ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
Ε
Τ Τ 5ΪΥΦ
Α ΐ
ϊ+
Γ
ΣΥΝΟΠΤΙΚΕ Η ΙΣΤΟ ΡΙΑΤΕΣΗΕΛΛΕΝΙΚΕΣΓΛΟΣΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Τ Η Σ Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η Σ Γ Λ Ω Σ Σ Η Σ
συνοπτική ιστορία τής έλληνικής γλώσσας συ νο π τικ ή ιστορία τής ελληνικής γλώσσας με εισαγω γή στην ιστορικοσυγκριτική γλω σσολογία
Ε' Έκδοση
ΑΘΗΝΑ 2002
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το βιβλίο αυτό είναι καρπός μακρόχρονης ενασχολήσεώς μου με την ιστορία τής ελληνικής γλώσσας και τα προβλήματά της, όπως τα είδα μέσα από τη μελέτη, την έρευνα και τη διδασκαλία μου. Πιστεύω, και η πεποίθη σή μου αυτή ενισχύεται όλο και περισσότερο, πως ο Έλληνας φιλόλογος δεν μπορεί να κατανοήσει και να διδάξει σωστά τη λογοτεχνία μας και γενικό τερα τη φιλολογία -αρχαία, βυζαντινή και νέα-, χωρίς να είναι εξοικειωμέ νος με τα ζητήματα τής γλώσσας των αντιστοίχων περιόδων και με τη μεθο δολογία τής έρευνάς του. Όσο πολύτιμη -όχι μόνο για τον γλωσσολόγο, αλλά και τον φιλόλογο- εί ναι η κατάκτηση των βασικών εννοιών και μεθόδων αναλύσεως τής γλώσσας και ο θεωρητικός οπλισμός που παρέχει η σύγχρονη γενική γλωσσολογία, άλ λο τόσο απαραίτητη είναι η εξοικείωση με την ιστορικοσυγκριτική γλωσσο λογία και την ιστορία τής γλώσσας του. Χωρίς τη γενικότερη γνώση των θε μάτων καταγωγής και μεταβολής τής γλώσσας δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν οι εξελίξεις στη δομή τής ελληνικής γλώσσας. Έτσι λ.χ. ο φιλόλογος πρέπει νωρίς να συνειδητοποιήσει πως η αρχαία ελληνική ποίηση, ανάλογα με το είδος της (επική, μελική, χορική κ.λπ.), είναι γραμμένη σε διαλεκτική γλώσσα και όχι σε κάποια κοινή ομιλουμένη γλώσσα. Ούτε μπορεί να αγνοή σει τη σημασία τής γραμμικής γραφής Β’, όχι μόνο για την αρχαιότητα τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας αλλά και γ ι’ αυτήν ακόμη τη γλώσσα των ομηρικών επών. Ακόμη, η βαθύτερη γνώση τής Νέας Ελληνικής είναι αδια νόητη χωρίς την παρακολούθηση των εκρηκτικών εξελίξεων που σημειώθη καν στην Αλεξανδρινή Κοινή και σφράγισαν οριστικά τη φυσιογνωμία τής σημερινής μας γλώσσας. Από τις εξελίξεις αυτές είναι φανερό πως η Νεοελ ληνική γλώσσα δεν είναι στη δομή της και τόσο νέα, αφού αριθμεί βίον εί κοσι περίπου αιώνων! Ανάλογα ισχύουν για την κρίσιμη μεσαιωνική περίο δο τής Ελληνικής: Η μακρότερη αυτή περίοδος τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας είναι -ως προς τη γνώση τού προφορικού μας λόγου- και η λιγότερο γνωστή. Τέλος, η εξοικείωση με τους μηχανισμούς και τα στάδια μεταβο λής τής γλώσσας και τη μεθοδολογία τής περιγραφής τους θα επιτρέψουν επιστημονικά ορθότερες και νηφαλιότερες εκτιμήσεις των προβλημάτων τής σύγχρονης Ελληνικής. Τόσο στο κύριο σώμα τού βιβλίου όσο και στα Παραρτήματα, προσπά
6
θησα να περιλάβω τα πιο ουσιώδη θέματα τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσ σας και τής μεθοδολογίας τής έρευνάς της. Η στενότητα τού χώρου με οδή γησε αναγκαστικά στην παράλειψη ορισμένων θεμάτων, που ίσως μπορέσουν να περιληφθούν σε διευρυμένη έκδοση τού βιβλίου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ1 Ότι η ελληνική γλώσσα κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις 2.700 γλώσσες τού κόσμου αποτελεί απλή εμπειρική διαπίστωση. Όσο είναι ορθό ότι, σύμ φωνα με τα διδάγματα τής γλωσσικής επιστήμης, όλες οι γλώσσες των λαών (οι «φυσικές» ή «εθνικές» λεγόμενες γλώσσες) ως συστήματα επικοινωνίας είναι ισότιμες, άλλο τόσο είναι αληθές ότι ορισμένες γλώσσες που σήκωσαν το βάρος ανεπτυγμένων μορφών πολιτισμού τού ανθρώπου γνώρισαν μια καλλιέργεια που τις ξεχωρίζει από τις άλλες. Κατεξοχήν καλλιεργημένη γλώσσα είναι η Ελληνική, αφού σμιλεύθηκε επί 30 και πλέον αιώνες στην έκ φραση λεπτών εννοιών τής φιλοσοφίας και τής επιστήμης, αδρών εννοιών τού πολιτικού λόγου και των πολιτειακών θεσμών, σύνθετων εννοιών τού ευ αγγελικού λόγου και τής πατερικής θεολογίας, καθώς και βαθιών στοχαστι κών εννοιών τού αρχαίου δράματος, τής πεζογραφίας και τής ποίησης. Η πα ρατήρηση τού Οδυσσέα Ελύτη (στην ομιλία του κατά την τελετή όπου τού απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο τού 1979) ότι «στο μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ού τε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει», εξηγεί, από την πλευρά τού δημιουργού, την προνομιακή θέση τής Ελληνικής ανάμεσα στις γλώσσες τού κόσμου. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η διεθνής επιστημονική γλώσσα σχημάτισε -κ α ι σχηματίζει και σήμερα- τους περισσότερους όρους σε διάφορες περιο χές τής επιστήμης (ιατρική, φυσική, φιλολογία, φιλοσοφία, θεολογία, τεχνο λογία κ.ά.) καταφεύγοντας σε ελληνικές ρίζες, λέξεις ή συστατικά. Μέσα δε από τα μεγάλα κείμενα τού ελληνικού στοχασμού, τα κείμενα τού Πλάτωνος ή τού Αριστοτέλη, τού Ομήρου, τού Ησιόδου ή τού Πινδάρου, τού Αισχύλου, τού Σοφοκλή ή τού Ευριπίδη, τού Θουκυδίδη, τού Ξενοφώντος, τού Δημοσθέ νη, τού Πολυβίου ή τού Πλουτάρχου, μέσα από τα κείμενα τού ελληνικά εκ φρασμένου Ευαγγελίου, των Πατέρων τής Εκκλησίας, τής βυζαντινής υμνογραφίας κ.λπ., οι λέξεις-έννοιες τής Ελληνικής πέρασαν στον καθημερινό, ιδίως τον πιο απαιτητικό, λόγο των Ευρωπαίων και δι’ αυτών στις περισσότε
8
ρες άλλες γλώσσες. Λέξεις όπως Θεωρία και εμπειρία, μέθοδος, οργάνωση και σύστημα, ανάλυση και σύνθεση, ιδέα, θέση και θέμα, κρίση και κριτήρια, πρόβλημα και πρόγραμμα, σφαίρα και ατμόσφαιρα, εποχή και περίοδος, εν θουσιασμός, μαγεία και μυστήριο, συμμετρία, μουσική, τόνος, ρυθμός, μελω δία και ορχήστρα, πολιτική και δημοκρατία, διάλογος και μονόλογος, ενέρ γεια και πάθος, ποίηση, θέατρο και δράμα, ιστορία και τεχνολογία, σχολείο, μηχανή αλλά και αυτόματος και ατομικός και ηλεκτρονικός, αυτό το ίδιο το όνομα Ευρώπη και χιλιάδες άλλες λέξεις έχουν καταστεί λέξεις τού διεθνούς λεξιλογίου, που οι απλοί ομιλητές τής Αγγλικής, τής Δανικής ή τής Ιαπωνικής ούτε καν υποψιάζονται, κατά κανόνα, ότι είναι ελληνικά δάνεια στη γλώσσα τους. Από τις 166.724 αγγλικές, λ.χ., λέξεις, που περιλαμβάνονται στο αγγλικό λεξικό τού λνββδίει·, υπολογίζεται ότι 35.136 λέξεις είναι ελληνικές ή ελληνογενείς2. Την οικουμενικότητα τής ελληνικής γλώσσας μπορεί κανείς να τη συλλάβει διττά: α) αξιολογικά· τα ανεπανάληπτα σε σύλληψη, πρωτοτυπία, βάθος και πλούτο ιδεών κείμενα των μεγάλων Ελλήνων στοχαστών είναι φυσικό να επέδρασαν και καθαρώς γλωσσικά, μια που οι ιδέες έχουν ως όχημα τις λέ ξεις. Όπως παρατηρεί ο μεγάλος γλωσσολόγος Κ. Η. ΚοΜηδ3: «Η πνευματική ζωή τής Ευρώπης στο σύνολό της -η φιλοσοφική, η ηθική, η πολιτική και η αισθητική της σκέψη- έλκει την καταγωγή από το έργο των Ελλήνων στοχα στών. Και σήμερα ακόμη, όλο ξαναγυρνάμε πίσω σε ό,τι έχει αφήσει η πνευ ματική δραστηριότητα των Ελλήνων, αναζητώντας ερεθίσματα και κουρά γιο. Με τους Έλληνες, όσο με κανέναν άλλο αρχαίο ή σύγχρονο πολιτισμό, ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται μιαν αναντίρρητη πνευματική συγγένεια»· β) ιστορικά' η Ελληνική, στη μετακλασική περίοδο με τον Αλέξανδρο, υπήρ ξε η πρώτη παγκόσμια γλώσσα, γλώσσα των συναλλαγών πολλών λαών (1ίη£ΐια ίΓαηοα) και συγχρόνως γλώσσα πολιτισμική (ΚιιΙΐιίΓδρΓαοΙιβ). Ο Γερμα νός βυζαντινολόγος Κ&γΙ ΚπιπΛ&οΙιβΓ (γνωστός από τη διαμάχη του με τον Χατζιδάκι για το γλωσσικό ζήτημα) έχει γράψει: «Ού μόνον ώς μέσον συνεννοήσεως σύμπαντος τοϋ ελληνικού και έλληνίζοντος κόσμου εις τά άπώτατα αύτοϋ μέρη και εις διαφορώτατα φϋλα και κοινότητας έχρησίμευεν ή ζώσα έλληνική κοινή γλώσσα τών άλεξανδρεωτικών και ρωμαϊκών χρόνων, άλλά ήτο και ή γλώσσα τοϋ Εύαγγελίου, ή γλώσσα τής διεθνούς συγκοινωνίας τών βαρβάρων μετά τών Ελλήνων και τών Ρωμαίων, και δή και τών βαρβάρων πρός άλλήλους, τελευταιον και επίσημος γλώσσα τοϋ κράτους, έν όλίγαις λέξεσιν έξετέλει έργο παγκοσμίου γλώσσης»4. Υπάρχει, όμως, και μια τρίτη διάσταση τού οικουμενικού χαρακτήρα τής ελληνικής γλώσσας, που δεν έχει αρκούντως προσεχθεί: το γεγονός ότι οι Έλληνες υπήρξαν οι ίδιοι οι πρώτοι μελετητές τής Ελληνικής και, γενικότε ρα, τής ανθρώπινης γλώσσας σε συνδυασμό με το ότι η ανάλυση τής ελλη νικής γλώσσας από τους αρχαίους γραμματικούς και φιλοσόφους απετέλεσε (μέσω τής Λατινικής) τη βάση τής ανάλυσης όλων των μετέπειτα γλωσσών. Και είναι μεν αλήθεια ότι οι αρχαίοι Ινδοί γραμματικοί προηγήθηκαν χρονι κά στη σύνταξη τής πρώτης γραμματικής. Ο Ρδηίηί, ο συντάκτης τής ΑδΙάάΐίγάγϊ («Οκτώ βιβλία»), τής πρώτης γραμματικής τής αρχαίας ινδικής γλώσ
9
σας, έζησε ανάμεσα στο 600 και στο 300 π.Χ. Ωστόσο, η γραμματική τού Ραηίηί, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή στη Δύση πριν από τον 19ο αιώνα και δεν επηρέασε τη γενικότερη εξέλιξη τής σπουδής τής γλώσσας. Αυτό συνέβη μό νο με την ελληνική γραμματική θεωρία και πράξη και τη δημιουργική προέ κτασή της, τη Λατινική. Εν ολίγοις, η ελληνική γλώσσα ως κύρια μορφή «με ταγλώσσας» (λόγου περί γλώσσας) μέσα από τη σχολική-παραδοσιακή γραμ ματική και μέσα από την Παιδεία (ιδίως από τους χρόνους τής Αναγέννησης) απέκτησε τη φήμη τής κατ’ εξοχήν καλλιεργημένης γλώσσας, γλώσσας με υψηλό επικοινωνιακό γόητρο και κύρος. Η παρατήρηση τού Κ.. Η. ΚοΜηδ5 εί ναι και γ ι’ αυτό το θέμα πολύ ενδεικτική: «Ο ελληνικός θρίαμβος στον πνευ ματικό πολιτισμό είναι ότι έδωσε τόσα πολλά σε τόσους πολλούς τομείς [...]. Τα επιτεύγματά τους στον τομέα τής γλωσσολογίας όπου ήταν εξαιρετικά δυνατοί, δηλαδή στη θεωρία τής γραμματικής και στη γραμματική περιγρα φή τής γλώσσας, είναι τόσο ισχυρά, ώστε να αξίζει και να μελετηθούν και να αντέχουν στην κριτική. Επίσης είναι τέτοια που να εμπνέουν την ευγνω μοσύνη και τον θαυμασμό μας». Τέλος, η οικουμενικότητα τής Ελληνικής δεν είναι άσχετη προς το κύρος που απέκτησε διεθνώς η Ελληνική ως η γλώσσα τής Καινής Διαθήκης, η γλώσσα των μεγάλων Πατέρων τής Χριστιανικής Εκκλησίας και, καθόλου λιγότερο, ως η κατεξοχήν γλώσσα τής υμνογραφίας και τής εκκλησιαστικής λα τρείας (Θείας Λειτουργίας τού Ιωάννου τού Χρυσοστόμου και τού Μεγάλου Βασιλείου). Η Ελληνική συνδέεται επίσης με την ελληνική μετάφραση τής Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα για τις ανάγκες των ιουδαϊκών Κοινοτήτων τής Ανατολής που ήταν ελληνόφωνες εκείνη την εποχή. Η επιμο νή τού Εράσμου, τού μεγάλου Ολλανδού φιλολόγου τής Αναγέννησης £αι πρώτου εκδότη τού ελληνικού κειμένου τής Καινής Διαθήκης (το οποίο ως «Τβχΐιΐδ Κοοβρίιΐδ» εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ευρύτερα μέχρι την έκ δοση τής Καινής Διαθήκης από τον Ε&βΛαπί Νεδίΐ© το 1898), ότι δεν νοείται θεολόγος που να μη γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, γιατί θα είναι ανίκανος να πλησιάσει τη γλώσσα τής Καινής Διαθήκης στο πρωτότυπο, είναι ενδει κτική τής αίγλης τής ελληνικής γλώσσας στους κόλπους τού Χριστιανισμού. Άλλωστε, η κυριαρχία τού χριστιανικού Βυζαντίου στον Μεσαίωνα, μαζί με την ακτινοβολία, τον πολιτισμό και τη θρησκεία τού Βυζαντίου, είχε απήχηση και στην ελληνική γλώσσα, τής οποίας το κύρος ήταν τέτοιο, ώστε έγινε αμέ σως αποδεκτή και άρχισε να διδάσκεται στη Δύση από τους λογίους τού Βυ ζαντίου που κατέφυγαν εκεί λίγο πριν και μετά την πτώση τής Βασιλεύουσας, γεγονός που υπήρξε και η απαρχή τής Αναγέννησης στη Δύση. Ωστόσο, δεν είναι μόνον η μοναδική από μεγάλα πνεύματα καλλιέργειά της στον γραπτό και τον προφορικό λόγο και η οικουμενικότητά της που κατέ στησαν την Ελληνική ξεχωριστή γλώσσα. Είναι και το γεγονός ότι στη γλώσ σα αυτή έχουμε προφορική παράδοση τουλάχιστον 4.000 χρόνων και γραπτή παράδοση 3.500 ετών (με μοναδικό -με τα μέχρι τούδε επιγραφικά ευρήματαχάσμα την περίοδο 1200-8ο π.Χ. αιώνα). Όπως έχει παρατηρηθεί, η Ελληνική είναι μοναδικό για γλωσσολόγους παράδειγμα μελέτης τής εξέλιξης μιας φυ σικής γλώσσας σε τόσο μήκος χρόνου. Αντίθετα προς άλλες γνωστές αρχαίες
10
γλώσσες, όπως η αρχαία Αιγυπτιακή ή η Ακκαδική (που αντικατέστησε τη Σουμεριακή στην αρχαία Μεσοποταμία), οι οποίες χάθηκαν ως γλώσσες νω ρίς, η Ελληνική διατηρείται πάνω από 40 αιώνες τώρα ως ζωντανή στην εξέ λιξή της γλώσσα. Ο προσεκτικός, μάλιστα, κριτής των πραγμάτων θα πρέπει να αποφύγει να συγκρίνει την Ελληνική, λ.χ., με τη Λατινική-Ιταλική, που βρί σκονται σε εντελώς διαφορετική σχέση, ή ακόμη και με την Κινεζική ή τη Σανσκριτική. Η Κινεζική επιβίωσε μεν από το 1500 π.Χ. μέχρι τις αρχές τού αι ώνα μας (οπότε αντικαταστάθηκε από τις νεότερες γλώσσες-διαλέκτους) υπό την ονομασία ν/6-γάη, αλλά μόνον ως φιλολογική γλώσσα, η δε Σανσκριτική (αρχαία Ινδική) σώθηκε επίσης μόνο σε περιορισμένες και εξειδικευμένες χρήσεις αρχαΐζουσας (θρησκευτικής ιδίως) γλώσσας. Σε σχέση και με αυτές ακόμη τις εξαιρετικές περιπτώσεις γλωσσών, η Ελληνική αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας με αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και με τέτοια δομική και λεξιλογική συνοχή, που να επιτρέπει να μιλούμε για μία ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα έως σήμερα. Με αυτό εννοούμε ότι ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, την Ελλάδα, χωρίς διακοπή 40 αιώνες τώρα μιλάει και γράφει -με την ίδια γραφή (από τον 8ο π.Χ. αιώνα) και την ίδια ορθογραφία (από το 400 π.Χ.)την ίδια γλώσσα, την Ελληνική. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι η γλώσσα τού Ξενοφώντος ή τού Πλάτωνος ή τού Πλουτάρχου είναι φωνολογικά, γραμ ματικά και λεξιλογικά ίδια και απαράλλακτη αυτή που μιλούμε και γρά φουμε στα τέλη τού 20ού αιώνα! Μεταβολές στην προφορά, στη γραμματικοσυντακτική δομή και στο λεξιλόγιο τής Ελληνικής πραγματοποιήθηκαν πολ λές. Ωστόσο, ούτε η δομική φυσιογνωμία τής Ελληνικής ούτε το λεξιλόγιό της αλλοιώθηκαν τόσο πολύ, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για την ίδια γλώσσα. Ο δομικός σκελετός τής Ελληνικής, τα κύρια χαρακτηρι στικά τής δομής τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας (η διάκριση, λ.χ., πτώσεως, αριθμού και γένους στα ουσιαστικά και τα επίθετα ή η διάκριση χρόνου, ποιού ενεργείας, τροπικότητας, προσώπου, αριθμού, φωνής και διαθέσεως στο ρήμα) εξακολουθούν να προσδιορίζουν τη φυσιογνωμία και τής σύγχρο νης ελληνικής γλώσσας, γιατί οι αλλαγές που έγιναν αφορούν κυρίως στη δήλωση των δομικών κατηγοριών (σε καταλήξεις, σε φθόγγους κ.λπ.) και όχι στις ίδιες τις δομικές κατηγορίες. Ως προς το λεξιλόγιο τής Ελληνικής, τα «επιστροφικά κινήματα» τού Αττικισμού (αρχαίου και βυζαντινού), τού κα θαρισμού (κοραϊκού και μετακοραϊκού), τής αρχαΐζουσας και τής μετέπειτα καθαρεύουσας εδημιούργησαν -τεχνητά στην αρχή και με έξωθεν (των λο γίων) παρέμβαση- στενή σχέση τής νεότερης προς την αρχαία ελληνική γλώσσα, που με τη διαδικασία τής αναβίωσης αρχαίων και παλαιότερων λέ ξεων έρχεται να συμπληρώσει τη φυσική -κ α ι εκτεταμένη στην Ελληνικήδιαδικασία τής επιβίωσης παραδοσιακών λέξεων. Στην Ελληνική, λέξεις όπως ουρανός, θάλασσα, γη, γλώσσα, παιδεία, ελευθερία, αδελφός, φίλος, αγαπώ, βλέπω, επιθυμώ, καλός, κακός, νέος, επειδή, όταν, εάν, εγώ, συ, αυτός, τότε, αύριο, ναι, ούτε, και, ότι, πως κ.λπ., χιλιάδες λέξεων, δεν είναι ούτε αρ χαίες ούτε βυζαντινές ούτε νέες. Τις χρησιμοποιούν οι Έλληνες (με την ίδια ή και με διαφορετική σημασία, με τον ίδιο ή και παρηλλαγμένο τύπο) πολ
11
λούς αιώνες τώρα σε χρήση που πολύ εύστοχα χαρακτηρίζεται ως διαχρονι κή. Τέτοιες λέξεις είναι απλώς και μόνο ελληνικές λ έ ξ εις αρχαία, παλιά, νε ότερα και τωρινά στοιχεία μιας ενιαίας γλώσσας, τής ελληνικής γλώσσας. Ο Σεφέρης έχει επισημάνει το φαινόμενο από παλιά με τη διαίσθηση τού δημι ουργού: «Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα [...]. Για κοιτάξτε πό σο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μί λησε ο Όμηρος ώς τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δεν σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνή στρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους τού Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι!».
Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ Μια γλώσσα που αριθμεί βίον 40 αιώνων, όπως η ελληνική γλώσσα, είναι φυ σικό στο πέρασμα τού χρόνου -τόσο μακρού χρόνου- να έχει υποστεί μετα βολές. Μεταβολές στους φθόγγους τής γλώσσας, αυτούς που συνθέτουν τον τρόπο προφοράς της* ή, σημειολογικά, μεταβολές στα σημαίνοντα (στη φω νολογική δήλωση) των λέξεων. Μεταβολές, επίσης, στη γραμματική της δομή (μορφολογία), δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο με ποικίλα γραμματικά μορ φήματα (καταλήξεις, επιθήματα, προθήματα, ενθήματα, σχηματιστικά στοι χεία) δηλώνει τις γραμματικές σημασίες της. Ομοίως, είναι φυσικό να έχει υποστεί μεταβολές στη συντακτική της δομή, στον τρόπο με τον οποίο συ ντάσσει τις λέξεις της σε σύνολα (φράσεων, προτάσεων, περιόδων, παραγρά φων, κειμένου), καθώς και, κατεξοχήν, μεταβολές στο λεξιλόγιο, αφού νέες εκφραστικές, δηλωτικές (αντικειμένων, σχέσεων, θεσμών, καταστάσεων κ.λπ.) ανάγκες αναφύονται στην καθημερινή ζωή κάθε λαού με το πέρασμα τού χρόνου. Έτσι, η ελληνική γλώσσα έχει υποστεί αρκετές μεταβολές στη δομή της. Ωστόσο, όπως εξηγήσαμε ήδη, οι μεταβολές αυτές δεν ήταν τόσες και τέ τοιες ώστε να αλλοιώσουν τη δομική φυσιογνωμία τής Ελληνικής σε τέτοι ον βαθμό, που ο νέος Έλληνας, λ.χ., να αδυνατεί να πλησιάσει και να κατα νοήσει, περισσότερο ή λιγότερο, ένα πεζό κείμενο τού Ξενοφώντος ή τού Πλάτωνος ή τού Πλουτάρχου με μικρή προσπάθεια και κατάλληλη καθοδή γηση. Και μπορεί μεν σήμερα να ακούγεται ίσως υπερβολικός ο ισχυρισμός τού Κοραή6 ότι «όστις συλλογισθή δτι ό Πλάτων, ό "Αριστοτέλης, ό Δημο σθένης και δλος ό χορός τών δοξασάντων τό Έλληνικόν γένος ενδόξων άνδρών, έάν ήρχοντο πάλιν εις τόν κόσμον μόνον ένός μηνός μελέτην έχρειάζετο διά νά καταλάβωσιν δ,τι λαλοϋμεν και δ,τι γράφομεν τήν σήμερον», ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο για την εκτίμηση τού καθηγητή ΚοββΠ ΒΐΌ\νηίη£7, ο οποίος γράφει: «Από τότε [7ο π.Χ. αιώνα] η ελληνική γλώσσα αποκτά μια συνεχή παράδοση που φθάνει ώς την εποχή μας. Υπήρ χαν βέβαια αλλαγές αλλά δεν δημιουργήθηκε κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, όπως έγινε ανάμεσα στα Λατινικά και τις ρομανικές γλώσσες. Τα Αρχαία Ελληνικά δεν αποτελούν ξένη γλώσσα για τον σημερινό Έλληνα, όπως συμ
12
βαίνει με τα Αγγλοσαξωνικά για τον σύγχρονο Άγγλο [...]. Η συνέχεια τού λε ξιλογικού της αποθέματος [της Ελληνικής] είναι εντυπωσιακή [...]. Και παρά το γεγονός ότι υπήρξαν πολλές ανακατατάξεις των μορφολογικών σχημάτων, υπήρξε και μεγάλη συνοχή* έτσι τα Ελληνικά αποτελούν, ακόμα και σήμερα, αρκετά εμφανώς έναν αρχαϊκό, ινδοευρωπαϊκό τύπο γλώσσας, όπως τα Λατι νικά ή τα Ρωσσικά». Αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε γενικότερα τη δομή τής ελληνικής γλώσσας στην υφή και την εξέλιξή της, θα είχαμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Η αρ χαία ελληνική γλώσσα, τόσο από πλευράς δομολειτουργικής (μορφοσυντακτικών δομών και επικοινωνιακών λειτουργιών που επιτελούν) όσο και από απόψεως λεξιλογικής (δηλώσεως λεπτών και σύνθετων εννοιών τής επιστή μης, των πολιτικοκοινωνικών θεσμών και τής λογοτεχνίας), καλλιεργήθηκε σε ύψιστο βαθμό. Το ότι έφθασε, λ.χ., στις λεπτές δηλωτικές διακρίσεις ανά μεσα στην ενεργητική φωνή (που δήλωνε την ενέργεια διαπιστωτικά ή περι γραφικά), στη μέση φωνή (που δήλωνε το έντονο ενδιαφέρον τού υποκειμέ νου για την επιτελούμενη ενέργεια) και στην παθητική (με έμφαση στην ενέργεια παρά στην πηγή από όπου προέρχεται) είναι απόρροια των εκφρα στικών αναγκών και τής καλλιέργειας τής Ελληνικής από δημιουργούς με γνώση και ευαισθησία στη γλώσσα. Το ίδιο και για την ανάπτυξη τής δομής και λειτουργίας τής ευκτικής τού πλαγίου λόγου, που επινοήθηκε για να δη λώνει μειωμένη (έναντι τής οριστικής εγκλίσεως) βεβαιότητα, όταν η δηλουμένη ενέργεια απομακρυνόταν από το παρόν και εξηρτάτο από γεγονότα τού παρελθόντος. Η δυνατότητα, ομοίως, να δηλώνονται πολύμορφα και πολυδύ ναμα οι αναγκαίες για την επικοινωνία αναφορές στον χρόνο, τον τρόπο, την αιτία, τον σκοπό κ.λπ. (οι λεγόμενες «επιρρηματικές σχέσεις») μέσω τού πλούσιου διακόσμου των επιρρηματικών μετοχών (παράλληλα προς τη χρή ση επιρρημάτων, εμπροθέτων εκφράσεων, δευτερευουσών προτάσεων κ.λπ.) συντελούσε σε απαιτητικότερες μορφές προσεγμένης χρήσης τής γλώσσας, όπου η δυνατότητα περισσοτέρων επιλογών εξυπηρετούσε την ποικιλία τού λόγου, τον ρυθμό και την ακουστική τής φράσης και, συχνά, τη δήλωση λε πτών υφολογικών αποχρώσεων. Φυσικά, στην κοινωνική διαστρωμάτωση τού αρχαίου ελληνικού κόσμου αυξημένη ευαισθησία και ευρύτερη γνώση τής γλώσσας διέθετε, κατά κανό να, ο πολίτης τής πόλεως-κράτους με την ανάλογη μόρφωση. Τότε η καλ λιεργημένη γλώσσα -αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει σήμερα- ήταν προνόμιο των ελευθέρων μόνο πολιτών και μάλιστα αυτών που είχαν τους πόρους να εξασφαλίσουν εφαρμοσμένη (ρητορική) γνώση τής γλώσσας με κατάλληλη διδασκαλία. Ωστόσο, η ευρύτερη και άμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοι νά και στην πολιτιστική-μορφωτική δραστηριότητα τής πόλεως βοηθούσε στην ανάπτυξη τού (προφορικού) πολιτικού λόγου και στην καλλιέργεια τής γλωσσικής τους ικανότητας. Και όσο κι αν είναι αληθές ότι εμείς σήμερα γνωρίζουμε τον αρχαίο ελληνικό λόγο από τα κείμενα ικανών έως προικι σμένων και μεγάλων διανοητών, οι οποίοι είναι φυσικό να χειρίζονταν τη γλώσσα με απαιτητικό τρόπο (ενώ ελάχιστα γνωρίζουμε τον απλό καθημε ρινό λόγο), εντούτοις μπορούμε να μιλούμε για ιδιαίτερη καλλιέργεια τής
13
Ελληνικής, αφού είναι γνωστό ότι τη στάθμη μιας γλώσσας την καθορίζουν οι μεγάλοι συγγραφείς, των οποίων τα κείμενα λειτουργούν ως πρότυπα και ρυθμίζουν τη γενικότερη χρήση τής γλώσσας. Η καλλιέργεια τής ελληνικής γλώσσας ακονίστηκε εν συνεχεία στο άλλο μεγάλο «γλωσσικό αμόνι», στον χώρο τής χριστιανικής θεολογίας και φιλο λογίας, που όλο και περισσότερο εξελίχθηκε σε κύρια έκφραση τού βυζαντι νού κόσμου, συνοδευόμενη άπό άλλες μορφές πνευματικής δραστηριότητας όπως, λ.χ., η γραμματική, η χρονογραφία ή η θύραθεν (παράλληλα με την εκ κλησιαστική) ποίηση. Με τον ελληνικό Διαφωτισμό, εντός και εκτός Ελλά δος, η Ελληνική μετά από μερικούς αιώνες σιγής γνώρισε νέα καλλιέργεια, πράγμα που έγινε επίσης και με τις επιτόπιες λογοτεχνίες (κρητική, κυπρια κή, επτανησιακή) και, πάνω απ’ όλα, με το δημοτικό τραγούδι. Με τη δημι ουργία τού ελεύθερου Νεοελληνικού Κράτους νέα πνοή -παρά τη γλωσσική διαμάχη καθαρεύουσας-δημοτικής- δίδεται στην ελληνική γλώσσα, που γρή γορα μεταβαίνει στη φάση τού γλωσσικού εκσυγχρονισμού, αφού έχει προηγηθεί ο γλωσσικός καθαρισμός τής Ελληνικής (από ξενόγλωσσα -τουρκικά ιδίως και βενετσιάνικα- στοιχεία), ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τής επιστήμης, τής διοίκησης, τής εκπαίδευσης και τού Τύπου. Η ραγδαία εξέλιξη τής λογοτεχνίας, ιδίως τής ποίησης, συνέβαλε ουσιωδώς στην καλ λιέργεια τής Ελληνικής, όπως -όσο και αν φανεί περίεργο- η διαμάχη περί το γλωσσικό ζήτημα οδήγησε σε ευρύτερη και βαθύτερη ενασχόληση με την ελ ληνική γλώσσα σε διαχρονικό επίπεδο, η οποία και στην καλλιέργεια τής ελ ληνικής γλώσσας στη διπλή της παράδοση βοήθησε και, κυρίως, στη σπάνια για έναν λαό ευαισθητοποίηση τής πλειονότητας των πολιτών για τα θέματα τής χρήσης τής Ελληνικής και τής επίσημης μορφής τής γλώσσας μας. Από όλα αυτά προκύπτει ότι η καλλιέργεια τής ελληνικής γλώσσας, γρα πτής και προφορικής, συνεχίστηκε σε κυμαινόμενο επίπεδο από την αρχαιό τητα μέχρι τις μέρες μας, γεγονός που και την ποιότητα τής γλώσσας μας ωφέλησε (όσο και αν ο γλωσσικός μας εμφύλιος γέννησε φανατισμούς και ακρότητες και από τα δύο μέρη) και σε μεταβολές τής Ελληνικής κατά φυ σικό τρόπο οδήγησε. ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Ο χώρος τού λεξιλογίου τής Ελληνικής εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τό σο ως αδιάψευστο τεκμήριο τής συνέχειας τής ελληνικής γλώσσας όσο και ως «διεθνής ταυτότητα» τής Ελληνικής στην ευρωπαϊκή και, δι’ αυτής, στην παγκόσμια γλωσσική επικοινωνία, αλλά επίσης και ως πεδίο ιστορικών διερ γασιών που σφράγισαν τη φυσιογνωμία τής νεότερης ελληνικής γλώσσας. Ότι οι ελληνικές λέξεις, οι ρίζες και τα σχηματιστικά στοιχεία (προθήματα, τέρματα, καταλήξεις) τής Ελληνικής αποτελούν μόνιμη παρακαταθήκη τής διεθνούς επιστημονικής ορολογίας αλλά και οπλοστάσιο ξένων μορφωμένων και διανοουμένων (επιστημόνων, πολιτικών, αρθρογράφων κ.ά.) που διά των ελληνικών λέξεων επιχειρούν να εκφραστούν πέρα των τετριμμένων λέξεων τής καθημερινότητας ανεβάζοντας το επίπεδο τής επικοινωνίας τους, είναι
14
ευρύτερα γνωστό. Το λεξικό ί&ΐΌΐιχχε {ΟίούοηπαίΓε άυ £ταηςαΪ8 αυ αοίΐέββ, σ. XXVII) προτάσσει ενδεικτικό πίνακα ελληνικών (α’ ή β' συνθετικών) λέξεων τής Γαλλικής, για να διευκολύνει τον Γάλλο αναγνώστη: &6ιο-: αόΓοάγηαπιΐ^υε, α§Γ(ο)-: α§Γοηοπι&, -αΐβίε: ηένταΐ^ϊε, αηίΙίΓορο-: αηί1ΐΓορο1θ£Ϊβ, ατοίιέο-: ατοΐιέο1ο§ΐε, -ατοΜβ, -ατφβ: ιηοηαπΊιίβ, τηοηατφιε, αυίο-: ααίοΜοξταρΜφιε, δΐΜϊο-: ύΐύΙίοώβςυε, ί>ίο~: Μο1ο§ϊβ κ.ο.κ. Ανατρέχοντας, εξάλλου, σε οποιονδήποτε «Λεξι λογικό Πίνακα» (\νοΓ<11Ϊ8ΐ), πίνακα (με τη σημασία, ετυμολογία και χρήση) ελ ληνικών λέξεων τής Αγγλικής που οφείλει να γνωρίζει ο αγγλόφωνος μαθητής για τις επίσημες εξετάσεις τής αγγλικής γλώσσας, συναντούμε λέξεις όπως ααουχίίοχ, αεεώείϊο, αιαρίιϊίΐιεαίιε, αηΐα§οηΪ8ΐη, αραώείΐο, αρίιοήεαι, ατοΜρε1α§ο, αεεείϊο, αυίοποπιουΒ, εαΐα8ΐτορΙιε, οαώατίίο, εΐιαούε, ερΐίοιηβ, ερϊ1ο§υβ, ερΐίαρίι, βρΐώεί, 8ρα8ΐηοάϊε, 8ίϊ§ηΐΒίΪ8β, §ηοιηβ, Ηοιηοηγιη, ερήειηεΓαΙ, ευ1ο§Ϊ8ίΐο, βώπΐο, δροταάίβ, αιηηεδίγ, αηίίροάεα, αρορήίΙιε§πι, αρο8ίο1ϊε, αρο8ίΓορήβ, αροώεο8Ϊ8, αρο1ο§εΙΐο, αροεαίγρίΐε, αροοτγρϊιαΐ* κ.λπ. Σε τέτοιους γλωσσικούς πίνακες για τον Άγγλο μαθητή (!) βρίσκουμε ετυμολογικές-σημασιολογικές πληροφορίες για τις ελληνικές ρίζες τού τύπου: ετ§- υτ§- «\νοΓΐς»: βηβΓ§γ, βτ^αίοοταογ, πιεΙα11υτ§γ· βυ «§οοά, \νε11, Βεαυίίίυΐ»: ευ1ο§Ϊ8β, ευρίιοπιίβιη, εαρβρίΐο κ,ο.κ. Το λεξιλόγιο τής Ελληνικής αποτελεί αψευδή μάρτυρα τής αδιάκοπης συ νέχειας τής ελληνικής γλώσσας και τού ενιαίου χαρακτήρα της. Κανείς Έλληνας ή ξένος (με εξαίρεση τους ειδικούς τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας) δεν μπορεί να διακρίνει αν μια σύγχρονη ελληνική λέξη είναι αρ χαία, βυζαντινή ή νεότερη ή αν χρησιμοποιείται συνεχώς από την αρχαιότη τα μέχρι σήμερα. Ποιος γνωρίζει ή αναγνωρίζει, λ.χ., ότι λέξεις όπως αγαπώ, αγαπητός, άγγελος, αγέλαστος, αγνός, άγνωστος, αγορά, άγριος, αδελφός, αθάνατος, αηδόνι, αέρας, αετός, αιώνας, άκλαυτος, ακούω, ακτίνα, αλάτι, αλέθω, αλείφω, αλήθεια, αλλά, άλλος, άλλοτε, άλμη, αλμυρός, αλοιφή, άλυτος, αλώνι, άμα, αμάξι, αρμέγω, αμπέλι, αμέτρητος, αν, ανεβαίνω, αναβάλλω, ανά γκη, αναλύω, αναπαύω, αναπνέω, αναστενάζω, ανατολή, άναρχος, αναφέρω, ανατρέχω, άνεμος, ανεψιός, άνδρας, ανθώ, άνθρωπος, ανάγω, άνιφτος, άνο στος, αντί, αντίκρυ, αξίνα, άξιος, άξονας, απατώ, απάτη, άπιστος, από κ.λπ., εί ναι γνήσιες ομηρικές λέξεις που αυτούσιες ή παρηλλαγμένες, με την ίδια ή και διαφοροποιημένη σημασία, χρησιμοποιούνται από τα χρόνια των ομηρι κών επών μέχρι σήμερα; Όπως ελέχθη και στην αρχή αυτού τού κειμένου, οι λέξεις αυτές δεν είναι ούτε αρχαίες ούτε βυζαντινές ούτε νέες. Είναι ελληνι κές. Γι’ αυτό και η έννοια τής συνέχειας προκειμένου για την ελληνική γλώσ σα δεν είναι ιδεολόγημα, αλλά απτή γλωσσική πραγματικότητα. Ο Γ. Χατζιδάκις σε μια κλασική μελέτη του με τίτλο «Περί τής ένότητος τής έλληνικής γλώσσης»9 απέδειξε ότι «έκ τών 4.900 περίπου λέξεων τής Καινής Διαθήκης σχεδόν αί ήμίσειαι, ήτοι λέξεις 2.280, λέγονται και σήμερον έτι έν τή κοινή λαλι· τών δέ λοιπών αί πλεϊσται μέν, 2.220, νοούνται καλώς υπό πάντων τών Ελλήνων άναγιγνωσκόμεναι ή άκουόμεναι, όλίγαι δέ μόνον, περί τάς 400, είναι άληθώς ακατανόητοι υπό τοϋ Ελληνικού λαού»10. Το να χρησιμοποιεί ο σημερινός Έλληνας ενεργά στον λόγο του ή να κατοιλαβαίνει τις λέξεις που μιλούσαν οι Έλληνες πριν από 2.000 χρόνια ή τις λέξεις τής Καινής Διαθήκης (όταν συγκριτικά πρόσφατες μεταφράσεις τής Καινής Δια
15
θήκης σε άλλες γλώσσες -Γερμανική, Ρωσική, Αγγλική κ.ά.- δεν είναι κατα νοητές στους σημερινούς ομιλητές των αντιστοίχων γλωσσών), δείχνει την ιδι αίτερη σχέση που έχουν οι ομιλητές τής Ελληνικής με τη γλώσσα τους λόγω τής ιστορίας της. Σε αυτή την εσωτερική φυσιολογική επιβίωση μεγάλου μέρους τού αρχαί ου ή παλαιότερου λεξιλογίου τής Ελληνικής γλώσσας στη μέχρι σήμερα δια χρονική χρήση της ήλθαν να προστεθούν και «έξωθεν» λεξιλογικές επεμβά σεις Ελλήνων λογίων, οι οποίες απετέλεσαν γλωσσικά κινήματα που οδήγη σαν σε αναβιώσεις χιλιάδων λέξεων τής αρχαίας, έτσι ώστε -πρωτόγνωρο γλωσσικό φαινόμενο αυτό- η «φυσική συνέχεια» να ενισχυθεί από μια, ας την πούμε, «τεχνητή συνέχεια». Αναφερόμαστε και πάλι στα επιστροφικά ή αναδρομικά κινήματα τού Αττικισμού (αρχαίου και βυζαντινού), τού Νεοαττικισμού (τού όψιμου Βυζαντίου), τού αρχαϊσμού (των χρόνων τού Νεοελλη νικού Διαφωτισμού), τού κοραϊκού και μετακοραϊκού καθαρισμού, τού νεοαττικισμού ή αρχαϊσμού (τού νέου ελληνικού κράτους), καθώς και τής αυ στηρής ή ηπιότερης φορμαλιστικής καθαρεύουσας. Όλα αυτά τα επιστροφικά κινήματα, περισσότερο ή λιγότερο ιδεολογικά και αναγκασμένα να ανταποκριθούν στις νέες επικοινωνιακές ανάγκες τής γλώσσας, αναβίωσαν, μιμήθηκαν ή άντλησαν σε ευρεία έκταση αρχαίες ή βυζαντινές λέξεις, με τις οποίες υποκατέστησαν άλλες ξένες ή εξέφρασαν νέες έννοιες. Αποτέλεσμα: τα κινήματα αυτά κατάφεραν να επανασυνδέσουν τις νεότερες φάσεις τής Ελληνικής με τις παλαιότερες κατά μοναδικό στην ιστορία των γλωσσών τρόπο (άλλη είναι η περίπτωση τής Εβραϊκής, που αποτελεί επίσης μοναδικό παράδειγμα «ανάστασης» μιας νεκρής, μη ομιλουμένης γλώσσας, τής αρ χαίας Εβραϊκής τής Παλαιάς Διαθήκης, και καθιέρωσής της ως επίσημης σύγχρονης γλώσσας!). Απλή αναδρομή στο Λεξικό τού Στέφανου Κουμανούδη, στη «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από τής Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» (Αθήνα 1900), δείχνει τον τεράστιο όγκο τού λεξιλογίου που πλάστηκε από τους λογίους είτε από αυτούσιες αρχαίες λέξεις ή, κυρίως, από νεόπλαστες λέξεις που ακολουθούν τα πρότυπα των αρχαίων. Ιδού μερικές νεόπλαστες λέξεις, που κανένας δεν θα μπορούσε (πα ρά μόνον από πραγματολογικά στοιχεία) να ξεχωρίσει αν είναι αρχαίες ή νε ότερες: δημοσιογράφος (1826), δημοσιότης (1824), επειγόντως (1829), έπετηρίς (1876), έπιβάρυνσις (1805), έπιβίβασις (1871), κομματάρχης (1853), πλειοψηφία (1833), πλαισιώνω (1889), δηλητηριάζω (1876), βασίζω/-ομαι (1854), διαπαιδαγώγησις (1876), έφετεϊον (1833), λαθρεμπόριον (1809), νεκροτομεϊον (1888), έξόντωσις (1766), έπιφύλαξις (1859), δλοκληρώνω (1896), στρατών (1833), τα ξινομώ (1873), υπνοβάτης (1840), χειροκροτώ (1856). Ο ίδιος μάλιστα ο Κουμανούδης έπλασε τις λέξεις έκδήλωσις, έπαρχιακός και έχθρότης. Αυτός ο «εσωτερικός δανεισμός» τής Ελληνικής από λέξεις που ανήκουν στη μακρά γλωσσική της παράδοση, υπήρξε η πιο υγιής και αποτελεσματι κή αντιμετώπιση ενός μείζονος κινδύνου, ο οποίος απείλησε την ελληνική γλώσσα τους τελευταίους αιώνες τού ξενικού ζυγού. Πρόκειται για το πλή θος των ξενικών λέξεων (τουρκικών και βενετσιάνικων) που εισχώρησαν -ελ λείψει οργανωμένης παιδείας ή άλλης μορφωτικής αντιστάσεως- στο σώμα
16
τής Ελληνικής και προκάλεσαν μια κατάσταση που ανάγκασε φωτισμένους Έλληνες, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, να αναλάβουν σταυροφορία «καθαρ μού» τής γλώσσας, προλαβαίνοντας τον κίνδυνο μιας μορφής μιγαδοποίησης (οΓέοϋδΗΐίοη) τής Ελληνικής. Από το κίνημα τού καθαρισμού τού Κοραή δια μορφώθηκε βαθμηδόν μια «γλωσσική ιδεολογία» που απετέλεσε ανασταλτι κό φραγμό στην εισβολή των ξένων λέξεων, οδήγησε σε ευρεία υποκατάστα ση των ξενικών με ελληνικές και ετοίμασε το έδαφος τής αναζήτησης νέων όρων και λέξεων μέσα από την παρακαταθήκη τής ίδιας τής ελληνικής γλώσσας. Η υπηρεσία που προσέφεραν στην ελληνική γλώσσα οι λόγιοι τής εποχής με την εδραίωση αυτής τής «γλωσσικής ιδεολογίας» δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη στις πραγματικές της διαστάσεις. Ένα πάντως είναι βέβαιο: χωρίς αυτή την εκστρατεία και χωρίς τον αγώνα αυτής τής γλωσσικής «πρόληψης», η λεξιλογική δομή τής σύγχρονης Ελληνικής δεν θα διέθετε τη σημερινή συ νοχή της. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ Οι Έλληνες ανήκουν στους προνομιούχους λαούς που, χρησιμοποιώντας τη γραφή, μπόρεσαν να αναπτύξουν, να διαδώσουν και να διασώσουν τον με γάλο πολιτισμό που δημιούργησαν. Λαοί που δεν γνώρισαν γραφή παρέμειναν στο σκότος τής ιστορίας και, συχνά, αγνοείται και η ίδια τους η ύπαρ ξη. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, χρησιμοποιήθηκαν περισσότερες από μία γρα φές σε μια προσπάθεια των Ελλήνων να φθάσουν στο καλύτερο σύστημα γραφής, πράγμα που το πέτυχαν επινοώντας, για πρώτη φορά στον κόσμο, την ελληνική αλφαβητική γραφή. Πρόκειται για την ίδια γραφή που, με τη μορφή τού δυτικού ελληνικού (Χαλκιδικού) αλφαβήτου, εξελίχθηκε σε αυτό που ονομάζουμε λατινικό αλφάβητο, ένα αλφάβητο που μέσω τής αυτοκρα τορίας τής Ρώμης και των λατινογενών (ρομανικών) εθνών και γλωσσών πέρασε σε ευρύτερη χρήση ανά τον κόσμο. Ας σημειωθεί ακόμη ότι το αλφά βητο που χρησιμοποιούμε σήμερα οι Έλληνες, ιστορικά μαρτυρείται από τον 8ο π.Χ. αιώνα («επιγραφή τού Διπύλου», «ποτήριον Νέστορος»), ενώ η ορθο γραφία μας ανάγεται στο 400 π.Χ. Οι γραφές που χρησιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα είναι: η ιερογλυφική (περ. 2000-1750 π.Χ.)· η γραμμική γραφή Α (1700-1400 π.Χ.)· η γραμμική γραφή Β' (1400-1200 π.Χ.)· η κυπρομινωική γραφή (περ. 1500-1100 π.Χ.)· το κυπριακό συλλαβάριο (περ. 6ος-4ος π.Χ. αι.)· η ελληνική αλφαβητική γραφή (πιθ. 10ος π.Χ. αι.-σήμερα). Από αυτές έχουν αναγνωσθεί μόνον η γραμμική γραφή Β' και το κυπριακό συλλαβάριο. Η ιερογλυφική, η γραμμική Α και η κυπρομινωική δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί. Η ελληνική αλφαβητική γραφή είναι αυτή που χρησιμοποιείται χωρίς διακοπή από τον 8ο π.Χ. αιώνα μέχρι σήμε ρα. Μπορεί οι Έλληνες να μην είναι αυτοί -με τα στοιχεία που έχουμε μέχρι σήμερα- που πρώτοι επινόησαν τη γραφή. Σουμέριοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι και Χετταίοι χρησιμοποιούν τη σφηνοειδή γραφή (εξελιγμένη εικονογραφική γρα φή) ήδη από το 4000 π.Χ. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούν επίσης την ιερογλυφική
17
γραφή (λογογράμματα και φωνογράμματα) ήδη από το 3000 π.Χ. μέχρι τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Το γεγονός είναι ότι ήδη τη 2η χιλιετία οι Έλληνες με τη γραμμι κή Β' περνούν σε μια συλλαβογραφική γραφή που αποτελεί πρώτη μορφή φω νολογικής γραφής, αφού στηρίζεται στη συλλαβή. Κάθε γράμμα είναι και μία συλλαβή, όχι ένας φθόγγος. Ότι πρόκειται για ατελές αλφάβητο (αφού ο αριθ μός των δυνατών συλλαβών μιας γλώσσας είναι ως προϊόν συνδυασμών τε ράστιος) δεν υπάρχει αμφιβολία. Περί τα 90 συλλαβογράμματα χρησιμοποιήθηκαν με πολλαπλή το καθένα φωνητική αξία (το συλλαβόγραμμα [*δηλώνει τα πε-πη, βε-βη, φε-φη και πει-πηι, βει-βηι, φει-φηι, δηλαδή 12 συλλαβές-αναγνώσεις), πράγμα που γεννά δυσχέρειες στην ανάγνωση. Έτσι, από το 1200 π.Χ. παύει να μαρτυρείται η γραμμική γραφή Β'. Η ατε λής αυτή γραφή εγκαταλείπεται κάποτε πριν από τον 8ο π.Χ. αιώνα για μιαν οικονομικότερη και δηλωτικότερη «οιονεί συλλαβογραφική» γραφή, αφού εί ναι μια γραφή που δηλώνει μόνο τα σύμφωνα, αφήνοντας -όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα στις σημιτικές γραφές- να εικάσει ο αναγνώστης μόνος του τα παραλειπόμενα φωνήεντα. Οι Έλληνες, γύρω στον 10ο π.Χ. αιώνα, παίρνουν από τους Φοίνικες αυτή την (οικονομικότερη τής συλλαβογραφικής) συμφωνογραφική γραφή. Αλλά δεν στέκονται σε αυτό. Επινοούν για πρώτη φορά στην ιστορία τής γραφής τη δήλωση των φωνηέντων, αυτών δηλαδή που αποτελούν τη βάση τής συλλαβής και τής γλώσσας γενικότερα. Επινοούν ακόμη μερικά σύμφωνα που χρειάζονται στην Ελληνική και φθάνουν έτσι στη δη μιουργία τής πρώτης πραγματικά αλφαβητικής γραφής, τού πρώτου αλφα βήτου, όπου κάθε γράμμα δηλώνει και έναν φθόγγο (για οικονομία δεν χρη σιμοποιούν από την αρχή διαφορετική δήλωση για κάθε είδος φωνήεντος: έτσι το Ε δηλώνει αρχικά και το ε και το η, το Ο και το ο και το ω, ενώ ποτέ δεν δήλωσαν με διαφορετικό γράμμα τη διαφορά μακρού και βραχέος α, μακρού και βραχέος ι, μακρού και βραχέος υ, διότι έτσι θα δημιουργούνταν πλήθος νέων γραμμάτων για τα φωνήεντα). Η επινόηση αυτή, καθόλου αυτο νόητη, οδηγεί ώστε το αλφάβητο να αναγνωρίζεται διεθνώς ως ελληνική δη μιουργία, όσο και αν την πρώτη ύλη δανείστηκαν οι Έλληνες από άλλους. Όλοι ανεξαιρέτως οι ειδικοί ερευνητές τής ιστορίας τής γραφής11 συμφωνούν ότι ως πρώτη ύλη τού ελληνικού αλφαβήτου χρησίμευσε το βορειοσημιτικό συμφωνογραφικό αλφάβητο. Επί τού θέματος αυτού δεν διαφωνεί κανείς. Το θέμα επί τού οποίου υπάρχει πλήθος αλληλοσυγκρουομένων θεωριών είναι η προέλευση και η δημιουργία τού ίδιου τού φοινικικού συμφωνογραφικού συ στήματος, το οποίο ανάγεται στο πρωτοχαναϊτικό αλφάβητο τού 1700 π.Χ.12 Άλλοι το ανάγουν στην αιγυπτιακή και σιναϊτική γραφή, άλλοι στη σουμεριακή, τη βαβυλωνιακή ή την ασσυριακή γραφή, άλλοι το συνδέουν με το κυ πριακό συλλαβάριο, άλλοι με τη χεττιτική ιερογλυφική, την ιδεογραφική θε ωρία ή με την ουγκαριτική σφηνοειδή γραφή, ο Εν&ηδ το συνδέει με τις μινωικές γραφές (Ιερογλυφικά και Γραμμική Α), άλλοι με την «ψευδοϊερογλυφική» τής Βίβλου, άλλοι με τη θεωρία των προϊστορικών γεωμετρικών σημεί ων και άλλοι με άλλες αρχαιότερες γραφές. Μέσα στον κυκεώνα όλων αυτών των υποθέσεων, εικασιών και θεωριών για την προέλευση τού σημιτικού αλ φαβήτου, μπορούμε να δεχθούμε έμμεση έστω επίδραση των κρητικών γρα
18
φών -από κοινού με άλλες γραφές- στο σημιτικό αλφάβητο. Η άποψη τού καθηγητή Ό. Όίήη^&τ13, ενός από τους εγκυρότερους μελετητές τού αλφαβή του, φαίνεται να βρίσκεται εγγύτερα στην πραγματικότητα. Ο Οίπη§6Γ υπο στηρίζει ότι το σημιτικό σύστημα γραφής επινοήθηκε μεν και καλλιεργήθηκε στην Παλαιστίνη και τη Συρία, αλλά δέχθηκε και επιδράσεις παλαιοτέρων συστημάτων, «τού αιγυπτιακού, τού σφηνοειδούς, τού κρητικού και ίσως και των προϊστορικών γεωμετρικών σημείων. Είναι απίθανο να μην προηγήθηκαν των επινοητών τής σημιτικής γραφής άλλοι, όπως είναι εξαιρετικά απίθανο ότι ένα αλφάβητο που επινοήθηκε στην Παλαιστίνη ή στη Συρία τη 2η π.Χ. χιλιετία έμεινε ανεπηρέαστο από τις γραφές τής Αιγύπτου, τής Βα βυλωνίας ή τής Κρήτης [...]. Και η σύλληψη τής συμφωνογραφικής γραφής και η αρχή τής ακροφωνίας (αν ίσχυε στο πρωτοσημιτικό αλφάβητο) μπορεί να είναι δάνεια από την Αίγυπτο. Ίχνη τής επιδράσεως τής βαβυλωνιακής γραφής μπορούν να διαπιστωθούν στις ονομασίες ορισμένων γραμμάτων. Η επίδραση τής κρητικής γραφής και μερικών προϊστορικών γεωμετρικών ση μείων μπορεί να είναι καθαρώς εξωτερική, να επέδρασαν δηλαδή μόνο στη μορφή ορισμένων γραμμάτων. Άλλα αλφαβητικά σημεία μπορεί να προέκυψαν από συμβατικά σύμβολα και μπορούμε ακόμη να υποθέσουμε ότι αποτελούσαν κυρίως αυθαίρετες επινοήσεις». Από όσα είπαμε προκύπτουν τα εξής: α) Οι Έλληνες είναι οι πραγματικοί δημιουργοί τού πρώτου στον κόσμο αλφαβήτου, τού ελληνικού αλφαβήτου' β) την πρώτη ύλη (έναν αριθμό γραμμάτων, σχήμα γραμμάτων, ονομασία) την πήραν οι Έλληνες από τη βορειοσημιτική συμφωνογραφική γραφή* ωστόσο δεν έμειναν παθητικά προσκολλημένοι σε αυτήν, αλλά δημιούργησαν μέσα και πέρα από αυτήν το πρώτο πραγματικό αλφάβητο, που από αυτούς πέρασε -διά τής λατινικής του μορφής, που, όπως είπαμε, είναι ελληνογενής- σε ολόκληρο τον κόσμο* γ) η προέλευση τού βορειοσημιτικού συμφωνογραφικού συστήματος είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Ανάμεσα στις επιδράσεις που έχει δεχθεί, πιθανότατα επηρεάστηκε και από τις μινωικές γραφές, μολονότι τόσο τα ιερογλυφικά όσο και η γραμμική γραφή Α δεν έχουν αναγνωσθεί και -κ α τά τις γνώμες πολλών μελετητών και τού ίδιου τού Εναηδ- μάλλον δεν πε ριέχουν ελληνική γλώσσα [διαφορετική είναι η εκτίμηση τού γράφοντος για τη γλώσσα τής γραμμικής γραφής Α]. ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Το γνωστό ζήτημα «καθαρεύουσα-δημοτική», που ταλάνισε τον τόπο μας τους τελευταίους αιώνες, είναι φυσικό να έχει επηρεάσει όλη την ελληνική γλώσσα. Μια σύντομη θεώρηση τού γλωσσικού ζητήματος δείχνει τα στάδια από τα οποία πέρασε η σημερινή μορφή τής γλώσσας μας. Ο γλωσσικός διχασμός τής ελληνικής γλώσσας, που έμελλε τους τελευταί ους δύο αιώνες να εξελιχθεί σε «γλωσσικό εμφύλιο», ξεκινάει μεν τον Ιο π.Χ. αιώνα με το κίνημα τού Αττικισμού, αλλά δεν παίρνει τη μορφή τού διχα στικού γλωσσικού μας ζητήματος πριν από τον 19ο αιώνα. Μέχρι τότε (με με μονωμένες εξαιρέσεις που εμφανίζονται ήδη από τον 16ο αιώνα με τον Νι
19
κόλαο Σοφιανό, τον Αγάπιο Λάνδο, τον Δ. Καταρτζή κ.ά.) η διπλή γλωσσική παράδοση, ο λόγιος γραπτός λόγος και η απλούστερη προφορική γλώσσα συ νυπάρχουν χωρίς ανταγωνισμούς και διαμάχες εκ μέρους των ομιλητών τής Ελληνικής. Το γλωσσικό ζήτημα ξεκινάει, στην πράξη, στα τέλη τού 18ου α ι ώνα από τη διαμάχη τού Ευγένιου Βούλγαρι (1716-1806) με τον Ιώσηπο Μοισιόδακα (1725-1800) -ο τελευταίος υποστήριξε την απλούστερη γλώσσα, γε γονός για το οποίο δέχθηκε επίθεση από τον Βούλγαρι. Εδραιώνεται με τη διαμάχη τού Αδ. Κοραή (1748-1833) με τον Παναγ. Κοδρικά (1762-1867) -ο Κοραής υποστήριξε τα δικαιώματα τής κοινής γλώσσας, ενώ ο Κοδρικάς τά χθηκε υπέρ τής λόγιας φαναριώτικης γλωσσικής παράδοσης. Φουντώνει με τις αντιμαχόμενες απόψεις τού Ρήγα, τού Χριστόπουλου, τού Βηλαρά και τού Σολωμού προς τους Σούτσους και τους λοιπούς Φαναριώτες. Κορυφώνεται με τη διαμάχη τού Ψυχάρη και των Ψυχαριστών με τον Χατζιδάκι και τους υποστηρικτές τής λόγιας παράδοσης. Με τα Ευαγγελιακά (1901) και τα Ορεστειακά (1903) ο γλωσσικός διχασμός γίνεται «γλωσσικός εμφύλιος» και φθάνει να χυθεί ακόμη και αίμα. Το ζητούμενο ήταν πάντοτε η καθιέρωση τής δημοτικής ως επίσημης γλώσ σας, που θα διδάσκεται στο Σχολείο, θα χρησιμοποιείται στη Διοίκηση και την Επιστήμη και θα αποτελεί την επίσημη προφορική και γραπτή έκφραση τού Έθνους. Το θέμα απασχολεί αρχικά τους λογίους τού Διαφωτισμού με ηγετική μορφή τον Αδαμάντιο Κοραή, οι οποίοι πρώτοι συνειδητοποιούν ότι το Γένος δεν μπορεί να μορφωθεί, για να διεκδικήσει την ελευθερία του, χω ρίς να φθάσει στην Παιδεία μέσα από τη μητρική γλώσσα που μιλάει. Οι πε ρισσότεροι αγωνιστές για την παιδεία τού υπόδουλου Γένους υποστηρίζουν την κοινή Ελληνική, την απλούστερη προφορική γλώσσα (Ανθιμος Γαζής; Κωνσταντίνος Κούμας, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, Βενιαμίν ο Λέσβιος, Θεόφιλος Καΐρης κ.ά.). Ωστόσο, υπάρχουν και λόγιοι που αντιτίθενται στις θέσεις τού Κοραή (Νεόφυτος Δούκας, Στέφανος Κομμητάς, Αθανάσιος Πάριος κ.ά.). Για άλλον λόγο, ως υπερασπιστές μιας ακραιφνούς, καθαρά λαϊκής δημοτικής, αντιτίθενται στη διδασκαλία τού Κοραή και ο Χριστόπουλος, ο Βηλαράς και ο Σολωμός. Σημείο τής αντίθεσης είναι ο «κα θαρισμός» και η «διόρθωση» τής γλώσσας που προτείνει ο Κοραής, στον οποίο περιλαμβάνει και απομάκρυνση λέξεων και τύπων τής «χυδαίας», τής λαϊκής δηλαδή γλώσσας. Η διαμάχη οξύνεται με την εμφάνιση τού Ψυχάρη (1854-1929). Με τον Ψυ χάρη η δημοτική βρίσκει τον πρώτο επιστήμονα γλωσσολόγο υπερασπιστή της, που επιχειρηματολογεί επιστημονικά. Συγχρόνως αναπτύσσει πρωτοφα νή μαχητικότητα και αναλαμβάνει σχεδόν αποστολικό και «σωτηριολογικό» έργο, για να επικρατήσει η φυσική γλώσσα των Ελλήνων. Η διδασκαλία και το παράδειγμά του εμπνέουν και κινητοποιούν πολλούς Έλληνες: καλλιτέ χνες, διανοουμένους, φοιτητές, επιστήμονες, απλούς ανθρώπους. Το ζήτημα τής γλώσσας εισέρχεται στην πρώτη φάση του, στην ηρωική-μαχητική πε ρίοδο τού Δημοτικισμού (1888-1917). Στον Ψυχάρη παραστέκονται γνωστά ονόματα τού παλαιότερου δημοτικισμού, όπως ο Πάλλης, ο Βλαστός, ο Εφταλιώτης, ο Ίων Δραγούμης, ο Ταγκόπουλος κ.ά., που περισσότερο ή λιγό-
20
τερο συμμερίζονται τις, ακραίες συχνά, απόψεις τού Ψυχάρη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936), για να κατασιγάσει προσωρινώς τα πνεύματα και την οξύτητα που είχε δημιουργηθεί περί το γλωσσικό στις αρ χές τού 20ού αιώνα και για να εξασφαλίσει ομοψυχία και ήπιο κλίμα κατά την προετοιμασία των βαλκανικών πολέμων μετά την ταπείνωση τού 1897, καθιερώνει συνταγματικά (για πρώτη φορά) ως επίσημη γλώσσα τού κρά τους την απλή καθαρεύουσα (Σύνταγμα 1911: «Επίσημος γλώσσα τού κρά τους είναι έκείνη εις τήν όποίαν συντάσσονται τό πολίτευμα καί τής έλλη νικής έκκλησίας τά κείμενα. Πάσα προς παραφθοράν αύτής έπέμβασις απα γορεύεται»). Ο Δημοτικισμός ανασυντάσσεται και αλλάζει τακτική. Επιβεβαιώνεται η αντίληψη ότι η μόνη οδός για την προώθηση τής δημοτικής γλώσσας είναι να διδαχθεί στο σχολείο. Έτσι γεννάται ο Εκπαιδευτικός Δημοτικισμός, με την ίδρυση τού Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910) και, κυρίως, με τη δραστηριό τητα που αναπτύσσει μέσα από το Δελτίο τού Εκπαιδευτικού Ομίλου (1912), τού οποίου τη διεύθυνση αναλαμβάνει ένας μετριοπαθής γλωσσολόγος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1883-1959). Με τους αγώνες τού Εκπαιδευτικού Ομίλου, παράλληλα προς τη δραστηριότητα τού Ψυχάρη και των «σκληρών» δημοτικιστών που συσπειρώνονται στον Νουμά (περιοδικό που υποστήριζε τον Ψυχάρη), επιτυγχάνεται να διδαχθεί για πρώτη φορά στις πρώτες τάξεις τού δημοτικού σχολείου η δημοτική γλώσσα. Αυτό γίνεται το 1917 επί Ελευ θερίου Βενιζέλου από την Επιτροπή που ορίζεται στο Υπουργείο Παιδείας, για να εποπτεύσει τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μέλη τής Επιτρο πής: ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος (1880-1956) και ο Δημήτριος Γληνός (1882-1943). Έτσι από το 1917 περνούμε στον Κρατικό Δη μοτικισμό, όπως τον ονομάζει ο Τριανταφυλλίδης, με αλλεπάλληλες γλωσσοεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (ανάλογα με τις εκάστοτε κυβερνήσεις) που εναλλάσσουν στη γλωσσική διδασκαλία τού σχολείου (κυρίως τού δημοτι κού) την καθαρεύουσα και τη δημοτική. Στον αγώνα για την επικράτηση τής δημοτικής μέσα από την Εκπαίδευση καθοριστικό ρόλο παίζει η στάση τού Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Με τη με τριοπάθεια και την τακτική του να δεχθεί στον κορμό τής δημοτικής τα ζω ντανά λόγια στοιχεία και να μην προκαλεί με ακραίες ρυθμιστικές τοποθε τήσεις, όπως έκανε ο Ψυχάρης, πυκνώνει τις τάξεις των υποστηρικτών τής δημοτικής. Παράλληλα επιδίδεται στη δημιουργία έργου υποδομής, στη σύ νταξη (μαζί με μια Επιτροπή που ορίστηκε επί Μεταξά το 1938) τής πρώτης Γραμματικής τής Δημοτικής, τής «Κρατικής Γραμματικής», όπως είναι γνω στή, που εκδόθηκε το 1941. Ο Ψυχάρης και οι σκληροί δημοτικιστές κατηγο ρούν τον Τριανταφυλλίδη και τα μέλη τού Εκπαιδευτικού Ομίλου για «συμ βιβασμό» και ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις. Ωστόσο, τα πράγματα δείχνουν ότι η τακτική που ακολουθήθηκε τότε, άνοιξε τον δρόμο για την πρόοδο και την καθιέρωση τής δημοτικής 35 χρό νια αργότερα (το 1976). Ο Τριανταφυλλίδης και άλλοι δημοτικιστές απέδει ξαν ότι τα λεγόμενα ότι η δημοτική δεν έχει γραμματική και γ ι’ αυτό δεν μπορεί να διδαχθεί ή ότι είναι ακατάλληλη για τον επιστημονικό λόγο κ.τ.ό.
21
δεν ευσταθούν. Με πολλούς αγώνες και με την παραγωγή μεγάλου υποστη ρικτικού έργου οδήγησαν στην επικράτηση τής δημοτικής. Η μετριοπάθεια τού Τριανταφυλλίδη συμπλήρωσε τη μαχητικότητα τού Ψυχάρη. Στη δίνη, όμως, τού γλωσσικού και στις οξείες αντιθέσεις που δημιουργήθηκαν, ξεχάστηκε ή αμαυρώθηκε η συμβολή και η εν γένει παρουσία μερικών μεγάλων μορφών που συνέβαλαν ουσιαστικά στην προβολή και την επιστη μονική σπουδή τής δημοτικής γλώσσας και, μέσα από αυτή, στην προώθηση τής προφορικής γλωσσικής παράδοσης. Πρόκειται για τις μορφές τού Αδα μάντιου Κοραή, τού Γεωργίου Χατζιδάκι και τού Αχιλλέα Τζάρτζανου. Χωρίς το κύρος, τη βαρύτητα και τους αγώνες τού Αδ. Κοραή για να βγει η κοινή γλώσσα από την αφάνεια και να περάσει στο προσκήνιο, είναι άγνωστο ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα. Χωρίς, εξάλλου, το επιστημονικό έργο τού Γ. Χατζιδάκι, οι γνώσεις μας για τη δημοτική θα βρίσκονταν για δεκαετίες σε εμπειρικό επίπεδο και στο σκότος πολλαπλών πλανών και παρεξηγήσεων, τις οποίες διέλυσε η επιστημονική οξύνοια τού μεγάλου γλωσσολόγου. Το ότι δεν προσέθεσε ο Χατζιδάκις το κύρος και τις γνώσεις του στην καθιέρωση τής δημοτικής ως επίσημης γλώσσας είναι η αδύνατη πλευρά αυτού τού επι στημονικού κολοσσού, που μπορεί μόνο να ερμηνευθεί από την πεποίθησή του ότι η δημοτική δεν ήταν ακόμη ώριμη στην εποχή του να παίξει τον ρό λο τής επίσημης γραφομένης γλώσσας. Τέλος, χωρίς την αποτύπωση τής νε οελληνικής σύνταξης από τη σοφία τού Αχιλλέα Τζάρτζανου, θα στερούμα στε για πολύ καιρό αυτό το αγκωνάρι τού νεοελληνικού λόγου. Ο νόμος 309/1976 «Περί οργανώσεως και διοικήσεως τής Γενικής Εκπαιδεύσεως» τής μεταδικτατορικής Κυβερνήσεως τού Κ. Καραμανλή επισημο ποίησε τη χρήση τής δημοτικής γλώσσας στην Εκπαίδευση: «Γλώσσα διδα σκαλίας, άντικείμενον διδασκαλίας και γλώσσα τών διδακτικών βιβλίων εις δλας τάς βαθμίδας τής Γεν. Έκπαιδεύσεως είναι άπό τοϋ σχολικού έτους 1976-1977 ή Νεοελληνική. Ώ ς Νεοελληνική γλώσσα νοείται ή διαμορφωθεισα εις πανελλήνιον έκφραστικόν δργανον ύπό τοϋ έλληνικοϋ λαοϋ και τών δοκίμων συγγραφέων τοϋ έθνους Δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και άκροτήτων». Μετά την Εκπαίδευση η χρήση τής δημοτι κής επεκτάθηκε στη δημόσια διοίκηση, σήμερα δε είναι η κρατούσα γραπτή και προφορική έκφραση των Ελλήνων. Με Προεδρικό Διάταγμα τής Κυβερνή σεως Ανδρέα Παπανδρέου (Π.Δ. 207/1982) καθιερώθηκε και η χρήση τού μο νοτονικού συστήματος γραφής (κατάργηση τής διάκρισης των τόνων και χρησιμοποίηση ενός μόνον τονικού σημείου που δηλώνει τη θέση τού τόνου στη λέξη). Και το θέμα αυτό είχε μακρά προϊστορία μέσα κυρίως στο πλαί σιο τού γλωσσικού ζητήματος, αφού πολύ νωρίς υποστηρίχθηκε η ανάγκη απλοποίησης τού τονικού συστήματος με εφαρμογή τού μονοτονικού. Ενίοτε, μάλιστα, το θέμα συνδέθηκε όλως εσφαλμένως και με αστήρικτες προτάσεις φωνητικής γραφής, αντικαταστάσεως δηλαδή τού ελληνικού με το λατινικό αλφάβητο για λόγους απλογραφήσεως. Έτσι, έστω απότομα και εσπευσμένα, δηλαδή χωρίς την απαραίτητη υπο δομή και προετοιμασία (σύνταξη νέας γραμματικής, συντακτικού, λεξικού, κατάλληλων σχολικών βιβλίων), λύθηκε οριστικά από την Πολιτεία το γλωσ
22
σικό ζήτημα που ταλάνισε επί αιώνες τον τόπο. Βεβαίως, η βιαστική επίλυ ση τού μεγάλου αυτού θέματος προκάλεσε στη θέση τού γλωσσικού ζητήμα τος ένα μεγάλο γλωσσικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα ποιότητας στη χρήση τής Νεοελληνικής. Το πρόβλημα όμως αυτό μπορεί να ξεπεραστεί με κατάλληλη διδασκαλία τής γλώσσας στο σχολείο, καθώς και με ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των Ελλήνων σε πιο προσεγμένη χρήση τής γλώσσας. Η νεοελ ληνική γλώσσα, όταν δεν αντιμετωπίζεται στενά και μικρόψυχα σε σχέση με τις λόγιες καταβολές της, έχει τη δύναμη τής μακραίωνος προφορικής και γραπτής καλλιέργειας, δηλαδή το μεγαλύτερο προνόμιο που μπορεί να δια θέτει μια σύγχρονη γλώσσα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Πβ. Γ. Μπαμπινιώτη, Ελληνική γλώσσα: παρελθόν; παρόν , μέλλον, Αθήνα: Εκδ. ΟυΙεηβοι^ 1994, σ. κα'-λστ' («Υφή και ιδιαιτερότητα τής ελληνικής γλώσσας»). 2. Αριστ. Κωνσταντινίδη, Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. VII. 3. Κ. Η, ΚοΜηδ, Α δΙιοΓΙ ΗίδΙοι*γ ο ί ΐΛΠ^υΐδΙίοδ, ίοηάοη: Εοη£ΐηαη 19903, σ. 13. 4. Κ. Κ π ιπ Λ&οΙιογ , Τό πρόβλημα τής νεωτέρας γραφομένης Έλληνικής, Αθήναι: Εκδ. Μαρασλή 1905, σ. 31. 5. Κ. Η. Κο&ιηδ, έ.α., σ. 46-47. 6. Το παράθεμα από Αναστ. Μέγα, Ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος, 1925-1927, σ. 213-214. 7. Κ. ΒΐΌ\νηΐη§, Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα 1991, σ. 9 και 13. 8. δ. ΒΐΌ\νηδΐ€Ϊη-Μ. \νοίη€Γ, Βαδίο \νοπ11ίδΙ, Ν. Υοτία: Βαποη’δ ΕάιιοαΙίοη&Ι δβιίοδ 1977, ραδδίιη. 9. Επιστημονική Επετηρίς Πανεπιστημίου Αθηνών 5. 1908-1909, σ. 47-151. 10. αυτ., σ. 141. 11. Ιβηδοη, ϋίπη§6Γ, ΟβΙΙ), ΙβίίβΓγ, Νανβΐι και, τελευταία, ί. Τ. ΗοοΙκγ (εκδ.), Κεαάίη§ ίΙι& Ρ&81: ΑηοίεηΙ Ψ ήύη§ ίτοιη Οιιηβίίοπη ίο Ιή6 ΑΙρΙιαύεΙ, ίοπάοη: Βπΐίδΐι Μιΐδειιιη ΡΓβδδ, 1990. 12. I. Ν&νβΙι, Εατίγ Ηΐ8ίοτγ ο ί ίήβ ΑίρΙιαύβΙ, ίβίάβη 1982, σ. 42. 13. Ό. ϋίπη£βΓ, Τΐιο ΑΙρΙιαΒβί, ίοηοΐοη 19683, σ. 162-163.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
25
Προεπιστημονική γλωσσολογία Φιλοσοφική γραμματική Οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν πολύ νωρίς με θέματα που σήμερα εντάσσονται σε ό,τι ονομάζουμε «θεωρία τής γλώσσας». Έτσι έγιναν οι ιδρυ τές τής λεγομένης φιλοσοφικής γραμματικής. Ο Πλάτων, οι Στωικοί, ο Αρι στοτέλης, οι αρχαίοι γραμματικοί κ.ά., εξετάζοντας θεωρητικά ζητήματα τής γλώσσας, στρέφονται γύρω από δύο αντιθέσεις ή «αντινομίες» τής γλώσσας, που δεσπόζουν στις γλωσσικές τους αντιλήψεις: (ί) «φύσει» - «θέσει» (σχέση ονομάτων - πραγμάτων) (π) «αναλογία» - «ανωμαλία» (ομοιομορφία - ανομοιομορφία) Η αντίθεση «φύσει» - «θέσει» αφορά στο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ ονομάτων και πραγμάτων στα οποία δίδονται τα ονόματα. Είναι οι σχέσεις αυτές αιτιοκρατικής μορφής, δηλ. εσωτερικές, φυσικές («φύσει») ή είναι σχέσεις υστερογενούς χαρακτήρα, προϊόντα συμβάσεως ή σιωπηρής συμφω νίας, άρα εξωτερικές, μη υποχρεωτικές («θέσει»); Ο Πλάτων και οι Στωικοί, ακολουθούμενοι και από άλλους και ιδίως από * τους Σχολαστικούς τού Μεσαίωνα, τάσσονται υπέρ τής αιτιακής («φύσει») σχέσεως. Οι λέξεις ως ονόματα συνδέονται άμεσα, στενά και με αιτιώδη σχέ ση προς τα αντικείμενα που δηλώνουν. Τα ονόματα μάς οδηγούν στα πράγ ματα. Γνωρίζοντας τα ονόματα, μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράγματα: «Άρχή έπιστήμης ονομάτων έπίσκεψις». Στην ονοματοκρατική αυτή θέση αντιτίθεται η πραγματοκρατική προ σπέλαση. Τα ονόματα δεν φανερώνουν τα πράγματα, γιατί η σχέση τους εί ναι εξωτερική, συμβατική («θέσει»). Στη γνώση για την αλήθεια των όντων θα οδηγηθούμε από τα ίδια τα πράγματα, όχι από τα ονόματά τους, που εί ναι προϊόντα συμβάσεως («κατά συνθήκην», Αριστοτέλης). Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τα διδάγματα τής σύγχρονης γλωσσικής επιστή μης, η συζήτηση με βάση τις λέξεις ως ονόματα για τα πράγματα και με επί κεντρο τα «πρώτα ονόματα» των πραγμάτων μεταθέτει το πρόβλημα από το σημασιολογικό, το καθαρώς γλωσσικό δηλαδή, στο ονομασιολογικό (ή ονοματοθετικό) επίπεδο, προκειμένου δε για τα πρώτα ονόματα το μεταθέτει στον χώρο τής γλωσσογονίας. Και τα δύο όμως αυτά επίπεδα είναι έξω από τον χώρο τής επιστημονικής γλωσσολογικής έρευνας. Διότι, όσο είναι φυσι κό πως η αρχική ονομασία ενός αντικειμένου έχει κάποια αιτιώδη σχέση με το δηλούμενο (δόθηκε λ.χ. με βάση το χρώμα, το σχήμα ή τη χρήση κ.λπ.), άλ
26
λο τόσο είναι αληθές ότι ήδη το όνομα χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συμβατικότητας, αφού κατ’ ανάγκην όλα τα χαρακτηριστικά τού αντικειμέ νου πλην ενός δεν εμφανίζονται στην ονομασία. Άρα η λέξη ως όνομα, δηλ. η σχέση δηλώσεως (άβηοίΗΐίο), έχει στην προέλευσή της κάποιο στοιχείο αι τιότητας, ενώ υπερισχύει και εδώ η συμβατικότητα. Αλλά είναι προφανές ότι επιστημονικά δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί η δημιουργία τού ονόμα τος, γιατί προϋποθέτει στην πραγματικότητα αναγωγή στους χρόνους κατά τους οποίους δημιουργήθηκε η/μια γλώσσα («γλωσσογονία»), που με την σει ρά της σημαίνει περισσότερο εικοτολογία και ελάχιστα επιστήμη. Ακόμη, ό,τι ενδιαφέρει κυρίως τον μελετητή τής γλώσσας δεν είναι η δήλωση, αλλά, όπως με μεγάλη σαφήνεια έδειξε ο δΑυδδυκε, η σήμανση (8ί£ηίίϊοαΐΐο), δηλ. η εσωτερική σχέση σημασίας (περιεχομένου ή, αλλιώς, πληροφορίας) και μορ φής (εκφράσεως ή φωνολογικής δηλώσεως τού περιεχομένου).
σ ή * σημασία μ
Ψ
να1— *
δήλωση
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
σ * μορφή η
Ακριβώς αυτή η εσωτερική, συστηματική, καθαρώς γλωσσικά προσδιορι ζόμενη σχέση, η σήμανση, είναι που ενδιαφέρει τον γλωσσολόγο. ΙΥ αυτήν δε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει συμβατικό χαρακτήρα. Δεν υφίσταται δηλ. εσωτερική, αιτιώδης σχέση μεταξύ τής σημασίας «φεύγω» λ.χ. και των φω νολογικών στοιχείων ί, ©, ν κ.λπ. που χρησιμοποιούνται για τη δήλωσή της. Με άλλα λόγια, η αντίθεση «φύσει» και «θέσει», αναφερόμενη στην ονο μασία των λέξεων και στην πρώτη τους δημιουργία, αποτελεί στην πραγμα τικότητα «ψευδοπρόβλημα», αφού και τα δύο έχουν βάση από πλευράς ονο μασίας και, το κυριότερο, αφού το πραγματικό πρόβλημα τής γλώσσας δεν έγκειται τόσο στη δήλωση, όσο στη σήμανση, στην εσωτερική δηλ. και όχι στην εξωτερική πλευρά τής γλώσσας. Η αντίθεση «αναλογία» - «ανωμαλία» αναφέρεται στο θέμα, κατά πόσον η γλώσσα διέπεται από ομαλότητα, δηλ. από σχέσεις κανονικότητας, αναλο γίας ή από ανωμαλία, ήτοι από ανομοιομορφία σχημάτων και μορφολογικών παραδειγμάτων, από ασυμμετρία των σχέσεων μορφής και σημασίας. Έτσι λ.χ. το σύστημα των λεγομένων «βαρυτόνων ρημάτων» τής Ελληνικής, που κλίνεται κατά το παράδειγμα -ω, -εις, -ει κ.λπ. (γράφ-ω, γράφ-εις, γράφ-ει, λέγ-ω, λέγ-εις, λέγ-ει κ.τ.ό.), θεωρείται ότι διέπεται από αναλογία, ενώ ανωμαλία χα ρακτηρίζει την κλίση τού μορφολογικού παραδείγματος Ζευς - Διός, Διί, Δία ή την κατά πληθυντικό εκφορά των τοπωνυμίων !Αθήναι, Θήβαι, Μυκήναι έναντι τής «κανονικής» κατά ενικό εκφοράς των Σπάρτη, Πύλος, Κρήτη κ.τ.ό.
27
Πρόκειται για μονομερείς, δυϊστικού χαρακτήρα θέσεις, που για τη σύγ χρονη γλωσσολογία αποτελούν «ψευδοπροβλήματα». Το (ΐ) είναι θέμα «γλωσσογονίας» που βρίσκεται εκτός επιστήμης, το (ϋ) αποτελεί γλωσσικό μονι σμό, απαράδεκτα υπεραπλουστευτική θεώρηση τής πολυμορφίας που χαρα κτηρίζει τη δομή τής γλώσσας.
Στωικοί Έντονο ενδιαφέρον για τη γλώσσα δείχνουν ιδιαιτέρως οι Στωικοί, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι που επιχειρούν ό,τι αποτελεί π.χ. γραμματική ανά λυση με τη συνήθη έννοια τού όρου. Από τη μελέτη των Στωικών προσδιορί στηκαν διάφορες γραμματικές κατηγορίες και καθιερώθηκαν γνωστοί γραμ ματικοί όροι. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τού προσδιορισμού των χρόνων τού ρήματος και των συναφών κατηγοριών. Οι Στωικοί διέκριναν τους ρηματικούς χρόνους ως εξής με βάση τις κα τηγορίες τού χρόνου και τού ποιού τής ρηματικής ενεργείας: 1. 2. 3. 4. 5. 6.
παρατατικός ενεστώς παρατατικός παρωχημένος τέλειος ενεστώς (παρακείμενος) τέλειος παρωχημένος (υπερσυντέλικος) αόριστος παρωχημένος αόριστος μέλλων
Ο χαρακτηρισμός των χρόνων τού ρήματος -που η σημερινή τους αντι στοιχία δηλώνεται ανωτέρω από τον τύπο με μαύρα γράμματα- ανάγεται, όπως είναι φανερό, στις διακρίσεις των Στωικών, πλην των όρων παρακείμε νος και υπερσυντέλικος, που πλάσθηκαν από τους αλεξανδρινούς γραμματι κούς. Η κατηγοριοποίηση των Στωικών μπορεί καλύτερα να παρασταθεί με τον ακόλουθο πίνακα: ΧρόνΟΙ (ΙβΙϊΐρΟΓΗ)
X: Ενεστώς
Παρωχημένος (Παρατατικός)
(ΡΓΕ686Π8) (ΡΓ&θΙθΓίΙυιη/ΙπιρβΓίβοΙυπι)
Ενεστώς (Παρακείμενος) (ΡβΓ&οΙιιπι)
Παρωχημένος Παρωχημένος (Υπερσυντέλικος) (Αόριστος) (ΡΐυβφίαπιρβΓίϋοΙιιπι)
Μέλλων (Ρ υΙυπιπι)
28
Από τις διακρίσεις των Στωικών προκύπτουν δύο βασικές αντιθέσεις ως προς το ποιόν ενεργείας (παρατατικός/ατελής =διαρκής και τέλειος/συντελι κός = μη διαρκής/«στιγμιαίος») και δυο άλλες ως προς τη χρονική βαθμίδα (ενεστώς = παρών και παρωχημένος = παρελθών). Ενδιαφέρουσα είναι και μια άλλη διάκριση των χρόνων σε ωρισμένους και αορίστους (όπου υπάγε ται και ο μέλλων). Ως «αόριστοι» χαρακτηρίζονται οι χρόνοι αυτοί, διότι: (ί) τοποθετούνται εκτός τού παρόντος, τού κατ’ εξοχήν προσδιορισμένου χρόνου, άρα είναι χρονικώς ασαφείς ή απροσδιόριστοι (ϋ) είναι απροσδιόριστοι ως προς το ποιόν ενεργείας ο μέλλων δήλωνε τό σο το ατελές όσο και το τέλειο ποιόν ενεργείας (γράψω =«θα γράφω» και «θα γράψω») (ίϋ) είναι μορφολογικώς απομονωμένον το «αοριστικό» θέμα (γραψ-, λυσ-) διαφέρει τού «ενεστωτικού» (γραφ-), έτσι μορφολογικώς ο αόριστος και ο μέλλων (έ-λυσ-α, λύσ-ω - έ-λυσ-άμην, λύσ-ομαι - έ-λύθ-ην, λυθ-ήσομαι) διαφέρουν των λοιπών χρόνων (λύ-ω, έ-λυ-ον, λέ-λυ-κα, λύ-ομαι, έ-λυ-όμην, λέ-λυ-μαι) (ίν) διακρίνονται έτσι από άλλους ρηματικούς χρόνους με τους οποίους διαφορετικά θα συνέπιπταν (ο αόριστος λ.χ. ως τέλειος χρόνος τού παρελθό ντος θα συνέπιπτε -α ν κατατασσόταν στους ωρισμένους χρόνους- με τον υπερσυντέλικο).
Αλεξανδρινοί γραμματικοί Πρόοδο αποτελούν οι θέσεις των αλεξανδρινών γραμματικών που -απο μακρυνόμενοι, για πρακτικούς λόγους, από τις παλαιότερες θεωρητικές δε σμεύσεις και προκαταλήψεις- συντάσσουν γραμματική, δηλ. περιγραφή τής γλώσσας. Πρώτος ο διονυςιος ο θραξ περί το 100 π.Χ. συνέταξε γραμματική, την οποία ονόμασε «Τέχνη Γραμματική». Αυτή αποτελεί την πρώτη ευρω παϊκή γραμματική και το πιο αποφασιστικό βήμα στην ιστορία τής γραμμα τικής. Έχει προηγηθεί βέβαια στις Ινδίες η γραμματική τού ρανινι (5-4ος αι. π.Χ.), που όμως στην εξέλιξη τής γραμματικής δεν είχε την επίδραση τής γραμματικής τού διονυςιου . Μολονότι ακόμη η γραμματική δεν έχει επιστημονική αυτοτέλεια και συγχρονικό περιεχόμενο, νοουμένη ως υπηρετούσα τη φιλολογία («αηοίΐΐα ρ1ιί1ο1ο§ίαβ»), στο έργο τού διονυςιου επιχειρείται για πρώτη φορά συστημα τική περιγραφική ανάλυση τής γραμματικής δομής τής γλώσσας των αρχαί ων μεγάλων ποιητών και πεζογράφων. Έτσι, μολονότι η γραμματική ορίζεται ως «εμπειρία τών παρά ποιηταϊς τε καί συγγραφεϋσιν ώς έπί τό πολύ λεγο μένων» και ενώ περιλαμβάνεται στο περιεχόμενό της ως και η «κρίσις ποι ημάτων, δ δή κάλλιστόν έστι πάντων τών έν τή τέχνη», ο διονυςιος περιορί ζεται ευτυχώς στην πράξη σε ανάλυση έστω τής παλαιότερης λογοτεχνικής -όχι τής σύγχρονής του- γλώσσας. £ τσ ι πραγματοποιείται η σύνταξη τής πρώτης γραμματικής, που αποτελεί περισσότερο «σημασιολογική» προσπέ λαση τής γλώσσας. Οι διάφορες γραμματικές κατηγορίες (τα «μέρη τού λό
29
γου») χαρακτηρίζονται με σημασιολογικά και λογικά κριτήρια, βάσει τού τρόπου με τον οποίο δηλώνουν τα πράγματα. Η δοτική λ.χ. ονομάζεται έτσι από τη σημασία τού «δίδω», η κλητική από το «καλώ», η προστακτική από το «προστάσσω», η ευκτική από το «εύχομαι» κ.ο.κ.
Αττικιστές Τους αλεξανδρινούς γραμματικούς διαδέχονται οι Αττικιστές, των οποίων η γραμματική αποτελεί οπισθοδρόμηση στην πορεία των γραμματικών σπου δών. Με τη ρομαντική τοποθέτησή τους στη γλώσσα -επιστροφή στη γλώσ σα τού 5ου π.Χ. αι., για να ξαναφθάσει η Ελλάδα στην παλιά πνευματική της ακμή- εισάγουν στην ιστορία τής γραμματικής τη ρύθμιση, δηλ. την αρχή ότι η γραμματική τής γλώσσας στηρίζεται όχι στο «τι λέμε», αλλά στο «τι πρέπει να λέμε». Έτσι εξηγούνται γραμματικά παραγγέλματα, όπως τού ατ τικιστή Φρυνίχου «φάγομαι βάρβαρον λέγε οΰν έδομαι καί κατέδομαν τοϋτο γάρ ’Α ττικόν», που καταδίκαζαν τη χρήση ζωντανών στοιχείων τού λό γου τής εποχής τους (πβ. «μακάριος δστις φάγεται άριστον», Λουκάς 14,15), για να προβάλουν τους αντίστοιχους -άχρηστους π ια - τύπους τής γλώσσας τής κλασικής περιόδου. Αποτέλεσμα τής προσπάθειας αυτής των Αττικιστών ήταν ο γνωστός έκτοτε διχασμός τής Ελληνικής σε δύο μορφές, τον γραπτό και τον προφορικό λόγο, τη λόγια και τη δημώδη γλώσσα. Αλλά ενώ τα αττικιστικά διδάγματα δεν είχαν καμιά ευρύτερη απήχηση έξω από τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο, το υπόδειγμα τής γραμματικής τού Διονυσίου αφενός και η αντίληψη αφετέρου ότι η ελληνική γλώσσα είναι τέ λεια, «πρότυπο» γλώσσας και ενσάρκωση των λογικών αρχών που διέπουν την καθόλου γλώσσα, έδωσαν λαβή στη δημιουργία τού «ελληνοκεντρισμού» στη γραμματική επιστήμη, που απετέλεσε τη βάση τής Παραδοσιακής ή Σχο λικής γραμματικής.
Γλωσσικές συγκρίσεις Μολονότι οι Έλληνες προχώρησαν σημαντικά στη γραμματική θεωρία τής γλώσσας, δεν έφθασαν στην έννοια τής συγγένειας των γλωσσών. Δεν συνέλαβαν ιστορικώς την έννοια τής γλώσσας και τη σημασία που έχει η σύ γκριση των διαφόρων γλωσσών μεταξύ τους. Είδαν τη γλώσσα είτε φιλολο γικά είτε περισσότερο συγχρονικά* έτσι τους διέφυγε η ιστορική και συγκρι τική πλευρά τής γλώσσας. Η ιστορικοσυγκριτική θεώρηση είναι πολύ μετα γενέστερο επίτευγμα, μόλις των αρχών τού 19ου αι., οπότε -όπως είπαμεγεννιέται και η γλωσσολογία ως επιστήμη. Οι Έλληνες δηλ. δεν παρατήρησαν ότι η λέξη πατήρ λ.χ. ήταν η ίδια πε ρίπου στη μορφή και τη σημασία με τη λέξη ρίΐα των Ινδών και των Περσών* ούτε καν τις συνέκριναν. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι οι αρχαίοι δεν μάθαιναν ξένες γλώσσες. Δεν είχαν ανάγκη να μάθουν ξένες γλώσσες, γιατί
30 η γ λ ώ σ σ α το υ ς ή τα ν πολιτισμική (ΚιιΙίιίΓδρΓαοΙιβ) κ α ι χ ρ η σ ίμ ευ ε κ α ι ω ς γλώσ σα των εμπορικών συναλλαγών (1ίπ§ιια Ιϊαηοα), ενώ ο ι ά λ λ ε ς γ λώ σ σ ες ή τα ν γ ι ’ α υ τ ο ύ ς « β ά ρ β α ρες» .
Προσπάθειες συγκρίσεως με άλλη γλώσσα γίνονται μόνο στους αλεξαν δρινούς χρόνους. Τότε συγκρίνεται η Ελληνική με τη Λατινική και ανακαλύ πτονται ομοιότητες, που μερικές φορές είναι «ψευδοομοιότητες». Συγκρίνονται και θεωρούνται συγγενείς, λ.χ. η ελληνική λέξη εξ με τη λατινική δβχ, οι οποίες έχουν απλώς κοινή καταγωγή αναγόμενες στον ίδιο ΙΕ τύπο *δ©χ. Ομοί ως το επτά με το δβρΙ©πι, που προέρχονται από τον ΙΕ τύπο *8βρΙιη. Αλλά και το ελληνικό ύλη με το λατ. δίΐνα, που δεν έχουν καμιά συγγένεια μεταξύ τους! Τέτοιες συγκρίσεις, στηριγμένες σε εσφαλμένη βάση, χωρίς συγκεκριμέ νο θεωρητικό υπόβαθρο και σαφή μέθοδο έρευνας, εμφανίζονται σε διάφορα χρονικά διαστήματα τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας. Από αυτές, δύο εί ναι οι σπουδαιότερες: η παλαιότερη «αιολική υπόθεση» και η γνωστή «αιολοδωρική θεωρία».
Αιολική υπόθεση Κατά την άποψη αυτή, η Λατινική θεωρήθηκε ελληνική διάλεκτος και μά λιστα αιολικού τύπου. Η υπόθεση αυτή, μεταξύ άλλων, στηρίχθηκε στη βαρυτονία που χαρακτηρίζει την Αιολική, τον τονισμό δηλ. των λέξεων πέρα τής λήγουσας, πράγμα που χαρακτηρίζει και τη Λατινική: λα τ: ράίβΓ, πιΜογ, βχέΐΌίΙυδ έναντι αιολικών στρότος, θέος, πόταμος! Η παλαιά αυτή άποψη υποστηρίχθηκε με διαφορετική βάση, ως ιταλοελληνική υπόθεση, και μετά την εμφάνιση τής γλωσσικής επιστήμης (ουκτιυδ, μευεκ , ριοκ κ.ά.). Ανασκευάσθηκε όμως από τους νεογραμματικούς, οι οποίοι απέδειξαν ότι τα «κοινά σημεία» των δύο γλωσσών, στα οποία στη ρίχθηκε η όλη θεωρία, αποτελούν δάνεια από τη μία γλώσσα στην άλλη ή απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, οπότε δεν μπορούν να θεωρηθούν τεκ μήρια ιδιαίτερης συγγένειας των δύο γλωσσών.
Αιολοδωρική θεωρία Η θεωρία αυτή είναι προϊόν μιας γενικότερης ρομαντικής τάσεως που επι κράτησε στην Ελλάδα κατά τον 18ο και 19ο αι., με στόχο την επιστροφή στις ρίζες τής παραδόσεώς μας και μάλιστα την αναγωγή τού Νέου Ελληνισμού απευθείας στον αρχαίο ελληνισμό ως απάντηση σε ξενικές, κακόβουλες «ψευδοεπιστημονικές» αμφισβητήσεις τής «ελληνικότητας» των νέων Ελλή νων, οι οποίες αποτελούσαν ιδιόμορφες επιστημονικές απόψεις ή και υπηρε τούσαν διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες ξένων κρατών. Έτσι, από αντίδρα ση κυρίως, υποστηρίχθηκε ότι η νέα ελληνική γλώσσα είναι άμεση συνέχεια τής αρχαίας αιολικής και δωρικής διαλέκτου. Υποστηρικτές τής θεωρίας αυ τής ήταν μεταξύ άλλων οι χριςτοπουλος, κωνςταντινος οικονομος, ΜυΐΧΑΟΗ,
31 κοραης, μαυροφρυδης, δ εφ ν ερ κ.ά. Βάση των επιχειρημάτων τους απετέλεσαν νεοελληνικοί τύποι όπως γ ε λ ά ε ι, (διαλεκτ.) α γ α π ά ε ις κ.τ.ό., που τους θεώρη
σαν επιβιώσεις ασυναίρετων τύπων τής γλώσσας τής Σαπφούς κ.ά., τύπων όπως γ ε λ ά ις ή γ έ λ α ϊς (= γ ε λ ά ς ), γ ε λ ά ι / γ έ λ α ϊ (= γελ ά ). Ως επιβιώσεις αρχαί ων αιολικών τύπων θεωρήθηκαν επίσης οι αιτιατικές πληθυντικού των πρω τοκλίτων τ ο υ ς κ λ έ φ τε ς , τ ις η μ έρ ες, που τις έγραψαν κ λ έ φ τα ις , η μ έρ α ις , για να δηλωθεί η προέλευσή τους από τους αντίστοιχους αιολικούς τύπους (τ α ϊς η μ έ ρ α ις = τ ά ς ή μ έρ α ς) κ.ο.κ. Πρώτος ο πατήρ τής ελληνικής γλωσσολογίας γ. χατζιδακις (1848-1941) ανασκεύασε, με τα διδάγματα και τις μεθόδους τής νεαρής τότε γλωσσικής επιστήμης, τις εσφαλμένες και αντεπιστημονικές αυτές απόψεις. Εδίδαξε αυ τό που σήμερα αποτελεί τη μόνη αποδεκτή άποψη, ότι δηλ. η Ν. Ελληνική αποτελεί απευθείας εξέλιξη τής Βυζαντινής, που προέρχεται άμεσα από την Αλεξανδρινή Κοινή, η οποία συνεχίζει με τη σειρά της μια υπεραπλουστευ μένη μορφή τής Αττικής, με ιωνικά και, πολύ λιγότερα, δωρικά και αχαϊκά στοιχεία. Κατά τον χ α τζιδ α κ ι οι τύποι τού γ' προσώπου γ ε λ ά ε ι, α γ α π ά ε ι προέρχονται από παρέκταση των αρχικών τύπων α γα π ά , γ ε λ ά διά τού χαρακτηριστικού μορφήματος -ει τού γ' ενικού των ρημάτων (γρά φ -ει, κιν-εί), επειδή τα ρήματα τού τύπου γ ε λ ά , α γ α π ά έδιναν την εντύπωση ότι στερούνται καταλήξεως: γράφ ει κ ιν ε ί αγα πά 0
-►
γρ ά φ ει κ ιν ε ί α γ α π ά ει
Ο δε πληθυντικός των παλαιών πρωτοκλίτων (αρσ. - θηλ.) σχηματίστηκε αναλογικώς προς τον πληθυντικό των παλαιών τριτοκλίτων. Από νεότερους τύπους αιτιατικής των τριτοκλίτων σε -ες (γ υ ν α ίκ ε ς αντί γ υ ν α ίκ α ς , φ ύ λ α κ ε ς αντί φ ύ λ α κ α ς ), που προήλθαν αναλογικώς προς την ονομαστική (γ υ ν α ίκ ε ς , φ ύ λ α κ ε ς ), σχηματίστηκε κατ’ αναλογίαν και η αιτιατική πληθυντικού των πρωτοκλίτων (ή μ έρ ες, τα μ ίε ς ), που συνέπιπτε μέχρι τότε με τα τριτόκλιτα (ή μ έ ρ -α ς - γ υ ν α ικ -α ς , τ α μ ί - α ς = φ ύ λ α κ -α ς). Από την αιτιατική μεταδόθηκε αρ γότερα η κατάληξη -ες και στην ονομαστική των πρωτοκλίτων (ή μ έ ρ ε ς αντί ή μ έρα ι). Μάλιστα η εξέλιξη αυτή συνέβη στην αλεξανδρινή περίοδο. Ήτοι: (ί)
ονομ. αιτ.
(ϋ)
ονομ. αιτ.
(ίϋ) ονομ. αιτ. (ίν)
ονομ. αιτ.
γ υ ν α ίκ ε ς Φ ή μ έρα ι γ υ ν α ίκ α ς = ή μ έ ρ α ς γ υ ν α ίκ ε ς Φ ή μ έ ρ α ι
γυναίκες (|| ονομ. γ υ ν α ίκ ε ς ) Φ ή μ έ ρ α ς γ υ ν α ίκ ε ς Φ ή μ έ ρ α ι γ υ ν α ίκ ε ς =ήμέρες (|| αιτ. γ υ ν α ίκ ε ς ) γ υ ν α ίκ ε ς - ή μ έ ρ ε ς (|| ονομ. γ υ ν α ίκ ε ς ) γ υ ν α ίκ ε ς = ή μ έ ρ ε ς
32
Έτσι η κατάληξη -ες έγινε το χαρακτηριστικό μόρφημα τού πληθυντικού των νεοελληνικών αρσενικών και θηλυκών ονομάτων. Οι απλοϊκές, εμπειρικές και, κατά κανόνα, εσφαλμένες γλωσσικές συ γκρίσεις τού τύπου που αναφέραμε παραμερίστηκαν οριστικά από τα διδάγ ματα τής εν τω μεταξύ εμφανισθείσης γλωσσικής επιστήμης, που αρχικώς ως συγκριτική γλωσσολογία, έπειτα δε και ως ιστορική (ιστορικοσυγκριτική) γλωσσολογία θεμελίωσε αυστηρώς επιστημονικές μεθόδους έρευνας και πε ριγραφής τής εξελίξεως των διαφόρων γλωσσικών τύπων (ονόματος, ρήμα τος) και συγκρίσεως των γλωσσών προς διαπίστωση των γενετικών σχέσεων που τυχόν υπάρχουν μεταξύ τους.
Επιστημονική γλωσσολογία Υπόθεση περί κοινής μητέρας γλώσσας: \ν. ΙΟΝΕ8 Το 1786 ο 8 ιγ \νιιχΐΑ Μ ΙΟΝΕ8, Άγγλος δικαστής στις Ινδίες, έγραφε (ΤΗ& ΤΜτά ΑηηίνβΓβατγ Όί8θθΐΐΓ86, Οη ύι& Ηίηάιΐ8, λΥοιΊίδ I (1799), 19-34 [= Ι,ΕΗΜΑΝΝ 1967, Α Κοαάοτ ίη 19ί1ι ϋεηίυτγ Ηΐ8ίοήοα1 Ιηάο-ΕιίΓορβαη Είη§υί8ΐίθ8, σ. 15] τα εξής: «Η Σανσκριτική γλώσσα, ασχέτως τού πόσο παλιά είναι, έχει θαυμάσια δομή. Είναι πληρέστερη τής Ελληνικής, πλουσιότερη τής Λατινικής και υπε ρέχει και των δύο σε εκφραστική λεπτότητα. Εντούτοις, τόσο'ως προς τις ρί ζες των λέξεων όσο και ως προς τους γραμματικούς τύπους, συγγενεύει στε νά με αυτές, μέχρι τού σημείου να αποκλείεται η απλή σύμπτωση. Τόσο έντο νη είναι η συγγένεια αυτή, ώστε δεν μπορούμε να μελετήσουμε τις τρεις αυ τές γλώσσες, χωρίς να πεισθούμε ότι προήλθαν και οι τρεις από μία κοινή πηγή, που δεν υπάρχει πλέον. Παρόμοιοι -α ν όχι εξίσου πειστικοί- λόγοι οδηγούν να δεχθούμε ότι και η Γοτθική και η Κελτική, μολονότι έχουν αναμιχθεί με άλλες γλώσσες, έχουν την ίδια προέλευση με τη Σανσκριτική. Στην ίδια οικογένεια φαίνεται να ανήκει και η αρχαία Περσική». Στο παλιό αυτό δημοσίευμα έχουμε ήδη τον πυρήνα τής λεγομένης ινδοευρωπαϊκής θεωρίας. Ο 8 ιγ \νιιχΐΑΜ ιο ν ε 3 είναι ο πρώτος ο οποίος διαπίστω σε τη συγγένεια μεταξύ Σανσκριτικής, Ελληνικής, Λατινικής κ.ά., διατυπώ νοντας την υπόθεση ότι όλες αυτές οι γλώσσες πρέπει να προήλθαν από μία κοινή μητέρα γλώσσα.
Συγκριτική γραμματική: ΕΚ. νοη 80ΙΕΕΟΕΕ Εν συνεχεία (το 1808) ο Γερμανός ρκιεοκιοη νοη δΟΗΕΕΟΕί. δημοσίευσε το έργο «ϋύβΓ άίο 8ρταοΙιβ ηηά άίβ \νεΐ8ΐιοίΙ ά&τ Ιηάίβτ» («Επί τής γλώσσας και τής σοφίας των Ινδών»). Σε αυτό γίνεται για πρώτη φορά λόγος περί συ γκριτικής γραμματικής των συγγενών γλωσσών, που θα πρέπει να στηριχθεί επί επιστημονικών κριτηρίων. Στο ίδιο έργο επιχειρείται η σύνταξη συγκριτι
33
κής γραμματικής διά συγκρίσεως τής γραμματικής δομής συγγενών γλωσ σών (Ελληνικής, Λατινικής, Γερμανικής, Σανσκριτικής) και προσαγωγής επι χειρημάτων περί τής συγγενείας και κοινής καταγωγής τους. Η σύγκριση πε ριορίζεται μόνο στην κλίση, τονίζεται δε η ανάγκη ιστορικής επίσης έρευνας των γλωσσών.
ΓΚ. ΒΟΡΡ: Ο ιδρυτής τής συγκριτικής γλωσσολογίας Το 1816 ο ρκανζ βορρ, ο ιδρυτής τής λεγομένης συγκριτικής γλωσσολο γίας, δημοσίευσε εκτενές έργο υπό τον τίτλο «Επί τού κλιτικού συστήματος τής Σανσκριτικής εν συγκρίσει προς το τής Ελληνικής, Λατινικής, Περσικής και Γερμανικής». Στο έργο αυτό γίνεται η πρώτη συστηματική, συγκριτική έρευνα και αποδεικνύεται η γενετική σχέση των ΙΕ γλωσσών τόσο στη γραμ ματική τους δομή όσο και στο λεξιλόγιο.
Συγκριτική γλωσσολογία Θεωρητική βάση Στη συγκριτική γλωσσολογία (αγγλ. ΟοπιραΓ&Ιίνε ϋη^ιιΐδίϊοδ και Οοπιρίίπιΐίνε ΡΜο1ο§γ, γαλλ. 1ϊη§ιιϊ$ΐϊφΐ6 ςοιηρ&Γέε, γερμ. νετ^ΐείεΐιεηιίε δρΓίίοΙι\νΪ8δβη8θ1ΐ3ίΐ και Κοηιρ&ΓαΐίδΙίΙί) υπονοείται ως βάση η θεωρητική παραδοχή ότι οι σχέσεις των μερών τού γλωσσικού σημείου (σημασίας και μορφής) εί ναι συμβατικές. Άρα η γλωσσική κατάσταση που αναμένεται να ισχύει με ταξύ των διαφόρων γλωσσών είναι η απόδοση τής αυτής εννοίας (σημασίας) με διαφορετική κατά γλώσσα μορφή. Έτσι, η σημασία «3» στη μεν Ελληνική αποδίδεται με τον τύπο τρεις, στην Κινεζική με το 8αη, στη Φινλανδική με το ίοίαιβ, στην ινδιάνικη γλώσσα των Μ^γα με το οί κ.ο.κ. Όταν αντί τούτου ορι σμένες γλώσσες εμφανίζουν σε μεγάλο αριθμό λέξεων συστηματική ομοιό τητα και στη σημασία και στη μορφή τους, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι πρό κειται περί γενετικής συγγενείας. Το ότι δηλ. η σημασία «3» αποδίδεται παρεμφερώς στην Ελληνική (τρεις), Λατινική (ίτΒ8), Σανσκριτική (Ιταχα8), Γοτθική (/Γβώ), Λιθουανική (Ιτγ8) κ.λπ., υποδηλώνει ότι μεταξύ των γλωσσών αυτών θα πρέπει να υφίσταται κάποια συγγενική σχέση ή, αλλιώς, γενετική σχέση. Γενετικής συγγένειας υπάρχουν δύο δυνατές μορφές: 1) η σχέση κοινής καταγωγής όλες δηλ. οι γλώσσες που εμφανίζουν συστηματική ομοιότητα προέρχονται από την αυτή πηγή και 2) η σχέση δανεισμού- οι ομοιότητες εξηγούνται ως δάνεια από τη μια γλώσσα στην άλλη. Επειδή η β' ερμηνεία οδηγεί σε αδιέξοδο, αν ληφθεί υπ’ όψιν η έκταση και η ποικιλία των ομοιοτήτων στις διάφορες γλώσσες, τη μεταξύ των γλωσσών συγγένεια ερμηνεύουμε κανονικώς ως σχέση κοινής καταγωγής. Σχηματικά, η γενετική αυτή σχέση των γλωσσών παραστάθηκε από τον Αυο. χοηι,ειοη εκ με τη μορφή «δέντρου», τού δέντρου οικογενείας ή συγγε-
34
νείας των γλωσσών («δίαιηπΛαιιιηΙΙιβοπε») και έτσι είναι γνωστή μέχρι σή μερα. Αμφισβητήσεις αυτών των γενετικών σχέσεων υπήρξαν από παλιά, με ή χωρίς συγκεκριμένες αντιπροτάσεις. Ήδη το 1872 προτάθηκε από τον ΙΟΗΑΝΝ 80ΗΜΠ5Τ (Ό ίβ νβτ\ναηάΐ8εΙΐΆ {ί8νβτΜ ΙίηΪ88ε ά β τ ίη ά ο ξ ο ττη 3η ία ο Ηε η 8 ρ η ιο ή εη «Οι σχέσεις συγγενείας των ΙΕ γλωσσών») η θεωρία των κυμάτων (\νε11εη£ΐιεοπε). Σύμφωνα με αυτήν, οι ομοιότητες που εμφανίζονται στις ΙΕ γλώσσες ξεκίνησαν αρχικά από κάποιες κεντρικές εστίες και εξαπλώθηκαν σαν κύματα σε παρακείμενες γεωγραφικές περιοχές (χώρες). Επομένως, δεν πρόκειται για απόσπαση ή απόσχιση των γλωσσών αυτών από έναν ενιαίο κορμό, αλλά για ομοιότητες (ή διαφορές) που δημιουργήθηκαν βαθμηδόν και κατά κύματα σε γλώσσες ομιλούμενες από λαούς που κατοικούσαν σε πα ρακείμενες, γειτονικές περιοχές. Επίσης, υπάρχουν γλωσσολόγοι, παλαιότεροι και σύγχρονοι, που διατυπώνουν γενικότερα μεγαλύτερες ή μικρότερες επιφυλάξεις για το «δέντρο οικογενείας» των ΙΕ γλωσσών, με πιο γνωστούς τον ί. ΒίΟΟΜ ΡίΕίϋ (ί,αη£υα§6 1933, σ. 297 κ.εξ., ιδίως σ. 317) και τον \ν. ίΕΗΜΑΝΝ (Ηϊεΐοήοαΐ ί ί η § υ ΐ 8ΐΐ08: Αη ϊηίτοάηοΐϊοη 19923, 137-145). Κατά βάθος, οι επιφυλάξεις αυτές προέρχονται από εθνικοϊστορικούς και καθαρώς γλωσσολογικούς λόγους. Από τη μια υπάρχει διστακτικότητα για την αποδοχή πιθανών απώτερων φυλετικών, εθνικών και ιστορικών συνδέσε ων που απορρέουν έμμεσα από τη γλωσσική συγγένεια και από την άλλη ο υπεραπλουστευτικός και υπεργενικευτικός χαρακτήρας τής γλωσσικής εξομοίωσης ή διαφοροποίησης, που προκύπτει από τη μορφή τού «δέντρου», δεν ικανοποιεί τους γλωσσολόγους που γνωρίζουν τη σύνθετη υφή και τις πολύ πλοκες διαδικασίες οι οποίες διέπουν τη γλώσσα. Ακόμη, τα διδάγματα τής γλωσσογεωγραφίας δείχνουν πως πράγματι πολλές διαφοροποιήσεις ή εξο μοιώσεις ξεκινούν ως αλληλεπιδράσεις (ή και ως παράλληλες εξελίξεις) γει τονικών περιοχών, για να καταλήξουν σε κοινά δομικά γνωρίσματα, που ορί ζονται με τα λεγόμενα ισόγλωσσα (ή ισόγλωσσες γραμμές). Στην πραγματικότητα, όπως είπαμε ήδη πιο πάνω και όπως επιγραμματι κά το διατυπώνει ένας από τους πιο ειδικούς στα θέματα τής θεωρίας τής ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας, ο Κροάτης ΚΑϋ05ΐΛν ΚΑΤίίιό, «είναι αδύ νατον να απορρίψεις το δέντρο οικογενείας των γλωσσών ως ανεπαρκές, ενώ είσαι ακόμη προσκολλημένος στην έννοια τής γενετικής συγγένειας» και «το να σχεδιάσεις στο χαρτί ένα τέτοιο δέντρο, όπως έκανε ο ΖϋΗίΕιαΗΕΚ και οι οπαδοί του, δεν είναι παρά ρητή δήλωση αυτού που υπονοείται στην ίδια ακριβώς την έννοια τής γενετικής συγγένειας μεταξύ των γλωσσών» (Λ οοηίτώιιΐΐοη ίο ί!ι&βεηεπιΐ ίήεοίγ οί'ϋοωρβηιΐίνε υη§αΪ8ίίθ8 «Συμβολή στη γε νική θεωρία τής Συγκριτικής γλωσσολογίας» 1970, σ. 118 κ.εξ.). Αν δεχθείς δηλ. ότι ορισμένες γλώσσες -εν προκειμένω οι Ινδοευρωπαϊκές- συγγενεύουν δομικά μεταξύ τους, δεν μπορείς να μη δεχθείς και κάποια μορφή γενετικών σχέσεων μεταξύ τους, που αν δεν έχει την απλοϊκή και χονδροειδή μορφή τού «δανεισμού» Α Α 1 Β
ή
ί Β
35
ότι δηλ. η Β προήλθε από την Α (Α -+ Β) ή ταναπάλιν (Β ανάγκην να είναι:
Α), τότε πρέπει κατ’
X /
Α
\
Β
και η Α δηλ. και η Β θα πρέπει να προήλθαν από κοινή υποθετική (X) πηγή. Όπου μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση, είναι ως προς τις ειδικότερες μορφές που μπορεί να πάρει η γενικότερη αυτή γενετική σχέση. Είναι φυσικό δηλ. και εύλογο μερικές από τις γλώσσες ορισμένης οικογένειας γλωσσών να συν δέονται στενότερα μεταξύ τους από ό,τι άλλες. Εδώ ακριβώς είναι που η γε ωγραφική γειτονία και κάποιες δομικές εξελίξεις κατά κύματα μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους και να εξηγήσουν τη στενότερη δομική συγγένεια ορι σμένων ομάδων γλωσσών μεταξύ τους. Επομένως, η θεωρία των κυμάτων μπορεί να βοηθήσει στην ερμηνεία επί μέρους εξελίξεων μεταξύ ήδη γενετικώς συνδεομένων γλωσσών, αλλά δεν μπορεί να ερμηνεύσει την πρωταρχική γενετική τους συγγένεια.
Συγκριτική και ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία Η συγκριτική γλωσσολογία μελετά τις σχέσεις συγγενείας των γλωσσών, συγκρίνοντάς τες μεταξύ τους. Τις κατατάσσει σε γενετικές ομάδες («οικο γένειες») και ανάγεται στις λεγόμενες πρωτογλώσσες, στην αρχική γλωσσι κή μορφή τής οικογένειας, προτού διασπασθεί σε επί μέρους γλώσσες. Μια μεγάλη ομάδα γλωσσών είναι η Ινδοευρωπαϊκή (ΙΕ) οικογένεια γλωσσών, που θα μας απασχολήσει ειδικότερα, γιατί σε αυτήν ανήκει η ελληνική γλώσσα και οι γνωστότερες ευρωπαϊκές αλλά και ανατολικές γλώσσες, των οποίων οι ομιλητές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία τής ανθρωπότητας και τού πολιτισμού. Επειδή η συγκριτική έρευνα άρχισε με βάση την ινδοευρωπαϊκή οικογέ νεια γλωσσών, για λόγους καθαρά ιστορικούς η συγκριτική γλωσσολογία ταυτίστηκε περιοριστικά με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία (ΙηάοοιίΓορβαιι Οη§ιιίδΙίο8). Οι Γερμανοί μάλιστα την αποκαλούν Ινδογερμανική γλωσσολο γία (Ιη(1里πηαιΠ8ο1ΐ6 δρΓαοΙίλνίδδβηδοΙιαίΙ). Οπωσδήποτε η ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία είναι ένα τμήμα μόνο τής συγκριτικής γλωσσολογίας, άλλα τμήματα/κλάδοι τής οποίας είναι η ουραλο-αλταϊκή γλωσσολογία, η σινο-θιβετική, η νεγροαφρικανική κ.λπ.
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή - Επανασύνθεση - Φωνολογικοί νόμοι Σκοπός τής συγκριτικής γλωσσολογίας είναι η αναγωγή στη «μητέρα» ΙΕ γλώσσα, στην Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ) ή Πρωτογλώσσα.
36
Η μέθοδος την οποία χρησιμοποιούμε στη συγκριτική γλωσσολογία, είναι γνωστή υπό τον τεχνικό όρο επανασύνθεση (ή ανακατασκευή ή αποκατά σταση' γερμ. ΚβΚοηδΙπϋίΐΐοη). Με την επανασύνθεση αναγόμαστε στην ΠΙΕ κατόπιν συγκρίσεως που θεμελιώνεται σε σταθερές αντιστοιχίες (ομοιότητες ή διαφορές), ρυθμιζόμενες από ανάλογους γλωσσικούς νόμους. Σχηματικά η διαδικασία τής επανασυνθέσεως θα μπορούσε να παρασταθεί: ΠΓ
Ύι
Ίι
Ϊ 3 ............... Υν
Από τη σύγκριση των γλωσσών γι, γ2, γν, που εμφανίζουν ορισμένες σταθερές αντιστοιχίες (π.χ. «μητέρα»: ελλ. μάτηρ, λατ. πιδΐβΓ, σανσκρ. πιδίδ κ.ο.κ.), αναγόμαστε σε μια αρχική γλώσσα, την πρωτογλώσσα (ΠΓ). Έτσι λ.χ. από συστηματικές ομοιότητες τής Ελληνικής, τής Λατινικής, τής Σανσκριτι κής, -τής Γερμανικής (Γοτθικής) κ.ά. αναγόμαστε στην ΠΙΕ. Πβ. λ.χ.
ΙΕ *1>1ΐ6Γ*(!\νό *ρβά/ροά*§6ΠΟδ *πδΐ18 *οά*ία·(Ι *&§ΙΌ3 *πΐ(11ι*ηο1^1*\νοί(1& *η©\νοδ
Ελλην. φέρω δύο ποδ-ός γένος ναϋς έ'δομαι καρδία αγρός έ-ρυθρός νυκτ-ός Ρόιδα νέΡος
Σανσκρ. ΜΐΗΓδΠΐί άνδ ραά ]αηα8 ηάιΐδ αάπιι 3,]ΤΆ8 τιιάΐάτέί η^ί-αΐΏ νδάα ηαν&δ
Λατιν. Ϊ&ΤΟ άηο ρβά-ίδ &0Π118 ηανίδ βάο ςοπί-ίδ πΛβΓ ηοοί-ίδ νίά-6Γ6 ηονιΐδ
Γερμαν. ύαιταη ί\ναι ίοΐιΐδ ιίαη ήαΐΓίό &ΙίΤ8 ταηάα ηα1ιΐ8 \ναίΙ ηίμμβ
Αρχ. Σλαβ. Λιθουαν. άϋ έάν δΙΓάΐδ 8ΓύάΐΟ€ Γΰάηί καιάΣίδ ηαΐ^ΐ-ΐδ νδάδ ηονύ -
-
Είδη επανασυνθέσεως -Δείγματα «εξωτερικής επανασυνθέσεως» Διακρίνουμε δύο είδη επανασυνθέσεως, την εξωτερική και την εσωτερική. Εξωτερική είναι η επανασύνθεση στην οποία χρησιμοποιούμε υλικό από δια φορετικές συγγενείς γλώσσες, ενώ στην εσωτερική επανασύνθεση το υλικό αντλείται από μία και την αυτή γλώσσα.
37
(α)
*ΙΪ13ΐ€Γ
μάτηρ /μήτηρ ελλ.
ιηδΙβΓ λατ.
ηιδίδτ σανσκρ.
Στον υποτιθέμενο τύπο *ιηδΐβΓ τής ΙΕ οδηγούν οι εξής παρατηρήσεις από τη σύγκριση των παρόντων και άλλων συναφών τύπων: (ϊ) Και στις τρεις γλώσσες απαντούν τα σύμφωνα ίη, I, γ. (Στη Σανσκριτι κή το γ δεν απαντά στην κατάληξη τής ονομαστικής, απαντά όμως στην αιτιατ.: πιδίάπιιη). Άρα ο ΙΕ τύπος τής λέξεως θα είχε οπωσδήποτε τα σύμφωνα αυτά. (ϋ) Το πρώτο φωνήεν τού ΙΕ τύπου πρέπει να ήταν το ά, το οποίο μαρτυρείται από τη Λατινική, Σανσκριτική αλλά και την Ελληνική (δωρ. τύπος μάτηρ). Ο τύπος μήτηρ τής Ιωνικής - Αττικής προήλθε από την τροπή τού α -» η. (ίϋ) Οι τρεις γλώσσες διαφέρουν ως προς τα ληκτικά φωνήεντα δ (μάτηρ), β (πιδίβΓ) και 3 (πι&ιά). Από τη μελέτη τής ιστορικής εξελίξεως των επί μέρους γλωσσών γνωρίζουμε ότι η Λατινική -λόγω τού δυναμικού της τονισμού- χα ρακτηρίζεται από συχνές κωφώσεις (στενώσεις) των φωνηέντων. Έτσι στη Λατινική, βάσεί φωνολογικού νόμου κατά τον οποίο το μακρό φωνήεν τρέπε ται σε βραχύ, όταν βρίσκεται σε περιβάλλον προ των πί, ι, ηΐ, 1, γ στο τέλος λέ ξεως, το δ ετράπη σε 6 (*ΗΐΏ£ώδηι -» αιηαϋαιη, αλλά αιη&1>2ιηιΐ8, *3ηίπι2ΐ -► αηίπώΐ αλλά αηΐπϋίΐΐδ κ,τ.ό.). Άρα το β τής Λατινικής είναι προϊόν εξελίξεως και δεν αντιπροσωπεύει την αρχική μορφή τού φωνήεντος στην ΙΕ. Ομοίως το 5 τής Σανσκριτικής -στην οποία τα φωνήεντα &, β, ο συγχωνεύθηκαν σε &μπορεί να αναχθεί σε δ. Άρα, το δ τού ελληνικού μάτηρ μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει διατηρήσει την αρχική μορφή τού φωνήεντος τής ΙΕ και να εξηγη θούν από το αρχικό ΙΕ *δ τόσο το λατινικό β όσο και το σανσκρ. δ.
ελλ.
λατ.
σανσκρ.
γοτθ.
Ο επανασυντιθέμενος^τύπος τής ΙΕ *ρ9ΐδΓ στηρίζεται στα εξής: (ϊ) Ο αρχικός τύπος τής ΙΕ θα είχε τα σύμφωνα ρ, ι, γ κοινά σε όλες τις πα ραπάνω γλώσσες. Και ο γοτθικός τύπος ίαάέι·, φαινομενικά διάφορος, προέρ χεται από τον ίδιο αρχικό τύπο με την εξής ιστορική εξέλιξη: Στην Πρώτο-
38
γερμανική ίσχυσε νόμος φωνολογικός, γνωστός ως νόμος τού οκιμμ, κατά τον οποίο έλαβε χώρα «μετακίνηση» των κλειστών συμφώνων (ί&αΐνβΓ8θ1ιΐβΙ)αη§) κατά «κυκλικό» σχήμα. Ήτοι τα κληρονομημένα κλειστά ψιλά σύμφωνα (Τεηυεδ) ετράπησαν στα αντίστοιχα δασέα (Αδρίι-αΙ&ε), τα αρχικά δασέα (1>1ι, άΗ, §Η) σε μέσα (Μείϋαε) και τα αρχικά μέσα σε ψιλά: Τ ' Ρ ι 1ί
—
Α
Α
1ί 1 —
ί Ιι
—
Μ
■& ■ ’Μ ιά άϊι — . §ίΐ
8
Μ
—
Τ
■& ’ ’Ρ ’ — ► 1 ά 1ί 8
Σύμφωνα λοιπόν με τον νόμο τού οκιμμ, ο γοτθικός τύπος θα έπρεπε να ήταν ί3[|άΓ (ρ —►ϊ, I —►Β, με δύο αλλεπάλληλα «δασέα» σύμφωνα και τονισμό επί τής λήγουσας, που ακριβώς επέτρεψε τη λειτουργία ενός άλλου, μεταγε νέστερου φωνολογικού νόμου, τού νόμου τού νΕΚΝΕΚ. Κατά τον νόμο, αυτό το δημιουργηθέν δασύ ετράπη σε μέσο, εφόσον το δασύ βρισκόταν σε περιβάλ λον μετά από άτονη συλλαβή. Τυποποιημένος ο νόμος τού νΕΚΝΕΚ έχει ως εξής:
λ
- μ / [
^Τ]
-(·«*'-<*■ *<■ >
(ΐΐ) Το ϊ τής Σανσκριτικής μάς αναγκάζει να δεχθούμε ότι το α' φωνήεν τού αρχικού ΙΕ τύπου δεν θα ήταν 3 (οπότε στη Σανσκρ. θα είχαμε επίσης α), αλλά ένας ακαθόριστος (μόρμυρος) φθόγγος (δ), ο λεγόμενος δΛνν» (δοΗννε ίπάο^επτιαπίουπι). Ο φθόγγος αυτός στη μεν Σανσκριτική εμφανίζεται ως ϊ, σε όλες δε τις άλλες ΙΕ γλώσσες ως ά. (Στην Ελληνική και ως ε και ο, όταν είναι προϊόντα μεταπτώσεως αρχικών μακροφώνων ριζών σε η και ω αντιστοίχως: τίθημι - θετός, δίδωμι - δοτός). (ϋΐ) Το β' φωνήεν τού αρχικού ΙΕ τύπου είναι, τέλος, το έ, από το οποίο ερ μηνεύονται τα ληκτικά φωνήεντα των επί μέρους γλωσσών, όπως στο προη γούμενο παράδειγμα.
39
τρεις ελλ.
ΐΓβδ λατ.
Ικιγδδ σανσκρ.
£ΓεΪ8 γοτθ.
(ϊ) Το σανσκριτικό Ιγ&υ&8 διασώζει τον αρχικό ΙΕ τύπο (με τη γνωστή συγ χώνευση των ά, ε, ο σε 3). (ϊϊ) Η δίφθογγος στο ελληνικό τρεις δεν είναι γνήσια (ιων. τρεις, δωρ. τρής), αλλά προέρχεται από συναίρεση: *ΐΓεγεδ > *ΐΓεεδ > ΐΓδβ (τρεις). (ΐΐΐ) Από συναίρεση προήλθε και το δ τής Λατινικής: *ΐΓεγεδ > *ΐΓεεβ > Ιγ§8. (ΐν) Και στη Γερμανική η δίφθογγος προέρχεται από παράλληλη εξέλιξη με πρόσθετη λειτουργία τού νόμου τού οκιμμ.
Ιστορική γλωσσολογία Αντικείμενο - Μέθοδοι ιστορικής γλωσσολογίας Η ενασχόληση με τη σύγκριση των γλωσσών (Συγκριτική γλωσσολογία) έδειξε ευθύς εξαρχής ότι κάθε σύγκριση και (εξωτερική) επανασύνθεση πρέ πει να βασίζεται στα παλαιότερα δυνατά γλωσσικά δεδομένα. Άρα, τής συγκρίσεως πρέπει κατ’ ανάγκην να προηγείται η ιστορική σπουδή των γλωσ σών. Έτσι δημιουργήθηκε η Ιστορική γλωσσολογία, που μελετά την ιστορία των γλωσσών, δηλ. τις μεταβολές («μεταδομήσεις») που γίνονται σε κάθε γλώσσα. Στην ιστορική γλωσσολογία παρακολουθούνται οι γλώσσες από τό τε που υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, οι παλαιότερες δε μαρτυρίες στην οι κογένεια των ΙΕ γλωσσών προέρχονται μέχρι σήμερα από τη Χεττιτική (περ. 1700 π.Χ.). Σκοπός τής ιστορικής γλωσσολογίας είναι η αναγωγή στους αρχικούς τύ πους δεδομένης γλώσσας και η ερμηνεία τής εξελίξεώς τους. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται η μέθοδος τής εσωτερικής επανασυνθέσεως, δηλ. χρη σιμοποιούνται στοιχεία από μία και την αυτή γλώσσα, τής οποίας επιδιώκε ται η αποκατάσταση. Η εσωτερική επανασύνθεση -όπως και η εξωτερική- βασίζεται στη διερεύνηση και περιγραφή τής λειτουργίας ορισμένων νόμων, των φωνητικών ή φωνολογικών νόμων (Εαυΐ§βδβ1ζ6) που διέπουν τις φωνολογικές μεταβολές μιας γλώσσας.
Δείγματα «εσωτερικής επανασυνθέσεως» Παραδείγματα εσωτερικής επανασυνθέσεως («ιστορικής ερμηνείας»). (α) Η εμφάνιση παροξύτονου τύπου γενικής πληθυντικού (λύκων) των θε
40
ματικών ονομάτων σε ο/β, αντί *λυκών, όπως θα υπαγόρευε ο τύπος τής γε νικής πληθυντικού των θεματικών σεα (χωρών), ερμηνεύεται από σειρά φω νολογικών νόμων που λειτουργούν ως εξής: (ί) Νόμος παλαιών συναιρέσεων: *λύκο-ων λύκων (ϋ) Νόμος τής τρισυλλαβίας (δεν θίγει τύπους όπως η γεν. λύκων). Διαφορετική υπήρξε η λειτουργία των νόμων που ερμηνεύουν τη δημι ουργία τής γεν. πληθ. χωρών: (ΐ) Νόμος τής τρισυλλαβίας: *χώρα-σων -* *χωρά-σων (ϋ) Σίγηση ενδοφωνηεντικού -σ-: *χωρά-σων -* χωρά-ων (πΐ) Νόμος νεοτέρων συναιρέσεων: *χωρά-ων -» χωρών Η συναίρεση τού τύπου *λύκο-ων ανήκει στις «παλαιές» λεγόμενες συ ναιρέσεις τής Πρωτοελληνικής, που σημειώθηκαν πολύ νωρίς, για να αρθούν χασμωδίες από συναντήσεις ομοίου τύπου φωνηέντων (ο +ω). Αντιθέτως, η συναίρεση τού χωρά-ων ανήκει στις «νεότερες» συναιρέσεις, συνέβη δε με τά τη σίγηση τού ενδοφωνηεντικού συριστικού, από την οποία προέκυψε η χασμωδία. Ότι η συναίρεση αυτή είναι νεότερη φαίνεται και από το ότι οι ασυναίρετοι τύποι γεν. πληθ. των ονομάτων σε -ά (θεάων, άδινάων, γαιάων) χρησιμοποιούνται ακόμη κανονικώς στη γλώσσα των Επών. Σημειώνεται ακόμη ότι προ τής λειτουργίας τού νόμου (ϊΐΐ) μεσολάβησαν ορισμένες άλλες εξελίξεις που για λόγους συντομίας παραλείπουμε εδώ. (β) Στην Ελληνική έχουμε πλήθος περιπτώσεων, όπου το θέμα μιας λέξεως εμφανίζει αλλόμορφα με ή χωρίς δασύ σύμφωνο: θρέψ-ω έξ-ω θάψ-ω
τρέφ-ω εχ-ω έ-τάφ-ην
(θρέπ-σω) (έκ-σω) (θάπ-σω)
/ άθρεπτος / έκ-τός, έκ-τικός / θάπ-τω
Οι τύποι αυτοί ερμηνεύονται μόνο αν δεχθούμε ότι προέρχονται από θε ματικούς τύπους που αρχίζουν και τελειώνουν σε δασύ σύμφωνο: *θρεφ-ω *Ηεχ-ω *ε-θαφ-ην
: :
*θρεφ-σω *Ιιεχ-σω *θαφ-σω
Σε τέτοιους αρχικούς τύπους λειτούργησαν δύο διαφορετικοί φωνολογι κοί νόμοι με την εξής σειρά: (ΐ) Νόμος τής «αποδασύνσεως»/αηχοποιήσεως, ήτοι τής τροπής των δασέ ων ή μέσων στα αντίστοιχα ψιλά. Ο νόμος αυτός εξηγεί τις μεταβολές στη β' στήλη των παραδειγμάτων: *θρεφ*ίιεχ*θαφ-
:
*θρεφ-σω > θρέπ-σω *ήεχ-σω > έκ-σω *θαφ-σω > θάπ-σω
(θρέψω) (έξω) (θάψω)
Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, τα β, φ και γ, χ ετράπησαν στα αντίστοιχα ψι λά σε περιβάλλον προ σ ή τ:
41
π.χ.
*αμειβ-σω *γραφ-σω *γραφ-τος *φυγ-τος *λεγ-σω *λεχ-τρον
> άμείπ-σω (αμείψω)
> > > > >
γράπ-σω γραπ-τός φυκ-τός λέκ-σω λέκ-τρον
(γράψω) (λέξω)
(ϋ) Νόμος τής ανομοιώσεως των δασέων («νόμος τού ΟΚΑ55ΜΑΝΝ»). Ο νό μος αυτός ρύθμισε την τροπή των δασέων συμφώνων στα αντίστοιχα ψιλά σε περιβάλλον προ άλλου δασέος συμφώνου:
’
Η
'
'
ρΗ
0
'
Ρ ι
κ.
Μι
/
I -
Η ΣΗ
/
Έτσι εξηγούνται τα παραδείγματα: *θρεφ-ω *ήεχ-ω *εθαφ-ην
> τρέφ-ω > έχ-ω > έ-τάφ-ην
Ήτοι: *θρέφω
(ΐ) αποδάσυνση/αηχοποίηση (ΐΐ) νόμος θΓ&88ΐπ&ηη
*θρεφσω
*Ηεχω
θρεπσω τρέφω
*Ηεχσω
Ηεκσω (έξω) εχω
(γ) Η εμφάνιση τύπων των οποίων το υστερογενές α τρέπεται στην Ιωνική - Αττική σε η (έφανα > έφηνα) έναντι άλλων όπου το υστερογενές α παραμέ νει αμετάβλητο (θεάς, πάσα), ερμηνεύεται από τη λειτουργία των εξής νό μων:
42
εφάν-σα (ΐ) παλαιές αντεκτάσεις
*πάντ-γά
έφάνα *πανσα
(ϋ) συριστικοποίηση τού τ (πί) νόμος τού ΟδΛοίί (ίν) τροπή ά -►η (ν) νεότ. αντεκτάσεις
*θεά-νς
θεάνς εφηνα θεάς
π&σα
Αρα η μη τροπή τού ά των θεάς και πάσα σε η (*θεής, *πήσα) οφείλεται στο ότι το ά των τύπων αυτών είναι προϊόν τού νόμου των νεοτέρων αντε κτάσεων, που χρονολογικά ίσχυσε μετά τη λειτουργία τού νόμου τής τροπής τού ά σ ε η («προσθίωση τού ά»), δηλ. αφού είχε παύσει να ισχύει ο νόμος τής τροπής, γ ι’ αυτό και δεν εθίγησαν από αυτόν. Οι νεότερες αυτές αντεκτάσεις διαφέρουν των παλαιοτέρων κατά το ότι είναι ένσιγμες στα αποτελέσματά τους (από την απλοποίηση τού συμπλέγματος -νς υπερισχύει το ς), ενώ οι πα λαιότερες είναι άσιγμες (σιγάται το ς).
Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα Γλωσσικές οικογένειες Οι γλώσσες που μιλιούνται στον κόσμο σήμερα υπολογίζονται γύρω στις 2.800. Από αυτές 100 περίπου γλώσσες είναι οι πιο γνωστές λόγω τής γενικό τερης ιστορικής, πολιτιστικής και οικονομικο-πολιτικής τους επιδράσεως στον κόσμο. Οι πολυάριθμες αυτές γλώσσες, με την εφαρμογή τής ιστορικοσυγκριτικής μεθόδου αναλύσεως τής γλωσσολογίας, κατατάσσονται σε ευρύτερες συγγενικές ομάδες, που ονομάζονται οικογένειες. Οι κυριότερες οικογένειες γλωσσών είναι οι εξής: Ινδοευρωπαϊκή, Ουραλο-αλταϊκή, Ιαπωνο-κορεατική, Σημιτο-χαμιτική, Σινο-θιβετική, Δραβιδικές γλώσσες, Μαλαισιο-πολυνησιακή, Ινδιάνικες γλώσσες και Νεγρο-αφρικανικές. Στις οικογένειες αυτές δεν περιλαμβάνονται ορισμένες άλλες μεμονω μένες γλώσσες, όπως η Βασκική, η Καυκασιανή (Γεωργιανή, Κιρκασιανή κ.ά.), η ιαπωνική Αΐηυ, οι Υπερβόρειες (ΝΑ. Σιβηρίας) κ.ά. (ϊ) Για την Ινδοευρωπαϊκή γίνεται κατωτέρω ιδιαίτερος, εκτενής λόγος. (π) Στις Ουραλο-αλταϊκές γλώσσες (που ονομάστηκαν έτσι γιατί αυτοί που τις πρωτομίλησαν πιστεύεται ότι κατοικούσαν στις περιοχές των Ουραλίων και Αλταΐων ορέων) ανήκουν κυρίως η Φινλανδική και η Ουγγρική (η ουραλική ομάδα), καθώς και η Τουρκική, η Πρωτοβουλγαρική (προτού οι Βούλγαροι εκσλαβισθούν γλωσσικά) και η Μογγολική (οι τρεις τελευταίες απαρτίζουν την αλταϊκή ομάδα). Τυπολογικά οι ουραλο-αλταϊκές γλώσσες
43
ανήκουν στις συγκολλητικές γλώσσες, των οποίων η δομή των λέξεων αποτελείται από εξηρτημένα και ανεξάρτητα μορφήματα που συσσωρεύονται (συντίθενται) σε έναν τύπο: Τουρκ. αίΐαήπι «τα άλογά μου» = αί (άλογο) + Ιατ (μόρφημα πληθυντικού) + ι/» (κτητ. επίθετο =«μου»). (ίϋ) Οι Σημιτο-χαμιτικές γλώσσες μιλιούνται στη χερσόνησο τής Αραβίας (Σαουδική Αραβία), Ιράκ, Παλαιστίνη και Συρία. Επίσης στη Β. Αφρική: Αί γυπτο, Λιβύη, Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο, Αιθιοπία, Ζανζιβάρη, Μάλτα, Μα δαγασκάρη κ.ά. Κυριότερη είναι η σημιτική ομάδα, που αποτελείται από τη Βόρεια Σημιτική (την Εβραϊκή και τις «νεκρές» σήμερα γλώσσες Χαναανική, Μωαβιτική, Φοινικική, Αραμαϊκή, Συριακή) και τη Νότια Σημιτική, ήτοι τις Αραβικές γλώσσες και την Αιθιοπική. Τη Χαμιτική εξάλλου απαρτίζουν η Λιβυκή, Βερβερική, Κουσιτική, Κοπτική κ.ά. Τυπολογικά οι σημιτο-χαμιτικές γλώσσες χαρακτηρίζονται από ιδιάζουσα δομή, κατά την οποία οι λέξεις απαρτίζονται από ρίζες που κανονικά αποτελούνται από 3 σύμφωνα. Τα σύμ φωνα αυτά πλαισιώνονται από σειρά φωνηέντων, των οποίων η εναλλαγή διαμορφώνει τους διαφόρους τύπους των λέξεων: Αραβ.
Κ-1-6 Ιεαίαύα Ιαιϋύα ΙείίαΙ) Καώ/Μώά
«γράφειν» «έχει γράψει» «έχει γραφεί» «γράψιμο, βιβλίο» «γράφειν» (απαρέμφ.)
(πληθ.)
(ίν) Η Ιαπωνο-κορεατική κατατασσόταν παλαιότερα λόγω τής δομής της (συγκολλητική γλώσσα) στις ουραλο-αλταϊκές γλώσσες. Σήμερα η Ιαπωνική και η Κορεατική θεωρούνται ότι αποτελούν ιδιαίτερη οικογένεια, χωρίς να είναι σαφής η μεταξύ τους γενετική σχέση (αν προέρχονται η μία από την άλλη ή ανάγονται σε κοινή πρωτογλώσσα). (ν) Η Σινο-θιβετική οικογένεια γλωσσών αποτελείται από την Κινεζική, τη Θιβετική, τη Βιρμανική και την Ταϊλανδική, γλώσσες που μιλιούνται από 500.000.000 ανθρώπους. Τυπολογικά οι γλώσσες αυτές χαρακτηρίζονται ως μονοσύλλαβες η απομονωτικές (ίδοΐαΐίη^), στη δομή δε των γλωσσών αυτών, που αποτελούνται κατά βάσιν από μονοσύλλαβα λεξιλογικά στοιχεία, παί ζουν σημαντικό ρόλο η θέση τής λέξεως και το είδος τού τόνου. Πολλές λέ ξεις λειτουργούν διαφορετικά αναλόγως τού αν προηγούνται ή έπονται άλ λων (ρημάτων κυρίως). Επίσης, οι τέσσερεις διαφορετικοί τόνοι που υπάρ χουν στις γλώσσες αυτές (ουδέτερος, ανιών, κατιών, συνδυασμός κατιόντος και ανιόντος) και δηλώνονται κατά τη γραφή των λέξεων, διαφοροποιούν τη λειτουργία και τη σημασία των λέξεων: -£υ /ίυ \ίυ 4ίυ
«άνθρωπος» «τύχη» «πλούσιος» «επαρχία»
44
(νΐ) Δραβιδικές είναι οι γλώσσες που μιλούν περί τα 100.000.000 Ινδοί στη Ν. Ινδία και στη Β. Σρι Λάνκα. Οι γλώσσες αυτές (Ταμιλική, Τελουγκική κ.ά.) ανήκουν τυπολογικά στις συγκολλητικές γλώσσες, είναι δε τελείως διάφορες των λοιπών ΙΕ γλωσσών που αποτελούν τη Νεότερη Ινδική. (νϋ) Στη χερσόνησο τής Μαλαισίας, στις Α. Ινδίες (Ιάβα, Σουμάτρα, Βόρνεο, Κελέβη), στις Φιλιππίνες, στη Ν. Ζηλανδία, σε νησιά τού Ειρηνικού όπως η Χαβάη, η Ταϊτή κ.ά., μιλιούνται οι λεγάμενες Μαλαισιο-πολυνησιακές γλώσσες. Οι γλώσσες αυτές είναι γνωστές ως «γλώσσες τού Ειρηνικού» (Ιν δονησίας, Μελανησίας, Μικρονησίας, Πολυνησίας) και ξεχωρίζουν για την ιδιάζουσα δομή τους, που χαρακτηρίζεται από δισύλλαβες ρίζες. (νϊϊϊ) Αρκετά γνωστές από το γεγονός ότι απετέλεσαν αντικείμενο έρευνας τού αμερικανικού στρουκτουραλισμού, είναι οι Ινδιάνικες γλώσσες, δηλ. οι γλώσσες των ιθαγενών τής Αμερικής. Οι γλώσσες αυτές, που πολλές φορές μιλιούνται από λίγα μόνον άτομα, διακρίνονται σε Βόρειες (ΙΛο-ΑζΙεΙί, Αΐ§οηΙςϊη, Εδίάπιο, Ιπκμιοίδ), Κεντρικές (Μ&γ3, ΖαροΐεΚ κ.ά.) και Νότιες ((^ιιεΙοΙηΐΕ, Ο&Γίώ κ.ά.). Τυπολογικά ανήκουν στις συγκολλητικές γλώσσες και μάλιστα στις λεγάμενες πολυσύνθετες, που διαφέρουν από τις απλές συγκολλητικές (τις ουραλο-αλταϊκές). Π.χ. γλώσσα Οπεκία: §ηα§ΐ3δ1ΐζα1(:$ «ψάχνω για χωριό» = § «εγώ» ♦ Π3§13 «χωριό» (Π3§1α =«ζω» και «μέρος όπου ζω, χωριό»· εδώ λειτο,υργεί ως όνο μα, πράγμα που καθορίζεται από το στοιχείο που ακολουθεί) + §1 («ονο ματικός δείκτης»· προσδιορίζει ως ονοματική τη λειτουργία τού στοιχείου που προηγείται, τού πά^Ιά) +ΐ («ρηματικός δείκτης»· δηλώνει ότι το στοι χείο που ακολουθεί λειτουργεί ως ρήμα) + Ζ3ΐς «ψάχνω» (ζαΐί = «ψάχνω» και «εύρημα»· εδώ ρήμα) + δ («δείκτης ποιού ενεργείας»- δηλώνει διαρκές ποιόν ενεργείας τού ρήματος). (ϊχ) Στις νεγροαφρικανικές γλώσσες ανήκουν οι γλώσσες που μιλούν οι νέγροι τής Αφρικής, δηλ. στην περιοχή μεταξύ Ν. Σαχάρας και Δ. Αιθιοπίας. (Στην Αφρική μιλιούνται και χαμιτικές, αραβικές, όπως είδαμε, γλώσσες). Κυριότερες είναι η Σουδανική, οι γλώσσες τής Γουινέας (Νουβιακή, Ηαιΐδ&, Υοπώα κ.ά.) και οι γλώσσες Μπαντού (Σουαχίλι, Ζουλού κ.ά.). Ο τύπος των γλωσσών αυτών δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί κατά τρόπο που να είναι γε νικότερα αποδεκτός. Ό,τι χαρακτηρίζει τις γλώσσες αυτές είναι ιδίως η χρή ση μορφημάτων προσδιοριστικών τής φύσεως των δηλουμένων από τις λέ ξεις (άνθρωπος, δέντρο, νερό κ.λπ.). Σουαχίλι ιη-ίβιι ιη-ζιιπ «ωραίος άντρας» \να-ΐ1ιυ \να-ζιιπ «ωραίοι άντρες» (τα μορφήματα ιπ και \να χρησιμοποιούνται αντιστοίχως στον ενικό και πλη θυντικό αριθμό, για να δηλώσουν την ποιότητα τού ονόματος, ότι δηλ. πρό κειται για άνθρωπο).
45
Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια Οι συστηματικές δομικές ομοιότητες (φωνολογικές, μορφολογικές, συντα κτικές, σημασιολογικές, λεξιλογικές) που διαπιστώθηκαν κατά τη σύγκριση διαφόρων ευρωπαϊκών και ανατολικών γλωσσών, και συγκεκριμένα μεταξύ τής Ελληνικής, τής Ιταλικής, τής Γερμανικής, τής Κελτικής, τής Αλβανικής, των Βαλτοσλαβικών γλωσσών και τής Ινδοϊρανικής, τής Χεττιτικής, Αρμενιακής και Τοχαρικής, οδήγησαν στην αποδοχή μιας ιδιαίτερης γλωσσικής ομοεθνίας, τής Ινδοευρωπαϊκής (ΙΕ). Η ΙΕ είναι μια υποθετική πρωτογλώσσα, που μιλήθηκε από μια ομάδα λαών, τους Ινδοευρωπαίους. Η Ινδοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα, η Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ), υποθέ τουμε ότι απετέλεσε κοινή γλώσσα ή Πρωτογλώσσα (υΓ-δρΓβοΙιβ ή Ρ γοΙ οβρΓ&οΙιβ) τουλάχιστον μέχρι τής 3ης χιλιετηρίδας. Στις αρχές και οπωσδήπο τε στο β’ ήμισυ τής 2ης χιλιετηρίδας έχουμε ιστορικές - επιγραφικές μαρτυ ρίες (από τη Χεττιτική, Ελληνική, αρχαία Ινδική), που δείχνουν ότι η ΠΙΕ έχει ήδη διασπασθεί σε επί μέρους ΙΕ γλώσσες. Η Ινδοευρωπαϊκή ανήκει τυπολογικά στις λεγόμενες κλιτές ή σύνθετες γλώσσες, στις οποίες η ρίζα τής λέξεως πλαισιώνεται από διάφορα προσφύ ματα (προθήματα, ενθήματα, επιθήματα), από ριζικές επαυξήσεις ή σχηματιστικά τού θέματος στοιχεία και, σε μεγάλο βαθμό, από καταλήξεις που δη λώνουν γραμματικές σχέσεις. Οι ΙΕ γλώσσες, που μιλιούνται από ένα περί που δισεκατομμύριο ανθρώπους, ανήκουν στις πιο γνωστές και σημαντικές γλώσσες, διότι πολλές από αυτές συνδέονται με μεγάλη ιστορική και πολιτι στική παράδοση (ΚιιΙΐιίΓκρπιςΗε) ή χρησίμευαν ως γλώσσες των εμπορικών συναλλαγών (1ϊη§ιΐ3 ίταηοα) ή και ως γλώσσες ισχυρών αποικιοκρατικών δυ νάμεων, που επεβλήθησαν σε μεγάλες ομάδες υποτελών εις βάρος των εθνι κών τους γλωσσών.
Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή Η ΠΙΕ διασπάσθηκε αρχικά σε δύο κύριες διαλεκτικές ομάδες, τις δυτικές και τις ανατολικές γλώσσες, που είναι συμβατικά γνωστές ως ϋοηΐιιιη και 5319ΙΏ γλώσσες, από τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο αντιπροσωπεύεται σε αυτές ο αριθμός εκατό. *£φ1όηι
ελλ.
λατ.
γερμ.
σανσκρ. περσ.
λιθουαν.
46
Ως βάση τής διακρίσεως χρησιμεύει η αντιπροσώπευση των ουρανικών φθόγγων τής ΠΙΕ ως ουρανικών μεν (ουσιαστικά ως ουρανικοϋπερωικών) στις δυτικές (οεηΐιιιη) γλώσσες, ως συριστικών δε στις ανατολικές (καίοιη) γλώσσες. Δυτικές / «ςβηΐιιιη» γλώσσες είναι οι εξής: 1) Ελληνική, 2) Ιταλική, 3) Γερ μανική, 4) Κελτική, 5) Χεττιτική και 6) Τοχαρική. Στις ανατολικές / «83ΐ3ΐη» γλώσσες περιλαμβάνονται οι: 1) Ινδοϊρανική, 2) Αρμενιακή, 3) Βαλτοσλαβικές γλώσσες και 4) Αλβανική. Η διάκριση αυτή σε ανατολικές και δυτικές γλώσσες δεν πρέπει να νοη θεί ως αυστηρώς γεωγραφική διάκριση, γιατί γλώσσες τού ανατολικού γεω γραφικού χώρου, όπως η Χεττιτική και η Τοχαρική, ανήκουν στις «δυτικές», ενώ άλλες γεωγραφικώς δυτικές γλώσσες, όπως η Αλβανική και ορισμένες βαλτοσλαβικές γλώσσες, χαρακτηρίζονται ως «ανατολικές».
Ελληνική Η Ελληνική άπό πλευράς αρχαιότητας μαρτυριών είναι η δεύτερη κατά σειράν ΙΕ γλώσσα μετά τη Χεττιτική, η οποία ανάγεται περίπου στο 1700 π.Χ. Η ιστορία τής Ελληνικής αρχίζει περί το 1400 π.Χ. με τις πινακίδες τής Κνωσσού, γραμμένες στην Γραμμική γραφή Β'. Διάλεκτοι τής Ελληνικής είναι η Ιωνική-Αττική, οι Αχαϊκές διάλεκτοι, οι Δωρικές ή Βορειοδυτικές και η Μυκηναϊκή, η οποία προξενεί προβλήματα και οδηγεί σε διαλεκτικές ανακατατάξεις. Ως προς τις περιόδους τής Ελληνικής, διακρίνουμε: 1) την Πρωτοελ ληνική, την παλαιότατη δηλ. μορφή τής Ελληνικής προτού διασπασθεί σε διαλέκτους, μια γλωσσική περίοδο που φθάνει μέχρι το 1400, 2) την αρχαία Ελληνική (1400-300 π.Χ.), 3) την Αλεξανδρινή Κοινή (300 π.Χ.-300 μ.Χ.), πολλοί ερευνητές ανάγουν την περίοδο αυτή μέχρι και τον 6ο μ.Χ. αι., δηλ. μέχρι τους χρόνους τού Ιουστινιανού, 4) τη μεσαιωνική (300/6ος αι. μ.Χ.-1800 μ.Χ.) και 5) τη νεότερη Ελληνική (1800 μ.Χ.-σήμερα). Ειδικός, εκτενής λόγος για την Ελληνική γίνεται μετά τις γενικές πληροφορίες περί των επί μέρους ΙΕ γλωσσών.
Ιταλική Η Ιταλική είναι μια από τις πιο γνωστές γλώσσες-διαλέκτους τής ΙΕ. Εκτός από την Ιταλική, στον γεωγραφικό χώρο που ονομάζουμε Ιταλία, έχουν μιληθεί πολλές διαφορετικές γλώσσες, όπως η Βενετική, η Κελτική, η Λιγουρική, η Ετρουσκική, η Μεσσαπική, η Ελληνική κ.ά. Ιδιαίτερα προβληματική είναι η καταγωγή τής Ετρουσκικής, αν δηλ. ανή κει ή όχι στις ΙΕ γλώσσες. Γενικότερα υποστηρίζεται ότι είναι μη ΙΕ γλώσσα, υπάρχουν όμως και γλωσσολόγοι οι οποίοι συνδέουν την Ετρουσκική με την ομάδα των Ανατολικών ΙΕ γλωσσών και μάλιστα με τη Χεττιτική.
47
Η Μεσσαπική, κατά τον επιφανή γλωσσολόγο κκαηε, θεωρείται επιβίωση και συνέχεια τής αρχ. Ιλλυρικής, η οποία, κατά τον ίδιο μελετητή, δεν έχει καμία σχέση με την Αλβανική. Η ιταλική γλώσσα αποτελείται από δύο διαλεκτικές ομάδες, τη Λατινοφαλισκική και την Οσκοουμβρική. Η Λατινοφαλισκική περιλαμβάνει τη Λα τινική και τη Φαλισκική, η δε Οσκοουμβρική την Οσκική και την Ουμβρική. Από τη Λατινοφαλισκική έχουν διασωθεί οι αρχαιότερες υπάρχουσες επι γραφές. Παλαιότερη, τού 600 π.Χ., είναι η επιγραφή τής Πραινεστού: ΜΑΝΙΟδ ΜΕϋ ΡΗΕΡΗΑΚΕΟ ΝΙΓΜΑδΙΟ [= Μ&πίΐΐδ Π16 (ίε)ίεαΐ ΝΐΙΠίεΓΪο]
Η Λατινική διαιρείται σε τρεις περιόδους: 1) αρχαϊκή (-300 π.Χ.) 2) κλασική (300-50 π.Χ.) 3) μετακλασική (50 π.Χ.-). Κατά τη μετακλασική περίοδο, η Λατινική διασπάσθηκε στη δημώδη Λα τινική (πρωτορομανική), που αποτελεί την εξέλιξη τής κλασικής γλώσσας στον προφορικό λόγο, και σε μια συντηρητική λόγια γλώσσα, που μιμείται την κλασική. Από τη δημώδη Λατινική προήλθαν εξελικτικά, αρχίζοντας από τον 7/8ο περίπου αιώνα, οι νεολατινικές (ρομανικές) γλώσσες: Δημώδης Λατινική (Πρωτορομανική)
Ιταλ. Γαλλ.
Ισπαν. Πορτογ. Ρουμαν. Προβηγκ. Καταλαν.
Ραιτορομαν.
Ήδη κατά τον 9ο-10ο αι. έχει διαμορφωθεί πλήρως η Γαλλική. Η Ιταλική, με βάση τη 1ΐη§ιΐ3 Τοδοαπα τής Φλωρεντίας, διαμορφώνεται τον 10ο αι. Τον 11ο διαμορφώνεται η Ισπανική, τον 12ο η Καταλανική και η Πορτογαλική, τον δε 16ο η Ρουμανική. Στη δημώδη Λατινική ανάγεται επίσης και η Αρωμουνική (τα Κουτσοβλάχικα), διάλεκτος που χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες νομάδες που μιλού σαν συγχρόνως και την ελληνική γλώσσα. Η διάλεκτος αυτή προέρχεται απ’ ευθείας από τη δημώδη Λατινική και όχι από τη Ρουμανική, διότι, όπως απο δείχθηκε, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αρχαϊκά στοιχεία τής Λατινικής που δεν υπάρχουν στη Ρουμανική, επίσης δε και αρκετά αρχαιοπινή ελληνικά στοιχεία, που δεν διατηρήθηκαν στη νεοελληνική γλώσσα και στις περισσό τερες διαλέκτους της. Οι παλαιότερες επιγραφές τής Οσκοουμβρικής χρονολογούνται στον 2ο-Ιο π.Χ. αι. Η Οσκική ήταν η γλώσσα των Σαμνιτών. Η Ουμβρική είναι η γλώσσα που μιλήθηκε στην περιοχή ανατολικά τού Τίβερη και σώζεται στις Ι&βιιίαε ΐ§ανϊιΐ3ε τού 1ου π.Χ. αι.
48
Η Ιταλική συνδέεται στενά με την κελτική γλώσσα, μέχρι τού σημείου να μιλούν για μια «ιταλοκελτική ομάδα» που διασπάσθηκε σε Κελτική και Ιτα λική. Η υπόθεση αυτή δεν γίνεται σήμερα ευρύτερα αποδεκτή. Στην Κάτω Ιταλία χρησιμοποιήθηκε, όπως είναι γνωστό, και η αρχαία ελ ληνική γλώσσα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα σε ορισμένες περιοχές τής Απουλίας και τής Καλαβρίας και είναι γνωστή ως κατωιταλική Ελληνική ή κατωιταλικό ιδίωμα. Δύο θεωρίες έχουν διατυπωθεί για το μακρινό ελληνικό αυτό ιδίωμα. Η πρώτη διατυπώθηκε από Ιταλούς (Μογο8Ϊ, Ρ&Γΐαη§6ΐϊ κ.ά.) και είναι γνωστή ως «βυζαντινή θεωρία». Κατ’ αυτήν, η Κατωιταλική συγγενεύει περισσότερο με τα νεοελληνικά ιδιώματα, οι δε αρχαϊσμοί της προέρχονται από τους βυ ζαντινούς χρόνους. Κατά τη δεύτερη θεωρία, που είναι γνωστή ως «αρχαιο ελληνική θεωρία» και υποστηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, από τους κοΗίΡδ, χατζιδακι, ρεκνοτ, καψωμενο, καρατζα κ.ά., βάση τού κατωιταλικού ιδιώματος είναι η αρχαία Ελληνική (Δωρική) τής Κάτω Ιταλίας, που ερμηνεύει και τους αρ χαϊσμούς τού κατωιταλικού ιδιώματος: διατήρηση δωρικών τύπων (εφίλασα, νασίδα), ασυνιζησία (καράία, φωτία), κατάληξη -ουσι (έχουσι), προστακτ. -σο (α§άπησο), διπλά σύμφωνα (λάκκο, άμμο), απαρέμφατο (με κάννει πεθάνει), αρχαίες λέξεις: βουθηλεία (βοϋς θηλεία - αγελάδα), λακάτι, νήπιο, άρ τε, στέο (όστοϋν) κ.λπ.
Αρχαία Ινδική Η Αρία ή Ινδοϊρανική οικογένεια περιλαμβάνει την αρχαία Ινδική και την αρχαία Ιρανική (Περσική), που ονομάζονται και άριες γλώσσες. Οι Αριοι ήλθαν από την Ανατολική Ευρώπη περί το 2000 π.Χ. και κατέλα βαν την εκτεταμένη περιοχή μεταξύ Συρίας και Ινδοκίνας. Η αρχαία Ινδική είναι γλώσσα πολύτιμη για τη συντηρητικότητα τής δο μής της και τον αρχαϊκό της χαρακτήρα. Διακρίνεται στις εξής περιόδους: 1) Βεδική. Είναι η παλαιότερη μορφή Ινδικής (περίπου 1200-800 π.Χ.). Κεί μενα τής περιόδου αυτής είναι οι νε<ΐ£ΐ ή Βέδες («γνώσεις, σοφία»), από τα οποία σπουδαιότερα είναι τα Κ§-νεά» («γνώσεις Ύμνων»). 2) Σανσκριτική (800-400 π.Χ.) ή δαηΐδΙίΓΐΕ (= «γλώσσα κανονισμένη», ορθή, δόκιμη γλώσσα). Είναι η κλασική αρχαία Ινδική, που ρυθμίστηκε γραμματικώς από τους Ινδούς γραμματικούς με επί κεφαλής τον περίφημο ρ^ιινι (5/4ος αι.). Γνωστά κείμενα τής περιόδου αυτής είναι τα έπη Μ&ΗάΒΗάκιΙίΐ και Κδηΐ£ίγαηα (600 π.Χ.) καθώς και το δράμα δαίαιηίαΐδ. (Το έπος Μ&ΗάΜι&ΓβΙα έχει μεταφραστεί στην Ελληνική από τον Ινδολόγο γαλανό, αποσπασματικά δε από τον μαβιλη). Η Σανσκριτική, σε πολύ απλοποιημένη μορφή, χρησιμοποιείται κατά πα ράδοση μέχρι σήμερα από ορισμένους Ινδούς ιερείς (Βραχμάνους). 3) Μεσαιωνική Ινδική (400 π.Χ.-1000 μ.Χ.). Είναι γνωστή ως Πρακριτική / ΡΓδ1α·ΐ3·(λαϊκή, δημοτική γλώσσα). Ποικίλα ιδιώματα συνιστούν την Πρακριτική, με πιο γνωστό το ιδίωμα Ραΐϊ. Μνημεία τής περιόδου αυτής είναι τα Βουδιστικά κείμενα.
49
4) Νεότερη Ινδική (1000-σήμερα). Αποτελείται από πλήθος διαλέκτων που διακρίνονται: α) στις δυτικές διαλέκτους (Σίντι, Γκουτζαράτι, Μαράθι κ.ά.), β) στις κεντρικές διαλέκτους (Παντζάμπι, Νεπαλική, Χιντουστάνι κ.ά.) και γ) στις ανατολικές διαλέκτους (Βεγγαλική κ.ά.). Από τις διαλέκτους αυτές, η Χι ντουστάνι είναι εξέλιξη τής Σανσκριτικής και διακρίνεται σε Χίντι και Ουρντού. Η Ουρντού μιλιέται στο δυτικό Πακιστάν, ενώ η Χίντι στις Ινδίες. Στη Ν. Ινδία μιλιούνται, όπως είδαμε, και μη ΙΕ γλώσσες, οι λεγόμενες Δραβιδικές.
Ιρανική Η Ιρανική διακρίνεται στις ακόλουθες περιόδους: 1) Αρχαία Ιρανική. Περιλαμβάνει την Αβεστική και την αρχαία Περσική. Η Αβεστική (ή Ζενδική 700-600 π.Χ.) είναι η γλώσσα τής Αβέστας, τού ιερού βιβλίου τού ζαρατουςτρα . Πρόκειται για αρχαϊκή μορφή γλώσσας, που μπο ρούμε να τη φανταστούμε αντίστοιχη τής γλώσσας των νβ<ΐ3 ή των Ομηρικών επών. Η αρχαία Περσική (600-300 π.Χ.) είναι η κλασική γλώσσα, η γλώσσα τής περσικής αυτοκρατορίας. Διατηρείται σε αρκετές επιγραφές, από τις οποίες σημαντικότερη είναι μια τρίγλωσση επιγραφή (αρχαία Περσική, Ακκαδική, Ελαμιτική), όπου αναφέρονται τα κατορθώματα τού δα ρειου (521-486). 2) Μεσαιωνική Ιρανική (300 π.Χ.-900 μ.Χ.). 3) Νεότερη Ιρανική. Αποτελείται από τη Νεοπερσική, Κουρδική, Αφγανική και τη γλώσσα τού Παμίρ.
Γερμανική Η Γερμανική (ή Τευτονική) διακρίνεται στις εξής επί μέρους περιόδους και γλώσσες: 1) Γοτθική. Είναι η γλώσσα των Γότθων, Βησιγότθων και Οστρογότθων, γνωστή και ως Ανατολική Γερμανική, που διατηρήθηκε περίπου μέχρι τον 6ο μ.Χ. αι. Το παλαιότερο μνημείο στη γλώσσα αυτή είναι αποσπάσματα από μετάφραση τής Καινής Διαθήκης τού 4ου μ.Χ. αι., που έγινε από τον περίφη μο επίσκοπο \ ν υ υ ΐ ί Α . Η Γοτθική ως ζωντανή γλώσσα μιλιόταν μέχρι τον 16ο αι. από Γότθους τής περιοχής τής Κριμαίας. Είναι πολύτιμη γλώσσα, γιατί έχει διασώσει τύπους αντιπροσωπευτικούς τής Πρωτογερμανικής, προτού διασπασθεί στις επί μέρους γερμανικές γλώσσες. 2) Βόρεια Γερμανική. Η Βόρεια Γερμανική αποτελείται από τη Δανική, Νορβηγική, Σουηδική και Ισλανδική, τις λεγόμενες Σκανδιναβικές γλώσσες. Η Σουηδική είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί έχει διατηρήσει αρκετά στοι χεία τής αρχαίας βόρειας Γερμανικής. Η Ισλανδική είναι η γλώσσα από την οποία έχουμε τα παλαιότερα μνημεία, τού 9ου αι., τα γνωστά ως Εάά». Είναι λαογραφικού περιεχομένου κείμενα με πληροφορίες για μύθους, παραδόσεις και έθιμα, που γλωσσικώς -λόγω τής παλαιότητάς τους- παρέχουν υλικό χρήσιμο για την επανασύνθεση τής ΙΕ.
50
Οι Σκανδιναβικές, ως ζωντανές γλώσσες, μορφοποιήθηκαν πλήρως και άρ χισαν να γράφονται από το 1500 περίπου. Οι Νορβηγοί μέχρι τον 19ο αι. είχαν ως επίσημη γλώσσα τη Δανική. Μόλις από τον 19ο αι. χρησιμοποίησαν την εθνική τους γλώσσα, η οποία μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα Δανικά. 3) Δυτική Γερμανική (ή Δυτική Τευτονική). Διακρίνεται: α) στην Αγγλοφριζική, β) στη Φραγκοσαξονική και γ) στην (κυρίως) Γερμανική. Η Αγγλοφριζική περιλαμβάνει τη Φριζική, που δεν διασώζεται σήμερα πα ρά μόνο στις Φριζικές νήσους, και την Αγγλική. Η Αγγλική υποδιαιρείται: α) στην αρχαία Αγγλική η Αγγλοσαξονική (450-1100), β) στη μεσαιωνική Αγγλι κή (1100-1500) και στη νεότερη Αγγλική (1500-σήμερα). Η γλώσσα αυτή έχει δεχθεί μεγάλη επίδραση από τη Γαλλική μέσω των Νορμανδών, λαού σκαν διναβικής καταγωγής, γλωσσικώς εκγαλλισμένου. Υπολογίζεται ότι το μισό περίπου λεξιλόγιο τής Αγγλικής προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από τη Γαλλική. Στη Φραγκοσαξονική ανήκει η Φραγκική, που δεν έχει διασωθεί, η Ολ λανδική / Φλαμανδική και η Κάτω Γερμανική (Νίεάεπίειιίίίοΐι), που μιλήθηκε στην πεδινή βόρεια Γερμανία και διατηρείται σήμερα στο ιδίωμα Ρ1&11άβαΙδοΗ. Η Γερμανική (άνω Γερμανική, ΗοοΙιάειιΙχοΗ) μιλήθηκε στα νότια διαμερί σματα τής ορεινής Γερμανίας και διακρίνεται σε αρχαία Γερμανική (7ος-12ος αι.), μεσαιωνική (12ος-15ος) και νέα Γερμανική (15ος-σήμερα).
Αρμενιακή Η Αρμενιακή, μαζί με τη Θρακική και τη Φρυγική, ανήκει στη Θρακοφρυγική ομάδα γλωσσών. Για τη Θρακική, που μιλήθηκε στη Θράκη προτού έλθουν οι Έλληνες και επιβάλουν την Ελληνική, γνωρίζουμε πολύ λίγα. Τη Φρυγική, που μιλήθηκε στη Φρυγία τής Μ. Ασίας, τη γνωρίζουμε κυρίως από επιγραφές. Στην αρ χαία αρμενιακή γλώσσα, η οποία χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον 19ο αι., έχει σωθεί μετάφραση τής Βίβλου τού 5ου αι. μ.Χ. Η νεότερη Αρμενιακή διακρίνεται στην ανατολική, που μιλιέται στη Δημοκρατία τής Αρμενίας (πρώην Σοβιετική Αρμενία) και την Περσική Αρμενία, και στη δυτική που χρησιμο ποιείται στη Μέση Ανατολή, τη Μ. Ασία, την Ευρώπη κ.α. Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο η δομή όσο και το λεξιλόγιο τής Αρμενιακής εμφανίζουν στενότερη συγγένεια προς την Ελληνική: κίων - βίαιη αΐξ - 3118 άρνέομαι - υΓδηαιη έφερε - 6&6Γ Έτσι λ.χ. η μεταβολή 8 —►1ι (στην αρχή τής λέξεως) και αργότερα Η -» 0 (μεταξύ φωνηέντων στο μέσο λέξεως) από όλες τις ΙΕ γλώσσες απαντά μόνο στην Ελληνική και την Αρμενιακή: *8βρίιη > ελλην. έπτά, αρμεν. βννίΗη, αλλά λατ. χερίεπι, σανσκρ. ΧίΐρΙίΐ.
51
Η στενότερη αυτή συγγένεια των δύο γλωσσών παραμένει πρόβλημα, καθ’ όσον δεν έχει αποδειχθεί ιστορικώς ότι Έλληνες και Αρμένιοι συνέζησαν σε ορισμένο χώρο και ότι διαχωρίστηκαν αργότερα.
Χεττιτική Η Χεττιτική ανήκει στην οικογένεια των λεγομένων Ανατολικών γλωσσών. Είναι η γλώσσα τής ΙΕ που έχει την αρχαιότερη γραπτή παράδοση, αφού οι επιγραφές της σε σφηνοειδή γραφή, από το Βο§1ι^Ίίόγ τής Μ. Ασίας, φθάνουν με αρκετή βεβαιότητα γύρω στο 1700. Αποκρυπτογραφήθηκε το 1915 από τον Πολωνό ηκοζνυ , η δε αποκρυπτογράφησή της επαλήθευσε εν μέρει τη λα ρυγγική θεωρία τού δΑϋδδυκΕ και άλλων γλωσσολόγων, ότι τα φωνήεντα α, 6, ο προέρχονται από ένα αρχικό φωνήεν ο σε συνδυασμό με κάποιον αντί στοιχο λαρυγγικό φθόγγο (Η!, Η2 και Η3). Είναι βασική και πολύτιμη γλώσσα για την επανασύνθεση τής ΙΕ, αφού διατηρεί πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Στην Ανατολική οικογένεια, πλην τής Χεττικής, ανήκουν και οι Λουβική (ή Λουβιτική), Λυκική, Καρική, Παλαϊκή, που ερευνώνται ακόμη, πιθανόν δε και η Ετρουσκική. Μερικοί επιστήμονες δέχονται ότι οι Ετρούσκοι ξεκίνησαν από την Ανατολή και εγκαταστάθηκαν στον χώρο τής Ιταλίας και ότι η γλώσ σα τους ανήκει στην Ανατολική οικογένεια, γιατί εμφανίζει ομοιότητες με την Παλαϊκή και την Χεττιτική.
Αλβανική Η Αλβανική, γνωστή μόλις από τον 15ο αι. μ.Χ. από μετάφραση τού κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, διακρίνεται στη Γκεκική (Βόρεια Αλβανική) και την Τοσκική (Νότια Αλβανική). Λίγοι αλβανόφωνοι Έλληνες σε ορισμένες περιο χές τής Ελλάδος μιλούν ακόμη ένα ιδίωμα τής Τοσκικής, τα Αρβανίτικα. Η Τοσκική μιλιέται επίσης και στην Κάτω Ιταλία. Η παλαιότερη άποψη ότι η Αλβανική συνεχίζει πιθανώς την αρχαία Ιλλυ ρική, σήμερα δεν είναι ευρύτερα αποδεκτή. Ο κκαηε απέδειξε ότι η Αλβανι κή δεν συνδέεται με την Ιλλυρική. Την Ιλλυρική συνεχίζει στην Κάτω Ιταλία η Μεσσαπική γλώσσα.
Βαλτοσλαβικές γλώσσες Η Βαλτοσλαβική οικογένεια γλωσσών περιλαμβάνει: 1) τις Βαλτικές γλώσ σες και 2) τις Σλαβικές γλώσσες. Μεταξύ των γλωσσών αυτών και συγκεκρι μένα μεταξύ τής πρωτοβαλτικής και τής προωτοσλαβικής, υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία, που εξηγούνται μόνον αν δεχθούμε ότι οι λαοί που μιλούσαν αυτές τις γλώσσες συνέζησαν κάποτε στον ίδιο χώρο, προτού διασπασθούν στις επί μέρους οικογένειες.
52
(α) Β α λ τικ ές γλ ώ σ σ ες Σε αυτή την ομάδα γλωσσών ανήκουν: 1) η αρχαία Πρωσική, 2) η Λιθου ανική και 3) η Λεττική, που μιλήθηκαν και μιλιούνται και σήμερα -πλην τής Πρωσικής- στα ανατολικά παράλια τής Βαλτικής θάλασσας. Η αρχαία Πρωσική διατηρήθηκε μέχρι τον 17ο αι. και εν συνεχεία αφο μοιώθηκε από τη Γερμανική. Οι παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες της ανάγο νται στον 15ο-16ο μ.Χ. αι. Η Λιθουανική μιλιέται μέχρι σήμερα στην περιοχή τής Λιθουανίας, το δε αρχαιότερο κείμενό της είναι τού 16ου αι. (μετάφραση τής κατηχήσεως τού λ ο υ θ η ρ ο υ ). Μαζί με τη Χεττιτική θεωρείται από τις πιο συντηρητικές ΙΕ γλώσσες. Η πρώτη περιγραφή τής λιθουανικής γλώσσας έγινε από τον γλωσ σολόγο Αυο. δΟΗΐ,ΕΐΟΗΕΚ στο βιβλίο του Ηαπόί>ιιοΙι ά β τ 1ΐΐα υ Ϊ8θΙιβπ δρτα οίιβ (1857), όπου η Λιθουανική χαρακτηρίζεται ως η πιο αρχαιοπινής ΙΕ γλώσσα. Η Λεττική, συντηρητική επίσης γλώσσα, είναι γνωστή από κείμενα τού 16ου αι. Τη μιλούσαν και στην Εσθονία μέχρι τής κατακτήσεώς της από τους Φινλανδούς. 'Εκτοτε μιλιέται εκεί η Φινλανδική, μη ΙΕ γλώσσα. (β) Σ λ α β ικ ές γλώ σ σ ες Οι Σλαβικές γλώσσες διακρίνονται σε: 1) ανατολικές, 2) δυτικές και 3) νό τιες. Στις ανατολικές Σλαβικές ανήκει η Ρωσική, η οποία περιλαμβάνει τη Μεγαλορωσική τής Β. Ρωσίας, τη Λευκορωσική τής Δ. Ρωσίας και τη Μικρορωσική ή Ουκρανική τής Ν. Ρωσίας. Στις δυτικές Σλαβικές ανήκουν η Πολωνική, Τσεχική (ή Βοημική), Σλοβά κική, Σορβική και Πολαβική. Οι νότιες σλαβικές γλώσσες περιλαμβάνουν τη Σλοβενική, τη Σερβο κροατική και τη Βουλγαρική. Η Βουλγαρική διακρίνεται στην αρχαία Βουλ γαρική ή αρχαία εκκλησιαστική Σλαβική (Σλαβονική) και στη νεότερη Βουλ γαρική. Διακρίνουμε επίσης και μια παλαιότερη φάση τής Βουλγαρικής, τη λεγόμενη Πρωτοβουλγαρική, η οποία δεν είναι ΙΕ, αλλά Ουραλοαλταϊκής κα ταγωγής γλώσσα. Οι Βούλγαροι, λαός μογγολικής καταγωγής, αφού παρέμειναν στην περιο χή των ποταμών Βόλγα και Ντον, εγκαταστάθηκαν τον 7ο αι. στην περιοχή μεταξύ Δουνάβεως και Χερσονήσου τού Αίμου. Εκεί υπέταξαν τους Σλάβους και ίδρυσαν μικρό κράτος υπό τον Ασπαρούχ. Ήλθαν σε επαφή με τους Βυ ζαντινούς και χρησιμοποίησαν ως επίσημη γλώσσα την Ελληνική, στην οποία και έγραφαν για ορισμένο διάστημα. Από την περίοδο εκείνη έχουν βρεθεί επιγραφές σε ελληνική γλώσσα, που έχουν εκδοθεί από τον βούλγαρο γλωσσολόγο ΒΕ50Η Ε\νυΕ\ν σε δύο βιβλία: α) ΰΐβ £ Π 6θΛΐ5θ /ιε 8ρτΆθΗβ ΐπ άβα ηΓδα1§ατΪ8εΙιβη ΙηεοΙιήίΐβπ («Η ελληνική γλώσσα στις αρχαίες βουλγαρικές επιγραφές», Σόφια 1926) και β) Όΐβ ρΓθίσΙ>υ1§ίΐΓΪ8αΙιβπ Ιηεοΐιήίΐβη («Οι αρχαί ες βουλγαρικές επιγραφές», Σόφια 1934). Τον 9ο αι. επήλθε ο γλωσσικός εκσλαβισμός των Βουλγάρων. Την ίδια επο χή έγινε και ο εκχριστιανισμός τους, που είχε ως αποτέλεσμα και το πρώτο μεγάλο μνημείο τής σλαβικής γλώσσας, τη μετάφραση τής Αγίας Γραφής από
53
τους κυριλλο και μεθοδιο στην αρχαία εκκλησιαστική Σλαβική, που είναι γνωστή και ως αρχαία Βουλγαρική ή Σλαβονική.
Κελτικές γλώσσες Η Κελτική, που μιλιόταν παλιά στο μεγαλύτερο τμήμα τής δυτικής Ευρώ πης (Γαλλία, Ισπανία, Αγγλία, Ιρλανδία), διακρίνεται: 1) στη Βρετανική, 2) στη Γοϊδελική και 3) στη Γαλατική. Η Βρετανική είναι μια ομάδα κελτικών γλωσσών που περιλαμβάνει τη Βρετονική, Ουαλική και Κορνουαλική. Η Βρετονική μιλιέται σήμερα στη Βρε τάνη (Γαλλία), η δε Ουαλική στην Ουαλία (Αγγλία). Οι πρώτες μαρτυρίες -μεμονωμένες λέξεις- που έχουμε από τις δύο αυτές γλώσσες είναι τού 8ου αι. Κείμενα έχουμε από τον 11ο αι. Η Κορνουαλική δεν διατηρήθηκε- εξέλιπε περί το 1800. Η Γοϊδελική διακρίνεται στην Ιρλανδική και τη Σκωτική. Για τη γλωσσο λογία περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η Ιρλανδική, από την οποία έχουμε κείμενα και επιγραφές που ανάγονται στον 5ο αι. μ.Χ. Η Σκωτική παραδίδεται πολύ αργότερα, τον 15ο αι., έτσι έχει λιγότερη σημασία. Η Γαλατική, η γλώσσα των Γαλατών, έπαυσε να χρησιμοποιείται αρκετά νωρίς, περί τον 5ο μ.Χ. αι. Σώζονται μόνο ορισμένες μεμονωμένες λέξεις, ελά χιστες επιγραφές και τοπωνύμια. Οι κελτικές γλώσσες ενδιαφέρουν για τη μεγάλη επίδραση που είχαν στη Γαλλική. Πολλές συντάξεις, λέξεις και στοιχεία τής Γαλλικής που δεν είναι λατινογενή, προέρχονται από τη Γαλατική. Η Ιταλική εμφανίζει μεγάλη συγγένεια με τις κελτικές γλώσσες, που -όπως είπαμε- οδηγεί μερικούς να μιλούν για στενότερη γενετική συγγένεια των δύο γλωσσικών οικογενειών.
Τοχαρική Η Τοχαρική γλώσσα έγινε γνωστή τελευταία, περί το 1900, από επιγραφές που βρέθηκαν στο Α. Τουρκεστάν. Αποκρυπτογραφήθηκε με τη βοήθεια δί γλωσσων κειμένων (σε Τοχαρική και Σανσκριτική), τα οποία χρονολογούνται μεταξύ 7ου και 8ου αι. Η Τοχαρική, ενώ είναι ανατολική γλώσσα, ανήκει στη διαλεκτική ομάδα των οβηίαιη γλωσσών. Διακρίνεται σε δύο μεγάλες διαλε κτικές ομάδες, την Τοχαρική Α (ή ανατολική Τοχαρική) και την Τοχαρική Β' (ή δυτική Τοχαρική). Αφού αφομοιώθηκε από τις μογγολικές γλώσσες, η Το χαρική έπαψε να μιλιέται μετά τον 7ο αι. μ.Χ.
Η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων Παλαιότερα, ως αρχική κοιτίδα («ΙΐΓ-ΙιβΐπηιΙ») των Ινδοευρωπαίων εθεωρείτο η Ανατολή (Ασία) για τους εξής κυρίως λόγους: (α) Η Ανατολή, κατά τη ρομαντική άποψη τού ηεκοεκ κ.ά., είναι το «λίκνο των λαών».
54
(β) Πολλές μετακινήσεις λαών έγιναν από την Ανατολή (Μογγόλοι, θύννοι, Άβαροι). (γ) Πατρίδα τής αρχ. Ινδικής, που για αρκετό καιρό εθεωρείτο η αρχαιό τερη ΙΕ γλώσσα, ήταν η Ασία. Σε νεότερους χρόνους, η μελέτη τής γλώσσας και τής ιστορίας τού πολι τισμού («γλωσσο-ιστορικο-πολιτιστική μέθοδος») ενίσχυσε την άποψη ότι η Ευρώπη μάλλον πρέπει να υπήρξε η πρώτη κοιτίδα των ΙΕ. Η θέση αυτή στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα επιχειρήματα: (ί) «Το επιχείρημα τής φηγού» («ΒιιοΙιοη-ΑΓβΐιιηοηΙ»). Τα ελλην. φηγός (ση μερινή οξυά), λατ. ίϋ§ιΐδ, γερμ. ΒιιοΙιο, ρωσ. ΐ>ιιζίπα, περσ. &ϋζ ανάγονται σε ΙΕ *β1ια(ιι)£- και δηλώνουν δέντρο γνωστό στους ΙΕ, που για κλιματολογικούς λόγους φύεται μόνο στην Ευρώπη και μάλιστα όχι στην ανατολική. Κατά το επιχείρημα αυτό, οι ΙΕ πρέπει να ξεκίνησαν από την ευρωπαϊκή περιοχή εντεύθεν τής γραμμής Κοηηί§δΙ)ει·£ (σημερ. Κα1ίηίιΐ£πι<1) - Οδησσού, δηλ. από την περιοχή μεταξύ Βαλτικής και Εύξεινου Πόντου. (ϋ) «Το επιχείρημα τής Θάλασσας» («Μθ6ΓΆΓ§υιη©ηΙ»). Τα από ΙΕ *ιηοπ («κλειστή θάλασσα») προερχόμενα γερμ. Μβοτ, λατ. πιάτο, αρχ. βουλγ. ιηοηο, αρχ. ιρλανδ. πιιπι·, λιθουαν. πιαΓέδ δηλώνουν τη «θάλασσα» και μάλιστα την «κλειστή θάλασσα». Η παρατήρηση αυτή οδήγησε τους μελετητές στο συ μπέρασμα ότι η πατρίδα των ΙΕ θα βρισκόταν σε περιοχή τής Ευρώπης κοντά σε κλειστές θάλασσες και τέτοια είναι πάλι η γραμμή από τη Βαλτική μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. (ίϋ) Οι Τοχάροι, ενώ κατοικούσαν στο Ανατολικό Τουρκεστάν, γνώριζαν ονόματα ψαριών που απαντούν μόνο στη Βαλτική θάλασσα. Από τέτοιου είδους συλλογισμούς η πατρίδα των Ινδοευρωπαίων τοποθε τείται σήμερα στον ευρωπαϊκό γεωγραφικό χώρο και μάλιστα στην περιοχή μεταξύ Βαλτικής και Ευξείνου Πόντου.
Ο όρος «Ινδοευρωπαϊκός» Για τον χαρακτηρισμό τής οικογένειας των γλωσσών στην οποία ανήκει και η Ελληνική, χρησιμοποιούνται οι όροι: (ί) Ινδοευρωπαϊκός (Ιηάο-ΕιίΓορβίΐη, ΙΕ). Είναι ο όρος που έχει από καιρό καθιερωθεί και χρησιμοποιείται ευρύτερα για να δηλώσει την εν λόγω γλωσ σική οικογένεια. Είναι χαρακτηρισμός «γεωγραφικός» και βασίζεται στο ότι η ΙΕ μιλήθηκε από τις Ινδίες μέχρι και την Ευρώπη. Μειονέκτημα τού όρου αυτού είναι ότι στον γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνει, και ιδιαιτέρως στην Ευρώπη, μιλιούνται και μη ΙΕ γλώσσες: Ουγγρική, Φινλανδική, Βασκική, Τουρκική. (ϋ) Ινδογερμανικός (Ιηάοςοπη&ηίδοΐι, Ιά§.). Χρησιμοποιείται σχεδόν απο κλειστικά από τους Γερμανούς επιστήμονες. Είναι επίσης «γεωγραφικός» ορισμός, που βασίζεται στο ότι η ΙΕ μιλήθηκε από τις Ινδίες μέχρι την Ισλαν δία, που είναι γερμανόφωνη περιοχή. Αλλά αν ληφθούν υπ’ όψιν τα γεωγρα φικά όρια, ορθότερος θα ήταν ο όρος Ινδοκελτικός, γιατί το δυτικότερο άκρο τής ΙΕ είναι η Ιρλανδία. Ο τελευταίος αυτός όρος δεν χρησιμοποιήθηκε και
55
για άλλους λόγους και επειδή, όταν πλάσθηκε ο όρος Ινδογερμανικός, η Κελ τική δεν είχε ακόμη αναγνωρισθεί ως ΙΕ γλώσσα. (ίϋ) Ιαπετικός. Χρησιμοποιήθηκε από τον χατζιδακι και άλλους Έλληνες επιστήμονες. Είναι όρος μυθολογικός και προέρχεται από το όνομα τού Ιαπετού, γυιου τού Ουρανού και τής Γαίας, βασιλιά των Τιτάνων, προγόνου τού ανθρωπίνου γένους. Ο όρος αυτός δεν είναι ευρύτερα γνωστός εκτός τής Ελλάδος.
Γενικά χαρακτηριστικά τής ΙΕ γλώσσας Το φωνολογικό σύστημα τής ΙΕ Φωνήεντα Το Φωνηεντικό σύστημα τής ΙΕ αποτελείται από τα πέντε βασικά φωνήε ντα α, 6, ο, ί και υ, που εμφανίζονται ως βραχέα και ως μακρά. Τα α, 6, ο αποτελούν τα κυρίως φωνήεντα, ενώ τα ί και υ έχουν ημιφωνικό χαρακτήρα. Στα βραχέα φωνήεντα πρέπει να προστεθεί ένα ακόμη κεντρικό φωνήεν, γνωστό ως δοΐίλνα ίηάο§βηη&ηίοιιιη (ο). Σχηματικώς το βασικό σύστημα των βραχέων και μακρών φωνηέντων τής ΙΕ έχει ως εξής: , ϊ
ΰ 6
9 α
ϊ
0
ϋ Β
'
ό ά
Στην αποδοχή τού δο1ι\ν& ίηάο£0 ΓΐηΣΐηίοιιιη αναγόμαστε από τη σύγκριση ΙΕ τύπων όπως ελλ. πατήρ, λατ. ραίβΓ κ.λπ., αλλά σανσκρ. ρίΐδ, ή ελλ. στατός, λατ. δΐ&ΐυδ, αλλά σανσκρ. δϋιίϋύι. Η εμφάνιση στη Σανσκριτική τού ί, αντί των αναμενομένων α, β, ο, οδήγησε στην υπόθεση ότι στην ΙΕ υπήρχε ένας «μόρμυρος» φθόγγος, το *9, το οποίο διαφοροποιήθηκε στις επί μέρους ΙΕ γλώσσες. Στις περισσότερες γλώσσες εμφανίζεται ως α (ελλ. πατήρ, λατ. ραίοΓ, γοτθ. ί&άζτ), ενώ στην αρχ. Ινδική ως ϊ (ρϊίδ, δΐΜ-Ιώ, αάϊΐίΐ). Δίφθογγοι Δίφθογγος είναι ο συνδυασμός δύο φωνηέντων, ενός ανοικτού ή ανοικτό τερου (α, β, ο) ως προτακτικού στοιχείου και ενός κλειστού (ί, ιι) ως υποτα κτικού στοιχείου, τα οποία συμπροφέρονται και αποτελούν μία συλλαβή. Αναλόγως τής ποσότητας τού προτακτικού φωνήεντος τής διφθόγγου, αναλόγως δηλ. τού αν ήταν βραχύ ή μακρό φωνήεν, στην ΙΕ διακρίνονται δύο σει ρές διφθόγγων: α) οι βραχύφωνες και β) οι μακρόφωνες δίφθογγοι:
56
(α) 61
οί
(β) 611
αί
ου
6ΐ
οί
6υ
δί
αυ
δυ δυ
Το σύστημα των διφθόγγων τής ΙΕ διασώθηκε σχεδόν αυτούσιο στην αρ χαία Ελληνική. Ημίφωνα Τα ημίφωνα διακρίνονται στα «κυρίως ημίφωνα» ή «φωνηεντικά ημίφω να» και στα «συμφωνικά ημίφωνα», τα οποία υποδιαιρούνται σε υγρά (1, γ) και έρρινα (ίη, π) (θεωρία δίενΕΚδ-ΕΟΟΕΚΤΟΝ). Χαρακτηριστικό των ημιφώνων είναι ότι έχουν φωνηεντική και συμφωνική μορφή: Συμφωνικά
Φωνηεντικά *γ
*\ν
Α
, / \
*1 υ ή \(Ρ )
*γ
Α 11
Α.γ
γ
*ιπ
*η
Α.πι ηΑή
ίη
Ως φωνήεντα εμφανίζονται σε περιβάλλον προ συμφώνου ή στο τέλος λέ ξεως, ως σύμφωνα δε προ φωνήεντος: *εϊ-ιηΐ > ει-μι, *ί-πιεη > ι-μεν, αλλά *γ-επΙί > σανσκρ. γ-£ηΙϊ *Όγειι-δ > Ζεύ-ς, αλλά *ϋΐ\ν-θ8 > ΔιΡ-ός (Διός) *ραΐ6Γ-φ > πατέρα, αλλά *ραΐΓ-3Ϊ > πατρά-σι *ΐ6ΐη-ηο > τέμ-νω, αλλά *Ιιρ-είη > ταμ-εϊν Σύμφωνα Η κυριότερη κατηγορία συμφώνων τής ΙΕ είναι τα λεγάμενα κλειστά σύμ φωνα. Τα σύμφωνα αυτά είναι: ΑΗΧΑ
Χειλικά Οδοντικά Ουρανικά Υπερωικά Χειλοϋπερωικά
Ρ ι 1( Κ Κ"
ΗΧΗΡΑ
ΗΧΗΡΑ ΔΑΣΕΑ
13 ά £ 8 8*
1»Η άΗ
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το δ. (Τα υγρά και τα έρρινα συγκατα λέγονται στα ημίφωνα).
57
Ληκτικά σύμφωνα Στην ΙΕ, αντίθετα με την Ελληνική, κάθε σύμφωνο όπως και κάθε φωνή εν μπορούσε να ήταν ληκτικό: *§βηβδοιη (*γενέσων > γενών) *1ί*ί(1 (τί, λατ. ςαϊφ *γβ1ς«Γΐ (ήπαρ, λατ. ^ ο ιγ ) Τονισμός Η θέση τού τόνου στην ΙΕ, αν κρίνουμε από άλλες ΙΕ γλώσσες όπως η Σανσκριτική, ήταν ελεύθερη. Η λέξη δηλ. μπορούσε να τονίζεται σε οποιαδήποτε συλλαβή: ♦βΙιέΐΌΐηβηοδ (πβ. σανσκρ. ϋΙιέΐΉΐηαηαίι) *βΗέΓοηΐ6ηοχγο (πβ. σανσκρ. &Η3Τ£ΐιη£ΐηΗ8γ£ΐ) Στην Ελληνική ο τόνος περιορίστηκε σε μία από τις 3 από τού τέλους συλ λαβές κατόπιν λειτουργίας τού νόμου τής τρισυλλαβίας.
Μεταπτώσεις Στην ΙΕ οι μεταβολές των ριζών/θεμάτων/προσφυμάτων κατά το φωνηε ντικό στοιχείο γίνονταν εν συνδυασμώ προς τον τόνο. Ρίζες τονιζόμενες δια τηρούν την αρχική τους μορφή που ονομάζουμε απαθή βαθμίδα· ρίζες που δεν τονίζονται παθαίνουν διάφορες μεταβολές, από τις οποίες κυριότερη εί ναι η σίγηση τού βασικού φωνήεντος τής ρίζας (μηδενισμένη βαθμίδα): *68-ιηΐ (ειμί) : *δ-έη1ϊ (εισί), *έί-ιπί (ειμι) : *ΐ-πιέδ (ΐμεν) Οι μεταπτώσεις πρέπει να ήταν ευρύτερο φαινόμενο τής ΙΕ, διότι απα ντούν σε όλες σχεδόν τις ΙΕ γλώσσες: ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ιεη-, Ιοη-, Ιη(τέν-ων, τόν-ος, τά-σις - τέ-ταν-ος) Ιείρ-, Ιοϊρ-, Ιϊρ(λείπ-ω, λοιπ-ός, ελιπ-ον) §εη-, §οη-, §η / §η- (γέν-ος, γόν-ος, γί-γν-ομαι, γέ-γά-α) ΛΑΤΙΝΙΚΗ
Ιέ§ο, 1ό§-£ΐ, Ιδ§-ιι1α ίέ ΐ Ό , ίθ Γ δ
ΣΑΝΣΚΡΙΤΙΚΗ ρΐ-ΐ3Γ, ρΐ-ΐΓ-6, ρΐ-ΐΓ-8υ: (<Ι3)-15Γ-3Π1
58
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ
δρίΌοΙι-βη, δρΓαοΙι, £6-δρτοο1ι-6η ΑΓΓΛΙΚΗ
ν^ΓΪίβ, λΥΓΟίβ, ^ΓΐΙΙβη Το πλήρες σύστημα των μεταπτώσεων, όπως φάινεται λ.χ. στην περίπτω ση τού επιθήματος -Ιογ-, εμφανίζει την εξής μορφή: Απαθής βαθμίδα Ετεροιωμένη Εκτεταμένη Εκτεταμένη - Ετεροιωμένη Μηδενισμένη Συνεσταλμένη
(Α) (0) (Ε) (ΕΟ) (Μ) (Σ)
1©Γ ΙΟΓ ί&Τ ΙΟΓ ΙΓ ίΐ
(πβ. πα-τέρ-α) (πβ. άπά-τορ-α) (πβ. πα-τήρ) (πβ. άπά-τωρ) (πβ. πα-τρ-ός) (πβ. πα-τρά-σι)
Από θεωρητικής πλευράς, ό,τι προξενεί τις «διαταραχές» στον φωνηεντισμό των ρημάτων και των ομορρίζων γενικότερα, δημιουργώντας τις ποικίλες μορφικές «ανωμαλίες» (ανώμαλα ρήματα, μορφικώς απομακρυσμένα ομόρριζα κ.λπ.), οφείλεται κατά κανόνα στις μεταπτώσεις τού φωνήεντος τής ρίζας. Στην πραγματικότητα, όμως, οι μεταβολές στο φωνήεν τής ρίζας απαρτίζουν κανονικότητες, συστηματικώς επαναλαμβανόμενες και, γι’ αυτό, προβλέψιμες μεταβολές, που ερμηνεύουν τον φωνηεντισμό διαφόρων συγγενών τύπων. Έτσι φαινομενικώς απομακρυσμένοι ή και άσχετοι τύποι, όπως λ.χ. οι είδος - ισμεν - οιδα ή Θείνω - φόνος - πέφαται - έπεφνον ή εις - μία - ήμιόμοϋ κ.τ.ό., συνδέονται στενά μεταξύ τους, αφού αποτελούν διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες τής ίδιας ρίζας: Α Ρειδ- (εΐδος) 0 Ροιδ- (οιδα) Ε ΕΟ (ιδ-εϊν, ισ-μεν < *ιδ-μεν, εϊδον< *ε-Ριδ-ον) Μ/Σ Ριδ -
Α 0 Ε ΕΟ Μ Σ
Θενφονφνφά-
(*Θεν-]ω > θείνω, ρ. *§χν1ΐ6η-) (*φόν-ος, ρ. *§^ν1ιοη->)
Α 0 Ε ΕΟ Μ Σ
δ6Π130Π1δβπι 8Π1δΐη-
(εις < *1ιβη-δ < *δ©η-δ < * δειη-δ,) (όμ-οϋ, δμ-οιος, δμ-ως) (ήμ-ισυς)
(έπεφνον < *ε-φε-φν-ον, ρ. (πέφαται < *φε-φα-ται, ρ. *§νν1ιη->)
(μία < *δΐη-ία, πβ. σμικρός - μικρός) (άμ-α < *δΐη-α, ά-παξ)
59
Γενικά περί τού μορφολογικού συστήματος τής ΙΕ Η δομή των λέξεων τής ΙΕ έχει την εξής μορφή: (ΠΡΟΘ.) -
ΡΙΖΑ *6δ6δ*ΜΐβΓ*ά&ϊίφ *ά&ίφ*ρ3*ϋγόυ-
(ΕΠΑΥΞ.) 6-
(ΕΠΙΘ.) - (ΚΑΤΑΛ.) -ΓΠ1 > *εσ-μι > ειμί -ψ > *ε-εσ-α > ήα -ί& > φέρετε > δέκα Ιο-δ > δέκατος 10Γ > πατήρ -δ > *Ζηυς > Ζεύς
Εκτός από το σταθερό στοιχείο τής ρίζας, τα λοιπά στοιχεία (προθήματα, επαυξήσεις, επιθήματα) δεν εμφανίζονται υποχρεωτικά. Τέλος, οι καταλή ξεις, μολονότι μη υποχρεωτικές, είναι συνήθεις στα κλιτά στοιχεία τού λόγου (όνομα, ρήμα). Οι καταλήξεις, ειδικότερα, στην ΠΙΕ πιθανόν να ξεκίνησαν ως ανεξάρτη τα στοιχεία, δηλωτικά γραμματικών σχέσεων, όπως το πρόσωπο κ.ά.: π.χ. *-ιηί = «εγώ» (πβ. μέ) *-δί = «εσύ» (πβ. σύ/τύ) Εξάλλου, όπως διαπιστώνεται από την επανασύνθεση, ήδη στην ΙΕ γινό ταν μορφολογική διάκριση των γνωστών μερών τού λόγου. Ειδικότερα ως προς το όνομα και το ρήμα, που συνθέτουν τον κορμό τής γλώσσας, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: (α) Όνομα Ήδη στην ΙΕ γινόταν διάκριση μεταξύ ουσιαστικού και επιθέτου με βάση το γένος. Εν αντιθέσει προς το επίθετο όπου διακρίνονταν τρία γένη, στο ου σιαστικό διακρινόταν ένα μόνο γένος ή σπανιότερα δύο: Ουσιαστικό (δυβδίαηΐίνυιη) και επίθετο (αφβοΐίνυιη) συναποτελούν την κατηγορία τού ονόματος (ηοιηοη). Το όνομα τής ΙΕ χαρακτηρίζεται από τις γραμματικές κατηγορίες τού γέ νους, τού αριθμού και των πτώσεων. Ήδη στην ΙΕ υπήρχε η τριμερής διάκριση τού γραμματικού γένους (§οηυδ) σε αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο, όπως φαίνεται από ορισμένες αρχαιότε ρες ΙΕ γλώσσες που την έχουν διατηρήσει (Ελληνική, Αρχαία Ινδική, Λατινι κή, Γερμανική, Σλαβική, Κελτική). Υποστηρίζεται η θεωρία (μειιχετ κ.ά.) ότι αρχικά η ΙΕ διέκρινε μόνο δύο κατηγορίες γένους, τα έμψυχα και τα άψυχα. Εν συνεχεία τα έμψυχα διακρίθηκαν σε αρσενικά και θηλυκά, ακολουθώντας αρχικά αντίστοιχες διακρίσεις τού φυσικού γένους (δβχιΐδ). Αργότερα, όταν η διάκριση έπαψε να ανταποκρίνεται στη διαφοροποίηση κατά το φυσικό γένος,
60
επεκτάθηκε και στα άψυχα, που διακρίθηκαν επίσης σε αρσενικά και θηλυ κά. Τα τελευταία αυτά, επειδή αρχικά δεν μετείχαν τής κύριας διακρίσεως (τού φυσικού γένους) σε αρσενικά και θηλυκά, αργότερα δε παρείχαν και την αίσθηση ότι μπορούσαν αδιακρίτως να δηλώνουν τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό γένος, χαρακτηρίστηκαν από τους αρχαίους Έλληνες ως «μεταξύ» (Αριστοτέλης) ή ως «ουδέτερα» (αλεξανδρινοί γραμματικοί). Τριμερής επίσης διάκριση γινόταν στο όνομα (όπως και στο ρήμα) τής ΙΕ ως προς την κατηγορία τού αριθμού. Τα ονόματα τής ΙΕ διέκριναν ενικό (8Ϊη§ιιΐ3Πδ), πληθυντικό (ρΐιιπιΐΐδ) και δυϊκό (άιιαίίδ) αριθμό. Η κατάσταση αυ τή διατηρήθηκε στην Ελληνική, αρχ. Ινδική, αρχ. Ιρλανδική, αρχ. Σλαβική και Λιθουανική. Ο δυϊκός τής Ελληνικής χρησιμοποιείται ακανόνιστα στη γλώσ σα των Επών, αλλά κανονικά στην αττική διάλεκτο- χάνεται νωρίς στην ιω νική, ενώ ορισμένες δωρικές και αχαϊκές διάλεκτοι μαρτυρούν χρήση τού δυϊκού αριθμού μέχρι και των ελληνιστικών χρόνων. Ως προς το σύστημα των πτώσεων η ΙΕ, πέρα των γνωστών πτώσεων τής Ελληνικής, φαίνεται από την επανασύνθεση πως διέθετε τρεις ακόμη πτώ σεις: την αφαιρετική (ίώΐ&ΐϊνιΐδ) που υπάρχει στη Λατινική, την τοπική (ΙοοαΙϊνιΐδ) και την οργανική (ΐηδΙπιιηβηΐΣΐΙϊδ). Και οι τρεις αυτές πτώσεις μαρτυρούνται κανονικά στο σύστημα τής αρχ. Ινδικής. Στην Ελληνική σώζονται ίχνη μόνο των πτώσεων αυτών: η κατάληξη -θεν (οικοθεν, άγρόθεν), που εί ναι υπόλειμμα αφαιρετικής πτώσεως. Υπολείμματα τοπικής πτώσεως, όπως οι τύποι οικοι, έκεϊ, αύτόθι. Τέλος, υπόλειμμα παλαιάς οργανικής πτώσεως είναι η κατάληξη -φι (ιφι). Η ΙΕ περιελάμβανε δύο μεγάλες κατηγορίες ονομάτων, τα θεματικά (με παρεμβολή θεματικού φωνήεντος μεταξύ θέματος και καταλήξεως) και τα αθέματα (άνευ παρεμβολής θεματικού φωνήεντος), που χονδρικώς αντιστοι χούν προς τα τριτόκλιτα (τα αθέματα) και τα πρωτόκλιτα/δευτερόκλιτα (τα θεματικά) τής Ελληνικής. Για να δοθεί μια εικόνα των σχέσεων μεταξύ των ληκτικών συστημάτων των ΙΕ γλωσσών, παρέχουμε εδώ τις καταλήξεις των θεματικών ονομάτων σε -ο/β- (δηλ. των δευτεροκλίτων τής Ελληνικής) τού τύ που 6 λύκος (ΙΕ ♦ννΐ^οδ), όπως εμφανίζονται στην Ελληνική, στη Σανσκριτι κή και στην επανασυντιθέμενη ΙΕ:
ονομαστική γενική δοτική αιτιατική κλητική ονομαστική γενική δοτική αιτιατική κλητική
. ΙΕ *\ν11ίλν-θδ -οδγο -δί -ΟΠ1 -β -δδ -όιη -&Ιι(γ)θ3 -δηδ -δδ
Ελληνική λύκ-ος -οιοΙ-οοΙ-ου -ωι(φ) -ον -ε -οι -ων -οις -ους -οι
Σανσκριτική *νΓΐί-3.3 ·δγα -απι -α -δδ -δηαπι -βΙ>1ιγ&3 -δη(δ) -δδ
61
(β) Ρήμα Το ρηματικό σύστημα τής ΙΕ, όπως δείχνει η επανασύνθεση, περιελάμβανε ήδη τα περισσότερα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ρήμα των επί μέρους γλωσσών, ιδίως τής Ελληνικής. Περιελάμβανε δύο διαθέσεις, την ενεργητική και τη μέση -η παθητική είναι δημιούργημα τής Ελληνικής και ορισμένων άλλων ΙΕ γλωσσών. Περιελάμβανε επίσης τέσσερεις εγκλίσεις, την οριστική, την υποτακτική, την ευκτική και την προστακτική. Εκεί όπου δια φοροποιείται αρκετά από τις μετέπειτα εξελίξεις είναι στην κατηγορία των χρόνων. Στην πρώιμη φάση τής ΠΙΕ το ρήμα διέκρινε τρεις βαθμίδες: ΡΓ&&8&Π8 (παρόν - ενεστώτας) - Ρταβίοπΐαπι (παρελθόν - παρωχημένος) - ΡετίοοΙχιπι (τε τελεσμένο - παρακείμενος). Το ΡΓ&βίοπίυιη δεν διακρινόταν ακόμη σε παρα τατικό και αόριστο. Η διάκριση αυτή είναι μεταγενέστερη εξέλιξη και δεν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες. Υπολείμματα αυτής τής καταστάσεως (τής μη διακρίσεως παρατατικού και αορίστου) στην Ελληνική είναι ο τύπος έφα που σημαίνει «έλεγε» αλλά και «είπε». Αργότερα στην Αττική δημιουργείται το έφησα, οπότε το έφα περιορίζεται στη χρήση τού παρατατικού. Τέλος, στην ΙΕ δεν υπήρχε ο παρακείμενος σε -κα, που, όπως και οι πα θητικοί μέλλοντες και αόριστοι (λυθήσομαι, έλύθην), η ευκτική τού μέλλο ντος (πράξοιμι), οι καταλήξεις β' και γ' ενικού προσώπου -εις, -ει (ΙΕ *-δί, *-ΐί) και άλλα στοιχεία, είναι νεότερα δημιουργήματα τής Ελληνικής. Όπως και στο όνομα, διακρίνονται δύο μεγάλες κατηγορίες ρημάτων στην ΙΕ: τα θεματικά (τύπος: φεύγ-ω) και τα αθέματα (τύπος: δίδω-μι). Στην Ελλη νική τα θεματικά διακρίνονται περαιτέρω σε βαρύτονα (φεύγ-ω) και περισπώμενα ή συνηρημένα (τιμώ, κινώ, δηλώ). Για να φανεί πάλι η συγγένεια των ληκτικών συστημάτων τού ρήματος, δίνουμε τον ενεστώτα και τον πα ρατατικό τής οριστικής τού ρήματος ειμί: ΙΕ
Αρχαία Ινδική
Ελληνική
Ενεστώτας *6δ-ΠΠ * 6 δ -δί *6δ-1ί
&δ-πιί άδί (<*&δ-δί) άδ-Ιί
* δ -π ΐ6 δ /δ -ιη ό δ
δ -π ιά δ
*δ-1ό *δ-6ηΙί
δ-ΐΜ δ-άπΐί
*όδ-ιρ *6δ-δ *6δ-1 *0δ-ΓΠ6
*βδ-1β *6δ-βηΙ
ειμί (<*εσ-μι) έσ-σί/ει έσ-τί έσ-μέν/δωρ. είμές έσ-τέ εισί (<*σ-εντι)
Παρατατικός άδ-απι δδ-απι ή-α (<*&8-φ) / ή / ήν δδ (<*&δ-δ) / δδίδ δδ (<*δδ-1) / δδίΐ δδ-ιπα
δδ-Ια δδ-αη
ήσ-θα ής / ήεν / ήν ή-μεν ή-τε ή-εν (<*δ86Πΐ) / ήσαν
62
Σύνταξη Οι γνώσεις μας στον τομέα τής συντάξεως είναι σχετικά περιορισμένες. Με βεβαιότητα μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες γενικότερες παρατηρή σεις. Η σειρά των λέξεων στην ΙΕ φαίνεται να ήταν ελεύθερη. Περιορίζεται σιγά-σιγά στις διάφορες ΙΕ γλώσσες όπως στη Σανσκριτική, όπου το ρήμα παγιώνεται στο τέλος, ή στην αρχ. Ιρλανδική, όπου το ρήμα τοποθετείται μό νο στην αρχή τής προτάσεως. Στην Ελληνική η ελεύθερη σειρά των λέξεων έχει ως επί το πλείστον διατηρηθεί. Η συμφωνία των συντακτικών όρων τής προτάσεως (επιθέτου - ουσια στικού, υποκειμένου τού ρήματος - ρήματος) είναι χαρακτηριστικό που ανά γεται επίσης στην ΙΕ. Η σύνδεση των προτάσεων στην ΙΕ γίνεται με τους δύο βασικούς τρόπους, τής παρατάξεως και τής υποτάξεως. Αντιθέτως, επί μέρους στοιχεία όπως η γενική απόλυτος ή η αττική σύ νταξη είναι μεταγενέστερες επί μέρους εξελίξεις.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
65
Πρωτο-ελληνική Πρωτο-ελληνική (ΠΕ) ονομάζεται η προδιαλεκτική περίοδος τής ελληνι κής γλώσσας. Οι Έλληνες, κατά την κρατούσα άποψη, αφού αποσπάστηκαν από τους λοιπούς ΙΕ, συνέζησαν για πολύ (πιθανώς κατά την περίοδο 30002000 π.Χ., αλλά οπωσδήποτε προ τού 2000) κάπου στις ουγγρικές πεδιάδες και διαμόρφωσαν την πρώτη ελληνική γλώσσα, την Πρωτο-ελληνική ή Προϊ στορική Κοινή ή Προδιαλεκτική Ελληνική. Μια σειρά νόμων που λειτούργησαν μετά την απόσπαση τής Ελληνικής από τις λοιπές ΙΕ γλώσσες, δημιούργησε τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την Πρωτο-ελληνική και τη διαφοροποιούν από την ΙΕ. Τα στοιχεία αυτά είναι φωνολογικά, μορφολογικά, σημασιολογικά και συντακτικά. Ως πρωτο-ελληνικά χαρακτηρίζονται γενικώς τα υπερδιαλεκτικά στοιχεία τής Ελληνικής. Οι κυριότερες φωνολογικές μεταβολές, που διακρίνουν την Πρωτοελληνι κή από την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, είναι κυρίως οι εξής: (ΐ) Το ΙΕ β αντιπροσωπεύεται στην ΠΕ ως ά, αλλά και ως ε και ο, όταν αποτελεί εξασθενωμένη βαθμίδα αρχικών μακροφώνων ριζών σε η και ω αντιστοίχως:
*ά:
*9 > ά *9>ά
δ: 0:
*9 > 6 *9 > ό
*ρ9ΐδΓ > π&τήρ *8ΐ5- (> ϊ-στα-μι): *δΐ3- > στά-τός, στά-σις [λατ. δΙ&Ιιΐδ, σανσκρ. δΐΗΐίαΙι] *άΗδ- (> τί-θη-μι): *<11ΐ3- > θε-τός [σανσκρ. άΗί-ΐαΗ] *<1θ- (> δί-δω-μι): * δο-τός [λατ. <Μ-Ιιΐδ, σανσκρ. ά-άϊ-ΐα]
(η) Το *γ τής ΙΕ εξελίχθηκε στην ΠΕ κατά περίπτωση ως εξής: α) Στην αρχή λέξεως προ φωνήεντος έγινε δασύ (Η) ή αναπτύχθηκε προ τού γ ο φθόγγος <1(^υ), όλο δε το σύμπλεγμα <1γ εξελίχθηκε τελικά φωνητικώς σε άζ (ζ): *γ- > Η*γβ1ί'νΓΐ > ήπαρ [σανσκρ. γ3ΐσΐ, λατ. ]βοιπ·] *γ- > V > άζ- (ζ) *γιι§οπι > ζυγόν [λατ. ]ιι§ιιγπ, σανσκρ. γιι§απι, χεττ. γυ^η, γοτθ. γιι1ί] (β) Μεταξύ φωνηέντων ετράπη σε δασύ και μετά σιγήθηκε: *γ- > *-1ι- > -0 *ΐΓβγβδ > *ΐΓβ1ΐ68 > τρεις [λατ. Ιγ68, σανσκρ. ΐΓ2γα8] (γ) Το γ μαζί με διάφορα σύμφωνα κατέληξε σε διάφορα συμπλέγματα, όπως λ.χ. τα <1γ και §γ που εξελίχθηκαν φωνητικώς σε άζ (ζ):
66
*άγ > άζ (ζ)
*§γ > άζ (ζ)
*ϋγευδ > *Ζηυς > Ζεύς [σανσκρ. ϋγϋιφ] *ρβά-γοδ > πεζός [*ρεά- > πεδ-, ποδ-, λατ. ρεά-ίχ, σανσκρ. Ρ»<1] *οά-γο > όζω [λατ. ο ά -ο Γ , *οδ-μη > οσμή, όδωδα] *φυγ-χα > *φύζα [φυγ-ή, φεύγ-ω] *ννΓβ§-γο > *Ρρεζω > ρέζω [πβ. \νεΓ§- > Ρέργ-ον, με μετάθε ση τού γ τής ρίζας] *ΐϊΐε§-γδη > μέζων (ιων.) [μείζων (αττ.) αναλογικώς προς τα χείρων, άμείνων κ.λπ.]
(ϊΐί) Το ΙΕ *\ν αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική είτε ως σύμφωνο (Ρ) είτε ως φωνήεν (υ): *\ν > Ρ *\νοί1«)8 > (Ρ)οΐκος [μυκ. \νο-ί-1ίο, δωρ. Ροϊκος, λατ. νϊοιίδ, σανσκρ. νε&·] *\νβΓ§οιη > Ρέργον [αγγλ. \νοΓΐί, γερμ. ΑΥει-Ιί] *8Γβ\ν- > ρέΡω [σανσκρ. 8πιν-3ΐΐ· στον τύπο ρεύσομαι το \ν -προ συμφώνου- εμφανίζεται ως φωνήεν] *ηε\νοδ > νέΡος [μυκ. ηβ-ννο, λατ. ηοναδ, σανσκρ. ηαναΐι] Το Ρ μεταξύ φωνηέντων σιγήθηκε πολύ νωρίς στην Ελληνική, ιδίως στην ιωνική-αττική διάλεκτο (ρόΡος > ρους, ρέΡω > ρέω). Στη Δωρική διατηρήθηκε μέχρι και των ελληνιστικών χρόνων. (ϊν) Το *1 αντιπροσωπεύεται στην ΠΕ ως λα και άλ: *1 > αλ *§ν'Ί- > βαλ- (εβαλον) [Η ρίζα *§*Ί- είναι μηδενισμένη βαθ μίδα τής ρίζας *§'νε1- (βέλος)] ♦πύάα- > ά-μαλδύνω [σανσκρ. ιππία, λατ. *πιο1ά-ννϊδ > ηιοΐΐΐδ] *1 > λα *ιώΜ- > βλαδ-αρός (< *μβλαδ-αρός < *μλαδ-αρός), βλάκς (βλάξ) (< *μβλα- < *μλα-: μαλακός] Το
*γ
*γ > αρ *γ > ρα
αντιπροσωπεύεται στην ΠΕ ως αρ και ρά: *ίτά > καρδία (και ομηρ. κραδ-ίη) [λατ. αγγλ. Ιιβαη, γερμ. Ηεγζ]
οογ,
λιθ. ίικϋδ,
*άτ1ί > δρακ- (έ-δρακ-ον, δράκ-ων: ύπό-δρα, δέρκ-ομαι, δέδορκ-α)
Το η αποδίδεται ως ά ή άν: *η > αίαν *η- (στερητ.) > ά-ίάν- [λατ. ΐη-, σανσκρ. λ-, γερμ. αη-] *η-§ηδ-ΐιΐ8 [α-γνω-(σ)-τος, λατ. ϊ-§ηοΐαδ, σανσκρ. 3^ηδΐ3δ,
γοτθ. ιιη-]αιη§8, αγγλ. υη-1αιο\νη] *1ίΙη > κτα- (κτά-μεναι, ε-κτα-το)1 κταν- (ε-κταν-ον: *κτενχω > κτείνω, -κτόνος) Το *ιη αποδίδεται ως ά ή άμ: *πι > α *άπτ > δά-πεδον (δέμ-ω, δόμ-ος) *8βπι- > *δΐρ > α - : ά-(παξ) [πβ. και *δβιη$ > *Ηεπΐδ > *Ιιβηδ > εις] *ιμ > αμ *1ηι > έ-ταμ-ον (τέμ-νω, τομ-ή)
67
(ν) Στην ΠΕ τα ηχηρά δασέα (*Μι, *(11ι, *§1ι) ετράπησαν σε άηχα δασέα (ρΐι, Λ, Ιάι). (Στη Λατινική σε ΐ, ί, 1ι, στη Γερμανική σε 6, ά, §, στη Σανσκριτι κή σε Μι, άΐι, §1ι). *1)1ΐΓδ16Γ- «αδελφός» > ρΙίΓδΙβΓ (φράτηρ), σανσκρ. βΙίΓδίδ, λατ. ΙϊδΙβΓ, γοτθ. ΜόΕ&Γ. *1>1ΐ0η(11ι- «δένω, συνδέω» > *ρ1ιβηΐ1ι-©Γ08 > *φενθ-ερος > πενθερός, σανσκρ. \)ίηάη\ι, λατ. οί-ίβικί-ίχ, γοτθ. ΜηοΙ-αη. (Το πενθερός -αντί τού *πενθέρος που θα απαιτούσε ο νόμος τού \νΗΕΕίΕΚ, κατά τον οποίο τα οξύτονα καθίστανται παροξύτονα εφόσον οι τρεις τε λευταίες συλλαβές απαρτίζουν μετρικό δάκτυλο- τονίζεται κατά το έκυρός. Το δέ έκυρός τονίζεται αναλογικώς προς το έκυρά, ΙΕ *δ\νο1αϋ). (νί) Το *8 στην αρχή λέξεως στην ΠΕ δασύνθηκε. Το ίδιο συνέβη και στο μέσο τής λέξεως, όπου όμως ακολούθησε σίγηση τού δασέος: *δ- > Η*δβρΐιη > ΗβρΙα (επτά) *86§1ιό > Ιιβίίΐιϋ (*\ιεχω) > έχω (νόμος τού οκΑδδΜΑΝΝ), αλ λά μέλλ. έξω (ΙιβΚδο). *-δ- > -1ι- > -0 *§6Π6δθδ > *γενεσος > *γενεΙιος > *γενεος > γένους (σαν σκρ. ^ηαδ&δ, λατ. §6ηβπδ). (νϋ) Οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι τής ΙΕ εμφανίζονται στην ΠΕ αναλόγως τού περιβάλλοντος ως εξής: Ο άηχος κλειστός χειλοϋπερωικός φθόγγος *1ίλν (που δηλώνεται συχνά και ως ^ ή ςϋ) αντιπροσωπεύεται ως ρ (π) προ των φωνηέντων α και ο, ως ί (τ) προ των β, Γκαι ως ί (κ) προ ή μετά το υ (υ). Ο ηχηρός κλειστός χειλοϋπερωικός φθόγγος ως 6 (β) προ των α, ο, ως ά (δ) προ των β, ί και ως § (γ) προ τού α (υ). Τέλος, ο ηχηρός δασύς χειλοϋπερωικός φθόγγος *§'ν1ι ως ρΐι (φ) προ των α, ο, ως Λ (θ) προ των ο, ί και ως \άι (χ) προ τού ιι. Σχηματικώς:
*]£"
. 1ί.
-
/
' 1> ' *£»
-- ί
-
/
α, 0 -
/
6, ί .ϋ .
/
*£"ϊ\ —► ίΐι
Μ.
α, ο
/
'ρΗ'
6,1 >ϋ .
ά
.§.
’α, 0
/
' ρ' ι —♦
6,1
.11 .
Στη Μυκηναϊκή Ελληνική υπάρχουν παραδείγματα διατηρήσεως των χειλοϋπερωικών φθόγγων. Στη Λατινική οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι έχουν διατη-
68
ρηθεί προ των α, ε, ο και ϊ (φΐ&, ςιιε, ςαο, ςιιίδ), ενώ προ τού υ και προ συμ φώνων ετράπησαν σε απλούς υπερωικούς (ουΐιΐδ < *1Λίιΐδ, *Γβ1ΐ^"ΐθ8 > Γείϊοίιΐδ). Στη Σανσκριτική εμφανίζονται ως υπερωικοί (1ί) προ των &και ο και ως ουρανικοί (ο) προ των β, ϊ και γ. Αυτούσιοι ή παρηλλαγμένοι οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι έχουν διατηρηθεί και σε μερικές άλλες ΙΕ γλώσσες (Χεττιτική, αρχ. Γερμανική). Παραδείγματα: ♦δείί*- > έπ-ομαι, μυκ. ε-ςε-Ια, σανσκρ. έ&ο-Βίε («έπεται»), λατ. δεςα-ΟΓ ♦λνεΐί"- > Ρεπ-ος (έπος), Ροτ-γα > *οτια > δσσα, Ροπ-ς (δψ), εΐπον (*εΡε-Ρπ-ον > ε-Ρε-ιπ-ον > έ-ειπ-ον > ειπον) *Κ"ο- > πό-θεν, σανσκρ. Ιαΐδ, λατ. ςυο, γοτθ. Η\νΗ5 *ρβη1Λ > πέντ-ε, σανσκρ. ραίΐοα, λατ. *ρεηφΐε > *φΐεηφΐε > φΐϊπφίε, γοτθ. *ί'ίηΗ\ν > ίϊιηί (αγγλ. ίΐνε, γερμ. ίϋηί). *1ί"ε > τε, σανσκρ. ο&, λατ. ψιε *1ί”ΐ- > τίς, σανσκρ. οΐά, λατ. ςοΐδ/ςαΐά, χεττ. Ι^ΐδ *\ν11ί*οδ > *ΡλαΙ?ος > *Ρλυ^ος > λύκ-ος, σανσκρ. ντίαιβ, γοτθ. ννιιΐίδ (αρχ. αγγλ. νναιΐί, γερμ. \νο1£).
*§"6ΐη- > *β&πι-γο (*βαμ]ω) > 1>3η-γο > βαίη-ο (βαίνω), *ννειη-γο > νεηγο > λατ. νεηΐο, γοτθ. φΐηαη (αγγλ. οοιηε) *§"Ίιεη- > *θεν-]ο > θεΐνω (χεττ. ^\νεη, λατ. άε-ίεηάο, σανσκρ. Ιιαη-Ιϊ) και φόν ος, έ-πε-φν-ον, πέ-φα-ται, Άρηί-φα-τος (νϋϊ) Στην ΠΕ σιγήθηκαν τα ληκτικά κλειστά σύμφωνα: *1α'“ΐά> *τιδ> τί *ε-λεγετ > έλεγε (αλλά λατ. άίοεβ&ΐ). (ϊχ) Τα έρρινα μ, ν σιγήθηκαν σε περιβάλλον προ τού σ ακολουθουμένου από σύμφωνο:
*δεμ-σ-ποτης > δεσπότης (σανσκρ. <1όηη-ρ&ΐϊΗ) *■δεμ-σ-ποτν-γα > *δεσποτ\γα > *δεσπον]α > δέσποινα *τριακον-στος> τριακοστός
(χ) Το ληκτικό -πί ετράπη σε -η: ηι —» η / —δΣ
♦ννΐ^^οιη > *λυκομ > λύκον (αλλά σανσκρ. νΛαπι, λατ. Ιιιραπι) *γιι§οιη > *ζυγομ > ζυγόν (αλλά σανσκρ. γιι§&ηι, λατ. ]α§υπι) Με τη σίγηση των ληκτικών κλειστών και την τροπή τού ληκτικού μ σε ν φθάνουμε στη γνωστή ληκτική κατάσταση των λέξεων τής αρχαίας Ελληνι κής, κατά την οποία οι λέξεις τελειώνουν υποχρεωτικά είτε σε φωνήεν είτε σε ν, ρ, ς.
69
(χί) Στην ΠΕ ίσχυσε ο νόμος τής τρισυλλαβίας, ο οποίος περιόρισε τη θέ ση τού τόνου σε μία από τις τρεις από τού τέλους συλλαβές, προσδιόρισε δε τον τόνο τής παραλήγουσας ως οξεία εφόσον η λήγουσα ήταν μακρά. Ο περιορισμός αυτός τού τόνου στις τρεις τελευταίες συλλαβές υποστηρί ζεται ότι οφείλεται στην ανάπτυξη δευτερεύοντος τόνου ο οποίος, ασθενής στην αρχή, εξελίχθηκε αργότερα σε πρωτεύοντα: *61ι6ΐΌπΐ6ηο8 (πβ. σανσκρ. ΙΛ^Γαπιαηίύι) > *φέρομενος > *φέρόμενος > φερόμενος *1>1ιόΐΌΐη6ηο5γο (πβ. σανσκρ. 6Μι·&ιηαηΣΐ5γα) > *φέρομενοιο > *φέρομένοιο > φερομένοιο *§6ηβδοιη (σανσκρ. ^η&δίΐιη) > *γένεσων> *γενέσων> *γενέων> *γενών Ο νόμος τής τρισυλλαβίας ονομάζεται και «νόμος τής τριχρονίας», γιατί το μέγιστο τονικό σχήμα που επιτρέπει είναι μέχρι 3 ατόνους χρόνους: (ονομ.) πρό-σω-πον — (γεν.) προ-σώ-που Βάσει γενικών σχημάτων τού τύπου προ-σώ-που ρυθμίστηκαν και άλλες λέξεις που θα μπορούσαν κανονικά να τονίζονται στην τρίτη από τού τέ λους συλλαβή, χωρίς να παραβιάζεται ο τριχρονικός νόμος: ατόμου
αντί
*άτομου
Η γενική προσώπου θεωρητικώς θα ήταν δυνατόν να περισπάται (ήτοι *προ-σώ-που - ^ χωρίς να παραβιάζεται το μέγιστο όριο τού τριχρονικού νόμου. Στην Ελληνική όμως υπερίσχυσε το τονικό αυτό σχήμα, δηλ. οξεία στην παραλήγουσα όταν η λήγουσα είναι μακρά, που σημαίνει ότι ο τόνος δεν είναι στον πρώτο αλλά στον δεύτερο χρόνο: προ-σώ-που
Προελληνική Η έννοια τού υποστρώματος Η υπόθεση για την ύπαρξη Προελλήνων και προελληνικού υποστρώματος απασχόλησε από πολύ νωρίς τους ερευνητές, αρχαιολόγους και γλωσσολό γους. Η ερμηνεία μνημείων τής αρχαιότητας που η μορφή τους δεν εντάσσεται στην καλλιτεχνική έκφραση τής εποχής στην οποία ανήκουν, όπως και η ερ μηνεία γλωσσικών στοιχείων που δεν εξηγούνται από την ίδια την Ελληνική ή από άλλες ΙΕ γλώσσες ούτε ως δάνεια από τη γλώσσα γειτονικών λαών,
70
οδηγούν αντιστοίχως τους αρχαιολόγους και τους γλωσσολόγους στην πα ραδοχή καλλιτεχνικού και γλωσσικού υποστρώματος (δίΛκίΓΗΟιπι). Έτσι στην αρχαία Ελληνική απαντούν πολλές λέξεις που δεν μπορούν να ετυμολογηθούν από την ΙΕ γλωσσική παράδοση και που ανάγονται σε προελληνικό υπόστρωμα. Τέτοιες είναι, μεταξύ άλλων, οι λέξεις: (ΐ) Άθήνη, δωρ. Άθάνα, όνομα θεάς (επίθ. Αθηναίος, θηλ. Αθηναία > Άθηνάα > Άθηνά) και η πόλη Αθήναι. «Τόσο η θεά όσο και το όνομά της είναι προελληνικά και ανερμήνευτα» πληροφορούμεθα από ετυμολογικό λεξικό τής Ελληνικής (ρκίδκ θΕ\ν, λ. Άθήνη). (ΐϊ) δάφνη, όνομα φυτού. «Όπως και το κάπως συγγενές λατ. Ιαυηΐδ, η λάξη δάφνη είναι ανερμήνευτη μεσογειακή λέξη» (ρκίδκ <3Ε\ν, λ. δάφνη). (ΐϊϊ) θάλασσα. Οι ΙΕ γλώσσες χρησιμοποιούν για την ονομασία τής θά λασσας λέξεις από την ΙΕ ρίζα *ιηοιϊ (λατ. πΐίΐΓβ, γερμ. Μοογ κ.λπ.). Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν λέξεις όπως αλς, πόντος, πέλαγος. Η λέξη θά λασσα δεν ερμηνεύεται από την Ελληνική ούτε γενικότερα από την Ινδοευρωπαϊκή και ανάγεται ομοίως σε προελληνικό υπόστρωμα.
Επιστημονική ετυμολογία και παρετυμολογία Όταν λέμε ετυμολογία, εννοούμε την «επιστημονική ετυμολογία», δηλ. την επιστημονική ερμηνεία των φωνολογικών και σημασιολογικών εξε λίξεων των λέξεων βάσει των διδαγμάτων τής Ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας. Σε αυτού τού είδους την ερμηνεία των λέξεων αντιτίθεται η παρετυμολογία ή «λαϊκή ετυμολογία» (νό11ίδ6ΐγιηο1ο§Ϊ6) των αρχαίων, μεσαιωνικών και άλλων γραμματικών, ήτοι εκείνη η εξήγηση τής αρχικής προελεύσεως των λέξεων, η οποία στηρίζεται σε επιφανειακές ή υστερο γενείς μορφικές ομοιότητες, σε παρασυνδέσεις και αυθαίρετες ερμηνείες των φθόγγων που δεν συμφωνούν με τις μορφές που υποθέτουν ως αρχικές. Δείγματα παρετυμολογίας: Άθηνά < «άθρηνά τις οΰσα, παρά τό νοϋν άθρεΐν έν τώ κόσμω ή παρά τό άθρεΐν (σκέπτεσθαι)· διανοητική γάρ ή θεός» < «...παρά τό [*]0ώ τό θηλάζω, ό μέλλω ν θήσω, ρημ. όνομα [*]θήνη καί άθηνά' άμήτωρ ή θεός παραδίδοται ήμϊν» θάλασσα < «θοώς άλλασσομένη καί σαλευομένη» < «έκ τοϋ θώ τοϋ σημαίνοντος τό “τρέχω” καί τοϋ λα τό άλμυρόν ήγουν τό άλας» < «έκ τοϋ άσσα τοϋ τινάσσεσθαι, τοϋτ’ εστι θεόν άλα τινασσόμενον» < «παρά τό σάλον [*]σάλασσα καί θάλασσα» < «παρά τό άσσον (“εγγύτερον”) είναι θανάτου τούς πλέοντας έν αυτή».
71
θεωρίες περί προελληνικού υποστρώματος «Παλαιά θεωρία Κ Κ Ε Τ $€Η Μ Ε Κ » Για το προελληνικό υπόστρωμα έχουν διατυπωθεί τρεις κύριες θεωρίες. Η πρώτη περί προελληνικού υποστρώματος θεωρία διατυπώθηκε από τον περί φημο ινδοευρωπαϊστή - ελληνιστή γλωσσολόγο ρ. ΚΚΕΤ50ΗΜΕΚ στο έργο του Ε ίη ίείίυη β ϊη άϊβ ΟββοΙιϊαΙιίβ άβτ §ήβοίιΪ8ΰΙιβη Βρτ&εΙιβ («Εισαγωγή στην ιστο ρία τής ελληνικής γλώσσας», 1892) και είναι γνωστή ως «παλαιά θεωρία τού ΚΚ.ΕΤ80ΗΜΕΚ». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι Έλληνες, κατά την κάθοδό τους στην Ελλάδα, βρήκαν εγκατεστημένο εδώ προηγμένο πολιτιστικώς λαό ή λαούς, μη ΙΕ, τους Προέλληνες, τους οποίους ονόμασαν συλλήβδην Πελασγούς (άλ λες ονομασίες των Προελλήνων: Τυρσηνοί/Τυρρηνοί, Κάρες, Λέλεγες, ’Ετεόκρητες/Έτεοκαρπάθιοι). Ο Όμηρος λ.χ. μιλάει για Ετεόκρητες («γνήσιους, αυτόχθονες Κρήτες») στο τ 175:
«άλλη δ ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη- έν μέν Αχαιοί, έν δ’ Ετεόκρητες μεγαλήτορες, έν δέ Κύδωνες, Δωριέες τε τριχάικες δϊοί τε Πελασγοί». Από την ανάμειξη των Ινδοευρωπαίων Ελλήνων με τους Προέλληνες προέκυψε εθνολογικώς και γλωσσικώς νέα φυλή, οι "Έλληνες. Στη γλώσσα των Ελλήνων διατηρήθηκαν πολλά προελληνικά στοιχεία, πράγμα που συνά γε ται, όπως είπαμε, από το ότι δεν μπορούμε να ετυμολογήσουμε τα στοιχεία αυτά από την ΙΕ και από το ότι δεν είνα ι παράγωγα ούτε συνδέονται με ρί ζες τής Ελληνικής. Τέτοια στοιχεία είνα ι π.χ.: ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ:
-νθος -σ(σ)ός -ηττός -σ(σ)α -μνος/-μνα διάφορα
: : : : : :
Ζάκυνθος, Κόρινθος, Λαβύρινθος, Τίρυνς -νθος Ίλισ(σ)ός, Κηφισ(σ)ός, Κνωσ(σ)ός, Παρνασ(σ)ός Λυκαβηττός, Άρδηττός, Υμηττός Λάρισ(σ)α Κάλυμνος, Ρέθυμνος, Μήθυμνα Κρήτη, Θήρα, Θάσος, Λέσβος, Μήλος, Νάξος, Χίος, “Ολυμπος, Σάμος, Τήνος, Τένεδος, Σκϋρος
ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ
: Άχιλλεύς, Θησεύς, Νηρεύς, Όδυσσεύς
ΘΕΩΝΥΜΙΑ
: Άθηνά, ’Άρτεμις, Απόλλων, Αφροδίτη, Έρμης, 'Ήφαιστος
ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ αρχιτεκτονικών όρων μετάλλω ν ποικίλων λέξεω ν
: γεϊσον, πύργος, γέφυρα, θριγγός, μέγαρον ; σίδηρος, κασσίτερος, χαλκός : θάλασσα, άναξ, άσπίς, θεός, ειρήνη, κιθάρα,
κίνδυνος, τύραννος, σωλήν, ξίφος, δούλος
72
Πέρα των γλωσσικών στοιχείων έχουμε ρητές φιλολογικές και ιστορικές μαρτυρίες περί Πελασγών από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως: ΗΡΟΔΟΤΟΣ I, 57
«Τό Άττικόν έθνος, έόν Πελασγικόν, αμα τη με ταβολή τη ές Έλληνας καί τήν γλώσσαν μετέμαθε».
ΗΡΟΔΟΤΟΣ VIII, 44
«Αθηναίοι δέ έπί μέν Πελασγών, έχόντων τήν νϋν Ελλάδα καλεομένην, ήσαν Πελασγοί ονο μαζόμενοι Κραναοί, έπί δέ Κέκροπος βασιλέος έπεκλήθησαν Κεκροπίδαι, έκδεξαμένου δέ Έρεχθέος τήν αρχήν Αθηναίοι μετωνομάσθησαν, ’Ίωνος δέ τοϋ Ξούθου στρατάρχεω γενομένου Άθηναίοισι έκλήθησαν άπό τούτου Ίωνες».
ΣΤΡΑΒΩΝ 7, 321
«Έκαταΐος μέν ό Μιλήσιος περί τής Πελοποννήσου φησίν ότι προ τών Ελλήνων φκισαν αύ τήν βάρβαροι. Σχεδόν δέ τι καί ή σύμπασα Ελ λάς κατοικία βαρβάρων υπήρξε τό παλαιόν».
Την υπόθεση περί Προελλήνων ενισχύουν ακόμη αρχαιολογικές μαρτυ ρίες τόσο από την Κρήτη, κοιτίδα τού Κρητομινωικού πολιτισμού, όσο και από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε σε φως ευρήματα πρώιμης χαλκής εποχής (3000-2000 π.Χ.), τα οποία προϋποθέτουν πολιτιστική παράδοση πολύ παλαιότερη, αναγόμενη πιθανώς ώς το 6000 (τα μέσα τής νεολιθικής εποχής). Σχετικά με την προέλευση των Προελλήνων ο μειαακτ (ΓΛβ ΟΐΆΐοοΙίΐίιίο απά ΕατΙγ Βτοπζβ Α§β$ ίη ιΗ& Νοατ Εά$1 αηά ΑπαίοΙία, ΒβϊηιΙ 1966) υποστηρίζει ότι ήλθαν από τη Μ. Ασία, λόγω τής στενής συγγένειας των αρχαιολογικών ευρημάτων Ελλάδος και Μ. Ασίας, που ενισχύεται και από την ύπαρξη αντι στοίχων τοπωνυμίων: Αάρισ(σ)α, Παρνασσός, Πίνδος, Μυκάλη, πολλά τοπω νύμια «Όλυμπος», τοπωνύμια σε -σσος στην Ελλάδα και στο εσωτερικό τής Μ. Ασίας κ.λπ. Κατά τον μειαακτ, οι Έλληνες ήλθαν περί το 2000 με πλοία από την Ανατολή (από τη Μ. Ασία), αφού τους εξεδίωξαν από εκεί οι Χετταίοι. Αντιθέτως, κατά τον 80ΗΑ0ΗΕΚΜΕΥΚ (£>35 Β§ΒΪ8θ1ιβ Νβοΐϊώΐίευιη, ΙλιικΙ 1964), οι Έλληνες κατέβηκαν περί το 2000-1900 από Βορρά, από κάποια περιοχή των Βαλκανίων ή από την περιοχή τού Δουνάβεως. Ο εξελληνισμός των Προελλήνων διήρκεσε αρκετό χρόνο, όπως φαίνεται από την εμφάνιση σε πολύ μεταγενέστερους ιστορικούς ακόμη χρόνους προελληνικών επιγραφών (που δεν έχουν ώς τώρα αναγνωσθεί): ετεοκρητικών επιγραφών από την Πραισό (4ος αι. π.Χ.) και ετεοκυπριακών επιγραφών γραμμένων στο κλασικό κυπριακό συλλαβάριο, αλλά σε μη ελληνική γλώσ σα. Στη Λήμνο επίσης βρέθηκαν το 1866 δύο επιγραφές τού 6ου αι. π.Χ., που η γλώσσα τους μοιάζει με την Ετρουσκική. Εκτός από τις επιγραφές, έχου
73
με και μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, σύμφωνα με τις οποίες στην Ελ λάδα μιλιούνταν -από μη Έλληνες- ξένα, προελληνικά ιδιώματα ακόμη και στους ιστορικούς χρόνους.
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή θεωρία («νεότερη θεωρία τού ΚΚΕΤ80ΗΜΕΚ») Βάσει νεοτέρων πορισμάτων τής αρχαιολογίας διαπιστώθηκε ότι κάτω από το α' ελληνικό (μυκηναϊκό) στρώμα υπήρχαν δύο παλαιότερα, που διακρίνονται μεταξύ τους από τα ανθρωπολογικά ευρήματα και την τεχνοτρο πία των αγγείων που βρέθηκαν σε αυτά. Τα δύο αυτά στρώματα είναι: (ϊ) Το ανατολικό στρώμα (&η»Ιο1Ϊ8ςΙι). Πρόκειται για μικρασιατικό στρώ μα, που εκτείνεται στην Ελλάδα και στη Μ. Ασία και είναι χρονικά παλαιότερο. (ϋ) Το δουναβικό (ϋοηαιιΐϋηάίκοΐι). Νεότερο, μεσευρωπαϊκό στρώμα, που εκτείνεται στην Ελλάδα, τη Βαλκανική, την περιοχή τού Δουνάβεως ώς την Ουγγαρία και τη Ν. Ιταλία. Οι φορείς αυτού εισάγουν τη γνωστή τεχνοτρο πία τής «ταινιωτής κεραμεικής» («Β&ηάΙίεΓαιηίΙί»). Η ερμηνεία των νεοτέρων αυτών δεδομένων υποχρέωσε τον κκετ50Ημεκ να τροποποιήσει τη θεωρία του [1925: ”ΰϊβ ρτοΙΐηάο§&τιηΆηΪ8θ1ιε 5οΜοΙιΙ”(«Το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό στρώμα»), ΟΐοΚα 14, 300-319 και 1939/40-1943: νοτβήβεΙιΪΒοΙιβη 5ρΓαοή- υηά νοΙ&βοΜοΗΐβη ” («Τα προελληνικά γλωσσικά και εθνικά στρώματα») I: ΟΙοΐΙα 28, 231-278, II: ΟΙοΚε 30, 84-218]. Κατά τη νέα διατύπωση τής θεωρίας του, ο κκεϊχοημεκ υποστήριξε ότι στον ελληνικό χώρο συναντήθηκαν δύο διαφορετικές εθνότητες: Μια παλαιότερη, μεσογειακή, μη ΙΕ, που ορμήθηκε από τη Μ. Ασία (υπολείμματά της ήταν οι Κάρες και οι Λέλεγες των παραλίων τής Μ. Ασίας και των νήσων) και μια νεότερη, μεσευρωπαϊκή, που συνδέεται εμμέσως -λόγω κοινής καταγωής- με την ΙΕ και που είναι άρα «Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκής», τρόπον τινά, προελεύσεως. Τη β' αυτή ονόμασε ο ΚΚΕΤ80ΗΜΕΚ Ραιτο-Τυρρηνική. Επομένως, η Ελληνική εμφανίζει και στοιχεία μη γνήσια ΙΕ, αλλά «οιονεί ΙΕ» («Ιηάοβεπη&ηοκίε»), που ερμηνεύονται από την ανάμειξη των Ελλήνων με προελληνικά πληθυσμό Πρωτοϊνδοευρωπαϊκής καταγωγής, τους Ραιτοτυρρηνούς (η Πελασγούς, όπως ονομάστηκαν από τους Έλληνες). Με τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται από τον ΚΚΕΤ50ΗΜΕΚ μια κάποια μακρινή, «τυπολογική» περισσότερο συγγένεια, η οποία συνδέει την Ελληνική με τη γλώσσα των Προελλήνων. Οι Ραιτοτυρρηνοί αποσπάστηκαν από την ΠΙΕ ομοεθνία, προτού ακόμη αυτή διαμορφώσει τον μετέπειτα ΙΕ χαρακτήρα της. Έτσι εξηγείται και η μακρινή συγγένειά τους με τους λοιπούς, γνήσιους ΙΕ. Η Ραιτοτυρρηνική μεταφέρθηκε από την Κεντρική στη Νότια Ευρώπη από τους φορείς της, που ήταν συγχρόνως και φορείς τής «ταινιωτής κεραμεικής» και αποτελούσαν, κατά τον κκΕΤδΟΗΜΕΗ, το δουναβικό στρώμα. Σχηματικώς η άποψη τού κκΕΤδΟΗΜΕΚ διαρθρώνεται ως εξής:
74
(ΡΓθΙ-Ιη(!燎Γΐη&ΐΗ3θϊι) Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ)
(ΙΐΓ-Ιη(1燎ητΐ3ηίδ( (κυρίως) Ινδοευρωπαϊκή (ΙΕ)
Ελλην.
Ιταλ.
Ινδ.
Ραιτο-Τυρρηνική (ΡΤ)
Ραιτική Ετρουσκική Τυρρηνική Πελασγική
«Θρακο-ιλλυρική / Ινδοευρωπαϊκή θεωρία» Κατά τη θεωρία τού ν. ΟΕΟΚΟΐΕν [νοΓ§ήεοΙιΪ8αΙιο 8ρταοΙι\νΪ88βη8θΙι&ίί («Προελληνική Γλωσσολογία»), 1941-45] το δεύτερο στρώμα, οι μεσευρωπαίοι Προέλληνες, δεν ήταν απλώς Πρωτοϊνδοευρωπαίοι, αλλά γνήσιοι Ινδοευρωπαίοι και μάλιστα Θρακοϊλλυριοί. Έμμεσο συμπέρασμα τού ισχυρισμού αυτού είναι ότι οι Βούλγαροι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον γεωγραφικό χώρο τής θρακοϊλλυρικής εθνότη τας, αποτελούν τους άμεσους συνεχιστές τής ΙΕ φυλής των Προελλήνων ή Πελασγών, οι δε Έλληνες εμφανίζονται στον χώρο αυτό και στο ιστορικό προσκήνιο πολύ αργότερα. Οι Θρακοϊλλυριοί είναι, κατά τον ΟΕΟΚΟΐεν, οι παλαιότατοι κάτοικοι τού Βαλκανικού χώρου, οι δημιουργοί παλαιότατου πολιτισμού, τού «προελληνικού», ακόμη δε και αυτού τού Κρητομυκηναϊκού. Οι Έλληνες εμφανίζονται μόλις περί τα τέλη τής 2ης χιλιετηρίδας, είναι δε οι γνωστοί Δωριείς! Οι Ίωνες και οι Αχαιοί ήταν Θρακοϊλλυριοί, ο Όμηρος και τα λοιπά δημιουργήματα οφείλονται στους Θρακοϊλλυριούς, οι δε Έλλη νες τα γνώρισαν από μεταφράσεις! Πρόκειται προφανώς για ακραία, αθεμελίωτη και αναπόδεικτη επιστη μονική θέση, που τα κενά και οι αντιφάσεις της έτυχαν δριμείας κριτικής. Επιστήμονες τού κύρους των κκΕΤδΟΗΜΕΚ, ι,ΕίΕυΝΕ, ρκανι, ϋΕνοτο, $ρεοητ, ΜΕΚΙΟΟΙ, ΚΚΑΗΕ, ΟΗΑΝΤΚΑΙΝΕ, δΟΗΑΟΗΕΚΜΕΥΚ, νΕΝΤΚΙδ, ΟΗΑΟννίΟί Κ .ά . (πβ. κατωτ. ρυκΝέε, σ. 44, σημ. 95) καταπολέμησαν την άποψη τού ΟΕΟΚΟΐεν με βάση τα εξής κυρίως επιχειρήματα: (ΐ) Από μεθοδολογικής πλευράς, η απόδειξη των ισχυρισμών τού ΟΕΟΚΟΐΕν ως ορθών απαιτεί να δειχθούν ότι οι διάφορες προελληνικές λέξεις μπορούν να ερμηνευθούν από την ΙΕ. Αυτό επιχείρησε πράγματι ο ΟΕΟΚΟΙΕν, αλλά οι «νόμοι» τους οποίους επινόησε και το πλήθος των 3(1 Ηοο ερμηνει ών τις οποίες προέβαλε για να δείξει την «ινδοευρωπαϊκότητα» των προελληνικών λέξεων, απομακρύνονταν τόσο πολύ από τα διδάγματα τής ΙΕ γλωσ
75
σολογίας, ώστε αποδοκιμάστηκαν από τους ειδικούς Ινδοευρωπαϊστές γλωσσολόγους. (ϋ) Επιστημονικά δεν αποδεικνύεται η αυθαίρετη εξίσωση τού ΟΕΟΚΟΙΕν·. Προέλληνες = Θρακοϊλλυριοί! (ϋΐ) Η θεωρία τού «Πανιλλυρισμού», στην οποία εντάσσεται και η θεω ρία τού ΟΕΟΚΟΐεν, έχει από μακρού εγκαταλειφθεί.
(ίν) Η ανάγνωση τής Γραμμικής β' διέψευσε τις θέσεις τού ΟΕΟΚΟΙΕν, ότι δηλ. ο Ελληνισμός αρχίζει με τους Δωριείς μόλις από το 1100! Εκτός από τον ΟΕΟΚΟΙΕν, υποστηρικτής τής ινδοευρωπαϊκότητας των Προελλήνων είναι και ο νΑΝ \νΐΝϋΕΚΕΝδ [Εε Ρά1α8§ίςυο. Ε8$αί 8ητ υηβ 1αη§υε ίηάο-βιίΓορέεηηβ ρτέΐιβίΐέηίςυο («Η Πελασγική. Μελέτη για μια ινδοευρωπαϊκή προελληνική γλώσσα»), 1952], ο οποίος όμως δεν συμμερίζεται τις απόψεις περί Θρακοϊλλυριών. Πέρα από τις γενικές αυτές παρατηρήσεις στις θέσεις τού ΟΕΟΚΟΙΕν, δια θέτουμε σήμερα εκτενέστατη ειδική γλωσσολογική έρευνα, το έργο τού Ε. ρυκΝέΕ, που αποτελεί κριτική των απόψεων τού ΟΕΟΚΟΙΕν και άλλων υποστηρικτών τής «Πελασγικής» ή Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας. Ο ΡϋΚΝέΕ [ϋίε \νίοΙιύ£8ΐεη ]<:οη8οηαηίί8€ΐΊ6η Ετ80ΐιείηυη£0η ά&8 νοτ§ή&οΙιΐ8οΐι&η («Τα σπουδαιότερα συμφωνικά φαινόμενα τής Προελληνικής»), 1972], χρησιμοποιώντας όλη την υπάρχουσα βιβλιογραφία και συγχρόνως τα πορί σματα τής Μυκηναϊκής φιλολογίας (γραμμικής γραφής Β'), έκρινε λεπτομε ρώς όλες τις «βέβαιες» ετυμολογίες τού ΟΕΟΚΟΙΕν και τού ν. \νΐΝΌΕΚΕΝδ και έδειξε -με αυστηρά επιστημονική μέθοδο και βάσει των πορισμάτων τής σύγχρονης ΙΕ γλωσσολογίας- ότι πρόκειται για αβέβαιες, ζά Ιιοο ετυμολο γίες, που δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές. Ο ΡυκΝέΕ, επιστρέφοντας στην παλαιά θεωρία τού κκετ80Ημεκ, υποστή ριξε ότι η ανάλυση τής φωνολογικής κυρίως δομής των προελληνικών λέξε ων δεν δείχνει ιδιαίτερη συγγένεια τής Προελληνικής με την Ελληνική ή με άλλες ΙΕ γλώσσες, κατέληξε δε ότι είναι ακόμη νωρίς να καθορίσουμε τα υποστρώματα (δίΛδίΓ&ΐα) τής Ελληνικής και ότι το μόνο που μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα είναι ότι στην Ελλάδα προϋπήρξε των Ελλήνων ένα μη ελληνικό και συγχρόνως μη ΙΕ υπόστρωμα. Αναφέρουμε ενδεικτικώς ένα παράδειγμα ινδοευρωπαϊκής/πελασγικής ετυμολογήσεως (τής προελληνικής λέξεως φιάλη), όπως επιχειρείται από τους ΟΕΟΚΟΙΕν και \νΐΝϋΕΚΕΝδ και όπως κρίνεται στο έργο τού ρυκΝέΕ. Η λέξη φιάλη/φιέλη (στον Όμηρο σημαίνει «λεκάνη αβαθή για να πιει κανείς νερό ή να βράσει νερό ή άλλα υγρά») ανάγεται από τον ΟΕΟΚΟΙΕν σε υποθετικό ΙΕ τύπο *ρί\νο-1α «ποτήρι, κύπελλο», από ΙΕ ρίζα *ρο(ί)-, ρί«πίνω» (> πίνω, πώμα). Ο νΑΝ \νΐΝϋΕΚΕΝδ, εξάλλου, ερμηνεύει το φιάλη από ΙΕ τύπο *ρί-ο1-, από ρίζα *ρο(ί)-, *ρί- «βόσκω, προστατεύω, σκεπάζω» (πβ. πώμα «σκέπασμα»). Η ερμηνεία αυτών, πέρα τού ότι προϋποθέτει αυθαιρέτως τη λειτουργία δύο διαφορετικών, άγνωστων φωνολογικών νόμων [(ί) τροπή ο -> α και (ϋ) τροπή των αήχων κλειστών σε δασέα κλειστά (π -►φ, ήτοι ρ -►ρΐι)], προ σκρούει σε ασφαλή, πρόσφατα δεδομένα τής Μυκηναϊκής Ελληνικής. Στα Μυκηναϊκά έχουμε τους τύπους:
76
ρΐ-32-ΓΣΐ = φιάλη ρΐ-]ο-Γ&3 - φιέλαι
Η ανάγνωση είναι ασφαλής, γιατί υπάρχει ιδεόγραμμα που παριστάνει σαφώς «αβαθή λεκάνη». Οι τύποι τής Μυκηναϊκής πείθουν ότι η ερμηνεία τού ΟΕΟΚΟΙΕν δεν ευσταθεί, γιατί τότε (ΐ) στη Μυκηναϊκή έπρεπε να υπήρχε στη λέξη δίγαμμα Ρ (\ν), δηλ. *ρί-\νο-Γα, πράγμα που δεν συμβαίνει, και (ϋ) η σημασία τής λέξεως δεν είναι «ποτήρι», αλλά «λεκάνη». Επίσης δεν ευσταθεί και η ερμηνεία τού \νΐΝθΕΚΕΝ8, γιατί, και αν δεχθού με ότι ερμηνεύει πιθανώς το ρϊ-32-κι (αν ο -* ά), δεν ερμηνεύει το φιέλη (ρϊ]6-Γ£ΐ3), για το οποίο ο \νΐΝϋΕΚΕΝ8 έχει πει ότι είναι «νεότερος, τεχνητός αττι κός τύπος»! Με αυτόν τον τρόπο ο ρυκΝέΕ απορρίπτει ένα προς ένα τα επιχειρήματα των ΟΕΟΚΟΙΕν και \νΐΝϋΕΚΕΝδ. Εξάλλου, ο ίδιος ο ΟΕΟΚΟΙΕν έχει ήδη αναθεωρήσει αρκετές θέσεις του ως προς τη Θρακοϊλλυρική υπόθεση και εμμένει μάλλον στην ΙΕ υφή τής Προελληνικής. Σε μεταγενέστερο μάλιστα άρθρο του ["ΤΛβ αττϊναΐ ο ί Ιΐιβ Οτββΐίβ ίη Οτεενε: ΊΊιβ 1ϊη§υϊ3ΐΐ0 βνϊάβηοβ” («Η άφιξη των Ελλήνων στην Ελλάδα. Οι γλωσσικές μαρτυρίες»), 1973] φαίνεται να επανέρχεται στην παλαιά θεωρία τού κκΕΤδΟΗΜΕΚ, διαφοροποιούμενος μόνο κατά το ότι τοπο θετεί την κοιτίδα των Ελλήνων όχι στην Ευρώπη αλλά στη Β. Ελλάδα. Τέλος, από πλευράς ελληνικής επιστήμης, με το θέμα ασχολήθηκε κυρίως ο ιστορικός τής αρχαίας μιχ. ςακελλαριου, ο οποίος σε έργο του υπό τον τίτλο Ρευρίεα ρΓέίΐ€ΐ1εηί<]υ&$ ά’οήξϊηε ϊηάο-ευΓορέβηηβ [(«Προελληνικοί λαοί ινδοευρωπαϊκής καταγωγής»), Αθήνα 1977] υποστήριξε -με αρχαιολογικά κυρίως επιχειρήματα αλλά και με συναφή γλωσσικά- την άποψη περί ινδοευρωπαϊκής καταγωγής των (Προελλήνων) Πελασγών, Πρωτο-αχαιών, Αιμόνων και Δρυόπων. Οπωσδήποτε, στο πολύτιμο αυτό έργο τού ςακελλαριου δεν ανατρέπεται η γλωσσολογική επιχειρηματολογία τού ρυκΝέΕ, που στηρίζεται στον μόνο αντικειμενικά ελεγχόμενο χώρο για την απώτατη αυτή χρονική περίοδο, τη φωνολογία.
Πηγές τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας Οι πηγές τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας είναι δύο ειδών: γραπτές και προφορικές. Οι γραπτές είναι άμεσες, διακρινόμενες σε αυτόγραφα (επιγραφές-πάπυροι) και σε αντίγραφα (κείμενα), και έμμεσες. Οι έμμεσες «φιλολογικές» μαρτυρίες προέρχονται από γραμματικούς, σχολιαστές και λεξικογράφους. Τις προφορικές πηγές αποτελούν τα νεοελληνικά ιδιώματα και οι διάλε κτοι, ιδίως οι αρχαιοπινέστερες, όπως είναι η Ποντική διάλεκτος, η Τσα κωνική (αρχαία Λακωνική), οι ελληνικές διάλεκτοι τής Κ. Ιταλίας, η Κυπριακή κ.ά. Από αυτές διδασκόμαστε αρκετά για τη γλωσσική δομή τής αρχαίας. Έτσι λ.χ. η σημερινή προφορά τού η ως β (Παναγιώτες - Πανα γιώτης) στη διάλεκτο τού Πόντου μαρτυρεί περί τής αρχαίας προφοράς τού
77
Α ί« Γ
0
Ρ « ί
ε [ι» ]ΐ
(Υ Π Ο Τ Ο Ν
Π Ο Τ Γ Ρ /Ο Μ
κα Δ Α » ΤΟΔ6 ηΓ»0ΣΙ Π0Τ£Ν(> ΑΥΤΙΚΑ Η€Ι*0Ν Φ * Μ »«9 «Γ Ι ΗΑΛ »·ΪΤΡ ΑΦ ΡΟ
Λ 'Τ Κ Ι
Νέστορος είμί εΰποτον ποτήριον, δς δ’ άν τοΰδε πίησι ποτηριού, αύτίκα κείνον ίμερος αίρήσει καλλιστεφάνου Αφρο δίτης
«Νέστορος ποτήριον» Επιγραφή από την ευβοϊκή αποικία των Πιθηκουσών στην Ιταλία (τελευταίο τέταρτο τού 8ου π.Χ. αι.), γραμμένη από τα δεξιά προς τα αριστερά.
79
η ως β μακρού (6). Η προφορά των αρχαίων διπλών ή «παρατεταμένων» συμ φώνων (λλ, μμ, νν κ.λπ.) σώζεται και σήμερα σε σύγχρονα νεοελληνικά ιδιώ ματα (Κύπρου, Δωδεκανήσου, Κ. Ιταλίας κ.ά.). Εξάλλου, πέρα των φωνολογι κών και μορφολογικών αρχαϊσμών που σώζονται στα ιδιώματα, έχει επιβιώ σει σε αυτά μέγα πλήθος λεξιλογικών στοιχείων τής αρχαίας, που δεν εμφα νίζονται στην Κοινή Νεοελληνική [πβ. Ν. ανδριωτη: ί,βχϋοα ά&Γ ΑτοΜϊδίηβη ϊη ΝειίξήβοΜδοΙιβη ΩΜβ^ίβη («Λεξικό των αρχαϊσμών των νεοελληνικών διαλέκτων»), 1974],
Περίοδοι τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας Επιγραφή τού Λιπύλου Την ιστορία τής ελληνικής γλώσσας με βάση τα γραπτά μνημεία μπο ρούμε να τη διακρίνουμε σε δύο κύριες περιόδους: την προϊστορική και την ιστορική. Παλαιότερα, το διαχωριστικό όριο των δύο αυτών περιόδων, δηλ. ή αρχή τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας, ετίθετο στον 8ο αι. (περί το 720), βάσει τής αρχαιότερης ελληνικής επιγραφής, τής επιγραφής τού Διπύλου. (Αμφίβολη παραμένει ακόμη η χρονολόγηση τής επιγραφής πάνω στο περί φημο «Νέστορος ποτήριον», που θεωρείται από μερικούς ερευνητές ως αρχαιότερη καί τής επιγραφής τού Διπύλου). Το κείμενο τής επιγραφής τού Διπύλου έχει ως εξής: 1. ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ
2α. ΤΟ ΤΟΔΕ ΚΑΝ ΜΙΝ
ϊδης,
ί πόλλ ’ άγόρευ ’ αγαθά 11 | χαίρειν κέλευσον }]
2β. ΤΟΤΟ ΔΕΚΑΝ ΜΙΝ Ερμηνεία:
ή
1. Όποιος από τους ορχηστές χορεύει πιο ανάλαφρα απ’ όλους 2α. σε αυτόν ανήκει τούτο (το αγγείο, η οινοχόη)· και αν τον [δεις, ευ χήσου του κάθε ευτυχία] 2β. αυτός να το πάρει (το αγγείο).
Η επιγραφή είναι χαραγμένη πάνω σε ένα αγγείο (οινοχόη) που βρέθηκε στο Δίπυλο τού Κεραμεικού και έχει γραφεί «κύκλφ έπί τά λαιά» (κυκλικώς από τα δεξιά προς τα αριστερά) σε προευκλείδειο αλφάβητο. Στο αλφάβητο αυτό, που χρησιμοποιήθηκε στην Αθήνα ώς το 402 π.Χ., δεν δήλωναν με ξεχωριστά γράμματα τα η και ω. Το Ε αντιπροσωπεύει τα β (= ε), § (= η) και ξ (= ει, νόθο δίφθογγο, προερχόμενη από συναίρεση ή αντέκταση: *εσμι > ξμι - είμί). Το Ο αντιπροσωπεύει τα ο (= ο), § (= ω) και 9 (= ου, νόθο δίφθογγο: *τονς > τδς - τους).
80
Η αποκρυπτογράφηση τής γραμμικής γραφής Β' Με την ανάγνωση («αποκρυπτογράφηση») τής γραμμικής γραφής Β' από τον νΕΝΤΚΐδ με τη βοήθεια τού ΟΗΑϋχνιοκ το 1953 ["Ενϊάβαοβ ίοτ ΟτβεΚ άΐαΐβοί ΐη ώβ Μγοεηβαη ακτίνες”(«Μαρτυρίες περί ελληνικής διαλέκτου στα μυκη ναϊκά αρχεία»), «ίδ 73, 1953, 84-103], τα όρια τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας μετατέθηκαν πολλούς αιώνες πριν, από τον 8ο στα τέλη τού 15ου αι. (1450-1420) όπου ανάγονται χρονικά οι πινακίδες τής Κνωσού, φθάνουν δε ώς το 1200 (πινακίδες τής Πύλου). Χάσμα μοναδικό στη γραπτή παράδο ση τής Ελληνικής αποτελεί πια μόνο η περίοδος 1200-720.
Διαίρεση τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας σε περιόδους Από αρχαιολογικά δεδομένα (καταστροφές, νεά αρχιτεκτονική - κεραμεική) γνωρίζουμε ότι η ιστορική περίοδος τής ελληνικής γλώσσας αρχίζει περί το 2000 π.Χ. (κάθοδος των πρώτων Ελλήνων), αλλά οι γραπτές πηγές μάς οδη γούν, όπως είδαμε, στο 1450/1400 π.Χ. Οι περίοδοι ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας είναι οι εξής: ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
♦ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ (ΙΕ) ΕΛΛΗΝΙΚΗ (Ε)
-3000
(ΐ) *Πρωτο-ελληνική (ΠΕ)
3000-2000;
(π) Αρχαία (ΑΕ) (ϊϊΐ) Αλεξανδρινή Κοινή (ίν) Μεσαιωνική (ΜΕ) α) πρώιμη βυζαντινή β) βυζαντινή γ) μεταβυζαντινή (ν) Νεοελληνική
1400-300 π.Χ. 300-(300)/6ος αι. μ.Χ. 6ος-18ος αι. 6ος-12ος αι. 12ος-15ος αι. 15ος-18ος αι. 19ος-20ος αι.
Η διάκριση αυτή τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας σε χρον(ολογ)ικές περιόδους -όπως κάθε διάκριση χρονολογικών σταθμών στα, από τη φύση τους, ενιαία πνευματικά φαινόμενα- είναι αρκετά τεχνητή. Αν οι ιστορικές περίοδοι σημαδεύονται από κάποια σημαντικά ιστορικά γεγονότα (πολεμι κές επιχειρήσεις με νίκες ή ήττες, πολιτειακές μεταβολές, κοινωνικές, εθνι κές επαναστάσεις κ.τ.ό.), οι περίοδοι στην ιστορία τής γλώσσας δεν είναι εύκολο να σημαδευτούν από κάποιες μεμονωμένες μεταβολές ή και από δέσμες μεταβολών στο γενικότερο σημειολογικό σύστημα που χρησιμεύει ως μέσο επικοινωνίας ενός λαού. Πολύ περισσότερο αφού οι μεταβολές στη γλώσσα διαρκούν δεκάδες ετών, συχνά και αιώνες, έτσι ώστε οι ιστορικές (χρονολογικές) τομές να είναι εξαιρετικά συμβατικές και γι’ αυτό τεχνητές.
81
Μόνον ανάγκες εκπαιδευτικές (διδασκαλίας), πρακτικές (αναφοράς στα φαινόμενα) και μεθοδολογικές (συστηματικής και χρονικής εντάξεως) ανα γκάζουν και τους ερευνητές τής γλώσσας να καταφεύγουν σε χρονολογικές διακρίσεις κατά περιόδους με καθορισμένη αρχή και τέλος. Με αυτό το πνεύμα ορίστηκαν και οι ανωτέρω περίοδοι ιστορίας τής Ελληνικής. Δύο σημεία αυτής τής διαιρέσεως χρήζουν, ωστόσο, περαιτέρω διασαφήσεως: α) Η ελληνική γλώσσα στο σύνολό της ουδέποτε έχασε τον χαρακτήρα ενιαίας γλώσσας με αδιάκοπη προφορική και γραπτή παράδοση και ιστορι κή συνέχεια. Ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, μίλησαν και μιλούν την ίδια γλώσ σα, την Ελληνική, ιστορικά εξελισσόμενη και διαφοροποιούμενη στην προ φορική της ιδίως παράδοση, μέσα σε ιστορική παρουσία 4000 χρόνων. Ακόμη, από πλευράς δομής, είναι συγχρόνως εύκολο να ανάγεται κανείς σε παλαιότερες και απώτατες περιόδους από τη φάση που μελετά, διαπιστώ νοντας σταθερά την ιστορική σχέση λέξεων και δομών προς άλλες προγενέστερές τους, και μαζί δύσκολο να διακρίνει τι είναι νέο και τι παλιό στην κάθε γλωσσική φάση, πότε εμφανίστηκε και πότε επικράτησε, τι κληρονομήθηκε και τι πλάστηκε, τι επινοήθηκε και τι ανασύρθηκε από τη μακραί ωνα γλωσσική παρακαταθήκη τού λαού, που δεν έπαυσε ποτέ να χρησιμο ποιεί την ελληνική γλώσσα. Η έννοια τής συνέχειας στην ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί ευσεβή πόθο ή κούφιο ηχηρό σύνθημα, αλλά ζωντανή πραγ ματικότητα, χωρίς να παραβλέπεται η διαφοροποίηση που υπέστη η Ελληνική στις διάφορες χρονικές φάσεις της ή, πολύ περισσότερο, χωρίς να υποστηρίζεται πως οι νεότερες γενεές πρέπει να χρησιμοποιούν, εν ονόματι αυτής τής συνέχειας, παλαιότερες μορφές τής Ελληνικής, για να μην αλλοιωθεί τάχα ο ενιαίος χαρακτήρας της. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε τις γνώμες δύο γνωστών μελετητών τής γλώσ σας, ενός παλαιότερου ιστορικοσυγκριτικού Γερμανού γλωσσολόγου, τού η. δΤΕΐΝΤΗΑί και ενός σύγχρονου Άγγλου ελληνιστή, τού κοβεκτ βκο\υνινο. Ο δΤΕΐΝΤΗΑί (ΟβδοΛιοΛίβ άβτ 8ρτ&οΙιν/ΪΒ8βη8οΙια{ί, α' έκδ., σ. 411 [= χατζιδακι, Σύντομος ιστορία τής ελληνικής γλώσσης, σ. 119]) γράφει: «Η νέα ελληνική γλώσσα είναι από τα πιο θαυμαστά φαινόμενα στην ιστορία των γλωσσών. Όχι μόνο προς τις ρομανικές γλώσσες, που προήλθαν από τη Λατινική, δεν επιτρέπεται να τη συγκρίνουμε, αλλά ούτε προς τη νέα Γερμανική, διότι η σχέση της προς την αρχαία Ελληνική διαφέρει από τη σχέση τής νέας Γερμανικής προς την παλαιότερη... Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η νέα Ελληνική συνδέεται με την αρχαία πολύ στενότερα από όσο η σύγχρονη Γερμανική προς τη Γερμανική τού Καρόλου τού μεγάλου...». Ανάλογα παρα τηρεί και ο ΒΚΟλνΝίΝΟ (1969, σ. 22-3): «Παρ’ όλο που το μορφολογικό σύστη μα ανακατατάχθηκε πολλές φορές, η γλωσσική συνοχή παρέμεινε σταθερή, ώστε τα Ελληνικά να διατηρούν, ακόμα και σήμερα, αρχαϊκό ινδοευρωπαϊκό χαρακτήρα (όπως τα Λατινικά και τα Ρωσικά) και δεν χαρακτηρίζονται από σύγχρονο αναλυτικό τύπο, όπως τα Αγγλικά και τα Περσικά. Έτσι, για τον νεότερο Έλληνα, οι παλαιότερες μορφές τής γλώσσας είναι λίγο-πολύ κατανοητές, ενώ για τον σύγχρονο Άγγλο τα παλιά και ίσως και τα μεσαι
82
ωνικά Αγγλικά δεν είναι κατανοητά». β) Τα όρια των περιόδων (ϋϊ)-(ν) τής Ελληνικής, ήτοι των χρόνων μετά την αρχαία Ελληνική, είναι δυσδιάκριτα. Συγκεκριμένα, ενώ η αρχή τής Αλεξαν δρινής Κοινής τοποθετείται γενικότερα στους χρόνους τού Μ. αλεξανδρου (+323), όταν η χρήση τής Ελληνικής εξακοντίζεται στην Ανατολή από τη Μ. Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μεσοποταμία μέχρι την απόμακρη Ινδία, το τέλος τής περιόδου αυτής κυμαίνεται στις εκτιμήσεις των μελετητών σε χρονική έκταση που διαφέρει κατά τρεις ολόκληρους αιώνες! Έτσι, άλλοι (τριανταφυλλίδης, τηιγμβ) θεωρούν το τελευταίο τρίτο τού 4ου μ.Χ. αι., ειδι κότερα το 330 μ.Χ., ως λήξη τής περιόδου αυτής, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι (ϋΕΒΚυΝΝΕΚ, ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ, ΒΚΟΧνΝΙΝΟ, ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ) που την τοποθετούν στον 6ο μ.Χ. αι. Οι μεν στηρίζονται στο ιστορικό ορόσημο τής μεταφοράς τής έδρας τού ανατολικού ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντι νούπολη (330 μ.Χ.) και στο γλωσσολογικό γεγονός ότι περί τα τέλη τού 3ου μ.Χ. αι. έχουν συντελεστεί οι πιο σημαντικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν τη μετάβαση από την αρχαία φάση («κλασική») τής Ελληνικής στη μετέπειτα δομή της («μετακλασική»). Οι δε στηρίζονται στο γλωσσοϊστορικό γεγονός τής επισημοποιήσεως τής Ελληνικής ως γλώσσας τού κράτους (τής νομοθεσίας κυρίως και τού δικαίου και γενικά τής διοικήσεως) επί ιουγγινιανου (527-565) και στο ότι οι γλωσσικές μαρτυρίες από φιλολογικά κείμε να για την επόμενη φάση τής Μεσαιωνικής Ελληνικής πρωτοεμφανίζονται από τον 6ο μ.Χ. αι. (ιωαννης μαλαλας, ιωαννης μοςχος, κυριλλος ςκυθουπολεως κ.ά.) και όχι κατά τον 4ο ή τον 5ο αι., ενώ βεβαίως οι μαρτυρίες από μη φιλολογικούς παπύρους δεν διακόπτονται καθ’ όλη την μεταπτολεμαϊκή (ρωμαϊκή) περίοδο (30 π.Χ.-7ος μ.Χ. αι.). Ακόμη στηρίζονται στο γλωσσολο γικό γεγονός ότι ορισμένες βασικές γλωσσικές μεταβολές τής Μεσαιωνικής μαρτυρούνται από κείμενα τού 6ου και εξής αιώνων και όχι κατά τους προηγηθέντες τρεις αιώνες. Ως προς ορισμένες δε προτάσεις περαιτέρω κατηγοριοποιήσεως τής Αλεξανδρινής Κοινής σε υποπεριόδους ο γ. αναγνωςτοπουλος (ΜΕΕ, σ. 89) παρατηρεί: «Αί διαιρέσεις αυται δέν φαίνονται άναγκαΐαι ουδέ δικαιολογούνται έκ τών πραγμάτων. Ή κοινή -άποτελοΰσα ολόκληρος μεταβατικήν περίοδον άπό τής άρχαίας εις τήν μεσαιωνικήν καί νέαν έλληνικήν- όρθότερον είναι νά έξετάζηται ώς μία καί αδιαίρετος». Το ίδιο ισχύει, λιγότερο, για τις υποπεριόδους τής μεσαιωνικής Ελληνικής, τις οποίες άρχισαν να διακρίνουν οι μελετητές τα τελευταία χρόνια (ΒΚ0\νΝΐΝ<3 κ.ά.). Εδώ όμως η διάκριση δικαιολογείται και από τη μεγάλη χρονική έκταση τής περιόδου (15 ή 12 αιώνες) και από τον όγκο των μαρτυριών και τού γλωσσικού υλικού που προσφέρεται για μελέτη. Τέλος, τα όρια τής νεότερης Ελληνικής έναντι τής μεταβυζαντινής δεν είναι άπολύτως σαφή, το πρόβλημα δε γίνεται ακόμη δυσκολότερο, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι νεοελληνικές διάλεκτοι, οι οποίες αποτελούν αναπό σπαστο κομμάτι τής νεότερης Ελληνικής και των οποίων η εμφάνιση χρο νολογείται πολλούς αιώνες προ των αρχών τού 19ου αιώνα.
83
Γραφές - Αλφάβητα Γραφές -Αλφάβητα τής Ελλάδος Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς διάφορα συστήματα γρα φικής παραστάσεως τής γλώσσας (αλφάβητα). Τελικά επικράτησε η χρήση τού ελληνικού αλφαβήτου (όπως είναι ευρύτερα γνωστό), τού οποίου οι αρχές ανάγονται στο βόρειο σημιτικό αλφάβητο. Τα συστήματα γραφής που χρησιμοποιήθηκαν στον ελληνικό χώρο είναι τα εξής: (ΐ) Ιερογλυφική γραφή (περίπου 2000-1750 π.Χ.). Πρόκειται για εικονογραφική γραφή. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε σφραγιδολίθους που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές τού ΕνΑΝδ στην Κνωσό. Η γραφή αυτή δεν έχει ακόμη αναγνωσθεί. (ϋ) Γραμμική γραφή Α (περ. 1700-1450 π.Χ.). Πινακίδες τής γραμμικής Α βρέθηκαν κυρίως στην Αγία Τριάδα τής Κρήτης. Μολονότι μοιάζει με τη γραμμική Β', δεν έχει ακόμη αναγνωσθεί. Αποτελεί πρόβλημα αν η γραμμική Β' είναι εξέλιξη τής Α -γιατί σε πολλά σημεία είναι πολυπλοκότερη- ή αν και οι δύο αποτελούν εξελίξεις από άλλον κοινό τύπο γραμμικής γραφής. (ϊϊΐ) Γραμμική γραφή Β' (περ. 1450-1200 π.Χ.). Περί τής γραμμικής γραφής Β' γίνεται εκτενής λόγος κατωτέρω. (ΐν) Κυπρομινωική γραφή (περ. 1500-1100 π.Χ.). Παλαιά ευρήματα τής χαλκής περιόδου από την 'Εγκωμη τής Κύπρου. Δεν έχει ακόμη αναγνωσθεί. (ν) Κυπριακό συλλαβάριο (περ. 6ος-4ος αι. π.Χ.). Ατελής συλλαβογραφική γραφή με 56 συλλαβογράμματα. Μοιάζει με τη γραμμική Β', στης οποίας την αποκρυπτογράφηση βοήθησε αρκετά. Παραμέ νει άγνωστη η σχέση των δύο γραφών. Έχει αναγνωσθεί. (νΐ) Ελληνικό αλφάβητο (περ. 10ος αι. π.Χ.). Πρόκειται για το αλφάβητο που χρησιμοποιούμε οι Έλληνες από τον 10ο αι. π.Χ. ώς σήμερα και για το οποίο γίνεται εκτενής λόγος κατωτέρω.
Γραμμική γραφή Β' Μυκηναϊκή γραφή και γλώσσα Η Μυκηναϊκή Ελληνική αποτελεί την α' ιστορική περίοδο τής ελληνικής γλώσσας. Είναι η αρχαϊκότερη μορφή της. Μερικά από τα πιο χαρακτηρι στικά αρχαϊκά στοιχεία τής Μυκηναϊκής διαλέκτου είναι: (ί) Η διατήρηση χειλοϋπερωικών φθόγγων: ςβ = τε (ϋ) Η διατήρηση τού Ρ: λνα-Ιιι = (Ρ)αστυ, \ν&-ηα-1ίίΐ = (Ρ)άναξ (ίπ) Η διατήρηση τής οργανικής πτώσεως -ρί (-φι): Ιο-υ-ΐίο-ρί = τεύχεσφι
84
(ΐν) Η διατήρηση γενικής ενικού σε -οιο: Ιε-ο-]ο = θεοΐο (ν) Η διατήρηση παλαιού τύπου τοπικής (-ει) ως δοτικής: ρο-άε = ρο(Ιβΐ = ποδεί. Το υλικό που έχουμε από τη Μυκηναϊκή Ελληνική είναι μεγάλος αριθμός πινακίδων (περ. 3000 τεμάχια) από την Κνωσό, που χρονολογούνται μεταξύ 1450 και 1400 π.Χ. με βάση την καταστροφή τού Υστερομινωικού ανακτόρου II τής Κνωσού, 1400 πινακίδες από την Πύλο χρονολογούμενες περί το 1200 π.Χ. και άλλες νεότερες από τις Μυκήνες και τη Θήβα. Οι πινακίδες ήταν πήλινες, αποξηραμμένες στον ήλιο, πάνω τους δε χάρασσαν τα γράμματα με αιχμηρά όργανα. Διασώθηκαν λόγω τής πυρκαϊάς που έκαψε τα ανάκτορα και μαζί τις πινακίδες, οι οποίες με αυτόν τον τρόπο στερεοποιήθηκαν και διατηρήθηκαν. Οι πινακίδες δεν περιλαμβάνουν φιλολογικά κείμενα, αλλά καταλόγους ονομάτων (ανθρωπωνύμια, τοπωνύμια κ.λπ.) και πραγμάτων (καταλόγους ή απλές μνείες προσωπικού, ζώων - γεννημάτων, γεωργικής παραγωγής, γαιο κτησίας - γαιοχρησίας, φόρων - θρησκευτικών προσφορών, υφαντών δοχείων - επίπλων, μετάλλων - στρατιωτικού εξοπλισμού κ.λπ.). Η γραμμική γραφή Β' είναι συλλαβογραφική γραφή με όλες τις ατέλειες τού συστήματος αυτού. Κάθε γράμμα (γράφημα) αντιστοιχεί σε μία συλλα βή. Περιλαμβάνει περίπου 90 συλλαβογράμματα και 260 ιδεογράμματα, τα οποία και διευκόλυναν την ανάγνωση τής γραφής.
Κανόνες γραφής I. Φωνήεντα Η γραμμική γραφή Β' δηλώνει με ιδιαίτερα συλλαβογράμματα τα 5 βασι κά φωνήεντα: ά, ε, ο, ΐ και ιι. Δεν διακρίνει όμως μεταξύ μακρών και βραχέ ων φωνηέντων: ρα-Ιε = πατήρ Κο-ηο-δο =Κνωσ(σ)ός II. Δίφθογγοι Δεν δηλώνεται το υποτακτικό φωνήεν ί (ι) των διφθόγγων δηλώνεται μόνον το ιι (ν): ε-Κε = εχει ρο-πιε = ποιμήν 1ίβ-πι-πιε-ιι = κεραμεύς τε-υ-Ιιο =λευκός/λευκοί III. Σύμφωνα (ΐ) Κλειστά άηχα Ρ ι 'ί
ηχηρά ά Β
άηχα δασέα ρΐι Λ Ηι
Ρ 1 -
Κ
85
01 02 <>3 04 05 ο6 07 ο8 09 10
Γ
+ *I Φ τ Τ*ΗΓ 7
Τ V Μ ΙΙ Ρ Ρ
άα
30
νο
3ΐ
ρα
32
ι
12
59
$α
6ο
ςο
6ι
ΓΛ3
62
3<*
» «τ— » τ
]°
65
α
37
Λ
ή
66
5€
3»
Α
ε
67
η
39
Α
Ρ*
68
φ
™2
ρο
40
έ
ΌΛ
69 7°
φ ο ϊ
ίη
ή ΖϋΟ
7ΐ
16
33
ίο
34
ηα
35
ώ
Υ 11 τ
¥/*
63 64
4ΐ
Α
τηε
42
Λ
14
¥1· 6. 1
άο
43
*
αΐ
72
15
*ί
τηο
44
*
Ηε
73
άε
74
)*
75
13
ι6 17 ι8 19 20 21
50
Το , Ρα2 ¥ ζα ΫΛ X Φ ζο Τ Φ
22 23 24
21
28 29
49
X1 X X1 &
50
ώ
46
47 48
την
52
ηε
53
«2
54
ΤΗ
55
τε
56
1
/
57
τ
Ρ*1
58
ιφι
25
26
45
5ΐ
Υ ψ 6 |0 \|ι
Τ V!/
ία
I* β Μ *» Η * Ψ V. ΐ
1_1
II
τη
Μ I* λ £ π ίϋ Μ Ν 1Μ Ε
76 ηω α
77 78
ρη
79
άιι
8ο
ηο
8ι
π
82
ζνα
83
η\Λ
84
Ρ α3
85
ΐ*
86
514
87
$κ. & V £ 3 # φ © Φ Μ
να 0 ρίε
ία2 Ηί
Ηο
ρε ηύ ζε ιοε ™2 Ηα ςε ζη τηα Ηα
£ Η *Β€ %— Η > & >
Πίνακας των συλλαβογραμμάτων τής γραμμικής γραφής Β'.
86
Όλα τα είδη των κλειστών συμφώνων δηλώνονται στη γραφή με τα ψιλά ρ, 1,1(, εκτός από το ά που δηλώνεται με ιδιαίτερο συλλαβόγραμμα. Ο τρόπος αυτός τής παραστάσεως των συμφώνων δυσχεραίνει πολύ την ανάγνωση. Το συλλαβόγραμμα ρβ λ.χ. μπορεί να αναγνωσθεί ως πε, βε, φε, αλλά και ως πη, βη, φη, επίσης δε ως πει, βει, φει και πηι, βηι, φηι\ Παραδείγματα: Ιά-Ιο =χιτών Ιε-ο = θεός/θεοί Ιε-ΐίε = θήκη 1ίβ-Γα = γέρας άί-άο-δϊ = δίδωσι Κα-Ιίε-ιι - χαλκεύς ε-υ-Ιίε-Ιο = εϋχετο άο-ε-ΓΟ = δόελος ( > δούλος) (ϋ) Χειλοϋπερωικά Οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι Κ", δηλώνονται με το συλλαβόγραμμα ς. Η δήλωση των φθόγγων αυτών αποτελεί σημαντικό αρχαϊσμό τής γραμ μικής γραφής Β': ςε = τε ςε-Γ0-ιηε-η0 = τελόμενος / πελόμενος ςο-υ-ςο-ΐα =βουβότας ε-ηε-13 = έπέτας (ίΐϊ) Υγρά Τα υγρά 1, γ δηλώνονται με το συλλαβόγραμμα γ : ιηε-π =μέλι τε-ςο-πιε-ηο = λειπόμενοι ( < *1ε1ί”οιηεηοί) (ΐν) Διπλά σύμφωνα Τα διπλά σύμφωνα δεν δηλώνονται: £ΐ-1ςε-Γθ = άγγελος / άγγελοι IV. Συμφωνικά συμπλέγματα (ΐ) Κλειστό σύμφ. * σύμφ. Προς δήλωση τού φωνήεντος τού α' συμφώνου χρησιμοποιείται η ποιό τητα τού φωνήεντος τού β' συμφώνου: Ιαι-πι-δο =χρυσός Ιϊ-π-ρο = τρί-πος (αρχαιότ. τύπος)
ώα-πι-Ιο-ηο = δρυτόμος/-οι η -Κ ο - γ ο = αγρός
(ϊΐ) Υγρά / έρρινα / 8 * σύμφ. Υγρά, έρρινα και δ που βρίσκονται προ άλλου συμφώνου παραλείπονται στη γραφή: Ρ&-1&= πάντα 3-ρΐ = άμφί
ε-Κο-δΐ = έχονσι ρε-πΐ£ΐ = σπέρμα
Ιίβ-ΐω =χαλκός
(ϊΐϊ) Ληκτικά σύμφωνα Τα ληκτικά σύμφωνα δεν δηλώνονται στη γραφή: ρα-Ιε = πατήρ ε-Γ&2-\νο = έλαιΡον
87
Βάσει των ανωτέρω κανόνων ορθογραφίας τής γραμμικής γραφής Β', ο α' στίχος τής περίφημης «επιγραφής των τριπόδων» θα διαβασίεί ως εξής:
Λ Ιϊ-π-ρο-<Ιε (ϊ) τρίποδε (ϋ) τρίποδε (ΐϋ) τρίποδε
£ΐΐ-1ί-ϋ «αϊΚειι» Αιγεύς Αιγεύς
Κε-Γε-δϊ^ο \νε-1ίε κρησιοΡεργής Κρήσιος Ρέχει Κρήσιος Ρέργε(ι)
Η ατελής συλλαβογραφική γραφή επιτρέπει τρεις τουλάχιστον αναγνώ σεις - ερμηνείες: (ϊ) «δύο τρίποδες [δυϊκός αριθμός] κρητικής κατασκευής τού τύπου "αΐΚειι” (πιθανώς αιγόμορφοι)» (ϊϊ) «δύο τρίποδες ο Αιγεύς ο Κρη τικός φέρει» (Ρέχει - φέρει, πβ. παμφ. Ρεχέτω, σανσκρ. νβΐιαίΐ, λατ. νείιο)· (ΐϊϊ) «δύο τρίποδες ο Αιγεύς ο Κρητικός "ποιεί”ή "έποίει” (Ρέργει/Ρέργε)».
Ελληνικό αλφάβητο Έτσι αποκαλείται το αλφάβητο που διαμορφώθηκε με επινόηση των Ελλήνων (βλ. παρακάτω) περίπου τον 10ο π.Χ. αι. Οι Έλληνες είναι οι πρώ τοι που, παίρνοντας ορισμένα βασικά στοιχεία από το βορειοσημιτικό. σύστημα γραφής (κυρίως τα σύμφωνα), διαμόρφωσαν δικό τους σύστημα, στο οποίο κάθε γράμμα αποδίδει έναν φθόγγο. Έτσι δημιούργησαν το πρώτο πραγματικό συστηματικό φωνολογικό αλφάβητο, το οποίο είναι διεθνώς γνωστό ως ελληνικό αλφάβητο.
Χρόνος εισαγωγής Ως «Ιοπτπηιΐδ αηίε φΐεπι» για την εισαγωγή τού βορειοσημιτικού (φοινι κικού) αλφαβήτου στην Ελλάδα λογίζεται ο 8ος αι. Υπολογίζεται δε ότι θα εισήχθη έναν ή δύο αιώνες πριν, ήτοι τον 9ο ή 10ο αι., ενώ υπάρχουν και ερευνητές που ανάγουν την εισαγωγή τού φοινικικού αλφαβήτου στον 11ο αι. (πβ. ΝΑνΕΗ: Ξοπιε χεπιίΐκ' ερίβΐαρΜοαΙ οοηΒΪάοΓαίϊοηΒ οπ ί!ιβ ΆηΙΐφΐίγ ο ΐ Ιΐιε Οίοείί αΙρΙίΆύεί, ΑΓΑ 77, 1973, 1-8). Η προ τού 8ου αι. χρονολόγηση τής εισαγωγής τού αλβαφήτου βασίζεται στα εξής επιχειρήματα: (ϊ) Ήδη στα τέλη τού 8ου αι. (επιγραφή τού Διπύλου) το αλφάβητο εμφα νίζεται ανεπτυγμένο, πράγμα που σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν. (π) Τον 8ο αι. οι Χαλκιδείς μεταφέρουν στη Ν. Ιταλία ανεπτυγμένο τύπο αλφαβήτου (το Δυτικό αλφάβητο), που κατά την κρατούσα άποψη εξελίχθη
κε στο γνωστό λατινικό αλφάβητο. (ΐϋ) Το αλφάβητο πρέπει να εισήχθη στην περίοδο ακμής των σχέσεων Φοινίκων και Ελλήνων, δηλ. μεταξύ 12ου και 9ου αι. (ϊν) Τα γράμματα τού πρώιμου ελληνικού αλφαβήτου μοιάζουν με τα αντίστοιχα φοινικικά τής περιόδου 11ου-9ου αι. και όχι με τα γράμματα νεό τερων επιγραφών (τού 8ου δηλ. αιώνα). (ν) Η διατήρηση των μακροτάτων Ομηρικών επών με τις χιλιάδες των στί χων προϋποθέτει επίσης, για ορισμένους ερευνητές, καταγραφή των επών νωρίς κατά τον χρόνο τής συνθέσεώς τους. (νΐ) Ήδη από τού 8ου αι. (776 π.Χ.) αρχίζει, σύμφωνα με αρχαίες μαρτυ ρίες, η καταγραφή των ονομάτων των νικητών των Ολυμπιακών αγώνων. (νΐϊ) Το ότι δεν έχουν διασωθεί επιγραφές νωρίτερα από τον 8ο αι. (το χάσμα μεταξύ 1200-720) οφείλεται πιθανώς: (α) στο ότι δεν βρέθηκαν ακόμη επιγραφές από την περίοδο αυτή ή (β) στο είδος τού υλικού όπου ήταν γραμ μένες οι επιγραφές αυτές (ξύλο, δέρμα, πάπυρος, φύλλα), που οι κλιματολογικές συνθήκες τής χώρας μας δεν επέτρεψαν να διατηρηθεί.
Αομή τού ελληνικού αλφαβήτου Το παραληφθέν φοινικικό αλφάβητο (αρχαίο βορειοσημιτικό αλφάβητο τής περιόδου μετά τον 13ο αι.) ήταν συμφωνογραφικό καί «οιονεί συλλαβογραφικό», αποτελούμενο από 21 συλλαβογράμματα. Π.χ. τ (Ιανν) = ι, ι&, Ιβ, Ιο, Ιΐ. Το αλφάβητο αυτό, επειδή δεν δήλωνε τα φωνήεντα, θα προκαλούσε στην Ελληνική μεγάλες δυσχέρειες, αφού στη γλώσσα αυτή (και στις άλλες ΙΕ γλώσσες) ο μικρότερος φωνολογικός συνδυασμός (η συλλαβή) έχει ως βάση το φωνήεν. Έτσι οι Έλληνες τροποποίησαν, συμπλήρωσαν και, κυρίως, μετέτρεψαν το φοινικικό αλφάβητο σε φωνολογικό, πράγμα που αποτελεί και την πιο σημαντική καινοτομία σε παγκόσμια κλίμακα. Στην πραγματικότητα, το σύστημα αυτό καθιερώνει την αναλογία 1:1 μεταξύ φθόγγων και γραμμά των, με αποτέλεσμα να αποφεύγονται ή να περιορίζονται οι ασάφειες. Ενώ δηλ. στο φοινικικό αλφάβητο η γραφή π.χ. λ.γ.].ς μπορούσε να παριστάνει ποικίλους τύπους (λόγοις, λέγεις, λέγηις, λεγοις, λήγης, λήγηις, λήγοις), στο φωνολογικό αλφάβητο που επινόησαν οι Έλληνες κάθε γράμμα παρίστανε έναν και μόνο φθόγγο, φωνήεν ή σύμφωνο. Από τα ακολουθούντα δύο παραδείγματα γραφής των λέξεων φιλόλογος και άνθρωπος με το σύστημα τού ελληνικού (φωνολογικού), φοινικικού (συμφωνο-συλλαβογραφικού), μυκηναϊκού (συλλαβογραφικού) και κλασι κού Κυπριακού (συλλαβογραφικού) αλφαβήτου φαίνονται καθαρά τα πλεο νεκτήματα τού φωνολογικού αλφαβήτου:
89
φιλόλογος / ρΜ1ό1θ£θ8 / 1) Συλλαβογραφικό (Γραμμική Β') : ρί-Γ0-Γ0>1ς0 : ρί-Ιο-Ιο-Ιίο-50 2) Συλλαβογραφικό (Κυπριακή) 3) Συμφωνοσυλλαβογραφικό (Φοινικική) : *φ.λ.λ.γ.ς 4) Αλφαβητικό (Ελληνική) : φιλόλογος
άνθρωπος / άηίΗτόρο8 / α-Ιο-ΐΌ-ςο α-Ιο-Γο-ρο-δε *?.ν.θ.ρ.π.ς άνθρωπος
Εξέλιξη τού ελληνικού αλφαβήτου Το αλφάβητο, όπως παρελήφθη από τους Φοίνικες, είχε αρχικώς 21 γράμ ματα. Έλειπαν τα Ξ, Φ, X, Ψ, Ω, αλλά υπήρχαν επιπλέον τα Ρ (δίγαμμα) και (κόππα). Τα είδη αλφαβήτου που χρησιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα ήταν κυρίως τα εξής: (ϊ) ΑΤΤΙΚΟ (ΑΤΤΙΚΟ-ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ)
α) Προ-σολώνειο (8ος αι.-600 π.Χ.) β) Σολώνειο (600-450 π.Χ.) γ) Περικλέους (450-404/3 π.Χ.) δ) Ευκλείδειο (403 π.Χ.-σήμερα). Το Προ-σολώνειο, το Σολώνειο και το αλφάβητο τού Περικλέους ήδη από τους αρχαίους ονομάζονταν «άρχαϊα (αττικά) γράμματα». Το Ευκλείδειο ή μετευκλείδειο αλφάβητο εισήχθη ως καινοτομία στην Αθήνα το 403 επί άρχοντος ευκλειδου μετά από πρόταση τού ρήτορα και πολιτικού αρχινου. (ίϊ) ΙΩΝΙΚΟ (ΐϊί) ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ (ΐν) ΔΥΤΙΚΟ ή ΧΑΛΚΙΔΙΚΟ
Προέλευση τού ελληνικού αλφαβήτου Την προέλευση τού ελληνικού αλφαβήτου από το βορειοσημιτικό (φοινι κικό) μαρτυρούν: (ΐ) Η μορφή των γραμμάτων Η μορφή των γραμμάτων τού ελληνικού αλφαβήτου είναι παρόμοια, εξε λιγμένη μορφή των γραμμάτων τού φοινικικού αλφαβήτου. (ϊΐ) Η τάξη των γραμμάτων Η τάξη των γραμμάτων τού ελληνικού αλφαβήτου, που γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των Σχολιαστών, των Γραμματικών ώς και από τη χρήση των γραμμάτων ως αριθμών, είναι ίδια με του φοινικικού αλφαβήτου. (ΐϊΐ) Τα ονόματα των γραμμάτων Τα ονόματα των ελληνικών γραμμάτων ετυμολογούνται από τη Φοινικική: αίερίι - άλφα («βους»), βοΐΗ - βήτα («οικία»), §ΐιηε1 - γάμμα
90
(«καμήλα») κ.λπ., ενώ δεν ετυμολογούνται από την Ελληνική ούτε από την ΙΕ γενικότερα. Επίσης στην Ελληνική δεν κλίνονται. Όλα τα γράμματα αρχικώς δεν είχαν τις γνωστές σημερινές ονομασίες. Όπως μας παραδίδεται από τον αθηναιο, π.χ. το έ, που αργότερα ονομάζεται έ-ψιλόν, στην αρχή ονομαζόταν εί, το δ-μικρόν ού, το ϋ-ψιλόν ού και το ω μέγα ω. Τα γράμματα μί, νί και ξί, φί, χί, ψί από τους αρχαίους γραμματικούς γράφονταν αντιστοίχως ως μϋ, νϋ και ξεϊ, φεϊ, χ εϊ και ψεϊ. (ίν) Η κατεύθυνση τής γραφής Οι Έλληνες αρχικώς έγραφαν «έπί τά λαιά», δηλ. εκ δεξιών προς τα αρι στερά, όπως οι Φοίνικες. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε ο τύπος τής «βουστρο φηδόν» γραφής (άρχιζε προς τα αριστερά και συνεχιζόταν στον επόμενο στίχο με φορά προς τα δεξιά) και τέλος η «ες εύ0ύ» γραφή, δηλ. η εξ αρι στερών προς τα δεξιά κατεύθυνση τής γραφής (στην Αθήνα από το 550 π.Χ.). Άλλες γραφές είναι: ΑΒΓΔ α) η «στοιχηδόν»: ΕΖΗΘ β) η «κιονηδόν»:
Α Β Γ
γ) η «σπειρηδόν»:
(ν) Η παράδοση περί «φοινικηίων» γραμμάτων Ο ηροδοτος (5,58) αναφέρει: «Οι δέ Φοίνικες οϋτοι οι σύν Κάδμφ άπικόμενοι... άλλα τε πολλά... έσήγαγον διδασκάλια ές τούς Έλληνας καί δή καί γράμματα, ούκ έόντα πριν Έλλησι ώς έμοί δοκέειν, πρώτα μέν τοϊσι καί άπαντες χρέωνται Φοίνικες' μετά δέ χρόνου προβαίνοντος άμα τή φωνή μετέβάλλον καί τόν ρυθμόν τών γραμμάτων. Περιοίκεον δέ σφεας τά πολλά τών χώρων τούτον τόν χρόνον Ελλήνων ’Ίωνες' οι παραλαβόντες διδαχή παρά τών Φοινίκων τά γράμματα, μεταρρυθμίσαντές σφεων ολίγα έχρέωντο, χρεώμενοι δέ έφάτισαν, ώσπερ καί τό δίκαιον έφερε έσαγαγόντων Φοινίκων ές τήν Ελλάδα, Φοινικήια κεκλήσθαι... Ειδον δέ καί αύτός Καδμήια γράμματα έν τφ ιρφ τοϋ "Απόλλωνος τοϋ Ίσμηνίου έν Θήβησι τήσι Βοιωτών έπί τρίποσι τρισί έγκεκολαμμένα, τά πολλά δμοια έόντα τοισι Ίωνικοϊσι». Ο ηροδοτος λοιπόν διασώζει στο χωρίο αυτό την προφορική παράδοση περί τής φοινικικής προελεύσεως τού ελληνικού αλφαβήτου («φοινικήια γράμματα») και περί τής εισαγωγής τους από τον Κάδμο («Καδμήια γράμ ματα»). Η συνήθης όμως ερμηνεία που δίδεται ιδιαιτέρως στα «Καδμήια γράμματα» τού ηροδοτου είναι ότι δεν πρόκειται για τα παλαιά φοινικικά
91
γράμματα, αλλά ότι ο ιστορικός θα είδε στη Θήβα νεότερη παραλλαγή τού βοιωτικού αλφαβήτου. Αντιθέτως, υποστηρίχθηκε από τον μαρινατο («Καδμήια γράμματα» εεφςπα 6, 1955-6, 531-41) ότι το φοινικικό αλφάβητο εισήχθη στη Θήβα ήδη σε χρόνους μυκηναϊκούς επί Κάδμου («Καδμήια γράμματα»), όπως αναφέρει ο ηροδοτος και όπως δείχνουν και άλλες αρχαίες μαρτυρίες («Κάδμου τύποι», «Κάδμου γράμματα») και η ονομασία «πελασγική γραφή / πελασγι κά» (Διόδωρος ο Σικελιώτης). Ειδικότερα, κατά τον μαρινατο, οι Β. Αχαιοί (Θεσσαλοί - Βοιωτοί) χρησιμοποίησαν δύο αλφάβητα: (1) το φοινικικό ελληνικό, στο οποίο θα έγραφαν μακρότερα κείμενα, που δεν έχουν ακόμη ευρεθεί και (2) τη Γραμμική γραφή Β’, ατελές συλλαβογραφικό αλφάβητο, που θα χρησιμοποίησαν σε απλούστερες καταγραφές. Οι Ν. Αχαιοί (Μυκηναίοι) χρησιμοποίησαν μόνο τη Γραμμική γραφή Β', που αντικαταστάθηκε νωρίς λόγω των ατελειών της και ξεχάστηκε συγχρόνως η ύπαρξή της από την αρχαία παράδοση. Η άποψη τού μαρινατου αποτελεί τολμηρή αρχαιολογική υπόθεση που μπορεί να επαληθευθεί ή και να διαψευσθεί από νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα.
92
.ο .δ! δ .0 ^00 •δ & Α Α Κ 9 β β β Λ Α Γ ^ Γ( Δ Μ> 0 1 VI
Α/ρΗθ Ββίθ ΟθΓηητά Οβ/άθ Ερς/Ζοη ν^υ 2β6θ (£δθ Ηβ&θ Τ/ιβΒά ΙοΒθ Κζρρθ ΙθΓηύάά Μυ Νυ Χί Ο/π/Αγοη Ρ,'
5βη $ορρθ ΚΗο $/<}ΠΊΘ Τβυ ίΐρςΐ/οη ΡΝ α/ Ρε/
δ ($ Α β Γ 0
<0 10) ο 1 ζ 1 5£? «1 .?* .-ΐ·5 .α> Μ 3$ ίζ ι ΐ V : .£ Ρ» ε £ ο ' υ Ο .Ί &δ Ή % '.δ| Ι ι ο>5 1* £ \Ι <*) <3£ £ 31 1 Α/ Α/ Α ΑΑ Α Α Α Α Α Α Α Β Β Β ιΓ >Ρ & ΐ ί Β Β Β ( σ Γ Γ( < < Γ Ρ Γ Γ < Ρ ΰ Δ Δ Δ Δ Δ ΰ ϊ>Α Ρ ϊ>
£ Κ * * &.ΡΧ,Ε & ί η ί * ΡΕ ΡΡ ΡΡ — ΡΡ Ρ Ρ Ρ ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΠ? I I I I I I I I I I — - - - — — — & — - - Θ Β θ Β Β θ Β Β Β Β Η Β Β Β Β Β Φ φ Φ φ Φ φ φ Φ φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ 1 1 11 1 1 1 1.1 1 1 ι 1 1 1 1 \ Υ Κ Κ Κ Κ κ Κ Κ Κ Κ Η κ Κ Κ κ Κ 1 ι ι ι Γ Γ η Ι' Ρ Λ Γ Γ 1* Ρ Λ Α Μ Γ Γ Γ η Μ Γ ί*1 Ρ1 Ρ Μ « ) Ί Γ Κτ * κ I* κ Ρ Μ κ Γ Γ Λ Γ' Κ 1* κ Κ 1* Ψ Χί Μ X* + + + Χ$ Ξ Ξ Ξ Ξ &Η + X X ο Ο ο ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο Ο 1 Γ Γ π Γ Γ Ρ Γ Ρ Γ Γ Γ Γ Γ Γ Γ Υ* — Η - - Λ\? - — Μ - Μ Μ Μ ? [Μ] — [9] 9 9 9 9 <Ρ ? 9 9 9 9 9 9 9 Ρ ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΡ Ρ Ρ ρν ΡΡ Ρ ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΡ — ί - — ί α ϋ ί νν * * Μ $ ί Ι ί χί* Τ Τ Τ Τ τ τ Τ Τ τ τ Τ τ τ Τ Τ — Υ Υ Υ Υ V Υ V Υ V κ Υ Υ κ Υ Κ — φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ φ — X η Τ4 Υν Υ* ΤΦ X X X X X X χ,ν Υ ψΥΨ — φ' φί Φ* Φ* φ* γ α>* Υ* φ Υ Φ* ί * * Υ.Ί Ρ ΓΓ Ρί =Ε I I I — - — —
ο
ο
ο
Οπιβ$θ Ρυηοέ.
1 •»’ •»· : •»' : •>* •»* •> • I
:
•· ·
•# •»* ) «*·
§ δ* : £ ! £ ' ! δ ^ < ^*ν^>1 δΊ $ ί ν> .«ο * ο *> §8 ι ! .-§ *Ό I I Ο Ό < α » * *ν Ο ■ § 5? ·§ Κ$ §5 *3 & 1 1 Α Α.Α Α Α Α Α Α Α Α Α Α Α Α Α Α Α Α Β Β ν\ 0 € 0 Β,Ρ § νΑ Β Β Β Β α Ι,( < < Γ< ΑΧ ί Λ,Γ Λ Λ Λ Κ Λ1 Γ Κ Κ Γ 0 0 &Δ & ΑΡ 0 Ρ.Δ Δ Δ Δ Δ Α Δ Δ Δί> Δ &Δ £ 1 Β.Β * & ϋ * ί £ Η.* & Ε £ * * * Ε —- - — —Ρ ΡΕ υρ Ρ Ρ ΙΈ I I I I I I I II - - —- - - — 0 Μ Φ Β □ □ Β υ □ π Η Β Β Β Β }“ θ Η Β ΙΒ Η — φ Φ Φ Φ Φ Φ Φ φ Φ Φ Φ φ Φ Φ φ Φ Φ 1 Ι3ϋ 1 1 1 I 1 1 $ * * 1 1 1 1 κ Κ κ Κ Κ Κ Κ Κ Κ Κ Κ κ Κ Κ κ Κ Κ Λ ρ Ά 1/ ι I" 1" Γ /τ Α Ι/Γ Α Λ Γ Γ Ι' Λ /* Λ* /* Γ Α* /* I* 1* & Μ Μ Γ I* /* η\ ί* I* Γ Κ κ κ Κ Κ Ι' ν Μ κ ρ Κ Μ Λ Λ Κ X X X ΫΜΜ Ι? Ξ 05 χ* ΪΚ •Μί ι? ΞΞ Σ ο Ο ο Ο Ο ο Ο ο π Ο ο ο ^Ρ Ο Ο 0 Ο Γ Γ Γ Γ Γ Γ Γ Γ Γ Γ ΓΧ Γ Ρ Γ Γ Γ Γ - Μ Μ Μ [Μ ———— —η Μ Μ —— —? 9 9 9 9 9 9 9 9 9 9 9 -? ? 9 ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΡ ΡΡ Ρ ΡΡ Ρ Ρ ΡΡ Ρ Ρ,Ρ Ρ Ρ Ρ * —— — * * * 5 * * - —— *.5 ί$ V τ Τ ΤΤ Τ ΤΤΤ Τ Τ τ ΤΤ ΤΤ Τ Τ γ V V κν Υ Υ Υ Υ Υ Υ Υ κ V V Υ Υ V φ φ Φ φ φ φ φ φ φ φ φ? ΓΒ ΡΗ φ φ φ φ ί Xη χ X η η ΐ* τ η χ;* χ X χ χ $? ΚΒ<Η Ϋ ΓΛ'ιΓΜΓΜΥ** φ**? Φ5 * ψ Ρ5 - ——— — — — ο Ω — -? Ο Λ —ο -? μ .υ 1 •ι Λ«4 ·$ ί* ϋ° .Ή ί 3* •<3
VI•5 λ
δ
Κ
•»* • • : •»*•>*•* :
: •ί ; ι
V
·. ·»*
Αρχαία Ελληνική
Γενικά Σε κάθε γλώσσα διακρίνουμε δύο μορφές λόγου: τον προφορικό και τον γραπτό. Ο προφορικός λόγος διακρίνεται περαιτέρω στη λεγόμενη «λαϊκή γλώσσα» (νοΙΙίδδρΓαοΙιο) και στην « καθημερινή» ή «ομιλουμένη» (ΙΙιη§&η§δδρΓΣίοΙιβ). Ο όρος λαϊκή γλώσσα είναι ατυχής και η γλωσσολογία τον έχει σήμερα σχεδόν εγκαταλείψει, γιατί αν ο όρος σημαίνει τη γλώσσα τού λαού, γλώσ σα τού λαού δεν είναι μόνο, όπως υπονοείται, η γλώσσα των «αγραμμάτων» αλλά και η γλώσσα που μιλούν όλες οι λοιπές κοινωνικές τάξεις που από κοινού απαρτίζουν τον λαό μιας χώρας. Οπωσδήποτε, ο όρος «λαϊκή γλώσ σα», προκειμένου για την αρχαία Ελληνική, χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει την προφορική γλώσσα και ειδικότερα τη γλώσσα των «αγραμ μάτων» (ξένων, δούλων, χειρωνάκτων κ.ά.), δηλ. όλων εκείνων που χρησιμο ποιούν, όπως λέγεται σήμερα, «περιορισμένο» (ΐΌδΙποίβά) γλωσσικό κώδικα. Η καθημερινή/ομιλουμένη γλώσσα είναι η γλώσσα των μεσαίων κοινωνι κών στρωμάτων («μέσης τάξεως»), που χρησιμοποιούν περισσότερο «διεύρυμένο», καλλιεργημένο (οΐ&βοπιΐβοΐ) κώδικα. Αντιθέτως προς τη λεγόμενη λαϊκή γλώσσα, που συνδέεται στενά με τις τοπικές διαλέκτους, η καθημερι νή γλώσσα έχει ευρύτερο διαλεκτικό χαρακτήρα* ακολουθεί τη λεγόμενη «διαλεκτική κοινή». Η καθημερινή γλώσσα επίσης, αντίθετα με τη λαϊκή, προσαρμόζεται σε ορισμένους κανόνες και αποφεύγει γενικά τα εντόνως διαλεκτικά στοιχεία («διαλεκτισμούς»). Ο γραπτός, εξάλλου, λόγος διακρίνεται σε «λογοτεχνικό » (έντεχνο) και σε «μη λογοτεχνικό » λόγο· τον «μη λογοτεχνικό» λόγο αποτελούν η γλώσσα τής επιστήμης, τής διοικήσεως, η τυπικότερη γενικά χρήση τής γλώσσας. Τον αρχαίο ελληνικό λόγο τον γνωρίζουμε από κείμενα (λογοτεχνικά επιστημονικά), από επιγραφές (κυρίως τού 4ου αι.) που περιέχουν συνθήκες, ψηφίσματα, επιτύμβια επιγράμματα κ.λπ., επίσης δε από σχόλια, λεξικά, γραμματικές και από άλλες πληροφορίες των αρχαίων. Πλήρη εικόνα τού θησαυρού των λέξεων που έχει διασωθεί (περίπου 125.000) παρέχει κυρίως το λεξικό των ΠϋΕΐχ-δΟΟΤΤ ιΟΝΕδ (ΟΕί), 19409(Βλ. και έκδοση 1996).
Οι γνώσεις μας για την αρχαία ελληνική γλώσσα Από την αρχαία ελληνική γλώσσα γνωρίζουμε, όπως είναι φυσικό, κυ
98
ρίως τη γραπτή μορφή λόγου. Ειδικότερα γνωρίζουμε την επίσημη γλώσσα από επιγραφές που περιέχουν συνθήκες, ψηφίσματα κ.λπ. και που χαρακτη ρίζονται από τον διαλεκτικό, επιχώριο χαρακτήρα και τη συντηρητικότητα τής γλώσσας τους. Έτσι λ.χ., ενώ από τον 5ο αι. φαίνεται ότι χρησιμοποιού νταν στον λόγο τύποι προστακτικής φερέτωσαν; φερέσθωσαν κ.τ.ό., στις επι γραφές ώς το 300 π.Χ. έγραφαν τους τύπους φερόντων, φερέσθων. Από τον γραπτό δε λόγο γνωρίζουμε κυρίως το υψηλό ύφος (γλώσσα Θουκυδίδη, Πλάτωνος, Τραγικών) και τις λογοτεχνικές διαλέκτους. Αντιθέτως, τον προφορικό λόγο δεν τον γνωρίζουμε επαρκώς. Στοιχειώ δεις μόνο γνώσεις έχουμε από τη γλώσσα τής κωμωδίας (τού Αριστοφάνη κ.ά.) και από τις επιγραφές σε αγγεία. Παραδείγματα: Αριστοφάνης:
Επιγραφές:
κάομαι τήν καρδίαν; τήν αύτοϋ σκιάν δέδοικε, τήν σκάφην σκάφην λέγω, κατάβα (αντί κατάβηθι) και πρόβα, έμβα, οΐσε (Προστ. Μέλλ. αναλογικώς προς τους τύπους: ένεγκε, φέρε), βαλλήσω (Μέλλ. κατά το τυπτήσω). Έρεμής, ’Ασμητος (αντί *Αδμητος), φαρθένε, δέχε (δέχου), έγρασφεν, Φύρνιχος, Φρεσεφόνη/Φερσεφόνη (Περσεφόνη), δέσποτε (κατά το κύριε).
Τις γλωσσικές αυτές μαρτυρίες, που απαντούν σε επιγραφές αγγείων, έχει συγκεντρώσει ο ΚΚΕΤ80ΗΜΕΙΙ στο έργο «Όί& ΟποοΜδοΙιοη ναδβηίηδοΐιπϊΐ&η», 1894 («Οι ελληνικές επί αγγείων επιγραφές»).
Λογοτεχνικές διάλεκτοι Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία χαρακτηρίζεται από το σπάνιο φαινόμε νο ότι δεν γράφεται σε μια ενιαία κοινή γλώσσα ούτε καν στη μητρική διά λεκτο τού λογοτέχνη, αλλά στη διάλεκτο τού είδους. Ο Βοιωτός Ησίοδος λ.χ. δεν γράφει στη Βοιωτική (Β. Αχαϊκή) αλλά στην Ιωνική. Ο Σπαρτιάτης Τυρ ταίος γράφει τις ελεγείες του όχι στη Λακωνική αλλά στην Ιωνική. Επίσης ο θέογνις ο Μεγαρεύς χρησιμοποιεί στην ποίησή του αντί τής Μεγαρικής την Ιωνική, ο Αθηναίος Σόλων την Ιωνική, ο Βοιωτός Πίνδαρος τη Δωρική και ο Ίων Βακχυλίδης γράφει τη χορική του ποίηση σε δωρική διάλεκτο. Υπάρχει δηλ. γλώσσα λογοτεχνικού είδους, λογοτεχνική διάλεκτος. Τα διάφορα λογοτεχνικά είδη γράφονται σε ορισμένη διάλεκτο, πράγμα σημαντικό όσο και σπάνιο στην ιστορία τής λογοτεχνίας. Οι λογοτεχνικές αυτές διάλεκτοι έχουν καθορισθεί με διαφόρους τρό πους: από το κύρος τής γλώσσας μεγάλων λογοτεχνικών προτύπων όπως ο Όμηρος, από την αρχική διατύπωση ορισμένου είδους κ.λπ. Η λογοτεχνική διάλεκτος δεν είναι κάποια συγκεκριμένη επιχώρια διά λεκτος, αλλά είναι συνήθως «υπερτοπική» μορφή διαλέκτου. Η Δωρική λ.χ. τής χορικής ποιήσεως είναι μια γενικότερη μορφή Δωρικής και όχι η Δωρική τής Σπάρτης ή των Μεγάρων ή τής Κορίνθου κ.λπ.
99
Όλες, τέλος, οι λογοτεχνικές διάλεκτοι εμφανίζουν μεγάλη ανάμειξη με στοιχεία τής μητρικής διαλέκτου τού συγγραφέα και άλλων ακόμη διαλέ κτων. Οι λογοτεχνικές διάλεκτοι που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία, είναι: (ΐ) Η Ιωνική, που χρησιμοποιείται στην επική ποίηση και σε διάφορα είδη λυρικής ποιήσεως. Έτσι, η γλώσσα των ομηρικών επών είναι η ιωνική διάλεκτος με αιολι κούς αρχαϊσμούς και αττικούς νεωτερισμούς. Ομοίως, Ιωνική είναι η γλώσ σα τής ποιήσεως τού Ησιόδου με αιολικά (βοιωτικά) και δωρικά στοιχεία. Τέλος, σε ιωνική διάλεκτο έχει γραφεί: η ελεγειακή ποίηση (Αρχίλοχος, Τυρταίος, Σόλων, Θέογνις κ.ά.) το επίγραμμα (Σιμωνίδης ο Κείος κ.ά.) και η ιαμβοτροχαϊκή ποίηση (Αρχίλοχος, Ιππώναξ, Βακχυλίδης, Ανακρέων κ.ά.). (η) Η Δωρική, που χρησιμοποιείται στη χορική ποίηση (Πίνδαρος, Στησί χορος, Βακχυλίδης, Ίβυκος κ.ά.). (ΐϊϊ) Η Αχαϊκή, που χρησιμοποιείται στη μελική ποίηση (Σαπφώ, Αλκαίος). Στην τραγωδία χρησιμοποιείται μικτό είδος διαλέκτων: στα μεν χορικά η Δωρική, στο δε κείμενο η Ιωνική με μεγάλη επίδραση τής Αττικής. Υπάρχουν και εξαιρέσεις λογοτεχνών που γράφουν σε επιχώρια διάλεκτο, ιδίως προκειμένου για τη μελική ποίηση: Η Κόριννα γράφει στη Βοιωτική, η Σαπφώ και ο Αλκαίος στη Λεσβιακή, ενώ ο Ανακρέων στην Ιωνική.
Η γλώσσα των Ομηρικών επών Γενικά Η Ομηρική γλώσσα είναι η λογοτεχνική γλώσσα με τα δυσκολότερα προ βλήματα λόγω κυρίως τού διαφόρου χρόνου και χώρου συνθέσεως των Επών και των ποικίλων περιπετειών τής παραδόσεώς τους. Τα φιλολογικά προβλήματα («Ομηρικό ζήτημα») τής γλώσσας τού Ομήρου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στον δημιουργό των Επών (ένας ή περισσότεροι ποιητές), στον χρόνο τής συνθέσεώς τους και στη χρήση ή μη τής γραφής. Για τον γλωσσολόγο η πρώτη βασική διαπίστωση είναι ότι πρόκειται για γλώσσα τεχνητή, που «ουδέποτε μιλήθηκε». Τα στοιχεία της είναι τόσο ανό μοια, ώστε δεν μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν σε ορισμένο χρόνο και τόπο. Παλαιότερα (ώς το 1800) υποστηριζόταν ότι η γλώσσα τού Ομήρου είναι μια παλαιά Ιωνική (Πρωτο-ιωνική) και ότι τα έπη, όσον αφορά στη μορφή τους, ήταν πρωτοελληνικά. Η άποψη αυτή, όπως θα δούμε, έχει καταρριφθεί από τη γλωσσική επιστήμη, που στρέφει το ενδιαφέρον τής έρευνας σε καί ρια προβλήματα τής ομηρικής γλώσσας.
100
Θεωρίες για τη γλώσσα των επών Μετά την εμφάνιση τής επιστήμης τής γλωσσολογίας διατυπώθηκαν τρεις κυρίως θεωρίες, με σκοπό να εξηγήσουν την ανάμειξη των στοιχείων που παρουσιάζει η γλώσσα τού Ομήρου. (ΐ) Κατά ευρύτερα αποδεκτή άποψη (Αυο. ριοκ κ.ά.) πρέπει να διακρίνου με τρία στρώματα γλώσσας: α) Αρχική γλώσσα είναι η Αιολική. β) Ακολουθεί εξιωνισμός των επών και επικράτηση τής Ιωνικής. γ) Παρεισάγονται Αττικοί νεωτερισμοί. Ήτοι: Τα έπη συντάχθηκαν αρχικώς στην Αιολική. Μετά παρέλαβαν και ανέπτυξαν τα έπη οι Ίωνες (αοιδοί και ραψωδοί), οι οποίοι και τα εξιώνισαν. Έτσι η Αιολική παρέμεινε ως υπόστρωμα («αιολικοί αρχαϊσμοί» ή «αιολισμοί»: πέσυρες, έμμεναι, άργεννός, άμμες κ.λπ.). Κατά την καταγραφή των Επών επί π ε ις ις τ ρ α τ ο υ (561-528) -όπως ξέρουμε από παλιά μαρτυρία τού 4ου π.Χ. α ι - και κατά τον «μεταχαρακτηρισμό» που ακολούθησε (περί το 400) εισήχθησαν αρκετά αττικά στοιχεία. Σε εσφαλμένο, «κακό μεταχαρακτηρισμό» λ.χ. οφείλεται η παρουσία στα Έπη των νεότερων αττικών τύπων έως και εΐως αντί τού κανονικού ήος: έως δ ταϋθ’ ωρμαινε κατά φρένα καί κατά θυμόν (Α 193). Ο τύπος έως, προϊόν εσφαλμένου μεταχαρακτηρισμού από το ε ο ς , εγείρει μετρικά προβλήματα, τα οποία αίρονται αν το ε ο ς μεταγραφεί ως ήος (πβ. αιολ. άΡος, σανσκρ. γ2ναΐ) αντί έως. Στα έπη δημιουργήθηκαν και διατηρήθηκαν και τεχνητά στοιχεία, τα «επικά στοιχεία», που εξυπηρετούσαν κυρίως μετρικές ανάγκες (πβ. διεκτάσεις: δράω > δρω > δρόω, δρόωντες, δράςις, μετρικές εκτάσεις: αθάνατος, ειαρινός κ.ά.). Επίσης καθιερώθησαν ορισμένες στερεότυπες εκφράσεις και ιδιάζοντες φωνολογικοί και μορφολογικοί τύποι. (ΐΐ) Οι ΑΗΚΕΝ8, \ν ιΐΑ Μ 0 \ν ιτζ και, κάπως διαφορετικά, ο χ α τ ζ ιδ α κ ις υπο στηρίζουν ότι τα έπη συνετέθησαν σε περιοχή όπου συζούσαν Ίωνες και Αιολείς και μιλούσαν γλώσσα ανάμικτη από ιωνικά και αιολικά στοιχεία. Τέτοια θα ήταν κάποια περιοχή τής Μ. Ασίας ή των παρακειμένων νήσων (αποικίες Ιώνων και Αιολέων), ίσως η Σμύρνη ή η Χίος. Ο χ α τ ζ ιδ α κ ις υποστηρίζει ειδικότερα ότι οι ραψωδοί και οι αοιδοί είχαν πλάσει μια «επική διάλεκτο», ανάμικτη από αιολικά και ιωνικά στοιχεία, έτσι ώστε τα έπη να τραγουδιούνται και να γίνονται κατανοητά από τους ομιλητές και των δύο διαλέκτων. Πρόκειται δηλ. για ανάμικτη διάλεκτο και όχι για διαφορετικά στρώματα γλώσσας. Στις θέσεις αυτές έχουν αντιπαρατηρηθεί τα εξής: (α) Η ανάμειξη δεν είναι τυχαία. Οι αιολικοί τύποι εξυπηρετούν μετρικές ανάγκες, όχι όμως και οι ιωνικοί. Οι αιολικοί δηλ. είναι μετρικώς αναντικα τάστατοι. Το αιολ. παίδεσσι δεν μπορεί μετρικώς να αντικατασταθεί από το ιων. παισί, όπως και το αιολ. ϋμμε από το ιων. ύμέας και το θυράων από το θυρέων.
101
ι
Αντιθέτως, ιωνικοί τύποι μπορούν να αντικατασταθούν από αιολικούς: το ιων. η (έστη) από αιολ. ά (εστα), το πείρατα από το αιολ. πέρρατα (< *περΡας), το εΐνεκα από το έννεκα (< *ενΡεκα) κ.ο.κ. (β) Οι «αιολισμοί» των Επών συνδέονται κυρίως με τη διάλεκτο τής Θεσσαλίας και τής Βοιωτίας και όχι τόσο με την Αιολική τής Μ. Ασίας ή τής Λέσβου. Πβ. λ.χ. τις γενικές τής γλώσσας των Επών σε -οιο (πολέμοιο), σε -άο (Άτρεΐδαο) και σε -άων (Θυράων), που τις γνωρίζουμε κυρίως από θεσσαλικές και βοιωτικές επιγραφές. (γ) Αγνοούνται στα έπη κύρια χαρακτηριστικά τής Αιολικής τής Μ. Ασίας· αιτ. -οις: θέοις (< *θεονς), ενώ ομηρ. θεούς, μετχ. -οισα: λέγοισα (< *λέγονσα), ενώ ομηρ. λέγουσα. (ϊϊϊ) Νότια Αχαϊκή Κατά την τρίτη αυτή θεωρία, που στηρίζεται σε θέσεις των ο η α ν τ κ α ιν ε , κΐδΟΗ και ρ ο κ ζ ιο , τα έπη έχουν συντεθεί στη λεγομένη νότια αχαϊκή (ή νότια μυκηναϊκή) διάλεκτο. Η ανάγνωση τής γραμμικής Β' και η γνώση τής Μυκηναϊκής Ελληνικής έδειξε στενή σχέση Ομηρικής και Μυκηναϊκής. Επίσης έχουν διαπιστωθεί στενές σχέσεις τής Ομηρικής με την Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο (που συνδέεται στενά με την Ιωνική-Αττική). Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν σε μια θεωρία, που να εξηγεί όλη αυτή τη γλωσσική ανάμειξη. Κατά τη θεωρία αυτή, η Ελληνική διαρθρώνεται διαλε κτικά ως εξής: ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΠΡΩΤΟ-ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ / ΑΧΑΪΚΗ / ΠΡΟ-ΔΩΡΙΚΗ
ΔΩΡΙΚΗ
ΒΟΡΕΙΑ / «ΑΙΟΛΙΚΗ»
Ανατ. Θεσσαλία Λέσβος (Βοιωτία) (Αιολίς Μ. Ασίας)
ΝΟΤΙΑ
Ιων. - Αττ.
Αρκ. - Κυπρ.
Μυκην. (πινακ.)
Τα έπη συνεχίζουν και απηχούν την «αχαϊκή / μυκηναϊκή» παράδοση. Γράφτηκαν αρχικώς στη Νότια Μυκηναϊκή (ή Νότια Αχαϊκή). Έτσι εξηγείται η αντίστοιχη γλωσσική ανάμειξη από στοιχεία τής Μυκηναϊκής, Αρκαδοκυπριακής και Ιωνικής-Αττικής. Η τελική τους μορφή δόθηκε στην Ιωνία, εξού και ο έντονα ιωνικός χαρα κτήρας των επών.
102
Οι Αιολισμοί επομένως είναι ουσιαστικά «Αχαϊσμοί», στοιχεία δηλ. που υπάρχουν στην αρχική Αχαϊκή ή Μυκηναϊκή διάλεκτο. Ορισμένα στοιχεία (-εσσι, απαρεμφ. -μεν, πίσυρες κ.ά.), που δεν εξηγούνται από τη Νότια Αχαϊκή, μας οδηγούν σε έναν δεύτερο επικό κύκλο, τον Βόρειο Μυκηναϊκό κύκλο. Επομένως, τα έπη είναι απόρροια δύο επικών κύκλων: τού νότιου Μυκη ναϊκού και τού βόρειου Μυκηναϊκού, με σαφή υπερίσχυση τού νότιου κύκλου.
Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι Γενικά Η αρχαία διαλεκτολογία είναι από τα πιο σημαντικά κεφάλαια τής ιστο ρίας τής ελληνικής γλώσσας, αφού η αρχαία γλώσσα μόνο κατά τους αλε ξανδρινούς χρόνους αποκτά κοινή μορφή (Αλεξανδρινή Κοινή), μέχρι τότε δε είναι διαλεκτικά διαρθρωμένη, καθώς σε διαλεκτική γλώσσα έχει, όπως είδαμε, συνταχθεί ολόκληρη η αρχαία λογοτεχνία. Η ελληνική γλώσσα ξεκινάει από μια κοινή και ενιαία σχετικώς μορφή, την Προϊστορική Κοινή, διασπάται σε διαλέκτους (Ιωνική - Αχαϊκή - Δωρική) και ενοποιείται εκ νέου υπό τη μορφή τής Αλεξανδρινής Κοινής. Κατά τον 6ο αι. μ.Χ. αρχίζει να αναπτύσσεται νέα διαλεκτική διαφοροποίηση, που ολοκληρώνεται κυρίως μετά την κατάλυση τής βυζαντινής αυτοκρατορίας και τον διαμελισμό της. Μετά δε από πολλές ιστορικές περιπέτειες -τα τελευταία 30 χρόνια- η γλώσσα μας έφθασε και πάλι σε μια γενικότερη, πανελλήνια μορφή, τη Νεοελληνική Κοινή. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο έχουμε μεγάλη διαλεκτική διάσπαση. Ποτέ σε τόσο μικρό χώρο δεν δημιουργήθηκαν τόσο πολλές διάλεκτοι. Αυτό οφείλεται: (ί) στην έλλειψη ευρύτερης επικοινωνίας* η επικοινωνία αίρει συνή θως τις διαλεκτικές διαφορές, και (ιι) στην πολιτική αυτοτέλεια με την μορφή τής πόλεως-κράτους, που ευνοούσε και τη γλωσσική αυτοτέλεια, γιατί επέτρεπε να καθιερώνονται περισσότερες επίσημες γλώσσες, οι τοπι κές διάλεκτοι. Ενώ όμως είχαμε τόσο μεγάλη διαλεκτική διαφοροποίηση, η ελληνική γλώσσα δεν διασπάσθηκε σε επί μέρους θυγατρικές γλώσσες, όπως έγινε λ.χ. με τις νεολατινικές γλώσσες. Η βαθιά εθνική συνείδηση, η συνείδηση δηλ. τής κοινής καταγωγής και τής κοινής θρησκείας, το «δμαιμον» και το «ομόθρησκον», τους έκαναν να αισθάνονται μεταξύ τους έναν στενότερο γλωσσικό δεσμό, μια κοινή γλώσσα («όμόγλωσσον»). Έτσι, η διαλεκτική δια φοροποίηση δεν εξελίχθηκε ποτέ σε πλήρη γλωσσική διαφοροποίηση.
Ταξινόμηση των ελληνικών διαλέκτων Από τους δυνατούς τρόπους ταξινομήσεως των ελληνικών διαλέκτων τρεις είναι οι κυριότεροι:
103
(ί) Ταξινόμηση κκετ80ΗΜΕΚ Κατά τον κκΕΤδΟΉΜΕΚ, που ακολουθείται σε γενικές γραμμές και από τον αναγνωςτοπουλο («Σύντομος ιστορία τών έλληνικών διαλέκτων» 1924), οι αρχαίες διάλεκτοι διακρίνονται ως εξής: α) Ιωνική-Αττική Είναι η διάλεκτος των Ιώνων, που πρώτοι έρχονται στην Ελλάδα περί το 2000 π.Χ., όπως δείχνουν αρχαιολογικές μαρτυρίες (ίχνη καταστροφών, νέοι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί και νέα κεραμεική). Στην αρχή εγκαθίστανται στην Αττική, Εύβοια και Β. Πελοπόννησο. Εν συνεχεία απωθούνται από τους Αχαιούς στην Ιωνική Δωδεκάπολη τής Μ. Ασίας (Μίλητο, Έφεσο, Κολοφώνα, Κλαζομενές κ.α.) και στις Κυκλάδες (πλην Θήρας, Μήλου και Ανάφης). β) Αχαϊκή Πρόκειται για τη διάλεκτο των Αχαιών που έρχονται περί το 1600. Από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες φαίνεται ότι δεν έχουμε σοβαρή διακοπή στον πολιτισμό των Ιώνων. Αφομοιώνονται με το υπάρχον ιωνικό στοιχείο και εμφανίζονται μάλλον ως νέα δυναστεία (Μυκηναίοι). Οι Αχαιοί εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία, Θεσσαλία, Στερ. Ελλάδα (πλην τής Αττικής) και στην Πελοπόννησο. Ίδρυσαν αποικίες σε πολλά μέρη, στην Κρήτη, Κύπρο και Ιταλία. Αργότερα απωθήθηκαν από τους Δωριείς στη Μ. Ασία (Αιολίδα Μ. Ασίας: Κύμη, Σμύρνη κ.α.) και στις νήσους Λέσβο και Τένεδο. Στις περιοχές αυτές απωθήθηκαν ειδικότερα από τους δωρικής καταγωγής Θεσσαλούς, που από τη Θεσπρωτία (Ήπειρο) ήλθαν και κατέλα βαν την Αιολίδα, τον θεσσαλικό χώρο που κατείχαν μέχρι τότε οι Αχαιοί και που από τους Θεσσαλούς ονομάστηκε τότε Θεσσαλία. Τους Αχαιούς αυτούς, τους παλαιότερους, τού «μέσου» ή «πελασγικού» (δηλ. τού Θεσσαλικού) Αργους, τους «Αργείους» ή «Αχαιούς», τους κατοίκους τής Φθίας (στην κοιλάδα τού Σπερχειού), γνωρίζει ο Όμηρος. Αντιθέτως στα ομηρικά έπη είναι άγνωστοι οι «Αιολείς» και η «Αιολίδα», που σημαίνει ότι τα έπη είναι παλαιότερα τής απωθήσεως των Αχαιών στα Μικρασιατικά παράλια και τα παρακείμενα νησιά. γ) Δωρική Είναι η διάλεκτος των Δωριέων, τού γ' κύματος Ελλήνων, που έρχονται περί το 1100 (κατά τον κκΕΤδΟΗΜΕΚ) από τη ΒΔ. Ελλάδα και υποτάσσουν τους Αχαιούς, όπως μαρτυρούν τα ίχνη καταστροφών που ανακαλύφθηκαν και που δείχνουν βίαιη διακοπή τού αχαϊκού πολιτισμού. Οι Δωριείς εγκα ταστάθηκαν στην Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Πελοπόννη σο (πλην τής Αρκαδίας), Δυτ. Θεσσαλία, νησιά (Κρήτη, Ρόδο, Κω, Κέρκυρα, Θήρα, Μήλο, Ανάφη), Κ. Ιταλία (Γέλα, Ακράγαντα, Τάραντα κ.ά.) και στη Μ. Ασία («Δωρική εξάπολη»: Κνίδο, Αλικαρνασσό κ.α.). (ϋ) Ταξινόμηση χατζιδακι Την κλασική αυτή ταξινόμηση τού κκΕΤδΟΗΜΕΚ συμπλήρωσε ο χατζιδακις,
104
που καθόρισε ιδιαίτερη κατηγορία, τις «ανάμικτες» διαλέκτους, για να κα τατάξει σε αυτές τη Μακεδονική και την Παμφυλιακή, που εμφανίζουν στοιχεία αχαϊκά ανάμικτα με δωρικά. Η ταξινόμηση τού χατζιδακι σε δια λέκτους και υποκατηγορίες διαλέκτων έχει ως εξής: α)
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ή ΙΩΝΙΚΗ - ΑΤΤΙΚΗ 1. Ιωνία Μ. Ασίας 2. Αττική 3. Κυκλάδες και Θάσος 4. Εύβοια
β) ΑΧΑΪΚΗ
Βόρεια ή Αιολική 1. Αιολίς Μ. Ασίας, Λέσβος, Τένεδος 2. Θεσσαλία 3. Βοιωτία
Νότια Αρκαδία Κύπρος
γ) ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ή ΔΩΡΙΚΗ
Βορειοδυτική Ήπειρος Αιτωλοακαρνανία Φθιώτιδα, Φωκίδα, Λοκρίδα Ηλεία Αχάΐα
Δωρική Λακωνία Μεσσηνία Αργολίδα (και Αίγινα) ' Κόρινθος Μέγαρα Κρήτη Δωδεκάνησος (Ρόδος, Αστυπάλαια, Κως, Τήλος...)
δ) ΑΝΑΜΙΚΤΕΣ 1. Μακεδονική (ΒΔ και Αιολική) 2. Παμφυλιακή (Δωρ. και Αχαϊκή) (ϊΐΐ) Ταξινόμηση βυοκ Διαφορετική είναι η ταξινόμηση τού διαλεκτολόγου ο. Βυοκ, που διακρίνει τις διαλέκτους γεωγραφικά σε δυτικές και ανατολικές, τις οποίες υποδιαιρεί αντιστοίχως σε βόρειες και νότιες, ήτοι 1) Δυτικές: Βορειοδυτική και Δωρική και 2) Ανατολικές: Αττική-Ιωνική, Αιολική και Αρκαδοκυπριακή. Ιδιαίτερη κα τηγορία αποτελούν οι κεντρικές διάλεκτοι, που ανήκουν στις βόρειες και εμ φανίζουν χαρακτηριστικά τόσο των δυτικών όσο και των ανατολικών διαλέ κτων. Η διάκριση αυτή τείνει συνεχώς να γίνει ευρύτερα αποδεκτή, γιατί στηρίζεται περισσότερο σε καθαρώς γλωσσικά, συγχρονικά-κατανομικά κρι τήρια παρά σε ιστορικά-αρχαιολογικά.
105
ΔΥΤΙΚΕΣ Βορειοδυτική Ηπείρου Φωκική (Δελφών) Λοκρική ΒΔ Κοινή Ηλειακή (Ολυμπίας)
ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ Αττική-Ιωνική Αιολική Αιολική Μ. Ασίας Λέσβου-Τενέδου
ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ Θεσσαλική Βοιωτική Μακεδονική Παμφυλιακή Δωρική Λακωνική, Κρητική Μεσσηνιακή, Δωδεκανησιακή Αργολική Κορινθιακή Μεγαρική
Αρκαδο-κυπριακή
Γενικά χαρακτηριστικά των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων Ιωνική-Αττική διάλεκτος Γενικότερα χαρακτηριστικά που διακρίνουν την Ιωνική-Αττική από τις λοιπές διαλέκτους είναι: (ί) Η τροπή τού κληρονομηθέντος *ά σε η: δάμος > δήμος, τιμα > τιμή, νίκα > νίκη Στην Αττική μόνο διάλεκτο εμφανίζεται ά μετά τα ρ, ι και ε: χώρα γενεά, οικία Για την ερμηνεία τού φαινομένου έχουν προταθεί δύο θεωρίες, από τις οποίες η β' -για εσωτερικούς, συστηματικούς λόγους- κρίνεται επικρατέστε ρη. α) Θεωρία τής διατηρήσεως Ρ & -> ά (> η), πλην ε
106
[Το ά ετράπη παντού σε πρόσθιο μακρό ά -από όπου το η- πλην των πε ριπτώσεων που προηγείτο ρ, ι και ε, οπότε στην αττική διάλεκτο το ά διατηρήθηκε, δηλ. δεν ετράπη σε ά]. β) Θεωρία τής επανατροπής I. ά -►ά (> η) (Ιωνική-Αττική)
II. ά - > α
—,
(Αττική)
[Το α ετράπη αρχικώς παντού σε ά (νόμος ί), εν συνεχεία δε στην αττική διάλεκτο επανετράπη σε ά μετά από ορισμένα φωνητικά περιβάλλοντα]. (ϋ) Πρώιμη σίγηση τού δίγαμμα (Ρ). Το Ρ στην Ιωνική Αττική σιγήθηκε αρ κετά νωρίς -περί το 800 π.Χ-, όπως μαρτυρούν τύποι που υφίστανται έκθλι ψη: κλϋθ’ άναξ (αντί «κλϋθι Ράναξ», Αρχίλοχος) δ ο ϋλϊ έργα (αντί «δούλια Ρέργα», Σημωνίδης)
Στις άλλες διαλέκτους το Ρ διατηρήθηκε -και μαρτυρείται επιγραφικώςώς τον 4ο αιώνα. Το Ρ (= ΜΙ) αποτελούσε ιδιαίτερο φώνημα τού συστήματος τής Ελληνικής, δηλούμενο κανονικά στη Μυκηναϊκή Ελληνική (\να-ηα-1ία = Ράναξ) και χρησιμοποιούμενο κατά τους χρόνους συνθέσεως των επών -του λάχιστον των αρχαιότερων επών. Πλήθος χωρίων (περί τα 3.350!) των ομηρι κών επών αποκαθίστανται με την παρουσία τού Ρ: έσθλόν δ’ I οΰτε τι I πω (Ρ)εϊ\πες (Ρ)έπος I οϋτ’ έτέ I λεσσας (Α 108) Εξάλλου, η παρουσία τού Ρ ερμηνεύει την προέλευση διαφόρων τύπων, όπως: *η-Ρορα-ον > *ηοραον> έώρων *βασιλή-Ρ-ος > βασιλήος > βασιλέως
(ίϋ) Η μετάθεση ποσότητας (αντιμεταχώρηση) των φωνηεντικών συ μπλεγμάτων: λάΡός > λαός > ληός > λεώς
(ίν) Η χρήση ιδιαίτερων μορφολογικών τύπων, όπως οι τύποι τού πληθυ ντικού των προσωπικών αντωνυμιών:
107
Ιωνική-Αττική
Δωρική
Αχαϊκή
ήμεΐς ημών ημάς
άμές άμέων άμέ
αμμες άμμέων άμμε
Από τον τύπο γεν. πληθ. ήμέων, που συνέπιπτε προς το εύγενέων, υποχω ρητικός κατά το εύγενεϊς σχηματίστηκε η ονομ. πληθ. ήμεΐς, κατά δε την (παλαιότερη) αιτ. ενγενέας σχηματίστηκε ο τύπος ήμέας, που με συναίρεση κατέληξε σε ημάς. Ο κανονικός τύπος τής αιτ. θα ήταν *ήμε (πβ. δωρ. άμέ, αιολ. άμμε) από αρχικό τύπο *ηδ-ιηβ (πβ. σανσκρ. η&δ και αδίηάη, λατ. ηοδ). Από τον τύπο *ασμε προέκυψε δι’ αντεκτάσεως το δωρ. άμέ (η δασύτητα αναλογικά προς το υμέ, υμές) και δι’ αφομοιώσεως το αιολ. άμμε. (ν) Απαρέμφατα σε -ναι. Το ληκτικό μόρφημα -ναι τού απαρεμφάτου των αθεμάτων (-μι) ρημάτων τής Ιωνικής-Αττικής (ι-στά-ναι, τιθέ-ναι, διδό-ναι) προήλθε από αρχική κατάληξη απαρεμφάτου -εναι (ΐ-έναι), που εξελίχθηκε φωνητικώς (συναίρεση) σε -ναι: *εσ-εναι > *ε-εναι > είναι *βη-εναι > βήναι
(νί) Χρησιμοποίηση τού τύπου ήν ως γ' εν. παρατ. -απαντά στη Δωρ., Αρκ. Κυπρ. κανονικά ο ής (*©-6δ-ί > *6δ, ής). Επειδή όμως ο τύπος αυτός παρείχε μάλλον την εντύπωση β' εν., υποκαταστάθηκε στην Ιωνική-Αττική διά τού γ' πληθ. ήεν (< ^-βδ-βηΐ), που χρησιμοποιήθηκε ως γ' εν. από περιπτώσεις όπως «ένθα μάλιστα μάχη καί φύλοπις ήεν» (ν 789), «α δή τετελεσμένα ήεν» (Σ 4), όπου το ήεν μπορούσε να εκληφθεί ως τύπος Υ ενικού. Το ήεν συναιρέθηκε εν συνεχεία σε ήν και συνέπεσε έτσι με το α' εν. ήν (ή + -ν), που αντικατέ στησε παλαιότερο τύπο: *©-©δ-ιη > *ησα > ήα > ή (α' ενικ.) (το -ν ελήφθη από την κατάληξη των παρωχημένων χρόνων: έφερο-ν, έγραφο-ν).
Αχαϊκή διάλεκτος
* *-
■ ;=*
1
Μ
Γενικότερα χαρακτηριστικά τής αχαϊκής διαλέκτου (βόρειας και νότιας) είναι τα εξής: (ί) Η αντιπροσώπευση των χειλοϋπερωικών συμφώνων ως χειλικών -αντί οδοντικών- και προ των ί και έ (ε/η). Ήτοι:
->
/
β 9-
Υ /
"
'
ί 6
: πέτταρες βοιωτ. (τέσσαρες, τέτταρες) *^6ίυΓ : πέσυρες λεσβ. και πίσυρες ομηρ., αιολ. *ροη1ί'ν6 : πέμπε (πέντε) : Πεισι-δίκα (αττ. Τεισι-δίκης)
108
και:
Βελφοί βοιωτ., Βέλφοι αιολ. αντί Δελφοί φήρ λεσβ., φείρ θεσσ., αντί θήρ
(ϋ) Η αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού υγρού γ ως ορ/ρο αντί αρ/ρα: *ίίΓ(1 : κορζία κυπρ. (καρδία, κραδίη) *ά1ΐΓ8 : θροσύς/θροσέως (θαρσύς, θρασύς) *πΐΓΐοδ : βροτός αιολ. (<*μροτος) και στρόταγος αιολ. (στρατηγός), τέτορτος αρκ. (τέταρτος), στρότος (στρα τός). (ϊϊί) Η κώφωση των α και ο σε ο και υ(α). Ήτοι: α 0
—►
0 11
δέκα -* δέκο, έκατόν -* έκοτόν άλλο -+ άλλυ, άπό -» άπύ, όνομα -> όνυμα άνέθηκε -* όνέθηκε -» ύνέθηκε
(ΐν) Η αποκοπή των προθέσεων (σίγηση τού ληκτικού φωνήεντος): κατά -» κάτ, παρά -* πάρ, άπό -* άπ, περί -* πέρ άνά -* άν -* ον -» υν κατά -+ κάτ (κάββαλε < κάτβαλε < κατάβαλε) ύπό -» ϋπ (ύββάλλειν < ύπβάλλειν < ύποβάλλειν)
(ν) Μεταπλασμός των συνηρημένων σε -έω ρημάτων στην κατηγορία των (αθεμάτων) ρημάτων σε -μι («αιολική κλίση»): καλέω > κάλημμι άδικέω > άδίκημμι, μετχ. άδικέντα
Ειδικότερα, γνωστά χαρακτηριστικά τής Β. Αχαϊκής είναι: I. Η αφομοίωση των ενσίγμων συμπλεγμάτων σμ, σν, λσ κ.λπ. σε δύο έρρι να ή υγρά, χωρίς να ακολουθήσουν απλοποίηση και αντέκταση: *εσμι > έμμί, *εμενσα > έμεννα, *χεσλιοι > χέλλιοι II. Η «βαρυτονία», η απομάκρυνση δηλ. τού τόνου από τη λήγουσα: θέος, στρότος, πόταμος
III. Ο διφθογγισμός που χαρακτηρίζει την Αιολική τής Μ. Ασίας και τής Λέσβου, ήτοι η δημιουργία νέας γνησίας διφθόγγου ως προϊόντος των νεοτέρων (ένσιγμων) αντεκτάσεων: *τονς θεονς > τοϊς θέοις (αντί τούς θεούς) *λέγονσα > λέγοισα (αντί λέγουσα) *πανσα > παΐσα (αντί πάσα) *τανς > ταϊς (αντί τάς)
109
Βορειοδυτική /Δωρική διάλεκτος Τα κύρια χαρακτηριστικά τής Βορειοδυτικής ή Δωρικής Ελληνικής, που είναι η πιο συντηρητική από όλες τις ελληνικές διαλέκτους, είναι τα εξής: (ί) Η διατήρηση τού κληρονομηθέντος αρχαίου μακρού ά: φάμα, μάτηρ, ά
(ϋ) Η διατήρηση τού Ρ: Ρίκατι, Ρέργον, νέΡος (πί) Η διατήρηση τού μορφήματος -τι/-ντι, το οποίο στην Ιωνική-Αττική και σε αρκετά αχαϊκά ιδιώματα ετράπη σε -σι/-νσι: φατί, δίδωτι, έχοντι, πέρυτι, Ρίκατι (ίν) Η εμφάνιση ιδιόμορφου τονισμού: φώτες (αντί φώτες), γυναίκες (αντί γυναίκες), αϊγες Πρόκειται περί διατηρήσεως παλαιοτέρων μορφών τονισμού, που διασώ θηκαν διαλεκτικώς μετά την κατίσχυση τού τονικού «νόμου τής προπερισπάσεως» (γυναίκες). (ν) Η κλίση των ονομάτων σε -ις χωρίς μεταπτωτική ποικιλία: πόλις, πόλιος, πόλι, πόλιν πόλιες, πολίων, πόλισι, πόλιας Επικρατεί δηλ. η μηδενισμένη βαθμίδα θέματος (πολι-), ενώ η πλήρης βαθ μίδα (πολει-) προϋποτίθεται σε τύπους όπως ομηρ. πόλεος (< *πολε]-ος), πόλεες (< *πολε]-ες). Τύποι, τέλος, όπως η τοπική πόληι και η γενική πόλεως (< πόλη-ος II πόληι) ερμηνεύονται από την εκτεταμένη βαθμίδα (ποληι-). (νί) Η διατήρηση τού άρθρου τοί/ταί και τής προσωπικής αντωνυμίας τύ αντί των νεοτέρων αναλογικών τύπων οι και αι (από τα ό και ή/ά) και συ (από το σέ τής αιτ.). (νϋ) Η διατήρηση τής παλαιάς καταλήξεως -μες τού α' πληθ. των ρημάτων: φέρομες, δίδομες (νίπ) Η χρήση τού καλουμένου «δωρικού μέλλοντος» (ΓιιΙυπιπι άοπουπι) σε -σέω, -σίω και -σώ: παιδευ-σέω, παιδευ-σίω, παιδευ-σώ Πιθανότατα και εδώ να πρόκειται για διατήρηση παλαιάς καταστάσεως (πβ. λιθουαν. -δίη: άιι-δίη = δωσέω < *δωσε]ω) παρά για νεωτερισμό τής Δωρικής.
Αλεξανδρινή Κοινή (3ος αι. π.Χ.-6ος αι. μ.Χ.)
113
Γενικά Στην ιστορία τής ελληνικής γλώσσας μπορούμε να μιλούμε για τρεις Κοι νές (γλώσσες): α) την Προϊστορική Κοινή (ή Πρωτοελληνική ή Προδιαλεκτική Ελληνική), β) την κατ’ εξοχήν Κοινή, γνωστή ως Αλεξανδρινή Κοινή (ή Ελληνιστική Κοινή) και γ) τη Νεοελληνική Κοινή (ή Κοινή Νεοελληνική ή Κοινή Νέα Ελληνική). Ας αρχίσουμε με μερικές παρατηρήσεις για την ονομασία τής ελληνικής γλώσσας κατ’ αυτή την περίοδο και για τη συναφή ορολογία. Ο όρος Κοινή (ενν. γλώσσα) δηλώνει ευρύτερα την απλοποιημένη αττική, κυρίως, διάλεκτο, που από τους χρόνους ιδίως τού Μ. Αλεξάνδρου άρχισε να γίνεται η επίση μη γραπτή και προφορική γλώσσα εντός και εκτός Ελλάδος (στη Μ. Ασία, Αί γυπτο, Συρία κ.α.). Η Κοινή Ελληνική των αλεξανδρινών και ρωμαϊκών χρό νων, με σύγχρονα -και κατ’ ανάγκην αναχρονιστικά- γλωσσικά παραδείγ ματα, θα μπορούσε να συγκριθεί με τη σημερινή Αγγλική ως μητρική (Αγγλία, Αμερική, Αυστραλία, Καναδάς) και ως ξένη, δεύτερη γλώσσα (Ινδία κ.α.). Αρχικά ο όρος Κοινή χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους αρχαίους γραμματι κούς (απολλώνιο τον δυςκολο, η ρω δια ν ο ), για να δηλώσει την αρχική μορφή τής Ελληνικής από όπου προήλθαν οι μετέπειτα διάλεκτοι (Αττική, Ιωνική, Αιολική και Δωρική). Ο ίδιος ο ηρωδιανος και άλλοι αρχαίοι γραμματικοί την πραγματική κοινή γλώσσα τής εποχής τους τη χαρακτηρίζουν ως «ή συνή θεια», «ή νυνί συνήθεια», γλώσσα «ή πάντες χρώμεθα» ή η γλώσσα «ή έκ τών τεττάρων συνεστώσα». Συνειδητοί και «συνεπείς» Αττικιστές, όπως λ.χ. ο μοιρις , είναι αυτοί που πρώτοι αντιδιαστέλλουν τα Αττικά, τη «γλώσσαπρότυπο» των Αττικών, «τό Αττικόν» λεγόμενο, από τη χυδαία, θα λέγαμε, την προφορική γλώσσα τής εποχής, που χαρακτήριζαν υποτιμητικά ως «κοινόν » και την (πιο συντηρητική, φαίνεται) γραπτή γλώσσα, που αποκαλούσαν «Έλληνικόν». Παράδειγμα: «Έξίλλειν Αττικοί, έξείργειν Έλληνες, έκβάλλειν κοινόν». Όσο προχωρεί όμως ο Αττικισμός και επιβάλλει τις απόψεις του στον πνευματικό χώρο, τόσο η έννοια τού έλληνικοϋ (έλληνισμός, έλληνίζειν) παίρνει όλο και πιο αρνητική χροιά, αφού πλέον αντιπαρατίθεται προς τον κανόνα, την πρότυπη αττική γλώσσα των κλασικών χρόνων, και θε ωρείται απόκλιση. Έτσι ο έλληνισμός και το έλληνίζειν που αποτελούσαν στον Αριστοτέλη κριτήρια τού καλού λόγου, αντιδιαστελλόμενα προς τον σο λοικισμό και τον βαρβαρισμό, στους χρόνους περί τον Χριστό αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγήν. Σχετικά με την ορολογία θα πρέπει να σημειώσουμε και τα εξής: Οι ξένοι μελετητές τής ιστορίας τής γλώσσας χρησιμοποιούν συχνά γι’ αυτήν την πε
114
ρίοδο τον ευρύτερο όρο «μετακλασική Ελληνική», όρο τής αντίστοιχης φιλο λογίας. Ο όρος αυτός, αντιπαρατιθέμενος προς την «κλασική Ελληνική», δη λώνει στην πράξη όλη την ιστορική διαδρομή τής ελληνικής γλώσσας μετά τους κλασικούς χρόνους, από το δεύτερο ήμισυ τού 4ου π.Χ. αιώνα μέχρι σή μερα! Πρόκειται, προφανώς, για συγχυτικά περιεκτικό όρο, γεγονός που δεν μεταβάλλεται από τη σιωπηρά περιοριστική χρήση του από μερικούς για μό νη την αλεξανδρινή και τη ρωμαϊκή περίοδο. Έτσι είναι προτιμότερο, ως σα φέστερο, να χρησιμοποιείται ο όρος Κοινή. Τέλος, οι προσδιορισμοί Αλεξαν δρινή (Κοινή) και Ελληνιστική (Κοινή) επικράτησαν στην πρακτική εφαρμο γή τού όρου, μολονότι και οι δύο είναι, στην πραγματικότητα, περιοριστικοί τού όρου Κοινή σε μόνη την αλεξανδρινή ή ελληνιστική περίοδο, ενώ η φά ση αυτή τής ελληνικής γλώσσας καλύπτει την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή και την πρώιμη (τριών αιώνων) βυζαντινή περίοδο. Με την τελευταία παρατήρηση θίγουμε το θέμα των χρονικών ορίων τής Κοινής, το οποίο εξετάσαμε εκτενώς πιο πάνω, μιλώντας για τη διαίρεση τής ιστορίας τής Ελληνικής σε περιόδους. Εδώ θα περιοριστούμε να πούμε πως η Κοινή αρχίζει στο δεύτερο ήμισυ τού 4ου π.Χ. αι. (στους χρόνους τού Μ. Αλε ξάνδρου) και τελειώνει κατ’ άλλους μεν με τη μεταφορά τής πρωτεύουσας τού Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη (330 μ.Χ.), κατ’ άλλους δε ακόμη αργότερα, τον 6ο αι., χρονολόγηση που για ιστορικούς και γλωσσικούς λόγους, τους οποίους αναφέραμε εκεί, φαίνεται πειστικότερη. Τελειώνοντας τις γενικές αυτές παρατηρήσεις, πρέπει να τονίσουμε την ιδιαίτερη σημασία αυτής τής περιόδου τής γλωσσικής μας ιστορίας. Η Αλε ξανδρινή Κοινή είναι η κρίσιμη καμπή όπου η ελληνική γλώσσα μεταβάλλε ται ριζικά περνώντας από την αρχαία στη νέα Ελληνική. Σε όλα τα επίπεδα τής γλώσσας -στο φωνολογικό, στο μορφολογικό, στο συντακτικό και στο λεξιλογικό/σημασιολογικό- η δομή τής νέας Ελληνικής καθορίζεται από τις με ταβολές που σημειώθηκαν στη γλώσσα μας κατά την περίοδο τής Κοινής. Όπως θα φανεί πιο κάτω από την πραγμάτευση των μεταβολών αυτών, ολό κληρο το σημερινό σύστημα των ήχων (φθόγγων και φωνημάτων) με το οποίο δηλώνονται οι λεξικές και οι γραμματικές (μορφοσυντακτικές) σημασίες τής γλώσσας μας, ανάγεται στους χρόνους τής Κοινής. Το ίδιο ισχύει και για τα περισσότερα από τα μορφήματα (σχηματιστικές και παραγωγικές καταλή ξεις και επιθήματα), με τα οποία δηλώνονται οι διάφορες μορφοσυντακτικές σχέσεις (πτώσεις, κλίση ονόματος και ρήματος κ.λπ.) τής νέας Ελληνικής. Αν οι ρίζες τής νέας Ελληνικής ανάγονται στην αρχαία Ελληνική, τής οποίας την παράδοση συνεχίζει, οι απαρχές τής Νεοελληνικής είναι η Κοινή, η οποία και καθόρισε αποφασιστικά τη δομική φυσιογνωμία τής σύγχρονης γλώσσας μας.
Η δημιουργία τής Αλεξανδρινής Κοινής Είπαμε πιο πάνω ότι στην αρχαία Ελλάδα, την κλασική και την προκλασική, δεν υπάρχει ενιαία μορφή γλώσσας, ίδια για όλους τους Έλληνες και
115
για όλες τις περιοχές τής Ελλάδος. Το χαρακτηριστικό τής αρχαίας ελληνι κής γλώσσας είναι η ευρεία διαλεκτική της διάσπαση, οφειλόμενη σε πολι τικοκοινωνικούς και γεωγραφικούς κυρίως λόγους, όπως εξηγήσαμε. Η δια λεκτική μάλιστα διάσπαση, με άλλη μορφή, εισέρχεται και στον χώρο τής λογοτεχνίας με τη χρήση των λεγομένων «λογοτεχνικών διαλέκτων». Ωστό σο, μέσα στη διαλεκτική αυτή διαφοροποίηση των Ελλήνων δεν έλειψαν και οι αντίθετες ροπές προς τη δημιουργία ευρύτερων διαλεκτικών ομάδων με παραμερισμό των πολλαπλών επί μέρους διαφορών. Έτσι δημιουργήθηκαν αφενός μεν οι διάφορες επιχώριες κοινές (γλώσσες), όπως η ιωνική κοινή τής ιωνικής δωδεκαπόλεως (Πανιωνίου) στη Μ. Ασία, η δωρική κοινή στην Πε λοπόννησο, η αιτωλική κοινή τής Αιτωλικής συμπολιτείας και, προπάντων, η αττική κοινή, αφετέρου δε οι υπεριδιωματικές (εν σχέσει προς τα επί μέρους ιδιώματα ή διαλέκτους, το μητρικό ιδίωμα τού συγγραφέα, τον τόπο συγγρα φής ή παραστάσεων των έργων -αν επρόκειτο για έργο- κ.λπ.) λογοτεχνικές κοινές. Διότι, όπως είπαμε ήδη, η δωρική στην οποία συντάσσονταν τα χορι κά των τραγωδιών και η εν γένει χορική ποίηση δεν ήταν η επιτόπια διάλε κτος κάποιας από τις περιοχές που μιλούσαν δωρικά, αλλά μια υπερτοπική και -υπ’ αυτή την έννοια- υπεριδιωματική κοινή. Έτσι όμως όλοι οι Έλληνες αποδέχονταν στην πραγματικότητα -γεγονός που σημαίνει πως συνεννοού νταν ικανοποιητικά και επικοινωνούσαν μέσα από αυτήν- τη χρήση ορισμέ νων διαλέκτων ως κοινών οργάνων επικοινωνίας, πράγμα που έδειχνε το ξε πέρασμα στενών γλωσσικών τοπικισμών και τη βαθμιαία ωρίμαση τής ιδέας χρήσεως μιας κοινής ελληνικής γλώσσας. Υποψήφιες για τον ρόλο πανελλή νιου γλωσσικού οργάνου θα ήταν, φυσικά, εκείνες από τις διαλέκτους που διέθεταν αυξημένο γόητρο ως διευρυμένοι -λόγω τής καλλιέργειάς τους- κώ δικες ή λόγω τής πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής ή πολιτιστικής υπερο χής των φορέων που τις χρησιμοποιούσαν στη γλωσσική τους επικοινωνία. Τα προσόντα αυτά συγκέντρωναν δύο διάλεκτοι, η ιωνική και η (δομικά συγ γενής της) αττική διάλεκτος. Επόμενο ήταν οι κεντρομόλες δυνάμεις για την καθιέρωση πανελληνίου οργάνου γλωσσικής επικοινωνίας να στραφούν στις δύο αυτές διαλέκτους, από τις οποίες προήλθε τελικά η πανελλήνια Κοινή τής εποχής τού Μ. Αλεξάνδρου. Αρχικά τη θέση τής πανελλήνιας κοινής φάνηκε πως θα κατελάμβανε η πρώιμα -ως γλωσσά τού πεζού γραπτού λόγου- καλλιεργημένη ιωνική διά λεκτος. Η ευρύτερη προβολή της στον μικρασιατικό και τον παρακείμενο ανατολικό χώρο, που συνετέλεσε ώστε το όνομα των Ελλήνων στον ασιατικό χώρο να ταυτισθεί με το όνομα των Ιώνων (οι Πέρσες τούς ονόμαζαν Υαυηα, οι Ινδοί Υαναηα και οι Ιουδαίοι .Γάνδη, όπως μαρτυρείται από το κείμενο τής Π. Διαθήκης), και το γόητρο που απέκτησε ως γλώσσα τού πεζού (λογοτεχνι κού και επιστημονικού) λόγου με τα έργα τού ηροδοτου (από τη δωρική Αλι καρνασσό), τού ιπποκρατους (από την επίσης δωρική Κω), τού Ελλάνικου (από την αχαϊκή Μυτιλήνη) κ.ά., εξασφάλισαν στην ιωνική τού 5ου π.Χ. αι. το προβάδισμα για να χρησιμεύσει ως κοινή γλώσσα των Ελλήνων. Λόγοι ιστορικοπολιτικοί (η υποταγή τής Ιωνίας στους Πέρσες και το κύρος που απέκτησε αντιθέτως η πόλη των Αθηνών από τον ηγετικό της ρόλο στην από-
116
κρούση των Περσών και την ίδρυση τής Αθηναϊκής ηγεμονίας) και πολιτι στικοί (η απαράμιλλη ανάπτυξη των Αθηνών στις τέχνες και στα γράμματα) έφεραν την Αθήνα στο πολιτικό και πολιτιστικό προσκήνιο των πόλεων τής Ελλάδος τού 5ου π.Χ. αιώνα. Έτσι η αττική διάλεκτος ήδη από τον 5ο αιώνα αρχίζει να επιβάλλεται στη συνείδηση των Ελλήνων ως η διάλεκτος που προσφέρεται να αποτελέσει «τήν κοινήν τής Ελλάδος φωνήν». Οι ιστορικοί τής Κλασικής Ελλάδος περιγράφουν τη ραγδαία εξέλιξη των Αθηνών σε κυρίαρχο πολιτικό και πνευματικό κέντρο τής Ελλάδος. Τα μεγά λα ονόματα στον χώρο τής πολιτικής και πνευματικής κονίστρας τής Ελλά δος εμφανίζονται σωρευτικά κατά τη διάρκεια τού χρυσού αυτού αιώνος τής ιστορίας των Αθηνών. Οι εκτιμήσεις ιστορικών, φιλοσόφων, ποιητών, ρητόρων συγκλίνουν στην αναγνώριση των Αθηνών ως «τής Ελλάδος παίδευσιν» (Θουκυδίδης II, 41,1), «τής Ελλάδος... τό πρυτανεϊον σοφίας» στο οποίο συρ ρέουν οι σοφιστές από όλη την Ελλάδα (Πλάτωνος Πρωταγόρας 337Ό), «πρυτανεϊον Ελλάδος» (Θεόπομπος), «Ελλάδος έρεισμα (κλειναί Αθήναι, δαιμόνιον πτολίεθρον)» (Πίνδαρος), «Ελλάδος Ελλάδα» (επίγραμμα αποδιδό μενο στον Θουκυδίδη, Παλατ. Ανθ. VII, 45) και «πάντων τών δνναμένων λέγειν ή παιδεύειν διδάσκαλον εικότως» (Ισοκράτης 15, 295). Ήταν, λοιπόν, επόμενο και η γλώσσα ενός κέντρου με τόση πολιτική ισχύ και τέτοια πνευ ματική ακτινοβολία, ελλείψει μάλιστα σοβαρών αντιπάλων πλέον, να κατα στεί βαθμιαίως αποδεκτή ως η μόνη κοινή γλώσσα. «Από τον 4ο αιώνα υπάρ χει ιδίως για τον πεζό λόγο μία και μόνη φιλολογική γλώσσα, η Αττική» λέ ει επιγραμματικά ο ϋΕΒκυΝΝΕΚ (1954, 34). Δεν είναι, όμως, μόνο η φιλολογική γλώσσα, η οποία τον 4ο π.Χ. αι. μονοπωλείται σχεδόν από την αττική κοινή. Οι ίδιες οι επιχώριες διάλεκτοι, οι επίσημες δηλ. γλώσσες των διαφόρων πόλεων-κρατών, αρχίζουν από τα μέσα τού 4ου π.Χ. αι. -αλλού ακόμη νωρίτερα- να δέχονται την επίδραση τής ατ τικής κοινής. Οι επιγραφές των χρόνων αυτών, δημόσιες και ιδιωτικές, δεί χνουν φανερά την πορεία αυτής τής επιδράσεως: σκόρπια αρχικώς στοιχεία από την αττική κοινή, που πυκνώνουν με την πάροδο τού χρόνου όλο και πε ρισσότερο, ώστε να εμφανίζεται στις επιγραφές μια μορφή μικτής γλώσσας από στοιχεία τής επιχώριας και τής αττικής κοινής διαλέκτου, για να φθάσει στην πλήρη επικράτηση τής αττικής κοινής -διαφορετικά κατά περιοχή και διάλεκτο- μεταξύ 2ου και 1ου π.Χ. αι. ώς τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Χαρακτηριστική είναι η στατιστική από επιγραφές απεικόνιση τής εισχωρήσεως τής αττικής κοινής στην ιωνική διάλεκτο που παρέχει ο ΗΑΝϋΕί (ϋε 1ίη§υα ςοπιπιυηΐ ϊη ίϊΐιιΐοδ ΐοηϊοοδ ΐιτερεηΐε, σ. 67): Χρόνος
5ος αι. π.Χ. 4ος αι. π.Χ. 3ος αι. π.Χ. από τον 2ο αι. π.Χ.
Καθαρώς ιωνικές
Ιωνικές με επιδράσεις τής Αττικής κοινής
Σε καθαρώς κοινή γλώσσα
18 54 6 0
15 59 22 4
0 44 110 174
117
Μερικά παραδείγματα από τη διαλεκτική διείσδυση τής αττικής κοινής στις άλλες διαλέκτους: Ήδη τον 5ο π.Χ. αι. παρατηρείται συχνά η χρήση τού αττ. α αντί τού ιων. η: οικίαν (αντί οΐκίην), Κέως (τέλη 5ου π.Χ. αι.). Χρήση τής αττ. δοτ. σε -οις αντί τής ιων. -οισι: έκγόνοις (αντί έκγόνοισι), Ερυθραί Μ. Ασίας (αρχές 4ου π.Χ. αι.). Χρήση των προθέσεων / προρρηματικών στον πλήρη τύπο τους, χωρίς δηλ. την αποκοπή που χαρακτηρίζει τις αχαϊκές δια λέκτους: άναγράψαι (αντί άνγράψαι ή όνγράψαι), καταψαφισθή (αντί κατψαφισθή), Ερεσός (300 π.Χ.). Τύπος με -ρα αντί τού αχαϊκού -ρο: στραταγίοντος (6 στραταγίων =ο Μ. Αλέξανδρος* αντί στροταγίοντος), Ορχομενός (329 π.Χ.). Τύποι τής Αττικής παρατηρούνται και στη βορειοδυτική/δωρική διάλε κτο. Χρήση τού αριθμητικού είκοσι (αντί τού Ρίκατι), Δελφοί (343 π.Χ.) και τού ιερός (αντί ιαρός), Δελφοί (380 π.Χ.). Χρήση τής καταλ. -ους αντί τής -ονς ή -ος στην αιτ. πληθ. των ονομάτων (Επίδαυρος) κ.λπ. Η επίσημη όμως και πραγματικά αποφασιστική αναγνώριση τού πανελ λήνιου γοήτρου τής Αττικής Κοινής υπήρξε η καθιέρωσή της σε επίσημη γλώσσα τού Μακεδονικού κράτους από τον Φίλιππο. Εφεξής η αττική κοινή ακολούθησε την τύχη τού μεγάλου αυτού ελληνικού κράτους. Εξαπλώθηκε με τις κατακτήσεις τού Μ. Αλεξάνδρου σε μεγάλες εκτάσεις τού ασιατικού χώρου, έγινε κύρια γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών (1ίη§ιια Ιταηοα) αλλά και των πολιτιστικών και πνευματικών εκδηλώσεων (ΚυΙίιίΓδρΓ&οΙιβ) πολλών ανατολικών λαών και, το πιο σημαντικό, έγινε -μέσω των Ιουδαίων που επί σης μίλησαν τα Ελληνικά τής εποχής- η γλώσσα τής νέας θρησκείας, τής χριστιανικής, γεγονός που είχε ευρύτερη σημασία για την περαιτέρω εξέλι ξή της στον ελληνικό και διεθνή χώρο. Ωστόσο, μια γλώσσα που έπρεπε πλέ ον να εξυπηρετήσει τις επικοινωνιακές ανάγκες, εθνικές και δι-εθνικές, τό σων πληθυσμών, ήταν αυτονόητο ότι θα υπέκειτο αυτομάτως σε εξωτερικές επιδράσεις αλλά και εσωτερικές διεργασίες με τις οποίες θα εξασφαλιζόταν η χρήση της ως διεθνούς για τους χρόνους εκείνους γλώσσας. Και αυτό πράγματι συνέβη. Αν η Αττική στην αρχική διεύρυνσή της ως Αττικής Κοινής μέσα στον ελλαδικό χώρο αναγκάστηκε να αποβάλει ορισμένα στοιχεία της και να δεχθεί άλλα, κυρίως ιωνικά (όπως λ.χ. -σσ- αντί -ττ-: γλώσσα αντί γλώττα, -ρσ- αντί -ρρ-: χερσόνησος αντί χερρόνησος), στη δεύτερη φάση τής διευρύνσεώς της εκτός Ελλάδος ως Αλεξανδρινής Ελληνιστικής Κοινής έπρε πε να προσλάβει ακόμη γενικότερο χαρακτήρα, με απλοποιήσεις και γενι κεύσεις που θα διευκόλυναν τη χρήση της από ευρύτερα στρώματα, κυρίως δε από πληθυσμούς και λαούς ολόκληρους, οι οποίοι δεν είχαν την Ελληνική ως μητρική τους γλώσσα. Οι σημαντικές μεταβολές που σημειώθηκαν στο σύστημα τής ελληνικής γλώσσας όταν είχε την μορφή τής αττικής κοινής, άλλοτε μεν συνέχιζαν, συμπλήρωναν και διεύρυναν τάσεις μεταβολής τού συστήματος που είχαν αρχίσει από παλιά (μονοφθογγισμός των διφθόγγων, ιωτακισμός), άλλοτε δε συνιστούσαν νεότερες εξελίξεις που είχαν έντονα εξομαλιστικό χαρακτήρα (γενίκευση απλούστερων μορφολογικών συστημά των* λ.χ. δευτερόκλιτων υποκοριστικών σε -ιον αντί των αντιστοίχων τριτο κλίτων πρωτοθέτων ουσιαστικών: παιδίον αντί παις, παιδός κ.τ.ό.). Το σύνο λο τέτοιων μεταβολών, που σημειώθηκαν σε όλα τα επίπεδα τής γλώσσας,
118
απήρτισε τη συστηματική εκείνη μορφή τής Ελληνικής που είναι γνωστή ως Αλεξανδρινή Κοινή. Για την ιστορία τής ελληνικής γλώσσας η δημιουργία τής Αλεξανδρινής Κοινής έχει διπλή σημασία: (α) Οδηγεί στον παραμερισμό τής διαλεκτικής διαφοροποιήσεως τού αρ χαίου ελληνικού κόσμου, δηλ. στη γλωσσική του συνένωση με κοινό όργανο την αττική κοινή. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει για την ιστορία των ελλη νικών διαλέκτων τη λήξη μιας περιόδου κατά την οποία η διαλεκτική διά σπαση είχε πολιτικά και φιλολογικά θεσμοποιηθεί και τη μετάβαση σε μια κοινή ελληνική γλώσσα, η οποία περιείχε στους κόλπους της τα σπέρματα τής νέας διαλεκτικής διασπάσεως τής Ελληνικής, τον πυρήνα δημιουργίας των νεοελληνικών διαλέκτων. Γιατί εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο απαρτισμός τής Αλεξανδρινής Κοινής είχε μεν ως κορμό την αττική κοινή, αλλά δεν έλειψαν από την τελική της σύσταση και τα ιωνικά γλωσσικά στοιχεία, των οποίων μάλιστα η συμμετοχή υπήρξε πολύ έντονη, και -λιγότερο- λεξι λογικά και άλλα στοιχεία από τη δωρική/βορειοδυτική και τις αχαϊκές δια λέκτους. Όσο δεν φαίνεται να ευσταθεί η παλαιότερη άποψη τού ρ. ΚΚΕΤ80ΗΜΕΚ πως στη δημιουργία τής Αλεξανδρινής Κοινής συνέβαλαν από κοινού όλες οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι, άλλο τόσο δεν ισχύει η μονο πώληση τής Κοινής από την Αττική, για τον απλό λόγο ότι οι ομιλητές μιας διαλέκτου δεν μπορούν να απομάθουν παντελώς τη μητρική τους διάλεκτο, όταν μαθαίνουν να χρησιμοποιούν μια άλλη. Κάποια στοιχεία τής μητρικής διαλέκτου επιβιώνουν πάντα στην εκάστοτε Κοινή. Και αντιστρόφως. Μια νέα διαλεκτική διάσπαση, όπως αυτή των νεοελληνικών διαλέκτων, δεν δημιουργείται εκ τού μηδενός. Κυοφορείται επί αιώνες στα σπέρματα τής διαφοροποιητικής τάσεως που εμφανίζει κατά τόπους κάθε κοινή γλώσσα. (β) Οριοθετεί τη διαμόρφωση τής Νέας Ελληνικής, η οποία δεν προήλθε απλώς από την εξέλιξη τής Αλεξανδρινής Κοινής μέσα από τη Μεσαιωνική Ελληνική, αλλά σφραγίστηκε δομικώς από τις μεταβολές που σημειώθηκαν στο σύστημα τής Ελληνικής κατά τους χρόνους τής Κοινής.
Πηγές τής Αλεξανδρινής Κοινής Αντίθετα προς τον πλούτο των πηγών, άμεσων και έμμεσων, από τις οποί ες αντλούμε ευρεία όσο και στερεή γνώση τής ιστορίας τής αρχαίας ελληνι κής γλώσσας, για την περίοδο τής αλεξανδρινής Κοινής οι γνώσεις μας από πλευράς πηγών είναι μειωμένες. Είναι και αυτό από τα παράδοξα τής γλώσ σας μας, πως όσο διανύουμε τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και διατρέχουμε τη μακραίωνα μεσαιωνική περίοδο τής Ελληνικής οι γνώσεις μας για τη ζωντανή, προφορική μας γλώσσα γίνονται ισχνές ή ισχνότερες. Αυτό φυσικά οφείλεται στη διπλή παράδοση τής γλώσσας μας, τη διάσπασή της δηλ. σε προφορική και γραπτή από το κίνημα τού Αττικισμού και τη μοι ραία συνέπεια η προφορική γλώσσα να είναι έκτοτε προσιτή σε μας μόνον όπου και όσο ο γραπτός λόγος «διέφευγε» τον κανόνα, που ήταν η αυστηρή
119
αποτύπωση τής αττικιστικής, λόγιας γλώσσας. Ώς τον 12ο αιώνα, οπότε αρ χίζει να εμφανίζεται σποραδικά στον γραπτό λόγο η προφορική ομιλία μέσα από λογοτεχνικά κείμενα τής εποχής και αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα, πε ριορισμένα σε αριθμό, κείμενα που γράφτηκαν απευθείας στην προφορική, δημώδη γλώσσα, ό,τι γνωρίζουμε κατά κανόνα είναι η λόγια γραφομένη γλώσσα. Ειδικότερα, τις γνώσεις μας για την αλεξανδρινή Κοινή αντλούμε από τη γλώσσα των κειμένων τής Αγίας Γραφής και των μη φιλολογικών παπύρων. Τόσο η μετάφραση τής Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα (3ος π.Χ. αι.), όσο, κυρίως, τα νεότερα χρονικώς κείμενα τής Καινής Διαθήκης δίνουν αρκετά σαφή εικόνα τής προφορικής Κοινής, η οποία διαφοροποιείται σημα ντικά από τη λοιπή αττικιστική γλώσσα. Η διαφορά της από τη γλώσσα των Αττικιστών είναι έμμεσα φανερή από τα παραγγέλματα των αττικιστών γραμματικών, που καταδικάζοντας την τρέχουσα κοινή γλώσσα διδάσκουν -ή μάλλον ρυθμίζουν- τη χρήση κατά το πρότυπο τού αρχαίου αττικού λό γου. Έτσι λ.χ. αντί τού άκμήν (> άκόμη), που βρίσκουμε στο κείμενο τού Ευαγγελιστή ματθαιου (15, 16) «άκμήν καί ύμεϊς ασύνετοι έστε; Ού νοείτε δτι παν τό είσπορευόμενον εις τό στόμα εις τήν κοιλίαν χωρεϊ καί εις άφεδρώνα εκβάλλεται;», ο αττικιστής φρυνιχος (Εκλογή ρημάτων καί ονομά των αττικών, 203) παραγγέλλει: «Άκμήν άντι τοϋ έ τ ν ... σύ δέ φυλάττου, λέ γε δέ έτι». Ομοίως έναντι τής συχνής χρήσεως τού πάντοτε στην Κ. Διαθήκη, όπως λ.χ. το «πάντοτε γάρ τούς πτωχούς έχετε μεθ’ έαυτών, έμέ δέ ού πά ντοτε έχετε» τρύ ίδιου Ευαγγελιστή (Ματθ. 26, 11), ο φρυνιχος (358) παρατη ρεί: «Πάντοτε μή λέγε, ά λλ’ έκάστοτε καί διαπαντός». Ιδιαιτέρως σημαντικά ως πηγές είναι τα κείμενα των παπύρων. Τα κείμε να των μη φιλολογικών παπύρων, από την Αίγυπτο κυρίως, που αποτελού νται από ιδιωτικές επιστολές, αιτήσεις, προσκλήσεις κ.λπ. αλλά και από δι οικητικά έγγραφα ακόμη (αναφορές, εγκυκλίους, απαντήσεις σε αιτήματα κ.λπ.), είναι φυσικό να δίδουν ακόμη εναργέστερη την εικόνα τού καθημερι νού προφορικού λόγου. Τα κείμενα από παπύρους καλύπτουν όλη την περίο δο τής αλεξανδρινής Κοινής, αφού αρχίζουν από τα τέλη τού 4ου π.Χ. αι. και φθάνουν ώς τον 8ο μ.Χ. αι. Επιγραφές και όστρακα από την ίδια περίοδο συ μπληρώνουν τις γνώσεις μας για τη γλώσσα. Έμμεσες είναι οι γνώσεις που αποκομίζουμε από παρατηρήσεις των γραμ ματικών για τη γλώσσα τής εποχής, όταν -όπως ο φρυνιχος ή ο μοιρις- από αττικιστικό ζήλο αναφέρουν, για να καυτηριάσουν τη χρήση τους, διάφορα γλωσσικά στοιχεία που αποτελούν τρέχον νόμισμα στον προφορικό λόγο των χρόνων τους. Τέλος, ιστορικοί και φιλόσοφοι, που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματική γλώσσα στην επικοινωνία τους, άφησαν να περάσουν στη γλώσσα τους στοιχεία τού προφορικού λόγου που χρησιμοποιούνταν ευ ρύτερα και ήταν δικαιολογημένο να χρησιμοποιηθούν και στον γραπτό. Τέ τοιοι είναι οι ιστορικοί πολυβιος (2ος π.Χ. αι.) και διοδωρος ο ςικελιωτης (1ος π.Χ. αι.), καθώς και ο φιλόσοφος επίκτητος (1/2ος μ.Χ. αι.) στις «Διατριβές» του.
120
Δομικά χαρακτηριστικά τής Αλεξανδρινής Κοινής Οι δομικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν τη μετάβαση τής αρχαίας ελ ληνικής γλώσσας στη φάση τής Αλεξανδρινής Κοινής και δι’ αυτής στη Νε οελληνική, παρατηρούνται σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα. Θα δώσουμε εφεξής μια γενική περιγραφή των μεταβολών αυτών κατά επίπεδο.
Φωνολογικό επίπεδο Εδώ σημειώνονται οι ευρύτερα αισθητές μεταβολές. Δεν υπάρχει περιοχή τού συστήματος των φωνηέντων, των διφθόγγων ή των συμφώνων και των συναφών τους στοιχείων (τόνου-προσωδίας), που να μην έχει υποστεί ουσιώ δεις μεταβολές.
Φωνήεντα Ας ξεκινήσουμε από τα φωνήεντα. Το σύστημα των φωνηέντων τής Αττι κής στους κλασικούς χρόνους ήταν δωδεκαμελές* περιελάμβανε 5 βραχέα και 7 μακρά φωνήεντα. Βραχέα:
Μακρά: ίί
υ
δ
α
Με την κατάργηση τής προσωδίας (τής διακρίσεως μακρών και βραχέων φωνηέντων), η διάκριση των λεγομένων διχρόνων φωνηέντων (α, ι, υ) εξαλείφθηκε και στην προφορά, ενώ η γραφή ουδέποτε δήλωσε τη διαφορά ποσό
121
τητας των φωνηέντων αυτών (α =ά/ά, ι = Τ/1, υ - ΰ/ϋ). Τα φωνήεντα αυτά έγιναν έτσι ισόχρονα. (Κάποια μεγαλύτερη διάρκεια των τονουμένων φωνηέ ντων έναντι των ατόνων αποτελεί γενικότερο φωνητικό φαινόμενο που δεν ενδιαφέρει φωνολογικώς). Ισόχρονα έγιναν επίσης τα ο και ω, τα οποία συ νέπεσαν στην προφορά. Δεν πραγματοποιήθηκε ωστόσο ανάλογη σύμπτωση τού μακρού και τού βραχέος β (τού η και τού ε), γιατί το η © ακολούθησε από παλαιότερα διαφορετική εξέλιξη: προφέρθηκε αρχικώς κλειστότερα ως ? (γραφές όπως στατεϊρας αντί στατήρας στη Θεσσαλική δηλώνουν ότι στη διάλεκτο αυτήν η σύμπτωση τού § <η> με το $ <ει> προκάλεσε σύγχυση στη γραφή τού η ήδη στα τέλη τού 5ου π.Χ. αι.) και εν συνεχεία ακόμη κλειστότερα και πιο πρόσθια ως ϊ (ιωτακισμός). Η τελευταία εξέλιξη οδήγησε στη γενικότερη σύγχυση τού γραφήματος η με τα ει και ϊ στους παπύρους από τα μέσα τού 2ου π.Χ. αι. μέχρι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, οπότε επήλθε ο πλήρης ιωτακισμός τού ? (είτε προερχόταν από αρχικό ξ <η> είτε από νόθο δίφθογγο ξ <ει>) σε ϊ αρχικά και μετά την εξάλειψη τής προσωδίας σε ισόχρονο ϊ. Ως προς τα ξ <ει> και ο <ου>, τις «νόθες διφθόγγους», δηλ. τα υστερογενή μακρά φωνήεντα που είχαν προέλθει από αντέκταση ή συναίρε ση (π.χ. ?ηιί (είμί) < *έκ-ιτπ, ροίφίε (ποιείτε) < *ροίέ-έΙβ· Ιδ8 (τούς) < *1όπ8, ά?1ς>1ε (δηλοϋτε) < άφΐό-έΐε), και αυτά μεταβλήθηκαν φωνολογικώς, εξελιχθέντα αντιστοίχως σε ΐ και υ. Όπως δηλ. είχαμε την εξέλιξη § (η) > ξ > ϊ > ϊ, έτσι είχαμε και την κλειστότερη προφορά (ιωτακισμό) τού ει: 6 > ϊ > ΐ και, επίσης, την κλειστότερη προφορά τού ου: Ο> Ο > ιι. Με τις εξελίξεις αυτές, που είχαν ήδη συντελεστεί στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, το σύστημα των φωνηέντων τής αρχαίας Ελληνικής στους χρόνους τής Αλεξανδρινής Κοινής μεταβλήθηκε σε ένα απλό εξαμελές φωνηεντικό σύστημα, που διέφερε από το πενταμελές νεοελληνικό μόνο κα τά την προφορά τού υ (α). Η μορφή αυτού τού συστήματος ήταν η εξής:
α
Δίφθογγοι Ώς τώρα αναφερθήκαμε στα βραχέα και στα μακρά φωνήεντα (στα τε λευταία περιλαμβάνονται και οι συχνότατες νόθες δίφθογγοι τής αρχαίας), των οποίων η εξέλιξη χαρακτηρίζεται από κλειστή ή κλειστότερη (μέχρι ιω τακισμού) προφορά. Εξετάζοντας τώρα τις μεταβολές που σημειώθηκαν στις γνήσιες διφθόγγους τής αρχαίας, παρατηρούμε δύο χαρακτηριστικές φωνη τικές εξελίξεις, τον μονοφθογγισμό των διφθόγγων και συχνά τον ιωτακισμό
122
τους. Συγκεκριμένα, το σύστημα των διφθόγγων τής αρχαίας εμφάνιζε επί σης μεγάλη ποικιλία, αφού διακρίνονταν σε βραχύφωνες και μακρόφωνες δι φθόγγους, βάσει τού προτακτικού φωνήεντός τους, και σε δύο σειρές, βάσει τού υποτακτικού τους φωνήεντος (-ί και -υ). Ήτοι: ΣΕΙΡΑ -ι α) Βραχύφωνες: υι
αι
β) Μακρόφωνες: υι
Άι
ΣΕΙΡΑ -υ
αυ
αυ
β) Μακρόφωνες:
αυ
123
Η ποικιλία των διφθόγγων αυτών μειώθηκε με διάφορες εξελίξεις. Κατ’ αρχάς, όσες από τις μακρόφωνες διφθόγγους δεν είχαν υποστεί βράχυνση τού προτακτικού τους φωνήεντος με διαφόρους νόμους (παλαιότερος βραχυντικός νόμος τού ΟδΤΗΟΡΡ, νεότερες βραχύνσεις τής Αττικής* πβ. *ιππωις > ιπποις - ληιτουργία > λειτουργία) κατέληξαν είτε σε απλά φωνήεντα με σίγηση τού υποτακτικού φωνήεντος ι, εφόσον βρισκόταν στο τέλος τής λέξεως (ωι > ω, ά ι> ά κ.λπ.), είτε σε βραχύφωνες διφθόγγους μετά την κατάργηση τής προ σωδίας (δί > δί, ©ί > ©ί .κ.λπ.). Ενδιαφέρον εμφανίζει η εξέλιξη των βραχυφώνων διφθόγγων αι, ει, οι, υι, ου, αυ και ευ. Από αυτές, η αι (αί), περνώντας από το μεταβατικό στάδιο α© <αε> με ανοικτότερη προφορά τού υποτακτικού φωνήεντος, ώστε να πλησιά ζει κατά τρόπο αρθρώσεως προς το α, μονοφθογγίσθηκε εν συνεχεία αεξ, για να καταλήξει, μετά την απώλεια τής προσωδίας, σε ©. Ήτοι: αί > α© > £ > ©. Πρώιμα μονοφθογγίσθηκαν (γιατί τα συστατικά τους φωνήεντα πλησία ζαν κατά τρόπο αρθρώσεως) οι δίφθογγοι ει (©ί) και ου (ου). Ειδικότερα η ©ί (ει) (είδος, τείχος) ήδη από τον 5ο π.Χ. αι. μονοφθογγίσθηκε σε© και συνέπε σε έτσι με τη νόθο δίφθογγο ©(ειμί-ποιεϊτε). Σε μερικές μάλιστα διαλέκτους, όπως η Βοιωτική και η Αργεία, το μονοφθογγισμένο ©προχώρησε σε ακόμη κλειστότερη άρθρωση και ιωτακίστηκε (© -►I* πβ. άφαιρϊσθαι αντί άφαιρεισθαι, Άριστογίτονος κ.λπ.), πράγμα που στην αττική διάλεκτο άρχισε να παρατηρείται μόνο από το 300 π.Χ. και με μεγάλη συχνότητα από το 100 π.Χ. Η σύγχυση στη γραφή μεταξύ τού ει και τού ι (λ.χ. πολείτης αντί πολί της, πείπτω αντί πίπτω, αλλά και ις αντί εις, ήμεϊν αντί ημϊν) μαρτυρείται από επιγραφές και παπύρους. Ομοίως η δίφθογγος ου (ου) μονοφθογγίσθηκε σε ο και συνέπεσε με την αντίστοιχη νόθο δίφθογγο ο (τούς - δηλοϋτε) πολύ πρώιμα, ήδη τον 6ο π.Χ. αι. (στην Κόρινθο από τον 7ο π.Χ. αι. γράφεται υιου που σημαίνει ότι η γνήσια δίφθογγος έχει συμπέσει στην προφορά με τη νόθο και χρησιμοποιείται η γραφή ου και για τις δύο). Εν συνεχεία, πρώιμα επίσης, το ο εξελίχθηκε σε ϋ. Έτσι, στο σύστημα των μακρών φωνηέντων τής Ελληνικής το κενό από την τροπή τού ΰ σε δ επλήρωσε το ΰ που προήλθε από το ο. Ήτοι ου > ο > ϋ, όπως και ©ί > ©> ϊ. Σταθερότερες από τις διφθόγγους ήταν από τη σύνθεσή τους (με φωνηε ντικά δηλ. στοιχεία αρθρωτικώς απομακρυσμένα) οι δίφθογγοι αι και οι. Όπως ελέχθη προηγουμένως, η εξέλιξη τής αι στον μονοφθογγισμό ακολού θησε τα εξής στάδια: αί -►α©-►§ -►©. Στην αρχή δηλ. το υποτακτικό στοιχείο -ί τής διφθόγγου πλησίασε αρθρωτικά το προτακτικό φωνήεν α-, μεταβληθέν σε -©. Ακολούθησε ο μονοφθογγισμός των δύο φθόγγων σε έναν, κείμενο αρ θρωτικώς μεταξύ τού α και τού ©, δηλ. το φωνήεν ξ, που μετά την απώλεια τής προσωδίας κατέληξε σε απλό ©. Ως προς τον χρόνο των μεταβολών αυτών, από επιγραφικές μαρτυρίες τού τύπου Αέσχρώνδας (Βοιωτική), Άθαναέα (Κορινθιακή) τού 5ου π.Χ. αι. συνάγεται ότι σε ορισμένες διαλέκτους η αρθρωτική προσέγγιση υπήρξε αρκετά πρώιμη. Το ίδιο πιστοποιούν και παρηλλαγμένες γραφές τής αι ως αιε από επιγραφές τής Σάμου (πβ. καιε = καί, Έλαιεαν = Ελαίαν) τού 5ου και 4ου π.Χ. αι. και από βοιωτικές τού 3ου π.Χ.
124
αι. (άναιερεϊ - αναιρεί). Στη Βοιωτία, μετά την εισαγωγή τού ιωνικού αλφα βήτου, γράφουν τον 4ο π.Χ. αι. η αντί αι (χήρε =χαϊρε, ήϊ - αίΡεί), πράγμα που μαρτυρεί ήδη τότε την τροπή τού αε σε ξ (η). Γραφές όπως Θειβεϊος (= Θη βαίος), που απαντούν αργότερα στην ίδια διάλεκτο, δείχνουν ότι στη διάλε κτο αυτή, αντίθετα με τις άλλες, σημειώθηκε εξέλιξη προς κλειστότερη προ φορά ? τού § (είτε προερχόταν από η είτε από αι), γι’ αυτό και γράφτηκε με ει. Ήδη από το 150 π.Χ. στην αιγυπτιακή Ελληνική και σε διαλέκτους τής Μ. Ασίας συγχέονται τα αι και ε (κλέε - κλαϊε, βαίνεται - βαίνετε), πράγμα που στην αττική διάλεκτο συμβαίνει μόλις τον 2ο μ.Χ. αι. Η δίφθογγος οι είχε την πιο πολύπλοκη πορεία από πλευράς μεταβατικών σταδίων εξελίξεως: οϊ-»οε-» δ —► Ο—► ϋ —►ϊ. Και αυτή, όπως η αι, κατ’ αρχάς εμφανίζει προσέγγιση τής προφοράς των στοιχείων της με την ανοικτότερη προφορά τού ΐ σε β. Εν συνεχεία μονοφθογγίζεται σε έναν κεντρικό μακρό φθόγγο μεταξύ ο και ε, στο φωνήεν 5. Ο φθόγγος αυτός γίνεται κλειστότερος (ϋ) και, τελικά, προσθιούται (ιωτακίζεται) σε ΐ. Χρονικώς η εξέλιξή της βαί νει παραλλήλως προς την εξέλιξη τής αι. Τον 5ο π.Χ. αι. γίνεται στη Βοιωτική οε (κοερανος - κοίρανος, Ρήεκαδάμοε =Άκαδήμοι, τοπική πτώση). Περνώ ντας, εν συνεχεία, από την επιγραφικά αμάρτυρη αλλά φωνολογικά απαραί τητη ενδιάμεση βαθμίδα δ, φθάνει στην ίδια διάλεκτο έναν αιώνα αργότερα (το 250 π.Χ.) -λόγω ακριβώς τής μεσολαβήσεως τής ενδιάμεσης αυτής βαθ μίδας- στον φθόγγο ϋ (πβ. βοιωτ. Ρϋκια =Ροικία, δαμυ - δήμοι, τοπ.). Από τους 3ο και 2ο π.Χ. αι. γενικεύεται η σύγχυση μεταξύ οι και υ στις επιγραφικές και παπυρικές μαρτυρίες (Χυριλος - Χοιρίλος, Κρήτη- άνυγω - ανοίγω, Αίγυ πτος- οιείωι = υίώι, αυτ.· συν τυς υγυς ημων κε τες αδελφες - συν τοϊς υίοΐς ημών καί ταϊς άδελφαϊς, πάπ.). Η σύγχυση στη γραφή μεταξύ οι και υ, που συνεχίζεται κατά τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι τον 10ο μ.Χ. αι. (πβ. ύ - οί, ποίλη = πύλη, υκία - οικία κ.λπ.), φανερώνει πως η προφορά τού φθόγγου ϋ διήρκεσε πολλούς αιώνες, προτού ιωτακιστεί καθολικά τον 10ο αι., οπότε η σύγχυση στη γραφή γενικεύεται σε όλους τους ιωτακισμένους φθόγγους (ι, η, υ, ει, οι). Αντίθετα προς τη δίφθογγο υι -η οποία αποτελούσε «ασταθή δίφθογγο» μια και τα στοιχεία της βρίσκονταν πολύ κοντά αρθρωτικώς (αΐ), γεγονός που οδήγησε και στον πρώιμο (προ τού 400 π.Χ.) μονοφθογγισμό της σε ϋ-, οι δί φθογγοι αυ και ευ όχι μόνο δεν μονοφθογγίσθηκαν, αλλά διατηρήθηκαν και στη Ν. Ελληνική ως συνδυασμοί φωνήεντος και συμφώνου (αντί ημιφώνου): αυ - αν / ά{ (αυλή - αυτός), ευ =εν / ε / (Ευρώπη - ευτυχία). Δοθέντος ότι η προ φορά των αυ και ευ ήταν αρχικά διφθογγική (αυ - αυ, ευ - βυ), η μετέπειτα εξέλιξη τού υποτακτικού φωνήεντός τους σε σύμφωνο πρέπει να διευκολύν θηκε από τη συμφωνική πλευρά (ν) τού ημιφώνου υ (ιι). Τούτο σημαίνει ότι οι δίφθογγοι αυ και ευ πρώτα εξελίχθηκαν σε Ι&νΙ και /εν/ αντιστοίχως (γρα φές όπως εϋδομον αντί έβδομον στη Βοιωτία στα τέλη τού 3ου π.Χ. αι. και ραύδους αντί ράβδους από αιγυπτιακούς παπύρους τού 2ου π.Χ. αι. μαρτυ ρούν την πρώιμη εμφάνιση τής μεταβολής), εν συνεχεία δε σε Ιά ϊ Ι και /ε£/ σε φωνητικά περιβάλλοντα όπου το ν βρισκόταν προ αήχου συμφώνου: παϋσις, ναυτικός - εύκαιρία, τεΰτλον.
125
Τελειώνοντας τα περί διφθόγγων, πρέπει να αναφερθούμε στη λεγομένη υπογεγραμμένη. Η υπογεγραμμένη (ενν. ιώτα, η' κατά τα η άλφα, η βήτα < η αλφάβητος· ορθότερο θα ήταν «το υπογεγραμμένο γιώτα») δεν είναι παρά το υποτακτικό φωνήεν -ι των μακροφώνων διφθόγγων (αι, δι κ.λπ.). Το φωνήεν ι των διφθόγγων αυτών, ξεκινώντας κυρίως από το άρθρο που (ως προτονικό στοιχείο) αποτελούσε τονική ενότητα με την επόμενη λέξη, εξασθενώθηκε αρθρωτικώς και βαθμηδόν σιγήθηκε. Δείγματα τής σιγήσεως τού -ι μαρτυρούνται στην αττική διάλεκτο ήδη από το 400 π.Χ. (έν τφ [αντί τφ] θιάσφ) και καταλήγουν σε πλήρη σίγηση τού -ι τον Ιο π.Χ. αι. Ωστόσο το -ι, αφού για καιρό παραλειπόταν στα κείμενα των επιγραφών και των παπύρων (χαρα κτηριστική είναι η μαρτυρία τού ςτραβωνος (XIV, 41), ο οποίος παρατηρεί εξ αφορμής μιας επιγραφής από τη Μαγνησία ότι «πολλοί γάρ χωρίς τοϋ ι γράφουσι τάς δοτικάς, καί έκβάλλουσι δέ τό έθος φυσικήν αιτίαν ούκ έχον»), επανεισάγεται στη γραφή υπό την επίδραση των Αττικιστών ως «παραγεγραμμένο ιώτα» («ϊ 3 ά$οπρΙιιιη) στις καταλήξεις των δοτικών, τής υποτακτι κής κ.λπ. (τώι λόγωι, λέγηι), για να μεταβληθεί γραφικώς σε «υπογεγραμμέ νο ι» («ί χιΛχοπρΙυιη») ή «υπογεγραμμένη» μόλις στους βυζαντινούς χρόνους (12ο αι.).
Σύμφωνα Χαρακτηριστικές για τη διαμόρφωση τής φυσιογνωμίας τού νεοελληνι κού φωνολογικού συστήματος ήταν και οι μεταβολές που συνέβησαν στα σύμφωνα. Κύριο γνώρισμα των μεταβολών αυτών υπήρξε η αποκλειστοποίηση και η μείωση των κλειστών συμφώνων (με μετατροπή τους σε διαρκή σύμφωνα), που πραγματοποιήθηκαν στους χρόνους τής Κοινής. Παράλληλα, με λεξιλογικές διαδικασίες (κυρίως δανεισμό) καθώς και με καθαρώς φωνο λογικές εξελίξεις (μεταβολές στην προφορά συμφωνικών συμπλεγμάτων εντός λέξεως ή σε συνεκφορά), δημιουργήθηκε πιθανόν ήδη τους τελευταίους αιώνες τής Κοινής νέα σειρά ηχηρών κλειστών (6, <1, §) με έρρινα και άρρινά αλλόφωνα ("Ί*: Μ : ά, “§ : §). Ακόμη, δημιουργήθηκε η αντίθεση ουρανικών και υπερωικών αλλοφώνων στη σειρά των διαρκών (αποκλειστοποιημένων) ουρανισκόφωνων συμφώνων, που προήλθε από τα αντίστοιχα κλειστά σύμ φωνα τής αρχαίας. Στις σημαντικές φωνολογικές εξελίξεις τής Κοινής ανή κει ακόμη η οριστική και καθολική σίγηση τής προφοράς τού δασέος πνεύ ματος (φθόγγου), η απλοποίηση τής προφοράς των διπλών συμφώνων και η φωνηματοποίηση τής αντιθέσέως 8 και ζ με την εξέλιξη τού αρχαίου ΙζάΙ ή ΙάζΙ (δηλ. τού ζ) σε ηχηρό συριστικό (ζ), αργότερα δε και η δημουργία των προστριβών συμφώνων /18/ και ΙάζΙ.
Κλειστά σύμφωνα Ειδικότερα το σύστημα των κλειστών συμφώνων τής αρχαίας διέθετε τις εξής τρεις σειρές:
126
Χειλικά Οδοντικά Ουρανισκόφωνα
Κλειστά ηχηρά \><β> ά <δ>
άηχα ρ <π> ί <τ> 1ί <κ/φ>
Ε <ϊ>
άηχα δασέα ρ11<φ> I*1<θ> ^ <χ>
Έναντι αυτών το σύστημα που διαμορφώθηκε πιθανότατα ήδη στους τε λευταίους αιώνες τής Κοινής -ή, προκειμένου για τα υστερογενή β, ά, §, και κατά τους επόμενους αιώνες- έχει την εξής μορφή:
Χειλικά Οδοντικά
Κλειστά ηχηρά άηχα 1) <μβ/μπ> ρ <π> ά <νδ/ντ> 1 <τ>
Ουρανικά Υπερωικά
κ <κ> κ <κ>
|
< γ γ /γ κ >
§ <γγ/γκ>
Διαρκή ηχηρά άηχα ν <β> ί <φ> δ<δ> θ<θ> γ <γ> \< χ > γ <γ> χ<χ>
Η διαμόρφωση αυτού τού συστήματος οφείλεται στις ακόλουθες φωνολο γικές εξελίξεις: (α) Τροπή των κλειστών αήχων δασέων σε διαρκή άηχα (ψιλά) ή, αλλιώς, αποκλειστοποίηση -και αποδάσυνση μαζί- των κλειστών δασέων. Ήτοι: ΡΗ I1* .ι<\
’ΐ ' θ _ X_
Επιγραφικές μαρτυρίες τού τύπου γέγραπφα, έκθίστοις, συνδιαπεφύλακχεν, όπου τα ρΐι (φ), I*1 (θ) και Κ11 (χ) εμφανίζονται αναλυμένα σε ένα είδος προστριβών φθόγγων από το δασύ και το αντίστοιχο ψιλό, οδήγησαν τον γ. χατζιδακι (α α 1,128) στην πολύ πιθανή υπόθεση πως τα δασέα μεταβλήθηκαν σε διαρκή, περνώντας από ανάλογη ενδιάμεση αρθρωτική βαθμίδα, κατά την οποία το στοιχείο τού δασέος πνεύματος (μιας «άχνας», στην πραγματικότη τα, που συνόδευε το κλειστό σύμφωνο) αντικαταστάθηκε κάθε φορά από το αντίστοιχο διαρκές, ήτοι: ρ11—►ρΓ—►£ I*1—►1Θ—►θ ^ ^ -►X Η πιθανότητα τέτοιας εξελίξεως ενισχύεται από ανάλογες φωνολογικές εξελίξεις στα νεοελληνικά ιδιώματα, όπως λ.χ. τα ξανθός > ξατθός, πεθερός
127
> πετθερός κ.λπ. τής Καρπάθου. Τέλος, ως προς την παλαιότητα τής μεταβο λής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι: α) όλα τα σύμφωνα δεν φαίνεται να μετα βλήθηκαν στον ίδιο χρόνο και σε όλες τις διαλέκτους και β) η αρχή τής με ταβολής χρονολογείται ήδη τον 4ο π.Χ. για τη Λακωνική, όπου γράφεται σ αντί 0, που προϋποθέτει διαρκή και όχι κλειστή προφορά τού θ: π.χ. σιώ = θεώ, άνέσηκε = άνέθηκε (πβ. και παμφυλιακό φίκατι αντί Ρίκατι τού 2/1ου π.Χ. αι., που επίσης προϋποθέτει ότι το φ έχει γίνει διαρκές σύμφωνο, για να χρησιμοποιείται στην απόδοση τού διαρκούς Ρ). Οπωσδήποτε στα τέλη τής ελληνιστικής περιόδου (3ος αι. μ.Χ.) τα δασέα κλειστά τής Ελληνικής έχουν αποκλειστοποιηθεί (και αποδασυνθεί). (β) Αποκλειστοποίηση των ηχηρών κλειστών σε ηχηρά διαρκή: ' \>' ’ β' <1 —► δ .γ. . 8. Και η μεταβολή αυτή δεν πρέπει να υπήρξε χρονικώς και τοπικώς η ίδια για όλα τα σύμφωνα. Πρώιμες από τον 4ο π.Χ. αι. είναι οι επιγραφικές χρή σεις τού β αντί τού Ρ (πβ. κρητ. διαβειπάμενος = διαΡειπάμενος, λακών, βοικέτας =Ροικέτας), ενώ ακόμη παλαιότερες διαλεκτικώς (τού 6ου και 5ου π.Χ. αι.) είναι οι -έμμεσες βεβαίως- επιγραφικές μαρτυρίες για διαρκή προφορά τού δ (ως δ δηλ. και όχι ως ά) από γραφές όπως ζίκαια αντί δίκαια, ούζέ αντί ουδέ τής Ηλειακής, όπου η γραπτή παράσταση με το γράφημα ζ αντί τού συ νήθους δ δηλώνει πιθανότατα την αποκλειστοποιημένη προφορά τού δ. Σπο ραδικά, ήδη τον 4ο π.Χ. αι., συγκόπτεται στην αττική διάλεκτο το γ μεταξύ φωνηέντων (π.χ. όλιαρχίαι = όλιγαρχίαι), φαινόμενο που αποκτά μεγάλη συ χνότητα από τον 3ο π.Χ. αι. στους παπύρους, όπου επιδίδει συνεχώς περισ σότερο (όλίον = ολίγον , όλιοψυχήσας = όλιγοψυχήσας, έπιονής = έπιγονής, στρατηούς = στρατηγούς κ.λπ.). Τόσο η σίγηση τού γ όσο και η συχνή ανά πτυξη (στους αιγυπτιακούς παπύρους επίσης από τον 3ο π.Χ. αι.) συνοδίτη φθόγγου γ μετά τα ε, ι και υ (πβ. γεγοργήσαι = γεωργησαι, άρχιγερεύς = αρχιερεύς, όφρύγην =όφρύην, τήν δέ γίσην =τήν δέ ϊσην κ.λπ.) προϋποθέτουν αποκλειστοποιημένη προφορά τού γ. Τέλος, διάφορες επιγραφικές και άλλες πληροφορίες -η χρήση λ.χ. σε λα τινικές επιγραφές τού 2/3ου μ.Χ. τού β για την απόδοση τού λατ. ν (βίξιτ = νίχίΐ) ή η χρήση των ελληνικών γραμμάτων β, δ και γ για την απόδοση των αντίστοιχων φθόγγων (ν, Εκαι γ) τής Γερμανικής (Γοτθικής) στη μετάφραση τού Ευαγγελίου από τον \νυυρΐι.Α (4ος μ.Χ. αι.)- συγκλίνουν στη θέση ότι στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες και μέχρι τέλους τής περιόδου τής Κοινής είχε ολοκληρωθεί η αποκλειστοποίηση των ηχηρών κλειστών τής κλα σικής Ελληνικής. Σε χρόνους που δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά των οποίων η αρχή πρέπει να τοποθετείται τουλάχιστον στους τελευταίους αιώ νες τής Κοινής, για να εξελιχθεί το φαινόμενο στους αιώνες που ακολούθη
128
σαν, επανεμφανίζεται στο σύστημα των συμφώνων τής Ελληνικής η σειρά των ηχηρών κλειστών 1>, ά, §, που είχαν εκλείψει με την τροπή των αρχαίων β, ά, § στα αντίστοιχα διαρκή σύμφωνα ν, δ, γ. Από πλευράς γενικής φωνολο γίας, όπως το ασύμμετρο σύστημα των συμφώνων τής αρχαίας (που περιεί χε μόνο τη σειρά των κλειστών χωρίς τα αντίστοιχά τους διαρκή) εξελίχθη κε σε συμμετρικότερο σύστημα με τη διαδικασία τής αποκλειστοποιήσεως, έτσι και η δημιουργία τής σειράς νέων (υστερογενών) ηχηρών κλειστών συ μπλήρωσε τη συμμετρικότητα τού συστήματος. Συγκεκριμένα, αν δούμε την όλη εξέλιξη στην κατηγορία των οδοντικών λ.χ. συμφώνων, έχουμε τις εξής εξελικτικές φάσεις: ΟΔΟΝΤ Ι ΚΑ (ί)
Κλειστά άηχα ψιλά
δασέα
I
1Η
Διαρκή ηχηρά ---<1
'(ϋ)
Κλειστά άηχα ι
Διαρκή (τριβόμενα) άηχα ηχηρά θ δ
(ϋί)
Κλειστά ηχηρά ά
Διαρκή (τριβόμενα) άηχα ηχηρά θ δ
άηχα I ήτοι
I :θ ά :δ
Έτσι από τη φάση (ΐ) τής αρχαίας περάσαμε στη φάση (ϋ) τής Κοινής και, εν συνεχεία, στην (ΐϋ), που χρονικά φαίνεται να άρχισε στο τέλος τής ίδιας περιόδου, αλλά εν σχέσει προς όλες τις σειρές και την ολοκλήρωση τού φαι νομένου πρέπει να επεκτάθηκε και στους μεσαιωνικούς χρόνους. Τα νέα 1>, ά, %πρέπει να προήλθαν: α) από αρχαία συμφωνικά συμπλέγ ματα μ + β, ν + δ και γ* γ αντιστοίχως (έμβαίνω > μπαίνω, άνδρας > άντρας, άγγελος > άγγελος), όπου τα αρχαία β (β), δ (ό), γ (§) σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο (μ, ν, γ) διατήρησαν την αρχαία τους προφορά- β) από δά νειες λέξεις τής Λατινικής και άλλων γλωσσών που περιείχαν τέτοια ηχηρά κλειστά σύμφωνα (λατ. αοοιιιτώο > ακουμπώ, λατ. &χυη§ΐα «πάχος» > αξουγγία > αξούγγιον> ξίγγι, λατ. οαΐ&ηάαπυιη > καλανδάριον> καλαντάρι) γ) από ηχηροποίηση των π, τ, κ μέσα σε λέξη και σε συνεκφορά μετά από έρρινα:
129
έμπορος > έμπορος, πέντε > πένάε, άγκυρα > άγκυρα - τήν πόλι > την 6όλι, τόν τοίχο > τον άοίχο, τόν κακό > τον §ακό' η ηχηροποίηση αυτή, ενώ ξεκι νάει ιστορικώς ως έρρινη (™1), Μ, "§), σε ορισμένες νεοελληνικές διαλέκτους (κρητική, μερικά κυκλαδικά ιδιώματα) δίνει άρρινα ηχηρά κλειστά (έύορος, πέάε, ά§υρα). (γ) Η διάσπαση των ουρανισκόφωνων συμφώνων σε υπερωικά και ουρανικά αλλόφωνα:
'/ ι / ' /γ /
/X/
' ΙΥΙ
~ [£]
[γ] __κ —► /X/ ~ [χ] /γ /
~
.!%' ~ Κατ’ αρχάς, είναι προφανές ότι η διάκριση αυτή θα ακολούθησε τις με ταβολές που σημειώθηκαν στα κλειστά σύμφωνα (αποκλειστοποιήσεις πα λαιών κλειστών και δημιουργία νέων ηχηρών κλειστών). Μολονότι η διάκρι ση ειδικά τού κ σε υπερωικό (δηλούμενο στη γραφή με το κόππα: ροΡΕ) και ουρανικό (δηλωνόταν με το γνωστό κ: ανδοκ ιδες ) είναι ήδη αρχαία -των αρ χαϊκών χρόνων-, ωστόσο η συστηματική αλλοφωνική διάκριση όλων των σει ρών (αήχων κλειστών, ηχηρών διαρκών, αήχων διαρκών) πρέπει να άρχισε και να ολοκληρώθηκε σε διαφορετικές περιόδους ανάλογα με την παλαιότητα των αντιστοίχων συμφώνων και τη δομική πίεση που ασκήθηκε μέσα στο σύστημα. Έτσι λ.χ. είναι πιθανό να υποθέσουμε ότι στο φώνημα /\ϋ διατηρήθηκε -μολονότι στην κλασική περίοδο η γραφή έπαψε να τη δηλώνει- η διαφορά μεταξύ υπερωικού και ουρανικού \α, η οποία επεκτάθηκε ή επαναδημιουργήθηκε εν συνεχεία σταδιακώς και στα λοιπά ουρανισκόφωνα σύμ φωνα. Το πλήθος των ιωτακισμένων (μαλακών) φωνηέντων που προέκυψαν στους χρόνους τής Κοινής πρέπει να συνέβαλε, από φωνητικής πλευράς, στη δημιουργία ή την επέκταση τέτοιων αλλοφωνικών διακρίσεων. Από τής στιγ μής δε που η διάκριση εμφανίστηκε σε ένα ή περισσότερα ουρανισκόφωνα φωνήματα, είναι φυσικό να ασκήθηκε δομική πίεση για επέκτασή της σε όλα τα συναφή φωνήματα. Η συμμετρία τού συστήματος και εδώ οδήγησε στη γενίκευση τής διακρίσεως.
Σίγηση τού δασέος πνεύματος Στο φωνολογικό σύστημα τής αρχαίας ανήκε ως ιδιαίτερο, αυτοτελές στοιχείο ό δασύς φθόγγος, η λεγόμενη δασεία. Σε διαλέκτους όπως η Αττική, όπου ο φθόγγος αυτός διατηρήθηκε επί μακρόν («Αττικοί δασυντικοί, *Ίωνες ψιλωτικοί» έλεγαν οι αρχαίοι γραμματικοί), η παρουσία/απουσία δασέος φθόγγου μετέβαλλε τη σημασία τής λέξεως, είχε δηλ. διαφοροποιητική, φω νολογική αξία* όρος: όρος, ή : ή. Ακόμη επηρέαζε άμεσα τη μορφή των λέξε ων που προέκυπταν από σύνθεση ή από συνεκφορά με δασυνόμενες λέξεις: ήμέρα: καθ' ήμέραν, αυθημερόν, εφήμερος (έναντι τού έπάμερος τού Πινδά ρου), έφημέριος, έφημερίς (Πλούτ.), έφημερεύω, νυχθήμερον, τεθρήμερον και
130
νεότ. καθημερινός, νυχθημερόν, δεκαπενθήμερο, πενθήμερο. Επίσης ο δασύς φθόγγος δηλωνόταν και στη γραφή των αττικών κειμένων με το γράμμα Η (ΗΟΣ =ός, ΗΕ = ή, ΗΟΠΟΣ =όπως κ.τ.ό.), το οποίο καταργήθηκε βαθμιαίως με τά την υιοθέτηση των ιωνικών καινοτομιών και στο αττικό (ευκλείδειο) αλ φάβητο, οπότε το Η χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το μακρό (ανοικτό) §, το λεγόμενο γι’ αυτό ήτα. Στους χρόνους τής Κοινής ο δασύς φθόγγος ΛιΙ αρχίζει ήδη από τον 3ο π.Χ. αι., όπως δείχνουν οι πάπυροι, να μην προφέρεται (πβ. γραφές κατ’ έκα στος, κατ’ ημών). Ωστόσο το φαινόμενο τής πλήρους σιγήσεώς του διαρκεί επί αιώνες και συμπορεύεται με την αποδάσυνση (και αποκλειστοποίηση) των δασέων κλειστών. Έτσι και ο δασύς φθόγγος σιγάται παντού μόλις τον 3ο μ.Χ. αι. Οι αρχαίοι γραμματικοί, επηρεασμένοι ίσως από τις περιπέτειες τής προφοράς (πρώιμη σίγηση στην ιωνική διάλεκτο καθώς και στη λεσβια κή, ηλειακή, κυπριακή και κρητική) και τής γραφής τού δασέος φθόγγου, συ γκατέταξαν τον δασύ φθόγγο με τα φαινόμενα προσωδίας (τόνοι και πνεύ ματα) και τον ονόμασαν «πνεΰμα δασύ» (δρΐΐϊΐιΐδ ΗδρεΓ), ενώ την απουσία δασέος πνεύματος χαρακτήρισαν με τον όρο «πνεύμα ψιλόν» (δρίΐίπΐδ Ιβηϊδ). Αρχικά δε, ιδίως για τη διάκριση ομοήχων ζευγών, χρησιμοποίησαν το ση μείο I- (που χρησιμοποιούσαν στη Μεγάλη Ελλάδα), δηλ. το μισό τού Η (έγρα ψαν δηλ. Ι-ΟΡΟΣ), από το οποίο προήλθε βαθμιαίως η λεγόμενη δασεία: Η ' (το άλλο μισό τού Η χρησιμοποιήθηκε αντιστοίχως για τη δήλωση ελλείψεως δασέος πνεύματος, για την ψίλωση: Η-1’ ).
Τα διπλά σύμφωνα Είναι γνωστό ότι στην αρχαία τα λεγόμενα διπλά σύμφωνα προφέρονταν ως παρατεταμένα σύμφωνα, διαφέροντας εμφανώς από τα απλά. Απόρροια αυτής τής φωνολογικής διακρίσεως ήταν ότι τα διπλά (όμοια) σύμφωνα κα θιστούσαν -όπως και τα συμφωνικά συμπλέγματα από δύο ή περισσότερα διαφορετικά σύμφωνα- το φωνήεν τής προηγούμενης συλλαβής θέσει μακρό: ός μοι πάλλακίδος περιχώσατο κάλλικόμοιο (I 449). Η μακρότητα τού φω νήεντος στα ίππος, εννέα, Ά χϊλλεύς κ.τ.ό. καθώς και το περίφημο μετρικό φαινόμενο τού να καθίσταται ένα βραχύ φωνήεν θέσει μακρό με απλό (τε χνητό) διπλασιασμό τού ακολουθούντος συμφώνου (πβ. μύθον άγασσάμενοι I 430, δ’ ού τι νεμεσσητόν I 523, τόσσος έην I 545) αποδεικνύουν την ιδιάζουσα προφορά των διπλών. Στους τελευταίους αιώνες τής Κοινής τα διπλά σύμφωνα παύουν σταδιακώς να προφέρονται ως διπλά, φαινόμενο που ολοκληρώνεται στους πρώι μους μεσαιωνικούς χρόνους. Η διατήρηση τής προφοράς των διπλών συμφώ νων σε ορισμένες νεοελληνικές διαλέκτους (Κατωιταλική, Κυπριακή, ορισμέ να δωδεκανησιακά ιδιώματα) πιστοποιούν τον τύπο προφοράς των συμφώ νων αυτών στην αρχαία, ενώ συγχρόνως δείχνουν ότι η καθιέρωση τής αττι κής Κοινής δεν επέφερε τον πλήρη αφανισμό των αρχαίων διαλέκτων. Χαρα κτηριστικά στοιχεία μερικών διαλέκτων επιβίωσαν μέχρι σήμερα, παρέχο ντας πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία τής ελληνικής γλώσσας.
131
Φωνηματοποίηση τού /ζ/ Τις μεταβολές στο σύστημα των συμφώνων συμπληρώνουν η φωνηματο ποίηση τού /ζ/ και η δημιουργία των προστριβών συμφώνων /Ιδ/ και ΙάζΙ. Φθόγγος [ζ] υπήρχε ήδη στην αρχαία ως αλλόφωνο τού συριστικού φω νήματος /8/. Το φώνημα /δ/ δηλωνόταν στη γραφή με το γράμμα σ, περιελάμβανε δε δύο αλλόφωνα: το άηχο διαρκές συριστικό [δ] (πώς, σήμα, αστυ, όσον) και το ηχηρό διαρκές συριστικό [ζ] που εχρησιμοποιείτο μόνο πριν από ηχηρά σύμφωνα (κόσμος, ασμένως, πρέσβυς). Το αρχαίο γράμμα ζ δήλωνε, αντιθέτως, σύμπλεγμα συμφώνων, το σύμπλεγμα [ζά] (πβ. Άθήναζε < Αθήνας δε). Στους χρόνους τής Κοινής ο φθόγγος ζ εξελίσσεται σε ιδιαίτερο φώνημα («φωνηματοποιείται»), δηλούμενος με το γράμμα ζ (ζωή, δζει, σώζω), καθώς και με το σ σε ορισμένα περιβάλλοντα (κόσμος, οσμή, Λέσβος·πβ. και νεότ. σβήνω, Σλάβοι). Τούτο σημαίνει πως απλοποιείται βαθμιαίως η προφορά τού ζ ως διπλού συμφώνου [ζά] και καταλήγει σε απλό συριστικό /ζ/. Με αυτό συ μπίπτει πλέον και το παλαιό αλλόφωνο [ζ] τού συριστικού, που εξακολουθεί όμως -κατά την ιστορική ορθογραφία- να γράφεται ως σ.
Τονισμός και προσωδία Ο τονισμός τής αρχαίας Ελληνικής ήταν μουσικός (ρΐΐοΐι). Οι τονιζόμενες συλλαβές διέφεραν από τις άτονες στο ύψος και όχι στην ένταση τής φωνής, όπως συμβαίνει στον δυναμικό τονισμό (δίΓβδδ) που χαρακτηρίζει τη Νέα Ελληνική. Πλήθος αρχαίων μαρτυριών αλλά και η ίδια η ονομασία τόνος ή προσωδία δείχνουν ότι ο τονισμός τής αρχαίας συνδεόταν με μουσικές έν νοιες. Ο όρος προσψδία λ.χ. χρησιμοποιήθηκε για τον τόνο, γιατί «προσάδεται ταϊς συλλαβαϊς» (γραμματικός διομ ηδης , 4ος μ.Χ. αι.), εξού και η λατι νική ονομασία αο-οεηΐυδ «προσ-φδία» (&ο-αηο < αά-οαηο). Ο πλατώ ν μιλάει για όξεϊαν και βαρεϊαν χορδήν ή τάσιν, όρους ειλημμένους από τη μουσική, όπως και η ίδια η λέξη τόνος (< τείνω, ενν. τη χορδή). Ο αριςτοτελης αναφέρεται επίσης στην όξεϊαν και βαρεϊαν προσφδίαν. Η τονιζόμενη συλλαβή στην αρχαία εκφωνείται με υψηλότερο ή χαμηλότερο ύψος τής φωνής, σε υψηλότερη ή χαμηλότερη κλίμακα. Ώς τον 2ο μ.Χ. αι. και οπωσδήποτε ώς τον 5ο μ.Χ. αι. -οπότε εμφανίζονται οι διαφορετικού ρυθμού επικοί εξάμετροι τού νο ννου (ήδη τον 4ο μ.Χ. αι. έχουμε ύμνους τού Γρηγορίου τού ναζια ν ζη ν ο υ βασισμένους σε τονικά μέ τρα)- έχει συντελεσθεί η μετατροπή τού τονισμού από μουσικό σε δυναμικό, σε μια μορφή τονισμού δηλ. όπου η τονισμένη συλλαβή προφέρεται πιο δυ νατά (και όχι πιο υψηλά) από την άτονη συλλαβή. Ο τονισμός τής αρχαίας, μουσικός όπως ήταν, συνδεόταν άμεσα με τη με τρική κατάσταση των συλλαβών, με τη διάκριση δηλ. των φωνηέντων σε μα κρά και βραχέα. Έτσι νοείται η άρρηκτη σχέση τόνου και προσωδίας. Οξύς τόνος (οξεία, αοοοηΐιΐδ αουΐιΐδ) σήμαινε την έξαρση (σε ύψος) τής φωνής κατά
132
την προφορά τής οξυτονούμενης συλλαβής. Σήμαινε ακόμη πως η συλλαβή που έφερε τον οξύ τόνο είχε -χονδρικά- διάρκεια ενός χρόνου (ήταν δηλ. βρα χεία) ή, εφόσον είχε διάρκεια δύο χρόνων (φύσει μακρά), ότι η έξαρση τής φωνής γινόταν στον β' χρόνο: καλός κήπου (= /Ιίεέρφ/) Αν ο οξύς τόνος συνιστούσε άρση, ανέβασμα τής φωνής, ο βαρύς τόνος (βαρεία, ίκχοηΐιΐδ §κινΪ8) αποτελούσε πτώση, κατέβασμα τής φωνής ή απου σία οξέος τόνου. Έτσι και η όξυβάρεια, η γνωστή περισπωμένη, συνιστούσε σύνθετο τόνο από ανέβασμα (οξεία) και κατέβασμα (βαρεία) τής φωνής σε συλλαβή αποτελούμενη από δύο χρόνους: μήλον (- /ιηββίοη/) βήμα (= /βεβιηβ/) Η σχέση προσωδίας και τονισμού στην αρχαία φαίνεται ακόμη από το ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τον τονισμό τής αρχαίας είναι προσωδιακής εξαρτήσεως. Συγκεκριμένα, ο κύριος νόμος τού αρχαίου ελληνικού τονισμού, ο γνω στός ως «τρισυλλαβικός νόμος», καλείται και «νόμος τής τριχρονίας», γιατί στην πραγματικότητα προβλέπει πως ο τόνος στις λέξεις τής Ελληνικής δεν μπορεί να τίθεται πέρα των τριών χρόνων. Αλλιώς, το μεγαλύτερο επιτρεπό μενο όριο ατόνων συλλαβών στην Ελληνική είναι διάρκειας τριών χρόνων: πρό-σω-πον άν-θρω-πος πα-ρα-γί-γνε-σθε Αν η μορφολογική δομή (κλίση) τής λέξεως δημιουργήσει τέσσερεις άτονους χρόνους, τότε ο τόνος κινείται αυτομάτως στην παραλήγουσα (πρόκειται για τον γνωστό τονικό περιορισμό τής «μακράς λήγουσας», που δεν επιτρέπει να τονίζεται η προπαραλήγουσα, δεν επιτρέπει δηλ. να υπάρξει σχήμα τεσσά ρων ατόνων χρόνων): προ-σώ-που άν-θρώ-πων πα-ρα-γε-νέ-σθων Γνωστοί επίσης τονικοί νόμοι τής αρχαίας Ελληνικής, όπως ο «δακτυλικός νόμος» τού \νΗΕΕίΕΚ ή ο νόμος τού νΕΝϋΚΥΕδ, είναι καθαρώς μετρικής εξαρτήσεως. Σύμφωνα με τον νόμο τού λνΗΕΕϋΕΚ, στα ονόματα όπου οι τρεις τε λευταίες συλλαβές αποτελούσαν μετρικό δάκτυλο -*πατρασί (πβ. πατρός, πατρί), *ποικίλος (πβ. αρχ. ινδ. ρβοαίάδ), *αιπολός (πβ. αιγοβοσκός), *είρημενός (πβ. δεξαμενή, Όρχομενός)- ο τόνος μετακινήθηκε από τη λήγουσα στην παραλήγουσα (*πατρασί > πατράσι, *ποικιλός > ποικίλος, *αΐπολός > αιπόλος, *ειρημενός > ειρημένος). Ήτοι: Κατά δε τον νόμο τού νΕΚϋΚΥΕδ, ονόματα των οποίων οι τρεις τελευταίες συλλαβές σχημάτιζαν αμφίβραχυ (« - «) μετακίνησαν στη νεότερη αττική διάλεκτο τον τόνο από τη δεύτερη στην τρίτη συλλαβή: έρημος > έρημος, τροπαϊον > τρόπαιον, έτοιμος > έτοιμος (αλλά αρχαίος, ανδρείος, σημεϊον, γιατί αυτά δεν αποτελούσαν αμφίβραχυ).Ήτοι: Η στενή σχέση προσωδίας και τονισμού (μεταξύ διάρκειας, τύπου και ποιότητας εκφωνήσεως τής συλλαβής και υφής τού τόνου) ήταν φυσικό να καθορίσουν και κοινή τύχη στην εξέλιξή τους. Η βαθμιαία υποχώρηση τής φωνολογικής διακρίσεως μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, που αρχί ζει ήδη από τον 3ο π.Χ. αι. και ολοκληρώνεται στους πρώτους μεταχριστια-
133
νικούς αιώνες, ήταν επόμενο να κλονίσει και το σύστημα τού τονισμού, που στηριζόταν, κατά πολύ, στην προσωδιακή διάκριση. Έτσι με την άρση τής προσωδίας η Ελληνική εισέρχεται και σε διαφορετικό τύπο τονισμού, στον δυναμικό τονισμό. Έκτοτε, τα μεν φωνήεντα τής Ελληνικής είναι, από πλευ ράς ποσότητας/διάρκειας, ισόχρονα (δεν υπάρχουν μακρά και βραχέα φωνή εντα, πλην μιας ελάχιστα αυξημένης διάρκειας που επιφέρει φωνητικά η ύπαρξη τόνου στο φωνήεν), ο δε τονισμός της στηρίζεται στην αντίθεση ισχυρής και ασθενούς εντάσεως τής φωνής στο τονούμενο και άτονο φωνή εν αντιστοίχως. Είναι βέβαιο από φωνητικής πλευράς ότι με την κατάργηση τής προσωδίας και τη μεταβολή τού τονισμού η ελληνική γλώσσα ως προ φορά (άρα και ως άκουσμα) άλλαξε ριζικά, η δε μεταβολή αυτή είναι χαρα κτηριστικό δημιούργημα των χρόνων τής Κοινής.
Τόνοι και πνεύματα Τελειώνοντας τα περί τονισμού και προσωδίας, θα πρέπει να γίνει σύντο μη αναφορά στο θέμα τής δηλώσεως των τόνων, των τονικών σημείων δηλ. και, επ’ ευκαιρία, των πνευμάτων. Είναι γνωστό, κατ’ αρχάς, ότι οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν σε συνεχή (χωρίς κενά διαστήματα) μεγαλογράμματη γραφή, στην οποία δεν δηλώνονταν οι τόνοι. (Η μικρογράμματη γραφή, αρκε τά εξελιγμένη, εμφανίζεται μόλις τον 9ο αι. σε βυζαντινά χειρόγραφα βιβλία, ο εξελιγμένος δε τύπος της φανερώνει ότι η χρήση της θα άρχισε τουλάχι στον έναν αιώνα πριν). Οι τόνοι ως σημεία (τονικά σημάδια) επινοούνται μόλις στους χρόνους τής Κοινής, τον 2ο π.Χ. αι. Όπως γίνεται σήμερα ευρύ τερα δεκτό, περί το 200 π.Χ. ο περίφημος αλεξανδρινός γραμματικός αριςτο φανης ο Βυζάντιος επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε, ακανόνιστα αρχικώς, τους τόνους και τα πνεύματα για τη διάκριση κυρίως ομόγραφων τύπων που διαφοροποιούνταν μόνο τονικώς ή με την παρουσία δασέος πνεύματος (νόμος: νομός, ποιήσαι : ποιήσαι, οικοι : οικοι, όρος : δρος, ή : ή). Με την πάροδο όμως τού χρόνου, όσο υποχωρούσε η διάκριση τής προσωδίας και των τόνων (με παράλληλη σίγηση τού δασέος πνεύματος), τα τονικά σημεία (και τα πνεύματα) προσλάμβαναν λειτουργική, δηλ. πληροφοριακή και διαφοροποιητική σημασία. Έτσι, αφού εν τω μεταξύ συστηματοποιήθηκε το τονικό σύστημα με τις μελέτες των αλεξανδρινών γραμματικών, ιδίως τού η ρω δια ν ο υ (περ. 200 μ.Χ.), από τον 2ο με 3ο μ.Χ. αι. άρχισαν να δηλώνονται, κατά κανόνα, οι τόνοι στα φιλολογικά κυρίως κείμενα. Ας μην ξεχνούμε πως την περίοδο αυτή σημειώνεται άνθηση των φιλολογικών (γραμματικών) σπουδών, που ενισχύεται από το αττικιστικό κήρυγμα τής επιστροφής στον κλασικό λόγο, δηλ. στα παλαιότερα φιλολογικά κείμενα, των οποίων η προσέγγιση και εκμάθηση διευκολύνεται σημαντικά -ιδίως ως προς το μέτρο- με τη δήλωση των τόνων που υποδηλώνουν και την προ σωδία των λέξεων. Ακόμη, οι τόνοι στους χρόνους αυτούς διευκολύνουν τα πλήθη των ξένων (Ρωμαίων, Αιγυπτίων κ.ά.) που μαθαίνουν την Ελληνική ως ξένη γλώσσα και για τους οποίους τα τονικά σημεία χρησιμεύουν -όπως και σήμερα- κυρίως για τη δήλωση τής θέσης τού τόνου.
134
Ίσως είναι σκόπιμο -εν σχέσει και προς το μονοτονικό σύστημα που καθιερώθηκε το 1982- να σημειώσουμε δύο στοιχεία από την ιστορία των τόνων: α) Όπως ήδη τονίσαμε, η καθιέρωση των τόνων στην ιστορία τής ελλη νικής γραφής είναι μάλλον όψιμη, αφού αρχίζει μεν να εφαρμόζεται σε κάποια έκταση από τον 2ο/3ο μ.Χ. αι. στα φιλολογικά κείμενα, αλλά η χρήση του για κάθε λέξη που γράφεται γενικεύεται αρκετούς αιώνες αργό τερα στο Βυζάντιο, μόλις τον 9ο/10ο μ.Χ. αι. μαζί με την καθιέρωση τής μικρογράμματης γραφής. Επομένως, οι τόνοι με τη μορφή που τους χρησι μοποιούσαμε μέχρι σήμερα είναι σχετικά νεότερο φαινόμενο. Διαφορετικό είναι το θέμα με τα πνεύματα , ειδικά με το δασύ πνεύμα, το οποίο ως ιδιαίτερος φθόγγος είδαμε ότι δηλωνόταν κανονικά (με το Η) στα κείμενα τής αττικής διαλέκτου μέχρι τής επισημοποιήσεως τού ευκλειδείου αλφαβήτου (403 π.Χ.). Τότε το Η χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το ξ (η), αφού για ένα διάστημα δήλωνε συγχρόνως τη δασύ τητα (1ι) και το ? (η), ακόμη και το β (ε) (π.χ. ηρακλης , ηερμ ες ), γεγονός που γεννούσε δυσχέρειες στην ανάγνωση. Η γραφική δυσχέρεια υπερπηδήθηκε στις διαλέκτους τής Κ. Ιταλίας με τη χρήση τού \- για τη δήλωση τού δασέ ος πνεύματος (1-ηρακλητος , Ηημερα , |-ωραι). Το σημείο αυτό υιοθετήθηκε και από τους αρχαίους γραμματικούς, που δήλωσαν με το Ητον δασύ φθόγγο, όταν άρχισαν να δηλώνουν και τα σημεία των τόνων (εξού και η σύνδεση τόνων και πνευμάτων). Οπωσδήποτε, γενίκευση τής δηλώσεως τού δασέος πνεύματος καθώς και τής ελλείψεώς του (τού ψιλού με το Η) έχουμε -όπως και για τους τόνους- μόλις τον 9ο αι. στο Βυζάντιο. β) Το τονικό σύστημα, προτού λάβει τη μορφή με την οποία μας παρα δόθηκε και χρησιμοποιείται σήμερα, η οποία είναι γνωστή ως «βυζαντινή» (μολονότι στην πραγματικότητα ανάγεται περίπου στο 400 μ.Χ., στον αλε ξανδρινό γραμματικό θεοδοςιο τον α λ εξ α ν δρεα ), πέρασε από διάφορες φάσεις. Έτσι ο η ρωδιανος λέει για τους τόνους: «Ίστέον δτι καθ' έκάστην λέξιν έν μια συλλαβή τίθεμεν ή όξεϊαν ή περισπωμένην, έν δέ ταϊς λοιπαϊς συλλαβαϊς βαρεϊαν, οιον “Μένέλάός” ή δευτέρα συλλαβή όξύνεται, αι δέ λοιπαί βαρύνονται, καί έν τφ “άλλοιός” ή μέση περισπάται ή δέ πρώτη και τρίτη βαρύνονται... ά λ λ ’ ώς όμολογουμένως τάς τοιαύτας βαρείας έώμεν διά τό μή καταστίζειν τά βιβλία». (Α, 10.6. έκδ. ι,εντζ ). Ήτοι, η λέξη Μενέ λαος, που φέρει ως παράδειγμα ο ηρω διανο ς , τονιζόταν ως Μένέλάός, η δε λέξη άλλοιος ως άλλοιός. Το πράγμα, προκειμένου για πολυσύλλαβες λέ ξεις, είναι φανερό πως έπαιρνε ενίοτε κωμικό χαρακτήρα* πβ. λ.χ. φίλήσίστέφάνόν! Έτσι εγκαταλείφθηκε αυτή η μορφή τονισμού, όπως έπαψε να χρη σιμοποιείται και ένα άλλο παλαιότερο σύστημα κατά το οποίο η «οξύτητα» (οξεία και περισπωμένη) δεν δηλωνόταν* αντιθέτως, εστίζοντο με βαρεία η προηγούμενη ή και όλες οι προηγούμενες συλλαβές. Παράδειγμα: αγάθος ή άγάθος αντί τού αγαθός που επικράτησε τελικά. Ακόμη, αρχικώς, στις διφθόγγους το μεν πνεύμα ετίθετο στο προτακτικό στοιχείο τής διφθόγγου (οιωνός), η δε περισπωμένη και στα δύο στοιχεία τής διφθόγγου (τείχος). Αργότερα, και τα δύο μετακινήθηκαν δεξιά στο υποτακτικό στοιχείο τής διφθόγγου. Τέλος, κύριο χαρακτηριστικό τού λεγομένου βυζαντινού τονικού
135
συστήματος (που όμως ανάγεται και αυτό στην τονική μεταρρύθμιση τού 400 μ.Χ. από τον θ εο δ ο ςιο τον α λ ε ξ α ν δ ρ ε α ) είναι η χρησιμοποίηση τής βα ρείας αντί τής οξείας για τις οξυτονούμενες λέξεις μέσα στην πρόταση («εν συνεπεία»): τόν άγαθόν μαχητήν δείκνυσι. Το σύστημα αυτό καθιερώθηκε τελικά και ίσχυε μέχρι πρόσφατα στον τονισμό τής έντυπης γραφής, αντί θετα προς τη χειρόγραφη γραφή, που περιορίστηκε, κατά κανόνα, στη διά κριση οξείας και περισπωμένης.
Μορφοσυντακτικό επίπεδο Όπως στον χώρο τής φωνολογίας (στο «σημαίνον») οι μεγάλες μεταβολές τής Ελληνικής σημειώνονται αυτή την περίοδο, έτσι και στο μορφοσυντα κτικό επίπεδο (στο «σημαινόμενο») καθοριστικές εξελίξεις αρχίζουν ή και ολοκληρώνονται τους χρόνους αυτούς.
Μεταβολές στο σύστημα τού ρήματος Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονιστεί πως ό,τι αλλάζει στο σύστημα τού ρήματος είναι κυρίως η δήλωση, η μορφική σήμανση, ορισμένων ρηματικών κατηγοριών και όχι οι ίδιες οι κατηγορίες. Δεν «χάνεται» λ.χ. ο μέλλωναλλάζει η δήλωσή του. Δεν «χάνεται» ο παρακείμενος· η μονολεκτική δήλω σή του γίνεται περιφραστική κ.ο.κ. Πρόκειται δηλ. στην ουσία για υποκα τάσταση ενός τυπολογικού στοιχείου από κάποιο άλλο. Παρατηρούμε ακόμη ότι οι μεταβολές που σημειώθηκαν τότε διέπονταν από ορισμένες γενικότερες δομικές τάσεις τής Ελληνικής, που θα μπορού σαν να συνοψισθούν στις εξής: (α) Τάση προς αναλυτική δήλωση (περιφραστική) έναντι τής συνθετικής (μονολεκτικής) αρχικής δηλώσεως. Στην πραγματικότητα, στις περιπτώσεις αυτές η γραμματικοποιημένη (με ληκτικό ή άλλο γραμματικό μόρφημα) δήλωση ορισμένης μορφοσυντακτικής σημασίας (τού χρόνου λ.χ. ή τού ποιού ενεργείας) τείνει να υποκατασταθεί από λεξικοποιημένη δήλωση. Έτσι λ.χ. αντί τού γέγραφα δημιουργείται το έχω γράψαι, από όπου αργό τερα ο τύπος έχω γράψει. Η αναλυτική περίφραση εδώ είναι φανερό πως ξεκινάει από μια τάση σαφέστερης, δηλ. λεξικοποιημένης, δηλώσεως τής συντελικότητας τού παρακειμένου. (β) Αν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι όχι μόνο στον παρακείμενο αλλά και στον υπερσυντέλικο και τον τετελεσμένο μέλλοντα η συντελικότητα εκφράστηκε λεξικοποιημένα (δηλ. περιφραστικά), τότε βρισκόμαστε προ μιας άλλης σημαντικής τάσεως τής γλώσσας μας -και τής γλώσσας γενικό τερα-, τής τάσεως για ενοποίηση ή ενιαία δήλωση. Η εξέλιξη που σημειώ θηκε στο ρήμα τής Ελληνικής την ίδια περίοδο προς τη δημιουργία κοινών καταλήξεων των παρελθοντικών δομών, είναι άλλο ένα σαφές δείγμα τής ενοποιητικής τάσης που αναφέραμε. Το ότι, εξάλλου, η ενοποίηση αποτελεί
136
ένδειξη οικονομικότερης διευθετήσεως των μορφικών στοιχείων (σημαινό ντων) και συνάμα εφαρμογής γενικοτέρων σχημάτων τού συστήματος, είναι και το βαθύτερο αίτιο που οδήγησε στη συγκεκριμένη αναδόμηση τού συστήματος. (γ) Ως τρίτη καθοριστική τάση θα μπορούσε να θεωρηθεί η τάση προς συμμετρία τού συστήματος. Η εμφάνιση ορισμένης μεταβολής ή η επέκτα ση τής μεταβολής σε άλλες περιοχές τού συστήματος εξυπηρετεί συχνά την επίτευξη, διατήρηση ή διεύρυνση τής δομικής συμμετρίας τού συστήματος, τη συμμόρφωση δηλ. προς τα γενικότερα δομικά σχήματα που συνθέτουν τη φυσιογνωμία δεδομένου συστήματος. Η επέκταση λ.χ. τής μορφικής διακρίσεως τού ποιού ενεργείας και στην περιοχή τού Μέλλοντος αποτελεί συμ μετρική εξέλιξη που στοιχεί στη διάκριση ποιού ενεργείας, η οποία διέπει τους χρόνους τού παρελθόντος (παρατατικό: αόριστο). Οπωσδήποτε, θα πρέπει να τονιστεί ότι πολλές φορές η μεταβολή είναι αποτέλεσμα τής λειτουργίας περισσοτέρων συγκλινουσών τάσεων μάλλον παρά προϊόν αυτής ή εκείνης μόνο τής τάσεως. Ο σύνθετος χαρακτήρας των μεταβολών είναι, άλλωστε, γενικότερο φαινόμενο τής εξελίξεως τής γλώσ σας. (ΐ) Περιφραστική εκφορά Τρεις βασικές διαστάσεις τού ρήματος -χρόνος, τροπικότητα (έγκλιση) και ποιόν ενεργείας- αρχίζουν στους χρόνους τής Κοινής να εκφέρονται περιφραστικά, περνώντας συχνά από περισσότερες, παράλληλες μορφές δηλώσεως, ώσπου να παγιωθεί η δήλωσή τους. Τα στοιχεία που χρησιμο ποιούνται για να αποτελέσουν την περίφραση ποικίλλουν. Τα πιο πρόχειρα σε τέτοια χρήση είναι, φυσικά, τα λεγόμενα βοηθητικά ρήματα, το είμί και το έχω. Το γεγονός, πάντως, ότι τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται γενικό τερα στη γλώσσα για περιφραστικές δηλώσεις τού ρήματος (πβ. λ.χ. τη χρήση των Ιο 1>6 και Ιο Ιιανε στην Αγγλική: I &πι \νπίΐη§, I Ιιανε \νπΙΙεη κ.τ.ό.) δείχνει ότι η ευρύτερη χρήση τους πιθανόν να οφείλεται στη λεξικοποιημένη εκφορά των αντίστοιχων γραμματικών σημασιών πέρα από την αυξημέ νη συχνότητα τής χρήσεώς τους στη γλώσσα. Τα υπόλοιπα στοιχεία έχουν καθαρώς λεξιλογική βάση. Τέτοια είναι τα οφείλω, μέλλω, θέλω, συμβαίνει κ.ά. Όμως σε μια περίφραση, εξίσου σημαντικό με το α' στοιχείο είναι και το β' συστατικό της. Ως β' στοιχείο τής περιφράσεως χρησιμοποιήθηκαν στην Ελληνική (και πάλι όχι μόνο σε αυτήν, που υποσημαίνει έναν γενικότερο χαρακτήρα τού φαινομένου) η μετοχή και το απαρέμφατο, στοιχεία περιορι σμένης δηλωτικότητας, κινούμενα κυρίως σε δύο συντεταγμένες, τού χρό νου και τού ποιού ενεργείας. Ενεστώτας. Είναι γνωστό ότι στο ρηματικό σύστημα τής Ελληνικής, αρ χαίας και νέας, η βασική διάκριση τού ποιού ενεργείας δεν δηλωνόταν στην αρχαία από τον μέλλοντα, εξακολουθεί δε να μη δηλώνεται και στη Νέα Ελληνική από τον ενεστώτα. Στο σημερινό, εξελιγμένο από απόψεως ποιού ενεργείας, ρήμα ο ενεστώτας δεν δηλώνει μορφικά την αντίθεση μεταξύ
137
«διάρκειας/συνέχειας» έναντι «μη-διάρκειας/μη-συνέχειας (= επαναλήψεως)» στο παρόν (που δηλώνεται από άλλες γλώσσες με ανεπτυγμένη επίσης τη διάκριση τού ποιού ενεργείας, όπως λ.χ. η Αγγλική* I απι ν/ήύη& : I ν/ήΙ&, I αιη \ν&11άη§ : I γράφω (τώρα) = γράφω (κάθε μέρα, πάντοτε). Ωστόσο, ήδη στην αρχαία υπήρξε κάποια αμυδρή τάση δηλώσεως τής αντίθεσης αυ τής με τη δημιουργία περιφραστικού (αναλυτικά εκφρασμένου) ενεστώτα από το ρήμα ειμί και τη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα, αντιπαρατιθέμενου προς τον απλό ενεστώτα (ειμί λέγων : λέγω, ειμί όρων : δρω). Η τάση αυτή επέδωσε στους χρόνους τής Κοινής και διατηρήθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους, για να υποχωρήσει τελικά και να εξαφανισθεί στη Νέα Ελληνική. Η χρήση αυτή διασώθηκε μόνο διαλεκτικώς στο αρχαιοπινές ιδίωμα τής Τσακωνικής, όπου και σήμερα ο ενεστώτας σχηματίζεται περιφραστικώς με τον ίδιο τρόπο: εμι όρον (- ειμί όρων) «βλέπω» εσσι όρου (- ει όρων) «βλέπεις» έννι όρου (- έστί όρων) «βλέπει» Στην Τσακωνική μάλιστα, όπως πολύ σποραδικά και στην αρχαία, επεκτάθηκε και στον σχηματισμό τού παρατατικού, όπου -όπως εξηγήσαμε- δεν υφίστατο λόγος ύπάρξεως τέτοιου τύπου, που φαίνεται ότι πλάστηκε απλώς από τη στενή θεματική (μορφολογική) σχέση ενεστώτα και παρατατικού. Μέλλοντας. Ο μέλλων τής αρχαίας ήταν, όπως σημειώσαμε ήδη, μορφοσυντακτικά ασταθής χρόνος. Ο ίδιος τύπος, ο γράψω λ.χ., δήλωνε τόσο το διαρκές όσο και το στιγμιαίο ποιόν ενεργείας: γράψω = 1) «θα γράφω» και 2) «θα γράψω». Στους χρόνους τής Κοινής το πρόβλημα τού μέλλοντα επι δεινώθηκε από τη (φωνητική) σύμπτωσή του με την υποτακτική τού αορί στου μετά την κατάργηση τής διακρίσεως των -ει και -η και των -ω- και -οστην προφορά. Έτσι βαθμιαία επήλθε ο κλονισμός τού μέλλοντα. Δύο απλές χρονικές εγκλίσεις -η οριστική τού ενεστώτα και η υποτακτική τού αορί στου (σπανιότερα και η ευκτική)- και μια σειρά από λεξιλογικά στοιχεία σε συνδυασμό με το απαρέμφατο και, λιγότερο, με τη μετοχή χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν τον μέλλοντα, ο οποίος για κάμποσους αιώνες υπό την επίδραση τής αττικιστικής λόγιας γλώσσας δεν έπαυσε επίσης να απαντά στα κείμενα. Τέτοια λεξιλογικά στοιχεία είναι: έχω + απαρέμφατο αορίστου, έσομαι + μετοχή ενεστώτα, έξομαι + απαρέμφατο αορίστου, μέλλω + απα ρέμφατο ενεστώτα/αορίστου, θέλω + απαρέμφατο αορίστου, οφείλω + απα ρέμφατο αορίστου. Ιδού μερικά παραδείγματα μέλλοντα από ένα χαρακτη ριστικό για την απλούστερη γλώσσα του κείμενο τού 6ου μ.Χ. αι., από τον «Λειμώνα πνευματικόν» τού ιω άννου μοςχου (έκδ. ΗΕδδΕΠΝΟ): «τί μοι παρέχεις καί παρέχω σοι τίποτε» (193, 51 «τι θα μου δώσεις, αν σου δώσω κάτι») «ούκ εϊπω τινί άπερ εϊπης μοι... Μή προσκυνήσης ταύτη τή είκόνι καί ούκ έτι σέ πολεμώ» (45,10-12 «δεν θα πω σε κανέναν... και δεν θα σε ξαναπολεμήσω»)
138
«ει τι θέλει δ Θεός ποιήσαι έχω» (7, 13 «θα πράξω ό,τι θέλει ο Θεός»). Θα περάσουν αιώνες για να ξεπεραστεί η ρευστότητα στη μορφοσυντακτική δομή τού μέλλοντα. Έτσι, στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο επιδίδει η περιφραστική εκφορά τού μέλλοντα με την μορφή έχω + απαρέμφατο αορί στου -παράλληλα προς τη χρήση τού απλού ενεστώτα με λειτουργία μέλ λοντα·, η οποία στους όψιμους μεσαιωνικούς χρόνους παραχωρεί τη θέση της στη δήλωση τού παρακειμένου. Από τους χρόνους αυτούς ο μέλλοντας αρχίζει να δηλώνεται με την περίφραση θέλω/θέλει ϊνα + υποτακτική, που με τη μορφή θα + υποτακτική παγιώνεται στους μεταβυζαντινούς χρόνους. Τότε το θα (θέλω/θέλει ινα > θέλ’να > θέ ’να > θανά > θά), συνδυαζόμενο με την υποτακτική ενεστώτα και αορίστου, εκφράζει αντιστοίχως τον διαρκή και τον στιγμιαίο μέλλοντα, δηλώνοντας έτσι μιαν αντίθεση ριζική για το σύστημα τού ρήματος τής Ελληνικής. Με την εξέλιξη αυτή έχει πια επιτευ χθεί η συμμετρία τού μέλλοντα προς τους άλλους χρόνους και μαζί η συμ μετρία των χρόνων τού ρηματικού μας συστήματος. Ως προς τους λοιπούς τρόπους περιφραστικής και μονολεκτικής δηλώσεως τού μέλλοντα στους χρόνους τής Κοινής, η χρήση τους υποχώρησε ήδη από την πρώιμη μεσαιω νική περίοδο και υποκαταστάθηκε από την περίφραση έχω + απαρέμφατο.
Συντελικοί χρόνοι. Οι συντελικοί χρόνοι, όπως και ο μέλλοντας, ανήκουν στους «ασταθείς» χρόνους, πράγμα που φαίνεται και από την αμηχανία των Στωικών να τους κατηγοριοποιήσουν εν σχέσει προς τους" λοιπούς χρόνους. Συγκεκριμένα, οι Στωικοί αναγκάστηκαν, όπως είδαμε προηγουμένως, να «εξορίσουν» τον αόριστο (και τον μέλλοντα) στους «αορίστους χρόνους», γιατί στη θέση τού «τέλειου παρωχημένου» κατέταξαν τον υπερσυντέλικο, οπότε «δεν χωρούσε» στο σύστημά τους ο αόριστος. Η αμηχανία, ωστόσο, των θεωρητικών τής γραμματικής, των Στωικών, δεν εστερείτο βάσεως. Οι συντελικοί χρόνοι, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σήμερα, από πλευ ράς μεν χρόνου συνδέονται με άλλα μέλη τού συστήματος (ο παρακείμενος με τον ενεστώτα, ο υπερσυντέλικος με τον αόριστο), από πλευράς δε ποιού ενεργείας σχετίζονται σε έναν βαθμό με τον αόριστο και τον (στιγμιαίο) μέλ λοντα. Έτσι, η διάκριση των συντελικών χρόνων από τους άλλους στη σύγ χρονη γραμματική θεωρία επιτελείται στο επίπεδο τού ποιού ενεργείας. Οι συντελικοί χρόνοι στη συντελικότητά τους αποτελούν υποκατηγορία τού τέ λειου ποιού ενεργείας: [τέλειο] ποιόν ενεργείας
[+ συντελικό] Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Τετελ. Μέλλοντας
[- συντελικό] Αόριστος Μέλλοντας (στιγμιαίος)
139
Η στενή συνάφεια των συντελικών με άλλους χρόνους και η τάση που αναπτύχθηκε στην Ελληνική να ομαδοποιηθούν οι διαφορές ποιού ενεργεί ας τού ρήματος σε ένα και μόνο ζεύγος αντιθέσεως μεταξύ αοριστικού και μη αοριστικού θέματος κατέστησαν αναγκαία τη μεταβολή των μονολεκτι κών συντελικών χρόνων. Έτσι στους χρόνους τής Κοινής άρχισε να περιφράζεται και να λεξικοποιείται η δήλωση τού παρακειμένου και τού υπερ συντελίκου. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην περίφραση ήταν και εδώ τα βοηθητικά ρήματα ειμί και έχω, συνδυασμένα με μετοχικούς και απαρεμφατικούς τύπους. Μολονότι δε οι δύο χρόνοι παίρνουν τη σημερινή μορφή τους (έχω γράψει/έχω γραμμένο, είχα γράψει/είχα γραμμένο - έχω γραφτεί/είμαι γραμμένος, είχα γραφτεί/ήμουν γραμμένος) αρκετά όψιμα, μόλις τον 17ο αιώνα, εν τούτοις τα ενδιάμεσα στάδια και οι πρόδρομες μορ φές κλιμακώνονται σε διάστημα πολλών αιώνων αρχίζοντας από τους χρό νους τής Κοινής. Στην Κοινή, παρακείμενος και υπερσυντέλικος δηλώνονται αντιστοίχως: α) ειμί/ήν + μετχ. ενεργ. παρακειμ./αορ. (είμί/ήν πεποιηκώς/ποιήσας)' β) εΐμί/ήν + μετχ. παθητ. παρακειμ./αορ. (είμί/ήν πεποιημένος/ποιηθείς)- γ) έχω + μετχ. ενεργ. αορ. (έχω ποιήσας)' δ) έχω + μετχ. παθητ. παρακ. (έχω πεποιημένον). Την ίδια περίοδο ο μονολεκτικός παρακείμενος σε -κα- -κατά το πρότυπο παλαιών αορίστων σε -κα: έδωκα, έθηκα- χρησι μοποιείται αντί αορίστου (πβ. «άπελθών πέπρακε πάντα δσα είχε καί ήγόρασεν αύτόν» Ματθ. 13, 46* χαρακτηριστική είναι η αδυναμία των αττι κιστών γραμματικών να εξηγήσουν την παράλληλη χρήση παρακειμένου και αορίστου* έτσι ο α μ μ ω ν ι ο ς παρατηρεί: «άπέθανε καί τέθνηκε διαφέρεν άπέθανε μέν-νϋν, τέθνηκε δέ πάλαι, ώς περιεπάτησε μέν ό δείνα σήμερον, περιεπάτηκε δέ πάλαι»!). Τούτο πιστοποιείται και από αντίστοιχους αορί στους σε -κα των νεοελληνικών ιδιωμάτων (έποικα, έδωκα, έθηκα, εζύμωκα, έφτειακα, έφτακα κ.λπ.). Στους χρόνους που ακολουθούν, όσο η περίφραση έχω + απαρέμφ. αορ. δηλώνει τον μέλλοντα (πρώιμη μεσαιωνική περίοδος), ο παρακείμενος περιορίζεται στη μορφή έχω + μετχ. παθητ. παρακ. και ειμί + μετχ. παθητ. παρακ. Εν συνεχεία, όταν ο μέλλοντας αρχίζει να δηλώνεται από το θέλω/θέλει ϊνα + υποτ. (όψιμη μεσαιωνική περίοδος), η περίφραση έχω + απαρέμφ. αορ. (έχω ποιήσαι) μεταφέρεται στη δήλωση τού ενεργ. παρακειμένου, όπως ήδη η περίφραση εΐχον ποιήσαι είχε αρχίσει να δηλώ νει τον υπερσυντέλικο. Τους όψιμους μεσαιωνικούς χρόνους ο παγιωμένος τύπος τού αοριστικού απαρεμφάτου παίρνει και τη σημερινή μορφή του σε -ει (ποιήσαι > ποιήσει, γράψαι > γράψει). (ϋ) Εγκλίσεις Η τάση για απλοποίηση και ενοποίηση των διαφόρων τύπων τού ρήματος έθιξε, φυσικά, και τις εγκλίσεις. Η έγκλιση που κυρίως υπέστη τον κλονισμό ήταν η ευκτική, η έγκλιση δηλ. που κατ’ εξοχήν εξέφραζε προσωπικό, υπο κειμενικό σχολιασμό τής πληροφορίας από τον λέγοντα και που γι’ αυτό προϋπέθετε λεπτούς χειρισμούς στη χρήση της. Η εξάπλωση τής Ελληνικής στους χρόνους τής Κοινής και η χρησιμοποίησή της από ανθρώπους που δεν
140
την είχαν ως μητρική τους γλώσσα ήταν φυσικό να παραμερίσει γλωσσικές χρήσεις όπως τής ευκτικής, που απαιτούσαν βαθύτερη αίσθηση τής γλώσ σας. Έτσι εξέλιπε βαθμηδόν η διάκριση οριστικής - ευκτικής στον εξηρτημένο λόγο με την επικράτηση τής οριστικής. Η «ευχετική ευκτική» τού ανε ξάρτητου λόγου υποκαταστάθηκε μορφικά από την αναλυτική (περιφραστι κή) της εκφορά. Το ίδιο συνέβη και με την τροπικότητα που εξέφραζε η «δυνητική ευκτική». Και αυτή σιγά-σιγά πέρασε σε περιφραστικές δηλώ σεις, αρχικά με το έχω/ειχον * απαρέμφ. (έχω/ειχον γράψαι), αργότερα με το να * υποτακτική ενεστώτα/αορίστου ή οριστ. αορίστου, για να καταλήξει στην περίφραση τού θα + παρατατικός (θά έγραφε). Διαφορετική υπήρξε η τύχη τής υποτακτικής. Εδώ έπαιξε σημαίνοντα ρόλο ο φωνητικός παράγοντας. Η φωνητική σύμπτωση δηλ. των καταλήξεων -εις, -ει και -ομεν τής οριστικής με τα -ης, -η, και -ωμεν τής υποτακτικής περιόρισε τη διάκριση των τύπων των δύο εγκλίσεων μόνο στα β' και γ' πληθ. (-ετε, -ουσι : -ητε, -ωσι) στην ενεργ. φωνή, ενώ στη μεσοπαθητική φωνή η διάκριση διατηρήθηκε μορφολογικώς στον αόριστο -ώ, -ής, -ή, -ώμεν, -ήτε, -ώσι) και σε μερικά πρόσωπα τού ενεστώτα (-ηται, -ησθε). Έτσι, ενώ οι δύο εγκλίσεις εξακολούθησαν να διακρίνονται λειτουργικά, στο πεδίο τής τυπο λογικής διακρίσεώς τους κατέστη αναγκαίο να ενισχυθεί η υποτακτική με κάποιον μορφολογικό δείκτη. Τέτοιος δείκτης υπήρξε ο σύνδεσμος (και, αργότερα, «τελικό μόριο») ΐνα > ίνά > νά. Με τον τρόπο αυτόν επιτεύχθηκε συγχρόνως και μια αναλυτική/περιφραστική, σε πολλές χρήσεις, δήλωση τής τροπικότητας τής υποτακτικής. Λειτουργικά η υποτακτική ενισχύθηκε έκτοτε σημαντικά, αφού με τη νέα της μορφή η έγκλιση -αυτή απετέλεσε βαθμηδόν στη μεσαιωνική περίοδο και την αναλυτική εκφορά τού τελικού απαρεμφάτου τής αρχαίας (βούλομαι έλθεϊν > βούλομαι ΐνα έλθω), που, στην πραγματικότητα, ως συμπλήρωμα (αντικείμενο) πλήθους ρημάτων τής Ελληνικής είναι βασική δομή τού ελληνικού λόγου. Μολονότι δε το απαρέμ φατο χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες με την αρχική του (συμπληρωματική) λει τουργία στον πάντοτε συντηρητικό γραπτό λόγο, στον προφορικό η χρήση του συνεχώς υποχωρεί και παύει να χρησιμοποιείται ενεργώς στο τέλος τής πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου. Όταν αργότερα, στους όψιμους μεσαιωνι κούς χρόνους, η υποτακτική με αλλαγή τού δείκτη -με χρήση δηλ. τού θάαναλαμβάνει και τη δήλωση τού μέλλοντα, τότε πια το λειτουργικό φορτίο τής εγκλίσεως αυτής μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, σε σημείο που να συναγωνίζεται την οριστική. Η πλήρης μορφολογική (τυπολογική) σύμπτω ση των δύο εγκλίσεων ως προς τα καταληκτικά τους μορφήματα στους νεό τερους χρόνους δεν σημαίνει ταύτιση των δύο εγκλίσεων ή εξαφάνιση τής υποτακτικής, αλλά ενοποίηση απλώς των καταλήξεων οριστικής και υποτα κτικής ενεστώτα -όχι όμως και οριστικής και υποτακτικής αορίστου (ήλθα : να έλθω). Στην περίπτωση μάλιστα τής ενοποιήσεως των καταλή ξεων, η παρουσία τού δείκτη τής υποτακτικής (τού να) και το συντακτικό περιβάλλον αναλαμβάνουν το βάρος τής διαφοροποιήσεως των δύο εγκλί σεων. Στις μεταβολές στη σφαίρα των εγκλίσεων δεν ήταν δυνατό να μείνει αμέτοχη και η προστακτική. Και αυτής η δήλωση αναλύθηκε και λεξικό-
141
ποιήθηκε στα λοιπά -πλην τού β'- πρόσωπα. Και αυτής η σχέση με την υπο τακτική έγινε όλο και πιο στενή, σε βαθμό που να υποκατασταθεί τελικά από την υποτακτική. Η περιφραστική δήλωση τής προτρεπτικής προστακτι κής αρχίζει στους χρόνους τής Κοινής. Τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιας προστακτικής έχουμε στη γλώσσα των Ευαγγελίων: «αφες ίδωμεν» (Ματθ. 27, 49), «άδελφέ, αφες εκβάλω τό κάρφος τό έν τφ όφθαλμφ σου » (Λουκ. 6, 42) και Επικτ. 1, 9,15: «αφες δείξωμεν αύτοΐς δτι ούδενός έχουσιν έξουσίαν». Ήδη έχουμε στους χρόνους αυτούς την περίφραση με τον στα θερό σήμερα δείκτη προστακτικής, το αφες, από όπου προήλθε (στους χρό νους τής πρώιμης μεσαιωνικής) το άς: «Ό σκανδαλιζόμενος άς σκανδαλί ζεται καί άς δώση κριούς » Λεόντ. Νεαπ., Βίος Ιωάνν. 71, 110, «*Ας είσέλθωσι πάντες» Θεοφάν. 394, 26. Σιγά-σιγά η υποτακτική, απλή ή με τον δείκτη τής υποτακτικής (ΐνα /να) ή εισαγόμενη με τον δείκτη τής προστακτικής (άφες/άς), υποκατέστησε μορφικά και την προστακτική. Εξαίρεση αποτελεί το β' (εν. και πληθ.) πρόσωπο τής προστακτικής, που διατηρήθηκε με μικρές μεταβολές (γράφε - γράφ(ε)τε, γράψε αντί γράψον - γράψ(ε)τε αντί γράψα τε και μεσοπαθ. ντύσου - ντύνεστε, ντύσου - ντυθείτε αντί ορισμένων μέσων και παθητικών τύπων που αντικαταστάθηκαν). Με τις μεταβολές αυτές το σημερινό σύστημα των ρηματικών εγκλίσεων, των μορφολογικά διακρινομένων, έχει περιοριστεί στην τριμελή αντίθεση: οριστική - υποτακτική - προστακτική. (ϋί) Δομικές ενοποιήσεις (απλοποιήσεις) Ελέχθη ήδη ότι η τάση προς ενοποίηση των (μορφολογικών) δομών τού ρήματος είναι χαρακτηριστική για την περίοδο τής Κοινής. Η ενοποίηση αυτή, που είναι φανερό πως οδηγεί σε ό,τι συνήθως καλούμε απλούστευση τής δομής με τη δημιουργία γενικοτέρων δομικών σχημάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι εμφανίζεται σε όλη την κλίμακα τής μορφολογικής δομής τού ρήματος, δηλ. τόσο στα θεματικά μορφήματα όσο και στα ληκτικά (καταλή ξεις) και σχηματιστικά μορφήματα. Συγκεκριμένα, παρατηρούνται οι εξής ενοποιητικές τάσεις. Φωνές. Η μορφολογική διάκριση τριών φωνών -ενεργητικής, μέσης και παθητικής- αποτελεί χαρακτηριστικό τής Ελληνικής και μερικών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Κύρια είναι η διάκριση στην Ελληνική μεταξύ ενεργητικής και μέσης, ενώ η παθητική φωνή έχει χαρακτηρισθεί ως «πολυ τέλεια» τής Ελληνικής. Ωστόσο, από μορφολογικής πλευράς, η παθητική φωνή διαφοροποιήθηκε από τη μέση μόνο στον μέλλοντα και τον αόριστο. Έτσι η κατεύθυνση προς την ενοποίηση δεν ήταν δυνατό να βαδίσει άλλον δρόμο από τη μορφολογική ταύτιση μέσης και παθητικής φωνής, που από κοινού απετέλεσαν το έτερο σκέλος τής αντιθέσέως προς την ενεργητική φωνή. Αν η μορφολογική ενοποίηση μέσης και παθητικής έγινε με γενίκευση των καταλήξεων τής μέσης πλην τού μέλλοντα και τού αορίστου όπου επι
142
κράτησαν οι αντίστοιχοι παθητικοί τύποι, η ενεργητική φωνή υπήρξε ο χώρος όπου περιορίστηκαν ορισμένες χρήσεις που παλαιότερα εκφράζονταν με τη μέση. Έτσι λ.χ. η γνωστή στην αρχαία γλώσσα αντίθεση μεταξύ των λούω τόν παϊδα και λούομαι τόν παιδα, από τις οποίες η α' δηλώνει απλή ενέργεια τού υποκειμένου ενώ στη β' τονίζεται το ενδιαφέρον τού υποκει μένου για την επιτελούμενη ενέργεια, από τους χρόνους τής Κοινής περιο ρίζεται σε μόνη την ενεργητική δομή. Οπωσδήποτε, κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο προς το σχήμα των δύο μόνο φωνών επικρατεί αρκετή σύγχυ ση, έτσι ώστε χρησιμοποιούνται λ.χ. συχνά μεσοπαθητικοί τύποι αντί των κανονικών ενεργητικών σε προσπάθεια σφαλερής μιμήσεως «υψηλότερου» αττικού ύφους. Θέματα. Από την περίοδο τής Κοινής με όλες τις αναδιαρθρώσεις τής δομής τού ρήματος που περιγράψαμε ήδη, παράλληλα με μια τάση επεκτάσεως των ενσίγμων αορίστων αρχίζει να θεμελιώνεται η χαρακτηριστική αντίθεση δύο σαφώς διαστελλομένων θεμάτων, ενός «αοριστικού» (συνήθως ένσιγμου) και ενός «ενεστωτικού» (στην πραγματικότητα «μη αοριστικού»). Έτσι βαθμηδόν η δομή τού ρήματος τής Ελληνικής στηρίζεται σε αυτή την αντίθεση, που είναι, κατά βάσιν, αντίθεση ποιού ενεργείας (ενεστωτικές δομές =«δομές ατελούς ποιού ενεργείας» - αοριστικές δομές =«δομές τέλει ου ποιού ενεργείας»). Βάσει αυτής τής αντιθέσεως το ρήμα τής Ελληνικής έφθασε σήμερα σε μια απλή, συμμετρική δομή τής εξής μορφής: Θέμα αοριστικό
μη αοριστικό (ενεστωτικό)
χασ-
χαν-
/
χαθ-
χάν -ω έθα
χασ -α
-α
-ω
θα
-ω
-ομαι -όμουν -ομαι
χάθ -ηκα θα
-ώ
143
Καταλήξεις. Η ενοποίηση τού ρήματος είναι ανάγλυφη στην περιοχή των καταλήξεων. Στους χρόνους τής Κοινής συντελείται σε μεγάλο βαθμό ο μεταπλασμός των ρημάτων εις -μι σε βαρύτονα ρήματα (-ω): δίδωμι > δίδω, δείκνυμι > δεικνύω, ρήγνυμι > ρηγνύω. Έτσι, τους χρόνους αυτούς, αττικι στές όπως ο μ ο ιρ ις συχνότατα αντιδιαστέλλουν τους «αττικούς» (παραδο σιακούς) και τους «ελληνικούς» (εξελιγμένους, νέους) τύπους τής Κοινής: «όλλύασιν, όμνύασιν Άττικώς' όλλύουσιν, όμνύουσιν 'Έλληνες». Την ίδια περίοδο αρχίζει -και για την ενεργητική φωνή ολοκληρώνεταιη διαδικασία ενοποιήσεως των καταληκτικών μορφημάτων τού ρήματος κατά δομές. Σε αντίθεση με τις μη αοριστικές δομές (ενεστώτα-μέλλοντα) τής αρχαίας που είχαν ενιαία μορφή, οι αοριστικές και συντελικές δομές (παρατατικός/αόριστος β': αόριστος α'/παρακείμένος: υπερσυντέλικος ενερ γητικής φωνής, μεσοπαθητικός παρατατικός/αόριστος β': μέσος αόριστος α ': μεσοπαθητικός αόριστος: παρακείμενος και υπερσυντέλικος) διαφοροποιού νταν σημαντικά μεταξύ τους:
γράφ-ω γράψ-ω -εις -εις -ει = -ει -ομεν -ομεν -ετε -ετε -ουσι , -ουσι
έγραφ-ον εΐδ-ον -ες -ες -ε = -ε -ομεν -ομεν -ετε -ετε -ον -ον
μη αοριστικές δομές γράφ-ομαι γράψ-ομαι -ει -ει -εται = -εται -όμεθα -όμεθα -εσθε -εσθε -ονται -ονται
γραφήσ-ομαι -ει = -εται -όμεθα -εσθε -ονται
αοριστικές/συντελικές δομές γέγραφ-α έγραψ-α έγεγράφ-ειν -ας -ας -εις -ει -ε φ φ -ε -αμεν -αμεν -ειμεν -ατε -ατε -ειτε -αν Φ -ασι -εισαν
έγραφ-όμην έγεν-όμην έγραψ-άμην έλύθ-ην γέγραμ-μαι έγεγράμ-μην -ου -ου -ω -ης π-σαι π-σο -ετο = -ετο φ -ατο φ -η Φ π-ται Φ π-το -όμεθα -όμεθα -άμεθα -ημεν μ-μεθα μ-μεθα -εσθε -εσθε -ασθε -ητε φ-θε φ-θε -οντο -οντο -αντο -ησαν γεγραμμένοι γεγραμμένοι εισι ήσαν
Η έντονη διαφοροποίηση που χαρακτήριζε τις αοριστικές και τις συντε λικές δομές από πλευράς ληκτικών μορφημάτων (= θεματικού φωνήεντος + καταλήξεως) ήρθη τελικώς με τις εξής βασικές εξελίξεις: α) την περιφρα στική ανάλυση τού μέλλοντα και ιδίως των συντελικών δομών, οι οποίες έτσι εξομοιώθηκαν βαθμηδόν με τις άλλες μέσω τού ρήματος έχω/ειχον, β)
144
την επικράτηση τού παθητικού αορίστου έναντι τού μέσου, και γ) τη βαθ μιαία εξομοίωση των ληκτικών μορφημάτων όλων των χρόνων (πλην τού μεσοπαθητικού παρατατικού) κατά το πρότυπο τής δομής τού ενεργητικού αορίστου. Συγκεκριμένα, η γ' αυτή διαδικασία, η οποία υπήρξε και η καθοριστική, πραγματοποιήθηκε μέσα από τις εξής φάσεις: (ΐ) Βαθμιαία εξομοίωση των ρηματικών καταλήξεων τού ενεργητικού β' αορίστου με τις καταλήξεις τού ενεργητικού α' αορίστου, αφού οι δύο χρό νοι διέφεραν μόνο σχηματιστικά, όχι και μορφοσημασιολογικά (δήλωναν τον ίδιο χρόνο και το ίδιο ποιόν ενεργείας). Προηγουμένως, με επίδραση προ φανώς τού αορίστου β' και τού παρατατικού, το β' ενικό πρόσωπο τού α' αορίστου (-ας) είχε τραπεί σε -ες (έγραψες αντί έγραψας). (ϋ) Με την εξομοίωση των καταλήξεων τού ενεργητ. παρατατικού προς τις καταλήξεις τού -ενιαίου πια- αορίστου: έγραφον > έγραφα, έγράφομεν > έγράφαμεν κ.ο.κ. (ΐΐϊ) Με την εξομοίωση στους μεσαιωνικούς και νεότερους χρόνους και τού μεσοπαθητικού αορίστου (έλύθην) προς τις καταλήξεις τού ενιαίου -και χαρακτηριστικού- ενεργητικού παρωχημένου χρόνου (ρκιβΙβΓΐΙυιη), που περιελάμβανε από κοινού αόριστο (ένσιγμο, άσιγμο, α' και β') και παρατατι κό. Με τη διαμόρφωση δηλ. ενιαίου παρωχημένου (σε -α, -ες, -ε, -αμεν, -ατε, -αν) δημιουργήθηκε το αίσθημα πως οι παρελθοντικές δομές έπρεπε να λήγουν στα ίδια χαρακτηριστικά μορφήματα (-α, -ες, -ε κ.λπ.), γεγονός που οδήγησε στον μεταπλασμό τού μεσοπαθητικού αορίστου: -θην > -θηκα, -θης > -θήκες κ.λπ. (ϊν) Την εξομοίωση των παρελθοντικών δομών ακολούθησαν και τα λεγά μενα περισπώμενα ή συνηρημένα ρήματα: τίμησα, τιμήθηκα και οι νεότεροι μεταπλασμένοι τύποι τιμούσα, τίμαγα (πβ. και κίνησα, κινήθηκα, κινούσα, κίναγά). (ν) Στην εξομοίωση των παρελθοντικών δομών δεν ακολούθησε, παρά μόνο μερικώς και σε πολύ νεότερους χρόνους, ο μεσοπαθητικός παρατατι κός. Σειρά μεταπλασμών τής ληκτικής δομής του τον οδήγησαν σε ένα δια κεκριμένο σύστημα καταλήξεων (-όμουν(α), -όσουν(α), -όταν(ε), -όμαστε/-αν, -όσαστε, -ονταν) το οποίο ήδη στα α’ (-α) και γ' (-ε) ενικά όσο και στα β' (-τε), και γ' (-αν) πληθυντικά πρόσωπα δεν απέχει πολύ από τα ληκτικά μορ φήματα τού κοινού παρωχημένου.
Μεταβολές στο σύστημα τού ονόματος Οι δομικές τάσεις που περιγράψαμε πιο πάνω επ’ ευκαιρία τής μορφολο γίας τού ρήματος, ισχύουν σε γενικές γραμμές και για τις μεταβολές που παρατηρούνται στο όνομα. Και εδώ σημειώνονται αναλυτική δήλωση ορι σμένων πτώσεων, ενοποίηση τού συστήματος με βαθμιαίες εξομοιώσεις και σταδιακή εξέλιξή του σε αδρές συμμετρικές δομές. Κύριος στόχος των εξε λίξεων ήταν και εδώ η δημιουργία ενός απλού, οικονομικού συστήματος με παραμερισμό τής πολύπλοκης μορφολογικής ποικιλίας και τού πλήθους των
145
υποσυστημάτων και «εξαιρέσεων». Ακόμη, περισσότερο από τις εξελίξεις στο ρήμα, οι ονοματικές αναδομήσεις ξεκινούν μεν στην περίοδο τής Κοινής, αλλά μορφοποιούνται και επικρατούν στη μεσαιωνική περίοδο, όπου και θα τις εξετάσουμε, για να έχουμε πληρέστερη εικόνα τής εξελίξεως. Εδώ θα περιοριστούμε σε γενικότερες μορφολογικές επισημάνσεις. Από όλες τις μορφολογικές κατηγορίες τού ονόματος (ουσιαστικού και επιθέτου) δυσκολίες προκαλούσαν τα τριτόκλιτα ονόματα, ιδίως ορισμένα «ανώμαλα» -μονοσύλλαβα και διπλόθεμα- ουσιαστικά και συνηρημένοι τύποι επιθέτων, καθώς και τα λεγόμενα «αττικόκλιτα» (ό λεώς, τοϋ λεώ κ.λπ.). Τέτοια ήταν λ.χ. τα ουσιαστικά: τό ούς - τοϋ ώτός, ή κλείς - τής κλειδός, τό ϋδωρ - τοϋ ϋδατος, ό αμνός - τοϋ άρνός, ό οϊς - τοϋ οιός, ή ναϋς - τής νηός, ό ύς - τοϋ ύός, ό βοϋς - τοϋ βοός, δ κτείς - τοϋ κτενός, ή άλως - τής άλω, ό παϊς - τοϋ παιδός κ.ά. Τα ουσιαστικά στους χρόνους τής Κοινής είτε αντικαταστάθηκαν με συνώνυμά τους, ήτοι: ϋδωρ -* νηρόν (< νεαρόν ϋδωρ), ύς —►χοίρος, οις -* πρόβατον, ναϋς -* πλοϊον, είτε μετα πλάστηκαν σε μορφολογικώς απλούστερους τύπους: ούς > ώτίον, κλείς > κλειδών, βοϋς > βοίδιον, κτείς > κτένιον, άλως > άλώνιον, παϊς > παιδίον και άμνός > γεν. άμνοϋ κ.λπ. Ομοίως αντί των αττικών τύπων ό λεώς - τοϋ λεώ, δ νεώς - τοϋ νεώ ελέχθησαν ό λαός - τοϋ λαού, δ ναός - τοϋ ναοϋ κ.τ.ό., που ήταν ομαλότερα. Το ίδιο, ως ομαλότεροι, χρησιμοποιήθηκαν για τα τριτόκλιτα οι τύποι τόν ύγιή αντί τόν ύγιά, τόν ένδεή αντί τόν ένδεά και τά ύγιή, τά χρέη αντί των τύπων τά ύγιά, τά χρέα. Ομοίως εξομαλύνθηκαν τα ουδέτερα τού τύπου τό κρέας - τοϋ κρέως, που μεταπλάστηκαν στις πλά γιες πτώσεις τους συνήθως σε τύπους με -τ-; τοϋ κρέατος, τοϋ κέρατος' αλλά και τοϋ γήρους (αντί τοϋ γήρως), προτού γίνει τοϋ γήρατος. Η ίδια απλοποιητική τάση εμφανίζεται και σε άλλες περιοχές τού ονό ματος. Έτσι ο δυϊκός αριθμός των ονομάτων, που ήδη στους αρχαίους χρό νους -με εξαίρεση την αττική διάλεκτο- είχε υποχωρήσει, κατά την περίο δο αυτή παραχωρεί και στην αττική τη θέση του στον πληθυντικό. Στην πραγματικότητα και εδώ η χρήση τού δυϊκού λεξικοποιείται (δηλώνεται με το αριθμητικό δύο και τα συνώνυμά του), γεγονός που καθιστά περιττή τη δήλωσή του και με ιδιαίτερο ληκτικό μόρφημα: όφθαλμώ > δύο όφθαλμώ > δύο οφθαλμοί. Απλοποιητική είναι και η γενίκευση των συγκριτικών μορφημάτων -τερος και -τατος των παραθετικών των επιθέτων αντί των παλαιοτέρων μορφημά των -ίων και -ιστός, με τα οποία σχηματίζονταν ορισμένα επίθετα: ταχύς ταχιών - τάχιστος > ταχύς - ταχύτερος - ταχύτατος. Τέλος, η αναλυτική τάση που περιγράψαμε πιο πάνω για την περιοχή τού ρήματος, είναι εξίσου εμφανής και στην περίπτωση ορισμένων πτώσεων τού ονόματος, ιδίως των πιο σύνθετων και πολυσήμαντων λειτουργικά, τής δοτι κής και, λιγότερο, τής γενικής. Με τον λεγόμενο συγκρητισμό των πτώσεων είναι γνωστό πως το οκτάπτωτο σύστημα τής Ινδοευρωπαϊκής περιορίστηκε στην Ελληνική σε πέντε (μορφολογικά δηλούμενες) πτώσεις: ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική και κλητική. Στη δοτική συγχωνεύθηκαν στα Ελληνικά η οργανική και η τοπική, ενώ με τη γενική συγχωνεύθηκε η αφαι ρετική. Αποτέλεσμα τού συγκρητισμού ήταν να αυξηθεί η λειτουργικότητα
146
(το «λειτουργικό φορτίο») αυτών των μορφολογικών πτώσεων, αφού τώρα δήλωναν τρεις πτώσεις η δοτική και δύο η γενική. Η κατάσταση αυτή, που γεννούσε ίσως σε ορισμένα περιβάλλοντα σημασιολογική ασάφεια ή αμφι σημία, άρχισε να μεταβάλλεται από τους χρόνους τής Κοινής. Αναλυτικές δομές τού τύπου διά + γενική χρησιμοποιούνται για τη δήλωση τής οργανι κής, που αργότερα θα αντικατασταθεί από τη μετά * γενική, για να καταλήξει τελικά (περ. τον 10ο αι.) σε με + αιτιατική. Ομοίως η τοπική σημασία, αφού ήδη σε πολύ πρώιμους αρχαίους χρόνους εκφράστηκε αναλυτικά με το σύνταγμα εν + δοτική (που δημιουργούσε σημασιολογική αντίθεση προς το εις + αιτιατική, προς τη δήλωση δηλ. τής κινήσεως εν χώρω), στους χρόνους τής Κοινής δηλώνεται και αυτή με τη δομή εις + αιτιατική, που μονοπωλεί έκτοτε τη δήλωση τού χώρου, είτε ως κινήσεως είτε και ως στάσεως «εν τόπω». Μάλιστα από τον τύπο εις, με συγκοπή τού φωνήεντος ΐ (ει) ως ατόνου σε συνεκφορά με ονόματα, προέκυψε ο τύπος ’ς (’ς τον κήπο > στον κήπο), ενώ από τη συνεκφορά του με λέξεις που άρχιζαν από ε- (εμένα, εσένα, εκείνον, ένα) προήλθε ο τύπος σε: (’ς εμένα > σε μένα, ’ς εκείνον > σε κείνον). Αλλά και η απλή δοτική (τού αντικειμένου) υποχώρησε βαθμηδόν και υποκαταστάθηκε μορφολογικώς από τη γενική: έδωσε τφ άδελφφ > έδωσε τοϋ άδελφοϋ. Το ίδιο συνέβη και με τη γενική σε χρήση αφαιρετικής. Αφού πρώιμα δηλώθηκε αναλυτικά με έκ + γενική και άπό * γενική, η αφαι ρετική παγιώθηκε τελικά στη δομή από + αιτιατική.
Μεσαιωνική Ελληνική (6ος αι.-18ος αι.)
149
Γενικά Δεν θα επαναλάβουμε εδώ όσα σε προηγούμενες ευκαιρίες ήδη είπαμε, ότι δηλ. η διαίρεση τής ιστορίας τής γλώσσας μας είναι, εν πολλοίς, συμ βατική και ότι οι σταθμοί τής πολιτικής ιστορίας τού έθνους καθόρισαν, κατά κανόνα, και τα όρια τής γλωσσικής μας ιστορίας. Ειδικότερα, ό,τι ονομάζουμε μεσαιωνική περίοδο τής γλώσσας μας είναι μια τεράστια χρονική έκταση 12 αιώνων, ανομοιογενής στις επί μέρους φάσεις της, αλλά με ένα κοινό χαρακτηριστικό: αποτελεί την περίοδο κατά την οποία συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε ο δομικός σκελετός τής Ν. Ελλη νικής. Αν οι ρίζες τής Ν. Ελληνικής βρίσκονται στην αρχαία περίοδο τής γλώσσας μας, αν τα θεμέλια τής δομής της τοποθετούνται στη μεταβατική περίοδο τής Κοινής, ο κορμός της ολοκληρώνεται αυτή την περίοδο, για να λάβει την οριστική μορφή του στην περίοδο που θα ακολουθήσει (19ος αι. μέχρι σήμερα). Κύριο χαρακτηριστικό τής Ελληνικής όλη αυτή την περίοδο είναι η γλωσ σική διάσπαση, η παγίωση και καλλιέργεια, τρόπον τινά, τής διαφοράς προ φορικού και γραπτού λόγου, καθημερινής και επίσημης γλώσσας. Η θεσμο ποίηση, με άλλα λόγια, τής γλωσσικής μας διμορφίας, που ξεκινάει φυσικά από τον Αττικισμό αλλά παίρνει την οριστική της μορφή αυτή την περίοδο. Αν ο 19ος αιώνας σφραγίζεται από τους αγώνες για την αποτίναξη τού γλωσσικού διχασμού, τής «διγλωσσίας» όπως αντιεπιστημονικά επικράτησε να λέγεται, δώδεκα ολόκληροι αιώνες γλωσσικής ιστορίας υπηρετούν αυτόν τον διχασμό. Κέντρο τής μεσαιωνικής Ελληνικής είναι το Βυζάντιο με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ρυθμίζεται και η γλωσσική πολιτική τής αυτοκρα τορίας, που δεν είναι άλλη από την τήρηση τής γλωσσικής παραδόσεως στον γραπτό λόγο, όπως διαμορφώθηκε από τους Αττικιστές και επικυρώθηκε με τα γραπτά των Πατέρων τής Εκκλησίας από τον 4ο μ.Χ. αι. Η συντηρητική στάση τής επίσημης γλώσσας τού κράτους και τής Εκκλησίας στο Βυζάντιο δεν ήταν παρά συνέχιση και διαφύλαξη τής γλωσσικής παραδόσεως τού γραπτού λόγου. Η «γλώσσα τής συνήθειας», η «κοινή» ή «χυδαία» ομιλουμένη γλώσσα, για να θυμηθούμε τους χαρακτηρισμούς τού ευςταθιου, δεν έπαψε ποτέ να είναι το μέσο τής καθημερινής γλωσσικής επικοινωνίας των Ελλήνων στο Βυζάντιο, συνεχίζοντας την προφορική παράδοση τής Αλεξανδρινής Κοινής. Σε αυτό που ονομάζουμε αδιάσπαστη προφορική παράδοση τής ελληνικής γλώσσας, το Βυζάντιο έχει καθοριστική συμμετοχή, αφού αποτελεί δώδεκα αιώνες αυτής τής παραδόσεως, που κορυφώνονται μάλιστα με τη χρήση τής
150
προφορικής και ως γραφομένης γλώσσας τής λογοτεχνίας από τον 12ο αι. Έτσι είναι νοητή η διάκριση τής μεσαιωνικής Ελληνικής στις εξής τρεις υποπεριόδους: α) Στην πρώιμη βυζαντινή (6ος-12ος αι.), β) στην όψιμη βυζα ντινή (12ος-15ος αι.) και γ) στη μεταβυζαντινή (15ος-19ος αι.). Η πρώτη πε ρίοδος αρχίζει με τον ιο υ ς τ ιν ια ν ο - ο οποίος καθιερώνει την Ελληνική ως επίσημη γλώσσα τού κράτους αντί τής Λατινικής- και φθάνει μέχρι τις αρχές ή και τα μέσα τού 12ου αι., όταν πρωτοεμφανίζεται η χρήση τής δημώδους γλώσσας στη λογοτεχνία. Η δεύτερη περίοδος σφραγίζεται όχι μόνο από τη χρήση τής προφορικής γλώσσας σε ορισμένες μορφές τού γρα πτού λογοτεχνικού λόγου, αλλά, κυρίως, από τη δημιουργία των νεοελληνι κών διαλέκτων, των οποίων η αρχή τοποθετείται συνήθως στον 13ο αι., όταν διασπάται πολιτικώς (1204) το βυζαντινό κράτος. Η τρίτη περίοδος αρχίζει συμβατικά με το χρονικό ορόσημο τής υποταγής τού κράτους στους Τούρ κους (1453) και περιλαμβάνει την περίοδο τής Τουρκοκρατίας με την πτώση τής στάθμης τής γλωσσικής επικοινωνίας από την καταπίεση τού κατακτητή και την ανυπαρξία οργανωμένης σχολικής παιδείας. Δύο σημαντικά γλωσ σικά γεγονότα σφραγίζουν την περίοδο αυτή: η ανάπτυξη τοπικών λογοτε χνιών (Κρητικής, Ροδιακής, Κυπριακής, Επτανησιακής) γραμμένων στις κα τά τόπους διαλέκτους και η εμφάνιση τού νεοελληνικού διαφωτισμού, ενός εθνικού κινήματος παιδείας και γλώσσας, μέσα στο οποίο εντάσσεται και η λεγόμενη προεπαναστατική λογοτεχνία, που φθάνει στους χρόνους τής ελ ληνικής επαναστάσεως. Και θα μπορούσε μεν κανείς -πράγμα που γίνεταινα θεωρήσει τη μεταβυζαντινή περίοδο ως αυτοτελή περίοδο, ανεξάρτητη από τη μεσαιωνική/βυζαντινή ή και ως τμήμα τής νεοελληνικής περιόδου. Ωστόσο, δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα, ένα πολιτικό (η απελευθέρωση από τους Τούρκους και η δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους) και ένα πνευματικό (η «γλωσσική επανάσταση» με τον «γλωσσικό εμφύλιο» που ακολούθησε και οδήγησε τελικά στην αναγνώριση τής κοινής/νεοελληνικής δημοτικής ως επίσημης γλώσσας τού κράτους) οριοθετούν διαφορετικά τη νεοελληνική περίοδο τής Ελληνικής, ταυτίζοντας περισσότερο τη μεταβυζα ντινή περίοδο τής Τουρκοκρατίας με την απόληξη μιας μακράς μεταβατικής περιόδου και βλέποντάς την ως σύνδεσμο και προάγγελο μιας νέας, τής καθ’ αυτήν νεοελληνικής περιόδου. Λόγω τής οργανικής ενότητας που συνέχει όλη αυτή την περίοδο κρίνου με σκόπιμο να μη διασπάσουμε την εξέτασή της σε επί μέρους περιόδους, αλλά να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη τής γλώσσας καθ’ όλη αυτή τη μακραίωνα πορεία που προετοίμασε την τελική διαμόρφωση τής σύγχρονης Ελληνικής. Αυτό υπαγορεύθηκε και από έναν άλλον ουσιώδη μεθοδολογικό λόγο: την αδυναμία -λόγω ελλείψεως ή ισχνότητας των πηγών- να παρακολουθηθούν τα φαινόμενα στη σταδιακή χρονική εξέλιξή τους, αφού η γραφή αγνοεί συστηματικά τις εξελίξεις τού προφορικού λόγου και, συχνά, μόνο από τα αναπόφευκτα «λάθη» στη χρήση τής επίσημης λόγιας γλώσσας μπο ρούμε να ανιχνεύσουμε την πορεία των γλωσσικών μεταβολών. Τούτο σημαίνει πως μια γλωσσική μεταβολή που επισημαίνεται στην όψιμη βυζα ντινή περίοδο δεν αποκλείεται να άρχισε πολύ νωρίτερα, στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Έτσι, η πρώτη χρονική εμφάνιση των γλωσσικών με-
151
ταβολών έχει μικρότερη σημασία για τους χρόνους αυτούς από τα ίδια τα φαινόμενα σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε και ό,τι ακολούθησε στην επόμενη περίοδο.
Πηγές τής μεσαιωνικής Ελληνικής Η διπλή, παράλληλη γλωσσική παράδοση συνεχίζεται όλους τους αιώνες που καλύπτει η μακρά αυτή περίοδος. Όσο προχωρούν τα χρόνια, τόσο μεγα λώνει και η απόσταση μεταξύ των δύο γλωσσικών μορφών, λόγιας και δημώ δους, γραπτής και καθημερινής, ανεπίσημης προφορικής γλώσσας. Η προφο ρική γλώσσα εξελίσσεται, η γραπτή συντηρεί -κατά κανόνα και ανάλογα με την παιδεία και την αρχαιομάθεια τού γράφοντος- την παραδοσιακή αττικίζουσα μορφή της. Η εξέλιξη μάλιστα στον ζωντανό προφορικό λόγο είναι τόσο ραγδαία αυτή την περίοδο -γεγονός που σχετίζεται και με την έλλει ψη οργανωμένης σχολικής παιδείας κατά τα νεότερα πρότυπα και τη δυσχέ ρεια επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων των διαφόρων ανόμοιων και απο μακρυσμένων κατά περίοδους περιοχών τής Αυτοκρατορίας-, ώστε οδηγεί βαθμηδόν σε νέα διαλεκτική διάσπαση τής ελληνικής γλώσσας. Οι νεοελ ληνικές διάλεκτοι, που ενισχύονται τον 13ο αιώνα μετά την κατάλυση τού Βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους και που φθάνουν στην ακμή τους μερικούς αιώνες αργότερα με τις επιχώριες λογοτεχνίες (16ος και 17ος αι.), πρέπει να αναχθούν πιθανότατα, αν κρίνουμε από την παλαιότητα ορισμέ νων φαινομένων, όπως οι περίφημες κωφώσεις των βορείων ιδιωμάτων (βλ. τη μελέτη μου «Το πρόβλημα τής χρονολογήσεως των κωφώσεων στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα», Α Συμπόσιο Γλωσσολογίας τού βορειοελλαδικού χώ ρου, Θεσσαλονίκη 1977, 13-21), ήδη στον 6ο μ.Χ. αι., ενώ τα σπέρματα των διαλέκτων αυτών, ένα είδος υποστρώματος, είναι λογικό να υποθέσουμε πως θα πρέπει να αναζητηθούν σε επιβιώσεις που θα διέσπασαν το φράγμα τής αλεξανδρικής Κοινής.
Πρώιμη βυζαντινή περίοδος Μολονότι τα πρώτα ευρύτερα δείγματα λογοτεχνίας, γραμμένης στην προφορική Κοινή τής εποχής τους με έντονη την επίδραση τής λόγιας γρα πτής γλώσσας, εμφανίζονται μόλις τον 12ο αι. (προδρομικά σατιρικά ποιή ματα), εντούτοις αποσπασματικά δείγματα και έμμεσες μαρτυρίες τής προ φορικής (δημώδους) γλώσσας είναι εγκατάσπαρτα πολύ πριν, ήδη από τις αρχές τής περιόδου. Ένα κείμενο που δίνει καλή εικόνα τού προφορικού λόγου τού 6ου αιώνα -με όλες τις επιδράσεις που είναι φυσικό να έχει δεχθεί ένα τέτοιο κείμενο από τη γλώσσα τής Κ. Διαθήκης- είναι ο «Λειμών Πνευματικός» τού ιω ά ν ν ο υ μ ο ς χ ο υ . Από τον ίδιο αιώνα σώζονται σκωπτικά στιχάκια που τραγουδιούνταν στον Ιππόδρομο στη ζωντανή γλώσσα τής εποχής. Γι’ αυτά κάνουν λόγο νεότεροι χρονογράφοι, όπως ο θ ε ο φ α ν η ς (8ος αι.) και ο κ ε δ ρ η ν ο ς (12ος αι.). Πρόκειται για σύντομα ρυθμικά τραγούδια,
152
που αναφέρονται στον αυτοκράτορα μ α υ ρικ ιο (582-602) και στον ΦΩΚΑ (602610). Συγκεκριμένα, για τον Μαυρίκιο τραγουδούσαν: Εϋρηκε τήν δαμαλίδα άπαλήν και τρυφεράν καί ώς τό καινόν άλεκτόριν, οϋτως αυτήν πεπήδηκεν καί έποίησε παιδία ώς τά ξυλοκούκουδα. Καί ούδεις τολμςι λαλήσαι, ά λ λ ’ όλους έφίμωσεν. "Αγιέ μου, άγιε, φοβερέ καί δυνατέ, δός αύτφ κατά κρανίου, ί'να μή ύπεραίρηται κάγώ σοι τόν βουν τόν μέγαν προσαγάγω εις εύχήν. Για δε τον Φωκά έλεγαν: Μαυρίκιος ούκ άπέθανε, μάθε τήν άλήθειαν. και Πάλιν ’ς τόν καύκον έπιες πάλιν τόν νούν άπώλεσας. Στον ίδιο, τέλος, μεταβατικό αιώνα ανήκει και το κείμενο τής «Χρονο γραφίας» τού ιω ά ν ν ο υ μ α λ α λ α (6ος αι.), από το οποίο αντλούνται επίσης χρήσιμες πληροφορίες για την προφορική κοινή τής εποχής του. Για τους επόμενους δύο αιώνες, αν εξαιρέσουμε το «Πασχάλιον Χρονικόν» (των μέσων τού 7ου αι.), δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες, ενώ οι γνώσεις μας για τη γλώσσα τής εποχής αρχίζουν και πληθαίνουν από τον 9ο αιώνα. Στις αρχές αυτού τού αιώνα ανάγεται η «Χρονογραφία» τού θ ε ο φ α ν ο υ ς τού ομ ολογητου , η «Σύντομος Χρονογραφία» τού πατριάρχη ν ι κ η φ ο ρο υ και το «Χρονικόν» τού γε ώ ργιο υ τού μονάχου . Στην ίδια περίοδο ανήκουν διάφοροι «Βίοι Αγίων» ανώνυμων και επώνυμων συγγραφέων, όπως ο «Βίος τού Αγίου Ιωάννου τού Ελεήμονος» τού λ εο ν τιο υ Νεαπόλεως. Από τον επόμενο αιώνα έχουμε το Χρονικό τού σ υ μ ε ώ ν τού μ α γ ις τ ρο υ και, κυρίως, ορισμένα έργα τού αυτοκράτορα Κω ν στ α ν τίν ο υ α τού π ο ρφ υ ρο γέ ν ν η τ ο υ (912-959), μέσα από τα οποία παρεισφρέουν διάφορα γλωσσικά (λεξι λογικά αλλά και δομικά) στοιχεία τής εποχής. Έτσι λ.χ. στο «Περί βασιλεί ου τάξεως» μάς διασώζει ο π ο ρφ υ ρο γέ ν ν η τ ο ς «Το τραγούδι τής ανοίξεως», ένα απλό λαϊκό τετράστιχο με ευχές για τους βασιλείς τού Βυζαντίου: Ιδού τό έαρ τό γλυκύ πάλιν έπανατέλλει χαράν, ύγείαν καί ζωήν καί τήν εύημερίαν, άνδραγαθίαν έκ θεού τώ βασιλεΐ Ψωμαίων καί νίκην θεοδώρητον κατά τών πολεμίων. Ακολουθεί το «Στρατηγικόν» τού κεκαυμ ενου , γραμμένο τον 11ο αι.
Όψιμη βυζαντινή περίοδος Όσο και αν υπάρχουν ενδείξεις -από ιστορικές μαρτυρίες και χρονολο γήσεις γεγονότων και προσώπων- πως κάποια ακριτικά ποιήματα φθάνουν μέχρι τον 10ο αι., ωστόσο τα πρώτα βέβαια λογοτεχνικά έργα σε προφορικό λόγο ανήκουν στον 12ο αιώνα. Πρόκειται κυρίως για τα γνωστά προδρομικά ή πτωχοπροδρομικά ποιήματα τού θ εο δω ρο υ π ρο δρο μ ο υ , που διεκτραγω
153
δεί και σατιρίζει την οικτρή οικονομική κατάσταση των λογίων και τις αντι λήψεις τής εποχής. Αντιθέτως προς τη ρέουσα γλώσσα των προδρομικών ποι ημάτων που αποδίδει πιστά τη «μικτή» προφορική γλώσσα τού 12ου αι., τα ποιήματα τού μ ιχ α η λ γλυκά, που ανήκουν στην ίδια εποχή και είναι επίσης σημαντικά, εμφανίζουν ακανόνιστη εναλλαγή δημωδών και λόγιων κομματιών. Στην ίδια εποχή ανήκει πιθανότατα και το ηθικοδιδακτικό ποίημα τού ς π α ν ε α , από το οποίο αντλούμε επίσης χρήσιμες γλωσσικές πληροφορίες, ενώ το υπό τον τίτλο «Σύνοψις Ιστορική» ποιητικό χρονικό τού Κω ν στ α ν τίν ο υ μ α ν α ς ς η τής ίδιας επίσης περιόδου, όπως και τα λοιπά βυζα ντινά χρονικά μόνον έμμεσες πληροφορίες για τη γλώσσα τής εποχής αφή νουν να διαφανούν. Έμμετρη χρονογραφία είναι και το γνωστό «Χρονικόν τοϋ Μορέως», που γράφτηκε περί τα τέλη τού 13ου αι. Στους επόμενους δύο κυρίως αιώνες, τον 14ο και τον 15ο αλλά ίσως και μέσα στον 13ο, ανήκουν τα περίφημα βυζα ντινά (ή ιπποτικά ή λαϊκά) ερωτικά μυθιστορήματα. Τρία από αυτά, «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα» και «Αίβιστρος και Ροδάμνη», ανήκουν πιθανότατα στον 14ο αιώνα, ενώ τα μυθιστο ρήματα «Φλώριος και Πλατζιαφλώρα» και «Ιμπέριος και Μαργαρώνα» είναι νεότερα, πιθανόν τού 15ου αιώνα. Η γλώσσα των ιπποτικών μυθιστορημάτων είναι η απλούστερη προφορική γλώσσα των παλαιολόγειων χρόνων, ανάμι κτη -όπως και των προηγούμενων λογοτεχνημάτων- από λόγια και δημώδη, ακόμη και διαλεκτικά στοιχεία. Πρόκειται για μια φάση εξελίξεως τής δημώδους (προφορικής) Ελληνικής, που βρίθει από παράλληλους τύπους, οι οποίοι φανερώνουν τη συνύπαρξη παλαιών και νέων τύπων που τείνουν να τους υποκαταστήσουν. Μερικοί στίχοι από το «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», που, όπως όλα τα ιπποτικά μυθιστορήματα, είναι γραμμένο σε ανομοιοκα τάληκτους 15σύλλαβους στίχους, δείχνουν τη γλωσσική κατάσταση τής εποχής: ’Απήρε τόν άπόλογον, ι σ τ ά θ η ν μέ τάς άλλας Ά λ λ ’ ό χορός τών γυναικών τών μηδαμώς κ ρ ι θ έ ν τ ω ν ή λ θ α σι κατενώπιον έκείνου τοϋ Βελθάνδρου (στ. 595-597) Ταϋτα είπών έ δ ι ά β η κ ε κ 9 έ σ τ ά θ η ν μέ τάς άλλας (στ. 725) Τό σώμα σου τό εύγενικόν ϊσος βεργίν τό π ο ι κ ε κυπαρισσοβεργόλυγον έ δ η μ ι ο ύ ρ γ η σ έ ν το' κι έπειτα ενεφύσησεν δλον κ9έ ψ ύ χ ω σ έ ν το (στ. 652-654). Σε παρόμοια γλώσσα είναι γραμμένα και άλλα μυθιστορήματα ή, ακρι βέστερα, έμμετρες διασκευές παλαιοτέρων μυθιστορημάτων, από τα οποία ξεχωρίζουν τα αγνώστων συγγραφέων «Διήγησις Απολλώνιου τοϋ Τύρου», η «’Α χιλληίς» και η «Διήγησις Βελισσαρίου » τού 14ου αιώνα. Μια σειρά άλλων ηθικοδιδακτικών έμμετρων επίσης έργων, που συχνά αναφέρονται αλληγορικά στα ζώα, με πολύ χαρακτηριστικό δείγμα τον «Πουλολόγο» τού 13ου πιθ. αιώνα, παρέχουν εξίσου χρήσιμες πληροφορίες για τη γλώσσα των χρόνων αυτών.
154
Ενώ όμως από τον ποιητικό χώρο έχουμε, όπως είδαμε, αρκετά δείγματα, από τον πεζό λόγο, που είναι συνήθως μεγαλύτερη πηγή πληροφοριών για τη γλώσσα, σώζονται ελάχιστα δείγματα και μάλιστα διαλεκτικά από την Κύπρο: οι «Ασσίζες» τής Κύπρου (14ου αι.) και τα δύο χρονικά τού 15ου αι., το «Χρονικόν» τού λ εο ν τιο υ μ α χα ιρα και η «Χρονογραφία» τού γ ε ω ργιο υ ΒΟΥΣΤΡΩΝΙΟΥ.
Μεταβυζαντινή περίοδος Αν εξαιρέσουμε ορισμένους «Θρήνους» που γράφτηκαν (οι περισσότεροι μέσα στον 15ο αι.) για την Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως, η λογοτεχνική παραγωγή αυτής τής περιόδου στο μεγαλύτερο μέρος της είναι γραμμένη σε επιτόπιες διαλέκτους και οι πληροφορίες που έχουμε για τη γλώσσα είναι περισσότερο για το πώς μιλούσαν την Ελληνική σε ορισμένες, φραγκοκρατούμενες συνήθως, περιοχές και λιγότερο για την προφορική Κοινή. Έτσι, αν πάρουμε στίχους από έργα τής εποχής, όπως λ.χ. οι στίχοι τού κρητικού μ α ν ο λ η σκλάβου (αρχές 16ου αι.) στο ποίημά του «Ή συμφορά τής Κρήτης», γραμμένο για τον σεισμό που συντάραξε την Κρήτη το 1508, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για την κρητική διάλεκτο τής εποχής με έντονες επιδράσεις από τη λόγια γλώσσα - εν προκειμένω από τη θεολογική παιδεία τού συγ γραφέα: Μέ κλόνον έσεισε τήν γην, ν 9άλλάξουσιν οι τρόποι καί τά πολλά ανομήματα, τά κάμνουν οι άνθρωποι (στ. 17-18) Ωσάν τό 9ρίφι δντε πιαστή καί θρηνιστή καί βάξη, δντε τό πιάση ό βοσκός καί θέλη νά τό σφάξη έτσι ό λαός έφώτιζε, πώς μάς καταποντίζει, καί μ ’ άγανάκτησιν πολλή ό Θεός μάσε βυθίζει (στ. 39-42) κ9έπλακωθήκασιν πολλοί, πλούσιοι, πτωχοί, όμάδι, καί τό ταχύ τούς έβγαλαν διχώς έγνωριμάδι. Σά νά 9θελ9έμπει αστραπή καί άρκό νά τήνε κάψη καί τις νά τήν έγνώριζε καί νά μηδέν τήν κλάψη (στ. 55-58) Ο χώρος από όπου έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες για τη γλώσσα αυτής τής περιόδου, είναι η Κρήτη. Πολλοί ανώνυμοι αλλά και επώνυμοι Κρήτες ποιητές, από τα τέλη τού 15ου αι., ολόκληρο τον 16ο και με αποκο ρύφωμα τον 17ο αιώνα, συνέθεσαν στην τοπική τους διάλεκτο με μεγαλύτε ρες ή μικρότερες αποκλίσεις -ανάλογα με την παιδεία, το ταλέντο και τη σχέση τους με τη λόγια γλώσσα και τις άλλες, ηπειρωτικές ιδίως, διαλέ κτους- διαφόρου περιεχομένου ποιήματα (ερωτικά, διδακτικά, σατιρικά) και, κυρίως, τα περίφημα έργα που αποτελούν το κρητικό θέατρο. Μολονότι τα πιο σημαντικά έργα αυτής τής περιόδου -ο «Ερωτόκριτος» (πιθανόν και η «Θυσία τού Αβραάμ ») τού β ιτ ςε ν τ ζ ο υ κορναρου , η «Ερωφίλη», η «Πανώ ρια » και ο «Κατζούρμπος» (πιθ. και ο «Στάθης») τού γε ω ργιο υ χορτατζη ή ο
155
«Φορτουνάτος» τού μαρκου -λ ν τ ω ν ιο υ φωςκολου και άλλα ανώνυμα, όπως η «Βοσκοπούλα» ή ο «Ζήνων»- ανήκουν στον 17ο αιώνα και αυτής τής περιό δου τα Κρητικά απεικονίζουν, ωστόσο και τα παλαιότερα ποιητικά συνθέ ματα τού στεφ ά ν ο υ ςα χ λ ικ η (14ου αι.: «Γραφαί καί στίχοι καί έρμηνεϊαι», «Άφήγησις παράξενος»), τού μ α ριν ο υ φα λιερο υ (15ου αι.: «Ρίμα παρηγορη τική», «Λόγοι διδακτικοί», «Ιστορία και όνειρο» κ.ά.), τού γε ω ργιο υ χουμνου (15ου αι.: «Ή κοσμογέννησις»), τού ιω ά ν ν ο υ πικ α τορου (16ου αι.: «Ρίμα Θρη νητική εις τόν πικρόν καί άκόρεστον ’Άδην») κ.ά. ενδιαφέρουν τον ιστορι κό τής γλώσσας για τα στοιχεία που παρέχουν. Ως πηγές τής γλώσσας για την ίδια περίοδο χρησιμεύουν και τα έργα, επώνυμα και ανώνυμα, άλλων ελληνικών νησιών, τής Ρόδου, τής Επτανήσου και τής Κύπρου, που είναι επίσης γραμμένα στις αντίστοιχες τοπικές διαλέ κτους. Συγκεκριμένα από τη Ρόδο έχουμε μια συλλογή λυρικών ερωτικών τραγουδιών τού 15ου αιώνα, που είναι γνωστά υπό τον τίτλο «Καταλόγια » η «Ερωτοπαίγνια» καθώς και το «Θανατικόν τής Ρόδου» (1500) τού Εμ μ α νουήλ γ ε ω ργ ιλ λ α . Σε λαϊκή διαλεκτική γλώσσα είναι γραμμένα και τα στι χουργήματα τού επτανήσιου (Κερκυραίου) λογίου ια κ ω β ο υ τ ρ ιβ ω λ η τού 16ου αι. («Ιστορία τού Ταγιαπέρα» και «Ιστορία τού ρε τής Σκότζιας με την ρήγισσα τής Εγγλιτέρας») καθώς και τού σύγχρονου Ζακύνθιου λογίου μ ά ρ κου δ εφ α ρα ν α («Λόγοι διδακτικοί τοϋ πατρός πρός τόν υιόν »). Επίσης από τον 16ο αι. σώθηκαν στην κυπριακή διάλεκτο τα «Κυπριακά ερωτικά ποιή ματα», άγνωστου στιχουργού, σημαντικά ποιήματα και για τη γλώσσα και για το περιεχόμενό τους, καθώς και το ποίημα «Πένθος Θανάτου, ζωής μάταιον καί πρός Θεόν επιστροφή » τού πελοποννήσιου λογίου γιουςτου ΓΛΥΚΟΥ.
Αν φύγουμε από τη γλώσσα των λογοτεχνικών αυτών κειμένων, που εμφανίζουν, όπως είπαμε, διαλεκτική κατά τόπους και κατά συγγραφέα διαμορφωμένη γλώσσα (η γλώσσα τού κορν α ρο υ και τού χορτατζη μάλιστα συχνά -όπως και στην αρχαία λογοτεχνία- είναι μια υπερτοπικού χαρα κτήρα κρητική διάλεκτος, που έχει σχεδόν εξελιχθεί σε καλλιεργημένη λογο τεχνική γλώσσα), σε ιδιωτικά αλλά και σε δημόσια έγγραφα, ιδιωτικές επι στολές κ.λπ. βρίσκουμε να γράφεται μια απλούστερη, ανάμικτη, λαϊκή γλώσ σα, γεμάτη διαλεκτικά και, κυρίως, ξενικά στοιχεία. Να λ.χ. ποια γλωσσική μορφή παρουσιάζει μια συμβολαιογραφική πράξη (νοταριακό έγγραφο) υποθηκεύσεως κτήματος στη Νάξο, συντεταγμένη το 1648: «’Έστοντας καί νά μην τά ’χ η νά τοϋ τά δώση τά άνωθε ρεάλια [χρήματα, νομίσματα], τοϋ δίνει άπό τήν σήμερο νά βαστά δ ί άμανάτε [ενέχυρο] νά τά τρώγη, δ,τι καρπό ήθελε κάμει τό χωράφι όπόχει... νά βάνη κουτουβερνάρους [κολλήγους] νά έβγάνου, νά τρώγη ό,τι ιντράδα [εισόδημα] κάνου τό άνωθε χωράφι... νά δώσου τά άνωθε ρεάλια καί διά καλύτερη σιγουριτά τών άνωθε ρεαλιώ καί πραμάτω άπομένει ή άνωθε Φλουρέτζα αύτη καί τά καλά της νά μαντινιέρη [προστατεύει] καί νά τεφεντέρη [υπερασπίζεται, διαφεντεύει] σέ κάθε κρίσι πού θέλασι ’πάγει». (Ν. Κατσουρός, Επετ. Κυκλ. Μελετών 7, 1968, 128).
156
Όσα είπαμε για τις πηγές τής Ελληνικής τής Μεσαιωνικής περιόδου αφο ρούσαν στις άμεσες, λεγόμενες, πηγές, δηλ. στην ίδια τη γλώσσα των δια φόρων κειμένων. Υπάρχουν όμως στη μεταβυζαντινή αυτή φάση τής γλώσ σας μας -από τον 16ο και κυρίως από τον 17ο αιώνα- και μερικές έμμεσες πηγές για την προφορική γλώσσα τής εποχής. Εννοούμε τις πρώτες γραμ ματικές τής νεοελληνικής (δημοτικής) γλώσσας. Πρόκειται για τη «Γραμμα τική τής Κοινής τών Ελλήνων γλώσσης» τού Κερκυραίου λογίου νικολαου ςο φ ια ν ο υ (τού α' ημίσεος τού 16ου αι.), που εκδόθηκε μόλις το 1870 από τον Ε. ΙΕΟΚΑΝΏ.
Το 1622 εκδόθηκε (ιταλιστί) γραμματική και λεξιλόγιο τής ομιλουμένης Ελληνικής από τον ιησουίτη μοναχό ο ι κ ο ι α μ ο ο ε κ μ α ν ο (1568-1632), που επανεκδόθηκε το 1907 από τον η. ρ ε κ ν ο τ («θΓαπιηιαΪΓ6 οί νοοα&υΙαίΓβ άιι Ο ιόο νυ1§αΐΓβ»). Λατινιστί εκδόθηκε το 1683 η γραμματική «τού διδασκάλου τής Θεολογίας» δΐΜΟΝ ροκτιυδ «Οπιιηπιαίίοα 1ίη§υαβ ^Γαβοαβ νιι1§απδ». Στα μέσα τού ίδιου αιώνα (Που) συντάχθηκε και η σημαντικότερη ίσως από τις γραμ ματικές αυτές, η «ΟΓ&ιηπι&Ιίοα νιιΐ£απδ οοιπιηιιιπδ οιηηίβιΐδ ΟΓαβοίδ» τού πατρός ρ ω μ α ν ο υ τού ν ικ η φ ο ρ ο υ τού Θεσσαλονικέως. Από τις γραμματικές αυτές αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες για τη δομή τής δημο τικής (προφορικής) γλώσσας τής εποχής, χωρίς να λείπουν και από αυτές οι αναμείξεις με λόγια στοιχεία, διαλεκτισμούς και ξενισμούς.
Γλωσσικές εξελίξεις τής μεσαιωνικής περιόδου Οι μεταβολές που σημειώθηκαν την περίοδο αυτήν αφορούν λιγότερο στη φωνολογία, η οποία ήδη έχει πλησιάσει τη μορφή που έχει και σήμερα. Είναι περισσότερο μεταβολές στον χώρο τής μορφολογίας, τής συντάξεως και, κυρίως, τού λεξιλογίου.
Φωνολογικό επίπεδο Ιωτακισμός τού υ Κατά την περίοδο αυτήν ολοκληρώνεται η μορφή τού συστήματος των φωνηέντων και των συμφώνων που απαρτίζουν το φωνολογικό σύστημα τής σύγχρονης Ελληνικής. Συγκεκριμένα, με περαιτέρω προσθίωση τού ιι συντελείται ο ιωτακισμός και αυτού. Έτσι το φωνήεν ιι, που είχε ιστορικά προέλθει από την εξέλιξη τού αρχαίου υ (α) και τής διφθόγγου οι (οΐ) σε ϋ και που για πολλούς αιώ νες (2ος/3ος μ.Χ. ώς τον 10ο αι.) προκαλούσε σύγχυση στη γραφή των δύο γραφημάτων (ύ = οΐ, ποίλη - πύλη, ύκία - οικία κ.τ.ό.), συνέπεσε τον 10ο αι. με το ϊ. 'Εκτοτε και μέχρι σήμερα το φωνηεντικό σύστημα τής κοινής Ελληνικής παραμένει πενταμελές, το εξής:
157
ί
υ β
ο α
Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένα ιδιώματα διατήρησαν την προφορά τού υ και τού οι ως υ (= υ / ίυ). Έτσι στο παλαιό αθηναϊκό ιδίωμα καθώς και στα ιδιώματα των Μεγάρων, τής Αίγινας και τής Κόμης (στην Εύβοια) προφέρονταν τσιονλιά (= κοιλιά), στσιούλος (= σκύλος), γιουναίκα (= γυναίκα ), χιού ρος (=χοίρος), τσιουτάζεται (= κοιτάζει < κοίτη « κουρνιάζει» η κότα). Το ίδιο συμβαίνει και στην Τσακωνιά, όπου επίσης διατηρήθηκε η αρχαία λακωνι κή προφορά τού ν ως υ / ίυ: λιονκο (= λύκος), νιούτα (= νύχτα), κούψη (= κύψη, «κοιμηθεί»), γλουτούη (= γλυτώση). Συνίζηση Από τα πιο σημαντικά φαινόμενα που παρατηρούνται στον χώρο των φωνηέντων κατά τη μεσαιωνική περίοδο, είναι η συνίζηση, χρονολογούμενη προ τού 13ου αι. (χ α τ ζ ιδ α κ ις ΜΝΕ 1, 352). Αποτέλεσμα τής συνιζήσεως ήταν η δημιουργία τού ημιφώνου ι Φ από τη συνίζηση των φωνηεντικών διαδο χών βα, ία, ©ο, ίο, ίυ με ή χωρίς μετακίνηση τού τόνου και με παράλληλη ουρανικοποίηση τού προηγουμένου συμφώνου: φωλέα > φωλεά > φωλιά, Θεία > Θειά > θειά, παλαιός > παλιός, χωρίο > χωριό > χωριό, παιδιού > παιδιού. Έτσι δημιουργήθηκε το πλήθος των λεγομένων «καταχρηστικών διφθόγγων» τής Ν. Ελληνικής, στις οποίες το ημίφωνο ι προηγείται τού ανοι κτότερου φωνήεντος α/ο/ο/υ: παιδιά, καρδιές, παιδιών, παιδιού. Ακόμη το φαινόμενο αυτό, με τις ουρανικοποιήσεις που προκαλούσε στο περιβάλλον του, ενίσχυσε ή και συντέλεσε στην παγίωση και συμπλήρωση τής σειράς των ουρανικών και ουρανικοποιημένων συμφώνων τής Νεοελληνικής (κ, γ,χ, λ,β, ν). Λέξεις, ξένες ή ελληνικές, που εισήλθαν ή πλάστηκαν στην Ελληνική μετά τον 13ο αι. δεν υπέστησαν συνίζηση (πβ. αβαρία, γαλαρία, καγκελαρία, λοταρία, κομπανία, φιλανθρωπία, κουρείο, γραφείο , ουσία, παιδεία, Θρανίο κ.τ.ό.). Και εδώ θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι ορισμένα ιδιώματα διατήρη σαν τον ασυνίζητο τύπο: καράία, παλαίο(ς), φωτία, παιδία, πορτοκαλέα, μηλέα, ελαία, φωλέα, καμπαναριό, αγκαλία, συντροφιά, κατατσεφαλία, δροσία, δεκαρία κ.λπ. (Ήπειρος, Πόντος, Μάνη, Τσακωνιά, Παλαιά Αθήνα, Αίγινα, Μέγαρα, Κύμη, Ζάκυνθος κ.ά.). Συγκοπές φωνηέντων Η μεταβολή τού τονισμού από μουσικό σε δυναμικό με τη μετακίνηση τού κέντρου βάρους τού τόνου από το ύψος στην ένταση τής φωνής, φαινό μενο που ολοκληρώθηκε στην περίοδο τής Κοινής, δεν έμεινε χωρίς συνέ
158
πειες για το φωνολογικό σύστημα τής Ελληνικής. Συνήθης συνέπεια τού ισχυρού (δυναμικού) τονισμού είναι διάφορες αλλοιώσεις τού φωνηεντικού περιβάλλοντος, που κυμαίνονται από απλές στενώσεις (κλειστότερη προφο ρά) μέχρι σιγήσεως (συγκοπής) των φωνηέντων. Τα εκτεταμένα κωφωτικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος των νεοελληνικών ιδιωμάτων δεν είναι άσχετα, έχει υποστηριχθεί, από κάποιον ισχυρότερο δυναμικό τονι σμό που φαίνεται πως κυριάρχησε στις περιοχές των ιδιωμάτων αυτών. Ίσως μέσα από τα ιδιώματα πάλι, που τελικά απετέλεσαν τη μεσαιωνική κοινή, ή και ασχέτως προς αυτά σημειώθηκαν στο φωνηεντικό σύστημα και σε ορι σμένα περιβάλλοντα σιγήσεις (συγκοπές) φωνηέντων. Ορισμένες τέτοιες συγκοπές φωνηέντων έγιναν σε συγκεκριμένα μορφολογικά περιβάλλοντα (στα δευτερόκλιτα αρσενικά και ουδέτερα σε -ίοδ/-ίοη). Άρχισαν μάλιστα από τους τελευταίους αιώνες τής Κοινής και ολοκληρώ θηκαν στη μεσαιωνική περίοδο. Τέτοια είναι λ.χ. τα Βελισσάρις (< Βελισσάριος), κύρις (< κύριος), Μιχαήλ ο Παραπινάκις (< Παραπινάκιος), Καμπανάρις (< Καμπανάριος), Βασιλείς (< Βασίλειος), Αντώνις (< Αντώνιος), Γεώργις (< Γεώργιος), πατρίκις (< πατρίκιος) και ελάφιν (< ελάφιον ), οψάριν (< οψάριον), παιδίν, ρυάκιν, σιτάριν, τροπάριν, βουνίτζιν, υπνίτζιν κ.λπ. Ήδη από το τέλος τής πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου και υπό τις φωνη τικές συνθήκες που δημιούργησε ο δυναμικός τονισμός αναπτύχθηκε η τάση σιγήσεως τού αρκτικού άτονου φωνήεντος πολλών λέξεων. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τούτο θα συνέβη στον γρήγορο (προφορικό) λόγο και ότι στη σίγηση τού φωνήεντος πέρα τού τόνου τής ακολουθούσης συλλαβής ή τής μεθεπομένης θα συνέβαλαν και μορφοφωνολογικοί λόγοι, η παρασύνδεση τού αρκτικού φωνήεντος με συνοδευτικά προκλιτικά στοιχεία, όπως τα άρθρα (στα ονόματα) ή οι προσωπικές αντωνυμίες (στα ρήματα), που οδη γούσε σε «κακό χωρισμό» ή, αλλιώς, σε μετακίνηση των ορίων τού μορφή ματος: η ημέρα (/ ί ϊτηέτζ /) το ομμάτι(ο)ν (/ Ιο οιηέΐίη /) το ερωτώ (/ Ιο ©Γοίό /)
-► η 0μέρα (/ ί 0πι6γ& /) —► το ζΰμάτιν (/ Ιο 0ΐϊΐ£ΐίη /) -► το 0ρωτώ (/ Ιο 0 γο10 /)
Άλλα παραδείγματα: ολίγος > λίγος όφρύδι(ν) > φρύδι όνύχι(ν) > νύχι όψάρι(ν) > ψάρι
όψώνια > ψώνια όδόντι(ν) > δόντι όστρείδι(ν) > στρείδι όσπίτιο(ν) > σπίτι
ύψηλός > ψηλός ούδέν> δεν ώσάν > σαν έλευθερία > λευτεριά
ύγεία > γεια ύπερήφανος > περήφανος εύλογία > βλογιά έσχάρα > σχάρα
εύρίσκω > βρίσκω
εύπορώ > μπορώ
159
έμβαίνω > μπαίνω έξυπνώ > ξυπνώ έκδύνω > γδύνω έπαίρω > παίρνω
έκβαίνω > βγαίνω έντρέπομαι > ντρέπομαι ένθυμοϋμαι > θυμούμαι έρημάζω > ρημάζω
Η άποψη πως πρόκειται για ευρύτερη φωνολογική αλλαγή, δηλ. για γενι κότερο φωνολογικό νόμο τής Μεσαιωνικής Ελληνικής (όπως αφήνει να νοη θεί ο ΒκσννΝίΝΟ: 1972, 89), δεν φαίνεται να ευσταθεί, όσο και αν είναι σωστό ότι η έκταση τού φαινομένου θα ήταν ευρύτερη από ό,τι μαρτυρείται και λόγω τής ισχνότητας των κειμένων που δήλωναν αυτές τις μεταβολές και επειδή ο γραπτός λόγος και η λόγια γλώσσα γενικότερα λειτουργούσε ως πρότυπο, που αποκαθιστούσε την αρχική αμετάβλητη εικόνα τής λέξεως (το ετυμολογικό της ίνδαλμα) και δρούσε ανασταλτικά ή διορθωτικά σε περι πτώσεις τέτοιων συγκοπών (ή αφαιρέσεων) τού αρκτικού φωνήεντος. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι συνεπεία τέτοιων φωνηεντικών συγκοπών άρχισαν να δημιουργούνται ήδη από την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο ορι σμένα αρκτικά μορφήματα («αχώριστα μόρια»), κατ’ εξοχήν χαρακτηριστι κά τής νεότερης Ελληνικής* ξ(ε)- (< εξ-ε-: έκβάφω > έξ-έβαψα > ξέβαψα > ξε βάφω * έξ-υπνώ > ξ-υπνώ' έκφορτώνω > έξεφόρτωσα > ξεφορτώνω' είπα - ξείπα) και ξανα- (< εξ-ανα-: άνα-πηδώ > έξ-ανα-πηδώ > ξανα-πηδώ). Όπως και προϊόντα συγκοπής -στο επίπεδο τής φράσεως- είναι αφενός μεν συντάγματα από την πρόθεση εις + οριστικό άρθρο (στον < ’ς τον < εις τον στην < ’ς την < εις την κ.τ.ό.), αφετέρου δε οι ασθενείς (μη εμφατικοί) τύποι τής προσωπικής αντωνυμίας τον, την, το, που προήλθαν από τους αντίστοι χους πληρέστερους τύπους αυτόν (αΛόη > ’ίΐόη > ίόη), αυτήν, αυτό. Σίγηση τού ληκτικού -ν Χαρακτηριστικό αυτής τής περιόδου είναι η σίγηση τού ληκτικού μορ φήματος -ν από τις καταλήξεις των ονομάτων: ταμίαν > ταμία τιμήν > τιμή ούρανόν > ουρανό Οι φάσεις από τις οποίες διέρχεται στην ιστορία τής Ελληνικής η σίγη ση τού -ν ποικίλλουν. Πρώτες σποραδικές μαρτυρίες τέτοιας σιγήσεως έχου με σε παπύρους από τους χρόνους τής Κοινής («τήν προσήκουσα ταφήν» αντί προσήκουσαν, «τήν ψυχή» αντί ψυχήν κ.λπ.). Ο κλονισμός τού αισθή ματος για τη χρήση τού -ν στα ονόματα αυξάνει συνεχώς μέχρι σημείου ώστε το -ν άλλοτε μεν να παραλείπεται εκεί όπου κανονικά θα αναμενόταν και άλλοτε να χρησιμοποιείται εκεί όπου κανονικά δεν έχει θέση. Έτσι, σε δημώδη κείμενα τής όψιμης μεσαιωνικής περιόδου βρίσκουμε παραλλήλως: τον βασιλιάν και τον βασιλέα (στον ς π α ν ε α ) , θέλημα και θέλημαν ( ς π α ν ε α ς ) , αρρώστημα αλλά το στόμαν της, το ζωνάριον, δείναν και δείνα (στον π ρ ο δ ρ ο μ ο ). Στο τέλος τής μεσαιωνικής περιόδου η χρήση τού -ν στα ονόματα υποχωρεί ακόμη περισσότερο και τελικά εκλείπει. Έτσι, στον χώρο τού ονόματος η παρουσία τού ληκτικού -ν περιορίστηκε κατ’ ουσίαν στη γενική πληθυντικού, στο άρθρο (τον - την, έναν - μιαν σε ορισμένα περιβάλ
160
λοντα) και σε ορισμένα αντωνυμιακά στοιχεία (αυτόν, κάποιον, εμέναν, εσέ ν αν κ.ά.). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογη υπήρξε σε γενικές γραμμές και η εξέλιξη τού ληκτικού -ν στα ρήματα. Και εκεί, αφού πέρασε μεταβατικές καταστάσεις κλονισμού τής χρήσεώς του (εγεννήθη αντί εγεννήθην η χάρις όλη εχάθην και ο βασιλεύς τούς απεκρίθην στον ς π α ν ε α ), τελικά σιγήθηκε στις περισσότερες καταλήξεις {-ομεν > -ομε, -αμεν > -αμε κ.λπ.). Στην πραγ ματικότητα, με τους διάφορους μορφολογικούς μεταπλασμούς τού ρημα τικού συστήματος τής Ελληνικής, οι οποίοι οδήγησαν σε ενιαίο τύπο κα ταλήξεων των παρελθοντικών δομών (-α, -ες, -ε, -αμε, -ατε, -αν), οι περισσό τερες από τις ρηματικές καταλήξεις σε -ν άλλαξαν μορφή. Μόρφημα -ν στη Νεοελληνική παρέμεινε μόνο σε ορισμένα γ' πληθυντικά (γράφουν, έγραφαν, έγραψαν, γράφτηκαν) και σε μερικά ληκτικά μορφήματα τού μεσοπαθητικού παρατατικού (ντυνόμουν, ντυνόσουν, ντυνόταν, ντύνονταν). Το σημαντικό όμως είναι ότι και στις περιπτώσεις αυτές το -ν ως ληκτικό τείνει να επικα λυφθεί από φωνητικές παρεκτάσεις που επιβάλλονται όλο και περισσότερο από τη γενικότερη φωνητική τάση τής Νεοελληνικής να λήξει σε ανοικτές (φωνηεντόληκτες) συλλαβές (πλην τής περιπτώσεως των καταλήξεων σε -ς, όπου όμως πάλι το -ς προφέρεται σχετικά εξασθενωμένο): γράφουν > γρά φουνε, έγραφαν > γράφανε, έγραψαν > γράψανε, γράφτηκαν > γραφτήκανε· γραφόμουν > γραφόμουνα, γραφόσουν > γραφόσουνα, γραφόταν > γραφότα νε, γράφονταν > γραφόντανε.
Μορφοσυντακτικό επίπεδο Ονόματα Στη μακρά αυτή περίοδο συνεχίζεται σε ευρύτερη κλίμακα και ολοκλη ρώνεται η μεταδόμηση τού ονοματικού συστήματος τής Ελληνικής, η οποία είχε αρχίσει στους χρόνους τής Κοινής. Με τις εξελίξεις αυτές -όπως συνέ βη και στο ρήμα- η δομή τού ονόματος εξελίχθηκε σε ένα απλό συμμετρικό σύστημα, οικονομικά διαρθρωμένο σε δύο κύριες μορφολογικές κατηγορίες, τα δικατάληκτα ή δίπτωτα και τα τρικατάληκτα ή τρίπτωτα. Συγκεκριμένα, έναντι τής μεγάλης μορφολογικής διαφοροποιήσεως που εμφανίζουν τα ονόματα τής αρχαίας: 1. 2. 3. 4. 5.
πατήρ πατρός πατρί πατέρα πάτερ
χώρα χώρας Χώρα χώραν χώρα
λόγος λόγου λόγφ λόγον λόγε
το νεοελληνικό ονοματικό σύστημα μετά από μακρά σειρά μεταβολών έφθασε στην απλή σημερινή δομή του, ήτοι:
161
1. 2. 3.
Δικατάληκτα πατέρας χώρα πατέρα χώρας
Τρικατάληκτα λόγος λόγου λόγο
Ο περιορισμός τής ληκτικής διαφοροποιήσεως είναι εμφανής. Τα πέντε (ή τέσσερα στην περίπτωση τού χώρα) διαφορετικά ληκτικά μορφήματα περιο ρίστηκαν μετά την ενοποίησή τους σε δύο και τρία αντιστοίχως, τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό αριθμό. Τα στάδια από τα οποία πέρασε η ενοποίηση ποικίλλουν χρονικώς, χωρίς να είναι πάντοτε σαφής ο εντοπισμός τους. Πρώτα φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε στους χρόνους τής Κοινής η εξομοίωση τής γενικής προς το φωνή εν τής ονομαστικής σε όσα πρωτόκλιτα ονόματα διέφερε: ο τεχνίτης - τοϋ τεχνίτη (αντί τοϋ τεχνίτου), ό ταμίας - τοϋ ταμία (αντί τοϋ ταμίου), ή δόξα - τής δόξας (αντί τής δόξης) κ.τ.ό. Το φαινόμενο αυτό προχώρησε παράλλη λα προς τη βαθμιαία υποχώρηση τής χρήσεως τού τύπου τής δοτικής πτώ σης (τφ τεχνίτη, τφ ταμία, τή δόξη) στη ζωντανή, καθημερινή γλώσσα, όπως απεικονίζεται στα κείμενα των μη φιλολογικών παπύρων. Η δοτική στα κεί μενα αυτά σταδιακώς υποκαθίσταται, στις αντωνυμίες αρχικά και αργότε ρα στα ουσιαστικά, από την αιτιατική (γράφομαι σε, σέ δίδω) και, τελικά, από τη γενική (έπεμψά σου, εδωκα Μαξίμου). Τα δύο στάδια διατηρήθηκαν διαλεκτικώς ητχ\ μετέπειτα Ελληνική, όπου σε ορισμένα βόρεια ιδιώματα το έμμεσο αντικείμενο δηλώνεται με αιτιατική (σε λέω, σε δίνω), ενώ στα νότια ιδιώματα και στην Κοινή Ελληνική δηλώνεται αντιστοίχως με γενική (σου λέω, σου δίνω). Τα ονόματα που υπέστησαν ουσιώδεις μεταβολές στη δομή τους ήταν εκείνα που είναι γνωστά από παλαιότερες κατηγοροποιήσεις ως πρωτόκλι τα ταμίας - γλώσσα) και ως τριτόκλιτα (παΐς - χειμών - πατρίς). Τα ονόμα τα αυτά αλληλοεπηρεάστηκαν μορφολογικά και έτσι μεταπλάστηκαν τελι κά, ο μεν πληθυντικός των πρωτοκλίτων κατά τα τριτόκλιτα (ταμίαι > ταμίες όπως πατέρες, χώραι > χώρες όπως γυναίκες), ο δε ενικός των τρι τοκλίτων κατά τα πρωτόκλιτα (χειμών > χειμώνας όπως ταμίας, πατρίς > πατρίδα όπως δόξα). Αντιθέτως, τα λεγόμενα δευτερόκλιτα (λόγος) διατή ρησαν την παραδοσιακή δομή τους με ελάχιστες μεταβολές. Ειδικότερα, ήδη από τους χρόνους τής Κοινής αρχίζει ο μεταπλασμός των τύπων τού θηλυκού αρχικά και τού αρσενικού αργότερα των πρωτοκλίτων ονομάτων κατά τα τριτόκλιτα. Έτσι κατά την ονομαστική γυναίκες μετα πλάστηκε η ονομαστική ήμέραι σε ημέρες, παίρνοντας το μόρφημα -ες που βαθμηδόν έγινε «χαρακτηριστικό μόρφημα» τού πληθυντικού όλων των ουσιαστικών πλην των δευτερόκλιτων. Ο μεταπλασμός τής ονομαστικής πρέ πει να διευκολύνθηκε από την αρχική σύμπτωση στην αιτιατική πρωτοκλί των και τριτοκλίτων (ημέρας = γυναίκας), έτσι ώστε, όταν άλλαξε η αιτιατι κή των τριτοκλίτων αναλογικά προς την ονομαστική τους (γυναίκας > γυναίκες), ο νέος τύπος αιτιατικής γυναίκες συμπαρέσυρε την αιτιατική ημέρας σε ημέρες, για να μεταπλαστεί τελικά κατά την αιτιατική γυναίκες
162
= ημέρες και η ονομαστική ημέρες (αντί ήμέραι) όπως και γυναίκες. Ιδού τα στάδια τού μεταπλασμού αναλυτικά: (ϊ) ήμέραι * γυναίκες ήμέρας - γυναίκας (ΐΐ) ήμέραι Φ γυναίκες ήμέρας * γυναίκες (γυναίκας > γυναίκες μονομ. γυναίκες) (ϊϋ) ήμέραι * γυναίκες ήμέρες - γυναίκες (ήμέρας > ήμέρες ιι αιτ. γυναίκες) (ίν) ήμέρες = γυναίκες (ήμέραι > ήμέρες \\ ονομ. γυναίκες) ήμέρες - γυναίκες Τέλος, από τα θηλυκά ονόματα -των οποίων ο μεταπλασμός στην αιτιατική (τάς εχουσες, τοις χάριτες) μαρτυρείται ήδη τον Ιο μ.Χ. αι - προχώρησε ο μεταπλασμός και στα αρσενικά ουσιαστικά με ανάλογο τρόπο (τούς συμπολεμήσαντες, 3ος μ.Χ. αι.): ταμίαι πατέρες ταμίες πατέρες ταμίας πατέρας ταμίες πατέρες Ανάλογη οδό -μολονότι πολύ πιο πολύπλοκη- ακολούθησε και ο μετα πλασμός τού ενικού των τριτοκλίτων κατά τα πρωτόκλιτα. Εδώ αρσενικά ουσιαστικά τού τύπου αιών και πατήρ έναντι των τύπων αρσενικού ταμία ς, πολίτη-ς και λόγο-ς παρείχαν την αίσθηση ότι στερούνταν στην ονομα στική τους τής χαρακτηριστικής καταλήξεως των αρσενικών ουσιαστικών, τού μορφήματος -ς: ταμία -ς πολίτη -ς λόγο -ς χειμών -0 Το πρότυπο για τον μεταπλασμό τής αιτιατικής των τριτοκλίτων έδωσε η ονομαστική σε -ας (ταμίας) δοθέντος ότι το -α- υπήρχε στην αιτιατική (τόν χειμώνα), που στους χρόνους μάλιστα τής Κοινής παρεκτάθηκε με την κατάληξη -νκαι συνέπεσε απολύτως με τα πρωτόκλιτα (τόν χειμώναν - τόν ταμίαν). Έτσι, κατά το ταμίας ελέχθη και ο χειμώνας. Ομοίως με τη δομική πίεση τής αιτιατικής και τής νέας ονομαστικής (τόν χειμώνα, ό χειμώνας) μεταπλάστηκε και η γενική χειμώνος σε χειμώνα, όπως και ταμίας - ταμία. Ανάλογοι μεταπλασμοί συνέβησαν και στα θηλυκά: χώρα χώρας χώρα
είκών εικόνος εΐκόνα(ν)
εικόνα εικόνας εικόνα
Έτσι τελικά διαμορφώθηκε ήδη στους όψιμους μεσαιωνικούς χρόνους η
163
δομή που χαρακτηρίζει και σήμερα το όνομα τής Ελληνικής, η δημιουργία δηλ. μιας δικατάληκτης (ή δίπτωτης) και μιας τρικατάληκτης (ή τρίπτωτης) δομής: 2κατάληκτα (2πτωτα) 1. πατέρ ας εργάτ ης 2. α V 1. ες ες 2. ων ών
χώρ α ας ες ών
φων ή Ας ές ών
πόλ η δέντρ ο εως/ης ου εις α εων ων
3κατάληκτα (3πτωτα) 1. τόπ ος 2. ου 3. 0 1. οι 2. ων 3. ους
μέθοδ ος ου 0 οι ων ους
παιδ ί ιού ιά ιών
Το γλωσσικό ζήτημα και η εξελικτική πορεία τής ελληνικής γλώσσας
167
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. Β. 35. 36. 37. 38. 39. 40. I.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Απαρχές τού γλωσσικού ζητήματος Αρχαιότητα - Βυζάντιο - Μεταβυζαντινοί χρόνοι Συνειδητοποίηση τού ζητήματος Νικόλαος Σοφιανός: ο πρώτος διαφωτιστής τής γλώσσας Το «πέζεμα» τού λόγου Φραγκίσκος Σκούφος - Ηλίας Μηνιάτης: οι φωτισμένοι κήρυκες τού λόγου Αλέξανδρος Ελλάδιος: επικρίσεις των νεωτεριστών «Θρησκευτικός δημοτικισμός» Ευγένιος Βούλγαρις: ο ανακινήσας το γλωσσικό Ιώσηπος Μοισιόδαξ: ο πρώτος απολογητής τής κοινής γλώσσας Πρώτη ρήξη αρχαΐζουσας και κοινής Δημήτριος Καταρτζής: εισηγητής τού γλωσσικού κινήματος Ο κύκλος τού Καταρτζή: Δανιήλ Φιλιππίδης - Γρηγόριος Κωνσταντάς Αθανάσιος Ψαλίδας Νικηφόρος Θεοτόκης: ιδρυτής τής καθαρεύουσας Η έννοια τής κοινής στον 18ο και 19ο αι. Αδαμάντιος Κοραής: Σταθμός στην πορεία τής ελληνικής γλώσσας Παναγιωτάκης Κοδρικάς: Η αντίδραση στη «μέση οδό» τού Κοραή Κριτική των θέσεων τού Κοραή Γλωσσικές απόψεις των «Προδρόμων» τής νεότερης λογοτεχνίας Αθανάσιος Χριστόπουλος: Αιολοδωρική θεωρία Ιωάννης Βηλαράς: φωνητική ορθογραφία! «Ρήγματα» στο σκάφος τής καθαρεύουσας Αρχαϊστές υπό το φάσμα τού Ρ&ΙΙΐϊΐεπιγβΓ Παναγιώτης Σούτσος: «Σχολή» αρχαϊσμού Κ. Κόντος-Δημ. Βερναρδάκης: Αττικισμός και Ψευδαττικισμός Γλωσσολογική περίοδος τού γλωσσικού Γιάννης Ψυχάρης: ηρωικός δημοτικισμός («παλαιοδημοτικισμός») Γεώργιος Χατζιδάκις: θεμελιωτής τής επιστημονικής σπουδής τής δημοτικής Γλωσσικός διχασμός: Ευαγγελι(α)κά - Ορεστειακά Ελευθέριος Βενιζέλος: Το Σύνταγμα τού 1911 - Η δημοτική στο σχολείο Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Εκπαιδευτικός δημοτικισμός («νεοδημοτικισμός») Κρατικός δημοτικισμός (1917 και εξής) Εναλλαγή καθαρεύουσας-δημοτικής στην Εκπαίδευση Νομοθετικές ρυθμίσεις τού γλωσσικού ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Γλωσσολογία και γλωσσικό: οι αρνητικές επιπτώσεις Επιστροφικά κινήματα - καθαρισμός: θετικές πλευρές Απαρτισμός δημοτικής και καθαρεύουσας Διγλωσσία ή διμορφία; Νεοελληνική Κοινή: Από τις αντιθέσεις στη σύνθεση Επισημοποίηση τής Νεοελληνικής το 1976: Από το γλωσσικό ζήτημα στο γλωσσικό μας πρόβλημα ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
II. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
168
ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ
Α. Ιστορική εξέλιξη 1. «Ούδέν αληθώς άλλο παρ’ ήμϊν ζήτημα μετά τό “’Α νατολικόν”, τό τής Εθνικής ημών ένώσεως, κατέστη τόσον πολύκροτον όσον τό περί μορφώσεως τής Εθνικής ημών γλώσσης» παρατηρεί ευλόγως ήδη το 1925 ο Αναστάσιος Μέγας1, ένας από τους γνωστότερους μελετητές τής ιστορίας τού γλωσσικού μας ζητήματος. Το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο ταλάνισε τους Έλληνες είκοσι περίπου αιώνες (άρχισε στην πραγματικότητα με τον Αττικισμό), ξεκινάει στη βάση του ως διαμάχη των λογίων, κυρίως, για το ποια πρέπει να είναι η επίσημη γλώσσα τού έθνους, με αναφορά είτε στη γλώσσα των λογίων («φιλολογική γλώσσα») παλαιότερα είτε στη γλώσσα τού Κράτους (διοίκησης, εκπαίδευσης, επιστήμης) στους νεότερους χρόνους. Πρέπει δηλ. να τονιστεί εξαρχής ότι το γλωσσικό ζήτημα, με το περιεχόμε νο που τού δίνουμε εδώ, είναι πολύ παλαιά υπόθεση, αφού η διάσπαση προ φορικής και γραπτής μορφής τής ελληνικής γλώσσας ανάγεται ήδη στον Ιο π.Χ. αιώνα (Αττικισμός)2. Αυτό που αλλάζει μόνο στη μακραίωνα περίοδο τής ιστορίας τού ζητήματος είναι η εκάστοτε μορφή του, η ένταση τής δια μάχης, τα αντιμαχόμενα μέρη και οι επικοινωνιακές, παιδευτικές, εκπαι δευτικές, κοινωνικές και εθνικές ανάγκες που καλείται κατά καιρούς να ικανοποιήσει.
2. Στους περί τον Χριστό χρόνους λαμβάνει τη μορφή αντιθέσέως ανάμεσα στις τάσεις τού «αττικίζειν» και τού «ελληνίζειν», τού να χρησιμοποιείται μια γλώσσα που μιμείται τους κλασικούς αττικούς συγγραφείς (φιλοσόφους και/ή ρήτορες) ή η απλούστερη προφορική γλώσσα τής εποχής, Αλεξανδρινή Κοινή. Στους βυζαντινούς χρόνους, η γλωσσική διαφοροποίηση παίρνει τη μορ φή αντιθέσέως ανάμεσα στη γλώσσα αφενός τής υμνογραφίας, των συναξαρίων και τής χριστιανικής λατρείας γενικότερα (που έχει ως πρότυπο την κοινή γλώσσα τού Ευαγγελίου) και αφετέρου τής υπόλοιπης γραπτής γλώσ σας που ακολουθεί αττικιστικά πρότυπα3 (εξαίρεση αποτελούν οι χρονο γράφοι που σκόπιμα -για λόγους αμεσότητας, ενίοτε και άγνοιας- αφήνουν να περάσουν στις αφηγήσεις τους στοιχεία τού απλούστερου προφορικού λόγου). Από τον 11ο αι. στην αντίθεση προστίθενται σποραδικά στην πλευ ρά τής απλούστερης γλώσσας τα Ακριτικά τραγούδια, ποιήματα τού Πτωχοπροδρόμου, στιχουργήματα τού Αλεξίου Κομνηνού κ.ά. και τον 13ο και 14ο αι. τα ιπποτικά μυθιστορήματα (μυθιστορίαι), το Χρονικόν τού Μορέως κ.ά. Στις τελευταίες περιπτώσεις έχουμε μια μορφή γλώσσας, που τείνει όλο και περισσότερο να συγκεράσει τη λόγια/γραπτή με την προφορική/δημωδέστερη παράδοση, με βάση, πάντως, ακόμη τη λογιότερη γλώσσα. Εδώ μπορεί, πράγματι, κανείς να μιλάει για «γλωσσική αμηχανία», που καταλήγει (με διαφορετικές προσωπικές επιλογές και εκτιμήσεις των συγγραφέων) σε μια ανάμικτη μορφή γλώσσας. Διαφορετική είναι η μορφή που παίρνει η χρήση τής γλώσσας στις τοπι
169
κές λογοτεχνίες τής Κρήτης, τής Κύπρου και τής Ρόδου στα χρόνια τής Φρα γκοκρατίας. Εδώ, με προεξέχουσα την Κρήτη και με κορυφαία εκδήλωση έργα όπως ο Ερωτόκριτος, η Θυσία τού Αβραάμ ή η Ερωφίλη, η κατεύθυνση που ακολουθεί η απλούστερη γλώσσα δεν είναι ο συγκερασμός λόγιας και ευρύτερης χρήσεως (για «κοινή» δεν μπορεί να γίνεται λόγος) προφορικής γλώσσας, αλλά η αξιοποίηση και ως γραπτής γλώσσας τής τοπικής διαλέ κτου με μεγαλύτερη (στην Κύπρο) ή μικρότερη (στην Κρήτη και τη Ρόδο) χρήση ξένων (φράγκικων) γλωσσικών στοιχείων, κυρίως λεξιλογικών.
3. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση τού γλωσσικού ζητήματος και οι εκτενείς ιδεολογικοκοινωνικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις δεν έχουν ακόμη εμφα νιστεί έτσι όπως τις ξέρουμε στους νεότερους χρόνους, οπότε ανάγονται σε «κέντρο αναφοράς» των πνευματικών και παιδευτικών πραγμάτων τής χώ ρας. Αυτό γίνεται με τον πρώιμο διαφωτισμό τού 16ου αιώνα με εξάρχοντα τον Νίκολαο Σοφιανό (περ. 1500-μετά το 1552), υποστηρικτή τής κοινής γλώσσας, για να σχηματοποιηθεί με τους διαφωτιστές τού 18ου αι. με πρώ τον διδάξαντα τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806), υποστηρικτή τής αρχάί'ζουσας. 4. Ο φωτισμένος λόγιος τού β' ημίσεος τού 16ου αι. Νικόλαος Σοφιανός, προ λαβαίνοντας κατά πολύ τον Αδαμάντιο Κοραή και τους διδασκάλους τού Γένους στην προσπάθεια να βοηθήσει να βγει το Γένος από την «απαιδευσία» και να αφυπνισθεί πνευματικά, ανέλαβε την πρωτοβουλία εκδόσεως καταλλήλων παιδευτικών βιβλίων. Η πρωτοβουλία αυτή συνοδεύεται και από μια τολμηρή και συνειδητή απόφαση: γλώσσα των διαφωτιστικών αυτών βιβλίων θα είναι η «κοινή γλώσσα», δηλ. η γλώσσα τής προφορικής ομιλίας των απλών ανθρώπων. Αυτό τον οδηγεί να γράψει και την πρώτη γραμματική τής νεοελληνικής γλώσσας (της δημοτικής ή «χυδαίας», όπως την ονόμαζαν τότε συχνά), πιθανότατα μέσα στη δεκαετία τού 1540, οπότε ξεκινάει το διαφωτιστικό του έργο4. Στη γραμματική αυτή υπάρχουν οι πρώ τες συνειδητές και με επιχειρήματα υποστηριζόμενες γλωσσικές θέσεις υπέρ τής χρήσεως τής κοινής γλώσσας: «[Θα μπορούν να μαθαίνουν οι νέοι] εις τέτοιαν γλώσσαν κοινήν, δπου και οί γυναίκες σχεδόν νά τήν γρυκοϋν [!], δτι καί διά τούτο οί νέοι θέλουν άφήσει νά μηδέν σπουδάζουν ’ς τά μαθήματα τά έλληνικά, άλλά μάλιστα τούτη θέλει εισται άρχή καλή νά παρακινηθούν καί νά πάρουν πόθον νά μάθουν εκείνα πούναι βαθύτερα καί ποχθίζονται μέ μεγάλην σπουδήν [...] Λέγω νά γράφει ορθά καί νά συντάσσει τά λόγια του μέ τέχνην Γραμματικήν κατά τήν κοινήν συνήθει αν [...] δλα τά θέλομε ν δώσει εις τούτην τήν χυδαίαν καί κοινήν γλώσσαν [...] διότι οί έπιστήμαις μαθαίνονται δχι μόνον μέ τήν έλληνικήν γλώσσαν [διάβαζε «αρχαία» ελληνική γλώσσα], άμή καί μέ πάσαν άλλην γλώσσαν δπου ναν’ άνάμεσα ’ς τούς άνθρώπους, καλά καί άν ήτον ή βαρβαρώτερη τοϋ κόσμου, τόσω μάλλον ή έδική μας ομιλία, ή κοινή λέγω, δπδχει τέτοιαν εύταξίαν καί άρμονίαν καί καλλωπισμόν, δπου, ώς έγώ νομίζω, άλλη νά μηδέν είναι δπου κάν νά τής σιμώνει». Και στο ίδιο πνεύμα είναι διατυπω μένη και η λατινιστί γραμμένη προσφώνηση τού Σοφιανού στον καρδινάλιο
170
Λοθαρίγκιο: «Ουιη ίβίΙιΐΓ Ιιαηο ηοδίχ&ιη, ςιιαιη νοοαηί νιι1§&ΐΌΐη, 1ίη§υαιη οιιιη ί11α αηΐΐφίοηιιη οοηίβΓΟ Ρΐ&Ιοηίδ, Οειηοδίΐιβηίδ, Χβηορίιοηίίδ εΧ αΐίοπιιη ΧοΧο οΛ β ίαιη οΐίιη ιηα§ηο δΐιο ιηεπίο ίΐΐιΐδίπυιη, Γβρβπ ιηιιΐΐίδ ίη τββιΐδ Ιιαηο ηοδίΓαπι νβίβΓ© ίΐΐα ιηίηίιηβ ίηίβποΓβιη βδδβ. ΟοηδΙαΙ βηίιη νβΛίδ ραπδ ρ©Γ πι&ηιΐδ αηΐίςιχίδδίΓηο δ&βοιιΐο ΐΓαάίΙίδ &Χ βΓβνίΙαΙβ φΐ&άαιη ΐϊΐίΓ3.1>ί1ί, ίιιιη Γβ§α1ίδ οβΓίίδ &Χ ραυοίδ, ιιί ηοη πιυΐίυπι δίΐ βΙα^ΟΓαηάιιηι (ΙίδοβΓβ ουρίβηίΛυδ»5.
Ας σημειωθεί ότι ο Σοφιανός, μιλώντας για τους γλωσσικούς σκοπούς του χρησιμοποιεί το ρήμα «πεζεύω» (κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω > κάνω κάτι πεζό, μεταφέρω, μεταφράζω, απλουστεύω), το οποίο επικαλούνται και άλλοι γλωσσικοί νεωτεριστές, που αποτολμούν να χρησιμοποιήσουν απλού στερη γλώσσα, δηλ. την προφορική ή κοινή γλώσσα. Γράφει ο Σοφιανός: «Διά τοϋτο λοιπόν ώρμησα καί έγώ [...] νά μεταγλωττίσω καί νά πεζεύσω άπό τά βιβλία δπου νά είναι χρήσιμα καί ώφέλιμα εις τό νά άνακαινισθή καί νά άναπτερυγιάσει άπό τήν τόσην άπαιδευσίαν τό έλεεινόν γένος»6. Την ίδια περίοδο (1536) ο ιερομόναχος Καρτάνος, στην ανθολογία αποσπασμάτων τής Αγίας Γραφής που εκδίδει, μεταφρασμένη επίσης σε απλή γλώσ σα, δικαιολογεί αναλόγως την εξίσου συνειδητή γλωσσική επιλογή του: «’Έτσι τόν αύτόν τρόπον καί έγώ έπαρακάλεσα, νά μοϋ φωτίση τόν νοϋ μου νά ήμπορέσω νά πεζεύσω τήν θείαν γραφήν εις κοινήν γλώτταν, διά νά ήμπορή ώς εϊπον πάσα μικρός άνθρωπος νά τήν έγροικήί καί νά λαμβάνη επ’ αύτήν μικρήν ώφέλειαν»1. Το ίδιο θα πει και ο φωτισμένος ιεροκήρυκας και συγγραφέας θεολογικών-θρησκευτικών και άλλων βιβλίων, ο μοναχός Αγάπιος ο Κρης (κατά κόσμον Αθανάσιος Λάνδος, περ. 1580-περ. 1657). Για να τον καταλαβαίνουν οι «απλούστεροι» άνθρωποι, «διά τοϋτο καί έπέζευσα τόν λόγον μου»8. 5.
6. Με τον Αγάπιο Λάνδο βρισκόμαστε ήδη στον 17ο αιώνα. Στον ίδιο αιώνα δρουν και χρησιμοποιούν συνειδητά την απλούστερη κοινή γλώσσα αντί των Ελληνικών (τής αρχάίζουσας) δύο μεγάλες μορφές ιερωμένων διδασκά λων, ο Φραγκίσκος Σκούφος (1644-1697)9 και ο Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714)10. Ο Φραγκίσκος Σκούφος γράφει «Τέχνη ρητορικής» σε απλούστερη γλώσσα, εξηγώντας ότι «ήθέλησα νά ομιλήσω καί μέ τήν κοινήν γλώσσαν, έπιθυμώντας νά τό δεχθοϋν δχι μόνον ή άγκάλαις τών σοφών καί έναρέτων άλλά καί έκείναις τών άπλουστέρων άνθρώπων»11. Ο ίδιος λέει για τη δομή τής κοινής γλώσσας και τα προβλήματα τής χρήσης της: «Όσον πάλιν διά τήν φράσιν, άγκαλά καί ή κοινή μας γλώσσα νά είναι πτωχή άπό λέξαις, δμως έπάσχησα νά είναι εύμορφη καί ρερρητορευμένη, καί πολλαΐς φοραϊς κάλλιον ήθέλησα νά σιωπήσω καί ύψηλά νοήματα, παρά νά διηγηθώ ή μέ φωνήν βάρβαρον [ενν. ξένες λέξεις] ή μέ όλότελα έλληνικήν [ενν. την αρχαΐζουσα γλώσσα]* δθεν έλπίζω νά μήν εύρεθή τινας, όποϋ εις τοϋτο νά μέ έλέγξη, μάλιστα όπου άν έσύνθεσεν άλλος, έγραψε ή βίους άγιων, ή άλλα έκκλησιαστικά πράγματα [ενν. απλούστερα και λαϊκότερα κείμενα, όπως τα συναξάρια, οι ομιλίες (= κηρύγματα) κ.τ.ό.], καί κανείς έως τήν σήμερον μέ ρητορικόν κάλαμον, ώστε όποϋ δέν εϊχα άπό ποιον λάβη ούδέ παραμικρόν τό παράδειγμα»12. Τέλος, για την περίτεχνη δημοτική στις διδα
171
χές τού Μηνιάτη θα γράψει ο Π. Κοδρικάς (ο άσπονδος εχθρός τού Κοραή) ότι «τήν άπλουστάτην δημοτικήν διάλεκτον εις τήν δημοσθένειον άνύψωσεν ευφράδειαν»ι\ Η φυσιογνωμία και η προσφορά στη γλώσσα των δύο ιερωμένων αξιολογείται από τον Δ. Βερναρδάκη ως σημαντικότερη και τού Κοραή (!) ακόμη, αφού αυτοί, κατά τον Βερναρδάκη, είναι εκείνοι που απετέλεσαν το πρότυπο: «Λαμπρά καί μοναδική έξαίρεσις τοϋ κανόνος τούτου [ενν. τη συντηρητική νοοτροπία των ιεροκηρύκων] ύπήρξεν ό Ζακύνθιος Μηνιάτης· ά λ λ ’ ούδείς κατόρθωσε νά πλέξη τήν κοινήν φράσιν τοϋ λαοϋ μέ τόσην τέχνην καί αρμονίαν, καί ν ’ άνυψώση αύτήν εις άληθές ρητορικόν ύψος όσον ό Κρής Σκοϋφος. Ώς πατήρ τής νεοελληνικής γλώσσης θεωρείται κοινώς ό Κοραής, ά λλ’ άδίκως, διότι δ γραπτός λόγος τοϋ σοφοϋ άνδρός ούδέν άλλο κατ’ ούσίαν εινε είμή άπομίμησις τής δημοτικής γλώσ σης, καθ’ δν τύπον έδωκαν εις αύτήν καί πολλοί μέν άλλοι άπό τής άλώσεως καί έφεξής άναφανέντες λόγιοι Ελληνες, μάλιστα δέ πάντων οι προμνημονευθέντες [Μηνιάτης και Σκούφος]» (Δ. Βερναρδάκης 1884, σ. 443). Η έννοια τού γλωσσικού ζητήματος, όπως φάνηκε ήδη, προϋποθέτει συνει δητές θέσεις υπέρ αυτής ή εκείνης τής μορφής τής γλώσσας αφενός και αντίλογο, αμφισβήτηση γλωσσική αφετέρου, και μάλιστα ρητή και συνειδη τή. Τέτοιος αντίλογος στη γλωσσική στάση των διαφωτιστών που μετέφρα σαν ή έγραψαν στην κοινή γλώσσα, υπήρξε από τον διαπρέψαντα στη Δύση (Γερμανία, Αγγλία) Λαρισαίο λόγιο Αλέξανδρο Ελλάδιο (μέσα 17ου-αρχές 18ου). Ο Ελλάδιος επικρίνει τη γλωσσική στάση λογίων, όπως ο Αγάπιος Λάνδος, ο Μάξιμος ο Καλλιπολίτης, ο Ματθαίος Κιγάλας, ο Δημήτριος Ζή νων, ο Σεραφείμ ο Μυτιληναίος κ.ά., οι οποίοι «[...] εκοπίασαν να μεταφρά σουν στη γλώσσα που γνώριζαν από τις φασκιές τους συγγραφείς που είχαν γράψει σε λογιότερη γλώσσα, με την πεποίθηση ότι θα τιμηθούν από τους συμπατριώτες τους, γιατί τάχα θα είχαν προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στο γένος. Η γλώσσα όμως αυτή είναι τόσο αξιοθρήνητη και προκαλεί μεγάλη ζημία στην πατρίδα»14. 7.
8. Στο πλαίσιο ενός θεολογικού γλωσσικού διαφωτισμού (ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έχει πρώτος μιλήσει για «θρησκευτικό δημοτικισμό»15), με την έννοια ότι οι πρωταγωνιστές είναι εκκλησιαστικά πρόσωπα, απλοί ή ανώ τεροι ιερωμένοι, αφιερωμένα στην παίδευση τού Γένους, το γλωσσικό ζήτη μα παίρνει, μέσα από έντονες και εξειδικευμένες στο θέμα τής γλώσσας αντιπαραθέσεις, τη μορφή με την οποία είναι ευρύτερα γνωστό στους νεό τερους χρόνους. Αυτό γίνεται στα μέσα τού 18ου αιώνα16. Το 1759 δημοσιεύ εται ένα θεολογικό βιβλίο τού Χίου ιερομονάχου Τιμοθέου Κυριακοπούλου με εισαγωγή όπου ασκείται έντονη κριτική τής αρχαΐζουσας γλώσσας (Ελληνικής) υπέρ τής κοινής17. Το ίδιο έτος κυκλοφορείται και το φιλοσοφι κό έργο τού Βικέντιου Δαμοδού ή Δαμωδού (1700-1752), το πρώτο αυστηρώς επιστημονικό κείμενο που είναι συντεθειμένο στην κοινή γλώσσα18. Καθοριστικό όμως για την εξέλιξη τού γλωσσικού φαίνεται ότι υπήρξε το έργο μιας προσωπικότητας τού νεοελληνικού διαφωτισμού, γνωστής για την επίδραση που άσκησε σε άλλους διαπρεπείς διαφωτιστές και στον Ρήγα19.
172
Πρόκειται για τον ιεροδιάκονο Ιώσηπο Μοισιόδακα (περ. 1725-1800) και για τη μετάφραση που εκπόνησε από τα Ιταλικά τού δίτομου φιλοσοφικού έργου τού Λουδοβίκου Μουρατόρι «Ηθική φιλοσοφία» (Βενετία 1761). Η γλώσσα και, περισσότερο, οι γλωσσικές θέσεις των έργων αυτών υπέρ τής κοινής γλώσσας (όποιο περιεχόμενο και αν δίνουν ακόμη σε αυτήν) των συγγραφέ ων τους, από την ήρεμη θέση τού Δαμοδού20 μέχρι τη μαχητική τού ΚυριακόπουλουΖΙ και τη στοχαστική και τεκμηριωμένη θέση τού Μοισιόδακος22, δίνουν αφορμή σε μια αντίθετη υπερασπιστική θέση («γλωσσαμυντορική» θα την αποκαλέσουν αργότερα) τής Ελληνικής, τής αρχάίζουσας δηλ. γλώσ σας, διατυπωμένη με οξύτητα από τον μεγάλο διδάσκαλο τού Γένους, ειδικό στα θέματα τής φιλοσοφίας, τον Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806).
9. Η κριτική -και ο αφορισμός μαζί- από τον Ευγένιο Βούλγαρι των θέσεων που υποστήριζαν τη χρήση τής κοινής γλώσσας σε ευρύτερη κλίμακα, και μάλιστα και στον επιστημονικό λόγο (τής φιλοσοφίας, τής ρητορικής, τής θεολογίας κ.λπ.), είναι, λόγω και τού κύρους τού ανδρός, η πρώτη οξεία απο δοκιμασία τής γενίκευσης/επισημοποίησης τής κοινής γλώσσας (τής προφο ρικής, λαϊκής και ακαλλιέργητης ακόμη γλώσσας σε μορφές επικοινωνίας, όπως ο επιστημονικός λόγος καθώς και ο παιδευτικός και εκπαιδευτικός λόγος), η πρώτη βαρύνουσα αντίδραση και, υπό την έννοια αυτή, η κατεξοχήν αφετηρία τού γλωσσικού ζητήματος. Άλλωστε και η ονομασία γλωσσι κό ζήτημα, ενώ ως έννοια και ως περιεχόμενο είναι -όπως έχουμε δείξειπολύ παλιά, ως όρος είναι νεότερος, τού 19ου αιώνα, πλασμένος με συνειρ μικές αναφορές στο περίφημο «ανατολικό ζήτημα», που απασχολεί την Ευρωπαϊκή πολιτική ενεργώς τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα22“. Την αποδοκιμασία τού γλωσσικού χυδαϊσμού και, ειδικότερα, τού «χυ δαϊστί φιλοσοφείν» τη διατυπώνει το 1768 στην περίφημη «Λογική» του, γραμμένη αρχαϊστί στη Λιψία. Γράφει: «Προ πάντων τοιγαροϋν μή κομιδή ξένον δντα και άδαή τον Έλληνος λόγου ήκειν άξιώ τόν φιλοσοφήσαντα, άλλ' έκ τής γραμματικής (ήτοι τής άρχαίας) καί τής άλλης εγκυκλίου τών μαθημάτων τριβής ίκανώς συγκεκροτημένον... Τοϊς γάρ έν ΰφει χυδαίφ παρενυφασμένοις έγκομβούμενοι φιλοσοφικοϊς λεξιδίοις, αύτοϋ μονονουχί τοϋ τής γνώσεως ύψους τή κεφαλή ψαύειν έοίκασι καί φιλοσοφοϋντες άπαιδεύτως άνοηταίνουσι νεανικώς. Έκσυρικτέον άρα τά χυδαϊστί φιλοσοφεϊν έπαγγελλόμενα βιβλιάρια, τής Ελλάδος φωνής ώς οιόν τε έπιμελουμένους, ή άνευ ούδέν τών πάλαι πεφιλοσοφηκότων έστιν άπόνασθαι».
10. Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, με σεβασμό προς τον (δάσκαλό του άλλωστε για λίγο διάστημα) Ευγένιο Βούλγαρι, τον οποίον και χαρακτηρίζει ένδοξο, φημι σμένο («ο κλεινός Ευγένιος»), απαντά στο γλωσσικό ζήτημα που ρητά έθεσε ο Βούλγαρις στον Πρόλογο τού νέου βιβλίου του «Θεωρία Γεωγραφίας», που εκδίδεται το 1781. Προτού μεταφέρουμε εδώ τις θέσεις του υπέρ τού απλού ύφους έναντι τής αρχάίζουσας (τής Ελληνικής), πρέπει να παρατηρήσουμε ότι: α) ο Μοισιόδαξ είναι από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που χρησιμο ποιεί συνειδητά τον όρο ύφος και όχι γλώσσα, μιλώντας για την κοινή. Η χρήση τέτοιου όρου υποσημαίνει ότι η κοινή δεν είναι άλλη γλώσσα, αλλά
173
άλλο ύφος, άλλη μορφή τής ιδίας γλώσσας. Αυτό είναι σημαντικό αν το δούμε σε σχέση με τον όρο διγλωσσία, που επικράτησε αργότερα, και τον όρο διμορφία ή διυφία που χρησιμοποιείται αρκετά τα τελευταία χρόνια από ορισμένους μελετητές τού γλωσσικού μας ζητήματος, β) Η κοινή που χρησιμοποιεί στα κείμενά του ο Μοισιόδαξ (και άλλοι υπέρμαχοι τής Κοινής) δεν είναι καμιά λαϊκή μορφή τής ελληνικής γλώσσας (όσο και αν χαρακτηρίζεται συχνά χυδαία), αλλά μια γλωσσική μορφή που βρίσκεται, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάμεσα στη δημοτική και στην απλή καθαρεύ ουσα, η οποία από τότε αρχίζει να διαμορφώνεται. Ο Μοισιόδαξ, προκειμένου περί τής γλώσσας που χρησιμοποιείται σε απαιτητικά, όπως θα λέγαμε σήμερα, κείμενα (επιστημονικά κ.ά.), εισηγείται τη χρήση «υψηλοτέρου ύφους», μιας λογιότερης δημοτικής, που θα μπορεί να εξυπηρετεί σύνθετες εκφραστικές ανάγκες23, γ) Ο Μοισιόδαξ και στο πνεύμα και στην ορολογία / φρασεολογία ακόμη είναι πρόδρομος τής θέσεως που θα υποστηρίξει μερι κές δεκαετίες αργότερα ο μεγάλος Κοραής, υποστηρικτής και αυτός τής κοι νής και πολέμιος τής Ελληνικής/αρχαΐζουσας). Έτσι λ.χ. ο Μοισιόδαξ χρη σιμοποιεί (και επιμένει) στη διόρθωση τής κοινής γλώσσας, λέξη-κλειδί τής προτάσεως Κοραή. Επικρίνει επίσης το γλωσσοεκπαιδευτικό σύστημα τής εποχής (τη χρήση τής Συλλογής Χρυσολωρά για την έναρξη τής γλωσσικής διδασκαλίας, τους τρόπους εξηγήσεως -γλωσσικής επεξεργασίας- τού γλωσσικού υλικού κ.ά.)24. Η απάντηση τού Μοισιόδακος προς τον Ευγένιο Βούλγαρι, εν μέρει απο λογητική, κυρίως όμως μαχητική έως επιθετική περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα εξής σημεία: 1) Μετάβαση από το απλό στο υψηλότερο ύφος: «Έγώ διά λόγους, τούς οποίους έπιφέρω, έκρινα νά έξυφάνω τήν παρούσαν συγ γραφήν έν τφ άπλφ ϋφει, σφζων όμως αεί τούς ώρισμένους όρους τών πραγμάτων, οϊτινες ήσαν έν χρήσει παρά τοΐς άρχαίοις, καί μεθαρμόζων αεί τό άπλοϋν ύφος έπί τό σεμνότερον ή τό έλάχιστον έπί τό πρεπωδέστερον τή άνά χεϊρας πραγματευομένη ύλη». 2) Λόγοι προτιμήσεως τής κοινής γλώσσας: «Τρεις είναι οί λόγοι κυρίως ύπό τών όποιων προαχθείς προέκρινα τό άπλοϋν ύφος άπό τοϋ έλληνικοϋ. Ό πρώτος μέν είναι, διότι ή σαφή νεια, οσάκις τά πράγματα έκτίθενται άπλοϊκώς, προσλαμβάνει έπίτασιν, ό δεύτερος δέ, διότι τά πράγματα έκτεθειμένα άπλοϊκώς γίνονται νοητά καί αύτοΐς τοΐς μή άψαμένοις γραμματικής. Ό τρίτος δέ, διότι καλόν είναι τέλος, ότι καί οί Έλληνες αύτοί νά γράφωσιν εϊτε περί τών έπιστημών είτε καί περί πραγμάτων άλλων έν τή τετριμμένη, έν τή κοινή διαλέκτφ αύτών. 'Έκαστος γιγνώσκει, πώς πάντα τά Έθνη τής Εύρώπης γράφουσιν έν τφ νϋν, έκαστον έν τή ίδιαζούση διαλέκτφ αύτοϋ, τόσον περί τών έπιστημών, όσον περί πάσης έτέρας ύλης τής πολυμαθείας άπλώς». 3) Για τον Ευγένιο Βούλγαρι: «Ό μέγας άνήρ, άντί νά έκσυρίξη, ώφειλε νά συστήση μάλλον τό άπλοϋν ύφος ημών, προσδιορίζων αύτφ τούς όρους, κατά τούς όποιους είναι ρυθμιστέον, ούχί δέ ΐνα έκφαυλίση αύτό [...] 'Όταν τό άπλοϋν ύφος είναι καθαρόν άπό ξένων εϊτε λέξεων, εϊτε φράσεων, είναι έμφαντικόν οπωσδήποτε καί ΐκανόν νά έκθέση πάσαν ύλην έπιστημονικήν, διά τί νά λογίζηται έκσυρικτέον;».
174
11. Με τον Βούλγαρι και τον Μοισιόδακα, λοιπόν, το γλωσσικό ζήτημα τίθε ται για πρώτη φορά καθαρά με τη μορφή τής αντιπαράθεσης λόγιαςαρχαίζουσας και απλούστερης-κοινής γλώσσας. Ωστόσο, πρέπει να σημειω θεί εξαρχής ότι το περιεχόμενο τής λεγάμενης κοινής, όπως γράφεται από τον Μοισιόδακα και άλλους, είναι πολύ κοντά σε ό,τι αργότερα θα ονομα στεί απλή καθαρεύουσα. Πρόκειται δηλ. για μια απλούστερη μορφή λόγιας, θα λέγαμε σήμερα, γλώσσας, που αποφεύγει τους αρχαϊσμούς, ενώ υιοθετεί και ενεργοποιεί φειδωλά ακόμη τύπους και στοιχεία τής προφορικής γλώσ σας. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν ταυτίζεται καθόλου με ό,τι μετέπειτα -κ α ι στους νεότερους χρόνους- ονομάζουμε δημοτική. Γενικότερα, το περιεχόμε νο τής λεγομένης κοινής είναι ρευστό και αμφιλεγόμενο μέχρι τις τελευταί ες δεκαετίες τού 19ου αιώνα, κυμαινόμενο ανάμεσα στη διαλεκτική/ιδιωμα τική γλώσσα ή την έντονα λαϊκή έως πιο προσεγμένη και καλλιεργημένη προφορική γλώσσα μεγαλυτέρων πόλεων, ιδίως τής Κωνσταντινουπόλεως, και ακόμη έως μια μορφή απλής καθαρεύουσας. 12. Στα δύο άκρα τής νοητής ευθείας που ορίζει την Κοινή γλώσσα τού β' ημίσεος τού 18ου αι., βρίσκονται σαν ένα είδος ορίων αυτής ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807) από τη μια και ο (επίσκοπος Φιλαδελφείας) Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800) από την άλλη. Ο πρώτος, υποστηρικτής τής λαϊκότερης και προφορικότερης μορφής τής γλώσσας· ο δεύτερος, τής λογιό τερης μορφής, που ήδη αποτελεί, όπως είπαμε, δείγμα μιας μορφής καθα ρεύουσας. Ο Δημήτριος Καταρτζής (το πραγματικό του όνομα ήταν 'Δημήτριος Φωτιάδης), μεγάλης ακτινοβολίας προσωπικότητα τού Διαφωτισμού, Κωνσταντινουπολίτης που έδρασε και αναδείχθηκε στη Βλαχία, απετέλεσε σημείο αναφοράς για τις γλωσσικές ιδίως απόψεις του από συγχρόνους και νεοτέρους του (τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, τον Παναγιώτη Κοδρικά, τους Γρηγόριο Κωνσταντά και Δανιήλ Φιλιππίδη, τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, τον Ρήγα Βελενστινλή κ.ά.). Όψιμα, μετά τα πενήντα του χρόνια, ο Καταρτζής αρχίζει το συγγραφικό του έργο, ουσιαστικά το 1783, με ένα προγραμματικό περί γλώσσας δοκίμιο (μανιφέστο), επιγραφόμενο, με ιδιαίτερα μακρό και χαρα κτηριστικό τίτλο, ως: «Σχέδιο δτ’ ή ρωμαίκια γλώσσα, δταν καθώς λαλιέται καί γράφετ’, έχει στά λογογραφικά της τή μελωδία, καί στά ποιητικά της ρυθμό, καί τό πάθος, καί τήν πειθώ στά ρητορικά της. "Οτι τέτοια είναι σάν τήν έλληνική, κατά πάντα καλλίτερ’ άπ’ δλαις ταϊς γλώσσαις. Κι δτ’ ή καλλιέργειά της, κ’ ή συγγραφή βιβλίων σ ’ αύτήνα, είναι γενική καί όλική άγωγή τοϋ έθνους». Σε δι’ αλληλογραφίας γλωσσική αντιπαράθεσή του με τον αρχαϊστή διδάσκαλο Λάμπρο Φωτιάδη, δημοσιευμένη για την ιδιαίτερη σημασία της από τον (αρχαϊστή γλωσσικά) μεγάλο διδάσκαλο τού Γένους Νεόφυτο Δούκα (περ. 1762-1845)“, ο Καταρτζής υποστηρίζει μεταξύ άλλων: «Επειδή [...] είχα συμβουλεύσει τό έθνος μας, δτ’ είναι άνάγκη νά συγ γράψουμε τής έπιστήμαις καί τέχναις Ψωμαϊκα, γιά νάπροκόβουν οί νέοι μας πιο γλτ}γορα καί μέ πιο θεμέλιο εις δλα' έπιχειρίσθηκα νά κάμω τό Ελληνικό [ενν. το σε αρχαΐζουσα γλώσσα γραμμένο] συντακτικό μέ Ψωμαίκια (καθώς είπα) διδασκαλία, γιά ν ’ άποδείξω κ’ έμπράκτως τή συμ
175
βουλή μου καλή [...]» και (σε άλλη επιστολή του) «[...] ώσάν όποϋ δέν είναι κανένα έθνος πεπαιδευμένο, ’ποϋ ν ’ άφήση στο συγγρόφειν κάθε διάλεκτό του, όποϋ λαλεϊ· άμέ όλα τά τοιαϋτα, μίαν άπ’ έκείναις πού λαλούνε τήν έκαλλιέργησαν, συγγράφωντας, καθώς τή λαλοϋνε [...] κανένας άλλος δέν έχ ’ έξουσία νά δώση σέ μιά λέξι τό πάθος όποϋ δέν έχ ’ αύτή στο στόμα τοϋ λαοϋ' ή (ταυτόν ειπεϊν) κανένας δέν μπορεϊ νά μεταβάλη στοιχεϊον τοϋ συντακτικού λόγου [...] άπό τό Σιάμ ως τό Μεξικό άπ’ τής τωριναϊς γλώσσαις, ’ποϋ έχουν συμβολικούς χαρακτήρες τής έναρθρής μας φωνής, δέν είναι πεπαιδευμένη καμιά ’ποϋ νά μήν τή συντυχαίν’ ό λαός· καί πώς δέν είναι έν χρήσει στά βιβλία λέξι, ’ποϋ νά μήν τήν έχ ’ αύτός φυσικά δική του». Η «ρωμαίκια γλώσσα», την οποία προσπάθησε να προβάλει ως πρότυπο κοινής («φυσικής») γλώσσας με τα πρώτα γραπτά του ο Δ. Καταρτζής, ήταν η απλούστερη προφορική ομιλία των Κωνσταντινουπολιτών τής εποχής του, τα Κωνσταντινουπολίτικα. Ο Παν. Κοδρικάς λέει για τον «αρχηγέτη τοΰ τής Ρωμαίκιας γλώσσας τεχνολογικού συστήματος» τα εξής26: «Δυσαρεστημένος όμως άπό τάς Γλωσσηματικάς διαφωνίας [ενν. τις ιδιωματικές χρή σεις που προτείνονταν ως στοιχεία τής Κοινής] τών Συγγραφέων, καί φιλοτιμούμενος νά συστήση, έπί όμολογουμένης άρχής, έν ύφος γραφής άπολύτως Κοινόν, ιδεάσθη δτι ό Γενικός τύπος καί κανών τής καθ’ ημάς Κοινής Διαλέκτου πρέπει νά είναι τό οίκιακόν ύφος τών Εύγενών τής Κωνστα ντινουπόλεως. ’Όθεν έξέλαβε ώς άρχέτυπον τής ολικής τοϋ λόγου συνθέσεως τήν τετριμμένην οικιακήν δμιλίαν [...] εν ύφος Κοινόν σύμφωνον καί όμοειδές μέ τήν συνηθισμένην οικιακήν φράσιν τών Εύγενών Ψωμαίων τής Μητροπόλεως [...]. Καί πρός αύτό άνάγωντας δλον τόν σχηματισμόν τής 1Εθνικής Διαλέκτου έπροσδιώρισε τό ύφος, όποϋ ώς κοινόν έσύνθεσεν, εις τόν άξιωματικόν ορισμόν τοϋ “οϋτως όμιλοϋμεν”. Διά νά έπιμείνη όμως συστηματικώς εις αύτόν τόν ορισμόν, έβιάσθη νά φυλάξη καί εις γραφήν τά αύτά πάθη τών λέξεων όποϋ εις τήν οικιακήν ομιλίαν διά τό γοργόν τής έκφράσεως συνηθίζονται. [...] ό ορισμός τοϋ “οϋτως όμιλοϋμεν” θεωρούμε νος κατά τό ύφος όποϋ ό Αύτουργός ονομάζει ’ΡωμαΙκον, παραστήνει ειδικώς τήν οικιακήν φράσιν ένός μέρους τών κατοίκων Ψωμαίων τής Κωνσταντινουπόλεως. Δέν άληθεύει όμως τελείως άναγόμενος έν γένει πρός τήν φράσιν όλων τών άλλων Γραικών. Τί συμφωνίαν έχει ό τρόπος τής έγχωρίου ομιλίας τών Χίων, ή τών Κρητικών, ή τών Κυπρίων μέ τήν οικιακήν φράσιν τής Κωνσταντινουπόλεως;».
13. Η «κωνσταντινουπολίτικη κοινή» τού Καταρτζή βρήκε μιμητές άλλους ένθερμους οπαδούς τής Κοινής και των αρχών τού Καταρτζή, όπως οι Θεσσαλοί διδάσκαλοι τού Γένους, Δανιήλ Φιλιππίδης (1750-1832) και Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844), οι οποίοι έγραψαν την περίφημη «Νεωτερική Γεωγραφία» τους (Βιέννη 1791) στην Κοινή, αλλά σε μια μορφή Κοινής που έκανε τον εμπνευστή της Δ. Καταρτζή να αναφωνήσει «ό μαθητής μου [ενν. τον Φιλιππίδη] χάλασε τή Γλώσσα μου»!27Είναι αξιοσημείωτο δε ότι τόσο ο ίδιος ο Καταρτζής όσο και οι μαθητές του Φιλιππίδης και Κωνσταντάς εγκα ταλείπουν τελικά την ιδιωματική («γλωσσηματική» είναι ο όρος που χρησι
176
μοποιούν εκείνη την εποχή) προφορικότερη Κοινή που «επιχειρίστηκαν» (επεχείρησαν) να εφαρμόσουν στα διαφωτιστικά τους κείμενα, περνώντας σε μια μορφή απλής καθαρεύουσας (την «αιρετή» όπως την χαρακτηρίζει ο Καταρτζής). Έτσι ο Καταρτζής γράφει: «Λοιπόν άπό δσα θεωροΰμεν νά ήταν τό πάλαι εις τήν άκμήν τής Ελλάδος ή τών Ρωμαίων καί άπό δσα βλέπομεν νά είναι τώρα εις τήν Ευρώπην ή εις τό έθνος μας, συνάγεται δτι, άν θέλωμεν νά προκόπτωμεν εις τάς έπιστήμας καί εις δλα καθ’ ένας καλλί τερα καί εύκολώτερα, πρέπει νά καταγινώμεθα εις τήν κοινήν προκοπήν, όπού τό προξενεί τοϋτο θαυμασιώτατα [...]»“. Οπαδός τής «φυσικής γλώσ σας», τής απλούστερης προφορικής γλώσσας (άσχετα προς τον Καταρτζή και περισσότερο από κάποια επίδραση τής γλωσσικής «αντιλογιωτατικής» διδασκαλίας τού Κοραή), υπήρξε ο λόγιος διαφωτιστής και σχολάρχης τής Καπλαναίας Σχολής των Ιωαννίνων Αθανάσιος Ψαλίδας (1764-1829). Υποστήριξε τη χρήση τής απλούστερης γλώσσας και προχώρησε μάλιστα, πριν και από τον Βηλαρά, στην τολμηρή πρόταση τής κατάργησης τής ιστο ρικής ορθογραφίας29. 14. Είπαμε ήδη ότι το άλλο άκρο τής Κοινής (προς τη μεριά τής λεγόμενης Ελληνικής, τής περισσότερο ή λιγότερο αρχάίζουσας γλώσσας) καταλαμβά νει ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Ο Θεοτόκης, μορφωμένος και προικισμένος αγω νιστής κληρικός τού διαφωτισμού, είναι η προέκταση τής γλωσσικής προ σπάθειας τού Φραγκίσκου Σκούφου και, ιδίως, τού Ηλία Μηνιάτη. Με τα σημερινά κριτήρια, είναι κύριος εκφραστής και διαμορφωτής τής καθαρεύ ουσας, όπως τον ξέρουμε στον αγώνα που ακολούθησε (τον 19ο αιώνα). Στα πρώτα του κείμενα μάλιστα, τα παλαιότερα, βρίσκεται πολύ κοντά στους δύο αναφερθέντες ιερωμένους, επίσης, διδασκάλους30. Με τον καιρό και με συνειδητή προσπάθεια να ενεργοποιήσει στα θεολογικά του κείμενα και να προαγάγει (καθαρίζοντάς την από αρχαΐζοντα στοιχεία) την εκκλησιαστική κοινή γλώσσα τής εποχής του, ο Θεοτόκης αναδεικνύεται σε πρότυπο χρή σεως τής λόγιας κοινής γραφομένης γλώσσας. Ο Σάθας εκτιμά ως εξής τη γλωσσική στάση και προσφορά τού Θεοτόκη: «Ό μέγας ούτος άνήρ, συνενών τή τε άλλη πολυμαθείς/: καί β αθεΐαν γνώσιν τής τε άρχαίας καί τής νεωτέρας τών Ελλήνων διαλέκτου, καλώς δ’ έννοήσας καί τόν προορι σμόν τής έθνικής γλώσσης, προσεπάθησε καί θαυμασίως έπέτυχεν, ΐνα καθάρη αύτήν άπό τών βαρβαρισμών, καί άβιάστως προσέγγιση εις τήν διαυγή πηγήν. Διό δικαίως δύναται νά θεωρηθή ώς ό μόνος μορφωτής τής σήμερον γραφομένης καί ύπό πάντων έννοουμένης κοινής ημών δια λέκτου»31.
15. Πόσο ρευστή και αμφιλεγόμενη είναι τον 18ο και τον 19ο αιώνα η έννοια τής κοινής γλώσσας φαίνεται, μεταξύ πολλών άλλων32, από την εκτενή από πειρα τού Παναγ. Κοδρικά να ορίσει το περιεχόμενό της (στην προσπάθειά του πάντοτε να πλήξει τον Αδαμάντιο Κοραή και τις υπέρ τής Κοινής γλώσ σας απόψεις του). Ο ευφυέστατος και ευρείας παιδείας Φαναριώτης, ο Παν. Κοδρικάς, προτείνει την εξής δοκιμή (τεστ) για να διαπιστωθεί ποια είναι η κοινή εθνική γλώσσα: «Ά ς άναγνώση τινάς εις μίαν συνέλευσιν φύσει
177
ομογενών Ελλήνων, άπό διαφόρους τόπους και χώρας συναθροισμένων [...] μίαν Προκήρυξιν, λόγου χάριν, τοϋ Λογίου Έρμου [το περιοδικό τής Βιέν νης που υποστήριζε τις απόψεις τού Κοραή], ή ένα μέρος τών Αυτοσχεδίων Στοχασμών [τα Προλεγόμενα των έργων τού Κοραή, όπου εξέθετε τις γλωσ σικές του θέσεις], καί μάλιστα τών τελευταίων χρόνων τής γλωσσονομικής αίρέσεως, καί θέλει ίδή όφθαλμοφανώς τήν διαφωνίαν καί δυσαρέσκειαν τών άκροατών ό ένας θέλει ειπή αυτά είναι Χιώτικα· ό άλλος Κυπριώτικα. Ά λλος Κρητικά ή Άρβανίτικα, καί όλοι κοινώς ότι αυτά δέν είναι 'Ρωμαίϊκα. "Ας διαβάση έκ τοϋ έναντίον ένα λόγον τοϋ Μηνιάτη, ή τοϋ θεοτόκη- μίαν περικοπήν τοϋ Σκούφου· ή ένα τραγούδι τοϋ Γιακουμάκη, καί άμέσως θέλει ίδή αύτούς όλους, γνωρίζοντας τήν γενικήν τής φράσεως γνη σιότητα, νά ομολογήσουν μιά φωνή, ότι αύτά είναι καθαρά Ψωμαίϊκα. Καί αύτή είναι τής Κοινής Εθνικής Διαλέκτου κοινή Εθνική ομολογία»33. Παρά τα λεγόμενα τού Κοδρικά, θιασώτη μιας μορφής Κοινής γλώσσας που θα βρισκόταν κοντά στην αρχάϊζουσα («Ελληνική») και πέραν ακόμη τής γλώσ σας τού Θεοτόκη34, ο Θεοτόκης με τη γλώσσα τού «Κυριακοδρομίου» του35 βρίσκεται στην πραγματικότητα στα τελευταία όρια τής κοινής γλώσσας με το πόδι να πατάει περισσότερο στον χώρο τής καθαρεύουσας, τής οποίας, όπως είδαμε, θεωρείται και ο κύριος διαμορφωτής36. 16. Φθάνουμε ήδη στην κύρια φάση διαμάχης για το γλωσσικό ζήτημα, στη διδασκαλία τού Αδαμάντιου Κοραή, κύριου και καίριου (για τη μετέπειτα εξέλιξη τού θέματος) υποστηρικτή τής απλής, προφορικής γλώσσας, τής κοι νής Ελληνικής. Η"διδασκαλία τού Κοραή, τής μεγαλύτερης προσωπικότητας τού νεοελληνικού Διαφωτισμού, σφράγισε την πορεία τής νεοελληνικής γλώσσας, αποτελώντας την κυριότερη -προ τής εμφανίσεως τού Ψυχάρηανακίνηση τού θέματος τής επίσημης γλώσσας στη νεότερη Ελλάδα, εν όψει τού αγώνα τής Ελευθερίας και τής ίδρυσης τού Νέου Ελληνικού Κράτους. Το γλωσσικό ζήτημα με τον Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833) ξεσηκώνει τους διανοουμένους τής εποχής και τους χωρίζει, για πρώτη φορά με τέτοια έντα ση και οξύτητα, σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: α) στους υποστηρικτές37 των γλωσσικών θέσεων τού Κοραή, που είναι κυρίως οι Κωνσταντίνος Κούμας (1777-1836), Άνθιμος Γαζής (1758-1828), Νεόφυτος Βάμβας (περ. 17761885), Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860), Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος (17551830), Βενιαμίν ο Λέσβιος (1759-1824), Κωνσταντίνος Οικονόμος (1780-1857), Στέφανος Οικονόμος (1786-1831), Κωνσταντίνος Κοκκινάκης (1781-1831), Δημήτριος Δάρβαρις (1757-1823), Γ. Χρυσοβέργης (1805-1862), έμμεσα και οι Αθανάσιος Ψαλίδας (1764-1829), Θεόφιλος Κάί'ρης (1784-1853) και, σε νεοτέρους χρόνους, ο Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873) κ.ά. β) στους αντιπάλους τού Κοραή, στους οποίους ανήκουν κυρίως οι Παναγιωτάκης Κοδρικάς (1762-1827), Νεόφυτος Δούκας (περ. 1760-1845), Στέφανος Κομμητάς (περ. 1770-1830), Αθανάσιος Πάριος (περ. 1725-1813), Αθανάσιος Χριστόπουλος (1771-1823), Ιωάννης Βηλαράς (1772-1847), Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός (1778-1849) κ.ά. Για τον Κοραή το θέμα τής γλώσσας δεν είναι απλό φιλολογικό ή αισθη τικό ζήτημα ή ζήτημα τεχνικό, επικοινωνιακό (με την εργαλειακή σύλληψη
178
τής επικοινωνίας). Είναι προϋπόθεση για την απόκτηση παιδείας από τους υπόδουλους Έλληνες, η οποία, με τη σειρά της, είναι προϋπόθεση για τον φωτισμό των Ελλήνων, που θα τους οδηγήσει στην ένοπλη διεκδίκηση τής εθνικής τους ελευθερίας και στην κατοχύρωσή της. Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η έννοια τού Διαφωτισμού, τού φωτισμού τού Γένους, που έκανε σκοπό τής ζωής του ο Κοραής, μεταδίδοντας το πάθος και τις ιδέες του στον ευρύτερο κύκλο των Ελλήνων διανοουμένων εντός και εκτός τής Ελλάδος (ιδίως στις παραδουνάβειες χώρες). Το πρότυπο τού κοραϊκού διαφωτισμού είναι βεβαίως η Γαλλία, με τις πρόσφατες κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογι κές εξελίξεις. Ο δε Κοραής δεν είναι ο πρώτος βεβαίως που συλλαμβάνει τον Διαφωτισμό ως προϋπόθεση για την απόκτηση τής εθνικής ελευθερίας και την παλιγγενεσία τής Ελλάδος. Έχουν προηγηθεί -κ α ι στο γλωσσικό- ο Σοφιανός, ο Αγάπιος Λάνδος, ο Σκούφος, ο Μηνιάτης αλλά και ο Μοισιόδαξ, ο Βούλγαρις, ο Νικηφ. Θεοτόκης και, βεβαίως, ο Καταρτζής, ο Ρήγας κ.ά. Το νέο και σημαντικό με τον Κοραή είναι ότι με την ευρύτερη σύλληψη των προβλημάτων που τον χαρακτήριζε, με τον προβληματισμό και τις προοδευ τικές (δυτικότροπες, είναι αλήθεια) ιδέες του, με την αποκλειστική και πρω τόγνωρη αφοσίωσή του στον Διαφωτισμό τού Γένους, με τον σεβασμό που επέβαλε σε όλους η παιδεία, η σκέψη, η επιχειρηματολογία και η στιβαρή, πειστική γλωσσική διατύπωση των ιδεών του, ήταν αυτός που είχε και το μεγαλύτερο κύρος και, κατ’ επέκταση τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και επιρροή. Έτσι ο Δημαράς38, αναφερόμενος στη συμβολή τού Κοραή στον Αγώνα, δανείζεται την πολύ επιτυχημένη φράση τού Π. Αργυρόπουλου, ότι εξέδιδε «παραινέσεις ώς διαταγάς σχεδόν άκουομένας εις τόπους κατά τριακοσίας λεύγας άπέχοντας»\ Επομένως, για τον Κοραή η γλώσσα είναι δεσπόζουσα έννοια στο όλο παιδευτικό πρόγραμμα -κ α ι όραμα μαζί- τού σοφού πατριώτη για τον φωτι σμό τού Γένους. Η γλώσσα είναι για τον Κοραή υπόθεση δημοκρατίας, προ όδου, ελευθερίας, μόρφωσης, καλλιέργειας τής σκέψης, κοινωνικής, πολιτι κής και εθνικής αφύπνισης. Ανάγεται δηλ. σε μείζον ιδεολογικό, παιδευτικό και, βεβαίως, εθνικό θέμα, ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί και να λυθεί με τρόπο ρεαλιστικό και αποδοτικό για τις ανάγκες τού αναγεννωμένου Έθνους. Ο τρόπος που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τού Κοραή είναι η αποφυγή των ακροτήτων, η σύνθεση και η εξισορρόπηση των αντιθέσεων, η αριστοτελική μεσότη£\ Έτσι ο Κοραής γίνεται ο υποστηρικτής, θεωρητικός και πρακτικός, τής «μέσης οδού» στο γλωσσικό ζήτημα. Απορρίπτει την ακαλλιέργητη λαϊκή (τη «χυδαία») και την ιδιωματική («γλωσσηματική») μορφή τής γλώσσας από τη μια και την αρχαΐζουσα, λογιωτατίστικη μορφή (την «Ελληνική» λεγόμενη) από την άλλη. Τάσσεται δε με όλες τις δυνάμεις του, με πάθος και με λογική, επιστημονική επιχειρηματολογία υπέρ τής κοι νής γλώσσας, υπέρ τής απλούστερης προφορικής γλώσσας. Για να αναχθεί, όμως, η κοινή τής εποχής σε επίσημη γραπτή γλώσσα, χρειάζεται, κατά τον Κοραή, καθαρμός, ήτοι απομάκρυνση και αντικατάσταση με ελληνικά των ξένων στοιχείων (λεξιλογικών κυρίως) από τα οποία έγεμε η γλώσσα από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα, και διόρθωσις γενικότερα, δηλ. παρέμβαση
179
των λογίων στο δομικό επίπεδο τής γλώσσας (μορφολογία/γραμματική και σύνταξη). Οι διορθωτικές παρεμβάσεις που προτείνει ο Κοραής, ως υποστη ρικτικές τής κοινής γλώσσας, είναι στην πραγματικότητα κανονιστικές/ρυθ μιστικές διαδικασίες καθαρισμού τής γλώσσας (από ξένα ή και παραμορ φωτικά -όπως τα θεωρούσε- τής παραδοσιακής δομής γλωσσικά στοιχεία) που οδηγούν, βαθμηδόν και από άλλον δρόμο, στην κατ’ εξοχήν καθαρεύου σα (καθαρίζουσα και καθαρισμένη) γλώσσα. Λέμε από άλλον δρόμο, γιατί διαμορφώθηκε και η καθαρεύουσα τού Θεοτόκη, όπως και η καθαρεύουσα ορισμένων Φαναριωτών (Κοδρικά κ.ά.), μορφές οι οποίες προήλθαν αντί στροφα από καθαρισμό και απλούστευση τής λογιότερης ή και τής αρχαΐζουσας γλώσσας. Οι θέσεις τού Κοραή είναι ξεκάθαρες. Συγκεκριμένα: 1) Τάσσεται ανοιχτά υπέρ τής κοινής. Τα λόγια του: «Ηϋξησε τήν άγνοι αν καί τής παλαιάς καί τής νέας γλώσσης, ή έπικρατήσασα έως τώρα κακή καί διεστραμμένη συνήθεια νά καταφρονώμεν τήν νέαν; τήν όποίαν μόνην είναι δυνατόν νά φέρωμεν εις τελειότητα [...]. Καιρός είναι νά έλευθερωθώμεν άπό ταύτην τήν πρόληψιν.»40 και «Πρέπει νά γυμναζώμεθα έξαιρέτως νά καλλύνωμεν καί νά διορθώνωμεν όσον είναι δυνατόν τήν γλώσσαν, τήν όποίαν έθηλάσαμεν μέ τό γάλα, καί εις μόνην τήν όποίαν έσυνειθίσαμεν νά έξηγώμεν ό,τι συλλογιζόμεθα [...] ήμεϊς έχομεν χρείαν μεγάλην νά γράφωμεν εις τήν γλώσσαν, εις τήν όποίαν καί νοοϋμεν, εάν Θέλωμεν καί τά νοήματα ημών νά κανονίσωμεν καί τήν γλώσσαν ίκανήν νά τά έκφράζη νά καταστήσωμεν»41 και «Ό στις χωρίς άνάγκης γράφει Ελληνιστί [ενν. αρχαϊστί] [...] καταφεύγει εις γλώσσαν, τής όποίας τήν σήμερον δέν είναι πλέον κριταί' καί δεικνύει μέ τοϋτο, δτι φοβείται νά γράψη εις τήν κοινήν διάλεκτον, τής όποίας τό δικαστήριον εύρίσκεται εις τό ζών "Εθνος. [...] 'Όστις γράφει Ελληνιστί, μετ’ ολίγους χρόνους (καί συχνά μετ’ όλίγας ήμέρας) θέλει λησμονηθήν καί αύτός καί τά συγγράμματά του»42. 2) Υποστηρίζει ότι η Κοινή, για να βελτιωθεί και εμπλουτισθεί, χρειάζε ται κανονιστικές ρυθμίσεις, «καθαρμόν» δηλ. και «διόρθωσιν». Τα λόγια του: «Πρώτον άποτέλεσμα καλόν είναι ό καθαρμός τής γλώσσης άπό άλλοφύλους λέξεις. Εις τίνα δέν είναι γνωστόν δτι εις πολλούς τόπους ονομά ζονται τά πράγματα μέ λέξεις ιταλικάς καί τουρκικάς; "Οχι διότι λείπει άπό τήν γλώσσαν έμφύλιος λέξις, άλλά διότι δέν γνωρίζεται εις τόν τόπον έκεϊνον, δπου ονομάζεται τό πράγμα μέ άλλόφυλον λέξιν. Είναι έντροπή εις Γραικόν, καθ9 ύπόθεσιν Σμυρναϊον, νά όνομάζη τουρκιστί πράγμα πού ό πλησιόχωρος αύτοϋ XIος ονομάζει γραικιστί’ εις τόν Κερκυραιον ιταλιστί, τοϋ οποίου τό γραικόν δνομα σώζεται εις τήν γείτονα Πελοπόννησον»43 και «Ή άπό τούς ξένους δάνεισις ή νά τό εϊπω καθαρώτερα, ψωμοζήτησις λέξεων καί φράσεων, άπό τάς όποίας γέμουσιν αι άποθήκαι τής γλώσσης, σιμά τής άτιμίας δίδει καί παντελούς άπαιδευσίας, ή καί ήλιθιότητος, ύπόληψιν. [...] Ή χρεία τήν όποίαν άπό τάς άλλας έχει ή ήμετέρα είναι πολλά ολίγη, έπειδή παραστέκει σιμά της ή ύπέρπλουτος αύτής μήτηρ, έτοιμη νά δώση εις αύτήν ο,τι τής λείπει>Λ Για τη διόρθωση γράφει:
180
«Διόρθωσιν ονομάζω τής γλώσσης, δχι μόνον τόν μετασχηματισμόν διαφό ρων βαρβαρομόρφων λέξεων και συντάξεων, άλλά καί τήν φυλακήν πολλών άλλων, τάς όποίας ώς βαρβάρους σπουδάζουν νά έξορίσωσιν άπό τήν γλώσσαν, δσοι μετά προσοχής δέν ερεύνησαν τήν φύσιν τής γλώσ σης»45. Επίσης «Τό βάρβαρον είναι λέξις σχετική, ούδέ δύναται πλέον νά έπιτεθή εις τήν σημερινήν γλώσσαν, άφοϋ έπαυσε προ πολλοϋ νά λαλήται ή παλαιά. Ή σήμερον λαλουμένη δέν είναι ούτε βάρβαρος [ενν. χυδαία, λαϊκή] ούτε Ελληνική [ενν. αρχαΐζουσα], άλλά νέα [...] κληρονόμος παλαιάς πλουσιωτάτης γλώσσης, τής Ελληνικής. Συγχωρεϊται ό λαλών ή γράφων νά κανονίζη καί νά καλλωπίζη εις τό εύσχημότερον τάς συνειθισμένας λέξεις, ά λλ’ όχι νά βάλη εις τόπον αύτών άλλας παλαιάς, διά τοϋτο μόνον, δτι είναι άρχαιότεραι. Γράφομεν δχι διά τούς προ πολλών έκατονταετηρίδων άποθανόντας προπάτορας, άλλά διά τούς σημερινούς ομογε νείς καί συγχρόνους ημών "Ελληνας»46. 3) Η «μέση οδός». Γράφει: «καί δταν πιάση τόν κάλαμον, δέν γράφει ούτε διά τούς σοφούς [ενν. τη χρήση τής αρχαΐζουσας], ούτε διά τούς άπαιδεύτους τοϋ έθνους [ενν. τη χρήση τής λεγομένης χυδαίας, τής λαϊκής ή λαϊκιστικής γλώσσας], άλλά δι’ δλον αύτοϋ τό έθνος. Διά νά φύγη τά δύο ταϋτα άκρα, μηδέ νά μακρύνη άπό τά γραφόμενα μήτε τούς πρώτους διά τήν άηδίαν, μήτε τούς δευτέρους διά τό δυσνόητον, ή καί άκατανόητον, πρέπει νά μεταχειρισθή τήν γλώσσαν τών Κλασσικών, αν τό έθνος του έχη όμολογουμένους Κλασσικούς, οι όποιοι μηδ’ αύτοί ήθελαν άξιωθήν νά όνομάζωνται τοιοϋτοι, έάν έγραφαν διά μέρος τι τοϋ 9Έθνους. Εις ημάς, μήν έχοντας άκόμη Κλασσικούς, αν θέλωμεν νά ταχύνώμεν τήν γένεσιν αύτών, πάλιν τήν μέσην οδόν τής γλώσσης πρέπει νά πατήσωμεν, διά νά μεταδώσωμεν εις τούς άπαιδεύτους, αν έχωμέν τι καλόν, καί νά δώσωμεν εις τούς σοφούς άφορμήν νά μεταδώσωσι καλήτερα. Ά λλά τήν μέσην οδόν έκεΐνος μόνος είναι καλός νά πατήση, δστις έξέτασεν άκριβώς τήν κατάστασιν τής γλώσσης. 9Άς άρχίσωμεν λοιπόν άπό τήν έρευναν αύτής»47 και «Έάν νά μακρύνεταί τις άπό τήν κοινήν τοϋ λέγειν συνήθειαν τόσον, ώστε νά γίνεται άσαφής εις τήν διάνοιαν καί παράξενος δλότελα εις τήν άκοήν, είναι τυραννικόν, ό τόσος πάλιν χυδαϊσμός, ώστε νά γίνεται άηδής εις έκείνους δσοι έλαβον άνατροφήν, μέ φαίνεται δημαγωγικόν. αΟταν λέγω δτι άπό τήν γλώσσαν μετέχει τό έθνος δλον μέ δημοκρατικήν ισότητα, δέν νοώ δτι πρέπει νά άφήσωμεν τήν μόρφωσιν καί δημιουργίαν αύτής εις τήν όχλοκρατικήν φαντασίαν τών χυδαίων [...] Γράφομεν, ήθελεν είπεϊν τις, διά τούς άμαθεϊς καί πρέπει νά συγκαταβαίνωμεν εις τήν κατάληψιν αύτών. Ά λλά μόνον οι σπουδαίοι χρεωστοϋν νά συγκαταβαίνωσιν εις τούς άμαθεϊς; Μή δέν έχουν κι έκεϊνοι χρέος νά συναναβαίνωσιν ολίγον μέ τούς σπουδαίους;»4* και επιγραμματικότερα «Βάσις καί θεμέλιον τών δσων ειπα, περί τής κοινής γλώσσης, είναι άπαράλλακτον αύτό τοϋτο τό άξίωμα' μήτε τύραννοι τών χυδαίων, μήτε πάλιν δούλοι τής χυδαιότητος αύτών»49. 4) Σχέση αρχαίας και νέας γλώσσας. Υποστηρίζει την ανάγκη τής καλής γνώσης τής αρχαίας γλώσσας και τη διδακτική χρησιμότητα τής αντιπαρα βολής τής νέας γλώσσας προς την αρχαία και τανάπαλιν («αμφίδρομη
181
πορεία»). Λέγει: «Χωρίς τήν άκριβεστάτην εϊδησιν τής [αρχαίας] έλληνικής, δστις καταγίνεται εις τό νά διορθώση τήν κοινήν ή νά δώση εις αύτήν κανόνας ή νά κρίνη καθ’ οίονδήποτε άλλον τρόπον, περιπατεϊ εις τήν σκοτίαν καί δέν ήξεύρει μήτε πού ύπάγει μήτε τι κάμνει» (Κοραής, Αλληλο γραφία, Β', σ. 116). Ως προς την αντιπαραβολή: «Τοιαύτη σύγκρισις καί παράθεσις έχει προς τοϊς άλλοις καί τοϋτο τό καλόν, δτι διδάσκει έν ταυτφ καί τήν διαφοράν τής κοινής ήμών γλώσσης προς τήν άρχαίαν έλληνικήν καί άνακαλύπτει τάς αιτίας δθεν έγεννήθη ή διαφορά.» (Κοραή, Προλεγόμενα, σ. 130). Η μέθοδος τής αντιπαραβολής εφαρμόστηκε, κατά τη διδα σκαλία τού Κοραή, ήδη από τον Γ. Χρυσοβέργη στη Γραμματική του50, αλλά ήταν και μια μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε (δυστυχώς, μόνον αντίστροφα!) κατά τις οδηγίες τής διδασκαλίας τής αρχαίας, για να καλύψει και τις ανά γκες τής νέας γλώσσας, που μέχρι το 1917 δεν διδασκόταν στην Εκπαίδευση. Δεινός γνώστης και χρήστης τής πραγματικά «αμφίδρομης πορείας» υπήρξε ο Αχιλλέας Τζάρτζανος στα διδακτικά του βιβλία51. 17. Για τις θέσεις του αυτές, τις οποίες υποστήριξε με πάθος και μαχητικό τητα, καθώς και για την απήχηση που είχαν ευρύτερα οι απόψεις του, ήταν επόμενο να δεχθεί ο Κοραής πολλές επιθέσεις. Και φυσικά οι επιθέσεις, αφού ο Κοραής υποστήριζε τη μέση οδό, προέρχονταν και από τις δύο πλευ ρές, από τους αρχαϊστές και λογιωτατίζοντες Φαναριώτες αφενός και από τους οπαδούς τής απλούστερης λαϊκής ή και ιδιωματικής γλώσσας αφετέ ρου. Σκληρότεροι στις επιθέσεις τους ήταν οι πρώτοι και σκληρότερος από όλους ο Παναγ. Κοδρικάς (1762-1827), ο οποίος πέρασε στην ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος ως κύριος πολέμιος τού Κοραή με το έργο του «Μελέτη τής Κοινής Έλληνικής Διαλέκτου» (Παρίσι 1818). Σε αυτό, ο προι κισμένος κατά τα άλλα λόγιος και καλλιεργημένος Φαναριώτης, που τα τελευταία 30 χρόνια τής ζωής του (από το 1797) τα έζησε και αυτός στο Παρίσι όπου και ο Κοραής, υπερασπιστής ο ίδιος τής λόγιας γλώσσας τού Πατριαρχείου και των λογίων τής Πόλης ως τής κατ’ εξοχήν μορφής τής εθνικής των Ελλήνων γλώσσας, επετέθη με ασυνήθιστη σφοδρότητα και πάθος εναντίον τής γλωσσικής διδασκαλίας τού Κοραή, ξεκινώντας κυρίως και μια γενικότερη ιδεολογική αντίθεση προς τις προοδευτικές ιδέες τού δημοκρατικού Κοραή52. Με πλήθος αντιφάσεων (επαινεί λ.χ. τη γλώσσα τού Καταρτζή και τού Χριστόπουλου, ενώ στην πράξη υπερασπίζεται τη λόγια γλώσσα τού Φαναριού53 και έχει τη χειρίστη γνώμη για τη γλώσσα τού Ερωτοκρίτου!54), γράφοντας και αυτός στην ουσία μια μορφή απλής καθα ρεύουσας που πολύ λίγο διαφέρει από τη γλώσσα τού Κοραή, συχνά δίνει την εντύπωση ότι επιτίθεται για να επιτεθεί... Ο Δ. Βερναρδάκης έχει ανα λύσει και ερμηνεύσει σωστά τη στάση των κυριοτέρων επικριτών τού Κοραή. Γράφει: «Συνέβαινεν έν άλλαις λέξεσι τότε δ,τι έμελλε νά συμβή ήιείποτε παρ’ ήμΐν καί μετά τήν πολιτικήν άπελευθέρωσιν τής Ελλάδος, οσάκις ήγέρθη τι ζήτημα ή πολιτικόν ή θρησκευτικόν καί φιλολογικόν, άξιωθέν ιδιαιτέρας τινός υπό τών πολλών προσοχής. Ό άγών εινε πάντοτε όχι ύπέρ άρχών καί ιδεών, ά λ λ ’ υπέρ προσώπων καί κατά προσώπων. Ά ς άναγνώση τις δσα έγραψαν καί οΐ πλέον άσπονδοι έχθροί τοϋ Κοραή, καί
182
θέλει ίδή μετ' έκπλήξεως πολλής του καί απορίας, δτι καί οϋτοι δέν λέγουσι κατ' ουσίαν καί μέ άλλας λέξεις είμή δ,τι έκεΐνος, έάν δέ δέν έγνώριζέ τις τί τρέχει, ήθελεν ύποθέση δτι εΐνε μαθηταί τοϋ Κοραή, λέγοντες μέ άλλας λέξεις δ,τι έκεΐνος ειπε μέ άλλας. Ούδεις άπήτει νά γράψωμεν παλαιά έλληνικά. Ούδεις άπέβαλλε τήν δημώδη γλώσσαν άπολύτως, ά λ λ ’ ούδεις καί άπεδέχετο αύτήν άπολύτως. "Απαντες ήσαν έκλεκτικοί, άπαντες έκηρύττοντο ύπέρ τοϋ κράματος καί τής μίξεως' άπαντες ώμολόγουν τό άκρως μέν τέλειον τής άρχαίας γλώσσης, τό άκρως δέ βάρβαρον τής χυδαϊκής, ήτοι τής καθομιλουμένης καί δημοτικής, άπαντες δέ τήν αύτήν περί τής έξ άμφοτέρων μίξεως γνώμην εϊχον, ήτοι έκ μέν τής παλαιάς νά παραλαμβάνεται παν δ,τι πρός τήν χυδαϊκήν πλησιέστερον, έκ δέ ταύτης παν δ,τι πρός τήν άρχαίαν εύαγωγότερον»55. Ο Κοδρικάς, θέλοντας πάντα να υποστηρίξει ότι κοινή είναι μόνον η γλώσσα που μιλιέται από τους μορφωμένους στο Φανάρι, θεωρεί ότι η γλώσ σα τού χύδην λαού δεν μπορεί να αποτελέσει πρότυπο εθνικής γλώσσας. Πρότυπη γλώσσα είναι η των εύγενών και σπουδαίων: «ή Γλώσσα μας είναι φύσει Ελληνική, καί δ έξευγενισμός τών ηθών τοϋ Γένους δέν επιτρέπει τήν εις συγγραφήν χυδαιολογίαν. "Αλλη βέβαια ή Γλώσσα τών καπήλων, καί άλλη τών Εύγενών. "Αλλη ή τών Σπουδαίων, καί άλλη ή τών χυδαίων. 'Όθεν μετ’ ειλικρίνειας ομολογώ δτι δέν νοστιμεύομαι τελείως τήν Δημαγωγικήν Φιλοσοφίαν. Δέν γράφω μήτε διά Γεωργούς, μήτε διά Πακκάλιδες, γράφω άπλώς διά Εύγενεϊς καί πεπαιδευμένους. Διό καί προσέχω νά έκφρασθώ, δσον τό δυνατόν έξηκριβωμένως, εις τήν συνηθισμένην φράσιν των. 3.Επιθυμώ οί γεωργοί νά καταγίνωνται εις τήν γεωπονίαν, οί πακκάλι δες εις τήν όψοπωλίαν, καί νά μήν έννοιάζωνται, μήτε οι πρώτοι άν ό Γάιδαρος των κατάγεται άπό τόν Κάνθαρον, μήτε οι δεύτεροι άν ό Βακάλης παράγεται άπό τόν βακαλάον»56(Κοδρικάς 1818, σ. οε'). Για να αποδείξει ότι η γλώσσα τού Κοραή και των οπαδών του, η κοινή, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική, κατ’ αυτόν, κοινή εθνική διάλεκτο (που είναι η ομιλουμένη στο Φανάρι), προτείνει το εξής πείραμα: «’Άς άναγνώση τινάς εις μίαν συνέλευσιν φύσει ομογενών Ελλήνων, άπό διαφόρους τόπους καί χώρας συναθροισμένων, οι όποιοι [...] νά έχουν καθ’ εξιν έκ γενετής τήν άκοήν των γυμνασμένην εις τήν πατροπαράδοτον Γλώσσαν των, άς άναγνώση, λέ γομε ν, εις έπήκοον αύτών δλων μίαν προκήρυξιν, λόγου χάριν, τοϋ Λογίου Έρμοϋ, ή ένα μέρος τών Αύτοσχεδίων Στοχασμών [ενν. τα Προλεγόμενα τού Κοραή] [...] καί θέλει ίδή όφθαλμοφανώς τήν διαφωνίαν καί δυσαρέσκειαν τών άκροατών■ό ένας θέλει είπή αύτά είναι Χιώτικα*ό άλλος Κυπριώτικα. 9Άλλος Κρητικά ή Άρβανίτικα, καί δλοι κοινώς δτι αύτά δέν είναι Τωμαίϊκα. Ά ς διαβάση έκ τοϋ έναντίον ένα λόγον τοϋ Μηνιάτη ή τοϋ Θεοτόκη, μίαν περικοπήν τοϋ Σκούφου’ ή ένα τραγούδι τοϋ Γιακουμάκη, καί άμέσως θέλει ίδή αύτούς δλους, γνωρίζοντας τήν γενικήν τής φράσεως γνησιότητα, νά ομολογήσουν μια φωνή, δτι αύτά είναι καθαρά Τωμαίϊκα. Καί αύτή είναι τής Κοινής Εθνικής Διαλέκτου κοινή έθνική ομολογία.» (Κοδρικάς, 1818, σ. 254). Ειδικώς για τον Κοδρικά ισχύει η εύστοχη κρίση τού Κ. Θ. Δημαρά: «Οι
183
επιθέσεις του εναντίον τού Κοραή μόνο τη δική του μνήμη αδίκησαν: τού άξιζε να αφήσει στην ιστορία κάτι περισσότερο από την ανάμνηση ενός -έστω και επιδέξιου- λιβελλογράφου»51.
18. Μπορεί το φάσμα των επικρίσεων εναντίον τού Κοραή να είναι ευρύ. Μπορεί ορισμένοι χαρακτηρισμοί, που πλάστηκαν για να μυκτηρίσουν τις γλωσσικές θέσεις και την προσωπικότητα τού Κοραή και των οπαδών του, να πέρασαν στην ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος, όπως λ.χ. τα «Κορακίστικά»58 τού Φαναριώτη λογίου Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού (17781849) ή ο χαρακτηρισμός τού Κοραή και των Κοραϊκών ως «τρακαριστών» από τον Νεόφυτο Δούκα59. Μπορεί ο Αθαν. Χριστόπουλος, πνεύμα φωτισμένο και ανανεωτικό επίσης, να ειρωνεύεται «πώς μερικοί άπό τούς λογίους μας τήν υποθέτουν [ενν. την κοινή γλώσσα] βάρβαρην καί σόλοικην καί φιλοτιμοϋνται νά τήν ελληνίσουν μέ τό 6έντάμα’ καί (κάμποια’ καί 'πρωνό’ καί τά όμοια»60. Μπορεί, τέλος, ο μεγάλος μας Σολωμός, με το πάθος του και με τον προσωπικό αγώνα του για την κατάκτηση και την αξιοποίηση τής δημο τικής γλώσσας να φθάνει στον Διάλογό του για τη γλώσσα σε πικρή σάτι ρα των Σοφολογιωτάτων που εμποδίζουν την ανάπτυξή της, θέτοντας άστο χα σε ίδια μοίρα τον Κοραή με τους αρχαϊστές! Ωστόσο, ένα είναι γεγονός, ότι το κύρος, η επιχειρηματολογία, η σοφία, η σύνεση, το ευρύτερο έργο και η πνευματική ακτινοβολία τού Κοραή άνοιξαν οριστικά τον δρόμο για τον σεβασμό και την καλλιέργεια τής δημώδους γλώσσας, πράγμα που δεν έγινε στον ίδιο βαθμό με κανέναν πριν από αυτόν, αλλά και με κανέναν μετά από αυτόν μέχρι τής εμφανίσεως τού άλλου μεγάλου μαχητικού αγωνιστή τής γλώσσας, τού Γιάννη Ψυχάρη. Ο Κοραής, ας το ξεκαθαρίσουμε, ούτε δημοτική, όπως τη νοούμε σήμερα, έγραψε ούτε ειδική γλωσσολογική κατάρτιση διέθετε (η γλωσσολογία ως επιστήμη εμφανίζεται μόλις στις αρχές τού 19ου αιώνα). Εκείνο που πέτυχε -στο πλαίσιο τής γενικότερης ιδεολογίας του για τον Νέο Ελληνισμό- ήταν να προβάλει και να καταστήσει σεβαστά τα δικαιώματα και την αξία τής προφορικής γλώσσας τού ελληνικού λαού. Έστω και με παραχωρήσεις και συμβιβασμούς. Έστω και με αστοχήματα. Έστω και αν επηρεασμένος ο ίδιος από τον κλασικισμό, το πνεύμα και τη γλώσσα των κειμένων που εξέ διδε 30 ολόκληρα χρόνια για να φωτίσει το Γένος, έγραψε σε γλώσσα που αποτελούσε απλοποιημένη (καθαρισμένη) μορφή τής εκκλησιαστικής κοι νής των τελευταίων μεταβυζαντινών αιώνων (16ου-18ου αι.), μια μορφή γλώσσας που βοήθησε στο να προκύψει αργότερα μια απλούστερη μορφή καθαρεύουσας, αφού η επίδραση των απόψεων τού Κοραή (ενίοτε και η καπηλεία τους ένθεν και ένθεν) συνεχίστηκε σε όλον τον 19ο και τον 20ό αιώνα με συνεχείς αναφορές στη διδασκαλία του. Άρα ο Κοραής υποστήρι ζε ιδεολογικά και θεωρητικά61 την ανάγκη καθιερώσεως και στον γραπτό λόγο, δηλ. την επισημοποίηση, τής προφορικής (δημώδους) γλώσσας, στην πράξη όμως έγραψε μια μορφή (συνεχώς μεταβαλλόμενη) δημοτικίζουσας καθαρεύουσας. Η προσφορά τού Κοραή στο γλωσσικό ζήτημα μπορεί μόνο να συγκριθεί, όσο και αν διαφέρει στις ιστορικές της συνθήκες και σε αποτελεσματικότητα, με την προσφορά τού Ψυχάρη. Ο Δ. Γληνός, ηγετική μορφή
184
τού Εκπαιδευτικού δημοτικισμού, γράφει για τον Κοραή: «Και μέσα σ ’ αυ τούς ξεχωρίζει ένας και μόνος. Ένας ανθρωπιστής, ο Κοραής. Και γιατί; Για τί μόνο αυτός αναγνωρίζει, αν όχι και ολότελα, το παρόν. Μόνο αυτός δεν είναι τυφλωμένος από την πλάνη τού ξαναγυρισμού στην αρχαία γλώσσα. Γιατί μόνο αυτός βλέπει μπροστά του την ύπαρξη συγχρόνου Έθνους, Έθνους νέου, και δεν περιφρονεί τα ψυχικά του δεδομένα, τη γλώσσα του, τα ήθη του [...] Βέβαια ο Κοραής σταμάτησε στη μέση. Ήταν υπερβολικά συμβιβαστικός [...] Μα κι έτσι που στάθηκε, μόνο και μόνο για τη θέση που είχε απέναντι στο παρόν, ξεχωρίζει σαν άστρο λαμπρό πάνω απ’ όλους τους συγχρόνους και κατοπινούς φιλολόγους»61. Ιδιαίτερα, τέλος, βαρύνει η γνώ μη ενός πρωταγωνιστή τού γλωσσικού ζητήματος στη νεότερη φάση του, τού Μ. Τριανταφυλλίδη: «Ο Κοραής δεν παρουσιάστηκε μόνο γλωσσικός ρυθμι στής (αν και είχε ο ίδιος επιφυλάξεις για την προσπάθειά του) και αντιμέ τωπος τής παντοδύναμης θεωρίας τού αρχαϊσμού, που επιζητούσε να καθιερώση την αρχαία γλώσσα. Πολέμησε έντονα και το πατροπαράδοτο ξερό και ολέθριο εκπαιδευτικό σύστημα, τα 'κακά γραμματικά’, και, φιλελεύθερος και δημοκρατικός, παρουσιάστηκε και γενικότερα σαν κριτικός τής κοινωνι κής, πολιτικής και εκκλησιαστικής ζωής [...] παρουσιάστηκε στην παντοδύ ναμη αντίδραση, όταν άρχισε με τις ελαστικές του θεωρίες και με την επι βολή τού έργου του να κλονίζη τον αρχαϊσμό, σα σύμβολο και σαν ο κύριος επαναστατικός αντιπρόσωπος τής αστικής τάξης. Έγινε έτσι για δεκαετίες στόχος όλων των αντιδραστικών στοιχείων τής εποχής, ενώ οι γλωσσικές αντιγνωμίες, λ.χ. με τον Κοδρικά, καταντούσαν συχνά ασήμαντες. Κύριοι αντίπαλοι τού Κοραή στάθηκαν πλάι σε πολλούς ιερωμένους, οι 'σχολαστικοί’και οι Φαναριώτες, οι “τσελεπήδες’, οι τάχα ευγενείς και αλίμονο, έγρα ψε ο ίδιος [ενν. ο Κοραής], άμα τύχη να είναι κανείς και τα δύο. Για αφορμή χρησίμεψαν ορισμένα τρωτά τής θεωρίας του, είτε και γενικώτερα αυτή, με το δημοτικισμό της ή με τον τρόπο που εφαρμοζόταν από τους άφθονους θαυμαστές και οπαδούς του, σαν τους εκδότες τού περιοδικού «Λόγιος Ερμής», συχνά όμως ξεσπούσαν οι πολεμικές με τρόπο προσωπικό και συ κοφαντικό, και οι αντίγνωμοι κακομεταχειρίστηκαν αφάνταστα το μεγάλο πατριώτη και για τη γενικότερη κριτική του στάση».6* 19. Σταθμός στην ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος -κ α ι όχι μόνο για την αναφορά των απόψεών του στον Κοραή- είναι οι γλωσσικές θέσεις των λε γομένων «προδρόμων»64 τής νεότερης λογοτεχνίας μας, τού Αθανασίου Χριστόπουλου (1772-1847) και τού Ιωάννη Βηλαρά (1771-1823) και, λιγότερο, τού Ρήγα Φερραίου (1757-1798). Στο (διαφωτιστικό καθαρά) έργο του ο Ρήγας χρησιμοποίησε αρχικά και κυρίως την κοινή γλώσσα, όσο όμως προχωρεί στη διαφωτιστική του προσπάθεια, δεν διστάζει να φθάσει και στον αρχαϊ σμό, παρασυρμένος από το όραμα τής προγονικής δόξας. Η παρατήρηση τού Δημαρά65 ότι «για τον Ρήγα η γλώσσα είναι μέσον κι όχι σκοπός» είναι εύ στοχη και εξηγεί γιατί ο Ρήγας δεν είχε αμετακίνητη θέση στο γλωσσικό. Ο Ρήγας είναι μια αγωνιστική μορφή, που τη σύντομη ζωή του την αφιέρωσε εξ ολοκλήρου στην προετοιμασία τού αγώνα τής ελευθερίας τού Γένους. Πεθαίνει τη χρονιά ακριβώς που αρχίζει να αναπτύσσει τη δημόσια δρα
185
στηριότητα και τη γλωσσική διδασκαλία του ο Κοραής, ο οποίος στο πρώτο δημοσιευμένο έργο του, την «Αδελφική διδασκαλία» (1798), αναφέρεται τι μητικά σε αυτόν. Αντίθετα με τον Ρήγα, σταθερές προσωπικές θέσεις στη γλώσσα, ριζο σπαστικές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, έχουν ο Χριστόπουλος και ο Βηλαράς. Και οι δύο προέρχονται από τον φιλολογικό-γλωσσολογικό κύκλο τού Καταρτζή, αντιτίθενται στις απόψεις τού Κοραή και προχωρούν, περισ σότερο από άλλους υποστηρικτές τής κοινής γλώσσας, στη διατύπωση «θεωρητικών» (ο Χριστόπουλος) ή ιδεολογικών (ο Βηλαράς) θέσεων. Αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι οι θέσεις αυτές αναδύονται μέσα από τη λογοτε χνική δραστηριότητα των δύο ανδρών και στην αναζήτηση μιας πιο αποτε λεσματικής γλωσσικής έκφρασης τής λυρικής και τής άλλης ποίησής τους. Ό,τι θα συμβεί λίγο αργότερα με τον Σολωμό, ο οποίος, αναζητώντας τη δική του γλωσσική έκφραση στην ποίηση, φθάνει στον «Διάλογο τής γλώσσας», στην αντίθεση προς τον Κοραή και στη δημιουργία υποδειγματικής στη ζωντάνια και στη δηλωτικότητά τής δημοτικής γλώσσας, ξεκινάει ήδη με τον Χριστόπουλο και τον Βηλαρά, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. Το ευτύχημα και η επιτυχία τού Σολωμού είναι ότι περνάει νωρίς και μαθη τεύει στη γλώσσα τού δημοτικού τραγουδιού, την οποία παίρνει ως πρότυ πο. Αυτό συμβαίνει λιγότερο στον Βηλαρά και καθόλου στον Χριστόπουλο, γι’ αυτό και η γλώσσα ορισμένων ποιημάτων τού Βηλαρά προαναγγέλλει τη γλώσσα τού Σολωμού.
.
20 Η νομική σκέψη τού Χριστόπουλου, λειτουργώντας συστηματικά και ρυθ μιστικά, τον οδηγεί σε συστηματοποίηση τής κοινής γλώσσας που χρη σιμοποιεί και, ειδικότερα, στη σύνταξη γραμματικής αυτής τής γλώσσας. Η πράξη γεννά και την ανάγκη μιας θεωρίας που θα τη στηρίζει. Έτσι το βιβλίο τού Χριστόπουλου, πολύ πιο πέρα από απλή γραμματική περιγραφή τής κοι νής, γίνεται θεωρία περί τής προελεύσεως τής κοινής, γίνεται η αιολοδωρική θεωρία τού Χριστόπουλου που διέπει τη «Γραμματική τής Αίολοδωρικής, ήτοι τής όμιλουμενης τωρινής τών Ελλήνων γλώσσας» (Βιέννη 1805). Η θεω ρία τού Χριστόπουλου αφορά στην υφή και την προέλευση τής νεότερης προ φορικής γλώσσας, τής δημοτικής τής εποχής του. Με ένα τεράστιο ιστορικό και λογικό άλμα ο Χριστόπουλος επιχειρεί να συνδέσει τη νέα Ελληνική απευθείας με την αρχαία! Σαν να μην έχουν μεσολαβήσει 20 και πλέον αιώνες γλωσσικής συνέχειας και εξέλιξης! Σαν να μην έχει υπάρξει η αλεξανδρινή κοινή και η βυζαντινή ελληνική. Η προ φορική νεοελληνική γλώσσα, με παράκαμψη όλων αυτών, συνδέεται, τεχνη τά και αφύσικα, απευθείας με την αρχαία αιολική και την αρχαία δωρική διάλεκτο. Η έλλειψη επιστημονικής γλωσσολογικής υποστήριξης αφενός (ακόμη δεν έχει δημιουργηθεί η γλωσσολογική επιστήμη) και αφετέρου η ηθελημένη προσπάθεια τού Χριστόπουλου να παρακάμψει την αττική διά λεκτο, την οποία πιθανότατα συνέδεε με τη λόγια (καθαρεύουσα) και την αρχάΐζουσα γλώσσα, τον οδήγησαν στο μοιραίο άλμα. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η τάση τής εποχής (18ου και 19ου αι.) να συνδεθεί ο νέος ελλη νισμός σε όλες του τις εκφάνσεις απευθείας με τον αρχαίο Ελληνισμό και
186
ως ενθάρρυνση στον πάσχοντα Ελληνισμό και ως διαφωτιστικό κίνημα και ως άμυνα στην αμφισβήτηση τής ελληνικότητας των νέων Ελλήνων και ως όραμα ρομαντικό αναζήτησης τού προγονικού κλέους και ως αυτεπιβεβαίωση τής ταυτότητας και τής αξίας τού Ελληνισμού. Αποτέλεσμα αυτής τής στάσεως είναι ότι γραμματικοσυντακτικοί τύποι που δημιουργήθηκαν μέσα από διαδοχικές μεταβολές και μακραίωνα εξέλιξη, παρερμηνεύονταν ως προϊόντα άμεσης αντιπροσώπευσης αρχαίων αιολικών και δωρικών τύπων. Βεβαίως, όπως έδειξε στα τέλη τού ίδιου αιώνα ο Γ. Χατζιδάκις66 και όπως είναι από όλους σχεδόν παραδεκτό σήμερα67, η νεοελληνική γλώσσα είναι εξέλιξη τής βυζαντινής, η οποία προήλθε από την αλεξανδρινή κοινή, η οποία, με τη σειρά της, είναι προϊόν επικρατήσεως ευρύτερα και εξελίξεως τής αττικής διαλέκτου, η οποία υπήρξε η επίσημη γλώσσα τής αυτοκρατο ρίας τού Μ. Αλεξάνδρου. Άρα η νεοελληνική γλώσσα φυσικά (και όχι με άλματα ιστορικά και λογικά) δημιουργήθηκε από την αρχαία αττική διάλε κτο και όχι από τις δύο άλλες αρχαίες διαλέκτους (αιολική και δωρική) που είτε υποχώρησαν μπροστά στην κυριαρχούσα αττική διάλεκτο είτε συγχωνεύθηκαν μέσα σε αυτήν αφήνοντας ορισμένα υπολείμματα στην κατά τόπους προφορική γλώσσα. Η αιολοδωρική θεωρία, λοιπόν, συνδέεται άμεσα με το γλωσσικό ζήτημα, με την υποστήριξη δηλ. τής προφορικής κοινής, που εβάλλετο ως χυδαία και ανάξια για ευρύτερη χρήση και συστηματοποιείται με τον Χριστόπουλο, αλλά εν σπέρματι υπάρχει και στον Κοραή, ο οποίος συχνά αναφέρεται σε αιολικά και δωρικά, ακόμη και σε αιολοδωρικά στοιχεία, και αργότερα (1830) στον Κωνσταντίνο Οικονόμο, ο οποίος, μολονότι οπαδός τού Κοραή, φαίνεται ότι συντάσσεται σε αυτό το θέμα με τον Χριστόπουλο. Με τον Χριστόπουλο και τις αιολοδωρικές του απόψεις συντάσσονται, για να υποστη ρίζουν την απλούστερη γλώσσα, και οι Καταρτζής, Βηλαράς, Φιλιππίδης68 κ.ά. Τον επαινούν δε και οι Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός και Παναγιωτάκης Κοδρικάς69, μολονότι οι ίδιοι υποστηρίζουν τη λόγια φαναριώτικη παράδο ση. Η γλωσσική επιστήμη70 με πρώτον τον Γ. Χατζιδάκι απέρριψε την αιολοδωρική θεωρία, η οποία, ωστόσο, έδωσε λαβή σε γόνιμες αναλύσεις τής υφής τής νέας Ελληνικής.
21. Διαφορετική ήταν η περίπτωση τού Βηλαρά. Λογοτέχνης και αυτός, και μάλιστα καλύτερος από τον Χριστόπουλο, έχει αμεσότερη επαφή με τη ζω ντανή δημοτική γλώσσα, τη γλώσσα τού δημοτικού τραγουδιού. Χρησι μοποιεί την Κοινή, αντίθετα προς τον Χριστόπουλο, με έντονα λαϊκό και ρυθ μιστικό τρόπο και με φανατισμό αλλά και μαχητικότητα που θυμίζουν πολύ -προλαβαίνοντάς τον κατά 60 χρόνια!- τον Ψυχάρη. Ο Κ.Θ. Δημαράς επιση μαίνει ότι τον μόνον που παραδέχεται ο Ροΐδης ως προηγηθέντα τού Ψυχάρη και άξιον να παραβληθεί μαζί του στη χρήση «αμιγούς» δημοτικής είναι ο Βηλαράς71. Αυτή την αλήθεια τη συνειδητοποιούμε όχι μόνον διαβάζοντας τη μετάφραση που εκπόνησε σε πεζό λόγο τού Πλατωνικού Κρίτωνος, αλλά πολύ περισσότερο βλέποντας τα κείμενά του που περιλαμβάνονται στη «Ρομέηκη γλόσα», το μόνο έργο που δημοσίευσε εν ζωή (το 1814) και που είναι οι απόψεις του για τη γλώσσα και η ριζοσπαστική πρότασή του για
187
κατάργηση τής ιστορικής ορθογραφίας (συμπεριλαμβανομένων των τόνων και των πνευμάτων), ώστε η απλούστερη γλώσσα να συνοδευθεί από ριζικά απλοποιημένη φωνητική γραφή, που κανένας άλλος ώς τότε δεν τόλμησε να προτείνει. Δείγμα: «Τούτη, λεγο, η νεκρομιαλη λογιοτατη μας δεν εσπουδαξαν τη γλοσα του γενου τους την τορεσνη, δεν κατακήταξαν τες φράσες της τες ομορφοτατες κε επιτηδηοτατες, τες φθόρες της, τες αποκοπές της κε τα επήληπα καλη της, οπου μ 9αφτα γραφοντας κε πηητηκα κε λογογραφηκα να στολησουν τη φησηκη τους γλοσα, καθος εστοληστηκαν ολες η γλοσες»72. Στην περίπτωση τού Βηλαρά έχουμε μια φωτισμένη πατριωτική μορφή και γενναία μαχητική φωνή συνδυασμένη με μια υπερβολικά εκλογικευμένη, υπεραπλουστευμένη, ρυθμιστική και ανιστορική σύλληψη τής γλώσσας, συγκρινόμενη με την πραγματικότητα και με το κοινό αίσθημα (ιδίως όσον αφορά στην ορθογραφία) και, γ ι’ αυτό, καταδικασμένη εξαρχής σε περιορι σμένη απήχηση.
22. Από όσα είπαμε είναι φανερό ότι όλες οι προσπάθειες για τη χρήση τής απλούστερης προφορικής γλώσσας, τής δημώδους ή δημοτικής ή κοινής (ή και χυδαίας, κατ’ άλλους!) είναι σποραδικές, αποσπασματικές, ατομικές γενικώς προσπάθειες, χωρίς ευρύτερη απήχηση -με εξαίρεση τη διδασκαλία τού Κοραή- και χωρίς απτά αποτελέσματα. Έθεσαν, βεβαίως, επί τάπητος το θέμα τής ανάγκης αναγνωρίσεως τής προφορικής γλώσσας ως γραπτής, επί σημης γλώσσας και γέννησαν προβληματισμούς και συζητήσεις. Ωστόσο, η γλώσσα που γραφόταν σχεδόν αποκλειστικά ήταν η καθαρεύουσα, μια κα θαρεύουσα που προερχόταν από την εκκλησιαστική γραπτή γλώσσα απλουστευμένη (συγκριτικά προς την αρχαΐζουσα) από επίδραση τής Κοινής τής Αγίας Γραφής και τής Υμνογραφίας αφενός, και αφετέρου από τα διδάγμα τα τού Κοραή υπέρ τής απλούστερης κοινής γλώσσας και από τον καθαρι σμό από τα αρχαΐζοντα στοιχεία, που πρέσβευαν όλοι οι ασχοληθέντες με τη γλώσσα (με εξαίρεση τους αρχαϊστές). Επομένως, η χρήση τής καθαρεύου σας, με όλη την υφολογική και δομική ποικιλία που εμφάνιζε στους γράφοντες, αποτελούσε καθεστώς σχεδόν μέχρι τις δύο τελευταίες δεκαετίες τού 19ου αιώνα. Όπως παρατηρεί ο ΚπιπΛαοΙιβΓ: «Ή πάγκοινος χρήσις τής καθαρευούσης και ή περιβεβλημένη τήν αϊγλην δογματικής βεβαιότητος διδα σκαλία τοϋ σχολείου έβάρυνεν ώς έφιάλτης έπί πάντων τών γραφόντων καί δέν άφηνεν αυτούς νά έλθωσιν εις σαφή συνείδησιν τοϋ πράγματος [ενν. να αποφασίσουν να εκφραστούν στη φυσική γλώσσα]»73. Διοίκηση, επι στήμη, εκπαίδευση και Τύπος χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα. Ακόμη και η λογοτεχνία. Η ποίηση των Ρομαντικών* η παλαιά Αθηναϊκή Σχολή (Ορφανίδης, Καρασούτσας, Παράσχος, Ραγκαβής, Παπαρρηγόπουλος, Τανταλίδης, Βασιλειάδης, Σούτσοι κ.ά.) χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα. Τα «ρήγματα» στη χρήση τής καθαρεύουσας, πέρα από τις σκόρπιες προ σπάθειες για τις οποίες έγινε λόγος, είναι κυρίως τρία: η χρήση τής δημοτι κής α) από την Επτανησιακή Σχολή (Σολωμός, Πολυλάς, Τυπάλδος, Μάτεσης, Μαρκοράς, Καλοσγούρος), β) από την προέκτασή της στην Αθήνα, τους «συνδέσμους»74 (Τερτσέτης, Ζαλοκώστας, Βαλαωρίτης, Λασκαράτος, Κονε μένος) και γ) από τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή (Παλαμάς, Καμπάς, Δροσίνης,
188
Πάλλης, Εφταλιώτης, Πολέμης, Κρυστάλλης κ.ά.). Το κύρος τού γενάρχη τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, τού Διονυσίου Σολωμού (1798-1857), ο οποίος υπήρξε μαζί ποιητής, διανοούμενος και εθνικός μαχητής αλλά και, πάνω απ’ όλα, εισηγητής ενός «δεύτερου» νεοελληνικού διαφωτισμού, που απέβλεπε στον ιδεολογικό, πνευματικό και γλωσσικό εκσυγχρονισμό τής ελεύθερης Ελλάδας, βάρυνε αποφασιστικά στην καθιέρωση τής δημοτικής γλώσσας. Ενέπνευσε και ενθάρρυνε έναν εκλεκτό πυρήνα λογοτεχνών, επιστημόνων και διανοουμένων να εκφραστούν στη ζωντανή προφορική γλώσσα, η οποία, κατά το παράδειγμά του, μπορούσε με κατάλληλη καλλιέργεια να εξελιχθεί σε άριστο εκφραστικό όργανο. Η Σχολή που δημιουργήθηκε με τις ιδέες του (η Επτανησιακή και η προέκτασή της στην Αθήνα) μπορεί να υποχώρησε πρόσκαιρα στην επικράτηση τής Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής (τής μέχρι το 1880 αθηναϊκής ρομαντικής ποίησης), αλλά μπόλιασε το πνευματικό κλίμα τής Ελλάδος, δίνοντας την αίσθηση ενός σημαντικού και αξιόπιστου προο δευτικού κινήματος, λογοτεχνικού, γλωσσικού μαζί και ιδεολογικού, στο οποίο μπορούσε κανείς να στηριχθεί ή να αναφερθεί με σιγουριά.
23. Το σημαντικό με τη Σχολή τού Σολωμού ήταν ότι την καίρια στιγμή απετέλεσε την αντιπρόταση στον αρχαϊσμό ή νεοαττικισμό, αυτόν που «αναγεννήθηκε εκ τής τέφρας» με τη δημιουργία τού ελεύθερου νεοελληνικού Κράτους και με το ιδεολογικό κλίμα που επικράτησε μετά τη διατύπωση των ανθελληνικών θεωριών τού Γερμανού ιστορικού Ρα11πΐ6ΓαγβΓ (1790-1861) ήδη στη δεκαετία τού 183075, καθώς και με όλο το νεοκλασικιστικό πνεύμα που φέρνουν οι Βαβαροί στην Ελλάδα76. Με τη δημιουργία τού ελεύθερου κρά τους δηλ. ανέκυψε, όπως ήταν φυσικό, το θέμα τού ποια θα ήταν η επίσημη γλώσσα τής Διοίκησης και τής Εκπαίδευσης, και κυρίως ποια μορφή γλώσ σας θα διδάσκονταν οι μαθητές στο σχολείο. Υποστηρικτές τού αρχαϊσμού (από διαφορετική οπτική γωνία, με διαφορετικά επιχειρήματα και διαφορε τική σύλληψη τής γλώσσας) είναι οι Νεόφυτος Δούκας, Στέφανος Κομμητάς, Κ. Οικονόμος (μεταστραφείς από οπαδός τού Κοραή), Σκαρλάτος Βυζάντιος, Κλ. Ραγκαβής, Παναγιώτης Σούτσος, Γεώργιος Πεντάδος Δάρβαρις, Α. Λευκίας Γεωργιάδης, Σπ. Ζαμπέλιος, Μ. Ευαγγελίδης, Γ. Μιστριώτης κ.ά. Χαρα κτηριστικά τής στάσεως και των προσδοκιών των αρχαϊστών είναι όσα λέγει στον Πρόλογο τού Λεξικού του το 1835 ο περίφημος Φαναριώτης λό γιος, εκπαιδευτικός και λεξικογράφος Δ. Σκαρλάτος ο Βυζάντιος (1798-1878): «[...] φρονώ άναπόφευκτον, εις τούς “Έλληνας τήν κατά κανόνας σπουδήν τής προγονικής ’των [δίο] άρχαίας γλώσσης, και τήν βαθμηδόν άναζωποίησίν της, δχι θαυματουργίαν, καθώς έδογμάτιζεν ό μακάριος Κοραής, άλλά δυνατήν καί κατορθωτέαν [...] Ά λλά ποτέ, λέγεις, δέν θά φθάσωμεν εις τήν έντέλειαν τοϋ Πλατωνικού καί Δημοσθενικοϋ χαρακτήρος. Σύμφημι, διά χάριν σου* ’δεν συμπεραίνω δμως έκ τούτου δτι δέν πρέπει ’νά μή σκοπεύωμεν, ούτε πρός τόν χαρακτήρα τοϋ Στράβωνος καί Πλουτάρχου, ή τοϋ Βασιλείου καί Χρυσοστόμου* καί, τέλος πάντων, ποιος ’μ ε βεβαιώνει, δτι, μετά πεντήκοντα, εκατόν, έκατόν πεντήκοντα έτη, ’δέν θά κατορθωθή καί αύτό τό σήμερον άκατόρθωτον νομιζόμενον έργον;»11. Οι οδηγίες («Οδη γός») τού αναλυτικού προγράμματος διδασκαλίας το 1856 ορίζουν για τη
189
διδασκαλία τής γραμματικής τα εξής: Γραμματική τής έλληνικής γλώσσης ορίζεται ή τής άρχαίας καί μόνη· συντεταγμένη δμως έπί τό άπλούστατον, καί περιέχουσα μόνον τούς εις τό καθαρώς γραφόμενον καί λαλούμενον ύφος συνήθεις τύπους, έκτος τών δυϊκών, τών αττικών καί τών εις -μ ι καί τών μήπω έν χρήσει άνωμάλων ονομάτων καί ρημάτων»19. Ακόμη και για το δημοτικό!” Έστω και αν ο φωτισμένος ιδρυτής τής Φιλεκπαιδευτικής Εται ρείας (1836) και πρώτος Γενικός Επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων τής Ελλάδος, ο Ιωάννης Κοκκώνης (περ. 1796-1864), υποστήριζε από το 1850 ότι «Ή κατ’ άρχάς διδασκομένη εις τά παιδάρια Γραμματική πρέπει νά είναι ή τής καθομιλουμένης γλώσσης· διότι άναντιρρήτως ό άρχάριος μαθητής δύναται νά λάβη τήν έννοιαν τών μερών τής συνθήκης [ενν. τη σύνταξη] τής μητρικής του γλώσσης εύκολώτερον παρ’ άλλης τίνος»80.
24. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι ο πιο συνειδητός εκφραστής τού αρχαϊσμού, ο Φαναριώτης Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868), κηρύσσοντας συστηματικά στα μέσα τού 19ου αιώνα την άμεση επιστροφή στη χρήση τής αρχαίας γλώσσας (!), δεν ακολουθείται από κανέναν. Το βιβλίο του, «Νέα Σχολή τοϋ γραφομένου λόγου ή Άνάστασις τής άρχαίας Έλληνικής Γλώσ σης έννοουμένης ύπό πάντων» (1853), είναι, στα περισσότερα σημεία του, παραλήρημα νεοαττικιστικών παραγγελμάτων τού τύπου: «Άπορρίψατε τά Κοραϊστικά είμαι, είσαι, είναι, ήτον, θέλω εισθαι, νά ήσαι, νά ήναι, άν ήσαι, άν ήναι καί γράφετε είμί, ει [...], έστί, έσμέν, έστέ, εΐσί' ήμην, ήσο, ήτο ή ήν, ,ής, ή, ήμεν, ήτε, ήσαν εσομαι, έση, εσεται [...] εσο, έστω [...] εάν φ, ής, ή, ώμεν, ήτε, <δσι»“. Είναι φανερό ότι η όλη συλλογιστική τού Π. Σούτσου ακολουθεί μια πορεία που συγκρούεται και με την πραγματικότη τα (παιδευτική, κοινωνική, πολιτισμική) των χρόνων του και με τους κανό νες λειτουργίας τής γλώσσας. Μιλάει σχεδόν για την ανάγκη τεχνητής νε κρανάστασης τής αρχαίας γλώσσας (νεοαττικισμός), αντίθετα προς τους άλλους αρχαϊστές που τουλάχιστον περιορίζουν την επαφή με την αρχαία γλώσσα στην εκπαίδευση ή ως πηγή ανανέωσης και καθαρισμού τής σύγ χρονης γλώσσας, έστω και τής καθαρεύουσας. Αυτό που επιτυγχάνεται, στην πράξη, με την ακραία θέση τού Σούτσου είναι να προκληθούν αλυσι δωτές αντιδράσεις, που ευνοούν, έστω και αν ξεκινούν με διαφορετικές προ θέσεις, μια πιο συντηρητική καθαρεύουσα, η οποία στον καθαριστικό και ελεγκτικό ζήλο της δίνει ενίοτε την εντύπωση αρχαϊσμού «από την ανάπο δη»!
25 . Τρία έργα αλληλοελεγκτικά κατά ζεύγη ακολουθούν το επίσης ελεγκτι κό, στην ουσία του, έργο τού Παναγ. Σούτσου. Είναι τα «Σούτσεια», που εκδίδονται ανωνύμως το 1853 από τον καθηγητή τής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνο Ασώπιο (1785-1872), το έργο τού Κωνσταντίνου Κόντου Γλωσσικαί Παρατηρήσεις (1882)82 και το ανωνύμως κατ’ αυτού εκδοθέν έργο τού Δημητρίου Βερναρδάκη με τίτλο «Ψευδαττικι σμού Έλεγχος» (1884)“. Τα «Σούτσεια» ελέγχουν τη γλωσσική εγκράτεια τού Π. Σούτσου- ο «Ψευδαττικισμού έλεγχος» τον γλωσσικό έλεγχο που ασκεί ο Κ. Κόντος σε όλους συλλήβδην τους καθαριστές τής γλώσσας, σε όλους τους
190
καθαρολόγους από τον Κοραή και τον Κωνσταντίνο Οικονόμο έως τον Φί λιππο Ιωάννου και από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο και τον I. Χρυσοβέργη έως τον Α. Ρ. Ραγκαβή και τον Δ. Μαυροφρύδη. Έτσι, ο πολύς Κ. Ασώπιος, αντί να δείξει τη σαθρότητα τού όλου εγχειρήματος τής νεοαττικιστικής προτάσεως τού Π. Σούτσου, παρασύρεται σε έλεγχο τού καθαρισμού τής γλώσσας του και, κατά τούτο, αττικίζει. Όπως αττικίζει ο μέγας Κόντος, όταν -σοφά πλην αττικιστικά- ελέγχει την καθαρότητα των καθαρολόγων, για να ελεγχθεί με τη σειρά του, έστω και λιγότερο επιτυχώς, από τον κατ’ ανάγκην αττικίζοντα Δ. Βερναρδάκη, προκειμένου να αποδείξει τον Κόντο ψευδαττικίζοντα ή ανάττικον!
26. Σε αυτήν την κρίσιμη δεκαετία τού 1880 και στην επόμενη που θα λήξει στην καμπή από τον 19ο στον 20ό αιώνα, το γλωσσικό ζήτημα εισέρχεται στην οξύτερη και καθοριστική φάση του. Η παλαιά καθαρευουσιάνικη Αθη ναϊκή Σχολή δίνει το 1880 τη θέση της στη δημοτικιστική νέα Αθηναϊκή Σχο λή, στη Σχολή τού Παλαμά, που έρχεται να σφραγίσει μια για πάντα τη γλωσσική μορφή τής λογοτεχνίας με την κυριαρχία τής δημοτικής γλώσσας. Κυρίως όμως στη δεκαετία τού ’80 τίθεται για πρώτη φορά δημόσια το θέμα τής επισημοποίησης τής δημοτικής γλώσσας σε επιστημονική βάση και με επιστημονική γλωσσολογική επιχειρηματολογία από τον γλωσσολόγο Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929). Την ίδια δεκαετία εμφανίζεται και ο ιδρυτής τής γλωσσικής επιστήμης στην Ελλάδα, ο Γεώργιος Χατζιδάκις (1848-1941). Διδάκτωρ τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών το 1881, Υφηγητής τής ίδιας Σχολής το 1883 και πρώτος (έκτακτος) Καθηγητής τής Γλωσσολογίας στην Ελλάδα το 1885 (το 1890 έγινε τακτικός καθηγητής). Το ίδιο έτος με τον Χατζιδάκι (το 1885) γίνεται (έκτακτος επίσης) καθηγητής στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών (Εοοίβ άβδ Η&ιιίοδ ΕΙικ&δ) στη Σορβόνη και ο Γιάννης Ψυχάρης, αναλαμβάνοντας την πρώτη έδρα Νεοελληνικών Σπουδών που ιδρύεται στην Ευρώπη, την έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολο γίας (τακτικός καθηγητής τής ίδιας έδρας γίνεται το 1904). Μαθητής μεγά λων γερμανών γλωσσολόγων ο Γ. Χατζιδάκις: τού Ο. ΟΐΓίΐιΐδ, τού Κ. Βπι§πιαηη και τού Β. ΌβΙ^ΓϋοΙί, και στην Ελλάδα τού Κ. Κόντου, τού Κ. Παπαρρηγόπουλου, τού Στ. Κουμανούδη κ.ά. Μαθητής μεγάλων επίσης γλωσσολό γων ο Γιάννης Ψυχάρης: τού δαιΐδδΐΐΓθ, τού Μ. Βγ6&1, τού Ο. Ραπδ, τού Αγ. ΟαπηδΙοΙβΓ και τού Γ. Ηανεί. Με τον ιδρυτή μάλιστα τής Σύγχρονης Γλωσσο λογίας, τον Ροπίίη&ικί ά© δαιΐδδΐΐΓ© (1857-1913), ο Ψυχάρης συνυπηρετεί ως συνάδελφός του από το 1885 έως το 1891 (οπότε ο δαιΐδδΐΐΓβ γίνεται καθηγη τής στη Γενεύη) και επηρεάζεται, όπως έχω δείξει αλλού84, από τις καινοτόμους γλωσσολογικές ιδέες τού μεγάλου γλωσσολόγου. Στη ΙΟετία τού ’80 ο Ψυχάρης παίρνει θέση στο γλωσσικό (το 1888) σε πραγματεία του με τίτλο «ΟιιβδΙίοπδ ά’ΜδΙοίΓΟ ©Ι ά& ΙίηςτιίβΙίφΐθ» (Ζητήματα ιστορίας και γλωσσολο γίας/ 5, σκόρπια ήδη στο έργο του «Εδδαίδ ά& ^ΓαιηιηαίΐΌ Μδίοπφΐβ ηόο^ΐΌοςιιε» (Μελέτες ιστορικής γραμματικής τής νεοελληνικής, Παρίσι 1886-9) και, κυρίως, στο γλωσσολογικό μανιφέστο τού 1888, που είναι γνωστό με τον τίτλο «Το ταξίδι μου», ένα ασυνήθιστο λογοτεχνικό έργο που συντάσσεται για να αποτελέσει γλωσσικό παράδειγμα εφαρμογής των γλωσσολογικών
191
απόψεων τού Ψυχάρη και των γλωσσικών νόμων που διέπουν, κατά τον Ψυ χάρη, τη δημοτική γλώσσσα86.
27 . Με τον Ψυχάρη η συζήτηση τού γλωσσικού διατηρεί την εθνική, κοινω νική και εκπαιδευτική της διάσταση, με την οποία επιχειρηματολογούσαν και οι παλαιότεροι υποστηρικτές τής κοινής/δημοτικής γλώσσας, αλλά τώ ρα η υποστήριξη γίνεται, κυρίως, σε τεχνικο-επιστημονικό-γλωσσολογικό επίπεδο. Τώρα γίνεται λόγος για σύστημα, για κανόνες, για μεταβολές σε γλωσσικά επίπεδα (φωνολογίας, γραμματικής, σύνταξης), για δομή γλώσσας, για γραπτό και προφορικό λόγο κ.λπ. Η συλλογιστική τού Ψυχάρη είναι απλή: Η σύγχρονη ελληνική γλώσσα είναι αυτή που είναι κοινό κτήμα όλων των Ελλήνων, ανεξαρτήτως μορφώσεως, ηλικίας, προελεύσεως, κοινωνικής τάξεως κ.λπ., δηλ. είναι η κοινή δημοτική γλώσσα. Η γλώσσα αυτή προέρχε ται εξελικτικά από την αρχαία ελληνική και έχει σχηματισθεί με σειρά μεταβολών σε όλα τα επίπεδα τής δομής της, με νόμους γλωσσικούς που οδήγησαν στη μορφή που έχει σήμερα. Οι νόμοι αυτοί καθορίζουν και τη δομή της, μπορούν δε να περιγραφούν και να αποτελέσουν τους κανόνες τής σύγχρονης γλώσσας. Το σύνολο αυτών των κανόνων απαρτίζει το σύστημα τής νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας. Αυτή η γλώσσα, η προφορική δημοτι κή γλώσσα, πρέπει να αποτελέσει και την επίσημη γλώσσα τής Ελλάδος και στον γραπτό λόγο, αυτόν που χρειάζεται η Διοίκηση, η Εκπαίδευση, η Επι στήμη. Ο Ψυχάρης, επηρεασμένος και από το γλωσσολογικό κλίμα που έχει δημι ουργήσει ό δ&ιΐδδΐΐΓβ87στη Σορβόνη, δίνει μεγάλη έμφαση στον προφορικό λό γο -κ α ι όχι στον γραπτό-, στη σύγχρονη μορφή τής γλώσσας -κ α ι όχι στην ιστορική/διαχρονική της εξέλιξη-, στη διαλεκτική της ποικιλία (που δείχνει τις δυναμικές τάσεις τής γλώσσας) και στη χρήση τής γλώσσας. Επίσης, υπό την επίδραση τής παλαιότερης (μέχρι τού 1880) ιστορικοσυγκριτικής γλωσ σολογίας88, ο Ψυχάρης έμεινε προσκολλημένος σε μια αντίληψη άτεγκτης εφαρμογής των γλωσσικών (φωνητικών και μορφολογικών) νόμων, στο ανεξαίρετο των γλωσσικών νόμων. Πίστευε ότι, αφού λ.χ. το σχ ετράπη σε σκ (σχίζω > σκίζω), θα πρέπει το σχ σε κάθε λέξη να προφέρεται και να γρά φεται ως σκ. Να πούμε δηλ. και να γράφουμε σκέδιο, η Μεγάλη τού Γένου [δίο] Σκολή, διασκίζω, σκήμα κ.τ.ό. Έτσι, ό,τι θεωρούσε ο ίδιος συνέπεια στις επιταγές των γλωσσικών νόμων καταντούσε να εκλαμβάνεται (και να αποτελεί για τους πολλούς) ακρότητα, γλωσσικό φανατισμό και ό,τι ονομάστη κε μειωτικά «ψυχαρισμός». Ο ίδιος ερμηνεύει τον χαρακτηρισμό τού φανα τικού ως εξής: «Μέ είπανε πολλές φορές και μέ λένε φανατικό. Φανατισμός στη γλώσσα, δπως τό έννοοϋνε οι κατηγορητάδες μας, σημαίνει νόμος έθνικός. αΑμα θέλεις ν 9άκούσεις τό νόμο καί ν 9ακολουθήσεις τή γραμμα τική, νομίζουνε πώς είναι άπό πείσμα ή άπό καμιά υπερβολική πεποίθηση στή δύναμή σου [...] δταν άποβλέπεις στά παιδιά, μοϋ φαίνεται άπαραίτητο νά τούς δώσεις καί μιά γραμματική. Ή γραμματική σου πάλε θά βασί ζεται σέ κάποιους κανόνες. Νά λοιπόν πού γίνεσαι φανατικός»89. Για τον Ψυχάρη η ρύθμιση τής γλώσσας, ο κανονισμός, είναι επιβεβλημένο καθή κον, όχι ανεπίτρεπτη παρέμβαση: «Ή μέθοδος πού χρωστούμε νά έφαρμό-
192
σουμε, άπλή: πρέπει νά ξεδιακρίνουμε τό γενικό τόν κανόνα καί νά καθιε ρώσουμε τόν τύπο πού άκούει τόν κανόνα τό γενικό. *Άλλη σωτηρία δέν έχει»90. Αυτό που έχει σημασία είναι μόνον ο προφορικός λόγος, η προφορά -ό χι ο γραπτός, η γραφή: «'Όπως άπειρες φορές τό κοπάνισα [δΐο], ή γραφή δέν μπαίνει σέ λογαριασμό, ή προφορά εχει σημασία»91. Τόσο απόλυτος είναι ο Ψυχάρης στις θέσεις του αυτές, ώστε κάθε παρέκ κλιση ή υποχώρηση στη χρήση τύπων ή λέξεων που έχουν καθιερωθεί στην πράξη, τύπων ή λέξεων λογιότερης προέλευσης, θεωρείται από αυτόν απα ράδεκτος συμβιβασμός, σχεδόν προδοσία τής γλώσσας. Έτσι δεν διστάζει να κατηγορήσει καταξιωμένους και αγωνιστές δημοτικιστές, όπως ο Παλαμάς, ο Μαν. Τριανταφυλλίδης κ.ά. για συμβιβασμό! Βεβαίως, βρισκόμαστε ακόμη στην περίοδο των «ηρωικών χρόνων» τού δημοτικισμού και τα ηγετικά στε λέχη με πρώτον τον Ψυχάρη είναι υποχρεωμένα να δέχονται επιθέσεις με βαριές κατηγορίες και να αμύνονται για την επιβολή τής δημοτικής γλώσ σας, η οποία αυτά τα χρόνια έχει ακόμη περιορισμένη δύναμη, αφού έχει ευρύτερα κατισχύσει η καθαρεύουσα. Κρίνοντας τη συμβολή τού Ψυχάρη στο γλωσσικό ζητημα, μπορούμε ανε πιφύλακτα να πούμε ότι χωρίς την παρουσία του είναι άγνωστο πότε η δημοτική γλώσσα θα διεκδικούσε τα δικαιώματά της ως επίσημης γλώσσας και εξίσου άδηλο αν θα πετύχαινε στην προσπάθειά της. Ο Ψυχάρης, με την επιστημονική επιχειρηματολογία του ως γλωσσολόγος, με τη μαχητικότητά του ως ασυμβίβαστος αγωνιστής και με σωτηριολογικό σχεδόν πάθος να αποκτήσει η Ελλάδα ως επίσημη τη φυσική της γλώσσα, κατάφερε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει ένα ανθρώπινο δυναμικό από λογοτέχνες, επιστήμονες, καλλιτέχνες, φοιτητές, απλούς ανθρώπους που πίστεψαν στο κήρυγμά του για την επισημοποίηση τής δημοτικής γλώσσας και αγωνίστη καν γ ι’ αυτό92. Έτσι το γλωσσικό ζήτημα πήρε τη μορφή και τις διαστάσεις ιδεολογικού κινήματος μάλλον παρά επιστημονικού ή λογοτεχνικού ρεύμα τος, που χώρισε τους Έλληνες σε δύο γλωσσικά στρατόπεδα, στους υποστηρικτές τής δημοτικής (λιγότερους και μαχητικότερους) και στους οπαδούς τής καθαρεύουσας (περισσότερους και λιγότερο μαχητικούς από τη σιγου ριά τής υπεροχής). Άρα χωρίς τον Ψυχάρη, ό,τι και αν πούμε, ούτε ο δημο τικισμός θα είχε αποκτήσει τέτοια δύναμη ούτε η δημοτική θα έφθανε 100 σχεδόν χρόνια μετά στην αναγνώρισή της ως επίσημης γλώσσας. Από την άλλη μεριά, ο τρόπος με τον οποίο διεκδίκησε τα δικαιώματα τής δημοτικής ο Ψυχάρης, ήταν συχνά από άκομψος έως ανεπιτυχής. Έτσι λ.χ. το ύφος και η γλωσσική διατύπωση που χρησιμοποίησε ακόμη και στα επι στημονικά κείμενά του για να υπερασπιστεί τη δημοτική, πολλές φορές απωθούσαν τους αναγνώστες και γεννούσαν αμφιβολίες και δυσπιστίες για την ορθότητα των απόψεών του. Ιδού ένα δείγμα γραφής από ένα πολύ αξιό λογο, και σήμερα ακόμη, έργο τού Ψυχάρη, τη Ρωμαίικη Γραμματική του. Γράφει, περιγράφοντας τον τρόπο αρθρώσεως (προφοράς) ορισμένων φθόγ γων: «Οί άλλοι μας ήχοι μορφωνόντανε ως τώρα εϊτε μέ σφάληγμα -σωστό τερα μ ’ ένα πρωτοστούμπωμα [...] εϊτε μέ πέρασμα, δηλαδή μέ μόρφωση στενάδας στο γλωσσόσπιτο κάπου [...] ένώ οί προηγούμενοι γίνουνται μ ’
ένα κίνημα καί σώνει, αυτός Θέλει τό λιγώτερο δύο κινήματα. Α.χ. ό ήχος Τ θά βγει μ 9 ένα χτύπημα τής γλώσσας στο γλωσσόσπιτο, αμα δηλαδής έκοψε τόν άέρα κι έπειτα τοϋ έδωσε δρόμο»93. Όμως, το μοιραίο σφάλμα τού Ψυχάρη, που στέρησε εξαρχής τις απόψεις του από ευρύτερη αποδοχή προκαλώντας το κοινό αίσθημα των απροκατάληπτων συζητητών τού γλωσσι κού και των απλών ανθρώπων, ήταν ότι είδε την ελληνική γλώσσα αν-ιστορικά, σαν να μην είχε μακραίωνα καλλιέργεια και λόγια παρακαταθήκη που ανήκε επίσης στο σώμα, στην παράδοση και στο δυναμικό τής ελληνικής γλώσσας94. Γενικά -από αντίδραση και από τακτική ίσως, που την καταλα βαίνει κανείς, αν αναλογιστεί το πνεύμα και τις αντιδράσεις των χρόνων εκείνων- ο Ψυχάρης υποτίμησε προκλητικά το λόγιο στοιχείο και προχώρη σε σε ένα είδος «δημοτικιστικού καθαρισμού» για γραμματικούς τύπους και λέξεις που δεν συμφωνούσαν με τους κανόνες που ο ίδιος θεώρησε ότι διέ πουν τη δομή και τη λειτουργία τής δημοτικής. Ωστόσο, το ανεξαίρετο των νόμων και των κανόνων υπερκεράστηκε στην ουσία και από τους ίδιους τους ιστορικοσυγκριτικούς γλωσσολόγους, περνώντας από τους παλαιογραμματικούς στους νεογραμματικούς, αφού οι τελευταίοι δεν απέρριπταν τους τύπους, τους παρεκκλίνοντες από τους γενικούς κανόνες, αλλά τους ερμήνευαν (γιατί εμφανίζονται όπως εμφανίζονται) και φυσικά δεν αμφι σβητούσαν τη χρήση τους. Αναζητώντας την απόλυτη καθαρότητα των τύ πων τής δημοτικής και υποστηρίζοντας την τεχνητή ρύθμιση όλων των λέ ξεων και τύπων σύμφωνα με απαρέγκλιτους κανόνες, ερήμην τής χρήσεως και τής διαμορφωμένης γλωσσικής πραγματικότητας, ο Ψυχάρης έδινε την εντύπωση τού εξωπραγματικού επιστήμονα που απειλούσε, τρόπον τινά, την ελευθερία τής γλωσσικής εκφράσεως των ατόμων, ενώ αυτήν ακριβώς την ελευθερία ήταν που πάλευε να κατοχυρώσει ο γλωσσολόγος τού Παρισιού. Ο ίδιος ο χαρακτήρας τού Ψυχάρη, ευέξαπτος και επιθετικός, προκαλούσε έχθρες και δυσαρέσκειες, που συσκότιζαν τις αγνές προθέσεις τού πατριώ τη ιδεολόγου επιστήμονα και αμαύρωναν τη φήμη και το έργο του. Σήμερα, με την απόσταση τού χρόνου από τα γεγονότα, μπορούμε νηφάλια να εκτι μήσουμε την προσφορά τού Ψυχάρη ως καθοριστική για την πορεία προς την αναγνώριση τής δημοτικής και ύψιστης ιστορικής σημασίας για τη γλώσσα μας.
28 . Ο αντίποδας τής διδασκαλίας τού Ψυχάρη περί επισημοποιήσεως τής δημοτικής και ως γραπτής γλώσσας ήταν οι θέσεις τού Γεωργίου Χατζιδάκι, τού μεγαλύτερου Έλληνα γλωσσολόγου. Όπως στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα για το γλωσσικό ζήτημα παρερμηνεύθηκε και υποτιμήθηκε η προσφορά τού Ψυχάρη, έτσι, από άλλης πλευράς, παρεξηγήθηκε η στάση και προσφορά τού Γ. Χατζιδάκι. Ειδικά, μάλιστα, για τον Γ. Χατζιδάκι μέσα στον σάλο τού γλωσσικού ζητήματος ξεχάστηκε ή, από άλλους, αποκρύφθηκε το αδιαμφι σβήτητο γεγονός ότι ο Γ. Χατζιδάκις με τα πρωτότυπα, αυστηρώς επιστημο νικά και εμπνευσμένα δημοσιεύματά του υπήρξε ο κύριος και πρωτοπόρος ερευνητής τής νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας, όπως και τής μεσαιωνικής Ελληνικής και τής αρχαίας. Από αυτή την άποψη, το να θεωρείται ο Χατζιδάκις «πολέμιος» τής δημοτικής είναι μέγιστη επιστημονική και ιστορική
194
ανακρίβεια. Γιατί ο Χατζιδάκις δεν είναι μόνον ο γλωσσολόγος που διέλυσε τις πλάνες τής «αιολοδωρικής θεωρίας» και αποκατέστησε επιστημονικά το μείζον θέμα τής προέλευσης και τής ταυτότητας τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας (ως συνέχειας τής αρχαίας Αττικής μέσω τής Αλεξανδρινής Κοινής και τής Βυζαντινής Ελληνικής), αλλά είναι ο προικισμένος -κ α ι διεθνώς αναγνωρισμένος- επιστήμονας που θεμελίωσε στην Ελλάδα την επιστημο νική σπουδή τής ελληνικής γλώσσας95. Στη στάση τού Γ. Χατζιδάκι απέναντι στο θέμα τής γλώσσας υπάρχει μια αντίφαση. Ο θεμελιωτής τής σπουδής τής γλώσσας μας και τής ίδιας τής δημοτικής δεν βρέθηκε πρωτοπόρος στην υποστήριξη τής δημοτικής και ως γραπτής επίσημης γλώσσας. Δεν βοήθησε δηλ. με το απαράμιλλο επιστημο νικό κύρος του στην έγκαιρη ανάδειξη τής δημοτικής σε επίσημη γλώσσα, αν και δεν παρέλειψε ποτέ να υποστηρίζει τα δικαιώματα τής δημοτικής ως τής προφορικής παράδοσης τής γλώσσας των Ελλήνων, τής οποίας η αξία δεν πρέπει να υποτιμάται από κανέναν: «Αί φράσεις 'β ά ρ β α ρ ο ν', 'διεφθαρμένον’, “έλεεινόν ιδίωμα ή διάλεκτος ή γλώσσα’ λεγόμεναι έπί τής δημώ δους άπλής λαλουμένης ημών γλώσσης είναι καί ασεβείς καί ήμαρτημέναι. Είναι άσέβεια καί άκρα καταισχύνη νά όνομάζωμεν τό άπό 15 καί πλέον αιώνων πνευματικόν όργανον τού έθνους ημών βάρβαρον καί διεφθαρμένον»96. Επίσης, υποστηρίζοντας την κανονικότητα τής προφορικής γλώσσας, λέει: «Άτοπος είναι ό λόγος ό πολλάκις προφερόμενος, ότι τοϋτο ή έκεΐνο τό φαινόμενον 'ειναι τοϋ λα ο ϋ’, 'είναι χυδαϊον’, “έπλάσθη ύπό άμαθών, επομένως δέν έχει λόγον’ [...] Δύναμαι νά διαβεβαιώσω τούς ταϋτα προφέροντας, ότι πολλφ μείζων κανονικότης καί τάξις παρατηρέϊται ύπό τών επιμελών εξεταστών έν τή γλώσση έκείνου τοϋ χωρικού, δστις ούδέποτε άνέγνωσε βιβλίον ούδ’ έξήλθεν έκ τής κώμης αύτοϋ ή έν τή γλώσση τή έν ’Αθήναις ύφ’ ημών λαλουμένη [...] ή γλώσσα τοϋ λαού δέν είναι άλογος καί άκανόνιστος»7. Ο Χατζιδάκις εβάδισε, με τον δικό του τρόπο, ό,τι θεωρούσε για την εποχή του «μέση οδό»· έψεξε τους αρχαϊστές χαρακτηρίζοντας την ταύτιση τής επίσημης γλώσσας με την αρχαία ως «μεγάλη εθνική συμφορά»98. Και από την άλλη μεριά, υπεράσπισε τη λόγια παράδοση ως απαράγραπτη ιστο ρική πραγματικότητα, που κακώς παραγνώριζαν οι δημοτικιστές ζητώντας την κατάργησή της99. Αποφεύγοντας τα, κατά τη γνώμη του, δύο άκρα, τον αρχαϊσμό και τον (ακραίο στην εποχή του) δημοτικισμό, ο Χατζιδάκις ως άλλος Κοραής (τού οποίου ήταν θαυμαστής και θιασώτης) εβάδισε τη μέση οδό τής απλής καθαρεύουσας, την οποία θεωρούσε ως τη μόνη γλωσσική μορφή που μπορούσε, όπως είχε η γλώσσα στα χρόνια εκείνα (τέλη 19ου αι.αρχές 20ού αι.), να φέρει το επικοινωνιακό βάρος επίσημης γραπτής γλώσ σας, γλώσσας τής διοίκησης, τής εκπαίδευσης, τής επιστήμης. Πίστευε δε ο Χατζιδάκις ότι με τη συνεχή απλοποίηση τής απλής καθαρεύουσας θα συνέ πιπταν βαθμηδόν καθαρεύουσα και δημοτική και θα σχηματιζόταν αβίαστα και ομαλά με την πάροδο τού χρόνου ενιαία μορφή ομιλουμένης και γρα φομένης γλώσσας: «’Έχομεν δύο ρεύματα· τό τής γραφομένης καί τό τής λαλουμένης παραλλήλως ρέοντα, ατινα είσβάλλουσιν άδιαλείπτως εις
195
άλληλα, ήτοι προσεγγίζουσιν άλλήλοις δ προφορικός καί ό γραπτός ήμών λόγος καί ή άφομοίωσις βαθμηδόν έπιτελεϊται. Δ ήλον αρα δτι ή προσέγγισις, ή ταύτισις σχεδόν, δύναμαι νά εϊπω, αϋτη θά τελεσθή ήμέραν τινά»[0°. Βεβαίως, η μέση οδός, όπως και στην περίπτωση τού Κοραή, συνετέλεσε ώστε ο Χατζιδάκις να δεχθεί τα πυρά και των δύο ακραίων πλευρών: και των αρχαϊστών και των ακραίων δημοτικιστών101. Μεγάλο μέρος τού συγγραφικού έργου τού Γ. Χατζιδάκι, ευτυχώς όχι το μεγαλύτερο, αφιερώθηκε εκ των πραγμάτων στο γλωσσικό ζήτημα. Ως ο μόνος και επιφανής γλωσσολόγος εν Ελλάδι έπρεπε να πάρει θέση είτε απέ ναντι σε όσους χωρίς να είναι γλωσσολόγοι επιχειρηματολογούσαν αναφερόμενοι στη γλωσσική επιστήμη είτε απέναντι σε γλωσσολόγους που υπο στήριζαν ότι οι θέσεις τους υπαγορεύονταν από τη γλωσσική επιστήμη, είτε, τέλος, απέναντι σε διανοουμένους και επιστήμονες άλλων κλάδων, οι οποί οι, υποστηρίζοντας τη δημοτική ή την αρχαϊστική καθαρεύουσα, αναφέρονταν επίσης σε αρχές τής γλώσσας, στη δομή, την ιστορία και τη λειτουρ γία της. Απαντώντας σε γλωσσολογούντες φιλολόγους ο Χατζιδάκις συγκρούεται με τον Δ. Βερναρδάκη (για να υπερασπιστεί τις θέσεις τού δι δασκάλου του Κ. Κόντου)102, με τον Εμμ. Ροΐδη103 και με τον γερμανό βυζαντινολόγο ΚαΓί ΚπιπΛαοΙιοι*104. Εξάλλου με δύο βασικά ειδικά δημοσιεύματα (γιατί μνεία περί τού γλωσσικού γίνεται σε πολλά άλλα δημοσιεύματά του) απαντά στον Ψυχάρη και σε άλλους δημοτικιστές105. Σε ένα τόσο σύνθετο θέμα, όπως είναι το ζήτημα τής επίσημης εθνικής γλώσσας, ο Χατζιδάκις, διεθνούς κύρους επιστήμονας, προσπάθησε να αποφύγει και να αποτρέψει την έξωθεν (από μελετητές, διανοουμένους κ.ά.) ρυθμιστική παρέμβαση στη γλώσσα. Ως επιστήμονας, και μάλιστα γλωσσο λόγος, δέχθηκε ως πραγματικότητα την «ομόχρονη διγλωσσία», την ύπαρξη δηλ. και παράλληλη χρήση δύο μορφών τής ελληνικής γλώσσας, άλλης στην προφορική επικοινωνία και άλλης στη γραπτή επικοινωνία. Υποστήριξε τα ιστορικά δικαιώματα τόσο τής προφορικής γλώσσας (δημοτικής) όσο και τής γραπτής. Θεωρούσε τον εαυτό του δημοτικιστή, με την έννοια ότι αυτός κατ’ εξοχήν μελέτησε τη δημοτική γλώσσα και, όταν τον κατηγορούσαν ως εχθρό τής δημοτικής, αντέτεινε, μεταξύ άλλων, ότι: «Δύναμαι νά εϊπω μετά παρρησίας καί άνευ τινός περιαυτολογίας, δτι περισσότερα διέπραξα εγώ ύπέρ τής έρεύνης τών δημοτικών διαλέκτων, καίτοι δέν μεταχειρίζομαι αύτάς έν τώ γραπτφ λόγω ή πάντες όμοϋ οι φίλοι τοϋ κ. ΚηιπώαοΙιοτ, οϊτινες άεί μέν άνά στόμα έχουσι τήν νέαν γλώσσαν, ούδέν δέ άξιόλογον ύπέρ τής έπιστημονικής αύτής έρεύνης κατώρθωσαν»106. Η ακαλλιέργητη ακόμη τότε δημοτική, ιδίως σε χώρους όπως η επιστήμη, η εκπαίδευση κ.τ.ό., τον αποθάρρυνε να υποστηρίξει την επισημοποίηση τής δημοτικής και ως επίσημης γραφομένης. Ήθελε να προηγηθεί η μελέτη τής δημοτικής γλώσ σας και, κυρίως, η καλλιέργειά της από μεγάλους ιδίως λογοτέχνες107, έτσι ώστε να μπορεί να καλύψει τις ευρύτερες ανάγκες μιας απαιτητικής επι κοινωνίας. Και, πάνω απ’ όλα, ήθελε η μελλοντική επίσημη γλώσσα να προέλθει αβίαστα από την ίδια τη χρήση με τη βαθμιαία συνάντηση και σύμ πτωση γραπτής και προφορικής γλώσσας. Οπωσδήποτε, παραμένει γεγονός
196
ότι, μέσα και στο πολωτικό κλίμα ενός εμφυλίου γλωσσικού διχασμού που επικράτησε τότε, ο Χατζιδάκις δεν προχώρησε σε ενεργό υποστήριξη τής δημοτικής, που, αν γινόταν εκ μέρους του, θα οδηγούσε στη λύση τού γλωσ σικού ζητήματος ήδη από τις αρχές τού 20ού αιώνα.
29. Μιλήσαμε για γλωσσικό διχασμό και πολωτικό κλίμα. Για να γίνει αντι ληπτό τι κλίμα επικρατούσε γύρω από το γλωσσικό στην καμπή προς τον 20ό αιώνα, αρκεί να θυμίσουμε τα «Ευαγγελι(α)κά» και τα «Ορεστειακά». Τον σάλο, τις διαδηλώσεις, τα ψηφίσματα, τις βιαιοπραγίες, την αιματοχυ σία που έγινε στην Αθήνα, όταν το 1901 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» μετάφραση τού Ευαγγελίου εκπονηθείσα από τον Αλέξανδρο Πάλλη (1851-1933) με την υποστήριξη τής βασίλισσας Όλγας107α. Και τις ταραχές που έγιναν δύο χρόνια αργότερα, το 1903, όταν το Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο ανέβασε την Ορέστεια μεταφρασμένη στη δημοτική από τον Γ. Σωτηριάδη (1852-1942). Είναι τα χρόνια τού ηρωικού ή μαχητικού δημοτικι σμού (1888-1917) με κυριαρχούσα μορφή τον Ψυχάρη και «ξυμμαχητές» τον Αλέξανδρο Πάλλη, τον Αργύρη Εφταλιώτη, τον Κ. Παλαμά, τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1883-1959), τον Αλέξανδρο Δελμούζο (1880-1956), τον Δημήτριο Γληνό (1882-1943) κ.ά. Έτσι, την πρώτη δεκαετία τού 20ού αιώνα προκαλούνται εντάσεις και συγκρούσεις στο γλωσσικό, που συμπίπτουν με μεγάλα εθνικά γεγονότα, όπως ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και η εθνική ταπείνωση τού 1897, τα οποία συγκλονίζουν και τους πνευματικούς ανθρώ πους, που προσγειώνονται από παλαιότερους αρχαιοπρεπείς ρομαντισμούς σε μια σκληρή πραγματικότητα. Πρόκειται για κλίμα που επηρεάζει και το γλωσσικό. Στο πολιτικό σκηνικό κυρίαρχη μορφή είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936), τού οποίου οι αποφάσεις καθορίζουν και την τύχη τού γλωσσικού.
30. Αυτή όμως που προσδιορίζει την πορεία τού γλωσσικού είναι η δεύτερη δεκαετία τού 20ού αιώνα. Αυτό γίνεται με τρία καθοριστικά γεγονότα: την πρόβλεψη περί επίσημης γλώσσας στο Σύνταγμα τού 1911, την ίδρυση τού Εκπαιδευτικού Ομίλου (το 1910) με την έκδοση τού Δελτίου τού Εκπαιδευτι κού Ομίλου (1912) και τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση τού 1917 με εισαγωγή (για πρώτη φορά!) τής διδασκαλίας τής δημοτικής στις τάξεις τού δημοτικού σχολείου. Το Σύνταγμα τού 1911 που ψηφίζει η Κυβέρνηση Ελευ θερίου Βενιζέλου, υπό την πίεση των εθνικών γεγονότων (ήττα 1897) και προκειμένου να αποκατασταθεί ένα ήπιο κλίμα, κατάλληλο για την προετοιμα σία των Βαλκανικών πολέμων, ορίζει την (απλή) καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα: «έπίσημος γλώσσα τοϋ κράτους είναι εκείνη εις τήν όποίαν συντάσσονται τό πολίτευμα καί τής ελληνικής νομοθεσίας τά κείμενα. Πάσα πρός παραφθοράν αύτής έπέμβασις άπαγορεύεται». Η πολιτική κατευνα σμού των πνευμάτων δεν αντιπροσωπεύει τις πραγματικές απόψεις τού Βε νιζέλου, προοδευτικού πολιτικού, ο οποίος επιλέγει συνεργάτες όπως ο Δ. Γληνός και ο Ν. Καζαντζάκης και συνδέεται φιλικά με τον κύκλο τής Πηνελόπης Δέλτα. Έτσι το 1917 αναθέτει στους Δ. Γληνό, Αλ. Δελμούζο και Μ. Τριανταφυλλίδη την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση
197
μιας γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με επιτροπή που συγκροτείται μέσα στο Υπουργείο Παιδείας108. Τότε είναι που εισάγεται για πρώτη φορά η διδασκαλία τής δημοτικής στο δημοτικό σχολείο109 ως γλώσσας των ανα γνωστικών και ως οργάνου διδασκαλίας. Πρόκειται, βεβαίως, για μια μορφή δημοτικής γλώσσας, που με σειρά δημοσιευμάτων στο Δελτίο τού Εκπαιδευ τικού Ομίλου (τού οποίου την ευθύνη έχει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης από το 1913 ώς το 1921) έχει αποκτήσει περισσότερο αποδεκτή μορφή υιοθετώ ντας στη φωνητική και στη μορφολογία τύπους εν χρήσει τότε προερχομένους συχνά από την καθαρεύουσα. Είναι ο περίφημος «συμβιβασμός», τον οποίον ψέγει από τις στήλες τού Νουμά ο Ψυχάρης110, κατηγορώντας ιδίως τον Τριανταφυλλίδη ως υπεύθυνο για υποχωρήσεις προς την καθαρεύουσα, που νοθεύουν τη γνήσια δημοτική. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, παράλληλα, με τις πιέσεις που ασκεί σε όλα τα επίπεδα και ιδίως με το Δελτίο του, βοηθεί στην προώθηση τής δημοτικής δίνοντας συγχρόνως και ένα υπόδειγμα μετριοπαθούς χρήσεως τής δημοτικής. Τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμι ση τής τριετίας 1917-(Νοέμβρ.) 1920, με διετή διακοπή, συνεχίζει η μεταρ ρύθμιση των ετών 1922-1925 με τα ίδια πρόσωπα.
31. Η μορφή που κυριαρχεί στο γλωσσικό μετά τον Ψυχάρη, ιδίως από τη δεύτερη δεκαετία τού αιώνα, είναι ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1883-1959). Με τον Τριανταφυλλίδη μεταβαίνουμε από τον «Παλαιοδημοτικισμό» στον «Νεοδημοτικισμό». Ζώντας μέσα στην ελληνική -κ α ι τη γλωσσική- πραγ ματικότητα, ο Μ. Τριανταφυλλίδης ήταν φυσικό να είναι πιο συγκρατημένος έναντι τωΫ γλωσσικών θέσεων που έπαιρνε στο γλωσσικό ο Ψυχάρης. Ζούσε την καθημερινή χρήση τής γλώσσας στον γραπτό και στον προφορικό λόγο από τη μια, ήταν γλωσσολόγος μιας εποχής κατά την οποία η γλωσσική επι στήμη είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην περιγραφική/συγχρονική θεώρηση τής γλώσσας από την άλλη, έτσι ήταν αναμενόμενο να είναι πιο διαλ λακτικός και πιο μετριοπαθής στη γλώσσα. Δεν έστεργε σε στυγνή ρύθμιση τής γλώσσας με γενικούς και απαράβατους κανόνες που θα προσέκρουαν στη χρήση τής γλωσσάς, ενώ -κ α ι για λόγους τακτικής- προσπαθούσε να προβάλει τη δημοτική χωρίς να προκαλεί, όσο ήταν δυνατόν, αλλά και χωρίς να υποχωρεί. Αυτή η μετριοπάθεια και η εκλογικευμένη στήριξη τής δημο τικής γλώσσας σε συνδυασμό με τη στρατηγική καθιέρωσής της στο σχο λείο στο πλαίσιο αυτού που ονομάστηκε «εκπαιδευτικός δημοτικισμός», οδήγησε στο να αφαιρεθούν κύρια επιχειρήματα των αντιφρονούντων και να περάσει η δημοτική σε ευρύτερα στρώματα πέρα από τον στενό κύκλο των μαχομένων δημοτικιστών και των λογοτεχνών. Πολύ περισσότερο από τη διδασκαλία του ως καθηγητού τής γλωσσολο γίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1926-1934), ο Μ. Τριανταφυλλίδης, ως ειδικός γλωσσολόγος (ιδίως μετά τη γενικότερη αμφισβήτηση τού Ψυχάρη λόγω των ακραίων θέσεων και τής όλης συμπεριφοράς του), ηγήθηκε στην πραγματικότητα τής β' φάσεως τού γλωσσικού ζητήματος, τού εκπαιδευτι κού δημοτικισμού, που αρχίζει με την ίδρυση τού Εκπαιδευτικού Ομίλου (το 1910) αλλά κυρίως με την εισαγωγή τής δημοτικής στο σχολείο (το 1917). Παράλληλα προς το πλήθος των άρθρων του προς υπεράσπιση τής δημοτι
198
κής, ο Τριανταφυλλίδης προχώρησε σε έργο υποδομής τής δημοτικής, «εκ των ων ουκ άνευ», στη σύνταξη τής (Μεγάλης) Νεοελληνικής Γραμματικής τής Δημοτικής, γνωστής και ως «Γραμματικής Τριανταφυλλίδη» ή «Κρα τικής Γραμματικής». Στο έργο αυτό, που εκδόθηκε το 1941 από Επιτροπή111 με πρόεδρο, εισηγητή και κύριο συγγραφέα τον Μ. Τριανταφυλλίδη και με συνεργάτες του τους Κλέανδρο Λάκωνα (πραγματικό όνομα τού λογοτέχνη Κ. Καρθαίου), Θρασύβουλο Σταύρου, Αχιλλέα Τζάρτζανο, Β. Φάβη (για λίγο) και Ν. Ανδριώτη, κωδικοποίηθηκε (με τις γλωσσολογικές γνώσεις τής εποχής εκείνης) η μορφή που είχε η δημοτική στα χρόνια τής συντάξεως τής Γραμ ματικής. Στη Γραμματική αυτή (και στις συντομευμένες μορφές της)112 στηρίχθηκε η σχολική διδασκαλία και η ευρύτερη χρήση τής δημοτικής. Παρά τις αδυναμίες τής γραμματικής αυτής (παλαιότερη μέθοδος, ρυθμιστικός χα ρακτήρας περιορισμένης κλίμακας και, κυρίως, προ-αστική φάση τής δημο τικής κ.λπ.), η ώθηση που έδωσε στην επικράτηση τής δημοτικής υπήρξε κα θοριστική. Με τη σύνταξη τής γραμματικής (και την όλη διδασκαλία τού Τριανταφυλλίδη και μερικών άλλων δημοτικιστών) αποδείχθηκε η πλάνη των υποστηριζόντων ότι η δημοτική γλώσσα στερείται δήθεν γραμματικής και ότι δεν μπορεί καν να υπάρξει τέτοια γραμματική! Πολύ σημαντικό έργο τού Τριανταφυλλίδη υπήρξε και η «Ιστορική Εισαγωγή»113 στη Νεοελληνική Γραμματική, που αποτελεί και ιστορία τής ελληνικής γλώσσας με έμφαση στην ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος και στους αγώνες για την καθιέρω ση τής δημοτικής. Η δουλειά του πάνω στο μόνιμο πρόβλημα τής γλώσσας ενός λαού, όπως ο ελληνικός, ο οποίος λόγω των πολιτικοκοινωνικών περι πετειών του βρισκόταν σε μακρόχρονη ξενική πολιτική εξάρτηση (επί αιώ νες και σε εθνική εξάρτηση από Τούρκους και Βενετούς), η δουλειά του δηλ. πάνω στο πρόβλημα των ξενικών επιδράσεων στην ελληνική γλώσσα, τον οδήγησαν σε σημαντικά δημοσιεύματα για το θέμα αυτό114. Η κύρια, ωστόσο, προσφορά τού Τριανταφυλλίδη υπήρξε στον χώρο τής εφαρμοσμένης γλωσσολογίας, δηλ. σε ζητήματα διδασκαλίας τής ελληνικής γλώσσας (σύνταξη γλωσσικών βοηθημάτων) και ιδίως σε ζητήματα χρήσεως τής γλώσσας (ορθογραφία, λεξιλόγιο, γραμματικοί τύποι κ.τ.ό.). Αυτά, σε συνδυασμό με τη Γραμματική και την όλη διδασκαλία του, που αποσκοπούσε στο να διαλυθούν οι ηθελημένες ή αθέλητες πλάνες για το γλωσσικό, βοή θησαν αποφασιστικά στην καθιέρωση τής δημοτικής. Είναι ευτύχημα ότι την περίοδο τού κρατικού δημοτικισμού, όπως την ονομάζει ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης115, την περίοδο από το 1917 και εξής, βρέ θηκε στην ηγεσία τού γλωσσικού κινήματος ένας μετριοπαθής αλλά μαχη τής δημοτικιστής, ένας μη παιδαγωγός αλλά παιδαγωγικά, παιδευτικά και εκπαιδευτικά σκεπτόμενος γλωσσολόγος, ένας μη αριστερός αλλά προοδευ τικός και φιλελεύθερος πολιτικά επιστήμονας, και, πάνω απ’ όλα, ένας αγνός ιδεολόγος αφιερωμένος στην υπόθεση τής γλώσσας και τής παιδείας, που και τη ζωή του και την περιουσία του αφιέρωσε στην ιδέα τής καθιέ ρωσης τής δημοτικής γλώσσας, η οποία -ω ς προϊόν και των δικών του, σε μεγάλο βαθμό, αγώνων- πραγματοποιήθηκε τελικά το 1976, δεκαπέντε χρό νια μετά τον θάνατό του (1959).
199
32 . Το γλωσσικό στις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά το 1917 εξελίσσεται ραγδαία σε δύο διαπλεκόμενα επίπεδα: το επίπεδο τής ευρύτερης γλωσσικής επικοινωνίας (γραπτής και προφορικής) και αυτό τού σχολείου. Η δημοτική γενικεύεται στη λογοτεχνία (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και αρχίζει βαθμηδόν να χρησιμοποιείται στην επιστήμη και, όσο πλησιάζουμε στη ΙΟετία τού ’70, και στον Τύπο. Η καθαρεύουσα χρησιμοποιείται στη Διοίκηση και στην επι στήμη. Στον καθημερινό προφορικό λόγο επικρατεί βαθμηδόν η δημοτική, ενώ στον επίσημο προφορικό λόγο (πολιτική, επίσημες ομιλίες κ.τ.ό.) χρησι μοποιείται μια όλο και περισσότερο απλουστευμένη καθαρεύουσα. Στην πραγματικότητα και υπό την πίεση τού εκπαιδευτικού δημοτικισμού έχει δημιουργηθεί, στον προφορικό ιδίως λόγο, μια μορφή κοινής γλώσσας, σύν θετης από την ομιλουμένη γλώσσα (δημοτική) με έντονη την επίδραση τής λόγιας γραφομένης (καθαρεύουσας). Πρόκειται για μικτή μορφή γλώσσας που τείνει να αμβλύνει, στην πράξη, τις γλωσσικές διαμάχες. Στο άλλο επί πεδο, τής σχολικής γλώσσας, ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός δίνει μάχες εκ τού συστάδην με την καθαρεύουσα. Αυτό που στην πραγματικότητα συμ βαίνει και που είναι πολύ χαρακτηριστικό για την όλη εξέλιξη τού γλωσσι κού στον 20ό αιώνα, είναι ότι η γλώσσα που διδάσκεται στο σχολείο ακο λουθεί τις πολιτικοκοινωνικές αντιλήψεις τής εκάστοτε Κυβερνήσεως. Έτσι άο ίαοίο στα χρόνια αυτά το γλωσσικό, σε σχέση με το σχολείο και μάλιστα το δημοτικό, παίρνει τον χαρακτήρα πολιτικού - κοινωνικού - ιδεολογικού καθαρώς ζητήματος. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις (Βενιζέλρυ, Παπανδρέου κ.ά.) φέρνουν, κάθε φορά που βρίσκονται στην εξουσία, τη δημοτική, ενώ οι συντηρητικές κυβερνήσεις (Τσαλδάρη κ.ά.) καθιερώνουν την καθαρεύουσα. Και επειδή οι αλλαγές στις κυβερνήσεις είναι πολύ συχνές, αντίστοιχα συχνές είναι και οι αλλαγές στη γλώσσα τού δημοτικού σχολείου! Οι δικτατορικές κυβερνήσεις είναι, από τη φύση τους, συντηρητικές και τάσσονται υπέρ τής καθαρεύουσας (Πάγκαλος, Παπαδόπουλος) με εξαίρεση τη στάση στο γλωσσικό τού δικτάτορα I. Μεταξά, ο οποίος στήριξε τη δημοτική και ήταν μάλιστα εκείνος που συγκρότησε την υπό τον Μ. Τριανταφυλλίδη Επιτροπή, η οποία συνέταξε τη Γραμματική τής Δημοτικής!
33. Αποτέλεσμα αυτής τής κατάστασης116 ήταν το 1917 να έχουμε δημοτική στο Σχολείο με τον Βενιζέλο και το 1921 καθαρεύουσα με το Λαϊκό Κόμμα και σύνθημα «να καούν» τα βιβλία τής Μεταρρύθμισης τού 1917! Το 1923 να ξανάχουμε δημοτική με την Επαναστατική Κυβέρνηση τού Βενιζέλου, ενώ το 1926 καθαρεύουσα με τη δικτατορία (από 25 Ιουνίου 1925) τού Πάγκαλου. Το 1927 δημοτική και καθαρεύουσα λόγω Οικουμενικής Κυβερνήσεως! Το 1931 δημοτική με Βενιζέλο και Γ. Παπανδρέου, ενώ το 1933 καθαρεύουσα με τον Τσαλδάρη. Το 1939 δημοτική με τον Μεταξά και καθαρεύουσα στη γερμανι κή κατοχή τού 1942. Η καθαρεύουσα μένει και στις μετακατοχικές συντη ρητικές Κυβερνήσεις μέχρι το 1964, οπότε η φιλελεύθερη κυβέρνηση τής Ενώσεως Κέντρου με τον Γ. Παπανδρέου φέρνει με τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση τού 1964 και με εκπαιδευτικό υπεύθυνο τον Ευ. Παπανούτσο πάλι τη δημοτική μετά από 22 χρόνια. Η καθαρεύουσα θα ξανάρθει με τη
200
δικτατορία τής 21ης Απριλίου τού 1967 και θα μείνει μέχρι το 1976, όταν τώρα τα πράγματα αντιστρέφονται και μια συντηρητική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση τού Κωνσταντίνου Καραμανλή, όχι μόνον επαναφέρει τη δημοτι κή, αλλά την καθιερώνει ευρύτερα και εκτός σχολείου ως επίσημη γλώσσα τού Κράτους. Η πρόοδος που έχει συντελεστεί στη γλώσσα τα χρόνια που πέρασαν προς την κατεύθυνση τής σύγκλισης των δύο μορφών τής γλώσ σας, δημοτικής (ως βάσης) και καθαρεύουσας (ως λεξιλογικής υποστήριξης) μαζί με άλλες επιδράσεις (στη φωνολογία και στη μορφολογία), συντελούν ώστε η νεοελληνική (η «δημοτική χωρίς ακρότητες») να μπορεί να γίνει ευρύτερα αποδεκτή έστω και με πολιτική λύση. Η ωρίμαση τού γλωσσικού φαίνεται και στον ίδιο τον Κ. Καραμανλή, που με τις εκσυγχρονισμένες φιλελεύθερες αντιλήψεις του κατά τα μεταδικτατορικά χρόνια εκτιμούσε πολιτικά -με την ενθάρρυνση ανθρώπων όπως ο Κ. Τσάτσος, ο Π. Κανελλόπουλος και ο Ευ. Παπανούτσος- ότι η κοινή γλώσσα τού προφορικού λόγου, η νεοελληνική, μπορούσε χωρίς μεγάλες αντιδράσεις να αποτελέσει την επίσημη γλώσσα τού έθνους. Η απήχηση αυτή συμπληρώνεται με την απλούστευση των τόνων, την καθιέρωση τού μονοτονικού το 1982 (κυβέρνη ση Α. Παπανδρέου). Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός, αφού παύει η πολιτική διαμάχη για το γλωσσικό, επιδίδεται στη δημιουργία υλικού υποστήριξης τής διδασκαλίας τής νεοελληνικής στο σχολείο (σύνταξη βιβλίων γλώσσας, γραμματικής, συντακτικού, οδηγιών κ.λπ.).
34. Οι θεσμικές και νομοθετικές προβλέψεις για τη γλώσσα στην Ελλάδα, μερικές από τις οποίες αναφέρθηκαν ήδη, δείχνουν ότι το γλωσσικό στον τόπο μας απετέλεσε στον 20ό αιώνα πολιτικοκοινωνικό και πάίδευτικοϊδεολογικό ζήτημα, όχι απλώς φιλολογικό, γ ι’ αυτό και χρειαζόταν να παρεμ βαίνει η Πολιτεία, κατά καιρούς, ρυθμίζοντας το θέμα με προβλέψεις είτε στο Σύνταγμα είτε σε επί μέρους για την Παιδεία νόμους. Πρώτη φορά η ανάγκη θεσμικής προβλέψεως για τη γλώσσα γίνεται αισθητή στην περίοδο οξύτητας τού γλωσσικού, αμέσως μετά τη δεκαετία των Ευαγγελιακών και των Ορεστειακών και τού όλου κλίματος που είχε διαμορφωθεί τότε. Έτσι το 1911 στο Σύνταγμα"7 που ψηφίζει η Αναθεωρητική Βουλή με τον Ελευθέριο Βενιζέλο προβλέπεται: Άρθρον 107: «Επίσημος γλώσσα τοϋ Κράτους είναι έκείνη, εις τήν όποίαν συντάσσονται τό πολίτευμα και τής έλληνικής νομο θεσίας τά κείμενα■ πάσα πρός παραφθοράν ταύτης έπέμβασις άπαγορεύεται»"\ Στα Συντάγματα τού 1952 και τού 1968 διατηρείται αυτολεξεί η πρόβλεψη περί τής γλώσσας, ενώ δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη στα Συντάγ ματα τού 1927 και τού 1975. Τέλος, ο δρόμος που επιλέγεται για την οριστι κή ρύθμιση τού θέματος είναι όχι η συνταγματική πλέον θέσπιση αλλά η ψήφιση νόμου «περί οργανώσεως και διοικήσεως τής Γενικής Εκπαιδεύσεως», τού νόμου 309/1976, ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 2: «Γλώσσα δι δασκαλίας, άντικείμενον διδασκαλίας και γλώσσα τών διδακτικών βι βλίων εις όλας τάς βαθμίδας τής Γεν. Έκπαιδεύσεως είναι άπό τοϋ σχολι κού έτους 1976-77 ή Νεοελληνική. Ώς Νεοελληνική γλώσσα νοείται ή διαμορφωθεΐσα εις πανελλήνιον έκφραστικόν δργανον ύπό τοϋ Ελληνικού λαοϋ καί τών δοκίμων συγγραφέων τοϋ "Έθνους Δημοτική, συντεταγμένη
201
άνευ ιδιωματισμών καί άκροτήτων»"9. Έξι χρόνια αργότερα, το 1982, με Προεδρικό Διάταγμα τής Κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, το Π.Δ. 207/1982, θεσπίστηκε (πάλι σε νόμο για την Εκπαίδευση: «Περί έγγραφης μαθητών στά Λύκεια τής Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης») η χρήση τού μονοτονικού συστήματος γραφής τής ελληνικής γλώσσας στην Εκπαίδευ ση120. Πρόκειται για την κατάργηση τής χρήσης τριών διαφορετικών σημεί ων (οξείας, βαρείας, περισπωμένης) για τη δήλωση τού τονισμού μιας λέξης και την καθιέρωση ενός μόνον, κοινού για όλες τις περιπτώσεις, δηλωτικού σημείου, τής οξείας. Παράλληλα, καταργήθηκε εντελώς η δήλωση των πνευ μάτων (δασείας και ψιλής).
Β. Κριτική επισκόπηση 35. Ανασκοπώντας το γλωσσικό σήμερα με τη νηφαλιότητα που εξασφαλί ζει η απόσταση από τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα πράγματα και με την πείρα από τα αποτελέσματα και τις συνέπειες που είχε για τη χώρα μας στο πέρασμα πολλών αιώνων, εκτιμούμε ότι η διπλή γλωσσική παράδοση, που υπό ομαλές γλωσσικές συνθήκες θα ήταν ευλογία, καθώς εξελίχθηκε σε γλωσσικό εμφύλιο διχασμό, έφθασε να γίνει κατάρα για τον τόπο. Κρίνοντας εκ των υστέρων, μπορούμε σήμερα να εκτιμήσουμε πόση σπατάλη πνευμα τικών και παιδευτικών δυνάμεων τής χώρας προκάλεσε, ιδίως τους τελευ ταίους δύο αιώνες, το γλωσσικό. Η όλη γλωσσική επικοινωνία των Ελλήνων και ό,τι αυτή συνεπάγεται -παιδεία, επιστήμη, γράμματα, κοινωνική εξέλι ξη κ.ά - δοκιμάστηκε σκληρά και ανώφελα εξαιτίας τού γλωσσικού διχα σμού. Αν η ελληνική γλωσσά δεν είχε υποστεί από νωρίς αυτόν τον διχασμό, αυτή τη διχογλωσσία, η οποία στην Ελλάδα υπερέβη πέρα από κάθε σύγκρι ση τη φυσική διαφορά που γενικότερα υφίσταται μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, πιθανότατα θα ήταν διαφορετική η κατάσταση των επιστη μών, των γραμμάτων και τής παιδείας. Η ανυπαρξία λ.χ. κλασικών συγγρα φέων τού Νέου Ελληνισμού δεν είναι άσχετη με τη μη έγκαιρη ανάπτυξη και αποδοχή τής φυσικής γλώσσας ως επίσημης και καθολικής έκφρασης τού έθνους. Έτσι οι πνευματικοί δημιουργοί, εκτός των άλλων δυσχερειών που γέννησαν οι εθνικές περιπέτειες τού ελληνικού έθνους (στέρηση ελευθερίας, δημοκρατίας, παιδείας, ανάπτυξης θεσμών κ.λπ.) είχαν να αντιμετωπίσουν και την καχυποψία και επιφυλακτικότητα μέχρι την αποδοκιμασία και την απόρριψη, όταν δεν εκφράζονταν στην καθιερωμένη γλωσσική μορφή. Το ίδιο και οι επιστήμονες. Ειδικότερα μάλιστα η επιστήμη τής γλώσσας, η γλωσσολογία, αντί να ασχοληθεί εντατικά και δημιουργικά με μοναδικό στόχο τη σπουδή και την ανάλυση τής ελληνικής γλώσσας στη διαχρονική και τη συγχρονική της διάσταση (σύνταξη γραμματικών, συντακτικών, λεξικών, έργων διδασκαλίας κ.λπ.), αναγκάστηκε να ενταχθεί στη διαμάχη περί το γλωσσικό στηρίζοντας τη μία ή την άλλη πλευρά και αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο στην αντίκρουση των αντιπάλων απόψεων. Έτσι λ.χ. το κύριο βάρος στην επιστημονική έρευνα, συγγραφή και την όλη δραστηριό τητα τού Ψυχάρη και περισσότερο τού Μ. Τριανταφυλλίδη πέφτει στο γλωσ
202
σικό* το ίδιο συμβαίνει, σε μικρότερο συγκριτικά βαθμό, και με τον Γ. Χατζιδάκι και με όλους σχεδόν τους Έλληνες γλωσσολόγους μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
36. Παράλληλα με την αναμφισβήτητη καθυστέρηση και τα προβλήματα που επέφερε η γλωσσική διχογλωσσία και ο προκληθείς γλωσσικός διχα σμός, δεν πρέπει να μας διαφεύγουν και ορισμένες θετικές προεκτάσεις που είχε το γλωσσικό στην πορεία τής γλώσσας μας, οι οποίες δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί δεόντως. Αναφερόμαστε: α) Στα επιστροφικά κινήματα121 και τη γλωσσική αναγωγή σε πρότυπες μορφές τής ιστορίας τού ελληνικού λόγου, στην κλασική αττική γλώσσα των δόκιμων πεζογράφων, από τον Αττικισμό στα αρχαία χρόνια, από τους επηρεασμένους (συνειδητά ή ασυνείδητα) από αυτόν στα μετέπειτα χρόνια, από τους αρχαΐζοντες και νεοαττικιστές των τελευταίων αιώνων (Ευ. Βούλγαρις, Νεόφ. Δούκας, Φαναριώτες κ.ά.) β) Στο κίνημα τού καθαρισμού, που θεμελιώνεται από τον Κοραή, αλλά αποτελεί έκτοτε ρητή ή λανθάνουσα πρακτική όλων των ασχολουμένων με το γλωσ σικό, αφού όλοι, είτε ανήκουν στους καθαρευουσιάνους είτε στους οπαδούς τής κοινής/δημοτικής, είναι «καθαρίζοντες». Καθαρίζουν τη γλώσσα από τα στίφη των ξενισμών, αντικαθιστώντας τις ξένες με ελληνικές (συνήθως λόγιας προελεύσεως) λέξεις* καθαρίζουν τη γλώσσα από αρχαϊσμούς και άχρηστες «ελληνικούρες» ή και από διαλεκτικές ή τραβηγμένες προσωπικές χρήσεις. Από τα δύο αυτά κινήματα προέκυψαν τα εξής: α) με την επιστρο φή και αναγωγή σε παλαιότερες ή και αρχαίες μορφές τής γλώσσας θεμε λιώθηκε (στην αρχή τεχνητά) μια άλλη σχέση τής νέας με την αρχαία Ελληνική, που διαφοροποιεί τη νέα Ελληνική από όλες τις άλλες σύγχρονες γλώσσες στην ιστορική τους εξέλιξη* β) με τον καθαρισμό επιτεύχθηκε σημαντικός εμπλουτισμός τής γλώσσας, αλλά και εξομαλισμός και, συγ χρόνως, ομοιογενοποίηση τής γλώσσας, που άνοιξε βαθμηδόν τον δρόμο στην προσέγγιση των δύο γλωσσικών μορφών και στη σύνθεσή τους. Έτσι, για μια ακόμη φορά επαληθεύτηκε το «ουδέν κακόν αμιγές καλού»! 37. Ως προς την υφή τού γλωσσικού και την τροπή που έλαβε στην Ελλάδα, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Η διαφοροποίηση στη γλώσσα ενός έθνους είναι μια πραγματικότητα που συνδέεται με την ίδια τη φύση τής γλώσσας και μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Συνηθισμένη και καθολική στη γλώσσα είναι η διαφοροποίηση στην ομιλία των ατόμων ανάλογα με την ηλικία, τη μόρφωση, τις επικοινωνιακές ανάγκες, τις ευαισθησίες κάθε ατό μου κ.ο.κ. Πρόκειται για κοινωνική διαφοροποίηση τής γλώσσας. Εξίσου συνήθης είναι η γεωγραφική διαφοροποίηση κάθε εθνικής γλώσσας σε δια λέκτους και ιδιώματα, που ποικίλλουν ανάλογα με τις συνθήκες χρήσεως κάθε εθνικής γλώσσας. Η ιδιαιτερότητα στο γλωσσικό, όπως εξελίχθηκε στην ελληνική γλώσσα, είναι η μεγάλη διαφοροποίηση που υπήρξε ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο, η επικοινωνιακή διαφοροποίηση. Η διαφοροποίηση αυτή, νοούμενη ως διαφορά ύφους (επικοινωνιακής στρατη γικής, επιλογής και ενεργοποίησης διαφορετικών στοιχείων τού συστήματος τής γλώσσας), είναι τρέχον νόμισμα για όλες τις γλώσσες. Υπάρχει παντού
203
και πάντοτε ως υφολογική διαφοροποίηση. Το ξεχωριστό, που εξελίχθηκε και σε μείζον πρόβλημα τής ελληνικής γλώσσας, είναι ότι ιστορικά, με το κίνημα τού Αττικισμού122 (από τον Ιο π.Χ. αι.), η διαφοροποίηση στην Ελ ληνική ξεπέρασε κάθε όριο τής συνήθους υφολογικής διαφοροποίησης, αποτελώντας ένα κίνημα επιστροφής τής γλώσσας σε μορφές και δομές που είχαν προηγηθεί τρεις και πλέον αιώνες. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στη γραφομένη γλώσσα, που αποτελούσε μίμηση123 τής κλασικής Αττικής, και στην προφορική γλώσσα, που ήταν η εξελικτική και απλουστευμένη μορφή τής αρχαίας Αττικής, ό,τι ονομάζουμε Κοινή με χαρακτηριστικό δείγμα τη γλώσ σα τού Ευαγγελίου, σιγά-σιγά και ανάλογα με την κατάσταση τής παιδείας ήταν περισσότερο ή λιγότερο βαθύ. Αυτός ο γλωσσικός διπολισμός, που ξεκι νάει ως αντίθεση μιας αρχαϊστικής γλωσσικής μίμησης (τής αττικιστικής γλώσσας) και μιας κοσμοπολίτικης, ζωντανής και απλουστευμένης γλώσσας (τής Αλεξανδρινής Κοινής), εξελίχθηκε βαθμηδόν σε αντίθεση μεταξύ «Ελληνικής» (απλουστευμένης αρχαΐζουσας) και «Κοινής», που στην Κων σταντινούπολη ήταν μια εκκλησιαστική Κοινή, μια λογιότερη γλώσσα μι μούμενη τη γλώσσα τού Ευαγγελίου και τής υμνογραφίας, ενώ σε μικρότε ρες περιοχές ήταν μια διαλεκτική Κοινή, μια απλούστερη γλώσσα με διαλε κτικό κατά περιοχές χαρακτήρα (όσο προχωρούμε προς τον 10 αι.). Όπως βλέπουμε, η αντίθεση γίνεται τώρα τριμελής με μια αρχαΐζουσα (την Ελληνική) αντιπαρατιθεμένη προς δύο μορφές Κοινής, την κωνσταντινουπολίτικη λογιότερη Κοινή και τη λαϊκότερη διαλεκτική Κοινή! Στο τριμερές σχήμα θα σταθεί και ο Κοραής, υπερασπίζοντας τα δίκαια τής μέσης γλώσ σας, που ήταν στην πραγματικότητα η κωνσταντινουπολίτικη κοινή, έναντι τής Ελληνικής και τής «χυδαίας» (της λαϊκότερης διαλεκτικής ομιλίας)! Το κήρυγμα τού καθαρισμού θα φέρει πλησιέστερα τις δύο μορφές κοινής με την εισαγωγή όλο και περισσότερων απλών στοιχείων στην κωνσταντινουπολίτικη εκκλησιαστική Κοινή, πράγμα που θα κάνει ακόμη μεγαλύτερη τη διαφορά τής δεύτερης από την αρχαΐζουσα Ελληνική. Η αρχαΐζουσα Ελλη νική θα αναβαπτισθεί αρχαϊστικά στους χρόνους μετά την Επανάσταση, για να εκλείψει βαθμηδόν μόλις στον 20ό αιώνα. Η καθαρεύουσα τού Κοραή, επηρεασμένη από την προκοραϊκή καθαρεύουσα τού Θεοτόκη (έχοντας η ίδια πολύ έντονη εκκλησιαστική επίδραση), θα μετεξελιχθεί στην κατ’ εξο χήν καθαρεύουσα, τη μετακοραϊκή καθαρεύουσα τού Σπυρ. Τρικούπη, έχο ντας πάρει ήδη επί Κοραή και στους μετέπειτα χρόνους πολλά στοιχεία από την αρχαΐζουσα, ιδίως σε λεξιλογικό επίπεδο. Αυτή η καλλιεργημένη και πολυπαραγοντική καθαρεύουσα θα αντιπαρατεθεί, με τη σειρά της, σε μια εξελιγμένη μορφή τής λαϊκότερης Κοινής, στηριγμένης στην πελοποννησιακή διάλεκτο και στη διάλεκτο των Ιονίων νήσων και τής Κρήτης, μια μορφή γλώσσας που αντιπροσωπεύεται από τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, που καλλιεργείται στη λογοτεχνία από φωτισμένους πρωτοπόρους και που επηρεάζεται (μετά τον Ψυχάρη) από ρυθμιστικές τάσεις αναπόφευκτες για μια μορφή γλώσσας η οποία μέχρι τότε είχε προφορικό κυρίως χαρακτήρα.
38. Έτσι θα φθάσουμε και πάλι στον διπολισμό καθαρεύουσας και δημοτι κής, σε δύο μορφές δηλ. τής ελληνικής γλώσσας σύνθετες, όπως είδαμε, στην
204
προέλευσή τους, δυναμικά διαφοροποιημένες και οι δύο και θρεμμένες από διαφορετικές ανάγκες· τής γραφομένης γλώσσας τής διοικήσεως, τής εκπαί δευσης και τής επιστήμης η μία (καθαρεύουσα), τής προφορικής γλώσσας, τού τραγουδιού, τής καθημερινής ομιλίας και βαθμηδόν τής λογοτεχνίας η άλλη (δημοτική). Τόσο η προέλευση όσο και η υφή και εξέλιξη των δύο αυτών γλωσσικών μορφών τής Ελληνικής, τής καθαρεύουσας και τής δημο τικής, τής γραπτής και τής προφορικής, όπως ήταν επί αιώνες η διαφορά, δεν δικαιολογεί -είναι φανερό- να μιλούμε για δύο γλώσσες, για διγλωσσία. Πρόκειται προφανώς για δύο μορφές μιας και τής αυτής γλώσσας, τής Ελλη νικής. Πρόκειται για διμορφία124γλωσσική, για ό,τι ο Χατζιδάκις προσπάθη σε να διακρίνει χρησιμοποιώντας τον όρο «ομόχρονη διγλωσσία»125: η χρήση αυτού ή εκείνου τού όρου, στην προκειμένη περίπτωση, έχει σημασία. Η μεν διγλωσσία (ο ξένος όρος είναι Μ1ίη£ΐια1ί5ΐη) αναφέρεται σε δύο διαφορετικές γλώσσες (πβ. τη διγλωσσία τού Βελγίου, όπου χρησιμοποιείται η Γαλλική και η Φλαμανδική/Ολλανδική). Ενώ η διμορφία (ο ξένος όρος είναι (Ιί§1θ8δία, πλασμένος ακριβώς από τα ισχύοντα στην Ελληνική) αναφέρεται σε δύο μορφές τής ίδιας γλώσσας, όπως είναι η περίπτωση τής Ελληνικής. Οι υπερ βολές και ο φανατισμός στη διάρκεια τού γλωσσικού εμφυλίου καθαρεύου σας και δημοτικής απέκρυψαν αυτή την αλήθεια, που δεν συνιστά απλό ζήτημα ορολογίας αλλά ουσίας.
39. Η τάση προς άρση τής διαφοροποίησης, η τάση προς σύγκλιση ή ενιαιοποίηση ήταν και είναι άλλη μια καθολική τάση τής δομής των γλωσσών, που οδηγεί τελικά στην ύπαρξη κοινής γλώσσας εν μέσω των διαφορών των διαλέκτων και μέσα από αυτές. Πρόκειται για δυναμική τάση ενοποίησης τής γλώσσας, όταν οι διαφορές είναι ιδιαίτερα έντονες. Η τάση για ενοποί ηση και σύγκλιση είναι μια κεντρομόλος δυναμική τής γλώσσας έναντι τής κεντρόφυγος (ή φυγόκεντρης) δυναμικής, που οδηγεί στη διαφοροποίηση και την απόκλιση. Απόρροια τής κεντρομόλου ενοποιητικής τάσης υπήρξε κάθε μορφή Κοινής που διαμορφώθηκε στην ιστορία τής ελληνικής γλώσσας και, φυσικά, τής Νεοελληνικής Κοινής ή Κοινής Νεοελληνικής ή Νεοελληνικής (απλώς), η οποία και καθιερώθηκε νομοθετικά το 1976 ως επίσημη γλώσσα, οριζομένη ως «δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» (Ν. 309/1976). Η Νεοελληνική Κοινή που αναγνωρίστηκε τελικά ως επίσημη γλώσσα είναι, στην πραγματικότητα, μια δυναμική σύνθεση τής μητροδίδακτης δημοτικής -όπως διαμορφώθηκε από την καλλιέργειά της στον γραπτό λόγο (λογοτεχνία, δημοσιογραφία, επιστήμη, εκπαίδευση), δηλ. μιας αστικής δημοτικής που ξεπέρασε τις ρυθμίσεις τού ψυχαρικού ηρωικού δημοτικι σμού, υπακούοντας στις ρεαλιστικές συμβιβαστικές απόψεις τού εκπαιδευ τικού δημοτικισμού- με στοιχεία τής λόγιας παράδοσης, τής απλουστευμένης καθαρεύουσας, όπως διαμορφώθηκε υπό την πίεση τού δημοτικισμού που κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Από τη σύνθεση (άλλοι το είπαν συμβιβασμό) τής καλλιεργημένης δημοτικής με την απλουστευμένη καθαρεύουσα προήλ θε βαθμηδόν στο στόμα και, λιγότερο, στη γραφή τού μέσης μορφώσεως Έλληνα μια συγκλίνουσα μορφή γλωσσικής έκφρασης, που, αν δεν είχε το χαρακτηριστικό τής επιλογής και ήταν προϊόν τυχαιότητας (ανύπαρκτης
205
στη διαμόρφωση των πάσης φύσεως γλωσσικών συστημάτων), θα δικαιολο γούσε την ονομασία μικτή γλώσσα και όχι σύνθετη γλώσσα. Με τα λεγάμε να εδώ επιχειρείται να δειχθεί ότι, όπως και πιο πάνω υποστηρίχθηκε, η πολιτειακή ρύθμιση ήλθε εκ των υστέρων να αναγνωρίσει μια άβ ίαοίο κατά σταση που είχε ήδη σε σημαντικό βαθμό επιτελεσθεί και, το κυριότερο, είχε ωριμάσει στη συνείδηση των ομιλητών τής γλώσσας. Αλλιώς, το έχω ξανα γράψει126, η ρύθμιση αυτή, θεσπιζόμενη μερικές δεκαετίες νωρίτερα, θα προκαλούσε επανάσταση! Ο γλωσσικός εμφύλιος και ο γλωσσικός διχασμός έληξε πρώτα στη συνείδηση των περισσοτέρων Ελλήνων και εκ των υστέρων -με τη νομοθετική ρύθμιση τής μεταδικτατορικής κυβερνήσεως Καραμανλή και με την ευνοϊκή συγκυρία ενός πνεύματος ενότητας, ομοψυχίας και αλλαγών που επικράτησε μετά την καταπίεση τής επτάχρονης δικτατορίας (1967-1974)- αναγνωρίστηκε επισήμως. Η επισήμανση αυτή δεν υποτιμά, βεβαίως, τη σπουδαιότητα τής νομοθετικής ρύθμισης που υπήρξε ιστορικής πράγματι σημασίας, εξηγεί απλώς ότι δεν πρόκειται για γλωσσικό πραξικό πημα, που αλλιώς θα αντιμετωπιζόταν από τον λαό και τον πνευματικό ειδι κότερα κόσμο, αλλά περί οργανικής εξέλιξης, αναμενόμενης μετά τις μακρό χρονες εξελίξεις στο γλωσσικό και τη βαθμιαία επικράτηση μιας ρεαλιστι κότερης μορφής δημοτικής.
40. Δικαίως, μετά τα λεχθέντα, θα αναρωτηθεί κανείς πώς, αν είχε πράγμα τι ωριμάσει το θέμα, εγέρθηκαν τόσες συζητήσεις και ηπιότερες έστω δια μάχες και αντιγνωμίες για τη νεοελληνική που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα και επίσημα μετά τη ρύθμιση τού 1976. Εδώ έχουμε ζήτημα τακτι κής παρά ουσίας: πώς προετοιμάστηκε η γενίκευση τής νεοελληνικής στον γραπτό λόγο τής Εκπαίδευσης και τής Διοίκησης, δηλ. στους δύο νευραλγι κούς τομείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση για τη ρύθμιση προηγήθηκε κάθε ανάλογης προετοιμασίας! Ούτε η κατάλληλη γραμματική ούτε το κατάλληλο συντακτικό, ούτε το απαραίτητο λεξικό, ούτε τα κατάλληλα βιβλία ούτε η κατάλληλη ενημέρωση των πολιτών υπήρξε πριν από την αιφ νίδια (από τής απόψεως αυτής) νομοθετική ρύθμιση. Εξού και η σύγχυση που προέκυψε αμέσως μετά την εφαρμογή τού νόμου και η ύπαρξη αντι δράσεων που αφορούσαν περισσότερο στην αιφνίδια και απροετοίμαστη εφαρμογή τής ρύθμισης παρά στην ίδια τη ρύθμιση. Η άμεση εφαρμογή τής απόφασης και η ακαριαία επέκταση τής χρήσης «τής δημοτικής χωρίς ακρότητες» στη Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, την Εκπαί δευση και την Επιστήμη (ιδίως μέσω τής ανωτάτης Εκπαίδευσης) χωρίς υποδομή, χωρίς προετοιμασία, χωρίς ενημέρωση έγιναν αιτία να αρχίσει αμέσως μετά το 1976 και σε όλη τη δεκαετία τού ’80 μέχρι σήμερα (1995) μια βεβιασμένη, πρόχειρη, ρυθμιστική, ακραία συχνά, απρόσεκτη και κακή χρήση τής νεοελληνικής, που εξέθεσε τη δημοτική γλώσσα και μείωσε ή και διέστρεψε τη σημασία τής νομοθετικής ρύθμισης. Δεν ήταν, βεβαίως, η νεο ελληνική ως δομή γλώσσας ή ως δυνατότητα επαρκούς επικοινωνίας που έπασχε, όπως την κατηγόρησαν πολλοί, αλλά η άγνοια τής χρήσης της, συνεπεία των ελλείψεων που αναφέραμε, γεγονός που οδήγησε αρχικά εν ονόματι τής δημοτικής σε μια φτωχή, άκομψη, ανέκφραστη, ξύλινη και
206
κακοποιημένη γλώσσα που φορτωνόταν τις αδυναμίες τού σχεδιασμού εφαρμογής της και τής άγνοιας ή περιορισμένης γνώσης και χρήσης της από απροετοίμαστους σε γραπτή εφαρμογή τής δημοτικής χρήστες. Δύο σύγχρονες ρυθμίσεις ήλθαν να επιδεινώσουν την κατάσταση και να γεννήσουν σειρά παρεξηγήσεων, μια που άμεσα ή έμμεσα συνδέονταν με το γλωσσικό. Ήταν : α) η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση τού 1976, που παράλλη λα με την καθιέρωση τής νεοελληνικής ως υποχρεωτικής σε όλη την εκπαί δευση καταργούσε και τη διδασκαλία τού αρχαίου ελληνικού λόγου από τη β' βαθμίδα τής υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, από το Γυμνάσιο (η διδασκαλία θα γινόταν εφεξής μόνο από μετάφραση) και β) η καθιέρωση τού μονοτονι κού127 στη γραφή. Και η μεν κατάργηση τής διδασκαλίας τού αρχαίου λόγου και, κατ’ επέκτασιν, η πλήρης αποσύνδεση των μαθητών από τη γλωσσική παράδοση, από τα παλαιότερα Ελληνικά μας (αρχαία γλώσσα, βυζαντινήεκκλησιαστική, λόγια γλώσσα) επέφερε την αποκοπή των μαθητών από την κατανόηση των πιο απαιτητικών στοιχείων τής νεοελληνικής (των λόγιας προελεύσεως στοιχείων) και υποβάθμισε ακόμη περισσότερο το γλωσσικό τους αίσθημα και τη γλωσσική τους ικανότητα, σε συνδυασμό και με το ότι οι μέθοδοι διδασκαλίας τής νεοελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν πειραμα τικά (και βιαστικά) στο σχολείο -εν μέσω όλων των άλλων δυσχερειών- δεν μπορούσαν ακόμη να αποδώσουν ούτε είχαν την κατάλληλη υποστήριξη σε εκπαιδευτικό υλικό. Η δε καθιέρωση τού μονοτονικού παρασυνδέθηκε με την κακοδαιμονία τής γλώσσας, ενώ η ίδια η χρήση τής γλώσσας δεν είχε, φυσικά, σχέση με τη χρήση των τόνων. Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε η πτώση τής ποιότητας στη χρήση τής δημοτικής, πράγμα αναμενόμενο και για έναν άλλο σημαντικό λόγο: η χρήση τής δημοτικής από τους λογοτέχνες και τους συνειδητοποιημένους δημοτικιστές που τη χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε ως αποτέλεσμα επιλογής, ευαισθησίας και προεργασίας στη γραπτή μορφή τής δημοτικής, πέρασε ξαφνικά στη γενικευμένη από όλους χρήση και λειτουργία της ως γλώσσας εξουσίας (γλώσσας τής διοίκησης, τής δικαιοσύνης, τής πολιτικής, των μέσων ενημέρωσης, τής επιστήμης και, προπάντων, τής Εκπαίδευσης όλων των βαθμιδών). Η ευρεία κακοποίηση τής γλώσσας και η χρήση της από πολ λούς κατά τρόπον που να προκαλεί το ευρύτερο γλωσσικό αίσθημα, γέννη σε μεγάλη δυσαρέσκεια και αντιδράσεις, δημιουργώντας την αίσθηση ενός προβλήματος γλώσσας. Έτσι από το γλωσσικό ζήτημα, που λύθηκε με τη νομοθετική ρύθμιση τού 1976, περάσαμε στο γλωσσικό πρόβλημα, που είχα με έντονο παλαιότερα και έχουμε, με σημαντική βελτίωση, και σήμερα. Οι διορθωτικές κινήσεις που έγιναν και γίνονται σε όλα τα επίπεδα (επαναφο ρά τής διδασκαλίας τής παλαιότερης γλωσσικής μας παράδοσης στο Γυ μνάσιο, βελτίωση των σχολικών βιβλίων και τής όλης διδασκαλίας, ενημέ ρωση τού κόσμου για τη σωστή χρήση τής νεοελληνικής γλώσσας, ετοιμα σία υποστηρικτικού υλικού -γραμματικών, συντακτικού, λεξικών κ.ά.) έχουν βελτιώσει την κατάσταση, που είναι αλήθεια ότι οφείλεται και σε άλλους γενικότερους λόγους οι οποίοι συνδέονται με τη ζωή και τις αντιλήψεις τού σύγχρονου ανθρώπου (υποτίμηση τής γλώσσας ως αξίας, παραγωγή ανεπε
207
ξέργαστου, βιαστικού λόγου, επίδραση τής εικόνας ως μορφής επικοινωνίας, μείωση τής επαφής με πρότυπα γλώσσας κ.λπ.). Οπωσδήποτε ένα είναι βέβαιο, ότι αν η Πολιτεία δεν είχε τολμήσει -έστω και βεβιασμένα και απροετοίμαστα- την καθιέρωση τής νεοελληνικής ως επίσημης γλώσσας το 1976, θα εξακολουθούσε να εκκρεμεί το γλωσσικό ζήτημα για πολλά ακόμη χρόνια εις βάρος τής παιδείας, των γραμμάτων και τού δικαιώματος τής ισό τητας στη γλωσσική έκφραση.
I. Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1.
2.
3.
4.
Α. Ε. Μέγα, Ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος, μέρ. Α, σ. 10 (Αθήνα: Βιβλ. τής Εστίας): Μέρ. Α (1925): «Αιώνες γλωσσικών αλλοιώσεων, ήτοι πρώται άρχαι και πορεία τής γραφομένης νεοελληνικής γλώσσης (300 π.Χ.-1750 μ.Χ.)», σ. 1-367. Μέρ. Β' (1927): «Αιώ νες γλωσσικών συζητήσεων (1750-1926)», σ. 1-616. Ο Α. Μέγας (1855-1927), πατέρας τού λαογράφου καθηγητή Γεωργίου Μέγα, υπήρξε εκπαιδευτικός και συγγραφέας διδακτι κών βιβλίων. Το έργο του για το γλωσσικό ζήτημα δεν έχει τη βαρύτητα ενός ειδικού γλωσσολόγου συγγραφέα, αλλά περιέχει εύστοχες κρίσεις και, κυρίως, πλούσιο υλικό (με εκτενή αποσπάσματα τού έργου τους) από όλους όσοι ασχολήθηκαν με το γλωσσι κό μέχρι και το 1926. Πολύ καλό βοήθημα για το θέμα μας σχετικά με τον Αττικισμό είναι τού Κ. Τρυπάνη, Ο Αττικισμός και το γλωσσικό μας ζήτημα (Αθήνα 1984). Βεβαίως, κλασικό έργο για τον Αττικισμό παραμένει το Ωογ ΑΙΙίοίβπιυδ τού \ν. δοΐιπιίάΐ. Γράφει ο Τρυπάνης (1984, σ. 42-3): «Την εκδήλωση τού Αττικισμού βοήθησε π;ολύ και στο Βυζάντιο η διδασκαλία τής ρητορικής, που ήταν στοιχείο απαραίτητο για τη μόρ φωση των Αυτοκρατορικών και γενικά των διοικητικών υπαλλήλων καθώς και τού ανώ τερου κλήρου και των γραμματέων τού Πατριαρχείου, αλλά και των Βυζαντινών διπλω ματών. Το να μάθεις όμως να γράφεις “Αττικά”, το να μιμείσαι δηλαδή σωστά τα μεγά λα κλασικά Αττικά πρότυπα, προϋπέθετε μεγάλη και μακρόχρονη προπαιδεία, που δεν ήταν δυνατή για τους πολλούς. [...] Όπως ήταν φυσικό, η απόσταση μεταξύ τής αποστεωμένης γραπτής λόγιας γλώσας και τής ζωντανής προφορικής λαλιάς γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Το χάσμα έγινε τόσο μεγάλο και το ζωντανό ιδίωμα τόσο ανεξάρτητο από τον ψευδαττικισμό τής γραπτής, ώστε από την αρχή τού 12ου αιώνα βρήκε νέες δικές του φόρμες να εκφραστεί πια και στον γραπτό λόγο». Η Γραμματική αυτή δεν εκδόθηκε από τον ίδιο τον Ν. Σοφιανό: δημοσιεύθηκε μόλις το 1870 από τον έ. 1,ε£ΤΆηά (Νικολάου Σοφιανού τού Κερκυραίου Γραμματική τής κοινής τών Ελλήνων γλώσσης νϋν τό πρώτον κατά τό έν Παρισίοις χειρόγραφον έκδοθεϊσα έπιμελείςι και διορθώσει Αιμίλιου Λεγρανδίου, Παρίσι 1870 [ΟοΙΙ. ά& Μοηιιπι. ροιίΓ δβΓνίχ α Γέίικίε άβ Ια 1αη§υο ηέο-ΗβΙΙέηΐομιβ, Νο 6]. Ωστόσο, πρέπει να γράφτηκε τη ΙΟετία τού 1540, περίοδο τής εθνοδιαφωτιστικής δραστηριότητας τού Σοφιανού. Με την έννοια αυτή είναι σωστός ο ισχυρισμός τού V. Κοίοίο [«Το νεοελληνικό λεξικό τού Ο. ΟβΓίη&ηο», ΕΕΦΣΠΑ 30 (1992-95), σ. 42] ότι η συνοπτική γραμματική, που προηγείται στην έκδοση τού α' ουσιαστικά νεοελληνικού λεξικού τού ιησουίτη ιταλού μοναχού ΟιγοΙ&πιο Οοπη&ηο [1568 (νοοαύοΐαήο ΙίαΚαηο οί Οτοοο, ηβΐ ςυαίε «ι εοηύ&ηε οοιηε 1ε νοεί ΙίαΗαηο 8ΐ άίεαηο ίη Ογ&οο νο1§αΓ6, Ρώμη 1622), «από ιστορική πλευρά αυτή η απλουστευμένη πραγματεία έχει το προνόμιο να είναι και η πρώτη τυπωμένη γραμματική τής νεοελληνικής».
208 5.
6. 7. 8.
9. 10.
11. 12. 13. 14. 15.
16.
Παραθέτουμε την ελληνική μετάφραση τού χωρίου από τον Μ. Τριανταφυλλίδη [Απα ντα, τόμ. 3 (1981), σ. 429]: «Όταν, λοιπόν, συγκρίνω αυτήν τη δική μας γλώσσα, που την ονομάζουν κοινή, με των αρχαίων, τού Πλάτωνα, τού Δημοσθένη, τού Ξενοφώντα και των άλλων, από παλιά δοξασμένων σε όλη την οικουμένη για την αξία τους, βρίσκω πως σε πολλά πράγματα η δική μας αυτή δεν είναι καθόλου κατώτερη από την παλιά εκείνη. Απαρτίζεται από λέξεις καθαρές, από άνθρωπο σε άνθρωπο παραδομένες από αρχαιότατα χρόνια, και με θαυμαστή συντομία, καθώς και με λίγους και βέβαιους κανόνες, ώστε να μην είναι ανάγκη να κοπιάσουν πολύ όσοι επιθυμούν να τη μάθουν». Από την Αφιέρωση στο «Περι παίδων αγωγής» τού ψευδοΠλουτάρχου, που μετέφρασε στην απλή γλώσσα και εξέδωσε ο Σοφιανός το 1545 με τον τίτλο «Παιδαγωγός». I. Καρτάνου,"Ανθος καί άναγκαϊον τής παλαιάς τε καί νέας διαθήκης. (Βενετία 1536). Αγαπίου Μοναχού τού Κρητός, Βιβλίον καλούμενον Θηκαράς (Βενετία 1643), σ. δ'. Για τον πολυδιαβασμένον αυτόν συγγραφέα τής Τουρκοκρατίας (το έργο του Αμαρτωλών Σωτηρία [1641] επανεκδόθηκε πάνω από 20 φορές έως το 1800 (Κ. Πατρινέλης, λ. Αγάπιος Λάνδος, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 1, σ. 34, Εκδοτική Αθηνών), ιδ. τη μονογραφία τής Δέσποινας Δ. Κωστούλα, Αγάπιος Λάνδος ο Κρης. Συμβολή στη μελέτη τού έργου του (διδ. διατριβή, Ιωάννινα 1983, Έρευνα στη Νέα Ελληνική Φιλολογία 6), ιδίως τις σ. 349-358 που αναφέρονται στη γλώσσα του. Φραγκίσκου Σκούφου, Τέχνη Ρητορικής (Βενετία 1681). Ηλία Μηνιάτη, Διδαχαι εις τήν αγίαν καί μεγάλην τεσσαρακοστήν καί εις άλλας Κυριακάς τοϋ ένιαυτοϋ καί έπισήμους έορτάς, μετά τινων πανηγυρικών λόγων (μετα θανάτια έκδοση των λόγων τού Ηλία Μηνιάτη από τον πατέρα του Φραγκίσκο Μηνιάτη, Βενετία 1716). Βλ. λ. Σκούφος Φραγκίσκος στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (Εκδ. Αθηνών). Το παράθεμα από τον Κ. Σάθα, Νεοελληνικής Φιλολογίας Παράρτημα (Αθήναι 1870), σ. 64 [= Α. Μέγα, Ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος, τ. Α σ. 359]. Το παράθεμα από το άρθρο για τον Ηλ. Μηνιάτη στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό (Εκδοτική Αθηνών) τού X. Πατρινέλη. ΑίοχαηάβΓ Ηοΐΐαάΐιΐδ, 8ίαίη8 ρΓ&&86Π8 Εσοίεδΐαο Οτα&οαο (Νυρεμβέργη 1714), σ. 204. Το παράθεμα από τη Δ. Κωστούλα, Αγάπιος Λάνδος ο Κρης, έ.α., σ. 355. Μ. Τριανταφυλλίδη, «Νεοελληνική Γραμματική: Ιστορική Εισαγωγή» Άπαντα 3 (1981), σ. 430. Σχετικά με τη στάση τής Εκκλησίας στη χρήση τής κοινής (οιονεί δημοτικής) παρατηρούμε ότι ήδη στους χρόνους μετά την Άλωση και σε μορφές επικοινωνίας που χρειάζονται αμεσότητα και κατανόηση των λεγομένων από ευρύτερες ομάδες τού πλη θυσμού (αντίκρουση ξένης θρησκευτικής προπαγάνδας και προσπαθειών προσηλυτι σμού αλλά και κηρύγματα θρησκευτικά) η Εκκλησία κατέφυγε στην απλούστερη κοινή γλώσσα. Ο Κ. Θ. Δημαράς (19878, σ. 49) σημειώνει: «Πνευματικοί αγώνες με τους Τούρ κους, με τους Εβραίους, με τους Δυτικούς, αργότερα διενέξεις και πολεμικές με τους εκπροσώπους τού διαφωτισμού, καθιερώνουν σε μεγάλο ποσοστό τη δημοτική γλώσσα για ημιεπίσημο όργανο τής Εκκλησίας. Η στάση αυτή δεν προέρχεται από καμιά θεω ρία ούτε και την προϋποθέτει. Οι διάφορες προπαγάνδες που αυλάκωσαν τον ελληνικό χώρο, απαλλαγμένες από συντηρήσεις και από οργανωμένη παράδοση, μεταχειρίσθηκαν πάντα την κοινή γλώσσα για να επιτύχουν τον σκοπό τους· μπροστά σε αυτή την κατάσταση η Εκκλησία άλλο τρόπο δεν είχε να αντιδράσει παρά να τις μιμηθεί». Ομοίως ο Θ. Παπαδόπουλος (1977, σ. 77) παρατηρεί: «Η χρησιμοποίηση από τους καθο λικούς τής λαϊκής ελληνικής γλώσσας για το προσηλυτιστικό τους έργο έβγαλε αυτή τη γλώσσα από την ταπεινωτική της θέση, ενώ ταυτόχρονα εξανάγκασε την ανατολική εκκλησία να ακολουθήσει το παράδειγμά τους προκειμένου να τους συναγωνιστεί. Φυσικά, η λαϊκή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε αρχικά στο προφορικό κήρυγμα και όχι και στο γραφτό λόγο». Για το ίδιο θέμα ιδ. και Τρυπάνη (1984, σ. 46 κ.εξ.). Μεμονωμένα παραδείγματα εμφανίζονται ήδη τον 16ο αιώνα. Έτσι λ.χ. ο Μελέτιος Πηγάς (1535-1602) χρησιμοποιεί απλούστερη γλώσσα στα κηρύγματά του (ενώ γράφει
209
17.
18. 19.
20.
21.
22.
στην αρχαΐζουσα). Το ίδιο και ο Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638) που ενθάρρυνε και τη μετάφραση τού Ευαγγελίου στην κοινή γλώσσα (πβ. ΚπιπΛ&οΙιβΓ 1904, σ. 203 κ.εξ.). Τιμοθέου Κυριακοπούλου, Προαγωγή τής χριστιανικής κατηχήσεως. Μέρος πρώτον, προς τούς κατηχουμένους* όπού φανερώνει τό μεγάλο χρέος, όποϋ έχει κάθε Χριστιανός νά εϊναι τέλεια Κατηχημένος εις τήν πίστιν του (Βενετία 1759). Βικεντίου Δαμωδού, Επίτομος Λογική κατ' Άριστοτέλην καί τέχνη ρητορική, κοινή φράσει συντεθεισα (Βενετία 1759). Η επίδρασή του είναι φανερή στο έργο των Θεσσαλών διδασκάλων τού Γένους Γρηγόριο Κωνσταντά και Δανιήλ Φιλιππίδη καθώς και στον Ρήγα Βελεστινλή, που τον αναφέρει (μόνον από όλους τους λογίους) στη Χάρτα του, ιδ. Πασχ. Κιτρομηλίδη, Μοισιόδαξ Ιώσηπος (Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό). Γράφει: «Έγώ επιθυμώντας νά ωφελήσω κάθε λογής άνθρωπον άπό τό γένος μας, έσύνθεσα τό βιβλίον τής 'Ρητορικής τέχνης εις τήν κοινήν γλώσσαν» (Προοίμιο Λογικής, σ. 7). «Μήν σου φανή όλιγότιμον τό Βιβλίον, άν τό ειδής εις άπλήν φράσιν συγγραμμένο ν. Επειδή και κατά τόν σκοπόν τοϋ άνθρώπου πρέπει νά είναι καί τά μέσα, τά όποια αυτός έπιχειρίζεται διά νά φθάση εις τό τέλος του [...] Προς τούς άμαθεις πρέπει τινάς, νά λέγη εύκολα, δχι υψηλά, ούτε δύσκολα. Διά τοϋτο άν ήθελε λαλήσω Μιξοβάρβαρα, ή εις άλλον πολυσπούδακτον τρόπον, ήθελε δώσω βέβαια εις τήν γνώμην τών Ελληνιστών, άλλά δχι εις τήν γνώμην τού Θεοϋ [...] Διά τοϋτο έγραψα εις κοινήν και άπλήν Διάλεκτον, εις τήν όποίαν λαλοϋσι και οι πλέον παιδευμένοι άνθρωποι τής πολιτείας όταν βούλωνται νά κάμουσι και ταϊς πλέον σοβαραΐς των δουλείαις. Και εις αυτό έγώ ηύρα μεγαλωτάτην δυσκολίαν έπειδή και έστωντας ή απλή Διάλεκτος πτωχή, και ολίγη εις τοϋ λόγου της, και διά τοϋτο γεμάτη άπό λέξαις βάρβαραις, φράγκικαις ή τούρκικαις, μοϋ έφάνηκε πρέπον, νά ξεφύγω, δσον έδυνήθηκα, κάθε βαρβαρισμόν, όποϋ δέν συμφέρνει εις τήν έδικήν μας Γλώσσαν και μαζι νά βαστώ μακριά έκείναις ταϊς Έλληνικαϊς λέξαις, ταις όποίαις οί άπλοι άνθρωποι δέν ταϊς γροικοϋσι. Μερικαϊς φοραΐς, και τά ίδια Ελληνικά λόγια όποϋ έμεταχειρίστηκα τά έβαλα διεφθαρμένα, καθώς κοινώς διεφθαρμένα τά λαλεϊ ό λαός* φοβούμενος δτι βάζοντάς τα κατά τούς κανόνας τής Γραμματικής τής Έλληνικής, μήπως και ό λαός δέν τά καταλαμβάνη. 'Ός τις δοκιμάσει νά γράψη τέτοιας λογής απλά Ρωμαίϊκα, θέλει γνωρίση πόσον είναι δύσκολον νά λαλήση, μέ δλην τήν πρεπούμενην εύπρέπειαν. Έπ’ άληθείας φαίνεται πολλά παράξενος ό σκοπός εκείνων τών Συγγραφέων, μάλιστα τών Διδακτάδων, και άλλων όπού γράφουσι διά ωφέλειαν τών ψυχών, οι όποιοι λαλώντας κοινώς διά τόν λαόν τόν πλέα άπλοϋν, και πλέον άμαθή παραμερίζουσιν δμως τά κοινά λόγια, όποϋ δέν είναι βάρβαρα, διατι δέν είναι άπό ξένην γλώσσαν συρμένα, και συντρέχουσιν εις τά Ελληνικά, όποϋ ό λαός ό άμαθής καθό λου δέν τά γροικά, διά νά δείξουσι τήν σπουδήν των εις αύτά, ωσάν νά έκρέμετον δλη ή σοφία και ή έπιστήμη τοϋ άνθρώπου εις τά Ελληνικά λόγια.» {Από την Εισαγωγή τού έργου [= Μ. Τριανταφυλλίδη Απαντα 3 (1981), 431 κ.εξ.]}. «Μέ τήν άφορμήν τής Μεταφράσεως έπαρατήρησα και τήν φυσικήν ιδιότητα τού κοινού "Υφους. Τό *Ύφος αυτό καθ’ έαυτό μοϋ έφάνη έντονον έμφαντικόν, εύφραδές, άλλά κατά τό αυτό και έλλειπές και δτι ή έλλειψίς του, άνίσως δέν άπατώμαι, άπ’ άλλο νά μή πηγάζη, πάρεξ άπό τήν άμέλειαν ή άπό τήν καταφρόνησιν. Μερικοί, διά τι τό καταφρονούν, προστρέχουν προς τό Έλληνικόν, και άλλοι διά τι τό αμελούν, γράφουν δπως φθάσουν. Μοϋ έφάνη, δτι μίαν στενωτάτην συγγένειαν μέ τό Έλλη νικόν, και δτι μήτε δέχεται τήν έπιμιξίαν τών άλλων Διαλέκτων* και άνίσως ένίοτε φαίνεται άσχημον, και δμως ή άσχημία του, ούτε προξενεϊται, πάρεξ άπό τήν ει σφοράν τών έτερογλώσσων λέξεων [...] Και είναι αρά γε δυνατόν, δτι νοθευόμενον ή βαρβαριζόμενον τό 'Ύφος νά έξακριβωθή πώποτε; Μοϋ έφάνη, δτι αυτό, έάν διορθωθή, ήμπόρει νά άποβή μία Γλώσσα πληρέστατη, άρκετή διά κάθε ύλην, και άξία νά συγκριθή μέ τάς πλέον στωμυλοτέρας Διαλέκτους τής Ευρώπης. "Οσον έπειτα διά τήν διόθρωσιν, έγώ ήθελα ειπή, δτι αυτή είναι μία εύκολωτάτη πραγματεία. Και φθάνει,
210 δτι νά γνωρίζη μητέρα τήν Έλληνικήν, ήγουν έκείνην τήν πολυχεύμονα πηγή τών Προφορικών Χαρίτων, άπό τήν όποίαν ήμπορει νά δανεισθή δ,τι και άν χρειάζεται.» [Ηθική Φιλοσοφία, σ. κστ'-κζ' (= Α. Μέγα, Ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος, ΒΊ1 κ.εξ.)]. 22α. «Ό δρος Ανατολικόν Ζήτημα ((^ιιοδίίοη ά' Οπβηΐ) ήρχισε νά έπικρατή εις τό λεξιλόγιον τής διεθνούς διπλωματίας άπό τών χρόνων τοϋ Συνεδρίου τής Βερώνας (1822) [...] Τό ζήτημα δμως αύτό καθ’ έαυτό χρονολογείται άπό πολύ παλαιοτέρας εποχής» Μ. Λάσκαρι, Τό Άνατολικόν Ζήτημα (1800-1923, Θεσσαλονίκη 1948, σ. 11. Η παραπομπή και περαιτέρω σχολιασμός στον Σ. Καργάκο, Ιστορία τοϋ Ελληνικού κόσμου καί τοϋ Μείζονος Χώρου, Β' τόμ., σ. 355 (Αθήνα: Οιιΐ6ηΙ)6Γ§ 1999). 23. «Μοϋ έφάνη δτι οί Ιεροκήρυκες, δταν διδάσκουν, και οι Σπουδαίοι, όταν συνομιλούν, πρέπει νά μεταχειρίζωνται ένα "Υφος ύψηλότερον άπό τό τετριμμένον. Τό ϊδιον έπραξαν και πράττουν και οι Ευρωπαίοι, χωρίς ουδέ ποσώς νά ζημιοϋνται οι άπλούστεροί των. Μέ τούτον τόν τρόπον ολίγον κατ’ ολίγον αί Έλληνικαι λέξεις [ενν. οι λόγιες ή λογιότερες] συνηθίζονται, και προσέτι εύκολύνεται και ή κατάληψις τής δλης Ελλη νικής Γλώσσης. Μάλιστα άμποτε νά ήθελε διορισθοϋν τρεις, ή και περισσότεροι, έπίτηδες διά τήν έξάρθρωσιν και αΰξησιν τοϋ κοινού "Υφους!» (Ηθική Φιλοσοφία, αυτ.). 24. Τα τελευταία υποστηρίζονται στο εξίσου σημαντικό έργο τού Μοισιόδακος Πραγ ματεία περί παίδων άγωγής ή Παιδαγωγία (Βενετία 1779), ραδδίιη, πβ. και Α. Μέγα, Ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος, τόμ. Β', σ. 11 κ.εξ. 25. Η αλληλογραφία έγινε το 1789. Πέντε χρόνια αργότερα δημοσιεύεται στη μετέπειτα πολύ γνωστή Γραμματική τού Ν. Δούκα: Ν. Δούκα, Γραμματική Τερψιθέα (Βιέννη 1804). Ο Νεόφ. Δούκας υπήρξε μαθητής τού Λάμπρου Φωτιάδη, επηρεασμένος από αυτόν στις γλωσσικές του απόψεις. 26. Παναγιωτάκη Κοδρικά, Μελέτη τής κοινής ελληνικής διαλέκτου (Παρίσι 1818), σ. κζ' κ.εξ. (Προλεγόμενα). 27. Παν. Κοδρικά έ.α., σ. λγ'. 28. Το απόσπασμα από τον Κ.Θ. Δημαρά (Ιστορία τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος 19878, σ. 151), ο οποίος παρατηρεί σχετικά: «Στη θέση τής φυσικής, όπως την ονομάζει, γλώσσας, τής δημοτικής, χρησιμοποιεί ένα άλλο όργανο, την αιρετή, μεικτή θα τη λέγα με σήμερα, απλή καθαρεύουσα, κι αυτήν όμως όσο γίνεται απαλά φερμένη προς την κοινή διάλεκτο». 29. Πβ. Λ. Βρανούση, λ. Αθανάσιος Ψαλίδας στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. 30. Δείγματα τέτοιων κειμένων παρέχει ο Κωνσταντίνος Σάθας {Παράρτημα, σ. 131 κ.εξ.). Ας σημειωθεί, επ’ ευκαιρία, ότι ανάλογη απλούστερη γλωσσική οδό βάδισε στην αρχή, για να την εγκαταλείψει μετά, ο κυριότερος εκπρόσωπος τού γλωσσικού αρχαϊσμού (τής «Ελληνικής»), ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρις. Δείγματα τέτοιων κειμένων τού Βουλγάρεως βρίσκει κανείς πάλι στον Σάθα (Παράρτημα, σ. 139 κ.εξ.). 31. Κ. Σάθας, Παράρτημα, σ. 130. 32. Μακρά είναι η συζήτηση επί τού θέματος στο καίριο για το γλωσσικό ζήτημα έργο τού βυζαντινολόγου Κ&γΙ ΚπιπΛ&οΙιθγ Τό πρόβλημα τής νεωτέρας γραφομένης Ελληνικής και στην περίφημη απάντηση τού Γ. Χατζιδάκι "Απάντησις εις αύτόν, που συμπεριέχονται σε ενιαίο τόμο των εκδόσεων Μαρασλή (Αθήναι 1905). 33. Παν. Κοδρικά, έ.α. σ. 254. 34. Ο ίδιος ο τρόπος τής γραφής τού Κοδρικά αποτελεί πρότυπο ύφος απλής καθαρεύου σας, που αντιφάσκει στη γενικότερη τοποθέτησή του υπέρ τής Ελληνικής (αρχαΐζουσας) ως κοινής εθνικής. 35. Κυριακοδρόμιον, ήτοι έρμηνεία καί μετ' αύτήν ηθική εις τό κατά πάσαν Κυριακήν έν ταϊς άγίαις τών Όρθοδόξων Έκκλησίαις άναγινωσκόμενον Εύαγγέλιον, συνταχθέν ύπό τοϋ Πανιερωτάτου Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου, τοϋ πρώην Αστραχανίου καί Σταυρουπόλεως, τόμ. Α και Β' (Μόσχα 1796). 36. Αυτό έγινε, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Σάθας (Παράρτημα, σ. 211), αθόρυβα και χωρίς προσωπικές αντιπαραθέσεις: «Ό Θεοτόκης, κάλλιον παντός άλλου τόν προορισμόν τής έθνικής γλώσσης κατανοήσας, έν σιγή έκαλλιέργησεν αύτήν. Δέν κατήλθε εις τήν δη μοσιότητα μετά θορυβώδους έπιτελείου προσήλυτων πρός ύποστήριξιν τής καινοτο
211
37.
38. 39.
40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47.
48.
49. 50.
51. 52.
μίας, διότι ή Ελλάς προ πολλοϋ προητοιμασμένη δι’ αύτήν τήν καινοτομίαν, προθύμως υίοθέτησεν αύτήν, κωφεύσασα εις τ’ άλλεπάλληλα και παταγώδη κηρύγματα τών ιδιοτρόπων νεωτερισμών.» Ας σημειωθεί ότι η ένταξη των αναφερομένων προσώπων, κυρίως λογίων διδασκάλων τού Γένους, ιερωμένων ή/και λαϊκών, δεν σημαίνει και ότι αυτοί παρέμειναν αμετακί νητοι στις υπέρ ή εναντίον τού Κοραή απόψεις τους. Έτσι λ.χ. ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεό φυτος Βάμβας, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων είτε δεν ταυτίστηκαν ποτέ πλήρως (ο Άνθιμος Γαζής) είτε σε όψιμο στάδιο τής δράστηριότητάς τους απομακρύν θηκαν επί το συντηρητικότερον από τις θέσεις τού σοφού των Παρισίων (ο Νεόφυτος Βάμβας) ή και εναντιώθηκαν πλήρως σε αυτόν (ο Κωνσταντίνος Οικονόμος). Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία..., σ. 193. Ο Κ.Θ. Δημαράς (έ.α. σ. 200-201) παρατηρεί: «Ο νέος κλασικισμός βρίσκεται στη βάση τού στοχασμού τού Κοραή* μια θέληση ισορροπίας, αρμονικής σύνθεσης των δυνάμε ων εκδηλώνεται στο έργο του. Οι ακρότητες, που κλείνουν μέσα τους τη μονομέρεια, είναι απαράδεκτες. Η περίφημη μέση οδός, που εκφράζει τις γλωσσικές αντιλήψεις τού Κοραή, διατυπώνει γενικότερα τον ουμανισμό του [...] Ένας ακόμη δρόμος που τον φέρ νει προς τη μεσότητα, την ισορροπία: η θέληση να συνταιριάσει την κλασική του παι δεία με τον ρωμαντικό του ψυχισμό. Το αριστοτελικό σχήμα τής μεσότητας ξαναβρί σκεται σταθερά σ’ όλη την έκταση των απασχολήσεών του». Συλλογή τών εις τήν Έλληνικήν Βιβλιοθήκην και τά Πάρεργα Προλεγομένων, καί τινων Συγγραμματίων τοϋ 3Α δαμαντίου Κοραή, τόμ. Α (Παρίσι 1833), σ. 39. Συλλογή Προλεγομένων, έ.α., σ. 41. Αυτ. [= Αναστ. Μέγα, Ιστορία..., σ. 196]. Έ.α., σ. 499-500. Έ.α., σ. 136-7. Έ.α., σ. 36. «Αλληλογραφία» [= Αναστ. Μέγα, Ιστορία..., σ. 209-10]. Έ.α., σ. 498. «Και άν νομίζετε τήν μέσην οδόν (ώς και έγώ τήν νομίζω) καλήν, πατάτε την μέ σιωπήν και ησυχίαν διά τόν φόβον μή συσταθώσιν αιρέσεις [...] Βάδιζέ την ήσυχα και άφες και τούς μακαρονίζοντας και τούς χυδαΐζοντας νά πολεμώσι προς άλλήλους, έως νά τούς ύποτάξη ό ορθός λόγος...» (Α. Κοραή, Χρυσά έπη, ’Αθήναι 1934, σ. 186). Έ.α., σ. 50-51. «Βλέπεις δτι δέν λείπουσιν άπό τό γένος άνδρες και μέ προκοπήν και μέ ζήλον, οί όποιοι διισχυρίζονται δλον τό έναντίον, δτι δηλαδή πρέπει νά γράφωμεν και νά λαλώμεν ώς γράφουσι και λαλοϋσιν οί ξυλοφόροι καί οί υδροφόροι. Ή γνώμη μου βέβαια απέχει μακράν άπό τό τοιοϋτον σύστημα καί στοχάζομαι δτι άν ό σπουδαίος έχη χρέος νά συγκαταβαίνη εις τό μέρος τής καταλήψεως τοϋ ξυλοφόρου, οΰτω καί ό ξυλοφόρος πρέπει νά προθυμήται ν’ άναβαίνει καί αυτός ολίγον εις τό νά καταλαμβάνη τά λεγόμενα ή τά γραφόμενα άπό τόν σπουδαιον καί τοιουτοτρόπως νά συναπαντηθώσιν καί οί δύο εις τό μέσον τής κλίμακος» (Επιστολαί, τόμ. Α,' ’Αθήναι 1885, σ. 395) [επιμ. Ν.Δ. Δαμαλά]. Αλληλογραφία Κοραή, Β' 1799-1809 (έκδ. 1966), σ. 164. Γ. Χρυσοβέργη, Γραμματική τής καθ’ ημάς έλληνικής γλώσσης κατά παράθεσιν προς τήν άρχαίαν (Αθήνησι 1839), η οποία αρχίζει με παράθεμα από τον Κοραή, που υπο στηρίζει ότι η άγνοια τής κοινής Ελληνικής συμβαίνει «Διότι ήμελήθη εις τά σχολεία ή άδιάλειπτος παραβολή καί παράθεσις τών δύο» (.Προλεγόμενα, σ. 141). Στη Γραμματική τής Αρχαίας αλλά και στο Συντακτικό τής Νέας Ελληνικής. Δείγμα των επιθέσεων και τού ύφους τού Κοδρικά κατά τού Κοραή: «[...] άνεπήδησεν έξαίφνης, ώς έκ Τροφωνείου, ένας δαιμόνιος, καθώς οι φατριασταί του τόν ονομά ζουν, Φιλόσοφος, δς τις έκ Πυθείου Τρίποδος χρησμοδοτών, κατετάραξε τά πνεύματα τών Χυδαίων, καί δλην προς έαυτόν τήν προσοχήν τών πρωτοπείρων έφέλκυσεν. ’Ανεκήρυξε δογματικώς ότι ή Γλώσσα τοϋ Γένους μας είναι διεφθαρμένη, καί χρειάζεται κάθαρσιν καί διόρθωσιν. Δέν εύχαριστήθη εις τοϋτο ό Δαιμόνιος. ’Α λ λ ’ άπό χαμερπεϊς κολακείας έπαρθείς ήρπασε τό κηρύκειον τοϋ Έρμοϋ εις τό χέρι, καί υπό τό τριβώ-
212
53.
54.
55. 56. 57. 58.
59.
60. 61.
62. 63. 64. 65. 66. 67.
νειον μιας Δημαγωγικής Φιλοσοφίας, τήν έμφαντικήν χλαμύδα μιας αυθαιρέτου Νομοθεσίας άναζωσθείς, έψηφίσθη αύτοχειροτόνητος Κριτής, καί αύτεπάγγελτος άπεκατέστη Δικαστής όλων τών έθίμων τοϋ Γένους μας: κατεχείρισε, καθώς ό ϊδιος έξηγεϊται Χιώτικα, όχι μόνον νά διορθώση τήν πατροπαράδοτον γλώσσαν μας, άλλά νά μεταρρύθμιση καί τό ήθος, καί τό έθος, καί τήν τάξιν, καί ήθικήν κατάστασιν ολοκλήρου τοϋ Γένους μας.» (Μελέτη τής Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου, Παρίσι 1818, σ. με'-μστ'). Ο Κοδρικάς επιμένει στην πολιτική, θα λέγαμε σήμερα, σημασία των από ψεων Κοραή, τις οποίες καταδικάζει ως επικίνδυνες: «’Άς μή μάς άπατήση τό πρόσχη μα μιάς φιλοσοφικής Διδασκαλίας άποτεινομένης δήθεν πρός διόρθωσιν τής Κοινής Γλώσσης. Ό σκοπός τοϋ Διορθωτοϋ δέν περιορίζεται εις τό νά μάς μάθη νά λέγωμεν Έξεύρω, καί όχι ίξεύρω’ Έμπορώ, καί όχι ήμπορώ’ Έντάμα, καί όχι άντάμα [...] άλλά διά τής μεταβρυθμίσεως τής Κοινής Διαλέκτου άποτείνεται εις γενικήν άναστάτωσιν τών καθεστώτων, καθώς άπό τήν σειράν τών Αυτοσχεδίων του Στοχασμών προφανώς άποδεικνΰεται. Πρόκειται άρα περί τών κυριωτέρων έθίμων τοϋ Γένους μας, καί όχι απλώς περί δύω ή τριών Γραικοβαρβαρικών λεξειδίων» (αυτ., σ. νβ'). «Τό ΰφος λοιπόν όπου έγώ μεταχειρίζομαι [...] είναι ΰφος γενικόν και κοινόν τής έξευγενισμένης Εθνικής Διαλέκτου μας [...] Αυτοί δλοι, οί τήν υγιή μοίραν συγκροτοΰντες του Γένους, κοινή όμολογίςι, αύτό τό ΰφος ώς οικεΐον ένασμενίζονται, και αύτό ώς γνήσιον και κοινόν όμοφώνως αποδέχονται. Πατριάρχαι* Αρχιερείς· Ηγεμόνες· "Αρχο ντες* Κληρικοί· Γραμματικοί* και αύτοί οι μεταξύ ομογενών έλευθερίου εύμοιρήσαντες αγωγής Εμπορικοί. “Ολον, ένί λόγφ, τό σύστημα τής Εκκλησιαστικής καί πολι τικής Τεραρχίας τού "Εθνους μας, αύτό τό ΰφος άναγνωρίζουν ώς οικεΐον καί γνή σιον.» (αυτ. σ. οδ') «Κορνάρος ονομάζεται ό στιχουργός τοϋ τερατώδους μιξοβαρβάρου ποιήματος δπερ έπιγράφεται Ερωτόκριτος» (αυτ. σ. με', υποσ.). Αντιθέτως, ο Κοραής θεωρεί τον Ερωτόκριτο ως τον Όμηρο τής λαϊκής (χυδαϊκής) λογοτεχνίας (πβ. Αναστ. Μέγα έ.α, τόμ. Α, σ. 215). Δ. Βερναρδάκη, Ψευδαττικισμού έλεγχος (Τεργέστη 1884), σ. 44ί. Ο Κοδρικάς υπαινίσσεται επικριτικώς εδώ τις ετυμολογήσεις των αντιστοίχων λέξεων από τον Κοραή. Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία..., σ. 207. Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, «Κορακίστικά ή διόρθωσις τής ρωμαίκης γλώσσης, κωμω δία εις τρεις πράξεις διαιρεμένη» (Κωνσταντινούπολη 1813). Στο έργο σατιρίζεται η γλώσσα τού Κοραή και παρωδείται ο λόγος του με έντονο το στοιχείο τής υπερβολής και σαφή πρόθεση τη γελιοποίηση των διδαγμάτων τού Κοραή. Ας σημειωθεί -πράγμα που δικαιώνει τον Κοραή- ότι ο ίδιος ο Νερουλός ομολόγησε αργότερα: «Ό καιρός έστερέωσε τό σύστημα τοϋ Κοραή. Διότι οι φρόνιμοι άνδρες έδέχθησαν αύτό έκτός μικράς τινός μερίδος» (Το απόσπασμα από τον Α. Μέγα, τόμ. Β', σ. 239). «Τρακαριστές» με την έννοια ότι χρησιμοποιούν μια γλώσσα που τρικλίζει, κλονίζεται και παραπαίει, μια γλώσσα «άκροβατοϋσαν καί τρακαρίζουσαν καί άντιδιαπλέκουσαν σοφιστικώς πανταχοϋ έν τφ λόγφ» (Το απόσπασμα από τον Ε. Παντελάκη, ΜΕΕ, σ. 117). Αυτ. Θεωρητική υποστήριξη τής δημώδους γλώσσας υπήρξε -με διαφορετικό τρόπο- και από τον Γεώργιο Χατζιδάκι και από τον Ροΐδη και από τον Δ. Βερναρδάκη και από πολλούς άλλους λογίους και επιστήμονες, οι οποίοι όμως έγραφαν πάντα σε καθαρεύουσα. Δ. Γληνού, Έθνος και Γλώσσα (1922), σ. 47. Μ. Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή, σ. 455-6. Βλ. Π. Μαστροδημήτρη, Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία (Αθήνα 19834), σ.115 κ.εξ. Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία..., σ. 172. Ιδίως στα Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά Αναγνώσματα, βλ. σ. 7 κ.εξ., σ. 108 κ.εξ. κ.α. Το ζήτημα τής αιολοδωρικής θεωρίας τού Χριστόπουλου και άλλων, τής αντιαιολοδωρικής θέσεως που επέβαλε επιστημονικά ο Γ. Χατζιδάκις και των νέων αιολοδωρικών απόψεων (Τσοπανάκη κ.ά.) έχει μελετήσει η Ειρήνη Καλλιτζοπούλου-Παπαγεωργίου: Η
213
68.
69.
70.
71.
72.
73.
74.
75.
αιολοδωρική θεωρία. Συμβολή στην ιστορία τής ελληνικής γλώσσας (αδημοσ. διδ. δια τριβή, Αθήνα 1991). Ο Φιλιππίδης, μεταφράζοντας τα Φιλιππικά τού Τρόγου, γράφει στα επιλεγόμενα: «τό βιβλίον τούτο τό εκδίδω εις την γλώσσαν οπού ομιλώ* μ’ ήταν εύκολώτερον να τό γράψω αττικά· πλήν δεν θέλησα διά λόγους καταληπτούς από τούς φρονίμους [...]· εις την γλώσσαν λέγω, οπού ομιλώ, όχι παρδαλά καθώς κάμνουν άλλοι, άνακατόνοντας την μίαν με την άλλην [...]* άλλά καθαρά αιολοδωρικά, όσον ήμπορώ. Αιολοδωρικά λέγω* έπειδή πρέπει άναπόφευκτα και άπαραίτητα σωφρονούντας, νά δόσωμεν μίαν ονομασίαν προσδιοριστικήν τών έλληνικών οπού όμιλούμεν, διά τι είναι και αυτά αναμφίβολα και άναντίρρητα, μία διάλεκτος έλληνική, και ίσως ή παλαιότερη [...] Πειράχθηκες ϊσως, φίλε, άκούοντας αιολοδωρικά [...] άλλος έδωκε εις την γλώσσαν μας αυτό τό όνομα· όχι από άρχηγομανίαν όχι ως έτυχε· άλλ’ άπό βαθειαν έπίγνωσιν και τής άττικής και τών λοιπών διαλέκτων και τούτης οπού ονομάζει αιολοδωρικήν, ή οποία είναι άδελφή έκείνης όμοπατρομήτρια. Τούτος [...] πρέπει νά έχη τά πρωτεία απ’ όλους μας, και άπ’ όλους τούς Έλληνιστάς τής Ευρώπης» (το παράθεμα από τον Σάθα, σ. 194-5). «Τό υποκείμενον τής Αιολοδωρικής Γραμματικής είναι τό οικιακόν ύφος τής Κοινής Διαλέκτου, και όχι όλη όλοκλήρως ή Κοινή Διάλεκτος [...] Τό ύφος όμως έκείνο, οπού κανονίζει ή Αιολοδωρική Γραμματική, είναι ύφος ύπαρκτικόν, συνηθισμένον, και καθομολογημένον, και άκολούθως ή κατ’ αυτό ρυθμιζομένη Γραμματική είναι όρθοτάτη, άριστος, και αναντίρρητος» (Π. Κοδρικά, Μελέτη..., σ. μδ'). Όχι μόνον ο Χατζιδάκις αλλά και άλλοι γλωσσολόγοι και μελετητές τής γλώσσας μετά από αυτόν (Ψυχάρης, Τριανταφυλλίδης, Ρογ, ΚπιπΛ&οΙιβΓ κ.ά.) απέδειξαν την αστοχία των αιολοδωρικών απόψεων, αντίθετα προς παλαιότερους μελετητές (Μυΐΐ&οΐι, ϋβίίηβΓ, Μαυροφρύδης) που πρέσβευαν ανάλογες απόψεις. Οι αδυναμίες και τα αστοχήματα των απόψεων τού Χριστόπουλου συζητούνται αναλυτικά από την ΚαλλιτζοπούλουΠαπαγεωργίου, η οποία παρουσιάζει και τα θετικά στοιχεία σύγχρονων απόψεων, που επανεξετάζουν τις διαλεκτικές εξελίξεις τής Ελληνικής και στηρίζουν γλωσσικές επι βιώσεις στοιχείων και των άλλων, πλην τής αττικής, διαλέκτων. Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία..., σ. 187, όπου και το παράθεμα από τον Ροΐδη (Έργα, Γ', σ. 115): «Ή δικαιοσύνη έν τούτοις μάς έπιβάλλει νά όμολογήσωμεν ότι, πλήν τής μεταφράσεως τού πλατωνικού Κρίτωνος και τού Βηλαρά, ούδέν άλλο γνωρίζομεν έργον δυνάμενον νά παραβληθή πρός τό τού κ. Ψυχάρη κατά την ακριβή προσήλωσιν εις τούς τύπους τής άμιγούς δημώδους». Ιωάννου Βηλαρά, Μικρή Ορμηνια για τα γραμματα και ορθογραφία της Ρομεηκης γλοσας (Κέρκυρα 1814), σ. 181 [= Μ. Τριανταφυλλίδη, Ιστορ. Εισαγ. 443]. Για την ορθογρα φία τού Βηλαρά στη Ρομέηκη γλόσα παρατηρεί ο Ροΐδης (Είδωλα, σ. 93 [= Μέγας, σ. 417]): «"Οπως τό ώτίον, ούτω και τον οφθαλμόν σκανδαλίζει πάσα απότομος διατάραξις τής συνήθειας, ως δύναταί τις νά πεισθή έκ τού κόπου και τής άνίας ήν προξε νεί ή άνάγνωσις τής λεγομένης φωνητικής γραφής, οΐα είναι λ.χ. ή τής Ρομέηκης γλόσας,, τού ήμετέρου Βηλαρά». Κ. ΚπιΐϊΛαοΙιβΓ, Το πρόβλημα τής νεωτέρας γραφομένης Ελληνικής (Αθήναι 1905), σ. 65. Στους «επιφανείς τής καθαρευούσης ύπερμάχους» κατά τον Αναστ. Μέγα (Ιστορία..., τ. Β', σ. 404-5) περιλαμβάνονται οι θ. Μανούσης, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Σπ. Λάμπρος, Στ. Κουμανούδης, Φίλιππος Ιωάννου, Δημ. Σεμιτέλος, Ιω. Πανταζίδης, Θ. Αφεντούλης, Ευθ. Καστόρχης, Γ. Καραμήτσας, Ν. Δραγούμης, Κυπριανός, Αγγελος Βλάχος, Θ. Λειβαδάς, Αναστάσιος Βυζάντιος, Θ. Θερειανός κ.ά. καθώς και διαπρεπείς υποστηρικτές τής δημοτικής γράφοντες «εις καθαρεύουσαν», όπως ο Δ. Βερναρδάκης και ο Εμμ. Ροΐδης. Ο Κ.Θ. Δημαράς αποκαλεί «συνδέσμους» λογοτέχνες που αποτελούν δεσμούς τής Επτανήσου με την Αθήνα, μια και πρόκειται για επτανησιακής καταγωγής λογοτέχνες που έδρασαν κυρίως στην Αθήνα (Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία..., σ. 313 κ.εξ.). ΙαοοΙ) ΡΜΙίρρ Ρ&11πΐ6Γαγ6Γ, Ο&8θ1ιΐο1ι1ο ά&Γ Η βΜ πξθΙ Μ ογοβ \ναΙΐΓ6ηά ά&8 ΜίΙΙο1α1ΐ6Γ8, α' τόμ. 1830, β' τόμ. 1836 [= Ιστορία τής χερσονήσου τού Μορέως κατά τον Μεσαίωνα]. Στο
214
76. 77. 78. 79. 80. 81. 82.
83. 84. 85. 86.
87. 88.
89. 90. 91. 92.
βιβλίο αυτό υποστηρίζει ότι οι νέοι Έλληνες συνεχίζουν όχι τους βυζαντινούς και τους αρχαίους, αλλά διάφορα σλαβικά φύλα που κατέκτησαν την Ελλάδα σε βαθμό ώστε «ουδέ σταγών γνησίου έλληνικοϋ αίματος ρέει εις τάς φλέβας των σημερινών Ελλήνων». Επέκταση των ίδιων απόψεων σε σχέση με τους Αλβανούς είναι και το βιβλίο του «λΥοΙεΙιεη Εΐηίΐιιβ Ιι&ηβ άϊ& Ββδβ1ζιιη§ Οπβοΐιβηίαικίδ άιίΓοΙι άί& δΐ&νεη πιιί ά&δ δοΜο^δαΙ άβΓ δίαάΐ Αΐΐιβη \ιηά ά&τ ί&ηάδοΐιαίΐ ΑΐΙί^3.?» 1835 [= Ποια επίδραση είχε η κατά ληψη τής Ελλάδος από τους Σλάβους στην τύχη των Αθηνών και τής Αττικής;]. Εδώ το θέμα του είναι όχι ο εκσλαβισμός αλλά ο εξαλβανισμός των Ελλήνων τής περιοχής τής Αττικής και ιδιαιτέρως τής Αθήνας. Το ίδιο υποστηρίζει σε ευρύτερη κλίμακα, σε μετα γενέστερο (τού 1860) έργο του με τίτλο «ϋ&δ &11>αηΐδθ1ιβ ΕίβιηβηΙ ίη ΟπεοΙιβηΙ&ικΙ» [= Το αλβανικό στοιχείο στην Ελλάδα]. Ιδ. Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία..., σ. 263. Δ. Σκαρλάτου Βυζαντίου, Αεξικόν τής καθ’ ημάς έλληνικής διαλέκτου (Αθήναι 18743), σ. στ'-ζ' (από τα «Προλεγόμενα» τής α' εκδόσεως τού 1835). Το απόσπασμα από τον Μ. Τριανταφυλλίδη (Ιστορ. Εισαγωγή...), σ. 492. Από το 1854 (και ώς τον θάνατό του το 1878) Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης είναι ο Σκαρλάτος Βυζάντιος. Νέος Οδηγός, σ. 134 [=Τριανταφυλλίδη, Ιστορική Εισαγωγή..., σ. 493]. Το απόσπασμα από τον Αναστ. Μέγα, Ιστορία..., Β' τόμ., σ. 273-4. Ο πλήρης τίτλος τού έργου είναι «Γλωσσικαι Παρατηρήσεις άναφερόμεναι εις την νέαν έλληνικήν γλώσσαν». Για τον βίο και το έργο τού Κ. Κόντου, ιδ. Γ. Χριστοδούλου, Κωνσταντίνος Στ. Κόντος (Αθήνα 1979). Πλήρης τίτλος: Ψευδαττικισμού έλεγχος, ήτοι Κ.Σ. Κόντου Γλωσσικών Παρατηρήσεων αναφερομένων εις την νέαν έλληνικήν γλώσσαν ανασκευή (Τεργέστη 1884). Γ. Μπαμπινιώτη, «Γιάννης Ψυχάρης. Η γλωσσολογική του συμβολή στη μελέτη τής Ελλη νικής». Στο Ελληνική Γλώσσα: παρελθόν-παρόν-μέλλον (Αθήνα Οιιΐοηβει^ 1995), σ. 77-106. Δημοσιεύθηκε στο περ. τού Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, τόμ. 18 (1888), Παράρτ. σ. 441-452 και 463-496. Στον Πρόλογο τού «Ταξιδιού» ο Ψυχάρης δηλώνει καθαρά τις γλωσσολογικές προθέσεις του κατά τη συγγραφή τού ιδιότυπου αυτού λογοτεχνικού έργου, χρησιμοποιώντας μάλιστα καθαρώς γλωσσολογική ορολογία. Λέει: «Μου φαίνεται πώς πρώτη φορά, σ’ αυτό μου τό βιβλίο, γράφηκε με κάποια σειρά κι ένότητα ή γλώσσα τού λαού. Προσπάθησα να τη γράψω κανονικά, να φυλάξω τούς νόμους της, να προσέξω στη φωνολογία, στη μορφολογία, στο τυπικό και στη σύνταξη τής δημοτικής γραμμα τικής». Και αλλού: «Δέν έβαλα έναν τύπο γραμματικό, δεν έγραψα μία λέξη, μία συλ λαβή στο βιβλίο μου, χωρίς να τό συλλογιστώ πριν ωρες, μπορώ μάλιστα να πώ χρό νια, άφοϋ κάθε χειμώνα στα δημόσια μαθήματά μου τής Σορμπόνας, τής γλώσσας μας την ιστορία μελετώ». Στη β' έκδοση μάλιστα τού «Ταξιδιού», μιλάει στον Πρόλογο (Αθήνα: Ελευθερουδάκης 1926, σ. 19) για το «σύστημα» τού «ταξιδιού». Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, «Γιάννης Ψυχάρης», έ.α. Για την παλαιότερη ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, τους «παλαιογραμματικούς» σε αντίθεση προς τους «νεογραμματικούς» ιδ. Γ. Μπαμπινιώτη, Ιστορική Γραμματική τής αρχαίας Ελληνικής, I. Φωνολογία (Αθήνα 1985), σ. 44 κ.εξ. Το Ταξίδι μου, Πρόλογος β' εκδ. (1924), σ. 18. Μεγάλη Ρωμαίικη Επιστημονική Γραμματική, τόμ. Α (1929), σ. 99. Μεγάλη Ρωμαίικη Επιστημονική Γραμματική, τόμ. Α (1929), σ. 16. Ο ΚγιιπΛ&οΙιογ (1905, σ. 136-7) εκτιμά ως εξής τη συμβολή τού Ψυχάρη: «Διά τής υπό τού Ψυχάρι άποκινηθείσης, άνακαινισθείσης και βαθέως έξετασθείσης θεωρητικής έρεύνης τής γλώσσης και διά τού ύπ’ αυτού δοθέντος πρακτικού παραδείγματος πολ λοί νέοι αγράμματοι συνησθάνθησαν την πλάνην τού έθνους, ήτις έχει σοβαρά επακό λουθα και ήρχισαν νά άντλώσιν έκ τής πλήρους ζωής τού παρόντος και εκ τής άφθο νου πηγής τής φυσικής γλώσσης. Συνέβη έκεΐνο δπερ τοσάκις δύναταί τις έπι πλείστων πραγμάτων νά παρατηρήση* ιδέα τις γνωστή μέν πρότερον, άλλά μη τυχούσα
215 τής δεούσης προσοχής, εκφράζεται εν εύθέτω χρόνω μετά τής άπαιτουμένης έμφάσεως, άποδεικνύεται νέος τις σκοπός και καταδεικνύεται ή οδός πρός επιτυχίαν αύτού. Τότε άναπηδώσιν ώς έκ του έδάφους πανταχόθεν δυνάμεις, αϊτινες μέχρι τοϋδε έκάθευδον, και έργάζονται μετά πυρετώδους δραστηριότητος. Ένφ προγενέστεραι παρορμήσεις π.χ. ή εύστοχος συγγραφή του Κονεμένου, παρήλθον σχεδόν άνευ ίχνους τής διαβάσεως αυτών, έσχεν ό Ψυχάρις τό ευτύχημα διά τής έπιβλητικής και πνευ ματώδους αύτοϋ ρητορικής δεινότητος νά άπαλλάξη έκ τών δεσμών μεγάλην γραμματειακήν κίνησιν, ήτις ένέπνευσε νέον θάρρος ακόμη και εις έκείνους, οϊτινες ήδη πρότερον εν τφ αύτφ πνεύματι ειχον έργασθή». 93. Ρωμαίικη Γραμματική, σ. 54. 94. Παρατηρεί ο ΚπιπΛαοΙιβΓ (1905, σ. 151): «αυτός ούτος [ο Ψυχάρης] καί τινες τών πιστοτάτων αύτοΰ οπαδών, ώς 6 Πάλλης και ό Έφταλιώτης, και έφήρμοσαν πρακτικώς εις τάς συγγραφάς αύτών τήν άξίωσιν τής άνοθεύτου δημώδους γλώσσης. Καθαρώς άφηρημένως έξεταζομένη ή ριζοσπαστική αύτη θεωρία έχει όρθώς* άλλ’ ώς άνεπτύχθησαν Ιστορικώζ τά τής νεοελληνικής γλώσσης και ώς έχουσι ταϋτα σήμερον, αΰτη είναι κατ’ έμήν γνώμην έσφαλμένη και αύτόχρημα όλεθρία διά τήν εύδόκιμον περαιτέρω διαμόρφωσιν τής γραφομένης γλώσσης ώς και διά τήν διάδοσιν τής υπέρ τής δημώ δους θεωρίας». 95. Για την προσφορά, το έργο και τις γλωσσικές θέσεις τού Γ. Χατζιδάκι, ιδέ Γ. Μπαμπινιώτη «Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις. Η συμβολή του στην αποκατάσταση τής γλωσσικής μας ταυτότητας και στην επιστημονική σπουδή τής ελληνικής γλώσσας». Στον Γ. Μπαμπινιώτη, Ελληνική Γλώσσα: παρελθόν-παρόν-μέλλον (Αθήνα 1995, ΟυΙοιΛβι-β), σ. 55-75. 96. «Αί φράσεις... ήμαρτημέναι». Ολόκληρη η πρόταση είναι τίτλος (!) κειμένου τού Γ. Χατζιδάκι στο περ. «Παιδαγωγικόν Σχολεΐον» (1884), σ. 309 [= «Απάντησις» στον Κ γιιπ ι 1?αο1ΐ6Γ, σ. 502]. 97. Περ. Αθήναιον, 10, 1881, σ. 14 [= «Απάντησις» στον Κπιπιβ&οΙιβΓ, σ. 501-2]. 98. Περ. Εστία 15,1883, σ. 422 («Διατι δεν καλλιεργούν οι νέοι Έλληνες τήν δημώδη Έλληνικήν γλώσσαν»): «Ήμεΐς σήμερον ούτε γράφομεν οΰτε λαλοϋμεν τήν άρχαίαν γλώσ σαν, άλλ’ απλώς παραλαμβάνομεν έξ αύτής, δ,τι δεν έχει μέν ή νέα, κρίνεται δέ άναγκαΐον νά απόκτηση, ούδέ ζώμεν έν τοΐς άρχαίοις άλλ’ έν τοΐς παρούσι χρόνοις και δή γράφομεν και λαλούμεν τήν νέαν Έλληνικήν συμπεπληρωμένην. Διατι δέ ήμεΐς σήμερον και καλά όφείλομεν νά μεταβάλλωμεν διαρκώς τήν γραφομένην ημών γλώσσαν, μέχρις ου έφαρμόση πρός τήν άρχαίαν; Πού κεΐται τό άγιον έν τή άρχαίςι, τό καθιστών άναγκαίαν τήν ταύτισιν; Ή ταύτισις αύτη θά ήτο καθ’ ημάς μεγάλη έθνική συιίφορά. Λοιπόν μή περαιτέρω πρός τον έξαρχαϊσμόν τής γλώσσης, άναγνωρισθήτω και τή νέςι γλώσση κύρος». 99. «Περί τής επανόδου εις τήν δημοτικήν και έκβολής τής γραφομένης ούδεις εύλογος λόγος δύναται τού λοιπού νά γένηται. Διότι και αυτή έχει τήν Ιστορίαν αύτής και δή δικαίωμα ύπάρξεως έκ τής ιστορίας [...] ό γραπτός λόγος είναι ό φορεύς τού πολιτι σμού ημών. Ούδεις άνθρώπων δύναται εύλόγως νά διαμφισβητή αύτφ τό υπό τής ιστο ρίας κεχορηγημένον δικαίωμα τής ύπάρξεως». Αθηνά 2, 1890, 231-2 [= Γλωσσολ. Μελέται, τόμ. Α, σ. 301-2]. 100. Επιστημονική Επετηρίς Πανεπιστημίου Αθηνών 7, 1910-11, 153-4. 101. Γράφει (στην Απάντηση στον Κ πιπΛ αοΙιβΓ, σ. 644-5): «Καθά ό παλαιός Σόλων ούτε τούς εύπατρίδας ούτε τούς δημοκρατικούς διά τής δικαίας νομοθεσίας τού ηύχαρίστησεν, ούτως έπαθον και έγώ· έκάτεροι άξιούντες νά υποστηρίζω μόνον αύτών τάς γνώμας και άποτυχόντες ώρμησαν έπ’ εμέ* ούτως άλλος μέν έγραψεν δτι προτείνω στάσιν τής γλωσσικής άναπτύξεως (πρβλ. Αθηνά, τόμ. Β' σελ. 139), άλλος δτι έπιτρέπων και τήν χρήσιν τής δημοτικής έπιφέρω σύγχυσιν (αυτόθι Γ’ σελ. 259) και άλλος πάλιν δτι ύποστηρίζω μόνην τήν γραφομένην, τήν δέ λαλουμένην έπιθυμώ παλαιοντολογικόν όρυκτόν [...] και άλλοι δέ ούκ ολίγοι έκατέρας μερίδος έξέφρασάν μοι προφορικώς παράπονα, δτι κλίνω πρός τούς έναντίους αύτών κ.τ.τ. Πάντα δέ ταύτα εις έμέ ούδέν άλλο φαίνονται δηλοϋντα ή δτι, δπως συνήθως έν τφ κόσμφ ούτω και έν τφ παρόντι ζητήματι, ή άλήθεια κεΐται παρ’ ούδετέροις, άλλ’ έν τή χρυσή μέση όδφ». Για τους
216 χαρακτηρισμούς που τού αποδίδονταν κατά καιρούς από τους μεν και τους δε λέει ο Χατζιδάκις: «Δέν κατελέχθην ποτέ εις τούς σχολαστικούς γλωσσαμύντορας, διό και ώς μαλλιαρός άπεκλήθην, άλλ’ ουδέ εις τούς σχολαστικούς δημοτικιστάς, διό πάλιν ώς αντιδραστικός κατηγορήθην» (Έκθεσις Σεβαστοπουλλείου Διαγωνισμού, Αθήνα 1918, σ. 19). 102. Στο βιβλίο τού Δ. Βερναρδάκη Ψευδαττικισμού Έλεγχος (στρεφόμενο εναντίον των Γλωσσικών Παρατηρήσεων τού Κ. Κόντου), εκδοθέν το 1884, απαντά ο Χατζιδάκις το ίδιο έτος με το Μελέτη έπι τής Νέας Ελληνικής ή βάσανος τοϋ ελέγχου τοϋ Ψευδατ τικισμού (Αθήναι 1884). 103. Στο βιβλίο τού Εμμ. Ροΐδη Τα Είδωλα (Αθήναι 1893), που γράφτηκε από τον μεγάλο νεο έλληνα συγγραφέα και κριτικό για να υποστηρίξει τις θέσεις τού Ψυχάρη και τού δη μοτικισμού γενικότερα, απαντά ο Χατζιδάκις το 1895 με την πραγματεία του «Ειδώλων κατάλυσις». Περ. Αθηνά 7, σ. 145-282 [= Γλωσσολ. Μελέται, τόμ. Α, σ. 383-504]. 104. Κ. Κπιπιβ&οΙιβΓ, Ό β8 Ρ γο Μ οπϊ ά&τ ηβιι^ήοΐιίδοίιβη ΞοήήίΐςρΓασίιο. Λόγος πανηγυρικός εκφω νηθείς στη Βασιλική Ακαδημία τού Μονάχου το 1902 και επαυξηθείς σε βιβλίο το 1903 (226 σελ.). Βιβλιοκρισία (γερμανιστί) από τον Γ. Χατζιδάκι στο περ. λνοοίιβηδοΐιπίΐ ίϋΓ Κΐ&δδίδοΐι© ΡΜ1ο1ο§ΐε (19 Αυγ. 1903, τεύχ. 33/34, σελ. 919-923). Εν συνεχεία, τόσο το βιβλίο τού ΚπιπΛ&οΙιβΓ όσο και η απάντηση τού Γ. Χατζιδάκι συνεκδόθηκαν το 1905 σε βιβλίο των εκδόσεων Μαρασλή με τίτλο: «Τό πρόβλημα τής Νεωτέρας Γραφομένης Ελληνικής υπό Κ. ΚπιπΛαοΙιβΓ και άπάντησις εις αυτόν υπό Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι» (860 σελ.!). Ακολούθησαν «Αντιλεγόμενα περί τού παρ’ ημίν γλωσσικού ζητήματος» (Περ. Αθηνά 20, 1908, 33-60) και «Νέα αντιλεγόμενα προς τον Κ. ΚπιπΛαοΙιβΓ» (Αθηνά 20, 1908, 590-602). 105. «Περί τού γλωσσικού ζητήματος έν Έλλάδι». Σειρά μελετών στην Αθηνά 2, 1890, 169235-5, 1893, 177-230-7, 1895, 145-282-8, 1896, 147-175 [= Γλωσσολογικαί Μελέται, τόμ. Α (1901), σ. 236-305-306-362-363-504-505-537]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει -λόγω τού «απολο γητικού» τού, τρόπον τινά, χαρακτήρα- το δημοσίευμα «Διατί είμαι μεν δημοτικιστής, αλλά δεν γράφω την δημοτικήν». Γλωσσολ. 'Ερευναι, τόμ. Β' (1977), σ. 358-370 (Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1926 στην εφημ. Αθήναι 16, 17, 18 και 19 Νοέμβρ. 1926). 106. Γ. Χατζιδάκι, Γεννηθήτω φως, σ. 583. 107. Πβ. Γ. Χατζιδάκι, Απάντησις εις ΚτνπώαοΙιοΓ, σ. 646 κ. εξ. 107α. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πολύ διδακτική για τη ρευστότητα των ανθρωπίνων πραγμά των, η παρατήρηση τού Φιλίππου Ηλιού για τη στάση τούς στα Ευαγγελιακά τού δεκαοκτάχρονου Μ. Τριανταφυλλίδη και τού δεκαεννιάχρονου Δημήτρη Γληνού: «Ας σημει ωθεί, πάντως, ότι στα 1901 είχε πάρει μέρος [ενν. ο Δ. Γληνός], μαζί με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στα Ευαγγελιακά, από την πλευρά των οπαδών τού Μιστριώτη» (Φ. Ηλιού, Δ. Γληνού Απαντα, Εισαγωγή). 108. Πρόκειται για την «Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση τού 1917», όπου ως ανώτεροι Επόπτες Δημοτικής Εκπαιδεύσεως διορίζονται οι Αλ. Δελμούζος και Μ. Τριανταφυλλίδης, με τούς οποίους συνεργάστηκε και ο Δ. Γληνός. Για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση τού 1917, βλ. Αλ. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τόμ. Β' σ. μ' κ.εξ. και σ. 121 κ. εξ., ο οποίος παρατηρεί: «ό,τι χτίζει [η Μεταρρύθμιση τού 1917] είναι κυρίως σχετικό με τη σχολική γλώσσα και τα διδακτικά βιβλία τού δημοτικού» (σελ. μ'). Η κριτική τής Γλωσ σικής Μεταρρύθμισης τού 1917 και τής εισαγωγής τής δημοτικής στα σχολεία από την πλευρά των οπαδών τής καθαρεύουσας αναπτύσσεται στο δημοσίευμα (φυλλάδιο) τού Γ.Χατζιδάκι «Γεννηθήτω Φως: Ο Μαλλιαρισμός εις τα Δημοτικά Σχολεία» (1920). 109. Το 1918 γράφεται στο «Δελτίο τού Εκπαιδευτικού Ομίλου» για το θέμα: «Η καθιέρωση τής δημοτικής ως γλώσσας τού δημοτικού σχολείου ήταν φυσική και μοιραία εξέλιξη, όσο κι αν μας ξάφνισε λίγο η απροσδόκητη αυτή απόφαση [...] Το σχολείο είναι το κυριότερο μέσο που θα χαρίσει μια μέρα στην ελληνική φυλή τη γλωσσική γαλήνη και αρμονία. [...] Αφού κιόλας από καιρό η μητρική γλώσσα νίκησε στη λογοτεχνία, ο δημο τικισμός έχει σήμερα τη δεύτερή τού νίκη». 110. Σε «ανοιχτό γράμμα» προς τον Εκπαιδευτικό Όμιλο (περ. Νουμάς, Δεκ. 1910) ο Ψυχάρης γράφει: «Φυσικό να προτιμήσετε το σχολείο από το σκολειό* έτσι το ήθελε ο συβιβα-
217
111.
112.
113.
114.
115. 116.
117.
118.
119.
120.
σμός [...] Τι θα αποκριθείτε τού Θεσσαλού που θα σας ρωτήσει για ποιο λόγο το κάνε τε σχολείο και όχι σχουλείο, μαθές; [...] Θα τού πείτε πως εσάς ο τύπος σχολείο σάς φάνηκε ο καταλληλότερος, σας φάνηκε ο φρονιμότερος, σας φάνηκε ο συβιβαστικότερος; Και δω ίσια ίσια εγώ αρχίζω και τα χάνω. Τρέμω δηλαδή με το ρήμα εκείνο το φο βερό, τρέμω που σάς φάνηκε. Δεν πρέπει τα πράματα να μας φαίνουνται. Πρέπει τα πράματα να είναι». Ας σημειωθεί ότι η Επιτροπή συγκροτήθηκε επί I. Μεταξά τον Δεκέμβριο τού 1938 και μέσα στα τρία επόμενα χρόνια συντάσσεται, τυπώνεται και κυκλοφορείται η γραμμα τική (τον Ιούνιο τού 1941). Ο ίδιος ο Τριανταφυλλίδης εξέδωσε (το 1949) τη «Μικρή Γραμματική». Αναπροσαρμο σμένη μορφή της χρησιμοποιήθηκε ως σχολική Γραμματική στη μεταρρύθμιση τού 1976. Στην αναπροσαρμογή συνεργάστηκαν οι Αλ. Καρανικόλας, Αντ. Κατσουρός, Καλλ. Μου στάκα, Κ.Ν. Παπανικολάου, Ιγν. Σακαλής, Ανθ. Σεφεριάδου, Ηλ. Σπυρόπουλος, Δ. Τομπάϊδης και Χρ. Τσολάκης. Η Εισαγωγή αυτή, έργο 667 σελίδων, άρχισε να συντάσσεται το 1932 και τελείωσε το 1938, απορροφώντας τον περισσότερο χρόνο του στην περίοδο αυτή. Επανεκδόθηκε το 1981 με διορθώσεις. Κυριότερα είναι τα: Ξενηλασία ή ισοτέλεια; Μελέτη περί των ξένων λέξεων τής Νέας Ελληνικής, 2 τεύχ. (1905-7) και ϋί& ί,&Ιιην/ότί6Γ άβτ ιηίίίοΙ^ήοοΜΞοΙιβη νυΙβαΓίΐίβΓαίυΓ [= Οι δάνειες λέξεις τής μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας] (Στρασβούργο 1909), έργο το οποίο προήλθε από την ομώνυμη διδ. διατριβή του στο Μόναχο με εποπτεύοντα καθη γητή τον Κ. Κ π ιπ Λ&οΙιθγ , υπερασπιστή τού Ψυχάρη και τού δημοτικισμού, ο οποίος και επηρέασε αποφασιστικά τις γλωσσικές ιδέες τού νεαρού τότε Τριανταφυλλίδη. Μ. Τριανταφυλλίδη, Ιστορική Εισαγωγή..., σ. 119. Περί των αλλαγών στο αναλυτικό πρόγραμμα και στη διδασκαλία τής γλώσσας και τής γραμματικής πραγματεύεται ο Ν. Μήτσης: Η διδασκαλία τής γραμματικής στην πρωτο βάθμια και δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Βλ. και τα* Πρακτικά τής συζητήσεως στη Βουλή στον Γ. Λαμψίδη (Οι περιπέτειες τής Δημοτικής, σ. 43 κ.εξ.), καθώς και το κλίμα που επικρατούσε λίγο πριν από την ψήφι ση (αυτ., σ. 32 κ.εξ.). Στο Σύνταγμα τού 1911, και μάλιστα στο άρθρο 2 που αναφέρεται στη θρησκεία, υπάρ χει (λόγω και των πρόσφατων τότε αιματηρών γεγονότων των Ευαγγελιακών) πρόβλε ψη, απαγορεύουσα τον μεταγλωττισμό τού κειμένου άνευ εγκρίσεως: «[...] Το κείμενον των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον* η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τού του, άνευ τής προηγουμένης εγκρίσεως και τής εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας, απαγορεύεται απολύτως». Στο Σύνταγμα τού 1927 η έγκριση ανα τίθεται γενικώς στην εκκλησία («[...] άνευ τής προηγουμένης εγκρίσεως τής Εκκλη σίας»). Στο Σύνταγμα τού 1952 η έγκριση ανατίθεται στην «Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν τής Ελλάδος» και στην «εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην τού Χριστού Εκκλησίαν». Το ίδιο και στο Σύνταγμα τού 1968. Στο Σύνταγμα τού 1975 διασαφείται ότι αυτό που απα γορεύεται είναι η επίσημη μετάφραση: «[...] η εις άλλον γλωσσικόν τύπον επίσημος μετάφρασις [...] απαγορεύεται». Κατά τη συζήτηση στη Βουλή τού νομοσχεδίου που έφερε ο Υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης (βλ. Γ. Λαμψίδη, Οι περιπέτειες..., σ. 237 κ.εξ.), ο εισηγητής τής πλειοψηφίας (Κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή) βουλευτής Κωνσταντίνος Αποσκίτης, μιλώντας για τη γενικό τερη αποδοχή που έχει η επιχειρουμένη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ιδίως η ρύθμιση τής γλώσσας τής Εκπαιδεύσεως, παραπέμπει στη θέση τού γράφοντος περί τού γλωσσικού. Λέει ο Κ. Αποσκίτης: «Με ενθουσιασμόν γίνεται αποδεκτή η γενναία περί καθιερώσεως τής δημοτικής απόφασις, διότι, όπως ομολογεί πανεπιστημιακός διδάσκαλος (ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης εις την Καθημερινήν τής 12-3-76) σήμερα οι Έλλη νες -οι περισσότεροι Έλληνες- είμαστε πια ψυχικά προετοιμασμένοι να δεχθούμε μια επίσημη λύση τού γλωσσικού» (Γ. Λαμψίδη, Οι περιπέτειες..., σ. 238). Το σύστημα τού μονοτονικού που υιοθετήθηκε από τη Βουλή το 1982 (με υπουργό παι
218 δείας τον Ελευθ. Βερυβάκη) ήταν η πρόταση ειδικής επιτροπής που μελέτησε το θέμα. Η επιτροπή συγκροτήθηκε με πρόεδρο τον Εμμ. Κριαρά και μέλη τούς Φάνη Κακριδή, Χρ. Τσολάκη, Βασ. Φόρη, Δ. Τομπαΐδη, Αρ. Βουγιούκα και εκπροσώπους τής ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΟΙΕΛΕ (Εκπρ. Ιδιωτ. Εκπαίδευσης). Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή αναφέρθη καν ονόματα γλωσσολόγων που συμφωνούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την απλο ποίηση των τόνων και των πνευμάτων. Μεταξύ των άλλων (και στη Βουλή και σε άλλες μνείες) γίνεται αναφορά στον Γ. Χατζιδάκι ως υποστηρικτή τού μονοτονικού και στον γράφοντα για τον ίδιο λόγο. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Γ. Χατζιδάκις δεν τάχθη κε ποτέ υπέρ τού μονοτονικού, όπως συχνά εμφανίζεται, αλλά υπέρ μιας ειδικής ρυθμίσεως «τύπου μονοτονικού» για τα δημοτικά σχολεία, ώστε το βάρος, κατά τη διδα σκαλία τής γλώσσας σε αυτά, να πέφτει στην ίδια τη δομή (γραμματική) τής γλώσσας, αφού η τονική ορθογράφηση των λέξεων δεν είναι θέμα απομνημονεύσεως αλλά εκμαθήσεως σύνθετων κανόνων. Γι’ αυτό υποστηρίζει: «Ακριβώς δέ εις την εύκολωτέραν τής γλώσσης ημών διδασκαλίαν άποβλέπων συνεβούλευσα πρό τινων έτών [σε μελέ τη του το 1911], ινα, αφού τάς μεγίστας δυσκολίας εύρίσκουσιν οι μικροί μαθηται ευθύς εν αρχή τής γραμματικής, τ.έ. εν τοϊς διδάγμασι περι πνευμάτων και τόνων, μεθ’ ών συνάπτονται τα περι μακρών και βραχέων φωνηέντων, τα περι έγκλίσεως τόνου κ.τ.τ., τα διδακτικά βιβλία τά προωρισμένα διά τά δημοτικά σχολεία τυπώνται άνευ των σημείων τούτων, απλώς δέ δι’ ένός σημείου, οϊον σταυρού, άστερίσκου ή άλλου τινός, οπωσδήποτε διακριτικού άνωθεν τής τονουμένης συλλαβής κειμένου, σημαίνηται ή θέσις τού τόνου. Διότι τούτου γενομένου θά άπηλλάσσοντο οι τού δημοτικού σχολείου μαθηται των πλείστων κανόνων περι ψιλής και δασείας, περι οξείας, βαρεί ας και περισπωμένης, περι μακρών και βραχέων φωνηέντων, και ούχ ήκιστα των περι έγκλίσεως τόνου κ.λπ., περι ών, έπειδή έν τφ προφορικφ ημών λόγφ τά πλεΐστα δεν διαστέλλονται, ούδέν αισθάνονται οί διδασκόμενοι! [...] Και σημειωτέον δτι διά τής άπλοποιήσεως ταύτης ούδέν άλλο θά έγίνετο ή θά άπεβάλλοντο μέν τά υπό μεταγε νεστέρων και μεσαιωνικών λογίων έπινοηθέντα ορθογραφικά ταύτα σημεία, θά έλάμβανε δέ ή γραφή δν κατά τούς άρχαίους χρόνους είχε τύπον. Έν τοΐς "σχολείοις τής μέσης έκπαιδεύσεως θά έδιδάσκοντο κατόπιν την χρήσιν των σημείων τούτων δσοι έκ των πολλών μαθητών των δημοτικών σχολείων ήθελον φοιτήσει εις αυτά» (Ακαδ. Ανα γνώσματα, Γ τόμ., σ. 559). Ο ίδιος έχω επανειλημμένως μιλήσει για το θέμα αυτό, υπο στηρίζοντας ότι γλωσσολογικά μεν επιχειρήματα για το πολυτονικό δεν υπάρχουν, αλλά η χρήση τους επί 20 περίπου αιώνες, συστηματικά δε από την καθιέρωση τής μικρογράμματης γραφής (τον 9ο μ.Χ. αι.) έχει δημιουργήσει μια παράδοση ιστορικής ορθογραφίας που αποτελεί σοβαρό επιχείρημα για τη διατήρησή τους (βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, «Πολυτονία, μονοτονία και ατονία στη γλώσσα μας». Εφημ. «Η Καθημερινή», 4 επιφυλλίδες 18/19/23/25.12.1980 και Ελληνική Γλώσσα: παρελθόν-παρόν-μέλλον [Αθήνα 1995], σ. 150, 415, 446). Διαφορετικό είναι το θέμα των πνευμάτων, όπου η δασεία ως ένας από τους φθόγγους τής αρχαίας θα είχε νόημα να δηλώνεται στην ιστορική ορθο γραφία, πράγμα που δεν ισχύει βεβαίως για την ψιλή (Γ. Μπαμπινιώτη, «Δεισιδαιμονίες ή προτού διώξουμε τα κακά πνεύματα», Εφημ. «Καθημερινή», 24-25.1.1982). 121. Πβ. Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική Ιστορία..., σ. 105 κ.εξ. 122. Ας σημειωθεί ότι ήδη ο Αττικισμός είναι μια κλασικιστική φιλολογική τάση με βάση τη γλώσσα τής φιλοσοφίας και με έμφαση το λιτό, έλλογο και δηλωτικό ύφος, αντιτιθέμενα στον Ασιανισμό, στο περίτεχνο, επιτηδευμένο και συναισθηματικό ύφος τής ρητορικής που ήκμασε σε πόλεις τής Μ. Ασίας, χρησιμοποιούμενο από πολιτικούς και σοφιστές. Τελικά, ο Ασιανισμός (ο «Ασιανός ζήλος», όπως τον ονόμασε ο Στράβων) υπο χώρησε προ τού Αττικισμού, ο οποίος πλέον είχε να αντιμετωπίσει τον κύριο και φυσι κό του αντίπαλο, τον ελληνισμό, τη χρήση δηλ. τής ζωντανής ελληνικής προφορικής γλώσσας, τής Κοινής. (Για το περίπλοκο θέμα τού Αττικισμού ιδ. Κ. Τρυπάνη 1984, 15 κ.εξ.). Κατά τον Κ. Τρυπάνη (1984, σ. 23): «Ο πρώτος μεγάλος και δύσκολος αντίπαλός τους [των αττικιστών γραμματικών] δεν ήσαν οι Ασιακοί ρήτορες, αλλά οι Έλληνες, δηλαδή όλοι εκείνοι που μιλούσαν στην κοινή, που είχε βέβαια απομακρυνθεί πιο πολύ
219
123.
124.
125.
126. 127.
από την Αττική διάλεκτο των κλασικών χρόνων, και δεν τη θεωρούσαν κατάλληλη μορφή γραπτού λόγου. Αυτή είναι και η πραγματική αρχή τού γλωσσικού μας ζητήμα τος που για δύο χιλιετίες βασανίζει το Ελληνικό έθνος». Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς είδε ολόκληρο τον Αττικισμό ως μίμηση (Θεωρία περί Μιμήσεως), μίμηση προφανώς τού ύφους και τής γλώσσας των αττικών συγγραφέων, ιδίως των 10 αττικών ρητόρων που απετέλεσαν και τον Κανόνα των αττικών ρητόρων. Η έννοια τής μιμήσεως είναι κεντρική έννοια στο πνεύμα τού αττικισμού (βλ. Κ. Τρυπάνη 1984, 27 κ.εξ.) και βασική σήμερα έννοια τής θεωρίας τής λογοτεχνίας ανα γόμενη ήδη στον Αριστοτέλη. Ο όρος διμορφία ή διυφία πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη διδ. διατριβή τής Αγγελικής Μαλικούτη (Μετασχηματιστική Μορφολογία τού ονόματος, Αθήνα 1970), που συντάχθηκε με επόπτη τον Γ. Κουρμούλη, ο οποίος και ενίσχυσε αυτή την άποψη. Ο γράφων, χρησι μοποιώντας τον όρο διμορφία για τους λόγους που εξηγούνται εδώ στα γραπτά και στη διδασκαλία του, συνέβαλε στο να αρχίσει να χρησιμοποιείται ευρύτερα ο όρος αυτός από νεότερους μελετητές τής ελληνικής γλώσσας. Γ. Χατζιδάκις, «Περί τού γλωσσικού ζητήματος εν Ελλάδι» (Γλωσσ. Μελέται Α, σ. 240), «Ούτως άνεπτύχθη ό λεγόμενος Αττικισμός, ός κατ’ άλήθειαν σημαίνει διγλωσσίαν και μάλιστα τοιαύτην ήτις δύναται νά όνομασθή ιστορική άντιθέτως πρός άλλην διγλωσσίαν δυναμένην νά κληθή ομόχρονος». Στην αντίληψη τού Χατζιδάκι για το γλωσσικό, η «ομόχρονος διγλωσσία» (η δική μας διμορφία) δεν ήταν παρά η κοινωνική (μορφωτική κ.λπ.) διαφοροποίηση στη χρήση τής γλώσσας, αντίληψη όμως η οποία υπο βάθμιζε ή υποτιμούσε τη συγχρονική διαφορά ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική, εμφανίζοντάς την ως απλή διαφορά ύφους. Γ. Μπαμπινιώτη, Νεοελληνική Κοινή. Και η καθιέρωση τού μονοτονικού έγινε βιαστικά και όχι μελετημένα από ειδικούς. Έτσι, το σύστημα τού μονοτονικού που εφαρμόστηκε γεννά δυσχέρειες στην ανάγνω ση και χρειάζεται βελτίωση. Εξάλλου, η μακρόχρονη χρήση των τόνων και των πνευ μάτων, όπως εξηγήσαμε ανωτέρω, συντελεί ώστε να θεωρούνται από πολλούς αναπό σπαστα τμήματα τής ιστορικής ορθογραφίας και να χρησιμοποιούνται συχνά ιδίως στην εκτύπωση λογοτεχνικών (αλλά και επιστημονικών και άλλων) έργων, πολλές φορές και με το αιτιολογικό τής αισθητικής εμφάνισης τού κειμένου, που δεν είναι άλλο από την εξοικείωση των μεγαλυτέρων με την παραδοσιακή ιστορική ορθογραφία, η οποία επί αιώνες διέκρινε στη γραφή τόνους και πνεύματα.
220
II. Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α Αλεξίου Μ. 1982: ϋί§1οδδΪ3. ίη ΟΓββοβ. Στον Ηα&δ (©ά.), 8ΐ:αη(1&Γ(1Ι.&η£ΐι᧩δ, δροΚβη αηά ννπΐίβη. (Μ&ηοΐιβδί:©!*: υηίν.ΡΓβδδ), σ. 156-92. Ανδριώτης Ν. 1974: Η ελληνική γλώσσα στους μετακλασσικούς χρόνους. Στο «Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους», Ε' τόμ., σ. 258-67 (Αθήνα: Εκδοτική Αθη νών). Ανδριώτης Ν. 1960: Το γλωσσικό έργο τού Μ. Τριανταφυλλίδη. Αφιέρωμα στη Μνή μη τού Μ. Τριανταφυλλίδη. (Θεσσαλονίκη), σ. 17-24. Ανδριώτης Ν. 1976: Αντιχάρισμα στον καθηγητή Ν. Π. Ανδριώτη. (Θεσσαλονίκη), κδ+566 σελ. Αργυροπούλου Ρωξάνη 1980: Γλωσσολογικά τού Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στο Αφιέρωμα στον Ευ. Παπανούτσο. (Αθήνα) σ. 399-412. Ασώπιος Κωνσταντίνος 1853: Τα Σούτσεια. Ήτοι ο κ. Παναγιώτης Σούτσος εν γραμματικοίς, εν φιλολόγοις, εν σχολάρχαις, εν μετρικοίς και εν ποιηταίς εξεταζόμενος. (Αθήναι) 264 σελ. Βαγιακάκος Δικαίος 1977: Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις. Βίος και έργον. (Αθήναι: Ακα δημία Αθηνών), 143 σελ. [Εισαγωγή στην έκδοση τού Β' τόμ. τού «Γλωσσολογικαί Έρευναι» τού Γ. Χατζιδάκι με ξεχωριστή αρίθμηση]. Ββοΐί Η.Ο. 1988: Ιστορία τής Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας. (Αθήνα: Μορφω τικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης), 344 σελ. [Μετάφρ. Νίκης Εκ&ηβίβι*]. (Βερναρδάκης Δ.) 1884: Ψευδαττικισμού Έλεγχος, ήτοι «Κ. Σ. Κόντου Γλωσσικών Παρατηρήσεων αναφερομένων εις την Νέαν Ελληνικήν Γλώσσαν» ανα σκευή υπό * * *. (Τεργέστη), 484 σελ. [Εκδόθηκε ανωνύμως από τον Δημήτριο Βερναρδάκη]. Βουτιερίδης Π. 1974: Αυτοκριτική τού δημοτικισμού. Περ. Ν. Εστία 96, σ. 1251-53. ΒϊΌ\νηίη£ Κ. 1982: ΟΓβεΚ (ϋ§1θδδί& γ©δΙ©Γ(1αγ &ηά Ιοάζγ. Περ. ΙηΙοπιαΙίοηαΙ Ιοαηιαΐ ο ϊ &© 5οοίο1ο§γ οί Ι.&η§ιΐ£ΐ£© 35, σ. 49-68. ΒΓ0\νηίη§ Κ. 19832 :Μ©(!ί©να1 αηά Μοάβηι (ίοηάοη: Ηιιΐοΐιίηδοη) [= Η μεσαιω νική και νέα ελληνική γλώσσα. Μετάφρ. Μ. Κονομή, 299 σελ.]. (Αθήνα 1991: Εκδ. Παπαδήμα). ΟαπιΙζαδ 81. 1958: Όϊε ΕηΙδΙ©1ιιιη£ ά©Γ η©ιΐ£Π©οΜδο1ΐ6η ΐΛΐ©ΓαΙιΐΓδρι·αο1ι©. Περ. ΟΙοΙΙα 36, σ. 194-208. Γληνός Δημήτρης 1971: Έθνος και γλώσσα. Ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους. (Αθήνα: εκδ. Αθηνά), 95 σελ.
221
Δασκαλάκης Απόστολος 1966: Κοραής και Κοδρικάς: Η μεγάλη φιλολογική διαμά χη των Ελλήνων 1815-1821 (Αθήνα), 730 σελ. [Παράρτημα: Τα κείμενα τής διαμάχης]. Δημαράς Αλέξης 1973-4 [1990]: Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια ιστορίας), 2 τόμ. (Αθήνα: Ερμής)· τόμ. Α: 1821-1894, 312 σελ.- τόμ. Β': 1895-1967, 343 σελ. Δημαράς Κ.Θ. 19895: Νεοελληνικός Διαφωτισμός. (Αθήνα: Ερμής) ε'-ιε'+ 536 σελ. Δημαράς Κ.Θ. 19878: Ιστορία τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας. (Αθήνα: Ίκαρος), 731 σελ. Δημόσιος Διάλογος 1988: Δημόσιος Διάλογος για τη γλώσσα. (Αθήνα: Εκδ. Δόμος), 246 σελ. [Διοργανώθηκε από το ΚΚΕ Εσωτερικού στις 19 Ιαν. 1985 στο γήπε δο Μίλωνος]. Δίκη των τόνων α.χ.: Η δίκη των τόνων. Η πειθαρχική δίωξις τού καθηγ. I. Θ. Κακριδή (Αθήνα: Εστία), 292 σελ. ΕίάβηβίβΓ Η. 1977: Ηβ11©ηίδθ1ι οά&τ ΚοιηαίδοΜ Ζιιιη υΓδρπιη§ ιιηά §0§6η\ν&Γίι§6η δίαηά ά&τ η©ιι§π©οΜδθ1ΐ6η δρΓ&ο1ιίτ&£©. Περ. ΡΝ 2, 41-63. Ελληνικός Γλωσσικός Όμιλος 1984-86: Ελληνική γλώσσα. Αναζητήσεις και συζη τήσεις, 2 τόμ. (Αθήνα: Εκδ. Καρδαμίτσα) Α τόμ.: 383 σελ., Β' τόμ.: 218 σελ. ΓΟργανο τού Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, εκδοθέν από Συντακτική Επι τροπή (Γ. Μπαμπινιώτης, Αριστ. Νικολαΐδης, Αριστόξ. Σκιαδάς, Γ. Χειμωνάς). Ο α' τόμ. περιλαμβάνει τη «Διακήρυξη» τού ΕΓΟ και τις αντιδράσεις -θετικές και αρνητικές- που προκάλεσε]. Ρ©Γ§ιΐδοη (ϋΐι. 1959: Όί§1θδδία. Περ. >Μοιχ1 15, σ. 325-40. Οπβοίπδοΐι© ΐΛΐόΓ&ηΐΓ ιιικί δρΓαοΙιβ 19113: Όϊε ΟπβοΜδοΙι© υπά ίαίοίιιίδοΐι© ΟΐβΓαΙιΐΓ υηά δρΓαοΙι© (ΒβΓϋη: Τβιώη©Γ), 582 σελ. [Συλλογικό έργο γραμμένο από τους υ. ν. ^ίΙαιηολνίΙζ-ΜόΙΙεηάοΓί: Όϊ& ΟπβοΜδοΙιβ ΙΛίετ&Ιχχτ ά©δ ΑΙΙβΓίυπίδ, Κ. ΚηιπώαοΙιβΓ: ϋί© Οπβοΐιίδοΐι© ϊ,ιΙ&τΆίητ ά©δ ΜίΙΙ©1α11©Γδ, I. \ν&ο1ί©Γηα§6ΐ: Όίβ ΟπβοΜδοΙι© δρΓαοΙι© κ.ά.]. ΗοιίδβΙιοΜβΓ Ρ. 1962: θΓ©©1ί Οί^ΐοδδία. Περ. 0©0Γ§©ΐ0\νη υηΐν©Γδίίγ Μοηο§Γαρ1ι δ©π©δ οη Ι.&η§ιια§βδ &ηά Οη§υίδ1ίοδ 0ν&δΜη£ΐοη: 0©0Γ£©ΐ0>νη υηίν. ΡΓ©δδ), αριθμ. 15, σ. 109-32. θαβώρης Αντώνιος 1971: Η γλώσσα μας στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας (Ιωάννινα: Παν/μιο Ιωαννίνων) [πανηγυρικός λόγος], 37 σελ. Καζάζης Κ. 1975: Οη δοιηβ &δρ©οίδ ο£ Κη^ιπδΙίο Ηοΐίβηοοβηΐπδΐη. Στο «ΡΐΌοβεάίη^δ οί Λ© Ιΐίΐι Ιηί©ΓηαΙίοηα1 Οοη£Γ©δδ ο£ ΐΛη§ιιίδΙδ» (Βοΐο^ηα: Μιιΐίηο), σ. 1075-80. Κακριδής Ι.Θ. 1991: Προσφορά στο Νεοελληνικό Λόγο (Αθήνα: Εστία). Κακριδής Ι.Θ. -►Η δίκη των τόνων Καλλιόρης Γιάννης 1981: Παρεμβάσεις (Αθήνα: Κέδρος), 454 σελ. Καλλιόρης Γιάννης 1984: Ο γλωσσικός αφελληνισμός: Πέραν τού μισοξενισμού και τής υποτελείας. (Αθήνα: Πολύτυπο), 100 σελ. Καλλιόρης Γιάννης 1985: Παρεμβάσεις II: Γλωσσικά. (Αθήνα: Εξάντας), 392 σελ. Καλλιτζοπούλου-Παπαγεωργίου Ειρήνη 1991: Η αιολοδωρική θεωρία. Συμβολή στην ιστορία τής ελληνικής γλώσσας. (Αθήνα), 265 σελ. [διδ. διατριβή]. Καλογιάννης Γ.Χ. 1985: Ο «Νουμάς» και η εποχή του (1903-1931). Γλωσσικοί και ιδεολογικοί αγώνες. (Αθήνα: Επικαιρότητα), 293 σελ. [διδ. διατριβή].
222
Καρατζάς Σταμ. -+ Οατ&ίζΜ 81. Καρατζάς Σταμ. 1985: 562 γράμματα των Ε. Γιαννίδη, I. Δραγούμη, Α. Εφταλιώτη, Κ. Παλαμά, Α. Πάλλη, Δ. Ταγκόπουλου, Γ. Ψυχάρη κ.ά. Από την αλληλογρα φία των πρώτων Δημοτικιστών. (Θεσσαλονίκη: Παράρτημα ΕΕΦΣΠΘ), 685 σελ, Καργάκος Σαράντος 1985: Αλαλία, ήτοι το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα. (Αθήνα: Εκδ.ΟυΙεηβοη*), 141 σελ. Κατσιμάνης Κυριάκος 1992: Σύνδρομο επίκτητης αρχαιοελληνικής αντιπάθειας. (Αθήνα: ΟιιΙβηΙ)0Γ§)5 114 σελ. Κοδρικάς Παναγιωτάκης 1818: Μελέτη τής Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου (Παρίσι: Τυπογρ. Ι.Μ. Εβεράρτου), 397 σελ. Κοκόλης Ξ.Α. 1982: Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Εκλογή από το έργο του. Επιμέλεια Ξ. Α. Κοκόλη. (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη), ογ+343 σελ. [Τής επιλογής των κειμένων τού Μ. Τριανταφυλίδη προηγείται εισαγω γή τού Ξ.Α.Κ. με τίτλο «Τα χρόνια 1883-1959 και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης», σ. θ-ογ']. Κονεμένος Ν. 1873 [1993]: Το ζήτημα τής γλώσσας (Αθήνα: Εκδ. Φιλόμυθος), 275 σελ. [Επιλογή-Εισαγωγή-Σχόλια Ρ. Παπατσαρούχα-Μισσίου]. Κόντος Κωνσταντίνος Σ. 1882: Γλωσσικαί Παρατηρήσεις αναφερόμεναι εις την νέαν έλληνικήν γλώσσαν. (Αθήναι: Τυπογρ. Ανδρ. Κορομηλά), 593 σελ. Κοραής Αδαμάντιος 1833: Προλεγόμενα: Συλλογή των εις την Ελληνικήν βιβλιοθή κην και τα Πάρεργα Προλεγομένων καί τινων συγγραμματίων. (Παρίσι: Τυπ. Κ. Εβεράρτου), 579 σελ. [φωτομηχ. έκδ. με πρόλοβο τού Κ.Θ. Δημαρά (Αθήναι: ΜΙΕΤ, 1984)]. Κοραής Αδαμάντιος 1964-5: Άπαντα. Επιμέλεια Γ. Βαλέτα, 4 τόμ. (Αθήνα: Δωρικός). Κορδάτος Γιάννης 1943: Ιστορία τού γλωσσικού μας ζητήματος. (Αθήνα) [Επανέκδ. 1973 (Αθήνα: Μπουκουμάνης), 270 σελ.]. Κουρμούλης Γ. 1955/6: Γ. Χατζιδάκις, ΕΕΦΣΠΑ (Αφιέρωμα στον Γ. Χατζιδάκι) 6, 61329. Κουρμούλης Γ. -+ Μπαμπινιώτης Γ. 1988γ. Κριαράς Εμμ. 1976: Η διγλωσσία στα υστεροβυζαντινά γράμματα και η διαμόρ φωση των αρχών τής νεοελληνικής λογοτεχνίας, Περ. Βυζαντινά 8, 213-43. Κριαράς Εμμ. 1979: Αρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή. (Αθήνα: Εστία), 299 σελ. Κριαράς Εμμ. 1981: Ψυχάρης - Ιδέες, αγώνες, ο Άνθρωπος (Αθήνα: Εστία). Κριαράς Εμμ. 1982: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η δημοτική γλώσσα. (Περ. Πρα κτικά Ακαδημίας Αθηνών 57, 547-71). Κριαράς Εμμ. 1984: Η σημερινή μας γλώσσα. Μελετήματα και άρθρα (Θεσσα λονίκη: Μάλλιαρης) 271 σελ. ΚπιιηβαοΙιβΓ Κ. 1905: Το πρόβλημα τής νεωτέρας γραφομένης γλώσσης και Απάντησις εις αυτόν υπό Γεωργίου Χατζιδάκι (Αθήναι: Βιβλιογρ. Μαρασλή), 860 σελ. [Σε ενιαίο τόμο με συνεχή αρίθμηση περιλαμβάνεται τόσο το κείμενο τού ΚπιπιβαοΙιβΓ όσο και η Απάντηση τού Χατζιδάκι]. Κωνσταντινίδης Εμμ. 1976: Τα Ευαγγελικά. Το πρόβλημα τής μεταφράσεως τής
223
Αγίας Γραφής εις την νεοελληνικήν και τα αιματηρά γεγονότα τού 1901 (Αθήνα), 359 σελ. Κωστούλα Δέσποινα 1983: Αγάπιος Λάνδος ο Κρης. Συμβολή στη μελέτη τού έργου του. (Ιωάννινα: Έρευνες στη Νέα Ελληνική φιλολογία, αρ. 6), 436 σελ. [διδ. διατριβή]. Λαμπίδης Χάρης 1986: Αντί-επιθέσεις για την Γλώσσα, για τον Ελληνισμό. (Αθήνα: «Αντίφωνον»), 483 σελ. [με πολλά αποσπάσματα απόψεων για το γλωσσικό από τον Τύπο]. Λαμψίδης Γεώργιος Ν. 1993: Οι περιπέτειες τής Δημοτικής. Η συνταγματική απα γόρευση (1911), η αναγνώριση (1976), το μονοτονικό (1982). Από τα Πρακτικά τής Βουλής τού 1911, τού 1976 και τού 1982. (Αθήνα), 346 σελ. Μαυροφρύδης Δημήτριος 1871: Δοκίμιον ιστορίας τής ελληνικής γλώσσης (Σμύρνη: Τυπογρ. «Αμαλθείας»), 504 σελ. [Μεταθανάτια έκδοση τού κατά το 1860 βραβευθέντος από το Πανεπιστήμιο Αθηνών έργου τού Δ.Μ.]. Μαο1ίΠ(ΐ£6 Ρ. 1985: Τ1ΐ6 Μοά&τη Οτε& Ι.αη§ιια§6 (Οχίόπΐ: υπίν. ΡΐΌδδ) [=Η νεοελληνι κή γλώσσα. Μετάφρ. από Κ. Ν. Πετρόπουλο (Αθήνα 1990: Εκδ. Πατάκη), 532 σελ.]. Μέγας Αναστάσιος Ε. 1925-27: Ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος. (Αθήναι: Εστία), 2 τόμ., Α' τόμ.: Αιώνες γλωσσικών αλλοιώσεων, ήτοι πρώται αρχαί και πορεία τής γραφομένης νεοελληνικής γλώσσης (300 π.Χ.-1750 μ.Χ.), 357 σελ. - Β' τόμ.: Αιώνες γλωσσικών συζητήσεων (1750-1926), 616 σελ. Μεσεβρινός (=Α. Μυστακίδης) 1973: Η προδομένη γλώσσα (ΐΛΐηά/Λευκωσία) [Ανατ. έκδ. Κέδρος 1974], 359 σελ. Μήτσης Ναπολέων 1995: Η διδασκαλία τής γραμματικής στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. (Αθήνα: Οιιΐ6ηΙ)6Γ£), 284 σελ. Μπ-απΛεΙ Α. 1964: Εεδ αδροοίδ ρδγο1ιο1ο§ίφΐ6δ ά\χ ριιπδΐηβ άαηδ Ογοο© ΐϊΐοάεπιβ. Περ. ΙουΓηαΙ ά& ρδγο1ιο1θ£ΐ6 ηοπηαΐβ &1 ρ&11ιο1ο§ίφΐ© 4, σ. 405-36. Μνήμη Μ. Τριανταφυλλίδη 1979: Είκοσι χρόνια από το θάνατό του. (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), 92 σελ. Μοσχονάς Εμμ. I. 1975: Αλ. Πάλλης. Μπρουσός. (Αθήνα: Ερμής), 156 σελ. Μοσχονάς Εμμ. I 1981: Η δημοτικιστική αντίθεση στην Κοραϊκή «μέση οδό». (Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας), 242 σελ. Μπαμπινιώτης Γ. 1979α: Νεοελληνική Κοινή. Πέρα τής καθαρευούσης και τής δημοτικής (Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη), 210 σελ. Μπαμπινιώτης 1979β: Α 1ίη§ιπδΙίο αρρΓοαοΙι Ιο Ιΐι© «Εαπ§α᧩ ΟιιοδΙίοη» ίη ΟΓ660©. Περ. ΒΜΟδ 5, σ. 1-16. Μπαμπινιώτης Γ. 1982α: Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις. Η συμβολή του στην αποκατά σταση τής γλωσσικής μας ταυτότητας και στην επιστημονική σπουδή τής γλώσσας. Περ. Αριάδνη (Επιστ. Επετ. Φιλοσ. Σχολ. Παν/μίου Κρήτης) 1, σ. 294-307 [= Γ. Μπαμπινιώτης 1995β, σ. 55-75 και 438-9]. Μπαμπινιώτης Γ. 1982β: Μέριμνα, αμεριμνησία και υπερπροστασία τής γλώσσας. Η πρωτοβουλία τού Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου. Εφημ. «Καθημερινή» 275, 3/10/17-6 [=Ελληνική Γλώσσα, τόμ. Α (Αθήνα: Εκδ. Καρδαμίτσα), σ. 138-61]. Μπαμπινιώτης Γ. 1988α: Υπάρχει γλωσσικό πρόβλημα σήμερα; Στο «Δημόσιος Διά λογος για τη Γλώσσα» (Αθήνα: Εκδ. Δόμος), σ. 19-37 και 99-102.
224
Μπαμπινιώτης 1988β: Γιάννης Ψυχάρης: Εκατό χρόνια από το «Ταξίδι» τού Γιάννη Ψυχάρη. Περ. Νέα Εστία, τ. 124, αρ. 1463, σ.806-19 [= Γ. Μπαμπινιώτη 1995β, σ. 77-106 και 439-440]. Μπαμπινιώτης Γ. 1988γ: Μνήμη Γεωργίου Κουρμούλη (Αθήνα: Εκδ. Φιλεκπαιδευτι κής Εταιρείας), σ. θ'-κ' [= Γ. Κουρμούλης. Τα δικαιώματα τής λόγιας γλωσ σικής παράδοσης. Μπαμπινιώτης 1995β, σ" 151-160 και 442-3]. Μπαμπινιώτης Γ. 1994: Σύγχρονη γλωσσολογία και διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσας. Περ. Γλωσσολογία 9-10 (1990-91), σ. 53-68 [= I. ΡΜ1ίρρ&1άΛναι·6ιΐΓΐοη - Κ.ΝίΚοΙακϋδ - Μ. δίίί&ηοιι (βάδ) 1994: Τΐιεηιοδ ίη θΓ©β1ί ϋη§ιιί8ΐΐθδ. ΡαροΓδ £γοπι Ιΐιβ ΙδΙ ΙηΙβΓη. (ϋοη&Γβηοε οη ΟΓββΙί Οη£ΐιίδΙίθ8 (ΑπίδΙβΓάαπι: Ιοίιη Ββη]&ιηίη), σ. 1-10].
Μπαμπινιώτης Γ. 1995α: Η γλώσσα ως αξία. Το παράδειγμα τής Ελληνικής. (Αθήνα: Εκδ. Οιιΐ6ηΙ)6Γ£), 372 σελ. Μπαμπινιώτης Γ. 1995β: Ελληνική Γλώσσα: Παρελθόν-παρόν-μέλλον. (Αθήνα: Εκδ. ΟιιΙοηβ6Γ£), 594 σελ. Μπαμπινιώτης Γ. 1995γ: Παιδεία, Εκπαίδευση και γλώσσα (Αθήνα: Εκδ. Οιη©ηΙ)©Γ£), 339 σελ. Μπαρούτας Κ. 1992: Η κραυγή των Ελλήνων. Πολιτικά συνθήματα, επευφημίες, συλλαλητήρια, εκλογικές συγκεντρώσεις, εκλογική ποίηση 1821-1989 (Αθή να: Εκδ. Σαββάλα), 339 σελ. Μπούτουρας Αθανάσιος 1919: Επισκόπησις τής ιστορίας τού γλωσσικού ζητήμα τος και κριτική επί των σχετικών γνωμών (Αθήναι). Νομική Δημοτική 1982: Η δημοτική στη νομική πράξη. Μελέτες-Κείμενα-Αποφάσεις [Επιμέλεια: Εμμ. Βοϊκλής, Κ. Γιαννόπουλος, Στεφ. Ματθίας, Γ. Παπαδημητρίου, Γ. Ράγος - Πρόλογος Εμμ. Κριαρά και Αριστ. Μάνεση] (Αθήνα: Εκδ. Αντ. Σάκκουλα), 398 σελ. Ντάλτας Π., 1995: Δοκίμια Διδακτικής τής Μετάφρασης (Επικαιρότητα) 234 σελ. Παντελάκης Ε.Γ. 1962: Ιστορία τού γλωσσικού ζητήματος. Στη ΜΕΕ (Συμπλήρωμα), λ. γλώσσα, τ. Ελλάς σ. 112-121. ΠΒΛ 1983-88: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό: Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλο παίδεια (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών), τ. 1-9Α. Παπαδόπουλος Άνθ. 1941: Από πότε αρχίζει η δημοτική; Περ. Λεξικογραφικόν Δελτίον Ακαδημίας Αθηνών 3, σ. 3-56. Παπαδόπουλος Θανάσης 1977: Ν. Σοφιανού, Γραμματική τής Κοινής των Ελλήνων γλώσσης. Επιμέλεια-Εισαγωγή: Θ. X. Παπαδόπουλος (Αθήνα: Εκδ.Κέδρος), 316 σελ. ΡοΓηοΙ ΗιΛογΙ 1925: Ρ᧩δ οΐιοίδίβδ ά©δ Εν&η^ίΐβδ (Ρ&ήδ: Εά. «ίοδ Ββΐΐβδ Ι^ΙΐΓβδ»), 259 σελ. Πετρούνιας Ε. 1978: Τΐιβ ΜοάοΓη ΟΐΌβΙί 1αη§ιι᧩ αηά άί§1οδδία. Στον δρ. νι*γοηίδ (©(!.), Τΐιο «ρ&δΐ» ίη Μβάίβναΐ αηά Μοά©Γη Οτεείί ΟιιΙΙιΐΓ©. (Μαΐίΐηι: υηάβηα ΡυΜίο&Ιίοηδ), σ. 143-220. Πλωρίτης Μάριος 19924: Τέχνη, γλώσσα και εξουσία. (Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη), 88 σελ. Ροΐδης Εμμ. 1893: Τα Είδωλα. Γλωσσική μελέτη. (Αθήνα), ιε'+ 404 σελ.
225
Κοίοίο V. 1992-95: Το νεοελληνικό λεξικό τού Ο. Οεπηαηο. Περ. ΕΕΦΣΠΑ 30, σ. 3751. Σάθας Κ. Ν. 1870: Νεοελληνικής Φιλολογίας Παράρτημα: Ιστορία τού Ζητήματος τής Νεοελληνικής Γλώσσης. (Αθήναι: Τυπογρ. Ανδρ. Κορομηλά), 338 σελ. δοΐιπιίάΐ
1887-97: Ώετ ΑΐΙίοίδΐηιΐδ ίπ δβίηβη ΗαιιρΙνβΓίΐΌΐβπι, 4 τόμ. (δΐιιΐΐς&η).
Σετάτος Μιχ. 1973: Φαινομενολογία τής Καθαρεύουσας. Περ. ΕΕΦΣΠΘ 12, σ. 71-95. Σκιάς Ανδρέας 1902-3: Ο αληθής χαρακτήρ τού λεγομένου γλωσσικού ζητήματος. Επιστ. Επετ. Παν/μίου Αθηνών, σ. 1-214. Σούτσος Παναγιώτης 1853: Η Νέα Σχολή τού γραφομένου λόγου. (Αθήναι), 92 σελ. Σταυρίδη-Πατρικίου Ρένα 1976: Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα. (Αθήνα: Ερμής), 350 σελ. Σχινάς Αλέξανδρος 1977: Για την υπεράσπιση τής ελληνικής εγκεφαλοκρηπίδας. Εναντίον τού σκοταδιστικού ψευτοδημοτικισμού. (Αθήνα: Κέδρος), 226 σελ. Τζιόβας Δ. 1986: Τΐιβ ηαΙίοη&Κδίη ο ί ίΐιο ϋοιηοΐίςίδΐδ αηά ίΐδ ίιηραοί οη ιΙιοιγ Κί6Γαι·γ 11ιβθΓγ, 1888-1950. (Αιηδίβπΐ&ιη: Η&Ι&βΓΐ), 492 σελ.
Τομπάΐδης Δ. 1985: Γλωσσογραφία. Μελέτες και άρθρα για τη γλώσσα (Αθήνα: Επικαιρότητα), 292 σελ. ΤοηηθΙ Η. 1993: ΗίδίοίΓβ άιι §Γβο ιηοοίβηιβ. ί,α ίοπηαΐίοη ά’ιιηο 1αη§ιι© (Ραπδ: V Αδΐα11ι©φΐ6) [= Ιστορία τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Μετάφρ. από Μ. Καραμάνου & Π. Λιαλιάτση (Αθήνα 1995: Εκδ.: Παπαδήμα), 217 σελ.]. ΤογηΙ)66 ΑτηοΜ 1981: Τΐιβ ΟΓβοΙίδ αη(1 ύϊ&ίτ (ΟχίοΓά: υηιν. ΡΓβδδ) [= «Οι Έλ ληνες και "οι κληρονομιές τους». Μετάφρ. Ν. Γιανναδάκη (Αθήνα: Εκδ. Καρδαμίτσα 1992), 458 σελ.]. Τριανταφυλλίδης Μ. 1938 [1981]: Νεοελληνική Γραμματική: Ιστορική Εισαγωγή. Στα «Άπαντα Μ. Τριανταφυλλίδη», 3ος τόμ. (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), 667 σελ. Τριανταφυλλίδης Μ. 1941: Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής). [Σε συνεργα σία με τους Κλέανδρο Λάκωνα (= Κ. Καρθαίο), Θρασύβουλο Σταύρου, Αχιλλέα Τζάρτζανο, Β. Φάβη και Ν. Ανδριώτη] (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων), 441 σελ. Τριανταφυλλίδης Μ. 1960 -► Ανδριώτης 1960. Τριανταφυλλίδης Μ. 1963-82: Άπαντα, 9 τόμ. (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη) [Οι τόμοι 4, 5 και 7 αναφέρονται στο γλωσσικό ζήτημα και σε γλωσσοεκπαιδευτικά θέματα. Ο τόμ. 7 επιγράφεται «Δημοτικισμός και αντί δραση»]. Τριανταφυλλίδης Μ. 1979 -+ Μνήμη Μ. Τριανταφυλίδη. Τριανταφυλλίδης Μ. -► Κοκόλης 1982. Τρυπάνης Κ.Α. 1984: Ο Αττικισμός και το γλωσσικό ζήτημα. (Αθήνα Εκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων»), 57 σελ. Τσοπανάκης Αγαπητός 1982: Ο δρόμος προς την Δημοτική. Μελέτες και άρθρα. (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Αφοί Κυριακίδη), 385 σελ. Τσοπανάκης Αγαπητός 1994: Νεοελληνική Γραμματική (Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη-Αθήνα: Εστία), 828 σελ.
226
Φραγκουδάκη Άννα 1977: Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός και ο γλωσσικός συμβι βασμός τού 1911. (Ιωάννινα: ΕΕΦΣΠ Ιωαννίνων), 143 σελ. Χαραλαμπάκης Χριστόφορος 1992: Νεοελληνικός Λόγος: Μελέτες για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος (Αθήνα: Νεφέλη), 381 σελ. Χατζιδάκις Γ. 1884: Μελέτη επί τής Νέας Ελληνικής ή Βάσανος τού Ελέγχου τού Ψευδαττικισμού. (Αθήναι), 104 σελ. Χατζιδάκις Γ. 1892: Είη1©ίΙιιη§ ίη άιε ηβιΐβπβοΐιίδοΐι© Οι-αιηπιαίίΐί. 464 σελ. Χατζιδάκις Γ. 1901: Γλωσσολογικαί Μελέται, τ. Α [δεν εκδόθηκε Β' τόμ.] (Αθήναι), 635 σελ. Χατζιδάκις Γ. 1905: Ώίο 8ρΓαο1ιίϊ&§© ίη Οπ6<±6η1&η(1. (Αθήναι: Σακελλαρίου). Χατζιδάκις Γ. 1905-7: Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. (Αθήναι), τ. Α (1905) 662 σελ., τ. Β' (1907) 765 σελ. Χατζιδάκις Γ. 1908-9: Περί τής ενότητος τής ελληνικής γλώσσης. Περ. Επιστ. Επετηρίς Πανεπιστημίου Αθηνών 5, σ. 47-151 Χατζιδάκις Γ. 1915: Σύντομος Ιστορία τής Ελληνικής Γλώσσης (Αθήνα: Εκδ. «Σύλ λογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων»), 144 σελ. Χατζιδάκις Γ. 1934-1977: Γλωσσολογικαί 'Ερευναι, τ. Α (Αθήναι), 643 σελ. - τ. Β' (Αθήνα: Εκδ. Ακαδημίας Αθηνών) 143* + 815 σελ. [Οι πρώτες 143 σελ. τού Β' τόμ. αναφέρονται στη ζωή και στο έργο τού Γ. Χατζιδάκι -►Βαγιακάκος 1977]. Χατζιδάκις Γ. -►Κουρμούλης 1955/6. Χατζιδάκις Γ. -►Βαγιακάκος 1977. Χατζιδάκις Γ. -►Μπαμπινιώτης 1982α. Χριστοδούλου Γ. 1979: Κωνσταντίνος Στ. Κόντος (Αθήνα), 170 σελ. Χριστόπουλος Αθανάσιος 1805: Γραμματική τής Αιολοδωρικής, ήτοι τής ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας. (Βιέννη: I. Σχραιμβλ), 165 σελ. [Συμπεριλαμβάνεται και «Δράμα Ηρωϊκόν εις την Αιολοδωρικήν Διάλεκτον», 84 σελ.]. Χρυσοβέργης Γ. 1839: Γραμματική τής καθ’ ημάς ελληνικής γλώσσης κατά παράθεσιν προς την αρχαίαν (Αθήνησι), 68 σελ. Ψυχάρης Γιάννης 1886-9: Εδδ&ίδ ά© §πιιηιηαίΓ © Μδίοπφΐ© η©ο-£Γ©φΐ© (Ραπδ), τόμ. Α (1886) ΧΧΙΙΙ+299 σελ., τόμ. Β' (1889) ΟΧΧ+336 σελ. Ψυχάρης Γιάννης 1888 [1926 ]: Το ταξίδι μου (Αθήνα: Ελευθερουδάκης), 282 σελ. Ψυχάρης Γιάννης 1902-9: Ρόδα και μήλα, 5 τόμ. Ψυχάρης Γιάννης 1929-35: Μεγάλη Ρωμαίικη Επιστημονική Γραμματική (Ραπδ) τόμ. Α (1929) 328 σελ., τόμ. Β' (1935) 433 σελ. Ψυχάρης Γιάννης 1930: (3ιι©1φΐ©δ ΐΓανααχ ά© ΙίηβΐπδΙίφΐ©, ά© ρΙιί1ο1θ£ί© ©I ά© 1ίη©ΓαίιΐΓ© 1ι©11©ηίφΐ©δ (Ραπδ), νΐΙΙ+1337 σελ. Ψυχάρης 1959 Κριαράς 1959. λναΓβιιιΐοη-ΡΜ Κ ρραΙά Ι.Ρ. 1980: ΟΓββΙί (ϋ^ΐοδδία αηά Ιΐι© Ιτιιβ αδρ©οΙδ ο ί Ιΐι© ρΙιοηοΙοΕΥ ο ί ο ο π ιιη ο η ΜοάβΓη θΓβ©1ί. Περ. ΙοιίΓηαΙ ο ί Ο η^αίδΙίοδ 16, σ. 45-54.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
229
1. Διάγραμμα τού φωνολογικού συστήματος τής αρχαίας ελληνικής (ί) Φωνήεντα Τα φωνήεντα διακρίνονται σε βραχέα και μακρά. Τα βραχέα φωνήεντα είναι 5: &, ε, ο, ϊ, ιι. Εν σχέσει προς το άνοιγμα τού στόματος κατά την προφο ρά τους («τρόπος αρθρώσεως») τα χαρακτηρίζουμε ως ανοικτά (»), ενδιάμε σα ή ημιάνοικτα (ε, ο) και κλειστά (ΐ, ιι). Εν σχέσει προς τη θέση των φωνητηρίων οργάνων («τόπος αρθρώσεως») τα διακρίνουμε σε πρόσθια (ΐ, ε), οπί σθια ή στρογγυλά (ο, ιι) και κεντρικά (α). Τα παριστάνουμε συχνά εν είδει τριγώνου, που είναι γνωστό ως«φωνηεντικό τρίγωνο»: (ΐ) ϊ
δ (ύ)
Τα μακρά φωνήεντα είναι επτά: 3, § (η), ξ (ει), § (ω), § (ου), ϊ,ο. Στο ευκλείδειο αλφάβητο το μακρό ανοικτό ε (§) αποδίδεται με το η, ενώ το μακρό κλει στό ε (©αποδίδεται με το ει. Επίσης, το μακρό ανοικτό ο (ζ) αποδίδεται με το ω, το δε μακρό κλειστό ο (0) αποδίδεται με το ου. (ΐ) ι
α (ϋ)
230
(η) Δίφθογγοι Οι δίφθογγοι αποτελούνται από ένα προτακτικό και ένα υποτακτικό στοι χείο. Ως προτακτικό στοιχείο χρησιμοποιείται ένα απο τα ανοικτά φωνήεντα α, β, ο και ως υποτακτικό ένα από τα κλειστά φωνήεντα / ημίφωνα ί ή ιι. Επο μένως έχουμε τους εξής συνδυασμούς: αί (αι), βί (ει), οί (οι), αυ (αυ), ©ιι (ευ), οιι (ου). Εκτός από τις βραχύφωνες αυτές διφθόγγους, δηλ. με βραχύ το προ τακτικό φωνήεν, έχουμε και τις μακρόφωνες διφθόγγους, με μακρό το προ τακτικό φωνήεν. (ηι/ει) Ιί
δί (ωι/οι)
(ηυ/ευ) 6ιι
Ιί (άι/αι)
διι (ωυ/ου)
&ιι (άυ/αυ)
Στην Ελληνική υπήρχε επιπλέον και η δίφθογγος υι, η οποία χάθηκε πολύ νωρίς, γιατί και τα δύο στοιχεία που την αποτελούσαν ήταν κλειστά.
(ίη) Σύμφωνα Τα σύμφωνα τής αρχαίας Ελληνικής διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: ΤΟΠΟΣ Α ΡΘΡΩΣΕΩΣ
Η ω Η
α α
Οη
0 Οη
Κ Λ Ε I γ Τ Α
< Η Ο Δ Κ ο I ρ* Η Α Ρ
Κ
Η
Χειλικά
Οδοντικά/Φατνιακά Ουρανικοϋπερωικά
άηχα
Ρ (η)
1 (τ)
* (κ)
ηχηρά
6 (β)
(1 (δ)
Β (Ύ)
άηχα δασέα
ρ11(φ)
Ι"(θ)
(X)
τριβόμενα
ν (Ρ)
δ / ζ (σ)
προστριβή έρρινα υγρά
ζά (ζ) Πΐ (μ)
η (ν) 1(λ) Γ(Ρ)
&ο
231
2. Διάγραμμα τού φωνολογικού συστήματος τής νέας ελληνικής (ΐ) Φωνήεντα Η Νεοελληνική διαθέτει ένα απλό, οικονομικό και συμμετρικό σύστημα από πέντε (5) ισόχρονα φωνήεντα. (Στη Νέα Ελληνική δεν γίνεται διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων. Μόνο τα τονούμενα, κατά γενική φωνητική αρχή, είναι ελαφρώς μακρότερα των ατόνων). Τα πέντε φωνήεντα («φωνηεντικά φωνήματα») τής Νεοελληνικής είναι: (ι, η, υ, ει, οι, υι) ΐ
ιι (ου)
(ϋ) Δίφθογγοι Μετά τον μονοφθογγισμό των διφθόγγων τής αρχαίας, οι κληρονομηθείσες δίφθογγοι δεν είναι παρά απλά φωνήεντα («μονοφωνήματα»), παριστανόμενα ιστορικώς στη γραφή με δύο γράμματα («διγράμματα» ή «δίψηφα φωνήε ντα»). Ωστόσο, στη φωνολογική εξέλιξη τής Ελληνικής δημιουργήθηκαν νέες δί φθογγοι από τη συμπροφορά σε μία συλλαβή ενός ανοικτού ή ανοικτότερου φωνήεντος (3, 6, ο) και ενός κλειστού (ΐ, υ). Τέτοιες δίφθογγοι είναι τα φωνη εντικά συμπλέγματα που προφέρουμε σε λέξεις όπως νεράιδα, γάιδαρος, αη δόνι, κορόιδο, βόηθα. Οι δίφθογγοι αυτές, στις οποίες προηγείται το ανοικτό και ακολουθεί το κλειστό φωνήεν, λέγονται κατερχόμενες. Ως ανερχόμενες (ή «καταχρηστικές»), αντιθέτως, χαρακτηρίζονται οι δίφθογγοι, όπου το κλει στό φωνήεν προηγείται τού ανοικτού: μια, γιαλός, πιό, νιώθω, άδειος, καρ διές, παιδιού (ία - ϊο - ΐε - ίιι).
232
(ία) Σύμφωνα Τα συμφωνικά φωνήματα τής Νέας Ελληνικής είναι τα ακόλουθα: τα άηχα κλειστά ρ - ί - Κ, τα ηχηρά κλειστά & - ά - §, τα άηχα τριβόμενα ϊ - θ - χ, τα ηχηρά τριβόμενα ν - δ - γ, τα συριστικά δ - ζ , τα υγρά 1 - γ και τα έρρινα ιπ - η. Σε αυτά μπορούν να προστεθούν, σύμφωνα με ορισμένους φωνολόγους, τα προστριβή Ιδ και άζ. Προβληματική είναι ακόμη η ένταξη στο φωνολογικό σύστημα τής Νεοελληνικής των “ β - ηά - η§ (έρρινων ηχηρών κλειστών) ως ιδιαίτερων φωνημάτων. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παράλληλα με τα συμφωνικά φωνή ματα υπάρχουν και μερικές αλλοφωνικές παραλλαγές τους: /κ/
/γ/ /χ/ /§/ /I/
ουρανικό [γ] ουρανικό [χ] ουρανικό β] ουρανικό [I] ουρανικό [η] ουρανικό
— — — — — — —
[γ] [γ] Μ Ι&Ι
υπερωικό υπερωικό υπερωικό υπερωικό φατνιακό φατνιακό υπερωικό
(κυρία - καλός) (γέρος - γάμος) (χέρι - χαρά) (γκέμια - γκαμήλα) (ελιά - έλα) (εννιά - νέος) (άγγελος)
[1] [η] &>] Το σύνολο των αλλοφωνικών παραλλαγών από κοινού με τα σύμφωνα που δεν εμφανίζουν παραλλαγές (ρ, ι κ.λπ.) απαρτίζουν το σύστημα των συμφω νικών φθόγγων τής Ελληνικής, ήτοι των συμφώνων θεωρουμένων από φωνη τικής πλευράς. Το σύστημα αυτό διαφέρει από το σύστημα των συμφωνικών φωνημάτων τής Ελληνικής, ήτοι των συμφώνων όπως τα εξετάζουμε από λει τουργικής πλευράς, ως σύστημα αντιθέσεων που συνδέεται άμεσα προς τη σημασία τής λέξεως. Το σύστημα των συμφωνικών φωνημάτων τής Ελληνικής είναι το ακό λουθο: ΙΐίΙ
ΤΟΠΟΣ ΑΡΘΡΩΣΕΩΣ
κ Λ Ε I Σ Τ Α
Χειλικά άηχα
Ρ (π)
1 (τ)
*(κ)
ηχηρά
\> (μπ)
ά (ντ)
δ (ύκ γγ)
τριβόμενα
ί (ψ) άηχο
θ (θ) άηχο
χ (χ) άηχο
ν (β) ηχηρό
δ (δ) ηχηρό
γ (γ) ηχηρό
Δ I Α
προστριβή
18 (τσ) άηχο Ζ(ΐ (τζ) ηχηρό
Ρ Κ Η
Οδοντικά/Φατνιακά Ουρανικοϋπερωικά
έρρινα υγρά
πι (μ)
η (ν) 1 (λ)
γ (ρ)
3. ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΩΝ, ΠΑΠΥΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
235
Α. ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΙΩΝΙΚΗ-ΑΤΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Ιωνική επιγραφή του 6ου π.Χ. αι. από το Σίγειο Φανοδίκδ εμί τορμοκράτεος τό Προκοννησίό' κρητήρα δέ καί ύποκρητήριον καί ηθμόν ές πρυτανήιον έδωκεν Συκεεϋσιν.
Το κείμενο σε αττική διάλεκτο από την ίδια επιγραφή. Φανοδίκδ έμί τό Ηερμοκράτδς τό Προκονέσίό κάγΰ' κρατήρα κάπίστατον καί Μθμόν ές πρυτανεΐον εδόκα μνεμα Σιγε(ι)εϋσι, εάν δέ τι πάσχό. μελεδαίνέν με, δΣιγειϊς. καί μ ’ έπο(ίε)σεν Ηαίσόπος καί Μδελφοί. (ο.ϋ. Βυοκ, ΤΗβ ΟΓββΙί άϊαΐβοΐδ, ΤΙιε υηΐν. οί 01ιΐς3§ο, Ρτβδδ 1955, σ. 184)
Ιωνική «επιγραφή τής Νικάνδρης» 7/6ου π.Χ. αι. από τη Νάξο. Νικάνδρη μ ’ άνέθεκεν Ιιεκηβόλδι ιοχεαίρηι, (?6ρη Δεινοδίκηο τό ΝαξσίΟ, εξσοχος άλήδν, Δεινομένεος δέ κασίγνετη, Φΐιράξσό δ’ αλοχος ν[ϋν]. (ο.ϋ. Βυοκ, έ.α., σ. 189).
. . Ο X ί Ε Ν Τ Ε I Β Ο μ Ε I ΚΑ I Τ Ο Ι Δ Ε Μ Ο Ι Κ Ε Κ Ρ Ο Ρ I ί Ε Π Ρ Υ Τ Α Ν Ε Υ Ε Μ Ν Ε ί I Ο Ε Ο ί Ε . Ρ Α Μ Μ Α Τ Ε Υ Ε Ε Υ Ρ Ε I 0 Ε ί Ε Π Ε ί Τ Α Τ Ε Κ Α I- V I Α Σ Ε I Ρ Ε Α Π Ο Δ Ο Ν Α I Τ Ο I ί Ο Ε Ο I 5 . Α Χ Ρ Ε Μ Α Τ Α Τ Α Ο Φ Ε Ι Ό Μ Ε Ν Α Ε Ρ Ε Ι Δ Ε Τ Ε I Α Ο Ε Ν Α Ι Α Ι Τ Α Τ Ρ Ι * X I ΡΙ ΑΤΑΙ τ Α Ν Τ . ΑΝΕΝΕΝΕΛΚΤΑ I Ε * Ρ Ο Ρ I ΝΗΑΕΦ5ΕΦ I ίΤ ΟΝ ΟΜ I ί Μ Α Τ Ο ί Η Ε Μ Ε Δ Λ ΠΟΑΠΟΔ I . ΟΝΑ I Δ Ε Α Ρ Ο Τ Ο Ν Χ Ρ Ε Μ Α Τ Ο Ν Α Ε ί Α Γ Ο Δ Ο ί I Ν Ε * Τ I Ν Τ Ο I ί Θ Ε Ο I ί Ε Φ ί Ε ♦ I ί Μ . Ν Α Τ Α Τ Ε Π Α Ρ Α Τ Ο I ( Ε ^ Ε Ν Ο Τ Α Μ Ι Α I ί Ο ΝΤ Α Ν Υ Ν Κ Α I ΤΑ Ρ Ρ Α Α Ε ί Τ Ι Τ Ο Υ Τ Ο Ν . . ΙΧΡΕΜΑΤΟΝΚΑ I Τ Α Ε Κ Τ Ε ί Δ Ε Κ Α Τ Ε ί Ε Ρ Ε Ι ΔΑΝΡΡΑΘΕΙ ΙΌ Λ Ι ί Α ί Ο Ο Ν Δ Ε Η . . . Ο Λ I ί Τ Α I ΚΟ I Τ Ρ I Α Κ Ο Ν Τ ΑΗΟ I Ρ Ε Ρ Ν Υ Ν Τ Α Ο Φ Ε Ρ Ο Μ Ε Ν Α Τ Ο I ί Ο Ε Ο I ί Α < Ρ . . . [ί] ί ΥΝ Α Λ Ο Λ Ε ί Δ Ε Τ Ο Ι Ί Ό Λ I ί Τ Ο Ν Ε Β Ο Ι * Ε Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ε ί Τ Ο Α Ρ Ο Δ Ο Ν Τ Ο Ν . . . Α Χ Ρ Ε Μ Α Τ Α Η Ο Ι Ρ Ρ Υ Τ Α Ν Ε ί Η Ε Τ Α Τ Ε Ϊ Β Ο Ρ Ε ί Κ Α Ι Ε Χ ί Α Ρ Ε Ι Φ Ο Ν Τ Ο Ν Ε Π Ε Ι . . . Α Ρ Ο Δ Ο ί I Ν Ι Ε Τ Ε ί Α Ν Τ Ε Σ Τ Α Τ Ε Ρ I ΝΑΚ I ΑΚΑ I Τ Α Λ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ε I Α Κ Α I Ε Α Μ Ρ . . . Ρ Ο Θ Ι Ε I Λ Ε Λ Ρ Α Μ Μ Ε Ν Α Α Ρ Ο Φ Α I Ν Ο Ν Τ Ο ’Ν Δ Ε Τ Α Λ Ε Λ Ρ Α Μ Μ Ε Ν Α Η Ο Ι Τ Ε Η I Ε Ρ . . . Α I Η Ο I Η I Ε Ρ Ο Ρ Ο Ι Ο I ΚΑ I Ε I Τ I Ϊ Α V Ρ Ο ί Ο I Δ Ε Ν Τ Α Μ I Α Ϊ Δ Ε Α Ρ Ο Κ Υ Α Μ Ε Υ Ε . . . Υ Τ Ο Ν Τ Ο Ν Χ Ρ Ε Μ Α Τ Ο Ν Η Ο Τ Α Μ Ρ Ε Ρ Τ Α ί Α V V Α ί Α Ρ X Α ί Κ Α Θ Α Ρ Ε Ρ Τ Ο ί Τ Ο Ν Η[Ι] . . . Ν Τ Ο Ν Τ Ε ί Α Θ Ε Ν Α Ι Α ί Η Ο Υ Τ Ο I Δ Ε Τ Α Μ I Ε Υ Ο Ν Τ Ο Ν Ε Μ Ρ Ο Ρ Ε I Ε Ν Τ Ο I ΟΡ I ί Θ . . . ΜΟ I Τ Α Τ Ο Ν Ο Ε Ο Ν Χ Ρ Ε Μ Α Τ Α Η Ο ί Α Δ Υ Ν Α Τ Ο Ν Κ Α I Ο £ I Ο Ν Κ Α I ί Υ Ν Α Ν Ο I Λ Ο Ν [ Τ 0] Ν Κ Α I Κ Υ Λ Κ Ι . Ε I Ο Ν Τ Ο Ν Τ Α ί Ο Υ Ρ Α ί Τ Ο Ο Ρ I * Θ Ο Δ Ο / Ί Ο Κ Α I ί Υ ί ί Ε Μ Α I Ν Ο ί Ο Ο Ν Τ Ο Ι { Τ Ο Ν Τ Ε 5 Α Θ Ε Ν Α I Α ί Τ Α Μ I Α Ι ί Ρ Α Ρ Α Δ Ε Τ Ο Ν Ν Υ Ν Τ ΑΜ I Ο Ν Κ Α I Τ Ο Ν Ε Ρ I Ϊ Τ Α Τ Ο Ν Κ Α I Τ Ο Ν Η I Ε Ρ Ο Ρ Ο Ι Ο Ν Τ Ο Ν Ε Ν Τ Ο I £Η I Ε Ρ Ο Ι ί Η Ο Ι Ν Υ Ν Δ I Α Χ Ε Ρ I Ι Ο . . ΝΑΡΑΡ I ΟΜΕί ΑίΟΟΝΚΑ I Α Ρ Ο ί . Τ Ε Ϊ Α ί Θ Ο Ν Τ Α Χ Ρ Ε Μ Α Τ Α Ε Ν Α Ν Τ Ι Ο Ν Τ Ε ί Β Ο Κ ί Ε Μ Ρ Ο Ρ Ε I ΚΑ I Ρ Α Ρ Α Δ Ε Χ ί Α ί Ο Ο Ν Η Ο I Τ ΑΜ I Α I Η Ο I Μ Χ Ο Ν Τ Ε ί Ρ Α Ρ Α Τ Ο Ν Ν Υ . ΑΡ ΧΟ ΝΤ Ο ΝΚ Α I Ε Ν ί Τ Ε ΡΕ I ΑΝΑΛΡΑ Φ ί Α Ν Τ Ο Ν ι I Α I ΑΡΑΝΤ Α Κ Α Θ Ε Κ Α ί Τ Ο Ν Τ Ε Τ Ο Ν Ο Ε Ο Ν Τ Α Χ Ρ Ε Μ Α Τ Α Η Ο Ρ Ο ί Α Ε ί Τ I Ν Ε Κ Α ί Τ Ο I ΚΑ I 5 Υ Μ Ρ Α Ν Τ Ο Ν Κ Ε Φ Α Ρ Λ I Ο Ν X Ο Ρ I ί Τ Ο Τ Ε Α Ρ Λ Υ Ρ I ΟΝΚΑ I Τ Ο Χ Ρ Υ Ϊ I ΟΝΚΑ I Τ Ο Ρ Ο Ι Ρ Ο Ν Α Ν Α Λ Ρ Α Φ Ο ΝΤ ΟΝ Η ΟΙ Α I Ε Ι Τ Α Μ Ι Α I Ε ί ί Τ Ε Ι - Ε Ν Κ Α I Ι - Ο Λ Ο Ν Δ I Δ Ο Ν Τ Ο Ν Τ Ο Ν Τ Ε Ο Ν Τ Ο Ν Χ Ρ Ε Μ Α Τ Ο Ν ΚΑ I Τ Ο Ν Ρ Ρ Ο * I Ο Ν Τ Ο Ν Τ Ο Κ Ο Ε Ο Κ Κ Α I Ε Α Ν Τ Ι Α . Α Ν Α Η ί Κ Ε Τ Α I Κ Α Τ Α Τ Ο Ν Ε ΝΙ Α Υ Τ Ο Ν Ρ Ρ Ο ϊ Τ Ο ί Ι -ΟΛΙ ί Τ Α ί Κ Α I Ε Υ Ο Υ Ν Α ί Δ I Δ Ο Ν Τ Ο Ν Κ Α I Ε Κ Ρ Α Ν Α Θ Ε Ν Α Ι Ο ΝΕ ί ΡΑ Ν Α Ο Ε Ν Α I ΑΤΟΡ ΙΌ Λ Ο Ν Δ ΙΔ Ο Ν Τ Ο Ν Κ Α Θ Α Ρ Ε Ρ Η Ο I Τ Α Τ Ε ί Α Ο Ε Ν Α I Α ί Τ . Μ Ι Ε Υ Ο Ν Τ Ε ί Τ Α ί Δ Ε ί Τ Ε Μ ί Ε Ν Α I ί Α Ν Α Ν Α Λ ΡΑ Φ ί Ο ί Ι Τ Α Χ Ρ Ε Μ Α Τ Α Τ Α Η I Ε Ρ . . . Ν Τ Ο Ν Ε Μ Ρ Ο I* Ε I Η Ο Ι Τ Α Μ I Α I Ε Ρ Ε I Δ Α Ν Δ Ε Α Ρ Ο Δ Ε Δ Ο Μ Ε Ν Α Ε Ι Τ Ο I ( Θ Ε Ο I ί . . . . Ε Μ Α Τ Α Ε ί Τ Ο Ν Ε Ο Ρ I Ο Ν ΚΑ I Τ Α Τ Ε I Χ Ε Τ Ο I ί Ρ Ε Ρ I Ο ( I X Ρ Ε Ϊ Ο Α Ι Χ Ρ Ε Μ Α Ϊ
Δείγμα αττικής γραφής τού 5ου π.Χ. αι.
237
[Έδ]οξεν τγ) βουλή καί τφ δήμω' Κεκροπίς έπρυτάνευε, Μνησίθεος έ[γ]ραμμάτευε, Ευπειθής έπεστάτει. Καλλίας είπε- άποδοϋναι τοΐς θεοϊς [τ]ά χρήματα τα όφειλόμενα, επειδή τη Αθηναία τα τρισχίλια τάλαντ[α] άνενήνεγκται ές πόλιν, ά έψήφιστο, νομίσματος ήμεδ[α]ποϋ. άποδι[δ]όναι δε άπό τών χρημάτων, ά ές άπόδοσίν έστιν τοΐς θεοις έψηφισμ[έ]να, τά τε παρά τοΐς Έλληνοταμίαις δντα νϋν καί ταλλα, ά έστι τούτων [τών] χρημάτων, και τά έκ τής δεκάτης, έπειδάν πραθή. λογισάσθων δέ [οί λ]ογισταϊ οί τριάκοντα οϊπερ νϋν τά όφειλόμενα τοΐς θεοις άκρ[ιβώ]ς. συναγωγής <5έ τώλλογιστών ή βουλή αύτοκράτωρ έστω. άποδόντων [δέ τ]ά χρήματα οί πρυτάνεις μετά τής βουλής και έξαλειφόντων, έπει[δάν] άποδώσιν, ζητήσαντες τά τε πινάκια και τά γραμματεία και έάμπ[ου άλ]λοθι η γεγραμμένα, άποφαινόντων δέ τά γεγραμμένα οΐ τε ίερ[ής κ]αϊ οί ίεροποιοί και εϊ τις άλλος οίδεν. ταμίας δέ άποκυαμεύει[ν το]ύτων τών χρημάτων, δταμπερ τάς αλλας άρχάς, καθάπερ τούς τών ί[ερώ]ν τών τής Αθηναίας. ούτοι δέ ταμιευόντων έμπόλει έν τώ όπισθ[οδό]μω τά τών θεών χρήματα, δσα δυνατόν καί όσιον, καί συνανοιγόντων καί συγκληόντων τάς θύρας τοϋ όπισθοδόμου καί συσσημαινό?σθων τοΐς τών τής Αθηναίας ταμίαις. παρά δέ τών νϋν ταμιών καί τών έπιστατών καί τών ίεροποιών τών έν τοΐς ίεροϊς, οΐ νϋν διαχειρίζου[σι[ν, άπαριθμησάσθων καί άποστησάσθων τά χρήματα έναντίον τής βουλ[ή[ς έμπόλει καί παραδεξάσθων οί ταμίαι οί λαχόντες παρά τών νϋ[ν] άρχόντων καί έν στήλη άναγραψάντων [μ]ια άπαντα καθ' έκαστον τε τον θεόν τά χρήματα όπόσα εστιν έκάστφ καί συμπάντων κεφάλαιον, χωρίς τό τε άργύριον καί τό χρυσίον καί τό λοιπόν άναγραφόντων οί αίεί ταμίαι ές στήλην καί λόγον διδόντων τών τε δντων χρημάτων καί τών προσιόντων τοΐς θεοις καί έάν τι ά[π]αναλίσκηται κατά τον ένιαυτόν πρός τούς λογιστάς καί εύθύνας διδόντων, καί έκ Παναθηναίων ές Παναθήναια τόλλόγον διδόντων, καθάπερ οί τά τής Αθηναίας τ[α]μιεύοντες. τάς δέ στήλας, έν αΐς αν άναγράψωσι τά χρήματα τά ίερ[ά, θέ]ντων έμπόλει οί ταμίαι. έπειδάν δέ άποδεδομένα η τοΐς θεοις [τά χρ]ήματα, ές τό νεώριον καί τά τείχη τοΐς περιοϋσι χρήσθαι χρήμασ[ιν[.
238
Αποσπάσματα από τον Αλκαίο.
Απόσπασμα αρ. 47. κήνος δέ τούτων ούκ έπελάθετο ώνηρ, έπειδή πρώτον όνέτροπε, παίσαις γάρ όννώρινε νύκταςτώ δέ πίθω πατάγεσκ’ ό πύθμην. (Εκδ. Βικίέ, σ. 60).
Απόσπασμα αρ. 49. καί κύματι πλάγεισ[α βαρυκτύπφ, δμβρφ μάχεσθαι χε[ίματί τ’ άγρίφ φαϊσ’ οΰδεν ίμέρρη[ν, άφάντφ δ’ ερματι τυπτομ[ένα βάγηναι. κήνα μέν έν τούτ[οισι κυλίνδεταν τούτων λελάθων, ω φ[ίλε, βάλλομαι σύν τ’ ϋμμι τέρπ[εσθαι ^ « καί πεδά Βύκχιδος αύ θ[αμίσδην (Εκδ. Βυάέ, σ. 62).
Απόσπασμα αρ. 85. πώνε[-υυ- Μελάνιππ’ άμ’ εμοι; τί[διννάεντ’ δτα με... Αχέροντα μεγ[- « ζάβαι[ς άελίω κόθαρον φάος [ύστερον δψεσθ’; ά λ λ ’ άγι μή μεγάλων έπ[ιβάλλεο. (Εκδ. Βιιάέ, σ. 86).
239
ΑΧΑΪΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Κυπριακή επιγραφή Ιδαλίου (5ου π.Χ. αι.).
ο ίο ία ρο ίο 1ί ηο ο ία 1ί ο ηο ία ίο νο το ίο ηο πια ίο ί ία 8ο ίο ύ ο νο 80 ί ίο ί ρί Ιο ’Ότε τά(ν) πτόλιν Έδάλιον κατεΡοργον Μάδοι κάς ΚετιΜΡες ί(ν) τόι Φιλοία ροτοηο νο ίο ί ίο ο ηα $α ίο τα η ρα 8ΐ Ιο υ 80 8α ία 8ΐ ίυ ρο το 80 ία 80 αρο ίο 1ί 80 ο ία κύπρον Ρέτει τό Όνασαγόραυ, βασιλεύς Στασίκυπρος κάς ά πτόλις Έδα1ί ονο8οα ηο ίο ηο ο ηα 8ΐ Ιο ηο ίο ηο ηα 8ΐ ίυ ρο το ηο ίο ηί]α ίο τα ηο ία 80 ίο 80 ία 8ΐ ίο ηο ίο 80 λύΡες ανΰγον Όνάσιλον τον Όνασικύπρόν τον ι]ατίραν κάς τός κασιγνετος ί]α 8α ίαϊ ίο8οα ίοτο ρ ο 80 ίο8οί ίαίτηαίαϋίίτηα πιο ηο 8οαηοη ιηί8ί ίο ηο ία 8α ρα ί ι]ασθαι τός ά(ν)θροπος τός ι(ν) τάι μάχαι ικμαμένος ανεν μισθόν, κάς παι ο υνοτο ία 8α ίη ρα 8ΐ1ο υ 80 ία 80 α ρο ίο 1ΐ 80 ο ηα 8ΐ1οί ία 8ο ίοίδο ία 8ΐίο ηο ίοι 80 α ύ ίο εύΡρέτάσατν βασιλεύς κάς ά πτόλις Όνασίλδι κάς τοΐς κασιγνετοις ά(ν)τί τό μισθόν κά ά(ν)τί τά ύχερόν δοΡέναι έξ τόι Ροίκόι τοι βασιλΜΡος κάς έξ τάι πτόλιΡι άργυρό τά(λαντον) α' τά(λαντον)· ί δυΡάνοι νυ ά(ν)τί τό άργυ ρόν τόδε, τό ταλά(ν)τόν9 βασιλεύς κάς ά πτόλις Όνασίλόι κάς τοΐς κασιγνέτοις άπύ τάι ζάι τάι βασιλΜΡος τά ι(ν) τσιρόνι τόι Αλα(μ)πρι]άται τό(ν) χόρον τον 1(ν) τόι έλει τό(ν) χραυόμενον ’Ό(γ)κα(ν)τος αλΡό κάς τά τέρχνι]α τά έπιό(ν)τα πά(ν)τα εχεν πανόνιον ύΡαίς άτελεν. ί κέ σις Όνάσιλον ί τός κασιγνέτος ε τός παϊδας τό(ν) παίδόν τον Όνασικύπρόν έξ τόι χορόι τόιδε έξορύξε, ΐδέ παι ό έξορύξε πείσει Όνασίλόι κάς τοΐς κασιγνετοις ε τοΐς παισί τον άργυρον τό(ν)δε, άργύρό τά(λαντον) α' τά(λαντον). κάς Όνασίλόι οϊΡόι άνευ τό(ν) κασιγνετόν τον αϊλόν έΡρετάσατυ βασιλεύς κάς ά πτόλις δοΡέναι ά(ν)τί τά ύχερόν τό μισθόν άργύρό πε(λέκεΡα) δ' πε(λέκεΡα) β' δι(μναια) Έ(δάλια)- ε δοκοί νυ βασιλεύς κάς ά πτόλις Όνασίλόι ά(ν)τί τό άργύρό τόδε άπί τάι ζάι τάι βασιλΜΡος τά ι(ν) Μαλανί]αι τάι πεδί]αι τό(ν) χορον τό(ν) χραυζόμενον Αμενί]α αλΡό κάς τά τέρχνι]α τά έπιό(ν)τα πά(ν)τα, τό(ν) ποεχόμενον πός τό(ν) ρόΡο(ν) τό(ν) Δρύμιον κάς πός τάν ιερέΡί]αν τάς Αθάνας, κάς τό(ν) κάπον τον ι(ν) Σίμιδος άρούραι, τό(ν) ΔιΡείθεμις ό Αρμανεύςέχε αλΡο(ν), τον ποεχόμενον πός Πασαγόραν τον Όνασαγόραυ κάς τά τέρχνι]α τά έπιό(ν)τα πά(ν)τα εχεν πανόνίος ύΡαις ζαν άτελί]α ιό(ν)τα.
(ο.ϋ. Βυοκ, έ.α ., σ. 211).
240
Βοιωτική επιγραφή τού 3ου π.Χ. αι. από τη Λειβαδιά. Θιός τούχα αγαθά. Ραστίαο άρχοντος Βοιωτϋς, έν δέ Αεβαδείη Δόρκωνος, Δωίλος Ίρανήω άντίθειτι τον Ρίδιον θεράποντα Άνδρικόν τϋ Δί τϋ Βασιλειι κή τϋ Τρεφωνίυ ίαρόν εΐμεν, παρμείναντα πάρ τάν ματέρα Άθανοδώραν Ρέτια δέκα, καθώς δ πατείρ ποτέταξε' ή δέ κα έτι δώει Άθανοδώρα, εισι [αυτή] Ανδρικός φόρον τον έν τή θείκη γεγραμμένον' ή δέ τί κα πάθει Άθανοδώρα, παρμενϊ Άνδρώνικος τον περιττόν χρόνον πάρ Δωίλον [έ]πιτα ιαρός έστω με[ί] ποθ[ί]κων μειθενί μ ειθέν μεί έσσεϊμεν δέ καταδουλίττασθη Άνδρικόν μειθενν Άνδρικόν δέ λειτωργϊμεν έν τής θοσίης των θιών <ων> οΰτων. ( οχ >. Βυοκ,
έ.α., σ. 237).
Αχαϊκή επιγραφή του 214 π.Χ. από τη Λάρισα (Θεσσαλική διάλεκτος). [Ταγ]ευόντουν Άναγκίπποι Πετθαλείοι, Άριστονόοι Εύνομείοι, Έπιγένεος Ίασονείοι, Εύδίκο[ι] Άδα]μαντείοι, !Αλεξία Κλεαρχείοι, γυμνασιαρχέντος Άλεύα Δαμοσθενείον Φίλιπποι τοϊ βασιλειος έπιστολάν ά[π]υστέλλαντος πότ τός ταγός και τάν πόλιν τάν ύπογεγραμμέναν' ,,Βασιλεύς Φίλιππος Ααρισαίων τοϊς ταγοϊς καί τήι πόλει χαίρειν. Πετραιος καί Άνάγκιππος καί Άριστόνους ώς άπό τής πρεόβείας έγένοντο. ένεφάνιζόν μοι δτι καί ή ύμετέρα πόλις διά τούς πολέμους προσδειται πλεόνων οίκητών*έως άν ουν καί ετέρους έπινοήσωμεν άξιους τοϋ παρ9 ύμϊν πολιτεύματος, έπί τοϋ παρόντος κρίνω ψηφίσασθαι ύμάς δπως τοϊς κατοικοϋσιν παρ9ύμϊν Θεσσαλών ή των άλλων Ελλήνων δοθήι πολιτεία, τούτου γάρ συντελεσθέντος καί συνμεινάντων πάντων διά τά φιλάνθρωπα πέπεισμαι έτερά τε πο[λ]λά των χρησίμων έσεσθαι καί έμοί καί τήι πόλει καί την χώραν μάλλον έξεργασθήσεσθαι. έτους β' Ύπερβερεταίου κα'.99 ψαφιξαμένας τάς πόλιος ψάφισμα τό ύπογεγραμμένον' ,,Πανάμμοι τά έκτα έπ ικάδι συνκλεϊτος γενομένας, άγορανομέντουν τοϋν ταγοϋν πάντουν' Φίλιπποι τοϊ βασιλειος γράμματα, πέμψαντος πότ τός ταγός καί τάν πόλιν διέ κι Πετραιος καί Άνάγκιππος καί Άριστόνοος, ούς άτ τάς πρεισβείας έγένονθο, ένεφανίσσοεν αύτοϋ, πόκ κι καί ά άμμέουν πόλις διέ τός πολέμος ποτεδέετο πλειόνουν τοϋν κατοικεισόντουν μέσποδί κε ουν καί έτέρος έπινοείσουμεν άξιος τοϊ παρ9 άμμέ πολιτεύματος, ετ τοι παρεόντος κρεννέμεν ψαφίξασθειν άμμέ ο(ϋ)ς κε τοις κατοικέντεσσι πάρ άμμέ Πετθ[α]λοϋν καί τοϋν άλλουν Έλλάνουν δοθεϊ ά πολιτεία' τοϊνεος γάρ συντελεσθέντος καί συνμεννάντουν πάντουν διέ τά φιλάνθρουπα πεπεϊστειν άλλα τε πολλά τοϋν χρεισίμουν έσσεσθειν καί εύτοϋ καί τά πόλι καί τάν χούραν μάλλον έξεργασθείσεσθειν' έψάφιστει τά πολιτεία πρασσέμεν πέρ τοϋννεουν κάτ τά ό βασιλεύς έγραψε, καί τοις κατοικέντεσσι πάρ άμμέ Πετθαλοϋν καί τοϋν άλλουν Έλλάνουν δεδόσθειν τάν
241
πολιτείαν καί αύτοϊς καί έσγόνοις καί τά λοιπά τίμια νπαρχέμεν αύτοϊς πάντα δσσαπερ Λασαίοις, φυλάς έλομένοις έκάστου ποίας κε βέλλειτεν τό μά ψάφισμα τόνε κϋρρον έμμεν κάπ παντός χρόνοι καί τός ταμίας έσδόμεν όνγράψειν αυτό έν στάλλας λιθίας δύας καί τά όνύματα τοϋν πολιτογραφειθέντουν καί κατθέμεν ταμ μέν ϊαν έν τό ίερόν τοϊ ’Άπλουνος τοϊ Κερδοίοι, ταμ μά άλλαν έν τάν άκρόπολιν, καί τάν όνάλαν, κίς κε γινύειτει έν τάνε, δόμεν καί ύστερον Φίλιπποι τοϊ βασιλειος έπιστολάν άλλαν άπυστέλλαντος πότ τός ταγός καί τάν πόλιν, ταγευόντουν Άριστονόοι Εύνομείοι, Εύδίκοι Άδαμαντείοι, Άλεξίπποι Ίππολοχείοι, ’Επιγένεος Ίασονείοι, Νυμεινίοι Μνασιαίοι, γυμνασιαρχέντος Τιμουνίδα Τιμουνιδαίοι, τάν ύπογεγραμμέναν. (ο.ϋ. Βυοκ, έ.α., σ. 221).
Ψήφισμα τής Τεγέας. Αχαϊκή επιγραφή τού 324 π.Χ. (Αρκαδική διάλεκτος). [βασιλεύς Άλέξ]ανδρος τό διάγρ[α]μμα, γραφήναι κατύ τά έ[πανωρ]θώσατυ ά πόλις τά ίν τοϊ διαγράμματι άντιλεγόμενα. (I) τός φυγάδας τός κατενθόντας τά πατρώια κομίζεσθαι ές τοϊς έφευγον, καί τά ματρώια, όσαι άνέσδοτοι τά πάματα κατήχον καί ούκ έτύγχανον άδελφεός πεπαμέναν ει δέ τινι έσδοθένσαι συνέπεσε τον άδελφεόν καί αυτόν καί τάν γενεάν άπολέσθαι, καί τανί ματρώια ήναι, άνώτερον δέ μηκέτι ήναι. (II) έπές δέ ταϊς οικίαις μίαν έκαστον εχεν κατύ τό διάγραμμα· ει δέ τις έχει οικία κάπον πός αύταϊ, άλλον μή λαμβανέτω· ει δέ πός ταϊ οίκίαι μη πόεστι κάπος, έξαντίαι δ ’ εστι ισόθι πλέθρω, λαμβανέτω τον κάπον ει δέ πλέον άπέχων ό καπός έστι πλέθρω, τωνί τό ήμισσον λαμβανέτω, ώσπερ καί τών άλλων χωρίων γέγραπται. τάν δέ οίκιάν τιμάν κομιζέσθω τώ οικω έκάστω δύο μνας, τάν δέ τιμασίαν ήναι τάν οίκιάν κά τάπερ ά πόλις νομίζει· τών δέ κάπων διπλάσιον τό τίμαμα κομίζεσθαι ή ές τοϊ νόμοι, τά δέ χρήματα άφεώσθαι τάν πόλιν καί μή άπυλιώναι μήτε τοϊς φυγάσι μήτε τοϊς πρότερον οίκοι πολιτεύονσι. (III) έπές δέ ταϊς παναγορίαις ταϊς έσλελοίπασι οί φυγάδες, τάν πόλιν βωλεύσασθαι, δτι δ’ αν βωλεύσητοι ά πόλις, κύριον έστω. (IV) τό δέ δικαστήριον τό ξενικόν δικάζεν έξήκοντα άμεράν δσοι δ’ αν ιν ταϊς έξήκοντα άμέραις μή διαδικάσωνται, μή ήναι αύτοϊς δικάσασθαι έπές τοϊς πάμασι ιν τοϊ ξενικοί δικαστηρίοι, ά λ λ ’ ίν τοϊ πολιτικοί άν ει δ’ αν τι ύστερον έφευρίσκωνσι, ιν άμέραις έξήκοντα άπύ ταϊ αν άμέραι τό δικαστήριον καθιστά, ει δ’ αν μηδ’ ιν ταϊννυ διαδικάσητοι, μηκέτι έξέστω αϋτώι δικάσασθαν εί δ’ αν τινες ύστερον κατένθωνσι, τώ δικαστηρίω τώ ξενικώ [μ]ηκέτι έόντος, άπυγραφέσθω πός τός στραταγός τά πάμα τα ίν άμέραις έξήκοντα, καί είκ αν τι αύτοϊς έ[π]απύλογον ήι, δικαστήριον ήναι Μ αντινέαν εί δ’ [άν μή] διαδικάσητοι ίν ταιν(νί) ταϊς άμέραις, μηκέτ[ι] ήναι αύτοϊ δικάσασθαι. (ο.ϋ. Βυεκ, έ.α ., σ. 207).
242
ΒΟΡΕΙΟΑΥΤΙΚΗ/ΑΩΡΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ «Επιγραφή τής Γόρτυνος». Κρητική επιγραφή του 5ου π.Χ. αι. Αι τέκοι γυνά κέ[ρ]ύο]νσα, έπελεϋσαι τόι άνδρί έπί στέγαν αντί μαιτύρόν τριον. αι δέ με δέκσαιτο, έπί τάι ματρί εμέν τό τέκνον ε τράπεν έ άποθέμεν όρκιότέροδ δ1εμέν τός καδεστάνς και τός μαίτυρανς, αι έπελευσαν. αι δέ Ροικέα τέκοι κέρεύονσα, έπελεϋσαι τόι πάσται τόι άνδρός, δς όπυιε, άντί μαιτύρόν [δυ]όν. αι δέ κα με δέκσεται, έπί τόι πάσται εμέν τό τέκνον τόι τάς Ροικέας. αι δέ τόι αύτόι αϋτιν όπυίοιτο προ τό ένιαυτο, τό παιδίον έπί τόι πάσται εμέν τόι τό Ροικέος, κόρκιατερον έμέν τον έπελεύσαντα καί τός μαί τυρανς. γυνά κέρεύονσ’ αι άποβάλοι παιδίον πριν έπελεϋσαι κα[τ]ά τά έγραμμένα, έλευθέρό μέν καταστασεϊ πεντεκοντα στατέρανς, δόλο πέντε καί Ρίκατι, α ΐ κα νικαθέ. δι δέ κα μ 9 ει[έ] τι(ς) στέγα δπυι έπελευσει, ε αυτόν με όρει, αι <αι> άποθείέ τό παιδίον, απατόν έμέν. αι κύσαιτο καί τέκοι Ροικέα με όπυιομένα, έπί τοι τ[ό] πατρός πάσται έμέν τό τέκνον αι δ9 ό πατερ με δοοι, έπί τοΐς τόν άδελπιόν πάσταις έμέν. ( ο .ό . Βυοκ, έ.α., σ. 316).
Δωρική επιγραφή 6ου π.Χ. αι. από την Κέρκυρα (Κορινθιακή διάλεκτος). Ηυιοϋ ΤλασίαΡο Μενεκράτεος τόδε σάμα, Οιανθέος γενεάν' τόδε δ9αύτόι δάμος έποίεν ές γάρ πρόξενΡος δάμου φίλος ά λ λ ’ ένί πόντο δλετο, δαμόσιον δέ καφόν ρό[θιον πόρε κϋμα] Πραξιμένές δ9αύτόι γ[αία]ς από πατρίδος ένθόν σύν δάμ[ό]ι τόδε σάμα κασιγνετοιο πονεθέ. (ο.ϋ. Βυοκ, έ.α., σ. 294).
«Οι πίνακες της Ηρακλείας». Δωρική επιγραφή τού 4ου π.Χ. αι. *Εφορος Άρίσταρχος Ηηρακλείδα’ μής Ά πελλαϊος Ηα πόλις καί τοι όρισταί, Ρε τρίπους Φιλώνυμος Ζωπυρίσκω, πε καρυκεΐον Απολλώνιος Ηηρακλήτω, ά ϊ πέλτα Δάζιμος Πύρρω, κν θρϊναξ Φιλώτας Ηιστιείω, με έπιστύλιον Ηηρακλείδας Ζωπύρω, Αιονύσωι. !Ανέγραψαν τοι όρισταί τοι Ηαιρεθέντες έπί τώς χώρως τώς Ηιαρώς τώς τώ Αιονύσω, Φιλώνυμος Ζωπυρίσκω, "Απολλώνιος Ηηρακλήτω, Αάζιμος Πύρρω, Φιλώτας Ηιστιείω, Ηηρακλείδας Ζωπύρω, καθά [ώρ]ιξαν καί έτέρ-
243
μαξαν καί συνεμέτρησαν καί έμέριξαν τών Ηηρακλείων διακνόντων έν κατακλήτωι άλίαι. Συνεμετρήσαμες δέ άρξάμενοι από τώ άντόμω τώ Ηυπέρ Πανδοσίας άγοντος τώ διατάμνοντος τώς τε Ιιιαρώς χώρως καί τάν Ριδίαν γάν έπί τον άντομον τον ορίζοντα τώς τε τώ Λιονύσω χώρως καί τον Κωνέας Λο Δίωνος έπαμώχη. κατετάμομες δέ μερίδας τέτορας' τάν μέν πράταν μερίδα από τώ άντόμω τώ πάρ τά Ηηρώιδεια άγοντος, εύρος ποτί τάν τριακοντάπεδον τάν διά τών Ηιαρών χώρων άγωσαν, μάκος δέ άνωθα από τάν άποροάν άχρι ές ποταμόν τον Ά κιριν, καί έγένοντο μετριώμεναι έν ταύται τάι μερείαι έρρηγείας μέν διακάτιαι μία σχοϊνοι, σκίρω δέ καί άρρήκτω καί δρυμώ Ρεξακάτιαι τετρώκοντα Ρέξ σχοϊνοι Ηημίσχοινον τάν δέ δευτέραν μερίδα, εύρος άπό τάς τριακονταπέδω έπί τον άντομον τον πράτον, μάκος δέ άπό τάν άποροάν άχρι ές ποταμόν, καί έγένοντο μετριώμεναι έν ταύται τάι μερείαι έρρηγείας μέν διακάτιαι Ηεβδεμήκοντα τρις σχοϊνοι, σκίρω δέ καί άρρήκτω καί δρυμώ πεντακάτιαι σχοϊνον (ο.Ό. Βυοκ, έ.α., σ. 273).
244
Β. ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΚΟΙΝΗ Επιστολή τού αυτοκράτορα Κλαυδίου προς τους Αλεξανδρινούς (41 μ.Χ.). Τιβέριος Κλαύδιος Καϊσαρ Σεβαστός Γερμανικός Αύτοκράτωρ άρχ{ι}ιερεύς μέγειστος δημαρχικής έξουσίας ύπατος άποδεδιγμένος Άλεξανδρέων τή πόλει χαίρειν. Τιβέριος Κλαύδιος Βάρβιλλος, ’Α πολλώνις ’Αρτεμιδώρου, Χαιρήμων Λεονίδου, Μάρκος Ιούλιος ’Α σκληπιάδης, Γάϊος Ιούλιος Διονύσιο(ς), Τιβέριος Κλαύδιος Φανίας, Πασίων Ποτάμωνος, Διονύσιος Σαββίωνος, Τιβέριος Κλαύδις, ’Α πολλώνις ’Αρίστονος, Γάϊος Ιούλιος Απολλώνιος, Έρμαΐσκος Απολλώνιου, ύ πρέσβεις υμών, άναδόντες μοι τό ψήφισμα πολλά περί τής πόλεως διεξήλθον, υπαγόμενοι μοι δήλον προς την εις ημάς εϋνοιαν ήν έκ πολλών χρόνων, ευ είστε, παρ’ έμοΐ τεταμιευμένην ε. εΐχεται, φύσει μέν ευσεβείς περί τούς Σεβαστούς ύπάρχοντες, ώς έκ πολλών μοι γέγονε γνόριμον, έξερέτως δέ περί τόν έμόν οικον καί σπουδάσαντες καί σπουδασθέντος, ών είναι τό τελευταΐον ειπωι πάρεις τά άλλα, μέγειστός έστιν μάρτυς ούμός αδελφός Γερμανικός Καϊσαρ γνησιωτέραις ύμάς φωναϊς προσαγορεύσας διόπερ ήδέως προσεδεξάμην τάς δοθείσας ύφ’ υμών μοι τιμάς, καίπερ ούκ ών προς τά τοιαΰτα {ρ} ράιδιος. Περί δέ τής βουλής, δ τι μέν ποτε σύνηθες ύμεϊν έπί τών αρχαίων βασι λέων, ούκ εχωι λέγειν, ότι δέ έπί τών προ έμοϋ Σεβαστών ούκ εΐχεται, σαφώς οιδατε. Καινού δη πράγματος νϋν προτων καταβαλλομένου, δπερ άδηλον εί συνοίσει τή πόλει καί τοϊς έμοϊς πράγμασει, έγραψα Αΐμιλλίωι Ψήκτωι διασκέψασθαι καί δηλώσέ μοι ει ται καί συνείστασθαι την αρχήν δεϊ, τόν τε τρόπον, εϊπερ άρα συνάγειν δέυ, καθ’ όν γενήσεται τούτο. Τής δέ προς Ιουδαίους ταραχής καί στάσεως, μάλλον δ’ εί χρή τό αληθές είπεϊν, τοϋ πολέμου, πότεροι μέν αίτιοι κατέστησαν, καίπερ έξ άντικαταστάσεως πολλά τών ήμετέρων πρέσβεων φιλοτειμηθέντων καί μάλιστα Διονυσίου τοϋ Θέων [ο]ς, δμως ούκ έβουλήθην ακριβώς έξελένξαι, ταμιευόμενος έμαυτώι κατά τών πάλειν άρξαμένων οργήν άμεταμέλητον απλώς δέ προσαγορεύωι δτι άν μή καταπαύσηται τήν όλέθριον οργήν ταύτην κατ’ άλλήλων αύθάδιον έγβιασθήσομαι δϊξαι ΰόν έστιν ήγεμών φιλάνθροπος είς οργήν δικαίαν μεταβεβλημένος. Διόπερ ετι καί νϋν διαμαρτύρομε είνα ’Α λεξανδρεϊς μέν πραέως καί φιλανθρόπως προσφέροντε Ίουδαίο<ι>ς τοϊς τήν αύτήν πόλειν έκ πολλών χρόνων οίκοϋσει καί μηδέν τών προς θρη σκείαν αύτοϊς νενομισμένων τοϋ θεοϋ λοιμένωνται, άλλά έώσιν αύτούς τοϊς έθεσιν χρήσθαι ύς καί έπί τοϋ θεοϋ Σεβαστού, άπερ καί έγώι διακούσας άμφοτέρων έβεβαίωσα· καί Τουδέοις δέ άντικρυς· κελεύωι μηδέν πλήωι ών πρότερον εσχον περιεργάζεσθαι μηδέ ώσπερ έν δυσεΐ πόλεσειν κατοικοϋντας δύο πρεσβείας έκπέμπειν τοϋ λοιπού, ω μή πρότερόν ποτε έπράκθη, μηδέ έπισπαίειν γυμνασιαρχικοϊς ή κοσμητικοϊς άγώσει, καρπουμένους μέν τά οικϊα, άπολάοντας δέ έν άλλοτρίψ πόλει περιουσίας άπθόνων άγαθών, μηδέ έπάγεσθαι ή προσείεσθαι άπό Συρίας ή Αίγύπ<τ>ου καταπλέοντας Ιουδαίους, έξ οδ μείζονας ύπονοίας άνανκασθήσομε λαμβάνειν
245
εί δέ μή, πάντα τρόπον αυτούς έπεξελεύσομαι καθάπερ κοινήν τεινα τής οικουμένης νόσον έξεγείροντας. Έάν τούτων άποστάντες άμφότεροι μετά πραότητος καί φιλανθροπείας τής πρός άλλήλους ζήν έθελήσητε, καί έγώι πρόνοιαν τής πόλεως 'ποιήσομαι' τήν άνατάτωι καθάπερ έκ προγόνων οικίας ύμϊν ύπαρχούσης. ( μ . ϋΑνίϋ - β .α . υαν ΟΚΟΝΙΝΟΕΝ,
Ραρ)το1ο§ϊθ3ΐ ΡπΗίεΓ, Ιχχάεη: Β γϊΙΙ 19654 σ. 1-3).
Ιδιωτική επιστολή προς τροφό (150 μ.Χ.). Ούαλερεία και Θερμουθάς άμφότεραι αί δύο Θερμουτείφ τή άδε[λ]φή χαίριν. Ώς [[ε]] ήρώτηκά σε καταπλέουσα περί τοϋ παιδίου Θερμουθάτος ΐνα αυτό άρης κ[α]ί τροφεύσης κα[ί] μακερεία έάν ποίσης. Εις τάς δύο οικίας μέλλις εύφραίνεσθαι καί έξαλλάσσεσθαι. Δέξαι πέντε στατήρες. Έάν συνευδ[[κ]]οκή τροφεύειν, περισσότερον μέλλις μισθάριν εύρίσκειν, ώς έλεύθερον, καί έξαλλαγήν τήν σήν καί γονείς μέλλις εύρίσκειν έάν ποιήσοι<ς>. Κατάπλευσον έν τώ πλοίφ ΐνα μεθ’ υ μών άναβής σύν τώ παιδίφ. Κόμισαι δέ παρά τής μητρός μου πέν τε στρατήρες αν καταβαίνις ώς άναβώμεν (άναβώμεν} ή τι αν θέλις λαβέ. Ερωτώ σε καταπλεϋσε ΐνα εύτυχήσης. ’Άλλο γάρ έλεύθερον, άλλο δουλάριν. ’Έρρωσο. ή Τραϊανού τοϋ κυρίου Παχών ϊ. ( μ . ϋΑνίϋ - Β.Α. ΥΑΝ ΟΚΟΝΙΝΟΕΝ, έ.α ., σ. 153-4).
246
Ιδιωτική επιστολή Θερμουθά προς τη μητέρα του (2ου αι. μ.Χ.). Θερμουθάς Ούαλεριάτι τή μητρί πλϊστα χέριν κέ διά παντός ύγένιν. "Έλα βα παρά Ούαλερίου 'σ'πυρίδιν όπου λακάνια ζεύγη είκοσι κέ κολλούρια δέκα ζεύ’γη’. Πέμψεν μοι τά λοδίκια τής τιμής κέ αίρίδια καλά πόκους τέσσαρες. Δός σεΐ αυτά Ούαλερίφ. Κέ αίπτάμηνον είμΐν άρτι. Κέ άσπάζομε ’Άρτεμιν κέ Νικαροϋν τή μικράν κέ Ούαλέριν τό V κύριν μου -έπιθυμδ αύτέν είν το νδ- κέ Διενυσίαν κέ Δημητροϋν πολλά κέ Ταήσιν τήν μικράν πολλά κέ τούς έν οίκο πάντες. Κέ πδς εχι μου ό πατήρ πέμψις μοι τήν πάσιν δτι άσθενδν άπήθε άπ’ έμοΰ. Άσπάζομαι Μάμαν. Άσπάζετε ημάς 'Ροδίνη. Βέβληκα αυτήν εις τήν τέχν[ην αν χρηζο αύτής, άλά ήδύος έχο. Φαώπι η. ν&Γ8ο: Άποδος εις Φιλα χ δελ(φίαν) Ούαλεριάτι τή μητρί. ( μ . ΠΑΥΚ) - Β.Α. ΥΑΝ ΟΚΟΝΙΝΟΕΝ,
έ.α., σ. 155).
Επιστολή τής χριστιανής Τάρης προς τη θεία της (Απαμία Συρίας, 4/5ου μ.Χ. αι.). Κυρία μου και έπιποθήτη θεία Τάρη θυγάτηρ αδελφής σου Άλλοϋτος έν θ(ε)ώ χαίρειν. Προ παντός εϋχομε τφ Θ(ε)ώ ύγιένουσάν σε καί εύθυμοϋσαν άπολαβϊν τά παρ’ έμοΰ γράμματα· αϋτη γάρ μού έστιν εύχή. Γείνωσκε δέ, κυρία μου, δτι άπό των Πάσχω(ν) ή μήτηρ μου, ή άδελφή σου, έτελε[ύτη]σεν. 'Ότε δέ τήν μητέρα μου είχα μεθ’ [έ]αυτής, δλον τό γένος μου αϋτη ή ν άφ’ ου δ[έ] έτελεύτησεν, εμινα έρημος, μ[η]δένα εχουσα έπί ξένοις τόποις. Μνημόνευε ούν, θεία, ώς ζώσης τής μητρός μου, εϊνα ε ϊ τινα εύρίσκις πέμπε πρός έμέ. Προσα-
247
γόρευε πάσαν τήν συγγένιαν ήμών. "Ερωμένην σε ό κ(ύριο)ς διαφυλάττοι μακροΐς καί ειρηνικοϊς χρόνοις, κυρία μου. νοτ8ο: Άπό]δος τήν έπιστολήν Ώρείνα, άδελφή 3Απολλώνιου, Κοπτιτίσα, παρά Τάρης, Θυγατρός άδελφής αυτής, άπό Απαμίας. ( μ . ϋΑ νίϋ - Β.Α. ΥΑΝ ΟΚΟΝΙΝΟΕΝ, έ.α ., Ο.
160).
«Συγγραφή συνοικεσίας» (προικοσύμφωνο). Ελεφάντινη, 311 π.Χ. Αλεξάνδρου τοϋ Αλεξάνδρου βασιλεύοντος έτει έβδόμωι Πτολεμαίου σατραπεύοντος έτει τεσσαρεσκαιδεκάτωι μηνός Δ ίου. Συγγραφή συνοικισίας Ήρακλείδου καί Δημητρίας. Λαμβάνει Ήρακλείδης Δημητρίαν Κώιαν γυναίκα γνησίαν παρά τοϋ πατρός Αεπτίνου Κώιου καί τής μητρός Φιλωτίδος, ελεύθερος έλευθέραν, προσφερομένην ειματισμόν καί κόσμον... Παρεχέτω δέ Ήρακλείδης Δημητρίαι όσα προσήκει γυναικί έλευθέραι πάντα, είναι δέ ήμάς κατά ταύτό όπου άν δοκήι άριστον είναι βουλευομένοις κοινήι βουλήι Αεπτίνηι καί Ήρακλείδηι. Είάν δέ τι κακοτεχνοϋσα άλίσκηται έπί αίσχύνηι τοϋ άνδρός Ήρακλείδου Δημητρία, στερέσθω ώμ προσηνέγκατο πάντων' έπιδειξάτω δέ Ήρακλείδης, δ,τι άν έγκαλήι Δημητρίαι, έναντίον άνδρών τριών, οΰς άν δοκιμάζωσιν άμφότεροι. Μή έξέστω δέ Ήρακλείδηι γυναίκα άλλην έπεισάγεσθαι έφ’ ϋβρει Δημητρίας μηδέ τεκνοποιεϊσθαι έξ άλλης γυναικός μηδέ κακοτεχνεΐν μηδέν παρευρέσει μηδεμιάι Ήρακλείδην εις Δημητρίαν εΐάν δέ τι ποών τούτων άλίσκηται Ήρακλείδης καί έπιδείξηι Δημητρία έναντίον άνδρών τριών, οΰς άν δοκιμάζωσιν άμφότεροι, άποδότω Ήρακλείδης Δημητρίαι τήμ φερνήν, ήν προσηνέγκατο... καί προσαποτεισάτω άργυρίου Αλεξανδρείου... (\ν. δΟΗυΒΑΚΤ, ΟπβοΜδοΙιβ Ρ&ργπ, Ι,βίρζί^ 1927, σ. 19-20).
Ζωγράφος ζητεί εργασία... (Φιλαδέλφεια Φαγιούμ, μέσα 3ου π.Χ. αι.). Υπόμνημα Ζήνωνι παρά Θευφίλου ζωγράφου. Επειδή σοι τά έργα συντετέλεσται καί έργον ούδέν έστιν έγώ τε κάθημαι ούκ έχων ούθέν τών δεό ντων, καλώς άμ ποιήσαις, ει καί ως ποιητέοι σοί εΐσίν τινες τών πινάκων, δούς μοι, ΐνα ενεργός ώ καί έχω τά δέοντα. Ει δέ μή διδώις, καλώς άμ ποιήσαις συμβαλόμενός μοι έφόδιον, ϊν’ άπέλθω προς τούς άδελφούς εις πόλιν. Εύτύχει. (λν. δΟΗυΒΑΚΤ, έ.α ., σ. 29).
248
Επιστολή Φλαβίου Ηρκουλανου προς φίλη του (Οξύρρυγχος, 3ου μ.Χ. αι.). Φλάουιος Ήρκουλανός Άπλωναρίφ τή γλυκυτάτη καί τειμιωτάτη πλεϊστα χαίρειν. Έχάρην μεγάλως κομισάμενός σου επιστολήν, δόντος μοι αυτήν τοϋ μαχαιρά' ήν δέ γράφεις δ[ι]ά Πλάτωνος τοϋ τοϋ όρχηστοϋ πεπομφέναι μοι ούκ έκομισάμην. Ά λλά λεία ν έλυπήθην, δτι ού παρεγένου ίς τά γενέσια τοϋ παιδίου μου, καί σύ καί ό άνήρ σ[ο]ν είχες γάρ έπί πολλάς ημέρας εύφ[ρ]ανθήναι σύν αύτφ. Ά λλά πάντως κρείττονα είχες· διά τοϋτο ύπερηφάνηκας ημάς. Έγώ θέλω σε πάντοτε καλώς έχειν ώς έμαυτόν, άλλά καί λυπούμαι πάλιν, δτι έκτός μου ε[ΐ]. Έάν δέ έκτός μου ούκ άκάλως έχης, χαίρω δτι καλώ[ς] έχεις μέν, κάγώ δέ πάλι καταξύομαι μή ορών σε. Τό σύνφορόν σου ποίεν δταν γάρ θέλης ημάς πάντοτε ίδεϊν, ήδιστά σε παραδεξόμεθα. Καλώς οΰν ποιήσεις έλ[θοϋσ]α τφ Μεσορή πρός [ήμά]ς, ΐνα δλως ιδωμέν σε. [’Άσπα]σαι τήν μητέρα σου [καί τό]ν πατέρα σου καί Καλ[λίαν]. Άσπάζεταί σε ό υιός [μου] καί ή μήτηρ αύτοΰ [καί Δ φ νύ σ ιο ς δ συναγωνιστ[τής μο]υ, δς ύπηρετεϊ με έν [τφ στ]αβλαρίω. *Άσπασαι τούς [φιλοϋ]ντάς σε πάντας. Έρρώσθαί σε εύχομαι. (\ν. δΟΗυΒΑΚ,τ, έ.α., σ. 69). Κ. Διαθήκη, Μάρκ. 5,1-20. Καί ήλθον εις τό πέραν τής θαλάσσης εις τήν χώραν τών Γερασηνών. καί έξελθόντος αύτοϋ έκ τοϋ πλοίου εύθύς ύπήντησεν αύτφ έκ τών μνημείων άνθρωπος έν πνεύματι άκαθάρτφ, δς τήν κατοίκησιν ειχεν έν τοΐς μνήμασι, καί ούτε άλύσει ούκέτι ούδεις έδύνατο αυτόν δήσαι, διά τό αύτόν πολλάκις πέδαις καί άλύσεσιν δεδέσθαι καί διεσπάσθαι ύπ’ αύτοϋ τάς άλύσεις καί τάς πέδας συντετρϊφθαι, καί ούδεις ισχυεν αύτόν δαμάσαν καί διά παντός νυκτός καί ημέρας έν τοΐς μνήμασιν καί έν τοΐς δρεσιν ήν κράζων καί κατακόπτων έαυτόν λίθοις. καί ίδών τον Ίησοϋν από μακρόθεν εδραμεν καί προσεκύνησεν αύτφ, καί κράξας φωνή μεγάλη λέγει· τί έμοί καί σοί, Ίησοϋ, Υιέ τοϋ Θεού τοϋ Ύψίστου; ορκίζω σε τον Θεόν, μή με βασανίσης. έλεγεν γάρ αύτφ· εξελθε τό πνεϋμα τό άκάθρτον έκ τοϋ άνθρώπου. καί έπηρώτα αύτόν τί δνομά σοι; καί λέγει αύτφ· λεγιών όνομά μοι, δτι πολλοί έσμεν. καί παρεκάλει αύτόν πολλά ΐνα μή αύτά άποστείλη έξω τής χώρας, ήν δέ έκεϊ πρός τφ δρει αγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη· καί παρεκάλεσαν αύτόν λέγοντες· πέμψον ημάς εις τούς χοίρους, ΐνα εις αύτούς εΐσέλθω μεν. καί έπέτρεψεν αύτοΐς. καί έξελθόντα τά πνεύματα τά ακάθαρτα είσήλθον εις τούς χοίρους, καί ώρμησεν ή αγέλη κατά τοϋ κρη μνού εις τήν θάλασσαν, ώς δισχίλιοι, καί έπνίγοντο έν τή θαλάσση, καί οί βόσκοντες τούς χοίρους εφυγον καί απήγγειλαν εις τήν πόλιν καί εις τούς άγρούς- καί ήλθον ίδεϊν τί έστιν τό γεγονός, καί έρχονται πρός τον Ίησοϋν καί θεωροϋσιν τον δαιμονιζόμενον καθήμενον Ιματισμένον καί σωφρονοϋντα, τον έσχηκότα τον λεγιώ να , καί έφοβήθησαν. καί διηγήσαντο αύτοΐς οί
249
ίδόντες πώς έγένετο τώ δαιμονιζομένω καί περί τών χοίρων, καί ήρξαντο παρακαλεϊν αύτόν άπελθεϊν άπό τών όρίων αυτών, καί έμβαίνοντος αύτοϋ εις τό πλοϊον παρεκάλει αυτόν δ δαιμονισθείς ινα μετ’ αύτοϋ ή. καί ούκ άφήκεν αύ τόν, άλλά λέγει αύτφ· ύπαγε εις τόν οικόν σου προς τούς σούς καί άπάγγειλον αύτοϊς δσα ό Κύριός σοι πεποίηκεν καί ήλέησέν σε. καί άπήλθεν καί ήρξατο κηρύσσειν εν τή Δεκαπόλει δσα έποίησεν αύτφ δ Ιησούς, καί πάντες έθαύμαζον.
250
Γ. ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΑΑΗΝΙΚΗ Ιωάννου Μόσχου (6ου αι.), Λειμών πνευματικός, 143. Παρεβάλομεν εις τήν Θηβαΐδα καί συνετύχομεν εις τήν Άντινόου πόλιν τφ σοφιστή Φοιβάμωνι ώφελείας χάριν' καί διηγήσατο ήμιν λέγων δτι Ληστής τις ήν περί τά μέρη τής Έρμουπόλεως όνόματι Δαβίδ, πολλούς γυμνώσας, πολλούς δέ καί φονεύσας καί πάμπολλα κακά ποιήσας, ϊνα ούτως εϊπω, ώς ούδείς άλλος. Έν μιφ ουν ώς έτι ήν εις τό όρος ληστεύων έχων μεθ’ έαυτοϋ πλείους τών τριάκοντα, ήλθεν εις έαυτόν κατανυγείς έφ’ οΐς κακώς διεπράξατο καί καταλιπών άπαντας τούς μετ' αύτοϋ, άπήλθεν εις μοναστήριον. Καί κρούσαντος αύτοϋ τόν πυλώνα τοϋ μοναστηριού έξήλθεν ό πυλωρός καί λέγει αύτφ- Τι θέλεις; Ό δέ άρχιληστής λέγει αύτώ' Μοναχός θέλω γενέσθαι. Καί εισελθών ό θυρωρός άπήγγειλεν τφ άββά τά περί αύτοϋ. Έξελθών ουν ό άββάς καί θεωρήσας αύτόν δτι γέρων ύπήρχεν, λέγει αύτφ' Ού δύνασαι ώδε είναι, δτι πολύν κόπον έχουσι οι άδελφοί καί ή άσκησις αυτών μεγάλη έστιν, καί ει λοιπόν άλλης έξεως καί τόν κανόνα τοϋ μοναστηριού ού δύνασαι ύπενεγκεϊν. Ό δέ παρεκάλει λέγω ν Ναι, ποιήσαι έχω, μόνον δέξαι με. Ό δέ άββάς έπέμενεν λέγω ν Ού ποιείς. Τότε λέγει αύτφ ό άρχιληστής. Ίνα γινώσκης δτι έγώ Δαβίδ είμι, ό άρχιληστής, καί διά τοϋτο ήλθον ώδε ινα κλαύσω τάς άμαρτίας μου' ει δ9 ού θέλεις δέξασθαί με δρκοις σε πληροφορώ μά τόν κατοικοϋντβ έν τφ ούρανφ’ ύπάγω πάλιν εις τήν προτέραν μου τέχνην καί φέρω οΰς εΐχον μετ' έμαυτοϋ καί πάντας ύμάς φονεύω καί στρέφω καί τό μοναστήριον ύμών. Ταϋτα άκούσας ό άββάς έδέξατο αύτόν ένδον τοϋ μοναστηριού καί άποκείρας αύτόν δέδωκεν αύτφ τό άγιον σχήμα. Ήρξατο ουν άγωνίζεσθαι καί τή έγκρατείφ καί τή ύπακοή καί ταπεινοφροσύνη πάντας τούς έν τφ μονα στήρια) ύπερέβαλεν. Ήσαν δέ μοναχοί έν τφ μοναστηρίω περί τά έβδομήκοντα ονόματα. Πάντας ουν ώφελών πάντων ύπογραμμός γέγονεν. Έν μια ουν καθημένου αύτοϋ έν τφ κελλίω αύτοϋ ένεπέστη άγγελος Κυρίου λέγων αύτφ. Δαβίδ, Δαβίδ, συνεχώρησέν σοι Κύριος Θεός τάς άμαρτίας σου καί έση άπό τοϋ νϋν σημεία ποιών. 'Ός άποκριθείς εϊπεν τφ άγγέλω' Ού δύνα μαι πιστεϋσαι δτι έκεϊνα δλα τά άμαρτήματά μου τά βαρύτερα ψάμμου θαλάσσης συνεχώρησέν μοι ό Θεός έν όλίγω χρόνφ. Ό δέ άγγελος λέγει αύτφ*Ει τοϋ ιερέως Ζαχαρία, άπιστήσαντός μοι διά τόν υιόν ούκ έφεισάμην, ά λ λ ’ έδέσμευσα αύτοϋ τήν γλώσσαν, παιδεύων αύτόν μή άπιστεϊν τοϊς λαληθεισιν ύπ’ έμοϋ, σοϋ έχω φείσασθαι; Διό έση μή λαλών άπό τοϋ νϋν τό παράπαν. Ό δέ άββάς Δαβίδ έβαλεν μετάνοιαν λέγω ν’ “Οταν ήμην εις τόν κόσμον τά άθέμιτα καί τάς αιματοχυσίας ποιών έλάλουν, καί δτε θέλω δουλεϋσαι τφ Θεφ καί ύμνους αύτφ προσφέρειν τήν γλώσσάν μου δεσμεύ εις τοϋ μή λαλειν; Τότε ό άγγελος άπεκρίθη λέγω ν ’Έση εις τόν κανόνα μόνον λαλών, έξωθεν δέ τοϋ κανόνος σιωπών τό παράπαν. ”Οπερ καί γέγο νεν. Πολλά γάρ σημεία δι’ αύτοϋ ό Θεός έποίησεν. Έψαλλεν δέ τούς ψαλμούς, άλλο δέ ρήμα ή μέγα ή μικρόν ούκ ήδύνατο λαλήσαι. Ό δέ διηγησά-
251
μένος ήμϊν ταϋτα έλεγεν δτι Πολλάκις έθεασάμην αυτόν; και έδόξασα τον Θεόν. (ϋ.α ΗΕ55ΕΠΝΟ, ΜοίΌοαιιχ οΐιοίδίδ άυ Ρ γ6 8ρίπ1ιι©1 ά& Ιοαη Μοδοΐιοδ, έκδ. Βιιά6 1931, σ. 92-96).
Ιωάννου Μαλάλα (6ου αι.), Χρονογραφία, XVII, 133β-137β. Έπί δέ τής αύτοϋ βασιλείας τά ιπποδρόμια παρεσχέθη τοΐς Σελευκέσι καί Ίσαύροις. καί έν αύτφ τφ χρόνφ άνεφάνη γυνή τις έκ τής χώρας τής Κιλικίας γιγαντογενής ύπάρχουσα τήν ήλικίαν, εις μήκός τε καί πλάτος άνθρωπον ύπερτέλειον πήχυν ένα' ήτις προσαιτοϋσα περιήλθε πάσαν τήν *Ρωμαίων πολιτείαν* εύρέθη δέ ή αύτή καί έν 2Αντιόχεια τή μεγάλη' ήτις έκομίζετο άπό έκάστου έργαστηρίου φόλλιν μίαν. Ό δέ αύτός Ιουστίνος βασιλεύς έδισιγνάτευσεν ύπατον στρατηλάτην πραισέντου Βιταλιανόν, δστις προήλθεν ύπατος 'Ρωμαίων καί έν τφ ύπατεύειν αύτόν μετά τήν πρώτην αύτοϋ μάππαν έσφάγη ό αύτός Βιταλιανός έν τφ παλατίω, ώς τυραννήσας 4Ρωμαίους καί πολλάς πόλεις καί χώρας τής 'Ρωμανίας πραιδεύσας. Έπί δέ τής αύτοϋ βασιλείας Ζτάθιος ό τών Ααζών βασιλεύς μηνιάσας καί άναχωρήσας άπό τών Περσικών μερών βασιλεύοντος Περσών Κωάδου καί φίλου δντος τοϋ αύτοϋ Ζταθίου, βασιλέως Ααζών, ώς άπαξ ύποκειμένου τή βασιλεία τοϋ αύτοϋ Κωάδου' διό καί εί συνέβη τινά τελευτήσαι τών βασιλέων Ααζών, ύπό τοϋ Περσών βασιλέως προεχειρίζετο καί έστέφετο, έκ τοϋ γένους μέντοι τών αύτών Ααζών. ό δέ αύτός βασιλεύς Ααζών φυγών τό τών Ελλήνων δόγμα διά τό μή προχειρισθέντα αύτόν άπό Κωάδου, βασιλέως Περσών, ποιήσαι καί θυσίας καί πάντα τά ήθη τά Περσικά, ή μόνον έτελεύτησεν ό αύτοϋ πατήρ Δαμνάζης, εύθέως άνήλθε πρός τον βασιλέα Ιουστίνον έν τφ Βυζαντίω, καί αύτόν έκδούς παρεκάλεσεν αύτόν άναγορευθήναι βασιλέα Ααζών’ καί δεχθείς παρά τοϋ βασιλέως έφωτίσθη, καί χριστιανός γενόμενος ήγάγετο γυναίκα Ψωμαίαν, τήν έκγόνην Νόμου τοϋ πατρικίου, όνόματι Ούαλεριανήν. καί έλαβεν αύτήν μεθ’ έαυτοϋ εις τήν ιδίαν αύτοϋ χώραν, στεφθείς παρά 3Ιουστίνου, βασιλέως *Ρωμαίων; καί φορέσας στεφάνων 'Ρωμαϊκόν βασιλικόν καί χλαμύδα ασπρον όλοσήρικον, έχον αντί πορφυροϋ ταβλιού χρυσοϋν βασιλικόν ταβλών, έν φ ύπήρχεν έν μέσφ στηθάριον άληθινόν, έχοντα τον χαρακτήρα τοϋ αύτοϋ βασιλέως Ιουστίνου, καί στιχάριον δέ ασπρον παραγαύδιον, καί αύτό έχον χρυσά πλουμιά βασιλικά, ώσαύτως έχοντα τον χαρακτήρα τοϋ αύτοϋ βασιλέως' τά γάρ ζταγγία, α έφόρει, ήν άγαγών άπό τής ιδίας αύτοϋ χώρας, έχοντα μαργαρίτας Περσικφ σχήματν ομοίως δέ καί ή ζώνη αύτοϋ υπήρχε διά μαρ γαριτών. καί άλλα δέ έλαβε δώρα πολλά παρά τοϋ αύτοϋ βασιλέως Ιουστίνου καί αύτός καί ή γυνή αύτοϋ Ούαλεριανή. Καί γνούς ΐοϋτο Κωάδης ό βασιλεύς Περσών έδήλωσε τφ βασιλεΐ Ίουστίνφ διά πρεσβευτοϋ ταϋτα, δτι Φιλίας καί ειρήνης άναμεταξύ ημών
252
λαλουμένης καί γινομένης τά εχθρών πράττεις. Ιδού γάρ τόν ύποκείμενόν μοι βασιλέα Λαζών αυτός προεχειρίσω, μή δντα υπό τήν "Ρωμαίων διοίκησιν, ά λ λ ’ ύπό τήν Περσών πολιτείαν έξ αιώνος. καί προς ταϋτα άντεδήλωσεν ό βασιλεύς Ψωμαίων Ιουστίνος διά πρεσβευτοϋ. Ήμεϊς τινα τών ύποκειμένων τή ύμετέρα βασιλείς ούτε προσελαβόμεθα ούτε προετρεψάμεθα, ά λ λ ’ έλθών προς ημάς τις όνόματι Ζτάθιος εις τά ημέρα βασίλεια έδεήθη προσπίπτων ήμϊν ρυσθήναι τού Ελληνικού δόγματος καί θυσιών ασεβών καί δαιμόνων πλάνης καί γενέσθαι χριστιανός, άξιούμενος τής δυνάμεως τού αιωνίου θεοϋ καί δημιουργού τών άπάντων. καί κωλϋσαι τόν βουλόμενον εις βελτίονα τάξιν έλθεϊν καί γνώναι θεόν άληθινόν ήμεϊς προτρεπόμεθα ώστε χριστιανόν αύτόν γενόμενον καί άξιωθέντα τών έπουρανίων μυστηρίων εις τήν ιδίαν άπελύσαμεν χώραν, καί έγένετο έκ τούτου έχθρα μεταξύ Ψωμαίων καί Περσών. (Εκδ. Βόννης, σ. 412-4). Κωνσταντίνου τού Μανασσή (12ου αν.), Σύνοψνς ιστορική, στ. 27-99. Ό τοϋ θεοϋ παντέλειος καί κοσμοκτίστωρ λόγος τόν ούρανόν τόν άναστρον παρήγαγεν άρχήθεν, άπλέτφ κάλλει λάμποντα μαρμαρυγών ένθέων, καί γην τήν παντοθρέπτειραν, καί σύν αυτή τό φάος. ή γή δ’ άπερικόσμητος άόρατος ύπήρχε, καί σκότος έπεκάθητο βαθύ τοϊς ταύτης νώτοις. τοϋ δέ φωτός αύγάσαντος καί πανταχοϋ χυθέντος, καί λευκοπέπλου λαμπραυγοϋς ημέρας γενομένης, ώφθη τά πριν άθέατα, καί σκότους ή στυγνότης έφυγαδεύθη τφ πυρσφ τών φωτοβολημάτων, έν τούτοις ουν παρέδραμε τών ήμερών ή πρώτη. Τοϋ δέ βλεφάρου λάμψαντος ήμέρας τής δευτέρας τόν ούρανόν τόν δεύτερον έσφαίρωσε πανσόφως, δν τοϊς έν γή παντοστεγή δημιουργήσας στέγην ώνόμασε στερέωμα θεός ό καλλιτέχνης, παρά τήν πρώτην άναστρον έτέραν δντα σφαίραν, τότε καί τήν παντόχυτον φύσιν τήν ύδατίαν καί τάς άβύσσους διελών, καί τούτων τό μέν άνω προς ύψος άνεννόητον κούφως μετεωρίσας, τό δ’ έπί γής άπολιπών, έστησε τούτων μέσον τόν ούρανόν ώσπερ στερρόν τειχίον. Κόρη μέν ουν έπέμυεν ήμέρας τής δευτέρας, καί τρίτη πάλιν ηϋγαζε, καί πάλιν ό τεχνίτης ό παντοτέκτων ό σοφός άλλοις προσεϊχαν εργοις. έπεί γάρ έξεκέχυτο κατά τής γής άπάσης όπόσον ήν ύπ’ ούρανόν ύδωρ περιπολεϋον, καί παν τό πρόσωπον αυτής έκάλυπτε λιμνάζον, πάσαν τήν χύσιν εις ταύτό συνήγαγεν άθρόως, ώς ε ΐ τις γάλακτος λευκοϋ νοτίδα γλυκυχύμου
όπφ συμπήξει καί τυροϋ κύκλον άποτορνεύσει, άπορραγέντος τοιγαροϋν τοϋ πριν έπιπροσθοϋντος ώφθη τό πρόσωπον τής γης, ή μόρφωσις έφάνη καί τών πετρών καί τών ορών καί λόφων βαθυκρήμνων, έντεϋθεν τό μέν σύστημα σύμπαν τό τών ύδάτων θάλασσαν κατωνόμασε*τής δέ ξηράς τήν φύσιν, όπόση πετροστοίβαστος, δση λιπαροβώλαξ, γήν ό τεχνίτης κέκληκε θεός ό παντεργάτης, τήν δ9ύπερφέρουσαν αύτφ δύναμιν έμφανίζων, μήπω λαμψάσης τής αύγής τοϋ γίγαντος ήλιου παντοδαπήν έκέλευσε βοτάνην έκφυήναι, τήν μέν πρός μόνην ηδονήν καί τέρψιν τών βλεφάρων, τήν δέ καί ζωοθρέμμονα καί τοΐς εν γή χρησίμην, τότε τό πρώτον στολισμοϊς ή γή κατηγλαΐσθη ύπέρ κορίσκην τρυφεράν άρτι νυμφευομένην, χρυσιοφόρον, στίλβουσαν πέπλοις καταμαργάροις, έλαμπεν ϊον εϋοσμον, άντέλαμπε τό ρόδον, ίων χροιά παντοδαπή πάντοθεν ύπεγέλα, κυαναυγής, πορφύρεος, ύπόκιρρος έτέρα, τινά μέν περιπόρφυρα τών ρόδων έωράτο, τινά δ9ύπελευκαίνετο καί γλύκιον άντηύγει, ήν κρίνον χιονόχροον, ήσαν άναγαλλίδες, ύάκινθος άνέβαινεν, ήν καί ναρκίσσου κάλλος καί πάν τό πρωτοφόρημα τών έαρος χαρίτων. άπεραυδοϋντο στάχυες βαρούμενοι τώ σίτφ. εϊρπε κισσός μελάμφυλλος κορύμβους επισείων. καλά τά πάντα, δροσερά, κάλλους αύγάς πλουτοϋντα καί γήν εύωδιάζοντα συγκράτοις εύοδμίαις. έστρωτο πόα μαλακή, πρασίζουσα, βουθρέμμων, ιπποφορβός καί βουκολίς, δροσώδης, λειμωνία. τοιοϋτον στόλιον ή γή παντόχροον έφόρει, τοιοϋτον πέπλον εύανθές εύύφαντον ηύτύχει. ήσαν καί φάλαγγες φυτών, άνέτελλον καί δένδρων καλλίφυλλοι καλλίκομοι κλώνες όπωροφόροι. ήν καί μηλέας εύαυξής δρπηξ άγλαοκάρπου, έλαϊαι τηλεθόωσαι, γλυκάζουσαι συκέαι, πίτυς λιπαροστέλεχος, έλάτη, δρϋς, πτελέα. προσέβαλλε τής πίτυος άνεμος τοΐς πετάλοις, καί γλύκιον ψιθύρισμα τοΐς φύλλοις ένεποίει. έκεϊ καί κέρασος καλή καί φοΐνιξ μελιτόεις, βοτρυομήτωρ άμπελος, δρχατοι κληματίδων, καί βότρυς νεκταρόχυμος ήρτητο τών κλημάτων. τά πάντα τελειόκαρπα, παντέλεια τά πάντα' ούδέν γάρ άχαρίτωτον ούδ9ατελές παρήχθη. (Έκδ. Βόννης, σ. 4-7).
254
Κεκαυμένου (11ου αι.), Στρατηγικόν, ρκγ'-ρκε' 31. Τών συγγενών σου μή έπιλάθη καί έπιλησθήση παρά τοϋ Θεοϋ. καί τι Θέλεις λέγειν πολλά; γενοϋ τοις πάσι τά πάντα καί ό Θεός άνταποδώσει σοι. ει δ’ άλλην τινά έπιστήμην μετέρχη, σπούδασον όπως εις άκρον ταύτην έκμάθης καί μή ει έλλιπής αυτής, ει δύνασαι δέ πασών τών έπιστημών έν πείρ(χ γενέσθαι, γενοϋ, πλήν μή έάσης τήν έπιστήμην ήν έξ άρχής είχες καί εις έτέραν μεταπέσης, ει ούκ έστιν αισχρά ή έπιβλαβής- ού γάρ λυσι τελές σοι έσται. ό γάρ ναύτης ού δύναται γενέσθαι στρατιώτης; δθεν στρα τιώτης γενόμενος άπώλετο, ούδέ ό νοτάριος χαλκεύς, καί ούτως καθεξής, εί δέ καί τις ούτως μεταπεσών ηύδοκίμησεν, άλλά σπανίως. ναύτη δέ, λέγω σοι, μή δώσης ϊππον έποχεϊσθαν ού γάρ έπιμελήσεται αύτοϋ. τό γάρ πλοϊον ούτε έσθίει ούτε πίνει, καί νομίζει ότι καί ό ίππος ώς τό πλοϊον ύπουργήση. Εύχου μή έμπεσεϊν σε εις χειρας ιατροϋ, ει καί σφόδρα έστιν έπιστήμων' εϊπη γάρ σοι τά μή δέοντα, καί εί έστιν ή άρρωστία σου μικρά, μεγαλύνει αύτήν ύπέρογκα καί, πολλοϋ, εϊπη, τιμήματος βότανών χρεία σοι έσ τιν πλήν έγώ σε ίάσομαι, λαβών δέ παρά σοϋ νομίσματα, ούκ έξικανοι, φησί, τοϋτο εις άγοράν. εΐτα καί άλλα έλαβεν. θέλων σε δέ τρυγάν ειπη σοι φαγεϊν όπερ έστιν έναντίον τής άρρωστίας καί έξάψει μάλλον τήν άρρωστίαν. καί πάλιν έπιμελήσεται καί αϋθις έπιτενεϊ τό άλγος, καί ούτως πολλάκις ποιήσας λάβη παρά σοϋά χρήζει καί μόλις ποτέ έπιμελήσεται. εϊπερ ουν ού θέλης έμπεσεϊν εις χειρας ιατρών, φαγών άρίστω εις κόρον, άπέχου δείπνων, καί ούκ όχλήσει σε ύλη έγκειμένη τφ στομάχω σου. άλλά καί ει έπέλθη σοι άρρωστία, νήστευσον καί ίαθήση χωρίς ιατροϋ. σκόπει δέ πόθεν ή άρρωστία σοι προσέβαλεν’ ει μέν άπό ψύχους, θέρμανον σεαυτόν, ει δ9 άπό γαστριμαργίας, έγκρατεύθητι, εί δ9άπό κόπου είτε ήλιου, άναπαύθητι, καί έση, μετά Θεόν, εαυτόν ιώμενος. έμπλαστρον δέ μηδέποτε έπιθήσης τή κοιλία σου* θείς γάρ τό έμπλαστον, ϊσως ώφελήσει σε προς τρεις ή τέσσαρας ήμέρας ή καί έβδομάδα, καί έκτοτε μάλλον ούκ άγαθόν σοι έσται. βοή θημα δέ ή άντίδοτον ή ποτόν οιονδηποτοϋν μή πίης. πολλούς γάρ εϊδον έκ ποτών άποθανόντας, οι καί ίδιοθάνατοι έλογίσθησαν. εί δέ θέλεις ποιειν ϊνα σε ώφελήσει εις τόν στόμαχόν σου, πιε άψίνθιον, εί δέ τό ήπάρ σου πάσχεις, πιε ρέον ίν δικόν, πλεϊον δέ τούτου μηδέν, πάνυ γάρ εισί βλαβεροί οι ποτοί, μάλλον δέ εις τούς νέους, φλεβοτόμει δέ έκ τρίτου, Φευρουαρίω Μαΐω καί Σεπτεμβρίω, άκριζε καί πλέον μηδέν, ει δ9άρρωστία κατεπείγει, πάς καιρός έπιτήδης. (Β. \νΑ5δΐΠΕ\νδΚΥ - ν. ΐΕΚΝδΤΕϋΤ, 0©οαυπΐ6ΐπ
δίπιΐββίοοη, Ρ©ΐΓορο1ί 1896, σ. 52-53).
Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (10ου αι.), ^άπιίηίδίΓ^ικΙο ίιηρεπο 51, 44-112. Ό τι έξ άρχής καί άνωθεν βασιλικόν όφφίκιον ήν τφ πρωτοσπαθαρίω τής φιάλης ούτος δέ ό πρωτοσπαθάριος τής φιάλης έπεκράτει καί εϊχεν ύπ9
255
αύτόν πάντας τούς έλάτας τών βασιλικών άγραρίων, ρουσίων τε καί μαύ ρων, άνευ τών άγραρίων τής αύγούστης' τά γάρ άγράρια τής αύγούστης, τά τε ρούσια καί μαϋρα, έπεκράτει καί έξουσίαζεν ό τής τραπέζης τής αύγούστης. Έπί δέ τής βασιλείας Λέοντος, τοϋ άοιδίμου καί σοφωτάτου βασιλέως, καινουργηθέντα τά δρομώνια κελεύσει βασιλική; εΐχεν ό αύτός πρωτοσπαθάριος τής φιάλης καί τών τοιούτων δρομωνίων τούς έλάτας ύπό τήν έαυτοϋ εξουσίαν. Ό οϋν προρρηθείς πρωτοσπαθάριος τής φιάλης καθ' έκάστην ημέραν καί καθ' έκάστην δείλην άπό παλαιοϋ τύπου κατήρχετο καί έκαθέζετο έν τή φιάλη (διά τοϋτο γάρ καί έλέγετο πρωτοσπαθάριος τής φιάλης), καί τάς άναμεταξύ δίκας τών έλατών τών τε άγραρίων καί τών δρομωνίων, τών παρ’ αύτοϋ έξουσιαζομένων, έκρινεν καί κατά τό δίκαιον έδίκαζέν τε καί έδιοίκει. καί ήνίκα παρά τό δέον εύρισκέν τινα ή έργαζόμενον ή τινα άδικοϋντα ή εις τήν ιδίαν δουλείαν βαγεύοντα, τοϋτον διά μαγγλαβίων σφοδρών έπεξήρχετο. Καί καθ' ον εϊρηται τρόπον, πάντες οι τών δρομωνίων έλάται καί οι τών τοϋ βασιλέως άγραρίων, τών τε ρουσίων καί τών μαύρων, ύπό τήν χειρα καί τήν έφορείαν ύπήρχον τοϋ πρωτοσπαθαρίου τής φιάλης. Τά δέ τής αύγούστης άγράρια, τά τε ρούσια καί μαϋρα, ύπό τήν χειρα καί τήν έφορείαν ύπήρχον τοϋ τής τραπέζης τής αύγούστης, δηλονότι τον λόγον τών άγραρίων τούτων ποιοϋντος τοϋ τής τραπέζης ούχί πρός τήν αύγοϋσταν, άλλά πρός τον βασιλέα. Έπί δέ Λέοντος, τοϋ άοιδίμου καί σοφωτάτου βασιλέως, ήν πρωτοσπαθάριος τής φιάλης ό πρωτο σπαθάριος Ιωάννης, ου τό έπίκλην ό Θαλάσσων, καί μετ9αύτόν γέγονεν ό πρωτοσπαθάριος ό Ποδάρων, καί μετ9 έκεϊνον ό πρωτοσπαθάριος Λέων ό Άρμένης, ό τοϋ πρωτοσπαθαρίου 3Αρσενίου καί μαγγλαβίτου πατήρ. Ουτοι δέ, δτε ό πρωτοσπαθάριος ό Ποδάρων καί ό πρωτοσπαθάριος Λέων ό Άρμένης, πρωτελάται γεγόνασιν τοϋ πατρικίου Νάσαρ καί δρουγγαρίου τοϋ πλωΐμου, καί έπί Βασιλείου, τοϋ φιλοχρίστου δεσπότου, άνήξαν άπό τοϋ πλωΐμου, καί γεγόνασιν πρωτελάται τοϋ άγραρίου τοϋ βασιλέως, έπί δέ τής βασιλείας Λέοντος, τοϋ άοιδίμου καί σοφωτάτου βασιλέως, ήνίκα καί τά δρομώνια έποίησεν, διά τήν άνδρείαν αύτών καί τήν εμπειρίαν τής θαλάσσης έποίησεν αύτούς πρωτοκαράβους. Καί περιστάσεως γενομένης, εισήγαγεν ό βασιλεύς τών δύο δρομωνίων τούς έλάτας μετά τών δύο πρωτοκαράβων τοϋ πρώτου δρομωνίου εις χελάνδια πλώϊμα, δούς αύτοΐς έξόπλισιν πολλήν καί άναγκαίαν, οΐον σκουτάρια, δόρκας, κλιβάνια κάλλιστα καί άλλα, όσα έπιδέονται πλώϊμοι στρατιώται έπιφέρεσθαι, καί άνελάβετο αύτούς ό πατρίκιος Εύστάθιος καί δρουγγάριος τοϋ πλωΐμου μετά τοϋ βασιλικοϋ στόλου, καί άπήει κατά τών έναντίων. Τοϋτο δέ δλον έποίησεν ό βασιλεύς διά τό άποβλέπειν τον πατρίκιον Εύστάθιον καί δρουγγάριον τοϋ πλωΐμου πρός πόλεμον τών έναντίων. Καί άντ9 έκείνων έκυβέρνα τό βασιλικόν δρομώνιον Μιχαήλ ό γέρων καί <Μιχαήλ> ό συνετός έκεϊνος, δντων αύτών τφ τότε καιρφ πρωτελατών. Οι δέ έλαύνοντες εις τά δρομώνια έως τής έλεύσεως τών βασιλικών έλατών ύπήρχον Στενϊται έκ τών ούσιών τοϋ Στενοϋ. 'Ότε δέ ύπέστρεψαν έκ τοϋ ταξιδιού, πάλιν ήσαν εις τήν ιδίαν δουλείαν, καθώς καί προϋπήρχον. Τότε οιονεί φιλοτιμούμενος ό βασιλεύς τον πρωτοσπαθάριον τον Ποδάρωνα διά τό άνδραγαθήσαι αύτόν καί εύδοκιμήσαι υπέρ πάντας εις τον πόλεμον καί
256
μαρτυρηθήναι καί παρά τοϋ πατρικίου Ευσταθίου καί δρουγγαρίου τοϋ πλωΐμου έτερον τοιοϋτον μή είναι εις τό πλώϊμον έπί τε ανδρεία καί διεγέρσει καί ταϊς λοιπαις άρεταϊς καί μάλιστα τή προς τόν βασιλέα εύνοια καί ορθή πίστει, δέδωκεν αύτφ καί τήν έξουσίαν τοϋ πρωτοσπαθαρίου τής φιάλης. Διά δέ τό είναι αύτόν αγράμματον προστάζει τοϋ βασιλέως κατήρχετο κριτής άπό τοϋ ιπποδρόμου, καί συνεκαθέζετο μετά αύτοϋ έν τή φιάλη, καί έκρινεν τούς έλάτας. Τά δέ αύγουστιατικά άγράρια, καθώς προείρηται, έπεκράτει ό τής τραπέζης τής αύγούστης. Μετά τοϋτο δέ προεβάλετο ό βασιλεύς τόν τε Ποδάρωνα καί τόν Λέοντα τόν Άρμένην τοποτηρητάς τοϋ βασιλικού πλωΐμου, πρωτοκαράβους δέ τοϋ δρομωνίου αυτοϋ προεβάλετο τόν Μιχαήλ έκεινον τόν γέροντα, πρωτελάτην τφ τότε καιρφ τοϋ δρομωνίου τυγχάνοντα, δευτεροελάτην δέ γεγονότα τοϋ άγραρίου Βασιλείου, τοϋ φιλοχρίστου δεσπότου, καί τόν έτερον Μιχαήλ, ου τό έπίκλην ό Βαρκαλάς, δστις ήν πρότερον εις τό πλώϊμον πρωτελάτης τοϋ δρουγγαρίου Εύσταθίου καί πατρικίου, δτε έπέρασεν τούς Τούρκους, καί κατεπολέμησεν τόν Συμεών, τόν άρχοντα Βουλγαρίας. (ΟΥ. ΜΟΚΑνΟδΙΚ - Κ.Ι.Η. ΙΕΝΚΙΝδ, ΟοηδΙαηΐίηβ ΡθΓρ1ΐγΐΌ£©ηίηΐ8 'Όβ Σκίππηίδίπιικίο ίιηρβπο”, \ναδΜη§Ιοη ϋιιπΛ ίΐΓίοη ΟαΚδ: 1967, σ. 248-250).
Προδρομικά ποιήματα (12ου αι.) IV, 40-89. Τήν κεφαλήν σου, δέσποτα, εις τοϋτο τι μέ λέγεις; άν έχω γείτονά τινα καί έχει παιδίν άγώριν, νά τόν ειπω δτν μάθε το γραμματικά νά ζήση: άν ού τόν εϊπω' μάθε το τσαγγάρην τό παιδίν σου, παρακρουνιαροκέφαλον πάντες νά μέ ονομάσουν. Καί άκουσον τήν βιωτήν τσαγγάρου, καί νά μάθης τήν βρώσιν καί άνάπαυσιν τήν έχει καθ’ έκάστην. Γείτοναν έχω πετσωτήν, ψευδοτσαγγάρην τάχα, πλήν ένι καλοψωνιστής, ένι καί χαροκόπος. €Όταν γάρ Ιδη τήν αύγήν περιχαρασσομένην, εύθύς’ ,,&ς βράση τό θερμόν, λέγει προς τό παιδίν του, καί νά, παιδίν μου, στάμενοι εις τά χοδροκοιλίτσια, άγόρασε καί βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν, καί δός με νά προγεύσωμαι, καί τότε νά πετσώνω“. ’Α φ’ ού δέ κλώση τό τυρίν καί τά χορδοκοιλίτσια, κάν τέσσερα τόν δίδωσι γεμάτα εις τό μουχρούτιν, καί πίνει τα καί έρεύγεται. Κερνοϋν τον άλλον ένα, καί παρευθύς ύπόδημαν έπαίρνει καί πετσώνει. β'Οταν δέ πάλιν, δέσποτα, γεύματος ώρα φθάση, ρίπτει τό καλαπόδιν του, ρίπτει καί τό σανίδιν, καί τό σουγλίν καί τό σφετλίν καί τά σφηκώματά του, καί λέγει τήν γυναίκαν του*,,κυρά, καθές τραπέζι ν καί πρώτον μίσσον τό έκζεστόν, δεύτερον τό κρασάτον,
257
καί τρίτον τό μονόκυθρον, πλήν βλέπε νά μή βράζη!“ ’Α φ’ ο ΰ δέ παραθέσουσι καί νίψεται καί κάτση, ανάθεμά με, βασιλεύ, όταν στραφώ καί ιδώ τον τό πώς άνακομπώνεται κατά τής μαγειρίας, αν ού κινούν τά σάλια μου καί τρέχουν ώς ποτάμιν. Αύτός γάρ έμπουκκώνεται, κλώθει τήν μαγειρίαν, καί εγώ ύπάγω καί έρχομαι πόδας μετρών τών στίχων. Αύτός χορταίνει τό γλυκύν εις τό τρανόν μουχρούτιν, καί έγώ ζητώ τον ίαμβον, γυρεύω τόν σπονδείον, γυρεύω τόν πυρρίχιον καί τά λοιπά τά μέτραάλλά τά μέτρα ποϋ ώφελοϋν τήν άμετρόν μου πείναν; Έδε τεχνίτης στιχιστής έκεΐνος ό τσαγγάρηςεϊπε τό κύριε έλέησον, καί ήρξατο ρουκανίζειν. Έγώ δέ, φεϋ τής συμφοράς! πόσους νά πλέξω στίχους, πόσους νά γράψω κάλλιστα, πόσους νά λαρυγγίσω, νά τύχω μου τοϋ λάρυγγος τής άκρας θεραπείας. *Ώρμησα τάχατε κάγώ τό νά γενώ τσαγγάρης, μή νά χορτάσω τό ψωμίν τό λέγουν άφρατίτσιν, άλλά τό μεσοκάθαρον τό λέγουσι τής μέσης, τό έπιθυμοϋν γραμματικοί καί καλοστιχοπλόκοι. Καί τεώς γυρεύων ηϋρηκα καί ταρτερόν όκάπου, καί έδώκα το καί ήγόρασα σουγλίν άπό τσαγγάρην, καί ώς ήσαν τά καλίγια μου πλήρης έξεσχισμένα, έπιάσα χάχατε μικρόν νά τά περισουφρώσωκαί κρουώ σουγλεάν τό χέριν μου καί έδιέβην άπεκεϊθε, καί ώς πρήσμαν έκ τοϋ κρούσματος γέγονε τή χειρί μου, ολόκληρον έδιάβασα μήναν εις τόν ξενώνα. (ϋ.Ο. ΗΕ88ΕΠΝΟ - Η. ΡΕΚΝΟΤ, ΡθέΠ1β8 ΡΐΌ άΐΌΐηίφίεδ βη ΟΓ60 νυ1§31Γε, \νΐβ8ΐ»&(1εη 1910 [α να τ. 1968], σ. 75-76).
Μιχαήλ του Γλυκά (12ου αι.), «Στίχοι οΰς έγραψε καθ’ δν κατεσχέθη καιρόν έκ προσαγγελίας χαιρέκακου τινός», 115-137. Άκούετέ τα καί ού θλίβεσθε, λαλώ σας καί ού λυπεΐσθελόγος, άλήθεια, φέρεται δημοτικός άρχαΐος«όπου έχει άμέριμνον ψυχήν, όπου ενι χορτασμένος, ποτέ ού πιστεύει νηστικόν, ποτέ ού ψυχοπονάται». Έσύ αν έστήκης εις βουνίν καί άπό μακρά έντρανίζης, καί βλέπης άλλον κείμενον άπέσω εις τό καμίνιν, ούκ είδες, ούκ ένόησες, ούκ έγνως τήν πικρίαν έκεΐνος τηγανίζεται, καί σύ κάμψίχα ού γνώθεις. ”Αν ϊδης εις τό πέλαγος καράβιν κινδυνεϋον, έσύ γελάς άπό μακρά, κ’ έκεϊ μεγάλη τζίκνα· έσύ λέγεις άϊλλοίμονον, κ’ έκεϊ θεωροϋν άγγέλους-
258
ό βλέπων φως έλεύθερον, 6 τρέχων εις τόν κόσμον, ούκ έχει φόβον πενθεράς, αμέριμνος κοιμάται, αν ού πιασθή καί δαμασθή, ψυχήν αν ού πονέση, ώς όρνεον πελάζεται, δοκοϋν τον όλα όμ άλιν τής φυλακής ή κάκωσις, ή τζίκνα, τό καρβούνιν, έγώ τό έξεύρω μοναχός, εμένα καίει μόνον, μόνος έγώ δαμάζομαι κ’ έγώ τήν πείραν έχω. Εϊ τις αν λέγη· «ψεύδεται, φλυαρεί, μή τόν πιστεύης!» κάνεις ποτε ούκ έπόνεσεν, ούκ οϊδε τι ένι ό πόνοςοπού πονέση κεφαλήν καί όπου πονέση πτέρναν, έπίσης άναγκάζονται κ’ έπίσης όδυνώνταν έκείνους οπού έπόνεσαν έρώτα καί νά μάθης. (Εκδ.
ευδ . τςολακη ,
Θεσσαλονίκη 1959, σ. ρμ'-ρμα').
Ανωνύμου (13ου αι.), Το Χρονικόν του Μορέως Η 2395-2434. Άφών ή κρίσις έδόθηκεν κ’ ή άπόφασις ομοίως, νά μείνη τοϋ μισίρ Ντζεφρέ ή άφεντία τοϋ τόπου όλης τής Πολυπόνεσος, τόν λέγουσιν Μορέαν, τιμήν μεγάλην έποικεν έκείνου τοϋ Ρουμπέρτου, καί εϊπεν ούτως πρός α ύτόν «Αφέντη κι άδελφέ μου, πρόσεχε, μή τό βαρυνθής, τό έδωκεν ή κρίσις· δτι τό δίκαιον τό άπαιτεϊ, οϋτως τό έχει ό κόσμος. "Αν θέλης γάρ καί προθυμάς μετ’ έμου νά ένεμείνης εδώ εις τόν τόπον τού Μορέως, νά σ ’ έχω ώς άδελφόν μου, κι δσον κερδίσωμεν ένομοϋ, νά έπαίρνης τό σε πρέπει». Κ ’ έκεΐνος άπό θλίψεώς του ούδέν τό έκαταδέχτη. Ένταϋτα ό μισίρ Ντζεφρές κάλεσμα μέγα έποϊκεν, κ’ έκάλεσεν τούς απαντας, μικρούς τε καί μεγάλους, καί χαμοτσοϋκιν έποικεν, τό λέγουν οί Ρωμαϊον κ’ έφάγασιν κ’ έχάρησαν, κ’ έξυλοκονταρίσαν χορούς, παιγνίδια έποικαν, άριφνισμόν ούκ είχαν. Έκεΐνος γάρ όπου λαλώ Ρομπέρτο ντε Τσαμπάνια, έκραξε τόν μισίρ Ντζεφρέ καί λέγει πρός έκεΐνον «’Αφότου έγώ άποεϊδα το τήν άφεντίαν ούκ έχω, δός με άλογα καί συντροφιάν τοϋ νά έχω ύπαγαίνει.» Ωσαύτως γάρ έζήτησεν όλών τών κεφαλάδων, τών άρχιερέων καί χρήσιμων άνθρώπων οττου ήσαν εις τήν βουλήν, κι άπόφασιν καί κρίσιν όπου έποικαν, χαρτί νά τοϋ ποιήσουσιν, νά τό έχουσιν βουλλώσει, τό πώς έκριναν κ’ εϊπασιν τήν κρίσιν δπου έδώκαν, εϊθ’ οϋτως καί τό άντίγραμμα τής συμφωνίας έκείνης, δπου ήτον ποιήσοντα ένομοϋ ό κόντος τής Τσαμπάνιας
μετά τόν εύγενέστατον μισίρ Ντζεφρέν εκείνον, νά τά βασταίνη μετ' αύτόν έκεΙσε εις τήν Φραγκίαν, διά νά τό δείξη τοϋ ρηγός κι όλων τών κεφαλάδων, όπου ήσαν τότε εις τήν Φραγκίαν, τοϋ κόντου τής Τσαμπάνιας, διά νά μηδέν τόν δέξωνται χωρικόν τής ύποθέσεως. Μετά χαράς τά έποίκασιν κι όλοι τά έβουλλώσαν. Άπαύτου γάρ τοϋ έδωκεν μισίρ Ντζεφρές έκεινος δωρήματα, χαρίσματα, διαφορικά καί πλεϊστα* δουλωτικά καί φρόνιμα ύπόσχεσες τοϋ έποικεν, νά τόν όρίζη πάντοτε νά ένι έδικός του. Κ 9έκ τούτου τόν ώδήγεψεν καί συντροφιάν τοϋ έποικεν άτός του έδιάβη μετ9αύτόν μέχρι εις τήν 3.Ανδραβίδα, κι άπέκει έβάλθη εις κάτεργον κ9έδιάβη εις τήν Φραγκίαν. (I. δΟΉΜίττ, Τΐιβ (ΤΐιΐΌηίοΙβ οί Μογ6&, Ι^οηάοη 1904, σ. 160-164). Ανώνυμου (πιθ. 14ου αι.), Ο Πουλολόγος, στ. 175-216. Εύθύς γυρίζ9ή πέρδικα καί λέγει (9ς) τό πονδίκν ,,μωρόν νά πής, κακότυχον, ποσώς ούδέν σ 9έξεύρω' ήξεύρεις, όταν έστεκες εις τά μηχάνι άπάνω κι έμαύρισεν ή ράχη σου έκ τοϋ καπνοϋ τήν βίαν κι έφαγεν τήν έμπροστινήν τήν ζούπαν, τήν έφόρεις, καί προς τό μέγαν Σάββατον ούκ είχες άλλον ροϋχον κι έμπάλωσες τό ροϋχον σου μετά λινόν πανίτσιν, φορείς το καί κατάσαρκα, ούκ έχεις τί ν 9άλλάξηςκι ού μή τό λέγω ψέμματα, οι πάντες τό έβλέπουν, πώς ένι μαύρ’ ή ράχη σου κι εις τήν κοιλιάν σου κεϊται τό άσπρον τό έμπάλωμαν, άπό λινόν πανίτσιν, έμένα πώς έτόλμησας κι έσυκοφάντησές με, δτ9είμαι πόρνη άχρηστος καί χειροτέρα πάντων' εγώ τάς κάλτσας, τάς φορώ, έναι άπό σκαρλάτο, έχω καί χείλη κόκκινα, μαϋρα μάτια ώραια, (καί) πρέπουν με οι κάλτζες μου, μάλλον καί τό μανδί μου, κι αύτό φορώ τό ροϋχο μου, δπουθεν καί άν είμαι, πρέπουν με καί τά ροϋχα μου ώς εύγενήν γυναίκα, τό νά φωνάζω πάντοτε εις δλα τ9άκρωτήρια εις τήν γλυκέαν τήν αύγήν τήν γλυκοδροσισμένην, άνθοβολοϋν τά άνθη της καί κηλαδώ, ώς οιδας, ούδέν λαλώ τούς καύκους μου, ούδέ κακούς άνθρώπους, πουλίτσια έποίησα μονόκοιλα εικοσάδα, καί πετριτάρης άσεβής ολίγον κατ9ολίγον έπηρέν μου τά δώδεκα, έκαψεν τήν καρδιάν μου, έπόνεσ9ή καρδία μου, έκάηκα ώς μάννα* φοβοϋμαι γοϋν καί τρέμομαι καί κάμνει με ό φόβος,
260
όπόθεν στέκω, κάθομαι πολλάκις μετ’ έκεΐνα, πάντα διδάσκω, παραινώ τά άλλα μου πουλία νά κάθουνται εις πλάγι μου, μή τά βρή πετριτάρης κι, άλοίμονον, έπάρη τα καί κάψη τήν καρδιά μου. Εμένα πάλιν βασιλείς εις γεϋμαν τους μέ θέλουν καί άρχοντες ευγενικοί εις πρόγευμαν καί δεΐπνον καί πλούσιοι ήθέλασιν (καί οί) πτωχοί νά μ ’ είχαν καί μέ ζωήν καί θάνατον οΐ πάντες αγαπούν με, έσύ δέ πώς έτόλμησας κι έσυκοφάντησές με· νά σ ’ έγκαλέσω ’ς τόν αετόν, τόν μέγαν βασιλέα, πολλά μέ χρήζει καί αύτός, άν ήμπορή νά μ ’ εχη, ποντίκιν, κακορρίζικον άπό τήν κακοτύχην, καί νά όρίση νά γενής αρατον έκ τόν κόσμον ετούτον τόν γλυκύτατον, νά πάς εις άλλον βράχος καί νά ποιης τάς γέννας σου δυσκόλως καί βαρέως». (8Τ. ΚΚΑ\νοζΥΝ3Κΐ, Ο Πουλολόγος, Βει-Ηη 1960, σ. 66-72).
Ανωνύμου (πιθ. 15ου αν.), Λνβιοτρος και Ροδάμνη, 5ο. 420-475. Ή νύκτα ύπεχώρησεν καί ήλθεν ή ημέρα· καί άπλώς μετά ώραν περισσήν έξέβην καί ή φουδούλα, όμπρός της ό εύνουχόπουλος καί όπίσω καυχίτζες δύο , καί έκαλοφωνίζασιν τραγούδιν ώς δι’ έμέναν, I καί άκουσε το τραγούδημαν, φίλε μου, τό έλαλοΰσαν (τής κόρης πρός τόν άγουρον τραγούδημαν έκ πόθου)
,,Άγουρος έκ τήν χώραν του διά πόθου ώραιωμένης αιχμάλωτος έξέβηκεν καί μυριοτυραννεϊταν θέλει ό στρατιώτης τά πονεΐ καί ή κόρη νά τά μάθη, καί πώς τό ειπεϊν ούδέν έχει καί σφάζει τον δ πόνος, στενοχωρεΐται δυνατά, πνίγεται έκ τής λύπης, καί άπό τήν βίαν του τήν πολλήν τόν ’Έρωταν τό λ έγει”. Καί άφότου τό έτραγούδησαν μετά ώραν αί φουδούλες, πάλιν εις τόν κοιτώναν της έσέβηκαν άπέσω, (πάλιν Λίβιστρου θλιβερού μελέτη μετά πόνου)
έγώ δέ τόν πύργον έβλεπα δπου ήτον ή φουδούλα, μόλις έμετεκίνησα καί έσέβην εις τήν τένταν, έπεσα εις τό κρεββάτιν μου ποθοερωτοδραμένος, μόνος μου ό νοϋς μου νά σκοπή καί τοιαϋτα νά φροντίζη· ,,Πότε τό κάστρον νά διαβώ καί νά άναβώ τόν πύργον; πότε τής κόρης μήνυμα δέξωμαι προσχαιρόν της; πότε κρατήσω εις τά χέρια μου πιττάκιν έδικόν της; πότε λαλήση- ,,Λίβιστρε”, τό στόμαν τής ώραίας; πότε νά ίδώ κοιτώναν της, λόγον της πότε νά άκούσω; πότε πατήσω ένήδονα τής κόρης τόν κοιτώνα;
261
πότε κρατήσω χέριν της καί χείλη της φιλήσω καί γεμισθή I γλυκύτηταν τό στόμα μου άπ’ εκείνην; πότε τό κρυσταλλόσαρκον τράχηλον τής ώραίας περιπλακώ ώς έπεθυμώ, μυριοκαταφιλήσω; καί πότε εις τό δλον σώμαν της τά χέρια μου άπλώσουν, ποθοχοροβατήσω την, δλοαρμοψηλαφήσουν, καί έπιχαρώ τό επιθυμώ, κερδίζω το τό θέλω; βέβαιον νά γένηται καί πότε νά τό ευτυχήσω, καί νά άπέβγω τά δύσκολα τά πάσχω καθ’ έκάστην;” Καί μέ τάς ποθομέριμνας τάς τίτιας καί τάς τόσας άπό τό κάστρον εφθασεν εκείνος ό ίδικός μου, έμπαίνει εις τόν κοιτώναν μου καί λέγει με- ,,Κοιμάσαι;” [Λ]έγω τον ,,’Όχι, ” δράσσω τον, πάλιν καταφιλώ τον έβγαίνει άπό τόν κόλφον του καί δίδει με πιττάκιν τό έγραψεν ό εύνουχόπουλος έκεϊνος καί εδωκέ με, καί άκουσε τί ειχεν ή γραφή, φίλε μου, τοϋ ευνούχου,,Δοϋλος σου άνεγνώριστος, ξένος, ά λλ’ έδικός σου, τόν άκομή ούκ έγνώρισες, ούδέ συνέτυχές τον, γραφήν πιττάκιν πέμπω σε, Αίβιστρε γής τοπάρχα, νά μάθης τέως έκ τήν γραφήν δτι δουλώνομαί σεκαί μή διά τό άνεγνώριστον τό έμόν ώς προς σένα, καί διάκρινε τήν δούλωσιν τήν σε κατεδουλώθηνκαί μάθε διά τόν πόθον σου καί ή κόρη άναστενάζει, καί άγάπην σου έπαρέλαβεν καί πάσχει εις τό λυπεϊσαι. πλήν αί φοδούλες έχουν το I ΐνα κενοδοξοϋσιν, ά λλ’ άν ού συγκλίνεται μή τό εχης δτι ού ποθεί σεέχει το τό κενόδοξον τής ήλιογεννημένης, καί γράφε, γράφε, Αίβιστρε, γράφε, μηδέν όκνήσηςκρατεί γάρ τά πιττάκια, μάθε, τά πρωτινά σου, κρατεί καί άναγινώσκει τα, βλέπει τά κατά λόγον, [τ]ήν δίχρονόν σου κάκωσιν άνιστορεϊ ή ψυχή της. ” (].Α. ιαμβεκτ, Ιλ σ. 149-151).
γοπηκι
<1β ΐΛίδίΓΟδ εί ΚΗοάαπιηέ, Αϋΐδίβπίαπι 1935,
Λεοντνου Μαχανρά (15ου αν.), Χροννκόν Κύπρου 279-280, 16. Πάλι νά στραφοϋμεν εις τόν ρήγα. 'Όνταν έτελείωσεν τές δουλειές του, έκάτζε νά φήι νά δειπνήση πολλά πικραμμένος, τή τρίτη τή ις' ΐαννουαρίου ατξη'Χριστού, τήν παραμονήν τοϋ άγιου Αντωνίου. Οι ποιοι θεωρώντα τόν ρήγα ότοσαϋτα θυμωμένον έποΐκεν τόν έμαυτόν του καί ήτον άρρωστος, καί πολλοί καβαλλάριδες μετά του. Ό ρήγας ένήστευγεν τήν παραμονήν τοϋ άγιου Αντωνίου, καί όπίσω εις πολλούς μίσους έφέραν του άγρελλία, καί δ βαχλιώτης τοϋ έζήτησεν λάδιν νά βάλη εις τ’ άγρελλία, καί έλησμόνησα ν ’ άγοράσουν, καί τάχανουτία έσφαλίσαν δτι ήτον άργά- καί δ ρήγας
262
έγδέχετο νά τά φέρουν όμπρός του* Θωρώντα πώς δέν τά έφέραν, εΐπεν: «Εις τ9όνομαν τοϋ θεοϋ τοϋτα τ9άγρελλία φέρνετέ τα!» Καί ό βαχλιώτης εϊπεν του: «"Αφέντη, λάδιν δέν έχουν, καί οι μυροψοί έσφαλίσαν, καί πώς έλησμονήσα νά φέρουν άνωράς, καί ας έχουν συμπάθειον». Ό ρήγας άγκρίστην, έχοντα καί ήτον Θυμωμένος καί φουσκωμένος, καί εϊπεν: «Τοϋτον έποικεν μοϋ το ό έπαλής τής αυλής μου διά πεϊσμαν.» Καί πέμπει μοναϋτα καί βάλλει τον εις τήν φυλακήν, καί έφοβέρισέν τον δτι τό πωρνό νά κόψη τήν κεφαλήν του. Τόν ποιον έβγάλαν τον ανταν έβγάλαν καί τούς ά λλους καί ήλθαν δλοι άπό τήν φυλακήν έσσω τοϋ πρίντζη, καί έξηγήθησάν του ε ϊ τι έγίνετον. Καί τήν τετράδην τή ιζ' ιανουαρίου ατξη' Χριστοϋ καλά ταχία ήλθαν δλοι οι καβαλλάριδες εις τήν συντροφιάν τοϋ πρίντζη καί τοϋ άδελφοϋ του εις τό ρηγάτικον άπλίκιν καί άπεζεϋσαν εις τό περρούνιν, καί ένέβησαν τήν σκάλαν καί έπήγαν εις τήν λόντζαν μέ δσους ήσαν εις τήν φυλακήν. Τότες άκτυπα ό πρίντζης τήν πόρταν πιδεξία' ήμέρα τούς λουχιέριδες ήτον τοϋ Τζιλέτ τε Κορναλίε' άνοιξεν, καί δταν ένέβησαν οι άδελφοί τοϋ ρηγός ένέβησαν δλοι άντάμα. Έγροίκησεν ό ρήγας τήν άναμιγήν καί έσηκώθην άπό τό κρεβάτιν καί λαλει: «Ποιγοι εινε τοϋτοι δπου ήλθαν;» Ή τάμου Τζίβα τε Σκαντελίε, ή καύχα του όποϋ έκοιμάτον μετά του, εϊπεν του: «Τις θέλει εισταιν παρά τ9άδελφία σου;» Καί έσκουλλίστην ή άρχόντισσα τήν κότταν της καί έξέβην έξω εις τήν λόντζαν καί έκατέβην εις τό σέντε' καί έκει έκείθουνταν σέλλες τών τζούστων' καί έσφαλίσαν τήν δράππαν. Ό πρίντζης θωρώντα τήν τάμου Τζίβαν πώς έβγήκεν άπό τό πλευράν τοϋ ρηγός, ένέβην εις τήν τζάμπραν τοϋ ρηγός καί έχαιρέτησεν τόν ρήγαν’ καί ό κοντοσταύλης δέν ένέβην έσσω, ούδέ ό πρίντζης εθελε νά μπή, άμμέ οι καβαλλάριδες τόν έβιάσαν καί έμπήκεν, δπου άλλον έννοιάζουντα. Τότε λα λεϊ τοϋ ρηγός: «Αφέντη, καλημέρα πάνω σου:» Καί ό ρήγας εϊπεν του: «Καλημέρα νάχης, καλέ μου άδελφέ.» Καί ό πρίντζης εϊπεν του: «"Απόψε πολλά έκοπιάσαμεν δλην τή νύκταν καί έγράψαμεν τόν φανόν μας καί έφέραμέν σου τον νά τόν ιδής.» Ό ρήγας ήτον γυμνός μέ τό άποκάμισον καί ήθελε νά 9ντυθή καί άντράπη νά έντυθή όμπρός τοϋ άδελφοϋ του, καί λα λεϊ του: «"Αδελφέ πρίντζη, άμε όλλί(γ)ον έξω νά 9ντυθώ, καί θέλω ’δειν τό γράψιμόν σας». Ό πρίντζης άναχώρησεν. (Κ.Μ. ϋΑλνκίΝδ, ίοοηΐΐοδ ΜαοΙιαίΓ&δ: ΚβοίΙ&Ι οοηοβππη^ Λ β 8\νβ©1 Ι^ηά ο ί Ογρπίδ εηύύ& ά "<Ι!1ιιόιπο1©”, ΟχίοιχΙ 1932, σ. 264-266).
Βιτσέντζου Κορνάρου (Που αι.), Ερωτόκριτος. Α', στ. 251-346. "Αδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τόν κόπο χάνω, καί τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δέν τό φτάνω* κατέχω κι ά μαθητευτή εκείνο πού ξετρέχω, έσίμωσε τό τέλος μου καί μπλιό ζωή δέν έχω* μά πιάστηκα, μπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δέν έχω,
μ' δλο πού βλέπω τό κακό, τό βλάψιμο κατέχω· Ό πόθος δντε βουληθή καί θέλη νά νικήση, γνώσι δέν ε ι’ ούδέ δύναμι, νά τόνε πολεμήση. Πολλά μεγάλη δύναμι, πολλά μεγάλη χάρι έχει τ ’ δλόγδυμνο παιδί πού παίζει τό δοξάρι· βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τά μάτια μας κουκλώνει, καί τό κακό πού μελετά δέ μάς τό φανερώνει· τήν ίσα στράτα δέν πατεϊ, μά τή στραβή γυρεύγει, φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει. Αρχή ’τονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο, μά τό μικρό μέ τόν καιρό έγίνηκε μεγάλοέλόγιασα νά τή θωρώ, κι ώς τή θωριά νά σώνω, καί μετά κείνη νά περνώ καί νά μή δέν ξαπλώνωκι άγάλη ’γά λ’ ή πεθυμιά μ ’ εβανε μέσ’ στά βάθη, κι ήκαμε ρίζες καί κλαδιά, βλαστούς καί φύλλα κι άθη, κ’ έπλήθαινε τήν πεθυμιά τό πελελό μου άμμάτι, κ’ ήρχιζε κ’ έστρατάριζε κ’ έσιγανοπορπάτεν τό σιγανό μέ τόν καιρό προθυμερόν έγίνη, κ’ ήβαν’ ό έρωτας κουρφά τά ξύλα στο καμίνι. Κι ωσάν άπό μικρόν αυγό πουλλίν μικρό έβγαίνει, τρεμουλιασμένο κι άφαντο, καί μέ καιρό πληθαίνει, κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ’ ώρα μεγαλώνει, καί πορπατεΐ, χαμοπετά, καί φτερουγοξαπλώνει, κι άπ’ άφαντο κι άπό μικρό, πού ’τον δντεν έφάνη, κορμί φτερά καί δύναμι καί μεγαλότη κάνει, τό ϊδιο γίνη κ ’ εις έμέ στήν άπραγη μου νιότη, αρχή μικρή κι άψήφιστη ήτον άπού τήν πρώτη, μά έδά ’χ ει τόση δύναμι, κ’ έτσι μεγάλη γίνη, όπού μού πήρε τήν έξά, καί δίχως νοϋ μ ’ άφίνει. Κι άγάπη, πού στά βάσανα άντρεύγει καί πληθαίνει, κ’ όπού μέ τσ’ άναστεναμούς θρέφεται καί χορταίνει, θάμασμα πούρι τό κρατούν δλοι μικροί μεγάλοι, πώς στήν άρχήν-τση άνήμπορη γεννάται στήν άθάλη σπίθα μικρή κ ΐ’ άψήφιστη, δέ λάμπει μηδέ βράζει, καί πώς νά κάμη άναλαμπή κιανείς δέν τό λογιάζεικι ά γά λι’ άγάλια θρέφεται, σάν τό καμίνιν άφτει, κεντά καί καίει δυνατά, καί τό κορμί μας βλάφτει. Πρωτύτερα, δντε τ’ άκουγα νά μοϋ τά λέσιν άλλοι, σ ’ έτοιες δουλειές δ λογισμός ήλπιζα νά μή σφάλη· μά ξάφνου ό κακορρίζικος έπιάστηκα στό βρόχι, πού στ’ δμορφόν τση πρόσωπο πάντα στεμένο τό ’χ ει. Έμέ κιανείς δέ μοϋ ’φταιξε, μηδέ παραπονοϋμαι τινός άλλοϋ στά βάσανα κ’ εις τσί καημούς όπού ’μ αν μιά κάποια λίγη πεθυμιά έσήκωσε τό νοϋ μου,
264
καί δυο φτεροϋγες ήκαμε μέσα τοϋ λογισμού μουτούτες στον ούρανό πετοϋ, τήν πεθυμιά μου πάσι, κι ώσά σιμώσου στή φωτιά, τσί καίει έκείν’ ή βράσν καί πάραυτας γκρεμνίζομαι, άπείς φτερά δέν έχω, γιατ’ ήφηκα τά χαμηλά, καί τά ψηλά ξετρέχωκαί πάλι έκείν’ ή πεθυμιά δέ θέλει νά μοϋ λειψή, πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στά ϋψη· καί πάλι βρίσκφ τή φωτιά, πάλι ξανακεντά με, κι έκ τά ψηλά, πού βρίσκομαι, μέ ξαναρρίχνει χάμαι. Κι όσον πετώ εις τά ψηλά, τόσο φωτιές εύρίσκω, καί καίγουντ’ οί φτεροϋγές μου καί πέφτω καί βαρίσκω. Κ ’ έτούτ’ ή πεθυμιά ή λωλή πετώντας μέ πειράζει, καί πάει τσί φτεροϋγές μου εις τή φωτιά δντε βράζει. Κ ’ ώστε πού νά ’μ αι ζωντανός, παϊδαν έχω μεγάλη, μαγάρι νά μ ’ όλόκαιγε, νά μέ ’κανεν άθάλη. ( ςτεφ . ξανθουδιδου ,
Ερωτόκριτος, Ηράκλειο 1915, σ. 10-14).
I. Μακρυγιάννη (19ου αι.), Απομνημονεύματα, βιβλ. Α', κεφ. θ'. Έκεϊ όποϋ τρώγαμε όλοι ψωμί, οί Τούρκοι άπόξω, τήν νύχτα, μάς βρίζαν εϊχα τήν μάγκα μου, όποϋ τρώγαμεν όλοι μαζί μέ τούς μουσαφιραίγους· τούς λέγω· «Αδελφοί, εδώ σάς έχω ζωϊρέδες όποϋ τρώτε, κρασί, ρακί κι’ όλα σας τά συγύρια. Οί άλλοι τοϋ κάστρου τρώνε ξερό ψωμί. Τό λοιπόν έμεϊς νά τρώμεν, καί οί Τούρκοι νά μάς διατιμοϋν δέν βαστιέται, θέλω κοφίνια τούρκικα άπό τά χαρακώματά τους!» Μοϋ λένε οί γενναίοι άντρες - ήταν όλο νοικοκυρόπουλα Άθηναϊγοι κι’ ολίγοι Φηβαϊγοι, όποϋ τούς είχαν πάντοτες μαζί μου. Άφοϋ τούς έκαμα αύτείνη τήν ομιλίαν, φιλοτιμία καί πατριωτισμόν γιομάτοι όλοι, (άλλη βολά δέν εϊχαμεν βγή ’σ τά τούρ κικα χαρακώματα· αύτό ήταν τό πρώτο) μοϋ λένε- «Δός μας μίαν φορά κρασί νά πιοϋμεν άπό τό χέρι σου». Τούς έδωσα. Μοϋ είπ α ν «Δώσε μας καί τήν εύκή σου. - Τούς εϊπα, έχετε πρώτα τοϋ Θεοϋ τοϋ άρχηγοϋ τοϋ παντός τήν εύκή καί τής πατρίδος». Σηκώθηκαν όλοι καί βγαίνουν άναντίον τών Τούρκων εις τά χαρακώματά τους καί τούς τζακίζουν καί σκότωσαν πεντέξι Τούρκους, τούς πήραν καί καμπόσα κοφίνια. Τούς πισω δρόμησαν οί Τούρκοι. Τότε δέν ήταν καλό αύτό, ότ’ είναι πρώτο κίνημα κι’ όποιος λάβη θάρρος, θά λάβη διά πάντα. Μοϋ λένε· «’Έβγα κ’ έσύ, καπετάνε». Έγώ είμαι φιλόζωγος, όμως μοϋ πειράζεταν καί ή φιλοτιμία, ότι έγώ ήμουν ό αίτιος νά τούς εϊπώ αύτό. Τότε μέ τούς ίδιους έβήκαμεν αντάμα, χαλάσαμεν τούς Τούρκους. Σ’ ολίγον μάς πήραν μέ τά μαχαίρια, μάς ήφεραν κυνηγώντας ώς τό πόστο μας· λάβωσαν κι’ άπό ’μ άς κάνα δυό. Τούς δίνομεν άλλο τζάκισμα- μάς πισωδρόμησαν. Έκεϊ όποϋ τούς τζακίσαμεν, τούς πήραμεν καμπόσα πλιάτζικα, τούς πήραμεν κ’ ένα πανουφό-
265
ρεμα μακρύ. Είχα έναν μαζί μου, γραμματικόν τού Κατζικογιάννη, Άλεξαντρή τόν λένε, νοικοκυρόπουλον, φιλότιμος νέος καί μέ νοϋ κι’ άρε τή. Τοϋ λέγω · «"Ο,τι θά κάνω εγώ εσύ θά τό έπιστηρίζης ώς βέβαιον θά κάμω ένα στρατήγημα. - "Ο,τι μοϋ είπής κάνω, μοϋ λέγει ό νέος». Γιομίζω τό φόρεμα τό τούρκικον χώματα καί τό πιάνομεν οί δυό μας καί τό πάγω εις τά πόστα μας, όπούταν οί σύντροφοι κυνηγημένοι άπό τούς Τούρκους, καί φωνάζω τόν Λαγουμιτζή, τόν Παπά τοϋ Κριτζώτη καί τόν Παπακώστακαί φωνάζω νά μ ’ άκούσουν οί 'Έλληνες· λέγω αύτείνων τών τριών τά όνόματά τους· «Ελάτε νά σάς δώσω έσάς τών τριών τόν χαζνέ τών Τούρκων, όπού τούς πήραμεν, νά μοϋ τόν φυλάξετε εσεϊς οί τρεις καί θά πάγω νά πάρω καί τόν άλλον όπούναι εκεί. Όπίσου στεκάτε νά τόν βου λώσω πρώτα, νά μή μοϋ τόν κλέψετε». Έβγαλα τήν τεζέδα μου άπό τό ποδάρι καί τδδεσα κ’ έβγαλα καί τήν βούλα μου νά τά βουλλώσω - κι’ ό Άλεξαντρής νά ψάχνη διά κερί. Άκούγοντας γρόσια οί ’Έλληνες καί βου λώματα, βγάνουν τά μαχαίρια καί σάν λιντάρια ρίχνονται εις τούς Τούρκους. Αλήθεια χαζνέ πήραν πήραν ντουφέκια, πήραν σπαθιά, σκότω σαν καί τόσους Τούρκους■κυργέψαμεν τρία λαγούμια, όποϋ μάς φέρναν άναντίον μας νά μάς άφανίσουνε εμάς καί τό κάστρο· πιάσαμεν καμμίαν είκοσιπενταριά ζωντανούς, τούς λαγουμιτζήδες τους κι’ άλλους■τούς καφφενέδες τους, δπούχαν έκεΐ, κι’ δλα τους τά συγύρια· κρασιά, ρακιά καταδίκν τούς πήγαμεν κυνηγώντας ώς τό Καράσουν έκεΐ ήταν δύναμη μεγάλη τών Τούρκων καί τά ταμπούρια τους καί βαστάχτηκαν. Χαλάσαμεν άπό τό Καράσουϊ ώς τά πόστα μας δλα τους τά χαντάκια καί τούς πήραμεν περί που άπό δύό χιλιάδες κοφίνια. (Απομνημονεύματα τού Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Αρχεία τής νεώτερης ελληνικής ιστορίας, Β' Αρχείον. Έκδ. Ιωάννου Βλαχογιάννη, 3 τόμ., Αθήνα 1907, σ. 195-6).
267
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (I) ΙΣΙΌΡΙΚΗ-ΣΥΓΚΡΤΠΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ (α) Γενικά έργα ΗθΕΝΐθ5\νΑΐχ> Η., 1960: Ι.αη£ΐΐΣί£© ο1ΐ2ΐη§6 αηά Κη^υίδΐΐο ΓβοοηδΙπιοίΐοη. (01πο&£ο: ΤΗ© ϋηίν. ο ί (ϋΙιίοΣίξο ΡΓβδδ). ΗθυδΕΗθΐχ>ΕΚ ρ. - ν α ο ύ ο.,
1972: Οτββΐί. Α
δυι·νβγ
ο ί ΓβοβηΙ ν/οτ\α. (Τΐιβ Ηα§υβ: ΜουΙοη).
ΚΑΤίέιό κ., 1970: Α οοηΐπβυΐίοη Ιο Ιΐιο §©η6Γα1 ύιβοτγ ο ί οοπιραΓαΙίν© Ιίη^υίδΙίοδ. (Τΐιβ Ηα§υρ: Μουΐοη). 1970: Είηΐβίΐυη^ ίη ά&δ νβΓ § 1©ίο1ι©η(!6 δρΓαοΙίδΙικϋυιη. (Ιηηδ&πιοΐί: ΙηηδβπιεΙίΟΓ Β©ίΙπί§© ζ ι ι γ 8ρπιο1ι\νίδδ©ηδο1ΐ2ίίΐ).
κ κ α η ε η.,
19923: Ηίδίοποαΐ 1ίη§υίδΙίθδ. Α η ίηίΓοάιιοΐίοη. ^ίηδίοη).
ι . ε η μ α ν ν >ν.,
(Ν . ΥογΙϊ:
Ηοΐΐ, ΚίηβΙΐδΓΐ αη ά
19378: ΙηίΓοάαοΙίοη α Γοίυάβ οοπιρίίΓαΙίνβ ά©δ 1αη§ιι©δ ίηάο-βυΓορββηηΘδ. (Ρ&πδ: Ηαοΐιβίίβ).
μ ε τ ι χ ε τ α.,
1921-1936: ϋη§ιιίδ1ίφΐ© ΙιίδΙοπφΐ© ΟΙι&ιηρίοη (I), Ραπδ: Κϋηο1ίδί©ο± (II)].
μ ε ι ι χ ε τ α.,
μ ε ι ι χ ε τ α., ΡΑϋί η.,
1925:
ίπ
βΐ
1ίη§ιπδ1ίφΐ© ξόπέταΐβ, τόμ. 2 [Ραπδ:
πιέΐΐιοά© οοπιραΓ& Ιίνβ βη ϋη^ιπδΐίφΐβ Ιιίδίοπφΐ©. (Ραπδ: (Γΐιαιηρίοη).
19205: Ρπηζίρίβη ά&τ 8ρπιο1ΐ£6δθ1ποΐΊΐ6. (Ηαΐΐβ).
δτυκτενΑ ΝΤ ε.,
1949: Αη ίηίΓοάιιοΙίοη Ιο 1ίη§ιπδΙΐο δοίβηοβ. (Νον Ηανβη).
δΖΕΜΕκέΝΥΐ ο., 1968. Μβί1ιο<1ο1θ£γ ο ί £©ηοΙίο 1ίη§υΐδΙίοδ. [Στο έργο Μβΐΐιοάβη ά&τ δρΓαοΙίλνίδδβηδοΙιαίΙ, 3-38]. (ΜϋηοΙιβη: Κ. 01ά©ηΙ>ουι·§). δΖΕΜΕκέΝΥΐ ο., 1970: Είηίϋ1ιπιη§ ίη άί© ν©Γ§1©ίο1ι©η(ΐ6 8ρπιο1ι\νΐδδ©ηδθ1ιαίΙ. (Ό&ΓΠίδΙ&άΙ: ΛΛ^ίδδ. Βυο1駩δ©11δο1ι&ίΙ). λνΗίΤΝΕΥ-ιοι,ΐΎ, 1898: Αναγνώσματα περί των γενικών αρχών τής συγκριτικής γλωσ σικής [«μετερρυθμισμένα εις την Ελληνικήν» από τον Γ. Χατζιδάκι]. (Αθή ναι). 1915-16: Γενική Γλωσσική [Γ τόμ. των Ακαδημεικών Αναγνωσμάτων]. (Αθήναι). [Φωτοτυπ, ανατύπωση 1991, Αθήνα: Εκδ. Βασ. Βασιλείου].
χ α τ ζ ιδ α κ ις γ.,
268
(β) Γραμματικές τής Ινδοευρωπαϊκής ΒκυοΜΑΝΝ κ., 1897-19162: Οπιηάιίδδ άβΓ ν©Γ£ΐ©ίο1ΐ6ΐκ1©η Οι-αιηιηαΐίΐί ά&τ ίηάοββπη&ηίδο!ι©η δρκιοΐιβη, τόμ. Ι-ΙΙ1-3 (δίπΐδδΙ>ιΐΓ£).
ΟΕίΒΚϋοκΒ., 1893-1900: ν©Γ§1©ίο1ι©η(1© δγηΐ&χ ά©Γ ίηάο§βηηαηίδο1ι©ιι δρπιοΐιβη, τόμ. IIIV. (δΐΓαδδΙ>ιΐΓ§). ηικτ η.,
1921-37: Ιηά里ηη&ηίδο1ι© Οπυηιη&ΙίΙί, τόμ. Ι-νΐΙ [οι τόμοι ν ΐ - ν ΐ ΐ αναφ έρονται στη Σύνταξη]. (Η©ί(ί©1β©Γ£).
κραηεη .,
1966-19695: Ιηάο^ΓΠίαηίδοΙι© 8ρΓαοΚ>νίδδ©ηδθ1ια£ΐ:. (Β©Γΐίη: Οόδθ1ι©η).
κυκΥίΧΛνιτζ
1968: Ιηά里πηαηίδ0ΐΐ0 Οπιιηιηαΐίΐς [II: Α1ίζ©ηΙ, ΑΜαιιΙ]. (Ηοίάοίβεη*: Ο.
\νίη(©Γ). λνΑΤΚΙΝδ ο., 1969: Ιηά里ηηαηίδθ1ι© ΟπιιηπιαΙίΚ [III 1: ΟβδοΙιίοΙιΙ© ά©Γ ί(1§. νβΓ βα Ιίΐβ χ ίο η ] . (Η ο ίά ο ΐβ β ι^ : Ο. \νίηί© Γ).
(II) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (α) Ιστορία τής ελληνικής γλώσσας αναγνωςτοπουλος γ.,
1924: Σύντομος ιστορία των ελληνικών διαλέκτων. (Αθήναι: Σα-
κελλαρίου). ΑΤΚίΝδΟΝ β., 19492: Τΐιβ ΟΓββΙί 1αη£ΐια§6. (ίοηάοη: ΡαβοΓ αηά ΡίώβΓ).
ΒΚΟλνΝίΝΟκ., 19832: Μβάίβναΐ αηά ΜοάβΓη ΟΓβεΙί. (Ο&ηώπάββ: ΟυΡ). [Ελλην. μετάφρ. από τη Μ. Κονομή: Η ελληνική γλώσσα: Μεσαιωνική και Νέα, 1991 (Αθήνα: Παπαδήμας)]. ΟΗΑϋλνιοκ ί., 19672: Τΐιβ άεοίρΐιοπηβηΐ: ο ί ϋηο&Γ Β. (0αιηβπ(!£6). [Ελλην. μετάφρ. από τον Δ. Τζωρτζίδη: Γραμμική Β', η πρώτη ελληνική γραφή. (Αθήναι: Κακουλίδης)]. ΟΗΑΟλνιοκ ι., 1973: ΕίηοαΓ Β. Στον τη. δΕΒΕΟΚ βΐ &1. (εκδ.), ΟιίΓΓβηΙ ΐΓβηάδ ίη ΐΛη§ιιίδΙίοδ 11, 537-68. (Τΐιβ Ηα§ιιβ: ΜοιιΙοη). ΟΗΑΟλνκκ ί., νΕΝΤκΐδ μ ., 19732: ϋ ο ο α ιη ε η ΐδ ίη Μ γο ο η α β α η ΟΐΌβΙί. (Ο αιηΙ)Π (ί£ε: Τϊιε υ η ίν . ΡΓβδδ).
οοδΤΑδ ρ., 1936: Α η ο ιιΐΐίη β ο ί Ιΐιβ 1ιίδΙθΓγ ο ί
Οτε&ίί 1αη§ιια§ο
ννίΐΐι ραΓίίοιιΙαΓ β ιη ρ ίια δίδ
ο η Ιΐι© Κ ο ίη ε &ηά Ιΐιβ δΐι& δβφ ίβη ί ρ ο π ο ά δ (Ο1ιίο&§ο).
οιετεκιοη κ., 1898: υηΐ6Γδΐαο1ιιιη§6η ζιιγ ΟβδοΜοΙιΙβ άετ ^ποοίιίδοΐιοη δρΓαοΙιβ νοη Ιιβίίβηίδΐίδοΐιβη ΖείΙ βίδ ζιιηι 10. ] 2Αιτϊί\ιηά&τΙ η&οΐι ΟΙιγ. (ίβίρζί§).
άβΓ
ειοενειεκ. η., 1999: νοη Κΐι&ρδοάί© ζα Κ.&ρ. Αδροΐαβ ά&τ £Π 00ΐιίδ0ΐΐ6η δρΓαο1駩δο1ιίο1ιΙβ νοη ΗοηιβΓ Μδ ΙιειιΙ© (ΤϋΙ)ίη§οη: Ο ιιηΙβΓ Ναπ·). ΗΐΕΚδΟΗΕ κ., 1970: Οπιηάζϋ§6 άβΓ ^ποοΜδοΙιβη δρΓ&ο1ι§οδο1ιίοϊιΙο 6ίδ Ζ©ίΙ. Ονίοδβαάοη: ΗαΓΓ&δδθ>νίΙζ).
ζιιγ
Κΐαδδίδοΐιεη
ΗΟΡΡΜΑΝ Ο. - ΟΕΒΚυΝΝΕΚ Α. - δΟΗΕΚΕΚΑ., 19694: Ο6δθ1ΐίθ1ΐ1β άβΓ §Π0θΜδθ1ΐ6η δΓραοΙιο. I. Βίδ ζιιηι Αιΐδ§αη§ ά&τ Μαδδίδοΐιεη ΖβίΙ. II. ΟπιηάίΓα^η ιιηά Οηιηάζϋββ άβδ ηαοΐιΐίΐαδδίδοΐιοη Οπβοΐιίδοΐιοη. (ΒβΓίίη: Οόδοΐιβη). [Ελληνική μετάφραση από τον Χαρ. Συμεωνίδη, Ιστορία τής ελληνικής γλώσσας, 1983 (Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη)].
269
ι.τ., (εκδ.) 19932: Κβα(!ίη§ ίΐιβ ραδί: ΑηοίβηΙ \νπίίη§ ίΓοιη Οιιηβίίοπη Ιο Ιΐιβ Αίρΐιαββΐ (ίοηάοη: Βπΐίδΐι Μιΐδβυιη ΡΓβδδ). Ηοκκοοκδ ο., 1997: 0Γ©β1ί. Α ΙιίδΙοΓγ ο ί ύιε 1αη§ιια§β αηά ίΐδ δρβαΚβΓδ (ίοη(1οη: ίοη§ηοοκεκ
ιηαη).
ΐ., 1972: ΗίδΙοΐΓ© ά© Ια 1αη§ιι© §Γβοφΐβ (Ραπδ: ΡΓβδδ©8 υηίνβΓδίΙαίΓβδ ά© ΡΓαηοβ).
ΗυΜΒΕΚΤ
Ιστορία τής ελληνικής γλώσσης. [(πανεπιστημιακές παραδόσεις)]. ΚΚΕΤ80ΗΜΕΚ ρ., 1896: Είη1βί1ιιη§ ίη άίβ ΟβδοΜοΗΐβ άβΓ ^πβοΐιίδοΐιβη δρΓαοΙιβ. [= Α. ΟβΓοΙίβ ιιηά Ε. ΝοπΙβη: Είη1βίΙυη§ ίη άίβ Α11βΠιιιηδ\νίδδβηδθ1ιαίΙ, ίβίρζί§]. (Οό«ίη§βη). μ .ε .ε .: Αρθρο «Γλώσσα» στον τόμο «Ελλάς» από τους Χατζιδάκι, Αναγνωστόπουλο, Παντελάκη, Κουρμούλη (Συμπλήρωμα).
κουρμούλης γ.:
μ ε ιιχ ε τ α .,
19133: ΑρβΓςιι (Γυηβ ΜδίοίΓβ ά© Ια 1αη§ιιβ §Γβοφΐ6. (ΡαΓίδ: ΚΙίηοΚδίβοΐΟ.
ΝΐΕΗ0ΡΡ-ΡΑΝΑ0ΐ0Τΐ0ΐδ ι., 1994: Κοίηβ ιιηά ϋί^ΐοδδίβ (λνίβδβαάβη) [Διδ. διατρ.]. ρεκνοτ
Η., 1911: Ό Ή οπι^Γβ & ηοδ ;ίοιΐΓδ. ΗίδΙοίΓβ, έοπ ίιΐΓ β , ΡΓοηοηοίαΙίοη άιι §Γβο (ΡαΓίδ).
ρΐδΑΝί ν., 19732: Μαηιιαίβ δίοποο άβΐΐα 1ίη§ιια §Γβοα. (ΒΓβδοία: Ραίάβία, II Μίοβηβο, δίικίί §ΓαπιιηαΙίοα1ί β 1ίη§ιπδΙΐοί 11).
8<ΓΗ\νγζΕΚ. ε., 1939: Οπβοΐιίδοΐιβ ΟΓαιηπιαΙίΙ*; I. (ΜϋηοΙιβη: Ββοΐί). ΤΗΟΜδΟΝ ο., 1960: Τΐιβ ΟΓββΚ 1αη£ΐια§β. (Οαπι^Γίά^ε: λ¥. ΗβίίηβΓ) [Ελλην. μετάφρ. «Η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα», 1964. (Αθήναι: Εκδοτικό Ινστιτούτο Αθη νών)]. τηιιμβ α., 1901: ϋίβ §Γΐβο1ιίδοΚβ δρΓαοΙιβ ίπι ΖβίΙαΙίβΓ άβδ Ηβΐίβηίδπηίδ. (ΒβΓΐίη:ϋβ ΟπιχΙβΓ). τοννετ η ., 1993: ΗίδΙοίΓβ άη §Γβο πιοάβΓηβ. Ια ίοπηαΐίοη ά’υηβ Ιαη^υβ (ΡαΓίδ: 1 / Αδίαΐΐιβφΐβ) [= Ιστορία τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, μεταφρ. από Χρ. Χαραλαμπάκη (Αθήνα 1995: Εκδ. Παπαδήμα)]. τριανταφυλλίδης μ ., 1938: Νεοελληνική Γραμματική, Ιστορική Εισαγωγή, Άπαντα, τόμ. 3ος (Αθήνα: Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη). χατζιδάκις
Γ.,
1892: Είη1βί1ιιη§ ίη άίβ Νβιι§Γίβο1ιίδθ1ιβ ΟΓαιηιηαΙίΙί. (Ι^βίρζί§).
1905-1907: Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, 2 τόμ. (Αθήναι). [Φωτοτυπ, ανατύπωση 1991, Αθήνα: Εκδ. Βασ. Βασιλείου). χατζιδακις γ., 1915: Σύντομος ιστορία τής ελληνικής γλώσσης. (Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων. Σιδέρης, ανατ. 1967).
χατζιδάκις γ.,
(β) Γραμματικές (ι) Αρχαίας Ελληνικής ΒΚΑΝϋΕΝδΤΕΐΝ >ν., 1954-1966: Οπβοΐιίδοΐιβ δρΓαοΙίλνίδδβηδοΙιαίΙ. (ΒβΓίίη: Οόδοΐιβη). I (1954): Είη1βί1υη§, 1>αυ1δγδ1βηι, Εΐγπιο1ο§ίβ. II (1959): >ΜθΓΐΙ)ί1
270 ο η α ν τ κ α ιν ε ρ., 1948-1953: ΟπιιηιηαίΓβ ΙιοιηόΓκμιβ [I (1948 κ α ι 19583 μ ε ε π ιλ ε γ ό μ ε ν α ) : Ρ Ιιοη βΙίφ ίο ο ί ιηοΓρ1ιο1ο§ίβ, II: δγη1αχβ]. (Ραπδ: Κ ϋηοΐίδίβοΐί).
1897: Αη Μδίοποαΐ Οτε&Ια §ΓαιηιηαΓ οϊιι&ΐΐγ οί ύϊ& Αΐΐίο (ϋαΐβοί (αδ \νπ«οη αη(Ι δροΐίοη ίτοπι οΐ&δδίοαΐ αηΙίφΐίΐγ άο\νη Ιο Ιΐιβ ρι-εδοηΐ Ιίιη©). (ίοηάοη, ανατ. 1968, Ηίΐάβδίιβίιη: Ο. Οΐπΐδ).
ίΑΝΝΑΚίδ α .,
Ελληνική γραμματική [Φωνητική, Μορφολογία τού ονόματος, Μορ φολογία τού ρήματος]. (Πανεπιστημιακές παραδόσεις, πολυγρ. έκδ.).
κουρμουλης γ.:
κϋΗΝΕΚ κ. - Βΐ,Αδδ ρ., 18903-18923; ΑιΐδίϋΙΐΓΐίςΙιβ ΟΓαιηιηαΙίΙς ά&τ §πβο1ιίδθ1ι©η δρπιοΐιβ, Ιι-2: ΕίθΐηβηΙαΓ- ηηά ΡοπηβηΙβΙΐΓβ. (ΗαηηονβΓ: ανατ. ν6Γΐ&§ Ηαηδοΐιβ Βιχοΐιΐι&ηά1ιιη§).
19482: Ττ&ιΙέ ά& §ΓαιηιηαίΓ6 οοπιρ&Γέβ άβδ Ιαη^ιιβδ οΐαδδίφίοδ. (Ραπδ: Οιαιηρίοη).
μ ε ι ι χ ε τ α. - νΕΝϋΚΥΕδ
80Η\νγζΕΚΕ., 1939-1971: Οπβοΐιίδςΐι© Οπιπιιη&ΐίΐί:, τόμ. Ι-ΐν. (Μϋηοΐιεη: Ββοίς). I (1939): Ι^αιιΙΙβΙίΓΟ, λνόΓΐ1)ί1(1ιιη§, Ρΐβχίοη. II (1950): δγηΙαχ ιιηά δγηΙα1ίΙίδθ1ΐ6 δΐίϋδΐίΐί [συμπλ. έκδ. από Α. ϋββπιηηβι:]. III (1953): Κ^ίδίβΓ (Δ. Γεωργακάς). IV (1971): δίβΐΙβηΓβ^ίδΙβΓ. (Ρ. ΚδάΙ). ι., 1949: Ιστορική γραμματική τής αρχαίας Ελληνικής. (Αθήναι: Αθήναιον).
ςταματακος
1980-1996: ΤΙιε Ογ&ιϊιιϊι&γ ο ί ΑΚίο ΙηδοπρΙίοηδ. I. Ρ1ιοηο1ο§γ (1980) II. ΜθΓρ1ιο1ο§γ (1996) (ΒβΓίίη).
τηκεαττε ε .,
νίΕΒΟΚΟ ε .,
1960: Α Ιβηίαΐίνο ΟΓ&πιιηαΓ ο ί Μγο€ηαβαη Οίοβίί. (ΟοΙοβοΓ^).
19242-19302: Ακαδημεικά Αναγνώσματα, 2 τόμ. (Αθήναι). [Φωτοτυπ, ανα τύπωση 1992, Αθήνα: Εκδ. Βασ. Βασιλείου].
χατζιδάκις γ.,
(Η) Αλεξανδρινής - Μεσαιωνικής Ελληνικής ΒΕΑδδ ρ . - ΌΕΒκυΝΝΕΐι α., 1949®: ΟΓαπιιη&Ιί^ άεδ ηοιιίεδίαιηεηΐΐίοΐιεη Οπβοΐιίδοΐι. (ΟοΙΙίη§οη: ναικίβηΐιοοοίί - ΚιιρΓβοΙιΙ) [Αγγλική μετάφραση από τον Κ. ¥ηη\α: Α ΟΐΌβΙί ^γ&ιϊιιϊι&γ οί Ιΐιβ Νβ\ν ΤοδΙ&ιηεηΙ αηά οίΙιβΓ οαήγ οΗπδΙί&η ϋΙβΓαίιΐΓβ. (0απιβπ(ΐ£6 1961: υηίν6ΓδίΙγ ΡΓβδδ)]. 1934: ΟΓαιηπιαΙίΙί ά&τ ^πβοΐιίδοΐιβη Ραργιι αιΐδ ά&τ ΡΙοΙβιηαβΓΖβίΙ (πιίΐ ΕίηδοΜιΐδδ ά&τ §1βίο1ιΖ6ίΙι§6Π ΟδίΓαΚα ηηά άβΓ ίη Α§γρΐ6η νοΓίαδδΙβη ΙπδοΙίΓίίΙβη), τόμ. Ιι, 12,13, ΙΙι, 112,113. (ΒβΓίίη ηηά Ι.οίρζί§: άβ ΟηιγΙβΓ. Φωτομ. ανατ. 1970) [τόμ. II: β' έκδ. (19702) από τον Η. δοΐιιηοΐΐ].
ΜΑΥδΕΚ ε.,
19742: ΟΓ&ΐϊΐΐϊΐ&ΙίΚ άεν ΒγζαηΙίηίδθ1ΐ6η (ϋΙιΐΌηΐΙίεη. (ΟόΙΙίη§βη: ναηάβηΐιοβςΐί ΚιιρΓβοΙιΙ).
ψάλτης στ.,
(Ηί) Νέας Ελληνικής ΗουδΕΗΟΕϋΕΚ ρ. - ΚΑΖΑΖίδ κ. - κουτδουϋΑδ α., 1964: ΚείβΓοηο© §Γαιηιη2ΐΓ οί ϋί6Γ&Γγ ϋΜιηοΐίΐά (Βΐοοιηίη§Ιοη: Ιηάιαηα υηίν6ΓδίΙγ). - μ π αμ πινιώ της γ.: Γραμματική τής Νέας Ελληνικής, ΔομολειτουργικήΕπικοινωνιακή, I: Το όνομα τής Νέας Ελληνικής (1996), II. Το ρήμα τής Νέας Ελληνικής (1999), III. Τα επιρρηματικά στοιχεία (2001) (Αθήνα, εκδ. «Ελλη νικά Γράμματα»).
κλαιρης χρ .
μικαμβεε α .,
1959: ί α 1&η£ΐΐ6 ΟΓΟφίε ιηοάοΓη©. Ό εδ ο π ρ Ιίο η βΐ αηα1γδβ (Ραπδ: ΚΙίηοΚδίοοίί) [Ε λ λη ν. μ ε τ ά φ ρ . Σ τα μ . Κ. Κ α ρ α τ ζά : Η ν έ α ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α . Π ε ρ ιγ ρ α
271
φή και ανάλυση. (Θεσσαλονίκη 1978: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη)]. μ π α μ π ι ν ω τ η ς γ. - κ ο ν τ ο ς π., 1967: Συγχρονική Γραμματική τής κοινής νέας Ελλη νικής (Θεωρία - Ασκήσεις). (Αθήναι). τ ριαντ α φ υ λλίδη ς μ . κ.ά. (1941): Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής) (Αθήναι Ο.Ε.Σ.Β. ανατ. 1978). τ ς ο π α ν α κ η ς α γ ., 1994: Νεοελληνική Γραμματική (Εκδ. Θεσσ/νίκη: «Αφοί Κυριακίδη» και Αθήνα: «Βιβλιοπωλείο τής Εστίας»). χ α τ ζ ιδ α κ ις Γ., 1892: Είη1βί1ιιη§ ίη άίβ Νειι^πβοΜδοΙιε ΟΓαιηπιαΙίΙί. (Ι.βίρζί§, α ν α τ . 1977). υΕυΜΑΝΝ
μ.
-
ηο ρμ ανν
(ίν) Λατινικής 1926-285: Ι-αΙβίηίδοΙιβ ΟΓαιηιηαΐίΙί. Α τόμ.
ι. - δτοι,ζ - δΟΗΜΑίζ,
(Μϋηοΐιοη: Βοοίί). ςκ α ςς η ς ΕΡΡ, 1969-1975: Ιστορική γραμματική τής λατινικής γλώσσης, 2 τόμ. (Αθήναι). (γ) Φωνητική - Φωνολογία 19843: νόχ ΟΓαεοα. Α £ΐπάβ Ιο Ιΐιβ ρΓοηιιηοίαΙίοη οί (ϋΐαδδίοαΐ Οτ&εΐί. (Οαιηβπφ*©: ΤΗ© υηίν. ΡΓβδδ). [Ελλην. μτφρ. από Μ. Καραλή και Γ. Παράσογλου, Θεσ/νίκη 2000, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη]. α ι χ ε ν \ν., 1973: Αοοβηί αηά Γΐιγ(1ιπι. ΡΓΟδοάίο ίβαίιΐΓ©δ οί ίαΐίη αηά ΟΓββΙί: Α $ίηάγ ίη ύι&οτγ αηά ίβοοηδίπιοΐίοη. (0αιηΙ)Π(!£6: Τΐιβ ϋηίν. ΡΓβδδ). β α ιχ υ α ι ., 1945: Μαηιι©1 ά’αοοβηΐιιαίίοη §Γβθ(μΐ6. (ΒβΓηβ: Ρ Γ αηο^ ε). β α κ το νε κ α ., 1966: ϋβνβίοριηβηΐ οί Ιΐιβ 1οη§-νο\νβ1 δ^δίοπι ίη Αηοίβηΐ θΓβ©1ί άίαΐβοΐδ. (ΡΓα^ιιβ: ΟρβΓα υηίν. ΡιΐΓΐίγηίαηα6 Βπιηεηδίδ). ο κ α μ μ ο ν τ μ ., 1948: Ρΐιοηέΐίφΐβ άυ § γ©ο αηοί©η. (Ραπδ: ϋβ1α§Γανβ). ίΕίΕυΝ Ε μ ., 19722: ΡΗοηβΙίφΐβ ΜδΙοπφΐβ άιι ηιγοβηίβη ο ί άιι § γ©ο αηοίεη. (Ραπδ: ΚΐίηςΚ-
α ι χ ε ν \ν.,
δίβοΚ).
1972: Ρΐιοηοΐο^ίβ άχχ £Γβο αΚίφΐβ (Τΐιβ Ηα§ιιβ). μ π α μ π ιν ιώ τ η ς γ., 1985: Ιστορική Γραμματική τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας. I. Φωνολογία (Αθήνα). δτυκτενΑ Ν Τ ε ., 19402: Τΐιβ ρΓοηυηοίαΙίοη οί ΟΓβοΙί αηά Ι,αίίη. (ΡΜΙαάβΙρΜα). ΤΕΟϋΟΚδδΟΝ δ.-τ., 1974: ΤΗβ Ρΐιοηειηίο δγδίεηι οί ύι& ΑΙΙίο ϋίαΐβοΐ 400-340 Β .ϋ . (ΟόΙοβοΓ^). ΤΕΟϋΟΚδδΟΝ δ.-τ., 1977: Τΐιε Ρ1ιοηο1ο§γ οί Ρΐοίβιηαίς Κοίη© (ΟοΙ©βθΓ§). ΤΕΟϋΟΚδδΟΝ δ.-τ., 1978: ΤΗ© Ρΐιοηο1ο§γ οί Αΐίίο ίη Ιΐι© Η©11©ηίδΙίο Ρβποά (ΟοΙ©βθΓ§).
ιλιρα§ ι .,
(δ) Μορφολογία ΟΗΑΝΤΚΑΙΝΕ ρ., 19612: ΜοΓρΙιοΙο^ίβ ΜδΙοπφΐ© άιι 6 γ©ο. (ΡαΓίδ: Κΐίηο^δίοοίΟ. [Ελλην. μτφρ. από Ν. Αγκαβανάκη: Ιστορική μορφολογία τής Ελληνικής, 1990, Αθήνα: Καρδαμίτσα]. ο η α ν τ κ α ιν ε
ρ., 1933:1,α ίοΓπιαίίοη ά©δ ηοηΐδ ©η Ογ©ο Αηοί©η. (ΡαΓίδ: Κΐίης]<:δί©ο1ί, α ν α τ .
1968).
272
ϋΕΒΚϋΝΝΕΚ α., 1917: ΟπβοΜδοΙιβ \νόΓΐΙη1(!ιιη£δ1β1ΐΓβ. (Ηβκ!β11)βΓ§: Ο. ^ίηΙβΓ).
(ε) Σύνταξη ΗΑνΕΚδ\ν., 1931: ΗαηάβιιοΙι άετ ειΊίΙ&Γεηάβη δγηίαχ. (Ηβί(!βΗ)βΓ§: Ο. \νίηΐ6Γ). ΗυΜΒΕΚτ ι., 19603: δγηίαχβ £Γ60 φΐβ. (ΡαΓίδ: Κϋηοΐίδίβοΐί). [Ελλην. μετάφρ. τής β' εκδ. (1954) από τον Γ. Κουρμούλη: Συντακτικόν τής αρχαίας ελληνικής γλώσσης. (Αθήναι: 1957)]. κΟηνεκ κ. - οεκτη β., 18983-19043: ΑιΐδίϋΙΐΓΐίοΙιβ ΟΓαιηιηαΙίΙς άβΓ £Π6θΙιίδθ1ιβη δρΓαοΙιβ, τόμ. ΙΙι-2: δαΙζΙβΙΐΓβ. (ΗαηηονβΓ. Ανατ. 1966, νβΓΐα§ Ηαηηδοΐιβ Βιιο1ι1ιαη(11ιιη§). 80Η\νγζΕΚ ε. - ϋΕΒκυΝΝΕΚ α., 1950: δγη1αχ ηηά δγηΙα!αίδο1ιβ δΐίϋδΐίΐ*:. [Ο β' τόμ. τής Οπεοΐιίδΐιε ΟΓαπιπιαΙίΙί]. (Μϋηοΐιβη Ββοΐί). \νΑθΚΕΚΝΑθΕί ΐ., 1920-24: νόΓΐβδυη§βη ϋββΓ δγη1αχ πιίΐ ββδοηάβΓβΓ ΒβΓϋοΙίδίο1ιΐί§ιιη£ νοη Οπβοΐιίδοΐι, ίαΐβίηίδοΐι ιιηά ϋβιιΐδοΐι, τόμ. 2 (Βαδβΐ).
(στ) Λεξικά ί. Ερμηνευτικά λεξικά α) Όλης τής Ελληνικής δημητρακος δ .,
(εκδ.), 1933-1959: Μέγα Λεξικόν όλης τής ελληνικής γλώσσης, 9 τόμ. (Αθήναι: Εκδ. «Δομή»).
εγκυκλοπαίδεια παπυρος-λαρους-μπριταννικα,
1981-1996: Ερμηνευτικό και ετυμολογι κό λεξικό τής ελληνικής γλώσσας (Αθήνα: Πάπυρος) [Λεξικό όλης τής Ελλη νικής εντεταγμένο στην Εγκυκλοπαίδεια]. β) Αρχαίας Ελληνικής
ΟΗΑϋλνιοκ ι. - ΒΑυΜΒΑΟΗ ί., 1983: Τΐιβ Μγοβηαβαη ΟΓεεΚ νοοαβιι1αΓγ. ΟΙοΚα 41,157-271.
ΙΛΌΌΕ1Λ. - δΟΟΤΤ - ΙΟΝΕδ - ΜοΚΕΝΖΙΕ, 19409: Α 0Γ6β1ί-Εη£ΐίδίΐ 1.6X10011. (ΟχίοΓά: ΑΙ Ιΐιβ ΟίαΓοηάοη ΡΓβδδ). [Συμπλήρωμα τού έργου από τον ε. βακβεκ: ΟΓββΚ - Επ§1ίδ1ι ίβχίοοη. Α δνιρρίοιηβηΐ (Οχίοπΐ 1968). Νέα έκδ. 1996, με ενσωματωμένο, ανα θεωρημένο και διευρυμένο -κ α ι με τύπους τής Γραμμικής Β - το συμπλήρω μα, από τον ρ.ο.\ν. ο^ακε]. Μοκρυκοο α., 1963: Μγοβηαβαβ ΟΓαβοίΙαΙίδ Ι,βχίοοη. (Κόπια: Αΐΐιβηαβυιη). μοςχος ξ. - κωνςταντινιδης μ.,
1901-4: Μέγα λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης, 2 τόμ. [Μετάφραση τού Α θΓββ1ί-Εη§1ίδ1ι ίβχίοοη τής 7/8ης εκδ. (1897) με συμπλη ρώσεις και προσθήκες]. (Αθήναι: Σιδέρης). [Συμπλήρωμα τού έργου από τους Κ. Γεωργούλη - Π. Γεωργούντζο, 2 τόμ. (Αθήναι 1972-77: Σιδέρης)].
ςταματακος ΐ.,
1949: Λεξικόν αρχαίας ελληνικής γλώσσης. (Αθήναι: Δημητράκος). γ) Αλεξανδρινής - Μ εσαιωνικής Ελληνικής
βαιιεκ
\ν., 19585: ΟπβοΜδοΙι - ϋβιιΐδοΐιβδ ^όΠβΓβιιοΙι ζυ άβη δοΐιπίΐβη άβδ Νβιιβη ΤβδΙαιηβηΙδ ιιηά άβΓ ΐιΙ)π§βη ιίΓοΙιπδΙϋοΙιβη ΟΐβΓαΙιΐΓ. (ΒβΓίίη: Α. Τορβίπιαηη). [Μεταφράστηκε στην Αγγλική από τους ακνοτ \ν. - οινοκκή \ν., 1979: Α ΟΓββΙίΕη§1ίδ1ι 1>6χΐοοη ο ί Νβ\ν ΤβδΙαπιβηΙ αηά οίΙιβΓ Εατίγ ΟΙιπδΙίαη ΐΛίβΓαίιΐΓβ. (ίοικίοη: Τΐιβ υηίνβΓδίΙγ ο ί Οΐιίοα^ο ΡΓβδδ)].
273
1688: Ο ΐο δ δ & π ιιπ ι αά δοπρίοΐΌ δ ΐϊΐοάΐΕβ ο ί ΐη ίίπ ΐίΐβ ΟΓαβοίίαΙίδ. ( ία § ά υ η ί ) . [Ανατ. Οτοίζ 1958]. κ ρια ρα ς ε ., 1969-97: Λεξικό τής Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), 14 τόμ. Α- παραθήκη. Ο 13ος τόμ. περιέχει βιβλιογραφία και ευ ρετήρια των δώδεκα προηγούμενων τόμων (Θεσσαλονίκη). ιλ μ ρ ε ο., 1961: Α Ρ& ΙπδΙίο ί β χ ί ο ο η . {Οχϊοτά: Αί Λβ ΟΙ&Γοηάοη ΡΓβδδ). ΡΚΕΙ8ΙΟΚΕ (-ΚΙΕ88ΠΝΟ), 1925-31: >^δΓΐ6Γΐ)υο1ι άετ ^πβοΜδΙιβη ΡίφΥπίδΐΐΓίαιηάβη, 3 τόμ.
ϋ υ οανοε,
(Β βΓ ίίη).
δΟΡΗΟΟ-Εδ (=ΕΥΑΓΓΕΛίΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ), 1887: ΟΓββΙί 1.6X10011 ο£ Ιΐιβ Κοπιπη & ΒγζαηΙίη6 ροποάδ (£γοπι 146 Β.Ο. Ιο 1100 Α£>.) (Νβ\ν ΥογΚ). [Ανατ. Νβνν Υογ^, Ρ. υη§αΓ, χ. χρον.].
δ) Νέας Ελληνικής (εκδ.), 1933-1989: Ιστορικόν Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής, τής τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων, 5 τόμ. (Α - δακτυλωτός). (Αθήναι: Εκδ. «Εστία»). βλ α ςτο ς π., 1931: Συνώνυμα και συγγενικά, τέχνες και σύνεργα. (Αθήναι: Εκδ. «Εστία»). Νέα έκδοση 1989, (Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α.), συμπλήρωμα τού πρώτου λε ξικού από τα κατάλοιπα τού συγγραφέα, με κατάταξη, καταγραφή και πρό λογο τής Άλκ. Σουλογιάννη. βοςταντζογλου θ ., 19622: Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν τής νεοελληνικής γλώσσης. (Αθήναι: Εκδ. «Πατρίς»). δ α γ κ ιτ ς η ς κ., Λεξικό των συνωνύμων. (Αθήναι: Εκδ. Βασιλείου). δ α γ κ ιτ ς η ς κ., Λεξικό των επιθέτων και επιθετικών προσδιορισμών τής Νεοελληνικής (Αθήναι: Εκδ. Βασιλείου). δη μ ητρα κ ος δ ., (εκδ.), 19642: Νέον Λεξικόν Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν όλης τής ελληνικής γλώσσης. [Επιτομή τού μεγάλου 9τομου «Λεξικού όλης τής Ελλη νικής γλώσσης]. (Αθήναι: Δημητράκος). ιν στιτο ύ το ν ε ο ε λ λ η ν ικ ώ ν ςπ ου δω ν , (εκδ.), 1998: Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής. (Θεσσαλονίκη). κουμ ανουδης σ ., 1900: Συναγωγή νέων λέξεων υπό τών λογίων πλασθεισών από της αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, 2 τόμ. (Αθήναι: Π.Δ. Σακελλαρίου). [Ανατ. Αθήναι 1980: Εκδ. «Ερμής» με πρόλογο τού Κ.Θ. Δημαρά]. κ ρια ρα ς ε μ μ ., 1995: Νέο Ελληνικό Λεξικό τής σύγχρόνης δημοτικής γλώσσας (Αθή να: Εκδοτική Αθηνών). μ π α μ π ιν ιώ τ η ς Γ., 20022: Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας. (Αθήνα: Εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας). μ πουτουρας α ., 1912: Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα Ιστορικώς και γλωσσολογικώς ερμηνευόμενα (Αθήναι). «π ρ ω ία ς » 1933: Λεξικόν τής ελλήνικής γλώσσης, 3 τόμ. (Αθήναι: Δημητράκος). ςταματακος ι., 1949: Λεξικά τής νέας ελληνικής γλώσόης, 3 τόμ. (Αθήναι: Δημητράκος). τεγοπουλος - ΦΥΤΡΑΚΗΣ, 1997: Μείζον Ελληνικό Λεξικό (Διεύθυνση Μ. Μανδαλά). (Αθήνα).
α κ α δη μ ία α θ η ν ω ν
274
2. Αντίστροφα λεξικά Βυοκ ο.
- ΡΕΤΕΚ5ΕΝ \ν., 1945: Α ΓβνβΓδβ ίηάεχ ο ί ΟΓββΚ ηουηδ αηά αφβοΐίνβδ. (Ο1ιίοα§ο. Τΐιβ υηίν. ο ί 01ιβςα£θ ΡΓβδδ). [Ανατ. 1970 Ηίΐάβδίιβίιη: Ο. Οΐπΐδ].
ΗΑΝ8ΕΝΒ.,
1957: Κ.ϋοΜααίί§βδ >ΜδΓΐβΓΐ)ΐιο1ι άβΓ §πβο1ιίδθ1ιβηΈί§βηηαιηβη. (ΒβΓίίη).
κουρμουλης γ., 1967: Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής. (Αθήναι). ΚΚΕΤ80ΗΜΕΚ. ρ. - ίΟΟΚΕΚ ε., 1944: Κϋ(±1αιιίί§βδ ^όΠβΓβιιοΙι άετ £πβο1ιίδο1ιβη δρΓαοΙιβ Ο^ίβη). [Ανατ. 1963 με προσθήκες από τον Ο. Κίδδβι*].
3. Ετυμολογικά λεξικά α) Ινδοευρωπαϊκής Βυοκ ο., 1949: Α (ϋοΙίοηαΓγ ο ί δβίβοίβά δγηοηγπΐδ ίη Ιΐιβ ρπηοίραί Ιηάο-ΕιίΓορβαη 1αη§ιια§βδ. (ΟΜοα^ο: Τΐιβ υηίν. ο ί ΟΜοα^ο ΡΓβδδ). ροκοκνυ
ι., Ιηάο§βπηαηίδο1ιβδ Εΐγιηο1ο§ίδθ1ιβδ λνοηβΓβιιοΙι, 2
τόμ.
(ΒβΓη. ΡΓαηΙεβ) [II:
Κβ£ίδΙβΓ].
οκΑΝΏδΑίΟΝΕδ ϋΉΑυτΕΚίνΕ, 1949: ΟίοΙίοηηαΐΓβ άβδ Γαοίηβδ άβδ Ιαη^ιιβδ ΕιίΓορόβηηβδ (Ραπδ: Ι,αΓΟίΐδδβ).
α νδριω της ν .,
(β) Ελληνικής 19833: Ετυμολογικό Λεξικό τής Κοινής Νεοελληνικής. (Θεσσαλονίκη).
ΒΟΐδΑΟΟε., 19504: ΟίοΙίοηηαίΓβ 6ΐγιηο1ο§ί(μιβ άβ Ια Ιαη^ιιε §Γβθφΐβ. (Ηβί<1β11)βΓ§). 1968-1980: ΟίοΙίοηηαίΓβ 6ΐγιηο1θ£ίςιιβ άβ Ια 1αη§ιιβ §Γβθφΐβ. ΗίδΙοίΓβ άβδ ιηοΐδ, 2 τόμ. (Ραπδ: ΚΐίηοΚδίβοΙί).
οηαντκαινε ρ.,
κ., 1978-1984: Ετυμολογικό Λεξικό τής Νεοελληνικής, τόμ. α' (Α-Κ), (1978), τόμ. (Λ-Π) (1984). (Αθήνα: Βασιλείου). ρκίδκ η., 1960-1972: ΟπβοΜδοΙιβδ βΙγπιο1θ£ίδθ1ιβδ >ΜδηβΓΐ)ΐιο1ι, 3 τόμ. (Ηβίάβ11>βΓ§ Ο.
δαγκιτςης
\νίηϋ6Γ) [III: ΝαοΗίχα§6 - \νοΓΐΓβ§ίδΙβΓ - €οιτί§βη<1α - Ναοϊι\νοΓί].
1949: ΕΙγηιο1ο§ίδοΙιβδ >νοιΐβΓΐ)ΐίθ1ι άβδ ΟπβοΜδοΙιβη. (Μϋηοΐιβη: Κ. ΟΙάβηβοιΐΓ§). [= Ετυμολογικόν Λεξικόν τής Αρχαίας Ελληνικής. Μετάφρ. Αντ. Παπανικολάου (Αθήναι 1974)].
η ο ρμ ανν
γ) Λατινικής ΕΚΝουτ α. - μ ε ι ι χ ε τ α., 19513: ϋίοΙίοηηαίΓβ 6ΐγιηο1ο§ίφΐβ άβ Ια 1αη§ιιβ ΙαΙίηβ, 2 τόμ.
(Ραπδ: ΚΐίηοΚδίβοΚ). \νΑυ>Ε α . -
ηο ρμ ανν ί., 1956-1972: ίαΐβίηίδοΐιβδ Ε1γπιο1ο§ίδθ1ιβδ ΑΜδΓΙβΓβιιοΙι, 3 τόμ. [III: Κβ§ίδΙβΓ] (Ηβίάβ11)βΓ§: Ο. \νίηΙβΓ).
275
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ..........................................................................................................
5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ............................................................................................. ..............
7
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ................................................................ Προεπιστημονική γλωσσολογία......................................................................... Φιλοσοφική γραμματική.............................................................................. Στωικοί.......................................................................................................... Αλεξανδρινοί γραμματικοί........................................................................... Αττικιστές..................................................................................................... Γλωσσικές συγκρίσεις.................................................................................. Αιολική υπόθεση......................................................................................... . Αιολοδωρική θεωρία....................................................................................
23 25 25 27 28 29 29 30 30
Επιστημονική γλωσσολογία............................................................................... Υπόθεση περί κοινής μητέρας γλώσσας: \ν. ιονε5......................................... Συγκριτική γραμματική: ρκ. νοΝ δΟΗΐ-ΕΟΕί..................................................... ρκ. βορρ: Ο ιδρυτής τής συγκριτικής γλωσσολογίας.... ...............................
32 32 32 33
Συγκριτική γλωσσολογία................................................................................... Θεωρητική βάση........................................................................................... Συγκριτική και Ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία............................................. Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή - Επανασύνθεση - Φωνολογικοί νόμοι................... Είδη επανασυνθέσεως - Δείγματα «εξωτερικής επανασυνθέσεως»........ ...
33 33 35 35 36
Ιστορική γλωσσολογία....................................................................................... Αντικείμενο - Μέθοδοι ιστορικής γλωσσολογίας........................................ Δείγματα «εσωτερικής επανασυνθέσεως»...................................................
39 39 39
Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.......................................................................... ........... Γλωσσικές οικογένειες.......................... ...................................................... Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια...........................................................................
42 42 45
276
Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες................................................................................45 Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή.....................................................................................45 Ελληνική....................................................................................................... ..46 Ιταλική............................................................................................................46 Αρχαία Ινδική............................................................................................... ..48 Ιρανική......................................................................................................... ..49 Γερμανική..................................................................................................... ..49 Αρμενιακή................................................................................... ...................50 Χεττιτική................................................ ........................................................51 Αλβανική...................................................................................................... ..51 Βαλτοσλαβικές γλώσσες.............................................................................. ..51 Κελτικές γλώσσες......................................................................................... ..53 Τοχαρική....................................................................................................... ..53 Η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων........................................................................53 Ο όρος «Ινδοευρωπαϊκός»..............................................................................54 Γενικά χαρακτηριστικά τής ΙΕ γλώσσας .. ....................................................55 Το φωνολογικό σύστημα τής ΙΕ................................................................... ..55 Φωνήεντα..................................................................................................... ..55 Δίφθογγοι...................................................................................................... ..55 Ημίφωνα......................................... ................................................................56 Σύμφωνα.........................................................................................................56 Ληκτικά σύμφωνα........................................................................................ ..57 Τονισμός........................................................................................ ............... ..57 Μεταπτώσεις...................................................................................................57 Γενικά περί του μορφολογικού συστήματος τής ΙΕ.................................... ..59 Σύνταξη.................................................................................. γ........................62 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ................................................................ ..63 Πρωτο-ελληνική....................................................................................................65 Προελληνική.........................................................................................................69 Η έννοια τού υποστρώματος..........................................................................69 Επιστημονική ετυμολογία και παρετυμολογία..............................................70 Θεωρίες περί προελληνικού υποστρώματος................................................ ..71 «Παλαιά θεωρία κκετ5(:ημεκ»........................................................................71 Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή θεωρία («νεότερη θεωρία κκΕΤδαίΜΕΚ»).................. ..73 «Θρακοϊλλυρική / Ινδοευρωπαϊκή θεωρία»...................................................74 Πηγές τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας.......................................................76 Περίοδοι τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας................................................ ..79 Επιγραφή τού Διπύλου....................................................................................79 Η αποκρυπτογράφηση τής γραμμικής γραφής Β'...........................................80 Διαίρεση τής ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας σε περιόδους..... ................80 Γραφές - αλφάβητα.... ............................................. .......................................... ..83 Γραφές - αλφάβητα τής Ελλάδος......................... .........................................83 Γραμμική γραφή Β'....................................................................................... ..83 Μυκηναϊκή γραφή και γλώσσα......................................................................83 Κανόνες γραφής............................................................................................ ..84
277
Ελληνικό αλφάβητο........................................................................................87 Χρόνος εισαγωγής........................................................................................ ..87 Δομή τού ελληνικού αλφαβήτου.................... ................................................88 Εξέλιξη τού ελληνικού αλφαβήτου.............................................................. ..89 Προέλευση τού ελληνικού αλφαβήτου........................................................ ..89 Αρχαία Ελληνική................................................................................................ ..95 Γενικά..............................................................................................................97 Οι γνώσεις μας για την αρχαία ελληνική γλώσσα............ ........................ ..97 Λογοτεχνικές διάλεκτοι................................................................................ ..98 Η γλώσσα των ομηρικών επών..... ...................................................................... 99 Γενικά............................................................................................................ 99 Θεωρίες για τη γλώσσα των επών............................................................... 100 Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι...... ...................................................................... Γενικά............................................................................................................ Ταξινόμηση των ελληνικών διαλέκτων........................................................ Γενικά χαρακτηριστικά των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων...................... Ιωνική-Αττική διάλεκτος.............................................................................. Αχαϊκή διάλεκτος.................... ..................................................................... Βορειοδυτική / Δωρική διάλεκτος................................................................
102 102 102 105 105 107 109
Αλεξανδρινή Κοινή (3ος αι. π.Χ.-6ος αι. μ.Χ.)................................................... Γενικά.................................................................................................. .......... Η δημιουργία τής Αλεξανδρινής Κοινής..................................................... Πηγές τής Αλεξανδρινής Κοινής..................................................................
111 113 114 118
Δομικά χαρακτηριστικά τής Αλεξανδρινής Κοινής.......................................... Φωνολογικό επίπεδο..................................................................................... Φωνήεντα..................................................................................................... Δίφθογγοι...................................................................................................... Σύμφωνα....................................................................................................... Κλειστά σύμφωνα.................. ...................................................................... Σίγηση τού δασέος πνεύματος..................................................................... Τα διπλά σύμφωνα....................................................................................... Φωνηματοποίηση τού /ζ/.............................................................................. Τονισμός και προσωδία................................................................................ Τόνοι και πνεύματα...................................................................................... Μορφοσυντακτικό επίπεδο........................................................................... Μεταβολές στο σύστημα τού ρήματος........................................................ (ί) Περιφραστική εκφορά.............................................................................. (ϋ) Εγκλίσεις................................................................................................. (ίπ) Δομικές ενοποιήσεις (απλοποιήσεις)..................................................... Μεταβολές στο σύστημα τού ονόματος.......................................................
120 120 120 121 125 125 129 130 131 131 133 135 135 136 139 141 144
Μεσαιωνική Ελληνική (6ος αι.-18ος αι.)........................................................... 147 Γενικά............................................................................................................ 149
278
Πηγές τής μεσαιωνικής Ελληνικής............................................................. Πρώιμη βυζαντινή περίοδος...................................................................... . Όψιμη βυζαντινή περίοδος................................ ..... .................................... Μεταβυζαντινή περίοδος................................................... ..........................
151 151 152 154
Γλωσσικές εξελίξεις τής μεσαιωνικής περιόδου.............................................. Φωνολογικό επίπεδο....................................................................... ............. Ιωτακισμός τού υ ......................................................................................... Συνίζηση.................................................................. ..................................... Συγκοπές φωνηέντων...................................................................... ......... ... Σίγηση τού ληκτικού -ν................................................................................ Μορφοσυντακτικό επίπεδο.................................................... ...................... Ονόματα.......................................................................................................
156 156 156 157 157 159 160 160
Το γλωσσικό ζήτημα και η εξελικτική πορεία τής ελληνικής γλώσσας.......... 165 Ιστορική εξέλιξη........................................................................................... 168 Κριτική επισκόπηση..................................................................................... 201 Σημειώσεις................................................................................................... 207 Βιβλιογραφία.................................................................................................220 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ...................................................................................................227 1. Διάγραμμα τού φωνολογικού συστήματος τής αρχαίας Ελληνικής............. 229 (ί) Φωνήεντα.......................................................................................... ....229 (ϋ) Δίφθογγοι............................................................................................... 230 (πί) Σύμφωνα................................................................................. :...............230 2. Διάγραμμα τού φωνολογικού συστήματος τής Νέας Ελληνικής...>...............231 (ί) Φωνήεντα.............................................................................................. 231 (π) Δίφθογγοι............................................. ..................... ............................231 (πί) Σύμφωνα............................................................................................. . 232 3. Δείγματα επιγραφικών, παπυρικών και άλλων κειμένων................................ 233 Α. Αρχαία Ελληνική......................................................................................235 Ιωνική - Αττική διάλεκτος....................................................................... 235 Αχαϊκή διάλεκτος..................................................................................... 239 Βορειοδυτική / Δωρική διάλεκτος.......................... .................................242 Β. Αλεξανδρινή Ελληνική.............................................................................244 Γ. Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική.................................................................250 ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
267