνο έτσι ικανοποιεί τα κτηνώδη ένστικτά του. Απόψε τον μίσησα ακόμα περισσότερο, καθώς κατάλαβα ότι μου στέρησε το ωραιότερο πράγμα που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Ο Χένρι μου είναι πολύ διαφορετικός. Όταν πήγα στο στάβλο, τον βρήκα να με περιμένει κρυμμένος. Διαλέξαμε τη γωνιά που θα γινόταν απόψε το κρεβάτι μας και ξαπλώσαμε πάνω στ’ άχυρα. Με ρώτησε αν ήμουν σίγουρη γι’ αυτό που πήγαινα να κάνω και, όταν του απάντησα «ναι», άρχισε να με φιλάει τρυφερά. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτική μαζί του και μάλλον διάβασε το φόβο στα μάτια μου, γιατί με ρώτησε τι έχω. Ήμουν ειλικρινής και του είπα την αλήθεια, ότι δηλαδή βρισκόμουν εκεί από καθαρή περιέργεια. Ο Γουίλιαμ ήταν ο μόνος άντρας που γνώρισα ποτέ και δεν ήθελα να πεθάνω χωρίς να γνωρίσω κάποιον άλλο, ακόμα κι αν μου χάριζε τον ίδιο πόνο. Ήταν θέμα σύγκρισης, τελικά. Ο
Χένρι απογοητεύτηκε από την απάντησή μου και απομακρύνθηκε από κοντά μου σαν να ήμουν καμιά σιχαμερή οχιά. Σηκώθηκε από τα άχυρα και μου ζήτησε να φύγω. «Με διώχνεις;» απόρησα εγώ σοκαρισμένη. «Δε θα ικανοποιήσεις, λοιπόν, τις ανάγκες σου μαζί μου;» Τώρα φαινόταν αυτός έκπληκτος. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, Ελοΐζ», μου απάντησε τρέμοντας από οργή. «Ποιος σου είπε ότι ήρθες εδώ για να ικανοποιήσεις μόνο τις δικές μου ανάγκες; Δεν μπορώ να σε αναγκάσω να κάνουμε έρωτα αν δεν το θέλεις κι εσύ, δε θα μπορούσα να σου κάνω ποτέ αυτό το κακό». Ήταν η σειρά μου να γουρλώσω τα μάτια από έκπληξη. «Μα δεν καταλαβαίνω...» ψέλλισα σαν χαμένη. «Νόμιζα πως οι άντρες έχουν αυτό το δικαίωμα και πως εμείς είμαστε υποχρεωμένες να υπακούσουμε». Ο Χένρι γονάτισε δίπλα μου και με κοίταξε με ένα παράξενο ύφος – συμπονετικό θα ήταν ίσως η σωστή λέξη. «Γλυκιά μου Ελοΐζ, έχεις δύο παιδιά, κι όμως δεν ξέρεις τίποτα για το ωραιότερο πράγμα του κόσμου. Δε σου δίδαξε, λοιπόν, ο Γουίλιαμ τι είναι πραγματικά ο έρωτας;» Τύλιξα αυθόρμητα τα μπράτσα μου γύρω από το λαιμό του και κρεμάστηκα από πάνω του. «Θέλω να με διδάξεις εσύ, Χένρι», βρήκα το θάρρος να πω. Η Ελοΐζ χρειάστηκε μια ολόκληρη σελίδα για να περιγράψει αυτό που ένιωσε εκείνο το βράδυ. Η πένα της ξεχύθηκε ασυγκράτητη πάνω στο χαρτί και μαζί της ξεχύθηκαν η οργή και η αγανάκτηση για τον τύραννο που καταδυνάστευε τη ζωή της. Ο Χένρι αποδείχτηκε πως ήταν πολύ παραπάνω από μια εμπειρία: ήταν το εισιτήριο για την ελευθερία. Αυτό έγινε χωρίς να το επιδιώξει ιδιαίτερα. Μόλις γύρισε ο Γουίλιαμ, με κάλεσε να πάω κοντά του. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να υπακούσω. Μια φορά έκανα το λάθος να αψηφήσω τη διαταγή του
και η τιμωρία μου ήταν φριχτή. Αφού πρώτα με ξυλοκόπησε με πρωτοφανή αγριότητα, στη συνέχεια με «πήρε» μπροστά στα μάτια του γιου μου, που σπάραζε από το κλάμα. Έκανα να συνέλθω μία εβδομάδα και από τότε έβαλα μυαλό. Απόψε, όμως, άλλαξαν όλα. Και να πώς. Μόλις μπήκα στο δωμάτιό του, με έγδυσε βίαια, όπως πάντα, και με πέταξε στο κρεβάτι σαν άψυχη κούκλα. Για πρώτη φορά δεν αντιστάθηκα και παρέμεινα απαθής, γιατί είχα στο μυαλό μου την εικόνα του Χένρι και τις όμορφες στιγμές που περάσαμε στο στάβλο. Νομίζω, μάλιστα, πως χαμογελούσα καθώς τα σκεφτόμουν αυτά. Και τότε συνέβη κάτι υπέροχο. Ο Γουίλιαμ, όσο κι αν προσπαθούσε, στάθηκε αδύνατο να ολοκληρώσει. Στο τέλος απηύδησε και πετάχτηκε όρθιος, μουγκρίζοντας με λύσσα. Το όργανό του κρεμόταν χαλαρό κάτω από την πλαδαρή, τριχωτή κοιλιά του, και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι εγώ ήμουν που συντηρούσα αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Ο Γουίλιαμ αντλούσε την ευχαρίστησή του από τη δική μου αντίσταση, ο φόβος μου ήταν το διεγερτικό που χρειαζόταν για να φτάσει στην κορύφωση. Και τότε συνέβη κάτι ανήκουστο: έβαλα τα γέλια. Δεν άντεχα να μη συγκρίνω το κορμί του χοντρού γερο-Γουίλιαμ, που με κοίταζε λες και είχε πάθει αποπληξία, με το σφριγηλό νεανικό κορμί του όμορφου Χένρι μου. Ήταν σαν η μέρα με τη νύχτα. Τόση μεγάλη διαφορά είχαν. Ο Γουίλιαμ αγρίεψε. «Σκάσε, παλιοβρόμα, σκάσε!» μου φώναξε. Όρμησε πάνω μου και άρχισε να με χτυπάει με τις γροθιές του. Όμως εγώ συνέχισα να γελάω ασυγκράτητα. Τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου δεν ήταν δάκρυα πόνου, αλλά χαράς και ευθυμίας. Όσο πιο πολύ με χτυπούσε τόσο περισσότερο γελούσα. Έφτασα, μάλιστα, στο σημείο να τον προκαλέσω εγώ η ίδια, ανοίγοντας διάπλατα τα πόδια. «Πάρε με αν είσαι άντρας», έλεγα γελώντας. Πρέπει να είχα τρελαθεί μου φαίνεται, αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω τη συμπεριφορά μου. Έφαγα πολύ ξύλο εκείνο το βράδυ, αλλά άξιζε τον κόπο, γιατί ήταν η τελευταία φορά που δοκίμασε ο Γουίλιαμ να κάνει έρωτα μαζί μου. Με έδιωξε
κακήν κακώς κι εγώ από τη χαρά μου δε σκέφτηκα καν να μαζέψω τα ρούχα μου από το πάτωμα. Βγήκα ολόγυμνη από το δωμάτιό του και, μέχρι να φτάσω στο δικό μου, πρόσφερα ένα μοναδικό θέαμα σε όσους συνάντησα στο δρόμο μου. Λίγη ώρα αργότερα είδα τον Γουίλιαμ να φεύγει μέσα στη νύχτα καλπάζοντας. Το εκμεταλλεύτηκα και πήγα στο στάβλο. Ο Χένρι τρόμαξε όταν με είδε σε αυτά τα χάλια και προσπάθησε να απαλύνει τους πόνους του κορμιού μου φιλώντας καθεμία μελανιά ξεχωριστά. Ήταν τόσο όμορφα στην αγκαλιά του! Κάποια στιγμή τα χείλη του έφτασαν χαμηλά, κοντά στο απόκρυφο σημείο μου, και ενώ περίμενα εκστατική, εκείνος σταμάτησε. Με είχε φιλήσει εκεί την προηγούμενη φορά και κόντεψα να χάσω το μυαλό μου. «Τι είναι αυτό το σημάδι, Ελοΐζ;» με ρώτησε. «Μοιάζει με άσπρο τριαντάφυλλο». Του ομολόγησα την αλήθεια. Ο Χένρι ήταν ο άνθρωπός μου, δεν μπορούσα παρά να τον εμπιστευτώ. Ταράχτηκε από την αποκάλυψη και έχασε το χρώμα του. «Δεν μπορώ να το πιστέψω», είπε τελικά. «Ποιος άλλος τα ξέρει αυτά;» «Ο Γουίλιαμ. Με άρπαξε όταν ήμουν μωρό, για να εκμεταλλευτεί αυτό που έχω». «Μα πώς είναι δυνατό να ήξερε κάτι τέτοιο;» «Κι όμως, το ήξερε. Πιο παλιά υπήρχε κάποια από την οικογένειά μου με το ίδιο χάρισμα, όπως θα υπάρξουν κι άλλες στο μέλλον. Αυτό μου το φανέρωσε ο ίδιος, αλλιώς δεν μπορούσα να το ξέρω». Ο Χένρι απέμεινε για λίγο σκεφτικός. «Γιατί δεν φεύγεις;» με ρώτησε ξαφνικά. «Να πάω πού; Δεν υπάρχει κανένα μέρος στον κόσμο όπου θα μπορούσα να κρυφτώ. Όπου κι αν πάω, θα με βρει». «Τώρα δεν είσαι μόνη σου, έχεις εμένα. Θα πάρουμε τα παιδιά και θα φύγουμε όλοι μαζί σε κάποια άλλη χώρα», μου πρότεινε ενθουσιασμένος ο Χένρι. «Μη μου ζητάς κάτι τέτοιο, καλέ μου», του είπα κουρνιάζοντας στην αγκα-
λιά του. «Ο Γουίλιαμ έχει διασυνδέσεις παντού. Δε θα δίσταζε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή των ίδιων των παιδιών του προκειμένου να με πάρει πίσω. Μόνο όταν πεθάνει θα απαλλαγώ από δαύτον». Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της Ελοΐζ. Από τη στιγμή, όμως, που το ξεστόμισε δεν μπορούσε να ησυχάσει. Άρχισε να δίνει εσκεμμένα λανθασμένες πληροφορίες στον Γουίλιαμ, σπρώχνοντάς τον αργά αλλά σταθερά προς την καταστροφή. Δε δίσταζε να καταγράφει τις πλέον απόκρυφες σκέψεις της στο ημερολόγιο και ο Τζέιμς συχνά αναρωτιόταν από πού πήγαζε τόση σιγουριά. Αν έπεφτε αυτό το ντοκουμέντο στα χέρια του Γουίλιαμ, το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να τη στραγγαλίσει επιτόπου. Ίσως ο άντρας της σπάνια πήγαινε στα διαμερίσματά της, ίσως οι υπηρέτες της δεν ήξεραν καν να διαβάζουν. Όμως, χάρη στην Ελοΐζ, πέρασαν οι πολύτιμες πληροφορίες και στις επόμενες γενιές. Κάποια στιγμή ο Γουίλιαμ έκανε το μοιραίο λάθος και πιάστηκε στην παγίδα. Κατηγορήθηκε για προδοσία και αποκεφαλίστηκε μπροστά στην ίδια τη βασίλισσα. Βλέπω το τέλος του τυράννου να έρχεται και η ψυχή μου αγαλλιάζει, έγραφε η Ελοΐζ λίγες μέρες πριν από το θάνατό του. Λυπάμαι μόνο που δε θα δω με τα ίδια μου τα μάτια αυτό τον άθλιο να τρέμει και να στενάζει κάτω από το φοβερό πέλεκυ του δήμιου. Επιτέλους, είμαι ελεύθερη. Θα περίμενε κανείς ότι με το θάνατο του Γουίλιαμ θα έκλεινε μια σελίδα στη ζωή της Ελοΐζ και θα άνοιγε μια καινούρια, ευτυχισμένη, κοντά στα παιδιά της και στον άνθρωπο που αγαπούσε. Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Τζέιμς γύρισε μπρος πίσω τις σελίδες και χρειάστηκε να τις ξαναδιαβάσει αρκετές φορές ώστε να βγάλει κάποιο νόημα.
Το μυαλό μου κοντεύει να σπάσει από την αγωνία. Τι πρέπει να κάνω για να αποτρέψω το μοιραίο; Θεέ μου, δώσε μου κουράγιο για να αντέξω αυτό το χτύπημα... Αυτό ήταν ένα σαφές υπονοούμενο για τον επικείμενο θάνατο κάποιου προσφιλούς προσώπου, και ξαφνικά ο Τζέιμς κατάλαβε. Άφησε το ντοσιέ ανοιχτό στα γόνατά του και κοίταξε από το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν απόλυτα καθαρός, έχοντας εκείνο το εκτυφλωτικό γαλάζιο χρώμα που συναντάει κανείς μόνο στα μεγάλα ύψη. Από κάτω, η θάλασσα της Αδριατικής στραφτάλιζε από τις φλογερές αχτίδες του ήλιου. Ένα τάνκερ, που έμοιαζε με παιδικό παιχνίδι λόγω της απόστασης, έσκιζε το νερό με ταχύτητα, αφήνοντας πίσω του μια μακριά ουρά από αφρισμένα απόνερα. Ο Τζέιμς προσπάθησε να μπει για λίγο στη θέση της Ελοΐζ. Ήταν τραγικό να γνωρίζει εκ των προτέρων τη μοίρα των αγαπημένων της. Μια τέτοια γνώση θα μπορούσε να οδηγήσει στην τρέλα ακόμα και το πιο συγκροτημένο μυαλό. Μέχρι τώρα, η Ελοΐζ δεν είχε κάνει καμιά νύξη για την πορεία της ζωής των παιδιών της ή του Χένρι. Φαίνεται, όμως, πως τελικά δεν άντεξε και μπήκε στον πειρασμό να ανοίξει ένα παραθυράκι για να δει το μέλλον κάποιου από τους τρεις. Και αυτό που είδε δεν της άρεσε καθόλου. Ο Τζέιμς έπεσε πάλι με τα μούτρα στην ανάγνωση του ημερολογίου και, καθώς προχωρούσε, οι αναφορές για θάνατο πλήθαιναν ολοένα και περισσότερο. Μόνο που τώρα η Ελοΐζ μιλούσε αποκλειστικά για τον εαυτό της, λες και ετοιμαζόταν να πεθάνει εκείνη. Κουράστηκα πια από τη ζωή. Μερικές φορές έχω την αίσθηση πως είμαι εκατό χρόνων. Θέλω να τελειώσει μια και καλή αυτό το μαρτύριο, έγραφε η δεκαεξάχρονη ήδη κοπέλα. Ήταν η εποχή που το κάστρο βρισκόταν κάτω από την πολιορ-
κία μιας κλίκας ευγενών με αρχηγό τον κόμη Μπράιτον, ορκισμένο εχθρό του λόρδου Γουίλιαμ Έρλιν και θερμό υποστηρικτή της Ελισάβετ. Στη δική του παγίδα είχε ρίξει η Ελοΐζ τον άντρα της, πράγμα που δεν έμαθε ποτέ κανείς, και η βασίλισσα, θέλοντας να ανταμείψει τον κόμη για την αφοσίωσή του, του παραχώρησε την περιουσία του εξοντωμένου αντιπάλου του. Οι οπαδοί του Γουίλιαμ, φοβούμενοι για τη ζωή τους, έφτασαν κυνηγημένοι στο κάστρο και γύρεψαν εκεί καταφύγιο. Για λόγους ασφαλείας, δεν άφηναν κανέναν να μπει, αλλά ούτε και να βγει. Ο κόμης Μπράιτον το έμαθε και ήρθε να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Όταν βρήκε το κάστρο αμπαρωμένο, έδωσε διαταγή να μην αφήσουν τίποτα όρθιο που να θυμίζει τις ένδοξες μέρες του προκατόχου του. Οι πολιορκημένοι, αν και υστερούσαν αριθμητικά, αντιστάθηκαν σθεναρά, έχοντας επίγνωση ότι ο αγώνας τους ήταν μάταιος. Τη μέρα που έπεσε η πύλη, η Ελοΐζ καθόταν στην αγαπημένη της θέση, κοντά στο παράθυρο, και έγραφε τις τελευταίες αράδες στο ημερολόγιό της. Στήλες από φωτιά, σκόνη και καπνό ενώνονται μαζί στον ουρανό. Ο ήλιος χάθηκε πίσω από ένα πυκνό μαύρο σύννεφο, που κάλυψε τα πάντα γύρω μου. Οι άντρες του Μπράιτον ξεχύθηκαν στο κάστρο σαν δαίμονες που διψούν για αίμα, δαίμονες που τους ξέρασε η ίδια η Κόλαση. Σκοτώνουν αδιάκριτα όποιον βρίσκουν μπροστά τους, μανάδες με μωρά στην αγκαλιά, ανήμπορους γέρους και παιδιά. Τα αφτιά μου χόρτασαν θρήνους και ουρλιαχτά και τα μάτια μου πρώτη φορά αντικρίζουν τέτοια καταστροφή. Σε λίγο δε θα έχει απομείνει τίποτε από τούτο το κάστρο, όλα θα γίνουν στάχτη και χώμα. Πρέπει να βιαστώ, δεν έχω πολύ καιρό. Πρέπει να διώξω τα παιδιά και τον Χένρι από το πέρασμα που μου έδειξε ο Γουίλιαμ. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή, σε λίγο θα είναι πολύ αργά... Σε αυτό το σημείο, στη μέση της σελίδας, τελείωνε το ημερολό-
γιο της Ελοΐζ. Στη διπλανή σελίδα είχε γραφτεί ο επίλογος μιας άλλης ζωής, του Χένρι, πέντε χρόνια αργότερα. Ο βήχας μου χειροτερεύει μέρα τη μέρα και φοβάμαι ότι δε μου μένει πολύς καιρός. Έχω απομείνει η σκιά του εαυτού μου και σκέφτομαι ότι είμαι πολύ τυχερός που η αγαπημένη μου Ελοΐζ δεν είναι εδώ για να δει πώς με κατάντησε η αρρώστια. Αν και συχνά αναρωτιέμαι μήπως ήμουν εγώ η αιτία που προτίμησε να πεθάνει αυτή πρώτα. Πόσο τη ζηλεύω και πόσο τη μισώ που με έκανε να περιμένω τόσο πολύ για να συναντηθούμε ξανά! Εκείνη τη ζοφερή μέρα που έπεσε το κάστρο, μου έβαλε τα παιδιά στα χέρια και μου έδειξε ένα κρυφό πέρασμα. «Φύγε γρήγορα», μου είπε. «Εγώ θα έρθω αργότερα να σας βρω...» Την πίστεψα, ο ανόητος, και άρχισα να τρέχω προς το μέρος που μου έδειχνε. Ο Ντέιβιντ και η Άννα έκλαιγαν γοερά και φοβήθηκα μήπως μας ακούσουν. Ο φόβος έβαλε φτερά στα πόδια μου και ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα έξω από το κάστρο, κοντά στο δάσος. Ανέβηκα σε ένα λόφο και από εκεί είδα όλη την καταστροφή. Περίμενα την Ελοΐζ τρία ολόκληρα μερόνυχτα, με δυο παιδιά στην αγκαλιά που έκλαιγαν, κρύωναν και πεινούσαν, αλλά εκείνη δεν έλεγε να φανεί. Από την πρώτη μέρα είχα ανακαλύψει το ημερολόγιό της στις φασκιές της Άννας, αλλά αρνιόμουν να δεχτώ αυτό που μου έλεγε η λογική μου: πως αν σκόπευε να έρθει μαζί μας, δε θα αποχωριζόταν ποτέ κάτι τόσο πολύτιμο. Στο τέλος αποδέχτηκα το γεγονός ότι βρισκόταν μαζί με εκατοντάδες άλλα άθαφτα κουφάρια κάτω από τα συντρίμμια του κάστρου. Εκεί θα πήγαινα ευχαρίστως να θαφτώ ζωντανός για να είμαι μαζί της, αλλά έπρεπε να σκεφτώ τα παιδιά· ήμουν πλέον υπεύθυνος γι’ αυτές τις αθώες ζωούλες. Τα πήρα και φύγαμε κλαίγοντας όλοι μαζί από αυτό τον καταραμένο τόπο. Περιπλανήθηκα αρκετά, μέχρι που αρρώστησα. Αποφάσισα τότε να γυρίσω στο χωριό μου. Οι γονείς μου μας καλωσόρισαν στο σπίτι τους. Εδώ μένουμε ακόμα. Κοιτάζω τον Ντέιβιντ που παίζει στην αυλή με άλλα αγόρια της ηλικίας του και θλίβομαι που δεν είναι εδώ η μητέρα του για να τον καμαρώσει. Κοντεύει οχτώ χρόνων και είναι ήδη πολύ ψηλός. Η μικρούλα μου Άννα κάθεται πολλές
φορές κοντά μου και μου κρατάει το χέρι. Είναι το φως που διώχνει τα σκοτάδια μου, το γιατρικό που χρειάζεται η αρρώστια της ψυχής μου. Κάθε φορά που την κοιτάζω βλέπω την πανέμορφή μου Ελοΐζ, γιατί μοιάζει πολύ στη μητέρα της: ίδια μαύρα μαλλιά, ίδιο κατάλευκο δέρμα. Μόνο τα μάτια της είναι διαφορετικά, γαλάζια, από την πλευρά του Γουίλιαμ. Θα κάψει καρδιές όταν μεγαλώσει, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Πιστεύω ότι έκανα πολύ καλά που τα έφερα στους γονείς μου. Τα αγαπούν και θα τα φροντίσουν όταν εγώ θα φύγω για να πάω κοντά της. Πολυαγαπημένη μου Ελοΐζ, μονάκριβή μου Άμπερ, ελπίζω να είσαι ικανοποιημένη από εμένα, νομίζω ότι έκανα το χρέος μου όσο μπορούσα καλύτερα... Θα σ’ αγαπώ για πάντα. Ο Χένρι σου Ο Τζέιμς έκλεισε το ντοσιέ την ώρα που το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου και βυθίστηκε σε σκέψεις. Μέσα σε τέσσερις ώρες και κάτι, όσο είχε διαρκέσει η πτήση από το Λονδίνο, είχε ακολουθήσει βήμα βήμα τη ζωή της Ελοΐζ. Μια ζωή μεστή και ολοκληρωμένη, παρά τα δεκαέξι της χρόνια. Καθώς διάβαζε το ημερολόγιό της, δεν τον είχε απασχολήσει η εμφάνισή της, ήταν απλώς μια απρόσωπη φωνή. Η περιγραφή του Χένρι στο τέλος ερχόταν να δώσει υπόσταση σε αυτή τη φωνή και να την αποδώσει σε άνθρωπο με σάρκα και οστά. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η Ελοΐζ ήταν καλλονή. Καθόλου απίθανο, σκέφτηκε ο Τζέιμς. Η αντίθεση άσπρου-μαύρου είναι δυνατός συνδυασμός. Αυτό που τον προβλημάτισε ιδιαίτερα ήταν η τελευταία προσφώνηση του Χένρι προς την Ελοΐζ. Γιατί την αποκάλεσε «μονάκριβή μου Άμπερ»; Το κεχριμπάρι είναι μεν ακριβό, αλλά όχι πολύτιμο. Μήπως ήταν χαϊδευτικό που της είχε δώσει ο ίδιος λόγω κάποιου χαρακτηριστικού της; «Κεχριμπαρένια μάτια», του ψιθύρισε μια φωνούλα στο μυαλό του. «Το χρώμα τους είναι σπάνιο, άρα πολύτιμο».
«Κύριε, πρέπει να κατεβείτε», του είπε ευγενικά μια αεροσυνοδός, διακόπτοντας τον ειρμό των σκέψεών του. Ο Τζέιμς τινάχτηκε, σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο, και κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος. Όλοι οι επιβάτες είχαν κατέβει από το αεροπλάνο και είχε μείνει μόνος του στην καμπίνα. «Με συγχωρείτε, ήμουν αφηρημένος», είπε στην κοπέλα. Πήρε το σακίδιο από το ντουλάπι και κατέβηκε τη σκάλα, χωρίς να βλέπει πού πατάει. Πριν μπει στο λεωφορείο που θα τον μετέφερε στο κεντρικό κτίριο του αερολιμένα, σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κεχριμπαρένια μάτια, μαύρα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα. Είχε γνωρίσει μια τέτοια κοπέλα πριν από λίγες μέρες και από τότε η μορφή της κυριαρχούσε στη σκέψη του. Ταίριαζε απόλυτα στην περιγραφή της Ελοΐζ, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το ίδιο άτομο, αν δεν τις χώριζαν μερικές εκατοντάδες χρόνια. Ο Τζέιμς ξαφνικά φαντάστηκε τον Χένρι δίπλα του να δείχνει, με το δάχτυλο τεντωμένο, προς την κατεύθυνση εκείνης της άγνωστης κοπέλας.
16
Ο αλεσαντρο γκουερίνι ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη σύλληψη του Μαρτσέλο Καβαλιέρι. Σε τρεις μέρες από σήμερα θα υπογραφόταν η έκδοσή του στην Ιταλία και ο νεαρός θα μεταφερόταν στις φυλακές του Μιλάνο, απ’ όπου θα έπαιρνε σύντομα το δρόμο για τα δικαστήρια. Η ελληνική αστυνομία είχε εκτελέσει άψογα τη δουλειά της, υποβοηθούμενη, βέβαια, από τη συντριπτική μαρτυρία του νεαρού Κρητικού, ο οποίος είχε καταγράψει με το κινητό του αυτό που είχε κάνει ο Καβαλιέρι. Ο Γκουερίνι πίστευε ότι η ιστορία που είχε επινοήσει ο Φράνκο ήταν αληθινή, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της.
Μόνο το κίνητρο άλλαζε. Για τον Ιταλό μεγιστάνα, τα πράγματα είχαν εξελιχτεί κάπως διαφορετικά. Τα σχέδιά τους είχαν διαρρεύσει στον Καβαλιέρι και ο νεαρός πήγε στην Ελλάδα για να ελευθερώσει τη Σαβίνα Ηλιάδη. Έφτασε, όμως, αργά και για να εκδικηθεί το θάνατο της μικρής σκότωσε τον Ντάντε. Ο Φράνκο, αυτός ο πολύτιμος συνεργάτης και φίλος, είχε την προνοητικότητα να παρουσιάσει στις ελληνικές Αρχές ένα έγκλημα ζηλοτυπίας, ώστε να μη μαθευτεί η αλήθεια. Τα κομματάκια του παζλ είχαν μπει με ακρίβεια στη θέση τους και είχαν γίνει αποδεκτά. Το μόνο που έλειπε ήταν το όπλο του φόνου, αλλά αυτό, βέβαια, θα το είχε ξεφορτωθεί ο δολοφόνος. Στο παρελθόν είχε αναρωτηθεί πολλές φορές πώς στην οργή θα κατάφερναν να παγιδεύσουν μια γυναίκα που γνώριζε εκ των προτέρων αυτά που θα της συμβούν. Όταν ο λόρδος Έρλιν τού μίλησε πριν από πολλά χρόνια για την ιστορία της Ελοΐζ, κάθισαν μαζί και έκαναν τους υπολογισμούς τους. Έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η απόγονος που έφερε τα ίδια χαρακτηριστικά, αν δεν είχε σπάσει στο μεταξύ η αλυσίδα, θα έκανε την εμφάνισή της κάποια στιγμή και στη δική τους εποχή. Η ιδέα να ψάξουν να τη βρουν φάνταζε προκλητική –σαν ένα τεστ ικανοτήτων, θα έλεγε κανείς– και αποφάσισαν ότι άξιζε τον κόπο να δοκιμάσουν. Η έρευνα αποδείχτηκε δύσκολη και χρονοβόρα. Ξόδεψαν ατέλειωτες ώρες σε βιβλιοθήκες και ληξιαρχεία, μίλησαν με εκατοντάδες ανθρώπους σε χωριά και πόλεις και, αφού συγκέντρωσαν έναν απίστευτο όγκο πληροφοριών, πέρασαν άλλοι τρεις μήνες μέχρι να σταχυολογήσουν το υλικό που είχαν στα χέρια τους. Τελικά ανακάλυψαν τα εξής: Η κόρη της Ελοΐζ παντρεύτηκε ένα Γάλλο υποκόμη και ακολούθησε τον άντρα της στη Γαλλία. Διακόσια χρόνια αργότερα, κάποια από τις απογόνους της βρέθηκε στη Γερμανία, όπου δημιούργησε τη δική της οικογένεια. Η εγγονή αυτής της γυναίκας παντρεύτηκε κάποιο μακρινό ξάδερφο και υπασπιστή του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα. Όταν ο πρίγκιπας κλήθηκε να βασιλεύσει στο νεοσύστατο ελλη-
νικό κράτος, τον ακολούθησαν στο Ναύπλιο μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ακολουθίας του. Από το σημείο αυτό και έπειτα τα ίχνη της οικογένειας χάθηκαν. Στη ρημαγμένη Ελλάδα είχαν πιο σοβαρές σκοτούρες στο μυαλό τους από το να τηρούν ληξιαρχικές πράξεις. Ο Έρλιν και ο Γκουερίνι βρέθηκαν σε δίλημμα. Μετά την εξορία του Όθωνα, η απόγονος της Ελοΐζ και ο άντρας της επέστρεψαν στη Βαυαρία ή παρέμειναν στην Ελλάδα; Σε αυτό το κρίσιμο σημείο της έρευνας ήρθε να προστεθεί στην παρέα τους ένας ανέλπιστος σύμμαχος. Ήταν ο Βασίλης Παπαδάκης, μεγαλοεφοπλιστής και πολύ καλός φίλος του Γκουερίνι, πατέρας του μετέπειτα νεαρού πολιτευτή. Οι άνθρωποί του ξαμολήθηκαν από τη Στερεά Ελλάδα μέχρι την Πελοπόννησο, ψάχνοντας και δωροδοκώντας, μέχρι που βρήκαν την άκρη σε αυτό το μπερδεμένο κουβάρι. Ο μακρινός ξάδερφος του Όθωνα είχε πεθάνει λίγο καιρό αφότου ήρθε στην Ελλάδα και η χήρα του ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε κάποιον Έλληνα από το Ναύπλιο. Έκτοτε η οικογένειά της έμενε εκεί και το όνομα του Στάθη Ηλιάδη βγήκε για πρώτη φορά στην επιφάνεια. Ο Παπαδάκης κάλεσε τους φίλους του στο πολυτελές εξοχικό του στα Χανιά για να τους ανακοινώσει τα καλά νέα αυτοπροσώπως. Ο Ηλιάδης είχε ένα κοριτσάκι που τον τελευταίο καιρό παρουσίαζε παράξενη συμπεριφορά. Η μητέρα της είχε μιλήσει γι’ αυτό σε μερικές φίλες της, εκείνες με τη σειρά τους το είχαν πει στις δικές τους φίλες, μέχρι που μία από αυτές, έναντι αδράς αμοιβής, το ξεφούρνισε σε κάποιον από τους άντρες του Παπαδάκη. Εκείνο το υπέροχο απόγευμα του Ιουλίου, οι τρεις άντρες κάθονταν δίπλα στην πισίνα και έτρωγαν παραδοσιακούς κρητικούς μεζέδες, συνοδεύοντάς τους με άφθονη παγωμένη ρακή. «Φτάσατε, λοιπόν, στο τέλος των ερευνών σας», παρατήρησε κάποια στιγμή ο Παπαδάκης. «Και τώρα τι σκοπεύετε να κάνετε;»
Οι άλλοι δύο τον κοίταξαν παραξενεμένοι. «Δεν είμαι σίγουρος αν καταλαβαίνω τι εννοείς...» είπε ο Γκουερίνι. Ο Παπαδάκης ανακάθισε στην ξαπλώστρα του και τους κοίταξε πολύ σοβαρός. «Τι νόημα είχαν όλα αυτά; Για ποιο λόγο σπαταλήσατε τόσο χρόνο από τη ζωή σας αν δε σκοπεύετε να χρησιμοποιήσετε τις πληροφορίες που έχετε στα χέρια σας;» «Κοίτα, εμείς βάλαμε κάποιο στοίχημα μεταξύ μας...» άρχισε να λέει ο Έρλιν. «Το οποίο παρεμπιπτόντως έχασες», τον διέκοψε γελώντας ο Γκουερίνι. «Στοίχημα; Τι στοίχημα;» απόρησε ο Παπαδάκης. «Είναι απλό», ανέλαβε να εξηγήσει ο Ιταλός μεγιστάνας. «Ο Ρίτσαρντ επέμενε ότι είναι εντελώς ανέφικτο να ακολουθήσεις την πορεία ενός ανθρώπου μέσα στους αιώνες. Εγώ επέμενα για το αντίθετο, και να που σήμερα δικαιώθηκα. Στην υγειά μου, λοιπόν!» είπε ενθουσιασμένος υψώνοντας το ποτήρι του. Ο Παπαδάκης, όμως, δε συμμεριζόταν την ευθυμία τους. Κοίταξε για λίγο σκεφτικός τη γυναίκα του, που έκανε ηλιοθεραπεία στην άλλη άκρη της πισίνας, και τα τρία παιδιά του που πλατσούριζαν στα ρηχά. «Ειλικρινά, δε σας καταλαβαίνω, κύριοι», είπε τελικά. «Όπως είπα και πριν, ξοδέψατε χρόνο και χρήμα χωρίς ουσιαστικά να αποβλέπετε σε κάποιο όφελος. Αυτό εγώ θα το χαρακτήριζα μεγάλη ανοησία». Τα χαρακτηριστικά του Έρλιν σκλήρυναν. Δεν ήξερε τον οικοδεσπότη τόσο καλά και η προσβολή τον έτσουξε. «Για πρόσεξε τα λόγια σου, φίλε», είπε θυμωμένος και κοπάνησε το ποτήρι του με δύναμη πάνω στο τραπέζι. «Ηρέμησε, Ρίτσαρντ», επενέβη ο Γκουερίνι. «Είμαι σίγουρος ότι ο
Βασίλης δεν ήθελε να μας προσβάλλει. Κάτι άλλο έχει στο μυαλό του». Η σύζυγος του Παπαδάκη άκουσε τις φωνές και ανακάθισε στην ξαπλώστρα της θορυβημένη. «Μη μας δίνεις σημασία, αγάπη μου», της φώναξε γελώντας εκείνος. «Καμιά φορά εμείς οι άντρες τσακωνόμαστε μεταξύ μας για βλακείες, επειδή απλώς νιώθουμε την ανάγκη να τονώσουμε τον εγωισμό μας». Ο Γκουερίνι ύψωσε το ποτήρι του προς το μέρος της. Το ύφος του έδειχνε άνθρωπο που διασκέδαζε πολύ. «Πολύς ήλιος... πολλή ρακή...» φώναξε με τη σειρά του, λες κι αυτό εξηγούσε τα πάντα. Η γυναίκα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και ξάπλωσε πάλι για να συνεχίσει την ηλιοθεραπεία. Το πρόσωπο του Γκουερίνι, όταν στράφηκε πάλι προς τον Παπαδάκη, είχε χάσει τη χαρωπή του έκφραση και είχε γίνει πολύ σοβαρό. «Τι προτείνεις, λοιπόν;» τον ρώτησε. Εκείνος έριξε μια ματιά γύρω του. Οι διαπεραστικές τσιρίδες των παιδιών και η γυναίκα του που συνέχιζε να τους κοιτάζει πίσω από τα μαύρα γυαλιά της τον έκαναν να διστάσει. «Δε νομίζω ότι εδώ είναι το κατάλληλο μέρος για να συζητήσουμε κάτι τόσο σοβαρό», είπε αργά. «Προτιμώ να τα πούμε κάπου πιο ήσυχα, όπου δε θα μας διακόψει κανείς». Το ίδιο βράδυ οι τρεις άντρες βρέθηκαν σε ένα απομονωμένο ταβερνάκι, αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Ζήτησαν από τον εστιάτορα να κατεβάσει ένα τραπέζι στην παραλία και, ενώ ετοιμάζονταν να καθίσουν, ο Παπαδάκης τούς σταμάτησε με ένα επιτακτικό νεύμα. Στη συνέχεια έβγαλε τα παπούτσια και σήκωσε τα μπατζάκια του. Πήρε το τραπέζι και τις καρέκλες και τα μετέφερε ένα ένα στη θάλασσα, λίγο πιο μέσα από το σημείο όπου έσκαγε το κύμα. Τα στερέωσε στον αμμουδερό βυθό και κάλεσε τους φίλους του, που τον κοίταζαν σαστισμένοι, να καθίσουν εκεί.
«Ελάτε, λοιπόν! Τι περιμένετε;» τους φώναξε γελώντας. «Σας υπόσχομαι ότι αυτή η εμπειρία θα σας μείνει αξέχαστη». Έπειτα από ένα μικρό δισταγμό, ο Έρλιν και ο Γκουερίνι ακολούθησαν το παράδειγμά του και σύντομα οι τρεις άντρες κάθονταν γύρω από το τραπέζι, με το δροσερό νερό να περνάει ανάμεσα στα πόδια τους. Ο νεαρός σερβιτόρος που εμφανίστηκε λίγο αργότερα με ένα μεγάλο δίσκο γεμάτο λαχταριστούς μεζέδες, φάνηκε να διστάζει βλέποντας πού είχαν μετακομίσει οι πελάτες. Η σκέψη, όμως, του γενναίου φιλοδωρήματος που θα εισέπραττε από τον Παπαδάκη τον έκανε να παραμερίσει τους ενδοιασμούς του και να μπει στη θάλασσα με τα παπούτσια. Ο Παπαδάκης, μόλις έφυγε ο σερβιτόρος, δοκίμασε το κρασί και έδειξε ευχαριστημένος. «Δυστυχώς, εσείς οι ξένοι δεν ξέρετε να ζήσετε», απάντησε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι. Άπλωσε το χέρι και έδειξε ολόγυρα με μια πλατιά κίνηση. «Αυτό που μας προσφέρει απόψε η φύση δε θα μπορούσε να μας το προσφέρει το ακριβότερο εστιατόριο του κόσμου, δε συμφωνείτε, κύριοι;» Ο Έρλιν και ο Γκουερίνι έστρεψαν το κεφάλι και ακολούθησαν την πορεία του χεριού του. Το φεγγάρι δεν είχε ανατείλει ακόμα και από πάνω τους λαμπύριζαν εκατομμύρια αστέρια. Αντανακλούσαν στη λεία επιφάνεια της θάλασσας, σχηματίζοντας έναν αχνό κύκλο φωτός γύρω από το τραπέζι, ο οποίος ξεθώριαζε σταδιακά καθώς το βλέμμα των τριών αντρών απομακρυνόταν από το κοντινό τους περιβάλλον για να εστιάσει στο μακρινό ορίζοντα. Σ’ εκείνο το σημείο, θάλασσα και ουρανός γίνονταν ένα, αλλά η απέραντη σκοτεινιά δεν είχε τίποτα το απειλητικό, αντίθετα τόνιζε τη μεγαλοπρέπεια της φύσης ακόμα πιο πολύ. Όλα γύρω τους ήταν ήσυχα και γαλήνια. Από την ταβέρνα ακούγονταν τα γέλια και οι φωνές άλλων ανθρώπων, αλλά με κάποιο μα-
γικό τρόπο έφταναν στα δικά τους αφτιά σαν καθησυχαστικά μουρμουρητά. «Όπως ξέρετε, κύριοι, εγώ δε βρήκα τίποτα έτοιμο από τον πατέρα μου...» άρχισε να λέει ο Παπαδάκης, τσιμπώντας με το πιρούνι ένα κεφτεδάκι. «Πάλεψα με νύχια και με δόντια για να στήσω την περιουσία μου και χαίρομαι αφάνταστα να βλέπω το όνομά μου να φιγουράρει τα τελευταία έξι χρόνια στο Forbes, στη λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου». Ένα ειρωνικό μειδίαμα ανασήκωσε τις άκρες των χειλιών του Έρλιν και ο Παπαδάκης βιάστηκε να ξεκαθαρίσει τη θέση του. «Δε θέλω να νομίσετε ότι υπερηφανεύομαι για τα πλούτη μου. Απλώς ήθελα να τονίσω τη διαφορά μεταξύ μας. Εσείς προέρχεστε από παλιές οικογένειες, έχετε μάθει να τρώτε με χρυσά κουτάλια από τα γεννοφάσκια σας και ίσως θεωρείτε αυτή την κατάσταση δεδομένη. Εγώ, όμως, όχι. Πάτησα επί πτωμάτων για να φτάσω στην κορυφή και έθαψα τις τύψεις μου κάτω από τον πλούτο. Δε θα διστάσω να το ξανακάνω αν χρειαστεί, γιατί έμαθα να δίνω αξία στα χρήματα και είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μείνουν τα πράγματα ως έχουν». Ο Παπαδάκης σταμάτησε να μιλάει για λίγο και ήπιε μια γουλιά από το κρασί του προτού συνεχίσει το μονόλογό του. «Αυτό που συνειδητοποίησα όλα τούτα τα χρόνια είναι πως μια χούφτα άνθρωποι, δηλαδή εμείς, ορίζουν τις μοίρες δισεκατομμυρίων. Το κακό, όμως, κύριοι, είναι πως καθένας από εμάς κάνει του κεφαλιού του. Δεν υπάρχει συντονισμός στις κινήσεις μας και κοιτάμε να φάμε ο ένας τον άλλο. Φανταστείτε πόσα οφέλη θα αποκομίζαμε αν καταφέρναμε να συνεργαστούμε μεταξύ μας...» Ο Γκουερίνι άφησε κάτω το πιρούνι και τον κοίταξε εξεταστικά. «Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατο να συμβεί», είπε ήσυχα. «Πού θέλεις να καταλήξεις, λοιπόν;» «Για σκεφτείτε τι θα γινόταν αν όλοι εμείς γνωρίζαμε εκ των προ-
τέρων πού θα μας οδηγούσαν οι ενέργειές μας...» είπε ο Παπαδάκης, κοιτάζοντας ενθουσιασμένος τους άλλους δύο με νόημα. «Νομίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω πού το πάει ο φίλος μας», είπε ο Έρλιν διστακτικά. «Κι εγώ», έγνεψε ο Γκουερίνι, «αλλά δε ζούμε στο Μεσαίωνα πια. Δεν μπορούμε να απαγάγουμε ένα παιδί έτσι απλώς...» Ο Παπαδάκης γέλασε ανάλαφρα. «Δεν είχα κατά νου τίποτα τέτοιο. Μπορούν όλα να γίνουν νόμιμα, έναντι κάποιας αμοιβής που θα προσφέρουμε στους γονείς. Αφήστε το πάνω μου. Τα έχω ήδη σχεδιάσει όλα». Ο Γκουερίνι σκούπισε αργά τα χείλη με μια λευκή πετσέτα. Το ίδιο πράγμα είχε περάσει κάποια στιγμή και από το δικό του μυαλό, μόνο που δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα. Στη σημερινή εποχή υπήρχαν χιλιάδες άλλα μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του, δεν του χρειάζονταν αστρολόγοι και χαρτορίχτρες. Άλλωστε, ο κόσμος ήταν γεμάτος από δαύτους και οι περισσότεροι έκαναν χρυσές δουλειές εκμεταλλευόμενοι την αφέλεια και την απληστία αρκετών της τάξης του. Δεν έπαυε, όμως, να αναρωτιέται πώς θα ήταν τα πράγματα αν υπήρχε έστω και μια μικρή δόση αλήθειας σε όλα αυτά. Είχε διαβάσει το ημερολόγιο της Ελοΐζ και έπρεπε να παραδεχτεί ότι η κοπέλα ήταν πολύ πειστική, για να μην πει αυθεντική. «Ομολογώ πως μου αρέσει πολύ αυτή η ιδέα!» ξέσπασε ενθουσιασμένος ο Έρλιν. Η σκέψη να συνεχίσει αυτό που άφησε ο πρόγονός του στη μέση τον έκανε να βλέπει τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. «Αλλά εξήγησέ μου κάτι, Βασίλη. Γιατί θα πρέπει να μπλέξουμε κι άλλους σε αυτό το σχέδιο; Γιατί δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνοι μας;» «Πιστεύετε, αλήθεια, πως μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο και να μείνει κρυφό;» γέλασε εκείνος. «Έστω ότι τον πρώτο καιρό το καταφέρνουμε. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, όλοι θα αρχίσουν να αναρωτιούνται τι διάολο συμβαίνει μ’ εμάς και θα θελήσουν να σκα-
λίσουν τις υποθέσεις μας. Θεωρώ ότι είναι πολύ καλύτερο να τους βάλουμε κι αυτούς στο παιχνίδι. Όπως είπα και πριν, αν συνεργαστούμε όλοι μαζί, θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιδέα της αδελφότητας. Μια ζεστή νύχτα του Ιουλίου, στην Κρήτη, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ο Γκουερίνι και ο Παπαδάκης συνέταξαν μια λίστα με όσους πληρούσαν τις προϋποθέσεις και τους μίλησαν ανοιχτά για το σχέδιό τους. Οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν με πρωτοφανή προθυμία, πράγμα που παραξένεψε αρκετά τους τρεις φίλους, και ο Έρλιν πρότεινε να γίνονται οι συναντήσεις στον πύργο του. Θέλοντας να προσδώσει πιο επίσημο χαρακτήρα σε αυτές τις συναντήσεις, σχεδίασε προσωπικά τις στολές και έπειτα από ψηφοφορία διάλεξαν ως έμβλημα της αδελφότητας τον ήλιο. Αυτό βοήθησε να αναπτυχθεί μεταξύ τους ένας ισχυρός δεσμός. Σύμφωνα με το σχέδιό του, ο Παπαδάκης επισκέφτηκε τους γονείς του κοριτσιού, αλλά έφυγε άπραγος και δε φανέρωσε ποτέ στους φίλους του ότι εκείνοι οι άνθρωποι τον πέταξαν σχεδόν με τις κλοτσιές έξω από το σπίτι τους. Σκέφτηκε τότε να απαγάγει το παιδί, αλλά κι αυτή η απόπειρα έληξε άδοξα. Όταν η οικογένεια Ηλιάδη εξαφανίστηκε από το Ναύπλιο, αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια στον Γκουερίνι και στον Έρλιν. Είχαν, όμως, προχωρήσει πολύ και δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουν πίσω. Τα μέλη της αδελφότητας είχαν φτάσει αισίως τα σαράντα στον αριθμό και ήδη είχαν επενδύσει πολλά χρήματα προετοιμάζοντας το έδαφος για τις επόμενες κινήσεις τους και προσδοκώντας ανάλογα κέρδη. Στις καθιερωμένες συναντήσεις μπορεί να θύμιζαν ένα τσούρμο παιδιά που έπαιζαν ένα ομαδικό παιχνίδι, αλλά κάτω από τις μαύρες στολές και τις χρυσές μάσκες δεν έπαυαν να είναι αδίστακτοι επιχειρηματίες. «Είχαμε μια άτυχη στιγμή, αυτό είναι όλο», αποφάνθηκε κάποιος
και οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί του. «Δε θα αφήσουμε ένα μικρό εμπόδιο να μας απομακρύνει από το στόχο μας». Άρχισαν εντατικές έρευνες για την ανακάλυψη της οικογένειας Ηλιάδη και ξαφνικά εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Φράνκο, φέρνοντας άθελά του τις πιο καταπληκτικές ειδήσεις. Το κοριτσάκι είχε νοσηλευτεί στο νοσοκομείο της Βενετίας, άρα εκεί ήταν ο καινούριος τόπος διαμονής της οικογένειας. Ο Φράνκο, που είχε γίνει μέλος της αδελφότητας, ανέλαβε να οργανώσει προσωπικά τις έρευνες. Στην προσπάθειά του να φέρει σε πέρας την αποστολή του, δε δίστασε να δολοφονήσει τους γονείς του παιδιού, πράγμα που ήταν γνωστό μόνο στον Γκουερίνι και τον Έρλιν. Η καινούρια εξαφάνιση, ή καλύτερα αρπαγή, του παιδιού από μια άγνωστη γυναίκα τον έκανε να πεισμώσει ακόμα περισσότερο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, οι έρευνες βρίσκονταν ακόμα στο σκοτάδι και θα περίμενε κανείς πως η αδελφότητα θα είχε διαλυθεί, όμως αυτή ευημερούσε και τα μέλη της αυξάνονταν. Το μυστήριο που περιέβαλλε εκείνο το κορίτσι έχασε την παλιά του αίγλη και η αιτία της ίδρυσής της κόντευε να ξεχαστεί, όμως κατάφερε να εκπληρώσει το σκοπό της: ένωσε τους μεγιστάνες του πλούτου και πλέον οι συναθροίσεις τους θύμιζαν ένα άτυπο χρηματιστήριο, δικαιώνοντας το ρητό των αρχαίων προγόνων του δαιμόνιου Παπαδάκη: «η ισχύς εν τη ενώσει». Οι μόνοι που δεν ξέχασαν ήταν οι ιδρυτές της και ο Φράνκο, του οποίου οι κόποι τελικά καρποφόρησαν. Κατάφερε να πληροφορηθεί για το ταξίδι της κοπέλας –της λάθος κοπέλας, όμως– στο Ναύπλιο και σχεδίαζε να πληρώσει κάποιον έξυπνο νεαρό για να την παρασύρει στην παγίδα του. Ο Ντάντε το έμαθε και ζήτησε επιτακτικά από τον πατέρα του να αναλάβει εκείνος αυτό το ρόλο, βρίσκοντας μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διασκεδάσει την ανία του. Ο Γκουερίνι, που πίστευε ότι ο γιος του ήθελε να αποδείξει την αξία του, ενέδωσε στις πιέσεις του.
Το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο. Και τα κέρδη που αποκόμισε ο μεγιστάνας από αυτή την υπόθεση ήταν μια απέραντη πικρία για το θάνατο του μοναχογιού του και ένα απύθμενο μίσος για το δολοφόνο του. Ως πατέρας, είχε ήδη καταδικάσει στην καρδιά του τον Μαρτσέλο Καβαλιέρι και περίμενε ότι και το δικαστήριο θα τον καταδίκαζε με τη σειρά του ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Ως επιχειρηματίας, άδραξε την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν: είχε χάσει την αυθεντική, όπως πίστευε, κοπέλα μέσα από τα χέρια του, όμως κάπου στον κόσμο υπήρχε η αντικαταστάτριά της και ήταν σίγουρος πως ο καλός του Φράνκο θα έβρισκε τρόπο για να την ξετρυπώσει και να τη φέρει κοντά του.
17
Ο Τζέιμς έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού του και ετοιμάστηκε να ανοίξει την εξώπορτα της πολυκατοικίας όπου έμενε, όταν με την άκρη του ματιού έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση στα δεξιά του. Έστρεψε απότομα το κεφάλι και είδε να ξεπροβάλλει μέσα από τις φυλλωσιές μια γυναικεία φιγούρα. Είχε τον ήλιο κόντρα και μισόκλεισε τα μάτια για να διακρίνει καλύτερα. Βλέποντας τη Δάφνη, δοκίμασε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ζωής του και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρηγορότερα. Τα κλειδιά γλίστρησαν από το χέρι του κι έπεσαν κουδουνίζοντας πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Εκείνη τον πλησίασε δειλά και στάθηκε αμήχανη μπροστά του. Ήταν πολύ πιο όμορφη απ’ ό,τι τη θυμόταν και στη θέα της ένιωσε να τον πνίγει η συγκίνηση. Το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω στο πρόσωπό της και στάθηκε στα μάτια της, που ήταν και το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της. Διαυγή και πεντακάθαρα, θύμιζαν κε-
χριμπάρι, με την κατάμαυρη κόρη παγιδευμένη στο κέντρο τους. «Μονάκριβή μου Άμπερ», είχε γράψει ο Χένρι και ο Τζέιμς σκέφτηκε πως δεν υπήρχε πιο σωστός προσδιορισμός. «Είστε ο Τζέιμς Έρλιν, σωστά;» τον ρώτησε η κοπέλα. Του είχε μιλήσει στα αγγλικά, με ξενική προφορά, και η φωνή της χάιδεψε τα αφτιά του σαν μουσική. Εκείνος ένευσε καταφατικά, κουνώντας το κεφάλι χωρίς να μιλήσει. «Με λένε Δάφνη Ηλιάδη και χρειάζομαι τη βοήθειά σας», συνέχισε. «Μπορώ να βασιστώ στην εχεμύθειά σας;» Ο Τζέιμς μάζεψε τα κλειδιά από κάτω και, ανοίγοντας την πόρτα, της έκανε νόημα να περάσει πρώτη. Πήραν το ασανσέρ και ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο, καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Αντάλλαξαν μεταξύ τους μερικές σύντομες ματιές μόνο, κι αυτό ήταν όλο. Όταν μπήκαν στο διαμέρισμα, ο Τζέιμς άφησε στο πάτωμα το σακίδιο και πήγε στο γραφείο του. Η Δάφνη έριξε μια εξεταστική ματιά γύρω της και έμεινε ευχαριστημένη από αυτό που έβλεπε. Το σπίτι ήταν επιπλωμένο με γούστο και έλαμπε από καθαριότητα, φανερώνοντας μια πτυχή του χαρακτήρα του ιδιοκτήτη του. Εκείνος εμφανίστηκε ύστερα από λίγο, κρατώντας ένα πορτοφόλι. «Αυτό φαντάζομαι ότι θα ήθελες να το πάρεις εσύ», είπε και της το έδωσε. «Εξάλλου, θα ήταν κρίμα να πέσει σε λάθος χέρια. Απάντησα, λοιπόν, στην ερώτησή σου;» Η Δάφνη πήρε το πορτοφόλι και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Με ρώτησες προηγουμένως αν μπορείς να βασιστείς στην εχεμύθειά μου», της θύμισε ο Τζέιμς. Η κοπέλα άνοιξε το πορτοφόλι και κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. «Θεέ μου, μα είναι της Σαβίνας!» ψέλλισε ταραγμένη. «Πού το βρήκες;» Ο πληθυντικός δεν είχε θέση ανάμεσά τους. Χωρίς να υποπτεύο-
νται την αλήθεια, ήταν δύο παλιοί γνώριμοι που συναντήθηκαν έπειτα από εκατοντάδες χρόνια, για να συνεχίσουν την ίδια ιστορία, σε καινούρια θεμέλια. «Πάνω στο κότερο του Ντάντε», εξήγησε ο Τζέιμς. «Ευτυχώς που δεν το ανακάλυψε η αστυνομία». «Δηλαδή ήξερες από την αρχή ποια ήμουν», συμπέρανε η Δάφνη. «Μόνο το όνομά σου, τα υπόλοιπα περιμένω να μου τα πεις εσύ η ίδια. Νομίζω, όμως, πως είναι καλύτερα να βάλεις πρώτα μια μπουκιά στο στόμα σου. Φαίνεσαι έτοιμη να πέσεις κάτω». «Η αλήθεια είναι πως έχω να φάω από χτες ή προχτές...» παραδέχτηκε η Δάφνη. Ο Τζέιμς άνοιξε τη μεγάλη μπαλκονόπορτα και την οδήγησε στη βεράντα. Ήταν γεμάτη φυτά, μια όαση δροσιάς. Την έβαλε να καθίσει σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και εκείνος εξαφανίστηκε στην κουζίνα για αρκετή ώρα. Επέστρεψε κουβαλώντας ένα δίσκο με δύο πιάτα ξέχειλα αφράτη ομελέτα, μια χωριάτικη σαλάτα και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Τα ρουθούνια της Δάφνης χτύπησαν οι γαργαλιστικές μυρωδιές και το στομάχι της άφησε ένα δυνατό γουργουρητό διαμαρτυρίας. «Με συγχωρείς, δεν το ήθελα», είπε αμήχανα. «Ούτε εγώ πάω πίσω», της χαμογέλασε καθησυχαστικά ο Τζέιμς. Έστρωσε ένα λευκό τραπεζομάντιλο στο γυάλινο τραπέζι και αράδιασε τα πιάτα μπροστά της. «Τώρα τρώγε!» τη διέταξε τρυφερά, γεμίζοντας το ποτήρι της με κρασί. «Θα νιώσεις καλύτερα με γεμάτο στομάχι». Η Δάφνη έτρωγε στην αρχή διστακτικά, αλλά στο τέλος υπερίσχυσε η πείνα της και έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Πέντε λεπτά αργότερα, το πιάτο της είχε αδειάσει. «Ήταν υπέροχο!» είπε μαζεύοντας με μια μπουκιά ψωμί τα τελευταία υπολείμματα. «Πού έμαθες να μαγειρεύεις τόσο καλά;» «Όντας εργένης, έτρωγα συχνά έξω, μέχρι που συνειδητοποίησα
ότι έπρεπε να σταματήσω να τρώω τις αηδίες που μου σέρβιραν. Αναγκάστηκα, λοιπόν, να μάθω να μαγειρεύω μόνος μου, γιατί δεν είχα άλλη επιλογή», απάντησε γελώντας ο Τζέιμς. Άρχισε να μαζεύει το τραπέζι και η Δάφνη προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει να μεταφέρουν τα πιάτα στην κουζίνα. «Προτιμώ να καθίσεις εδώ και να ξεκουραστείς», της είπε. «Δε θα αργήσω». Η Δάφνη δεν επέμεινε. Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα και βάλθηκε να ατενίζει τη θάλασσα. Για πρώτη φορά ύστερα από μέρες ένιωθε χαλαρωμένη και είχε το προαίσθημα πως, παρά τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε μελλοντικά, στο τέλος όλα θα πήγαιναν καλά. Άκουγε τον Τζέιμς να πηγαινοέρχεται και να τακτοποιεί τα πιατικά στο πλυντήριο πιάτων και αναρωτήθηκε μήπως αυτό το αίσθημα αισιοδοξίας πήγαζε από το γεγονός ότι επιτέλους είχε βρει έναν άνθρωπο που μπορούσε να εμπιστευτεί. Από τη στιγμή που τον είδε στο νοσοκομείο, της γεννήθηκε η βεβαιότητα πως ήταν εκείνος που περίμενε μια ζωή, πως η καλή της μοίρα φρόντισε να τον ρίξει στο δρόμο της την πιο κατάλληλη στιγμή. Άκουσε τα βήματά του και έστρεψε το κεφάλι για να τον δει να έρχεται κουβαλώντας αυτή τη φορά δύο κούπες με αχνιστό μυρωδάτο καφέ. Σκέφτηκε αυθόρμητα πως ευχαρίστως θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της στο πλευρό αυτού του άντρα. Περίεργη σκέψη, αλήθεια, αφού καλά καλά δεν τον ήξερε τον άνθρωπο! Καθώς της έδινε τον καφέ, τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στο χέρι του και άθελά της ανατρίχιασε καθώς φαντάστηκε αυτό το δυνατό χέρι να χαϊδεύει το κορμί της. Ένιωσε ντροπή για τις σκέψεις της και τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. Μάλωσε τον εαυτό της γι’ αυτή τη μικρή αδυναμία· έπρεπε, επιτέλους, να σταματήσει να κοκκινίζει με το παραμικρό, σαν να ήταν κανένα φοβισμένο παιδάκι. Όταν ηρέμησε κάπως και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της, είδε ότι ο Τζέιμς την κοίταζε εξεταστικά.
«Η Σαβίνα ήταν αδερφή μου», είπε διστακτικά. «Αυτό το κατάλαβα, αλλά, προτού συνεχίσεις, νομίζω ότι πρέπει να μάθεις για τις συνθήκες του θανάτου της. Βλέπεις, η αδερφή σου πέθανε κυριολεκτικά στα χέρια μου και σου ορκίζομαι πως έκανα ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να τη σώσω». «Σε πιστεύω», τον διέκοψε συγκινημένη η Δάφνη. «Προτού πεθάνει, πρόλαβε να μου πει μερικά ενδιαφέροντα πράγματα», συνέχισε ο Τζέιμς. Της διηγήθηκε όλα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ, από την ώρα που την έφεραν στο νοσοκομείο μέχρι την ώρα που ξεψύχησε στην αγκαλιά του. Η Δάφνη είχε σκεπάσει το πρόσωπο με τις παλάμες της και με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυά της. «Θέλεις να ακούσεις το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα;» ρώτησε ο Τζέιμς χαμογελώντας θλιμμένα. «Μου ζήτησε να σε βρω και να σε προειδοποιήσω ότι κινδυνεύεις. Ίσως ήταν εκείνη που οδήγησε τα δικά σου βήματα στην πόρτα μου». Η Δάφνη προτίμησε να τον αφήσει στην αυταπάτη του. «Και τώρα πες μου, γιατί κλέψατε το πτώμα από το νοσοκομείο;» «Ας πούμε ότι δε γινόταν αλλιώς...» απάντησε αόριστα η Δάφνη. «Κοίτα, θέλω να σε βοηθήσω με όλη μου την καρδιά, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να με εμπιστευτείς απόλυτα», της είπε στενοχωρημένος ο Τζέιμς. «Θα πρέπει να μου τα πεις όλα». Η Δάφνη στριφογύρισε αμήχανα στη θέση της. Αναγνώριζε πως εκείνος είχε δίκιο, αλλά ταλαντευόταν ακόμα ως προς την ορθότητα της κρίσης της. Τι ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει αρχικά κοντά του; Ήταν η γνώση ότι θα συναντούσε ένα γοητευτικό άντρα που θα της πρόσφερε ουσιαστική βοήθεια ή μήπως ήρθε ωθούμενη από τις επιταγές του στερημένου κορμιού της; Ίσως αυτά τα δύο ήταν αλληλένδετα, γι’ αυτό δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Μέχρι τώρα είχε μάθει να εμπιστεύεται μόνο τη Σοφία και τον Μαρτσέλο. Αποφάσισε,
ωστόσο, πως ήταν καιρός να εμπιστευτεί το ένστικτό της και να δώσει μια ευκαιρία στον Τζέιμς, κρατώντας ταυτόχρονα μερικά πράγματα για τον εαυτό της. «Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προσπαθούν να πλησιάσουν την οικογένειά μου εδώ και αρκετά χρόνια...» άρχισε να λέει, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια της. «Έφτασαν στο σημείο να σκοτώσουν τους γονείς μου και τώρα οδήγησαν στο θάνατο και την αδερφή μου. Δεν τη σκότωσαν αυτοί προσωπικά, αλλά είναι σαν να το έκαναν με τα ίδια τους τα χέρια...» Ο Τζέιμς έγειρε μπροστά και εστίασε την προσοχή του στη διήγηση της κοπέλας. Η Δάφνη τού αποκάλυψε ένα μεγάλο μέρος από την αλήθεια, αφήνοντας απέξω το κομμάτι που αφορούσε την ίδια και το μυστικό που κουβαλούσε. Του είπε απλώς πως ο πατέρας της είχε κάποιες διαφορές με αυτούς τους ανθρώπους και, παρά το γεγονός ότι τον είχαν βγάλει από τη μέση, δε θα σταματούσαν το αποτρόπαιο έργο τους αν δεν ξεπάστρευαν ολόκληρη την οικογένεια. Ο λόγος που του έκρυψε το χάρισμά της ήταν επειδή φοβόταν ότι ο Τζέιμς δε θα την πίστευε και θα τη θεωρούσε μυθομανή. Ίσως, μάλιστα, νόμιζε πως είχε να κάνει με μια τρελή, πράγμα πολύ χειρότερο. Αυτό δε θα το άντεχε. Αργότερα, βέβαια, θα μετάνιωνε, και τα γεγονότα ίσως να είχαν πάρει άλλη τροπή, αλλά σήμερα η Δάφνη δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ο Τζέιμς, έχοντας διαβάσει το ημερολόγιο της Ελοΐζ, θα ήταν δεκτικός και θα συμμεριζόταν απόλυτα το πρόβλημά της. Εκείνος, από την πλευρά του, δεν είχε λόγους να αμφισβητήσει τα λεγόμενά της. Η ομοιότητά της μ’ εκείνο το κορίτσι του δέκατου έκτου αιώνα ήταν απλώς συμπτωματική, και από τη στιγμή που είδε τη Δάφνη είχε εξορίσει την Ελοΐζ σε κάποια απόμερη γωνιά του μυαλού του και κόντευε να την ξεχάσει. Επρόκειτο για μια τραγική ιστορία που διαδραματίστηκε σε κάποια μακρινή εποχή. Σημασία είχε πια το παρόν, στο οποίο δέσποζε η παρουσία αυτής της κοπέλας με
το υπέροχο πρόσωπο, ξεσηκώνοντας θύελλα συναισθημάτων μέσα του. Ο Τζέιμς την παρακολουθούσε καθώς μιλούσε και είχε μαγευτεί από τη χάρη της. Είχε καρφώσει τα μάτια στα μισάνοιχτα, ρόδινα χείλη της και μετά βίας κρατιόταν να μην τα φιλήσει. Ήθελε να αγγίξει το λευκό δέρμα του μπράτσου της και να το νιώσει να τρέμει από προσμονή. Όλα πάνω της ήταν αυτά που ποθούσε και περίμενε μια ζωή, ήταν η τέλεια γυναίκα για εκείνον. Ο Τζέιμς ήταν ήδη ερωτευμένος μαζί της, κι ας μην το ήξερε ακόμα. «Φοβήθηκα ότι μπορεί να παρακολουθούν το νοσοκομείο, περιμένοντας να εμφανιστώ. Γι’ αυτό αναγκαστήκαμε να κλέψουμε το σώμα της αδερφής μου», είπε η Δάφνη τελειώνοντας. «Στη συνέχεια, η αστυνομία συνέλαβε τον Μαρτσέλο στο αεροδρόμιο, την ώρα που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για την Ιταλία. Εγώ βρισκόμουν στις τουαλέτες και παρακολούθησα όλη τη σκηνή από τη μισάνοιχτη πόρτα. Τρομοκρατήθηκα στη σκέψη ότι θα είχα την ίδια τύχη κι έμεινα εκεί τρεις ολόκληρες ώρες. Όταν βγήκα, είδα έναν αστυνομικό στα γκισέ των εισιτηρίων και σκέφτηκα ότι μπορεί να περίμενε εμένα. Με τα πολλά, κατάφερα να φύγω από το αεροδρόμιο και τότε ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να το σκάσω. Δεν είχα πού αλλού να πάω, φοβόμουν ακόμα και να γυρίσω στο ξενοδοχείο, έτσι αποφάσισα να έρθω εδώ». Ο Τζέιμς έμεινε για λίγο σκεφτικός. Πώς κατόρθωσαν οι αστυνομικοί να συλλάβουν τόσο γρήγορα τον Μαρτσέλο; Ακόμα και από την περιγραφή της Τάνιας, που τον είχε δει στο νοσοκομείο, ήταν δύσκολο να τον εντοπίσουν μέσα σε λίγες ώρες με τόσους Ιταλούς που έκαναν διακοπές στο νησί, και ο ίδιος δε θυμόταν να είχε πει τίποτα. Κάτι άλλο πρέπει να είχε συμβεί, που οδήγησε τους αστυνομικούς στα ίχνη του. «Θα πεταχτώ μέχρι το Τμήμα να δω αυτό τον Κωνσταντινίδη μήπως μάθω κάτι», αποφάσισε ξαφνικά. «Δε θα αργήσω να γυρίσω».
Γύρισε έπειτα από δύο ώρες. Βγαίνοντας στη βεράντα, ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει στη θέα της Δάφνης. Είχε βγάλει τα παπούτσια και κοιμόταν κουλουριασμένη πάνω στην πολυθρόνα. Του φάνηκε ανήμπορη σαν νεογέννητο γατάκι και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να αντέξει τις ειδήσεις που της έφερνε. Πώς θα έλεγε σε αυτή την κοπέλα ότι η αδερφή της βρισκόταν ξανά στο θάλαμο του νεκροτομείου; Εκείνη τη στιγμή η Δάφνη άνοιξε τα μάτια και ανακάθισε ανήσυχη. Τον κοίταξε με αγωνία, περιμένοντας να μιλήσει πρώτος. «Κάποιος νεαρός είδε τον Μαρτσέλο την ώρα που έθαβε τη Σαβίνα και τον κατέγραψε με το κινητό του», της είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα. «Έτσι κατάφεραν να τον εντοπίσουν». «Πόσο θα τον κρατήσουν;» θέλησε να μάθει η Δάφνη. «Δεν έκανε δα και κανένα έγκλημα!» Ο Τζέιμς γονάτισε δίπλα της και έπιασε διστακτικά το χέρι της. Την ένιωσε να ανατριχιάζει στο άγγιγμά του, αλλά κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω. «Δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα... Ο Μαρτσέλο δεν κρατείται επειδή έθαψε την αδερφή σου χωρίς άδεια...» είπε και ξερόβηξε αμήχανα. «Η κατηγορία που τον βαραίνει είναι πολύ σοβαρή. Κατηγορείται για το φόνο του Ενρίκο Γκουερίνι». Η Δάφνη χλόμιασε και ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Έσφιξε δυνατά το χέρι του Τζέιμς, ψάχνοντας να βρει παρηγοριά. Θα προτιμούσε να ριχτεί στην αγκαλιά του, αλλά δεν τολμούσε. «Ο Ντάντε Γκουερίνι είναι, λοιπόν, νεκρός!» κατάφερε να ψελλίσει. «Θεέ μου, πότε συνέβη αυτό;» «Ο ιατροδικαστής τοποθετεί την ώρα του θανάτου λίγο μετά τα ξημερώματα...» «Μα είναι εύκολο να αποδειχτεί η αθωότητα του Μαρτσέλο!» ξέσπασε η Δάφνη ανακουφισμένη. «Ταξίδευε μαζί μου στο αεροπλάνο, χωρίς να το ξέρω βέβαια, και από τότε ήμαστε συνέχεια μαζί».
Την ίδια στιγμή, όμως, θυμήθηκε ότι ο Μαρτσέλο εμφανίστηκε στο νοσοκομείο λίγο πριν το μεσημέρι. Είχαν μεσολαβήσει αρκετές ώρες από την άφιξή τους και είχε μπόλικο χρόνο στη διάθεσή του για να ανακαλύψει και να σκοτώσει τον Ντάντε. Μόνο που ο Μαρτσέλο δεν ήταν ικανός να βλάψει ούτε μυρμήγκι. Εκτός κι αν ήξερε να κρύβει καλά τα μυστικά του. Η ίδια δεν είχε καταλάβει ότι για πολλά χρόνια ήταν ερωτευμένος μαζί της. Δαγκώθηκε και οι πρώτες αμφιβολίες ήρθαν να ριζώσουν στην καρδιά της. «Θυμήθηκες κάτι;» τη ρώτησε ο Τζέιμς, που είδε την αλλαγή στην έκφρασή της. Η Δάφνη έσφιξε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι αρνητικά· ακόμα κι αν την υπέβαλλαν σε βασανιστήρια, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεστομίσει οτιδήποτε θα ενοχοποιούσε τον Μαρτσέλο. Ο Τζέιμς δεν επέμεινε, πάντως κράτησε την αντίδρασή της στο μυαλό του. «Τελικά, έκανες πολύ καλά που κρύφτηκες», της είπε ύστερα από λίγο. «Η αστυνομία έχει δώσει την περιγραφή σου στα λιμάνια και στα αεροδρόμια του νησιού, γιατί θέλουν να σου κάνουν μερικές ερωτήσεις». Ο άντρας θεώρησε άτοπο εκείνη τη στιγμή να της φανερώσει πως ο Κωνσταντινίδης την έψαχνε όχι απλώς για να της κάνει μερικές ερωτήσεις, αλλά επειδή τη θεωρούσε συνεργό στο έγκλημα. Αρκετές έγνοιες είχε στο κεφάλι της, κι αυτός δε σκόπευε να της φορτώσει παραπανίσιες. Μουρμουρίζοντας μια δικαιολογία, την άφησε στη βεράντα και πήγε στην κουζίνα. Διψούσε αφόρητα και ήπιε δύο ποτήρια νερό, το ένα πίσω από το άλλο. Σήμερα, εκτός από την επίσκεψή του στον Κωνσταντινίδη, είχε κάνει άλλη μία απρογραμμάτιστη επίσκεψη, στο σπίτι της Τάνιας. Όταν πήγε στο Τμήμα και ζήτησε να δει τον αστυνόμο, εκείνος τον υποδέχτηκε στο γραφείο του μέσα σε ένα σύννεφο καπνού. «Πώς από εδώ, γιατρέ;» τον ρώτησε χωρίς να πάρει το βλέμμα από τα χαρτιά του.
Ο Τζέιμς έβηξε δυνατά, δείχνοντας ότι τον ενοχλούσε η επιβαρημένη ατμόσφαιρα του χώρου, και ο Κωνσταντινίδης έκλεισε το κλιματιστικό και σηκώθηκε για να ανοίξει το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Στο μεταξύ, ο Τζέιμς είχε σκαρφιστεί μια δικαιολογία της προκοπής. «Τις προάλλες που με ρωτήσατε πώς ήταν εκείνοι οι δύο που έκλεψαν το πτώμα από το νοσοκομείο, σας είπα ότι δεν τους είχα προσέξει καλά», δήλωσε. «Στο μεταξύ, όμως, θυμήθηκα τα χαρακτηριστικά του άντρα και είμαι πρόθυμος να σας δώσω την περιγραφή του. Χρειάστηκε να λείψω για δύο μέρες και γι’ αυτό δεν μπόρεσα να έρθω νωρίτερα». «Άδικα μπήκες στον κόπο», τον έκοψε εκνευρισμένος ο Κωνσταντινίδης. «Τον πιάσαμε χτες το πρωί». Ο Τζέιμς έκανε τον έκπληκτο και ο αστυνόμος τού διηγήθηκε με λίγα λόγια τα καθέκαστα, κοιτάζοντάς τον στο τέλος ειρωνικά. «Η φίλη σου, η γιατρός...» είπε χαμογελώντας με νόημα, «ήρθε και τον αναγνώρισε. Είναι η κοπέλα σου, έτσι;» Ο Τζέιμς το παραδέχτηκε ανόρεχτα. Με όλα αυτά που είχαν συμβεί, η Τάνια δεν τον είχε απασχολήσει. Αλλά το επόμενο σχόλιο του αστυνόμου τον άφησε σύξυλο. «Τότε καλό θα ήταν να την έχεις από κοντά, γιατί μου φάνηκε έτοιμη να σου τα “φορέσει”, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Έφυγε από εδώ με κάποιον Ιταλό που μου κουβαλήθηκε για να βοηθήσει στις έρευνες για το φόνο του νεαρού. Παραλίγο να βγάλουν τα μάτια τους εδώ μπροστά μου». Ο Κωνσταντινίδης επίτηδες μίλησε τόσο προσβλητικά. Δε χώνευε τους Άγγλους, γιατί τους θεωρούσε υπεροπτικούς και ψυχρούς. Ο Τζέιμς θίχτηκε από τη στάση του αστυνόμου, αλλά έσφιξε τις γροθιές του και κατάπιε την οργή του, καθώς σκέφτηκε ότι δεν άξιζε τον κόπο να τσακωθεί με έναν τέτοιο αχρείο τύπο.
Του γύρισε απότομα την πλάτη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Όμως υπήρχε ένα ακόμα σημαντικό θέμα που εκκρεμούσε, και κοντοστάθηκε. Στράφηκε προς το μέρος του Κωνσταντινίδη και τον κοίταξε σοβαρά με τα σκουρογάλανα μάτια του. «Θα ήθελα να αναλάβω τα έξοδα της κηδείας εκείνης της κοπελίτσας, ώστε να ταφεί κανονικά σε νεκροταφείο», είπε προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του σταθερή. Δεν ήθελε να καταλήξει η αδερφή της Δάφνης στο τραπέζι κάποιων φοιτητών της Ιατρικής, όπου θα πετσόκοβαν το κορμί της καθημερινά για την εξάσκησή τους. «Αν δεν εμφανιστεί κανένας δικός της, που χλομό το κόβω, χάρισμά σου», του απάντησε κυνικά ο Κωνσταντινίδης, ενώ έσκυβε πάλι στα χαρτιά του. «Αφού πρώτα διεξαχθεί η νεκροψία». «Φυσικά», συμφώνησε απρόθυμα ο Τζέιμς. Θα προτιμούσε να αφήσουν στην ησυχία του το ήδη ταλαιπωρημένο πτώμα, αλλά αναγνώριζε πως αυτή η διαδικασία ήταν επιβεβλημένη για να καταλήξουν με σιγουριά στα αίτια του θανάτου. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να περάσει ένα μικρό γραφειοκρατικό γολγοθά και να συμπληρώσει μια στοίβα εντύπων μέχρι να γίνει αποδεκτό το αίτημά του. Όταν, επιτέλους, βγήκε από το Τμήμα, άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Ήθελε να γυρίσει το συντομότερο δυνατό κοντά στη Δάφνη και πήγε τρέχοντας μέχρι το αυτοκίνητό του. Δεν είχε προλάβει να βάλει το κλειδί στη μηχανή όταν χτύπησε το κινητό του. Ήταν κάποιος φίλος του, γιατρός από το νοσοκομείο. «Πού σε πετυχαίνω;» τον ρώτησε ο άλλος. «Είσαι ακόμα στο Λονδίνο;» «Όχι, γύρισα πριν από λίγες ώρες». «Μήπως σκοπεύεις να περάσεις καθόλου από εδώ;» «Όχι, γιατί η άδειά μου ισχύει και σήμερα. Συμβαίνει κάτι;»
«Αναρωτιόμουν μήπως ξέρεις εσύ γιατί παραιτήθηκε η Τάνια». «Δεν είχα ιδέα ότι παραιτήθηκε», είπε έκπληκτος ο Τζέιμς. «Δεν μπήκε καν στον κόπο να ενημερώσει τη διεύθυνση προσωπικά. Απλώς τηλεφώνησε χτες το βράδυ για να ανακοινώσει ότι παραιτείται. Καθόλου επαγγελματικό από μέρους της, δε συμφωνείς;» «Απόλυτα», απάντησε ο Τζέιμς ξαφνιάζοντας τον άλλο. Έκλεισε το τηλέφωνο πριν ο συνάδελφός του αρχίσει να ρωτάει για πράγματα πιο προσωπικής φύσεως και επειδή, επίσης, δεν είχε καμιά διάθεση να απολογηθεί ο ίδιος για την παράλογη συμπεριφορά της Τάνιας. Αυτή η γυναίκα ήταν ικανή για τα πάντα. Αλλά, τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, είχε να τον ενοχλήσει από χτες. Όποτε έλειπε στο Λονδίνο, εκείνη τον έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο, λες και ήθελε να επιβεβαιώσει, ή καλύτερα να κατασκοπεύσει, τις κινήσεις του. Αυτή η απόλυτη σιωπή από μέρους της ήταν όντως πολύ παράξενη. Ξανάφερε στο μυαλό του το κακότροπο σχόλιο του Κωνσταντινίδη και αποφάσισε, με βαριά καρδιά, πως το πιο σωστό θα ήταν να πάει από το σπίτι της για να δει αν είναι καλά. Ίσως κάτι κακό να της είχε συμβεί και αυτή τη στιγμή να κειτόταν μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ασχέτως από το γεγονός ότι επιδίωκε να χωρίσει μαζί της, μπορεί να είχε την ανάγκη του. Έβαλε μπρος και πήρε το δρόμο για την Κνωσό. Βρήκε τον ηλικιωμένο σπιτονοικοκύρη να φροντίζει τα λουλούδια του, όπως πάντα. «Καλησπέρα, κυρ Θωμά!» του φώναξε μπαίνοντας στον κήπο. Εκείνος στράφηκε προς το μέρος του και από το πρόσωπό του πέρασε μια σκιά μελαγχολίας. «Καλώς το λεβέντη», τον χαιρέτησε μάλλον χλιαρά. «Μόνο που έκανες τσάμπα όλο αυτό το δρόμο, γιατί η κοπελιά σου δεν είναι εδώ». Ο Τζέιμς ένιωσε ανακούφιση. Τουλάχιστον η Τάνια ήταν καλά. «Μήπως ξέρεις πού πήγε;» ρώτησε.
Ο γέρος έβγαλε το λερωμένο καπέλο του και το στριφογύρισε αμήχανα στα χέρια. Πώς θα εξηγούσε σε αυτό το συμπαθητικό παλικάρι τις πομπές της προκομμένης του; Στο τέλος αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να τον αφήσει να βγάλει τα συμπεράσματα μόνος του. «Στην Ιταλία», αποκρίθηκε χωρίς περιστροφές. «Μου έδωσε προκαταβολικά δύο νοίκια και έφυγε με κάποιον Ιταλό χτες το βράδυ». Περίμενε να δει τον Τζέιμς να εκπλήσσεται, ίσως και να θυμώνει, αλλά δεν περίμενε να τον δει ποτέ να χαμογελάει. Αυτή η αντίδραση ήταν ανήκουστη για το γερο-Κρητικό. «Τι διάολο!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια. «Δε σε ένοιαξε αυτό που είπα;» απευθύνθηκε πιο δυνατά στον Τζέιμς. «Εμένα αν μου βάτευε κάποιος τη γυναίκα, θα τον έγδερνα ζωντανό με τα ίδια μου τα χέρια. Μετά θα σκότωνα κι εκείνη που με ντρόπιασε». «Κι εγώ το ίδιο θα έκανα αν κάποιος ριχνόταν στη γυναίκα που αγαπούσα», απάντησε ο Τζέιμς εξακολουθώντας να χαμογελάει. Δε θα έκανε ακριβώς αυτό, αλλά γιατί να χαλάσει την καρδιά του γέρου; Άλλωστε είχε μάθει ότι οι Κρητικοί δε χωράτευαν όταν έμπαιναν στη μέση τέτοια ζητήματα τιμής. «Όμως ησύχασε, κυρ Θωμά», συνέχισε στον ίδιο τόνο, «με την Τάνια είχαμε σχεδόν χωρίσει από καιρό. Ήταν, λοιπόν, επόμενο να πάρει καθένας το δρόμο του». Ο ηλικιωμένος άντρας, παρ’ όλα αυτά, φαινόταν ακόμα προβληματισμένος. «Δε σας καταλαβαίνω εσάς τους νέους», είπε τελικά. «Πέφτετε στο κρεβάτι με όποιον βρεθεί μπροστά σας. Πάρε, για παράδειγμα, αυτόν που κουβάλησε η Τάνια. Καθόλου δε μου γέμισε το μάτι, σαν μαφιόζος έμοιαζε». Ο Τζέιμς αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να μείνει παραπάνω. Είχε πάρει τις πληροφορίες που ήθελε και ήταν απίστευτα καλές. Πριν φύγει, έτεινε το χέρι και αποχαιρέτησε τον κυρ Θωμά με μια θερμή χειραψία. Ήταν μάλλον απίθανο να ξαναβρεθούν, γιατί ο ίδιος δε σκόπευε να πατήσει άλλη φορά το πόδι του σε αυτό το σπίτι.
Καθώς οδηγούσε επιστρέφοντας στο διαμέρισμά του, ένιωθε ευτυχισμένος. Είχε μάθει αρκετά ελληνικά τραγούδια και έπιασε να σιγοτραγουδάει μια ερωτική μπαλάντα του Πάριου. Ήταν, επιτέλους, ελεύθερος να επενδύσει την καρδιά του όπως επιθυμούσε και η ευκολία με την οποία είχε ξεμπερδέψει με την Τάνια τού δημιουργούσε απίστευτη ευφορία. Δεν υπήρξαν ούτε κλάματα ούτε καβγάδες, δηλαδή καμία από αυτές τις δυσάρεστες καταστάσεις που συνοδεύουν ένα χωρισμό. Και επειδή δεν ήταν κακός, ευχόταν ολόψυχα εκείνη να είναι ευτυχισμένη με τον καινούριο της έρωτα. Αυτός είχε τελειώσει μαζί της μια και καλή – ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε τότε.
18
Η Τάνια ήταν όντως απέραντα ευτυχισμένη, πετούσε στα σύννεφα. Ξεκίνησε να ζει το όνειρο από την ώρα που μπήκε στο πολυτελές ιδιωτικό αεροπλάνο του Γκουερίνι για να φύγει με τον Φράνκο. Αυτός ο άντρας την είχε συναρπάσει από την πρώτη στιγμή με την ισχυρή προσωπικότητά του και στη συνέχεια με την ισοπεδωτική ορμή του στο κρεβάτι, ώστε δεν πρόλαβε καν να αναρωτηθεί για την οικονομική του κατάσταση. Όταν αποφάσισε να τον ακολουθήσει στην Ιταλία, ήταν έτοιμη να συμβιβαστεί μόνο με αυτά και δε φαντάστηκε ότι η τύχη τής είχε χτυπήσει την πόρτα, προσφέροντάς της κυριολεκτικά στο πιάτο αυτό που κυνηγούσε με τόση επιμονή. «Σε ένα μήνα περίπου θα μετακομίσουμε στο παλάτσο μου», της είχε πει ο Φράνκο την ώρα που την ξεναγούσε στην έπαυλή του στο Λίντο. «Αυτό το σπίτι είναι πια πολύ μικρό για τους δυο μας». Η Τάνια έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μέχρι τώρα είχε μετρήσει δέκα δωμάτια. Δεν τολμούσε, λοιπόν, να φανταστεί το μέγεθος του παλάτσο. Η δεύτερη μέρα της παραμονής της στη Βενετία τη βρήκε να
απολαμβάνει τον καφέ της χαλαρώνοντας στον κήπο της έπαυλης. Ήταν μόνη της, ο Φράνκο είχε φύγει για τη δουλειά του και η Τάνια βρήκε την ευκαιρία να μείνει, επιτέλους, με τις σκέψεις της. Πολύ νωρίς ακόμα να σκέφτεται το γάμο, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να φαντάζεται τον εαυτό της ντυμένη νύφη στο πλευρό του. Δεν ήταν, όμως, τόσο ανόητη να φανερώσει αμέσως τις προθέσεις της, έπρεπε να κάνει υπομονή για ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Οι άντρες πανικοβάλλονται στην ιδέα του γάμου και όλα έδειχναν ότι ο Φράνκο, που πλησίαζε τα σαράντα, επιβεβαίωνε περίτρανα τον κανόνα. Ο Τζέιμς τής είχε πει κάποτε ότι η σχέση τους τον έπνιγε, ότι δεν του έδινε περιθώρια να αναπνεύσει, και η Τάνια –μέσα από μια ειλικρινή αυτοκριτική– παραδέχτηκε ότι εκείνος είχε δίκιο. Τα λάθη του παρελθόντος τής έδειχναν ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει για να μην την ξαναπατήσει και ήταν διατεθειμένη να αλλάξει συνήθειες και να ξεχάσει καπρίτσια προκειμένου να ευοδωθεί η σχέση της με τον Φράνκο. Η σκέψη ότι μπορεί να επέστρεφε κάποτε στο μισητό περιβάλλον ενός νοσοκομείου τής προκαλούσε απέχθεια. Ο νέος αγαπημένος της δε φαινόταν εύκολος χαρακτήρας και, αν ήθελε να τον κρατήσει, έπρεπε να είναι έτοιμη για πολλές υποχωρήσεις. Περιδιάβαζε τα λουλουδιασμένα μονοπάτια και χαμογελούσε ονειροπολώντας, όταν άκουσε τα βήματά του να έρχονται προς το μέρος της. Η καρδιά της φτερούγισε βλέποντας πόσο όμορφος ήταν με το μπλε, καλοραμμένο κοστούμι του. Έτρεξε κοντά του κι εκείνος την έκλεισε στην αγκαλιά του, σφραγίζοντας τα χείλη της με ένα απαιτητικό φιλί. Όταν την άφησε, το πρόσωπο και των δύο ήταν ξαναμμένο. «Πήγαινε να ντυθείς», της είπε βραχνά, «γιατί δεν ξέρω πόσο μπορώ να κρατηθώ. Θα πάμε για φαγητό στην πόλη». Η Τάνια δεν περίμενε να της το πει δεύτερη φορά. Είχαν φτάσει βράδυ στη Βενετία και από το αεροπλάνο δεν μπόρεσε να δει πολλά πράγματα. Με το δίκιο της, λοιπόν, ανυπομονούσε να πάει στην
παλιά πόλη και να διαπιστώσει με τα μάτια της αν όντως ήταν τόσο όμορφη και συναρπαστική όσο την περιέγραφαν. Άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε απογοητευμένη τα λιγοστά ρούχα που είχε φέρει μαζί της. Της φαινόταν πως δεν είχε να φορέσει τίποτα της προκοπής για να συνοδεύσει τον Φράνκο· πάνω στη βιασύνη της δεν είχε σκεφτεί να πάρει δυο τρία επίσημα φορέματα. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, όταν την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε και είδε στο κατώφλι μια υπηρέτρια που κρατούσε ένα μεγάλο πακέτο. «Αυτό σας το στέλνει ο κύριος με την αγάπη του», της είπε και, αφού το παρέδωσε στα χέρια της, έφυγε το ίδιο διακριτικά όπως είχε έρθει. Η Τάνια άνοιξε ανυπόμονα το πακέτο και δοκίμασε μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της ζωής της. Περιείχε ένα φόρεμα στο χρώμα της φωτιάς και ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα σανδάλια, και τα δύο με την υπογραφή ενός από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές της Ιταλίας. Αυτό το δώρο απέκτησε ξαφνικά ιδιαίτερη σημασία στα μάτια της, γιατί αποδείκνυε πως ο Φράνκο τη νοιαζόταν πραγματικά, αφού μπήκε στον κόπο να ψωνίσει για λογαριασμό της, και μάλιστα να μαντέψει το σωστό νούμερο. Όταν εμφανίστηκε μπροστά του, εισέπραξε ένα βλέμμα θαυμασμού και επιδοκιμασίας από τον άντρα, που έμεινε, με τη σειρά του, απόλυτα ικανοποιημένος από την επιλογή του. Το κατακόκκινο φόρεμα τόνιζε ακόμα περισσότερο τη μελαχρινή ομορφιά και το ηλιοκαμένο δέρμα της καινούριας του φιλενάδας.
Το πίσω μέρος της έπαυλης έβλεπε στη λιμνοθάλασσα, και εκεί η Τάνια είδε αραγμένο στην τσιμεντένια αποβάθρα ένα κομψό ταχύπλοο. Ο Φράνκο, αφού τη βοήθησε να ανέβει, έβγαλε το σακάκι του και κάθισε στη θέση του οδηγού. Γέννημα θρέμμα της Βενετίας, ένιω-
θε πολύ πιο άνετα πίσω από το τιμόνι ενός σκάφους παρά ενός αυτοκινήτου. Η Τάνια κοίταζε αχόρταγα γύρω της, καθώς το ταχύπλοο έσκιζε τα θολά νερά. Μαούνες φορτωμένες με κάθε λογής εμπορεύματα, από λαχανικά μέχρι υλικά οικοδομών, βαπορέτα που εκτελούσαν χρέη αστικών λεωφορείων, πηγαίνοντας από το ένα νησί στο άλλο, πλωτά ταξί και ασθενοφόρα περνούσαν δίπλα τους σε απόσταση αναπνοής και πολλές φορές εκείνη έκλεινε τα μάτια από φόβο, περιμένοντας την αναπόφευκτη σύγκρουση. Όλα αυτά τα πλεούμενα κυκλοφορούσαν στους υδάτινους δρόμους όπως ακριβώς τα αυτοκίνητα στην ξηρά. Ηρέμησε μόνο όταν μπήκαν στο Μεγάλο Κανάλι, όπου η κίνηση φαινόταν να διεξάγεται κάπως πιο ομαλά. Έτσι, μπόρεσε να θαυμάσει απερίσπαστη τα υπέροχα παλάτια που δέσποζαν και στις δύο πλευρές του. Τα δαντελωτά παράθυρα, οι αψίδες, τα γοτθικά τόξα και τα λαξεμένα διακοσμητικά στοιχεία αποτελούσαν ένα αρμονικό πάντρεμα ανατολικής και δυτικής τεχνοτροπίας, αφήνοντάς την άφωνη με την ομορφιά τους. Η σημερινή μέρα ήταν μουντή και ο ήλιος ξεπρόβαλλε αραιά και πού μέσα από κάποιο σύννεφο, για να ρίξει κάποιες φωτεινές αχτίδες πάνω στις στέγες, πριν αποσυρθεί πάλι στην κρυψώνα του. Η αρχοντική Βενετία υποδεχόταν την Τάνια τυλιγμένη στα χρώματα της μελαγχολίας, αλλά είναι ίσως η μοναδική πόλη στον κόσμο που χρειάζεται αυτά τα χρώματα για να αναδείξει στον ύψιστο βαθμό τη μεγαλόπρεπη ομορφιά της. Ο Φράνκο έκοψε ταχύτητα και έστριψε σε ένα μικρό κανάλι. Μετά την τόση πολυκοσμία φάνταζε τρομακτικά έρημο και σιωπηλό. Η Τάνια κρατούσε την αναπνοή της καθώς περνούσαν ξυστά κάτω από τα μικρά γεφυράκια και κοίταζε σαν υπνωτισμένη τα ετοιμόρροπα κτίρια με τις διαβρωμένες πόρτες, τα μουχλιασμένα σκαλοπάτια και τα άδεια σκοτεινά σοκάκια. Και ξαφνικά ο χρόνος άρχισε να μετράει
αντίστροφα. Στ’ αφτιά της έφτασαν οι ψίθυροι του παρελθόντος και περίμενε από στιγμή σε στιγμή να δει να ξεπετάγονται μέσα από τους τοίχους αλλοτινές βενετσιάνικες μορφές, με πρόσωπα καλυμμένα πίσω από ανέκφραστες ορνιθόμορφες μάσκες, για να την πάρουν μαζί τους σε αίθουσες χορού φωτισμένες από πολυέλαιους Μουράνο και να στροβιλιστεί πάνω σε περίτεχνα μαρμάρινα δάπεδα υπό τους ήχους μιας απόκοσμης μουσικής. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από τους ρεμβασμούς της και την ονειροφαντασία που της δημιούργησε το όλο σκηνικό, ώστε δεν κατάλαβε πότε το σκάφος άραξε. Ο Φράνκο την κοίταζε χαμογελαστός, έχοντας αντιληφθεί το μικρό της ταξίδι στο παρελθόν. Ήταν κάτι που το πάθαιναν όλοι οι επισκέπτες· αργά ή γρήγορα υπέκυπταν στη μαγεία, ρουφούσαν αχόρταγα το κρασί που τους κερνούσε η πόλη με απλοχεριά και στο τέλος έφευγαν νιώθοντας ένα οδυνηρό κενό. «Μα είναι όλα τόσο υπέροχα!» ψιθύρισε η Τάνια κοιτάζοντας με δέος γύρω της. Έπιασε το χέρι του Φράνκο και τον άφησε να την παρασύρει μέσα στο πολύβουο πλήθος. Χώθηκαν σε ανήλιαγα σοκάκια, τόσο στενά, ώστε ήταν υποχρεωμένοι να περπατούν ο ένας πίσω από τον άλλο, με τα κτίρια να γέρνουν από πάνω τους. Σε κάθε στροφή τούς περίμενε και μια πλατεία, σε κάθε πλατεία υπήρχε σχεδόν και μια εκκλησία. Καθεμία με σημαντικά έργα τέχνης, που προσκαλούσαν τους περαστικούς να διαβούν το κατώφλι της για να τους διηγηθούν τη μακραίωνη ιστορία τους. Τα αμέτρητα μαγαζιά, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, φιλοξενούσαν στις βιτρίνες τους εντυπωσιακές μάσκες, πολύχρωμα κρύσταλλα από το Μουράνο, μεσαιωνικές πανοπλίες και χειροποίητες αραχνοΰφαντες δαντέλες. Οι γραφικές ταβέρνες και τα χαριτωμένα καφέ ήταν γεμάτα κόσμο που φλυαρούσε ακατάπαυστα σαν ένα σμάρι χαρούμενα πουλιά. Το άρωμα της ζεστής σοκολάτας και
του εσπρέσο έμπλεκε με την αιθέρια μοσχοβολιά των λουλουδιών που είχαν αραδιάσει στους δρόμους οι υπαίθριοι ανθοπώλες και πλανιόταν σαν ευωδιαστό σύννεφο, ξυπνώντας κοιμισμένες αισθήσεις. Έφτασαν κάποτε στο εστιατόριο, που εξωτερικά τουλάχιστον δεν έδειχνε να είναι κάτι ξεχωριστό. Η διαφορά φάνηκε μόλις μπήκαν μέσα. Όμορφο και φινετσάτο περιβάλλον, προσεγμένο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο, αλλά οι ιδιοκτήτες κρατούσαν πάντα τραπέζια για τους εκλεκτούς πελάτες τους. Η Τάνια δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι για να φάει κάποιος στο Da Fiore, ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Βενετίας, έπρεπε να κλείσει τραπέζι καμιά δεκαριά μέρες πριν, γιατί μόλις εμφανίστηκε ο Φράνκο, ο υπεύθυνος της αίθουσας τσακίστηκε να τον εξυπηρετήσει. «Σου προτείνω τα θαλασσινά», είπε ο Φράνκο στην Τάνια δίνοντάς της το μενού. «Θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου γιατί μου αρέσουν πολύ», συμφώνησε εκείνη και τον άφησε να διαλέξει και για τους δύο. Περιμένοντας το φαγητό τους, έπιναν αργά το κρασί τους και συζητούσαν διάφορα ανώδυνα θέματα της παιδικής τους ηλικίας για να γνωριστούν καλύτερα. Ο Φράνκο διηγούνταν μια ξεκαρδιστική ιστορία, όταν ξαφνικά σταμάτησε και σήκωσε το χέρι για να χαιρετήσει κάποιον. Η Τάνια ακολούθησε το βλέμμα του και είδε να στέκεται στην πόρτα ένα ζευγάρι, κάπως αταίριαστο λόγω της διαφοράς ηλικίας. Εκείνος ήταν ένας αριστοκρατικός ηλικιωμένος κύριος και η γυναίκα που συνόδευε μια ξανθιά καλλονή, άψογη από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Το συνολάκι που φορούσε φώναζε από μακριά ότι ήταν υψηλής ραπτικής και ως εκ τούτου πανάκριβο. Ο Γκουερίνι αρνήθηκε να καθίσει στο τραπέζι που συνήθως κρατούσαν γι’ αυτόν και κατευθύνθηκε, με την Κλόντια αγκαζέ, στο τραπέζι του Φράνκο. Εκείνος σηκώθηκε και έκανε τις συστάσεις. Ο ηλι-
κιωμένος άντρας έπιασε το χέρι της Τάνιας και το κράτησε κάπως περισσότερο απ’ όσο επιτρεπόταν μέσα στο δικό του, λέγοντας με κάθε ειλικρίνεια πόσο ευτυχής ήταν για τη γνωριμία. Η Κλόντια απλώς χαμογέλασε ψυχρά και έστρεψε το κεφάλι στο πλάι με επιτηδευμένη αδιαφορία. Στην πραγματικότητα, το έκανε γιατί δεν ανεχόταν να βλέπει κάποια άλλη στο πλευρό του εραστή της. Αν και είχαν συμφωνήσει από κοινού ότι η σχέση τους δεν ήταν δεσμευτική και ότι ήταν ελεύθεροι να κάνουν νέες γνωριμίες, μόλις είδε την Τάνια, τη μίσησε αμέσως και ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Το ένστικτό της χτύπησε συναγερμό, προειδοποιώντας την ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν μια παροδική περιπετειούλα, σαν τόσες άλλες. Ο Φράνκο έδειχνε για πρώτη φορά πραγματικά ευτυχισμένος. Η Κλόντια βασιζόταν στην παρουσία του για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του Αλεσάντρο. Είχε υποχρεωθεί να κοιμηθεί μαζί του τρεις συνεχόμενες νύχτες και άντεξε σε αυτό το μαρτύριο παίρνοντας στο κρεβάτι του άντρα της την ανάμνηση του έρωτα του Φράνκο. Αν είχε χρόνο και όρεξη, θα έβρισκε άλλο εραστή. Αλλά η άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τις τελευταίες μέρες δε βοηθούσε καθόλου. Με λίγα λόγια, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να χάσει τον πιο τέλειο εραστή που είχε ποτέ. Η Τάνια, από την άλλη πλευρά, θίχτηκε από τη συμπεριφορά της Κλόντια, αλλά δεν το έδειξε. Αυτή τη στιγμή χαλάλιζε την ώρα που είχε περάσει μπροστά στον καθρέφτη για να ασχοληθεί με το μακιγιάζ της και χαιρόταν με την προνοητικότητα που επέδειξε ο Φράνκο να της αγοράσει ένα ρούχο της προκοπής, ώστε να μη μοιάζει με φτωχή συγγενή. Η διαίσθησή της της φώναζε να προσέχει, πως αυτή η ξιπασμένη καλλονή δεν ήταν μια απλή κοινωνική γνωριμία του άντρα που είχε μπει τόσο δυναμικά στη ζωή και στα όνειρά της. Είχε παρατηρήσει τον κατακτητικό τρόπο με τον οποίο τον κοίταξε η άλλη και δεν της άρεσε καθόλου. Κάτω από το υπεροπτικό βλέμμα διέκρινε έντονο ενδιαφέρον και ένοχα μυστικά. Τράβηξε την καρέκλα της λίγο πιο
κοντά στον Φράνκο και έπιασε το χέρι του, επιδεικνύοντας φανερά και προκλητικά τα δικά της κυριαρχικά δικαιώματα. Οι άντρες συζητούσαν μεταξύ τους στα ιταλικά, χωρίς να αντιλαμβάνονται την κατάσταση. Η βουβή αναμέτρηση των δύο γυναικών πέρασε εντελώς απαρατήρητη γιατί ο Γκουερίνι ήταν ενθουσιασμένος με την έκδοση του Μαρτσέλο στην Ιταλία. Εξαιτίας της απίστευτης ελληνικής γραφειοκρατίας θα καθυστερούσε κάπως περισσότερο απ’ ό,τι υπολόγιζε, αλλά το πράγμα ήταν τελειωμένο. Ο Φράνκο, από την άλλη, ήταν πολύ ευχαριστημένος που το αποτρόπαιο μυστικό του θα έμενε για πάντα κλειδωμένο σε ένα απαραβίαστο ντουλάπι. Ίσως μετάνιωνε λίγο που σκότωσε τον Ντάντε πάνω σε μια έκρηξη θυμού και, αν περνούσε από το χέρι του, θα γυρνούσε πίσω το χρόνο για να διορθώσει το κακό που είχε κάνει. Αλλά ό,τι έγινε έγινε και δεν ωφελούσε να στενοχωριέται. Ο Φράνκο και ο Αλεσάντρο έφαγαν με όρεξη το φαγητό τους και πείραζαν καλοπροαίρετα τις γυναίκες που τσιμπολογούσαν ανόρεχτα από τα πιάτα τους. Στο τέλος έφυγαν όλοι μαζί, για να χωρίσουν λίγο παρακάτω. Η Τάνια και η Κλόντια δεν αντάλλαξαν ούτε μία λέξη αποχαιρετισμού μεταξύ τους. Το υπερήφανο κρητικό στοιχείο που κυριαρχούσε στα γονίδια της Τάνιας βγήκε στην επιφάνεια και την έκανε να σηκώσει προκλητικά το πιγούνι και να κοιτάξει άφοβα την Κλόντια στα μάτια. Είχαν το ίδιο ύψος και στάθηκαν αντικριστά, αναμετρώντας καθεμία την αντίπαλό της. Αν κοίταζε κάποιος λίγο παραπέρα, θα έβλεπε δύο γυναίκες το ίδιο όμορφες και δυναμικές, αλλά τόσο ανόμοιες μεταξύ τους. Η μία ξανθιά και υπεροπτική, κυρία της αριστοκρατίας, μαθημένη να έχει τον κόσμο στα πόδια της, η άλλη μελαχρινή και αγέρωχη, έτοιμη να πάρει φωτιά και να υπερασπιστεί τα δίκια της χτυπώντας στα τυφλά. Η αντιπάθεια μεταξύ τους ήταν τόσο εμφανής, ώστε αυτή τη φορά δε γινόταν να μην την παρατηρήσουν οι άντρες. Ο Φράνκο ένιωσε μια ανεξήγητη ανησυχία και ο
Γκουερίνι, που πίστευε ότι η Κλόντια φερόταν έτσι επειδή ζήλευε μια νεότερη και εξίσου όμορφη γυναίκα, έβρισκε αυτή την κόντρα μάλλον ιδιοτροπία της στιγμής και χωρίς νόημα. Στην ηλικία του, είχε μάθει να ζυγίζει τα πράγματα κάπως διαφορετικά και να δίνει σημασία μόνο σε πολύ πιο σοβαρά ζητήματα. Πάντως, βλέποντας τον Φράνκο μαζί με την Τάνια, σκέφτηκε ότι όντως ήταν ταιριαστό ζευγάρι. Φαινόταν να έχουν την ίδια ιδιοσυγκρασία και, από τα λίγα που του εξομολογήθηκε ο Φράνκο, μοιράζονταν τις ίδιες απόψεις για τη ζωή. Ήταν καλό που ο φίλος του βρήκε τελικά μια γυναίκα κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Θεώρησε, λοιπόν, σωστό να το σχολιάσει, χωρίς να φαντάζεται ότι έτσι έριχνε κι άλλο λάδι στη φωτιά. «Χαίρομαι ειλικρινά που σε γνώρισα, κορίτσι μου», είπε φιλώντας την Τάνια σταυρωτά. «Εύχομαι μόνο ο Φράνκο να έχει μυαλό να σε κρατήσει. Δεν πέφτουν τόσο συχνά από τον ουρανό γοητευτικές γιατρίνες σαν κι εσένα». Αυτό έκανε την Κλόντια να φουντώσει ακόμα περισσότερο. Εκείνη είχε βασιστεί μόνο στην εμφάνισή της και δεν είχε τελειώσει καν το κολέγιο. Επειδή ήταν υποχρεωμένη να συναναστρέφεται ανθρώπους που στην πλειονότητά τους είχαν στην κατοχή τους δυο τρία πτυχία πανεπιστημίου, κρυβόταν πίσω από μια μάσκα αδιαφορίας και δε λάβαινε μέρος στις εξειδικευμένες συζητήσεις τους, φοβούμενη μην πετάξει καμία κοτσάνα. Αναμφισβήτητα, ήταν πανέξυπνη, αλλά υπήρχαν πράγματα που μόνο η μόρφωση μπορούσε να παρέχει. Και, δυστυχώς, η Κλόντια δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να ανοίξει έστω και ένα βιβλίο στη ζωή της. Καθώς επέστρεφαν στο Λίντο, η Τάνια σκεφτόταν τις επόμενες κινήσεις της. Αυτό που την προβλημάτιζε ήταν κατά πόσο ο Φράνκο είχε ξεπεράσει την κυρία Γκουερίνι. Δεν αμφέβαλλε καθόλου για τη σχέση τους, αυτά ήταν πράγματα που μια ερωτευμένη γυναίκα πιάνει στον αέρα. Μόνο ο κύριος Γκουερίνι ήταν βαθιά νυχτωμένος και
δεν καταλάβαινε τι γινόταν στο σπίτι του όταν εκείνος έλειπε. Η Τάνια τον είχε συμπαθήσει, γιατί είχε αποδεχτεί το ρόλο της και την είχε κάνει να νιώσει καλοδεχούμενη. Αν βρισκόταν ο Τζέιμς στη θέση του Φράνκο, κατά πάσα πιθανότητα δε θα μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα της και θα του έκανε μεγάλη σκηνή. Αλήθεια, ήταν παράξενο που σκέφτηκε τον Τζέιμς! Είχε πάψει να την απασχολεί σχεδόν από την πρώτη στιγμή που γνώρισε τον Φράνκο και η θύμησή του γινόταν όλο και πιο μακρινή. Κούνησε το κεφάλι ενοχλημένη για να διώξει εκείνο το πρόσωπο από το μυαλό της και να επικεντρωθεί στο τωρινό της πρόβλημα. Αποφάσισε πως το πιο σωστό ήταν να αφήσει τα γεγονότα να ακολουθήσουν την πορεία τους. Αυτή θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να ξεχάσει ο Φράνκο την παλιά του ερωμένη. Ήταν δυναμική γυναίκα και είχε τον τρόπο της να τον φέρει στα νερά της. Εκείνο το βράδυ τα έδωσε όλα στο κρεβάτι, και όταν τα ξημερώματα ο Φράνκο έγειρε εξουθενωμένος πάνω στο γυμνό κορμί της, χαμογέλασε ευχαριστημένη νιώθοντας ότι είχε κερδίσει μια σημαντική μάχη. Δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για το παρελθόν του άντρα που για χάρη του παράτησε τα πάντα, αλλά αυτό δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα. Εκείνο που είχε σημασία για την Τάνια ήταν το παρόν και το μέλλον.
Το ζεύγος Γκουερίνι είχε κι αυτό τις δικές του σκοτούρες. Ο Αλεσάντρο, επιστρέφοντας στο παλάτσο, μπήκε στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους και, όταν βγήκε, τύλιξε μια πετσέτα στη μέση του και άνοιξε το ντουλάπι δίπλα στον καθρέφτη. Σε αυτό το σπίτι δεν ήταν μόνο η Κλόντια που έκρυβε τα μυστικά της· το ίδιο έκανε και ο άντρας της. Έπιασε το κουτί με τα θαυματουργά μπλε χάπια και το στριφογύρισε για λίγο στα δάχτυλά του λυπημένος. Κάποτε έφτανε η θέα μιας γυναίκας για να τον κάνει ταύρο· τώρα, για να λειτουργήσει,
χρειαζόταν φαρμακευτική υποστήριξη. Ο γιατρός που του έγραψε τη συνταγή τού είχε τονίσει τους κινδύνους που συνεπαγόταν η συχνή χρήση, αλλά εκείνος ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει για λίγο καιρό. Χάρη στα χάπια άντεξε τα τελευταία τρία βράδια και πλέον δεν τολμούσε να δοκιμάσει χωρίς αυτά, γιατί φοβόταν μήπως γελοιοποιηθεί στα μάτια της Κλόντια, που είχε τα μισά του χρόνια. Κάπου στο βάθος του μυαλού του υπήρχε η υποψία ότι η γυναίκα του τον κεράτωνε, αλλά όσο αυτό γινόταν διακριτικά, χωρίς να ξεσπάει σκάνδαλο, ήταν πρόθυμος να κάνει τα στραβά μάτια. Βλαστήμησε νοερά τα εξήντα οχτώ του χρόνια και έπειτα από μικρό δισταγμό κατάπιε ένα χάπι μαζί με λίγο νερό. Μετά φόρεσε τη μεταξωτή πιτζάμα του και περίμενε την Κλόντια. Όταν είδε, όμως, ότι η ώρα περνούσε και η γυναίκα του δεν έλεγε να φανεί, αποφάσισε να την αναζητήσει εκείνος. Τη βρήκε ξαπλωμένη στον καναπέ του καθιστικού, με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, να παρακολουθεί μια ταινία στην τηλεόραση. Ήταν, όμως, φανερό ότι το μυαλό της έτρεχε αλλού, γιατί το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον τοίχο πάνω από την οθόνη. Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα τσιγάρο, και μια ματιά του Γκουερίνι στο τασάκι, που ήταν γεμάτο γόπες, αρκούσε για να πειστεί ότι κάτι σοβαρό την απασχολούσε. Η Κλόντια σπάνια κάπνιζε και μόνο κάτω από αφόρητη πίεση. Όταν τον είδε, έσβησε το τσιγάρο και κατέβασε μονορούφι το υπόλοιπο ουίσκι. «Θέλεις ένα ποτό;» τον ρώτησε αδιάφορα, καθώς σηκωνόταν για να ξαναγεμίσει το ποτήρι της. «Όχι, και νομίζω πως δε σου κάνει καλό να πίνεις τόσο πολύ», τη μάλωσε ο άντρας της. «Γιατί δεν έρχεσαι στο κρεβάτι μας;» Η Κλόντια τίναξε το κεφάλι και έκανε μια γκριμάτσα που θύμιζε χαμόγελο. «Δεν μπορώ απόψε», του είπε κοφτά. Το ύφος της, ξαφνικά, έγινε πιο σκληρό και απόμακρο.
Ο Γκουερίνι ένιωσε να τον ζώνουν τα φίδια, πρώτη φορά έβλεπε στη γυναίκα του αυτή την παγωμένη μάσκα αδιαφορίας. «Γιατί;» απαίτησε να μάθει. «Γυναικεία πράγματα», του απάντησε, βάζοντας ποτό. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς...» απόρησε εκείνος. «Αδιαθέτησα πριν από λίγο. Συμβαίνει σ’ εμάς τις γυναίκες, ξέρεις». Ήταν ψέματα, φυσικά, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να κάνει έρωτα μαζί του. Όταν παντρεύτηκαν, πριν από δέκα χρόνια, ο Αλεσάντρο κρατιόταν καλά και η Κλόντια δε σκέφτηκε ότι θα ερχόταν κάποτε ο καιρός που θα είχε δίπλα της έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, ενώ αυτή θα ήταν ακόμα νέα. Η παρακμή ήρθε καλπάζοντας· τα φινετσάτα κοστούμια μπορεί να έκρυβαν έντεχνα αυτό που υπήρχε από κάτω, όμως η γυμνή αλήθεια ήταν διαφορετική. Τα τελευταία χρόνια σπάνια έκαναν έρωτα, γιατί ο Αλεσάντρο δεν είχε πια τις ίδιες αντοχές, και οι τελευταίες μέρες ήταν σκέτη καταστροφή. Η Κλόντια μετά βίας ανεχόταν το γερασμένο, χαλαρωμένο κορμί του άντρα της και όταν άγγιζε τα λιπόσαρκα μπράτσα του, τα δάχτυλά της έπιαναν το κόκαλο. Ο απαίσιος ήχος της πλαδαρής κοιλιάς του, που χτυπούσε ρυθμικά πάνω στη σφιχτή σάρκα της δικής της, την έκανε να θέλει να ουρλιάξει από σιχασιά. «Δηλαδή... δεν υπάρχει εγκυμοσύνη...» ψέλλισε σαν χαμένος ο Γκουερίνι. Ως πότε θα ήταν υποχρεωμένος να παίρνει τα καταραμένα χάπια; Ήδη τα πρωινά ένιωθε σκέτο κουρέλι. «Όχι, δεν υπάρχει», του απάντησε ψυχρά η Κλόντια. «Και ούτε ποτέ πρόκειται να υπάρξει», συμπλήρωσε από μέσα της. Ο άντρας σωριάστηκε στην πρώτη πολυθρόνα που βρήκε μπροστά του και έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια. Η Κλόντια τον λυπήθηκε. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν έφταιγε εκείνος. Της είχε προσφέρει τα πάντα, εκτός από το πιο σημαντικό: την ευτυχία. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσαν να αγοράσουν τα λεφτά του.
Κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας και χάιδεψε τα γκρίζα μαλλιά του. «Μη στενοχωριέσαι, αγαπούλα», δοκίμασε να τον παρηγορήσει. «Ίσως βιαστήκαμε πολύ, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να μείνω έγκυος. Θα έχουμε όλο τον καιρό μπροστά μας μετά την περίοδό μου, εντάξει;» Ο Γκουερίνι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και κατέβασε διακριτικά τα χέρια στον καβάλο για να κρύψει την αφύσικη στύση του. Το χάπι δούλευε σχεδόν από μόνο του· του φάνηκε ότι τον ειρωνευόταν για την ανικανότητά του. Η Κλόντια σηκώθηκε ξαφνικά και φόρεσε τα παπούτσια της. «Αφού δε γίνεται τίποτε απόψε, λέω να πάω σινεμά», είπε παίρνοντας την τσάντα της. Τον φίλησε στο μάγουλο και έφυγε σαν να την κυνηγούσαν. Ήθελε να μείνει μόνη και να σκεφτεί σοβαρά το μέλλον της. Αυτή τη στιγμή, το διαζύγιο με το οποίο την απειλούσε ο Αλεσάντρο δε φάνταζε και τόσο τρομακτικό. Πιο τρομακτική ήταν η προοπτική να μείνει μαζί του. Το διαζύγιο θα της εξασφάλιζε ένα παχυλό εισόδημα μέχρι να βρει κάποιον άντρα να της ταιριάζει, κάποιον κοντά στη δική της ηλικία. Ο Φράνκο, παραδείγματος χάριν, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις: ήταν γοητευτικός, φοβερός στο κρεβάτι και με μπόλικα λεφτά. Το πακέτο, δηλαδή, ερχόταν πλήρες. Η Κλόντια είχε φτάσει περπατώντας στη γέφυρα του Ριάλτο. Εκείνη την ώρα ήταν σχεδόν έρημη και τα μικρομάγαζα είχαν κλείσει. Ακούμπησε στο παραπέτο και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί ολόγυρα. Οι τρατορίες απέναντί της είχαν ακόμα κόσμο και τα φώτα τους αντανακλούσαν σαν μικρές φωτίτσες στα ήρεμα νερά του καναλιού που κυλούσε μονότονα από κάτω. Άναψε τσιγάρο και άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα ξεφορτωνόταν την Ελληνίδα που είχε κουβαλήσει ο Φράνκο από την Κρήτη.
Ο Γκουερίνι έμεινε για λίγο ακόμα στο καθιστικό και μετά, μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, αποφάσισε να δουλέψει. Πήγε στο γραφείο του και αφοσιώθηκε στη μελέτη μιας αγοράς στην οποία σκόπευε να προβεί τις αμέσως επόμενες μέρες. Η εταιρεία ήταν μικρή, αλλά κερδοφόρα. Η δουλειά τον βοήθησε να ξεχάσει, προς το παρόν, το επώδυνο φούσκωμα ανάμεσα στα σκέλια του. Άνοιξε το φορητό υπολογιστή του και άρχισε να γράφει τις παρατηρήσεις που θα παρουσίαζε την επομένη στο διοικητικό συμβούλιο. Στο σπίτι βασίλευε ησυχία, το υπηρετικό προσωπικό είχε πάει από ώρα για ύπνο, και σύντομα εκείνος απορροφήθηκε τόσο πολύ, ώστε δεν αντιλήφθηκε τη σκοτεινή φιγούρα που πέρασε σχεδόν δίπλα του. Κόντευε να τελειώσει, όταν την προσοχή του τράβηξε ένας χαμηλός, ακαθόριστος ήχος. Με μια απότομη κίνηση έκλεισε τον υπολογιστή και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Ερχόταν από το χώρο υποδοχής που επικοινωνούσε με μια εσωτερική πόρτα με το γραφείο, και ο Αλεσάντρο σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τα εκεί, αποφασισμένος να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Μόλις μπήκε, συνειδητοποίησε ότι ο ήχος που άκουγε ήταν από αναφιλητά. Διέκρινε στη γωνία μια φιγούρα και άπλωσε το χέρι στο διακόπτη για να ανάψει το φως. «Μη! Σας παρακαλώ, ντρέπομαι πολύ...» τον σταμάτησε μια γυναικεία φωνή με έναν τόνο ικεσίας. Ο Γκουερίνι κατέβασε το χέρι και πλησίασε γεμάτος περιέργεια προς το μέρος της. Μόνο όταν έφτασε κοντά αναγνώρισε την Ιζαμπέλα. Η υπηρέτρια είχε αγκαλιάσει με τα χέρια το κορμί της και τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα. Είχε δει την Κλόντια να φεύγει και κατάλαβε ότι θα αργούσε να γυρίσει. Απόψε της δινόταν μια αναπάντεχη ευκαιρία για να εκτελέσει το σχέδιό της, μόνο που βλέποντας τον Γκουερίνι λιποψύχησε ξαφνικά. «Για όνομα του Θεού, κορίτσι μου!» φώναξε εκείνος θυμωμένος. «Τι διάολο νομίζεις ότι κάνεις εδώ νυχτιάτικα;» Η Ιζαμπέλα έσκυψε το κεφάλι, μαζεύτηκε ακόμα περισσότερο
στη θέση της και νέο κύμα δακρύων μούσκεψε το πρόσωπό της. Έτσι απαιτούσε ο ρόλος που είχε αποφασίσει να παίξει. Ο Γκουερίνι μαλάκωσε βλέποντάς τη σε αυτή την κατάσταση. Η κοπέλα εξέπεμπε αθωότητα και συνάμα σεξουαλικότητα, αποτέλεσμα της νεαρής ηλικίας της και της σύγχυσης στην οποία βρισκόταν. Έσκυψε από πάνω της και παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της για να τη βλέπει καλύτερα. Δεν είχε προσέξει ποτέ μέχρι σήμερα πόσο όμορφη ήταν. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη της ρόμπας του και της το πρόσφερε να φυσήξει τη μύτη της. «Θέλεις να μου πεις τι σου συμβαίνει, παιδί μου;» τη ρώτησε με πατρική τρυφερότητα. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε η Ιζαμπέλα και τύλιξε τα μπράτσα γύρω από το λαιμό του, κοιτάζοντάς τον με τα λαμπερά της μάτια. «Εγώ... εγώ...» ψέλλισε, «... είναι που δεν αντέχω να βλέπω να σας κοροϊδεύουν. Σας αγαπάω πάρα πολύ για να το ανεχτώ». «Ποιος με κοροϊδεύει και γιατί;» βρυχήθηκε ο ηλικιωμένος άντρας, σμίγοντας τα φρύδια. Η κοπέλα τότε έτεινε διστακτικά το χέρι και του έδειξε ένα μικρό κουτί. «Αυτή σας κοροϊδεύει, η γυναίκα σας», είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Εσείς πιστεύετε ότι θα σας κάνει παιδί, αλλά εκείνη χρησιμοποιεί αντισυλληπτικά». Ο Γκουερίνι κλονίστηκε και θα έπεφτε αν δεν τον συγκρατούσε η Ιζαμπέλα. Αρπάχτηκε από πάνω της και ένιωσε το κορμί του να ανατριχιάζει στην επαφή με το δικό της. «Γιατί ήρθες;» τη ρώτησε βραχνά. Οι όποιοι δισταγμοί της κοπέλας εξανεμίστηκαν στη στιγμή και ξαφνικά έγινε τολμηρή. Έπιασε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο στήθος της. Ο ηλικιωμένος άντρας ένιωσε να διεγείρεται. Άφησε ένα σιγανό βογκητό και την έσφιξε παθιασμένα, σχεδόν με απελπισία, στην αγκαλιά του.
Εκείνη αποτραβήχτηκε κάπως και άνοιξε τη ρόμπα του. Βάλθηκε να πιπιλίζει αργά τις ρώγες του. Έπειτα έσυρε προς τα πάνω τη γλώσσα της, γλείφοντας και φιλώντας, μέχρι που έφτασε στο λαιμό του. «Είμαι εδώ για να σου χαρίσω αυτό που ποθεί η καρδιά σου, κύριέ μου», ψιθύρισε δαγκώνοντας απαλά το λοβό του αφτιού του. «Αν, φυσικά, το θέλεις κι εσύ...» Ο Γκουερίνι την κοίταξε σαν χαμένος.
19
Ο Τζέιμς έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του, πράγμα που δεν το συνήθιζε στο παρελθόν, και αναστέναξε ανακουφισμένος βλέποντας ότι ήθελε μόνο μισή ώρα για να τελειώσει η βάρδιά του στο νοσοκομείο. Τις τελευταίες μέρες ανυπομονούσε να γυρίσει στο σπίτι του, γιατί εκεί κρυβόταν αυτό το υπέροχο πλάσμα που μπήκε ξαφνικά στη ζωή του. Η Δάφνη φοβόταν να βγει έξω μόνη της και τον περίμενε υπομονετικά καθισμένη στη βεράντα. Για να περνάει η ώρα της, συμμάζευε και καθάριζε το σπίτι, επειδή ο Τζέιμς, για να την προστατέψει, είχε ζητήσει από τη γυναίκα που έκανε αυτή τη δουλειά να μην έρθει για λίγο καιρό. Η Βάσω ήταν καλός άνθρωπος και της είχε εμπιστοσύνη, αλλά ήταν επίσης πολύ φλύαρη, κι έτσι προτίμησε να μην το διακινδυνεύσει. Μεταξύ των άλλων, η Δάφνη, για να μην πλήττει, είχε καταπιαστεί με την κουζίνα, δοκιμάζοντας πολύπλοκες συνταγές από ένα βιβλίο μαγειρικής που είχε ανακαλύψει σ’ ένα ντουλάπι, και το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Ο Τζέιμς, γυρίζοντας, έβρισκε να τον περιμένει ένα τραπέζι στρωμένο πάντα με εκλεκτά εδέσματα, που τα απολάμβανε με πρωτοφανή όρεξη. Ζούσε μόνος του πολλά χρόνια και του είχε λείψει το καλομαγειρεμένο σπιτικό φαγη-
τό. Βέβαια, κι εκείνος μαγείρευε, αλλά, επειδή δεν του περίσσευε χρόνος, συνήθως τα δικά του φαγητά ήταν εύκολα και γρήγορα στην προετοιμασία τους. «Σε λίγο δε θα χωράω να περάσω από την πόρτα», σχολίασε χαμογελώντας ένα από τα βράδια που έτρωγαν παρέα. Η Δάφνη γέλασε. Είχε ανάγκη από λίγη ξεγνοιασιά στη ζωή της, και ο Τζέιμς διέθετε την ικανότητα να την κάνει να ξεχνάει. «Δε νομίζω ότι κινδυνεύεις από τη μαγειρική μου, γιατί μου φαίνεσαι τύπος που μπορείς να τρως άφοβα χωρίς να παχαίνεις. Δε φαντάζεσαι πόσο σε ζηλεύω γι’ αυτό», του είπε δείχνοντας το δικό της πιάτο που ήταν ξέχειλο από σαλάτα. Ο άντρας άφησε κάτω το πιρούνι και την κοίταξε. Όταν η Δάφνη γελούσε, γινόταν ακόμα πιο όμορφη. Το πρόσωπό της έλαμπε, λες και κάποιο εσωτερικό φως έβγαινε στην επιφάνεια. «Δεν είναι σωστό να κουράζεσαι τόσο πολύ», της είπε τρυφερά. «Με ευχαριστεί να σε περιποιούμαι. Άλλωστε δεν έχω και πολλά πράγματα να κάνω για να περάσει η ώρα μου», απάντησε εκείνη σοβαρεύοντας ξαφνικά.
Τέσσερις μέρες μετά την εισβολή της Δάφνης στη ζωή και την καρδιά του, τον ειδοποίησαν ότι επιτέλους μπορούσε να κηδέψει τη Σαβίνα. Ο Τζέιμς διακινδύνευσε να την πάρει μαζί του στο κοιμητήριο, γιατί δεν του φαινόταν σωστό να μην παραστεί εκείνη στην κηδεία της αδερφής της. Όση ώρα, όμως, τελούνταν η νεκρώσιμη ακολουθία στο μικρό παρεκκλήσι, είχε τα μάτια και τα αφτιά του ανοιχτά, έτοιμος να αρπάξει την κοπέλα και να το βάλει στα πόδια στην παραμικρή ύποπτη κίνηση. Όλα, τελικά, εξελίχτηκαν ομαλά, αν και ο παπάς με τον ψάλτη παραξενεύτηκαν μη βλέποντας τεθλιμμένους συγγενείς. Παρ’ όλα αυτά, δεν έλειπαν ούτε τα λουλούδια ούτε τα κόλλυβα. Ο Τζέιμς είχε πληρώσει αδρά ένα γραφείο
κηδειών για να γίνουν όλα όπως έπρεπε και σύμφωνα με το ορθόδοξο τελετουργικό, φυσικά. Καθώς ακολουθούσαν τους μαυροντυμένους άντρες που μετέφεραν τη νεκρή στην τελευταία της κατοικία, η Δάφνη είχε πιάσει το χέρι του Τζέιμς και το έσφιγγε σπασμωδικά. Τα μάτια της ήταν στεγνά· είχε κλάψει πολύ για τη Σαβίνα και δεν της είχαν απομείνει πια άλλα δάκρυα. Η ψυχή της, όμως, ήταν ρημαγμένη. Προτού τα χώματα σκεπάσουν το φέρετρο, η Δάφνη έριξε πάνω του ένα μεγάλο μπουκέτο από άσπρα τριαντάφυλλα. Αυτό μόνο μπορούσε να προσφέρει στην αδερφή της. Ούτε καν τον τελευταίο ασπασμό, επειδή, λόγω της προχωρημένης αποσύνθεσης του πτώματος και της νεκροψίας, το φέρετρο είχε παραμείνει κλειστό. Ο Τζέιμς κανόνισε τις τελευταίες λεπτομέρειες για την κατασκευή του τάφου και μετά την πήρε από το μπράτσο για να φύγουν. Βγήκαν από το κοιμητήριο και κατευθύνθηκαν αργά προς το σημείο όπου είχαν παρκάρει το αυτοκίνητο. Ως γνήσιος τζέντλεμαν, κράτησε την πόρτα του συνοδηγού ανοιχτή μέχρι να καθίσει η Δάφνη. Καθώς την έκλεινε, είδε να έρχεται προς το μέρος του ο Κωνσταντινίδης, με ένα τσιγάρο στο χέρι. Ο Τζέιμς έκανε ένα βήμα προς τα δεξιά και σκέπασε το παράθυρο με το σώμα του για να κρύψει τη Δάφνη. Εκείνη είδε τον αστυνόμο και έσκυψε το κεφάλι φοβισμένη. Αλλά και η καρδιά του Τζέιμς χτυπούσε σαν ταμπούρλο στο στήθος, ανήσυχος μήπως προδοθεί από το ένοχο βλέμμα που πρέπει να είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό του. «Τι κρίμα που άργησα!» φώναξε από μακριά ο Κωνσταντινίδης, ανοίγοντας ακόμα περισσότερο το δρασκελισμό του. Όταν πλησίασε, πέταξε το τσιγάρο και έβαλε τα χέρια στη μέση. «Έμαθα για την κηδεία και σκέφτηκα να σου συμπαρασταθώ σε αυτό το θλιβερό καθήκον», είπε σχεδόν κοροϊδευτικά, προσπαθώντας να διακρίνει το πρόσωπο της ακίνητης φιγούρας μέσα στο αυτοκίνητο, που την είχε
εντοπίσει το έμπειρο μάτι του από μακριά. «Τελικά, τσάμπα ήρθα. Απ’ ό,τι βλέπω, έφερες παρέα...» Ο Τζέιμς πανικοβλήθηκε. Όπως κάθε άνθρωπος που κρύβει ένα ένοχο μυστικό, φαντάστηκε ότι ο αστυνόμος ήξερε ποια ήταν η κοπέλα και ότι όλη αυτή η εισαγωγή είχε σκοπό να του σπάσει το ηθικό. Μάζεψε γρήγορα όσο θράσος διέθετε και έδωσε στη φωνή του έναν αδιάφορο τόνο. «Είναι η νοσοκόμα που περιποιήθηκε την κοπέλα στο νοσοκομείο. Δέθηκε μαζί της τις λίγες ώρες που βρισκόταν στην Εντατική και λυπήθηκε αφάνταστα για το θάνατό της. Θεώρησα πως ήταν σωστό να την πάρω μαζί μου...» «Έπραξες άγια», τόνισε ο Κωνσταντινίδης μορφάζοντας. Δεν είχε λόγο να μην τον πιστέψει, επειδή δεν πέρασε από το μυαλό του κάποια διαφορετική σκέψη. Είχε έρθει όντως για να παραστεί στην κηδεία, αλλά όχι υποκινούμενος από ανθρωπιστικά κίνητρα. Ήθελε να δει πού ακριβώς βρισκόταν ο τάφος, επειδή σκόπευε, από σήμερα κιόλας, να εγκαταστήσει κάπου γύρω έναν αστυνομικό για να τον παρακολουθεί ανελλιπώς. Ευελπιστούσε πως η Δάφνη Ηλιάδη θα έβγαινε από την κρυψώνα της και θα ερχόταν κάποια στιγμή μέχρι εδώ για να αποτίσει φόρο τιμής στη νεκρή. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο και κοίταξε σκεφτικός τον Τζέιμς. «Γνωρίζεις καλά, γιατρέ, πως έχω φάει τον κόσμο για να βρω τη γυναίκα που ήταν μαζί με τον Ιταλό που πιάσαμε στο αεροδρόμιο. Ήταν αδερφή της μακαρίτισσας...» Φύσηξε τον καπνό κατευθείαν στο πρόσωπο του Τζέιμς και τον κοίταξε εξεταστικά με τα αεικίνητα μάτια του. Εκείνος δεν τον ρώτησε πώς είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα· οι αστυνομικοί ανακαλύπτουν τέτοιες πληροφορίες εν ριπή οφθαλμού. «Φαντάζομαι πως θα είχες την καλοσύνη να μας ειδοποιήσεις αν έπεφτε κάτι στην αντίληψή σου», είπε ξαφνικά. «Θέλω να πω... δε θα μας έκρυβες μια τόσο σημαντική πληροφορία...»
Ο Τζέιμς ήταν έτοιμος να του πει να πάει στο διάολο και ότι δε θα του έδινε λογαριασμό τι θα έκανε ή τι δε θα έκανε. Η γλώσσα του τον έτρωγε να ανταποδώσει την προσβολή που εισέπραξε από τον Κωνσταντινίδη λίγες μέρες πριν, στο Τμήμα, αλλά ευτυχώς ήταν συνετός άνθρωπος και προτίμησε να δώσει τόπο στην οργή. «Δε θα σκεφτόμουν ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο», απάντησε χωρίς να διστάσει. «Άλλωστε, τι σχέση έχω εγώ με την αδερφή της;» «Αυτό φαντάστηκα κι εγώ», του είπε ο Κωνσταντινίδης ευχαριστημένος. «Γιατί διαφορετικά θα αναγκαζόμουν να σε πάω μέσα για υπόθαλψη εγκληματία. Πίστεψέ με, γιατρέ, αυτό θα με στενοχωρούσε πάρα πολύ». «Δεν αμφιβάλλω, γι’ αυτό μείνε ήσυχος. Όμως πιστεύω ότι άδικα ψάχνεις. Πρέπει να έχει ήδη φύγει έπειτα από τόσες μέρες». Ο Κωνσταντινίδης έξυσε το κούτελό του και ο Τζέιμς πρόσεξε για πρώτη φορά ότι του έλειπε το νύχι από τον αντίχειρα. «Είναι ακόμα στο νησί, βάζω ό,τι στοίχημα θέλεις. Η περιγραφή της έχει αποσταλεί σε όλα τα σημεία εξόδου, και κάθε γυναίκα που ταξιδεύει μόνη της ελέγχεται... χμ... εξονυχιστικά. Αυτή η νεαρή δεν ξέρει με ποιον έχει να κάνει. Άμα βάλω κάτι εγώ στο μυαλό μου, γιατρέ, ο κόσμος να γυρίσει τούμπα, θα το καταφέρω». «Σου εύχομαι κάθε επιτυχία», είπε με πειστικότητα ο Τζέιμς. «Αλήθεια, γιατί δε μου δίνεις το τηλέφωνό σου; Για την περίπτωση που την πετύχω κάπου...» «Θα το έκανες αυτό για εμένα, γιατρέ;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο αστυνόμος. «Φυσικά! Είμαι άνθρωπος του νόμου και της τάξης». Ο Κωνσταντινίδης έβγαλε μια κάρτα από την τσέπη του σακακιού του και την κράτησε για λίγο ανάμεσα στα δάχτυλά του, που ήταν κιτρινισμένα από τη νικοτίνη. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε δίνοντάς του την κάρτα. «Αν και δε σου φαίνεται, τελικά είσαι εντάξει παιδί».
Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και έφυγε το ίδιο βιαστικά όπως ήρθε. Θα έπαιρνε την πληροφορία ως προς τη θέση του τάφου από τους υπεύθυνους του νεκροταφείου. Ο Τζέιμς έβαλε την κάρτα στο πορτοφόλι του, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε βαρύς στη θέση του οδηγού. Δίπλα του η Δάφνη προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από την τρομάρα που πήρε. «Και τώρα πώς θα φύγω από την Κρήτη;» τον ρώτησε στενοχωρημένη. «Πρέπει κάποια στιγμή να γυρίσω στο σπίτι μου, η Σοφία ανησυχεί ήδη πολύ για τον Μαρτσέλο, δε χρειάζεται να τη φορτώσω και με τη δική μου έγνοια». «Μην αφήνεις αυτό τον ηλίθιο να σε τρομάζει με τις απειλές του», της είπε εκείνος συνοφρυωμένος, ενώ έβαζε μπρος. «Θα βρούμε τρόπο να φύγεις από το νησί...»
Ο Τζέιμς δεν πίστευε στην πραγματικότητα ότι ο Κωνσταντινίδης ήταν ηλίθιος. Αντίθετα, τον είχε ικανό για τα πάντα. Απόδειξη, η σημερινή μέρα: ξεφύτρωσε μπροστά του από εκεί που δεν το περίμενε. Τι θα γινόταν αν ερχόταν πέντε λεπτά νωρίτερα; Ποιος τον διαβεβαίωνε ότι δεν είχε βάλει να παρακολουθούν το σπίτι του; Η Δάφνη έπρεπε να φύγει οπωσδήποτε, όχι μόνο από την Κρήτη, αλλά από την Ελλάδα γενικά. Εκείνη ήθελε να γυρίσει στη Βενετία, αλλά στον Τζέιμς κάτι τέτοιο δε φαινόταν ως η καλύτερη λύση. Είχε την εντύπωση πως η κοπέλα θα έπεφτε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου και λίγο πριν χαράξει κατάφερε να οργανώσει στο μυαλό του κάποιο σχέδιο διαφυγής. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στην κουζίνα να πιει λίγο νερό. Καθώς περνούσε έξω από το δωμάτιο της Δάφνης, στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος και μετά άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και μπήκε. Η κοπέλα κοιμόταν και, επειδή έκανε ζέστη, είχε πετάξει το σεντόνι από πά-
νω της, μένοντας μόνο με το εσώρουχο. Το κορμί της ήταν λεπτό, με τέλειες καμπύλες. Στο λιγοστό φως που τρύπωνε μέσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας, τα χαρακτηριστικά της διακρίνονταν ολοκάθαρα και ο άντρας ένιωσε την καρδιά του να σπαρταράει από ευτυχία. Γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι και βάλθηκε να την παρατηρεί. Ο ύπνος της ήταν βαθύς και ήρεμος, η αναπνοή της μόλις που ακουγόταν. Έμοιαζε σαν παιδί που γύρισε κατάκοπο από τη σχολική εκδρομή στην ασφάλεια του σπιτιού του και τώρα κοιμόταν ξένοιαστο, ξέροντας πως η μάνα του βρισκόταν κοντά. Ο Τζέιμς ένιωσε ξαφνικά πως η μοίρα τον είχε φέρει στο δρόμο της για να την προσέχει. Ζαλισμένος, έγειρε το κεφάλι και ακούμπησε τα χείλη του πάνω στο αλαβάστρινο μπράτσο της· έμεινε εκεί για κάμποσο σκυμμένος, τρέμοντας μήπως εκείνη ξυπνήσει ξαφνικά, και όταν σιγουρεύτηκε ότι η Δάφνη κοιμόταν ακόμα πολύ βαθιά, ψιθύρισε σιγανά: «Σ’ αγαπάω, καρδούλα μου». Δεν έφυγε από κοντά της, τον πήρε ο ύπνος στο πάτωμα. Ευτυχώς, όταν ξύπνησε, η Δάφνη κοιμόταν ακόμα. Ντύθηκε και έφυγε χωρίς πρωινό. Ήξερε πλέον τι έπρεπε να κάνει και βιαζόταν να θέσει το σχέδιό του σε εφαρμογή.
Εκείνη τη μέρα ο Τζέιμς υπέβαλε την παραίτησή του. Ο διευθυντής του νοσοκομείου δυσαρεστήθηκε, επειδή θα έχανε έναν ακόμα γιατρό, πολύ καλό μάλιστα, που δύσκολα θα αντικαθιστούσε. Τι τους είχε πιάσει και παραιτούνταν ο ένας μετά τον άλλο; Ο Τζέιμς θέλησε να τον διευκολύνει. «Πριν από λίγο καιρό γνώρισα έναν αξιόλογο νεαρό, αριστούχο απόφοιτο της Ιατρικής. Ψάχνει νοσοκομείο για να κάνει την ειδικότητά του. Είμαι σίγουρος ότι σε λίγο καιρό δε θα σας λείπω καθόλου», πρότεινε.
Ο άλλος ξίνισε κάπως τα μούτρα του. «Δεν υπάρχει περίπτωση να βάλω στη θέση σου κάποιον χωρίς πείρα, όσο καλός και να είναι. Υποτιμάς τον εαυτό σου όταν μιλάς έτσι». «Όλοι δικαιούνται μια ευκαιρία στη ζωή τους για να αποδείξουν τις ικανότητές τους», διαμαρτυρήθηκε ο Τζέιμς. «Δεν τον θεωρώ κατώτερό μου επειδή δεν έχει την εμπειρία μου. Θα την αποκτήσει πολύ γρήγορα». «Όχι, δε γίνεται. Εξάλλου, υπάρχουν πολλοί που περιμένουν τη σειρά τους για να πάρουν ειδικότητα στο νοσοκομείο». Ο Τζέιμς σηκώθηκε από την καρέκλα και ετοιμάστηκε να φύγει. «Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργείτε στην Ελλάδα», είπε. «Συνέχεια παραπονιέστε ότι τα νοσοκομεία πάσχουν από έλλειψη προσωπικού και, παρ’ όλα αυτά, αφήνετε άνεργους εκατοντάδες γιατρούς και νοσοκόμους. Αυτό το πράγμα είναι εντελώς παράλογο!» «Συμφωνώ», ήταν η απρόσμενη απάντηση που εισέπραξε από το διευθυντή. «Όμως δε θα το καταλάβαινες ακόμα κι αν προσπαθούσα να σ’ το εξηγήσω». Η Δάφνη έπεσε από τα σύννεφα όταν ο Τζέιμς τής ανακοίνωσε πως παραιτήθηκε από τη δουλειά του και πως έπρεπε να ετοιμάσει γρήγορα τα πράγματά της. Θα έφευγαν νωρίς το απόγευμα με τελικό προορισμό το Λονδίνο. «Μα εγώ θέλω να γυρίσω στη Βενετία!» διαφώνησε αρκετά ταραγμένη. «Πρέπει να είμαι με τη Σοφία, έχει την ανάγκη μου». «Αυτό το υποθέτεις εσύ. Γιατί δεν την παίρνεις ένα τηλέφωνο;» πρότεινε ο Τζέιμς. «Άσε εκείνη να αποφασίσει τι είναι το καλύτερο και για τις δυο σας». «Αυτό θα κάνω», του απάντησε κάπως μουτρωμένη η Δάφνη. Βγήκε στη βεράντα για να μιλήσει με την ησυχία της και όταν επέστρεψε, κάμποση ώρα μετά, ήταν φανερά αλλαγμένη.
«Λυπάμαι ειλικρινά που σου φώναξα προηγουμένως», δήλωσε μετανιωμένη. «Η Σοφία σού στέλνει τις ευχαριστίες της που με βοηθάς σε αυτή τη δύσκολη ώρα και ανυπομονεί να σε γνωρίσει από κοντά. Το περίεργο είναι ότι συμφωνεί μαζί σου. Επίσης, μου είπε ότι μέσα στις επόμενες μέρες ο Μαρτσέλο θα εκδοθεί στην Ιταλία και θέλει να προετοιμαστεί για την υπεράσπισή του. Είναι δικηγόρος, ξέρεις. Θα βρίσκεται τον περισσότερο καιρό στο Μιλάνο και με διαβεβαίωσε πως θα κάνει καλύτερα τη δουλειά της γνωρίζοντας πως εγώ είμαι ασφαλής, μακριά από τη Βενετία». «Ωραία, λοιπόν, τακτοποιήθηκε κι αυτό», είπε ο Τζέιμς. «Πήγαινε τώρα να ετοιμαστείς». Η Δάφνη δεν περίμενε να το ακούσει δεύτερη φορά. Η υποχρεωτική απραγία των τελευταίων ημερών είχε καταντήσει ενοχλητική και δεν έβλεπε την ώρα να αρχίσει να ζει και πάλι. Από σήμερα έκλεινε ένα κεφάλαιο στη ζωή της και άνοιγε κάποιο άλλο. Αυτό της προκαλούσε μια παράξενη υπερδιέγερση. Έτσι, όσο κι αν προσπάθησε να δει τι της επιφύλασσε το μέλλον, τα οράματά της δεν ήταν ξεκάθαρα. Στο τέλος σταμάτησε να προσπαθεί και αποφάσισε να αφήσει τα πράγματα να ακολουθήσουν την πορεία τους. «Κακώς, όμως, άφησες τη δουλειά σου για εμένα», του φώναξε κάποια στιγμή από το δωμάτιό της, καθώς έριχνε βιαστικά τα λιγοστά ρούχα της στη μικρή βαλίτσα. «Κανονικά έπρεπε να φύγω μόνη μου». «Δεν ήταν και καμιά σπουδαία δουλειά», της απάντησε ο Τζέιμς από το δικό του δωμάτιο, όπου με τη σειρά του ετοίμαζε το σακίδιο που είχε πάρει μαζί του στην Αγγλία. Δεν είχε προλάβει καν να το βάλει στο πατάρι, όπου ήταν η θέση του. Το είχε καταχωνιάσει προσωρινά στην ντουλάπα, λες και ήξερε πως θα το χρησιμοποιούσε πάλι σύντομα. Έπειτα από μικρό δισταγμό, έριξε μέσα και το ντοσιέ που περιείχε τις φωτοτυπημένες σελίδες του ημερολογίου της Ελοΐζ. Είχε αποκτήσει το συνήθειο να διαβάζει ένα μικρό απόσπασμα στο κρεβάτι, λίγο πριν κοιμηθεί. «Μπορώ να βρω δουλειά οποιαδήποτε
στιγμή θελήσω», συνέχισε φωναχτά. «Άλλωστε άκουσες τι είπε ο αστυνόμος: δίνουν μεγαλύτερη προσοχή σε όσες γυναίκες ταξιδεύουν μόνες. Μαζί μου έχεις περισσότερες ελπίδες να ξεφύγεις». Τη στιγμή που έκλεινε το σακίδιο, εμφανίστηκε ξαφνικά στην πόρτα η Δάφνη φορώντας μια καστανόξανθη περούκα με κοντά μαλλιά και έγχρωμους φακούς επαφής που μετέτρεπαν σε καστανό το χρώμα των ματιών της. Όλα αυτά τα είχε προμηθευτεί ο Τζέιμς πριν έρθει στο σπίτι. Τα μάτια της κοπέλας ήταν το σήμα κατατεθέν της· έφτανε μία φορά να την κοιτάξει κάποιος και να τα θυμάται για πολύ καιρό. Το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό, γιατί δύσκολα θα αναγνωριζόταν έτσι η Δάφνη. «Νιώθω σαν εγκληματίας», είπε εκείνη αναστενάζοντας. «Είναι απαραίτητη αυτή η μασκαράτα;» Ο Τζέιμς την πλησίασε και έστρωσε καλύτερα την περούκα στο κεφάλι της. «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι... Πάντως, γλυκιά μου, η περιγραφή σου βρίσκεται παντού και δε βλάπτει να πάρουμε μερικά στοιχειώδη μέτρα προστασίας». Δέκα λεπτά αργότερα συναντήθηκαν στο σαλόνι, καθένας με την αποσκευή του στο χέρι. «Νιώθω πολύ άσχημα», σχολίασε η Δάφνη, καθώς τον παρακολουθούσε να ασφαλίζει τις πόρτες και τα παντζούρια. «Ήρθα στη ζωή σου μόνο και μόνο για να σε αναστατώσω». Ο Τζέιμς έφερε το βλέμμα του ένα γύρο για να σιγουρευτεί ότι είχε κλείσει τα πάντα και φορτώθηκε το σακίδιο στον ώμο. «Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να συμβεί», της αποκρίθηκε χαμογελώντας. «Το μπούχτισα αυτό το νησί, θέλω να ξεφύγω για λίγο». Ήταν ψέματα, αλλά θα έλεγε οτιδήποτε για να μη νιώθει άσχημα η γυναίκα που αγαπούσε. Βγήκαν από την πολυκατοικία και κατευθύνθηκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο χωρίς απρόσμενα συναπαντήματα. Ο Τζέιμς είχε
νοικιάσει ένα αυτοκίνητο με το σκεπτικό πως το δικό του ήταν ίσως γνωστό στην αστυνομία. Καθώς οδηγούσε, έριχνε συχνά τη ματιά του στο καθρεφτάκι για να δει μήπως τους ακολουθούσαν και φάνηκε να χαλαρώνει μόνο όταν άφησαν πίσω τους τις καμινάδες της ΔΕΗ και έπιασαν να ανηφορίζουν στις στροφές της εθνικής. Τώρα μπορούσε να αναπτύξει ανενόχλητος το σχέδιο διαφυγής στη Δάφνη. «Πηγαίνουμε στα Χανιά. Από εκεί θα πάρουμε το πλοίο για τον Πειραιά και ύστερα θα πάμε με λεωφορείο στην Πρέβεζα. Από εκεί θα φύγουμε αεροπορικώς για το Λονδίνο». Η Δάφνη τον κοίταξε απορημένη. «Ειλικρινά, Τζέιμς, είναι απαραίτητο να κάνουμε όλο αυτό τον κύκλο;» ρώτησε. «Όσο απομακρυνόμαστε από την Κρήτη τόσο θα ατονούν τα μέτρα ασφαλείας. Στο αεροδρόμιο του Ακτίου πιστεύω ότι δε θα ασχοληθεί κανείς μαζί σου, γιατί απλούστατα κανείς δε θα περιμένει να φτάσεις τόσο μακριά». Ο Τζέιμς σκόπευε να κρύψει τη Δάφνη στον πύργο του παππού του στην Κορνουάλη. Αυτή την ιδέα του την έδωσε η ίδια η γιαγιά του, με την οποία είχαν μια μακρά συνομιλία το προηγούμενο βράδυ. Πάντα σεβόταν και υπολόγιζε τη γνώμη της, γι’ αυτό, όταν της τηλεφώνησε για να μάθει πώς είναι, αποφάσισε να της πει όλη την αλήθεια για την κοπέλα που φιλοξενούσε. «Διακρίνω στη φωνή σου κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον», του επισήμανε εκείνη αφού άκουσε προσεκτικά όλη την ιστορία. Ο Τζέιμς έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Δεν ξέρω ακόμα...» της είπε διστακτικά. «Είναι αλήθεια πως δε μοιάζει με καμιά άλλη κοπέλα που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα. Όμως είναι κλεισμένη στον εαυτό της, δεν ξανοίγεται εύκολα και δεν τολμώ να της μιλήσω για τα αισθήματά μου». «Εμείς οι γυναίκες χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να κα-
ταλήξουμε αν αξίζει τον κόπο να δώσουμε κάπου την καρδιά μας», είπε η λαίδη Κάθριν έπειτα από σύντομη σκέψη. «Βλέπεις, αγόρι μου, όταν το κάνουμε, θέλουμε να είναι για πάντα. Να της δώσεις όσο χρόνο χρειάζεται, μη ζορίσεις τα πράγματα, γιατί το πιο πιθανό είναι να τη χάσεις». Η καταπονημένη γυναίκα έπιασε το ακουστικό με το άλλο χέρι και ανακάθισε με δυσκολία στο κρεβάτι. «Άκου, Τζέιμς. Νομίζω ότι το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να την πας στον πύργο, τουλάχιστον μέχρι να περάσει η πρώτη μπόρα». «Αυτό είναι αδύνατο. Ο παππούς πηγαινοέρχεται τακτικά εκεί. Το πιο πιθανό είναι να πέσουμε πάλι ο ένας πάνω στον άλλο και να τσακωθούμε για μία ακόμα φορά. Είδες τι έγινε στο Λονδίνο, δεν πρόλαβα καν να σε αποχαιρετήσω». Η φωνή του Τζέιμς ακούστηκε λυπημένη και η γιαγιά του ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Εξασθενούσε ραγδαία μέρα τη μέρα και μιλούσε στο τηλέφωνο καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να μην καταλάβει ο εγγονός της τη διαφορά. «Αναγκάστηκα να πω την αλήθεια στον παππού σου, δε γινόταν να κρύβω άλλο το πρόβλημα της υγείας μου», του είπε έπειτα από λίγο. Δεν ήθελε να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες και να αποκαλύψει στον Τζέιμς ότι περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα ξαπλωμένη. Μια τέτοια κατάσταση ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητη από το λόρδο Έρλιν. Απαίτησε να μάθει τι είχε η γυναίκα του και στο άκουσμα της αρρώστιας της έμεινε κυριολεκτικά εμβρόντητος. Εδώ και καιρό υποπτευόταν ότι έτρεχε κάτι σοβαρό, αλλά δε φανταζόταν ότι η υγεία της είχε φτάσει σε τόσο κρίσιμο σημείο. «Το ζήτημα είναι...» συνέχισε η λαίδη Κάθριν χαμηλώνοντας τη φωνή της, «πως από τη μέρα που πληροφορήθηκε τα άσχημα νέα δεν έχει φύγει καθόλου από το Λονδίνο. Ο Άλφρεντ μού είπε ότι ο Αλεσάντρο Γκουερίνι τον ζήτησε επανειλημμένα στο τηλέφωνο και εκείνος αρνήθηκε να του μιλήσει. Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Έχω σα-
στίσει με τη συμπεριφορά του. Κάθεται όλη μέρα στο γραφείο ή στον κήπο, λες και περιμένει να πεθάνω». Ο Τζέιμς ανατρίχιασε άθελά του. «Ειλικρινά, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έμενες μαζί του», ξέσπασε θυμωμένος. «Έπρεπε να τον είχες χωρίσει από χρόνια». Η απάντησή της, που βγήκε ψιθυριστά από τα χείλη της, τον συγκλόνισε, γιατί δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο. «Γιατί τον αγαπάω ακόμα. Καληνύχτα, αγόρι μου».
Έφτασαν στα Χανιά γύρω στις εφτά το απόγευμα. Ο Τζέιμς πάρκαρε το αυτοκίνητο στον ιδιωτικό χώρο στάθμευσης που του είχε υποδείξει η εταιρεία ενοικίασης και άφησε τα κλειδιά στον ιδιοκτήτη για να το παραλάβει κάποιος αργότερα. Κατέβηκαν στο λιμάνι και, αφού έβγαλαν εισιτήρια, πέρασαν ανενόχλητοι κάτω από τη μύτη των αστυνομικών που βρίσκονταν έξω από το καράβι και παρακολουθούσαν άγρυπνα τους επιβάτες. Είχαν στραμμένη την προσοχή τους στις μοναχικές ταξιδιώτισσες, που δεν ήταν λίγες, και τους επέτρεπαν την επιβίβαση έπειτα από εξονυχιστικό έλεγχο. «Δεν πίστευα ότι θα έπαιρναν τέτοια μέτρα για το χατίρι μου», παρατήρησε η Δάφνη όταν μπήκαν στην καμπίνα τους. «Δε βρίσκω λόγια να σ’ ευχαριστήσω για τη βοήθειά σου. Αν δεν ήσουν εσύ, δεν είχα καμιά ελπίδα να ανέβω στο καράβι». «Να μ’ ευχαριστήσεις όταν φύγουμε από την Ελλάδα, γιατί μόνο τότε θα νιώσω πως είσαι ασφαλής», της είπε ο Τζέιμς ενώ τακτοποιούσε τις αποσκευές τους στη στενόχωρη ντουλάπα. «Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας και το μόνο που εύχομαι είναι να μας έρθουν όλα το ίδιο βολικά όσο μέχρι τώρα». «Νομίζεις ότι μπορούμε να βγούμε στο κατάστρωμα και να παρακολουθήσουμε τον απόπλου;» ρώτησε με λαχτάρα η Δάφνη, κοι-
τάζοντας από το φινιστρίνι. «Ανέκαθεν μου άρεσε να βλέπω τα καράβια να φεύγουν από το λιμάνι». «Γιατί να μην το κάνουμε;» είπε χαμογελώντας ο Τζέιμς. Πήγαν στο κατάστρωμα, που ήταν γεμάτο κόσμο, και κάθισαν στην πρύμνη του πλοίου. «Μακάρι να είχαμε χρόνο μπροστά μας για να πάμε στην παλιά πόλη», της είπε ο Τζέιμς δείχνοντας προς τα δεξιά τους. «Θυμίζει λιγάκι Βενετία, γιατί κάποτε η Κρήτη βρισκόταν κάτω από ενετική κατοχή. Τα Χανιά είναι η ομορφότερη πόλη του νησιού και είναι κρίμα που φεύγεις χωρίς να τη δεις». «Ίσως καταφέρω κάποτε να ξανάρθω», είπε η Δάφνη κοιτάζοντας αχόρταγα ολόγυρά της, όμως χωρίς να το πολυπιστεύει. Ο ήλιος είχε βουτήξει στη θάλασσα όταν ακούστηκε ο στριγκός ήχος από την αλυσίδα της άγκυρας που ανέβαινε, ενώ οι κάβοι λύθηκαν και το τεράστιο κήτος έτριξε καθώς ξεκολλούσε από την προβλήτα. Οι προπέλες πήραν μπροστά και άρχισαν να αναδεύουν άγρια τα νερά κάτω από την καρίνα, σηκώνοντας την άμμο από το βυθό και βάφοντας τη θάλασσα με ένα άχαρο, καφετί χρώμα. Λίγα λεπτά αργότερα έβγαιναν από το λιμάνι και έστριψαν προς την ανοιχτή θάλασσα. Η Δάφνη ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό βλέποντας το νησί να ξεμακραίνει. Άφηνε σ’ εκείνη τη γη δύο πολύ αγαπημένους της ανθρώπους: τη Σαβίνα και τον Μαρτσέλο. Η πρώτη αναπαυόταν ήσυχα στο μικρό κοιμητήριο και ο δεύτερος βρισκόταν σε κάποιο κελί, περιμένοντας τη μέρα που θα τον φόρτωναν σε ένα αεροπλάνο για να τον μεταφέρουν στην Ιταλία. Έμειναν στο κατάστρωμα μέχρι που το νησί έγινε απλώς ένας σκούρος όγκος στον ορίζοντα. Τα ψαροπούλια που συνόδευαν το πλοίο άφησαν μερικά παρατεταμένα κρωξίματα σαν να τους αποχαιρετούσαν και, κάνοντας έναν κύκλο πάνω από το κεφάλι τους, πήραν το δρόμο της επιστροφής. Οι περισσότεροι επιβάτες άρχισαν σιγά σιγά να εγκαταλείπουν το κατάστρωμα για να κατέβουν στις κα-
μπίνες ή στα σαλόνια. Η Δάφνη με τον Τζέιμς έμειναν ακουμπισμένοι στην κουπαστή, γεμίζοντας τα πνευμόνια τους με το φρέσκο πελαγίσιο αέρα, και όταν το σκοτάδι τύλιξε τα πάντα, αποφάσισαν πως ήταν ώρα να ακολουθήσουν το παράδειγμα των υπολοίπων. Πριν επιστρέψουν στην καμπίνα, ο Τζέιμς πήγε στο μπαρ και προμηθεύτηκε μερικά σάντουιτς και ένα μπουκάλι νερό. Έφαγαν βλέποντας τηλεόραση και μετά έσβησαν το φως και ξάπλωσαν να κοιμηθούν στις στενές κουκέτες. Η Δάφνη κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, ενώ ο Τζέιμς έμεινε άυπνος για αρκετή ώρα, μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Στο τέλος βυθίστηκε σε έναν ταραγμένο ύπνο, όπου κυριαρχούσαν οι εφιάλτες. Έβλεπε τη Δάφνη να τρέχει βρόμικη και κουρελιασμένη μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος, ενώ την καταδίωκε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων με κτηνώδη χαρακτηριστικά. Το σώμα της ήταν πληγιασμένο και τα μαλλιά της έπεφταν μπερδεμένα πάνω στο πρόσωπό της, αφήνοντας να φαίνονται μόνο τα μάτια της. Έτρεχε χωρίς ουσιαστικά να βλέπει πού πηγαίνει, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα σε θεόρατα βάτα και θάμνους, που στο πέρασμά της έμπηγαν τα αιχμηρά αγκάθια τους στην τρυφερή της σάρκα. Εκείνος στεκόταν κάπου πιο ψηλά και παρακολουθούσε τον αγώνα της, ανήμπορος να της προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Όταν τα κτήνη την έφτασαν και έπεσαν πάνω της για να την κατασπαράξουν, ο Τζέιμς έβγαλε μια δυνατή κραυγή αγωνίας και ξύπνησε. Το μακό του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ανακάθισε στο κρεβάτι προσπαθώντας να καταλαγιάσει τους χτύπους της καρδιάς του. Παραμέρισε την κουρτίνα που σκέπαζε το φινιστρίνι και είδε να λαμπυρίζουν μακριά τα φώτα του Πειραιά. Η Δάφνη τεντώθηκε και άνοιξε τα μάτια της, πνίγοντας ένα νυσταγμένο χασμουρητό. Σε αντίθεση με τον Τζέιμς, εκείνη είχε κοιμηθεί ήσυχα.
Το πλοίο προσάραξε στην αποβάθρα ενώ ήταν ακόμα νύχτα και το πρώτο φως της αυγής αχνοφάνηκε στον ορίζοντα την ώρα που πατούσαν το πόδι τους στη στεριά. Στο λιμάνι επικρατούσε πανζουρλισμός, αλλά η υπόλοιπη πόλη κοιμόταν ακόμα μακάρια, τυλιγμένη στο θολό πέπλο της πρωινής καταχνιάς. Πήραν ένα ταξί και ο Τζέιμς ζήτησε από τον οδηγό να τους μεταφέρει στο σταθμό του Κηφισού, απ’ όπου θα έπαιρναν το λεωφορείο για την Πρέβεζα. Είχε μελετήσει διεξοδικά τα οδικά και αεροπορικά δρομολόγια της χώρας και ήξερε πως υπήρχε τακτικότατη συγκοινωνία για τη συγκεκριμένη πόλη της Ηπείρου και πως το αεροδρόμιό της εξυπηρετούσε απευθείας πτήσεις για το Λονδίνο. Το ταξίδι ήταν μακρύ και κουραστικό, με κάμποσες στάσεις για φαγητό και καφέ. Έφτασαν στην όμορφη ηπειρώτικη πόλη με το νησιώτικο χρώμα νωρίς το απόγευμα και ο Τζέιμς, κρίνοντας πως είχαν μπροστά τους αρκετή ώρα, πήρε τη Δάφνη και πήγαν να περπατήσουν στα πλακόστρωτα σοκάκια. Κατέληξαν στο γραφικό παραλιακό πεζόδρομο. Κάθισαν σε ένα παγκάκι και βάλθηκαν να παρακολουθούν την κίνηση του λιμανιού. Οι κάτοικοι συνήθιζαν αυτή την ώρα να απολαμβάνουν τον απογευματινό καφέ τους και οι καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία ήταν γεμάτα κόσμο. Φεύγοντας, βρήκαν την ευκαιρία να περιπλανηθούν στο κάστρο του Παντοκράτορα και να αγναντέψουν την υπέροχη θέα. «Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, μα δεν είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω καλά», σχολίασε κάποια στιγμή η Δάφνη, κοιτάζοντας το τοπίο που ανοιγόταν μπροστά στα έκθαμβα μάτια της. «Τουλάχιστον εσύ έχεις κάποια ελαφρυντικά με το μέρος σου», αποκρίθηκε ο Τζέιμς χαμογελώντας. «Οι Έλληνες ζουν σε μία από τις ομορφότερες χώρες του κόσμου, αλλά δυστυχώς αγνοούν την ομορφιά της ή την καταστρέφουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο
τυχεροί είναι που μπορούν να συνδυάσουν τα πάντα, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου». Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο ρολόι του. Ήθελε να είχε τη δύναμη να διατάξει το χρόνο να σταματήσει, καθώς κυλούσε πιο γρήγορα τις στιγμές που δεν έπρεπε. «Λυπάμαι, γλυκιά μου», είπε στην κοπέλα, «αλλά πρέπει να πηγαίνουμε. Έχουμε να προλάβουμε μια πτήση για το Λονδίνο». Έφυγαν για το αεροδρόμιο του Ακτίου με ένα ταξί. Φτάνοντας, ο Τζέιμς είπε στη Δάφνη να περιμένει έξω από το κτίριο. Μπήκε μόνος του στην αίθουσα αναχωρήσεων και απογοητεύτηκε βλέποντάς τη σχεδόν άδεια. Μια γυναίκα και δύο άντρες, από το προσωπικό ασφαλείας, συζητούσαν με δύο αστυνομικούς και έλεγχαν σχολαστικά τα διαβατήρια και τις κάρτες επιβίβασης των λιγοστών ταξιδιωτών. Αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Παρ’ όλα αυτά, κατευθύνθηκε στο γκισέ των εισιτηρίων και ρώτησε αν υπήρχαν δύο ελεύθερες θέσεις στην επόμενη πτήση για Λονδίνο, που θα έφευγε σε μία ώρα. Μια υπάλληλος τον πληροφόρησε πως «ναι, υπήρχαν...» επειδή ήταν τέλος της σεζόν και του ζήτησε διαβατήρια. Ο Τζέιμς της τα έδωσε μουδιασμένος και περίμενε με την ψυχή στο στόμα όσο εκείνη καταχώριζε τα στοιχεία τους στο κομπιούτερ. Νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα την έβλεπε να σηκώνεται και να τρέχει προς το μέρος των αστυνομικών. Τίποτα, όμως, δε συνέβη. Η κοπέλα τού έδωσε πίσω τα διαβατήρια μαζί με τα εισιτήρια και τις κάρτες επιβίβασης και του ευχήθηκε χαμογελαστή «καλό ταξίδι». Με αναπτερωμένο το ηθικό του, ο Τζέιμς βγήκε από το κτίριο για να πάρει τη Δάφνη τη στιγμή ακριβώς που κατέφθανε στο αεροδρόμιο ένα λεωφορείο για να ξεφορτώσει ένα γκρουπ Άγγλων τουριστών. Από τα αυτοκόλλητα πάνω στις τσάντες και από τα καπελάκια που φορούσαν οι περισσότεροι, ο Τζέιμς κατάλαβε ότι ήταν μια ομάδα φυσιολατρών που είχαν έρθει για να περιηγηθούν στα υπέροχα βου-
νά και φαράγγια της Ηπείρου. Οι ουρανοκατέβατοι συμπατριώτες του ήταν η απάντηση στις προσευχές του, και ο Τζέιμς άρπαξε τη Δάφνη από το χέρι και τους πλησίασε χαρούμενος, λες και ήταν φιλαράκια από τα παλιά. Μπερδεύτηκαν ανάμεσά τους και πέρασαν με απίστευτη ευκολία από τον έλεγχο αποσκευών και εισιτηρίων, αλλά χαλάρωσαν μόνο όταν βρέθηκαν στον αέρα. Η Δάφνη έγειρε κουρασμένη στον ώμο του Τζέιμς και αποκοιμήθηκε· εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη, την αγκάλιασε προστατευτικά. Η κοπέλα το ένιωσε μέσα στον ύπνο της και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης διαγράφηκε στα χείλη της. Ο άντρας την κοίταξε και αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο που την υπέβαλλε σε τόση ταλαιπωρία. Ίσως ο Κωνσταντινίδης υπερέβαλλε όταν καυχιόταν για τα μέτρα που είχαν ληφθεί στα σημεία εξόδου της χώρας. Ο Τζέιμς βόλεψε το κεφάλι του καλύτερα στο προσκέφαλο του καθίσματος και έκλεισε τα μάτια για να ονειρευτεί τη διαμονή τους στον πύργο του παππού του. Στο μεταξύ, η υπάλληλος που είχε βγάλει τα εισιτήρια, μην έχοντας άλλη δουλειά, πετάχτηκε μέχρι το μπαρ για να πάρει έναν καφέ. Θα τη βοηθούσε να βγάλει το βράδυ πιο εύκολα. Έπιασε την κουβέντα με μια φίλη της που δούλευε σ’ εκείνο το πόστο, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε και το γκισέ της για την περίπτωση που εμφανιζόταν άλλος επιβάτης. Όταν γύρισε πίσω στη θέση της, είχε ήδη περάσει μισή ώρα. Αποφάσισε να βάλει κάποια τάξη στο γραφείο, γιατί η συνάδελφος της προηγούμενης βάρδιας, γνωστή για την ανοργανωσιά της, το είχε αφήσει ακατάστατο. Άρχισε να τακτοποιεί νευριασμένη τις στοίβες των χαρτιών όταν, σχεδόν στον πάτο, ανακάλυψε ένα σκίτσο της Δάφνης με το όνομά της γραμμένο από κάτω και την εντολή να ενημερωθεί η αστυνομία άμα τη εμφανίσει της. Θυμήθηκε αμέσως τον Άγγλο και τα διαβατήρια που της είχε δώσει. Είχε προσέξει καλά τις φωτογραφίες, και μάλιστα είχε νιώσει ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας για τη γυναίκα που συνόδευε εκείνο το γοητευ-
τικό άντρα. Ταλαντεύτηκε για λίγο αναποφάσιστη και στο τέλος έσκισε το σκίτσο σε κομματάκια και το πέταξε στα σκουπίδια. Έτσι κι αλλιώς, το αεροπλάνο βρισκόταν ήδη πολύ μακριά. Ήταν καινούρια στη δουλειά και από φόβο μήπως κατηγορηθεί για ανικανότητα προτίμησε να κρατήσει το στόμα της κλειστό και να μην αναφέρει το περιστατικό.
20
Τρεις εβδομάδες μετά τη σύλληψή του, ο Μαρτσέλο μεταφέρθηκε στις φυλακές του Μιλάνο. Σε αυτό το διάστημα είχε μεταμορφωθεί σε σωματικό και ψυχικό ράκος και δύσκολα θα αναγνώριζε κανείς στο πρόσωπό του τον ανέμελο νεαρό που ήταν κάποτε. Τον είχαν φορτώσει σε ένα αεροπλάνο πριν από δύο μέρες, συνοδεία δύο Ιταλών αστυνομικών που είχαν έρθει για να τον παραλάβουν, και σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού καθόταν αλυσοδεμένος ανάμεσά τους στις τελευταίες θέσεις, σε απόσταση από τους άλλους επιβάτες, λες και μόνο η ανάσα του μπορούσε να τους μολύνει. Όλοι του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν κάποιος αιμοσταγής δολοφόνος και, βέβαια, η κατάσταση δεν καλυτέρεψε όταν πάτησε το πόδι του στο ιταλικό έδαφος. Τον πέταξαν σε ένα κελί και τον άφησαν μόνο του για πολλές ώρες. Ο Μαρτσέλο φώναζε πως είναι αθώος και πως άδικα κρατείται. Όταν, τελικά, εμφανίστηκε κάποιος δεσμοφύλακας, του είπε να το βουλώσει από μόνος του για να μην τον αναγκάσει εκείνος. Ο Μαρτσέλο άλλαξε στάση και παρακάλεσε να του δοθεί η άδεια να επικοινωνήσει με δικηγόρο, πράγμα που κανείς δεν μπορούσε να του αρνηθεί. Τηλεφώνησε στη μητέρα του για να την ενημερώσει πως είχε φτάσει επιτέλους στο Μιλάνο και, μέχρι να τελειώσει η συνομιλία τους, δάγκωνε τα χείλη, μέχρι που μάτωσαν, προκειμένου να
κρατήσει τη φωνή του σταθερή. Εκείνη του είπε ότι βρισκόταν ήδη στην πόλη περιμένοντάς τον και του υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε την άλλη μέρα, πρωί πρωί, για να τον δει. Όταν ο Μαρτσέλο επέστρεψε στο κελί του, ξάπλωσε στο κρεβάτι, γύρισε την πλάτη του στην πόρτα και βάλθηκε να ατενίζει με άδειο βλέμμα τον τοίχο. Σε αυτή τη θέση τον βρήκε το επόμενο πρωί ο δεσμοφύλακας, που πήγε να τον ενημερώσει για το επισκεπτήριο. «Καβαλιέρι... επίσκεψη!» γάβγισε, χτυπώντας με το κλομπ τα κάγκελα του κελιού. Ο Μαρτσέλο περίμενε να ανοίξει η σιδερόφραχτη πόρτα και τον ακολούθησε με το κεφάλι σκυμμένο. Τον έβαλαν σε ένα δωμάτιο μαζί με κάποιον άλλο φύλακα και του είπαν να περιμένει. Λίγα λεπτά αργότερα όρμησε μέσα η Σοφία. Κοίταξε για λίγο το γιο της και μετά ζήτησε από το φύλακα να φύγει. «Λυπάμαι, έχω οδηγίες να μείνω με τον κρατούμενο», της είπε εκείνος ξερά. Η Σοφία έβγαλε από την τσάντα τη δικηγορική της ταυτότητα και του την κόλλησε στα μούτρα. «Έχω το δικαίωμα να μείνω μόνη με τον πελάτη μου», του απάντησε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Εκείνος αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τους ανωτέρους του στον ασύρματο και τελικά έφυγε, κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα. Όταν απέμειναν μόνοι, η Σοφία αγκάλιασε και φίλησε το γιο της και μετά τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα απέναντί της. Η καρδιά της σφίχτηκε από την αξιολύπητη όψη του και της ήρθε να βάλει τα κλάματα, αλλά συγκρατήθηκε γιατί έπρεπε να δείχνει γενναία για το χατίρι του. Ο Μαρτσέλο δε χρειαζόταν μια υστερική μάνα που θα έκανε τα πράγματα χειρότερα, ούτε ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον παραμυθιάσει με κούφια λόγια παρηγοριάς. «Είχες κανένα νέο από τη Δάφνη;» τη ρώτησε εκείνος αμέσως. «Είναι πολύ καλά, δε χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτήν! Προς το
παρόν βρίσκεται ασφαλής σε έναν πύργο, κάπου στην Κορνουάλη. Ας εστιάσουμε καλύτερα στο δικό σου πρόβλημα...» «Μαζί μ’ εκείνον;» Η Σοφία ξαφνιάστηκε από την ένταση που έκρυβε η τρεμάμενη φωνή του Μαρτσέλο. Κάτι είχε πάει στραβά με αυτούς τους δύο, αλλά δε σκόπευε να απασχολήσει το μυαλό της με ένα καινούριο πρόβλημα. «Ήταν πολύ τυχερή που βρέθηκε ένας άνθρωπος για να τη βοηθήσει να το σκάσει από την Ελλάδα», εξήγησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Ίσως δεν το ξέρεις, όμως η ελληνική αστυνομία τη γυρεύει για να τη συλλάβει, επειδή τη θεωρεί συνεργό στο έγκλημα που υποτίθεται πως διέπραξες. Αν δεν υπήρχε ο γιατρός, θα έπρεπε να κάνω κι άλλη επίσκεψη φεύγοντας από εδώ... στη γυναικεία πτέρυγα των φυλακών, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Το βλέμμα του Μαρτσέλο μαλάκωσε. Μέσα στην παραζάλη του δεν είχε σκεφτεί ποτέ αυτό το ενδεχόμενο και επέμενε να βασανίζει τον εαυτό του με το φανταστικό σενάριο ενός φλογερού ειδυλλίου μεταξύ του γιατρού και της Δάφνης. Κάποια στιγμή, μάλιστα, του πέρασε από το μυαλό η υποψία ότι η Δάφνη επίτηδες δεν τον προειδοποίησε για τη σύλληψή του, επειδή ήθελε να τον βγάλει από τη μέση και να μείνει το πεδίο ελεύθερο για εκείνη. Αυτή η σκέψη, όμως, ήταν από μόνη της τόσο τρομερή, ώστε την απέρριψε μονομιάς. «Δεν το ήξερα...» παραδέχτηκε μετανιωμένος. Η Σοφία τον έβαλε να της διηγηθεί αναλυτικά την ιστορία του, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε προσεκτικά σημειώσεις σε ένα μπλοκ. Στάθηκε λίγο περισσότερο στο σημείο όπου ο Μαρτσέλο συναντήθηκε με τον Φράνκο στο γραφείο του Κωνσταντινίδη. «Φαίνεται να τον ξέρεις αυτό τον τύπο», διαπίστωσε ο γιος της. «Έτυχε να συναντηθούμε από μακριά μερικές φορές στο παρελθόν», είπε η Σοφία αόριστα, σμίγοντας τα φρύδια προβληματισμέ-
νη. «Πρόκειται για ένα δυναμικό επιχειρηματία και στενό συνεργάτη του Γκουερίνι. Είναι ο κακός δαίμονας της Δάφνης». Ο Μαρτσέλο άκουγε από τη μητέρα του, όλα αυτά τα χρόνια, για τους ανθρώπους που κυνηγούσαν τη Δάφνη, αλλά δεν είχε δει ποτέ κανέναν από αυτούς. «Είμαι αθώος!» ξέσπασε ο Μαρτσέλο τελειώνοντας την αφήγησή του. «Γιατί δε με πιστεύει κανείς; Όταν έγινε ο φόνος, εγώ βρισκόμουν μέσα στο αεροπλάνο». «Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια η ώρα του θανάτου», του εξήγησε η Σοφία. «Υπολογίζεται κατά προσέγγιση και υπάρχει ένα περιθώριο λάθους τουλάχιστον δύο ωρών πριν ή μετά. Πρακτικά, θα μπορούσες να τον έχεις διαπράξει, επειδή το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την άφιξή σου μέχρι τη δολοφονία είναι πολύ μικρό». Ο Μαρτσέλο έμεινε εμβρόντητος. «Δηλαδή, ακόμα κι εσύ πιστεύεις ότι εγώ τον σκότωσα;» «Φυσικά όχι!» διαμαρτυρήθηκε έντονα η μητέρα του. Του έπιασε τα χέρια και προσπάθησε να τον ηρεμήσει. «Απλώς το ανέφερα για να καταλάβεις πού στηρίζουν την κατηγορία. Θέλω να μου ξαναπείς από την αρχή όλες τις κινήσεις που έκανες, από τη στιγμή που κατέβηκες από το αεροπλάνο μέχρι τη στιγμή που συνάντησες τη Δάφνη». Ο Μαρτσέλο τράβηξε τα χέρια απότομα και πετάχτηκε όρθιος. «Βαρέθηκα να λέω τα ίδια και τα ίδια...» φώναξε χειρονομώντας, εκτός εαυτού. «Γιατί δε με παρατάτε στην ησυχία μου;» «Καμιά φορά υπάρχουν κάποιες μικρές λεπτομέρειες που μας ξεφεύγουν και δεν τους δίνουμε τη δέουσα σημασία», απάντησε η Σοφία διπλωματικά. Έβαλε το μπλοκ στην τσάντα της και ετοιμάστηκε να φύγει. Είχε πάρει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν και είχε πολλή δουλειά μπροστά της. «Δε θα σε ταλαιπωρήσω άλλο σήμερα», είπε καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της. «Φεύγοντας από
εδώ θα πάω στο δικαστήριο. Έχω κανονίσει ραντεβού με το δικαστή για να συζητήσουμε το ενδεχόμενο να αποφυλακιστείς με εγγύηση». Βλέποντας την ελπίδα να αστράφτει στα μάτια του Μαρτσέλο, βιάστηκε να προσθέσει: «Δε σου εγγυώμαι τίποτε ακόμα, ούτε καν τον ξέρω τον άνθρωπο. Το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ είναι πως δεν είσαι πια μόνος σου και πως θα παλέψω με όλες μου τις δυνάμεις για να αθωωθείς». Τον αγκάλιασε και τον φίλησε με θέρμη και κίνησε να φύγει προτού βάλει τα κλάματα. «Μαμά...» άκουσε τον Μαρτσέλο να λέει διστακτικά. Η Σοφία στράφηκε και τον κοίταξε με τα υγρά της μάτια. «Τουλάχιστον εσύ πιστεύεις ότι είμαι αθώος, έτσι δεν είναι;» «Το μόνο που χρειάζεται είναι να ακούσω την καρδιά μου. Εκείνη ξέρει καλύτερα απ’ οποιονδήποτε ότι το δικό μου παιδί δε θα αφαιρούσε τόσο αψήφιστα μια άλλη ζωή». Βγήκε από το κτίριο των φυλακών και μόνο τότε επέτρεψε στον εαυτό της να λυγίσει. Ακούμπησε σε μια κολόνα και έκλαψε μέχρι που ένιωσε πως δεν είχε άλλα δάκρυα. Όταν συνήλθε, κατευθύνθηκε, σέρνοντας τα βήματά της, προς το κοντινό πάρκο. Ήταν ακόμα πρωί και οι λιγοστοί διαβάτες που περπατούσαν βιαστικοί στα χορταριασμένα μονοπάτια το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να κόψουν δρόμο και όχι για να απολαύσουν τον περίπατό τους. Πάνω στα φύλλα των δέντρων γυάλιζαν ακόμα οι δροσοσταλίδες της πρωινής πάχνης και η Σοφία ρίγησε καθώς χωνόταν όλο και βαθύτερα στο εσωτερικό του. Φόρεσε τη ζακέτα της και τάχυνε το βήμα. Έφτασε σε ένα μεγάλο ξέφωτο με λουλουδιασμένα παρτέρια, όπου στο κέντρο του δέσποζε μια τεχνητή λιμνούλα με πράσινα νερά. Φιλοξενούσε μερικούς κύκνους που πλατσούριζαν ευχαριστημένοι, γεμίζοντας τον αέρα με τα χαρούμενα ξεφωνητά τους. Ένα ξύλινο, αψιδωτό γεφυράκι ένωνε τις δύο άκρες της και εκεί πάνω βρισκόταν ένας άντρας γύρω στα
πενήντα με συμπαθητικά χαρακτηριστικά και μικρό, περιποιημένο μούσι. Ήταν γερμένος στο παραπέτο και παρακολουθούσε τα παιχνίδια των κύκνων με μεγάλη προσήλωση, λες και ήταν το μόνο πράγμα που τον ενδιέφερε σε αυτό τον κόσμο. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και στράφηκε να δει ποιος είναι. Βλέποντας τη Σοφία, το πρόσωπό του πήρε μια ανήσυχη έκφραση και βιάστηκε να τρέξει κοντά της. Από το παρατηρητικό βλέμμα του δεν ξέφυγαν ούτε η απελπισία της ούτε τα κοκκινισμένα μάτια της. Την αγκάλιασε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Έκλαψες, αγάπη μου. Ήταν αλήθεια τόσο άσχημα;» Η Σοφία αρκέστηκε να γνέψει καταφατικά και χώθηκε στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Ο άντρας την παρέσυρε σε ένα παγκάκι, κάτω από μια γέρικη βαλανιδιά, και βγάζοντας ένα μαντίλι από την τσέπη του σκούπισε απαλά τα μουσκεμένα μάγουλά της. Όταν η Σοφία ηρέμησε έπειτα από κάμποση ώρα, έγειρε στον ώμο του και τον κοίταξε θλιμμένη. «Αχ, Λεονάρντο», αναστέναξε, «φοβάμαι πως είχες δίκιο τελικά. Δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος άνθρωπος να αναλάβω την υπεράσπισή του. Η αγάπη μου γι’ αυτόν με τυφλώνει και δε βλέπω τα πράγματα καθαρά. Φοβάμαι μήπως πάνω στον πανικό μου κάνω περισσότερο κακό παρά καλό». «Χαίρομαι που το διαπίστωσες έγκαιρα», ψιθύρισε τρυφερά ο άντρας, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της. «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω! Έχεις μια δύναμη ψυχής που με συναρπάζει. Μην ανησυχείς, γλυκιά μου, θα αναλάβω εγώ τον Μαρτσέλο και σου υπόσχομαι ότι σε λίγο καιρό θα είναι και πάλι σπίτι». «Κι εγώ χαίρομαι που είσαι μαζί μου», απάντησε η Σοφία. «Γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο μπορώ να εμπιστευτώ τη ζωή του παιδιού μου». «Πότε σκοπεύεις να του πεις την αλήθεια για εμάς;»
Η Σοφία τραβήχτηκε από κοντά του και τον κοίταξε έκπληκτη. «Δεν πιστεύω ότι μου ζητάς να το κάνω αυτό, ειδικά τώρα!» «Πάντα κάτι συμβαίνει και το αναβάλλεις», είπε πικραμένος ο Λεονάρντο. «Γλυκιά μου, θέλω να είμαστε μαζί, ως κανονικό ζευγάρι, και όχι να κρυβόμαστε σαν έφηβοι στο πρώτο τους ραντεβού». «Ο Μαρτσέλο μένει ακόμα μαζί μου, δε θέλω να νομίσει ότι βιάζομαι να τον ξεφορτωθώ για να κάνω τη ζωή μου σε αυτή την ηλικία». «Μιλάς για τον εαυτό σου λες και σε πήραν τα χρόνια!» διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Λεονάρντο. «Αυτό που βλέπουν, όμως, οι άνθρωποι όταν σε κοιτάζουν είναι μια όμορφη γυναίκα, μόλις σαράντα οχτώ χρόνων, που έχει μπροστά της πολλά δημιουργικά χρόνια. Μερικές φορές δε σε καταλαβαίνω, Σοφία. Στην επαγγελματική σου ζωή βγάζεις έναν περίεργο δυναμισμό και έχεις καταξιωθεί στο χώρο σου, ενώ στην προσωπική σου ζωή συμπεριφέρεσαι τελείως αντίθετα, άτολμα θα έλεγα. Είσαι υπερπροστατευτική ως μητέρα και έχω την εντύπωση πως αρνείσαι να παραδεχτείς πως τα παιδιά σου μεγάλωσαν. Πρέπει να αφήσεις επιτέλους τον Μαρτσέλο να τραβήξει το δρόμο του, όπως έκαναν η Δάφνη και η Σαβίνα». «Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα;» είπε η Σοφία σμίγοντας τα φρύδια. «Η Σαβίνα πέθανε. Αν ήταν μαζί μου, θα ήταν ακόμα ζωντανή». «Ίσως ναι, ίσως όχι... Αυτό δεν το ξέρει κανείς, και είναι αμαρτία να βασανίζεσαι κάνοντας τέτοιες σκέψεις». Ο Λεονάρντο είχε γνωρίσει τη Σοφία πριν από πέντε χρόνια, όταν αποφάσισε να μετακομίσει στη Βενετία. Έπιασε δουλειά στο ίδιο δικηγορικό γραφείο που δούλευε κι εκείνη και τη συμπάθησε με την πρώτη ματιά. Άρχισαν να βγαίνουν φιλικά για φαγητό ή ποτό και σιγά σιγά η αμοιβαία συμπάθεια μετατράπηκε σε βαθιά αγάπη. Γνώρισε την οικογένειά της και έμεινε με την εντύπωση πως είχε υιοθετήσει τις δύο ορφανές. Η Σοφία δεν τον διέψευσε ποτέ, γιατί φοβόταν ότι έπρεπε να μπει σε λεπτομέρειες και να του εξηγήσει πράγ-
ματα που ήταν δύσκολο να εξηγηθούν. Άλλωστε, η αλήθεια δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα· ήταν η κηδεμόνας τους, κι αυτό την έκανε να νιώθει λίγο σαν μητέρα τους. Μίλησε γι’ αυτή τη σχέση μόνο στη Δάφνη, επειδή έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο να την κρύψει από εκείνη. Την κράτησε, όμως, μυστική από τον Μαρτσέλο. Από τότε που ήταν μικρός, έτρεφε μια περίεργη αντιπάθεια για τους άντρες που περιτριγύριζαν τη μητέρα του και γινόταν εχθρικός όταν εκείνοι διέσχιζαν τη λεπτή γραμμή που χώριζε τη φιλία από το αίσθημα. Η έλλειψη του πατέρα τού είχε δημιουργήσει μια αίσθηση ανασφάλειας και είχε γαντζωθεί πάνω στη Σοφία, θεωρώντας την κτήμα του. Εκείνη πάλι, μη θέλοντας να τον στενοχωρεί, υποχωρούσε διαλύοντας τις λιγοστές σχέσεις της πριν καν ανθίσουν. Βέβαια, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Μαρτσέλο το ξεπέρασε και, αν τον ρωτούσε κάποιος τι θα ήθελε για τη μητέρα του, θα απαντούσε με κάθε ειλικρίνεια πως το μόνο που επιθυμούσε ήταν να τη βλέπει ευτυχισμένη και πως δεν είχε πρόβλημα να ξαναπαντρευτεί. Αυτή, όμως, ήταν μια ερώτηση που δεν έκανε κανείς στον Μαρτσέλο και εκείνος δε σκέφτηκε πως όφειλε να δώσει απαντήσεις εφόσον ουδέποτε είχε ερωτηθεί. Συνέχιζε να μένει στο σπίτι της μητέρας του όχι επειδή δεν είχε τα κότσια ή την οικονομική δυνατότητα να πιάσει δικό του, αλλά επειδή έτσι μπορούσε να βλέπει τη Δάφνη. Η κοπέλα δεν έμενε πια μαζί τους, αλλά ερχόταν να τους επισκεφτεί σε καθημερινή βάση και ο Μαρτσέλο φοβόταν πως φεύγοντας θα έχανε αυτό το προνόμιο. Έτσι, από μια ανόητη παρεξήγηση, η σχέση του Λεονάρντο και της Σοφίας θύμιζε περισσότερο συνεχές κρυφτούλι παρά σοβαρή σχέση μεταξύ ενηλίκων. Ο Λεονάρντο έψαχνε μια ευκαιρία να έρθει πιο κοντά στον Μαρτσέλο, να του μιλήσει ως άντρας προς άντρα και να του φανερώσει τα αισθήματα που έτρεφε για τη μητέρα του. Αυτή την ευκαιρία τού την πρόσφερε η ίδια η Σοφία όταν παραδέχτηκε την αδυναμία της
να εκπροσωπήσει το γιο της στο δικαστήριο. Ο Λεονάρντο ευχόταν τα πράγματα να είχαν έρθει διαφορετικά και να μην αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο για να αποκομίσει κάποια προσωπικά οφέλη, αλλά δεν του έμεναν και πολλά περιθώρια επιλογής. Πίστευε ακράδαντα στην αθωότητα του νεαρού και, ενώ αρχικά προσφέρθηκε να βοηθήσει τη Σοφία χωρίς καν να έχει περάσει από το μυαλό του να εκμεταλλευτεί τη δύσκολη κατάσταση, στη συνέχεια άλλαξε γνώμη σκεπτόμενος πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ίσως κάποιος να γελούσε και να τον έλεγε υπερβολικό, αλλά ο Λεονάρντο, που ήταν ένας τίμιος και ειλικρινής άντρας, αγαπούσε τη Σοφία με όλη τη δύναμη της ψυχής του και δε θα έκανε ποτέ τίποτα ενάντια στη θέλησή της. «Καλύτερα να πηγαίνουμε, αν δε θέλουμε να αργήσουμε στο ραντεβού μας με το δικαστή», της είπε ενώ σηκωνόταν από το παγκάκι. Βγήκαν αγκαλιασμένοι από το πάρκο και σταμάτησαν ένα ταξί· λίγο αργότερα ανέβαιναν τα σκαλιά του δικαστικού μεγάρου. Τους οδήγησαν σε ένα γραφείο, που ήταν άδειο εκείνη την ώρα, και τους είπαν να περιμένουν. Ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο, επιπλωμένο με αντίκες, που έφερε την υπογραφή της προσωπικότητας του δικαστή Αμάτι, ενός ανθρώπου που είχε τη φήμη του πιο σκληρού δικαστικού στη Βόρεια Ιταλία. Αυτός ο χώρος ήταν το ησυχαστήριό του και στον αέρα πλανιόταν η βαριά μυρωδιά πούρου, ανάμεικτη με την ανάλαφρη μυρωδιά εκλεκτού κονιάκ. Ο Αμάτι εμφανίστηκε δέκα λεπτά αργότερα. Έκανε την είσοδό του από μια πλαϊνή πόρτα, φορώντας ακόμα την τήβεννο. Το ζευγάρι σηκώθηκε αυτόματα σε ένδειξη σεβασμού και εκείνος, αφού κάθισε στην πολυθρόνα του, τους έγνεψε αόριστα πως μπορούσαν να ξανακαθίσουν. Ήταν ηλικιωμένος, με άσπρα φουντωτά μαλλιά, και τα στεγνά
χαρακτηριστικά του προσώπου με τα κρεμασμένα μάγουλα θύμιζαν περισσότερο μπουλντόγκ παρά αξιοσέβαστο νομικό. Η Σοφία ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται από έναν απροσδιόριστο φόβο. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς;» ρώτησε ο Αμάτι με την ένρινη φωνή του. Ο Λεονάρντο άφησε μπροστά του ένα φάκελο και του εξήγησε περιληπτικά το λόγο της επίσκεψής τους. Ο Αμάτι τον άφησε να τελειώσει, αλλά δεν μπήκε καν στον κόπο να ανοίξει το φάκελο. «Ο νεαρός θα παραμείνει στη φυλακή μέχρι να δικαστεί», δήλωσε κοφτά. «Το αίτημά σας να αποφυλακιστεί με εγγύηση δε γίνεται δεκτό». Η Σοφία προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο δικαστής τη σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι με μια μεγαλόπρεπη κίνηση. «Δεν προτίθεμαι να το συζητήσω μαζί σας, κυρία. Ένα πράγμα που έπρεπε να ξέρετε για εμένα είναι πως όταν παίρνω μια απόφαση, δεν την αλλάζω ποτέ. Μπορείτε να πηγαίνετε». Ο Λεονάρντο τον ευχαρίστησε για το χρόνο του, ενώ στην πραγματικότητα επιθυμούσε διακαώς να στείλει στο διάολο το γεροτράγο, και παίρνοντας τη Σοφία αγκαζέ αποχώρησαν όσο γινόταν πιο αξιοπρεπώς. Ο δικαστής περίμενε να κλείσει η πόρτα και άνοιξε το φάκελο που του είχε δώσει ο Λεονάρντο. Τον ξεφύλλισε στα γρήγορα και τον έκλεισε με την ίδια βιασύνη, κάνοντας ταυτόχρονα μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Μετά σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και κάλεσε έναν αριθμό. Δε χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν καθόλου και μάντεψε πως ο συνομιλητής του καθόταν δίπλα στη συσκευή με ανυπομονησία. «Όλα έγιναν όπως τα κανονίσαμε», είπε χωρίς περιστροφές. «Αλλά, ρίχνοντας μια ματιά στην υπόθεση, βρίσκομαι στη δυσάρεστη
θέση να σου ανακοινώσω πως δεν υπάρχει ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο που να συνηγορεί στην ενοχή αυτού του νεαρού. Υπάρχουν μόνο αποχρώσες ενδείξεις, τις οποίες οι δικηγόροι του φοβάμαι πως εύκολα μπορούν να ανατρέψουν. Φίλε μου, αν θέλουμε να δούμε αυτό τον άθλιο να σαπίζει στη φυλακή, πρέπει να λάβουμε δραστικά μέτρα». «Αυτό άσ’ το πάνω μου, θα το κανονίσω προσωπικά», ακούστηκε η θυμωμένη φωνή του Γκουερίνι από την άλλη άκρη της γραμμής. «Βέβαια, θα προτιμούσα να δω το κουφάρι του κρεμασμένο στο καμπαναριό του Αγίου Μάρκου και λυπάμαι αφάνταστα που καταργήθηκε η θανατική ποινή. Μόνο ο θάνατος αξίζει σε αυτό το κάθαρμα». «Διαφωνώ, αγαπητέ μου. Καμιά φορά ο θάνατος είναι λύτρωση και όχι η υπέρτατη τιμωρία. Έννοια σου, και η φυλακή που σκοπεύω να τον στείλω είναι χειρότερη από τα μπουντρούμια που είχατε εσείς στη Βενετία. Υπάρχουν εκεί μέσα μερικά καλόπαιδα που θα τον κάνουν να βλαστημάει κάθε ώρα και στιγμή τη μέρα που γεννήθηκε. Θα φροντίσω προσωπικά γι’ αυτό, σου το υπόσχομαι». «Ελπίζω μόνο να γίνει σύντομα η δίκη». «Μην ανησυχείς, την έχω κανονίσει σε τρεις εβδομάδες από τώρα». «Είναι πολύ αργά». «Όχι, δεν είναι. Πρέπει να κρατήσω τα προσχήματα και να δώσω τον απαραίτητο χρόνο στους συνηγόρους να ετοιμάσουν την υπεράσπισή του». Σταμάτησε για λίγο και μετά συμπλήρωσε δήθεν στ’ αστεία: «Μου χρωστάς, Αλεσάντρο». «Δεν ξεχνώ ποτέ μια καλή εκδούλευση», του απάντησε ο Γκουερίνι και έκλεισε το τηλέφωνο βάζοντας τέλος στη συνομιλία τους. Ο Αμάτι τέντωσε τα πόδια να ξεμουδιάσουν και βλαστήμησε τα καταραμένα αρθριτικά του που δεν τον άφηναν να ησυχάσει λεπτό. Κατάπιε δύο χαπάκια για να κατευνάσει τους πόνους και άναψε ένα πούρο. Στη συνείδησή του είχε ήδη δικάσει και καταδικάσει τον Μαρτσέλο Καβαλιέρι. Όλα τα υπόλοιπα ήταν απλώς λεπτομέρειες.
21
Η Κλόντια δεν ήξερε αν έπρεπε να ανησυχεί ή να χαίρεται. Ο Αλεσάντρο, ξαφνικά, είχε χάσει το ενδιαφέρον του για εκείνη και είχε σταματήσει να την καλεί στο κρεβάτι του κάθε βράδυ. Περνούσε ατέλειωτες ώρες κλεισμένος στο γραφείο μαζί με τους δικηγόρους του και προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη δίκη, λες κι αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός της ζωής του. Καμιά φορά τις νύχτες έστηνε αφτί έξω από το δωμάτιό του και, ακούγοντας ένα σιγανό μουρμουρητό, άνοιγε αθόρυβα την πόρτα για να δει τι συμβαίνει. Ο Αλεσάντρο κοιμόταν, παραδομένος σε έναν ανήσυχο ύπνο όπου κυριαρχούσαν οι εφιάλτες, και τιναζόταν σπασμωδικά, ενώ από τα χείλη του έβγαινε ένα ακατάληπτο παραμιλητό. Σχεδόν τον λυπόταν, αλλά αυτή η κατάσταση τη βόλευε, γιατί είχε βρει ξανά την ησυχία της και μπορούσε να κάνει τα σχέδιά της με ηρεμία. Η προτεραιότητά της ήταν ο Φράνκο. Έπρεπε να τον ξανακερδίσει πάση θυσία. Έτσι, κάποιο απόγευμα πήρε την απόφαση να πάει να τον βρει στο σπίτι του. Ήταν μεγάλο λάθος που είχε αφήσει να περάσει ανεκμετάλλευτος τόσος χρόνος. Όταν ήταν πιο νέα, ενεργούσε με δυναμισμό και αποφασιστικότητα. Τώρα συνειδητοποιούσε πόσο πολύ είχε αλλάξει. Η πλούσια ζωή, μαζί με την ασφάλεια που της πρόσφερε, την είχε μετατρέψει σε ένα μαλθακό πλάσμα που έπαιρνε τα πράγματα όπως έρχονταν και σπάνια πλέον χρειαζόταν να παλέψει για να αποκτήσει αυτό που επιθυμούσε. Πάτησε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης και ζήτησε να της στείλουν την Ιζαμπέλα για να τη βοηθήσει να ετοιμαστεί. «Το καημένο το κορίτσι είναι αδιάθετο, σινιόρα, κάνει εμετό από το πρωί», την πληροφόρησε μια μεγαλύτερη υπηρέτρια. «Μάλλον φταίει αυτό που έφαγε χτες και δε σας κρύβω ότι έχω κι εγώ τα ίδια συμπτώματα, πιο ήπια βέβαια».
«Τι εννοείς; Ότι είναι στο κρεβάτι;» τη διέκοψε θυμωμένη η Κλόντια. «Όχι, κάθεται στην κουζίνα και προσπαθεί να συνέλθει». «Τεμπελιάζει, θες να πεις. Πες της να ανέβει αμέσως πάνω για να μου φτιάξει τα μαλλιά». Έπρεπε να γίνει πολύ όμορφη σήμερα και χρειαζόταν οπωσδήποτε την Ιζαμπέλα, γιατί κανείς άλλος δεν έφτιαχνε τα μαλλιά της καλύτερα από εκείνη, ούτε καν ο ακριβοπληρωμένος κομμωτής της. Αυτή η κοπέλα θα μπορούσε να μεγαλουργήσει αν έπαιρνε στα σοβαρά το ταλέντο της, και η Κλόντια αναρωτιόταν γιατί προτιμούσε την άχαρη δουλειά της υπηρέτριας από το να εξασκήσει την κομμωτική τέχνη. Πάντως, βλέποντας την Ιζαμπέλα να μπαίνει στο δωμάτιό της, όφειλε να παραδεχτεί ότι δε φαινόταν καλά. Το λεπτό προσωπάκι της ήταν κατάχλομο και μετά βίας κρατιόταν στα πόδια της. Παρ’ όλα αυτά, δεν ένιωσε καμία ενοχή, γιατί το δικό της πρόβλημα ήταν πολύ πιο σοβαρό από τη μικρή αδιαθεσία που ταλαιπωρούσε σήμερα το προσωπικό του παλάτσο. Η Ιζαμπέλα έκανε φιλότιμα τη δουλειά της, όπως πάντα, αλλά η Κλόντια είχε την αίσθηση πως κάτι είχε αλλάξει πάνω της. Άλλοτε η κοπέλα σπάνια ανασήκωνε τα μάτια να την κοιτάξει και έπαιρνε ένα δουλοπρεπές ύφος όποτε της απηύθυνε το λόγο, κάνοντας το χάσμα που υπήρχε μεταξύ τους να φαντάζει αγεφύρωτο. Σήμερα, όμως, η στάση της φανέρωνε πως αυτές οι εύθραυστες ισορροπίες είχαν αρχίσει να ανατρέπονται. Όταν η Ιζαμπέλα τελείωσε το χτένισμα, η Κλόντια έκανε πίσω για να θαυμάσει καλύτερα τον εαυτό της στον καθρέφτη. Τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη, ένας χρυσός χείμαρρος από μπούκλες, και τόνιζαν ακόμα περισσότερο τα γατίσια, πράσινα μάτια της. Ντύθηκε και μακιγιαρίστηκε προσεκτικά, σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια, και μετά απέμεινε να θαυμάζει το είδωλό της.
Να δούμε τώρα αν μπορεί να τα βάλει μαζί μου εκείνο το τσόλι, σκέφτηκε θριαμβευτικά. Έφτασε στο Λίντο με τη σιγουριά κατακτητή, αλλά εκεί πληροφορήθηκε ότι ο Φράνκο έλειπε. Είχε φύγει για το Μιλάνο πριν από δύο μέρες και κανείς δε γνώριζε πότε θα επιστρέψει. Απογοητευμένη ετοιμάστηκε να αποχωρήσει, αλλά την τελευταία στιγμή είδε να έρχεται προς το μέρος της η Τάνια. Στη θέα της Ελληνίδας με το μικροσκοπικό σορτσάκι και τα τέλεια μακριά πόδια, ένα κύμα οργής την πλημμύρισε και ένιωσε το μίσος της να θεριεύει. Μετά βίας συγκρατήθηκε για να μην της χιμήξει και φόρεσε μια μάσκα ανεμελιάς. Τα αισθήματα της Τάνιας ήταν αμοιβαία, όμως θέλοντας να δείξει ποια έκανε κουμάντο σε αυτό το σπίτι και στην καρδιά του άντρα που διεκδικούσαν και οι δύο, κάλεσε την άλλη να πιουν καφέ στον κήπο. Βρίσκονταν στα μέσα Οκτωβρίου, αλλά παραδόξως έκανε ακόμα αρκετή ζέστη. Η Κλόντια σκέφτηκε αρχικά να αρνηθεί, αλλά μετά άλλαξε γνώμη. Ίσως, τελικά, ήταν καλύτερα που έλειπε ο Φράνκο, γιατί έτσι της δινόταν μια καλή ευκαιρία να τα πει έξω από τα δόντια. Κάθισαν στο κιόσκι και η Τάνια τη σέρβιρε προσωπικά, όπως θα έκανε κάθε σωστή οικοδέσποινα που ήθελε να περιποιηθεί την καλεσμένη της. Τότε μόνο η Κλόντια πρόσεξε το δαχτυλίδι που φορούσε στον παράμεσο του αριστερού της χεριού. Ήταν ένα πορφυρό ρουμπίνι, δεμένο με μπριγιάν, καλοδουλεμένο και πανάκριβο. Δεν ήταν ακριβώς δαχτυλίδι αρραβώνων, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα σύμβολο δέσμευσης ή ενδιαφέροντος, ανάλογα από ποια πλευρά το έβλεπε κανείς. Η Τάνια έπιασε το βλέμμα της Κλόντια και τέντωσε προκλητικά το χέρι θαυμάζοντας το κόσμημα. «Δεν είναι υπέροχο; Μου το χάρισε προχτές ο Φράνκο». «Τότε πρόσεξε», είπε ειρωνικά η Κλόντια. «Λένε πως όσο πιο ακριβό είναι το δώρο ενός άντρα τόσο μεγαλύτερη η ενοχή του».
«Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή μας». «Μην είσαι τόσο σίγουρη. Δεν ξέρεις τον Φράνκο τόσο καλά όσο εγώ». «Όσο γι’ αυτό, είμαι βέβαιη». Η Κλόντια συνοφρυώθηκε και το ύφος της έγινε ξαφνικά εχθρικό. «Υπονοείς κάτι με αυτό;» ρώτησε ξερά. «Δε χρειάζονται υπεκφυγές μεταξύ μας», απάντησε στον ίδιο τόνο η Τάνια. «Ίσως κατάφερες να ξεγελάσεις τον άντρα σου, αλλά δεν μπορείς να ξεγελάσεις εμένα. Ξέρουμε πολύ καλά και οι δύο ποια ήταν η σχέση σου με τον Φράνκο». «Εντάξει, δεν το αρνούμαι», ομολόγησε η Κλόντια μέσα από τα δόντια. «Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω ξεκάθαρα. Με τον Φράνκο είμαστε χρόνια εραστές και έχω δει αρκετές σαν κι εσένα που νομίζουν πως δικαιούνται κάτι παραπάνω επειδή κοιμήθηκαν μαζί του μερικές φορές. Δεν καταλαβαίνουν ότι ο άνθρωπος κάνει απλώς το κέφι του». Τα μάτια της Τάνιας άστραψαν από οργή. «Αν ελπίζεις με τα λόγια σου να με στρέψεις εναντίον του, είσαι πολύ γελασμένη», φώναξε με πάθος. «Τον αγαπάω και θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να τον κρατήσω κοντά μου». «Αυτό δεν αρκεί», είπε με κακία η Κλόντια. «Θα πρέπει να σ’ αγαπάει κι εκείνος. Μη βαυκαλίζεσαι, λοιπόν, με φρούδες ελπίδες. Αργά ή γρήγορα θα σε βαρεθεί και θα ξαναγυρίσει σ’ εμένα». Η Τάνια έγειρε πίσω στην πολυθρόνα της και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Κάρφωσε το βλέμμα της εξεταστικά στο όμορφο πρόσωπο της Κλόντια και ξαφνικά στα χείλη της χαράχτηκε ένα παράξενο χαμόγελο. «Δε θα συμβεί αυτό», τόνισε με σιγουριά. «Και ξέρεις γιατί; Γιατί κρίνεις τα αισθήματά μου με βάση τα δικά σου ρηχά αισθήματα. Αλλά δε σε αδικώ, ξέρεις. Έτσι έμαθες... έτσι κάνεις. Βλέπεις, φρόντισα να πληροφορηθώ μερικά πράγματα για το παρελθόν σου και
δε μου άρεσαν καθόλου αυτά που έμαθα. Η υπέρμετρη φιλοδοξία της μητέρας σου σε έσπρωξε από πολύ μικρή στο χώρο της μόδας και εκεί τα βρήκες ομολογουμένως σκούρα. Στα δεκαπέντε σου μπήκες σε κλινική αποτοξίνωσης από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ και στα δεκαέξι σου έκανες έκτρωση, μη γνωρίζοντας ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού σου». Τα χαρακτηριστικά της Κλόντια σφίχτηκαν ξαφνικά και έγινε κατάχλομη. Η έκπληξή της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δε σκέφτηκε να αρνηθεί τίποτε απ’ όσα της καταλόγιζε η άλλη γυναίκα. «Πού τα ξέρεις εσύ αυτά;» ψέλλισε ξεψυχισμένα. Η Τάνια άναψε ένα τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό κατευθείαν πάνω της. Είχε βρει το αδύνατο σημείο της Κλόντια και ήταν αποφασισμένη να φτάσει μέχρι το τέλος. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα πράγματα ανακαλύπτεις στο Ίντερνετ, αρκεί βέβαια να ξέρεις να ψάχνεις», είπε ψυχρά. «Όμως, όπως είπα και πριν, δε σε αδικώ, γιατί είχες το ακαταλόγιστο της ηλικίας. Το φταίξιμο βαραίνει αποκλειστικά όσους σε έσπρωξαν από τόσο νωρίς σε μια ζωή που δεν ταιριάζει σε ένα παιδί. Θα περίμενα, όμως, να διδαχτείς από τα λάθη σου και να κάτσεις φρόνιμα...» Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο της και το έσβησε αργά στο τασάκι. «Ξέρεις τι είσαι, τελικά, κυρία Γκουερίνι;» συνέχισε η Τάνια με το ίδιο ύφος. «Είσαι ένας ανήθικος και άπληστος άνθρωπος που δεν εκτιμάει αυτά που έχει. Ήρθες σήμερα εδώ για να διεκδικήσεις κάτι που δεν είναι δικό σου. Δεν αγάπησες ποτέ τον Φράνκο, γιατί αν τον αγαπούσες δε θα περίμενες τόσο πολύ. Απλώς δεν αντέχεις στην ιδέα ότι σε παράτησε για κάποια καλύτερη. Γι’ αυτό πάρε την αλαζονεία σου και φύγε, δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτη σε αυτό το σπίτι. Πάντως, δεν πρέπει να στενοχωριέσαι· είμαι σίγουρη ότι δε θα αργήσεις να βρεις καινούριο θύμα, αυτό που μένει εδώ το έχασες για πάντα». Οι προσβολές της Τάνιας έτσουξαν την Κλόντια σαν να είχε δε-
χτεί απανωτές καμτσικιές. Τινάχτηκε οργισμένη, με τα όμορφα χαρακτηριστικά της αλλοιωμένα από μίσος και κακία. «Πρόσεξε καλά τα λόγια σου γιατί θα μετανιώσεις πικρά», απείλησε τρέμοντας. «Σου ορκίζομαι ότι αυτό δε θα περάσει έτσι. Έχω τη δύναμη να καταστρέψω τον Φράνκο και, μα το Θεό, θα το κάνω, έστω κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω στη ζωή μου». Έριξε μια τελευταία ματιά στην Τάνια και έφυγε γρήγορα με το κεφάλι σκυφτό, κρατώντας την τσάντα της σφιχτά στο στήθος. «Στα τσακίδια!» της φώναξε η Τάνια στα ελληνικά. Ήθελε πάρα πολύ να το πει στα αγγλικά, αλλά δεν ήξερε την αντίστοιχη έκφραση.
Η Κλόντια έφυγε από το σπίτι του Φράνκο σε πλήρη σύγχυση. Το στήθος της φούσκωνε από το παράπονο και το κεφάλι της βούιζε σαν να είχε εγκατασταθεί εκεί ένα ολόκληρο μελίσσι. Ίσως έβρισκε κάποια ανακούφιση στο κλάμα, αλλά δεν μπορούσε να κλάψει. Η θύελλα που λυσσομανούσε στην ψυχή της στέγνωνε τα δάκρυα πριν αυτά βρουν διέξοδο. Στάθηκε στην άκρη της προβλήτας, μια ψηλόλιγνη κομψή φιγούρα, και βυθίστηκε σε σκέψεις, αφήνοντας το βλέμμα της να πλανηθεί αόριστα στους ανάλαφρους κυματισμούς της λιμνοθάλασσας που έσκαγε στο σαθρό, τσιμεντένιο τοιχίο κάτω από τα πόδια της. Στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει χειρότερες καταστάσεις και πάντα έβρισκε τρόπο να επιβιώσει. Αυτό την είχε σκληρύνει σε απίστευτο βαθμό και την είχε κάνει να παραμερίζει τα αισθήματά της προκειμένου να ικανοποιήσει κάποια μεγαλύτερη ανάγκη, αυτήν της αυτοσυντήρησης. Οι απειλές που εκτόξευσε δεν ήταν απλώς λόγια της στιγμής. Επιθυμούσε διακαώς να τις κάνει πράξη, αλλά προς το παρόν δεν μπορούσε να σκεφτεί με ποιο τρόπο θα γινόταν αυτό. Για μια στιγμή τής
πέρασε από το μυαλό να μιλήσει στον Αλεσάντρο και να του φανερώσει όλη την αλήθεια για τη σχέση της με τον Φράνκο, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα ένα άμεσο διαζύγιο, το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν αναμενόμενο, αλλά θα τσάκιζε κυριολεκτικά τον Φράνκο, ηθικά και υλικά. Ο Γκουερίνι είχε τη δύναμη να του στερήσει την πολύτιμη φιλία του και, επιπλέον, να τον καταστρέψει οικονομικά, κλείνοντάς του όλες τις πόρτες. Αυτό θα ήταν ένα καλό σχέδιο αν δεν υπήρχε στη μέση το προγαμιαίο συμβόλαιο, βάσει του οποίου δε θα έπαιρνε ούτε ένα ευρώ σε περίπτωση αποδεδειγμένης μοιχείας, και η Κλόντια δεν ήταν ηλίθια ώστε να φτάσει σε αυτό το σημείο μόνο και μόνο για λόγους εκδίκησης. Πάνω απ’ όλα ήταν υπολογίστρια και σκόπευε φεύγοντας να διεκδικήσει από τον Αλεσάντρο αυτά που της αναλογούσαν δικαιωματικά – ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, που μεταφραζόταν σε κάμποσα εκατομμύρια ευρώ. Έπρεπε, λοιπόν, να βρει κάποιον άλλο τρόπο για να πραγματοποιήσει τις απειλές της. Παίδεψε για ώρα το μυαλό της, αλλά κατέληξε απογοητευμένη σε αδιέξοδο. Ο Φράνκο φαινόταν καλά προστατευμένος πίσω από την ασπίδα του πιστού φίλου και του άψογου επιχειρηματία και τα δικά της βέλη ήταν ανίσχυρα να τη διαπεράσουν. Έσφιξε τις γροθιές της με λύσσα. Αυτό που χρειάζεται πρώτα είναι να ηρεμήσω, δεν είμαι ακόμα σε θέση να σκεφτώ καθαρά, αποφάσισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε με αποφασιστικά βήματα προς το ταχύπλοο που την περίμενε αγκυροβολημένο στην άκρη της αποβάθρας. Αργά ή γρήγορα θα κατάφερνε να ανταποδώσει τα ίσα· χρειαζόταν μόνο υπομονή, κι από αυτή διέθετε μπόλικη.
Την ίδια στιγμή ο Φράνκο, ανυποψίαστος για τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ της πρώην και της νυν, έπινε τον εσπρέσο του σε
ένα μικρό καφέ του Μιλάνο που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από τις φυλακές. Εκεί μέσα βρισκόταν κλεισμένος ο Μαρτσέλο Καβαλιέρι και πριν από λίγη ώρα είχε δει να καταφθάνει η Σοφία για την καθιερωμένη επίσκεψη στο γιο της. Την παρακολουθούσε συνεχώς τις δύο τελευταίες μέρες και την έβλεπε να συνοδεύεται πάντα από κάποιον άντρα, πιθανώς δικηγόρο. Πίστευε ότι αυτή η γυναίκα ήταν το κλειδί για να ανοίξει την πόρτα της επιτυχίας και για πρώτη φορά ένιωθε να βρίσκεται τόσο κοντά στο στόχο του. Το σχέδιο που είχε συλλάβει ήταν απλό, αλλά ταυτόχρονα μεγαλοφυές και υλοποιήσιμο. Όταν το ανέπτυξε στον Γκουερίνι, εκείνος ενθουσιάστηκε και του είπε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της ζωής τους. Σήμερα η τύχη αποφάσισε να χαμογελάσει στον Φράνκο και έστειλε τη Σοφία μόνη της στις φυλακές. Δεν ένιωθε καμιά τύψη γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει, άλλωστε της το χρωστούσε. Αυτή είχε κρύψει το κορίτσι και τον είχε κάνει να ψάχνει στα τυφλά τόσα χρόνια, παρουσιάζοντας εικόνα ηλίθιου και ανίκανου. Η δικηγορική ιδιότητα της Σοφίας της έδινε το προνόμιο να βλέπει το γιο της καθημερινά και να περνάει μαζί του αρκετή ώρα. Ειδικά σήμερα έμεινε λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο. Του μίλησε για τον Λεονάρντο και πόσο πολύ υπολόγιζε στη βοήθειά του. Στο τέλος άφησε να εννοηθεί ότι δεν ήταν απλώς ένας πολύτιμος συνεργάτης και πως υπήρχε μεταξύ τους μια σοβαρή αισθηματική σχέση. Η αντίδραση του Μαρτσέλο την ξάφνιασε ευχάριστα. Δέχτηκε τα νέα σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου και της είπε πως χαιρόταν πάρα πολύ για εκείνη. «Το λες αλήθεια αυτό;» τον ρώτησε συγκινημένη η Σοφία. «Έκανες άσχημα που μου το έκρυψες», της απάντησε εκείνος πιάνοντας τα χέρια της. «Τι νόμιζες, δηλαδή; Ότι είμαι κανένας χοντροκέφαλος σπασίκλας με σκουριασμένα μυαλά, που θέλει τη μάνα του να πενθεί για μια ζωή τον άντρα της; Αντίθετα, στενοχωριόμουν που
σε έβλεπα μόνη. Έκανες το χρέος σου ως μητέρα με το παραπάνω και αναρωτιόμουν πότε θα αποφάσιζες να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου, γιατί αξίζεις να είσαι ευτυχισμένη. Ειλικρινά, μαμά, σήμερα άκουσα τα καλύτερα νέα εδώ και καιρό». Η Σοφία βγήκε από τις φυλακές νιώθοντας άλλος άνθρωπος. Υπήρχαν στιγμές που μισούσε τον εαυτό της επειδή κρατούσε μυστικά από το παιδί της και βιαζόταν να συναντήσει τον Λεονάρντο για να του πει ότι ήταν επιτέλους έτοιμη να δεχτεί την πρόταση γάμου που επανειλημμένα της έκανε εκείνος τους τελευταίους έξι μήνες. Στην καλή ψυχολογική της κατάσταση συντελούσε και το γεγονός ότι ο Λεονάρντο ήταν πεπεισμένος πως οι κατηγορίες που βάραιναν τον Μαρτσέλο θα κατέπιπταν στο δικαστήριο. Δεν υπήρχε ουσιαστικά κανένα αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του· απλώς ο νεαρός έπεσε θύμα συμπτώσεων και η αθώωσή του ήταν ζήτημα ημερών. Η Σοφία ακολούθησε τη συνηθισμένη της διαδρομή για να γυρίσει στο ξενοδοχείο, δηλαδή μέσα από το πάρκο προκειμένου να κόψει δρόμο. Αυτή την ώρα ήταν τελείως έρημο. Περπατούσε βιαστικά στο μονοπάτι, θέλοντας να βγει όσο το δυνατό γρηγορότερα. Είχε ένα άσχημο προαίσθημα πως κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί και προσπαθούσε να καθησυχάσει τους φόβους της στήνοντας αφτί στους γνώριμους, παρήγορους θορύβους της λεωφόρου, μερικά μέτρα μακριά. Βλέποντας την έξοδο, τάχυνε το βήμα της και σχεδόν άρχισε να τρέχει. Το τακούνι της, όμως, πιάστηκε σε μια ρίζα που προεξείχε από το έδαφος και το παπούτσι της βγήκε. Η Σοφία έσκυψε για να το ελευθερώσει και τότε άκουσε καθαρά πατημασιές που έρχονταν προς το μέρος της. Τα ξερά φύλλα έτριζαν κάτω από τις σόλες του ανθρώπου που πλησίαζε, και αυτός ο ήχος έφτανε στ’ αφτιά της γυναίκας σαν ο χειρότερος οιωνός. Μάζεψε το παπούτσι της και ετοιμαζόταν να το φορέσει για να συνεχίσει το δρόμο της, όταν ένιωσε ένα χέρι να σφίγγει το μπράτσο
της σαν μέγκενη. Στράφηκε και είδε τον Φράνκο. Αντικρίζοντας το θριαμβευτικό ύφος και την παγωνιά στο βλέμμα του, άρχισε να τρέμει από φόβο. Ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν αυτός ο άντρας, αλλά δεν ήταν ακόμα σίγουρη για τις προθέσεις του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να φωνάξει «βοήθεια», αλλά ποιος θα την άκουγε; Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη που πέρασε από το μυαλό της. Την αμέσως επόμενη στιγμή κάτι τη χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι και τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω της. Κλονίστηκε και έπεσε βαριά στο νοτισμένο χώμα, όπου έμεινε ακίνητη, σαν πεθαμένη.
22
Η Δάφνη είχε χρόνια να νιώσει τόση ηρεμία. Αυτό το χρωστούσε στη γαλήνη της αγγλικής εξοχής και στον απέραντο καταπράσινο ορίζοντα που ανοιγόταν μπροστά από τον πύργο, μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι. Είχαν περάσει ήδη δύο εβδομάδες από την άφιξή τους, αλλά δε χόρταινε να θαυμάζει τη μεγαλόπρεπη ομορφιά της Κορνουάλης και τα έντονα χρώματα της φύσης. Από το Άκτιο έφτασαν γύρω στα μεσάνυχτα στο αεροδρόμιο του Χίθροου και το πρώτο πράγμα που έκανε ο Τζέιμς ήταν να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο και να ξεκινήσουν αμέσως για τον πύργο. Η Δάφνη δεν είδε πολλά πράγματα στη διαδρομή γιατί είχε κουλουριαστεί αποκαμωμένη στο κάθισμα του συνοδηγού και την πήρε σχεδόν αμέσως ο ύπνος. Ξύπνησε απότομα από το στριγκό ήχο μιας μεγάλης καγκελόπορτας, καθώς τα φύλλα της άρχισαν να ανοίγουν αυτόματα. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω της εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβει πού βρίσκεται. Το σκοτάδι, όμως, ήταν απόλυτο. Τα φώτα του αυτοκινήτου φώτιζαν μια πλατιά λωρίδα μπροστά τους και κατάλαβε ότι είχαν μπει σε μια ιδιοκτησία, που έμοιαζε να μην έχει τέλος. Έπειτα από αρκετά λεπτά, ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος τούς
οδήγησε σε έναν τεράστιο κήπο. Τα φροντισμένα φυτά με τα γκροτέσκα σχήματα φάνταζαν σαν απειλητικοί υπερφυσικοί γίγαντες, έτοιμοι να καταβροχθίσουν τους καταπατητές. Ξαφνικά είδε να ορθώνεται μπροστά της ο πύργος. Το οικοδόμημα έδειχνε πελώριο, και η Δάφνη ένιωσε να εκμηδενίζεται μπροστά του. Εκεί τους περίμενε ένας άνθρωπος. Όπως αποδείχτηκε, ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό. Στεκόταν στητός, σαν να είχε καταπιεί μπαστούνι, και προσπαθούσε να δείχνει χαρωπός, πασχίζοντας του κάκου να κρύψει τα χασμουρητά του. Η Δάφνη τον συμπάθησε με την πρώτη ματιά και τα ευγενικά χαρακτηριστικά του της ενέπνευσαν εμπιστοσύνη. Φορτώθηκε τις αποσκευές τους και, παρά τα παρακαλετά του Τζέιμς να τον αφήσει να βοηθήσει, εκείνος ήταν ανένδοτος. «Αυτή είναι η δουλειά μου, κύριε», είπε με τη στομφώδη προφορά του. «Μη με φέρνετε σε δύσκολη θέση». «Θα σε παρακαλούσα να μην αναφέρεις στον παππού μου ότι ήρθα», του είπε ο Τζέιμς καθώς ανέβαιναν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. «Όπως επιθυμείτε, κύριε», συγκατένευσε ο υπηρέτης. Η αντιπάθεια των δύο αντρών ήταν γνωστή σε όλους και θεώρησε το αίτημά του πολύ λογικό. Άλλωστε και ο ίδιος δεν πήγαινε πίσω. Με το ζόρι ανεχόταν το λόρδο Έρλιν και έψαχνε ευκαιρία για να φύγει. Οι εποχές ήταν, όμως, δύσκολες και ο μισθός εδώ αρκετά καλός. Η Δάφνη, μπαίνοντας στον πύργο, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μα πόσα δωμάτια υπάρχουν σε αυτό το κτίριο;» ρώτησε τον Τζέιμς, κοιτάζοντας γύρω της με δέος τον απέραντο χώρο. «Νομίζω εκατόν εβδομήντα», της απάντησε αυτός γελώντας. «Φυσικά, τα περισσότερα είναι άδεια». «Είσαι, λοιπόν, πολύ πλούσιος». «Λυπάμαι αν θα σε απογοητεύσω, κορίτσι μου, αλλά δε μου ανήκει τίποτα. Όλα ανήκουν στον παππού μου». Το βλέμμα της Δάφνης γλύκανε και τον κοίταξε με ένα παράξε-
νο ύφος, τρυφερό θα έλεγε κανείς. Τον πλησίασε και χάιδεψε δειλά το μπράτσο του. «Δε με απογοήτευσες, Τζέιμς. Δε θα ένιωθα καθόλου άνετα ξέροντας πως είσαι τόσο πλούσιος...» Η καρδιά του άντρα φτερούγισε. Αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα για να έρθουν πιο κοντά – και το είχε κάνει η ίδια η Δάφνη. Ήθελε να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει, αλλά δεν ήταν μόνοι. Γι’ αυτό προσπάθησε να κυριαρχήσει στα συναισθήματά του και να της ανταποδώσει το χαμόγελο. «Τσαρλς, οδήγησε, σε παρακαλώ, τη δεσποινίδα στο δωμάτιό της», είπε στον υπηρέτη που τους παρακολουθούσε διακριτικά. «Εγώ ξέρω το δρόμο».
Το δωμάτιο στο οποίο εγκαταστάθηκε η Δάφνη ήταν από εκείνα που βλέπει κανείς στα περιοδικά. Το τεράστιο κρεβάτι με τον ουρανό, οι πανάκριβες αντίκες, το ζωγραφισμένο ταβάνι και τα χειροποίητα χαλιά είχαν ξεπηδήσει κατευθείαν μέσα από τους θρύλους των ιπποτών της μεσαιωνικής Αγγλίας. Η Δάφνη περίμενε ότι θα ένιωθε άβολα σε ένα τόσο πολυτελές περιβάλλον, αλλά το περίεργο ήταν ότι ένιωσε σαν στο σπίτι της. Αυτό το συναίσθημα τη συνεπήρε μόλις πάτησε το πόδι της στον πύργο. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν αυτό, υπήρχε κάτι οικείο στους χοντρούς πέτρινους τοίχους, στη σκάλα που οδηγούσε στους παραπάνω ορόφους, στους μισοφωτισμένους διαδρόμους. Κοιμήθηκε βαριά και, όταν το πρωί σηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρό της, έμεινε άφωνη από το θέαμα που αντίκρισε. Από κάτω απλώνονταν οι κήποι και τα φυτά που νόμισε πως την απειλούσαν το προηγούμενο βράδυ είχαν αποκτήσει την πραγματική τους μορφή κάτω από το φως της μέρας. Τα λουλουδιασμένα παρτέρια, το καταπράσινο γρασίδι και τα αιωνόβια δέντρα συνέθεταν ένα αρμονικό
σύνολο, αποπνέοντας μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης. Την τελευταία πινελιά σε αυτό τον αριστουργηματικό πίνακα πρόσθετε η λιμνούλα στο κέντρο του κήπου, με τις ιτιές να γέρνουν πάνω από το νερό, σε μια προσπάθεια να ενωθούν και να γίνουν ένα μαζί του. Ο φρέσκος αέρας όρμησε στο δωμάτιο, κουβαλώντας τις μοσχοβολιές των λουλουδιών και της πρωινής δροσιάς. Ο Τζέιμς την ξενάγησε στο απέραντο κτήμα αμέσως μετά το πρωινό και χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει αυτοκίνητο για να το κάνει. Ενώ οδηγούσε, εξηγούσε ταυτόχρονα την ιστορία του τόπου, που ήταν ουσιαστικά η ιστορία της οικογένειάς του. Παρέλειψε, όμως, εκούσια να αναφέρει τον Γουίλιαμ Έρλιν, γιατί προσωπικά δεν ένιωθε καθόλου υπερήφανος για τις πράξεις που χαρακτήριζαν το συγκεκριμένο μακρινό πρόγονό του. Η ιδιοκτησία του παππού του καταλάμβανε αρκετές εκατοντάδες στρέμματα και εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα. Σ’ εκείνο το σημείο αναγκάστηκαν να αφήσουν το αυτοκίνητο, γιατί το τοπίο άλλαζε δραματικά. Το έδαφος ήταν πετρώδες, με μερικούς καχεκτικούς θάμνους και άφθονες κοφτερές πέτρες. Κατέληγε σε έναν γκρεμό και η Δάφνη, σκύβοντας να κοιτάξει προς τα κάτω, ένιωσε ίλιγγο από το ύψος. Η θάλασσα είχε ένα βαθύ μπλε χρώμα και τα κύματα ξεσπούσαν το θυμό τους με λύσσα πάνω στα μαυρισμένα βράχια. Κατά τα άλλα, η θέα ήταν μαγευτική. Όσο έφτανε το μάτι απλωνόταν η απεραντοσύνη του ωκεανού και στο βάθος ξεχώριζαν τα ψαροκάικα που γύριζαν στο λιμανάκι του κοντινού χωριού έπειτα από μια εξουθενωτική νύχτα ψαρέματος. Τα συνόδευε, κάνοντας κύκλους, ένα σμάρι ψαροπούλια. Βουτούσαν αστραπιαία όλα μαζί στο νερό, διεκδικώντας το καθένα για λογαριασμό του τα ψάρια που πετούσαν οι ψαράδες από τα καΐκια, καθώς ξεψάριζαν. Ο Τζέιμς έπιασε τη Δάφνη από το χέρι και κατέβηκαν μαζί τα απότομα βράχια, ακολουθώντας ένα μονοπάτι που είχε λαξευτεί –άγνωστο από ποιον– πριν από πολλά χρόνια.
«Εκεί κάτω έπαιζα όταν ήμουν παιδί», της είπε δείχνοντας τα σκοτεινά στόμια των σπηλιών που είχαν σκάψει τα κύματα. «Τώρα φαίνονται τρομακτικές, γιατί οι περισσότερες έχουν σκεπαστεί από το νερό, όμως τότε ήταν πανέμορφες. Υπήρχε, επίσης, μια μικρή παραλία, όπου ανάβαμε φωτιές τα παιδιά της γύρω περιοχής και παίζαμε τους Ινδιάνους». Ένα νοσταλγικό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του και η Δάφνη προσπάθησε να τον φανταστεί πώς ήταν σ’ εκείνη την ξένοιαστη ηλικία. Τον είδε βαμμένο με τα χρώματα του πολέμου και κάμποσα φτερά στα μαλλιά, να ουρλιάζει κραδαίνοντας το ξύλινο τσεκούρι του γύρω από τη φωτιά. Η εικόνα τής φάνηκε αστεία και έβαλε τα γέλια. «Σε ζηλεύω, Τζέιμς», του είπε. «Πρέπει να πέρασες φοβερή παιδική ηλικία». «Όχι και τόσο», απάντησε εκείνος μορφάζοντας. «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρός και εγώ έμεινα εδώ με τον παππού και τη γιαγιά, που είχαν επίσημα την κηδεμονία μου. Κάθε μέρα ήμουν υποχρεωμένος να φοράω κοστούμι και γραβάτα για το δείπνο και απευθυνόμουν στον παππού μου αποκαλώντας τον “κύριε” και μόνο όταν μου έδινε εκείνος την άδεια να μιλήσω». Η Δάφνη κάθισε σε ένα βραχάκι και έπιασε τα μακριά μαλλιά της με ένα λαστιχάκι για να χαρεί καλύτερα το χάδι του ζωογόνου θαλασσινού αέρα στο πρόσωπό της. Ο Τζέιμς σκέφτηκε πως κάπως έτσι πρέπει να έμοιαζαν οι γοργόνες του ωκεανού. Κάθισε κοντά της και το μπράτσο του ακούμπησε στιγμιαία το δικό της, όμως ήταν αρκετή αυτή η σύντομη επαφή για να ανατριχιάσει σύγκορμος. Εκείνη στράφηκε και τον κοίταξε με τα υπέροχα, παράξενα μάτια της· στο βάθος τους τρεμόπαιζε μια μικρή λάμψη, και ο Τζέιμς ένιωσε να υπνωτίζεται. «Γι’ αυτό δεν τα πας καλά με τον παππού σου;» ρώτησε η κοπέλα με ενδιαφέρον.
«Είναι μεγάλη ιστορία...» απάντησε αόριστα ο Τζέιμς. «Ας πούμε πως είναι ένας δύστροπος άνθρωπος που δύσκολα μπορεί να αγαπήσει κανείς». «Οι γονείς σου τι απέγιναν;» «Η μητέρα μου ξανάφτιαξε τη ζωή της στην Αμερική, μάλιστα έχω δύο ετεροθαλείς αδερφές αρκετά μικρότερές μου, και ο πατέρας μου ζει στην Αυστραλία, σε μια φάρμα». Η Δάφνη αγκάλιασε τα γόνατά της και βάλθηκε να ατενίζει τον ωκεανό. Όσο βρισκόταν στην Κρήτη, του είχε πει μέσες άκρες τη δική της ιστορία, αλλά ήταν η πρώτη φορά που μάθαινε πράγματα για το παρελθόν του Τζέιμς.
Στις μέρες που ακολούθησαν ήρθαν ακόμα πιο κοντά. Η Δάφνη μιλούσε καθημερινά στο τηλέφωνο με τη Σοφία και, αν δεν υπήρχε το αγκάθι της δίκης του Μαρτσέλο, θα τολμούσε να πει πως ένιωθε ευτυχισμένη. Ολόκληρη η ύπαρξή της ήταν δοσμένη στον Τζέιμς και έπιανε ολοένα και πιο συχνά τον εαυτό της να τον κοιτάζει κλεφτά, κάνοντας περίεργες και, μερικές φορές, τολμηρές σκέψεις. Τότε τα μάγουλά της φλογίζονταν από ντροπή και έσκυβε το κεφάλι για να μην τη δει εκείνος. Τον αγαπούσε τρελά, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά φοβόταν ταυτόχρονα. Αρνιόταν πεισματικά να κοιτάξει από τη χαραμάδα για να δει τι της επιφύλασσε το μέλλον και προτιμούσε να αφήνει τα πράγματα να ακολουθήσουν την πορεία τους. Περνούσαν αρκετό χρόνο περιδιαβάζοντας στο κτήμα, ώσπου κάποια μέρα ο Τζέιμς τη ρώτησε αν ήξερε ιππασία. «Όχι, βέβαια!» αποκρίθηκε γελώντας η Δάφνη. «Πού να τα βρω τα άλογα στη Βενετία;» «Αυτό διορθώνεται εύκολα», είπε σκεφτικός εκείνος. Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε πάνω σε ένα μαύρο επιβήτορα,
ενώ έσερνε ξοπίσω του, κρατώντας την από το χαλινάρι, μια γκρίζα φοράδα. «Είναι το πιο ήρεμο ζώο που υπάρχει στον κόσμο», βιάστηκε να δηλώσει, βλέποντας τη Δάφνη να γουρλώνει τα μάτια από φόβο. «Αν θέλεις να τριγυρίζεις στο κτήμα, πρέπει να το κάνεις με το σωστό τρόπο». Με τα χίλια ζόρια, η κοπέλα ανέβηκε στη ράχη του ζώου. Στην αρχή ήταν πολύ σφιγμένη και δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί τη διαδρομή. Είχε γείρει, όσο της επέτρεπε η σέλα, πάνω στο λαιμό της φοράδας και τον είχε αγκαλιάσει και με τα δυο της χέρια, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί καλύτερα. Είχε κλείσει τα μάτια για να μη βλέπει το έδαφος να φεύγει από κάτω και η καρδιά της σφιγγόταν από φόβο στο παραμικρό στραβοπάτημα του ζώου. Παρουσίαζε ένα μάλλον αστείο θέαμα, αλλά ο Τζέιμς το βρήκε τόσο χαριτωμένο, ώστε δε σκέφτηκε καν να το σχολιάσει. Η Δάφνη σύντομα κουράστηκε σε αυτή την άβολη θέση και, όταν κατάλαβε πόσο καλόβολη ήταν η φοράδα, άρχισε να ξεθαρρεύει. Ίσιωσε την πλάτη και, λίγη ώρα αργότερα, τρόχαζε ελαφρά στο πλευρό του Τζέιμς. Εκείνος δυνάμωσε λιγάκι τον καλπασμό του αλόγου του και η Δάφνη τον ακολούθησε άνετα. Βγήκαν από τα όρια του κτήματος και πήραν ένα χορταριασμένο μονοπάτι που διέσχιζε ένα μικρό δάσος. Όταν το άφησαν πίσω τους, η Δάφνη είδε να ανοίγεται μπροστά της μια καταπράσινη κοιλάδα, πλαισιωμένη από χαμηλούς λόφους. Το ψηλό γρασίδι, που έφτανε μέχρι την κοιλιά των αλόγων τους, κυμάτιζε στην παραμικρή πνοή του ανέμου και στην κοπέλα φάνηκε πως οι λόφοι ζωντάνεψαν ξαφνικά και πως, αν έστηνε αφτί, θα τους άκουγε να σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους. Στο τέλος της κοιλάδας βρισκόταν φωλιασμένο ένα γραφικό χωριουδάκι. Τα περισσότερα σπίτια ήταν χαμηλά, με κόκκινα κεραμίδια και λουλουδιασμένους κήπους. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι προτι-
μούσαν να κυκλοφορούν με ποδήλατα, γιατί η Δάφνη τα έβλεπε παντού: στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, έξω από τα μαγαζιά. Τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά, παρκαρισμένα τα περισσότερα στα γκαράζ, και μάλλον η χρήση τους περιοριζόταν μόνο στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Οι δρόμοι σκιάζονταν από πανύψηλα δέντρα και στην κορυφή τα κλαδιά έμπλεκαν μεταξύ τους, δημιουργώντας φυσικούς θόλους. Ο ήλιος τρύπωνε, σαν κλέφτης, ανάμεσα στα κιτρινισμένα φύλλα και έστελνε τις αχτίδες του παιχνιδίζοντας μέχρι τη βάση των χοντρών κορμών. Εδώ το ρολόι του χρόνου χτυπούσε διαφορετικά και είχε επιβάλει τους δικούς του, πιο αργούς ρυθμούς. Αποδείχτηκε ότι οι περισσότεροι χωρικοί γνώριζαν καλά τον Τζέιμς, γιατί εκείνος συγκρατούσε συχνά τα χαλινάρια του αλόγου του για να ανταλλάξει μια κουβέντα μαζί τους. Ξεπέζεψαν στη μικρή, πλακόστρωτη πλατεία και η Δάφνη, παρόλο που ένιωθε το κορμί της πιασμένο από την ιππασία, παραδέχτηκε πως αυτή ήταν μία από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής της. Κάθισαν κάτω από μια γέρικη βαλανιδιά, στη μοναδική παμπ του χωριού, και παρήγγειλαν μπίρες. Σύντομα στο τραπέζι τους ήρθαν να προστεθούν και αρκετοί ντόπιοι, που προτίμησαν να αφήσουν τις δουλειές τους στη μέση για να απολαύσουν τη συντροφιά ενός παλιού, καλού φίλου. Ο Τζέιμς τούς ήξερε με τα μικρά τους ονόματα γιατί, όπως εξήγησε στη Δάφνη, είχε μεγαλώσει μαζί τους και οι περισσότεροι από αυτούς αποτελούσαν την παρέα των παιδικών του χρόνων. Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, λίγο μετά το μεσημέρι, η Δάφνη το έκανε με βαριά καρδιά. Οι άνθρωποι αυτοί την είχαν καλοδεχτεί και λυπόταν που έπρεπε να τους αφήσει. Εκείνη δεν είχε να θυμάται κανένα φίλο από το παρελθόν, γιατί κρατούσε πάντα μια επιφυλακτική στάση απέναντι στους άλλους και δεν ξανοιγόταν εύκολα. «Ελπίζουμε να μας ξανάρθεις σύντομα με το όμορφο κορίτσι σου», είπε κάποιος στον Τζέιμς την ώρα που τον αποχαιρετούσε.
Εκείνος κάρφωσε τα μάτια στην κοπέλα που στεκόταν πλάι στη φοράδα και το πρόσωπό του ξαστέρωσε ξαφνικά. «Αν το θέλει και το... κορίτσι μου, γιατί όχι;» Το υπονοούμενο ήταν σαφέστατο κι αυτά τα λόγια προκάλεσαν μια μικρή έκρηξη στην καρδιά της Δάφνης, που άρχισε να χτυπάει σαν ταμπούρλο, ενώ το κορμί της διέτρεξε ένα ρίγος. Για μια στιγμή τα έχασε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Στο τέλος πήρε μια βαθιά ανάσα και, καρφώνοντας με τη σειρά της τα μάτια πάνω στο πρόσωπο του Τζέιμς, απάντησε στην ερώτηση όσο πιο ξεκάθαρα γινόταν. «Το κορίτσι σου θα το ήθελε πάρα πολύ». Εκείνος έδειξε να ξαφνιάζεται. Ήταν μαζί αρκετό καιρό, και σε όλο αυτό το διάστημα η Δάφνη κρατούσε μια ουδέτερη στάση, χωρίς να έχει εκδηλώσει ποτέ το ενδιαφέρον να προχωρήσει παραπέρα. Βέβαια, ήταν πάντα τρυφερή και φιλική, αλλά για έναν ερωτευμένο άντρα αυτό δεν αρκούσε. Ξαφνικά τον έπιασε μια ανυπομονησία να βρεθούν μόνοι και να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση. Χαιρέτησε βιαστικά το μικρό πλήθος που συνωστιζόταν γύρω τους και, πιάνοντας τη Δάφνη από τη μέση, τη σήκωσε σαν πούπουλο και την κάθισε στη σέλα της φοράδας, χωρίς να μπορεί να αποτραβήξει το βλέμμα του από το δικό της. Την κράτησε λίγο παραπάνω από το κανονικό και, όταν την άφησε, η ταραχή –πολλαπλασιασμένη από την προσμονή για οτιδήποτε έμελλε να ακολουθήσει– ήταν τόσο έκδηλη στα μάτια τους, ώστε οι περισσότεροι από την ομήγυρη χαμογέλασαν με νόημα μεταξύ τους, κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι. Ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή της που η Δάφνη ένιωσε τόσο μεγάλη αμηχανία. Χτύπησε δυνατά με τις φτέρνες τα πλευρά της φοράδας, παρακινώντας τη να ξεκινήσει, και εκείνη ξεχύθηκε καλπάζοντας στο δρόμο. Ο Τζέιμς καβαλίκεψε σβέλτα το άλογό του και την ακολούθησε ανήσυχος, φωνάζοντάς της να κόψει ταχύτητα. Η κοπέλα, όμως, είτε γιατί δεν ήξερε ακόμα να κουμαντάρει το
ζώο είτε γιατί δεν ήθελε, συνέχισε στον ίδιο ρυθμό. Η αλήθεια είναι πως τα χρειάστηκε για τα καλά όταν, βγαίνοντας στην κοιλάδα, η φοράδα αύξησε ακόμα περισσότερο τον καλπασμό της. Με το ένστικτο που χαρακτηρίζει τα ζώα, είχε καταλάβει πως ο καβαλάρης ήταν ανίκανος να την καθοδηγήσει σωστά, κι αυτό της προκάλεσε σύγχυση. Βρισκόταν στα όρια του πανικού και άρχισε να καλπάζει ανεξέλεγκτα, χωρίς να ακολουθεί μια συγκεκριμένη πορεία και χωρίς ουσιαστικά να βλέπει πού πηγαίνει. Ο Τζέιμς τότε κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Πίεσε το άλογό του για να αναπτύξει ταχύτητα και η απόσταση μεταξύ τους άρχισε να μικραίνει. Είχε πλησιάσει τη Δάφνη και ήταν έτοιμος να απλώσει το χέρι για να αρπάξει τα χαλινάρια της φοράδας και να τη σταματήσει, όταν έγινε το κακό. Το ζώο έπεσε σε ένα ρηχό χαντάκι, που ήταν κρυμμένο κάτω από το πυκνό γρασίδι, και η Δάφνη εκτινάχτηκε απότομα από τη ράχη του, για να προσγειωθεί τρία μέτρα πιο μακριά. Ύστερα από αυτό, η φοράδα φάνηκε να συνέρχεται και πλησίασε χρεμετίζοντας φοβισμένη το μαύρο επιβήτορα, ψάχνοντας ίσως συμπαράσταση σε κάποιο άλλο πλάσμα του είδους της. Ο Τζέιμς τράβηξε δυνατά τα χαλινάρια του αλόγου του και πήδηξε στο έδαφος πριν εκείνο σταματήσει εντελώς. Έτρεξε με την ψυχή στο στόμα στο σημείο όπου είδε να χάνεται η Δάφνη και την ανακάλυψε πεσμένη μπρούμυτα μέσα στις λόχμες. Δεν κουνιόταν καθόλου, κι αυτό τον έκανε να παγώσει. Στο παρελθόν είχε γίνει μάρτυρας ορισμένων τέτοιων ατυχημάτων και ήξερε πόσο εύκολο ήταν να σπάσει κάποιος το λαιμό του από μια τέτοια πτώση. Γονάτισε δίπλα της και τη γύρισε ανάσκελα, ψάχνοντας με τα έμπειρα χέρια του να βρει πιθανά σπασίματα. Η Δάφνη βόγκηξε ελαφρά και άνοιξε τα μάτια. Το παχύ γρασίδι είχε αποδειχτεί σωτήριο, αλλά εκείνη είχε φοβηθεί τόσο πολύ, που δεν τολμούσε καν να κουνηθεί.
«Νομίζω πως στραμπούλιξα τον αστράγαλό μου», μουρμούρισε, σοκαρισμένη ακόμα από το συμβάν. Ο Τζέιμς τής έβγαλε τα παπούτσια και εξέτασε τα πόδια της. «Όχι, δεν έχεις τίποτα», της είπε φανερά ανακουφισμένος. «Δε φαντάζεσαι πόσο τυχερή στάθηκες». Βύθισε το βλέμμα του στο δικό της για μια στιγμή και μετά αυθόρμητα την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Τι θα γινόμουν αν πάθαινες κανένα κακό;» ψιθύρισε κοντά στο αφτί της. Η κοπέλα σφίχτηκε πάνω του κι εκείνος ξαφνικά έσκυψε και τη φίλησε. Το πρώτο τους φιλί, αργό και διερευνητικό στην αρχή, απαιτητικό στη συνέχεια, τους άφησε με την αβάσταχτη αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Ήταν πολύ λίγο για να σβήσει τη φλόγα που άρχισε να πυρπολεί τις αισθήσεις τους. Η Δάφνη μπορεί να είχε την ικανότητα να βλέπει τα μελλούμενα, αλλά η ψυχή και τα βαθύτερα συναισθήματα που κυβερνούσαν τις πράξεις των ανθρώπων ήταν άγνωστος τόπος για εκείνη. Παρέμεναν ανεξιχνίαστα και έπρεπε να βρει τον τρόπο για να ξεκλειδώσει τα μυστικά τους σαν οποιοσδήποτε κοινός άνθρωπος. Αυτό το είχε μάθει καλά όταν ξεκίνησε, από την εφηβεία ακόμα, να φλερτάρει με το αντίθετο φύλο. Τότε έμπαινε συχνά στον πειρασμό να κοιτάξει στο μέλλον για να δει πού θα οδηγούσε μια σχέση. Αυτή η τακτική, όμως, περισσότερο την έβλαψε παρά την ωφέλησε, καθώς σε αυτές τις ηλικίες δύσκολα καρποφορούν οι σχέσεις. Το έβαζε, λοιπόν, στα πόδια, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους επίδοξους εραστές της. Με τον καιρό συνειδητοποίησε το λάθος της, αλλά είχε κόψει στο μεταξύ κάθε επαφή με τους άντρες. Συχνά σκεφτόταν πως ήταν αδύνατο να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς να έχει πιει ούτε μία φορά από το γλυκόπικρο κρασί που κερνάει ο Έρωτας αυτούς που θυσιάζουν στο όνομά του και στενοχωριόταν που είχε φτάσει στην ηλικία των είκοσι πέντε χρόνων με την
ερωτική της εμπειρία να συνοψίζεται μόνο σε μερικά παθιασμένα φιλιά. Ή μπορεί απλώς τόσα χρόνια να περίμενε τον κατάλληλο άντρα. «Μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε τρέμοντας. Ο Τζέιμς την κοίταξε με βλέμμα σκοτεινό από τον πόθο. «Σαν τρελός, μωρό μου», της απάντησε. «Σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα και ήμουν ανόητος που περίμενα τόσο καιρό για να σου το πω». Την έσφιξε με λαχτάρα στην αγκαλιά του και βύθισε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, που μοσχομύριζαν από τα αρώματα της φύσης, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο γρασίδι. Έπειτα την κοίταξε κατάματα και είδε το είδωλό του να καθρεφτίζεται στις κόρες των ματιών της, μαζί με τα σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό. «Μονάκριβή μου, Άμπερ», ψιθύρισε ταραγμένος, φιλώντας σχεδόν ευλαβικά αυτά τα παράξενα μάτια. «Εσύ μ’ αγαπάς;» Η Δάφνη τον άκουσε, αλλά δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Ούτε ήταν διατεθειμένη να ζητήσει εξηγήσεις. Αυτή τη στιγμή παράδερνε στη δίνη των πρωτόγνωρων αισθήσεων που της προκαλούσε το αντρικό κορμί το οποίο διεκδικούσε τόσο κυριαρχικά το δικό της. Αγαπούσε τον Τζέιμς πέρα από κάθε αμφιβολία και το μόνο που επιθυμούσε αυτή τη στιγμή ήταν να ενωθεί και να γίνει ένα μαζί του. Εκείνος συνέχιζε να την κοιτάζει, νιώθοντας ενδόμυχα ένα φόβο ότι η απάντηση δε θα ήταν αυτή που προσδοκούσε. Μην μπορώντας να αντέξει άλλο το διεισδυτικό βλέμμα του, η Δάφνη έκλεισε τα μάτια και τα μάγουλά της κοκκίνισαν από παρθενική ντροπή. Πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα χείλη της και μετά ψιθύρισε τόσο σιγανά, ώστε ο Τζέιμς αναγκάστηκε να σκύψει για να την ακούσει: «Σε λατρεύω».
«Με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο άντρα του κόσμου, καρδούλα μου», είπε εκείνος, απιθώνοντας ανάλαφρα φιλιά στο πρόσωπό της. Το θέαμα της Δάφνης με τα ροδοκόκκινα μάγουλα, τα κλειστά μάτια και τα υγρά χείλη τον έκανε να χάσει τον έλεγχό του. Την ήθελε σαν τρελός εδώ και τώρα. Άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά της μπλούζας της, ενώ την ίδια στιγμή η κοπέλα, απορώντας με την τόλμη της, τράβηξε το πουκάμισό του να βγει από το παντελόνι. Όταν εκείνη έμεινε τελείως γυμνή, ξάπλωσε στο παχύ γρασίδι, το οποίο θα γινόταν το κρεβάτι της την πρώτη φορά που θα γευόταν τον έρωτα, και παρακολουθούσε εκστατική τον Τζέιμς να πετάει από πάνω του τα ρούχα. Η Δάφνη δεν είχε ξαναδεί γυμνό άντρα παρά μόνο στα γυναικεία περιοδικά και αναπόφευκτα τον συνέκρινε με τα αρρενωπά μοντέλα που χαμογελούσαν αυτάρεσκα μέσα από τις σελίδες τους. Εκείνος δεν είχε να ζηλέψει τίποτα, μάλιστα ήταν πολύ καλύτερος. Ανατρίχιασε και η αναπνοή της έγινε ακανόνιστη. Η προσμονή για το προαιώνιο μυστήριο της φύσης που θα βίωνε σε λίγο έκανε τις ρώγες της να ορθωθούν απότομα και το απαλό αεράκι που φυσούσε από τα κοντινά βουνά χάιδεψε την επιδερμίδα της, στεγνώνοντας τον ιδρώτα πριν προλάβει να ξεχυθεί από τους πόρους του δέρματός της. Ο Τζέιμς νόμισε πως κρύωνε και τη σκέπασε με το κορμί του. Της έδωσε πρώτα ένα παρατεταμένο, τρυφερό φιλί και μετά τα χείλη του βρέθηκαν στο λαιμό της, για να αγγίξουν σε λίγο το στήθος της. Τρυγούσε αχόρταγα τη γλύκα του λυγερού κορμιού της και με κάθε βογκητό της κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά, για να καταλήξει στο κέντρο της ύπαρξής της. Εκείνη είχε αφεθεί στα έμπειρα χέρια του. Το κεφάλι της βούιζε, έτοιμο να εκραγεί, και τα ορθάνοιχτα μάτια της ήταν καρφωμένα στον ουρανό, χωρίς να βλέπει ουσιαστικά τίποτα. Ήταν δοσμένη ψυχή τε και σώματι στον άντρα που της χάριζε τόση ηδονή, χαϊδεύοντας και φιλώντας εκείνη την ανεξερεύνητη μέχρι σήμερα περιοχή
του κορμιού της. Παραληρούσε και παρέπαιε σε ένα φανταστικό κόσμο, πλημμυρισμένο από χιλιάδες χρώματα και γεύσεις. Όταν ο Τζέιμς μπήκε μέσα της, ένιωσε ένα φευγαλέο πόνο και την αμέσως επόμενη στιγμή τής φάνηκε πως το λιβάδι γύρω της πήρε φωτιά. Οι φλόγες ανέβαιναν μέχρι τον εκτυφλωτικό γαλανό ουρανό και χάνονταν στα αστραποβόλα σύννεφα, για να εμφανιστούν έπειτα από λίγο κατάλευκες και μετουσιωμένες σε δέσμες φωτός, παίρνοντας οριστικά το δρόμο τους προς το αχανές Σύμπαν. Το πρόσωπο του Τζέιμς έλαμπε και τα χαρακτηριστικά του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί στην αχλή της μαργαριταρένιας μαρμαρυγής που τον περιέβαλλε. Τελείωσαν ταυτόχρονα και η φωτεινή πλημμυρίδα έσβησε από τα μάτια της Δάφνης το ίδιο ξαφνικά όπως είχε προκύψει. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του Τζέιμς και τον τράβηξε πάνω της, αναλογιζόμενη ακόμα το θαύμα που μόλις έζησε. Της είχε αφήσει μια απόλυτη αίσθηση ολοκλήρωσης και αναρωτήθηκε μήπως όλα αυτά συνέβησαν επειδή τον αγαπούσε. Είχε ακούσει πολλές φορές τις φίλες της, από τότε που ήταν μαθήτρια στο σχολείο, να περιγράφουν τις ερωτικές εμπειρίες τους και να τις εμπλουτίζουν με κάθε λογής πιπεράτα σχόλια, αλλά καμιά δεν είχε αναφέρει πως είχε βιώσει κάτι παρόμοιο. Η δική της εμπειρία δεν ήταν μια ρηχή σαρκική απόλαυση, πάνω απ’ όλα ήταν μια σπάνια συνεύρεση ψυχών. Έμειναν αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα, και όταν ο Τζέιμς ένιωσε την αναπνοή του να ξαναβρίσκει το φυσιολογικό της ρυθμό, ανασήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε με λατρεία. «Αν νόμιζα πριν από λίγο ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, τώρα δεν έχω λόγια να περιγράψω αυτό που αισθάνομαι για εσένα», της είπε σοβαρά. «Τι μου έχεις κάνει και με έχεις ξετρελάνει, μικρή μου μάγισσα;» Αυτός ο φαινομενικά αθώος χαρακτηρισμός έκανε τη Δάφνη να τσιτωθεί απότομα και ένιωσε το στομάχι της να δένεται κόμπος. Η
αλλαγή στη διάθεσή της ήταν τόσο φανερή, ώστε εκείνος το κατάλαβε αμέσως και ανησύχησε. «Είπα κάτι που σε πείραξε;» «Μη με ξαναπείς ποτέ έτσι», ψιθύρισε η Δάφνη ταραγμένη. Ο Τζέιμς χαμογέλασε. «Υπάρχουν χιλιάδες ονόματα με τα οποία θα μπορούσα να σε αποκαλέσω», της είπε, ενώ ταυτόχρονα τη φιλούσε τρυφερά απαριθμώντας τα. «Καρδιά μου, ψυχή μου, θησαυρέ μου, γυναίκα μου, αγάπη μου, λουλούδι μου, φως μου, ζωή μου, αστέρι μου, ήλιε μου... Διάλεξε και πάρε όποιο προτιμάς. Για εμένα, όμως, θα είσαι πάντα εκείνη που με μάγεψε, εκείνη που ξεσηκώνει τις αισθήσεις μου με μια ματιά. Δε χορταίνω να σε κοιτάζω και κάθε φορά που σε κοιτάζω σε θέλω όλο και πιο πολύ». Η Δάφνη ένιωσε να λιώνει από ευτυχία. Τι είχε κάνει, αλήθεια, για να αξίζει τόση αγάπη; Ποιος καλός θεός έφερε στο δρόμο της αυτό τον υπέροχο άντρα, που άλλες γυναίκες δεν μπορούσαν να έχουν ούτε στα όνειρά τους; «Ξέχνα τις ανοησίες μου», βόγκηξε, κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του. «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ω, Τζέιμς, κάνε μου πάλι έρωτα... σε παρακαλώ». «Δε χρειάζεται να με παρακαλέσεις ιδιαίτερα γι’ αυτό», της είπε εκείνος με μάτια γεμάτα πόθο. «Ίσως, μάλιστα, έρθει κάποια μέρα που θα με παρακαλάς να σταματήσω». «Ποτέ!» δήλωσε με έμφαση η Δάφνη. «Θα ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη να πεθάνω στην αγκαλιά σου». Μισάνοιξε τα χείλη για να δεχτεί το φιλί του και το κορμί της ανταποκρίθηκε με λαχτάρα στο ερωτικό κάλεσμα, αντλώντας απίστευτη ικανοποίηση από τα χέρια του άντρα που το διέτρεχαν και διέγειραν κάθε κύτταρό του. Γι’ αυτό, όταν εκείνος σταμάτησε να τη χαϊδεύει και τραβήχτηκε από κοντά της, η Δάφνη θορυβήθηκε και άνοιξε τα μάτια να δει τι
συμβαίνει. Ο Τζέιμς κοίταζε απορημένος τα δάχτυλά του, που είχαν βαφτεί κόκκινα από το αίμα της. «Γιατί δε μου το είπες;» τη ρώτησε κοφτά. Η Δάφνη μαζεύτηκε, δαγκώνοντας τα χείλη από αμηχανία. Πώς να του εξηγήσει πως ντρεπόταν που έφτασε σε αυτή την ηλικία χωρίς να έχει κάνει μέχρι τότε έρωτα στη ζωή της; Τι θα νόμιζε για εκείνη; Τι κουσούρι θα της καταλόγιζε; «Είμαι έξαλλος μαζί σου γιατί...» συνέχισε ο Τζέιμς στον ίδιο τόνο. «Μη μου θυμώνεις, σε παρακαλώ, δεν το αντέχω αυτό», ψέλλισε η Δάφνη. Του γύρισε την πλάτη για να κρύψει τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να τσούζουν τα χέρια και τύλιξε τα χέρια γύρω από το σώμα της, λες και προσπαθούσε να βρει ασφάλεια. Ένιωσε το άγγιγμά του στους ώμους της και στράφηκε για να τον αντιμετωπίσει, πιστεύοντας ότι ήταν ακόμα θυμωμένος μαζί της. Αυτό που διέκρινε, όμως, στο βλέμμα του ήταν μόνο τρυφερότητα και απέραντη αγάπη. «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι, καρδούλα μου», της ψιθύρισε, μαντεύοντας ένα μέρος από τις σκέψεις της. «Δεν είμαι άνθρωπος παλαιών αρχών, αλλά σήμερα μου έκανες ένα ανεκτίμητο δώρο και γι’ αυτό σ’ αγαπάω ακόμα περισσότερο. Έπρεπε να μου το πεις για να είμαι πιο προσεκτικός μαζί σου. Σου έβαλα τις φωνές γιατί τρομοκρατήθηκα στη σκέψη ότι μπορούσα να σου κάνω κακό άθελά μου». Η Δάφνη τον κοίταζε με τα απίστευτα μάτια της, προσπαθώντας να χωνέψει αυτά που της έλεγε. «Ποτέ δε θα μπορούσες να μου κάνεις κακό, Τζέιμς», τον διαβεβαίωσε. «Δεν είμαι τόσο εύθραυστη όσο νομίζεις, καμιά γυναίκα δεν είναι. Όμως στενοχωριέμαι γιατί λόγω της απειρίας μου δεν πήρες την ίδια ικανοποίηση που πρόσφερες εσύ σ’ εμένα». Αντί για απάντηση της έδωσε ένα βαθύ, παρατεταμένο φιλί, που την άφησε με κομμένη την ανάσα. Έπειτα την έκλεισε στην αγκαλιά
του, χαϊδεύοντας το πρόσωπό της με την ανάστροφη της παλάμης του. «Αυτό διορθώνεται εύκολα», της είπε χαμογελώντας σκανταλιάρικα. «Πρέπει να σου κάνω περισσότερα μαθήματα. Αλλά για να μη νιώθεις άσχημα, κυρία μου, σε πληροφορώ ότι κατάφερες να με ανεβάσεις στα ουράνια πριν από λίγο. Κόντεψα να χάσω τα μυαλά μου. Ο Θεός να με λυπηθεί όταν η μαθήτριά μου πάρει το απολυτήριό της...» Έκαναν ξανά έρωτα, μόνο που αυτή τη φορά ο Τζέιμς φρόντισε να είναι πιο προσεκτικός, κάνοντας την απόλαυση της Δάφνης να διαρκέσει ακόμα περισσότερο. Όταν τελείωσαν και ξάπλωσαν αποκαμωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει και τα λιγοστά σύννεφα είχαν πάρει ένα βαθυκόκκινο χρώμα, με μενεξελιές πινελιές εδώ κι εκεί. Σηκώθηκαν και ντύθηκαν για να φύγουν. Ο Τζέιμς προτίμησε να κάνουν το δρόμο του γυρισμού καβαλώντας στο ίδιο άλογο. Η Δάφνη ήταν τόσο λεπτοκαμωμένη, ώστε ο μαύρος επιβήτορας δεν έδειξε να ενοχλείται από το επιπλέον βάρος που δέχτηκε στη ράχη του. Η γκρίζα φοράδα ακολουθούσε πειθήνια, με το χαλινάρι της περασμένο στη σέλα του αλόγου που προπορευόταν. Μέχρι να φτάσουν στον πύργο, τα πρώτα αστέρια είχαν αρχίσει να λαμπυρίζουν στο στερέωμα. Πλησιάζοντας το τεράστιο οικοδόμημα, βρήκαν τον Τσαρλς να πηγαινοέρχεται νευρικά στον κήπο. Έριξε μια ευχαριστημένη ματιά, γεμάτη σημασία, στο ζευγάρι που καθόταν αγκαλιασμένο στη σέλα και βιάστηκε να τρέξει για να τους προϋπαντήσει. «Τι τρέχει, Τσαρλς;» τον ρώτησε ανήσυχος ο Τζέιμς ξεπεζεύοντας. «Τίποτα σοβαρό, κύριε», του είπε εκείνος κρατώντας τα χαλινάρια. «Το αγοράκι των Λίντον αρρώστησε και, επειδή ξέρουν ότι είστε εδώ, σας παρακαλούν να πάτε να του ρίξετε μια ματιά».
«Είναι μια φάρμα εδώ κοντά», εξήγησε ο Τζέιμς στη Δάφνη την ώρα που τη βοηθούσε να κατέβει. «Καλύτερα να πάω να ρίξω μια ματιά... δε θα αργήσω». Ανέβηκε πάλι στο άλογό του και έφυγε καλπάζοντας μέσα στο σούρουπο. Ο Τσαρλς έριξε ένα αινιγματικό βλέμμα στη Δάφνη και στα χείλη του χαράχτηκε ένα απροσδιόριστο χαμόγελο. «Νιώθω την ανάγκη να σας ευχαριστήσω», της πέταξε ξαφνικά, ενώ προχωρούσαν μαζί προς τον πύργο. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Δάφνη. «Που κάνετε τον κύριο τόσο ευτυχισμένο. Τον ξέρω από παιδάκι και είναι η πρώτη φορά που βλέπω το πρόσωπό του να λάμπει έτσι. Όμως κι εσείς δεν πάτε πίσω». Η κοπέλα συγκινήθηκε. Το ενδιαφέρον του υπηρέτη φαινόταν ειλικρινές· αυτές τις μέρες τον είχε γνωρίσει αρκετά και είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι δεν ήταν ούτε περίεργος ούτε κουτσομπόλης. Έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα και διακριτικά και πάντα μετρούσε τα λόγια του. Η θέση του του υπαγόρευε την τήρηση μιας τυπικής απόστασης από τον Τζέιμς, αλλά ταυτόχρονα τον παρακολουθούσε στενά και συμπεριφερόταν προστατευτικά, όπως ακριβώς θα έκανε ένας μεγάλος αδερφός. «Τον αγαπάω», δήλωσε απλά η κοπέλα. «Αυτό μου αρκεί», είπε ο Τσαρλς τρίβοντας τα χέρια ικανοποιημένος. «Ο κύριος αξίζει το καλύτερο και με χαρά μου βλέπω ότι κατάφερε, τελικά, να το αποκτήσει. Θα θέλατε να μοιραστείτε ένα τσάι μαζί μου;» «Σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση, όμως νιώθω ξεθεωμένη έπειτα από τόσες ώρες ιππασίας», δικαιολογήθηκε η Δάφνη. «Είμαι αμάθητη στα άλογα και αυτή τη στιγμή το μόνο που θέλω είναι να πλυθώ και να ξαπλώσω για να ξεκουραστώ λιγάκι». Ο Τσαρλς έκανε μια μικρή υπόκλιση, της θύμισε ότι το δείπνο
σερβιριζόταν στις έξι ακριβώς και εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα, πηγαίνοντας ίσως να πιει μόνος του το τσάι. Η Δάφνη ανέβηκε στο δωμάτιό της και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πετάξει τα ρούχα της και να περάσει στο μπάνιο. Έριξε στην μπανιέρα μπόλικα άλατα, μαζί με μια γενναία δόση αφρόλουτρο, και άνοιξε το ζεστό νερό. Πριν έρθει στον πύργο, σπάνια πρόσφερε στον εαυτό της τέτοιες απολαύσεις και χαμογέλασε στη σκέψη πόσο είχε κακομάθει. Ενώ περίμενε να γεμίσει η μπανιέρα, εξέταζε τον εαυτό της στον ολόσωμο καθρέφτη. Ξαφνικά κατάλαβε σε τι αναφερόταν ο Τσαρλς. Η αλλαγή πάνω της ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε ξάφνιασε ακόμα και την ίδια. Ο έρωτας είχε κάνει το θαύμα του και την είχε μεταμορφώσει μέσα σε λίγες ώρες. Το κορμί της φαινόταν πιο μεστό, τα στήθη της πιο στρογγυλά, τα χείλη της ήταν ακόμα κόκκινα και πρησμένα από τα αμέτρητα φιλιά που είχε πάρει και είχε δώσει. Η μεγαλύτερη αλλαγή, όμως, είχε συντελεστεί στα μάτια της. Άλλοτε ονειροπόλα και ντροπαλά, τώρα έλαμπαν από ένα εσωτερικό φως, γεμάτα ενέργεια και δύναμη. Τα μαλλιά της, μαύρα και κυματιστά, σχεδόν μέχρι τη μέση, είχαν ακόμα πάνω τους χορταράκια και πλησίασε στον καθρέφτη για να τα καθαρίσει. Και τότε το είδωλό της διαλύθηκε και χάθηκε. Τη θέση του πήρε κάποια άλλη Δάφνη, γερασμένη, με άσπρα μαλλιά, πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και μάτια σβηστά, χωρίς όρεξη για ζωή. Το όραμα κράτησε ελάχιστα, μερικά δευτερόλεπτα μόνο, αλλά ήταν αρκετό για να την ταράξει. Μπήκε στο αρωματισμένο νερό, νιώθοντας να της πλακώνει το στήθος η στενοχώρια. Μάλωσε τον εαυτό της και τον πρόσταξε να πάψει να σκέφτεται ανοησίες. Μέχρι να τελειώσει το μπάνιο της, είχε ξεχάσει το όραμα και βγήκε από την μπανιέρα αναζωογονημένη και με την κούραση να έχει εξαφανιστεί. Φόρεσε ένα άσπρο, αφράτο μπουρνούζι και ξάπλωσε στο κρεβά-
τι της, ανοίγοντας την τηλεόραση. Το μυαλό της, όμως, ήταν κολλημένο στον Τζέιμς και στις απολαυστικές στιγμές που της είχε προσφέρει στο λιβάδι. Αυτές οι σκέψεις έκαναν το κορμί της να ριγήσει ηδονικά και σκέφτηκε πόσο όμορφα θα ήταν, γυρίζοντας εκείνος από τη φάρμα των Λίντον, να τη βρει στο κρεβάτι του να τον περιμένει. Θα ήταν υπέροχο να ξανακάνουν έρωτα και να κοιμηθεί μαζί του, έχοντας τα δυνατά του μπράτσα τυλιγμένα γύρω από το κορμί της. Ο Τσαρλς ας έτρωγε μόνος του... Η ιδέα την ενθουσίασε και αποφάσισε να βάλει αμέσως το σχέδιό της σε εφαρμογή. Βγήκε από το δωμάτιό της και ανέβηκε στον πάνω όροφο, ψάχνοντας για το δικό του. Ο πύργος ήταν τεράστιος και μέχρι σήμερα δεν είχε βρει την ευκαιρία να τον εξερευνήσει. Ανακάλυψε το δωμάτιο του Τζέιμς από καθαρή τύχη, όταν ανοίγοντας μια πόρτα αναγνώρισε τα ρούχα του πάνω σε μια καρέκλα. Μπήκε μέσα αμφιβάλλοντας ακόμα για την τολμηρή πρωτοβουλία της, πέταξε το μπουρνούζι στο χαλί και ξάπλωσε γυμνή στο κρεβάτι. Η ώρα, όμως, περνούσε και ο Τζέιμς δεν έλεγε να φανεί. Ίσως το αγοράκι των Λίντον να ήταν πιο σοβαρά, ίσως η φάρμα τους να ήταν πολύ μακριά. Κοίταξε γύρω της μήπως βρει κάτι για να διαβάσει και τα μάτια της έπεσαν στο κομοδίνο. Εκεί πάνω υπήρχε ένα δερματόδετο ντοσιέ· η Δάφνη άπλωσε το χέρι και το πήρε.
Ο Τζέιμς γύρισε μιάμιση ώρα αργότερα, νιώθοντας βρόμικος και εξαντλημένος από την κούραση και τις συγκινήσεις της μέρας. Ο μικρός είχε απλώς υψηλό πυρετό, που τον προκάλεσε μια αμυγδαλίτιδα, αλλά η κυρία Λίντον δεν εννοούσε να τον αφήσει να φύγει αν δεν του έκανε πρώτα το τραπέζι. Η καλή γυναίκα αισθανόταν υποχρεωμένη επειδή δεν της πήρε χρήματα για την επίσκεψη και βρήκε αυτό τον τρόπο για να ξοφλήσει το χρέος της. Τώρα ανέβαινε τις σκάλες και χαμογελούσε, έχοντας πάντα στο
μυαλό του τη Δάφνη. Η μορφή της δεν έλεγε να τον αφήσει και ξαφνικά η επιθυμία του για εκείνη φούντωσε ξανά. Άραγε πώς θα της φαινόταν αν πήγαινε να τη βρει; Σε αυτή τη σκέψη ανέβηκε σχεδόν πετώντας τα τελευταία σκαλοπάτια και όρμησε στο δωμάτιό του, με σκοπό να κάνει ένα γρήγορο ντους και να κατέβει στον κάτω όροφο. Αν εκείνη κοιμόταν, τόσο το καλύτερο· θα την ξυπνούσε με ένα φιλί. Ανοίγοντας, όμως, την πόρτα ένιωσε μια ευχάριστη έκπληξη καθώς είδε πως η Δάφνη ήταν ήδη εκεί. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, φορώντας ένα άσπρο μπουρνούζι, με το κεφάλι κατεβασμένο, και φαινόταν σκεφτική. Χαρούμενος, έκανε να την πλησιάσει για να την πάρει στην αγκαλιά του, αλλά εκείνη πετάχτηκε πάνω και πισωπάτησε με μια έκφραση αποστροφής στο πρόσωπό της, σαν να αντίκριζε κάτι σιχαμερό. «Μείνε μακριά μου, μη με πλησιάζεις!» του φώναξε βραχνά, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά για να τον κρατήσει σε απόσταση. Ο Τζέιμς τα έχασε και αυτόματα ένιωσε την οδυνηρή αίσθηση ότι υψωνόταν ξαφνικά μεταξύ τους ένα αόρατο τείχος που τους χώριζε. Κάτι είχε μεσολαβήσει στο διάστημα που έλειπε, αλλά δεν μπορούσε να μαντέψει τι ήταν αυτό. «Μέχρι σήμερα δεν ήξερα το πραγματικό όνομα του ανθρώπου που με κατατρέχει τόσα χρόνια», συνέχισε η Δάφνη, με φωνή που έτρεμε από οργή. «Όμως το έμαθα κι αυτό χάρη στην απροσεξία σου. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη, κύριε Έρλιν. Μου πούλησες έρωτα, με γέμισες με ψεύτικες υποσχέσεις... με ξελόγιασες... κι εγώ η ανόητη ήρθα κι έπεσα μέσα στην παγίδα σου. Φέρθηκες πολύ έξυπνα, αυτό πρέπει να το παραδεχτώ, όμως δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα φτάνατε στο σημείο να εξευτελίσετε σε τέτοιο βαθμό έναν άνθρωπο προκειμένου να πετύχετε το σκοπό σας. Γιατί δε με αφήνετε, επιτέλους, στην ησυχία μου;» Σταμάτησε απότομα και άφησε τα χέρια να πέσουν άτονα στα πλευρά της. Το πρόσωπό της έχασε τη σκληρή του έκφραση και πήρε ένα πονε-
μένο, στοχαστικό ύφος. «Είστε βρικόλακες που διψάτε για εξουσία αντί για αίμα... αυτό είστε. Κι εσύ είσαι ακόμα χειρότερος, γιατί πήρες ό,τι πιο πολύτιμο είχα, την ψυχή μου, και την πέταξες στα σκυλιά. Γιατί δε με σκότωνες καλύτερα; Θα μου ήταν ευκολότερο. Πες μου την αλήθεια, κύριε Έρλιν, διασκέδαζες πολύ όταν με πηδούσες με τόσο πάθος στα χωράφια;» Ο Τζέιμς την κοίταζε κατάπληκτος όση ώρα μιλούσε, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη από το σοκ. Ένιωθε παγωμένος μέχρι το μεδούλι, προσπαθώντας να καταλάβει σε τι είχε φταίξει και να βγάλει κάποιο νόημα από τις αλλοπρόσαλλες κατηγορίες που εκτόξευε εκείνη εναντίον του. Στα τελευταία λόγια της τινάχτηκε απότομα, σαν να είχε δεχτεί χαστούκι. «Αυτό νομίζεις για εμένα; Ότι έπαιξα μαζί σου;» ψέλλισε κατάχλομος. «Μάθε, λοιπόν, πως σ’ αγαπάω έτσι όπως δεν έχει αγαπήσει άλλος άνθρωπος... με έναν τρόπο που με φτάνει στην τρέλα. Από τότε που σε γνώρισα, η ζωή μου περιστρέφεται γύρω από τη δική σου, χαίρομαι με τη χαρά σου, κλαίω με τη λύπη σου. Είσαι ο ήλιος που σκόρπισε τα σκοτάδια μου, το πλάσμα που λατρεύω περισσότερο κι από τον ίδιο το Θεό». Πλησίασε προς το θολωτό παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα. Έσκυψε και κοίταξε προς τα κάτω· το ύψος ήταν μεγάλο και μια πτώση από εκεί θα οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο. Στράφηκε προς το μέρος της Δάφνης και την κοίταξε με βλέμμα θολό· το μέτωπό του γυάλιζε από μικρές σταγόνες ιδρώτα και το πρόσωπό του είχε μεταμορφωθεί σε μια μάσκα αγωνίας. «Ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό πως λέω την αλήθεια», είπε αργά. «Πες μου να πέσω και θα το κάνω. Είμαι ικανός να φτάσω μέχρι το τέλος, αρκεί να είσαι ευτυχισμένη. Είπες πριν από λίγο πως καλύτερα να σε σκότωνα. Τώρα σου ζητάω το ίδιο για εμένα. Έτσι κι αλλιώς, χάρη θα μου κάνεις. Η ζωή μου δε θα έχει κανένα νόημα χωρίς εσένα».
Η Δάφνη άρχισε να κλονίζεται. Το τραγικό θέαμα που παρουσίαζε εκείνος την ωθούσε να τα ξεχάσει όλα και να ριχτεί στην αγκαλιά του εκλιπαρώντας τη συγνώμη του. Μεγάλωσε πιστεύοντας ότι ο συναισθηματισμός είναι μάλλον γυναικείο προνόμιο και ότι οι άντρες, όντας σκληρότεροι από τη φύση τους, δε θα έφταναν ποτέ στο σημείο να κουρελιάσουν τον εγωισμό τους για κάτι που δεν τους αφορά ή που το θεωρούν ασήμαντο για να ασχοληθούν μαζί του. Ο Τζέιμς, όμως, φαινόταν να μην εντάσσεται σε αυτό τον κανόνα. Στεκόταν μπροστά της ταπεινός, με την ψυχή του ξεγυμνωμένη, περιμένοντας ήρεμα την απάντησή της. Ή μήπως ήταν άλλο ένα από τα κόλπα του για να της ρίξει στάχτη στα μάτια; Αυτή η σκέψη την έκανε να τσιτωθεί και η πρόθεσή της να δώσει τόπο στην οργή πήγε περίπατο. Του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα και ένα αμυδρό, μελαγχολικό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. «Τελικά είσαι καλός θεατρίνος, όμως άδικα πασχίζεις να με πείσεις. Ψυχροί και υπολογιστές άνθρωποι σαν κι εσένα δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Αλλά θα ήθελα να ξέρω ποιανού σχέδιο ήταν να με φέρεις εδώ. Δικό σου ή του παππού σου; Αλήθεια... τώρα που το σκέφτομαι, πώς και δεν έχει εμφανιστεί ακόμα;» «Τι... τι είπες;» ψιθύρισε ο Τζέιμς, γουρλώνοντας τα μάτια. Τα σκληρά λόγια της Δάφνης τον έκαναν να πονέσει μέχρι τα μύχια της ψυχής του, αλλά τώρα την κοίταζε ξαφνιασμένος. «Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει ο παππούς μου μ’ εμάς τους δύο...» Η Δάφνη άρπαξε ανυπόμονα το ντοσιέ από το κρεβάτι και το πέταξε μπροστά στα πόδια του. «Μιλάω γι’ αυτό που μου έκρυβες τόσο καιρό. Δεν πρόλαβα να το διαβάσω όλο, αλλά μου ξεκαθάρισε αρκετά πράγματα που ούτε καν υποπτευόμουν. Αλήθεια, δεν είναι παράξενο που πρέπει να ευχαριστήσω εσένα;» Όση ώρα τον περίμενε να επιστρέψει από τη φάρμα των Λίντον,
είχε το χρόνο να διαβάσει αρκετά από το ημερολόγιο της Ελοΐζ και να βγάλει τα συμπεράσματά της. Στην αρχή πάγωσε και αναρωτήθηκε μήπως επρόκειτο για κάποια αρρωστημένη φάρσα. Καθώς, όμως, προχωρούσε στην ανάγνωση, συνειδητοποίησε τι ακριβώς αντιπροσώπευε το δερματόδετο ντοσιέ που κρατούσε στα χέρια της· ήταν το παρελθόν της, αποτυπωμένο από την πένα μιας μακρινής προγόνου της που έφερε το ίδιο σημάδι μ’ εκείνη. Εκτός, όμως, από αυτές τις σπουδαίες πληροφορίες, είχε την ευκαιρία να ανακαλύψει τι σήμαινε το όνομα των Έρλιν και τι ρόλο είχαν παίξει – και συνέχιζαν να παίζουν. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν δεν πήγαινε μόνη της να συναντήσει τον Τζέιμς έξω από το σπίτι του στην Κρήτη. Η απάντηση ήταν προφανής: θα έκανε εκείνος τα αδύνατα δυνατά για να επιδιώξει μια συνάντηση μαζί της και θα είχε το θράσος να αποδώσει σε σύμπτωση αυτό το γεγονός. Για τη Δάφνη, όμως, τέτοιες συμπτώσεις δεν υπήρχαν, όλα είχαν το λόγο τους που γίνονταν σε αυτή τη ζωή. Καθώς αναλογιζόταν το παιχνίδι που ο Τζέιμς είχε παίξει εις βάρος της, προσπάθησε να τον μισήσει, αλλά κι αυτό στάθηκε αδύνατο. Η αγάπη είχε ριζώσει για τα καλά στην καρδιά της και θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να τον ξεπεράσει. Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε για να φύγει, αλλά την τελευταία στιγμή στράφηκε και τον κοίταξε μ’ εκείνα τα απίθανα μάτια της. Με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυά της. «Αντίο, Τζέιμς», του είπε με ραγισμένη φωνή. «Εύχομαι μόνο να μην ξανασυναντηθούν οι δρόμοι μας ποτέ. Αρκετό κακό μου έκανες ήδη». Η πόρτα έμεινε ανοιχτή και ο άντρας τέντωσε τα αφτιά για να ακούσει τα βήματά της να απομακρύνονται βιαστικά στο βάθος του διαδρόμου. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο κι έπιασε το κεφάλι με τα χέρια του. Από τη στιγμή που μπήκε σε αυ-
τό το δωμάτιο ζούσε έναν απαίσιο εφιάλτη που δεν είχε τέλος και, το χειρότερο, δεν υπήρχε ελπίδα για ξύπνημα. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι. Τις σκέψεις του, τελικά, απέσπασε ο ήχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου που ερχόταν να αναστατώσει τόσο απρόοπτα τη σιγαλιά της εξοχής. Ο θόρυβος από τις ρόδες του πάνω στα χαλίκια τον έκανε να ανατριχιάσει άθελά του και έσκυψε από το παράθυρο για να δει ποιος ήταν ο απρόσκλητος, νυχτερινός επισκέπτης. Ήταν ένα ταξί από το διπλανό χωριό, που σταμάτησε ακριβώς από κάτω. Σχεδόν την ίδια στιγμή άκουσε να ανοίγει η εξώπορτα και είδε τη Δάφνη να κατευθύνεται προς το μέρος του, ακολουθούμενη από τον Τσαρλς που κρατούσε τη βαλίτσα της. Τη βοήθησε να μπει στο ταξί, που ξεκίνησε πριν καλά καλά προλάβει να την αποχαιρετήσει. Ο Τσαρλς έστρεψε το πρόσωπο και κοίταξε τον Τζέιμς, που στεκόταν ακόμα στο παράθυρο, με μια έκφραση λες και είχε πάθει αποπληξία. Ο Τζέιμς, μην αντέχοντας το βλέμμα του αγαθού υπηρέτη, αποτραβήχτηκε πιο μέσα και το πόδι του κλότσησε τυχαία το επίμαχο ντοσιέ, που η Δάφνη το είχε πετάξει στο πάτωμα. Παραλίγο να ξεχάσει ότι βρισκόταν εκεί. Έσκυψε και το μάζεψε από κάτω, έχοντας την παράξενη αίσθηση ότι μπορεί να του έκαιγε τα χέρια.
23
Ο Λεονάρντο δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η Σοφία είχε εξαφανιστεί εδώ και αρκετές ώρες, χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Είχε φύγει γύρω στις δέκα το πρωί, λέγοντας ότι θα πήγαινε στη φυλακή για την καθιερωμένη επίσκεψη στο γιο της, και του υποσχέθηκε πως θα γύριζε πριν τις δώδεκα, για να μελετήσουν μαζί τη δικογραφία. Η μέρα της δίκης πλησίαζε και δούλευαν πυρετωδώς για να προετοιμά-
σουν την υπεράσπιση του Μαρτσέλο. Κόντευε, όμως, απόγευμα και η Σοφία δεν έλεγε να φανεί. Στο κινητό της δεν απαντούσε, είτε γιατί είχε μείνει από μπαταρία είτε γιατί το είχε κλειστό. Στα πέντε χρόνια της γνωριμίας τους, όμως, ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο· η Σοφία φρόντιζε να το φορτίζει ανελλιπώς και το είχε συνέχεια ανοιχτό γιατί, όπως παραδεχόταν η ίδια γελώντας, ήταν τόσο εξαρτημένη από αυτή τη μικρή συσκευή όσο ένας ναρκομανής από τα σκονάκια του. Άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια πως κάτι κακό είχε πάθει. Φανταζόταν την αγαπημένη του Σοφία να κείτεται κάπου ανήμπορη, χτυπημένη ίσως από κάποιο αυτοκίνητο, ή να έχει πέσει θύμα ληστείας. Ο Λεονάρντο πηγαινοερχόταν σαν ανήμερο θηρίο στο κλουβί, με την αγωνία του στο κατακόρυφο. Βρισκόταν στον τρίτο όροφο ενός κλασικού κτιρίου με επένδυση από κόκκινα τούβλα, όπου στεγαζόταν η εταιρεία ενός καλού φίλου του, επίσης δικηγόρου. Ο άνθρωπος αυτός είχε την ευγενή καλοσύνη να του παραχωρήσει ένα μικρό γραφείο για να μπορεί να δουλεύει πιο άνετα, μιας και, όπως ισχυριζόταν, το ξενοδοχείο είναι ένα φοβερά άβολο μέρος για εργασία και προσφέρεται μόνο για ύπνο. Ο Λεονάρντο ένιωθε βαθιά υποχρεωμένος απέναντι στο φίλο του, καθώς, εκτός από αυτό το χώρο, του είχε παραχωρήσει και μια αποκλειστική γραμματέα, την Αμάντα, που βοηθούσε αυτόν και τη Σοφία στη δακτυλογράφηση των κειμένων και απαντούσε στα τηλέφωνά τους. Η κοπέλα ήταν σωστός θησαυρός, φιλότιμη και δουλευταρού, και έμενε στο γραφείο μέχρι αργά· μάλιστα, ο Λεονάρντο χρειάστηκε να δώσει μια μικρή μάχη για να την πείσει να μένει έξω περισσότερη ώρα όταν έκανε το μεσημεριανό της διάλειμμα. Στο πανέξυπνο, χαρωπό μουτράκι της ήταν μονίμως καρφωμένο ένα χαμόγελο αισιοδοξίας, που κατά κάποιον περίεργο τρόπο μεταδιδόταν στους ανθρώπους γύρω της χωρίς να το επιδιώκει ιδιαίτερα. Η Σοφία τη συμπάθησε με την πρώτη ματιά και ένιωθε να αντλεί κουρά-
γιο κάθε φορά που η κοπελίτσα την αγκάλιαζε προστατευτικά από τους ώμους, τονίζοντάς της διαρκώς πως στο τέλος θα πάνε όλα καλά και πως κακώς στενοχωριόταν τόσο πολύ για τον Μαρτσέλο, αφού ήταν αθώος. Αυτή τη στιγμή ο Λεονάρντο ήταν μόνος του στο γραφείο, η Αμάντα είχε πάει για φαγητό στο κοντινό εστιατόριο με μερικούς συναδέλφους της. Όμως προτού φύγει η κοπέλα, και συμμεριζόμενη την ανησυχία του, είχε πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και τα νοσοκομεία, ρωτώντας παντού για τη Σοφία. Οι απαντήσεις που είχε εισπράξει ήταν όλες αρνητικές, κανείς δε γνώριζε τίποτα. Μετά φόρεσε το σακάκι της και έφυγε διακριτικά, νιώθοντας άσχημα που τον άφηνε μόνο του σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή. Η απουσία της έγινε αμέσως αισθητή και ο Λεονάρντο σκέφτηκε πως, αν συνέχιζε να μένει άπραγος, θα τρελαινόταν. Ξαφνικά ένιωσε να πνίγεται, ο χώρος έγινε μια σταλιά και του φάνηκε πως οι τοίχοι θα τον συνέθλιβαν. Βγήκε αναστατωμένος από το γραφείο και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, αντί να περιμένει το ασανσέρ. Κοντά στην είσοδο του κτιρίου βρήκε ένα πεζούλι και κάθισε εκεί, παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Παρακολουθούσε αφηρημένα την κίνηση των αυτοκινήτων στο δρόμο και τους ανθρώπους που περπατούσαν στα πεζοδρόμια μονάχοι ή με παρέα. Φαίνεται ότι αυτό του έκανε καλό, γιατί το μυαλό του άρχισε να λειτουργεί πιο λογικά. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να μάθει αν η Σοφία έφτασε στη φυλακή. Σε αυτή τη σκέψη πετάχτηκε όρθιος, βλαστημώντας τον εαυτό του για τη βλακεία του. Πώς δεν το σκέφτηκε αυτό προηγουμένως; Σταμάτησε ένα διερχόμενο ταξί και λίγη ώρα αργότερα περίμενε στην αίθουσα αναμονής να φέρουν τον Μαρτσέλο. Ο νέος έφτασε συνοδευόμενος, όπως πάντα, από έναν αστυνομικό και κάθισε απέναντί του. Ήταν περισσότερο φιλικός και διαχυτικός με τον Λε-
ονάρντο απ’ ό,τι συνήθως, γιατί πλέον στο πρόσωπό του έβλεπε το μελλοντικό σύζυγο της μητέρας του. Με το χέρι στην καρδιά, ο Μαρτσέλο παραδέχτηκε ότι εκείνη έκανε την καλύτερη επιλογή. Ο Λεονάρντο, από την πλευρά του, δεν ήξερε πού να αποδώσει αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά του νεαρού, μέχρι που εκείνος του αποκάλυψε ότι του μίλησε η Σοφία σήμερα το πρωί για τη σχέση τους. Ήταν κι αυτό μια ανακούφιση· τουλάχιστον έμαθε αυτό που ήρθε να μάθει χωρίς να χρειαστεί να αναφέρει το λόγο της επίσκεψής του. «Με τις ευχές μου, λοιπόν, να ζήσετε! Αν και πιστεύω ότι τσάμπα έκανες τον κόπο να έρθεις. Δε χρειάζεστε την άδειά μου για να παντρευτείτε, είστε μεγάλα παιδιά πια», του είπε ο Μαρτσέλο αστειευόμενος και του έσφιξε το χέρι θερμά, χαμογελώντας με νόημα. «Γι’ αυτό δεν ήρθες να με δεις;» Ο Λεονάρντο δαγκώθηκε. Ενώ αρχικά σκόπευε να του πει την αλήθεια, στην πορεία το μετάνιωσε. Ήταν ήδη σκληρό που ο Μαρτσέλο βρισκόταν στη φυλακή, έχοντας τις δικές του σκοτούρες να τον τυραννούν. Δεν ήταν ανάγκη να του προσθέσει και αυτή της εξαφάνισης της μητέρας του. «Ναι, μόνο γι’ αυτό ήρθα», είπε, καταβάλλοντας προσπάθεια να δώσει έναν αδιάφορο τόνο στη φωνή του. «Αλλά για εμένα είναι πολύ σημαντικό να ξέρω ότι δεν έχεις πρόβλημα...» «Κανένα πρόβλημα», τον διαβεβαίωσε με μια δόση ανεμελιάς ο Μαρτσέλο. «Μόνο φρόντισε να κάνεις τη μάνα μου ευτυχισμένη, γιατί αλλιώς θα έχεις να κάνεις μαζί μου». Τουλάχιστον κάποιος από τους δυο μας προσποιείται τον χαρούμενο, σκέφτηκε ο Λεονάρντο. Το άγχος του Μαρτσέλο ήταν εμφανές και η στενοχώρια γι’ αυτό που θα του έφερνε το άγνωστο μέλλον έριχνε βαριά τη σκιά της στο χαμόγελό του. Η δίκη ήταν πολύ κοντά, μόλις σε δέκα μέρες.
Ο Λεονάρντο, φεύγοντας από τη φυλακή, περιπλανήθηκε για αρκετή ώρα στη γειτονιά. Με τη φωτογραφία της Σοφίας στο χέρι, μια φωτογραφία που κρατούσε πάντα στο πορτοφόλι του, σταματούσε τους περαστικούς ή έμπαινε στα μαγαζιά ρωτώντας αν την είχαν δει. Οι περισσότεροι έριχναν μια βιαστική ματιά και κουνούσαν το κεφάλι αρνητικά. Άλλοι δε γύριζαν καν να την κοιτάξουν· συνέχιζαν αδιάφοροι το δρόμο τους, μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Στην αστυνομία σχεδόν τον επέπληξαν που τους απασχολούσε με μια τέτοια υπόθεση. Ως δικηγόρος, του είπαν, έπρεπε να ξέρει καλύτερα τους νόμους και πως ήταν πολύ νωρίς για να δηλώσει το περιστατικό. Τον χτύπησαν φιλικά στον ώμο και τον απέπεμψαν με τη δικαιολογία πως, επιτέλους, οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να λείψουν για μερικές ωρίτσες χωρίς να ενημερώσουν τους άντρες τους. Κατά βάθος πίστευαν ότι τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλο, επειδή τους άκουσε να γελούν πίσω από την πλάτη του, στολίζοντάς τον με διάφορα προσβλητικά επίθετα. Άλλοτε θα γύριζε πίσω να τους ζητήσει το λόγο ή και να τους σύρει στα δικαστήρια για εξύβριση της προσωπικότητάς του, όμως τώρα, λόγω της έγνοιας του για τη Σοφία, ούτε που τον ένοιαξε. Αυτοί οι τύποι δε φαίνονταν διατεθειμένοι να ξεκουνηθούν, παρά μόνο αν ανακάλυπταν το πτώμα της Σοφίας πεταμένο σε κανένα χαντάκι. Μόνο που τότε θα ήταν πολύ αργά. Τα βήματά του τον έφεραν κάποια στιγμή στο πάρκο. Ήταν κουρασμένος από το πολύωρο περπάτημα και υποσυνείδητα διάλεξε να καθίσει στο ίδιο παγκάκι που καθόταν μαζί με τη Σοφία για να ξεκουραστεί. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τον πονοκέφαλο και ο κάλος που είχε εμφανιστεί πριν από δύο μέρες ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών έκανε πιο ενοχλητική την παρουσία του, φιλοδωρώντας τον με επίμονες, δυνατές σουβλιές. Ο Λεονάρντο ήταν απελπισμένος. Δεν ήξερε πια τι να κάνει και πού να στραφεί για βοήθεια. Το μόνο που του απέμενε ήταν να προσευχηθεί. Παρακαλούσε από μέσα του να γίνει κάποιο θαύμα και,
επιστρέφοντας στο γραφείο, να βρει τη Σοφία να τον περιμένει, όμορφη και γελαστή όπως πάντα. «Θέλησα να περπατήσω λίγο, αγάπη μου, και ξεχάστηκα», θα του έλεγε. Για να τη συγχωρέσει για την αναστάτωση που του προκάλεσε, θα του έδινε ένα γλυκό φιλί και... τέλος καλό, όλα καλά. Αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να τον κάνει να αναθαρρήσει. Σίγουρα αυτό είχε συμβεί. Η Σοφία είχε μιλήσει για τη σχέση τους στον Μαρτσέλο και από τη χαρά της ξεχάστηκε κάπου στο δρόμο. Σηκώθηκε από το παγκάκι και ακολούθησε αποφασιστικά τη γνωστή διαδρομή μέσα από το πάρκο για να γυρίσει στη δουλειά. Το κουράγιο που τον είχε εγκαταλείψει ήρθε να εγκατασταθεί και πάλι στην καρδιά του, δίνοντας φτερά στα κουρασμένα του πόδια. Λίγα βήματα, όμως, πιο κάτω ήρθε το τελειωτικό χτύπημα. Ανάμεσα στις φτέρες, μπλεγμένο στις ρίζες ενός δέντρου, ξεχώρισε ένα παπούτσι. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση αναγνώρισε πως ήταν της Σοφίας. Είχαν αγοράσει μαζί αυτό το ζευγάρι πριν από ένα μήνα, κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στη Φλωρεντία. Ο Λεονάρντο το πήρε στα χέρια του τρέμοντας. Ήταν βρόμικο και το τακούνι του γεμάτο ξεραμένες λάσπες. Το ακούμπησε πάνω στο φλογισμένο μέτωπό του και το ένιωσε δροσερό, σαν το χάδι της. Τούτη τη στιγμή ήταν ό,τι είχε από εκείνη. Σε αυτή τη σκέψη ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν και, αν δε βρισκόταν πίσω του το δέντρο για να τον συγκρατήσει, θα είχε σωριαστεί στο έδαφος. Κάθισε κατάχαμα, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό, σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπό του και άρχισε να κλαίει. Δε θυμόταν πόση ώρα έκλαψε, ούτε πώς βρήκε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν λες και το μυαλό του, θέλοντας να τον προστατέψει, διέγραψε από τη μνήμη του το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου, νομίζοντας πως δε θα έβρισκε κανέναν εκεί, αλλά η Αμάντα δεν είχε φύγει ακόμα. Μόλις τον είδε, παράτησε τη δουλειά της και έτρεξε κοντά του,
προετοιμασμένη να ακούσει το χειρότερο. Τα κοκκινισμένα μάτια και το τσαλακωμένο, βρόμικο κοστούμι του «προσωρινού» αφεντικού της, όπως της άρεσε να τον αποκαλεί, την αναστάτωσαν σε τέτοιο βαθμό, που έχασε για λίγο τη μιλιά της. «Θεούλη μου, φαίνεστε χάλια, σινιόρ Πελιτσάρο», κατάφερε να πει τελικά. «Βρήκατε τη Σοφία;» Ο Λεονάρντο έγνεψε πως όχι, δεν τη βρήκε και αφέθηκε να πέσει στην πρώτη καρέκλα που είδε μπροστά του. Έγλειψε τα στεγνά χείλη του και άφησε έναν αναστεναγμό. Η Αμάντα έκρινε πως ήταν ανώφελο να τον βασανίζει με περιττές ερωτήσεις. Του έφερε ένα ποτήρι νερό κι εκείνος το άρπαξε μέσα από τα χέρια της, ρίχνοντάς της ταυτόχρονα ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης. Διψούσε αφόρητα και ένιωσε το υγρό να κατεβαίνει μέχρι το στομάχι, δροσίζοντας τα σωθικά του. «Γιατί είσαι ακόμα εδώ;» τη ρώτησε ψιθυριστά. «Νύχτωσε πια, έπρεπε να βρίσκεσαι σπίτι σου τέτοια ώρα». «Δε μου φαίνεται σωστό να σας αφήσω μόνο στην κατάσταση που είστε...» άρχισε να εξηγεί η Αμάντα. Ο Λεονάρντο τη διέκοψε με ένα επιτακτικό νεύμα του χεριού. «Μην ανησυχείς για εμένα, είμαι απλώς κουρασμένος. Θα περιμένω να συνέλθω λίγο και θα πάω στο ξενοδοχείο». «Και μετά τι;» τον ρώτησε μια μικρή φωνή. «Άραγε τι θα κάνεις όταν γυρίσεις στο ξενοδοχείο;» Κούνησε το κεφάλι για να διώξει την ενοχλητική φωνή και προσπάθησε να εστιάσει το ενδιαφέρον του στην Αμάντα, που έκλεινε ανόρεχτα τον υπολογιστή της. «Σας έχω αφήσει ένα σάντουιτς στο γραφείο σας», του είπε καθώς έπαιρνε την τσάντα της. «Να μου κάνετε τη χάρη να το φάτε γιατί δε σας βλέπω καθόλου καλά. Είστε έτοιμος να σωριαστείτε κάτω». Το αξιαγάπητο αυτό κορίτσι, ενώ βρισκόταν στο εστιατόριο, σκέφτηκε πως έπρεπε να πάρει μαζί της οπωσδήποτε κάτι και για το σι-
νιόρ Πελιτσάρο. Στην κατάσταση που βρισκόταν, το φαγητό δε συμπεριλαμβανόταν στις άμεσες προτεραιότητές του, και η Αμάντα, που πάνω απ’ όλα ήταν πρακτικός άνθρωπος, έλεγε συχνά πως «νηστικό αρκούδι δε χορεύει». Ο Λεονάρντο την ξεπροβόδισε με την υπόσχεση πως θα έτρωγε το φαγητό που του έφερε, αλλά και μόνο στη σκέψη ένιωθε το στομάχι του να αναδεύεται. Δεν είχε νόημα, όμως, να κακοκαρδίσει το κορίτσι. Όταν η Αμάντα έφυγε, ο Λεονάρντο πήγε στο παράθυρο. Έριξε μια ματιά στο δρόμο και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων είχε μειωθεί αισθητά και στα πεζοδρόμια οι διαβάτες ήταν λιγοστοί. Βρίσκοντας το παπούτσι της Σοφίας στο πάρκο, το λογικό θα ήταν να ξαναπάει στην αστυνομία και να δείξει το εύρημά του. Αυτό θα ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει τους πάντες και να αρχίσουν να ψάχνουν την αγνοούμενη. Όμως ο Λεονάρντο είχε τους λόγους του που δεν το έκανε, τουλάχιστον αμέσως. Πρώτα απ’ όλα, ήταν πεπεισμένος πως η Σοφία δεν είχε πάθει κάποιο ατύχημα, όπως είχε φοβηθεί αρχικά. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα το είχε ήδη πληροφορηθεί, επειδή αυτά τα πράγματα δε μένουν κρυφά για πολύ. Επίσης, πίστευε ακράδαντα πως ήταν ζωντανή. Αν είχε πεθάνει, θα του το έλεγε η καρδιά του, αλλά αυτή συνέχιζε να χτυπάει ήρεμα και ρυθμικά στο στήθος του, ψιθυρίζοντάς του πως η γυναίκα που αγαπούσε ήταν κάπου κοντά και τον περίμενε. Ενώ βρισκόταν στο πάρκο, του είχε καρφωθεί στο μυαλό μια παράξενη σκέψη, που όσο περισσότερο την επεξεργαζόταν τόσο την έβρισκε πιθανή. Στο τέλος κατέληξε στο συμπέρασμα πως η εξαφάνιση της Σοφίας δεν ήταν τυχαία, αλλά το φυσικό επακόλουθο μιας σειράς δυσάρεστων γεγονότων που ξεκίνησαν πρόσφατα.
Τις τελευταίες μέρες τίποτα δεν πήγαινε καλά στην υπόθεση του Μαρτσέλο. Ο δικαστής Αμάτι αρνιόταν να τον δεχτεί, εφευρίσκοντας διάφορες ανόητες δικαιολογίες, και στην Εισαγγελία μασούσαν τα λόγια τους όποτε τους ζητούσε να δει την αναφορά της ελληνικής αστυνομίας. Κι ενώ στην αρχή δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του Μαρτσέλο, ξαφνικά προχτές παρουσιάστηκε ουρανοκατέβατο το όπλο του εγκλήματος, γεμάτο με τα αποτυπώματα –υποτίθεται– του νεαρού. Τον πληροφόρησαν πως τελικά βρέθηκε στη θάλασσα, κοντά στο σημείο όπου ήταν αραγμένο το κότερο με το πτώμα του Ντάντε. Αυτή τη φορά, μάλιστα, του έδειξαν ευχαρίστως μια συμπληρωματική αναφορά που είχε φτάσει από την Ελλάδα, μαζί με το όπλο. Ο Λεονάρντο είχε φτάσει στο σημείο να αναρωτιέται μήπως η δίκη ήταν στημένη και μήπως ο ίδιος είχε χάσει την μπάλα πριν καν κατέβει στο γήπεδο. Φυσικά, δεν έκανε κουβέντα γι’ αυτά στη Σοφία για να μην την αναστατώσει και την άφηνε να πιστεύει πως όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Μετά το αποψινό, οι υποψίες του έγιναν βεβαιότητα. Κάποιος ή κάποιοι φοβούνταν ότι τα κατασκευασμένα στοιχεία εναντίον του Μαρτσέλο μπορεί να αποδεικνύονταν σαθρά και να κατέρρεαν από την πρώτη στιγμή. Γι’ αυτό απήγαγαν τη Σοφία, όχι για να ζητήσουν λύτρα, αλλά για να τον αναγκάσουν να κρατήσει το στόμα του κλειστό στη διάρκεια της δίκης-παρωδίας. Άρχισε να πηγαινοέρχεται σαν τρελός στο δωμάτιο, νιώθοντας τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν από την ένταση. Ίσως η λύση στο πρόβλημά του ήταν μπροστά στα μάτια του, γι’ αυτό δεν την έβλεπε. Ήταν η μόνη λογική εξήγηση. Σταμάτησε απότομα στη μέση του δωματίου, κάτω από τη λάμπα, και χτύπησε τη γροθιά του στην παλάμη. «Αυτό το παιχνίδι μπορώ να το παίξω κι εγώ», φώναξε με άγρια αποφασιστικότητα. «Αν τολμήσουν να με εκβιάσουν, θα τους εκβιά-
σω ότι θα αποκαλύψω την απάτη τους σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μετά θα πάω στο Ανώτατο Δικαστήριο». Ο Λεονάρντο αισθάνθηκε, έπειτα από πολλές ώρες, ανακούφιση. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο φαγητό που είχε αφήσει γι’ αυτόν η προνοητική Αμάντα και το στομάχι του άφησε ένα δυνατό γουργουρητό διαμαρτυρίας. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε τέσσερις τα ξημερώματα και τινάχτηκε ξαφνιασμένος βλέποντας πόσο είχε προχωρήσει η ώρα. Κάθισε να φάει. Λίγο πριν τελειώσει, χτύπησε το κινητό του. Ο Λεονάρντο έμεινε μουδιασμένος, με την μπουκιά στο στόμα, να αναρωτιέται αν αυτό ήταν το τηλεφώνημα που θα δικαίωνε τις προβλέψεις του. Κατάπιε βιαστικά, σήκωσε διστακτικά το τηλέφωνο, το έφερε στο αφτί και περίμενε να μιλήσει πρώτος αυτός που καλούσε. «Λεονάρντο...;» άκουσε να ρωτάει μια γνώριμη φωνή. «Γιατί δε μου μιλάς;» Ο Λεονάρντο, που κρατούσε την αναπνοή του τόση ώρα, άφησε τον αέρα να φύγει από τα πνευμόνια του, μαζί με ένα επιφώνημα χαράς. «Δάφνη! Εσύ είσαι καλή μου;» «Συγνώμη που ενοχλώ εσένα, αλλά η Σοφία έχει το κινητό της κλειστό. Ήθελα να της πω πως μόλις έφτασα». «Σε νόμιζα στην Αγγλία. Πού στην ευχή βρίσκεσαι τώρα;» «Μα, σου το είπα, στο Μιλάνο». «Τέτοια ώρα;» «Έπρεπε να φύγω, δε με χωρούσε ο τόπος», δήλωσε η κοπέλα. «Σκεφτόμουν συνέχεια εσένα, τη Σοφία, τον Μαρτσέλο και κόντευα να τρελαθώ από την αγωνία μου. Πώς πάνε τα πράγματα εδώ;» Παρόλο που η Δάφνη προσπαθούσε να κάνει τη φωνή της να ακούγεται ανέμελη, ο Λεονάρντο διέκρινε τη στενοχώρια της. «Θα δείξει...» είπε αόριστα. «Συμβαίνει κάτι, γλυκιά μου; Δεν ακούγεσαι και πολύ καλά».
«Φταίει η γραμμή», δικαιολογήθηκε η Δάφνη. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και ρούφηξε ελαφρά τη μύτη. Έκλαιγε σε όλη τη διάρκεια του εφιαλτικού ταξιδιού από το Λονδίνο και, ενώ θύμιζε συνεχώς στον εαυτό της πως δεν άξιζε τον κόπο να σπαταλάει τα δάκρυά της για ένα κάθαρμα σαν τον Τζέιμς, εντούτοις δεν μπορούσε να σταματήσει. Τουλάχιστον είχε αποκομίσει και κάτι θετικό απ’ όλη αυτή την ιστορία: μια γνωριμία με το παρελθόν της. Ο Λεονάρντο στοιχημάτιζε άνετα όλα του τα υπάρχοντα πως η κοπέλα έλεγε ψέματα. «Σκέφτηκα ότι είναι καλύτερα να μείνουμε όλοι μαζί, γι’ αυτό έκλεισα δωμάτιο στο ίδιο ξενοδοχείο που μένετε κι εσείς», τον πληροφόρησε ξαφνικά η Δάφνη, αλλάζοντας θέμα. «Καληνύχτα. Θα σας δω με τη Σοφία στο πρωινό». Αυτή η δήλωση χτύπησε τον Λεονάρντο σαν γροθιά στο στομάχι. Πώς διάολο θα εξηγούσε την εξαφάνιση της Σοφίας; Κοίταξε μηχανικά το ρολόι στον τοίχο· πλησίαζε τέσσερις και μισή. Είχε μόνο λίγες ώρες στη διάθεσή του για να σκαρφιστεί μια δικαιολογία της προκοπής. Βέβαια, υπήρχε και η άλλη επιλογή: να της πει απλώς όλη την αλήθεια. Φαντάστηκε τον εαυτό του να μπαίνει στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, να φιλάει σταυρωτά τη Δάφνη και να της λέει: «Ξέρεις, γλυκιά μου, η Σοφία δεν μπόρεσε να κατέβει για πρωινό. Την απήγαγαν κάτι τύποι για να εκβιάσουν εμένα». Ο Λεονάρντο διέθετε τετράγωνη λογική και ήταν από τους ανθρώπους που πατούσαν γερά στη γη. Αυτά, όμως, δεν αρκούσαν για να του αποκαλύψουν τον πραγματικό λόγο της εξαφάνισης της Σοφίας. Χρειαζόταν κάτι διαφορετικό, στο οποίο, δυστυχώς, ο Λεονάρντο υστερούσε κατά πολύ: γόνιμη φαντασία και πίστη σε οτιδήποτε δεν εμπίπτει στη σφαίρα της ανθρώπινης λογικής.
24
Η Σοφία άφησε ένα βογκητό πόνου και άνοιξε αργά τα μάτια. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει από τον πονοκέφαλο και, όταν το έπιασε, ανακάλυψε στο πίσω μέρος ένα τεράστιο καρούμπαλο, το οποίο προκλήθηκε από το χτύπημα που δέχτηκε. Είχε αιμορραγήσει ελάχιστα και ένιωσε στα δάχτυλά της το ξεραμένο αίμα να τρίβεται σαν ψιλή άμμος. Αυτό την έκανε να καταλάβει ότι είχε μείνει αναίσθητη αρκετές ώρες, αλλιώς το αίμα θα ήταν ακόμα νωπό. Ήταν ξαπλωμένη σε ένα στενό κρεβάτι και γύρω της επικρατούσε πυκνό σκοτάδι. Δεν ήξερε να πει με σιγουριά αν ήταν μέρα ή νύχτα, επειδή ο χώρος στον οποίο βρισκόταν δεν είχε κανένα παράθυρο, καμία πόρτα, ούτε καν το παραμικρό άνοιγμα. Παρ’ όλα αυτά αεριζόταν επαρκώς, γιατί ένιωθε στο πρόσωπό της το δροσερό, απαλό χάδι του αέρα. Η Σοφία ανατρίχιασε στη σκέψη ότι, αν δεν υπήρχε αυτός ο αόρατος εξαερισμός, τώρα θα ήταν ήδη νεκρή από ασφυξία. Δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά της ήρθε ζαλάδα. «Δεν είναι τίποτα», μουρμούρισε για να δώσει κουράγιο στον εαυτό της, «μόνο μια μικρή διάσειση· θα μου περάσει γρήγορα». Της έκανε καλό να ακούει τον ήχο της φωνής της, επειδή, εκτός από το σκοτάδι, και η ησυχία ήταν απόλυτη. Ακούμπησε τα πόδια στο δάπεδο και κατάλαβε δύο πράγματα: πως είχε χάσει το ένα παπούτσι και πως το δάπεδο ήταν τσιμεντένιο. Όποιος το είχε στρώσει δεν είχε μπει στον κόπο να το ισιώσει, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται στην επιφάνειά του εξογκώματα και μυτερές προεξοχές. Περίμενε να της περάσει η ζαλάδα και σηκώθηκε αργά. Επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει με ένα παπούτσι, έβγαλε και το άλλο και το ακούμπησε προσεκτικά στην άκρη του κρεβατιού. Φλεγόταν από περιέργεια να μάθει πού βρίσκεται και, επειδή η
όραση τής ήταν ουσιαστικά άχρηστη, άπλωσε τα χέρια μπροστά και άρχισε να περπατάει στα τυφλά. Αρκετή ώρα μετά μπορούσε να πει με σιγουριά πως ήταν κλεισμένη σε ένα τετράγωνο τσιμεντένιο κλουβί, με μοναδικά έπιπλα ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα στρογγυλό τραπέζι και μια ψάθινη καρέκλα. Επέστρεψε στο κρεβάτι, με τις πατούσες γδαρμένες από το άγριο τσιμέντο. Θυμόταν το πρόσωπο του Φράνκο την ώρα που συναντήθηκαν στο πάρκο και το μίσος που καθρέφτιζαν τα παγωμένα, γκρίζα μάτια του. Η Σοφία τον ήξερε πολύ καλά τον Φράνκο, όπως επίσης ήξερε πως, ως γνήσιος Βενετσιάνος, δεν αποχωριζόταν ποτέ τη μάσκα του. Μόνο που η δική του μάσκα ήταν αόρατη στα μάτια των άλλων και την άλλαζε διαρκώς κατά πως τον βόλευε κάθε φορά. Δυναμικός επιχειρηματίας, αλλά και ψυχρός υπολογιστής, που δε θα δίσταζε να φτάσει στο έγκλημα προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, είτε επαγγελματικό είτε προσωπικό. Βρισκόταν πολύ ψηλά, περιβαλλόμενος από το πέπλο προστασίας που του παρείχε η κλίκα των εκλεκτών φίλων του, καθιστώντας τον ουσιαστικά απρόσβλητο. Η Σοφία πίστευε –και ήταν πολύ κοντά στην αλήθεια– πως ο Φράνκο δε θα λογοδοτούσε ποτέ στη δικαιοσύνη για τις βρομιές του, αν δεν αποκαλυπτόταν με κάποιον τρόπο. Έπαιρνε ως παράδειγμα τη δολοφονία του ζεύγους Ηλιάδη, γιατί ήταν πεπεισμένη ότι αυτός είχε σκοτώσει τους γονείς της Δάφνης και της Σαβίνας, και σήμερα ερχόταν να προστεθεί στη λίστα και η δική της απαγωγή. Και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι πλήρωσαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για να αναρριχηθεί το «χαϊδεμένο παιδί του Γκουερίνι» τόσο γρήγορα στην κλίμακα της ιεραρχίας. Δεν έτρεφε, λοιπόν, αυταπάτες. Φοβόταν για τη ζωή της, επειδή, μόλις ο Φράνκο έπαιρνε αυτό που ήθελε, αυτόματα εκείνη θα έπαυε να του είναι χρήσιμη. Κι αυτό που ήθελε ήταν η Δάφνη... πάντα ήταν
η Δάφνη. Μέχρι σήμερα, η Σοφία τού ξέφευγε χάρη στην καλή της τύχη και στην τεταμένη προσοχή της. Η πρώτη, κατά τα φαινόμενα, την εγκατέλειψε στη χειρότερη στιγμή και η δεύτερη είχε πάει περίπατο από τη μέρα που μπήκε ο Μαρτσέλο στη φυλακή. Στη σκέψη του γιου της ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Αναπόφευκτα, το κρυφτούλι που έπαιζε με τον Φράνκο θα τελείωνε κάποια μέρα, αλλά ήταν ανάγκη να συμβεί τώρα που ο Μαρτσέλο τη χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ; Κόντεψε να την πάρει το παράπονο, αλλά έσφιξε τα δόντια και σκούπισε τα πρώτα δάκρυα πριν καν προλάβουν να κυλήσουν στα μάγουλά της. Η ώρα δεν ήταν κατάλληλη για κλάματα και υστερίες. Ο γιος της μπορούσε να τα βγάλει πέρα μια χαρά και χωρίς εκείνη· θα φρόντιζε γι’ αυτό ο Λεονάρντο. Ενώ η ίδια ήταν μόνη της, κι αν ήθελε να βγει ζωντανή από αυτό τον εφιάλτη έπρεπε να κρατήσει την ψυχραιμία της και να σταματήσει να μυξοκλαίει σαν να ήταν καμιά τρομοκρατημένη γυναικούλα. Έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής και ανοιγόκλεισε σπασμωδικά τις μικρές γροθιές της. Αν ο Φράνκο νόμιζε ότι ήταν διατεθειμένη να του προσφέρει τη Δάφνη στο πιάτο για να γλιτώσει τη ζωή της, γελιόταν οικτρά. Αυτός ο κύριος θα βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, που δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει. Την αγάπη που έτρεφε εκείνη για τη Δάφνη. Την είχε μεγαλώσει από μικρή και είχε φτάσει στο σημείο να τη θεωρεί κόρη της. Αυτός ο δεσμός, λοιπόν, χρειαζόταν κάτι περισσότερο από τις φοβέρες του Φράνκο για να σπάσει. Ξαφνικά άκουσε έναν εκκωφαντικό, ανατριχιαστικό θόρυβο πάνω από το κεφάλι της. Ήταν ο στριγκός ήχος που κάνουν οι αλυσίδες όταν τρίβονται μεταξύ τους. Μετά τόσες ώρες απόλυτης σιωπής αντήχησε σαν κανονιά στ’ αφτιά της Σοφίας, που τα έκλεισε με τα χέρια, νομίζοντας ότι θα κουφαθεί. Στο ταβάνι σχηματίστηκε ένα αχνό τετράγωνο περίγραμμα που
άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας στη θέση του ένα μεγάλο κενό. Μια σιδερένια σκάλα άρχισε να ξεδιπλώνεται αργά και σε λίγο φάνηκε να κατεβαίνει η σκοτεινή σιλουέτα ενός άντρα. Μια καταπακτή, σκέφτηκε η Σοφία. Τώρα καταλάβαινε γιατί δε βρήκε κανένα άνοιγμα στους τοίχους και από πού ερχόταν ο ευεργετικός αέρας. Ο άντρας κρατούσε μια λάμπα θυέλλης, που σκόρπιζε τριγύρω ένα δυνατό φως, αλλά τα δικά του χαρακτηριστικά ήταν ακόμα στη σκιά. Η Σοφία δεν είχε καμιά αμφιβολία για την ταυτότητα του επισκέπτη της. Ένιωσε στα μάτια σουβλιές από τη λάμψη και σήκωσε τα χέρια για να προφυλαχτεί. Ο Φράνκο άφησε τη λάμπα στο τραπέζι και κάθισε στην καρέκλα, κρύβοντας το φως με την πλάτη του. Η Σοφία κατέβασε τα χέρια και τον κοίταξε. «Να που συναντιόμαστε, λοιπόν!» της είπε εκείνος σταυρώνοντας τα πόδια με άνεση. Είχε το πάνω χέρι και το ήξερε. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του σακακιού του και άναψε ένα. Είχε την ευγενή καλοσύνη να προσφέρει και στη Σοφία, αλλά εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν καπνίζω», του είπε μέσα από τα δόντια. «Λυπάμαι, αλλά δεν έχω να σε κεράσω τίποτε άλλο». «Θα μπορούσες, τουλάχιστον, να μου φέρεις λίγο νερό», παρατήρησε η Σοφία νιώθοντας ξαφνικά το στόμα της στεγνό. «Σωστά, αλλά φαίνεται πως το ξέχασα», της απάντησε ο Φράνκο χαμογελώντας ειρωνικά. Η Σοφία ένιωσε να τη διαπερνάει ένα παγωμένο ρίγος. Δε σκόπευε να της φέρει ούτε φαγητό ούτε νερό για όσο καιρό την κρατούσε φυλακισμένη. Θα την άφηνε να πεθάνει από ασιτία ή από δίψα, αυτό ήταν το σχέδιό του. Ο Φράνκο τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο του και
έστειλε τον καπνό στο ταβάνι, σχηματίζοντας δαχτυλίδια με ύφος ανέμελο. «Δε φανταζόμουν πως είσαι τόσο γοητευτική γυναίκα», είπε σαν να απορούσε πραγματικά που η Σοφία ήταν τόσο όμορφη. «Τις ελάχιστες φορές που συναντηθήκαμε στο παρελθόν υπήρχε μεταξύ μας μια σεβαστή απόσταση, που δε με άφηνε να εκτιμήσω τα χαρακτηριστικά σου. Τώρα που σε βλέπω από κοντά, είσαι πολύ διαφορετική...» Η Σοφία έσφιξε τα χείλη και του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα. Τα χρόνια που τους χώριζαν δεν ήταν πολλά και ίσως ο Φράνκο σκόπευε να διασκεδάσει μαζί της προτού τη σκοτώσει. «Μη φοβάσαι, αγαπητή μου, δεν πρόκειται να σε βιάσω», της είπε αυτός μαντεύοντας τις σκέψεις της. «Αν και, μεταξύ μας, πιστεύω ότι δε θα ήταν κι άσχημα να δοκιμάσεις κάτι καλύτερο από το λιμοκοντόρο που σέρνεις πίσω σου σαν σκυλάκι». Η Σοφία θύμωσε κι ένιωσε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι. Ο Λεονάρντο δεν ήταν ούτε λιμοκοντόρος ούτε το σκυλάκι της. Με ποιο δικαίωμα τον έκρινε αυτός ο μπάσταρδος; «Αλλά... δε θα πάρω, δόξα τω Θεώ είμαι χορτάτος από γυναίκες», συνέχισε ο Φράνκο σουφρώνοντας τα χείλη. «Για άλλο πράγμα σε έφερα». «Για τη Δάφνη, φυσικά», πέταξε απότομα η Σοφία. Ο άντρας την κοίταξε για κάμποση ώρα σκεφτικός. Στο τέλος χαμογέλασε πλατιά. «Ώστε Δάφνη τη λένε; Για φαντάσου, δεν ήξερα ούτε το όνομά της! Σ’ ευχαριστώ για τη συνεργασία, κυρία Καβαλιέρι, ήσουν κατατοπιστικότατη». Η Σοφία τον κοίταξε απορημένη, χωρίς να καταλαβαίνει σε τι αναφερόταν. Κρίνοντας από το ευχαριστημένο ύφος του, μάλλον του πρόσφερε εν αγνοία της μια πολύτιμη πληροφορία και αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που είπε και τον χαροποίησε τόσο πολύ.
Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως. «Βλέπεις, Σοφία, τόσα χρόνια εστίαζα την προσοχή μου στη μικρότερη αδερφή, τη Σαβίνα, επειδή νόμιζα πως εκείνη ήταν που έψαχνα. Εσύ, όμως, υπέθεσες αμέσως πως σε έφερα εδώ εξαιτίας της Δάφνης, αποδεικνύοντας έμμεσα πόσο λανθασμένοι ήταν οι συλλογισμοί μου. Ήρθα σήμερα έχοντας στα χέρια μια απομίμηση κι εσύ μου πρόσφερες το πρωτότυπο κυριολεκτικά στο πιάτο». Η Σοφία πάγωσε. Αυτό το ενδεχόμενο δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της. Εκείνη πίστευε –και με το δίκιο της– πως τόσα χρόνια ο Γκουερίνι και η παρέα του κυνηγούσαν μόνο τη Δάφνη, όχι τη Σαβίνα. Γι’ αυτό προσπάθησε να μπαλώσει όπως όπως την κατάσταση. «Όλοι εσείς κάνετε ένα μεγάλο λάθος», είπε όσο μπορούσε πιο ήρεμα. «Η κοπέλα δεν έχει τίποτε από αυτά που της αποδίδετε, γι’ αυτό καλύτερα να την αφήσετε στην ησυχία της». «Λάθος; Δεν είμαι κανένα παιδάκι για να με κοροϊδεύεις. Τότε τι νόημα είχε αυτό το κρυφτούλι που έπαιζες μαζί μας τόσα χρόνια; Λυπάμαι, αγαπητή μου, αλλά μου είναι αδύνατο να το πιστέψω αυτό». Η Σοφία κατάπιε με δυσκολία το σάλιο που της είχε σταθεί σαν κόμπος στο λαιμό. Όντως, όποιος δεν έχει τίποτα να κρύψει κάθεται ήσυχα ήσυχα στο σπιτάκι του και πηγαίνει καθημερινά στη δουλειά του, αντί να μετακομίζει συνεχώς. «Μόνο λύσε μου μια απορία, κυρία Καβαλιέρι. Το χάρισμα της πρόγνωσης το είχαν, τελικά, και οι δύο αδερφές;» Η Σοφία δαγκώθηκε και παρέμεινε σιωπηλή. «Τι γινάτι!» είπε αδιάφορα ο Φράνκο. «Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία τώρα πια, απλώς αναρωτιόμουν...» «Σκότωσες ένα αθώο κορίτσι», του φώναξε θυμωμένη, περισσότερο με τον εαυτό της παρά μ’ εκείνον. Ο Φράνκο πέταξε το τσιγάρο του στο πάτωμα και το πάτησε με τη μύτη του καλογυαλισμένου, πανάκριβου παπουτσιού του.
«Μου φαίνεται πως τα έχεις μπερδέψει λιγάκι τα πράγματα, γυναίκα», είπε ψυχρά. «Δεν ευθύνομαι εγώ για το θάνατό της. Η κοπέλα πέθανε από την καρδιά της». «Όμως εσύ και οι φίλοι σου την οδηγήσατε στο θάνατο. Θα ήταν καλά αν δεν έκανε κολυμπώντας όλη εκείνη τη διαδρομή», επέμεινε η Σοφία. Ενσυνείδητα τροφοδοτούσε το διάλογο με ένα πιο ουδέτερο θέμα, προσπαθώντας να αναβάλει όσο το δυνατό περισσότερο τη συζήτηση που θα ακολουθούσε για τη Δάφνη. Το να μιλάει για τη Σαβίνα ήταν εξίσου επώδυνο, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια για εκείνη. «Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις, μου είναι εντελώς αδιάφορο», είπε ο Φράνκο κάνοντας μια επιτακτική χειρονομία. «Δεν ήρθα για να χάσω τον καιρό μου μιλώντας για πράγματα που δεν έχουν σημασία. Πού βρίσκεται, λοιπόν, η Δάφνη;» Η Σοφία έσφιξε πεισματικά τα χείλη και έστρεψε αλλού το κεφάλι. «Δεν ξέρω...» είπε ξερά. Ο Φράνκο έβγαλε από την τσέπη του ένα κινητό τηλέφωνο και της το έδειξε. Η Σοφία αναγνώρισε αμέσως το τηλέφωνό της και πρόσεξε πως η οθόνη του ήταν σβηστή. «Όπως κατάλαβες, αυτό είναι το τηλέφωνό σου», της είπε. «Δεν έπαψε να χτυπάει όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, τουλάχιστον όσο ήταν φορτισμένο. Τις περισσότερες φορές εμφανιζόταν ο ίδιος αριθμός, προφανώς σε καλούσε ο φιλαράκος σου. Επίσης υπήρξε και μια απόρρητη κλήση, αρκετά αργά, αλλά στάθηκα άτυχος, γιατί έμεινε από μπαταρία τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να μιλήσω. Έχω μια υποψία ότι αυτή ήταν η Δάφνη». Έβγαλε από την τσέπη του ένα φορτιστή και τον έβαλε σε μια πρίζα που ήταν σχεδόν κρυμμένη πίσω από το κρεβάτι. Σύνδεσε το τηλέφωνο και το έδωσε στη Σοφία. «Άνοιξέ το!» τη διέταξε.
Εκείνη υπάκουσε. Το πήρε και με τρεμάμενα δάχτυλα πληκτρολόγησε τον κωδικό της, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν. Από τα λεγόμενα του Φράνκο κατάλαβε ότι βρισκόταν κλεισμένη στο κλουβί της πάνω από είκοσι ώρες. Αυτό το διάστημα ήταν αρκετό για να κάνει τον Λεονάρντο να τρελαθεί από την αγωνία του. Τον φαντάστηκε να τρέχει στους δρόμους ψάχνοντας να τη βρει, να την καλεί ασταμάτητα στο κινητό της, να βρίσκεται σε κατάσταση αλλοφροσύνης, μην ξέροντας πού να αποδώσει την εξαφάνισή της και βάζοντας με το νου του τα χειρότερα για την τύχη της. «Μπορώ να τον πάρω... να του πω τουλάχιστον ότι είμαι καλά;» ρώτησε με ραγισμένη φωνή. Ένιωθε τη συσκευή περίεργα δροσερή στην παλάμη της, ήταν ο παρήγορος συνδετικός κρίκος που την ένωνε με τον έξω κόσμο. «Δε θα πάθει τίποτε αν περιμένει λίγο ακόμα», απάντησε ξερά ο Φράνκο. «Είσαι ένας άκαρδος άνθρωπος», ψέλλισε απογοητευμένη η Σοφία. Ενώ κρατούσε το κινητό, της πέρασε η τρελή ιδέα να προσπαθήσει να καλέσει τον Λεονάρντο στα κλεφτά και να αφήσει τη γραμμή ανοιχτή. Δεν τολμούσε, όμως, να τη θέσει σε εφαρμογή. Τα αεικίνητα μάτια του Φράνκο παρακολουθούσαν όχι μόνο κάθε της κίνηση, αλλά ακόμα και την ανάσα της. «Αν είσαι καλό κορίτσι και κάνεις αυτό που θα σου πω, μπορείς να πάρεις όσα τηλέφωνα θέλεις». Η Σοφία τον κοίταξε ερωτηματικά. «Έψαξα τη λίστα των επαφών και δε βρήκα πουθενά το όνομα της Δάφνης», είπε ο Φράνκο γέρνοντας ανυπόμονα προς το μέρος της. «Δεν έχω το τηλέφωνό της». «Ψέματα λες, δε σε πιστεύω. Αν δεν είναι στη λίστα, είναι καταχωρισμένο στο μυαλό σου. Αποκλείεται να μην το θυμάσαι». «Δεν το ξέρω σου λέω!» επέμεινε η Σοφία.
Ο Φράνκο σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της απειλητικός, με τα χέρια στη μέση. «Άκου, κυρία Καβαλιέρι...» είπε αργά. «Αν νομίζεις ότι ήρθα εδώ για να παίξουμε, είσαι πολύ γελασμένη. Θα πάρεις τη Δάφνη αυτή τη στιγμή και θα μου τη δώσεις να της μιλήσω. Αν σε αγαπάει και θέλει το καλό σου, θα τρέξει αμέσως εδώ, αλλιώς...» «Αλλιώς, τι;» ρώτησε η Σοφία, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. Ήθελε να δείχνει γενναία, αλλά η καρδιά της φτερούγιζε σαν φοβισμένο πουλάκι. Ο Φράνκο κινήθηκε αστραπιαία. Το χέρι του προσγειώθηκε με δύναμη στο μάγουλο της γυναίκας, που καθόταν ανύποπτη στην άκρη του κρεβατιού. Εκείνη ξαφνιάστηκε, έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο πάτωμα, βγάζοντας ένα βογκητό πόνου. Άγγιξε το πονεμένο της μάγουλο που την έκαιγε από το χτύπημα, προσπαθώντας να μη δίνει σημασία στο άγριο τσιμέντο που της τρυπούσε το κορμί, και ένιωσε στο χέρι της ένα κολλώδες υγρό. Η μύτη της αιμορραγούσε και το αίμα άφηνε στη γλώσσα της μια άσχημη, μεταλλική γεύση. Ο Φράνκο γονάτισε δίπλα της και χούφτωσε άγαρμπα το πρόσωπό της, παραμορφώνοντας τα χαρακτηριστικά της. Αν η Σοφία είχε έναν καθρέφτη, θα ξαφνιαζόταν αντικρίζοντας απέναντί της μια άγνωστη. Τα μαλλιά της είχαν γίνει κουβάρι, το στόμα της ήταν πασαλειμμένο με αίμα και στα μάτια της χόρευε μια τρελή λάμψη τρόμου. «Μη με αναγκάσεις να σε ξαναχτυπήσω», είπε ο Φράνκο. «Πάρε τη Δάφνη στο τηλέφωνο τώρα». Η Σοφία μάζεψε όλο το κουράγιο της και όσο σάλιο είχε στο στόμα και τον έφτυσε στα μούτρα. Τον πέτυχε λίγο κάτω από το μάτι και ένα σιχαμερό, ασπροκόκκινο ρυάκι κύλησε αργά μέχρι τη γραμμή του σαγονιού του. Ο Φράνκο βιάστηκε να το σκουπίσει με την ανάστροφη της παλάμης του. «Πήγαινε στο διάολο, καθίκι!» του φώναξε θριαμβευτικά, σφίγγοντας το πιγούνι με πείσμα.
Ο Φράνκο άφησε ένα γρύλισμα και την ξαναχτύπησε με πρωτοφανή μανία, χρησιμοποιώντας τη γροθιά του. Το κεφάλι της ταρακουνήθηκε τόσο, ώστε η Σοφία νόμισε προς στιγμήν πως θα ξεκολλήσει από το σβέρκο. Έπεσε με δύναμη πάνω στον τοίχο και το φως έσβησε προσωρινά από τα μάτια της. Δάγκωσε τα χείλη για να μην ουρλιάξει από τον πόνο και μαζεύτηκε στη γωνία, προσπαθώντας να συνέλθει. «Είναι άδικο να υποφέρεις για μια ανοησία», είπε μαλακά ο Φράνκο. Σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να αλλάξει για λίγο τακτική. Είχε δοκιμάσει με το άγριο, δεν έχανε τίποτα να δοκιμάσει και με το ήρεμο. Χάιδεψε τα μαλλιά της και την ένιωσε να τσιτώνεται και να αποτραβιέται. «Μη φοβάσαι για τη Δάφνη, γλυκιά μου, δε σκοπεύω να της κάνω κακό. Να της μιλήσω θέλω μόνο. Αν είναι έξυπνη, θα καταλάβει ποιο είναι το συμφέρον της». «Δεν μπορώ να την αναγκάσω να κάνει κάτι παρά τη θέλησή της», ψέλλισε ασθμαίνοντας η Σοφία. «Αυτό καλύτερα να το αποφασίσει η ίδια. Ίσως, μάλιστα, έφτασε ο καιρός να βγει από την αυταπάτη που την ανάγκασες να ζει τόσα χρόνια. Έχει ένα σπάνιο χάρισμα και, αντί να το εκμεταλλευτεί, κρύβεται σαν να ήταν ο χειρότερος εγκληματίας, μόνο και μόνο επειδή της το επέβαλες εσύ». «Η επιλογή είναι δική της. Βασανίζεται κάθε φορά που χρησιμοποιεί αυτό το... χάρισμα, όπως σου αρέσει να το αποκαλείς. Εγώ το ονομάζω κατάρα. Γιατί βλέπω πού μπορεί να την οδηγήσει...» «Κουταμάρες!» απάντησε και γέλασε ανάλαφρα ο Φράνκο. «Αν είναι έξυπνο κορίτσι, θα το ξεπεράσει μόλις καταλάβει το συμφέρον της. Γιατί, βέβαια, σκοπεύουμε να πληρώσουμε καλά για τις υπηρεσίες της. Θα αποκτήσει τόση δύναμη και χρήματα όσα δεν έχει ονειρευτεί ποτέ. Δε θέλεις το καλό της, Σοφία;» «Θέλω αυτό που θέλει κι εκείνη... θέλω οτιδήποτε την κάνει ευτυ-
χισμένη», ψιθύρισε κουρασμένα η γυναίκα. «Λέξεις όπως πλούτος και δύναμη δε σημαίνουν τίποτα για τη Δάφνη. Αν την ενδιέφερε να αποκτήσει υλικά αγαθά, θα το είχε κάνει ήδη. Βλέπεις, λοιπόν, ότι οι απόψεις μας όσον αφορά το συγκεκριμένο τομέα διίστανται. Εσύ και οι όμοιοί σου πιστεύετε ότι κινείτε τα νήματα στον κόσμο, και μέχρι ενός σημείου έχετε δίκιο. Αλλά τα χρήματα και η δύναμη δεν είναι αρκετά για να φέρουν την ευτυχία». «Κούφια λόγια μιας γυναίκας που καμουφλάρει τη μιζέρια της φιλοσοφώντας», ειρωνεύτηκε ο Φράνκο. «Θα το πιστέψω μόνο όταν μου το πει η ίδια. Σου υπόσχομαι, Σοφία, πως δε θα την αναγκάσω να κάνει κάτι που δεν το θέλει. Γιατί δε μου δίνεις μια ευκαιρία να της μιλήσω για να της αποδείξω τις καλές μου προθέσεις;» «Όπως τις απέδειξες στους γονείς της και στην αδερφή της;» του πέταξε αυθόρμητα εκείνη. Ο Φράνκο έχασε ξαφνικά τη φιλική του διάθεση και το πρόσωπό του σκλήρυνε. Αν στο βάθος του μυαλού της η Σοφία διατηρούσε ακόμα μερικές επιφυλάξεις ως προς την ταυτότητα του δολοφόνου του ζεύγους Ηλιάδη, εξανεμίστηκαν στη στιγμή βλέποντας την αλλαγή στην έκφρασή του. «Χμ... κόβει το μυαλό σου, κυρία Καβαλιέρι», είπε ξαφνιάζοντάς την. «Πώς ξέρεις ότι δεν ήταν ατύχημα; Νόμιζα ότι είχα κάνει καλή δουλειά». Η Σοφία πάγωσε. Μια τέτοια κυνική ομολογία δε θα γινόταν τόσο απροκάλυπτα αν ο Φράνκο είχε καλές προθέσεις, όπως ισχυριζόταν. Φανέρωνε ότι εκείνος δε φοβόταν μήπως τον καταγγείλει στην αστυνομία, γιατί απλούστατα δε θα την άφηνε ζωντανή. Ήξερε ότι εκείνη είχε τη δύναμη να επηρεάσει την κοπέλα σε σημείο ώστε να του αρνηθεί τις υπηρεσίες της. Η Σοφία ξαφνικά κατάλαβε ότι ο δικός της ρόλος τελείωνε εκεί όπου άρχιζε ο ρόλος της Δάφνης. Όσο το κορίτσι έμενε μακριά από τον Φράνκο τόσο περισσότερο θα ζούσε η ίδια. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια φρέσκια πνοή αέρα στο σβέρκο της
και ασυναίσθητα ανασήκωσε το κεφάλι προς το ταβάνι. Η καταπακτή έχασκε ορθάνοιχτη, σαν να της έκλεινε φιλικά το μάτι, προσκαλώντας την. Η Σοφία δεν κάθισε να το σκεφτεί ιδιαίτερα. Αν υπήρχε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να αποδράσει, έπρεπε να το κάνει τώρα. Κύρτωσε τα δάχτυλά της και, αφήνοντας μια κραυγή σαν Ινδιάνος πολεμιστής, ρίχτηκε πάνω στον Φράνκο, στοχεύοντας με τα νύχια της τα μάτια του. Εκείνος πρόλαβε να τραβηχτεί την τελευταία στιγμή, αλλά η απελπισία είχε οπλίσει τη Σοφία με σχεδόν υπεράνθρωπη δύναμη. Τον άρπαξε από τα μαλλιά και κατάφερε να τον πετάξει κάτω. Πίεσε με το γόνατό της το στήθος του και άρχισε να του σφίγγει το λαιμό. Ο Φράνκο ένιωσε την ανάσα του να κόβεται και τα μάτια του άρχισαν να γουρλώνουν. Αλλά όσο απελπισμένη ήταν η Σοφία, άλλο τόσο ήταν κι αυτός. Άρπαξε τα χέρια της και, καταβάλλοντας φοβερή προσπάθεια, κατάφερε να χαλαρώσει τη λαβή της. Σύντομα οι ισορροπίες ανατράπηκαν και η Σοφία βρέθηκε από κάτω, σε μειονεκτική θέση. «Σκύλα!» ούρλιαξε εκείνος έξαλλος. Άρχισε να τη χτυπάει με τις γροθιές του και, όταν κουράστηκε, σηκώθηκε όρθιος και συνέχισε κλοτσώντας στα τυφλά. Η Σοφία αγκάλιασε το σώμα της, προσπαθώντας να το προστατέψει, και έγινε ένα μικρό, ματωμένο κουβάρι στο πάτωμα. Είχε φτάσει στο σημείο να μη νιώθει τον πόνο, γιατί ολόκληρο το κορμί της είχε γίνει μια πληγή. Σχεδόν παρακαλούσε να πεθάνει για να τελειώσει το μαρτύριό της. Όταν ξέσπασε την οργή του ο Φράνκο, σταμάτησε αγκομαχώντας. Κοίταξε τη γυναίκα, που κειτόταν σχεδόν μισοπεθαμένη στα πόδια του, και έκανε ένα μορφασμό αποστροφής. Θα έδινε σε αυτή την ανόητη ένα περιθώριο μερικών ωρών για να συνέλθει και θα ξαναγύριζε για να συνεχίσουν την κουβέντα τους από εκεί όπου την είχαν αφήσει. Έστρωσε το σακάκι του και, πριν φύγει, άρπαξε τη λάμπα θυέλλης και το κινητό που φόρτιζε, ξεριζώνοντας σχεδόν την πρίζα από
τον τοίχο. Ανέβηκε τη σιδερένια σκάλα και, βγαίνοντας, έκλεισε πάλι την καταπακτή. Η Σοφία άφησε ένα ξεψυχισμένο βογκητό πόνου και μισάνοιξε τα μάτια για να δει να χάνεται το παρήγορο φως, πριν βουτηχτεί και πάλι στα σκοτάδια της φυλακής της.
Το κτίριο όπου βρισκόταν κλεισμένη ήταν ένα παλιό, εγκαταλειμμένο εργοστάσιο λίγο έξω από το Μιλάνο. Τα τζάμια στα περισσότερα παράθυρα είχαν σπάσει και έχασκαν σαν ξεδοντιασμένα στόματα. Οι σοβάδες στους τοίχους είχαν ξεφτίσει και σε μερικά σημεία κρέμονταν σαν θλιβερές κουρτίνες, έτοιμοι να πέσουν στο παραμικρό φύσημα του αέρα. Ήταν πολύ πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και στο σύθαμπο όλα φάνταζαν μουντά και μελαγχολικά. Ο Φράνκο βγήκε στο χορταριασμένο προαύλιο και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του, που ήταν παρκαρισμένο κοντά στη σκουριασμένη καγκελόπορτα. Ετοιμαζόταν να βάλει το κλειδί στη μηχανή, όταν άκουσε να χτυπάει το κινητό του. Ήταν η Τάνια και ακουγόταν πολύ ταραγμένη. Μπέρδευε τα λόγια της, με αποτέλεσμα ο Φράνκο να μην καταλαβαίνει τι του λέει. Από την άλλη άκρη της γραμμής έφταναν στ’ αφτιά του αντρικές φωνές και ο χαρακτηριστικός ήχος ενός ασύρματου. Ο Φράνκο συνοφρυώθηκε και στο μέτωπό του χαράχτηκε μια βαθιά ρυτίδα ανησυχίας. «Ποιος είναι μαζί σου, Τάνια;» «Η αστυνομία!» απάντησε εκείνη σχεδόν κλαίγοντας. Αν ο άντρας έβλεπε να ξεπετάγεται από τις διπλανές φυλλωσιές κάποιος εξωγήινος, δε θα ένιωθε τόση έκπληξη. «Γιατί;» ρώτησε μονολεκτικά, κυριευμένος ταυτόχρονα από ένα άσχημο προαίσθημα.
«Εγώ την κάλεσα», ξέσπασε η Τάνια. «Έγινε διάρρηξη στο σπίτι το βράδυ. Αχ, Φράνκο, πήραν ακόμα και το δαχτυλίδι που μου χάρισες». «Θα σου πάρω άλλο, γλυκιά μου», την παρηγόρησε αυτός. «Δώσε μου, σε παρακαλώ, να μιλήσω με κάποιον από τους αστυνομικούς». Η Τάνια έκανε όπως της ζήτησε και ο Φράνκο μπόρεσε, επιτέλους, να πληροφορηθεί πως το προηγούμενο βράδυ μπήκαν στο σπίτι του κλέφτες, οι οποίοι, αφού εξουδετέρωσαν το σύστημα συναγερμού, σήκωσαν όλα τα πράγματα αξίας που βρήκαν μπροστά τους. Η μεθοδικότητά τους και η ευκολία με την οποία άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο παρέπεμπαν σε επαγγελματίες και, σύμφωνα με τον αστυνομικό που εξηγούσε στον Φράνκο, χρησιμοποίησαν κάποιο αναισθητικό σπρέι για να κοιμίσουν την Τάνια και το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό, ώστε να κάνουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους. «Οι κλέφτες είχαν χρόνο στη διάθεσή τους να διαρρήξουν και άλλα δύο γειτονικά σπίτια», τον πληροφόρησε ο άντρας τελειώνοντας. Ο Φράνκο έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας. Δεν τον ενδιέφεραν οι γείτονές του, εκείνος είχε τις δικές του σκοτούρες αυτή τη στιγμή. Το σπίτι του ήταν, βέβαια, ασφαλισμένο και η αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας θα κάλυπτε όλες τις ζημιές, όμως μερικά αντικείμενα, όπως παραδείγματος χάριν η συλλογή των πολεμιστών από νεφρίτη της δυναστείας των Μινγκ και οι αυθεντικοί πίνακες των Ρενουάρ και Πικάσο, ήταν αναντικατάστατα. Πέρα από την αναμφισβήτητη επενδυτική τους αξία, του άρεσαν τα όμορφα πράγματα και είχε ξοδέψει πολύ χρόνο και χρήμα για να τα αποκτήσει. Το παλάτσο του στο Μεγάλο Κανάλι θα ήταν έτοιμο πολύ σύντομα και ο Φράνκο είχε ήδη μελετήσει προσεκτικά πού θα τοποθετούσε αυτά τα αντικείμενα, ώστε να αναδεικνύεται η ομορφιά τους. Τώρα το παλάτσο του θα έμενε άδειο, επειδή μερικοί αετονύχηδες πρόλαβαν να αρπάξουν τους θησαυρούς του. Κοίταξε πίσω του το ρημαγμένο εργοστάσιο και έσφιξε τα χείλη
με μανία. Η κλοπή δεν μπορούσε να συμβεί χειρότερη στιγμή και το δίλημμα ήταν μεγάλο. Από τη μια ήθελε να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει τρέχοντας στη Βενετία και από την άλλη σκεφτόταν τη Σοφία Καβαλιέρι. Αν έφευγε, η γυναίκα θα πέθαινε. Κι αυτός τη χρειαζόταν ζωντανή, τουλάχιστον μέχρι να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο την προόριζε. Η ζημιά είχε γίνει ήδη, δεν ωφελούσε να γίνει κι άλλη, μεγαλύτερη. Υποχρεωτικά, λοιπόν, έπρεπε να μείνει στο Μιλάνο μέχρι να τσακίσει την αντίσταση εκείνης, πράγμα που πίστευε πως δε θα του έπαιρνε παραπάνω από μια δυο μέρες. Αυτή η αισιόδοξη σκέψη τον έκανε να πάρει γρήγορα τις αποφάσεις του. Κάλεσε το δικηγόρο του και του έδωσε εντολή να ενεργήσει για λογαριασμό του, ξεκινώντας με την καταγραφή των κλοπιμαίων. Το καλό στην όλη υπόθεση ήταν ότι στα αρχεία της ασφαλιστικής εταιρείας υπήρχαν λεπτομερείς φωτογραφίες του σπιτιού του, κι έτσι ο άνθρωπος δε θα δυσκολευόταν να κάνει αυτή τη δουλειά. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε ήσυχος, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του πως την επόμενη φορά που θα ερχόταν να δει τη Σοφία έπρεπε να φέρει μαζί του λίγο νερό, ίσα ίσα για να μην πεθάνει.
25
Το προηγούμενο βράδυ στο Λίντο, και συγκεκριμένα στην περιοχή όπου βρισκόταν η έπαυλη του Φράνκο, κινούνταν ύποπτα οχτώ άντρες. Φορούσαν όλοι μαύρα ρούχα για να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία τους μέσα στο σκοτάδι και οι συντονισμένες κινήσεις τους έδειχναν πως ήταν άνθρωποι μαθημένοι σε τέτοιου είδους επιδρομές. Πειθαρχούσαν απόλυτα στις διαταγές του αρχηγού τους, ενός γεροδεμένου άντρα γύρω στα σαράντα, που η αυστηρή κοψιά του παρέπεμπε αμέσως σε στρατιωτικό. Στην ουσία, αυτό ήταν όλοι. Πρώην κομάντο, ειδικευμένοι σε επικίνδυνες αποστολές, που άφη-
σαν το στρατό για να συστήσουν μια συμμορία υψηλών προδιαγραφών. Ενίοτε πρόσφεραν και σε άλλους τις υπηρεσίες τους, έναντι αδράς αμοιβής φυσικά. Απόψε δούλευαν για λογαριασμό ενός από αυτούς τους πελάτες. Πριν από λίγες μέρες ο Βιτόριο, ο αρχηγός, καθόταν σε ένα μπαρ και έπινε αργά το ποτό του, φλερτάροντας με τις γκαρσόνες, όταν είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας παχύσαρκος άντρας. Τον ήξερε, αλλά δεν τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Άνθρωπος της νύχτας, πρώην μπράβος και νυν υπερήφανος ιδιοκτήτης ενός στριπτιζάδικου με οριεντάλ χορεύτριες, που κατέληγαν να κάνουν κονσομασιόν, εμφανιζόταν σπάνια στα μέρη όπου σύχναζε ο Βιτόριο. Ο νεοφερμένος βόλεψε με δυσκολία τον τεράστιο όγκο του στο διπλανό σκαμπό και παρήγγειλε μια μπίρα. Οι μαύροι κύκλοι στα σακουλιασμένα μάτια του μαρτυρούσαν ότι δεν είχε κοιμηθεί καλά και πως είχε αναγκαστεί να αφήσει το κρεβάτι του για μια υπόθεση πολύ σοβαρή. Άναψε ένα πουράκι, και ο Βιτόριο έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας βλέποντας να αστραφτοκοπάει το βαρύτιμο δαχτυλίδι με τα διαμάντια στο μικρό του δάχτυλο. Ο Φαμπρίτσιο είχε λεφτά και φρόντιζε να τα επιδεικνύει σε κάθε ευκαιρία. Ο ίδιος ήταν τελείως άλλο στιλ. Οι ληστείες απέφεραν σημαντικά κέρδη και ο λογαριασμός που διατηρούσε σε μια διακριτική τράπεζα της Γενεύης μετρούσε ήδη αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Σκόπευε να δουλέψει λίγα χρόνια ακόμα και μετά να αποσυρθεί σε ένα ήσυχο μέρος, για να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του. Κάπου στο βάθος του μυαλού του, όμως, ήξερε ότι αυτό δε θα γινόταν ποτέ. Για τον Βιτόριο, οι ληστείες ήταν τρόπος ζωής. Του άρεσε να ζει στην κόψη του ξυραφιού και φλέρταρε με τον κίνδυνο όπως φλέρταρε με τις γυναίκες. Τελείωσε το ποτό του και ετοιμάστηκε να φύγει, αγνοώντας επιδεικτικά τον Φαμπρίτσιο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ και το ακούμπησε στην μπάρα, λέγοντας στον μπάρμαν να κρατήσει τα ρέστα. Ο Φαμπρίτσιο σκέπασε το χαρτο-
νόμισμα με την παχουλή, ιδρωμένη παλάμη του, κάνοντας ταυτόχρονα νόημα στον μπάρμαν να απομακρυνθεί. «Δε θα με ρωτήσεις γιατί ήρθα;» ρώτησε τον Βιτόριο ξεφυσώντας σαν ιπποπόταμος. «Θα έπρεπε;» αντιγύρισε εκείνος. «Αν σκέφτεσαι το συμφέρον σου, θα έλεγα πως ναι». Ο Βιτόριο τον κάρφωσε με το βλέμμα, λες και προσπαθούσε να μαντέψει τι γινόταν μέσα στο μυαλό του άλλου. Τα μαλλιά του Φαμπρίτσιο ήταν κατάμαυρα και γυαλιστερά, από το ζελέ που χρησιμοποιούσε σε μεγάλες ποσότητες, και η τέλεια χωρίστρα του βρισκόταν ως διά μαγείας πάντα στο ίδιο σημείο. Ήταν μονίμως ιδρωμένος λόγω του υπερβολικού πάχους του, αλλά, παρόλο που αγκομαχούσε σαν ατμομηχανή κάθε φορά που έκανε ένα βήμα παραπάνω, δεν εννοούσε να ελαττώσει το φαγητό. «Ακούω, λοιπόν», είπε ήσυχα ο Βιτόριο και θρονιάστηκε πάλι στη θέση του. Ο Φαμπρίτσιο σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, χρησιμοποιώντας ένα φίνο λινό μαντίλι, και ξερόβηξε. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από την μπίρα του και, σκύβοντας συνωμοτικά κοντά στο αφτί του Βιτόριο, του είπε τι ζητούσε από αυτόν. Εκείνος τον άφησε να τελειώσει και μετά απέμεινε σκεφτικός. «Δεν ξέρω...» είπε τελικά, κουνώντας το κεφάλι. «Το σπίτι φυλάγεται καλά και, απ’ όσο γνωρίζω, έχει ένα από τα καλύτερα συστήματα συναγερμού, συνδεδεμένο με την εταιρεία που το έχει εγκαταστήσει. Αυτό δε θα ήταν πρόβλημα αν είχα περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου. Πάει πολύ, όμως, να ανοίξω τρία σπίτια στη σειρά, φοβάμαι ότι δε θα προλάβω...» «Για να θολώσουμε τα νερά», εξήγησε ο Φαμπρίτσιο νευρικά. «Κανείς δεν πρέπει να καταλάβει ότι το σπίτι του Φράνκο Ντονατσάν είναι ο πραγματικός μας στόχος. Άλλωστε θα σου δώσω εγώ το συνδυασμό του συναγερμού και ένα χάρτη με τα κατατόπια».
«Μπορείς να το κάνεις αυτό;» τινάχτηκε ξαφνιασμένος ο Βιτόριο. «Εννοείται, αλλιώς δε θα σου ζητούσα να κάνεις τρεις απανωτές διαρρήξεις. Πίστεψέ με, είναι εύκολη η δουλειά». «Πώς κι αποφάσισες να αλλάξεις επάγγελμα;» Ο Φαμπρίτσιο ανασήκωσε τους ώμους με μάλλον κωμικό τρόπο. «Χάρη κάνω σε ένα φιλικό πρόσωπο, είμαι απλώς ο μεσάζοντας», είπε σιγανά. «Έχεις το ελεύθερο να κρατήσεις για πάρτη σου ό,τι γουστάρεις και να πληρωθείς κι από πάνω». «Με την προϋπόθεση να δώσω στο φιλικό σου πρόσωπο το κουτί που θα βρω στο χρηματοκιβώτιο». «Σωστά κατάλαβες», έγνεψε ικανοποιημένος ο Φαμπρίτσιο. «Μόνο αυτό». Ο Βιτόριο έπιασε μια οδοντογλυφίδα, την έβαλε αφηρημένος στο στόμα του και άρχισε να την κλωθογυρίζει ανάμεσα στα δόντια. «Τι έχει μέσα αυτό το κουτί που το κάνει τόσο πολύτιμο;» θέλησε να μάθει. «Κοσμήματα, διαμάντια...;» «Τίποτε από αυτά. Στο λόγο μου, το περιεχόμενό του δεν έχει καμία αξία για εσένα, όμως για το άτομο που το θέλει αξίζει πολλά». Ο Βιτόριο έβγαλε την οδοντογλυφίδα και την πέταξε στο τασάκι που ήταν μπροστά του. «Πήγαινε να μου φέρεις τα σχέδια του σπιτιού και το συνδυασμό του συναγερμού», είπε αποφασιστικά. «Φρόντισε να μην αργήσεις, γιατί μπορεί να μη με βρεις εδώ. Δε μου αρέσει να περιμένω πολύ». Ο Φαμπρίτσιο έτριψε τα χέρια γεμάτος χαρά και φρόντισε να εξαφανιστεί όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε ο όγκος του.
Ο Βιτόριο μέσα σε δύο μέρες είχε καταστρώσει τα σχέδιά του και μάζεψε τους άντρες του για να τους ενημερώσει για το νέο χτύπημα.
«Μη χάσετε χρόνο στα άλλα σπίτια», εξήγησε στο τέλος. «Πάρτε μόνο τόσα όσα χρειάζονται για να φαίνονται αληθινές οι διαρρήξεις. Αλλού είναι το ψητό». Τελικά, η δουλειά αποδείχτηκε πολύ εύκολη. Μπήκαν στο σπίτι του Φράνκο σαν κύριοι και χρησιμοποίησαν το αναισθητικό σπρέι στους υπηρέτες και στην Τάνια που κοιμόταν του καλού καιρού. Ο Βιτόριο στάθηκε να τη χαζέψει για λίγο και μετά έφυγε, παίρνοντας μαζί του και το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο εραστής της. Έστειλε πέντε από τους άντρες του στα γειτονικά σπίτια κι εκείνος με τους άλλους δύο επιδόθηκαν στη λεηλασία της έπαυλης με όλη τους την άνεση. Το χρηματοκιβώτιο τους παίδεψε λιγάκι, αλλά στο τέλος κατάφεραν να το ανοίξουν. Βρήκαν μέσα αρκετά χρήματα και κάπου στο βάθος το επίμαχο κουτί. Ήταν ένα ξύλινο, χειροποίητο κομψοτέχνημα από σφεντάμι, κλειδωμένο με ένα μικρό λουκέτο. Ο Βιτόριο το άνοιξε χωρίς να του κάνει ζημιά και χωρίς να νιώσει την παραμικρή τύψη που παραβίαζε ένα μέρος της συμφωνίας. Η περιέργειά του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Το περιεχόμενό του επιβεβαίωσε απόλυτα τα λόγια του Φαμπρίτσιο· ήταν όντως ένα αντικείμενο χωρίς αξία. Το κλείδωσε πάλι και το τοποθέτησε σε μια πάνινη σακούλα που έσφιγγε με ένα μακρύ κορδόνι. Κρέμασε τη σακούλα στον ώμο του και έδωσε εντολή στους άντρες του να φύγουν. Φόρτωσαν τα κλοπιμαία στο φορτηγάκι που είχαν παρκάρει στο διπλανό στενό και ο Βιτόριο κάλεσε στον ασύρματο τους υπόλοιπους πέντε. Έπειτα από λίγα λεπτά τούς είδε να έρχονται, κουβαλώντας καθένας δύο μεγάλους σάκους. Περίμενε να ανέβουν στην καρότσα και έβαλε μπρος τη μηχανή χαμογελώντας ικανοποιημένος. Η όλη επιχείρηση είχε κρατήσει λιγότερο από δύο ώρες και είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα εύκολη και επικερδής.
Ο Βιτόριο, έπειτα από λίγα λεπτά οδήγησης, έφτασε έξω από ένα τετράγωνο οίκημα που βρισκόταν στο τέρμα ενός μικρού αδιέξοδου. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως αποθήκη και η τέλεια απομόνωσή του το καθιστούσε ιδανικό για τους σκοπούς της συμμορίας. Τα διπλανά σπίτια είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους πριν από αρκετά χρόνια και η περιοχή είχε ερημώσει σημαντικά. Εκεί γινόταν η διαλογή των κλοπιμαίων και στη συνέχεια η προώθησή τους στους κλεπταποδόχους ή στους ιδιωτικούς συλλέκτες. Ο Βιτόριο βοήθησε τους άντρες του να ξεφορτώσουν το φορτηγάκι και μετά έφυγε με τα πόδια, παίρνοντας μαζί του και τη σακούλα. Κατηφόρισε προς τη μεριά της λιμνοθάλασσας και επιβιβάστηκε στο ταχύπλοο που ήταν αγκυροβολημένο στη μικρή προβλήτα. Έβαλε πλώρη για την πόλη που κοιμόταν ακόμα κάτω από το φεγγαρόφωτο ουρανό. Τα φώτα της καθρεφτίζονταν στα γαλήνια, σκοτεινά νερά και το παλάτι του δόγη άστραφτε κατάλευκο κάτω από τους δυνατούς προβολείς. Ο Βιτόριο προσπέρασε αργά την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, ρίχνοντας μια αδιάφορη ματιά στους λιγοστούς τουρίστες που χόρευαν υπό τους ήχους της μουσικής του Μπαχ και του Μπετόβεν, μεθυσμένοι από κρασί και ευτυχία. Λίγο πιο κάτω έστριψε σε ένα κανάλι και, φτάνοντας στην Ακαδημία, έσβησε τη μηχανή και έδεσε το σκάφος σε έναν πάσσαλο. Το μαγαζί του Φαμπρίτσιο βρισκόταν χωμένο σε ένα κακοφωτισμένο στενοσόκακο και η πινακίδα που κρεμόταν πάνω από την πόρτα του δε μαρτυρούσε το πραγματικό είδος διασκέδασης που πρόσφερε στους θαμώνες του. Ο πορτιέρης που στεκόταν απέξω του άνοιξε διάπλατα την πόρτα και ο Βιτόριο, μπαίνοντας, ένιωσε στα ρουθούνια του μια απροσδιόριστη μυρωδιά μούχλας, έντεχνα καλυμμένης κάτω από τη γλυκιά μυρωδιά των αρωματικών κεριών που ήταν διάσπαρτα σε όλο το χώρο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και αποπνικτική· στο ταβάνι αιω-
ρούνταν ένα θολό σύννεφο καπνού και ο Βιτόριο μόρφασε με απέχθεια. Λόγω του επαγγέλματός του, που τον ήθελε σε άψογη φυσική κατάσταση, προτιμούσε τον υγιεινό τρόπο ζωής και δεν πατούσε ποτέ το πόδι του σε τέτοια μαγαζιά. Εντόπισε τον Φαμπρίτσιο με την πρώτη ματιά. Καθόταν μόνος του σε ένα τραπέζι κοντά στην πίστα και είχε πέσει με τα μούτρα σε μια μακαρονάδα που κόντευε να εξαφανιστεί. Φαινόταν προσηλωμένος στο φαγητό του, αλλά τα αεικίνητα, στρογγυλά ματάκια του παρακολουθούσαν αδιαλείπτως την κίνηση γύρω του. Σε ένα μαγαζί σαν το δικό του, οι φασαρίες ήταν συνηθισμένες και ο Φαμπρίτσιο –κατά τα άλλα νομοταγής πολίτης– μυριζόταν αμέσως τους ταραξίες, οπότε συνήθως έφτανε ένα νεύμα του κεφαλιού για να αναλάβουν δράση οι μπράβοι του και να τους πετάξουν κακήν κακώς έξω. Ο Βιτόριο τον πλησίασε και ακούμπησε τη σακούλα στο τραπέζι. Ο Φαμπρίτσιο άφησε στο πιάτο το πιρούνι που κρατούσε και τα μάτια του άστραψαν. Στο πιγούνι του κυλούσε αργά ένα ρυάκι σάλτσας, το οποίο σκούπισε βιαστικά με μια βρόμικη χαρτοπετσέτα, γεμάτη παρόμοιους λεκέδες. «Κάθισε να σε κεράσω κάτι», είπε ενθουσιασμένος στον Βιτόριο. «Προτιμώ να πάρω τα λεφτά μου και να φύγω, είμαι κουρασμένος», δικαιολογήθηκε εκείνος, νιώθοντας αναγούλα στη θέα της στραπατσαρισμένης μακαρονάδας. Ο Φαμπρίτσιο δεν επέμεινε. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα μεγάλο φάκελο και του τον έδωσε. «Ορίστε, εκατό χιλιάδες ευρώ, όπως συμφωνήσαμε. Μπορείς να τα μετρήσεις άμα θέλεις...» «Σε εμπιστεύομαι», είπε ο Βιτόριο ζυγίζοντας το φάκελο στην παλάμη του. «Τελικά, το φιλικό σου πρόσωπο πληρώνει καλά. Πες του ότι βρίσκομαι στη διάθεσή του για οτιδήποτε χρειαστεί». Έβαλε το φάκελο στην τσέπη του μπουφάν του και έφυγε χωρίς να χαιρετήσει τον Φαμπρίτσιο. Αν ήθελε, θα μπορούσε να κρατήσει αυ-
τά τα λεφτά για λογαριασμό του και να μη δώσει τίποτα στους άντρες του, γιατί απλούστατα εκείνοι είχαν άγνοια γι’ αυτό το μέρος της συμφωνίας. Ο Βιτόριο, όμως, δε λειτουργούσε έτσι. Ο κύριος λόγος που έμενε ενωμένη η μικρή του ομάδα ήταν επειδή αυτός, ως αρχηγός, φρόντιζε να γίνεται δίκαια η μοιρασιά. Από τις εκατό χιλιάδες ευρώ θα κρατούσε για τον εαυτό του μόνο τις δωδεκάμισι, τα υπόλοιπα χρήματα θα πήγαιναν, σαν δώρο-έκπληξη, στους συντρόφους του. Ο Φαμπρίτσιο περίμενε να βγει ο Βιτόριο από το μαγαζί και, αφήνοντας το φαγητό του στη μέση, άρπαξε τη σακούλα και βιάστηκε να πάει να κλειστεί στο γραφείο του με την εντολή να μην τον ενοχλήσει κανείς. Έβγαλε το κουτί και, βλέποντας άθικτο το λουκέτο, άφησε ένα γρύλισμα ικανοποίησης. Κάθισε και άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα χαρτιά του. Δεν ήταν τακτικός άνθρωπος και συχνά έχανε πράγματα. Στο τέλος βρήκε αυτό που ήθελε, ένα μικρό χαρτί με έναν αριθμό τηλεφώνου που είχε σημειώσει ιδιοχείρως, και ξεφύσηξε ανακουφισμένος. «Ευτυχώς!» είπε δυνατά. Έπιασε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό. Περίμενε κάμποση ώρα και, μόλις άκουσε το χαρακτηριστικό κλικ από την άλλη άκρη της γραμμής, μίλησε πρώτος. «Το πράγμα το έχω εγώ», είπε γρήγορα. «Μπορείς να περάσεις να το πάρεις όποτε θέλεις». «Καλώς», ήρθε η μονολεκτική απάντηση, και η γραμμή έκλεισε χωρίς άλλη κουβέντα. Ο Φαμπρίτσιο έγειρε πίσω, σταυρώνοντας τα δάχτυλα στο σβέρκο, και η ταλαίπωρη πολυθρόνα άφησε έναν τριγμό κάτω από το βάρος του. Δεν τα είχε καταφέρει καθόλου άσχημα. Είχε ξοφλήσει ένα χρέος απέναντι σε ένα άτομο που βρισκόταν σε δύσκολη θέση και είχε βγάλει κέρδος πενήντα χιλιάδες ευρώ, χωρίς μάλιστα να κουνήσει το
δαχτυλάκι του. Ξεκλείδωσε το πρώτο συρτάρι του γραφείου και το χέρι του χάιδεψε τρυφερά μια δεσμίδα με κολλαριστά χαρτονομίσματα. Είχε πει ψέματα στον Βιτόριο, αλλά δεν ένιωθε καμία τύψη γι’ αυτό. Σύμφωνα με τη δική του λογική, η αμοιβή που πρόσφερε το φιλικό του πρόσωπο στον τέως πεζοναύτη ήταν πολύ υψηλή, διάολε, εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ παραπήγαιναν για μερικές ωρίτσες δουλειάς. Κι αν υπολόγιζε και το κέρδος που θα είχε ο Βιτόριο από την πώληση των κλοπιμαίων, ε, τότε είχε όλα τα δίκια με το μέρος του. Δεν έβλαπτε, λοιπόν, να κρατήσει κι εκείνος μερικά λεφτουδάκια για τις υπηρεσίες του, άλλωστε δεν υπήρχε φόβος να το μάθει κανείς, αφού η πιθανότητα να συναντηθούν οι άλλοι δύο ήταν εντελώς ανύπαρκτη. Ο Φαμπρίτσιο κλείδωσε ευχαριστημένος το συρτάρι και βγήκε από το γραφείο για να πάει να συνεχίσει το φαγητό του.
26
Μετά την ξαφνική φυγή της Δάφνης, ο Τζέιμς πέρασε ολόκληρο το βράδυ άυπνος, στο δωμάτιό της. Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι όπου κοιμόταν η κοπέλα και είχε αγκαλιάσει το μαξιλάρι της, υποκατάστατο μεν εκείνης, αλλά ό,τι πιο δικό της διέθετε αυτή τη στιγμή. Ήταν ποτισμένο από το άρωμά της και, όταν έκλεινε τα μάτια, νόμιζε ότι την κρατούσε στην αγκαλιά του. Ξαναζούσε λεπτό προς λεπτό όλες τις στιγμές που πέρασαν μαζί, από την πρώτη τους συνάντηση στο νοσοκομείο, την κοινή ζωή τους στην Κρήτη και τις ξένοιαστες μέρες στην Κορνουάλη, μέχρι τη σκηνή της αναχώρησής της μέσα στη νύχτα. Στη διάρκεια της ενήλικης ζωής του είχε ερωτευτεί αρκετές φο-
ρές, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε πριν γνωρίσει τη Δάφνη. Συγκρίνοντας, όμως, εκείνα τα συναισθήματα με αυτά που βίωνε τον τελευταίο καιρό, έβλεπε πόσο ρηχά και ανούσια ήταν στην πραγματικότητα. Στις προηγούμενες σχέσεις του επιδίωκε ο ίδιος το χωρισμό και κάθε φορά που τερμάτιζε μία έβγαινε αλώβητος, νιώθοντας μάλιστα απέραντη ανακούφιση. Αλλά η Δάφνη, φεύγοντας, του άφησε ένα τεράστιο κενό και μια οδυνηρή αίσθηση απώλειας, ίδια με αυτή που βιώνει κάποιος όταν χάνει ένα μέλος του σώματός του. Ο Τζέιμς δε θα ένιωθε περισσότερο πόνο αν τον έσερναν με το ζόρι στο χειρουργικό τραπέζι και τον ακρωτηρίαζαν από τη μέση και κάτω χωρίς αναισθησία, αφήνοντάς τον μισό άνθρωπο. Κι αν κάποια εποχή, όταν συνόδευε τις εκάστοτε φιλενάδες του στον κινηματογράφο, χαμογελούσε ειρωνικά με τις δακρύβρεχτες ερωτικές ιστορίες που πάσαραν στο κοινό, αναθεώρησε ξαφνικά τις απόψεις του μόλις βρέθηκε ο ίδιος στη θέση του πρωταγωνιστή. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτές οι ταινίες είχαν πάντα ευτυχισμένο τέλος, ενώ η δική του χανόταν στο σκοτάδι, χωρίς υπότιτλους, και οι θεατές αποχωρούσαν από τις θέσεις τους κατηφείς, πριν καν ανάψουν τα φώτα. Ο ερχομός της Δάφνης στη ζωή του έβγαλε στην επιφάνεια ένα ρομαντικό κομμάτι του εαυτού του που βρισκόταν σε λανθάνουσα μορφή, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδηλωθεί. Είχε πλάσει έναν ουτοπικό κόσμο, όπου μια μεγάλη αγάπη είναι μόνο φιλιά και χάδια, προστατευμένη κάτω από ένα πολύχρωμο περιτύλιγμα τρυφερότητας κι εμπιστοσύνης, ελπίδας και ζεστασιάς, χαράς και ξεγνοιασιάς· είχε, επίσης, τη λανθασμένη εντύπωση πως διαρκεί για πάντα. Αναγκάστηκε να προσγειωθεί ανώμαλα στην πραγματικότητα και να διαπιστώσει πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Δεν καταλάβαινε πού είχε φταίξει. Η Δάφνη έφυγε χωρίς να του δώσει εξηγήσεις, αφήνοντάς τον με ένα μεγάλο ερωτηματικό. Τα μυστηριώδη λόγια της στριφογύριζαν στο μυαλό του, αλλά αντί να τον
βοηθήσουν να καταλάβει, έκαναν τη φυγή της ακόμα πιο ακατανόητη. Ξαφνικά του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει δίπλα στο αφτί του. Ήταν της γιαγιάς του, που του μιλούσε για την κατάρα των Έρλιν. Κανείς στην οικογένειά τους δεν υπήρξε πραγματικά ευτυχισμένος. Σκέφτηκε σκυθρωπός πως ίσως τελικά υπήρχε κάποια βάση σε αυτό το μύθο και πως ο ίδιος ήταν το επόμενο θύμα. Αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί σε κάποιον τα προβλήματά του και να ξαλαφρώσει κάπως από το βάρος που άρχισε να γίνεται δυσβάσταχτο. Ο Τζέιμς δεν είχε την πολυτέλεια της επιλογής, γιατί οι καλοί φίλοι ήταν λιγοστοί και όχι απαραίτητα γνωστικοί. Γι’ αυτό του ήρθε στο νου ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που εμπιστευόταν: η γιαγιά του. «Γιατί δεν τον αφήνεις;» την είχε ρωτήσει προ καιρού αναφερόμενος στη σκληρότητα του παππού του. «Γιατί τον αγαπάω», ήταν η απάντησή της. Τότε δεν ήταν ικανός να συλλάβει το πραγματικό νόημα των λόγων της, όμως σήμερα κατανοούσε απόλυτα το μέγεθος της αγάπης της. Εκείνη, επίσης, ήταν ίσως το πιο κατάλληλο πρόσωπο να δώσει μια εξήγηση στις κατηγορίες της Δάφνης πως δήθεν συνωμοτούσε εναντίον της σε συνεργασία με τον παππού του. Σε αυτή τη σκέψη πείστηκε πως πήρε τη σωστή απόφαση. Ανακάθισε στο κρεβάτι και, ενώ σήκωνε το ακουστικό για να πατήσει ένα ένα τα πλήκτρα της συσκευής, σχηματίζοντας τον αριθμό του σπιτιού στο Λονδίνο, έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του· κόντευε πέντε. Οι κουρτίνες στο παράθυρο ήταν τραβηγμένες και στο βάθος του ορίζοντα αχνοφαινόταν το πρώτο φως της αυγής. Η λαίδη Κάθριν απάντησε σχεδόν αμέσως. «Με συγχωρείς αν σε ξύπνησα», της είπε με μια δόση ενοχής. «Δεν κοιμόμουν. Εμείς οι γέροι δε χρειαζόμαστε πολύ ύπνο», τον καθησύχασε εκείνη. «Μη νιώθεις τύψεις, λοιπόν».
Τα τελευταία βράδια η λαίδη Κάθριν έμενε σχεδόν άυπνη. Καθόταν κοντά στο παράθυρο, χαζεύοντας την κίνηση στο δρόμο, σαν να ήταν η τελευταία εικόνα που ήθελε να πάρει μαζί της φεύγοντας από αυτό τον κόσμο. Υπέμενε αγόγγυστα την αρρώστια της χάρη στις ενέσεις μορφίνης που της έκανε καθημερινά ο Άλφρεντ, αλλά η συχνή χρήση του ναρκωτικού είχε ένα τραγικό τίμημα: της θόλωνε το νου και της στερούσε τη νηφαλιότητα. Και η Κάθριν είχε μάθει να έχει το μυαλό της ακέραιο και τη σκέψη της καθαρή. Αυτή τη στιγμή, ευτυχώς, η επίδραση της μορφίνης είχε περάσει αρκετά. «Να με παίρνεις όποτε θέλεις, μου κάνει καλό να ακούω τη φωνή σου», είπε χαμηλόφωνα. Ο Τζέιμς έσκυψε το κεφάλι. Μέσα στην ευτυχία του, κόντεψε να την ξεχάσει, και εκείνη, διακριτική κι ευγενική όπως πάντα, απέφευγε να τον ενοχλεί με βαρετά τηλεφωνήματα. «Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε ανήσυχη. Το ακατάλληλο της ώρας και η σιωπή του δεν προμήνυαν κάτι καλό. «Τίποτα που να μην μπορώ να το ελέγξω». «Μη μου λες εμένα ψέματα! Είσαι πολύ στενοχωρημένος, ακόμα κι από το τηλέφωνο μπορώ να το καταλάβω. Όλα καλά με το κορίτσι σου;» Ο Τζέιμς μόρφασε. Περιέργως, η γιαγιά του είχε αναπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό μια έκτη αίσθηση· ώρες ώρες την ένιωθε κάπου κοντά, να παρακολουθεί αόρατη τα πάντα. «Χωρίσαμε...» είπε ανόρεχτα. Η λαίδη Κάθριν στενοχωρήθηκε. Είχε ελπίσει πως πριν φύγει από τη ζωή θα έβλεπε τον εγγονό της ευτυχισμένο· τώρα οι ελπίδες της διαψεύδονταν. «Ίσως είναι κάτι προσωρινό», παρατήρησε προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευσή της. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της ηλικίας της, πίστευε ότι τα
σημερινά ζευγάρια έφταναν στο σημείο να χωρίζουν για ασήμαντες αιτίες και πως με λίγη καλή θέληση όλα διορθώνονται. Στην εποχή της ήταν τόσο διαφορετικά και τόσο απλά τα πράγματα... «Δε νομίζω», ήρθε η χολωμένη απάντηση του Τζέιμς. «Έφυγε μέσα στη νύχτα, λέγοντας πως δε θέλει να με ξαναδεί στα μάτια της». Η Κάθριν έσμιξε τα φρύδια προβληματισμένη. Ο εγγονός της δε μιλούσε συχνά για τα προσωπικά του, αλλά ήξερε πως δεν ήταν από τους άντρες που θα πλήγωναν εσκεμμένα μια γυναίκα. Πόσο μάλλον τη συγκεκριμένη! Από τα λίγα που της είχε πει, εκείνη είχε βγάλει το συμπέρασμα πως ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της, για πρώτη φορά στη ζωή του. «Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν αισθήματα από τη μια στιγμή στην άλλη, είναι παράλογο», σχολίασε έπειτα από λίγο. «Τι έκανες που την πείραξε τόσο πολύ;» «Τίποτα! Έλειπα στη φάρμα των Λίντον και, όταν γύρισα, τη βρήκα στο δωμάτιό μου να διαβάζει το ημερολόγιο της Ελοΐζ. Μου το πέταξε στα μούτρα μαζί με αρκετές κατηγορίες ότι δήθεν την εξαπάτησα και μετά έφυγε χωρίς να μου δώσει καμιά εξήγηση». Ο Τζέιμς τής έκρυψε πως λίγες ώρες πριν κυλιούνταν ευτυχισμένοι στα λιβάδια. Μερικά πράγματα ήταν πολύ προσωπικά και σκόπευε να τα κρατήσει για τον εαυτό του. Η γιαγιά του ας έβγαζε τα συμπεράσματά της. «Αυτό είναι όντως παράξενο, αλλά μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένος; Για ποιο πράγμα σε κατηγόρησε ακριβώς;» «Ήλπιζα να με διαφωτίσεις εσύ πάνω σε αυτό», είπε αναστενάζοντας ο Τζέιμς. «Η Δάφνη πιστεύει ότι έπαιξα ένα βρόμικο παιχνίδι σε βάρος της». «Δάφνη... τι όμορφο όνομα! Δεν ήξερα ότι την έλεγαν έτσι, δε μου το είχες πει ποτέ», τον διέκοψε η λαίδη Κάθριν. Μέχρι σήμερα, το κορίτσι του Τζέιμς ήταν μια ακαθόριστη, θολή μορφή, όμως τώρα που απέκτησε όνομα απέκτησε ταυτόχρονα
και πρόσωπο. Είναι περίεργο, αλήθεια, πώς μερικές φορές το όνομα ενός άγνωστου μπορεί να ταυτιστεί με την εξωτερική του εμφάνιση. Την έχει αυτή τη δύναμη. Η Κάθριν έπλασε με τη φαντασία της ένα αιθέριο, πανέμορφο πλάσμα και σκέφτηκε πως μια κοπέλα που την έλεγαν Δάφνη δεν μπορεί να ήταν κακιά. Ταυτόχρονα, όμως, το όνομα ακουγόταν περίεργα γνωστό και αγωνιζόταν να ανασύρει την ανάμνηση από τα βάθη του μυαλού της. Άλλοτε δε θα χρειαζόταν προσπάθεια, αλλά τώρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. «Με συγχωρείς που σε διέκοψα, αγόρι μου. Συνέχισε, σε παρακαλώ», είπε απογοητευμένη από την αδυναμία της. Ο Τζέιμς τής διηγήθηκε τα γεγονότα και, όταν έφτασε στο σημείο όπου η Δάφνη έμπλεξε στη συζήτηση και το λόρδο Έρλιν, η Κάθριν χλόμιασε κι ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Το κουρασμένο της μυαλό χρειαζόταν απλώς έναν κινητήριο μοχλό για να βγάλει την ανάμνηση στην επιφάνεια, κι αυτός ήταν ο άντρας της. «Θεέ μου, Τζέιμς!» ψέλλισε ταραγμένη. «Πώς είναι το επίθετο αυτής της κοπέλας;» «Ηλιάδη, αλλά δε βλέπω τι σχέση έχει αυτό». «Είναι Ελληνίδα, λοιπόν, και ζει στη Βενετία...» «Ακριβώς!» «Θύμισέ μου, σε παρακαλώ. Σου είπε για ποιο λόγο την κυνηγούσαν;» «Όχι την ίδια», διευκρίνισε ο Τζέιμς. «Δεν ξέρω λεπτομέρειες, αλλά, απ’ ό,τι μου εξήγησε, υπήρχε κάποια παλιά βεντέτα στην οικογένειά της. Είχε να κάνει με τη δουλειά του πατέρα της...» Η λαίδη Κάθριν έσφιξε τα χείλη μέχρι που έγιναν μια άσπρη, ευθεία γραμμή. «Ψέματα σου είπε. Ο πατέρας της δεν είχε να κάνει. Την ίδια κυνηγούσαν». Ο Τζέιμς σάστισε.
«Δεν καταλαβαίνω πού το στηρίζεις αυτό», είπε ταραγμένος. «Ηλιάδη είναι το όνομα της κοπέλας που ψάχνει ο παππούς σου και η αδελφότητά του. Τον άκουσα με τα ίδια μου τα αφτιά να το λέει στον Γκουερίνι την εποχή που ανακάλυψα τις... ηλίθιες... παιδιάστικες δραστηριότητές τους», ξέσπασε η λαίδη Κάθριν. Ήταν πολύ θυμωμένη και θα ήθελε να είχε χρησιμοποιήσει βαρύτερες κουβέντες, η καλή ανατροφή της, όμως, δεν της το επέτρεπε. Εκείνη την εποχή, πράγματι, παρακολουθούσε διακριτικά όλες τις κινήσεις του λόρδου, ωθούμενη από ένα αίσθημα ανησυχίας και μια έμφυτη περιέργεια. Έστηνε αφτί πίσω από τις πόρτες για να ακούει τις συζητήσεις, έψαχνε το γραφείο του άντρα της κατά την απουσία του και, γενικά, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μαζέψει όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Ανησυχούσε μήπως ο Ρίτσαρντ είχε μπλέξει με καμιά παράνομη οργάνωση ή με κάποια από αυτές τις παρανοϊκές αιρέσεις και ηρέμησε κάπως όταν ανακάλυψε το ημερολόγιο της Ελοΐζ. Μπορεί να του είχε γίνει έμμονη ιδέα, αλλά τουλάχιστον δε θα έβλεπε την αστυνομία κάποια μέρα στην πόρτα του σπιτιού της. Ο Τζέιμς προσπαθούσε ακόμα να χωνέψει αυτά που μόλις άκουσε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο αναστατωμένος. Ένα μήνα πριν, και επηρεασμένος από την περιγραφή του Χένρι για την Ελοΐζ, κόντεψε να πιστέψει ότι η ομοιότητα των δύο κοριτσιών οφειλόταν σε οικογενειακούς δεσμούς. Με την πάροδο του χρόνου, και παραδομένος ολόψυχα στον έρωτά του για τη Δάφνη, κατέληξε ότι ήταν απλή σύμπτωση, όπως συμβαίνει συχνά με ανθρώπους άσχετους μεταξύ τους. Τώρα η γιαγιά του ερχόταν να επιβεβαιώσει την αρχική του υποψία. Πόσες πιθανότητες είχαν, άραγε, να συναντηθούν στον κόσμο οι απόγονοι δύο ανθρώπων που είχαν συνδέσει τη ζωή τους με τέτοιο τραγικό τρόπο μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν; Απάντησε νοερά και χωρίς να διστάσει στην ερώτηση: μόνο μία.
«Το κάλεσμα της μοίρας...» ψιθύρισε τρέμοντας. «Πιστεύεις στη μοίρα, λοιπόν, Τζέιμς;» ρώτησε ήσυχα η λαίδη Κάθριν. «Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ναι. Δε νομίζω ότι η γνωριμία μας ήταν μια απλή σύμπτωση». Ο νέος άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Υπάρχει, όμως, κάτι που ειλικρινά δεν καταλαβαίνω. Αν η Δάφνη έχει το ίδιο χάρισμα με την Ελοΐζ, θα έπρεπε να ξέρει ότι εγώ δεν έφταιξα σε τίποτα. Ήμουν μαζί της πάνω από ένα μήνα και η συμπεριφορά της ήταν απόλυτα φυσιολογική». «Ήρθε μόνη της και σε βρήκε, άρα η καρδιά της την οδήγησε στο σωστό δρόμο. Τι άλλη απόδειξη χρειάζεσαι;» Ο Τζέιμς σταμάτησε ξαφνικά στη μέση του δωματίου και το πρόσωπό του πήρε μια ανεξιχνίαστη έκφραση. «Κάποτε διαπράχτηκε μια φοβερή αδικία από τους Έρλιν σε βάρος ενός αθώου παιδιού. Απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, αυτή η αδικία συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Ίσως έλαχε σε κάποιον άλλο Έρλιν ο κλήρος να τη διορθώσει. Φοβάμαι πως οι δραστηριότητες της αδελφότητας επεκτείνονται πολύ πιο μακριά από τις παιδιάστικες ανοησίες, όπως τις χαρακτήρισες προηγουμένως. Όταν μου πρωτομίλησες πριν από λίγο καιρό, ανησυχούσες σοβαρά για τη συμπεριφορά του παππού. Τι συνέβη στο μεταξύ και άλλαξες γνώμη;» Η λαίδη Κάθριν δαγκώθηκε. Πώς να εξηγήσει στον εγγονό της, χωρίς να τον πληγώσει, ότι την περισσότερη ώρα βρισκόταν υπό την επήρεια ενός ισχυρού ναρκωτικού; Πώς να του εξηγήσει ότι είχε φτάσει στο σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό της; Έπλεε καθημερινά σε μια ψυχεδελική θάλασσα, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει πλέον την παραίσθηση από την πραγματικότητα. Ο γιατρός, στην τελευταία του επίσκεψη, μόλις πριν από δύο μέρες, αναγκάστηκε υπό την πίεσή της να ομολογήσει πως το τέλος ήταν πολύ κοντά. Η αρρώστια της κάλπαζε κυριολεκτικά σαν αφηνιασμένο άλογο και η ηλικιωμένη γυναίκα ένιωθε περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή.
«Αρχίζω να πιστεύω πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο», συνέχισε ο Τζέιμς διαπιστώνοντας πως η γιαγιά του δεν είχε σκοπό να απαντήσει στην ερώτησή του. «Ο θάνατος των γονιών της και ο θάνατος της αδερφής της ήταν αποτέλεσμα αυτού του ανελέητου πολέμου που κήρυξε ο αξιότιμος λόρδος Έρλιν, ο παππούς μου, εναντίον της οικογένειάς της και της ίδιας της Δάφνης». «Ο παππούς σου δε θα έβαφε ποτέ τα χέρια του με αίμα», διαμαρτυρήθηκε συγκλονισμένη η λαίδη Κάθριν. «Αυτό δεν το ξέρεις. Όταν οι άνθρωποι διακατέχονται από μια εμμονή, αργά ή γρήγορα θα ξεπεράσουν οποιονδήποτε ηθικό φραγμό στέκεται εμπόδιο ανάμεσα σε αυτούς και στην επίτευξη του στόχου τους. Μπορεί να μη σκότωσε ο ίδιος, αλλά είναι σαν να το έκανε. Αρκεί να αντικρίσει κάποιος τη Δάφνη για να καταλάβει. Διακρίνεται στα μάτια της ο φόβος του κυνηγημένου που δε βρίσκει πουθενά ησυχία, που ζει διαρκώς κάτω από καθεστώς τρομοκρατίας το οποίο του επέβαλαν κάποιοι. Ήμουν τυφλός που δεν το κατάλαβα τόσο καιρό. Α... αν είχα μπροστά μου το γερο-μπάσταρδο, θα του έστριβα το λαρύγγι πολύ ευχαρίστως». «Μη μιλάς έτσι, αγόρι μου», είπε κλαίγοντας η γιαγιά του. «Με τρομάζεις». Για μερικές στιγμές επικράτησε μια αφύσικη σιωπή μεταξύ τους, σαν να μην είχαν τίποτε άλλο να πουν. Καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, κάνοντας το δικό του απολογισμό. «Δεν έχεις ιδέα μέχρι πού μπορώ να φτάσω για το χατίρι της Δάφνης», είπε τελικά ο Τζέιμς. Ακουγόταν ήρεμος, αλλά κάτω από αυτή την ηρεμία η λαίδη Κάθριν αντιλήφθηκε τη φουρτούνα της ψυχής του. «Την αγαπάς, λοιπόν, τόσο πολύ;» ρώτησε καταπίνοντας τα δάκρυά της. «Το ’χω καλύτερα να πεθάνω παρά να δω μια γρατσουνιά στο δάχτυλό της. Όποιος διανοηθεί να της κάνει κακό θα με βρει μπρο-
στά του. Γιατί, μα το Θεό, δε θα διστάσω να τον σκοτώσω, γιαγιά». «Τζέιμς, δε σε αναγνωρίζω», δήλωσε ξαφνιασμένη εκείνη. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Θα πάω να τη βρω... να της εξηγήσω. Τώρα που ξέρω την αλήθεια είναι εύκολο να την πείσω πως εγώ δεν έχω καμιά σχέση με το λόρδο Έρλιν. Θεέ μου, πόσο ντρέπομαι που αυτός ο άνθρωπος είναι συγγενής μου!» «Μα δεν ξέρεις πού είναι». «Έχω μια υποψία πως ίσως πήγε στο Μιλάνο». «Δε θα ήταν προτιμότερο να της τηλεφωνήσεις;» «Θα προσπαθήσω, αλλά αμφιβάλλω ότι θα μπει στον κόπο να μου μιλήσει», είπε πικραμένος ο Τζέιμς. «Βλέπεις, γιαγιά, ούτε εγώ ο ίδιος δε θα ήθελα να μιλήσω στον εαυτό μου έτσι όπως είναι τα πράγματα». «Τότε κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, αγόρι μου», είπε η λαίδη Κάθριν και ακούμπησε απαλά το ακουστικό πάνω στη συσκευή. Ήταν πολύ συγκινημένη για να πει οτιδήποτε άλλο. Ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει να αγαπάς χωρίς αντίκρισμα, χωρίς ανταπόκριση. Έναν όροφο πιο κάτω, ο λόρδος Έρλιν έκλεινε με τη σειρά του τη γραμμή. Δεν είχε χάσει λέξη από τη συζήτηση μεταξύ της γυναίκας του και του εγγονού του και τώρα στεκόταν σκεφτικός, με πρόσωπο ανέκφραστο και παγερό. Οι απειλές του Τζέιμς δεν τον τρόμαζαν, ήταν απλώς λόγια της στιγμής, και γι’ αυτό δεν τους έδωσε σημασία. Εκείνος είχε πιο σοβαρά πράγματα στο μυαλό του. Ήταν απλώς θέμα τύχης που άκουσε τη συνομιλία τους. Όπως η Κάθριν, έτσι κι εκείνος δεν είχε ύπνο. Την ώρα που πήρε ο Τζέιμς, έτυχε να περνάει έξω από το δωμάτιό της. Άκουσε τον ήχο του τηλεφώνου και αναρωτήθηκε ποιος καλούσε τέτοια ώρα. Η Κάθριν είχε το κακό συνήθειο να του κρύβει πολλά πράγματα, κι αυτός είχε ως αρχή να γνωρίζει πάντα όσα συνέβαιναν στο σπιτικό του. Κατέβηκε γρήγορα στο γραφείο του και σήκωσε το ακουστικό,
προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτός. Αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση του, θα το έκλεινε αμέσως, αλλά ο λόρδος Έρλιν διακατεχόταν μονίμως από την περιέργεια που γεννάει η ανησυχία ενός ανθρώπου αποκλεισμένου από τη ζωή των άλλων. Πάντα αναρωτιόταν τι έβρισκαν να συζητούν αυτοί οι δύο με τις ώρες και τώρα είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει με τα ίδια του τα αφτιά. Δε θα μπορούσε να ελπίσει τίποτα καλύτερο, αν και κάποια στιγμή κόντεψε να προδοθεί. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη μαθαίνοντας ότι ο εγγονός του φιλοξενούσε στον πύργο, εν αγνοία του, την κοπέλα που έψαχνε τόσα χρόνια. Την κρατούσε κυριολεκτικά στη χούφτα του κι εκείνος ο ανόητος την άφησε να φύγει. Μπόρεσε να βλαστημήσει με την ησυχία του μόνο όταν έβαλε στη θέση του το ακουστικό. Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα μπουκάλι κονιάκ. Ο λόρδος Έρλιν το πήρε και κατέβασε μια γερή γουλιά, κατευθείαν από το μπουκάλι. Ένιωσε το δυνατό ποτό να του καίει το στομάχι, που ήταν άδειο, και έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής. Έπινε κονιάκ μόνο το βράδυ, μετά το δείπνο, και ήταν πολύ μεγάλος για να αλλάξει συνήθειες. Χωρίς να διστάσει, σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε τον Γκουερίνι στο ξενοδοχείο όπου έμενε όποτε βρισκόταν στο Μιλάνο. Όταν απάντησε ο Αλεσάντρο, η φωνή του ακούστηκε αγουροξυπνημένη. «Τι είναι τόσο σημαντικό που δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί, Ρίτσαρντ;» γκρίνιαξε επειδή του χαλούσαν τον ύπνο. «Η Ηλιάδη έρχεται εκεί», του είπε χωρίς περιστροφές ο Έρλιν. Ο Γκουερίνι ανασηκώθηκε στο μαξιλάρι και έτριψε τραχιά με το χέρι το πρόσωπό του, σε μια προσπάθεια να ξυπνήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. «Πόσο σίγουρος είσαι γι’ αυτό που λες;» ρώτησε γεμάτος ανυπομονησία. «Πολύ, αλλά δεν μπορώ να σου τα εξηγήσω από το τηλέφωνο». «Το σκεφτήκαμε ότι θα γίνει κάτι τέτοιο, δηλαδή ο Φράνκο το
σκέφτηκε», διευκρίνισε ο Γκουερίνι, χωρίς να μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό του. «Υπέθεσε, πολύ σωστά, ότι η Ηλιάδη δεν μπορεί να μείνει μακριά από τους Καβαλιέρι, τι στα κομμάτια, αυτοί οι άνθρωποι είναι η οικογένειά της! Ο Φράνκο ήδη τους παρακολουθεί εδώ και μέρες, όμως καλού κακού θα του πω να βάλει περισσότερους άντρες». «Το άλλο θέμα προχωράει;» ρώτησε ο Έρλιν. «Τα έχω κανονίσει όλα. Δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες αυτή τη στιγμή, αλλά είμαι στην ευχάριστη θέση να σου ανακοινώσω πως επιτέλους βρέθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που πιστοποιούν την ενοχή του. Ο φίλος μας, ο Αμάτι, θα ζητήσει ισόβια για το νεαρό Καβαλιέρι, δεν τον γλιτώνει τίποτα. Θα σαπίσει στη φυλακή το παλιοτόμαρο...» «Χαίρομαι για εσένα, παλιόφιλε», είπε εύθυμα ο Έρλιν. «Ξέρεις κάτι; Στο Μιλάνο μαζεύεται πολύς κόσμος τελευταία, λέω να έρθω κι εγώ».
27
Η Δάφνη ξύπνησε το πρωί, χωρίς ουσιαστικά να έχει ξεκουραστεί από την απίστευτη κούρσα στην οποία είχε επιδοθεί, προσπαθώντας να απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορούσε από τον Τζέιμς. Είχε φύγει από το Λονδίνο αεροπορικώς για τη Ρώμη, επειδή το αεροδρόμιο του Μιλάνο έκλεινε τα μεσάνυχτα, και από την πρωτεύουσα της Ιταλίας πρόλαβε το τελευταίο τρένο για τον τελικό προορισμό της. Φτάνοντας, δοκίμασε πρώτα να πάρει τη Σοφία τηλέφωνο για να την ενημερώσει για την άφιξή της, και βλέποντας πως εκείνη είχε το κινητό της κλειστό, τηλεφώνησε στον Λεονάρντο. Μετά πήρε ένα ταξί και πήγε στο ξενοδοχείο όπου είχαν καταλύσει εκείνοι, με το σκεπτικό να κοιμηθεί λιγάκι προτού τους συναντήσει για πρωινό.
Από τη στιγμή, όμως, που ξάπλωσε, βρισκόταν μονίμως σε μια κατάσταση σύγχυσης και στριφογύριζε στο κρεβάτι της με το μυαλό κολλημένο στον Τζέιμς. Τα χείλη της πονούσαν ακόμα από τα φιλιά του και στο κορμί της είχε τη μυρωδιά του δικού του κορμιού, σαν να είχε αφήσει εκείνος ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Ζούσε ξανά και ξανά τις εξαίσιες στιγμές που πέρασαν μαζί στο λιβάδι και συνέχεια είχε την εντύπωση πως ο Τζέιμς ήταν δίπλα της, έτοιμος να της χαρίσει για άλλη μία φορά τον υπέροχο έρωτά του. Ένιωθε τα χείλη του καυτά πάνω στο δέρμα της και τα χέρια του να διατρέχουν το κορμί της, τόσο διεκδικητικά αλλά και συνάμα τόσο τρυφερά. Τον λαχταρούσε σαν κολασμένη και έκλαιγε για την αδυναμία της να τον μισήσει. Η μόνη, φτηνή δικαιολογία που έβρισκε για την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της ήταν ότι αυτό συνέβαινε επειδή ο Τζέιμς ήταν ο πρώτος άντρας της ζωής της. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ο τρόπος που έκανε έρωτα δε διέφερε και τόσο πολύ από των άλλων αντρών, σύμφωνα με όσα της είχαν πει οι φιλενάδες της κατά καιρούς, και πως το καλύτερο γιατρικό για να τον ξεχάσει ήταν να βρει γρήγορα έναν αντικαταστάτη, ώστε να διαπιστώσει πόσο δίκιο είχαν. Αρκεί, βέβαια, να το αποφάσιζε, επειδή προς το παρόν ένιωθε αναγούλα και μόνο στη σκέψη ότι θα έκανε έρωτα με έναν άλλο άντρα, αλλά και επειδή βαθιά μέσα της ήξερε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Εκτός από τον Τζέιμς, υπήρχε ακόμα ένας άνθρωπος που απασχολούσε το μυαλό της όλες αυτές τις ώρες. Η Ελοΐζ. Η πρόγονός της φαινόταν να έχει αναπτύξει την πρόγνωση σε μεγάλο βαθμό και από τις περιγραφές της έβγαινε το συμπέρασμα πως εκείνη βίωνε τα οράματά της με κρυστάλλινη διαύγεια. Αντίθετα, τα δικά της ήταν βουτηγμένα στην ομίχλη και την αμφιβολία. Παρά τη μικρή ηλικία της, η Ελοΐζ δε φοβόταν να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια, και η Δάφνη μπροστά της έμοιαζε σαν τρομαγμένος λαγός που το βάζει στα πόδια με την πρώτη δυσκολία.
Λυπόταν που δεν πρόλαβε να διαβάσει όλο το ημερολόγιο. Είχε φτάσει μέχρι το σημείο όπου στη ζωή της εμφανίστηκε ο Χένρι, ο νεαρός ιπποκόμος, και η Δάφνη έμεινε με ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ήθελε να πιστεύει πως τελικά οι δύο παράνομοι εραστές, με μαγικό τρόπο, κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και έζησαν μαζί μια συναρπαστική ζωή. Αυτό θα ήταν ένα ωραίο τέλος στην ιστορία τους, αλλά δυστυχώς δε θα το μάθαινε ποτέ. Λίγο μετά το χάραμα σηκώθηκε νιώθοντας φοβερή εξάντληση. Το πολύωρο, συνεχές πάλεμα μεταξύ κορμιού και ψυχής την είχε μεταβάλει σε ερείπιο και έσυρε κουρασμένη τα βήματά της μέχρι το μπάνιο. Αντικρίζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη στάθηκε εμβρόντητη, προσπαθώντας να καταλάβει τι σχέση είχε μαζί της αυτή η άγνωστη που την κοίταζε με τόση επιμονή. Μετά τις αλλεπάλληλες συγκινήσεις της προηγούμενης μέρας και την ξαγρύπνια της ταραγμένης νύχτας περίμενε πως θα έβλεπε ένα χλομό πρόσωπο με πανιασμένα χείλη και μάτια μελαγχολικά, στεφανωμένα από μαύρους κύκλους. Εκείνη, όμως, έλαμπε, λες και την είχε αγγίξει το μαγικό ραβδάκι της καλής νεράιδας και, σαν άλλη Σταχτοπούτα, είχε μεταμορφωθεί μέσα σε λίγες ώρες σε μια απίστευτα όμορφη γυναίκα. «Μπορεί ο έρωτας να κάνει τέτοιο θαύμα;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα, πλησιάζοντας κοντά στον καθρέφτη. Τα μάτια της δεν ήταν ποτέ τόσο λαμπερά και εκφραστικά, το κατάλευκο δέρμα της είχε αποκτήσει μια ροδαλή απόχρωση, που τόνιζε ακόμα περισσότερο την αψεγάδιαστη τελειότητά του, και τα χείλη της φαίνονταν πιο σαρκώδη και έντονα. Ήξερε καλά πού οφειλόταν αυτή η αλλαγή και η σκέψη του Τζέιμς ήρθε να τη βασανίσει για μία ακόμα φορά. Ξαφνικά, πάνω στα δικά της μάτια είδε να καθρεφτίζονται τα δικά του σκουρογάλανα και η μορφή του εισέβαλε δυναμικά στον καθρέφτη, επισκιάζοντας ολοκληρωτικά τη δική της. Η Δάφνη έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και έστρεψε το κεφάλι με αποτροπιασμό,
γιατί το όραμα που της παρουσιάστηκε τόσο αναπάντεχα δεν προμήνυε τίποτα καλό. Το πρόσωπο του Τζέιμς ήταν αγριεμένο, μαυρισμένο από τους καπνούς και πασαλειμμένο με αίμα. Κοίταζε δεξιά και αριστερά αναποφάσιστος, λες κι έψαχνε να ξεφύγει από κάτι. Έπειτα από λίγο η Δάφνη τόλμησε να κοιτάξει πάλι τον καθρέφτη, ελπίζοντας ότι η φοβερή εικόνα θα είχε εξαφανιστεί. Ήταν, όμως, ακόμα εκεί, σαν κοντινό πλάνο κινηματογραφικής ταινίας, κι εκείνη έμεινε καρφωμένη στη θέση της, για να βιώσει τη συνέχεια του πιο τρομακτικού οράματος της ζωής της. Η αόρατη κάμερα άρχισε να αποτραβιέται σιγά σιγά από το πρόσωπο του Τζέιμς και, τελικά, πάνω στην στιλπνή επιφάνεια εμφανίστηκε ολόκληρο το σκηνικό. Δεν ήταν μόνος του, κρατούσε μια γυναίκα από το χέρι και έτρεχαν μαζί μέσα σε μια κόλαση φωτιάς. Η γυναίκα είχε το κεφάλι σκυμμένο και τα μακριά μαλλιά της, γκρίζα από τις στάχτες και καψαλισμένα στις άκρες από τις φλόγες, σκέπαζαν το πρόσωπό της, εμποδίζοντας τη Δάφνη να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της. Φαινόταν αποκαμωμένη και στην προσπάθειά της να ακολουθήσει τον τρελό ρυθμό του Τζέιμς σκόνταφτε διαρκώς, με αποτέλεσμα εκείνος να τη σέρνει ξοπίσω του, ουρλιάζοντας πως έπρεπε να βιαστούν. Στ’ αφτιά της Δάφνης έφτασαν οι φωνές τους, καθώς επίσης οι φωνές άλλων ανθρώπων, που φανέρωναν αγωνία και πόνο. Είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες και παρακολουθούσαν ανήμποροι να πλησιάζει το τέλος τους. Το απαίσιο τριζοβόλημα της φωτιάς, που κατέτρωγε τα πάντα στο πέρασμά της, κυριαρχούσε πάνω απ’ όλους τους ήχους, σαν να θριαμβολογούσε για την επικράτησή της. Οι πύρινες γλώσσες πλησίαζαν γρήγορα και ήταν πλέον ζήτημα δευτερολέπτων να προφτάσουν το ζευγάρι. Ο Τζέιμς, πάνω στην απόγνωσή του, άρπαξε τη σχεδόν λιπόθυμη γυναίκα στην αγκαλιά του και πήδηξε στα τυφλά από ένα παράθυρο, σπάζοντας τα τζάμια. Τα
γυαλιά τινάχτηκαν ολόγυρα σε μεγάλη ακτίνα και εκείνοι άρχισαν να πέφτουν με ταχύτητα στο κενό. Ξαφνικά, και χωρίς προειδοποίηση, το όραμα άρχισε να τρεμοσβήνει και η τελευταία εικόνα που αποτύπωσαν τα μάτια της Δάφνης ήταν δύο κορμιά που βούλιαζαν αργά στα λασπωμένα νερά της λιμνοθάλασσας της Βενετίας. Μετά ο καθρέφτης ξαστέρωσε και στην επιφάνειά του εμφανίστηκε το είδωλό της, μαζί με όσα αντικείμενα υπήρχαν δίπλα της. Η Δάφνη είχε μείνει άφωνη, παγωμένη μέχρι το μεδούλι. Κάποια στιγμή, στο μέλλον, η ζωή του Τζέιμς θα έμπαινε σε θανάσιμο κίνδυνο, αλλά δεν ήταν ακόμα σίγουρη αν αυτό που βίωσε ήταν η πραγματικότητα ή ένα υποθετικό σενάριο υποκινούμενο από κάποιες καταχθόνιες σκέψεις που καιροφυλακτούσαν κάπου στο μυαλό της, διψώντας για εκδίκηση. Σε κάθε άνθρωπο συνυπάρχει το καλό με το κακό, και η Δάφνη δεν αποτελούσε εξαίρεση. Έβγαλε το νυχτικό της και μπήκε στην μπανιέρα, νιώθοντας ντροπή και αναστάτωση που το συγκεκριμένο κομμάτι του εαυτού της ήθελε τον Τζέιμς να πληρώνει ακριβά για τον πόνο που της προκάλεσε. Άνοιξε το νερό και ακούμπησε το μέτωπό της που έκαιγε στα πλακάκια, ψάχνοντας να βρει εκεί λίγη δροσιά. «Θεέ μου, βοήθησέ με, σε παρακαλώ, δε θέλω το κακό του», μουρμούριζε, προσπαθώντας να ξορκίσει τους δαίμονές της. «Βοήθησέ με να τον ξεχάσω, αλλά δε θέλω να πάθει κανένα κακό. Αλίμονο, τον αγαπάω τόσο πολύ...» Έμεινε κάτω από το νερό αρκετή ώρα, λες και περίμενε από αυτό να ξεπλύνει τη βρομιά από τις σκέψεις της. Το μπάνιο είχε γεμίσει υδρατμούς, όταν η Δάφνη βγήκε από την μπανιέρα σαν υπνωτισμένη, γεμίζοντας το δάπεδο νερά. Καθάρισε τον καθρέφτη με την παλάμη της και σχεδόν ευχήθηκε να εμφανιστεί ξανά το απαίσιο όραμα, όχι για να δει τον Τζέιμς να υποφέρει, αλλά μήπως αυτή τη φορά μπορούσε να κατανοήσει καλύτε-
ρα μερικά πράγματα. Το μόνο που είδε ήταν το πρόσωπό της. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε η Ελοΐζ στη θέση της. Ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας για την ανωτερότητα του κοριτσιού και για την οξυδέρκεια του πνεύματός του. Μπορεί να είχε σχεδόν τα μισά χρόνια από την ίδια, αλλά είχε αποδείξει ότι ήταν πιο ώριμη. Επέστρεψε στο δωμάτιο και ντύθηκε μηχανικά, χωρίς ουσιαστικά να νοιάζεται τι φορούσε. Στη συνέχεια πήρε την τσάντα της και κατέβηκε στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, πιστεύοντας ότι θα έβρισκε να την περιμένουν εκεί η Σοφία και ο Λεονάρντο για το πρωινό. Έπρεπε να ξεμοναχιάσει τη Σοφία για να της μιλήσει για τον Τζέιμς και ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Μπήκε στην πολύβουη σάλα χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμα αν θα συμπεριλάμβανε στην ιστορία της και τις προσωπικές της στιγμές. Στάθηκε για ένα λεπτό στην είσοδο και έψαξε να βρει ανάμεσα στον κόσμο το αγαπημένο πρόσωπο της θετής μητέρας και του συντρόφου της. Δεν τους είδε πουθενά. Κατευθύνθηκε προς τον μπουφέ, που ήταν φορτωμένος με διάφορες λιχουδιές, και πήρε μόνο μία φέτα φρυγανισμένο ψωμί και ένα φλιτζάνι καφέ. Διάλεξε ένα απόμερο τραπέζι, όπου θα μπορούσαν να μιλήσουν με την ησυχία τους, όταν αυτοί εμφανίζονταν, και κάθισε για να τους περιμένει, πίνοντας τον καφέ της. Η ώρα, όμως, περνούσε και το ζευγάρι δεν έλεγε να φανεί. Η Δάφνη σερβιρίστηκε και δεύτερο καφέ και, όταν κόντευε να τον τελειώσει, αποφάσισε να πάρει τηλέφωνο τη Σοφία για να δει τι τους καθυστερεί. Της απάντησε μια άγνωστη αντρική φωνή. Έσμιξε τα φρύδια ανήσυχη και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι είχε πάρει λάθος αριθμό. Αυτό, βέβαια, ήταν αδύνατο, γιατί ο αριθμός της Σοφίας ήταν καταχωρισμένος στη λίστα επαφών του κινητού της και χρειαζόταν μόνο το πάτημα ενός κουμπιού για να τον καλέσει. «Θα ήθελα να μιλήσω με τη Σοφία, παρακαλώ», είπε νιώθοντας την ανησυχία της να φουντώνει.
Ο άντρας άφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα προτού μιλήσει και η ανάσα του έφτανε στ’ αφτιά της βαριά και κοφτή. «Είσαι η Δάφνη;» ρώτησε τελικά. «Ναι, μα... εσείς ποιος είστε; Πού είναι η Σοφία;» «Δε χρειάζεται και μεγάλη φαντασία για να καταλάβεις ποιος είμαι. Όσο για τη φίλη σου, δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι θα συνεχίσει να είναι καλά, αυτό εξαρτάται από εσένα». Η φωνή του ακουγόταν ψυχρή σαν πάγος. Η Δάφνη ένιωσε να της κόβεται η αναπνοή και τα πάντα γύρω της σκοτείνιασαν. Είχε την αίσθηση ότι ακροβατούσε στο χείλος ενός γκρεμού και κάτω από τα πόδια της ανοιγόταν η μαύρη άβυσσος, έτοιμη να την καταπιεί. «Ο Φράνκο...» ψέλλισε, νιώθοντας το στόμα της στεγνό. Αυτό τον άνθρωπο τον ήξερε από παιδί. Τον είχε δει μια δυο φορές έξω από το σχολείο της και μετά το θάνατο των γονιών της η Σοφία τής φανέρωσε το όνομά του και την προειδοποίησε επανειλημμένα να μένει μακριά του, γιατί ήταν επικίνδυνος. Το δεκάχρονο κοριτσάκι τότε έκανε κάτι ανήκουστο. Άρχισε να μαζεύει μανιωδώς όσες φωτογραφίες του Φράνκο έβρισκε στις εφημερίδες και στα περιοδικά, τις έκοβε και τις κολλούσε στον τοίχο του δωματίου της, όπως άλλα παιδιά μάζευαν τις φωτογραφίες του αγαπημένου τους τραγουδιστή. Η Σοφία σεβόταν το χώρο της και σπάνια έμπαινε στο δωμάτιό της, όμως κάποτε χρειάστηκε να πάρει κάτι από εκεί. Έμεινε άναυδη βλέποντας το πρόσωπο του Φράνκο να την κοιτάζει απ’ όλες τις μεριές με τα διαπεραστικά γκρίζα μάτια του. Κάθισε στο κρεβάτι και περίμενε να γυρίσει το κορίτσι από το σχολείο. Εκείνο το απόγευμα έκαναν μια μεγάλη συζήτηση και, τελικά, η Δάφνη έσκισε όλες τις φωτογραφίες και τις πέταξε στα σκουπίδια. Λίγες μέρες μετά έφυγαν για το Λονδίνο και η ανάμνηση του Φράνκο ξεπλύθηκε από το συνεχές ψιλόβροχο, μέχρι που έσβησε εντελώς από τη μνήμη της. Σήμερα άκουγε για πρώτη φορά τη φωνή αυτού του άντρα στο
τηλέφωνο. Συνειδητοποίησε από τον τόνο της ότι ήταν ανώφελο να ρωτήσει για δεύτερη φορά πού ήταν η Σοφία. Την έβλεπε σχεδόν μπροστά της, να κείτεται μισοπεθαμένη σε ένα ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι, με τα χέρια ανοιχτά. Το ένα μάτι της είχε κλείσει τελείως από το ξύλο και από το άλλο κυλούσε αργά ένα δάκρυ. Η καρδιά της Δάφνης σφίχτηκε σε αυτή την εικόνα και σκέφτηκε ότι ένας άνθρωπος δε φτάνει σε τέτοια κατάσταση από τη μια στιγμή στην άλλη. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα: ότι η Σοφία βρισκόταν στα χέρια του Φράνκο τουλάχιστον από χτες και ότι ο Λεονάρντο τής είχε πει ψέματα, ή μάλλον δεν της είχε πει τίποτα. Κατά πάσα πιθανότητα προτίμησε να περάσει το βράδυ στο γραφείο του φίλου του παρά να την αντιμετωπίσει καταπρόσωπο. Η Δάφνη τίναξε το κεφάλι ενοχλημένη. Δεν ήθελε να κάνει άσχημες σκέψεις για τον Λεονάρντο, γιατί η αγάπη του για τη Σοφία ήταν μεγάλη, ίσως μάλιστα μεγαλύτερη από τη δική της. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι ζητάς από εμένα;» ρώτησε αργά. «Ήξερα πως είσαι λογικό κορίτσι», είπε ο Φράνκο θριαμβευτικά. «Φρόντισε να βρίσκεσαι στην Πλατεία του Ντουόμο, έξω από τον καθεδρικό ναό, σε ένα τέταρτο». Η γραμμή βουβάθηκε ξαφνικά και η Δάφνη έμεινε με το τηλέφωνο στο χέρι. Μέχρι την πλατεία ήταν κάμποση απόσταση και δεν είχε καιρό για χάσιμο. Πήρε το μπουφάν και το κασκόλ της από την καρέκλα και την τελευταία στιγμή άρπαξε από τον μπουφέ ένα μπουκάλι νερό και μερικά ζεστά ψωμάκια με ζαμπόν και τυρί που τα έριξε στην τσάντα της, αδιαφορώντας για τα περίεργα βλέμματα των γύρω της. Κάτι της έλεγε ότι η Σοφία θα τα χρειαζόταν. Βγήκε από το ξενοδοχείο και το βοριαδάκι που φυσούσε από τις Άλπεις την έκανε να ριγήσει. Έκλεισε το μπουφάν μέχρι το λαιμό και σκέφτηκε ότι τα μελαγχολικά φθινοπωρινά χρώματα της πόλης ταίριαζαν γάντι στην ψυχική της διάθεση.
Παιδεύτηκε μέχρι να βρει ταξί, γιατί ήταν ώρα αιχμής, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους. Από την αγωνία της να μην αργήσει στο ραντεβού, δε σκέφτηκε καν να τηλεφωνήσει στον Λεονάρντο. Ήταν κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε αργότερα. Έφτασε στην Πλατεία της Σκάλα, έξω από το κτίριο της όπερας, με καθυστέρηση είκοσι ολόκληρων λεπτών από την ώρα του ραντεβού, και ο ταξιτζής, αφού ζήτησε συγνώμη, της επέστρεψε το φιλοδώρημα λέγοντας πως δεν το αξίζει. Κάποια άλλη στιγμή, η Δάφνη θα διαφωνούσε μαζί του, γιατί ο άνθρωπος θα έπρεπε να έχει μαγικές ικανότητες για να εξαφανίσει το κυκλοφοριακό χάος, αλλά τώρα δεν προλάβαινε. Πήρε τα χρήματα και τα έριξε χύμα στην τσάντα της τη στιγμή που πεταγόταν έξω από το ταξί. Διέσχισε τρέχοντας, με την ψυχή στο στόμα, τη φημισμένη Γκαλερία Βιτόριο Εμανουέλε και, όταν βγήκε στην Πλατεία του Ντουόμο, σταμάτησε απότομα, σαν να έπεσε πάνω σε κάποιον αόρατο φράχτη. Έριξε μουδιασμένη μια ματιά στο ανθρώπινο ποτάμι που κατέκλυζε το χώρο, ένα μελίσσι που πηγαινοερχόταν ασταμάτητα, ακολουθώντας τους φρενήρεις ρυθμούς της εποχής. Ο μεγαλόπρεπος καθεδρικός, ένας από τους μεγαλύτερους γοτθικούς ναούς του κόσμου, δέσποζε στην πλατεία με την απαράμιλλη αρχιτεκτονική του, και η Δάφνη κατευθύνθηκε προς τα εκεί, ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος. Στάθηκε κοντά στην πόρτα και αναρωτήθηκε στενοχωρημένη πώς στην ευχή θα εντόπιζε τον Φράνκο Ντονατσάν μέσα σε τόσο κόσμο, αν βέβαια εκείνος είχε την υπομονή να την περιμένει ακόμα. Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη σκέψη της, όταν ένιωσε ένα ανάλαφρο χάδι στα μαλλιά της. Θα μπορούσε να την είχε ακουμπήσει κάποιος κατά λάθος, αλλά κάτι την προειδοποίησε μέσα της πως το άγγιγμα δεν ήταν τυχαίο. «Θέλω να δω τα μάτια σου», άκουσε μια αντρική φωνή να ψιθυρίζει δίπλα στο αφτί της.
Η Δάφνη στράφηκε αργά και βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν ψηλό άντρα. Με την πάροδο των χρόνων είχε λησμονήσει το πρόσωπό του και είχε πλάσει με τη φαντασία της μια φιγούρα απειλητική, σαν τον κακό λύκο που κυνηγούσε τα τρία γουρουνάκια. Αυτή η σκοτεινή πλευρά όντως υπήρχε, μόνο που ήταν καλά καμουφλαρισμένη κάτω από ένα όμορφο παρουσιαστικό. Ο Φράνκο την κοίταξε εξεταστικά, από πάνω μέχρι κάτω, και ξαφνικά συνοφρυώθηκε. Δεν ξεχνούσε πρόσωπα, πόσο μάλλον μια γοητευτική γυναίκα. Το μυαλό του πέταξε στη μέρα της δολοφονίας του Ντάντε, και συγκεκριμένα στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, τότε που στεκόταν και κοίταζε τους επιβάτες που κατέβαιναν από το αεροπλάνο της Alitalia. Ο άντρας μόρφασε ανεπαίσθητα και σκέφτηκε πόσο εύκολα οι άνθρωποι γίνονται πιόνια στα χέρια της μοίρας, που για να διασκεδάσει την πλήξη της στήνει σε βάρος τους τα πιο παράξενα παιχνίδια. Η Δάφνη τον είχε εντυπωσιάσει τότε, αλλά από κοντά η ομορφιά της του έκοψε την ανάσα. Βύθισε τα μάτια του μέσα στα δικά της και έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο για πολλή ώρα, αναμετρώντας καθένας τις δυνάμεις του αντιπάλου του. Πρώτος διέκοψε τη σιωπή ο Φράνκο. «Πες μου τι βλέπεις...» είπε βραχνά. «Έναν άνθρωπο που δεν είναι ικανός να εκτιμήσει αυτά που έχει και χάνει τον πολύτιμο χρόνο του κυνηγώντας χίμαιρες», απάντησε ήσυχα η Δάφνη. Είχε μάθει να φοβάται τον Φράνκο, αλλά τώρα που στεκόταν απέναντί της με σάρκα και οστά ένιωσε το φόβο της να διαλύεται όπως μια σαπουνόφουσκα. Ο Φράνκο έπιασε το μπράτσο της και το έσφιξε λίγο παραπάνω από το κανονικό. Έφερε το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το δικό της και την ξαναρώτησε με την ανυπομονησία του ανθρώπου που περίμενε πολύ.
«Δεν εννοώ αυτό. Πες μου τι βλέπεις για εμάς στο μέλλον...» «Με πονάς», ψιθύρισε η Δάφνη χωρίς να τραβηχτεί. Τον κοίταζε θαρρετά στα μάτια, αλλά η καρδιά της χτυπούσε άτσαλα στο στήθος. Αυτός ο άντρας την μπέρδευε. Η πληθωρική παρουσία του ξεσήκωνε μέσα της μια θύελλα συναισθημάτων που δυσκολευόταν να εξηγήσει. Τον μισούσε, ενώ ταυτόχρονα τη γοήτευε. Ο Φράνκο ένιωσε να παραλύει κάτω από το διαπεραστικό βλέμμα της και χαλάρωσε κάπως τη λαβή του. Την κρατούσε ακόμα από το μπράτσο, αλλά το χέρι του έτρεμε ελαφρά, σημάδι της ταραχής που του προκαλούσε αυτή η μικρή επαφή. Αναμφισβήτητα, η χημεία μεταξύ τους ήταν πολύ δυνατή και η διαφορά της ηλικίας τους δε φαινόταν να παίζει κανένα ρόλο. Αν είχαν συναντηθεί κάτω από άλλες συνθήκες, πιθανώς να γίνονταν ζευγάρι. Τώρα, το αμείλικτο παρελθόν έμπαινε ανάμεσά τους και τους χώριζε. Και πίσω του έσερνε άλλους δύο ανθρώπους: τον Τζέιμς και την Τάνια. Ίσως ήταν η δική τους ανάμνηση που βοήθησε τον Φράνκο και τη Δάφνη να βγουν από την ολέθρια φαντασίωση, πριν τους συνεπάρει ολοκληρωτικά. «Ακολούθησέ με», της είπε εκείνος κομπιάζοντας. «Θα σε πάω στη Σοφία». Προχωρούσε μπροστά με το κεφάλι σκυμμένο και η Δάφνη τον ακολουθούσε υπάκουα. Δε διανοήθηκε να το σκάσει, ούτε άλλωστε θα είχε νόημα. Είχε έρθει με τη θέλησή της και σκόπευε να μείνει μέχρι το τέλος. Ο Φράνκο είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του σε ένα υπόγειο γκαράζ και κατέβηκαν με το ασανσέρ στο τελευταίο επίπεδο, χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μία κουβέντα μεταξύ τους. Της κράτησε την πόρτα του συνοδηγού ανοιχτή μέχρι να βολευτεί στο κάθισμα και μετά έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε δίπλα της. Πριν βάλει μπρος τη μηχανή, στράφηκε και την κοίταξε. «Άκου, Δάφνη», της είπε, λες και μιλούσε σε κάποια παλιά του
γνώριμη. «Θέλω να γίνουμε φίλοι, ειλικρινά πιστεύω πως αυτό είναι το καλύτερο και για τους δυο μας». Εκείνη περιεργαζόταν αφηρημένα την κονσόλα του πολυτελούς αμαξιού, κάνοντας άσχετες σκέψεις, όπως για παράδειγμα ότι ποτέ δεν έμαθε να οδηγεί, παρόλο που θα το ήθελε, γιατί στη Βενετία δε χρειαζόταν αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις της. Ακούγοντας, όμως, αυτά τα λόγια, τινάχτηκε ταραγμένη και απομακρύνθηκε από κοντά του, βάζοντας μεταξύ τους όση απόσταση μπορούσε. Ξαφνικά, ο Φράνκο ξανάγινε ο μισητός εχθρός. «Αυτό αποκλείεται, να το βγάλεις από το μυαλό σου», φώναξε θυμωμένη. «Ανέκαθεν ήμαστε εχθροί κι έτσι θα συνεχίσουμε... για όσο κρατήσει». «Τι θέλεις να πεις με αυτό;» τη ρώτησε εκείνος, σμίγοντας τα φρύδια. «Τίποτα», απάντησε ξερά η Δάφνη. «Απολύτως τίποτα». Στράφηκε προς το παράθυρο και κοίταξε το είδωλό της στο σκούρο τζάμι. «Όλα αυτά που συμβαίνουν είναι λάθος...» μουρμούρισε χαμηλόφωνα, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Το μόνο που θέλω είναι μια φυσιολογική ζωή, δε νομίζω ότι ζητάω πολλά. Δεν έχω τις δυνάμεις που μου αποδίδετε, δε θέλω να τις έχω... πονάει πολύ». Ο Φράνκο τής έριξε ένα περίεργο βλέμμα και δε μίλησε. Γύρισε το κλειδί στη μίζα και πάτησε αλύπητα το γκάζι. Η Μαζεράτι βρυχήθηκε και τα τετρακόσια τριάντα τρία άλογα της μηχανής της ξεχύθηκαν αφηνιασμένα στο στενό διάδρομο που ανέβαινε φιδογυριστά μέχρι την έξοδο του γκαράζ. Τα λάστιχα στρίγκλιζαν στις στροφές και τα προστατευτικά τοιχία περνούσαν ξυστά από τα πλαϊνά. Μια ελάχιστη στραβοτιμονιά ήταν αρκετή για να φύγει το αυτοκίνητο από την τρελή πορεία του και να καταλήξει ένα μάτσο παλιοσίδερα. Τι ήλπιζε να κερδίσει ο Φράνκο φλερτάροντας με το θάνατο; Ίσως κάποια αντίδραση από την πλευρά της Δάφνης, ή καλύτερα
μια προφητική προειδοποίηση. Κανείς δεν ήθελε να πεθάνει έτσι άδικα, πόσο μάλλον μια κοπέλα με τις δικές της ικανότητες... Δε θα μάθαινε ποτέ αν είχε δίκιο. Η Δάφνη συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο τρόπο που θα συμπεριφερόταν οποιοσδήποτε συνηθισμένος άνθρωπος βρισκόταν σε ανάλογη θέση: είχε γραπωθεί από τη λαβή της πόρτας, σφίγγοντας τα δόντια για να μην ουρλιάξει, και σε κάθε στροφή γούρλωνε τα μάτια από φόβο. Στην έξοδο του γκαράζ, ο Φράνκο φρέναρε απότομα μπροστά στην μπάρα. Πλήρωσε το αντίτιμο της στάθμευσης στο αυτόματο μηχάνημα, ενώ με την άκρη του ματιού παρακολουθούσε τη Δάφνη. Ήταν πανιασμένη και προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από το σοκ που της προκάλεσε η επικίνδυνη οδήγηση. Οι δύο φύλακες του γκαράζ είχαν βγει από το κουβούκλιό τους, θορυβημένοι από το σπινιάρισμα των τροχών και το μούγκρισμα της μηχανής. «Τι επιδειξίας, Θεούλη μου!» σχολίασε ο μεγαλύτερος, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ευχαριστημένος που δε συνέβη κανένα κακό. «Αν είχα τέτοιο αυτοκίνητο και τέτοια γκόμενα, μάλλον θα έκανα κι εγώ τα ίδια», είπε ο άλλος γελώντας, με το βλέμμα καρφωμένο στη Μαζεράτι που εξαφανιζόταν στη γωνία. Ήταν πολύ νέος και έβλεπε –με το δίκιο του– τα πράγματα διαφορετικά.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα ο Φράνκο συμπεριφέρθηκε άψογα ως οδηγός. Βγήκε από την πόλη και πήρε κατεύθυνση προς τα βόρεια. Δέκα λεπτά αργότερα έφτασε στο παλιό εργοστάσιο, που έστεκε ολομόναχο μέσα στην ερημιά της γραφικής εξοχής. Η Δάφνη κοίταξε γύρω της ανατριχιάζοντας. Αυτό το ερειπωμένο κτίριο που κρατούσε φυλακισμένη τη Σοφία τής προκαλούσε μια έντονη απέχθεια, λες και ευθυνόταν αυτό, το άψυχο πράγμα, για τις πράξεις των ανθρώπων.
Ακολούθησε τον Φράνκο στο σκοτεινό εσωτερικό και, χάνοντας τον ήλιο από τα μάτια της, αισθάνθηκε να χάνει μαζί και το κουράγιο της. Φοβόταν γι’ αυτό που θα αντιμετώπιζε σε λίγο και περίμενε τρέμοντας τον Φράνκο να ανοίξει την καταπακτή. «Ύστερα από εσένα, αγαπητή μου», της είπε δείχνοντας τη σκάλα. Η Δάφνη κατέβηκε τα σκαλοπάτια, ενώ εκείνος ερχόταν από πίσω κρατώντας ένα δυνατό φακό για να φωτίζει το δρόμο τους. Μόλις πάτησε το πόδι της στο τελευταίο σκαλοπάτι, αναγνώρισε με μια ματιά το χώρο. Το σκηνικό ήταν ακριβώς όπως το είχε φανταστεί, ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Η Σοφία κειτόταν ακίνητη στο σιδερένιο κρεβάτι και η Δάφνη, βγάζοντας μια κραυγή αγωνίας, έτρεξε κοντά της. Ο Φράνκο πλησίασε και έριξε το φως πάνω στα μάτια της ανήμπορης γυναίκας. Εκείνη τρεμόπαιξε τα βλέφαρα και σήκωσε το χέρι για να προφυλαχτεί. «Μια χαρά φαίνεται», σχολίασε ο δεσμώτης της ψυχρά, αποτραβώντας τη φωτεινή δέσμη από το πρόσωπό της. Η Σοφία άνοιξε τα μάτια, ή μάλλον το ένα, γιατί το άλλο ήταν κλεισμένο από το πρήξιμο, και τους κοίταξε ξαφνιασμένη. Της πήρε κάμποση ώρα να συνέλθει και, όταν συνειδητοποίησε ποια είχε απέναντί της, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, που φανέρωνε το μέγεθος της απελπισίας της. «Κοριτσάκι μου, δεν έπρεπε να έρθεις», βόγκηξε σιγανά. «Τώρα έχω να ανησυχώ και για εσένα». Η Δάφνη την πήρε στην αγκαλιά της, αφήνοντας τα δάκρυά της ελεύθερα. «Σοφία μου, πίστεψες ότι μπορούσα να σε αφήσω ποτέ; Ακόμα και δύο ζωές να έδινα για εσένα, πάλι δε θα ξεχρέωνα αυτά που σου χρωστάω. Όμως μην ανησυχείς, όλα θα φτιάξουν τώρα που είμαι εγώ εδώ».
Η γυναίκα τής έκλεισε το στόμα με την παλάμη. «Σσσς... δεν κάνει να μιλάς έτσι. Δε μου χρωστάς τίποτα, ό,τι έκανα το έκανα επειδή το ήθελα, πίστευα πως έτσι ήταν το σωστό. Με αντάμειψες και με το παραπάνω με την αγάπη που μου έδωσες, έχεις ξεπληρώσει από καιρό τα χρωστούμενα». Η Δάφνη στράφηκε προς το μέρος του Φράνκο. Ήθελε να είναι δυνατή, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς της. «Πώς μπόρεσες να της το κάνεις αυτό; Πώς είσαι τόσο άκαρδος;» «Εκείνη με ανάγκασε να το κάνω», υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο άντρας. «Μου ρίχτηκε σε ανύποπτη στιγμή και παραλίγο να με στραγγαλίσει. Δεν έχω ξαναδεί τόση δύναμη σε γυναίκα». «Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει», είπε η Σοφία και το ανοιχτό μάτι της άστραψε περιφρονητικά. «Σκάσε που να σε πάρει ο διάολος!» ξέσπασε ο Φράνκο. «Δεν ωφελεί να καβγαδίζουμε», είπε η Δάφνη συνετά. Φοβόταν μήπως τα καυστικά σχόλια της Σοφίας επέσυραν πάλι την οργή του, με αποτέλεσμα έναν καινούριο ξυλοδαρμό. Δεν έτρεφε αυταπάτες ότι θα μπορούσε να τον εμποδίσει· ήταν μεγαλόσωμος και, με τη Σοφία ανίκανη να βοηθήσει, γρήγορα θα βρισκόταν και η ίδια σε άσχημη θέση. Αν και κάτι της έλεγε μέσα της ότι ο Φράνκο δε θα σήκωνε ποτέ χέρι εναντίον της. Εκείνος στάθηκε από πάνω τους, έχοντας ηρεμήσει αρκετά. Κοίταξε για πολλή ώρα τη Δάφνη και μετά έσκυψε το κεφάλι. «Δεν ξέρω τι θα κάνω μ’ εσένα», μουρμούρισε φανερά προβληματισμένος. Η Δάφνη σηκώθηκε για να τον αντιμετωπίσει καταπρόσωπο. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να το ξανασκεφτείς», του είπε ήρεμα. «Η Σοφία χρειάζεται επειγόντως γιατρό. Άσε με, τουλάχιστον, να την πάω σε ένα νοσοκομείο. Σου ορκίζομαι πως δε θα το σκάσω, έλα κι εσύ μαζί μας». Ο Φράνκο την έπιασε από τους ώμους και την έφερε κοντά του.
«Δε δίνω δεκάρα για τη ζωή της», είπε ξερά. «Εσένα, όμως, δεν το διακινδυνεύω να σε χάσω». Έπιασε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και την έτριψε απαλά στα δάχτυλά του. Η Δάφνη έκλεισε τα μάτια και για κλάσμα του δευτερολέπτου ένιωσε να την τραβάει κοντά του μια ακαταμάχητη δύναμη. Μετά, ξαφνικά, συνήλθε και αποτραβήχτηκε αηδιασμένη. «Δώσε μου το κινητό σου», τη διέταξε βραχνά ο Φράνκο, τείνοντας επιτακτικά το χέρι. Η κοπέλα δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έψαξε την τσάντα της, όμως, και δεν το βρήκε. Μετά θυμήθηκε ότι το κρατούσε στο χέρι όταν μπήκε στο ταξί. «Το ξέχασα στο ταξί, μαζί με το κασκόλ», είπε απορώντας με τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Φράνκο άδειασε την τσάντα της πάνω στο κρεβάτι για να διαπιστώσει ότι δεν του έλεγε ψέματα. Βλέποντας το νερό και τα σάντουιτς, έκανε ένα μορφασμό και δεν τα σχολίασε. Μετά πήρε όλα τα πράγματα και, αφού τα έβαλε πάλι στην τσάντα, την έδωσε στη Δάφνη, προκαλώντας την έκπληξη της Σοφίας. Έφυγε χωρίς να πει κουβέντα, αφήνοντας αυτή τη φορά πίσω του το φακό. Όταν έκλεισε η καταπακτή και τα βήματά του χάθηκαν στη σιωπή, η Σοφία άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Η καημένη η γυναίκα φοβόταν πως η επόμενη επίσκεψη του Φράνκο θα ήταν χειρότερη από την πρώτη και ένιωθε πως δεν είχε δυνάμεις για να του αντιπαρατεθεί. Το πρόσωπό της πήρε μια προσποιητά χαρούμενη έκφραση και έκανε νόημα στη Δάφνη να καθίσει δίπλα της. «Επιτέλους, ξεκουμπίστηκε. Πεθαίνω να μάθω νέα του Λεονάρντο και του Μαρτσέλο», είπε πιάνοντας τα χέρια της κοπέλας. «Ήρθα χτες το βράδυ και δεν πρόλαβα να δω κανέναν από τους δύο», απάντησε εκείνη λυπημένη. «Σκόπευα να επισκεφτώ τον Μαρτσέλο σήμερα κιόλας στη φυλακή, για να λύσουμε μια... τέλος πά-
ντων... μικρή παρεξήγηση μεταξύ μας, ο δε Λεονάρντο δεν εμφανίστηκε καθόλου στο ξενοδοχείο». Της διηγήθηκε περιληπτικά την τηλεφωνική συνομιλία με τον Λεονάρντο και πώς συναντήθηκε με τον Φράνκο. «Δεν ενημέρωσες τον Λεονάρντο;» φώναξε αναστατωμένη η Σοφία. «Πού είχες το μυαλό σου;» «Σ’ εσένα το είχα», ξέσπασε κλαίγοντας η Δάφνη. «Μόλις είχα δει ένα πολύ άσχημο όραμα και το μόνο που με απασχολούσε ήταν να τρέξω κοντά σου». Η Σοφία μαλάκωσε και της σκούπισε τρυφερά τα δάκρυα με την παλάμη της. «Με συγχωρείς, καρδούλα μου, αλλά θα ήταν πολύ πιο εύκολα τα πράγματα αν είχες τηλεφωνήσει στον Λεονάρντο. Θα σε παρακολουθούσε χωρίς να γίνει αντιληπτός και τώρα μπορεί να ήμαστε ελεύθερες. Ο καημένος, ποιος ξέρει τι θα βάλει με το νου του τώρα που εξαφανίστηκες κι εσύ...» Η Δάφνη συνειδητοποίησε την γκάφα της, αλλά ήταν αργά για να επανορθώσει. Επειδή δεν έβρισκε τι άλλο να πει, έβγαλε από την τσάντα της το νερό και τα σάντουιτς. Η Σοφία άφησε ένα βογκητό πόνου και έγλειψε τα κατάξερα χείλη της. Διψούσε αφόρητα και στη θέα του μπουκαλιού πέρασαν από μπροστά της ποτάμια με κελαρυστά, κρυστάλλινα νερά και γάργαροι καταρράκτες που έπεφταν με πάταγο σε δροσερές λιμνούλες. Αν βρισκόταν κάποιος, εκείνη τη στιγμή, να της προσφέρει ένα εκατομμύριο ευρώ με αντάλλαγμα το μπουκάλι, θα του έλεγε να πάει στο διάολο και θα κρατούσε το μπουκάλι. Ήπιε αχόρταγα και σταμάτησε μόνο όταν ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Κρατήθηκε με το ζόρι για να μην κάνει εμετό και έγειρε αποκαμωμένη στο μαξιλάρι, σφίγγοντας τα δόντια για να μην ξεφωνίσει από τον αφόρητο πόνο που της σούβλιζε τα πλευρά. «Δεν έπρεπε να πιεις τόσο πολύ», τη μάλωσε η Δάφνη.
Έκοψε τα σάντουιτς σε μικρές μπουκιές και την τάισε σιγά σιγά, μέχρι που η Σοφία τής έγνεψε πως δε θέλει άλλο. Μετά η κοπέλα έβρεξε ένα μαντίλι και άρχισε να καθαρίζει το πρόσωπό της από τα αίματα με απαλές κινήσεις, προσέχοντας να μην την πονέσει. «Τι συμβαίνει μεταξύ σας;» ρώτησε χωρίς περιστροφές η Σοφία. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε η Δάφνη συνεχίζοντας τη δουλειά της. Η Σοφία έπιασε το χέρι της και την κοίταξε εξεταστικά. «Μ’ εσένα και τον Φράνκο». «Τίποτα δε συμβαίνει», απάντησε η κοπέλα ταραγμένη, σφίγγοντας σπασμωδικά στη χούφτα της το ματωμένο μαντίλι. «Είδα τον τρόπο που κοιταζόσασταν και θα έπαιρνα όρκο πως...» «Σταμάτα, να χαρείς, Σοφία. Πώς θα μπορούσα...;» «Σωστά, πώς θα μπορούσες...! Αν και θα ήταν εύκολο μια αμάθητη κοπελίτσα σαν εσένα να ερωτευτεί ένα γοητευτικό μπάσταρδο σαν και του λόγου του. Όμως, ευτυχώς, εσύ είσαι ερωτευμένη με τον Τζέιμς, ή όχι;» Η Δάφνη έκανε μια κίνηση αποστροφής στο άκουσμα του ονόματος του άντρα. «Δεν ξέρω ποιος από τους δύο είναι χειρότερος. Ο Φράνκο, που διεκδικεί ανοιχτά αυτό που θέλει, ή ο Τζέιμς, που προσπαθεί να το αποκτήσει με τόσο πρόστυχο τρόπο; Θα σου τα πω με τη σειρά και θα καταλάβεις τι εννοώ», είπε βλέποντας την έκπληξη στο πρόσωπο της Σοφίας. «Έτσι κι αλλιώς, έχουμε μπόλικο χρόνο μπροστά μας». Η Σοφία έκλεισε τα μάτια και έγνεψε κουρασμένα. Την απασχολούσε πολύ ο οξύς πόνος λίγο πιο κάτω από το δεξιό μαστό. Είχε ψηλαφίσει το κορμί της πολλές φορές και δε χρειαζόταν να έχει ιατρικές γνώσεις για να καταλάβει πως ο ξυλοδαρμός του Φράνκο την είχε αφήσει με τρία σπασμένα πλευρά. Τις τελευταίες ώρες, όμως, κά-
θε ανάσα της γινόταν όλο και πιο οδυνηρή και κάθε φορά νόμιζε πως είναι η τελευταία της. Ξαφνικά σκέφτηκε έντρομη πως ίσως δεν είχε τόσο χρόνο στη διάθεσή της όσο θα ήθελε η Δάφνη και ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της. Απόδιωξε γρήγορα αυτή τη θλιβερή σκέψη και, καταβάλλοντας γενναία προσπάθεια, φόρεσε ένα χαμόγελο και στράφηκε προς το μέρος της κοπέλας. «Είμαι όλη αφτιά, γλυκιά μου. Πες τα μου να ξαλαφρώσεις...»
Ο Φράνκο, αντίθετα απ’ ό,τι πίστευε η Σοφία, δεν είχε πάει μακριά. Καθόταν στα σκαλοπάτια του εργοστασίου και κάπνιζε σκεφτικός. Με τον τρόπο του, ήταν όντως ερωτευμένος με την Τάνια, επειδή του ταίριαζε από άποψη χαρακτήρα και η ακαταμάχητη, μεσογειακή ομορφιά της τον έλκυε. Μπήκε, όμως, ξαφνικά στο δρόμο του η Δάφνη. Το ενδιαφέρον του για την κοπέλα ήταν καθαρά το ενδιαφέρον ενός ορμητικού αρσενικού για ένα όμορφο θηλυκό. Η Δάφνη ήταν, επίσης, απαγορευμένος καρπός, και αυτό την έκανε ακόμα πιο σαγηνευτική. Προς το παρόν δεν ήξερε κανείς από την αδελφότητα ότι την κρατούσε, αλλά δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί τι θα επακολουθούσε μόλις γινόταν γνωστό το γεγονός αυτό. Ο Γκουερίνι και ο Έρλιν θα διεκδικούσαν την αποκλειστικότητά της και ο Φράνκο ήδη αισθανόταν σαν παραγκωνισμένος κομπάρσος στη δική του υπερπαραγωγή. Τον έπνιγε το άδικο. Αυτός είχε κοπιάσει περισσότερο απ’ όλους του άλλους και διατηρούσε τις ελπίδες του σε μια εποχή που η αδελφότητα κόντευε να διαλυθεί. Πέταξε στο χώμα το τσιγάρο που κάπνιζε και το έλιωσε με τη μύτη του παπουτσιού του. Σηκώθηκε έχοντας πάρει τις αποφάσεις του. Τελικά, αυτός ο αγώνας ήταν αποκλειστικά δική του υπόθεση και το πολύτιμο τρόπαιο δικαιωματικά του ανήκε. Μόνο που το Μιλάνο, ξαφνικά, δεν του φαινόταν ασφαλές· έπρεπε να πάρει από εκεί τη
Δάφνη και να φροντίσει να την κρύψει κάπου καλύτερα, όπου δε θα μπορούσαν να τη βρουν. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια και μπήκε στην τεράστια αίθουσα που ήταν γεμάτη σκουριασμένα μηχανήματα. Πάτησε το διακόπτη για να ανοίξει η καταπακτή και ετοιμάστηκε να κατέβει, νιώθοντας ήδη τη γνώριμη έξαψη του κυνηγιού.
28
Ο Λεονάρντο δε θυμόταν να έχει περάσει πιο άσχημο βράδυ στη ζωή του. Τα ξημερώματα, από την εξάντληση, τον πήρε ο ύπνος πάνω σε μια καρέκλα και ξύπνησε από το θόρυβο που έκαναν τα κλειδιά της Αμάντα καθώς άνοιγε την πόρτα του γραφείου. Η κοπέλα κοκάλωσε αντικρίζοντάς τον ακίνητο και το μυαλό της πήγε αμέσως στο κακό. Όταν τον είδε, όμως, να σαλεύει, έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς και έτρεξε κοντά του. «Θεέ μου, κύριε Πελιτσάρο, είστε καλά;» Ο Λεονάρντο παρουσίαζε αξιολύπητο θέαμα. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα και το πουκάμισο κρεμόταν το μισό έξω από το παντελόνι. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και τα μάτια του κόκκινα και κομμένα από την κούραση και την αϋπνία. «Είμαι καλά, Αμάντα μου, μην ανησυχείς», της είπε, στρώνοντας με τα δάχτυλα τα μαλλιά του. Το στόμα του είχε μια περίεργη, στυφή γεύση και ένιωθε τη γλώσσα του τραχιά σαν σόλα. «Τι ώρα είναι;» «Σχεδόν έντεκα». «Μα πού πήγαν όλοι;» αναρωτήθηκε ο δικηγόρος κοιτάζοντας απορημένος γύρω του. Το κτίριο ήταν περίεργα σιωπηλό και τα φώτα από τα διπλανά γραφεία σβηστά. «Είναι Σάββατο, το ξεχάσατε;» είπε η Αμάντα βγάζοντας το παλ-
τό της. Τα κλειδιά κουδούνισαν στην τσέπη. «Εγώ πέρασα να πάρω μερικές σημειώσεις, γιατί δεν πρόλαβα να τις δακτυλογραφήσω χτες. Θα τις δουλέψω στο σπίτι και τη Δευτέρα, πρωί πρωί, θα τις βρείτε έτοιμες πάνω στο γραφείο σας. Αλλά, Θεούλη μου, φλυαρώ τόση ώρα και δε σας ρώτησα για τη Σοφία. Είχατε μήπως νέα της;» «Δυστυχώς, τίποτε ακόμα», είπε απογοητευμένος ο Λεονάρντο. «Έχει να δώσει σημεία ζωής πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες και δε σου κρύβω, καλή μου, πως αρχίζω να φοβάμαι για τη ζωή της. Ίσως οι εκτιμήσεις μου ότι έπεσε θύμα απαγωγής με σκοπό να με εκβιάσουν ήταν λάθος». «Τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω;» ρώτησε λυπημένη η Αμάντα. Στις λίγες μέρες που δούλεψαν μαζί είχε συμπαθήσει τη Σοφία και η σκέψη ότι μπορεί να έπαθε κάποιο κακό τής προκαλούσε φοβερή στενοχώρια. Ο Λεονάρντο σηκώθηκε από την καρέκλα. «Δε νομίζω ότι μπορείς να βοηθήσεις...» άρχισε να λέει και μετά, ξαφνικά, άλλαξε γνώμη. «Ναι, υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις για εμένα. Θέλω να πας στη φυλακή να δεις τον Μαρτσέλο και να του εξηγήσεις την κατάσταση. Δεν μπορώ να του κρατάω κρυφή την εξαφάνιση της μητέρας του. Η Σοφία πήγαινε να τον επισκεφτεί κάθε μέρα και είναι φυσικό να αναρωτηθεί τι συμβαίνει όταν δεν τη δει να εμφανίζεται». «Πολύ ευχαρίστως, θα πάω τώρα αμέσως», είπε η Αμάντα, φορώντας πάλι το παλτό της. Για εκείνη, ο Μαρτσέλο ήταν μια ακαθόριστη μορφή στις φωτογραφίες των εφημερίδων και ανυπομονούσε να τον γνωρίσει από κοντά. «Μόνο σε παρακαλώ, κορίτσι μου, φρόντισε να του το πεις με τρόπο», τη συμβούλεψε ο Λεονάρντο. «Βρίσκεται ήδη σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και αυτά τα νέα θα τον ταράξουν». «Έννοια σας, και ξέρω εγώ τον τρόπο», τον βεβαίωσε η Αμάντα. «Εσείς τι θα κάνετε;»
«Θα πάω πρώτα στην αστυνομία για να δηλώσω την εξαφάνιση της Σοφίας. Βλέπεις... ο νόμος μού δίνει πλέον το δικαίωμα», σχολίασε πικρόχολα ο Λεονάρντο. «Και μετά έχω να δώσω εξηγήσεις σε κάποιον άνθρωπο που, λογικά, αυτή τη στιγμή, κάθεται στα καρφιά». Η Αμάντα τον κοίταξε ερωτηματικά. «Η Δάφνη ήρθε χτες το βράδυ στο Μιλάνο», ψιθύρισε ο άντρας, λες κι αυτό τα εξηγούσε όλα. Η Αμάντα, όμως, άκουγε αυτό το όνομα για πρώτη φορά.
Ο Λεονάρντο έφαγε σχεδόν δύο ώρες στο Τμήμα, λίγα τετράγωνα πιο πέρα από το γραφείο, συμπληρώνοντας μακροσκελείς αιτήσεις και επαναλαμβάνοντας την ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Προς μεγάλη του λύπη υποχρεώθηκε να παραδώσει το παπούτσι της Σοφίας, που είχε ξεμείνει στην τσέπη του παλτού του, και περιέγραψε το μέρος όπου το βρήκε στο πάρκο. Μέσα σε όλη την ταλαιπωρία αναγκάστηκε να υποστεί και μια μικρή ανάκριση, γιατί οι πρώτες υποψίες των αστυνομικών πέφτουν πάντα στο σύζυγο ή στον εραστή και μετά σε όλους τους άλλους. Του Λεονάρντο δεν του κακοφάνηκε, αφού, ως δικηγόρος, γνώριζε τις διαδικασίες και κατανοούσε απόλυτα τη συμπεριφορά των οργάνων της τάξης. Άλλωστε το άλλοθί του ήταν ακλόνητο. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης μέρας στο δικηγορικό γραφείο του φίλου του και οι θυρωροί του κτιρίου το επιβεβαίωσαν τηλεφωνικά, και μάλιστα χωρίς δισταγμό. Ο Λεονάρντο έφυγε έχοντας εισπράξει ένα «συγνώμη, αλλά αυτή είναι η συνηθισμένη τακτική μας» και μια υπόσχεση πως «θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να βρεθεί η κυρία Καβαλιέρι». Τους ευχαρίστησε, θέλοντας και μη, και έφυγε με τα χέρια στις τσέπες του παλτού του που, χωρίς το παπούτσι της Σοφίας, έμοιαζαν τόσο άδειες όσο το καβούκι μιας χελώνας που ανακάλυψε κάποτε όταν ήταν παιδί.
Είναι παράξενο, αλήθεια, πώς το μυαλό του ανθρώπου τρέχει στο παρελθόν σε ανύποπτο χρόνο και πώς συνδυάζει μεταξύ τους φαινομενικά άσχετα πράγματα. Ο Λεονάρντο θυμόταν πολύ καλά εκείνη τη μέρα, καμιά σαρανταπενταριά χρόνια πριν. Βρισκόταν στον κήπο, στο πίσω μέρος του σπιτιού του στη Νάπολη, και βοηθούσε τη μητέρα του να φυτέψει τις νέες τριανταφυλλιές. Έπειτα βάλθηκε να κάνει βόλτες με το ποδήλατό του, ξεσηκώνοντας τη γειτονιά με τις ενθουσιώδεις κραυγές του. Κάποια στιγμή βρέθηκε ανάποδα σε ένα χαντάκι και, καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί, το χέρι του ακούμπησε σε κάτι σκληρό, που δεν ήταν, όμως, πέτρα. Ανακάλυψε το καβούκι της χελώνας με τα λιγοστά υπολείμματα του ζώου κάτω από ένα σωρό σάπια φύλλα, και το αποτρόπαιο θέαμα τον έκανε να φοβηθεί και να βάλει τα κλάματα. Ο Λεονάρντο ασυναίσθητα χαμογέλασε σε αυτή την ανάμνηση. Αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το ξενοδοχείο, αντί να πάρει ταξί. Ο ποδαρόδρομος θα του έκανε καλό και θα τον βοηθούσε να προετοιμαστεί για τη συνάντησή του με τη Δάφνη. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη από το πρωί και λίγο πριν φτάσει στο ξενοδοχείο δέχτηκε στο πρόσωπό του τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Για τον Λεονάρντο ήταν ένα θεόσταλτο δώρο, που ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να δροσίσει το φλογισμένο του δέρμα. Αντί να ανοίξει το βήμα, στάθηκε στη μέση του πεζοδρομίου και ανασήκωσε το κεφάλι προς τον γκρίζο ουρανό. Μερικοί περαστικοί τον κοίταξαν σαστισμένοι και τον προσπέρασαν κάνοντας κύκλο γύρω του, κρατώντας καλού κακού μια απόσταση ασφαλείας. Άλλοι απλώς αδιαφόρησαν. Όταν η βροχή άρχισε να δυναμώνει, ο Λεονάρντο συνέχισε το δρόμο του κάπως απογοητευμένος. Έφτασε στο ξενοδοχείο μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο και κατευθύνθηκε στη ρεσεψιόν για να πάρει το κλειδί του. Το ξενοδοχείο ήταν μικρό –οικογενειακό, θα έλεγε κανείς– και ο ξενοδόχος, ένας πρό-
σχαρος, φιλικός εξηντάρης, γνώριζε όλους τους ενοίκους με τα μικρά τους ονόματα και συχνά τους έπιανε κουβέντα. «Έχω να σε δω από χτες, Λεονάρντο, και ανησύχησα», είπε μόλις τον είδε. «Ξεμείναμε στο γραφείο γιατί είχαμε πολλή δουλειά», απάντησε αόριστα εκείνος. Απέφυγε να του μιλήσει για την εξαφάνιση της Σοφίας, γιατί φοβήθηκε ότι αυτός ο συμπαθής, κατά τα άλλα, άνθρωπος θα τον βομβάρδιζε με ερωτήσεις. «Μήπως ξέρεις αν η Δάφνη Ηλιάδη είναι στο δωμάτιό της;» «Α, η όμορφη κοπελίτσα που ήρθε χτες το βράδυ! Είναι γνωστή σου;» Ο Λεονάρντο αρκέστηκε σε ένα καταφατικό γνέψιμο. «Λείπει. Έφυγε από το πρωί και δεν έχει γυρίσει ακόμα». Ο δικηγόρος σούφρωσε τα φρύδια ανήσυχος. Τώρα που το σκεφτόταν, ήταν όντως περίεργο που η Δάφνη δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του τόσες ώρες. Σαν να μάντεψε τη σκέψη του, ο ξενοδόχος έβγαλε κάτω από τον πάγκο της ρεσεψιόν ένα κινητό τηλέφωνο και ένα κασκόλ. «Αυτά είναι δικά της. Τα ξέχασε μέσα σε ένα ταξί και, ευτυχώς, ο ταξιτζής θυμόταν από πού την παρέλαβε. Έντιμος άνθρωπος, μα την αλήθεια, και δε βρίσκεις πολλούς τέτοιους στις μέρες μας. Πήρα το θάρρος να ρίξω μια ματιά στη λίστα επαφών του κινητού και είδα το όνομά σου, γι’ αυτό πάρ’ το να της το δώσεις όταν τη δεις». Ο Λεονάρντο τον ευχαρίστησε και, καθώς ανέβαινε με το ασανσέρ στο δωμάτιό του, σκεφτόταν πως τελικά τα μικρά ξενοδοχεία έχουν και τα καλά τους. Αμφέβαλλε αν θα είχε την ίδια αντιμετώπιση μένοντας σε κάποιο μεγαλύτερο και κατά πάσα πιθανότητα το κινητό της Δάφνης θα έμενε καταχωνιασμένο κάτω από τον πάγκο, περιμένοντας το νόμιμο ιδιοκτήτη του. Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα και μοναξιά. Ο Λεονάρντο άνοιξε το παράθυρο, γδύθηκε και μπήκε στο μπάνιο να κάνει ένα γρήγορο
ντους. Όταν τελείωσε, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, χτενίστηκε, βούρτσισε τα δόντια και περιποιήθηκε το μούσι του, κάνοντας όλες αυτές τις καθημερινές κινήσεις εντελώς μηχανικά. Άνοιξε την ντουλάπα για να πάρει καθαρά ρούχα, αποφεύγοντας επιμελώς να κοιτάξει προς το μέρος όπου κρέμονταν τα ρούχα της Σοφίας, και αφού ντύθηκε κατέβηκε πάλι στη ρεσεψιόν. Άφησε το κλειδί και βγήκε από το ξενοδοχείο για να πάει στο εστιατόριο που βρισκόταν στη γωνία. Για παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες δεν είχε βάλει τίποτε άλλο στο στόμα του εκτός από το σάντουιτς που του είχε φέρει η προνοητική Αμάντα και το στομάχι του διαμαρτυρόταν γι’ αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος με επώδυνες συσπάσεις. Έβρεχε με το τουλούμι και ο Λεονάρντο, που δεν είχε μαζί του ομπρέλα, περπατούσε βιαστικά, γυρεύοντας προστασία κάτω από τις μαρκίζες των καταστημάτων. Στο εστιατόριο διάλεξε ένα απόμερο τραπέζι και παρήγγειλε μια απλή μακαρονάδα και μια σαλάτα, χωρίς να κοιτάξει τον κατάλογο. Έτρωγαν συχνά εδώ με τη Σοφία και κοίταξε θλιμμένα το τραπέζι στο οποίο συνήθως κάθονταν οι δυο τους. Ήταν κοντά στο παράθυρο, γιατί σ’ εκείνη άρεσε να παρακολουθεί την κίνηση απέξω. Αφού τελείωσε το φαγητό του, βγήκε πάλι στο δρόμο και πήρε ένα ταξί. Επέστρεψε στο γραφείο γιατί δεν είχε πού αλλού να πάει. Ξαφνιάστηκε βλέποντας την Αμάντα μπροστά στον υπολογιστή. Φαίνεται πως η κοπέλα προτίμησε τελικά να κάνει τη δουλειά της εδώ, παρά να την πάρει στο σπίτι της. «Πριν από λίγο γύρισα κι εγώ. Τι βροχή κι αυτή, Χριστούλη μου! Ευτυχώς που έχω πάντα ομπρέλα στην τσάντα μου». Ο Λεονάρντο κόντευε να ξεχάσει ότι την είχε στείλει στη φυλακή και κοίταξε με μια μικρή δόση ζήλιας τα ρούχα της κοπέλας που ήταν στεγνά. Φυσικά και κουβαλούσε μαζί της ομπρέλα, το αντίθετο θα του έκανε μεγάλη εντύπωση. Αυθόρμητα την αγκάλιασε και τη φίλησε σταυρωτά, σαν ευχα-
ριστημένος πατέρας που εξέφραζε τη στοργή προς την κόρη του. «Τι θα έκανα χωρίς εσένα, μου λες;» ρώτησε συγκινημένος. «Νομίζω πως υπερβάλλετε, κύριε Πελιτσάρο». «Άσε με να το κρίνω εγώ αυτό. Πες μου, λοιπόν, πώς πήγε η συνάντησή σου με τον Μαρτσέλο;» «Μήπως θα ήταν καλύτερα να βλέπατε πρώτα τον κύριο που περιμένει εκεί μέσα;» πρότεινε η Αμάντα, δείχνοντας με το κεφάλι το διπλανό γραφείο, που χρησιμοποιούσε συνήθως η Σοφία. Ο Λεονάρντο πέταξε το παλτό του σε μια καρέκλα και κοίταξε την Αμάντα ταραγμένος. «Πρόκειται για τη Σοφία;» «Όχι, γιατί τον ρώτησα ήδη. Τον βρήκα να περιμένει στο πεζοδρόμιο. Ο φύλακας δεν του επέτρεψε να μπει στο κτίριο. Γαϊδουριά του θα έλεγα, γιατί είναι πολύ καθωσπρέπει κύριος και πολύ γοητευτικός για να είναι απατεώνας... αν καταλαβαίνετε τι εννοώ». «Αφού δεν είναι για τη Σοφία, ας περιμένει», αποφάσισε ο Λεονάρντο. «Ο Μαρτσέλο είναι πιο σημαντικός για εμένα από έναν άγνωστο». «Είναι σίγουρα αθώος», δήλωσε με πρωτοφανή συγκίνηση η Αμάντα, ενώ η μύχια σκέψη της ήταν: Eίναι σίγουρα ένας άγγελος. Οι φωτογραφίες στις εφημερίδες τον αδικούσαν. Η Αμάντα δε θα ξεχνούσε ποτέ την πρώτη φορά που αντίκρισε τον όμορφο νεαρό με τα σκούρα καστανά μαλλιά που έπεφταν ελεύθερα μέχρι τους ώμους. Ήταν αρκετά ψηλός και, παρόλο που στα χέρια του είχε χειροπέδες, τα μάτια του άστραφταν περήφανα, ακατάδεκτα σχεδόν. Η κοπέλα θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε κίνηση του κορμιού του, κάθε λέξη που είχαν προφέρει τα καλογραμμένα χείλη του, κάθε βλέμμα που της έριχνε κάτω από τις μακριές βλεφαρίδες. Ο Μαρτσέλο, από την πλευρά του, αναρωτιόταν ποια ήταν αυτή η κοκκινομάλλα με το μοντέρνο κούρεμα σε ακανόνιστες μύτες, που πλαισίωναν ένα χαριτωμένο οβάλ προσωπάκι. Η μύτη της, μικρή,
γεμάτη φακίδες και ελαφρά ανασηκωμένη, τραβούσε αμέσως την προσοχή χάρη στο σκουλαρίκι που λαμπύριζε παιχνιδιάρικα καρφωμένο στο αριστερό ρουθούνι. Τα ρούχα της ήταν επίσης μοντέρνα, σε φανταχτερά χρώματα, και στους καρπούς της είχε περασμένα πολύχρωμα λεπτά βραχιόλια, από αυτά που βρίσκει κανείς στους πάγκους των μικροπωλητών. Ο Μαρτσέλο υπολόγισε πως ήταν δυο τρία χρόνια μικρότερή του και, όταν την πλησίασε, είδε πως τα μάτια της είχαν ένα γλυκό καστανοπράσινο χρώμα. Η εμφάνισή της απέπνεε μια θετική αύρα, που έγινε ακόμα πιο έντονη όταν άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει. Οι λέξεις έρρεαν με απίστευτη καθαρότητα, ένας χείμαρρος αισιοδοξίας και γλαφυρότητας. Αν είχε πάει σήμερα στη φυλακή ο Λεονάρντο, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε αφήσει πίσω του έναν Μαρτσέλο σκέτο κουρέλι, να περιμένει απλώς να του ανακοινώσουν το θάνατο της μητέρας του. Αντίθετα, η Αμάντα κατάφερε να φέρει την είδηση της εξαφάνισης της Σοφίας πιο ομαλά και, το πιο βασικό, να του μεταδώσει ένα μέρος από την υπέρμετρη αισιοδοξία της. Όταν χώρισαν, ο Μαρτσέλο τη ρώτησε πότε θα ερχόταν να τον επισκεφτεί ξανά και επέστρεψε στο κελί του στενοχωρημένος μεν, αλλά με το ηθικό του αναπτερωμένο, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό. Ο Λεονάρντο έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος με τον τρόπο που χειρίστηκε αυτό το λεπτό θέμα η Αμάντα και την ευχαρίστησε, νιώθοντας κάπως ξαλαφρωμένος από το βάρος που κουβαλούσε. Κόντευε να ξεχάσει τον επισκέπτη που περίμενε υπομονετικά στο διπλανό γραφείο, μέχρι που του τον θύμισε το κορίτσι. «Έχεις δίκιο, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να έχει μεγάλη υπομονή», αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι.
Μπαίνοντας στο γραφείο, έκλεισε πίσω του την πόρτα για να μην ενοχλεί την Αμάντα, που είχε πέσει πάλι με τα μούτρα στη δουλειά,
και κοίταξε τον άντρα εξεταστικά. Του ήταν εντελώς άγνωστος, δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ του. Εκείνος βιάστηκε να σηκωθεί από την καρέκλα· ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερός του. Έτεινε το χέρι στον Λεονάρντο. «Τζέιμς Έρλιν», συστήθηκε. «Κι εσείς πρέπει να είστε ο Λεονάρντο Πελιτσάρο». Η χειραψία του ήταν δυνατή και θερμή, η προφορά του παρέπεμπε σε πανάκριβα κολέγια και συναναστροφές με αριστοκρατικούς κύκλους. «Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω, αλλά δουλεύω ήδη πάνω σε μια υπόθεση και είναι δύσκολο να σας αναλάβω», είπε ο δικηγόρος, νομίζοντας πως ο επισκέπτης ήρθε να τον δει για κάποια νομική του εκκρεμότητα. Τα αγγλικά του ήταν καλά, αλλά τα μιλούσε με έντονη ιταλική προφορά. «Το ξέρω, πρόκειται για τον Μαρτσέλο Καβαλιέρι», τον ξάφνιασε ο Τζέιμς. Το όνομα του Λεονάρντο δεν είχε αναφερθεί ποτέ στις εφημερίδες, καθώς οι δημοσιογράφοι είχαν μείνει με την εντύπωση πως συνήγορος υπεράσπισης θα ήταν η μητέρα του κατηγορούμενου και συνήθως πολιορκούσαν εκείνη. Η περιέργεια του Λεονάρντο άναψε για τα καλά και έκανε στον άλλο νόημα να ξανακαθίσει. Κάθισε με τη σειρά του στην απέναντι πολυθρόνα και κάρφωσε το βλέμμα στο συνομιλητή του. «Σωστά», είπε, «αλλά εσείς πώς το ξέρετε;» «Μου το είπε η Δάφνη. Σε μια συζήτηση που είχαμε, ανέφερε το όνομά σας και πως ο φίλος σας είχε την καλοσύνη να σας παραχωρήσει ένα μέρος του γραφείου του. Ανέφερε και τη διεύθυνση. Τότε μου φάνηκε τελείως άσκοπο, αλλά τώρα την ευγνωμονώ που μου έδωσε μια τέτοια πολύτιμη πληροφορία». «Α, μα εσύ πρέπει να είσαι ο γιατρός που τη βοήθησε να φύγει από την Κρήτη!» αναφώνησε ο Λεονάρντο και η έκφρασή του έγινε
αμέσως πιο φιλική. Η Σοφία τού είχε μιλήσει γι’ αυτόν και ξαφνικά ο Άγγλος έπαψε να είναι ξένος. «Έπρεπε να το καταλάβω αμέσως, τι κουτός που είμαι!» Ο Τζέιμς χαμογέλασε. Ο δικηγόρος ήταν ακριβώς όπως τον είχε περιγράψει η Δάφνη: ανοιχτόκαρδος και καλοσυνάτος. «Σε τι μπορώ να σε βοηθήσω, Τζέιμς; Μου επιτρέπεις, φυσικά, να σε λέω Τζέιμς». «Το προτιμώ... Λεονάρντο. Ήρθα για να δω τη Δάφνη. Μήπως ξέρεις πού μπορώ να τη βρω;» «Λυπάμαι, αγαπητέ, αλλά δεν ξέρω». «Η Σοφία, όμως, σίγουρα ξέρει», επέμεινε ο Τζέιμς, προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευσή του. «Θα ήταν μεγάλος κόπος να τη ρωτήσεις; Πρέπει να τη βρω οπωσδήποτε». Μια σκιά θλίψης σκοτείνιασε τα μάτια του Λεονάρντο, που δεν πέρασε απαρατήρητη από το νέο άντρα. «Ούτε η Σοφία μπορεί να βοηθήσει», είπε μόνο. Ξαφνικά, μια δυσάρεστη σκέψη πέρασε από το μυαλό του Τζέιμς: ότι ο δικηγόρος ήξερε πού βρισκόταν η Δάφνη, αλλά δε σκόπευε να το αποκαλύψει, ακολουθώντας κατά πάσα πιθανότητα δικές της εντολές. «Λεονάρντο, θα σου μιλήσω ανοιχτά. Η Δάφνη έφυγε από την Αγγλία λόγω κάποιας σοβαρής παρεξήγησης που δημιουργήθηκε μεταξύ μας. Με κατέλαβε εξ απροόπτου και δεν μπόρεσα να την εμποδίσω. Είσαι η μόνη μου ελπίδα να τη βρω και να της εξηγήσω ότι έκανε ένα μεγάλο λάθος. Αν δε με βοηθήσεις εσύ, δεν έχω πού αλλού να στραφώ». Η φωνή του φανέρωνε αγωνία και ο Λεονάρντο συγκινήθηκε. «Την αγαπάς;» τον ρώτησε. «Σαν τρελός...» Ο δικηγόρος σηκώθηκε από τη θέση του και πλησίασε στο παράθυρο. Τράβηξε τις κουρτίνες και κοίταξε έξω. Κόντευε να σουρου-
πώσει και οι διαβάτες ήταν λιγοστοί, μετρημένοι στα δάχτυλα. Ο δρόμος και τα αυτοκίνητα γυάλιζαν φρεσκοπλυμένα από τη βροχή, που είχε στο μεταξύ σταματήσει. «Αλήθεια, τι περίεργα παιχνίδια παίζει η ζωή μερικές φορές!» μονολόγησε θλιμμένα. «Είμαστε εδώ δύο άντρες και ψάχνουμε εναγωνίως το ίδιο πράγμα...» «Τι ακριβώς προσπαθείς να μου πεις;» ρώτησε ο Τζέιμς ανήσυχος. Ο Λεονάρντο στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε σκεφτικός. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να του εμπιστευτεί το πρόβλημά του, αλλά, ατενίζοντας τα καθάρια σκουρογάλανα μάτια του νέου άντρα, παραμέρισε τους δισταγμούς του και αποφάσισε να του μιλήσει ειλικρινά. «Εσύ ψάχνεις τη Δάφνη, αγαπητέ. Εγώ, αλίμονο, έχω χάσει τη Σοφία». Ο Τζέιμς έμεινε εμβρόντητος. «Δεν καταλαβαίνω...» ψέλλισε. «Πώς την έχεις χάσει, δηλαδή;» Ο Λεονάρντο έκανε με τα χέρια μια κίνηση σαν ταχυδακτυλουργός. «Εξαφανίστηκε... Έχω να τη δω από χτες το πρωί». Του εξήγησε εν ολίγοις πώς είχε η κατάσταση και στο τέλος εξέφρασε τους φόβους του περί εκβιασμού. «Ο Γκουερίνι έχει μεγάλη ισχύ, είναι ισχυρότερος ακόμα και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Θα έκανε τα πάντα για να δει το δολοφόνο του γιου του στη φυλακή». «Μα γιατί να καταφύγει σε αυτή την ακραία λύση;» απόρησε ο Τζέιμς. «Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, θεωρούμαι από τους καλύτερους ποινικολόγους της Ιταλίας», είπε ο Λεονάρντο σκύβοντας το κεφάλι. Ήταν απλώς μια δήλωση, χωρίς ίχνος εγωισμού και αυτοπροβολής. «Άνευ αποδεικτικών στοιχείων, ο Μαρτσέλο είχε σίγουρη την αθώωσή του. Τη Δευτέρα, όμως, μου παρουσίασαν στην Εισαγ-
γελία το όπλο του εγκλήματος, γεμάτο –υποτίθεται– με τα αποτυπώματά του. Εκείνος δεν το ξέρει ακόμα, δε μου κάνει καρδιά να του το πω. Έστω κι έτσι, μπορώ να μετριάσω την ποινή του λόγω λευκού ποινικού μητρώου· στη χειρότερη περίπτωση θα φάει δέκα χρόνια φυλακή και θα φροντίσω να βγει πιο νωρίς λόγω καλής διαγωγής. Ο Γκουερίνι, λοιπόν, αποκλείεται να το θέλει αυτό. Απήγαγε τη Σοφία για να με εκβιάσει να χαλαρώσω την υπεράσπιση ή ακόμα και να παραιτηθώ από την υπόθεση. Αλλά, που να πάρει και να σηκώσει, δεν μπορώ να επιτρέψω κάτι τέτοιο στον εαυτό μου. Ο Μαρτσέλο είναι αθώος, δεν είναι ο ψυχρός εγκληματίας που προσπαθούν να παρουσιάσουν όλοι». Ο Τζέιμς κατανοούσε απόλυτα το δίλημμά του και συγκατένευσε. «Συνάντησα τον Μαρτσέλο στην Κρήτη και δε μου έδωσε την εντύπωση πως είχε διαπράξει φόνο», είπε αργά. «Μιλήσαμε πολύ με τη Δάφνη πάνω σε αυτό το θέμα και αρχίζω να πιστεύω ότι είναι το εξιλαστήριο θύμα σε μια πλεκτάνη που στήθηκε αριστοτεχνικά από τον πραγματικό δολοφόνο». «Τι θα έκανες εσύ στη θέση μου;» ρώτησε ξαφνικά ο Λεονάρντο. Ο Τζέιμς τον κοίταξε σκεφτικός και μετά αναστέναξε. «Σε ενδιαφέρει ειλικρινά η απάντησή μου;» είπε. «Δε θα ήθελα να βρίσκομαι με τίποτα στη θέση σου». «Έχεις δίκιο», μουρμούρισε ο Λεονάρντο. «Κανείς δε θα το ήθελε». Οι δύο άντρες έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Από το διπλανό γραφείο ακουγόταν αμυδρά κλασική μουσική, που την προτιμούσε η Αμάντα όταν δούλευε. «Πρέπει να έχει γυρίσει στο ξενοδοχείο μέχρι τώρα», είπε ξαφνικά ο Λεονάρντο κοιτάζοντας το ρολόι του. «Η Δάφνη...» εξήγησε, βλέποντας τον Τζέιμς να τον κοιτάζει ερωτηματικά. «Μένει στο ίδιο ξενοδοχείο όπου μένουμε κι εμείς. Έφυγε το πρωί και δεν μπόρεσα να επι-
κοινωνήσω μαζί της γιατί ξέχασε το κινητό της μέσα σ’ ένα ταξί. Αν και μου κάνει φοβερή εντύπωση που δεν πέρασε ακόμα από εδώ». Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και κάλεσε το ξενοδοχείο. Μίλησε για κάμποση ώρα με τον ξενοδόχο και ο Τζέιμς, που δεν καταλάβαινε λέξη, προσήλωσε την προσοχή του στο δικηγόρο, προσπαθώντας να μαντέψει όσα διαμείβονταν από τις αλλαγές στην έκφραση του προσώπου του και στον τόνο της φωνής του. Κάποια στιγμή ο Λεονάρντο έδωσε τέλος στο τηλεφώνημα και απέμεινε σκεφτικός, χτυπώντας τα δάχτυλα πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του γραφείου. Μετά πήρε βαθιά ανάσα και έριξε μια περίεργη ματιά στον Τζέιμς, που ανυπομονούσε να ακούσει τα νέα. «Η Δάφνη δε γύρισε στο ξενοδοχείο. Δε σου κρύβω πως αρχίζω να ανησυχώ, φίλε μου. Πρέπει να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος...» Ο Τζέιμς χλόμιασε. Έπιασε το κεφάλι με τα χέρια, προσπαθώντας να χωνέψει τα λόγια του δικηγόρου, και το μυαλό του άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς. «Ίσως ο ίδιος λόγος που υπάρχει και για τη Σοφία», είπε έπειτα από λίγο, κοιτάζοντας αινιγματικά τον Λεονάρντο. «Αποκλείεται!» διαφώνησε έντονα εκείνος. «Το θεωρώ τελείως παράλογο και δεν καταλαβαίνω πού βασίζεις τις υποψίες σου». Ο Τζέιμς ξαφνικά σηκώθηκε από την καρέκλα και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στον περιορισμένο χώρο. Πάλευε με τη συνείδησή του αν έπρεπε να αποκαλύψει την αλήθεια στον Λεονάρντο. Τα μυστικά δεν ήταν δικά του για να τα φανερώσει, ωστόσο, από την άλλη, όσο περισσότερο έμεναν κρυμμένα τόσο μεγαλύτερο κακό θα έκαναν. «Νομίζω ότι η εξαφάνιση της Σοφίας και η εξαφάνιση της Δάφνης συνδέονται μεταξύ τους και δεν έχουν να κάνουν με την υπόθεση του Μαρτσέλο», είπε τελικά. «Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω τι πιστεύω εγώ και μετά βγάλε τα συμπεράσματά σου».
«Θα το ήθελα πολύ, όπως θα ήθελα να πάρω λίγο καθαρό αέρα», είπε ο Λεονάρντο ξεφυσώντας. «Ξαφνικά νιώθω να πνίγομαι εδώ μέσα». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και σχεδόν αμέσως άνοιξε τόσο ώστε να χωρέσει το κοκκινομάλλικο κεφάλι της Αμάντα. «Λέω να πηγαίνω, κύριε Πελιτσάρο», είπε χαμογελώντας η κοπέλα. «Μήπως χρειάζεστε κάτι προτού φύγω;» «Όχι, κορίτσι μου, σ’ ευχαριστώ. Έχεις κάνει ήδη περισσότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε και δε φαντάζεσαι πόσο το εκτιμώ», απάντησε συγκινημένος ο δικηγόρος. «Ότι λέγαμε να πηγαίνουμε κι εμείς...»
Έφυγαν και οι τρεις μαζί. Βγαίνοντας από το κτίριο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Η Αμάντα τούς καληνύχτισε και πήγε τρέχοντας μέχρι το αυτοκινητάκι της, που ήταν παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Έκανε μια μεγαλόπρεπη, παράνομη στροφή επιτόπου και τους προσπέρασε κορνάροντας. Ο Λεονάρντο σήκωσε το χέρι για να τη χαιρετήσει. «Τι τρελόπαιδο, Θεέ μου!» σχολίασε καλοπροαίρετα. «Μακάρι να είχα λίγη από την ενέργειά της». Η βροχή είχε σταματήσει εντελώς και ο αέρας είχε κοπάσει. Τα σύννεφα κόντευαν να διαλυθούν και τα πρώτα αστέρια φάνηκαν να λαμπυρίζουν στο σύθαμπο του δειλινού, δίνοντας υπόσχεση για μια γλυκιά, φθινοπωρινή νύχτα. Οι δύο άντρες μπήκαν σε ένα μικρό μπαρ και κάθισαν στο βάθος, επιζητώντας την απομόνωση. Το περιβάλλον ήταν ζεστό και φιλικό και αποτελούσε το στέκι των μεροκαματιάρηδων της περιοχής, που έδιναν εκεί ραντεβού για ένα ποτό μετά τη δουλειά. Παρήγγειλαν μπίρες και, κατόπιν ωριμότερης σκέψης, ο Λεονάρντο είπε να τους φέρουν και μερικά σάντουιτς. Η παρουσία του Τζέιμς επενερ-
γούσε πάνω του θετικά και το γεγονός ότι ήταν ομοιοπαθείς τον έκανε να τον βλέπει σαν παλιό φίλο. Μέχρι να έρθει η παραγγελία τους, ο Τζέιμς άρχισε να του μιλάει για την αδελφότητα, για τον παππού του, για τον Γκουερίνι, για το προφητικό χάρισμα της Δάφνης και για το κυνήγι που είχαν εξαπολύσει όλοι αυτοί εναντίον της κοπέλας. Σταμάτησε βλέποντας να πλησιάζει η σερβιτόρα με ένα μεγάλο δίσκο στα χέρια και περίμενε ωσότου εκείνη αραδιάσει τα πιάτα και τα ποτήρια μπροστά τους. «Συνέχισε, σε παρακαλώ», είπε ανυπόμονα ο Λεονάρντο, μόλις έμειναν και πάλι οι δυο τους. Κρεμόταν από τα χείλη του συνομιλητή του, προσπαθώντας να μη χάσει λέξη και να χωνέψει αυτά που άκουγε. Στην αρχή είχε μείνει εμβρόντητος και σκέφτηκε πως δεν μπορεί να συμβαίνουν τέτοια αλλόκοτα πράγματα στην αληθινή ζωή, όμως στη συνέχεια βάλθηκε να κάνει διάφορους συνειρμούς και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο Τζέιμς δεν του έλεγε παραμύθια. Η μυστικότητα που χαρακτήριζε τις κινήσεις της Σοφίας, ο τρόπος που κοίταζε πάντα πίσω από την πλάτη της, τα μισόλογα με τη Δάφνη στο τηλέφωνο άρχισαν, επιτέλους, να αποκτούν κάποιο νόημα. «Φαντάζομαι πως υπάρχουν πολλά που δεν ξέρω, αλλά εν ολίγοις αυτή είναι η ιστορία», είπε τελειώνοντας ο Τζέιμς. «Φοβερό! Ποιος να το φανταζόταν ποτέ!» παρατήρησε έκπληκτος ο Λεονάρντο. Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του, που είχε ζεσταθεί στο μεταξύ, και ακούμπησε πάλι το ποτήρι στο τραπέζι. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η εξαφάνιση της Σοφίας συνδέεται με την εξαφάνιση της Δάφνης;» ρώτησε προβληματισμένος. «Ομολογώ ότι το μυαλό μου δε φτάνει τόσο μακριά». Ο Τζέιμς ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπέζι και έγειρε προς το μέρος του. «Θεώρησε για λίγο πως είσαι ένας από τους κακούς. Ο άνθρωπος
που κυνηγάς χρόνια καταφέρνει να ξεφεύγει με τον άλφα ή βήτα τρόπο...» «Αυτές οι γυναίκες είναι άξιες συγχαρητηρίων. Κανείς δε θα τα κατάφερνε καλύτερα. Αλλά και μόνο στη σκέψη τι μπορεί να πέρασαν, ανατριχιάζω», είπε ο Λεονάρντο. «Με συγχωρείς, όμως, φίλε μου, σε διέκοψα». «...και ξαφνικά ξεσπάει μια οικογενειακή κρίση, γιατί έτσι θα χαρακτήριζα τη σύλληψη και τη δίκη του Μαρτσέλο», συνέχισε ο Τζέιμς. «Είναι μια άσχημη κατάσταση, όπου οι οικογένειες συσπειρώνονται ακόμα περισσότερο, για να δώσει ο ένας κουράγιο στον άλλο. Πόσο μάλλον η Σοφία με τη Δάφνη, που είναι πολύ αγαπημένες. Παρακολουθείς, λοιπόν, την πρώτη με την ελπίδα να εμφανιστεί και η δεύτερη. Όταν εκείνη δεν εμφανίζεται, σκέφτεσαι ότι ίσως πρέπει να βιάσεις κάπως τα πράγματα. Μια απαγωγή, επί παραδείγματι, θα έβγαζε τη Δάφνη από την κρυψώνα της και θα την έκανε να τρέξει να γλιτώσει τη Σοφία. Κάπως έτσι πιστεύω ότι έγιναν τα πράγματα, όπως επίσης πιστεύω πως πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται ο Γκουερίνι, όχι αυτοπροσώπως, αλλά άνθρωποι της εμπιστοσύνης του». Ο Λεονάρντο κούνησε το κεφάλι εντυπωσιασμένος. Έπειτα από τόσες ώρες αγωνίας ένιωσε για πρώτη φορά τις ελπίδες του να αναπτερώνονται. Το δικό του σενάριο έμπαζε από παντού, αντίθετα το σενάριο του Τζέιμς έμοιαζε συμπαγές σαν τοίχος. Αναγνώριζε πως, αν η Σοφία είχε απαχθεί για τους λόγους που πίστευε ο ίδιος, τότε οι απαγωγείς θα είχαν έρθει ήδη σε επαφή μαζί του για να του γνωστοποιήσουν τα αιτήματά τους. Κι αν είχε πέσει θύμα τροχαίου ή ληστείας, θα είχε βρεθεί ήδη το πτώμα της. «Έτσι όπως το θέτεις, είναι απολύτως λογικό», είπε ύστερα από λίγο. «Όμως αυτό μας φέρνει σε αδιέξοδο. Αποκλείεται να πάμε στην αστυνομία και να εκθέσουμε τις υποψίες σου. Και μόνο που θα ακούσουν το όνομα του Γκουερίνι θα μας πετάξουν έξω με τις κλοτσιές. Τι προτείνεις να κάνουμε, λοιπόν;»
Ο Τζέιμς σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Ειλικρινά, καλέ μου φίλε, δεν έχω να προτείνω τίποτα», παραδέχτηκε στενοχωρημένος. Ήπιε λίγη μπίρα και έφαγε μερικές μπουκιές από το σάντουιτς που είχε στο πιάτο του. Ο δικηγόρος τον μιμήθηκε και για λίγη ώρα αφοσιώθηκαν στο φαγητό τους, χωρίς να μιλούν. Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο Τζέιμς. «Πάντως, θέλω να ελπίζω πως η ζωή τους δεν κινδυνεύει... τουλάχιστον προς το παρόν». «Είναι κι αυτό μια παρηγοριά...» παρατήρησε ο Λεονάρντο μέσα από τα δόντια. «Το κακό είναι ότι όλα αυτά έτυχαν πάνω στη δίκη του Μαρτσέλο. Έχω μείνει μόνος μου και δε σου κρύβω ότι αυτή η κατάσταση δε με βοηθάει καθόλου. Αντί να ασχολούμαι με την υπόθεση, έχω πάρει τους δρόμους ψάχνοντας για τη Σοφία. Αρχίζω να πιστεύω πως μάλλον βλάπτω τον Μαρτσέλο... Αν δεν είχαν βρει το καταραμένο το όπλο, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα». «Πόσο σίγουρος είσαι πως είναι το πραγματικό όπλο του εγκλήματος;» τον ρώτησε ο Τζέιμς σουφρώνοντας τα φρύδια. «Γιατί εμένα μου φαίνεται κάπως παράξενο να εμφανιστεί έτσι στα ξαφνικά, λίγες μέρες πριν από τη δίκη». «Τις ίδιες αμφιβολίες είχα κι εγώ, γι’ αυτό ζήτησα να δω την αναφορά της ελληνικής αστυνομίας. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα να μου τη δείξουν». «Αυτό που είδες, φαντάζομαι, ήταν κάποιο αντίγραφο μεταφρασμένο στα ιταλικά», είπε σκεφτικός ο Τζέιμς, πίνοντας αργά την μπίρα του. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν παραποίησαν την αυθεντική αναφορά;» Ο Λεονάρντο γούρλωσε τα μάτια. «Αυτό θα ήταν πολύ χοντρό, αν και δε σου κρύβω ότι πέρασε από το μυαλό μου αυτή η πιθανότητα».
«Μόνος σου ισχυρίστηκες ότι ο Γκουερίνι είναι ικανός να φτάσει πολύ μακριά προκειμένου να δει τον Μαρτσέλο στη φυλακή». «Σωστό, και ως δικηγόρος έχω δει πολλά στραβά. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι εύκολο να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια. Αρκεί να έρθει σε επαφή με την αστυνομία της Κρήτης· δε γίνεται να λαδώσουν όλο τον κόσμο». «Την ανακάλυψες, λοιπόν;» «Όχι», απάντησε μουδιασμένος ο Λεονάρντο. «Υπό άλλες συνθήκες θα το είχα κάνει αμέσως, αλλά η σκέψη μου ήταν συνεχώς στην εξαφάνιση της Σοφίας». «Θα ήθελες να το κάνεις τώρα;» ρώτησε αργά ο Τζέιμς, βγάζοντας το κινητό του από την τσέπη του παντελονιού. «Μπορεί ο Κωνσταντινίδης να γίνεται καθίκι ώρες ώρες, αλλά, όπως είπες κι εσύ, βρίσκεται μακριά από τη σφαίρα επιρροής του Γκουερίνι για να μας πει ψέματα». «Θεέ μου, Τζέιμς, με κάνεις να νιώθω άσχημα την ίδια στιγμή που μου έρχεται να σε φιλήσω». «Εκτιμώ την αβρότητα εκ μέρους σου, αλλά, ευχαριστώ, δε θα πάρω...» είπε χαμογελώντας ο νέος άντρας και αποτραβήχτηκε από τον Λεονάρντο δήθεν τρομαγμένος. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι με βγάζεις από πολύ δύσκολη θέση. Δεν ήμουν στα καλά μου τελευταία και σχεδόν δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Ο ερχομός σου ήταν μάννα εξ ουρανού, γιατί με ξύπνησε από το λήθαργό μου και μου έδωσε ξανά την ελπίδα. Τι περιμένεις, λοιπόν, και δεν παίρνεις αυτό το... καθίκι με το περίεργο όνομα;» Ο Τζέιμς άνοιξε το πορτοφόλι του και έβγαλε την κάρτα του Κωνσταντινίδη που του είχε δώσει ο ίδιος ο αστυνόμος όταν συναντήθηκαν στο νεκροταφείο, τη μέρα της κηδείας της Σαβίνας. Από τότε είχε μπει πολλές φορές στον πειρασμό να την πετάξει, αλλά στο τέλος πάντα μετάνιωνε, με το σκεπτικό ότι μπορεί να του χρειαζόταν κάποτε.
«Εδώ είναι», μουρμούρισε ευχαριστημένος, ενώ πληκτρολογούσε γρήγορα τον αριθμό. Ο Κωνσταντινίδης απάντησε σχεδόν αμέσως. «Γεια σου, γιατρέ», είπε. «Γύρισες πάλι στην Κρήτη;» Είχε τύχει να μιλήσουν μόνο μία φορά στο τηλέφωνο, αλλά ο αστυνόμος είχε ως αρχή να μη σβήνει κανέναν αριθμό και συνήθιζε να καταχωρίζει τους πάντες στη λίστα επαφών. Ένα μικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του Τζέιμς, καθώς έφερε στο νου του την εικόνα του Κωνσταντινίδη με το αιώνιο τσιγάρο στο χέρι και το πόδι να χτυπάει νευρικά το δάπεδο. «Πώς ήξερες ότι έλειπα;» τον ρώτησε. «Νομίζεις πως τρώω κουτόχορτο; Με προσβάλλεις, γιατρέ. Ομολογώ, πάντως, ότι με εξέπληξε η εφευρετικότητά σου. Εγώ δε θα σκεφτόμουν να φτάσω ποτέ μέχρι την Πρέβεζα για να γλιτώσω μια δεσποσύνη, όσο όμορφη κι αν ήταν». «Το έμαθες, λοιπόν!» φώναξε με γνήσια έκπληξη ο Τζέιμς. Ξαφνικά, ο Κωνσταντινίδης ανέβηκε αρκετά σκαλοπάτια στην εκτίμησή του. «Φυσικά, μόνο που άργησα κάπως. Να ελπίσω πως βασανίζεσαι από τύψεις και πήρες για να παραδοθείς;» «Δεν ήξερα ότι κατηγορούμαι για κάτι», θύμωσε ο Τζέιμς και η εκτίμηση για τον Κωνσταντινίδη κατρακύλησε πάλι στην αρχική της θέση, δηλαδή στο ναδίρ. «Τι θα έλεγες για υπόθαλψη συνεργού σε έγκλημα;» απάντησε ειρωνικά ο αστυνόμος. Το πράγμα γινόταν σοβαρό και ο Τζέιμς άρχισε ήδη να μετανιώνει για την απόφασή του να ζητήσει βοήθεια από έναν τέτοιο ξεροκέφαλο άνθρωπο. Στο τέλος κυριάρχησε η φωνή της λογικής και κατάπιε την οργή του. «Κάποτε θα λυθεί κι αυτή η παρεξήγηση...» είπε πιο μαλακά. «Προς το παρόν με ενδιαφέρει μια πληροφορία που μόνο εσύ μπορείς να μου δώσεις».
Η απάντηση του Κωνσταντινίδη ήταν μια καινούρια έκπληξη για τον Τζέιμς. «Εύχομαι ειλικρινά να πρόκειται για παρεξήγηση, γιατί δε μου είσαι και τόσο αντιπαθής. Τι μπορώ να κάνω για εσένα;» «Θέλω να μάθω αν βρήκατε τελικά το πιστόλι που σκότωσε τον Ντάντε». Ο Κωνσταντινίδης συνοφρυώθηκε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο του. «Ποιος ρωτάει και γιατί;» ρουθούνισε καχύποπτα. «Ο δικηγόρος του Καβαλιέρι», είπε ο Τζέιμς, ρίχνοντας μια πλάγια ματιά στον Λεονάρντο. «Έχει το δικαίωμα να μάθει». «Να δει την αναφορά μου», είπε ξερά ο Κωνσταντινίδης. «Την πρώτη ή τη δεύτερη;» τον ξάφνιασε ο Τζέιμς. «Τι εννοείς; Υπάρχει μόνο μία. Και εκεί αναφέρω ξεκάθαρα πως το όπλο του εγκλήματος δε βρέθηκε». «Κάποιος, λοιπόν, λέει ψέματα, γιατί στο Μιλάνο βεβαιώνουν για το αντίθετο», είπε ο Τζέιμς. Ο ενθουσιασμός στη φωνή του ήταν εμφανής και ο Λεονάρντο, που καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, στριφογύρισε νευρικά στην καρέκλα του. Δε γνώριζε ότι ο Άγγλος μιλούσε τόσο καλά ελληνικά, στην ουσία δε γνώριζε τίποτα γι’ αυτόν, και φανταζόταν ότι η συνομιλία θα γινόταν στα αγγλικά. «Τι μπούρδες μού τσαμπουνάς βραδιάτικα, γιατρέ;» αγρίεψε ο Κωνσταντινίδης. «Ψάξαμε για το όπλο, αλλά δεν το βρήκαμε πουθενά. Η θάλασσα στο σημείο όπου ήταν αραγμένο το κότερο έχει βάθος μόνο πενήντα μέτρα και οι δύτες μας δε δυσκολεύτηκαν να ερευνήσουν μια αρκετά μεγάλη ακτίνα. Στη συνέχεια κάναμε φύλλο και φτερό το ξενοδοχείο όπου έμενε ο Καβαλιέρι. Ούτε εκεί το βρήκαμε. Ψάξαμε όλα τα μέρη στα οποία πήγε, ακόμα και στους υπονόμους, αλλά τίποτα. Κουβάλησα στο Τμήμα όλους τους σεσημασμένους κακοποιούς που βρίσκονται αυτή την εποχή στην Κρήτη, θεωρώντας ότι ο νεαρός μπορεί να πούλησε το σιδερικό σε κάποιο από
αυτά τα καλόπαιδα. Τζίφος κι εκεί. Πώς μπλέχτηκες, όμως, εσύ με αυτή την υπόθεση; Πού διάολο βρίσκεσαι;» «Στο Μιλάνο... Άσε καλύτερα, είναι μεγάλη ιστορία! Η ουσία είναι ότι συμφωνούμε πως κάποιος λέει ψέματα». «Όχι, πάντως, εγώ», τόνισε ο Κωνσταντινίδης. «Αλλά γιατί να “φυτέψουν” ψεύτικα στοιχεία;» «Γιατί είναι αποφασισμένοι να καταδικάσουν τον Καβαλιέρι έτσι κι αλλιώς». «Πολύ ενδιαφέρον, αλλά εγώ πιστεύω ότι ο νεαρός είναι ένοχος». «Δικαίωμά σου να πιστεύεις ό,τι θέλεις», μουρμούρισε εκνευρισμένος ο Τζέιμς, «αλλά εμένα με ενοχλεί όταν βλέπω να διαπράττεται μια αδικία σε βάρος ενός αθώου και να μην κάνω τίποτα γι’ αυτό». Ο Κωνσταντινίδης θίχτηκε. Διάολε, μια ζωή ήταν αστυνομικός, και μάλιστα από τους καλούς. Δεν είχε μπλεχτεί ποτέ του με ναρκωτικά, ούτε πουλούσε νταηλίκι. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξαναγυρίσει στο πόστο του, στην Αθήνα, και οι παραχωρήσεις που είχε κάνει ήταν ασήμαντες. Δεν είχε ποτέ την πρόθεση να βλάψει ή να αδικήσει κανέναν προκειμένου να το πετύχει. «Μιλάς σε αστυνομικό, το ξέχασες;» ρώτησε χολωμένος. «Τότε κάνε κάτι για να βοηθήσεις», τον προκάλεσε ο Τζέιμς. «Ίσως αυτά που μας χωρίζουν είναι πολύ λίγα, αφού ενδιαφερόμαστε και οι δύο για την απόδοση δικαιοσύνης, σωστά;» Ο Κωνσταντινίδης πάλευε με τον εαυτό του. Άναψε καινούριο τσιγάρο και ρούφηξε με μανία μια μεγάλη ρουφηξιά. Ο καπνός τού έκαψε τα πνευμόνια και του έφερε βήχα. Τότε έκανε κάτι που ξάφνιασε ακόμα και τον ίδιο: το έλιωσε με πρωτοφανή λύσσα στο τασάκι, γεμίζοντας τα δάχτυλά του στάχτες. «Αϊ στο διάολο κι εσύ, σιχαμένο!» μούγκρισε συγχυσμένος. «Ορίστε;» τινάχτηκε απορημένος ο Τζέιμς.
«Δε μιλάω σ’ εσένα, γιατρέ», νευρίασε ο αστυνόμος, ενώ την ίδια στιγμή είχε την αίσθηση πως αποχαιρετούσε για πάντα την πολυπόθητη μετάθεση. «Το πράγμα άρχισε να βρομάει υπερβολικά και δε μου αρέσει καθόλου. Νομίζω πως μου την έφεραν για τα καλά παίρνοντας τον Καβαλιέρι μέσα από τα χέρια μου, αλλά δε θα αφήσω να περάσει έτσι αυτό. Αν θέλετε τη συμβουλή μου, εσύ κι ο φίλος σου ο δικηγόρος, είναι καλύτερα να κρατήσετε το στόμα σας κλειστό και να μην πείτε σε κανέναν ότι μιλήσατε μαζί μου. Αν τους τσιγκλίσετε, θα βρουν άλλο τρόπο να ενοχοποιήσουν τον Καβαλιέρι». «Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησε συνοφρυωμένος ο Τζέιμς. «Λέω να ξανανοίξω το φάκελο και να κάνω μια περαιτέρω έρευνα, μπας και βγάλω άκρη. Είσαι ευχαριστημένος, γιατρέ;» «Απολύτως! Μόνο που πρέπει να βιαστείς, γιατί ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά. Η δίκη ξεκινάει την άλλη εβδομάδα και υπό τις παρούσες περιστάσεις αμφιβάλλω αν δοθεί αναβολή». «Θα κάνω ό,τι μπορώ», υποσχέθηκε ο Κωνσταντινίδης και έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει ο Τζέιμς να τον ευχαριστήσει. «Από το ύφος σου καταλαβαίνω πως η συνομιλία ήταν μάλλον εποικοδομητική», παρατήρησε ο Λεονάρντο. «Δε θα μπορούσαμε να ελπίζουμε σε καλύτερα νέα», είπε ο Τζέιμς. Για να μην τον κρατάει άλλο σε αγωνία, του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όλη την κουβέντα του με τον Κωνσταντινίδη. Στο τέλος ο δικηγόρος έγειρε στην καρέκλα του, μην μπορώντας να πιστέψει στ’ αφτιά του. «Αν ήταν εδώ η Σοφία, θα πανηγύριζα, όμως τώρα δεν μπορώ». «Τουλάχιστον αυτή η υπόθεση μπήκε σε καλό δρόμο», τον παρηγόρησε ο Τζέιμς. «Μένει τώρα να δούμε τι θα κάνουμε με τη Σοφία και τη Δάφνη», μονολόγησε σκεφτικός. Μετά κοίταξε έντονα τον Λεονάρντο. «Πού βρίσκεται ο Γκουερίνι αυτή τη στιγμή;» ενδιαφέρθηκε να μάθει.
«Εδώ, στο Μιλάνο, για να παρακολουθεί τις εξελίξεις από κοντά. Τι έχεις στο μυαλό σου, Τζέιμς;» «Τίποτα συγκεκριμένο, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε. Θέλω να μου ετοιμάσεις μια κατάσταση με όλους τους στενούς συνεργάτες και φίλους του Γκουερίνι. Νομίζεις ότι μπορείς να το κάνεις αυτό;» «Φυσικά, είναι δημόσιο πρόσωπο και οι συναναστροφές του είναι λίγο πολύ γνωστές». «Ωραία...» είπε παγερά ο Τζέιμς. «Και στην κατάσταση μην ξεχάσεις να συμπεριλάβεις πρώτο και καλύτερο το λόρδο Ρίτσαρντ Έρλιν».
29
Ο Βιτόριο, αν και παράνομος, τηρούσε έναν περίεργο κώδικα τιμής. Τα δύο πράγματα που μισούσε περισσότερο στη ζωή του ήταν η αδικία, σε όλες τις μορφές, και το ψέμα. Για το πρώτο έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να το διορθώσει, για το δεύτερο χτυπούσε αμείλικτα. Οι ληστείες απέδιδαν πολλά χρήματα, αλλά στην ουσία δεν ήξερε τι να τα κάνει και μάλλον δεν τον ενδιέφερε να μάθει. Συνέχιζε να μένει στο μικρό του διαμέρισμα κοντά στην Ακαδημία και ζούσε απλά, χωρίς πολυτέλειες και καταχρήσεις. Η πολύχρονη θητεία του στο στρατό τον είχε κάνει πειθαρχημένο και αυτάρκη. Είχε γίνει κλέφτης εκ πεποιθήσεως και όχι εξ ανάγκης. Οι περισσότεροι του είδους του ζούσαν μόνο για το κέρδος, αποβλέποντας στην αξία της λείας. Για τον Βιτόριο, όμως, μετρούσε μόνο η συγκίνηση που βίωνε από τη στιγμή που άρχιζε να καταστρώνει το σχέδιο δράσης μέχρι τη στιγμή που γύριζε νικητής στο λημέρι του. Τρεφόταν από τον κίνδυνο όπως άλλοι με το φαγητό. Κάθε
φορά που η αδρεναλίνη του χτυπούσε κόκκινο, ένιωθε πλήρης και χορτασμένος. Δεν είχε σκεφτεί τι θα γινόταν αν τον έπιαναν. Κατά πάσα πιθανότητα θα προτιμούσε να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του παρά να περάσει μια ζωή στην αδράνεια της φυλακής. Ο Βιτόριο, λόγω της αποστροφής του για την αδικία, συχνά επιδιδόταν σε μια περίεργη δραστηριότητα που δεν ήταν γνωστή σε κανέναν. Σαν άλλος, σύγχρονος, Ρομπέν των Δασών διέθετε σημαντικά ποσά σε ανθρώπους που είχαν χάσει τη δουλειά τους, τo σπίτι τους και, γενικά, είχαν βρεθεί σε ανέχεια εξαιτίας της αδυναμίας τους να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους. Έκανε πρώτα την έρευνά του για να διαπιστώσει κατά πόσο ο άνθρωπος που επρόκειτο να ευεργετήσει ευθυνόταν για την ένδεια στην οποία είχε περιπέσει και, αν έκρινε πως δεν έφταιγε, τότε πήγαινε κρυφά και άφηνε στην πόρτα του ένα φάκελο με χρήματα. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση εκείνου που είχε επιλέξει, έκανε το ίδιο δρομολόγιο δύο και τρεις φορές, μέχρι να τον δει να στέκεται πάλι στα πόδια του. Στη Βενετία γινόταν ήδη πολύς λόγος για τον ανώνυμο ευεργέτη και ο κόσμος, που η φαντασία του δε θέλει και πολύ για να οργιάσει, τον θεωρούσε σχεδόν άγιο. Αυτός ο χαρακτηρισμός απείχε παρασάγγας από την πραγματικότητα. Ο Βιτόριο δε θα δίσταζε να σηκώσει το δεξί χέρι και να πυροβολήσει εν ψυχρώ, την ίδια στιγμή που το αριστερό χάιδευε τρυφερά ένα παιδικό κεφαλάκι. Κάποιοι μπορεί να τον χαρακτήριζαν εκκεντρικό, άλλοι ψυχασθενή. Η αλήθεια, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, βρισκόταν κάπου στη μέση. Οι κάτοικοι της Βενετίας, που λάτρευαν ανέκαθεν το μυστήριο, του είχαν αποδώσει διάφορα προσηγορικά, όπως Ιππότης του Μεσονυχτίου, Δίκαιος και πολλά άλλα, μέχρι που στο τέλος επικράτησε το πλέον αντιπροσωπευτικό: Επισκέπτης. Κάποιο διάστημα η αστυνομία, ωθούμενη από τα ποταπά κίνη-
τρα που γεννάει η νοσηρή περιέργεια, έστηνε μπλόκα στις φτωχογειτονιές, με σκοπό να τον ξεσκεπάσει και να δώσει τέλος σε όλο αυτό το κρυφτούλι. Ο Επισκέπτης το έμαθε και σταμάτησε τις φιλανθρωπικές του εξορμήσεις, πράγμα που εξαγρίωσε τον κόσμο, ο οποίος απαίτησε από την αστυνομία να πάψει να ασχολείται με τον έντιμο αυτό άνθρωπο και να κοιτάξει να πιάσει κανέναν κλέφτη – σχήμα οξύμωρο, βέβαια. Ο δήμαρχος συγκάλεσε εκτάκτως το Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο, έπειτα από συνεδρίαση τριών ωρών, αποφάνθηκε πως οι δραστηριότητες του Επισκέπτη δεν έχουν κάτι μεμπτό ή παράνομο και πως, αν και ανώνυμος, τίθεται υπό την προστασία των Αρχών της πόλης. Η απόφαση ψηφίστηκε ομόφωνα και καταγράφηκε στα πρακτικά. Ο Βιτόριο δεν έμαθε ποτέ για το σάλο που προκάλεσε, ούτε ότι έφτασαν στο σημείο να ασχολούνται με το άτομό του οι εξέχοντες πολίτες της Βενετίας. Αλλά ακόμα και να το μάθαινε, πιθανώς θα ανασήκωνε αδιάφορα τους ώμους και θα συνέχιζε το δρόμο του.
Μετά την επίθεση στο Λίντο άρχισε να συχνάζει στο καταγώγιο του Φαμπρίτσιο, αποφασισμένος να μάθει ποιος ήταν ο εντολοδότης, καθώς είχε για αξίωμα το εξής: «Μην αφήνεις τις δουλειές σου μισές, μην εμπιστεύεσαι κανέναν και φρόντισε να έχεις τα νώτα σου πάντα καλυμμένα». Για τον Βιτόριο, καμιά πληροφορία δεν ήταν άχρηστη, αργά ή γρήγορα θα έφτανε η μέρα που θα την ανέσυρε από το συρτάρι της μνήμης του για να τη χρησιμοποιήσει. Τον τελευταίο καιρό ο Φαμπρίτσιο είχε εμπλουτίσει το πρόγραμμα του στριπτιζάδικου με πραγματικά όργια επί σκηνής και κάθε βράδυ έτριβε τα χέρια του χαρούμενος, βλέποντας πως η ιδέα του προσέλκυε πολλούς νέους πελάτες. Υπήρχαν, όμως, και αρκετοί που, ενώ ήθελαν να δουν το πρόγραμμα, απέφευγαν το μαγαζί του για να προστατέψουν το καλό τους όνομα. Στην πλειονότητά τους επρόκει-
το για ευυπόληπτους οικογενειάρχες και επιχειρηματίες, που κρατούσαν μεν τα προσχήματα, αλλά έρεπαν προς την ακολασία. Ο Φαμπρίτσιο το φιλοσόφησε. «Στη Βενετία βρισκόμαστε... ας φορέσουν μάσκες», κατέληξε. Αυτό πράγματι έλυσε το πρόβλημα, όμως έδινε ταυτόχρονα τη δυνατότητα σε ανθρώπους όπως ο Βιτόριο να περιφέρονται ανενόχλητοι μέσα στο μαγαζί. Κρυμμένος πίσω από την ορνιθόμορφη μάσκα του, παρακολουθούσε άγρυπνα το χοντρό ιδιοκτήτη και οποιονδήποτε ερχόταν σε επαφή μαζί του, περιμένοντας να δει το επίμαχο κουτί που είχε κλέψει να αλλάζει χέρια. Επειδή φοβόταν ότι η παράδοση μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε ώρα της μέρας, τα πρωινά παρακολουθούσαν τον Φαμπρίτσιο οι άντρες του. Μέχρι σήμερα, πάντως, δεν είχε εμφανιστεί κανείς. Εκείνο το βράδυ, ο ιδιοκτήτης ανέβηκε στη σκηνή και, αφού παρακάλεσε για λίγη ησυχία, ανακοίνωσε στο κοινό πως είχε μια έκπληξη. Το μαγαζί του είχε την τιμή να φιλοξενεί μια εξαιρετική χορεύτρια, που έκανε σπάνια πλέον εμφανίσεις και μόνο χατιρικά, για τους λίγους και εκλεκτούς φίλους της. Τα φώτα χαμήλωσαν αισθητά και μια αισθησιακή, απαλή μουσική άρχισε να πλανιέται στο χώρο. Η βελούδινη κουρτίνα παραμέρισε και φάνηκε το σκηνικό που είχε ετοιμαστεί για την περίσταση. Τα αμέτρητα φυτά και λουλούδια θρόιζαν ανάερα, σαν να βρίσκονταν πραγματικά στη φύση, χάρη στους ανεμιστήρες που ήταν επιμελώς κρυμμένοι από τα μάτια των πελατών. Ήταν ένας παραδεισένιος κήπος που περίμενε την Εύα ή τη Λίλιθ του, ανάλογα από ποια σκοπιά το έβλεπε κανείς. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο ψεύτικο γρασίδι και ξεκίνησε το νούμερό της ξυπνώντας από ένα βαθύ ύπνο. Τεντώθηκε νωχελικά και σηκώθηκε με χάρη κύκνου. Φορούσε ένα κατάλευκο, αραχνοΰφαντο πέπλο, που δεν άφηνε τίποτα στη φαντασία των θαμώνων, και το πρόσωπό της κρυβόταν πίσω από μια απαστράπτουσα, κρυστάλλινη μάσκα. Άφηνε,
όμως, να φαίνονται η καλογραμμένη μύτη και τα σαρκώδη χείλη, που ήταν βαμμένα κατακόκκινα. Τα φώτα της σκηνής έπεφταν πάνω της, αφήνοντας να διαγράφεται μέσα από το πέπλο, ολόγυμνο, ένα σμιλεμένο κορμί με τέλειες καμπύλες. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της, σίγουρα περούκα, ξεχύνονταν σαν χείμαρρος μέχρι τη μέση της και έλαμπαν κάτω από τα φώτα σαν έβενος. Το κοινό ξέσπασε σε ξέφρενα χειροκροτήματα. Ακόμα κι αν είχε εμφανιστεί μπροστά τους εντελώς γυμνή, χωρίς το πέπλο, δε θα προκαλούσε περισσότερο. Ο Βιτόριο δεν αποτελούσε εξαίρεση. Παρακολουθούσε μαγεμένος τον αισθησιακό χορό της άγνωστης, προσπαθώντας να αναπλάσει με τη φαντασία του τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εικόνα πρέπει να ήταν μαγευτική. Δεν είχε κάνει ποτέ μόνιμη σχέση, γιατί δεν του άρεσαν οι δεσμεύσεις. Προτιμούσε τον πληρωμένο έρωτα της μιας βραδιάς και επισκεπτόταν τρεις φορές την εβδομάδα κάποιο πορνείο στη Βερόνα. Η ιδιοκτήτρια ήταν η μόνη που ήξερε το όνομά του και είχε απαγορέψει στα κορίτσια της να κάνουν ερωτήσεις. Για την εχεμύθειά της έπαιρνε πάντα κάτι παραπάνω, δηλαδή τα διπλάσια, και φρόντιζε να εφοδιάζει τον Βιτόριο με τις καλύτερες πουτάνες της αγοράς. Ξαφνικά, το κοινό ξέσπασε σε νέα χειροκροτήματα και σε σφυρίγματα. Στη σκηνή είχαν εμφανιστεί τρεις άντρες χορευτές, που τα σχεδόν ανύπαρκτα κοστούμια τους παρέπεμπαν σε ερωτύλα ξωτικά του δάσους. Η χορογραφία τούς ήθελε να κυνηγούν την όμορφη νεράιδα, γιατί τελικά αυτό ήταν η μελαχρινή καλλονή, για να κορέσουν τις κτηνώδεις ορμές τους. Εκείνη έτρεχε τρομαγμένη να κρυφτεί πίσω από τα λουλούδια και ο χορός της, από αργός και αισθησιακός, κατέληξε σε ένα καταιγιστικό κρεσέντο. Τα σφυρίγματα κόπηκαν μαχαίρι και όλοι απέμειναν με το στό-
μα ανοιχτό. Μερικοί αναρωτήθηκαν τι δουλειά είχε σε αυτό το καταγώγιο μια πρωτοκλασάτη χορεύτρια, ενώ οι υπόλοιποι άφησαν τις σκέψεις για αργότερα και προσηλώθηκαν στο θέαμα. Το νούμερο τελείωσε με τη σύλληψη της νεράιδας από τα ξωτικά και τον εικονικό βιασμό της, που μετά τις τέλειες χορευτικές φιγούρες της φάνηκε στον Βιτόριο πρόστυχος και χυδαίος. Την ώρα που έκλεινε αργά αργά η κουρτίνα της σκηνής, τα ξωτικά έσκισαν το πέπλο της και τη σήκωσαν στα χέρια για να τη μεταφέρουν πιο βαθιά στο δάσος. Το ολόγυμνο κορμί της άγνωστης, που γυάλιζε από τον ιδρώτα και τη χρυσόσκονη, προκάλεσε την τελευταία θύελλα χειροκροτημάτων και τον άκρατο ενθουσιασμό των θαμώνων, που χτυπούσαν με μανία τα πόδια στο πάτωμα, στο ρυθμό της μουσικής που έσβηνε σιγά σιγά. Ο Φαμπρίτσιο ήταν τρισευτυχισμένος. Οι πελάτες σίγουρα θα διψούσαν περισσότερο μετά το φλογερό θέαμα και έκανε ένα αδιόρατο νεύμα στον μπάρμαν να νερώσει τα ποτά. Κατά τη διάρκεια της παράστασης το μαγαζί είχε γεμίσει ασφυκτικά και για πρώτη φορά ο ιδιοκτήτης του λυπόταν που ήταν τόσο μικρό. Μετά αποσύρθηκε στο γραφείο του για να γιορτάσει τη νίκη του. Ο Βιτόριο τον είδε να κλείνει πίσω του την πόρτα και άλλαξε θέση για να παρακολουθεί καλύτερα. Πέρασαν περίπου είκοσι λεπτά μέχρι να ανοίξει ξανά η πόρτα. Αυτή τη φορά ο Φαμπρίτσιο δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν και μια γυναίκα με μαύρο παλτό κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, ενώ το μεγάλο καπέλο που φορούσε στο κεφάλι έριχνε τη σκιά του πάνω στο πρόσωπό της, κάνοντας τα χαρακτηριστικά της σχεδόν αόρατα. Ο Βιτόριο συνοφρυώθηκε και κάπου μέσα του χτύπησε συναγερμός. Πότε είχε μπει η γυναίκα στο γραφείο του Φαμπρίτσιο και δεν την είχε δει; Το ζευγάρι πέρασε δίπλα του, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής, και ο Βιτόριο διέκρινε πάνω στο λαιμό της άγνωστης ίχνη χρυσόσκονης. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για τη χορεύτρια και ηρέμησε
στη σκέψη ότι ήταν λογικό το γραφείο του Φαμπρίτσιο να συνδέεται εσωτερικά με τα καμαρίνια. Η γυναίκα κρατούσε στα χέρια μια μεγάλη τσάντα που θα μπορούσε να περιέχει οτιδήποτε, από το χορευτικό κοστούμι της μέχρι το σκαλιστό κουτί. Ο Βιτόριο έκρινε πως αν δεν το μάθαινε τώρα, δε θα το μάθαινε ποτέ. Έσκυψε απότομα, δήθεν για να πιάσει κάτι από κάτω, και το χέρι του πασπάτεψε επιδέξια την τσάντα. Άγγιξε ένα αντικείμενο σκληρό, με προεξοχές, και στα χείλη του σχηματίστηκε ένα αδιόρατο θριαμβευτικό χαμόγελο. Αν μη τι άλλο, δε θα χρειαζόταν να περάσει άλλο βράδυ στο μπουρδελομάγαζο του Φαμπρίτσιο. Ο ιδιοκτήτης συνόδεψε τη γυναίκα μέχρι την έξοδο και, αφού τη φίλησε σταυρωτά, επέστρεψε πάλι στο τραπέζι του. Ο Βιτόριο περίμενε να περάσουν δυο τρία λεπτά πριν την ακολουθήσει. Βγαίνοντας, έβγαλε τη μάσκα του και πήρε μερικές βαθιές αναπνοές για να αποζημιώσει τα πνευμόνια του για την ταλαιπωρία στην οποία τα υπέβαλε, μένοντας τόση ώρα σε ένα χώρο γεμάτο καπνούς. Είδε την άγνωστη να στρίβει στη γωνία και έτρεξε ξοπίσω της αθόρυβα, φοβούμενος μήπως τη χάσει μέσα στο λαβύρινθο των σοκακιών της Βενετίας. Ο ήχος, όμως, από τα τακούνια της πάνω στο πλακόστρωτο ακουγόταν καθαρά και ρυθμικά μέσα στη νύχτα, καθοδηγώντας τον στο σωστό δρόμο. Συνέχισε να την παρακολουθεί από μια απόσταση ασφαλείας, μένοντας αθέατος δίπλα στους τοίχους των σπιτιών. Κάποτε ο ήχος από τα τακούνια σταμάτησε και ο Βιτόριο, βγάζοντας το κεφάλι από τη γωνία, την είδε να μπαίνει σε μια γόνδολα που προφανώς την περίμενε. Μια σιγανή βλαστήμια ξέφυγε από τα σφιγμένα χείλη του βλέποντας πως την έπαθε σαν αρχάριος. Ξαφνικά θυμήθηκε πως κάπου κοντά υπήρχε ένα άλλο κανάλι, όπου άραζαν οι γόνδολες. Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς τα εκεί τρέχοντας. Ταυτόχρονα σκε-
φτόταν τι θα έκανε στην περίπτωση που δεν έβρισκε κανέναν. Πόσες πιθανότητες είχε να ξαναπετύχει αυτή τη γυναίκα; Σχεδόν μηδαμινές έως καμία. Δεν ήταν τακτική χορεύτρια στο μαγαζί του Φαμπρίτσιο και ποιος ξέρει πότε θα αποφάσιζε να ξαναπάει εκεί για να χορέψει... Οι φόβοι του, τελικά, αποδείχτηκαν αβάσιμοι, γιατί στο αραξοβόλι είχαν ξεμείνει δύο γόνδολες. Οι τουρίστες δεν έλειπαν ποτέ από τη Βενετία και ήταν αρκετοί αυτοί που προτιμούσαν μια ρομαντική βαρκάδα μέσα στο σκοτάδι. Ο Βιτόριο πήδηξε στην πρώτη γόνδολα και είπε στο γονδολιέρη να βιαστεί. Εκείνος καληνύχτισε το συνάδελφό του και, ακολουθώντας τις οδηγίες του πελάτη του, βγήκε στο σημείο όπου πριν από λίγο βρισκόταν αραγμένη η γόνδολα που περίμενε τη γυναίκα. Ακολούθησαν την ίδια πορεία και έπειτα από πέντε λεπτά είδαν μπροστά τους ένα κομψό, μακρόστενο σκαρί να γλιστράει απαλά στα σκοτεινά νερά. Η φιγούρα της γυναίκας ξεχώριζε από μακριά χάρη στο μεγάλο της καπέλο και ο Βιτόριο είπε στο γονδολιέρη να κόψει κάπως ταχύτητα. Εκείνος του έριξε μια φιλύποπτη ματιά, αλλά κράτησε το στόμα του κλειστό και έκανε αυτό που τον διέταξε ο πελάτης. Λίγη ώρα αργότερα έμπαιναν στο Μεγάλο Κανάλι, που ήταν και ο τελικός προορισμός της γυναίκας. Η γόνδολα στην οποία επέβαινε σταμάτησε μπροστά σε μια αποβάθρα και ο γονδολιέρης τη βοήθησε να κατέβει, αφού πρώτα πληρώθηκε για τις υπηρεσίες του. Περίμενε υπομονετικά να περάσει η γόνδολα με τον Βιτόριο που ερχόταν από πίσω και μετά μανουβράρισε επιδέξια για να επιστρέψει στο αραξοβόλι. Ο πρώην καταδρομέας πρόλαβε να δει τη γυναικεία σιλουέτα να εξαφανίζεται πίσω από μια μεγάλη πόρτα. Η υπομονή του είχε αποδώσει καρπούς και έγειρε ευχαριστημένος στο αναπαυτικό κάθισμα. «Πού πάμε, κύριε;» τον ρώτησε ο γονδολιέρης. Ήταν έξυπνος άν-
θρωπος και με αυτό τον τρόπο έκανε έμμεσα γνωστό στον πελάτη του ότι είχε καταλάβει πως παρακολουθούσαν την άλλη γόνδολα και πως ήταν διατεθειμένος να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Ο Βιτόριο έβγαλε από το πορτοφόλι του τριακόσια ευρώ και του τα έδωσε. «Στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου», απάντησε χαμογελώντας. Ήθελε να γιορτάσει την επιτυχία του στο Χάρις Μπαρ, που ήταν από τα αγαπημένα του στέκια. Δύο ώρες αργότερα επέστρεφε στο σπίτι του με ένα ταχύπλοο που εκτελούσε χρέη ταξί. Περνώντας μπροστά από ένα ανακαινισμένο παλάτσο κοντά στη Γέφυρα του Ριάλτο, είπε στον οδηγό να σταματήσει και κοίταξε παραξενεμένος το μοναδικό φως που άναβε στο παράθυρο του τρίτου ορόφου. Στην αποβάθρα ήταν δεμένο ένα κομψό σκάφος. Λόγω της δουλειάς του, ο Βιτόριο παρακολουθούσε ανελλιπώς τις κινήσεις των κατοίκων της Βενετίας, ψάχνοντας ανάμεσά τους τα υποψήφια θύματά του. Ήξερε, λοιπόν, πως το συγκεκριμένο παλάτσο έμενε προς το παρόν ακατοίκητο. «Μπα... Πότε γύρισε ο Φράνκο Ντονατσάν από το Μιλάνο;» αναρωτήθηκε. Εκείνη τη στιγμή το φως χάθηκε από το παράθυρο και λίγα λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα, για να φανεί στο σκοτεινό άνοιγμα το περίγραμμα μιας αντρικής σιλουέτας. Πήδηξε στο αραγμένο σκάφος και έβαλε μπρος τη μηχανή. Ο Βιτόριο τον είδε να έρχεται προς το μέρος του και είπε στον οδηγό του ταχύπλοου να ξεκινήσει πριν προλάβει ο άλλος να τον δει να κατασκοπεύει. Αναπόφευκτα τα σκάφη, αφού πήγαιναν σε αντίθετες κατευθύνσεις, συναντήθηκαν κάπου στη μέση του Μεγάλου Καναλιού και τα βλέμματα των δύο αντρών διασταυρώθηκαν μηχανικά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις.
30
Αρκετές ώρες νωρίτερα και κάμποσα χιλιόμετρα δυτικά από τη Βενετία, πιο συγκεκριμένα στο Μιλάνο, η Δάφνη και η Σοφία κοιτάζονταν μεταξύ τους θορυβημένες, βλέποντας τον Φράνκο να επιστρέφει στη φυλακή τους τόσο σύντομα. Κάτι είχε μεσολαβήσει που τον έκανε να αλλάξει γνώμη, αλλά οι δύο γυναίκες δεν ήξεραν πού να αποδώσουν αυτό το γεγονός. Εκείνος έβγαλε ένα μαντίλι και άρχισε να σκουπίζει προσεκτικά οτιδήποτε είχε πιάσει εκεί μέσα, εξαφανίζοντας τα δακτυλικά του αποτυπώματα. «Σηκωθείτε γρήγορα», τους είπε επιτακτικά όταν τελείωσε. «Φεύγουμε!» Η Δάφνη προσπάθησε να βοηθήσει τη Σοφία να σηκωθεί, αλλά στάθηκε αδύνατο. Η γυναίκα ήταν τόσο εξαντλημένη, ώστε έπεφτε συνέχεια πίσω στο κρεβάτι. «Μάλλον θα χρειαστεί να φύγουμε χωρίς αυτή», είπε ψυχρά ο Φράνκο στη Δάφνη. «Είσαι τρελός; Δε φεύγω χωρίς τη Σοφία», του δήλωσε έξαλλη εκείνη. Για να του αποδείξει ότι δεν αστειεύεται, κάθισε δίπλα της και της έπιασε το χέρι για να της δώσει κουράγιο. «Σκότωσέ με, αν θέλεις, αλλά δεν το κουνάω ρούπι από εδώ». Ο Φράνκο τις κοίταξε με άγριες διαθέσεις και ξαφνικά άλλαξε γνώμη. Άρπαξε τη Σοφία στην αγκαλιά του και έκανε νόημα στη Δάφνη να τον ακολουθήσει. «Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε ανήσυχη, καθώς ανέβαινε ξοπίσω του τη σιδερένια σκάλα. «Στη Βενετία. Ξαφνικά το Μιλάνο δε μου φαίνεται ασφαλές». Μέσα στα σκοτάδια της φυλακής τους, η Δάφνη δεν είχε τη δυνατότητα να εκτιμήσει σωστά την κατάσταση της Σοφίας. Είχε, βέβαια, το φακό του Φράνκο, αλλά τον είχε στρέψει προς το ταβάνι,
γιατί το δυνατό φως ήταν πολύ ενοχλητικό για τα μάτια τους. Η πραγματικότητα αποκαλύφθηκε μόλις βγήκαν στο προαύλιο του εργοστασίου. Στο τελευταίο φως του δειλινού, το πρόσωπο της Σοφίας, όπου δεν ήταν μελανιασμένο από τα χτυπήματα, φαινόταν πιο άσπρο από χαρτί, ενώ η γυναίκα προφανώς κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην ουρλιάξει από τον πόνο σε κάθε βήμα που έκανε ο Φράνκο. Τα χείλη της, όμως, όλως περιέργως, ήταν κόκκινα. «Σταμάτα!» φώναξε η Δάφνη αναστατωμένη. «Δεν μπορούμε να φύγουμε, η Σοφία χρειάζεται επειγόντως γιατρό». Ο Φράνκο σταμάτησε και άφησε κάτω το φορτίο του. Έριξε μια ματιά στη γυναίκα που κειτόταν στα πόδια του και έκανε μια αδιόρατη γκριμάτσα αποστροφής. Η Δάφνη έτρεξε και γονάτισε κοντά της. Το στήθος της Σοφίας ανεβοκατέβαινε ακατάστατα και κάθε ανάσα της έβγαινε σφυριχτή. Μην ξέροντας τι να κάνει για να την ανακουφίσει, η κοπέλα κάθισε κάτω και έκανε τα πόδια της προσκεφάλι. «Είμαι καλά έτσι», κατάφερε να ψελλίσει η Σοφία. «Λίγη ξεκούραση χρειάζομαι μόνο». Ο Φράνκο τις κοίταζε παγερά. Μια λύση ήταν, φεύγοντας, να αφήσουν τη Σοφία στο νοσοκομείο, αλλά δεν της είχε εμπιστοσύνη. Στην πρώτη ευκαιρία θα άνοιγε το στόμα της για να κελαηδήσει και θα έστελνε στο κατόπι του την αστυνομία. Το μόνο που του έμενε ήταν να την πάρει μαζί του, αν βέβαια εκείνη κατάφερνε να αντέξει τη διαδρομή των διακοσίων εβδομήντα χιλιομέτρων που χώριζαν το Μιλάνο από τη Βενετία. Ξαφνικά, η Σοφία είχε μια φοβερή κρίση βήχα. Δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα και πνιγόταν. Γραπώθηκε από τα ρούχα της Δάφνης και γούρλωσε τα μάτια από το φόβο. Εκείνη τα έχασε κι έβαλε τις φωνές. Άρχισε να τη χτυπάει στην πλάτη για να συνέλθει και, όταν τελικά η κρίση πέρασε και η Σοφία έγειρε εξαντλημένη στα πόδια
της, είδε με ανείπωτο τρόμο να κυλάει από τα χείλη της ένα λεπτό κόκκινο ρυάκι. «Θεέ μου, Σοφία...» τραύλισε σαν χαμένη. Ένας λυγμός τράνταξε το στήθος της και σκέπασε το πρόσωπό της με τις παλάμες για να μη βλέπει. Τις τελευταίες ώρες ζούσε έναν εφιάλτη που, δυστυχώς, όσο πήγαινε γινόταν χειρότερος. Ύψωσε τα δακρυσμένα μάτια της ικετευτικά προς τον Φράνκο και ένωσε τα χέρια σαν να προσευχόταν. «Σε παρακαλώ, θα κάνω ό,τι μου πεις. Θα έρθω μαζί σου στη Βενετία, αλλά πρώτα ας την πάμε στο νοσοκομείο... ίσως δεν είναι τόσο αργά. Θα την αφήσουμε και θα φύγουμε... θα πούμε ότι τη βρήκαμε χτυπημένη στο δρόμο... οτιδήποτε που δε θα σε ενοχοποιεί. Για όνομα του Θεού, λυπήσου τη. Δεν αντέχω να τη βλέπω να υποφέρει». Ο Φράνκο την κοίταξε βλοσυρός. Το τραγικό θέαμα της κοπέλας που τον ικέτευε, με μια ετοιμοθάνατη γυναίκα στην αγκαλιά της, ήταν ικανό να λυγίσει μια σκληρή καρδιά, γιατί όχι και τη δική του; Ξαφνικά, η έκφρασή του μαλάκωσε και χαμήλωσε για να έρθει πιο κοντά στη Δάφνη. Έπιασε τα χέρια της και τα έφερε στα χείλη του, απιθώνοντας στο καθένα από ένα ανάλαφρο, παρηγορητικό φιλί. «Άκου τι θα κάνουμε...» της είπε ήρεμα. «Θα πάμε στο αυτοκίνητο μαζί κι εγώ θα γυρίσω για τη Σοφία. Έχεις δίκιο, δεν μπορούμε να την αφήσουμε να υποφέρει τόσο πολύ και ειλικρινά λυπάμαι για ό,τι έγινε. Συμφωνείς;» Η Δάφνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά και ρούφηξε δυνατά τη μύτη. Ο Φράνκο έβγαλε ένα μαντίλι και της το έδωσε. «Τι θα κάνω μ’ εσένα;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια. Απέσπασε με δυσκολία τη Σοφία από την αγκαλιά της και μετά την έπιασε από το μπράτσο για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Την πήγε στο αυτοκίνητο, την έβαλε να καθίσει στο κάθισμα του συνοδηγού
και της φόρεσε τη ζώνη, με τον ίδιο τρόπο που φροντίζει ένας στοργικός πατέρας το παιδί του όταν πρόκειται για ταξίδι. Έκλεισε την πόρτα και ενεργοποίησε από το κλειδί του το αυτόματο κλείδωμα. Η Δάφνη άκουσε τον ανεπαίσθητο ήχο που έκαναν οι ασφάλειες πέφτοντας και κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη. Το αυτοκίνητο ήταν δίπορτο, αν ο Φράνκο σκόπευε να πάρει μαζί τους τη Σοφία, τότε λογικά θα την έβαζε να καθίσει στο πίσω κάθισμα. Την έπιασε πανικός όταν κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει εκείνος. Δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα ή το παράθυρο για να βγει έξω, αλλά του κάκου. Το αυτοκίνητο υπάκουε μόνο στις εντολές του ιδιοκτήτη του και επέμενε πεισματικά να την κρατάει φυλακισμένη στο εσωτερικό του. Άρχισε να ουρλιάζει και να κοπανάει το τζάμι με τις γροθιές της σαν υστερική. «Όχι... όχι...» φώναζε κλαίγοντας. «Χριστέ μου, βοήθεια! Όχι τη Σοφία... σε παρακαλώ...» Φαίνεται πως οι φωνές της έφτασαν μέχρι τα αφτιά του Φράνκο, γιατί σταμάτησε και στράφηκε να την κοιτάξει. Η Δάφνη διάβασε στο βλέμμα του την τελεσίδικη απόφαση και ένιωσε το κορμί της να παραλύει. Τα χέρια της γλίστρησαν και έμεινε να παρακολουθεί τις κινήσεις του, ανήμπορη να αντιδράσει, με τη φρίκη αποτυπωμένη στο πρόσωπο. Η Σοφία είχε τα μάτια κλειστά, αλλά φαίνεται πως τον ένιωσε να έρχεται, γιατί τα άνοιξε απότομα και τον κοίταξε. Αυτός εδώ ήταν ο δολοφόνος της, όμως τώρα που ήξερε πως πλησίαζε το τέλος της ένιωσε μια ανείπωτη γαλήνη και σταμάτησε ξαφνικά να τον φοβάται. Λυπόταν μόνο για τον πόνο που θα προκαλούσε άθελά της στους ανθρώπους που την αγαπούσαν. Οι μορφές του Μαρτσέλο, της Δάφνης και του Λεονάρντο πέρασαν από μπροστά της, χαρίζοντας καθένας τις πλέον πολύτιμες στιγμές της κοινής τους ζωής. Ήταν δικαίωμά της να πάρει κάτι στο μεγάλο ταξίδι προς το άγνωστο και η Σοφία ένιωσε απέραντη ανακούφιση στη σκέψη ότι κα-
νείς δεν μπορούσε να της το στερήσει αυτό· ούτε καν ο Φράνκο. Εκείνος είχε φτάσει στο μεταξύ κοντά της και έσκυψε από πάνω της απειλητικός και σκοτεινός όσο η νύχτα που την περίμενε. «Ειλικρινά λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα», μουρμούρισε. Η Σοφία μάζεψε όση δύναμη της είχε απομείνει και, καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, ανασηκώθηκε στους αγκώνες. «Μη λες πράγματα που δεν τα εννοείς», ψιθύρισε ξεψυχισμένα. «Μόνο κάνε ό,τι έχεις να κάνεις γρήγορα». Έπεσε αποκαμωμένη στο έδαφος και έκλεισε τα βλέφαρα. Δεν είδε το χέρι του Φράνκο να πλησιάζει το λαιμό της, ένιωσε, όμως, πρώτα ένα ανάλαφρο χάδι στην περιοχή της αριστερής καρωτίδας και μετά η λαβή του έγινε μια σιδερένια μέγκενη. Η Σοφία δεν αντιστάθηκε. Γούρλωσε μόνο τα μάτια και χάρισε τα τελευταία αποθέματα του ζωογόνου οξυγόνου που είχαν απομείνει στον εγκέφαλό της στη σκέψη της Σαβίνας. Την έβλεπε σχεδόν μπροστά της να τρέχει γελώντας μέσα σε ασημένια σύννεφα, λουσμένη από ένα αστραποβόλο φως. Φαινόταν απέραντα ευτυχισμένη και η Σοφία ζήλεψε. «Έρχομαι, αγάπη μου, περίμενέ με», θέλησε να φωνάξει, αλλά από το στόμα της δε βγήκαν λέξεις, παρά ένας απαίσιος ρόγχος. Η Σαβίνα, όμως, την άκουσε και σταμάτησε. Άπλωσε τα χέρια ανυπόμονα, γνέφοντάς της να βιαστεί, και στο πρόσωπό της χαράχτηκε το ίδιο σκανταλιάρικο χαμόγελο που είχε όταν ήταν κοριτσάκι. Ξαφνικά, τα δεσμά που κρατούσαν τη Σοφία σε τούτο τον κόσμο έσπασαν κι εκείνη ένιωσε ανάλαφρη σαν πουλί. Κοίταξε με περιέργεια τα χέρια της, πασπάτεψε το πρόσωπό της, το κορμί της, όλα ήταν καθαρά όπως πάντα, καμία πληγή, κανένας πόνος. Την πλημμύρισε η πρωτόγνωρη ευδαιμονία που δίνει η αίσθηση της απέραντης ελευθερίας και το μυαλό της ξαστέρωσε. Οι μορφές των ανθρώ-
πων που σκόπευε να πάρει μαζί της στην αιωνιότητα θόλωσαν και έσβησαν, δίνοντας τη θέση τους στο υπέρλαμπρο φως που απλωνόταν με αστραπιαία ταχύτητα μέσα στα σωθικά της. Το μόνο που είχε πλέον σημασία ήταν η Σαβίνα και το μέρος όπου θα την πήγαινε. Έτρεχε, ή μάλλον πετούσε, προς την κατεύθυνσή της και, όταν επιτέλους την έφτασε, έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να τη φιλάει με λαχτάρα. «Αργήσαμε... μας περιμένουν...» της είπε ανυπόμονα η Σαβίνα. Άπλωσε το χέρι και της έδειξε ένα φαρδύ μονοπάτι σπαρμένο με δροσοσταλίδες. Η Σοφία στράφηκε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο σώμα της, σε αυτό που κάποτε υπήρξε η κατοικία της ψυχής της, και το είδε να κείτεται ακίνητο στο παγωμένο έδαφος. Τότε τα ασημόχρωμα σύννεφα άρχισαν να κλείνουν αργά, σαν αυλαία θεάτρου, σηματοδοτώντας το φινάλε στην παράσταση της γήινης ύπαρξής της. Μετά η Σοφία έπιασε με εμπιστοσύνη το χέρι της Σαβίνας και άρχισαν να τρέχουν μαζί προς το ελπιδοφόρο άγνωστο.
Ο Φράνκο άφησε το λαιμό της Σοφίας μόνο αφού σιγουρεύτηκε ότι ξεψύχησε. Έκρυψε το σώμα της πίσω από μερικούς θάμνους και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Το πρόσωπο της Δάφνης διακρινόταν αδιόρατα ωχρό πίσω από τα σκούρα τζάμια και τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο σημείο του προαυλίου όπου βρισκόταν κάποτε ξαπλωμένη η Σοφία. Μπήκε στο αυτοκίνητο με τις αισθήσεις του σε επιφυλακή, φοβούμενος ίσως κάποια ξαφνική επίθεση από την πλευρά της κοπέλας. Εκείνη, όμως, δε στράφηκε καν να τον κοιτάξει και συνέχισε να έχει το βλέμμα προσηλωμένο έξω από το παράθυρο ακόμα κι όταν έφυγαν από το τρομερό εκείνο μέρος.
Η Δάφνη δε σκεφτόταν τίποτα. Τα μάτια της ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα, αλλά ο εγκέφαλός της είχε περιέλθει σε μια κατάσταση αποχαύνωσης, ενεργοποιώντας τους δικούς του ακατανόητους μηχανισμούς προστασίας. Είχε αναγκαστεί να παρακολουθήσει τη στυγερή δολοφονία της γυναίκας που αγαπούσε σαν μητέρα και βρισκόταν κάτω από την επήρεια ισχυρού σοκ. Δεν πρόσεχε πού πήγαιναν, ούτε την ενδιέφερε. Είχε επικεντρώσει την προσοχή της στο κράσπεδο του δρόμου και στα δέντρα που προσπερνούσαν με μεγάλη ταχύτητα. Όταν νύχτωσε και τα δέντρα χάθηκαν στο σκοτάδι, εστίασε πάνω σε ένα αντρικό χέρι που εμφανιζόταν κατά διαστήματα μέσα στο τζάμι· ήταν η αντανάκλαση του χεριού του Φράνκο καθώς άλλαζε ταχύτητες. Η Δάφνη ήξερε πως αυτό το χέρι είχε κάνει κάτι πολύ κακό και ξαφνικά θυμήθηκε κάποιο άλλο, που της προκάλεσε εξίσου μεγάλο πόνο. Μόνο που εκείνο πρώτα χάιδευε και μετά χτυπούσε πισώπλατα. Αυτή η θύμηση βοήθησε το μυαλό της να βγει από την αδράνεια και να σχηματίσει ολόκληρη την εικόνα εκείνου του άντρα, που δεν ήταν άλλος από τον Τζέιμς. Κανονικά έπρεπε να τον μισεί, αλλά κάτι της απαγόρευε να το κάνει. Οι στιγμές που είχε περάσει στην αγκαλιά του σε κάποιο λιβάδι μια πολύ μακρινή εποχή έριχναν τη σκιά τους, σαν προστατευτικό πέπλο, πάνω στις άσχημες και τις εξαφάνιζαν. Ή μήπως όλα αυτά συνέβησαν μόλις χτες; Ένιωσε μια αφάνταστη κούραση και ακούμπησε το κεφάλι πάνω στο τζάμι. Ο νανουριστικός ήχος του πολυτελούς αυτοκινήτου την αποκοίμισε· τα βλέφαρά της έκλεισαν προτού το καταλάβει. Βυθίστηκε σε ένα βαθύ ύπνο όπου κυριαρχούσαν εναλλάξ όμορφα όνειρα και τρομεροί εφιάλτες, μέχρι που τελικά έγιναν ένα μπερδεμένο κουβάρι χωρίς αρχή και τέλος. Μουρμούριζε ακατάληπτα και τιναζόταν σπασμωδικά, σαν να προσπαθούσε να αποτινάξει από πάνω της ένα αβάσταχτο βάρος.
Ο Φράνκο έκοψε ταχύτητα και πάρκαρε σε ένα μικρό πλάτωμα, στην άκρη του δρόμου. Η συμπεριφορά της κοπέλας τού είχε κινήσει την περιέργεια και βάλθηκε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον ταραγμένο ύπνο της. Από τις συνεχόμενες εναλλαγές των εκφράσεων στο πρόσωπό της καταλάβαινε πότε έβλεπε ένα ευχάριστο ή ένα δυσάρεστο όνειρο και αναρωτήθηκε μήπως αυτός ήταν ο συνήθης τρόπος για να βιώνει τα οράματά της σχετικά με το μέλλον. Περιλαμβανόταν, άραγε, και ο ίδιος μέσα σε αυτά; Έψαξε στην τσέπη του σακακιού να βρει τα τσιγάρα του και το χέρι του έπιασε κάτι σκληρό. Ήταν το κινητό της Σοφίας. Το έβγαλε και το κοίταξε μορφάζοντας. Είχε εκπληρώσει την αποστολή του και ήταν πλέον άχρηστο. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε κάτω από μια συστάδα δέντρων. Με τη βοήθεια μιας πέτρας το έσπασε και μετά άνοιξε μια βαθιά τρύπα στο έδαφος. Το έθαψε και πατίκωσε καλά το χώμα από πάνω του για να μην μπορέσει να το βρει κανείς. Γύρισε πίσω και κάθισε σκεφτικός στη θέση του. Είχε ξεφορτωθεί ένα μικρό ενοχοποιητικό στοιχείο, αλλά είχε δίπλα του έναν αυτόπτη μάρτυρα που, λογικά, ήταν εχθρός του. Ο Φράνκο, όμως, έβλεπε και ανέλυε τα γεγονότα σύμφωνα με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Οι ηθικές αξίες είχαν επινοηθεί για να δυσκολεύουν τη ζωή των ανθρώπων και πίστευε ότι η Δάφνη θα τις θυσίαζε ευχαρίστως στο βωμό του συμφέροντος, μόλις καταλάβαινε τη δύναμη που κρατούσε στα χέρια της. Εντάξει, είχε σκοτώσει τη Σοφία μπροστά της και ήταν πράγματι άσχημο, όμως δε θα άφηνε αυτό το μικρό συμβάν να αποτελέσει εμπόδιο ανάμεσά τους. Αυτοί οι δύο ήταν προορισμένοι για να είναι μαζί, είτε ως ζευγάρι είτε ως συνεργάτες, ανάλογα με το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Οι Μοίρες που διαφεντεύουν το ριζικό των ανθρώπων είχαν αποφασίσει, πολύ πριν γεννηθεί η Δάφνη, να τους σμίξουν κάποτε, και στον Φράνκο άρεσε αυτή η εκδοχή, γιατί έτσι τον συνέφερε.
Η κοπέλα είχε σταματήσει να χτυπιέται και ο ύπνος της τώρα ήταν ήσυχος. Είχε κουλουριαστεί στο κάθισμα και κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος του, προσφέροντας στα μάτια του ένα μοναδικό θέαμα παιδικής αθωότητας και ακαταμάχητης σεξουαλικότητας. Το πρόσωπό της, ελαφρά ιδρωμένο, φάνταζε ροδαλό κάτω από τον απαλό φωτισμό του καντράν και τα μάγουλά της σκιάζονταν από τις μακριές, μαύρες βλεφαρίδες. Ανέπνεε από το στόμα και τα μισάνοιχτα χείλη της ήταν πολύ προκλητικά για να αντισταθεί ο Φράνκο. Έσκυψε και τα φίλησε απαλά. Εκείνη κουνήθηκε ανήσυχη, μουρμούρισε κάτι και συνέχισε τον ύπνο της. Ο Φράνκο, παρόλο που φλεγόταν από επιθυμία, δεν επιχείρησε να την ξαναφιλήσει για να μην την ξυπνήσει. Αυτό το μονόπλευρο φιλί στάθηκε καταλυτικό και τον βοήθησε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα του· η σχέση του με τη Δάφνη σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να περιοριστεί στα αυστηρά πλαίσια μιας επαγγελματικής συνεργασίας, δε θα ήταν ποτέ αρκετό. Άλλωστε είχε διακρίνει ενδιαφέρον και στα δικά της μάτια – αν μη τι άλλο δεν της ήταν αποκρουστικός. Έχοντας τακτοποιήσει αυτά τα πράγματα στο μυαλό του, συνέχισε το δρόμο του πιο ήρεμος. Έφτασε στη Βενετία μισή ώρα αργότερα και στην Πιατσάλε Ρόμα έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου και περίμενε. Έπειτα από πέντε λεπτά φάνηκε να έρχεται προς το μέρος του ένας άντρας. Ο Φράνκο βγήκε από το αυτοκίνητο και τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει. «Καλώς ήρθες, αφεντικό», είπε ο άλλος χαρωπά. Ήταν περίπου εξήντα χρόνων και δούλευε ως κλητήρας στις επιχειρήσεις Ντονατσάν. Ο Φράνκο τού είχε τηλεφωνήσει να φέρει το σκάφος εκεί. Πάντα αυτόν φώναζε για τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις και οι υπόλοιποι κλητήρες έβλεπαν με κάποιο φθόνο αυτή την εύνοια του αφεντικού τους. Η Δάφνη άνοιξε αργά τα μάτια και κοίταξε γύρω της το οικείο
περιβάλλον. Η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο που συνωστιζόταν γύρω από τις αφετηρίες των λεωφορείων που κινούνταν περιφερειακά στη Βενετία, όπου ήταν δυνατή η οδική πρόσβαση, και στις πιο κοντινές πόλεις, όπως το Μέστρε. Ένιωθε κατάκοπη, σαν να είχε μόλις τερματίσει ένα Μαραθώνιο. Το στόμα της είχε πικρή γεύση, κατάλοιπο από τους εφιάλτες. Είχαν παρελάσει σε αυτούς με τη σειρά όλοι οι άνθρωποι που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή της, ξεκινώντας από τους γονείς της. Τους έβλεπε σπάνια στα όνειρά της και πάντα με το πρόσωπο αλλοιωμένο, σαν να ήταν δύο ξένοι. Απόψε, όμως, είχαν πάρει την πραγματική τους μορφή και, ενώ στην αρχή τής χαμογελούσαν πιασμένοι χέρι χέρι, στη συνέχεια βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε ένα αυτοκίνητο που καιγόταν. Η Δάφνη στεκόταν κάπου ψηλά και παρακολουθούσε, ανίκανη να βοηθήσει, τις εναγώνιες προσπάθειές τους να δραπετεύσουν, μέχρι που στο τέλος κατέληξαν δύο άμορφες καμένες μάζες σε ένα σωρό από λαμαρίνες που κάπνιζαν. Εκεί όπου κάποτε υπήρχαν τα μάτια είχαν απομείνει δύο άδειες κόχες που κοίταζαν ανελέητα προς το μέρος της, σαν να κατηγορούσαν εκείνη για το μαρτύριό τους. Μετά ήρθε στον ύπνο της η Σαβίνα. Κειτόταν στο νεκροκρέβατό της, χλομή και παγωμένη, όπως την είχε δει στο νεκροτομείο του νοσοκομείου. Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με μίσος. «Εσύ φταις που πέθανα», της είπε μέσα από τα δόντια. Ήταν σάπια και η γλώσσα της μελανιασμένη. «Εσύ φταις που πέθανε και η Σοφία». Ξαφνικά, δίπλα στο κρεβάτι της Σαβίνας εμφανίστηκε και δεύτερο κρεβάτι, με τη Σοφία ξαπλωμένη πάνω του. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο και πολύ άσχημο· δεν ήταν η όμορφη, γλυκιά Σοφία που τη νανούριζε στην αγκαλιά της. Όπως και η Σαβίνα προηγουμένως, άνοιξε το ένα μάτι, γιατί το άλλο δεν υπήρχε, και την κοίταξε με το ίδιο μίσος. «Τι θα κάνεις τώρα; Θα σκοτώσεις και τον Μαρτσέλο;» τη ρώτησε. «Είναι καταραμένη!» είπε η Σαβίνα και σηκώθηκε αρ-
γά από το κρεβάτι της. «Πρέπει να πεθάνει για να μην κάνει άλλο κακό στους ανθρώπους». Η Σοφία ακολούθησε το παράδειγμά της. Η Δάφνη είδε με φρίκη πως η κοιλιά της ήταν πρησμένη και ανασάλευε αδιάκοπα από τερατώδη πλάσματα που υπήρχαν μέσα της. Μετά βρέθηκε να τρέχει στους άδειους διαδρόμους του νοσοκομείου. Τα πάντα γύρω της ήταν τόσο λευκά, ώστε δεν μπορούσε καν να ξεχωρίσει πού τελείωνε ο τοίχος και πού άρχιζε ο διάδρομος. Αυτό το σκηνικό τής δημιουργούσε μια αίσθηση απόλυτου κενού, χωρίς αρχή και τέλος. Πίσω της άκουγε τις φωνές αυτών που την κυνηγούσαν· ήταν οι γονείς της, η Σαβίνα και η Σοφία, νεκροζώντανα πλάσματα, χωρίς ίχνος ανθρώπινης υπόστασης. Η Δάφνη ήθελε να τους φωνάξει πως δεν έφταιγε εκείνη, κάτι της έλεγε, όμως, πως δε θα την άκουγαν. Αν σταματούσε, θα έπεφταν όλοι πάνω της για να την κατασπαράξουν. Ξαφνικά άρχισε να απλώνεται γύρω της ομίχλη. Ξεκίνησε από τα πόδια και ανέβαινε ψηλά, προς το ταβάνι. Δεν είχε σκοπό να την κρύψει από τα μάτια των διωκτών της, αντίθετα προσπαθούσε να την αποπροσανατολίσει ώστε να τη βρουν πιο εύκολα. Την έπιασε απελπισία και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Έτρεχε πια στα τυφλά, σκοντάφτοντας πάνω στους τοίχους, και άκουγε τις φωνές να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ. Κάπου στο βάθος, μέσα στην αχλή, ξεχώρισε έναν άνθρωπο και έσπευσε προς το μέρος του. Όταν πλησίασε, είδε πως ήταν ο Τζέιμς. Αυτός, τουλάχιστον, είχε την κανονική του μορφή. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του με την ίδια εμπιστοσύνη που ρίχνεται στην αγκαλιά της μάνας του ένα φοβισμένο παιδί, κι εκείνος την έκλεισε προστατευτικά στα μπράτσα του. Τα νεκροζώντανα πλάσματα τους έφτασαν και σταμάτησαν δίπλα τους σε απόσταση αναπνοής. Η Δάφνη έτρεμε και έκρυψε το πρόσωπο στο στήθος του Τζέιμς, επειδή δεν τολμούσε να τα αντικρίσει κατάματα.
«Παίρνω εγώ το φταίξιμο για τα κρίματά της», τον άκουσε να λέει ήρεμα. Στ’ αφτιά της έφτασαν μουρμουρητά και μετά, ξαφνικά, απλώθηκε ησυχία. Αναθάρρησε και ανασήκωσε το κεφάλι. Είδε ότι εκείνοι που αγαπούσε και ζητούσαν με τόσο πείσμα το θάνατό της είχαν εξαφανιστεί, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Στον έρημο διάδρομο είχαν απομείνει μόνο οι δυο τους, αυτή και ο Τζέιμς. Και τότε το πρόσωπο του άντρα άρχισε να αλλάζει, μέχρι που πήρε τη μορφή κάποιου άλλου, τον οποίο συνάντησε μόλις σήμερα, αλλά ήξερε μια ζωή: του Φράνκο. Τα χαρακτηριστικά τους εναλλάσσονταν με ταχύτητα, η Δάφνη μπερδεύτηκε και δεν ήξερε σε ποιανού την αγκαλιά βρισκόταν. Ο Τζέιμς-Φράνκο έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά. Εκείνη έγλειψε τα χείλη για να πάρει τη γεύση αυτού που τη φιλούσε και να την κρατήσει σαν ανάμνηση. Μετά ο άντρας χάθηκε ξαφνικά, όπως ακριβώς είχε έρθει, και όλα γύρω της άρχισαν να καταρρέουν σαν ντόμινο. Από εκεί και πέρα ο Μορφέας φάνηκε συμπονετικός μαζί της και δεν της χάρισε ούτε όνειρα ούτε εφιάλτες. Ξύπνησε στη Βενετία, έχοντας την αίσθηση πως εδώ άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση, που θα έβαζε ένα τέλος στη ζωή όπως την ήξερε. Είχε συνέλθει από το σοκ που της προκάλεσε η δολοφονία της Σοφίας και έμπαινε αργά στη φάση που ακολουθεί το θάνατο κάποιου αγαπημένου συγγενή ή στενού φίλου, αυτή του αβάσταχτου πένθους. Ο Φράνκο τής άνοιξε την πόρτα για να κατέβει και η Δάφνη τον άφησε να την οδηγήσει στην προκυμαία, όπου ήταν δεμένο το σκάφος. Ο τρόπος που την κρατούσε και το ενδιαφέρον στο βλέμμα του θα έκανε οποιονδήποτε να ορκιστεί πως έχει μπροστά του ένα φυσιολογικό αγαπημένο ζευγάρι. «Σκέφτηκα να πάμε πρώτα για φαγητό», της είπε καθώς καθόταν στο τιμόνι του ταχύπλοου. Η Δάφνη απλώς ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Ήταν από το
πρωί με μια φέτα ψωμί και δύο καφέδες, αλλά δεν πεινούσε. Ο Φράνκο εξέλαβε την αδιαφορία της για κατάφαση. Διάλεξε ένα μικρό εστιατόριο και κάθισαν κοντά στην τζαμαρία, δίπλα στο κανάλι. Προσπάθησε πολλές φορές να ανοίξει κουβέντα μαζί της, αλλά η Δάφνη προτιμούσε να κοιτάζει τις γόνδολες που περνούσαν φορτωμένες ευτυχισμένους τουρίστες και άκουγε τους γονδολιέρηδες που τραγουδούσαν άριες. Ούτε καν κοίταξε το πιάτο που έβαλε μπροστά της ο σερβιτόρος. Σκεφτόταν τη Σοφία και πόσο άλλαξε η δική της ζωή μέσα σε ένα μήνα. Οι σκέψεις της εστιάζονταν στο παρελθόν, αποφεύγοντας το παρόν και εξορκίζοντας ακόμα πιο μακριά το μισητό μέλλον. Φοβόταν να αντιμετωπίσει την αλήθεια, γιατί δε θα της άρεσε αυτό που θα έβλεπε. Κάποιος άλλος στη θέση της θα πεταγόταν όρθιος για να δείξει με το δάχτυλο τον Φράνκο κραυγάζοντας «δολοφόνος!» και μετά θα άφηνε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της. Εκείνη όχι μόνο καθόταν ήσυχα ήσυχα μαζί του, αλλά έκανε και τις πιο παράξενες σκέψεις γι’ αυτό τον άντρα. Ίσως ήταν σάπια μέχρι το κόκαλο και δεν το είχε αντιληφθεί μέχρι σήμερα, ίσως περίμενε από τον Υπέρτατο Κριτή να απονείμει τη δικαιοσύνη Του. Η Δάφνη, πάντως, ένιωθε εντελώς ανίκανη να πάρει αποφάσεις. Παρόλο που το ήθελε πολύ, δεν έβρισκε το κουράγιο να μισήσει τον Φράνκο, όπως δεν έβρισκε το κουράγιο να μισήσει και τον Τζέιμς. Τον πρώτο επειδή αντιπροσώπευε τη σκοτεινή πλευρά που υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους και τον δεύτερο επειδή τον αγαπούσε. Ο Φράνκο, βλέποντάς τη σε αυτή την κατάσταση, έχασε την όρεξή του. Ζήτησε από το σερβιτόρο να πακετάρει το φαγητό της Δάφνης για να το πάρει μαζί του και, αφήνοντας το πιάτο του σχεδόν άθικτο, της είπε να σηκωθεί για να φύγουν. Επιβιβάστηκαν πάλι στο ταχύπλοο και λίγη ώρα αργότερα σταματούσαν μπροστά στο υπό ανακαίνιση παλάτσο του, στο Μεγάλο Κανάλι.
Η Δάφνη κοίταξε το σκοτεινό κτίριο και ένιωσε να ριγεί από μια ανεξήγητη ανησυχία. Μπήκαν μέσα και στα ρουθούνια της έφτασε η μυρωδιά φρέσκιας μπογιάς. Ο Φράνκο άναψε τα φώτα και έριξε γύρω του μια εξεταστική ματιά. Οι διακοσμητές βρίσκονταν στη φάση επιλογής των κουρτινών και είχαν γεμίσει το χώρο με βαρύτιμα υφάσματα, άλλα πιασμένα πρόχειρα πάνω στα παράθυρα και άλλα απλωμένα με χάρη στο πάτωμα. Τα πρώτα έπιπλα είχαν έρθει και είχαν τοποθετεί προσεκτικά στις προκαθορισμένες θέσεις τους, σύμφωνα με το σχέδιο. Εκείνος ένιωσε μια ανείπωτη ευχαρίστηση βλέποντας το όνειρο της ζωής του να μπαίνει στην τελική ευθεία. Είχε ξοδέψει πολλά εκατομμύρια ευρώ για την αγορά, την ανακαίνιση και τη διακόσμηση του παλάτσο, αλλά το αποτέλεσμα τον αποζημίωνε και με το παραπάνω. Θα μπορούσε να μετακομίσει εδώ πολύ σύντομα, ίσως την άλλη εβδομάδα. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε ξαφνικά από μια σκιά θλίψης. Η ληστεία στο Λίντο ήταν ένα ατυχές περιστατικό και, παρόλο που η ασφαλιστική εταιρεία είχε συμφωνήσει σε μια υπέρογκη αποζημίωση, τίποτα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τα μοναδικά έργα τέχνης που είχαν κλαπεί από την έπαυλη. Η Δάφνη δεν είχε μείνει ασυγκίνητη στην ομορφιά του μεγάρου· κοίταζε μαγεμένη τις εκπληκτικές παραστάσεις στα ταβάνια και χάιδευε τους τοίχους με τα παστέλ χρώματα. Ο Φράνκο εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και προσφέρθηκε να την ξεναγήσει στο χώρο. Ήταν διατεθειμένος να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να σπάσει ο πάγος μεταξύ τους. Καθώς πήγαιναν από αίθουσα σε αίθουσα, της διηγούνταν την ιστορία του κτιρίου. Τα αρχικά σχέδια είχαν διασωθεί και ο Φράνκο σκόπευε να αναβιώσει ένα μέρος από την εποχή εκείνη ανακατασκευάζοντας μερικά από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα επίπλων. Το γνήσιο ενδιαφέρον της Δάφνης για καθετί που έβλεπε γύρω
της, και πήγαζε κυρίως από την επαγγελματική της ενασχόληση, έκανε τη φαντασία του Φράνκο να οργιάζει. Η φινετσάτη ομορφιά της και η έμφυτη χάρη των κινήσεών της ταίριαζαν απόλυτα στο χώρο και φάνταζε σαν η τέλεια οικοδέσποινα, λες και είχε γεννηθεί μόνο γι’ αυτό το σκοπό. Η παρουσία μιας τέτοιας γυναίκας στο παλάτσο ήταν η τελευταία πινελιά σε έναν εξαίσιο ζωγραφικό πίνακα· χωρίς αυτή, το έργο θα έμενε ημιτελές. Αφού τριγύρισαν για κάμποση ώρα, στο τέλος ανέβηκαν στον τρίτο όροφο. Στο βάθος του διαδρόμου ο Φράνκο άνοιξε μια πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει πρώτη. «Εδώ θα μείνεις, προς το παρόν», της είπε ανάβοντας το φως. Ήταν ένα δωμάτιο σε μέγεθος μικρού διαμερίσματος και ο πρώτος χώρος στο παλάτσο που είχε ολοκληρωθεί. Διέθετε σαλόνι, κρεβατοκάμαρα και ένα ευρύχωρο μπάνιο. Στο σαλόνι δέσποζε ένας γωνιακός δερμάτινος καναπές σε ιβουάρ χρώμα, ενώ υπήρχε ακόμα μια μεγάλη επίπεδη τηλεόραση, στερεοφωνικό και μπαρ. Επικοινωνούσε με την κρεβατοκάμαρα με μια ενδιάμεση πόρτα, που ήταν τώρα ανοιχτή και άφηνε να φαίνεται στο βάθος ένα μοντέρνο κρεβάτι τεραστίων διαστάσεων. Το μπάνιο ήταν ντυμένο με πράσινα μάρμαρα, διέθετε τζακούζι και στα ράφια του ήταν ήδη αραδιασμένα διάφορα μπουκάλια με μυρωδάτα αφρόλουτρα και σαμπουάν. Στα μάτια κάποιου τρίτου θα φάνταζε σαν αυτό ακριβώς που ήταν, ένας υπέροχος ξενώνας· στα μάτια της Δάφνης, όμως, φάνταζε σαν μια πολυτελής φυλακή. «Πόσο σκοπεύεις να με κρατήσεις εδώ;» ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια ανήσυχη. «Αυτό θα εξαρτηθεί από εσένα», απάντησε αινιγματικά ο Φράνκο. Πέρασε πίσω από τον πάγκο του μπαρ και άνοιξε ένα μικρό ψυγείο που βρισκόταν έντεχνα κρυμμένο από κάτω. Έβαλε μέσα τη σακούλα με το φαγητό της Δάφνης και τη ρώτησε αν ήθελε να πιει κά-
τι. Εκείνη αρνήθηκε και ο Φράνκο ετοίμασε ένα ποτό για τον εαυτό του. «Πάντως, σε περίπτωση που πεινάσεις, υπάρχει φαγητό στο ψυγείο», σχολίασε βγαίνοντας από το μπαρ. Κάθισε στον καναπέ και ήπιε μερικές γουλιές από το ποτό του σκεφτικός. «Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, φαντάζομαι πως σκέφτεσαι τα χειρότερα για εμένα...» είπε έπειτα από λίγο. «Δε σε αδικώ, ξέρεις. Ομολογώ πως παραφέρθηκα όσον αφορά τη Σοφία και λυπάμαι ειλικρινά για το θάνατό της». «Τη δολοφόνησες εν ψυχρώ μπροστά μου και έχεις το θράσος να μου λες ότι λυπάσαι;» ρώτησε αγριεμένη η Δάφνη. Τα μάτια της άστραφταν παράξενα κάτω από τον απαλό κρυφό φωτισμό. Έμοιαζαν με μάτια αιλουροειδούς που ετοιμάζεται να επιτεθεί και ο Φράνκο πήρε αμυντική στάση. Μετά την επίθεση που είχε δεχτεί από τη Σοφία είχε αναθεωρήσει τις απόψεις του σχετικά με τη μυϊκή δύναμη του «ασθενούς φύλου». Μια γυναίκα γίνεται εξίσου επικίνδυνη με έναν άντρα όταν νιώθει να απειλείται. Η Δάφνη, όμως, δεν έκανε καμιά κίνηση εναντίον του, παρά συνέχιζε να τον κοιτάζει με μάτια που πετούσαν σπίθες. Ο Φράνκο, που δε σκόπευε να χρησιμοποιήσει βία εναντίον της, άρχισε να χαλαρώνει. «Εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω για να κάνουμε μια νέα αρχή», είπε εννοώντας κάθε λέξη. «Μπορεί να μην είμαι άγγελος, αλλά δεν είμαι και το τέρας που φαντάζεσαι. Σκότωσα τη Σοφία, αλλά είχε κι εκείνη το μερίδιο των ευθυνών της. Μάλιστα, αν το καλοσκεφτείς, θα δεις ότι της έκανα χάρη βγάζοντάς την από τη μιζέρια της». Η Δάφνη πήρε μια έκφραση έκπληξης, σαν να είχε δεχτεί στην πλάτη έναν κουβά παγωμένο νερό. «Δε γίνεται να πιστεύεις κάτι τέτοιο...» ψιθύρισε. «Κι όμως! Αν ήσουν πιο αντικειμενική, θα καταλάβαινες πως δεν
είχε γιατρειά ακόμα κι αν την πηγαίναμε στο νοσοκομείο. Απλώς οι γιατροί θα παρέτειναν το μοιραίο». «Δεν αντέχω να σε βλέπω μπροστά μου, φύγε!» φώναξε η Δάφνη τρέμοντας. Του γύρισε την πλάτη και κάθισε στην άλλη άκρη του καναπέ, με το κεφάλι σκυφτό. Οι ώμοι της τραντάζονταν ελαφρά και ο Φράνκο κατάλαβε πως έκλαιγε. Την πλησίασε και έσκυψε από πάνω της. «Εκτός από το θάνατο της Σοφίας, που πιστεύω πως θα τον ξεπεράσεις σύντομα, δε μας χωρίζει τίποτε άλλο», της ψιθύρισε στο αφτί. Η Δάφνη τινάχτηκε και στράφηκε να τον κοιτάξει καταπρόσωπο με δακρυσμένα μάτια. «Είχες όλες τις ευκαιρίες του κόσμου να με ξεφορτωθείς όταν πήγαμε στο εστιατόριο πριν από λίγη ώρα. Γιατί δεν το έκανες;» συνέχισε ο Φράνκο. Η ανάσα του χάιδεψε ανάερα το μάγουλό της και η Δάφνη αποτραβήχτηκε από κοντά του, αγκαλιάζοντας με απελπισία τα μπράτσα της σαν να κρύωνε. «Παράτα με επιτέλους ήσυχη», είπε ξεψυχισμένα. Ο Φράνκο δεν επέμεινε. Έφυγε κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα και τα βήματά του πνίγηκαν στο παχύ χαλί του διαδρόμου. Μόλις έμεινε μόνη της η Δάφνη, πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στο μπάνιο. Έριξε μπόλικο νερό για να δροσίσει το φλογισμένο της πρόσωπο και γύρισε στο σαλόνι με την πετσέτα στο χέρι. Η προτεραιότητά της ήταν να φύγει από εδώ, να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε από τον Φράνκο. Αυτός ο άντρας την τραβούσε σαν μαγνήτης και ένιωθε ότι, αν έμενε λίγο ακόμα μαζί του, θα την οδηγούσε στην καταστροφή, όπως ακριβώς ο Τζέιμς. Έπρεπε να βρει τρόπο να ξεφύγει όσο είχε ακόμα καιρό. Πέταξε την πετσέτα στον καναπέ και ρίχτηκε πάνω στις μεταξω-
τές κουρτίνες. Τις τράβηξε αλύπητα και αποκάλυψε τα παράθυρα που κρύβονταν από πίσω τους. Τότε ήρθε η μεγάλη απογοήτευση. Το δωμάτιο έβλεπε στο πίσω μέρος του κτιρίου, όπου δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από τους τοίχους των γειτονικών σπιτιών, και τα παράθυρα ήταν φραγμένα με χοντρά κάγκελα. Στο παλάτσο υπήρχαν άλλοι δύο ξενώνες, που έβλεπαν στο Μεγάλο Κανάλι, αλλά φυσικά ο Φράνκο δεν ήταν τόσο κουτός να εγκαταστήσει τη Δάφνη σε έναν από αυτούς, όπου θα είχε πρόσβαση στον έξω κόσμο. Αρκούσε να σπάσει ένα τζάμι και να φωνάξει «βοήθεια» για να μαζευτούν εκατοντάδες περίεργοι. Ο συγκεκριμένος ξενώνας είχε κατασκευαστεί με το σκεπτικό να χρησιμεύσει ως λύση ανάγκης σε περίπτωση που φιλοξενούσε πολλούς καλεσμένους. Η Δάφνη έλεγξε όλα τα παράθυρα με τη σειρά, προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από αυτά δεν υπήρχε οδός διαφυγής. Μετά στράφηκε προς την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη και από τις πιο χοντρές ξύλινες πόρτες που είχε δει στη ζωή της. Ακόμα κι αν είχε ένα τσεκούρι στη διάθεσή της, που δεν είχε, αμφέβαλλε αν θα κατάφερνε ποτέ να τη σπάσει. Ο Φράνκο ήξερε πολύ καλά τι έκανε οδηγώντας τη στο συγκεκριμένο ξενώνα. Απογοητευμένη, πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έμεινε να κοιτάζει το ζωγραφισμένο ταβάνι. Η Ελοΐζ ήταν φυλακισμένη σε έναν πύργο στην Κορνουάλη, εκείνη σε ένα παλάτσο στη Βενετία. Ίσως ήταν η μοίρα των γυναικών της οικογένειάς της να σκύβουν το κεφάλι και να υπακούν στις διαταγές ισχυρών αντρών. Δε θα μάθαινε ποτέ αν η Ελοΐζ είχε καταφέρει, τελικά, να δραπετεύσει με τον αγαπημένο της Χένρι. Κρίνοντας, όμως, από τη δική της τωρινή κατάσταση, μάλλον η ευτυχία δεν είχε θέση στη ζωή τους.
Ο Φράνκο, βγαίνοντας από το παλάτσο, πήδηξε στο σκάφος του και έβαλε πλώρη για το Λίντο. Στη μέση του Μεγάλου Καναλιού διασταυ-
ρώθηκε με ένα ταχύπλοο που εκτελούσε χρέη ταξί και πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση. Υπάρχουν φορές που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αρκεί να ρίξεις μια ματιά σε έναν άγνωστο και να μην τον ξεχάσεις ποτέ. Το πρόσωπο του μοναδικού επιβάτη του ταξί, ενός άντρα περίπου στην ηλικία του, χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη του Φράνκο. Ίσως ήταν ο τρόπος που τον κοίταξε ο άλλος, ίσως το γεγονός ότι έμοιαζαν αρκετά φυσιογνωμικά. Δέκα λεπτά αργότερα, άραξε το σκάφος του στην ιδιωτική αποβάθρα, στο πίσω μέρος της έπαυλης. Δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν για την άφιξή του και το σπίτι ήταν σκοτεινό, με τους ενοίκους του να έχουν παραδοθεί στον ύπνο. Οι μπρούντζινες λυχνίες στα πλαϊνά της εξώθυρας καλωσόρισαν τον ιδιοκτήτη διαχέοντας ολόγυρα ένα γλυκό κιτρινωπό φως, σαν θολό φωτοστέφανο. Ο Φράνκο άνοιξε με τα κλειδιά του και απενεργοποίησε το συναγερμό, κάνοντας ένα μορφασμό αποδοκιμασίας στη σκέψη ότι δεν είχε αποδειχτεί τόσο σπουδαίο μέτρο προστασίας. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο ισόγειο και η καρδιά του σφίχτηκε βλέποντας τους γυμνούς τοίχους και τις άδειες προθήκες όπου φύλαγε μέχρι πρότινος τους θησαυρούς του. Μερικά έπιπλα είχαν ακόμα πάνω τους ίχνη από τη σκόνη που είχε χρησιμοποιήσει η Σήμανση για να εντοπίσει τα δακτυλικά αποτυπώματα των κλεφτών. Στο γραφείο, το χρηματοκιβώτιο έχασκε μισάνοιχτο και ο Φράνκο το άνοιξε διστακτικά και έχωσε το χέρι στο μαύρο κενό, ψαχουλεύοντας για λίγο στο εσωτερικό του. Οι κλέφτες δεν είχαν αφήσει πολλά πράγματα πίσω τους, μόνο μερικές δίγραμμες επιταγές και τα συμβόλαια της έπαυλης. Είχαν πάρει ακόμα και το κουτί από σφεντάμι που βρισκόταν καταχωνιασμένο στην πιο μακρινή γωνιά. Ο Φράνκο έσμιξε τα φρύδια ανήσυχος. Μέσα στις τόσες συγκινήσεις δεν είχε προλάβει να σκεφτεί το κουτί γιατί πίστευε, ανόητα ίσως, πως οι κλέφτες, έχοντας να διαλέξουν ανάμεσα σε τόσα αντι-
κείμενα αξίας, θα το προσπερνούσαν και θα το άφηναν στη θέση του. Ανέβηκε σκεφτικός στην κρεβατοκάμαρά του και το πρώτο πράγμα που είδε ανοίγοντας την πόρτα ήταν η Τάνια που κοιμόταν. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και η λάμψη της αστροφεγγιάς έμπαινε από το παράθυρο, σκορπίζοντας το απόλυτο σκοτάδι. Το ελαφρύ πάπλωμα είχε γλιστρήσει από πάνω της και είχε απομείνει σχεδόν ξεσκέπαστη. Όπως συνήθως, κοιμόταν γυμνή και φάνταζε σαν υπέροχο μαρμάρινο άγαλμα που ο γλύπτης το είχε καταδικάσει σε έναν αιώνιο ύπνο. Το βλέμμα του Φράνκο μαλάκωσε. Κάθισε δίπλα της και άρχισε να τη χαϊδεύει αργά και τρυφερά. Το χέρι του ξεκίνησε από τα μακριά πόδια και έφτασε στα στητά στήθη, για να καταλήξει στο πρόσωπό της. Η Τάνια ένιωσε το χάδι μέσα στον ύπνο της και το κορμί της αναρίγησε. Άφησε ένα μικρό, ηδονικό βογκητό και άνοιξε απότομα τα μάτια. «Αγάπη μου, γύρισες!» φώναξε χαρούμενη. Όρμησε στην αγκαλιά του και άρχισε να τον φιλάει, τρελή από ευτυχία. Είχε λείψει σχεδόν δύο εβδομάδες, αλλά για μια ερωτευμένη γυναίκα αυτό το διάστημα ισοδυναμούσε με αιωνιότητα. Ο Φράνκο ανταποκρίθηκε με ευχαρίστηση στα φιλιά της και μέσα σε δευτερόλεπτα ένιωσε να διεγείρεται. Ξεκόλλησε με το ζόρι από πάνω της και άρχισε να γδύνεται. «Κι εμένα μου έλειψες φοβερά, μωρό μου», είπε βραχνά. «Να κάνω, όμως, πρώτα ένα ντους, είμαι βρόμικος από το ταξίδι». «Δε με νοιάζει, θέλω να μου κάνεις έρωτα τώρα...» ψιθύρισε η Τάνια ξαναμμένη. Έγειρε στο μαξιλάρι και τον τράβηξε βίαια πάνω της. Μετά, ο χρόνος σταμάτησε και το ζευγάρι παραδόθηκε σε ένα άγριο, αισθησιακό παιχνίδι που κράτησε κοντά δύο ώρες.
Είχε αρχίσει να χαράζει όταν ο Φράνκο άνοιξε τα μάτια. Δεν είχε κοιμηθεί πολύ, αλλά ένιωθε ξεκούραστος. Η Τάνια ήταν κουρνιασμένη στην αγκαλιά του, έχοντας αποτυπωμένη στο πρόσωπο εκείνη την έκφραση που αντιπροσωπεύει την απόλυτη ευτυχία. Τραβήχτηκε ήσυχα από κοντά της για να μην την ξυπνήσει και μπήκε στο μπάνιο. Άνοιξε το νερό και άρχισε να πλένεται μηχανικά, ενώ το μυαλό του δούλευε με πυρετώδεις ρυθμούς. Είχε φτάσει η ώρα μηδέν και έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο γυναίκες: την Τάνια και τη Δάφνη. Ένιωθε διχασμένος, γιατί τις ήθελε και τις δύο, την καθεμία για διαφορετικό λόγο. Η Τάνια κάλυπτε όσο καμία άλλη τις ανάγκες του κορμιού του, ενώ η Δάφνη τις ανάγκες της ψυχής του. Την πρώτη την ήξερε ένα μήνα και είχε ερωτευτεί το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της και την απέραντη θηλυκότητά της· ήταν μια γυναίκα που κάθε άντρας θα ήθελε να έχει στη ζωή και στο κρεβάτι του. Τη δεύτερη την ήξερε χρόνια, τη γνώρισε, όμως, μόλις χτες. Οι κουβέντες που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους ήταν λιγοστές, αλλά μάντευε πως πίσω από εκείνα τα απίθανα κεχριμπαρένια μάτια κρυβόταν ένας ολόκληρος ανεξερεύνητος κόσμος γνώσης και σοφίας. Η ζωή του δε θα ήταν πλήρης αν δεν είχε τη Δάφνη, και ο Φράνκο δεν ήθελε να ζήσει μια ζωή μισή. Έμεινε αρκετή ώρα κάτω από το καυτό νερό και, όταν έκλεισε τη βρύση, είχε πάρει τις αποφάσεις του. Θα τις κρατούσε και τις δύο, αφού, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν μπορούσε να αποχωριστεί καμία. Η Τάνια θα συνέχιζε να μένει στην έπαυλη και η Δάφνη στο παλάτσο. Κι εκείνος θα άφηνε τον πιο σοφό κριτή, το χρόνο, να διαλέξει για λογαριασμό του ποια άξιζε τελικά να μοιραστεί μαζί της τη ζωή του. Δίνοντας λύση στο δίλημμα που τον βασάνιζε, βγήκε από το μπάνιο αναζωογονημένος, έχοντας μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του. Η Τάνια κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού, κρατώντας το μαξιλάρι του αγκαλιά.
Ο Φράνκο ένιωσε το στομάχι του να γουργουρίζει από την πείνα και ντύθηκε για να κατέβει στην κουζίνα για πρωινό. Καθώς έπαιρνε το ρολόι του από το κομοδίνο, το μάτι του έπεσε πάνω στην οθόνη του κινητού του, που τον προειδοποιούσε για εισερχόμενο μήνυμα. Ήταν από την Κλόντια και το είχε στείλει αρκετές ώρες πριν, και συγκεκριμένα όταν βρισκόταν στο εστιατόριο με τη Δάφνη. Εκείνος, όμως, ήταν πολύ απασχολημένος για να προσέξει τέτοιες λεπτομέρειες. «Πρέπει οπωσδήποτε να σε δω», έγραφε η Κλόντια. «Εμείς οι δύο έχουμε ένα πολύ σημαντικό θέμα να κουβεντιάσουμε, γι’ αυτό γύρνα στη Βενετία το συντομότερο δυνατό. Ραντεβού στη μία στο γνωστό μέρος... αν θέλεις το καλό σου». Ο Φράνκο έκλεισε οργισμένος το τηλέφωνο, βλαστημώντας από μέσα του την πρώην ερωμένη του, που δεν εννοούσε να αποδεχτεί τα αυτονόητα. Θα πήγαινε στο ραντεβού, όχι γιατί το απαιτούσε η Κλόντια, αλλά για να της ξεκαθαρίσει μια και καλή πως δεν είχε πλέον θέση στη ζωή του.
31
Ο Κωνσταντινίδης κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στον Τζέιμς. Την επόμενη μέρα, πριν ανέβει στο γραφείο του, πέρασε πρώτα από το Αρχείο, όπου φυλάσσονταν οι φάκελοι και οτιδήποτε άλλο είχε σχέση με παλιές υποθέσεις, και ζήτησε από τον αρχιφύλακα να του φέρει το φάκελο του Ενρίκο «Ντάντε» Γκουερίνι. Εκείνος του έριξε ένα παραξενεμένο βλέμμα. «Τι τον θέλετε, κύριε αστυνόμε; Νόμιζα ότι αυτή η ιστορία είχε τελειώσει». «Να μη σ’ ενδιαφέρει», απάντησε ο Κωνσταντινίδης ξερά.
«Έτσι ρώτησα...» θίχτηκε ο αρχιφύλακας, στολίζοντας από μέσα του τον άλλο με διάφορα –και ομολογουμένως διόλου κολακευτικά– κοσμητικά επίθετα. Αφού συμβουλεύτηκε πρώτα μια μακροσκελή λίστα, στη συνέχεια σηκώθηκε βαριεστημένος από την καρέκλα του και κατευθύνθηκε σε έναν από τους πολλούς φωριαμούς που γέμιζαν ασφυκτικά το χώρο. Άνοιξε το προτελευταίο συρτάρι και, αφού ψαχούλεψε για λίγο, έβγαλε ένα φάκελο που είχε γραμμένο το όνομα του Γκουερίνι με μεγάλα, ευδιάκριτα γράμματα. Τον έδωσε στον Κωνσταντινίδη και έσπρωξε μπροστά του μια προτυπωμένη φόρμα. «Υπογράψτε εδώ για την παραλαβή», είπε δείχνοντας με το δάχτυλο στο τέλος της σελίδας. Εκείνος έβαλε το φάκελο παραμάσχαλα και του γύρισε την πλάτη. «Σπαταλάς το χρόνο μου με σαχλαμάρες, αρχιφύλακα», είπε φεύγοντας. «Άλλωστε δε θα πάω και πολύ μακριά...» «Δεν είναι δική μου ιδέα. Έτσι ορίζουν οι κανονισμοί», του φώναξε εκείνος θυμωμένος. Βρέθηκε, όμως, να μιλάει στο βρόντο, γιατί στο μεταξύ ο Κωνσταντινίδης είχε φύγει, αφήνοντας μάλιστα την πόρτα ανοιχτή. «Τι μαλάκας άνθρωπος!» μονολόγησε αγανακτισμένος ο αρχιφύλακας. Έκλεισε την πόρτα και στράφηκε για να συμπληρώσει αυτός το έντυπο για λογαριασμό του αστυνόμου. Ο Κωνσταντινίδης ανέβηκε στον πρώτο όροφο και κλείστηκε στο γραφείο του με την εντολή να μην τον ενοχλήσει κανείς. Έβγαλε το σακάκι, άναψε τσιγάρο και βυθίστηκε στη μελέτη του φακέλου. Δεν είχε και πολλά να διαβάσει, έτσι τελείωσε μέσα σε δέκα λεπτά. Τα περισσότερα τα ήξερε ήδη απέξω, γιατί τα είχε γράψει ο ίδιος, αλλά ποτέ δεν έβλαπτε μια δεύτερη, πιο προσεκτική ματιά.
Φαινομενικά, όλα ήταν εντάξει. Το μόνο που έλειπε ήταν η ομολογία του Καβαλιέρι και το όπλο του εγκλήματος, πράγμα όχι και τόσο σπάνιο. Κανένας δολοφόνος δεν ομολογεί αμέσως το έγκλημά του και το πρώτο που φροντίζει να κάνει είναι να ξεφορτωθεί από πάνω του όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία που τον συνδέουν με το θύμα. Άναψε δεύτερο τσιγάρο και ρίχτηκε με καινούρια όρεξη στο φάκελο. Ξαναδιάβασε τις λιγοστές μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν δει τον Καβαλιέρι στο αεροδρόμιο, στο ξενοδοχείο, στο νοσοκομείο ή στο γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων και άρχισε να συνθέτει με το μυαλό του μία προς μία τις κινήσεις του νεαρού, ακολουθώντας τον νοερά στα μέρη από τα οποία πέρασε. Σηκώθηκε από τη θέση του και βάλθηκε να βηματίζει σκεφτικός πάνω κάτω. Η δολοφονία του Γκουερίνι είχε πραγματοποιηθεί νωρίς το πρωί, περίπου την ίδια ώρα που κατέφθανε στο αεροδρόμιο η πτήση της Alitalia στην οποία επέβαινε ο Καβαλιέρι. Σχεδόν μία ώρα αργότερα, ο νεαρός εμφανίστηκε στο γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων, απ’ όπου νοίκιασε ένα μικρό Φίατ. Το διάστημα που μεσολάβησε ήταν αρκετό για να πάρει μια βάρκα με δυνατές μηχανές, να πάει στο κότερο του Γκουερίνι, να τον σκοτώσει και να γυρίσει πάλι πίσω, με την προϋπόθεση, βέβαια, να μην είχε απομακρυνθεί πολύ από την περιοχή του αεροδρομίου. Ο Κωνσταντινίδης συνοφρυώθηκε. Γύρισε πάλι στο γραφείο του και άρχισε να φυλλομετράει το φάκελο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δε θα έβρισκε εκεί την κατάθεση του ανθρώπου που νοίκιασε τη βάρκα στον Καβαλιέρι, αν είχαν εξελιχθεί έτσι τα γεγονότα. Τα έβαλε με τον εαυτό του. Πώς στην οργή τού διέφυγε κάτι τόσο σημαντικό; Είχε τυφλωθεί, λοιπόν, από την εμμονή του να επιστρέψει στην Αθήνα, ώστε άρπαξε την πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, προσφέροντας εκδούλευση στον Παπαδάκη και στην παρέα των εκλεκτών φίλων του; Ή μήπως νιώθοντας ήδη ένοχος
έκλεισε μάτια και αφτιά στη φωνή της λογικής, κουκουλώνοντας στα γρήγορα την υπόθεση; Από πότε έπαψε να ενδιαφέρεται για το λειτούργημά του, βάζοντας πάνω απ’ όλα το προσωπικό του συμφέρον; Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, πριν από είκοσι χρόνια, είχε ορκιστεί να υπηρετεί τη δικαιοσύνη, αλλά φαίνεται πως το πράγμα είχε στραβώσει κάπου στην πορεία και δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Εκείνη τη στιγμή, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και το δωμάτιο σκοτείνιασε απότομα. Στο παράθυρο φάνηκε η θυμωμένη λάμψη μιας αστραπής και ακολούθησε αμέσως μετά το βροντερό μπουμπουνητό, που έκανε τα τζάμια να τρίξουν. Στον Κωνσταντινίδη φάνηκε σαν θεϊκό σημάδι, που ερχόταν να ενισχύσει την ήδη ελεεινή γνώμη που άρχισε να σχηματίζει για το άτομό του. Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε τις πρώτες σταγόνες της βροχής που ξεχύνονταν ορμητικά μέσα από τα βαριά, μολυβένια σύννεφα. «Είμαι ένας άθλιος!» είπε δυνατά. «Ένα αξιολύπητο, παθητικό ανθρωπάκι, αυτό κατάντησα». Άρπαξε το σακάκι του και βγήκε από το Τμήμα χωρίς να πει σε κανέναν πού πηγαίνει. Μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητο, είχε γίνει μούσκεμα από τη βροχή, αλλά τον απασχολούσαν πολύ πιο σοβαρά πράγματα για να δώσει σε αυτό σημασία. Σκούπισε τα μαλλιά του με μερικά χαρτομάντιλα και έβαλε μπρος τη μηχανή. Πήρε το δρόμο για το αεροδρόμιο και, όταν έφτασε, πάρκαρε στο χώρο ακριβώς μπροστά στο κτίριο. Το καλοκαίρι είχε περάσει και το νησί είχε επανέλθει στους γνώριμους ρυθμούς του. Αυτό ήταν καλό, γιατί θα έβρισκε ανθρώπους πρόθυμους να μιλήσουν και να συνεργαστούν μαζί του. Μπήκε στην εξίσου άδεια με το πάρκινγκ αίθουσα του αεροδρομίου και κατευθύνθηκε βιαστικά προς τις πληροφορίες. Έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα και ρώτησε το διοπτροφόρο υπάλληλο αν υπήρχε κανείς εκεί κοντά που νοίκιαζε βάρκες ή ακόμα μεγαλύτερα
σκάφη. Ο Κωνσταντινίδης ήταν αποφασισμένος να ρωτήσει όλους τους εργαζόμενους στο αεροδρόμιο προκειμένου να αποκτήσει αυτή την πληροφορία, αλλά, για καλή του τύχη, δε χρειάστηκε να κοπιάσει τόσο πολύ. «Ακριβώς έξω από το χώρο του αεροδρομίου υπάρχουν δύο εταιρείες που κάνουν αυτή τη δουλειά, αστυνόμε», τον ξάφνιασε ο υπάλληλος. «Βλέπετε, αρκετοί έρχονται στο Ηράκλειο έχοντας ήδη νοικιάσει κάποιο σκάφος και θέλουν να φύγουν κατευθείαν για κρουαζιέρα στο Αιγαίο». «Μπορείς να μου δώσεις τις διευθύνσεις τους;» ρώτησε ανυπόμονα ο Κωνσταντινίδης. «Δε θα καταφέρετε τίποτα. Η τουριστική περίοδος τελείωσε και οι εταιρείες έκλεισαν για το χειμώνα», ήρθε η αποκαρδιωτική απάντηση του εξυπηρετικού υπαλλήλου. «Και είσαι σίγουρος πως δεν υπάρχει κανείς άλλος στη γειτονιά;» ρώτησε απογοητευμένος ο αστυνόμος. Ένιωθε σαν λαγωνικό που μόλις του στέρησαν μια λιγουρευτή πέρδικα. «Δεν είπα αυτό. Υπάρχει και κάποιος Λευτέρης Μακριδάκης, αλλά μάλλον αυτός δε σας κάνει». Ο Κωνσταντινίδης τέντωσε τα αφτιά με ανανεωμένο ενδιαφέρον. «Γιατί;» ρώτησε. «Σε τι διαφέρει αυτός ο τύπος από τους άλλους;» «Είναι ένας ντόπιος...» «Ε... και λοιπόν; Τι κακό έχουν οι ντόπιοι;» «Κανένα, φυσικά. Απλώς ο Μακριδάκης είναι παλιός ναυτικός, αρκετά ηλικιωμένος θα έλεγα, και δεν έχει καμιά σχέση με τις μεγάλες εταιρείες και τα σκάφη πολυτελείας που διαθέτουν. Αυτός έχει μόνο τρεις βάρκες και τις νοικιάζει κυρίως για ψάρεμα». Ο Κωνσταντινίδης σκέφτηκε πως από την ανεμοβροχιά καλό είναι και το χαλάζι.
«Μήπως κλείνει κι αυτός για το χειμώνα;» ρώτησε καχύποπτα. Ο υπάλληλος γέλασε. «Όχι, βέβαια, γιατί εδώ είναι το σπίτι του». «Πού μπορώ να τον βρω;» Ο άλλος του έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες και ο Κωνσταντινίδης, αφού τον ευχαρίστησε, βγήκε πάλι στη βροχή. Η μαρίνα του ηλικιωμένου ναυτικού ήταν κοντά, θα μπορούσε να πάει με τα πόδια, αλλά λόγω της νεροποντής ήταν μάλλον ακατόρθωτο. Λίγο πιο έξω από το χώρο του αεροδρομίου και μόλις πεντακόσια μέτρα πιο κάτω, έστριψε δεξιά σε ένα μικρό χωματόδρομο που έβγαζε στη θάλασσα. Στο τέλος του δρόμου υψωνόταν ένας ξύλινος φράχτης, με μια φαρδιά σιδερένια πόρτα στη μέση. Ήταν ανοιχτή, και ο αστυνόμος συνέχισε με το αυτοκίνητο μέχρι το χαμηλό τετράγωνο σπίτι που βρισκόταν στην άκρη της μαρίνας. Κάτω από ένα μεγάλο υπόστεγο διέκρινε εργαλεία κα παλιές μηχανές· προφανώς, εκτός από κατοικία, αυτό το άχαρο οικοδόμημα χρησίμευε στον ιδιοκτήτη του και σαν ταρσανάς. Ο Κωνσταντινίδης περίμενε ότι η περιουσία του γέρου θα μεταφραζόταν σε τρεις βάρκες της κακιάς ώρας, αλλά η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική. Αγκυροβολημένα αρκετά μέσα στη θάλασσα είδε δύο κομψά εφτάμετρα πλεούμενα και ένα θηριώδες φουσκωτό τουλάχιστον εννιά μέτρων. Και τα τρία ήταν σκεπασμένα με μουσαμάδες, αλλά στην πρύμνη τους ξεχώριζαν οι διπλές μηχανές των εκατόν πενήντα ίππων καθεμία. Ο αστυνόμος σφύριξε εντυπωσιασμένος. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στο υπόστεγο ένας ηλικιωμένος άντρας, προφανώς ο ιδιοκτήτης. Μαστόρευε παλιές μηχανές για να περνάει η ώρα του και, ακούγοντας το θόρυβο του αυτοκινήτου, παράτησε τη δουλειά του και βγήκε να δει ποιος ήταν ο επισκέπτης. Ο Κωνσταντινίδης, μετά την πρώτη έκπληξη, δοκίμασε και δεύτερη. Ο Μακριδάκης ήταν βέβαια αρκετά ηλικιωμένος, αλλά παρά
τα χρόνια του παρέμενε ακμαίος. Ήταν πολύ ψηλός, με μακριά άσπρα μαλλιά και πρόσωπο αργασμένο από την αλμύρα της θάλασσας. Φορούσε ένα μαύρο ζιβάγκο και παντελόνι τζιν, χωμένο σε μαύρες ψηλές γαλότσες, και στεκόταν στητός σαν βράχος στη θάλασσα. Ο αστυνόμος βγήκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε, τσαλαβουτώντας στα νερά, κάτω από το υπόστεγο. «Τι διαολόκαιρος!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια, τινάζοντας το σακάκι του. Ο Μακριδάκης έριξε μια ματιά στη βροχή που μαστίγωνε τη γη και ανασήκωσε περιφρονητικά τους ώμους. Κανένας στεριανός δεν ήξερε τι σημαίνει πραγματική καταιγίδα, αυτό ήταν αποκλειστικά προνόμιο των ανθρώπων της θάλασσας. «Σε τι μπορώ να βοηθήσω;» ρώτησε. Αν και βέρος Κρητικός, η προφορά του φανέρωνε άνθρωπο που είχε ζήσει πολλά χρόνια μακριά από τον τόπο του. Ο Κωνσταντινίδης ανέφερε το όνομά του, μαζί με την ιδιότητά του, και του είπε πως ήθελε να του κάνει μερικές ερωτήσεις. Καθώς μιλούσε, ήταν αναγκασμένος να υψώνει το πρόσωπο προς το μέρος του ναυτικού, κι αυτό του προκάλεσε νευρικότητα και αμηχανία. Ο Μακριδάκης το κατάλαβε. Με ένα ύψος γύρω στα δύο μέτρα στα νιάτα του και κάτι λιγότερο τώρα στα γεράματα, έφερνε συνήθως τους συνομιλητές του σε δύσκολη θέση, πράγμα διόλου ευχάριστο και για τον ίδιο. «Καλύτερα να πάμε μέσα να μιλήσουμε με την ησυχία μας», πρότεινε. Στο σημείο όπου στέκονταν, η βροχή έδερνε αλύπητα το τσιμεντένιο πεζούλι και εκτόξευε στάλες κατευθείαν πάνω στα πόδια τους. Ο Κωνσταντινίδης κοίταξε το παντελόνι του· τα μπατζάκια ήταν βρεγμένα από τα γόνατα και κάτω. «Έτσι νομίζω κι εγώ», συμφώνησε με θέρμη. Διέσχισαν το υπόστεγο και μπήκαν στο σπίτι από μια μικρή πόρ-
τα στο πλάι. Στο χολ, ο Μακριδάκης έβγαλε τις γαλότσες και φόρεσε ένα ζευγάρι μάλλινες παντόφλες. Ο αστυνόμος αρκέστηκε να σκουπίσει καλά τα παπούτσια στο χαλάκι που χρησίμευε γι’ αυτή τη δουλειά. Ακολούθησε το γίγαντα στο εσωτερικό του σπιτιού και, μπαίνοντας στο καθιστικό, αναρωτήθηκε αν θα συνέχιζε να τον ξαφνιάζει αυτός ο παράξενος γέρος. Το εξωτερικό του σπιτιού δεν ήταν τίποτα σπουδαίο και δεν προϊδέαζε τον επισκέπτη για το τι θα έβλεπε στο εσωτερικό. Ο Κωνσταντινίδης βρέθηκε ξαφνικά σε ένα χώρο ζεστό και φιλόξενο, επιπλωμένο με γούστο. Το βλέμμα του πήγε πρώτα σε μια μεγάλη επίπεδη τηλεόραση, στα μοντέρνα χαλιά με τα γεωμετρικά σχέδια, στους άνετους καναπέδες με τις πολύχρωμες μαξιλάρες, για να καταλήξει σε ένα τακτοποιημένο γραφείο με ένα φορητό υπολογιστή τελευταίας τεχνολογίας. Ο αστυνόμος δεν είχε καλή σχέση με αυτά τα μαραφέτια. Δεν κατείχε από υπολογιστές και το κινητό του ήταν ό,τι πιο απλό κυκλοφορούσε στην αγορά. Γενικά, όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές τού έδιναν στα νεύρα, γιατί απαιτούσαν χρόνο και υπομονή από τους χρήστες. Αυτός δε διέθετε ούτε το ένα ούτε το άλλο. «Βολέψου σαν στο σπίτι σου. Θα ήθελες μήπως καφέ;» ρώτησε ο Μακριδάκης πηγαίνοντας στην κουζίνα. Αποτελούσε συνέχεια του καθιστικού και οι ηλεκτρικές συσκευές ήταν εντοιχισμένες, ώστε να μη γίνονται αντιληπτές. Φυσικά, πώς αλλιώς; σκέφτηκε ο Κωνσταντινίδης. «Λίγος καφές θα ήταν ό,τι πρέπει», αποκρίθηκε. Διάλεξε να καθίσει δίπλα στο αναμμένο τζάκι, για να στεγνώσει το παντελόνι του και επειδή του έφερνε ευχάριστες αναμνήσεις από το πατρικό του και την παιδική του ηλικία. Είχε τέσσερα αδέρφια, όλα παντρεμένα και καλά αποκαταστημένα, δύο στην Αθήνα και δύο στη Θεσσαλονίκη. Βλέπονταν πολύ
σπάνια. Ξαφνικά τον κυρίευσε μια παράξενη μελαγχολία. Ήταν ο μεγαλύτερος και στα σαράντα τέσσερά του χρόνια είχε ήδη καταντήσει ένας μονόχνοτος μαγκούφης. «Ορίστε ο καφές σου, αστυνόμε», είπε ο Μακριδάκης διακόπτοντας τις δυσάρεστες σκέψεις του. Κάθισε απέναντί του και τέντωσε τα μακριά του πόδια προς τη φωτιά. Η υγρασία της θάλασσας ήταν θάνατος για το κόκαλά του. «Τι μπορώ να κάνω για εσένα;» πρόσθεσε χαμογελώντας. Ο Κωνσταντινίδης ήπιε μια γουλιά από το δυνατό αρωματικό καφέ φίλτρου, πιέζοντας τα δάχτυλα πάνω στη ζεστή κούπα. «Θυμάσαι να νοίκιασες κάποιο από τα σκάφη σου στις είκοσι οχτώ του Σεπτέμβρη;» ρώτησε ευθέως. Ο Μακριδάκης έσμιξε τα φρύδια και τον κοίταξε μάλλον απορημένος. «Δύσκολο να θυμάται κάποιος άνθρωπος στην ηλικία μου τέτοιες λεπτομέρειες. Έχει περάσει πάνω από μήνας». Ο Κωνσταντινίδης δεν έκρυψε την απογοήτευσή του. Ήπιε λίγο από τον καφέ του και έσφιξε τα χείλη μέχρι που έγιναν μια λεπτή άσπρη γραμμή. «Θα το διαπιστώσουμε, όμως, αμέσως τώρα», τον ξάφνιασε ο γέρος. Ο αστυνόμος είχε αρχίσει να το συνηθίζει. Ο ηλικιωμένος άντρας σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο, πήρε το φορητό υπολογιστή και γύρισε πάλι στη θέση του. Τον άνοιξε και φόρεσε τα γυαλιά που κρέμονταν στο στήθος του με ένα μακρύ κορδόνι, σχολιάζοντας ταυτόχρονα ότι υποχρεώθηκε να τα προμηθευτεί πρόσφατα, γιατί δεν έβλεπε και πολύ καλά. Ο Κωνσταντινίδης παρακολουθούσε με το στόμα ανοιχτό τα χέρια του άλλου που πετούσαν κυριολεκτικά πάνω στα πλήκτρα. «Είκοσι οχτώ Σεπτεμβρίου, το βρήκα!» αναφώνησε ύστερα από λίγο. «Η “Μαρίτσα” μου έφυγε στις έξι το πρωί και γύρισε σε μιάμι-
ση ώρα. Αργότερα, το ίδιο απόγευμα, τη νοίκιασα σε μια παρέα που πήγαινε για ψάρεμα». «Δε μ’ ενδιαφέρει το απόγευμα», τον έκοψε αναψοκοκκινισμένος ο αστυνόμος. Από τη συγκίνηση άρχισε να τρέμει και άφησε την κούπα στο τραπεζάκι δίπλα του γιατί φοβήθηκε ότι θα του έπεφτε από τα χέρια. «Ποιος νοίκιασε τη “Μαρίτσα”; Έχεις τα στοιχεία του;» Ο Μακριδάκης έκλεισε το καπάκι του υπολογιστή και τον άφησε πάνω στα γόνατά του. «Λυπάμαι, αλλά δεν έχω αυτή την πληροφορία πλέον», είπε βγάζοντας τα γυαλιά του. «Έχω φτιάξει το πρόγραμμα έτσι ώστε να σβήνουν αυτά τα στοιχεία μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του σκάφους». «Γιατί;» «Μα για να μη γεμίζω το δίσκο με άχρηστες πληροφορίες», απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. «Κρατάω μόνο τα βασικά, για να ξέρω πότε πρέπει να γίνει η επόμενη συντήρηση στο σκάφος». «Μήπως θυμάσαι τουλάχιστον πώς ήταν ο άνθρωπος που νοίκιασε τη “Μαρίτσα”;» ρώτησε ο Κωνσταντινίδης δαγκώνοντας τα χείλη. Του περιέγραψε τον Μαρτσέλο Καβαλιέρι, και ο Μακριδάκης, αφού σκέφτηκε λίγο, μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, δεν ήταν αυτός», είπε με σιγουριά. «Μη με ρωτάς λεπτομέρειες, γιατί από τότε πέρασαν πολλοί από εδώ και τελευταία έχω αρχίσει να ξεχνάω πρόσωπα και πράγματα. Γεράματα, βλέπεις», κατέληξε, αλλά όχι λυπημένος. «Πάντως ήταν νέος, όχι βέβαια εικοσιπεντάρης, όπως αυτός που μου λες, αλλά, άμα φτάσεις στην ηλικία μου, οποιοσδήποτε κάτω από τα πενήντα θα σου φαίνεται νέος». «Θα τον θυμόσουν αν τον ξανάβλεπες;» «Εννοείται! Δεν ξεκούτιανα ακόμα τόσο πολύ». «Ήταν Έλληνας ή ξένος;» «Ξένος, αυτό το θυμάμαι καλά, γιατί μιλήσαμε στα αγγλικά. Μά-
λιστα, εκείνη τη μέρα είχε κακοκαιρία και φοβόμουν ότι δε θα ξαναδώ τη “Μαρίτσα” μου. Αλλά είχε πληρώσει προκαταβολικά, και μάλιστα για παραπάνω ώρες, οπότε δεν μπορούσα να αρνηθώ». «Αυτό δεν το κατάλαβα...» είπε ο Κωνσταντινίδης. «Πολλές φορές οι πελάτες νοικιάζουν τα σκάφη μου μέσω του Ίντερνετ, γιατί είναι πιο βολικό. Σε αυτή την περίπτωση είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν στον τραπεζικό μου λογαριασμό μια προκαταβολή». «Πλήρωσε με πιστωτική ή με μετρητά;» «Αυτό, αστυνόμε, το ξέρει μόνο η τράπεζα, όπου διατηρώ το συγκεκριμένο λογαριασμό», απάντησε ο Μακριδάκης, ενώ σκεφτόταν ότι αυτή η ερώτηση ήταν πολύ κουτή. «Αν και στις μέρες μας αυτού του είδους οι συναλλαγές γίνονται πάντα με πιστωτικές κάρτες». «Σωστά, το ξέρει μόνο η τράπεζα... Δε θα ήταν, όμως, πιο εύκολο αν πλήρωνε απευθείας εσένα;» «Όχι αν δεν έμενε στο Ηράκλειο», απάντησε ατάραχα ο γέρος. «Δε με διαφωτίζεις και πολύ...» είπε σκεφτικός ο Κωνσταντινίδης έπειτα από λίγο. Τελείωσε τον καφέ του και σηκώθηκε να φύγει, αν και ήθελε πολύ να μείνει λίγο παραπάνω. Το περιβάλλον του σπιτιού και η ευχάριστη παρέα του Μακριδάκη ήταν πράγματα που δεν του τύχαιναν καθημερινά και είχε μείνει με μια γλυκιά αίσθηση ότι ήρθε επίσκεψη στο σπίτι ενός καλού φίλου. Αργότερα θα μάθαινε πως αυτός ο άνθρωπος ήταν από τους καλύτερους μηχανικούς που πέρασαν ποτέ από το Εμπορικό Ναυτικό, πως ήταν χήρος, με δύο κόρες παντρεμένες, και πως είχε τρία εγγόνια. Η μία έμενε στο Λονδίνο με το διπλωμάτη άντρα της, ενώ η άλλη είχε ένα ξενοδοχείο λίγο έξω από τα Χανιά. Ο ίδιος ο Μακριδάκης ήταν άνθρωπος δραστήριος, που διψούσε για γνώση και μάθηση. Μετά τη συνταξιοδότησή του βρήκε ευκαιρία να ασχοληθεί με καινούρια πράγματα, όπως ήταν η εκμάθηση και ο προγραμματι-
σμός των ηλεκτρονικών υπολογιστών, σε μια ηλικία που οι περισσότεροι άνθρωποι αποτραβιούνται από τη ζωή, θεωρώντας πως έκλεισαν οριστικά τον κύκλο τους ως ενεργά μέλη της κοινωνίας. Τον χαιρέτησε με μια θερμή χειραψία, πράγμα που παραξένεψε και τον ίδιο γιατί δεν το συνήθιζε, και τον ευχαρίστησε για το χρόνο του. Περπάτησε αργά μέχρι το αυτοκίνητο, με τα χέρια στις τσέπες, αδιαφορώντας για τη δυνατή βροχή που του μαστίγωνε το πρόσωπο. Έβαλε μπρος και βγήκε σκεφτικός από τη μαρίνα. Στο σταυροδρόμι σταμάτησε αναποφάσιστος. Η σημερινή επίσκεψή του απλώς επιβεβαίωσε μια υποψία, αλλά δεν αθώωνε τον Καβαλιέρι. Σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος και έπεσε σε περισυλλογή. Σήμερα ήταν Κυριακή και οι τράπεζες κλειστές. Θα έπρεπε, λοιπόν, να πάει την επομένη πρωί πρωί και να ρωτήσει ποιος ήταν ο άνθρωπος που κατέθεσε χρήματα στο λογαριασμό του Μακριδάκη στις είκοσι οχτώ του Σεπτέμβρη. Αν, βέβαια, τα καταραμένα μαραφέτια δίνουν τέτοιες πληροφορίες, σκέφτηκε μορφάζοντας. Το σίγουρο, πάντως, ήταν πως σήμερα δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα. Καλύτερα να πήγαινε στο σπίτι του να αλλάξει ρούχα, πριν αρπάξει καμιά πνευμονία. Κάτι, όμως, του τριβέλιζε το μυαλό, κάτι που είχε πει ο Μακριδάκης για τον άνθρωπο που είχε νοικιάσει τη βάρκα και στο οποίο δεν έδωσε σημασία αρχικά. «Όχι αν δεν έμενε στο Ηράκλειο», είχε παρατηρήσει ο γέρος. Ξαφνικά τσιτώθηκε. Έβαλε ταχύτητα και έστριψε αριστερά, προς την κατεύθυνση του αεροδρομίου. Λίγα λεπτά αργότερα στεκόταν μουσκεμένος και αξιοθρήνητος μπροστά στον ίδιο υπάλληλο που τον είχε στείλει πριν από ώρα στη μαρίνα του πρώην ναυτικού.
«Ξεχάσατε κάτι, αστυνόμε;» τον ρώτησε εκείνος ρίχνοντάς του ένα βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον και συμπόνια. Αρκετοί στράφηκαν και τον κοίταξαν με τον ίδιο τρόπο. Ο Κωνσταντινίδης, αδιαφορώντας για το θέαμα που παρουσίαζε, ακούμπησε τα χέρια στο γκισέ, αφήνοντας βρεγμένα αποτυπώματα. «Θα ήθελα όλες τις πτήσεις της εικοστής ογδόης Σεπτεμβρίου», είπε με έξαψη. Ο διοπτροφόρος υπάλληλος αναστέναξε, αλλά, καθώς δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, στράφηκε στην οθόνη του υπολογιστή του. Ο αστυνόμος έβλεπε πάνω στα γυαλιά του την αντανάκλαση της οθόνης και σειρές από γράμματα και σύμβολα που έτρεχαν με ταχύτητα. «Με ενδιαφέρουν μόνο οι πρωινές πτήσεις», διευκρίνισε την τελευταία στιγμή. «Αυτό περιορίζει σημαντικά την αναζήτηση», μουρμούρισε ο άλλος, με το πρόσωπό του να φωτίζεται απόκοσμα από το λαμπερό γαλαζωπό χρώμα της οθόνης. Έμοιαζε με άνθρωπο φερμένο από κάποιο μακρινό μέλλον, από κάποια άλλη διάσταση, και ο Κωνσταντινίδης έσφιξε τα χέρια σε γροθιές, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της άγνοιάς του στα θέματα της τεχνολογίας. Ο κόσμος έτρεχε κι αυτός πήγαινε με ρυθμό χελώνας. «Εδώ είμαστε!» αναφώνησε ο υπάλληλος έπειτα από λίγο. Είχε την έκφραση ταχυδακτυλουργού που μόλις κατάφερε να βγάλει από το καπέλο του ένα κουνέλι. «Υπάρχουν δύο πτήσεις εσωτερικού και μία της Alitalia. Αλήθεια, ενδιαφέρεστε μόνο για τις εμπορικές αερογραμμές ή μήπως και για τις ιδιωτικές πτήσεις;» «Αυτές οι τελευταίες είναι που με ενδιαφέρουν πιο πολύ», απάντησε απότομα ο Κωνσταντινίδης και τα μάτια του γέμισαν προσμονή.
«Βεβαίως! Είχαμε, λοιπόν, την άφιξη ενός μικρού αεροπλάνου νωρίς το πρωί. Μάλιστα, ήταν η πρώτη προσγείωση της μέρας». «Και ήρθε από πού;» «Από το αεροδρόμιο “Μάρκο Πόλο” της Βενετίας». Ο αστυνόμος χτύπησε τις γροθιές του στον πάγκο με ένα αίσθημα θριάμβου. «Και έφυγε πότε;» «Σχεδόν δύο ώρες μετά. Σύμφωνα με το σχέδιο πτήσης, επέστρεψε ξανά στη Βενετία». «Έχετε τα στοιχεία του αεροπλάνου και του ιδιοκτήτη του;» «Φυσικά. Ανήκει σε μια εταιρεία που εδρεύει στο Μιλάνο». «Και ο πιλότος; Έχετε κρατήσει μήπως και τα δικά του στοιχεία;» Ο υπάλληλος κοίταξε ερευνητικά την οθόνη και στο τέλος κούνησε το κεφάλι απορημένος. «Παράξενο! Κανονικά θα έπρεπε να είναι καταχωρισμένα και τα δικά του στοιχεία, αλλά δε βρίσκω καμία εγγραφή. Μοιάζει σαν να τα έσβησε κάποιος ή να μην τα συμπλήρωσαν ποτέ». Συνοφρυώθηκε και έξυσε σκεφτικός το κούτελο. «Φαντάζομαι ότι οι συνάδελφοι στη Βενετία έχουν την πληροφορία που σας ενδιαφέρει», συμπλήρωσε. «Καλά, δεν πειράζει, αυτά μου αρκούν για την ώρα», σχολίασε ο αστυνόμος. «Μπορείς μήπως να μου τα γράψεις όλα αυτά για να μην τα ξεχάσω;» «Θα σας κάνω μια εκτύπωση», προσφέρθηκε ο υπάλληλος. Πάτησε ένα κουμπί και ακούστηκε ο ανεπαίσθητος βόμβος του εκτυπωτή καθώς ξεκινούσε. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο Κωνσταντινίδης κρατούσε στα χέρια του μια σελίδα με όλες τις πληροφορίες της πτήσης που ήρθε από τη Βενετία στις είκοσι οχτώ του Σεπτέμβρη, στις έξι το πρωί. Τη δίπλωσε προσεκτικά και την έβαλε σε μια τσέπη. Ευχαρίστησε τον υπάλληλο και βγήκε στο χώρο στάθμευσης για να πάρει το
αυτοκίνητό του. Ευγνωμονούσε από μέσα του τον Μακριδάκη που άθελά του του έδωσε αυτή την ιδέα και τον κατηύθυνε στο σωστό δρόμο. Καθώς επέστρεφε σπίτι του, σκεφτόταν όλες τις πληροφορίες που είχε μαζέψει, και μάλιστα με απίστευτη ευκολία. Περισσότερο τον απασχολούσε το ιδιωτικό αεροπλάνο που είχε έρθει από τη Βενετία, την πόλη απ’ όπου προερχόταν και ο μακαρίτης Ντάντε Γκουερίνι. Η σύμπτωση ήταν πολύ περίεργη για να την αγνοήσει, άλλωστε δεν πίστευε στις συμπτώσεις, όλα γίνονταν με κάποιο σκοπό. Ο μυστηριώδης πιλότος και ο νεαρός είχαν ίσως διαφορές από παλιά και δυστυχώς επέλεξαν το δικό του τόπο για να τις επιλύσουν. Ξαφνικά σκυθρώπιασε και χτύπησε με δύναμη την παλάμη στο τιμόνι. Έστριψε απότομα δεξιά, προκαλώντας τις έντονες διαμαρτυρίες και τα κορναρίσματα των άλλων οδηγών, και σταμάτησε σε ένα μικρό πλάτωμα στην άκρη του δρόμου. Άναψε τσιγάρο και άνοιξε το παράθυρο μέχρι τη μέση για να φεύγει ο καπνός, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη βροχή που τρύπωνε από το άνοιγμα. Ήταν θυμωμένος, ή μάλλον έξαλλος, με τον εαυτό του. Σήμερα είχε σταθεί απλώς τυχερός ή έκανε αυτό που έπρεπε να είχε κάνει από την πρώτη στιγμή; Εκείνος ο συνεργάτης του πατέρα Γκουερίνι, που εμφανίστηκε ουρανοκατέβατος μια ωραία πρωία στο γραφείο του, ο Φράνκο Ντονατσάν, είχε παρουσιάσει ένα σενάριο με ένοχο τον Καβαλιέρι, κι αυτός ο βλάκας δεν μπήκε καν στον κόπο να το ψάξει ιδιαίτερα. Το μόνο που τον ενδιέφερε τότε ήταν να ευχαριστήσει τον Παπαδάκη, που του είχε υποσχεθεί πως θα μεσολαβούσε για την ποθητή μετάθεση, και κατ’ επέκταση τον Αλεσάντρο Γκουερίνι, ή οποιονδήποτε άλλο ενεργούσε για λογαριασμό του. Ήταν, λοιπόν, τόσο απελπισμένος ώστε να καταστρέψει τη ζωή ενός αθώου νέου προκειμένου να ικανοποιήσει τις δικές του ρηχές φιλοδοξίες; Σε αυτή την ερώτηση η απάντηση ήταν «όχι». Η συνείδησή του δεν άντεχε να σηκώσει το αβάσταχτο βάρος των τύψεων,
γιατί ο Κωνσταντινίδης ήταν κατά βάση ένας έντιμος άνθρωπος. Καμιά φορά ενεργούσε απερίσκεπτα, αλλά γι’ αυτό έφταιγε το άγχος και η ανασφάλεια, που θολώνουν την κρίση και γίνονται οι χειρότεροι συμβουλάτορες για τους ανθρώπους. Όμως δεν ήθελε να οδηγήσει κανέναν αθώο στη φυλακή. Το «φύτεμα» των ψευδών ενοχοποιητικών στοιχείων και η παραποίηση της δικής του αναφοράς αυτό έδειχναν: πως ο Μαρτσέλο Καβαλιέρι ήταν αθώος. Κάποιοι στην Ιταλία, θέλοντας να παρουσιάσουν έναν ένοχο στον Αλεσάντρο Γκουερίνι, ενήργησαν με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον, αδιαφορώντας για την αλήθεια. Ακριβώς όπως έκανε και ο ίδιος. Αν έπρεπε να καταδικάσει κάποιον, έπρεπε να αρχίσει πρώτα από τον εαυτό του και μετά να επιρρίψει ευθύνες στους άλλους· εκείνοι απλώς τελείωσαν τη δουλειά που είχε αρχίσει ο ίδιος. Σε αυτή τη σκέψη ένιωσε τις τρίχες του κεφαλιού του να ορθώνονται από τη φρίκη. Πέταξε το τσιγάρο από το παράθυρο και, βάζοντας ταχύτητα, ξαναμπήκε στο ρεύμα της κυκλοφορίας, χωρίς καν να ελέγξει αν ερχόταν κανείς από τα αριστερά του. Για καλή του τύχη, ο δρόμος ήταν ελεύθερος. Έφτασε στο σπίτι του, κοντά στο Γιόφυρο, σε κακό χάλι. Ανέβηκε με τα πόδια στον τρίτο όροφο και, μπαίνοντας στο στενόχωρο διαμερισματάκι, άρχισε να ξεντύνεται μηχανικά, πετώντας τα ρούχα στο πάτωμα. Στάθηκε γυμνός στη μέση του δωματίου και περιέφερε το βλέμμα τριγύρω, εξετάζοντας πραγματικά για πρώτη φορά το χώρο που τον φιλοξενούσε τα τελευταία τρία χρόνια. Λιτά και απρόσωπα διακοσμημένος, απεικόνιζε τη διάθεσή του, ή μάλλον την αδιαφορία του. Σε σύγκριση με το ζεστό σπιτικό του Μακριδάκη, το δικό του ήταν ένα σύνολο από ντουβάρια κιτρινισμένα από τον καπνό, που εξυπηρετούσε απλώς τις στεγαστικές του ανάγκες. Δεν είχε οικογενειακές υποχρεώσεις και ο μισθός του ήταν αρκετά ικανοποιητικός ώστε να του επιτρέπει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Μερικές φορές, μια τυχαία συνάντηση μπορεί να αποβεί καθοριστική και να αλλάξει συνήθειες χρόνων. Η άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Κωνσταντινίδης συντέλεσε στο να κάνει κάποιες σκέψεις που παλιότερα απόδιωχνε ή χλεύαζε. Ο μελαγχολικός άντρας που περιέφερε τη γύμνια του στο εξίσου γυμνό διαμέρισμα άρχισε να γκρεμίζει τις γέφυρες του παρελθόντος και να θεμελιώνει νέες, πιο γερές στο μέλλον. Περνούσε μια φάση αλλαγής, που θα τον οδηγούσε αργά και σταθερά σε μια ζωή που δεν είχε ποτέ ονειρευτεί, γιατί μέχρι τώρα δεν είχε τα κότσια να κάνει όνειρα. Δεν ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του, αλλά δεν είχε βρει το χρόνο για αυτοκριτική, ίσως γιατί φοβόταν... ίσως γιατί δεν ήξερε τι γύρευε. «Τι έχω κάνει στη ζωή μου που να αξίζει τον κόπο να το θυμάμαι αργότερα;» φώναξε κάποια στιγμή κρατώντας το κεφάλι. «Τι έκανα χτες, προχτές, πριν από δέκα χρόνια;» Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε επιτρέψει στην καθημερινότητα να τον πάρει από κάτω και πως η ίδια η ζωή τον είχε προσπεράσει χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να τον κεράσει ούτε με χαρές ούτε και με λύπες. Είχε αναπτύξει ένα μοναδικό ταλέντο να αδιαφορεί και για τις δύο, με τη δικαιολογία πως δεν είχε χρόνο. Έλαμπε διά της απουσίας του απ’ όλα τα σημαντικά οικογενειακά γεγονότα, όπως γάμοι, γεννήσεις, κηδείες. Οι ερωτικές του σχέσεις λιγοστές, μετρημένες στα δάχτυλα, δεν κρατούσαν παραπάνω από μερικούς μήνες και διαλύονταν πάντα με πρωτοβουλία της άλλης πλευράς. Δε στάθηκε, όμως, ποτέ να αναλύσει τι έφταιγε και δεν ευδοκιμούσαν οι σχέσεις του με το άλλο φύλο. Σήμερα, όμως, κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, καταλάβαινε ποιος ήταν ο φταίχτης. Είχε αναλώσει τη ζωή του ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, κυνηγώντας χίμαιρες και θερίζοντας εφήμερη δόξα. Και είχε αποκομίσει μόνο μοναξιά και εσωστρέφεια. Έμεινε να συλλογίζεται έτσι για πολλή ώρα και επανήλθε στην
πραγματικότητα όταν ένιωσε το δέρμα του να ανατριχιάζει από το κρύο. Σηκώθηκε για να πάει στο μπάνιο και χρειάστηκε να μείνει κάμποση ώρα κάτω από το ζεστό νερό μέχρι να συνέλθει. Είχε αποφασίσει πως η ζωή του δε γινόταν να συνεχίσει εσαεί στο ίδιο τροπάρι και πως έπρεπε να λάβει κάποια δραστικά μέτρα για να την αλλάξει. Δεν ήξερε ακόμα με τι τρόπο θα το κατόρθωνε, αλλά και μόνο αυτή η σκέψη τόνωσε το ηθικό του, κάνοντάς τον να χαμογελάσει στο είδωλό του στον καθρέφτη καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα. Ντύθηκε και γύρισε στο καθιστικό. Έβαλε ποτό, άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε σε μια πολυθρόνα, ενώ ταυτόχρονα καλούσε από το κινητό του τον Τζέιμς. «Σου έχω καλά νέα», είπε μόλις άκουσε τη φωνή του, «και αρχίζω να πιστεύω πως τελικά ο Καβαλιέρι είναι αθώος». Του διηγήθηκε αυτά που ανακάλυψε και στο τέλος τού έδωσε τα στοιχεία της ιδιωτικής πτήσης από τη Βενετία. «Να πεις σε αυτό το φίλο σου, το δικηγόρο, να ψάξει να βρει σε ποιον ανήκει το αεροπλάνο και ποιος ήταν ο πιλότος του», κατέληξε. «Δε βλάπτει να τον ρωτήσουμε τι γύρευε στην Κρήτη για τόσο λίγο διάστημα». «Σ’ ευχαριστώ πολύ, θα σου το χρωστάω», του είπε ο Τζέιμς ενθουσιασμένος. «Δε μου χρωστάς τίποτα, γιατρέ, αντίθετα εγώ πρέπει να απολογηθώ, επειδή δεν έκανα καλά τη δουλειά μου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, έτσι δεν είναι; Επ’ ευκαιρία, εκείνη τη μέρα στο νεκροταφείο δεν ήσουν μόνος, μου είπες πως ήταν μαζί σου η νοσοκόμα που είχε φροντίσει τη μικρή. Μου είπες ψέματα, γιατί ρώτησα κι έμαθα. Αυτή που ήταν μαζί σου ήταν μήπως η αδερφή της μακαρίτισσας;» «Γιατί ρωτάς;» τον διέκοψε συνοφρυωμένος ο Τζέιμς. «Αν θεωρείς ότι ο Καβαλιέρι είναι αθώος, τότε να πάψεις να κυνηγάς και τη Δάφνη».
«Μην αρπάζεσαι τόσο εύκολα. Φυσικά και έπαψα να τη θεωρώ ένοχη. Απλώς είμαι περίεργος...» Ο Τζέιμς έμεινε για λίγο σιωπηλός, προσπαθώντας να αποφασίσει αν τα λόγια του αστυνόμου ήταν ειλικρινή ή στόχευαν στο να τον παραπλανήσουν. Η σημερινή του στάση, όμως, έδειχνε πως ο Κωνσταντινίδης δεν αστειευόταν. «Αυτή ήταν, ήρθε και με βρήκε επειδή δεν είχε πού αλλού να πάει», παραδέχτηκε τελικά. «Δηλαδή, όση ώρα μιλούσαμε, εκείνη ήταν κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μου...» «Ακριβώς! Από το σημείο όπου στεκόσουν δεν μπορούσες να τη δεις, γιατί την έκρυβε η πλάτη μου». «Μου χρειαζόταν, γιατί περνούσα τον εαυτό μου για εξυπνοπούλι», είπε και μόρφασε ο Κωνσταντινίδης, ενώ πιο σιγανά συμπλήρωνε: «Πάλι καλά που έβαλε ο Θεός το χέρι Του!» «Είχε μόλις ξαναθαφτεί η αδερφή της και ίσως η μοίρα αποφάσισε να φανεί μεγαλόψυχη απέναντί της για να μην περάσει περισσότερες στενοχώριες», ήρθε η απάντηση του γιατρού. «Ναι, ίσως... Πάντως ντρέπομαι για τη στάση μου, γιατί δε σκέφτηκα καθόλου πόσο πρέπει να της στοίχισε ο θάνατος της μικρής. Θα της ζητήσεις συγνώμη εκ μέρους μου, μεταφέροντάς της και τα συλλυπητήριά μου, όταν τη δεις;» Ο τόνος της φωνής του ακουγόταν λυπημένος, κι αν η χτεσινή του συμπεριφορά είχε ξενίσει τον Τζέιμς, σήμερα τον έκανε να πέσει κυριολεκτικά από τα σύννεφα. Τόσο λανθασμένες εκτιμήσεις είχε κάνει γι’ αυτό τον άνθρωπο; «Όταν τη δω, θα της το πω», είπε μαλακά και έκλεισε το τηλέφωνο. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Κωνσταντινίδης πίστευε ότι ήταν μαζί και ο Τζέιμς σκέφτηκε πικραμένος πως ακόμα κι αν η Δάφνη έκανε ως εκ θαύματος την εμφάνισή της, ίσως δεν του δινόταν η ευκαιρία να της μεταφέρει τη συγνώμη και τα συλλυπητήρια του αστυνό-
μου, γιατί εκείνη δε θα ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της. Απόδιωξε στα γρήγορα αυτή τη θλιβερή σκέψη και πήρε τηλέφωνο τον Λεονάρντο. Του απάντησε η Αμάντα και από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, γιατί η κοπέλα με το ζόρι συγκρατούσε τους λυγμούς της. «Ο σινιόρ Πελιτσάρο δεν είναι εδώ», του είπε, όταν με τα πολλά κατάφερε να ηρεμήσει. «Βρέθηκε το πτώμα μιας γυναίκας με τα χαρακτηριστικά της Σοφίας και τον κάλεσαν στο νεκροτομείο για αναγνώριση. Του έδωσα, μάλιστα, το αυτοκίνητό μου για να φτάσει γρηγορότερα». «Θεέ μου! Ίσως πρόκειται για κάποια που της μοιάζει πάρα πολύ. Ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα», παρατήρησε αναστατωμένος ο Τζέιμς. Προσπαθούσε να παρηγορήσει το κορίτσι, όμως χωρίς να πολυπιστεύει τα λόγια του ούτε ο ίδιος. Ξαφνικά, μια φοβερή σκέψη πέρασε από το μυαλό του και στο μέτωπό του σχηματίστηκαν οι πρώτες παγωμένες σταγόνες ιδρώτα. Αν η Σοφία και η Δάφνη είχαν πέσει στα χέρια του ίδιου ανθρώπου και η Σοφία κατέληξε νεκρή, τότε ποια τύχη περίμενε τη Δάφνη; «Πότε έφυγε ο Λεονάρντο;» ρώτησε την Αμάντα καταπίνοντας την ανησυχία του. «Πριν από δέκα λεπτά. Δεν ήθελα να τον αφήσω μονάχο, αλλά και μόνο στην ιδέα ότι θα υποχρεωνόμουν να δω τη Σοφία –ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα– νεκρή, ένιωσα τα πόδια μου να λύνονται από την τρομάρα. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, φαίνεται πως τελικά δεν είμαι τόσο γενναία όσο νόμιζα». «Μη στενοχωριέσαι, είναι απόλυτα φυσιολογικό. Όμως έχεις δίκιο, ο Λεονάρντο δεν είναι σωστό να περάσει μόνος του μια τέτοια δοκιμασία. Θα πάω εγώ να τον βρω, μόνο δώσε μου τη διεύθυνση».
Η Αμάντα έκανε όπως της είπε και στο τέλος συμπλήρωσε, χαμηλώνοντας κάπως τη φωνή της: «Θα περιμένω ανυπόμονα να με ενημερώσεις, Τζέιμς. Αν, τελικά, πρόκειται για τη Σοφία, πράγμα που δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι, πρέπει κάποιος από εμάς να το πει στον Μαρτσέλο». «Νομίζω ότι είσαι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά», της απάντησε ο Τζέιμς και έκλεισε το τηλέφωνο. Βγήκε τρέχοντας από το ξενοδοχείο και σταμάτησε ένα ταξί. Τον είχε πιάσει ανυπομονησία να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την αλήθεια, λες και κρεμόταν από αυτή η ζωή της Δάφνης.
32
Ο Λεονάρντο οδηγούσε το αυτοκίνητο της Αμάντα, ένα μικρούλι Φίατ Τσινκουετσέντο, όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε η αυξημένη κίνηση στους δρόμους του Μιλάνο. Είχε λύσει τη γραβάτα του και είχε πέσει ολόκληρος πάνω στο τιμόνι, έχοντας όλη την προσοχή του στην οδήγηση, για να μη σκέφτεται αυτό που θα υφίστατο σε λίγο. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα και αναπηδούσε αλαφιασμένος στο παραμικρό κορνάρισμα. Στο κατάχλομο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί η αγωνία και είχε το δυσάρεστο συναίσθημα πως στο στομάχι του είχαν εγκατασταθεί εκατομμύρια πεταλούδες που φτερούγιζαν ακατάπαυστα. Τα τελευταία είκοσι λεπτά, από τη στιγμή, δηλαδή, που δέχτηκε το τηλεφώνημα από την αστυνομία, βρισκόταν σε υπερδιέγερση. Του είχαν πει πως κάποιος είχε βρει το πτώμα μιας γυναίκας στο παλιό εργοστάσιο αλλαντοποιίας λίγο έξω από το Μιλάνο και πως καλό θα ήταν να πεταχτεί μέχρι το νεκροτομείο για να ρίξει μια ματιά. Ο άνθρωπος εκείνος είχε βγει για μια βόλτα στην εξοχή και ουσιαστικά την ανακάλυψη έκανε ο σκύλος του, που τριγυρνούσε μυρίζοντας
ανάμεσα στους θάμνους. Και ενώ ο Λεονάρντο προσπαθούσε να αντλήσει κουράγιο τονίζοντας διαρκώς στον εαυτό του πως τίποτα δεν ήταν ακόμα σίγουρο, εντούτοις το βάρος που πλάκωνε το στήθος του δεν έλεγε να τον αφήσει και τον πίεζε ακόμα περισσότερο όσο πλησίαζε στον προορισμό του. Πάρκαρε στο πίσω μέρος του Γενικού Νοσοκομείου και μπήκε στο κτίριο από μια μικρή πόρτα που συνήθως χρησιμοποιούσε το προσωπικό. Ήξερε τα κατατόπια καλά, γιατί είχε συνοδέψει μέχρι τώρα τουλάχιστον τρεις πελάτες στην απομονωμένη πτέρυγα όπου στεγαζόταν το νεκροτομείο. Αυτή τη φορά ήταν μόνος του στους έρημους διαδρόμους και τα βήματά του αντηχούσαν ρυθμικά. Όταν βρέθηκε έξω από τη μεταλλική πόρτα με τη δυσοίωνη επιγραφή, σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έσφιξε σπασμωδικά τις γροθιές του, νιώθοντας τις παλάμες ιδρωμένες. Αυτό είναι το τέλος, σκέφτηκε τρομοκρατημένος. Εδώ μέσα βρισκόταν η Σοφία, ή κάποια άλλη που της έμοιαζε πολύ. Ήθελε απεγνωσμένα να πιστέψει ότι ίσχυε το δεύτερο, αλλά καμιά φορά η διαίσθηση είναι τόσο δυνατή στην προσπάθειά της να προετοιμάσει τον οργανισμό για το σοκ που θα υποστεί, ώστε ο Λεονάρντο ήταν αδύνατο να την αγνοήσει. Έσπρωξε αργά την πόρτα και μπήκε στον προθάλαμο που έπαιζε ρόλο γραφείου για τους ανθρώπους που δούλευαν εδώ. Τον χτύπησε στο πρόσωπο ένα κύμα ψυχρού αέρα, αλλά ο Λεονάρντο είχε την αίσθηση ότι δέχτηκε στο κορμί του τόνους παγωμένου νερού. Εκείνη την ώρα βρίσκονταν στο χώρο δύο άντρες, ένας γιατρός και ένας νοσοκόμος, σκυμμένοι πάνω από κάτι χαρτιά. Άκουσαν την πόρτα να ανοίγει και ανασήκωσαν το κεφάλι, κοιτάζοντας όλο περιέργεια τον επισκέπτη που στεκόταν αλύγιστος, σαν να είχε καταπιεί μπαστούνι. «Παρακαλώ...;» είπε ο γιατρός βγάζοντας τα γυαλιά του. «Ήρθα για μια αναγνώριση. Με ειδοποίησε πριν από λίγο η αστυ-
νομία πως έφεραν εδώ μια γυναίκα», δήλωσε βραχνά ο Λεονάρντο, αναγνωρίζοντας μετά βίας τη φωνή του. Οι άλλοι δύο αντάλλαξαν μεταξύ τους μια γρήγορη ματιά και ο γιατρός βιάστηκε να σηκωθεί από την καρέκλα του. Ζώντας κυριολεκτικά μαζί με το θάνατο, αντιμετώπιζε καθημερινά συγγενείς και φίλους που έφταναν μέχρι εδώ ψάχνοντας για τους δικούς τους και είχε διατηρήσει, ευτυχώς για τον ίδιο και για τους άλλους, την ανθρωπιά του. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ», είπε στον Λεονάρντο γνέφοντας. Μπήκαν σε ένα μεγάλο θάλαμο, όπου βρίσκονταν αραδιασμένα μερικά κρεβάτια. Ήταν άδεια, εκτός από ένα, και το ακίνητο σώμα διαγραφόταν καθαρά κάτω από το λευκό σεντόνι. Ο γιατρός πλησίασε και στράφηκε προς τον άντρα που τον ακολουθούσε καταπόδας, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός. «Πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι το θέαμα δεν είναι καθόλου ευχάριστο», δήλωσε κάπως αμήχανος. Ο Λεονάρντο προσπάθησε να μιλήσει, αλλά λέξη δε βγήκε από τα χείλη του. Αρκέστηκε μόνο να κουνήσει το κεφάλι καταφατικά. Ο γιατρός ξεσκέπασε το πτώμα μέχρι το λαιμό και κάρφωσε τα μάτια πάνω στον επισκέπτη. Τον είδε να χάνει ξαφνικά το χρώμα του και να τρεκλίζει, έτοιμος να σωριαστεί κάτω. Τον έπιασε από το μπράτσο για να τον συγκρατήσει και τράβηξε βιαστικά το σεντόνι πάνω από το πελιδνό πρόσωπο της γυναίκας. Από τις αντιδράσεις του κατάλαβε ότι εκείνη η φουκαριάρα δεν του ήταν άγνωστη και σκέφτηκε για πολλοστή φορά ότι δε θα ήθελε να βρεθεί ποτέ στη θέση αυτών των ανθρώπων που υφίσταντο το μαρτύριο της αναγνώρισης. «Σας προειδοποίησα...» είπε στενοχωρημένος, οδηγώντας τον Λεονάρντο πίσω στο γραφείο. Τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα και είπε στο νοσοκόμο να του φέρει λίγο νερό. Ο Λεονάρντο άρπαξε το ποτήρι με τα δύο χέρια και ήπιε αχόρταγα, ελπίζοντας ότι αυτό θα τον βοηθούσε να σβήσει, εκτός από τη
δίψα του, και την ανάμνηση της αποτρόπαιης μορφής που δεν έλεγε να φύγει από τα μάτια του. Κάποτε ήταν η ακριβή του Σοφία· τώρα κόντεψε να μην την αναγνωρίσει, και αυτό το πρησμένο, μελανιασμένο πρόσωπο με τα σφιγμένα κάτασπρα χείλη θα τον ακολουθούσε για πάντα στους εφιάλτες του. Εκείνος ήθελε να τη θυμάται σαν ένα πλάσμα γλυκό και όμορφο, γεμάτο πάθος. Έκλεισε για λίγο τα μάτια και άφησε το μυαλό του να πλημμυρίσει με τις πιο ευχάριστες εικόνες της κοινής τους ζωής. Είδε τη Σοφία τη μέρα που την πρωτογνώρισε, το πρώτο ραντεβού τους, το πρώτο τους φιλί. Έκαναν έρωτα δύο μήνες μετά τη γνωριμία τους, κατά τη διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού στη Ρώμη, και για όσο διάστημα κράτησε η δίκη μοίραζαν το χρόνο τους μεταξύ δικαστηρίου και ξενοδοχείου. Ξανάζησε τις εξορμήσεις τους στην εξοχή, τους ατέλειωτους περιπάτους στη Βερόνα και τη Φλωρεντία, τα βράδια που μαγείρευαν μαζί στο σπίτι του για να γιορτάσουν την επέτειό τους ή τα γενέθλιά τους. Ναι, έτσι έπρεπε να θυμάται τη Σοφία και να σβήσει από τη μνήμη του τη σημερινή μέρα σαν να μην υπήρξε ποτέ. Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι και σταύρωσε τα χέρια σκύβοντας το κεφάλι. «Πώς πέθανε;» θέλησε να μάθει. Ο γιατρός έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε κουρασμένος το μέτωπό του. Μερικές φορές έλεγε ψέματα στους ενδιαφερόμενους, γιατί δεν έβλεπε το λόγο να επιβαρύνει την ήδη άσχημη ψυχολογική τους κατάσταση με πρόσθετες στενοχώριες. Οι περισσότεροι ήθελαν να ακούσουν ότι ο άνθρωπός τους πέθανε γρήγορα και ανώδυνα· ήταν κι αυτό μια μικρή παρηγοριά. Η περίπτωση, όμως, της Σοφίας μιλούσε από μόνη της και δεν μπορούσε να κρύψει την αλήθεια. «Δυστυχώς, ξυλοκοπήθηκε άγρια και κατά τη νεκροψία διαπιστώσαμε ότι είχε τρία σπασμένα πλευρά», είπε με ειλικρίνεια. «Ένα από αυτά τρύπησε τον πνεύμονα...»
«Δεν ήταν, όμως, αυτό που οδήγησε στο θάνατό της», τον διέκοψε ο Λεονάρντο. Από το παρατηρητικό βλέμμα του δεν είχαν ξεφύγει τα σημάδια στο λαιμό της. «Σωστά, τη στραγγάλισαν», είπε ο γιατρός ξεφυσώντας. «Αν και δεν ξέρω κατά πόσο ήταν απαραίτητο αυτό». «Τι εννοείτε;» «Πως η κατάστασή της ήταν τόσο βεβαρημένη, ώστε...» «Θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς», συμπλήρωσε βραχνά ο Λεονάρντο. «Αυτό ήταν το πιο πιθανό», είπε στενοχωρημένος ο γιατρός. «Θα υπήρχε, βέβαια, κάποια ελπίδα αν είχε έρθει έγκαιρα στο νοσοκομείο. Τη γνωρίζατε καλά;» «Σκοπεύαμε να παντρευτούμε». «Ειλικρινά λυπάμαι». «Σας πιστεύω», του είπε ο Λεονάρντο. «Φαντάζομαι ότι πρέπει να δώσω κάπου τα στοιχεία της και να κανονίσω για την κηδεία...» «Θα σας βοηθήσει ο νοσοκόμος, ώστε να μην ταλαιπωρηθείτε περισσότερο», αποκρίθηκε ο γιατρός. Ξαφνικά άρχισε να χτυπάει ο βομβητής που ήταν περασμένος στη ζώνη του και, ρίχνοντάς του μια γρήγορη ματιά, βιάστηκε να σηκωθεί από την άκρη του γραφείου όπου καθόταν όλη αυτή την ώρα. «Με συγχωρείτε, πρέπει να σας αφήσω», είπε, νιώθοντας ταυτόχρονα ανακούφιση. Χαιρέτησε τον Λεονάρντο με μια θερμή χειραψία και έφυγε αφήνοντάς τον μόνο με το νοσοκόμο. Καθώς άνοιγε την πόρτα, παραλίγο να πέσει πάνω στον Τζέιμς, που έφτανε εκείνη τη στιγμή. Ο Τζέιμς παραμέρισε να περάσει ο γιατρός και ήταν αρκετή μια ματιά προς το μέρος του Λεονάρντο για να μαντέψει από την τραγική έκφρασή του την αλήθεια. «Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα», του είπε. Εκείνος τον κοίταξε συντετριμμένος. Του έκανε καλό που έβλεπε ένα οικείο πρόσωπο σε αυτό το ψυχρό περιβάλλον, έστω κι αν αυτό το πρόσωπο το είχε γνωρίσει μόλις χτες.
«Είναι η Σοφία, τελικά», μουρμούρισε εξουθενωμένος. «Ξέρεις, καθώς ερχόμουν εδώ, προσευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να έχει γίνει κάποιο λάθος, αλλά βαθιά μέσα μου ήξερα πως μάταια ήλπιζα». Ο Τζέιμς ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Όσο βρισκόταν στην Κορνουάλη με τη Δάφνη, είχε μιλήσει μερικές φορές στο τηλέφωνο με τη Σοφία και είχε προλάβει να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια αμοιβαία συμπάθεια, που οφειλόταν στην αγάπη που έτρεφαν και οι δύο για το ίδιο άτομο, τη Δάφνη. Πίστευαν ότι σύντομα θα τους δινόταν η ευκαιρία να συναντηθούν και να τα πουν από κοντά, αλλά πλέον αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Ο Τζέιμς ένιωσε να τον ζώνει η ανησυχία για την τύχη της Δάφνης. Του φαινόταν ότι η ζωή της κρεμόταν από μια κλωστή και, ξαφνικά, η ανάγκη να τη βρει έγινε πιο επιτακτική από ποτέ. Βασιζόταν στη βοήθεια του Λεονάρντο, αλλά ο δικηγόρος είχε να αντιμετωπίσει τα δικά του σοβαρά προβλήματα, δε χρειαζόταν να του φορτώσει περισσότερα. Από αυτή τη στιγμή και έπειτα ήταν τελείως μόνος του. Ο νοσοκόμος ξερόβηξε διακριτικά και, ανοίγοντας το συρτάρι του γραφείου, έβγαλε ένα έντυπο και το έσπρωξε προς το μέρος του Λεονάρντο, μαζί με ένα στιλό. «Θα πρέπει να συμπληρώσετε τα στοιχεία της νεκρής και τα δικά σας», είπε. «Τα προσωπικά της αντικείμενα βρίσκονται στην αστυνομία και θα σας επιστραφούν μετά τον απαραίτητο έλεγχο. Φαντάζομαι ότι οι αστυνομικοί θα επικοινωνήσουν μαζί σας μόλις τελειώσουν». Ο Λεονάρντο έγνεψε καταφατικά, η όλη διαδικασία τού ήταν λίγο πολύ γνωστή. Άρχισε να γράφει, προσπαθώντας να κρατήσει το χέρι σταθερό. Τα γράμματα είχαν στήσει τρελό χορό μπροστά στα μάτια του και έκανε αρκετά λάθη, με αποτέλεσμα να σβήνει και να ξαναγράφει. Επέστρεψε στο νοσοκόμο το έντυπο που ήταν γεμάτο μουντζούρες και ζήτησε συγνώμη γι’ αυτό το χάλι.
«Δεν πειράζει», τον καθησύχασε εκείνος, «θα το καθαρογράψω εγώ». «Ευχαριστώ», μουρμούρισε ο Λεονάρντο και, αφού τον χαιρέτησε, κατευθύνθηκε προς την έξοδο μαζί με τον Τζέιμς, θεωρώντας ότι η δουλειά του εδώ είχε τελειώσει. Ο νοσοκόμος έβγαλε ένα καθαρό έντυπο από το συρτάρι και άρχισε να αντιγράφει τα ορνιθοσκαλίσματα του Λεονάρντο. «Σοφία Καβαλιέρι...» μονολόγησε, σουφρώνοντας τα φρύδια. Το όνομα αυτό είχε γίνει ευρέως γνωστό τον τελευταίο καιρό λόγω της δημοσιότητας που είχε δοθεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη δολοφονία του νεαρού Γκουερίνι, και ο νοσοκόμος έφερε στο νου του τις φωτογραφίες του Μαρτσέλο Καβαλιέρι και της μητέρας του. Έστρεψε αυθόρμητα το κεφάλι και κοίταξε προς το μέρος της κλειστής πόρτας που οδηγούσε στον ψυκτικό θάλαμο. Η όμορφη, κομψή γυναίκα που θυμόταν να φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων δίπλα στο γιο της δεν είχε καμία ομοιότητα με τη βασανισμένη νεκρή που κειτόταν σε ένα κρεβάτι εκεί μέσα. «Βρε πώς καταντάει ο άνθρωπος!» ξεφύσηξε στενοχωρημένος και έσκυψε το κεφάλι για να συνεχίσει το γράψιμο.
Όταν απομακρύνθηκαν κάπως από το νοσοκομείο, ο Τζέιμς πρότεινε στον Λεονάρντο να σταματήσουν κάπου να πιουν έναν καφέ. Ο δικηγόρος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και άφησε τον άλλο να τον σύρει στην πρώτη καφετέρια που βρέθηκε μπροστά τους. Κάθισαν έξω, παρά το κρύο, γιατί ο Τζέιμς έκρινε πως λίγος καθαρός αέρας θα τους έκανε καλό. Παρήγγειλε δύο διπλούς εσπρέσο και μετά σταύρωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι, κοιτάζοντας εξεταστικά τον Λεονάρντο με τα σοβαρά σκουρογάλανα μάτια του. «Τα λόγια μου ίσως ακουστούν κοινότοπα και κούφια, αλλά θέ-
λω να ξέρεις ότι λυπήθηκα αφάνταστα που ήρθαν έτσι τα πράγματα...» άρχισε να λέει. «Τελευταία ένιωθα πως η Σοφία αποτελούσε κομμάτι της ζωής μου. Η Δάφνη την αγαπούσε πολύ και μου μιλούσε συνέχεια γι’ αυτή με τα καλύτερα λόγια». Βλέποντας να έρχεται ο σερβιτόρος με το δίσκο, τράβηξε τα χέρια από το τραπέζι για να του κάνει χώρο να ακουμπήσει τους καφέδες. «Είναι κρίμα που δεν πρόλαβες να τη γνωρίσεις...» αναστέναξε ο Λεονάρντο μόλις έφυγε ο σερβιτόρος. «Ήταν σπάνια γυναίκα, με πολλά χαρίσματα και μια καρδιά τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να χωρέσει ολόκληρο τον κόσμο». Έσκυψε και ήπιε λίγο από τον καφέ του για να μη δει ο Τζέιμς τα μάτια του που είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. Δεν είχε κλάψει ακόμα και ένιωθε έντονα την ανάγκη να το κάνει, όμως η περηφάνια του του υπαγόρευε να μην ξεσπάσει μπροστά σε κάποιον άλλο. «Τη χτύπησαν με πρωτοφανή αγριότητα και στο τέλος τη στραγγάλισαν. Για όνομα του Θεού, Τζέιμς, ποιος άνθρωπος μπορεί να φερθεί με τόση βαρβαρότητα σε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα; Δεν το χωράει το μυαλό μου». «Είναι εκείνος που είχε γίνει ο κακός της δαίμονας από τότε που πήρε στην προστασία της τα δύο κορίτσια», παρατήρησε πολύ σωστά ο Τζέιμς. «Αυτός που κρατάει και τη Δάφνη». «Γιατί δε μου εμπιστεύτηκε το μυστικό της;» ρώτησε παραπονεμένα ο Λεονάρντο. «Ίσως τα πράγματα να είχαν διαφορετική κατάληξη σήμερα...» «Ή ίσως να βρισκόσουν κι εσύ στην ίδια θέση», συμπλήρωσε ο Τζέιμς. «Πιστεύω ότι το έκανε για να σε προστατέψει, δεν ήταν, λοιπόν, θέμα εμπιστοσύνης. Άλλωστε δεν ωφελεί να βασανίζεις τον εαυτό σου με το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί ή όχι». «Απορώ με τη Δάφνη, όμως. Θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποτρέψει, αν ήθελε». Στη φωνή του, ο Τζέιμς διέκρινε ένα ίχνος κατηγόριας. Κάτω από
άλλες συνθήκες, το σχόλιο του Λεονάρντο θα τον δυσαρεστούσε, αλλά πώς να καταλογίσει ευθύνες σε έναν άνθρωπο που είχε μόλις χάσει τη σύντροφό του; «Ας μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα», είπε ήρεμα. «Δεν ξέρουμε ακριβώς τι μπορεί να κάνει η Δάφνη. Ίσως πήγε να βρει αυτό τον άνθρωπο για να αποτρέψει το κακό». Ο Λεονάρντο έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και φύσηξε τη μύτη του στενοχωρημένος. «Ίσως... ίσως... κοντεύω να τρελαθώ! Όλο εικασίες κάνουμε, όμως έχεις απόλυτο δίκιο. Μίλησα αστόχαστα, χωρίς να σκεφτώ ότι το κακόμοιρο το κορίτσι μπορεί να βρίσκεται στην ίδια δύσκολη θέση. Αλλά ο θάνατος της Σοφίας με πονάει τόσο πολύ, που δε με αφήνει να σκεφτώ καθαρά». «Είναι φυσικό και εύχομαι να βρεθεί σύντομα ο δολοφόνος της. Παρεμπιπτόντως, πριν από λίγη ώρα δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Έλληνα αστυνομικό στην Κρήτη». Στα μάτια του Λεονάρντο έλαμψε μια σπίθα ενδιαφέροντος. «Και...;» ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος του Τζέιμς. «Βρίσκεται σε καλό δρόμο και πιστεύει ότι ο Μαρτσέλο είναι αθώος. Είναι μια καλή αρχή». Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του το χαρτί με τις πληροφορίες που του είχε δώσει ο Κωνσταντινίδης και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Ο Λεονάρντο το πήρε και το κοίταξε βλοσυρός. «Αυτός εδώ είναι ο αριθμός κάποιας πτήσης και το όνομα μιας εταιρείας», παρατήρησε ο δικηγόρος, δείχνοντας με το δάχτυλο. «Ο αστυνόμος ανακάλυψε ότι η συγκεκριμένη πτήση έφτασε στην Κρήτη από τη Βενετία το πρωί της μέρας που δολοφονήθηκε ο Ντάντε Γκουερίνι», είπε ο Τζέιμς. «Βρίσκει ότι αυτή η σύμπτωση είναι πολύ ύποπτη. Το αεροπλάνο, λοιπόν, ανήκει σε αυτή την εταιρεία. Τι λες, θα μπορέσεις να βρεις τα υπόλοιπα στοιχεία;»
«Εννοείται! Εκτιμώ την πολύτιμη βοήθειά σου, φίλε μου», δήλωσε συγκινημένος ο Λεονάρντο. «Οφείλω να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να βγάλω τον Μαρτσέλο από τη φυλακή». Ξαφνικά, μια σκιά μελαγχολίας έπεσε στο πρόσωπό του. «Ο Μαρτσέλο...» ψιθύρισε. «Πώς στην οργή θα του πω για το θάνατο της μητέρας του;» «Καλύτερα να το αφήσεις στην Αμάντα», πρότεινε ο Τζέιμς. «Έχω την εντύπωση πως θα τα καταφέρει καλύτερα από εσένα». Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και έκανε νόημα στο σερβιτόρο να έρθει στο τραπέζι τους για να τον πληρώσει. Ο Λεονάρντο ήταν χαμένος στις σκέψεις του και δεν το πρόσεξε καν. «Πρέπει να πάω στο ξενοδοχείο του Γκουερίνι», είπε ο Τζέιμς στο δικηγόρο, κοιτάζοντας το ρολόι του. Είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της νύχτας άγρυπνος, προσπαθώντας να βρει τρόπο για να σώσει τη Δάφνη από τα χέρια του απαγωγέα της. Κατέληξε απογοητευμένος στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές του ήταν περιορισμένες και ότι βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να παρακολουθεί τον Ιταλό μεγιστάνα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα τον οδηγούσε εκείνος στην κοπέλα. Το τραγικό τέλος της Σοφίας φανέρωνε ότι ο απαγωγέας δεν αστειευόταν και ο Τζέιμς ένιωθε πως τα περιθώρια στένευαν ασφυκτικά για τη Δάφνη. Έπρεπε ήδη να βρίσκεται στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ο Γκουερίνι και να κατασκοπεύει τις κινήσεις του αντί να χάνει τον καιρό του πίνοντας καφέ με τον Λεονάρντο. Άλλωστε δεν μπορούσε να του προσφέρει και πολλά. Το κακό είχε γίνει ήδη και έπρεπε να φροντίσει να μη γίνει τίποτα χειρότερο. «Εγώ λέω να καθίσω λιγάκι ακόμα, αν δε σε πειράζει...» είπε σιγανά ο δικηγόρος, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Ο Τζέιμς κατάλαβε ότι ήθελε να μείνει μόνος. «Κανένα πρόβλημα», είπε, νιώθοντας ταυτόχρονα πως τον εγκατέλειπε στο έλεος του Θεού.
Καθώς έφευγε, κοντοστάθηκε και στράφηκε να κοιτάξει προς το μέρος του έρημου άντρα, που καθόταν με το κεφάλι σκυφτό. Στις σκέψεις του, σήμερα, κυριαρχούσε μόνο ο θάνατος της γυναίκας που αγαπούσε και βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Από αύριο, όμως, θα άρχιζε να βιώνει την πραγματική απώλεια, καθώς θα προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια της ψυχής του.
Ο Τζέιμς μπήκε στο λόμπι του επιβλητικού ξενοδοχείου και κατευθύνθηκε προς τη ρεσεψιόν. Υπήρχαν τρεις υπάλληλοι πίσω από τον πάγκο και οι δύο από αυτούς ήταν ήδη απασχολημένοι με ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Αμερικανών τουριστών που χαμογελούσαν σαν μαστουρωμένα παιδαρέλια, επιδεικνύοντας τις τέλειες οδοντοστοιχίες τους. Θα μπορούσε, όμως, να τους δικαιολογήσει κανείς, γιατί στο γέρμα της ζωής τους έκαναν πραγματικότητα ένα όνειρο πενήντα χρόνων: ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο, που θα τους άφηνε άφραγκους, αλλά θα τους αποζημίωνε με αναμνήσεις τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο Κολοράντο. Η νεαρή υπάλληλος που ήταν ελεύθερη προθυμοποιήθηκε να τον εξυπηρετήσει. «Παρακαλώ, πώς μπορώ να βοηθήσω;» τον ρώτησε ευγενικά. «Τον κύριο Γκουερίνι θα ήθελα», είπε ο Τζέιμς χωρίς να διστάσει. «Έχω ραντεβού μαζί του». Αυτό που προείχε ήταν να μάθει αν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο ξενοδοχείο. «Είναι ακόμα στο δωμάτιό του. Μια στιγμή να τον ειδοποιήσω», είπε η κοπέλα σηκώνοντας ταυτόχρονα το ακουστικό του τηλεφώνου. «Δεν πειράζει», τη σταμάτησε βιαστικά ο Τζέιμς. «Θα τον περιμένω εδώ». «Είστε μαζί με τον άλλο κύριο; Αν είναι έτσι, τότε μπορείτε να περιμένετε μαζί του στην τραπεζαρία για να μην κάθεστε μόνος».
Ο Τζέιμς την κοίταξε για λίγο απορημένος και μετά κατάλαβε. Εκτός από τον ίδιο, κάποιος άλλος είχε έρθει πιο πριν και περίμενε τον Αλεσάντρο Γκουερίνι. «Φυσικά και είμαστε μαζί», τόνισε όσο μπορούσε πιο πειστικά. «Τότε να φωνάξω κάποιον για να σας συνοδέψει», προθυμοποιήθηκε η κοπέλα. «Μην μπείτε στον κόπο, θα βρω το δρόμο μόνος μου», την καθησύχασε ο Τζέιμς. Την ευχαρίστησε για την βοήθειά της και της χάρισε ένα από τα πιο ακαταμάχητα χαμόγελά του. Εκείνη τον κοίταξε με θαυμασμό καθώς απομακρυνόταν. Λόγω της δουλειάς της, συναναστρεφόταν με πολύ κόσμο, αλλά σπάνια είχε την ευκαιρία να εξυπηρετήσει τόσο γοητευτικούς άντρες.
Η τραπεζαρία ήταν μια τεράστια αίθουσα και η διακόσμηση παρέπεμπε σε αλλοτινές εποχές, όταν κυριαρχούσαν τα φράκα και τα κρινολίνα. Τα κρυστάλλινα σερβίτσια, επιμελώς τακτοποιημένα στα τραπέζια με τα φίνα λευκά τραπεζομάντιλα, αντανακλούσαν το φως των πολυελαίων, δημιουργώντας ιριδισμούς στους τοίχους και στο ταβάνι. Ήταν η ώρα του μεσημεριανού και υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι. Ο Τζέιμς μισοκρύφτηκε πίσω από μια κολόνα και σάρωσε με το βλέμμα όλο το χώρο. Δεν άργησε να εντοπίσει τον άνθρωπο που περίμενε τον Γκουερίνι. Καθόταν μόνος του σε ένα απομακρυσμένο τραπέζι, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, και έπινε αργά το κρασί του. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση δε γινόταν να μην αναγνωρίσει το ασπρομάλλικο κεφάλι του παππού του. Στη θέα του ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς του να ανεβαίνουν αισθητά και καλύφτηκε εντελώς πίσω από την κολόνα από φόβο μήπως εκείνος στραφεί και τον δει.
Νόμιζε ότι ήταν στο Λονδίνο, τι γύρευε, λοιπόν, στο Μιλάνο; «Το ίδιο πράγμα που γυρεύεις κι εσύ», ψιθύρισε μια μικρή φωνή στο κεφάλι του. Ο Τζέιμς ένιωσε να τον πλημμυρίζει μια άγρια χαρά· τουλάχιστον βρισκόταν σε καλό δρόμο. Η σκέψη του να έρθει σήμερα εδώ και να παρακολουθήσει από κοντά τις κινήσεις του Γκουερίνι αποδείχτηκε σωστή, αλλά δεν περίμενε τόσο γρήγορες εξελίξεις και ευχαρίστησε την τύχη του που στάθηκε τόσο γενναιόδωρη απέναντί του. Η εικόνα του παππού του που έπινε ατάραχος το κρασί του του έφερε στο νου και την εικόνα της γιαγιάς του που πάλευε με την αρρώστια της. Έχοντας βρεθεί σε μια δίνη προβλημάτων, είχε να τη σκεφτεί πάνω από δύο μέρες και η θύμησή της ήταν σαν ισχυρό ράπισμα για να τον συνεφέρει και να τον γεμίσει τύψεις για την αδιαφορία του. Έκλεισε τα μάτια και έσφιξε ανήμπορος τις γροθιές του. Τελευταία είχε αποκτήσει το κακό συνήθειο να παρατάει στα κρύα του λουτρού όσους είχαν ανάγκη τη συμπαράστασή του. Πρώτα τη γιαγιά του και μετά τον Λεονάρντο. Είχε τσαλαπατήσει τον όρκο του Ιπποκράτη και τις προσωπικές αξίες του για τα κεχριμπαρένια μάτια μιας γυναίκας. Κυνηγούσε μια σειρήνα, που στο τέλος μπορεί να αποδεικνυόταν χίμαιρα. Και τότε πώς θα δικαιολογούσε στη συνείδησή του αυτές τις πράξεις; Η αγάπη του για τη Δάφνη τον είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, που στο μυαλό του δεν είχε χώρο για άλλες σκέψεις, γιατί κυριαρχούσε μόνο η δική της. Φαίνεται πως ο καλός Θεός τον λυπήθηκε και αποφάσισε να τον απαλλάξει προς το παρόν από αυτό το βάσανο, καθώς εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Αλεσάντρο Γκουερίνι έκανε την είσοδό του στην τραπεζαρία. Ο Τζέιμς προσήλωσε την προσοχή του στον επιβλητικό άντρα που προχωρούσε με γρήγορα και σταθερά βήματα προς το μέρος του παππού του. Εκείνος σηκώθηκε για να τον υποδεχτεί και φιλή-
θηκαν σταυρωτά, γεγονός που δήλωνε πως η σχέση τους ήταν περισσότερο από φιλική, ήταν αδερφική. Σχεδόν αμέσως τους περικύκλωσε ένας λόχος από σερβιτόρους και ο Τζέιμς βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει πιο κοντά. Κάθισε στο διπλανό τραπέζι, που κρυβόταν πίσω από ένα ξύλινο σεπαρέ και δεν ήταν ρεζερβέ, και έκανε πως ξεφυλλίζει τον κατάλογο, με τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. «Ο κύριος, παρακαλώ;» άκουσε μια φωνή από πάνω του. Αναπήδησε ξαφνιασμένος και είδε ένα σερβιτόρο με μπλοκάκι και στιλό στο χέρι, έτοιμο να πάρει την παραγγελία του. Ο Τζέιμς τον ξεφορτώθηκε στα γρήγορα και έστρεψε την προσοχή του στους δύο άντρες που κάθονταν σε απόσταση αναπνοής, από την άλλη πλευρά του σεπαρέ. Οι φωνές τους έφταναν καθαρά στ’ αφτιά του και κατάφερε σύντομα να τις απομονώσει από το κουβεντολόι των υπόλοιπων πελατών, που θύμιζε βόμβο δραστήριου μελισσιού. Τα πρώτα πέντε λεπτά η συζήτησή τους περιστράφηκε γύρω από οικογενειακά θέματα και θέματα υγείας, όπως ακριβώς θα έκαναν δύο καρδιακοί φίλοι που είχαν να συναντηθούν καιρό. Αμέσως μετά, το ενδιαφέρον τους μονοπώλησε το πρόσωπο που έψαχναν: η Δάφνη. «Δεν έχει εμφανιστεί ακόμα στο Μιλάνο», είπε απογοητευμένος ο Γκουερίνι. «Είσαι σίγουρος, αγαπητέ μου φίλε, πως θα ερχόταν εδώ;» «Απολύτως!» τον διαβεβαίωσε ο λόρδος. Ο Τζέιμς συνοφρυώθηκε. Δεν καταλάβαινε από πού πήγαζε η τόση σιγουριά του παππού του. Η επόμενη πρότασή του, όμως, έριξε φως στο μυστήριο και έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. «Τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο εγγονός μου». «Τι εννοείς, Ρίτσαρντ;» ρώτησε βλοσυρός ο Αλεσάντρο. «Αυτοί οι δύο συναντήθηκαν στην Κρήτη, και ο Τζέιμς θεώρησε
καλό να την πάρει μαζί του στην Κορνουάλη», εξήγησε ο λόρδος. Του αποκάλυψε στη συνέχεια πως κρυφάκουσε τη συνομιλία του Τζέιμς και της Κάθριν, αφήνοντας απέξω τις απειλές που είχε εκτοξεύσει εναντίον του ο εγγονός του. Δε χρειαζόταν να βγάλει στη φόρα τα άπλυτα της οικογένειάς του, έστω κι αν ο Γκουερίνι ήταν ο καλύτερός του φίλος. Ο Τζέιμς ένιωσε να μισεί τον παππού του με όλη τη δύναμη της ψυχής του, ο δε Γκουερίνι έπεσε από τα σύννεφα. «Δηλαδή, τόσο καιρό ήταν κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη μας κι εμείς δεν το ξέραμε...» είπε εμβρόντητος. Η απάντηση του λόρδου δεν έφτασε ποτέ στον Τζέιμς, γιατί εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο σερβιτόρος με το φαγητό του και αναγκάστηκε να ανταλλάξει μαζί του μερικές τυπικές κουβέντες, ώστε να τον ξεφορτωθεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Μετά αφοσιώθηκε απερίσπαστος στη συζήτηση που διεξαγόταν δίπλα. Ο Γκουερίνι έλεγε πως, ύστερα από το τηλεφώνημα του Έρλιν, ο Φράνκο Ντονατσάν κινήθηκε γρήγορα και τοποθέτησε τους άντρες του σε όλα τα καίρια σημεία όπου ήταν δυνατό να εμφανιστεί η κοπέλα. Το όνομα του Φράνκο δεν ήταν άγνωστο στον Τζέιμς. Το είχε δει γραμμένο στην κατάσταση που του είχε δώσει ο Λεονάρντο το προηγούμενο βράδυ, όπου είχε γράψει όλους τους στενούς συνεργάτες και φίλους του Γκουερίνι. «Το κακό, αγαπητέ», έλεγε εκείνη τη στιγμή στο λόρδο, «είναι ότι δεν υπάρχει καμιά πρόσφατη φωτογραφία της. Οι λίγες που έχουμε στην κατοχή μας είναι παλιές, από τότε που ήταν παιδί. Λογικά, πρέπει να έχει αλλάξει πολύ και υποψιάζομαι ότι μπορεί να πέρασε απαρατήρητη κάτω από τη μύτη των αντρών μας...» Αυτό ήταν αλήθεια, γιατί η Δάφνη, ανίδεη για τον κλοιό που είχε στηθεί γύρω της, κατέφθασε στο ξενοδοχείο όπου έμεναν ο Λεονάρντο και η Σοφία αργά το βράδυ και πέρασε μπροστά από τον άνθρωπο του Φράνκο χωρίς να γίνει αντιληπτή. Εκείνος ο άντρας ήταν επι-
φορτισμένος να παρακολουθεί τον κόσμο που μπαινόβγαινε στο ξενοδοχείο και βλαστημούσε ξεροσταλιάζοντας στο αγιάζι, κρυμμένος στην πιο σκοτεινή γωνιά. Ο σκούφος και το κασκόλ έκρυβαν καλά το πρόσωπο της Δάφνης και ο τρόπος που περπατούσε, καμπουριασμένη και ανόρεχτη εξαιτίας της στενοχώριας της και σέρνοντας ξοπίσω τη βαλίτσα της σαν να ήταν το μεγαλύτερο φορτίο στον κόσμο, έκανε τον άνθρωπο να νομίσει ότι ήταν μια κουρασμένη μεσόκοπη γυναίκα που έφτασε από κάποιο μακρινό ταξίδι, κι έτσι δεν έδωσε σημασία. «Η Σοφία Καβαλιέρι έκανε πολύ καλή δουλειά, πρέπει να της το αναγνωρίσουμε αυτό», σχολίασε ο λόρδος. Το προγούλι του άρχισε να τρέμει ελαφρά από την ταραχή του. «Ποιος το περίμενε ότι θα κατάφερνε να μας παραπλανήσει και να μας αποκόψει τελείως από το κορίτσι, και μάλιστα για τόσα πολλά χρόνια...» «Μήπως εγώ περίμενα ότι ο γιος της θα έφτανε στο σημείο να σκοτώσει τον Ντάντε μου;» είπε σκυθρωπός ο Γκουερίνι. «Αυτή η αναθεματισμένη και ύπουλη οικογένεια μου έκανε μεγάλο κακό και δε βλέπω την ώρα να δω μάνα και γιο να ξεπληρώνουν τα χρέη τους». Ο Τζέιμς ξαφνιάστηκε από το μίσος που έκρυβαν τα λόγια του ηλικιωμένου άντρα και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε μια τραγική αλήθεια που τον έβαλε σε σκέψεις: τόση ώρα καθόταν και άκουγε εκείνους τους δύο να φλυαρούν, αλλά κανείς τους δε φαινόταν να γνωρίζει ότι η Σοφία ήταν ήδη νεκρή ή ότι κάποιος δικός τους είχε παγιδεύσει, τελικά, τη Δάφνη. Τον έζωσαν τα φίδια. Αν οι αρχηγοί της οργάνωσης δε γνώριζαν αυτά τα σημαντικά γεγονότα, τότε ίσως δεν ευθυνόταν η αδελφότητα για το θάνατο της Σοφίας και την εξαφάνιση της Δάφνης. Κάτι άλλο έπρεπε να συμβαίνει, κάτι που ήταν αδύνατο να προβλέψει. Είχε πέσει, λοιπόν, τόσο έξω στις εκτιμήσεις του; Ο Έρλιν και ο Γκουερίνι συζήτησαν κάμποση ώρα για τη δίκη
του Μαρτσέλο και μετά έφεραν την κουβέντα τους πάλι στο επίμαχο θέμα της Δάφνης. Ο Τζέιμς τούς άκουγε μουδιασμένος, βλέποντας τα σχέδιά του να ανατρέπονται. Είχε βασιστεί στη λογική και στο ένστικτο, τα οποία του υπαγόρευαν ότι ο Γκουερίνι ήταν ο άνθρωπος που θα τον οδηγούσε αργά ή γρήγορα κοντά στη Δάφνη. Τώρα αναρωτιόταν τι νόημα είχε να μένει καθηλωμένος σε μια καρέκλα, με ένα πιάτο ανέγγιχτο φαγητό μπροστά του και με την πεποίθηση ότι δε θα αποκόμιζε τίποτα. Ο λόγος που δεν είχε φύγει ακόμα ήταν ότι δεν ήξερε πού να πάει και τι να κάνει έπειτα από εδώ. Ζόριζε το μυαλό του να βρει λύση, αλλά εκείνο αρνιόταν πεισματικά να συνεργαστεί μαζί του. Έκρυψε απελπισμένος το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες και ένιωσε το μέτωπό του περίεργα ζεστό, σαν να είχε πυρετό. Το αίμα σφυροκοπούσε τα μηνίγγια του και τα αφτιά του πονούσαν από το ενοχλητικό μουρμουρητό όλων αυτών των ανθρώπων που συνέχιζαν να κουβεντιάζουν ανέμελα στην τεράστια αίθουσα. Ξαφνικά ένιωσε έντονα την ανάγκη να βγει έξω και να αναπνεύσει φρέσκο αέρα, έστω κι αν ήταν φορτωμένος από τα καυσαέρια χιλιάδων αυτοκινήτων. Πέταξε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ στο τραπέζι και ετοιμάστηκε να σηκωθεί για να φύγει, όταν άκουσε τον Γκουερίνι να λέει: «Ίσως πρέπει να τηλεφωνήσω στη φιλενάδα του Φράνκο για να μάθω. Μπορεί εκείνη να ξέρει πού βρίσκεται...» Ο Τζέιμς τέντωσε εκ νέου τα αφτιά. Είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της συνομιλίας, αλλά από τα συμφραζόμενα έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Γκουερίνι έψαχνε τον Φράνκο Ντονατσάν και δεν μπορούσε να τον εντοπίσει πουθενά. Έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι από το σεπαρέ και κοίταξε προς το μέρος των δύο ηλικιωμένων αντρών. Ο Ιταλός μεγιστάνας είχε πιάσει το κινητό του. «Γεια σου, γλυκιά μου, Αλεσάντρο εδώ», τον άκουσε να λέει, μό-
λις απάντησαν στην κλήση του. «Θέλω να σε ρωτήσω αν επικοινώνησες με τον Φράνκο τώρα τελευταία». Μιλούσε στα αγγλικά, και ο Τζέιμς σκέφτηκε ότι αυτή η γυναίκα δεν έπρεπε να είναι Ιταλίδα. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία... Όχι, δε χρειάζεται να του δώσεις κανένα μήνυμα εκ μέρους μου... Θα τον πάρω αργότερα». Ο Γκουερίνι έκλεισε αργά το τηλέφωνο και περιέφερε αόριστα το βλέμμα του στην αίθουσα, για να καταλήξει πάνω στο πρόσωπο του Έρλιν. «Παράξενο, πολύ παράξενο», είπε σκεφτικός, σαν να μονολογούσε. Ο συνομιλητής του τον κοίταξε ερωτηματικά, δείχνοντας τα πρώτα σημάδια ανυπομονησίας. «Είναι στη Βενετία», εξήγησε ο Γκουερίνι. «Γύρισε τα χαράματα στο Λίντο και βγήκε πριν από λίγο, χωρίς να πει στη φιλενάδα του πού πηγαίνει». «Πού στην οργή πάει το μυαλό σου, Αλεσάντρο;» ρώτησε ο Έρλιν, σμίγοντας ανήσυχος τα παχιά του φρύδια. «Σε πολλά», του είπε εκείνος βλοσυρά. «Ακόμα και στην προδοσία». «Δεν το πιστεύω!» «Ούτε κι εγώ θέλω να το πιστεύω, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος με άμετρη φιλοδοξία, όπως ο Φράνκο». «Μα είναι σχεδόν γιος σου, σ’ αγαπάει...» «Η αγάπη δε μετράει και πολύ όταν μπαίνει μπροστά το συμφέρον, Ρίτσαρντ. Αυτό του το έμαθα εγώ ο ίδιος, μαζί με πολλά άλλα, όπως παραδείγματος χάριν ότι δεν πρέπει να διστάζει και να αρπάζει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται». Ο Γκουερίνι μιλούσε χαμηλόφωνα και κοφτά, συνοδεύοντας τα λόγια του με χειρονομίες. Ο Τζέιμς σχεδόν διάβαζε τα χείλη του για να μπορέσει να βγάλει νόημα.
«Πού διάολο χάθηκε ο Φράνκο από χτες το πρωί, Ρίτσαρντ; Μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ; Πώς είναι δυνατό να βρίσκεται στη Βενετία τη στιγμή που ξέρει ότι τον χρειαζόμαστε στο Μιλάνο, και μάλιστα σε τέτοιες κρίσιμες ώρες, που περιμένουμε να εμφανιστεί από λεπτό σε λεπτό η Ηλιάδη;» Ο Έρλιν τον κοίταζε κατάχλομος, στα πρόθυρα της αποπληξίας. «Θα σου πω εγώ», συνέχισε ο Γκουερίνι, προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό του. «Η Ηλιάδη ήρθε στο Μιλάνο και ο αγαπητός μας φίλος και εξέχον μέλος της αδελφότητας την ανακάλυψε πρώτος και σκέφτηκε πως του παρουσιάστηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να την κρατήσει για τον εαυτό του. Νόμιζε ότι εγώ θα ήμουν πολύ απασχολημένος με τη δίκη του Καβαλιέρι για να προσέξω την απουσία του. Την πήγε στη Βενετία, ελπίζοντας να την κρύψει από εμάς και να την εκμεταλλευτεί μόνο εκείνος, για δικό του όφελος». «Αυτό που λες είναι τρομερό, Αλεσάντρο, και μου ακούγεται κάπως υπερβολικό, για να μην πω τραβηγμένο από τα μαλλιά», ψέλλισε ο Έρλιν κουνώντας με αμφιβολία το κεφάλι. «Όμως, ακόμα κι αν έχουν έτσι τα πράγματα, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο Φράνκο θα παραδεχτεί πως κρατάει το κορίτσι;» «Σύνελθε, Ρίτσαρντ, δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου!» είπε ειρωνικά ο Γκουερίνι μέσα από τα δόντια. «Πάντα υπάρχει τρόπος να επαναφέρεις το απολωλός πρόβατο στο κοπάδι. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο για το πρόβατο, αλλά είναι καλό για τον τσοπάνη». Ακόμα κι από το σημείο όπου καθόταν ο Τζέιμς διέκρινε την απειλητική λάμψη στα μάτια του ανελέητου μεγιστάνα και ρίγησε άθελά του. Δε θα ήθελε να βρεθεί ποτέ αντιμέτωπος με έναν άνθρωπο που ήταν ικανός να ανατρέψει την κυβέρνηση μιας χώρας εν μία νυκτί. «Δηλαδή, τι προτείνεις να κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο λόρδος. «Θα πάμε στη Βενετία, αγαπητέ, να ξετρυπώσουμε αυτή τη νυφίτσα», είπε ο Γκουερίνι πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του.
Ο Έρλιν είχε, όμως, τις αντιρρήσεις του. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να ενημερώσουμε πρώτα την αδελφότητα», είπε κάπως μουτρωμένος. «Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό». Ο άλλος άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι και μειδίασε αδιόρατα, με κατανόηση. «Είσαι ένας αθεράπευτος ρομαντικός, παλιόφιλε. Η αδελφότητα, όπως εσύ την ονειρεύτηκες, έχει πάψει να υφίσταται εδώ και πολύ καιρό. Είσαι ο μόνος που δεν το έχει πάρει ακόμα χαμπάρι. Οι συναντήσεις μας γίνονται πλέον σπάνια και οι περισσότεροι προτιμούν να συγκεντρώνονται σε πιο βολικά μέρη και σε μικρότερες ομάδες. Υποθέτω ότι σου χρωστούν ευγνωμοσύνη που τους ένωσες, αλλά βαρέθηκαν αυτό το ανόητο παιχνίδι με τις στολές και τις μάσκες και άρχισαν να ενδιαφέρονται για πιο χειροπιαστά πράγματα. Και ξέρεις γιατί, Ρίτσαρντ; Γιατί ποτέ δεν πίστεψαν αληθινά στην ιδέα μας. Ακόμα κι ο Παπαδάκης, που ήταν από τους πιο θερμούς υποστηρικτές μας, λάκισε. Δε λέω... όλοι αυτοί παραμένουν φίλοι μας και μπορούμε να υπολογίζουμε πάντα στη βοήθειά τους, αλλά μόνο μέχρι εκεί. Έχουμε απομείνει πια οι δυο μας, Ρίτσαρντ, όπως ακριβώς ξεκινήσαμε. Όμως μάθε και τούτο: το προτιμώ, γιατί μου φαίνεται πως έτσι είναι το σωστό». Ο Έρλιν είχε σκύψει το κεφάλι και άκουγε συντετριμμένος. Έβλεπε τι γινόταν τόσο καιρό πίσω από την πλάτη του, αλλά αρνιόταν να το παραδεχτεί. Ίσως ο Αλεσάντρο είχε δίκιο, ίσως είχε έρθει ο καιρός να τραβήξει καθένας το δρόμο του. «Και με τη δίκη του Καβαλιέρι τι θα γίνει;» ρώτησε ανόρεχτα. «Ξέρω πόσο ενδιαφέρεσαι να παραβρίσκεσαι σε αυτή». «Έχουμε μπροστά μας μια ολόκληρη εβδομάδα», είπε παγερά ο Γκουερίνι. «Μου φτάνει και μου περισσεύει να βρω την Ηλιάδη, να καταστρέψω τον Φράνκο και να είμαι πίσω εγκαίρως». Ο Τζέιμς, αφού άκουσε όλα αυτά τα ενδιαφέροντα, αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να προκαλεί περισσότερο την τύχη του μένοντας. Βγή-
κε από το ξενοδοχείο με ανάμεικτα συναισθήματα και το κεφάλι βαρύ από την προσπάθεια που κατέβαλλε τόση ώρα ώστε να μη χάσει λέξη από τη συζήτηση των δύο αντρών. Αλλά χαλάλι! Είχε στα χέρια του το όνομα του ανθρώπου που κατά τα φαινόμενα κρατούσε τη Δάφνη και ήξερε πού να τον βρει – η Βενετία δεν ήταν δα και καμιά τεράστια πόλη. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του και μπήκε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο για να μιλήσει με την ησυχία του. Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα και έκλεισε έξω τον ενοχλητικό αχό της κυκλοφορίας και τα συνεχή κορναρίσματα των αυτοκινήτων. Ήταν ο Λεονάρντο και ακουγόταν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι τον είχε αφήσει πριν από δύο περίπου ώρες. «Έκανα μια μικρή έρευνα», είπε ξαφνιάζοντάς τον, «και ανακάλυψα ότι το αεροπλάνο ανήκει σε μία από τις εταιρείες του Φράνκο Ντονατσάν. Κρατήσου τώρα για το καλύτερο. Ο Ντονατσάν ήταν αυτός που πήγε στο Ηράκλειο τη μέρα της δολοφονίας του Ντάντε, πιλοτάροντας ο ίδιος το αεροπλάνο του, και επέστρεψε στη Βενετία πριν από το μεσημέρι. Πώς σου φαίνονται όλα αυτά;» «Δεν το πιστεύω ότι βρήκες το χρόνο να ασχοληθείς με αυτή την υπόθεση!» απάντησε ο Τζέιμς, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να του πει πως χαιρόταν που τον άκουγε τόσο καλά. «Όταν έφυγες, σκέφτηκα πολύ και κατέληξα σε ορισμένες αποφάσεις που θα μου επιτρέψεις να κρατήσω για τον εαυτό μου», είπε σιγανά ο Λεονάρντο. «Αυτό που μπορώ να σου πω είναι πως ορκίστηκα στη μνήμη της Σοφίας να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να βγάλω το γιο της από τη φυλακή». «Πώς τα κατάφερες να μαζέψεις τόσο σημαντικές πληροφορίες σε τόσο λίγο διάστημα;» τον ρώτησε ο Τζέιμς νιώθοντας σεβασμό. «Υπάρχει κάποιος υψηλά ιστάμενος στο αεροδρόμιο “Μάρκο Πόλο” που είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν για μια μικροκλοπή σε ένα πολυκατάστημα της Φλωρεντίας. Ανέλαβα την υπεράσπισή του γιατί
πίστεψα ότι ένας άνθρωπος με τόσο τίμιο πρόσωπο αποκλείεται να ήταν ένοχος. Κινδύνευε να χάσει τη δουλειά και την υπόληψή του, για τα οποία αγωνιζόταν μια ζωή, κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου. Στο τέλος βρέθηκε ο πραγματικός ένοχος και, φυσικά, ο πελάτης μου αθωώθηκε πανηγυρικά. Από τότε δεν έχουμε χάσει επαφή και νιώθει ότι δε θα ξεπληρώσει ποτέ το χρέος του απέναντί μου. Δε μου απάντησες, όμως, στην ερώτησή μου: Πώς σου φαίνονται όλα αυτά;» Ο Τζέιμς έσφιξε ασυναίσθητα λίγο περισσότερο το κινητό και το έφερε πιο κοντά στα χείλη του. «Ύποπτα, χωρίς αμφιβολία, όπως ακριβώς και σ’ εσένα. Πρέπει, όμως, να σε αφήσω γιατί βιάζομαι. Έχω ένα ραντεβού στη Βενετία που δεν μπορεί να περιμένει». Έκλεισε το τηλέφωνο πριν δώσει την ευκαιρία στον Λεονάρντο να ζητήσει εξηγήσεις και βγήκε από τον τηλεφωνικό θάλαμο. Πήρε να προχωράει στο πεζοδρόμιο για να βγει στη διασταύρωση όπου θα μπορούσε να βρει ευκολότερα ταξί και, καθώς περπατούσε, σκεφτόταν. Πριν από λίγο ήταν η δεύτερη φορά που άκουσε να γίνεται λόγος γι’ αυτό τον Φράνκο Ντονατσάν. Σύμπτωση; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Το κακό ήταν πως, αν ίσχυε το δεύτερο, τότε έπρεπε να προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει έναν αδίστακτο άνθρωπο, που θα έκανε ό,τι περνάει από το χέρι του για να βγει από το λάκκο με τις ακαθαρσίες όπου είχε πέσει. Ήταν ώρα αιχμής και ο Τζέιμς δυσκολεύτηκε να βρει ελεύθερο ταξί. Μόλις μπήκε, είπε στον ταξιτζή ότι έπρεπε να τον πάει αρχικά στο ξενοδοχείο όπου έμενε για να ρυθμίσει τα τυπικά και να περιμένει για να τον μεταφέρει στο αεροδρόμιο. Του έδωσε, μάλιστα, προκαταβολικά εκατό ευρώ και ο ταξιτζής γλυκάθηκε. Φτάνοντας, λοιπόν, στο ξενοδοχείο, πάρκαρε μπροστά σε έναν πυροσβεστικό κρουνό και έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Όταν ο Τζέιμς εμφανίστηκε με το σακ βουαγιάζ στον ώμο και
μπήκε ξανά στο ταξί, ένιωθε σαν δρομέας που εισέρχεται στην τελική ευθεία και βλέπει να αχνοφαίνεται στο βάθος το τέρμα μιας κοπιαστικής κούρσας. Ταυτόχρονα, όμως, ένιωσε την ανησυχία του να γιγαντώνεται και να του σφίγγει την καρδιά σαν μέγκενη γι’ αυτό που τον περίμενε πέρα από το τέρμα.
33
Ο Φράνκο έφτασε στο μέρος όπου του είχε δώσει ραντεβού η Κλόντια με καθυστέρηση ενός τετάρτου. Δε συνήθιζε να αργεί, αλλά συγκεκριμένα σήμερα το επιδίωξε, επειδή ήθελε να περάσει, έστω και έμμεσα, για μία ακόμα φορά, το μήνυμα πως οτιδήποτε υπήρχε μεταξύ τους είχε τελειώσει οριστικά. Η σχέση τους –αν μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς έτσι– δεν είχε αναπτυχθεί πέρα από τα όρια της κρεβατοκάμαρας και, φυσικά, δεν είχε γίνει ποτέ λόγος για αγάπη από καμία πλευρά. Καθώς έμπαινε στο στέκι όπου συνήθως συναντιούνταν, ένα από εκείνα τα τυπικά μαγαζιά της Βενετίας στα οποία πίνει κανείς στα όρθια κρασί, συνοδεύοντάς το με πικάντικα πιάτα, σκεφτόταν ευχαριστημένος πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που ερχόταν εδώ. Η αλήθεια είναι πως δε θα του έλειπε καθόλου, όπως δε θα του έλειπε και η Κλόντια. Την εντόπισε κοντά στο παράθυρο, δίπλα στο μπαρ. Ήταν, αναμφισβήτητα, μία από τις πιο ωραίες γυναίκες που είχαν περάσει από τη ζωή του, αλλά «του είχε τελειώσει», όπως τελειώνουν κάποτε όλα τα ωραία πράγματα σε αυτό τον κόσμο. Η Κλόντια τον είδε να έρχεται προς το μέρος της και τον κοίταξε ατάραχη, έχοντας στα χείλη μια υποψία χαμόγελου. «Θα πιεις κάτι;» τον ρώτησε μόλις εκείνος πλησίασε. Δε φαινόταν καθόλου θυμωμένη που την είχε στήσει, πράγμα που δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα της.
«Βιάζομαι», δήλωσε με ανυπομονησία ο Φράνκο, κοιτάζοντας το ρολόι του. «Προτιμώ να μου πεις στα γρήγορα τι με θέλεις, γιατί έχω μια πολύ σημαντική δουλειά». «Μα κι εγώ για σημαντική δουλειά σε θέλω, αγάπη μου», είπε η Κλόντια ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Θα σου πρότεινα, μάλιστα, να πάρεις ένα ποτήρι κρασί», συνέχισε απτόητη. «Έχω την εντύπωση πως θα σου χρειαστεί». «Τέλος πάντων, ας είναι», συγκατένευσε ο άντρας, λέγοντας ταυτόχρονα στον μπάρμαν να του φέρει ένα Μερλό. «Πάμε να καθίσουμε σ’ εκείνο το τραπεζάκι στη γωνιά», πρότεινε η Κλόντια. «Είναι ήσυχα και δε θα μας ενοχλήσει κανείς». Ο Φράνκο την ακολούθησε γεμάτος περιέργεια. Η συμπεριφορά της τον είχε παραξενέψει κάπως, γιατί περίμενε ξεσπάσματα και υστερίες, όμως εκείνη, προς το παρόν, φαινόταν να είναι απόλυτη κυρία του εαυτού της. Βολεύτηκαν στα στενόχωρα καθίσματα και ο Φράνκο άναψε τσιγάρο, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά έξω. Το μαγαζί μπορεί να μην ήταν και τόσο της προκοπής, αλλά αποζημίωνε τους θαμώνες του με τη θέα που πρόσφερε στο Μεγάλο Κανάλι. «Έκανες αυτό που σου είπα;» τον ρώτησε η Κλόντια ανασηκώνοντας το αριστερό φρύδι. Ο Φράνκο την κοίταξε ερωτηματικά, χωρίς να καταλαβαίνει. «Την Ελληνίδα πόρνη σου... αν θυμάσαι, σου είχα ζητήσει να τη διώξεις». «Πρώτα απ’ όλα, σου απαγορεύω να χρησιμοποιείς πρόστυχους χαρακτηρισμούς όταν αναφέρεσαι στην Τάνια», είπε θυμωμένος ο Φράνκο. «Και δεύτερον, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να επεμβαίνεις στη ζωή μου και να μου υπαγορεύεις τι πρέπει να κάνω». «Ηρέμησε, ντάρλινγκ, και μη σηκώνεις τον τόνο της φωνής σου. Δεν ήρθαμε εδώ για να γίνουμε θέαμα στον κόσμο», χαμογέλασε η Κλόντια, κοιτάζοντας γύρω της. «Νομίζω ότι τα δέκα χρόνια που με
έριχνες στο κρεβάτι σου και διασκέδαζες μαζί μου μου δίνουν κάθε δικαίωμα να μιλάω με αυτό τον τρόπο». «Η διασκέδαση ήταν αμοιβαία, αν δε με απατά η μνήμη μου», τόνισε ο Φράνκο και τα μάτια του άστραψαν. «Να σου θυμίσω, επίσης, σε περίπτωση που το ξέχασες, πως τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα μεταξύ μας από την αρχή». «Ένα “πηδηματάκι” αραιά και πού... Ναι, το θυμάμαι πολύ καλά», είπε η Κλόντια σουφρώνοντας τα χείλη. Προσπάθησε να χαϊδέψει το χέρι του, όμως ο άντρας πρόλαβε και το τράβηξε. «Σ’ αγάπησα...» Αυτή η ξαφνική δήλωση έκανε τον Φράνκο να τιναχτεί, σαν να δέχτηκε στο κορμί του ηλεκτρική εκκένωση, γιατί δεν είχε την Κλόντια ικανή για τέτοιους συναισθηματισμούς. «Πρόβλημά σου...» παρατήρησε ξερά. «Θα την παντρευτείς;» τον ρώτησε εκείνη ήσυχα, χωρίς να δείχνει ότι της είχε κακοφανεί ο άσχημος τρόπος του. «Μπορεί», της απάντησε, απορώντας συνάμα με τον εαυτό του. Μέχρι χτες, αν του έκανε κάποιος την ίδια ερώτηση, θα απαντούσε «ναι» χωρίς δισταγμό. Από τότε, όμως, μεσολάβησε η γνωριμία του με τη Δάφνη και η καρδιά του διχάστηκε. «Άρα μπορώ να ελπίζω...» είπε η Κλόντια με αναπτερωμένο ηθικό. «Αυτό να το βγάλεις από το μυαλό σου», της το ξέκοψε νευρικά ο Φράνκο. «Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η Τάνια, ήταν ζήτημα χρόνου να τελειώσουμε εμείς οι δύο. Αν το καλοσκεφτείς, ήμαστε πολύ τυχεροί που δε μας ανακάλυψε ο Αλεσάντρο». «Περίεργο που σκέφτηκες τον Αλεσάντρο έπειτα από τόσα χρόνια...» τον ειρωνεύτηκε η Κλόντια. «Αλλά δε σε κάλεσα σήμερα εδώ να μιλήσουμε για τον Αλεσάντρο, σε κάλεσα να μιλήσουμε για εμάς». Ο Φράνκο άναψε δεύτερο τσιγάρο και την κοίταξε εξεταστικά.
Είχε αρχίσει να τον κουράζει η εμμονή της να ζωντανέψει κάτι το οποίο, ούτως ή άλλως, ήταν πεθαμένο από την αρχή. «Δεν υπάρχει τίποτα μεταξύ μας, Κλόντια», είπε τελικά. «Ποτέ δεν υπήρξε». «Και δε σ’ ενδιαφέρει που σ’ αγαπάω;» τον ρώτησε εκείνη και μια έκφραση δυσαρέσκειας ασχήμυνε τα χαρακτηριστικά της. «Νομίζεις πως μ’ αγαπάς! Δε σου αρέσει να σε απορρίπτουν και ψάχνεις να βρεις τρόπο για να επιβεβαιωθείς. Γύρνα στον άντρα σου και, αργά ή γρήγορα, είμαι σίγουρος ότι θα βρεις καινούριο εραστή, ίσως μάλιστα καλύτερο από εμένα». «Δε θέλω να γυρίσω στον Αλεσάντρο, ούτε θέλω άλλο εραστή», είπε ξαφνικά με πάθος η Κλόντια, γέρνοντας προς το μέρος του. «Θέλω μόνο εσένα και, μα το Θεό, θα σε έχω». Ο Φράνκο έσβησε το τσιγάρο του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Καταντάς μονότονη και κουραστική, αγαπητή μου», σχολίασε ψυχρά. «Αλλά επειδή σε ξέρω καλύτερα απ’ όσο νομίζεις, απαιτώ εδώ και τώρα να μου πεις τι κρύβεται πίσω απ’ όλους αυτούς τους θεατρινισμούς. Πες μου την αλήθεια, γιατί αν μου πεις ψέματα θα το καταλάβω». Η Κλόντια έπαιξε λίγο με το κολιέ της και ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο. «Εντάξει, δεν μπορώ να σου κρυφτώ. Μάθε, λοιπόν, πως έχω μεγάλο πρόβλημα με τον Αλεσάντρο τελευταία. Έχει τρελαθεί. Θέλει οπωσδήποτε ένα παιδί για να αντικαταστήσει τον Ντάντε». Ο Φράνκο ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Ε, και λοιπόν; Πού βρίσκεις το κακό;» «Δε θέλω εγώ. Ο Αλεσάντρο, όμως, θα με χωρίσει αν δε γίνω η κουνέλα του...» «Δε μ’ ενδιαφέρουν τα οικογενειακά σας, Κλόντια», την έκοψε επιτακτικά ο Φράνκο. «Εν πάση περιπτώσει, η αποζημίωση που θα λάβεις σε περίπτωση διαζυγίου πρέπει να είναι ικανοποιητική, ακόμα και για εσένα...»
«Ψίχουλα μπροστά σε αυτά που έχω τώρα», είπε με αποστροφή η Κλόντια. «Δε θα χαθείς, όλο και κάποιο κορόιδο θα βρεθεί για να σε αποκαταστήσει», κάγχασε ο Φράνκο. Η Κλόντια τού έριξε ένα λοξό, ανεξιχνίαστο βλέμμα. «Αυτό ακριβώς φοβάμαι...» μόρφασε εύθυμα. «Μήπως κακοπέσω ξανά σε κανένα χούφταλο. Θα ήταν υπέροχο αν έβρισκα κάποιον νέο, ωραίο και με πολλά λεφτά, δε συμφωνείς; Και μετά μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα: πως δε χρειάζεται να ψάξω μακριά για να βρω τον ιδανικό, επόμενο σύζυγό μου, γιατί ο άνθρωπος που συγκεντρώνει όλα αυτά τα προσόντα υπάρχει ήδη, και μάλιστα βρίσκεται πολύ κοντά μου». «Πήγαινε στο διάολο μαζί με τις ιδέες σου, Κλόντια, δεν έχω όρεξη για αστεία», της πέταξε ο Φράνκο μέσα από τα δόντια. Έκανε να σηκωθεί για να φύγει, όμως εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο, υποχρεώνοντάς τον να καθίσει πάλι. «Δεν αστειεύομαι, χρυσέ μου, μιλάω πολύ σοβαρά». «Τότε είσαι τρελή αν νομίζεις ότι θα αφήσω την Τάνια για να παντρευτώ εσένα». «Θα το κάνεις, αγάπη μου», τόνισε προκλητικά η Κλόντια. Τα γατίσια μάτια της άστραψαν απειλητικά και το πρόσωπό της έχασε το εύθυμο ύφος του. «Γιατί, αν δεν το κάνεις, θα σε στείλω φυλακή». Ο Φράνκο την κοίταξε σαστισμένος. Ξαναβρήκε, όμως, γρήγορα την ψυχραιμία του και το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της ψυχρό και αδυσώπητο. «Σου σάλεψε για τα καλά! Τι νομίζεις ότι κάνεις τώρα;» «Μα... πιστεύω ότι είναι ξεκάθαρο, αγάπη μου. Εκβιάζω το δολοφόνο του Ντάντε», είπε η Κλόντια, χαμογελώντας σαδιστικά. Ο Φράνκο ένιωσε προς στιγμήν το παγωμένο χέρι του φόβου να δράττει την καρδιά του και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην το δείξει.
«Να σου θυμίσω ότι ο δολοφόνος του Ντάντε βρίσκεται στη φυλακή του Μιλάνο και περιμένει να δικαστεί», παρατήρησε, κρατώντας τη φωνή του σταθερή. «Μπούρδες!» του αντιγύρισε η Κλόντια. «Ο δολοφόνος κάθεται απέναντί μου και προσπαθεί να το παίξει ψύχραιμος και άνετος». «Πάντα είχες τον τρόπο σου να με διασκεδάζεις. Εξήγησέ μου, όμως, πού βασίζεις αυτή την κατηγορία;» Η Κλόντια ήπιε λίγο από το κρασί της και έγλειψε ηδονικά τα χείλη. «Ίσως δεν το θυμάσαι πια, αλλά εσύ ο ίδιος παραδέχτηκες, πριν από ένα μήνα που κάναμε έρωτα στην κρεβατοκάμαρά μου, ότι είχες πεταχτεί στην Κρήτη για μια... επείγουσα δουλίτσα». Μια βαθιά ρυτίδα αυλάκωσε το μέτωπο του Φράνκο καθώς προσπαθούσε να οδηγήσει το μυαλό του πίσω, στην επίμαχη μέρα. Στάθηκε αδύνατο, όμως, να θυμηθεί τι είχε πει που μπορεί να τον ενοχοποιούσε. «Μπλοφάρεις», αποκρίθηκε τελικά. «Δεν μπορείς να αποδείξεις τίποτα». «Δηλαδή, αγάπη μου, παραδέχεσαι ότι εσύ σκότωσες τον Ντάντε;» Ο Φράνκο τινάχτηκε αναστατωμένος. «Όχι, φυσικά, πώς διάολο σου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι εγώ τον σκότωσα;» «Κοίτα, εντελώς μεταξύ μας, ούτε εγώ χώνευα το παλιομπάσταρδο, και πολύ καλά του έκανες. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί του είχε τέτοια αδυναμία ο Αλεσάντρο. Το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να του τρώει λεφτά και να τεμπελιάζει». «Αρκετά σπατάλησες το χρόνο μου», αποφάσισε ξαφνικά ο Φράνκο. «Δεν μπορώ να καθίσω άλλο ακούγοντας αερολογίες και μισόλογα». Ήξερε πολύ καλά το χαρακτήρα της γυναίκας που καθόταν απέ-
ναντί του. Ψυχρή και υπολογίστρια, δε δίσταζε λεπτό προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της. Διέθετε, επίσης, ένα κοφτερό μυαλό και ο Φράνκο φοβήθηκε πως, αν έμενε παραπάνω, ίσως του ξέφευγε κάποια κουβέντα που θα τον έφερνε σε ακόμα πιο δύσκολη θέση. Η Κλόντια πήρε ένα δήθεν στενοχωρημένο ύφος. «Σε έκανα να βαρεθείς, χρυσέ μου; Σου υπόσχομαι να σε αποζημιώσω στη συνέχεια, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα...» Σούφρωσε τα χείλη και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί για λίγο έξω, σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει από πού να ξεκινήσει. «Ως γυναίκα του Αλεσάντρο, έχω την ευκαιρία να είμαι μέσα στα πράγματα και να μαθαίνω πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες...» άρχισε να λέει. «Όπως παραδείγματος χάριν ότι το υπ’ αριθμόν ένα αποδεικτικό στοιχείο που φυλάσσεται στην Εισαγγελία του Μιλάνο, το όπλο του φόνου δηλαδή, είναι ψεύτικο. Όλοι αυτοί οι κύριοι φροντίζουν να κρατούν ευχαριστημένο το μέγα και τρανό σύζυγό μου, χωρίς να ενδιαφέρονται να ανακαλύψουν τον πραγματικό ένοχο. Δε φαντάζεσαι πόσο με λυπεί αυτό!» Στράφηκε προς το μέρος του Φράνκο και τον κοίταξε εξεταστικά. «Σκέφτηκα, λοιπόν, πως το αληθινό όπλο πρέπει να βρίσκεται κάπου αλλού», πρόσθεσε αμέσως μετά. «Στο σπίτι του δολοφόνου, ας πούμε. Θα μπορούσε, βέβαια, να το έχει ξεφορτωθεί μετά το φόνο, αλλά το έγκλημα είχε γίνει πολύ μακριά και ίσως νόμιζε πως λόγω της απόστασης ήταν ασφαλής. Αποφάσισα πως άξιζε τον κόπο να το ρισκάρω για να επιβεβαιώσω τις υποψίες μου. Βλέπεις, αγάπη μου, έχω μνήμη ελέφαντα και θυμόμουν πολύ καλά ότι οπλοφορείς. Όπως θυμόμουν, επίσης, πού έκρυβες το όπλο σου όταν δεν το χρησιμοποιούσες». Ο Φράνκο πάγωσε και ο πανικός άρχισε να φαίνεται στα μάτια του. Η Κλόντια χαμογέλασε και του χάιδεψε το χέρι. Το ένιωσε να τρέμει ελαφρά κάτω από την παλάμη της και αισθάνθηκε μια απέραντη ικανοποίηση. Είχε έρθει εδώ διατηρώντας ακόμα αρκετές αμφιβολίες ως προς την ενοχή του Φράνκο και είχε αποφασίσει να τα
παίξει όλα για όλα μπλοφάροντας. Ήταν, όμως, φανερό πως δε χρειαζόταν να καταφύγει πλέον σε τέτοιες δραστικές λύσεις. «Αυτό το όπλο έπρεπε πάση θυσία να φτάσει στα χέρια μου», συνέχισε χωρίς να μπορεί να κρύψει την ευχαρίστησή της. «Γι’ αυτό πλήρωσα μια συμμορία να διαρρήξει το σπίτι σου στο Λίντο. Τη συνέχεια μπορείς να τη φανταστείς και μόνος σου...» Ο άντρας τινάχτηκε σαν να δέχτηκε μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο και τράβηξε απότομα το χέρι του από το δικό της. Το παραμικρό άγγιγμα αυτής της διαβολογυναίκας τον απωθούσε πια. «Νομίζω ότι είναι πολύ εύκολο για την αστυνομία να αποδείξει ότι αυτό το όπλο σκότωσε τον Ντάντε, δε συμφωνείς κι εσύ, χρυσέ μου;» κατέληξε εκείνη θριαμβευτικά. «Από το ύφος σου, όμως, καταλαβαίνω πως ελπίζεις να τη βγάλεις καθαρή, γιατί σκέφτεσαι πως με όλα αυτά τα πάρε δώσε δεν υπάρχουν πια τα δακτυλικά σου αποτυπώματα πάνω στο όπλο. Λυπάμαι αν θα σε απογοητεύσω, αλλά φρόντισα να μείνουν στη θέση τους, δηλαδή στη λαβή και τη σκανδάλη». Για τον Φράνκο, αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Ήταν αλήθεια πως είχε περάσει από το μυαλό του και αυτό το ενδεχόμενο, ωστόσο η δήλωση της Κλόντια διέλυσε αυτή την αμυδρή ελπίδα πριν προλάβει να ριζώσει στην καρδιά του. Το περίεργο είναι πως δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να αμφισβητήσει τα λεγόμενα της γυναίκας, επειδή την είχε ικανή να φτάσει στα άκρα προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς της. Σε αυτό έμοιαζαν πολύ οι δυο τους. «Η θυσία που σου ζητάω να κάνεις είναι πολύ μικρή, αγάπη μου», του είπε εκείνη βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. «Αν δεχτείς τους όρους μου, θα ζητήσω σήμερα κιόλας διαζύγιο από τον Αλεσάντρο, και θα μπορέσουμε να παντρευτούμε πολύ σύντομα. Αν, όμως, συνεχίσεις να αρνείσαι την προσφορά μου, τότε αυτό το όπλο θα πάει πεσκέσι στην αστυνομία, μαζί με μια ανώνυμη επιστολή που θα εξηγεί τα πάντα. Έχεις τη δυνατότητα να προσλάβεις τους καλύτερους δι-
κηγόρους, Φράνκο, αλλά τη φυλακή δε θα τη γλιτώσεις. Μέχρι να βγεις, θα έχουν καταστραφεί όλα όσα απέκτησες με τόσο κόπο: η φήμη σου και οι επιχειρήσεις σου. Θα το φροντίσει προσωπικά ο Αλεσάντρο, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό». Ο Φράνκο την άκουγε με το κεφάλι σκυμμένο, ακολουθώντας με τη φαντασία του την πορεία της ζωής του όπως θα διαγραφόταν αν δεν υπέκυπτε στον εκβιασμό της. Έβρισκε ότι η Κλόντια ήταν επιεικής ως προς το χρόνο που θα χρειαζόταν για να σωριαστούν σαν κάστρα στην άμμο αυτά για τα οποία πάλευε μια ολόκληρη ζωή. Μία μέρα μονάχα έφτανε και περίσσευε, γιατί τόσο θα έπαιρνε στον Γκουερίνι να καταστρέψει όσα έχτισε εκείνος μέσα σε είκοσι χρόνια. Δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις, αφού γνώριζε από πρώτο χέρι μέχρι που μπορούσε να φτάσει η εκδικητική μανία του μεγιστάνα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα έχανε τη ζωή του, γιατί ο Γκουερίνι θα ζητούσε να ξεπλύνει το αίμα του παιδιού του με το δικό του, στέλνοντας στο κατόπι του τους μπράβους του. Στην καλύτερη, θα έμενε ζωντανός να γυροφέρνει τα κουρέλια του κορμιού και της ψυχής του στα παγωμένα κελιά των φυλακών, στα στενοσόκακα της Βενετίας ή όπου αλλού τον έσερνε η μοίρα του. Και τα δύο παραπάνω σενάρια ήταν το ίδιο τρομακτικά. Ο Φράνκο για πρώτη φορά αναγκάστηκε να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια και να παραδεχτεί το μέγεθος της απρονοησίας του. Όμως ούτε και το σενάριο που ήθελε την Κλόντια ισόβια σύντροφο στη ζωή και στο κρεβάτι του τον ενθουσίαζε. «Πόσα θέλεις για να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό;» τη ρώτησε χωρίς περιστροφές. Εκείνη καμώθηκε την ξαφνιασμένη. «Σου είμαι, λοιπόν, τόσο αντιπαθής; Δε φαντάζεσαι πόσο με πληγώνουν τα λόγια σου!» «Με είκοσι εκατομμύρια ευρώ μπορείς να πας οπουδήποτε για να γιατρέψεις τις πληγές σου», απάντησε ξερά ο Φράνκο. Το ποσό ήταν τεράστιο, αλλά δεν μπορούσε να προσφέρει λιγότερα όταν δια-
κυβευόταν η ίδια του η ζωή. «Αν, πάνω σε αυτά, υπολογίσεις και τα εκατομμύρια που θα πάρεις από τον Αλεσάντρο σε περίπτωση που χωρίσετε, πρέπει να παραδεχτείς ότι δεν τα κατάφερες καθόλου άσχημα μέσα σε δέκα χρόνια». «Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια», συμφώνησε η Κλόντια. «Όμως εγώ, αγάπη μου, τα θέλω όλα ή τίποτα». Ο Φράνκο ένιωσε το θυμό του να φουντώνει. «Ειλικρινά, δε σε καταλαβαίνω!» ξέσπασε. «Έστω ότι υποκύπτω και σε παντρεύομαι. Πώς φαντάζεσαι από εκεί και πέρα τη ζωή μας; Θα σου πω εγώ, λοιπόν, Κλόντια. Θα ζούμε συνεχώς σε μια κόλαση, που θα απέχει πολύ από τον παράδεισο που ονειρεύεσαι. Θα βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που δε δέχτηκες τα λεφτά που σου πρόσφερα». «Δε μ’ ενδιαφέρει, θα μ’ αγαπήσεις με τον καιρό... Το ξέρω!» είπε εκείνη πεισμωμένη. Μια χαμηλόφωνη βρισιά ξέφυγε από τα χείλη του Φράνκο. Ήταν ταραγμένος και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Σκέπασε με τις χούφτες το πρόσωπό του και προσπάθησε να ηρεμήσει. Η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχό του κι αυτό τον ενοχλούσε. Έμεινε στην ίδια θέση για περίπου πέντε λεπτά και στο τέλος φανέρωσε ένα άλλο πρόσωπο, όπου είχε καταλαγιάσει εντελώς η οργή. Η επόμενη κίνησή του ξάφνιασε όχι μόνο την Κλόντια, αλλά και τον ίδιο, γιατί φάνηκε να απορεί. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε ανάλαφρα το μάγουλό της με τον αντίχειρα. «Ίσως και να έχεις δίκιο, γλυκιά μου, ίσως ήδη σ’ αγαπάω και φοβάμαι να το παραδεχτώ γιατί δεν είσαι ολοκληρωτικά δική μου», μουρμούρισε ρίχνοντας προς το μέρος της ένα παράξενο, τρυφερό βλέμμα. Αυτή η απότομη μεταστροφή ίσως ανησυχούσε κάποιον άλλο, αλλά όχι την Κλόντια, που είχε μάθει πόσο κυκλοθυμικός ήταν. Βύθισε τα καταπράσινα μάτια της μέσα στα σπινθηροβόλα γκρίζα μάτια
του Φράνκο και πλησίασε το μισάνοιχτο στόμα της κοντά στο δικό του για να γευτεί το φιλί που ήταν έτοιμος να της δώσει. Η επαφή με τα χείλη του της έφερε ανατριχίλα και της θύμισε ότι είχε να κάνει έρωτα με έναν «πραγματικό» άντρα σχεδόν έναν ολόκληρο μήνα. Αυτό το διάστημα ήταν υπερβολικά μεγάλο για μια φιλήδονη γυναίκα, που η ζωή της περιστρεφόταν γύρω από ένα καλογυμνασμένο αντρικό κορμί και τις ανείπωτες συγκινήσεις που μπορούσε να τις προσφέρει. Ακόμα και ο θρίαμβός της πάνω στον Φράνκο έπαψε να έχει σημασία, τον υποβίβασε εκείνος με το φιλί του και την έμμεση υπόσχεση για την άγρια ερωτική επαφή που θα επακολουθούσε. Μέθυσε με αυτή τη σκέψη και την κυρίευσε μια ανείπωτη λαχτάρα να βρεθούν μόνοι τους, όπως παλιά, στην κρεβατοκάμαρά της. Ο Αλεσάντρο ήταν στο Μιλάνο και δε θα τους ενοχλούσε κανείς. Αυτό, βέβαια, που δεν μπορούσε να ξέρει η Κλόντια ήταν πως ο άντρας της, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βρισκόταν μέσα στο ελικόπτερό του και κατευθυνόταν προς τη Βενετία μαζί με τον έμπιστο φίλο του, το λόρδο Έρλιν. «Πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε την επανένωσή μας...» πρότεινε στον Φράνκο με βραχνή φωνή που έτρεμε από ανυπομονησία. Εκείνος συμφώνησε πρόθυμα μαζί της. Πλήρωσε τα ποτά τους κι έφυγαν πιασμένοι χέρι χέρι, σαν οποιοδήποτε ερωτευμένο ζευγάρι. «Τι θα κάνεις με το πιστόλι;» τη ρώτησε ο Φράνκο καθώς έμπαιναν σε ένα ανήλιαγο σοκάκι. Τα παντζούρια στα παράθυρα ήταν κλειστά και η φθορά των σπιτιών μαρτυρούσε την απουσία ενοίκων. «Αν είσαι καλό παιδί, θα σου το δώσω... κάποια μέρα. Προς το παρόν λέω να το κρατήσω σαν εγγύηση», γουργούρισε η Κλόντια και τρίφτηκε πάνω του. Από την έξαψή της δεν πρόσεξε πού την είχε οδηγήσει ο Φράνκο. Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και του είπε αισθησιακά: «Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι να πάμε σπίτι. Θέλω να μου κάνεις έρωτα τώρα».
Ο Φράνκο έριξε μια ματιά τριγύρω, σαν να ήθελε να ελέγξει το μέρος. Αυτό το ακατοίκητο σοκάκι το είχε ανακαλύψει τυχαία πριν από λίγο καιρό, και μάλιστα είχε εντυπωσιαστεί γιατί νόμιζε πως ήξερε όλα τα στενά της Βενετίας. Κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, αυτή η πόλη συνέχιζε να κρατάει καλά φυλαγμένα τα μυστικά της. Σήκωσε με μια βίαιη κίνηση το φουστάνι της Κλόντια και της έσκισε το καλσόν μαζί με το εσώρουχο. Ξεκούμπωσε γρήγορα το παντελόνι του και, βγάζοντας έξω το ανορθωμένο μόριό του, μπήκε μέσα της με αγριότητα, καρφώνοντάς την κυριολεκτικά πάνω στον τοίχο. Η Κλόντια ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται από τον πόνο και δάγκωσε τα χείλη για να μη φωνάξει. Προσπάθησε να δοκιμάσει μια διαφορετική στάση, αλλά ο Φράνκο έπιασε και σήκωσε τα χέρια της ψηλά, αιχμαλωτίζοντάς τα μέσα στα δικά του, ενώ συνέχιζε να την καρφώνει αλύπητα, με μεγαλύτερη ορμή. Η Κλόντια ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι αυτός ο έρωτας δε διέφερε και πολύ από βιασμό. «Θεέ μου, σταμάτα... με πονάς!» τραύλισε καταπίνοντας τα δάκρυά της. «Σκάσε, παλιοβρόμα», σφύριξε ο Φράνκο δίπλα στο αφτί της, χωρίς να σταματήσει να κουνάει τους γοφούς του. Η Κλόντια έβαλε τα κλάματα και έπειτα από λίγο ένιωσε κάτι υγρό και ζεστό να κυλάει ανάμεσα στους μηρούς της. Κατάλαβε ότι ήταν το αίμα της και πανικοβλήθηκε. Άρχισε να παλεύει για να ξεφύγει, έστω και καθυστερημένα, από τον Φράνκο. Εκείνος σταμάτησε ξαφνικά και τη χαστούκισε με όλη του τη δύναμη. Η Κλόντια ένιωσε το κεφάλι της να βουίζει και της ήρθε σκοτοδίνη. Ο Φράνκο τραβήχτηκε από μέσα της, χωρίς να έχει τελειώσει, και την έφτυσε στα μούτρα. Έπειτα πασάλειψε το σάλιο του, μαζί με τα δάκρυά της, σε ολόκληρο το πρόσωπό της. Το μακιγιάζ της Κλόντια καταστράφηκε και τα χρώματα ανακατεύτηκαν μεταξύ τους,
παραμορφώνοντας τα άψογα χαρακτηριστικά της και μετατρέποντάς τα σε μια απεχθή μάσκα ασχήμιας και αγωνίας. Ο Φράνκο την πέταξε στο ρυπαρό πλακόστρωτο και άρχισε να της σφίγγει το λαιμό αργά και σαδιστικά. «Ηλίθια σκύλα!» είπε απολαμβάνοντας το έργο του. «Έπεσες στην ίδια σου την παγίδα. Και μόνο που σε βλέπω με αηδιάζεις, μου γυρίζουν τα άντερα και μου έρχεται να κάνω εμετό. Είσαι μια πουτάνα, κυρία Γκουερίνι, μια φτηνή τσούλα. Και στο κορμί και στην ψυχή. Αλήθεια, πώς είναι δυνατό να φαντάστηκες ότι θα γύριζα σ’ εσένα έπειτα απ’ όλα αυτά που μου έχεις κάνει; Είσαι τόσο χαζή τελικά;» Έσφιξε λίγο παραπάνω τη λαβή του και τα μάτια της Κλόντια άρχισαν να γουρλώνουν από φρίκη. «Πού είναι το όπλο μου, καλή μου;» ρώτησε με απρόσμενη τρυφερότητα. «Πες μου αμέσως πού έκρυψες το όπλο μου, αν θες να συνεχίσεις να πηδιέσαι με τον ένα και με τον άλλο. Αλλιώς δεν μπορώ να εγγυηθώ για τη ζωή σου». Η Κλόντια έβηξε και προσπάθησε του κάκου να μιλήσει. Το χέρι του Φράνκο τής έσφιγγε σαν τανάλια το λαιμό και δοκίμασε με νοήματα να τον κάνει να καταλάβει. Εκείνος κάγχασε και χαλάρωσε λίγο τη λαβή του. «Είναι στην τουαλέτα της κρεβατοκάμαράς μου... στο τελευταίο συρτάρι... κάτω από τα εσώρουχά μου...» ψιθύρισε ξεψυχισμένα. Ο Φράνκο έσκυψε απειλητικά από πάνω της. «Για το καλό σου, ελπίζω να μη μου λες ψέματα». «Όχι, όχι, αλήθεια σου λέω. Δεν πρόλαβα να το κρύψω αλλού». «Σε πιστεύω», της είπε ο Φράνκο χαμογελώντας. «Αλλά δυστυχώς, γλυκιά μου, είναι πολύ αργά πια για εσένα. Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να γυρίζεις από εδώ κι από εκεί, με τον κίνδυνο να αποκαλύψεις κάποτε το μυστικό μου στον Αλεσάντρο». «Ορκίζομαι ότι δε θα το μαρτυρήσω ποτέ», άρχισε να λέει η Κλόντια μυξοκλαίγοντας.
Ο Φράνκο τη χαστούκισε για δεύτερη φορά, με μεγαλύτερη δύναμη, για να την κάνει να πάψει. «Βούλωσέ το, που να σε πάρει!» ούρλιαξε κατακόκκινος από το θυμό. Το κεφάλι της Κλόντια χτύπησε πάνω στις πέτρες και ο καινούριος πόνος τη συνέτισε. Σταμάτησε να παλεύει και κοίταξε πανικόβλητη τον άντρα που μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν ο τρυφερότερος και πιο τέλειος εραστής του κόσμου. Σχεδόν κόντεψε να μην τον αναγνωρίσει. Είχε ένα βλέμμα τρελού και στα μάτια του διάβασε την τελεσίδικη απόφασή του για τη ζωή της. Αισθάνθηκε το χέρι του να σφίγγει το λαιμό της και λιποθύμησε από το φόβο της. Ο Φράνκο την προτιμούσε έτσι, γιατί ήταν ευκολότερο να την αποτελειώσει. Θα ήταν ο δεύτερος φόνος του μέσα σε δύο μέρες και είχε αρχίσει να τον συναρπάζει αυτή η αίσθηση εξουσίας πάνω στους άλλους. Ένιωθε σαν ένας μικρός θεός που είχε τη δύναμη να αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Ο Φράνκο ήταν γεννημένος φονιάς, μόνο που είχε αργήσει κάπως να το ανακαλύψει. «Ας τελειώνουμε...» μουρμούρισε βραχνά. Έκλεισε μέσα στις χούφτες του τον κρινένιο λαιμό της Κλόντια και άρχισε να ασκεί πίεση στις καρωτίδες για να αποκόψει το οξυγόνο από τον εγκέφαλο. Το πρόσωπο της γυναίκας μελάνιασε και οι παλμοί του Φράνκο αυξήθηκαν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και κάθε χτύπος έφτανε ρυθμικά στ’ αφτιά του, σαν τα βαριά βήματα ανθρώπου που πλησιάζει. Δοσμένος ολοκληρωτικά στο αποτρόπαιο έργο του, του πήρε κάμποση ώρα να συνειδητοποιήσει ότι, τελικά, αυτό που άκουγε δεν ήταν η καρδιά του, αλλά κάποιος άνθρωπος που όντως ερχόταν προς το μέρος του. Είδε ξαφνικά ένα ζευγάρι μαύρες μπότες δίπλα του και την αμέσως επόμενη στιγμή δέχτηκε στο σβέρκο ένα ισχυρό χτύπημα, που ήταν ικανό να ρίξει κάτω ακόμα και βόδι.
Τα χέρια του παρέλυσαν και έπεσε βαρύς πλάι στην Κλόντια. Η όρασή του θόλωσε, αλλά κατάφερε να διακρίνει μια ακαθόριστη αντρική φιγούρα που έσκυψε και σήκωσε τη γυναίκα αγκαλιά. Είδε τον άντρα να απομακρύνεται με το παραλίγο θύμα του και κυριεύτηκε από οργή, αλλά ήταν ανήμπορος να αντιδράσει. Όταν κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, έτρεξε τρεκλίζοντας προς την έξοδο του σοκακιού, κουμπώνοντας ταυτόχρονα το παντελόνι του, και άρχισε να ψάχνει εναγωνίως για τον τύπο. Ήταν εντελώς μάταιο, γιατί εκείνος είχε προλάβει να εξαφανιστεί, παίρνοντας μαζί το χειρότερο εχθρό του, δηλαδή έναν άκρως επικίνδυνο μάρτυρα κατηγορίας. Ο κόσμος άρχισε να στριφογυρίζει ξαφνικά γύρω του και ο Φράνκο ένιωσε το περιεχόμενο του στομάχου του να του ανεβαίνει στο λαιμό. Το χτύπημα του αγνώστου είχε αποδειχτεί πιο ισχυρό απ’ ό,τι νόμισε αρχικά. Ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο και άφησε το κορμί του να γλιστρήσει, χωρίς να ενδιαφέρεται αν γίνεται θέαμα στους περαστικούς. Γονάτισε και έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι μέχρι να σταματήσουν τα δυσάρεστα συμπτώματα του ιλίγγου. Όταν συνήλθε αρκετά, σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το παλάτσο του. Αισθανόταν έντονη την ανάγκη να δει τη Δάφνη. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που μπορούσε να ρίξει φως στο σκοτάδι που τον κύκλωνε και να τον βγάλει από το αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί. Αν δε δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του, τότε κακό του κεφαλιού της...
34
Η Δάφνη είχε περάσει ένα από τα χειρότερα βράδια της ζωής της. Όποτε έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί, βασανιζόταν από τρομερούς εφιάλτες. Σε αυτούς εμφανίζονταν εναλλάξ όλα τα πρόσωπα
που είχαν παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στη ζωή της, κι έβλεπε παντού καταστροφή και οδύνη. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν αυτό ήταν αποτέλεσμα της διορατικότητας ή του φοβερού άγχους που είχε γίνει ο μόνιμος σύντροφός της τον τελευταίο καιρό. Τριγύριζε άπραγη στη φυλακή της, νιώθοντας την απελπισία της να φουντώνει. Εκτός από τους γονείς της, είχε χάσει δύο αγαπημένα πρόσωπα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Φοβόταν ότι αυτός ο κύκλος αίματος ήταν ακόμα ανοιχτός και θα έκλεινε οριστικά όταν η ίδια στερούνταν και τον τελευταίο άνθρωπο που αγαπούσε. Στην αρχή νόμισε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Μαρτσέλο, γιατί ήταν ο μόνος που της είχε απομείνει. Έψαξε πολλές φορές να δει τι του επιφύλασσε το μέλλον και κατέληξε ότι εκείνος θα έβγαινε, τουλάχιστον σωματικά, αλώβητος απ’ όλη αυτή την ιστορία. Τον έβλεπε μαζί με ένα κορίτσι με μοντέρνα ρούχα και κόκκινα μαλλιά, που πλαισίωναν κομμένα σε μύτες ένα χαριτωμένο προσωπάκι. Για τη Δάφνη, αυτό ήταν μεγάλη ανακούφιση. Αφού απέκλεισε τον Μαρτσέλο, στράφηκε στον άλλο άνθρωπο που αγαπούσε: τον Τζέιμς. Καλώς ή κακώς, δεν μπορούσε να τον ξεριζώσει τόσο εύκολα από την καρδιά της. Η θύμησή του ερχόταν να επισκιάσει όλες τις άλλες και η σκέψη πως οτιδήποτε υπήρχε μεταξύ τους είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει την πονούσε. Είχε υποφέρει και είχε κλάψει ατέλειωτες ώρες γι’ αυτό τον άντρα. Για την απατηλή ευτυχία που της πρόσφερε, για την εύθραυστη σιγουριά της αγκαλιάς του, για τα πλάνα λόγια αγάπης που την έκαναν να κυλιστεί μαζί του στο χορτάρι, για την ταπείνωση και τον εξευτελισμό που υπέστη η αξιοπρέπειά της. Η Δάφνη μπορούσε να κάθεται με τις ώρες και να απαριθμεί δικαιολογίες για να μισήσει τον Τζέιμς. Η καρδιά της, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαινόταν να λειτουργεί ανεξάρτητα από τη λογική της. Κρατούσε μόνο τα καλά και απέρριπτε τα κακά, άσχετα από το γεγονός ότι αυτά τα δύο ήταν μεταξύ τους συντριπτικά δυ-
σανάλογα. Είχε να αντιπαρατάξει τον τελευταίο λόγο στους ισχυρισμούς της και είχε τη δύναμη να την κάνει να κλαίει για έναν άνθρωπο που δεν το άξιζε. Και η καρδιά της ήταν εκείνη που έτρεμε από φόβο για οτιδήποτε επιφύλασσε η μοίρα στον Τζέιμς, όχι το μυαλό της. Απ’ όλους τους εφιάλτες της, ο δικός του ήταν ο πιο τρομακτικός. Έβλεπε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά το ίδιο όραμα που είχε βιώσει στον πύργο πριν από λίγες μέρες και τιναζόταν τρομαγμένη, μούσκεμα στον ιδρώτα και νιώθοντας αφόρητη δίψα. Κι αν τότε πίστευε ότι ήταν αποκύημα της φαντασίας της, που το γεννούσε ο πληγωμένος της εγωισμός, τώρα δεν της έμενε καμιά αμφιβολία ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ο Τζέιμς θα βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα θανάσιμο κίνδυνο. Η σκηνή με τον Τζέιμς και την άγνωστη γυναίκα να τρέχουν πανικόβλητοι μέσα στις θεριεμένες πύρινες γλώσσες, ενώ ακούγονταν τα κλάματα και τα θρηνητικά βογκητά ανθρώπων εγκλωβισμένων στη φοβερή πυρκαγιά, γινόταν ολοένα πιο συχνή και πιο αληθοφανής. Η Δάφνη κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να δει την κατάληξη αυτής της απίστευτης καταστροφής, αλλά όλα τελείωναν με τον Τζέιμς και τη γυναίκα να βυθίζονται μισοπεθαμένοι στα βρόμικα νερά της λιμνοθάλασσας. Από το σημείο αυτό κι έπειτα έπεφτε ένα θολό πέπλο μπροστά στα μάτια της και σκέπαζε τα πάντα. Πηγαινοερχόταν σαν λιοντάρι στο κλουβί, βομβαρδίζοντας ανελέητα τον εαυτό της με ερωτηματικά για τα οποία δεν έπαιρνε μια απάντηση της προκοπής. Τι γύρευε ο Τζέιμς στη Βενετία; Ποια ήταν η γυναίκα στο πλευρό του; Πώς βρέθηκαν μαζί στην κόλαση της πυρκαγιάς; Πνίγηκαν τελικά ή κατάφεραν να βγουν ζωντανοί; Και ποιοι ήταν εκείνοι που θα έχαναν τη ζωή τους στη φωτιά;
Τελευταία είχε προστεθεί στο σκηνικό ακόμα ένας πρωταγωνιστής: ο Φράνκο. Η Δάφνη τον έβλεπε να στέκεται ακίνητος ανάμεσα στις φλόγες, αδιαφορώντας για τη ζωή του. Μήπως, τελικά, ήταν αυτός που θα πέθαινε; Όχι, είπε χωρίς δισταγμό. Ο Φράνκο βρισκόταν εκεί για να αποτρέψει τη διαφυγή του Τζέιμς και της γυναίκας από το παράθυρο που θα τους χάριζε τη σωτηρία ή το θάνατο – η Δάφνη ήταν αδύνατο να αποφασίσει τι από τα δύο ίσχυε τελικά. Ο ερχομός του Φράνκο στο προσκήνιο την προβλημάτισε ιδιαίτερα και την ώθησε να σκεφτεί και να αναλύσει τη δική της αλλοπρόσαλλη στάση απέναντί του. Όταν έφερνε στο νου της τη σκηνή του στραγγαλισμού της Σοφίας, σκεφτόταν ότι αυτό το γεγονός από μόνο του έφτανε και περίσσευε για να γεμίσει την καρδιά της μίσος και απέχθεια. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε να τον συμπαθεί, ή μάλλον να έλκεται από αυτόν όπως έλκεται μια νυχτοπεταλούδα από το φως, επιζητώντας την αυτοκαταστροφή. Ω... δύστυχη εσύ ψυχή, στη σκοτεινιά πλανάσαι και του ανέμου το φιλί ποθείς κι αναθυμάσαι το χέρι που σε γκρέμισε στου έρεβους τη νύχτα το θάνατό σου λαχταρά, τα πάθη να ξορκίσει. Ήταν ένα ποίημα που είχε αποστηθίσει στο γυμνάσιο, όταν περνούσε μια δύσκολη φάση της εφηβείας της, και είχε ξεχάσει πια το μεγαλύτερο μέρος του. Δε θυμόταν ούτε το όνομα του ποιητή, αλλά θυμόταν τη συγκίνηση που της προκαλούσε κάθε φορά που το απήγγελλε κλειδωμένη στο δωμάτιό της. Με τον καιρό το ξεπέρασε, όπως και πολλά άλλα πράγματα, και στράφηκε σε πιο αισιόδοξα κείμενα. Τα ξεχασμένα λόγια, όμως, βρήκαν απόψε μόνα τους το δρόμο προς τα χείλη της, για να τροφοδοτήσουν, όπως παλιά, τα ίδια συναισθήματα μοναξιάς και απαισιοδοξίας. «Μήπως αυτό είμαι τελικά;» αναρωτήθηκε φωναχτά. «Μια δυστυ-
χισμένη ψυχή που λατρεύει το δυνάστη της, αυτόν που την καταδίκασε να πλανάται σε αιώνια σκοτάδια;» Αυτή η σκέψη ήταν φοβερή, πόσο μάλλον από τη στιγμή που μπορεί να περιείχε έστω και μια μικρή δόση αλήθειας. Η Δάφνη πάλευε απεγνωσμένα να ξεκαθαρίσει μέσα της τα συναισθήματά της για τον Φράνκο. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας ή απύθμενο μίσος; Πού τελείωνε το ένα και πού άρχιζε το άλλο; Ήταν πράγματι τόσο λεπτή αυτή η διαχωριστική γραμμή, ώστε μπορούσε να την έχει διαβεί χωρίς να το καταλάβει; Και πώς γινόταν να είναι ερωτευμένη με δύο άντρες ταυτόχρονα; Και οι δύο διεκδικούσαν, με τον τρόπο τους, την καρδιά της, με απώτερο σκοπό να εκμεταλλευτούν το σπάνιο δώρο που της χάρισε η φύση. Ο ένας σχεδόν τα είχε καταφέρει, ο άλλος βρισκόταν κοντά στο στόχο του. Η κοπέλα είχε στη διάθεσή της ολόκληρο το βράδυ για να σκεφτεί και να καταλήξει σε ορισμένες αποφάσεις. Η ιστορία με τον Τζέιμς είχε διαγράψει τη σύντομη τροχιά της και είχε φτάσει στο τέλος. Θα άφηνε το χρόνο να δουλέψει για λογαριασμό της και να γιατρέψει την καρδιά της. Εκείνος ο άντρας δεν αποτελούσε απειλή, προς το παρόν. Το πρόβλημα ήταν ο άλλος, ο Φράνκο. Την έδεναν με αυτόν μακροχρόνιοι δεσμοί, που αποδείχτηκαν πολύ ισχυροί. Είχε μεγαλώσει μαζί του, όχι σωματικά, αλλά πνευματικά, και στο μυαλό της είχε πάρει υπερφυσικές διαστάσεις. Ίσως, τελικά, αυτό ήταν το λάθος της Σοφίας. Δεν προσπάθησε να τη βγάλει από την αυταπάτη της, γιατί πίστευε ότι «ο φόβος φυλάει τα έρημα». Χτες, για πρώτη φορά, ο Φράνκο βγήκε από την ομίχλη όπου κρυβόταν όλα αυτά τα χρόνια και έπαψε να είναι μια άμορφη σκιά. Τον είδε όπως ήταν στην πραγματικότητα και εντυπωσιάστηκε από την ακαταμάχητη γοητεία του. Σε αυτή την εντύπωση ήρθε να προστεθεί και η γνώση ότι αποτελούσε για το συγκεκριμένο άντρα κάτι εξαιρετικό, ήταν σαν ένα άπιαστο όνειρο που επιτέλους πραγματοποιήθηκε.
Η Δάφνη, μέσα από τους συλλογισμούς της, έφτασε να παρομοιάζει την περίπτωσή της μ’ εκείνες τις περιπτώσεις απαγωγών όπου τα θύματα, όλως παραδόξως, αναπτύσσουν τρυφερά αισθήματα για τους απαγωγείς τους, το επονομαζόμενο στην ψυχιατρική «σύνδρομο της Κοπεγχάγης». Αυτό που την παρηγορούσε ήταν ότι συνήθως αυτά τα αισθήματα αποδεικνύονταν περιστασιακά και έσβηναν το ίδιο ξαφνικά μόλις το θύμα απομακρυνόταν από τη σφαίρα επιρροής του θύτη του. Αυτή η ανακουφιστική σκέψη ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή για να κατευνάσει την τρικυμία της ψυχής της και να της χαρίσει λίγη ηρεμία που λαχταρούσε. Νιώθοντας φοβερή εξάντληση, διάλεξε μια γωνιά και κάθισε στη μοκέτα αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. Το κεφάλι της έγειρε και την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει. Σε αυτό το σημείο τη βρήκε ο Φράνκο λίγες ώρες αργότερα. Μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο και την είδε λουσμένη στο φως του μεσημεριανού ήλιου που τρύπωνε από το παράθυρο. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά της για να μπορεί να την παρατηρεί καλύτερα. Ήταν αναστατωμένος από την ξαφνική έκβαση που πήρε η υπόθεση με την Κλόντια και πίστευε ότι η λύση του προβλήματός του βρισκόταν μπροστά του. Η Δάφνη ένιωσε κάποια στιγμή την παρουσία του και άνοιξε τα μάτια για να αντικρίσει ένα βλοσυρό πρόσωπο που την κοίταζε ψυχρά. Αυτό το βλέμμα τής έφερε ανατριχίλα, γιατί ο Φράνκο του σήμερα δεν είχε καμιά σχέση με τον Φράνκο του χτες. Μαζεύτηκε φοβισμένη στη γωνιά της από αυτή την απότομη μεταστροφή και έμεινε να τον κοιτάζει με την ψυχή στο στόμα, έχοντας κατά νου ότι αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να γίνει πολύ επικίνδυνος. Εκείνος το κατάλαβε. «Με φοβάσαι, Δάφνη;» τη ρώτησε ανάβοντας ένα τσιγάρο. Είδε ότι η κοπέλα δεν απαντούσε και το έκανε αυτός για λογαριασμό της. «Φυσικά με φοβάσαι, έτσι θα ένιωθα κι εγώ στη θέση σου», παρατή-
ρησε μορφάζοντας. «Ακόμα κι εγώ ο ίδιος φοβάμαι τον εαυτό μου, γιατί σήμερα μου έδειξε το αληθινό του πρόσωπο». Έγειρε προς το μέρος της και βύθισε τα μάτια του στα δικά της. «Άκου... θα σου μιλήσω με κάθε ειλικρίνεια. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει μεταξύ μας μια αμοιβαία έλξη, δε χωράει αμφιβολία. Δεν το επιδίωξε κανείς από τους δυο μας, απλώς συνέβη. Ποιος ξέρει, ίσως πρόκειται για κάποιο δόλιο παιχνίδι που παίζει η μοίρα σε βάρος των ανθρώπων, όταν θέλει να διασκεδάσει την πλήξη της. Έχοντας, λοιπόν, αυτό το δεδομένο, μένει να αποφασίσουμε πού θα μας οδηγήσει αυτή η έλξη... στην καταστροφή ή στην ευτυχία; Σήμερα συνέβη κάτι πολύ σοβαρό, που ανατρέπει όλα τα σχέδια που έκανα για εμάς. Δε σκόπευα ποτέ να σου κάνω κακό, αλλά δε σου κρύβω ότι αυτό έπαψε να με απασχολεί εδώ και κάμποση ώρα. Εσύ πρέπει να ξέρεις τι σχέδια έχω στο μυαλό μου για εσένα». «Όχι, δεν ξέρω», ψέλλισε κομπιάζοντας η Δάφνη. «Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά δεν μπορώ. Από την άλλη, βέβαια, δεν έχεις αποδείξει μέχρι τώρα ότι διαθέτεις την ικανότητα να προλέγεις το μέλλον. Αυτό με μπερδεύει, γιατί κανονικά έπρεπε να είχες γλιτώσει τον εαυτό σου και τους άλλους από τις συμφορές που φαίνεται να σας ακολουθούν. Πες μου, λοιπόν, Δάφνη, την έχεις αυτή την ικανότητα. Κι αν ναι, γιατί δεν τη χρησιμοποιείς;» Η κοπέλα τον κοίταξε με τα υπέροχα μάτια της και ο Φράνκο ένιωσε να συγκλονίζεται, γιατί διάβασε εκεί μέσα όλη τη δυστυχία της. «Την έχω, αλλά ποτέ μου δεν τη θέλησα», του είπε ριγώντας σύγκορμη. «Κανείς δε με ρώτησε αν μπορούσα να σηκώσω αυτό το δυσβάσταχτο βάρος. Κανείς δεν ξέρει πώς είναι να κοιμάσαι και να ξυπνάς έχοντας επίγνωση αυτού που θα συμβεί. Μπροστά στα μάτια μου περνούν χιλιάδες άνθρωποι, που κουβαλούν τόνους πόνου και μιζέριας, στ’ αφτιά μου φτάνουν μόνο τα κλάματα και οι οδυρμοί τους...» «Υπάρχει, όμως, και η ευχάριστη πλευρά της ζωής», τη διέκοψε ο Φράνκο.
Η Δάφνη χαμογέλασε μελαγχολικά. «Πρέπει να είναι σπάνια, γιατί δεν την έχω δει ποτέ μου. Στο δικό μου κόσμο κυριαρχεί το κακό, γι’ αυτό κι εγώ διάλεξα να μην το βλέπω. Είναι πολύ οδυνηρό και με οδηγεί σε σύγχυση. Αυτός είναι ο λόγος που αποφεύγω να κάνω χρήση της κατάρας –γιατί περί κατάρας πρόκειται– που έριξε πάνω μου η φύση. Μέχρι ένα σημείο, το έχω καταφέρει». «Άλλοι θα το έβλεπαν σαν ευλογία και θα φρόντιζαν να το εκμεταλλευτούν», σχολίασε ο Φράνκο. «Έχω ακούσει να γίνεται λόγος για κάποιο σημάδι στην οικογένειά σας, ένα μικρό άσπρο τριαντάφυλλο, το έχεις κι εσύ;» «Η Σοφία συνήθιζε να το αποκαλεί “σφραγίδα του ρόδου”. Όταν ήμουν μικρή, μου είχε πει πως κάποιος είχε βάλει αυτή τη σφραγίδα στο κορμί μου για να αποδεικνύει τη μοναδικότητά μου. Το είχε πει πριν καταλάβει ότι εγώ θα έδινα τα πάντα για να το ξεφορτωθώ. Οι γονείς μου το ήξεραν και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να έχω μια φυσιολογική ζωή. Αν ζούσαν, μπορεί και να την είχα», κατέληξε θλιμμένη η κοπέλα. «Ή θα ήταν υπαίτιοι για την απόκρυψη ενός θησαυρού, πράγμα που ισοδυναμεί με έγκλημα», παρατήρησε συνοφρυωμένος ο Φράνκο. «Το σημάδι, όμως, το είχε και η αδερφή σου. Πώς γίνεται αυτό;» «Δεν ξέρω, όμως η Σαβίνα ήταν φυσιολογική...» Ξαφνικά, ο Φράνκο σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε κοντά της. Την άρπαξε από τα χέρια και την ανάγκασε να σταθεί στα πόδια της. «Πιστεύω όσα μου λες, αλλά δυστυχώς, κορίτσι μου, δεν έχω χρόνο για μελοδραματισμούς», της είπε σκύβοντας για να φέρει το πρόσωπό του πιο κοντά στο δικό της. «Βρίσκομαι σε πολύ άσχημη θέση και στηρίζομαι στη βοήθειά σου για να ξεμπλέξω». Η Δάφνη έστρεψε το πρόσωπό της από την άλλη πλευρά. Η τό-
σο κοντινή επαφή με τον Φράνκο τής προκαλούσε δυσφορία και την έκανε να ασφυκτιά. «Τι θέλεις από εμένα;» τον ρώτησε τρέμοντας. «Θέλω τη ζωή μου!» της φώναξε αυτός με πάθος. «Θέλω να μάθω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον. Άκου, ίσως καταλάβεις καλύτερα όταν σου εξηγήσω τι μου συμβαίνει, γιατί, όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν ωφελεί να σου κρύβω την αλήθεια. Υπάρχει μια γυναίκα που κρατάει στα χέρια της ένα πολύ σοβαρό ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος μου και με εκβιάζει. Αυτό το αντικείμενο πρέπει οπωσδήποτε να έρθει στην κατοχή μου, γιατί αλλιώς διακυβεύονται η ζωή μου και όλα όσα έχω δημιουργήσει. Καταλαβαίνεις την απελπισία μου. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να ησυχάσω: να της κλείσω το στόμα μια για πάντα και να πάρω πίσω αυτό που μου ανήκει. Δοκίμασα να το κάνω, αλλά στάθηκε τυχερή και μου ξέφυγε». Σε αυτό το σημείο, ο Φράνκο έκανε ένα μορφασμό αποστροφής και έσμιξε τα φρύδια θυμωμένος. «Δε νομίζω ότι θα ξανακάνει το λάθος να με πλησιάσει», πρόσθεσε μέσα από τα δόντια. Η Δάφνη είχε πετρώσει από την έκπληξη. Αυτός ο άντρας είχε μόλις παραδεχτεί ότι προσπάθησε να σκοτώσει μια γυναίκα και το είχε πει τόσο απλά, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Χτες ήταν η Σοφία, σήμερα κάποια άλλη, αύριο ίσως ερχόταν η σειρά της. «Δεν είμαι ο Θεός», του είπε, κρατώντας με δυσκολία σταθερή τη φωνή της. «Δεν έχω τέτοιες δυνάμεις και μην περιμένεις από εμένα να σου πω τι θα κάνεις με τη ζωή σου. Αυτή είναι δική σου ευθύνη». «Λες ψέματα!» βρυχήθηκε ο Φράνκο. «Μόλις πριν από λίγο παραδέχτηκες ότι μπορείς να το κάνεις». «Αυτό που βλέπω είναι μόνο μια εναλλακτική πραγματικότητα, πολύ μεταβλητή και πολύ εύθραυστη», εξήγησε αργά η Δάφνη. «Δεν είναι απαραίτητο να εξελιχτούν έτσι τα πράγματα. Αρκεί μια απρόβλεπτη κίνηση από κάποιον για να αλλάξει εντελώς η σειρά των γε-
γονότων και να διαμορφωθεί ένα διαφορετικό μέλλον από αυτό που είχα οραματιστεί. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι ακόμα κι αν σου φανερώσω τι σου επιφυλάσσει το αύριο, δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα γίνουν έτσι τα πράγματα». «Θα φροντίσω εγώ να γίνουν», τόνισε με σιγουριά ο Φράνκο. Είχε καταληφθεί από έξαψη και τα μάτια του άστραφταν πυρετικά. Έσφιγγε τις γροθιές του σπασμωδικά, νιώθοντας λεπτό το λεπτό να γιγαντώνεται η ανυπομονησία του, σε σημείο που νόμιζε πως στο τέλος θα εκραγεί. Το βλέμμα του πλανήθηκε αόριστα στο πρόσωπο της Δάφνης και, τέλος, χάθηκε μέσα στο κεχριμπάρι των ματιών της. Αυτό ήταν το λάθος του. Είχε έρθει αποφασισμένος να αγνοήσει τις επιταγές της καρδιάς του και να την τρομοκρατήσει με τις απειλές του, αλλά αυτό ξαφνικά έπαψε να ισχύει. Την τράβηξε κοντά του και την έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά του, τρέμοντας από αγωνία και προσμονή. «Λυπήσου με, κοριτσάκι μου, δεν αντέχω να με κοιτάς με αυτό το ύφος και μη δίνεις σημασία στις απειλές μου», βόγκηξε αναστατωμένος. «Είναι απλώς λόγια της στιγμής, ασυναρτησίες ενός ανόητου άντρα που βρίσκεται στα πρόθυρα της απελπισίας. Σου δίνω το λόγο μου, λοιπόν, πως δε θα σου κάνω κακό. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Από την ώρα που σε είδα, η σκέψη σου με κατατρέχει, παραδέρνω σε μια δίνη που απειλεί να με ρουφήξει ολόκληρο, να με καταποντίσει στην άβυσσο». Η Δάφνη ένιωθε πάνω της το σκληρό κορμί του και, έτσι όπως την έσφιγγε στην αγκαλιά του σαν άψυχη κούκλα, έφτανε καθαρά στ’ αφτιά της ο ξέφρενος ρυθμός των χτύπων της καρδιάς του. Ο Φράνκο χάιδεψε τα μακριά, στιλπνά μαλλιά της και τα χείλη του ακούμπησαν ανάερα στο μάγουλό της. Ένα πυρακτωμένο σίδερο θα την έκαιγε πολύ λιγότερο. «Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού που μας ανάγκασαν να παί-
ξουμε ή μήπως είναι κάτι άλλο;» αναρωτήθηκε ψιθυριστά. «Σε ξέρω από τότε που ήσουν παιδί, αλλά ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα ερχόταν η μέρα που θα σε κρατούσα τόσο κοντά στην καρδιά μου. Ή ίσως ήμουν ανέκαθεν ερωτευμένος μαζί σου και απλώς περίμενα να μεγαλώσεις...» Έπιασε απαλά το πιγούνι της και την ανάγκασε να ανασηκώσει το κεφάλι για να τον κοιτάξει. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα ρόδινα χείλη της και απρόσμενα έσκυψε και τη φίλησε. Εκείνη ταράχτηκε, αλλά δεν αποτραβήχτηκε, κάτι τέτοιο ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε άβουλα σε αυτό το φιλί, που την άφησε ξέπνοη και ταυτόχρονα σε πλήρη σύγχυση. Δεν το συνέκρινε με τα φιλιά του Τζέιμς· οι δύο άντρες είχαν την τάση να της δημιουργούν τόσο αντιφατικά συναισθήματα, ώστε κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Μόνο η σφοδρότητα της τρικυμίας που ξεσήκωναν στις αισθήσεις της ήταν η ίδια. Όταν τα χείλη τους χώρισαν, απέμειναν να κοιτάζονται βαθιά στα μάτια για αρκετή ώρα. Ο Φράνκο παραδόθηκε στο βλέμμα της και αυτόματα διέγραψε από το μυαλό του κάθε άλλη γυναίκα, μαζί και την Τάνια. Δε θυμόταν καν ότι είχε αποφασίσει πριν από λίγες ώρες να την κρατήσει στην έπαυλη. Για εκείνον, η μελαχρινή καλλονή ήταν ήδη παρελθόν· το παρόν και το μέλλον το κρατούσε μέσα στην αγκαλιά του. «Δε σου είμαι, λοιπόν, αδιάφορος...» μουρμούρισε βραχνά, χωρίς να μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του. «Οφείλω να ομολογήσω ότι ο χρόνος παίζει τα πιο παράξενα παιχνίδια εις βάρος μας. Άλλαξες πάρα πολύ από τότε που σε ήξερα, γλυκό μου κοριτσάκι, δεν υπάρχει τίποτα πάνω σου που να θυμίζει το παιδί που ήσουν κάποτε. Να φανταστείς πως δε σε αναγνώρισα στην Κρήτη, όταν πέρασες δίπλα μου σε απόσταση αναπνοής. Κατέβαινες από τη σκάλα του αεροπλάνου, κι εγώ το μόνο που σκέφτηκα ήταν πόσο όμορφη ήσουν και τι ασυνήθιστα μάτια είχες. Έπρεπε να συναντηθούμε στο Μιλάνο για να διαπιστώσω ότι, τελικά, ήσουν εσύ».
Η Δάφνη ήταν ακόμα ζαλισμένη από το φιλί του και της πήρε κάμποση ώρα μέχρι να καταλάβει το βαθύτερο νόημα που κρυβόταν πίσω από τα λόγια του. Αποτραβήχτηκε ξαφνικά από την αγκαλιά του και τον κοίταξε εμβρόντητη. Τι στην οργή γύρευε ο Φράνκο στην Κρήτη την εποχή που πέθανε η Σαβίνα; «Εσύ σκότωσες την αδερφή μου;» τον ρώτησε ψυχρά. «Όχι, δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για το θάνατό της. Αν θέλεις να ρίξεις σε κάποιον το φταίξιμο, αυτός είναι ο γιος του Γκουερίνι, ο οποίος, με τη σειρά του, πλήρωσε για το λάθος που έκανε». Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι και έσφιξε τις γροθιές της. Δεν την ενδιέφερε ο θάνατος του Ενρίκο Γκουερίνι, ούτε ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτόν. Είχε τους δικούς της ανθρώπους να πενθήσει· η απώλεια της Σαβίνας την πονούσε ακόμα πολύ και πάνω σε αυτή ήρθε να προστεθεί και της Σοφίας. Προχώρησε αργά μέχρι το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες που κρατούσαν έξω το φως του ήλιου. Κοίταξε τα γειτονικά σπίτια με τους ξεφτισμένους σοβάδες και τα σφαλιστά πορτοπαράθυρα. «Θεέ μου, δε θα τελειώσει ποτέ λοιπόν;» ψιθύρισε λες και μιλούσε στον εαυτό της. Ο Φράνκο παρεξήγησε τα λόγια της. Την πλησίασε και, βάζοντας τα χέρια στη μέση της, την τράβηξε προς το μέρος του. «Τελείωσαν όλα, καρδούλα μου, δε χρειάζεται πια να στενοχωριέσαι», είπε ζωηρά. «Άκου τι σκέφτηκα. Θα φύγουμε από τη Βενετία, θα πάμε πολύ μακριά, όπου δε θα μας ξέρει κανείς, και θα κάνουμε μια νέα αρχή. Στο διάολο οι επιχειρήσεις μου, στο διάολο και η Κλόντια με τους εκβιασμούς της, δε με νοιάζει κανείς, παρά μόνο εσύ». Βλέποντας πως η Δάφνη δεν αντιδρούσε, πήρε θάρρος και συνέχισε αστόχαστα, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του. «Όσο σκέφτομαι πόσα εμπόδια έπρεπε να υπερβούμε για να είμαστε μαζί... Πρώτα οι γονείς σου, μετά η αδερφή σου, ο Γκουερίνι
και ο Έρλιν, η Σοφία... Δεν το βλέπεις; Ήταν γραφτό να φύγουν όλοι αυτοί από τη μέση για να μας αφήσουν το δρόμο ελεύθερο». Η Δάφνη πάγωσε. «Τι... τι είπες;» ψέλλισε τρέμοντας. «Γιατί ανέφερες τους γονείς μου έπειτα από τόσα χρόνια;» Ο Φράνκο την κοίταζε σαν υπνωτισμένος. Δεν έψαχνε για δικαιολογίες και τα μάτια του τον πρόδωσαν. Ίσως, μάλιστα, αυτό επιδίωκε· σήμερα ήταν μέρα εξομολογήσεων. Γιατί, λοιπόν, να κρύψει κάτι που είχε συμβεί πριν από τόσα πολλά χρόνια; Από τη δική του οπτική, η Δάφνη πρέπει να είχε ξεπεράσει το θάνατο των γονιών της προ πολλού, άρα δε θα την πείραζε. Αυτό δεν ίσχυε, βέβαια, στην πραγματικότητα, αλλά για έναν ψυχρό υπολογιστή όπως ο Φράνκο κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Ακριβώς σε αυτό το κρίσιμο σημείο, η καρδιά της Δάφνης έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και υπάκουσε στη λογική, που της κραύγαζε απεγνωσμένα να κρατήσει αποστάσεις από το συγκεκριμένο άνθρωπο. Αυτός περισσότερο απ’ όλους είχε το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τα δεινά που την ακολουθούσαν. Τον έσπρωξε μακριά και τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα από φρίκη. «Ώστε αυτό ήταν για εσένα η οικογένειά μου; Το εμπόδιο που στεκόταν ανάμεσά μας και έπρεπε να το καταστρέψεις ανεξάρτητα από το κόστος; Θεέ μου! Καταλαβαίνεις τι έκανες;» «Σου ορκίζομαι ότι δεν έφταιγα εγώ. Τότε δε σε ήξερα καν, ακολουθούσα απλώς εντολές», μουρμούρισε χλιαρά μια δικαιολογία ο Φράνκο. «Έκαψες ζωντανούς δύο ανθρώπους! Ακόμα κι αν ήταν ολότελα ξένοι, θα ένιωθα πάλι την ίδια φρίκη». Η παγωνιά που ένιωθε στα σωθικά της ξαφνικά απλώθηκε σε ολόκληρο το κορμί της και η Δάφνη ένιωσε να τουρτουρίζει από το κρύο. «Ξεπάστρεψες την οικογένειά μου και ήρθες σήμερα εδώ για να μου πουλήσεις έρωτα. Είσαι τρελός, άνθρωπέ μου, τρελός για δέσι-
μο!» Ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της και το κεφάλι της έπεσε άψυχα μπροστά στο στήθος. «Φύγε από εδώ, δεν αντέχω ούτε να σε βλέπω», πρόσθεσε συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά της. «Καταραμένος να είσαι για το κακό που μου έκανες!» Του Φράνκο του πήρε κάμποσα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι είχε χάσει το παιχνίδι. Η Δάφνη δε θα γινόταν ποτέ δική του, όχι έτσι, τουλάχιστον, όπως το είχε ονειρευτεί. Δε θα της άφηνε, όμως, το περιθώριο να ευτυχήσει στο πλευρό κανενός άλλου άντρα. Έτριξε τα δόντια και της μίλησε με ένα βλέμμα σκοτεινιασμένο από θυμό. «Μπορώ να σου κάνω ακόμα μεγαλύτερο κακό, να σε σκοτώσω». Στα χείλη της κοπέλας χαράχτηκε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Για εμένα, αυτό θα ήταν μάλλον ευλογία παρά τιμωρία», είπε αχνά. «Γι’ αυτό μην το σκέφτεσαι ιδιαίτερα. Μόνο κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις γρήγορα». Ο Φράνκο άφησε ένα αλλόκοτο γρύλισμα και έπιασε το κεφάλι με τα χέρια, σαν να τον πονούσε. «Μη με προκαλείς!» βρυχήθηκε. Πήγε παραπατώντας μέχρι την πόρτα και, προτού την ανοίξει, στράφηκε για να ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα στη Δάφνη. Ίσως σκόπευε να της πει κάτι, όμως τα μάτια της τον κοίταζαν με τόσο περίεργο τρόπο, ώστε τα λόγια δε βρήκαν ποτέ το δρόμο για τα χείλη του. Εκείνη στεκόταν στη μέση του δωματίου, λουσμένη και πάλι από το φως του ήλιου που, παιχνιδίζοντας με τις σκιές, σχημάτιζε γύρω από το σώμα της ένα φωτεινό κύκλο, σαν τεράστιο φωτοστέφανο. Η παλιά Δάφνη έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί, παραχωρώντας τη θέση της σε ένα άλλο πλάσμα, ουράνιο και εξαϋλωμένο. Ο Φράνκο ξεροκατάπιε και έκανε τρομαγμένος ένα βήμα πίσω. Εκείνη συνέχιζε να τον καρφώνει ανελέητα με τα ονειρεμένα μάτια
της. Στο τέλος σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος και αποφάσισε να του μιλήσει. «Όταν ήρθες εδώ, ήθελες να μάθεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον. Σε ενδιαφέρει ακόμα;» Ο Φράνκο την κοίταξε σαστισμένος. Στο πρόσωπό της ήταν αποτυπωμένη μια έκφραση απόκοσμης γαλήνης, κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. «Ναι», είπε βραχνά και η φωνή του ακούστηκε σαν κρώξιμο. Η Δάφνη έγειρε ελαφρά το κεφάλι και σούφρωσε τα χείλη, σαν να σκεφτόταν αν άξιζε τον κόπο να του δώσει αυτή την πληροφορία. «Θα πεθάνεις, Φράνκο», είπε τελικά. «Την άλλη Τρίτη στις δώδεκα το μεσημέρι... θα πεθάνεις». Ο άντρας ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει με ταχύτητα στο κεφάλι του και να σφυροκοπάει τα μηνίγγια. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι στην κάσα της πόρτας για να στηριχτεί, ώστε να μη σωριαστεί κάτω. Η γραβάτα του τον έπνιγε και προσπάθησε να τη λύσει για να αναπνεύσει ελεύθερα. Πάλεψε για λίγο και, αφού δεν τα κατάφερε, παράτησε την προσπάθεια στη μέση. «Λες ψέματα», είπε γλείφοντας τα κατάξερα χείλη του. «Το κάνεις για να με εκδικηθείς, για να μου σπάσεις το ηθικό. Δεν πιστεύω...» «Βασικά, δε μ’ ενδιαφέρει τι πιστεύεις και τι όχι», τον διέκοψε η Δάφνη. Αντλούσε μια απερίγραπτη, σχεδόν σαδιστική ικανοποίηση από την αναστάτωση που του είχαν προκαλέσει τα λόγια της. Αυτό, όμως, τη γέμισε ταυτόχρονα ανησυχία, γιατί της έδειχνε πόσο απύθμενο είχε γίνει το μίσος της για τον Φράνκο από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Δάφνη δεν ήθελε να νιώθει έτσι ούτε για το χειρότερο εχθρό της. Έπρεπε να το καταπολεμήσει πριν δηλητηριάσει τη ζωή της. Γι’
αυτό στράφηκε από την άλλη πλευρά για να μην τον βλέπει, μετανιωμένη ήδη για όσα είχε πει. Ο Φράνκο έμεινε για λίγο αναποφάσιστος και μετά βγήκε από το δωμάτιο με την πλάτη καμπουριασμένη, λες και σήκωνε στους ώμους του ένα αβάσταχτο βάρος. Κλείδωσε την πόρτα και κατέβηκε αργά αργά τα σκαλοπάτια μέχρι το ισόγειο. Βγήκε από το παλάτσο και επιβιβάστηκε στο ταχύπλοο. Άρχισε να τριγυρίζει στα δαιδαλώδη κανάλια της πόλης χωρίς προορισμό. Οδηγούσε μηχανικά και απρόσεκτα. Τα υπόλοιπα σκάφη έστριβαν την τελευταία στιγμή για να αποφύγουν τη σύγκρουση με αυτό τον παλαβό που πήγαινε σαν να φορούσε παρωπίδες ή σαν να ήταν ολομόναχος στη λιμνοθάλασσα. Αρκετοί τον έβριζαν, άλλοι τον προειδοποιούσαν κορνάροντας, υπήρξαν και μερικοί που ενδιαφέρθηκαν και τον ρώτησαν μήπως χρειαζόταν βοήθεια. Εκείνος δεν είδε και δεν άκουσε τίποτε απ’ όλα αυτά. Οδηγούσε σαν χαμένος, έχοντας στ’ αφτιά του τα προφητικά λόγια της Δάφνης. Αντηχούσαν σαν τις πένθιμες καμπάνες που φουντάριζαν μεσοπέλαγα στα πολύ παλιά χρόνια για να προειδοποιούν τους ναυτικούς ότι πλησίαζαν σε ξέρα. Μόνο που η προειδοποίηση ερχόταν πολύ αργά, γιατί για να την ακούσει κάποιος πάει να πει πως βρισκόταν ήδη στην επικίνδυνη περιοχή. Ο Φράνκο ανατρίχιασε σύγκορμος και βούλωσε τα αφτιά για να κάνει τη δική του καμπάνα να σωπάσει. Εκείνη, όμως, επέμενε να χτυπάει πένθιμα το γλωσσίδι της, λες και μετρούσε πόσες μέρες, πόσες ώρες και πόσα λεπτά τον χώριζαν από το αναπόφευκτο τέλος, ενώ η ηχώ από τη φωνή της Δάφνης επαναλάμβανε μονότονα το ίδιο τροπάρι: «Την άλλη Τρίτη στις δώδεκα το μεσημέρι... θα πεθάνεις».
35
Ο Τζέιμς βγήκε από το αεροδρόμιο «Μάρκο Πόλο» και πήρε ένα ταχύπλοο ταξί για να τον πάει στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Δε συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό των συνταξιδιωτών του, γιατί εκείνος, δυστυχώς, δεν είχε έρθει για τουρισμό. Η επίγνωση των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζε και το υπερβολικό άγχος που μάταια προσπαθούσε να καταπολεμήσει δεν τον άφηναν να ησυχάσει και να θαυμάσει την ονειρεμένη πόλη. Το ταχύπλοο τον «ξεφόρτωσε» κοντά στην πλατεία και ο οδηγός του, αφού του ευχήθηκε «καλή διαμονή», έκανε μια απότομη στροφή, σηκώνοντας κύμα, και πήρε ξανά το δρόμο της επιστροφής για το αεροδρόμιο. Ήταν μια κίνηση εντυπωσιασμού και επίδειξης των ικανοτήτων του, που όμως, προς μεγάλη του απογοήτευση, άφησε τον πελάτη του εντελώς αδιάφορο. Ο Τζέιμς, ακολουθώντας τις οδηγίες του, βρήκε σχετικά εύκολα το ξενοδοχείο που του είχε προτείνει. Οι τιμές ήταν πολύ τσουχτερές, αλλά δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση να ψάξει για κάτι πιο οικονομικό. Την ώρα που τακτοποιούσε τα λιγοστά ρούχα του στα συρτάρια, χτύπησε το κινητό του. Ήταν η γιαγιά του και η φωνή της ακουγόταν πολύ πιο ζωηρή από την τελευταία φορά που της είχε μιλήσει. «Οι γιατροί αποφάσισαν να πειραματιστούν πάνω μου με κάτι καινούρια φάρμακα και μου μείωσαν δραματικά τη δόση της μορφίνης», του είπε εκείνη μαντεύοντας την έκπληξή του. «Πονάω, βέβαια, αλλά τουλάχιστον το μυαλό μου λειτουργεί καλύτερα. Είσαι στο Μιλάνο, αγόρι μου;» «Όχι, στη Βενετία». Η λαίδη Κάθριν έσμιξε τα φρύδια απορημένη. «Μα νόμιζα ότι θα πήγαινες στο Μιλάνο για να συναντήσεις τη Δάφνη. Πώς στην ευχή κατέληξες στη Βενετία;»
Ο Τζέιμς κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έτριψε το μέτωπό του κουρασμένος. «Είναι μεγάλη ιστορία...» «Έχω χρόνο να την ακούσω, εκτός αν βιάζεσαι...» είπε διστακτικά εκείνη. «Πάντα έχω χρόνο για εσένα», ήρθε η απάντηση του εγγονού της. Ο Τζέιμς θα μπορούσε, αν ήθελε, να της κρύψει την αλήθεια και να μην τη φορτώσει με τις δικές του έγνοιες στην κατάσταση που βρισκόταν. Μεταξύ τους, όμως, υπήρχε ανέκαθεν ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Ήξερε, επίσης, πως θα παρέμενε ψύχραιμη ακόμα κι αν έσκαγε δίπλα της ατομική βόμβα και πως λειτουργούσε πάντα λογικά και όχι παρορμητικά. Δε συνήθιζε να δίνει συμβουλές, ούτε κοινοποιούσε τη γνώμη της, παρά μόνο και εφόσον της τη ζητούσαν. Της εξήγησε με λίγα λόγια τι είχε συμβεί και η λαίδη Κάθριν τον άκουσε προσεκτικά, χωρίς να τον διακόψει ούτε στιγμή. «Πολύ καλά έκανες, γιατί σίγουρα η Δάφνη χρειάζεται τη βοήθειά σου», είπε στο τέλος. «Αλλά δε σου κρύβω, Τζέιμς, ότι αρχίζω να ανησυχώ για εσένα. Αυτός ο Φράνκο Ντονατσάν φαίνεται αδίστακτος άνθρωπος και σε παρακαλώ να προσέχεις. Πώς, όμως, έβγαλες το συμπέρασμα ότι γύρισε στη Βενετία παίρνοντας μαζί και το κορίτσι σου;» Ο Τζέιμς πήρε μια έκφραση θλίψης ακούγοντας το χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησε η γιαγιά του για τη Δάφνη. Η ξαφνική σιωπή του έκανε τη λαίδη Κάθριν να μαντέψει τι τον απασχολούσε. «Είναι το κορίτσι σου, αγάπη μου», είπε τρυφερά. «Μη σταματήσεις λεπτό να το πιστεύεις αυτό. Εσείς οι δύο είστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, και είμαι σίγουρη ότι όλα θα πάνε καλά μόλις της εξηγήσεις». «Εύχομαι να έχεις δίκιο», είπε αναστενάζοντας ο Τζέιμς. «Δε μου απάντησες, όμως. Πώς κατάλαβες ότι βρίσκονται στη Βενετία;»
«Άκουσα μια συζήτηση που είχε ο παππούς με τον Γκουερίνι στο Μιλάνο», ομολόγησε κομπιάζοντας ο εγγονός της. Μέχρι τώρα, η ιστορία που της είχε διηγηθεί περιλάμβανε μόνο τα βασικά· σημαντικές λεπτομέρειες σαν κι αυτή θα έρχονταν στην επιφάνεια μέσα από τη συζήτηση. Η λαίδη Κάθριν δε φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Ώστε γι’ αυτό εξαφανίστηκε από το πρωί...» είπε σκεφτική. «Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι τον κούρασε η αρρώστια μου και πήγε στον πύργο για να ξεφύγει από εμένα. Αυτός ο γερο-ανόητος, όμως, επιμένει να κυνηγάει χίμαιρες». Δεν υπήρχε πίκρα στη φωνή της, ούτε επίκριση. Αντίθετα, η τρυφερότητά της φανέρωνε ότι, για εκείνη, ο λόρδος Έρλιν παρέμενε ο άντρας που πάντα θα αγαπούσε και για τον οποίο πάντα θα ενδιαφερόταν, άσχετα αν αυτός είχε επιδείξει, κατά καιρούς, απέναντί της ελεεινή συμπεριφορά. Η γυναίκα του βρισκόταν στα τελευταία της και τον χρειαζόταν όσο ποτέ άλλοτε – αν μη τι άλλο, όφειλε να βρίσκεται στο πλευρό της. Ο Τζέιμς σκέφτηκε, με μπόλικη δόση ενοχής, πως το ίδιο ίσχυε και για τον ίδιο, καθώς την είχε εγκαταλείψει, επίσης, τώρα στα δύσκολα. «Πρέπει να κλείσω», είπε ζωηρά η γηραιά κυρία. «Θα προσεύχομαι για εσένα και σε παρακαλώ, αγόρι μου, και πάλι να προσέχεις». Η γραμμή έκλεισε πριν βρει ο Τζέιμς την ευκαιρία να της πει «αντίο». Τακτοποίησε βιαστικά τα υπόλοιπα ρούχα του και βγήκε από το ξενοδοχείο, έχοντας στα χέρια το χαρτί με τη διεύθυνση του σπιτιού του Φράνκο που του είχε δώσει ο Λεονάρντο. Ο Τζέιμς δεν πίστευε ότι ο Ντονατσάν ήταν τόσο ανόητος ώστε να κρύβει τη Δάφνη στην έπαυλη, αλλά οι επιλογές του ήταν τόσο περιορισμένες, ώστε θεώρησε ότι ήταν μια καλή αρχή να ξεκινήσει από εκεί. Ζητώντας πληροφορίες από τους περαστικούς, έφτασε στην Ακα-
δημία και στήθηκε στην ουρά για να περιμένει το βαπορέτο που πήγαινε στο Λίντο. Η συγκοινωνία ήταν συχνή και η αναμονή μικρή. Διάλεξε ένα κάθισμα κοντά στην πρύμνη και, μόλις το σκάφος άρχισε να απομακρύνεται από την αποβάθρα, βάλθηκε να παρατηρεί μηχανικά τα απόνερα που άφηνε πίσω του. Ο θόρυβος της μηχανής ήταν δυνατός. Άκουσε το κουδούνισμα του τηλεφώνου του από καθαρή τύχη. Αυτή τη φορά ήταν ο Κωνσταντινίδης. «Γεια σου, γιατρέ», του είπε. «Πήρα να δω μήπως έμαθες τίποτα για τον άνθρωπο που ήρθε στην Κρήτη τη μέρα που δολοφονήθηκε ο Ντάντε Γκουερίνι». «Έχω το όνομά του...!» φώναξε ο Τζέιμς για να ακουστεί μέσα από την αντάρα των μηχανών του σκάφους. «Τον λένε Φράνκο Ντονατσάν». «Α, τον μπάσταρδο!» βλαστήμησε ο Κωνσταντινίδης. «Τον ξέρεις;» απόρησε ο Τζέιμς. «Είναι ο τύπος που είχε στείλει ο πατέρας Γκουερίνι για να βοηθήσει –και καλά– στις έρευνες για το δολοφόνο του γιου του. Αυτός μου έβαλε την ιδέα για την ενοχή του Καβαλιέρι και μου τη σέρβιρε τόσο ωραία, ώστε έχαψα το παραμύθι σαν βλάκας». «Έμαθα ότι είναι από τους πιο στενούς φίλους του Γκουερίνι», είπε ο Τζέιμς. «Τι λόγο είχε να σκοτώσει το γιο του;» «Τους φίλους πρέπει να φοβάσαι, γιατρέ, γιατί έχεις το νου και τη γνώση να φυλάγεσαι από τους εχθρούς. Πάντως, δεν ξέρουμε αν τον σκότωσε αυτός, εικασίες κάνουμε μόνο», παρατήρησε ο Κωνσταντινίδης. «Ελπίζω να μη μείνουμε μόνο εκεί...» σχολίασε ο Τζέιμς. «Κοίτα, αν δε βρεθεί το πραγματικό όπλο του εγκλήματος, είναι άσχημα τα πράγματα. Τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του Καβαλιέρι είναι συντριπτικά, αλλά βέβαια υπάρχει και η δική μου μαρτυρία πως πιστόλι δε βρέθηκε». «Εγώ δε θα ήμουν τόσο σίγουρος στη θέση σου», εξέφρασε τις αμ-
φιβολίες του ο Τζέιμς. «Μπορούν να καταρρίψουν τους ισχυρισμούς σου λέγοντας πως δεν έψαξες καλά τον Καβαλιέρι. Αυτό ακριβώς φοβάται ο Λεονάρντο και, ενώ αρχικά είχε ενθουσιαστεί από την ανακάλυψή σου, στη συνέχεια αναθεώρησε και αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν έχει τίποτα στα χέρια του. Εντάξει... μπορείς να αποδείξεις ότι ο Φράνκο Ντονατσάν ήρθε στην Κρήτη, αλλά δεν υπάρχει κανένας νόμος που να το απαγορεύει αυτό». «Διάολε, θαρρώ πως έχεις δίκιο», δαγκώθηκε ο Κωνσταντινίδης. Η επιπολαιότητά του στη συγκεκριμένη υπόθεση είχε σοβαρές συνέπειες· ενδεχομένως να κόστιζε τη ζωή σε ένα νέο άνθρωπο, που θα θυσιαζόταν στο βωμό του συμφέροντος. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το συγχωρέσει στον εαυτό του ο αστυνόμος. «Κοίτα...» είπε έπειτα από λίγο. «Όπως και να έχει το πράγμα, αξίζει να προσπαθήσουμε. Θα στείλω μια συμπληρωματική αναφορά στην Εισαγγελία του Μιλάνο σχετικά με τον Φράνκο Ντονατσάν και ελπίζω ότι θα βρεθεί κάποιος που θα τη λάβει σοβαρά υπόψη του». «Το ελπίζω κι εγώ. Ίσως, μάλιστα, να ήταν προτιμότερο να την κοινοποιήσεις και στο δικηγόρο, γιατί εκείνος ξέρει καλύτερα πού πρέπει να απευθυνθεί». «Θα σε κρατάω ενήμερο, γιατρέ», δήλωσε ο Κωνσταντινίδης κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ύστερα από αυτή τη συνομιλία, άναψε τσιγάρο και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζοντας αφηρημένα την κίνηση στο δρόμο, χωρίς ουσιαστικά να βλέπει μπροστά του. Είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή και οι σκέψεις στο μυαλό του είχαν στήσει τρελό χορό. Κρατούσε το τσιγάρο χωρίς να το καπνίζει και οι στάχτες έπεφταν πάνω στα παπούτσια του, μέχρι που η καύτρα έφτασε στο φίλτρο και του έκαψε τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυλα. Συνήλθε απότομα και γύρισε στο γραφείο του. Πέταξε τη γόπα στο τασάκι και έβγαλε από το συρτάρι μια λευκή κόλλα χαρτί. Άρχισε να γρά-
φει βιαστικά και μέσα σε δύο λεπτά είχε τελειώσει. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο γραπτό του και ετοιμάστηκε να υπογράψει. Αυτή εδώ ήταν η παραίτησή του και ήταν το μόνο έντιμο πράγμα που του απέμενε να κάνει. Το χέρι του, όμως, έμεινε μετέωρο, διστάζοντας να επικυρώσει μια απόφαση που πάρθηκε εν βρασμώ ψυχής. Πάλεψε λίγο με την αναποφασιστικότητά του και στο τέλος άνοιξε το συρτάρι και έριξε εκεί μέσα το χαρτί, ανυπόγραφο, οικτίροντας τον εαυτό του για τη δειλία του. Αλλά ήταν αστυνομικός μια ζωή και η σκέψη ότι έπρεπε να εγκαταλείψει αυτό που αγαπούσε και να ασχοληθεί με κάτι άλλο του ήταν ανυπόφορη. Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και κάλεσε στο γραφείο του ένα νεαρό αστυφύλακα. «Μιλάς καλά αγγλικά;» τον ρώτησε. «Μάλιστα, κύριε αστυνόμε», απάντησε εκείνος. «Ωραία!» είπε ο Κωνσταντινίδης, κάνοντάς του ταυτόχρονα νόημα να καθίσει στη δική του θέση πίσω από το γραφείο. Στη συνέχεια έβαλε μπροστά του μια κόλλα χαρτί και ένα στιλό. «Θα σου υπαγορεύω στα ελληνικά και θέλω να μεταφράζεις στα αγγλικά. Μπορείς να το κάνεις αυτό;» «Εννοείται, κύριε αστυνόμε». Η συμπληρωματική αναφορά του Κωνσταντινίδη προς την Εισαγγελία του Μιλάνο γέμισε σχεδόν δύο σελίδες. Έβαλε τον αστυφύλακα να του ξαναδιαβάσει αυτά που είχε γράψει και στο τέλος χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Βάλε όσες σφραγίδες χρειάζονται για να γίνει αυτό το έγγραφο επίσημο», του είπε ενώ υπέγραφε, «και θέλω να το ταχυδρομήσεις αμέσως. Πρέπει να φτάσει στην Ιταλία όσο πιο γρήγορα γίνεται. Θα βγάλεις και μια φωτοτυπία για το δικηγόρο του Καβαλιέρι. Έχω εδώ το τηλέφωνό του για να του ζητήσεις τη διεύθυνση». Ο νεαρός σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει, παίρνοντας μαζί και την αναφορά.
«Θα είναι εκεί σε λιγότερο από ένα λεπτό», είπε στον Κωνσταντινίδη ξαφνιάζοντάς τον. «Θα τη σκανάρω και θα τη στείλω με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο...» Ο Κωνσταντινίδης τον κοίταξε έχοντας στο πρόσωπό του ζωγραφισμένη την αμφιβολία. «Μωρέ παιδί μου, είσαι σίγουρος ότι θα φτάσει εκεί όπου πρέπει;» Ο αστυφύλακας χαμογέλασε με την αφέλειά του. «Φυσικά, κύριε αστυνόμε. Βλέπετε, με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές έχουμε τη δυνατότητα...» «Άσε, δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις», τον διέκοψε ο Κωνσταντινίδης. Τον κοίταξε για λίγο σκεφτικός και μετά κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να μου τα εξηγήσει πολύ καλύτερα από εσένα», μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Ο αστυφύλακας τον κοίταξε με τη σειρά του απορημένος και στο τέλος έφυγε για να εκτελέσει την εντολή του ανωτέρου του. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Κωνσταντινίδης φόρεσε το σακάκι και βγήκε από το γραφείο του. Είχε ανάγκη να μιλήσει με κάποιον άνθρωπο, και μια τέτοια στιγμή η έλλειψη φίλων βάραινε όσο ποτέ άλλοτε. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και πήρε το δρόμο για τη μαρίνα του Μακριδάκη.
Στο μεταξύ, ο Τζέιμς έφτανε στο Λίντο. Καθώς κατέβαινε από το βαπορέτο, είδε μια ηλικιωμένη κυρία που γύριζε στο σπίτι της φορτωμένη ψώνια και προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει. Εκείνη, για να ανταποδώσει την εξυπηρέτηση, επέμεινε να τον πάει μέχρι την έπαυλη του Ντονατσάν, που ήταν άλλωστε στη γειτονιά της. Εκεί χώρισαν οι δρόμοι τους και ο Τζέιμς κάθισε σε ένα παγκά-
κι. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη πόλη, η βλάστηση εδώ δεν έλειπε και του πρόσφερε μια σχετική κάλυψη από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Βάλθηκε να παρακολουθεί την έπαυλη, συνειδητοποιώντας πως τον τελευταίο καιρό είχε ανακηρύξει τον εαυτό του σε ερασιτέχνη ντετέκτιβ. Για πρωτάρης, δεν τα είχε καταφέρει άσχημα, αλλά δεν εννοούσε να ξεπεράσει το αίσθημα της αμηχανίας που του έφερνε αυτού του είδους η παρακολούθηση. Η έπαυλη περιστοιχιζόταν από ένα μεγάλο κήπο και το πίσω μέρος της έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Ο Τζέιμς σκέφτηκε ότι, εκτός από το δρόμο, λογικά υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης και από εκεί και καταλήφθηκε από ανησυχία. Ο ψηλός μαντρότοιχος που περιέβαλλε τον κήπο τού έκρυβε τη θέα και σε περίπτωση που ο Φράνκο Ντονατσάν αποφάσιζε να μεταφέρει τη Δάφνη κάπου αλλού διά θαλάσσης, σίγουρα θα την έχανε. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η Δάφνη βρισκόταν στην έπαυλη... Κι αν η Δάφνη δεν ήθελε να σωθεί; Αν βρισκόταν εδώ με τη θέλησή της; Αν, τελικά, αποδεικνυόταν ότι τσάμπα ανησύχησε, τότε με τι μούτρα θα την αντίκριζε, από τη στιγμή, μάλιστα, που του ξεκαθάρισε ότι δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της; Υπήρχε, βέβαια, και η άλλη εκδοχή: η Δάφνη να βρισκόταν κάπου αλλού και να μην είχε ιδέα για όλα αυτά. Το υποθετικό σενάριο περί απαγωγής της από τον Ντονατσάν ήταν δικής του επινόησης και τα πράγματα μπορεί να αποδεικνύονταν διαφορετικά απ’ ό,τι τα φανταζόταν. Αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις τού προκάλεσαν αναστάτωση και ένα ξαφνικό ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Πιστεύοντας ότι έφταιγε το αγιάζι που φυσούσε από την κατεύθυνση της λιμνοθάλασσας, ο Τζέιμς κούμπωσε το μπουφάν μέχρι το λαιμό και έβαλε τα χέρια στις τσέπες για να ζεσταθούν. Έπειτα, όπως ήταν φυσικό, έφερε στο νου του τη συζήτηση του παππού του με τον Γκουερίνι. Πίστευαν ότι ο Φράνκο Ντονατσάν
προσπαθούσε να τους ξεγελάσει και ο Τζέιμς σκέφτηκε ότι, για να τον υποπτεύονται, κάτι παραπάνω θα ήξεραν. Επίσης, η απόφασή τους να έρθουν στη Βενετία πιστοποιούσε στο ακέραιο την ορθότητα των συλλογισμών του και ήταν η εγγύηση που χρειαζόταν πως σωστά έπραττε. Ξαφνικά, η μεγάλη σιδερένια πόρτα άνοιξε και βγήκε μια γυναίκα. Η ρήση «μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει» δε θα μπορούσε να επαληθευτεί καλύτερα. Ο Τζέιμς έμεινε με ανοιχτό το στόμα βλέποντας να βγαίνει η Τάνια. Φορούσε καπέλο και μαύρα γυαλιά που έκρυβαν κατά το ήμισυ το πρόσωπό της, αλλά ακόμα κι από αυτή την απόσταση δε γινόταν να μην αναγνωρίσει το λικνιστικό βάδισμα και τις σμιλεμένες γάμπες της πρώην φιλενάδας του. Πριν από ένα μήνα και κάτι στην Κρήτη, ή πριν από έναν αιώνα, γιατί είχαν συμβεί πάρα πολλά σε αυτό το διάστημα, ο Κωνσταντινίδης του είχε πει, όλο κακεντρέχεια, ότι η γκόμενά του λιμπίστηκε τον Ιταλό που είχε έρθει να επιστατήσει τις έρευνες για τον εντοπισμό του δολοφόνου του Ντάντε. Μετά τη σημερινή τους συνομιλία, η ταυτότητα εκείνου του άντρα έγινε γνωστή, αλλά κανείς από τους δύο δε θυμήθηκε το περιστατικό. Καθένας, από την πλευρά του, είχε πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτεί. Ο Τζέιμς προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από την έκπληξή του, όταν εκείνη πέρασε από μπροστά του χωρίς να τον προσέξει. Ένα από τα πολλά ελαττώματα της Τάνιας –αν, δηλαδή, αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ελάττωμα– ήταν ότι περπατούσε με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να κοιτάζει δεξιά και αριστερά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρεξηγήσεις μεταξύ των γνωστών της, που τη χαιρετούσαν στο δρόμο χωρίς να ανταποδίδεται ο χαιρετισμός τους. Κάποιος που δεν την ήξερε θα την αποκαλούσε σνομπ και ψηλομύτα, όμως ο Τζέιμς γνώριζε ότι αυτή η στάση της πήγαζε απλώς από τον αέρα αυτοπεποίθησης που είχε.
Σηκώθηκε από το παγκάκι και την πρόλαβε προτού στρίψει στη γωνία. Τη φώναξε με το όνομά της κι εκείνη στράφηκε ξαφνιασμένη στο άκουσμα της γνώριμης φωνής. «Τζέιμς, εσύ...! Πώς βρέθηκες στη Βενετία;» τον ρώτησε χαμογελώντας πλατιά. Περίμενε να έρθει κοντά της και τον αγκάλιασε με θέρμη, αλλά ο άντρας ένιωσε ότι με τον ίδιο τρόπο θα αγκάλιαζε τον αδερφό της ή κάποιο άλλο συγγενικό της πρόσωπο. Έπειτα η Τάνια έβγαλε τα γυαλιά της και τον κοίταξε διαπεραστικά, σουφρώνοντας τα σαρκώδη χείλη της. «Δε φαντάζομαι να με παρακολουθείς...» είπε καχύποπτα. Ο Τζέιμς βιάστηκε να ξεκαθαρίσει τη θέση του. «Όχι, δε θα το ’κανα με τίποτα στον κόσμο», τη διαβεβαίωσε. «Ήταν απλώς μια μεγάλη σύμπτωση ότι ξαναβρεθήκαμε». Η δήλωσή του ήταν πέρα για πέρα ειλικρινής. Η Τάνια γέλασε. Όχι μόνο δεν της κακοφάνηκε που δεν την αποζήτησε ή που δεν έτρεξε πίσω της σαν σκυλάκι, αλλά φαινόταν από πάνω και ανακουφισμένη. Ο Τζέιμς δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η συμπεριφορά της τον ξένιζε, γιατί η γυναίκα που ήξερε αυτός ήθελε, ή μάλλον απαιτούσε, να είναι το επίκεντρο της προσοχής. Τι είχε μεσολαβήσει και είχε αλλάξει τόσο πολύ; Εκείνη τον έπιασε αγκαζέ και τον παρέσυρε να περπατήσουν μαζί. «Πάμε να πιούμε έναν καφέ, για χάρη του παλιού καλού καιρού», πρότεινε με ανάλαφρη διάθεση. Ο Τζέιμς δίστασε για λίγο και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να αφήσει το πόστο του. Μετά συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η απάντηση στις αμφιβολίες του ήταν προφανής και ότι βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, στο πρόσωπο της Τάνιας. Η παρουσία της στην έπαυλη απέκλειε αυτόματα και την παρουσία της Δάφνης. Εκτός κι αν ο Ντονατσάν ήταν εντελώς ηλίθιος. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα πράξεις του
κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο έδειχναν, γι’ αυτό ο Τζέιμς ακολούθησε την Τάνια, έχοντας την πεποίθηση πως άδικα ξεροστάλιαζε στο παγκάκι τόση ώρα. Η Δάφνη βρισκόταν στη Βενετία, αλλά όχι στην έπαυλη, όπως είχε νομίσει αρχικά. Η Τάνια τον οδήγησε σε ένα μικρό γωνιακό καφέ, που το καλοκαίρι χανόταν μέσα σε πολύχρωμες περικοκλάδες, και διάλεξαν να καθίσουν σε ένα τραπεζάκι στο εσωτερικό του μαγαζιού, κοντά στο παράθυρο. «Έστω και καθυστερημένα, νομίζω ότι σου οφείλω μια εξήγηση για την εξαφάνισή μου», του είπε έπειτα από λίγο με μεγάλη σοβαρότητα, πίνοντας τον καπουτσίνο της. «Δε μου οφείλεις τίποτα», την καθησύχασε ήρεμα ο Τζέιμς. «Ήσουν ελεύθερη να κάνεις αυτό που θεωρούσες σωστό». «Και δε σε ενόχλησε καθόλου που έφυγα με κάποιον άλλο;» «Φυσικά, αλλά δεν είχα το δικαίωμα να σε εμποδίσω», της είπε ψέματα. Τότε είχε αισθανθεί απέραντη ανακούφιση, αλλά επειδή καμιά γυναίκα δε θέλει να ακούσει μια τέτοια αλήθεια από τα χείλη του πρώην εραστή της, ο Τζέιμς είχε τη σύνεση να μην την ξεστομίσει. «Είχα ξεχάσει πόσο συγκαταβατικός είσαι», του είπε εκείνη συγκινημένη, σφίγγοντάς του το χέρι με τρυφερότητα. «Όπως είχα ξεχάσει πόσο υπέροχος... πόσο όμορφος άντρας είσαι». Αυτό το τελευταίο δεν το είπε έχοντας κάτι πονηρό στο μυαλό της, επρόκειτο απλώς για μια διαπίστωση. «Πάντως, νιώθω την ανάγκη να σου εξομολογηθώ μερικά πράγματα», συμπλήρωσε αναστενάζοντας, «γιατί δε θέλω να πιστεύεις τα χειρότερα για εμένα. Κατάλαβα πόσο δίκιο είχες όταν έλεγες ότι η σχέση μας δεν έβγαζε πουθενά μόνο όταν γνώρισα τον Φράνκο. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Έφυγα μαζί του χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες ή ότι θα πλήγωνα ορισμένους ανθρώπους. Οι γονείς μου, που ζουν στην Ιεράπετρα, όπως ξέρεις, δεν
ήθελαν να μου μιλήσουν και οι σχέσεις μας αποκαταστάθηκαν πριν από λίγες μέρες, όταν έμαθαν ότι θα παντρευτούμε». Ο Φράνκο, βέβαια, δεν της είχε μιλήσει ανοιχτά για γάμο, αλλά η Τάνια, από τα μισόλογά του, πίστευε ακράδαντα ότι ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Γιατί να περιμένουν άλλωστε, αφού ταίριαζαν τόσο πολύ; «Ώστε θα παντρευτείτε, λοιπόν...» είπε ο Τζέιμς χαμογελώντας. «Τα συγχαρητήριά μου! Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι για εσένα!» Η Τάνια τον κοίταξε σχεδόν με αγάπη κι εκείνος σκέφτηκε ότι, τελικά, υπάρχει κάποια βάση στους ισχυρισμούς που θέλουν τον έρωτα να μεταμορφώνει τα εγωιστικά και υστερόβουλα πλάσματα, όπως η πρώην φιλενάδα του, σε καλύτερους ανθρώπους. «Σε πιστεύω», του είπε ζωηρά εκείνη. «Και ειλικρινά, καλέ μου, εύχομαι να βρεις κι εσύ κάποτε την αληθινή αγάπη». Ο Τζέιμς δαγκώθηκε. Ο δικός του έρωτας για τη Δάφνη, εκτός από μερικές αναλαμπές απόλυτης ευτυχίας, του είχε προσφέρει μόνο απέραντο πόνο. Η Τάνια κοίταξε για λίγο έξω από το παράθυρο και μετά στράφηκε προς το μέρος του· τα μεγάλα μάτια της αστραποβολούσαν σαν διαμάντια. «Είμαι τόσο ευτυχισμένη, που ώρες ώρες φοβάμαι», είπε σιγανά, με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση. «Αν πάθει κάτι ο Φράνκο, δε θα το αντέξω, θα πεθάνω». Ο Τζέιμς αναδεύτηκε ανήσυχος στο κάθισμά του. Τι ήταν αυτό που ώθησε την Τάνια να μιλήσει έτσι; Ήταν προαίσθηση ή μόνο τα λόγια μιας ερωτευμένης γυναίκας που φανέρωναν το μέγεθος της αγάπης της; Ο ίδιος ήξερε ότι ο άντρας που εκείνη λάτρευε σαν θεό ήταν ένας στυγνός δολοφόνος και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να την προειδοποιήσει για το ποιόν του ή να την αφήσει να ζει στην αυταπάτη της. Προτίμησε το δεύτερο, γιατί, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το χαρακτήρα της, η Τάνια θα πίστευε ότι προσπαθούσε να συκο-
φαντήσει τον εραστή της από ζήλια. Θα εξοργιζόταν, θα τον στόλιζε με μερικά κοσμητικά επίθετα και θα σηκωνόταν να φύγει. Θα την άφηνε, λοιπόν, να ανακαλύψει μόνη της τι κουμάσι ήταν ο Φράνκο Ντονατσάν, πράγμα που ήλπιζε να μην αργήσει πολύ να συμβεί. Θα της κακοφαινόταν στην αρχή, αλλά θα τον ξεπερνούσε και θα συνέχιζε ακάθεκτη τη ζωή της· ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Περιέργως, δεν πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωσή του. Υποσυνείδητα, ήταν προκατειλημμένος έναντι της Τάνιας και θεωρούσε την αγάπη της ρηχή. Σε λίγο καιρό θα μάθαινε ότι έφτανε στα όρια της παραφροσύνης. «Είναι κουτό να σκέφτεσαι τέτοια πράγματα», τη μάλωσε, σπάζοντας τη σιωπή που είχε πέσει ανάμεσά τους. Η Τάνια τινάχτηκε, σαν να ξύπνησε από ένα κακό όνειρο, και το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό της. «Έχεις δίκιο», είπε χειρονομώντας. «Απασχολώ το μυαλό μου με κουταμάρες, αντί να κάνω σχέδια για το γάμο μου. Ω, Τζέιμς, πίστευες ποτέ ότι θα έμενα εγώ σε ένα παλάτσο; Δεν είναι φοβερό;» «Μπα...» έκανε εκείνος προσπαθώντας να προσδώσει έναν τόνο ενδιαφέροντος στη φωνή του. Δεν έβλεπε πια την ώρα να σηκωθεί να φύγει. «Δε θα μείνετε στο Λίντο;» Τα μάτια της Τάνιας άστραψαν τώρα από ενθουσιασμό. «Όχι! Ο Φράνκο αγόρασε πέρυσι ένα ολόκληρο παλάτσο στο Μεγάλο Κανάλι, κοντά στο Παλάτσο Γκράσι, και από τότε ξόδεψε πολύ χρόνο και χρήμα για να το ξαναφτιάξει όπως ήταν. Ίσως δεν το ξέρεις, αλλά είναι πάρα πολύ πλούσιος. Τέλος πάντων, τώρα είναι έτοιμο και περιμένω από μέρα σε μέρα να μετακομίσουμε εκεί». Ενώ φλυαρούσε η Τάνια, ο Τζέιμς είχε γείρει προς το μέρος της και την παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά. Αυτή η ασήμαντη, φαινομενικά, πληροφορία μπορεί να αποδεικνυόταν υψίστης σημασίας.
Ο Ντονατσάν είχε στην κατοχή του άλλο ένα ακίνητο στη Βενετία, τεράστιο και ακατοίκητο. Ξαφνικά, τον Τζέιμς τον κυρίευσε ανυπομονησία. Θα μπορούσε να έχει κρύψει τη Δάφνη εκεί μέσα, δε θα μπορούσε; Τώρα πραγματικά ανυπομονούσε να ξεφορτωθεί την Τάνια και σκεφτόταν με τι τρόπο θα το έκανε. Φαίνεται ότι εκείνη τη στιγμή οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί, γιατί η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε χωρίς να χρειαστεί να σκαρφιστεί καμιά δικαιολογία. Τη λύση έδωσε η ίδια, η οποία έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι της και χαμογέλασε νευρικά. «Πρέπει να φύγω, καλέ μου. Έχω ραντεβού με τον κομμωτή μου και δε θα ήθελα να αργήσω», είπε. Μετά έσκυψε προς το μέρος του και άφησε να της ξεφύγει ένα γελάκι. «Βλέπεις τώρα τι τραβάμε εμείς οι γυναίκες για εσάς τους άντρες. Από τη στιγμή που γύρισε ο Φράνκο από το Μιλάνο, το μόνο που με απασχολεί είναι πώς θα είμαι συνέχεια όμορφη γι’ αυτόν». Βγαίνοντας στο δρόμο, οι δύο πρώην εραστές χώρισαν σαν δύο καλοί φίλοι και καθένας τράβηξε προς διαφορετική κατεύθυνση. Δεν έδωσαν μεταξύ τους την υπόσχεση να ξαναβρεθούν, ίσως επειδή κανείς τους δεν το επιθυμούσε. Το παιχνίδι που έπαιζαν κάποτε στην Κρήτη είχε τελειώσει από καιρό και δεν ήταν διατεθειμένοι να ξεκινήσουν νέο γύρο. Ο Τζέιμς γύρισε με το βαπορέτο στην πόλη, και μόλις το σκάφος μπήκε στο Μεγάλο Κανάλι, ρίχτηκε στην κουπαστή και άρχισε να σαρώνει αχόρταγα με το βλέμμα τα κτίρια που βρίσκονταν και στις δύο όχθες. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στη Βενετία και δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν το Παλάτσο Γκράσι. Ετοιμαζόταν να ρωτήσει τον διπλανό του, όταν περνώντας έξω από ένα μεγαλόπρεπο οικοδόμημα πρόσεξε το τεράστιο πανό που ήταν αναρτημένο πάνω από την είσοδό του και το οποίο πληροφορούσε το κοινό για την έκθεση ζωγραφικής που θα λάβαινε χώρα την επόμενη εβδομάδα. Το πανό, με το όνομα του παλάτσο ευκρινώς γραμμένο, κυμάτιζε ανά-
λαφρα στον αέρα και ο Τζέιμς είχε την εντύπωση πως του έγνεφε φιλικά. Λίγο πιο κάτω εντόπισε το μέγαρο του Ντονατσάν. Ήταν το μόνο ανακαινισμένο κτίριο σε ακτίνα εκατό μέτρων και η φρεσκοβαμμένη πρόσοψή του το έκανε να ξεχωρίζει από τα γειτονικά, που φαίνονταν να χρήζουν επειγόντως λίγης φροντίδας. Καθώς το βαπορέτο περνούσε αργά από μπροστά του, ο Τζέιμς είχε την ευκαιρία να του ρίξει μια καλή ματιά. Τα σφαλισμένα παράθυρα και η άδεια αποβάθρα μπροστά στην είσοδο δήλωναν ότι μάλλον ήταν άδειο. Ο άντρας ευχήθηκε να είχε τη δύναμη να τρυπήσει με το βλέμμα τα πέτρινα ντουβάρια για να δει τι έκρυβε το εσωτερικό του. Έσφιξε ασυναίσθητα τις γροθιές του και ετοιμάστηκε να κατέβει στην επόμενη στάση.
Λίγα μέτρα πιο μακριά, η Δάφνη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και συλλογιζόταν. Ξαφνικά αλαφιάστηκε και κοίταξε γύρω της το δωμάτιο, έχοντας την παράξενη αίσθηση ότι δεν ήταν μόνη. Μην μπορώντας να εξηγήσει πού οφειλόταν αυτό, σηκώθηκε αναστατωμένη από τη θέση της και πήγε γρήγορα μέχρι το παράθυρο. Έριξε μια ματιά, για να βρεθεί αντιμέτωπη, όπως πάντα, με το ίδιο απογοητευτικό θέαμα των εγκαταλειμμένων γειτονικών σπιτιών. Οι αυλές συνέχιζαν να είναι έρημες, καμιά ανθρώπινη κίνηση δεν τάραζε την απόκοσμη γαλήνη τους. Γύρισε σκεφτική στο κρεβάτι και ξάπλωσε, έχοντας τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, λες και θα έβρισκε εκεί γραμμένη τη λύση του προβλήματός της. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν ώρα να ρίξει μια ματιά και στο δικό της μέλλον, αλλά απόδιωξε τη σκέψη προτού ριζώσει για τα καλά στο μυαλό της. Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αυτοπροστατευτεί. Πριν από χρόνια και έπειτα από μερικές δοκιμές, η Δάφνη είχε
καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, εξασκώντας το χάρισμα για προσωπικό της όφελος, μακροπρόθεσμα θα καταντούσε ένα άβουλο πλάσμα, που θα περίμενε παθητικά να συμβεί το μοιραίο. Αυτό την έκανε να επαναστατήσει και να καταφέρει, με πολύ κόπο είναι η αλήθεια, να αποκλείσει τον εαυτό της από τα οράματα. Προτιμούσε να πάρει τη ζωή στα χέρια της και να την κατευθύνει σύμφωνα με τη δική της θέληση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό αποδείχτηκε σωτήριο, ενώ σε άλλες, όπως ο θάνατος της Σαβίνας και της Σοφίας, ολέθριο. Η Δάφνη γύρισε πλευρό και άφησε τα δάκρυά της να μουσκέψουν το μαξιλάρι. Κλαίγοντας, την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει.
Ο Τζέιμς κατέβηκε από το βαπορέτο και η πρώτη του σκέψη ήταν να νοικιάσει ένα σκάφος για να μπορεί να κινείται πιο άνετα στην υδάτινη πολιτεία. Κάποιος πιτσιρικάς που γύριζε από το σχολείο προθυμοποιήθηκε να τον εξυπηρετήσει υποδεικνύοντάς του ένα φίλο του πατέρα του που έκανε, μεταξύ άλλων, και αυτή τη δουλειά. Για να είναι σίγουρος ότι ο ξένος δε θα χαθεί στα δαιδαλώδη σοκάκια, τον πήγε μέχρι την πόρτα του γνωστού του και τον παρέδωσε ασφαλή στα χέρια του. Ο Τζέιμς, θέλοντας να τον αποζημιώσει για τον κόπο του, έβγαλε από την τσέπη του δέκα ευρώ και τον παρακάλεσε να τα πάρει. Ο μικρός αρνήθηκε και έφυγε χοροπηδώντας. Δέκα λεπτά αργότερα έβγαινε από το υπόστεγο οδηγώντας μια παλιά βάρκα που πήγαινε με ταχύτητα σαλιγκαριού, όση δηλαδή της επέτρεπε να αναπτύξει η μικρή μηχανή της. Έβαλε ρότα για το Μεγάλο Κανάλι, και συγκεκριμένα για το παλάτσο του Ντονατσάν, χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμα τι θα έκανε φτάνοντας εκεί. Εκτός από αυτό, τον απασχολούσε και κάτι άλλο, εξίσου σοβαρό:
Τι θα γινόταν στην περίπτωση που έβρισκε τη Δάφνη, αλλά εκείνη αρνιόταν τη βοήθειά του, θεωρώντας τον εχθρό της; Ο Τζέιμς άραξε τη βαρκούλα του λίγο πιο μακριά από το παλάτσο, μπερδεμένος στους προβληματισμούς του.
36
Στην αρχή η Κλόντια ένιωσε σαν χάδι το δροσερό αέρα στο πρόσωπό της και στη συνέχεια έφτασε στ’ αφτιά της το γουργουρητό μιας μηχανής που ξεμάκραινε. Άνοιξε αργά τα μάτια και είδε ότι βρισκόταν καθισμένη στα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Ήταν ακόμα ζαλισμένη και η όρασή της δεν είχε καθαρίσει εντελώς. Πρόλαβε, όμως, να δει ένα ταχύπλοο να απομακρύνεται και τη γεροδεμένη πλάτη ενός άντρα που στεκόταν όρθιος στο τιμόνι. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν το αλλοιωμένο από θυμό πρόσωπο του Φράνκο, καθώς έσκυβε από πάνω της, και τα χέρια του που έσφιγγαν σαν τανάλια το λαιμό της. Από το σημείο αυτό κι έπειτα τα πάντα έσβησαν γύρω της, αλλά δε χρειαζόταν και μεγάλη φαντασία για να καταλάβει ότι στάθηκε αφάνταστα τυχερή. Ο άγνωστος άντρας πρέπει να είχε δει τη σκηνή και η έγκαιρη επέμβασή του της έσωσε τη ζωή. Ήξερε, προφανώς, πού έμενε εκείνη και την έφερε μέχρι εδώ. Η Κλόντια απορούσε με τη συμπεριφορά του· ήθελε ο σωτήρας της να είχε μείνει για να τον ευχαριστήσει προσωπικά. Αυτός, όμως, διάλεξε να φύγει σαν να είχε κάνει κάτι κακό, χωρίς να της δώσει αυτή την ευκαιρία. Νιώθοντας σουβλερούς πόνους σε όλο της το κορμί, σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα με το κλειδί της, ευγνωμονώντας τον άγνωστο για την προνοητικότητά του να την αφήσει στα σκαλοπάτια, αντί να χτυπήσει το κουδούνι και να την παραδώσει στα χέρια του υπηρετικού προσωπικού. Θα ένιωθε μεγάλη αμηχανία προσπαθώντας να
εξηγήσει τα ανεξήγητα στους υπηρέτες, που αργά ή γρήγορα θα τα έκαναν βούκινο και θα τα μάθαινε όλη η καλή κοινωνία της Βενετίας. Θα μπορούσε να ισχυριστεί πως έπεσε θύμα ληστείας, αλλά τα αίματα στα πόδια της μαρτυρούσαν πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ένας βιασμός αποτελούσε σκάνδαλο, και η Κλόντια απέφευγε τα σκάνδαλα όπως ο διάολος το λιβάνι. Στο μέγαρο βασίλευε σχεδόν ησυχία· μόνο από το βάθος, εκεί όπου βρισκόταν η κουζίνα, ακουγόταν ανάερα η μαγείρισσα που σιγοτραγουδούσε, καθώς τακτοποιούσε τα κατσαρολικά της. Η Κλόντια ανέβηκε γρήγορα στην κρεβατοκάμαρά της, χωρίς να γίνει αντιληπτή από κανέναν. Μπαίνοντας, κλείδωσε την πόρτα και άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης. Έβγαλε τα σκισμένα ρούχα της και τα έβαλε σε μια πλαστική τσάντα, με το σκεπτικό να τα πετάξει η ίδια αργότερα. Όταν πέρασε στο μπάνιο, τρόμαξε βλέποντας τον εαυτό της στον καθρέφτη και πισωπάτησε με φρίκη από την άγνωστη που την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Το πρόσωπό της ήταν σαν έργο παρανοϊκού μακιγιέζ που αποφάσισε να δημιουργήσει μια εφιαλτική μάσκα ανακατεύοντας τα χρώματα μεταξύ τους. Σοκαρισμένη ακόμα από την ίδια της την εικόνα, μπήκε κάτω από το ντους και άνοιξε το ζεστό νερό. Άρχισε να τρίβει το κορμί της με λύσσα, προσπαθώντας να εξαφανίσει τα σημάδια που άφησε πάνω του ο Φράνκο, ενώ στην ψυχή της θέριευε η μανία της εκδίκησης. Όταν βγήκε έπειτα από ώρα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, αντίκρισε πάλι τη γνώριμη Κλόντια κι ένιωσε να ησυχάζει. Το νερό είχε κάνει το θαύμα του, εξαγνίζοντάς την από κάθε βρομιά, όμως δε στάθηκε ικανό να σβήσει τις δαχτυλιές από τη λαβή του Φράνκο στο λαιμό της. Ωστόσο μπορούσε να τις κρύψει η ίδια. Το μπάνιο επικοινωνούσε με την γκαρνταρόμπα, που ξεχείλιζε από πανάκριβα ρούχα και παπούτσια, τακτοποιημένα με τάξη σε ρά-
φια, ντουλάπια και κρεμάστρες. Διάλεξε ένα παντελόνι και ένα πουλόβερ με γυριστό γιακά, μαύρα και τα δύο, και για να είναι ακόμα πιο σίγουρη έδεσε στο λαιμό ένα πολύχρωμο φουλάρι. Αφού στέγνωσε τα μαλλιά της και μακιγιαρίστηκε ελαφρά, επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα με το ηθικό της αναπτερωμένο. Άνοιξε το κομοδίνο και ψαχούλεψε πυρετικά τα μεταξωτά εσώρουχα, μέχρι που βρήκε αυτό το οποίο έψαχνε: το πιστόλι του Φράνκο τυλιγμένο σε μια πάνινη σακούλα. Είχε πετάξει το κουτί από σφεντάμι που της είχε δώσει ο Φαμπρίτσιο γιατί ήταν μεγάλο και άβολο. Ο καλός της Φαμπρίτσιο! Ήταν από τους λίγους ανθρώπους που θεωρούσε πραγματικούς φίλους, για το λόγο ότι ήταν εχέμυθος. Η γνωριμία τους πήγαινε πίσω αρκετά χρόνια και, φυσικά, ο Γκουερίνι δεν είχε ιδέα για τις ιδιάζουσες συναναστροφές της συζύγου του με τέτοια υποκείμενα. Εκείνη, όμως, είχε διαφορετική άποψη, γιατί πίστευε ότι άνθρωποι σαν τον Φαμπρίτσιο μπορεί να αποδεικνύονταν χρήσιμοι κάποια στιγμή. Η Κλόντια χρωστούσε το καλλίγραμμο κορμί της στο χορό. Λάτρευε να χορεύει και θα μπορούσε, αν δεν είχε πάρει διαφορετικό δρόμο στη ζωή της, να εξελιχθεί σε μεγάλη χορεύτρια. Ο Γκουερίνι, που τη θαύμαζε μεν, αλλά δε διανοούνταν η γυναίκα του να ασχοληθεί επαγγελματικά με το χορό, είχε διαμορφώσει στο παλάτσο ένα χώρο σε αίθουσα χορού για να εξασκείται καθημερινά. Για την Κλόντια, όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό· όπως κάθε καλλιτέχνης, ήθελε να έχει και το κοινό της. Από καιρό σε καιρό, λοιπόν, πήγαινε στο μαγαζί του Φαμπρίτσιο για να ξεδίνει και χόρευε μεταμφιεσμένη, για να μην την αναγνωρίσουν, υπό τις επευφημίες των θαμώνων. Όταν άρχισε να υποψιάζεται τον Φράνκο για τη δολοφονία του Ντάντε, στράφηκε στον Φαμπρίτσιο για βοήθεια. Εκείνος συνέλαβε την ιδέα περί ληστείας και φρόντισε να βρει τους κατάλληλους ανθρώπους για να φέρουν σε πέρας αυτή την αποστολή. Αυτό που δε θα μάθαινε ποτέ η Κλόντια ήταν ότι η συμπάθεια που της έτρεφε ο
ευτραφής ιδιοκτήτης του στριπτιζάδικου δεν τον εμπόδισε να βάλει στην τσέπη του το κατιτίς για τον κόπο του. Αλλά ο Φαμπρίτσιο είχε τη δική του φιλοσοφία: ο Βιτόριο πληρώθηκε και με το παραπάνω για τις υπηρεσίες του, η Κλόντια πήρε αυτό που ήθελε, τι πείραζε να επωφεληθεί κι αυτός λιγάκι; Άλλωστε πενήντα ψωροχιλιάδες δε θα έλειπαν σε κανέναν από τους άλλους δύο... Ξαφνικά, το χερούλι της πόρτας άρχισε να ταρακουνιέται δυνατά. Η Κλόντια έβαλε το πιστόλι στη θέση του και έτρεξε να ανοίξει. Βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια καμαριέρα που κρατούσε στα χέρια της καθαρά σεντόνια και πετσέτες. «Συγνώμη, σινιόρα», είπε αμήχανη. «Νόμιζα ότι λείπατε, γι’ αυτό δε χτύπησα προηγουμένως». «Δεν πειράζει. Κάνε τη δουλειά σου, μόλις έφευγα». Παραμέρισε για να περάσει η καμαριέρα κι εκείνη σταμάτησε για λίγο αναποφάσιστη. «Μήπως η κυρία θα είχε την καλοσύνη να ρωτήσει τον κύριο τι προτιμάει για δείπνο; Η μαγείρισσα δεν ξέρει τι να μαγειρέψει». Η Κλόντια έπεσε από τα σύννεφα. Ο Αλεσάντρο τής είχε δηλώσει πως δε θα γύριζε στη Βενετία παρά μόνο όταν τελείωνε η δίκη και έβλεπε τον Καβαλιέρι πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Τι το συνταρακτικό συνέβη και άλλαξε γνώμη στα καλά καθούμενα; «Πότε γύρισε ο κύριος;» ρώτησε την καμαριέρα. «Πριν από μία ώρα. Μάλιστα έφερε μαζί του και το λόρδο Έρλιν», είπε κομπιάζοντας εκείνη. «Αυτή τη στιγμή αναπαύεται στα διαμερίσματά του». «Ο κύριος;» «Όχι, ο λόρδος Έρλιν». «Δε μ’ ενδιαφέρει ο λόρδος Έρλιν», είπε κοφτά η Κλόντια. «Ο κύριός σου πού βρίσκεται;» Η γυναίκα έσφιξε τα σεντόνια στην αγκαλιά της και ξεροκατάπιε.
«Νομίζω στην κρεβατοκάμαρά του...» είπε διστακτικά. «Όπως είπα προηγουμένως, νομίζαμε ότι λείπατε... ότι θα αργήσετε να γυρίσετε...» Η Κλόντια άρχισε να νευριάζει με τα μισόλογα της υπηρέτριας. «Ηλίθια!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια. Την έσπρωξε άγαρμπα για να περάσει και άρχισε να περπατάει βιαστικά προς τη σουίτα του Αλεσάντρο, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Την είχε συνεπάρει μια άγρια χαρά στη σκέψη ότι η εκδίκησή της για τον Φράνκο θα έπαιρνε τόσο γρήγορα σάρκα και οστά. Θα τα έλεγε όλα στον άντρα της, αφήνοντας έξω την ερωτική της σχέση με τον άλλο, και στο τέλος θα του έδινε και το πιστόλι. Η υπηρέτρια την κοίταξε για λίγο και μετά πέταξε τα πράγματα που κρατούσε στο κρεβάτι και την ακολούθησε, προσέχοντας να μην τη δει η κυρία της που προπορευόταν αρκετά μέτρα. Ε, ρε, γλέντι που έχει να γίνει! σκεφτόταν. Ήταν καλή γυναίκα, αλλά δεν εννοούσε να χάσει με τίποτα τον εξευτελισμό που θα υφίστατο σε λίγο αυτή η ψηλομύτα. Η Κλόντια, γενικά, δεν ήταν συμπαθής στο υπηρετικό προσωπικό· γι’ αυτό έφταιγαν οι κακοί της τρόποι και η υπεροψία με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους που μοχθούσαν καθημερινά ώστε να βρίσκει το κρεβάτι της καλοστρωμένο και τα ρούχα της καθαρά και σιδερωμένα. Άνοιξε φουριόζα την πόρτα της σουίτας του άντρα της χωρίς να χτυπήσει· πίστευε ότι η ιδιότητα της συζύγου τής έδινε αυτό το δικαίωμα. «Ποιος είναι;» βρυχήθηκε άγρια ο Γκουερίνι από τη μεριά της κρεβατοκάμαρας. «Εγώ είμαι, αγάπη μου!» φώναξε ανέμελα η Κλόντια, κλείνοντας αυτή τη φορά προσεκτικά την πόρτα πίσω της. «Ένα λεπτό να ρίξω κάτι πάνω μου κι έρχομαι», ακούστηκε απότομη η φωνή του Αλεσάντρο.
Η Κλόντια στάθηκε αναποφάσιστη στο σαλόνι. Ο άντρας της είχε τα νεύρα του, άγνωστο γιατί, και σκέφτηκε ότι καλύτερα να μην τον προκαλέσει μπαίνοντας με το έτσι θέλω στην κρεβατοκάμαρά του. Σχεδόν την ίδια στιγμή εμφανίστηκε εκείνος, φορώντας μια μεταξωτή ρόμπα στραβά κουμπωμένη, δείγμα της βιασύνης του. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο. «Τι τρέχει;» ρώτησε εμφανώς ενοχλημένος. Η Κλόντια τον πλησίασε χαμογελαστή και δοκίμασε να τον φιλήσει. Ο Αλεσάντρο τράβηξε απότομα το κεφάλι και το φιλί της συνάντησε τον αέρα. Η ψυχρή υποδοχή έκανε τη γυναίκα να μουδιάσει. Έχοντας βιώσει τη βιαιότητα στα χέρια του πρώην εραστή της, η αγκαλιά του άντρα της φάνταζε τώρα σαν το πιο ασφαλές καταφύγιο του κόσμου. «Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό...» άρχισε να του λέει διστακτικά. Εκείνος απομακρύνθηκε και πήγε μέχρι το μπαρ. Έβαλε λίγο κονιάκ και άναψε το πούρο του. Μετά στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά και την κοίταξε διαπεραστικά. Κάποιος άλλος στη θέση του θα φαινόταν γελοίος με μια τέτοια αγέρωχη πόζα, τη στραβοκουμπωμένη ρόμπα, το πούρο στο ένα χέρι και το ποτό στο άλλο. Όχι, όμως, ο Αλεσάντρο Γκουερίνι. Η επιβλητική παρουσία του ήταν αρκετή για να κόψει το βήχα σε όποιον σκεφτόταν να γελάσει μαζί του. «Αν πρόκειται να μου ζητήσεις διαζύγιο, να ξέρεις ότι δεν έχω καμιά αντίρρηση. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου», της δήλωσε ψυχρά. Η Κλόντια έμεινε στήλη άλατος, προσπαθώντας να χωνέψει τα λόγια του. Απ’ όσο θυμόταν, εκείνη δεν είχε κάνει ποτέ λόγο για διαζύγιο, αντίθετα ο Αλεσάντρο την εκβίαζε με δαύτο σε περίπτωση που δε δεχόταν να του κάνει παιδί. «Φυσικά όχι!» διαμαρτυρήθηκε έντονα. «Πώς σου πέρασε από το μυαλό ότι θέλω διαζύγιο;» «Το θέλω, όμως, εγώ. Από αυτή τη στιγμή είσαι ελεύθερη να
διαθέσεις τον εαυτό σου όπως νομίζεις καλύτερα, αγαπητή μου». Αυτό το τελευταίο ειπώθηκε με τέτοια καυστικότητα, ώστε η Κλόντια το ένιωσε να την τσούζει στο πρόσωπο σαν καμτσικιά. Πάγωσε ολόκληρη και το χρώμα έφυγε από τα μάγουλά της. Ξαφνικά, το μάτι της έπιασε μια φευγαλέα κίνηση στην κρεβατοκάμαρα και τότε τα κατάλαβε όλα. «Δεν είσαι μόνος...!» τον κατηγόρησε σφίγγοντας σπασμωδικά τις γροθιές της. «Δεν το αρνούμαι», απάντησε εκείνος πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του. Κοίταξε προς το μέρος της κρεβατοκάμαρας και είπε υψώνοντας λίγο τη φωνή του: «Έλα εδώ, γλυκιά μου». Η Κλόντια διέκρινε περισσή τρυφερότητα στον τόνο του κι αυτό την ενόχλησε. Από τη μισάνοιχτη πόρτα εμφανίστηκε μια κοπέλα με ένα σεντόνι τυλιγμένο στο κορμί για να κρύψει τη γύμνια της. Πήγε και χώθηκε στην αγκαλιά του ώριμου εραστή της και κοίταξε την Κλόντια προκλητικά. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη και της ήρθε να βάλει τα γέλια και τα κλάματα μαζί. «Αλεσάντρο, δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω...!» είπε ξεψυχισμένα. «Με απατάς με ένα δουλικό;» Το πρόσωπο του άντρα σκοτείνιασε απότομα κι έσφιξε ακόμα περισσότερο την κοπέλα. «Σου απαγορεύω να μιλάς τόσο προσβλητικά για την Ιζαμπέλα, δεν έχεις το δικαίωμα», είπε εκείνος κοφτά, τρέμοντας από οργή. «Φαίνεται πως ξέχασες ποια ήσουν εσύ όταν σε γνώρισα. Να σου το θυμίσω εγώ, λοιπόν. Μια κοκοτίτσα πολυτελείας ήσουν, που διασκέδαζε πλούσιους κυρίους, και τίποτα παραπάνω». Η Ιζαμπέλα αναστέναξε ελαφρά και ανασήκωσε το πρόσωπο για να κοιτάξει με εμπιστοσύνη τον Γκουερίνι. «Δε με πειράζουν οι προσβολές της, αγαπούλα, έχω συνηθίσει», του είπε χαϊδεύοντας το στήθος του.
Στη συνέχεια στράφηκε και κάρφωσε πάλι την Κλόντια με το χλευαστικό της βλέμμα, πολύ διαφορετικό από αυτό που κρατούσε για τον Γκουερίνι. Η Ιζαμπέλα, εκείνη τη στιγμή, αποδείκνυε περίτρανα το ταλέντο της στην ηθοποιία: στα μάτια του άντρα εμφανιζόταν σαν μια αθώα, ανυπεράσπιστη παιδούλα που αντιμετώπιζε με στωικότητα και μεγαλοψυχία τις προσβολές κάποιας ξιπασμένης, ενώ στα μάτια της Κλόντια έδειχνε αυτό που πραγματικά ήταν: μια υπολογίσιμη αντίζηλος που κατάφερε να μείνει στη σκιά τόσο όσο ακριβώς χρειαζόταν μέχρι να επιτύχει το σκοπό της. Η Κλόντια, κάνοντας έναν ελιγμό στρατηγικής, κατάπιε την οργή της και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Πολύ καλά, Αλεσάντρο. Έκανες το κέφι σου με το κοριτσάκι, δε σου κρατάω κακία. Θα το θεωρήσω μια στιγμή αδυναμίας και θα ξεχάσω ό,τι συνέβη». Ο άντρας της την κοίταξε έκπληκτος, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Μου φαίνεται πως δεν κατάλαβες, Κλόντια», είπε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι. «Όλα τελείωσαν μεταξύ μας». Εκείνη κλονίστηκε. Πίστευε ότι το παραστράτημα του Αλεσάντρο περιοριζόταν σε ένα πρόσκαιρο πηδηματάκι για να σπάσει η ρουτίνα του γάμου του. Τώρα συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά απ’ ό,τι είχε φανταστεί στην αρχή. «Θα με χωρίσεις για το χατίρι της Ιζαμπέλα;» ρώτησε τρίζοντας τα δόντια. «Γιατί;» Ο ηλικιωμένος άντρας φίλησε τρυφερά την κοπέλα και τα μάτια του άστραψαν. Η Κλόντια θα ορκιζόταν ότι φαινόταν τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερος. «Γιατί θέλουμε να παντρευτούμε», της απάντησε περιχαρής. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, εκείνη έσφιξε τις γροθιές, μέχρι που τα μακριά νύχια της μπήχτηκαν στο δέρμα και την πόνεσαν. Κρατήθηκε με το ζόρι για να μη φωνάξει.
«Μα είναι εγγονή σου στα χρόνια», είπε τρέμοντας. «Δε σκέφτεσαι το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει; Θα ρεζιλευτείς». Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να χαλάσει την καλή διάθεση του Αλεσάντρο. «Πες με φαλλοκράτη, αλλά αυτό ισχύει μόνο για τις γυναίκες. Για τους άντρες, ευτυχώς, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μάλλον θα ζηλέψουν τις επιδόσεις μου στο κρεβάτι». «Γίνεσαι πρόστυχος! Στο κάτω κάτω της γραφής, τι έχει να σου προσφέρει αυτό το τσουλί παραπάνω από εμένα;» Ο Αλεσάντρο κινήθηκε αστραπιαία για κάποιον της ηλικίας του. Άφησε την Ιζαμπέλα και βρέθηκε μπροστά της. Σήκωσε το χέρι και της κατέφερε ένα ηχηρό χαστούκι. Η Κλόντια δεν το περίμενε και παραπάτησε. Πιάστηκε από μια καρέκλα για να μην πέσει και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Δε θα ανεχτώ άλλους χαρακτηρισμούς από εσένα», της είπε κατακεραυνώνοντάς τη με το βλέμμα. «Σ’ το απαγορεύω!» Την πλησίασε πάλι με άγριες διαθέσεις και η Κλόντια σήκωσε ασυναίσθητα το χέρι για να προφυλαχτεί. Εκείνος, όμως, την άρπαξε από το μπράτσο και την έστρεψε προς το μέρος της Ιζαμπέλα. «Ρώτησες προηγουμένως τι έχει να μου προσφέρει», βρυχήθηκε δείχνοντας την κοπέλα με το δάχτυλο. «Κοίτα, λοιπόν, και βγάλε τα συμπεράσματά σου». Η Κλόντια ακολούθησε με το βλέμμα, σαν υπνωτισμένη, τον τεντωμένο δείκτη και είδε την Ιζαμπέλα να χαϊδεύει τρυφερά την κοιλιά της. Το αίμα στράγγιξε από τα μάγουλά της και ένιωσε να ζαλίζεται από την αποκάλυψη. «Μου πρόσφερε ένα παιδί», φώναξε έξαλλος ο ηλικιωμένος άντρας. «Αυτό που μου αρνήθηκες εσύ, αγαπητή μου γυναίκα». Άφησε το μπράτσο της και έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του ένα τσαλακωμένο κουτί. Το πέταξε περιφρονητικά στα πόδια της και
απομακρύνθηκε γρήγορα από κοντά της για να γυρίσει στην Ιζαμπέλα. «Αυτό είναι δικό σου, φαντάζομαι να το αναγνωρίζεις», της είπε πιο ήρεμος τώρα. Η Κλόντια έσκυψε και πήρε το κουτί των αντισυλληπτικών που κάποτε είχε πετάξει στο καλάθι αχρήστων του μπάνιου της. Δε χρειαζόταν και πολλή φαντασία για να καταλάβει πώς είχε καταλήξει στα χέρια του Αλεσάντρο. Η υπεύθυνη στεκόταν μπροστά της, μια μικρή φαρμακερή οχιά, που κατάφερε όχι μόνο να στρέψει τον άντρα της εναντίον της, αλλά που είχε και το μυαλό να τον διεκδικήσει. «Μάζεψέ τα και φύγε από το σπίτι μου αυτή τη στιγμή», άκουσε τη φωνή του Γκουερίνι να τη διατάζει ξερά. «Πήγαινε στο διάολο... πήγαινε στον πολύτιμο Φράνκο σου, αν και αμφιβάλλω ότι θα σε δεχτεί τώρα που έχει την Τάνια». Η Κλόντια ένιωσε καινούρια σκοτοδίνη και το δωμάτιο άρχισε να στριφογυρίζει γύρω της. Οι εκπλήξεις της σημερινής μέρας διαδέχονταν η μία την άλλη με φοβερή ταχύτητα και το ηθικό της βρισκόταν ήδη στο ναδίρ. «Σε ξάφνιασα, μήπως, αγαπητή μου;» κάγχασε ο Αλεσάντρο. «Βλέπεις, έμαθα και για τον Φράνκο. Ας είναι καλά η Ιζαμπέλα που μου άνοιξε τα μάτια. Εδώ και καιρό υποψιαζόμουν ότι είχες εραστή, αλλά δε φανταζόμουν ότι θα έφτανες στο σημείο να πηδιέσαι μαζί του μέσα στο σπίτι μου. Πάντως, πρέπει να παραδεχτείς ότι το πήρα πολύ ψύχραιμα το “κέρατο”. Κι αυτό, επίσης, το οφείλω στη γλυκιά μου Ιζαμπέλα». Σταμάτησε για λίγο και το ύφος του σοβάρεψε. «Με τον Φράνκο πλέον μας χωρίζουν πολλά δυσάρεστα και δεν ξέρω πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση ανάμεσά μας από εδώ και μπρος...» είπε αινιγματικά. «Μέσα σε όλα, όμως, έκανε και ένα καλό: με βοήθησε να απαλλαγώ από εσένα μια ώρα αρχύτερα. Δίνε του, λοιπόν, τι στέκεσαι στην πόρτα και με κοιτάζεις σαν χαζή;» Η Κλόντια μάζεψε τα τελευταία κουρέλια της αξιοπρέπειάς της και ίσιωσε το κορμί της. Βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη χω-
ρίς σύζυγο και χωρίς εραστή. Και οι δύο την πέταξαν σαν σκουπίδι και το μέλλον της προδιαγραφόταν, για την ώρα, ζοφερό. Έσφιξε με πείσμα το σαγόνι και κοίταξε με μίσος το αταίριαστο ζευγάρι. Είχε έρθει μέχρι εδώ αποφασισμένη να ξεμπροστιάσει τον Φράνκο, αλλά δεν έβλεπε πια σε τι θα χρησίμευε μια τέτοια εκδούλευση σε έναν άντρα που μόλις και μετά βίας την ανεχόταν. «Ηλίθιε!» είπε απευθυνόμενη στον Γκουερίνι και τα γατίσια μάτια της άστραψαν με θυμό. «Δε θα μάθεις ποτέ ποιος σκότωσε πραγματικά το γιο σου». Άνοιξε την πόρτα και βγήκε, προτού του δώσει την ευκαιρία να αναρωτηθεί τι σήμαιναν τα λόγια της. Είδε την υπηρέτρια, που όλη αυτή την ώρα κρυφάκουγε, να τρέχει για να κρυφτεί πίσω από μια γωνία. Κάποια άλλη φορά θα είχε τη δύναμη να την απολύσει, αφού πρώτα την ταπείνωνε καταλλήλως, όμως τώρα ο λόγος της δε μετρούσε. Έκανε τα στραβά μάτια, ενώ μέσα της έβραζε. Σίγουρα η άλλη έτρεχε τώρα να προλάβει τα νέα και στους υπόλοιπους. Όταν έφτασε στην κρεβατοκάμαρά της, πήγε στην γκαρνταρόμπα και κατέβασε μια βαλίτσα από ένα ράφι. Κοίταξε με λύπη όλα αυτά τα ωραία ρούχα που ήταν αναγκασμένη να αφήσει πίσω της προς το παρόν και άρχισε να ρίχνει στην αποσκευή τα πλέον απαραίτητα. Δεν είχε ιδέα πού θα πήγαινε και τι θα έκανε φεύγοντας από το παλάτσο. Η μέχρι πριν από λίγο ζεστή και προστατευτική αγκαλιά του ένιωθε ότι έγινε ξαφνικά κρύα και εχθρική. Πριν κλειδώσει τη βαλίτσα, έβαλε από πάνω το πιστόλι του Φράνκο. Δε γινόταν να το αφήσει εδώ. Θα ηρεμούσε πρώτα και μετά θα αποφάσιζε τι θα το έκανε. Προτού κλείσει την πόρτα για πάντα πίσω της, στράφηκε και έριξε μια τελευταία ματιά στο χώρο που τη φιλοξένησε τα τελευταία δέκα χρόνια. Είχε ζήσει μέσα στη χλιδή και έφευγε παίρνοντας μαζί της καλές και κακές αναμνήσεις.
Κατέβηκε τις σκάλες με μεγαλοπρέπεια βασίλισσας και κατευθύνθηκε προς την έξοδο χωρίς να καταδεχτεί να αποχαιρετήσει τους υπηρέτες, που είχαν σταματήσει τις δουλειές τους και την κοίταζαν με απροκάλυπτη περιέργεια. Η Κλόντια ήταν σίγουρη πως, μέσα σε μία ώρα, ολόκληρη η Βενετία θα είχε βουίξει για τις πομπές της και τον ταπεινωτικό τρόπο με τον οποίο την έδιωξε ο Γκουερίνι. Θα φρόντιζαν να διαδώσουν τα νέα οι ίδιοι οι υπηρέτες, που έτριβαν στα μουλωχτά τα χέρια τους από χαρά. Αυτοί οι άνθρωποι έβλεπαν ήδη την επόμενη οικοδέσποινα στο πρόσωπο της Ιζαμπέλα και πίστευαν ότι, αφού κάποτε υπήρξε από το σινάφι τους, θα είχαν καλύτερη μεταχείριση. Στην αποβάθρα βρήκε να την περιμένει το πολυτελές σκάφος του Γκουερίνι. Ο οδηγός του προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να επιβιβαστεί, αλλά η Κλόντια αγνόησε επιδεικτικά το χέρι του και προτίμησε να σύρει μόνη την αποσκευή της. Κάθισε με την πλάτη στητή στο δερμάτινο κάθισμα και, καθώς το σκάφος άρχισε να απομακρύνεται, ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της και κρατήθηκε με το ζόρι να μη γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω. Αν το είχε κάνει, θα έβλεπε στο παράθυρο τον Γκουερίνι να την παρακολουθεί βλοσυρός, με την Ιζαμπέλα στο πλευρό του. Η Κλόντια κατέβηκε λίγο πιο κάτω από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου και, βλέποντας το ταχύπλοο να κάνει μεταβολή, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι κόπηκε και η τελευταία κλωστή που την κρατούσε ενωμένη με τον Αλεσάντρο. Κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε μπροστά της, άναψε μηχανικά ένα τσιγάρο και βάλθηκε να παρατηρεί τους περαστικούς που περπατούσαν βιαστικοί. Ήταν η ιδέα της, ή όλοι αυτοί την κοίταζαν περιφρονητικά; Η Κλόντια πέταξε τα τσιγάρο και αποφάσισε ότι όσο πιο γρήγορα έφευγε από τη Βενετία τόσο το καλύτερο. Μάλιστα, αντί να κάθεται να χρονοτριβεί στο παγκάκι οικτίροντας τον εαυτό της γι’ αυτά που είχε χάσει, έπρεπε να καλέσει ένα πλωτό ταξί και να πάει
κατευθείαν στο αεροδρόμιο. Η Ρώμη δεν ήταν καθόλου άσχημη αυτή την εποχή του χρόνου. Θα έμενε εκεί μέχρι να βγει το διαζύγιο και μετά, έχοντας τα εκατομμύρια του Αλεσάντρο να την παρηγορούν, θα επέστρεφε δριμύτερη στην Αμερική για να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Τι στα κομμάτια, ήταν μόνο τριάντα πέντε χρόνων, δηλαδή πολύ νέα ακόμα. Έσκυψε να πάρει τη βαλίτσα της, όταν ξαφνικά είδε ένα αντρικό χέρι να την πιάνει από το χερούλι και να τη σηκώνει σαν πούπουλο. Η Κλόντια κοίταξε σαστισμένη τον άντρα που στεκόταν δίπλα της. Ήταν μετρίου αναστήματος, αλλά γεροδεμένος σαν ταύρος. Τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα με την ψιλή και στο σαγόνι του υπήρχε μια παλιά ουλή, που κατέβαινε σαν ξασπρισμένη γραμμή μέχρι το μήλο του Αδάμ. Στο ανεξιχνίαστο πρόσωπό του, με τα συμπαθητικά χαρακτηριστικά, δεν κουνιόταν ούτε ένας μυς. «Με λένε Βιτόριο και έχουμε έναν κοινό γνωστό, τον Φαμπρίτσιο», της είπε με μια αναπάντεχα νεανική φωνή. Το πρόσωπο και η φωνή του ήταν άγνωστα, αλλά η Κλόντια θα αναγνώριζε χωρίς δυσκολία τη γεροδεμένη πλάτη του ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. «Εσύ με έσωσες το πρωί...» ψιθύρισε συγκινημένη. «Από τα χέρια του Ντονατσάν, ναι, εγώ ήμουν», κατένευσε ο άντρας. «Έφυγες βιαστικά και δεν πρόλαβα να σ’ ευχαριστήσω. Όμως, τι κάνεις εδώ; Με παρακολουθείς μήπως;» Ο Βιτόριο κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της και απάντησε χωρίς να κρύψει την αλήθεια. «Εδώ και αρκετό καιρό. Συγκεκριμένα από το βράδυ που χόρεψες στο μαγαζί του Φαμπρίτσιο». Η Κλόντια, που νόμιζε πως το μυστικό της ήταν καλά φυλαγμένο, εντυπωσιάστηκε και ταυτόχρονα κολακεύτηκε από την απροσδό-
κητη εξομολόγηση του καλοκαμωμένου άντρα. Ήταν μια τονωτική ένεση στον εγωισμό της έπειτα από τόσους εξευτελισμούς που υπέστη μέσα σε λίγες ώρες. «Πηγαίνεις κάπου;» τη ρώτησε εκείνος δείχνοντας τη βαλίτσα. «Μοιάζεις τελείως χαμένη...» Ήταν ένας άντρας που δε μασούσε τα λόγια του, σκέφτηκε αυθόρμητα η Κλόντια, κι αυτό την ενόχλησε λιγάκι. «Στο αεροδρόμιο», αποκρίθηκε κάπως κοφτά. «Να υποθέσω ότι τσακώθηκες με τον άντρα σου και έφυγες από το σπίτι;» επέμεινε ο Βιτόριο. Ήταν περιττό να του κρύψει την αλήθεια, που θα τη μάθαινε έτσι κι αλλιώς. «Ναι», είπε μονολεκτικά. Εκείνος την κοίταξε με το ήσυχο βλέμμα του. Όσο κι αν έψαξε εκεί μέσα να βρει η Κλόντια κάτι που θα πρόδιδε το ποιόν του ανθρώπου που είχε απέναντί της, δεν τα κατάφερε. Τα μάτια του ήταν το ίδιο ανεξιχνίαστα με το πρόσωπό του. «Δεν είσαι καλά», της είπε αυτός ξαφνιάζοντάς την. «Το σωστό είναι να ηρεμήσεις πρώτα στο κατάλληλο περιβάλλον και μετά να αποφασίσεις τι θα κάνεις». «Μπα! Και πού προτείνεις να γίνει αυτό;» ρώτησε η Κλόντια εύθυμα. «Στο σπίτι μου. Εκεί θα βρεις τη γαλήνη που αποζητάς», απάντησε απαθής ο Βιτόριο. Το θράσος αυτού του ανθρώπου ήταν απίστευτο και η Κλόντια δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Δε σε ξέρω καν», του είπε. «Σ’ έσωσα κι αυτό είναι από μόνο του αρκετό για να με εμπιστευτείς, σωστά;» Εκείνη ένευσε καταφατικά με το κεφάλι. «Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να ξέρεις», συνέχισε ο Βιτό-
ριο χωρίς να κουνήσει βλέφαρο. «Μ’ ενδιαφέρεις πολύ ως άνθρωπος... και ως γυναίκα». Η Κλόντια γέλασε νευρικά. Ήταν απελπισμένη, αλλά όχι τόσο ώστε να ακολουθήσει έναν άγνωστο επειδή έτυχε να τη σώσει από τον Φράνκο και επειδή του άρεσε. Θα μπορούσε να είναι τρελός για δέσιμο· είχε συναντήσει αρκετούς τέτοιους και δεν ήταν κανένα άμυαλο κοριτσάκι για να πέσει στην παγίδα του. Εκείνος κατάλαβε τι περνούσε από το μυαλό της και πέταξε στο τραπέζι τον άσο που κρατούσε στο μανίκι του. «Όπως είπα και πριν, έχουμε έναν κοινό γνωστό, τον Φαμπρίτσιο. Πριν από λίγες μέρες μού πρόσφερε εκατό χιλιάδες ευρώ για να ληστέψω την έπαυλη του Ντονατσάν. Ξέρω ότι αυτά τα χρήματα ήταν δικά σου». Σταμάτησε και κοίταξε με νόημα τη βαλίτσα που κρατούσε. «Ελπίζω κάπου εδώ μέσα να βρίσκεται και το όπλο που πήρα από το χρηματοκιβώτιό του. Δεν ξέρω σε τι θα σου χρησιμεύσει, αλλά είμαι διατεθειμένος να σου δώσω μερικές συμβουλές... δωρεάν». Η Κλόντια έμεινε με το στόμα ανοιχτό, αλλά μετά το πρώτο ξάφνιασμα μισόκλεισε τα μάτια και τον κοίταξε εξεταστικά. Το ένστικτό της της έλεγε πως ναι, μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε αυτό τον άντρα. Μάλιστα, αναγνώριζε πως ήταν λάθος της να το βάλει στα πόδια σαν να ήταν κανένα τρομαγμένο κουνέλι και ενώ δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί καθαρά. Τον έπιασε από το μπράτσο και ένιωσε τους μυς του να τσιτώνονται στο άγγιγμά της. Ήταν η πρώτη ένδειξη πως δεν ήταν τόσο ψυχρός όσο ήθελε να δείχνει. Κάτω από το γεροδεμένο κορμί χτυπούσε μια κανονική καρδιά, το ίδιο ευάλωτη με άλλες αντρικές καρδιές που έρχονταν αντιμέτωπες με την αδιαφιλονίκητη γοητεία της. «Θα δεχτώ τη φιλοξενία σου για λίγες μέρες...» άρχισε να του λέει καθώς περπατούσαν. «Και επειδή πιστεύω πως οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, πρέπει να σου πω ότι δεν ήταν
εκατό χιλιάδες ευρώ το ποσό που πρόσφερα για τις υπηρεσίες σου. Ήταν εκατόν πενήντα χιλιάδες». Ο Βιτόριο κοντοστάθηκε για λίγο στην κορυφή μιας μικρής γέφυρας, από τις εκατοντάδες που ένωναν τις όχθες των καναλιών, και κοίταξε το νερό που κυλούσε μονότονα από κάτω. «Τότε ο Φαμπρίτσιο μας κορόιδεψε και τους δύο», σχολίασε με τη γνωστή του απάθεια. Έπιασε την Κλόντια από το μπράτσο για να κατέβουν μαζί τα σκαλοπάτια και δύο στενά πιο κάτω έστριψε σε ένα σοκάκι που κατέληγε σε αδιέξοδο. Κάπου εκεί ήταν και το σπίτι του. Στα μάτια κάποιου τρίτου θα φαινόταν άνετο και λειτουργικά επιπλωμένο. Στα μάτια της Κλόντια, που είχε μάθει να ζει στην πολυτέλεια του παλάτσο, φάνταζε λίγο καλύτερο από τρώγλη. Ήταν, όμως, ένα σίγουρο καταφύγιο και ο ένοικός του ένα θερμόαιμο αρσενικό, που προσπαθούσε να κρύψει την ορμητικότητά του πίσω από μια μάσκα αδιαφορίας. Η Κλόντια στράφηκε ξαφνικά και τον φίλησε. Τα μάτια του Βιτόριο τρεμόπαιξαν και η σπίθα που ξεπετάχτηκε μέσα τους γρήγορα θέριεψε και έγινε φωτιά. Άρπαξε τη γυναίκα στην αγκαλιά του και ανταπέδωσε με βουλιμία το φιλί της.
37
Αν με κάποιο μαγικό τρόπο η Κλόντια μπορούσε να γίνει αόρατη και να επιστρέψει απαρατήρητη στη σουίτα του Γκουερίνι, τότε θα γινόταν μάρτυρας κάποιων απρόσμενων εξελίξεων που ακολούθησαν τη φυγή της. Εκείνη είχε κατακτήσει τον ηλικιωμένο άντρα με την ομορφιά της, η Ιζαμπέλα, όμως, είχε προτιμήσει ένα πιο δραστικό όπλο για να φέρει το μεγιστάνα στα νερά της: την πονηριά της. Η τελευταία φράση της Κλόντια –ότι δε θα μάθαινε ποτέ ποιος
σκότωσε το γιο του– προβλημάτισε τον Γκουερίνι και τον έριξε σε βαθιές σκέψεις. Αν δεν ήταν ο Καβαλιέρι, τότε ποιος ήταν; Και πώς η Κλόντια το γνώριζε αυτό; Η φράση έμεινε να αιωρείται στο δωμάτιο μετά το φευγιό της και, φυσικά, η πρώτη του ενστικτώδης κίνηση ήταν να τρέξει ξοπίσω της και να απαιτήσει εξηγήσεις. Αλλά η Ιζαμπέλα μπήκε μπροστά του και τον σταμάτησε. «Έχω εγώ την απάντηση που γυρεύεις, κύριέ μου», του είπε χαμογελώντας αινιγματικά. Ο ηλικιωμένος άντρας την κοίταξε με δυσπιστία. Της Ιζαμπέλα δεν της κακοφάνηκε, αντίθετα το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. «Το μόνο που σου ζητάω είναι να μ’ εμπιστευτείς», του είπε τρυφερά. «Ας πούμε ότι έχω κάνει κι εγώ τις έρευνές μου...» Τον παρέσυρε μέχρι το παράθυρο για να δουν μαζί την Κλόντια να φεύγει. Όταν το σκάφος εξαφανίστηκε στην καμπή του καναλιού, η Ιζαμπέλα μπόρεσε επιτέλους να ανασάνει ελεύθερα. Είχε βγάλει από τη μέση μια επικίνδυνη αντίπαλο και ο δρόμος της ζωής της ανοιγόταν πλέον φαρδύς κι ελπιδοφόρος, στρωμένος με ροδοπέταλα και άφθονο χρήμα. Ντύθηκε γρήγορα και πετάχτηκε μέχρι το δωμάτιό της. Δεν άργησε να επιστρέψει. Αυτή τη φορά, τα χέρια της δεν ήταν άδεια· στο ένα κρατούσε μια σακούλα σκουπιδιών και στο άλλο ένα κουτί από σφεντάμι, το κουτί του Φράνκο. Το έδωσε στον Γκουερίνι και τον παρακάλεσε να το ανοίξει. Εκείνος την κοίταξε πρώτα παραξενεμένος, αλλά έκανε ό,τι του είπε. Είδε μέσα ένα πιστόλι και έκανε να το πιάσει. Η Ιζαμπέλα όρμησε και του άρπαξε το χέρι. «Όχι, κύριέ μου, είναι πολύ πιο ασφαλές αν παραμείνει στη θέση του. Δε θα ήθελες να σβήσεις τα αποτυπώματα του κατόχου του». «Πού το βρήκες αυτό; Και τι το ιδιαίτερο έχει που δε θέλεις να το αγγίξω;» ρώτησε συνοφρυωμένος ο άντρας. «Είναι ένα κοινό τριανταοχτάρι περίστροφο, μάλιστα έχω κι εγώ ένα ίδιο ακριβώς».
«Το ξέρω», αποκρίθηκε η Ιζαμπέλα. «Αυτό το περίστροφο, όμως, είναι πολύ σημαντικό, αλλιώς η Κλόντια δε θα έμπαινε σε τόσο κόπο για να το αποκτήσει». Ο Γκουερίνι έκλεισε το κουτί και το ακούμπησε σε ένα τραπέζι. «Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει η Κλόντια...» είπε σαστισμένος. «Και πρώτα απ’ όλα απαιτώ να μου πεις ποιανού είναι». «Είναι του Φράνκο», απάντησε ήσυχα η Ιζαμπέλα. Ο Γκουερίνι ξαφνικά θυμήθηκε μια μέρα, πριν από τρία χρόνια, που εκείνος και ο Φράνκο στέκονταν έξω από ένα οπλοπωλείο και θαύμαζαν στη βιτρίνα του δύο πανομοιότυπα τριανταοχτάρια περίστροφα τελευταίας τεχνολογίας. Το σκληρό ατσάλι λαμποκοπούσε στον ήλιο και αποφάσισαν πως, αφού ήταν τόσο στενοί φίλοι τότε, έπρεπε να έχουν και τα ίδια πιστόλια. Οπλοφορούσαν νόμιμα και οι δύο, γι’ αυτό μπήκαν στο μαγαζί και τα αγόρασαν επιτόπου. Ο Γκουερίνι, που περιστοιχιζόταν μονίμως από μια στρατιά σωματοφυλάκων, δεν το χρειάστηκε ποτέ και το είχε ξεχάσει, μέχρι που ήρθε σήμερα η Ιζαμπέλα για να του το θυμίσει. «Εξηγήσου καλύτερα, κορίτσι μου», τη διέταξε ανάβοντας ξανά το πούρο του, που είχε σβήσει στο μεταξύ. Εκείνη πρόσεξε ότι το χέρι του έτρεμε ελαφρά. «Τι σχέση έχει η Κλόντια με αυτό το περίστροφο και τι εννοούσε λέγοντάς μου ότι δε θα μάθω ποτέ ποιος σκότωσε τον Ντάντε;» Η Ιζαμπέλα τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα και γονάτισε μπροστά του. «Έχω μάτια που βλέπουν και αφτιά που ακούν...» άρχισε να λέει όσο μπορούσε πιο γλυκά. «Πριν από καιρό, και συγκεκριμένα τη μέρα της δολοφονίας του Ντάντε, ο Φράνκο ήρθε στο παλάτσο όταν εσύ έλειπες και κλείστηκε με την Κλόντια στην κρεβατοκάμαρά της. Ενώ έκαναν έρωτα, τον άκουσα να της λέει ότι ήταν στην Κρήτη. Δεν έδωσα σημασία τότε. Πριν από λίγες μέρες, όμως, άκουσα την Κλόντια να μιλάει στο κινητό της με κάποιον τύπο ονόματι Φαμπρίτσιο.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι δε μου άρεσε στις κινήσεις της, επειδή κοίταζε γύρω της καχύποπτα μην τυχόν και την ακούει κανείς. Εγώ ήμουν κρυμμένη και δε με είδε. Από τα λίγα που έπιασα, έβγαλα το συμπέρασμα ότι εκείνη και ο Φαμπρίτσιο ήταν αναμειγμένοι στη ληστεία της βίλας του Φράνκο, γιατί η Κλόντια φλεγόταν να μάθει αν οι διαρρήκτες βρήκαν το “πράγμα”. Φαίνεται πως το είχαν βρει, επειδή χάρηκε, και είπε στο συνομιλητή της ότι θα περνούσε να το πάρει στην πρώτη ευκαιρία...» Η Ιζαμπέλα σταμάτησε να πάρει μια ανάσα προτού συνεχίσει την ιστορία της. Ο Γκουερίνι κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη της, ενώ το πούρο είχε μισοσβήσει ξεχασμένο στο τασάκι. «Ένα βράδυ την είδα να φεύγει και την παρακολούθησα χωρίς να με αντιληφθεί. Πήγε σε ένα ύποπτο μαγαζί, σαν στριπτιζάδικο μου φάνηκε, αλλά προτίμησα να μείνω έξω και να παραφυλάω. Βγήκε έπειτα από πολλή ώρα, κρατώντας μια μεγάλη τσάντα. Το περίεργο ήταν πως εκείνο το βράδυ την Κλόντια παρακολουθούσαμε δύο άνθρωποι: εγώ και κάποιος άλλος άντρας, που δεν τον έχω ξαναδεί. Τέλος πάντων, δε νομίζω ότι αυτό μας αφορά. Το ζήτημα είναι ότι την επόμενη μέρα η Κλόντια βγήκε για ψώνια κι έτσι βρήκα ευκαιρία να ψάξω στο δωμάτιό της». Η Ιζαμπέλα, παίζοντας στην εντέλεια το ρόλο της, έσκυψε ταπεινά το κεφάλι γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει. «Βλέπεις, κύριέ μου, συχνά πυκνά έψαχνα στο δωμάτιό της γιατί ήθελα να σε προφυλάξω. Έτσι βρήκα και τα αντισυλληπτικά». «Αποδείχτηκε πως έπραξες άγια», της είπε ο ηλικιωμένος άντρας χαϊδεύοντας το κεφάλι της. Στο μέτωπό του είχαν αρχίσει να σχηματίζονται σταγόνες ιδρώτα. «Συνέχισε, όμως, σε παρακαλώ, η αγωνία μου γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη». Η Ιζαμπέλα σηκώθηκε αναστατωμένη και κάθισε στα γόνατά του. Έβαλε το χέρι του πάνω στην κοιλιά της και τον κοίταξε με απέραντη λατρεία.
«Φοβάμαι πως ίσως είπα αρκετά. Δε θα άντεχα να πάθει κάτι ο πατέρας του παιδιού μου». Η όψη του Γκουερίνι γλύκανε. «Σε διαβεβαιώνω πως για το χατίρι αυτού του παιδιού θα γίνω πολύ δυνατός», την καθησύχασε. «Όμως πρέπει να μάθω τι έγινε μετά». Η κοπέλα κούρνιασε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος του. «Προβληματίστηκα πολύ όταν βρήκα το πιστόλι», είπε αργά. «Γιατί η Κλόντια το ήθελε τόσο πολύ; Άρχισα να την παρακολουθώ πιο στενά, έγινα η σκιά της. Χτες το βράδυ, την ώρα που έκανε μπάνιο, πήρα το κινητό από την τσάντα της. Έψαξα όλες τις κλήσεις και όλα τα μηνύματα. Και, ξαφνικά, το βρήκα. Είχε στείλει μήνυμα στον Φράνκο, ζητώντας του να τον συναντήσει για ένα σοβαρό ζήτημα που τον αφορούσε προσωπικά. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στο πιστόλι. Τον εκβίαζε, ήταν φως φανάρι». Η Ιζαμπέλα μιλούσε τώρα λαχανιαστά, παρασυρμένη από τη ροή της ιστορίας της, που την εμπλούτιζε και με τις αντίστοιχες χειρονομίες. «Ήξερα πως είχες ένα ολόιδιο πιστόλι, γι’ αυτό πήρα το πιστόλι του Φράνκο και το αντικατέστησα με το δικό σου. Κανείς δε θα καταλάβαινε τη διαφορά, κι εσύ δε θα το αναζητούσες, αφού δεν το χρησιμοποιείς». «Μου φαίνεται πως δεν ψαχουλεύεις μόνο τα πράγματα της Κλόντια, αλλά και τα δικά μου», τη μάλωσε ο ηλικιωμένος άντρας. «Πρέπει να κόψεις αυτή τη συνήθεια, νεαρή μου». Η τρυφερότητα, όμως, στη φωνή του έδειχνε ότι δεν τον πείραζε η στάση της. «Δε θα το ξανακάνω, σου το υπόσχομαι», γέλασε ανάλαφρα η Ιζαμπέλα. «Καταλαβαίνεις, όμως, πως αν δεν το είχα κάνει, δε θα ήμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε τόσα πολλά». «Και ευγνωμονώ το Θεό γι’ αυτό», είπε αναστενάζοντας ο Γκουερίνι. «Συνέχισε, όμως, σε διέκοψα». «Τελείωσα σχεδόν. Σήμερα, λίγο πριν έρθεις, η Κλόντια έφυγε
για το ραντεβού της με τον Φράνκο. Δεν ξέρω τι ειπώθηκε μεταξύ τους, όμως ξέρω ότι εκείνη γύρισε σε κακό χάλι». Σε αυτό το σημείο η Ιζαμπέλα σηκώθηκε από την αγκαλιά του και πήγε να πάρει τη σακούλα, που την είχε αφήσει στο πάτωμα μπαίνοντας. Έβγαλε από μέσα ένα τσαλακωμένο φουστάνι, με μερικές κηλίδες ξεραμένου αίματος στο στρίφωμά του, και το άπλωσε για να το δει ο Αλεσάντρο. Εκείνος το κοίταξε συνοφρυωμένος. Τα μάτια της Ιζαμπέλα πετούσαν σπίθες από την υπερδιέγερση στην οποία βρισκόταν. «Όταν έφυγα πριν από λίγο για να σου φέρω το κουτί του Φράνκο, σκέφτηκα ότι δε θα έβλαπτε να ρίξω μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο της Κλόντια. Ευτυχώς που το έκανα, γιατί η καμαριέρα ήταν έτοιμη να το πετάξει. Μάλλον αυτό είχε κατά νου και η Κλόντια, αφού το έβαλε στην πλαστική τσάντα, απλώς ξέχασε να το πάρει πάνω στη σύγχυσή της». Ο Γκουερίνι συνέχιζε να την κοιτάζει απορημένος, περιμένοντας να δει πού θα καταλήξει. «Αυτό είναι το φουστάνι που φορούσε η Κλόντια σήμερα το πρωί», διευκρίνισε τελικά η Ιζαμπέλα. «Αν το παρατηρήσεις προσεκτικά, έχει να σου διηγηθεί μια μικρή ιστορία. Προσπάθησε να φανταστείς τη σκηνή: η Κλόντια συναντάει τον Φράνκο, κάτι θέλει από αυτόν και καταφεύγει στον εκβιασμό για να το αποκτήσει. Κρατάει το πιστόλι του και τον εκβιάζει. Κρίνοντας από το αίμα που υπάρχει στο φουστάνι, έγινε καβγάς μεταξύ τους και κάποιος πληγώθηκε. Αλλά μέχρι εκεί φτάνει η φαντασία μου... δεν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς συνέβη, τι ειπώθηκε και πώς, τελικά, εκείνη ξέφυγε από τα χέρια του». Ο Γκουερίνι είχε μείνει κυριολεκτικά άναυδος από το λογικό συνειρμό της. Στις επιχειρήσεις του απασχολούσε πολλές γυναίκες σε υψηλά πόστα και τα τμήματα που διηύθυναν είχαν καλύτερα αποτελέσματα από των αντρών συναδέλφων τους. Είχε μάθει να σέβεται
το γυναικείο μυαλό στη δουλειά του, αλλά όχι και στην προσωπική του ζωή, όπου το κριτήριο επιλογής του ήταν η εξωτερική εμφάνιση. Βέβαια, η Κλόντια, εκτός από ομορφιά, διέθετε και εξυπνάδα, όμως επειδή δεν ενδιαφερόταν για κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτούλη της, εκείνος δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να εξακριβώσει μέχρι πού έφταναν οι ικανότητές της. Γι’ αυτό η συμπεριφορά της Ιζαμπέλα, που μοχθούσε για το δικό του καλό, έστω και εν αγνοία του, τον συγκίνησε απερίγραπτα. Μάλιστα, αν βρισκόταν κάποιος να του πει ότι τα κίνητρά της υπαγόρευε η υστεροβουλία, ο Γκουερίνι θα γινόταν ανήμερο θηρίο. Σηκώθηκε από τη θέση του και προχώρησε προς το μέρος της με τα χέρια ανοιχτά, για να την αγκαλιάσει. «Πόσο μυαλό κρύβει αυτό το όμορφο κεφαλάκι!» θαύμασε. «Πού ήσουν τόσα χρόνια, μικρή μου Μάτα Χάρι; Από πόσα βάσανα θα με είχες γλιτώσει αν είχαμε συναντηθεί νωρίτερα...» Ξαφνικά, μια σκιά μελαγχολίας πέρασε από το πρόσωπό του. «Τι λέω ο ανόητος; Εσύ είσαι παιδί κι εγώ γέρος». «Δεν αντέχω να σε ακούω να μιλάς έτσι», διαμαρτυρήθηκε έντονα η κοπέλα. «Έχεις πολλά χρόνια μπροστά σου και σκοπεύω να τα περάσουμε όλοι μαζί. Εσύ, εγώ και το παιδί μας». Η Ιζαμπέλα είχε βρει πια το «κουμπί» του και το χαμόγελο γύρισε ξανά στο πρόσωπο του Αλεσάντρο, που πήρε μια ονειροπόλα έκφραση. «Αν ο γιος μας –γιατί κάτι μου λέει μέσα μου ότι είναι αγόρι– πάρει λίγο από το μυαλό σου, τότε μπορώ να πεθάνω ευτυχισμένος, ξέροντας ότι αφήνω τις επιχειρήσεις μου σε άξια χέρια». Έκανε ένα μορφασμό οδύνης και το βλέμμα του καρφώθηκε αόριστα στο κενό. «Τον αγαπούσα τον Ντάντε μου, ήταν το φως των ματιών μου, αλλά είχα σταματήσει από καιρό να ελπίζω πως ήταν ικανός να με διαδεχτεί». Κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να αποδιώξει από το νου
του τη σκέψη του αδικοχαμένου γιου του και τα μάτια του φωτίστηκαν. Τον είχε πενθήσει και στην καρδιά του θα κρατούσε πάντα μια θέση για εκείνον, όμως τώρα είχαν σειρά οι ζωντανοί. «Τι άλλο σκέφτηκε το μυαλουδάκι σου;» ρώτησε την Ιζαμπέλα. «Ίσως να μη σου αρέσει αυτό που θα ακούσεις στη συνέχεια...» του είπε εκείνη προβληματισμένη. «Θυμάσαι τι σου είπε η Κλόντια ερχόμενη εδώ; Πως είχε να σου ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό». «Το είχα ξεχάσει», ομολόγησε ο Αλεσάντρο Γκουερίνι. «Πρέπει να μισεί πολύ τον Φράνκο μετά τα σημερινά», παρατήρησε η κοπέλα σιγανά, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Σκόπευε να σου αποκαλύψει τα πάντα, αλλά μετάνιωσε όταν μας είδε μαζί. Γι’ αυτό σου πέταξε εκείνη την κουβέντα σχετικά με το δολοφόνο του γιου σου». «Πού θέλεις να καταλήξεις;» ψέλλισε ο ηλικιωμένος άντρας. Η αλήθεια σχεδόν φώναζε, αλλά ήταν τόσο σκληρή, ώστε αρνιόταν να την παραδεχτεί. «Εκείνη ήξερε ποιος ήταν ο δολοφόνος του Ντάντε. Τον ήξερε γιατί μόλις τον είχε εκβιάσει». Τα χέρια του Γκουερίνι έπεσαν άψυχα στα πλευρά και το πρόσωπό του πήρε μια πελιδνή όψη. «Τι υπονοείς, Ιζαμπέλα; Ότι ο Φράνκο σκότωσε τον Ντάντε;» ρώτησε τρέμοντας. Εκείνη τον κάρφωσε με τα σοβαρά καστανά της μάτια. «Θα μπορούσε...» είπε αφήνοντας τη φράση της να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Εκείνος έπεσε βαρύς σε μια πολυθρόνα, γιατί ένιωθε πως τα πόδια του δε θα τον κρατούσαν για πολύ ακόμα. «Μα τον Φράνκο τον είχα σχεδόν σαν γιο μου...» ψέλλισε. «Γιατί να μου κάνει τέτοιο κακό;» «Ίσως όχι εσκεμμένα! Αλήθεια, εσύ γνώριζες για εκείνο το ταξίδι αστραπή που έκανε στην Κρήτη;»
«Τι; Όχι... δεν το ήξερα... μου το έκρυψε... δε μου είπε ποτέ ότι πήγε στην Κρήτη...» ψιθύρισε. Ξαφνικά οι ώμοι του έγειραν και η Ιζαμπέλα είδε τον περήφανο αυτό άνθρωπο να μεταμορφώνεται μέσα σε δευτερόλεπτα σε ένα αδύναμο γεροντάκι. Θέλησε να τρέξει κοντά του, πραγματικά ανήσυχη γιατί αυτά τα νέα ήταν ικανά να τσακίσουν έναν άντρα με τα μισά του χρόνια, αλλά ο Γκουερίνι τής έκανε ένα επιτακτικό νεύμα, αναγκάζοντάς τη να σταματήσει. Για το επόμενο τέταρτο της ώρας έπεσε στο δωμάτιο μια αβάσταχτη σιωπή. Η Ιζαμπέλα στεκόταν όρθια σε μια γωνιά και τον παρακολουθούσε μουδιασμένη, έτοιμη να επέμβει στην πρώτη ένδειξη λιποθυμίας ή ζαλάδας. Τα έβαζε με τον εαυτό της που φέρθηκε τόσο απερίσκεπτα και του φανέρωσε τις υποψίες της. Γιατί μόνο υποψίες είχε, χωρίς καμιά απόδειξη να τις τεκμηριώσει. Για πρώτη φορά από τότε που μπήκε στη δούλεψή του, τον έβλεπε όπως πραγματικά ήταν και το σαράκι της αμφιβολίας ως προς την ορθότητα της κρίσης της ήρθε να εγκατασταθεί για τα καλά στο μυαλό της. Είχε εισβάλει στη ζωή ενός άντρα που όδευε προς τη δύση, διεκδικώντας με έναν αυθάδη και προκλητικό τρόπο το δικαίωμά της σε ένα καλύτερο αύριο, αλλά χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες. Ήταν καθαρά θέμα τύχης –ή μήπως ατυχίας;– που έμεινε έγκυος στην πρώτη τους επαφή. Εκείνος ήταν εξήντα οχτώ χρόνων, εκείνη είκοσι δύο. Αντί να παραδώσει το κορμί της στο μέλλον, στην αγκαλιά κάποιου σφιχτοδεμένου νέου άντρα που θα την ταξίδευε κάθε μέρα στον παράδεισο της ηδονής, προτίμησε να το παραδώσει στο παρελθόν και στη λήθη. Η Ιζαμπέλα ρίγησε καθώς συνειδητοποιούσε μόλις τώρα το τεράστιο χάσμα μεταξύ τους. Τι εγγύηση έδινε στο αγέννητο παιδί της ότι θα είχε πατέρα όταν θα ερχόταν η ώρα να βγει από την κοιλιά της; Μπορεί ο Αλεσάντρο να μην άκουγε καν το πρώτο του κλάμα· να πέθαινε σε έξι μήνες, σε μία εβδομάδα... ή να σωριαζόταν νεκρός τώρα δα μπροστά της. Ποια θα ήταν τότε η θέση της; Της ήρθε σκοτοδίνη και έπιασε το κεφάλι με τα χέρια της, λες και
είχε τη δύναμη να ξεριζώσει από μέσα αυτές τις απαισιόδοξες σκέψεις. Πάντως, θα ήταν άδικο για την Ιζαμπέλα να της προσάψει κάποιος την κατηγορία ότι πλησίασε το αφεντικό της μόνο για τα λεφτά του. Με τον τρόπο της τον αγαπούσε, ή μάλλον αγαπούσε την ισχύ και την εξουσία που απέπνεε η επιβλητική του παρουσία. Επιπροσθέτως, ήταν αποφασισμένη, για όσο καιρό διαρκούσε αυτή η παράταιρη σχέση, να του μείνει πιστή, «μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος», σύμφωνα με τις επιταγές της Εκκλησίας. Τουλάχιστον ο ηλικιωμένος άντρας μπορούσε να κοιμάται ήσυχος από αυτή την πλευρά. Ο Γκουερίνι, πάλι, είχε παρασυρθεί από μια διαφορετική δίνη σκέψεων, όπου κυριαρχούσαν εναλλάξ οι μορφές του Φράνκο, του Ντάντε και του Μαρτσέλο Καβαλιέρι. Προσπαθούσε να αναβιώσει το πρόσφατο παρελθόν, φέρνοντας στο νου του όλες τις φορές που συναντήθηκε με τον Φράνκο μετά τη δολοφονία του γιου του και ψάχνοντας να βρει σημάδια ενοχής στο πρόσωπο του μέχρι πρότινος στενού του φίλου. Δε βρήκε ούτε ένα, η συμπεριφορά του ήταν άψογη, όπως πάντα. Ήξερε, όμως, πως εκείνος ήταν ικανός για όλα, όπως ήξερε, επίσης, πως ο Φράνκο είχε σκοτώσει στο παρελθόν τους γονείς της Δάφνης, και μάλιστα με πολύ αποτρόπαιο τρόπο. Τότε δεν τον είχε απασχολήσει η σκέψη ότι μόνο ένας άνθρωπος με βίαια ένστικτα θα κατέφευγε σε μια τέτοια βάρβαρη λύση για να βγάλει από τη μέση ό,τι στεκόταν εμπόδιο στην επίτευξη του στόχου του. Αντιθέτως, τον είχε επιβραβεύσει κάνοντάς τον συνεταίρο σε μία από τις επιχειρήσεις του. Η σημερινή μέρα υπήρξε καταλυτική για τον Γκουερίνι: ήταν μέρα απολογισμού. Και ανακάλυψε σωρεία ανομημάτων. Για να κατοχυρώσει τη θέση του στην κορυφή είχε πατήσει επί πτωμάτων, είχε κλείσει τα αφτιά στη φωνή της συνείδησής του, έγινε σκληρός και
αδιάφορος στον ανθρώπινο πόνο. Δεν αναρωτήθηκε ποτέ τι είχαν απογίνει εκείνοι που αδίκησε, που άρπαξε τις δουλειές τους και τους πέταξε στο δρόμο. Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά εντόπισε και το δικό του μερίδιο ευθύνης στη δολοφονία του Ντάντε. Ήταν σαν να είχε οπλίσει ο ίδιος το χέρι του δολοφόνου και να είχε πιέσει το δάχτυλό του στη σκανδάλη. Ο Φράνκο ήταν δικό του δημιούργημα, γιατί απορούσε, λοιπόν, με το αποτέλεσμα; Και όταν έφερε μπροστά στα μάτια του το τίμιο και ειλικρινές πρόσωπο του Καβαλιέρι που φώναζε πως είναι αθώος, δεν του έμεινε καμιά αμφιβολία ότι ο Φράνκο ήταν αυτός που σκότωσε το γιο του. Ξαφνικά ένιωσε έντονη δυσφορία και έναν οξύ πόνο στο στήθος. Ήταν σύμπτωμα καρδιακής προσβολής ή μήπως η πάλαι ποτέ ξεχασμένη συνείδησή του επαναστατούσε ενάντια στη φοβερή αδικία που ετοιμαζόταν να γίνει σε βάρος ενός νέου ανθρώπου, του οποίου το μόνο κακό ήταν ότι βρέθηκε σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή; Ο Αλεσάντρο Γκουερίνι μόρφασε από τον πόνο, και όντως υπέφερε πολύ, σωματικά και ψυχικά. Το όπλο που υποτίθεται ότι σκότωσε τον Ντάντε και φυλασσόταν στην Εισαγγελία του Μιλάνο ως το υπ’ αριθμόν ένα αποδεικτικό στοιχείο ήταν δική του επινόηση. Τα είχε κανονίσει με τον Αμάτι, ώστε να σιγουρευτεί ότι ο νεαρός θα έπαιρνε αυτό που του άξιζε. Τι ήθελε, όμως, τελικά; Να πληρώσει ένας αθώος για ένα φόνο που ποτέ δεν έκανε ή να πληρώσει ο πραγματικός δολοφόνος; Η απάντηση ήταν προφανής. Ίσως, μάλιστα, η ίδια η ζωή τού έδινε μια τελευταία ευκαιρία να επανορθώσει για όλες τις αδικίες που είχε διαπράξει στο παρελθόν, αν και αμφέβαλλε πως μια καλή πράξη ήταν ικανή από μόνη της για να γείρει η πλάστιγγα υπέρ του, όταν θα έφτανε η ώρα να αντικρίσει το Δημιουργό και να απολογηθεί για τα έργα του. Κοίταξε την Ιζαμπέλα που καθόταν ήσυχη στη γωνιά της με το
κεφάλι σκυμμένο, χαμένη στις δικές της σκέψεις. Αυτό το κορίτσι ήταν ό,τι καλύτερο του είχε τύχει τα τελευταία χρόνια, ήταν ο φύλακας άγγελός του. Ευχαρίστησε την καλή του τύχη που την έφερε στο δρόμο του για να του χαρίσει έναν άλλο γιο και προσευχήθηκε να του δοθούν μερικά χρόνια ζωής ακόμα, ώστε να μην κάνει μ’ εκείνον τα ίδια λάθη που έκανε με τον Ντάντε. Αυτό το παιδί έπρεπε να μεγαλώσει σωστά και, αν ήθελε να θεωρείται καλός πατέρας, έπρεπε να αποτελέσει εκείνος παράδειγμα. Ο πόνος στο στήθος του υποχώρησε ξαφνικά, όπως είχε έρθει, και ο ηλικιωμένος άντρας μπόρεσε να ανασάνει και πάλι ελεύθερα. Αναθάρρησε πως τίποτα κακό δεν είχε συμβεί· έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να πιστεύει πως ήταν ένας καλός οιωνός ως προς την απόφαση που πήρε. Από αυτή τη στιγμή κι έπειτα έπρεπε να πάψει να απασχολεί το μυαλό του με τις χίμαιρες του λόρδου και να τον αφήσει να αντιμετωπίσει μόνος του τους ανεμόμυλους που πολεμούσε. Αυτός είχε πολύ πιο σοβαρά πράγματα για να ασχοληθεί. Έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας του το κινητό και πήρε τον αρχηγό της αστυνομίας. «Έχω να καταγγείλω έναν ψευδομάρτυρα σε μια πολύ σοβαρή υπόθεση δολοφονίας. Εμένα», είπε μόλις άκουσε τη φωνή του άλλου. Η Ιζαμπέλα ανασήκωσε το πρόσωπο και τον κοίταξε τρομαγμένη. «Αλεσάντρο, τι πας να κάνεις;» ψέλλισε. Ήταν η πρώτη φορά που τον αποκαλούσε με το όνομά του κι εκείνος σκέφτηκε πως από τα χείλη της ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε ακούσει στη ζωή του. Μετά έστρεψε την προσοχή του στο τηλεφώνημα και άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα. Τα είπε όλα, δεν έκρυψε τίποτα. «Δε μ’ ενδιαφέρει το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει», κατέληξε. «Αυ-
τό που έχει σημασία είναι ότι κρατείται στη φυλακή ένας αθώος, τη στιγμή που ο πραγματικός ένοχος αλωνίζει στη Βενετία, έτοιμος να ξαναχτυπήσει». «Θα στείλω αμέσως κάποιον να πάρει αυτό το πιστόλι και ευελπιστώ ότι θα παραμείνετε στη διάθεσή μου για οτιδήποτε σας χρειαστώ», είπε ο αρχηγός της αστυνομίας και έπειτα από λίγη σκέψη συμπλήρωσε: «Σας δίνω, επίσης, το λόγο μου ότι θα προσπαθήσω να μη διαρρεύσει τίποτα στον Τύπο από αυτά που μου είπατε». «Προσωπικά, λίγο μ’ ενδιαφέρει», τον ξάφνιασε ο συνομιλητής του. «Αυτό που με νοιάζει είναι να ξέρω τι θα κάνετε με το πιστόλι που θα σας παραδώσω». «Θα διενεργήσουμε όλους τους ελέγχους: αποτυπώματα, βαλλιστική...» «Και πότε θα έχετε τα αποτελέσματα;» τον διέκοψε ανυπόμονα ο μεγιστάνας. «Το γρηγορότερο δυνατό, σας διαβεβαιώ». «Θα τα ήθελα αμέσως», τόνισε με έμφαση ο Γκουερίνι και έκλεισε το τηλέφωνο. Η Ιζαμπέλα χαμογέλασε στη σκέψη ότι μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Ο πρώην εργοδότης της και νυν αφέντης της καρδιάς της ήθελε να έχει πάντα το πάνω χέρι. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε μεταμορφωθεί ξανά στον πανίσχυρο άντρα που είχε λατρέψει. Έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε. «Νιώθω καλύτερα... ξαλαφρωμένος», της είπε αυτός αναστενάζοντας. Μετά την κοίταξε πολύ σοβαρός. Ο πόνος στο στήθος, όσο και να ήθελε να τον αγνοήσει, τον είχε προβληματίσει και του είχε θυμίσει πως ήταν ένας κοινός θνητός, που θα υπέκυπτε κάποια στιγμή στο μοιραίο. «Πρέπει να τακτοποιήσω επειγόντως άλλη μία εκκρεμότητα», της είπε αινιγματικά.
Αυτή τη φορά πήρε τηλέφωνο το δικηγόρο του και του έδωσε εντολή να αλλάξει αμέσως τη διαθήκη του. Άφηνε όλη την περιουσία του στην Ιζαμπέλα και στο παιδί τους. Εκείνη ανατρίχιασε στην αγκαλιά του. Είχε έρθει από τη Βερόνα πριν από λίγους μήνες γεμάτη όνειρα για τη ζωή και μέσα σε αυτό το διάστημα κατάφερε να παραγκωνίσει μια επικίνδυνη αντίπαλο και να της κλέψει τον άντρα. Σήμερα ήταν η μέρα του θριάμβου της, αλλά, όλως περιέργως, αυτός ο θρίαμβος την άφηνε σχεδόν αδιάφορη, με μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. «Να είσαι εδώ σε μισή ώρα για να την υπογράψω», διέταξε ο Γκουερίνι το δικηγόρο του τελειώνοντας. «Επίσης, φέρε μαζί σου και μια αίτηση διαζυγίου, χώρισα από την Κλόντια... επιτέλους». Έσκυψε το κεφάλι και απίθωσε ένα μάλλον πατρικό φιλί στα μαλλιά της Ιζαμπέλα. Όλα όσα είχε ονειρευτεί και είχε ποθήσει βρίσκονταν μπροστά του, δε χρειαζόταν να ψάξει πιο μακριά. Σήμερα άνοιγε μια καινούρια σελίδα στο βιβλίο της ζωής του και, για να είναι σίγουρος ότι το βιβλίο του θα έμενε καθαρό από εδώ και στο εξής, έσκισε όλες τις προηγούμενες, μουντζουρωμένες σελίδες και τις πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Και μαζί τους πέταξε τη Δάφνη Ηλιάδη, τον Φράνκο Ντονατσάν, τον Ρίτσαρντ Έρλιν και την καταραμένη αδελφότητα· κράτησε μόνο μία σελίδα, εκείνη του Ντάντε, του χαϊδεμένου του, που θα ήταν για πάντα το φως των ματιών του.
38
Ο Φράνκο πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη μέρα στο σκάφος του, τριγυρνώντας στα κανάλια χωρίς σταματημό και χωρίς σκοπό. Το κινητό του χτυπούσε ακατάπαυστα, μέχρι που τελείωσε η μπαταρία, οπότε ησύχασε μια και καλή. Δεν μπήκε καν στον κόπο να δει τις κλήσεις. Αν το είχε κάνει, θα έβλεπε πως οι περισσότερες προέρχονταν
από την Τάνια, που είχε αρχίσει να ανησυχεί από την πολύωρη απουσία του. Ο Οκτώβρης κόντευε στο τέλος του και σουρούπωνε νωρίς. Ο ήλιος ετοιμαζόταν να βουτήξει πίσω από τη μεγαλόπρεπη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα νερά της λιμνοθάλασσας βάφτηκαν μενεξελιά από τις τελευταίες αδύναμες αχτίδες που έπεφταν λοξά. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του Φράνκο, από το σβέρκο μέχρι τη λεκάνη. Τα χέρια του, που κρατούσαν τόσες ώρες το τιμόνι, είχαν μουδιάσει και τα ένιωθε ξερά σαν ξύλα. Είχε φύγει από το Λίντο φορώντας μόνο το κοστούμι του. Χωρίς την παρήγορη ζεστασιά του ήλιου, η αυξανόμενη υγρασία, που θα τύλιγε στο πέπλο της αναπόφευκτα την πόλη σε λιγότερο από μία ώρα, του περόνιαζε ήδη τα κόκαλα. Αυτό τον έβγαλε τελικά από το λήθαργό του. Κοίταξε γύρω του παραξενεμένος και είδε πως είχε φτάσει έξω από το παλάτσο του. Έσβησε τη μηχανή και, ακουμπώντας τους αγκώνες στο τιμόνι, στερέωσε το κεφάλι στις χούφτες και βάλθηκε να ατενίζει το σκοτεινό κτίριο, μην τολμώντας να πλησιάσει πιο κοντά. Τον φόβιζε αυτή που βρισκόταν στο εσωτερικό του και οι δυσοίωνες προβλέψεις της. Όπως ήταν χαμένος στους ρεμβασμούς του, δεν κατάλαβε ότι τα ρεύματα της λιμνοθάλασσας τον παρέσυραν αργά αργά μέχρι την αποβάθρα. Ο ξερός κρότος της πρόσκρουσης πάνω στους πασσάλους έκανε το σκάφος να κλυδωνιστεί ελαφρά και τον Φράνκο να συνέλθει. Έβαλε μπρος τη μηχανή και άρχισε να απομακρύνεται με ταχύτητα. Τη σκηνή είδε και ο Τζέιμς, που παραφύλαγε εκεί κοντά, κρυμμένος κάτω από μια γέφυρα. Καθόταν πάνω από πέντε ώρες στη βαρκούλα του και είχε μουδιάσει από την ακινησία. Δεν εννοούσε, όμως, να αφήσει το πόστο του. Στο λυκόφως αναγνώρισε τον Φράνκο, τον οποίο δεν είχε συναντήσει ποτέ προσωπικά, αλλά σε αυτό βοήθησαν οι φωτογραφίες στα εξώφυλλα των οικονομικών περιοδικών, που τον
παρουσίαζαν ως έναν από τους πολλά υποσχόμενους νέους επιχειρηματίες της Ιταλίας. Όταν τον είδε να φεύγει, ένιωσε απογοήτευση. Ίσως, τελικά, η Δάφνη να μη βρισκόταν στο παλάτσο, ίσως εκείνος είχε έρθει μέχρι εδώ για να το καμαρώσει· η Τάνια δεν είπε ότι η απόκτησή του ήταν το όνειρο της ζωής του; Αν ο Τζέιμς μπορούσε να δει το πίσω μέρος του κτιρίου, τότε θα έβλεπε φωτισμένο ένα από τα παράθυρα του τρίτου ορόφου και θα έπαυε να κάνει εικασίες. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να βγει από τη βάρκα, να ψάξει να βρει το κατάλληλο σοκάκι και να διαρρήξει κάποιο από τα κλειστά σπίτια που έστεκαν εμπόδιο. Μόνο έτσι θα αποκτούσε πρόσβαση σ’ εκείνο το μέρος του μεγάρου. Αλλά, όπως ήταν φυσικό, ο Τζέιμς δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει αυτό. Σήκωσε το γιακά του μπουφάν του και, ενώ έτριβε τα χέρια για να ζεσταθούν, αναρωτήθηκε για πόσο ακόμα θα ξεροστάλιαζε στη βάρκα περιμένοντας την τύχη να του χτυπήσει την πόρτα, ή ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Είχε πληρώσει για ένα πολύ ωραίο δωμάτιο σε ένα πανάκριβο ξενοδοχείο, που όπως πήγαιναν τα πράγματα θα έμενε άδειο ολόκληρο το βράδυ, επειδή η διαίσθησή του δεν έπαυε να του τονίζει πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε απόψε. Και η διαίσθηση είναι ένα πράγμα που δεν πρέπει να αψηφάει κανείς, γιατί τότε... κακό του κεφαλιού του. Ο Τζέιμς έριξε μια κλεφτή ματιά στα μαγαζιά που απλώνονταν κατά μήκος και των δύο όχθεων του Μεγάλου Καναλιού. Τα περισσότερα ήταν εστιατόρια. Στη σκέψη του φαγητού ένιωσε το στόμα του να γεμίζει σάλια. Είχε να φάει πολλές ώρες και, για του λόγου το αληθές, το στομάχι του άφησε ένα δυνατό γουργουρητό διαμαρτυρίας. Κοίταξε για μια στιγμή γύρω του αναποφάσιστος. Άραγε θα πείραζε αν πεταγόταν να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του; Στο τέλος επικράτησαν η λογική και η πείνα του. Ο Φράνκο Ντονατσάν είχε μόλις φύγει, άρα θα αργούσε να ξαναγυρίσει, αν γύριζε.
Πήδηξε στο τοιχίο της βάσης της γέφυρας και από εκεί ανέβηκε τα λιγοστά σκαλοπάτια που τον χώριζαν από το πεζοδρόμιο. Μπήκε στο πρώτο εστιατόριο, που τον καλοδέχτηκε με τη ζεστασιά του, και κάθισε κοντά στο παράθυρο, όπου ανακάλυψε με χαρά πως είχε απεριόριστη θέα προς το παλάτσο που παρακολουθούσε. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν η ομίχλη που είχε αρχίσει να απλώνεται πάνω από τη λιμνοθάλασσα. Αλλά είχε καιρό μέχρι η ομίχλη να σκεπάσει τα πάντα. Ένα τέταρτο αργότερα έβγαινε χορτάτος από το εστιατόριο και κατευθυνόταν πάλι προς τη βάρκα του. Μισή ώρα μετά, η ομίχλη πύκνωσε και η ορατότητα περιορίστηκε σε λίγα μόλις μέτρα. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να εγκαταλείψει τη σιγουριά της γέφυρας και να αναζητήσει καινούριο πόστο. Περνώντας μπροστά από το ανακαινισμένο μέγαρο, πρόσεξε το κενό που υπήρχε κάτω από την ξύλινη πλατφόρμα όπου έδενε το σκάφος του ο ιδιοκτήτης και σκέφτηκε ότι δεν έβλαπτε να δοκιμάσει. Πράγματι, η βαρκούλα του χώρεσε μια χαρά εκεί, αλλά ο Τζέιμς αναγκάστηκε να διπλωθεί στα δύο για να μη χτυπήσει το κεφάλι στα σαπισμένα δοκάρια. Όταν τη νοίκιασε, απογοητεύτηκε από το μέγεθός της, επειδή είχε κατά νου ένα μεγαλύτερο σκαρί, αλλά τώρα χαιρόταν για την επιλογή του. Έριξε γύρω του μια ματιά ευχαριστημένος. Η κρυψώνα του ήταν ιδανική και, σε περίπτωση που πλησίαζε κάποιος, θα τον έπαιρνε αμέσως είδηση. Η ομίχλη που αρχικά νόμισε για εχθρό, αποδείχτηκε ο καλύτερός του σύμμαχος. Κάθισε στον πάτο της βάρκας όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε και ετοιμάστηκε να περάσει ένα μακρύ και άβολο βράδυ μέσα στην υγρασία και στο κρύο.
Ο Φράνκο, φεύγοντας από το παλάτσο του, και αφού οδήγησε για λίγο κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού, άρχισε να ξαναβρίσκει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Σε αυτό βοήθησε η Δάφνη, ή μάλλον
εκείνο που είχε πει σχετικά με την αποτελεσματικότητα των οραμάτων της: πως τα πάντα μπορούν να ανατραπούν και πως αρκούσε ένας αστάθμητος παράγοντας για να αλλάξει η ροή της ιστορίας. Ο αστάθμητος παράγοντας, στην περίπτωσή του, ήταν ο ίδιος ο χαρακτήρας του και ο Φράνκο μόρφασε δυσαρεστημένος στην ιδέα ότι έχασε πολύτιμες ώρες οικτίροντας τη μοίρα του. Η Κλόντια κρατούσε το πιστόλι του και ήταν εύκολο να αποδειχτεί η ενοχή του. Μετά τα σημερινά, δεν του έμενε αμφιβολία ότι θα μιλούσε στον άντρα της και, φυσικά, εκείνος θα κινούσε γη και ουρανό για να τον καταστρέψει, οτιδήποτε κι αν σήμαινε αυτό. Για να γλιτώσει, έπρεπε να πάρει το πιστόλι πίσω, ήταν η μόνη του ελπίδα. Αφήνοντας την Κλόντια με άδεια χέρια, εκμηδένιζε τον κίνδυνο. «Να πάρει!» είπε μεγαλόφωνα. «Πώς και δεν το σκέφτηκα αυτό προηγουμένως;» Έκανε μια μεγαλόπρεπη στροφή στη μέση του καναλιού και έβαλε πλώρη για το παλάτσο του Γκουερίνι. Κατεβαίνοντας στην αποβάθρα, έφτιαξε το κοστούμι του και έστρωσε μηχανικά τα μαλλιά του. Πρέπει να έχω τα χάλια μου, σκέφτηκε ενώ χτυπούσε το κουδούνι. Ο άγνωστος που είχε επέμβει για να σώσει την Κλόντια τον είχε πετάξει στο βρεγμένο πλακόστρωτο και τα ρούχα του είχαν λερωθεί. Ο Φράνκο έτριξε τα δόντια οργισμένος στη θύμηση αυτού του άντρα. Δεν είχε προλάβει να δει το πρόσωπό του, αλλά είχε δοκιμάσει τη δύναμη της γροθιάς του. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και φάνηκε το πρόσωπο ενός υπηρέτη που εκτελούσε χρέη μπάτλερ. Ο Φράνκο φόρεσε ένα αστραφτερό χαμόγελο και τον καλησπέρισε. «Είναι πάνω η κυρία σου;» ρώτησε. Εκείνος τον κοίταξε μουδιασμένος. Όλο το προσωπικό γνώριζε την αιτία του καβγά μεταξύ του κυρίου και της κυρίας, και τώρα αυτή η αιτία στεκόταν μπροστά του. «Ε... χμ... όχι...» είπε κομπιάζοντας.
«Καλά, τότε θα την περιμένω», δήλωσε ο Φράνκο και όρμησε στο εσωτερικό του μεγάρου, χωρίς να προλάβει ο άλλος να αντιδράσει. Ήταν συχνός επισκέπτης και δε χρειαζόταν συνοδό για να του δείξει τα κατατόπια. Αγνοούσε, όμως, δύο πράγματα: ότι η Κλόντια δε θα ξαναγύριζε ποτέ εδώ και πως ο Γκουερίνι δειπνούσε λίγα μέτρα πιο μακριά μαζί με το λόρδο Έρλιν και την Ιζαμπέλα. Τον νόμιζε στο Μιλάνο, όπως νόμιζε πως δεν είχε πάρει είδηση τις πρωτοβουλίες του. Ο μπάτλερ τον στραβοκοίταξε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια και μετά, χωρίς χρονοτριβή, έτρεξε να ενημερώσει τον κύριό του για το θρασύτατο εισβολέα. Ο Φράνκο μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της Κλόντια και κλείδωσε πίσω του την πόρτα. Έπειτα πήγε γραμμή στο κομοδίνο της. Άνοιξε το συρτάρι και έψαξε για το πιστόλι του. Όπως ήταν επόμενο, δε βρήκε τίποτα. Κοίταξε γύρω του συνοφρυωμένος. Αυτή η σκύλα, τελικά, του είχε πει ψέματα, κάπου άλλου το είχε χώσει. Προχώρησε στην γκαρνταρόμπα. Άρχισε να ανοίγει βιαστικά όποιο συρτάρι ή ντουλάπι έβρισκε μπροστά του και να πετάει έξω το περιεχόμενό του. Μέσα σε λίγα λεπτά, το πάτωμα είχε γεμίσει με φορέματα, πουλόβερ, μπλούζες και διάφορα μικροαντικείμενα. Κόντευε να εξαντλήσει όλα τα πιθανά μέρη όπου εκείνη μπορεί να έκρυβε το πειστήριο του εγκλήματος, όταν άκουσε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και τη φωνή του οικοδεσπότη που τον διέταζε να ανοίξει αμέσως. Μαζί του βρίσκονταν ο Έρλιν, ο μπάτλερ και δύο ακόμα υπηρέτες, χωρίς να το ξέρει, βέβαια, αυτό ο Φράνκο. Ξαφνιάστηκε. Ένιωσε το παγωμένο χέρι του φόβου να σφίγγει την καρδιά του και όλοι οι πόροι του κορμιού του άνοιξαν ξαφνικά για να ξεχυθεί από μέσα ένα κύμα ιδρώτα. Υπέθεσε ότι η Κλόντια πρόλαβε να μιλήσει στον άντρα της για τον παραλίγο στραγγαλισμό της και να του δώσει το πιστόλι· να γιατί δεν μπορούσε να το βρει πουθενά. Μάλιστα, το πιο πιθανό ήταν εκείνη να κρύβεται κάπου μέ-
σα στο παλάτσο, φοβούμενη ίσως μια καινούρια επίθεση, και ο μπάτλερ να είχε λάβει οδηγίες να του πει ψέματα ότι τάχα έλειπε. Αναρωτήθηκε αν ο Γκουερίνι είχε έρθει στη Βενετία έπειτα από κάποιο υστερικό τηλεφώνημα της Κλόντια ή επειδή είχε καταλάβει ότι ο ίδιος τον κορόιδευε όσον αφορά την υπόθεση της Δάφνης. Οποιαδήποτε εκδοχή κι αν ίσχυε από τις δύο, το αποτέλεσμα ήταν ένα: ξαφνικά ο πρώην στενός φίλος του είχε γίνει εχθρός κι αυτός βρισκόταν σε πολύ άσχημη θέση. Βλαστήμησε νοερά την απόφασή του να έρθει απόψε εδώ χωρίς να έχει ελέγξει προηγουμένως ορισμένα βασικά πράγματα. Η απρονοησία του τον είχε φέρει κυριολεκτικά στο στόμα του λύκου και ένιωθε λίγο πολύ σαν αγρίμι που το είχαν στριμώξει άσχημα οι κυνηγοί του. Έριξε μια απελπισμένη ματιά στο παράθυρο απέναντί του. Βρισκόταν στον τρίτο όροφο και θα μπορούσε να πηδήξει στο κανάλι για να σωθεί, αλλά απέκλεισε αμέσως αυτό τον τρόπο απόδρασης, επειδή ο λασπώδης πυθμένας σ’ εκείνο το σημείο ήταν σπαρμένος με μεγάλες, κοφτερές πέτρες. Αυτό το είχε αναφέρει κάποτε ο Γκουερίνι σε μια συζήτηση. Μια πτώση, λοιπόν, εκεί ήταν επικίνδυνη. Μπορεί να τσάκιζε το σβέρκο του ή, στην καλύτερη περίπτωση, να έσπαγε κάνα χέρι ή πόδι. Πόσο μακριά θα μπορούσε να κολυμπήσει σακατεμένος; Τότε έστρεψε το βλέμμα προς την πόρτα, τη μοναδική οδό διαφυγής που του απέμενε. Μέτρησε τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές φωνές να ακούγονται απέξω, κι αυτό έκανε τα πράγματα δύσκολα. «Σπάστε τη!» βρυχήθηκε εκείνη τη στιγμή ο Γκουερίνι. «Θα πάω να φέρω ένα λοστό, κύριε», προθυμοποιήθηκε κάποιος από τους υπηρέτες και αμέσως μετά ακούστηκε ποδοβολητό στη σκάλα. Ο Φράνκο σκέφτηκε πως με έναν άντρα λιγότερο οι πιθανότητες δραπέτευσης άρχισαν ξαφνικά να μετρούν υπέρ του. Είχε με το μέρος του το στοιχείο του αιφνιδιασμού, αρκεί να το εκμεταλλευόταν κατάλ-
ληλα. Ξεκλείδωσε αθόρυβα την πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε απότομα. Ρίχτηκε καταπάνω τους, χωρίς ουσιαστικά να βλέπει μπροστά του. Εκείνοι δεν περίμεναν την αντίδρασή του και ξαφνιάστηκαν. Ο Φράνκο όρμησε στον υπηρέτη που είχε παραμείνει και με τη φόρα που είχε πάρει έπεσαν και οι δύο μαζί πάνω στην κουπαστή της σκάλας, την έσπασαν και άρχισαν να γκρεμίζονται. Όλα συνέβησαν σε δευτερόλεπτα. Καθώς έπεφτε, γαντζωμένος πάνω στον άντρα, πρόλαβε να δει το πρόσωπο του Γκουερίνι που είχε γίνει κόκκινο από θυμό. Φαίνεται πως ο Φράνκο είχε την τύχη με το μέρος του απόψε, γιατί, καθώς προσγειωνόταν στο πλατύσκαλο, το σώμα του υπηρέτη βρέθηκε από κάτω του, λειτουργώντας προστατευτικά σαν αερόσακος. Ο δύστυχος άντρας, όμως, δεν είχε τύχη. Πέφτοντας, χτύπησε το κεφάλι και έμεινε στον τόπο. Ο Φράνκο σηκώθηκε αμέσως και άρχισε να κατεβαίνει την υπόλοιπη σκάλα πηδώντας δυο δυο τα σκαλοπάτια. Κοντά στη βάση αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το δεύτερο υπηρέτη που ανέβαινε, κρατώντας το λοστό. Χωρίς να διστάσει, του κατέφερε μια δυνατή κλοτσιά στο πρόσωπο και ο άνθρωπος έπεσε κάτω σφαδάζοντας από τον πόνο. Πήδηξε από πάνω του και έκανε τρέχοντας τα τελευταία μέτρα που τον χώριζαν από την έξοδο. Άνοιξε την εξώπορτα και όρμησε στην αποβάθρα, ενώ από πίσω του άκουγε τον Γκουερίνι να διατάζει να τον κυνηγήσουν. Μπήκε στο σκάφος και έβαλε μπρος τη μηχανή, μην τολμώντας ακόμα να πιστέψει πως κατάφερε να ξεφύγει τόσο εύκολα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά, όταν κάποια στιγμή έστρεψε το κεφάλι προς τα πίσω. Διέκρινε το περίγραμμα της σκοτεινής σιλουέτας του Γκουερίνι, που στεκόταν στο φωτισμένο κατώφλι, και ύψωσε θριαμβευτικά τη γροθιά του. Εκείνος δεν είδε τη χειρονομία μέσα στο σκοτάδι. Τον παρακολουθούσε βλοσυρός καθώς απομακρυνόταν, μέχρι που τον έχασε από
το οπτικό του πεδίο. Μετά έστρεψε την προσοχή του στους άντρες που ετοίμαζαν το πολυτελές ταχύπλοο για να κυνηγήσουν τον Φράνκο. Την ίδια στιγμή ακούστηκε από μακριά η σειρήνα του ασθενοφόρου που ερχόταν να παραλάβει το πτώμα του άτυχου υπηρέτη. Ένιωσε μια παρουσία δίπλα του και γυρίζοντας είδε τον μπάτλερ που κρατούσε στα χέρια του το ασύρματο τηλέφωνο. «Είναι ο αρχηγός της αστυνομίας, κύριε», του είπε. «Λέει ότι πρέπει να σας μιλήσει επειγόντως». Ο μεγιστάνας άρπαξε ανυπόμονα το τηλέφωνο και το κόλλησε στο αφτί του. «Ακούω!» βρυχήθηκε. Η φωνή του ήχησε στριγκή, σαν ξεκούρδιστο βιολί. «Το πιστόλι που μου στείλατε “μίλησε” και μας είπε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα τελικά...» άρχισε να λέει ο άλλος. Είχε κινητοποιήσει τις αστυνομίες δύο πόλεων, της Βενετίας και του Μιλάνο, και είχε αναγκάσει τους υπεύθυνους όλων των τμημάτων έρευνας να δουλέψουν εξαντλητικά, ώστε να ικανοποιήσει έγκαιρα το αίτημα του Γκουερίνι. Δεν το έκανε, βέβαια, μόνο από καλοσύνη· του χρόνου –που συμπτωματικά γίνονταν και οι εκλογές– έπαιρνε σύνταξη και είχε αρχίσει να σκέφτεται πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να πολιτευτεί. Ήξερε πως μια τόσο σημαντική εκδούλευση δε θα έμενε χωρίς ανταμοιβή και έβλεπε από τώρα τον εαυτό του να κάθεται στα έδρανα του Κοινοβουλίου. «Το πιστόλι ανήκει στον Φράνκο Ντονατσάν και...» Ο αρχηγός της αστυνομίας σταμάτησε και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. Όλοι γνώριζαν τη φιλική σχέση μεταξύ του Γκουερίνι και του Ντονατσάν κι αυτό που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει δεν ήταν εύκολο. «...Και σύμφωνα με το πόρισμα της βαλλιστικής που κρατάω αυτή τη στιγμή στα χέρια μου, από αυτό το πιστόλι βγήκε η σφαίρα που σκότωσε το γιο σας. Φρόντισα, επίσης, να βγει και το σχετικό ένταλμα για τη σύλληψή του». Μετά χαμήλωσε τη φωνή και του ψιθύρισε
με συνωμοτικό ύφος: «Το άλλο πιστόλι που βρισκόταν στο Μιλάνο και ενοχοποιούσε τον Καβαλιέρι εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μαζί με τα έγγραφα που το συνόδευαν και κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν». Ήταν μια ξεκάθαρη δήλωση ότι το σοβαρότατο αδίκημα παραποίησης στοιχείων εκ μέρους του Γκουερίνι και του δικαστή Αμάτι, που θα αμαύρωνε την εικόνα του πρώτου και θα κόστιζε την καριέρα στον δεύτερο, θα περνούσε τελείως απαρατήρητο. Ο ομιλητής ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι αυτή η εκδούλευση ήταν μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Η θέση του βουλευτή πλέον φάνταζε ασήμαντη, θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει υπουργός. «Σ’ ευχαριστώ, έκανες πολύ καλή δουλειά. Να είσαι σίγουρος πως δε θα σε ξεχάσω όταν έρθει η ώρα...» του είπε ο μεγιστάνας, δίνοντας με τη σειρά του μια έμμεση υπόσχεση. Έκλεισε το τηλέφωνο έχοντας στο πρόσωπό του μια ανεξιχνίαστη έκφραση και έριξε ένα αόριστο βλέμμα προς το λόρδο Έρλιν, που στεκόταν και τον κοίταζε ερωτηματικά. «Ο Φράνκο σκότωσε τον Ντάντε», εξήγησε κοφτά. «Τον μπάσταρδο!» βλαστήμησε εκείνος χαμηλόφωνα. «Ποιος θα το πίστευε ποτέ; Πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε την Ηλιάδη προτού τη βλάψει». «Φίλε μου...» του είπε παγερά ο Γκουερίνι, «δε δίνω δεκάρα για τη ζωή της Ηλιάδη. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ξετρυπώσω αυτό το κάθαρμα και να το σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Αν έχει μαζί του και το κορίτσι, τότε μπορείς να το κρατήσεις, χάρισμά σου. Εγώ, όμως, δε θέλω να ξανακούσω το όνομά της, σου το απαγορεύω, με ακούς;» Όρμησε προς το ταχύπλοο, που τον περίμενε με τις μηχανές να δουλεύουν στο φουλ, και ο Έρλιν έτρεξε, όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν τα αρθριτικά του, να τον προφτάσει. Καθώς καθόταν ξέπνοος στη θέση του, κοίταξε το φίλο του που στεκόταν ανάμεσα στους σωματοφύλακές του, οι οποίοι είχαν καταφθάσει σε χρόνο ρεκόρ από
τα σπίτια τους· ο ίδιος ο Γκουερίνι είχε φροντίσει να βρίσκονται κοντά στο παλάτσο, για την περίπτωση που χρειαζόταν να τους καλέσει επειγόντως. Ο λόρδος Έρλιν, αν και κατανοούσε απόλυτα ότι οι προτεραιότητες καθενός έμπαιναν πλέον σε διαφορετική σειρά, ένιωθε πως ο Γκουερίνι τον είχε εγκαταλείψει την πιο κρίσιμη στιγμή. Ήταν τελείως μόνος του, ή μήπως όχι; Χάιδεψε το περίστροφο που είχε στην τσέπη του για να πάρει λίγο θάρρος και ίσιωσε το κορμί του. Η αναζήτηση της Δάφνης Ηλιάδη έφτανε στο τέλος και ήταν έτοιμος να τα βάλει με οποιονδήποτε στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο του, ακόμα κι αν αυτός ήταν ο καλύτερός του φίλος. «Πού πηγαίνουμε, κύριε;» ρώτησε τον Γκουερίνι ο άντρας που κρατούσε το τιμόνι. «Στο παλάτσο του Ντονατσάν», απάντησε αυτός χωρίς να διστάσει. «Είναι το μόνο μέρος στη Βενετία όπου νιώθει ασφαλής». Δεν έπεφτε έξω στην εκτίμησή του. Ο Φράνκο είχε βάλει πλώρη για το μέγαρό του, αλλά όχι για να κρυφτεί, όπως νόμιζε ο μεγιστάνας. Σκοπός του ήταν να πάρει τη Δάφνη και να φύγουν μακριά οι δυο τους. Η προφητεία της περί του επικείμενου θανάτου του είχε πάψει να τον απασχολεί, και συγκεκριμένα από τη στιγμή που προσγειώθηκε μαζί με τον υπηρέτη στο πλατύσκαλο. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος κρατούσε την τύχη –και τη ζωή– στα χέρια του, αρκεί να δρούσε με τόλμη και σοφία. Με την αυτοπεποίθησή του να έχει φτάσει στο ζενίθ, είχε κάθε δικαίωμα να οραματίζεται ένα καινούριο μέλλον, διαφορετικό βέβαια από αυτό που είχε σχεδιάσει, αλλά εξίσου λαμπρό κι ελπιδοφόρο. Η Δάφνη θα τον βοηθούσε, θέλοντας και μη, να ξαναφτιάξει την περιουσία του, ίσως μάλιστα μεγαλύτερη από αυτή που άφηνε πίσω. Άραξε στην αποβάθρα και άφησε τη μηχανή αναμμένη, άλλωστε δε θα χρειαζόταν παραπάνω από πέντε λεπτά για να ανέβει και να
πάρει την κοπέλα. Στη συνέχεια θα πήγαιναν στο αεροδρόμιο και θα έφευγαν όσο πιο μακριά γινόταν από τη Βενετία. Τα βήματά του αντήχησαν βαριά πάνω στην ξύλινη πλατφόρμα και ο Τζέιμς, που αναγνώρισε το σκάφος του, σκαρφάλωσε στα δοκάρια και βάλθηκε να παρακολουθεί τις κινήσεις του χωρίς να αποκαλυφθεί. Είδε τον Φράνκο να ξεκλειδώνει την πόρτα και να ορμάει στο σκοτεινό εσωτερικό του μεγάρου. Ο χρόνος τον πίεζε ασφυκτικά και δε στάθηκε να κλειδώσει πίσω του. Ο Τζέιμς δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ανέβηκε στην αποβάθρα και, τρέχοντας σαν αίλουρος, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο παλάτσο αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα. Λίγα λεπτά αργότερα έκανε την εμφάνισή του στην καμπή του καναλιού το σκάφος του Γκουερίνι. «Είχατε δίκιο, κύριε. Εδώ είναι!» φώναξε κάποιος από τους άντρες του για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο της μηχανής. Είχε τεντώσει το χέρι, δείχνοντας προς το μέρος της αποβάθρας. Ο Γκουερίνι άφησε ένα γρύλισμα ικανοποίησης και ρίχτηκε στην κουπαστή, προσπαθώντας να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Οι άντρες του τον μιμήθηκαν, στρέφοντας την προσοχή τους στο παλάτσο, που πλησίαζε προς το μέρος τους με ταχύτητα. Αν, όμως, έριχναν και μια ματιά πίσω, θα έβλεπαν ένα μικρό ταχύπλοο να τους ακολουθεί από μικρή απόσταση. Μέσα βρισκόταν ο οδηγός και πιο πίσω κάθονταν δύο άνθρωποι, ο ένας εκ των οποίων απόψε θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο και θα ανέτρεπε τα δεδομένα. Μόνο που ακόμα δεν το ήξερε κανείς...
39
Λίγες ώρες νωρίτερα, και συγκεκριμένα γύρω στο μεσημέρι, ο Λεονάρντο ήταν βυθισμένος στη μελέτη της δικογραφίας του Μαρτσέ-
λο. Η Αμάντα έλειπε, είχε πάει ξανά στη φυλακή, πράγμα που συνήθιζε τελευταία. Ο δικηγόρος υποπτευόταν ότι το ενδιαφέρον της κοπέλας δεν περιοριζόταν στο να κάνει την παραμονή του νεαρού στη φυλακή πιο υποφερτή, αλλά πως είχε αρχίσει να τρέφει βαθύτερα αισθήματα για εκείνον. Ο Λεονάρντο ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό, καθώς αναλογίστηκε τις μηδαμινές πιθανότητες που είχε αυτή η σχέση να ευδοκιμήσει. Με τον Μαρτσέλο στη φυλακή –ποιος ξέρει για πόσα χρόνια–, η Αμάντα κάποια στιγμή θα κουραζόταν και θα τον άφηνε για να συνεχίσει τη ζωή της, πράγμα για το οποίο δε θα μπορούσε να την κατηγορήσει κανείς. Σήμερα το έργο της ήταν δύσκολο. Είχε πάει στη φυλακή για να τον ενημερώσει για το θάνατο της Σοφίας και να ζητήσει την άδεια από το διευθυντή να παραστεί τουλάχιστον στην κηδεία της μητέρας του, κάτι το οποίο φάνταζε μάλλον ακατόρθωτο υπό τις παρούσες συνθήκες. Ο Λεονάρντο έβγαλε τα γυαλιά και έτριψε τα μάτια του που τον έτσουζαν από το πολύωρο διάβασμα. Σηκώθηκε για να ξεμουδιάσει λιγάκι και πήγε μέχρι το κουζινάκι για να φτιάξει φρέσκο καφέ. Χωρίς τη ζωηρή παρουσία της Αμάντα, το γραφείο έμοιαζε έρημο και σιωπηλό σαν τάφος. Ήταν ώρα για το μεσημεριανό διάλειμμα και το κτίριο είχε σχεδόν αδειάσει από τους υπαλλήλους, που είχαν ξεχυθεί στα εστιατόρια ή στα μαγαζιά για τα ψώνια τους. «Ήρθα να σε πάρω για να βγούμε για φαγητό», άκουσε να του λέει μια φωνή πίσω του. Στράφηκε και είδε τον Αντόνιο, το φίλο του που είχε την καλοσύνη να του παραχωρήσει ένα μέρος του χώρου του. «Περνάς πολλές ώρες κλεισμένος εδώ μέσα. Λίγος ήλιος δε θα σε έβλαπτε», του είπε. Ο Λεονάρντο έριξε μια ματιά στα χαρτιά που ήταν απλωμένα στο γραφείο.
«Έχω πολλή δουλειά ακόμα», δικαιολογήθηκε, «αν και ώρες ώρες έχω την εντύπωση πως τσάμπα το παλεύω». Ο Αντόνιο γνώριζε καλά την υπόθεση, όπως επίσης γνώριζε την πλεκτάνη που είχε στηθεί εις βάρος του Μαρτσέλο Καβαλιέρι. Είχε τις διασυνδέσεις του και έκανε με τη σειρά του μια διακριτική έρευνα, αλλά η παγίδα είχε στηθεί τόσο αριστοτεχνικά γύρω από τον νεαρό, ώστε δε βρήκε κανένα στοιχείο για να στηριχτεί η υπεράσπιση. Μόρφασε δυσαρεστημένος σε αυτές τις σκέψεις. «Εσύ κι εγώ ξέρουμε πως οι ανατροπές είναι συχνές στη δουλειά μας», είπε στον Λεονάρντο σε μια προσπάθεια να του τονώσει το ηθικό. «Συμφωνώ, αρκεί να συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις», απάντησε εκείνος κάπως αφηρημένος. Ξαφνικά παράτησε τον καφέ του και φόρεσε βιαστικά το σακάκι και το παλτό του. «Έχεις δίκιο, χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα», είπε αιφνιδιάζοντας το φίλο και συνάδελφό του. «Πνίγομαι εδώ μέσα».
Όταν γύρισαν έπειτα από μία ώρα, βρήκαν την Αμάντα να κάθεται λυπημένη μπροστά στη σβηστή οθόνη του υπολογιστή της. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα, σημάδι ότι είχε κλάψει πολύ. Ο Λεονάρντο έτρεξε κοντά της. «Λοιπόν;» ρώτησε ανυπόμονα. Η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος της. «Δεν του δίνουν άδεια να έρθει στην κηδεία της Σοφίας. Φώναξα, παρακάλεσα, αλλά ήταν ανένδοτοι». «Το φοβόμουν κάτι τέτοιο», μουρμούρισε ο Λεονάρντο κατάχλομος. Σκέφτηκε τη γυναίκα που κάποτε ήταν το κέντρο του κόσμου του να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο της μέσα στον ψυκτικό θάλαμο του νεκροτομείου και ανατρίχιασε. Σχεδίαζε να μεταφέρει τη σορό της
στη Βενετία για να τη θάψει στο κοιμητήριο του Σαν Μικέλε πριν αρχίσει η δίκη, επειδή μετά θα ήταν πολύ απασχολημένος. Έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε χαμηλόφωνα, ώστε ίσα που ακούστηκε: «Και ο Μαρτσέλο...; Ήταν πολύ δεμένος με τη μητέρα του, πώς πήρε το μαντάτο του θανάτου της;» «Δεν ήθελε να το πιστέψει στην αρχή, νόμιζε πως του έλεγα ψέματα», είπε κομπιάζοντας η Αμάντα. Θα θυμόταν εκείνη τη σκηνή για το υπόλοιπο της ζωής της. Μέχρι τώρα είχε σταθεί τυχερή και δεν είχε θρηνήσει κανέναν κοντινό συγγενή της. Δεν μπορούσε, λοιπόν, να φανταστεί πόσο πόνο θα προκαλούσαν τα λόγια της. Καθόταν με τον Μαρτσέλο αντικριστά, έχοντας μεταξύ τους ένα τζάμι να τους χωρίζει, όταν τον είδε πρώτα να παγώνει και στη συνέχεια το πρόσωπό του να χάνει το χρώμα του. Είχε γίνει κάτασπρος και τα μαύρα μάτια του φάνταζαν ακόμα πιο μαύρα στο χλομό του δέρμα. Τα χείλη του είχαν πανιάσει. «Λες ψέματα», της είπε τρέμοντας ολάκερος. «Αν είχε πεθάνει, θα το είχα καταλάβει... θα το είχα νιώσει μέσα μου...» «Λυπάμαι», ήταν το μόνο που βρήκε να πει η κοπέλα. Ξαφνικά, ο Μαρτσέλο σηκώθηκε και έκανε μια κίνηση με το χέρι λες και ήθελε να διώξει από μπροστά του ένα ενοχλητικό έντομο. «Φύγε, σε παρακαλώ», ψιθύρισε. «Θέλω να μείνω μόνος μου». Η Αμάντα τον παρακολούθησε μουδιασμένη να εξαφανίζεται πίσω από τη μεταλλική πόρτα. Ήταν πολύ νωρίς για να ξέρει αν είχε ερωτευτεί τον όμορφο νεαρό άντρα· το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε να βρίσκεται διαρκώς μαζί του και ότι δεν άντεχε να τον βλέπει να υποφέρει. Εκείνος, από την πλευρά του, καλοδεχόταν τις επισκέψεις της, αλλά δεν είχε δείξει μέχρι τώρα ότι τον ενδιέφερε ως γυναίκα. Μερικές φορές το βλέμμα του έπαιρνε μια ονειροπόλα έκφραση καθώς την κοίταζε και η Αμάντα ευχόταν να είχε την ικανότητα να δει τι
σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό του. Ίσως αφορούσαν κάποια άλλη. Θα μπορούσε, βέβαια, να ρωτήσει τον Λεονάρντο αν ο Μαρτσέλο είχε φιλενάδα, αλλά προτιμούσε να μην το κάνει. Μολονότι οι δύο άντρες γνωρίζονταν αρκετά, οι σχέσεις τους δεν είχαν προλάβει να αναπτυχθούν στο βαθμό που χρειαζόταν ώστε να εξομολογηθεί ο ένας στον άλλο τα εσώψυχά του. Είχε φύγει με δάκρυα από τη φυλακή, έχοντας μπροστά της το τραγικό πρόσωπο του Μαρτσέλο καθώς την έδιωχνε. Ένιωσε το χέρι του Λεονάρντο να σφίγγει το δικό της, λες και προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Ανασήκωσε το βλέμμα και πρόσεξε ότι την κοίταζε θλιμμένος, όλο κατανόηση. Η Αμάντα τινάχτηκε και τράβηξε το χέρι της. Μερικά πράγματα ήθελε να τα κρατήσει μόνο για τον εαυτό της. «Παραλίγο να το ξεχάσω», είπε αναστατωμένη. «Ήρθε ένα πακέτο με κούριερ όσο λείπατε. Το άφησα στο γραφείο σας». Ο Λεονάρντο κοίταξε το κουτί παραξενεμένος. Είχε το μέγεθος ενός κουτιού παπουτσιών και, όταν έσκισε το χαρτί περιτυλίγματος, διαπίστωσε ότι ήταν ακριβώς αυτό. Ο Αντόνιο πλησίασε γεμάτος περιέργεια και, βλέποντας τον Λεονάρντο να διστάζει να το ανοίξει, το έκανε αυτός στη θέση του. Οτιδήποτε βρισκόταν στο εσωτερικό του ήταν καλά προστατευμένο με μπόλικα φύλλα εφημερίδας. Πάνω πάνω υπήρχε ένας φάκελος. Τον άνοιξε και έβγαλε μια κόλλα χαρτί όπου ήταν σημειωμένες μερικές αράδες. Ο γραφικός χαρακτήρας φαινόταν αντρικός. Ο Αντόνιο άρχισε να διαβάζει δυνατά: Μέσα θα βρείτε ό,τι χρειάζεστε ώστε να αθωωθεί ο Μαρτσέλο Καβαλιέρι. Επειδή φοβάμαι ότι είναι πιθανό να «θάψουν» ένα τόσο σπουδαίο στοιχείο, θα πρότεινα να το παραδώσετε σε κάποιον της απολύτου εμπιστοσύνης σας. Ένας άγνωστος φίλος
Ο Λεονάρντο παραμέρισε ανυπόμονα τα φύλλα εφημερίδας και στον πάτο του κουτιού ανακάλυψε ένα περίστροφο μέσα σε μια νάιλον σακούλα. Έσκυψαν και οι τρεις από πάνω του, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους απορημένες ματιές. Αυτό το περίστροφο ήταν εκείνο που πήρε η Κλόντια μαζί της φεύγοντας από το παλάτσο του Γκουερίνι, επειδή νόμιζε ότι ανήκε στον Φράνκο, και η ιδέα να το στείλουν στον Λεονάρντο ήταν του Βιτόριο. «Τι νομίζετε ότι είναι αυτό;» ρώτησε η Αμάντα κρατώντας την αναπνοή της. «Μία από τις ανατροπές που λέγαμε», απάντησε ο Αντόνιο ενθουσιασμένος. «Η απάντηση στις προσευχές μας», συμπλήρωσε ευλαβικά ο Λεονάρντο. Η κοπέλα τούς κοίταξε μην τολμώντας να ξεστομίσει αυτό που υποψιαζόταν. Ήταν πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό. Ο Αντόνιο έκλεισε πάλι το κουτί και το πήρε παραμάσχαλα. «Εγώ ξέρω το κατάλληλο πρόσωπο για να το παραδώσουμε», δήλωσε στον Λεονάρντο. «Πάμε, δεν πρέπει να χάνουμε καιρό». Οι δύο άντρες φορούσαν ακόμα τα παλτά τους και βγήκαν με φούρια από το γραφείο. Η Αμάντα κάθισε πάλι στη θέση της, νιώθοντας την καρδιά της να βροντοχτυπάει από την έξαψη. Ο Αντόνιο οδήγησε τον Λεονάρντο στο δικαστικό μέγαρο, εκεί όπου θα γινόταν και η δίκη του Μαρτσέλο σε μερικές μέρες. Ανέβηκαν με τα πόδια τις μαρμάρινες σκάλες μέχρι το δεύτερο όροφο και στο τέλος του διαδρόμου ο Αντόνιο σταμάτησε μπροστά σε μια κλειστή πόρτα και χτύπησε διακριτικά. Άνοιξε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο Λεονάρντο πρόλαβε μόνο να δει τη λέξη «ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ» γραμμένη με μαύρα γράμματα πάνω σε μια μπρούντζινη πλάκα. Ο άνθρωπος που καθόταν πίσω από ένα μεγάλο γραφείο έβγαλε
τα γυαλιά του και κοίταξε διαπεραστικά τους νεοφερμένους. Βρισκόταν στην ακμή της ηλικίας του, είχε συμπαθητικά αλλά αυστηρά χαρακτηριστικά και τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Επρόκειτο για έναν από τους καλύτερους ανακριτές του Μιλάνο και ήταν εκείνος που είχε ερευνήσει την υπόθεση για λογαριασμό του Αντόνιο. «Πόσο γρήγορα μπορείς να μάθεις τα πάντα γι’ αυτό το περίστροφο;» τον ρώτησε μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. Άφησε μπροστά του το κουτί και ο ανακριτής ανασήκωσε το καπάκι και κοίταξε συνοφρυωμένος το περιεχόμενο. «Τι υποτίθεται πως είναι αυτό;» ρώτησε τον Αντόνιο με καχυποψία. «Αυτό, φίλε μου, υποτίθεται πως είναι το περίστροφο που σκότωσε τον Ενρίκο Γκουερίνι», του απάντησε εκείνος με στόμφο. Ο ανακριτής άνοιξε ένα συρτάρι και πήρε από μέσα ένα ζευγάρι γάντια. Τα φόρεσε και έβγαλε το περίστροφο προσεκτικά από τη νάιλον σακούλα, για να μην καταστρέψει τα αποτυπώματα που λογικά υπήρχαν. «Πώς έφτασε στα χέρια σας;» ρώτησε, ενώ το περιεργαζόταν. «Ήρθε σήμερα με κούριερ στο γραφείο του Πελιτσάρο», είπε ο Αντόνιο βγάζοντας ταυτόχρονα το σημείωμα από την τσέπη του. Ο ανακριτής φόρεσε τα γυαλιά του και του έριξε μια γρήγορη ματιά. «Ενδιαφέρον!» γρύλισε μέσα από τα δόντια. Μετά στράφηκε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Πληκτρολόγησε στα γρήγορα μερικούς κωδικούς, με την ταχύτητα ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά τι κάνει. «Ας δούμε πρώτα απ’ όλα αν είναι καταχωρισμένο», εξήγησε στους δύο άντρες που τον παρατηρούσαν γεμάτοι ανυπομονησία. Αντέγραψε τον αριθμό που υπήρχε στο περίστροφο και περίμενε να δει το αποτέλεσμα από τη βάση δεδομένων. Δε χρειάστη-
καν παρά μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να βρεθεί ο κάτοχός του. Ο ανακριτής κοίταξε για λίγο την οθόνη και μετά έβγαλε τα γυαλιά του κι έριξε μια βλοσυρή ματιά στους δύο δικηγόρους. «Τι κακόγουστη φάρσα είναι αυτή, κύριοι;» ρώτησε αυστηρά. «Πιστεύετε ειλικρινά ότι ο Αλεσάντρο Γκουερίνι θα έφτανε στο σημείο να σκοτώσει το γιο του και να ρίξει το φταίξιμο στον Καβαλιέρι, έναν άνθρωπο που συνάντησε για πρώτη φορά στην προανάκριση;» Ο Λεονάρντο και ο Αντόνιο αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. «Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Λεονάρντο. Στο μέτωπό του γυάλιζαν σταγόνες ιδρώτα. «Αυτό το περίστροφο ανήκει στον Αλεσάντρο Γκουερίνι», συνέχισε στον ίδιο τόνο ο ανακριτής. «Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στα χέρια του ανθρώπου που σας το έστειλε και ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω σε τι αποσκοπούσε η κίνησή του. Θα κάνω, βέβαια, από την πλευρά μου όλες τις απαραίτητες ενέργειες, αλλά δε νομίζω ότι θα καταλήξουμε σε κάποιο ελπιδοφόρο αποτέλεσμα για τον πελάτη σας. Με λίγα λόγια, σας την έφεραν». «Διάολε!» ξέφυγε του Αντόνιο. «Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι η τύχη αποφάσισε να μας χαμογελάσει επιτέλους. Τώρα βρισκόμαστε πάλι εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, δηλαδή σε αδιέξοδο». Ο ανακριτής έβαλε το περίστροφο πάλι στο κουτί και το έκλεισε. «Αυτό θα το κρατήσω εγώ», δήλωσε χτυπώντας το καπάκι με το χέρι του. Μετά έδειξε τα χαρτιά που ήταν απλωμένα στο γραφείο του. «Λυπάμαι, αλλά έχω πολλή δουλειά...» «Σ’ ευχαριστώ για το χρόνο σου», είπε ο Αντόνιο ξεφυσώντας στενοχωρημένος. «Αν έχεις νέα, ειδοποίησέ μας, σε παρακαλώ». «Οπωσδήποτε!» υποσχέθηκε εκείνος και επέστρεψε σε αυτό που έκανε πριν φύγουν καλά καλά οι δύο άντρες. «Τζίφος η υπόθεση», σχολίασε χολωμένος ο Λεονάρντο μόλις βρέ-
θηκαν στο πεζοδρόμιο. «Λες αυτός ο φίλος σου ο ανακριτής να μας έκρυψε την αλήθεια; Θέλω να πω ότι εμείς δεν είδαμε τίποτα στην οθόνη, το περίστροφο θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε οποιονδήποτε». «Βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτόν», τον υπερασπίστηκε με θέρμη ο Αντόνιο. «Μπορεί να δίνει την εντύπωση άκαμπτου ανθρώπου, αλλά είναι αμερόληπτος και έντιμος. Πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο και ήμαστε συμφοιτητές στη Νομική». Επέστρεψαν στο γραφείο και, μόλις μπήκαν, η Αμάντα διάβασε την απογοήτευση στο πρόσωπό τους και κατάλαβε αμέσως. Δε ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες, άλλωστε δε θα είχε νόημα στην παρούσα φάση. «Έχω τελειώσει τη δουλειά μου για σήμερα», είπε στον Λεονάρντο με τσακισμένη φωνή. «Μπορώ να φύγω, παρακαλώ;» Εκείνος κοίταξε τα τακτοποιημένα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και της έδωσε την άδεια. Η Αμάντα φόρεσε το παλτό και το σκούφο της και έφυγε βιαστικά. Ένιωθε έντονα την ανάγκη να μείνει μόνη της, μήπως καταστάλαζε στο τι θα έκανε με τη ζωή της από εδώ και μπρος. «Πάω κι εγώ να συνεχίσω τη δουλειά μου», μουρμούρισε ο Αντόνιο μέσα από τα δόντια. «Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, παλιόφιλε». Ο Λεονάρντο έγνεψε αόριστα και πήγε να καθίσει στην πολυθρόνα του γραφείου του. Δεν είχε όρεξη να καταπιαστεί με οτιδήποτε και βάλθηκε να ατενίζει αφηρημένα από το παράθυρο τα κτίρια που βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Σκεφτόταν πόσο δραματικά είχε αλλάξει η ζωή του. Τη μια στιγμή έκανε όνειρα για το γάμο του και την άλλη ετοιμαζόταν να τα θάψει μέσα σε ένα φέρετρο, σε ένα σιωπηλό νησάκι στη Βενετία. Η ευτυχία είχε αποδειχτεί πολύ δύσκολη υπόθεση, τελικά. Δεν κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Ο ήλιος έδυσε κι αυτός καθό-
ταν και κοίταζε τα ολόφωτα κτίρια με φόντο το σκοτεινό ουρανό. Ο ήχος του τηλεφώνου διέκοψε απότομα τους ρεμβασμούς του. «Λέγετε...» απάντησε ανόρεχτα. «Ο σινιόρ Πελιτσάρο;» ρώτησε μια αόριστα γνώριμη φωνή. «Ο ίδιος», είπε ο Λεονάρντο και ξαφνικά θυμήθηκε πως αυτή η φωνή ανήκε στον ανακριτή. «Υποσχέθηκα να σας ενημερώσω μόλις είχα νεότερα...» άρχισε να λέει ο συνομιλητής του. «Σχετικά με το περίστροφο που σας φέραμε, φαντάζομαι», είπε ο Λεονάρντο αδιάφορα. «Μια που το αναφέρατε... ανήκει όντως στον κύριο Γκουερίνι, το επιβεβαίωσε και ο ίδιος. Όπως μας είπε, εκλάπη από το παλάτσο του το μεσημέρι από την πρώην σύζυγό του. Πάντως δεν είναι αυτός ο λόγος που σας τηλεφωνώ τέτοια ώρα». Ο Λεονάρντο κοίταξε μηχανικά το ρολόι του τοίχου και ξαφνιάστηκε βλέποντας πως ήταν ήδη οχτώ. Αυτό σήμαινε ότι καθόταν άπραγος για περισσότερο από έξι ώρες. «Πριν από μισή ώρα», συνέχισε ο ανακριτής, «εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον Φράνκο Ντονατσάν. Η κατηγορία που τον βαραίνει είναι φόνος». «Ο φόνος της Σοφίας Καβαλιέρι, υποθέτω», είπε ο Λεονάρντο ζωηρά. «Γι’ αυτόν δεν έχουμε ακόμα αποδείξεις, είναι δικές σας εικασίες», τον προσγείωσε απότομα ο άλλος. «Ο φόνος για τον οποίο κατηγορείται είναι αυτός του Ενρίκο Γκουερίνι». Ο Λεονάρντο γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη και το ακουστικό γλίστρησε από το χέρι του και έπεσε με θόρυβο πάνω στο γραφείο. Το άρπαξε βιαστικά και το κόλλησε πάλι στο αφτί του για να μη χάσει ούτε μία λέξη. «Ορίστε;» έκρωξε βραχνά, σαν κόρακας. «Φαίνεται απίστευτο, κι όμως είναι αληθινό», συνέχισε απτόητος
ο συνομιλητής του. «Δεν ξέρω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες, το μόνο που ξέρω είναι ότι η εντολή ήρθε από πολύ ψηλά, από τον ίδιο τον υπουργό Δικαιοσύνης. Μα την αλήθεια, σινιόρ Πελιτσάρο, σήμερα παίχτηκε ένα πολύ περίεργο παιχνίδι με δύο πανομοιότυπα περίστροφα». «Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Λεονάρντο. Είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του, και μαζί με αυτή και τη λαλιά του. «Εσείς καταλήξατε να κρατάτε το πιστόλι του Γκουερίνι κι εκείνος το πιστόλι του Ντονατσάν. Δεν ξέρω κατά πόσο εμπλέκεται η πρώην σύζυγος στην υπόθεση και τι ρόλο έπαιξε. Την ψάχνουν για να δώσει κατάθεση, αλλά προς το παρόν έχει εξαφανιστεί». Ο ανακριτής σταμάτησε και πήρε βαθιά ανάσα. «Όπως είπα και πριν, δεν έχω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι κατηγορίες που βαραίνουν τον Καβαλιέρι δεν υφίστανται πλέον και η αποφυλάκισή του είναι απλώς ζήτημα ημερών». «Και το πιστόλι που ενοχοποιούσε τον πελάτη μου;» ρώτησε ο Λεονάρντο. «Αυτό που φυλάσσεται στην Εισαγγελία και που δήθεν σκότωσε τον Ενρίκο Γκουερίνι;» «Δεν καταλαβαίνω για ποιο πιστόλι μιλάτε, σινιόρ Πελιτσάρο», ήρθε η απρόσμενη απάντηση από την άλλη άκρη της γραμμής. «Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπήρξε ποτέ». Ξαφνικά ο ανακριτής χαμήλωσε τη φωνή, λες και φοβόταν ότι θα τον άκουγε κάποιος αόρατος ακροατής. «Μην το σκαλίζετε το πράγμα, αγαπητέ, αυτή είναι η συμβουλή μου. Να είστε ευχαριστημένος με την απρόβλεπτη τροπή που πήρε η υπόθεση. Ο πελάτης σας, αυτή τη στιγμή, είναι πιο καθαρός κι από λευκό περιστέρι, αυτό έχει σημασία. Αφήστε τα υπόλοιπα στη δικαιοσύνη. Αργά ή γρήγορα θα κάνει σωστά τη δουλειά της». «Έχετε δίκιο», συγκατένευσε ο δικηγόρος. «Πότε θα αποφυλακιστεί ο Καβαλιέρι;» «Αύριο το πρωί θα ετοιμάσω το απαλλακτικό βούλευμα. Αν περνούσε από το χέρι μου, θα τον άφηνα σήμερα κιόλας, αλλά καταλα-
βαίνετε πως πρέπει να ακολουθήσω τη συνήθη διαδικασία. Βρίσκεται στη φυλακή σχεδόν ένα μήνα, δε θα πάθει τίποτε αν μείνει μια δυο μέρες παραπάνω». «Δε βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω», είπε συγκινημένος ο Λεονάρντο. «Όχι εμένα, σινιόρ Πελιτσάρο. Αν νιώθετε την ανάγκη να ευχαριστήσετε κάποιον, τότε ευχαριστήστε το Θεό. Εκείνος δε συγχωρεί την αδικία και έχει τον τρόπο Του για να την επανορθώνει. Παρεμπιπτόντως, ίσως σας ενδιαφέρει να μάθετε ότι ο δικαστής Αμάτι παραιτήθηκε ξαφνικά πριν από μισή ώρα επικαλούμενος λόγους υγείας. Καληνύχτα σας, αγαπητέ, πιστεύω πως απόψε θα κοιμηθείτε πιο ήρεμος. Εγώ, τουλάχιστον, αυτό θα κάνω». «Καληνύχτα», είπε ο Λεονάρντο και έκλεισε τη γραμμή. Ο Μαρτσέλο ήταν, επιτέλους, ελεύθερος. Κοίταξε γύρω του το έρημο γραφείο· δεν υπήρχε κανείς για να μοιραστεί τη χαρά του. Ακόμα και ο Αντόνιο είχε φύγει πριν από ώρα. Ξαφνικά, η απουσία της Σοφίας βάραινε περισσότερο από ποτέ. Οι ώμοι του έγειραν και τον πήρε το παράπονο. Σκέπασε με τα χέρια το πρόσωπό του και αναλύθηκε σε κλάματα, σαν μικρό παιδί.
40
Ο Φράνκο ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια και ξεκλείδωσε με τρεμάμενα χέρια την κλειδαριά στο δωμάτιο της Δάφνης. Η κοπέλα καθόταν σε μια γωνιά και, μόλις τον είδε, πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένη. Ο Φράνκο ήταν από τους άντρες που φρόντιζαν να είναι πάντα περιποιημένοι και η τωρινή εμφάνισή του απείχε πολύ από εκείνη με την οποία τον είχε συνηθίσει. Αυτό, όμως, που την τρόμαξε περισσότερο ήταν το πρόσωπό του. Φαινόταν αγριεμένο, με χείλη σφιγμένα και μάτια που γυάλιζαν, ίδια μάτια τρελού.
«Φεύγουμε!» της είπε επιτακτικά, βάζοντας τα χέρια στη μέση. Η Δάφνη ζάρωσε φοβισμένη. «Γιατί;» θέλησε να μάθει. «Θα σου πω στο δρόμο, δεν έχω καιρό για χάσιμο». «Δεν πάω πουθενά», βρήκε το κουράγιο να ψελλίσει η κοπέλα. Ο Φράνκο έχασε την υπομονή του. Έκανε να τρέξει προς το μέρος της για να την αρπάξει με το ζόρι, όταν είδε τη Δάφνη να φέρνει το χέρι στο στόμα, προσπαθώντας να πνίξει μια κραυγή έκπληξης. Τα μάτια της είχαν καρφωθεί πίσω από την πλάτη του, στο σημείο όπου ήταν η πόρτα. Ο Φράνκο στράφηκε απότομα και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Τζέιμς. Έσμιξε τα φρύδια απορημένος. Δεν τον είχε δει ποτέ και δεν ήξερε ποιος ήταν ο άγνωστος που στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο του. Σκέφτηκε την πιθανότητα να είναι κάποιος κλέφτης που, βρίσκοντας την εξώπορτα του παλάτσο ανοιχτή, μπήκε για να αρπάξει οτιδήποτε έβρισκε μπροστά του. Κάτι, όμως, στη στάση του άλλου του έλεγε πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Αναμέτρησε τον αντίπαλο, προσπαθώντας να καταλάβει αν θα τον κατάφερνε. Είχαν το ίδιο ύψος και ήταν εξίσου γεροδεμένος, αλλά αρκετά νεότερός του και φαινόταν αποφασισμένος για όλα. Έριξε μια κλεφτή ματιά προς το μέρος της Δάφνης, που συνέχιζε να κοιτάζει προς την πόρτα. Η φίνα, πορσελάνινη επιδερμίδα της φάνταζε ακόμα πιο χλομή, σχεδόν εξαϋλωμένη, και τα τεράστια κεχριμπαρένια μάτια της είχαν σκοτεινιάσει από την αγωνία. Ο Φράνκο ξαφνικά κατάλαβε από την αντίδρασή της ότι εκείνη ήξερε αυτό τον άντρα και έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας· δεν ήταν κάποιος που βρέθηκε απλώς να περνάει έξω από το παλάτσο, αλλά ένα σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της, ίσως εραστής, και η Δάφνη συμπεριφερόταν έτσι επειδή φοβόταν για τη ζωή του. «Δεν είναι δυνατό!» ψιθύρισε τελικά εκείνη ξεψυχισμένα. Η θέα του Τζέιμς με τα τσαλακωμένα ρούχα και το αξύριστο πρό-
σωπο της έφερε στο νου εικόνες από το χειρότερο εφιάλτη της, τον εφιάλτη που την τυραννούσε δύο μέρες τώρα. Ο Τζέιμς ζωσμένος παντού από φλόγες... ο Τζέιμς να τρέχει να γλιτώσει από τη φωτιά σέρνοντας μαζί του μια γυναίκα δίχως πρόσωπο... οι κραυγές ανθρώπων που υπέφεραν πολύ και, τελικά, η βουτιά από ένα παράθυρο στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Στον εφιάλτη της, αυτά τα ρούχα φορούσε ο Τζέιμς, και η Δάφνη φοβόταν ότι όσα είχε δει θα συνέβαιναν από στιγμή σε στιγμή. Γι’ αυτό τον κοίταζε αποσβολωμένη, αλλά και επειδή κατάλαβε, έστω και καθυστερημένα, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξεριζώσει από την καρδιά και το μυαλό της. Ο Φράνκο άφησε ένα ζωώδες γρύλισμα και του ρίχτηκε. Ο Τζέιμς περίμενε μια τέτοια κίνηση από την πλευρά του και δεν αιφνιδιάστηκε. Τραβήχτηκε την τελευταία στιγμή και η γροθιά του Ιταλού βρήκε μόνο αέρα. Είχε να εμπλακεί σε καβγά από τα μαθητικά του χρόνια, αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τέθηκε σε λειτουργία αμέσως. Πριν προλάβει ο Φράνκο να επιτεθεί ξανά, ο Τζέιμς τού κατέφερε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι και ο άλλος διπλώθηκε στα δύο μουγκρίζοντας. Δεν έχασε, όμως, τον καιρό του· έτσι όπως ήταν σκυμμένος, όρμησε εναντίον του αντιπάλου του και οι δύο άντρες βρέθηκαν αγκαλιασμένοι να παλεύουν στο πάτωμα. «Φύγε, Δάφνη, τρέξε!» φώναξε ο Τζέιμς στα ελληνικά. Έψαξε με το βλέμμα να βρει πού ήταν η κοπέλα και για λίγες στιγμές η προσοχή του αποσπάστηκε. Ο Φράνκο το εκμεταλλεύτηκε και βρέθηκε από πάνω του, εφαρμόζοντας με το ένα χέρι ένα επώδυνο κεφαλοκλείδωμα, ενώ με το άλλο τον γρονθοκοπούσε ανελέητα. Ο Τζέιμς ένιωσε να ζαλίζεται από τα απανωτά χτυπήματα και το στόμα του ξαφνικά γέμισε αίμα, που ένιωσε να τον πνίγει. Προσπάθησε να αποτινάξει από πάνω του τον Φράνκο, αλλά εκείνος τον κρατούσε γερά και δεν εννοούσε να τον αφήσει. Το πρόσωπό του είχε
πάρει μια θριαμβευτική έκφραση και από τα χείλη του έβγαιναν επιφωνήματα ικανοποίησης. Ο Τζέιμς μάζεψε όλη τη δύναμή του και, σηκώνοντας το πόδι, κλότσησε τον Φράνκο στη βουβωνική χώρα. Αυτός έβγαλε μια κραυγή πόνου και η λαβή του χαλάρωσε. Καθώς ο Τζέιμς μπόρεσε να αναπνεύσει και πάλι ελεύθερα, είδε σαν μέσα από σύννεφο τη Δάφνη να χιμάει πάνω στον Φράνκο. Προς στιγμήν, εκείνος αιφνιδιάστηκε, αλλά η επίθεση της λεπτοκαμωμένης κοπέλας ήταν αστεία υπόθεση για έναν καλογυμνασμένο άντρα. Την πέταξε από πάνω του με ευκολία, ή μάλλον την εκσφενδόνισε στον τοίχο σαν να ήταν άψυχη κούκλα. Η Δάφνη προσπάθησε να κρατηθεί από κάπου και παρέσυρε στο διάβα της την τηλεόραση, που έπεσε στο πάτωμα και εξερράγη με έναν εκκωφαντικό κρότο, σκορπίζοντας ολόγυρα λάμψεις. Οι μεταξωτές κουρτίνες άρπαξαν αμέσως φωτιά και άρχισαν να καίγονται. Το ίδιο και η μοκέτα. Ο Τζέιμς σηκώθηκε τρεκλίζοντας και είδε τη Δάφνη πεσμένη στο πάτωμα, ενώ οι φλόγες την πλησίαζαν. Προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από το χτύπημα του Φράνκο και δεν είχε συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν. Έκανε να τρέξει για να τη βοηθήσει να σηκωθεί, όταν ένιωσε τα μπράτσα του αντιπάλου του να τυλίγονται γύρω από τα πόδια του. Οι δύο άντρες κυλίστηκαν εκ νέου στο πάτωμα, αλλά αυτή τη φορά η απελπισία όπλισε τον Τζέιμς με περίσσια δύναμη. Άρχισε να γρονθοκοπεί τον Φράνκο λυσσαλέα, μέχρι που τον άφησε σχεδόν αναίσθητο. Είδε με τρόμο τα ρούχα της Δάφνης να έχουν πάρει φωτιά και στ’ αφτιά του έφτασαν, θαρρείς από το υπερπέραν, τα ουρλιαχτά και οι τραγικές εκκλήσεις της για βοήθεια. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι και, αρπάζοντας το πάπλωμα, όρμησε μέσα από τις φλόγες που άρχισαν να θεριεύουν επικίνδυνα και την κουκούλωσε με αυτό. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και έσπευ-
σε να βγει από το δωμάτιο. Βρισκόταν ήδη στην πόρτα, όταν ένιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει σαν μέγκενη από τον αστράγαλο. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα, συμπαρασύροντας και τη Δάφνη. Η κοπέλα άφησε ένα αδύναμο βογκητό. Το κορμί της είχε καεί άσχημα σε μερικά σημεία και η παραμικρή επαφή τής προκαλούσε αφάνταστο πόνο. Τα μαλλιά της, που έπεφταν άλλοτε σαν καταρράκτης στην πλάτη της, είχαν τσουρουφλιστεί και κρέμονταν σαν κουρελιασμένη κουρτίνα στο πρόσωπό της, σκεπάζοντας τις απαίσιες κόκκινες φουσκάλες στα μάγουλά της. Ανέδιδε ολόκληρη μια παράξενη μυρωδιά, σαν κρέας που είχε παραψηθεί στα κάρβουνα. Εκείνη τη στιγμή ξεκόλλησε από το ταβάνι ένα δοκάρι και έπεσε φλεγόμενο στη μέση του δωματίου. Ο Φράνκο, βήχοντας από τον καπνό, σηκώθηκε τρεκλίζοντας και το έβαλε στα πόδια. Ο Τζέιμς άρπαξε και πάλι τη Δάφνη στην αγκαλιά του και τον μιμήθηκε. Από πίσω τους οι φλόγες είχαν αρχίσει να γλείφουν την πόρτα και σύντομα εγκατέλειψαν τον κλειστό χώρο του δωματίου για να αρχίσουν να εξαπλώνονται με αστραπιαία ταχύτητα σε ολόκληρο τον όροφο. Από τη στιγμή που έφτασε ο Φράνκο στο παλάτσο μέχρι να συντελεστεί η καταστροφή, δεν είχαν περάσει παρά μόνο δέκα λεπτά. Έβλεπε την περιουσία του να καίγεται και η μοναδική του έννοια ήταν πώς να τη σώσει. Φτάνοντας στον πιο κάτω όροφο, κατευθύνθηκε στο τηλέφωνο για να πάρει την πυροσβεστική. Πίσω του άκουγε τα βήματα του Τζέιμς που κατέβαινε αγκομαχώντας τη σκάλα. Ο Φράνκο δεν πρόλαβε καν να πλησιάσει στο τηλέφωνο. Αναγκάστηκε να σταματήσει όταν μπροστά του εμφανίστηκε ο Αλεσάντρο Γκουερίνι κρατώντας ένα πιστόλι. Ξοπίσω του έρχονταν τέσσερις σωματοφύλακες και ο λόρδος Έρλιν. «Ακίνητος και τα χέρια ψηλά για να σε βλέπω!» τον διέταξε ο μεγιστάνας, τρέμοντας από οργή. Ο Φράνκο ξεροκατάπιε και με μια γρήγορη ματιά κατάλαβε ότι
ήταν άσχημα στριμωγμένος. Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, σήκωσε υπάκουα τα χέρια. «Αλεσάντρο, φίλε μου, τι σ’ έπιασε στα καλά καθούμενα;» ρώτησε και κάτι σαν υποψία χαμόγελου χαράχτηκε στα χείλη του. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και ο Τζέιμς κουβαλώντας τη Δάφνη, που έσφιγγε τα χείλη για να μην ουρλιάξει. Ο λόρδος Έρλιν γούρλωσε τα μάτια. «Τζέιμς, τι γυρεύεις εσύ εδώ;» ρώτησε έκπληκτος. Ο Φράνκο έριξε μια λοξή ματιά στο νέο άντρα που ακουμπούσε ξέπνοος στην κουπαστή. «Έπρεπε να το φανταστώ ότι είναι ο εγγονός σου», είπε μορφάζοντας. «Σου μοιάζει αρκετά. Στοιχηματίζω ότι δουλεύει κι αυτός για λογαριασμό σας». Η Δάφνη έστρεψε τα μάτια προς το μέρος του Τζέιμς και τον κοίταξε θλιμμένα. Ήταν ένας σιχαμερός προδότης, αλλά δεν έπαυε να τον λαχταράει και να τον αγαπάει σαν τρελή. Ξαφνικά, ο Φράνκο κινήθηκε αστραπιαία προς το μέρος της. Την έπιασε και την έβαλε σαν ασπίδα μπροστά του, ενώ το μπράτσο του πίεζε το σβέρκο της. Τα μάτια της Δάφνης γέμισαν δάκρυα από τον πόνο. Ο Τζέιμς έσφιξε τις γροθιές του και ο λόρδος Έρλιν έβγαλε το πιστόλι από την τσέπη του. Βλέποντάς τον, οι σωματοφύλακες του Γκουερίνι έκαναν το ίδιο. «Αν είστε έξυπνοι θα μείνετε στις θέσεις σας, κύριοι», φώναξε ο Φράνκο που βρέθηκε αντιμέτωπος με έξι περίστροφα στραμμένα καταπάνω του. «Αρκεί μόνο μία κίνηση για να της σπάσω το σβέρκο. Μα το Θεό, είμαι ικανός να το κάνω, δεν έχω να χάσω τίποτα πια». Ενόσω έλεγε αυτά, περπατούσε αργά, σέρνοντας μαζί του και τη Δάφνη, ώστε να δημιουργήσει μια απόσταση ασφαλείας. Όλη αυτή την ώρα, η φωτιά συνέχιζε το καταστροφικό έργο της. Το κτίριο είχε γεμίσει καπνούς, αναστέναζε και βογκούσε σαν να
ήταν άνθρωπος που ψυχορραγεί. Οι λαίμαργες φλόγες κατέτρωγαν τα πάντα, μην αφήνοντας τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Σε αυτό βοήθησαν σημαντικά η φρέσκια μπογιά και το λάδι που είχε χρησιμοποιηθεί για να ζωντανέψουν οι ζωγράφοι τις ξεθωριασμένες παραστάσεις στους τοίχους. Ξαφνικά, ένα μεγάλο μέρος του ταβανιού υποχώρησε και, πέφτοντας, απέκοψε τον Γκουερίνι από τους σωματοφύλακές του. Κάποιος από αυτούς τους άντρες βρισκόταν ακριβώς από κάτω και καταπλακώθηκε, βρίσκοντας φριχτό θάνατο μέσα στις φλόγες. Ένας άλλος που προσπάθησε να τον βοηθήσει λαμπάδιασε αμέσως και έτρεξε ξετρελαμένος από φόβο και πόνο προς το παράθυρο. Έσπασε το τζάμι και πετάχτηκε έξω σαν πυρσός στο σκοτάδι. Την πτώση του ακολούθησαν μερικά ουρλιαχτά και στη συνέχεια ένας δυνατός παφλασμός. Οι άλλοι δύο σωματοφύλακες γλίτωσαν παρά τρίχα, αλλά από το σημείο όπου στέκονταν ήταν αδύνατο να προστατέψουν το αφεντικό τους. Ο πυκνός καπνός και οι φλόγες, που είχαν στήσει τρελό χορό μπροστά τους, τους εμπόδιζαν να επέμβουν. Σε έναν κύκλο φωτιάς είχαν απομείνει μόνο οι κύριοι πρωταγωνιστές αυτού του δράματος. Υπήρχε ακόμα καιρός να ξεφύγουν, αλλά κανείς δε φαινόταν διατεθειμένος να κάνει την πρώτη κίνηση. «Χα χα», κάγχασε ο Φράνκο, βλέποντας τον Γκουερίνι και τον Έρλιν να τον απειλούν με τα περίστροφά τους. «Και να σκεφτείτε ότι σκότωσα τον Ντάντε επειδή τόλμησε να σας αποκαλέσει ραμολιμέντα. Τώρα βλέπω πόσο δίκιο είχε». Ο Αλεσάντρο έχασε το χρώμα του με αυτή την τόσο κυνική δήλωση. Ο πόνος στο στήθος του επανήλθε δριμύτερος και το χέρι του άρχισε να τρέμει. «Άφησε την κοπέλα, είναι δική μου!» φώναξε βραχνά ο Έρλιν. Όλως περιέργως, η ηλικία του δε φαινόταν να επηρεάζει τη σταθερότητα του χεριού και της φωνής του. «Ηλίθιε γέρο!» βρυχήθηκε ο Φράνκο, φτύνοντας τις λέξεις. «Κα-
νείς δεν μπορεί να την έχει, δεν το κατάλαβες ακόμα;» Κοίταξε με ένα βλέμμα τρυφερότητας και απέχθειας συνάμα τη Δάφνη, που στεκόταν μετά βίας στα πόδια της, και μετά σήκωσε τα κοκκινισμένα μάτια του για να αντικρίσει τις θεριεμένες φλόγες που έβγαιναν από τα παράθυρα. Από μακριά ακούγονταν φρενιασμένες σειρήνες. «Απόψε πεθαίνουν όσα αγάπησα», συμπλήρωσε με τρομερή φωνή. Το μπράτσο του άρχισε να πιέζει επικίνδυνα το σβέρκο της κοπέλας και ο Τζέιμς, που δεν τον άφηνε από το μάτια του, αποφάσισε πως τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να του ορμήσει. Δεν είχε ολοκληρώσει το άλμα του, όταν ακούστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τρεις πυροβολισμοί. Ο πρώτος προερχόταν από το πιστόλι του Αλεσάντρο Γκουερίνι και η σφαίρα τραυμάτισε τον Φράνκο στον ώμο. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο ηλικιωμένος άντρας έπεφτε μισολιπόθυμος, βλαστημώντας την καρδιά του που τον πρόδωσε την ώρα που τη χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Η δεύτερη σφαίρα έφυγε από το πιστόλι του Έρλιν, με προορισμό επίσης τον Φράνκο. Ο Τζέιμς, όμως, βρισκόταν στην πορεία της και ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα την εισέπραττε εκείνος, αν δεν έπεφτε ταυτόχρονα ο τρίτος πυροβολισμός, από έναν άνθρωπο που μέχρι εκείνη την ώρα στεκόταν στη σκιά και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα με κομμένη την ανάσα. Ήταν η λαίδη Κάθριν, η οποία δε δίστασε να στρέψει το όπλο που κρατούσε πάνω στον άντρα της, για να σώσει τον εγγονό της από βέβαιο θάνατο. Ο Φράνκο, ουρλιάζοντας από τον πόνο, παράτησε τη Δάφνη και έπιασε το σακατεμένο μπράτσο του τη στιγμή που ο λόρδος σωριαζόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Στην πλάτη του, ο αιμάτινος λεκές απλωνόταν με φοβερή ταχύτητα. Κοίταξε με απορία τη λαίδη Κάθριν, που είχε πετάξει το πιστόλι και είχε πέσει στα γόνατα κλαίγοντας γοερά.
Αλήθεια, ποια υπεράνθρωπη δύναμη ώθησε αυτή την ετοιμοθάνατη γυναίκα να τρέξει από το Λονδίνο στη Βενετία και να εμφανιστεί την πιο κρίσιμη στιγμή; Ήταν απλώς η γυναικεία της διαίσθηση ότι κινδυνεύει ένας αγαπημένος ή η ενδόμυχη ελπίδα να βοηθήσει τον εγγονό της να ξανακερδίσει το κορίτσι που αγαπούσε και να τον δει επιτέλους ευτυχισμένο; Μόλις πληροφορήθηκε από τον Τζέιμς ότι ο λόρδος βρισκόταν στη Βενετία, κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, αλλιώς εκείνος δε θα έφευγε. Θέλοντας να δει με τα ίδια της τα μάτια πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία, έδωσε εντολή στον πιστό της Άλφρεντ να ναυλώσει αμέσως ένα ιδιωτικό αεροπλάνο. Ο μπάτλερ, αφού προσπάθησε του κάκου να την αποτρέψει να πραγματοποιήσει αυτό το τρελό σχέδιο, αποφάσισε πως το μόνο που του απέμενε να κάνει ήταν να τη συνοδεύσει. Η λαίδη Κάθριν, πριν φύγει, πήρε από το συρτάρι της σιφονιέρας τον παλιό της φίλο, ένα εικοσιδυάρι αυτόματο περίστροφο. Λίγοι ήταν αυτοί που θυμούνταν πως στα νιάτα της είχε υπάρξει άριστη κυνηγός και δεινή σκοπεύτρια. Αυτό το πιστόλι τής το είχε κάνει δώρο ο ίδιος ο λόρδος και το φύλαγε στο συρτάρι για να θυμάται τις ξένοιαστες μέρες των νεανικών της χρόνων, όταν κάλπαζε ξέφρενα μαζί του στην εξοχή. Το περιποιόταν συχνά, με περισσή φροντίδα, και έπειτα από τόσα χρόνια λειτουργούσε άψογα. Ο Άλφρεντ ξαφνιάστηκε βλέποντας την κυρά του να κατεβαίνει με πρωτοφανή ζωηράδα τις σκάλες. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα, λες και την είχε αγγίξει μια νεράιδα με το ραβδάκι της και της είχε ξαναδώσει την υγειά της, ενώ τα μάτια της άστραφταν σαν γαλάζια πετράδια. «Πάμε!» τον πρόσταξε φορώντας το παλτό και τα γάντια της. «Τι στέκεσαι και με κοιτάς σαν χαζός;» Ο Άλφρεντ βιάστηκε να βγάλει τη Ρολς Ρόις από το γκαράζ και στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής το βλέμμα του ήταν καρφωμέ-
νο στον καθρέφτη, παρακολουθώντας τη γηραιά κυρία που παρατηρούσε τα πάντα γύρω της με ενδιαφέρον. Μη λάθεψαν τάχα οι γιατροί; αναρωτήθηκε πολλές φορές. Μην έγινε κανένα θαύμα; Αναθάρρησε σε αυτή τη σκέψη και την ακολούθησε σχεδόν ενθουσιασμένος στο αεροπλάνο. Όταν έφτασαν στη Βενετία, η λαίδη Κάθριν νοίκιασε ένα ταχύπλοο με οδηγό. Δυστυχώς, ούτε εκείνη ούτε ο Άλφρεντ είχαν καλές σχέσεις με τα πλεούμενα. Είπε στον άνθρωπο να τους πάει στο παλάτσο του Γκουερίνι, γιατί σκέφτηκε πως κάθε φορά που ερχόταν ο άντρας της στη Βενετία έμενε εκεί. Έφτασαν την ώρα που έμπαινε ο Φράνκο, και ενώ η λαίδη Κάθριν ήταν αποφασισμένη στην αρχή να χτυπήσει την πόρτα και να απαιτήσει να την οδηγήσουν στον άντρα της, ώστε να της εξηγήσει εκείνος τι συμβαίνει, αποφάσισε στη συνέχεια πως ήταν καλύτερα να περιμένει. Είδε, λοιπόν, σε λίγο τον επισκέπτη να τρέχει αλλόφρων προς το σκάφος του και έπειτα τον Γκουερίνι, το λόρδο και τους σωματοφύλακες να επιβιβάζονται με τη σειρά τους σε ένα ταχύπλοο και να τον κυνηγούν. Διέταξε τον οδηγό του δικού της να κάνει το ίδιο. Όταν έφτασε στο παλάτσο του Φράνκο, τα δύο σκάφη ήταν αραγμένα στην αποβάθρα και λίγο πιο κάτω η βαρκούλα του Τζέιμς βολόδερνε ακυβέρνητη. Αλλά ακόμα και από αυτή την απόσταση αναγνώρισε το μπουφάν του εγγονού της· ο Τζέιμς το είχε βγάλει για να μην εμποδίζει τις κινήσεις του. Κατέβηκε μόνη της στην αποβάθρα και απαγόρευσε ρητά στον Άλφρεντ να την ακολουθήσει. Η πόρτα του παλάτσο ήταν μισάνοιχτη, η λαίδη Κάθριν την έσπρωξε και μπήκε. Ο Γκουερίνι, ο λόρδος και οι τέσσερις σωματοφύλακες ανέβαιναν ήδη τις σκάλες που οδηγούσαν στους πιο πάνω ορόφους. Όλοι προχωρούσαν αργά, σχεδόν
στις μύτες των ποδιών, για να μην κάνουν θόρυβο. Κανείς από αυτούς τους άντρες δεν την είχε πάρει είδηση. Εκείνη τους ακολούθησε και, βλέποντάς τους να σταματούν, κρύφτηκε σε μια γωνιά και περίμενε με την ψυχή στο στόμα. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα από την αγωνία και έφερε το χέρι στο στήθος, λες και έτσι θα μπορούσε να κατευνάσει τους χτύπους της. Στην αρχή μύρισε τον καπνό και λίγο πριν ξεπηδήσουν οι φλόγες από τον τελευταίο όροφο είδε τον Φράνκο και τον Τζέιμς με τη Δάφνη στην αγκαλιά του να κατεβαίνουν πανικόβλητοι τις σκάλες. Παρακολούθησε όλο το σκηνικό της πύρινης λαίλαπας και της ανθρώπινης τρέλας. Όταν κατάλαβε ότι ο Γκουερίνι και ο λόρδος ετοιμάζονταν να πυροβολήσουν τον Φράνκο, με τον Τζέιμς να βρίσκεται στη μέση, το ένστικτο του κυνηγού βγήκε στην επιφάνεια, και αντέδρασε αστραπιαία, χωρίς να το καλοσκεφτεί. Ήταν ή ο Τζέιμς ή ο άντρας της· μεταξύ των δύο, προτιμούσε σαφώς τον πρώτο. Έβγαλε το πιστόλι από την τσάντα της και πυροβόλησε σχεδόν χωρίς να σημαδέψει. Η σφαίρα καρφώθηκε στη ραχοκοκαλιά του Ρίτσαρντ, σώζοντας τον εγγονό της από βέβαιο θάνατο. Έπειτα πέταξε το πιστόλι και έπεσε στα γόνατα, σκεπάζοντας με τις χούφτες το πρόσωπό της. Ο άντρας που αγαπούσε κειτόταν ακίνητος, με μια έκφραση απορίας. Άρχισε να σέρνεται κοντά του κλαίγοντας.
Στο μεταξύ, η πυρκαγιά κατέκαιγε τα πάντα και τους απειλούσε όλους. Οι σειρήνες της πυροσβεστικής και των ασθενοφόρων ακούγονταν πλέον σε απόσταση αναπνοής. Έξω από το παλάτσο επικρατούσε πανζουρλισμός και στο κανάλι είχαν μαζευτεί κάθε λογής πλεούμενα, φορτωμένα με περίεργους, που ήθελαν να ζήσουν από κοντά τα γεγονότα, κρατώντας συνετά και κάποια απόσταση ασφαλείας. Περισσότερο προνομιούχοι ήταν αυτοί που έμεναν στα απέναντι
κτίρια· είχαν κρεμαστεί στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, σαν τσαμπιά, παρακολουθώντας με φρίκη την καταστροφή. Ο ουρανός πάνω από το φλεγόμενο μέγαρο είχε βαφτεί κόκκινος. Οι σπίθες, αφού πρώτα εκτινάσσονταν ψηλά, στη συνέχεια έπαιρναν καθοδική πορεία, για να σβήσουν την οργή τους στα νερά της λιμνοθάλασσας, που έλαμπαν από την αντανάκλαση της φωτιάς. Η αστυνομία είχε εκκενώσει τα διπλανά κτίρια και προσπαθούσε απεγνωσμένα να βάλει μια τάξη σε αυτό το χάος, αλλά οι άνθρωποι, που από τη φύση τους αρέσκονται να γίνονται μάρτυρες δραματικών γεγονότων, δεν εννοούσαν να κουνήσουν ρούπι από τις θέσεις τους, καθιστώντας το έργο των αρμόδιων ακόμα δυσκολότερο. Οι δύο σωματοφύλακες του Γκουερίνι κάποια στιγμή αποφάσισαν να τα παίξουν όλα για όλα και, ορμώντας με αυτοθυσία στη φωτιά, κατάφεραν να αρπάξουν τον αναίσθητο μεγιστάνα πριν καεί ζωντανός. Βγήκαν από το παλάτσο και τον φόρτωσαν σε κάποιο από τα ασθενοφόρα, αφού ενημέρωσαν πρώτα τους πυροσβέστες ότι μέσα υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι. Το ασθενοφόρο έφυγε αμέσως, μεταφέροντάς τον στο νοσοκομείο με σοβαρότατο καρδιακό επεισόδιο. Η λαίδη Κάθριν είχε φτάσει μπουσουλώντας τον άντρα της και καθόταν τώρα κατάχαμα, έχοντας το κεφάλι του στα πόδια της. Του χάιδευε τα άσπρα μαλλιά και έκλαιγε. Ο Φράνκο στεκόταν αποσβολωμένος απέναντι από τον Τζέιμς, που στήριζε μετά βίας τη Δάφνη στα πόδια της, κρατώντας την από τη μέση. Αρνιόταν ακόμα να αποδεχτεί το γεγονός ότι είχαν τελειώσει όλα. Στο αγριεμένο του πρόσωπο, μαυρισμένο από τον καπνό, τα μάτια του άστραφταν από μια λάμψη πανικού. Ξαφνικά άφησε ένα πονεμένο μουγκρητό και άρχισε να τρέχει. Πήδηξε πάνω από τις φλόγες και εξαφανίστηκε στις σκάλες. Ο Τζέιμς έριξε μια ανήσυχη ματιά γύρω του. Σε πέντε λεπτά θα ήταν πολύ αργά. Η θερμοκρασία είχε ανέβει και τα πρόσωπα όλων ήταν ιδρωμένα και μουντζουρωμένα από την κάπνα.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα μαντίλι και το έδωσε στη Δάφνη για να το βάλει μπροστά στη μύτη της, ώστε να μην εισπνέει τον καπνό. Τότε ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησε πόσο άσχημα είχε καεί η κοπέλα και πόσο πρέπει να υπέφερε από τα τραύματά της. Απ’ όλους όσοι βρέθηκαν στο παλάτσο, η φωτιά επέλεξε τη Δάφνη για να της προκαλέσει τη μεγαλύτερη ζημιά. Ο Τζέιμς κοίταξε σοκαρισμένος το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της, τις καψαλισμένες τούφες των μαλλιών της και τα καμένα ρούχα της, που άφηναν να φαίνεται η πληγιασμένη σάρκα. Φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει και χρειαζόταν επειγόντως ιατρική φροντίδα. Καταπίνοντας με δυσκολία έναν κόμπο που του στάθηκε στο λαιμό, την έβαλε να καθίσει σε ένα σκαλοπάτι και έτρεξε προς το μέρος της γιαγιάς και του παππού του. Με μια ματιά κατάλαβε ότι ο λόρδος δεν είχε καμιά ελπίδα. Ο γέρος τον ένιωσε και άνοιξε με δυσκολία τα μάτια. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά από το στόμα του δε βγήκε καμία λέξη, παρά μόνο ο επιθανάτιος ρόγχος. Ξεψύχησε έχοντας το απλανές βλέμμα του καρφωμένο πάνω στον εγγονό του και το στόμα ανοιχτό, με τη «συγνώμη» που ποτέ δεν πρόλαβε να πει στην άκρη της γλώσσας του. Ο Τζέιμς άρπαξε τη γιαγιά του και προσπάθησε να την αποσπάσει. «Είναι πολύ αργά, πέθανε», της είπε παίρνοντας μικρές, κοφτές ανάσες. «Δεν ωφελεί να μένουμε εδώ, κινδυνεύουμε». Ένα ακόμα φλεγόμενο δοκάρι έπεσε πίσω από τη Δάφνη και η κοπέλα, που κόντευε να λιποθυμήσει από την εξάντληση και τους φοβερούς πόνους, συνήλθε απότομα από τη χαύνωση. Σηκώθηκε και ήρθε τρεκλίζοντας κοντά τους, αναζητώντας απατηλή προστασία. Η λαίδη Κάθριν κοίταξε ικετευτικά τον εγγονό της και από τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. «Η θέση μου είναι εδώ, δίπλα του», είπε δείχνοντας το άψυχο κορμί του γέρου.
Στύλωσε το βλέμμα πάνω στο ωχρό πρόσωπο του άντρα της και μηχανικά άρχισε να του στρώνει τα μαλλιά. «Ο θάνατος μου χτύπησε ήδη την πόρτα, Τζέιμς, αλλά δεν τον φοβάμαι», είπε κομπιάζοντας μέσα από τους λυγμούς της. «Δικαιούμαι, νομίζω, να διαλέξω εγώ τον τρόπο που θα πεθάνω». Αγκάλιασε το λόρδο με τρυφερότητα και έσφιξε το κεφάλι του στο στήθος της, σαν να ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός. Τα κατάλευκα μαλλιά του απορρόφησαν τα δάκρυά της και στέγνωσαν τα ρυτιδιασμένα της μάγουλα. «Τον αγάπησα πολύ... ακόμα τον αγαπάω», είπε με τσακισμένη φωνή, σαν να μοιρολογούσε. «Κανείς δεν μπορεί να μου στερήσει το δικαίωμα να πεθάνω μαζί του, ούτε καν εσύ». Ξαφνικά τινάχτηκε και κοίταξε γύρω της με φρίκη. «Πάρε την κοπέλα και φύγε, όσο υπάρχει ακόμα καιρός», τον παρότρυνε. Μετά στράφηκε προς το μέρος της Δάφνης. «Σ’ αγαπάει, κορίτσι μου, και ξέρω πως κι εσύ τον αγαπάς», της είπε με έκδηλη την αγωνία στη φωνή της. Τα γαλάζια μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα. «Σου ορκίζομαι πως ο Τζέιμς δεν είχε ιδέα για τα σχέδια του παππού του. Η μοίρα το θέλησε να ανταμωθούν οι δρόμοι σας για να διορθώσει αυτός την αδικία. Αν δεν πιστεύεις αυτόν, τότε πίστεψε εμένα, δεν μπορώ να πω ένα τέτοιο ψέμα τη στιγμή που η ψυχή μου θα λογοδοτήσει σύντομα για τα έργα της». «Σας πιστεύω», της είπε συγκινημένη η Δάφνη και της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. Μετά κάρφωσε τα παράξενα μάτια της πάνω στον Τζέιμς και ξαφνικά θυμήθηκε κάποιο όραμα που είχε δει στην Κρήτη, στην αρχή της γνωριμίας τους. Τότε είχε οραματιστεί πως την τελευταία φορά που θα έβλεπε ο Τζέιμς τη γιαγιά του θα ήταν με την ηλικιωμένη κυρία πεσμένη στα πόδια του, όπως ακριβώς συνέβαινε αυτή τη στιγμή. «Φύγε, λοιπόν, Τζέιμς, τι περιμένεις;» κραύγασε απελπισμένη η λαίδη Κάθριν. Εκείνος κοίταξε γύρω του με γουρλωμένα μάτια και άφησε ένα πονεμένο μουγκρητό. Τα δευτερόλεπτα είχαν αρχίσει ήδη να με-
τρούν αντίστροφα για τη ζωή όλων, σε λίγο θα ήταν πολύ αργά. Αν ήταν μόνος του, θα άρπαζε τη γιαγιά του με το ζόρι και θα την ανάγκαζε να τον ακολουθήσει, αλλά είχε να σκεφτεί και τη Δάφνη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν απίθανο –αν όχι ακατόρθωτο– να τις σώσει και τις δύο. Προσπαθώντας να κυριαρχήσει στα συναισθήματά του και έχοντας επίγνωση ότι δε θα την ξανάβλεπε ποτέ πια, αγκάλιασε συντετριμμένος την ηλικιωμένη γυναίκα που στάθηκε σαν μάνα και πατέρας γι’ αυτόν, και απόθεσε ένα ευλαβικό φιλί στο μέτωπό της. Μετά έσφιξε τα δόντια με αποφασιστικότητα και έπιασε τη Δάφνη από το χέρι. Έψαξε να βρει διέξοδο ανάμεσα στις φλόγες και, βλέποντας ένα μικρό κενό ανάμεσά τους, το τελευταίο που είχε απομείνει, άρχισε να τρέχει προς τα εκεί. Η κοπέλα είχε έντονα την αίσθηση πως είχε ξαναζήσει αυτή τη σκηνή πολλές φορές, και ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν μέσα της. Η γυναίκα του εφιάλτη της, που έτρεχε αλαφιασμένη μαζί με τον Τζέιμς για να ξεφύγει από τις φλόγες, εκείνη η άγνωστη χωρίς πρόσωπο, απέκτησε τώρα και πρόσωπο και ταυτότητα. Ήταν αυτή η ίδια. Έψαξε απεγνωσμένα να βρει το παράθυρο που θα τους χάριζε τη σωτηρία ή το θάνατο, γιατί δεν ξεχνούσε πως το όραμά της τελείωνε στα νερά της λιμνοθάλασσας, χωρίς να έχει συνέχεια. Ήταν προτιμότερο, όμως, από το να καεί ζωντανή. Είχε δοκιμάσει τις γλώσσες της φωτιάς στο πετσί της και δεν ήθελε καν να σκέφτεται πώς θα ήταν να φλέγεται ολόκληρο το κορμί της. «Από εδώ!» ούρλιαξε δείχνοντας ξαφνικά ένα παράθυρο. Αλλαξοδρόμησαν απότομα και κατευθύνθηκαν τρέχοντας, πιασμένοι χέρι χέρι, προς τα εκεί, ήδη στα όρια της εξάντλησης. Λίγο πριν πηδήξουν, ο Τζέιμς στράφηκε και κοίταξε προς το μέρος της γιαγιάς του. Δεν μπόρεσε να διακρίνει και πολλά πράγματα, αλλά είδε ανάμεσα στις φλόγες και στον καπνό το περίγραμμα δύο κορμιών, ξα-
πλωμένων το ένα δίπλα στο άλλο, που έμοιαζαν να κυματίζουν ανάερα λόγω της θερμότητας. Η λαίδη Κάθριν είχε αγκαλιάσει τον άντρα της και περίμενε με καρτερική στωικότητα το θάνατο, σχεδόν ανυπομονούσε να τον συναντήσει. Τη στιγμή που τα πάντα κατέρρεαν γύρω της με πάταγο, κόλλησε τα χείλη της πάνω στα ξυλιασμένα χείλη του λόρδου και του χάρισε το τελευταίο φιλί που έμελλε να δώσει στη ζωή της. Όσο, όμως, κι αν είχε ατσαλώσει τη θέλησή της για την τελική δοκιμασία, δεν ήταν προετοιμασμένη για το φριχτό μαρτύριο που θα επακολουθούσε. Καθώς την έζωναν οι φλόγες, κατατρώγοντας το άρρωστο κορμί της, άνοιξε το στόμα και έβγαλε ένα αλλόκοτο ουρλιαχτό απέραντης οδύνης. Οι κραυγές της ακούστηκαν μέχρι έξω, κάνοντας το αίμα των ανθρώπων να παγώσει. Ο Τζέιμς, εκείνη τη στιγμή, είχε αρπάξει τη Δάφνη στην αγκαλιά του και πηδούσαν από το παράθυρο, σπάζοντας το τζάμι. Καθώς βουτούσαν στο κενό, συνοδευόμενοι από μια βροχή αιχμηρών γυαλιών, η κοπέλα πρόλαβε να συλλογιστεί ότι οι εικόνες των οραμάτων της ωχριούσαν μπροστά στην ολέθρια πραγματικότητα· ένιωσε μια απέραντη λύπη στη σκέψη ότι τώρα πια ήξερε σε ποιον ανήκαν οι κραυγές απόγνωσης και ευχήθηκε να ήταν κάποιος άλλος, άγνωστος, στη θέση της γηραιάς κυρίας. Οι σκέψεις της κόπηκαν μαχαίρι μόλις τα πόδια της άγγιξαν τη βρόμικη λιμνοθάλασσα. Το νερό στάθηκε ευεργετικό για τα εγκαύματά της και, καθώς την τύλιγε με τη δροσιά του, οι πόνοι εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας και ένιωσε ανείπωτη γαλήνη και ηρεμία. Οι φωνές του κόσμου, οι σειρήνες και το απαίσιο τριζοβόλημα της φωτιάς σταμάτησαν ξαφνικά, ο θάνατος και η καταστροφή έμειναν στην επιφάνεια, μαζί με τα αποκαΐδια που επέπλεαν. Ξεγλίστρησε σαν χέλι από την αγκαλιά του Τζέιμς, που δεν πρό-
λαβε να τη συγκρατήσει, και άφησε το ρεύμα του καναλιού να την παρασύρει. Καθώς τα πόδια της ακουμπούσαν στο λασπερό βυθό, προσευχήθηκε να μείνει για πάντα στην υγρή αγκαλιά της Βενετίας. Μετά έκλεισε τα μάτια και τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω της.
41
Η έξοδος του Φράνκο από το παλάτσο χαιρετίστηκε από το πλήθος με επιφωνήματα επιδοκιμασίας και χειροκροτήματα. Οι πιο ευαίσθητοι δάκρυσαν. Εκείνος περιέφερε αγριεμένος το βλέμμα στον όχλο και ένιωσε να τον πλημμυρίζουν οργή και μίσος για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Στα δικά του μάτια φαινόταν ότι είχαν μαζευτεί για να διασκεδάσουν με το θέαμα και ευχόταν να είχε τη δύναμη να τους κάνει να πονέσουν όπως πονούσε αυτός, να εξαφανίσει διά παντός αυτούς τους καραγκιόζηδες, που φόρεσαν τη μάσκα της συμπόνιας και ήρθαν δήθεν για συμπαράσταση. «Είστε πληγωμένος, κύριε», του φώναξε κάποιος πυροσβέστης τρέχοντας προς το μέρος του. «Πρέπει να πάτε οπωσδήποτε στο νοσοκομείο». Τότε μόνο πρόσεξε ο Φράνκο τα τέσσερα πυροσβεστικά σκάφη και τα δύο ασθενοφόρα που ήταν αραγμένα μπροστά στο φλεγόμενο κτίριο. Αφέθηκε να τον παρασύρουν προς τα εκεί και ένας αστυνομικός προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να επιβιβαστεί. Ο άνθρωπος εκείνος τον κοίταξε διαπεραστικά και ξαφνικά συνοφρυώθηκε. «Μα είστε ο Φράνκο Ντονατσάν!» είπε, φέρνοντας ασυναίσθητα το χέρι στη θήκη του όπλου του. Η διαταγή για τη σύλληψη του επιχειρηματία είχε κυκλοφορήσει σε όλα τα αστυνομικά τμήματα και τα περιπολικά είχαν εφοδιαστεί
με μια καλή φωτογραφία. Ο αστυνομικός κόντεψε να μην αναγνωρίσει τον Φράνκο στα χάλια που βρισκόταν και χρειάστηκε να έρθει πολύ κοντά του για να καταλάβει ποιος ήταν πραγματικά ο τραυματίας. Στον Φράνκο δεν άρεσε αυτή η κίνηση, και ακόμα περισσότερο που είδε τον άντρα να φέρνει κοντά στο στόμα τον ασύρματο που ήταν προσαρτημένος στον ώμο του. Τέντωσε τα αφτιά και προσπάθησε να ακούσει. Τα μισόλογα του τύπου «τον κρατάω...» και «χρειάζομαι ενισχύσεις...» επίσης δεν του άρεσαν και τον προβλημάτισαν στιγμιαία. Μετά θυμήθηκε ότι, πριν από λίγο, είχε παραδεχτεί μπροστά στον Αλεσάντρο Γκουερίνι πως είχε σκοτώσει το γιο του. Υπήρξε μάρτυρας της σωτηρίας του μεγιστάνα από τους σωματοφύλακές του και βλαστημούσε τώρα την απρονοησία του, ή μάλλον τη βλακεία του. Ήταν επόμενο ο γέρος, βγαίνοντας, να τον καρφώσει στους αστυνομικούς. Η αλήθεια, βέβαια, απείχε πολύ από αυτό που πίστευε ο Φράνκο, όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Συνειδητοποίησε πως, αν έμενε λίγο ακόμα, μετά θα ήταν πολύ αργά για να ξεφύγει από την τσιμπίδα του νόμου. Κοίταξε γύρω του πανικόβλητος, ψάχνοντας για πιθανούς τρόπους διαφυγής. Ξαφνικά τα μάτια του καρφώθηκαν στο σκάφος του, που συνέχιζε να είναι αραγμένο στην αποβάθρα, και τον πλημμύρισε μια άγρια χαρά. Μέσα στο χαλασμό κανείς δε σκέφτηκε να το απομακρύνει από το αγκυροβόλι του και η μηχανή του δούλευε ακόμα στο ρελαντί, αφού ήταν αδύνατο να ακουστεί στο πανδαιμόνιο των σειρήνων. Ο Φράνκο κινήθηκε αστραπιαία. Έδωσε μια με τον αγκώνα του στην κοιλιά του αστυνομικού και, καθώς ο άνθρωπος διπλωνόταν στα δύο από τον πόνο, έτρεξε προς την αποβάθρα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε λύσει τον κάβο και είχε πηδήξει μέσα στο σκάφος. Μέχρι να συνέλθει ο αστυνομικός, εκείνος φούλαρε τις μηχανές και έστριψε το τιμόνι ενενήντα μοίρες. Μανουβράροντας επιδέξια ανάμεσα στα υπόλοιπα σκάφη, αν και αναπόφευκτα δεν μπόρεσε να
αποφύγει μερικές μικροσυγκρούσεις, κατάφερε να δραπετεύσει, για δεύτερη φορά την ίδια μέρα. Φτάνοντας στην καμπή του καναλιού, έκοψε ταχύτητα και έστρεψε το κεφάλι πίσω, για να δει μήπως τον κυνηγούν. Δύο περιπολικά, που ξεχώριζαν από μακριά λόγω των γαλαζοκόκκινων λάμψεων που έστελναν ολόγυρα οι φάροι στις πλώρες, έρχονταν προς το μέρος του, αλλά προς το παρόν το πλήθος των υπόλοιπων σκαφών τα εμπόδιζε να αναπτύξουν την κανονική ταχύτητά τους. Έχοντας για πρώτη φορά μια πανοραμική θέα του φλεγόμενου μεγάρου, ο Φράνκο ένιωσε να κατακλύζεται από ποικίλα συναισθήματα, όπως απελπισία, θυμό, φόβο και μίσος για όσους συνέβαλαν στην καταστροφή. Καταπίνοντας τα δάκρυά του, απομακρύνθηκε από το καταραμένο μέρος, με τις σειρήνες των περιπολικών να ηχούν πλέον καθαρά στ’ αφτιά του. Η Βενετία ήταν η πόλη του· σε αυτή γεννήθηκε, σε αυτή μεγάλωσε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Τα κανάλια δεν είχαν μυστικά από τον Φράνκο, η αλμύρα της θάλασσας είχε ποτίσει κάθε πόρο του κορμιού του και είχε μάθει να οδηγεί σκάφος πριν πάει καλά καλά στο σχολείο. Ήξερε κάθε πέρασμα, κάθε γωνιά, κάθε αραξοβόλι. Αυτή η κατά τα άλλα περιττή γνώση αποδείχτηκε απόψε πολύ χρήσιμη. Οδήγησε το σκάφος του σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο και το έκρυψε στο άνοιγμα που κάποτε χρησίμευε για θαλάσσιο γκαράζ. Από εκείνο το σημείο πέρασαν ανύποπτα έπειτα από λίγο τα αστυνομικά σκάφη και, μόλις ο ήχος από τις σειρήνες τους απομακρύνθηκε, ο Φράνκο μπόρεσε επιτέλους να ανασάνει με ανακούφιση. Ο ώμος του τον έκαιγε και η παραμικρή κίνηση του αριστερού χεριού τού προκαλούσε αφόρητους πόνους. Στο σκάφος είχε ένα μικρό φαρμακείο με τα πλέον απαραίτητα, γι’ αυτό σκέφτηκε να περιποιηθεί λίγο την πληγή του. Άρχισε να ξεντύνεται και, όταν έφτασε η ώρα να
βγάλει το πουκάμισο, έσφιξε τα δόντια μουγκρίζοντας· το ύφασμα είχε ποτίσει από το αίμα και κόντευε να γίνει ένα με το δέρμα του. Μένοντας γυμνός από τη μέση και πάνω, είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τον πόνο, και κάτι άλλο, πολύ δυσάρεστο: το τσουχτερό κρύο. Μέσα σε λίγα λεπτά το κορμί του ξύλιασε και τα δόντια του άρχισαν να κροταλίζουν ανεξέλεγκτα. Καθάρισε την πληγή όπως όπως και τη σκέπασε με μπόλικες γάζες, σε μια απέλπιδη προσπάθεια να σταματήσει την αιμορραγία. Κατάπιε δύο παυσίπονα, χωρίς νερό, φόρεσε ξανά τα ρούχα του και μαζεύτηκε σαν κουβάρι σε μια γωνιά για να ζεσταθεί. Τον πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος ταραγμένος, όλο εφιάλτες, και όταν ξύπνησε, έπειτα από τέσσερις ώρες, ριγούσε και φλεγόταν ολόκληρος από τον πυρετό. Η σφαίρα είχε σφηνωθεί στην ωμοπλάτη και η αναπόφευκτη μόλυνση προχωρούσε πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε υπολογίσει. Ο Φράνκο σκέφτηκε αυθόρμητα την Τάνια. Ήταν γιατρός και σίγουρα το πιο κατάλληλο πρόσωπο, από πλευράς εχεμύθειας, να χειριστεί ένα περιστατικό σαν το δικό του. Φοβόταν, όμως, να πάει στο σπίτι του. Το πιο πιθανό ήταν να παρακολουθείται, ίσως μάλιστα οι αστυνομικοί περίμεναν από αυτόν να πέσει στην παγίδα τους καθισμένοι αναπαυτικά στο σαλόνι του. Το κινητό του δεν είχε μπαταρία για να την ειδοποιήσει, αλλά ακόμα κι αν κατάφερνε να βρει τηλέφωνο μέσα στη νύχτα, με ποια δικαιολογία θα σηκωνόταν να φύγει η Τάνια χωρίς να σύρει ξοπίσω της ένα τσούρμο μπάτσους; Προς μεγάλη του απογοήτευση αναγκάστηκε να απορρίψει αυτό το σχέδιο. Έπρεπε, όμως, να βρει οπωσδήποτε κάποια λύση στο πρόβλημά του, και μάλιστα χωρίς αναβολή. Ένα τέτοιο τραύμα δεν περνούσε με ασπιρίνες και, αν συνέχιζε να μένει άπραγος, το μόνο που θα κατάφερνε στο τέλος θα ήταν να εξαντληθεί και να επιδεινώσει ακόμα περισσότερο την κατάστασή του. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά του ένα ασθενοφόρο και
μελαγχόλησε. Το νοσοκομείο βρισκόταν δίπλα, αλλά, όπως και η Τάνια, ήταν εντελώς απαγορευμένο. Οι γιατροί θεωρούσαν υποχρέωσή τους να αναφέρουν στην αστυνομία τραυματισμούς από σφαίρες, οπότε δε χρειαζόταν ιδιαίτερη εξυπνάδα για να φανταστεί τι θα επακολουθούσε μόλις πατούσε το πόδι του εκεί μέσα. Αν ήθελε να γίνει σωστά η δουλειά του, έπρεπε να φύγει από τη Βενετία, να βρει κάποιο γιατρό και να διακινδυνεύσει μια πρωτόγονη εγχείρηση στο ιδιωτικό ιατρείο του. Είχε στο πορτοφόλι του κάτι παραπάνω από χίλια ευρώ, δηλαδή ένα σεβαστό ποσό, ικανό να εξαγοράσει τη σιωπή και την εχεμύθεια. Πόσο μακριά, όμως, μπορούσε να φτάσει στην κατάστασή του προτού καταρρεύσει; Ξαφνικά, το πρόσωπό του φωτίστηκε από μια υπέροχη ιδέα. Το νοσοκομείο ήταν δίπλα, θα μπορούσε να τρυπώσει απαρατήρητος και να κλέψει μερικά φάρμακα της προκοπής, όπως παραδείγματος χάριν αντιβιοτικές ενέσεις και πιο ισχυρά παυσίπονα. Αυτά θα του εξασφάλιζαν το χρόνο που χρειαζόταν. Ήταν παρακινδυνευμένο, αλλά, εφόσον είχε περιορισμένες επιλογές, αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να δοκιμάσει. Ακόμα και στην περίπτωση που γινόταν αντιληπτός, ο Φράνκο ήλπιζε ενδόμυχα πως η καλή του τύχη θα συνέχιζε να διάκειται ευνοϊκά προς αυτόν και θα τον βοηθούσε να ξεφύγει. Μέσα σε μια μέρα τον είχαν στριμώξει άσχημα δύο φορές, γιατί λοιπόν να μην τα καταφέρει και την τρίτη; Έβαλε μπρος τη μηχανή και βγήκε από την κρυψώνα του με χίλιες δυο προφυλάξεις. Λίγα λεπτά αργότερα, και χωρίς να έχει συναντήσει ψυχή, άραζε το σκάφος του σε μια σκοτεινή γωνιά. Ανέβηκε στο πλακόστρωτο και έκανε πεζός την υπόλοιπη διαδρομή. Ήταν περίπου δύο μετά τα μεσάνυχτα και η κίνηση ανύπαρκτη. Στην είσοδο του νοσοκομείου διέκρινε ένα νοσοκόμο που είχε βγει για να καπνίσει ανενόχλητος το τσιγάρο του. Ένα θριαμβευτικό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του Φράνκο. Η βασική έγνοια του
ήταν πώς θα έμπαινε στο νοσοκομείο φορώντας ένα σακάκι βουτηγμένο στο αίμα, αλλά η προφανής λύση στεκόταν μπροστά του, στο πρόσωπο του ανυποψίαστου νοσοκόμου, που συνέχιζε να καπνίζει αρειμανίως. Βρήκε μια μεγάλη πέτρα και, πηγαίνοντας αθόρυβα από πίσω του, τον χτύπησε στο κεφάλι με όλη του τη δύναμη. Ο άνθρωπος σωριάστηκε αναίσθητος, χωρίς να προλάβει να βγάλει άχνα. Ο Φράνκο τον τράβηξε παράμερα και, αφού έβγαλε το σακάκι του, φόρεσε στη συνέχεια τη φόρμα του άλλου. Του έπεφτε κάπως στενή, αλλά θα έκανε μια χαρά τη δουλειά της. Έκρυψε τον άντρα πίσω από ένα πεζούλι, σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του και μπήκε στο νοσοκομείο με σκυμμένο το κεφάλι, φροντίζοντας οι κινήσεις του να δείχνουν φυσιολογικές. Λόγω της προχωρημένης ώρας, το νοσοκομείο λειτουργούσε με μειωμένο προσωπικό και όλοι έδειχναν απορροφημένοι στη δουλειά τους. Οι δύο νοσοκόμες που κάθονταν στην υποδοχή τού έριξαν ένα αδιάφορο βλέμμα και γύρισαν πάλι στα χαρτιά τους. Ο Φράνκο ξεθάρρεψε και άρχισε να ψάχνει στους διαδρόμους, διαβάζοντας βιαστικά τις επιγραφές στις πόρτες, για να εντοπίσει το δωμάτιο όπου φυλασσόταν το φαρμακευτικό υλικό. Το νοσοκομείο δεν ήταν μεγάλο και βρήκε σχετικά γρήγορα αυτό που γύρευε. Όλως παραδόξως, η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Ή είχαν ξεχάσει να την κλειδώσουν ή δεν είχε σημειωθεί κάποιο κρούσμα κλοπής μέχρι τώρα, που να δικαιολογεί μέτρα ασφαλείας. Μπήκε και με μεγάλη χαρά διαπίστωσε πως δε χρειαζόταν να ανάψει το φως. Τα τρία τεράστια ψυγεία, τακτοποιημένα στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, ήταν από αυτά τα μοντέρνα, που είχαν στην πρόσοψή τους τζάμι αντί για συμπαγές υλικό, και το λαμπερό φως που ξεχυνόταν από το εσωτερικό τους ήταν αρκετό για να φωτίσει επαρκώς ένα χώρο τουλάχιστον διπλάσιο. Τα ψυγεία ήταν γεμάτα φάρμακα και ο Φράνκο αναρωτήθηκε
αυθόρμητα τι στην οργή χρειαζόταν όλα αυτά τα φάρμακα ένα τόσο μικρό νοσοκομείο. Άρχισε να γεμίζει τις τσέπες του με διάφορα σκευάσματα που πίστευε ότι θα τον βοηθούσαν να κρατηθεί στα πόδια του μέχρι να βρει κάποιο γιατρό στα περίχωρα. Είχε τελειώσει, όταν άκουσε ξαφνικά να ανοίγει η πόρτα. Πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από ένα μεταλλικό τραπέζι και είδε να μπαίνουν στο δωμάτιο μια νοσοκόμα και ένας γιατρός. Οι λόγοι για τους οποίους ήρθαν έγιναν αμέσως φανεροί. Το ζευγάρι δεν έχασε καιρό και άρχισε τις ερωτικές περιπτύξεις πάνω στο μεταλλικό τραπέζι, αγνοώντας ότι πρόσφερε άθελά του θέαμα. Ο Φράνκο αναγκάστηκε να υποστεί για τα επόμενα δέκα λεπτά τα ηδονικά αγκομαχητά, τα πρόστυχα ερωτόλογα και τα λάγνα λικνίσματα των ξαναμμένων παρτενέρ, που είχαν δοθεί ψυχή τε και σώματι στο έργο τους. Αν δεν είχε το τραύμα στον ώμο να τον τρελαίνει με τον ανυπόφορο πόνο του, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε τελειώσει κι αυτός μαζί τους, και μάλιστα χωρίς να το επιδιώξει ιδιαίτερα. Το μαρτύριό του κάποτε έληξε και μπόρεσε, επιτέλους, να ανασάνει με ανακούφιση μόνο όταν τους είδε να σηκώνονται και να τακτοποιούν τα ρούχα τους. «Πότε έχεις ξανά βάρδια;» ρώτησε ναζιάρικα η νοσοκόμα το γιατρό, κουμπώνοντας ταυτόχρονα τη στολή της. «Θα φύγω με άδεια για δύο εβδομάδες», απάντησε εκείνος με μια υποψία αδιαφορίας στη φωνή του. Απομακρύνθηκε από κοντά της και άνοιξε ένα ψυγείο. «Υποσχέθηκα στην Τερέζα και στα παιδιά να πάμε για σκι στο Ίνσμπρουκ». Ψαχούλεψε κάμποσο ανάμεσα στα μπουκαλάκια, ενώ σκεφτόταν ότι, γυρίζοντας από τις διακοπές του, έπρεπε να βάλει τέλος σε αυτή την ιστορία. Είχε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή και δεν ήταν διατεθειμένος να την τινάξει στον αέρα για μερικά πηδήματα, έστω κι αν ήταν τόσο συναρπαστικά. Στο νοσοκομείο είχαν ήδη αρχίσει να τον κουβεντιάζουν και αν τα πιπεράτα σχόλια έφταναν κάποια
στιγμή στ’ αφτιά της Τερέζα, εκείνη δε θα του συγχωρούσε τη μικρή του ατασθαλία. Θα έπαιρνε τα παιδιά και θα έφευγε, αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού. Κι αυτός λάτρευε τα παιδιά του και δε σκόπευε να τα στερηθεί για τίποτα στον κόσμο. Έδωσε στη νοσοκόμα ένα μπουκαλάκι κι εκείνη το κοίταξε εξεταστικά. «Μορφίνη...» είπε. «Είναι για την ασθενή του 212;» «Ναι. Αυτή η φουκαριάρα έχει καεί πολύ άσχημα και, όταν συνέλθει από τη νάρκωση, θα πονάει φοβερά». Ξαφνικά είχαν γίνει δύο επαγγελματίες που μιλούσαν με ενδιαφέρον για κάποιο νοσηλευόμενο. «Τι ιστορία κι αυτή απόψε με την πυρκαγιά!» αναστέναξε λυπημένη η νοσοκόμα. «Έτυχε να περνάω από το Μεγάλο Κανάλι καθώς ερχόμουν στη δουλειά και αναγκαστικά σταμάτησα για λίγο. Σου λέω... σκέτη φρίκη, δεν ξέρω αν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Είναι θαύμα που επέζησε αυτή η κοπέλα. Τη λυπάμαι την κακομοιρούλα, κάποτε πρέπει να ήταν πολύ όμορφη». Λέγοντας αυτά, προχωρούσε προς την πόρτα και η τελευταία φράση έφτασε σβησμένη μέχρι τον Φράνκο. Το ζευγάρι έφυγε αφήνοντάς τον στην ησυχία του, αλλά και σε τρομερό δίλημμα. Ήταν ξεκάθαρο ότι η νοσοκόμα μιλούσε για τη φωτιά που κατέστρεψε το παλάτσο του και η κοπέλα στην οποία αναφερόταν δεν πρέπει να ήταν άλλη από τη Δάφνη. Απ’ όσο γνώριζε, μόνο αυτή είχε υποστεί εγκαύματα. Ξαφνικά άφησε ένα πονεμένο μουγκρητό και ανοιγόκλεισε σπασμωδικά τις γροθιές του. Αυτή τη στιγμή δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί καθαρά. Η θολωμένη λογική του καταλόγιζε υπαιτιότητα για το κατάντημά του στη Δάφνη, αφήνοντας απέξω τον πραγματικό ένοχο, δηλαδή τον εαυτό του. Για τον Φράνκο δε μετρούσε καθόλου το γεγονός ότι πριν από λίγες ώρες ήταν έτοιμος να εναποθέσει τη ζωή του στα πόδια αυτής της γυναίκας, ενώ τώρα, αν την είχε μπροστά του, θα τη στραγγάλιζε πολύ ευχαρίστως...
«Τι σε εμποδίζει να το κάνεις, λοιπόν; Δε θα σου πάρει παραπάνω από πέντε λεπτά», ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. Η φωνή ήταν τόσο καθαρή, ώστε ο Φράνκο αλαφιάστηκε και κοίταξε γύρω του, περιμένοντας να δει να ξεπετάγεται από κάποια γωνιά ένας άνθρωπος αόρατος μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Φράνκο πήρε τις αποφάσεις του στα γρήγορα. Θα έφευγε από τη Βενετία πολύ πιο ήσυχος γνωρίζοντας ότι έχει κλείσει πίσω του όλες τις εκκρεμότητες. Άλλωστε το τραύμα του μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα. Καλού κακού, όμως, έκανε δύο ενέσεις, μια αντιβιοτική και μια παυσίπονη. Νιώθοντας ήδη καλύτερα, άνοιξε την πόρτα και έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι για να ελέγξει το διάδρομο. Καθώς δεν είδε κανέναν, κατευθύνθηκε γρήγορα προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο δεύτερο όροφο, όπου λογικά βρισκόταν το δωμάτιο 212. Ήταν δίπλα στο γραφείο της προϊσταμένης και μάλλον προοριζόταν για ασθενείς που έχρηζαν ιατρικής παρακολούθησης όλη την ώρα, εξ ου και η μεγάλη τζαμαρία, που άφηνε να φαίνεται σχεδόν ολόκληρος ο χώρος. Αυτή την ώρα τα περισσότερα φώτα ήταν σβηστά και μέσα στο σύθαμπο ο Φράνκο διέκρινε μια ακίνητη φιγούρα πάνω στο κρεβάτι. Ήταν τυλιγμένη με γάζες, από το κεφάλι μέχρι τις πατούσες, και έμοιαζε με αιγυπτιακή μούμια έτοιμη να εναποτεθεί στη σαρκοφάγο της. Δίπλα της, καθισμένος σε μια καρέκλα, ξαγρυπνούσε ο Τζέιμς. Είχε το κεφάλι σκυφτό και δεν πρόσεξε τον Φράνκο που κοίταζε βλοσυρός από το τζάμι. Ο Τζέιμς ήταν απορροφημένος στις δικές του σκέψεις. Σκεφτόταν ότι λίγο έλειψε να χάσει απόψε τη Δάφνη και τα ρίγη που διαπερνούσαν αλλεπάλληλα τη ραχοκοκαλιά του δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη στιγμή που εκείνη γλίστρησε από την αγκαλιά του. Στην αρχή νόμισε ότι αυτό έγινε παρά τη θέλησή
της, αλλά, καθώς την έβλεπε να απομακρύνεται ήσυχα στο σκοτεινό νερό, τότε κατάλαβε ότι η κίνησή της ήταν εσκεμμένη. Θυμήθηκε ξαφνικά την Ελοΐζ και την απόφασή της να βάλει τέλος στη ζωή της. Και τότε, κάτι μέσα του επαναστάτησε. Άρχισε να ψάχνει σαν τρελός στο βούρκο για να βρει τη Δάφνη. Τα πνευμόνια του κόντεψαν να σπάσουν από την έλλειψη οξυγόνου και επέτρεψε στον εαυτό του να ανέβει μόνο μία φορά στην επιφάνεια για να πάρει αναπνοή. Παρακολούθησε το ρεύμα του καναλιού και μετά βούτηξε και κολύμπησε προς εκείνη την κατεύθυνση. Τα νερά δεν ήταν βαθιά, αλλά ήταν βρόμικα και περιόριζαν στο ελάχιστο την ορατότητα. Επίσης, ήταν νύχτα, κι αυτό έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Πάνω που είχε αρχίσει να απελπίζεται και ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την προσπάθεια, ένιωσε τα πόδια του να μπλέκονται με τα πόδια της Δάφνης. Το πρόσωπό της ίσα που διακρινόταν μέσα στη θολούρα. Την άρπαξε και την έβγαλε γρήγορα έξω από το νερό. Κολύμπησε με δυσκολία μέχρι την αποβάθρα ενός μεγάρου και την τράβηξε στην ξύλινη πλατφόρμα. Γονάτισε δίπλα της και, σκύβοντας πάνω στο στήθος της, αφουγκράστηκε την καρδιά της. Δεν άκουσε χτύπους· μάλιστα η κοπέλα, κάτω από το αντιφέγγισμα της φωτιάς, φαινόταν πιο πολύ νεκρή παρά ζωντανή. Αν στη θέση του Τζέιμς βρισκόταν κάποιος με λιγότερες γνώσεις, πιθανώς να την άφηνε στην τύχη της, πιστεύοντας ότι ήταν πια πολύ αργά. Εκείνος, όμως, ως γιατρός, όφειλε να προσπαθήσει. Της έκανε τεχνητή αναπνοή και μαλάξεις για αρκετή ώρα, μέχρι που η Δάφνη άρχισε να βγάζει το νερό που είχε στους πνεύμονές της και πήρε μια βαθιά, επίπονη ανάσα. Χωρίς την παρήγορη δροσιά της λιμνοθάλασσας να τυλίγει το πληγιασμένο της κορμί, οι πόνοι από τα εγκαύματα επανήλθαν. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Πονάω, πονάω πολύ», κατάφερε να ψελλίσει. Ο Τζέιμς έσφιξε τα χείλη για να μην κλάψει μαζί της. Ήταν πολύ σκληρό να βλέπει τη γυναίκα που αγαπούσε να υποφέρει και να
μην μπορεί να της προσφέρει λίγη ανακούφιση. Πήρε απαλά τα χέρια της μέσα στα δικά του και τα φίλησε ανάλαφρα. «Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε με ραγισμένη φωνή. «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε στα ξαφνικά», είπε εκείνη ξεψυχισμένα. «Δε θέλω να πεθάνω». «Θα πάω να φέρω βοήθεια, καρδούλα μου», δήλωσε ο Τζέιμς, ενώ σηκωνόταν από κοντά της. «Κάνε λίγη υπομονή, σε παρακαλώ». «Μη με αφήνεις μόνη... φοβάμαι...» κλαψούρισε η Δάφνη τεντώνοντας τα χέρια προς το μέρος του. «Θα γυρίσω γρήγορα, σου το υπόσχομαι», της φώναξε εκείνος καθώς βουτούσε στο νερό. Άρχισε να κολυμπάει με μεγάλες απλωτές προς το σημείο όπου ήταν αραγμένο ένα ασθενοφόρο. Το παλάτσο του Ντονατσάν είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στην ανελέητη μοίρα του και οι τεράστιες φλόγες, που ξεχύνονταν σαν πύρινα ερπετά από τα ανοίγματα που κάποτε ήταν παράθυρα, έγλειφαν ευχαριστημένες με τις χιλιάδες διχαλωτές γλώσσες τους τους μαυρισμένους τοίχους. Μερικοί πυροσβέστες προσπαθούσαν φιλότιμα να τις σβήσουν, αλλά οι περισσότεροι, βλέποντας πως άδικα πάλευαν, είχαν στρέψει την προσοχή τους –και τις μάνικες– στα διπλανά κτίρια, για να περιορίσουν την έκταση της πυρκαγιάς. Μέχρι να φτάσει ο Τζέιμς στο ασθενοφόρο, είχε στρέψει πίσω το κεφάλι πολλές φορές για να σιγουρευτεί ότι η Δάφνη παρέμενε ξαπλωμένη πάνω στην πλατφόρμα. Φοβόταν μήπως ξανακυλήσει στο νερό. Μερικά χέρια απλώθηκαν για να τον βοηθήσουν να ανέβει στο σκάφος και, μόλις οι επιβαίνοντες άκουσαν ότι υπήρχε μια βαριά τραυματισμένη κοπέλα, έβαλαν μπρος τις μηχανές και κατευθύνθηκαν προς την αποβάθρα. Λίγο αργότερα η Δάφνη έμπαινε στο χειρουργείο, όπου παρέμεινε για περισσότερο από τρεις ώρες. Οι γιατροί ενημέρωσαν τον Τζέ-
ιμς ότι τα περισσότερα εγκαύματα ήταν πρώτου βαθμού και πως εκείνα που ήταν πιο σοβαρά δεν είχαν προλάβει, ευτυχώς, να κάνουν ζημιά στους ζωτικούς ιστούς. Εν κατακλείδι, δεν υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή της. «Θα μείνουν αρκετά σημάδια», του είπαν, «αλλά με τις κατάλληλες πλαστικές θα περιοριστούν σημαντικά. Αν κριθεί απαραίτητο, θα την κρατήσουμε σε καταστολή τις πρώτες μέρες, για να την ανακουφίσουμε από τους πόνους. Δε χρειάζεται να υποφέρει αναίτια». Όταν βγήκε η Δάφνη από το χειρουργείο, εκείνος παρακάλεσε να του επιτρέψουν να μείνει μαζί της, τουλάχιστον τις πρώτες μέρες, επειδή δε διανοούνταν καν να την αφήσει λεπτό μόνη της. Το αίτημά του έγινε δεκτό και σε αυτό βοήθησε η ιατρική του ιδιότητα. Άλλωστε θα έκανε καλό στην άρρωστη να έχει κοντά της κάποιον δικό της όταν θα συνερχόταν και θα αντιμετώπιζε τη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα σε όλα αυτά, το μυαλό του Τζέιμς γύριζε συνέχεια στη γιαγιά του, που είχε βρει φριχτό θάνατο προσπαθώντας να τον βοηθήσει. Θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να σβήσουν από τα αφτιά του οι γοερές κραυγές της τη στιγμή που παρέδιδε το κορμί της στις λαίμαργες φλόγες. Η καρδιά του σφίχτηκε στη σκέψη ότι το μόνο που είχε απομείνει από εκείνη την υπέροχη γυναίκα ήταν πλέον μια χούφτα στάχτες. Είχε κλάψει πολύ για εκείνη, αλλά δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ για τον παππού του.
Ο Φράνκο, βλέποντας τον Τζέιμς, κατάλαβε ότι θα ήταν σκέτη τρέλα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Απογοητευμένος, ετοιμάστηκε να φύγει, όταν άκουσε πίσω του μια βαριά, μπάσα φωνή. «Φίλε, αιμορραγείς». Τινάχτηκε ξαφνιασμένος και, γυρίζοντας, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μεγαλόσωμο νοσοκόμο κοντά δύο μέτρα. Κοίταξε την κόκκι-
νη κηλίδα στον ώμο του που απλωνόταν με ταχύτητα και ένιωσε το στομάχι του να συσπάται. Ενώ κοιμόταν στο σκάφος, η αιμορραγία είχε σταματήσει, γιατί οι αιμοστατικοί επίδεσμοι έκαναν καλά τη δουλειά τους. Είχαν φτάσει, όμως, σε σημείο κορεσμού και άρχισαν να ξερνούν αίμα τη χειρότερη στιγμή. «Δεν είναι τίποτα», είπε ο Φράνκο προσπαθώντας να κάνει τη φωνή του να ακούγεται φυσιολογική. «Θα πάω να το κοιτάξουν τώρα». Έκανε να προχωρήσει, όμως ο άλλος τον σταμάτησε και τον κοίταξε διαπεραστικά κάτω από τα δασιά του φρύδια· τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο καρτελάκι της μπλούζας. Ο Φράνκο συνειδητοποίησε, πολύ αργά, πως πάνω στη βιασύνη του είχε ξεχάσει να το βγάλει. «Πώς γίνεται και φοράς την μπλούζα του Μαουρίτσιο;» τον ρώτησε καχύποπτα. «Τώρα που το σκέφτομαι, πού είναι ο Μαουρίτσιο και ποιος διάολος είσαι εσύ; Δε σε έχω ξαναδεί στο νοσοκομείο». Κρύος ιδρώτας έκοψε τον Φράνκο. Μετάνιωνε τώρα που άφησε την εκδικητική φωνή να τον οδηγήσει μέχρι εδώ. Όφειλε να πάρει τα φάρμακα και να φύγει χωρίς καθυστέρηση. Αργότερα, και αφού η πληγή του θα είχε γιατρευτεί, θα είχε όλο το χρόνο να επιστρέψει και να αποτελειώσει τη Δάφνη. Αναμέτρησε τον άντρα που στεκόταν μπροστά του και κατάλαβε ότι στην κατάστασή του ήταν αδύνατο να τα βάλει μαζί του. Γι’ αυτό έκανε μεταβολή και το έβαλε στα πόδια. Ήλπιζε ότι ο όγκος του νοσοκόμου θα δυσκόλευε τις κινήσεις του, αλλά έπεσε έξω στους υπολογισμούς του, γιατί ο τύπος αποδείχτηκε εξαιρετικά ευκίνητος. Τον έφτασε κοντά στις σκάλες και τον γράπωσε από το σβέρκο. Εκείνη τη στιγμή, ο Φράνκο ένιωσε ένα έντονο αίσθημα ναυτίας και σωριάστηκε λιπόθυμος. Η συνεχής αιμορραγία είχε δουλέψει αργά και ύπουλα, οδηγώντας τον στα όρια της εξάντλησης. Είχε σταθεί τυχερός δύο φορές σήμερα και είχε ξεφύγει από τους
διώκτες του. Ίσως δεν είχε ακούσει ποτέ πως η τρίτη φορά ήταν και η φαρμακερή... Όταν συνήλθε, βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι με δύο αστυνομικούς στο πλευρό του. Του είχαν αφαιρέσει τη σφαίρα από τον ώμο και η αριστερή του πλευρά είχε εξαφανιστεί κάτω από τους επιδέσμους. Κατάλαβε ότι τελείωσαν όλα όταν είδε την άλλη μέρα να μπαίνει στο δωμάτιο, καθισμένος σε αναπηρικό καρότσι, ο Αλεσάντρο Γκουερίνι μαζί με κάποιον υψηλόβαθμο αστυνομικό. Ο μεγιστάνας ανάρρωνε σταθερά από το καρδιακό επεισόδιο και η κατάστασή του αντιμετωπιζόταν με φαρμακευτική αγωγή. Θα μπορούσε να πάει στο σπίτι του σε λίγες μέρες, αλλά έπρεπε να είναι προσεκτικός από εδώ και στο εξής. Λιγότερη δουλειά και λιγότερες... συγκινήσεις, του είπαν οι γιατροί και του συνέστησαν να κόψει τα μπλε χαπάκια. Λίγη ώρα μετά εμφανίστηκε ένας άγνωστος με περιποιημένο μούσι και γυαλιά. Ήταν ο Λεονάρντο, που μαθαίνοντας τα νέα για τη σύλληψη του Φράνκο έσπευσε στη Βενετία. Αν και ο Μαρτσέλο βρισκόταν ακόμα στη φυλακή, ήταν ουσιαστικά ελεύθερος. Έμενε να μπουν οι τελευταίες υπογραφές, και η Αμάντα τον διαβεβαίωσε ότι θα πήγαινε εκείνη ευχαρίστως να τον παραλάβει. Ο Φράνκο, μπροστά σε τόσους μάρτυρες, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ομολόγησε κυνικά τους δύο φόνους που διέπραξε, του Ντάντε και της Σοφίας, και αφού υπέγραψε την κατάθεσή του, τους είπε να τον αφήσουν στην ησυχία του και τους έστειλε όλους στον αγύριστο. Ήταν γερός σαν ταύρος και ο οργανισμός του αντέδρασε θεαματικά στη θεραπεία. Ανάρρωσε πολύ γρήγορα από την εγχείρηση και έπειτα από δύο μόλις μέρες νοσηλείας βγήκε από το νοσοκομείο τριγυρισμένος από πέντε αστυνομικούς και με χειροπέδες στα χέρια. Τον φόρτωσαν σε ένα αεροπλάνο και τον μετέφεραν στις φυλα-
κές του Μιλάνο, όπου θα παρέμενε προφυλακισμένος μέχρι να οριστεί η μέρα της δίκης του. Η καταδίκη του ήταν σίγουρη, αλλά είχε εμπιστοσύνη στους δικηγόρους του και ήλπιζε ότι θα κατάφερναν να μετριάσουν την ποινή του αρκετά. Σε μερικά χρόνια θα ήταν και πάλι ελεύθερος. Τις πρώτες μέρες δεν έβγαινε καθόλου από το κελί του. Πίστευε ότι με τα λεφτά του θα εξαγόραζε τους πάντες και περίμενε πως θα είχε ειδική μεταχείριση από τους δεσμοφύλακες. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να απαιτήσει από αυτούς να του φέρουν το φαγητό του στο κελί, επειδή θεωρούσε ότι δεν είχε θέση μεταξύ των υπόλοιπων κρατούμενων. Οι περισσότεροι τον περιγέλασαν, άλλοι αδιαφόρησαν, όμως υπήρξαν μερικοί που σκέφτονταν την πρότασή του πολύ σοβαρά. Χρειαζόταν, όμως, λίγος χρόνος γι’ αυτούς τους τελευταίους να ικανοποιήσουν τα αιτήματά του κρυφά από τους συναδέλφους τους και του ζήτησαν να κάνει λίγη υπομονή. Το θέμα είναι ότι η πείνα, τελικά, έβγαλε τον Φράνκο από το κελί του. Όταν μπήκε στην τραπεζαρία και στήθηκε στο τέλος της ουράς περιμένοντας τη σειρά του για να σερβιριστεί, η εμφάνισή του δεν ξεσήκωσε τη θύελλα αντιδράσεων που φοβόταν. Είχε την εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι αυτοί οι περιθωριακοί τύποι θα τον αναγνώριζαν και θα τον κορόιδευαν, αντλώντας ικανοποίηση από το κατάντημα ενός από τους πλέον επιφανείς επιχειρηματίες της Ιταλίας. Η αλήθεια είναι ότι τα νέα ταξιδεύουν πολύ γρήγορα στη φυλακή. Οι περισσότεροι γνώριζαν ποιος ήταν ο ψηλός γοητευτικός άντρας που ήρθε καθυστερημένα στην τραπεζαρία, αλλά, εκτός από τους γνωστούς νταήδες που είχαν ήδη φάει και αποχωρήσει, οι υπόλοιποι του έριξαν μια βιαστική ματιά και συνέχισαν το φαγητό τους σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ο καινούριος ήταν φονιάς, που πάει να πει επικίνδυνος, και θεώρησαν καλύτερα να κρατήσουν αποστάσεις. Ο Φράνκο πήρε το δίσκο του και κοίταξε γύρω του αναποφάσι-
στος. Υπήρχαν μπόλικα άδεια τραπέζια για να διαλέξει και προτίμησε να καθίσει στο πιο απόμερο. Το φαγητό ήταν απαίσιο για τα εκλεπτυσμένα γούστα του και έπειτα από μερικές προσπάθειες να καταπιεί μερικές μπουκιές, παράτησε απηυδισμένος το πιρούνι στο δίσκο προτού κάνει εμετό. Προτιμούσε χίλιες φορές να μείνει νηστικός, παρά να φάει αυτή την αηδία. Μετά το φαγητό οι κρατούμενοι είχαν στη διάθεσή τους μία ολόκληρη ώρα στο προαύλιο. Έπαιζαν ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, τσακώνονταν μεταξύ τους ή απλώς κάθονταν φρόνιμα και αντάλλασσαν απόψεις. Σήμερα η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ο Φράνκο, αν και αρχικά σκόπευε να επιστρέψει στο κελί του, ενέδωσε στον πειρασμό να αυλιστεί κι αυτός με το συρφετό, με το σκεπτικό ότι ήταν ευκαιρία να ξεμουδιάσει τις κλειδώσεις του. Βγήκε και μισόκλεισε τα μάτια από το δυνατό φως. Έκανε κρύο, όμως, κι αυτός δεν είχε πάρει μαζί του το μπουφάν. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες της στολής και μαζεύτηκε για να προστατευτεί από το βοριαδάκι. Ύστερα από μερικές βόλτες, κάθισε σε ένα πεζούλι και άρχισε να παρατηρεί γύρω του με την περιέργεια του νεοφερμένου. Το προαύλιο βρισκόταν στο πίσω μέρος του κτιρίου και ήταν περιφραγμένο με διπλή σειρά χοντρού συρματοπλέγματος, ύψους τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων. Ανάμεσα στους κρατουμένους περιδιάβαζαν αρκετοί φύλακες, που βρίσκονταν εκεί για να τους επιτηρούν και να αποτρέπουν τους καβγάδες που σχεδόν πάντα κατέληγαν σε αιματηρά επεισόδια. Ο Φράνκο έστρεψε την προσοχή του στην ομάδα των αντρών που έπαιζαν μπάσκετ, το άθλημα που αγαπούσε. Είχε τον ήλιο κόντρα και δε διέκρινε καθαρά τα πρόσωπα των παικτών, αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή η μπάλα ξέφυγε και έσκασε μπροστά στα πόδια
του. Την έπιασε στον αέρα και, ενώ αναρωτιόταν ακόμα αν έπρεπε να την πετάξει πίσω στους άντρες ή να την πάει αυτοπροσώπως με την ελπίδα να τον προσκαλέσουν στο παιχνίδι τους, είδε να ξεκόβει κάποιος και να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος του. Ο Φράνκο έσκυψε το κεφάλι και χάιδεψε μηχανικά την μπάλα. Ξαφνικά είχε γίνει το μέσο αποδοχής σε μια κοινωνική ομάδα η οποία θα συνέβαλλε στο να καταστούν υποφερτές οι συνθήκες διαβίωσης στο νέο περιβάλλον. Ήταν πρακτικός άνθρωπος, με γρήγορη αντίληψη, και καταλάβαινε πως η μόνη του επιλογή για να αντεπεξέλθει στη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ήταν να πάψει να εθελοτυφλεί και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Ο άλλος ήρθε και στάθηκε μπροστά του, απλώνοντας τα χέρια για να πάρει την μπάλα. Ο Φράνκο ανασήκωσε το κεφάλι και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μαρτσέλο Καβαλιέρι. Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα του νεαρού στη φυλακή. Ο διευθυντής είχε φροντίσει να τον ενημερώσει αυτοπροσώπως ότι μετά το μεσημέρι θα ήταν ελεύθερος. Η Αμάντα είχε ήδη κανονίσει να φύγουν αυθημερόν, συνοδεύοντας τη σορό της Σοφίας στη Βενετία, όπου θα συναντούσαν τον Λεονάρντο για να γίνει η κηδεία. Από τότε που αποσύρθηκαν οι κατηγορίες εναντίον του, ο Μαρτσέλο βίωνε τελείως αντιφατικά συναισθήματα. Τη μια στιγμή πετούσε ευτυχισμένος στα ουράνια και την άλλη βυθιζόταν σε μαύρη απελπισία. Η περιπέτειά του είχε απροσδόκητα αίσιο τέλος, αλλά, όταν σκεφτόταν ότι είχε χάσει τη μάνα του, τον έπιανε μελαγχολία και έκλαιγε. Πάνω σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και η αγωνία του για τη Δάφνη, που παρέμενε σε κώμα στο νοσοκομείο. Όταν έφτασε ο Φράνκο στη φυλακή, οι κρατούμενοι άρχισαν το σούσουρο και τα στοιχήματα έδιναν κι έπαιρναν. Οι πιο θερμοκέφαλοι υποστήριζαν ότι το λιγότερο που όφειλε να κάνει ο Καβαλιέρι ήταν να τον «καθαρίσει». Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, αυτός ήταν ο
νόμος που κυριαρχούσε εκεί. Οι πιο συγκρατημένοι, από την άλλη, πίστευαν ότι από τον νεαρό έλειπε το ένστικτο του φονιά και πως το μόνο που θα απολάμβαναν ήταν ένας καλός καβγάς. Έτσι, όταν είδαν τον Φράνκο να εμφανίζεται στο προαύλιο, έστειλαν επίτηδες τον Μαρτσέλο να φέρει την μπάλα, περίεργοι να δουν πώς θα εξελισσόταν η συνάντησή τους. Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα έγινε βαριά, προμήνυμα της καταιγίδας που θα ξεσπούσε σύντομα. Ενώ όλοι έδειχναν να συνεχίζουν αδιάφοροι ό,τι έκαναν, εντούτοις έπεσε μια αφύσικη βουβαμάρα και τα μάτια καρφώθηκαν πάνω στους δύο άντρες. Ο Μαρτσέλο έμεινε εμβρόντητος βλέποντας το δολοφόνο της μητέρας του κι εκείνος τινάχτηκε όρθιος, σαν να τον τσίμπησε σκορπιός. Ο νεαρός ήταν πιστό αντίγραφο της Σοφίας και ο Φράνκο νόμισε για μερικά δευτερόλεπτα πως το θύμα του είχε ζωντανέψει και βγήκε από τον τάφο για να τον εκδικηθεί. Μετά την πρώτη έκπληξη, ο Μαρτσέλο ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έσφιξε τη γροθιά του και του κατέφερε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο. «Άθλιε, θα σε σκοτώσω!» μούγκρισε. Ο Φράνκο ζαλίστηκε στιγμιαία και, ενώ προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει, δέχτηκε κι άλλο χτύπημα από τον Μαρτσέλο. Αυτή τη φορά η γροθιά του νεαρού τον έστειλε να κυλιστεί στο χώμα. «Καβγάς!» ούρλιαξε κάποιος ενθουσιασμένος. Ήταν το σύνθημα που περίμεναν όλοι οι κρατούμενοι. Έτρεξαν προς το μέρος των δύο αντρών και σχημάτισαν ένα μεγάλο κύκλο γύρω τους, αλαλάζοντας και χειρονομώντας. Οι φύλακες αντάλλαξαν μεταξύ τους μερικές ανήσυχες ματιές και πλησίασαν επιφυλακτικά. Συνήθως άφηναν τους φυλακισμένους να λύνουν μόνοι τις διαφορές τους για να εκτονωθούν και πολλές φορές έκαναν τα στραβά μάτια. Επενέβαιναν μόνο όταν έβλεπαν την κατάσταση να ξεφεύγει. Ο Φράνκο βρήκε γρήγορα την ψυχραιμία του και πέρασε στην
αντεπίθεση. Ήταν πιο μεγαλόσωμος από τον Μαρτσέλο και είχε την εμπειρία με το μέρος του. Ο νεαρός, όμως, ήταν σβέλτος και πάλευε με το πάθος που γεννούσε ο θυμός του. Παρ’ όλα αυτά, βρέθηκε γρήγορα σε άσχημη θέση. Ο άλλος άρχισε να τον κλοτσάει με λύσσα και σταμάτησε μόνο όταν τον είδε να σφαδάζει από τους πόνους. Του έριξε ένα θριαμβευτικό βλέμμα και στάθηκε από πάνω του για να απολαύσει το έργο του. «Σαν τη μάνα σου κι εσύ... σέρνεσαι σαν το σκουλήκι», κάγχασε. Εκείνη τη στιγμή, κάποιος κρατούμενος, γύρω στα τριάντα πέντε, ξέκοψε από την ομήγυρη και ήρθε να σταθεί μπροστά του με τα χέρια στη μέση. Ήταν μετρίου αναστήματος και οι ατέλειωτες ώρες στο γυμναστήριο της φυλακής τού είχαν χαρίσει ένα γεροδεμένο κορμί. Με βλογιοκομμένο πρόσωπο, μαλλιά σκληρά σαν ταβανόβουρτσα, στραβά, χαλασμένα δόντια, μάτια στρογγυλά και χωμένα στις κόχες, ο άντρας αυτός μπορούσε κάλλιστα να διεκδικήσει το σκήπτρο της ασχήμιας. Παρά το κρύο, φορούσε ένα πουκάμισο με ξηλωμένα μανίκια και στα θηριώδη μπράτσα του είχε χαραγμένο ένα τατουάζ με κόκκινα γράμματα που έγραφε: «ΜΑΜΑ ΡΟΖΑ». «Δε με νοιάζει τι προηγούμενα έχεις με τον νεαρό», είπε βλοσυρός, «αλλά δε μου αρέσει ο τρόπος που μιλάς για τη μάνα του, καθόλου δε μου αρέσει. Η μάνα είναι κάτι ιερό, που σημαίνει ότι είναι πολύ κακό να βρίζεις τη μάνα κάποιου». Αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν στη φυλακή εκτίοντας ισόβια ποινή επειδή είχε βιάσει και σκοτώσει πέντε γυναίκες. Είχε, όμως, μεγάλη αδυναμία στη μητέρα του, μια μικροσκοπική ήσυχη γυναικούλα που τον επισκεπτόταν μία φορά την εβδομάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως επικροτούσε τις ειδεχθείς πράξεις του γιου της. Ήταν, όμως, το παιδί της και τον αγαπούσε. Μια αφύσικη σιωπή απλώθηκε στο προαύλιο. Όλοι ήξεραν ότι ο ισοβίτης είχε παρατήσει το σχολείο μικρός επειδή δεν του έκοβε ιδιαίτερα και πως συχνά άλλα έλεγε και άλλα εννοούσε. Επί-
σης, ήξεραν ότι γινόταν πολύ επικίνδυνος όταν δεν του άρεσε κάτι. «Δώσ’ του να καταλάβει, λεβέντη μου!» φώναξε ξαφνικά γελώντας ένας φαφούτης, μισότρελος γέρος. Οι περισσότεροι άρχισαν να διασκεδάζουν με την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα και επιδοκίμασαν χειροκροτώντας και σφυρίζοντας. «Ναι!» φώναξε κάποιος άλλος που δε χώνευε τους πλούσιους. «Σκότωσέ το το βρομερό καθίκι. Τι δουλειά έχει αυτός μ’ εμάς;» Τα λόγια του ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων. Ο Φράνκο, αν και συγκρατούμενός τους, αντιπροσώπευε για τους περισσότερους το λόγο για τον οποίο βρίσκονταν εκεί, αφού η πλειονότητα των τροφίμων αποτελούνταν από κλέφτες κάθε βεληνεκούς. Όλοι αυτοί κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος του και, καθώς ο ανθρώπινος κλοιός έσφιγγε γύρω του, ο Φράνκο τα χρειάστηκε. Είχε κάνει μια πολύ κακή αρχή, που δύσκολα θα ανατρεπόταν, και το μέλλον προδιαγραφόταν χειρότερο. Δεν έτρεφε αυταπάτες. Η ζωή στη φυλακή ήταν σκληρή, αλλά η δική του θα γινόταν σωστή κόλαση. Θα έπρεπε να κοιτάζει συνεχώς πίσω του για να δει ποιος τον ακολουθεί και να βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή όποτε περνούσε από τις σκοτεινές γωνιές. Θα αναπηδούσε αλαφιασμένος στον παραμικρό ύποπτο θόρυβο και θα ζούσε με τη συνεχή αγωνία μήπως κάποιος τον μαχαιρώσει πισώπλατα. Αυτές οι σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του και ένα παγωμένο ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη καθώς συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί είχαν τη δύναμη να τον κάνουν να βλαστημάει κάθε ώρα και λεπτό τη στιγμή που γεννήθηκε. Στους φόβους του ήρθε να προστεθεί κι εκείνος του βιασμού, γιατί ένιωσε ένα χέρι να του γραπώνει άγαρμπα τα γεννητικά όργανα. Στράφηκε πανικόβλητος και αντίκρισε ένα γιγαντόσωμο τύπο που τον κοίταζε ξελιγωμένος. «Παρατήστε με όλοι σας!» ούρλιαξε.
Χρησιμοποιώντας πότε τις γροθιές και πότε τις κλοτσιές του, προσπάθησε να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στο συρφετό και να τρέξει στην ασφάλεια του κελιού του. Αυτό, όμως, εξαγρίωσε περισσότερο τους φυλακισμένους, που έπεσαν όλοι πάνω του και άρχισαν να τον χτυπούν στα τυφλά. Οι φύλακες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσαν απαθείς, αποφάσισαν ότι ήταν ώρα να επέμβουν για να αποκαταστήσουν την τάξη. «Φτάνει, διαλύστε το, αρκετά διασκεδάσατε!» φώναξαν βγάζοντας τα κλομπ τους. Τα χτυπήματα άρχισαν να πέφτουν βροχή πάνω στις ράχες των κρατούμενων και, όταν εκείνοι παραμέρισαν, αντίκρισαν τον Φράνκο αιμόφυρτο στο χώμα, κουλουριασμένο σε εμβρυϊκή στάση. Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, αλλά, βλέποντας επιτέλους το δρόμο ανοιχτό, πετάχτηκε πάνω και το έβαλε στα πόδια. «Παρατήστε με όλοι σας!» ούρλιαξε για δεύτερη φορά. Τα δάκρυα θόλωναν την όρασή του και ο εφιάλτης από τον οποίο μετά βίας είχε ξεφύγει θόλωνε την κρίση του, πράγμα πολύ χειρότερο. Είδε τα συρματοπλέγματα και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί. Ήταν το εμπόδιο που έπρεπε να υπερπηδήσει αν ήθελε να διεκδικήσει ξανά την ελευθερία του. Κάποιος από τους φύλακες έτρεξε ξοπίσω του και σήκωσε το όπλο του. «Σταμάτα γιατί πυροβολώ», τον προειδοποίησε. Ο Φράνκο, όμως, δε σταμάτησε. Ρίχτηκε στα συρματοπλέγματα και άρχισε να σκαρφαλώνει γρήγορα, με την απελπισία να δίνει φτερά στα πόδια του. Είχε ακόμα μισό μέτρο για να φτάσει στην κορυφή, όταν ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Φράνκο σταμάτησε και έστρεψε το κεφάλι απορημένος. Με ποιο δικαίωμα ήθελε να τον σταματήσει αυτός ο άνθρωπος; Προ-
σπάθησε να συνεχίσει το σκαρφάλωμα, αλλά τα δάχτυλά του, ξαφνικά, δεν υπάκουαν στις εντολές του εγκεφάλου του. Μούδιασαν και άφησαν τα σύρματα. Μην έχοντας από πού να κρατηθεί, ο Φράνκο γκρεμίστηκε στο έδαφος και έμεινε εκεί να ατενίζει τον ουρανό. Δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά τα πόδια του είχαν γίνει βαριά σαν μολύβι. Τότε όλα ξεκαθάρισαν. Ο φύλακας τον είχε πυροβολήσει στην πλάτη και η σφαίρα, αφού του τσάκισε τη ραχοκοκαλιά, σφηνώθηκε κάπου στο θώρακα. Έβηξε και ένα ρυάκι αίματος κύλησε αργά στο πιγούνι του. Το γαλάζιο χρώμα του ουρανού άρχισε να ξεθωριάζει και τα μάτια του βάρυναν. Στ’ αφτιά του έφτασαν αμυδρά τα μουρμουρητά των ανθρώπων που πλησίαζαν επιφυλακτικά προς το μέρος του, μέχρι που έσβησαν τελείως. Ο μοναδικός ήχος που άκουγε πλέον ήταν ο μακρινός ήχος μιας καμπάνας που χτυπούσε μελαγχολικά, λες και μετρούσε αργά αργά τα δευτερόλεπτα που του απέμεναν να ζήσει. Σε μια τελευταία αναλαμπή, θυμήθηκε ότι άκουγε τακτικά αυτό τον ήχο στο κελί του. Δεν ήταν καμπάνα τελικά, ήταν το παλιό ρολόι της κοντινής πλατείας. «Την άλλη Τρίτη στις δώδεκα το μεσημέρι... θα πεθάνεις!» του ψιθύρισε μια γνώριμη γυναικεία φωνή. Ο Φράνκο τσιτώθηκε. Σήμερα ήταν Τρίτη, αλλά με όλες αυτές τις συγκινήσεις το είχε ξεχάσει. Όπως είχε ξεχάσει και την προφητεία της Δάφνης. Ένα πικρό, μικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του καθώς σκέφτηκε πως η μοίρα είχε φανεί συνεπής στο ραντεβού τους. Η τελευταία ανάσα της ζωής του τον εγκατέλειψε την ίδια στιγμή που το ρολόι χτυπούσε δώδεκα. Δύο ώρες αργότερα, ο Μαρτσέλο διάβαινε το κατώφλι των φυλακών ως ελεύθερος άνθρωπος. Ο καβγάς του με τον Φράνκο τού είχε αφήσει μια μεγάλη μελανιά στο σαγόνι, μερικούς μώλωπες στο σώμα, αλλά κατά τα άλλα ήταν μια χαρά στην υγεία του.
Η Αμάντα τον περίμενε υπομονετικά στο απέναντι πεζοδρόμιο και, όταν τον είδε, διέσχισε τρέχοντας το δρόμο για να πάει κοντά του. Τα μάγουλά της ήταν φλογισμένα από το κρύο ή την ταραχή. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε με τα φωτεινά της μάτια χαμογελώντας. Ο Μαρτσέλο ανταπέδωσε το χαμόγελο, ενώ σκεφτόταν ότι ήταν η πρώτη φορά που δεν είχαν μεταξύ τους το αλεξίσφαιρο τζάμι να τους χωρίζει. Άρχισαν να προχωρούν μαζί προς το αυτοκίνητο της Αμάντα, που ήταν παρκαρισμένο στη γωνία. Ο νέος φαινόταν χαμένος στους συλλογισμούς του και στο πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί μια μελαγχολική έκφραση. Η κοπέλα δεν άντεχε να τον βλέπει στενοχωρημένο. «Τι είναι αυτό που σε απασχολεί;» αποφάσισε να τον ρωτήσει. «Η Δάφνη», της απάντησε. Η Αμάντα δαγκώθηκε. Αυτοί οι δύο είχαν μεγαλώσει μαζί σαν αδέρφια, όμως το ενδιαφέρον του πήγαζε, άραγε, από τη μακρόχρονη συμβίωση ή μήπως έτρεχε κάτι παραπάνω μεταξύ τους; Σταμάτησε να περπατάει και ο Μαρτσέλο τη μιμήθηκε. «Απ’ ό,τι μου είπε ο Λεονάρντο, δεν κινδυνεύει η ζωή της», δήλωσε αργά και βούρκωσε χωρίς να το θέλει. «Είναι μαζί της και ο Τζέιμς». Στο άκουσμα του ονόματος του γιατρού, ο Μαρτσέλο χλόμιασε ελαφρά και τα χείλη του τρεμούλιασαν. Η Δάφνη, λοιπόν, είχε κάνει την επιλογή της. Η Αμάντα συνέχιζε να τον κοιτάζει με τα βουρκωμένα μάτια της και ο Μαρτσέλο κατάλαβε ξαφνικά όλη την αλήθεια. Μπορεί η Δάφνη να μη γινόταν ποτέ δική του με τον τρόπο που ήθελε εκείνος, όμως ήταν πολύ τυχερός που η ζωή έριξε στο δρόμο του αυτό το κορίτσι που τον νοιαζόταν και τον αγαπούσε. Άλλοι άνθρωποι έπρεπε να συμβιβαστούν με πολύ λιγότερα. Έσκυψε και τη φίλησε για πρώτη φορά. Τα χείλη της ήταν απα-
λά και ο Μαρτσέλο τρύγησε το μέλι τους για αρκετή ώρα. Αυτό το ολόψυχα δοσμένο φιλί στάθηκε καταλυτικό. Ήταν ο λοστός που έσπασε τις αλυσίδες οι οποίες τον κρατούσαν δέσμιο σε μια αγάπη χωρίς μέλλον, ο παντοδύναμος εξορκιστής που τον ελευθέρωσε από τα δαιμόνια που τον κατέτρυχαν. Η Δάφνη είχε χαράξει την πορεία της κι εκείνος έπρεπε να κάνει το ίδιο. Θα πορεύονταν παράλληλα, αλλά ποτέ δεν έμελλε να διασταυρωθούν. Με μια αποφασιστική κίνηση έπιασε το λεπτοκαμωμένο χεράκι της Αμάντα και έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του να το κρατήσει μέσα στο δικό του χέρι για όσο καιρό θα διαρκούσε αυτή η διαδρομή.
42
Η Τάνια περιπλανιόταν για τελευταία φορά στα στενά της Βενετίας, μόνη. Ο Φράνκο είχε πεθάνει και μαζί του είχε πεθάνει οτιδήποτε την κρατούσε σε αυτή την πόλη. Είχε αποφασίσει να γυρίσει στο σπίτι της στην Κρήτη, άλλωστε αυτό περίμεναν όλοι από εκείνη. Μετά το θάνατό του είχε εισβάλει στην έπαυλη μια στρατιά μαυροφορεμένων συγγενών, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε παντελώς. Εκτός από τις θείες και τους θείους και το τσούρμο από τα αμέτρητα ξαδέρφια, υπήρχαν ακόμα μια χήρα μητέρα, δύο αδερφές και ένας αδερφός. Τότε ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησε πόσο λίγα πράγματα γνώριζε για τον άνθρωπο που ήλπιζε πως θα μοιραζόταν τη ζωή μαζί του. Πίσω από το προσωπείο της ευγένειας, η Τάνια διέκρινε εχθρότητα και αποστροφή απ’ όλους αυτούς. Ήταν μια ξένη, μια παρείσακτη, και τα όποια δικαιώματα ή προνόμια είχε αποκτήσει έσβησαν από τη στιγμή που έσβησε ο Φράνκο. Ακόμα και οι υπηρέτες,
που μέχρι χτες τσακίζονταν να την περιποιηθούν, τη στραβοκοίταζαν μουρμουρίζοντας και ανυπομονούσαν να ξεκουμπιστεί από την έπαυλη. Στο μυαλό της παρομοίαζε το σπίτι, που κάποτε την περιέβαλλε με τη θαλπωρή του, σαν έναν ετοιμοθάνατο και τους μαυροντυμένους εισβολείς σαν ένα σμάρι γύπες που καιροφυλακτούσαν πότε θα πεθάνει για να στήσουν γερό τσιμπούσι με το πτώμα του. Η κηδεία του Φράνκο είχε γίνει την προηγούμενη μέρα και η Τάνια υποχρεώθηκε να κρατήσει μια σεβαστή απόσταση από την οικογένεια. Δεν τόλμησε καν να δώσει τον τελευταίο ασπασμό στον νεκρό, σταματώντας από το αυστηρό βλέμμα που της έριξε η μητέρα του. Ακόμα και στο νεκροταφείο στάθηκε παράμερα, σαν να ήταν κάποια τυχαία περαστική. Την περισσότερη ώρα έβλεπε τις πλάτες των αλλονών και αναγκάστηκε να ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών για να δει το φέρετρο να κατεβαίνει στον τάφο. Στο δείπνο που παρατέθηκε στην έπαυλη προφασίστηκε πως είχε πονοκέφαλο και ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, όπου άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματά της. Οι ντουλάπες ξεχείλιζαν από τα πανάκριβα ρούχα που της είχε αγοράσει ο Φράνκο, αλλά η Τάνια πήρε μαζί της μόνο τα λιγοστά που είχε φέρει από την Κρήτη. Έφυγε σαν κλέφτης από την πίσω πόρτα, χωρίς να χαιρετήσει, ενώ σκεφτόταν πικραμένη πως η απουσία της πιθανώς να μην ένοιαζε κανέναν. Έκλεισε δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο και εκεί μπόρεσε επιτέλους να θρηνήσει τη χαμένη της αγάπη και να αποχαιρετήσει μια και καλή τον παράδεισο που ονειρευόταν. Βγήκε το μεσημέρι της επόμενης μέρας για να πάει στο ταξιδιωτικό γραφείο που βρισκόταν στη γωνία. Έβγαλε ένα εισιτήριο με την πρώτη πτήση που έφευγε νωρίς το άλλο πρωί για την Αθήνα και μετά άρχισε να περπατάει άσκοπα στην πόλη. Τα βήματά της την πήγαιναν μηχανικά σε όλα τα μέρη που είχε επισκεφτεί μαζί με τον Φράνκο· στεκόταν έξω από τις εκκλησίες, τα
μουσεία, τα εστιατόρια και τα μαγαζιά και αναπολούσε τις ευτυχισμένες στιγμές τους. Ξανάκουσε το γέλιο του, γεύτηκε το φιλί του, ένιωσε τα μπράτσα του να τυλίγονται στο κορμί της και αφέθηκε πολλές φορές στη θέρμη της αγκαλιάς του. Όλες αυτές οι αναμνήσεις χωρούσαν άνετα στη βαλίτσα της και θα τις έπαιρνε μαζί της στην Ελλάδα. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε αποκαμωμένη, είχε πια σκοτεινιάσει. Περνώντας από ένα κιόσκι, της κίνησαν την περιέργεια οι αγγλόφωνες εφημερίδες και τα πρωτοσέλιδα με τις φωτογραφίες του Φράνκο, του Γκουερίνι και του λόρδου Έρλιν. Η Τάνια, λόγω του ότι δε μιλούσε ιταλικά, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει από τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση τι ακριβώς είχε συμβεί. Αγόρασε μερικές εφημερίδες, διάλεξε μια απόμερη καφετέρια, όπου παρήγγειλε ζεστή σοκολάτα και σάντουιτς, και έπεσε με τα μούτρα στην ανάγνωση. Οτιδήποτε αφορούσε την αδελφότητα και την εμπλοκή του Γκουερίνι στην ψευδή ενοχοποίηση του Μαρτσέλο Καβαλιέρι είχε κρατηθεί επτασφράγιστο μυστικό από τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Οι δημοσιογράφοι και ο υπόλοιπος κόσμος δε θα μάθαιναν ποτέ την αλήθεια. Οι εφημερίδες ανέφεραν απλώς ότι η υπόθεση της δολοφονίας του Ενρίκο Γκουερίνι διαλευκάνθηκε χάρη στην πρώην σύζυγο του μεγιστάνα, η οποία βοήθησε την αστυνομία να ανακαλύψει τον πραγματικό ένοχο, αλλά χωρίς να δίνουν πολλές λεπτομέρειες. Ο Φράνκο Ντονατσάν ήταν, επίσης, υπεύθυνος για το φόνο της Σοφίας Καβαλιέρι, με την οποία είχε διαφορές από παλιά, και τελικά είχε σκοτωθεί στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από τις φυλακές του Μιλάνο. Υπήρχε ακόμα μια εκτενής αναφορά στην πυρκαγιά που κατέκαψε το παλάτσο του και προξένησε αρκετές ζημιές στα διπλανά μέγαρα. Ο λόρδος Έρλιν και η γυναίκα του παρουσιάζονταν σαν καλοί φίλοι του Γκουερίνι που έτυχε να τον συνοδεύουν και λόγω της
ηλικίας τους δεν πρόλαβαν να βγουν από το φλεγόμενο κτίριο, με αποτέλεσμα να βρουν φριχτό θάνατο. Γινόταν λόγος και για κάποια Δάφνη Ηλιάδη και ότι τη γλίτωσε ο αγαπημένος της Τζέιμς Έρλιν από του χάρου τα δόντια. Η Τάνια αναγνώρισε έκπληκτη στις φωτογραφίες την κοπέλα που είχε συναντήσει κάποτε στο γραφείο του Τζέιμς, στο νοσοκομείο. Η νέα γυναίκα, όπως και οι υπόλοιποι αναγνώστες, έμεινε με την εντύπωση πως έτσι είχαν τα πράγματα. Η ερωτευμένη της καρδιά, όμως, επαναστατούσε με τον τρόπο που παρουσίαζαν αυτές οι βρομερές φυλλάδες τον Φράνκο. Δεν ήταν ο αιμοσταγής δολοφόνος που πίστευαν όλοι και σίγουρα, αν μπορούσε να μιλήσει και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, τουλάχιστον η Τάνια θα τον δικαιολογούσε απόλυτα που φέρθηκε έτσι. Ένιωθε, επίσης, απέραντη οργή για την Κλόντια. Ποιος ξέρει τι ψέματα είπε στην αστυνομία αυτό το γύναιο! Είχε βαλθεί να τον καταστρέψει επειδή έφερε βαρέως το γεγονός ότι την είχε χωρίσει και ουσιαστικά αυτή ήταν η αποκλειστική υπεύθυνη για το θάνατό του. Η Τάνια ήθελε πάρα πολύ να τη βρει και να τη ρωτήσει αν άξιζε, τελικά, τον κόπο που από καπρίτσιο οδήγησε έναν άνθρωπο στον τάφο. Η κυρία Γκουερίνι, όμως, είχε εγκαταλείψει το σπίτι της και κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν.
Η Κλόντια υπέφερε το ίδιο, αν όχι περισσότερο από την Τάνια. Ο θάνατος του Φράνκο τής είχε κοστίσει ακριβά, επειδή αυτή η έκβαση δε συμπεριλαμβανόταν στα εκδικητικά της σχέδια. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να τον καταστρέψει οικονομικά και να τον δει να σέρνεται σαν το σκουλήκι, όχι να πεθάνει. Τις τελευταίες μέρες έπινε πολύ, θέλοντας να πνίξει στο αλκοόλ τις ενοχές της. Ο Βιτόριο, που δε συμμεριζόταν την αδυναμία της,
πετούσε στα σκουπίδια τα ποτά που αγόραζε εκείνη, με αποτέλεσμα να καβγαδίζουν διαρκώς. Η Κλόντια είχε ήδη μετανιώσει που τον ακολούθησε στο σπίτι του και σχεδίαζε να τον εγκαταλείψει σύντομα. Είχε ξεγελαστεί από την εμφάνισή του και τη σωματική του διάπλαση. Δυστυχώς, οι επιδόσεις του στο κρεβάτι, σε σύγκριση με τις επιδόσεις του Φράνκο, ήταν για κλάματα. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, που η Τάνια καθόταν δυστυχισμένη στην καφετέρια και αναπολούσε την προηγούμενη ζωή της, η Κλόντια αποφάσισε να βγει και να πάει στο μαγαζί του Φαμπρίτσιο. Είχε ανάγκη να ξεδώσει και ο χορός τη βοηθούσε πάντοτε να ηρεμεί. Αποφάσισε, επίσης, τελειώνοντας το νούμερό της στο στριπτιζάδικο, να μην ξαναγυρίσει στο σπίτι του Βιτόριο. Θα κοιμόταν σε κάποιο ξενοδοχείο και θα έφευγε το άλλο πρωί για τη Ρώμη, όπως ήταν το αρχικό της σχέδιο. Παράτησε το ποτό της μισοτελειωμένο και άρχισε να ντύνεται, σχεδόν τρεκλίζοντας. Ο Βιτόριο έκλεισε την τηλεόραση και την κοίταξε απηυδισμένος. Η κατάσταση είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα, αλλά, έχοντας την πεποίθηση ότι η Κλόντια θα συνερχόταν αργά ή γρήγορα, ήταν διατεθειμένος να κάνει υπομονή. «Πού θα πας τέτοια ώρα;» τη ρώτησε σουφρώνοντας τα φρύδια. «Να μη σ’ ενδιαφέρει», του πέταξε η Κλόντια. «Σου απαγορεύω να βγεις από το σπίτι έτσι όπως είσαι». Εκείνη στράφηκε και τον κοίταξε, με τα καταπράσινα μάτια της να αστράφτουν από οργή. «Μου απαγορεύεις...!» κάγχασε. «Νομίζεις ότι επειδή κοιμηθήκαμε μαζί μερικές φορές έχεις το δικαίωμα να μου λες τι θα κάνω ή τι δε θα κάνω στη ζωή μου;» Ο Βιτόριο κατάλαβε την γκάφα του και προσπάθησε να μπαλώσει όπως όπως τα πράγματα. «Με συγχωρείς», είπε σε πιο ήπιο τόνο. «Δεν εννοούσα αυτό, απλώς ανησυχώ για εσένα».
«Είμαι μεγάλο κορίτσι πια και μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου», του αντιγύρισε πεισμωμένη η Κλόντια, ενώ βούρτσιζε δυνατά τα μαλλιά της. Δοκίμασε να μακιγιαριστεί, αλλά μάταια. Το χέρι της δεν ήταν σταθερό και το κραγιόν ξέφευγε από το περίγραμμα των χειλιών της, με αποτέλεσμα να δείχνει σαν κλόουν. Το σκούπισε νευριασμένη με ένα χαρτομάντιλο και παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι η μάσκα που θα φορούσε στο χορό θα κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό της. «Θα μου επιτρέψεις, τουλάχιστον, να σε συνοδεύσω;» ρώτησε ο Βιτόριο μεταμελημένος. Η Κλόντια πήρε το γούνινο παλτό της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Θα το κάνεις έτσι κι αλλιώς», είπε μέσα από τα δόντια, περισσότερο προς τον εαυτό της, χωρίς να στραφεί καν να κοιτάξει τον άντρα. Εκείνος φόρεσε βιαστικά το μπουφάν του και την ακολούθησε. Η Τάνια έριξε μια αδιάφορη ματιά στο ζευγάρι που ξεπρόβαλε από τη γωνία. Η καφετέρια βρισκόταν σε ένα στενάκι με λιγοστά μαγαζιά και το φως που ξεχυνόταν από τις βιτρίνες δεν αρκούσε για να φωτίσει τα χαρακτηριστικά τους. Όμως είχε διαλέξει να καθίσει έξω, παρά το κρύο, κι εκείνοι πέρασαν σχεδόν δίπλα της, δίνοντάς της την ευκαιρία να τους προσέξει καλύτερα. Η Κλόντια που γνώριζε εκείνη απείχε πολύ από την ξανθιά γυναίκα με το άβαφο πρόσωπο και τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια που έβλεπε τώρα, γι’ αυτό κόντεψε να μην την αναγνωρίσει. Όταν συνειδητοποίησε ποια ήταν, το ζευγάρι είχε χαθεί από το οπτικό της πεδίο. Πλήρωσε γρήγορα το λογαριασμό, αφήνοντας σχεδόν άθικτα τη σοκολάτα και το σάντουιτς, και έτρεξε ξοπίσω τους. Υπήρχε αρκετός κόσμος σε παρέες που έκανε σουλάτσο στα δρομάκια και η Τάνια παιδεύτηκε αρκετά να τους ξαναβρεί. Σε αυτό τη βοήθησε το ύψος της Κλόντια και η ξανθιά κόμη της που ξεχώριζε
από μακριά. Έχασε, όμως, πολύτιμο χρόνο προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και, όταν τους έφτασε, εκείνοι έμπαιναν ήδη σε ένα παλιό κτίριο. Ο άνθρωπος που στεκόταν στην πόρτα θύμισε στην Τάνια τους πορτιέρηδες στα σκυλάδικα της Αθήνας και στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη. Προφανώς επρόκειτο για κάποιο μαγαζί αυτού του είδους, ή ακόμα χειρότερο. Αν δεν έβλεπε με τα μάτια της την Κλόντια να χάνεται στο εσωτερικό του, δε θα πίστευε ποτέ ότι αυτή η φινετσάτη γυναίκα της υψηλής κοινωνίας σύχναζε σε τέτοια καταγώγια. Η επιθυμία της, όμως, να της μιλήσει την έκανε να υπερνικήσει τους δισταγμούς της και να την ακολουθήσει. Ο πορτιέρης τής έριξε μια ματιά θαυμασμού και παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει, νομίζοντας ότι επρόκειτο για κάποια κοπέλα που ερχόταν να δουλέψει για πρώτη φορά στο κλαμπ. Απόρησε λίγο, όμως, γιατί η καινούρια ήταν πολύ καθωσπρέπει, πράγμα ασυνήθιστο για τα κορίτσια που δούλευαν σε τέτοια μαγαζιά. Η Τάνια, μπαίνοντας στην αίθουσα, που ήταν βουτηγμένη στο αισθησιακό ημίφως των πολύχρωμων λαμπτήρων, διέκρινε μετά βίας τον Βιτόριο να κάθεται μόνος του στο μπαρ. Η Κλόντια δε φαινόταν πουθενά. Εκείνη διάλεξε να καθίσει στην άλλη άκρη της μπάρας, ευχόμενη να μπορούσε να γίνει αόρατη. Παρήγγειλε μια μπίρα –όχι ότι της άρεσε ιδιαίτερα, απλώς δεν είχε εμπιστοσύνη ότι θα της σέρβιραν «καθαρό» ποτό αν ζητούσε κάτι άλλο– και βάλθηκε να παρατηρεί προσεκτικά το χώρο, προσπαθώντας να εντοπίσει την Κλόντια ανάμεσα στους θαμώνες. Περίπου πέντε λεπτά αργότερα, ένας εύσωμος άντρας ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα. Η Τάνια δεν κατάλαβε ούτε λέξη από το λογύδριό του, αλλά από τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα υπέθεσε ότι ανήγγειλε κάτι σημαντικό. Η απορία της λύθηκε πολύ γρήγορα, και συγκεκριμένα όταν βγήκε ένα τσούρμο χορευτές, τα κοστούμια των οποίων –όλως περιέρ-
γως– έγδυναν τα κορμιά τους αντί να τα ντύνουν. Η Τάνια δεν άργησε να καταλάβει το είδος της διασκέδασης που θα πρόσφεραν στον κόσμο και ένιωσε αηδία. Κατάλαβε, επίσης, γιατί την κοίταζαν όλοι σαν ξερολούκουμο. Ούτε λίγο ούτε πολύ πίστευαν ότι ήρθε σε αυτό το μέρος για να ψωνιστεί και ετοιμάστηκε να τα βροντήξει όλα και να σηκωθεί να φύγει, όταν εμφανίστηκε στη σκηνή η Κλόντια, τραβώντας τα βλέμματα προς το μέρος της. Παρόλο που το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με μια χρυσή μάσκα, η Τάνια την αναγνώρισε αμέσως και ίσως ένιωσε ένα τσιμπηματάκι ζήλιας για το σμιλεμένο κορμί της. Η Κλόντια εκείνο το βράδυ έδωσε τον καλύτερο εαυτό της. Δεν ήξερε πότε θα είχε ξανά την ευκαιρία να χορέψει μπροστά σε κοινό και επιπλέον ήταν μεθυσμένη. Ο Βιτόριο την παρακολουθούσε σαν αρπακτικό με το άγρυπνο βλέμμα του. Αυτή ήταν η νεράιδα που είχε ερωτευτεί και η οποία είχε συνεπάρει τις αισθήσεις του πριν από λίγο καιρό και όχι η μπεκρού των τελευταίων ημερών, που τον είχε απογοητεύσει με τις υστερίες της. Ο Φαμπρίτσιο πλησίασε στο μπαρ τρίβοντας τα χέρια από χαρά, όπως πάντα όταν έβλεπε την Κλόντια στο μαγαζί του, και έκανε νόημα στον μπάρμαν να του σερβίρει το αγαπημένο του ουίσκι με πάγο. Άναψε ένα τεράστιο πούρο, ήπιε μια γουλιά από το ποτό του και πλατάγισε τη γλώσσα του με ευχαρίστηση. Κάποια στιγμή είδε τον Βιτόριο. Έκανε έναν ανεπαίσθητο μορφασμό δυσαρέσκειας και έπειτα από μικρό δισταγμό πήρε το ποτήρι του και ήρθε να καθίσει κοντά του. «Κάποιο πουλάκι μού σφύριξε ότι εσείς οι δύο ήρθατε μαζί», είπε δείχνοντας προς το μέρος της Κλόντια. «Είναι αλήθεια, λοιπόν! Πώς διάολο γνωριστήκατε;» Ο Βιτόριο τραβήχτηκε λίγο πιο μακριά, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυσφορία του στον καπνό. Εξάλλου δεν ξεχνούσε τα πενήντα χιλιάρικα που του βούτηξε ο Φαμπρίτσιο, κάτι που φυσικά δε
σκόπευε να το αφήσει να περάσει έτσι. Δεν τον ενοχλούσε αυτό καθεαυτό το ποσό, όσο ότι ο χοντρός μπάσταρδος τον έπιασε κορόιδο και του έφαγε τα λεφτά. Ήταν θέμα τιμής, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. «Έτυχε...» είπε αόριστα. «Πώς έτυχε, δηλαδή;» επέμεινε ο άλλος. Ο Βιτόριο τού έριξε μια λοξή ματιά και κατάλαβε αμέσως τι τον έτρωγε. Φοβόταν μήπως ξεσκεπαστεί η απάτη του και βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες της βλακώδους πράξης του. «Τι σημασία έχει ο τρόπος;» τον ρώτησε βλοσυρός. Ο Φαμπρίτσιο έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε τις πρώτες σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό του. «Και γνωριστήκατε πολύ καλά...;» «Γιατί δε ρωτάς στα ίσια αυτό που θέλεις να μάθεις;» είπε ο Βιτόριο καρφώνοντάς τον απειλητικά με το βλέμμα. Το μέτωπο του Φαμπρίτσιο μούσκεψε από νέο κύμα ιδρώτα και την αμέσως επόμενη στιγμή τα έβαλε με τη λιποψυχία του. Μα τι στην οργή είχε πάθει επιτέλους; Ήταν ασφαλής στο μαγαζί του, στο βασίλειό του, και πήγαινε πολύ να επιτρέπει σε έναν πρώην κομάντο να τον τρομοκρατεί. «Κοίτα, φίλε, ας πούμε ότι έκανα ένα λάθος», είπε προσπαθώντας να προσδώσει στη φωνή του μια νότα κύρους. «Είμαι διατεθειμένος να επανορθώσω, αν και πρέπει να αναγνωρίσεις ότι είμαι ο μόνος που δεν πληρώθηκα για τις υπηρεσίες μου». «Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να μου ζητήσεις αυτά τα χρήματα», είπε ο Βιτόριο ήσυχα. «Να είσαι σίγουρος ότι θα σου τα έδινα. Τώρα, όμως, τα θέλω πίσω». «Καλά. Πέρνα την άλλη εβδομάδα να σου τα δώσω». «Ίσως δεν ήμουν ξεκάθαρος. Τα θέλω τώρα». Ο Φαμπρίτσιο γούρλωσε τα μάτια. «Είσαι τρελός, άνθρωπέ μου; Δεν έχω τόσα λεφτά στο μαγαζί».
«Νομίζω ότι αρχίζω να χάνω την υπομονή μου», είπε ο Βιτόριο χαμογελώντας ελαφρά. «Και οι δύο ξέρουμε ότι στο χρηματοκιβώτιό σου υπάρχουν πολύ περισσότερα χρήματα από αυτά που μου χρωστάς». Ο ευτραφής ιδιοκτήτης δάγκωσε με λύσσα το πούρο του. Πώς διάολο το ήξερε αυτό; Εκείνη τη στιγμή η Κλόντια ολοκλήρωσε το νούμερό της και το μαγαζί σείστηκε από τα χειροκροτήματα. Ο Φαμπρίτσιο περίμενε να καταλαγιάσει ο σαματάς, τελείωσε με την ησυχία του το ποτό του και μετά στράφηκε προς τον Βιτόριο. Στη σκηνή είχαν ήδη εμφανιστεί οι χορεύτριες για το επόμενο νούμερο. «Πολύ καλά», είπε υποχωρητικά. «Πάμε στο γραφείο για να σου τα δώσω». Βλέποντας, όμως, την Κλόντια να βγαίνει από τα παρασκήνια ντυμένη με τα κανονικά της ρούχα, έτοιμη να φύγει, σήκωσε το χέρι και της έκανε νόημα να έρθει κοντά τους. Ο Βιτόριο είχε την αίσθηση ότι προσπαθούσε να αναβάλει το αναπόφευκτο για λίγο ακόμα. «Αγαπητή μου, ήσουν υπέροχη», την κολάκεψε ο Φαμπρίτσιο, κάνοντας μια μάλλον κωμική υπόκλιση για να φιλήσει το χέρι της. Εκείνη έκανε ένα μορφασμό και παρήγγειλε ένα διπλό κονιάκ. «Μην πιεις άλλο απόψε», της συνέστησε ο Βιτόριο συνοφρυωμένος. Η Κλόντια τον κοίταξε προκλητικά και κατέβασε μια γερή γουλιά από το ποτό της. Αυτός ο άντρας τής έδινε στα νεύρα με τις διαταγές του και συγκρατήθηκε να μην ξεστομίσει καμιά βαριά κουβέντα. «Έχω μια δουλειά με τον Φαμπρίτσιο», συνέχισε εκείνος απτόητος. «Δε θα αργήσω, να με περιμένεις εδώ για να γυρίσουμε μαζί στο σπίτι». Κι άλλες διαταγές, σκέφτηκε απηυδισμένη η Κλόντια, καθώς τους έβλεπε να απομακρύνονται. Την ώρα που παρήγγελλε και δεύτερο διπλό κονιάκ, οι δύο άντρες έφταναν ήδη έξω από το γραφείο του
Φαμπρίτσιο. Λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω τους, είδε το μαγαζάτορα να κάνει ένα αδιόρατο νεύμα στους μπράβους του να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Το γραφείο είχε πολύ καλή ηχομόνωση και μετά την εκκωφαντική μουσική που κόντευε να του σπάσει τα τύμπανα, ο Βιτόριο καλοδέχτηκε την απρόσμενη ησυχία. Ο Φαμπρίτσιο άνοιξε με το πάσο του το χρηματοκιβώτιο και έβγαλε μια δεσμίδα χαρτονομίσματα. «Ορίστε, πενήντα χιλιάδες ευρώ. Μπορείς να τα μετρήσεις άμα θέλεις», είπε. Ο εκνευρισμός του ήταν ολοφάνερος και ο Βιτόριο κατάλαβε ότι δε σκόπευε να τα αποχωριστεί τόσο εύκολα. Όμως ούτε ο δικός του σκοπός ήταν να πάρει τα χρήματα και να αφήσει τον Φαμπρίτσιο ατιμώρητο. «Σε εμπιστεύομαι», δήλωσε ατάραχος. «Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», σχολίασε έντονα ο Φαμπρίτσιο. «Αν εσύ βαριέσαι, τότε θα το κάνω εγώ». Κάθισε στην πολυθρόνα του και άρχισε να μετράει τα χαρτονομίσματα με εκπληκτική βραδύτητα. Όλη αυτή την ώρα, οι αισθήσεις του Βιτόριο βρίσκονταν σε επιφυλακή. Ενώ φαινομενικά έδειχνε προσηλωμένος σε αυτό που έκανε ο Φαμπρίτσιο, ο οποίος ροκάνιζε τόσο απροκάλυπτα το χρόνο, με την άκρη του ματιού παρακολουθούσε αδιάκοπα την πόρτα. Όταν είδε το πόμολο να γυρίζει, όρμησε στο μαγαζάτορα με ταχύτητα αιλουροειδούς και άρπαξε το κεφάλι του ανάμεσα στα μπράτσα. Ακούστηκε ένας ξερός ήχος και ο σβέρκος του Φαμπρίτσιο έσπασε με την ίδια ευκολία που σπάει στα δύο ένα ξερόκλαδο. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος και ο άλλοτε υπερήφανος ιδιοκτήτης του στριπτιζάδικου άρχισε να οδεύει προς την αθανασία προτού καν πάρει χαμπάρι αυτό που επρόκειτο να του συμβεί. Ο Βιτόριο δεν έχασε καιρό. Κρύφτηκε πίσω από την πόρτα την ώρα που αυτή άνοιξε και μπήκαν με βιάση δύο μπράβοι. Την κλό-
τσησε για να την κλείσει, ενώ ταυτόχρονα έβγαλε το πιστόλι του που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Πυροβόλησε αδίστακτα, με τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει ότι κανείς δε θα άκουγε τους πυροβολισμούς μέσα στη φασαρία που επικρατούσε. Οι μπράβοι έπεσαν αμέσως νεκροί, μουσκεύοντας την κρεμ μοκέτα με το αίμα τους. Έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του –άλλωστε του ανήκαν– και βγήκε ατάραχος από το γραφείο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Έψαξε στο μπαρ να βρει την Κλόντια, αλλά εκείνη δε φαινόταν πουθενά. Μάλλον δεν είχε ακούσει τη συμβουλή του και ξεκίνησε μόνη της για το σπίτι. Έκανε το ίδιο, ευχαριστημένος που έκλεισε όλες τις εκκρεμότητές του και απέδωσε δικαιοσύνη με το δικό του μοναδικό τρόπο. Αυτά τα χρήματα δε σκόπευε να τα κρατήσει. Ο Επισκέπτης είχε καιρό να εμφανιστεί στην πόλη και ο Βιτόριο χάραξε στο μυαλό του την πορεία που θα ακολουθούσε στην αποψινή φιλανθρωπική εξόρμησή του.
Η Κλόντια είχε όντως φύγει, αλλά όχι για το σπίτι, όπως νόμιζε ο Βιτόριο. Ήταν πολύ μεθυσμένη, όμως θυμόταν ότι απόψε έπρεπε να μείνει σε κάποιο ξενοδοχείο, ώστε να φύγει το πρωί για τη Ρώμη. Όλα τα ρούχα της βρίσκονταν στο σπίτι του Βιτόριο, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν την απασχολούσε. Στην τσάντα της είχε ό,τι χρειαζόταν: το διαβατήριό της, μπόλικα χρήματα και δυο τρεις χρυσές πιστωτικές κάρτες. Προχωρούσε τρεκλίζοντας σιγομουρμουρίζοντας ένα τραγούδι. Ήταν περίπου δύο τα ξημερώματα και η Βενετία κοιμόταν, στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Γι’ αυτό απόρησε όταν άκουσε πίσω της βήματα να πλησιάζουν. Στράφηκε νομίζοντας ότι θα δει τον Βιτόριο να την ακολουθεί, όπως πάντα, σαν πιστό σκυλάκι και ξαφνιάστηκε όταν ξεχώρισε μέσα στο μισοσκόταδο το σουλούπι μιας γυναίκας. Παρά το μεθύσι της, κατάλαβε ότι η άγνωστη ερχόταν για εκείνη, γι’ αυτό σταμάτησε και την περίμενε.
Όταν η άλλη πλησίασε αρκετά, την αναγνώρισε εύκολα. «Μπα, η Τάνια...!» τραύλισε. Είδε πως τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. «Γιατί το έκανες αυτό, Κλόντια;» τη ρώτησε εκείνη. Η φωνή της παλλόταν από τη συγκίνηση. «Τόσο πολύ, λοιπόν, τον μισούσες;» Η Κλόντια ύψωσε το πρόσωπο και κοίταξε τον έναστρο ουρανό με το στόμα ανοιχτό, σαν να ήταν διανοητικά καθυστερημένη. «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες», είπε και μετά, ξαφνικά, θυμήθηκε. «Για τον Φράνκο ρωτάς; Τον αγαπούσα αυτό τον μπάσταρδο... μάρτυς μου ο Θεός ότι τον αγαπούσα σαν τρελή...» Η Τάνια ταράχτηκε. «Τον σκότωσες, όμως», είπε σφίγγοντας τις γροθιές της. Ο ουρανός έπαψε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον της Κλόντια και έστρεψε το θολό της βλέμμα προς την πρώην αντίζηλό της. «Λες ψέματα! Μόνος του πέθανε». «Εσύ τον οδήγησες στο θάνατο, αν δεν πήγαινες στην αστυνομία, κανείς δε θα μάθαινε ποτέ τι είχε κάνει». Η Κλόντια ένιωσε την ανάγκη να καπνίσει. Άρχισε να παλεύει με την τσάντα της και στην προσπάθειά της να την ανοίξει για να πάρει τα τσιγάρα της, αυτή έπεσε στο πλακόστρωτο και το περιεχόμενό της σκόρπισε ολόγυρα. Γονάτισε και άρχισε να ψαχουλεύει στα τυφλά, μέχρι που στο τέλος απηύδησε και παράτησε την προσπάθεια. Έμεινε για κάμποσο γονατισμένη κι έπειτα ξέσπασε σε κλάματα και γέλια μαζί. «Πρέπει να δεις και την καλή πλευρά του πράγματος. Τώρα καμιά μας δε θα τον έχει. Στην ουσία πρέπει να μ’ ευγνωμονείς. Βρήκαμε την ησυχία μας, κι εκείνος βρήκε το τέλος που του άξιζε». Αυτό πια παραπήγαινε για την Τάνια. Το χέρι της σηκώθηκε, σαν να είχε δική του βούληση, και χαστούκισε την άλλη δυνατά. Η Κλόντια έχασε την ήδη ασταθή ισορροπία της και σωριάστηκε στο πλακόστρωτο. Τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι και έμεινε γερμένη
στο πλευρό, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αναπνοή της. Έτριψε το πονεμένο της μάγουλο και κάρφωσε τα μάτια στην Τάνια, που ορθωνόταν από πάνω της απειλητική. Δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά η Τάνια την έσπρωξε πάλι πίσω με το πόδι. Η Κλόντια παρουσίαζε εκείνη τη στιγμή ένα αξιολύπητο θέαμα, ικανό να ραγίσει οποιαδήποτε καρδιά, εκτός από την καρδιά της Τάνιας. Η δική της είχε γεμίσει μίσος για τη γυναίκα που της στέρησε την ευτυχία και το μόνο που ήθελε ήταν να της προκαλέσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο πόνο. Οι προθέσεις της ήταν τόσο φανερές, ώστε ακόμα και η Κλόντια, που το μυαλό της ήταν θολωμένο από το ποτό, το κατάλαβε. Σηκώθηκε με δυσκολία στα τέσσερα και άρχισε να μπουσουλάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα γόνατά της γδάρθηκαν άσχημα καθώς προσπαθούσε να απομακρυνθεί. «Με παρασκότισες με τον Φράνκο σου!» φώναξε μυξοκλαίγοντας. «Γιατί δεν πας κι εσύ στο διάολο να τον συναντήσεις, αφού δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν;» Ενώ μπουσουλούσε, έστρεφε το κεφάλι κάθε λίγο και λιγάκι για να δει αν την ακολουθούσε η Τάνια. Έτσι δεν κατάλαβε πότε έφτασε στην όχθη του καναλιού. Ξαφνικά τα χέρια της βρέθηκαν στο κενό και την αμέσως επόμενη στιγμή έπεσε στο νερό. Η ψυχρολουσία τη συνέφερε και άρχισε να χτυπάει πόδια και χέρια σαν νευρόσπαστο. Βγήκε στην επιφάνεια βήχοντας και ξερνώντας βρομόνερα. Είδε την Τάνια να στέκεται και να την κοιτάζει λίγα βήματα πιο πέρα. Άπλωσε τα χέρια προς το μέρος της, χειρονομώντας με μανία και με μάτια γουρλωμένα από τον πανικό. «Βοήθεια!» της φώναξε βουλιάζοντας και καταπίνοντας νερά. «Δεν ξέρω κολύμπι. Βοήθησέ με, σε παρακαλώ...» Η Τάνια την κοίταζε με ενδιαφέρον, σαν να ήταν κάποιο σπάνιο είδος ζωικής μορφής. Η ίδια, έχοντας μεγαλώσει κοντά στη θάλασσα, ήξερε πολύ καλό κολύμπι και της φαινόταν αδιανόητο να μην
μπορεί κάποιος να κρατηθεί στην επιφάνεια. Η Κλόντια απείχε μόνο μερικές απλωτές και για μια καλή κολυμβήτρια, όπως αυτή, ήταν παιχνίδι να βουτήξει και να τη βγάλει στη στεριά. Δεν το έκανε. Σιγά σιγά η έκφρασή της άλλαξε και τα χαρακτηριστικά της πέτρωσαν. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και βάλθηκε να κοιτάζει απαθής τη γυναίκα που πνιγόταν, αδιαφορώντας στις τραγικές εκκλήσεις της για βοήθεια. Από τα διπλανά σπίτια άρχισαν να ανοίγουν παράθυρα και να ξεπροβάλλουν αγουροξυπνημένα πρόσωπα. «Ποιος είναι εκεί;» φώναξε ένας γέρος προσπαθώντας να διακρίνει στο σκοτάδι. Η Τάνια δε στράφηκε καν να κοιτάξει. Η προσοχή της ήταν εστιασμένη στην Κλόντια και στις τελευταίες απεγνωσμένες προσπάθειές της να κρατηθεί στη ζωή. Ήταν, όμως, ένας μάταιος αγώνας. Το κεφάλι της βρισκόταν τώρα μέσα στο νερό και φαίνονταν μόνο τα χέρια της, που συνέχιζαν να χτυπούν απελπισμένα την επιφάνεια. Μέχρι που σταμάτησαν και χάθηκαν κι αυτά στο σκοτεινό βούρκο. Μια μεγάλη φυσαλίδα, που περιείχε την τελευταία ανάσα της Κλόντια, ανέβηκε από το βυθό και έσκασε σαν σαπουνόφουσκα. Το νερό ρυτίδιασε ελαφρά και, όταν ξαναβρήκε τη γαλήνια όψη του, τίποτα δε φανέρωνε πως στο σημείο εκείνο του καναλιού είχε παιχτεί ένα δράμα. Η Τάνια έφυγε σαν υπνωτισμένη την ίδια στιγμή που άνοιγε κάποια πόρτα. Στο κατώφλι παρουσιάστηκε ο γέρος που είχε φωνάξει προηγουμένως, ο οποίος άφησε με βαριά καρδιά το ζεστό του κρεβατάκι παρακινούμενος από την κυρά του και βγήκε με τις πιτζάμες για να δει τι συμβαίνει. Κάπου στο βάθος του δρόμου νόμισε πως είδε μια γυναικεία φιγούρα να ξεμακραίνει. Δεν μπορούσε να πάρει, όμως, και όρκο, επειδή πάνω στη βιασύνη του ξέχασε να φορέσει τα γυαλιά του. Πλησίασε με περιέργεια στην όχθη και σάρωσε με το βλέμμα το κανάλι απ’ άκρη σ’ άκρη – ή, τουλάχιστον, αυτό πίστεψε ότι έκανε.
Βέβαιος πως τίποτα κακό δεν είχε συμβεί, επέστρεψε στο σπίτι του για να συνεχίσει τον ύπνο του δικαίου, έχοντας τη συνείδησή του ήσυχη πως έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του.
43
Η ανάρρωση της Δάφνης αποδείχτηκε μια διαδικασία αργή και επώδυνη. Αναγκάστηκε να υποστεί μια πρώτη σειρά πλαστικών επεμβάσεων, από τις πολλές που θα ακολουθούσαν, και υπέμεινε αγόγγυστα όλη αυτή τη δοκιμασία αντλώντας κουράγιο από τους ανθρώπους που βρίσκονταν διαρκώς στο πλευρό της και την περιέβαλλαν με την αγάπη τους. Ο Τζέιμς περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας κοντά της και έφευγε αργά το βράδυ για να πάει να ξεκουραστεί στο μικρό ξενοδοχείο που βρισκόταν δύο στενά παραπέρα. Φρόντιζε να κάνει την παραμονή της Δάφνης στο νοσοκομείο πιο υποφερτή και κάθε πρωί ερχόταν φορτωμένος λουλούδια και ζεστά ψωμάκια για το πρωινό. Ο Μαρτσέλο και η Αμάντα την επισκέπτονταν καθημερινά για μερικές ώρες και φυσικά από την παρέα δεν έλειπε ο Λεονάρντο, ο οποίος πεταγόταν να τη δει σε κάθε ευκαιρία. Ειδικά η παρουσία της Αμάντα είχε αποδειχτεί πολύτιμη για τη Δάφνη, που είχε ανάγκη γυναικείας συμπαράστασης. Η έμφυτη αισιοδοξία της κοπέλας, που είχε μετακομίσει στη Βενετία και συζούσε με τον Μαρτσέλο, και το χαριτωμένο μουτράκι της, που φωτιζόταν μονίμως από ένα πρόσχαρο χαμόγελο, έριχναν βάλσαμο όχι μόνο στην ψυχή της Δάφνης, αλλά και των υπόλοιπων ασθενών του νοσοκομείου. Μια μέρα ήρθε κουβαλώντας τα ψαλίδια της και πήρε την πρωτοβουλία να κόψει τα μαλλιά της Δάφνης, που κρέμονταν άχαρα σε μισοκαμένες τούφες. Για καλή της τύχη, η φωτιά δεν είχε φτάσει στο δέρμα του κρανίου και με τον καιρό θα γίνονταν όπως πρώτα.
Όταν η Αμάντα τελείωσε με το κούρεμα, οπισθοχώρησε μερικά βήματα για να θαυμάσει το έργο της. «Καλά, είσαι μια κούκλα... δεν το συζητώ!» τόνισε. Η Δάφνη πασπάτεψε το κεφάλι της, νιώθοντάς το παράξενα ελαφρύ, και προσπάθησε να φανταστεί την εικόνα της. Στο δωμάτιο δεν υπήρχε καθρέφτης κι εκείνος του μπάνιου είχε ξηλωθεί από την πρώτη μέρα, έπειτα από παράκληση του Τζέιμς. «Ξέρεις κάτι; Σε πιστεύω», είπε έπειτα από λίγο χαμογελώντας ανάλαφρα. Ευγνωμονούσε από μέσα της την Αμάντα, όχι μόνο επειδή της πρόσφερε τη συντροφιά και τη φιλία της, αλλά και επειδή έκανε τον Μαρτσέλο ευτυχισμένο. Ο νέος άντρας φαινόταν να έχει γιατρευτεί από τον έρωτά του για τη Δάφνη και, όσο περνούσε ο καιρός, αυτό γινόταν όλο και πιο φανερό. Η συμπεριφορά του απέναντί της είχε αλλάξει ριζικά και για τη Δάφνη ήταν μεγάλη ανακούφιση να μπορεί να τον υποδέχεται σαν έναν αγαπημένο αδερφό. Ο Μαρτσέλο τη φιλούσε τρυφερά και στα δύο μάγουλα και από τα μάτια του είχε χαθεί εκείνη η παράξενη έκφραση κάθε φορά που την κοίταζε. Την κρατούσε πια μόνο για την Αμάντα. Η Δάφνη χαιρόταν αφάνταστα όποτε τους έβλεπε αγκαλιασμένους, να ανταλλάσσουν παθιάρικα φιλιά, και ήξερε πως με τον καιρό θα γίνονταν ακόμα πιο ευτυχισμένοι. Είχε δει το μέλλον τους, αλλά δεν τολμούσε να ρίξει ούτε μια κλεφτή ματιά στο δικό της. Της αρκούσε, προς το παρόν, να κρατάει το χέρι του Τζέιμς και συχνά τα μάγουλά της φλογίζονταν από ντροπή καθώς έπιανε τον εαυτό της να ανυπομονεί πότε θα ερχόταν η πολυπόθητη μέρα να βγει από το νοσοκομείο για να ξανακάνει έρωτα μαζί του.
Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά ήρθαν και πέρασαν βασανιστικά αργά, παρόλο που όλοι φρόντισαν να μην της λείψει τίποτε
από το πνεύμα της γιορτής. Η Αμάντα είχε στολίσει το δωμάτιό της με κάθε λογής παιχνίδια και φωτάκια, ο δε Λεονάρντο κουβάλησε ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο και το έστησε σε περίοπτη θέση κοντά στο παράθυρο. Τραγούδησαν όλοι μαζί τα κάλαντα και αντάλλαξαν ευχές και δώρα για τον καινούριο χρόνο. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που ξαφνικά τα πάντα άλλαξαν. Εκείνο το πρωινό ο Τζέιμς μπήκε στο δωμάτιό της γεμάτος χαρά, για να της αναγγείλει ότι μπορούσε να φύγει επιτέλους από το νοσοκομείο. Τη βρήκε να κάθεται στην καρέκλα, κοντά στο παράθυρο, και να κοιτάζει σκεφτική την γκρίζα λιμνοθάλασσα που ανοιγόταν μπροστά της. Όχι πολύ μακριά, αχνοφαινόταν μέσα στην ομίχλη το νησάκι του Σαν Μικέλε, εκεί όπου ήταν θαμμένη η Σοφία. «Έχω σπουδαία νέα», της δήλωσε μπαίνοντας. «Αύριο παίρνεις εξιτήριο». Ήρθε κοντά της και έσκυψε να τη φιλήσει, όπως έκανε κάθε μέρα. Η Δάφνη έστρεψε το κεφάλι από την άλλη πλευρά για να τον αποφύγει. «Είναι όντως σπουδαία», ψιθύρισε αδιάφορα. «Δε φαίνεσαι, όμως, και τόσο ενθουσιασμένη», παρατήρησε ο Τζέιμς διστακτικά. «Είμαι απλώς κουρασμένη», δικαιολογήθηκε εκείνη, συνεχίζοντας να κοιτάζει επίμονα από το παράθυρο. Ο άντρας ένιωσε να τον ζώνουν τα φίδια. Η Δάφνη συνήθως τον περίμενε κάθε πρωί στην πόρτα για να ριχτεί στην αγκαλιά του και να ανταλλάξουν το πρώτο ζεστό φιλί. Έπαιρναν μαζί το πρωινό και μετά άρχιζαν να σουλατσάρουν στους διαδρόμους του νοσοκομείου πιασμένοι από το χέρι. Η ανάγκη να ξεφύγουν από αυτό το καταθλιπτικό μέρος έκανε τη φαντασία τους να οργιάζει και προσποιούνταν πως βρίσκονταν αλλού, σε μέρη ονειρικά, πλασμένα μόνο γι’ αυτούς.
Τότε τα πάντα σωριάζονταν γύρω τους, για να αναδημιουργηθούν με την καινούρια τους μορφή. Ο διάδρομος γινόταν το χλοερό μονοπάτι στο δάσος, αφράτο και μοσχοβολιστό μετά τη χτεσινή μπόρα. Ο πράσινοι άχαροι τοίχοι έβγαζαν ρίζες και κλαδιά κι έμοιαζαν με τείχος από θεόρατα δέντρα, ενώ τα χιλιάδες γλυκόλαλα πουλιά που κρύβονταν στις φυλλωσιές συνόδευαν με το τραγούδι τους κάθε τους βήμα. Οι ασπροντυμένες φιγούρες των γιατρών και των νοσοκόμων μεταμορφώνονταν σε αέρινα πλάσματα, που έστρωναν το δρόμο τους με ροδοπέταλα. Τα μπουκάλια με τους ορούς έπαιρναν το σχήμα λουλουδιών και οι σταγόνες που στάλαζαν αργά και βασανιστικά στα πλαστικά σωληνάκια γίνονταν λαμπερές πρωινές δροσοσταλίδες. Ακόμα και η γκρίζα, μουντή λιμνοθάλασσα εξαφανιζόταν ως διά μαγείας, για να δώσει τη θέση της σε μια σμαραγδένια παραλία με χρυσαφένια ζεστή άμμο. «Τι σε βασανίζει, ψυχή μου;» τη ρώτησε ο Τζέιμς. Η φωνή του φανέρωνε αγωνία και η Δάφνη έπιασε να στριφογυρίζει αμήχανη με τα δάχτυλά της το στρίφωμα της ρόμπας της. Κατάπιε με δυσκολία τον κόμπο που της είχε σταθεί στο λαιμό και, όταν τελικά πήρε απόφαση να ανασηκώσει το βλέμμα για να τον αντιμετωπίσει, το χαμόγελο είχε επιστρέψει στο πρόσωπό της. Ο Τζέιμς δε θα μάθαινε ποτέ πόσο κουράγιο χρειάστηκε για να το κάνει αυτό. «Δεν έχω τίποτα, αγάπη μου», ψιθύρισε. «Ίσως φταίει απλώς το γεγονός ότι νιώθω μεγάλη συγκίνηση και ανυπομονησία για την αυριανή μέρα. Βλέπεις... είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα ξέμενα εδώ για την υπόλοιπη ζωή μου». Του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί και ο Τζέιμς ανάσανε με ανακούφιση. «Θα πήγαινε πολύ να σου ζητήσω να μείνω μόνη μου σήμερα;» τον ρώτησε ξαφνικά. «Δεν καταλαβαίνω...» της είπε εκείνος μπερδεμένος. «Αυτή την τελευταία μέρα στο νοσοκομείο θέλω να την περάσω
μόνη μου... αν δε σε πειράζει. Έχω κάνει πολλές γνωριμίες στο διάστημα της παραμονής μου και το σωστό θα ήταν να τους αποχαιρετήσω έναν έναν προτού φύγω». Σταμάτησε για λίγο και μετά χαμογέλασε νευρικά. «Υπολογίζω ότι αυτές οι χαιρετούρες θα μου φάνε όλη τη μέρα... ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα. Άλλωστε είναι μια καλή ευκαιρία και για εσένα να ξεφύγεις λίγο. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ήταν φοβερά εγωιστικό εκ μέρους μου να σε κρατάω κοντά μου τόσες πολλές ώρες». «Μα τι λόγια είναι αυτά, γλυκιά μου;» διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Τζέιμς. «Δεν καταλαβαίνεις ότι θέλω να είμαι μαζί σου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο;» Την έσφιξε στην αγκαλιά του παθιασμένα και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Σ’ αγαπάω, Δάφνη», είπε πολύ σοβαρά. «Όταν είμαι μακριά σου, κάθε λεπτό περνάει βασανιστικά αργά και δε βλέπω την ώρα να σε ξαναδώ για να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να φιλήσω αυτά τα υπέροχα μάτια σου. Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου, καρδούλα μου, και δε φαντάζεσαι μέχρι πού είμαι διατεθειμένος να φτάσω προκειμένου να τα δω να λάμπουν πάλι από ευτυχία. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό». Η Δάφνη ανατρίχιασε σύγκορμη και ο Τζέιμς έσκυψε και απίθωσε στα μισάνοιχτα χείλη της ένα φιλί. Τον τελευταίο καιρό είχε γίνει πολύ τρυφερός και, γενικά, πρόσεχε τις κινήσεις του, με αποτέλεσμα να της προκαλεί υποσυνείδητα άγχος ότι πλέον δεν τον έλκυε ως γυναίκα. Αυτό το φιλί, όμως, ήταν πολύ διαφορετικό και ξεσήκωσε θύελλα στις αισθήσεις της. Της θύμισε τα φιλιά που είχαν ανταλλάξει κάποια μακρινή εποχή σε κάποιο λιβάδι της Κορνουάλης, τότε που ο Τζέιμς διεκδικούσε με απαιτητικό τρόπο το κορμί και την ψυχή της. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι όλα αυτά ήταν της φαντασίας της, αλλά σήμερα ερχόταν η επιβεβαίωση ότι εκείνος ο φλογερός άντρας συνέχιζε να υπάρχει και ότι όλο αυτό τον καιρό είχε επιβάλει στον εαυτό του μια σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία, από φόβο μήπως της προξενήσει κάποια ζημιά στο καταπονημένο δέρμα της. Όλα τα δυ-
σάρεστα, όμως, είχαν περάσει πια, ή μήπως ο εφιάλτης άρχιζε μόλις τώρα; Κάποια στιγμή ο Τζέιμς σταμάτησε να τη φιλάει και την κοίταξε με μάτια σκοτεινιασμένα από πόθο. «Σε θέλω εδώ και τώρα, μωρό μου, δεν αντέχω να περιμένω άλλο», ψιθύρισε βραχνά. Το χέρι του βρήκε το άνοιγμα της ρόμπας της και άρχισε να μαλάζει άγρια το στήθος της. Το κορμί της Δάφνης ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο κάλεσμά του και οι ρώγες της ορθώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά βρήκε τη δύναμη να τον σπρώξει μακριά της. «Κι εγώ σε θέλω», του είπε ψελλίζοντας ταραγμένη, «αλλά φαντάσου τι θα γίνει αν ανοίξει κάποιος την πόρτα και μας δει να κάνουμε έρωτα. Είναι σκέτη τρέλα!» «Πιστεύω ότι θα έδειχνε κατανόηση, αλλά μάλλον έχεις δίκιο», απάντησε ο Τζέιμς, παίρνοντας μερικές κοφτές αναπνοές για να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. «Άλλωστε περίμενα τόσο καιρό, νομίζω ότι μπορώ να περιμένω μία μέρα ακόμα. Επιμένεις να μείνεις μόνη σου;» Η Δάφνη τον κοίταξε αινιγματικά και ξαφνικά τα μάτια της βούρκωσαν. «Ναι, σε παρακαλώ, το έχω μεγάλη ανάγκη». «Καλά τότε, θα φύγω. Θα περάσω πρώτα από τον Μαρτσέλο για να μου δώσει τα κλειδιά του σπιτιού σου. Θα χρειαστείς μερικά ρούχα για αύριο». «Σ’ ευχαριστώ που τα σκέφτεσαι όλα», είπε συγκινημένη εκείνη. Της έδωσε ακόμα ένα φιλί και η Δάφνη τον συνόδεψε χαμογελαστή μέχρι την πόρτα. Ο Τζέιμς έφυγε με ένα δυσοίωνο προαίσθημα. Φαινομενικά, όλα ήταν εντάξει, αλλά γιατί είχε ξαφνικά εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση ότι κάτι είχε αλλάξει στη συμπεριφορά της Δάφνης;
Όταν έκλεισε η πόρτα, το χαμόγελο έσβησε μονομιάς από τα χείλη της. Σύρθηκε στο κρεβάτι της σαν να ήταν καμιά εκατοντάχρονη γριά και, μόλις ξάπλωσε, την πήρε το παράπονο και αναλύθηκε σε ένα βουβό κλάμα. Αφού μούσκεψε για τα καλά το μαξιλάρι, σκούπισε τη μύτη της με ένα χαρτομάντιλο και προσπάθησε να ηρεμήσει για να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Η αλήθεια έχει τον τρόπο της να φανερώνεται στους ανθρώπους, και η πικρή αλήθεια έχει το κακό συνήθειο να τους επισκέπτεται την πιο ακατάλληλη στιγμή, τη στιγμή που νομίζουν πως τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την ουτοπική ευτυχία τους. Η Δάφνη, λοιπόν, σήμερα αναγκάστηκε να την αντιμετωπίσει καταπρόσωπο και είχε κάθε λόγο να είναι δυστυχισμένη. Όλα συνέβησαν εντελώς τυχαία. Νωρίς το πρωί σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα. Η λεκάνη, όμως, έβγαζε νερά στο σημείο όπου ακουμπούσε στα πλακάκια του δαπέδου. Αν τη χρησιμοποιούσε, τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα χειρότερα. Η κύστη της κόντευε να σπάσει και βγήκε από το δωμάτιο τρέχοντας για να πάει στις τουαλέτες για τους επισκέπτες, που βρίσκονταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου και τις οποίες ουδέποτε είχε χρησιμοποιήσει κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο νοσοκομείο. Όταν τελείωσε, έκανε το αυτονόητο: πήγε στο νιπτήρα να πλύνει τα χέρια της και εντελώς μηχανικά το βλέμμα της καρφώθηκε στον καθρέφτη που υπήρχε από πάνω. Έμεινε τότε ξαφνιασμένη, με τα χέρια να στάζουν νερά, προσπαθώντας να καταλάβει τι σχέση είχε μαζί της εκείνη η γυναίκα με τα κοντά μαλλιά και το σακατεμένο πρόσωπο, που την κοίταζε μέσα από τα δικά της μάτια. Όταν συνειδητοποίησε την αλήθεια, άφησε ένα βογκητό πόνου και διπλώθηκε στα δύο, σαν να είχε φάει μια δυνατή γροθιά στο στομάχι από κάποιον αόρατο άνθρωπο. Μετά το πρώτο σοκ, μάζεψε το κουράγιο της και αποτόλμησε να ρίξει μια δεύτερη ματιά στο είδωλό της. Στο δεξί μάγουλο, το άλλοτε πορσελάνινο δέρμα είχε κατα-
στραφεί και τη θέση του είχε πάρει μια κόκκινη ζαρωμένη σάρκα με εμφανείς ακόμα τις ουλές από την πλαστική επέμβαση. Ξεκούμπωσε αργά τη ρόμπα της, σαν υπνωτισμένη, και την άφησε να πέσει στα πόδια της. Μπορεί στο δικό της μπάνιο ο υποτυπώδης φωτισμός να έκρυβε έντεχνα τα σημάδια στο κορμί της, αλλά εδώ η λάμπα φθορισμού αποκάλυπτε την καταστροφή σε όλο της το μεγαλείο. Τόπους τόπους, το σώμα της ήταν καλυμμένο από τις ίδιες απαίσιες ουλές που είχε και στο πρόσωπο· ίσως, μάλιστα, ο σκληρός φωτισμός να έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα απ’ ό,τι ήταν πραγματικά. Η γυναικεία φιλαρέσκεια της Δάφνης δεν έφτανε στα όρια της υπερβολής, αλλά αυτό το θέαμα τη βύθισε σε μαύρη απελπισία. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Τζέιμς απέφευγε στις βόλτες τους τους λιγοστούς χώρους του νοσοκομείου όπου υπήρχαν αναρτημένοι καθρέφτες. Στη σκέψη του, ένας λυγμός συντάραξε το στήθος της. Πώς μπορούσε να είναι ερωτευμένος με ένα φρικιό; Όταν έφερε στο νου της την εικόνα που πρέπει να παρουσίαζαν ως ζευγάρι, πάγωσε. Εκείνος ορκιζόταν ότι την αγαπούσε, αλλά πόσο καιρό θα του έπαιρνε να καταλάβει ότι μπέρδευε τον οίκτο με την αγάπη; Πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι να ενδώσει στα θέλγητρα κάποιας άλλης, αληθινής, γυναίκας; Ο Τζέιμς ήταν όμορφος άντρας, δε χωρούσε αμφιβολία γι’ αυτό. Είχε δει πώς τον κοίταζαν οι νοσοκόμες και είχε δει πώς κοίταζαν κι εκείνη, σαν να τη λυπούνταν. Μόνο που μέχρι σήμερα δεν καταλάβαινε το γιατί. Η Δάφνη σήκωσε τη ρόμπα από κάτω, τη φόρεσε και γύρισε στο δωμάτιό της με την καρδιά της ραγισμένη σε χιλιάδες κομμάτια. Κάθισε κοντά στο παράθυρο και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί αόριστα στην γκρίζα λιμνοθάλασσα. Είχε θέσει ως αρχή στη ζωή της να μην οραματίζεται το δικό της μέλλον, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες μάλλον επιβαλλόταν να καταπατήσει τον κανόνα. Θα ήταν πολύ χειρότερα να συνεχίσει να
ζει στην αμφιβολία και την ανασφάλεια. Αυτό που είδε, όμως, την τρόμαξε περισσότερο και την έριξε στα τάρταρα της απελπισίας. Το μέλλον της προδιαγραφόταν ζοφερό και μοναχικό. Καμιά χαρά, κανένα ταίρι να συνοδεύει από κοντά τα βήματά της, κανείς να της κρατάει το χέρι. Οι λιγοστές αναλαμπές ευτυχίας εστιάζονταν στον Μαρτσέλο, στην Αμάντα και στα δυο τους παιδιά. Αυτός ήταν μάλλον ο προορισμός της στη ζωή. Να καταντήσει η γεροντοκόρη θεία που θα καλούσαν για φαγητό στις γιορτές, επειδή δεν είχε πού αλλού να πάει. Ή επειδή απλώς τη λυπούνταν. Σε αυτή τη θέση τη βρήκε αργότερα ο Τζέιμς και αυτός ήταν ο λόγος που τον είχε διώξει. Έμεινε στο κρεβάτι όλη μέρα και το βράδυ σχεδόν δεν έκλεισε μάτι. Όταν έφερνε στο μυαλό της τις λιγοστές κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τον αγαπημένο της τούτη τη μαύρη μέρα, ξεσπούσε κάθε τρεις και λίγο σε καινούριο μοιρολόι. Της είχε πει ότι ήταν ερωτευμένος με τα μάτια της και ότι ήταν διατεθειμένος να φτάσει πολύ μακριά προκειμένου να τα δει να λάμπουν πάλι από ευτυχία. Εκείνος μπορεί να το πίστευε, η Δάφνη, όμως, δεν ήταν διατεθειμένη να δεχτεί μια τέτοια αυτοθυσία. Το άλλο πρωί, όταν τον είδε να στέκεται στην πόρτα με τα ρούχα της κρεμασμένα στο μπράτσο του, φόρεσε ένα ανέμελο χαμόγελο και τον καλωσόρισε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ντύθηκε στα γρήγορα, και η αλήθεια είναι ότι ένιωσε πολύ καλύτερα που ξεφορτώθηκε επιτέλους την άσπρη ρόμπα του νοσοκομείου. Βγαίνοντας από το κτίριο, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο χάδι του ήλιου, που εκείνη τη μέρα αποφάσισε να κάνει τη χάρη στους Βενετσιάνους και να ξετρυπώσει από τα σύννεφα όπου έμενε κρυμμένος. Ο φρέσκος, παγωμένος αέρας μύριζε θάλασσα και η Δάφνη τον καλοδέχτηκε σαν θείο δώρο, λες και το δροσερό του άγγιγμα θα είχε τη δύναμη να γιάνει το σακατεμένο της μάγουλο. Ταυτόχρονα, όμως, της θύμιζε πως ήταν ακόμα ζωντανή. Ο Τζέιμς της κούμπωσε το παλτό και έδεσε το κασκόλ γύρω από
το λαιμό της με περισσή τρυφερότητα, σαν να ήταν κάποιο ανήμπορο μικρό παιδί. «Σου έχω πει ποτέ ότι τα μαλλιά σου μου αρέσουν περισσότερο έτσι;» τη ρώτησε χαϊδεύοντας τις κοντές αφέλειες στο μέτωπό της. Η Δάφνη ξεροκατάπιε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ακόμα και το πιο μικρό χάδι του Τζέιμς προκαλούσε αναστάτωση στις διψασμένες αισθήσεις της, αλλά έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα γι’ αυτό που είχε στο νου της. «Θέλω να πάω πρώτα στον τάφο της Σοφίας», του είπε κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια. «Φυσικά», συμφώνησε πρόθυμα εκείνος. Περπάτησαν αρκετά μέχρι να φτάσουν στη στάση του βαπορέτου. Οι άνθρωποι που περίμεναν στο υπόστεγο ήταν λιγοστοί και αποδείχτηκε πως οι περισσότεροι είχαν προορισμό το Μουράνο, γιατί φτάνοντας στην αποβάθρα του Σαν Μικέλε αποβιβάστηκαν μόνο τρεις επιβάτες. Ο Τζέιμς, η Δάφνη και μια μεσόκοπη κυρία με ευγενικά χαρακτηριστικά, που κουβαλούσε μια πελώρια ανθοδέσμη. «Δε θυμήθηκα να φέρω λουλούδια...» είπε η Δάφνη και μια σκιά μελαγχολίας έπεσε στα υπέροχα μάτια της. «Δεν πειράζει, ψυχή μου, θα το κάνεις την άλλη φορά», την καθησύχασε ο Τζέιμς και την έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά του. Μπήκαν μαζί στο κοιμητήριο και τα βήματά τους αντήχησαν παράξενα πάνω στα χαλίκια, σπάζοντας την απόλυτη σιωπή που επικρατούσε. Η μεσόκοπη κυρία είχε εξαφανιστεί και, καθώς δε συνάντησαν άλλο άνθρωπο στο δρόμο τους, η αίσθηση της μοναξιάς έγινε σχεδόν αφόρητη. «Ο τάφος της Σοφίας είναι από εκεί...» έδειξε ο Τζέιμς με το δάχτυλο κάπου προς το βάθος. Είχε παραστεί στην κηδεία της και είχε καταγράψει τη διαδρομή στο μυαλό του, με το σκεπτικό πως αυτό θα ήταν το πρώτο πράγ-
μα που θα του ζητούσε η Δάφνη βγαίνοντας από το νοσοκομείο. Όπερ και εγένετο. Καθώς περνούσαν από την ελληνική πτέρυγα, η Δάφνη κοντοστάθηκε. Εκεί ήταν θαμμένοι οι γονείς της, μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες –επιφανείς και μη– που κατά καιρούς έζησαν και πέθαναν στη Βενετία. Ήταν αδύνατο να έρθει μέχρι εδώ και να μην πάει στον τάφο τους, αλλά σκέφτηκε πως το σωστό ήταν να περάσει πρώτα από της Σοφίας. Τα οστά τους τα είχαν μεταφέρει από τη Βερόνα, όταν επέστρεψαν από το Λονδίνο, και οι δύο αδερφές είχαν επιτέλους τη δυνατότητα να τους ανάβουν το καντήλι ή να αποθέτουν λίγα λουλούδια στο μνήμα. Ο πόνος είχε απαλύνει με τον καιρό, αλλά η έλλειψή τους ήταν το ίδιο οδυνηρή. «Το ήξερες ότι ο Φράνκο σκότωσε τους γονείς μου;» ρώτησε τον Τζέιμς καθώς συνέχιζαν το δρόμο τους. Εκείνος έμεινε εμβρόντητος από την αποκάλυψη. «Όχι, βέβαια! Ομολόγησε τους φόνους του Γκουερίνι και της Σοφίας, αλλά δεν ανέφερε ποτέ τους γονείς σου. Ούτε εσύ είπες κάτι γι’ αυτό...» Όπως δε σου έχω πει πολλά πράγματα, σκέφτηκε η Δάφνη. Παραδείγματος χάριν, ότι λίγο έλειψε να χάσω τα μυαλά μου μαζί του. Ανασήκωσε τους ώμους, λες και ήθελε να αποτινάξει από πάνω της το ενοχλητικό βάρος των ενοχών. «Έτσι κι αλλιώς, δε θα είχε νόημα έπειτα από τόσο καιρό», μουρμούρισε ανοίγοντας το βήμα. «Ούτε θα άλλαζε η ποινή του». Ο Τζέιμς δε συμφωνούσε μαζί της, αλλά παραδέχτηκε πως είχε δίκιο ως προς την ποινή που θα επιβαλλόταν αν ο Φράνκο είχε προλάβει να φτάσει στο δικαστήριο και δεν είχε σκοτωθεί, πράγμα που η Δάφνη δεν το γνώριζε. «Εδώ είναι, φτάσαμε», είπε εκείνος έπειτα από λίγο, σταματώντας μπροστά σε έναν τάφο.
Οι αχτίδες του ήλιου παιχνίδιζαν με τις σκιές των γυμνών κλαδιών των δέντρων πάνω στη μαύρη γρανιτένια πλάκα, κάνοντας τα χρυσά γράμματά της να λάμπουν σαν πραγματικό χρυσάφι. Κάτω από το όνομα της Σοφίας και την ημερομηνία θανάτου της, ο Μαρτσέλο είχε ζητήσει να γράψουν ένα δίστιχο από την Τρικυμία του Σαίξπηρ. Είμαστε απ’ την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα Και τη ζωούλα μας την περιβάλλει ολόγυρα ύπνος. Η Δάφνη, αφού πρώτα έκανε το σταυρό της σύμφωνα με τον ορθόδοξο τρόπο, γονάτισε και ασπάστηκε την πλάκα ευλαβικά. Πίστευε ότι ερχόμενη εδώ δε θα μπορούσε να συγκρατηθεί και ότι θα ξεσπούσε σε κλάματα. Φαίνεται, όμως, πως τα δάκρυά της είχαν στερέψει πια. Την είχε κλάψει και την είχε θρηνήσει την ώρα που έπρεπε, και μάλιστα περισσότερο από την ίδια της τη μάνα. Αλλά μήπως η Σοφία αυτό δεν ήταν τελικά; Ήλπιζε μόνο ότι οι τρεις αγαπημένες γυναίκες της ζωής της βρίσκονταν επιτέλους όλες μαζί σε έναν καλύτερο, ευτυχισμένο κόσμο, και αυτή η σκέψη την έκανε να νιώσει μια απέραντη γαλήνη. «Πρέπει να φύγεις, Τζέιμς», είπε αργά, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. Αυτό που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει ήταν από τα πράγματα που δε λέγονται εύκολα. Ο νέος άντρας χαμογέλασε βεβιασμένα και από τα μάτια του πέρασε μια φευγαλέα σκιά ανησυχίας. Εκείνο το άσχημο προαίσθημα που είχε νιώσει την προηγούμενη μέρα ξαναγύρισε ακόμα πιο έντονο. «Μείνε όση ώρα θέλεις... μπορώ να περιμένω...» μουρμούρισε, έχοντας ωστόσο την εντύπωση πως δεν ήταν αυτό που εννοούσε η Δάφνη. Η κοπέλα σηκώθηκε και τον κοίταξε θλιμμένη. «Φοβάμαι πως δεν κατάλαβες τι εννοώ. Θέλω να φύγεις από τη Βενετία και από τη ζωή μου γενικά».
Ξαφνικά, το στομάχι του Τζέιμς σφίχτηκε και το στόμα του στέγνωσε από σάλιο. Έγλειψε τα ξερά χείλη του και μάζεψε το κουράγιο του. «Δηλαδή πιστεύεις ακόμα ότι ήμουν αναμειγμένος στα σχέδια του παππού μου;» ρώτησε αχνά. «Νόμιζα πως το είχαμε ξεκαθαρίσει...» «Δεν είναι αυτό. Απλώς δεν μπορούμε να είμαστε πια μαζί». «Αν έχεις όρεξη για αστεία, τότε σε πληροφορώ ότι διάλεξες λάθος τόπο και χρόνο», ψέλλισε εκείνος κομπιάζοντας. «Μιλάω πολύ σοβαρά. Πρέπει να χωρίσουμε». «Νόμιζα πως μ’ αγαπούσες!» Η Δάφνη τον πλησίασε και του χάιδεψε ανάλαφρα το μάγουλο. Στα μάτια της λαμπύριζαν τα πρώτα δάκρυα. «Γι’ αυτό το κάνω, επειδή σ’ αγαπάω». «Περίεργος τρόπος, μα την αλήθεια, για να δείχνεις την αγάπη σου», φώναξε με πάθος ο Τζέιμς. «Άκουσέ με, καλέ μου», τον παρακάλεσε η Δάφνη συντετριμμένη. «Αν μείνουμε μαζί, στο τέλος θα καταλήξουμε να μισούμε ο ένας τον άλλο για την υποκρισία μας. Εσύ επειδή δεν έφυγες ενώ είχες την ευκαιρία και εγώ επειδή σου τη στέρησα». Ο Τζέιμς την άρπαξε από τους ώμους και τα δάχτυλά του χώθηκαν βίαια στην τρυφερή της σάρκα. Η αγωνία του δεν τον άφηνε να σκεφτεί ότι μπορεί να την πονούσε. «Για ποια υποκρισία μιλάς, Δάφνη;» τη ρώτησε χλομιάζοντας. «Αυτό, λοιπόν, νομίζεις για εμένα; Ότι κάθε φορά που σε κρατάω στην αγκαλιά μου... κάθε φορά που σε φιλάω και σου λέω πως σ’ αγαπάω πάνω από τους ανθρώπους και πάνω από το Θεό... υποκρίνομαι;» Τα δάκρυα που τόση ώρα στέκονταν στα μάτια της Δάφνης άρχισαν να κυλούν καυτά στα μάγουλά της. «Δεν τρέφω αυταπάτες για την εμφάνισή μου, Τζέιμς», είπε με ραγισμένη φωνή ανάμεσα στα αναφιλητά της. «Ένα τέρας θα ήταν
πολύ πιο συμπαθητικό από εμένα. Κι εσύ είσαι ένας υπέροχος άντρας, που έχει όλη τη ζωή μπροστά του. Τώρα ίσως δεν το βλέπεις, αλλά θα έρθει κάποια μέρα που θα αποστρέψεις το πρόσωπό σου από το δικό μου και θα με μισήσεις που σου κατέστρεψα τη ζωή. Κι αυτό δε θα το αντέξω... θα πεθάνω». Έπιασε τα χέρια του και τα κατέβασε αργά από τους ώμους της, για να απομακρυνθεί μερικά βήματα. Σκούπισε με την παλάμη το μουσκεμένο πρόσωπό της και χαμήλωσε το κεφάλι καρτερικά. «Δεν υπάρχει ελπίδα για εμάς τους δύο, Τζέιμς. Δεν ήταν ποτέ γραφτό, καταλαβαίνεις; Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, φύγε!» Ο άντρας ένιωσε τον κόσμο να στριφογυρίζει γύρω του. Άπλωσε το χέρι να κρατηθεί από κάπου και το μόνο που βρήκε ήταν η παγωμένη γρανιτένια πλάκα του τάφου της Σοφίας. «Με διώχνεις, λοιπόν!» είπε και μόρφασε πονεμένα. «Χωρίς να μου δώσεις μια ευκαιρία να σου αποδείξω πόσο λάθος κάνεις. Με διώχνεις εξαιτίας μερικών εγκαυμάτων που θα γιάνουν με τον καιρό και μερικών ανόητων οραμάτων που αφήνεις να καθορίζουν τη ζωή μας». Η Δάφνη ανασήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε λυπημένη. «Παρόλο που τις περισσότερες φορές βγαίνουν αληθινά, συνεχίζω να πιστεύω ακράδαντα πως τίποτα δεν προδιαγράφει το μέλλον μας. Όχι, δεν είναι τα οράματα αυτά που φοβάμαι, Τζέιμς, αλλά το δηλητήριο που σταλάζουν στη ζωή μου, καταστρέφοντας καθετί ωραίο, κάθε ευτυχισμένη στιγμή. Και τρέμω στη σκέψη ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί κάποιος άλλος λόρδος Έρλιν, που θα θελήσει να κάνει δική του αυτή τη δύναμη». Η κοπέλα σταμάτησε για λίγο και πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Ολόκληρη η ζωή μου θα είναι ένα αέναο κυνηγητό. Σ’ αγαπάω πολύ, Τζέιμς, για να σου κάνω τόσο μεγάλο κακό. Μαζί μου δε θα έχεις την ευκαιρία να ευτυχήσεις, δε θα μας το επιτρέψουν αυτό οι άνθρωποι. Λυπάμαι, αγάπη μου, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή, μου είναι αδύνατο να παρασύρω κι εσένα στον όλεθρο».
Στα τελευταία λόγια η φωνή της τρεμούλιασε και ένας λυγμός συντάραξε το στήθος της. Γύρισε και το έβαλε στα πόδια σαν να την κυνηγούσαν. Τα βήματά της την οδήγησαν στο σημείο όπου ήταν θαμμένοι οι γονείς της. Πάνω από το διπλό τάφο δέσποζε το άγαλμα ενός αγγέλου σε φυσικό μέγεθος. Η Δάφνη αγκάλιασε το παγωμένο μάρμαρο και βρήκε καταφύγιο κάτω από τις ορθάνοιχτες φτερούγες του.
44
Ο Τζέιμς έφυγε αεροπορικώς για την Ελλάδα την επόμενη κιόλας μέρα και από τον Πειραιά πήρε το καράβι για το Ηράκλειο. Έμεινε όλο το βράδυ κλεισμένος στην καμπίνα του και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να κοιμηθεί λιγάκι, ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Το βαπόρι έφτασε στον προορισμό του πολύ νωρίς το πρωί, πριν ακόμα χαράξει, κι εκείνος βγήκε στο λιμάνι περιστοιχισμένος από ένα τσούρμο εύθυμων φοιτητών, που επέστρεφαν στα μαθήματά τους μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ένιωθε το κεφάλι του βαρύ και τα μάτια του να τσούζουν από την αϋπνία. Πήρε ένα ταξί, από τα πολλά που έστεκαν στην ουρά, και έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού του. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα έκανε. Ίσως συνέχιζε να μένει και να δουλεύει στην Κρήτη, ίσως μάζευε τα πράγματά του και γύριζε στην Αγγλία. Μετά το θάνατο του παππού του, ο πατέρας του επέστρεψε από την Αυστραλία για να απολαύσει τον τίτλο και την περιουσία που δικαιωματικά του ανήκαν. Έμενε στο μέγαρο του Σάουθ Κένσινγκτον και στο λίγο χρονικό διάστημα που βρισκόταν εκεί είχε επιδοθεί σε έναν τρελό αγώνα δρόμου προσπαθώντας να ξανακερδίσει όλα όσα στερήθηκε κατά την παραμονή του στη μακρινή ήπειρο, κάνοντας αρχή με μερικούς ξε-
χασμένους φίλους από το Ίτον. Είχε ζητήσει από τον Τζέιμς να έρθει να ζήσει κοντά του, αλλά άφησε να εννοηθεί πως κάτι τέτοιο δεν ήταν ανάγκη να γίνει άμεσα. Καθόλου παράξενη συμπεριφορά, αν σκεφτεί κανείς ότι οι δύο άντρες ήταν ουσιαστικά άγνωστοι μεταξύ τους. Πάντως προσφέρθηκε να τον βοηθήσει οικονομικά, πράγμα το οποίο ο Τζέιμς απέρριψε πολύ ευγενικά. Στηριζόταν χρόνια στις δικές του δυνάμεις και εξάλλου δε χρειαζόταν πια χρήματα. Η γιαγιά του είχε φροντίσει μετά το θάνατό της να περάσει στην κατοχή του ολόκληρη η προσωπική της περιουσία, που δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Ο Τζέιμς την αποδέχτηκε, αλλά δεν ήθελε ούτε μία πένα από τα χρήματα του μακαρίτη λόρδου Έρλιν.
Το Ηράκλειο κοιμόταν ακόμα και η κίνηση ήταν ελάχιστη στους δρόμους. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ανέβαινε με το ασανσέρ στο διαμέρισμά του. Άνοιξε την πόρτα και ένιωσε να τον χτυπάει καταπρόσωπο ένα ρεύμα κρύου αέρα που μύριζε κλεισούρα. Άναψε το καλοριφέρ και κοίταξε γύρω του τον οικείο χώρο. Όλα φαίνονταν στη θέση τους, όπως τα είχε αφήσει, αλλά ταυτόχρονα τα πάντα είχαν αλλάξει. Την τελευταία φορά που βρισκόταν εδώ, πριν από τρεις μήνες, φιλοξενούσε τη Δάφνη, και τώρα το σπίτι φάνταζε παράξενα άδειο και κρύο χωρίς την παρουσία της. Θυμήθηκε τα απογεύματα που περνούσαν στη βεράντα, τα γεύματα που ετοίμαζαν μαζί στην κουζίνα, τα βράδια που έπιναν το κρασί τους στο σαλόνι, τότε που το σπίτι αντιλαλούσε από το γάργαρο γέλιο της. Πήγε στον ξενώνα και κοίταξε το κρεβάτι στο οποίο κοιμόταν τότε η κοπέλα, τριγύρισε όλο το σπίτι νομίζοντας πως θα τη δει να ξεπετάγεται μπροστά του και, τέλος, βγήκε στη βεράντα. Μην έχοντας κάποιον να τα φροντίσει, τα φυτά είχαν πεθάνει προ πολλού στις γλάστρες τους, αφήνοντας ένα στρώμα ξερών φύλλων στα πλακάκια.
Ο Τζέιμς έκλεισε την μπαλκονόπορτα και ξάπλωσε στον καναπέ. Εκεί τον πήρε ο ύπνος, ένας ύπνος γεμάτος απαισιόδοξα όνειρα, και ξύπνησε λίγο μετά το μεσημέρι. Το στόμα του ήταν τραχύ σαν τσαρούχι, γι’ αυτό πήγε στην κουζίνα και άνοιξε μηχανικά το ψυγείο. Όλα τα τρόφιμα είχαν χαλάσει και ανέδιδαν μια δυσάρεστη μυρωδιά μούχλας και σαπίλας. Άδειασε το ψυγείο και τα ντουλάπια και έβαλε τα σκουπίδια σε μια μεγάλη σακούλα, που κατέβηκε να την πετάξει στον κάδο απορριμμάτων. Ακριβώς στη γωνία υπήρχε ένα μικρό παντοπωλείο και κατευθύνθηκε προς τα εκεί για να εφοδιαστεί με μερικά απαραίτητα πράγματα. «Βρε, καλώς το κοπέλι!» του είπε χαρούμενος ο μαγαζάτορας. «Ίντα χάθηκες τόσο καιρό;» «Είχα δουλειές... έλειπα...» μουρμούρισε ανόρεχτα ο Τζέιμς, μη θέλοντας να δώσει συνέχεια στην κουβέντα. Γύρισε στο σπίτι του φορτωμένος και, αφού τακτοποίησε τα ψώνια, έφτιαξε ένα σάντουιτς και κάθισε να φάει, έχοντας συντροφιά την απόλυτη σιωπή. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι άρχισε να νυχτώνει και, νιώθοντας αβάσταχτη μοναξιά, άναψε όλα τα φώτα στο διαμέρισμα. Θα τρελαινόταν αν συνέχιζε να μένει άπραγος. Έκανε ένα γρήγορο ντους, φόρεσε μια αθλητική φόρμα και άρχισε να συμμαζεύει το σπίτι με το μυαλό του κολλημένο στη Δάφνη. Το μελωδικό κουδούνι της πόρτας αντήχησε παράταιρα μέσα στη σιγαλιά και τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Απορημένος για το ποιος μπορεί να ήταν ο απρόσμενος επισκέπτης, πήγε και άνοιξε. Είδε στο κατώφλι τον Κωνσταντινίδη και σκέφτηκε αυθόρμητα ότι ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε χωρίς κοστούμι. «Περνούσα τυχαία από κάτω και είδα φως», εξήγησε εκείνος βλέποντας την έκπληξή του. «Πότε γύρισες, γιατρέ;» «Σήμερα το πρωί», απάντησε ο Τζέιμς, κάνοντάς του ταυτόχρονα νόημα να περάσει.
Ο αστυνόμος θρονιάστηκε στον καναπέ και τα αεικίνητα μάτια του σάρωσαν όλο το δωμάτιο μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. «Μόνος σου είσαι; Νόμιζα ότι θα έβλεπα και την υπέροχη Δάφνη Ηλιάδη». Όπως πάντα, δε μασούσε τα λόγια του. Ο Τζέιμς απέφυγε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση. «Να σου βάλω κάτι να πιεις;» «Δε θα έλεγα όχι σε λίγο ουίσκι με νερό, αν σου βρίσκεται βέβαια». «Κανένα πρόβλημα!» του είπε ο Τζέιμς. Έβαλε και για τον εαυτό του ένα ποτό και κάθισε απέναντι από τον Κωνσταντινίδη. «Με την ευκαιρία, θέλω να σε ευχαριστήσω και από κοντά για τη βοήθεια που μας πρόσφερες. Χάρη σ’ εσένα βρήκαμε την άκρη σε αυτή την περίεργη υπόθεση, αν και η προσπάθειά σου δεν εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως από μερικούς...» Ο αστυνόμος ήπιε μια μικρή γουλιά από το ποτό του και μόρφασε αποδοκιμαστικά. «Φέρω ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης, γιατρέ, γι’ αυτό μη με ευχαριστείς για τίποτα. Τα δικά μου λάθη ήταν που οδήγησαν πρωτίστως έναν αθώο στο σκαμνί. Άφησα τον Φράνκο Ντονατσάν να με παρασύρει στην παγίδα του, γιατί δε φαντάστηκα ποτέ ότι αυτός ήταν ο πραγματικός δολοφόνος. Το κακό, βέβαια, είχε ξεκινήσει πιο νωρίς. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που επέτρεψα να με πείσουν να κρατήσω το στόμα μου κλειστό όσον αφορά το θάνατο της Σαβίνας Ηλιάδη. Τότε είχα σκεφτεί πως δεν έκανα κανένα κακό. Αντίθετα θα κέρδιζα πίσω τη θέση μου και την υπόληψή μου. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Όμως από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε η κατρακύλα». «Ίσως βρεις κάποια ανακούφιση μαθαίνοντας ότι, τελικά, η Σαβίνα Ηλιάδη είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας», είπε για να τον παρηγορήσει ο Τζέιμς, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν τι απέγινε η αντιπάθεια που έτρεφε γι’ αυτό τον άνθρωπο.
Ο Κωνσταντινίδης τον έκοψε με ένα νευρικό νεύμα. «Εκτιμώ αυτό που προσπαθείς να κάνεις, γιατρέ, αλλά εμένα αυτό δε μου λέει τίποτα. Ξέρουμε και οι δύο πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μόνο ο Θεός έχει το δικαίωμα να αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Όλα τα υπόλοιπα τα επινοούμε εμείς οι άνθρωποι για να καθησυχάσουμε την ταραγμένη μας συνείδηση». Ο Τζέιμς σκέφτηκε ότι χρειαζόταν πολύ κουράγιο να παραδεχτεί κάποιος τόσο φανερά τα σφάλματά του. «Τα λόγια σου σε τιμούν», του είπε με κάθε ειλικρίνεια. «Όμως, έστω και καθυστερημένα, έπραξες το καθήκον σου». Ο Κωνσταντινίδης έσκυψε το κεφάλι και βάλθηκε να κοιτάζει αόριστα το χαλί. «Δε χωρούν λάθη στη δουλειά μου, γιατρέ, γιατί κοίτα πού οδηγούν. Εσύ μπορεί να με συγχώρεσες, όμως εγώ δε θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου που φέρθηκα τόσο επιπόλαια», δήλωσε σκυθρωπός. Ξαφνικά, στα μάτια του Τζέιμς ο αστυνομικός φάνταζε πιο ανθρώπινος από ποτέ και αναρωτήθηκε τι απέγινε ο στρυφνός άντρας που είχε γνωρίσει πριν από μερικούς μήνες. Εκτός από το κοστούμι, φαινόταν να έχει ξεφορτωθεί και κάμποσα ελαττώματα. «Φαντάζομαι ότι σ’ ενδιαφέρει να ακούσεις από πρώτο χέρι πώς εξελίχθηκε αυτή η υπόθεση», είπε αλλάζοντας θέμα. «Η αλήθεια είναι πως ξέρω μόνο τα βασικά. Εκείνος ο φίλος σου, ο δικηγόρος, είχε όλη την καλή διάθεση να με ενημερώσει τηλεφωνικά, αλλά η συζήτησή μας έγινε μέσω διερμηνέα... οπότε καταλαβαίνεις ότι ήταν μάλλον δύσκολη». Ο Τζέιμς τού διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία και ο Κωνσταντινίδης τον άκουγε προσεκτικά χωρίς να διακόπτει. Στο τέλος έγειρε πίσω και από το στήθος του ξέφυγε ένας αναστεναγμός, λες και τόση ώρα κρατούσε την αναπνοή του.
«Φοβερό!» είπε πίνοντας την τελευταία γουλιά από το ποτό του. «Μερικά από αυτά τα πράγματα, όπως παραδείγματος χάριν η δολοφονία του λόρδου από την ίδια του τη γυναίκα, να μείνουν μεταξύ μας», τον παρακάλεσε ο Τζέιμς. «Εννοείται, δε χρειάζεται να ανησυχείς», τον βεβαίωσε ο αστυνόμος. Χτύπησε για λίγο νευρικά το πόδι στο πάτωμα και μετά ρώτησε: «Μπορώ να καπνίσω;» «Φυσικά!» απάντησε ο Τζέιμς. «Μου κάνει εντύπωση που δεν το έκανες τόση ώρα». Ο Κωνσταντινίδης άναψε ένα τσιγάρο και ρούφηξε τον καπνό με απόλαυση. «Το έχω ελαττώσει πολύ, αλλά με κυβερνάει ακόμα το άτιμο», μουρμούρισε. «Αλήθεια το ήξερες ότι η πρώην φίλη σου, η γιατρός, γύρισε στο Ηράκλειο;» «Όχι, δεν το ήξερα. Ώστε η Τάνια είναι εδώ...» «Βέβαια! Επέστρεψε, μάλιστα, στο νοσοκομείο. Κάποιος, όμως, μου σφύριξε πως ετοιμάζονται να της δώσουν πόδι γιατί δεν κάνει καλά τη δουλειά της. Υποθέτω ότι ο θάνατος του τύπου τής κόστισε πολύ ακριβά. Δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα μεταξύ σας... ίσως θα έπρεπε να πας να τη δεις». Κοίταξε το ρολόι του και έσβησε βιαστικά το τσιγάρο στο τασάκι. «Πρέπει να φύγω», πρόσθεσε. «Με περιμένει ένας φίλος για να πάμε για ψάρεμα». «Τέτοια ώρα;» απόρησε ο Τζέιμς. «Το καλύτερο ψάρεμα γίνεται στο σκοτάδι», απάντησε με στόμφο ο Κωνσταντινίδης. «Ούτε κι εγώ το ήξερα, αλλά το έμαθα χάρη στον Μακριδάκη». Σταμάτησε για λίγο και συνοφρυώθηκε. «Όπως έμαθα και πολλά άλλα...» συμπλήρωσε αινιγματικά. «Σ’ ευχαριστώ πολύ που πέρασες», του είπε ο Τζέιμς καθώς τον συνόδευε στην πόρτα. Ο αστυνόμος έπιασε το χερούλι και την άνοιξε μόνος του, σαν να ήταν αυτός ο οικοδεσπότης. Στάθηκε για λίγο στο κατώφλι και από
την έκφρασή του φαινόταν καθαρά πως τον απασχολούσε κάτι πολύ σοβαρό. «Σήμερα έκανα κάτι ανήκουστο», είπε ξαφνικά. «Έσκισα το χαρτί της μετάθεσής μου για την Αθήνα. Τελικά συνειδητοποίησα πως το Ηράκλειο είναι μια πολύ όμορφη πόλη για να ζεις, αρκεί να έχεις την κατάλληλη παρέα». Τον κοίταξε με τα διαπεραστικά μαύρα μάτια του και ο Τζέιμς σκέφτηκε αυθόρμητα πως οποιοσδήποτε ευθυνόταν για την αλλαγή του είχε κάνει πολύ καλή δουλειά. «Άκου, γιατρέ, θα σου δώσω μια συμβουλή και πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά, γιατί είναι από έναν άνθρωπο που στο παρελθόν έκανε του κεφαλιού του, χωρίς να ακούει την καρδιά του. Κάποτε μου δόθηκε η ευκαιρία να ευτυχήσω, αλλά δεν ήμουν άξιος να τη διεκδικήσω. Μην κάνεις το ίδιο λάθος μ’ εμένα. Η θέση σου δεν είναι εδώ, είναι μαζί της. Γι’ αυτό μάζεψέ τα και γύρισε στη Βενετία όσο πιο γρήγορα μπορείς». Ο Κωνσταντινίδης έκλεισε την πόρτα και τα βήματά του αντηχούσαν καθώς κατέβαινε τις σκάλες. Κανείς δεν είχε υποψιαστεί ότι αυτός ο άνθρωπος φοβόταν τα ασανσέρ και δεν τα χρησιμοποιούσε ποτέ. Ο Τζέιμς απέμεινε πάλι μόνος, με τα τελευταία λόγια του αστυνόμου να αιωρούνται ακόμα στην ατμόσφαιρα. Στο μυαλό ενός ανθρώπου περνούν παράξενες σκέψεις, σε τελείως άσχετες στιγμές. Ήξερε τον Κωνσταντινίδη αρκετό καιρό, αλλά μέχρι τώρα δεν τον είχε ρωτήσει κάτι πολύ βασικό: ποιο ήταν το μικρό του όνομα. Κι αυτό τον ενόχλησε.
Την άλλη μέρα πήγε στο νοσοκομείο με ένα ταξί, επειδή το αυτοκίνητό του δεν εννοούσε με τίποτα να πάρει μπροστά από την αχρησία.
Οι παλιοί του συνάδελφοι χάρηκαν που τον είδαν και μετά τις απαραίτητες χαιρετούρες ο Τζέιμς άρχισε να ψάχνει για την Τάνια. Τη βρήκε να κάθεται στο εστιατόριο, σε ένα τραπεζάκι στη γωνία. Το τασάκι ήταν ξέχειλο από μισοκαπνισμένα τσιγάρα. Είχε χάσει αρκετά κιλά και το πρόσωπό της φάνταζε περίεργα ωχρό και κομμένο από την ξαγρύπνια. Η ομορφιά της, που κάποτε ξεσήκωνε τον αντρικό πληθυσμό, φαινόταν να έχει μαραθεί πρόωρα και τα άλλοτε σπινθηροβόλα μάτια της ήταν τώρα θολά, άδεια από ζωή. Η χαρά της, όμως, ήταν γνήσια όταν τον είδε. «Τζέιμς, τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή!» του είπε φιλώντας τον σταυρωτά. «Τι κάνεις στο Ηράκλειο;» «Ήρθα να μαζέψω τα πράγματά μου και να κλείσω όλες τις εκκρεμότητες... ξέρεις τώρα, λογαριασμούς και τα λοιπά. Μετακομίζω στην Αγγλία», είπε ο άντρας αυθόρμητα, ενώ την ίδια στιγμή σκεφτόταν πως ίσως τελικά αυτό ήταν το καλύτερο. Θα πήγαινε να μείνει στον πύργο στην Κορνουάλη και μετά, έχοντας ηρεμήσει αρκετά, θα επέστρεφε στη Βενετία για να διεκδικήσει εκ νέου την καρδιά της Δάφνης. «Κι εσύ; Πώς τα πας;» ρώτησε με ενδιαφέρον, κρατώντας τα χέρια της. Η Τάνια χαμογέλασε νευρικά. «Ίσως θα μπορούσα να παραμυθιάσω έναν ξένο, αλλά εσύ με ξέρεις από την καλή και από την ανάποδη, Τζέιμς. Βλέπεις και μόνος σου πως τίποτα δεν πάει καλά, η ζωή μου έχει γίνει σκατά». Τράβηξε τα χέρια της και άναψε τσιγάρο. Ο άντρας πρόσεξε πως έτρεμαν ελαφρά. «Από πότε έχεις να φας;» τη ρώτησε αυστηρά. «Δε θυμάμαι κι ούτε με ενδιαφέρει», ήταν η απάντησή της. «Ξέρω ότι αγαπούσες πολύ τον Φράνκο, γλυκιά μου, αλλά πρέπει να βρεις το κουράγιο να τον ξεπεράσεις και να συνεχίσεις τη ζωή σου», τη συμβούλεψε ήρεμα ο Τζέιμς. «Δεν μπορώ να τον ξεπεράσω και δεν το θέλω», αγρίεψε εκείνη
και τα μάτια της πέταξαν σπίθες. «Για εμένα είναι ακόμα ζωντανός. Συνεχίζει να κοιμάται δίπλα μου τα βράδια και τη μέρα περπατάμε μαζί πιασμένοι χέρι χέρι. Όπου κι αν γυρίσω, βλέπω το πρόσωπό του, το χαμόγελό του. Νιώθω τα χάδια του στο κορμί μου και, όταν με φιλάει, τα χείλη του έχουν τη γεύση του μελιού. Τον ακούω να μου ψιθυρίζει στο αφτί ερωτόλογα, πολλές φορές τόσο πρόστυχα, που με κάνουν να κοκκινίζω από ντροπή. Τότε η ανάσα του έρχεται να δροσίσει τα φλογισμένα μου μάγουλα κι εγώ τη ρουφάω άπληστα για να πάρω τη δροσιά της, να πάρω κάτι από τη δική του τη ζωή». Η Τάνια αναδευόταν στην καρέκλα της, μιλούσε κοφτά και λαχανιασμένα, και ο Τζέιμς άρχισε να ανησυχεί ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Αν συνέχιζε να μένει προσκολλημένη στις εμμονές της, αργά ή γρήγορα θα την οδηγούσαν στην τρέλα. Μέχρι ενός σημείου κατανοούσε απόλυτα την άρνησή της να δεχτεί το αναπόφευκτο, επειδή και ο ίδιος βίωνε κάτι αντίστοιχο. Η Δάφνη μονοπωλούσε τις σκέψεις του είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, αλλά υπήρχε μια σημαντική διαφορά: εκείνη ήταν ζωντανή, άρα αυτός είχε το δικαίωμα να ελπίζει. «Ξέχνα ό,τι είπα προηγουμένως, δεν εκφράστηκα σωστά», επανόρθωσε ο Τζέιμς, διαλέγοντας πιο προσεκτικά τα λόγια του. «Ο Φράνκο ήταν κομμάτι της ζωής σου κι έτσι πρέπει να μείνει». Η Τάνια τού έκανε ένα επιτακτικό νεύμα να πάψει και άπλωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι. Τα άλλοτε περιποιημένα νύχια της ήταν φαγωμένα σύρριζα, σε σημείο που σχεδόν πλήγωναν τη σάρκα. Βάλθηκε να τα κοιτάζει εξεταστικά και η έκφραση στο πρόσωπό της φανέρωνε πως υπέφερε πολύ. «Νιώθω πως εσένα μπορώ να σ’ εμπιστευτώ, Τζέιμς. Χωρίς να το επιδιώκεις ιδιαίτερα, έχεις την ικανότητα να εμπνέεις σιγουριά στους ανθρώπους», ψιθύρισε κομπιάζοντας. «Δεν είναι μόνο ο θάνατος του Φράνκο που έχει αναστατώσει τη ζωή μου. Για την αγάπη του πήγα πολύ πιο μακριά, εκεί όπου δεν υπάρχει γυρισμός». Τα μάτια της
βούρκωσαν και η φωνή της άρχισε να τρέμει. «Όποτε κοιτάζω τα χέρια μου, τα βλέπω βουτηγμένα στο αίμα, και τότε οι ενοχές μου γίνονται αβάσταχτες. Τα βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ από τις τύψεις που έρχονται σαν τις Ερινύες και φτερουγίζουν πάνω από το κεφάλι μου για να μου θυμίσουν πως είμαι μια τιποτένια, πως καταπάτησα τον όρκο απέναντι στην επιστήμη μου και απέναντι στο συνάνθρωπό μου. Πως αντί να σώσω μια ζωή, ενώ μπορούσα, αδιαφόρησα και την άφησα στο έλεος ενός φριχτού θανάτου. Και όλα αυτά στο όνομα του έρωτα». Ο Τζέιμς την παρακολουθούσε αναστατωμένος, χωρίς να βγάζει νόημα από τις ασυναρτησίες της. Το στόμα του είχε στεγνώσει και ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό του. «Είναι παράλογο», είπε βήχοντας για να καθαρίσει τη φωνή του. «Μιλάς σαν να έχεις σκοτώσει κάποιον». «Ναι, Τζέιμς, σκότωσα κάποιον. Την Κλόντια». «Ο θάνατος της Κλόντια ήταν ατύχημα, το έγραψαν όλες οι εφημερίδες. Πνίγηκε στο κανάλι ένα βράδυ που είχε γίνει τύφλα στο μεθύσι. Παραπάτησε κι έπεσε». Το βλέμμα της Τάνιας πήρε μια αλλόκοτη έκφραση, την έκφραση του ανθρώπου που ετοιμάζεται να εκμυστηρευτεί το φοβερό μυστικό του. Τον άρπαξε ξαφνικά από το μπράτσο και τον έφερε κοντά της, με το πρόσωπό της να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το δικό του. «Από εμένα ήθελε να ξεφύγει εκείνο το βράδυ. Δεν έβλεπε πού πήγαινε... έπεσε στο νερό και πνίγηκε γιατί δεν ήξερε κολύμπι. Μπορούσα να τη σώσω, μα δεν το έκανα. Το μυαλό μου είχε θολώσει, ήταν υπεύθυνη για το θάνατο του Φράνκο και έπρεπε να πληρώσει για το κακό που μου είχε κάνει. Πλήρωσε με τη ζωή της, αφού κι εκείνη είχε καταστρέψει τη δική μου. Όση ώρα πνιγόταν, εγώ στεκόμουν και παρακολουθούσα με σαδιστική ικανοποίηση. Είχα βουλώσει τα αφτιά μου στις εκκλήσεις της για βοήθεια και τώρα αυτές
οι φωνές έρχονται χίλιες φορές πιο γοερές για να με στοιχειώσουν. Εγώ, λοιπόν, τη σκότωσα και παίρνω όρκο γι’ αυτό». Η Τάνια άφησε το μπράτσο του και έγειρε πίσω στην καρέκλα εξαντλημένη. Τα είχε πει όλα μονοκοπανιά, χωρίς να πάρει ανάσα, και η αναπνοή της προσπαθούσε να ξαναβρεί το ρυθμό της. Ο Τζέιμς είχε μουδιάσει μέχρι το μεδούλι και στεκόταν βουβός, ανίκανος να αρθρώσει έστω και μία λέξη από τη σαστιμάρα. Πέρασαν πέντε λεπτά μέσα σε απόλυτη σιωπή, με τον καθένα χαμένο στις σκέψεις του. Στο τέλος η Τάνια, έχοντας ηρεμήσει αρκετά, μίλησε πρώτη. «Σου ζητώ συγνώμη για το ξέσπασμά μου», είπε. «Σε αναστάτωσα, αλλά νιώθω να ξαλάφρωσα λιγάκι». Ο Τζέιμς ξεροκατάπιε και κούνησε το κεφάλι στενοχωρημένος. Παρότι οι δυο τους είχαν υπάρξει κάποτε ζευγάρι, συνειδητοποιούσε καθυστερημένα πως ο ψυχικός κόσμος αυτής της γυναίκας τού ήταν τελείως άγνωστος. Είχε σταθεί μόνο στην επιφάνεια και δεν είχε κοιτάξει παραμέσα για να δει τι γίνεται. Τη θεωρούσε επιπόλαιη, ανίκανη να αγαπήσει πραγματικά, αλλά μετά τα σημερινά αναθεώρησε τις απόψεις του και με το χέρι στην καρδιά έριξε το φταίξιμο στον εαυτό του που δεν της είχε δώσει τις ευκαιρίες που δικαιούνταν. Καταλάβαινε τώρα πολύ καλά πού οφειλόταν η παράξενη συμπεριφορά της Τάνιας και, κατά κάποιον τρόπο, δεν την αδικούσε. Η αγάπη έχει τη δύναμη να τυφλώνει και να οδηγεί τον άνθρωπο σε μονοπάτια πέρα από κάθε λογική, είτε στην απόλυτη νιρβάνα είτε στην καταστροφή. Στην περίπτωση της Τάνιας συνέβη το δεύτερο, στη δική του παρέμενε ακόμα ανεξιχνίαστο. «Τον τελευταίο καιρό συνέβησαν πολλά», σχολίασε ο Τζέιμς και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Αλήθεια, θυμάσαι πώς ξεκίνησαν όλα;» Η Τάνια έγνεψε καταφατικά. «Ύστερα από εκείνο το βράδυ που έφεραν στο νοσοκομείο τη Σαβίνα, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή μας, όπως την ξέ-
ραμε μέχρι τότε», συνέχισε ο άντρας ριγώντας. «Τίποτα δε θα ήταν το ίδιο πια και κανείς από εμάς που μπλεχτήκαμε σε αυτή την ιστορία δε φαντάστηκε την τραγωδία που θα επακολουθούσε. Κανείς μας δε βγήκε αλώβητος και όλοι μετράμε απώλειες. Η γιαγιά μου πέθανε προσπαθώντας να σώσει εμένα και ο θάνατός της με βαραίνει ακόμα περισσότερο, γιατί νιώθω προσωπικά υπεύθυνος γι’ αυτόν...» «Ναι, τώρα θυμάμαι ότι κάτι διάβασα στις εφημερίδες», τον διέκοψε η Τάνια, τρίβοντας το μέτωπό της. «Λυπάμαι ειλικρινά για τη γιαγιά σου, Τζέιμς, ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος». Είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τη λαίδη Κάθριν κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής της στο Λονδίνο και είχε μείνει με τις καλύτερες εντυπώσεις. Άναψε ένα τσιγάρο και ο Τζέιμς πρόσεξε πως αυτή τη φορά τα χέρια της ήταν σταθερά. Τον κοίταξε με τα διαπεραστικά μαύρα μάτια της, που ξαφνικά φαινόταν να έχουν ξαναβρεί την παλιά τους λάμψη. «Εκτός από τη γιαγιά σου, ποια είναι η άλλη απώλειά σου, Τζέιμς;» ρώτησε με βαθυστόχαστο ύφος. «Το πρόσωπό σου φωνάζει πως δεν είναι μόνο ο θάνατός της που σε βασανίζει. Εγώ σου άνοιξα την καρδιά μου και ήδη νιώθω πολύ καλύτερα». Ο Τζέιμς χαμήλωσε το κεφάλι ταραγμένος. «Χωρίσαμε με τη Δάφνη... προσωρινά...» μουρμούρισε. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, καλέ μου. Όταν φτάνει κάποιος στο σημείο να χωρίζει, τότε συνήθως είναι για πάντα. Πάρε, για παράδειγμα, εμάς τους δύο. Κάναμε ένα διάλειμμα στη σχέση μας, αλλά, αντί να λύσουμε τα προβλήματά μας, απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλο, κι αυτό οδήγησε σε αδιέξοδο». «Ίσως επειδή δεν υπήρχε πραγματική αγάπη μεταξύ μας», είπε διστακτικά ο άντρας. Εκείνη κατάλαβε πού οφειλόταν ο δισταγμός του. Το βλέμμα της γλύκανε ξαφνικά και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Φοβάσαι μήπως με προσβάλουν τα λόγια σου; Η αλήθεια είναι
ότι σε καμιά γυναίκα δεν αρέσει να μαθαίνει από τον πρώην της ότι ήταν μαζί της μόνο και μόνο για το κρεβάτι. Φαντάζομαι ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σε έναν άντρα. Όμως έχεις απόλυτο δίκιο, δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ μας. Γι’ αυτό τώρα, κοιτάζοντας πίσω, συνειδητοποιώ ότι σου είχα κάνει κόλαση τη ζωή με τις απαιτήσεις μου». «Εγώ υπήρξα κάτι πολύ χειρότερο: αδιάφορος», διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Τζέιμς. «Ας μη συζητήσουμε τώρα αυτό το πράγμα», τον παρακάλεσε η Τάνια. «Δε μου είπες, όμως, γιατί χωρίσατε με τη Δάφνη; Νόμιζα πως ήσαστε πολύ ερωτευμένοι» Δάγκωσε αμήχανη τα χείλη πριν συνεχίσει. «Διάβασα στις εφημερίδες ότι γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια, αλλά ότι κάηκε αρκετά άσχημα. Μήπως αυτό φταίει που χωρίσατε; Ελπίζω, βέβαια, να καταλαβαίνεις ότι δε ρωτάω από περιέργεια». Αυτό όντως ίσχυε. Η περιέργεια ήταν μια λέξη άγνωστη στην Τάνια και ο Τζέιμς, που στην αρχή είχε τις αμφιβολίες του, στο τέλος αποδέχτηκε πως αυτό ήταν ένα από τα λιγοστά –όπως νόμιζε τότε– προτερήματα της φιλενάδας του. «Οι εφημερίδες τείνουν να δραματοποιούν τα γεγονότα για να πουλήσουν περισσότερα φύλλα», αναστέναξε κουρασμένα. «Τα εγκαύματα της Δάφνης θα γιατρευτούν με τον καιρό, εκτός ίσως από μερικά, που έτσι κι αλλιώς δε φαίνονται. Υπέστη ισχυρό κλονισμό όταν αντίκρισε για πρώτη φορά το πρόσωπό της στον καθρέφτη, αλλά δε φταίει αυτό για το χωρισμό μας, παρόλο που εκείνη προσπάθησε να το παρουσιάσει έτσι για να θολώσει τα νερά. Το έκανε για να με προστατέψει. Η αλήθεια κρύβεται αλλού και δε βλέπω το λόγο να μην τη μάθεις». Για το επόμενο τέταρτο της ώρας η Τάνια κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του, χωρίς να τον διακόπτει. Ο Τζέιμς τής διηγήθηκε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Δάφνης και της αδελφότητας, αφήνοντας απέξω το κομμάτι που αφορούσε τον Φράνκο. Άλ-
λωστε δεν είχε νόημα να ρίξει περισσότερο αλάτι στις πληγές της. «Για φαντάσου! Ώστε τελικά υπάρχουν στ’ αλήθεια άνθρωποι με προφητικές ικανότητες!» παρατήρησε εντυπωσιασμένη η Τάνια. Αντιμετώπιζε ανέκαθεν με καχυποψία τα μέντιουμ, τους αστρολόγους και, γενικά, όσους είχαν αυτοανακηρυχτεί μελλοντολόγοι. Παρ’ όλα αυτά δε σκέφτηκε στιγμή να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του Τζέιμς. Το κυνηγητό που είχαν εξαπολύσει εναντίον της Δάφνης τόσοι άνθρωποι επιβεβαίωνε και με το παραπάνω πως αυτή η κοπέλα ήταν μια γνήσια προγνωστική και όχι κάποια απατεώνισσα. Αν ήταν, θα είχε πλουτίσει εκμεταλλευόμενη το χάρισμά της. Αντίθετα εκείνη προσπάθησε να το καταχωνιάσει. «Δε θα ήθελα με τίποτα να βρίσκομαι στη θέση της», σχολίασε η Τάνια, νιώθοντας μια παράξενη ανατριχίλα. «Η ζωή μας είναι ήδη γεμάτη προβλήματα, πόσο μάλλον να ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον. Είναι η χειρότερη τιμωρία, ένα συναίσθημα τρομακτικό. Πρέπει να σου εξομολογηθώ, Τζέιμς, ότι τη μίσησα όταν την πρωτοείδα. Τη μίσησα γιατί είχε έρθει να σε πάρει από εμένα, έφτασα μάλιστα στο σημείο να την καταραστώ. Ένιωθα έτσι μέχρι που γνώρισα τον Φράνκο. Τώρα λυπάμαι αφάνταστα που έκανα αυτές τις άσχημες σκέψεις για το καημένο το κορίτσι και αναρωτιέμαι μήπως φέρω μέρος της ευθύνης για τις συμφορές που τη βρήκαν. Μακάρι να υπήρχε κάποιος τρόπος να επανορθώσω το κακό που έκανα στη Δάφνη... το κακό που έκανα στον εαυτό μου και σε όλους όσους αδίκησα κατά καιρούς». Ο Τζέιμς είχε μείνει αποσβολωμένος. Αυτή η γυναίκα που καθόταν σεμνά απέναντί του, απογυμνώνοντας την ψυχή της, δεν είχε καμία σχέση με τη γυναίκα που γνώριζε εκείνος. «Από τότε που σε είδα στη Βενετία, δεν παύεις να με εκπλήσσεις, γλυκιά μου Τάνια», της ψιθύρισε τρυφερά. «Αλλά μην επιτρέπεις στο μυαλό σου να σε παρασύρει σε τέτοιες απαισιόδοξες σκέψεις όσον
αφορά την περίπτωση της Δάφνης. Αν θέλεις να ψάξεις για φταίχτες, τότε ψάξε στο σωστό μέρος: εκεί όπου συχνάζουν οι άπληστοι αυτού του κόσμου». Η Τάνια τού έριξε μια αινιγματική ματιά και, βλέποντάς τον να κοιτάζει κλεφτά το ρολόι του, κατάλαβε ότι ο χρόνος τους τελείωσε και κατάπιε αυτό που ετοιμαζόταν να πει. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και ο Τζέιμς βιάστηκε να τη μιμηθεί. Ήταν στο εστιατόριο πάνω από μισή ώρα κι είχε πολλές δουλειές να κάνει σήμερα, όπως και τις επόμενες μέρες. Έπρεπε να πακετάρει τα πράγματά του, όσα δηλαδή ήθελε να πάρει μαζί του, και να τα στείλει με φορτωτική στην Αγγλία. Τα υπόλοιπα θα τα πουλούσε. Μόλις ξεμπέρδευε, θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για τη Βενετία. Η Τάνια είχε δίκιο, δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα όπως «προσωρινός χωρισμός». Αν ήθελε να ελπίζει σε κάποια επανένωση με τη Δάφνη, έπρεπε να κινηθεί σβέλτα και ήδη στο μυαλό του άρχιζε να σχηματίζεται ένα σχέδιο που θα έφερνε την αγαπημένη του προ τετελεσμένου γεγονότος και θα την έπειθε να φύγει μαζί του. «Ήμουν πολύ τυχερή που ήρθες να με βρεις, Τζέιμς», του είπε ξαφνικά η Τάνια με θέρμη. «Είσαι ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο εξομολογούμαι τα προβλήματά μου». Οι σχέσεις με τους γονείς της δεν ήταν ποτέ καλές. Ούτε είχε καρδιακούς φίλους στους οποίους μπορούσε να στραφεί στις δύσκολες στιγμές. Οι γυναίκες συνήθως την απέφευγαν επειδή φοβούνταν το συναγωνισμό και οι άντρες είχαν υπάρξει μόνο εραστές, ποτέ φίλοι. Ο Τζέιμς αρπάχτηκε από την τελευταία λέξη για να της μιλήσει γι’ αυτό που κλωθογύριζε στο μυαλό του. «Το ότι αναγνωρίζεις πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα είναι ήδη μεγάλο βήμα. Ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να ζητήσεις βοήθεια από κάποιον επαγγελματία». «Εννοείς ότι ίσως μου χρειάζεται τρελογιατρός;» στραβομουτσού-
νιασε χαριτωμένα η Τάνια. «Πού ξέρεις! Μπορεί και να το κάνω. Μου επιτρέπεις να σε φιλήσω;» Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σαν δύο καλοί φίλοι, κρατώντας μεταξύ τους κάποια απόσταση. Κανείς δεν κάθισε να σκεφτεί ότι ουσιαστικά σήμερα ήρθαν πολύ πιο κοντά απ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν. Όταν χώρισαν, στα μάτια της Τάνιας πλανιόταν μια ανεπαίσθητη σκιά μελαγχολίας. «Όπου να ’ναι αρχίζει το καρναβάλι στη Βενετία», είπε βουρκωμένη. «Ήταν η εποχή που λάτρευε ο Φράνκο και δεν έπαυε να μου μιλάει με ενθουσιασμό για το μεγάλο πάρτι που σκόπευε να δώσει στο παλάτσο του την τελευταία μέρα της γιορτής. Είχε ετοιμάσει κοστούμια και για τους δυο μας. Τι κρίμα που δε θυμήθηκα να τα πάρω μαζί μου!» Σκούπισε με την παλάμη τα δάκρυά της και χαμογέλασε με το ζόρι. «Λοιπόν, αυτό ήταν. Αντίο, Τζέιμς, ίσως να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ. Προσπάθησε να με θυμάσαι με λίγη αγάπη και συγχώρεσέ με που υπήρξα τέτοια στρίγκλα όσο ήμαστε μαζί». «Για εμένα δεν είναι αντίο, Τάνια, κάτι μου λέει μέσα μου ότι θα ξαναβρεθούμε κάποια στιγμή», απάντησε εκείνος με σιγουριά. Έφυγε νιώθοντας ανάμεικτα συναισθήματα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πως μάλλον άδικα ανησύχησε για την Τάνια. Περνούσε μια δύσκολη φάση στη ζωή της, αλλά μήπως αυτό δε συνέβαινε σε όλους τους ανθρώπους; Θα ξεπερνούσε τον Φράνκο με τον καιρό· ο πανδαμάτωρ χρόνος αποδεικνύεται ο καλύτερος γιατρός. Όσο για την Κλόντια... Ποιος μπορούσε, άραγε, να πει με σιγουριά τι συνέβη εκείνο το βράδυ; Ίσως η Τάνια ήταν πολύ ταραγμένη και μεγαλοποιούσε τα πράγματα, ίσως η Κλόντια ήταν υπερβολικά μεθυσμένη και πνίγηκε μόνη της. Αν, όμως, έστρεφε πίσω το κεφάλι να ρίξει μια ματιά στην πρώην φιλενάδα του, τότε θα καταλάβαινε πως τίποτα δε θα πήγαινε καλά για την Τάνια από εδώ και στο εξής. Η γυναίκα είχε ξανακαθίσει στην καρέκλα της, σαν άψυχη κούκλα, και είχε καρφώσει εκ νέου το
απλανές, θολό βλέμμα της στο κενό. Οι ισορροπίες του μυαλού της είχαν διαταραχτεί επικίνδυνα και η κουρτίνα που έπεφτε σαν βαριά σκιά μπροστά στα μάτια της γινόταν μέρα τη μέρα όλο και πιο συμπαγής, μέχρι να την αποκόψει τελείως από τον κόσμο της λογικής.
45
Ηταν αρχές Φεβρουαρίου και η Βενετία, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, είχε φορέσει τη λαμπερή κορόνα της Βασίλισσας του Κεφιού και είχε γίνει πόλος έλξης για χιλιάδες τουρίστες, που συνέρρεαν απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη για να ζήσουν μια μοναδική εμπειρία. Για δέκα μέρες, ολόκληρη η πόλη μεταμορφωνόταν σε ένα φαντασμαγορικό υπερθέαμα και η καρδιά της χτυπούσε στους ξέφρενους ρυθμούς του καρναβαλιού. Οι φωταγωγημένες πλατείες και τα στενάκια πλημμύριζαν από πιερότους και κολομπίνες, που χόρευαν και τραγουδούσαν χωρίς σταματημό, μέρα και νύχτα. Τα πολυτελή, εντυπωσιακά κοστούμια και οι περίτεχνες, πλουμιστές μάσκες παρέπεμπαν σε αλλοτινές εποχές δόξας και μυστηρίου, τότε που οι Βενετσιάνοι, κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία, γλεντούσαν, δολοπλοκούσαν ή έκαναν παράνομο έρωτα. Οι εκδηλώσεις είχαν ως επίκεντρο την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, το Σαλόνι του Κόσμου. Από εκεί ξεχύνονταν καθημερινά τα ποτάμια των καρναβαλιστών, συμπαρασύροντας στο διάβα τους ακόμα και τους πιο συντηρητικούς. Ήταν δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να έρθει κάποιος στη Βενετία και να μείνει απλός παρατηρητής αυτών των γεγονότων. Αργά ή γρήγορα τον καταλάμβανε η ίδια φρενίτιδα και φορούσε τη μάσκα του για να ενωθεί με το χαρούμενο πλήθος. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούσε ο Τζέιμς. Είχε φτάσει πριν από λίγο στην πόλη και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στο σπίτι της Δάφνης. Εκεί δοκίμασε μια έντονη απογοήτευση, για-
τί το βρήκε άδειο. Τα συσσωρευμένα διαφημιστικά φυλλάδια κάτω από την πόρτα υποδείκνυαν ότι η ένοικος απουσίαζε αρκετό καιρό. Ο αριθμός του κινητού της αποδείχτηκε άχρηστος, γιατί όσες φορές δοκίμασε να τον καλέσει κάποια γυναικεία μαγνητοφωνημένη φωνή τον πληροφορούσε πως δεν αντιστοιχούσε σε συνδρομητή. Στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του Μαρτσέλο, το οποίο βρήκε επίσης κλειστό, αλλά όχι εγκαταλειμμένο από τον ιδιοκτήτη του. Κατά πάσα πιθανότητα ο νεαρός διασκέδαζε μαζί με την Αμάντα κάπου στην πόλη. Ο Τζέιμς προσπάθησε επανειλημμένα να επικοινωνήσει μαζί του, αλλά στάθηκε αδύνατο να του μιλήσει, όχι επειδή ο Μαρτσέλο δεν απαντούσε στις κλήσεις του, αλλά επειδή δεν τον άκουγε καθόλου εξαιτίας του εκκωφαντικού θορύβου που δημιουργούσαν γύρω του οι εκατοντάδες άνθρωποι. Ο Τζέιμς ήταν πολύ στενοχωρημένος, τα έβαζε με τον εαυτό του και καταριόταν την ολιγωρία του. Του πήρε πάνω από είκοσι μέρες να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις του στην Κρήτη και τώρα πλήρωνε ακριβά αυτή την καθυστέρηση. Το μόνο πράγμα που είχε πάει σύμφωνα με το πρόγραμμα ήταν η αγορά του σκάφους, για την απόκτηση του οποίου κλήθηκε να καταβάλει τοις μετρητοίς ένα σεβαστό ποσό από την κληρονομιά της γιαγιάς του. Ο Τζέιμς φοβόταν ότι δε θα ερχόταν έγκαιρα στην κατοχή του, αλλά είναι περίεργο πόσο γρήγορα κινούνται οι διαδικασίες όταν πέφτει «ζεστό» χρήμα. Το είχε αγοράσει στη Βενετία μέσω του Ίντερνετ και οι υπεύθυνοι τον είχαν διαβεβαιώσει ότι το σκάφος τον περίμενε αραγμένο σε μία από τις αμέτρητες μαρίνες της πόλης. Δεν είχε πάει ακόμα να το δει, γιατί λίγο τον ενδιέφερε η εμφάνισή του. Ο σκοπός για τον οποίο προοριζόταν δεν ήταν η επίδειξη ούτε η διασκέδαση, αλλά κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό: να πάρει τη Δάφνη και να κρυφτούν κάπου, όπου δε θα τους ανακάλυπτε κανείς. Άλλωστε, ο κόσμος είναι τεράστιος· όλο και κάποια γωνιά θα βρισκόταν να τους φιλοξενήσει. Ο Τζέιμς περιφερόταν άσκοπα στους δρόμους, με το σακ βουα-
γιάζ στον ώμο, ροκανίζοντας το χρόνο μέχρι να ξαναγυρίσει στο σπίτι του Μαρτσέλο. Αν υπήρχε κάποιος άνθρωπος στον κόσμο που γνώριζε πού βρισκόταν η Δάφνη, τότε ήταν σίγουρα εκείνος. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει ήταν το ρεύμα των καρναβαλιστών, το οποίο τον παρέσυρε σαν τη φουσκοθαλασσιά. Θέλοντας και μη, ενώθηκε μαζί τους και, μολονότι κατέβαλε πολλές προσπάθειες να ξεκόψει, πάντα κάποιοι δίπλα του τον έσπρωχαν στο ξεφάντωμα. Δε γινόταν να θυμώσει μαζί τους, η ευθυμία που διέκρινε στη συμπεριφορά τους δεν του το επέτρεπε. Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα του καρναβαλιού και οι εκδηλώσεις βρίσκονταν στο φόρτε τους. Το ενδιαφέρον, όμως, του κόσμου μονοπωλούσε η κορυφαία εκδήλωση της Πτήσης του Αγγέλου, που θα γινόταν στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου και σηματοδοτούσε ουσιαστικά τη λήξη της γιορτής. Ο Τζέιμς θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει κάπου γι’ αυτό το περίεργο και ταυτόχρονα συναρπαστικό έθιμο που κόβει την ανάσα των λιγότερο ψύχραιμων θεατών. Από το ύψους εκατόν πέντε μέτρων κωδωνοστάσιο της εκκλησίας θα «πετούσε» προς το Παλάτι των Δόγηδων μια γυναίκα ντυμένη σαν άγγελος, ραίνοντας το πλήθος από κάτω με κομφετί, το οποίο συμβόλιζε την ευημερία και τον πλούτο. Η γυναίκα δενόταν με σκοινιά και μέχρι τώρα δεν είχε σημειωθεί κανένα ατύχημα, επειδή τα μέτρα ασφαλείας ήταν υπέρ το δέον αυστηρά. Καθώς πλησίαζε προς την πλατεία, πλήθαιναν οι τοιχοκολλημένες αφίσες που πληροφορούσαν τον κόσμο για την εκδήλωση. Ήταν αδύνατο να μην τις προσέξει ο Τζέιμς, όπως ήταν αδύνατο να μην προσέξει και το όνομα του «αγγέλου». Το όνομα της Δάφνης Ηλιάδη φιγουράριζε φαρδύ πλατύ με κεφαλαία γράμματα, ώστε να μη μείνει αμφιβολία σε κανέναν για την ταυτότητα της γυναίκας που αναλάμβανε τον επικίνδυνο ρόλο για φέτος.
Ο Τζέιμς στάθηκε εμβρόντητος από την έκπληξη και το έδαφος ταρακουνήθηκε κάτω από τα πόδια του. Τον κυρίευσε το ίδιο κακό προαίσθημα που είχε νιώσει τη μέρα που χώρισε με τη Δάφνη – προάγγελος της συμφοράς που έμελλε να συμβεί στο πολύ κοντινό μέλλον. Όταν επιτέλους ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, όρμησε μέσα στον κόσμο και προσπάθησε να ανοίξει δρόμο για να φτάσει το γρηγορότερο στην πλατεία. Εκεί τον υποδέχτηκε ένα ξέφρενο πλήθος ανθρώπων που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν έξαλλα, έχοντας τα κεφάλια στραμμένα ψηλά. Πότε σπρώχνοντας και πότε κλοτσώντας –καθόλου ευγενικά είναι η αλήθεια–, ο Τζέιμς κατάφερε να φτάσει, επιτέλους, κοντά στο καμπαναριό και μέχρι ενός ορισμένου σημείου, γιατί τα όργανα της τάξης δεν τον άφησαν να πλησιάσει περισσότερο. Μόνο που έφτασε πολύ αργά, γιατί ο «άγγελος» είχε ήδη ανέβει στην κορυφή και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο ενθουσιώδες κοινό του. Ο Τζέιμς διέκρινε μια ασπροντυμένη φιγούρα με φτερά, λίγο μεγαλύτερη από κούκλα λόγω της απόστασης, που είχε το πρόσωπό της καλυμμένο με μια μάσκα, αν και συνήθως ο συγκεκριμένος ρόλος δεν το απαιτούσε. «Δάφνη, κατέβα κάτω!» ούρλιαξε χειρονομώντας σαν τρελός. Η φωνή του, όμως, χάθηκε μέσα στο φοβερό βουητό από τις φωνές εκατοντάδων ανθρώπων που βρίσκονταν στα πρόθυρα της υστερίας. Προσπάθησε να σπάσει τον κλοιό των αστυνομικών, όμως ήταν ένας εναντίον πολλών, γι’ αυτό αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη θέση του. Νιώθοντας την αγωνία του να κορυφώνεται, τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν και την καρδιά του να βροντοχτυπάει, έσφιξε τις γροθιές του με ανήμπορη λύσσα, κάρφωσε το βλέμμα μοιρολατρικά στην κορυφή του καμπαναριού και περίμενε με κομμένη την ανάσα να γίνει το κακό.
Ταυτόχρονα, με την άκρη του ματιού έπιασε μια κολομπίνα με φλογάτα μαλλιά και μάσκα με μαύρα φτερά να κινείται επιφυλακτικά προς το μέρος του. Δεν πρόλαβε καν να ολοκληρώσει τη σκέψη του πως η μόνη κοπέλα που είχε γνωρίσει με μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς ήταν η Αμάντα, γιατί ο «άγγελος» εκείνη τη στιγμή έκανε μια υπόκλιση στο κοινό και, απλώνοντας τα χέρια με χάρη, βούτηξε στο κενό. Μετά, τα πάντα εκτυλίχτηκαν αστραπιαία, αλλά στον Τζέιμς φάνηκε ότι παρακολουθούσε μια εφιαλτική σκηνή σε αργή κίνηση από κινηματογραφική ταινία. Το σκοινί έσπασε και ο «άγγελος» άρχισε να πέφτει με ταχύτητα προς το έδαφος. Δεν έκανε καμιά από τις σπασμωδικές κινήσεις που συνοδεύουν συνήθως την απρόσμενη πτώση ενός ανθρώπου. Έγινε φανερό από την αρχή ότι το περίμενε, γιατί, ενώ έπεφτε, προσπαθούσε να κρατάει τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι ψηλά. Το πλήθος είχε κυριολεκτικά πετρώσει και μια αλλόκοσμη βουβαμάρα τύλιξε την πλατεία. Και τότε ξαφνικά, μέσα στη σιωπή, αντήχησε το υστερικό γέλιο του «αγγέλου». Συνέχισε να γελάει μέχρι το τέλος. Το κεφάλι της κοπέλας προσέκρουσε με δύναμη στο τσιμέντο, αφήνοντας έναν υπόκωφο, ξερό ήχο, και το κορμί της απέμεινε τσακισμένο, με τα πόδια λυγισμένα σε μια αφύσικη στάση. Όσοι βρίσκονταν στις μπροστινές σειρές ένιωσαν το στομάχι τους να αναδεύεται στη θέα των χυμένων μυαλών και με το χέρι στο στόμα απομακρύνθηκαν προτού κάνουν εμετό. Αυτό ήταν το σύνθημα για να δημιουργηθεί ένα πανδαιμόνιο άνευ προηγουμένου στην πλατεία. Οι πιο ευαίσθητοι ξέσπασαν σε κλάματα, άλλοι παρέμεναν σιωπηλοί και οι περισσότεροι συζητούσαν ζωηρά για τον πρωτότυπο τρόπο που διάλεξε η κοπέλα για να βάλει τέλος στη ζωή της. Μετά το πρώτο σοκ, οι πιο ψύχραιμοι έσπασαν τον κλοιό των αστυνομικών, που μάταια προσπαθούσαν να τους απωθήσουν, και συγκεντρώθηκαν γύρω από το ακίνητο σώμα, νιώθοντας ίσως αυτή
τη νοσηρή περιέργεια που έλκει τους ανθρώπους να γίνονται αυτόπτες μάρτυρες σε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Τζέιμς, για τους δικούς του λόγους βέβαια. Στην αρχή, βλέποντας τον «άγγελο» να γκρεμίζεται, του ήρθε σκοτοδίνη και έχασε τον κόσμο από τα μάτια του. Η μονάκριβή του Άμπερ ήταν νεκρή! Είχε διαλέξει την παγωμένη αγκαλιά του Χάρου αντί για τη δική του, όπως ακριβώς είχε κάνει και η Ελοΐζ μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν. Σκέφτηκε πικραμένος πως δεν του έδωσε καν την ευκαιρία να της αποδείξει πόσο άδικο είχε. Ο Τζέιμς είχε ρίξει τα ζάρια του στο τραπέζι της Ζωής, ποντάροντας στην Ευτυχία, και είχε μόλις χάσει. Οι φωνές και τα σπρωξίματα του κόσμου τον επανέφεραν στην τραγική πραγματικότητα. Άρχισε να παλεύει με όλες του τις δυνάμεις για να βγει μπροστά και να τρέξει κοντά στη Δάφνη, όταν ένιωσε να του βάζουν κάτι στο χέρι. Στράφηκε αλαφιασμένος και είδε δίπλα του την κοκκινομάλλα κολομπίνα. Το πρόσωπο της κοπέλας, στα σημεία που άφηνε εκτεθειμένα η μάσκα, φαινόταν κατάχλομο. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα. Ξαφνικά, του έκανε νόημα με το δάχτυλο στο στόμα να σωπάσει. Του έγνεψε να την ακολουθήσει, αλλά την ίδια στιγμή παρασύρθηκαν και οι δύο από ένα μεγάλο μπουλούκι ανθρώπων που έτρεχαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, σχεδόν ποδοπατώντας ο ένας τον άλλο. Οι δρόμοι τους χώρισαν και όσο κι αν έψαξε ο Τζέιμς στάθηκε αδύνατο να ξαναβρεί την κολομπίνα. Όταν, τελικά, κατάφερε να βγει από την πλατεία, λούφαξε σε μια σχετικά ήσυχη γωνιά και άνοιξε τη χούφτα του, που όλη αυτή την ώρα κρατούσε σφιχτή. Βρήκε ένα μικρό σημείωμα και έφτασε μόνο μια ματιά για να διαβάσει το λιτό περιεχόμενό του: Σαν Τζιόρτζιο, Πόντε ντέι Γκρέτσι. Κάποιος ζητούσε από αυτόν να πάει στην ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στη Γέφυρα των Ελλήνων, άγνωστο γιατί. Ο
Τζέιμς βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα. Από τη μια ένιωθε έντονα την ανάγκη να επιστρέψει στην πλατεία, κοντά στο άψυχο σώμα της Δάφνης, κι από την άλλη ήθελε να ακολουθήσει την υπόδειξη του παράξενου εντολοδότη. Αρωγός στην απόφασή του στάθηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου που έφτασε αμυδρά στ’ αφτιά του. Μέχρι να επιστρέψει στην πλατεία, θα είχαν πάρει ήδη τη Δάφνη και θα τη μετέφεραν μάλλον στο νοσοκομείο για να την κλείσουν σε κάποιον από τους ψυκτικούς θαλάμους του νεκροτομείου. Με τη φοβερή αυτή εικόνα να του τριβελίζει το μυαλό, ξεκίνησε –σωστό κουρέλι– για τη Γέφυρα των Ελλήνων. Ήταν αρκετά μακριά και, σε αντίθεση με την υπόλοιπη πόλη, στην περιοχή επικρατούσε μια αφύσικη ηρεμία. Ο Τζέιμς καλοδέχτηκε τη σιωπή, σαν τη διψασμένη γη που ρουφάει αργά και ηδονικά μια σιγανή, ποτιστική βροχούλα, και το συναίσθημα έγινε ακόμα πιο έντονο όταν μπήκε στο προαύλιο της παλιάς εκκλησίας. Του φάνηκε ότι έκλεινε πίσω του μια πόρτα και άνοιγε μια άλλη, για να εισέλθει αναγεννημένος σε έναν καινούριο κόσμο, πιο καθαρό και πιο ελπιδοφόρο. Αυτό δεν ήταν διόλου ασυνήθιστο, οι παλιές εκκλησίες συχνά έχουν τη δύναμη να γεννούν τέτοια συναισθήματα στους ανθρώπους. Εκεί, σε ένα παγκάκι κάτω από τα δέντρα, είδε καθισμένο τον Μαρτσέλο. Ο νέος άντρας φαινόταν τελείως απορροφημένος στις σκέψεις του και τινάχτηκε ξαφνιασμένος ακούγοντας τα βήματά του. Όταν ανασήκωσε το κεφάλι, ο Τζέιμς πρόσεξε πως στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένες η δυστυχία και η κούραση. Σκέφτηκε μηχανικά πως ήταν πιθανό να γνώριζε εξαρχής το αποτρόπαιο σχέδιο της Δάφνης και ξαφνικά τα έβαλε μαζί του νοερά, που στάθηκε ανίκανος να τη σταματήσει. Ο Μαρτσέλο έχωσε βιαστικά τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν του και έδειξε με το κεφάλι προς το μέρος της εκκλησίας.
«Είναι μέσα...» του είπε σχεδόν ψιθυριστά, λες και φοβόταν ότι θα διαπράξει ιεροσυλία αν μιλούσε λίγο πιο δυνατά. «Ποιος;» ρώτησε ο Τζέιμς στον ίδιο τόνο. Ο Μαρτσέλο, όμως, δεν τον άκουσε. «Προσεύχεται για την ψυχή εκείνης της δυστυχισμένης», συμπλήρωσε συντετριμμένος. «Πήγαινε να τη βρεις, θα σε περιμένω εδώ γιατί σου οφείλω μερικές εξηγήσεις». Ο Τζέιμς στράφηκε μουδιασμένος προς τον περικαλλή ναό και έπειτα από μικρή σκέψη παραμέρισε τους ενδοιασμούς του και, αφήνοντας μόνο του τον Μαρτσέλο, προχώρησε προς τα εκεί. Μπαίνοντας, τον υποδέχτηκε αρχικά μια ψαλμωδία στα ελληνικά, προφανώς μαγνητοφωνημένη. Στο εσωτερικό επικρατούσε μισοσκόταδο και η ανεπαίσθητη ευωδιά από λιβάνι που πλανιόταν στον αέρα προσέδιδε στο χώρο μια μυστηριακή νότα. Τα καντήλια του τέμπλου ήταν όλα αναμμένα και οι άγιες μορφές που δέσποζαν δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης γλύκαιναν κάτω από τον αμυδρό φωτισμό και έπαιρναν μια ανθρώπινη υπόσταση. Ο Τζέιμς ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται από τη συγκίνηση. Σε σύγκριση με τις τεράστιες καθολικές εκκλησίες, που μάλλον τον απωθούσαν με την παγωμάρα τους, έβρισκε πως οι ορθόδοξες ήταν πιο φιλόξενες. Εξέπεμπαν μια περίεργη ζεστασιά και γαλήνευαν την ψυχή του, αλλά ταυτόχρονα τον έκαναν να τρέμει από ιερό δέος. Στο μισοσκόταδο διέκρινε έναν άνθρωπο κοντά στο αριστερό ψαλτήρι, να προσεύχεται γονατισμένος. Έκλαιγε βουβά, αλλά οι ώμοι του τραντάζονταν από τα αναφιλητά. Ο Τζέιμς κάθισε σε ένα στασίδι και περίμενε υπομονετικά, νιώθοντας πως δεν ήταν σωστό να διακόψει την προσευχή του άλλου. Κάποτε ο άνθρωπος τελείωσε και, αφού έκανε το σταυρό του τρεις φορές, σηκώθηκε και στράφηκε προς το μέρος του Τζέιμς. Ήταν γυναίκα και όχι άντρας, όπως νόμισε στην αρχή, αλλά τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για το σοκ που θα ακολουθούσε. Κάτω από το γλυ-
κό φως τον καντηλιών είδε να υλοποιείται η αγαπημένη μορφή της γυναίκας που λάτρευε, η μορφή της Δάφνης. Τρεμόπαιξε ζαλισμένος τα βλέφαρα, μην τυχόν και τα μάτια του του έπαιζαν κάποιο περίεργο παιχνίδι, αλλά η Δάφνη συνέχιζε να βρίσκεται εκεί και να τον κοιτάζει εμβρόντητη. Πρώτη εκείνη όρμησε στην αγκαλιά του και ο Τζέιμς την έσφιξε πάνω του με λαχτάρα. Άρχισε να φιλάει τα μαλλιά της, το μέτωπό της, τα χείλη της, να ψαχουλεύει το κορμί της για να δει ότι είναι όντως άνθρωπος με σάρκα και οστά και όχι κάποιο πλάσμα της φαντασίας του. «Δόξα τω Θεώ, είσαι ζωντανή, καρδούλα μου», κατάφερε να ψελλίσει. «Φοβήθηκα πως σ’ έχασα για πάντα». «Γιατί γύρισες, Τζέιμς;» τον ρώτησε εκείνη με τσακισμένη φωνή, ριγώντας στην αγκαλιά του. «Το βλέπεις πως δεν μπορώ να μείνω μακριά σου, γιατί γύρισες να με βασανίσεις ξανά από την αρχή;» Εκείνος έκλεισε το πρόσωπό της στις χούφτες του και την κοίταξε με απέραντη τρυφερότητα. «Έχουμε μια παροιμία στην Αγγλία», ψιθύρισε αργά, ενώ της έδινε μικρά φιλιά. «Λέει πως όταν αγαπάς κάτι πάρα πολύ, πρέπει να το αφήσεις ελεύθερο να φύγει. Αν δε γυρίσει, αυτό σημαίνει πως δεν ήταν ποτέ δικό σου, αν όμως γυρίσει, τότε είναι δικό σου να το κρατήσεις για πάντα. Εγώ ξαναγύρισα, αγάπη μου, και δεν έχεις το δικαίωμα να με διώξεις». «Λυπήσου με, ψυχή μου», ικέτευσε η κοπέλα και έβαλε τα κλάματα. «Σ’ αγαπάω τόσο πολύ, αλλά φοβάμαι πως θα δυστυχήσεις μένοντας μαζί μου». Ο Τζέιμς την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε απότομα προς την Ωραία Πύλη. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια τρομερή έκφραση. «Εδώ μέσα, στη δική σου την εκκλησία, ενώπιον του Θεού σου και Θεού μου, σου ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό πως τίποτα δε θα μας
χωρίσει άλλη φορά, παρά μόνο ο θάνατος. Πες μου, καρδούλα μου, δέχεσαι να με παντρευτείς;» «Είσαι σίγουρος πως θέλεις για γυναίκα σου μια σημαδεμένη;» ρώτησε τρέμοντας η Δάφνη. Ο Τζέιμς τής έδωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο, εκεί όπου είχε καεί. «Αγαπάω τα σημάδια σου», της είπε σοβαρός, «γιατί είναι αυτά που θα μου θυμίζουν ότι κόντεψα να σε χάσω. Όπως βλέπεις, περιμένω ακόμα την απάντησή σου, αλλά σου λέω από τώρα πως δε θα δεχτώ άρνηση». Το πρώτο αληθινό χαμόγελο, έπειτα από καιρό, χαράχτηκε στα χείλη της Δάφνης. Έβαλε τα χέρια στη μέση του και τον τράβηξε κοντά της. «Δεν έχεις καταλάβει ακόμα πως δεν μπορώ να σου αρνηθώ τίποτα; Ναι, αγάπη μου, θα γίνω γυναίκα σου. Χίλιες φορές ναι». Βγήκαν από την εκκλησία αγκαλιασμένοι και βρήκαν τον Μαρτσέλο μαζί με την κοκκινομάλλα κολομπίνα. Όπως σωστά είχε υποθέσει ο Τζέιμς, ήταν η Αμάντα. «Φοβήθηκα ότι μπορεί να έχανες το σημείωμά μου μέσα στον κόσμο», του είπε εκείνη ξεφωνίζοντας από χαρά. «Ευτυχώς, όλα πήγαν κατ’ ευχή». Ξαφνικά, ο Τζέιμς σκυθρώπιασε και μια ρυτίδα ανησυχίας αυλάκωσε το μέτωπό του. Πάνω στη συγκίνησή του που ξαναβρήκε τη Δάφνη κόντεψε να ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό. «Μου χρωστάτε όλοι μια εξήγηση», είπε τελικά. Ο Μαρτσέλο έκανε ένα βήμα μπροστά και αγκάλιασε προστατευτικά την Αμάντα από τους ώμους. «Τα κορίτσια δεν ξέρουν τίποτα», μουρμούρισε. «Τι συνέβη πραγματικά στην πλατεία; Ποια ήταν εκείνη που αυτοκτόνησε και γιατί προσποιήθηκε πως ήταν η Δάφνη;» επέμεινε ο Τζέιμς.
Η Δάφνη, στο άκουσμα του ονόματός της, γούρλωσε τα μάτια από την έκπληξη. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», ψέλλισε. «Γιατί η Τάνια να προσποιηθεί ότι ήμουν εγώ;» Τώρα ήταν η σειρά του Τζέιμς να πέσει από τα σύννεφα. «Τι σχέση έχει η Τάνια με όλα αυτά;» «Μεγάλη!» δήλωσε ο Μαρτσέλο. «Γιατί εκείνη ήταν που πήδηξε από το καμπαναριό». «Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Μα πώς είναι δυνατό;» «Θα σου εξηγήσω καθώς πηγαίνουμε στο σπίτι», προθυμοποιήθηκε ο νέος άντρας. «Όλα ξεκίνησαν πριν από δύο μέρες, όταν ήρθε και με βρήκε η Τάνια για να μου ζητήσει συγνώμη για τον τρόπο που μου φέρθηκε στην Κρήτη...»
Η Τάνια είχε γυρίσει στη Βενετία μόνο με ένα σκοπό: να δώσει τέλος στη ζωή της. Είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει, αλλά δεν ήθελε αυτό να γίνει στην Ελλάδα. Είχε γευτεί την αγάπη στη Βενετία, είχε μεθύσει από ευτυχία στη Βενετία, άρα εκεί ήταν το σωστό μέρος για να κάνει το μόνο πράγμα που της απέμενε σε τούτη τη ζωή. Σχεδίαζε να πάει στο νησάκι του Σαν Μικέλε, να ξαπλώσει πάνω στον τάφο του Φράνκο και να πάρει το δηλητήριο που κουβαλούσε νυχθημερόν στην τσέπη της εδώ και κάμποσο καιρό. Το σχέδιό της θύμιζε λιγάκι από Ρωμαίο και Ιουλιέτα, αλλά η Τάνια ακριβώς εκεί αποσκοπούσε. Να συγκινήσει τον κόσμο και να τη θάψουν δίπλα στον αγαπημένο της. Αποχαιρέτησε όλους τους γνωστούς στην Κρήτη, αφού ικέτεψε πρώτα τη συγχώρεσή τους, και ερχόμενη στη Βενετία επιδίωξε μια συνάντηση με τον Μαρτσέλο, γιατί πίστευε ότι απ’ όλους τους ανθρώπους αυτόν είχε αδικήσει περισσότερο. Το έκανε επειδή σκεφτόταν με το σκοτισμένο της μυαλό πως ο καλός Θεός θα τη λυπό-
ταν και δε θα την τιμωρούσε τόσο αυστηρά αν έφευγε μετανιωμένη. Ο Μαρτσέλο δέχτηκε τη συγνώμη της και κατάφερε να αλιεύσει τον πραγματικό λόγο της επίσκεψής της στη Βενετία. Μαθαίνοντας ότι εκείνη σκόπευε να αυτοκτονήσει, προσπάθησε να την αποτρέψει, όπως θα έκανε κάθε ευσυνείδητος άνθρωπος. Όταν κατάλαβε πως η Τάνια δεν έπαιρνε από λόγια και έμενε αμετακίνητη στην απόφασή της, συνέλαβε ένα πρωτότυπο σχέδιο, μακάβριο ίσως, αλλά αναγκαίο, αφού θα εξασφάλιζε ισόβια προστασία σε κάποιον άλλο άνθρωπο που αγαπούσε πολύ, τη Δάφνη. Άλλωστε, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα... Γι’ αυτό φρόντισε να πασάρει την ιδέα του στην Τάνια με έντεχνο τρόπο κι εκείνη τη δέχτηκε, πιστεύοντας πως θα εξιλεωνόταν κάπως για το φοβερό αμάρτημα που θα διέπραττε. Ο Μαρτσέλο την έφερε σε επαφή με την επιτροπή διοργάνωσης των καρναβαλικών εκδηλώσεων και την παρουσίασε ως Δάφνη Ηλιάδη. Λόγω των γνωριμιών του, κανείς δεν αμφισβήτησε την ταυτότητα της Τάνιας και κατάφερε να επικρατήσει αυτή μεταξύ αρκετών υποψηφίων για την Πτήση του Αγγέλου. Το γεγονός ότι έσπρωχνε αυτή τη γυναίκα σε έναν πολύ πιο επώδυνο θάνατο από αυτόν που σχεδίαζε η ίδια δεν τον απασχόλησε εκείνη τη στιγμή. Το ευτύχημα για την Τάνια ήταν πως, όταν ανέβηκε στο καμπαναριό, είχε σχεδόν αποτρελαθεί, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει τι της γινόταν. Αυτή η φτωχή ψυχή πέρασε από τη μια ζωή στην άλλη χωρίς να μάθει ποτέ πόσο λίγο μετρούσε η αγάπη της για τον Φράνκο. Ο Μαρτσέλο βρισκόταν μαζί με την Αμάντα ανάμεσα στο πλήθος, όταν είδε ξαφνικά τον Τζέιμς να τρέχει αλλόφρων. Κατάλαβε ότι είχε δει το όνομα της Δάφνης στις αφίσες και, θέλοντας να αποτρέψει ίσως μεγαλύτερο κακό, έγραψε βιαστικά ένα σημείωμα και είπε στην Αμάντα να του το παραδώσει, ενώ εκείνος έφευγε για να ειδοποιήσει τη Δάφνη.
Η κοπέλα τον τελευταίο καιρό έμενε στο σπίτι του, αλλά κατέβαινε τακτικά μέχρι τη γωνία και καθόταν στην έρημη προκυμαία αγναντεύοντας επί ώρες τη λιμνοθάλασσα. Εκεί βρισκόταν και σήμερα. Ο Μαρτσέλο την πήρε και την πήγε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου της μίλησε για την αυτοκτονία της Τάνιας. Της έκρυψε την αλήθεια για το ρόλο που είχε παίξει αυτός, όπως της έκρυψε προσωρινά και την επιστροφή του Τζέιμς, επειδή δεν ήταν σίγουρος ότι η Αμάντα θα έφερνε σε πέρας την αποστολή της. Ήταν όντως πολύ δύσκολο να τον πλησιάσει μέσα στο πλήθος. Η Δάφνη ταράχτηκε με την είδηση της αυτοκτονίας και λυπήθηκε τόσο πολύ για την Τάνια, ώστε θεώρησε καθήκον της ως χριστιανή να προσευχηθεί γι’ αυτή τη δύστυχη γυναίκα. Έτσι είχαν εξελιχτεί ακριβώς τα πράγματα, αλλά ο Μαρτσέλο, φοβούμενος μήπως τον κατηγορήσουν για σκληρότητα, αποσιώπησε τη δική του συμμετοχή και άφησε να εννοηθεί πως η ιδέα ήταν της Τάνιας. Αυτό το μυστικό ήταν από εκείνα που δεν εκμυστηρεύεται εύκολα κάποιος, παρά προτιμάει να τα πάρει μαζί του στον τάφο. «Τουλάχιστον τώρα η Δάφνη είναι ελεύθερη», κατέληξε συνοφρυωμένος. «Κανείς δε θα την κυνηγάει πια, αφού όλοι πιστεύουν ότι πέθανε». «Αλλά το τίμημα της ελευθερίας είναι βαρύ», είπε αναριγώντας η Δάφνη και σφίχτηκε στην αγκαλιά του Τζέιμς. «Δε θα αφήσουμε τη θυσία της Τάνιας να πάει χαμένη, μας έκανε ένα ανέλπιστο δώρο και πρέπει να το δεχτούμε, ψυχή μου», την παρηγόρησε εκείνος. Ξαφνικά σταμάτησε στη μέση του δρόμου και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. «Ας φύγουμε αμέσως από τη Βενετία, τούτη τη στιγμή», της είπε. «Δεν αντέχω ούτε λεπτό σε αυτή την πόλη». «Έχεις απόλυτο δίκιο, πονάει πολύ», συμφώνησε η Δάφνη ρίχνοντας μια θλιμμένη ματιά ολόγυρα. «Πρέπει να πάμε, όμως, πρώτα από το σπίτι για να μαζέψω τα ρούχα μου».
«Δεν τα χρειάζεσαι, θα πάρουμε άλλα». «Σοβαρά τώρα, Τζέιμς, δε γίνεται να φύγετε έτσι ξαφνικά», είπε στενοχωρημένη η Αμάντα. «Μπορούμε και θα το κάνουμε», απάντησε αποφασιστικά εκείνος. Οι τέσσερίς τους αντάλλαξαν τα φιλιά του αποχαιρετισμού καταμεσής στο δρόμο. Ο Τζέιμς άρπαξε τη Δάφνη από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν σαν ευτυχισμένα παιδιά που βλέπουν διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες στο μαγικό κάστρο της πριγκίπισσας. Ο Μαρτσέλο και η Αμάντα τούς παρακολούθησαν αμίλητοι να εξαφανίζονται στην πρώτη γωνία. Μετά η κοκκινομάλλα κολομπίνα σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της και αναστέναξε. Το έφερε βαρέως που αποχωρίστηκε δύο καλούς φίλους τόσο σύντομα, αλλά έβρισκε αφάνταστα ρομαντικό αυτό το ξαφνικό φευγιό και παρηγοριόταν κάπως στην ιδέα ότι στάθηκε μάρτυρας στο ξεκίνημα της νέας τους ζωής. Έπιασε τον Μαρτσέλο τρυφερά από το μπράτσο και συνέχισαν το δρόμο για το σπίτι.
Στην πολυσύχναστη μαρίνα, τα κατάρτια από τα αμέτρητα ιστιοφόρα θύμιζαν δάσος και ο Τζέιμς κοίταζε τα ονόματα στις πλώρες, ψάχνοντας το δικό του. Η Δάφνη τον ακολουθούσε από κοντά με την περιέργειά της να έχει φτάσει στο ζενίθ. Εκείνη νόμιζε ότι θα έφευγαν από τη Βενετία με αεροπλάνο, με λεωφορείο, με οποιοδήποτε άλλο μέσο εκτός από αυτό. «Να το, επιτέλους!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Τζέιμς. Το σκάφος του ήταν ένα μοντέρνο δεκαπεντάμετρο κομψό ιστιοφόρο και οι φωτογραφίες στο Ίντερνετ μάλλον το αδικούσαν. «Άμπερ;» ρώτησε απορημένη η Δάφνη, βλέποντας το όνομα στην πλώρη. «Δε σου αρέσει;» φώναξε ο Τζέιμς, ενώ τη βοηθούσε να διασχί-
σει τη μεταλλική πασαρέλα. Τον είχε πιάσει ανυπομονησία να ανέβει και να εξερευνήσει το σκάφος από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Ο λόρδος Έρλιν στα νιάτα του ήταν ικανός ιστιοπλόος και είχε μάθει στον εγγονό του, από τα μικράτα του ακόμα και όσο οι σχέσεις τους ήταν καλές, όλα τα κόλπα της πλοήγησης. Αργότερα ο Τζέιμς είχε πάρει και δίπλωμα ανοιχτής θαλάσσης. Αλλά είχε αρκετό καιρό να ασχοληθεί με την ιστιοπλοΐα και όταν, επιτέλους, με τη βοήθεια της Δάφνης το ιστιοφόρο ξανοίχτηκε στη λιμνοθάλασσα, ο κατακόκκινος δίσκος του ήλιου είχε πάρει ήδη το δρόμο προς τη Δύση. Αφού ξεμάκρυναν κάμποσο, ο Τζέιμς έβαλε τον αυτόματο πιλότο και πήγε κοντά στην κοπέλα. Εκείνη ήταν ακουμπισμένη στην κουπαστή και είχε καρφώσει το βλέμμα στην ολόφωτη Βενετία, που καθρεφτιζόταν σαν σπάνιο πετράδι πάνω στα νωχελικά νερά. Τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Θα γυρίσουμε κάποια μέρα...» «Δεν ξέρω αν το θέλω», είπε εκείνη παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. «Ό,τι με κρατούσε κοντά της πέθανε, εκτός από τον Μαρτσέλο, που ευτυχώς έχει την Αμάντα». «Έχουμε όλο τον καιρό μπροστά μας να αποφασίσουμε πού θα κατασταλάξουμε. Προς το παρόν θέλω να κερδίσω το χρόνο που έχασα περιμένοντας να γίνεις καλά». Η Δάφνη αντιλήφθηκε τον παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή του και στράφηκε προς το μέρος του, νιώθοντας τα μάγουλά της να φλογίζονται. Εκείνη τη μαγική ώρα, που το βελούδινο σούρουπο κρύβει έντεχνα με τις σκιές του οτιδήποτε άσχημο, το πρόσωπο της κοπέλας αχνόφεγγε σαν θαμπό μαργαριτάρι, θυμίζοντας κάτι από τον παλιό καλό εαυτό της. Άνοιξε δειλά τα χείλη και περίμενε το φιλί του. Ο Τζέιμς έσκυψε και τρύγησε λαίμαργα το γλυκό της στόμα για πολλή ώρα. Μετά τη
σήκωσε στην αγκαλιά του και κατέβηκε στην καμπίνα, όπου την απόθεσε με περισσή τρυφερότητα στο διπλό κρεβάτι. «Σε παρακαλώ, χωρίς φως», ψιθύρισε η Δάφνη παγωμένη, βλέποντάς τον έτοιμο να ανάψει το πορτατίφ στο κομοδίνο. Ο Τζέιμς, αν και δεν έδινε σημασία στα σημάδια της, σεβάστηκε την επιθυμία της. Καταλάβαινε πως η Δάφνη ντρεπόταν για το κορμί της και δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Τράβηξε, όμως, τις κουρτίνες, αφήνοντας το ασημένιο φως του φεγγαριού να πλημμυρίσει την καμπίνα μέσα από το φινιστρίνι. Όταν ξαναγύρισε στο κρεβάτι και την πήρε στην αγκαλιά του, την ένιωσε να τρέμει σαν τρομαγμένο σπουργίτι. Αλλά εκείνη ξεπέρασε γρήγορα τις αναστολές της και, όταν ένιωσε το κορμί της να πυρπολείται από την ηδονή, σκέφτηκε πως αυτή η φλόγα ήταν πολύ πιο δυνατή από τη φλόγα που τη σακάτεψε στο παλάτσο του Φράνκο. Η πρώτη έδινε ζωή, η δεύτερη θάνατο. Έκαναν έρωτα πολλές φορές και στο τέλος έγειραν αποκαμωμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, με τα κορμιά τους να σπαρταρούν ακόμα από ικανοποίηση. Τότε η Δάφνη θυμήθηκε να τον ρωτήσει τι σήμαινε η λέξη «Άμπερ». Τις περισσότερες φορές μιλούσαν μεταξύ τους στα ελληνικά, επειδή τα αγγλικά της, παρόλο που ήταν σε ικανοποιητικό επίπεδο, είχαν αρκετά κενά. Από την άλλη, ήταν μια καλή ευκαιρία και για τον Τζέιμς να μάθει τέλεια τη γλώσσα. «Σημαίνει κεχριμπάρι και νομίζω ότι σε εκφράζει απόλυτα», της εξήγησε εκείνος χαμογελώντας. «Λόγω του χρώματος των ματιών μου, υποθέτω», είπε η Δάφνη χαϊδεύοντας ανάλαφρα τις τρίχες του στήθους του. «Είναι πολύ όμορφο όνομα, Τζέιμς». «Μακάρι να μπορούσα να ισχυριστώ ότι είμαι εγώ ο νονός, αλλά θα ήταν άδικο για το φίλο μας τον Χένρι», γέλασε εκείνος, κάνοντας ταυτόχρονα μια εύθυμη γκριμάτσα. «Από αυτόν το δανείστηκα, για-
τί έτσι του άρεσε να αποκαλεί την Ελοΐζ. Μοιάζετε πάρα πολύ μεταξύ σας, ξέρεις, θα μπορούσατε κάλλιστα να είστε δίδυμες». Η Δάφνη στηρίχτηκε στον αγκώνα και τον κοίταξε σοβαρή. «Κατά κάποιον τρόπο είμαστε. Αλήθεια, δεν είχα την ευκαιρία να διαβάσω μέχρι το τέλος το ημερολόγιό της. Το έχεις μήπως μαζί σου;» «Δεν το έχω πια, το πέταξα κατά λάθος στα σκουπίδια όταν ξεδιάλεγα τα πράγματά μου στην Κρήτη. Όταν το κατάλαβα, ήταν πια αργά». «Τι κρίμα! Ήθελα πολύ να μάθω αν ο Χένρι και η Ελοΐζ κατάφεραν να ξεφύγουν και να ζήσουν ευτυχισμένοι». Ο Τζέιμς την πήρε στην αγκαλιά του και η Δάφνη κουλουριάστηκε πάνω του, γουργουρίζοντας σαν ευχαριστημένη γάτα. «Εγώ το διάβασα πολλές φορές και το έμαθα σχεδόν απέξω», της είπε τρυφερά. «Ο Χένρι, λοιπόν, βοήθησε την Ελοΐζ και τα παιδιά της να δραπετεύσουν από τον πύργο και διέφυγαν στη Σκοτία, όπου έζησαν ευτυχισμένοι για πάρα πολλά χρόνια». «Ευτυχώς! Αυτό το φτωχό κορίτσι πέρασε τόσα πολλά στη ζωή του, ώστε η μοίρα τής χρωστούσε κάποιο μερίδιο στην ευτυχία», σχολίασε νυσταγμένη η Δάφνη και χασμουρήθηκε δυνατά. Τα μάτια της σφάλισαν από την κούραση και πέντε λεπτά αργότερα κοιμόταν βαθιά. Ο Τζέιμς ξεκόλλησε από την αγκαλιά της και σηκώθηκε από το κρεβάτι αργά, προσέχοντας να μην την ξυπνήσει. Ντύθηκε πρόχειρα και, παίρνοντας το ταλαίπωρο σακίδιό του, αυτό που κουβαλούσε συνεχώς μαζί του, βγήκε στο κατάστρωμα. Ο αέρας είχε δυναμώσει, τα ολοκαίνουρια πανιά φούσκωναν και τσιτώνονταν και τα κύματα έγλειφαν τα πλευρά του σκάφους σε τούτο το πρώτο, παρθενικό του ταξίδι. Κατευθύνθηκε στην πρύμνη κι εκεί, κάτω από το φεγγαρόφωτο, έβγαλε από το σακίδιο το ημερολόγιο της Ελοΐζ. Το έσερνε παντού μα-
ζί του και το διάβαζε συχνά, αλλά δεν έπρεπε με τίποτα να πέσει στα χέρια της Δάφνης, ήταν προτιμότερο να μείνει με την αυταπάτη πως η ιστορία της κοπελίτσας είχε ευτυχισμένο τέλος. Φοβόταν μήπως η Δάφνη απογοητευτεί. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που τον έτρωγε ήταν μήπως έφτανε κάποτε στο ίδιο αδιέξοδο με την Ελοΐζ και ακολουθούσε το παράδειγμά της. Είχε υποχρέωση να εξασφαλίσει στη Δάφνη μια υγιή, φυσιολογική ζωή, μακριά από προφητείες και εφιαλτικά οράματα, που στάλαζαν αργά αργά δηλητήριο στην ψυχή της. Υπήρχε, βέβαια, το πρωτότυπο ημερολόγιο στον πύργο της Κορνουάλης, αλλά δεν πίστευε πως θα το ανακάλυπτε ποτέ ο πατέρας του εκεί όπου το είχε κρυμμένο ο παππούς του. Σκέφτηκε πως στην πρώτη ευκαιρία έπρεπε να το καταστρέψει και αυτό. Λυπόταν προκαταβολικά που θα γινόταν αιτία να χαθεί ένα τέτοιο κειμήλιο, αλλά μπροστά στην ψυχική υγεία της Δάφνης ήταν πρόθυμος να θυσιάσει πολύ περισσότερα. Χάιδεψε για λίγο το δερμάτινο εξώφυλλο του φωτοτυπημένου ημερολογίου, σαν να αποχαιρετούσε έναν αγαπημένο φίλο, και μετά, με μια αποφασιστική κίνηση, το άνοιξε και άρχισε να σκίζει τις σελίδες. Ο αέρας τις έπαιρνε και τις σκόρπιζε στη θάλασσα· ξεχώριζαν για λίγο κάτασπρες πάνω στην επιφάνειά της, μέχρι που μούσκευαν και γίνονταν ένα με τα μαύρα νερά. Στο τέλος ο Τζέιμς πέταξε το δερμάτινο εξώφυλλο και έμεινε ακουμπισμένος στην κουπαστή, βλέποντάς το να βουλιάζει και να χάνεται στα απόνερα. Δε νύσταζε καθόλου, ο έρωτας είχε χορτάσει τις ανάγκες του –σωματικές και ψυχικές–, γι’ αυτό πήγε στη γέφυρα για να χαράξει νέα πορεία στο σκάφος. Θα διέσχιζε την Αδριατική και, βγαίνοντας στη Μεσόγειο, θα κατευθυνόταν προς τις αφρικανικές ακτές, όπου ήταν ζεστά. Για αρχή, θα έβρισκαν μια χρυσαφένια παραλία για να ξεκουραστούν και να ξεχάσουν, στο μέτρο του δυνατού, όλο αυτό τον παραλογισμό.
Ο Τζέιμς χαμογέλασε ευχαριστημένος στην ιδέα των ανέμελων διακοπών που τους περίμεναν και άρχισε να ονειρεύεται μέρες ξεγνοιασιάς κάτω από τον καυτό ήλιο, ατέλειωτα πλατσουρίσματα στα καταγάλανα νερά της Μεσογείου και λουκούλλεια γεύματα με λαχταριστά θαλασσινά. Μέχρι να τελειώσει αυτό που έκανε, ο χρυσαφένιος ήλιος είχε ήδη σκάσει μύτη στο μακρινό ορίζοντα. Ένιωσε το στομάχι του να γουργουρίζει και σκέφτηκε απογοητευμένος ότι πάνω στη βιασύνη του δεν προνόησε να αγοράσει τρόφιμα. Κατέβηκε στην κουζίνα, αν μη τι άλλο για να δει πώς ήταν, και ανοίγοντας τα ντουλάπια βρέθηκε μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη. Η εταιρεία από την οποία αγόρασε το σκάφος είχε φροντίσει, αντί για άλλο δώρο, να γεμίσει τα ντουλάπια με κάθε λογής εκλεκτά εδέσματα, από χαβιάρι μέχρι πανάκριβη σαμπάνια. Ετοίμασε κεφάτος ένα πλούσιο πρωινό για δύο, τακτοποίησε τα πιάτα σε ένα δίσκο και πήγε να ξυπνήσει τη Δάφνη. Στάθηκε για λίγο στην πόρτα και την κοίταξε που κοιμόταν κάτω από τις αχνές αχτίδες του πρωινού ήλιου. Του φάνηκε πιο όμορφη από ποτέ. Στην καμπίνα έκανε ζέστη και η κοπέλα είχε πετάξει από πάνω της τα σκεπάσματα, μένοντας ολόγυμνη. Ο Τζέιμς ακούμπησε το δίσκο στο κομοδίνο και κάθισε στο κρεβάτι για να την απολαύσει. Σκέφτηκε ότι η Δάφνη κακώς ντρεπόταν για το σώμα της, ήταν υπέροχο όπως πάντα. Τα διάσπαρτα σημάδια από τα εγκαύματα δεν ήταν καθόλου έντονα και με τον καιρό θα απάλυναν αισθητά, σε σημείο που δε θα φαίνονταν καθόλου. Μην αντέχοντας στον πειρασμό, έσκυψε και τη φίλησε απαλά. Εκείνη έγλειψε τα χείλη, μουρμούρισε μερικές ακατάληπτες λέξεις και άλλαξε πλευρό, εκθέτοντας το φύλο της στα μάτια του. Τότε είδε αυτό που δεν είχε προσέξει το προηγούμενο βράδυ όταν έκαναν έρωτα στα σκοτεινά. Στο φως της μέρας, όμως, δε μένει τίποτα κρυφό.
Κρατώντας την αναπνοή και με την καρδιά του να χτυπάει ακανόνιστα, έσκυψε από πάνω για να παρατηρήσει καλύτερα αυτό το θαύμα. Η φωτιά είχε περάσει και από εδώ, αλλά αυτή τη φορά είχε έρθει να ευεργετήσει αντί να καταστρέψει, χαράζοντας με εκπληκτική ακρίβεια ένα μικρό κόκκινο κύκλο, στο μέγεθος κέρματος, στο σημείο όπου άλλοτε βρισκόταν το εκ γενετής σημάδι της Δάφνης. Το άγγιγμά της είχε, θαρρείς, ένα και μοναδικό σκοπό: να διορθώσει αυτό που είχε κάνει η φύση πάνω σε μια στιγμή ιδιοτροπίας και να αποθέσει το δικό της ανεξίτηλο ίχνος, σβήνοντας μια και καλή το λευκό τριαντάφυλλο. Ήταν απλώς μια σύμπτωση ή μήπως ένα θεόσταλτο δώρο; Ο Τζέιμς προτιμούσε σαφώς τη δεύτερη εκδοχή. Το θεώρησε ως ένδειξη ότι τα αόρατα δεσμά που κρατούσαν φυλακισμένη τη Δάφνη έσπασαν, χαρίζοντάς της ανέλπιστα την ελευθερία και μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Πνιγμένος από τη συγκίνηση, έσκυψε και απίθωσε ένα ευλαβικό φιλί στην καμένη σάρκα, εκεί όπου κάποτε υπήρχε η σφραγίδα του ρόδου.
ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Τζέιμς και η Δάφνη, αφού ταξίδεψαν στον κόσμο για περισσότερο από ένα χρόνο, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο αγρόκτημα του πατέρα του Τζέιμς, στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς, έχοντας αποκτήσει τρεις κόρες και πολλά εγγόνια. Ο Μαρτσέλο και η Αμάντα, ατίθασοι και αντιδραστικοί από γεννησιμιού τους, δε νομιμοποίησαν ποτέ το δεσμό τους. Ο Λεονάρντο συνήθιζε να τρώει μαζί τους τις Κυριακές και τα δίδυμα αγόρια τους τον φώναζαν παππού. Μιλούσαν τακτικά στο τηλέφωνο με τον Τζέιμς και τη Δάφνη, αλλά δε συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Ο Αλεσάντρο Γκουερίνι έζησε άλλα δεκαπέντε μεστά χρόνια και αξιώθηκε να δει το γιο που απέκτησε από την Ιζαμπέλα να γίνεται παλικαράκι. Χρηματοδότησε πολλά κοινωφελή ιδρύματα, τα οποία έφεραν όλα το όνομα του Ενρίκο Γκουερίνι. Μετά το θάνατό του, η Ιζαμπέλα δεν ξαναπαντρεύτηκε και αφοσιώθηκε στην ανατροφή του μοναχογιού της. Όταν πέθανε ο Λευτέρης Μακριδάκης, οι κόρες του παραχώρησαν την επιχείρησή του στον Κωνσταντινίδη. Ο αστυνόμος, αποτίοντας φόρο τιμής στον άνθρωπο που του άλλαξε τη ζωή, παραιτήθηκε από την αστυνομία και μετακόμισε στο σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Δεν ξαναγύρισε ποτέ στην Αθήνα. Ο Βιτόριο είχε την τύχη που αργά ή γρήγορα έχουν οι περισσότε-
ροι κακοποιοί: συνελήφθη. Κανείς δε συνέδεσε την περίεργη εξαφάνιση του Επισκέπτη με τον εγκλεισμό του πρώην κομάντο σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Πέντε χρόνια αργότερα, και ενώ εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης, δοκίμασε να δραπετεύσει. Όταν η απόπειρά του απέτυχε, προτίμησε να πηδήξει από την ταράτσα στο τσιμεντένιο προαύλιο παρά να παραδοθεί. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Η αδελφότητα διαλύθηκε και επίσημα έξι μήνες μετά το «θάνατο» της Δάφνης και κανείς δεν ξανάκουσε να γίνεται λόγος γι’ αυτή.