REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 1
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 2
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 3
συγγραφεισ α π’ ο λ ο τον κοσμο
Φόνοι στη Βηθλεέμ
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 4
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 5
ΜΑΤ ΡΙΣ
ΦΟΝΟΙ ΣΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ Μια υπόθεση του Ομάρ Γιούσεφ Αστυνομικό μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 6
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Matt Rees, The collaborator of Bethlehem
(The Bethlehem Murders) © ©
Copyright Matt Rees 2006, 2007 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2009
Έτος 1ης έκδοσης: 2010 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail:
[email protected] www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5033-3
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 7
Στον Μπο
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 8
Όλα τα εγκλήματα που περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, που έλαβαν χώρα στη Βηθλεέμ. Παρ’ ότι οι ταυτότητες των ατόμων και ορισμένες άλλες συνιστώσες έχουν τροποποιηθεί, οι δολοφόνοι σκότωσαν στ’ αλήθεια με αυτόν τον τρόπο, και οι νεκροί παραμένουν εξίσου νεκροί.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 9
ΚεφΑλΑιο Πρωτο
Ο
ΟΜαρ γΙΟυΣΕΦ, καΘΗγΗΤΗΣ ΙΣΤΟρΙαΣ ΤωΝ κακΟΤυχωΝ παΙ-
* Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Relief and Works Agency) για την εξεύρεση εργασίας και την περίθαλψη Παλαιστινίων προσφύγων στη Μέση Ανατολή. (Σ.τ.Μ.)
9
διών του προσφυγικού καταυλισμού της Ντεχάισα, βάδιζε αργά και με κόπο στον ανηφορικό φιδογυριστό δρόμο, προσπερνώντας τα γκριζωπά, πλινθόκτιστα σπίτια, απομεινάρια της Τουρκοκρατίας στα περίχωρα της Μπέιτ Τζαλά. Κοντοστάθηκε στο δυνατό βραδινό αγιάζι, έβγαλε μια χτένα από την τσέπη του τουίντ σακακιού του και προσπάθησε να δαμάσει τις λιγοστές άσπρες τούφες που έκρυβαν τη φαλάκρα του. Κοιτάζοντας τα καφετιά δερμάτινα παπούτσια του στο πορτοκαλί φως του φανοστάτη που τρεμόπαιζε, έβγαλε ένα σιγανό επιφώνημα αποδοκιμασίας για το χώμα που είχαν μαζέψει έτσι που σκόνταφτε κάθε τόσο στο ανώμαλο κράσπεδο, έξω από τη Βηθλεέμ. Στη σκοτεινιά του γωνιακού στενοσόκακου, ένας ένοπλος έβηξε κι έφτυσε κάτω. Το πηχτό έκκριμα προσγειώθηκε στο όριο φωτός και σκοταδιού, θαρρείς και ο τύπος το έκανε επίτηδες για να τραβήξει την προσοχή του Ομάρ Γιούσεφ – ο οποίος αντιστάθηκε στην παρόρμηση να επιπλήξει τον φρουρό για τη χοντράδα του, όπως θα επέπληττε την οποιαδήποτε μαθήτριά του στο Σχολείο Θηλέων της UNRWA.* Ο νεαρός μπράβος, αν και μισοκρυμμένος εξαιτίας της νύχτας, ήταν μια σιλουέτα ξεκάθαρη όσο το φως του ήλιου στα έμπειρα μάτια του Ομάρ Γιούσεφ, που ήξερε ότι η χυδαιότητα ήταν το ψωμοτύρι αυτού του ανθρωπόμορφου ίσκιου. Ο Ομάρ Γιούσεφ έκανε μια ύστατη προσπάθεια να σιάξει τα ανεμοδαρμένα του μαλλιά με το ελαφρώς τρε-
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 10
10
μάμενο χέρι του. Με άλλη μια αποκαρδιωμένη ματιά στα παπούτσια του, προχώρησε στα σκοτεινά. Στο σημείο όπου ο δρόμος έβγαζε σε μια μικρή πλατεία, ο Ομάρ Γιούσεφ σταμάτησε να ξελαχανιάσει. Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν η Λέσχη Ελλήνων Ορθοδόξων. Μεγάλα παράθυρα διατρυπούσαν την επιφάνεια των στιβαρών πέτρινων τοίχων, ψηλά και με μεταλλικά διαχωριστικά στα τζάμια –με μια αψίδα στην κορυφή και σκαλιστούς ομόκεντρους κύκλους στις εσοχές, οι οποίοι χάνονταν στο βάθος του τοίχου– τοποθετημένα ακριβώς σε ύψος που καθιστούσε αδύνατο να κοιτάξεις στο εσωτερικό, λες και το κτήριο χρησίμευε και σαν φρούριο. Την αψιδωτή είσοδο κοσμούσε ένα αέτωμα. Μέσα, το εστιατόριο ήταν βυθισμένο στη σιωπή και στο ημίφως. Τα διάσπαρτα εντοιχισμένα φωτιστικά άφηναν την κιτρινωπή σαν του κρόκου λάμψη τους να διαχέεται στο ψηλό θολωτό ταβάνι, κι έβαφαν τα κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα μ’ ένα χλομό μελένιο κίτρινο χρώμα. Υπήρχε μόνο ένας θαμώνας σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, κάτω από μια παλιά φωτογραφία των προ πολλού νεκρών αξιωματούχων του χωριού, με τα φέσια τους και το απλανές βλέμμα που συναντά κανείς στις πρώιμες δαγγεροτυπίες.* Ο Ομάρ Γιούσεφ έκανε νόημα στον βαριεστημένο σερβιτόρο, που πήγε να σηκωθεί από την καρέκλα του, υποδεικνύοντάς του να μείνει εκεί που ήταν, και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του Τζορτζ Σαμπά. «Δε σε ταλαιπώρησαν, καθώς ερχόσουνα, οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων, ε Αμπού Ραμίζ;» ρώτησε ο Σαμπά. Μεταχειριζόταν το σπάνιο μείγμα σεβασμού και οικειότητας που υπονοεί το να αποκαλείς έναν άντρα Αμπού –πατέρα– προσθέτοντας το όνομα του μεγαλύτερου γιου του. «Όχι, εκτός από έναν μπάσταρδο που παραλίγο να φτύσει στα παπούτσια μου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Χαμογέλασε, με ύφος βλοσυρό. «Αλλά κανένας δεν πήγε να μου πουλήσει ηρωισμούς απόψε. Μάλιστα, απ’ ό,τι πήρε το μάτι μου, δεν είχε και πολλούς φρουρούς στο δρόμο». * Η πρώτη φωτογραφική τεχνική, που παρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1839. (Σ.τ.Μ.)
«Κακό σημάδι. Σημαίνει ότι περιμένουν επεισόδια». Ο Τζορτζ γέλασε. «Ξέρεις, βέβαια, πως όλοι αυτοί οι μεγάλοι και τρανοί υπερασπιστές της ελευθερίας του παλαιστινιακού λαού είναι πάντα οι πρώτοι που γίνονται καπνός έτσι και πλακώσουν οι Ισραηλινοί». Ο Τζορτζ Σαμπά ήταν γύρω στα τριάντα πέντε. Μεγαλόσωμος, απεριποίητος και χοντροκομμένος, έμοιαζε το άκρο αντίθετο του μικροκαμωμένου, καλοβαλμένου και λεπτολόγου Ομάρ Γιούσεφ. Τα πυκνά μαλλιά του είχαν άσπρες τούφες στους κροτάφους και χύνονταν πάνω στο έντονο, πλατύ μέτωπό του σαν αφρισμένο κύμα που σκάει σε βράχο. Έκανε κρύο μέσα στο εστιατόριο, κι έτσι φορούσε ένα χοντρό καρό πουκάμισο κι ένα παλιό μπλε αδιάβροχο με το φερμουάρ κατεβασμένο, ν’ αφήνει ελεύθερη τη μεγάλη του κοιλιά. Ο Ομάρ Γιούσεφ καμάρωνε τον πρώην μαθητή του, έναν από τους πρώτους που είχε διδάξει. Και όχι επειδή ο Τζορτζ είχε πετύχει ιδιαίτερα στη ζωή του, μα πιο πολύ για την εντιμότητά του και για τη σταδιοδρομία που είχε επιλέξει, αξιοποιώντας τα όσα είχε διδαχτεί στο μάθημα Ιστορίας του Γιούσεφ: ο Τζορτζ Σαμπά ήταν αντικέρ. Αγόραζε τα συντρίμμια αλλοτινών καιρών ευημερίας, όπως χαρακτήριζε το εμπόρευμά του, και κατάφερνε με τις φροντίδες του να ξαναδώσει σε έργα από αραβικό και περσικό ξύλο την αρχική ζεστή τους γυαλάδα, αντικαθιστούσε τις ψηφίδες που έλειπαν από συριακά φιλντισένια διακοσμητικά αντικείμενα και τα πουλούσε ως επί το πλείστον στους Ισραηλινούς που περνούσαν από το μαγαζί του, κοντά στον περιφερειακό που έβγαζε στον καταυλισμό. «Καθόμουνα και χάζευα σήμερα εκείνη την υπέροχη παλιά Βίβλο που μου ’χες χαρίσει, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Τζορτζ Σαμπά. «Α, ναι, είναι υπέροχο αυτό το βιβλίο», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Μοιράστηκαν ένα αμοιβαίο χαμόγελο. Προτού μετατεθεί στο σχολείο των Ηνωμένων Εθνών, ο Ομάρ Γιούσεφ δίδασκε στην ακαδημία που διηύθυνε η Αδελφότητα του Αγίου Ιωάννη ντε λα Σαλ στη Βηθλεέμ. Εκεί, στους φρέρηδες, είχε γνωρίσει και τον Τζορτζ Σαμπά, έναν από τους κορυφαίους μαθητές του. Όταν πήρε το απολυτήριό του, ο Ομάρ Γιούσεφ του χάρισε μια μαύρη δερματόδετη Βίβλο, αυτήν τη Βίβλο που είχε δωρίσει κάποτε στον
11
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 11
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 12
12
πολυαγαπημένο πατέρα τού Ομάρ Γιούσεφ ένας ιερέας στην Ιερουσαλήμ, στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βίβλος, μεταφρασμένη στα αραβικά, ήταν κειμήλιο ακόμα και τότε. Ο πατέρας τού Ομάρ Γιούσεφ είχε γνωριστεί με τον ιερέα σε μια συγκέντρωση στο σπίτι ενός Τούρκου μπέη, κι έπιασαν φιλίες. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε τίποτε το αλλόκοτο ή το αξιόμεμπτο στη στενή γνωριμία ανάμεσα σ’ έναν καθολικό ιερέα από το πατριαρχείο, στα σύνορα της Πύλης Τζάφα στην Ιερουσαλήμ, και τον μουσουλμάνο μουχτάρ* ενός χωριού ζωσμένου με λιόδεντρα, στα νότια περίχωρα της πόλης. Την εποχή όμως που ο Ομάρ χάρισε τη Βίβλο στον Τζορτζ Σαμπά, μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαν πλέον πιο ξέχωρα, σε ελαφρό κλίμα μίσους. Τώρα πια η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. «Δεν έχει να κάνει με το θρησκευτικό στοιχείο, βλέπεις. Ένας Θεός ξέρει πόσο πιο ευτυχισμένη θα ’ταν η βασανισμένη πολίχνη μας αν δεν υπήρχε ούτε Βίβλος ούτε Κοράνι. Αν το περίφημο αστέρι που οδήγησε τους τρεις μάγους είχε λάμψει, λόγου χάρη, πάνω από τη Βαγδάτη αντί για τη Βηθλεέμ, η ζωή μας εδώ θα ’ταν χαρά Θεού», είπε ο Σαμπά. «Απλώς, η συγκεκριμένη Βίβλος μού θυμίζει όλα όσα μου ’χεις προσφέρει». Ο Ομάρ Γιούσεφ έβαλε να πιει λίγο μεταλλικό νερό από ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι. Τα σκούρα καστανά μάτια του είχαν θολώσει από την ξαφνική συγκίνηση. Το παρελθόν επέστρεψε στο νου του ορμητικό και τον άγγιξε βαθιά: η παλιά Βίβλος και τα πολυμαθή χέρια που είχαν αφήσει λαδιές και ιδρώτα και κατάνυξη με τα ακροδάχτυλά τους στο λεπτό χαρτί των σεβαστών σελίδων· η μνήμη του πολυαγαπημένου του πατέρα, τριάντα χρόνια πια από το χαμό του· και αυτό το αγόρι, που με τη δική του βοήθεια είχε γίνει ο άντρας που καθόταν τώρα αντίκρυ του. Σήκωσε το βλέμμα όλο τρυφερότητα, κι ενόσω ο Τζορτζ Σαμπά παράγγελνε τα ορεκτικά και μια πιατέλα με ψητό κρέας, σκούπισε απαρατήρητος τα μάτια με το δάχτυλό του. Έφαγαν σε ατμόσφαιρα γαλήνιας συντροφικότητας ώσπου απόσωσαν το κρέας και άδειασαν κι ένα πιάτο μπακλαβά. Ο σερ* Τούρκος κοινοτάρχης. (Σ.τ.Μ.)
βιτόρος έφερε τσάι για τον Τζορτζ κι ένα μικρό φλιτζάνι καφέ, πικρό και πηχτό, για τον Ομάρ. «Όταν μετανάστευσα στη Χιλή, τη Βίβλο που μου χάρισες την είχα συνέχεια πάνω μου», είπε ο Τζορτζ. Οι χριστιανοί της Μπέιτ Τζαλά, γενέτειρας του Τζορτζ, είχαν ακολουθήσει μια πρώτη ομάδα μεταναστών στη Χιλή και είχαν οικοδομήσει εκεί μια μεγάλη κοινότητα. Οι ελευθερίες τις οποίες απολάμβαναν οι συγγενείς τους στο Σαντιάγο, που μπορούσαν να λατρεύουν τον ίδιο Θεό με την πλειονότητα του πληθυσμού και το επίσημο θρήσκευμα της χώρας, ήταν ολοένα μεγαλύτερος πόλος έλξης για όσους είχαν μείνει πίσω και διαισθάνονταν την κλιμακούμενη απέχθεια των μουσουλμάνων για την πίστη τους. Στο Σαντιάγο, ο Τζορτζ πουλούσε έπιπλα που εισήγαγε από έναν ξάδερφό του, ο οποίος είχε δική του βιοτεχνία κοντά στην Μπαμπ Τούμα της Δαμασκού: ευφυούς σχεδίασης τραπεζάκια για επιτραπέζια παιχνίδια με ενσωματωμένες σκακιέρες και τάβλι, και μια πράσινη τσόχα για χαρτιά· πελώρια γραφεία με ενθέσεις για τους νέους οινο-μεγιστάνες της χώρας· πλάκες διακοσμημένες με τη λέξη «ειρήνη» στα αραβικά και τα ισπανικά. Στη Χιλή ο Τζορτζ παντρεύτηκε τη Σοφία, κόρη και αυτή Παλαιστίνιου χριστιανού. Η ίδια ήταν πανευτυχής, μα εκείνος νοσταλγούσε τον γέρο πατέρα του, τον Χαμπίμπ, και σταδιακά έπεισε τη Σοφία ότι τώρα πια επικρατούσε ειρήνη στην Μπέιτ Τζαλά και, άρα, μπορούσαν να επιστρέψουν. Παραδεχόταν πως έκανε λάθος στα περί ειρήνης, αλλά ήταν μολαταύτα περιχαρής που γύρισε. Τον Ομάρ Γιούσεφ τον έβλεπε συχνά πυκνά, καθώς είχε αγοράσει το πατρικό του σπίτι, αλλά απόψε ήταν η πρώτη φορά που είχαν την ευκαιρία να τα πούνε οι δυο τους. «Το παλιό το σπίτι είναι όπως το θυμάσαι, τίγκα στα νυφικά του μπαμπά. Τα ενοικιαζόμενα στο καθιστικό, κι αυτά που είναι προς πώληση στην κρεβατοκάμαρά του, τυλιγμένα με πλαστικό», είπε ο Τζορτζ Σαμπά. «Μόνο που τώρα κονταροχτυπιούνται στο στριμωξίδι με κάτι μπουφέδες δικούς μου, αντίκες από τη Συρία, και με διάφορους περίτεχνους παλιούς καθρέφτες, που για κάποιο λόγο δεν πουλιούνται με τίποτα». «Καθρέφτες; Και σου κάνει εντύπωση ότι κανένας δεν αντέ-
13
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 13
14
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 14
χει να κοιτάξει τον εαυτό του στα μάτια την σήμερον ημέραν;» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ γέρνοντας προς το μέρος του και γελώντας με το πνιχτό, κυνικό του γέλιο. «Κάθε μέρα που περνάει, μας παρασύρουν ολοένα πιο βαθιά στη διαφθορά και τη βία, και κανένας δεν μπορεί ν’ αλλάξει τα πράγματα. Μια ελεεινή φάρα μπάσταρδοι κι αμόρφωτοι κάνουν κουμάντο σ’ όλη την πόλη, και μέχρι κι η αστυνομία τούς τρέμει». Ο Τζορτζ Σαμπά μίλησε σιγανά. «Κι εγώ τα ίδια σκέφτομαι, ξέρεις. Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων κουβαλιούνται εδώ πάνω και πυροβολούν στην Γκίλο, στην άλλη άκρη της κοιλάδας, και οι Ισραηλινοί απαντάνε με πυρά, και μετά μπουκάρουνε με τα τανκς τους. Το σπίτι μου την πλήρωσε ήδη μερικές φορές, όταν κάτι μπάσταρδοι ανέβηκαν στη στέγη μου και προκάλεσαν μπαράζ ισραηλινών πυρών. Βρήκα μια σφαίρα στον τοίχο της κουζίνας μου, που είχε μπει απ’ το παράθυρο της σάλας, τρύπησε τη χοντρή ξύλινη πόρτα και διέσχισε όλο το διάδρομο προτού κάνει μια τρύπα να! στο ψυγείο μου». Χαμήλωσε τα μάτια και ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τους μυς στο σαγόνι του να συσπώνται. «Δε θα το επιτρέψω άλλη φορά». «Να φυλάγεσαι, Τζορτζ». Ο Ομάρ Γιούσεφ απόθεσε το χέρι του στη σφιγμένη γροθιά του Τζορτζ Σαμπά. «Εγώ μπορώ και λέω ό,τι μου κατέβει για τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων, γιατί έχω μεγάλο σόι εδώ. Δε θα με απειλούσαν ποτέ, εκτός αν είναι προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσουν την οργή της μισής Ντεχάισα. Αλλά εσύ είσαι χριστιανός, Τζορτζ. Δεν έχεις την ίδια προστασία». «Ίσως φταίει που έζησα πολύ καιρό μακριά από δω και δεν μπορώ ν’ αποδεχτώ την όλη κατάσταση». Ο Τζορτζ Σαμπά έστρεψε το βλέμμα στον Ομάρ Γιούσεφ. Τα γαλάζια μάτια του είχαν κάτι το παθιασμένο, το σχεδόν άγριο. «Ή απλώς δεν καταφέρνω να ξεχάσω όσα μου ’μαθες για μια ζωή με αξίες και ηθικούς κανόνες». Ο Ομάρ Γιούσεφ απέμεινε σιωπηλός. Τελείωσε τον καφέ του. «Ξέρεις ποιος άλλος γύρισε στη Βηθλεέμ;» Η φωνή του Τζορτζ Σαμπά ακουγόταν ζορισμένη, σαν να πάσχιζε να ελαφρύνει τον τόνο της συζήτησης. «Ο Ελίας Μπισάρα». «Σοβαρά;» Ο Ομάρ Γιούσεφ χαμογέλασε.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 15
* Κρεμώδης σαλάτα από ταχίνι, ρεβίθια, λεμόνι και λάδι. (Σ.τ.Μ.)
15
«Δεν τον έχεις πετύχει πουθενά; Βέβαια, εντάξει, μια βδομάδα έχει μόνο που γύρισε. Είμαι σίγουρος πως θα περάσει να σε δει μόλις εγκατασταθεί». Νεότερος από τον Τζορτζ Σαμπά, ο Ελίας Μπισάρα ήταν και αυτός ένας από τους αγαπημένους μαθητές του Ομάρ Γιούσεφ στο παλιό του σχολείο. «Αυτός δεν έκανε το διδακτορικό του στο Βατικανό;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ναι, αλλά από τότε έχει μετακομίσει στη Ρώμη, ως αποστολικός γραμματέας ενός καρδινάλιου, ή κάτι τέτοιο. Τώρα επέστρεψε στο Ναό της Γεννήσεως. Ξέρω, ξέρω... κι ο Ελίας κι εγώ πηγαίνουμε γυρεύοντας που ξανάρθαμε, Αμπού Ραμίζ. Ίσως και να μη γίνεται να καταλάβεις τι περάσαμε. Μεγαλώσαμε σ’ αυτόν τον θλιβερό τόπο λαχταρώντας απεγνωσμένα να φύγουμε, να πάμε σε μια άλλη χώρα, όπου να μπορούμε και λεφτά να βγάλουμε και να ’χουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Αλλά έρχεται πάντα μια μέρα που θυμάσαι τι γεύση έχει το αληθινό χούμους * και πόσο μεθυστικός είναι ο ήλιος πάνω στους λόφους και πώς ηχούν οι καμπάνες της εκκλησιάς σου κι η φωνή του μουεζίνη. Και σου λείπουν όλα τόσο πολύ, που τη γεύεσαι στο στόμα σου την αποθυμιά. Και τότε επιστρέφεις, ό,τι κι αν αφήνεις πίσω σου. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς». «Θα περάσω από το Ναό να πω μια καλημέρα στον Ελίας με την πρώτη ευκαιρία». «Τον άλλο μήνα έρχονται Χριστούγεννα, οπότε ήθελα να σε προσκαλέσω να τα γιορτάσουμε όλοι μαζί στο Ναό», είπε ο Τζορτζ. «Και μετά ερχόσαστε με την Ουμ Ραμίζ απ’ το σπίτι για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι». «Με μεγάλη μου χαρά! Κι εκείνη θα το χαρεί πολύ». Οι δύο άντρες λογόφεραν για το ποιος έπρεπε να πληρώσει το λογαριασμό. Και οι δυο τους άφησαν χρήματα στο τραπέζι, και μετά πήραν ο ένας του αλλουνού και τα πίεσαν μέσα στη χούφτα του να τα κρατήσει. Έπειτα άρχισαν οι πυροβολισμοί. Ήταν
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 16
16
αρκετά κοντινοί, γιατί ακούγονταν βροντεροί και κούφιοι, όχι σαν τις βιτσιές των μακρινών πυρών. Ο Τζορτζ ύψωσε τα μάτια. «Πουτάνας γιοι! Άρχισαν πάλι». Σηκώθηκε, αφήνοντας τα δικά του χρήματα στο τραπέζι. «Πρέπει να φύγω, Αμπού Ραμίζ». Έφτασαν στην πόρτα. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέκρινε το τροχιοδεικτικό βλήμα να αυλακώνει τον ουρανό πάνω από την κοιλάδα, στοχεύοντας σ’ ένα σπίτι δίπλα στο δρόμο. Οι δυνατές σαν μπουμπουνητά ριπές των πολυβόλων από το χωριό κατευθύνονταν προς τους Ισραηλινούς, στο προάστιο της Ιερουσαλήμ πέρα από το γουάντι .* Τα πυρά έρχονταν από την ταράτσα ενός τετράγωνου, διώροφου σπιτιού σε απόσταση το πολύ πενήντα μέτρων. Στην προστατευμένη πλευρά του κτηρίου ήταν σταματημένο ένα σκούρο τζιπάκι Mitsubishi. Ο Τζορτζ Σαμπά βγήκε στο δρόμο. «Χριστέ μου, πάλι στη στέγη του σπιτιού μου είναι σκαρφαλωμένοι, θαρρώ». «Τζορτζ...» «Μη νοιάζεσαι για μένα. Σήκω φύγε πριν πλακώσουν οι Ισραηλινοί. Ούτε τα σόγια σου δε σε φυλάνε από δαύτους. Αντίο, Αμπού Ραμίζ». Ο Τζορτζ Σαμπά απόθεσε τρυφερά το χέρι του στο μπράτσο του Ομάρ Γιούσεφ, κι έπειτα άρχισε να προχωρεί βιαστικά κατά μήκος του δρόμου, περνώντας τους περιφραγμένους κήπους σκυφτός για να προφυλαχθεί. Ο Ομάρ Γιούσεφ έφραξε τ’ αυτιά του με τα χέρια καθώς οι Ισραηλινοί απαντούσαν με βαρύτερο οπλισμό. Το πολυβόλο αυτό έριχνε βλήματα που άφηναν μια απατηλά αργοκίνητη, διάστικτη γραμμή μες στο σκοτάδι, σαν φονικό κώδικα Μορς. Οι κουκκίδες του συλλάβιζαν θάνατο, και η θαλπωρή που ένιωθε κατά τη διάρκεια του δείπνου εγκατέλειψε τον Ομάρ Γιούσεφ. Δε διέκρινε πια τη μορφή του Τζορτζ Σαμπά. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να τον ακολουθήσει. Ο σερβιτόρος πίσω του στεκόταν νευρικός στο κατώφλι, ανυπομονώντας να κλειδώσει. «Θα μπεις μέσα, θείο;» * Ξεροπόταμος, φαράγγι. (Σ.τ.Μ.)
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 17
Η φαμίλια του Τζορτζ Σαμπά είχε λουφάξει δίπλα στον χοντρό, πέτρινο τοίχο της κρεβατοκάμαράς του. Ήταν η πλευρά του σπιτιού που απείχε περισσότερο από τα όπλα. Ο Τζορτζ μπήκε από την εξώπορτα. Οι πυροβολισμοί αντηχούσαν πιο δυνατά στο εσωτερικό του σπιτιού, και αντιλήφθηκε ότι απανωτές σφαίρες διαπερνούσαν τα παράθυρα του διαμερίσματός του. Έσκυψε σε μια κόχη του διαδρόμου και γονάτισε με την πλάτη στον τοίχο. Το καθιστικό του, στο πίσω μέρος του σπιτιού, έβλεπε στο βαθύ γουάντι. Δεχόταν καταιγισμό ριπών από το ισραηλινό μέτωπο στην κορυφή του γκρεμού. Η Σοφία Σαμπά, αλλόφρων, κοίταζε επίμονα τον άντρα της στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα σαράντα, μα στο πρόσωπό της φάνηκαν έξαφνα ρυτίδες που ο άντρας της δεν είχε ξαναδεί, θαρρείς και οι σφαίρες ράγιζαν την επιδερ2 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
17
«Θα πάω στο σπίτι μου. Καλό βράδυ». «Ο Θεός να σε φυλάει». Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι πρέπει να έμοιαζε εντελώς γελοίος πηγαίνοντας τοίχο τοίχο στα τυφλά, κλοτσώντας ελαφρά μπροστά του σε κάθε βήμα για να βρίσκει σίγουρο πάτημα στο σπασμένο πεζοδρόμιο. Φόβος και αμφιβολία τον κυρίευσαν. Μάντευε κάποια κίνηση στα σοκάκια απ’ όπου περνούσε, και οι σκιές έπαιρναν για μια στιγμή μορφές ανθρώπων και ζώων, σαν να ήταν παιδάκι φοβισμένο που ψάχνει να βρει το μπάνιο στη σκοτεινιά ενός νυχτωμένου σπιτιού. Είχε ιδρώσει, κι ο ιδρώτας μαζευόταν στο μουστάκι και τη φαλάκρα του, και πάγωνε στο βραδινό αγιάζι. Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες, είπε στον εαυτό του, να τρέχεις τώρα σαν τον παλαβό σε ένα πεδίο μάχης με τα καλά σου τα παπούτσια! Ώρες ώρες, και το πιστόλι στον κρόταφο να σου βάλουν, το μυαλό σου δεν ξέρεις πού είναι. Οι πυροβολισμοί ξοπίσω του δυνάμωσαν. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε ο Τζορτζ Σαμπά έτσι κι έβρισκε πάλι τους πιστολάδες στη στέγη του, και κατέληξε πως μόνον όταν ένα πιστόλι σε σημαδεύει στην καρδιά, συνειδητοποιείς στ’ αλήθεια τι είναι αυτό που αγαπάς.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 18
18
μίδα της σαν γυαλί. Τα μαλλιά της, βαμμένα σ’ ένα βαθύ κοκκινοκάστανο χρώμα, πλαισίωναν ορθωμένα και ανάκατα τα πανικόβλητα μάτια της. Έσφιγγε στην αγκαλιά της τον γιο και την κόρη της, και τα δυο παιδιά πιασμένα παραμάσχαλα, με τα κεφάλια τους προφυλαγμένα κάτω από τα μπράτσα της. Και οι τρεις τους έτρεμαν. Πλάι τους, ο Χαμπίμπ Σαμπά καθόταν σιωπηλός και θυμωμένος, κάτω από τα διακοσμητικά όπλα-αντίκες που ο γιος του είχε κρεμάσει στον τοίχο. Ο Χαμπίμπ είχε ψηλά ζυγωματικά και μύτη μακριά και ίσια, θυμίζοντας την κατατομή κάποιου ανέκφραστου ευγενούς. Παρά τους πυροβολισμούς, κρατούσε το κεφάλι ακίνητο σαν ανάγλυφο πρόσωπο πάνω σε ένα κόσμημα με καμέα.* Ο Τζορτζ φώναξε κάτι στον πατέρα του, πιο δυνατά από τις σφαίρες που σφυροκοπούσαν τους τοίχους, μα ο γέρος δε σάλεψε. Τα περισσότερα πυρά των Ισραηλινών έβρισκαν στον εξωτερικό τοίχο του καθιστικού. Δεν ήταν βλήματα που εξοστρακίζονταν αυτά. Τους έριχναν στα ίσια. Κάθε τόσο μια σφαίρα διαπερνούσε τα συντρίμμια ενός παραθύρου, διέσχιζε τη σάλα και καρφωνόταν στον τοίχο πίσω από τον οποίο είχε καταφύγει η φαμίλια του Τζορτζ Σαμπά. Η Σοφία ανατρίχιαζε με κάθε νέο χτύπημα, θαρρείς και τα βλήματα μπορούσαν να γκρεμίσουν ολάκερο τον τοίχο, να τον φάνε πέτρα την πέτρα, αφήνοντας και αυτήν και τα παιδιά της εκτεθειμένους στις ριπές. Τον φρικαλέο σαματά που έκαναν οι σφαίρες τόνιζαν κατά διαστήματα καθρέφτες και έπιπλα που γκρεμίζονταν μέσα στο καθιστικό, και πορσελάνες που έσπαγαν πέφτοντας από τα διαλυμένα ράφια τους στο πέτρινο πάτωμα. Μια σφαίρα διέτρεξε ηχηρά όλο το διάδρομο, θρυμματίζοντας την ξύλινη εξώπορτα απ’ όπου είχε μπει ο Τζορτζ Σαμπά. Λίγο νωρίτερα, την ώρα που περπατούσε σκυφτός και με διαρκείς ελιγμούς στο σκοτάδι του δρόμου, είχε πάρει την απόφαση ότι απόψε θα αντιδρούσε. Είχε καταραστεί τους ενόπλους μέσα από τα δόντια του, και όταν μια ριπή χτύπησε σε απόσταση αναπνοής * Σκληρός ημιπολύτιμος λίθος με ανάγλυφη παράσταση, ιδίως προσώπου. (Σ.τ.Μ.)
από εκεί που στεκόταν, είχε βρίσει με όλη τη δύναμη της φωνής του. Τώρα, το μόνο που ήθελε ήταν να χωθεί ακόμα πιο βαθιά στην κόχη του, ν’ ανοίξει ένα λαγούμι στον τοίχο και να κρυφτεί μέχρι να τελειώσει τούτος ο εφιάλτης. Αν κατάφερνε να μείνει ακίνητος στη γωνιά του για αρκετή ώρα, μπορεί να ξυπνούσε και να βρισκόταν στο μαγαζί του στο Σαντιάγο, και αυτή η ανόητη φαντασίωση της επιστροφής στην κατοικία των παιδικών του χρόνων να ήταν μόνο ένα όνειρο, όχι πραγματικότητα από διάπυρο μολύβι που κατέστρεφε το σπίτι του, ολέθριο και φονικό. Έστρεψε το βλέμμα στην κρεβατοκάμαρα και διέκρινε την ικετευτική έκφραση της γυναίκας του, που πάλευε να κρατήσει τα κεφάλια των παιδιών τους χωμένα κάτω από τις μασχάλες της. Δε θα ξυπνούσε στη Χιλή. Δε θα κρυβόταν. Έπρεπε να δώσει τέλος σε όλη αυτή την κατάσταση. Σηκώθηκε γλιστρώντας κατά μήκος του τοίχου, πιέζοντας την πλάτη του με δύναμη πάνω του, λες και ο τοίχος μπορούσε να τυλίξει τη σάρκα του σ’ ένα στρώμα αδιαπέραστης πέτρας. Πήρε μια αγχωμένη ανάσα, σαν άνθρωπος που ετοιμάζεται να βουτήξει σε παγωμένο νερό, και πέρασε τρέχοντας τον εκτεθειμένο στα πυρά διάδρομο ίσαμε την κρεβατοκάμαρα. Ο Τζορτζ Σαμπά αγκάλιασε τη γυναίκα και τα παιδιά του. «Όλα θα πάνε καλά, μωρά μου», είπε. «Θα το τακτοποιήσω εγώ». Τους έσφιξε πάνω του για να μη δουν το σαγόνι του που έτρεμε. Για πρώτη φορά, ο πατέρας του γύρισε το κεφάλι. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Ο Τζορτζ κοίταξε τον ηλικιωμένο άντρα περίλυπος. Δεν τον ξεγελούσε η ακινησία του Χαμπίμπ Σαμπά. Ο πατέρας του δεν κρατιόταν χάρη στην ηρεμία και το πείσμα του παγωμένος στην ίδια ανέκφραστη στάση κόντρα στον τοίχο. Είχε ζαρώσει στην κρεβατοκάμαρα γιατί ήταν μαθημένος στη διαφθορά και τη βία της πόλης τους. Ζούσε όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα και αθέατα μπορούσε, γιατί οι χριστιανοί ήταν η μειονότητα στη Βηθλεέμ, κι έτσι ο Χαμπίμπ Σαμπά φρόντιζε να μην αναστατώνει τους μουσουλμάνους ορθώνοντας το ανάστημά του. Ο Τζορτζ είχε συνηθίσει σ’ έναν αλλιώτικο τρόπο ζωής τα χρόνια που ζούσε εκτός Παλαιστίνης. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του πατέρα του κι έπειτα άγγιξε το τραχύ του μάγουλο.
19
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 19
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 20
20
Στη συνέχεια, με γρήγορες κινήσεις, σηκώθηκε κι έπιασε ένα περίστροφο-αντίκα που κρεμόταν στον τοίχο. Ήταν ένα βρετανικό Webley VI από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που το είχε αγοράσει λίγους μήνες νωρίτερα από τους συγγενείς ενός γέρου, ο οποίος είχε υπηρετήσει παλαιότερα στην Ιορδανική Αραβική Λεγεώνα και είχε φυλάξει το όπλο ως ενθύμιο από τους Άγγλους αξιωματικούς του. Το γκρίζο μέταλλο ήταν θαμπό και η ασφάλεια είχε σκουριάσει, με αποτέλεσμα να μην ανοίγει ο κύλινδρος. Όμως, μες στο σκοτάδι η εξάσφαιρη θαλάμη του θα φάνταζε όσο έπρεπε φονική, σε αντίθεση με τα τρία περίτεχνα τουρκικά κουμπούρια που κοσμούσαν τον τοίχο της κρεβατοκάμαρας στο πλάι του. Ο Τζορτζ Σαμπά έσφιξε το χέρι του γύρω από την τετραγωνισμένη λαβή και ζύγιασε το βάρος του όπλου. Ο Χαμπίμπ έκανε να πιάσει τον γιο του από το χέρι, αλλά δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Η Σοφία τσίριξε όταν είδε το περίστροφο στο χέρι του άντρα της. Στο άκουσμα της κραυγής, η κόρη της κρυφοκοίταξε κάτω από το μπράτσο της μητέρας της. Ο Τζορτζ ήξερε πως έπρεπε να δράσει επί τόπου, ειδάλλως θα λύγιζε στο θέαμα των τρομαγμένων παιδικών ματιών. Έσκυψε και ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του παιδιού, λες και ήθελε να του κλείσει τα μάτια. «Μη φοβάσαι, μικρή μου Μιράλ. Ο μπαμπάκας θα πάει να πει στους κυρίους απάνω να σταματήσουν το παιχνίδι τους και να μην κάνουν φασαρία». Ακούστηκε ανόητο, και για μια στιγμή άφησε τα δάχτυλά του απλωμένα πάνω στο πρόσωπο της μικρής, έτσι ώστε να μην αντικρίσει τη δυσπιστία που ήταν βέβαιος πως θα είχε χαραχτεί στο μουτράκι της. Ακόμα κι ένα παιδί καταλάβαινε ότι δεν επρόκειτο για παιχνίδι. Έπειτα έτρεξε σαν αστραπή και βγήκε από την εξώπορτα.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 21
ΚεφΑλΑιο Δευτερο
π
υκΝό ΣκΟΤάδΙ ΤύΛΙγΕ ΜΕ ΤαχύΤΗΤα ΤΗΝ κΟΙΛάδα, γΛΙΣΤρώ-
* Πηχτός χυμός από πάστα βερίκοκου. (Σ.τ.Μ.)
21
ντας σταχτί στις απόκρημνες πλαγιές των λόφων, σβήνοντας τα λιγοστά λιόδεντρα και ρίχνοντας τη σκιά του στις ρομαντικές φωτογραφίες των μαρτύρων στο κοιμητήριο, ώσπου ήρθε και κάθισε πάνω από το χωριό Ιρτάς. Στο σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν, κανένας δεν άναβε τα φώτα: εάν έκαναν κάτι τέτοιο, θα φώτιζαν το λαχανόκηπο και το ξέφωτο μες στα πεύκα, απ’ όπου η φαμίλια περίμενε τον μεγαλύτερο γιο να γυρίσει στα κλεφτά στο σπίτι για το ιφτάρ, το δείπνο που διακόπτει προσωρινά τη νηστεία του ραμαζανιού. Στην μπροστινή σάλα του σπιτιού, η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν απίθωσε στο χαμηλό τραπεζάκι ένα δίσκο με καμάρ αλντιν .* Τοποθέτησε τα ποτήρια με το χυμό βερίκοκο μπροστά στις μαξιλάρες όπου κάθε μέλος της φαμίλιας θα καθόταν να δειπνήσει. Το ποτήρι με τα περισσότερα κομμάτια φρούτου το έβαλε στη γωνία του τραπεζιού, στη θέση που διάλεγε ο Λουάι ώστε να μπορεί να βλέπει από το παράθυρο την όποια ενδεχόμενη απειλή. Έπειτα πήγε και στάθηκε για λίγο στο ανοιχτό παράθυρο και, αγνοώντας τις ανήσυχες, νευρικές φωνές της πεθεράς της από την κουζίνα, πάσχισε να δει μες στις σκιές, γυρεύοντας κάποιο σημάδι ότι ο άντρας της επέστρεφε. Έσιαξε την ασπριδερή μαντίλα της, που ήταν πιασμένη με μια καρφίτσα κάτω από το πηγούνι της και τόνιζε το καλοσχηματισμένο ωοειδές πρόσωπό της. Τα μάτια της είχαν ένα ζεστό, ανοιχτό καστανό χρώμα, σαν τα φυλλώματα του φευγαλέου παλαιστινιακού φθινοπώρου, με μεγάλες βλεφαρίδες. Ήταν ένα καλοσυνάτο, αισιόδοξο πρόσωπο, αν και το κηλίδωναν μια αμυδρή υποψία πρόσφατης μοναξιάς και μια α-
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 22
22
γωνία γύρω από τα σφιγμένα χείλη. Ανατρίχιασε κι έσφιξε τα χέρια γύρω από το στήθος της καθώς η βραδινή ψύχρα την περόνιαζε κάτω από το ανοιχτόχρωμο γιορτινό της φουστάνι. Το κτίσμα βρισκόταν σε πλεονεκτικό σημείο γι’ αυτού του είδους τις λαθραίες επισκέψεις. Ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν μπορούσε να μετακινείται από το κρησφύγετό του στο Ιρτάς σε τούτο το τετράγωνο διώροφο σπίτι, τετρακόσια μέτρα από την κοιλάδα, δίχως να εκτίθεται στην ανοιχτωσιά, όπου ήταν πιθανό να τον πετύχαιναν τα τάγματα εφόδου των Ισραηλινών. Τα τσιμεντένια σπίτια και τα φιδογυριστά σοκάκια του Ιρτάς απλώνονταν κυματιστά στις χαμηλότερες παρυφές και στo στενό πέρασμα, φαντάζοντας από αυτή την άκρη της κοιλάδας σαν ορμητικά ποταμάκια που ξεχύνονται μέσα από παγετώνα, πέφτοντας αφρισμένα σε γκρεμούς και κατακτώντας πλαγιές με πιο ήπια κλίση. Στα περίχωρα του Ιρτάς η κοιλάδα ήταν εύφορη, με τα καταπράσινα χωράφια των φελαχίν * να ξεπετιούνται εδώ κι εκεί, γύρω από τους φημισμένους κήπους της καθολικής μονής που φρόντιζαν οι αδελφές του Τάγματος Hortus Conclusus.** Πίσω από το σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν, στην άκρη της κοιλάδας, βρίσκονταν οι αρχαίες δεξαμενές –γνωστές και ως Δεξαμενές του Σολομώντα– που τροφοδοτούσαν το κύριο υδραγωγείο της Ιερουσαλήμ επί βασιλείας Ηρώδη. Με κάμποσες πηγές κατά μήκος της κοιλάδας, οι κάτοικοι του Ιρτάς απολάμβαναν μια πολυτέλεια απαγορευμένη για τον υπόλοιπο αγροτικό πληθυσμό της Παλαιστίνης, που μοχθούσε να τα φέρει βόλτα με δύσοσμα νερά από στέρνες και δεξαμενές κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης θερινής ξηρασίας: στο Ιρτάς φύτρωναν και ψηλά, σκιερά πεύκα, εκτός από τα μπασμένα, προορισμένα για εκμετάλλευση λιόδεντρα στα οποία περιοριζόταν η βλάστηση των περισσότερων χωριών. Η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν ήξερε πως ο σύζυγός της είχε ελευθερία κινήσεων κρυμμένος κάτω από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, θαρρείς και ** Αγρότης της Μέσης Ανατολής. (Σ.τ.Μ.) ** «Περίκλειστος Κήπος» (λατινικά στο πρωτότυπο). Το συγκεκριμένο μοναστικό τάγμα είναι αφιερωμένο στην Παρθένο Μαρία και τη μεταφορική/κυριολεκτική ανθοφορία του Ευαγγελισμού. (Σ.τ.Μ.)
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 23
* (αραβικά) Δάσκαλος. (Σ.τ.Μ.)
23
η ίδια η φύση επιθυμούσε να είναι συνένοχη στον αγώνα του για τα κατεχόμενα εδάφη. Ο Λουάι θα τους έβλεπε σίγουρα πρώτος, γιατί η πυκνή βλάστηση αραίωνε και σωνόταν καθώς οι πλαγιές των λόφων ανηφόριζαν απότομα από τη στενή κοίτη του γουάντι. Οι στρατιώτες θα ήταν εντελώς εκτεθειμένοι στις άγονες πλαγιές, ακόμα και στο λυκόφως. Εκείνη τη στιγμή η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν άκουσε κάτι να σαλεύει μες στα δέντρα. Αυτός πρέπει να ’ναι, σκέφτηκε. Έμεινε σιωπηλή, παρόλο που η πεθερά της τη φώναζε να πάει να βοηθήσει με το υπόλοιπο σερβίρισμα. Δε διέκρινε κάποια συγκεκριμένη μορφή, μα τα χαμόκλαδα τσακίζονταν κάτω από βήματα όλο επιφυλακή. Ο Λουάι γύριζε στο σπίτι, για πρώτη φορά έπειτα από πολλές μέρες. Η Ντιμά ίσιωσε πάλι τη μαντίλα της ανάστατη, παίζοντας με την καρφίτσα στο λαιμό της. Όσο καιρό και να κρυβόταν ο Λουάι από τους Ισραηλινούς, ποτέ δε θα συνήθιζε τα διαστήματα της απουσίας του από το σπίτι, όπου ζούσαν πλέον η ίδια και οι γονείς του, ο αδελφός του και οι τρεις αδελφές του. Μόνο ένα χρόνο ήταν παντρεμένοι, αλλά τον περισσότερο καιρό ο Λουάι τον είχε περάσει σε μυστικές αποστολές. Ό,τι ακριβώς φοβούνταν οι γονείς της. Πριν από το γάμο είχαν συμβουλευτεί τον ουστάζ * Ομάρ Γιούσεφ, ευυπόληπτο φίλο του πατέρα της και δάσκαλο, ο οποίος είχε δείξει ξεχωριστό ενδιαφέρον για την Ντιμά. Είχε πει στους γονείς της ότι, παρόλο που υπήρχε ο κίνδυνος η κόρη τους να χηρέψει πριν την ώρα της, οι δυο νέοι έμοιαζαν ν’ αγαπιούνται, και αυτού του είδους τα αισθήματα έπρεπε να ενθαρρύνονται σε τούτη την τόσο ξέχειλη από μίσος εποχή. Έτσι, η Ντιμά είχε εγκαταλείψει την Ντεχάισα και τις σπουδές της στο Σχολείο Θηλέων των Ηνωμένων Εθνών. Έπιασε δουλειά στο συνεργείο αυτοκινήτων του πεθερού της, αναλαμβάνοντας τα λογιστικά και τα καθήκοντα της τηλεφωνήτριας. Στο σπίτι κατέληξε να κάνει μόνη της όλο το νοικοκυριό και να ονειρεύεται τις σπάνιες εμφανίσεις του Λουάι. Είχε φτάσει πια να λείπει για μια ολόκληρη εβδομάδα τη φορά, ή και περισσότερο, και
24
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 24
όποτε γύριζε περνούσε μονάχα μια δυο ώρες μαζί της, κι έπειτα έπρεπε να φύγει πάλι. Όταν έλειπε, την έπιανε μελαγχολία. Χωρίς τον άντρα της να δίνει ζωντάνια στις νύχτες της, οι μέρες στο γυάλινο κουβούκλιο του συνεργείου ήταν μουντές και ανιαρές. Και το χειρότερο ήταν πως ο Μοχάμεντ, ο πατέρας του Λουάι, και ο αδελφός του, ο Γιουνίς, της φέρονταν ψυχρά, σαν να την κατηγορούσαν για τον κίνδυνο που διέτρεχε εκείνος κάθε φορά που γυρνούσε στο σπίτι μες στα μαύρα σκοτάδια. Ή έφταιγε ίσως και κάτι ακόμα. Πριν από μερικές εβδομάδες, ένας εύσωμος τύπος με στολή παραλλαγής είχε περάσει από το συνεργείο την ώρα που ο Μοχάμεντ και ο Γιουνίς έλειπαν. Είχε καθίσει πάνω στο γραφείο της Ντιμά, τσαλακώνοντας το χαρτομάνι της με τον φαρδύ πισινό του, κι έκανε να της πιάσει το μάγουλο. «Είναι κάτι που θέλω ν’ αγοράσω απ’ τους δικούς σου», της είπε, «αλλά θα πλήρωνα τα διπλά εάν σ’ άφηναν να μου το παραδώσεις εσύ η ίδια». Η Ντιμά τραβήχτηκε και ο άντρας γέλασε. Πίσω του, το μάτι της πήρε τον Γιουνίς, που στεκόταν στην είσοδο του συνεργείου. Ο τύπος ξανάπλωσε το χέρι του, μα έπειτα, ακολουθώντας το βλέμμα της, είδε τον γαμπρό της. Γέλασε πάλι κι έφυγε από το συνεργείο. Ο Γιουνίς της έριξε μια βλοσυρή ματιά και τον πήρε στο κατόπι, μιλώντας του ψιθυριστά και επιτακτικά. Από εκείνη τη μέρα δεν της είχε πει ούτε μισή κουβέντα. Όταν επιτέλους έφτασε ο Λουάι, η Ντιμά διαμαρτυρήθηκε ότι ο πατέρας και ο αδελφός του ήταν απόμακροι μαζί της. Ο άντρας της, φύσει γαλήνιος και πράος, την κατέπληξε με την απροσδόκητη οργή του. «Δεν έχεις δικαίωμα να κρίνεις τον πατέρα μου και τον αδελφό μου», έβαλε τις φωνές. «Πρόκειται για ζητήματα που δε σε αφορούν». Η Ντιμά δεν είχε ιδέα τι είδους «ζητήματα» ήταν αυτά – η ίδια εννοούσε μόνο την παγωμάρα που επικρατούσε στο σπίτι και στη δουλειά. Ο Λουάι ηρέμησε αμέσως και απολογήθηκε. Είπε ότι τα νεύρα του ήταν τεντωμένα επειδή είχε περάσει μέρες ταμπουρωμένος σ’ ένα στενόχωρο κρησφύγετο, αλλά η Ντιμά ήξερε πως της έλεγε ψέματα. Είχε πάρει θέση άμυνας γιατί ήταν και ο ίδιος εκνευρισμένος με τον αδελφό του. Οι υποψίες της Ντιμά
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 25
* Είδος εκστατικού χορού, που είναι παρεμφερής με το χορό των περιστρεφόμενων δερβίσηδων. (Σ.τ.Μ.)
25
για τον Γιουνίς κατά κάποιον τρόπο επιβεβαιώθηκαν μετά το ξέσπασμα του Λουάι. Λίγο πριν φύγει την τελευταία φορά, η Ντιμά είχε ακούσει τον Λουάι και τον Γιουνίς να τσακώνονται ψιθυριστά. Δεν μπορούσε να πιάσει τι ακριβώς έλεγαν, μα μιλούσαν σε υψηλούς τόνους. Και είχε προσέξει ακόμα το αγριωπό βλέμμα του άντρα της, όταν ο πατέρας του τον αγκάλιασε για να τον αποχαιρετήσει. Καθώς η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν στεκόταν στο παράθυρο πασχίζοντας να διακρίνει από ποιο σημείο του δάσους ακούγονταν τα βήματα, ο σταθερός ήχος τους κόπηκε απότομα. Έπειτα άρχισαν πάλι, όχι τόσο καθαρά όσο πριν, πιο πολύ σαν αργόσυρτος βηματισμός μες στα βάτα, σαν να είχε χαλαρώσει έξαφνα η πρωτύτερη επιφυλακή του άντρα που πλησίαζε. «Α, εσύ είσαι, Αμπού Γουαλίντ;» Η φωνή ανήκε στον άντρα της. Μιλούσε ήρεμα, σε τόνο φιλικό. Η Ντιμά έστρεψε το βλέμμα προς την κατεύθυνση της φωνής. Στην αρχή δεν είδε τίποτε, κι έπειτα στην άκρη των πεύκων έλαμψε μια μικρή κόκκινη κουκκίδα, πεταρίζοντας άτσαλα πέρα δώθε σαν να προσπαθούσε να διαγράψει έναν μικρό κύκλο. Σταμάτησε τρεμάμενη σ’ ένα σημείο, σαν πυγολαμπίδα που στέκεται σ’ ένα φύλλο. Και μόλις η κόκκινη κουκκίδα έπαψε να κινείται, μονομιάς ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Η Ντιμά πήρε μια κοφτή ανάσα. Το επιπλέον οξυγόνο τροφοδότησε, θαρρείς, την όρασή της, γιατί είδε τον Λουάι. Ξεπρόβαλε από το σύδεντρο παραπατώντας. Η Ντιμά δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό του, αλλά αναγνώρισε το τζιν μπουφάν και το μπλουτζίν που του είχε αγοράσει πριν από την τελευταία του επίσκεψη. Έσφιγγε το χέρι πάνω στον ώμο του. Και να την πάλι η κόκκινη κουκκίδα! Ο κρότος μιας δεύτερης ριπής ήχησε στο σκοτάδι, και ο Λουάι στριφογύρισε με τα χέρια του απλωμένα, σαν χορευτής Σούφι στη θεϊκή έκσταση του σεμά ,* γυρίζοντας σαν σβούρα με το κεφάλι γερμένο πίσω, το ένα του χέρι στραμμένο στη γη και το άλλο με την παλάμη ανοιχτή
26
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 26
στα ουράνια. Σωριάστηκε μπρούμυτα μέσα στο παρτέρι με τα λάχανα. Η Ντιμά απέμεινε να κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Η πεθερά της μπήκε στη σάλα θρηνώντας γοερά, στριγγλίζοντας πως είχαν πλακώσει Ισραηλινοί εισβολείς. «Θα μας σκοτώσουν όλους!» φώναζε. «Γιουνίς, παιδί μου, πήγαινε να φέρεις τον πατέρα σου να μας προστατέψει! Μοχάμεντ, άντρα μου, έλα να μας φυλάξεις!» Ποδοβολητό ακούστηκε από το πάνω πάτωμα, καθώς οι δύο άντρες είχαν ξυπνήσει απότομα από τον απογευματινό τους υπνάκο κι έτρεχαν προς τη σκάλα. Η Ντιμά ένιωθε σαν να είχε μεταμορφωθεί σε πέτρα. Με την παραμικρή κίνηση φοβόταν ότι μπορεί να σκόρπιζε σε μικρά μικρά κομμάτια, ότι όλο της το σώμα θα κατέρρεε με πάταγο μέσα σ’ ένα σύννεφο από σκόνη και πετραδάκια. Έντρομη και με κόπο, γύρισε κι έτρεξε προς την πόρτα, αναποδογυρίζοντας ένα ποτήρι καμάρ αλ-ντιν στο πέρασμά της. Οι δολοφόνοι μπορεί να καραδοκούν ακόμα στο σκοτάδι, σκέφτηκε η Ντιμά, αλλά πρέπει να τον βρω, να τον αγγίξω. Μόνο να μη μου τραυματίστηκε βαριά. Πέρασε σκουντουφλώντας μέσα από τα λάχανα και σωριάστηκε κατάχαμα στο πλευρό του Λουάι. Μόνο τότε συνειδητοποίησε πως έκλαιγε με αναφιλητά, και όταν γύρισε τον άντρα της ανάσκελα, οι λυγμοί της έγιναν ουρλιαχτό. Τα ορθάνοιχτα μάτια του την κοίταζαν ανέκφραστα, σαν να ήταν αόρατη. Η γλώσσα του ξεπρόβαλλε χλομή ανάμεσα από τα χείλη. Το τζιν μπουφάν του ήταν βρεγμένο, μουλιασμένο στο αίμα από το γιακά μέχρι τον αφαλό. Η Ντιμά έσφιξε το χέρι του και άγγιξε το πρόσωπό του. Ήταν τόσο μα τόσο όμορφος. Κοίταξε το χέρι του. Τα δάχτυλά του ήταν μεγάλα και λεπτά, τούτα τα ίδια δάχτυλα που τη χάιδευαν τρυφερά σε κάθε του ερχομό. Γιατί ο αγώνας της Παλαιστίνης να είναι πιο σημαντικός γι’ αυτόν από την ευτυχία και την αγάπη τους; Η μητέρα του Λουάι κατέφθασε περνώντας μέσα από τα λάχανα. Ήξερε τι σήμαινε το ουρλιαχτό της Ντιμά. Έπεσε στα γόνατα πλάι στον γιο της και απόθεσε τα χέρια της στον ματωμένο κορμό του. Η Ντιμά άκουσε το απαλό στύψιμο του μουσκεμέ-
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 27
27
νου ρούχου, καθώς η γριά γυναίκα το έσφιγγε με απόγνωση. Η μητέρα σήκωσε τα χέρια, έβαψε τα μάγουλά της με το αίμα του γιου της και επικαλέστηκε τον Θεό. «Φύγε από πάνω του!» Η Ντιμά άκουσε τη φωνή του Γιουνίς πίσω της. Την άρπαξε από τον ώμο και την έσπρωξε με βία μακριά από το πτώμα του άντρα της. Σήκωσε τη μητέρα του με το μαλακό, μα την απομάκρυνε και αυτήν από το άψυχο σώμα. Εκείνη έκλαιγε με αναφιλητά και φώναζε: «Αλλάχου άκμπαρ », ο Θεός είναι μεγάλος. Περνώντας πλάι από την Ντιμά με τη μητέρα του, ο Γιουνίς την κοίταξε στα μάτια. Είχε ύφος εχθρικό και αμυντικό. Η ματιά του την έκανε να σαστίσει. Ο Γιουνίς απέστρεψε το βλέμμα. «Μην πειράξεις τίποτε! Άσ’ τα όπως είναι μέχρι να έρθει η αστυνομία για την έρευνα». «Η αστυνομία;» «Ναι». «Και τι θα ερευνήσει η αστυνομία; Οι Ισραηλινοί τον δολοφόνησαν τον αδελφό σου. Θα πάει, δηλαδή, η αστυνομία και θα συλλάβει τον Ισραηλινό στρατιώτη που τον πυροβόλησε;» «Θα κάνεις αυτό που σου λέω». «Τίποτα δεν μπορεί να κάνει η αστυνομία εάν δεν είναι Παλαιστίνιος ο δολοφόνος. Και ποιος Παλαιστίνιος θα σκότωνε τον αδελφό του; Ποιος Παλαιστίνιος θα σκότωνε έναν ηγέτη της αντίστασης;» Ο Γιουνίς κοίταξε πέρα. Η Ντιμά τον πλησίασε, μα εκείνος γύρισε και της ξανάριξε ένα βλέμμα επιτιμητικό και βίαιο. Η Ντιμά θα μιλούσε με ακόμα μεγαλύτερη οργή, αλλά της φαινόταν σαν βεβήλωση της σορού του άντρα της να πει βαριές κουβέντες. Μόλις ο Γιουνίς άναψε τα φώτα του σπιτιού, γαλαζωπές ακτίνες από λαμπτήρες φθορισμού φώτισαν την αυλή. Η παγερή τους αντανάκλαση έλαμψε μέσα στη λίμνη από το αίμα του Λουάι.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 28
ΚεφΑλΑιο τριτο
Ο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ ακΟύΜπΗΣΕ πρΟΣΕκΤΙκά ΤΟΝ ΒυΣΣΙΝί δΕρ-
28
μάτινο χαρτοφύλακα στο γραφείο του και ξεκλείδωσε τη χρυσή γυαλιστερή κλειδαριά του με το συνδυασμό. Από μια θήκη στο εσωτερικό έβγαλε μια πένα Mont Blanc. Ήταν το δώρο μιας τάξης αποφοίτων, που ήξεραν την αδυναμία του για τα προσεγμένα αξεσουάρ. Απολαμβάνοντας το καλοζυγισμένο βάρος της πένας στο χέρι του, έστρεψε το βλέμμα σε μια στοίβα ασκήσεων που έπρεπε να βαθμολογήσει. Αναρωτήθηκε αν οι μαθήτριες στις οποίες ανήκαν τα τετράδια θα ένιωθαν ποτέ γενναιοδωρία ή ευγνωμοσύνη για τον καθηγητή τους. Άρχισε να διαβάζει τις σύντομες εκθέσεις τους για την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον περισσότερο καιρό –πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε– ένιωθε απίστευτη οργή για τούτα τα κορίτσια. Προσπαθούσε να μην οργίζεται, αλλά δεν άντεχε να τις ακούει να αναμασούν πολιτικές κοινοτοπίες για το δύσμοιρο, βασανισμένο αραβικό έθνος, το κατατρεγμένο από τους Σταυροφόρους και τους Μογγόλους μέχρι τους Τούρκους και τους Βρετανούς, και ίσαμε την εξέγερση της ιντιφάντα.* Δεν είχαν άδικο όσοι έβλεπαν τους Άραβες ως θύματα της βάναυσης ιστορίας τους, αλλά ήταν σφάλμα να προεξοφλείς ότι δεν έφεραν την παραμικρή ευθύνη για τα βάσανά τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ πάσχιζε με τις παρεμβάσεις του να εξουδετερώσει τη μισητή, κοντόφθαλμη συνθηματολογία τους. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, το μόνο που κατάφερνε ήταν να * Το αντιστασιακό κίνημα των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της δυτικής όχθης του Ιορδάνη και της λωρίδας της Γάζας, που ξεκίνησε το 1987. (Σ.τ.Μ.)
νιώθει ακόμα μεγαλύτερη οργή, και οι μαθήτριές του κατέληγαν να τον αντιμετωπίζουν με κάποια δυσπιστία. Αποφασίζοντας να δείξει μεγαλοψυχία, ο Ομάρ έγραψε ένα μεγάλο «14» στο περιθώριο του πρώτου τετραδίου, που ήταν πολύ τσαπατσούλικο, κι έπιασε την επόμενη έκθεση. Είχε αρχίσει να γερνάει. Συλλογίστηκε τον Τζορτζ Σαμπά και τα παρήγορα αισθήματα που είχε βιώσει κατά τη διάρκεια του δείπνου τους, ότι ο Τζορτζ και μαθητές σαν κι αυτόν θα ήταν η περήφανη, ζωντανή κληρονομιά του. Ήξερε καλά πως οι πρόσφατες εκρήξεις του στην τάξη οφείλονταν σ’ ένα συνδυασμό αγανάκτησης για τις αφελείς, απλοϊκές και βίαιες πολιτικές απόψεις των μαθητριών του, και φόβου, πως ήταν πια πολύ μεγάλος και αποκομμένος από τον κόσμο τους για να τους αλλάξει μυαλά. Ήξερε πως η κατάσταση θα ήταν τρισχειρότερη σε σχολείο αρρένων, αλλά ακόμα και τα κορίτσια του κουβαλούσαν τόση βία στις ψυχές τους, που τον άφηναν άναυδο. Όσο και αν πάλευε να λυτρώσει τα παιδιά της Ντεχάισα από τη στενομυαλιά τους, πάντα θα βρίσκονταν άλλοι –πολύ περισσότεροι και πολύ πιο επιμελείς– να τα σκλαβώσουν. Ήταν αλλιώς τα πράγματα όταν δίδασκε στους φρέρηδες. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε αφθονία εύστροφων νέων, που ανοίγονταν με προθυμία στις απόψεις του. Όμως, δεν είχαν αλλάξει μονάχα οι μαθητές από τότε. Η εμπάθεια και το μίσος είχαν καταπιεί τη Βηθλεέμ, φέρνοντας στο κατόπι τους τη φτώχια, την πικρία και την προπαγάνδα. Ακόμα και χαρισματικές μαθήτριες, όπως η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, παρασύρονταν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα βίας. Ο πατέρας της, γείτονας του Ομάρ Γιούσεφ, του είχε τηλεφωνήσει το προηγούμενο βράδυ για να του πει ότι ο σύζυγος της κόρης του, ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, είχε σκοτωθεί. Η κηδεία θα γινόταν νωρίς το πρωί, την ώρα που ο Ομάρ Γιούσεφ θα ήταν ακόμα στο σχολείο, αλλά σχεδίαζε να περάσει να δει την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν το απόγευμα. Είχε σκεφτεί να κουβεντιάσει μαζί της το ενδεχόμενο να επιστρέψει στο σχολείο, μα έπειτα θυμήθηκε πόσο λάτρευε τον άντρα της και αποφάσισε να περιμένει προτού της κάνει προτάσεις για το μέλλον. Κάτι τέτοιες στιγμές, όταν ο πρωινός ήλιος φώτιζε παγερά την άδεια αίθουσα και οι εκθέσεις που βαθμολογούσε ήταν κάτω του
29
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 29
30
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 30
μετρίου, ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτιόταν κατά πόσον έπρεπε να συναινέσει στο αίτημα του Αμερικάνου διευθυντή και να παραιτηθεί. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν μόλις πενήντα έξι ετών, αλλά ο Κρίστοφερ Στέντμαν του ζητούσε να βγει στη σύνταξη. Είχε προσέξει τις ματιές που έριχνε ο Αμερικάνος στα τρεμάμενα χέρια του, κατάλοιπο του χρόνιου αλκοολισμού, που είχε περάσει όμως πια οριστικά στο παρελθόν. Το τρέμουλο τον έκανε να μοιάζει ακόμα πιο εύθραυστος απ’ ό,τι η αργοκίνητη, βαριά περπατησιά του. Μπορεί ο Στέντμαν να ήθελε απλώς έναν άνθρωπο σφριγηλό, ακμαίο, μα ο Ομάρ Γιούσεφ τον μισούσε επειδή υποψιαζόταν πως ο Αμερικάνος στην πραγματικότητα ήθελε έναν καθηγητή που δε θα του έφερνε αντιρρήσεις. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι είχε διαπλάσει αρκετά οξυδερκή νεανικά μυαλά, όπως ο Τζορτζ Σαμπά, ο Ελίας Μπισάρα και η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, τόσα που θα ικανοποιούσαν και τον πιο ευσυνείδητο δάσκαλο. Ίσως ήταν σφάλμα που καθόταν κι έσκαγε κάθε μέρα, υποβάλλοντας την ψυχή του στη δοκιμασία να πρέπει να αποκρούει έναν ολόκληρο παρανοϊκό μηχανισμό προπαγάνδας και ψεύδους υπέρ των μαρτυρικών θανάτων. Η πρώτη από τις μαθήτριές του μπήκε στην τάξη. «Καλή σας μέρα, ουστάζ». Ο Ομάρ Γιούσεφ ανταπέδωσε το χαιρετισμό χαμηλόφωνα. Με την άφιξη των μαθητριών του, οι παρήγορες σκέψεις γύρω από τους παλιούς μαθητές του σκόρπιζαν, και βούλιαζε πάλι στο εχθρικό παρόν, με τις αισθήσεις του να επικεντρώνονται στην κακογουστιά του σχολείου. Τα θρανία έγδερναν το πάτωμα της αίθουσας καθώς οι μαθήτριες κάθονταν στις θέσεις τους. Ο αέρας γέμιζε με μια ανεπαίσθητη βρόμα από άπλυτες μασχάλες και πορδές φασολάδας. Ο Ομάρ Γιούσεφ έστρεψε το βλέμμα στο τετράδιο που κρατούσε και προσποιήθηκε ότι το βαθμολογούσε. Η πένα έτρεμε στα δάχτυλά του, συχνό φαινόμενο τις τελευταίες μέρες. Είχε μια μικροσκοπική ηπατική κηλίδα στη ράχη του χεριού του, που εμφανίστηκε μπροστά του ξαφνικά καθώς γυρνούσε τις σελίδες. Ήταν καινούργια, σχεδόν σαν να είχε γεννηθεί από τη μια μέρα στην άλλη, λες και κάποιο τζίνι είχε τρυπώσει στην κρεβατοκάμαρά του την ώρα που κοιμόταν και τον είχε σημαδέψει
αμετάκλητα σαν πρόωρα γερασμένο. Με αυτό το σκεπτικό, απορούσε πώς και το πνεύμα που τον επισκέφθηκε τον είχε πετύχει στο κρεβάτι, αφού ο Ομάρ Γιούσεφ είχε την αίσθηση ότι περνούσε πια τη μισή του νύχτα στο μπάνιο, κατουρώντας, και το τζίνι θα μπορούσε με την ίδια ευκολία ν’ αφήσει τη σφραγίδα της συνταξιοδότησης στο πέος του, που έσταζε διαρκώς. Αυτός ήταν ο αληθινός εαυτός του, και αυτή θα ήταν στο εξής η πραγματικότητα της ζωής του. Ενδεχομένως, δεν είχε υπάρξει μεγάλο κελεπούρι ακόμα και στα νιάτα του. Στο ροδαλό, μελαγχολικό πορτρέτο του νεαρού Ομάρ Γιούσεφ θα έπρεπε να προσθέσει δυο μάτια θολωμένα από το πιοτό και χείλη σφιγμένα από την πικρία του ανθρώπου που νιώθει ότι χρωστάει ένα σωρό απολογίες – σε όσους ενόχλησε όντας μεθυσμένος, μα πιο πολύ στον εαυτό του. Πράγματι, ίσως ήταν αλήθεια πως δεν είχε ανάγκη από αυτήν τη φθορά κάθε πρωί. Θα κουβέντιαζε την πιθανότητα να βγει στη σύνταξη με τη γυναίκα του, τη Μαριάμ. Και άλλες μαθήτριες μπήκαν στην τάξη. Οι πιο πολλές, σιωπηλές. Ήξεραν καλά πόσο αυστηρά αντιμετώπιζε ο Ομάρ Γιούσεφ την ψιλοκουβέντα την ώρα του μαθήματος, εκτός από τις φορές που έδειχνε να είναι στα κέφια του – πράγμα πολύ σπάνιο στην αρχή της πρώτης ώρας, γύρω στις εφτά και μισή το πρωί. Μα ένα κορίτσι ήταν τόσο αναστατωμένο, που δεν κρατιόταν. Η Χαντιτζά Ζουμπεϊντά μπήκε στην τάξη βιαστική και ζωηρή. Ήταν ψηλή και λεπτή, με μαύρα μαλλιά κουρεμένα καρέ. Είχε πρώιμα σημάδια ακμής και στα δυο χλομά της μάγουλα. Προτού καθίσει, έσκυψε πάνω από το θρανίο όπου κάθονταν δύο φιλενάδες της: «Με πήρε ο μπαμπάς μου πριν έρθω», τους είπε. «Συνέλαβαν έναν δωσίλογο. Είναι ο ίδιος που βοήθησε τους Ισραηλινούς να σκοτώσουν τον μάρτυρα στο Ιρτάς. Λέει ότι θα τον εκτελέσουν τον προδότη». Μιλούσε ψιθυριστά, μα στην ησυχία της τάξης τα λόγια της ακούστηκαν ξεκάθαρα, όπως και το μοχθηρό κακάρισμα που τα συνόδευε. «Ποιος ήταν τελικά;» ρώτησε μία από τις φίλες της. «Ο δωσίλογος; Ένας αναθεματισμένος χριστιανός από την Μπέιτ Τζαλά είναι. Σαμπά τον λένε, νομίζω. Αυτός οδήγησε τους Εβραίους στο σημείο ακριβώς όπου βρισκόταν ο τύπος στο Ιρτάς,
31
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 31
32
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 32
που ήταν σπουδαίος αγωνιστής, και μάλιστα του έδωσε και τη χαριστική βολή μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι που του ’δωσαν οι Εβραίοι». Ο Ομάρ Γιούσεφ άφησε κάτω την πένα του, προτού του πεταχτεί στην άλλη άκρη από το τρέμουλο. Έκανε πέρα τα τετράδια και ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια του για να συγκεντρωθεί. Είχαν πιάσει τον Τζορτζ, ήταν σίγουρος. Ξερόβηξε για να καλμάρει τη φωνή του. «Χαντιτζά», είπε στο κορίτσι βραχνιασμένος. «Ποιον Σαμπά λες;» «Νομίζω Τζορτζ τον λένε, ουστάζ. Τζορτζ Σαμπά. Ο μπαμπάς μου λέει ότι στο σπίτι του έχει πρόστυχα αγάλματα με γυμνές γυναίκες και ότι πρότεινε στον αξιωματικό που τον συνέλαβε να πάρει την κόρη του στη θέση του». Τα κορίτσια πλατάγισαν τις γλώσσες κουνώντας τα κεφάλια τους με νόημα. «Ο χριστιανός τ’ ομολόγησε κιόλας. Είπε: “Ξέρω για ποιο λόγο ήρθατε. Ήρθατε να με πάρετε επειδή ξεπουλήθηκα στους Εβραίους”. Ο μπαμπάς μου του ’ριξε και μια γερή κατραπακιά μετά την ομολογία του». Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε κι έγειρε πάνω στο γραφείο του. «Έλα δω», είπε κοφτά. Καθώς το κορίτσι πλησίαζε, λιγάκι σαστισμένο, σκεφτόταν σοβαρά να της ρίξει την ίδια κατραπακιά που ο πατέρας της ισχυριζόταν ότι είχε καταφέρει στον δωσίλογο. Αναρωτήθηκε τι εικόνα σχημάτιζε άραγε γι’ αυτόν το κορίτσι καθώς στεκόταν στην άλλη πλευρά του γραφείου. Ήξερε πως τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα οργής, και το κρεμασμένο προγούλι κάτω από το σαγόνι του έτρεμε. Πρέπει να είχε όψη αξιοθρήνητη ή, ακόμα, πολύ τρομακτική. «Τι σας διδάσκω σ’ αυτήν εδώ την τάξη;» Το κορίτσι κοίταζε τον Ομάρ Γιούσεφ σαν χαζό. «Πώς σας έχω μάθει να αντιμετωπίζετε την ιστορία;» Ο Ομάρ Γιούσεφ περίμενε. Περιεργαζόταν επίμονα το κορίτσι. Απόκριση όμως δεν πήρε, οπότε εξακολούθησε: «Σας μαθαίνω να εστιάζετε στα αποδεικτικά στοιχεία, κι έπειτα να αποφαίνεστε τι γνώμη έχετε για τον τάδε σουλτάνο ή για τα αίτια του δείνα πολέμου». «Μάλιστα. Δίκιο έχετε», είπε το κορίτσι με ανακούφιση.
«Επομένως, πώς γνωρίζεις ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν δωσίλογος;» «Ο μπαμπάς μου μου το ’πε». «Ποιος είναι ο πατέρας σου;» «Ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά, υπαρχιφύλακας στην αντικατασκοπία και στην ομάδα αμέσου δράσεως». «Και διενήργησε ο ίδιος την έρευνα, από την αρχή ως το τέλος;» Το κορίτσι σαν να μπερδεύτηκε. «Όχι, βέβαια», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Οπότε θα ’πρεπε πρώτα να μιλήσεις με όλους όσοι διερεύνησαν πράγματι την υπόθεση, πριν καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος αυτός είναι στ’ αλήθεια δωσίλογος. Καλά δε λέω;» «Αφού ομολόγησε». «Σ’ εσένα ομολόγησε; Αυτοπροσώπως; Πρέπει πρώτα να μιλήσεις με τον ίδιο. Να καταλάβεις τι άνθρωπος είναι. Να μιλήσεις με τους φίλους του. Το σπουδαιότερο απ’ όλα, πρέπει να βρεις το κίνητρό του ως συνεργού. Για τα λεφτά το ’κανε; Μπορεί να είχε ήδη ένα σωρό λεφτά και να μην του χρειάζονταν περισσότερα. Επομένως, τι λόγο είχε να το κάνει; Υπήρχε κανένας άλλος που ίσως το ’κανε για να τον ενοχοποιήσει; Μήπως κάποιος ανταγωνιστής του, για λόγους συμφέροντος;» Το κορίτσι κουνιόταν νευρικό πέρα δώθε κι έξυνε τα σπιθουράκια στο μάγουλό του. Ο Ομάρ Γιούσεφ είδε ότι η Χαντιτζά ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ήξερε πως της είχε βάλει τις φωνές και πως έγερνε πάνω στο γραφείο του σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό της, μα δεν τον ένοιαζε. Ήταν έξω φρενών με την άγνοια μιας ολόκληρης γενιάς, και την έβλεπε συγκεντρωμένη στις στενές πλάτες και το ανέκφραστο πρόσωπο του συγκεκριμένου κοριτσιού. «Πού να τα ξέρω όλα αυτά;» είπε τραυλίζοντας η Χαντιτζά. «Γιατί πρέπει να τα ξέρεις προτού καταδικάσεις έναν άνθρωπο σε θάνατο». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγειρε όσο πιο κοντά μπορούσε προς το μέρος της. «Μιλάμε για θάνατο. Θάνατο! Δεν είναι κάτι που το παίρνεις στο ψιλό, δε χαχανίζεις ούτε καυχιέσαι για το θάνατο του άλλου. Αυτός ο υποτιθέμενος δωσίλογος καποιανού 3 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
33
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 33
34
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 34
πατέρας είναι. Φαντάσου να ’πιαναν τον δικό σου τον πατέρα και να ’ξερες πως θα τον σκοτώσουν». Καθώς μιλούσε, ο Ομάρ Γιούσεφ συνειδητοποίησε ότι το κορίτσι μπορεί να είχε ένα σωρό αφορμές να φαντάζεται τον πατέρα του νεκρό από χέρι Ισραηλινού, ή σε κάποια βλακώδη ανταλλαγή πυρών. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτός ακριβώς ο εφιάλτης στοίχειωνε τις νύχτες της Χαντιτζά, αστραφτερές εικόνες του νου που την τρομοκρατούσαν. Η σκέψη έκανε τον Ομάρ Γιούσεφ να νιώσει για μια στιγμή συμπόνια για το κορίτσι. Ίσιωσε τη μέση του. «Κάθισε, Χαντιτζά». Έβγαλε τη χτένα του κι έσιαξε τις τούφες των μαλλιών που είχαν πέσει στο μέτωπό του από την ένταση και τις φωνές. Η τάξη παρέμεινε σιωπηλή. Έβαλε τη χτένα στο τσεπάκι του σακακιού του και κάθισε. «Όταν θα φύγετε από τούτο τον κόσμο, τι θ’ αφήσετε πίσω σας;» ρώτησε. «Θα κάνετε ένα σωρό παιδιά; Και τι μ’ αυτό; Έχει κάτι τέτοιο αξία από μόνο του; Όχι, εξαρτάται από το τι θα τους έχετε διδάξει. Θ’ αφήσετε μεγάλη περιουσία; Και τι είδους άνθρωποι θα την κληρονομήσουν; Σε τι θα την ξοδέψουν; Θα σας θυμάται ο κόσμος με αγάπη; Ή θα νιώθουν μίσος και μόνο στη σκέψη σας; Καλά θα κάνετε ν’ αρχίσετε να τα σκέφτεστε όλα αυτά από τώρα, κι ας είσαστε μόλις έντεκα χρονών. Αν δεν αναρωτηθείτε μόνες σας για τούτα τα ζητήματα, θα βρεθεί κάποιος άλλος –ένας κακός άνθρωπος ενδεχομένως– που θα σας υπαγορεύσει τις απαντήσεις έτοιμες. Θα σας παρουσιάσουν τα υποτιθέμενα αποδεικτικά στοιχεία, και δε θα δείτε ποτέ το πλήρες φάσμα των επιλογών που έχετε στη διάθεσή σας. Αν δεν αναλάβετε εσείς τις ευθύνες σας, κάποιος ξένος θα αναλάβει να εξουσιάζει τη ζωή σας». Θα μπορούσα κάλλιστα να μιλάω για τον εαυτό μου, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ο άνθρωπος αυτός, ο Τζορτζ Σαμπά, υπήρξε στο παρελθόν μαθητής μου. Ένας νέος ευφυής και καλόκαρδος. Ευαίσθητος, με αίσθηση του χιούμορ. Και άνθρωπος με ήθος. Δεν πιστεύω ότι θα ’μπλεκε ποτέ με εγκληματίες και κακοποιά στοιχεία». Δίχως να σηκώσει τα σκυθρωπά μάτια της, η Χαντιτζά Ζουμπεϊντά ρώτησε: «Κι εσείς, δηλαδή, τι αποδείξεις έχετε;» Ο Ομάρ Γιούσεφ χάρηκε με την ερώτηση κι έγνεψε προς το
μέρος του κοριτσιού. «Γνωρίζω πολύ περισσότερα από εσένα, Χαντιτζά. Γιατί εσύ κρίνεις την όλη υπόθεση με αφορμή το μίσος που νιώθεις για έναν άνθρωπο τον οποίο δεν έχεις γνωρίσει ποτέ. Ενώ εγώ ξέρω καλά τι είδους άνθρωπος είναι ο Τζορτζ Σαμπά, και τον αγαπώ». Μάλιστα, ό,τι πιο έξυπνο για το ξεκίνημα της μέρας, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Αγαπώ τον συνεργάτη των Ισραηλινών· αγαπώ τον πιο ελεεινό προδότη. Οπότε, την επόμενη φορά που θα ψάχνουν για κανένα κορόιδο να ενοχοποιήσουν, μπορούν να με χώσουν απευθείας στη φυλακή και να βάλουν την τάξη μου να καταθέσει ότι είμαι δηλωμένος οπαδός ενός δωσίλογου, που το δίχως άλλο σημαίνει πως είμαι κι εγώ δωσίλογος. Εύγε, Αμπού Ραμίζ! Χρειάζεσαι περισσότερο ύπνο και λίγο παραπάνω καφέ το πρωί. Όταν τελείωσαν οι πρωινές παραδόσεις, η Γουάφα, η γραμματέας του σχολείου, τον περίμενε έξω από την αίθουσα. Μ’ ένα αχνό, ζορισμένο χαμόγελο πρόσφερε ένα φλιτζανάκι καφέ στον Ομάρ Γιούσεφ. «Ο Θεός να ευλογεί τα χεράκια σου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Υποθέτω ότι αυτό το κανάκεμα σημαίνει πως με προετοιμάζεις για κακά μαντάτα». Το φλιτζάνι κροτάλιζε στο πιατάκι. Το χέρι του έτρεμε πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως. Αχ, Τζορτζ! σκέφτηκε. Ο Αλλάχ να τον φυλάει! «Πιες το καφεδάκι σου, ουστάζ», είπε η Γουάφα, και το χαμόγελό της έγινε πιο στοργικό. Ο Ομάρ Γιούσεφ την κοίταζε επίμονα, περιμένοντας τι θα πει. «Ο διευθυντής θέλει να περάσεις απ’ το γραφείο του το συντομότερο δυνατόν», είπε η Γουάφα. «Σ’ ευχαριστώ για τον καφέ». Ο Ομάρ Γιούσεφ τον αποτελείωσε. «Ήταν υπέροχος». Επέστρεψε το άδειο φλιτζάνι στη Γουάφα. «Βλέπεις; Ούτε καν βλαστήμησα όταν ανέφερες τον αξιοσέβαστο διευθυντή μας». «Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Πρέπει να ευγνωμονούμε τον Αλλάχ». Ο Ομάρ Γιούσεφ μπήκε στο γραφείο του Κρίστοφερ Στέντμαν και μονομιάς τα αισθήματα φιλίας και οικειότητας που ένιωθε για τη Γουάφα μετατράπηκαν σε θυμό. Στα δεξιά του γραφείου, πλάι
35
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 35
36
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 36
στην ψηλή, λεπτοκαμωμένη σιλουέτα τού διορισμένου από τα Ηνωμένα Έθνη διευθυντή του σχολείου, στεκόταν ο κυβερνητικός επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης που είχε εξαναγκάσει τους φρέρηδες, πριν από μια δεκαετία, να ακυρώσουν τη σύμβαση του Ομάρ Γιούσεφ. Ο Ομάρ κατάλαβε από την πρώτη στιγμή τι τον περίμενε. Ο μπάσταρδος ο κυβερνητικός τον είχε εμποδίσει, τότε, να συνεχίσει να παρεμβαίνει με τον τρόπο του στα νεανικά μυαλά τής ελίτ η οποία φοιτούσε στους φρέρηδες. Τώρα, λογάριαζε ότι μπορούσε να διακόψει ακόμα και την ασήμαντη επιρροή του στους παρίες που είχε στη διάθεσή του στον προσφυγικό καταυλισμό – στον ίδιο καταυλισμό απ’ όπου, στο κάτω κάτω, οι αχρείοι που έλυναν κι έδεναν στην κυβέρνηση στρατολογούσαν τους αναλώσιμους στρατιώτες τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν επιπλέον θυμωμένος επειδή ήξερε πως ο Στέντμαν τον είχε καλέσει ενώπιον του επιθεωρητή επίτηδες, ώστε το επίμονο αίτημά του περί πρόωρης συνταξιοδότησης του Ομάρ να έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος. «Καθίστε, Αμπού Ραμίζ». Ο Στέντμαν έδειξε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο του. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρατήρησε ότι ο Αμερικάνος είχε υιοθετήσει την παραδοσιακή προσφώνηση ενός γνωστού ως «πατέρα» του μεγαλύτερου γιου του. Μόλις την προηγουμένη, ο Στέντμαν είχε ρωτήσει τον Ομάρ για ποιο λόγο οι Άραβες αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο Αμπού ή Ουμ. Ο Ομάρ Γιούσεφ του είχε εξηγήσει πως οι Παλαιστίνιοι είχαν ο καθένας τους από ένα βαφτιστικό όνομα – «εγώ, για παράδειγμα, λέγομαι Ομάρ», είπε. «Αλλά ακούμε επίσης στην προσφώνηση “πατέρας” –Αμπού– του πρωτότοκου γιου μας. Εμένα, ο μεγάλος μου γιος λέγεται Ραμίζ, οπότε με φωνάζουν Αμπού Ραμίζ. Δηλαδή, πατέρα του Ραμίζ. Δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό, μεγαλύτερη οικειότητα». Έπειτα προειδοποίησε τον Στέντμαν ότι, αν τον εξανάγκαζε να βγει στη σύνταξη, δε θα είχε ποιον να ζαλίζει με τις απορίες του για τον αραβικό κόσμο. Ο Στέντμαν εξακολούθησε σαν να μην είχε αντιληφθεί την επιθετικότητα στα λόγια του Ομάρ Γιούσεφ: «Αν είχα γιο, που δεν έχω, πάντα σκεφτόμουν ότι θα τον έβγαζα Σκοτ», είπε. «Άρα θα μ’ έλεγαν Αμπού Σκοτ». Έπειτα ρώτησε τον Ομάρ τι σημαίνει η λέξη Ουμ. Ο Ομάρ αποφάσισε να τον μπερδέψει: «Θα πει “μητέρα” του
τάδε. Όπως εμένα με φωνάζουν Αμπού Ραμίζ, έτσι και η γυναίκα μου λέγεται Ουμ Ραμίζ. Ο γιος μου, τώρα, αποφάσισε να δώσει στον μεγάλο του γιο τ’ όνομά μου, γιατί πιστεύει σ’ αυτή την παράδοση, κι επομένως τον λένε Αμπού Ομάρ και τη γυναίκα του Ουμ Ομάρ, και ο γιος τους ο Ομάρ μια μέρα θα δώσει στον γιο του τ’ όνομα του πατέρα του, και θα τον λένε κι αυτόν Αμπού Ραμίζ. Κι εσείς», είπε ο Ομάρ, «θα παραμείνετε εσαεί Αμερικάνος και μόνο». Τώρα, στο γραφείο του Στέντμαν, ο Ομάρ Γιούσεφ έβλεπε ξεκάθαρα ότι ο Αμερικάνος κατέβαλλε μεγάλο κόπο για να εγκλιματιστεί. Μπράβο σου, σωστά το θυμήθηκες! σκέφτηκε. Με αποκάλεσες πατέρα του Ραμίζ, Αμπού Ραμίζ, αλλά δε θα κερδίσεις τη συμπάθειά μου έτσι εύκολα. Το γραφείο βρομούσε. Η μπόχα ήταν άλλη μια συνέπεια της προσπάθειας του Στέντμαν να προσαρμοστεί με τα ντόπια ήθη και έθιμα. Πριν από το ραμαζάνι, ο Ομάρ Γιούσεφ του είχε πει για πλάκα ότι οι μουσουλμάνοι δεν πλένονταν καθόλου κατά τη διάρκεια του ιερού μήνα και, επιπλέον, θίγονταν από όσους δεν τηρούσαν αυτήν τη συνήθεια. Αρχικά, του φαινόταν ξεκαρδιστικό που ο Στέντμαν τον είχε πάρει στα σοβαρά. Προφανώς, ο διευθυντής το είχε βάλει σκοπό να μείνει άπλυτος για έναν ολόκληρο μήνα. Τώρα, ο Ομάρ Γιούσεφ μετάνιωνε για το καλαμπούρι του και οσμιζόταν την κολόνια στη ράχη του χεριού του για να ξεπεράσει τη βαριά μυρωδιά του ιδρώτα. «Γνωρίζεστε με τον κύριο Χαϊτάμ Αμπντέλ Χαντί του Υπουργείου Παιδείας;» ρώτησε ο Στέντμαν. Ξέρεις πολύ καλά ότι γνωριζόμαστε. Είμαι βέβαιος ότι σου ’δειξε και το φάκελό μου, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Παρέμεινε σιωπηλός. «Βασικά, πρέπει να σας πω ότι ο κύριος Αμπντέλ Χαντί έχει λάβει ορισμένες επιστολές διαμαρτυρίας σχετικά με τον τρόπο διδασκαλίας σας. Γι’ αυτό και σας κάλεσα σήμερα». Ο Στέντμαν μάζεψε τα αραιά ξανθά μαλλιά του από το ηλιοκαμένο του μέτωπο. Έπειτα άπλωσε το χέρι με ανοιχτή την παλάμη, δίνοντας το λόγο στον κυβερνητικό επιθεωρητή. Ο επιθεωρητής άρχισε να διαβάζει μεγαλόφωνα από μια σειρά
37
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 37
38
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 38
επιστολών, που ισχυριζόταν πως είχαν σταλεί στο τμήμα του από γονείς. Σύμφωνα με τις επιστολές, ο Ομάρ Γιούσεφ ασκούσε δριμεία κριτική στον πρόεδρο και στην κυβέρνηση, έκανε καυστικά σχόλια για τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων του Αλ Ακσά, καταδίκαζε τις επιθέσεις αυτοκτονίας και αναφερόταν με ασέβεια στους Σιχ που λειτουργούσαν σε ορισμένα ντόπια τζαμιά. «Τον περασμένο μήνα», είπε ο επιθεωρητής, «κάποιες μαθήτριες τραυματίστηκαν σε διαδήλωση κατά της στρατιωτικής κατοχής του Τάφου της Ραχήλ. Την επομένη, ο δάσκαλός τους, ο Ομάρ Γιούσεφ, τους είπε ότι, αντί να πετάνε πέτρες στους στρατιώτες, τα παιδιά θα ’πρεπε κανονικά να λιθοβολούν τους γονείς τους και την κυβέρνηση, που τους έχουν κάνει τη ζωή μαύρη. Κατά λέξη, η δήλωσή του αναφέρει: “Τους γονείς σας και την κυβέρνηση πρέπει να πετροβολάτε, που σας έχουν κάνει τη ζωή μαύρη”». «Εκφραστήκατε όντως με αυτόν τον τρόπο, Αμπού Ραμίζ;» ρώτησε ο Στέντμαν. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρατηρούσε τα σκούρα, ύπουλα μάτια του κυβερνητικού επιθεωρητή. Ακουμπούσε το πηγούνι στο χέρι του, με το στόμα μισοκρυμμένο, πασχίζοντας με τη χειρονομία αυτή να μοιάζει χαλαρός. Είχε την ελπίδα ότι το χέρι έκρυβε τα χείλη του, που έτρεμαν από οργή. Ένιωθε την αδρεναλίνη να τον γεμίζει με μένος. Ο Στέντμαν επανέλαβε την ερώτηση. Ο αθώος τόνος της φωνής του έκανε τον Ομάρ Γιούσεφ έξω φρενών. «Δεν έχω την προσδοκία το μάθημά σας να είναι πάντοτε πολιτικώς ορθό, Αμπού Ραμίζ. Είσαστε και μεγάλος άνθρωπος», είπε ο Στέντμαν. «Ωστόσο, δεν μπορώ να επιτρέψω τέτοιου είδους δηλώσεις. Το σχολείο μας συνεργάζεται με την τοπική αυτοδιοίκηση και δεν έχουμε το δικαίωμα να καλλιεργούμε ριζοσπαστικές απόψεις, ούτε να επικροτούμε βίαιες ενέργειες». Ο ηλίθιος, πιστεύει σοβαρά ότι ζήτησα από τα παιδιά να επιτεθούν στους γονείς τους! «Τα παιδιά είχαν ήδη βιαιοπραγήσει. Μόνα τους επιτέθηκαν στους στρατιώτες. Ελπίζω να μην είναι ριζοσπαστική η άποψή μου πως η επίθεση αυτή συνιστά επίσης βίαιη ενέργεια, όποια και αν ήταν τα κίνητρά τους. Εγώ απλώς υπαινίχθηκα ότι ο πιο ένοχος στόχος δεν είναι πάντοτε και ο πιο προφανής», είπε.
«Αυτό είναι άνω ποταμών!» είπε ο επιθεωρητής. «Να ισχυρίζεστε πως οι γονείς και η κυβέρνηση που αντιμάχονται τις δυνάμεις κατοχής εγκληματούν κατά του παλαιστινιακού λαού». «Στις μέρες μας θεωρείται πολιτικώς ορθό το να ανατιναχτείς μέσα σ’ ένα πλήθος άμαχων πολιτών. Θεωρείται πολιτικώς ορθό το να εξυμνούμε τους αυτόχειρες βομβιστές και να τους πλέκουμε το εγκώμιο στις εφημερίδες και στα τζαμιά». Ο Ομάρ Γιούσεφ κοπάνησε το χέρι του στο γραφείο. «Αλλά είναι άνω ποταμών να ενθαρρύνω τη θεωρητική διερεύνηση των γεγονότων;» «Έχετε βεβαρημένο παρελθόν, Αμπού Ραμίζ», είπε ο επιθεωρητής. «Ο φάκελός σας είναι εκτενής. Θα αναγκαστώ να λάβω επίσημα μέτρα εναντίον σας, αν δεν συναινέσετε με την πρόταση του κυρίου Στέντμαν». Ο Ομάρ Γιούσεφ έστρεψε το βλέμμα του στον Στέντμαν. Το θεληματικό αμερικάνικο πηγούνι παρέμεινε ασάλευτο και βλοσυρό. Τα χείλη, σφιγμένα. Ο Στέντμαν ίσιωσε τα μικρά στρογγυλά γυαλιά του. Έσμιξε τα βλέφαρα, παρατηρώντας γαλήνια τον Ομάρ Γιούσεφ με τα μικροσκοπικά γαλάζια μάτια του. Άρα ο μπάσταρδος πρόλαβε και είπε στον Αμπντέλ Χαντί ότι θέλει να με ξεφορτωθεί. Λες να τα είχαν μαγειρέψει οι δυο τους εξαρχής; Αποφάσισε ότι δε θα πήγαινε με τα νερά τους αβίαστα. Δε θα δεχόταν ποτέ να βγει στη σύνταξη. Κάλλιο να τον κλείδωναν στο ίδιο κελί με τον Τζορτζ Σαμπά παρά να ενδώσει στη λιποψυχία και στις ρουφιανιές του Στέντμαν. «Αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ υπό τη διεύθυνση του κυρίου Φέργκους ή της δεσποινίδας Πιλάρ. Δε θα δεχόμουν απειλές. Γιατί θεωρώ ότι πράγματι απειλούμαι, και όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά κι από εσένα προσωπικά, Κρίστοφερ. Δε θα το συζητήσω περαιτέρω». Και σηκώθηκε να φύγει. «Αμπού Ραμίζ, δεν τελειώσαμε ακόμα», είπε ο Στέντμαν. «Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την όλη κατάσταση». «Πολύ χαίρομαι που έδωσες βάση στο μικρό μου λογύδριο, ότι “Αμπού” σημαίνει “πατέρας”», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Μήπως θα ’θελες να σου απευθύνομαι κι εγώ ως Αμπού Σκοτ, όπως το πρότεινες ο ίδιος εξάλλου;» Ο Στέντμαν έδειξε να ξαφνιάζεται από την απότομη αλλαγή
39
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 39
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 40
40
πορείας στη συζήτηση, και αποκρίθηκε με επιφύλαξη: «Θα το ’θελα, ναι. Όπως σου είπα, εάν είχα γιο, πάντα σκεφτόμουνα πως θα τον έβγαζα Σκοτ. Άρα θα με αποκαλούσαν “ο πατέρας του Σκοτ”. Ωραία λοιπόν, μπορείς να με φωνάζεις Αμπού Σκοτ». «Είναι κι ένα όνομα καθ’ όλα ταιριαστό. Στα αραβικά, Σκοτ σημαίνει βούλωσ’ το!» Ο Ομάρ Γιούσεφ έριξε μια τελευταία ματιά στον σαστισμένο Αμερικάνο και τον έξαλλο επιθεωρητή. «Και τώρα με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να πάω να υποβάλω τα συλλυπητήριά μου σε μια οικογένεια στο Ιρτάς. Ο σύζυγος μιας πρώην μαθήτριάς μου σκοτώθηκε από την πολιτική ορθότητα».
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 41
ΚεφΑλΑιο τετΑρτο
Ο ΜΟΝΟπάΤΙ καΤά ΜήκΟΣ ΤΗΣ κΟΙΛάδαΣ ξΕχώρΙζΕ από ΤΟ
αργοκίνητο πλήθος των πενθούντων, που είχαν συγκεντρωθεί για τον μάρτυρα. Έκοβαν βόλτες πάνω κάτω στο δρόμο που έβγαζε στο σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν, κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων. Ο Ομάρ Γιούσεφ καταριόταν τη βλακεία του που είχε βγει το πρωί χωρίς πανωφόρι, καθώς ο άνεμος διέσχιζε ορμητικός την κοιλάδα του Ιρτάς και διαπερνούσε το τουίντ σακάκι του. Αποφάσισε στο εξής να βάζει πανωφόρι κάθε πρωί ώσπου να μπει ο Απρίλης, όσο ηλιόλουστη και αν έμοιαζε η μέρα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του όταν ξυπνούσε. Πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά τον προσπερνούσαν σχεδόν οι πάντες, παρόλο που κανένας δεν έδειχνε να βιάζεται. Πάλι καλά που είχε φορέσει τουλάχιστον τον μπεζ μπερέ του από απαλό κασμίρι, να του ζεσταίνει τη φαλάκρα και να προφυλάσσει τα ατίθασα τσουλούφια του από το δυνατό αγιάζι. Ο Ομάρ Γιούσεφ έφτασε στο τέρμα του δρόμου. Σε κάθε πλευρά ήταν στημένο ένα μεταλλικό βαρέλι μ’ ένα κλαρί φοινικιάς και μια μαύρη πένθιμη σημαία, που λύγιζε στον άνεμο. Οι σημαίες ήταν δεμένες σε καλάμια μπαμπού, και οι βάσεις τους κροτάλιζαν και γδέρνονταν στο εσωτερικό του βαρελιού, σαν να πίστευαν πως μπορούσαν να αποδράσουν. Ο Ομάρ Γιούσεφ πέρασε ανάμεσα από μια ομάδα αντρών που κάθονταν σε άσπρες πλαστικές καρέκλες κήπου, κάτω από τον μαύρο μουσαμά της τέντας για τα συλλυπητήρια, που τον έσειε ο άνεμος. Στάθηκε και αυτός στην ουρά των αντρών που περνούσαν ένας ένας από τις καρέκλες των συγγενών, ανταλλάσσοντας άτονες χειραψίες και ψελλίζοντας ότι ο Αλλάχ θα έδειχνε όλη του την ευσπλαχνία στον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Στην άκρη της υποδοχής καθόταν ένας
41
Τ
42
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 42
λιγνός νεαρός με οστεώδες, οργισμένο πρόσωπο. Ο Ομάρ Γιούσεφ υπέθεσε ότι ήταν ο αδελφός του νεκρού αγωνιστή. Ο μικρός κοίταζε αγριωπά πότε την άκρη του δάσους πέρα από το λαχανόκηπο και πότε προς την είσοδο του πατρικού του. Ο Ομάρ Γιούσεφ έσφιξε το χέρι του νεαρού και τον ρώτησε πού βρισκόταν η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Διέκρινε μια εχθρική αναλαμπή στο βλέμμα του νεαρού, που του είπε πως η Ντιμά καθόταν μέσα, με τις γυναίκες. «Πήγαινε, σε παρακαλώ, να τη φωνάξεις. Πες της πως τη ζητάει ο παλιός της δάσκαλος». Ο νεαρός φάνηκε να διστάζει, ενώ ο Ομάρ Γιούσεφ εξακολουθούσε να του κρατά σφιχτά το χέρι. Έπειτα τράβηξε απότομα το χέρι του και μπήκε μέσα στο σπίτι. Ο Ομάρ θα δεχόταν ευχαρίστως ένα φλιτζανάκι καχβέ σαάντα. Σε οποιαδήποτε άλλη εποχή του χρόνου, θα υπήρχε κάποιος έφηβος που θα τριγύριζε μ’ ένα πλαστικό φλασκί γεμάτο με τον πικρό καφέ που σέρβιραν στις κηδείες. Τώρα όμως ήταν ραμαζάνι, και δε θα σέρβιραν ούτε καφέ ούτε οτιδήποτε άλλο μέχρι να σκοτεινιάσει. Όχι ότι ο Ομάρ Γιούσεφ είχε ανάγκη το ραμαζάνι για να του υπενθυμίζει από ποιες συνήθειες θα έπρεπε να απέχει. Θυμόταν τότε που ήταν μαθητής, και μια γριά τον είχε χαστουκίσει επειδή κάπνιζε σ’ ένα δρόμο της Δαμασκού κατά τη διάρκεια του ραμαζανιού. Έπρεπε να την είχε κρατήσει κοντά του εκείνη τη γριά, για να τον κοπανάει κάθε φορά που έκανε κάτι απαγορευμένο. Πόσα χρόνια θα του είχε πάρει να κόψει το αλκοόλ, αναρωτήθηκε, αν κάθε φορά που κατέβαζε ένα ουίσκι με πάγο έτρωγε κι από μια γερή σφαλιάρα; Αντί γι’ αυτό, κόντεψε να πενηνταρίσει μέχρι να καταφέρει να το κόψει. Στο μεταξύ, η αίσθηση μοναδικής απόλαυσης που ένιωθε στα πρώτα νεανικά μεθύσια του είχε χαθεί προ πολλού. Μέχρι και ο ίδιος καταλάβαινε πόσο αξιοθρήνητος είχε καταντήσει. Το σταμάτησε επειδή ντρεπόταν να βλέπει άντρες νεότερούς του να κοιτάζουν με οίκτο τα θολωμένα μάτια και τα τρεμάμενα χέρια του. Από το πίσω μέρος της τέντας ακούστηκαν τρεις κοφτοί, δυνατοί πυροβολισμοί, αλλά μονάχα ο Ομάρ Γιούσεφ έσκυψε από φόβο. Γύρισε μονομιάς, ακολουθώντας το βλέμμα των υπόλοι-
πων πενθούντων. Στο μονοπάτι κατηφόριζε ένας ουλαμός ενόπλων από τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων του Αλ Ακσά. Ένας μεγαλόσωμος τύπος ζωσμένος φυσεκλίκια ήταν ο μπροστάρης τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ έσπρωξε προς τα πάνω τα γυαλιά του με τον χρυσό σκελετό και αναγνώρισε τον Χουσεΐν Ταμάρι, ηγέτη των Μαρτύρων της Βηθλεέμ. Κουβαλούσε μαζί του το πελώριο όπλο του, που είχε γίνει πια πασίγνωστο. Το κεφάλι του Ταμάρι ήταν πιο πλατύ στη βάση, με ογκώδες προγούλι. Είχε ένα πυκνό μαύρο μουστάκι και μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά, που έμοιαζαν λιγοστά εξ ανάγκης, καθώς δεν είχαν και σπουδαίο εμβαδόν να καλύψουν. Το κρανίο του Ταμάρι στένευε προς την κορυφή σε πλάτος ίσαμε το ένα τρίτο του λαιμού του. Το σουβλερό κεφάλι, βέβαιο προϊόν ενδογαμίας, φαινόταν στον Ομάρ Γιούσεφ σαν δήλωση πως η περήφανη περπατησιά του δεν μπορούσε να πηγάζει από το μυαλό του. Πλάι στον Ταμάρι προχωρούσε ένας αδύνατος, μελαψός άντρας, τον οποίο ο Ομάρ Γιούσεφ είχε πετύχει κάπου μέσα στην πόλη. Το όνομά του ήταν Τζιχάντ Αουντέ. Είχε ένα γκρίζο καπέλο στο κεφάλι, που έμοιαζε με γούνινο φέσι. Ο Ομάρ Γιούσεφ πάλευε να θυμηθεί πώς λεγόταν αυτό το είδος καπέλου. Κανένας δε φορούσε παρόμοιό του σε όλη τη Βηθλεέμ. Οι γεροντότεροι από τα γύρω χωριά φορούσαν τις παραδοσιακές καφίγια, και τα πιτσιρίκια φορούσαν αμερικάνικα κασκέτα του μπέιζμπολ. Οι πιο πολλοί ήταν απλώς ασκεπείς. Το καπέλο του Τζιχάντ Αουντέ είχε κάτι το επιδεικτικό και μοχθηρό. Ο νους του Ομάρ Γιούσεφ πήγε αυτομάτως στον Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος συνήθιζε να φορά ένα καπέλο ακριβώς σαν αυτό στις χειμερινές εμφανίσεις του. Αστραχάν το λένε, σκέφτηκε. Γέλασε κοφτά, μ’ ένα σαρδόνιο γελάκι, κουνώντας το κεφάλι του. Ο Χουσεΐν Ταμάρι έριξε μερικές σφαίρες στον αέρα με το πελώριο πολυβόλο του, ως ένδειξη σεβασμού στον νεκρό, στηρίζοντας τη λαβή στο γοφό του και κρατώντας το με το ένα χέρι σε μια δήθεν ανέμελη επίδειξη δύναμης. Ο θόρυβος ήταν έντονος, διαπεραστικός κι εντυπωσιακός, και ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε ότι ορισμένοι ανάμεσα στο πλήθος ήταν έτοιμοι να αρχίσουν τα χειροκροτήματα για το θέαμα. Το πολυβόλο είχε ξύλινο κοντάκι
43
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 43
44
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 44
και κάννη από σκούρο μέταλλο. Πρέπει να ήταν κοντά ενάμισι μέτρο μακρύ. Οι ένοπλοι έφτασαν στην είσοδο της τέντας και, παρακάμπτοντας την ουρά των πενθούντων, που στέκονταν και περίμεναν μέσα στο αγιάζι, αντάλλαξαν χειραψίες με τους συγγενείς. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρατήρησε πως ο πατέρας του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν έμοιαζε πάρα πολύ φοβισμένος και δεν κοίταζε τους ενόπλους στα μάτια, μολονότι εκείνοι παρέμεναν μπροστά του περισσότερο από το αναγκαίο. Ο Ομάρ Γιούσεφ προχώρησε μέχρι την είσοδο του σπιτιού. Κοίταξε από το παράθυρο του καθιστικού. Μια τοιχογραφία κάλυπτε τον τοίχο, ένα τοπίο των ελβετικών Άλπεων. Ένα ελαφάκι χοροπηδούσε μέσα στο ψηλό χορτάρι, στο χείλος μιας παγωμένης λίμνης. Ένα ξύλινο σπιτάκι ξεφύτρωνε στην πλαγιά του χιονισμένου βουνού, βαμμένο με ζωηρά χρώματα –όπως στα παιδικά βιβλία– και σχεδιασμένο σαν αδέξιο καρτούν. Πολλοί Παλαιστίνιοι διακοσμούσαν τους τοίχους τους με παρόμοιες αλπικές τοπιογραφίες. Ήταν αναμφίβολα μεγάλη απόλαυση ν’ αντικρίζεις ένα τέτοιο θέαμα κατά τη διάρκεια ενός ασφυκτικού καλοκαιριού, συλλογίστηκε. Αλλά ίσως είχε και καταπραϋντική επίδραση, θαρρείς και ατενίζοντας τα εδάφη μιας ειρηνικής χώρας μπορούσες να ξεχάσεις τη βία ολόγυρά σου, να φανταστείς τον εαυτό σου σ’ ένα ψηλό βουνό να αναπνέει ήρεμα τον καθαρό αέρα. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε επισημάνει ότι αυτές οι τοιχογραφίες δεν περιλάμβαναν ποτέ ανθρώπους. Ένα πλήθος γυναίκες κάθονταν μαζεμένες με φόντο το αλπικό τοπίο. Τραγουδούσαν ένα αυτοσχέδιο άσμα με ευλογίες για τη μητέρα του μάρτυρα, για την υπέρτατη ευτυχία που πρέπει να βίωνε τούτη την ώρα ο νεκρός της γιος. Μια γυναίκα έψαλλε τον πρώτο στίχο κι έπειτα ακολουθούσαν οι υπόλοιπες, κρατώντας το ρυθμό με παλαμάκια, και στη συνέχεια μια άλλη γυναίκα ξεκινούσε την επόμενη στροφή. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και στους γάμους. Στο πίσω μέρος του καθιστικού, ο Ομάρ Γιούσεφ διέκρινε την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Της έκανε νόημα να βγει έξω. Εκείνη χαμογέλασε άτονα και κινήθηκε προς το μέρος του. Τη στιγμή που έφτανε στα σκαλιά, ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τον νεαρό, που
θα έπρεπε κανονικά να τη συνοδεύσει, να κοιτάζει απειλητικά από την πόρτα της κουζίνας. «Ο Αλλάχ να τον ελεεί», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Σ’ ευχαριστώ, θείο», αποκρίθηκε η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. «Χαίρομαι πολύ που ήρθες». «Ο πιτσιρικάς που ’στειλα να σε φωνάξει ποιος είναι;» Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε διακριτικά προς το μέρος του νεαρού. «Ο αδελφός του άντρα μου, ο Γιουνίς». «Πιο πολύ θυμωμένος φαίνεται παρά θλιμμένος, που ’χασε τον αδελφό του». «Μια ζωή θυμωμένος είναι», είπε η Ντιμά. Οι δυο τους απομακρύνθηκαν από το σπίτι και την τέντα με τους πενθούντες, και βγήκαν στο λαχανόκηπο. Η Ντιμά κάρφωσε το βλέμμα στο σημείο όπου είχε ξεψυχήσει ο άντρας της. Άρχισε να κλαίει. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του σακακιού του και της το έδωσε. Εκείνη σκούπισε τα μάτια και χαμογέλασε αμήχανα. Έπειτα έδειξε το χώμα: «Εδώ πέθανε ο Λουάι. Εδώ τον βρήκα». Η Ντιμά άρχισε πάλι να κλαίει. Ο Ομάρ Γιούσεφ της είπε χαμηλόφωνα: «Πρέπει να κλάψεις, πουλάκι μου. Το να βαράς πιστολιές στον αέρα, αυτό είναι λάθος. Αλλά το κλάμα κάνει καλό». «Η μητέρα του Λουάι λέει πως θα ’πρεπε να κλαίω απ’ τη χαρά μου επειδή έγινε μάρτυρας», είπε η Ντιμά. «Αυτά είναι θεατρινισμοί για τα μάτια του κόσμου. Είμαι σίγουρος ότι δεν το πιστεύει κατά βάθος», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Απλώς δεν μπορώ να πανηγυρίσω που πέθανε, ουστάζ. Μου είναι αδύνατο». «Ήμουνα νεαρός όταν έχασα τον πολυαγαπημένο μου πατέρα. Θυμάμαι που έκλαιγα, κι όλοι στο σπίτι μου ’λεγαν πως δεν έπρεπε να κλαίω, γιατί ο πατέρας μου είχε φύγει πλήρης ημερών κι εγώ έπρεπε να φερθώ σαν άντρας. Αλλά είχα έναν θείο που έδειξε κατανόηση. “Αφήστε το παιδί να κλάψει”, τους είπε, “δε βλέπετε πόσο τον αγαπούσε τον πατέρα του;” Οπότε μη σε νοιάζει. Κλάψε όσο θες. Και το μαντίλι κράτα το». Η Ντιμά χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της. «Ήμουνα τόσο ευτυχισμένη όταν σας είχα δάσκαλο...» είπε.
45
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 45
46
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 46
«Είσαι λαμπρό μυαλό. Μακάρι όλες μου οι μαθήτριες να ήταν σαν εσένα!» Οι μαθητές του ήταν η παρακαταθήκη του Ομάρ Γιούσεφ. Έπειτα από τόσα χρόνια μόχθου και μελέτης, έπειτα απ’ όλες τις αμφιβολίες του αν και κατά πόσον ήταν ικανός ν’ αλλάξει τη ζωή τους, η πεποίθηση πως είχε αφήσει στ’ αλήθεια κάποιο χνάρι γνώσης και σοφίας και καλοσύνης στις ψυχές ετούτων των νέων ανθρώπων, κρατούσε τον Ομάρ Γιούσεφ μακριά από το τέλμα της κατάθλιψης. Η Ντιμά και ο Τζορτζ Σαμπά, και μερικοί ακόμα σαν κι αυτούς, έπρεπε να οικοδομήσουν έναν κόσμο όπου ο Ομάρ Γιούσεφ θα μπορούσε να ζει ευτυχισμένος. Από την τέντα των πενθούντων ήχησαν και άλλοι πυροβολισμοί. Της Ντιμά της κόπηκε η ανάσα από το φόβο. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος με το τεράστιο όπλο;» «Ο Χουσεΐν Ταμάρι». «Ο αρχηγός των Ταξιαρχιών Μαρτύρων;» Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά. «Τον είχα δει μια φορά στο συνεργείο. Με είχε πετύχει ολομόναχη. Δεν ήξερα ποιος ήταν», είπε κοιτάζοντας πέρα από το λαχανόκηπο προς την κατεύθυνση του οπλισμένου άντρα. Η Ντιμά κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Πώς έμπλεξε έτσι ο άντρας μου και βρέθηκε σκοτωμένος στα καλά καθούμενα, θείο; Ο ίδιος δε μου ’χε πει ποτέ ότι ήθελε να γίνει μάρτυρας, αλλά όλος ο κόσμος συνεχώς με τους μάρτυρες καταγίνεται. Μπορεί και ο Λουάι να επηρεάστηκε». «Όλοι πεθαμένοι καταλήγουμε. Όσο γερνάω, νιώθω το θάνατο να με ζώνει λίγο λίγο, να με κυριεύει από μέλος σε μέλος, από όργανο σε όργανο. Ελπίζω το μυαλό μου να βαστάξει μέχρι το τέλος. Αλλά, όπως και να ’χει, ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν πως είναι καλύτερο να φύγεις μια ώρα αρχύτερα, όσο είσαι ακόμα νέος, και να σε θυμούνται σαν ήρωα, παρά να καταντήσεις ένα ερείπιο, που κρατιέται στη ζωή με το ζόρι μέχρι που το σιχαίνονται οι πάντες». Η Ντιμά έδειχνε ότι λαχταρούσε να μιλήσει, οπότε ο Ομάρ Γιούσεφ την άφησε να του αφηγηθεί τι συνέβη τη νύχτα που σκοτώθηκε ο άντρας της. «Πριν από τους πυροβολισμούς άκουσα
τον Λουάι να μιλάει με κάποιον, κι έπειτα είδα κάτι παράξενο. Σ’ εκείνο το παράθυρο στεκόμουνα. Είδα μια κόκκινη κουκκίδα σαν φωτάκι, που, όσο το σκέφτομαι τώρα, πρέπει να σημάδευε τον Λουάι. Πετάριζε γύρω γύρω, σαν να προσπαθούσε να κεντράρει πάνω του. Εκεί πίσω ήταν, πλάι σ’ εκείνο το δέντρο. Και μετά τον πυροβόλησαν. Δυο φορές». «Τον άκουσες να μιλάει; Και τι είπε;» «Είπε: “Α, εσύ είσαι, Αμπού Γουαλίντ;” Ακουγόταν ήρεμος». «Δηλαδή, ήταν και κάποιος άλλος μαζί του;» «Ναι, έτσι νομίζω». Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε τον Τζορτζ, που είχε συλληφθεί για συνέργεια στη δολοφονία αυτού του νέου. Μόνο που ο Τζορτζ δε λεγόταν Αμπού Γουαλίντ. «Όταν βγήκες, δεν είδες κανέναν άλλον εκτός απ’ τον Λουάι;» «Όχι, μόνο έτρεξα προς τα εκεί που ’χε σωριαστεί. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο εκείνη τη στιγμή». «Ο Αμπού Γουαλίντ ποιος είναι; Ξέρεις κανέναν φίλο του Λουάι που να ’χει γιο Γουαλίντ;» «Δεν ξέρω. Πολλοί μπορεί να ’χουν γιο μ’ αυτό το όνομα, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά πόσοι απ’ αυτούς έχουν προσωπική επαφή με άνθρωπο καταζητούμενο από τους Ισραηλινούς; Κάποιον που κρύβεται για μήνες;...» «Ειλικρινά δεν ξέρω, ουστάζ ». Η Ντιμά κόμπιασε. «Και η αντίδραση του αδελφού τού Λουάι ήταν λίγο παράξενη. Φερόταν σαν να ’χε θυμώσει μαζί μου». Ο Ομάρ Γιούσεφ απέμεινε για λίγο σιωπηλός κι έπειτα ακούμπησε το χέρι στον ώμο της Ντιμά. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια και χαμογέλασε. Ο Ομάρ δεν τράβηξε το χέρι του. «Αδελφή μου, ο γάμος σου μπορεί να μην κράτησε πολύ, αλλά ήσουν τυχερή που έζησες έστω και λίγο μ’ έναν άντρα που σ’ αγαπούσε. Ξέρεις καλά πώς έχουν τα πράγματα για τις γυναίκες στη χώρα μας, και καταλαβαίνεις ότι ήταν μεγάλο ευτύχημα». «Το ξέρω, θείο». Φύσηξε τη μύτη της με το μαντίλι του. «Πρέπει να γυρίσω στην κουζίνα. Θα περάσω να σε δω με την πρώτη ευκαιρία. Να μου φιλήσεις την Ουμ Ραμίζ. Καλό ραμαζάνι!»
47
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 47
48
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 48
«Να ’σαι καλά. Ο Αλλάχ να σου δίνει χρόνια». Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε ταραχτεί με το δράμα της κοπέλας. Θα προτιμούσε να καθόταν κι άλλο μαζί της. Δεν ήθελε να γυρίσει στην τέντα των πενθούντων, γι’ αυτό διέσχισε με σερνάμενα βήματα τον χορταριασμένο κήπο ίσαμε τα δέντρα. Έγειρε πάνω στο ίδιο πεύκο όπου μια μικρή, κόκκινη κουκκίδα είχε φωτίσει το σώμα του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε τριγύρω. Μια λωρίδα χορτάρι είχε ξεριζωθεί από το χώμα στην άκρη του δέντρου. Ίσως ο Λουάι γλίστρησε και ξερίζωσε τα χόρτα, όταν τον πυροβόλησαν. Ο Ομάρ Γιούσεφ προχώρησε λίγο προς τα δεξιά. Ένα μέρος από τα χόρτα και τα ξερόκλαδα, με διαστάσεις όσο το κορμί ενός άντρα πεσμένου μπρούμυτα, είχε πατικωθεί και ισοπεδωθεί πίσω από ένα δέντρο. Σ’ εκείνο το σημείο πρέπει να περίμενε ο Αμπού Γουαλίντ – αν και εφόσον βρισκόταν πράγματι εκεί. Αλλά γιατί να ξαπλωθεί κατάχαμα; Μήπως ήταν από αυτή την κρυψώνα που είχε πυροβολήσει τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν; Το πατικωμένο χορτάρι είχε το περίγραμμα μόνο ενός άντρα, επομένως δεν μπορεί να τον ακολουθούσε απόσπασμα Ισραηλινών, όποιος και αν ήταν. Ο Ομάρ Γιούσεφ περιεργάστηκε με προσοχή το συγκεκριμένο σημείο. Ανακάτεψε με το πόδι τα τσακισμένα βλαστάρια. Κάτι λαμπερό ξεχώρισε ανάμεσά τους. Έσκυψε με κόπο και το μάζεψε. Στην παλάμη του κρατούσε τον κάλυκα ενός πολυβόλου. Κλότσησε τα πατημένα χόρτα γύρω γύρω μήπως υπήρχαν και άλλοι. Η Ντιμά του είχε πει ότι ο Λουάι δέχτηκε δύο πυροβολισμούς. Όμως, δεύτερος κάλυκας δεν υπήρχε. Δεν έβλεπε τίποτε άλλο να λάμπει στο χώμα. Ένας άντρας ονόματι Αμπού Γουαλίντ είχε στήσει καρτέρι σε τούτο το σημείο, περιμένοντας για ώρα, ώσπου τα χόρτα έγιναν ένα με το χώμα. Ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν τον γνώριζε. Στο κατόπι του, ο άγνωστος είχε αφήσει έναν κάλυκα. Άραγε, αυτό σήμαινε πως ο Αμπού Γουαλίντ είχε πυροβολήσει μόνο μια φορά τον Λουάι και ότι κάποιος άλλος, που παραφύλαγε σε άλλη κρυψώνα, είχε ρίξει τη δεύτερη φορά; Λες να ήταν αυτή η κόκκινη κουκκίδα που είχε δει η Ντιμά; Ο Ομάρ Γιούσεφ επέστρεψε στην τέντα. Έβαλε τον κάλυκα
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 49
49
στην τσέπη του σακακιού του. Ο Χουσεΐν Ταμάρι αγόρευε μεγαλόφωνα στην άκρη της τέντας για τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν – για τον «μάρτυρα», όπως τον αποκαλούσε. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι ο θάνατος ενός μάρτυρα παρείχε ένα αίσθημα ασφάλειας. Ο μάρτυρας ούτε βογγούσε ούτε αιμορραγούσε, ούτε παρακαλούσε να μην πεθάνει. Γι’ αυτούς που άφηνε πίσω του ήταν σαν να μην είχε πεθάνει καν. Υπήρχαν διάφοροι τρόποι για να προστατευθείς από το φόβο του θανάτου. Ο Ομάρ Γιούσεφ πίστευε ότι μόνο οι νεκροί μπορούν να σε προφυλάξουν ουσιαστικά από το θάνατο. Όταν συνειδητοποιείς ότι ο άλλος έφυγε μια για πάντα, παύεις να λαχταράς το γυρισμό του. Αν ο θάνατος είναι απλός και απόλυτος, δε σου αφήνει περιθώριο αμφιβολίας, ούτε αναρωτιέσαι κατά πόσον ο νεκρός ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα ή καταδικάστηκε στο πυρ το εξώτερον· και η αμφιβολία είναι ένα βασανιστήριο που παρατείνεται πολύ περισσότερο από τον οποιονδήποτε θάνατο. Όταν μπορείς πια να κοιτάζεις την ταφόπλακα και να λες στον εαυτό σου: «Αυτό το γκρίζο αγκωνάρι απλώς συγκρατεί τη στάχτη του αγαπημένου μου, για να μην την παρασύρει ο αέρας και μου λερώσει τα μπατζάκια, και πέρα από τη στάχτη του δεν έχει μείνει τίποτα», τότε μπορείς να ζήσεις στ’ αλήθεια μέχρι να έρθει και η δική σου ώρα. Ο Ομάρ Γιούσεφ ψηλάφισε τον κάλυκα του πολυβόλου. Αυτή είναι η άποψή μου για το θάνατο, σκέφτηκε. Αλλά ο φόνος δεν είναι το ίδιο.
4 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 50
ΚεφΑλΑιο ΠεμΠτο
50
Ο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ ΘΕωρΟύΣΕ πωΣ ΕίχΕ πΟΛύ δρόΜΟ ακόΜα γΙα
τον παράδεισο. Στο σπίτι του κανένας δεν προσευχόταν πριν από το ιφτάρ. Την καθημερινή νηστεία του ραμαζανιού τη διέκοπτε απλώς μόλις καθόταν με τη φαμίλια του στην τραπεζαρία, στο χολ του παλιού πέτρινου σπιτιού του, που έμπαζε από παντού. Τα φώτα ήταν ήδη αναμμένα εδώ και ώρες, από το μουντό απομεσήμερο, όταν ο Ομάρ Γιούσεφ επέστρεψε, ξεπαγιασμένος, από τη συλλυπητήρια επίσκεψή του στην Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Η σκέψη του Τζορτζ βασάνιζε το μυαλό του – να κάθεται μόνος του στο κελί της φυλακής, αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της θανατικής ποινής ως καταδότης. Η ασήκωτη σκοτεινιά του συννεφιασμένου απογεύματος έδωσε τη θέση της σ’ ένα παγερό, κατάμαυρο σούρουπο. Οι δρόμοι, έρημοι σχεδόν από το φόβο της βροχής, είχαν αδειάσει εντελώς μέχρι την ώρα του γιορτινού δείπνου. Η Μαριάμ, η γυναίκα του Ομάρ Γιούσεφ, έστειλε στο σαλόνι τον εγγονό του, τον μικρό Ομάρ, να του πει ότι το τραπέζι ήταν έτοιμο. Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε το φλιτζάνι του τσαγιού στο πιατάκι και χάιδεψε το μάγουλο του μικρού. «Τι καλό θα φάμε;» ρώτησε. «Το φαΐ της γιαγιάς», είπε ο μικρός Ομάρ. «Και τι μαγείρεψε η γιαγιά; Έφτιαξε κανένα γλυκάκι, που ’σαι και γλυκατζής;» Ο μικρός Ομάρ έγνεψε καταφατικά και ξεγλίστρησε από το χέρι του. Ο Ομάρ Γιούσεφ τον φώναξε πάλι και του έδωσε έναν κύβο ζάχαρης από το πορσελάνινο μπολ στο χαμηλό τραπεζάκι. Το αγοράκι χαμογέλασε κι έφυγε τρέχοντας. Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε τη γυναίκα του να κουβαλάει μια κατσαρόλα στο τρα-
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 51
** Στην κυριολεξία σημαίνει «αναποδογυρισμένο». Πρόκειται για πιλάφι σε φόρμα, με υλικά που ποικίλλουν από συνταγή σε συνταγή. (Σ.τ.Μ.) ** (αραβικά) Αγορά. Περιοχή όπου είναι συγκεντρωμένα πολλά εμπορικά καταστήματα. (Σ.τ.Μ.)
51
πέζι. Ο μικρός Ομάρ έχωσε τη ζάχαρη στο στόμα του. Η Μαριάμ προφανώς είδε το μικρό του σαγόνι να τραγανίζει τον κύβο. «Ομάρ, δε θα ’χει όρεξη να φάει το παιδί», φώναξε. Ο Ομάρ Γιούσεφ μπήκε στο χολ γελώντας. «Την ξέρεις την παροιμία: “Ο Κύριος δίνει αμύγδαλα σ’ αυτόν που έχει χάσει τα δόντια του”. Άσ’ το το παιδί να απολαμβάνει τα γλυκάκια του ξέγνοιαστο, πριν φτάσει στην ηλικία όπου τίποτα πια δε σου προσφέρει απόλαυση». Κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού, με την υπόλοιπη φαμίλια του να τον ακολουθεί. Ο Ραμίζ, ο πρωτότοκος γιος του Ομάρ, ανέβηκε από το κατώι του σπιτιού όπου έμενε, κουβαλώντας στην αγκαλιά του τη μικρότερη από τις κόρες του. Η γυναίκα του, η Σάρα, ήρθε από την κουζίνα φέρνοντας την τελευταία κατσαρόλα στο τραπέζι, ενώ η Μαριάμ μάζεψε τα παιδιά και τα έβαλε να καθίσουν. Όταν τελείωσαν πια τα σούρτα φέρτα και κάθισαν όλοι, η Μαριάμ πήρε μια μεγάλη κουταλιά μααλούμπα * από την πιατέλα στο κέντρο του τραπεζιού, σερβίροντας πρώτο τον άντρα της. Ο Ομάρ παράχωσε λίγο ρύζι και κοτόπουλο σε μια ζουμερή κίτρινη τηγανίτα – παραδοσιακό έδεσμα του ραμαζανιού. Λάτρευε τη μαγειρική της Μαριάμ κι έτρωγε κάθε βράδυ στο σπίτι του, εκτός αν ήταν καλεσμένος σε κάποιο εστιατόριο και δεν μπορούσε να το αποφύγει. Πήρε και μια γενναία κουταλιά φατούς, μια συριακή σαλάτα με δυόσμο, μαϊντανό, τραγανό μαρούλι και κομματάκια πίτας. Με το που έβαζε στο στόμα του τη φατούς της Μαριάμ, η αψάδα της βινεγκρέτ, που μοσχοβολούσε λεμόνι, τον ταξίδευε σ’ ένα καφέ στο σουκ ** της Δαμασκού, όπου είχε περάσει τόσες και τόσες υπέροχες στιγμές στα νιάτα του. Τότε δε γνώριζε ακόμα τη Μαριάμ, όμως, κατά παράδοξο τρόπο, ήταν σαν να είχε μοιραστεί κι εκείνη μαζί του τις ίδιες γεύσεις. Ήταν θαρρείς και η μαγειρική της χαρτογραφούσε την ιστορία της ζωής του. Του πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση, σαν καλοδιατηρημένος, παλιός ά-
52
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 52
τλαντας γεωγραφίας που παρασύρει τη φαντασία σου σε μακρινές οροσειρές, αλλά χωρίς τη σωματική εξουθένωση, τις ενοχλήσεις και την αναστάτωση ενός πραγματικού ταξιδιού. Αναρωτήθηκε αν ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν ένιωθε το ίδιο για τη μαγειρική της Ντιμά. Ίσως ο γάμος τους δεν είχε κρατήσει τόσο ώστε τα αμπελόφυλλά της να εκτοπίσουν τα αμπελόφυλλα της μητέρας του στις γευστικές αναμνήσεις του από πιο ευτυχισμένες μέρες. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι, την ώρα που ο φυγάς ζύγωνε αθέατος στο σπίτι του μες στο σκοτάδι, θα πάσχιζε να συγκεντρωθεί στους κινδύνους που τον περιέβαλλαν. Το φαΐ της μάνας και η σπιτική ευωδιά του ήταν μεγάλη υπόθεση για κάθε Παλαιστίνιο. Το έβρισκε παρήγορο ότι τουλάχιστον το παλληκάρι πέθανε προσδοκώντας μια απόλαυση. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρατηρούσε τη φαμίλια του καθώς ένας ένας κατάπιναν την πρώτη μπουκιά του δείπνου. Στα δείπνα του ραμαζανιού διαισθανόταν τη νευρικότητα μιας ολόκληρης μέρας δίχως τροφή να μεταλλάσσεται στην ανακούφιση και την παρηγοριά που πρόσφερε το βαρύ, λιπαρό κατσικίσιο κρέας –που η Μαριάμ το έβραζε σε γάλα– καθώς και ο πράσινος ζωμός κοτόπουλου της μολοχίας της, πηχτός από το κόλιαντρο και το σκόρδο και τα φύλλα μολόχας, περιχυμένος πάνω από το ρύζι και τα φασόλια. Έπειτα από μερικές μπουκιές, ο Ομάρ Γιούσεφ σταμάτησε να τρώει. Κάτι είχε αλλάξει στο αποψινό δείπνο. Δεν είχε να κάνει με την ποιότητα του κρέατος, ήταν σίγουρος. Μάλλον έφταιγε το πώς αντιδρούσε το σώμα του σε αυτή την τροφή. Ο λόγος που λάτρευε τόσο τη μαγειρική της Μαριάμ ήταν τα μυρωδικά που χρησιμοποιούσε, το μαύρο πιπέρι και το δυόσμο που ανακάτευε στο σκορδάτο κεμπάμπ. Όμως απόψε, με το που δάγκωσε το κρέας, ένιωσε αποστροφή. Ήταν θαρρείς και συνειδητοποιούσε, για πρώτη φορά στη ζωή του, ότι βάση της τροφής και όλης της θρεπτικής αξίας της είναι η νεκρή σάρκα. Έπρεπε, δηλαδή, να πεθάνει κάτι άλλο προκειμένου να ζήσει ο ίδιος; Έπρεπε το κρέας να νοστιμεύεται με μπαχαρικά για να ξεγελάει τη γλώσσα του, για να συγκαλύπτει το φόνο που γευόταν; Πόσο σκοτωμό αντέχουμε να καταπιούμε, αν κατεβαίνει εύκολα και δεν ταλαιπωρεί το
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 53
* Αγροτική κοινότητα στο Ισραήλ, οργανωμένη κατά τα πρότυπα του κολεκτιβισμού. (Σ.τ.Μ.)
53
πεπτικό μας σύστημα; Κοίταξε τα εγγόνια του, που έσπρωχναν μικρούς σβώλους ζωικής σάρκας πέρα δώθε στα πιάτα τους. Ίσως αντιλαμβάνονταν ενστικτωδώς αυτό που ο ίδιος μόλις είχε σκεφτεί. Ολόγυρα τροφή χορταστική, που σε κάνει να νιώθεις ωραία καθώς τρυπώνει βαθιά μέσα στα σπλάχνα σου. Αν όμως παρατηρήσεις προσεκτικά, θα δεις ότι ο θάνατος οδεύει προς το νεκροταφείο μπουκωμένος, κι εσύ είσαι το κυρίως πιάτο του. Η μεγάλη του εγγονή, η Νάντια, γέμισε το ποτήρι του με νερό. Ήταν δώδεκα ετών, με δέρμα χλομό από το καλοκαίρι που είχε περάσει κλεισμένη στο σπίτι, εξαιτίας της απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά τα μάτια της ήταν σκούρα, μ’ ένα φως ευστροφίας να λάμπει στο βάθος τους. Ήταν το αγαπημένο εγγόνι του Ομάρ Γιούσεφ. Λάτρευε όσο τίποτε ν’ ακούει τις ιστορίες του. Μάλιστα, η Νάντια τού ζητούσε συχνά να της αφηγηθεί πώς πρωτοβρέθηκε σε αυτό το σπίτι. Είχαν περάσει πενήντα έξι χρόνια από τότε, και ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν εκείνη την εποχή μόλις μερικών μηνών· ωστόσο, για χάρη της αφήγησης, ισχυριζόταν ότι θυμόταν τη μέρα της άφιξής τους. Ο πατέρας του είχε πει στους υπηρέτες να πακετάρουν όσα από τα υπάρχοντά τους χωρούσαν σε τέσσερα κάρα. Ορισμένοι ταξίδευαν με λιγότερα μπαγκάζια, προσδοκώντας μια σύντομη εξορία –ώσπου οι αραβικές στρατιές να καταφέρουν να εκδιώξουν τους Εβραίους– αλλά ο πατέρας του Ομάρ Γιούσεφ ήξερε, όπως του είχε πει εκ των υστέρων, πως δε θα ξαναγύριζαν ποτέ στο χωριό τους. Καθώς τα κάρα πορεύονταν μαζί με τους πρόσφυγες στο δρόμο για τη Βηθλεέμ και τη Χεβρώνα, ο πατέρας του γύρισε και κοίταξε το χωριό όπου περίμενε να δει μια μέρα τον γιο του κοινοτάρχη σαν κι αυτόν, και είδε ένα τρακτέρ να διασχίζει τα χωράφια από τα όρια του κιμπούτς,* με μια χούφτα νοματαίους να το ακολουθούν πεζή, κατευθυνόμενοι προς το χωριό. «Δεν υπάρχει πια, πάει, χάθηκε...» του είχε πει ο πατέρας του, όταν ο γιος, μεγαλώνοντας, άρχισε να ρωτά για τα πολιτικά. «Το χωριό, οι ελιές, η θέση του μουχτάρ. Πάνε αυτά. Οπότε, ξέχνα
54
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 54
το!... Μην κάθεσαι κι ακούς εκείνους που νομίζουν ότι μπορούμε να επιστρέψουμε». Ακόμα και σαν παιδάκι, ο Ομάρ Γιούσεφ καταλάβαινε πως ο πατέρας του είχε δίκιο. Γι’ αυτό, ο χαμός της γης και των προνομίων τους δε βάραινε τόσο τη δική του καρδιά όσο τις καρδιές των φίλων του, γιατί ο Ομάρ ήξερε τουλάχιστον πως θα είχε πάντα την προστασία και τη σοφία του πατέρα του. Η φαμίλια έφτασε στην Ντεχάισα, στα περίχωρα της Βηθλεέμ, μαζί με το υπόλοιπο συγγενολόι τους, που λέγονταν Σιρχάν. Στην Ντεχάισα, οι αγρότες του χωριού τους έστησαν τα πάνινα αντίσκηνα, προσφορά των Ηνωμένων Εθνών. Ο πατέρας του Ομάρ Γιούσεφ νοίκιασε αυτό το πετρόχτιστο σπίτι ανάμεσα στην Ντεχάισα και τη Βηθλεέμ για δώδεκα δηνάρια. Πλήρωνε το νοίκι μέχρι που πέθανε, οπότε ανέλαβε ο γιος του τις πληρωμές. Το σόι των Σιρχάν σκόρπισε στην ευρύτερη περιοχή της Βηθλεέμ, ώσπου έφτασαν να αποτελούν ένα σεβαστό πλήθος δύο χιλιάδων ανθρώπων περίπου – κυρίως έμποροι και επαγγελματίες. Το σόι παρέμενε ισχυρό επειδή τα μέλη του δεν έμπλεκαν σε καβγάδες με άλλες οικογένειες. Επίσης, για το λόγο ότι ορισμένοι από αυτούς ασκούσαν επιρροή σε πολιτικές κλίκες και απολάμβαναν την προστασία των εθνοφρουρών τους. Υπήρχαν Σιρχάν σε θέσεις ισχύος του τοπικού πυρήνα της Χαμάς –το Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης– και άλλοι που είχαν αναρριχηθεί στην πρώτη γραμμή της μεγαλύτερης φατρίας της, της Φατάχ. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν πανευτυχής που η Νάντια έδειχνε να μπαίνει στο νόημα όταν της αφηγούνταν τη συγκεκριμένη ιστορία, θαρρείς και στη θέση του καθόταν και μιλούσε στη μικρή ο πολυαγαπημένος, παντογνώστης πατέρας του, και όχι ο ίδιος ο Ομάρ Γιούσεφ. Ένιωθε ότι τον περιέβαλλε η αρχοντιά του πατέρα του όσο της μιλούσε. Κατά κάποιον τρόπο, η Νάντια τον οδηγούσε στο πιο αξιότιμο, ουσιώδες κομμάτι του εαυτού του. Την ευχαρίστησε για το νερό και της ζούληξε το μάγουλο. Η φαμίλια απόσωσε το δείπνο με την καθιερωμένη ησυχία. Τα παιδιά γυρόφερναν το τραπέζι αφηρημένα, ενώ η Σάρα πήγε να ετοιμάσει το τσάι. Ο Ραμίζ ξεφλούδισε ένα πορτοκάλι και το μοίρασε στα παιδιά του. «Νωρίτερα πήγα κι είδα την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, για τα
συλλυπητήρια», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ κόβοντας ένα μήλο σε φέτες. «Αχ, τη φουκαριάρα», είπε η Μαριάμ. «Να μείνει χωρίς άντρα...» «Τόσο κακό είναι δηλαδή να είσαι χωρίς άντρα;» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ μ’ ένα κοφτό γέλιο. «Σ’ έχω ακούσει κάμποσες φορές να λες πως οι άντρες είναι τεμπέληδες και τσαπατσούληδες και σκέτη ενόχληση μες στο σπίτι». «Ομάρ, ξέρεις καλά τι θέλω να πω». Η Μαριάμ του κούνησε το δάχτυλο πειραχτικά. Βαθιές ρυτίδες απλώνονταν από τις άκρες των ματιών της ίσαμε τα χείλη της, δίνοντάς της μια λυπημένη όψη ακόμα και όταν χαμογελούσε. Είχε τα μαλλιά της διακριτικά χτενισμένα, με χωρίστρα στο πλάι, κομμένα σε κοντό καρέ, που έφτανε λίγους πόντους κάτω από τ’ αυτιά της. Τα έβαφε σ’ ένα στιλπνό μαύρο σαν του κόρακα χρώμα και φορούσε πάντα βολικά μαύρα ρούχα. Γερνώντας, το δέρμα της είχε πάρει μια σκούρα σταχτιά απόχρωση, έτσι που καμιά φορά ξεχώριζε από τους γύρω της σαν μοναχική φιγούρα παλιάς ταινίας η οποία δεν επιχρωματίστηκε από απροσεξία. Τα αισθήματα ενός άντρα για τη γυναίκα του είναι πολύ σύνθετα, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Κρίμα που οι γυναίκες μας δεν αναγνωρίζουν ότι και οι δικές τους σχέσεις με τους άντρες τους δεν είναι τόσο απλές όσο νομίζουν. Αν το καταλάβαιναν, θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Ο Ομάρ Γιούσεφ χρειαζόταν τη συντροφικότητα που του παρείχε η Μαριάμ. Ήταν συνομήλική του, αλλά είχε γεννηθεί στα βόρεια της Παλαιστίνης, στη Ναζαρέτ. Η φαμίλια της είχε καταφύγει πρώτα στην Τζενίν και αργότερα στη Βηθλεέμ. Είχαν γνωριστεί σ’ ένα ταξί στα νότια της Τζενίν, όπου η Μαριάμ είχε ακόμα συγγενείς. Για τον Ομάρ ήταν το τελευταίο στάδιο στο ταξίδι του γυρισμού του από το Πανεπιστήμιο της Δαμασκού. Τους είχαν ενώσει αρχικά οι κοινές πολιτικές πεποιθήσεις τους, ο αραβικός εθνικισμός τους. Προκλητικά ανυπάκουη, η Μαριάμ δε φορούσε ποτέ μαντίλα όπως οι περισσότερες μουσουλμάνες, μολονότι, στην πορεία της ζωής, η μητρότητα και οι ευθύνες του νοικοκυριού έκαναν εντέλει τις πολιτικές απόψεις της πιο απλοϊ-
55
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 55
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 56
56
κές, πιο μετριοπαθείς. Γέννησε τρεις γιους. Ο Ραμίζ ζούσε στο κατώι του σπιτιού, αλλά τα δυο αδέλφια του είχαν μεταναστεύσει, ο ένας στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο άλλος στη Μεγάλη Βρετανία. Αντί για τις πολιτικές διαμάχες των ομοεθνών της, η Μαριάμ αγωνιούσε πλέον για το πότε θα ξανάβλεπε τα ξενιτεμένα της αγόρια, μια έγνοια πιθανώς κοινή για κάθε μάνα, όπου γης. Μπορεί να μην είναι μονάχα η Μαριάμ που αποχαυνώθηκε με τον καιρό. Ίσως γενικά οι άνθρωποι ήταν πιο σκεπτόμενοι στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν δεν ένιωθαν ν’ απειλούνται ολούθε από σιωνιστικές συνωμοσίες, συλλογιζόταν ο Ομάρ Γιούσεφ. Τώρα πια, οι πολιτικές απόψεις της Μαριάμ του προξενούσαν ανομολόγητη οργή, αλλά τουλάχιστον δεν αναφερόταν ποτέ στους νεκρούς ως μάρτυρες. Σε κάθε περίπτωση, ο Ομάρ Γιούσεφ ήθελε να κουβεντιάσει με τον γιο του για την υπόθεση του Τζορτζ Σαμπά και τις υποψίες που είχαν γεννηθεί μέσα του κατά την επίσκεψή του στην Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Ο Ραμίζ είχε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, και οι πελάτες του τον κρατούσαν ενήμερο ως προς τις καθημερινές εξελίξεις στην πόλη. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήθελε να ελπίζει ότι ο γιος του ίσως γνώριζε κάτι που θα βοηθούσε στην αθώωση του Τζορτζ. «Έχω την αίσθηση ότι ο Τζορτζ έχει πέσει θύμα σκευωρίας», είπε. «Αδυνατώ να πιστέψω πως συνεργαζόταν με τους Ισραηλινούς». «Δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει ο άλλος στην απόγνωσή του», είπε ο Ραμίζ. «Το μαγαζί του Τζορτζ είναι πάνω στον περιφερειακό, και είχε πελάτες Ισραηλινούς. Μονάχα που τώρα δε γίνεται να δουλέψει, γιατί η περιοχή πολιορκείται, και οι Ισραηλινοί πελάτες του φοβούνται να περάσουν. Οπότε η επιχείρησή του ζημιώνεται. Μπορεί να τον έπιασε απελπισία. Ίσως τον προσέγγισαν πράκτορες της Σιν Μπετ* και του είπαν πως όλα του τα προβλήματα θα λύνονταν αν έκανε κι εκείνος κάτι γι’ αυτούς». «Τον κατηγορούν μόνο και μόνο επειδή είναι χριστιανός. Αυ* Η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ισραήλ, με στελέχη στο στρατό και στην αστυνομία. (Σ.τ.Μ.)
τό είναι όλο. Δε σημαίνει ότι συνεργάστηκε πράγματι με τους Ισραηλινούς». «Μπορεί να θέλησε να βοηθήσει το αντίπαλο δέος ακριβώς επειδή είναι χριστιανός». Ο Ομάρ Γιούσεφ έμεινε εμβρόντητος. «Σου θυμίζω ότι κι εσύ στους φρέρηδες έχεις φοιτήσει. Στο ίδιο χριστιανικό σχολείο με τον Τζορτζ Σαμπά, στο χριστιανικό σχολείο όπου δίδασκα επί χρόνια». «Ρε μπαμπά, εγώ το μόνο που λέω είναι πως, όταν σ’ έναν άνθρωπο ασκούνται τέτοιου είδους πιέσεις, είναι ικανός να προβεί σε ενέργειες που δε θα περίμενες ποτέ κάτω από φυσιολογικές συνθήκες». «Να καταδικάσουμε δηλαδή όλους τους χριστιανούς για προδοσία;» Ο Ομάρ Γιούσεφ έγειρε προς το μέρος του όλο θυμό. «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Ωστόσο, βλέπεις, οι χριστιανοί είναι ήδη περιθωριοποιημένοι στις μέρες μας. Μπορεί να αισθάνονται ότι δε χρωστάνε την ίδια αφοσίωση στο λαό μας όσο οι μουσουλμάνοι». Ο Ομάρ Γιούσεφ άφησε το μαχαίρι του ξεφλουδίσματος κι έφαγε μια φέτα από το μήλο. «Είδα και τους αφοσιωμένους μουσουλμάνους που λες, το απόγευμα, να πυροβολούν στον αέρα για τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν». «Εγώ δεν πέρασα, γιατί πήγα στην κηδεία το πρωί», είπε ο Ραμίζ. «Κι εκεί τα ίδια νούμερα έκαναν οι πιστολάδες. Ώστε εμφανίστηκαν και στα συλλυπητήρια;» «Ναι, ήρθαν κι από κει. Αλλά κάτι παράξενο πρέπει να συνέβη το βράδυ του φόνου στο σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι τα παιδιά δεν ήταν μπροστά ν’ ακούσουν. «Θα θυμάσαι πως η Ντιμά είναι παλιά μου μαθήτρια. Μου είπε λοιπόν ότι άκουσε τον Λουάι να μιλάει με κάποιον στην αυλή του σπιτιού, λίγο πριν τον πυροβολήσουν. Και είδε και μια κόκκινη κουκκίδα, που προσπαθούσε να εστιάσει πάνω του». «Τον άκουσε να μιλάει;» «Ναι. Συγκεκριμένα, να λέει: “Α, εσύ είσαι, Αμπού Γουαλίντ”».
57
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 57
58
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 58
Ο Ραμίζ πιπίλιζε αργά αργά μια φέτα πορτοκάλι. «Μπαμπά, κάνε μου τη χάρη να σου εξηγήσω δυο απλά πράγματα. Αφενός, όταν οι Ισραηλινοί χρησιμοποιούν καταδότες, τους βάζουν να πλησιάσουν πρώτα σε απόσταση αναπνοής, για να ’ναι βέβαιοι ότι πρόκειται για το σωστό πρόσωπο. Όταν ο καταδότης δώσει το σήμα, ξέρουν πως η αναγνώριση έγινε στα σίγουρα και μόνο τότε πυροβολούν». «Κι εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά;» «Ο θείος Χαμίς μου τα εξηγούσε τις προάλλες, που πήγα να τον δω στο τμήμα. Διάβαζε την αναφορά τής υπηρεσίας πληροφοριών για μια από τις δολοφονικές επιθέσεις των Ισραηλινών στη Γάζα». «Δηλαδή, ο Αμπού Γουαλίντ είναι ο καταδότης; Ο άνθρωπος που οδήγησε τους Ισραηλινούς στον Λουάι;» «Έτσι φαίνεται. Προφανώς, χρειάζονταν κάποιον γνωστό του Λουάι για την αναγνώριση. Θα ’πρεπε να ’ρθει πολύ κοντά με τον Λουάι προκειμένου να τον αναγνωρίσει, ιδιαίτερα μες στο σκοτάδι». «Ε λοιπόν, ο Τζορτζ Σαμπά δεν τον ήξερε ούτε εξ όψεως τον Λουάι. Και ο Τζορτζ λέγεται Αμπού Νταχούντ, όχι Αμπού Γουαλίντ. Οπότε ιδού η απόδειξη της αθωότητάς του!» Ο Ομάρ Γιούσεφ άφησε το πιάτο του και άνοιξε τα χέρια όλο ενθουσιασμό. Ο Ραμίζ κόμπιασε. «Όσο για το άλλο που ήθελα να σου εξηγήσω, μπαμπά... σε παρακαλώ πολύ, μην ανακατευτείς σ’ αυτή την υπόθεση. Έτσι και πας στην ασφάλεια με τα στοιχεία που ’χεις, μπορεί να διαπιστώσεις ότι δουλεύουν ήδη για τους Ισραηλινούς. Είναι ικανοί να σου κλείσουν το στόμα επειδή απειλείς ν’ αποκαλύψεις την ταυτότητα κάποιου δικού τους πράκτορα. Επιπλέον, οι άνθρωποι που συνέλαβαν τον Τζορτζ Σαμπά δεν υπάρχει περίπτωση να τον έπιασαν τυχαία, χωρίς λόγο. Η σύλληψή του ήταν μια καλή πρόφαση για ξεκαθάρισμα λογαριασμών με κάποιον που είχαν προηγούμενα. Έτσι κινούνται οι μηχανισμοί στις μέρες μας». Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε το βράδυ που είχε δει τον Τζορτζ Σαμπά να ορμάει μες στη σκοτεινιά, τρέχοντας προς το μέρος των ενόπλων που πυροβολούσαν από την ταράτσα του. Με
κάποιον που είχαν προηγούμενα. Καταράστηκε τον εαυτό του που πήρε τον κατήφορο για το σπίτι του αντί να συντρέξει τον Τζορτζ. Ίσως ο φίλος του είχε έρθει αντιμέτωπος εκείνο το βράδυ με ανθρώπους που ετοιμάζονταν να πάρουν τη φρικαλέα εκδίκησή τους. Η Μαριάμ ακούμπησε το χέρι στον ώμο του Ομάρ Γιούσεφ. «Μην το ριψοκινδυνέψεις. Εσύ με κατακρίνεις πάντα που λέω τι γουρούνια και καθάρματα είναι όλοι τους. Αλλά, εάν υποψιαστούν πως πας να ξεσκεπάσεις δικό τους άνθρωπο, οι Ισραηλινοί είναι ικανοί να ’ρθουν και να σε μαζέψουν εδώ και τώρα». «Μα αφού δεν έκανα τίποτα», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ εκνευρισμένος. «Οι Ισραηλινοί δεν πρόκειται να ’ρθουν για μένα». «Και ούτε να διανοηθείς να κάνεις το παραμικρό. Σε παρακαλώ πολύ, μπαμπά», είπε ο Ραμίζ. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν έτοιμος να απαντήσει, μα ο Ραμίζ ύψωσε τα φρύδια γνέφοντας προς την πόρτα της κουζίνας. Η Νάντια είχε γείρει στο κούφωμα της πόρτας, με ύφος ανήσυχο. Δάγκωνε νευρικά τα δάχτυλά της. Η Σάρα πέρασε πλάι της βγαίνοντας από την κουζίνα με το τσάι. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε πόσην ώρα άραγε κρυφάκουγε η μικρή. Καταράστηκε την αδυναμία που είχε επιδείξει για άλλη μια φορά. Επειδή πίστευε ότι μπορούσε να σώσει τον Τζορτζ Σαμπά και να υπερασπιστεί την κληρονομιά της διδασκαλίας του, κινδύνευε να μπλέξει τη φαμίλια του με τα κατακάθια της ιντιφάντα. Εάν ήταν η κληρονομιά του που τον απασχολούσε, να την τώρα μπρος του, στο άνοιγμα της πόρτας, έντρομη – και ο τρόμος της οφειλόταν σε δικό του φταίξιμο. Δάσκαλος ήταν, όχι ντετέκτιβ. Ένιωθε τον κάλυκα να βαραίνει ακόμα στην τσέπη του σακακιού του, πιο βαρύς και από έναν τόνο λειωμένο μέταλλο. Άραγε, συλλογίστηκε, πόσο σύντομα θα τον ξεφορτωνόταν; Σήκωσε το χέρι κρατώντας μια φέτα μήλο. Η Νάντια πλησίασε μ’ ένα αχνό χαμόγελο κι έκανε να την πιάσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το βλέμμα της έπεσε στο θαμπό τζάμι της εξώπορτας. Ο Ομάρ Γιούσεφ έστρεψε το κεφάλι ακολουθώντας τη ματιά της. Κάποιος στεκόταν στο κατώφλι, και στο φωτεινό περίγραμμα του φανοστάτη διέκρινε ότι φορούσε στρατιωτικό μπερέ. Ένα κύμα
59
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 59
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 60
60
φόβου τον κυρίεψε, και το μήλο τού έπεσε από το χέρι πριν προλάβει να το πιάσει η Νάντια. Η φιγούρα στο κατώφλι άπλωσε το χέρι και χτύπησε την πόρτα.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 61
ΚεφΑλΑιο εΚτο
Ε ΤΟ ΒΛέΜΜα καρΦωΜέΝΟ ΣΤΗΝ πόρΤα, Ο ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ
σηκώθηκε αργά από το τραπέζι. Αισθανόταν μια ελαφριά ανακατωσούρα. Η σιλουέτα στο κατώφλι κουνιόταν πέρα δώθε, σαν να προσπαθούσε να ζεσταθεί λίγο μέσα στην παγωνιά της νύχτας. Χτύπησε πάλι την πόρτα. Η Μαριάμ σηκώθηκε. Ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στον άντρα της, άνοιξε την εξώπορτα. «Αχ, εσύ είσαι, Αμπού Αντέλ;» είπε η Μαριάμ, η φωνή της εγκάρδια. «Έλα, πέρασε». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν από ανακούφιση. Ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι για να στηριχθεί. Το ζην επικινδύνως δεν ήταν για άνθρωπο της δικής του κράσης. Ο άντρας στο κατώφλι γέλασε θαρρετά. «Πέρασα μόνο να σας ευχηθώ. Υγεία να ’χετε όλο το χρόνο!» Η φαμίλια αποκρίθηκε με μια άλλη παραδοσιακή ευχή του ραμαζανιού: «Είθε ο Αλλάχ να δεχτεί και τις δικές μας ευχαριστίες και τις δικές σου! » είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Η Νάντια άπλωσε το χέρι πίσω από την πλάτη του παππού της και πήρε μια φέτα μήλο. Χαμογέλασε καθώς το δάγκωνε, και το χαρωπό μουτράκι της του ξανάδωσε λίγη από τη χαμένη του δύναμη. Προχώρησε μέχρι την άκρη του τραπεζιού για να προϋπαντήσει τον Χαμίς Ζεϊντάν. «Σαν στο σπίτι σου, κι όλοι μας συγγενείς σου!» είπε καλωσορίζοντας τον επισκέπτη. Ο Χαμίς Ζεϊντάν αποδέχτηκε το χαιρετισμό φιλώντας τον Ομάρ πέντε φορές στα μάγουλα. Το δέρμα του προσώπου του ήταν τραχύ και γκριζωπό από την αξυρισιά. Τα μάτια του είχαν μια κατεργάρικη ευθυμία, χαλαρώνοντας από το συνηθισμένο
61
Μ
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 62
62
άγρυπνο βλέμμα που παρατηρούσε ο Ομάρ Γιούσεφ κάθε φορά που πετύχαινε τον φίλο του στην πόλη. Από την παιχνιδιάρικη γυαλάδα των ματιών του υπέθεσε ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν τα είχε τσούξει ήδη κάμποσο γι’ απόψε. Ο αρχηγός της αστυνομίας της Βηθλεέμ έβγαλε τον μπλε μπερέ, το περίγραμμα του οποίου είχε τρομάξει τόσο τον Ομάρ Γιούσεφ, κι έσιαξε τ’ άσπρα του μαλλιά, κοντοκουρεμένα και χτενισμένα προς τα πίσω. Δίπλωσε το πηλήκιο και το έχωσε κάτω από την επωμίδα του μπλε πουκαμίσου του, που έφερε ως έμβλημα έναν άσπρο αετό. Ο Χαμίς Ζεϊντάν ήταν συνομήλικος με τον Ομάρ Γιούσεφ. Γνωρίζονταν από τα φοιτητικά τους χρόνια στη Δαμασκό. Τον καιρό εκείνο ήταν αντίπαλοι στο βαρύ και δυσάρεστο πολιτικό κλίμα του πανεπιστημίου. Ο Χαμίς Ζεϊντάν, ένας από τους πρώτους ζηλωτές του παλαιστινιακού εθνικισμού, περιγελούσε την προσδοκία που έτρεφε ο Ομάρ Γιούσεφ, ότι όλοι οι Άραβες θα ενώνονταν και θα απελευθέρωναν την Παλαιστίνη. Ε λοιπόν, είχε αποδειχτεί πως είχε δίκιο. Στη Δαμασκό, ο Ομάρ Γιούσεφ και ο Χαμίς Ζεϊντάν είχαν γίνει στενοί φίλοι, όχι χάρη στην πολιτική αλλά χάρη στο ουίσκι. Οι δυο τους μεθοκοπούσαν κι έψαχναν για γκόμενες παρέα, παρόλο που ο Χαμίς Ζεϊντάν, ψηλότερος και προικισμένος με μάτια μπλε σαν του λαζουρίτη, είχε περισσότερες κατακτήσεις. Ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε ακολουθήσει τα στρατεύματα της PLO,* διατρέχοντας τη Μεσόγειο από την Ιορδανία μέχρι τη Συρία, τον Λίβανο και την Τυνησία. Αρχικά έχασε τα ίχνη του Ομάρ Γιούσεφ, εξαιτίας των περιορισμών που επέβαλλαν στις τηλεπικοινωνίες οι Ισραηλινοί, και στη συνέχεια έχασε και το αριστερό του χέρι, από μια χειροβομβίδα στη Βηρυτό. Όταν επέστρεψε στη Βηθλεέμ ως αρχηγός της αστυνομίας, η φιλία τους αναζωπυρώθηκε. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε κατενθουσιαστεί με το γυρισμό του. Εκ πρώτης όψεως, ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν έδειχνε να έχει αλλάξει σχε* Η διεθνώς γνωστή Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), που ιδρύθηκε το 1964, με σκοπό να ενώσει τις διάφορες ομάδες αντίστασης.
δόν καθόλου. Ωστόσο, ο Ομάρ Γιούσεφ σύντομα διαπίστωσε ότι ο φίλος του –και νυν αρχηγός της αστυνομίας, με βαθμό ταξίαρχου– ήταν τρομερά αποκαρδιωμένος και, κατά συνέπεια, μεθούσε πολύ συχνά σε βαθμό αυτοκαταστροφικό. Καμιά φορά, περνούσε από το γραφείο του να τον δει, στο καινούργιο αστυνομικό τμήμα, στη γωνία της Πλατείας της Φάτνης, και η βαριά μυρωδιά του ουίσκι μέσα στο ζεστό δωμάτιο έκανε τον αέρα αποπνικτικό σαν να μύριζε κάτουρο. Όταν ο Χαμίς Ζεϊντάν δρασκέλισε το κατώφλι την ώρα που τελείωναν το ιφτάρ, η απόπνοια γύρω του ήταν τόσο έντονη, ώστε ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε μήπως ο φίλος του υπέβαλλε πάλι τα παιδιά σε έναν από τους συνήθεις οργισμένους και αθυρόστομους εξάψαλμους εναντίον της κυβέρνησης και των διεφθαρμένων συναδέλφων του στην αστυνομία. Βέβαια, η ευφορία στα μάτια του αστυνομικού σήμαινε ότι δεν είχε φτάσει ακόμα στο σημείο της μέθης που έβγαζε στην επιφάνεια το μένος του, αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ δεν ήθελε να το ρισκάρει. Με το χέρι του στον στιβαρό ώμο του φίλου του, οδήγησε τον Χαμίς Ζεϊντάν στη σάλα. Οι δυο τους βολεύτηκαν στις βαριές, χρυσοκέντητες πολυθρόνες. Η Μαριάμ στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Τι να σε κεράσουμε, Αμπού Αμπντέλ; Να σου φέρω ένα γλυκάκι;» ρώτησε τον Χαμίς Ζεϊντάν χαμογελώντας. «Μαριάμ, ο φίλος μας είναι διαβητικός», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ένα καφεδάκι σκέτο φέρ’ του, και φέρε ένα και για μένα». Γυρνώντας προς το μέρος του Χαμίς Ζεϊντάν, του κούνησε το δάχτυλο. «Δε θα την αφήσω να σε διαφθείρει». «Είμαι ήδη διεφθαρμένος μέχρι το μεδούλι», είπε γελώντας ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Ουμ Ραμίζ, ό,τι και να μου φέρεις θα το τιμήσω. Είμαι σίγουρος πως θα ’ναι το νοστιμότερο έδεσμα έπειτα από μια ολάκερη μέρα νηστείας». «Δεν έχεις φάει ακόμα;» ρώτησε η Μαριάμ έκπληκτη. «Κάθισε στο τραπέζι. Έχει περισσέψει ένα σωρό μααλούμπα. Κάτι πρέπει να φας». Γύρισε προς το μέρος του Ομάρ Γιούσεφ και πρόσθεσε με αυστηρή φωνή: «Ιδίως άμα είσαι διαβητικός». «Μπα, να ’σαι καλά, πριν από λίγο τσίμπησα κάτι με τα παι-
63
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 63
64
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 64
διά στο τμήμα». Η φωνή του Ζεϊντάν πρόδιδε κάποια αμηχανία. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε πως ο φίλος του δεν είχε ανάγκη από φαΐ όσο το φλασκί στην τσέπη του ήταν γεμάτο. Ο ταξίαρχος φαινόταν αδύνατος, υποσιτισμένος. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σχεδόν σαν τα μαλλιά του, τόσο που το κομψό μουστάκι του, με φόντο τα χλομά, πρησμένα του μάγουλα, θα περνούσε απαρατήρητο αν δεν είχε μια λωρίδα νικοτίνης σαν λεκέ κάτω από τα ρουθούνια του. Άναψε τσιγάρο με το καλό του χέρι. Το αριστερό χέρι, ένα λεπτοδουλεμένο τεχνητό μέλος, ήταν ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας, μέσα στο σφιχτό, γυαλιστερό μαύρο γάντι που του φορούσε μονίμως. Κάποτε, ο Ομάρ Γιούσεφ είχε περάσει από το σπίτι του φίλου του νωρίς το πρωί, προτού εκείνος προλάβει να ντυθεί. Είχε προσέξει τότε ότι το ψεύτικο χέρι ήταν φτιαγμένο από ένα παράδοξα ξεπλυμένο πράσινο πλαστικό, σαν ένα κομμάτι αντισηπτικό σαπούνι ή σαν το εύθραυστο άκρο ενός εξωγήινου. Ο Ομάρ Γιούσεφ πολλές φορές σκεφτόταν ότι, αν δεν είχε δει με τα μάτια του τη δύσμορφη απόδειξη της αναπηρίας του φίλου του, το γάντι θα του φαινόταν κάπως μοχθηρό σε χέρι αστυνομικού, θαρρείς και ο ρόλος του ήταν να προφυλάσσει τα δάχτυλα του Χαμίς Ζεϊντάν όποτε γρονθοκοπούσε κάποιον ύποπτο. Όμως, αντί γι’ αυτό, είχε την αίσθηση ότι το γάντι υπονόμευε τη βαναυσότητα που ήταν αναγκαία στη δουλειά του φίλου του, σαν υπενθύμιση πως ήταν λειψός και όχι ένας καθ’ όλα ρωμαλέος άντρας. Καμιά φορά, όταν ο Χαμίς Ζεϊντάν ήταν τύφλα στο μεθύσι, καθόταν και κοίταζε το ψεύτικο χέρι μ’ ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Σε στιγμές νηφαλιότητας ωστόσο, ήταν κάπως αμήχανος και ακουμπούσε διακριτικά το χέρι στα γόνατά του. Επομένως, με το γαντοφορεμένο πρόσθετο μέλος του ακουμπισμένο ανέμελα στο μπράτσο της πολυθρόνας, ο Ομάρ Γιούσεφ υπολόγιζε πως ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν ήταν ακόμα εντελώς μεθυσμένος. Η Μαριάμ έφερε τα καφεδάκια κι ένα πιάτο μπακλαβά για τον μουσαφίρη. «Τον δικό σου δεν τον έφτιαξα σαάντα, Αμπού Αμπντέλ. Ξέρω ότι τον προτιμάς μαζμπούτα, οπότε σ’ τον ετοίμασα με μια ιδέα ζάχαρη, όσο πρέπει». Κι έριξε μια ματιά στον Ομάρ Γιού-
σεφ, σαν να ήταν αγένεια που είχε αναφερθεί στο διαβήτη του Χαμίς Ζεϊντάν. «Έτσι ανοιχτοχέρα είναι η Μαριάμ. Θα σου καλύψει και τα ιατρικά έξοδα, όταν χειροτερέψει ο διαβήτης», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ο μπακλαβάς της Μαριάμ είναι το καλύτερο γιατρικό», αποκρίθηκε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Και για την πλήρη θεραπεία χρειάζονται πολλά κομμάτια», είπε η Μαριάμ γέρνοντας με χάρη το κεφάλι. «Σας ευχαριστούμε, δόκτωρ Μαριάμ! Τώρα, εάν έχεις την καλοσύνη, θα ήθελα να συζητήσω με τον φίλο μας για κάτι πολύ σημαντικό», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Η Μαριάμ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ξέρει ότι σκοπεύω να του μιλήσω για την υπόθεση του Τζορτζ, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Εκτός από φίλος, ο Χαμίς Ζεϊντάν ήταν και αστυνομικός. Ο Ομάρ Γιούσεφ ετοιμαζόταν λοιπόν να διατυπώσει και επίσημα τις ανησυχίες του, ενώ η γυναίκα του στεκόταν ασάλευτη, σαν χαμένη, μη βρίσκοντας τρόπο να τον εμποδίσει τώρα που ήταν και ο ταξίαρχος μπροστά. «Αμπού Αμπντέλ», είπε, «πώς περνάνε η σύζυγος και τα παιδιά στο Αμάν;» Δε βρήκε τίποτα καλύτερο να ρωτήσει; Ο Ομάρ Γιούσεφ περίμενε κάτι πιο ευρηματικό από τη γυναίκα του. «Μια χαρά είναι, να ’σαι καλά που ρώτησες». «Μαριάμ...» Ο Ομάρ Γιούσεφ έριξε μια λοξή ματιά στην πόρτα. «Ε, να σας αφήσω να τα πείτε...» συνέχισε εκείνη. «Μόνο να μου τον προσέχεις, Αμπού Αμπντέλ, μην κάνει καμιά κουτουράδα». «Τον τελευταίο καιρό, μάλλον ο Αμπού Ραμίζ είναι αυτός που με φυλάει απ’ τις κουτουράδες», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. Η Μαριάμ έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Χαμίς Ζεϊντάν άπλωσε το καλό του χέρι, με την παλάμη ανοιχτή. «Συμβαίνει κάτι;» «Πιστεύει πως δε θέλω να συνεχίσω το δασκαλίκι». «Σ’ έπεισε να βγεις στη σύνταξη ο μπάσταρδος ο Αμερικάνος;» 5 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
65
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 65
66
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 66
«Μακάρι να ’ταν μόνο αυτό! Νομίζει ότι θέλω να γίνω ντετέκτιβ». «Θα ήσουν εξαιρετικός ντετέκτιβ. Κανένας δε θα σ’ έπαιρνε από φόβο. Θα σ’ εμπιστεύονταν οι πάντες, γιατί είσαι σαν τον σοφό, τίμιο θείο που θα θέλαμε να ’χαμε όλοι». «Τότε, γιατί δε με προσλαμβάνεις;» «Η αστυνομία μας δε σηκώνει την τιμιότητα». Ο Χαμίς Ζεϊντάν έγνεψε συνωμοτικά προς το μέρος του μπουφέ. Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε κι έβγαλε από το ντουλάπι ένα μπουκάλι Johnny Walker Black Label. Γέμισε ένα μεγάλο ποτήρι για τον Χαμίς Ζεϊντάν κι έβαλε το μπουκάλι στη θέση του. Έπειτα έδωσε το ποτήρι στον φίλο του. Αυτός κατέβασε μονομιάς μια γερή γουλιά, που τον έκαψε, και ξερόβηξε δυνατά. Ο Ομάρ Γιούσεφ κάθισε και ήπιε τον καφέ του. «Θέλω να μιλήσουμε για τον Τζορτζ Σαμπά», είπε. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έμεινε ακίνητος, με το ποτήρι ήδη μια ανάσα από τα χείλη του για τη δεύτερη γουλιά. Έριξε μια αυστηρή ματιά στον Ομάρ Γιούσεφ. «Θα μου πεις ότι είναι αθώος;» «Ναι». «Ε, αυτό δε χρειάζεται να ’σαι ντετέκτιβ για να το καταλάβεις». «Το ξέρεις κι εσύ;» «Έλα Ομάρ, ο τύπος είναι αρνί». «Ναι, αλλά στη δική σου φυλακή τον έχουν». «Η Ομάδα Πρόληψης μου τον κουβάλησε. Μπορεί να ’ναι στη φυλακή μου, πάντως δικός μου κρατούμενος δεν είναι». «Πώς μπορείς κι αφήνεις έναν αθώο άνθρωπο στη φυλακή;» «Μπορώ επειδή μιλάμε για τις φυλακές της Βηθλεέμ, στην Παλαιστίνη. Δε μιλάμε για την Κοπεγχάγη και το Άμστερνταμ. Ελπίζω να καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Είναι και κάτι ακόμα. Για ρίξε μια ματιά». Ο Ομάρ Γιούσεφ έβγαλε τον κάλυκα από την τσέπη του και τον έδωσε στον Χαμίς Ζεϊντάν. Ο αστυνομικός τον περιεργάστηκε για λίγο. Το χλομό πρόσωπό του πήρε όψη βλοσυρή. «Πού το βρήκες αυτό;» ρώτησε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Τι είδους όπλο ρίχνει τέτοιες σφαίρες;» «Πρώτα θα μου πεις πού το βρήκες».
«Δε θες να ξέρεις. Μακάρι να μην ήξερα ούτε εγώ, αλλά δυστυχώς...» Ο Ομάρ Γιούσεφ απέμεινε σιωπηλός. Κοιτάχτηκαν επίμονα στα μάτια ώσπου απέστρεψαν και οι δυο το βλέμμα. Ο Χαμίς Ζεϊντάν μίλησε πρώτος. «Πρόκειται για κάλυκα από σφαίρα 7,62 χιλιοστών. Τώρα, θα μου πεις πού το βρήκες;» «Τι είδους όπλο παίρνει τέτοιες σφαίρες;» «Πολυβόλο μεγάλου διαμετρήματος». «Σαν το πολυβόλο του Χουσεΐν Ταμάρι;» «Σαν το πολυβόλο του Χουσεΐν Ταμάρι, ναι», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν εκνευρισμένος. «Ο τύπος του λέγεται MAG». «Από πού το κατάλαβες;» «Στην πόλη συνήθως βρίσκεις καλάσνικοφ. Κι αυτά σφαίρες των 7,62 χιλιοστών παίρνουν. Αλλά οι σφαίρες του καλάσνικοφ έχουν μήκος 39 χιλιοστά. Τούτη δω πρέπει να ’ταν γύρω στα 51 χιλιοστά μαζί με τον κάλυκα. Οπότε μιλάμε για σφαίρα από MAG». Ο Χαμίς Ζεϊντάν αγριοκοίταξε τον Ομάρ Γιούσεφ. Τα μάτια του είχαν χάσει την πρωτύτερη εύθυμη γυαλάδα τους. Έμοιαζε εντελώς νηφάλιος. «Τι με κοιτάζεις έτσι αυστηρά;» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Άκου, θέλω να μου πεις γι’ αυτόν τον Ταμάρι. Εγώ, ό,τι ξέρω είναι απ’ τα διάφορα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στην πόλη». «Εσύ έχεις ζήσει περισσότερα χρόνια στη Βηθλεέμ, οπότε θα γνωρίζεις για τη φυλή του», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Τους Ταάμρα». «Ακριβώς. Μέχρι και πριν από πενήντα χρόνια, οι Ταάμρα, που λες, ήταν νομάδες της ερήμου. Σε κάποια φάση εγκαταστάθηκαν σε διάφορα χωριά στ’ ανατολικά, αλλά εξακολουθούν να υπακούνε στους αρχαίους νόμους της φυλής. Όλα τα μεγάλα κεφάλια στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων είναι Ταάμρα. Ένα μάτσο αλήτες, που κάνουνε κουμάντο στην πόλη σαν να είναι οικογενειακή τους υπόθεση». «Δηλαδή, όλοι αυτοί οι ένοπλοι είναι σόγια του Χουσεΐν Ταμάρι;» «Ναι, όλοι εκτός από έναν τύπο ονόματι Τζιχάντ Αουντέ», εί-
67
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 67
68
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 68
πε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Οι δικοί του είχαν εγκατασταθεί στο στρατόπεδο Άιντα, όταν ήρθαν το ’48 πρόσφυγες από ένα χωριό στην πεδιάδα προς Ραμάλα· δεν πρόκειται για μεγάλο σόι. Για τους Ταάμρα είναι πάντα ο ξένος, και του το υπενθυμίζουν διαρκώς. Ουσιαστικά, είναι κι αυτός το ίδιο κουμάσι όπως ο Χουσεΐν, αφού τον τρώει συνεχώς η ανάγκη ν’ αποδείξει ότι είναι πιο αδίστακτος απ’ τους Ταάμρα. Ο κτηνώδης ζήλος του νεοφώτιστου». «Εσύ γνωρίζεις ποιος μπορεί να έχει όπλο που παίρνει τέτοιες σφαίρες, στην ευρύτερη περιοχή της Βηθλεέμ;» «Καμιά εκατοστή Ισραηλινοί στρατιώτες πάνω κάτω». Ο Χαμίς Ζεϊντάν ακουγόταν θυμωμένος. «Και ο Χουσεΐν Ταμάρι. Είναι το σήμα κατατεθέν του, όπως ξέρεις. Το ’χει μονίμως περασμένο στο ζωνάρι του και το περιφέρει, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου θα βόλευε περισσότερο ένα απλό πιστόλι. Ούτε στον απόπατο δεν το αποχωρίζεται, φαντάζομαι. Και τώρα, Αμπού Ραμίζ, παλιόφιλε, για πες μου, πού τη βρήκες αυτήν τη σφαίρα;» Ο Ομάρ Γιούσεφ αφηγήθηκε τη μαρτυρία της Ντιμά για τη βραδιά του φόνου και την ανακάλυψη του κάλυκα στο πατικωμένο χορτάρι. «Ποιος επιθυμούσε άραγε να βγάλει τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν από τη μέση;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο Ομάρ Γιούσεφ. «Γιατί αυτός είναι ο αληθινός καταδότης, και όχι ο Τζορτζ Σαμπά. Ο Τζορτζ δεν έχει πολυβόλο MAG. Αμφιβάλλω ακόμα κι αν μπορεί να το σηκώσει, τέτοιο βαρύ πράμα. Πριν από τους πυροβολισμούς που ευθύνονται για το θάνατο του Λουάι, η γυναίκα του τον άκουσε να μιλάει με κάποιον μες στο σκοτάδι. Τον αποκάλεσε Αμπού Γουαλίντ. Ποιος να ’ναι άραγε αυτός ο Αμπού Γουαλίντ;» Ο Χαμίς Ζεϊντάν άναψε και δεύτερο Rothmans. «Αμπού Ραμίζ, η δουλειά του ντετέκτιβ μοιάζει λίγο με του ψυχιάτρου. Όταν καλείσαι να θεραπεύσεις μια ψυχική ασθένεια, πρέπει να ξέρεις καλά τι γίνεται μέσα στο κεφάλι σου, διαφορετικά κινδυνεύεις να καταντήσεις χειρότερα απ’ τους ασθενείς σου. Η αρρώστια μπορεί να εξαπλωθεί από το ένα μυαλό στο άλλο. Κάπως έτσι είναι και η δουλειά του αστυνομικού. Προκειμένου να πιάσεις έναν κακοποιό, πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι ο ίδιος σαν κακοποιός. Και άπαξ κι αρχίσεις να σκέφτεσαι σαν κακοποιός,
μπορεί να έχεις γίνει ήδη κακοποιός. Το θέμα είναι πως, άμα ο ψυχίατρος βγάλει λάθος διάγνωση, την πληρώνει ο ασθενής. Αλλά όταν κάνει λάθος ο ντετέκτιβ, το πληρώνει ο ίδιος για λογαριασμό του κακοποιού». «Αμπού Αμπντέλ, θέλω να ανακαλύψω τον αληθινό καταδότη». «Ακούς καθόλου τι σου λέω; Προσπαθώ να σε προειδοποιήσω ότι αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα». «Αυτό το καταλαβαίνω και χωρίς να είμαι ντετέκτιβ». «Μπορεί τώρα να είμαι αξιωματικός της αστυνομίας, αλλά για πολλά χρόνια υπήρξα τρομοκράτης, καταπώς συνηθίζουν να λένε. Στη Βηρυτό, στη Ρώμη, στο Παρίσι. Όπου μ’ έστελνε ο Μεγάλος. Το γνωρίζεις, άλλωστε. Όλοι τρομοκράτες ήμασταν – οι ίδιοι άνθρωποι που σε κυβερνάνε σήμερα. Γεγονός που μου δίνει ένα πλεονέκτημα σε σχέση μ’ εσένα. Εγώ ξέρω από πρώτο χέρι τι πάει να πει κίνδυνος». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγειρε προς το μέρος του. «Ήσασταν πράγματι τρομοκράτες, κι εσύ και τα εξόριστα φιλαράκια σου της PLO. Και τι καταλάβατε; Τώρα σας τρομοκρατούν άλλοι. Άνθρωποι σαν τον Χουσεΐν Ταμάρι. Εγώ τρομοκράτης δεν υπήρξα ποτέ, κι ούτε δέχομαι να με τρομοκρατούν». Ο Χαμίς Ζεϊντάν έκανε ένα μορφασμό, σαν να μην μπορούσε να καταπιεί την επόμενη κουβέντα του. «Βάλε μου ακόμα ένα ποτάκι». Ο Ομάρ Γιούσεφ πήρε το μπουκάλι και το ακούμπησε στο τραπεζάκι, μπροστά στον φίλο του. Ο αστυνομικός γέμισε ως απάνω το ποτήρι του, μιλώντας παράλληλα. «Ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν δούλευε για μένα, υποτίθεται. Ήταν υπαρχιφύλακας στο αστυνομικό τμήμα του Ιρτάς. Αλλά ξέρεις πώς είναι τα πράγματα στις μέρες μας. Όλοι παριστάνουν τους στρατηγούς. Γέμισε ο τόπος στρατιωτικές μεγαλοφυΐες. Όλοι θέλουν μια ευκαιρία να συντρίψουν τους Ισραηλινούς. Κανένας δε γίνεται ήρωας κόβοντας κλήσεις ή επεμβαίνοντας σε οικογενειακές διαμάχες, μα έτσι κι αδειάσεις μερικές σφαίρες σ’ ένα ισραηλινό όχημα, γίνεσαι αυτομάτως πρωταθλητής της αντίστασης. Δεν ήταν αλήτης ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Όμως, δεν ήταν κι έτοιμος να κάνει τον αστυ-
69
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 69
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 70
70
νόμο. Άλλος ένας απόβλητος, απ’ αυτούς τους αναθεματισμένους πιτσιρικάδες που τρέφουμε στους κόλπους μας με τόση επιτυχία». «Και γιατί να θέλουν να τον σκοτώσουν;» «Οι Ισραηλινοί θέλανε να τον φάνε επειδή καθάρισε έναν κάτοικο του καταυλισμού στην υπόγεια διάβαση τον περασμένο μήνα». «Είχε σκοτώσει άνθρωπο;» «Κάθε μέρα γίνονται τέτοια. Μην κάνεις λες και δεν το ξέρεις». «Ναι, αλλά ποιος άλλος μπορεί να ’θελε να τον σκοτώσει; Κανένας Παλαιστίνιος μήπως;» Ο Χαμίς Ζεϊντάν απέμεινε σιωπηλός. Το πρόσωπό του, ανέκφραστο και παγερό. Κατέβασε το υπόλοιπο ουίσκι με μια γουλιά κι έσβησε με βία το τσιγάρο του στο κρυστάλλινο σταχτοδοχείο του τραπεζιού. «Να πηγαίνω κι εγώ σιγά σιγά, Αμπού Ραμίζ». «Περίμενε, εσύ κάτι γνωρίζεις και δεν το λες». «Ένα έχω να σου πω, Αμπού Ραμίζ. Όποιος έριξε τη σφαίρα που βρήκες έχει το δίχως άλλο κάμποσες ακόμα, και κατά πάσα πιθανότητα δεν τον νοιάζει και τόσο ποιον θα καθαρίσει για να πετύχει αυτό που θέλει. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Ο Χαμίς Ζεϊντάν σηκώθηκε. Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε μαζί του. «Δώσ’ μου τον κάλυκα. Θέλω να τον φυλάξω, έτσι κι αλλιώς». Ο Χαμίς Ζεϊντάν πίεσε τον κάλυκα στην παλάμη του Ομάρ Γιούσεφ. «Είσαι άνθρωπος με πυγμή, και ξέρω πως μπορείς να γίνεις τρομερά ξεροκέφαλος. Αλλά είμαι φίλος σου, κι οφείλω να σε προειδοποιήσω ότι, ως δάσκαλος, δεν έχεις καμιά δουλειά να μπλεχτείς με τέτοιες υποθέσεις». «Τι δάσκαλος μου τσαμπουνάς; Αφού πριν από λίγο μου ’λεγες ότι θα ’μουνα καλός ντετέκτιβ». Ο Χαμίς Ζεϊντάν κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Στην Παλαιστίνη δε γίνεται και καλός και ντετέκτιβ», είπε.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 71
ΚεφΑλΑιο εβΔομο
αδίζΟΝΤαΣ ΒΙαΣΤΙκά ΣΤΟΝ κΕΝΤρΙκό δρόΜΟ ΤΗΣ ΝΤΕχάϊΣα,
Ο Ομάρ Γιούσεφ κατευθυνόταν προς το σχολείο των Ηνωμένων Εθνών. Ο κρύος άνεμος της αυγής ερχόταν δριμύς από την κοιλάδα, φυσώντας βόρεια προς την Ιερουσαλήμ και φέρνοντας μαζί του αναθυμιάσεις ντίζελ. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε ξυπνήσει μ’ έναν πονοκέφαλο που χειροτέρευε όσο περπατούσε. Το δίχως άλλο, ήταν το αποτέλεσμα του άγχους που του είχαν προκαλέσει οι προειδοποιήσεις του Χαμίς Ζεϊντάν. Την προηγουμένη, μετά βίας είχε καταφέρει να κλείσει λίγο τα μάτια του έπειτα από τη συνομιλία που είχε με τον Χαμίς Ζεϊντάν. Ο Ομάρ Γιούσεφ θεωρούσε εαυτόν ελεύθερο πνεύμα, άνθρωπο σκεπτόμενο, που αμφισβητούσε τη νοοτροπία με την οποία η πλειονότητα των ανθρώπων γύρω του αντιμετώπιζε τον κόσμο. Όμως, η προηγούμενη βραδιά τον είχε γεμίσει αμφιβολίες. Άγρυπνος στο κρεβάτι, συλλογιζόταν: Όλο παχιά λόγια είσαι, Ομάρ. Την ώρα της δράσης σε παραλύει ο φόβος, σε τρομοκρατεί η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να σου κάνει κακό. Όταν με τα πολλά αποκοιμήθηκε, ξύπνησε πάλι ξαφνικά μέσα στη νύχτα, έντρομος. Νόμιζε πως ο Χουσεΐν Ταμάρι βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα. Η καρδιά του σφυροκοπούσε, όσο και αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι κανένας δεν κρυβόταν μες στο σκοτάδι, και ότι ο μοναδικός ήχος ήταν το ελαφρύ σφύριγμα από το ανάλαφρο ροχαλητό της Μαριάμ. Πίστευε στ’ αλήθεια πως ο Χουσεΐν Ταμάρι ήταν παρών στη δολοφονία του Λουάι μόνο και μόνο επειδή είχε βρει έναν κάλυκα; Για ποιο λόγο ο αρχηγός της αντίστασης όλης της Βηθλεέμ να συνεργαστεί με τους Ισραηλινούς; Γιατί να θέλει το θάνατο του Λουάι; Ο Χαμίς Ζεϊντάν του είχε πει ότι το ίδιο πελώριο πολυβόλο χρησιμοποιούσαν και οι Ισραηλι-
71
Β
72
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 72
νοί στρατιώτες. Ίσως ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν είχε κάνει λάθος θεωρώντας ότι απευθυνόταν στον περίφημο Αμπού Γουαλίντ. Ο Λουάι μπορεί απλώς να νόμισε πως είχε αναγνωρίσει τον άνθρωπο που καραδοκούσε το γυρισμό του. Είχε ήδη σκοτεινιάσει για τα καλά, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ντιμά. Μπορεί να επρόκειτο για μέλος κάποιου τάγματος εφόδου των Ισραηλινών, που καιροφυλακτούσε μες στα πεύκα. Όταν χάραξε το πρώτο φως και ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε από το κρεβάτι του, ξανάπιασε τις ίδιες σκέψεις. Έτσι και βρεθώ κοντά στα ίχνη του Αμπού Γουαλίντ, διατρέχω τον κίνδυνο να επιχειρήσει να με σταματήσει, ακόμα και να μου κάνει κακό, όση προστασία κι αν μου παρέχουν τα σόγια μου και οι διασυνδέσεις τους με μπράβους τής Χαμάς και της Φατάχ. Αν όμως ο Αμπού Γουαλίντ δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, αν ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν απλώς έκανε λάθος, κανένας δε θα με εκλάβει ως απειλή. Μπορεί να κινδυνεύω, αλλά μόνον εφόσον βρίσκομαι όντως στα ίχνη του ανθρώπου που παγίδεψε τον Τζορτζ Σαμπά, και αν ισχύει κάτι τέτοιο, ξέρω πως έχω το δίκιο με το μέρος μου και πως η ταυτότητα αυτού του ανθρώπου πρέπει να έρθει στο φως. Τη στιγμή εκείνη ο Ομάρ Γιούσεφ κατάλαβε ξεκάθαρα τι όφειλε να κάνει. Προσπάθησε να κρατήσει τις σκέψεις αυτές κυρίαρχες στο νου του οδεύοντας προς το σχολείο. Ένα Blackhawk πέρασε ξαφνικά πάνω από το κεφάλι του Ομάρ Γιούσεφ, με κατεύθυνση προς τα νότια. Το ισραηλινό ελικόπτερο διέσχισε τα χαμηλά, σκούρα σύννεφα, σε μια αναγνωριστική πτήση πάνω από τον καταυλισμό. Ο υπόκωφος ήχος του τρόμαξε ένα εικοσάχρονο παλληκαράκι με νοητική υστέρηση που ο Ομάρ Γιούσεφ πετύχαινε συχνά στο δρόμο για το σχολείο. Κατά κανόνα, το αγόρι, που το έλεγαν Ναγίφ, ροβολούσε κατά μήκος του δρόμου με υπερβολικά μεγάλες δρασκελιές, μιλώντας ζωηρά στον εαυτό του και κουνώντας αυστηρά το δάχτυλο στα διερχόμενα ταξί. Μόλις άκουσε το μπάσο φτεροκόπημα του ελικοπτέρου, το αγόρι πανικοβλήθηκε. Κόλλησε τα χέρια στο μακρουλό, ωοειδές κεφάλι του και άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές. Ο Ομάρ Γιούσεφ πλησίασε το αγόρι. Του χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι με την παλάμη στραμμένη στον ουρανό, σαν να προσπα-
θούσε να δει αν ψιχάλιζε. Το αγόρι μιμήθηκε τη χειρονομία του κοιτάζοντας τα σύννεφα. Έπειτα από λίγο χαμογέλασε και του είπε με τη δυσνόητη λαλιά του: «Βροχούλα είναι, θείο». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά και απόθεσε καθησυχαστικά το χέρι του στον ώμο του Ναγίφ, προτού συνεχίσει το δρόμο του. Ήταν γεγονός ότι το πήγαινε για βροχή, κρίνοντας από τα σύννεφα που διαπερνούσε το Blackhawk. Και θα έριχνε πολύ νερό. Τα αυλάκια που είχαν χαράξει στο πέρασμά τους τα τανκς θα γέμιζαν λάσπη. Η ψιλή σκόνη του δρόμου θα έβαφε τη βροχή στο χρώμα του κάτουρου, και καθώς τα λασπόνερα θα ξεχύνονταν στις πλαγιές, θα μούσκευαν τα σκαρπίνια του Ομάρ Γιούσεφ αφήνοντας χωμάτινα στίγματα, που θα ήθελαν ώρες προσεκτικό γυάλισμα για να φύγουν. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν ήταν θρήσκος και με δυσκολία θυμόταν ρητά από το Κοράνι, αλλά τα λόγια του ιερού βιβλίου για τη βροχή ήρθαν στο νου του ενώ άφηνε πίσω του το ανάπηρο παλληκάρι: «Να γνωρίζεις ότι ο Αλλάχ ανασταίνει τη γη μετά το θάνατό της». Ο Αλλάχ, βέβαια, ισχυριζόταν ότι θα νεκρανάσταινε όλους τους πιστούς την Ημέρα της Κρίσεως. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε τριγύρω του καθώς πλησίαζε στο σχολείο των Ηνωμένων Εθνών. Τα λερά σοκάκια του καταυλισμού είχαν μια όψη ερήμωσης στο σκληρό πρώτο φως της χειμωνιάτικης μέρας. Ο Αλλάχ δεν ξαναζωντάνευε τη γη. Πολλαπλασίαζε τις ψυχές που την κατοικούσαν, άφηνε όμως την ποιότητα ζωής τους να φθίνει διαρκώς, αποστραγγίζοντας την ουσία της ύπαρξής τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ δε σκεφτόταν ποτέ ότι η ζωή είναι χαμένος κόπος – ποιος αληθινός παιδαγωγός θα σκεφτόταν με αυτόν τον τρόπο; Τώρα, αναρωτήθηκε πότε θα ξανάδινε ζωή και στον ίδιο ο Αλλάχ. Να πάρει η οργή, μονάχος του θα έπρεπε να ξαναζωντανέψει, και η υπόθεση του Τζορτζ Σαμπά θα ήταν το μέσο. Μια ψηλή μαύρη πέτρα, λαξεμένη στο σχήμα του χάρτη της Παλαιστίνης, στεκόταν πάνω σε μια πλίνθο στην είσοδο του σχολείου. Οι διαστάσεις του χάρτη περιέκλειαν την ευρύτερη Παλαιστίνη, από τα κυματιστά λιβανέζικα σύνορα μέχρι τη μακρόστενη διχάλα της ερήμου Νεγκέβ, το πλήρες κράτος στο οποίο θα επέστρεφαν οι πρόσφυγες σύμφωνα με την ηγεσία του καταυλι-
73
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 73
74
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 74
σμού. Το μνημείο είχε σκοπό να κάνει αυτές τις βλέψεις σθεναρές και απτές, κι ανθεκτικές σαν την πέτρα. Κάθε φορά που το προσπερνούσε, ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε ότι το πελώριο αγκωνάρι θα έπεφτε να τον πλακώσει, συνθλίβοντάς τον με την απελπιστική πολιτική ακαμψία των ομοεθνών του. Το βλέμμα του στεκόταν στο σημείο του λείου πέτρινου χάρτη όπου κάποτε βρισκόταν το χωριό του. Διόρθωση: το χωριό του πατέρα του. Ο ίδιος δεν είχε δικό του χωριό. Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε το απαλό πιτσίλισμα της βροχής στον κασμιρένιο του μπερέ. Σήκωσε το κεφάλι και μια σταγόνα έβρεξε τα χείλη του. Θυμήθηκε που είχε απλώσει το χέρι μπροστά στο ανάπηρο παλληκαράκι σαν να περίμενε την πρώτη ψιχάλα. Έφερα τη βροχή, σκέφτηκε γελώντας με τα χάλια του. Ο Ομάρ Γιούσεφ μπήκε στο σχολείο των Ηνωμένων Εθνών. Προχώρησε στο διάδρομο, χαιρετώντας όσους δασκάλους έβλεπε περνώντας. Έφτασε στο γραφείο του Κρίστοφερ Στέντμαν, χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Ο διευθυντής δε σηκώθηκε και ο Ομάρ Γιούσεφ δεν κάθισε. Ο χώρος δε μύριζε πια. Κάποιος πρέπει να είχε σφυρίξει στον Στέντμαν ότι ο ιστορικός τους τον κορόιδευε, ή μπορεί απλώς ο ίδιος ο Αμερικάνος να είχε αποφασίσει πως ήταν ώρα να πλυθεί, ακόμα και αν παρέβαινε τις αρχές του ραμαζανιού. Ο Ομάρ Γιούσεφ στάθηκε μπροστά στο γραφείο του και είπε: «Είμαι έτοιμος να συζητήσω το ενδεχόμενο της συνταξιοδότησής μου». Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόφτασε να διακρίνει το ελάχιστα συγκαλυμμένο χαμόγελο που τρεμόπαιζε στις άκρες των χειλιών του Στέντμαν, προτού ο Αμερικάνος πάρει το σοβαρό ύφος του. «Πιστεύω ότι έκρινες ορθά, Αμπού Ραμίζ». «Την οριστική απόφασή μου θα την έχεις στο τέλος του μήνα. Στο μεταξύ, θα ήθελα μερικές μέρες άδεια. Εάν απέχω καμιά δεκαπενταριά μέρες απ’ τη δουλειά, ίσως διαπιστώσω ότι μ’ αρέσει η απραξία και καταλήξω ότι θέλω να βγω στη σύνταξη εδώ και τώρα. Δεν έχεις αντίρρηση, βέβαια», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Υποθέτω πως θα δυσκολευτούμε να τα φέρουμε βόλτα χωρίς εσένα». Ο Στέντμαν ρούφηξε τον αέρα μέσα από τα σφιγμένα δόντια του, σαν να πάλευε μ’ ένα αμήχανο δίλημμα, αν και ο
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 75
75
Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι κάπως έτσι πρέπει να ακούγεται ο συριγμός του φιδιού. «Θα αναλάβω προσωπικά ορισμένα τμήματά σου και θα χρειαστεί να προσλάβουμε επίσης κάποιον αναπληρωτή. Αλλά θα τα βολέψουμε». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε βαθιά περιφρόνηση γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν φανερή η ανακούφιση στο πρόσωπό του τώρα που το πρόβλημα με τον Ομάρ Γιούσεφ είχε σχεδόν επιλυθεί. Ο Αμερικάνος θα ξεφορτωνόταν έναν καθηγητή που του αντιμιλούσε. Δε θα ήταν αναγκασμένος να εξηγεί στους προϊσταμένους του για ποιο λόγο η κυβέρνηση διαμαρτυρόταν για το σχολείο του, μόνο και μόνο εξαιτίας των εκπαιδευτικών απόψεων ενός γηραλέου στραβόξυλου. Ώρες ώρες, ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτιόταν μήπως ήταν υπερβολικά αυστηρός με τους συμπατριώτες του. Δες και τον Αμερικάνο, σκέφτηκε. Μπορεί να μεγάλωσε μ’ όλα τα πλεονεκτήματα που παρέχουν η ελευθερία και η δημοκρατία και η ευμάρεια και η παιδεία, ωστόσο είναι ίδιος κι απαράλλαχτος με τους δικούς μας τους γραφειοκράτες, που σκύβουν το κεφάλι στην κυβέρνηση ακόμα κι όταν οι κανόνες παραβιάζονται σκανδαλωδώς. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο Στέντμαν αδιαφορούσε εντελώς για τις μαθήτριες του σχολείου. Οι οικονομικές απολαβές του ήταν ανεξάρτητες από το επίπεδο της εκπαίδευσής τους. Σ’ ένα δυο χρονάκια θα τσέπωνε το μισθό των Ηνωμένων Εθνών για τη δωρεάν διανομή προφυλακτικών σε νταλικέρηδες της Μοζαμβίκης, ή για τα τρέχοντα έξοδα κανενός ταπητουργείου σε γυναικείες φυλακές της Καμπούλ. Καθώς ο Στέντμαν μιλούσε επιδοκιμαστικά για τη συνταξιοδότησή του, ο Ομάρ Γιούσεφ κόντεψε ν’ αλλάξει γνώμη. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει τον κάθε δευτεροκλασάτο δασκαλάκο –ή, ακόμα χειρότερα, τον Στέντμαν– να διδάσκει στα κορίτσια την αλγεινή κυβερνητική εκδοχή της ιστορίας. Χρειαζόταν όμως χρόνο για να ανακαλύψει την αλήθεια, για να σώσει τον Τζορτζ Σαμπά. Έκανε μεταβολή και βγήκε από το γραφείο του Στέντμαν.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 76
ΚεφΑλΑιο ογΔοο
76
Ο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ ξΕπάρκαρΕ ΤΟ αΜάξΙ ΤΟυ από ΤΟ παΛΙό,
πετρόχτιστο υπόστεγο στον ελαιώνα, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Καθώς περνούσε οδηγώντας μπροστά από το σπίτι, η Μαριάμ κοίταζε από το παράθυρο της κουζίνας. Η όψη της μαρτυρούσε την κατάπληξή της που ο Ομάρ δε βρισκόταν στο σχολείο, μα εκείνος προσποιήθηκε ότι δεν την είδε και στρίβοντας βγήκε στη φαρδιά λεωφόρο προς τη Βηθλεέμ και την Μπέιτ Τζαλά. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν ήταν καλός οδηγός και διέσχιζε τους γλιστερούς δρόμους με χαμηλή ταχύτητα. Δεν τον προβλημάτιζαν τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, που περνούσαν από δίπλα του σαν ορμητικό ποτάμι, ούτε οι αγανακτισμένοι ταξιτζήδες, που κορνάριζαν με λύσσα ώσπου να βρουν τελικά μια ευκαιρία να τον προσπεράσουν. Στη διασταύρωση όπου θα έστριβε αριστερά, στην ανηφόρα προς την Μπέιτ Τζαλά, ένας ισχνός αστυνομικός έτρεχε ξεψυχισμένα πέρα δώθε, πασχίζοντας του κάκου να κατευθύνει τη ροή των οχημάτων. Ο Ομάρ Γιούσεφ έστριψε αργά κόβοντας το αντίθετο ρεύμα και αναγκάζοντας τους οδηγούς να φρενάρουν απότομα κορνάροντας εν χορώ. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε κυριευθεί από ένα αγριεμένο πείσμα έπειτα από τη συνάντησή του με τον Στέντμαν. Στο νου του στριφογύριζαν διαρκώς τα δεδομένα της υπόθεσης Αμπντέλ Ραχμάν. Εφόσον διαπίστωνε ποια ήταν η σύνδεση με τον Τζορτζ Σαμπά, θα μπορούσε να ανακαλύψει τα στοιχεία του αληθινού καταδότη. Θα χρειαζόταν απτές αποδείξεις, αλλά η αποκάλυψη της ταυτότητας του ανθρώπου που είχε οδηγήσει στην πραγματικότητα τους Ισραηλινούς στον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν θα ήταν
τουλάχιστον το πρώτο βήμα. Ωστόσο, αν οι Ισραηλινοί είχαν σκοτώσει τον Λουάι χωρίς τη βοήθεια κάποιου συνεργού, το όλο εγχείρημα του Ομάρ Γιούσεφ θα γινόταν πολύ πιο δύσκολο. Όλοι ζητούσαν έναν αποδιοπομπαίο τράγο για τη δολοφονία, και θα ήταν ευκολότερο να τους πείσει να αντικαταστήσουν τον κρατούμενό τους μ’ έναν άλλον ένοχο, από το να έρθουν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο ότι μοναδικοί υπόλογοι ήταν οι απρόσιτοι στρατιώτες. Σίγουρα πάντως, κάποιος παραμόνευε στους θάμνους τη νύχτα που σκότωσαν τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, και ο Ομάρ Γιούσεφ έπρεπε να τον βρει. Ο Ομάρ Γιούσεφ μετά βίας έβλεπε πού πήγαινε το αμάξι. Έγειρε μπροστά στο παρμπρίζ κι έτριψε το εσωτερικό του με το μαντίλι του. Η σιγανή βροχή εξακολουθούσε να περιορίζει την ορατότητά του. Αφού επιβράδυνε ακόμα περισσότερο για λίγη ώρα, θυμήθηκε να βάλει μπρος τους υαλοκαθαριστήρες. Τα λαστιχένια πτερύγια ήταν ακόμα γεμάτα από το καλοκαιριάτικο χώμα και κάλυψαν το παρμπρίζ με καφετιές κηλίδες λάσπης, ώσπου η βροχή το καθάρισε. Ο Ομάρ Γιούσεφ κρατούσε το τιμόνι σφιχτά καθώς ανηφόριζε στον φιδογυριστό δρόμο προς την Μπέιτ Τζαλά. Ένα φορτηγό κατέβαινε με μεγάλη ταχύτητα το λόφο, και ο Ομάρ Γιούσεφ, στρίβοντας απότομα, κόντεψε να σταματήσει. Αμέσως, τα αυτοκίνητα πίσω του άρχισαν να κορνάρουν όλα μαζί, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, λες και τα φρένα τους ήταν συνδεδεμένα με το κλάξον. Ξεκίνησε πάλι. Οι υαλοκαθαριστήρες μούγκριζαν. Η βροχή είχε σταματήσει. Ο Ομάρ Γιούσεφ έκοψε στα δεξιά του δρόμου, για να κλείσει τους υαλοκαθαριστήρες που έτριζαν, έπειτα συνέχισε μέχρι την κορυφή του λόφου. Περνώντας από τη Λέσχη Ελλήνων Ορθοδόξων, θυμήθηκε το δείπνο του με τον Τζορτζ Σαμπά. Το νοτισμένο γκριζωπό πέτρινο κτήριο είχε μια όψη εγκατάλειψης, σαν το τραχύ πρόσωπο ενός γέρου που έχει χαθεί. Ένας μοναχικός ένοπλος φρουρούσε το τελευταίο τμήμα του δρόμου που οδηγούσε στο σπίτι του Τζορτζ Σαμπά. Με εμφανή αδιαφορία έκανε νόημα στον Ομάρ Γιούσεφ να σταματήσει, και απομακρύνθηκε μ’ έναν πήδο από τη μέση καθώς το αμάξι φρέναρε πιο ανεξέλεγκτα απ’ ό,τι μάλλον περίμενε. Ο Ομάρ Γιού-
77
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 77
78
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 78
σεφ το διασκέδασε πολύ που είχε αναγκάσει τον ένοπλο να σαλτάρει στο πεζοδρόμιο. Τα σιχαινόταν αυτά τα αλητάκια, ένα μάτσο παιδαρέλια όλα τους, που αντιμετώπιζαν τους πιο ηλικιωμένους με βλέμμα θρασύ και παγερό και χειρονομίες όλο περιφρόνηση. Ο σεβασμός προς τους μεγαλυτέρους ήταν μια αξία την οποία προσπαθούσε ανέκαθεν να ενσταλάζει στους μαθητές του, και τούτοι οι ένοπλοι δε διέθεταν ούτε μια στάλα σεβασμού. «Είσαι στα καλά σου; Κόντεψες να με σκοτώσεις!» ούρλιαξε ο ένοπλος. Ο Ομάρ Γιούσεφ έσβησε τη μηχανή και βγήκε με το πάσο του από το αμάξι. «Δεν μπορείς να παρκάρεις εδώ. Ο δρόμος είναι κλειστός, δε βλέπεις το μπλόκο;» Ο Ομάρ Γιούσεφ έκανε μια περιστροφή επιδεικνύοντας την άπλα του δρόμου. «Χώρος υπάρχει, και μάλιστα άφθονος», είπε. «Μέχρι τανκ χωράει να περάσει, αν και φαντάζομαι ότι, έτσι και πλάκωναν στ’ αλήθεια οι Ισραηλινοί με κανένα τανκ, δε θα καθόσουν να τους σταματήσεις». «Πού πας;» Η αγένεια του οπλισμένου πιτσιρικά εξόργιζε τον Ομάρ Γιούσεφ και τον έκανε μια ιδέα παράτολμο. Επέστρεψε στο αμάξι του και κλείδωσε την πόρτα του οδηγού. «Για καλό και για κακό, ας κλειδώσω. Ξέρω πως το σινάφι σας κλέβει κι αυτοκίνητα. Και το δικό μου ίσως είναι πιθανός στόχος, αφού, εξαιτίας σας», είπε κοιτάζοντας ολόγυρα το δρόμο, «είναι το μοναδικό αυτοκίνητο σ’ όλο το χωριό που δεν έχει γίνει σουρωτήρι απ’ τις σφαίρες». Ο ένοπλος έμοιαζε συγχρόνως έξαλλος και φοβισμένος. Στο κάτω κάτω, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ότι λέω την αλήθεια. Ίσως, για μια φευγαλέα στιγμή, ο νεαρός πάλευε με τα υπολείμματα του σεβασμού προς τους μεγαλυτέρους του, που βαθμιαία εξαντλούνταν και στον ίδιο και σε όλη τη γενιά του. Μπορεί να μην είχε πολύ καιρό στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων, και να μην είχε μάθει ακόμα να αγνοεί τις παραδόσεις με τη δική τους πρωτόγνωρη αλαζονεία. «Πού πας, λέμε;» φώναξε ο νεαρός ένοπλος. Η φωνή του θυμωμένη και την ίδια στιγμή διστακτική.
Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε ότι ο νεαρός είχε αρχίσει ήδη να οπισθοχωρεί, αντιμέτωπος με την αυτοπεποίθηση του μεγαλύτερου άντρα. «Είμαι ντετέκτιβ και διεξάγω μια έρευνα υψίστης σημασίας για την εθνική ασφάλεια. Και να ’χεις το νου σου στο αμάξι μου, αλλιώς ο Χουσεΐν Ταμάρι θα σου πάρει το κεφάλι». Ο ένοπλος κλότσησε μια πέτρα στο χαντάκι με χαμηλωμένα μάτια. Η αντίδραση ενός χολωμένου, ηττημένου μικρού παιδιού. Ο Ομάρ Γιούσεφ χαμογέλασε. Στο δρόμο δεν υπήρχε κανένας. Ακόμα και χωρίς το μουντό προπέτασμα της βροχερής συννεφιάς, το μέρος θα ήταν πάλι σκέτη μελαγχολία. Τα παράθυρα των σπιτιών στην αριστερή πλευρά του δρόμου, κόσκινο από τις σφαίρες, ήταν φραγμένα με σάκους άμμου. Τα σπίτια στη δεξιά πλευρά πρέπει να είχαν ακόμα χειρότερα χάλια. Η πίσω όψη τους έβλεπε στην κοιλάδα, ακριβώς απέναντι από τα οχυρώματα των Ισραηλινών, και δεχόταν απευθείας τα περισσότερα πυρά. Ωστόσο, χάρη στην προστασία που του πρόσφερε ο δρόμος, ο Ομάρ Γιούσεφ μπορούσε να απολαύσει τις εξαίσιες παλιές τουρκικές αψίδες, τα τετραγωνισμένα σπίτια, τόσο ευχάριστα στο μάτι, και τον καθάριο αέρα που είχε αφήσει η βροχή στο πέρασμά της. Παρόλο που ο ουρανός ήταν εδώ και μέρες γεμάτος απειλητικά σύννεφα, η σημερινή νεροποντή ήταν η πρώτη. Ρούφηξε με ευχαρίστηση τη μυρωδιά που ανέδιδε το μουσκεμένο χώμα ολόγυρά του καθώς πλησίαζε στο σπίτι του Τζορτζ Σαμπά. Ανέβηκε τα σκαλιά και πρόσεξε ότι ο αγενέστατος φρουρός τον παρακολουθούσε ακόμη από το πεζοδρόμιο όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Χτύπησε την πόρτα. Το ξεχαρβαλωμένο κούφωμα ήταν γεμάτο μαύρα σημάδια και το ξύλο είχε θρυμματιστεί, όλο χαρακιές και σκλήθρες. Η Σοφία, η γυναίκα του Τζορτζ Σαμπά, βγήκε στο παράθυρο. «Καλή σου μέρα, Αμπού Ραμίζ. Μπορείς να κάνεις το γύρο και να μπεις απ’ την πλαϊνή πόρτα; Τούτη δω έγινε σμπαράλια και δεν ανοίγει. Χίλια συγγνώμη! Τη διαλύσανε με τις σφαίρες τους οι αστυνομικοί που συνέλαβαν τον Τζορτζ». Ο Ομάρ Γιούσεφ αποκρίθηκε κουνώντας το χέρι και κατέβηκε τα σκαλιά που έβγαζαν στο κατώι. Είχε προσέξει ότι το κεφάλι της Σοφίας ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους, αν και τους είχε κα-
79
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 79
80
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 80
μουφλάρει με μια μαντίλα σαν αυτές που φορούν καμιά φορά οι γυναίκες όταν κάνουν φασίνα. Ο Χαμπίμπ Σαμπά τον περίμενε στο άνοιγμα της πόρτας και τον αγκάλιασε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα από το κλάμα που είχε ρίξει το τελευταίο διήμερο, και βούρκωσαν ξανά μόλις αντίκρισε τον Ομάρ Γιούσεφ. Απολογήθηκε και οδήγησε τον δάσκαλο στο εσωτερικό του σπιτιού. «Συγχώρα με, Αμπού Ραμίζ, αλλά συγκινήθηκα. Βλέπεις, είσαι ο πρώτος μουσουλμάνος που ήρθε να μας δει μετά τη συμφορά που μας βρήκε». «Πολύ λυπάμαι γι’ αυτό, Αμπού Τζορτζ». Ακολουθώντας τον Χαμπίμπ Σαμπά, ο Ομάρ Γιούσεφ ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στη σάλα. Μονάχα ένας γλόμπος φώτιζε το χώρο. Τα σπασμένα παράθυρα ήταν καλυμμένα με σακιά άμμου. Κρύος αέρας έμπαινε από τις χαραμάδες, και τα σακιά, νοτισμένα από τη βροχή, ανέδιδαν μια αλλόκοτη, ταγκή, θαλασσινή αρμύρα. Πλάι τους στέκονταν δυο κρεμάστρες με νυφικά. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν έβλεπε τη μύτη του στη μισοσκότεινη σάλα. Ίσα ίσα διέκρινε ορισμένα νυφικά, που είχαν αρπάξει κατά τόπους. Το λεπτό πλαστικό κάλυμμά τους ήταν σκισμένο, και οι ποδόγυροι είχαν λεκιαστεί με ένα ανοιχτό καφετί χρώμα από τις σβησμένες πια γλώσσες της φωτιάς. Ο Χαμπίμπ Σαμπά πρόσεξε ότι ο Ομάρ Γιούσεφ μισόκλεινε τα βλέφαρα πασχίζοντας να δει μες στο σκοτάδι. «Ο Τζορτζ είχε κάτι ωραίες, παλιές λάμπες πετρελαίου εδώ, αλλά τις πήραν οι αστυνομικοί». Χαμογέλασε. Ο Χαμπίμπ Σαμπά πήρε από μια συρταριέρα, φτιαγμένη από ξύλο τηκ και τρυπημένη σε πέντ’ έξι σημεία από τις σφαίρες, ένα αγαλματίδιο που παρίστανε μια γυναίκα γυμνή, γερμένη σε μια συνεστραμμένη στάση. «Νόμιζα πως την είχαν κατασχέσει κι αυτήν. Αλλά τη βρήκα στη γωνία, πίσω απ’ τον καναπέ. Κάποιος πρέπει να την πέταξε στον τοίχο. Έχει μερικές γρατζουνιές, μα κατά τ’ άλλα φαίνεται ότι τα έβγαλε πέρα μια χαρά. Τη γυάλισα κιόλας, γιατί είχε πιάσει ένα στρώμα σαν από στάχτη, ή κάτι άλλο καμένο. Πώς σου φαίνεται;» Ο Ομάρ Γιούσεφ ζύγιασε το αγαλματάκι στα χέρια του. Η κόμη της γυναίκας ήταν απλωμένη ανάκατα κάτω από το κεφάλι της, ο λαιμός της τεντωμένος σε επώδυνη κλίση, ενώ ο αριστε-
ρός γοφός της προεξείχε αφύσικα, θαρρείς και θα τρυπούσε το δέρμα. «Ροντέν είναι;» Ο Χαμπίμπ Σαμπά έγνεψε καταφατικά. «Αντίγραφο, ασφαλώς». «Αυτός ο Γάλλος, που λες, τη συγκεκριμένη κοπέλα την έβαζε μια ζωή να ποζάρει στις πιο άβολες στάσεις. Θεωρώ ότι πρέπει να ένιωθε και η ίδια πως η στάση αντανακλούσε κάποιον αφόρητο μύχιο πόνο, διαφορετικά δε θ’ άφηνε ποτέ τον άλλο να χρησιμοποιεί το σώμα της με τέτοιον τρόπο», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Παρ’ ότι το μέταλλο του αγάλματος είχε επιβιώσει από το χέρι του αστυνομικού που το βρόντηξε στον τοίχο, ο Ομάρ το κρατούσε με επιφύλαξη – το ίδιο που αισθανόταν όταν κρατούσε ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά του, ο φόβος μην εκθέσει το λεπτεπίλεπτο κορμάκι του σε κίνδυνο. «Το μοντέλο έδωσε τέλος στη ζωή του σ’ ένα άσυλο ανιάτων, οπότε φαντάζομαι ότι έχεις δίκιο σ’ αυτό που λες για τον βαθύτατο πόνο, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Χαμπίμπ Σαμπά. «Το συγκεκριμένο κομμάτι έχει τίτλο Η μάρτυρας». Ο Ομάρ Γιούσεφ απόθεσε με προσοχή το αγαλματίδιο στη συρταριέρα. «Ό,τι και να κάνουμε, δεν γλυτώνουμε απ’ αυτήν τη λέξη. Καλά δε λέω;» Και γέλασε μ’ ένα γέλιο κοφτό, σαν να ξερόβηχε. Η Σοφία έφερε ένα δίσκο με κουλουράκια και καφέ. «Σ’ το ’ψησα σαάντα το καφεδάκι σου, Αμπού Ραμίζ, όπως το πίνεις», είπε. «Ο Θεός να ευλογεί τα χεράκια σου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Και να μη λείψει ποτέ ο καφές απ’ το σπιτικό σου». Ακούμπησε απαλά το χέρι στο κεφάλι της, σπρώχνοντας τη μαντίλα για να διακρίνει καλύτερα την μπλάβα και πρασινωπή μελανιά που απλωνόταν κάτω από τον επίδεσμο. Την άγγιξε ανεπαίσθητα στον ώμο. Η Σοφία αποκρίθηκε μ’ ένα πονεμένο χαμόγελο κι έφυγε από τη σάλα. «Σαν στο σπίτι σου, κι όλοι μας συγγενείς σου», είπε ο Χαμπίμπ Σαμπά. Προσπάθησε να δώσει έναν ευχάριστο τόνο στο εθιμοτυπικό καλωσόρισμα, αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε ότι ο ηλικιωμένος άντρας έξυνε νευρικά τη ράχη του χεριού του. 6 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
81
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 81
82
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 82
Ο Ομάρ Γιούσεφ ήπιε μια γουλιά καφέ. Ο καναπές όπου κάθονταν ακουμπούσε κολλητά στον τοίχο. Ο Ομάρ Γιούσεφ έδειξε τον πέτρινο τοίχο πίσω τους. Καμιά οχτακοσαριά μέτρα τον χώριζαν από τα πολυβόλα των Ισραηλινών. «Ελπίζω να ’ναι γερή η πέτρα, σε περίπτωση που αρχίσει πάλι το πιστολίδι». Ο Χαμπίμπ Σαμπά γέλασε. «Όσο κάθεσαι στον καναπέ μας, πίνοντας τον καφέ μας και προσφέροντας στην οικογένειά μας τη χαρά της συντροφιάς σου, θα σε προφυλάξουμε εμείς από κάθε κίνδυνο». Τα παιδιά του Τζορτζ στέκονταν αμήχανα στο άνοιγμα της πόρτας. Ο Χαμπίμπ τα φώναξε, κι εκείνα πλησίασαν και καλημέρισαν τον Ομάρ Γιούσεφ. Ήταν δυο ασυνήθιστα εκδηλωτικά και φιλικά παιδιά, αλλά σήμερα η καλημέρα τους ήταν βιαστική και ντροπαλή, θαρρείς και κάτι τούς είχε ρουφήξει το μεδούλι, απονεκρώνοντας τις καρδιές τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε το χέρι στο κεφάλι του αγοριού, του επτάχρονου Νταχούντ. Αυτή την ηλικία είχε και ο Τζορτζ Σαμπά όταν τον πρωτογνώρισε ο Ομάρ Γιούσεφ. Τώρα αντίκριζε για άλλη μια φορά τον Τζορτζ στο πρόσωπο του αγοριού. Ανέκαθεν θεωρούσε ένδειξη ευγενικής καταγωγής το μεγάλο μέτωπο και τα γαλάζια μάτια του Τζορτζ, και αναγνώριζε τα ίδια, πανομοιότυπα στοιχεία και στην όψη του μικρού. «Σχολείο πού πας;» τον ρώτησε. «Στους φρέρηδες», ψέλλισε το αγόρι. «Όπως ο πατέρας σου. Τον είχα παλιά μαθητή στο σχολείο σου, που λες. Πανέξυπνο παιδί! Φαντάζομαι κι εσύ έτσι έξυπνος θα ’σαι, κι η αδελφή σου το ίδιο, σαν τον μπαμπάκα σας και τα δυο». Ο Χαμπίμπ ζήτησε από το αγόρι να του φέρει τα τσιγάρα του. Το κορίτσι αποσύρθηκε στην κουζίνα. «Δεν ξεκολλάει στιγμή απ’ τη μάνα της», είπε σιγανά ο Χαμπίμπ Σαμπά. Το αγόρι τού έφερε τα Dunhills και βγήκε από τη σάλα ακολουθώντας την αδελφή του. Ο Χαμπίμπ απέμεινε να κοιτάζει το ίδιο σημείο όπου πριν από λίγο στεκόταν ο μικρός, σαν να πίστευε ότι, αν τα κατάφερνε να αυτοσυγκεντρωθεί, ο χώρος θα γέμιζε από την παρουσία του δικού του γιου. «Όταν ο Τζορτζ ήθελε να φύγει τότε στη Χιλή, πριν από χρό-
νια, πάσχιζα να τον μεταπείσω. Θυμάσαι, Αμπού Ραμίζ;» Ο Χαμπίμπ Σαμπά άναψε τσιγάρο και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. «Τι εγωιστής που ήμουν! Τον ήθελα εδώ τον γιο μου, στο πλευρό μου. Δε μ’ ένοιαζε καν που οι προοπτικές του στον τόπο μας ήταν περιορισμένες. Εγώ απλώς τον ήθελα κοντά μου. Αλλά εσύ μ’ έπεισες να τον αφήσω να ζήσει τη ζωή του, ελεύθερος. Είχες δίκιο τότε, Αμπού Ραμίζ. Όμως, εγώ του ’λεγα διαρκώς ότι πρέπει να επιστρέψει. Δεν τον άφησα σε χλωρό κλαρί όσο ήταν στη Χιλή. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά μέχρι και στα γράμματα που του ’στελνα, του ’γραφα πόσο υπέφερα από μοναξιά μετά το θάνατο της μητέρας του. Ήξερα καλά πως δε θ’ άντεχε το βάρος της ενοχής. Έτσι, στο τέλος ενέδωσε στις πιέσεις μου, και τώρα ιδού το αποτέλεσμα. Θα τον τιμωρήσουν για τούτη την υπόθεση, για ένα έγκλημα το οποίο δε θα μπορούσε ούτε κατά διάνοια να διαπράξει στ’ αλήθεια. Είναι χριστιανός, βλέπεις, παρείσακτος. Ακόμα κι οι υπόλοιποι χριστιανοί θα φοβηθούν να τον υπερασπιστούν. Τώρα πια είναι ολομόναχος, όπως κάθε χριστιανός που τολμάει ν’ αντισταθεί στο καθεστώς της πόλης μας. Εγώ φταίω, που ήθελα ό,τι θέλει παραδοσιακά κάθε πατέρας, να ’χει τον γιο του στο πλάι του. Εσύ έχεις πολύ πιο μοντέρνες απόψεις, Αμπού Ραμίζ». «Δεν είναι κακό ν’ αγαπάς τον γιο σου και να θες να τον χαίρεσαι από κοντά», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Τώρα, ούτε κοντά μου τον έχω ούτε τον χαίρομαι, και μπορεί ν’ απομείνω και δίχως γιο στο τέλος». «Και μία ημέρα με τον Τζορτζ είναι προτιμότερη από μια ζωή μ’ έναν οποιονδήποτε συνηθισμένο γιο». «Αλλά και κάθε μέρα μακριά του, ζωή ολόκληρη μου φαίνεται». Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε το φλιτζάνι του καφέ στο πιατάκι του κι έκοψε ένα κουλουράκι αμυγδάλου στα δύο. Καθώς το δοκίμαζε, γύρισε και κοίταξε τον Χαμπίμπ Σαμπά στα μάτια. «Τι ακριβώς συνέβη, Αμπού Τζορτζ;» Ο ηλικιωμένος άντρας αναστέναξε. «Εγώ ήμουνα στην πίσω κάμαρα. Είχε πάρει να χαράζει. Θυμάμαι πως οι μουεζίνηδες μόλις είχαν τελειώσει το κάλεσμα της πρωινής προσευχής. Ήμουνα
83
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 83
84
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 84
ξαπλωμένος, μα δεν είχα ύπνο. Δεν έχω χορτάσει ύπνο από την ώρα που άρχισαν οι πυροβολισμοί στην κοιλάδα. Και που κοιμάμαι, τις ριπές των πολυβόλων ονειρεύομαι. Τότε, άκουσα μια έκρηξη. Η αστυνομία είχε ανατινάξει την εξώπορτα, την ξήλωσαν όπως ήταν, απ’ το κούφωμα. Ακόμα φαίνεται η ζημιά, στα σημεία που ’χω καρφώσει ό,τι απόμεινε απ’ το ξύλο. Οι αστυνομικοί μπήκαν στο σπίτι και συνέλαβαν τον Τζορτζ. Η Σοφία τούς πάτησε τις τσιρίδες, κι εκείνοι της δώσανε μια και την άφησαν ξερή. Τις είδες τις μελανιές στο κεφάλι της. Τους υπόλοιπους μας σημάδευαν με τα όπλα για να μην κουνηθούμε». «Ναι, όμως εγώ ρωτάω για πιο πριν. Για το προχτεσινό βράδυ, που φάγαμε με τον Τζορτζ στη Λέσχη Ορθοδόξων. Είχαμε ακούσει κάτι πυροβολισμούς. Με άφησε κι έτρεξε να δει τι γίνεται. Εκείνο το βράδυ τι συνέβη;» Ο Χαμπίμπ Σαμπά έμοιαζε εξουθενωμένος. Έσβησε το τσιγάρο του στο χείλος μιας κοραλλένιας αχηβάδας. «Είχαν μαζευτεί και πυροβολούσαν τους Ισραηλινούς απ’ την ταράτσα μας, ακριβώς απάνω από δω που καθόμαστε. Ο Τζορτζ πήρε ένα παλιό πιστόλι, μια αντίκα που ’ταν κρεμασμένη στον τοίχο. Ούτε σφαίρες δεν είχε, αλλά και να είχε, είμαι βέβαιος πως δε θα πυροβολούσε. Έδειχνε όμως αρκετά τρομαχτικό. Έπειτα ανέβηκε στην ταράτσα και τους έδιωξε κακήν κακώς». «Τους είδε ποιοι ήταν;» «Ξέρεις ποιοι, αυτά τα γουρούνια απ’ τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων». «Αναγνώρισε κάποιον συγκεκριμένα;» «Δεν ξέρω». «Τους είχε ξαναδεί ο Τζορτζ; Τους ήξερε;» «Δε μου ’πε. Και στο κάτω κάτω, από πού να τους ξέρει; Ο Τζορτζ δε συναναστρέφεται τέτοια άτομα». «Ναι, αλλά οι ηγέτες τους είναι γνωστές φυσιογνωμίες στην πόλη. Δεν κρύβονται και καθόλου, εξόν άμα πλακώσουν οι Ισραηλινοί, εννοείται». «Ο Τζορτζ δε μου ’πε κάτι σχετικό. Δεν ανέφερε ονόματα. Έδειχνε πολύ ανήσυχος και ταραγμένος».
«Το όπλο με το οποίο τους κυνήγησε πού είναι;» Ο Χαμπίμπ διέσχισε τη σάλα με αργόσυρτο βήμα. Άνοιξε το συρτάρι ενός σεκρετέρ, έβγαλε από μέσα το παλιό Webley και το έδωσε στον Ομάρ Γιούσεφ. Το πιστόλι ήταν πιο βαρύ απ’ ό,τι φαινόταν, σχεδόν ενάμισι κιλό. Το μέταλλο ήταν κατά τόπους οξειδωμένο και η λαβή του φθαρμένη, αλλά μες στη νύχτα θα ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς τα ψεγάδια του. Ο Ομάρ Γιούσεφ τράβηξε τη σκανδάλη. Είχε κολλήσει από τη σκουριά και το χώμα. «Και μια βδομάδα στο λάδι να το μουλιάσεις, πολύ αμφιβάλλω αν θα λειτουργήσει», είπε ο Χαμπίμπ Σαμπά. «Ήταν το όπλο ενός Βρετανού αξιωματικού, που το φύλαξε ο Γκασάν Σουμπεκί αφότου αποστρατεύτηκε από τη Λεγεώνα της Ιορδανίας. Τον θυμάσαι τον Σουμπεκί, Αμπού Ραμίζ; Πρέπει να κοντεύει τον μισό αιώνα τούτο το πιστόλι». Ο Τζορτζ ήταν πιο γενναίος και πιο απελπισμένος απ’ όσο πίστευε ο Ομάρ Γιούσεφ, για να τα βάλει με τόσους ενόπλους με αυτό το παλιοσίδερο. «Θα ’θελα να το κρατήσω», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Χάρισμά σου. Εγώ σιχαίνομαι και μόνο που το βλέπω». Ο Ομάρ Γιούσεφ έβαλε το όπλο στην τσέπη του σακακιού του. Το βάρος του τσίτωνε τόσο έντονα το ύφασμα, που ένιωθε λες και είχε το όπλο περασμένο χιαστί στον ώμο του. Αναρωτήθηκε μήπως του χαλάσει το σακάκι, ή του ξεχειλώσει την τσέπη, αλλά για χάρη της έρευνας άφησε κατά μέρος τις ανησυχίες για τα ρούχα του. «Εσύ είδες τίποτα εκείνο το βράδυ, όταν ο Τζορτζ ανέβηκε στην ταράτσα να διώξει τους τύπους που πυροβολούσαν;» «Κοίταξα το δρόμο απ’ το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, όταν έπαψαν οι πυροβολισμοί», είπε ο Χαμπίμπ. «Και είδα δυο τύπους να μπαίνουν σ’ ένα μεγάλο αμάξι. Σαν αυτά τα τζιπ που φτιάχνουν στις μέρες μας, ξέρεις ποια λέω, που είναι μισό αμάξι και μισό τζιπ. Και ήταν από τ’ ακριβούτσικα, αν και, όπως φαντάζομαι, κλεμμένο θα το ’χαν. Ο ένας κάπνιζε, γιατί το μόνο που έβλεπα στην πραγματικότητα ήταν η καύτρα του τσιγάρου του. Ο άλλος κουβάλαγε ένα μεγάλο όπλο».
85
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 85
86
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 86
«Τι είδους όπλο;» «Αμπού Ραμίζ, εγώ νυφικά ράβω. Όλα τα όπλα ίδια μού φαίνονται. Το μόνο που μπορώ να σου πω με σιγουριά είναι ότι το συγκεκριμένο ήτανε θηρίο». Ο Ομάρ Γιούσεφ προσπάθησε να θυμηθεί το MAG που κράδαινε ο Χουσεΐν Ταμάρι στην αγρύπνια του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, πυροβολώντας στον αέρα. Το ’λεγες θηρίο, αναμφίβολα. Λες να ήταν ο Χουσεΐν Ταμάρι αυτοπροσώπως στην ταράτσα, όταν ανέβηκε ο Τζορτζ με το μακαρίτικο πιστόλι του; «Μήπως ήταν ένα με μεγάλη, μακριά κάννη, ξύλινη λαβή, γύρω στο ένα μέτρο και κάτι όλο μαζί, μ’ ένα δίποδο στήριγμα για ν’ ακουμπάει η κάννη και μια δεσμίδα σφαίρες για να ρίχνει πολλές μαζί και γρήγορα;» «Ήταν σκοτεινά, Αμπού Ραμίζ. Εγώ ήμουν έντρομος κι αγωνιούσα για το παιδί μου. Άμα ο πιστολάς φόραγε νυφικό, θα μπορούσα να σου περιγράψω μέχρι και τα μαργαριταρένια κεντίδια, κι ας ήτανε θεοσκότεινα. Αλλά από όπλα δεν κατέχω. Κι εξάλλου, τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το πολυβόλο και ρωτάς; Και το παλιό το Webley του Τζορτζ τι το θες; Τι πας να σκαρώσεις;» «Ετοιμάζομαι να βγω στη σύνταξη, Αμπού Τζορτζ». Ο Χαμπίμπ Σαμπά ανακάθισε νευρικά, γέρνοντας προς το μέρος του. «Δε θα κάνεις καμιά απερισκεψία, ε;» Την έχω κάνει ήδη, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Αφού αποχαιρέτησε τον Χαμπίμπ Σαμπά, ο Ομάρ Γιούσεφ ανέβηκε την πλαϊνή σκάλα του σπιτιού, που έβγαζε στην ταράτσα. Στο κεφαλόσκαλο κοντοστάθηκε ασθμαίνοντας. Κοίταξε την επίπεδη ταράτσα. Μπορεί οι Ισραηλινοί να την είχαν υπό μόνιμη επιτήρηση, σε περίπτωση που επέστρεφαν οι ένοπλοι. Μπορεί να τον πυροβολούσαν με καμιά από εκείνες τις καραμπίνες των ακροβολιστών, από την άλλη άκρη της κοιλάδας. Ο Ραμίζ του είχε πει πως είχαν κάτι τουφέκια που μπορούσαν να πετύχουν με τρομακτική ακρίβεια στόχους σε απόσταση μεγαλύτερη και από ένα χιλιόμετρο. Οι στρατιώτες ίσως ήταν ικανοί να διακρίνουν μέχρι και το πιστόλι στην τσέπη του σακακιού του, από τον τρόπο που τσίτωνε το ύφασμα. Ανασήκωσε τους ώμους για να μετατοπιστεί το βάρος. Έπρεπε να ελέγξει το χώρο της σύ-
γκρουσης του Τζορτζ με τους ενόπλους, κι έτσι ανέβηκε το τελευταίο σκαλί που τον χώριζε από την ταράτσα. Η βροχή είχε σχηματίσει μια λιμνούλα πλάι στην κατατρυπημένη δεξαμενή. Ο Ομάρ Γιούσεφ υπέθετε ότι οι ένοπλοι είχαν πάρει θέση στην άκρη της οροφής. Μπορεί να είχαν πέσει κατάχαμα, χρησιμοποιώντας για κάλυψη το χαμηλό τοιχίο γύρω από την ταράτσα. Προχώρησε μέχρι την άλλη άκρη της ταράτσας, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές προς το βάθος της κοιλάδας, και αναρωτήθηκε αν αυτή την ίδια στιγμή κάποιος Ισραηλινός ακροβολιστής είχε στο στόχαστρό του την τρεμάμενη, κυρτή φιγούρα ενός μεσόκοπου άντρα με μπερέ στο κεφάλι. Οι σόλες των παπουτσιών του έτριζαν καθώς πατούσε τα θραύσματα του κατεστραμμένου ηλιακού θερμοσίφωνα. Κάτι άστραφτε σε μια λακκούβα δίπλα στο τοιχίο. Ο Ομάρ Γιούσεφ έσκυψε και μάζεψε έναν άδειο κάλυκα. Αφού τον τίναξε να φύγουν τα νερά, έψαξε στην τσέπη του κι έβγαλε τον κάλυκα που είχε βρει στο χορτάρι όπου είχε ξεψυχήσει ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Εξέτασε τους δύο κάλυκες. Απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, ήταν πανομοιότυποι, μεγαλύτεροι και πιο μακρόστενοι από σφαίρα κοινής καραμπίνας. Είχε δει σφαίρες από καραμπίνα στο παρελθόν, πάνω στο γραφείο του Χαμίς Ζεϊντάν στο τμήμα· θα ήταν σαν το μικρό δάχτυλο σε σχέση με τον παράμεσο, αν τις έβαζες πλάι πλάι μ’ έναν από τους κάλυκες που κρατούσε στη χούφτα του ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε ταυτοποιήσει τον πρώτο κάλυκα, λέγοντας ότι προερχόταν από πολυβόλο τύπου MAG, και είχε πει ακόμα ότι δεν έβρισκες παρόμοια όπλα στη Βηθλεέμ, οπότε το περιβόητο πολυβόλο του Χουσεΐν Ταμάρι πρέπει να είχε περάσει και από αυτή την ταράτσα. Εφόσον ο Χουσεΐν Ταμάρι δεν το είχε δανείσει σε κάποιον άλλο εκείνο το βράδυ, ο επικεφαλής των Ταξιαρχιών Μαρτύρων προφανώς ήταν παρών όταν ο Τζορτζ Σαμπά ανέβηκε να τους αντιμετωπίσει. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν εντόπισε κάτι άλλο στην ταράτσα. Έχωσε τους κάλυκες στην τσέπη του. Το μέταλλό τους κουδούνιζε καθώς τρίβονταν με το Webley. Οι Ισραηλινοί διαθέτουν αριστοτεχνικά μέσα παρακολούθησης, συλλογίστηκε. Μπορεί να βλέπουν μέχρι και το εσωτερικό της τσέπης μου, διακρίνοντας δύο χρησιμο-
87
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 87
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 88
88
ποιημένους κάλυκες κι ένα άχρηστο όπλο-αρχαιολογία. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα, σκέφτηκε πως οι Ισραηλινοί δε θα έδιναν δεκάρα για το Webley και τους κάλυκες του MAG. Μόνον ο ίδιος ήξερε τι κινδύνους έκρυβαν τα συγκεκριμένα αντικείμενα.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 89
ΚεφΑλΑιο ενΑτο
ΤαΝ Ο ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ έΦΤαΣΕ ΣΤΟ ΣΗΜΕίΟ όπΟυ ΕίχΕ αΦή-
σει το αυτοκίνητό του, ο βλοσυρός νεαρός φρουρός που είχε αποπειραθεί να τον εκφοβίσει τον αγριοκοίταξε καχύποπτα. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε πόσον καιρό θα φτούραγε ο πιτσιρικάς. Το σίγουρο ήταν ότι θα το έβαζε στα πόδια με το που θα άκουγε το τανκ να ανηφορίζει γρυλλίζοντας από τον καταυλισμό, αλλά οι στρατιώτες μπορεί να τον πετύχαιναν έτσι κι αλλιώς. Ή ίσως ξεχνιόταν και ξεμύτιζε στο πεδίο βολής κανενός ακροβολιστή. Δεν ήταν να απορείς που αντιδρούσε τόσο απότομα και επιθετικά, όμως αυτό δεν αρκούσε για να κερδίσει τη συμπόνια του Ομάρ Γιούσεφ. Έβαλε μπρος το παλιό Peugeot κι έκανε μια πλήρη περιστροφή στον στενό δρόμο. Ο νεαρός παραμέρισε μ’ ένα σάλτο. Ο Ομάρ Γιούσεφ τον είδε να κατεβαίνει από το κράσπεδο και να κοιτάζει αγριωπά το αμάξι που κατηφόριζε το λόφο. Στα όρια της Μπέιτ Τζαλά, ο Ομάρ Γιούσεφ σταμάτησε και πάρκαρε σε μια αλάνα, μπροστά σε μια σειρά μαγαζιά. Ένα τσούρμο ένοπλοι ήταν συγκεντρωμένοι στη γωνιακή ψησταριά με τα κοτόπουλα. Το εστιατόριο είχε τα στόρια κατεβασμένα και θα παρέμενε κλειστό μέχρι τη λήξη της ολοήμερης νηστείας του ραμαζανιού. Ο Ομάρ Γιούσεφ έριξε μια περιφρονητική ματιά στους ενόπλους και ανέβηκε τα σκαλιά της πλατφόρμας που απλωνόταν κατά μήκος των μαγαζιών. Καθώς περνούσε μέσα από το τσούρμο, οι ένοπλοι παραμέριζαν όλο ευγένεια. «Καλή κι ωραία μέρα να ’χεις, θείο», είπε ένας. Δίχως να σκεφτεί, ο Ομάρ Γιούσεφ ανταπέδωσε το χαιρετισμό: «Ο ήλιος να σε φωτίζει». Οι ένοπλοι εξακολούθησαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Ο Ομάρ
89
ό
90
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 90
Γιούσεφ απορούσε με τον εαυτό του. Ήταν τόσο θυμωμένος με τη συνήθη αγένειά τους, ώστε οργιζόταν ακόμα περισσότερο στις σπάνιες περιπτώσεις –όπως η συγκεκριμένη– που φέρονταν πολιτισμένα. Έχω τόση ανάγκη να τους κατηγορήσω για όλα τα δεινά της κοινωνίας μας, που δεν μπορώ πια να τους αντιμετωπίζω ούτε καν ως ανθρώπινα πλάσματα; Μπορεί να ’ταν σε περιπολία όλη τη νύχτα εκεί έξω, συλλογίστηκε. Τουλάχιστον, κάποιοι ανάμεσά τους είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν τη ζωή του οικογενειάρχη γι’ αυτό που θεωρούν ιερό καθήκον τους. Και μερικοί πεθαίνουν κιόλας για δαύτο. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοντοστάθηκε μπροστά στη λερή πρόσοψη ενός μαγαζιού. Γκρίζες περσίδες έκρυβαν το εσωτερικό της βιτρίνας. Άνοιξε την πόρτα. Μια μεσόκοπη γυναίκα σηκώθηκε από το γραφείο της μόλις τον είδε. Είχε φαρδιά λεκάνη, μα ήταν καλοντυμένη. Φορούσε μια μαντίλα Yves St. Laurent στο λαιμό, και σκουλαρίκια του ίδιου οίκου μόδας στραφτάλιζαν στους σαρκώδεις λοβούς της. «Καλώς όρισες, Αμπού Ραμίζ», είπε. Άπλωσε τα χέρια της στους ώμους του και φίλησε τον Ομάρ Γιούσεφ και στα δυο του μάγουλα. «Θέλω κούρεμα, Νάζρα», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Τα μαλλιά της ήταν κοντά στο πλάι, ισιωμένα με το πιστολάκι και χτενισμένα προς τα μέσα. Είχαν ένα βαθυκόκκινο χρώμα, αν και ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε ότι δεν ήταν το φυσικό τους. «Εγώ πώς σου φαίνομαι, Αμπού Ραμίζ; Πρέπει να διατηρήσω μια όψη κάπως νεανική, διαφορετικά ο Αμπού Τζεριέζ θα μ’ απολύσει και θα προσλάβει καμιά ομορφούλα». «Έτσι και το κάνει, θα φαλιρίσει. Αφού πάντα μού λέει ότι όλα απ’ τα χέρια σου περνάνε». Η Νάζρα γέλασε με μπάσο γέλιο καπνίστριας και συνόδεψε τον Ομάρ Γιούσεφ στο γραφείο, στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Η πόρτα άνοιξε και ο Τσαρλς Χαλούν βγήκε να δει ποιος ήταν. «Το κατάλαβα αμέσως πως ήσουν εσύ, Αμπού Ραμίζ. Με κανέναν άλλο δε γελάει έτσι η Νάζρα», είπε. Σφίγγοντας το χέρι του Ομάρ Γιούσεφ, τον τράβηξε στο εσωτερικό του γραφείου. Έκανε νόημα στη Νάζρα να ψήσει καφεδάκια.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 91
* Ο εορτασμός της λήξης του ραμαζανιού. (Σ.τ.Μ.)
91
Ο Τσαρλς Χαλούν έβαλε τον Ομάρ Γιούσεφ να καθίσει στον καναπέ και τότε μόνο κάθισε κι αυτός στην άλλη άκρη. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και κοντοκουρεμένα. Είχε μια μακρουλή, ασουλούπωτη μύτη και πυκνά, ευκίνητα φρύδια. Φορούσε ένα καρό τουίντ σπορ σακάκι, καφετί ζακέτα και μάλλινη καφετί γραβάτα. Έμοιαζε με ατημέλητο γερο-καθηγητή της Οξφόρδης. Ο πατέρας τού Τσαρλς Χαλούν ήταν ο λογιστής του πατέρα τού Ομάρ Γιούσεφ. Οι δυο γιοι είχαν διατηρήσει την ίδια επαγγελματική σχέση. «Παρά τρίχα θα πρόφταινες και τον γιο σου, Αμπού Ραμίζ. Πέρασε να μ’ αφήσει κάτι χαρτιά. Η επιχείρησή του πάει να γίνει μια από τις πιο προσοδοφόρες συνεργασίες μου». Ο Χαλούν έτριψε την ολοστρόγγυλη άκρη της μύτης του. «Ο Ραμίζ έχει πάρει το δικό σου το μυαλό, νομίζω. Τα κινητά τηλέφωνα είναι φανταστική δουλειά». «Είναι ξύπνιος ο Ραμίζ. Αλλά δεν μπορώ να την καρπωθώ απόλυτα. Δεν καταλαβαίνω καν πώς δουλεύουν αυτά τα τηλέφωνα». «Άμα δεν είναι πλαστό το χρήμα, τι σημασία έχει πώς το βγάζεις;» Ο Τσαρλς Χαλούν γέλασε στρίβοντας τη μυτερή άκρη του φρυδιού του. Η Νάζρα έφερε δυο καφέδες κι ένα ποτήρι νερό. Όπως και οι Σαμπά, η Νάζρα και ο Χαλούν ήταν χριστιανοί, και γνώριζαν ότι ο Ομάρ Γιούσεφ δεν τηρούσε το ραμαζάνι και απολάμβανε το απογευματινό καφεδάκι του. «Ο Θεός να ευλογεί τα χεράκια σου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Τις ευλογίες του να έχουμε. Η Ουμ Ραμίζ τι κάνει;» ρώτησε η Νάζρα. «Καλά είναι». «Ο Ζουχέιρ και ο Άλα;» «Ο Ζουχέιρ θα κατέβει να μας δει στα τέλη του μήνα. Θα ’ρθει από την Ουαλία για να γιορτάσουμε οικογενειακώς το Έιντ.* Ο Άλα άλλαξε δουλειά πρόσφατα. Τώρα, πουλάει κομπιούτερ στη Νέα Υόρκη».
92
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 92
«Να τους πεις ότι θέλω να τους δω όσο θα μείνουν εδώ». Η Νάζρα έσιαξε τη φούστα της και βγήκε κλείνοντας την πόρτα. «Δυο φορές γερός κι ευτυχισμένος!» είπε ο Τσαρλς Χαλούν καθώς ο Ομάρ Γιούσεφ έπινε την πρώτη γουλιά από τον καφέ του. Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπεζάκι. «Αμπού Τζεριέζ, θέλω να σε ρωτήσω κάτι στα ίσια. Οικονομικά, η φαμίλια μου πώς είναι;» Ο Τσαρλς Χαλούν ανακάθισε. Τα πυκνά φρύδια του μαζεύτηκαν στη ράχη της μύτης του σε ένδειξη προβληματισμού. «Δεν έχεις κάποιο πρόβλημα υγείας ελπίζω, ε Αμπού Ραμίζ;» «Α, όχι, όχι!» Όχι ακόμη. «Απλώς σκέφτομαι να βγω στη σύνταξη. Άμα λείψει ο μισθός του σχολείου, θα εξακολουθήσω να ζω με τις ίδιες ανέσεις;» «Βασικά, έχεις πάντα τα έσοδα από τις επενδύσεις του μακαρίτη του πατέρα σου. Μιλάμε για μετοχές της Arab Bank, κάτι αιγυπτιακά ομόλογα και το νοίκι από τα οικόπεδα στην Μπέιτ Σαχούρ, που ’χε αγοράσει ο Αμπού Ομάρ λίγο πριν από το θάνατό του. Τα πιο πολλά απ’ αυτά έχουν επενδυθεί εκ νέου, αφού εσύ ζεις με το μισθό των Ηνωμένων Εθνών. Οπότε μπορούν να σου αποφέρουν ένα σταθερό εισόδημα. Δε νομίζω πως η ποιότητα της ζωής σου θα επηρεαστεί ιδιαίτερα άμα βγεις στη σύνταξη». Ο Τσαρλς Χαλούν έγειρε το κεφάλι. «Είσαι βέβαιος ότι δε σ’ απασχολεί και κάτι άλλο πέρα από τη συνταξιοδότησή σου, Αμπού Ραμίζ; Νέος άνθρωπος είσαι ακόμα». «Πενήντα έξι χρονών είμαι». «Ναι, μα είσαι γερός, δόξα τω Θεώ». «Και ναι και όχι. Το αλκοόλ το ’χω κόψει, πρόλαβα όμως και ήπια αρκετά για μια ζωή προτού το σταματήσω, εδώ και δέκα χρόνια. Το τσιγάρο έχω πέντε χρόνια να το βάλω στο στόμα μου, αλλά ακόμα και τώρα λαχανιάζω καμιά φορά με το παραμικρό. Κι αν εξαιρέσεις που πάω στο σχολείο με τα πόδια, δε γυμνάζομαι καθόλου. Ε, είναι κι ορισμένα άλλα προβλήματα, που δε θα τ’ αναλύσω προς το παρόν... Αρκεί να πω ότι με προβληματίζουν ιδιαίτερα, πράγμα που σίγουρα επιβαρύνει την καρδιά μου». «Ούτε ποτό ούτε τσιγάρο; Η ζωή σου είναι ένα ατελείωτο ραμαζάνι».
«Ναι, αλλά για σχεδόν πενήντα χρόνια ήταν ένα αδιάκοπο Έιντ ». Ο Ομάρ Γιούσεφ γέλασε. «Πάντως, σε διαβεβαιώνω πως η συνταξιοδότηση θα ωφελήσει την υγεία μου. Θέλω απλώς να ξέρω λεπτομερώς πού βρίσκομαι από οικονομικής άποψης, αν προβώ σε οριστικές αποφάσεις». «Θα σου ετοιμάσω μια πλήρη αναφορά με κάποιες εκτιμήσεις για το εισόδημα που μπορείς να έχεις για να ζεις». «Εγώ θέλω να ’χω ίσα ίσα για φαΐ και για να παίρνω κανένα δωράκι στα εγγόνια μου. Δεν είναι να πεις ότι ταξιδεύω και πολύ. Όλο κι όλο μια φορά το χρόνο που πάμε στο Αμάν με τη Μαριάμ και βλέπουμε τον αδελφό μου, κι άλλη μία που πηγαίνω στο Μαρόκο μόνος μου». «Πιστεύω πως δε θα ζοριστείς καθόλου, Αμπού Ραμίζ. Μια χαρά θα σου φτάνουν και για τα ταξίδια που μου λες». Οι δύο άντρες ήπιαν τον υπόλοιπο καφέ τους. «Το πρωί που πέρασε ο Ραμίζ, κουβεντιάσαμε κι ένα θέμα κάπως λεπτό», είπε ο Τσαρλς Χαλούν. «Ίσως πρέπει να το συζητήσεις κι εσύ μαζί του. Θέλει να επεκτείνει την επιχείρησή του, ν’ ανοίξει κι άλλα καταστήματα κινητής τηλεφωνίας στην ευρύτερη περιοχή της Βηθλεέμ. Το θέμα είναι ότι, στις μέρες μας, οι επιχειρήσεις που ξανοίγονται μπαίνουν στο στόχαστρο άτιμων ανθρώπων. Ορισμένες μάλιστα τις έχουν καταλάβει απ’ τη μια μέρα στην άλλη οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων». «Εννοείς ότι πουλάνε προστασία;» «Μπα, αυτή είναι παλιά κομπίνα. Εδώ λέμε ότι σου τα παίρνουν όλα. Με το “έτσι θέλω”». Ο Τσαρλς Χαλούν χτύπησε τα δάχτυλά του. «Τώρα πια, πάνε μια ωραία πρωία στο σπίτι του μαγαζάτορα μ’ ένα συμβόλαιο και του λένε: “Ή υπογράφεις και μας παραχωρείς το μαγαζί ή σε καθαρίζουμε και περνάει έτσι κι αλλιώς στα χέρια μας”». «Φοβάσαι μήπως πάθει το ίδιο κι ο Ραμίζ;» «Δεν υπάρχει ένοπλος χωρίς κινητό. Ξέρουν ότι πρόκειται για δουλειά με πολύ ψωμί. Τα λεφτά λιμπίζονται. Δες για πότε πήραν τα συνεργεία των Αμπντέλ Ραχμάν». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε το σφυγμό του να επιταχύνεται. «Τι πράμα;»
93
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 93
94
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 94
«Όταν οι Ισραηλινοί σκότωσαν τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, η φαμίλια του έχασε την προστασία που της παρείχαν οι κλίκες των αντιστασιακών. Όσο ζούσε ο Λουάι, κανένας δεν άγγιζε τους Αμπντέλ Ραχμάν, εξόν κι αν ήθελε να τα βάλει με την πολιτοφυλακή που ’χε στο πλευρό του. Τα συνεργεία τους θησαύριζαν. Έχουν ένα εδώ, στο Ιρτάς, δύο στη Βηθλεέμ κι άλλο ένα στην ΑλΚαντέρ. Όμως, με το που σκοτώθηκε ο Λουάι, οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων πήγαν κι έπιασαν τον πατέρα του και του είπαν να τους παραχωρήσει την επιχείρηση. Όλα τα μαγαζιά τα διαχειρίζεται τώρα ο αδελφός τού Χουσεΐν Ταμάρι». «Έχω μείνει άναυδος», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ούτε τρεις μέρες δεν έχει που πέθανε ο Λουάι». «Εγώ έχω πάψει πια να εκπλήσσομαι από τη στιγμή που είναι στη μέση ο Χουσεΐν Ταμάρι». Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε την τέντα με τους πενθούντες στην αγρύπνια του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Όταν ο Χουσεΐν Ταμάρι κατηφόριζε το μονοπάτι ρίχνοντας στον αέρα με το MAG του, δεν επρόκειτο απλώς για θορυβώδη φόρο τιμής: ήταν μια απερίφραστη απειλή. Θυμήθηκε που είχε δει τον πατέρα τού Λουάι ανάστατο με κάτι που του είχε πει ο Χουσεΐν Ταμάρι, την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να δέχεται τα συλλυπητήριά του. «Όχι», είπε ο Τσαρλς Χαλούν, «εγώ δε μασάω με τίποτα όλο αυτό το θέατρο περί ηρώων της αντίστασης. Ξέρω καλά τι κουμάσι είναι ο Χουσεΐν Ταμάρι, ιδίως από τότε που μ’ έστειλε στη φυλακή για φοροδιαφυγή, ο μπάσταρδος». Ο Ομάρ Γιούσεφ έδειξε να σαστίζει. «Μπα, μη νομίζεις πως ήμουν πράγματι φοροφυγάς, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Τσαρλς Χαλούν. «Κομπίνα ήταν όλη η υπόθεση. Ο Ταμάρι έχει εξαπατήσει με το ίδιο κόλπο ίσαμε μια ντουζίνα επιχειρηματίες, κι εδώ και στη Χεβρώνα. Πάνε έξι χρόνια τώρα, μου κουβαλήθηκε στο σπίτι μ’ ένα απόσπασμα από τις Ομάδες Πρόληψης. Στη Νάζρα φέρθηκαν αγενέστατα, κι εμένα με πήραν σηκωτό. Δεν πήραν ούτε φακέλους ούτε αρχεία. Καμία σχέση με επίσημη έρευνα. Απλώς με πήγαν στις φυλακές της Ιεριχώς και με μπαγλάρωσαν. Κι ο Ταμάρι μου ’πε: “Άκου, ξέρω πως χρωστάς φόρους. Ή μου δίνεις τριάντα χιλιάδες δολάρια ή σε κα-
ταγγέλλω ως συνεργάτη των κατοχικών δυνάμεων και σ’ αφήνω να σαπίσεις στο κελί”». «Και τι έκανες;» «Του ’πα να πάει να γαμηθεί κι απαίτησα να μιλήσω με δικηγόρο. Συγγνώμη που βρίζω κιόλας, Αμπού Ραμίζ». «Δεν πειράζει. Και τελικά τι έγινε;» «Πρώτα βάλθηκε να γελάει μες στα μούτρα μου. Έπειτα μου τράβηξε ένα χαστούκι». Ο Τσαρλς Χαλούν κοντανάσαινε καθώς τα θυμόταν. «Με βασάνισε, Αμπού Ραμίζ. Δε θέλω να αναφέρω με λεπτομέρειες τι μου ’κανε. Αρκεί να σου πω ότι, από τότε, κάθε φορά που σηκώνομαι όρθιος νιώθω μια σουβλιά στην πλάτη, που μου θυμίζει τα όσα τράβηξα στα χέρια του Αμπού Γουαλίντ». Ο Ομάρ Γιούσεφ τον κάρφωσε με το βλέμμα. Αμπού Γουαλίντ. «Μια βδομάδα με κράτησαν στην Ιεριχώ», είπε ο Χαλούν. «Όλη τη βδομάδα μ’ άφησαν νηστικό. Μόνο λίγο νερό μού δίνανε, αλλά κατούραγαν πρώτα μες στο κύπελλο, οι αναθεματισμένοι, κι εγώ απ’ την απελπισία μου το ’πινα. Μου ξύρισαν τα μισά μου μαλλιά και μου φόρεσαν φουστάνι. Στο τέλος, μου ’δωσαν ένα τηλέφωνο και πήρα τη Νάζρα. Της είπα να σηκώσει τα χρήματα απ’ την τράπεζα και να τους τα δώσει. Παρ’ όλα αυτά, προτού με στείλει στο σπίτι μου, ο Αμπού Γουαλίντ μου ’ριξε άλλο ένα χέρι ξύλο». «Ποιος είναι αυτός ο Αμπού Γουαλίντ;» «Ο Χουσεΐν Ταμάρι. Μπάσταρδος, από μπάσταρδη φάρα. Τον μεγάλο του γιο, τον Γουαλίντ, τον έχεις πετύχει καμιά φορά; Κι εκείνος ίδιο γουρούνι είναι, νταής. Δεν υπάρχει έφηβος στην πόλη που να μην τον ξέρει. Σ’ όλους έχει αφήσει κι από ’να καρούμπαλο, το καθίκι. Ίδιος ο πατέρας του». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε το Webley και τους άδειους κάλυκες να βαραίνουν στην τσέπη του. Ιδού η πληροφορία που χρειαζόταν. Ο Αμπού Γουαλίντ. Λες να ήταν ο Χουσεΐν Ταμάρι αυτός που κρυβόταν μες στα βάτα, λες μ’ εκείνον να είχε μιλήσει ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν προτού τον σκοτώσουν; Άραγε, πόσοι ακόμη από το τσούρμο των ενόπλων είχαν πρωτότοκο γιο με το όνομα Γουαλίντ; Μετά το θάνατο του Λουάι, ο Αμπού Γουαλίντ πήρε τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης των Αμπντέλ Ραχ-
95
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 95
96
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 96
μάν. Είχε κίνητρο, είχε κάτι να κερδίσει από το θάνατο του Λουάι. Αλλά τον είχε σκοτώσει ο ίδιος; Ο Ομάρ Γιούσεφ αποχαιρέτησε τον Τσαρλς Χαλούν και τη Νάζρα. Κατηφόρισε με το αμάξι του το λόφο προς την Ντεχάισα. Ήταν πεπεισμένος για την αθωότητα του Τζορτζ Σαμπά από την αρχή, μόνο που τώρα πίστευε ότι γνώριζε και την ταυτότητα του αληθινού καταδότη. Ένιωθε το σφυγμό του να ανεβαίνει. Τα χέρια του έσφιγγαν τόσο δυνατά το τιμόνι, που είχαν ασπρίσει. Με ποιον τρόπο θα κατάφερνε να αποδείξει ότι ο Τζορτζ Σαμπά είχε πέσει θύμα σκευωρίας, με ηθικό αυτουργό τον επικεφαλής των αντιστασιακών της Βηθλεέμ; Ήξερε πως έπρεπε να επιμείνει, για χάρη του Τζορτζ και ολόκληρης της πόλης του, που από μέρα σε μέρα άφηνε όλο και πιο πολύ ένα μάτσο συμμορίτες να τη διαφεντεύουν. Ο Χαμίς Ζεϊντάν του είχε πει ότι βάδιζε σε επικίνδυνο έδαφος. Και ο κίνδυνος ολοένα μεγάλωνε. Ο Ομάρ Γιούσεφ πάρκαρε το αμάξι του στο πετρόχτιστο γκαράζ στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μπήκε από το κατώι και ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε το συρτάρι στο κάτω μέρος της ντουλάπας. Το συρτάρι ήταν γεμάτο κάλτσες, τυλιγμένες σε ζευγάρια. Έβγαλε το Webley από την τσέπη του και το παράχωσε στο πίσω μέρος του σωρού. Κοίταξε τριγύρω με ύφος ένοχο κι έκλεισε το συρτάρι. Γιατί το ’φερα τώρα στο σπίτι μου αυτό το όπλο; Παριστάνω τον ντετέκτιβ, σκέφτηκε. Μαζεύω αποδεικτικά στοιχεία. Το όπλο είναι κι αυτό αποδεικτικό στοιχείο, οπότε πρέπει να το φυλάξω. Αλλά φοβάμαι. Η υπόθεση μπορεί να κρύβει κινδύνους, ιδίως από τη στιγμή που εμπλέκονται και άνθρωποι όπως ο Χουσεΐν Ταμάρι. Πώς θ’ αντιδράσω αν ο Χουσεΐν Ταμάρι μου ζητήσει το λόγο; Ήδη τρέμω στη σκέψη και μόνο ενός άχρηστου όπλου-αντίκα ανάμεσα στις κάλτσες μου. Άφησε τους κοντόχοντρους κάλυκες του MAG να κυλήσουν στην παλάμη του. Τους φανταζόταν γεμάτους μπαρούτι και μ’ ένα μολυβένιο βλήμα στην κορυφή. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατέβηκε στη σάλα. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του Χαμίς Ζεϊντάν. «Θέλω να μιλήσω με τον Τζορτζ Σαμπά», είπε. Αρχικά, σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Πέρνα να τα
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 97
97
πούμε το πρωί. Στις οχτώ. Στο γραφείο μου». Και ο Χαμίς Ζεϊντάν του το έκλεισε. Ο Ομάρ Γιούσεφ κάθισε αμίλητος. Αφουγκράστηκε το αίμα που σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του. Σκέφτηκε τα όσα του είχε πει ο Τσαρλς Χαλούν σχετικά με τα έσοδά του. Δεν ήταν η συνταξιοδότηση που τον απασχολούσε. Ήθελε να είναι βέβαιος πως η Μαριάμ δε θα στερούνταν τίποτε, αν τον έβρισκε κανένα κακό. Το είχε πάρει απόφαση. Τίποτε δε θα τον σταματούσε όσο ο Τζορτζ Σαμπά χρειαζόταν τη βοήθειά του. Αν δεν ακολουθούσε πιστά το σχέδιό του, ο Τζορτζ δεν επρόκειτο να είναι το τελευταίο θύμα του Χουσεΐν Ταμάρι. Δεν είμαι θύμα, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Άπλωσε το χέρι μπροστά στα μάτια του και γέλασε. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, δεν έτρεμε καθόλου.
7 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 98
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο
Ο
Ι καΜπάΝΕΣ ΤΟυ ΝαΟύ ΤΗΣ γΕΝΝήΣΕωΣ αΝΤΙΛαΛΟύΣαΝ ΣΕ
98
ολάκερη την Πλατεία της Φάτνης την ώρα που ο Ομάρ Γιούσεφ κατευθυνόταν προς το αστυνομικό τμήμα. Τα τουριστικά καταστήματα στη νότια πλευρά της πλατείας θ’ άνοιγαν λίγο αργότερα, μολονότι ελάχιστοι προσκυνητές αποτολμούσαν πλέον να επισκεφθούν τη Βηθλεέμ. Δεν υπήρχε πια πελατεία για τους χερουβικούς, νεογέννητους Χριστούληδες, που κείτονταν σιωπηλοί ο ένας πλάι στον άλλο στη βιτρίνα της οικογενειακής επιχείρησης των Τζιακομάν, κοιτάζοντας ανέκφραστα τις εξίσου πολυάριθμες Παρθένους. Η γήινη ευωδιά από τα φούλια* πλανιόταν μέσα από τα κατεβασμένα ρολά του διπλανού εστιατορίου. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν έτρωγε ποτέ πρωινό, αλλά, μυρίζοντας τη χυλωμένη φάβα, λαχτάρησε κι εκείνος ένα πιάτο. Η πείνα έκανε, θαρρείς, το κρύο πιο έντονο, και ο Ομάρ ανέβασε το γιακά του παλτού του. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέσχισε το καλοφτιαγμένο πλακόστρωτο περνώντας πλάι από τα δενδρύλλια της πλατείας. Στο αχνό φως, τα μαύρα αντερείσματα του αρμένικου μοναστηριού, που ήταν χτισμένο μπροστά από την εκκλησία, φάνταζαν το ίδιο δυσοίωνα με τις καμπάνες που χτυπούσαν πένθιμα. Η αλλοτινή ζωντάνια του ναού, την εποχή που ήταν ακόμα νέος, είχε πια χαθεί, καθώς τον είχαν ζώσει οι μουσουλμάνοι των γύρω χωριών και καταυλισμών – πρόσφυγες όπως ο Ομάρ, οι οποίοι, όσο πλήθαιναν, ένιωθαν πως είχαν το δικαίωμα να αντιμετωπίζουν την πάλαι ποτέ χριστιανική πόλη σαν κτήμα τους. Το έμβλημα της Βηθλεέμ, η * Παραδοσιακό αραβικό έδεσμα, με βάση από κουκιά, φάβα ή ταχίνι. (Σ.τ.Μ.)
βασιλική όπου είχε γεννηθεί η χριστιανοσύνη, ήταν υπό πολιορκία· τα πελώρια πέτρινα τείχη της, ένας μάταιος προμαχώνας ενάντια σε μια εχθρική θρησκεία και ένα ποίμνιο που ολοένα λιγόστευε. Θύμιζε πια τόπο ταφής και όχι γέννησης. Το κελί του Τζορτζ Σαμπά στο αστυνομικό τμήμα βρισκόταν στη γωνία της πλατείας που έβλεπε στο ναό. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκεφτόταν τον Τζορτζ κυριευμένο από απαισιοδοξία, καθώς οι καμπάνες μετρούσαν λυπητερά τον αργοκίνητο χρόνο μέσα στη φυλακή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα ηχούσαν, σαν πένθιμη αντίστροφη μέτρηση, αναγγέλλοντας την εξάλειψη του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης του. Εκεί, στη γωνία της πλατείας, μια φωνή τον σταμάτησε: «Καλημέρα, ουστάζ». Ο Ομάρ Γιούσεφ γύρισε και είδε έναν αδύνατο ιερέα να διασχίζει τον έρημο δρόμο, βαδίζοντας προς το μέρος του με μεγάλες, ζωηρές δρασκελιές. Ο ιερέας φορούσε μαύρα καθολικά άμφια με λευκό κολάρο. Μέσα από τα σανδάλια του ξεπρόβαλλαν γκρίζες κάλτσες. Το δέρμα του προσώπου του ήταν ωχρό και γεμάτο με κοντές, μαύρες τριχούλες, με αποτέλεσμα να φαίνεται μονίμως αξύριστος. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν σγουρά και αραιά, καθώς στέκονταν όρθια πάνω από το κρανίο του σαν το χνούδι στο στήθος δασύτριχου άντρα. Σε δυο χρόνια το πολύ, θα ήταν εντελώς φαλακρός. Οι χοντροί φακοί των γυαλιών του έκαναν τα μάτια του να μοιάζουν μικροσκοπικά. «Ελίας!» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Ο Τζορτζ μού ανέφερε ότι είχες επιστρέψει απ’ το Βατικανό. Τα λέγαμε τις προάλλες και καμαρώναμε για τα επιτεύγματά σου». «Γύρισα, ναι. Απίστευτο, έτσι; Δεν άντεχα να κρατηθώ σε απόσταση ασφαλείας», είπε ο ιερέας. «Σαν θαύμα μού φαίνεται που ξαναβρισκόμαστε, Αμπού Ραμίζ. Μια χαρά κρατιέσαι». «Πάντα ήμουνα δύσπιστος απέναντι στα λόγια των κληρικών, και τώρα καταλαβαίνω το γιατί. Η υγεία μου δεν είναι στα καλύτερά της, για να ’μαι ειλικρινής». «Μπορεί απλώς να είμαι τόσο χαρούμενος για τη συνάντησή μας, που αισθάνομαι ότι πρέπει να ’ναι όλα στην εντέλεια». «Μακάρι να ’ταν, Ελίας». Ο Ομάρ Γιούσεφ έστρεψε το βλέμ-
99
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 99
100
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 100
μα στο αστυνομικό τμήμα. «Τώρα πηγαίνω να δω τον Τζορτζ στο κελί του». Ο Ελίας Μπισάρα σήκωσε τα βαριά γυαλιά του, που είχαν γλιστρήσει στην άκρη της μύτης του. «Να μου το πεις, άμα χρειάζεται τίποτα ο Τζορτζ», είπε. «Είσαι ο ιδανικός φίλος, Αμπού Ραμίζ, αλλά μπορεί να θέλει να μιλήσει και μ’ έναν ιερέα. Εγώ μετά χαράς να διακονήσω». Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε κατά πόσον ο Ελίας Μπισάρα είχε κάνει ήδη το χρονικό άλμα και σκεφτόταν την τελευταία εξομολόγηση του Τζορτζ. Ο ίδιος δεν ήταν προετοιμασμένος να δεχτεί αυτό το ενδεχόμενο, όχι ακόμα. «Θα του το πω», αποκρίθηκε. Κι έσφιξε το χέρι του Ελίας. Ο Χαμίς Ζεϊντάν προϋπάντησε τον Ομάρ Γιούσεφ στην είσοδο του αστυνομικού τμήματος και κατέβηκε μαζί του τα απότομα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στα κελιά. Έκανε κρύο στον υπόγειο διάδρομο, αν και ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν σίγουρος πως η παγωμάρα που ένιωθε είχε να κάνει τόσο με το χειμωνιάτικο πρωινό όσο και με το μέρος όπου βρισκόταν. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έριξε μια λοξή ματιά στον φίλο του καθώς ξεκλείδωνε τη σιδερένια καγκελόπορτα και τον συνόδευε στο εσωτερικό. Πέρασαν από δυο κελιά που ήταν αδειανά, εκτός από κάτι παλιά, φτηνιάρικα προσευχητάρια απλωμένα στα κρεβάτια. «Εδώ χάμω μάντρωνα και τα μέλη της Χαμάς, τότε ακόμα που τους συλλαμβάναμε», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Έπειτα παίρναμε εντολή και τους αποφυλακίζαμε. Τώρα πια, ο φίλος σου είναι ο μοναδικός κρατούμενος». Στην άκρη του διαδρόμου ξεκλείδωσε κι ένα δεύτερο κιγκλίδωμα. Ήταν η πόρτα του κελιού του Τζορτζ. «Εγώ θα περιμένω εκεί στην άκρη», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Βάλε μια φωνή και θα ’ρθω. Αλλά μην κάνεις εκατό ώρες, για τον Θεό!» Ο Ομάρ Γιούσεφ διέκρινε ότι, πίσω από ένα μανδύα αγριάδας, ο φίλος του ανησυχούσε. Δεν ήξερε αν ο λόγος ήταν ότι, ως αστυνομικός, δεν ήθελε να φανεί πως επέτρεπε την είσοδο σε επισκέπτες του καταδότη, ή κατά πόσον φοβόταν πως η έρευνα του Ομάρ Γιούσεφ θα οδηγούσε σε μπελάδες, όπου πλέον ήταν και ο ίδιος εμπλεκόμενος.
Ο Τζορτζ Σαμπά σηκώθηκε από το ξεχαρβαλωμένο ράντζο στη γωνία του γυμνού κελιού. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο, άπλυτο. Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε κατάπληκτος ότι τα αξύριστα μάγουλα του Τζορτζ ήταν γεμάτα γκρίζες τρίχες, αν και μονάχα στους κροτάφους είχε πάρει να ασπρίζει. Τα μαλλιά του ήταν ανάκατα και πετούσαν γύρω από το κεφάλι του σε αλλόκοτα τσουλούφια. Είχε την όψη ανθρώπου που κοιμάται χρόνια τώρα, ωστόσο ο ύπνος δεν του έχει προσφέρει αληθινή ανάπαυση. Ο Τζορτζ Σαμπά έσφιξε στην αγκαλιά του τον Ομάρ Γιούσεφ, που άθελά του σούφρωσε τη μύτη από τη μυρωδιά που ανέδιδε το παραμελημένο σώμα του φίλου του. «Αμπού Ραμίζ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε σαν χαμένος. Τον έθλιβε μέχρι δακρύων το πουκάμισο του Τζορτζ, το άγγιγμά του στο μάγουλό του. Το βαμβακερό ύφασμα ήταν παγωμένο, το ίδιο και τα χέρια που κρατούσαν τώρα σφιχτά τα δάχτυλά του. «Τζορτζ, κάνει πολύ κρύο εδώ μέσα». Ο Τζορτζ έγνεψε προς το παράθυρο του κελιού του, καγκελόφραχτο και δίχως τζάμι. Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα ήταν μια μάλλον ατυχής απόπειρα. «Πάρε το παλτό μου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ βγάζοντας το κοντό ντρίλινο πανωφόρι του. «Δεν μπορώ να σ’ το πάρω, Αμπού Ραμίζ. Θα ξεπαγιάσεις». «Φοράω και σακάκι από κάτω. Βλέπεις; Έλα, πάρ’ το!» «Δε νομίζω να μου κάνει». Ο Ομάρ Γιούσεφ τον έβαλε με το ζόρι να δοκιμάσει το παλτό. Ήταν γελοιωδώς σφιχτό, καθώς τσίτωνε γύρω από τα μπράτσα του μεγαλόσωμου άντρα και κούμπωνε μετά βίας στην κοιλιά, μα ήταν επίσης προφανές ότι ο Τζορτζ έβλεπε το πανωφόρι σαν το μέσο αποφυγής μιας φριχτής, βασανιστικής ποινής. «Ο Θεός να σου ανταποδώσει την καλοσύνη σου», είπε. Ο Ομάρ Γιούσεφ ανατρίχιασε μεμιάς μόλις έμεινε μόνο με το τουίντ σακάκι του. Έκανε νόημα στον Τζορτζ να καθίσει πλάι του στο ράντζο. «Τι ακριβώς συνέβη στην ταράτσα, Τζορτζ, αφότου μ’ άφησες στη Λέσχη Ορθοδόξων;»
101
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 101
102
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 102
«Πήρα ένα βρετανικό πιστόλι-αντίκα, που σκόπευα να το πουλήσω στο μαγαζί, κι ανέβηκα στην ταράτσα. Βρήκα δυο ενόπλους σκαρφαλωμένους, που ρίχνανε μ’ ένα πελώριο πολυβόλο. Τους είπα να τσακιστούν και να φύγουν απ’ την ταράτσα μου, αλλά αυτοί ίσα που δε μ’ έβρισαν. Οπότε κι εγώ έβγαλα το πιστόλι και τους σημάδεψα. Δεν ήταν κι εντελώς πεπεισμένοι, μα μες στα μαύρα σκοτάδια πρέπει να ’μοιαζε αρκετά απειλητικό, φαντάζομαι. Μόνο την ώρα που φεύγανε πρόλαβα και τους αναγνώρισα. Ο ένας τους φορούσε γούνινο καπέλο. Τζιχάντ Αουντέ τον λένε. Ο άλλος κουβάλαγε εκείνο το θεόρατο πολυβόλο». «Τον Χουσεΐν Ταμάρι λες;» «Αυτόν λέω, ναι». «Τα δύο μεγάλα κεφάλια στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων της Βηθλεέμ. Πήγες και τα ’βαλες με αχτύπητο δίδυμο, Τζορτζ». Ο Τζορτζ χαμογέλασε πικραμένα. «Ο Χουσεΐν Ταμάρι ήταν που πυροβολούσε. Σκεφτόμουνα πως έπρεπε να τον παρατηρήσω από κοντά. Άλλωστε, αυτός ήταν ο μόνος ένοπλος. Όμως, ο Τζιχάντ Αουντέ είχε κάτι που μαγνήτιζε το βλέμμα μου. Έμοιαζε τόσο τρομαχτικός... Ειλικρινά, δεν μπορώ να το περιγράψω. Την ώρα που ετοιμάζονταν να κατέβουν απ’ την ταράτσα, ο Αουντέ έσκυψε να μαζέψει κάτι και το παράχωσε στην τσέπη του μπουφάν του. Μάλιστα, δεν ήταν ένα πράγμα αλλά διάφορα μικρά μεταλλικά αντικείμενα, που ’χαν σκορπίσει στην ταράτσα. Και μου ’ριξε μια ματιά που ξεχείλιζε κακία. Ακόμα και τώρα που το σκέφτομαι, παγώνω. Ή, μάλλον, θα πάγωνα εάν δεν είχα μουδιάσει ήδη απ’ το κρύο. Έπειτα οι δυο τους κατέβηκαν τα σκαλιά και φύγανε». «Ίσως ο Αουντέ μάζευε τους άδειους κάλυκες απ’ τις σφαίρες που ’χαν ρίξει, για κάποιο λόγο. Γιατί, δες, εγώ βρήκα μόνο μία στην ταράτσα σου χτες που ανέβηκα να κοιτάξω. Πρέπει να του ξέφυγε». «Τι γύρευες στην ταράτσα του σπιτιού μου; Τι πας να σκαρώσεις, Αμπού Ραμίζ;» Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν απάντησε. «Έχεις καθόλου εχθρούς που να σ’ την είχανε στημένη;» ρώτησε. «Μονάχα αυτούς τους δύο, απ’ όσο μπορώ να κρίνω. Γιατί
δεν είναι λογικό, βέβαια, να σκεφτώ έναν δυσαρεστημένο πελάτη να μ’ εκδικείται με τέτοιον τρόπο επειδή τον έριξα στην τιμή ενός καναπέ Chesterfield, καλά δε λέω; Ο Ταμάρι κι ο Αουντέ είπαν πως θα με συγυρίζανε καλά. Κι εγώ υπέθεσα απλώς ότι θα ξανάρχονταν να με πλακώσουν στο ξύλο ή, ακόμα, ότι μπορεί να με καθάριζαν μες στη μέση του δρόμου. Δε φανταζόμουνα πως θα με ντρόπιαζαν έτσι». «Σε απείλησε κάποιος απ’ τους δυο τους ότι θα σε σκοτώσει;» «Νομίζω και οι δύο μ’ απείλησαν. Ή όχι, έχω την εντύπωση ότι μόνον ο Χουσεΐν είπε επί λέξει πως θα του το πληρώσω. Αλλά, καθώς έφευγαν, ο Αουντέ έκανε μια χειρονομία ότι θα μου ’κοβε το λαιμό». Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε ολόγυρα τους γυμνούς τοίχους του κελιού. Η μουσταρδί μπογιά ήταν γεμάτη μικρές επιγραφές, ορνιθοσκαλίσματα βαριεστημένων ανθρώπων, που ξέδιναν έτσι το θυμό τους ή σκάρωναν απλοϊκά σκίτσα με τα όνειρά τους για ένα καλό γεύμα. Ο κουβάς στη γωνία, που είχε χρέη τουαλέτας, γέμιζε το κελί με μια αποπνικτική αποφορά, μολονότι το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Ο τοίχος και το πάτωμα κάτω από το παράθυρο είχαν ακόμα τα νοτερά σημάδια από τη βροχή της προηγούμενης νύχτας. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναστέναξε, και η ανάσα του απλώθηκε σαν μονοπάτι ατμού από το στόμα του στον παγερό αέρα. «Γιατί ανέβηκες στην ταράτσα, Τζορτζ;» Ο Τζορτζ Σαμπά χαμογέλασε. «Αμπού Ραμίζ, ανέβηκα ακολουθώντας τις δικές σου συμβουλές». Ο Ομάρ Γιούσεφ τον κοίταξε απορημένος. «Στο μάθημα για την Αραβική Εξέγερση του 1936, μας είχες πει πως οι αυτοαποκαλούμενοι ήρωες του αραβικού έθνους ήταν στην ουσία συμμορίτες και τίποτ’ άλλο, που γύρναγαν στα χωριά κι έκλεβαν τα τρόφιμα του κόσμου και σκότωναν όποιον τους αντιστεκόταν, και παράλληλα κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί τους, γιατί οι ίδιοι αυτοί φονιάδες παρουσιάζονταν σαν γενναίοι πολεμιστές, που αντιστέκονταν στους σιωνιστές και στο στρατό, και κατέληγαν να σκοτώνουν πιο πολλούς Παλαιστίνιους απ’ ό,τι Εβραίους αγρότες ή Βρετανούς στρατιώτες. Μας είχες
103
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 103
104
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 104
πει πως, αν ο κόσμος είχε σηκώσει κεφάλι από νωρίς, οι συμμορίες θα ’χαν υποχωρήσει και θα μπορούσε να ’χει επικρατήσει ειρήνη». «Ναι, αλλά δεν εννοούσα...» «Όταν είσαι εμπνευσμένος δάσκαλος, πρέπει να προσέχεις. Ποτέ δεν ξέρεις τι είδους ενέργειες είναι πιθανό να υποκινήσεις». Ο Τζορτζ γέλασε και ακούμπησε το χέρι στον ώμο του Ομάρ Γιούσεφ. «Μην ανησυχείς, Αμπού Ραμίζ. Δε φταις εσύ. Το σκεφτόμουνα εδώ και μέρες, κάθε φορά που κουβαλιόντουσαν στη γειτονιά για να πυροβολήσουν τους Ισραηλινούς στην άλλη άκρη της κοιλάδας. Στο τέλος, κατάλαβα ότι έπρεπε να δράσω. Γιατί, βλέπεις, νόμιζα πως καταλάβαινα το σκεπτικό των ενόπλων καλύτερα απ’ ό,τι εσύ ή ο πατέρας μου. Στη Λατινική Αμερική είχα δει ένα σωρό αλήτες σαν κι αυτούς. Σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση, ήταν όλοι τους δειλοί. Θα θυμάσαι, βέβαια, πως εγώ ζούσα στη Χιλή την περίοδο που η στρατιωτική δικτατορία αναγκάστηκε να παραχωρήσει την εξουσία. Αλλά, δυστυχώς, στα μέρη μας δε βρίσκεται κανένας να υποστηρίξει το λαό, δεν υπάρχουν νόμοι. Οι εγκληματίες έχουν ορίσει δικούς τους νόμους. Πυροβολούν ένα μάτσο φαντάρους κι αυτομάτως μεταμορφώνονται σε εκπροσώπους του εθνικού αγώνα. Έτσι, παραμένουν στο απυρόβλητο και μπορούν να κακομεταχειρίζονται όποιον θέλουν. Ιδίως τους χριστιανούς, που είναι ήδη αδύναμοι. Αυτό ήταν το λάθος μου. Δεν είχα εκτιμήσει σε βάθος την όλη κατάσταση. Όμως, δεν το μετανιώνω». «Η πόλη μας έχει αλλάξει τραγικά απ’ τον καιρό που πρωτοπήγες στη Χιλή, Τζορτζ». «Έχω περάσει πολλές αλλαγές στη ζωή μου. Κι έχω μάθει ότι κάθε αλλαγή είναι ωφέλιμη. Μόνο που εδώ, στην Παλαιστίνη, τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς προς το χειρότερο. Χριστιανικά χωριά καταλαμβάνονται από καινούργιους μουσουλμάνους κατοίκους, κι αντί να ζουν όλοι μαζί ειρηνικά, δεν τολμάς πια ούτε τα Χριστούγεννα να γιορτάσεις. Ακόμα κι όταν αλλάζουν ένα καθεστώς μίσους, κάνουν το νέο καθεστώς ακόμα πιο μισητό. Η αγάπη δεν αποτελεί καν επιλογή. Ή, μάλλον, αποτελεί την επιλογή όποιου είναι τόσο ηλίθιος που θέλει να καταλήξει στο μηδέν, λεηλατημένος και κακοποιημένος κι εξευτελισμένος. Στο τέ-
λος, λοιπόν, όλοι πείθονται πως ο μοναδικός τρόπος να βελτιωθεί το άσχημο κλίμα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων –ή και μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, μη σου πω– είναι να αφανίσεις το αντίπαλο δέος. Να τους σκοτώσεις όλους. Όπως θα σκοτώσουν τώρα κι εμένα». Ο Ομάρ Γιούσεφ το περίμενε ότι θα έφτανε κι εκεί η κουβέντα. «Όχι, Τζορτζ, δεν πρόκειται να σε σκοτώσουν. Δεν μπορούν». Ο Τζορτζ Σαμπά έγειρε το κεφάλι, σχεδόν σαν να λυπόταν τον Ομάρ Γιούσεφ. «Άπαξ και φέρουν καταδότη σε τούτο το κελί, δεν υπάρχει περίπτωση να γλυτώσει. Θα ’ναι και δημόσια η εκτέλεση, σαν αυτές που οργανώνανε στη Γάζα παλιά». «Θ’ αποτρέψω εγώ την εκτέλεση, Τζορτζ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ξέρω πως έχεις πέσει θύμα σκευωρίας του Χουσεΐν. Πρέπει απλώς να το αποδείξω, κι αυτό ακριβώς προτίθεμαι να κάνω». «Αμπού Ραμίζ, μην μπλέξεις καλύτερα». «Έχω ήδη ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία. Θα βρω κι άλλα, και θα σε αθωώσω». «Δεν έχω καμία διάθεση να καταταγώ στις στρατιές των μαρτύρων, και εξυπακούεται ότι, σαν σπιούνος, δε θα λάβω τέτοιον τίτλο. Δεν έχει παράδεισο για μένα. Αλλά και να ’χε, δε θα περίμενα να σ’ ανταμώσω εκεί πάνω για κάμποσα χρόνια ακόμα. Οπότε σε προειδοποιώ, μην το διακινδυνεύσεις. Η μόνη κατάληξη θα ’ναι ένας δεύτερος θάνατος, ενώ αυτοί οι μπάσταρδοι χορταίνουν και μ’ έναν». Ο Τζορτζ γέλασε. «Μήπως θα ’πρεπε να το ξανασκεφτώ; Άμα είναι να πεθάνω, ίσως θα ’ταν προτιμότερο εντέλει να θεωρώ τον εαυτό μου μάρτυρα. Για τη θρησκεία μου θα πεθάνω, έτσι δεν είναι;» «Εσύ είσαι χριστιανός. Δεν πιστεύεις σε μάρτυρες». «Δεν έχεις δίκιο, Αμπού Ραμίζ. Σύμφωνοι, μπορεί να μη δεχόμαστε, όπως οι μουσουλμάνοι, ότι κάθε άνθρωπος που σκοτώνεται ανέρχεται επί τόπου στους ουρανούς για να διεκδικήσει την ευτυχία που του αναλογεί μαζί με εβδομήντα δύο παρθένες καλλονές με μαύρα μάτια. Αλλά, ακόμα κι αν δεν πιστεύουμε στην ύπαρξη αυτών των αξιέραστων ουρί, έχουμε κι εμείς οι χριστιανοί τους μάρτυρές μας. Έχω γυρίσει όλη την Ευρώπη. Οι καθεδρικοί ναοί είναι γεμάτοι με εικόνες χριστιανών μαρτύρων. Ο
105
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 105
106
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 106
συνονόματός μου, ο Άγιος Γεώργιος, υπήρξε και μάρτυρας, όπως θα ξέρεις, εκτός από δρακοφονιάς. Φαντάζομαι, η διαφορά έγκειται στο ότι εμείς οι χριστιανοί αναγνωρίζουμε τον μαρτυρικό θάνατο, μα δεν τον αποζητάμε». Ο Τζορτζ Σαμπά απέμεινε για λίγο σιωπηλός. Έπειτα συνέχισε, μιλώντας αργά: «Θέλω να πας να βρεις τους δικούς μου. Πες τους να φύγουν. Αν γίνεται, ακόμα και σήμερα, όσο είμαι στη φυλακή. Δε θέλω να καταλήξουν να ζούνε σαν απόκληροι, και φοβάμαι μην τους βρει κι αυτούς κανένα κακό. Πες τους να πάνε να μείνουν με το σόι της Σοφίας, στη Χιλή». Ακούμπησε το χέρι στο μπράτσο του Ομάρ Γιούσεφ και απέστρεψε το βλέμμα για να κρύψει τα δάκρυά του. «Φρόντισε να πάει κι ο πατέρας μου μαζί τους. Εσένα σ’ ακούει». «Δε νομίζω να πάει. Όχι χωρίς εσένα». «Αμπού Ραμίζ, για όνομα του Θεού, κινδυνεύουν όλοι τους όσο κι εγώ. Δεν ξέρεις μέχρι πού μπορεί να φτάσουν αυτοί οι άνθρωποι». Από το διάδρομο ακούστηκαν βιαστικά βήματα. Ο Χαμίς Ζεϊντάν εμφανίστηκε μπροστά στην πόρτα του κελιού και την ξεκλείδωσε. «Δεν τελείωσα ακόμα», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν τον κοίταζε· είχε εστιάσει την προσοχή του στο τελευταίο κλειδί. «Προέκυψε κάτι και χρειάζεται να φύγω απ’ το τμήμα, οπότε πρέπει να τον κλειδώσω. Άμα δε θες να περάσεις το επόμενο εικοσιτετράωρο τουρτουρίζοντας εδώ μέσα παρέα με τον Τζορτζ, σου συνιστώ να βγεις απ’ το κελί εδώ και τώρα. Άντε, πάμε! Βιάζομαι». Ο Τζορτζ σηκώθηκε. Φίλησε τον Ομάρ Γιούσεφ σταυρωτά. «Να πεις στους δικούς μου αυτό που σου ζήτησα, θείο». «Ο Αλλάχ να σου δίνει μέρες», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Άγγιξε το πρόσωπο του Τζορτζ Σαμπά. Το αξύριστο δέρμα του τον τσιμπούσε. Ο Χαμίς Ζεϊντάν του φώναξε πάλι από το άνοιγμα της πόρτας. Ο Ομάρ Γιούσεφ βγήκε από το κελί. Την ώρα που ο αστυνομικός κλείδωνε την πόρτα, ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταζε τον Τζορτζ μέσα από τα κάγκελα. Το παλτό που του είχε αφήσει έμοιαζε αξιοθρήνητο, πολύ μικρό, υπερβολικά τσιτωμένο από τις φαρδιές
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 107
107
πλάτες του φίλου του. Καλύτερα να είχε φέρει κάτι φαγώσιμο ή κανένα βιβλίο για τον κρατούμενο. Έπειτα ακολούθησε τον Χαμίς Ζεϊντάν βαδίζοντας αργά κατά μήκος του διαδρόμου. «Αμπού Ραμίζ, κάνε γρήγορα, σε παρακαλώ. Πρέπει να φύγω». «Προς τι τόση βιάση;» Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε εκνευριστεί που δεν του έδωσε λίγο παραπάνω χρόνο με τον Τζορτζ. Η συναισθηματικά φορτισμένη συνάντηση τον έκανε να ξεσπάσει. «Δεν έχεις τσίπα πάνω σου;» φώναξε στον Χαμίς Ζεϊντάν. «Δεν μπορούσες να μ’ αφήσεις λίγο ακόμα με το παλληκάρι, μ’ ένα αθώο θύμα, γαμώ το κέρατό μου;» Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του μην τον ακούσει ο Τζορτζ, μα ξεστόμισε τις λέξεις όλο οργή: «Θα μου σκοτώσετε τον καλύτερο μαθητή μου, μπάσταρδοι». Ο Χαμίς Ζεϊντάν πλησίασε. Ήταν έτοιμος να πει κάτι. Ένας άλλος αστυνόμος ξεπρόβαλε τότε στο κεφαλόσκαλο. «Αμπού Αντέλ», είπε ο αστυνόμος, «η διμοιρία είναι έτοιμη». Ο Χαμίς Ζεϊντάν του αποκρίθηκε πως ήταν ήδη καθ’ οδόν, και ο νεαρός αξιωματικός έφυγε τρέχοντας. «Έχει προκύψει κάτι επείγον, όπως βλέπεις», είπε στον Ομάρ Γιούσεφ. «Τι επείγον; Εισέβαλαν πάλι Ισραηλινοί στη Βηθλεέμ και πρέπει να το βάλετε στα πόδια;» Ο Ομάρ Γιούσεφ μιλούσε πικρόχολα. Ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε πάρει ύφος βλοσυρό. «Όχι, Αμπού Ραμίζ. Κάποιος σκότωσε την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν». Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Κοίταξε τον Χαμίς Ζεϊντάν με δυσπιστία. «Μόνον ο Αλλάχ θα γλυτώσει!» είπε ο αστυνομικός. «Έλα, φύγαμε».
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 108
ΚεφΑλΑιο ενΔεΚΑτο
108
κ
ρύΟΣ αέραΣ δΙαπΕρΝΟύΣΕ ΤΟ αΝΟΙχΤό αΜάξωΜα ΤΟυ ΤζΙπ.
Οι αστυνομικοί καμπούριαζαν μέσα στα αντιανεμικά μπουφάν τους. Ένας μάλιστα κροτάλισε επίτηδες τα δόντια του, για να διασκεδάσουν οι υπόλοιποι. Ο Χαμίς Ζεϊντάν γύρισε από το μπροστινό κάθισμα και πρόσταξε τους άντρες του να σωπάσουν μ’ ένα επικριτικό πλατάγισμα της γλώσσας. Ο Ομάρ Γιούσεφ, που φορούσε μόνο το τουίντ σακάκι του, έτρεμε σύγκορμος. Σχεδόν μετάνιωνε που είχε δώσει το παλτό του στον Τζορτζ, αλλά, τουλάχιστον, μπορούσε να υπομείνει το σύντομο ξεπάγιασμα από τη στιγμή που έκανε τη διαμονή του φίλου του στο γυμνό κελί λίγο πιο υποφερτή. Η παγερή διαδρομή προς το Ιρτάς έμοιαζε ατελείωτη. Στο διάστημα που μεσολάβησε ώσπου να βγει το τζιπ από τα όρια της Βηθλεέμ και να διασχίσει το λόφο που οδηγούσε στο σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν, ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε πως ο νους του είχε διανύσει τη δεκαπλάσια απόσταση. Ποιος να ήταν ο φονιάς της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν; Ήταν σίγουρος πως ο χαμός της συνδεόταν με τη δολοφονία του άντρα της. Για πρώτη φορά συλλογίστηκε ότι ο φόνος του Λουάι ίσως δεν είχε καν σχέση με τη θέση του στην αντίσταση ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις. Αν ο Λουάι είχε πάει από χέρι Ισραηλινού εξαιτίας της δράσης του, ο Ομάρ Γιούσεφ αδυνατούσε να ερμηνεύσει με ποιον τρόπο ο θάνατός του είχε οδηγήσει στο φόνο της Ντιμά. Μόνον εφόσον ο Λουάι είχε πέσει θύμα εγκληματικής συνωμοσίας, υπήρχε το ενδεχόμενο η δολοφονία του να είχε φέρει και αυτή την αθώα κοπέλα στο στόχαστρο του θανάτου. Ο Ομάρ Γιούσεφ έτριψε τα χέρια του και τα ζέστανε με το χνότο του. Σε μια απότομη στροφή, που κόντεψε να τον γκρεμίσει
από το κάθισμα στο δρόμο, αρπάχτηκε από τα πλαϊνά του τζιπ. Και ήταν λες και η ξαφνική κλίση που πήρε το αυτοκίνητο έστρεψε μονομιάς και το νου του σε άλλη κατεύθυνση. Ο δρόμος κατηφόριζε προς την κοιλάδα του Ιρτάς, και ο Ομάρ Γιούσεφ διέκρινε το σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν και το ξέφωτο όπου είχε σταθεί για να κουβεντιάσει με την Ντιμά. Τότε μόνο συνειδητοποίησε την αλήθεια: η Ντιμά ήταν νεκρή εξαιτίας του. Κάποιος την είχε δει να του μιλά. Κάποιος την είχε δει να γνέφει προς το σημείο όπου είχε ξεψυχήσει ο Λουάι και να του αφηγείται τι ακριβώς είχε συμβεί. Η αιτία του θανάτου της ίσως ήταν οι εκμυστηρεύσεις της στον Ομάρ Γιούσεφ. Ένιωσε έναν οξύ πόνο στα σπλάχνα του, σαν ναυτία. Στριμωγμένος ανάμεσα σε δυο αστυνομικούς στο σκληρό πίσω κάθισμα του τζιπ, του ερχόταν να χτυπηθεί πέρα δώθε από την οδύνη. Δηλαδή, την είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια; Οι βλακώδεις απόπειρές του να ερευνήσει το θάνατο του Λουάι και να σώσει τον Τζορτζ Σαμπά είχαν φέρει μονάχα το χαμό μιας αθώας γυναίκας. Έκλεισε τα μάτια και αντίκρισε τον εαυτό του να λέει ένα καλαμπούρι την ώρα του μαθήματος, και την Ντιμά να γελάει. Ήταν τόσο όμορφο το σοβαρό της πρόσωπο, και ομόρφαινε ακόμα περισσότερο όταν γελούσε. Αυτό το χαρακτηριστικό της του θύμιζε την εγγονή του, τη Νάντια. Και τι δε θα έδινε αυτήν τη στιγμή να βρισκόταν πάλι στην τάξη και ν’ ακούει την Ντιμά να διαβάζει μεγαλόφωνα την εργασία της για τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, αντί να κατηφορίζει την ανώμαλη πλαγιά μ’ ένα όχημα της αστυνομίας, οδεύοντας προς τον τόπο όπου είχε αφήσει την τελευταία της πνοή. Σαν να την άκουγε και τώρα τη φωνή της, βαθιά κι ευγενική από τότε που ήταν μια σταλιά παιδάκι, να του ιστορεί τα γεγονότα της δολοφονίας του άντρα της, και αναρωτήθηκε ποια ήταν άραγε τα τελευταία λόγια που είχε ξεστομίσει με τον σαφή και ευφυή τρόπο της. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έστρεψε πίσω το πρόσωπό του κι έδωσε οδηγίες στους άντρες της διμοιρίας του να αποκλείσουν τη διάβαση προς το σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν, ενώ το τζιπ πλησίαζε ολοένα πιο γρήγορα στην καρδιά της κοιλάδας και στον τόπο του εγκλήματος. Καθώς γύριζε ξανά προς τα εμπρός, το βλέμμα του
109
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 109
110
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 110
διασταυρώθηκε φευγαλέα με το βλέμμα του Ομάρ Γιούσεφ. Ο δάσκαλος τρόμαξε, τόσο αυστηρό, διαπεραστικό και ζοφερό ήταν το ύφος του. Έμεινε να παρατηρεί τον αρχηγό της αστυνομίας. Μπορεί εντέλει να μην τον είχε δει κανένας να μιλάει με την Ντιμά από την τέντα των πενθούντων, ή, ακόμα και αν τον είχαν δει, ίσως δε θεώρησαν ύποπτο το να παρηγορεί ένας γέρος δάσκαλος την πρώην μαθήτριά του. Σε ποιον είχε μνημονεύσει ο Ομάρ Γιούσεφ τη συνομιλία του με την Ντιμά; Ποιος άλλος γνώριζε ότι του είχε πει για τον «Αμπού Γουαλίντ»; Ένιωθε πολύ μπερδεμένος. Είχε την αίσθηση πως το είχε αναφέρει στον γιο του και στη γυναίκα του, αλλά δεν ήταν απολύτως σίγουρος. Ο μόνος με τον οποίο θυμόταν ότι το είχε κουβεντιάσει ήταν ο Χαμίς Ζεϊντάν, αυτό δε χωρούσε αμφιβολία. Ο αρχηγός της αστυνομίας κοίταξε πάλι προς το μέρος του, μα ο Ομάρ Γιούσεφ απέστρεψε το βλέμμα μονομιάς. Ήταν δυνατό να τον είχε προδώσει ο παλιόφιλός του; Λες ο Χαμίς Ζεϊντάν να είχε αναφέρει στον Αμπού Γουαλίντ πως η Ντιμά ήταν σε θέση να τον ενοχοποιήσει; Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, σήμαινε ότι ο αστυνομικός γνώριζε ποιος ήταν ο Αμπού Γουαλίντ. Όμως, γιατί να του το σφυρίξει; Δε θα ήταν, βέβαια, η πρώτη φορά που ο Χαμίς Ζεϊντάν έκανε διπλό παιχνίδι. Τόσα χρόνια ακολουθούσε τους ηγέτες του λαού του σε όλη την Αραβία και την Ευρώπη, δολοφονώντας αντιπάλους, σκοτώνοντας αθώο κόσμο που μπλεκόταν στα πόδια του. Για πολλά χρόνια υπήρξα τρομοκράτης, καταπώς συνηθίζουν να λένε. Όμως, αυτό που συνέβαινε τώρα ήταν ακόμα χειρότερο. Επρόκειτο για τη φιλία του με τον Ομάρ Γιούσεφ, τον οποίο ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε προδώσει. Το τζιπ σταμάτησε στο χωράφι που απλωνόταν πέρα από το σπίτι των Αμπντέλ Ραχμάν. Οι αξιωματικοί κατέβηκαν άτακτα κάνοντας σαματά, ποδοβολώντας για να ξεπιαστούν από το στρίμωγμα της διαδρομής. Ο Χαμίς Ζεϊντάν τους μοίρασε σε διάφορα πόστα γύρω από το σπίτι, χτυπώντας έναν έναν στον ώμο και δείχνοντας με το δάχτυλο. Έπειτα γύρισε να βοηθήσει τον Ομάρ Γιούσεφ να κατέβει από το τζιπ, απλώνοντας το τεχνητό χέρι του με το σφιχτό μαύρο δερμάτινο γάντι.
«Μπορώ και μόνος μου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έκανε μεταβολή και προχώρησε προς το μέρος της φαμίλιας, που είχε μαζευτεί στο λαχανόκηπο, στην είσοδο του σπιτιού. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατέβηκε μονοκόμματος από το πίσω κάθισμα του τζιπ και πάτησε άτσαλα σ’ έναν μικρό βράχο κρυμμένο μέσα σε μια συστάδα χόρτα. Ένιωσε τον αστράγαλό του να γυρίζει. Τίναξε το πόδι του μ’ ένα μορφασμό πόνου. Έπειτα ακολούθησε τον Χαμίς Ζεϊντάν, προσέχοντας ότι ο φίλος του έδειχνε να κινείται με μεγαλύτερη ζωντάνια τώρα που βρισκόταν επικεφαλής, επί το έργον. Ή μπορεί απλώς να ’ναι η εντύπωσή μου, να μου φαίνεται πιο δυνατός επειδή έχει παίξει κάποιο ρόλο στο θάνατο μιας αθώας κοπέλας. Ίσως τη σκότωσαν όσο ήμουνα μαζί του, εδώ και μια δυο ώρες. Ένας από τους αστυνομικούς κατευθύνθηκε προς το ξέφωτο όπου είχε σκοτωθεί ο Λουάι. Στάθηκε φρουρός πάνω από μια άμορφη μάζα σκεπασμένη μ’ ένα λευκό σεντόνι. Αυτό εκεί πρέπει να είναι το πτώμα της Ντιμά, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ένιωσε το στόμα του να γεμίζει χολή και ξερόβηξε για να μην πνιγεί. Έστρεψε το βλέμμα του στο χώμα, αλλά ταλαντευόταν ακόμη από τον ίλιγγο. Γύρισε και κοίταξε τον γκρίζο ουρανό, ανοίγοντας τα πόδια για να ισορροπήσει. Πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες, ώσπου αισθάνθηκε έτοιμος να ακολουθήσει τον Χαμίς Ζεϊντάν. Ο αρχηγός της αστυνομίας άκουγε τη μαρτυρία του Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν, που περιέγραφε πώς είχαν βρει το άψυχο σώμα της νύφης του. Ο γέρος σώπασε μόλις είδε τον Ομάρ Γιούσεφ να πλησιάζει και τον κάρφωσε καχύποπτα με τα μαύρα μάτια του, αλλά ο Χαμίς Ζεϊντάν του είπε να συνεχίσει. «Ξύπνησα για την πρωινή προσευχή και βρήκα τον γιο μου, τον Γιουνίς, στο ισόγειο. Μου είπε πως είχε δει κάτι απ’ το παράθυρο του πρώτου ορόφου. Βγήκαμε να δούμε και τη βρήκαμε εκεί πέρα στο βάθος, εκεί όπου κείτεται ακόμα. Τη σκεπάσαμε μ’ ένα άσπρο σεντόνι. Κρίνοντας από τη στάση που είχε το σώμα της όταν την ανακαλύψαμε, πιστεύω ότι πρέπει να τη σκότωσε κάποιος διεστραμμένος». «Ήταν κανένας άλλος εκεί γύρω;» ρώτησε ο Χαμίς Ζεϊντάν.
111
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 111
112
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 112
«Ψυχή! Μες στη νύχτα πρέπει να ’γινε το κακό. Γιατί χτες το βράδυ κλείσαμε όλοι τα φώτα την ίδια ώρα». «Τι ώρα, δηλαδή;» «Λίγο πριν από τις δώδεκα. Τώρα τελευταία, με το ραμαζάνι, όλο ξενυχτάμε. Έχουμε ένα σωρό μουσαφίρηδες, σόγια μας αλλά και ξένους, που περνάνε να μας συλλυπηθούν για το χαμό του πρωτότοκου γιου μου, του Λουάι». «Χτες το βράδυ είχατε καθόλου επισκέψεις; Ήταν μήπως κανένας στο σπίτι που δε διανυκτερεύει συχνά σ’ εσάς;» «Μπα, όλοι οι καλεσμένοι μας έφυγαν ένα μισάωρο τουλάχιστον πριν πέσουμε να πλαγιάσουμε. Η Ντιμά πήγε στην κάμαρά της την ίδια ώρα με όλους μας». Οι αποκρίσεις του Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν έμοιαζαν τόσο καλά προετοιμασμένες και στερημένες από συναίσθημα, που ο Ομάρ Γιούσεφ θορυβήθηκε. Μίλησε κι αυτός με τη σειρά του: «Πέρασε μήπως να σας δει ο Αμπού Γουαλίντ χτες το βράδυ;» Ο Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα στον Ομάρ Γιούσεφ. «Ούτε εσύ είσαι ντετέκτιβ ούτε εγώ σχολιαρόπαιδο. Πώς το βλέπεις, θα δώσω εγώ λογαριασμό σ’ έναν δασκαλάκο; Άντε γαμήσου! Δεν είσαι στην τάξη σου τώρα. Τράβα και βρες κανέναν άλλον, άμα έχεις απορίες. Δεν είμαι ίσα κι όμοια με τα προσφυγόπουλά σου». Ο Χαμίς Ζεϊντάν άπλωσε το χέρι στο στήθος του Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν και του έδωσε ένα απαλό χτύπημα σαν προειδοποίηση. «Να προσέχεις πώς μιλάς, Αμπού Λουάι. Ο ουστάζ Ομάρ Γιούσεφ ήρθε μαζί μου σαν φίλος. Το καλό που σου θέλω, να του μιλάς ευγενικά. Αν και είναι γεγονός ότι η έρευνα δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του», είπε κι έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα στον Ομάρ Γιούσεφ. «Τότε, ρώτα τον εσύ!» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ στον Χαμίς Ζεϊντάν. «Ρώτα τον αυτό που τον ρώτησα προ ολίγου». Ο Χαμίς Ζεϊντάν πήρε παράμερα τον Ομάρ Γιούσεφ. «Έχω την εντύπωση ότι σου απάντησε ήδη, και μάλιστα ξεκάθαρα. Καλά δε λέω;» ψιθύρισε σε τόνο αυστηρό. Έπειτα γύρισε ξανά στη φαμίλια. «Πάμε να δούμε τη σορό. Εσύ, Αμπού Λουάι, δεν
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 113
* Έργο τέχνης (γαλλικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) 8 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
113
υπάρχει λόγος να το υποστείς δεύτερη φορά. Περίμενε εδώ, αν έχεις την καλοσύνη». Όρθιος κάτω από τα πεύκα, ο Χαμίς Ζεϊντάν κοίταξε τον Ομάρ Γιούσεφ με ύφος σκληρό και εξεταστικό. Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά. Ο αστυνομικός σήκωσε το λευκό σεντόνι. Το άψυχο σώμα ήταν γυρισμένο στο πλάι. Μαύρα μαλλιά απλώνονταν γύρω από το κεφάλι, θαρρείς και το πτώμα επέπλεε σε ασάλευτα νερά. Μια σκόρπια τούφα σκέπαζε το πρόσωπο. Ο Χαμίς Ζεϊντάν ανασήκωσε τα μαλλιά, και ο Ομάρ Γιούσεφ αντίκρισε το γνώριμο πρόσωπο της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Ήταν χλομή, και τα χείλη της είχαν μελανιάσει. Τα μάτια της ήταν μια ιδέα μισάνοιχτα, λες και είχε ξυπνήσει μόλις από ύπνο βαθύ. Το κορμί της, επώδυνα κουλουριασμένο, θύμιζε στον Ομάρ Γιούσεφ το αγαλματίδιο του Ροντέν στο καθιστικό του Τζορτζ Σαμπά. Είχε κρατήσει τρυφερά στα χέρια του την μπρούντζινη γυναικεία μορφή, από το φόβο μην του πέσει στο πάτωμα ένα έργο τέχνης. Έτσι θα ήθελε να σήκωνε και το σώμα της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, κρατώντας το στην αγκαλιά του όπως το αγαλματάκι, και να διαπίστωνε ότι απλώς πόζαρε για κάποιον γλύπτη. Ο Ομάρ Γιούσεφ καταράστηκε τον εαυτό του. Την είχε κρατήσει στ’ αλήθεια στην αγκαλιά του, το ίδιο σφιχτά και προσεκτικά όπως το γυμνό objet d’art .* Μαθήτριά του ήταν, και ο πατέρας της φίλος του. Ο ίδιος την είχε παροτρύνει να μπει στο σπιτικό του Λουάι, γιατί πίστευε πως εκεί θα έβρισκε την αγάπη. Αντί γι’ αυτό, είχε γίνει όμως ο τόπος θανάτου της. Του είχε πέσει μέσα από τα χέρια κάτι πολύ πιο εύθραυστο από ένα μπρούντζινο ομοίωμα. Έδωσε μια γροθιά όλο αγανάκτηση στην ανοιχτή παλάμη του. «Της έκοψαν το λαιμό», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Και της έχωσαν και κάτι στο στόμα». Τράβηξε αργά αργά την ακρούλα του πανιού, ώσπου μια λουρίδα μερικών εκατοστών απέμεινε να κρέμεται πιασμένη στα δόντια της. «Την είχαν φιμώσει πρώτα». Τότε μόνον ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε τη βαθιά μαχαιριά στον τράχηλο και το πηγμένο αίμα στον ώμο και στο τεντωμένο μπράτσο της Ντιμά. Του ήρθε πάλι η αίσθηση πνιγμού που είχε και
114
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 114
πρωτύτερα. Η παγωνιά του πρωινού εγκατέλειψε το σώμα του κι ένιωσε να καίει ολόκληρος. Έβγαλε τον πατικωμένο μπερέ του και άφησε το αγιάζι να δροσίσει τον ιδρώτα στο κρανίο του. Ανατρίχιασε. Ο Χαμίς Ζεϊντάν τράβηξε και άλλο το σεντόνι. Το νυχτικό της Ντιμά ήταν σκισμένο από το στρίφωμα ίσαμε τον ώμο. Οι γυμνοί γλουτοί της ήταν γεμάτοι γρατζουνιές. «Τη βίασαν;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο Χαμίς Ζεϊντάν σκέπασε την κοπέλα με το σεντόνι. «Έτσι φαίνεται, αλλά θα χρειαστεί ειδική εξέταση». Ο Ομάρ Γιούσεφ στάθηκε πλάι στον Χαμίς Ζεϊντάν. «Οι ίδιοι υπαίτιοι κι εδώ, έτσι δεν είναι; Αυτοί το έκαναν». «Ο πατέρας κι ο αδελφός; Ναι, φαντάζομαι το ’βαλαν το χεράκι τους». Ο Ομάρ Γιούσεφ εννοούσε τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων. Συνοφρυώθηκε. «Δεν υπάρχει περίπτωση να κουβαληθεί άνθρωπος σε τούτη την ερημιά και ν’ αρπάξει μεγάλη γυναίκα μέσα από το ίδιο της το σπίτι χωρίς να τον ακούσουν οι συγγενείς», πρόσθεσε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Ο πατέρας με τον αδελφό πρέπει να το ’καναν. Ίσως πρόκειται για έγκλημα τιμής, ή μπορεί η Ντιμά να γνώριζε κάτι και να ’θελαν να της κλείσουν το στόμα». «Ναι, αλλά ο πατέρας ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχτηκε ότι ο Αμπού Γουαλίντ είχε περάσει απ’ το σπίτι. Είδες πώς αγρίεψε όταν τον ρώτησα. Μπορεί να ’ναι αυτός ο ένοχος. Μπορεί να ’ναι κι αυτή δουλειά του Αμπού Γουαλίντ». Ο Χαμίς Ζεϊντάν κοίταξε τον Ομάρ Γιούσεφ με ύφος βλοσυρό. «Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο Αμπού Γουαλίντ». «Εγώ νομίζω πως ξέρουμε». «Και όμως όχι, όχι κατηγορηματικά». Τα μάτια του Χαμίς Ζεϊντάν είχαν κάτι το επιφυλακτικό, σαν προειδοποίηση. «Ένα σωρό διαφορετικά άτομα είναι πιθανό να κρύβονται πίσω από την ταυτότητα του Αμπού Γουαλίντ». «Πάντως, μόνο ένας Αμπού Γουαλίντ είναι σε θέση ν’ άφησε στο κατόπι του τους κάλυκες που σου ’δειξα».
«Ο κάλυκας αυτός προέρχεται από πολυβόλο τεραστίων διαστάσεων. Παραείναι ογκώδες για να το κουβαλήσεις ίσαμε δω χάμω για μια απλή ενέδρα». «Εσύ δε μου είπες ότι ο Αμπού Γουαλίντ δεν τ’ αποχωρίζεται ποτέ το πολυβόλο του; Είναι το σήμα κατατεθέν του, έτσι το χαρακτήρισες, το έμβλημά του. Είπες ότι μέχρι και στον απόπατο είναι ικανός να το κουβαλάει. Οπότε θα μπορούσε να το πάρει μαζί του και για μια ενέδρα σαν κι αυτήν». «Ο Αμπού Γουαλίντ στον οποίο αναφέρεσαι είναι φονιάς, συμφωνώ απόλυτα. Ωστόσο, ποτέ δεν έχει σκοτώσει κάποιον αν δεν υπήρχε, τουλάχιστον κατά το δικό του κριτήριο, σοβαρός λόγος». «Τότε, πρέπει να βρούμε για ποιο λόγο σκότωσε την Ντιμά». «Όμως, έπειτα θα ’πρεπε να βρεις και για ποιο λόγο ο Μοχάμεντ κι ο Γιουνίς τον προστατεύουν ακόμα και μετά τη δολοφονία της Ντιμά». Ο Χαμίς Ζεϊντάν πλατάγισε τη γλώσσα. «Κακώς σ’ έφερα μαζί μου. Πίστευα πως θα σε θεράπευε από την εμμονή σου. Πίστευα πως, άπαξ και αντίκριζες πτώμα για πρώτη φορά, θα συνειδητοποιούσες ότι δεν είσαι αστυνομικός. Δάσκαλος είσαι. Κάτσε στ’ αυγά σου και μην ανακατεύεσαι». «Έχεις δίκιο. Δάσκαλος είμαι, πράγματι. Κι αυτό το κορίτσι, που τώρα κείτεται νεκρό, υπήρξε μαθήτριά μου. Όπως και ο Τζορτζ Σαμπά, που, αν δεν τον βοηθήσω, θα εκτελεστεί πολύ σύντομα, γιατί κανένας άλλος δεν προτίθεται να το κάνει. Και θα σου πω και τι τους δίδαξα κιόλας. Τους δίδαξα ότι ο κόσμος μας είναι κάτι που αξίζει, και ότι πρέπει να χρησιμοποιούν την ευφυΐα τους για να συνεισφέρουν στη βελτίωσή του. Δεν καταλαβαίνεις πως, αν αφήσω όλες αυτές τις τραγωδίες να συμβαίνουν χωρίς να πράξω το παραμικρό, θα ’ναι σαν να ’λεγα ψέματα σε εκατοντάδες παιδιά, εδώ και δεκαετίες; Πάνω απ’ όλα, θα ’ναι σαν να ’λεγα ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό». «Μη μεγαλοποιείς τα πράγματα. Και μην τα παίρνεις όλα προσωπικά». «Άκου να σου πω, πολλές φορές νιώθω την υγεία μου κλονισμένη. Για πενηνταπεντάρης κινούμαι υπερβολικά αργά, τα χέρια μου τρέμουν κι έχω πόνους σ’ όλο μου το κορμί. Αισθάνομαι ότι ο θάνατος με κυριεύει».
115
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 115
116
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 116
«Δε σε πήραν δα και τα γεράματα! Πρόκειται απλώς για νοσηρή αντίδραση, επειδή είδες το πτώμα». «Δεν είναι τόσο απλό». «Γιατί τρώγεσαι συνέχεια με το θάνατο;» «Περιμένω και τον δικό μου δολοφόνο». Ο Χαμίς Ζεϊντάν ύψωσε τα χέρια και κοίταξε τον Ομάρ Γιούσεφ με γουρλωμένα μάτια. «Δεν το πιστεύω τι κάθομαι κι ακούω», είπε καθώς απομακρυνόταν. «Έχω ολάκερη έρευνα να διευθύνω. Έχω ν’ ακούσω ένα σκασμό καταθέσεις από πιθανούς αυτόπτες μάρτυρες. Θα πω σε κανένα παιδί απ’ το τμήμα να σε πετάξει ως την Ντεχάισα». Το κεφάλι του Ομάρ Γιούσεφ, που μέχρι πριν από λίγο έκαιγε, τώρα ξαφνικά πάγωσε. Το σοκ που του είχε προκαλέσει το θέαμα του άψυχου σώματος της Ντιμά, το διαδέχτηκε ένα πείσμα να μην αφήσει τον Χαμίς Ζεϊντάν σε χλωρό κλαρί, ιδίως τώρα που τον είχε κουρντίσει. Φόρεσε τον μπερέ του και τον ακολούθησε στον χορταριασμένο κήπο. «Δεν διεξάγεις κανονική έρευνα, έτσι δεν είναι; Κάτι ξέρεις και δε μου το λες. Κι όλες αυτές οι ερωτήσεις που τους κάνεις είναι σκέτο θέατρο. Γιατί κι εκείνοι κάτι ξέρουν, κι εσύ ξέρεις πως το ξέρουν. Περί τίνος πρόκειται;» Ο Χαμίς Ζεϊντάν γύρισε προς το μέρος του. «Έμαθα ότι αποσύρθηκες απ’ το δασκαλίκι. Πιστεύω πως πρέπει να το ξανασκεφτείς. Πιστεύω πως πρέπει να γυρίσεις στη δουλειά, για να μην έχεις τόσο ελεύθερο χρόνο να τρώγεσαι όλη την ώρα. Η πρόωρη συνταξιοδότηση σ’ έχει κάνει παρανοϊκό. Κακώς σου επέτρεψα να δεις τον Τζορτζ Σαμπά, αλλά το ’κανα σαν ανθρωπιστική χειρονομία σ’ έναν παλιό μου φίλο, που τον ένιωθα ταραγμένο. Ε λοιπόν, το μετάνιωσα, δεν ήταν σωστό να σου επιτρέψω την είσοδο στη φυλακή. Οπότε γύρνα τώρα στο σχολείο κι άσε την υπόθεση στους επαγγελματίες». Ο Ομάρ Γιούσεφ άρπαξε τον Χαμίς Ζεϊντάν από τον ώμο. «Εσύ τους το σφύριξες, έτσι δεν είναι; Εσύ ειδοποίησες τον Χουσεΐν Ταμάρι». «Τι λες τώρα;» «Μόνο σ’ εσένα επανέλαβα τη συνομιλία μου με την Ντιμά.
Είσαι ο μόνος που γνωρίζει ότι η Ντιμά μού ανέφερε τ’ όνομα Αμπού Γουαλίντ. Κι εσύ το μετέφερες στον Ταμάρι, κι αυτός ήρθε και τη σκότωσε. Τα ’χεις κάνει πλακάκια μαζί τους». «Τώρα θα με κάνεις να θυμώσω, Αμπού Ραμίζ». «Γιατί εκπλήσσομαι; Απ’ τη μέρα που αποφοιτήσαμε απ’ το πανεπιστήμιο, η τρομοκρατία υπήρξε το μέσο βιοπορισμού σου. Το παραδέχτηκες κι ο ίδιος». Ο Χαμίς Ζεϊντάν έσπρωξε το χέρι του Ομάρ Γιούσεφ από τον ώμο του. Με σφιγμένα σαγόνια, του αποκρίθηκε γρυλλίζοντας: «Πίστεψέ με, μακάρι να ’χα ξεμπλέξει μ’ όλα αυτά. Αλλά ίσως είναι αδύνατον. Η ίδια η ζωή είναι τρομοκρατία, οπότε κάνε μου τη χάρη με την αξιοπρέπειά σου! Η ζωή είναι μια πελώρια παραβίαση της ασφάλειας και των αμυνών μας. Ορισμένοι βάζουνε βόμβες σε λεωφορεία και τα ανατινάζουν: αυτοί είναι οι τρομοκράτες. Άλλοι σε πιάνουν με τα λόγια και σε κάνουν να ανατιναχτείς μονάχος σου: αυτούς πώς θα τους χαρακτήριζες; Η ζωή μοιάζει με το κελί ενός κατάδικου. Αν ο φίλος σου ο Τζορτζ Σαμπά βρεθεί μπαγλαρωμένος στην πτέρυγα των μελλοθανάτων αύριο μεθαύριο, ο μοναδικός λόγος είναι ότι δεν είχε ποτέ το μυαλό στο κεφάλι του, ότι δε συνειδητοποίησε σε τι μέρος ζούσε μια ζωή. Μόνο έτσι μπορείς να προφυλαχτείς, Αμπού Ραμίζ. Μόνο αν καταλάβεις πως βρίσκεσαι μονίμως επί ποινή θανάτου, και πασχίσεις να εξασφαλίσεις μια προσωρινή αναβολή». Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε μείνει εμβρόντητος. «Δεν είναι δυνατό να δεχτώ ότι τα πιστεύεις αυτά που λες», είπε χαμηλόφωνα. «Πάντως, ελπίζω ειλικρινά να μη νόμιζες πως ενεργούσα υποκινούμενος από υψηλά ηθικά ιδεώδη. Υποθέτω ότι με ξέρεις αρκετά καλά για να πιστεύεις κάτι τέτοιο». «Δεν ήσουνα τέτοιος άνθρωπος παλιότερα». «Οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Ανακάλυψα ότι ο αγώνας του λαού μας διευθύνεται σαν καζίνο της κακιάς ώρας, κι έπειτα από σαράντα χρόνια τζόγου, η μόνη μάρκα που μου έχει απομείνει είναι ο αετός στην επωμίδα μου». Άπλωσε το χέρι με το γαντοφορεμένο τεχνητό μέλος για να ψηλαφίσει το άψυχο σώμα της Ντιμά κάτω από το λευκό σεντόνι, περιτριγυρισμένος από τους ένοπλους αστυνομικούς και κάτω από το εχθρικό βλέμμα του
117
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 117
118
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 118
Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν και του γιου του Γιουνίς. «Όπως βλέπεις, έπαιξα κι έχασα. Έχασα, ο μαλάκας...» Ο Χαμίς Ζεϊντάν έσπρωξε το πηλήκιο προς τα πίσω κι έτριψε το μέτωπό του. Ο πρωτύτερος θυμός έμοιαζε να τον έχει εγκαταλείψει, και ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε πως η όψη του έκρυβε πόνο, θλίψη, μοναξιά. «Είναι πολλά που δε γνωρίζεις σχετικά με την υπόθεση των Αμπντέλ Ραχμάν, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Με συγχωρείς για λίγο». Προχώρησε βιαστικά προς τη φαμίλια των Αμπντέλ Ραχμάν. Έκανε νόημα στον Μοχάμεντ να τον ακολουθήσει στη σάλα και είπε στις γυναίκες να γυρίσουν στο σπίτι για περαιτέρω ανάκριση. Όταν ολάκερη η φαμίλια είχε μπει στο σπίτι, στο λαχανόκηπο απέμεινε μονάχα η ταινία που είχαν απλώσει οι αστυνομικοί, και ο Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν. Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε τον αστράγαλό του να πετρώνει στο σημείο που τον είχε γυρίσει, κατεβαίνοντας από το τζιπ. Πλησίασε κουτσαίνοντας τον Γιουνίς. «Ο Αλλάχ να ευλογεί την ψυχή της», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο Γιουνίς ανταποκρίθηκε μ’ ένα ανεπαίσθητο νεύμα. Όμορφο παλληκάρι, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ή μάλλον, στην ουσία, όμορφο αγόρι. Η κατατομή του προσώπου του ήταν λεπτεπίλεπτη, σχεδόν γυναικεία, και τα μάτια του είχαν ένα ανοιχτό καστανό χρώμα. Ο λαιμός του ήταν λεπτός – κοκαλιάρικος λαιμός εφήβου. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέκρινε κάτι το αλαζονικό στην έκφρασή του, την ίδια έκφραση που έβλεπες τώρα πια σε τόσα νέα παιδιά, πρόσωπα γεμάτα από το αίσθημα πως οι μεγαλύτεροί τους δεν είχαν αγωνιστεί όσο έπρεπε για την ελευθερία της Παλαιστίνης, παιδιά πεπεισμένα ότι θα αναγκάζονταν να κάνουν μόνα τους τις μεγάλες θυσίες που θα έφερναν τη λευτεριά στον τόπο τους. Ήταν αυτό το κράμα οίκτου προς τους ταπεινωμένους μεγαλυτέρους τους και προσδοκίας να τους προσπεράσουν βιαστικά για να πάνε παραπέρα, που έκανε νεαρούς σαν τον Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν αφόρητους στα μάτια του Ομάρ Γιούσεφ. Πόσες φορές δεν είχε αντικρίσει την ίδια απόμακρη, αψήφιστη έκφραση που έβλεπε τούτη τη στιγμή στο πρόσωπο του συγκεκριμένου αγοριού, στην αυλή του σχολείου των Ηνωμένων
Εθνών ή και στους δρόμους της Ντεχάισα; Μόνο που στην περίπτωση αυτού του νέου υπήρχε και κάτι παραπάνω, κάτι ακόμα πιο εχθρικό, ριψοκίνδυνο και ένοχο. Ιδού η εξήγηση, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ παρατηρώντας προσεκτικά το αγόρι: Δε νομίζω να έχω ξαναδεί άνθρωπο που ντρέπεται τόσο πολύ για τον εαυτό του, ούτε άνθρωπο που θέλει τόσο απεγνωσμένα να κρύψει την ντροπή του. «Είθε τούτη η λύπη να ’ναι η στερνή σας λύπη!» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ, προσφέροντας μια άλλη στερεότυπη διατύπωση συμπόνιας. «Ποιος θα το φανταζόταν πως θα ξαναρχόμουνα τόσο σύντομα μετά το χαμό του αδελφού σου;» Ο Γιουνίς κοίταξε το πτώμα κι έπειτα έστρεψε πάλι το βλέμμα στο λαχανόκηπο. Έδειχνε να συλλογίζεται το άλλο άψυχο κορμί, του αδελφού του, ντυμένο με τζιν και σωριασμένο κατάχαμα μες στα πράσινα χόρτα. Ο Ομάρ Γιούσεφ αποφάσισε να βολιδοσκοπήσει τον Γιουνίς: «Κι από δουλειά, τι θα κάνεις τώρα;» Ο Γιουνίς πήρε ένα απορημένο ύφος. «Τώρα που οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων κατέλαβαν τα συνεργεία των δικών σου», πρόσθεσε επεξηγηματικά ο Ομάρ Γιούσεφ. «Πού θα βρεις δουλειά;» «Δε σε αφορά». «Ο βιοπορισμός σου; Όχι, δε με αφορά. Απλώς, ίσως φταίει ότι, τόσα χρόνια δάσκαλος, πάντα νοιάζομαι κι ανησυχώ για τα νέα παιδιά». «Άλλο εννοούσα. Τα συνεργεία δε σου ανήκουν, για να ρωτάς». «Ούτε σ’ εσάς ανήκουν πια». «Κάπως θα τα βολέψουμε». «Μα γιατί να πάρουν την επιχείρηση μες απ’ τα χέρια σας;» Ο Γιουνίς απέμεινε πάλι σιωπηλός. «Εγώ είχα την εντύπωση πως ήταν φίλοι με τον Λουάι», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Αφού ήταν κι αυτός στην ίδια κλίκα με τα ηγετικά στελέχη των Μαρτύρων. Θα ’πρεπε κανονικά να μεριμνούν για τη φαμίλια του, όχι να του κλέβουνε το βιος. Και για ποιο λόγο ήρθαν και σκότωσαν την Ντιμά;»
119
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 119
120
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 120
«Εσένα ποιος σ’ το ’πε;» Ο Ομάρ Γιούσεφ έκανε τάχα τον κατάπληκτο. «Σ’ αυτό το συμπέρασμα έχει καταλήξει η αστυνομία». «Αφού η αστυνομία ήρθε μόλις τώρα». «Ξέρεις πως οι αστυνομικοί ενεργούν βασισμένοι σε εμπιστευτικές πληροφορίες, όχι στα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκουν στον τόπο του εγκλήματος. Γιατί, βλέπεις, ο τόπος του εγκλήματος μπορεί ν’ αλλοιωθεί ή ακόμα και να σκηνοθετηθεί εξ ολοκλήρου, ώστε να μοιάζει με έγκλημα. Ωστόσο, η κατασκοπεία και τα όσα μαθαίνουν απ’ τους πληροφοριοδότες τους προσφέρουν ένα ασφαλές στήριγμα στην αστυνομική έρευνα». Καθώς μιλούσε, ο Ομάρ Γιούσεφ περιεργαζόταν το αγόρι πολύ προσεκτικά. Το αριστερό μάτι του Γιουνίς τρεμόπαιζε νευρικά. Ο Ομάρ Γιούσεφ αποφάσισε να ζορίσει κι άλλο τον μικρό. Εξακολούθησε να μιλά μεγαλόφωνα, με μια σχεδόν ανέμελη, αφελή σιγουριά: «Κοίτα να δεις, την Ντιμά τη σκότωσαν επειδή φοβόντουσαν ότι γνώριζε κάτι σχετικό με τη δολοφονία του Λουάι – κάτι που θέλουν να μείνει κρυφό. Οι ίδιοι άνθρωποι σκότωσαν και τον Λουάι, όχι οι Ισραηλινοί. Κι αυτός ο τύπος, ο χριστιανός που συνέλαβαν, δεν έχει την παραμικρή ανάμειξη. Το ξέρεις κι εσύ». «Από πού να το ξέρω εγώ;» «Κι αν οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων σκότωσαν τον Λουάι και κατηγόρησαν τους Ισραηλινούς προκειμένου ν’ αρπάξουν την οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα σου; Εσείς ήσασταν ανήμποροι να τους εμποδίσετε. Μόνο που οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων ανακάλυψαν πως η Ντιμά γνώριζε κάτι σχετικό με τη δράση τους. Ίσως να ’δε ή ν’ άκουσε κάτι εκείνο το βράδυ, την ώρα που περίμενε τον Λουάι να γυρίσει. Έτσι, τη σκότωσαν. Και το ’καναν να μοιάζει με έγκλημα πάθους, ώστε ο κόσμος να πιστέψει πως κάποιος σιχαμένος ανώμαλος έτυχε να της πάρει τη ζωή». «Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων είναι πολεμιστές, αγωνιστές του λαού μας». «Όπως ο αδελφός σου;» «Ναι. Όπως ο αδελφός μου».
«Πόσο καλά τον ήξερες, ε; Γνώριζες πράγματι τα πάντα γύρω από την αγωνιστική δράση του;» Ο Ομάρ Γιούσεφ έριξε μια ματιά στο λευκό σεντόνι, τσαλακωμένο από το σώμα που σκέπαζε. «Στις μέρες μας υπάρχουν ένα σωρό εργαστηριακές εξετάσεις. Ελέγχουν το γονιδίωμα. Πρόσεξες κάτι γρατζουνιές στα οπίσθια της Ντιμά; Είναι σε θέση να μαζέψουν υλικό κάτω από τα νύχια κάθε υπόπτου και να ελέγξουν κατά πόσον τα υπολείμματα της επιδερμίδας που θα βρουν προέρχονται απ’ τους γλουτούς της, στο σημείο όπου την έγδαρε ο φονιάς της». Γύρισε και κοίταξε τα χέρια του Γιουνίς. «Το πιο πιθανό είναι να ελέγξουνε κι εσένα». «Υπάρχει περίπτωση να έκανα εγώ τέτοιο πράγμα στη νύφη μου; Δε θα είσαι καλά». «Δεν έχεις ακουστά για τα εγκλήματα τιμής;» «Και πώς πρόσβαλε δηλαδή την τιμή της οικογένειάς μας;» «Εσύ θα μου πεις». «Δεν έχω να σου πω τίποτα. Δεν είσαι καν αστυνομικός. Δάσκαλος είσαι». Ο Γιουνίς απομακρύνθηκε βιαστικά από τον Ομάρ Γιούσεφ. Έπειτα κοντοστάθηκε. «Δεν τη δασκάλεψες σωστά την Ντιμά. Εάν ήσουνα καλός δάσκαλος, δε θα ’χε αυτή την κατάληξη. Βγήκε μες στη νύχτα ν’ ανταμώσει με κάποιον για να κάνουνε σεξ, κι εκείνος τη σκότωσε». «Ακούγεται σαν σενάριο απελπισίας, και είμαι βέβαιος πως δεν το πιστεύεις». «Άμα ήσουνα καλύτερος δάσκαλος, θα ’ταν ζωντανή. Εσύ τη σκότωσες, πουτάνας γέννημα! Τα δικά σου τα νύχια πρέπει να ψάξουνε». Το αγόρι έκανε γρήγορα το γύρο του σπιτιού και μπήκε στο γκαράζ με τα χέρια του χωμένα βαθιά μέσα στις τσέπες. Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε το ηχηρό μαρσάρισμα ενός κινητήρα, λες και ο Γιουνίς γκάζωνε για να κάνει σαματά – εξίσου διαπεραστικό με το ουρλιαχτό που δεν άφηνε να βγει από μέσα του. Ο Ομάρ Γιούσεφ πλησίασε κουτσαίνοντας στο λευκό σεντόνι. Ο αστυνομικός που φρουρούσε το πτώμα έγνεψε καταφατικά. Ο Ομάρ Γιούσεφ γονάτισε με δυσκολία στο νοτισμένο χορτάρι. Σήκωσε την άκρη του σεντονιού και παρατήρησε το πρόσωπο της Ντιμά. Τα μάγουλά της ήταν φουσκωμένα από το τυλιγμένο πανί
121
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 121
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 122
122
που έφραζε ακόμα το στόμα της. Τα μάτια της κοίταζαν ανέκφραστα το χώμα. Ο Ομάρ Γιούσεφ περιεργάστηκε τα χέρια του. Τι να υπήρχε άραγε κάτω από τα νύχια του; Ποιον να είχε γδάρει στη μακρά θητεία του ως δάσκαλος; Μήπως είχε διδάξει όλα αυτά τα παιδιά να έχουν μονίμως ανεκπλήρωτες προσδοκίες, ανίκανα να αποδεχτούν την πραγματικότητα της κοινωνίας τους; Τους είχε μήπως εμφυσήσει ιδεώδη τα οποία αναπόφευκτα θα καταπατούνταν, σε τούτο τον κόσμο που τα περιέβαλλε, καταδικάζοντάς τα σε μια ζωή κυνικότητας και διάψευσης; Αν κάποιος κοίταζε κάτω από τα νύχια μου, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ, θα έβρισκε στ’ αλήθεια αυτό που έλεγε ο Γιουνίς. Θα έβρισκε ίχνη από το δέρμα της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, του Τζορτζ Σαμπά και ποιος ξέρει πόσων ακόμη. Άγγιξε απαλά τα βλέφαρα της Ντιμά και της έκλεισε τα μάτια.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 123
ΚεφΑλΑιο ΔωΔεΚΑτο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ πΕρίΜΕΝΕ αΝάΜΕΣα ΣΤα πΕύκα ΤΟΝ χαΜίΣ
Ζεϊντάν να ολοκληρώσει την ανάκριση των Αμπντέλ Ραχμάν. Ήρθε κι ένας φωτογράφος, ώστε να υπάρχουν ντοκουμέντα με λεπτομέρειες γύρω από το θάνατο της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, για την έκθεση του ιατροδικαστή. Σήκωσε μ’ ένα τίναγμα το σεντόνι που τη σκέπαζε και πήρε μερικά κοντινά τού προσώπου της. Με την ίδια βιάση πήγε και στάθηκε στα είκοσι μέτρα, για να φωτογραφίσει το πτώμα σε σχέση με το σπίτι. Αντάλλαξε μερικά χυδαία καλαμπούρια με τον φρουρό της σορού για τα σημαδεμένα οπίσθια της Ντιμά. Ο Ομάρ Γιούσεφ απέστρεψε το βλέμμα και ακούμπησε το μέτωπό του στον κορμό ενός δέντρου. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε περάσει όλη του τη ζωή διδάσκοντας ιστορία, τα δεδομένα και τη σημασία των αληθινών γεγονότων. Ωστόσο, προσπαθούσε πάντα να αποστασιοποιείται από τη διαβρωτική επίδραση των ιστορικών συμβάντων που είχε βιώσει ο ίδιος. Δεν είχε ζήσει ποτέ ως νομάδας πολεμιστής, όπως ο Χαμίς Ζεϊντάν. Δεν είχε μεταμορφωθεί σε δόλιο προπαγανδιστή, σ’ έναν γεμάτο μίσος διανοούμενο, όπως τόσοι και τόσοι στο περιβάλλον του. Σαφώς τον άγγιζαν τα βάσανα του λαού του, μα έβλεπε τον εαυτό του τόσο κοντά στην αγνότητα όσο θα έπρεπε να είναι ένας άνθρωπος που ελέγχει τα πάθη του. Ζούσε στο σπίτι που νοίκιαζε παλαιότερα ο πατέρας του, και δίδασκε σε μια τάξη που αποτελούσε για τις επαρκώς ευφυείς μαθήτριες ένα θάλαμο, ο οποίος τις μετέφερε σε μια αλλοτινή εποχή, όπου ήταν ασφαλείς από τον όλεθρο και τις προκαταλήψεις που τις περιέβαλλαν. Γερμένος πάνω στο πεύκο, αναρωτήθηκε αν και κατά πόσον θυσίαζε τώρα αυτή την αγνότητα και τη σύνεση στο βωμό της έρευνας που μόνος του είχε επωμιστεί. Ίσως διατηρούσε
123
Ο
124
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 124
ακόμα την τιμή και την περηφάνια του μόνο και μόνο γιατί παρέμενε προφυλαγμένος από τη φθοροποιό πραγματικότητα την οποία βίωναν οι συμπατριώτες του. Αισθανόταν ήδη την πυγμή του να εξασθενεί, και είχαν περάσει μόλις πέντε μέρες από το δείπνο του με τον Τζορτζ Σαμπά – μέρες κατά τη διάρκεια των οποίων ο θάνατος, ο φόβος και η καχυποψία τον έζωναν όσο ποτέ άλλοτε. Ήθελε να πάρει εκδίκηση για το θάνατο της Ντιμά. Δεν τον ένοιαζε ποιος μπορεί να υπέφερε ή να πέθαινε στην πορεία, αρκεί το σώμα κάποιου τρίτου να πλήρωνε το κακό, κι εκείνος, ο Ομάρ Γιούσεφ, να ήταν στοιχειωδώς πεπεισμένος ότι το νέο θύμα είχε κατά κάποιον τρόπο ανάμειξη στο φόνο του κοριτσιού. Αυτή η σκέψη τον τρόμαζε πιο πολύ απ’ όλα, πως ίσως εντέλει ήταν ίδιος και απαράλλαχτος με όλους τους άλλους, αδύναμος και μνησίκακος και δολοφονικά ενάρετος. Μόνο μία διέξοδος απέμενε. Θα σταματούσε την έρευνά του. Δάσκαλος ήταν, στο κάτω κάτω. Ο Τζορτζ Σαμπά είχε ανάγκη από βοήθεια και ο θάνατος της Ντιμά ζητούσε εκδίκηση, αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ δεν ήταν σε θέση να προσφέρει τίποτε από τα δύο. Έπρεπε να προφυλαχθεί από το ζόφο που φώλιαζε στα τρίσβαθα της ψυχής του. Θυμήθηκε τη νύχτα που είχαν χωριστεί με τον Τζορτζ έξω από το εστιατόριο στην Μπέιτ Τζαλά, πώς είχε γυρίσει στο σπίτι του σκουντουφλώντας στην κατηφοριά του λόφου και πώς οι σκιές στα σοκάκια έπαιρναν τη μορφή ανθρώπων και ζώων, φιγούρες άυλες κι εφιαλτικές. Έτσι αντιλαμβανόταν τώρα και τον ίδιο του το νου, με τις σκιές του να πυκνώνουν ώσπου γίνονταν παρασιτικά στοιχειά, που ανάσαιναν εντός του με κάθε του πνοή. Για πρώτη φορά συλλογίστηκε πως οι σκιώδεις φιγούρες τις οποίες είχε πλάσει η φαντασία του εκείνη τη βραδιά, ίσως προσπαθούσαν να τον κάνουν να ακολουθήσει τον Τζορτζ. Ποιος ξέρει; Αν είχε γυρίσει, μπορεί να είχε αποτρέψει την καταστροφική αναμέτρηση με τους ενόπλους στην ταράτσα. Αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ είχε επιστρέψει στο σπίτι του χωρίς καθυστέρηση εκείνο το βράδυ, κι επιπλέον, παρόλο που δεν άντεχε να σκέφτεται την παρούσα φάση ως ισοδύναμη, το ίδιο ακριβώς σκόπευε να κάνει και τώρα. Ο Χαμίς Ζεϊντάν βγήκε από το σπίτι και προχώρησε κατάκο-
πος μέχρι το τζιπ. Ο Ομάρ Γιούσεφ πλησίασε και στάθηκε στην πλαϊνή πλευρά του οχήματος. «Μπορείς να με πετάξεις στο σχολείο;» ρώτησε χαμηλόφωνα. Ο Χαμίς Ζεϊντάν χασμουρήθηκε. «Εγώ νόμιζα πως βγήκες στη σύνταξη». «Μου το ’πες και νωρίτερα. Δεν ξέρω από πού το πήρε τ’ αυτί σου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ υψώνοντας τη φωνή. «Δηλαδή, δεν ισχύει;» «Εσύ πού το άκουσες;» «Κυκλοφόρησε το νέο, γενικά. Οι κόρες ενός γνωστού μου είναι μαθήτριές σου. Μάλιστα, πήγε και μίλησε στον Αμερικάνο τον διευθυντή σας, τον Στέντμαν, σχετικά με τις πιτσιρίκες του. Κι αυτός του είπε πως βγήκες στη σύνταξη». «Φαντάζομαι, είχε πάει να διαμαρτυρηθεί που δεν υποστηρίζω την ιντιφάντα, έτσι; Ή που κριτικάρω τους μάρτυρες;» «Υπάρχει κι άλλος λόγος για ν’ ασχοληθεί γονιός με διευθυντή σχολείου στις μέρες μας; Και πώς αλλιώς θα προέκυπτε τ’ όνομά σου στην κουβέντα;» Ο Ομάρ Γιούσεφ ανέβηκε στο πίσω κάθισμα του τζιπ. Προσπαθώντας να στηριχθεί στον τραυματισμένο αστράγαλό του, μούγκρισε από τον πόνο. «Θα επιστρέψω στο σχολείο», είπε. Ο Χαμίς Ζεϊντάν τον κοίταξε στα μάτια. Το ύφος του φανέρωνε καχυποψία κι εξουσία και βαθιά γνώση των πραγμάτων, κι έκανε τον Ομάρ Γιούσεφ να αποστρέψει το βλέμμα. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έκλεισε με πάταγο την πίσω πόρτα του τζιπ. Καθώς σκαρφάλωναν το λόφο πλησιάζοντας στα περίχωρα της Ντεχάισα, ο Ομάρ Γιούσεφ παρατηρούσε το προφίλ του Χαμίς Ζεϊντάν. Ο υψηλόβαθμος αξιωματικός είχε τα μάτια καρφωμένα στην ευθεία του δρόμου. Άραγε σκέφτεται το φόνο της Ντιμά; αναρωτήθηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ή μήπως αναλογίζεται τον δικό του ρόλο στο θάνατό της; Είναι στ’ αλήθεια ικανός να μετέφερε στον Χουσεΐν Ταμάρι τις λεπτομέρειες που μου εκμυστηρεύτηκε η Ντιμά; Είναι δυνατό να ’μαι τόσο τυφλός ως προς το ποιόν αυτού του ανθρώπου, που τον θεωρούσα φίλο μου; Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι ενδεχομένως και πολλοί άλλοι φίλοι του ήταν υπόλογοι για φριχτές πράξεις, ωστόσο ο ίδιος δε θεωρούσε κανέναν
125
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 125
126
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 126
τους ικανό να συμπράξει σε φόνο. Του προκαλούσε μεγάλη εντύπωση το πόσο αβίαστα μπορούσε να συλλάβει τη συμμετοχή του Χαμίς Ζεϊντάν σε μια τέτοια σφαγή. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατέβηκε αμίλητος από το τζιπ έξω από το σχολείο των Ηνωμένων Εθνών. Το όχημα απομακρύνθηκε κατηφορίζοντας στον ανώμαλο, γεμάτο λασπόνερα δρόμο και αφήνοντας στο διάβα του μια μυρωδιά βενζίνης, ελκυστική και φαρμακερή συνάμα, μέσα στην υγρή παγωνιά. Ο Ομάρ Γιούσεφ κράτησε λίγο την ανάσα του, ώσπου ο άνεμος καθάρισε την ατμόσφαιρα. Στο παράθυρο μιας τάξης κοντοστάθηκε ν’ ακούσει τα κορίτσια να απαγγέλλουν την προπαίδεια. Χαμογέλασε όταν κόμπιασαν στο «οχτώ φορές το εννιά»: σε αυτό το σημείο πάντα κολλούσαν. Στην είσοδο του σχολείου καλημέρισε τον επιστάτη και πρόσεξε την κατάπληκτη αντίδρασή του, το πώς ίσιωσε μονομιάς την πλάτη του, θαρρείς και αντίκριζε έναν γαλονά του στρατού ή κάποιον αυστηρό, επιβλητικό θείο. Ή και φάντασμα. Στην πόρτα της δικής του αίθουσας, ο Ομάρ Γιούσεφ είδε μέσα από το τζάμι μια νεαρή κοπέλα να κάθεται σιωπηλή στην έδρα του, ενόσω τα κορίτσια έγραφαν στα τετράδιά τους. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της κοπέλας, γιατί διάβαζε σκυφτή ένα βιβλίο. Η αναπληρώτρια φορούσε λευκή μαντίλα κι ένα φαρδύ μουσταρδί φουστάνι, μα, κρίνοντας από το στιλπνό δέρμα των χεριών της, πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι. Έμεινε ακίνητος για λίγο και σκέφτηκε να μπει, όμως τα κορίτσια ήταν ήσυχα και συγκεντρωμένα. Δεν ήθελε να ενοχλήσει. Στο τέρμα του διαδρόμου τον προϋπάντησε η Γουάφα μ’ ένα χαμόγελο. «Καλή και χαρμόσυνη μέρα, Αμπού Ραμίζ», είπε η γραμματέας του σχολείου. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρατήρησε πως η άφιξή του είχε χαράξει ένα μειδίαμα σκανταλιάρικης ικανοποίησης στα χείλη της Γουάφα. «Ο ήλιος να σε φωτίζει, Ουμ Χαλέντ», αποκρίθηκε. Έγνεψε προς το γραφείο του Κρίστοφερ Στέντμαν, και η Γουάφα σήκωσε τους ώμους σαν να του έλεγε: Κάνε δουλειά σου! Προχώρησε και μπήκε.
Η ζέστη στο γραφείο του Στέντμαν ήταν αποπνικτική, παρ’ ότι ο Ομάρ Γιούσεφ είχε ξεπαγιάσει, για άλλη μια φορά, δίχως το παλτό του στο δρόμο του γυρισμού από το Ιρτάς. Ο αέρας ήταν πνιγηρός από τη σκόνη. Ο Αμερικάνος σήκωσε τα μάτια από τα χαρτιά του. Κοκκίνισε, μα δεν είπε λέξη. Έγειρε μονάχα το κεφάλι προς τ’ αριστερά μ’ ένα απορημένο ύφος, σαν να μη θυμόταν ποιος ήταν εκείνος ο τύπος με το γκρίζο μουστάκι και τον πατικωμένο μπεζ μπερέ. «Άλλαξα γνώμη τελικά», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ στα αγγλικά, προφέροντας μία μία τις λέξεις καθαρά και με άψογη προφορά. Ο Κρίστοφερ Στέντμαν έγειρε μόνο λίγο ακόμα το κεφάλι. Μετά σούφρωσε τα χείλη του και φάνηκε να θυμώνει. «Δε θέλω πια να βγω στη σύνταξη». «Έχεις μέχρι το τέλος του μήνα για ν’ αποφασίσεις», είπε ο Στέντμαν. «Δε χρειάζομαι τόσο πολύ. Το αποφάσισα ήδη». «Θα ήταν προτιμότερο αν περίμενες μέχρι το τέλος του μήνα. Έτσι κι αλλιώς, έχω προσλάβει αναπληρώτρια. Κι έχει πληρωθεί για όλο το μήνα, οπότε δεν υπάρχει θέση για σένα». Ο Στέντμαν σήκωσε το κεφάλι, τεντώνοντας προς τα εμπρός το λαιμό του, κι έγειρε προς το μέρος του: «Τουλάχιστον μέχρι τότε». Ήταν προφανές ότι ο Ομάρ Γιούσεφ θα έπρεπε να περιμένει λίγες εβδομάδες για να επιστρέψει στην τάξη του. Σκέφτηκε να υιοθετήσει μια στρατηγική χρονοτριβής. «Θα ’θελα να πάψεις να λες δεξιά κι αριστερά πως έχω βγει στη σύνταξη. Προσβάλλει την υπόληψή μου». «Μα δεν το ’χω πει πουθενά». «Εγώ πάλι πιστεύω πως το είπες». «Όχι, σε κανέναν». «Μπορεί να σου διαφεύγει». Ο Ομάρ Γιούσεφ σώπασε για λίγο και κάρφωσε τον Στέντμαν μ’ ένα βλοσυρό βλέμμα. Πίεζε τον εαυτό του να προσεγγίσει τον Αμερικάνο εποικοδομητικά, με συγκεκριμένα επιχειρήματα, που ενδεχομένως θα υπερνικούσαν την εμφανή αντιπάθεια την οποία έτρεφε ο Στέντμαν για τον ιστορικό του. «Πρέπει να καταλάβεις ορισμένα πράγματα γύρω από τον αραβικό κόσμο, Κρίστοφερ. Αν μου επιτρέψεις να βγω στη σύ-
127
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 127
128
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 128
νταξη με τους δικούς μου όρους, κατά πάσα πιθανότητα θ’ αποφασίσω ν’ αποσυρθώ. Αν, ωστόσο, ασχέτως των προθέσεών σου, δημιουργήσεις την αίσθηση ότι εξαναγκάστηκα σε παραίτηση, θα πρέπει να διατηρήσω το πόστο μου για να ανατρέψω αυτή την εντύπωση». Ο Στέντμαν φάνηκε να το σκέφτεται σοβαρά, στριφογυρνώντας τη γλώσσα μέσα στο στόμα του. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατάλαβε πως ο διευθυντής είχε αντιληφθεί το στρατηγικό σφάλμα του. «Είναι θέμα παιδείας, Κρίστοφερ. Βλέπεις, σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, θα ζημιωθεί η εικόνα μου. Αν και δεν απαιτώ να σ’ απασχολήσει το συγκεκριμένο πρόβλημα. Όχι, εκείνο που έχει σημασία από τη δική σου οπτική είναι ότι θα ’δινες την εντύπωση ενός ανθρώπου εντελώς αναίσθητου σε πολιτισμικά ζητήματα, και θα ’χανες την εμπιστοσύνη του κόσμου. Όπως ξέρεις, έχω πολλούς φίλους. Και η οικογένειά μου είναι από τις πιο ευυπόληπτες στον καταυλισμό της Ντεχάισα». «Δηλαδή, μου λες ότι σκοπεύεις πράγματι να βγεις στη σύνταξη, εντέλει;» «Προς αυτή την κατεύθυνση κλίνω». Ο Ομάρ Γιούσεφ απολάμβανε τον ήχο των αγγλικών. Ήταν πανευτυχής που βασάνιζε τον Στέντμαν στη μητρική του γλώσσα. «Δεν μπορώ προς το παρόν να σου πω κάτι οριστικό. Το μόνο που σου ζητώ είναι να λάβεις υπόψη σου τις λεπτές πολιτισμικές αποχρώσεις της θέσης μου. Ξέρω πως είσαι ευαίσθητος σε τούτα τα ζητήματα. Η φήμη σου στον καταυλισμό έχει να κάνει ακριβώς με αυτή την ευαισθησία σου. Κι εγώ θέλω να σε βοηθήσω να διαφυλάξεις το καλό σου όνομα». Ο Στέντμαν έβγαλε τα γυαλιά του. Ο Ομάρ Γιούσεφ τον είχε σαστίσει, μα δεν τον είχε συντρίψει ακόμα. Είχε έρθει η ώρα για τον άσο στο μανίκι του. «Αν δώσεις την εντύπωση πως με διώχνεις απ’ το σχολείο κατά τη διάρκεια του ιερού μήνα του ραμαζανιού... ε, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε τεράστια προσβολή για όλους τους μουσουλμάνους του καταυλισμού». Ο Στέντμαν ύψωσε τα μάτια, μια ιδέα συνοφρυωμένος. Τον στρίμωξα, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 129
* Προφορικές παραδόσεις και ήθη σχετικά με τη συμπεριφορά και τη σοφία του Μωάμεθ. (Σ.τ.Μ.) 9 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
129
«Σύμφωνοι, Αμπού Ραμίζ. Θα περιμένω μέχρι το τέλος του μήνα», είπε ο Στέντμαν. «Μέχρι τότε, σ’ όποιον με ρωτάει θα λέω ότι εξακολουθείς να διδάσκεις στο σχολείο μας». «Βασικά, θα ήταν πιο φρόνιμο αν περίμενες μέχρι τη λήξη του ραμαζανιού». «Μιλάμε για τρεις εβδομάδες από τώρα». «Κι έπειτα είναι και το Έιντ. Το Έιντ αλ-Φατρ». «Η αργία μετά το ραμαζάνι;» «Ακριβώς! Σημαδεύει τη νέα σελήνη». «Το ’ξερα αυτό». Ο Στέντμαν έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι, εκνευρισμένος. «Δηλαδή, δε θ’ αποφασίσεις μέχρι το νέο φεγγάρι;» Η φωνή του ήταν γεμάτη σαρκασμό. «Θα ’ταν απρέπεια για κάθε μουσουλμάνο να λάβει μια τέτοια απόφαση κατά τη διάρκεια του ιερού μήνα. Ο χρόνος αυτός είναι αφιερωμένος στην επικοινωνία με τον δημιουργό του σύμπαντος, και δεν μπορεί να σπαταλιέται σε τετριμμένα, επίγεια ζητήματα όπως ο βιοπορισμός ή τα σχέδια για συνταξιοδότηση». Μπορείς να το τσεκάρεις στο χαντίθ* του Προφήτη με τίτλο «Άντε γαμήσου, Στέντμαν»! Στην έξοδο, η Γουάφα τον αποχαιρέτησε μ’ ένα πονηρό νεύμα καθώς περνούσε από το γραφείο της. Ο Ομάρ Γιούσεφ έφυγε από το σχολείο. Είχαν περάσει μόλις μερικά λεπτά από την ώρα που έφτασε, και μονομιάς τον είχε ζώσει η νοσταλγία για τον ήχο των παιδικών φωνών, που λένε το μάθημα εν χορώ. Είχε έρθει λαχταρώντας να αναλάβει πάλι τα καθήκοντά του και να εγκαταλείψει την έρευνά του, αλλά η πρόσληψη της αναπληρώτριας τον υποχρέωνε να αναθεωρήσει. Τώρα, απέμεναν τρεις εβδομάδες μέχρι τη στιγμή που θα έπρεπε να πει στον Στέντμαν τι σκόπευε να κάνει σχετικά με τη συνταξιοδότησή του. Ο Ομάρ Γιούσεφ βγήκε στον λασπερό χωματόδρομο κι έστριψε μετά το μαύρο γρανιτένιο γλυπτό με το χάρτη της Παλαιστίνης, παίρνοντας το δρόμο για το σπίτι του. Δεν ήξερε αν θα άντεχε να κάθεται άπρακτος μέσα όλη μέρα, αναμασώντας την απόφασή
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 130
130
του. Να πάρει σύνταξη ή να επιστρέψει στη δουλειά του; Όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα γνώριζε την απάντηση. Ως τότε, έπρεπε να αποφασίσει και για ένα επιπλέον ζήτημα. Θυμήθηκε το άψυχο, δολοφονημένο κορμί της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Δεν μπορούσε ακόμα να κρίνει κατά πόσον τα αισθήματα που τον κατέκλυζαν είχαν να κάνουν με το πείσμα του να ξεμπροστιάσει τον φονιά της, ή αν ήταν μόνον ο φόβος ότι, με την έρευνά του, είχε εκτεθεί ήδη σε πολύ μεγάλο κίνδυνο, στην ωμή πραγματικότητα της πόλης του. Ο άνεμος φυσούσε ακόμα πιο παγερός στον έρημο δρόμο. Ο Ναγίφ πλησίασε χοροπηδώντας τον Ομάρ Γιούσεφ, φορώντας ένα βρομερό άσπρο μπλουζάκι. Τα γυμνά του μπράτσα σφιχταγκάλιαζαν το στήθος του, μα μόλις είδε τον Ομάρ Γιούσεφ χαμογέλασε. «Ακόμα βρέχει, θείο!» αναφώνησε, καθώς πηδούσε μέσα σε μια λακκούβα με λασπόνερα. Ο Ομάρ Γιούσεφ στάθηκε και αφουγκράστηκε. Ο ήχος του ελικοπτέρου εξακολουθούσε να διαπερνά τα σύννεφα. Αναρωτήθηκε αν αυτός ήταν ο μοναδικός θόρυβος που μπορούσε ν’ ακούσει το παλληκαράκι να αντηχεί μέσα στο δύσμορφο κρανίο του. Ο Ομάρ Γιούσεφ του ανταπέδωσε το χαμόγελο κι έστρεψε το βλέμμα στον ανεμοδαρμένο ουρανό. Σήκωσε το γιακά του σακακιού του για να μην παγώσει ο σβέρκος του. Ανησυχούσε αν το ντρίλινο πανωφόρι του ήταν αρκετό για τον φίλο του, για να μην πεθάνει από το κρύο μέσα στο κελί του.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 131
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο τριτο
υγώΝΟΝΤαΣ ΣΤΟ ΣπίΤΙ ΤΟυ, Ο ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ αΙΣΘαΝόΤαΝ
πολύ βρόμικος. Στο νου του ήρθε πάλι το άγγιγμα των βλεφάρων της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν στα ακροδάχτυλά του – βλέφαρα λεπτεπίλεπτα σαν χάδι, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας, πλην όμως ασάλευτης και νεκρής. Η λασπουριά του δρόμου είχε γεμίσει γκριζο-καφετιές πιτσιλιές τα σκαρπίνια του και τα μπατζάκια του παντελονιού του. Ένιωθε τα μάτια των περαστικών καρφωμένα πάνω του, και αναρωτιόταν αν επρόκειτο για εξοργισμένους γονείς, χολωμένους μαζί του και με τη διδασκαλία του επειδή μάθαινε τα παιδιά τους να είναι ελεύθερα σκεπτόμενοι παρίες. Ίσως γνώριζαν ήδη αυτό που υποψιαζόταν πια και ο ίδιος μετά το θάνατο της Ντιμά και τη σύλληψη του Τζορτζ: το να έχεις τον Ομάρ Γιούσεφ δάσκαλο σε καθιστούσε τόσο επικίνδυνο, ώστε η κοινωνία ήταν αναγκασμένη να σε εξαλείψει. Ένιωθε τόσο αμήχανος με όλα αυτά, που μέχρι να φτάσει στην εξώπορτα του σπιτιού του είχε αποφασίσει πως θα σταματούσε να ασχολείται με την υπόθεση του Τζορτζ Σαμπά, για σήμερα τουλάχιστον, ή και για πάντα. «Παππού, και μόνο που σε βλέπω κρυώνω!» Η Νάντια υποδέχτηκε τον Ομάρ Γιούσεφ αμέσως μόλις μπήκε στο σπίτι. Έπιασε το ένα του χέρι και άρχισε να το τρίβει και να το ζεσταίνει στα αστεία με το χνότο της. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοιτάχτηκε φευγαλέα στον καθρέφτη. Έμοιαζε με άστεγο. Τα μαλλιά του πετούσαν σε μυτερές τούφες κάτω από τον μπερέ του. Το δέρμα του ήταν πελιδνό και, μολονότι είχε ξεπαγιάσει εκεί έξω, ένιωθε ιδρωμένος. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Αναρωτήθηκε μήπως είχε αρρωστήσει. Κατόρθωσε να χαμογελάσει για χάρη της εγγονής του, και της ζήτησε να
131
ζ
132
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 132
του φέρει ένα τσάι. Μπήκε στη σάλα και κάθισε μπροστά στη θερμάστρα υγραερίου. Ήταν σαν να βυθιζόταν σε μια μπανιέρα γεμάτη ζεστό νερό. Η Μαριάμ ήρθε και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Ο Ομάρ Γιούσεφ της έριξε μόνο μια φευγαλέα ματιά, θεωρώντας ότι του είχε φέρει το τσάι που είχε ζητήσει να του ετοιμάσει η Νάντια. Όμως, στα χέρια της κρατούσε κάτι άλλο, που τον έκανε να πάρει πάλι το βλέμμα του από την παρήγορη, πορτοκαλιά λάμψη της θερμάστρας. «Ομάρ, έχεις τρελαθεί εντελώς;» Η Μαριάμ κράδαινε το παλιό περίστροφο που ο Ομάρ Γιούσεφ είχε κρύψει στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας. «Έχουμε παιδιά στο σπίτι. Δεν μπορείς να κουβαλάς όπλα εδώ μέσα», του είπε. «Τι στο καλό το θέλεις το πιστόλι;» Ο Ομάρ Γιούσεφ άπλωσε το χέρι. Έτρεμε όπως πάντα, μόνο που τώρα το τρέμουλο ήταν δυνατότερο, από το κρύο και από το σοκ που του είχε προκαλέσει το θέαμα της αντίκας του Τζορτζ Σαμπά στα μικροσκοπικά χέρια της γυναίκας του. «Δώσ’ μου το όπλο, Μαριάμ». «Όχι, θα το πετάξω. Θέλω να μου πεις για ποιο λόγο το ’φερες μες στο σπίτι μας. Φαντάζεσαι να ’ρχόντουσαν οι Ισραηλινοί και να το ’βρισκαν; Θα σ’ έπιαναν επί τόπου. Ή τον Ραμίζ. Θα έπιαναν τον γιο μας». «Πάψε, Μαριάμ! Υπερβάλλεις». Η Μαριάμ φαινόταν όμως στ’ αλήθεια θυμωμένη. «Ομάρ, δεν ξέρεις πού έχουν φτάσει τα πράγματα σε τούτη την πόλη. Εσύ σηκώνεσαι κάθε μέρα και πας στο σχολείο. Διδάσκεις στα παιδιά τι έγινε στο παρελθόν. Περνάς και βλέπεις τους φίλους σου στα γραφεία τους και πίνετε το καφεδάκι σας ωραία ωραία, κι έπειτα γυρνάς στο σπίτι και ξημερώνεσαι διαβάζοντας. Αλλά εγώ κατεβαίνω στην αγορά κι ακούω τι λέει ο κόσμος, και βλέπω τι συμβαίνει. Κι ο Ραμίζ με ενημερώνει για διάφορα γεγονότα, που ξέρει πως εσύ δε θες ούτε να τ’ ακούσεις». «Τι ακριβώς μου κρύβει, δηλαδή;» «Δε θέλει να σ’ αναστατώσει».
«Με ποιον τρόπο να μ’ αναστατώσει;» «Με την πραγματικότητα!» τσίριξε η Μαριάμ. Κούνησε το πιστόλι στα μούτρα του Ομάρ Γιούσεφ. «Αυτό το όπλο είναι μέρος της πραγματικότητας, και το βρήκα στην ντουλάπα μας. Άρα ήρθε η ώρα να μου πεις τι σκοπεύεις να κάνεις με δαύτο». Ο Ομάρ Γιούσεφ χτύπησε απαλά τη μαξιλάρα του καναπέ. Η Μαριάμ πλησίασε απρόθυμα και κάθισε. «Του Τζορτζ Σαμπά ήταν το όπλο. Και είναι δικό του, ακόμα». Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε να της μιλήσει για την έρευνά του. Είδε πώς εξανεμίστηκε ο θυμός της μόλις ανέφερε το όνομα του Τζορτζ. Αλλά η απόλυτη αλήθεια θα περιλάμβανε και την απόφασή του να διερευνήσει την υπόθεση, καθώς και τις αμφιβολίες του σχετικά με τους κινδύνους που διέτρεχε εφόσον συνέχιζε να παριστάνει τον ντετέκτιβ. Προτίμησε να της πει τη μισή αλήθεια. «Μου το ’δωσε χτες ο Χαμπίμπ Σαμπά, όταν τον επισκέφθηκα. Είναι πιστόλι-αντίκα, κι ο Τζορτζ σχεδίαζε να το πάρει στο μαγαζί του για να το πουλήσει. Ο Χαμπίμπ μου το ’δωσε, ως δώρο. Και το ’κρυψα στην ντουλάπα γιατί δεν ήθελα να δούνε τα παιδιά όπλο μες στο σπίτι, κι ας είναι αχρηστευμένο απ’ τα χρόνια. Συγχώρα με, Μαριάμ. Έπρεπε να σ’ το ’χα πει». «Συγγνώμη που θύμωσα». Η Μαριάμ αντικατέστησε την οργή της με μια στοργική αναστάτωση. «Ομάρ; Εσύ κρυώνεις, καλέ! Το παλτό σου πού είναι;» Ο Ομάρ προσπέρασε την ερώτηση μ’ ένα νεύμα αδιαφορίας. «Πρέπει να ζεσταθείς. Θα σου φτιάξω ένα τσαγάκι». Στην πόρτα κοντοστάθηκε και ύψωσε το πιστόλι. «Θα το βάλω πάλι στην ντουλάπα. Προς το παρόν». Κατάκοπος, ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά. Την ώρα που η Μαριάμ προχωρούσε στο διάδρομο, ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε την εξώπορτα ν’ ανοίγει. Είδε τη γυναίκα του να κρύβει το όπλο πίσω από την πλάτη της. Ο Ραμίζ μπήκε μέσα. «Καλησπέρα, μητέρα». Η Μαριάμ τον καλωσόρισε, φεύγοντας από το χολ για να κρύψει το πιστόλι. Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε, με μια δόση ενοχής, πως η φωνή της έτρεμε καθώς καλησπέριζε τον γιο της. Ο Ραμίζ στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, παρατηρώντας μ’
133
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 133
134
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 134
ένα ύφος ήπιας ικανοποίησης το σημείο όπου μέχρι πριν από λίγο ήταν η μητέρα του. Κοίταξε προς τη σάλα και, μόλις αντίκρισε τον πατέρα του, η έκφρασή του σοβάρεψε. Ξεκούμπωσε το φερμουάρ του μπουφάν του και κάθισε στον καναπέ πλάι στον Ομάρ Γιούσεφ. «Μπαμπά, πρέπει να μιλήσουμε». Ο Ομάρ Γιούσεφ διαισθάνθηκε μια χροιά επιφυλακής στη φωνή του γιου του. Αυτός κάτι ξέρει για την έρευνά μου, σκέφτηκε. Υποτίθεται ότι εγώ είμαι ο ντετέκτιβ, όμως εμένα ανακρίνουν όλοι. Προσπάθησε να στρέψει αλλού τη συζήτηση. «Ο Χαλούν, ο λογιστής, μου είπε πως σκοπεύεις να επεκτείνεις την επιχείρησή σου. Χαίρομαι που πάνε καλά οι δουλειές». Ο Ραμίζ σώπασε για μια στιγμή, σαν να ήθελε να απαντήσει στο σχόλιο του Ομάρ Γιούσεφ, αλλά το αγνόησε κουνώντας το κεφάλι. «Σήμερα το πρωί ήρθαν απ’ το μαγαζί κάτι τύποι από τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων». Ο Ομάρ Γιούσεφ ανακάθισε απότομα. Ο Ραμίζ πρόσεξε την αντίδρασή του. «Απ’ ό,τι βλέπω, ξέρεις περί τίνος πρόκειται. Κι εκείνοι ξέρουν πως προσπαθείς ν’ αθωώσεις τον Τζορτζ Σαμπά. Αφενός, υποθέτω ότι και μόνο που θέλουν να σταματήσεις είναι μια ένδειξη πως έχουν κάποια ανάμειξη στο φόνο για τον οποίο κατηγορείται ο Τζορτζ. Αφετέρου, όταν τέτοιοι τύποι σού ζητάνε να σταματήσεις, πρέπει απλώς να υπακούσεις». Ακούμπησε την παλάμη του στο χέρι του Ομάρ Γιούσεφ. «Μπαμπά, οι άνθρωποι αυτοί είναι η ενσάρκωση του κακού. Είναι ικανοί για όλα». Ο Ομάρ Γιούσεφ πήγε να μιλήσει, μα χρειάστηκε πρώτα να καθαρίσει το λαιμό του. Τα λόγια του Ραμίζ τον είχαν ταράξει περισσότερο απ’ όσο περίμενε. Ξερόβηξε. «Τι σου είπαν;» «Ο Χουσεΐν Ταμάρι ήρθε και με βρήκε. Το μεγάλο αφεντικό. Με απείλησε, μπαμπά. Απείλησε το μαγαζί μου, πως θα μου το κάψει. Μέχρι και το σπίτι μας απείλησε». Ο Ραμίζ έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Δεν το είπε στα ίσια, αλλά μου έδωσε την εντύπωση ότι σκοπεύει να κάνει κακό και σ’ εσένα». «Είπε ότι θα με σκοτώσει;» «Όχι, όμως άφησε να εννοηθεί πως θα σε πλακώσει στο ξύ-
λο. Κι άμα σε περιλάβουν αυτοί οι τύποι, μπαμπά, θα σου πάρει πολύ καιρό για να αναρρώσεις, άμα αναρρώσεις δηλαδή». «Στην ηλικία που είμαι, θες να πεις;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Μα δεν είσαι και στην καλύτερη δυνατή φυσική κατάσταση, έτσι δεν είναι; Εγώ απλώς ανησυχώ για σένα». «Αφού ανησυχείς τόσο πολύ για μένα, γιατί το πρώτο που μου ανέφερες είναι ότι απείλησε το μαγαζί σου;» «Γιατί σε ξέρω, τι αγύριστο κεφάλι που είσαι. Έτσι και σου ’λεγα πως σε απείλησαν, εσύ θ’ απαντούσες μόνο: “Να πάνε να γαμηθούνε!” Ενώ τώρα, που σου είπα πως οι απειλές αφορούν και την υπόλοιπη φαμίλια σου, φαντάστηκα ότι ίσως το ξανασκεφτόσουνα». «Με άλλα λόγια, είσαι κι εσύ με το μέρος τους». «Όχι, μπαμπά!» είπε αγανακτισμένος ο Ραμίζ. «Πώς, και βέβαια είσαι. Αφού προσπαθείς να σιγουρέψεις ότι θα ενδώσω στις απειλές τους. Έτσι κάνουνε κουμάντο σ’ όλη την πόλη, καλά δε λέω; Σκάνε μύτη στο μαγαζί σου. Σκληροτράχηλοι στην όψη, λόγια όλο κακία. Κι έπειτα έρχεσαι τρέχοντας και μ’ αναγκάζεις να σταματήσω την έρευνα». «Μην τα παρουσιάζεις σαν να ’μαι τόσο δειλός. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Απλώς προσπαθώ να είμαι ρεαλιστής». «Ρεαλιστής;» «Ναι, και υπεύθυνος. Έχουμε μεγάλο σόι. Αρκετά μεγάλο ώστε να μας παρέχει περισσότερη ασφάλεια από εκείνη που απολαμβάνουν οι άλλοι γύρω μας. Ο Ταμάρι δεν έρχεται απευθείας σ’ εσένα να σε πλακώσει, γιατί ξέρει πως, αν το κάνει, θ’ ανοίξει μέτωπα με τους Σιρχάν της Χαμάς και της Φατάχ, και μ’ όλους εμάς. Αλλά τα σόγια μπορούν να σε προστατέψουν μέχρις ενός σημείου. Άμα συνεχίσεις τις ανοησίες και παριστάνεις τον ντετέκτιβ, αργά ή γρήγορα ο Ταμάρι θ’ αντιδράσει». Ο Ομάρ Γιούσεφ χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια του και τα έσφιξε. Τα ένιωθε γεμάτα δύναμη. Μπορεί να μη φαινόταν χειροδύναμος· ίσως μάλιστα έμοιαζε λίγο ασθενικός για άνθρωπο της ηλικίας του, αλλά ήξερε πως έκρυβε μέσα του μια δύναμη που δεν την υποπτευόταν κανένας, ούτε καν ο γιος του, που τον γνώ-
135
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 135
136
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 136
ριζε καλύτερα απ’ όλους. Ανακάθισε και τεντώθηκε. «Πήγα και είδα τον Τζορτζ Σαμπά σήμερα το πρωί». «Στη φυλακή; Πώς σ’ αφήσανε να μπεις;» «Δεν έχει σημασία. Ένα είναι σίγουρο, ο Τζορτζ δεν έχει τη δική σου επιλογή. Δεν μπορεί να φανεί ρεαλιστής». «Εμείς όμως μπορούμε. Έχω ένα πρόβλημα, και ήρθα να το μοιραστώ μαζί σου. Ένα πρόβλημα που απειλεί ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Πάνω απ’ όλα, απειλεί να μου στερήσει τον πατέρα μου». Η φωνή του Ραμίζ ράγισε. «Δεν αντέχω να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα, μπαμπά». Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε το χέρι στον ώμο του γιου του. Ο Ραμίζ έτρεμε ελαφρά καθώς έκρυψε το πρόσωπο στη χούφτα του. Σκούπισε τα μάτια του με τα ακροδάχτυλα και προσπάθησε να χαμογελάσει. Ήταν πιο γεμάτος από τον πατέρα του. Η κατατομή του θύμιζε τη μητέρα του Ομάρ Γιούσεφ. Τα ζυγωματικά του ήταν ψηλά και πλατιά, και τα μάτια του είχαν μια ανέμελη ραθυμία, που πίσω της κρυβόταν ένα κοφτερό μυαλό. Τα λόγια του Ραμίζ ήταν τα λόγια ενός φυσιολογικού, φιλότιμου ανθρώπου. Ανησυχεί για τα παιδιά του, για τη δουλειά του, για τον πατέρα του τον ίδιο, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Κάνει σχέδια για το μέλλον, να χτίσει κι άλλα μαγαζιά για τα τηλέφωνά του, αντί να ρισκάρει τη ζωή του για να διαφυλάξει την παρακαταθήκη του, για το πώς θα τον θυμούνται οι άνθρωποι στο μέλλον. Ενώ εγώ πασχίζω να ανακαλύψω ποιος σκότωσε την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, ένα πλάσμα που έφυγε και πάει, και να σώσω τον Τζορτζ Σαμπά, που ’ναι χαμένος από χέρι. Κι όλα αυτά, για να τα θυμάται ο κόσμος και να λέει πως ήμουνα κάποιος, πως έκανα τα παιδιά άξιους ανθρώπους. Τι θα λένε, όμως, αν διαλύσω τη φαμίλια μου στην πορεία; Δεν ωφελούσε να το σκέφτεται, ωστόσο· έτσι ήταν ανέκαθεν και δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει, ακόμα και αν μπορούσε. Αρκούσαν τα ακριβά αυτοκίνητα που έκοβαν βόλτες στην πόλη με τους πιο κουτούς πρώην μαθητές του στο τιμόνι, για να καταλάβει ότι η ακεραιότητα και η γνώση δεν είχαν πια καμιάν αξία σε τούτο τον κόσμο. Αλλά για τον ίδιο ήταν πράγματα ανεκτίμητα. Αν είχε πράγματι ψυχή, συλλογιζόταν, αυτό που τη ζέσταινε ως τα μύχια
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 137
137
ήταν η αγάπη του γιου και της γυναίκας και των εγγονών του. Όμως, οι παρυφές της ψυχής του ήταν μονωμένες ενάντια στο βόρβορο της Βηθλεέμ χάρη στην ηθική και στις αρχές του. Ακόμα και αν ο Ραμίζ δεν το έβλεπε προς το παρόν, στο τέλος θα το καταλάβαινε. Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε και κινήθηκε προς τον καλόγερο, που στεκόταν πλάι στην εξώπορτα. Φόρεσε ένα μπεζ μπουφάν. «Μπαμπά; Πού πας;» Ο Ομάρ Γιούσεφ άνοιξε την πόρτα κι ένιωσε τη φρεσκάδα του παγερού αέρα. «Πάω να τα κουβεντιάσω λίγο μ’ έναν γνωστό». Και βγήκε στο δρόμο.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 138
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο τετΑρτο
138
Ο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ αΝΗΦόρΙζΕ ΤΟ ΛόΦΟ ΜΕ καΤΕύΘυΝΣΗ πρΟΣ
το σουκ. Αισθανόταν συγχρόνως ήρεμος και έξω φρενών. Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων είχαν στείλει τα ένοπλα καθίκια τους να τον φοβερίσουν, αλλά προτίμησαν να μην το κάνουν καταπρόσωπο. Αντί γι’ αυτό, πήγαν κι έπιασαν τον γιο του. Γιατί του φέρονταν όλοι πισώπλατα; Οι ένοπλοι επισκέφθηκαν τον Ραμίζ· ο Στέντμαν συνωμοτούσε με τον επιθεωρητή. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε την πεποίθηση πως, για να έρθει οτιδήποτε στο φως, θα έπρεπε να το πετύχει εκείνος. Και φυσικά, θα έπρεπε να ενεργήσει μόνος του. Παρά το θυμό του, ο Ομάρ Γιούσεφ είχε μια αίσθηση γαλήνης. Η βάση της ήταν το πανίσχυρο αίσθημα του ανήκειν: ο ίδιος ανήκε σε τούτη την πόλη περισσότερο από αυτούς τους γκάνγκστερ. Η φάρα του Χουσεΐν Ταμάρι ζούσε ακόμα σε λερά αντίσκηνα στα σύνορα της ερήμου, όταν ο πολυαγαπημένος πατέρας τού Ομάρ Γιούσεφ ήταν ήδη ένα πρόσωπο αξιοσέβαστο, τη γνώμη του οποίου υπολόγιζαν οι καλύτερες φαμίλιες της Ιερουσαλήμ. Στον κόσμο του πατέρα του επικρατούσαν οι νόμοι και η αρχοντιά. Αλλά στην έρημο οι παραδόσεις που όριζαν τον τρόπο ζωής ήταν δεσποτικές και ανηλεείς σαν τον ήλιο. Τα σόγια του Ταμάρι ζούσαν πια συναθροισμένα στο χωριό Τεκόα, στα νότια σύνορα της Βηθλεέμ, παρέμεναν όμως εξίσου βάρβαροι με τους νομάδες προγόνους τους. «Ειρήνη να ’χεις, ουστάζ». Ο Ομάρ Γιούσεφ κοντοστάθηκε. «Ειρήνη και σ’ εσένα». «Πώς είσαι;» Το χαιρετισμό τού είχε απευθύνει ένας παλιός μαθητής του, ο οποίος εργαζόταν τώρα ως αρχιτέκτονας. Ο Ο-
μάρ Γιούσεφ δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του νεαρού, που πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι πέντε. «Για τα χρόνια μου καλά είμαι», αποκρίθηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Εσύ; Πώς πάνε οι δουλειές;» «Ε, όχι και τόσο καλά. Μ’ όλες αυτές τις αψιμαχίες γκρεμίζονται ένα σωρό κτήρια, αλλά εκείνα που χτίζονται είναι ελάχιστα». Ο νεαρός γέλασε. «Δύσκολοι καιροί για αρχιτέκτονες. Και στο γραφείο μου στην Ιερουσαλήμ ούτε πατάω, εννοείται. Όλα τα μπλόκα είναι κλειστά, και δεν έχω ειδική άδεια για να περάσω». Ο Ομάρ Γιούσεφ αποχαιρέτησε τον νεαρό απολαμβάνοντας τη φιλική απλότητα των όσων διαμείφθηκαν μεταξύ τους. Τότε θυμήθηκε πώς τον έλεγαν, Χαλέντ Σουκρί. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί από διασταυρούμενα πυρά στην είσοδο του νοσοκομείου, πριν από δύο χρόνια. Μακάρι να είχε θυμηθεί εξαρχής το όνομα του πρώην μαθητή του· θα μπορούσε να ρωτήσει πώς ήταν η μητέρα του. Είχε ακούσει ότι, μετά τον ξαφνικό θάνατο του άντρα της, είχε πέσει σε χρόνια κατάθλιψη. Η γαλήνη που ένιωθε μέσα του ο Ομάρ Γιούσεφ, το αίσθημα πως ανήκε στη Βηθλεέμ, είχε καταπνιγεί από την οργή του για τους ενόπλους. Ορίστε, να ένα παλληκάρι που δούλευε σκληρά τότε που ήταν στο σχολείο των φρέρηδων, και είχε γίνει αρχιτέκτονας. Η πρόθεση του Χαλέντ Σουκρί ήταν να ξαναχτίσει τη γενέτειρα πόλη του δίνοντάς της μια όψη πιο ελκυστική. Ήθελε να αντικαταστήσει τα εγκαταλελειμμένα προσφυγικά παραπήγματα με καινούργιες πρακτικές κατοικίες, και να ανακαινίσει ετοιμόρροπες οθωμανικές επαύλεις για να τις μετατρέψει σε ξενοδοχεία και εστιατόρια. Αλλά οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας και οι συνεχείς ανταλλαγές πυρών είχαν καταστρέψει την καριέρα του και είχαν οδηγήσει τη μητέρα του στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Ιδού η ανταμοιβή της καλοσύνης του! Την ίδια ώρα, οι ένοπλοι πλούτιζαν, άνθρωποι με προσόντα και επιτεύγματα του χειρίστου είδους, που θα είχαν αφανιστεί από προσώπου γης αν υπήρχε νόμος και τάξη και τιμή σε αυτή την πόλη. Εντέλει, ίσως η Βηθλεέμ ήταν η δική τους πόλη, και ο Ομάρ Γιούσεφ, ο παράνομος, που προσπαθούσε να παρεισφρήσει πουλώντας ευπρέπεια στη μαύρη αγορά και κάνοντας λαθρεμπόριο ηθικής.
139
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 139
140
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 140
Καθώς ο Ομάρ Γιούσεφ πλησίαζε στην Πλατεία της Φάτνης, οι δρόμοι του σουκ πλημμύριζαν με γυναίκες που είχαν βγει να αγοράσουν τα τρόφιμα με τα οποία θα ετοίμαζαν το βραδινό ιφτάρ. Οι γυναίκες του χωριού κάθονταν στο σκιερό κράσπεδο του δρόμου με πλαστικά κοφίνια γεμάτα κόλιαντρο και ντομάτες. Τα στήθη τους ήταν πελώρια και κρεμασμένα, τα μαύρα φουστάνια τους κεντημένα στην μπροστέλα με κόκκινη κλωστή, σε σχέδια χαρακτηριστικά της Βηθλεέμ, και τα πρόσωπά τους τόσο ρημαγμένα από τον ήλιο και το χώμα, που τα μάγουλά τους κρέμονταν σαν τα σαγόνια του μπουλντόγκ. Αυτή ήταν η παράδοση, η αυθεντικότητα που τόσο λάτρευε ο Ομάρ Γιούσεφ στην πόλη του. Οι γυναίκες κάθονταν κατάχαμα προσπαθώντας να βρουν μια στάλα δροσιάς όσο κέρδιζαν τα λιγοστά τους σέκελ. Αργότερα, θα επέστρεφαν παρακάμπτοντας τα μπλόκα και διασχίζοντας τη βραχώδη πλαγιά ίσαμε τα χωριά τους. Η ευμάρεια ήταν αποκλειστικό προνόμιο εκείνων που περιφρονούσαν κάθε παράδοση και μόχθο. Για τον Χουσεΐν Ταμάρι και τους άντρες του, η πόλη δε διέφερε σε τίποτε από τις χέρσες εκτάσεις της ερήμου απ’ όπου κατάγονταν. Ήταν ένας τόπος που ανήκε σε όποιον χρησιμοποιούσε τη μεγαλύτερη δύναμη, και αν έκρυβε έστω και μια όαση, κανένας πέρα από αυτούς δεν είχε πρόσβαση στο νερό της. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέσχισε την Πλατεία της Φάτνης. Περνώντας έξω από το αστυνομικό τμήμα του Χαμίς Ζεϊντάν, τον προσπέρασε μια γυναίκα μ’ ένα μωρό. Τότε, θυμήθηκε ότι η Μαριάμ του είχε πει πως ο Χαλέντ Σουκρί είχε γίνει πατέρας. Δεν ήταν να απορείς με τα κέφια του. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ο πρώην μαθητής του δεν είχε αναφέρει τη γέννηση του παιδιού. Η Μαριάμ του το είχε πει πριν από ένα μήνα και βάλε, οπότε ενδεχομένως ο Σουκρί δε θεωρούσε πως ήταν πλέον είδηση. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατέβηκε την πλαϊνή σκάλα του Ναού της Γεννήσεως, ακουμπώντας το χέρι του στα κατάστικτα, καφετιά αγκωνάρια του τοίχου της βασιλικής, γιατί τα απότομα σκαλιά τού έφερναν ίλιγγο, κι έπειτα πήρε το δρόμο που κατηφόριζε το λόφο. Έπρεπε να περάσει από το σπίτι του Χαλέντ Σουκρί, για να τους δώσει να καταλάβουν ότι δεν είχε ξεχάσει τα γεννητού-
ρια. Το δίχως άλλο, θα τον καλωσόριζε ο νεαρός πατέρας, μούσκεμα από τον νερουλό εμετό του μωρού, τόσο ευτυχής με την άφιξη του βρέφους, που δε θα αναρωτιόταν ούτε στιγμή πώς θα κατάφερνε να το αναστήσει σε μια κατεστραμμένη πόλη, η οποία δεν είχε ανάγκη πια από αρχιτέκτονες. Ο Ομάρ Γιούσεφ είδε μια σειρά από ακριβά αυτοκίνητα παρκαρισμένα κατά μήκος του δρόμου. Ανήκαν στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων. Πλησίασε το κτήριο που βρισκόταν αμέσως μετά τα αυτοκίνητα. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε ότι, καθώς ήταν το πρώτο του μωρό, ο Χαλέντ Σουκρί θα βρισκόταν ακόμα στο στάδιο που θα ξεκαρδιζόταν κάθε φορά που το παιδί του ξερνούσε. Τα μωρά είναι καταχαρούμενα μόλις τα βγάλουν, και χαμογελούν ανακουφισμένα. Ίσως αυτή θα ’πρεπε να είναι η φυσική, αυθόρμητη αντίδρασή μας απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Μαθαίνουμε να περιοριζόμαστε, γιατί μας διδάσκουν ότι ο εμετός είναι κάτι σιχαμερό. Φαντάσου πόση χολή θα ’πρεπε να είχα ξεράσει, που, αντί γι’ αυτό, παρέμεινε μέσα μου, περνώντας στο αίμα μου, φτάνοντας στο μυαλό μου και ποτίζοντας την καρδιά μου. Ο οργανισμός μου δεν αντέχει άλλο. Θα πρέπει ν’ αρχίσω να ξερνοβολάω, για να καθαρίσει το μέσα μου απ’ όλο το μίσος και την απογοήτευση και την αηδία. Σκέφτηκε πάλι το μωρό του Χαλέντ Σουκρί. Θα ξερνούσε και θα στρίγγλιζε. Αμφότερες οι αντιδράσεις αυθεντικές, αχαλίνωτες, αληθινές. Πράγματι, είπε στον εαυτό του, ήρθε και η δική μου ώρα να βάλω τις στριγγλιές. Ο Ομάρ Γιούσεφ μπήκε και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Δύο ένοπλοι που στέκονταν στο κεφαλόσκαλο γύρισαν προς το μέρος του. Η επιγραφή στον τοίχο, που έφερε τον επίσημο θυρεό με τον αετό και τη σημαία του έθνους, δήλωνε ότι τα γραφεία υπάγονταν σε υπουργείο της κυβέρνησης. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε πως οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων περνούσαν τις αργόσχολες μέρες τους σε αυτό το κτήριο. «Ποιος είσαι εσύ;» είπε ο μεγαλύτερος από τους δύο φρουρούς, που ήταν γύρω στα τριάντα, υψώνοντας το καλάσνικοφ που κρατούσε και κρεμώντας το στον ώμο του. «Έχω έρθει να δω τον Αμπού Γουαλίντ».
141
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 141
142
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 142
Ο άλλος φρουρός, πιο νεαρός, έγειρε στην κουπαστή της σκάλας. Κοίταζε τον Ομάρ Γιούσεφ σκυθρωπός. Ο Ομάρ Γιούσεφ τον αναγνώρισε· ήταν ο πιτσιρικάς που είχε προσπαθήσει να τον εμποδίσει να παρκάρει το αμάξι του έξω από το σπίτι του Τζορτζ Σαμπά, το πρωί της προηγουμένης. «Α, ο ντετέκτιβ δεν είσαι;» είπε ο νεαρός. «Και ήρθες εδώ για να ανακρίνεις τον Αμπού Γουαλίντ». Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε αν ο ένοπλος είχε ελέγξει τα στοιχεία του και είχε διαπιστώσει ότι ήταν ένας απλός δάσκαλος. Δεν μπορούσε να ξέρει κατά πόσον ο σαρκαστικός τόνος του πιτσιρικά είχε στόχο τον ίδιο, ή αν απλώς μιλούσε με αναίδεια στους πάντες. «Ε, σίγουρα δεν ήρθα για να ελέγξω τα αρχεία του Υπουργείου Σχεδιασμού και Διεθνούς Συνεργασίας», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ δείχνοντας την επιγραφή στον τοίχο. Ανέβηκε και τα υπόλοιπα σκαλιά. Ο πρώτος φρουρός, που έμοιαζε ενοχλημένος με την αγένεια του συναδέλφου του απέναντι σ’ έναν άντρα μεγαλύτερό του, σταμάτησε τον Ομάρ Γιούσεφ ευγενικά: «Για να δω τα χαρτιά σου, θείο». Ο Ομάρ Γιούσεφ αποκρίθηκε μ’ ένα γέλιο πνιχτό σαν φτυσιά. «Σε μπλόκο των Ισραηλινών έπεσα; Ο Αμπού Γουαλίντ έχει υπόψη του ποιος είμαι». Ο ένοπλος παραμέρισε, και ο Ομάρ Γιούσεφ μπήκε στην πάλαι ποτέ αίθουσα αναμονής της κυβερνητικής υπηρεσίας. Μια ντουζίνα άντρες κάθονταν σε μια σειρά μαύρους, χαμηλούς καναπέδες. Ήταν όλοι μισοξαπλωμένοι σε άβολες στάσεις, παρ’ ότι μόλις μία το μεσημέρι, όπως συμβαίνει σε όσους περνούν το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας ξάγρυπνοι. Η αίθουσα δεν είχε θέρμανση, και οι άντρες φορούσαν τα μπουφάν τους και τα χιτώνια παραλλαγής με τα φερμουάρ ανεβασμένα μέχρι το λαιμό. Τα όπλα τους κείτονταν στα γυαλιστερά τραπεζάκια και στο πάτωμα, πλάι στους καναπέδες. Ο αέρας μύριζε έντονα τσιγάρο, μια μυρωδιά που ανέδιδαν μονίμως τα ρούχα των αντρών. Ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τον Χουσεΐν Ταμάρι στη γωνία. Είχε γείρει στο μπράτσο ενός καναπέ και μιλούσε χαμηλόφωνα με τον
Τζιχάντ Αουντέ. Το γκρίζο καπέλο από αστραχάν έκρυβε με τη σκιά του γείσου του το πρόσωπο του Αουντέ. Ο Ταμάρι είχε το βλέμμα στραμμένο στα χέρια του, ξύνοντας με τα νύχια τη σφιγμένη γροθιά του. Καθώς ο Ομάρ Γιούσεφ δρασκέλιζε τα τεντωμένα πόδια των ενόπλων που χουζούρευαν, προσέχοντας μην πατήσει τα πολυβόλα τους, ο Χουσεΐν Ταμάρι σήκωσε το κεφάλι. «Γεια και χαρά σου, θείο», είπε. «Διπλή χαρά σ’ εσένα», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Πώς σε λένε;» «Λέγομαι Ομάρ Γιούσεφ, είμαι καθηγητής ιστορίας στο Σχολείο Θηλέων των Ηνωμένων Εθνών και πατέρας του Ραμίζ Σιρχάν, που τον επισκέφθηκες σήμερα στο μαγαζί του με τα κινητά τηλέφωνα». Τα φρύδια του Χουσεΐν Ταμάρι υψώθηκαν. Τα πλατιά, ηλιοκαμένα μάγουλά του τρεμούλιασαν, κι έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ανακάθισε κι έτριψε τη στενή κορφή του κεφαλιού του κατάπληκτος. Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε το MAG του Χουσεΐν Ταμάρι. Το πολυβόλο ήταν αφημένο πλάι του, πάνω στον καναπέ. Ο τεμπέλικα γερμένος κορμός του Χουσεΐν Ταμάρι το έκρυβε, ώσπου η άφιξη του Ομάρ Γιούσεφ τον έκανε να ανακαθίσει. Η γλώσσα του ήταν στεγνή, μα αυτό δε θα τον εμπόδιζε να μιλήσει. «Ήρθα να σε δω γιατί θέλω να ξέρεις πως είμαι στη διάθεσή σου οποτεδήποτε έχεις κάτι να μου πεις. Δε χρειάζεται να βάζεις στη μέση τον γιο μου. Μπορείς να ’ρθεις απευθείας σ’ εμένα, είτε στο σπίτι είτε στο σχολείο». Το αστραχάν καπέλο ανασηκώθηκε. Σε αντίθεση με τον Χουσεΐν Ταμάρι, ο Τζιχάντ Αουντέ δεν είχε εκπλαγεί από την άφιξη του Ομάρ Γιούσεφ. «Στο σχολείο; Εγώ νόμιζα ότι βγήκες στη σύνταξη». Ο καταραμένος ο Στέντμαν! σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Οι πληροφορίες σχετικά με τη συνταξιοδότησή μου είναι εξίσου ανακριβείς με όσα είπες το πρωί στον γιο μου». Ο Χουσεΐν Ταμάρι ακούμπησε το χέρι στον ώμο του Τζιχάντ Αουντέ και απευθύνθηκε στον Ομάρ Γιούσεφ: «Μη θυμώνεις,
143
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 143
144
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 144
αδελφέ. Θέλαμε απλώς να βεβαιωθούμε πως έχουμε αντιληφθεί όλοι την παρούσα κατάσταση. Παρακαλώ, Αμπού Ραμίζ, κάθισε. Μακάρι να μπορούσα να σου προσφέρω κι ένα καφεδάκι, αλλά δοθέντος του ιερού μήνα... Ελπίζω να καθίσεις και να κουβεντιάσουμε σαν φίλοι». Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι. Το δίχως άλλο, ο άνθρωπος αυτός με θέλει νεκρό, αλλά δεν μπορεί να μου επιτεθεί μπροστά σε τόσον κόσμο, ακόμα και αν είναι όλοι μέλη της συμμορίας του, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Το νέο θα διέρρεε, και θ’ άνοιγε πόλεμο με όλους τούς συγγενείς μου από το σόι των Σιρχάν. Πόσο αυθεντική είναι τούτη η χειραψία, ωστόσο; Τι νόημα έχει; Αποτελεί στ’ αλήθεια ένδειξη φιλοξενίας, το τυπικό χρέος του να καλωσορίσει έναν άνθρωπο που ήρθε ως επισκέπτης στα λημέρια του, παρόλο που τον θεωρεί εχθρό του; Ή μήπως πάει να με φέρει με τα νερά του; Ο Ομάρ Γιούσεφ έκρινε ότι, προσεγγίζοντας ευθέως τον Ταμάρι, είχε αποσοβήσει την άμεση απειλή. Ήταν πιο εύκολο απ’ ό,τι περίμενε. Τότε, συνειδητοποίησε ότι το χέρι αυτό μπορεί να ήταν το χέρι που σκότωσε την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Ίσως υπήρχαν ίχνη από το δέρμα της κάτω από τα βρόμικα νύχια του, υπολείμματα που πιάστηκαν όταν ο Χουσεΐν Ταμάρι της έγδαρε τα μεριά. Όμως, δε γινόταν να αρνηθεί τη χειραψία χωρίς να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα απ’ όσο ήταν προτού επισκεφθεί το αρχηγείο του. Έσφιξε το χέρι του Χουσεΐν Ταμάρι. Το ένιωσε στιβαρό και τραχύ, αλλά η λαβή του ήταν συγκρατημένη. Δεν του έσφιξε το χέρι με ασυνήθιστη δύναμη, ούτε αποπειράθηκε να τον φοβίσει. Ζήτησε από τον Ομάρ Γιούσεφ να καθίσει δίπλα του στον καναπέ, και συνέχισε να του κρατά το χέρι καθώς τον ρωτούσε τι αντίκτυπο είχαν οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας στο σχολείο. Καθώς μιλούσαν, ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε πως ο Τζιχάντ Αουντέ τον περιεργαζόταν με πάθος. Ο Αουντέ ήταν μισοξαπλωμένος, με τους γοφούς να ισορροπούν στην άκρη της μαξιλάρας και τους ώμους χωμένους βαθιά στη ράχη του καναπέ. Είχε ακουμπισμένο τον αγκώνα του στο μπράτσο του καναπέ, με το κεφάλι να στηρίζεται στο χέρι του και τα δάχτυλά του απλωμένα μέσα στις τούφες του αστραχάν καπέλου, έτσι που το πρόσωπό του ήταν σχεδόν ολότελα κρυμμένο.
Ο Ομάρ Γιούσεφ μετά βίας θυμόταν την υπερένταση που ένιωθε όταν πρωτομπήκε στην αίθουσα. Του φαινόταν δύσκολο να παραμείνει θυμωμένος: ο Χουσεΐν Ταμάρι μπορεί να ήταν ηλίθιος και άξεστος, φερόταν όμως με μια παραδοσιακή ευγένεια, την οποία ο Ομάρ Γιούσεφ έβρισκε ιδιαίτερα ελκυστική. Ήταν θαρρείς και ο Ομάρ Γιούσεφ είχε μπει στη σκηνή του Ταμάρι σε μια αλλοτινή εποχή, βγαίνοντας από την έρημο και εκλιπαρώντας τη φιλοξενία που οι φυλές αξίωναν αναμεταξύ τους, μιμούμενες τη γενναιοδωρία του Προφήτη προς τους ξένους. Ο Ταμάρι επανέλαβε τη φήμη περί συνταξιοδότησης του Ομάρ Γιούσεφ. Μ’ ένα κολακευτικό χαμόγελο, είπε πως ήλπιζε να μην ευσταθούσε η πληροφορία, γιατί τα παιδιά της Παλαιστίνης είχαν ανάγκη από σωστή παιδεία, και οι καλοί δάσκαλοι σπάνιζαν. «Είναι αλήθεια ότι είπα στον Αμερικάνο διευθυντή μας πως ίσως βγω στη σύνταξη, αλλά δεν το ’χω αποφασίσει ακόμα», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Γιατί του το ’πες;» Η φωνή του Τζιχάντ Αουντέ ήταν σιγανή. Μιλούσε χωρίς να απομακρύνει το χέρι από το πρόσωπό του, έτσι που οι λέξεις έμοιαζαν να βγαίνουν από τα σκοτεινά, αγριωπά μάτια που κοίταζαν μες από τα δάχτυλά του. Ο Ομάρ Γιούσεφ συνειδητοποίησε πως δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί καμία ικανοποιητική δικαιολογία για το ενδεχόμενο της σύνταξης, που μόνος του είχε θίξει. Είχε παρασυρθεί από την τυπική εγκαρδιότητα του Χουσεΐν Ταμάρι. Το βέβαιο ήταν ότι δεν μπορούσε να τους πει πως το έκανε για να εξασφαλίσει το χρόνο που χρειαζόταν προκειμένου να αθωώσει τον Τζορτζ Σαμπά από τις κατηγορίες της συνέργειας σε φόνο. «Δεν έχει κι ιδιαίτερη σημασία», είπε. «Άπαξ και έχεις περάσει τόσα χρόνια στο δασκαλίκι όσα εγώ, θα εξακολουθήσεις να διδάσκεις μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου». «Αν ισχύει κάτι τέτοιο, για να σχεδιάζεις την απομάκρυνσή σου απ’ το σχολείο, πάει να πει ότι ίσως σκοπεύεις να πεθάνεις», είπε ο Τζιχάντ Αουντέ. Ο Χουσεΐν Ταμάρι έριξε μια βιαστική ματιά στον Αουντέ. «Αυτό που εννοώ είναι πως, από τη στιγμή που αρχίζεις να διδάσκεις, θα είσαι δάσκαλος μια ζωή», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. 10 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
145
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 145
146
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 146
Και με τόνο πιο αιχμηρό πρόσθεσε: «Όπως, αν σκοτώσεις έστω και μια φορά, θα είσαι μια ζωή δολοφόνος». Ο Τζιχάντ Αουντέ απομάκρυνε το χέρι από το πρόσωπό του. Χαμογέλασε, μα τα βλέφαρά του παρέμειναν μισόκλειστα. «Θες να πεις ότι και το ένα και το άλλο, το να διδάσκεις και το να σκοτώνεις, είναι τρόπος ζωής; Ότι είναι κάτι που κάνουμε για τα λεφτά;» «Εσύ σκοτώνεις για τα λεφτά;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ. Είδε τον Χουσεΐν Ταμάρι να γέρνει προς τα μπρος, θέλοντας ίσως να διακόψει τη συζήτηση, αλλά ο Τζιχάντ Αουντέ φαινόταν να απολαμβάνει την ευκαιρία που του δόθηκε να επιδείξει τη μοχθηρία του. «Σκοτώνω για λεφτά μόνον όταν πρόκειται για δοσοληψία μεταξύ αγνώστων». Ο Αουντέ ανακάθισε και τέντωσε το δάχτυλο προς το μέρος του Ομάρ Γιούσεφ. «Αλλά εσύ είσαι αδελφός μου, οπότε εσένα ειδικά θα ’πρεπε να σε σκοτώσω δωρεάν». Ο Χουσεΐν Ταμάρι έκανε πέρα το απλωμένο δάχτυλο του Τζιχάντ Αουντέ, καρφώνοντάς τον μ’ ένα ενοχλημένο βλέμμα. Ο Ομάρ Γιούσεφ συνειδητοποίησε ότι δεν έπρεπε να επιτρέψει στον Αουντέ να τον πτοήσει. Αν έβλεπαν την αδυναμία του, αργά ή γρήγορα θα τον έπαιρναν στο κυνήγι, παρ’ όλη την κόσμια υποδοχή που του πρόσφερε τώρα ο Χουσεΐν Ταμάρι, κατ’ επιταγήν της παράδοσης. Είχε καθήκον να ανταποδώσει το χτύπημα. «Θέλω να φροντίσετε ν’ αποφυλακιστεί ο Τζορτζ Σαμπά», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ξέρετε, φαντάζομαι, πως δεν είναι καταδότης. Είναι καλός μου φίλος, και ήρθα να σας ζητήσω να τον απελευθερώσετε». «Αυτό το ζήτημα θα το κρίνει η δικαιοσύνη», είπε ο Χουσεΐν Ταμάρι. «Ας είμαστε ρεαλιστές, Αμπού Γουαλίντ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ο Τζορτζ Σαμπά ήρθε σε αντιπαράθεση μ’ εσένα και τον Τζιχάντ Αουντέ στην ταράτσα του σπιτιού του. Μόλις δύο μέρες αργότερα συνελήφθη. Υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στα δύο γεγονότα, την οποία θα προτιμούσα να μη σχολιάσω λεπτομερώς. Εκείνο που ζητάω είναι να χρησιμοποιήσεις την ίδια επιρροή χάρη στην οποία τον έστειλες στη φυλακή, για να τον βγάλεις από κει μέσα».
Ο Ομάρ Γιούσεφ εξεπλάγη που ο Χουσεΐν Ταμάρι όχι μόνο δεν αποκρίθηκε, αλλά δε φάνηκε καν να ταράζεται από τις κατηγορίες. Ίσως θεωρούσε τη σκηνοθετημένη ενοχοποίηση του Τζορτζ Σαμπά ασήμαντο παράπτωμα σε σύγκριση με τις άλλες δραστηριότητές του, και πίστευε πως δεν άξιζε τον κόπο να οργιστεί για κάτι τόσο ευτελές. «Εσύ πώς είσαι σίγουρος ότι δεν είναι καταδότης; Εκτός αν συνεργάζεσαι κι εσύ με τους Ισραηλινούς», είπε ο Αουντέ. «Κι εσύ, πώς είναι δυνατό να ανακάλυψες ότι είναι συνεργάτης των Ισραηλινών, αν δε συνεργάζεσαι κι εσύ ο ίδιος με τους Ισραηλινούς;» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ένιωθε να φουντώνει πάλι η δύναμη που είχε αισθανθεί και νωρίτερα εντός του, όσο καθόταν και κουβέντιαζε με τον Ραμίζ, κι έσφιξε τα χέρια του. «Εδώ διακυβεύεται η ζωή ενός αθώου ανθρώπου. Μη μ’ αναγκάζεις να χασομεράω με τις ευτελείς κατηγορίες σου». «Κανένας δε θα χασομερήσει από δω και πέρα», είπε ο Τζιχάντ Αουντέ. «Μάλιστα, το όλο θέμα θα ξεκαθαρίσει απόψε κιόλας». «Τι θες να πεις;» «Η δίκη του φιλαράκου σου, του Τζορτζ Σαμπά, έχει προγραμματιστεί για σήμερα, στις έντεκα το βράδυ». «Πότε αποφασίστηκε αυτό;» «Τον δικαστή να ρωτήσεις. Καταπώς φαίνεται, σκοπεύει να κινηθεί με συνοπτικές διαδικασίες». Ο Χουσεΐν Ταμάρι ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο του Ομάρ Γιούσεφ, και τούτη τη φορά τού το έσφιξε με δύναμη, σαν προσταγή. «Όπως βλέπεις, το ζήτημα δεν είναι πια στη δικαιοδοσία μου». Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε. Τι νόημα είχε η δύναμη που αισθανόταν νωρίτερα; Αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, ήταν εντελώς ανήμπορος. Ακόμα και αν πίστευε πως έκρυβε μέσα του ένα ηθικό σθένος, δε θα χρησίμευε διόλου στον φίλο του. Βαδίζοντας προς την πόρτα, ένιωθε τα μάτια των ενόπλων να καίνε τη ράχη του ίσαμε τη σάρκα.
147
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 147
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 148
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο ΠεμΠτο
Ο
ΣυΝήγΟρΟΣ ΜαρΟυάΝ ΝάΤΣα ΕίχΕ δΙακΟΣΜήΣΕΙ ΤΗΝ ΕίΣΟ-
148
δο του γραφείου του με καλλιγραφημένα χωρία από το Κοράνι σε φανταχτερές κορνίζες, και με αντίγραφα των πτυχίων του. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοντοστάθηκε να περιεργαστεί το διάκοσμο – μια ευπρόσδεκτη ευκαιρία να ξαναβρεί την ανάσα του έπειτα από τρεις ορόφους σκαλιά. Τα διπλώματα προέρχονταν από το Πανεπιστήμιο της Χεβρώνας και είχαν εκδοθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Τα αποσπάσματα του Κορανίου ήταν γραμμένα με αιχμηρούς κουφικούς* χαρακτήρες, που περιελίσσονταν γύρω από τα ονόματα του Προφήτη και των μαθητών του στο περιθώριο της κορνίζας, ένα αραβούργημα τόσο λεπτοδουλεμένο σαν κέντημα σε φίνο μαξιλάρι. Τα χωρία από το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων δημιούργησαν στον Ομάρ Γιούσεφ την αίσθηση ότι ο άνθρωπος εκείνος ίσως ήταν θρήσκος, ή ακόμα και υποστηρικτής της Χαμάς. Η σκέψη αυτή του έδωσε μια μικρή ελπίδα. Ο Ομάρ Γιούσεφ, αν και άπιστος, είχε επισημάνει ότι, ανάμεσα στους συμπατριώτες του, όσο πιο πιστά ακολουθούσε κάποιος το δρόμο του Αλλάχ, τόσο πιο απίθανο ήταν να συγκατατεθεί στη διαφθορά του νόμου. Μπορεί ο συγκεκριμένος δικηγόρος να υπερασπιζόταν αποτελεσματικά τον Τζορτζ. Στη σιωπηλή αίθουσα αναμονής επικρατούσε σκοτάδι και κρύο, καθώς ζύγωνε το σούρουπο. Ο Ομάρ Γιούσεφ άναψε τα φώτα. Υπήρχαν και άλλες κορνιζαρισμένες σελίδες από το Κοράνι, κι ένας καφετής δερμάτινος καναπές, τόσο φθαρμένος, που ήταν λες και κάποιος είχε περάσει πάνω του μια ανήσυχη νύχτα με πιτζάμες από γυαλόχαρτο. Από το εσωτερικό του γραφείου * Η αρχαιότερη μορφή αραβικής καλλιγραφίας. (Σ.τ.Μ.)
μια λάμπα φώτιζε με την αχνή λάμψη της το θαμπό τζάμι της πόρτας. Ο Ομάρ Γιούσεφ άνοιξε την πόρτα. Ένας ψηλόλιγνος άντρας σήκωσε το βλέμμα του από ένα φάκελο με έγγραφα, κοιτάζοντας μέσα από ένα σύννεφο καπνού. Το σταχτί πρόσωπό του είχε μια όψη ενοχής. Ο Ομάρ Γιούσεφ συνειδητοποίησε ότι τα καλλιγραφημένα θρησκευτικά κείμενα ήταν απλώς ντεκόρ. Οι υποστηρικτές της Χαμάς δεν κάπνιζαν Rothmans κατά τη διάρκεια του ραμαζανιού. Ο Ομάρ Γιούσεφ άφησε την τζαμόπορτα ανοιχτή για να φυσήξει λίγος καθαρός αέρας μέσα στη γαλάζια ομίχλη, μήπως μπορέσει και ανασάνει μια ιδέα. Ο Μαρουάν Νάτσα σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Κινούνταν θαρρείς και είχε σηκωθεί μόλις από το κρεβάτι, σερνάμενος έπειτα από ένα γερό μεθύσι. Έκανε μια διερευνητική χειρονομία με το τσιγάρο του. Ο Ομάρ Γιούσεφ κούνησε το χέρι αδιάφορα· ο καπνός δεν τον πρόσβαλλε. Τα λυπημένα, υγρά μάτια του δικηγόρου πήραν ένα ύφος ανακούφισης. Σωριάστηκε ξανά στο κάθισμά του κι έσπρωξε τα χαρτιά στην άκρη του γραφείου με το κοκαλιάρικο χέρι του. «Λέγομαι Ομάρ Γιούσεφ. Είμαι φίλος του Τζορτζ Σαμπά». Ο Μαρουάν Νάτσα έγειρε προς το μέρος του κυρτώνοντας τους ισχνούς ώμους του. Το πλαδαρό πηγούνι του ακούμπησε στον κόμπο της γκρίζας γραβάτας, και στο μελαγχολικό πρόσωπό του απλώθηκε ακόμα μεγαλύτερη θλίψη. «Απ’ ό,τι γνωρίζω, έχετε αναλάβει την υπεράσπιση του Τζορτζ στην αποψινή ακροαματική διαδικασία. Έχω ορισμένες πληροφορίες, που θα σας φανούν χρήσιμες». «Σώπα, τι μας λες!» Ο Ομάρ Γιούσεφ σώπασε. Ο Μαρουάν Νάτσα ύψωσε τα μάτια στο ταβάνι και αναστέναξε. Η φωνή του έμοιαζε να βγαίνει από το λαρύγγι του με πόνο, σαν τον πόνο που νιώθουν τα πόδια την επομένη μιας μεγάλης πεζοπορίας. «Λοιπόν, θείο, δεν κατάλαβες καλά». «Τι να καταλάβω; Μιλάμε για δίκη με το ενδεχόμενο θανατικής ποινής. Θέλω να σώσω τον Τζορτζ Σαμπά». «Δεν τον σώζει τίποτα, καλέ μου κύριε».
149
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 149
150
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 150
Ο Ομάρ Γιούσεφ έσυρε την καρέκλα του προς το μέρος του Μαρουάν Νάτσα. Ο δικηγόρος έγειρε ανεπαίσθητα προς τα πίσω, λες και τον απειλούσε η προέλαση του άντρα στην άλλη πλευρά του κερασένιου γραφείου. «Τον Τζορτζ τον ξέρω από μικρό παιδί. Ήμουνα μαζί του τις προάλλες, το βράδυ που γύρισε στο σπίτι του και κατέλαβε εξαπίνης κάτι τύπους από τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων. Τους έδιωξε απ’ το σπίτι του κακήν κακώς, μα εκείνοι τον απείλησαν ότι θα επιστρέψουν. Ξαναγύρισαν, πράγματι, και του απάγγειλαν κατηγορίες για δωσιλογισμό. Η όλη υπόθεση είναι ζήτημα εκδίκησης από την πλευρά τους». Δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη στο γκρίζο πρόσωπο του Μαρουάν Νάτσα που να μαρτυρά πως έβρισκε οτιδήποτε ενθαρρυντικό στα λεγόμενα του Ομάρ Γιούσεφ. Απεναντίας, φαινόταν πολύ αμήχανος. «Έχω ανακαλύψει συγκεκριμένα στοιχεία στο σημείο όπου σκοτώθηκε ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, τα οποία με κάνουν να πιστεύω πως ο Χουσεΐν Ταμάρι έλαβε ενεργό ρόλο στη δολοφονία του. Επίσης, θεωρώ ότι επέστρεψε εκ των υστέρων για να σκοτώσει τη σύζυγο του Λουάι, επειδή έμαθε πως μου είχε κάνει εκμυστηρεύσεις σχετικά με το ρόλο του στη δολοφονία. Επιπλέον, ο Ταμάρι είναι υπεύθυνος για τη στημένη σύλληψη του Τζορτζ Σαμπά». Ο Ομάρ Γιούσεφ περίμενε κάποια ερώτηση εκ μέρους του Μαρουάν Νάτσα. «Δε σας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας». «Έχουμε, μέχρι τις έντεκα το βράδυ». «Μόνο έξι ώρες;» «Έξι ώρες, έξι μέρες... Δεν έχει σημασία. Πολύ φοβάμαι ότι θα κριθεί ένοχος». Ο Ομάρ Γιούσεφ θύμωσε. «Υπήρχε μια σφαίρα απ’ το πολυβόλο του Χουσεΐν Ταμάρι στο σημείο που βρέθηκε ο Λουάι». Ο Μαρουάν Νάτσα άναψε άλλο ένα Rothmans με τρεμάμενα χέρια, και απέμεινε σιωπηλός. «Πράγμα που σημαίνει ότι ο Ταμάρι βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ.
«Δε σημαίνει όμως ότι πυροβόλησε ο ίδιος τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν». Ο Μαρουάν Νάτσα λύγισε αργά τη ραχοκοκαλιά του γέρνοντας πάνω στο γραφείο, λες και δοκίμαζε την αντοχή κάθε σπονδύλου ξεχωριστά, και πήρε ένα φωτοαντίγραφο από το φάκελο. «Εδώ έχω τη βαλλιστική έκθεση για τη δολοφονία του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Οι δύο σφαίρες που προκάλεσαν το θάνατό του προέρχονται από ένα είδος αμερικάνικης καραμπίνας ακροβολιστών, που χρησιμοποιούν οι Ισραηλινοί. Λέγεται Μ-24, καταπώς φαίνεται. Ειλικρινά, δε γνωρίζω και πολλά γι’ αυτό το θέμα, αλλά μπορείτε, αν θέλετε, να διαβάσετε την έκθεση. Έχει πολλή τεχνική ορολογία. Σε κάθε περίπτωση, δε νομίζω πως είναι το είδος του όπλου που χρησιμοποιεί ο Ταμάρι». «Δεν είναι, όχι». «Οπότε το όλο θέμα έληξε». «Όχι, δεν έληξε. Τι κίνητρο είχε ο Τζορτζ για να συνεργαστεί με τους δολοφόνους του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν; Απολύτως κανένα. Ενώ ο Ταμάρι είχε κίνητρο. Ήθελε να βγάλει τον Λουάι απ’ τη μέση, ώστε οι δικοί του να μην έχουν πια κανέναν στις κλίκες των αντιστασιακών να τους προστατεύει. Με το που σκοτώθηκε ο Λουάι, ο αδελφός τού Χουσεΐν Ταμάρι κατέλαβε τα συνεργεία των Αμπντέλ Ραχμάν σαν να μη συμβαίνει τίποτα». «Και οι Ισραηλινοί; Εκείνοι δεν είχαν κίνητρο για να δολοφονήσουν τον Λουάι; Είχε σκοτώσει έναν έποικο στον καταυλισμό τώρα τελευταία, εάν θυμάμαι καλά». «Εξυπακούεται ότι οι Ισραηλινοί έχουν κίνητρο. Όμως, ο Τζορτζ για ποιο λόγο να γίνει συνεργός τους; Ο Χουσεΐν Ταμάρι είχε κίνητρο για να συνεργαστεί, ο Τζορτζ όχι». Ο Μαρουάν Νάτσα ξερόβηξε κάνοντας έναν ήχο σαν κροτάλισμα. «Εάν νομίζετε πως θα μπω στο δικαστήριο και θα δηλώσω στο δικαστικό σώμα ότι ο επικεφαλής της αντίστασης στη Βηθλεέμ είναι συνεργάτης των Ισραηλινών, είστε βαθιά γελασμένος, Αμπού...;» «Ραμίζ». «Αμπού Ραμίζ». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε να σιγοβράζει. «Επιπλέον, είναι κι ο θάνατος της γυναίκας του Λουάι στη μέση, η οποία σκοτώθηκε
151
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 151
152
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 152
μετά τη σύλληψη του Τζορτζ. Αποκλείεται, λοιπόν, να είχε εμπλακεί εκείνος στη δολοφονία της». «Είπε κανένας το αντίθετο;» «Όχι. Απλώς εννοώ ότι είναι πολύ πιο πιθανό ο Λουάι και η γυναίκα του να δολοφονήθηκαν απ’ το ίδιο άτομο». «Και γιατί είναι πιο πιθανό;» «Πιστεύετε πως υπάρχουν δύο διαφορετικοί άνθρωποι που ήθελαν να σκοτώσουν, και οι δύο, κάποιο μέλος της φαμίλιας των Αμπντέλ Ραχμάν; Δύο τυχαίοι, άσχετοι μεταξύ τους άνθρωποι, οι οποίοι αποφασίζουν να δολοφονήσουν δύο άτομα που ανήκουν στο ίδιο σόι; Οι θάνατοι αυτοί συνδέονται. Κι αν ο Τζορτζ Σαμπά είχε λάβει μέρος στον πρώτο φόνο, θα ήταν αδύνατο να λάβει μέρος και στον δεύτερο, καθώς βρισκόταν ήδη στη φυλακή. Κατά συνέπεια, ο Τζορτζ δεν είναι ο συνδετικός κρίκος. Κάποιος άλλος είναι. Γεγονός που καθιστά τον Τζορτζ αθώο ως προς το θάνατο του Λουάι». «Απ’ ό,τι άκουσα, η εν λόγω κυρία έπεσε θύμα βιασμού. Και υπάρχουν σαφώς πολλοί άντρες στην πόλη μας οι οποίοι, για να το θέσω κάπως ωμά, θα είχαν μια χαρά κίνητρο για κάτι τέτοιο, ιδίως όταν πρόκειται για μια γυναίκα δίχως άντρα να την προστατεύει. Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι δική μου υπόθεση και δε θα μπορούσα να τη μνημονεύσω απόψε ενώπιον των δικαστών. Η εισήγησή μου δε θα γινόταν δεκτή». Ο Μαρουάν Νάτσα φυλλομέτρησε τα χαρτιά που είχε απλωμένα στο γραφείο του. «Ξέρετε να διαβάζετε εβραϊκά, Αμπού Ραμίζ;» «Όχι». Ο Μαρουάν Νάτσα κοίταξε τον Ομάρ Γιούσεφ μ’ ένα βλέμμα όλο οίκτο. «Έχω εδώ ένα άρθρο απ’ τη Γεντιότ Αχαρονότ. Είναι μια ισραηλινή εφημερίδα. Το συγκεκριμένο φύλλο κυκλοφόρησε δύο μέρες μετά το θάνατο του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Λέει πως η Σιν Μπετ χρησιμοποίησε έναν Παλαιστίνιο καταδότη για να τους οδηγήσει στον Λουάι και να αναγνωρίσει το υποψήφιο θύμα. Στο άρθρο καταγράφονται κι ένα σωρό στοιχεία για τις αντιστασιακές ενέργειες του Λουάι. Τον αναφέρει ως έναν από τους πιο επικίνδυνους τρομοκράτες στην ευρύτερη περιοχή της Βηθλεέμ – σας το διαβάζω αυτολεξεί. Έπειτα περιγράφει με λε-
πτομέρειες το ρόλο του συνεργάτη, που εξασφάλισε στους Ισραηλινούς ότι θα σκότωναν το σωστό άτομο. Φαίνεται πως η ταυτοποίηση του στόχου είναι απολύτως απαραίτητη σε τέτοιου είδους δολοφονίες. Χωρίς την παρουσία του καταδότη, δεν επιτρέπεται να δολοφονήσουν κανένα μέλος της αντίστασης. Έτσι, απ’ ό,τι λέει το άρθρο, ο συνεργάτης ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, για να επαληθεύσει την ταυτότητά του στον Ισραηλινό ακροβολιστή. Καταλάβατε;» «Κατάλαβα, ναι». «Δε νομίζω ότι καταλάβατε. Πρέπει κάποιος να κριθεί ένοχος για την όλη υπόθεση. Υπήρξε στ’ αλήθεια κάποιος συνεργάτης. Ακόμα και οι Ισραηλινοί το παραδέχονται στην εφημερίδα τους. Τώρα, η αστυνομία μας δε φαίνεται ικανή να διερευνήσει την υπόθεση με τη δική σας οξυδέρκεια. Ωστόσο, είμαι βέβαιος πως θα σας έλεγαν ότι, εφόσον τα πορίσματα της έρευνάς τους οδηγούσαν στον Χουσεΐν Ταμάρι, τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο σ’ ολάκερη την πόλη, θ’ άφηναν τον στημένο ένοχο να αναλάβει το βάρος της ενοχής». Ο Μαρουάν Νάτσα άνοιξε διάπλατα τα κοκαλιάρικα χέρια του. «Σ’ αυτή την περίπτωση, τον Τζορτζ Σαμπά». «Δηλαδή, μου λέτε ότι ούτε εσείς πιστεύετε στην ενοχή του Τζορτζ Σαμπά;» «Δεν υφίστανται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του. Πράγματι». «Άρα η δουλειά σας είναι εύκολη». «Ναι, όντως. Αλλά όχι όπως το εννοείτε εσείς. Η δουλειά μου θα ήταν εύκολη είτε οι αποδείξεις εναντίον του Τζορτζ Σαμπά ήταν επαρκείς είτε όχι. Η δουλειά μου είναι να σκύβω το κεφάλι. Στο Δικαστήριο Εθνικής Ασφαλείας, οι συνήγοροι υπεράσπισης, εξ ορισμού, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους πρωτίστως το κράτος και την ασφάλειά του. Αν ο καταδότης καταφέρει και τη γλυτώσει, οι Ισραηλινοί θα στρατολογήσουν κι άλλους πολύ πιο εύκολα. Ενώ, αν τιμωρηθεί, το Ισραήλ θα δυσκολευτεί να πείσει κι άλλους Παλαιστίνιους να προδώσουν τους συντρόφους τους». «Ακόμα κι όταν ο άνθρωπος που θα πληρώσει το τίμημα δεν είναι καταδότης στην πραγματικότητα; Απλώς θα πεθάνει ως σύμβολο όλων των αληθινών σπιούνων, που λυμαίνονται τη χώ-
153
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 153
154
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 154
ρα χωρίς να μπορούν να τους εντοπίσουν οι δυνάμεις ασφαλείας μας; Σοβαρολογείτε;» Ο Μαρουάν Νάτσα σήκωσε τους ώμους. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβγαλε τον πατικωμένο μπερέ του και ανακάτεψε με το χέρι τα αραιά μαλλιά του. «Δεν κατάγεστε από τη Βηθλεέμ, κύριε Νάτσα, έτσι δεν είναι;» «Όχι, από τη Χεβρώνα είμαι». Ο Νάτσα χαμογέλασε με την αναφορά της γενέτειρας πόλης του. Έμοιαζε ανακουφισμένος, θαρρείς και η συζήτηση είχε περάσει από το κουραστικό θέμα της δίκης σε μια ευγενική ψιλοκουβέντα. «Οπότε φανταστείτε πώς θα σας φαινόταν αν μια συμμορία καταλάμβανε τη δική σας πόλη. Δε θα κάνατε ό,τι έκανε κι ο Τζορτζ Σαμπά;» «Αμπού Ραμίζ, αδελφέ μου, οι συμμορίες έχουν καταλάβει ήδη τη γενέτειρά μου. Γι’ αυτό δε μ’ απασχολεί πια η δράση τους στη Βηθλεέμ. Η ίδια κατάσταση επικρατεί σ’ όλη την Παλαιστίνη. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο, δεν παλεύεται». «Άρα έχουμε όλοι το ίδιο πρόβλημα. Αυτό θα ’πρεπε να μας ενώνει. Έχουμε έναν κοινό στόχο, όλοι οι Παλαιστίνιοι ενάντια στα ένοπλα καθάρματα». «Μα ακόμα κι ενάντια στους Ισραηλινούς η συσπείρωσή μας είναι εντελώς επιδερμική. Θεωρείτε ότι είμαστε ικανοί να επιτύχουμε οποιουδήποτε είδους ενότητα; Οι άνθρωποι δε σκέφτονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Εγώ έφυγα τρέχοντας για να μη βλέπω τι ζημιά έκαναν οι ένοπλοι στην πατρίδα μου, τη Χεβρώνα. Για ποιο λόγο να τους αντισταθώ στη Βηθλεέμ;» Ο Ομάρ Γιούσεφ αισθάνθηκε οίκτο για τον άνθρωπο που είχε απέναντί του. Αναρωτήθηκε τι ανάγκασε τον Νάτσα να εγκαταλείψει το σπίτι του. Με τι λογής αίσχη τού είχαν ρουφήξει άραγε τη θέληση και το σθένος οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων; «Λυπάμαι πολύ, θείο», είπε ο Μαρουάν Νάτσα, «αλλά ήρθε η ώρα να κλείσω. Είμαι καλεσμένος σ’ ένα ιφτάρ». «Θα προσευχηθείτε για τον Τζορτζ Σαμπά απόψε, προτού διακόψετε τη νηστεία;» «Όχι, μονάχα το φαγητό θα σκέφτομαι, γιατί πεινάω. Και θα προσπαθώ επίσης να ξεχάσω πως πρέπει να εμφανιστώ ενώπιον
αυτού του τρισκατάρατου δικαστηρίου. Μπορείτε να προσευχηθείτε εσείς για τον Τζορτζ Σαμπά». «Θα προσευχηθώ για σας». Ο Μαρουάν Νάτσα κοίταξε για μια στιγμή τον Ομάρ Γιούσεφ επίμονα στα μάτια, σαν να ζύγιαζε κατά πόσον ο ίδιος ήταν, εντέλει, πιο άξιος αποδέκτης της ευλάβειας ενός τρίτου απ’ ό,τι ένας άνθρωπος ήδη καταδικασμένος. Βήχοντας, σηκώθηκε και μάζεψε τα χαρτιά από το γραφείο του. Έσβησε το τσιγάρο του και πήρε το χαρτοφύλακά του. Κατέβηκε τα σκαλιά τόσο γρήγορα με τα μακριά ποδάρια του, που άφησε τον Ομάρ Γιούσεφ ξοπίσω του, μόνο μες στο σκοτάδι. Στο διάδρομο, ο Ομάρ Γιούσεφ ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα από τα πτυχία νομικής του Μαρουάν Νάτσα. Η κορνίζα έτρεμε στο χέρι του. Την πέταξε με δύναμη από τα σκαλιά του τρίτου. Το τζάμι χτύπησε στον τοίχο κι έγινε κομμάτια. Στο ισόγειο, τα βήματα του Μαρουάν Νάτσα σταμάτησαν για μια στιγμή, κι έπειτα συνέχισε να προχωρεί. Ο Ομάρ Γιούσεφ αφουγκράστηκε το βήχα του Νάτσα, που έσβηνε σιγά σιγά όσο απομακρυνόταν στον έρημο δρόμο. Κατέβηκε τα σκαλιά, σήκωσε τη σπασμένη κορνίζα με το πτυχίο του δικηγόρου και την κουβάλησε πάλι στην πόρτα του γραφείου του. Την ακούμπησε πάνω στο παράθυρο. Η περγαμηνή είχε ένα λεκέ από χώμα, που τον έκανε να μετανιώσει για το ξέσπασμά του. Βαδίζοντας αργά, κατέβηκε πάλι τη σκάλα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ο λόφος κατηφόριζε απότομα. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε πέρα από τις αγροτικές παρυφές της Βηθλεέμ, στην έρημο της Ιουδαίας. Οι ρηχές πτυχές των άγονων λόφων απλώνονταν κυματιστές ίσαμε τη Νεκρά θάλασσα. Με τον ερχομό της νύχτας, η έρημος λουζόταν μ’ ένα φωτεινό αχνογάλανο χρώμα. Έμοιαζε με τη γεμάτη κρατήρες επιφάνεια της σελήνης. Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε πως η ίδια του η ύπαρξη περιφερόταν σε μια ακόμα πιο μακρινή τροχιά απ’ ό,τι ο νεκρός δορυφόρος, που έπλεε σιωπηλά πάνω από την αδιανόητα φρενήρη, κυνική πραγματικότητα όλου του υπόλοιπου πλανήτη. Αναρωτιόταν αν υπήρχε άλλο μέρος τόσο στείρο σε ολάκερη τη γη.
155
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 155
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 156
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο εΚτο
156
Σ
ΤΟ δΙκαΣΤήρΙΟ ΕΘΝΙκήΣ αΣΦαΛΕίαΣ, ΤΟ πΛήΘΟΣ ΣΙγΟψΙΘύ-
ριζε με τη ζωηράδα κοινού θεατρικής παράστασης λίγο πριν από την πρεμιέρα. Βρίσκοντας μια θέση να καθίσει, ο Ομάρ Γιούσεφ αισθάνθηκε ότι επρόκειτο πράγματι για σκηνοθετημένη παράσταση, με γραμμένη εκ των προτέρων πλοκή – μια τραγωδία που θα παιζόταν εσαεί στο καταπονημένο του μυαλό. Η αίθουσα ήταν μεγάλη, λιτά βαμμένη και χαμηλοτάβανη. Τη φώτιζαν λαμπτήρες φθορισμού, που τρεμόφεγγαν μέσα από τη στιβάδα του καπνού που πλανιόταν στην αίθουσα, λούζοντας μ’ ένα αρρωστημένο γαλαζωπό, τρεμάμενο φως τον κόσμο που συνωστιζόταν στα καθίσματα. Ο Ομάρ Γιούσεφ υπολόγισε πως η δίκη πρέπει να είχε μαζέψει ίσαμε χίλιους θεατές, στριμωγμένους στις πλαστικές καρέκλες και σφηνωμένους κατά μήκος των πλαϊνών διαδρόμων της αίθουσας. Μια ντουζίνα αστυνομικοί φρουρούσαν την είσοδο του δικαστηρίου. Ο Χαμίς Ζεϊντάν πηγαινοερχόταν πίσω από τη διμοιρία μουρμουρίζοντας διαταγές. Διάφοροι γνωστοί τού Ομάρ Γιούσεφ χαμογελούσαν και τον χαιρετούσαν μέσα από ένα συνονθύλευμα ευέξαπτων, αεικίνητων κεφαλιών. Οι μόνοι μέσα στην αίθουσα που φαίνονταν ήσυχοι ήταν ο Μοχάμεντ και ο Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν. Ο πατέρας και ο αδελφός του ανθρώπου στο θάνατο του οποίου εμπλεκόταν ο Τζορτζ Σαμπά ως συνεργός, στέκονταν γερμένοι σε μια τετράγωνη κολόνα στα πλαϊνά της αίθουσας. Ο πατέρας είχε όψη περίλυπη, αλλά το οστεώδες πρόσωπο του Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν ήταν ξαναμμένο και αγανακτισμένο καθώς κάρφωνε με το βλέμμα τα αδειανά έδρανα των δικαστών. Ο πατέρας έριχνε βιαστικές ματιές στον Γιουνίς, όμως ο νεαρός αρνιόταν να αναγνωρίσει την πα-
ρουσία του μεγαλύτερου άντρα δίπλα του. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέκρινε κάτι το απεγνωσμένο και χαμένο και βαθιά ντροπιασμένο στον τρόπο με τον οποίο ο Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν πάσχιζε να αποσπάσει το βλέμμα του γιου του. Αν και τα παράθυρα της αίθουσας ήταν κλειστά, ο Ομάρ Γιούσεφ κρύωνε. Ήταν λες και όλα τούτα τα κορμιά απέπνεαν τέτοιο μίσος για τον κατηγορούμενο, που ήταν ανίκανα να παράγουν θερμότητα. Κοίταξε το ρολόι του. Η ακροαματική διαδικασία θα ξεκινούσε σε πέντε λεπτά, και ήταν τυχερός που είχε βρει θέση. Ενώ προσπαθούσε να βολευτεί στην καρέκλα του, οι συνωστισμένοι στους διαδρόμους θεατές τσακώνονταν με όσους συνέχιζαν να μπαίνουν, σπρώχνοντας για να βρουν μια θέση. Η ώρα ήταν περασμένη, και το πλήθος έδειχνε ανήσυχο και νευρικό, σαν παιδιά που τ’ άφησαν να ξενυχτήσουν. Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουγε γύρω του τις βλακώδεις φήμες που διέτρεχαν την αίθουσα σχετικά με την προδοσία του Τζορτζ Σαμπά. Με το ζόρι κρατιόταν να μη μιλήσει. Δεν είχε νόημα να υπερασπιστεί τον φίλο του ενώπιον αυτών των ανθρώπων. Του προξενούσε αποστροφή το γεγονός ότι τόσο πολύς κόσμος στα γειτονικά καθίσματα περίμενε περιχαρής να δει έναν άνθρωπο να καταδικάζεται σε θάνατο – μιας και τούτο το πλήθος δεν είχε έρθει, βέβαια, με σκοπό να παραστεί σε αθώωση. Τον λυπούσε αφάνταστα που η πόλη του ήταν τόσο σακατεμένη και ξέχειλη από μίσος, ώστε η κορυφαία απόλαυσή της ήταν η τιμωρία ενός μοναχικού και αμελητέου γραναζιού στο μηχανισμό της καταδυνάστευσης. Έψαξε τριγύρω μήπως δει τον Χαμπίμπ Σαμπά, μα δεν κατάφερε να τον εντοπίσει μέσα στο πλήθος. Οι δικηγόροι ήρθαν και κάθισαν στις θέσεις τους, αντίκρυ στα έδρανα. Ορισμένοι από τις μπροστινές σειρές έσκυβαν ανάμεσα στους αξιωματικούς της αστυνομικής φρουράς για να σφίξουν το χέρι του δημόσιου κατήγορου. Αντάλλασσαν συγχαρητήριες χειραψίες, και ο κατήγορος χαμογελούσε πλατιά, θαρρείς και η δίκη είχε λήξει ήδη και το πόρισμα ήταν υπέρ του. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε πως οι καταδότες δικάζονταν με αθέμιτους τρόπους στη Γάζα, αλλά πίστευε ότι στη Βηθλεέμ επικρατούσε μεγαλύτερη αξιοπρέπεια. Ο Μαρουάν Νάτσα κάθισε μόνος του
157
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 157
158
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 158
στο έδρανό του. Κάτω από τους λαμπτήρες φθορισμού, έμοιαζε ακόμα πιο σταχτής απ’ ό,τι στην απογευματινή συνάντησή του με τον Ομάρ Γιούσεφ. Το ύψος του, που θα έπρεπε να του δίνει μια όψη επιβλητική, απλώς τόνιζε την υπερβολική, νοσηρή αδυναμία του. Σου προκαλούσε την αίσθηση πως θα μπορούσες εύκολα να τον τσακίσεις στα δύο, σαν ψηλό, μαραμένο λουλούδι που είχε σκορπίσει ήδη τα λιγοστά, μελαγχολικά μπουμπούκια του. Ο Νάτσα δεν είχε φέρει μαζί του κανένα έγγραφο, απ’ όσο ήταν σε θέση να δει ο Ομάρ Γιούσεφ, ούτε καν το φάκελο που ξεφύλλιζε νωρίτερα στο γραφείο του. Τα μοναδικά αντικείμενα που τοποθέτησε πάνω στο έδρανο ήταν ένα πακέτο Rothmans κι ένα τσίγκινο σταχτοδοχείο, το οποίο βάλθηκε να γεμίζει με μεγάλη προσήλωση. Ο Χαμίς Ζεϊντάν πέρασε πίσω από τους αστυνομικούς του και διέκοψε τις συγχαρητήριες χειραψίες. Ξεστόμισε μια κοφτή πρόταση, που μονομιάς αντικατέστησε το χαμόγελο του κατήγορου μ’ ένα πληγωμένο κι ελαφρώς αμήχανο ύφος. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρατηρούσε τον παλιόφιλό του, που είχε στρέψει το βλοσυρό βλέμμα του στους θεατές οι οποίοι κάθονταν πίσω από τον κατήγορο. Τουλάχιστον ο αρχηγός της αστυνομίας ήταν διατεθειμένος να υπενθυμίσει στον κόσμο ότι δεν επρόκειτο για ψυχαγωγία· η ζωή ενός ανθρώπου βάραινε στη ζυγαριά τής όποιας δικαιοσύνης επρόκειτο να αποδοθεί. Το σφιγμένο σαγόνι και το επίμονο βλέμμα του Χαμίς Ζεϊντάν μαρτυρούσαν ότι εκείνη τη στιγμή υπέφερε. Τέτοιαν ώρα, τα περισσότερα βράδια, ήταν κατά κανόνα αρκετά μεθυσμένος, και ίσως έφταιγε η προσπάθεια διατήρησης της νηφαλιότητάς του για την αυστηρή όψη του. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε την ελπίδα πως η εξήγηση ήταν ακόμα πιο απλή – ότι, ως εκπρόσωπος του νόμου, ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν άντεχε να βλέπει τη δικαιοσύνη να εκφυλίζεται σε τσίρκο. Και τότε, συνειδητοποίησε τι έφταιγε: ο αρχηγός της αστυνομίας ήξερε την αλήθεια για το θάνατο του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, ήξερε την ταυτότητα του αληθινού καταδότη, την ταυτότητα που ο Ομάρ Γιούσεφ υποψιαζόταν μόνο. Ο Ομάρ Γιούσεφ ξανασκέφτηκε λίγο τη θεωρία του, ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε σφυρίξει στον δολοφόνο του Λουάι πως η Ντιμά
Αμπντέλ Ραχμάν γνώριζε εξ ακοής τον «Αμπού Γουαλίντ». Κανένας, εκτός από τους στενούς συγγενείς του Ομάρ Γιούσεφ, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τι του είχε πει η Ντιμά, με εξαίρεση τον Χαμίς Ζεϊντάν. Αν είχε καταλάβει ποιον έπρεπε να προειδοποιήσει για το αποδεικτικό στοιχείο που είχε μοιραστεί η Ντιμά με τον Ομάρ Γιούσεφ, αυτό σήμαινε, το δίχως άλλο, ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν ήξερε και ο ίδιος κάποιες λεπτομέρειες γύρω από το φόνο του Λουάι. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν ήταν αφελής και δεν περίμενε πως η αστυνομία θα συνελάμβανε επί τόπου τον όποιο δολοφόνο –έτσι που είχαν καταντήσει τα πράγματα τούτες τις μέρες– ιδίως αν ο συγκεκριμένος δολοφόνος ήταν ο επικεφαλής στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων. Δε φανταζόταν όμως ότι ο αρχηγός της αστυνομίας θα προστάτευε τον ένοχο βάζοντας σε κίνδυνο έναν αθώο άνθρωπο. Ενδεχομένως ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν ήξερε πως ο Χουσεΐν Ταμάρι θα σκότωνε την Ντιμά. Ίσως περίμενε ότι θα την προειδοποιούσε να μην ανακατεύεται, ότι θα τη φοβέριζε ή, το χειρότερο, ότι θα την ξυλοκοπούσε. Ωστόσο, ο Ζεϊντάν ήξερε με τι άνθρωπο είχε να κάνει, και θα είχε σκεφτεί αναμφίβολα πως, από τη στιγμή που η Ντιμά είχε μεταφέρει δυνάμει επιζήμιες πληροφορίες, ο Χουσεΐν Ταμάρι μπορεί να της έκλεινε το στόμα μια για πάντα. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτιόταν πόσα είχε μοιραστεί άραγε ο Χαμίς Ζεϊντάν με τον Χουσεΐν Ταμάρι. Ο αρχηγός των Ταξιαρχιών Μαρτύρων είχε μεταβιβάσει την προειδοποίησή του στον Ομάρ Γιούσεφ νωρίς εκείνο το πρωί μέσω του γιου του Ραμίζ, επειδή ο ένοπλος φοβόταν ότι ίσως εξόργιζε ολάκερο το σόι του Ομάρ Γιούσεφ. Μια άμεση προσέγγιση ή καταπρόσωπο επίθεση θα πυροδοτούσε έναν μικρό πόλεμο. Μπορεί, ωστόσο, ο Ταμάρι να μην ήξερε πως η Ντιμά είχε μεταφέρει την πληροφορία σχετικά με τον «Αμπού Γουαλίντ» στον Ομάρ Γιούσεφ. Αν ο Ταμάρι πίστευε απλώς ότι ο Ομάρ Γιούσεφ υποκινούσε την απελευθέρωση του Τζορτζ Σαμπά δίχως ουσιαστικές αποδείξεις, ήταν πολύ πιθανό να μην τον έβλεπε ως ιδιαίτερα μεγάλη απειλή. Ο Ομάρ Γιούσεφ υπέθετε, βέβαια, ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε μεταφέρει στον Ταμάρι τις αποκαλύψεις της Ντιμά, αλλά ο αστυνομικός μπορεί να είχε προστατέψει την ταυτότητα του παλιού του
159
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 159
160
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 160
φίλου. Ίσως ο Χαμίς δεν του είχε αναφέρει σε ποιον είχε μιλήσει η Ντιμά, οπότε ο Ταμάρι αρκέστηκε στη χαμηλών τόνων προειδοποίηση μέσω του Ραμίζ. Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, δε θα ένιωθε πως απειλείται από τον Ομάρ Γιούσεφ σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον σκοτώσει. Όχι ακόμα. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε καρφώσει την Ντιμά. Επιπλέον, όφειλε να λογαριάσει το ενδεχόμενο να την είχε σκοτώσει κάποιος άλλος, για διαφορετικούς λόγους. Μπορεί να μην ήταν καν ο Αμπού Γουαλίντ. Μπορεί να είχε βγει πράγματι στην αυλή για να συναντήσει κάποιον, τον κρυφό εραστή της. Ο Ομάρ δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα. Ή μπορεί, όπως είχε υπαινιχθεί ο Χαμίς Ζεϊντάν, τα πεθερικά της να διαπίστωσαν πως η Ντιμά είχε κάποιο δεσμό, και να τη δολοφόνησαν για να διαφυλάξουν την τιμή της φαμίλιας. Από την άλλη, ο αρχηγός της αστυνομίας ίσως πάσχιζε μόνο να δικαιολογηθεί. Όση εντιμότητα και αν πίστευε ο Ομάρ Γιούσεφ ότι διέκρινε στη στάση του φίλου του μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, έπρεπε αυτή να αντισταθμιστεί με το γεγονός ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν προΐστατο μιας φοβερής στρέβλωσης της έννομης διαδικασίας. Εφόσον ήταν ικανός να μένει αμέτοχος, οργανώνοντας τους άντρες του την ώρα που το δικαστήριο ετοιμαζόταν για τη νομιμοφανή δολοφονία ενός αθώου, ήταν ικανός για όλα. Στις 11:05 μ.μ., ο Χουσεΐν Ταμάρι μπήκε στην αίθουσα μαζί με μια φάλαγγα ενόπλων. Το πλήθος παραμέρισε, και όσοι κάθονταν στην μπροστινή σειρά έσπευσαν να σηκωθούν και να τους παραχωρήσουν τις θέσεις τους. Οι φρουροί του Ταμάρι έσπρωχναν τους πιο αργοκίνητους. Ο Ταμάρι χαμογελούσε και αποδεχόταν τις χαιρετούρες με ύφος καλοσυνάτο, σαν μονάρχης. Όταν ο Ταμάρι είχε καθίσει πια, ο Τζιχάντ Αουντέ ξεγλίστρησε στα πλαϊνά της αίθουσας. Φορούσε πάλι το καπέλο σε στυλ Σαντάμ Χουσεΐν και δεν αποκρινόταν στους χαιρετισμούς του πλήθους. Προσπερνώντας τον Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν, επέτρεψε στον εαυτό του ένα σαρκαστικό μειδίαμα. Ο πατέρας του νεκρού παλληκαριού χαμήλωσε τα μάτια, αλλά ο γιος του αγριοκοίταξε τον Αουντέ, ο οποίος φάνηκε μάλιστα να διασκεδάζει
ακόμα πιο πολύ με την απείθεια του μικρού. Σαν να περίμενε την άφιξη της ομάδας του Ταμάρι για να ξεκινήσει, ένας από τους αστυνομικούς φώναξε στο πλήθος να σηκωθεί και τρεις δικαστές μπήκαν από την πόρτα πίσω από τα έδρανα. Ένα λεπτό πέπλο σιωπής απλώθηκε πάνω από τους χίλιους περίπου παρευρισκομένους καθώς ο πρόεδρος χτυπούσε το σφυρί του. Ήταν ένας ευτραφής τύπος, με δέρμα σκούρο και απαλό σαν κέικ σοκολάτας, και γκρίζα μαλλιά, φουντωτά και χτενισμένα προς τα πίσω, σαν Γάλλος τραγουδιστής ελαφρού ρεπερτορίου. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα, όλο θυμό, αλλά τα μάτια του κοίταζαν πέρα δώθε φοβισμένα. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε ότι ο συγκεκριμένος δικαστής ήταν έξω φρενών με τις ενέργειες της κυβέρνησης. Είχαν γνωριστεί σε μια δεξίωση των Ηνωμένων Εθνών, μόλις πριν από λίγους μήνες. Ο δικαστής είχε μοιραστεί μαζί του, περιχαρής, διάφορες σκανδαλιστικές λεπτομέρειες γύρω από την ανημποριά του νομικού συστήματος σε ό,τι είχε να κάνει με τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων, τους ένοπλους γκάνγκστερ και την κυβερνητική κουστωδία τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε ότι ίσως είχε έρθει η στιγμή που ο δικαστής θα δήλωνε απερίφραστα πως δε θα ανεχόταν πια να χειραγωγείται. Ωστόσο, όταν είδε τον δικαστή να αποστρέφει βιαστικά το βλέμμα από τα μέλη των Μαρτύρων στην μπροστινή σειρά, αισθάνθηκε ότι οι ελπίδες του ήταν φρούδες. Ο δικαστής κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης του Δικαστηρίου Εθνικής Ασφαλείας της Βηθλεέμ. Κάλεσε τον κατηγορούμενο να παρουσιαστεί ενώπιον της έδρας. Ο Τζορτζ Σαμπά μπήκε στην αίθουσα από την ίδια πόρτα από την οποία είχαν μπει και οι δικαστές. Το πλήθος βάλθηκε μονομιάς να φωνάζει τη δική του ποινή, απαιτώντας το θάνατο του άντρα που στεκόταν απέναντί τους, και μάλιστα στο όνομα του Αλλάχ. Ήταν γεγονός ότι ο Τζορτζ Σαμπά έμοιαζε ήδη λίγο με νεκρό, και δε φάνηκε ν’ άκουσε καν την έκρηξη μίσους που συνόδεψε την εμφάνισή του. Φορούσε το ντρίλινο πανωφόρι του Ομάρ Γιούσεφ, που έδειχνε πολύ πιο μικρό και στενό απ’ ό,τι στο κελί του εκείνο το ίδιο πρωί. Τα χέρια του ήταν δεμένα με χειροπέδες μπροστά από την κοιλιά του, ενώ τα μαλλιά του πετούσαν ανάκατα. Ο Ομάρ Γιούσεφ έμεινε εμβρόντητος στη σκέψη πως είχαν περάσει μόλις δεκαπέ11 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
161
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 161
162
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 162
ντε ώρες από τη συνομιλία του με τον Τζορτζ. Ακόμα και από εκεί που καθόταν, στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας, μπορούσε να διακρίνει το μαυρισμένο μάτι και τη μελανιά στο μάγουλο του φίλου του. Ο Τζορτζ στάθηκε πίσω από ένα έδρανο, με δύο αστυνομικούς να τον φρουρούν από τη μια και από την άλλη πλευρά. Κύρτωσε τους ώμους και άφησε το κεφάλι του να γείρει ώσπου άγγιξε το στήθος του. Η όραση του Ομάρ Γιούσεφ θόλωσε από τα δάκρυα. Σκούπισε τα μάτια του με τα δάχτυλα. Πάσχιζε να μην ακούει τις λέξεις που ξεστόμιζαν ολόγυρά του οι θεατές, καθώς μαίνονταν κατά του Τζορτζ Σαμπά. Άκουγε μόνο την κτηνώδη, αιμοδιψή χροιά της φωνής τους. Ανακάθισε και ακούμπησε το μέτωπο στο χέρι του, ενόσω οι άλλοι φώναζαν και γιουχάιζαν. Ο δικαστής υποχρέωσε το κοινό να σωπάσει με αλλεπάλληλα χτυπήματα του σφυριού του, που έμοιαζαν να δονούν σαν κύματα το λείο, χοντρουλό πρόσωπό του. Διάβασε το πινάκιο, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση καταφερόταν εναντίον του μοναχικού, κακοπαθημένου άντρα που φορούσε το παλτό του Ομάρ Γιούσεφ. Ζήτησε από τον κατήγορο να παρουσιάσει την υπόθεση σε γενικές γραμμές. Ο κατήγορος σηκώθηκε και γύρισε στο πλάι, ώστε η φωνή του να φτάνει απ’ άκρη σ’ άκρη το ασάλευτο πλήθος. Τίναξε με το χέρι, θεατρικά, τη μαύρη εισαγγελική τήβεννο που φορούσε, δίνοντας στον Ομάρ Γιούσεφ την αίσθηση ότι αντίκριζε τον απειλητικό μανδύα ενός τρομακτικού, σατανικού μάγου. Μπορεί, μόλις κατέβαζε το χέρι, το κουφάρι του Τζορτζ Σαμπά να έπαυε να τρεκλίζει και να εξαφανιζόταν ως διά μαγείας από το εδώλιο. «Αξιότιμοι κύριοι δικαστές, η υπόθεση είναι απλή. Ο κατηγορούμενος οδήγησε ειδική ομάδα των δυνάμεων κατοχής στον αξιωματικό της πολιτοφυλακής Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, ο οποίος καταζητείτο από τις κατοχικές δυνάμεις, πράγμα που γνώριζε ο κατηγορούμενος. Πλήρης αναισθησίας, υπέδειξε τη θέση του αξιωματικού Αμπντέλ Ραχμάν, ο οποίος μαρτύρησε ακαριαία στα χέρια των κατοχικών δυνάμεων. Ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει επανειλημμένα την ενοχή του ως προς τις κατηγορίες που τον βαραίνουν. Η πολιτεία απαιτεί την έκδοση θανατικής ποι-
νής, η οποία οφείλει να επιβάλλεται σε όλους όσοι συνεργάζονται με τις κατοχικές δυνάμεις και συμμετέχουν σε δολοφονίες μαρτύρων, που αγωνίζονται για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Σας ευχαριστώ, αξιότιμοι κύριοι δικαστές». Ο κατήγορος κατέβασε το χέρι του. Ο Τζορτζ Σαμπά δεν είχε εξαφανιστεί. Παρέμενε όρθιος, αν και θα ήταν σίγουρα προτιμότερο να είχε γίνει άφαντος, πέφτοντας ταχυδακτυλουργικά μέσα σε μια καταπακτή. Το κοινό βάλθηκε πάλι να γιουχάρει, ανακατεύοντας τώρα στις φωνές και χειροκροτήματα για την κατάθεση του κατήγορου, ο οποίος γύρισε και αποδέχτηκε τις ζητωκραυγές μ’ ένα αυστηρό νεύμα. Ο δικαστής κάλεσε στο βήμα τον Μαρουάν Νάτσα, που έσβησε το τσιγάρο του, μισοσηκώθηκε από την καρέκλα του και δήλωσε βιαστικά με μια πνιχτή, στριγκή φωνή: «Ο κατηγορούμενος παραδέχεται την ενοχή του, κύριε πρόεδρε». Κατόπιν, πριν καλά καλά σταθεί όρθιος, ο συνήγορος υπεράσπισης ξανακάθισε, ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο. Ακόμα και το πλήθος φάνηκε να εκπλήσσεται από την πλήρη απουσία υπεράσπισης. Ο δικαστής κάρφωσε για μια στιγμή το βλέμμα στον Μαρουάν Νάτσα. Μέσα σε τούτα τα λιγοστά δευτερόλεπτα, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ, η ηθική του ανθρώπου παίρνει μια βαθιά ανάσα, προτού βουτήξει το κεφάλι μέσα στη θάλασσα της ανομίας όπου πλέει όλη η Βηθλεέμ. Ο δικαστής δεν είπε λέξη στον Νάτσα. Κρατούσε και αυτός την ανάσα του για την ίδια βουτιά. Τέλος, στράφηκε στον Τζορτζ Σαμπά. «Τζορτζ Χαμπίμπ Σαμπά, η ολομέλεια του δικαστηρίου σε κρίνει ένοχο για όλες τις κατηγορίες...» Μονομιάς ακούστηκαν χειροκροτήματα και μια ζητωκραυγή. «... Και σε καταδικάζει σε θάνατο διά τουφεκισμού, σε χρόνο που θα καθορίσει ο πρόεδρος». Οι ιαχές του πλήθους ξέσπασαν με τέτοια βία, που τους ανάγκασαν, θαρρείς, να σηκωθούν από τις θέσεις τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε μαζί με τους άλλους και είδε τους δυο φρουρούς να σέρνουν προς την πόρτα τον ξεψυχισμένο Τζορτζ Σαμπά. Οι δικαστές περίμεναν αμήχανα να περάσει από τον στενό διάδρομο πίσω από την έδρα τους, λες και ήταν σακάτης ή συνταξιούχος,
163
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 163
164
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 164
που έχει το δικαίωμα να διασχίσει πρώτος ένα κατάμεστο λεωφορείο. Στο άνοιγμα της πόρτας τα πόδια του λύγισαν, και ο πρόεδρος οπισθοχώρησε για να μη συγκρουστεί με τον κατάδικο. Ο δικαστής ήταν τόσο χλομός όσο και ο Τζορτζ Σαμπά. Ακόμα κρατάει την αναπνοή του ο δικαστής, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Θα ανασάνει πάλι όταν έρθει σε επαφή με κάποιον σαν εμένα στην επόμενη δεξίωση των Ηνωμένων Εθνών, με κάποιον τον οποίο θα θεωρήσει αρκετά συμπονετικό, ώστε να μπορέσει να βγάλει προς τα έξω ένα μέρος από την αποστροφή που νιώθει για τον εαυτό του επειδή συμμετείχε σε αυτή την παρωδία δίκης. Θα κατηγορήσει το σύστημα και δε θα πάρει την παραμικρή ευθύνη για όσα συνέβησαν εδώ μέσα. Ελπίζω να δοκιμάσει την τύχη του μαζί μου. Θα του πω ότι ήμουνα κι εγώ παρών στη δίκη, και θα του πω επίσης ότι έβαψε τα χέρια του με αίμα, ακριβώς όπως και το απόσπασμα που θα αναλάβει την εκτέλεση του Τζορτζ. Ο Ομάρ Γιούσεφ κάθισε, εξουθενωμένος. Η ώρα ήταν 11:15 μ.μ. Η δίκη είχε γίνει στο άψε σβήσε. Οι θεατές σπρώχνονταν κατά μήκος των διαδρόμων προς την έξοδο, φλυαρώντας σαν να επρόκειτο για τη λήξη ενός ματς. Οι πιο πολλοί περίμεναν μια πιο τολμηρή υπεράσπιση, που θα υποχρέωνε τον κατήγορο να αποκαλύψει ακόμα πιο σκανδαλιστικές λεπτομέρειες για τη συνεργασία του Τζορτζ Σαμπά με τις κατοχικές δυνάμεις, προκειμένου να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης αμφιβολίας. Ωστόσο, τους αρκούσε το δεδομένο ότι, αν μη τι άλλο, ο κατηγορούμενος θα πέθαινε. Όταν η αίθουσα άδειασε, ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να ακολουθήσει το πλήθος. Γύρισε και κοίταξε προς την είσοδο. Στην τελευταία σειρά ένας άντρας έκλαιγε, σκυμμένος πάνω στον ώμο ενός ιερέα. Ήταν ο Χαμπίμπ Σαμπά, και το τρεμάμενο κεφάλι του ακουμπούσε στα μαύρα άμφια του Ελίας Μπισάρα. Ο Ομάρ Γιούσεφ πέρασε με αργά βήματα μέσα από τις ανάκατες καρέκλες και κάθισε πλάι στον ηλικιωμένο άντρα. «Έπρεπε να περιμένω μέχρι να φύγουν όλοι, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Χαμπίμπ Σαμπά. «Έπρεπε να περιμένω, διαφορετικά θα μ’ έβλεπαν και θα καταλάβαιναν ποιος είμαι». «Κανονικά, έπρεπε να σε δουν. Για να συνειδητοποιήσουν ότι
ο Τζορτζ έχει κι έναν πατέρα, που κλαίει για το παιδί του. Τον αντιμετώπισαν λες και δεν ήταν άνθρωπος, Αμπού Τζορτζ». «Το ’χασε το παιχνίδι, Αμπού Ραμίζ. Πάει, θα τον σκοτώσουνε...» «Χρειάζεται χρόνος μέχρι να υπογράψει ο πρόεδρος τη θανατική ποινή. Στο μεταξύ, θα προλάβουμε να καθαρίσουμε τ’ όνομά του. Μην ανησυχείς». Ο Ομάρ Γιούσεφ έβγαλε ένα μαντίλι με κεντημένο μονόγραμμα από την τσέπη του παντελονιού του και το έδωσε στον Χαμπίμπ Σαμπά. «Τώρα που ξέρουμε ότι έχουμε μια συγκεκριμένη προθεσμία, η προσπάθεια που θα καταβάλουμε θα είναι ακόμα πιο σθεναρή». «Δε γίνεται, Αμπού Ραμίζ. Είναι αδύνατον. Δε χρειάζονται ούτε καν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του. Πώς ν’ αποδείξεις ότι οι κατηγορίες δεν ευσταθούν από τη στιγμή που δεν υφίσταται καν υπόθεση; Κρίθηκε αυτομάτως ένοχος επειδή είναι χριστιανός, επειδή δεν είναι δικός τους». «Εγώ δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό». Ο Χαμπίμπ Σαμπά σήκωσε το κεφάλι. Τα κατακόκκινα μάτια του πήραν έξαφνα ένα ύφος κατάπληκτο και φοβισμένο. Κοίταξε ικετευτικά μια τον Ομάρ Γιούσεφ και μια τον Ελίας Μπισάρα. «Αμπού Ραμίζ, θες να μας βρούνε και νέες συμφορές;» «Τι συμφορές; Εγώ θέλω να βοηθήσω να σωθεί ο γιος σου». Σε άλλη περίπτωση ο Ομάρ Γιούσεφ θα είχε φρίξει, αλλά η μακρά φιλία του με τον Χαμπίμπ Σαμπά τον έκανε να συγχωρεί την απόγνωση και την ανημποριά του. «Μην προσπαθήσεις καν! Γιατί θα σκοτώσουνε τον Τζορτζ, και μετά θα ’ρθουν και θα σκοτώσουνε κι εμένα και τη φαμίλια του και θα ρημάξουνε το σπιτικό μας. Θα το δεις. Έτσι και τους αναγκάσεις να καλύψουν τα ίχνη τους, θα μας αφανίσουν όλους». «Δηλαδή, θ’ αφήσεις τον Τζορτζ να πεθάνει; Πρέπει να μαρτυρήσει για να γλυτώσει το σπίτι σου;» «Αμπού Ραμίζ!» Ο Ελίας Μπισάρα ύψωσε το φρύδι στον παλιό του δάσκαλο μ’ ένα ύφος προειδοποιητικό. «Είμαστε όλοι πάρα πολύ ταραγμένοι». Ο Ομάρ Γιούσεφ μετάνιωσε μονομιάς για τον δριμύ τόνο
165
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 165
166
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 166
του. Θυμήθηκε το πτώμα της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν ξαπλωμένο μπρούμυτα μες στα πεύκα, με τα μεριά γδαρμένα. Είχε δίκιο ο Χαμπίμπ Σαμπά. Πιθανότατα η Ντιμά είχε πέσει θύμα της απόπειράς του να εξακριβώσει την αλήθεια για το φόνο του Λουάι και να αθωώσει τον Τζορτζ από τις κατηγορίες που τον βάραιναν. Ένα κύμα φόβου τον διαπέρασε, λες και οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων τού την είχαν στημένη εκείνη ακριβώς τη στιγμή, για να προσθέσουν και το δικό του όνομα στη λίστα με τα πτώματα. Κοίταξε την αίθουσα ολόγυρα, μα είδε πως ήταν έρημη, εκτός από έναν αστυνομικό που φρουρούσε την είσοδο. Ο Χαμπίμπ Σαμπά κατέρρευσε στον κόρφο του Ομάρ Γιούσεφ. «Ξέρω πόσο τον αγαπάς, Αμπού Ραμίζ. Υπήρξες υπόδειγμα για τον Τζορτζ, πολύ ανώτερο κι από τον ίδιο του τον πατέρα. Εγώ ήμουνα πάντα εγωιστής και δειλός, κι ακόμα είμαι. Δε μου άξιζε τέτοιος γιος». Ύψωσε τη φωνή και ικέτεψε: «Εμένα να πυροβολήσουν, όχι αυτόν! Εμένα να σκοτώσουν!» Ο Ομάρ Γιούσεφ άπλωσε το χέρι του πίσω από την πλάτη του Χαμπίμπ Σαμπά, περνώντας το κάτω από τη μασχάλη του. Τον βοήθησε να σηκωθεί με δυσκολία. Το μεγαλύτερο βάρος έπεσε στον Ελίας Μπισάρα. Οι τρεις άντρες προχώρησαν αργά προς την πόρτα. Καθώς έβγαιναν, ο αστυνομικός έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος τους. «Αμπού Ραμίζ», είπε επιφυλακτικά, σαν να μην τολμούσε καν να απευθύνει το λόγο στον Ομάρ Γιούσεφ. «Έχω μια κόρη στην τάξη σου, τη Χαντιτζά Ζουμπεϊντά». Ο Ομάρ Γιούσεφ έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Ο Μαχμούντ δεν είσαι; Η Χαντιτζά μου ’χει μιλήσει για σένα». Θυμόταν πώς είχε καταφθάσει η μικρή στην τάξη μεταφέροντας την περιγραφή του πατέρα της, που τα είχε παραφουσκώσει σχετικά με τη σύλληψη του Τζορτζ Σαμπά. Ήθελε να πει στον αστυνομικό ότι ήταν κι εκείνος συνένοχος σε μια αποκρουστική παρωδία απόδοσης δικαιοσύνης, και ότι καλλιεργούσε τον πιο ελεεινό σπόρο αχρειότητας του λαού τους στην ίδια του την κόρη. Τότε όμως, αισθάνθηκε το σώμα του Χαμπίμπ Σαμπά να βαραίνει στον ώμο του, και άκουσε τον γέρο να κλαίει με αναφιλητά. Σκέφτηκε πόσο πρέπει να υπέφερε ο Χαμπίμπ που είχε αφήσει το παιδί του
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 167
167
ξεκρέμαστο. Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά στον αστυνομικό. «Η Χαντιτζά είναι λαμπρό μυαλό», αποκρίθηκε. Ο αστυνομικός χαμογέλασε πλατιά. «Να ’σαι καλά, ουστάζ», είπε. Καθώς ο Ομάρ Γιούσεφ και ο ιερέας έβγαιναν από την αίθουσα υποβαστάζοντας τον Χαμπίμπ Σαμπά, ο αστυνομικός γύρισε κι έσβησε τα φώτα.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 168
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο εβΔομο
168
Ε
ίχαΝ πΕράΣΕΙ ΜόΛΙΣ πέΝΤΕ ώρΕΣ από ΤΗΝ απαγγΕΛία ΤΗΣ
θανατικής ποινής του Τζορτζ Σαμπά όταν η μπουλντόζα έφτασε στο σπίτι του Ομάρ Γιούσεφ. Την είχε ακούσει να πλησιάζει μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας, ενώ ο ίδιος καθόταν άγρυπνος στη σάλα, με το απλανές βλέμμα του καρφωμένο στον μπουφέ όπου είχε φυλαγμένη την μποτίλια του Johnny Walker από την οποία κερνούσε τον Χαμίς Ζεϊντάν. Λαχταρούσε μια γουλιά ουίσκι τούτη την ώρα, να κυλήσει μέσα του καυτή, γδέρνοντας το λαιμό του. Γιατί ήταν απαγορευμένο. Γιατί θα του έκανε κακό, και δεν τον ένοιαζε. Γιατί θα τον μούδιαζε, να μην αισθάνεται. Έτσι, απέμεινε καθιστός αυτές τις πέντε ώρες, ολομόναχος, να πνίγεται και να ασφυκτιά από την παγερή ακινησία του δρόμου και το χαοτικό παραλήρημα του μυαλού του εξαιτίας της διάψευσης των ελπίδων του. Κοίταζε το σκοτεινό παράθυρο και απορούσε που οι δρόμοι δεν ήταν γεμάτοι ανθρώπους οργισμένους όσο ο ίδιος, για να ενωθεί μαζί τους και να φωνάξει με όλη του τη δύναμη ότι ένας αθώος άνθρωπος είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Το ρεύμα κόπηκε στις 4 π.μ., αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ παρέμεινε στην πολυθρόνα του. Το σκοτάδι ήταν ευπρόσδεκτο· του επέτρεπε να ξεχάσει το δωμάτιο, την πόλη, τη χώρα στην οποία ζούσε. Τυλίχτηκε πιο σφιχτά μες στο σακάκι του καθώς η πιο βαθιά ώρα της νύχτας τρύπωνε στο σπίτι. Άγγιξε τους κάλυκες του MAG στην τσέπη του. Τους είχε ζεστάνει το βάρος του γοφού του. Πώς ήταν δυνατόν τα εξαρτήματα ενός θανατηφόρου εργαλείου να θερμαίνονται από το σώμα του, όταν αυτός ένιωθε το κρύο να τον περονιάζει; Σηκώθηκε και πήγε στον μπουφέ. Θα το έπινε τελικά εκείνο το ποτό.
Μες στο σκοτάδι της σάλας, χτύπησε το καλάμι του στο τραπεζάκι κι έβρισε μέσα από τα δόντια του. Έφτασε στον μπουφέ, αλλά στο μεταξύ ο πόνος στο πόδι του τον είχε εξαγνίσει από τον πόθο του για ουίσκι. Το ηλεκτρισμένο τρέμουλο των νεύρων του ποδιού του του υπαγόρευε τι θα τον ωφελούσε. Έπρεπε να αισθάνεται τα πάντα τούτη την ώρα, όχι να αμβλύνει τις αισθήσεις του με αλκοόλ. Είχε καθήκον να παραμείνει σε εγρήγορση, με το νου του καθαρό και ακέραιο, αφού ήξερε πόσο σημαντικό ήταν να μη λιποψυχήσει, να μην αφαιρεθεί. Όφειλε να γίνει το άκρο αντίθετο του Χαμπίμπ Σαμπά. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του αδυναμίες κι εγωισμούς. Αν ο ίδιος ένιωθε μόνος και δυστυχής στο κρύο και σκοτεινό καθιστικό του, πόσο πιο αξιοθρήνητος θα πρέπει να ήταν ο Τζορτζ Σαμπά στο παγωμένο κελί του, κουβαριασμένος μέσα στο στενό πανωφόρι του Ομάρ Γιούσεφ για να προφυλαχθεί από το νυχτερινό αγιάζι, που φυσούσε μανιασμένο μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου; Και πόσο πιο παγερό θα ήταν το χώμα που σκέπαζε την Ντιμά; Η θύμηση του ταπεινωτικού χαμού της, του κορμιού της εκτεθειμένου και κακοποιημένου, τον έκανε να λαχταρά όσο τίποτε άλλο να εκδικηθεί το θάνατό της και να περισώσει τον αυτοσεβασμό του. Γύρισε και απομακρύνθηκε από τον μπουφέ. Ο Ομάρ Γιούσεφ έτριψε τη γάμπα του και κάθισε μορφάζοντας από τον πόνο. Η φυσική του κατάσταση τον προβλημάτιζε ακόμα και όταν ήταν στα καλύτερά του. Τώρα, η μελανιά πάνω από το χτυπημένο κόκαλο θα έκανε καμιά δεκαπενταριά μέρες να φύγει. Θα κέντριζε σαν σουβλιά τα νεύρα του με κάθε αβέβαιο βήμα. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε ευγνωμοσύνη για τον πόνο, γιατί, όσο υπέφερε, είχε τη σιγουριά πως ήταν ζωντανός. Έπειτα ήρθαν οι Ισραηλινοί. Ένα βαθύ μουγκρητό ακούστηκε από την κορυφή του λόφου που υψωνόταν πάνω από την Ντεχάισα. Ο Ομάρ Γιούσεφ το άκουσε και κατάλαβε μονομιάς ότι το ρεύμα το είχαν κόψει οι στρατιώτες, για να μπορούν να κινούνται αθέατοι. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να ξυπνήσει τη Μαριάμ ή τον Ραμίζ και τη φαμίλια του, στο υπόγειο διαμέρισμά τους. Πλησίασε στο παράθυρο και στάθηκε να παρατηρήσει κρυμμένος στις σκιές.
169
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 169
170
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 170
Ένα τανκς κι ένα τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού κατηφόριζαν το δρόμο, τραντάζοντας την άσφαλτο με τις ερπύστριές τους. Πίσω τους ακολουθούσε ένας πελώριος εκσκαφέας. Ήταν ψηλός όσο δύο τανκς το ένα πάνω στο άλλο. Το τανκς και το ΤΟΜΠ στάθμευσαν στη γωνία, από τη μια και από την άλλη πλευρά του δρόμου, καμιά δεκαριά μέτρα από το σπίτι του Ομάρ Γιούσεφ. Ο εκσκαφέας πέρασε ανάμεσά τους, χαμήλωσε το βραχίονα τόσο ώστε να βρει στο οδόστρωμα, και άρχισε να χαράζει ένα βαθύ αυλάκι κάθετα στο δρόμο. Το σκάψιμο της δαγκάνας στην άσφαλτο και στο βραχώδες υπόστρωμα αντηχούσε όπως ο θόρυβος που ακούς μέσα στο κεφάλι σου αν μασουλήσεις μια χούφτα φιστίκια με κλειστό στόμα. «Ομάρ;» Η Μαριάμ φώναζε τον άντρα της, μισοκοιμισμένη, από την κρεβατοκάμαρα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ήρθε κι εκείνη στη σάλα, τυλιγμένη με μια μάλλινη ρόμπα. Μάζεψε τα ανάκατα μαλλιά που σκέπαζαν το πρόσωπό της και προσπάθησε να δει τι συνέβαινε στο σκοτεινό δωμάτιο. «Μην πλησιάσεις στο παράθυρο», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Την έχουν στήσει απέξω δύο τανκς». «Μα τι κάνουν;» Η Μαριάμ βάδισε προς τον ήχο της φωνής του. Ο Ομάρ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να διακρίνει πού ακριβώς βρισκόταν. «Μην έρχεσαι στο παράθυρο, σου λέω! Κάτσε εκεί που είσαι. Πέσε να κοιμηθείς καλύτερα». «Είσαι με τα καλά σου; Πώς να κοιμηθώ με το στρατό να καραδοκεί στην εξώπορτα;» «Τότε, μείνε εκεί που είσαι». «Βλέπεις τι κάνουν;» Ο Ομάρ Γιούσεφ έστρεψε πάλι το βλέμμα στον εκσκαφέα. Το χαντάκι είχε φτάσει ήδη μέχρι τα μισά του δρόμου, κάνα δυο μέτρα βαθύ κι άλλο τόσο στο πλάτος. «Σκάβουνε μια τρύπα καταμεσής του δρόμου», είπε. «Γιατί;» «Για να διακόψουν την κυκλοφορία μεταξύ Βηθλεέμ και Ντεχάισα, φαντάζομαι». «Ναι, αλλά γιατί;»
Το δίχως άλλο, προκειμένου ο στρατός να διασπάσει τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων και τη Χαμάς σε μικρότερες ομάδες, δυσχεραίνοντας έτσι τη μεταφορά όπλων και εκρηκτικών. Αν ήθελαν να μετακινηθούν, οι ένοπλοι θα ήταν υποχρεωμένοι να κουβαλάνε τις καραμπίνες τους και τα εκρηκτικά και τους όλμους χέρι με χέρι, από τη μια πλευρά του χαντακιού στην άλλη. Αν αναγκάζονταν να μεταφέρουν τα όπλα τους ακάλυπτοι, αυξάνονταν οι πιθανότητες να εντοπιστούν και να αναχαιτιστούν. Σε αυτή την περίπτωση, ο εντοπισμός και η αναχαίτιση θα λάβαιναν χώρα στο κατώφλι του σπιτιού του Ομάρ Γιούσεφ, ενδεχομένως με σφαίρες ακροβολιστών ή με πυραύλους αέρος-εδάφους ή με οβίδες τεθωρακισμένων, και μπορεί όλα αυτά να συνέβαιναν την ώρα που εκείνος ή τα εγγόνια του περνούσαν το δρόμο. Δεν ήθελε να βάλει τέτοιες ιδέες στη Μαριάμ. «Γιατί μπορούνε, οι μπάσταρδοι, γι’ αυτό», είπε. Παρ’ όλο το σκοτάδι, αντιλήφθηκε πως η Μαριάμ δεν είχε πειστεί. Ο ίδιος ήταν που της έλεγε πάντα ότι το τυφλό μίσος για τους στρατιώτες οδηγούσε σε παρερμηνείες των κινήσεων του στρατού. Ο κόσμος τούς αντιμετώπιζε σαν απάνθρωπα κτήνη, και τούτο ήταν το πρώτο βήμα που τους οδηγούσε πράγματι στην αποκτήνωση. «Δε σ’ έχω συνηθίσει να τους κακολογείς έτσι, Ομάρ». «Ωραία λοιπόν, τότε δεν ξέρω. Δεν ξέρω για ποιο λόγο κάνουν ό,τι κάνουν. Το μόνο που με νοιάζει είναι να σηκωθούν να φύγουν, για να μπορέσουμε να ξαναγεμίσουμε αυτόν τον τεράστιο, καταραμένο λάκκο που ’χουν ανοίξει μες στη μέση του δρόμου». Η Μαριάμ διέσχισε τη σάλα. Τα μάτια της είχαν προσαρμοστεί πια στο σκοτάδι. Επιπλέον, γνώριζε καλύτερα απ’ ό,τι ο Ομάρ Γιούσεφ πού βρίσκονταν τα έπιπλα που της έκλειναν το δρόμο, αφού ήταν δικό της καθήκον να τα καθαρίζει κάθε εβδομάδα. Ακούμπησε το χέρι στον ώμο του άντρα της, κι εκείνος άπλωσε το δικό του και κράτησε σφιχτά τα δάχτυλά της. «Εγώ νόμιζα πως ήρθαν να συλλάβουν τον Τζιχάντ Αουντέ», του είπε. Στο άκουσμα αυτού του ονόματος ο Ομάρ Γιούσεφ ανατρίχιασε. Φαντάστηκε τον Τζιχάντ Αουντέ να ξεπροβάλλει με το ζο-
171
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 171
172
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 172
φερό, σαρκαστικό μειδίαμά του από κάποια σκοτεινή γωνιά της σάλας. Ωστόσο, πώς της είχε έρθει της Μαριάμ να αναφέρει τον Αουντέ; Σκέφτηκε μήπως ήθελε να πει ότι οι Ισραηλινοί ήξεραν πως ο σύζυγός της έκανε έρευνα για τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων, οπότε οι στρατιώτες είχαν έρθει στο σπίτι του γνωρίζοντας πως θα συνελάμβαναν τον Αουντέ επ’ αυτοφώρω, να παρακολουθεί το θήραμά του. «Από πού κι ως πού περίμεναν να βρουν τον Τζιχάντ Αουντέ στο σπίτι μας;» «Όχι στο δικό μας το σπίτι. Στο απέναντι. Μόλις μετακόμισε σ’ εκείνη εκεί την πολυκατοικία». «Ποια λες;» «Του Άμτζαντ και της Λεϊλά». Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε το αντικρινό κτήριο. Ήταν μια τετραώροφη, τετράγωνη πολυκατοικία με δώδεκα διαμερίσματα και μια κεραία τηλεόρασης στην ταράτσα, στο σχήμα του πύργου του Άιφελ. Διέτρεξε με το βλέμμα τα σκοτεινά παράθυρα, αναζητώντας το μοχθηρό πρόσωπο ή κάποιο ίχνος από το αστραχάν καπέλο σε στυλ Σαντάμ Χουσεΐν. «Δεν τον έχω πετύχει να μπαινοβγαίνει». «Προχτές μετακόμισε. Μου το ’πε χτες η Λεϊλά. Έχει καταθορυβηθεί. Φοβάται ότι θα πλακώσουν οι στρατιώτες και θα ανατινάξουν όλο το κτήριο, ή ότι θ’ αρχίσουν να πέφτουν οι σφαίρες βροχή. Έπιασε ήδη τον Αουντέ και του ’πε να μην αφήνει τους άντρες του ν’ αράζουν στην είσοδο με τα πολυβόλα τους, τουλάχιστον όταν είναι τα παιδιά της μπροστά». «Κι αυτός τι της είπε;» «Η Λεϊλά μού είπε πως της μίλησε με μεγάλη ευγένεια και της υποσχέθηκε ότι δε θα ξανάβγαιναν τα όπλα απ’ το διαμέρισμά του». «Καλοσύνη του». «Μετακόμισε και η φαμίλια του μαζί. Η Λεϊλά μού είπε πως έφερε εδώ τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του». Ως εκείνη τη στιγμή, ο Ομάρ Γιούσεφ δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον Τζιχάντ Αουντέ είτε ως σύζυγο είτε ως πατέρα. Του φαινόταν αλλόκοτο να τον φαντάζεται σε τρυφερές στιγμές με τη γυναίκα του ή να ταχταρίζει τα παιδιά του. Μπορούσε να φέρει στο
νου του ακόμα και τον Χουσεΐν Ταμάρι, γεροδεμένο και φωνακλά, να παλεύει στα αστεία με τον μικρό του γιο. Αλλά η ιδέα ότι ο Τζιχάντ Αουντέ μπορεί να συμμετείχε σε τέτοιες αθώες, οικογενειακές απολαύσεις ήταν κάτι το αδιανόητο. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε αν ο Τζιχάντ Αουντέ γνώριζε ότι έμενε απέναντι από τον δάσκαλο του σχολείου των Ηνωμένων Εθνών, που είχε αναμετρηθεί με το αφεντικό του, τον Ταμάρι, μόλις την προηγουμένη. Με κάποιον τρόπο, η σκέψη μιας τόσο μεγάλης εγγύτητας με τον Αουντέ τον έκανε να αγωνιά περισσότερο απ’ ό,τι αν η Μαριάμ τού είχε πει πως ο Χουσεΐν Ταμάρι είχε μετακομίσει απέναντί τους. Ο Αουντέ είχε πάνω του κάτι πολύ πιο απρόβλεπτο, και, επιπλέον, παρόλο που διέθετε στοιχεία για τη συμμετοχή του Ταμάρι στη δολοφονία του Λουάι, ο Ομάρ Γιούσεφ πίστευε ότι ο αρχηγός των Ταξιαρχιών Μαρτύρων πορευόταν σύμφωνα με κώδικες τιμής της φυλής του, τους οποίους ο Αουντέ θα περιφρονούσε. Ο Τζιχάντ Αουντέ είχε κάτι το απογυμνωμένο, το λυκόμορφο, που έκανε το στόμα του Ομάρ Γιούσεφ να ξεραίνεται από το φόβο. Μπαίνοντας στο αρχηγείο του Χουσεΐν Ταμάρι, ήξερε, αν μη τι άλλο, πως εκεί μέσα ήταν ασφαλής. Ο Ταμάρι δε θα ατίμαζε ποτέ τον εαυτό του και τη φαμίλια του σκοτώνοντας έναν επισκέπτη. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε τι θα έκανε αν ο επικεφαλής ήταν ο Τζιχάντ Αουντέ. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα είχε αναγκαστεί να ακολουθήσει την ίδια πορεία, δεν ήταν όμως και τόσο βέβαιος για το κατά πόσον θα είχε φύγει από το λημέρι των ενόπλων ζωντανός. Ο εκσκαφέας έφτασε στην άκρη του δρόμου. Ο Ομάρ Γιούσεφ απομακρύνθηκε λίγο από το παράθυρο και αναρωτήθηκε αν ο οδηγός σκόπευε να συνεχίσει το σκάψιμο προς την ίδια κατεύθυνση, κόβοντας το σπίτι του στα δύο. «Το όπλο σου, Ομάρ! Μην μπουκάρει ο στρατός και το βρει», είπε η Μαριάμ. «Δεν είναι δικό μου το όπλο. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να ψάξουν το σπίτι. Τουλάχιστον όχι με τον εκσκαφέα». Καθώς ο εκσκαφέας σήκωνε τη δαγκάνα του από το χαντάκι, ένας πίδακας νερού ξεπήδησε από μέσα. «Έκοψαν τους σωλήνες!» είπε η Μαριάμ.
173
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 173
174
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 174
Το νερό τινάχτηκε στον αέρα για μια στιγμή, βάφτηκε με το αχνό, μολυβένιο φως του φεγγαριού, που διαπερνούσε τον συννεφιασμένο ουρανό, και στη συνέχεια εξαφανίστηκε μέσα στο χαντάκι. Η δαγκάνα του εκσκαφέα έμεινε μετέωρη, έτοιμη να βουτήξει πάλι στο χώμα, μα ξαφνικά το όχημα έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται. Το ΤΟΜΠ ξεκίνησε και αυτό στο κατόπι του. Το τανκς έφυγε τελευταίο, σπινιάροντας μ’ ένα βρυχηθμό προς το λόφο που θα τους οδηγούσε, παρακάμπτοντας την Ντεχάισα, στην Μπέιτ Σαχούρ και στο στρατόπεδο. Η Μαριάμ συνέχισε να του σφίγγει το χέρι ώσπου ο ήχος των ερπυστριοφόρων χάθηκε σχεδόν, και μετά χαλάρωσε, ενώ ο Ομάρ Γιούσεφ χάιδευε την παλάμη της, αμίλητος. Για μια φευγαλέα στιγμή ένιωσε σχεδόν γαλήνιος, μες στο σκοτάδι και στη σιγαλιά με τη γυναίκα του. Έπειτα, το χέρι της έσφιξε πάλι το δικό του με δύναμη, διακόπτοντας την ονειροπόλησή του. «Τι μυρίζει έτσι;» ρώτησε η Μαριάμ. Μια υγρή δυσοσμία πλανιόταν στον παγερό αέρα. Την ίδια στιγμή, από το κατώι ακούστηκε σαματάς. Τα παιδιά του Ραμίζ άρχισαν να στριγγλίζουν, και ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε τον γιο του να μιλάει στη γυναίκα του με τόνο επιτακτικό. Η πόρτα στη βάση της σκάλας άνοιξε, και τα παιδιά ανέβηκαν τρέχοντας. Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε και βγήκε στο χολ. Το μικρότερο από τα δυο κορίτσια έκλαιγε. Η Νάντια τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σβέρκο της μικρής αδελφής της. Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε ότι η Νάντια ήταν ήρεμη και σιωπηλή. Της χαμογέλασε και χάιδεψε το μάγουλό της. Ο Ραμίζ ανέβηκε τα σκαλιά κουβαλώντας τον μικρούλη Ομάρ, που ρουθούνιζε και ήταν ακόμα μισοκοιμισμένος. Έβαλε το αγοράκι να καθίσει σε μια πολυθρόνα και αντάλλαξε ένα βιαστικό βλέμμα με τους γονείς του. «Το υπόγειο πλημμύρισε!» είπε, τρέχοντας πάλι προς τη σκάλα. Ο Ομάρ Γιούσεφ ακολούθησε τον γιο του. Στη βάση της σκάλας, τα δύο τελευταία σκαλιά είχαν βυθιστεί ήδη στο νερό. Το νερό ήταν μαύρο στο σκοτάδι, μα ο Ομάρ Γιούσεφ κατάλαβε από την μπόχα πως ήταν λύματα υπονόμου. Ο σωλήνας τον οποίο είχε κόψει ο εκσκαφέας άδειαζε τις ακαθαρσίες μέσα στο σπίτι του. Ο Ομάρ έβγαλε τα σκαρπίνια και τις κάλτσες του, τύλιξε τις
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 175
175
κάλτσες, τις έχωσε στα σκαρπίνια, τα ακούμπησε όλα στο πέμπτο σκαλοπάτι και προχώρησε τσαλαβουτώντας μέσα στο γλιτσιασμένο νερό. Ο Ραμίζ και η Σάρα πέρασαν πλάι του σαν αστραπή, κουβαλώντας τα λεπτά στρώματα των παιδιών από αφρολέξ και το λάπτοπ του Ραμίζ. Ο Ομάρ Γιούσεφ έφτασε στην πίσω πόρτα, την άνοιξε και άρχισε ν’ αδειάζει τα λύματα στον νυχτωμένο δρόμο μ’ ένα κατσαρόλι. Η πλάτη του τον πονούσε κάθε φορά που έσκυβε να μαζέψει το νερό, αναποδογυρίζοντας το κατσαρόλι στα σκαλοπάτια του υπογείου. Η στάθμη ανέβηκε, φτάνοντας σχεδόν ίσαμε τα γόνατά του. Η παγωμένη γλίτσα ανακούφιζε τη μελανιά στο καλάμι του, αν και ο Ομάρ κόντευε να ξεράσει από τη βρόμα. Του φαινόταν πολύ ταιριαστό ν’ αδειάζει ακαθαρσίες από το σπίτι του με τόσο απελπιστικά ανεπαρκή εργαλεία. Αυτό ακριβώς πάσχιζε να κάνει από τη στιγμή που συνέλαβαν τον Τζορτζ Σαμπά. Το μυαλό του ήταν γεμάτο οργή και φόβο, αγανάκτηση και παθιασμένη προσήλωση από εκείνο το πρωινό που η μικρή Χαντιτζά Ζουμπεϊντά μπήκε στην τάξη φέρνοντας τα μαντάτα της επιδρομής στο σπίτι του Τζορτζ. Τώρα, η κόπρος της πόλης του τον τύλιγε, απτή και αποκρουστική, έρποντας ολοένα πιο ψηλά στα πόδια του και προκαλώντας του ναυτία. Σταμάτησε για λίγο και με απαλές κινήσεις τέντωσε την πλάτη του. Έστρεψε το βλέμμα στον νυχτερινό ουρανό. Την επομένη θα επιδιόρθωναν τους σωλήνες. Θα καθάριζαν το υπόγειο, και τα εγγόνια του θα επέστρεφαν όσο πιο σύντομα γινόταν στα κρεβάτια τους. Ωστόσο, αυτό δε θα έβαζε τέλος στη δυσωδία. Οι αναθυμιάσεις θα συνέχιζαν να του τρυπούν τα ρουθούνια, και ήξερε πως στα όνειρά του θα ένιωθε το βόρβορο να σκεπάζει σιγά σιγά το δέρμα του.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 176
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο ογΔοο
176
Ο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ κρΕΒαΤώΘΗκΕ ΜΕ γρίπΗ. Η αρρώΣΤΙα ξΕκΙ-
νησε από τα πόδια του, έπειτα από τη νυχτερινή τους καταβύθιση στα παγωμένα λύματα του υπογείου. Μέχρι ο Δήμος να διακόψει τη ροή του οχετού και ο Ομάρ Γιούσεφ ν’ αδειάσει από την πίσω πόρτα τις ακαθαρσίες με το κατσαρόλι, τα γόνατά του είχαν πετρώσει και ήταν καυτά στην αφή σαν από πυρετό. Η πλάτη του τον πονούσε. Το πρόσωπό του κολλούσε από τον κρύο ιδρώτα. Ο σφυγμός του κάλπαζε. Η Μαριάμ ξαπόστειλε τον άντρα της στην κρεβατοκάμαρα να αναπαυθεί και φώναξε τους γείτονές τους για να φτυαρίσουν τα λιγοστά λύματα που είχαν απομείνει στο υπόγειο και να σαπουνίσουν τα πλακάκια ώσπου να υποχωρήσει η μπόχα του υπονόμου. Ο Ομάρ ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Ο πόνος σφυροκοπούσε την πλάτη του, θαρρείς και ένα μικρό παιδί τον κλοτσούσε στη ράχη συγχρονισμένα με το χτύπο της καρδιάς του. Θα υποχρεωνόταν να αναβάλει την έρευνά του για μια δυο μέρες, προκειμένου να γίνουν τα μερεμέτια στους σωλήνες και στο υπόλοιπο σπίτι. Έπρεπε να αναρρώσει από τα υγρά νυχτερινά γυμνάσια. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο, ούτε αυτός ούτε ο Τζορτζ Σαμπά. Προσπάθησε να ανακαθίσει, μα η πλάτη του επαναστάτησε, και σωριάστηκε πάλι, τρέμοντας από το κρύο, παρόλο που η Μαριάμ είχε ανάψει τη θερμάστρα υγραερίου. Ωστόσο, το δωμάτιο ήταν ήδη υπερβολικά ζεστό, οπότε ξεκούμπωσε το πουκάμισό του μέχρι την κοιλιά. Οι τριχούλες γύρω από τον αφαλό του είχαν μουλιάσει από τον ιδρώτα. Κι όμως, κρύωνε. Κρύωνε ενώ θα έπρεπε να ζεματάει, κι ένιωθε εξαντλημένος από τον πυρετό ενώ θα έπρεπε να είναι ρωμαλέος, υψώνοντας σθεναρά το παράστημά του
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 177
* Έδεσμα της λεβαντίνικης κουζίνας από πλιγούρι και μοσχαρίσιο ή αρνίσιο κιμά, με διάφορους τρόπους παρασκευής. (Σ.τ.Μ.) 12 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
177
ενάντια στις αδικίες που βάραιναν τον Τζορτζ. Φανταζόταν τον φίλο του στο παγερό κελί του αρχηγείου της αστυνομίας. Συλλογιζόταν τι θα έλεγε αν έβλεπε τον Ομάρ Γιούσεφ πεσμένο τάβλα με το πουκάμισο ανοιχτό, την πλαδαρή κοιλιά του καταϊδρωμένη και τη θερμάστρα αναμμένη στο φουλ. Κάποιος χτυπούσε την εξώπορτα. Η γειτόνισσά του, η Λεϊλά Σαλμάν, έβαλε το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ήταν μια πρόσχαρη γυναίκα, που εργαζόταν στο τοπικό πανεπιστήμιο ως γραμματέας του διευθυντή. Ο Ομάρ Γιούσεφ απολάμβανε πολύ τη συντροφιά της, αφού ήταν μία από τους λίγους γνωστούς του που δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ιντιφάντα όσο για την ιστορία της τέχνης, τις συνταγές για δίπλες γεμιστές με κιμά –μια παραλλαγή του παραδοσιακού κουμπέχ *– και την αρχαιολογία. Δεν είχε πατήσει ακόμα τα σαράντα, και είχε πάρει κάμποσα κιλά μετά την τελευταία της γέννα, πριν από τέσσερα χρόνια. Διέθετε μια πληθωρική, μητρική στρογγυλάδα, που έκανε τον Ομάρ Γιούσεφ να αναρωτιέται πώς θα ένιωθε αν την άγγιζε, αν την κρατούσε στην αγκαλιά του. Έπαιζε συχνά με τη σκέψη τού τι θα επακολουθούσε σε περίπτωση που η Λεϊλά έμπαινε ξαφνικά στην κρεβατοκάμαρά του, αλλά οι φαντασιώσεις αυτές δεν περιλάμβαναν συνήθως τον ίδιο σακατεμένο από τον πυρετό και τον πόνο στην πλάτη. Η Λεϊλά μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο, φορώντας μια παλιά γκρίζα φόρμα και ροζ γάντια κουζίνας, και του πρόσφερε ένα φλιτζανάκι καφέ. «Σ’ τον έφτιαξα σαάντα, όπως τον πίνεις, Αμπού Ραμίζ», είπε. Ο Ομάρ Γιούσεφ προσπάθησε να ανασηκωθεί για να πάρει το φλιτζάνι, αλλά η πλάτη του τον γράπωσε σαν μέγγενη και κατέρρευσε πάλι. Η Λεϊλά άφησε τον καφέ στο κομοδίνο και στηρίχθηκε με το ένα γόνατο πάνω στο κρεβάτι. Έπιασε σφιχτά τον Ομάρ Γιούσεφ από τις μασχάλες και τον βοήθησε να ανακαθίσει. Ήταν μια γελοία εικόνα, η πονεμένη κραυγή του να πνίγεται μέσα στα μεγάλα της στήθη. Ο Ομάρ Γιούσεφ καταράστηκε την αξιοθρήνητη όψη που πρέπει να παρουσίαζε σε μια γυναίκα την
178
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 178
οποία έβρισκε ελκυστική. Εκείνη κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και του έδωσε τον καφέ του. «Η Ουμ Ραμίζ μου ζήτησε να ’ρθω να βάλω ένα χεράκι», είπε. «Στο υπόγειο επικρατεί απίστευτο χάος». Στο άκουσμα του ονόματος της γυναίκας του, ο Ομάρ Γιούσεφ ντράπηκε και αισθάνθηκε εντελώς ανόητος για τις φαντασιώσεις του με τη Λεϊλά. Ήπιε τον καφέ του ανασαίνοντας βαριά. «Σ’ ευχαριστώ για όλα, Λεϊλά». «Στα δύσκολα χρειάζονται οι γείτονες, Αμπού Ραμίζ». Ο χοντροκομμένος καφές ήταν υπέροχος, όπως τον προτιμούσε. Τον αποτελείωσε κι έδωσε στη Λεϊλά το φλιτζάνι μαζί με το επίχρυσο πιατάκι του. «Μια που μιλάμε για γείτονες, έμαθα ότι έχετε καινούργιο ένοικο στην πολυκατοικία σας», είπε. «Όχι μονάχα στην πολυκατοικία μας. Στο διπλανό διαμέρισμα! Και μόνο που σκέφτομαι πως ένας τοίχος χωρίζει όλους αυτούς τους άντρες με τα πολυβόλα τους από την κάμαρα των παιδιών μου, μου σηκώνεται η τρίχα». «Δε μένει μόνον ο Τζιχάντ Αουντέ με τη φαμίλια του;» «Αυτός και η φαμίλια του είναι, ναι. Η γυναίκα του, κι έχουν και δυο παιδιά, νομίζω. Αλλά κάθε τρεις και λίγο κουβαλιούνται κι ένα σωρό άντρες, με ό,τι όπλο μπορείς να φανταστείς. Χτες το βράδυ ήμουνα σίγουρη ότι τα τανκς που κάνανε το δρόμο ρημαδιό είχαν έρθει για να τον μαζέψουν, ή για να γκρεμίσουν όλη την πολυκατοικία. Την περιμένω ακόμη αυτήν τη νύχτα, και είμαι βέβαιη πως θα ’ρθει». «Εγώ είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο, Λεϊλά». «Τότε, είσαι ο μόνος που έχει αυτήν τη βεβαιότητα. Μέχρι και οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων προετοιμάζονται για ένα τέτοιο ενδεχόμενο». «Τι εννοείς; Οχυρώνονται στο διαμέρισμα;» «Όχι, σχεδιάζουν κατά πού θα τρέξουν να κρυφτούν. Πήγα και βρήκα τον Τζιχάντ Αουντέ και του ζήτησα να κρατάει τα όπλα στο σπίτι του, για να μην τα βλέπουν τα παιδιά μου στο διάδρομο, όταν βγαίνουν να παίξουν. Ήταν ευγενέστατος. Μου είπε ότι δε θ’ αφήνει στο εξής τα όπλα μες στη μέση. Φαίνεται πως
με συμπάθησε, οπότε κι εγώ τον ρώτησα εάν ανησυχεί μήπως έρθουν και τον πιάσουν οι Ισραηλινοί». «Και τι σου είπε;» «Μου είπε: “Απ’ ό,τι βλέπω, εσύ ανησυχείς μην κουβαληθούν εδώ οι Εβραίοι για μένα, και βρεις κι εσύ τον μπελά σου, αδελφή μου. Μη φοβάσαι. Έτσι και εισβάλουν στην πόλη μας, θα φύγω απ’ το διαμέρισμα. Εξάλλου, μένει και η φαμίλια μου εδώ, και νοιάζομαι και για τη δική τους ασφάλεια. Σκοπεύω να καταφύγω στο Ναό της Γεννήσεως. Οι Εβραίοι δεν τολμάνε να πατήσουν εκεί, οπότε θα ’μαι ασφαλής”». «Θα πάει να κρυφτεί στην εκκλησία; Τίποτα δε σέβεται;» «Δε νομίζω ότι τον απασχολεί ο σεβασμός, Αμπού Ραμίζ. Πρόκειται για πόλεμο μέχρι θανάτου, κρίνοντας απ’ το οπλοστάσιο που ’χει μαζέψει στο διαμέρισμά του. Είναι ικανός για όλα προκειμένου να ξεφύγει απ’ τους Ισραηλινούς, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να λουφάξει στην κρύπτη όπου γεννήθηκε ο ίδιος ο Χριστός». «Θα τον αφήσουν να μπει οι μοναχοί;» «Υποθέτω πως αυτό εξαρτάται απ’ το αν θα τους σημαδεύει με το όπλο ή όχι, έτσι δεν είναι; Δε θέλουν όλοι να γίνουν μάρτυρες». Η Λεϊλά σηκώθηκε παίρνοντας μαζί της το φλιτζάνι του καφέ. «Οι μοναχοί θα πρέπει επίσης να λάβουν υπόψη τους ότι, αν απαγορεύσουν την είσοδο στους ενόπλους, μπορεί να δώσουν την εντύπωση ότι όλοι οι χριστιανοί στην πόλη είναι εναντίον της αντίστασης. Τους λένε που τους λένε καταδότες τούς χριστιανούς... άμα γίνει και κάτι τέτοιο, θα ’χουν και απτές αποδείξεις, καλά δε λέω;» Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε τα βήματα της Λεϊλά να κατευθύνονται προς την κουζίνα. Το φλιτζάνι του καφέ κροτάλισε στο πιατάκι του καθώς το ακούμπησε στο τραπέζι, κι έπειτα η Λεϊλά κατέβηκε στο υπόγειο να βοηθήσει με τη λάτρα. Άρα ο Τζιχάντ Αουντέ θα έτρεχε να κρυφτεί στο Ναό της Γεννήσεως, σε περίπτωση που έρχονταν να τον συλλάβουν οι Ισραηλινοί. Αν είχε έστω και μερικά λεπτά προβάδισμα, ο ένοπλος θα πρόφταινε να τρυπώσει στα στενοσόκακα του σουκ. Από εκεί, θα διέσχιζε απλώς την Πλατεία της Φάτνης και θα βρισκόταν
179
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 179
180
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 180
στο ναό. Σε μια από τις σπουδαιότερες εκκλησίες όπου γης. Εφόσον οι ιερείς δεν έκλειναν την Πύλη της Ταπεινοφροσύνης προτού προλάβει να φτάσει, ο Αουντέ θα τα κατάφερνε να μπει μέσα. Από εκεί και πέρα θα ήταν ασφαλής. Οι στρατιώτες δε θα τολμούσαν να τον ακολουθήσουν στο σκοτεινό εσωτερικό της εκκλησίας. Ο Ομάρ Γιούσεφ φαντάστηκε την παγκόσμια κατακραυγή κατά των Ισραηλινών έτσι και άνοιγαν πυρ μέσα στη βυζαντινή βασιλική, ή αν κατόρθωναν να σκοτώσουν τον Τζιχάντ Αουντέ στην ελικοειδή σκάλα που οδηγούσε στο σπήλαιο της γέννησης του Ιησού. Το όλο σχέδιο ίσως αποδεικνυόταν σωτήριο για τον Τζιχάντ Αουντέ, αλλά θα ήταν καταστροφή για τη Βηθλεέμ. Μπορεί οι Ισραηλινοί να εισέβαλλαν εντέλει στο ναό. Ενδεχομένως να σκοτώνονταν και ορισμένοι ιερείς. Ή μπορεί οι ιερείς να έδιωχναν τον Αουντέ από την εκκλησία με τις κλοτσιές, και ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης να ξεσηκωνόταν εναντίον των χριστιανών. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε κατά πόσον θα έπρεπε να μεταφέρει τη συγκεκριμένη πληροφορία σε κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος του κλήρου. Αν τους προειδοποιούσαν έγκαιρα, ίσως προλάβαιναν να κλειδώσουν τις πύλες, οπότε οι ένοπλοι θα έμεναν απέξω. Θα πήγαινε να βρει τον Ελίας Μπισάρα και θα του μιλούσε σχετικά. Μόλις καλυτέρευε η μέση του. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήθελε να ξαπλώσει πάλι, αλλά είχε παγιδευτεί στην καθιστή στάση που τον είχε αφήσει η Λεϊλά. Σύρθηκε λίγο προς τα μπρος για να χαμηλώσει το κορμί του, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να μετατοπίσει την πλάτη του σε μια πολύ επώδυνη θέση. Με τιτάνιες προσπάθειες, έπεσε στο πλάι και απέμεινε εκεί ασθμαίνοντας, η βαριά του ανάσα συντονισμένη με τις αλλεπάλληλες σουβλιές στη μέση του. Σε αυτήν τη στάση τον βρήκε ο Χαμίς Ζεϊντάν νωρίς το ίδιο βράδυ. Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε την ανοιχτόκαρδη φωνή του αρχηγού της αστυνομίας στο ισόγειο, και τη Μαριάμ να του αποκρίνεται γελώντας. Η γυναίκα του απολάμβανε την κρίση, και ο θυμός της για τις ζημιές των Ισραηλινών είχε μετριαστεί από τη μεγαλοψυχία των φίλων, που την είχαν συντρέξει στην ανάγκη της. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε πως ο Χαμίς Ζεϊντάν θα ανέβαινε να
τον δει. Πάλεψε να γυρίσει ανάσκελα, μα δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ίδρωνε και ξεΐδρωνε όταν ο αρχηγός της αστυνομίας μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. «Τα χάλια σου έχεις, Αμπού Ραμίζ». Ο Χαμίς Ζεϊντάν έφερε μια καρέκλα στην άκρη του κρεβατιού. Ετοιμαζόταν να καθίσει, αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισε να μετακινήσει τον Ομάρ Γιούσεφ σε μια στάση πιο βολική. «Κάτσε να σε βοηθήσω να σηκωθείς». «Μπορώ και μόνος μου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Όπως και να ’χει». Ο Χαμίς Ζεϊντάν σήκωσε τον φίλο του και τον έβαλε να καθίσει μ’ ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη του, καταμεσής του κρεβατιού. Ο Ομάρ Γιούσεφ τον έκανε πέρα. «Άσε με ήσυχο!» Ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν έχασε την καλή διάθεση που είχε μοιραστεί με τη Μαριάμ και τους άλλους στο ισόγειο. Κούνησε το γαντοφορεμένο τεχνητό χέρι του παιχνιδιάρικα. «Όλα αυτά μού θυμίζουν τη Δαμασκό, τότε που μ’ είχαν πυροβολήσει στην πλάτη, αφού το ’σκασα από την Ιορδανία κατά τη διάρκεια του Μαύρου Σεπτέμβρη. Σου ’χω πει ποτέ την ιστορία; Παρά τρίχα δε με συνέλαβε ο βασιλιάς Χουσεΐν, κι αναγκάστηκα να δραπετεύσω από τα σύνορα Συρίας-Ιορδανίας μαζί με τον Αμπού Μπακρ, ξέρεις ποιον λέω, τον φίλο μου από τη Ματζντάλ, που τώρα έχει κατέβει στη Γάζα και δουλεύει στην Υπηρεσία Πληροφοριών. Ωστόσο, είχαμε υπόψη μας ότι μας ακολουθούσαν. Στο τέλος, με πέτυχαν πάνω που ετοιμαζόμουνα να φύγω για Λίβανο. Οι γιατροί μου ’παν πως ήμουνα τυχερός που η σφαίρα δε βρήκε τη σπονδυλική μου στήλη, διαφορετικά τώρα θα ’μουνα χειρότερο ερείπιο από εσένα. Αν και, βέβαια, φαντάζομαι ότι το μόνο που μπορεί να κάνει τον οποιονδήποτε χειρότερα από εσένα είναι πράγματι μια σφαίρα στη σπονδυλική στήλη». «Γιατί, σκοπεύει να με πυροβολήσει κανένας στη σπονδυλική στήλη;» Η κεφάτη ψιλοκουβέντα του Χαμίς Ζεϊντάν κόπηκε μαχαίρι. «Είναι πολύ πιθανό». «Ήρθες να μου φέρεις κανένα μήνυμα από δαύτους;» «Δεν είμαι τσιράκι τους». Ο αρχηγός της αστυνομίας θύμωσε.
181
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 181
182
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 182
«Πάντως, μια χαρά σε είδα όταν τους μετέφερες το άλλο μήνυμα, εκείνο που ευθύνεται για το θάνατο της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν». «Πάλι τα ίδια θα λέμε; Δεν το πιστεύω. Ειλικρινά, νομίζεις πως θα μοιραζόμουνα πληροφορίες που μου εμπιστεύτηκες με ανθρώπους ικανούς για φόνο; Ακόμα κι αν ήξερα χωρίς αμφιβολία ποιος δολοφόνησε την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν, δε θα έστρεφα ποτέ τους φονιάδες της στα ίχνη σου». «Ξέρεις καλά ποιοι είναι οι φονιάδες της». «Όχι, δεν ξέρω. Αν είχα αποδείξεις, θα προχωρούσα σε συλλήψεις. Όπως σου είπα, υποπτεύομαι ότι πρόκειται για έγκλημα τιμής. Ο πατέρας ή ο αδελφός μπορεί να νόμιζαν πως ξενοκοιμάται, και τη σκότωσαν για να μην ατιμάσει τον νεκρό της σύζυγο. Ή ίσως είχε στ’ αλήθεια ραντεβού μ’ έναν άντρα στο δάσος όταν θα νύχτωνε· με κάποιον που δεν ήταν σε θέση να κουμαντάρει τον πόθο του. Αλλά δεν έχω τον τρόπο ν’ αποδείξω τίποτε απ’ όλα αυτά. Όχι προς το παρόν». «Όταν πήγαμε να δούμε τη σορό της, μου είπες πως η υπόθεση αυτή είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο νομίζω. Τι μου κρύβεις;» «Μόνον ό,τι μπορεί να σε βλάψει». «Σήκω φύγε! Άμα δεν είσαι ειλικρινής μαζί μου, δε σε θέλω μες στο σπίτι μου». Ο Χαμίς Ζεϊντάν κοίταξε στα μάτια τον κρεβατωμένο δάσκαλο. Με σιγανή φωνή είπε: «Ήρθα να σου πω ότι ο πρόεδρος υπέγραψε την απόφαση εκτέλεσης του Τζορτζ Σαμπά. Έχουν ορίσει και ημερομηνία». Ο Ομάρ Γιούσεφ τον άκουγε σιωπηλός και ασάλευτος. «Ο Τζορτζ θα εκτελεστεί μεθαύριο, στις δώδεκα το μεσημέρι». «Δε γίνεται, είναι πολύ νωρίς». «Νωρίς για ποιο πράγμα; Για ν’ αποδείξεις την αθωότητά του; Δεν μπορείς να τον βοηθήσεις, Αμπού Ραμίζ». Ο Χαμίς Ζεϊντάν απόθεσε το καλό του χέρι στο πόδι του Ομάρ Γιούσεφ. «Πρέπει να σκεφτείς και τον εαυτό σου, να προστατέψεις τον εαυτό σου και τους δικούς σου. Ο Τζορτζ δε σώζεται πια». Μα τον εαυτό μου προστατεύω, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Έτσι και πεθάνει ο Τζορτζ μ’ αυτόν τον βδελυρό τρόπο, κα-
λύτερα να με στήσουν κι εμένα στον ίδιο πάσσαλο με δεμένα τα μάτια – τόσο μεγάλο είναι το κομμάτι του εαυτού μου που θα πεθάνει μαζί του. «Πρέπει να φροντίσεις να γίνεις καλά και να επιστρέψεις στο σχολείο». Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε παραξενεμένος τον Χαμίς Ζεϊντάν. «Καλά, δεν άκουσες πως θα βγω στη σύνταξη;» Ο Χαμίς Ζεϊντάν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Το αφεντικό σου, ο Αμερικάνος, ο Στέντμαν, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί λέει ότι δεν πρόκειται να σ’ αφήσει να βγεις στη σύνταξη. Σοβαρά τώρα, όποιον βρει μπροστά του αυτό τού λέει. Μέχρι που πέρασε από το τμήμα σήμερα το πρωί, να μας το ανακοινώσει. Δεν ξέρω τι του είπες, κι αν πράγματι σου είχε ζητήσει να παραιτηθείς, πάντως τώρα φαίνεται διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να μην του φύγεις». Μπορείς να κάνεις θαύματα επικαλούμενος την πολιτισμική ευαισθησία ενός ανίδεου, φιλελεύθερου σνομπ, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Αν ήταν λιγότερο δυστυχής και καχύποπτος, θα ήθελε όσο τίποτε άλλο να επαναλάμβανε το καλαμπούρι στον Χαμίς Ζεϊντάν, μα ο πυρετός και η επικείμενη εκτέλεση του Τζορτζ Σαμπά είχαν παγώσει τις ρυτίδες του γέλιου γύρω από τα μάτια του. «Ο Στέντμαν είπε ακόμα ότι η αναπληρώτρια δεν τα ’βγαζε πέρα, κι ότι θα διδάσκει ο ίδιος τα τμήματά σου ώσπου να επιστρέψεις». Ο Χαμίς Ζεϊντάν σηκώθηκε και χτύπησε φιλικά το πόδι του Ομάρ Γιούσεφ. «Να πηγαίνω κι εγώ. Ο Αλλάχ να σε βοηθήσει να γιάνεις. Και κοίτα να γυρίσεις στη δουλειά σου στο σχολείο». «Θα γυρίσω», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Αύριο το πρωί θα επιστρέψω στην παλιά μου έδρα». Ο Χαμίς Ζεϊντάν χαμογέλασε κι έφυγε. Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσταξε την πλάτη του να συνέλθει. Είχε λιγότερο από δύο μέρες για να σώσει τον Τζορτζ Σαμπά. Ίσως μπορούσε να πείσει τον δικαστή ν’ αλλάξει την ετυμηγορία. Θα έπαιρνε μαζί του το παλιό Webley και τους κάλυκες του MAG, και θα τα έδειχνε στον δικαστή. Βασιζόταν στην αμυδρή ανάμνηση της γνωριμίας τους σ’ εκείνη τη δεξίωση των Ηνωμένων Εθνών, εδώ και λίγους μήνες. Μπορεί ο δικαστής να τον θυμόταν.
183
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 183
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 184
184
Ο πρόεδρος είχε υπογράψει ήδη την απόφαση. Κανένας εκτός από τον Ομάρ Γιούσεφ δεν έδειχνε διατεθειμένος να αποτρέψει την εκτέλεση. Αλλά έπρεπε να προσπαθήσει. Είχε σκοτεινιάσει κι έκανε κρύο. Το ψηφιακό ρολόι στο κομοδίνο έλαμπε κατακόκκινο μέσα στο ζοφερό απόβραδο. Ήταν ακριβώς 7 μ.μ. Ο Τζορτζ Σαμπά ήταν καταδικασμένος να πεθάνει σε σαράντα μία ώρες. Έμοιαζε να είναι ζήτημα δευτερολέπτων, τόσο λιγοστός ήταν ο χρόνος που είχε στη διάθεσή του ο Ομάρ Γιούσεφ. Έτριψε το πρόσωπό του και κοίταξε πάλι το ρολόι. Ήταν 7:01 μ.μ., ωστόσο είχε την αίσθηση πως οι δήμιοι ετοίμαζαν ήδη τον Τζορτζ για την εκτέλεσή του. Στις 7:02 το κοινό είχε συγκεντρωθεί, μια τυμπανοκρουσία ακούστηκε στις 7:03. Στις 7:04 ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε ότι ο φίλος του το είχε χάσει το παιχνίδι. Τις επόμενες δύο μέρες ήξερε πως θα ζούσε κάθε λεπτό την άδικη εκτέλεση του Τζορτζ, ξανά και ξανά. Αυτά έμελλε να είναι τα τελευταία λεπτά της ζωής του Τζορτζ Σαμπά. Εκτός αν ο Ομάρ Γιούσεφ κατάφερνε να σταματήσει το ρολόι. Αναρωτήθηκε με ποιον τρόπο θα συνέχιζε την έρευνά του. Μπορεί να υπήρχε κάποιο στοιχείο σχετικό με τη σύλληψη του Τζορτζ, κάτι που θα αποδείκνυε τελεσίδικα πως ο Ταμάρι τον είχε ενοχοποιήσει ψευδώς. Είχε ακούσει επανειλημμένα ότι ο Τζορτζ είχε ομολογήσει. Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Ομάρ Γιούσεφ γνώριζε μόνο τη διαστρεβλωμένη εκδοχή της Χαντιτζά Ζουμπεϊντά, το πρωινό μετά τη σύλληψη. Τι διαμείφθηκε στ’ αλήθεια όταν οι αστυνομικοί μπήκαν στο σπίτι του Τζορτζ; Ο πατέρας της Χαντιτζά συμμετείχε στην ομάδα σύλληψης. Ο Ομάρ Γιούσεφ θα πήγαινε στο σχολείο την επομένη και θα ρωτούσε τη μικρή πού μπορούσε να βρει τον πατέρα της. Έπειτα, θα έπιανε τον Μαχμούντ Ζουμπεϊντά και θα τον έβαζε να του εξιστορήσει πώς ακριβώς συνέλαβαν τον Τζορτζ. Έπρεπε να συνταιριάξει τις λεπτομέρειες των γεγονότων και να βρει ποιος είχε ηγηθεί της όλης επιχείρησης.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 185
ΚεφΑλΑιο ΔεΚΑτο ενΑτο
αΝ απΕΙΛή, Η ΒρΟχή ΣκΟΤΕίΝΙαζΕ ΤΟΝ πρωΙΝό ΟυραΝό καΙ
μούσκευε με τις κρύες σταγόνες της το πρόσωπο του Ομάρ Γιούσεφ, που βάδιζε σκυφτός στον κεντρικό δρόμο προς το Σχολείο Θηλέων των Ηνωμένων Εθνών. Είχε αποκοιμηθεί νωρίς το προηγούμενο βράδυ, δίχως να δειπνήσει, τόσο πολύ τον είχαν εξουθενώσει η πλημμύρα στο υπόγειο και η άγρυπνη νύχτα που είχε προηγηθεί. Ξύπνησε χαράματα κι έκανε ένα ντους, καταβρέχοντας με καυτό νερό την ταλαιπωρημένη μέση του. Του προκάλεσε κατάπληξη το πόσο καλύτερα ένιωθε σε σχέση με το προηγούμενο απόγευμα, που το είχε περάσει κρεβατωμένος. Ούτε το αγιάζι και η σκοτεινιά της άγουρης ακόμη αυγής δεν μπορούσαν να τον αποθαρρύνουν. Είχε λιγότερο από ένα διήμερο διορία για να σώσει τον Τζορτζ Σαμπά, και για πρώτη φορά εδώ και μέρες το σώμα του ήταν, επιτέλους, σε θέση να αντεπεξέλθει σε αυτό το καθήκον. Σχεδόν είχε ξανανιώσει, έτσι αισθανόταν έπειτα από τον χορταστικό ύπνο του. Κόντευε 7:00 π.μ. Τα κορίτσια θα έφταναν σε κανένα τεταρτάκι. Εφόσον οι πληροφορίες του Χαμίς Ζεϊντάν ευσταθούσαν, τούτη την ώρα ο Στέντμαν θα βρισκόταν στην αίθουσα της Ιστορίας αναζητώντας διάφορες άγνωστες εκφράσεις στο αγγλοαραβικό λεξικό, για να είναι έτοιμος για το μάθημα που θα παρέδιδε με τα αλλόκοτα, παρεφθαρμένα από ντόπιους ιδιωματισμούς αραβικά του. Ο φουκαράς ήταν τόσο ηλίθιος, ώστε θα προτιμούσε να υποβληθεί στο μαρτύριο να απευθύνεται στις μαθήτριες στα αραβικά, ενώ παράλληλα, σαν να μην έφτανε αυτό, θα πάσχιζε να κατανοήσει τη συγκεχυμένη εφηβική αργκό τους, και όλα αυτά μόνο και μόνο για να μη δώσει την εντύπωση του πολιτισμικά
185
Σ
186
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 186
αναίσθητου. Δυστυχώς, μέχρι το τέλος του μήνα, θα διαπίστωνε πως άδικα παιδευόταν. Ο Ομάρ Γιούσεφ θα επέστρεφε στην έδρα του, έτοιμος να συνεχίσει να διδάσκει για άλλα δέκα χρόνια. Θα εξακολουθούσε να διαφωτίζει τα κορίτσια της Ντεχάισα ως προς το βαθύτερο νόημα της ιστορίας και του πολιτισμού τους, ενώ ο Στέντμαν θα είχε προ πολλού μετατεθεί σε κάποιο πόστοεξορία των Ηνωμένων Εθνών, όπου τον φανταζόταν ανέκαθεν ο Ομάρ Γιούσεφ – να ιδροκοπά σε κάποιο σχολείο της ενδοχώρας της Σομαλίας ή να διδάσκει αραβικά σε μουσουλμάνους της Βοσνίας. Ω ναι, την ιδέα αυτής της εξειδίκευσης θα προωθούσε σίγουρα ο Αμερικάνος. Ο Ομάρ Γιούσεφ χαμογέλασε. Ο Στέντμαν θα θεωρούσε πλέον εαυτόν ειδήμονα σε καθετί το αραβικό. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέσχισε το δρόμο που οδηγούσε στο σχολείο. Ο ψηλός, γκρίζος στύλος, λαξεμένος στο σχήμα του χάρτη της Παλαιστίνης, χανόταν μέσα σ’ έναν βαρύ και καταθλιπτικό ουρανό – μια ομοιομορφία τόσο έντονη, ώστε η πρώτη σκέψη του ήταν μήπως ο χάρτης είχε αφανιστεί σε καμιά νυχτερινή έφοδο των Ισραηλινών. Όταν κατάφερε να διακρίνει το περίγραμμά του στην πρωινή καταχνιά, ευχήθηκε να είχε καταστραφεί στ’ αλήθεια. Κοντοστάθηκε και περιεργάστηκε το χάρτη. Δεν μπορούσε να αντισταθεί· κάθε φορά που αντίκριζε το συγκεκριμένο γλυπτό, το βλέμμα του εστίαζε φευγαλέα στο σημείο όπου είχε γεννηθεί, στο χωριό του πατέρα του. Βέβαια, το γλυπτό εξυπηρετούσε αυτόν ακριβώς το σκοπό, να διαιωνίζει τον πόθο για επιστροφή στους χαμένους τόπους, σε κοινότητες που δεν υπήρχαν πια παρά μόνο σαν μνημείο στις μελοδραματικές αναμνήσεις των γερόντων, και σαν βάρος δεμένο στο λαιμό των νέων, με τη μορφή τούτης της πελώριας κοτρόνας. Ο Ομάρ Γιούσεφ το μισούσε αυτό το γλυπτό. Η έκρηξη χτύπησε κατάστηθα τον Ομάρ Γιούσεφ σαν γροθιά πυγμάχου βαρέων βαρών. Σωριάστηκε ανάσκελα μες στις λάσπες, λίγα βήματα από την πύλη του σχολείου. Για μια στιγμή απέμεινε καθισμένος στο παγωμένο χώμα, ζαλισμένος και σαστισμένος. Ένα κύμα μαύρου καπνού ξεπρόβαλε από την είσοδο του σχολείου, κουβαλώντας μαζί του μια μυρωδιά κάρβουνου. Ο Ομάρ Γιούσεφ προσπάθησε να ηρεμήσει. Στην αρχή σκέφτη-
κε ότι πρέπει να βρισκόταν στο επίκεντρο της έκρηξης, τόσο δυνατό ήταν το ωστικό κύμα. Ένιωθε πως η πρόσκρουση είχε συνθλίψει όλα του τα πλευρά. Μα η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπά. Κατάλαβε ότι η έκρηξη είχε γίνει στο εσωτερικό του σχολείου. Ποιοι να ήταν μέσα εκείνη την ώρα; Η Γουάφα δεν ερχόταν τόσο νωρίς. Ο επιστάτης ίσως, για το πρωινό σφουγγάρισμα· η καρέκλα του πλάι στην είσοδο ήταν άδεια. Ο Ομάρ Γιούσεφ κάρφωσε το βλέμμα στον καπνό. Κοίταξε την αδειανή καρέκλα. Έπειτα άκουσε κάποιον να βήχει στο διάδρομο, καθώς πλησίαζε στην είσοδο. Ο επιστάτης βγήκε μέσα από το μαύρο σύννεφο σχεδόν έρποντας. Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε κι έσκυψε από πάνω του. Αισθανόταν την πλάτη του μαγκωμένη στο σημείο που τη σφυροκοπούσε ο πόνος την προηγουμένη, μα δεν έδωσε σημασία. Το πρόσωπο του επιστάτη ήταν μαύρο από την κάπνα και από τη μύτη του έτρεχε αίμα. «Αμπού Ραμίζ, εσείς εδώ;» είπε ο επιστάτης ξαφνιασμένος. «Τι συνέβη;» Ο επιστάτης έβηξε κι έφτυσε. «Από την τάξη σας ακούστηκε, Αμπού Ραμίζ. Είναι και ο κύριος Κρίστοφερ μέσα». Ο Ομάρ Γιούσεφ έσυρε τον επιστάτη ίσαμε το δρόμο και τον άφησε μαζί με δυο κορίτσια που είχαν φτάσει νωρίς στο σχολείο. «Πήγαινε σ’ εκείνον εκεί το φούρνο», είπε στο ένα από τα εμβρόντητα παιδιά, «και πες τους να καλέσουν ασθενοφόρο». Μετά προχώρησε στον καπνισμένο διάδρομο. Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου, τα παράθυρα της τάξης του Ομάρ Γιούσεφ είχαν διαλυθεί. Πατούσε πάνω σε σπασμένα τζάμια. Έβγαλε το μαντίλι του από την τσέπη του σακακιού του και κάλυψε το στόμα και τη μύτη του. Με κάθε εισπνοή, η πικρή μυρωδιά του καμένου ξύλου εξουδετέρωνε την κολόνια με την οποία ράντιζε το μαντίλι του κάθε πρωί. Τον έπιασε βήχας. Η πόρτα της αίθουσας της Ιστορίας κρεμόταν από τον ένα μεντεσέ σε κλίση σαράντα πέντε μοιρών. Ο Ομάρ Γιούσεφ την έσπρωξε και κοίταξε μέσα στην τάξη του. Τα ράφια με τα βιβλία καίγονταν και μερικά θρανία στην πρώτη σειρά κείτονταν αναποδογυρισμένα. Η έδρα του είχε εκραγεί σε τόσα κομμάτια, που μόνο μια ιδέα από το σκελετό της απέμενε πια. Πίσω της, ο Ο-
187
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 187
188
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 188
μάρ Γιούσεφ διέκρινε ένα χέρι. Τα δάχτυλά του ήταν λυγισμένα, σαν να πάσχιζαν απεγνωσμένα να γραπωθούν από το πάτωμα, χώνοντας τα νύχια στο μουσαμά που το κάλυπτε. Και τα χέρια του Ομάρ Γιούσεφ κρεμάστηκαν, μουδιασμένα από το σοκ, και παραλίγο θα πνιγόταν από μια απότομη, ακούσια εισπνοή, που του έκαψε το λαιμό. Ξανάφερε το μαντίλι του στο στόμα και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένα χέρι, κομμένο, στο πάτωμα της τάξης του! Προφανώς, ανήκε στον Στέντμαν. Ο επιστάτης τού είχε πει πως ήταν μέσα στην τάξη. Και ο ίδιος ο Ομάρ Γιούσεφ λογάριαζε άλλωστε ότι ο Αμερικάνος θα προετοιμαζόταν για το μάθημα, καθισμένος στη συγκεκριμένη έδρα. Ο Ομάρ Γιούσεφ προσπέρασε τα υπολείμματα της έδρας. Πίσω από το χέρι ο καπνός πύκνωσε κι έπειτα αραίωσε πάλι, αποκαλύπτοντας ό,τι είχε απομείνει από τον Κρίστοφερ Στέντμαν. Το πουκάμισο του Αμερικάνου είχε καψαλιστεί στην μπροστινή πλευρά. Το χλομό στήθος του και η κοιλιά του ήταν γεμάτα μαύρους λεκέδες, και κατακόκκινα στα σημεία όπου η έκρηξη είχε γδάρει το δέρμα. Ήταν μισοκαθισμένος, με την πλάτη του πάνω στην κινητή βάση της φλεγόμενης βιβλιοθήκης και το κεφάλι του γερμένο προς τα πίσω. Έμοιαζε να ξαποσταίνει, θαρρείς, ροχαλίζοντας απαλά μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη του. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ακόμα ζωντανός. Έτρεξε προς το μέρος του και γονάτισε πλάι του. Έπρεπε να τον απομακρύνει από τη βιβλιοθήκη προτού απλωθεί η φωτιά, για να μην πάθει ασφυξία από τον καπνό. Πέρασε τα μπράτσα του γύρω από τον κορμό του Στέντμαν και προχώρησε μέχρι την πόρτα σέρνοντας τα βήματά του. Ο Αμερικάνος ήταν βαρύς. Ενόσω πάλευε να τον κουβαλήσει, ο Ομάρ Γιούσεφ είχε στραμμένο το βλέμμα από την άλλη. Το δέρμα του κρανίου του Στέντμαν ήταν καψαλισμένο στην αριστερή πλευρά, και στην ίδια μεριά κρεμόταν το ακρωτηριασμένο χέρι. Τα βλέφαρά του άνοιξαν απότομα. Τα γαλάζια μάτια του ήταν θολά και απλανή. Σε μια στιγμή που το κεφάλι του Αμερικάνου έγειρε προς το μέρος του, κοιτάζοντας τον Ομάρ Γιούσεφ με μάτια αδειανά σαν του νυσταγμένου μοσχαριού, κόντεψε να του πέσει από τα χέρια. Είχε συνειδητοποιήσει ότι ο άνθρωπος ήταν νεκρός, εντούτοις συνέχισε να τον σέρνει προς το
διάδρομο. Τα μάτια του έτσουζαν από τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό του, μαύρος από τον καπνό. Τρεις έφηβοι μπήκαν τρέχοντας στην αίθουσα και βοήθησαν τον Ομάρ Γιούσεφ να κουβαλήσει το πτώμα στο διάδρομο και ίσαμε την είσοδο. «Τι έγινε, ουστάζ;» ρώτησε ένα από τ’ αγόρια. «Είναι πεθαμένος;» Ακούμπησαν τον Κρίστοφερ Στέντμαν ανάσκελα στο κατώφλι του σχολείου. Ο Ομάρ Γιούσεφ έψαχνε απελπισμένα για κάποιο ίχνος σφυγμού στο λαιμό του άντρα. Έβγαλε το πανωφόρι του και το άπλωσε πάνω από τον γυμνό κορμό, το γδαρμένο κρανίο και το κομμένο χέρι, για να μη βλέπουν τα υπόλοιπα παιδιά. Ήταν το δεύτερο που απαρνιόταν μέσα σε δύο μέρες. Το πρώτο το είχε παραχωρήσει σ’ έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να λογίζεται ήδη για νεκρός. Όμως, αυτήν τη φορά προοριζόταν για ένα αληθινό πτώμα. Τώρα που η κοπιαστική δουλειά είχε τελειώσει και βρισκόταν μακριά από τη ζέστη της φωτιάς, το ιδρωμένο σώμα του Ομάρ Γιούσεφ άρχισε να παγώνει. Είχε ντύσει υπερβολικά πολλούς νεκρούς. Ήταν λες και τα πανωφόρια του είχαν μεταμορφωθεί σε σάβανα. Αναρωτήθηκε κατά πόσον το τελευταίο πανωφόρι του, κρεμασμένο στον καλόγερο δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού του, έμελλε να γίνει το δικό του σάβανο. Ήταν ένα μαύρο άνορακ, ταιριαστό χρώμα για θάνατο. Η σειρήνα του ασθενοφόρου του καταυλισμού ούρλιαζε στην είσοδο του σχολείου. Τρεις τραυματιοφορείς διέσχισαν το πλήθος των παιδιών, που μεγάλωνε ολοένα. Ήταν έτοιμοι να ξεσκεπάσουν το πτώμα, αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ τους πρόλαβε. «Βάλτε τον στο ασθενοφόρο πρώτα», είπε. «Για λόγους αξιοπρέπειας». Οι τραυματιοφορείς έγνεψαν καταφατικά και φόρτωσαν τη σορό του Στέντμαν σ’ ένα ελαφρύ πορτοκαλί φορείο. Οι δύο από αυτούς κουβάλησαν τον νεκρό στο ασθενοφόρο, ενώ ο τρίτος εξέταζε τα τραύματα του επιστάτη. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτιόταν για ποιο λόγο ο θάνατος τον είχε κάνει να λάβει υπόψη του την αξιοπρέπεια του Στέντμαν. Ο νεκρός έπασχε από υπερβολική έπαρση όσο ζούσε. Τώρα, ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν ο μόνος που μπορούσε να διαφυλάξει τούτη την περηφάνια.
189
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 189
190
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 190
Έφτασε και το φορτηγό της πυροσβεστικής. Οι πυροσβέστες κουβάλησαν τη μάνικα στο διάδρομο και άρχισαν να καταβρέχουν την αίθουσα της Ιστορίας. Μερικά από τα παιδιά έκλαιγαν, αν και τα περισσότερα ήταν σκυθρωπά και σιωπηλά. Ο Ομάρ Γιούσεφ στάθηκε στο κατώφλι του σχολείου. «Ο διευθυντής μας, ο κύριος Στέντμαν, σκοτώθηκε. Δεν είμαστε ακόμα σε θέση να κρίνουμε τι ακριβώς συνέβη, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, το σχολείο δεν μπορεί να λειτουργήσει προς το παρόν. Γυρίστε στα σπίτια σας τώρα, κι ενημερώστε και τα παιδιά της απογευματινής βάρδιας πως δε θα γίνει μάθημα σήμερα». Καθώς το πλήθος των παιδιών αραίωνε λίγο λίγο, κατέφθασε και ο Χαμίς Ζεϊντάν με δύο τζιπ. Ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τον αρχηγό της αστυνομίας να βαδίζει προς το μέρος του. Κάτι στο ύφος του Χαμίς Ζεϊντάν υπονοούσε ότι δεν περίμενε να δει τον παλιό του φίλο και συμφοιτητή να στέκεται στην είσοδο του σχολείου δίνοντας οδηγίες στα παιδιά. Και τότε, ο Ομάρ Γιούσεφ κατάλαβε τι είχε συμβεί. Κάποιος είχε βάλει σκοπό να σκοτώσει τον δάσκαλο της Ιστορίας μέσα στην τάξη του. Κανείς και για κανένα λόγο δε θα επεδίωκε το θάνατο του Κρίστοφερ Στέντμαν. Η βόμβα –και επρόκειτο αναμφίβολα για βόμβα– προοριζόταν για τον Ομάρ Γιούσεφ. «Αμπού Ραμίζ, τι έγινε εδωπέρα;» ρώτησε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Μας βάλανε βόμβα. Εξερράγη στην αίθουσα της Ιστορίας. Ο Στέντμαν προετοιμαζόταν για το τμήμα μου. Σκοτώθηκε επί τόπου από την έκρηξη. Δεν έχει ούτε δυο λεπτά που τον πήρε το ασθενοφόρο». «Πώς και ανέλαβε την τάξη σου ο Αμερικάνος;» Ο Ομάρ Γιούσεφ σαν να διέκρινε μια υποψία απογοήτευσης στον τόνο του Χαμίς Ζεϊντάν. Θυμήθηκε ότι, το προηγούμενο βράδυ, είχε πει στον αρχηγό της αστυνομίας πως την επομένη θα επέστρεφε στην τάξη του. Λες να είχε τοποθετήσει τη βόμβα ο Χαμίς Ζεϊντάν; Ή είχε μεταβιβάσει απλώς την πληροφορία, ενεργώντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έκανε τον Ομάρ Γιούσεφ να τον θεωρεί υπόλογο για το θάνατο της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν; Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε πάλι τον καπνό να φράζει το
λαρύγγι του κι έβηξε ώσπου δάκρυσαν τα μάτια του. Ο Χαμίς Ζεϊντάν άπλωσε φιλικά το χέρι, μα αυτός αποτραβήχτηκε. «Είχε αναλάβει την τάξη μου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ με πνιγμένη φωνή, «γιατί του είχα πει ότι θα ’ταν προσβλητική για μένα, στα μάτια του καταυλισμού, η πρόσληψη αναπληρώτριας στη θέση μου». «Δηλαδή, βρισκόταν στην αίθουσα κατ’ απαίτησή σου;» «Όχι ευθέως, όχι. Εν μέρει, όμως, ναι». «Για δες...» Ο Χαμίς Ζεϊντάν τον κοίταζε επίμονα, με βλέμμα βλοσυρό, το κεφάλι του στραμμένο προς τα αριστερά, αλλά τα μάτια του καρφωμένα στον Ομάρ Γιούσεφ. «Θες να πεις πως σκοτώθηκε εξαιτίας μου;» Ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν έξω φρενών. «Αφού προσπαθούσε να σε ξεφορτωθεί, έτσι δεν είναι; Παρά τις πρόσφατες δημόσιες διαψεύσεις του, σκόπευε ακόμα να σ’ αναγκάσει να βγεις στη σύνταξη». «Έχεις τρελαθεί εντελώς». «Άκου να δεις, Αμπού Ραμίζ, τώρα τελευταία έχεις μπλέξει σε διάφορες εξωφρενικές υποθέσεις. Δεν ξέρω ποιες είναι οι συναναστροφές σου, ούτε τι κάνουν για λογαριασμό σου, αλλά γνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα ότι προχτές πήγες στο αρχηγείο του Χουσεΐν Ταμάρι». «Έχεις βάλει ανθρώπους να με παρακολουθούν;» «Απλώς ελέγχω ποιος μπαινοβγαίνει στο κρησφύγετο του Ταμάρι. Εσύ τι δουλειά είχες εκεί;» «Ξέρεις πολύ καλά ότι το μόνο που ήθελα ήταν να βοηθήσω τον Τζορτζ Σαμπά. Πιστεύεις ειλικρινά πως πήγα και βρήκα τον Ταμάρι για να κανονίσω τη δολοφονία του Αμερικάνου; Γιατί δε συλλαμβάνεις τους υπαίτιους για τους φόνους του Λουάι και της Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν; Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που την έστησαν στον Τζορτζ Σαμπά, οι ίδιοι που ευθύνονται και για τη σημερινή βομβιστική επίθεση. Δεν καταλαβαίνεις πως είχαν σκοπό να με σκοτώσουν; Νόμιζαν ότι θα ’μουνα εγώ στην τάξη, όχι ο Στέντμαν. Ειδικά εσύ πρέπει να το γνωρίζεις αυτό πολύ καλά». «Τι εννοείς;»
191
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 191
192
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 192
«Χτες το βράδυ σού είπα ότι σήμερα το πρωί θα επέστρεφα στο σχολείο». «Δεν το πήρα στα σοβαρά ούτε για μια στιγμή. Ούτε καν πίστευα πως θα μπορούσες να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι τόσο σύντομα. Είσαι πιο σκληρό καρύδι απ’ όσο πίστευα». Ο Χαμίς Ζεϊντάν παραμέρισε καθώς οι πυροσβέστες έβγαιναν από το διάδρομο. Σταμάτησε έναν και τον ρώτησε: «Η φωτιά είναι υπό έλεγχο;» «Ναι, μπορείτε να μπείτε ελεύθερα». «Αμπού Ραμίζ, άκουσέ με, δεν είναι σωστό να υποψιαζόμαστε ο ένας τον άλλον», είπε χαμηλόφωνα ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Πρέπει να επιδείξουμε ψυχραιμία. Δε μιλάς καλύτερα με το προσωπικό του σχολείου, να φέρετε κι ένα συνεργείο καθαρισμού; Εγώ θ’ αρχίσω να ερευνώ τον τόπο της έκρηξης». Ο Χαμίς Ζεϊντάν μπήκε στο σχολείο μαζί με τους μισούς από τους άντρες του. Οι υπόλοιποι στάθηκαν σε ημικύκλιο γύρω από την είσοδο, περιτριγυρισμένοι από καμιά δεκαριά περίεργες μαθήτριες που είχαν παραμείνει στο προαύλιο. Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε ότι, ανάμεσα στους αστυνομικούς που στέκονταν μες στη λάσπη κραδαίνοντας τα καλάσνικοφ, ήταν και ο πατέρας της Χαντιτζά Ζουμπεϊντά. Ο λόγος που ο Ομάρ είχε πάει στο σχολείο αυτό το πρωί ήταν για να ρωτήσει τη μικρή πώς θα μπορούσε να βρεθεί με τον πατέρα της, και να τος τώρα απέναντί του. Άπλωσε το χέρι για να τον καλημερίσει. Ο αστυνομικός ήταν φιλικός. «Καλή κι ωραία μέρα να ’χεις, ουστάζ», είπε. «Ο ήλιος να σε φωτίζει», αποκρίθηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Μαχμούντ, θέλω κάτι να σου πω». Ο Ομάρ Γιούσεφ προχώρησε στο διάδρομο με τον Μαχμούντ Ζουμπεϊντά στο κατόπι του. Ο αστυνομικός έριξε μια ανέκφραστη ματιά στο εσωτερικό της ρημαγμένης αίθουσας, όπου οι συνάδελφοί του υπολόγιζαν το μέγεθος και το επίκεντρο της έκρηξης. Έχει αντικρίσει τέτοιου είδους καταστροφές πολλές φορές, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ούτε που τον απασχολεί ότι πρόκειται για την τάξη της κόρης του. Οι δυο άντρες μπήκαν στο γραφείο του Στέντμαν. Ο Ομάρ Γιούσεφ έκλεισε την πόρτα κι έκανε νόημα στον Μαχμούντ Ζου-
μπεϊντά να καθίσει. Εκείνος προσπάθησε να ισορροπήσει το καλάσνικοφ στα πόδια του, αλλά τον εμπόδιζαν τα μπράτσα της πολυθρόνας, οπότε το ακούμπησε στο πάτωμα. Έτριψε νευρικά με τη ράχη του δάχτυλου το μαύρο μουστάκι του. Έβγαλε βιαστικά το πηλήκιό του και το κράτησε σφιχτά μπροστά στο στήθος του, σαν χωρικός του Μεσαίωνα που σπεύδει να αποκαλυφθεί ενώπιον του φεουδάρχη. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρέμεινε όρθιος πίσω από το γραφείο. «Πρώτα απ’ όλα, Μαχμούντ, σ’ ευχαριστώ που μ’ άφησες να μείνω λίγο παραπάνω στην αίθουσα του δικαστηρίου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Δεν κάνει τίποτα, ουστάζ. Αν μου επιτρέπετε, ο ηλικιωμένος κύριος που έκλαιγε ήταν ο πατέρας του καταδότη;» «Ναι, είναι παλιός μου φίλος». «Ακόμα κι αν ανάθρεψε έναν καταδότη, οφείλουμε πάντα να σεβόμαστε το πένθος ενός πατέρα. Δεν είναι κατ’ ανάγκη δικό του σφάλμα όταν το παιδί βγαίνει σκάρτο». «Σαφώς». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγειρε προς το μέρος του. «Μαχμούντ, θα ήθελα να μου εξηγήσεις τι ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια της σύλληψης του Τζορτζ Σαμπά. Η Χαντιτζά μού ανέφερε ότι ήσουνα παρών όταν συνελήφθη ο Σαμπά. Η περιγραφή της μου κίνησε το ενδιαφέρον. Αν δεν είναι κόπος, θα ήθελα ν’ ακούσω και τη δική σου εκδοχή». «Γιατί; Θέλω να πω, για ποιο λόγο σάς ενδιαφέρει, ουστάζ;» «Μαχμούντ, σήμερα το πρωί έγινε κάτι τραγικό στο σχολείο μας, και μάλιστα στην αίθουσα όπου φοιτά η Χαντιτζά. Ελπίζω να δείξεις κατανόηση που δεν είμαι σε θέση να σου μεταφέρω περισσότερες λεπτομέρειες προς το παρόν, αν και θα μοιραστώ τα όσα γνωρίζω με τον ταξίαρχο Χαμίς Ζεϊντάν. Ωστόσο, πιστεύω πως υπάρχει μια πιθανή σύνδεση μεταξύ του τραγικού θανάτου του διευθυντή μας, του κυρίου Στέντμαν, και του περιστατικού με τον Τζορτζ Σαμπά». «Από πού κι ως πού ένας καταδότης μπορεί να έχει σχέση με το θάνατο του διευθυντή του σχολείου των Ηνωμένων Εθνών;» «Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, Μαχμούντ. Όμως, εμπι13 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
193
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 193
194
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 194
στέψου με, για το χατίρι της κόρης σου, και πες μου, σε παρακαλώ, τι συνέβη την ώρα της σύλληψης». Ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά έμοιαζε αγχωμένος. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση απορίας. Ένα απλοϊκό ανθρωπάκι είναι, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ, και ανησυχεί μήπως βρει τον μπελά του έτσι κι ο Χαμίς Ζεϊντάν, ή ακόμα κι ο Χουσεΐν Ταμάρι, μάθουν πως μου μίλησε. Επιπλέον, είναι τόσο αγαθιάρης, ώστε οποιοσδήποτε στέκεται πίσω από ένα γραφείο μπορεί να τον φοβίσει και να τον εξουσιάσει. «Είχαμε φτάσει από νωρίς στην Μπέιτ Τζαλά», είπε ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά. «Ήμασταν συνολικά τρία τζιπ. Την εξώπορτα την ανατινάξαμε. Δεν υπήρχε χρόνος να χτυπήσουμε πρώτα, γιατί ο διοικητής μάς είχε πει ότι ο Τζορτζ Σαμπά ήταν επικίνδυνος. Ήταν ικανός να μας επιτεθεί, ή να πάρει καμιά κάψουλα υδροκυάνιο και ν’ αυτοκτονήσει. Οι Ισραηλινοί δίνουν πάντα κάποιο δηλητήριο στους συνεργάτες τους, σε περίπτωση που τους πιάσουν, καταλαβαίνετε...» «Ποιος ήταν ο διοικητής σας;» «Ο ταγματάρχης Αουντέ». «Ο Τζιχάντ Αουντέ;» «Μάλιστα, ο ταγματάρχης Αουντέ». «Είναι πράγματι ταγματάρχης;» «Στις Ομάδες Πρόληψης. Η επιχείρηση που μας ανέθεσαν εκείνο το πρωί ήταν σε συνεργασία με τους ανωτέρους του». «Και τι συνέβη αφού μπήκατε;» «Στριμώξαμε τον χριστιανό. Τον κολλήσαμε στον τοίχο». «Δεν πρόβαλε αντίσταση;» «Όχι, ήταν πολύ μαζεμένος και φοβισμένος». «Και ομολόγησε;» «Αμέσως. “Ξέρω περί τίνος πρόκειται”, είπε». «Ο ταγματάρχης Αουντέ του απήγγειλε το κατηγορητήριο;» «Μάλιστα. Του είπε ότι κατηγορείται για συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής στη δολοφονία του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν». «Και ο Τζορτζ Σαμπά παραδέχτηκε την ανάμειξή του;» «Μάλιστα».
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 195
* Αναρριχώμενο φυτό της ασιατικής χλωρίδας, τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται ως ήπιο τονωτικό ή και χωνευτικό. (Σ.τ.Μ.)
195
«Δηλαδή, ο Τζιχάντ Αουντέ του απήγγειλε τις κατηγορίες και ο Σαμπά είπε: “Ξέρω περί τίνος πρόκειται”;» Ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά σώπασε για μια στιγμή. «Όχι. Ομολόγησε πριν καν ο ταγματάρχης τον ενημερώσει για τις κατηγορίες». «Επομένως, η ομολογία του ίσως συνδεόταν με κάτι άλλο, άσχετο». «Δεν καταλαβαίνω». «Είπε πως ήξερε για ποιο λόγο είχατε πάει να τον συλλάβετε. Αλλά είναι πιθανό να έκανε λάθος ως προς τα αίτια της σύλληψης. Δε φάνηκε έκπληκτος όταν ο ταγματάρχης Αουντέ του ανέφερε τις κατηγορίες που τον βάραιναν;» «Δε θυμάμαι, ουστάζ. Λυπάμαι πολύ». «Κι ο ταγματάρχης Αουντέ δεν είπε τίποτ’ άλλο;» «Δε θυμάμαι να είπε κάτι άλλο, όχι». «Κι έπειτα οδηγήσατε τον Σαμπά στο τζιπ;» «Μάλιστα. Ήμουνα κι εγώ στο όχημα που τον μετέφερε στη φυλακή». «Σας ακολούθησε χωρίς προστριβές;» «Μάλιστα. Όπως σας είπα, ήταν πολύ μαζεμένος και τρομαγμένος». Ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά χαμογέλασε. Τα δόντια του είχαν το χρώμα του παλιού ελεφαντόδοντου, από τα φύλλα μπετέλ* που μασουλούσε όλη την ώρα. «Ο ταγματάρχης Αουντέ τον τρομοκράτησε». «Με ποιον τρόπο;» «Βγαίνοντας απ’ το σπίτι, τον απείλησε μ’ αυτή την κίνηση». Ο αστυνομικός έκανε πως έκοβε το λαιμό του με το δάχτυλο. Το γέλιο του ήχησε μακρόσυρτο και βαθύ μέσα από τα λεκιασμένα δόντια του, σαν γέλιο βλακέντιου σε κινούμενα σχέδια. «Ο χριστιανός πάνιασε». Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε τη χειρονομία που του είχε περιγράψει ο Τζορτζ Σαμπά στο κελί του. Ο Τζιχάντ Αουντέ είχε κάνει την ίδια κίνηση –το δάχτυλο να κόβει σαν λεπίδα το λαιμό–
196
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 196
το βράδυ που ο Τζορτζ τον είχε διώξει, μαζί με τον Χουσεΐν Ταμάρι, από την ταράτσα του σπιτιού του. Άρα είχε επαναλάβει τη χειρονομία όταν ο Ταμάρι τον έστειλε να συλλάβει τον Τζορτζ ως καταδότη. Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε επίσης πόσο τον είχαν θορυβήσει τα λόγια του Τζιχάντ Αουντέ κατά την επίσκεψή του στο αρχηγείο των ενόπλων. Δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί τον τρόμο που πρέπει να είχε νιώσει ο Τζορτζ βλέποντας τον Αουντέ να απολαμβάνει χαιρέκακα την εκδίκησή του. «Σ’ ευχαριστώ, Μαχμούντ». Ο Ομάρ Γιούσεφ κάθισε στην πολυθρόνα του Στέντμαν. «Μήπως να γύρναγες σιγά σιγά στο πόστο σου, προτού ο ταξίαρχος Ζεϊντάν αντιληφθεί ότι λείπεις και τα βάλει μαζί σου;» «Έχετε δίκιο, ουστάζ». Ο αστυνομικός σηκώθηκε, κατεβάζοντας το πηλήκιο μέχρι τα μάτια του. «Σας ευχαριστώ». Μόλις ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά έφυγε από το γραφείο, η γραμματέας του σχολείου ήρθε και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Γεια και χαρά σου, Αμπού Ραμίζ», είπε. «Διπλή χαρά σ’ εσένα, Γουάφα». «Ήρθες να βοηθήσεις στον καθαρισμό του σχολείου;» Ο Ομάρ Γιούσεφ άπλωσε τις παλάμες του στην τραχιά επιφάνεια του ξύλινου γραφείου. Δεν μπορούσε να σπαταλήσει το χρόνο του οργανώνοντας εργάτες και δασκάλους. Σε είκοσι οχτώ ώρες επρόκειτο να γίνει η προγραμματισμένη εκτέλεση του Τζορτζ Σαμπά. Αλλά δεν ήξερε πώς να κινηθεί στη συνέχεια. Χρειαζόταν τη βοήθεια της αστυνομίας, μα ο Χαμίς Ζεϊντάν περιφρονούσε τους προβληματισμούς του σχετικά με το όλο θέμα, ή, ακόμα, μπορεί να ήταν αναμεμειγμένος στη συγκάλυψή του. Δεν είχε νόημα να αλωνίσει την πόλη μιλώντας με χαμηλόβαθμους αξιωματικούς. Θα τον παρέπεμπαν απλώς στον Χαμίς Ζεϊντάν, ή θα του έλεγαν να σκύψει το κεφάλι μην τυχόν και επισύρει την οργή των Ταξιαρχιών Μαρτύρων. Ε λοιπόν, αυτό είχε ήδη συμβεί. Η μισοκαμένη σχολική αίθουσα και ο νεκρός Αμερικάνος ήταν οι απτές αποδείξεις. Μάλλον έπρεπε να έχει τους αστυνομικούς από κοντά όσο χτένιζαν τον τόπο της έκρηξης. Παρ’ ότι πίστευε πως ο Χαμίς Ζεϊντάν βρισκόταν σε επαφή με τους φονιάδες, κανένας δε θα επιχειρούσε να τον δολοφονήσει τούτη την
ώρα που το σχολείο ήταν κατάμεστο από επιθεωρητές, εργάτες και δασκάλους. Ίσως ήταν προτιμότερο να καθίσει στο γραφείο και να σκεφτεί την κατάσταση σε βάθος. «Γουάφα, να πεις σε όλους τους δασκάλους να ελέγξουν τις τάξεις τους για να δουν τι ζημιές έχουν γίνει. Εγώ θα τηλεφωνήσω στα γραφεία στην Ιερουσαλήμ και θα φροντίσω να στείλουν συνεργείο για το σύνολο των επισκευών». Η Γουάφα έγνεψε καταφατικά. «Λες να μας στείλουν κι άλλον Αμερικάνο διευθυντή, Αμπού Ραμίζ;» «Δεν το σκέφτηκα, για να ’μαι ειλικρινής, Γουάφα». Η γραμματέας χαμογέλασε. «Έτσι κι αλλιώς, φαντάζομαι πως δε χρειάζεται πια να βγεις στη σύνταξη». «Γουάφα, είσαι τρομερή!» Η Γουάφα γέλασε κι έκλεισε την πόρτα. Ο Ομάρ Γιούσεφ κάθισε στο ήσυχο γραφείο ακούγοντας τους απόμακρους ήχους που έκαναν οι αστυνομικοί από την κατεστραμμένη αίθουσα. Είχε δίκιο η Γουάφα. Στο εξής δε θα ήταν αντιμέτωπος μ’ ένα αφεντικό που γύρευε να τον ξεφορτωθεί. Ο αντιπαθητικός κυβερνητικός επιθεωρητής θα έπρεπε να αρχίσει από το μηδέν τις συκοφαντίες εναντίον του στον καινούργιο διευθυντή, και τούτη τη φορά ο Ομάρ Γιούσεφ θα ήταν προετοιμασμένος να υπερασπιστεί τη θέση του πολύ πιο αποτελεσματικά. Έξαφνα, οι προοπτικές της σταδιοδρομίας του έμοιαζαν πολύ λαμπρότερες απ’ ό,τι εδώ και μήνες. Για πρώτη φορά από τότε που ο Στέντμαν βάλθηκε να τον πιέζει να εγκαταλείψει το σχολείο, είχε πάλι κάτι δικό του, το οποίο έπρεπε να διαφυλάξει. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε φευγαλέα πως οι απόπειρές του να αθωώσει τον Τζορτζ έθεταν σε κίνδυνο αυτήν τη νέα ασφάλεια. Και μονομιάς ντράπηκε για την εγωιστική σκέψη του, αν και παραδέχτηκε μέσα του ότι το θέμα τον απασχολούσε. Άναψε το μικρό στερεοφωνικό που ο Στέντμαν είχε τοποθετημένο σ’ ένα ράφι πίσω από το γραφείο του. Γύρισε τη βελόνα του ραδιοφώνου στον τοπικό ειδησεογραφικό σταθμό της κυβέρνησης. Μπορεί να πετύχαινε κανένα νεότερο σχετικά με την υπόθεση του Τζορτζ Σαμπά, μια ανακοίνωση για έκδοση χάριτος ή κάποια άλλη εξέλιξη. Ακόμα και αν κάτι είχε αλλάξει προς το
197
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 197
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 198
198
χειρότερο, ήθελε να το μάθει ενόσω καθόταν στο γραφείο αναλογιζόμενος το επόμενο βήμα της έρευνάς του. Ίσως σχολίαζαν και τη βομβιστική επίθεση στο σχολείο. Σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε την έδρα των Ηνωμένων Εθνών στην Ιερουσαλήμ.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 199
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο
Ο ράδΙΟ ΒΗΘΛΕέΜ δΙέκΟψΕ ΤΗΝ πρωΙΝή ΕκπΟΜπή γΙα ΤΗΝ
έκτακτη είδηση ενός μαρτυρικού θανάτου. Ο εν λόγω μάρτυρας είχε θυσιαστεί, κατά τα λεγόμενα του βαρύθυμου εκφωνητή, πυροδοτώντας εκρηκτικό μηχανισμό τον οποίο μετέφερε στην Ιερουσαλήμ. Είχε σκοτωθεί σ’ ένα δρόμο κοντά στην υπαίθρια αγορά Μαχανέχ Γιεχούντα. Περαιτέρω λεπτομέρειες δεν ήταν γνωστές προς το παρόν, αλλά ο εκφωνητής πρόσθεσε ότι θα επέστρεφε με νεότερα σχετικά με την ταυτότητα του μάρτυρα και τον αριθμό των θυμάτων, μόλις είχε στη διάθεσή του κάποια στοιχεία. Η σοβαρότητα της φωνής του δεν μπορούσε να συγκαλύψει την έξαψη που τον είχε συνεπάρει. Καθισμένος στην πολυθρόνα του Κρίστοφερ Στέντμαν, ο Ομάρ Γιούσεφ περίμενε από τα κεντρικά γραφεία των Ηνωμένων Εθνών, στην Ιερουσαλήμ, το τηλεφώνημα που θα τον ενημέρωνε για το πότε θα έφταναν οι εργάτες που θα επιδιόρθωναν τις ζημιές, οι οποίες είχαν προκληθεί κατά τη βομβιστική επίθεση στο δικό τους κτήριο εκείνο το πρωί. Η αστυνομία είχε ψαχουλέψει τα πάντα μέσα στην κατεστραμμένη αίθουσα, και τώρα που όλοι οι μαθητές είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, στο χώρο επικρατούσε σιωπή. Η εκπομπή ξεστράτισε σε εικασίες σχετικά με την πιθανή προέλευση του βομβιστή. Ένας από τους σχολιαστές θεωρούσε ότι η είσοδος στην Ιερουσαλήμ μέσω Ραμάλα ήταν πολύ πιο εύκολη, οπότε ο βομβιστής κατά πάσα πιθανότητα καταγόταν από εκείνα τα μέρη. Η Βηθλεέμ, από την άλλη πλευρά, του φαινόταν μάλλον απίθανη εκδοχή, εξαιτίας του πλήθους των στρατιωτών που επιτηρούσαν τα περίχωρα της πόλης –και οι οποίοι αποτελούσαν στόχο των ενόπλων που ήταν σταθμευμένοι στην Μπέιτ Τζαλά,
199
Τ
200
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 200
στην αντικρινή πλευρά της κοιλάδας– καθιστώντας τη διέλευση ανέφικτη. Ο εκφωνητής επανήλθε με τον μέχρι στιγμής απολογισμό των θυμάτων. Σύμφωνα με τις πηγές του, οχτώ μέλη των δυνάμεων κατοχής είχαν σκοτωθεί. Ο Ομάρ Γιούσεφ ρουθούνισε ειρωνικά. Δυνάμεις κατοχής που παζάρευαν, γυρεύοντας την καλύτερη προσφορά. Ειδικές δυνάμεις του στρατού που είχαν βγει για να αγοράσουν φρέσκα ψάρια κι ένα μάτσο κόλιαντρο, και εσώρουχα των δύο δολαρίων. Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμόταν τη μία και μοναδική εξόρμησή του στην αγορά όπου είχε σκοτωθεί ο βομβιστής. Η περιοχή τού είχε φανεί δυσάρεστη, ρυπαρή και θορυβώδης, κατάμεστη από κόσμο που έμοιαζε να τρέφει πολύ μεγαλύτερη αντιπάθεια για τους Άραβες από το σύνηθες. Βέβαια, είχαν περάσει χρόνια από τότε, αλλά όσοι βρίσκονταν στην αγορά την ώρα που έφτασε και ο βομβιστής, θα είχαν σίγουρα τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες πανομοιότυπες και τετριμμένες ζωές. Ασχέτως των δεινών που η κυβέρνησή τους επέφερε στον ίδιο και στο έθνος του, ο Ομάρ Γιούσεφ δε θα τους κατέτασσε στις κατοχικές δυνάμεις. Σιχαινόταν τη φρασεολογία αυτού του είδους, το πόσο υπεραπλούστευε τα πράγματα, επιτρέποντας στους συμπατριώτες του να αδιαφορούν για τη φρίκη που προξενούσε ο εκάστοτε ομοεθνής τους σκοτώνοντας συζύγους ή παππούδες αθώων ανθρώπων. Ήξερε πως, όταν ανακοινώνονταν τα στοιχεία του βομβιστή, η φαμίλια του νεκρού θα όφειλε να πανηγυρίσει. Οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν οδηγήσει τον πιτσιρικά στον πρόωρο θάνατό του, θα έκαναν γιουρούσι στο πατρικό του, πυροβολώντας στον αέρα με τα καλάσνικοφ. Και τι ακριβώς θα επευφημούσαν οι συγγενείς; Το χαμό του γιου τους; Την επικείμενη καταστροφή του σπιτιού τους από αντίποινα του στρατού; Ο τοίχος απέναντι από τον Ομάρ Γιούσεφ ήταν κρυμμένος πίσω από ένα ερμάρι με τέσσερα μεταλλικά συρτάρια. Βαμμένα γκρίζα, όπως καθετί το κυβερνητικό, έφταναν σχεδόν το μπόι του σε ύψος. Όσες φορές είχε περάσει από το γραφείο του διευθυντή στο παρελθόν, καθόταν πάντα με την πλάτη του στραμμένη στον τοίχο, οπότε δεν τους είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Τώρα συλλογιζόταν ότι πρέπει να δέσποζαν δυσάρεστα στο οπτικό πεδίο
του διευθυντή. Στέκονταν απειλητικά, λες και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ξεράσουν άχρηστο χαρτομάνι, μαζεμένο επί χρόνια, που θα κατέκλυζε με τον όγκο του το γραφείο. Ο Ομάρ Γιούσεφ άγγιξε τις ετικέτες που ήταν κολλημένες σε κάθε συρτάρι. Τα δύο πρώτα περιείχαν τα αρχεία αξιολόγησης των μαθητών. Το τρίτο ήταν γεμάτο με οικονομικά και λογιστικά έγγραφα του σχολείου. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοντοστάθηκε στο τελευταίο συρτάρι. Η ετικέτα έγραφε: «Προσωπικό». Λύγισε τα γόνατα μ’ ένα χαμηλόφωνο μουγκρητό πόνου και το άνοιξε. Διέτρεξε με τα δάχτυλα τις άκρες των φακέλων. Έφτασε και στο όνομά του, τυπωμένο στο ροζ περιθώριο: ΣΙΡΧΑΝ, ΟΜΑΡ ΓΙΟΥΣΕΦ ΣΟΥΜΠΙ. Σκέφτηκε τι θα έκανε αν έμπαινε η Γουάφα και τον έπιανε να σκαλίζει τους απόρρητους φακέλους του προσωπικού. Δε θα υπήρχε πρόβλημα. Η Γουάφα δεν έδειχνε ιδιαίτερα συντετριμμένη από την απώλεια του Στέντμαν, και σε περίπτωση που έμπαινε κανένας άλλος, δε θα αναγνώριζε αμέσως το περιεχόμενο του συρταριού. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβγαλε το φάκελό του. Είχε πάχος γύρω στα δέκα εκατοστά, και χρειάστηκε και τα δυο του χέρια για να τον ξεσφηνώσει από το ξέχειλο συρτάρι. Τόσα δάχτυλα που τις είχαν πιάσει, οι άκρες του φακέλου είχαν μαυρίσει, και φαινόταν πολύ πιο βρόμικος από τους φακέλους του υπόλοιπου προσωπικού που τον περιστοίχιζαν. Έκλεισε το συρτάρι σπρώχνοντάς το με το πόδι, πήρε τον ρυπαρό φάκελο και τον άφησε να πέσει στο γραφείο μ’ έναν ηχηρό γδούπο. Οι πρώτες σελίδες περιείχαν την αίτηση του Ομάρ Γιούσεφ για τη θέση του δασκάλου στο Σχολείο Θηλέων της UNRWA, και τις συστατικές επιστολές του από τους φρέρηδες. Σε μια γωνία της αίτησης, πιασμένη μ’ έναν σκουριασμένο συνδετήρα, υπήρχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία διαβατηρίου. Ο Ομάρ Γιούσεφ πρόσεξε ότι το μουστάκι του δεν ήταν τόσο άσπρο εκείνη την εποχή. Είχαν περάσει μόνο δέκα χρόνια από τότε. Χάιδεψε το μουστάκι της φωτογραφίας και μετά άγγιξε με το δάχτυλό του τις αγκαθωτές τρίχες στο πάνω χείλος του. Ίσως θα έπρεπε να το ξυρίσει. Το σίγουρο ήταν ότι του πρόσθετε χρόνια, ιδίως από τότε που τα μαλλιά του, όσα είχαν απομείνει, άσπρισαν κι αυτά.
201
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 201
202
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 202
Μπορεί απλώς ο Στέντμαν να είχε οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως ο Ομάρ Γιούσεφ έπρεπε να βγει στη σύνταξη επειδή είχε τη γερασμένη όψη συνταξιούχου. Αν ξύριζε το μουστάκι κι έβαφε τα μαλλιά του, ο επόμενος διευθυντής δε θα τον αντιμετώπιζε σαν γεροξούρα που πρέπει να δώσει τόπο στα νιάτα. Μ’ ένα μολύβι σκούρυνε το μουστάκι της φωτογραφίας στο ίδιο γκρίζο χρώμα με το δέρμα. Πήρε ένα στιλό και πρόσθεσε σκούρες τούφες στα μαλλιά. Κοίταξε τον άντρα της φωτογραφίας. Με τα καινούργια μαλλιά και το ξυρισμένο χείλος, θα περνούσε για σαρανταπεντάρης πάνω κάτω. Έπειτα θυμήθηκε ότι ο άντρας της φωτογραφίας ήταν πράγματι σαράντα πέντε ετών· και ήταν ευτυχής που είχε καταφέρει να κόψει έκτοτε τις κακές συνήθειες. Άγγιξε το δέρμα κάτω από τα βλέφαρά του κι ένιωσε το πλαδαρό δέρμα. Στη συνέχεια έσκυψε να περιεργαστεί τη φωτογραφία, καταλήγοντας πως οι σακούλες στα μάτια του ήταν πιο έντονες πριν από μια δεκαετία, την περίοδο που ξενυχτούσε κάθε βράδυ και μερικές φορές το ξημέρωνε κιόλας, τόσο πολύ τον έφτιαχνε το ουίσκι. Θα έλεγε στη Μαριάμ να αγοράσει μια βαφή μαλλιών, και θα ξεφορτωνόταν το μουστάκι. Ο Ομάρ Γιούσεφ διάβασε τη συστατική επιστολή του γυμνασιάρχη των φρέρηδων. Ο διευθυντής του σχολείου, που είχε συνεργαστεί με τον Ομάρ Γιούσεφ επί είκοσι χρόνια, επέρριπτε την αναχώρησή του σε περικοπές, κάτι για το οποίο ο Ομάρ Γιούσεφ τον ευγνωμονούσε σιωπηλά, καθισμένος στην πολυθρόνα του Στέντμαν. Ο γερο-Μπραχήμ δεν είχε αναφέρει ότι ο κυβερνητικός επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης, Αμπού Σουέι, τον είχε εξαναγκάσει να διώξει τον Ομάρ Γιούσεφ. Έπειτα ο Ομάρ Γιούσεφ ξεφύλλισε τις αναφορές του πρώτου διευθυντή του στο σχολείο των Ηνωμένων Εθνών. Ήταν ένας Ιρλανδός ονόματι Φέργκους, που ο Ομάρ Γιούσεφ τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Οι αξιολογήσεις του ήταν άριστες. Ωστόσο, κάτι τον έκανε να σταθεί στις εκθέσεις της επόμενης διευθύντριας. Επρόκειτο για μια κυρία ισπανικής καταγωγής. Η Πιλάρ είχε προηγηθεί του Στέντμαν, και ο Ομάρ Γιούσεφ διατηρούσε τις καλύτερες εντυπώσεις από την τετραετή θητεία της στο σχολείο. Ήταν μερικά χρόνια νεότερή του, και ο Ομάρ απολάμβανε το αθώο φλερτ
των χιουμοριστικών διαλόγων τους. Θυμόταν πώς γελούσε σαν έφηβη κάθε φορά που της έλεγε πόσο κομψή ήταν με τις Gucci μαντίλες της και τα γυαλιά ηλίου μάρκας Fendi. Ήταν ανύπαντρη και δειπνούσε συχνά στο σπίτι των Γιούσεφ. Όμως, στις ετήσιες αξιολογήσεις των διδακτικών επιδόσεών του ήταν καταδικαστική. Ανέφερε ότι, εξαιτίας της ηλικίας του, αδυνατούσε να υιοθετήσει σύγχρονες τεχνικές διδασκαλίας και ότι δεν είχε προσαρμοστεί στο νέο πρόγραμμα σπουδών που είχε εισηγηθεί ο πρόεδρος, όταν η κυβέρνηση ανέλαβε τα ηνία του εκπαιδευτικού συστήματος από την Ισραηλινή Πολιτική Διοίκηση. Ο Ομάρ Γιούσεφ ξεφύλλισε και τα υπόλοιπα έγγραφα. Βρήκε άλλη μια αρνητική αξιολόγηση διά χειρός Πιλάρ και, στη συνέχεια, μια επιστολή την οποία είχε εσωκλείσει στο φάκελο για τον Στέντμαν, όταν εκείνος ανέλαβε τη διοίκηση του σχολείου, πριν από ένα χρόνο. Η επιστολή ανέφερε ότι ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν ένας δύστροπος υπάλληλος, και ότι η ίδια είχε κινήσει τις διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσει την εντολή του κυβερνητικού επιθεωρητή μέσης εκπαίδευσης για την απόλυσή του. Την απόλυσή του! Ίσως ο Αμπού Σουέι είχε χρησιμοποιήσει την επιστολή προσπαθώντας να υποχρεώσει τον Στέντμαν να τον απολύσει, και, αντί γι’ αυτό, ο Αμερικάνος είχε αποπειραθεί να προσφέρει στον Ομάρ Γιούσεφ μια αξιοπρεπή αποχώρηση. Ο υπόλοιπος φάκελος περιλάμβανε επιστολές γονέων, οι οποίοι διαμαρτύρονταν ότι μιλούσε με απαξίωση για την πολιτική ζωή του τόπου και ότι τιμωρούσε υπερβολικά πολλές μαθήτριες με επιπλέον ώρες παραμονής στην τάξη. Ο Κρίστοφερ Στέντμαν δεν είχε προσθέσει δική του αξιολόγηση. Ο Ομάρ Γιούσεφ έκλεισε το φάκελο. Είχε μείνει άναυδος. Τον είχε παρεξηγήσει τον Στέντμαν. Μονομιάς μετάνιωσε για το καλαμπούρι του σχετικά με την απλυσιά του ραμαζανιού και για όλες τις φραστικές επιθέσεις του στον φουκαρά τον διευθυντή. Μιλώντας μεγαλόφωνα, ζήτησε τη συγχώρεση του Αμερικάνου. Ο άνθρωπος ήταν νεκρός πια, και ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε πως δε θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να επανορθώσει για την ασέβεια με την οποία είχε φερθεί στον Στέντμαν όσο ζούσε. Κάθε εχθρική κουβέντα που είχε γρυλλίσει στα μούτρα του Αμερικάνου θαρ-
203
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 203
204
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 204
ρείς και επέστρεφε τώρα σαν χαστούκι στα χείλη που την είχαν ξεστομίσει. Σκέφτηκε να ψάξει στο συρτάρι του προσωπικού, μήπως βρει το φάκελο του ίδιου του Στέντμαν. Μπορούσε να τηλεφωνήσει στους γονείς του στις Ηνωμένες Πολιτείες, να τους ενημερώσει για το θάνατό του, μα έπειτα κατέληξε ότι τα κεντρικά γραφεία στην Ιερουσαλήμ θα αναλάμβαναν το σχετικό τηλεφώνημα. Η λύπη που ένιωθε ο Ομάρ Γιούσεφ για τον Στέντμαν τροφοδοτούσε τώρα την οργή του για τη Σπανιόλα. Γιατί του είχε φερθεί τόσο διπρόσωπα; Αυτός θεωρούσε ανέκαθεν ότι μόνο άνθρωποι σαν τον Χαμίς Ζεϊντάν και τον Χουσεΐν Ταμάρι έπρεπε να βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση για τυχόν διπλά παιχνίδια εις βάρος τους. Η διπροσωπία και η εξαπάτηση τους περιτριγύριζαν, κυριεύοντας κάθε τους σκέψη. Για ποιο λόγο έπρεπε να φυλάγεται και ο ίδιος από ενδεχόμενες προδοσίες; Η ιδέα τού προξενούσε αποστροφή. Λες και δεν έφτανε το γεγονός ότι η έρευνά του γύρω από την υπόθεση του Τζορτζ Σαμπά τον οδηγούσε σε σκοτεινά, βρόμικα μονοπάτια, γεμάτα κρυμμένες απειλές εναντίον του. Σκέφτηκε να στείλει μια οργισμένη επιστολή διαμαρτυρίας στη Σπανιόλα. Ωστόσο, υποτίθεται πως δεν έπρεπε να έχει πρόσβαση στον προσωπικό του φάκελο, άρα με ποια δικαιολογία θα αντιδρούσε στο περιεχόμενό του; Αν οι αξιολογήσεις αυτές ήταν ενδεικτικές του αληθινού χαρακτήρα της, η Πιλάρ θα χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη παράβαση σαν πρόσχημα για την απόλυσή του. Μπορεί κατά βάθος να την είχε ενοχλήσει το φλερτ του. Ή το αντίθετο, ίσως είχε νιώσει απόρριψη, αφού ο Ομάρ δεν προχώρησε ποτέ σε ουσιαστικά ερωτικά ανοίγματα. Ήταν μια πιθανότητα. Παρόλο που ο Ομάρ Γιούσεφ θα το θεωρούσε απρέπεια, αυτές οι Ευρωπαίες κυρίες συμπεριφέρονταν σύμφωνα με μια ηθική ικανή να σοκάρει ακόμα και τον πιο προοδευτικό Άραβα. Ο ίδιος αναγνώριζε ότι, με μια σύζυγο τόσο καλή όσο η Μαριάμ, δεν είχε αναγκαστεί ποτέ να βρεθεί αντιμέτωπος με το θυμό που έκρυβαν ορισμένες γυναίκες μέσα στην ψυχή τους, ούτε είχε χρειαστεί να κατανοήσει τις επιθυμίες μιας ανύπαντρης κυρίας. Ο Ομάρ Γιούσεφ ξεφύλλισε βιαστικά το φάκελο και αφαίρε-
σε όλες τις γαλάζιες κόλλες αναφοράς με τις αξιολογήσεις της Σπανιόλας, καθώς και την επιστολή που είχε συμπεριλάβει για τον Στέντμαν. Έσκισε κάθε σελίδα σε οχτώ κομμάτια, τσαλάκωσε τα σκισμένα χαρτιά σε μια μπάλα και τα πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Απέμεινε να κοιτάζει τα τσαλακωμένα χαρτιά πικραμένος. Απλώνοντας το χέρι, μάζεψε την μπάλα, την έσφιξε με δύναμη στη χούφτα του και την ξαναπέταξε με φόρα στο άδειο καλάθι. Η χάρτινη μπάλα κύλησε πέρα δώθε μ’ έναν ρηχό, κούφιο ήχο. Τώρα, αισθανόταν κάπως καλύτερα. Ο Ομάρ Γιούσεφ πήρε το φάκελό του, διέσχισε το γραφείο και γονάτισε μπροστά στο ερμάρι με πόδια που έτρεμαν. Τον σφήνωσε πάλι ανάμεσα στους υπόλοιπους φακέλους κι έκλεισε το συρτάρι. Ξανασηκώθηκε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. Ο τόνος της ραδιοφωνικής εκπομπής άλλαξε. Μια τηλεφωνική σύνδεση γεμάτη παράσιτα διέκοψε τη φωνή του εκφωνητή, κεντρίζοντας την προσοχή του Ομάρ Γιούσεφ. Επρόκειτο για έναν ρεπόρτερ, ο οποίος μετέφερε νεότερες εξελίξεις και πληροφορίες σχετικά με την επίθεση αυτοκτονίας στην Ιερουσαλήμ: «...Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων του Αλ Ακσά ανακοινώνουν, σύμφωνα με δελτίο Τύπου που διανεμήθηκε στα ειδησεογραφικά πρακτορεία, ότι η μαρτυρική επιχείρηση στην υπαίθρια αγορά Μαχανέχ Γιεχούντα είχε ως φορέα της τον Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν, που κατάγεται από το χωριό Ιρτάς, της διοικητικής περιφέρειας της Βηθλεέμ. Ο μάρτυρας ήταν δεκαεννέα ετών. Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων συγχαίρουν την οικογένεια και το χωριό...» Ο Ομάρ Γιούσεφ στηρίχθηκε στην άκρη του γραφείου με κομμένη την ανάσα. Ο σταθμός επανέλαβε το ανακοινωθέν. Ο σχολιαστής, που είχε εικάσει πρωτύτερα ότι ο βομβιστής πρέπει να είχε ως αφετηρία του τη Ραμάλα, έλεγε τώρα πως οι Ισραηλινοί θα κατέβαζαν, το δίχως άλλο, στρατεύματα στη Βηθλεέμ. Αναμφίβολα, πρόσθεσε, η νέα τακτική ολοσχερούς ισοπέδωσης της οικογενειακής εστίας τού εκάστοτε μάρτυρα θα οδηγούσε στην καταστροφή τούς Αμπντέλ Ραχμάν, αλλά ο λαός της Παλαιστίνης θα παρέμενε αμετακίνητος σύμμαχός τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ έκλεισε το ραδιόφωνο. Για ποιο λόγο ο Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν είχε θυσιάσει τη
205
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 205
206
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 206
ζωή του με αυτόν τον τρόπο; Ο Ομάρ Γιούσεφ διέτρεξε νοερά τη συνομιλία του με τον νεαρό στην αυλή του σπιτιού των Αμπντέλ Ραχμάν, όταν βρέθηκε το πτώμα της Ντιμά. Ο Γιουνίς ήταν οργισμένος και εχθρικός. Ωστόσο, όλος εκείνος ο συρφετός, οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων, που για λογαριασμό τους είχε διεκπεραιώσει τη μοιραία τούτη αποστολή, ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν καταλάβει τα συνεργεία της φαμίλιας του αμέσως μετά τη δολοφονία του ισχυρού, μεγαλύτερου αδελφού του. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν σίγουρος πως ο Γιουνίς γνώριζε ότι ο Ταμάρι ήταν υπεύθυνος για το θάνατο του αδελφού και της νύφης του. Θυμόταν πώς αγριοκοίταζε ο νεαρός τούς ηγέτες των Ταξιαρχιών την ώρα που κατέφθαναν στη δίκη του Τζορτζ Σαμπά. Η ιδέα της αυτοκτονίας σε τέτοιου είδους βομβιστικές επιθέσεις ήταν ανέκαθεν κάτι το αδιανόητο για τον Ομάρ Γιούσεφ, μα η συγκεκριμένη περίπτωση έμοιαζε πολύ πιο αλλόκοτη από ανάλογα περιστατικά για τα οποία είχε ακούσει στον καταυλισμό. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε συμπεράνει με τα χρόνια πως οι πιο πολλοί νεαροί της Ντεχάισα που πέθαιναν με αυτόν τον τρόπο, μοιράζονταν ορισμένες κοινές συνιστώσες. Συνήθως, κάτι ήθελαν να αποδείξουν. Ορισμένες φορές ήταν ψυχικά διαταραγμένα άτομα, έχοντας υπάρξει μάρτυρες στη δολοφονία κάποιου οικείου τους σε επίθεση των Ισραηλινών. Όμως, οι περισσότεροι από τους βομβιστές νοιάζονταν να δείξουν στους άλλους ότι δε συμβάδιζαν με την εικόνα που είχε γι’ αυτούς ο κόσμος, ότι ήταν άνθρωποι ανιδιοτελείς και τίμιοι και γενναίοι. Κατά κανόνα οι ζωές τους ήταν άχρηστες, ή είχαν καταντήσει άχρηστες εξαιτίας κάποιας κοινωνικής παράβασης ή απρέπειας, και προσπαθούσαν να εξιλεωθούν και να αποκαταστήσουν την υπόληψη των συγγενών τους με τον μαρτυρικό τους θάνατο. Τι ήθελε άραγε να αποδείξει ο Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν; Μπορεί απλώς να του είχε σαλέψει έπειτα από το θάνατο του αδελφού και της νύφης του στο λαχανόκηπο του ίδιου τους του σπιτιού. Ωστόσο, ο πιτσιρικάς έμοιαζε να τρώγεται από λαχτάρα για εκδίκηση και όχι από απελπισία, όταν είχε μιλήσει όλο θυμό στον Ομάρ Γιούσεφ εδώ και δυο μέρες. Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε τότε το ντροπιασμένο ύφος του Γιουνίς. Λες ο μικρός να είχε δολοφονήσει την Ντιμά και να ανατι-
νάχθηκε για να γλυτώσει από τις ενοχές; Ή μήπως ήταν αναμεμειγμένος μαζί με τον Ταμάρι στο θάνατο του αδελφού του στην αυλή του σπιτιού τους; Ο Ομάρ Γιούσεφ χρειαζόταν χρόνο για να εξετάσει διεξοδικά όλα τα πιθανά σενάρια. Το παντελόνι του ήταν λασπωμένο από τη βουτιά του στο χώμα τη στιγμή που εξερράγη η βόμβα. Σκέφτηκε να γυρίσει στο σπίτι του για ν’ αλλάξει και να στοχαστεί ως προς το νόημα αυτής της νέας εξέλιξης στην υπόθεση, καθισμένος στην αναπαυτική σάλα. Έπειτα συλλογίστηκε το ανακοινωθέν, ότι η βομβιστική επίθεση του Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν είχε οργανωθεί από τις τοπικές Ταξιαρχίες Μαρτύρων. Οι Ισραηλινοί μπορεί να εισέβαλλαν στη Βηθλεέμ για να εκδικηθούν τους ενόπλους. Και σε αυτή την περίπτωση, ο Τζιχάντ Αουντέ σχεδίαζε να καταφύγει στο Ναό της Γεννήσεως. Προτού γυρίσει στο σπίτι του για ν’ αλλάξει, ο Ομάρ Γιούσεφ αποφάσισε πως θα περνούσε από την εκκλησία. Θα προειδοποιούσε τον Ελίας Μπισάρα για το σχέδιο του Αουντέ. Ο Ελίας θα έπρεπε να σκαρφιστεί κάποιον τρόπο προκειμένου να εμποδίσουν την είσοδό του στο ναό. Ο Ομάρ Γιούσεφ φόρεσε το σακάκι και τον μπερέ του. Έσκυψε και μάζεψε τη χάρτινη γαλάζια μπάλα από το καλάθι των αχρήστων. Την έσφιξε στη χούφτα του κι ένιωσε σαν να έσφιγγε τα χέρια γύρω από το λαιμό της Σπανιόλας διευθύντριας. Η γυναίκα εκείνη είχε αγγίξει αυτές τις σελίδες. Τώρα που είχε φύγει, ο Ομάρ Γιούσεφ είχε καταστρέψει τα δόλια ίχνη της. Τα πάντα μπορούσαν να αφανιστούν με τον κατάλληλο τρόπο. Ο Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν ξεχείλιζε από οργή την τελευταία φορά που τον είχε δει ο Ομάρ Γιούσεφ, και τώρα ήταν ένα αδειανό κουφάρι, διαλυμένο, έτοιμο να σαπίσει, δίχως να έχει αφήσει το παραμικρό χνάρι του στον κόσμο. Μπορεί να είχε ζωστεί ένα μάτσο εκρηκτικά γύρω από τον κορμό του, μα ο πυροκροτητής βρισκόταν μέσα του. Η Γουάφα ύψωσε το βλέμμα όταν ο Ομάρ Γιούσεφ άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Μιλούσε στο τηλέφωνο, και σκέπασε το ακουστικό με το χέρι της. «Έχω στη γραμμή τον διευθυντή συντήρησης από την Ιερουσαλήμ», είπε. «Το συνεργείο θα φτάσει σε καμιά ωρίτσα. Θέλεις να μιλήσεις κι εσύ μαζί τους;»
207
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 207
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 208
208
Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε αρνητικά. Αποχαιρέτησε τη Γουάφα και διέσχισε το διάδρομο, πατώντας στα σπασμένα τζάμια της ρημαγμένης από την έκρηξη αίθουσας. Στην είσοδο, ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα, σε στάση επιφυλακής, με το καλάσνικοφ όρθιο στον τοίχο. Μόλις είδε τον Ομάρ Γιούσεφ, ανακάθισε και τεντώθηκε ελαφρώς. «Ειρήνη να ’χετε, ουστάζ». «Κι εσύ. Ο Αλλάχ να σου δίνει χρόνια», αποκρίθηκε ο Ομάρ Γιούσεφ, μισοκλείνοντας τα μάτια κόντρα στον άνεμο και ανασηκώνοντας το γιακά του σακακιού του. Ο αέρας λυσσομανούσε παγερός σε σύγκριση με την κλεισούρα του γραφείου του Στέντμαν. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέσχισε τον λασπωμένο χωματόδρομο. Ο κοφτός, βαθύς βόμβος ενός ισραηλινού ελικοπτέρου ακουγόταν σαν απειλή από ψηλά, ανάμεσα στα σύννεφα. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε ολόγυρα ψάχνοντας για τον Ναγίφ, αλλά ο δρόμος ήταν έρημος, εξόν από μια πιτσιλωτή κατσίκα με το κεφάλι της χωμένο σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ. Ο Ομάρ Γιούσεφ έστρεψε τα νώτα του στον άνεμο. Πέταξε τη χάρτινη γαλάζια μπάλα όσο πιο μακριά μπορούσε. Το δυνατό αγιάζι την άρπαξε και την έριξε σε μια λακκούβα με λασπόνερα πίσω από έναν ξέχειλο κάδο απορριμμάτων.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 209
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο Πρωτο
ΝαΣ ΕΛΛΗΝαΣ ΟρΘόδΟξΟΣ ΙΕρέαΣ ΣΤΕκόΤαΝ ακΟυΜπΙΣΜέ-
νος στο λείο άκρο της Αγίας Τράπεζας, επιτηρώντας την είσοδο του σπηλαίου όπου γεννήθηκε ο Ιησούς. Χάιδευε τη μακριά, μαύρη γενειάδα του, τυλίγοντας τις πυκνές τρίχες μες στη χούφτα του ασταμάτητα, σαν κορίτσι που ισιώνει την αλογοουρά του, και παρατηρούσε τον Ομάρ Γιούσεφ που βάδιζε προς το μέρος του, μέσα στον έρημο Ναό της Γεννήσεως. Τα μάτια του ήταν μισοκρυμμένα, περιβεβλημένα με ένα μαύρο τόσο έντονο όσο και η κοντή μίτρα του και τα ποδήρη άμφιά του, ενώ το πρόσωπό του ήταν ασάλευτο, με ένα ύφος νωθρής εχθρότητας. «Καλημέρα, πάτερ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ μόλις έφτασε στη γωνία του ναού πλάι στο σπήλαιο. Ο ιερέας ψέλλισε κάτι τόσο χαμηλόφωνα, που πιθανώς ούτε ο ίδιος δεν άκουσε τι είχε πει. Ο Ομάρ Γιούσεφ συγκράτησε τον εκνευρισμό του. Ο ιερέας ήταν Έλληνας. Τα υπόλοιπα δόγματα επέτρεπαν και σε ντόπιους να ανέλθουν στα κλιμάκια της ιεροσύνης, αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας σχεδόν πάντοτε έστελνε κληρικούς από την Αθήνα, για να ιερουργήσουν ενώπιον ενός λαού για τον οποίο δε γνώριζαν απολύτως τίποτε. Οι εισαγόμενοι παπάδες κατέληγαν αποξενωμένοι, μνησίκακοι και στριμμένοι σαν και τούτον εδώ. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε πως εκείνη τη μέρα ο ιερέας δεν είχε τουρίστες να κακομεταχειριστεί, επομένως πρέπει να ήταν πολύ κακοδιάθετος. «Ψάχνω τον πατέρα Ελίας Μπισάρα». Ο Έλληνας ιερέας κοίταξε τα λασπωμένα, μουσκεμένα μπατζάκια του Ομάρ Γιούσεφ. Ύψωσε αδιάφορα το χέρι και, λυγίζοντας το δάχτυλο, έστρεψε τον καρπό του προς την κατεύθυνση 14 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
209
Ε
210
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 210
μιας μικρής πόρτας στο βόρειο κλίτος του ναού. Κατόπιν το χέρι του ξανάρχισε να θωπεύει τη γενειάδα, και το αίτημα του Ομάρ Γιούσεφ θεωρήθηκε λήξαν. Στην άλλη πλευρά της πορτούλας βρισκόταν ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης. Οι Φραγκισκανοί τον είχαν χτίσει στο πλάι του Ναού της Γεννήσεως, τον δέκατο ένατο αιώνα. Το λευκό μαρμάρινο εσωτερικό της εκκλησίας ήταν βυθισμένο στη σιωπή, οπότε ο Ομάρ Γιούσεφ κατευθύνθηκε προς το περιστύλιο. Οι γρανιτένιοι μεσαιωνικοί κίονες είχαν αποκατασταθεί στο παλιό γκριζωπό χρώμα τους, που γυάλιζε αφύσικα στο μονότονο λευκό φως του συννεφιασμένου ουρανού. Εκ πρώτης όψεως το περιστύλιο έμοιαζε έρημο. Στο κέντρο του προαύλιου χώρου υπήρχε το άγαλμα ενός ηλικιωμένου άντρα με ρούχα μοναχού. Τότε, πίσω από το άγαλμα, ο Ομάρ Γιούσεφ είδε έναν ιερέα που προσευχόταν γονυπετής και με σκυφτό το κεφάλι. Αναγνώρισε αμέσως τα αραιά, σγουρά μαύρα μαλλιά του Ελίας Μπισάρα. Ο ιερέας σηκώθηκε καθώς ο Ομάρ Γιούσεφ διέσχιζε το πλακόστρωτο χαμογελαστός. «Καλώς όρισες, Αμπού Ραμίζ». «Πώς είστε, πάτερ Ελίας;» «Μη με λες “πάτερ”. Ακούγεται αλλόκοτο στο στόμα κάποιου ο οποίος υπήρξε δάσκαλός μου στα παιδικά μου χρόνια», είπε ο Ελίας. «Δεν κρυώνεις εδώ έξω;» «Βασικά, αυτό είναι το ζητούμενο». Ο ιερέας έριξε μια ματιά στο περιστύλιο. «Η δυσφορία με βοηθάει να συγκεντρωθώ στην προσευχή μου. Όπως κι αυτός ο γερο-μπάσταρδος!» Κι έγνεψε προς το άγαλμα. Ο Ομάρ Γιούσεφ έστρεψε το βλέμμα στο λαξεμένο γενειοφόρο πρόσωπο. Δεν του προξενούσε κανένα αίσθημα κατάνυξης. Το άγαλμα ήταν εντελώς ανέκφραστο, χωρίς καμιά ουσία, σαν φτηνό ζελέ στο ράφι ενός σούπερ μάρκετ. «Ο Άγιος Ιερώνυμος είναι;» «Ναι, ο πολιούχος μας άγιος και μάρτυρας», είπε ο Ελίας Μπισάρα. «Νωρίτερα συλλογιζόμουνα τον φίλο μας, τον Τζορτζ Σαμπά. Συνειδητοποίησα πως ένιωθα μίσος για τους μουσουλμάνους της πόλης μας, για το κακό που κάνανε στον Τζορτζ. Τους μισώ για τον άκριτο δογματισμό τους και την αλλόφρονα ροπή
τους προς την αυτοθυσία. Κι έτσι ήρθα εδώ, να γονατίσω στα πόδια του Αγίου Ιερώνυμου και να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι κι εμείς οι χριστιανοί έχουμε κάμποσους τρελούς, που απορρίπτουν με φανατισμό όλους εκείνους οι οποίοι πιστεύουν σε άλλον Θεό και σκέφτονται διαφορετικά». «Για να μη μιλήσουμε για όσους λατρεύουν τους μάρτυρες σχεδόν πιο πολύ κι από τον ίδιο τον Θεό», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Έχεις δίκιο, Αμπού Ραμίζ. Η λατινική μετάφραση της Βίβλου που είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος, ο Ιερώνυμος, υπήρξε η επίσημη εκδοχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επί χίλια εξακόσια χρόνια. Ήταν τεράστιο επίτευγμα για κάποιον ο οποίος ζούσε σαν ερημίτης στη Βηθλεέμ. Ωστόσο, ο Ιερώνυμος κατέστρεψε τις σταδιοδρομίες και τις ζωές άλλων θεολόγων, που τολμούσαν να αμφισβητήσουν την αυθεντία του, κι επιπλέον διακοσμούσε τους τάφους των μαρτύρων με τόσα πολλά κεριά, που ο κόσμος έλεγε πως ήταν παγανιστής και πως λάτρευε το φως αντί για τον Θεό». Ο Ελίας Μπισάρα τίναξε το χώμα που είχε μαζευτεί στο ράσο του όσο ήταν γονατισμένος. Κοίταξε το λασπωμένο παντελόνι του Ομάρ Γιούσεφ. «Έπεσες πουθενά, ουστάζ;» Η λάσπη είχε σχηματίσει μια ξερή κρούστα στα μπατζάκια του Ομάρ Γιούσεφ. Μέσα από το ύφασμα, τα πόδια του ήταν βρεγμένα και παγωμένα. «Δεν είναι τίποτα», είπε. «Ας μπούμε μέσα, όπως και να ’χει. Δεν είναι ανάγκη να τιμωρείσαι κι εσύ μαζί μου μες στο κρύο». «Δε θα το ’λεγα και τιμωρία». Οι δύο άντρες μπήκαν στο ήσυχο, λευκό παρεκκλήσι. Από την πορτούλα που έβγαζε στο Ναό της Γεννήσεως, ο Έλληνας ιερέας τούς παρατηρούσε, με τα δάχτυλά του να θωπεύουν ακόμα τη γενειάδα του. Ο Ελίας Μπισάρα έπιασε τον Ομάρ Γιούσεφ από το μπράτσο και τον οδήγησε στο τελευταίο στασίδι. «Ελίας, πρέπει να σε προειδοποιήσω, η εκκλησία κινδυνεύει», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Σήμερα το πρωί έγινε μια βομβιστική επίθεση στην Ιερουσαλήμ, μια επίθεση αυτοκτονίας». «Ναι, το πήρε τ’ αυτί μου». «Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων έχουν αναλάβει την ευθύνη. Η επιχείρηση οργανώθηκε από πυρήνες της Βηθλεέμ. Φοβάμαι
211
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 211
212
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 212
πως οι Ισραηλινοί θα ’ρθουν απόψε κιόλας να συλλάβουν, ή ακόμα και να σκοτώσουν, τους ηγέτες της ομάδας. Είναι υποχρεωμένοι να κάνουν κάποιας μορφής αντίποινα για τους νεκρούς στην αγορά». «Και η εκκλησία πώς εμπλέκεται σε όλα αυτά;» «Ο Τζιχάντ Αουντέ, που είναι ένα από τα ηγετικά στελέχη στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων, μετακόμισε πρόσφατα απέναντι απ’ το σπίτι μου. Κι έχει πει πως, άμα έρθουν να τον πιάσουν οι Ισραηλινοί, θα καταφύγει στο ναό». Ο Ελίας τον άκουγε με κομμένη την ανάσα. «Φυσικά, όπως καταλαβαίνεις, έτσι και μπει στην εκκλησία, είναι πιθανό να κουβαλήσει και τους Ισραηλινούς στρατιώτες στο κατόπι του. Ενδέχεται να ξεσπάσει ανταλλαγή πυρών μέσα στο ναό. Και ποιος ξέρει πού μπορεί να καταλήξει όλη αυτή η ιστορία; Ωστόσο, θα ’ναι δεινό πλήγμα για την πόλη, και για τους χριστιανούς, όποια κι αν είναι η έκβαση. Η εκκλησία σας ίσως υποστεί ζημιές, ή ίσως καταστραφεί ολοσχερώς, σε περίπτωση που μπουκάρουν οι ένοπλοι. Και αν οι ιερείς δεν τους προσφέρουν άσυλο, οι μουσουλμάνοι της πόλης θα ξεσηκωθούν εναντίον των χριστιανών, ότι εγκατέλειψαν τους υποτιθέμενους ήρωες της αντίστασης στο έλεος του ισραηλινού στρατού». Ο Ελίας έριξε μια κλεφτή ματιά προς τον Έλληνα ιερέα, που τους παρακολουθούσε. Εκείνος λούφαξε πίσω από το πέτρινο υπέρθυρο της πόρτας, αθέατος. «Αμπού Ραμίζ, δεν μπορώ να πιστέψω πως έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο», είπε. «Γιατί νομίζεις ότι οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων έχουν το αρχηγείο τους στη γωνία, εδώ πιο κάτω; Για να το σκάσουν από το κρησφύγετό τους και να βρεθούν στο ναό μέσα σ’ ένα λεπτό, αν χρειαστεί. Απόψε πρέπει να κλείσετε τις πόρτες από νωρίς». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Αμπού Ραμίζ. Δεν είναι στο χέρι μου. Ακόμα κι αν πείσω τον Λατίνο πατριάρχη να κλειδαμπαρώσει την εκκλησία, οι Έλληνες δε θα το επιτρέψουν. Θα θεωρήσουν ότι πάμε ν’ αλλάξουμε τον κανονισμό λειτουργίας του ναού. Εδώ κι αιώνες όλα γίνονται σύμφωνα με το τυπικό. Ιστορία διδάσκεις, οπότε καταλαβαίνεις τι σου λέω. Θυμάσαι πώς κατέληξε σε πόλεμο η γαλλική αυτοκρατορία με τη Ρωσία, πριν από ε-
κατόν πενήντα χρόνια, επειδή οι ιερείς τσακώνονταν για μια καινούργια πλάκα που θα κοσμούσε το σημείο όπου γεννήθηκε ο Ιησούς; Μέχρι και σήμερα, εάν ένας καθολικός ιερέας σκουπίσει τα σκαλοπάτια που έχει στην ευθύνη του να καθαρίσει ένας Έλληνας ορθόδοξος ιερέας, θα φάει γροθιά στα μούτρα. Δεν έχει νόημα ούτε καν να τους ζητήσεις να κλείσουν τις πόρτες λίγο νωρίτερα». «Μα δεν μπορεί! Δε θ’ αντιληφθούν ότι ο ναός απειλείται;» «Δεν έχει σημασία. Επικρατεί τέτοια στενομυαλιά σε τούτη την εκκλησία, ώστε, προκειμένου να μην παραχωρήσουν ούτε το ελάχιστο σε ένα άλλο χριστιανικό δόγμα, ορισμένοι ιερείς θα προτιμούσαν να τη δουν να καταστρέφεται από Εβραίους και μουσουλμάνους». «Δηλαδή, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα;» «Ίσως μπορώ να κάνω κάτι». Ο Ελίας έστρεψε το βλέμμα στη μορφή του Εσταυρωμένου που κρεμόταν πάνω από την Αγία Τράπεζα. «Θα ’μαι κι εγώ εδώ. Θα τους εμποδίσω». «Ελίας, θα σε σκοτώσουν! Πώς θα τους εναντιωθείς ολομόναχος;» «Αμπού Ραμίζ, δεν είμαι ήρωας, βέβαια. Τους τρέμω τους ενόπλους. Ωστόσο, ελπίζω ότι ο φόβος μου είναι μικρότερος απ’ την αγάπη μου γι’ αυτή την εκκλησία. Τούτο το κτίσμα είναι η ζωντανή ιστορία του χριστιανισμού στους Αγίους Τόπους. Εσύ μου δίδασκες πάντοτε ότι η ιστορία είναι η ουσία της ζωής, ότι η μελέτη της μας δίνει το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον. Ακόμα κι αν γκρεμίζονταν αυτές οι πέτρες, το πνεύμα της ιστορικής διαδρομής τους πρέπει να προστατευτεί. Ο χώρος που βρισκόμαστε αντιπροσωπεύει ένα παρελθόν κατά το οποίο χριστιανοί και μουσουλμάνοι συνυπήρχαν ειρηνικά, αλλά και το ενδεχόμενο μιας ανάλογης ειρηνικής συνύπαρξης στο μέλλον, όταν κοπάσει όλη αυτή η παραφροσύνη. Θα μείνω εδώ απόψε και θα προσευχηθώ για το ναό. Θα παραμείνω ακόμα κι όταν έρθουν οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων, και θα προσευχηθώ και για δαύτες». Ο Ελίας Μπισάρα απόθεσε το ζεστό του χέρι στο γόνατο του Ομάρ Γιούσεφ. «Σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση, Αμπού Ραμίζ. Τώρα θα είμαι έτοιμος να τους αντιμετωπίσω, όταν έρθουν. Κι εσύ κοίτα
213
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 213
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 214
214
να γυρίσεις στο σπίτι σου και να φορέσεις κάτι στεγνό, προτού σε ξεκάνει το κρύο». «Όσο το σκέφτομαι, νομίζω πως κάτι τέτοιο θα ήταν ευλογία». «Θες να γίνεις ο συναχωμένος μάρτυρας;» Ο Ελίας Μπισάρα γέλασε. «Μόλις πας στον παράδεισο, αντί για ουρί, θα σου δώσουν να πιεις... εβδομήντα δύο φλιτζάνια καυτό μηλίτη!» Ο Ομάρ Γιούσεφ γέλασε κι εκείνος με τη σειρά του. Όπως έφευγε όμως από την εκκλησία, πρόσεξε ότι ο Ελίας Μπισάρα είχε πέσει πάλι στα γόνατα. Το βλέμμα του ιερέα, βλοσυρό, ήταν καρφωμένο στο σταυρό.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 215
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο Δευτερο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ ήΤαΝ ξαπΛωΜέΝΟΣ ΦαρδύΣ πΛαΤύΣ ΣΤΟ κρΕ-
βάτι του, περιμένοντας τη Μαριάμ να τον φωνάξει στο τραπέζι για το ιφτάρ. Ο πόνος στη μέση, που τον είχε πρωτοπιάσει όταν άδειαζε τα νερά από το πλημμυρισμένο υπόγειο, είχε επιστρέψει. Ο ποδαρόδρομος από το σχολείο στην εκκλησία και από εκεί στο σπίτι του τον είχε κουράσει, μα ο φόβος ότι ο νεαρός ιερέας θα έβαζε τον εαυτό του σε κίνδυνο τον εξουθένωνε στ’ αλήθεια. Αφού κάθισε πρώτα να πιει ένα φλιτζάνι καφέ, το ρίγος απλώθηκε στη βάση της ραχοκοκαλιάς του και οι μύες του μαγκώθηκαν, σφίγγοντάς τον όπως η γνώριμη γροθιά ενός φριχτού, επαναλαμβανόμενου εφιάλτη. Κατά παράδοξο τρόπο, του φαινόταν ταιριαστό ότι εκείνο το βράδυ, την ώρα που θα έπρεπε να αλωνίζει τη Βηθλεέμ, ξεθάβοντας αποδεικτικά στοιχεία και πείθοντας τον κόσμο ότι ο Τζορτζ Σαμπά ήταν αθώος, ο Ομάρ Γιούσεφ είχε περάσει πέντε άκαρπες ώρες πεσμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι του. Η σιωπή του μελαγχολικού, μονότονου ουρανού, που αντίκριζε από το παράθυρό του, τον τυραννούσε σαν το απλανές βλέμμα ενός σαδιστή. Θα περνούσε ξαπλωμένος εδώ τις δεκαοχτώ ώρες που απέμεναν μέχρι την εκτέλεση του Τζορτζ Σαμπά, χαζεύοντας την πυκνή συννεφιά με απελπισία. Έπειτα θ’ άρχιζε να βρέχει, και θα καταλάβαινε ότι ο Τζορτζ ήταν νεκρός. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε μήπως είχε πάθει κατάθλιψη. Ίσως έπασχε από κάποιας μορφής μετατραυματικό στρες. Είχε διαβάσει για ανάλογες περιπτώσεις ανθρώπων, που είχαν βρεθεί, όπως ο ίδιος, σε μικρή απόσταση από την έκρηξη μιας βόμβας. Ακούμπησε το χέρι του στο στέρνο και αισθάνθηκε το δέρμα του λίγο μωλωπισμένο από το ωστικό κύμα της έκρηξης που τον είχε σωριάσει κατάχαμα το πρωί στο σχολείο. Ότι ήταν και τραυμα-
215
Ο
216
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 216
τισμένος ψυχικά δεν αμφέβαλλε καθόλου· το θέαμα του πτώματος του Κρίστοφερ Στέντμαν ήταν πολύ μεγάλο τραύμα. Δεν το είχε σκεφτεί όσην ώρα καθόταν στο γραφείο του Στέντμαν, ούτε στο δρόμο της επιστροφής. Υπήρχαν άλλα πράγματα που έπρεπε να συλλογιστεί. Με το που έφτασε στο σπίτι του, όμως, το άψυχο μέλος του Αμερικάνου ξανάρθε στο νου του. Όλο το απόγευμα καθόταν και περιεργαζόταν το δικό του χέρι, υψώνοντάς το μπροστά στο πρόσωπό του στην ίδια θέση που είχε βρεθεί το χέρι του Στέντμαν, λες και πάσχιζε να πιαστεί στα πλακάκια του δαπέδου, σαν το σκορπιό, προσπαθώντας να προφτάσει το μισοκαμένο πτώμα του διευθυντή. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε πόσο συχνά αναλογιζόταν ο Χαμίς Ζεϊντάν το χαμένο του χέρι. Γίνεται να μην το ρίξεις στο πιοτό έπειτα από τέτοιο πλήγμα; Η απώλεια του χεριού, οι φρικαλεότητες της στρατιωτικής θητείας, η μοναξιά ενός ανθρώπου που ένιωθε σαν πιο κοντινούς του συντρόφους τούς νεκρούς από μάχες παλιές. Ο Ομάρ Γιούσεφ μετά βίας είχε καταφέρει να επιβληθεί στη δική του παθολογική εξάρτηση από το ποτό και το κάπνισμα, και είχε να παλέψει μονάχα με τις απογοητεύσεις της ζωής στα κατεχόμενα εδάφη. Πόσο πιο δύσκολο θα πρέπει να ήταν για τον φίλο του! Ναι, εξακολουθούσε να τον θεωρεί φίλο του τον Χαμίς Ζεϊντάν. Αισθάνθηκε ξαφνικά μεγάλη επιείκεια γι’ αυτόν, καθώς τον φανταζόταν να κείτεται ανάσκελα στην έρημο του Λιβάνου, μισολιπόθυμος, ψάχνοντας απεγνωσμένα μες στα χώματα για το ακρωτηριασμένο χέρι του, δίχως να αντιλαμβάνεται τις σφαίρες που σφύριζαν ολόγυρά του, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να ξαναβάλει απλώς το κομμένο μέλος στη θέση του και να τραπεί σε φυγή από το πεδίο της μάχης μια για πάντα. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε πως ίσως εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ιδεαλιστής νέος τον οποίο γνώριζε από τα φοιτητικά τους χρόνια είχε μεταμορφωθεί στον πικρόχολο, μελαγχολικό, απαθή μέθυσο που ηγείτο πλέον του αστυνομικού σώματος της Βηθλεέμ. Αναλογίστηκε επίσης κατά πόσον το σκοτάδι που πλάκωνε τη ζωή του Χαμίς Ζεϊντάν, εδώ και δεκαετίες, μπορούσε να είναι τόσο πηχτό, ώστε να επισκιάζει ακόμα και την ευθυκρισία του αρχηγού της αστυνομίας, την αντίληψή του περί δικαίου και αδίκου. Υπήρχε πιθα-
νότητα ο φίλος του να ήταν τόσο διεφθαρμένος, που να είχε πει στον Ταμάρι για όσα ήξερε η Ντιμά; Και μόνο η σκέψη προκαλούσε στον Ομάρ Γιούσεφ αποστροφή, όμως δεν έβλεπε άλλο λόγο που θα έκανε τον Ταμάρι να αποφασίσει ότι έπρεπε να σκοτώσει την κοπέλα. Η Νάντια μπήκε στην κρεβατοκάμαρα του παππού της φέρνοντας ένα φλιτζανάκι καφέ. Τα μάτια του δωδεκάχρονου κοριτσιού ήταν σκοτεινιασμένα, και οι φλέβες της φέγγριζαν γαλαζωπές κάτω από το διάφανο δέρμα της. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατάλαβε πως η μικρή δεν είχε κλείσει μάτι από τη νύχτα που το υπόγειο διαμέρισμα του πατέρα της πλημμύρισε. Ολάκερη η φαμίλια του Ραμίζ είχε στριμωχτεί στον ξενώνα του ισογείου, και τα βράδια ξύλιαζαν από το κρύο. Όλοι γύρω της, οι γονείς της και η γιαγιά της, αλλά και οι συγγενείς και οι γείτονες, που έρχονταν να βοηθήσουν με τη φασίνα του υπογείου, περνούσαν τη μέρα τους θρηνώντας ή γκρινιάζοντας για την κατοχή, την καταστροφή, το μαύρο χάλι που επικρατούσε παντού. Η Νάντια δε μιλούσε. Καθώς ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, ο Ομάρ Γιούσεφ γύρισε ελαφρά το κεφάλι και την κρυφοκοίταξε. Έτσι κι έπαιρνε λίγο βάρος, σκέφτηκε, θα ήταν σαν να είχε απέναντί του τη μητέρα του. Τα μάτια της, μονίμως χαμηλωμένα, της έδιναν ένα μελαγχολικό ύφος. Τα μαλλιά της ήταν σαν ένα μαύρο πλαίσιο γύρω από το χλομό, αψεγάδιαστο πρόσωπο. Ο πατέρας του Ομάρ Γιούσεφ έλεγε πάντα ότι η γυναίκα του είχε την όψη και την περπατησιά Τουρκάλας πριγκίπισσας, από τις παλιές, αμόλυντες τουρκικές φυλές του Καυκάσου, πριν από την επικράτηση των Οθωμανών. Η Νάντια κινούνταν με την ίδια λυγερόκορμη αρχοντιά όπως και η μάνα του Ομάρ Γιούσεφ. Είχε τον ίδιο ευαίσθητο χαρακτήρα. Ήταν συνεσταλμένη, θαρρείς και κάτι την εμπόδιζε να εμπιστευθεί τον κόσμο. Επιπλέον, ήταν οξυδερκής, με την οξυδέρκεια που βρίσκεις μόνο στα δυστυχισμένα παιδιά. Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε την κηδεία της μητέρας του, το 1965, όταν αυτός, ο Ομάρ, ήταν στα δεκαεφτά. Έκανε κρύο εκείνη τη μέρα. Ο βροχερός ουρανός έμοιαζε απειλητικός, όπως τώρα. Ο πατέρας του Ομάρ Γιούσεφ, που δεν έκανε ποτέ κριτική στη γυναίκα του, πήρε παράμερα τον μεγάλο του γιο και του εί-
217
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 217
218
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 218
πε: «Γιε μου, πενθείς για τη μητέρα σου. Αναγνωρίζω ότι σαν μάνα σού στάθηκε πολύ, κι έχεις δίκιο που λυπάσαι για το χαμό της. Δε μου είναι εύκολο αυτό που έχω να σου πω, αλλά πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα: καλύτερα που έφυγε, γιατί κανένας μας δεν μπορούσε πια να τη βοηθήσει. Βλέπεις, από τη μέρα που εγκαταλείψαμε το χωριό, όταν εσύ ήσουν ακόμα στα γεννοφάσκια, δε συνήλθε ποτέ. Δεν την είδες ποτέ πραγματικά ευτυχισμένη. Μακάρι να τη γνώριζες όπως ήταν... Δε θέλω να νιώσεις πως η εμπειρία σου, από την πλευρά του γιου, δεν υπήρξε ευτυχής, ούτε πως δεν της πρόσφερες τη χαρά που κάθε μητέρα αντλεί από τον γιο της. Ωστόσο, όταν φύγαμε απ’ το χωριό, η μητέρα σου άλλαξε. Δεν έπαψε στιγμή να αναπολεί τη ζωή εκεί και να σκέφτεται πόσο πιο σκληρή ήταν η ζωή εδώ. Ποτέ της δεν πολυμιλούσε γι’ αυτό της το βάσανο. Πίστευε ότι θα ντρεπόμουνα που μπόρεσα να της προσφέρω μόνο μια πιο ταπεινή ζωή από εκείνη που προσδοκούσε όταν παντρευτήκαμε. Βέβαια, εγώ ποτέ δε θα ’νιωθα ντροπή, κι ακόμα και τώρα όλα αυτά σ’ τα λέω δίχως την παραμικρή πικρία. Μην αφήσεις τις κακουχίες της ζωής να σου κλέψουν την ευτυχία σου, γιε μου! Όταν αποχτήσεις παιδιά κι εγγόνια, εύχομαι να γυρίσουν στο χωριό μας. Μα κι αν δε γυρίσουν, φρόντισε να πάψουν ν’ ασχολούνται με το παρελθόν, για τα καλά. Μην τους επιτρέψεις να σκίζονται στα δύο, όπως έκανε η μητέρα σου, ανάμεσα στο χωριό τού χτες και τον καταυλισμό τού σήμερα. Γιατί, έτσι, θα ’ναι σαν να μη ζούνε στ’ αλήθεια πουθενά». Εκείνο τον καιρό, αν οποιοσδήποτε άλλος είχε μιλήσει στον Ομάρ Γιούσεφ με τέτοιον τρόπο, θα τον απέρριπτε μονομιάς ως αξιοθρήνητο ηττοπαθή. Πόσο πιο κοντά στο νόημα της συμβουλής του πατέρα του βρισκόταν τώρα ο Ομάρ Γιούσεφ; Τώρα που η Νάντια στεκόταν απέναντί του, διστακτική και κουρασμένη, ο Ομάρ Γιούσεφ λαχταρούσε να αποδιώξει κάθε σκέψη γύρω από τον Χαμίς Ζεϊντάν, τον Τζορτζ Σαμπά, την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν και τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων. Ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό το κορίτσι. «Καλώς το μου. Έλα, αγάπη μου, κάθισε». Η Νάντια ακούμπησε τον καφέ στο κομοδίνο και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
Ο Ομάρ Γιούσεφ την έπιασε από το χέρι. Ήταν κρύο σαν κατεψυγμένο κοψίδι. «Είσαι κουρασμένη;» Η Νάντια έγνεψε καταφατικά. «Είναι δύσκολη η ζωή στον τόπο μας, καρδούλα μου. Όμως, θέλω να ξέρεις πως υπάρχουν άνθρωποι, σε άλλα μέρη του κόσμου, που περνάνε τρισχειρότερα». «Ξέρω, παππού». Η Νάντια είχε το βλέμμα στραμμένο στα πόδια της. «Όχι, σοβαρά σου μιλάω. Είναι γεγονός. Φαντάζεσαι να ζούσαμε στη Ρωσία; Επί έναν αιώνα ο λαός μας θα είχε υποφέρει τα πάνδεινα εξαιτίας του κομμουνιστικού ζυγού, και τώρα θα λυμαίνονταν τη χώρα μας κακοποιοί και μαφίες, κι αρρώστιες σαν το AIDS, που κανένας δεν κάνει κάτι για να σταματήσει την εξάπλωσή τους. Είναι αλήθεια ότι περνάμε δύσκολες μέρες, αλλά τα πράγματα θα μπορούσαν να ’ναι πολύ χειρότερα. Μέχρι και ο καιρός είναι χειρότερος στη Ρωσία». Η Νάντια χαχάνισε. «Ναι, ναι, άμα ζούσαμε στη Ρωσία, τους έξι μήνες του χρόνου θ’ άνοιγες την πόρτα και θα ’πεφτες πάνω σ’ ένα μέτρο χιόνι», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Οπότε μην κάθεσαι και χολοσκάς που είχαμε ένα μέτρο νερό στο υπόγειο για μια μέρα». «Το χιόνι έχει πλάκα, παππού». «Όταν χιονίζει μια φορά το χρόνο, όπως εδώ, ναι. Αλλά, άμα χιονίζει έξι μήνες αδιάκοπα, δεν έχει καθόλου πλάκα. Εκτός αυτού, ήταν ωραία που μαζεύτηκε όλη η γειτονιά να βοηθήσει στο καθάρισμα. Δείχνει πως έχουμε καλούς γείτονες. Και είχε πλάκα που αδειάζαμε έξω όλο το νερό. Θυμάσαι που με βοήθησες να τ’ αδειάζω από την πίσω πόρτα;» «Θυμάμαι, ναι». «Δεν είχε πλάκα; Και δε χρειάστηκε ούτε καν να πάμε στην παραλία για να πλατσουρίσουμε. Αντίθετα, η παραλία κουβαλήθηκε σ’ εμάς». «Μύριζε άσχημα, όμως», είπε η Νάντια γελώντας. «Κι η παραλία μυρίζει άσχημα. Δεν έχεις δει που αδειάζουν όλες τις αποχετεύσεις στη θάλασσα; Ω ναι, ήταν πολύ προτιμότε-
219
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 219
220
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 220
ρο που μείναμε εδώ αντί να πάμε στην παραλία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, και το φαΐ της γιαγιάς απολαύσαμε και παίξαμε με τα νερά». Η Νάντια χαμογέλασε και αγκάλιασε τον παππού της. Τα μάτια του βούρκωσαν. Οι πλάτες της ήταν στενές και τα κόκαλα προεξείχαν, σκληρά στο άγγιγμά του. Ήταν μια σταλιά, και τόσο εύθραυστη. Την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, ώσπου βεβαιώθηκε ότι το κορίτσι δε θα διέκρινε τα δάκρυα στα μάτια του· έπειτα, την άφησε. «Σ’ ευχαριστώ για τον καφέ, καρδούλα μου». Το τηλέφωνο στη σάλα άρχισε να χτυπά. «Πας να το σηκώσεις, Νάντια;» Η Νάντια βγήκε τρέχοντας από την κρεβατοκάμαρα. Ο Ομάρ Γιούσεφ ανακάθισε αργά αργά, ακούγοντας τον ήχο από τα σανδάλια της στα πλακάκια του χολ. Ο πόνος στη μέση τον έκανε να σουφρώσει τα χείλη, ξεφυσώντας. Ήπιε τον καφέ που του είχε φέρει η Νάντια. Η μικρή επέστρεψε κρατώντας την ασύρματη συσκευή τηλεφώνου. «Ο Αμπού Αντέλ είναι», είπε. Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε τον καφέ στο κομοδίνο. Η Νάντια βγήκε από την κρεβατοκάμαρα. «Γεια και χαρά σου, Αμπού Αντέλ». Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουγε ανάκατες φωνές στην άλλη άκρη της γραμμής, κοντά στο ακουστικό του Χαμίς Ζεϊντάν. «Διπλή χαρά σ’ εσένα, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Πώς είσαι;» «Καλά είμαι, δόξα να ’χει ο Αλλάχ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Από την Κοιλάδα των Ποιμένων σε παίρνω. Το βλήμα ενός ισραηλινού ελικοπτέρου πέτυχε το τζιπ του Χουσεΐν Ταμάρι. Είναι νεκρός». «Σκοτώθηκε ο Ταμάρι; Είσαι σίγουρος πως ήταν μες στο τζιπ;» «Τον ακολουθούσα. Ξέρω θετικά ότι ήταν μέσα». «Πώς και τον ακολουθούσες;» «Είπα να κάνω τον αστυνόμο, έτσι για αλλαγή, καταλαβαίνεις... Οι Ισραηλινοί πρέπει να τον καθάρισαν εκδικούμενοι για τη βομβιστική επίθεση στην Ιερουσαλήμ. Θα άκουσες πως οι
Ταξιαρχίες Μαρτύρων έβαλαν τον Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν να ανατιναχτεί». «Το άκουσα, ναι. Αλλά γιατί έστειλαν αυτόν ειδικά;» «Δεν ξέρω». «Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει σημασία. Αυτό που προέχει τώρα είναι ότι ο Τζορτζ Σαμπά μπορεί να αποφυλακιστεί». Ο Χαμίς Ζεϊντάν έμεινε σιωπηλός. «Εννοώ, δηλαδή», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ, «ότι η αστυνομία μπορεί να παραδεχτεί πια πως ο Χουσεΐν Ταμάρι ήταν αυτός που είτε σκότωσε τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν είτε οδήγησε τους Ισραηλινούς στα ίχνη του, κι ακόμα, πως ήταν ο ίδιος που σκότωσε την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν». «Πρώτα απ’ όλα, Αμπού Ραμίζ, αυτό δεν το ξέρεις». «Κι όμως, το ξέρω». Ο Χαμίς Ζεϊντάν ανέβασε τους τόνους: «Δεν το ξέρεις με απόλυτη βεβαιότητα, και, φυσικά, δεν ξέρεις ούτε αν σκότωσε την Ντιμά. Επιπλέον, ο Χουσεΐν Ταμάρι είναι μάρτυρας τώρα πια, πολύ μεγάλος μάρτυρας ο αναθεματισμένος, πιο μεγάλος δε γίνεται. Νομίζεις ότι η Βηθλεέμ θα αντάλλασσε έναν τόσο σπουδαίο μάρτυρα μ’ έναν τιποτένιο, βρομερό καταδότη; Πιστεύεις πως υπάρχει κανένας άλλος εκτός από εσένα, Αμπού Ραμίζ, που να θεωρεί ικανοποιητική μια τέτοια ανταλλαγή;» Τα αισθήματα επιείκειας του Ομάρ Γιούσεφ προς τον Χαμίς Ζεϊντάν για την απώλεια του χεριού του εξανεμίστηκαν. Τον έπιασε απόγνωση. Πώς θα κατάφερνε να αθωώσει τον Τζορτζ Σαμπά από τη στιγμή που ο αρχηγός της αστυνομίας δε δεχόταν να τον βοηθήσει, ιδίως τώρα που ο πραγματικός δολοφόνος ήταν νεκρός και κανένας δεν μπορούσε πια να τον αναγκάσει να ομολογήσει; Οι πρωτύτερες υποψίες του επανήλθαν. Ο Χαμίς Ζεϊντάν ακολουθούσε το τζιπ του νεκρού όταν το πέτυχε το βλήμα. Ίσως ήταν και ο ίδιος καταδότης. Ο καταδότης. Μπορεί να είχε ενημερώσει το σύνδεσμό του στη Σιν Μπετ για το πού θα έβρισκαν τον Χουσεΐν Ταμάρι, διευκολύνοντας την επίθεση των Ισραηλινών, όπως είχε κάνει ενδεχομένως και στην περίπτωση της δολοφονίας του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, στο ξέφωτο δίπλα στο σπίτι του. Όμως, για ποιο λόγο ν’ αφήσει έναν κάλυκα από πο-
221
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 221
222
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 222
λυβόλο MAG στον τόπο του εγκλήματος; Δε θα τον ωφελούσε να φορτώσει το φόνο στον Χουσεΐν Ταμάρι. Θα διάλεγε ένα πολύ πιο ανίσχυρο θύμα, σαν τον Τζορτζ Σαμπά. Όπως και να ’χει, όταν ο Ομάρ Γιούσεφ είχε πει στον Χαμίς Ζεϊντάν ότι ο Ταμάρι ήταν ο δολοφόνος του Λουάι, ο αρχηγός της αστυνομίας τού είχε πει να το βγάλει από το μυαλό του. Δεν ήταν διόλου πρόθυμος να επιρρίψει το έγκλημα στον Ταμάρι, άρα, προφανώς, δεν είχε αποπειραθεί να τον ενοχοποιήσει. «Ο λόγος που σε πήρα, Αμπού Ραμίζ, είναι για να σου δώσω να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να προσφέρεις την παραμικρή βοήθεια στον Τζορτζ Σαμπά», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Αν ήταν μία φορά δύσκολο ν’ αποδείξεις την ενοχή του Χουσεΐν Ταμάρι όσο ζούσε, τώρα πια είναι εντελώς ανέφικτο». «Δε γίνεται ν’ αφήσεις τον Τζορτζ να πεθάνει. Είναι αποκρουστικό. Θα σπιλωθεί το όνομα της πόλης μας». «Κάθε σπίτι έχει το βόθρο του, Αμπού Ραμίζ». «Μη μου απαντάς με γνωμικά. Πρέπει να με βοηθήσεις». «Αφού σου λέω: ο Χουσεΐν Ταμάρι είναι άτρωτος. Δε γίνεται να τον αγγίξεις, ούτε εσύ ούτε εγώ. Έτσι κι ανοίξεις το στόμα σου αυτήν τη στιγμή, θα σε λιντσάρουν. Έχει μαζευτεί ήδη ένα σωρό κόσμος εδώ, θα τους ακούς που φωνάζουν, κι είναι όλοι τους εξαγριωμένοι. Αν τους γυαλίσει κανείς για καταδότης, θα τον σκοτώσουν επί τόπου. Οπότε απόψε σού συνιστώ να σεβαστείς τη μνήμη των νεκρών». «Δεν υπάρχει χρόνος. Μέχρι αύριο το μεσημέρι πρέπει να ’χουμε αποδείξει την ενοχή του Ταμάρι, αν είναι να γλυτώσουμε τον Τζορτζ». Ο Χαμίς Ζεϊντάν σώπασε για λίγο, κι έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Διόρθωση: Για τον Τζορτζ Σαμπά δεν υπάρχει χρόνος. Εμείς δεν έχουμε καμία διορία». «Έχεις δίκιο. Η δική σου διορία έχει παρέλθει προ πολλού». Ο Ομάρ Γιούσεφ πάτησε με μίσος το πλήκτρο που τερμάτιζε τη συνομιλία. Στη νυχτερινή σιγαλιά, ο Ομάρ Γιούσεφ πάσχισε να αφουγκραστεί τον ήχο του στρατιωτικού ελικοπτέρου. Θυμόταν το σαματά του κινητήρα του, που αντηχούσε πάνωθέ του όλη την ε-
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 223
223
βδομάδα. Η προπέλα έλουζε με τον εκκωφαντικό κρότο της το ανάπηρο παλληκαράκι, τον Ναγίφ. Έμοιαζε σαν να καθρέφτιζε τον αγχωμένο χτύπο της καρδιάς του Ομάρ Γιούσεφ, την ώρα που είχε σταθεί έξω από την είσοδο του σχολείου για να πετάξει τις παλιές αξιολογήσεις του στα λασπόνερα. Θα διέσχιζε τον ουρανό κι απόψε, με τις φλόγες που είχαν τυλίξει το κατεστραμμένο όχημα του Χουσεΐν Ταμάρι να τρεμοσβήνουν σαν φωτεινή κουκκίδα μες στη μαυρίλα του εδάφους. Θα αιωρούνταν πάνω από τη Βηθλεέμ –όπως το περίλαμπρο αστέρι που είχε αναγγείλει τη γέννηση του Χριστού– καταδικάζοντας όποιον άνθρωπο έβαζε στο στόχαστρό του, το ίδιο αμετάκλητα μ’ εκείνον τον αρχαίο μεσσιανικό οιωνό ο οποίος είχε προδικάσει τη σταύρωση του παιδιού που γεννήθηκε στη φάτνη. Ο ουρανός ήταν σιωπηλός, μα ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε πως το ελικόπτερο βρισκόταν κάπου εκεί ψηλά. Ακόμα και αν ο Τζορτζ Σαμπά είχε τη δυνατότητα να πετάξει σαν πουλί, και πάλι δε θα γλύτωνε, δε θα ήταν ασφαλής. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα. Έπρεπε να βρει κάποιον που δε θα δεχόταν ν’ αφήσει έναν αθώο άνθρωπο να πεθάνει μόνο και μόνο για να διαφυλάξει τη μνήμη του λεχρίτη του Ταμάρι. Κανένα μέλος της αστυνομίας, του δικαστικού κλάδου ή της κυβέρνησης δε θα έπαιρνε τέτοιο ρίσκο. Έπρεπε να βρει το κατάλληλο πρόσωπο, πιο ισχυρό ενδεχομένως από τη μνήμη του Ταμάρι. Μόνο ένας άνθρωπος θα τολμούσε πιθανώς να αμαυρώσει τη σεπτή εικόνα του μάρτυρα. Ήταν παρακινδυνευμένο. Ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε δίκιο: υπήρχε πιθανότητα να τον λιντσάρουν. Σε αυτή την περίπτωση, θα πέθαινε πριν από την εκτέλεση του Τζορτζ Σαμπά, και τα βάσανά του θα τελείωναν. Θα πήγαινε να βρει τον Τζιχάντ Αουντέ.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 224
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο τριτο
224
Σ
ΤΗΝ ΕξώπΟρΤα ΤΗΣ πΟΛυκαΤΟΙκίαΣ ΤΟυ ΤζΙχάΝΤ αΟυΝΤέ
στέκονταν δυο φρουροί. Ο ένας από αυτούς, με το τσιγάρο κρεμασμένο στην άκρη του στόματος για να έχει τα χέρια του ελεύθερα, και μισόκλειστα βλέφαρα για να μην μπαίνει ο καπνός στα μάτια του, έκανε πλήρη σωματικό έλεγχο στον Ομάρ Γιούσεφ. Την ώρα που τον ψαχούλευε, ο Ομάρ Γιούσεφ γύρισε κι έριξε μια ματιά στο δικό του σπίτι. Από το περίγραμμά της στο παράθυρο του καθιστικού, αναγνώρισε την εγγονή του, τη Νάντια. Η ακινησία της την είχε προδώσει, η άγρυπνη και σφιγμένη μορφή της καθώς ο παππούς της έμπαινε στο στόμα του λύκου. Μόλις πριν από λίγα λεπτά, ο Ομάρ Γιούσεφ σκεφτόταν ότι δεν είχε να χάσει τίποτε με αυτή την απελπισμένη απόπειρα να μεταπείσει τον νέο ηγέτη τής πιο διεφθαρμένης συμμορίας φονιάδων της πόλης. Ωστόσο, αντικρίζοντας εκείνη τη σιωπηλή, ασάλευτη σκιά στο παράθυρο του σπιτιού του, ένιωσε μια σουβλιά αμφιβολίας. Μήπως θα έπρεπε να σκαρφιστεί καμιά δικαιολογία, να πει στον ένοπλο που τον πασπάτευε πως είχε ξεχάσει κάτι, και να γύριζε στο σπίτι; Η έρευνα ολοκληρώθηκε. Ο φρουρός τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του και του είπε ν’ ανέβει τη σκάλα. Έτσι κι έκανε να φύγει τώρα, θα φαινόταν ύποπτο. Στη σκάλα, ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε για πρώτη φορά ότι οι Ισραηλινοί ίσως επιχειρούσαν να δολοφονήσουν τον Τζιχάντ Αουντέ το ίδιο βράδυ κιόλας, με τον ίδιο τρόπο που είχαν σκοτώσει και τον Χουσεΐν Ταμάρι. Αναρωτιόταν κατά πόσον το βλήμα του ελικοπτέρου θα έκανε το παράθυρο συντρίμμια την ώρα που θα μιλούσε με τον νέο αρχηγό των Ταξιαρχιών Μαρτύρων. Από το παράθυρο του καθιστικού, η Νάντια θα έβλεπε την πορτοκαλιά λωρίδα που θ’ άφηνε στο διάβα του ο πύραυλος, καταπίνο-
ντας στον φονικό βρυχηθμό του τον παππού της. Κι έπειτα, ένα σύννεφο καπνού μέσα από τα διαλυμένα τζάμια, εξαερωμένα απομεινάρια από γυαλί και τσιμέντο, και το πτώμα του Ομάρ Γιούσεφ. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς η πόρτα του διαμερίσματος του Τζιχάντ Αουντέ άνοιγε για να τον υποδεχτεί. Το αγόρι στην είσοδο του διαμερίσματος ήταν περίπου στην ηλικία της εγγονής του. Άνοιξε κι άλλο τη λακαριστή κερασένια εξώπορτα και παραμέρισε, ρίχνοντας στον Ομάρ Γιούσεφ ένα φευγαλέο βλέμμα περιφρόνησης και εχθρότητας. Στην άλλη άκρη της σάλας, ο Τζιχάντ Αουντέ καθόταν σ’ έναν καναπέ περικυκλωμένος από τους άντρες του. Πρέπει να ήταν μια ντουζίνα τουλάχιστον, και ο χώρος έμοιαζε να έχει φοβερό συνωστισμό. Ο Ομάρ Γιούσεφ αισθάνθηκε κατάπληξη και ανακούφιση βλέποντας πως ο Τζιχάντ Αουντέ ήταν στα κέφια του. Ο ίδιος περίμενε ότι ο θάνατος του Χουσεΐν Ταμάρι μπορεί να τρόμαζε ή να εξόργιζε τον Αουντέ. Αντί γι’ αυτό, έδειχνε να απολαμβάνει το νέο κύρος του ως αρχηγού της συμμορίας. Γελώντας βροντερά με κάποιο καλαμπούρι, πήρε ένα κομματάκι μπακλαβά από την πιατέλα που περιέφερε η κόρη του στη σάλα, μαζί με μια χούφτα ηλιόσπορους από ένα μπολ στο τραπεζάκι. Ο Τζιχάντ Αουντέ κοίταξε την εξώπορτα που έχασκε ορθάνοιχτη αντίκρυ του. Το βλέμμα του σκοτείνιασε για μια στιγμή, μόλις αναγνώρισε τον επισκέπτη του, αλλά το χαμόγελό του παρέμεινε ανέπαφο, κι έκανε νόημα στον Ομάρ Γιούσεφ να πλησιάσει. Εσύ είσαι αδελφός μου, οπότε θα ’πρεπε να σε σκοτώσω δωρεάν. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε αν εκείνη η γενναιόδωρη προσφορά ίσχυε ακόμα. Καθώς πλησίαζε, ο Τζιχάντ Αουντέ ψιθύρισε κάτι σ’ έναν τύπο που καθόταν δίπλα του, και αυτός σηκώθηκε για να κάνει χώρο. Ο Αουντέ χτύπησε ελαφρά τη μαξιλάρα του καναπέ, και ο άντρας που είχε σηκωθεί οδήγησε τον Ομάρ Γιούσεφ στη θέση του, πλάι στον αρχηγό. «Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω, κι εύχομαι να ’σαι πάντα ευπρόσδεκτος», είπε ο Τζιχάντ Αουντέ. Μετακινήθηκε σε απόσταση αναπνοής από τον Ομάρ Γιούσεφ, που κάθισε στην άκρη του καναπέ. «Κι εγώ χαίρομαι που ’μαι ευπρόσδεκτος στο σπιτικό σου», 15 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
225
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 225
226
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 226
ψέλλισε ο Ομάρ Γιούσεφ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι τυπικές αβρότητες του φαίνονταν αλλόκοτες. Ο Τζιχάντ Αουντέ τσίμπησε ένα κομμάτι μπακλαβά από την πιατέλα που είχε φέρει νωρίτερα η κόρη του και το πρόσφερε στον Ομάρ Γιούσεφ, στάζοντας κάτω μέλι και σιρόπι. Η γλύκα του έμοιαζε απατηλή, υπερβολική, αηδιαστική. Ο Ομάρ Γιούσεφ έπρεπε να είναι σε διαρκή επιφυλακή έναντι της σαγήνης αυτού του ανθρώπου. Ο Τζιχάντ Αουντέ χαμογέλασε κι έφτυσε τα τσόφλια από τους ηλιόσπορους στη χούφτα του. Τα πέταξε σ’ ένα κρυστάλλινο σταχτοδοχείο κι έχωσε άλλα δυο σπόρια στο στόμα του. Τα σαγόνια του πίεσαν τις άκρες τους με τους τραπεζίτες, για να σπάσουν τα τσόφλια, δίνοντας στο παγωμένο χαμόγελό του μια όψη αδηφαγίας, σαν τους απειλητικά γυμνωμένους κυνόδοντες ενός άγριου σκύλου. Ο Ομάρ Γιούσεφ προσπάθησε να ελαφρύνει την ανάμνηση της αντιπαράθεσης που είχαν οι δυο τους στο αρχηγείο του Χουσεΐν Ταμάρι. «Τα θερμά μου συλλυπητήρια για το χαμό του αδελφού Χουσεΐν», είπε. «Ο Αλλάχ να τον ελεεί». Ο Τζιχάντ Αουντέ έγνεψε καταφατικά, και το χαμόγελό του έδωσε για μια στιγμή τη θέση του σ’ ένα ύφος πιο σοβαρό. Έπειτα έβαλε το χέρι στο γόνατο του Ομάρ Γιούσεφ κι έγειρε προς το μέρος του. «Δεν τον χώνευες, Αμπού Ραμίζ, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε. Ο Ομάρ Γιούσεφ παρατηρούσε το δυνατό χέρι που άγγιζε το πόδι του. Τα νύχια του ήταν μακριά και κιτρινισμένα, σαν νύχια αρπακτικού. Δεν απάντησε. Ο Τζιχάντ Αουντέ έβαλε τα γέλια. «Ούτε κι εγώ τον χώνευα». Κούνησε το κεφάλι με νόημα. «Τον έβρισκα εντελώς αχώνευτο. Και τώρα, τι μπορώ να κάνω για σένα, Αμπού Ραμίζ; Ο χρόνος μου είναι περιορισμένος. Σε μισή ώρα έχω να πάω στην κηδεία του μάρτυρα Χουσεΐν και της φρουράς του». Ο Ομάρ Γιούσεφ εξεπλάγη που ο Τζιχάντ Αουντέ είχε ομολογήσει την αντιπάθεια την οποία έτρεφε για τον Χουσεΐν Ταμάρι, έστω και ψιθυριστά. Θυμόταν ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν του είχε αναφέρει πως οι άντρες του Ταμάρι χλεύαζαν συχνά τον Αου-
ντέ με απροκάλυπτη περιφρόνηση, και τον αντιμετώπιζαν σαν μέλος μιας ασήμαντης προσφυγικής φυλής. Ο Ταμάρι περιέφερε την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που ανήκε κάπου, καθώς ολάκερο το χωριό του θα τον υπερασπιζόταν ενάντια σε κάθε απειλή. Η φατρία του Τζιχάντ Αουντέ ήταν ανίσχυρη, ακόμα και στο πλαίσιο του προσφυγικού καταυλισμού στα βορεινά περίχωρα της Βηθλεέμ, όπου ζούσε η πλειονότητα των συγγενών του. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι ίσως ο Τζιχάντ Αουντέ ήταν λιγότερο επιθετικός απέναντί του επειδή τούτη τη βραδιά είχε κατορθώσει, επιτέλους, να βάλει την κλίκα του Ταμάρι στη θέση της. Την ίδια στιγμή ο νους του πήγε στους Αμπντέλ Ραχμάν, που είχαν χάσει την ασφάλειά τους μετά το θάνατο του Λουάι στο λαχανόκηπο. Ο Τζιχάντ Αουντέ έπρεπε να συνεχίσει να παριστάνει τον βαρυπενθούντα, γιατί οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων απαρτίζονταν κατά κύριο λόγο από σόγια του Ταμάρι. Όμως, είχε καταλάβει την ηγεσία της συμμορίας με την ίδια αποφασιστικότητα που ο Χουσεΐν Ταμάρι είχε σφετεριστεί τα συνεργεία των ανυπεράσπιστων Αμπντέλ Ραχμάν. «Ίσως θα ’πρεπε να μιλήσουμε οι δυο μας, Τζιχάντ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο Τζιχάντ Αουντέ έγνεψε καταφατικά και, πιάνοντας τον Ομάρ Γιούσεφ από το χέρι, τον οδήγησε στο μπαλκονάκι στο πίσω μέρος της σάλας. «Δεν ανάβω τα φώτα, Αμπού Ραμίζ, μη με βάλει σημάδι κανένας ακροβολιστής». Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε το σκοτάδι που απλωνόταν γύρω τους φοβισμένος. Μια βραχώδης πλαγιά κατηφόριζε από τα γειτονικά σπίτια ίσαμε τη βάση της πολυκατοικίας. Τα βράχια, λευκά στο φεγγαρόφωτο, έμοιαζαν να αργοσαλεύουν πάνω στο μαύρο χώμα. Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε πως οι πέτρες τον περιεργάζονταν, καραδοκώντας κάθε του κίνηση. Γνώριζε, ωστόσο, ότι το άγχος που αισθανόταν ατενίζοντας το σκοτάδι είχε να κάνει αποκλειστικά με τον άντρα που στεκόταν πλάι του. Ο Τζιχάντ Αουντέ άναψε τσιγάρο κι έφτυσε τα τελευταία τσόφλια από το μπαλκόνι. Σήκωσε το χέρι του δίνοντας το λόγο στον Ομάρ Γιούσεφ. «Τζιχάντ, ξέρω πως ο Χουσεΐν ήταν ο καταδότης που συνερ-
227
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 227
228
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 228
γάστηκε με τους Ισραηλινούς στη δολοφονία του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν». Ο Ομάρ Γιούσεφ περίμενε κάποια αντίδραση, αλλά ο Τζιχάντ Αουντέ ρούφηξε άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο του δίχως να μιλήσει. Ο Ομάρ Γιούσεφ οσμίστηκε την πικρή μυρωδιά του καπνού, λαχταρώντας και ο ίδιος ένα τσιγαράκι. «Είχα πάει κι εγώ στο Ιρτάς την επομένη του θανάτου τού Λουάι. Και βρήκα έναν κάλυκα από MAG στο χώμα, σ’ ένα σημείο όπου το χορτάρι είχε πατικωθεί από κάποιον που ’χε στήσει καρτέρι πεσμένος κατάχαμα. Η Ντιμά, η γυναίκα του Λουάι, μου είπε πως το επίμαχο βράδυ κάποιος περίμενε τον άντρα της στην αυλή του σπιτιού. Είχε ακούσει τον Λουάι να καλησπερίζει έναν άγνωστο ονόματι Αμπού Γουαλίντ. Έπειτα, ένα φωτάκι σαν κόκκινη κουκκίδα λέιζερ εστίασε πάνω του, και τον πυροβόλησαν. Ξέρεις ότι ο Χουσεΐν λεγόταν Αμπού Γουαλίντ και ότι χρησιμοποιούσε MAG. Κανένας άλλος στη Βηθλεέμ δεν έχει τέτοιο πολυβόλο». Ο Τζιχάντ Αουντέ πέταξε το αποτσίγαρό του στην πλαγιά πίσω από την πολυκατοικία. Η κοκκινωπή καύτρα του έλαμψε φευγαλέα μέσα στη νύχτα. Ο Ομάρ Γιούσεφ απέμεινε να την παρατηρεί ώσπου έσβησε. Περίμενε πάλι, μα ο Αουντέ έγειρε μονάχα με τους αγκώνες στα κάγκελα του μπαλκονιού, κοιτάζοντας το σκοτάδι. «Θυμάσαι πόσο έξαλλος ήταν ο Χουσεΐν όταν ο Τζορτζ Σαμπά σας έδιωξε απ’ την ταράτσα του, εκείνο το βράδυ που ’χατε ανοίξει πυρ εναντίον των Ισραηλινών;» Ο Ομάρ Γιούσεφ εξακολούθησε: «Ε λοιπόν, εγώ πιστεύω πως ο Χουσεΐν οδήγησε τους στρατιώτες στον Λουάι, κι έπειτα πήρε την εκδίκησή του κολλώντας στον Τζορτζ Σαμπά τη ρετσινιά του καταδότη. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κανένας δε θα υποψιαζόταν ότι στην πραγματικότητα ο δωσίλογος ήταν ο ίδιος ο Χουσεΐν. Κι όταν ανακάλυψε τα όσα μού εκμυστηρεύτηκε η Ντιμά, τη σκότωσε κι εκείνη». «Και πώς έμαθε ότι η Ντιμά σου ’χε μιλήσει;» Ο Ομάρ Γιούσεφ αποφάσισε να αποσιωπήσει τις υποψίες του, ότι ο Χαμίς Ζεϊντάν είχε μεταφέρει τις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης στιχομυθίας στον Ταμάρι. «Αυτό δεν το ξέρω». «Άρα είναι πιθανό να τη σκότωσε κάποιος άσχετος». «Ενδεχομένως, αν και δεν μπορώ να φανταστώ με ποιο κίνη-
τρο». Ο Ομάρ Γιούσεφ γύρισε προς το μέρος του Τζιχάντ Αουντέ. Το πρόσωπο του Αουντέ ήταν βυθισμένο στις σκιές, ένα περίγραμμα μόνο στο φως της σάλας που έφεγγε πίσω τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν ήθελε να τον αγγίξει, μα χρειαζόταν να εδραιώσει κάποιου είδους επαφή μες στο σκοτάδι. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Αουντέ. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, Τζιχάντ. Ο Τζορτζ Σαμπά είναι αθώος. Πρόκειται να τον εκτελέσουν σε δεκαεφτά ώρες από τώρα. Εάν δεν ερχόμουν απόψε να σε εκλιπαρήσω, το αίμα του θα έβαφε και τα δικά μου χέρια. Ο νόμος δεν έχει πια καμιάν αξία σ’ αυτή την πόλη. Εσύ είσαι η εξουσία. Ο μόνος που έχει τη δύναμη να σώσει έναν άκακο άνθρωπο». «Θεωρείς άκακο έναν άνθρωπο που τράβηξε πιστόλι την ώρα που εγώ κι ο Χουσεΐν αντιστεκόμασταν στις κατοχικές δυνάμεις;» Μην πέσεις στην παγίδα, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Πρόσεξε τι θα πεις. «Τον έπιασε απελπισία. Ήξερε πως η παρουσία σας στην ταράτσα του θα προκαλούσε μπαράζ ισραηλινών πυρών. Φοβόταν για τη φαμίλια του. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ήσασταν εσείς οι δύο εκεί πάνω». Ο Τζιχάντ Αουντέ άναψε και δεύτερο τσιγάρο. «Και πιστεύεις πως υπάρχει κάποιος, έστω ένας, που θα κάτσει να σ’ ακούσει, που θα δεχτεί ότι ο μάρτυρας Χουσεΐν Ταμάρι ήταν στην πραγματικότητα εγκληματίας και δωσίλογος;» «Εσύ μου είπες πως δεν τον χώνευες». «Αυτό δε σημαίνει ότι πιστεύω πως ήταν καταδότης. Ούτε θεωρώ αθώο τον Τζορτζ Σαμπά». «Αφού σου ανέφερα τα αποδεικτικά στοιχεία». «Ο Χουσεΐν Ταμάρι πολέμησε τους Εβραίους με κίνδυνο της ζωής του πάμπολλες φορές. Μέχρι και σήμερα το πρωί, που οργάνωσε τη μαρτυρική επίθεση στην αγορά της Ιερουσαλήμ. Όλα τούτα είναι πολύ πιο σημαντικά από τις αποδείξεις σου». «Έστω, μη φορτώσεις το φόνο του Λουάι στον Χουσεΐν. Ας μείνει τ’ όνομά του καθαρό, άσ’ τον να γίνει ήρωας. Αλλά βγάλε τον Τζορτζ Σαμπά από τη φυλακή». «Κάποιος πρέπει να πληρώσει. Κι εφόσον ο Χουσεΐν αποκλείεται, θα την πληρώσει αναγκαστικά ο χριστιανός».
229
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 229
230
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 230
Ο Ομάρ Γιούσεφ ζύγωσε ακόμα πιο κοντά. Μύριζε τον ιδρώτα του Τζιχάντ Αουντέ κάτω από τη μυρωδιά των τσιγάρων του. «Ο λόγος που ήρθα σ’ εσένα, Τζιχάντ, είναι γιατί ξέρω πως δεν είσαι σαν τους άλλους. Δεν έγινες αρχηγός στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων μόνο και μόνο επειδή έτυχε να ’σαι μέλος της κατάλληλης φατρίας. Είσαι ξύπνιος. Τα κατάφερες να φτάσεις στην κορυφή των Ταξιαρχιών Μαρτύρων παρά το γεγονός ότι οι υπόλοιποι σε αντιμετωπίζουν σαν παρείσακτο. Για όλους αυτούς» –είπε ο Ομάρ Γιούσεφ κι έδειξε την κλειστή μπαλκονόπορτα και τους ενόπλους που στριφογυρνούσαν στη σάλα– «ο Χουσεΐν ήταν κάτι σαν ήρωας και άγιος μαζί, γιατί ήταν αίμα τους. Όμως εσύ μπορείς να σκέφτεσαι αυτόνομα. Εσύ μπορείς να καταλάβεις τι μέρος του λόγου ήταν. Μην αφήσεις τον Τζορτζ να πεθάνει για να προφυλάξεις το καλό όνομα ενός άλλου. Εδώ, πρόκειται για άνθρωπο με σάρκα και οστά, που πρόκειται να τον εξολοθρεύσουν αύριο, δε μιλάμε απλώς για μια υπόληψη». Ο Τζιχάντ Αουντέ σώπαινε. «Άκου, οφείλεις να παραδεχτείς ότι ο Τζορτζ Σαμπά αποκλείεται να είναι ο καταδότης», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ο Χουσεΐν δολοφονήθηκε απόψε, ενόσω ο Τζορτζ ήταν στη φυλακή. Πιστεύεις πως είχε τη δυνατότητα να στείλει τους Ισραηλινούς στο κατόπι τού Χουσεΐν απ’ το κελί του;» «Το γεγονός ότι οι Ισραηλινοί σκότωσαν τον Χουσεΐν», είπε ο Αουντέ, «δεν αποδεικνύει αυτομάτως πως δεν είναι καταδότης; Η κατηγορία που πας να προσάψεις στον Χουσεΐν δε βγάζει νόημα. Για ποιο λόγο να σκοτώσουν δικό τους πράκτορα;» Ο ηγέτης των Ταξιαρχιών Μαρτύρων κοίταξε ολόγυρα, θαρρείς για να βεβαιωθεί πως δεν τους άκουγε κανείς. Ο Ομάρ Γιούσεφ είχε την αίσθηση ότι μια υποψία μεταμέλειας διέτρεχε την όψη του Τζιχάντ Αουντέ καθώς κοίταζε το πλήθος των ενόπλων στη σάλα. Μιλώντας χαμηλόφωνα, ο Αουντέ πρόσθεσε: «Λίγο πριν φύγει απ’ το αρχηγείο του για το ιφτάρ, ο Χουσεΐν καθόταν με τον Χαμίς Ζεϊντάν. Ο Χουσεΐν είπε στον αρχηγό της αστυνομίας ποιος ήταν ο αποψινός προορισμός του». Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε το τηλεφώνημα του Χαμίς Ζεϊντάν, λίγα μέτρα από το φλεγόμενο όχημα του Χουσεΐν Ταμάρι.
Ο αστυνομικός τού είχε πει πως ήταν σίγουρος ότι ο Χουσεΐν επέβαινε στο διαλυμένο τζιπ, επειδή τον ακολουθούσε τη στιγμή που τον χτύπησε το βλήμα. Φρίκη κατέκλυσε τον Ομάρ Γιούσεφ ίσαμε το μεδούλι. Ήδη υποψιαζόταν ότι ο φίλος του είχε προδώσει την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν. Ήξερε επίσης με απόλυτη βεβαιότητα πως ο Χαμίς Ζεϊντάν μισούσε τον Χουσεΐν Ταμάρι, ο οποίος περιφρονούσε και εξευτέλιζε το κύρος και την εξουσία του ως αρχηγού της αστυνομίας, ακόμα και κατάμουτρα. Μάλιστα, ο Ομάρ Γιούσεφ είχε αναρωτηθεί για ποιο λόγο ο Χαμίς Ζεϊντάν βρισκόταν στον τόπο της δολοφονίας του Ταμάρι, όταν δέχτηκε το τηλεφώνημά του. Φαίνεται ότι και ο Τζιχάντ Αουντέ είχε την ίδια απορία. Ο Αουντέ άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Φωνές ξεχύθηκαν από τη σάλα. Ο χώρος γέμιζε ολοένα με ενόπλους, που θα ξεκινούσαν από εκεί για να πάνε στην κηδεία του πρώην αρχηγού τους. «Πρέπει να πηγαίνω. Έχουμε να θάψουμε τους μάρτυρες». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά. Έσφιξε το χέρι που του πρόσφερε ο Τζιχάντ Αουντέ. Έκανε κρύο, και ο Ομάρ Γιούσεφ είχε ξεπαγιάσει στο μπαλκόνι. Πέρασε μέσα από το πλήθος των εύρωστων αντρών με τα ιδρωμένα τζάκετ παραλλαγής. Θα έπαιρναν μαζί και τα καλάσνικοφ, και θα τα άδειαζαν πυροβολώντας στον αέρα καθώς θα συνόδευαν ό,τι είχε απομείνει από τον μάρτυρα Ταμάρι στην τελευταία του κατοικία. Ενώ κατέβαινε τη σκάλα, ο Ομάρ Γιούσεφ αναλογίστηκε πάλι τις υποψίες του σχετικά με τον Χαμίς Ζεϊντάν. Αν ο Τζιχάντ Αουντέ πίστευε πως ο αρχηγός της αστυνομίας ήταν ένοχος, ο Χαμίς Ζεϊντάν διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήθελε να τηλεφωνήσει στον φίλο του χωρίς καθυστέρηση. Αν όμως ο Χαμίς Ζεϊντάν ήταν διατεθειμένος ν’ αφήσει τον Τζορτζ Σαμπά να πεθάνει για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει, μπορούσε ο Ομάρ Γιούσεφ να τον λογαριάζει στο εξής για φίλο του; Άξιζε στ’ αλήθεια να προστατεύσεις έναν τέτοιον άνθρωπο; Διασχίζοντας το δρόμο, ο Ομάρ Γιούσεφ είδε φευγαλέα τη σιλουέτα της εγγονής του να τον παρατηρεί από το παράθυρο του σπιτιού του. Έπειτα, η μορφή της χάθηκε.
231
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 231
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 232
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο τετΑρτο
232
Τ
Η ΣΤΙγΜή πΟυ Η ΝάΝΤΙα απΟΜακρυΝόΤαΝ από ΤΟ παρά-
θυρο, ο Ομάρ Γιούσεφ αισθάνθηκε έντονα την επιθυμία να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να την παρηγορήσει, να στραγγαλίσει την αγωνία που την κρατούσε άγρυπνο φρουρό του όσην ώρα βρισκόταν στο σπίτι του Τζιχάντ Αουντέ. Ένιωσε αυτή την παρόρμηση σχεδόν σαν μια δύναμη που κινούσε το σώμα του, σπρώχνοντας τα βήματά του προς το σπίτι και υψώνοντας τα χέρια του για να την αγκαλιάσει. Ήξερε, ωστόσο, πως έπρεπε να κάνει μια τελευταία απόπειρα για την αποφυλάκιση του Τζορτζ Σαμπά. Αναρωτήθηκε αν η εγγονή του είχε ενδεχομένως ορθότερη αντίληψη, απ’ ό,τι ο ίδιος, της πραγματικότητας και των κινδύνων τους οποίους διέτρεχε ο παππούς της. Ο Ομάρ Γιούσεφ έστριψε δεξιά στον κεντρικό δρόμο κι έκοψε στην ανηφόρα που έβγαζε στο σουκ, με κατεύθυνση προς την Πλατεία της Φάτνης. Οι δρόμοι ήταν έρημοι, εκτός από κάποια τζιπ που περνούσαν κάθε τόσο, φορτωμένα με άντρες των Ταξιαρχιών Μαρτύρων που πήγαιναν στην κηδεία. Με τις καραμπίνες τους να ξεπροβάλλουν από τα παράθυρα, πυροβολούσαν στον αέρα. Κάθε εκπυρσοκρότηση έκανε τον Ομάρ Γιούσεφ να αναπηδά. Ήταν λες και ήθελαν να σιγουρευτούν ότι οι εκδηλώσεις τους για τον μαρτυρικό θάνατο του Χουσεΐν Ταμάρι θα τον συντάραζαν ως τα τρίσβαθα της ψυχής του. Σκαρφάλωσε ασθμαίνοντας το λόφο που οδηγούσε στο σουκ. Από εκεί κατηφόρισε μέσα από τα αδειανά σοκάκια της παλιάς πόλης προς την εκκλησία. Στην Πλατεία της Φάτνης επικρατούσε σιωπή. Η απλόχωρη πλατεία, στρωμένη μόλις πριν από λίγα χρόνια με ροζ και άσπρες πλίνθους για μια επίσκεψη που θα έκανε ο πάπας, ξεχώριζε
αχνά στο φεγγαρόφωτο και στη θαμπή λάμψη των ψευτο-παριζιάνικων φανοστατών, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια της ανάπλασης. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν πέρα μακριά. Θα έθαβαν τον Χουσεΐν Ταμάρι στο χωριό του, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά, κοντά στο λόφο των Φράγκων, που έμοιαζε με κώνο. Ο Ομάρ Γιούσεφ απολάμβανε τη σιγαλιά, το άκρο αντίθετο του μένους που θα κυρίευε τους πάντες στην κηδεία, κατατρώγοντας το είναι τους με ένα ακαταμάχητο μείγμα αγνού, συλλογικού μίσους και εκδικητικής διάθεσης. Διέσχισε τη βόρεια πλευρά της έρημης πλατείας κατευθυνόμενος προς το αστυνομικό τμήμα. Έριξε μια ματιά στο Ναό της Γεννήσεως. Δύο ιερείς που φορούσαν τα καφετιά άμφια των Φραγκισκανών διάβηκαν με σκυφτό κεφάλι την Πύλη της Ταπεινοφροσύνης. Προχώρησαν κατά μήκος της πρόσοψης του ναού, βαδίζοντας κοντά κοντά στον τοίχο, στο σημείο όπου κύρτωνε προς τα μέσα, όπως η βάση ενός πελώριου οχυρού. Στην είσοδο του αστυνομικού τμήματος ο φρουρός χαιρέτησε τον Ομάρ Γιούσεφ. Το πρόσωπό του ήταν οστεώδες κι έδειχνε υποσιτισμένο. Τα μάτια του χοροπηδούσαν πέρα δώθε αεικίνητα. «Είναι μέσα ο Αμπού Αντέλ;» «Ναι, στον τελευταίο όροφο, ανεβείτε. Εκεί είναι το γραφείο του». «Ξέρω». Ο Ομάρ Γιούσεφ έπρεπε να κάνει μια τελευταία έκκληση στον Χαμίς Ζεϊντάν. Ίσως ο φίλος του είχε μεταφέρει πράγματι πληροφορίες σχετικά με την Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν στον Χουσεΐν Ταμάρι. Μπορεί να ήταν υπόλογος για το θάνατό της. Μπορεί ακόμα να ήταν συνεργάτης των Ισραηλινών και να είχε ενορχηστρώσει ο ίδιος τη δολοφονία του Ταμάρι, όπως είχε ισχυριστεί ο Τζιχάντ Αουντέ. Ωστόσο, ήταν η μόνη άκρη, ο μόνος σύνδεσμος του Ομάρ Γιούσεφ. Ο μοναδικός γνωστός του που είχε στο χέρι τα κλειδιά της φυλακής. Θα υπήρχε σίγουρα κάποιος τρόπος να τον πείσει να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά και μετά να κάνει τον ανήξερο, ενόσω ο Ομάρ Γιούσεφ θα φυγάδευε τον Τζορτζ σε απόσταση ασφαλείας από τη Βηθλεέμ. Το γραφείο του Χαμίς Ζεϊντάν ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι,
233
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 233
234
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 234
εκτός από το φως μιας λάμπας ανάγνωσης. Το κιτρινωπό φως έλουζε με την αχνή λάμψη του το γαντοφορεμένο τεχνητό μέλος του αρχηγού της αστυνομίας. Το ψεύτικο χέρι φαινόταν τόσο ασάλευτο πάνω στο γραφείο, όταν ο Ομάρ Γιούσεφ στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, ώστε αναρωτήθηκε μήπως ο Χαμίς Ζεϊντάν το είχε βγάλει και το είχε αφήσει εκεί από αφηρημάδα. Το πιστόλι του αρχηγού της αστυνομίας ήταν τοποθετημένο πλάι στο χέρι. Μόλις αντίκρισε το όπλο, το σκηνικό έστρεψε ακαριαία το νου του Ομάρ Γιούσεφ στην αυτοκτονία, σ’ εκείνη τη σιωπηλή, μεθυσμένη στιγμή αυτολύπησης που προηγείται του θανάτου από το χέρι του αυτόχειρα. Διστάζοντας, είπε: «Αμπού Αντέλ;» Το γάντι υψώθηκε και γύρισε τη λάμπα προς το μέρος του Ομάρ Γιούσεφ, που σήκωσε το χέρι για να σκιάσει το φως που τον τύφλωνε. «Αμπού Αντέλ, ήρθα να σου ζητήσω συγχώρεση». Από την πλευρά του γραφείου, μονάχα σιωπή. Η λάμπα στράφηκε προς τα κάτω, απομακρύνοντας το φως από το πρόσωπο του Ομάρ Γιούσεφ. Η λάμψη της τον οδήγησε σε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Κάθισε πάνω στη μικρή μαξιλάρα της. «Απολογούμαι για το πρωτύτερο ξέσπασμά μου. Κακώς σε κατηγόρησα όταν πήρες να μου πεις για το θάνατο του Χουσεΐν Ταμάρι. Απλώς, η αγωνία μου για τον Τζορτζ Σαμπά μ’ έχει φέρει στα όριά μου». «Θα ’πρεπε να σκεφτείς και κανέναν άλλον εκτός από τον Τζορτζ, έτσι για αλλαγή». Η φωνή του Χαμίς Ζεϊντάν ήταν βραχνή και μπερδεμένη και γεμάτη οίκτο για τον εαυτό του. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατάλαβε ότι το σκοτάδι του γραφείου είχε σκοπό να αναχαιτίσει τυχόν υφισταμένους, που μπορεί να έμπαιναν έξαφνα μέσα, για να μη δουν το αφεντικό τους με την μπουκάλα του ουίσκι στο χέρι. «Δίκιο έχεις. Αμπού Αντέλ, ήσουν ανέκαθεν καλός μου φίλος. Και το εννοώ. Μέχρι κι αυτήν τη στιγμή, υπήρξες σπουδαίος φίλος, κι εγώ δε σ’ το ανταπέδιδα πάντα. Αλλά ζητώ την κατανόησή σου. Φταίει που δεν είμαι μαθημένος στους κινδύνους και στο δόλο που συνοδεύουν συνήθως τέτοιου είδους γεγονότα. Ένας δασκαλάκος είμαι».
«Εγώ σ’ το ’πα, γύρνα στο δασκαλίκι». «Μου το ’πες, αλήθεια είναι, και είχες δίκιο». «Σ’ το ’πα και σ’ το ξαναλέω. Γύρνα στη δουλειά σου». «Πριν από λίγο μιλούσα με τον Τζιχάντ Αουντέ». Παρ’ όλο το σκοτάδι του γραφείου, ο Ομάρ Γιούσεφ διαισθάνθηκε μια μεταβολή στην εγρήγορση του Χαμίς Ζεϊντάν. Το μουρμουρητό σταμάτησε. Περίμενε ν’ ακούσει. Ο Ομάρ Γιούσεφ πήγε και στάθηκε πίσω από το γραφείο. «Ο Αουντέ με πίστεψε όταν του εξήγησα πώς σκότωσε ο Ταμάρι τον Λουάι και την Ντιμά, και πώς την έστησε στον Τζορτζ». Οι περσίδες άνοιξαν μονομιάς. Το συννεφιασμένο φεγγάρι έβαφε με φωτεινές λωρίδες το πρόσωπο του Χαμίς Ζεϊντάν. Είχε ανακαθίσει στην πολυθρόνα του και κρατούσε το κορδόνι των περσίδων. Τα μάτια του ήταν αγριεμένα, δυο σχισμές που γυάλιζαν στο φως. Οι σκιές στο πρόσωπό του έμοιαζαν με τατουάζ, ή, ακόμα, με καμουφλάζ. «Άκουσέ με, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. Έβηξε και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβλεπε ότι ο αστυνομικός ήταν ακόμα μεθυσμένος, αν και πάσχιζε να επιβληθεί στον εαυτό του. «Μην πιστέψεις ούτε λέξη απ’ όσα σου λέει ο Τζιχάντ Αουντέ. Είναι απατεώνας και ψεύτης. Μην πιστέψεις τίποτα. Ούτε λέξη!» «Μα είναι η μόνη μου ελπίδα». «Τότε είσαι χαμένος από χέρι». «Θα προτιμούσα να βασίζομαι πάνω σου». «Εγώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω». «Άρα μη μου λες να μην απευθύνομαι στον Τζιχάντ Αουντέ, αφού δε θέλεις να βοηθήσεις. Εσύ κρατάς τα κλειδιά της φυλακής. Πάμε να ελευθερώσουμε τον Τζορτζ εδώ και τώρα. Κάπου θα βρούμε να τον κρύψουμε μέχρι να πείσουμε το δικαστήριο πως είναι αθώος. Μπορεί να μας βοηθήσει και ο Αουντέ». «Δεν ξέρω ποιο μέρος του πλάνου που έχεις καταστρώσει είναι το πιο βλακώδες. Πρώτα απ’ όλα, εγώ εξακολουθώ να είμαι αστυνομικός, επομένως δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αφήσω κατάδικο να φύγει απ’ το κελί του. Δεύτερον, δε θα σου επιτρέψουν ούτε να μπεις στο δικαστήριο, πολύ περισσότερο να τους πείσεις ό-
235
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 235
236
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 236
τι ο Χουσεΐν Ταμάρι ήταν ο αληθινός καταδότης και φονιάς. Μήπως νομίζεις πως οι δικαστές έχουν τη δική σου λαχτάρα να φάνε το κεφάλι τους; Και τρίτον, ο Τζιχάντ Αουντέ δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Μόνο για την πάρτη του νοιάζεται. Σε δουλεύει, αυτό είναι όλο, Αμπού Ραμίζ, και απλώς το καθυστερεί ώσπου να του δοθεί η ευκαιρία να σε φάει κι εσένα ήσυχα ήσυχα». Ο Ομάρ Γιούσεφ πάλεψε να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Μπορούσε να αρπάξει το όπλο του Χαμίς Ζεϊντάν από το γραφείο του. Με το όπλο να τον σημαδεύει, ο φίλος του θα τον οδηγούσε στα κελιά και θα απελευθέρωνε τον Τζορτζ. Αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε πως η απειλή του θα ήταν κούφια. Είχε ακουστά κάτι που το έλεγαν ασφάλεια, μα δε γνώριζε τι να κάνει για να την αποδεσμεύσει. Εξάλλου, ακόμα και αν τα κατάφερνε, δε θα ήταν ικανός να στρέψει το όπλο εναντίον του φίλου του. Ο Χαμίς Ζεϊντάν θα του το έπαιρνε απλώς από το χέρι, και αυτός δε θα πρόβαλλε την παραμικρή αντίσταση. Ο αρχηγός της αστυνομίας έριξε μια ματιά προς το παράθυρο. Σηκώθηκε και άνοιξε το τζάμι. Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε ξαφνικά τον ήχο που είχε αφουγκραστεί το εκπαιδευμένο αυτί του φίλου του. Οι πυροβολισμοί πλησίαζαν ολοένα. «Εδώ θα την κάνουν την κηδεία;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Στην Τεκόα τον θάψανε. Τούτος ο σαματάς πρέπει να ’ναι κάτι άσχετο». Τα πυρά δυνάμωναν λεπτό προς λεπτό. Ο αχός τους ζύγωνε από το λόφο που ανηφόριζε προς το Ναό της Γεννήσεως. Ο Ομάρ Γιούσεφ έγειρε από το ανοιχτό παράθυρο. Μια σειρά τζιπ έστριψαν από τη γωνία και σταμάτησαν έξω από το αστυνομικό τμήμα. Πρέπει να ήταν και άλλα, που είχαν σταθμεύσει αθέατα στην είσοδο, γιατί, την ίδια στιγμή που οι ένοπλοι κατέβαιναν κουτρουβαλώντας από τα τζιπ, στη σκάλα του τμήματος ακούστηκε βαρύ ποδοβολητό. Ο Χαμίς Ζεϊντάν στράφηκε προς τα εκεί. «Λες να μας κουβαληθούν εδώ πάνω;» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Όχι. Προς τα κάτω πάνε. Στη φυλακή». Ο Χαμίς Ζεϊντάν πήρε το όπλο του από το γραφείο και το έβαλε στη θήκη του. «Εσύ κάθισε εδώ, Αμπού Ραμίζ». Προχώρησε στο άνοιγμα της πόρτας.
«Τι δουλειά έχουνε στη φυλακή;» Όμως, την ώρα που έκανε την ερώτηση, ο Ομάρ Γιούσεφ ήξερε κιόλας την απάντηση. Ο Τζορτζ. «Θα ’ρθω κι εγώ μαζί σου». Ο Χαμίς Ζεϊντάν κατέβαινε ήδη τα σκαλιά. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβλεπε πόσο έτρεμαν τα πόδια του αρχηγού της αστυνομίας από το ποτό. Και οι δυο κατέβηκαν τα σκαλιά αργά αργά, παρά την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να βιαστούν. Ο Ομάρ Γιούσεφ καταράστηκε το γερασμένο του κορμί, ενώ ο Χαμίς Ζεϊντάν ψέλλισε κάτι για την ποσότητα του ουίσκι στο αίμα του. Στην είσοδο, ο φρουρός στεκόταν κολλημένος στον τοίχο με τα χέρια ψηλά. Δύο άντρες από τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων είχαν τα καλάσνικοφ στραμμένα πάνω του. Καμιά δεκαριά τουλάχιστον ήταν στριμωγμένοι στο στενό χολ, ενώ ακόμα περισσότεροι περίμεναν έξω από το τμήμα. Από το υπόγειο ακούστηκε μια έκρηξη. Μέταλλα σωριάστηκαν, με μια κλαγγή που ταρακούνησε το διάδρομο. Προφανώς, είχαν ανατινάξει την πόρτα του κελιού του Τζορτζ. «Τι δουλειά έχετε εδώ, γαμώ το κέρατό σας;» Ο Χαμίς Ζεϊντάν προχώρησε ίσια πάνω στους ενόπλους, που κρατούσαν τον φοβισμένο φρουρό κολλημένο στον τοίχο. Έκανε πέρα τις κάννες των πολυβόλων τους. «Σαν δεν ντρεπόσαστε! Να τσακιστείτε να φύγετε, αλλιώς το τίμημα θα ’ναι βαρύ». Η θαρρετή άφιξη του Χαμίς Ζεϊντάν σαν να ξεφούσκωσε κάπως την αποφασιστικότητα των ενόπλων στην είσοδο. Όμως, ξαναζωντάνεψαν αμέσως μόλις αντίκρισαν τον αρχηγό τους. Ο Τζιχάντ Αουντέ ανέβαινε τα σκαλιά μ’ ένα υψωμένο καλάσνικοφ στο ένα χέρι και τον Τζορτζ, πιασμένο από τα μαλλιά, στο άλλο. Τα μάτια του Τζορτζ ήταν σχεδόν κλειστά από καινούργιες μελανιές, και η μύτη του έσταζε αίμα. Καθώς ο Τζιχάντ Αουντέ τον ανέβαζε τραβολογώντας τον από τα μαλλιά, κι άλλο αίμα κύλησε στο μέτωπό του, και ο Τζορτζ έσκουξε από τον πόνο. Ο Ομάρ Γιούσεφ κατέβηκε τα τελευταία σκαλιά κρατώντας σφιχτά την κουπαστή· ήταν τόσο πανικόβλητος, που δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να σταθεί δίχως στήριγμα. Είπε κάτι στον Τζορτζ Σαμπά, αλλά οι ένοπλοι φώναζαν εν χορώ ότι θα έπαιρναν εκ-
237
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 237
238
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 238
δίκηση για τον μάρτυρα Χουσεΐν Ταμάρι, οπότε ο Τζορτζ δεν άκουσε τον παλιό του δάσκαλο. Ο Τζιχάντ Αουντέ άφησε τα μαλλιά του Τζορτζ για μια στιγμή, ίσα για να σηκώσει το κοντάκι της καραμπίνας του και να το κοπανήσει στα μούτρα του Χαμίς Ζεϊντάν. Ο αρχηγός της αστυνομίας διπλώθηκε στα δύο. Ο αστυνόμος που φρουρούσε την είσοδο έσκυψε για να πιάσει τον διοικητή του. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έμοιαζε να έχει χάσει τις αισθήσεις του. Ο Αουντέ φώναξε δυνατά, πάνω από τα γέλια και τις ζητωκραυγές: «Έτσι, ο άθεος μπάσταρδος μπορεί να βυθιστεί στη λήθη χωρίς να χαραμίσει όλο το ουίσκι του!» Ο Ομάρ Γιούσεφ μπλέχτηκε ανάμεσα στους ενόπλους που σπρώχνονταν για να βγουν από τη στενή πόρτα του τμήματος. Πρόλαβε να δει τον Τζορτζ με το ντρίλινο πανωφόρι του, που του έπεφτε μικρό. Οι ώμοι του ρούχου ήταν μουσκεμένοι από το αίμα. Οι ένοπλοι τραβούσαν κάθε τόσο κι από μια γροθιά στον κρατούμενο, έτσι κι έφτανε το χέρι τους. Ο Ομάρ Γιούσεφ βγήκε σχεδόν τελευταίος. Στο πεζοδρόμιο, έξω από το τμήμα, είδε τον Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν. Οι ένοπλοι πρέπει να είχαν φέρει τον γέρο μαζί τους για να δει πώς θα απένειμαν τη δική τους δικαιοσύνη στον χριστιανό που είχε βοηθήσει τους Ισραηλινούς να σκοτώσουν τον γιο του. Το πρόσωπο του Μοχάμεντ ήταν ανέκφραστο, νεκρικό. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε τι μπορεί να γνώριζε για το θάνατο του Λουάι, για τον Αμπού Γουαλίντ, για τη δολοφονία της νύφης του, της Ντιμά. Έπειτα συλλογίστηκε ότι και μόνο η σκέψη πως είχε χάσει και τους δυο γιους του μέσα σε λίγες μέρες, τον έναν από χέρι δολοφόνου και τον άλλον από το ίδιο του το χέρι, όταν εξερράγη η βόμβα που είχε ζώσει γύρω του –παίρνοντας μάλιστα μαζί του κι ένα σωρό αθώους πολίτες– η σκέψη αυτή ήταν ικανή να κάνει έναν άνθρωπο να μοιάζει σχεδόν νεκρός και ο ίδιος. Ο Μοχάμεντ είδε τον Ομάρ Γιούσεφ να βγαίνει σκουντουφλώντας από το αστυνομικό τμήμα, πίσω από το πλήθος. Απέστρεψε το βλέμμα και κάλυψε το πρόσωπό του με την άκρη της καφίγια του. Ο όχλος των ενόπλων προχώρησε στην άκρη της πλατείας. Μέσα από το πλήθος, κάποιος πέταξε ένα σκοινί στον αέρα, περ-
νώντας το πάνω από το βραχίονα ενός φανοστάτη. Ω Θεέ μου, θα τον σκοτώσουν εδώ και τώρα! σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Όρμησε προς τους ενόπλους κοντανασαίνοντας. Πώς θα τους σταματούσε; Θα χωνόταν μες στο τσούρμο και θα σωριαζόταν πάνω στον Τζορτζ. Έφτασε στο πίσω μέρος της άναρχης πομπής. Πέρασε σκουντώντας ανάμεσα από δυο ενόπλους, ουρλιάζοντας να κάνουν στην άκρη. Μια ζητωκραυγή ακούστηκε, και ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τον Τζορτζ να σηκώνεται στα μισά του φανοστάτη, κρεμασμένος από τους αστραγάλους. Το ντρίλινο πανωφόρι είχε αναποδογυρίσει και του σκέπαζε το πρόσωπο, έτσι που στην αρχή ο Ομάρ Γιούσεφ φοβήθηκε πως ήταν ήδη νεκρός. Μα τότε τα χέρια του σάλεψαν, και άρχισαν να χτυπιούνται απεγνωσμένα προς το πλήθος που στεκόταν από κάτω, θαρρείς και μπορούσε να αρπαχτεί από πάνω τους για να κρατηθεί στο έδαφος. Οι ένοπλοι τράβηξαν απότομα το σκοινί, σηκώνοντάς τον ακόμα πιο ψηλά, μέχρι που άγγιξε σχεδόν την κορυφή του φανοστάτη. Έπειτα ακούστηκε ένας πυροβολισμός, και αμέσως ξέσπασε ομοβροντία ριπών από την πλευρά των αντρών. Το σώμα του Τζορτζ Σαμπά τρανταζόταν με κάθε θανάσιμο χτύπημα. Ώσπου όλα σταμάτησαν. Ο εκκωφαντικός θόρυβος των όπλων κόπασε, και ο Ομάρ Γιούσεφ είχε την αίσθηση ότι σ’ ολάκερη την πλατεία επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Έμοιαζαν όλοι ακίνητοι, μολονότι στο πλήθος των ενόπλων προστέθηκαν και άλλοι, που είχαν επιστρέψει από την κηδεία. Υμνούσαν και δοξολογούσαν τον Θεό για το θάνατο του προδότη, και η χαρούμενη, άτακτη αγέλη τους μεγάλωνε ολοένα. Όμως, ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν ολομόναχος στην πλατεία, με το βλέμμα καρφωμένο στο πτώμα του Τζορτζ, που ταλαντευόταν πάνωθέ του. Βρισκόταν καταμεσής ενός πλήθους που σπρωχνόταν, αλλά τα σώματα γύρω του δεν ήταν ανθρώπινα· δεν είχαν ίχνος ανθρωπιάς εντός τους, και ανάμεσά τους ήταν μόνος, με όλη του την άμετρη απώλεια. Κάτω από το σώμα του Τζορτζ Σαμπά το αίμα λίμναζε στιλπνό στο καινούργιο πλακόστρωτο. Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε πως το αίμα πλανιόταν στον αέρα σαν ψιλόβροχο, που θα έβαφε τα πάντα κατακόκκινα. Μετά, συνειδητοποίησε ότι έβρεχε στ’ αλήθεια.
239
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 239
240
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 240
Ο κόσμος απομακρύνθηκε. Κάποιος φώναξε ότι θα πήγαιναν στο σπίτι του προδότη να το ισοπεδώσουν, όπως θα ισοπέδωναν οι Ισραηλινοί τα σπίτια του Χουσεΐν Ταμάρι και του Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν, του αυτόχειρα βομβιστή. Έπειτα από λίγα λεπτά, ο Ομάρ Γιούσεφ βρέθηκε σχεδόν κυριολεκτικά ολομόναχος κάτω από το πτώμα του Τζορτζ Σαμπά. Άπλωσε το χέρι, αλλά το άψυχο σώμα ήταν κρεμασμένο ψηλά και δεν μπορούσε να το πιάσει. Η βροχή δυνάμωσε. Ήταν η νεροποντή που απειλούσε να πέσει όλη την προηγούμενη εβδομάδα. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε τα παπούτσια του. Η βροχή τα είχε ξεπλύνει τόσο καλά, που οι αγκράφες άστραφταν στο φως του φανοστάτη. Το νερό παρέσυρε το αίμα, που πήρε να στροβιλίζεται κατά μήκος του πλακόστρωτου, φτάνοντας ίσαμε την αποχέτευση μπροστά από το σκοτεινό Ναό της Γεννήσεως. Ο Ομάρ Γιούσεφ γύρισε την πλάτη στις σκιές της αυστηρής πρόσοψης της εκκλησίας, κοιτάζοντας τον Τζορτζ Σαμπά που κρεμόταν στο φανοστάτη. Ο νεκρός έμοιαζε, θαρρείς, να κατέρχεται μέσα από το φως, τα χέρια του πάνω από το κεφάλι, σε μια βουτιά από κάποιο φωτοβόλο αστέρι πάνω στη σκληρή γη. Ο Τζορτζ είχε φωτίσει με τη λάμψη του τον Ομάρ Γιούσεφ, που τον είχε δει να μεταμορφώνεται από αγοράκι σε μεγάλο άντρα, και τούτη τη νύχτα σ’ ένα κατατρυπημένο σφαχτάρι. Ο Ομάρ Γιούσεφ ξαναγύρισε απότομα από την άλλη, στρέφοντας πάλι το βλέμμα στην εκκλησία. Το σώμα είναι ένας Ναός της Γεννήσεως σαν αυτόν εδώ, συλλογίστηκε. Στην αρχή θερμαίνεται από έναν θεϊκό ανασασμό, μα εκείνο που το συντηρεί είναι οι εγκόσμιες ορμές του. Και παράλληλα, τούτη η θεία πνοή σταδιακά κρυώνει, μέχρι την ώρα του θανάτου. Με κάθε εκπνοή αποβάλλουμε και ένα μέρος από το πεπερασμένο απόθεμα ζωής μας, και συνάμα αναστενάζουμε από ανακούφιση που ο τάφος ζυγώνει ολοένα, με κάθε κουραστικό και αποκαρδιωμένο σφυγμό μας. Το σώμα κακοποιείται και ανανεώνεται και γίνεται αντικείμενο διαμάχης, όπως αυτή η εκκλησία, όπου λένε ότι γεννήθηκε ο Χριστός. Όμως, υπάρχει μόνο μία κρύπτη στην οποία υποτίθεται ότι έλαβε χώρα η περίλαμπρη γέννηση. Και η κρύπτη είναι αδειανή, δεν έχει τίποτε μέσα,
σαν το τίποτε, την ερημιά που αφήνει ο καθένας μας στο διάβα της ζωής του. Εδώ, στη Βηθλεέμ, έζησε ένας Μεσσίας που έκανε μισές δουλειές. Σε αυτόν το ναό δεν υπάρχει ούτε φωτεινό πνεύμα ούτε εξιλέωση. Κάθε φορά που αναπνέουμε, τρέμουμε μην είναι τούτη η στερνή μας ανάσα, που την παγωνιά της θα κουβαλάμε σε όλη τη διαδρομή μας προς το απόλυτο κενό. Ο μοναδικός λόγος για να μη μας κατακυριεύσει ο φόβος είναι η πίστη στην παρακαταθήκη που αφήνουμε, στις θετικές αλλαγές που φέρνουμε στον κόσμο. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήθελε να ελπίζει ότι ο Τζορτζ Σαμπά θα ήταν η δική του παρακαταθήκη, που θα ζούσε κι έπειτα από αυτόν – ως απόδειξη ότι ο δασκαλάκος έκανε τον κόσμο λίγο καλύτερο. Και η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν θα αποτελούσε κι εκείνη μέρος της ίδιας δωρεάς. Παρατηρώντας το άψυχο σώμα που ταλαντευόταν κρεμασμένο από το φανοστάτη, ο Ομάρ Γιούσεφ πάλευε τώρα ενάντια στην αντίθετη παρόρμηση, στο αίσθημα πως από το έργο ζωής του είχαν απομείνει μόνο συντετριμμένη ελπίδα και σπιλωμένη καλοσύνη. Στο εξής, θα μπορούσε να γίνει ο ίδιος η παρακαταθήκη του Τζορτζ Σαμπά, δίνοντας ζωή στον νεκρό με κάθε ηθική, αγαθή, ευφυή πράξη του. Βάλθηκε να λύσει τον χοντρό κόμπο που είχαν δέσει οι ένοπλοι γύρω από τη βάση του φανοστάτη, για να κρατήσουν το σώμα στέρεα κρεμασμένο. Το πτώμα χαμήλωσε μερικούς πόντους. Τη στιγμή που ο Ομάρ έλυνε τον κόμπο, το βρεγμένο σκοινί ξεγλίστρησε από τα χέρια του. Άνοιξε την αγκαλιά του για να πιάσει το άψυχο σώμα. Καθώς το πτώμα έπεφτε, ο αγκώνας του Τζορτζ τον πέτυχε με δύναμη στον κρόταφο. Ο Ομάρ Γιούσεφ αρπάχτηκε από τους ώμους του για να μη σκάσει κάτω στο πλακόστρωτο, και σωριάστηκε κι αυτός κατάχαμα, πάνω στον νεκρό. Έμεινε ασάλευτος. Αν επρόκειτο να τον πιάσουν τα κλάματα, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή, συλλογίστηκε. Ένα χέρι τον άγγιξε στον ώμο, βοηθώντας τον να σηκωθεί. Όταν στάθηκε στα πόδια του, είδε πλάι του τον Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν. Και οι δύο άντρες ήταν χαροκαμένοι, αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε πως ίσως ήταν ο ίδιος που θα αντλούσε μεγαλύτερη δύναμη από τις τραγικές τούτες μέρες, και όχι ο γέρος που βρισκόταν στο πλευρό του. 16 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
241
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 241
242
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 242
«Θα λαμπαδιάσει όλη η Μπέιτ Τζαλά», είπε ο Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν. «Πάνε να γκρεμίσουν το σπίτι του χριστιανού. Για αντίποινα». «Αντίποινα για το θάνατο του γιου σου;» Ο Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν ένευσε αρνητικά. Δεν έμοιαζε και πολύ πιο ζωντανός από το πτώμα που ήταν ξαπλωμένο στα πόδια τους. «Μπα, κατά βάθος ο γιος μου δεν τους απασχολεί. Το θάνατο του Χουσεΐν Ταμάρι εκδικούνται, του μάρτυρα». Ο Ομάρ Γιούσεφ εξοργίστηκε, παρά την ανημποριά του ηλικιωμένου άντρα που είχε χάσει και τα δυο του παλληκάρια. Ο Χουσεΐν Ταμάρι ήταν δολοφόνος και κακοποιός, όχι μάρτυρας. Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε προς το πτώμα του Τζορτζ. «Ιδού ο μάρτυρας που λες», είπε, «μπροστά σου. Αυτός εδώ είναι ο μάρτυρας». Ένα τζιπ της αστυνομίας έστριψε από τη γωνία μουγκρίζοντας και σηκώνοντας έναν πίδακα νερού από τη βροχή που κυλούσε ορμητικά στην πλαγιά. Έξι αστυνομικοί κατέβηκαν σαλτάροντας έξω από την είσοδο του τμήματος. Ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τον Χαμίς Ζεϊντάν ανάμεσά τους, να τρεκλίζει. Διέσχισαν τρέχοντας την πλατεία προς το μέρος της σορού του Τζορτζ Σαμπά. Τέσσερις από δαύτους φορτώθηκαν άγαρμπα το πτώμα από τα χέρια και τα πόδια, και το κουβάλησαν στο τμήμα. Οι υπόλοιποι έδιωξαν τους λιγοστούς περίεργους που είχαν απομείνει, ζητώντας τους να εκκενώσουν την πλατεία. Ένας αστυνομικός έσπρωξε τον Ομάρ Γιούσεφ με το κοντάκι της καραμπίνας του και του είπε να πάει στο σπίτι του. «Άντε γαμήσου!» φώναξε ο Ομάρ Γιούσεφ, σπρώχνοντας κι αυτός τον αστυνομικό με τη σειρά του. «Πού ήσουνα πριν από ένα δεκάλεπτο, όταν σκότωναν τον κρατούμενό σου; Κοντά τα χέρια σου!» Ο Χαμίς Ζεϊντάν πλησίασε τον Ομάρ Γιούσεφ. Παραμέρισε τον αστυνομικό κι έπιασε τον φίλο του αγκαζέ. Το πάνω χείλος του αρχηγού της αστυνομίας πρόβαλλε πρησμένο κάτω από το μουστάκι του, καφετί από τη νικοτίνη, και τα δόντια του ήταν γεμάτα αίματα από το χτύπημα της καραμπίνας στο κεφάλι του. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρω-
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 243
243
τιόταν αν ο Χαμίς Ζεϊντάν ένιωθε ντροπή, ή μόνο σύγχυση, μετά την επίθεση του Τζιχάντ Αουντέ και όλο το ουίσκι που είχε κατεβάσει. Ο Χαμίς Ζεϊντάν σήκωσε το κεφάλι καθώς ένας πυροβολισμός διαπέρασε τη βροχή. Ακολούθησαν και άλλοι κρότοι, που αντηχούσαν άτακτα στον αέρα σαν τις πρώτες ψιχάλες μιας καταιγίδας. «Τι στο διάτανο γίνεται;» «Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων φύγανε για την Μπέιτ Τζαλά. Πάνε να γκρεμίσουνε το σπίτι του Τζορτζ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Αυτός είχε γυναίκα και παιδιά, έτσι δεν είναι;» «Είχε, ναι». Ο Χαμίς Ζεϊντάν έπιασε τον Ομάρ Γιούσεφ από το μπράτσο και τον τράβηξε προς το μέρος του τζιπ. «Φύγαμε!»
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 244
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο ΠεμΠτο
244
Ο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ καΤέΒΗκΕ ΜΟΝΟκόΜΜαΤΟΣ από ΤΟ πίΣω
κάθισμα του τζιπ του Χαμίς Ζεϊντάν. Η βροχή διαπερνούσε το πανωφόρι του κι έσταζε μέσα από τον μουλιασμένο του μπερέ. Η στάθμη της κατάπινε τα σκαρπίνια του. Τα γυμνά του δάχτυλα ήταν παγωμένα και πρησμένα. Τραντάχτηκε για να βοηθήσει την κυκλοφορία του αίματος στα χέρια και τα πόδια του, κι έστρεψε το βλέμμα στο σπίτι του Τζορτζ Σαμπά. Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων είχαν περικυκλώσει το σπίτι. Πέντ’ έξι από δαύτους ήταν γονατιστοί στην ταράτσα. Με τα πολυβόλα τους σημάδευαν τους Ισραηλινούς στην αντίπερα άκρη της κοιλάδας. Όμως, εξόν από κάποια τρομερή συγκυρία της τύχης, μάταια προσδοκούσαν να πετύχουν τον οποιονδήποτε στόχο από αυτή την απόσταση και με την ορατότητα περιορισμένη εξαιτίας της πυκνής συννεφιάς. Ο Ομάρ Γιούσεφ ακολουθούσε με το βλέμμα τα ισραηλινά τροχιοδεικτικά βλήματα καθώς πετούσαν ορμητικά προς το μέρος των ενόπλων, σκίζοντας τη θύελλα που μάνιζε στην κοιλάδα, για να σκάσουν στους τοίχους της οικίας Σαμπά ή, περνώντας από πάνω της, να πετύχουν το σπίτι στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ανάμεσα στον Ομάρ Γιούσεφ και το σπίτι των Σαμπά στέκονταν καμιά ντουζίνα άντρες των Ταξιαρχιών Μαρτύρων. Ορισμένοι παρατήρησαν την άφιξη του αστυνομικού τζιπ του Χαμίς Ζεϊντάν, αλλά οι περισσότεροι είχαν το βλέμμα καρφωμένο στην εξώπορτα και στα παράθυρα του σπιτιού. Από το σημείο που βρίσκονταν πρέπει να είχαν οπτική επαφή με το εσωτερικό του σπιτιού, υπέθετε ο Ομάρ Γιούσεφ. Με τους τοίχους του σπιτιού να τους προφυλάσσουν από τις ριπές, οι ένοπλοι φαίνονταν να διασκεδάζουν ιδιαιτέρως με ό,τι συνέβαινε στην κρεβατοκάμαρα που έβλεπε στο δρόμο.
Οι αστυνομικοί προχώρησαν προς το σπίτι με μπροστάρη τον Χαμίς Ζεϊντάν. Δρασκέλισαν βιαστικά τα ανοίγματα ανάμεσα στα κτήρια που ήταν εκτεθειμένα στις ριπές. Μόλις έφτασαν στον κλοιό των ενόπλων, ο Χαμίς Ζεϊντάν τους πρόσταξε να τον αφήσουν να περάσει. Κάποιος έβρισε μεγαλόφωνα την αδελφή του αρχηγού της αστυνομίας. Οι αστυνομικοί και οι ένοπλοι άρχισαν να σπρώχνονται. Την ώρα που σκούνταγαν οι μεν τους δε, ο Ομάρ Γιούσεφ κατάφερε να περάσει βαδίζοντας στην άκρη του δρόμου. Μες στο σκοτάδι, διέλαθε την προσοχή των ενόπλων που βρίσκονταν στο κατώφλι του σπιτιού. Προς μεγάλη του έκπληξη, οι πυροβολισμοί αντηχούσαν πιο δυνατά μέσα στο σπίτι. Τα φώτα στο καθιστικό ήταν σβηστά. Από το χολ, ο Ομάρ Γιούσεφ είδε πως οι ένοπλοι είχαν κατεβάσει τους σάκους με την άμμο από τα παράθυρα. Συνωστισμένοι γύρω από τα τσακισμένα κουφώματα, ανταπέδιδαν τα πυρά των Ισραηλινών. Ο θόρυβος ήταν τρομακτικός. Αντιλαλούσε στα ψηλά ταβάνια και στους στιβαρούς τοίχους. Ένας από τους άντρες γύρισε το κεφάλι προς την εξώπορτα. Το πρόσωπό του ήταν μανιασμένο από την έκσταση της μάχης. Ο Ομάρ Γιούσεφ τον αναγνώρισε. Ήταν ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά, ο αστυνομικός, η κόρη του οποίου τού είχε φέρει τα μαντάτα της σύλληψης του Τζορτζ. Τα μάτια του ήταν σκούρα σαν τα λεκιασμένα από το μπετέλ δόντια του, ακτινοβολούσαν όμως με μια παγερή ζωντάνια. Μόλις αντίκρισε τον Ομάρ Γιούσεφ, το χαμόγελό του σβήστηκε. Έμοιαζε αμήχανος και ντροπιασμένος, μα και οργισμένος συνάμα. Η παρουσία του δασκάλου διασάλευε την ανωνυμία η οποία του επέτρεπε να απελευθερώνει όλη αυτή την ασχήμια, που ειδάλλως θα κρατούσε βαθιά κρυμμένη μέσα του. Ο Ομάρ Γιούσεφ απέστρεψε το βλέμμα από τον Μαχμούντ Ζουμπεϊντά. Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός κι έπειτα έστριψε στα αριστερά του. Η φαμίλια του Τζορτζ Σαμπά λούφαζε κολλημένη στον τοίχο. Ιδού η απόδειξη ότι ο Τζορτζ είχε παραστρατήσει, αν ήθελες να εκλάβεις τις πράξεις του σαν παραστράτημα. Ο Τζορτζ ήταν νεκρός επειδή είχε προσπαθήσει να υπερασπιστεί τη φαμίλια του, μα να την τώρα εδώ, απροστάτευτη, εξαιτίας του θανάτου του. Εκείνη τη στιγμή ο Ομάρ Γιούσεφ κατέ-
245
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 245
246
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 246
ληξε στο συμπέρασμα πως, αν ο πρώην μαθητής του είχε ενεργήσει διαφορετικά, τώρα θα έτρεμε και ο ίδιος από φόβο, μαζεμένος σαν κουβάρι στο πάτωμα, και ίσως εντέλει ο Τζορτζ Σαμπά δεν είχε άδικο που έκανε ό,τι έκανε. Το άδικο είχε διαπραχθεί εις βάρος του, δεν ήταν δικό του σφάλμα. Η Σοφία σήκωσε το κεφάλι. Δάκρυα είχαν ζωγραφίσει τεθλασμένα αυλάκια από μάσκαρα στα μάγουλά της. Κρατούσε σφιχτά τα δυο της παιδιά μέσα στην αγκαλιά της. Ο Χαμπίμπ Σαμπά καθόταν πλάι τους. Ο ηλικιωμένος άντρας ήταν σιωπηλός και ασάλευτος. Έσφιγγε κάτι μαύρο στα γόνατά του, κάποιο βιβλίο ενδεχομένως. Η τετράγωνη άκρη του ξεπρόβαλλε κάτω από τα χέρια του σαν την πλώρη χτυπημένου υπερωκεάνιου που βυθίζεται. Ο Ομάρ Γιούσεφ πήγε να πει κάτι στη Σοφία, και τότε αντιλήφθηκε κίνηση στην άλλη άκρη της κρεβατοκάμαρας. Ο Τζιχάντ Αουντέ καθόταν σε μια παλιά πολυθρόνα καλυμμένη με δαμάσκο, δίπλα στη μεγάλη εταζέρα στο πλάι του κρεβατιού. Ξεσταύρωσε τα πόδια και σηκώθηκε, πετώντας το αποτσίγαρό του από το ανοιχτό παράθυρο. Χαμογέλασε στον Ομάρ Γιούσεφ και σήκωσε το όπλο του. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε να οπισθοχωρήσει μ’ ένα σάλτο προς το χολ, μα ήταν αδύνατον. Κάτι τον κρατούσε βιδωμένο στο σημείο όπου στεκόταν, παρά την κάννη που τον σημάδευε. Συλλογίστηκε ότι ίσως ήταν η μνήμη του Τζορτζ Σαμπά, ο οποίος είχε αρνηθεί να ενδώσει στην αχρειότητα, αυτή που κρατούσε τώρα τον δάσκαλό του ακίνητο. Παρέμεινε λοιπόν στη θέση του, στρέφοντας μόνο το πρόσωπο στον Τζιχάντ Αουντέ. «Όπως βλέπεις, Αμπού Ραμίζ, φροντίζουμε εμείς για τη φαμίλια του προδότη», είπε ο Τζιχάντ Αουντέ. «Αλλά χαίρομαι που ήρθες κι εσύ». «Τζιχάντ, ξέρεις πως, έτσι και μ’ αγγίξεις, θ’ ανοίξεις μέτωπο με τη μεγαλύτερη φατρία της Ντεχάισα. Ακόμα κι εσύ θα ’πρεπε να το ξανασκεφτείς προτού βρεθείς αντιμέτωπος με όλα μου τα σόγια», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Εδώ μέσα οι σφαίρες πετάνε στα κουτουρού, σαν τους ισχυρισμούς σου ότι ο μάρτυρας Χουσεΐν υπήρξε δολοφόνος και καταδότης. Ποιος ξέρει, μπορεί καμιά από αυτές τις σφαίρες να
πετύχει κι εσένα. Πιστεύω πως η φατρία σου θα συμφωνήσει ότι η σφαίρα που σε σκότωσε προήλθε από όπλο Ισραηλινού. Οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται μετά χαράς την όποια δικαιολογία προκειμένου να μην μπλέξουν». «Εσύ, όμως, όχι». «Ούτε κι εσύ, προφανώς». Ο Τζιχάντ Αουντέ διέσχισε την κάμαρα με το όπλο του στραμμένο στον Ομάρ Γιούσεφ. «Δε θεωρείς, βέβαια, ότι διαφυλάσσεις στ’ αλήθεια την υπόληψη του Χουσεΐν Ταμάρι μ’ αυτά σου τα κατορθώματα», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Πρόκειται για καθαρή κακία. Πυροβολείς απ’ το εσωτερικό του σπιτιού, γιατί ξέρεις πως οι Ισραηλινοί θα το γκρεμίσουν ανταποδίδοντας τα πυρά». Ο Τζιχάντ Αουντέ ύψωσε συναινετικά τα φρύδια. Έβαλε μια σφαίρα στη θαλάμη του καλάσνικοφ και το σήκωσε ίσαμε το στήθος του. Ήρθε η ώρα μου, σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Τουλάχιστον δε θα με κρεμάσουν ανάποδα στην πλατεία. Η εικόνα της Νάντια, με το θλιμμένο πρόσωπο και τα χαμηλωμένα μάτια, τρεμόπαιξε στο νου του, μα την απόδιωξε με βία. Ένιωθε περήφανος που αντιμετώπιζε τη στερνή του ώρα αψήφιστα, και κάρφωσε το βλέμμα στα μαύρα μάτια του Τζιχάντ Αουντέ. Την έκρηξη ακολούθησε ένας βόμβος σαν από τζετ σε χαμηλή πτήση. Ο Τζιχάντ Αουντέ σήκωσε το κεφάλι φευγαλέα. Αμέσως μετά η ακοή του Ομάρ Γιούσεφ νεκρώθηκε, θαρρείς και βρισκόταν μέσα σε νερό, και ο τοίχος της κρεβατοκάμαρας κατέρρευσε. Ο Ομάρ Γιούσεφ αισθάνθηκε να κουτρουβαλάει, πέφτοντας από το άνοιγμα της πόρτας στα σκαλιά. Το κεφάλι του χτύπησε στα κάγκελα, έπειτα βρήκε σε κάτι μαλακό. Βρέθηκε σωριασμένος ανάποδα πάνω σε δυο ενόπλους. Οι άντρες στριφογύριζαν μανιασμένα, σαν να πίστευαν πως ίσως ήταν νεκρός και δεν ήθελαν την παραμικρή επαφή με το πτώμα. Κυλίστηκαν για να φύγει από πάνω τους και τον πέταξαν σε μια λακκούβα με λασπόνερα. Το παγωμένο νερό τον συνέφερε, και είχε ανασηκωθεί ήδη στα γόνατα όταν ο Χαμίς Ζεϊντάν κι ένας άλλος αστυνομικός τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τον σήκωσαν.
247
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 247
248
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 248
«Πρέπει να ’ταν οβίδα ισραηλινού τανκς», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Είσαι εντάξει;» «Οβίδα;» «Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων πυροβολούσαν απ’ το εσωτερικό του σπιτιού. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες δε θα μπορούσαν να διαπεράσουν αυτούς τους χοντρούς, παμπάλαιους τοίχους παρά μόνο με οβίδα τανκς. Πρέπει να μπήκε από το καθιστικό, απ’ όπου προέρχονταν οι περισσότερες ριπές, και η έκρηξη να σε πέταξε από την εξώπορτα. Ήταν και κανένας άλλος μέσα;» «Η φαμίλια του Τζορτζ». Οι σαστισμένοι ένοπλοι ανέβηκαν τρέχοντας τα σκαλιά μαζί με την αστυνομία. Στην κρεβατοκάμαρα βρήκαν τον Τζιχάντ Αουντέ. Από το κεφάλι του έτρεχε αίμα, και ήταν άσπρος σαν φάντασμα από τον κονιορτό του γκρεμισμένου τοίχου. Οι άντρες του τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του και τον κουβάλησαν έξω από το σπίτι. Ο Ομάρ Γιούσεφ περίμενε ότι ο αρχηγός των Ταξιαρχιών Μαρτύρων θα του ανταπέδιδε το βλέμμα, αλλά ο Αουντέ μόλις και μετά βίας κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Το βλέμμα του ήταν απλανές και απόμακρο, σαν βασανισμένου ανθρώπου που προσεύχεται. Πέρασε σκουντουφλώντας μέσα από το πλήθος των βρυχώμενων ενόπλων, ίσαμε το δρόμο, όπου αναβόσβηναν τα κόκκινα φώτα ενός ασθενοφόρου. Μεταξύ κρεβατοκάμαρας και καθιστικού ένα μέρος του τοίχου είχε καταρρεύσει. Ο Χαμίς Ζεϊντάν και ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξαν μέσα από το ρήγμα. Τα έπιπλα-αντίκες του Τζορτζ Σαμπά σιγοκαίγονταν. Η κρεμάστρα με τα νυφικά ήταν τυλιγμένη στις φλόγες, αναδίδοντας μια δηλητηριώδη μυρωδιά από τα καμένα πλαστικά καλύμματα. Η σιφονιέρα από τηκ είχε διαλυθεί, απέμεναν μόνο τα κοντόχοντρα πόδια της. Το γαλλικό αγαλματίδιο που στεκόταν πάνω της ήταν άθικτο, αλλά είχε πέσει στο πέτρινο δάπεδο. Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε ότι το συνεστραμμένο γυναικείο γυμνό του Ροντέν λεγόταν Η μάρτυρας. Τέσσερα πτώματα κείτονταν στο καθιστικό, στοιβαγμένα δίπλα από ένα άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο στον τοίχο της πρόσοψης, το σημείο εισόδου της οβίδας. Ο Χαμίς Ζεϊντάν ξεχώρισε ένα από τα πτώματα. «Ο Μαχμούντ Ζουμπεϊντά», είπε.
Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε το ανέκφραστο οστεώδες πρόσωπο του νεκρού αστυνομικού. Ήταν χλομό και τα χείλη του είχαν συσπαστεί, γυμνώνοντας τα καφετιά δόντια του. Έμοιαζε με κρανίο ανθρώπου που είχε περάσει ήδη χρόνια μες στο χώμα. Το θανατερό όνειρο, που ο Ομάρ Γιούσεφ φανταζόταν πως υπέμενε κάθε βράδυ η κόρη του Μαχμούντ Ζουμπεϊντά, είχε γίνει πραγματικότητα. Αναρωτήθηκε αν θα είχε το κουράγιο να πει στο κορίτσι ότι ο πατέρας της ήταν ευτυχής την ώρα της συμπλοκής, λίγο πριν πεθάνει, ότι ήταν μάρτυρας. Θυμήθηκε την ντροπή και το θυμό στο πρόσωπο του άντρα τη στιγμή που αναγνώρισε τον δάσκαλο. Όχι, θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος άλλος να μιλήσει στη μικρή για τον ηρωισμό του πατέρα της. Ο ίδιος δε θα μπορούσε να της περιγράψει το πώς ακριβώς σκοτώθηκε ο ένοπλος. Φοβόταν ότι, άθελά του, θα αποκάλυπτε την ασχήμια του πτώματος, το αίμα που έμοιαζε σαν λάσπη στο ημίφως. Ή ίσως του ξέφευγε κάτι για τον γκρεμισμένο τοίχο της κρεβατοκάμαρας. Τι θα έλεγε γι’ αυτό στη Χαντιτζά Ζουμπεϊντά; Και για τη φαμίλια του Τζoρτζ, που την είχε πλακώσει; Ο Ομάρ Γιούσεφ βάλθηκε να σηκώνει πέτρες από το σωρό όπου μέχρι πριν από λίγο στεκόταν ο τοίχος της κρεβατοκάμαρας. Ο Χαμίς Ζεϊντάν και οι άντρες του μάζευαν κι εκείνοι κομμάτια από γύψο και πέτρα. Όταν αντίκρισαν τη Σοφία και τα παιδιά, ο αξιωματικός που βρισκόταν πιο κοντά στα πτώματα πισωπάτησε και ξέρασε. Ο αρχηγός της αστυνομίας γράπωσε έναν άλλο εμβρόντητο αξιωματικό, και άρχισαν αμέσως την προσπάθεια να σηκώσουν την τελευταία πέτρα που σκέπαζε τα πόδια της Σοφίας. Η γυναίκα του Τζορτζ Σαμπά ήταν νεκρή. Το ματωμένο κεφάλι της έγερνε αποκρουστικά τσακισμένο πάνω στην κλείδα της, ο αυχένας της σπασμένος και οι ώμοι της κυρτοί και πλακωμένοι. Κάτω από τις μασχάλες της, τα παιδιά κείτονταν αναίσθητα, αλλά ο Χαμίς Ζεϊντάν έπιασε σφυγμό και στα δύο. Τα ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έμοιαζαν μικροσκοπικά και κακοπαθημένα, αν και ο τραυματιοφορέας που έλεγξε τις ζωτικές λειτουργίες τους έκανε ένα βιαστικό νεύμα πως θα επιζούσαν. Ο Ομάρ Γιούσεφ τράβηξε πάλι τον Χαμίς Ζεϊντάν στα χαλάσματα. Είχε λαχανιάσει. «Ο Χαμπίμπ Σαμπά», είπε ξέπνοα.
249
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 249
250
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 250
Ο Χαμίς Ζεϊντάν κοίταξε τον ψηλό πέτρινο σωρό με γουρλωμένα μάτια. Έπειτα άρχισε να παραμερίζει τα συντρίμμια. Κάθιδροι και οι δύο, ξέθαψαν τον πατέρα του Τζορτζ Σαμπά. Ο Χαμπίμπ καθόταν μες στα μπάζα στην ίδια στάση που τον είχε δει ο Ομάρ Γιούσεφ νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της μάχης. Τα γόνατά του ήταν μαζεμένα στο στήθος του, και τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά τους αστραγάλους του. Το φαλακρό κεφάλι του είχε μια βαθιά τομή στην κορυφή. Η πληγή, γεμάτη αίμα και σκόνη, φαινόταν σαν μαύρη χαρακιά. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι αυτό ακριβώς αποζητούσε ο Χαμπίμπ Σαμπά, τόσο παραιτημένη έμοιαζε η νεκρική του όψη. Ήταν λες και πίστευε πως δεν υπήρχε λόγος να σώσει τα εγγόνια του ή τη νύφη του, με τον ίδιο τρόπο που είχε πάψει να ελπίζει και για τον γιο του. Μπορεί στην περίπτωση του γιου του να είχε δίκιο. Αν ο Ομάρ Γιούσεφ δεν είχε αποπειραθεί να τον γλυτώσει, αν δεν είχε αποκαλύψει στον Τζιχάντ Αουντέ όσα γνώριζε, τουλάχιστον ο Τζορτζ θα είχε καταλήξει στο απόσπασμα, και όχι λιντσαρισμένος από τον όχλο. Ωστόσο, δεν μπορούσε να κατανοήσει την ηρεμία του Χαμπίμπ Σαμπά. Το πτώμα του γέρου θα έπρεπε να δείχνει πιο τσακισμένο απ’ ό,τι ήταν. Η τέλεια ακινησία του έμοιαζε άτρωτη, θαρρείς και ο τοίχος είχε γκρεμιστεί πάνω σ’ ένα σώμα αναλλοίωτο σαν την πέτρα, και δεν κατάφερε να το συντρίψει. Η σορός του Χαμπίμπ Σαμπά βγήκε από τα χαλάσματα ευπρεπής και ακέραιη και γαλήνια, λες και οι αστυνομικοί που παραμέριζαν τα αγκωνάρια ήταν αρχαιολόγοι σε εκσκαφή, που είχαν ανακαλύψει το άγαλμα ενός μονάρχη της αρχαιότητας. Οι αστυνομικοί σήκωσαν το πτώμα του Χαμπίμπ Σαμπά. Ένα χοντρό μαύρο βιβλίο έπεσε από τα χέρια του μες στις πέτρες και στη σκόνη. Ο Ομάρ Γιούσεφ καθάρισε το φθαρμένο δερμάτινο κάλυμμα από την τσιμεντόσκονη και άνοιξε το βιβλίο. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε μια αφιέρωση γραμμένη με καλλιεργημένο, παλιομοδίτικο γραφικό χαρακτήρα: «Στον Αμπού Ομάρ, Θεού θέλοντος, ας επικρατήσει εσαεί αρμονία μεταξύ των θρησκειών μας, σαν κι αυτήν που μοιραζόμαστε ανέκαθεν οι δυο μας. Ο αγαπητός φίλος σου, Ίσσα». Ήταν τα λόγια που είχε γράψει ο ιερέας από την Ιερουσαλήμ στον πατέρα τού Ομάρ Γιούσεφ
σε άλλες εποχές, προτού ξεσπάσει το μίσος ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους της Παλαιστίνης. Ήταν η ίδια Βίβλος που είχε χαρίσει ο Ομάρ Γιούσεφ στον Τζορτζ, όταν ήταν μαθητής – η παρηγοριά στην εξορία του και η υπενθύμιση της αγάπης του για τη γενέτειρά του. Ο πατέρας του Τζορτζ την κρατούσε σφιχτά καθώς ψυχορραγούσε, θέλοντας να την προφυλάξει με το κορμί του, όπως η Σοφία προστάτευε τα κορμιά των παιδιών της, σαν να μπορούσε να κρατήσει ακέραιο με αυτόν τον τρόπο τον ανώτερο κόσμο που αντιπροσώπευε η Βίβλος, ακόμα και την ώρα που τα κόκαλά του τσάκιζαν. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβγαλε το μαντίλι από το σακάκι του. Σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό του, για να υγράνει την άκρη του πανιού, και καθάρισε τη σκονισμένη Βίβλο. Το μαύρο δέρμα έλαμψε στιλπνό σαν το φτερό του κόρακα. Η βροχή είχε δυναμώσει κι άλλο. Ένα ασθενοφόρο πήρε τα παιδιά του Τζορτζ Σαμπά, για να τα μεταφέρει στο νοσοκομείο πριν ξαναρχίσουν οι πυροβολισμοί. Ο Τζιχάντ Αουντέ κατέβηκε τρεκλίζοντας από ένα άλλο ασθενοφόρο. Οι τραυματιοφορείς πήγαν να τον αρπάξουν, αλλά αυτός τους έκανε πέρα οργισμένος. Φωνάζοντας στους αστυνομικούς να παραμερίσουν, οι άντρες του τον συνόδευσαν στο τζιπ του, που απομακρύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Ο Χαμίς Ζεϊντάν γύρισε και κοίταξε το μπαρουτοκαπνισμένο σπίτι του Τζορτζ Σαμπά. Έδωσε ορισμένες οδηγίες στους άντρες του για να βάλουν μπρος το καθάρισμα. Έπειτα απόθεσε το χέρι του στον αγκώνα του Ομάρ Γιούσεφ. «Λέω να σε πετάξω κι εσένα στο νοσοκομείο, για καλό και για κακό», είπε. «Μια χαρά είμαι». «Πιο καλά να σε κοιτάξουν και οι γιατροί, για παν ενδεχόμενο». «Μα δεν έχω τίποτα». «Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε δυο μέρες που σωριάζεσαι κατάχαμα από έκρηξη. Έλα, με τούτα και μ’ εκείνα μπορεί να ’παθες καμιά εσωτερική ζημιά στα σπλάχνα, κι ας φαίνεσαι καλά εξ όψεως. Άντε, φύγαμε».
251
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 251
252
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 252
«Όχι, όχι, στο σπίτι να με πας. Πρέπει ν’ αλλάξω. Έχω γίνει παπί». Τρέμοντας, ανέβηκε στο τζιπ του Χαμίς Ζεϊντάν και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Προχωρώντας αργά, διέσχισαν το δρόμο και κατηφόρισαν τη φιδογυριστή πλαγιά στα όρια της Μπέιτ Τζαλά. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήταν αμίλητος και θυμωμένος. Ορίστε κατάσταση, να τον πηγαινοφέρνει ο αρχηγός της αστυνομίας, ο ίδιος άνθρωπος που θα μπορούσε, το δίχως άλλο, να είχε αποτρέψει όλο αυτό το θανατικό. Είχε πιστέψει πως ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν ήταν ο κατεξοχήν υπεύθυνος, πως η περιρρέουσα διαφθορά ήταν εκείνη που έφταιγε για την ανικανότητά του. Τώρα όμως σκεφτόταν ότι ο φίλος του ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, παθητικός συνεργός σε φόνο ή, στη χειρότερη, ο άνθρωπος που οδήγησε τους φονιάδες στη λεία τους. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έδειχνε να διαισθάνεται το νόημα της σιωπής του φίλου του. Έστρεψε κατ’ επανάληψη το βλέμμα στον Ομάρ Γιούσεφ, μα ο δάσκαλος κρατούσε επί τούτου τα μάτια του καρφωμένα στην ευθεία, στον έρημο δρόμο, καθώς προσπερνούσαν τον προσφυγικό καταυλισμό της Άιντα. Στο τέλος, ο αρχηγός της αστυνομίας το ξεφούρνισε: «Με θεωρείς υπόλογο για ό,τι έγινε, έτσι δεν είναι; Φαίνεται. Τα ’χεις βάλει μαζί μου. Εγώ φταίω για όλα!» Ο Ομάρ Γιούσεφ απέμεινε σιωπηλός. Ήθελε να απαντήσει, αλλά δίσταζε να πληγώσει τον φίλο του και δεν είχε κουράγιο να καβγαδίσει. «Καλά δε λέω;» ούρλιαξε ο Χαμίς Ζεϊντάν. «Πιστεύεις πως εγώ φταίω για όλα». Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Φυσικά και το πιστεύω. Αρχηγός της αστυνομίας είσαι. Θες να μου πεις, δηλαδή, ότι δεν ευθύνεται ο αρχηγός της αστυνομίας όταν αρπάζουν έναν κρατούμενο μέσα απ’ το κελί του και τον λιντσάρουνε στα δέκα μέτρα απ’ το τμήμα; Δεν ευθύνεται ο αρχηγός της αστυνομίας όταν ένα μάτσο οπλισμένοι αλήτες εξωθούν τους Ισραηλινούς να επιτεθούν με οβίδες σε σπίτι που κατοικείται;» «Δεν ξέρεις τι πιέσεις δέχομαι». «Και τι σε πιέζουνε να κάνεις;»
«Εδώ είναι το θέμα. Με πιέζουν να μην κάνω τίποτα. Ν’ αφήνω αυτό το χάος να συνεχίζεται». «Δε με πείθεις». «Νομίζεις πως, επειδή φοράω μια στολή, έχω μεγαλύτερη επιρροή απ’ τον Χουσεΐν Ταμάρι και τον Τζιχάντ Αουντέ; Κάνεις λάθος. Αυτοί είναι που έχουνε πλάτες στα ανώτερα κλιμάκια, μέχρι και στην κυβέρνηση». Ο Χαμίς Ζεϊντάν χαμήλωσε λίγο τη φωνή του, αλλά ο τόνος του παρέμεινε πικρός, χολωμένος. «Το λιντσάρισμα ξεπέρασε κάθε όριο, ακόμα και τα δικά μου. Αλλά πού να πάει το μυαλό μου ότι θα κάνανε τέτοιο πράγμα; Προσπάθησα να τους εμποδίσω. Μπροστά δεν ήσουνα; Προσπάθησα να τους εμποδίσω». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε ένα κύμα συμπόνιας γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που θυσίαζε τη βολή του και την προσωπική ζωή του εδώ και δεκαετίες. Και τώρα, τον είχαν προδώσει εκείνοι για τους οποίους είχε αγωνιστεί. Μολονότι το γεγονός αυτό τον έκανε να φέρεται όπως οι άχρηστοι συνάδελφοι που τον περιστοίχιζαν, δε σήμαινε πως ήταν ίδιος μ’ εκείνους στο βάθος της ψυχής του. «Γιατί δε μ’ άκουσες όταν σου ’λεγα ότι ο Χουσεΐν Ταμάρι οδήγησε τους Ισραηλινούς στο Ιρτάς; Ότι αυτός ήταν ο καταδότης που τους βοήθησε να σκοτώσουν τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν; Ότι σκότωσε την Ντιμά με τα ίδια του τα χέρια, για να καλύψει τα ίχνη του;» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια». «Κοίτα, τώρα πια δεν έχει σημασία. Το ελικόπτερο των Ισραηλινών σκότωσε τον Ταμάρι, οπότε ο δολοφόνος είναι νεκρός. Ο Τζορτζ Σαμπά είναι κι εκείνος νεκρός, άρα δεν υπάρχει πια κανένας αθώος που περιμένει να εκτελεστεί. Η όλη υπόθεση έληξε. Η υποτιθέμενη έρευνά μου τελείωσε. Οι δυο μας μείναμε. Γιατί δε με πίστεψες τότε; Σου έδειξα τον κάλυκα απ’ το MAG, το πολυβόλο του Ταμάρι. Σου πρόσφερα απτές αποδείξεις». «Η σφαίρα που σκότωσε τον Λουάι προήλθε από καραμπίνα Ισραηλινού ακροβολιστή. Αλλά εσύ φαγώθηκες με τον κάλυκα του MAG, που δε συνιστά αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του Ταμάρι, γιατί ο Λουάι δε σκοτώθηκε με MAG. Της Ντιμά τής κόψα-
253
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 253
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 254
254
νε το λαρύγγι, οπότε ούτε εκεί υπάρχει MAG. Η θεωρία σου είναι ενδιαφέρουσα, μα δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι στέκει κιόλας». «Σύμφωνοι, μπορεί ο Ταμάρι να μην πυροβόλησε τον Λουάι, αυτός οδήγησε όμως τους Ισραηλινούς στο στόχο τους, κι άφησε πίσω του ένα ίχνος, όταν του ’πεσε κατά λάθος ένας κάλυκας απ’ το δικό του όπλο. Αυτός πρέπει να ’ταν που αναγνώρισε τον Λουάι κι έδωσε το σήμα στους Ισραηλινούς με μια ακτίνα λέιζερ, την κόκκινη κουκκίδα που είδε η Ντιμά να τρεμοπαίζει στο σώμα του άντρα της πριν από τους πυροβολισμούς που τον σκότωσαν». Ο Χαμίς Ζεϊντάν σταμάτησε στη γωνία του δρόμου δίπλα στο σπίτι του Ομάρ Γιούσεφ. «Ωραία, έτσι για να χαρείς, σου λέω ότι μετανιώνω που δε σε πίστεψα. Αλλά θα ’πρεπε να ξέρεις πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα με τις θεωρίες σου. Δεν υπήρχαν ουσιαστικές αποδείξεις. Όπως και να ’χει, οι ποινικές υποθέσεις δε δικάζονται πια βάσει αποδεικτικών στοιχείων. Πίστη, επιρροή και κακία. Άμα έχεις αυτά με το μέρος σου, δε χρειάζεσαι τίποτ’ άλλο». Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πει στον Χαμίς Ζεϊντάν πόσο πολύ τον υποπτευόταν, παρ’ ότι δεν το έδειχνε. Ένιωθε κατάκοπος. Αποφάσισε ν’ αφήσει τον αστυνομικό στην ησυχία του. Γνέφοντας σιωπηλά, κατέβηκε από το τζιπ. Τον αποχαιρέτησε κουνώντας πέρα δώθε τη Βίβλο του Τζορτζ, ενώ ο Χαμίς Ζεϊντάν έκανε στροφή επί τόπου, περνώντας αργά τη μεσαία λωρίδα, για να βγει στο αντίθετο ρεύμα. Ο Ομάρ Γιούσεφ αισθάνθηκε τη βροχή να κυλάει στο σβέρκο του μέσα από το γιακά του. Έβαλε τη Βίβλο στην τσέπη του. Το χαντάκι που είχαν σκάψει εδώ και δυο μέρες οι Ισραηλινοί κάθετα στο δρόμο, έφραζε τη δίοδο από το πεζοδρόμιο. Ο Ομάρ Γιούσεφ σκαρφάλωσε το χαμηλό πεζούλι στην είσοδο του σπιτιού του και μπήκε βιαστικά μέσα.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 255
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο εΚτο
ΗΝ ώρα πΟυ Ο ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ δραΣκέΛΙζΕ ΤΗΝ ΕξώπΟρΤα
του σπιτιού του, η Μαριάμ τον περίμενε στη σάλα, τυλιγμένη με μια κουβέρτα. Πήγε κοντά της. Η Νάντια κοιμόταν γερμένη στον κόρφο της γιαγιάς της. Η στάση της έκανε τον Ομάρ Γιούσεφ να ανατριχιάσει στη στιγμή: του έφερε στο νου τη νεκρική στάση της γυναίκας του Τζορτζ Σαμπά, με τα δυο της παιδιά κουβαριασμένα μέσα στην αγκαλιά της. Η νύστα στο πρόσωπο της Μαριάμ έμοιαζε αμετακίνητη, σχεδόν σαν την ακαμψία του θανάτου, και ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε μια παράλογη ανακούφιση όταν εκείνη σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. «Έλεγα στη Νάντια ένα παραμύθι», ψιθύρισε. «Δεν ήθελε να πέσει για ύπνο προτού γυρίσεις». Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε τη Βίβλο του Τζορτζ Σαμπά στο τραπεζάκι. Σήκωσε τη Νάντια από τους ώμους, ενώ η Μαριάμ κρατούσε τα πόδια του κοριτσιού. Κινήθηκε διστακτικά, προσέχοντας να μην την ξυπνήσει αλλά και να μη ζορίσει τη μέση του, που είχε αρχίσει πάλι να τον πονάει, καθώς η βροχή άπλωνε την παγωνιά της στα κόκαλά του και οι μύες του διαμαρτύρονταν για τον λυσσαλέο μόχθο που είχε καταβάλει ώσπου να μετατοπίσει τις πέτρες που πλάκωναν την οικογένεια Σαμπά. Ο Ομάρ και η Μαριάμ κουβάλησαν το κορίτσι στην κρεβατοκάμαρά τους και την έβαλαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι τους. «Σου τηλεφώνησαν κι από τα κεντρικά των Ηνωμένων Εθνών στην Ιερουσαλήμ», είπε η Μαριάμ. «Σημείωσα τον αριθμό για να τους πάρεις. Μου ’κανε εντύπωση που πήραν τόσο περασμένη ώρα». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά. Συλλογίστηκε τον φου-
255
Τ
256
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 256
καρά τον Στέντμαν. Οι υπεύθυνοι που θα χειρίζονταν τη συγκεκριμένη κρίση ήταν επόμενο να δουλεύουν ως αργά. «Εγώ θα κοιμηθώ στη σάλα. Μόνο ν’ αλλάξω πρώτα, γιατί είμαι μούσκεμα», της είπε. «Να σου φτιάξω κι ένα τσαγάκι, να ζεσταθείς. Μήπως θες να σου φέρω και λίγη σούπα;» «Όχι, να ’σαι καλά. Απλώς ένα τσάι, αν έχεις την καλοσύνη». Αφού του έφερε το τσάι, ο Ομάρ Γιούσεφ κάθισε με τις μεταξωτές πιτζάμες του και μια μάλλινη ρόμπα, κι απλώνοντας το χέρι, κράτησε σφιχτά τα δάχτυλα της Μαριάμ. «Τι έγινε, Ομάρ;» «Ο Τζορτζ είναι νεκρός». Ο Ομάρ Γιούσεφ συνειδητοποίησε ότι πρώτη φορά ξεστόμιζε αυτά τα λόγια. Του φάνηκαν τόσο φορτωμένα με θάνατο, που ένιωσε το στόμα του γεμάτο χώμα, το χώμα όπου θα επέστρεφε τώρα ο Τζορτζ Σαμπά. Οι λέξεις τον έπνιξαν, του έκοψαν την ανάσα. Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Η Μαριάμ πέρασε το χέρι γύρω από τους ώμους του, τον χάιδεψε στο σβέρκο κι έγειρε με το πηγούνι της στο μέτωπό του. Ο Ομάρ Γιούσεφ της αφηγήθηκε ό,τι είχε δει, κι έκλαψε κι εκείνη μαζί του, σιγανά, με βραχνούς λυγμούς. Με ξέρει απέξω κι ανακατωτά, συλλογίστηκε ο Ομάρ. Κατά εποχές τής έχω κρύψει ένα σωρό πράγματα, και νόμιζα πως είχαμε αποξενωθεί, αλλά στέκεται τόσα χρόνια στο πλευρό μου, που αισθάνεται ό,τι ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ. Τα αισθήματά μας είναι αλληλένδετα, ακόμα κι αν διαφωνούμε για τα πολιτικά ή για θέματα της καθημερινότητας. Δεν ήθελε να μ’ αφήσει να ερευνήσω την υπόθεση του Τζορτζ, να βάλω τον εαυτό μου σε κίνδυνο για να τον σώσω, ήξερε όμως ανέκαθεν πόσο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου ήταν αυτός ο άνθρωπος. Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου ο Ομάρ Γιούσεφ να αποφασίσει να ελευθερωθεί από το τρυφερό σφιχταγκάλιασμα της Μαριάμ. Ανακάθισε και κοίταξε το ρολόι στον μπουφέ. Η ώρα ήταν 2:30 π.μ. «Δεν πας να ξαπλώσεις σιγά σιγά, Μαριάμ;» «Θα σου κατεβάσω καμιά κουβέρτα». «Δε με βλέπω να κοιμάμαι. Θα μείνω λίγο να διαβάσω».
«Ε τότε, άσε με να σου κάνω παρέα. Θα βάλω να βράσει κι άλλο τσάι». Η Μαριάμ ήταν στην κουζίνα όταν ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε τον γνώριμο ήχο. Ο βόμβος του ελικοπτέρου τάραξε τη νύχτα και ήρθε και στάθηκε πάνω από το σπίτι. Ο ρυθμικός θόρυβος κάλυπτε τις μηχανές των τανκς και των τζιπ, που βρυχώνταν καθώς κατηφόριζαν το λόφο προς την Ντεχάισα. Ο Ομάρ Γιούσεφ σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Αναρωτήθηκε μήπως επέστρεφαν για να φαρδύνουν κι άλλο το χαντάκι καταμεσής του δρόμου, μα, όταν έφτασαν, είδε πως η μπουλντόζα δεν ήταν ανάμεσά τους. Κοίταξε στο δρόμο. Δύο τανκς και δύο ΤΟΜΠ είχαν σταθμεύσει ακριβώς έξω από το σπίτι του. Έτρεξε να σβήσει το φως. Οι στρατιώτες βγήκαν σπρώχνοντας από τα ΤΟΜΠ και, βαδίζοντας γρήγορα εφ’ ενός ζυγού, με λυγισμένα γόνατα, ανέβηκαν τα σκαλιά τής απέναντι πολυκατοικίας. Η Μαριάμ μπήκε στη σάλα. Στο σκοτάδι, τα μάτια της έμοιαζαν στοιχειωμένα. «Μάλλον ήρθαν να συλλάβουν τον Τζιχάντ Αουντέ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Πήγαινε ξύπνα τον Ραμίζ και τα παιδιά. Έτσι κι έρθουν από δω, δε θέλω να τους ξυπνήσουν και να δούνε τους στρατιώτες μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους. Μην τους τρομοκρατήσεις, όμως». Η Μαριάμ έφυγε βιαστικά από τη σάλα. Οι στρατιώτες έστησαν φρουρές σε κάθε γωνιά του δρόμου. Ο Ομάρ Γιούσεφ άνοιξε μια ιδέα το παράθυρο. Μπορούσε ν’ ακούσει τα παράσιτα ενός εβραϊκού ραδιοφωνικού σταθμού από το εσωτερικό του κοντινότερου ΤΟΜΠ. Κάμποσοι στρατιώτες κατέβηκαν πάλι τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι ίσως δεν είχαν βρει τον Τζιχάντ Αουντέ κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Έπειτα πρόσεξε πως ήταν μονάχα τρεις στρατιώτες, μ’ ένα σωρό πολίτες στο κατόπι τους. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας θα έπαιρναν πόδι από εκεί ώσπου να ολοκληρώσει η διμοιρία την έρευνά της. Το μικρό τσούρμο διέσχισε το δρόμο κατευθυνόμενο προς το σπίτι του Ομάρ Γιούσεφ. Εκείνος πήγε στην εξώπορτα να τους προϋπαντήσει. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο πρώτος από τους τρεις στρατιώ17 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
257
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 257
258
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 258
τες μπήκε στο φωτεινό χολ. Το πρόσωπό του ήταν καμουφλαρισμένο με μπλε και λαδί μπογιά. Τι νόημα έχει το καμουφλάζ όταν μπουκάρεις σε πολυκατοικία; σκέφτηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Αναρωτήθηκε αν ο στρατιώτης θα του μιλούσε στα αραβικά. Οι αραβόφωνοι ήταν πάντα η χειρότερη φάρα. Όσο πιο πολλά μάθαιναν για τους Άραβες, τόσο περισσότερο έδειχναν να τους περιφρονούν. Ο στρατιώτης έβγαλε έναν κοφτό λαρυγγισμό στα εβραϊκά. «Μήπως μιλάτε αραβικά ή αγγλικά;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ στα αγγλικά. Ο στρατιώτης τού αποκρίθηκε κι εκείνος στα αγγλικά. «Καλά, δεν έμαθες ποτέ εβραϊκά;» «Ήμουν ανέκαθεν υπέρ το δέον αισιόδοξος», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο στρατιώτης χαμογέλασε λιγάκι. Τα δόντια του έλαμπαν κατάλευκα κάτω από το μπογιατισμένο του πρόσωπο. Έσπρωξε τον Ομάρ Γιούσεφ παράμερα και έλεγξε το χολ. Η Μαριάμ και η Νάντια κατέβηκαν από την κρεβατοκάμαρα. Ο Ομάρ Γιούσεφ άκουσε τον Ραμίζ πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα να λέει στη γυναίκα του να ντυθεί, πιέζοντάς τη να βιαστεί. Το πρόσωπο της Μαριάμ πάνιασε μόλις είδε τον καμουφλαρισμένο στρατιώτη. Η Νάντια παρέμεινε ανέκφραστη. «Κατέβασε το όπλο σου, σε παρακαλώ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο στρατιώτης έστρεψε την κάννη του Μ-16 στο πάτωμα. «Διεξάγουμε έρευνα σ’ όλη τη γειτονιά. Ορισμένοι κάτοικοι που μένουν στην απέναντι πολυκατοικία πρέπει να εκκενώσουν το χώρο μέχρι να τελειώσουμε. Κι επειδή βρέχει, θα τους μεταφέρουμε εδώ». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά. Πάνω από μια ντουζίνα άνθρωποι μπήκαν στο σπίτι. Ο Ομάρ Γιούσεφ τους καλησπέρισε και τους ζήτησε να περάσουν στη σάλα. Η Μαριάμ πήγε να ετοιμάσει τσάι, αλλά ο στρατιώτης τη σταμάτησε και της είπε να φέρει και τους υπόλοιπους ενοίκους του σπιτιού στη σάλα, και να παραμείνει μαζί τους. Μπαίνοντας, όλοι οι γείτονες είχαν το ίδιο ταλαίπωρο, φοβισμένο και νυσταγμένο ύφος στα πρόσωπά τους. Μερικά παιδιά κλαψούριζαν.
Τελευταίοι μπήκαν ο Άμτζαντ και η Λεϊλά. Ο Άμτζαντ χαμογέλασε κι έδωσε το χέρι στον Ομάρ Γιούσεφ, ευχαριστώντας τον για το άσυλο που τους παρείχε. Ο Ομάρ Γιούσεφ αισθάνθηκε άσχημα που έκανε λάγνες σκέψεις για τη γυναίκα του Άμτζαντ. Ήταν καλό παιδί ο Άμτζαντ. Μολαταύτα, η Λεϊλά ήταν υπέροχη με το τζιν και το φούτερ της, που πρέπει να είχε φορέσει στα πεταχτά την ώρα που οι στρατιώτες τούς ξαπόστελναν από το διαμέρισμά τους. Είχε βουρτσίσει τα μαλλιά της, μα ήταν ακόμα πατικωμένα από τον ύπνο, έτσι όπως θα απλώνονταν και στο μαξιλάρι της. Ο στρατιώτης στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας παρατηρώντας το πλήθος, που τώρα πια περιλάμβανε και τον Ραμίζ με τη φαμίλια του. Ο Ομάρ Γιούσεφ γνώριζε όλους τους παρευρισκομένους εκτός από μια γυναίκα, που καθόταν στην άκρη με τα δυο της παιδιά. Υπέθεσε ότι ήταν οι νεοφερμένοι, η φαμίλια του Τζιχάντ Αουντέ. Δε θυμόταν το πρόσωπο της γυναίκας, παρόλο που είχε επισκεφθεί το σπίτι τους λίγες ώρες νωρίτερα. Περνώντας προσεκτικά ανάμεσα από το ζωντανό χαλί των παιδιών που κάθονταν στα πόδια των γονιών τους, καλησπέρισε τη γυναίκα. «Είστε η σύζυγος του Τζιχάντ;» τη ρώτησε ψιθυριστά. «Ναι». Ήταν μια νεαρή, ήσυχη κοπέλα. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναγνώρισε ξαφνικά το αγοράκι που στεκόταν κρυμμένο πίσω της. Ήταν το παιδί που είχε ανοίξει την εξώπορτα του διαμερίσματος πριν από έξι ώρες περίπου, όταν ο Ομάρ Γιούσεφ είχε πάει να κάνει έκκληση στον πατέρα του για την απελευθέρωση του Τζορτζ Σαμπά. «Α, εμείς οι δυο έχουμε γνωριστεί, έτσι δεν είναι;» Το αγόρι έγνεψε καταφατικά. «Πώς σε λένε;» «Γουαλίντ Τζιχάντ Μπραχήμ Αουντέ». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. «Είσαι ο πρωτότοκος γιος του Τζιχάντ;» «Μάλιστα». Ο μεγάλος γιος του Τζιχάντ Αουντέ λεγόταν Γουαλίντ. Ο Αουντέ ήταν ο «πατέρας του Γουαλίντ» – ο Αμπού Γουαλίντ. Λες
259
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 259
260
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 260
να υποπτευόταν λάθος άνθρωπο εξαρχής; Ο πρωτότοκος γιος του Χουσεΐν Ταμάρι λεγόταν κι αυτός Γουαλίντ. Ο Ταμάρι ήταν κι εκείνος «Αμπού Γουαλίντ». Ίσως όμως δεν ήταν ο ίδιος Αμπού Γουαλίντ με τον οποίο είχε μιλήσει ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν λίγες στιγμές πριν πεθάνει. Θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ο Τζιχάντ Αουντέ. Τον αποκαλούσαν Αμπού Γουαλίντ, άρα ίσως ήταν αυτός ο δολοφόνος, ο καταδότης. Ο Τζορτζ είχε δει τον Τζιχάντ Αουντέ να μαζεύει κάτι από την ταράτσα του σπιτιού του και να το χώνει στο αλεξίσφαιρο γιλέκο του, όταν είχε αναμετρηθεί με τους δύο ηγέτες των Ταξιαρχιών. Ίσως ήταν κάλυκες που είχε ξεράσει το θεόρατο MAG του Ταμάρι. Ο Λουάι δεν είχε σκοτωθεί από σφαίρα MAG, αλλά στον τόπο της δολοφονίας του είχε βρεθεί άλλος ένας τέτοιος κάλυκας. Μήπως είχε πέσει από την τσέπη του Αουντέ; Ο Ομάρ Γιούσεφ ήθελε να μοιραστεί αμέσως αυτή την αποκάλυψη με τον Χαμίς Ζεϊντάν, αλλά, με τον στρατιώτη να φρουρεί τη σάλα, δεν υπήρχε περίπτωση να μιλήσει στο τηλέφωνο. Έπρεπε να περιμένει να ολοκληρώσουν την έρευνα στην απέναντι πολυκατοικία και να επιτρέψουν στον κόσμο να βγει από το σπίτι του. Για μια στιγμή τον έπιασε πανικός. Και αν οι στρατιώτες έψαχναν και το δικό του σπίτι; Μπορεί να έβρισκαν το όπλο, το Webley του Τζορτζ, που το είχε παραχώσει στο συρτάρι με τις κάλτσες του. Θα τον έπιαναν, το δίχως άλλο, και ίσως τον προφυλάκιζαν για μήνες χωρίς δίκη. Στο μεταξύ, ο Τζιχάντ Αουντέ θα είχε γίνει πολύ ισχυρός, και ο Ομάρ δε θα μπορούσε να πείσει τον Χαμίς Ζεϊντάν να τον συλλάβει. Ακόμα και τώρα, δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον ο αρχηγός της αστυνομίας θα κουβαλούσε τον Αουντέ στο τμήμα. Έπρεπε να επικοινωνήσει με τον Χαμίς Ζεϊντάν απόψε κιόλας, όσο η ενοχή για το λιντσάρισμα του Τζορτζ εξακολουθούσε να βαραίνει την ψυχή του. «Οι στρατιώτες δεν πρόκειται να βρουν τον πατέρα σου στο σπίτι, καλά δε λέω;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ. Ο πρωτότοκος γιος του Τζιχάντ Αουντέ κάρφωσε τον Ομάρ Γιούσεφ μ’ ένα βλέμμα όλο θράσος. Σήκωσε το πηγούνι του, υπονοώντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερώτηση. Το αγόρι δε θα πίστευε ποτέ πως ο πατέρας του
ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ήρωας, ακόμα και αν ο Ομάρ Γιούσεφ κατόρθωνε να πείσει το δικαστήριο να δικάσει τον ηγέτη των Ταξιαρχιών Μαρτύρων. Ο στρατιώτης τούς κράτησε στη σάλα πάνω από μια ώρα. Ο αέρας γινόταν ολοένα πιο δύσοσμος. Μερικά νήπια κατουριόντουσαν πάνω τους από το κλάμα και μούσκευαν το χαλί. Κάμποσες γυναίκες έκλαιγαν κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι. Όλοι οι άντρες ήταν, θαρρείς, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβρισκε την κατάσταση ανυπόφορη. Η μέση του πονούσε από την παρατεταμένη ορθοστασία, και μετάνιωνε που δεν είχε κάνει ένα καυτό ντους όταν γύρισε, για να ζεσταθεί μετά τη βροχή που είχε φάει. Η κάπνα τού έφερνε βήχα. Ήθελε να βγει έξω και να τον κάνει να πληρώσει αυτόν τον μπάσταρδο που είχε παγιδέψει τον Τζορτζ Σαμπά. Κάρφωσε τα μάτια του στον στρατιώτη, με μίσος. Ποιος νομίζει ότι είναι που θα μ’ εμποδίσει να πάω στην αστυνομία, για να μπορέσει επιτέλους να επιβληθεί δικαιοσύνη; Τελείωνε με την αναθεματισμένη έρευνά σου και τσακίσου από το σπίτι μου, κι εσύ και το ηλίθιο όπλο σου και το γελοίο στουπέτσι που ’χεις βάψει τα μούτρα σου. Σκέφτηκε να πει στον στρατιώτη ότι ο Τζιχάντ Αουντέ είχε καταφύγει στο Ναό της Γεννήσεως, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να του μιλήσει κατ’ ιδίαν. Επιπλέον, αν φανέρωνε τα κατατόπια του Αουντέ, θα φαινόταν και ο ίδιος ύποπτος στα μάτια του στρατιώτη, και θα τον έπιαναν κι αυτόν. Ήταν όμως και κάτι ακόμα που ο Ομάρ Γιούσεφ όφειλε να παραδεχτεί: ήξερε πως δεν του πήγαινε η καρδιά να καταδώσει Παλαιστίνιο στους στρατιώτες. Δεν ήθελε να σκοτώσουν τον Τζιχάντ Αουντέ. Ήθελε να τον συλλάβουν, να τον αναγκάσουν να ομολογήσει. Νεκρός, θα γινόταν ήρωας, μάρτυρας, ενώ το μόνο που του άξιζε ήταν ο εξευτελισμός. Κόντευε 4:00 π.μ. όταν ο ασύρματος που κρεμόταν στον ώμο του στρατιώτη άρχισε να κρώζει με μια βαθιά, ακατάληπτη φωνή. Ακαριαία και δίχως να πει λέξη, ο στρατιώτης βγήκε από τη σάλα κι έφυγε από το σπίτι. Στη στιγμή, ο Ομάρ Γιούσεφ τον ακολούθησε. Έριξε μια ματιά από την εξώπορτα. Ο στρατιώτης ανέβηκε μ’ ένα σάλτο στην καρότσα του ΤΟΜΠ. Οι δυο τελευταίοι συνάδελφοί του μπήκαν στο κατόπι του κι έκλεισαν τη με-
261
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 261
262
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 262
ταλλική πόρτα. Μ’ ένα σύννεφο αναθυμιάσεων ντίζελ κι ένα τραχύ μουγκρητό, τα ισραηλινά οχήματα κίνησαν για το στρατόπεδο, στην άλλη άκρη της Ντεχάισα. Οι στρατιώτες ήταν ακόμα ορατοί στο βάθος του δρόμου όταν ο Ομάρ Γιούσεφ επέστρεψε στη σάλα του σπιτιού του. Ήταν όλοι στριμωγμένοι γύρω από το παράθυρο, βλέποντας τους στρατιώτες που απομακρύνονταν. «Έφυγαν», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Να προσφέρουμε στον κόσμο ένα τσάι», είπε η Μαριάμ. Ο Ομάρ Γιούσεφ ήθελε απελπισμένα να ντυθεί και να πάει να βρει τον Χαμίς Ζεϊντάν. «Μαριάμ, οι μουσαφιραίοι μας είναι κουρασμένοι. Φαντάζομαι, θα θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους να ξαποστάσουν». «Μη λες ανοησίες, Ομάρ, και μη γίνεσαι αγενής. Καλεσμένοι μας είναι, ένα τσάι θα το πιούνε». Ο Ομάρ Γιούσεφ δεν μπορούσε να καβγαδίσει μπροστά σε τόσον κόσμο. Συνοφρυώθηκε και ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρά του. Θα ντυνόταν, για να είναι έτοιμος, κι όταν θα έφευγε ο κόσμος, θα έβγαινε κι αυτός μαζί τους. Φόρεσε ένα χοντρό παντελόνι, πουκάμισο και πουλόβερ· οι μικρές ώρες της νύχτας ήταν και οι πιο παγερές. Πήρε τον Χαμίς Ζεϊντάν στο σπίτι και στο γραφείο του, από το τηλέφωνο στο κομοδίνο. Κανένας δεν το σήκωνε. Πήρε πάλι και στους δύο αριθμούς και άφησε το τηλέφωνο να χτυπήσει κάμποσο. Με τα πολλά, κάποιος στο τμήμα το σήκωσε. «Θέλω να μιλήσω με τον Αμπού Αντέλ». «Είναι περασμένη η ώρα». Ο υπαρχιφύλακας της νυχτερινής βάρδιας ακουγόταν εμφανώς αγουροξυπνημένος. «Καλά, κοιμόσουνα; Εδώ, οι Ισραηλινοί έχουν κατέβει με τα τανκς». «Και τι θες, να βγω να τους συλλάβω;» Ο Ομάρ Γιούσεφ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είναι απόλυτη ανάγκη να μιλήσω στον Αμπού Αντέλ. Πρόκειται για ένα φόνο». Παύση. «Ποιος τον ζητεί;» «Ο Αμπού Ραμίζ». «Ο Αμπού Ραμίζ ο δάσκαλος;»
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 263
263
«Μάλιστα, είμαι φίλος του Αμπού Αντέλ». «Ξέρω. Άκου, Αμπού Ραμίζ, άμα είσαι φίλος του, θα τα πείτε το πρωί. Τώρα δεν μπορεί να σου μιλήσει, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Ο Ομάρ Γιούσεφ σκέφτηκε την μπουκάλα με το ουίσκι στο γραφείο του Χαμίς Ζεϊντάν. Ήξερε τι εννοούσε ο υπαρχιφύλακας. «Σ’ ευχαριστώ. Άμα τον πετύχεις, πες του πως πήρα». Καθώς έβγαζε ένα ζευγάρι παπούτσια από τον πάτο της ντουλάπας του, ο Ομάρ Γιούσεφ έριξε μια ματιά στο συρτάρι με τις κάλτσες. Πήρε το Webley και το έχωσε στη ζώνη του. Η Μαριάμ στάθηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας κουβαλώντας ένα δίσκο με φλιτζάνια του τσαγιού. «Ομάρ, πού θα πας και ντύνεσαι;» Την προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. «Θα πεταχτώ στην εκκλησία».
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 264
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο εβΔομο
264
Η
ΒρΟχή έπΕΦΤΕ παγωΜέΝΗ καΘώΣ Ο ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ δΙέΣχΙ-
ζε βιαστικά την Πλατεία της Φάτνης. Κοντοστάθηκε σχεδόν στο ίδιο σημείο όπου είχε ξεψυχήσει ο Τζορτζ Σαμπά και ύψωσε το βλέμμα στο αχνό φως του φανοστάτη. Η ανάμνηση του ταπεινωμένου κορμιού του Τζορτζ, να ταλαντεύεται από τον μεταλλικό βραχίονα, αποστράγγισε τη δύναμή του σε τέτοιο βαθμό, που λίγο έλειψε να κάνει μεταβολή και να κατηφορίσει ξανά το λόφο προς το σπίτι του. Ψηλάφισε τη λαβή του Webley, που πίεζε την κοιλιά του. Τώρα, ήταν βέβαιος πως έπρεπε να μπει στην εκκλησία. Βαδίζοντας στο γλιστερό πλακόστρωτο, προσπέρασε το αρμένικο μοναστήρι. Η βροχή χτυπούσε ρυθμικά πάνω στον πατικωμένο μπερέ του μ’ ένα πλατάγισμα τόσο ηχηρό, ώστε κάποια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως ο Τζιχάντ Αουντέ, λουφαγμένος μέσα στην εκκλησία, τον άκουγε να πλησιάζει. Μια σκοτεινή φιγούρα βγήκε σκυφτή και βιαστική από την Πύλη της Ταπεινοφροσύνης. Μόλις αντίκρισε τον Ομάρ Γιούσεφ, η φιγούρα πέτρωσε. Οι δυο άντρες πετάρισαν τα βλέφαρά τους πασχίζοντας να δουν μες στο σκοτάδι. Ο άνεμος τους σάρωσε μ’ ένα κύμα παγερής βροχής. Ο Ομάρ Γιούσεφ προχώρησε προς το μέρος του αγνώστου, που στεκόταν στο άνοιγμα της πύλης. Εκείνος οπισθοχώρησε και στριμώχτηκε στον τοίχο. Δεν μπορεί να ήταν ο Τζιχάντ Αουντέ. Ποτέ του δε θα δείλιαζε τόσο φανερά. Ο Ομάρ Γιούσεφ τάχυνε το βήμα. Όταν βρέθηκε σε απόσταση μερικών μέτρων από τον άντρα, τον αναγνώρισε. Ήταν ο Ελίας Μπισάρα. Τα αραιά μαύρα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κρανίο του, ενώ η βροχή είχε θολώσει τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του. Η νεροποντή είχε μουσκέψει τα μαύρα άμφια που φορούσε, αλλά ο Ο-
μάρ Γιούσεφ διέκρινε τον ιδρώτα που είχε ποτίσει ήδη το ράσο κάτω από τις μασχάλες. Ο Ελίας Μπισάρα άπλωσε τα χέρια του ανοιχτά πάνω στον τοίχο, θαρρείς και οι πέτρες μπορούσαν να διώξουν τον τρόμο του, να τον προστατεύσουν. «Ο Αμπού Ραμίζ είμαι, Ελίας». Ο νεαρός ιερέας φάνηκε αρχικά να μην ακούει, έπειτα όμως μαζεύτηκε σαν κουβάρι, καθώς η ένταση και ο φόβος του καταλάγιαζαν. «Νόμιζα πως θα με σκότωνες επί τόπου». «Είναι μέσα, έτσι;» «Ο Τζιχάντ Αουντέ λες; Ναι, μέσα είναι. Τον περίμενα, όπως σου ’χα υποσχεθεί, Αμπού Ραμίζ. Προσευχόμουν για την εκκλησία και για τον Τζορτζ Σαμπά. Αλλά λιποψύχησα. Μόλις ο Αουντέ με σημάδεψε με το όπλο του και μου ’πε να φύγω απ’ το ναό, η δύναμή μου μ’ εγκατέλειψε και το ’βαλα στα πόδια». «Μόνος του είναι;» «Μόνος του, ναι. Ω Θεέ μου, και ήθελα τόσο να μείνω και να φρουρήσω το ναό. Ζητώ συγγνώμη, Αμπού Ραμίζ, που δε φάνηκα αρκετά δυνατός». «Έμεινες ολομόναχος μέσα στο ναό, Ελίας. Έκανες ό,τι μπορούσες». Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε συμπόνια για τον αναστατωμένο ιερέα. «Πού ακριβώς έχει κρυφτεί;» «Τον άφησα μπροστά από την Αγία Τράπεζα, αλλά στο μεταξύ μπορεί να ’χει κρυφτεί κι εγώ δεν ξέρω πού. Θα ’ρθει ο στρατός, Αμπού Ραμίζ. Θα ’ρθει ο στρατός και θα εισβάλει στο ναό για να τον συλλάβει. Θα γίνει χαμός. Ήταν λες και είχα απέναντί μου τον διάβολο τον ίδιο». Ο Ελίας Μπισάρα σκούπισε τα γυαλιά του στο φαρδύ μανίκι του ράσου του. Σήκωσε τα μάτια. «Όμως εσύ τι γυρεύεις εδώ, Αμπού Ραμίζ;» Ο Ομάρ Γιούσεφ κοίταξε τη σκοτεινή πύλη που οδηγούσε στο ναό. Κάπου εκεί μέσα, άγνωστο πού, ήταν κρυμμένος ο Τζιχάντ Αουντέ. «Για τον Τζορτζ ήρθες, Αμπού Ραμίζ, καλά δε λέω; Γι’ αυτόν ήρθες». Ο Ελίας Μπισάρα άρπαξε τον Ομάρ Γιούσεφ από τα πέτα του σακακιού του. «Μη θυσιάσεις τη ζωή σου, Αμπού Ραμίζ. Ο Αουντέ θα σε σκοτώσει, θα σε σκοτώσει μέσα στο ναό. Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί του».
265
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 265
266
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 266
Ο Ομάρ Γιούσεφ ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο του Ελίας Μπισάρα. «Πρέπει να πάρω κι εγώ το μάθημά μου, Ελίας», είπε. Ο μοναχός αποκρίθηκε μ’ έναν σχεδόν άηχο λυγμό. Έπειτα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, κουνώντας το κεφάλι. Ο Ομάρ Γιούσεφ κοντοστάθηκε στην Πύλη της Ταπεινοφροσύνης. Δε θα είχε άλλους μοναχούς εκεί γύρω. Στα βάθη της καρδιάς του, που πήγαινε να σπάσει, γνώριζε ότι μόνο ένας άντρας είχε απομείνει μέσα στο Ναό της Γεννήσεως. Σκύβοντας, διάβηκε την πύλη. Τεντώθηκε κι έτριψε τη μέση του. Στο νάρθηκα του ναού, σκοτάδι πίσσα και σιωπή. Θυμήθηκε τι είχε πει ο Τζιχάντ Αουντέ στη Λεϊλά. Με το που θα έφταναν οι στρατιώτες, θα κατέφευγε στο Ναό της Γεννήσεως. Οι Ισραηλινοί δε θα τολμούσαν να παραβιάσουν τον τόπο όπου γεννήθηκε ο Χριστός, για να τον συλλάβουν. Αν έκαναν κάτι τέτοιο, θα ξεσήκωναν θύελλα αντιδράσεων. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε το ενδεχόμενο. Γιατί να ξεσηκωθεί οποιοσδήποτε για λογαριασμό αυτού του ανθρώπου, αυτού του ελεεινού φονιά; Στην Ευρώπη κανένας δε θα ήταν σε θέση να φανταστεί το βίο και την πολιτεία του Τζιχάντ Αουντέ. Μπορεί ακόμα και να τον θεωρούσαν ήρωα, ή να πίστευαν πως έχαιρε ανάλογης αναγνώρισης, τουλάχιστον στη Βηθλεέμ. Άρα οι Ισραηλινοί δε θα τολμούσαν να τον ακολουθήσουν στο ναό. Αλλά ο Ομάρ Γιούσεφ θα το αποτολμούσε. Διέτρεξε νοερά τη διάταξη της εκκλησίας. Οδηγήθηκε από μνήμης, ξαναφέρνοντας στο νου του τις αμέτρητες επισκέψεις του στην παλιά βυζαντινή βασιλική, τους χριστιανούς φίλους που είχαν παντρευτεί ή είχαν βαφτίσει τα παιδιά τους στο ναό, και είχαν προσκαλέσει τον Ομάρ Γιούσεφ να μοιραστεί μαζί τους τη γιορτινή περίσταση. Τώρα πια, σπάνια επισκεπτόταν το ναό. Οι χριστιανοί είχαν καταντήσει σχεδόν να κρύβονται. Μετανάστευαν στη Χιλή, όπου θα έπρεπε να είχε μείνει και ο Τζορτζ Σαμπά. Ή έπαιρναν το χρίσμα, σαν τον Ελίας Μπισάρα, και οχυρώνονταν πίσω από τα τείχη της εκκλησίας. Έμοιαζε ταιριαστό ότι, στις πέντε το πρωί, ο ναός όπου γεννήθηκε ο χριστιανισμός ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι, έρημος και παγερός – όπως ακριβώς υποδέχτηκε τον Ομάρ Γιούσεφ.
Προχώρησε στην κυρίως αίθουσα της βασιλικής. Έστριψε προς τα αριστερά, για να έχει κάλυψη πίσω από τους κοκκινωπούς ασβεστολιθικούς κίονες του φραγκισκανικού περιστυλίου, βαδίζοντας με προσοχή. Κρύφτηκε πίσω από έναν κίονα διακοσμημένο από τους σταυροφόρους με μια νωπογραφία του Αγίου Κατάλδου. Ο Ιρλανδός μάρτυρας τον αγριοκοίταζε από εκεί ψηλά, με το μυτερό γένι του, το ωοειδές πρόσωπό του φριχτό στην όψη και κάτασπρο, χαραγμένο με πυκνές μαύρες πινελιές – θαρρείς και ο αγιογράφος τον είχε συλλάβει τη στιγμή που ο Παντοδύναμος τον πληροφορούσε επακριβώς για τα βασανιστήρια που θα οδηγούσαν στον μαρτυρικό θάνατό του. Ή μπορεί να ήταν το βλοσυρό ύφος ενός ανθρώπου που γνώριζε τις άθλιες συνθήκες οι οποίες θα οδηγούσαν στον δικό σου χαμό, εσένα, φτωχέ αμαρτωλέ, που ατενίζεις τον Άγιο από το παγερό, πέτρινο δάπεδο του ναού. Ο Ομάρ Γιούσεφ ανατρίχιασε και απέστρεψε το βλέμμα από το αγριωπό πρόσωπο της αγιογραφίας. Κοίταξε την Αγία Τράπεζα των Ελλήνων ορθοδόξων στο βάθος. Το πρώτο αχνό, γκρίζο φως μιας νοτερής αυγής φέγγριζε στα ψηλά παράθυρα και στους χρυσούς πολυελαίους, που κρέμονταν από μεγάλες αλυσίδες πάνω από το κεντρικό κλίτος του ναού. Έπρεπε να βιαστεί. Το σκοτάδι ήταν απαραίτητο για να καλύψει την παλαιότητα του Webley. Ένας άντρας άρχισε να βήχει από την κατεύθυνση της Αγίας Τράπεζας. Ο βήχας συνεχίστηκε για λίγο ακόμα, και μετά ο άντρας έφτυσε. Ο Ομάρ Γιούσεφ αφουγκράστηκε το βιαστικό, ανυπόμονο, επαναλαμβανόμενο τρίξιμο από έναν αναπτήρα που δεν έλεγε να ανάψει. Ο αθέατος άντρας έβρισε και δοκίμασε πάλι. Έπειτα ο θόρυβος σταμάτησε. Ο Ομάρ Γιούσεφ έβγαλε το Webley από τη ζώνη του και προχώρησε στο πίσω μέρος του ναού. Βγήκε στο ανοιχτό κλίτος, μα δε διέκρινε την παραμικρή κίνηση στην Αγία Τράπεζα. Έπειτα ο βήχας ξανακούστηκε, και τότε κατάλαβε πως ο Τζιχάντ Αουντέ είχε κρυφτεί στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Μια θαμπή, τρεμάμενη λάμψη φώτιζε τα πλατιά, ελικοειδή σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο σπήλαιο, λίγα μέτρα από την Αγία Τράπεζα. Ο Ομάρ Γιούσεφ αφουγκράστηκε πάλι. Κανένας ήχος από το σπή-
267
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 267
268
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 268
λαιο. Κατέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι, μετά το δεύτερο. Με κάθε του κίνηση αναρωτιόταν τι στο καλό πήγαινε να κάνει. Ίσως ο Τζιχάντ Αουντέ δεν ήταν μόνος. Ίσως καταλάβαινε ότι ο Ομάρ Γιούσεφ μπλόφαρε με το Webley. Εκείνος όμως συνέχισε να κατεβαίνει. Θυμόταν ότι το σπήλαιο ήταν γύρω στα έξι μέτρα πλατύ και τρία μέτρα μακρύ. Η φαρδιά σκάλα άνοιγε σαν χωνί σε δύο εισόδους, και οι δύο στο ίδιο άκρο του σπηλαίου. Οι τουρίστες κατέβαιναν από τη μία σκάλα και ανέβαιναν από την άλλη, αφού προηγουμένως είχαν σκύψει να ασπαστούν τον μπρούντζινο δακτύλιο κάτω από τον οποίο, σύμφωνα με τους μοναχούς, ήταν η ακριβής θέση της φάτνης του Ιησού. Πού κρυβόταν άραγε ο Τζιχάντ Αουντέ; Πιθανότατα, όσο μακρύτερα μπορούσε από τις σκάλες, για να προφτάσει να αντιδράσει σε περίπτωση που έρχονταν οι στρατιώτες. Ο Ομάρ Γιούσεφ έφτασε στη βάση της σκάλας. Κρατούσε το πιστόλι στο αριστερό του χέρι, έτσι ώστε τη στιγμή που θα έστριβε μπαίνοντας στο σπήλαιο, το σώμα του να το κρύβει από την αδύναμη πορτοκαλί λάμψη. Προχώρησε κι έστριψε στη γωνία. Ο Τζιχάντ Αουντέ σήκωσε το βλέμμα προς τον δάσκαλο. «Έστειλαν τις ειδικές δυνάμεις, βλέπω». Γέλασε δυνατά κι έβγαλε ένα πακέτο Marlboro από την τσέπη του. Πάλεψε λίγο με τον αναπτήρα ώσπου να καταφέρει να ανάψει. Μάλλον κερί είχε προσπαθήσει να ανάψει πίσω από την Αγία Τράπεζα όταν τον άκουσε ο Ομάρ Γιούσεφ, όχι τσιγάρο. Ο Ομάρ Γιούσεφ έσμιξε τα βλέφαρα προσπαθώντας να συνηθίσει το ημίφως. Το καλάσνικοφ του Τζιχάντ Αουντέ ήταν αφημένο μπρος του, στο δάπεδο. Ο ένοπλος είχε κι ένα μικρό σακίδιο, πιθανώς φορτωμένο με προμήθειες για το ενδεχόμενο πολιορκίας. Ο Ομάρ Γιούσεφ αναρωτήθηκε αν είχε και εκρηκτικά μέσα στο σακίδιο. Ίσως σκόπευε να πάρει το σπήλαιο ή το ναό, ή όποιον ερχόταν να τον αρπάξει, στον παράδεισο μαζί του. Κάτω από το αστραχάν καπέλο του, το κεφάλι του Τζιχάντ Αουντέ ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους, από το πλήγμα που είχε υποστεί όταν η οβίδα χτύπησε το σπίτι των Σαμπά. «Σήκω κι έλα μαζί μου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Να πάω πού; Είσαι ακόμα τσιράκι των Ισραηλινών; Μήπως
την έχουνε στήσει έξω απ’ την εκκλησία και περιμένουνε να με πας σηκωτό;» Ο Τζιχάντ Αουντέ γέλασε πάλι, και το γέλιο του αντήχησε σαν εκατό αγριεμένες φωνές μέσα στο χαμηλοτάβανο σπήλαιο. «Εσύ είσαι το τσιράκι τους, Τζιχάντ». Δεν ήταν ούτε ο ίδιος βέβαιος αν μπλόφαρε, και δεν τον ένοιαζε κιόλας. Μιλούσε με την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που, έχοντας εκτεθεί σε τόσο άδικο, ένιωθε τώρα την ανάγκη να διατρανώσει το δίκιο του. Το χαμόγελο του Τζιχάντ Αουντέ εξανεμίστηκε. «Άμα είμαι καταδότης, γιατί κρύβομαι απ’ τους Ισραηλινούς μες στη μαύρη νύχτα;» «Κάτι θα ’κανες για να στραφούν εναντίον σου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Κάτι που ξεπέρασε ως και τα δικά τους όρια». Το πικρό μειδίαμα επέστρεψε στα χείλη του Τζιχάντ Αουντέ. Ανέβασε το γκρίζο αστραχάν καπέλο του κι έχωσε το δάχτυλο κάτω από τον επίδεσμο για να ξύσει το κεφάλι του. «Γαμώ τη μάνα σου, δασκαλάκο... Ξέρεις μήπως και καλό σημάδι;» «Πόσο καλό σημάδι χρειάζεται να ξέρω για να σε πετύχω εδώ χάμω;» Ρισκάροντας, ο Ομάρ Γιούσεφ πρόταξε ανεπαίσθητα το άσφαιρο πιστόλι, κραδαίνοντάς το απειλητικά προς το μέρος του Τζιχάντ Αουντέ. Δεν πλησίασε περισσότερο. Ήθελε να τον κρατήσει ακίνητο στη θέση του, στα οχτώ μέτρα, σε περίπτωση που ο νεότερος άντρας τού ορμούσε. «Και για ποιο λόγο ακριβώς σκοπεύεις να με συλλάβεις;» «Εσύ είσαι ο καταδότης. Εσύ παρέδωσες στους Ισραηλινούς τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν. Χρησιμοποίησες την ακτίνα λέιζερ για να επιβεβαιώσεις ότι είχαν το κατάλληλο άτομο στο στόχαστρο, και για να τους δείξεις πού ακριβώς στεκόταν. Το λάθος σου ήταν που άφησες πίσω σου έναν κάλυκα από MAG στον τόπο της δολοφονίας. Αρχικά, όταν βρήκα αυτούς τους κάλυκες, οι υποψίες μου στράφηκαν στον Χουσεΐν Ταμάρι. Η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν μου ’χε πει πως ο άντρας της είχε απευθυνθεί μες στο σκοτάδι σ’ έναν τύπο ονόματι Αμπού Γουαλίντ. Ο Χουσεΐν Ταμάρι λέγεται Αμπού Γουαλίντ. Ανακάλυψα όμως, μόλις απόψε, ότι κι ο δικός σου πρωτότοκος γιος λέγεται Γουαλίντ. Ο Τζορτζ Σαμπά μου ’χε πει πως σε είχε δει να σκύβεις για να μαζέψεις
269
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 269
270
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 270
κάτι απ’ την ταράτσα του σπιτιού του, το βράδυ που σας κυνήγησε. Αλλά μου ’χε πει επίσης ότι, από τους δυο σας, μόνον ο Χουσεΐν Ταμάρι πυροβολούσε. Εσύ πρέπει να μάζεψες τους αδειανούς κάλυκες από το MAG του. Τους έβαλες στην τσέπη σου, γιατί ήθελες να καλύψεις τα ίχνη σου σε περίπτωση που οι Ισραηλινοί ανέβαιναν στην Μπέιτ Τζαλά για να εξακριβώσουν ποιος πυροβολούσε απ’ την ταράτσα του σπιτιού του Τζορτζ. Έτσι κι έβρισκαν τους κάλυκες, θα καταλάβαιναν πως ήταν στη μέση ο Ταμάρι, κι αυτό θα σ’ έφερνε σε δύσκολη θέση. Γιατί δούλευες για λογαριασμό τους, και δεν ήθελες να μάθουν ότι το αφεντικό σου πυροβολούσε εναντίον τους απ’ την άλλη άκρη της κοιλάδας – ίσως καταλάβαιναν πως ήσουνα κι εσύ αναμεμειγμένος. Όμως, την ώρα που ’χες ξαπλωθεί μες στα χορτάρια περιμένοντας πότε θα γύριζε στο σπίτι του ο Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, ένας απ’ τους κάλυκες πρέπει να σου ’πεσε απ’ την τσέπη. Αυτόν τον κάλυκα ανακάλυψα. Και τον φύλαξα ως αποδεικτικό στοιχείο. Βρήκα κι άλλον έναν, που σου ’χε ξεφύγει, στην ταράτσα του σπιτιού του Τζορτζ Σαμπά. Έπειτα έμαθες πως η Ντιμά Αμπντέλ Ραχμάν είχε ακούσει τον άντρα της να μιλάει με κάποιον Αμπού Γουαλίντ, και τη σκότωσες κι αυτήν». Ο Τζιχάντ Αουντέ κούνησε το τσιγάρο του πέρα δώθε. «Όχι, δεν τη σκότωσα εγώ τη σκύλα που λες». «Δηλαδή, όλα τα υπόλοιπα αληθεύουν;» «Ρε άντε γαμήσου! Δεν ξέρεις τι λάθος πας να κάνεις. Μιλάς με τον ηγέτη των Ταξιαρχιών Μαρτύρων». «Και ο Ταμάρι ηγέτης ήτανε, και κοίτα τα χαΐρια του». «Ο Χουσεΐν σκοτώθηκε γιατί ήταν άπληστος. Οι Ισραηλινοί θέλανε να σκοτώσουν τον Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν επειδή το σόι του είχε εργαστήρια παραγωγής εκρηκτικών. Ήταν όλοι στο κόλπο, συμπεριλαμβανομένου και του γερο-Μοχάμεντ. Ο Λουάι ήταν ο σύνδεσμος της φαμίλιας του με όλες τις αντιστασιακές ομάδες. Παλιότερα πούλαγε βόμβες στη Φατάχ, αλλά τροφοδοτούσε επίσης τη Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ και το Λαϊκό Μέτωπο. Και σ’ εγκληματίες πούλαγε. Όταν πέθανε ο Λουάι, ο Χουσεΐν αποφάσισε να βάλει στο χέρι όλες τις επιχειρήσεις των Αμπντέλ Ραχμάν. Εγώ του ’χα πει να περιοριστεί στα συνεργεία.
Τον προειδοποίησα ότι, αν αναλάμβανε τα εργαστήρια εκρηκτικών, οι Ισραηλινοί θα πέφτανε να τον φάνε. Αλλά ήταν άπληστος. Τα εκρηκτικά που χρησιμοποίησε ο πιτσιρικάς των Αμπντέλ Ραχμάν για να ανατιναχτεί στην Ιερουσαλήμ χτες το πρωί, είχαν ετοιμαστεί σ’ ένα από τα εργαστήρια που ’χε αναλάβει ο Χουσεΐν. Κι έτσι, όπως τον είχα προειδοποιήσει, οι Ισραηλινοί τον καθάρισαν». «Κι από πού έμαθαν οι Ισραηλινοί πως η βόμβα είχε κατασκευαστεί στο συγκεκριμένο εργαστήριο;» «Από μένα, φυσικά, Αμπού Ραμίζ». «Εσύ τους το είπες;» «Αφού όλη την επιχείρηση εγώ την κατέστρωσα. Εγώ έστειλα τον μικρό ζωσμένο με τη βόμβα. Οι Ισραηλινοί δεν ήταν βέβαιοι αν έπρεπε να σκοτώσουν τον Χουσεΐν. Αλλά, άπαξ και η βόμβα εξερράγη μες στην αγορά, ήμουνα σίγουρος ότι θ’ αναγκάζονταν να τον ξεφορτωθούνε». «Και με το θάνατο του Ταμάρι θα γινόσουν επικεφαλής στις Ταξιαρχίες Μαρτύρων της Βηθλεέμ». Ο Τζιχάντ Αουντέ έγνεψε καταφατικά και φύσηξε τον καπνό από τα ρουθούνια του. «Όμως, ο Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν για ποιο λόγο κατέληξε αυτόχειρας βομβιστής;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Μάρτυρας, Αμπού Ραμίζ. Οφείλεις να αναφέρεσαι στο πρόσωπό του μόνο με τον τίτλο του μάρτυρα». Ο Τζιχάντ Αουντέ χαμογέλασε σαρδόνια. «Από απέχθεια για τον εαυτό του, ενδεχομένως. Στην πραγματικότητα, έφταιγε ο πατέρας του. Είναι μεγάλο κάθαρμα ο γερο-Μοχάμεντ Αμπντέλ Ραχμάν. Ο Μοχάμεντ έπιασε τον μικρό και του ’πε πως η Ντιμά γαμιόταν με τον Χουσεΐν Ταμάρι. Του είπε πως η Ντιμά ήθελε να βγάλει τον Λουάι από τη μέση για να συζήσει με τον Χουσεΐν, και πως ήταν αυτή που είχε πείσει τον Χουσεΐν να βοηθήσει τους Ισραηλινούς να σκοτώσουνε τον άντρα της. Ο Μοχάμεντ υπολόγιζε ότι ο μικρός θα καθάριζε τον Χουσεΐν, ώστε το σόι τους να αναλάβει πάλι τα κλεμμένα συνεργεία, ίσως ακόμα και τα εργαστήρια εκρηκτικών». «Αλλά ο Γιουνίς, αντί για τον Ταμάρι, σκότωσε την Ντιμά». Το παλληκάρι είχε χαλάσει τα σχέδια του πατέρα του εστιάζο-
271
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 271
272
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 272
ντας την οργή του όχι στον Ταμάρι, μα στη γυναίκα που θεωρούσε την πιο ασυνείδητη από τους προδότες του αδελφού του. «Ακριβώς. Τη σκότωσε επειδή είχε προδώσει τον αδελφό του. Πρέπει να του φάνηκε ευκολότερο απ’ το να καθαρίσει τον Χουσεΐν. Δεν ήξερε, βλέπεις, πως οι Ισραηλινοί θα τον προλάβαιναν. Τη σκότωσε και προσπάθησε να το κάνει να μοιάζει με τυχαίο βιασμό. Ή μπορεί και να τη γούσταρε έτσι πεσμένη στα χώματα, με τον κώλο στον αέρα. Τώρα που τα λέμε, αφού ήσουνα κι εσύ εκεί, πώς σου φάνηκε ο κώλος της; Έχω ακούσει ότι ήτανε το χαϊδεμένο σου. Πόσο χαϊδεμένο, όμως; Οι αστυνομικοί είχαν καλύψει το πτώμα της όταν έφτασα, μα οι φρουροί μ’ αφήσανε να ρίξω μια ματιά. Κάμποσοι εκεί γύρω πήραν λίγο μάτι». Ο Ομάρ Γιούσεφ ξεροκατάπιε. «Εσύ τι δουλειά είχες εκεί;» «Είχα πάει να πω στον Γιουνίς Αμπντέλ Ραχμάν ότι ο πολυαγαπημένος του μπαμπάκας τον είχε κάνει φονιά για το τίποτα. Του είπα πως η Ντιμά ήταν αθώα και πως ο Χουσεΐν δεν την ήξερε ούτε εξ όψεως. Ο μικρός αναστατώθηκε τρομερά με τα μαντάτα, όπως καταλαβαίνεις. Σιχάθηκε και τον εαυτό του και τον πατέρα του. Τον έπνιξαν οι τύψεις. Ούτε οικογενειακή επιχείρηση ούτε μέλλον. Του εξήγησα λοιπόν ότι μπορούσε να εξιλεωθεί αναλαμβάνοντας μια αποστολή. Συμφώνησε αμέσως». «Και οι Ισραηλινοί γιατί ήρθανε στο διαμέρισμά σου απόψε, αφού συνεργάζεσαι μαζί τους;» «Ήθελαν να με προειδοποιήσουν να βάλω φρένο στα εργαστήρια παραγωγής εκρηκτικών. Ή μπορεί να ήθελαν απλώς να μου προσφέρουν κάποια κάλυψη. Κανένας δε θα πιστέψει πως έκαναν έφοδο σε σπίτι καταδότη». Ο Ομάρ Γιούσεφ έδειξε τη δεύτερη σκάλα, την έξοδο από το σπήλαιο. «Φύγαμε. Θα σε πάω στο τμήμα». Ο Τζιχάντ Αουντέ σηκώθηκε και τεντώθηκε. «Σύμφωνοι. Εννοείται, βέβαια, ότι θα μ’ αφήσουνε να φύγω. Κι εγώ θα καταπιαστώ με την επόμενη βόμβα». Διέσχισε το σπήλαιο. «Αυτήν τη φορά δε θα ανατινάξει το αφεντικό σου, τον Αμερικάνο. Θα φροντίσω να κάνει σκόνη εσένα και όλη σου την οικογένεια». Ο Ομάρ Γιούσεφ έκανε νόημα στον Αουντέ να μείνει σε απόσταση. Ακολούθησε τον ένοπλο στα λιγοστά σκαλιά της εξόδου,
βαδίζοντας αργά. Όταν ο αιχμάλωτός του έφτασε στην κορυφή της σκάλας, ο Ομάρ Γιούσεφ του είπε: «Περπάτα. Όχι πολύ γρήγορα». Το σκοτάδι του ναού σαν να είχε αραιώσει. Φτάνοντας κι αυτός στην κορυφή, ο Ομάρ Γιούσεφ έφερε το Webley κολλητά στα πλευρά του, κρύβοντάς το στις πτυχές του σακακιού του. Ο Τζιχάντ Αουντέ γύρισε προς το μέρος του. Κάρφωσε το βλέμμα στο παμπάλαιο όπλο. «Περπάτα», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Τα μάτια του είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται. Το φως μέσα στο ναό ήταν υπερβολικό, ή είχε περάσει υπερβολικά πολύ χρόνο στο μισοσκότεινο σπήλαιο. Ο δολοφόνος θα έβλεπε ότι το παλιό πιστόλι ήταν άχρηστο. «Έλα, κουνήσου!» Ο Τζιχάντ Αουντέ έδειξε το Webley κι έβαλε τα γέλια. «Τι θα κάνεις, δηλαδή; Θα με ξυλοκοπήσεις μέχρι θανάτου μ’ αυτήν τη σαβούρα;» Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει. Χαμήλωσε τα μάτια και είδε ότι το χέρι που κρατούσε το πιστόλι έτρεμε. «Το όπλο μπορεί να είναι παλιό, όμως τη δουλειά του την κάνει». Αλλά ο Τζιχάντ Αουντέ είχε ορμήσει ήδη καταπάνω του. Η γροθιά του πέτυχε τον Ομάρ Γιούσεφ στον κρόταφο, κι έπειτα τον έσπρωξε με δύναμη και του έβαλε τρικλοποδιά, με αποτέλεσμα να σωριαστεί στο δάπεδο. Από το πίσω μέρος της μπότας του, ο Αουντέ έβγαλε αργά ένα δεκαπεντάποντο κυνηγετικό μαχαίρι. Στριφογύρισε την οδοντωτή λάμα του χαμογελώντας. Ο Ομάρ Γιούσεφ είδε το φως να αστράφτει στην αιχμή του μαχαιριού. Είχε καθίσει τόσην ώρα στη σπηλιά, σαν ηλίθιος, και στο μεταξύ η εκκλησία είχε λουστεί στο φως. Ο Τζιχάντ Αουντέ τον κλότσησε στη μέση, λίγα χιλιοστά κάτω από τα πλευρά. Το χτύπημα σούβλισε τα νεφρά του, σαν να τον είχε καρφώσει με το μαχαίρι. Έσκουξε από τον πόνο. Έπειτα ο Αουντέ τον ξανακλότσησε, και ο Ομάρ Γιούσεφ ούρλιαξε μ’ ένα βαθύ μουγκρητό. Αρπάχτηκε από το πόδι του Τζιχάντ Αουντέ, μα ο ένοπλος τον τίναξε πέρα. Ο Ομάρ Γιούσεφ σήκωσε τα μάτια. Ο Αουντέ είχε γονατίσει από πάνω του και του είχε βάλει το μαχαίρι στο λαιμό. 18 – Φόνοι στη Βηθλεέμ
273
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 273
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 274
274
Χασκογελούσε, θαρρείς και επρόκειτο να δαγκώσει τον δάσκαλο για να του πιει το αίμα. Έσυρε απαλά το μαχαίρι κατά μήκος του λαιμού του, αναστενάζοντας με απόλαυση. Ήταν η ίδια δολοφονική χειρονομία που είχε περιγράψει ο Τζορτζ Σαμπά, όταν ο Ομάρ Γιούσεφ τον είχε επισκεφθεί στη φυλακή. Και τώρα ο Ομάρ Γιούσεφ θα πέθαινε, όπως είχε πεθάνει και ο Τζορτζ. Το μαχαίρι άρχισε να πιέζει το λαιμό του Ομάρ Γιούσεφ. Η λάμα ήταν ζεστή από τις ώρες που είχε περάσει σφηνωμένη μέσα στην μπότα του Τζιχάντ Αουντέ. Αισθάνθηκε την ανάσα του να κόβεται. Για κλάσματα του δευτερολέπτου, η πίεση της αιχμής στη σάρκα του λαιμού του μεγάλωσε. Κι έπειτα ακούστηκε μια τιτάνια έκρηξη, και μια δεύτερη. Ο Ομάρ Γιούσεφ νόμισε πως ήταν ο ήχος που έκανε η καρωτίδα του, καθώς το αιχμηρό μέταλλο την έσκιζε πέρα ως πέρα μαζί με τους γύρω χόνδρους – ένα μπουμπουνητό σαν του κεραυνού μέσα στο κεφάλι του. Όμως, την ίδια στιγμή ο Τζιχάντ Αουντέ κατέρρευσε πάνω στο στήθος του παρ’ ολίγον θύματός του. Σήκωσε το κεφάλι ακριβώς απέναντι από το πρόσωπο του Ομάρ Γιούσεφ κι έβγαλε ένα φρικαλέο βογγητό, βαρύ από την πικρή μπόχα του τσιγάρου. Αμέσως μετά, το κεφάλι του έπεσε. Το μέτωπό του χτύπησε στο πηγούνι του Ομάρ Γιούσεφ. Ο δολοφόνος ήταν νεκρός.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 275
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο ογΔοο
ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ έΣπρωξΕ πέρα ΤΟ πΤώΜα ΤΟυ ΤζΙχάΝΤ
Αουντέ. Το άψυχο κορμί κύλησε και σωριάστηκε ανάσκελα. Το μαχαίρι έπεσε από το χέρι του νεκρού. Η λάμα κουδούνισε στο πέτρινο δάπεδο. Αίμα άρχισε να στάζει από δυο πληγές στα πλευρά του Τζιχάντ Αουντέ, και μαζεύτηκε σαν λιμνούλα γύρω από τον Ομάρ Γιούσεφ. Ο δάσκαλος ένιωσε τη ζεστασιά του να μουλιάζει το σακάκι του. Ανασηκώθηκε για να γλυτώσει από το πηχτό αίμα και πισωπάτησε μακριά από το πτώμα, σαν να μην ήταν βέβαιος πως ο δολοφόνος δε θα σηκωνόταν για να ξαναπροσπαθήσει να του πάρει τη ζωή. Στην πύλη του ναού στεκόταν μια σκοτεινή μορφή. Άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του Ομάρ Γιούσεφ. Ήταν ο άντρας που του είχε σώσει τη ζωή, πυροβολώντας από την άλλη άκρη του ναού με τόση ευστοχία, ώστε είχε πετύχει τον Τζιχάντ Αουντέ αντί για το θύμα του, που ήταν στριμωγμένο στον τοίχο. Καθώς ο σκοπευτής πλησίαζε, τα βήματά του αντιλαλούσαν στους πανάρχαιους τοίχους. Ο Ομάρ Γιούσεφ κάρφωσε το βλέμμα του στη σκοτεινή φιγούρα. Την ώρα που ο Αουντέ πίεζε το μαχαίρι στο λαιμό του, ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε. Τόσο σίγουρος, ώστε η ανακούφιση από τη χάρη που είχε λάβει του φαινόταν ακόμα κάπως εξωπραγματική. Η μορφή πέρασε μέσα από την πρώτη σκονισμένη ακτίνα φωτός που έμπαινε από τα ψηλά παράθυρα. Ο αστυνομικός μπερές στο κεφάλι του άντρα ήταν φορεμένος στραβά. Ο Ομάρ Γιούσεφ είδε ένα χέρι μ’ ένα σφιχτό μαύρο γάντι να ισιώνει τον μπερέ. Τα βήματα ζύγωσαν κι άλλο. Ήταν ο Χαμίς Ζεϊντάν. Είχε έρθει η στιγμή που ο Ομάρ Γιούσεφ θα μάθαινε αν οι υποψίες του ήταν λαθεμένες, και κατά πόσον ο αρχηγός της αστυνομίας ήταν
275
Ο
276
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 276
τόσο στιγματισμένος από το αίμα αθώων θυμάτων όσο φανταζόταν ο φίλος του. Ο Χαμίς Ζεϊντάν τον είχε σώσει σκοτώνοντας τον Τζιχάντ Αουντέ, τον άνθρωπο ο οποίος είχε χτυπήσει και εξευτελίσει τον αρχηγό της αστυνομίας λίγες ώρες νωρίτερα. Μήπως όμως επρόκειτο να αποτελειώσει και τον Ομάρ Γιούσεφ μαζί; Άλλοι τρεις αστυνομικοί μπήκαν βιαστικοί από την Πύλη της Ταπεινοφροσύνης κι έτρεξαν προς το κλίτος ακολουθώντας τον διοικητή τους. Ο Χαμίς Ζεϊντάν γύρισε, τους έριξε μια ματιά κι έπειτα συνέχισε να βαδίζει ακόμα πιο γρήγορα προς το μέρος του Ομάρ Γιούσεφ. Έφτασε μπροστά στον δάσκαλο και τον κοίταξε με ύφος βλοσυρό, χτυπώντας ελαφρά την κάννη του όπλου πάνω στο ψεύτικο χέρι του. Το πρόσωπό του είχε την αναλγησία του ανθρώπου που έχει σκοτώσει στο παρελθόν, και θα ξανασκοτώσει στο μέλλον. Ο Ομάρ Γιούσεφ σήκωσε τα μάτια του προς το φως του ήλιου, στα σημεία που διαπερνούσε τη σκοτεινιά του θόλου της εκκλησίας. Ρούφηξε μπόλικο αέρα, γεμίζοντας τα πνευμόνια του. Την ίδια στιγμή συλλογίστηκε τον Χαμίς Ζεϊντάν, νέο και αβρό, να γεμίζει το αγαπημένο τους φοιτητικό καφέ στη Δαμασκό με τα γέλια του, και κατάλαβε ότι, όπως και αν είχε καταντήσει ο παλιός του φίλος, ο ίδιος θα θυμόταν πάντα εκείνη τη νεανική ζεστασιά στο πρόσωπό του, και η ανάμνηση θα τον οδηγούσε αλλού, σε διαφορετικό χώρο και χρόνο απ’ ότι αυτός ο ζοφερός ναός. Ο Ομάρ Γιούσεφ κράτησε την ανάσα του. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έβαλε το πιστόλι στη θήκη του. Κοίταξε τον Τζιχάντ Αουντέ. «Ψόφησε ο μπάσταρδος», είπε. Στράφηκε στους άντρες του. «Πάρτε το το αρχίδι και βγάλτε το απ’ την εκκλησία. Δε θέλω να μαθευτεί ότι τον πυροβόλησα, κι ακόμα περισσότερο, ότι συνέβη εδώ, σε τούτο το αγιασμένο μέρος. Εσείς οι δυο, κουβαλήστε τον στο τμήμα! Εσύ, βρες έναν κουβά και μια σφουγγαρίστρα και μάζεψε τα αίματα!» «Το όπλο του είναι κάτω, στο σπήλαιο», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Πάμε να το πάρουμε. Να δούμε μήπως άφησε και τίποτ’ άλλο εκεί κάτω». Ο Ομάρ Γιούσεφ δίστασε. Ο Χαμίς Ζεϊντάν έγειρε λίγο το κεφάλι κι έστριψε το μουστάκι του. «Μόλις σου έσωσα τη ζωή. Λες να σε καθαρίσω τώρα;»
«Συγχώρεσέ με, Αμπού Αντέλ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Όλο στο κακό πάει ο νους μου». «Ε, αυτό είναι προς τιμήν σου τώρα τελευταία. Είχες λόγους να υποψιάζεσαι διαφόρους. Ακόμα κι εμένα. Αλλά τώρα πια μπορείς ν’ αρχίσεις να δείχνεις λίγη εμπιστοσύνη». «Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω ποτέ ξανά». Ο Χαμίς Ζεϊντάν κατέβηκε τα σκαλιά του Σπηλαίου της Γεννήσεως. Ο Ομάρ Γιούσεφ τον ακολούθησε. Ένιωθε τα πόδια του να λυγίζουν. Μέσα σε δυο μέρες, είχε βρεθεί σε απόσταση αναπνοής από το θάνατό του τρεις φορές, και είχε δει ακόμα περισσότερα πτώματα, ανθρώπων που αγαπούσε και άλλων που τους έτρεμε. Όλα αυτά ήταν υπερβολικά πολλά. Κάθισε στο τελευταίο σκαλοπάτι κι έβαλε τα χέρια πάνω στο κεφάλι του. «Ήταν έτοιμος να με σκοτώσει», είπε. Ο Χαμίς Ζεϊντάν πέρασε το καλάσνικοφ του Τζιχάντ Αουντέ στον ώμο του κι έριξε μια ματιά μέσα στο σακίδιο. «Τι έχει εδώ μέσα; Α, φαΐ!» Έστρεψε το βλέμμα στον Ομάρ Γιούσεφ. «Πράγματι, έτοιμος ήταν. Και θα ’σουνα στα σίγουρα νεκρός άμα δε μου ’χε πει η Μαριάμ ότι θα ’ρχόσουνα στην εκκλησία». «Η Μαριάμ;» «Άφησες ένα μήνυμα στον υπαρχιφύλακα. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά, από την ώρα που σ’ άφησα στο σπίτι σου, δε σταμάτησα να πίνω. Σκεφτόμουνα συνέχεια τη γυναίκα του Τζορτζ Σαμπά, πώς τη βρήκαμε, με τα παιδιά της παραμάσχαλα. Έχω δει ένα σωρό νεκρούς, Αμπού Ραμίζ, μα εκείνη τη στιγμή μίσησα τον εαυτό μου που άφησα τη Σοφία Σαμπά να πεθάνει μ’ αυτόν τον τρόπο. Οπότε κλειδαμπαρώθηκα στο γραφείο μου και ξανάπιασα την μπουκάλα με το ουίσκι. Κάποια στιγμή είχα βγει να κατουρήσω, κι ο υπαρχιφύλακας μου είπε ότι τηλεφώνησες. Πήρα το τζιπ και κατέβηκα ως το σπίτι σου. Η Μαριάμ ήτανε σε κακό χάλι. Μου είπε πως είχες πάει στην εκκλησία. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, σε πρόλαβα στο παρά πέντε». Πλησίασε τον Ομάρ Γιούσεφ. Έβγαλε το μαύρο γιλέκο του Τζιχάντ Αουντέ από το σακίδιο, έχωσε το χέρι του σε μία από τις τσέπες κι έβγαλε μια χούφτα μικρούς γυαλιστερούς χάλκινους κυλίνδρους, καμιά ντουζίνα κάλυκες δηλαδή από MAG. «Για δες!» Τους έρι-
277
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 277
278
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 278
ξε πάλι μέσα στο σακίδιο. «Υποθέτω ότι αυτό θα το πούμε πειστήριο Α». «Όχι, αυτό είναι το πειστήριο Γ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Από το σακάκι του έβγαλε τον παλιό κάλυκα που είχε βρει κοντά στο σπίτι του Λουάι Αμπντέλ Ραχμάν, και τον άλλο, από την ταράτσα του Τζορτζ Σαμπά. «Αυτά εδώ είναι τα πειστήρια Α και Β». Το μακρύ, λεπτό αγιοκέρι που είχε ανάψει ο Τζιχάντ Αουντέ στο σπήλαιο τσιτσίρισε κι έσβησε. Ο Ομάρ Γιούσεφ και ο Χαμίς Ζεϊντάν ανέβηκαν τα σκαλιά. Ένας αστυνομικός προχωρούσε βιαστικός στο κλίτος, κατευθυνόμενος προς τη σκοτεινή λιμνούλα με το αίμα του Αουντέ. Ο Χαμίς Ζεϊντάν κοίταξε το ρολόι του. «Φρόντισε να μαζέψεις τα αίματα πριν έρθουν οι παπάδες. Μάνι μάνι! Από στιγμή σε στιγμή θα ’ρθούνε. Κατά πάσα πιθανότητα θ’ ακούσανε τους πυροβολισμούς». Ο αστυνομικός τον χαιρέτισε με στρατιωτικό χαιρετισμό και κοπάνησε μια σαπουνισμένη σφουγγαρίστρα στις πλάκες του δαπέδου. «Βρήκα και τον φίλο σου, τον πάτερ Ελίας, έξω απ’ το ναό. Ήτανε λιγάκι εκτός εαυτού, αλλά, άμα ηρεμήσει, μπορεί να φροντίσει ώστε να μην αρχίσουν και σκαλίζουν οι παπάδες τι ακριβώς έγινε εδώ μέσα. Αργότερα θα ξεφορτωθώ κάπου το πτώμα του Αουντέ, και θα το κάνω να μοιάζει σαν να τον φάγανε οι Ισραηλινοί». Ο Ομάρ Γιούσεφ έγνεψε καταφατικά. «Μου φαίνεται σαν θαύμα ότι μ’ έσωσες την ίδια στιγμή που ετοιμαζόταν να μου κόψει το λαρύγγι. Στ’ αλήθεια τον σκότωσες εσύ, ή μήπως τον σκότωσαν ουρανόπεμπτοι κεραυνοί;» είπε αστειευόμενος. «Μπορεί να ’ταν θεϊκή παρέμβαση», είπε ο Χαμίς Ζεϊντάν καθώς έβγαιναν από το Ναό της Γεννήσεως στο δροσερό αεράκι της αυγής. Η βροχή είχε σταματήσει. Ο ήλιος έλαμπε στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Η καμπάνα του αρμένικου μοναστηριού άρχισε να χτυπά. «Σ’ αυτήν εδώ την εκκλησία, βρέθηκες όσο πιο κοντά γίνεται στο θάνατο», κατέληξε. Ο Ομάρ Γιούσεφ γέλασε, βαθιά ανακουφισμένος. «Προφανώς, ο Θεός δεν ήθελε κι άλλον μάρτυρα».
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 279
ΚεφΑλΑιο ειΚοστο ενΑτο
χαΜίΣ ζΕϊΝΤάΝ άΦΗΣΕ ΤΟΝ ΟΜάρ γΙΟύΣΕΦ ΣΤΟ ΣπίΤΙ ΤΟυ
πριν ακόμα η μέρα χαράξει για τα καλά. Ο αρχηγός της αστυνομίας έγειρε και του έσφιξε το χέρι μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Ο Ομάρ Γιούσεφ περίμενε πως ο αρχηγός της αστυνομίας θα τον νουθετούσε να πάψει να παριστάνει τον ντετέκτιβ. Αλλά ο Χαμίς Ζεϊντάν δεν είπε λέξη. Η χειραψία και η έκφρασή του ήταν γεμάτες εμπιστοσύνη, και αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα επιδοκιμασίας τον παλιό φίλο και συμφοιτητή του. Έπειτα το τζιπ απομακρύνθηκε, πάλι πίσω προς το ναό. Ο Ομάρ Γιούσεφ μπήκε στο σπίτι του. Αμέσως καθησύχασε τη Μαριάμ υψώνοντας το δάχτυλο στα χείλη της. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και αναρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε αγκαλιάσει τη γυναίκα του με τέτοιο πάθος. Έπεσε στο κρεβάτι και περίμενε ν’ ανοίξουν τα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στην Ιερουσαλήμ. Έπειτα, βρήκε το μήνυμα που είχε γράψει η Μαριάμ σ’ ένα κομμάτι χαρτί το προηγούμενο βράδυ, και τηλεφώνησε στον τοπικό διευθυντή των Ηνωμένων Εθνών, έναν Σουηδό ονόματι Μάγκνους Βάλεντερ. «Πολύ χαίρομαι που σας ακούω, κύριε Γιούσεφ. Ζητώ συγγνώμη που ενόχλησα στο σπίτι σας τόσο αργά χτες το βράδυ. Περνάμε δύσκολες μέρες, έτσι δεν είναι;» είπε ο Βάλεντερ. Ο Ομάρ Γιούσεφ ένιωθε τέτοια ανακούφιση και ανάταση μετά τη διάσωσή του στο ναό, που κόμπιασε για μια στιγμή ώσπου να θυμηθεί για ποιο λόγο αγωνιούσε ο Βάλεντερ. «Είμαστε όλοι συντετριμμένοι με το θάνατο του Κρίστοφερ», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Το κομμένο χέρι. Το πρόσωπο και το στήθος γδαρμένα σαν κρέας σε σφαγείο. Όλα αυτά έμοιαζαν τόσο μακρινά...
279
Ο
280
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 280
«Γι’ αυτό ακριβώς ήθελα να σας μιλήσω, κύριε Γιούσεφ. Χτες το βράδυ είχαμε μια σύσκεψη με εκπροσώπους από τη Νέα Υόρκη και τη Γενεύη. Και θεωρούμε ότι είναι απλώς υπερβολικά επικίνδυνο για έναν Αμερικανό, ή και για όποιον άλλον Δυτικό, να διευθύνει το σχολείο της Ντεχάισα. Ο θάνατος του Κρίστοφερ Στέντμαν τάραξε τα νερά απ’ άκρη σ’ άκρη του οργανισμού. Μέχρι και τον Γενικό Γραμματέα απασχόλησε το θέμα». Δύσκολα μπορούσες να φανταστείς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να ενημερώνεται, στο γραφείο του με θέα το Μανχάταν, σχετικά με μια μεμονωμένη δολοφονία στην Ντεχάισα. Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε πως, αν οι δολοφόνοι είχαν πετύχει τον πραγματικό στόχο τους –δηλαδή, τον ίδιο– η είδηση δε θα έφτανε, βέβαια, στ’ αυτιά του Γενικού Γραμματέα. Ο Μάγκνους Βάλεντερ συνέχισε: «Κρίνουμε λοιπόν ότι θα ήταν προτιμότερο και ασφαλέστερο υπό τις παρούσες συνθήκες να επανδρώσουμε τη θέση του διευθυντή του σχολείου της Ντεχάισα με κάποιον ντόπιο. Κι εσείς είστε μακράν το πιο πεπειραμένο μέλος του διδακτικού προσωπικού, και χαίρετε εκτίμησης και σεβασμού σ’ ολόκληρη τη Βηθλεέμ. Κατά συνέπεια, θα θέλαμε να προσφέρουμε τη θέση σ’ εσάς». «Να διευθύνω το Σχολείο Θηλέων της Ντεχάισα;» Πριν από λίγες μόλις μέρες ο Ομάρ Γιούσεφ πίστευε πως η καριέρα του ως δασκάλου είχε τελειώσει. Και τώρα του ζητούσαν να αναλάβει όλο το σχολείο. «Καλοσύνη σας που με σκεφτήκατε. Θα πείραζε πολύ αν το σκεφτόμουν και σας απαντούσα αύριο;» «Κάθε άλλο. Θα στείλουμε σήμερα κιόλας κάποιον υπεύθυνο να πάρει το φάκελό σας, για να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι δεν υφίσταται κάποιο κώλυμα στην ανάθεση. Αν και στην ουσία το όλο ζήτημα είναι εντελώς τυπικό». Ο Ομάρ Γιούσεφ θυμήθηκε τις γαλάζιες κόλλες αναφοράς, τις αρνητικές αξιολογήσεις της πρώην διευθύντριάς του, της Σπανιόλας. Τώρα βρίσκονταν στον πάτο μιας λακκούβας με λασπόνερα, στο χωματόδρομο απέναντι από το σχολείο. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο ασυνήθιστο στο φάκελό του. Οι γκρινιάρικες επιστολές των γονέων θα παραβλέπονταν άνετα. Ευχαρίστησε τον Μάγκνους Βάλεντερ κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Για πρώτη φορά ο Ομάρ Γιούσεφ είχε τη δυνατότητα να υψώσει το ανάστημά του στον κυβερνητικό επιθεωρητή μέσης εκπαίδευσης και σε όποιον άλλο γύρευε να μπολιάσει με μίσος τα προσφυγόπουλα του καταυλισμού της Ντεχάισα. Είχε εστιάσει στον Τζορτζ Σαμπά θεωρώντας τον τη ζωντανή απόδειξη της αρετής και του ήθους που επιθυμούσε ν’ αφήσει στο πέρασμά του. Τώρα αναρωτιόταν μήπως η παρακαταθήκη του –η οποία τον ωθούσε να παλεύει, με κάθε καινούργια φουρνιά μαθητών, για να τη διατηρήσει– δε θα έπρεπε να αναδιπλώνεται διαρκώς. Η προοπτική της συνταξιοδότησης του φαινόταν πλέον ελκυστική. Παραδεχόταν ότι είχε απολαύσει το κυνηγητό που τον οδήγησε στα ίχνη του Τζιχάντ Αουντέ. Αλλά και τι να ’κανε; Να άνοιγε γραφείο ερευνών στη Βηθλεέμ; Η Νάντια μπήκε στη σάλα φέρνοντας ένα φλιτζάνι καφέ. Φορούσε το γαλάζιο πουκάμισο και τη μακριά, μπλε μαρέν φούστα του σχολείου των φρέρηδων. Πλησίασε τον Ομάρ Γιούσεφ, του έδωσε τον καφέ του και τον φίλησε στο μάγουλο. «Τον βρήκες;» ρώτησε. «Ποιον λες; Ποιον νομίζεις πως έψαχνα;» Ο Ομάρ Γιούσεφ προσποιήθηκε ότι ψαχούλευε κάτι ανάμεσα στις μαξιλάρες του καναπέ. «Τον άνθρωπο που σκότωσε τον Τζορτζ Σαμπά». Ο Ομάρ Γιούσεφ χαμογέλασε. Δε φανταζόταν ότι η μικρή είχε αντιληφθεί το στόχο της έρευνάς του. «Ναι, Νάντια μου. Τον βρήκα». «Ωραία! Το ήξερα πως θα τον έπιανες», είπε εκείνη. «Τα παιδιά του Τζορτζ Σαμπά θα ’ρθουν να μείνουνε μαζί μας;» Καθόλου άσχημη ιδέα, συλλογίστηκε ο Ομάρ Γιούσεφ. Θα ’πρεπε να προσφερθώ, εις μνήμην του Τζορτζ. Αποφάσισε να ρωτήσει και τη Μαριάμ. Η Νάντια κοίταξε τη μαύρη Βίβλο πάνω στο τραπεζάκι, εκεί όπου την είχε αφήσει ο Ομάρ Γιούσεφ όταν επέστρεψε από το κατεστραμμένο σπίτι του Τζορτζ Σαμπά. «Τι βιβλίο είναι αυτό;» «Αυτό το βιβλίο ήταν του πατέρα μου. Του το ’χε κάνει δώρο ένας φίλος του, ένας χριστιανός ιερέας. Κι εγώ το ’χα χαρίσει
281
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 281
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 282
282
στον Τζορτζ Σαμπά πριν από πολλά πολλά χρόνια. Το περιμάζεψα απ’ τα χαλάσματα του σπιτιού του». Η Νάντια άνοιξε και διάβασε την αφιέρωση του καθολικού ιερέα στον φίλο του, τον πατέρα τού Ομάρ Γιούσεφ. Χαμογέλασε. «Είναι πολύ ωραίο βιβλίο», είπε. «Τώρα πρέπει να φύγω για το σχολείο». Ξαναφίλησε τον παππού της και βγήκε από το σπίτι. Από το παράθυρο, ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τη Νάντια να βαδίζει στο δρόμο γέρνοντας προς τα μπρος, φορτωμένη με το ροζ σακίδιο με τα βιβλία της. Μπορούσες ν’ αφήσεις παρακαταθήκη δουλεύοντας ως ντετέκτιβ, σκέφτηκε, όπως ακριβώς και με τη διδασκαλία. Η άποψη ότι ο ντετέκτιβ απλώς εξακριβώνει τι συνέβη στο παρελθόν προκειμένου να πάρει εκδίκηση, ήταν εσφαλμένη. Τώρα έβλεπε πως είχε να κάνει με την προστασία του μέλλοντος από ανθρώπους που είχαν εγκληματήσει και θα εγκληματούσαν πάλι. Ο Ομάρ Γιούσεφ πήρε στα χέρια του το χαρτί με το προχειρογραμμένο τηλέφωνο του γραφείου των Ηνωμένων Εθνών. Ο λογιστής του του είχε πει πως διέθετε αρκετά χρήματα για να ζήσει, αν ήθελε να αποσυρθεί από τη διδασκαλία. Κοίταξε πάλι το μήνυμα και άφησε το χαρτί να πέσει στο τραπεζάκι, πλάι στη Βίβλο του Τζορτζ Σαμπά.
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 283
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 284
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 285
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΑΤ ΡΙΣ
ΦΟΝΟΙ ΣΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ ΜΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΜΑΡ ΓΙΟΥΣΕΦ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΚΟΡΤΩ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΜΕΣ, TRAJAN & HELVE TICA ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚ ΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ. ΤΗ ΜΑΚΕΤΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΕ Ο ΑΝΤΩ ΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ. ΤΑ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ ΕΓΙΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟ «ΑΝΑΓΡΑΜΜΑ». ΤΗΝ ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΕΚΑΝΕ Η «ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗΣ» ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Η «Θ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ – Π. ΡΟΔΟΠΟΥ ΛΟΣ Ο.Ε.» ΤΟΝ MAΪΟ ΤΟΥ 2010 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
❦
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 286
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 287
REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 288