ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΡΗΣ ΑλΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ
• •
•
•
•
•
• •
ΣΑΤΎΡΙΚΟΝ
Μuθιστόρημα τοu
lou
μ.Χ. αΙώνος
άγνώστοu σuγγραψέως
πού λεγότανε πιθανότατα Τ(τος Πετρώνιος η Γάιος Πετρώνιος η Πετρώνιος Διαιτητής
(άποκαλούμενος καΙ «Διαιτητής Κομψότητος» δηλονότι «'Ηγεμών τών κομψεuομένων))) η ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ νέτα-σκέτα.
Μεταψρασμένο προλογισμένο
καΙ σχολιασμένο άπό τόν ~Apη Άλεξάνδροu
πρός τέρψιν, διασκέδασιν καΙ σuμμόρψωσιν τών άπανταχοu Έλλήνων.
•
•
© 'Εκδόσεις Νε<ρέλη, Μαυρομ.ιχάλη
9
τηλ.
3607744 - 3639962
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ •
ΣΑΤΎΡΙΚΟΝ Μετάφραση 'Άρης 'Αλεξάνδρου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ ΑΘΗΝΑ
1985
•
•
•
, •
•
•
•
•
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ·
Ή μόνη βεβαιότης Τό μόνο σίγουρο, εΙναι δτι σώθηκε ως τίς μέρες μας ένα χειρόγραφο (μέ πολλά κενά, δίχως αρχή καί τέλος) μέ τόν τί τλο ((Σατυρικόν;;. Γνωρι'ζουμε tπίσης δτι ή ((εκμετάλλευση;;
τού κειμένου, θά πρέπει νά αρχισε τόν
40 μΧ.
αΙώνα. Τόν
70
αΙώνα τό χειρόγραφο θά πρέπει νά εlχε ηδη τή σημερινή του μορφή. Οι' ανθολόγοι καί οι' συγγραφείς τού Μεσαίωνα, δπως ό 7ωάννης τού Σαλίσμπουρυ (επίσκοπος τής Σάρτρ τόν
αΙώνα) καί ό Βικέντιος τού Μπωβέ (πού πέθανε τό
120 1264)
κρατήσανε στά χέρια τους τό ίδιο αφήγημα, πού κατέχουμε ,
-
και μεις.
Κατά τά αλλα, μόνο ύποθέσεις μπορούμε νά κάνουμε, τόσο γιά τόν συγγραφέα, δσο καί γιά τήν εποχή πού γράφτηκε
, " το εργο.
<Υπόθεση πρώτη: Ό Πετρώνιος ήταν αυλικός τού Νέρωνα Πολλοί καί σοφοί μελετητές ύπoaτήριξαν τήν αποψη δτι τό ((Σατυρικόν;; εΙναι έργο τού Πετρώνιου, πού αναφέρει ό Τάκιτος aτά ((Χρονικά;; του, δπου λέει τά έξής στό κεφάλαιο
16
παράγραφοι
17
μέ
20:
17. Μέσα σέ λίγες μέρες, έπεσαν διαδοχικά, ό ~νναιoς Μέλα, ό Σεριάλης ~νίκιoς, ό Ρούφριος Κρισπίνος καί ό Πε-
,
τρωνιος.
18.
Όσο γιά τόν Γάιο Πετρώνιο, αξι'ζει νά ασχοληθούμε
διεξοδικότερα μέ τήν περίπτωσή του. Elχε αφιερώσει τίς μέ ρες του aτόν ϋπνο καί τίς νύχτες εκτελούσε τά καθήκοντά του
η διασκέδαζε. ~ντίθετα από πολλούς, πού χρωστάνε τή φήμη
8
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
τους στήν έργατικότητά τους, αύτός τήν χρώσταγε στήν όκνη ρία του. Όμως, κανείς δέν σκέφτηκε νά τόν πε{ ακόλαστο,
ούτε καί έκκεντρικό, γιατί ηξερε νά ξοδεύει τά λεφτά του καί εlχε αναγάγει σέ τέχνη τήν φιληδονία του. Μιλούσε καί συμ
περιφερότανε μέ τόση άπλότητα καί ήταν πάντα του τόσο συνεπαρμένος, ωστε σέ επειθε πώς δέν τό 'χε καθόλου σκοπό
νά έπιδειχτεΙ Ήξερε καί εντυνε τήν κάθε του πράξη μέ μιά φυσική ανεμελιά. Ώστόσο, δταν εγινε ανθύπατος τής Βιθυνίας καί αργότερα ϋπατος, αποδείχτηκε αύστηρός καί ικανός διοι κητικός ύπάλληλος. Ύστερα, έπιστρέφοντας στίς παλιές του συνήθειες, η ύποκρινόμενος δτι ξαναρχι'ζει τάχα μιά ζωή κραι
πάλης, εΙδε νά τού ανοίγεται ό δρόμος πού τόν όδήγησε στόν στενό κύκλο τών συνδιασκεδαστών τού Νέρωνα, δπου καί ε γινε ((Διαιτητής τής ΚομψότητοςJJ. Ό Νέρων, εχοντας νά δια
λέξει ανάμεσα σέ χίλια πράγματα καί μήν ξέροντας τί νά προ τιμήσει, εφτασε να θεωρε{ διασκεδαστικό η καλόγουστο, μόνο αύτό πού τού συμβούλευε ό Πετρώνιος. Τό αποτέλεσμα ήταν νά φουντώσει ό φθόνος τού Τιγγελίνου έναντίον του, γιατί ε βλεπε στό πρόσωπο τού Πετρώνιου εναν αντίπαλο, ανώτερό του στήν τέχνη τών ήδονών. Γνωρι'ζοντας τό εύαίσθητο ση μεισ τού Α ύτοκράτορα, πού ή σκληρότητα καί ή φιλαρχία του
ήταν Ισχυρότερες από δλα τά αλλα πάθη του, διέβαλε τόν Πε τρώνιο, λέγοντας πώς εΙναι στενός φίλος τού Σκαιβίνου. Δω ροδόκησε μάλιστα καί εναν δούλο τού Πετρώνιου νά μαρτυ ρήσει έναντίον του, ερριξε τούς αλλους του δούλους στή φυλα
κή καί φρόντισε νά μή δοθε{ τό δικαίωμα στόν κατηγορούμενο
νά απολογηθεΙ 19. Κείνες τίς μέρες, ό Αύτοκράτορας εlχε πάει νά έπι σκεφτε{ τήν Καμπανία καί ό Πετρώνιος τόν ακολούθησε ως
τήν Κύμη, δπου καί πήρε διαταγή νά παραμείνει. 'Αρνήθηκε νά περιμένει τήν μοιραία λύση, γιατί δέν τού αρεσε ή τdλάν τευση ανάμεσα στήν έλπίδα καί στόν φόβο. 'Από τήν αλλη με ριά, δέν ηθελε νά τερματίσει απότομα τή ζωή του. ':4 νοιξε τίς φλέβες του, ϋστερα τίς εκλεισε καί τίς ξανάνοιγε κάθε τόσο, κουβεντιάζοντας μέ τούς φίλους του. Δέν διάλεξε δμως σοβα ρά θέματα κι ούτε προσπάθησε νά προκαλέσει τόν θαυμασμό
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
9
τους, μέ τήν στωική του διάθεση. ';4κουγε τούς φίλους του νά
τού λένε τραγούδια καί σκαμπρόζικα ποιήματα - δέν εlχε ό ρεξη γιά συζητήσεις περί άθανασίας τής ψυχής καί περί φιλο σοφικών άπόψεων. Μοίρασε άμοιβές σέ όρισμένους δούλους
του καί εΙπε νά μαστιγώσουν αλλους. Έδωσε εντολή νά τού σερβίρουν ενα καλό δείπνο καί επεσε νά κoιμηθει~ ετσι ωστε,
ό θάνατός του, παρ' δλο πού ήταν άποτέλεσμα εξαναγκα σμού, νά τού φανεί φυσικός. :4ντίθετα άπ' δ,τι συνηθιζότανε, άρνήθηκε νά προσθέσει στή διαθήκη του εγκώμια ή κολακείες γιά τόν Νέρωνα, τόν Τιγγελίνο, ή τούς αλλους αυλικούς. :4ντ' αυτού, περιέγραψε μέ λεπτομέρειες τά όργια τού Α υτοκράτο ρα, παραθέτοντας εν προλόγω τά όνόματα τών άντρών καί τών γυναικών πού επιδίδονταν μαζί του σέ άκολασίες καί κα
θορι'ζοντας τίς καινούργιες μορφές πού εlχαν πάρει τά πάθη του. Σφράγισε αυτό τό εγγραφο καί τό εστειλε στόν Νέρωνα.
Ύστερα, εσπασε τό δαχτυλίδι μέ τήν σφραγίδα του, άπό φόβο μή βρούνε άργότερα τόν μπελά τους άθώοι ανθρωποι. 20. Ό Νέρων εμεινε κατάπληκτος καί δέν μπορούσε νά καταλάβει πώς εγιναν γνωστά τά νυχτερινά του παραστρατή ματα. Τελικά, ρι'ξανε τό φται'ξιμο στή Σίλια. Ή Σίλια ήταν γυναίκα γερουσιαστού, μετείχε τακτικά στά όργια τού Α υτο
κράτορα, διατηρούσε δμως καί στενούς φιλικούς δεσμούς μέ τόν Πετρώνιο. Τήν εξορίσανε, λόγω προσωπικής μνησικα κίας, επειδή δέν στάθηκε άρκετά εχέμυθη καί άποκάλυψε τά δσα εΙδε καί εζησε.
Οι' όπαδοί τής Νερωνείου θεωρίας, επιχειρηματολογούν περίπου ώς έξής:
((Κυρίες καί κύριοι, μολονότι ό Τάκιτος δέν άναφέρει ρη τώς δτι ό αυλικός Γάιος Πετρώνιος συνέγραψεν τό ((Σατυρι κόνJJ ήμεις πιστεύομεν άκραδάντως καί θά άποδει'ξομεν δτι πρόκειται περί τού συγγραφέως τού ως ανω εργου. Διότι, με
λετήσαντες τήν περί ής ό λόγος εποχήν, olκoνoμoλoγικώς, κοινωνικώς καί λογοτεχνικώς εχομεν διαπιστώσει τήν ϋπαρ ξιν πολυαρίθμων συμπτώσεων, αυτόχρημα εκπληΚΤΙΚών, αι'
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
10
όποίαι δέν δύνανται έπ' ούδενί λόγω νά αποδοθούν εΙς τήν τύχην καί αι' όποίαι μας πείθουν δτι ό Πετρώνιος τού Τακίτου
εΙναι ό αναζητούμενος πεζογράφος. Πρώτον, δέν χωρε{ ούδεμία αμφιβολία, δτι τό ((Σατυρι
κόν» εΙναι ενα μυθιστόρημα τής νερωνείου έποχής, συγγρα φέν ύπό ένός συγχρόνου. Τά ανέκδοτα, τά όνόματα τών ι'στο-
,
,t
-
-
~"
ρικων προσωπων τα οποια συναπαντωνται εις το κειμενον,
αναφέρονται εΙς τήν ώς ανω έποχήν, ή εΙς τό πρόσφατον πα
ρελθόν της. Οϋτω, λόγου χάριν, τό ανέκδοτον τής αύθραύστου φιάλης, τό όποιον αφηγεπαι ό Τριμάλχιος εΙς τό
51 ον
κεφά
λαιον, ανάγεται εΙς τήν έποχήν τού Τιβερίου, ώς ρητώς μαρ τυρε{ ό Πλίνιος. ΕΙς τό 640ν κεφάλαιον, ό Πλόκαμος, ενας
συνδαιτημών τού Τριμαλχίου, αναφέρει ώς σύγχρονόν του τόν ήθοποιόν ίιπελλήν, ό όποιος εlχεν αποκτήσει μεγάλην φήμην έπί Καλιγούλα. ΕΙς τό 730ν κεφάλαιον, ό Τριμάλχιος κακο ποιε{ μέ τάς παραφωνίας του ασματα τού διασήμου έπί Νέ ρωνος κιθαρωδού Μενεκράτη, τόν όποιον μνημονεύει αύτός ούτος ό Σουετόνιος. 'Άλλαι λεπτομέρειαι φαίνονται νά εΙναι σαφείς ύπαινιγμοί εΙς χαρακτηριστικά ή μικρομανίας τού Νέ
ρωνος
-
μερικούς έξ αύτούς δύναται νά μελετήσει ό φιλοπε
ρίεργος αναγνώστης εΙς τό τέλος τού παρόντος βιβλίου, εΙς τάς ((Σημειώσεις». ΕΙς τό 470ν κεφάλαιον, ό Τριμάλχιος δίδει τήν έντύπωσιν δτι παρωδε{ ενα αρκετά περίεργον νομοσχέ
διον τού Κλαυδίου περί ελευθέρας εξαπολύσεως τών &'εΡίων κατά τήν ~ραν τού δείπνου εΙς τό τρικλίνιόν του (βλ. Σουε τονίου, ((Κλαύδιος», κεφ. 32). Όλα τά ανωτέρω έπιχειρήματα
εΙναι ήδη συντριπτικά αύτά καθ' έαυτά, γίνονται δμως ακόμη πειστικ6τερα, έάν ληφθε{ ύπ' οψιν δτι ύπογράφονται από τ6ν
καθηγητήν τού Κολλεγίου τής Γαλλίας καί μέλους τού 1νστι τούτου, κύριον ίιλφρέδον Έρνού. Έπιπλέον ό 'Άγγλος εΙδι κός έπί τού θέματος Τζ. Π. Σάλλιβαν, ύπενθυμι'ζει δτι ό Τρι μάλχιος αναφέρει δίπαξ τ6ν ΠετραΓτην (εΙς τά κεφάλαια 52 καί 71) καί δτι ό έν λ6γω ΠετραΓτης ήταν διάσημος μονομά χος τής νερωνείου έποχής.
Δεύτερον, τ6 ((Σατυρικ6ν» γέμει αναφορών, παρωδιών
καί μιμήσεων κειμένων τού Σενέκα, τού Λουκανού, (λατινι-
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
11
στί Lucanus, ουδεμίαν σχέσιν έχοντος βεβαίως μέ τόν γνω στόν Λουκιανόν) καί αυτού τούτου τού Νέρωνος. Ό Νέρων εlχε συγγράψει ποίημα ύπό τόν τίτλον «Τροίας άλωσις)), (έχο μεν περί αυτού τήν τριπλήν μαρτυρίαν τού Σουετονίου τού Τακίτου καί τού 10υβενάλη) τό όποιον ποίημα παρωδει- ό Εύ πολπος εΙς τό 890ν κεφάλαιον. :4λλά ή έκπληκτικοτέρα μί μησις η παρωδία, εΙναι τό ποίημα τό όποιον άπαγγέλλει ό ώς άνω Εύμολπος, καθ' ην ωραν οι' ηρωες τού Πετρωνίου πο ρεύονται πρός τόν Κρότωνα, διακωμωδών τά «ΦαρσάλΙαJ) τού Λουκανού. Δεδομένου στι, σπω ς όρθότατα παρατηρε[ ό ά
καδημαίκός Α. Έρνού, ή έν λόγψ παρωδία εΙναι άδύνατον νά έγράφη μετά τόν θάνατον τού Λ ουκανού διότι αυτό τό όποιον θά ήδύνατο νά χαρακτηρισθε[ ώς μιά άθώα εΙρωνεία, ζώντος
τού ποιητού, θά μετετρέπετο εΙς άσυγχώρητον άνανδρίαν εΙς τήν άντίθετον περίπτωσιν, συνάγεται συμφώνως πρός σλους τούς κανόνας τής λογικής, στι ό Πετρώνιος συνέγραψεν τήν ως άνω παρωδίαν, πρό τού 65 μΧ. όπότε καί άπέθανεν ό Λουκανός-άποκόψας καί αυτός τάς φλέβας του, εΙρήσθω έν παρόδω, διότι έκατηγορήθη στι έλαβε μέρος εΙς μίαν συνομω σίαν έναντίον τού Νέρωνος.
Τρίτον, αι' οΙκονομικής φύσεως άναφοραί, αι' συναπαν
τώμεναι εΙς τό «Σατυρικόν)), άνάγονται, συμφώνως πρός έΙ ξαντλητικάς μελέτας ειδικών, εις τόν 1 ον μΧ. αΙώνα (διά πε ρισσοτέρας λεπτομερείας παραπέμπομεν εΙς τό έργον τού
G. Beck, «The age ο/ Petronius Arbiter)), Cambridge Mass. 1856). Τέταρτον, ή γλώσσα καί τό ύφος άνήκουν εΙς τήν Ιδίαν περίοδον: λόγου χάριν, αι' χυδααιι λαίΚαί έκφράσεις εις τούς λόγους τού Τριμαλχίου καί τών ωίλων του, δύνανται νά πα ραλληλισθΟύν, όχι μόνο μέ τήν · «:4ποκολοκύνθωσιν)) τού
Σενέκα (έργον τό όποίΟν έγράφη άναμφιβόλως έπί Νέρωνος) άλλά καί μέ τάς έπί τών τοιχων έπιγραφάς τής ΠομπηΓας, αι'
όποιαι δέν δύνανται βεβαίως νά έγράφησαν μετά τήν κατα
στροφήν της, δηλαδή μετά τό 79 μΧ. Πέμπτον, εΙς τά χειρόγραφα τού μυθιστορήματος, ό Πε τρώνιος άναφέρεται ώς Πετρώνιος Διαιτητής (Petronius Ar-
12
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
biter)
καΙ οι' συγγραφείς οι' όποιοι τόν μνημονεύουν, τόν άνα
φέρουν αλλοτε ώς ((Πετρώνιον)), άλλοτε ώς ((Πετρώνιον Διαι τητήν)) καΙ αλλ οτε άπλώς ώς ((Διαιτητήν)).
Δεδομένου λοιπόν δτι έχομεν τήν σαφή μαρτυρ{αν τού
Τακ{του, δτι ό αύλικός Πετρώνιος εlχεν [πονομασθε{ ύπό τού περιβάλλοντός του ((Διαιτητής Κομψότητος)) (Elegantiαe
biter)
Ar-
ήμεθα ύποχρεωμένοι νά καταλήξομεν είς τό συμπέρα
σμα, δτι πρόκειται περ{ τού ίδιου προσώπου.
Έκτον, ύπάρχει καΙ μΙα άκόμη, λ{αν χαρακτηριστική λε πτομέρεια, τήν όπο{αν [πισημα{νει ό καθηγητής ~. Ερνού. Ό Τάκιτος λέγει δτι ό Πετρώνιος rψιλoύσε καΙ συμπεριφερό τανε μέ άπλότηΤαJ) (ίπ speciem simplicitatis accipiebαntur). Έ, λοιπόν, ό συγγραφέας τού ((Σατυρικόν)), ύπερα σπιζόμενος τό έργο του, λέγει διά στόματος Εύμόλπου, δτι πρόκειται περ{ Novαe Simplicitαtis Opus δηλαδή περ{ ερ γου ποό πρωτόφαντη άφέλε.ια δ~Ιχνε.ι παιδική καΙ άγνότη, δ πως μετέφρασε μέ ύπερβολικήν ίσως [λευθερ{αν ό άποδόσας είς τήν έλληνικήν τό πατρώνειον κε{μενον. Εν πάση περι πτώσει κυρ{ες καΙ κύριοι, διαπιστώνομεν σαφώς καΙ άναντιρ ρήτως δτι ή ίδια λέξις ή Iδlα άκριβώς Simplicitαtis χαρακτη
ρι'ζει τό ήθος τού συγγραφέως καΙ τού έργου καΙ εΙναι γνω στόν δτι τό ϋφος εΙναι ό ανθρωπος.
Ύπόθεση Δεύτερη: Ό Πετρώνιος δέν ήταν αυλικός Έχοντας άκούσει μέ δλον τόν πρέποντα σεβασμόν τούς συνηγ.όρους τής νερων{ου θεωρ{ας, οι' άντ{δικοι άπαντούν καΙ λένε τά έξής περ{που: (( Εκτιμούμε βαθύτατα τήν πολυμάθεια τών σοφών μελετητών, πιστεύουμε δμως, δτι σέ όρισμένες περιπτώσεις πέφτουν θύματα τής [παγγελμαΤΙΚής των δια στρεβλώσεως. Έχοντας συνηθ{σει νά άντλούν τΙς γνώσεις τους άπό τΙς γραπτές πηγές -τΙς όπο ί'ες πα{ζουνε βεβα{ως
στά δάχτυλα καταντούν νά θεωρούν ώς άνύπαρκτα τά γ ε γονότα καΙ τά πρόσωπα, πού εlχαν τήν άτυχ{α νά μήν άνα φ έ ρονται στά κε{μενα. Έτσι λοιπόν, στήν περ{πτωση πού μάς
•
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
13
ένδιαφέρει, μήν εχοντας αλλη γραπτή μαρτυρία άπ' αύτήν
τού Τάκιτου, προσπαθούν νά άποδει'ξουν δτι ό αύλικός τού Νέρωνα Γάιος Πετρώνιος, εγραψε τό ((Σατυρικόν)). Παρα
κάμπτουν τό γεγονός δτι ό Πλούταρχος, στό ((Περί διακρί σεως μεταξύ κολακείας καί φιλίας)), άναφέρει σάν παράδει γμα τόν αύλικό τού Νέρωνα, 6νομάζοντάς τον δμως, Τίτο Πε τρώνιο καί λέγοντας δτι ttκολοuθοuσε τήν ttσuvεΙδητη έκεΙνη τακτική ή όποΙα εχει όλέθρια ttποτελέσματα έπΙ τών αμuαλωv ttvθρώπωv ... κατηγοροuσε δηλαδή τόν Νέρωνα γιά ttδuvαμΙες
ποό δέν είχε, τοί) ελεγε λόγοι> χάρη στι είναι τσιγγοόνης, ένώ βεβαΙως ήταν σπάταλος καΙ μάλιστα καθ' ίιπερβολήν. Οι' καθη γητές πού ψειρι'ζουνε συνήθως τήν κάθε λεπτομέρεια, δέχον ται δτι τά μικρά 6νόματα δέν εχουν καί μεγάλη σημασία. ';4ς τό δεχτούμε κι έμειϊ; καί ας έξετάσουμε ενα-ενα τά έπιχειρή-
,
ματ α
τους.
Πρώτον, ύπάρχουν βεβαίως στό ((Σατυρικόν)) άνέκδοτα καί 6νόματα ιΌτορικών προσώπων τής έποχής τού Νέρωνα,
άλλά γιατί ντέ καί κ~λά νά συμπεράνουμε δτι τό μυθιστόρημα γράφτηκε άπό εναν σύγχρονο; Μπορε{κάλλιστα νά πρόκειται •
γιά (α'στορικό)) μυθιστόρημα καί ό συγγραφέας του νά εζησε έ πί Αύγούστου η καί τό
200
μΧ., δπως ύποστήριξαν όρι
σμένοι. Τό γεγονός δτι ό συγγραφέας γνωρι'ζει όρισμένα γε
γονότα καί πρόσωπα, σημαίνει άπλούστατα δτι δέν εΙναι δυνατόν νά εγραψε τό εργον του πρίν νά συμβούν τά γεγονό
τα καί πρίν νά γεννηθούν τά πρόσωπα, δηλαδή στήν περί πτωσή μας πρίν άπό τό
60 μΧ.
περίπου. Δέν σημαίνει δμως
καθόλου δτι δέν μπορούσε νά τό γράψει μετά. Δεύτερον, τό γεγονός δτι παρωδούνται στό ((Σατυρικόν))
όρισμένα κείμενα τής έποχής τού Νέρωνα, δέν εΙναι άπόδειξη δτι τό εργο γράφτηκε τήν έποχή έκείνη άκριβώς. Τό έπιχείρη
μα τού καθηγητού :4. Έρνού, δτι ό Πετρώνιος θά διέπραττε μιά ttσuγχώρητοv ttvαvδρΙαv αν παρωδούσε τόν Λουκανό με τά τόν θάνατό του, μάς άφήνει κυριολεκτικά έμβρόντητους.
Κι αν άκόμα ύποθέσουμε δτι μιά τέτοια συμπεριφορά θεωρε{ ται άήθης στήν σημερινή ΓαλλΙα, ποιός μάς λέει δτι θά χαρα κτηριζότανε άνάρμοστη τήν έποχή τού Νέρωνα; Όπως παρα-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
14
τηρε{ πολύ σωστά ό Πώλ Βέιν στό βιβλίο του ((Πώς γράφεται ή ι'στορίω), οι' ι'στορικοί πέφτουν συχνά στό λάθος νά κρίνουν
μία έποχή μέ τά δικά τους κριτήρια, μέ άποτέλεσμα λόγου χά ρη νά θεωρούν άπαράδεκτο τό γεγονός δτι οι' ι'ερεις θυσιάζανε σχεδόν κάθε μέρα μικρά παιδιά καί νήπια στήν Καρθαγένη, πράγμα πού οι' μαννάδες τής έποχής έκείνης θεωρούσαν φυ-
,
σικοτατο.
Τρίτον οι' άντίδικοί μας έπικαλούνται τίς οΙΚονομικής φύσεως άναφορές καί διαπιστώνουν δτι ταιριάζουν άπόλυτα μέ τήν οΙκονομική κατάσταση πού έπικρατούσε έπί Νέρωνος.
Ξεχνούν τή μικρή λεπτομέρεια, δτι τήν έποχή έκείνη οι'
01-
~oνoμικές έξελι'ξεις ήταν βραδύτατες καί αρα, οι' ωιες οΙΚονο μικές συνθήκες μπορούσαν κάλλιστα νά έπικρατούν καί εναν αΙώνα άργότερα.
Τέταρτον, έπικαλούνται τή γλώσσα τού κειμένου καί
κυρίως τίς χυδαιες λαίκές έκφράσεις τών συμποσιαστών στό δειπνο τού Τριμάλχιου. :4λλά καί ή γλώσσα, μπορε{ έπί αΙώνες όλόκληρους νά μήν ύποστε{ σημαντικές άλλαγές. 'Άν
διαβάσουν κείμενα τού Μαρά καί τού Ροβεσπιέρου, θά πιστέ
ψουν δτι άκούν σύγχρονους κοινοβουλευτικούς ρήτορες. Πέμπτον, θεωρούν ώς έκπληκτική σύμπτωση τό γε γονός δτι ό συγγραφέας τού μυθιστορήματος άναφέρεται εΙς τά χειρόγραφα ώς Πετρώνιος Διαιτητής καί δτι ό εύνοούμενος τού Νέρωνος εlχε έπονομαστε{ ((Διαιτητής Κομψότητος)). :4πανΤΟύμε, συμφωνώντας μέ τόν Ζάν Ντυτούρ, δτι αλ-
λο εΙναι ενα κύριο όνομα καί αλλο ενα έπίθετο.
.
Έκτον, ύπογραμμι'ζουν μιάν αλλη έκπληκτική κατ' αύ τούς σύμπτωση: Τόάο ό Τάκιτος, μάς λένε, δσο καί ό συγγρα φέας τού ((Σατυρικόν)) χαρακτηρι'ζουν μέ τήν ωια λέξη Sim-
plicitαtis, ό μέν πρώτος τόν αύλικό Πετρώνιο, ό δέ δεύτερος τό έργο του. Κατά τή γνώμη μας, ή σύμπτωση δέν εΙναι καθό λου έκπληκτική, άλλά φυσικότατη ή μάλλον άπλούστατη, μιά καί μιλάμε γιά άπλότητα καί άφέλεια. Διότι, ώς γνωστόν, δ
λοι οι' συγγραφεξ άντιγράφουν τά λεξικά. Καί ούτε Ισχύει πάντα τό ((ύφος ίσον ανθρωπος)). Ό Ζολά ήταν ενας μικροα στός, έγραψε δμως τήν ((Νανά)), πού σήμερα τήν διαβάζουν
.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
15
βέβαια καί τά μικρά παιδιά, στήν έποχή του σμως προκάλεσε
σκάνδαλο καί κατηγορήθηκε (σπως αλλωστε καί ή ((Μαντάμ ΜποβαρύJJ) ώς έργον ((προσβάλλον τά χρηστά ήθψJ. Τελειώνοντας κύριοι, ένορκοι, έφισΤΟύμε τήν προσοχήν σας έπί τού γεγονότος στι ό δρόμος πού ακολουθούν οι' όπαδοί τής νερώνειας θεωρίας, εΙναι αυτόχρημα όλισθηρός. Πράγμα τι, όρισμένοι από αυτούς παίρνοντας κατά γράμμα τή μαρτυ
ρία τού Τάκιτου, ύποστήριξαν στι ό αυλικός Πετρώνιος έγρα•
ψε τό ((Σατυρικόν JJ τή νύχτα πού ανοιγόκλεινε στωικότατα τίς φλέβες του. Πρώτος ό Βολταϊρος, αν δέν κάνου/{ε λάθος, σάρ
κασε μέ τό σπινθηροβόλο πνεύμα του αυτόν τόν παραλογι σμό, πού έχει τίς ρι'ζες του στή σχολαστική προσκόλληση στίς γραπτές πηγές. Συνεπώς, έχοντας αντικρούσει ένα πρός ένα
τά έπιχειρήματα τών αντιπαλων μας, αποδει'ξαμε στι ό αυλι κός Πετρώνιος δέν συνέγραψε τό ((ΣατυρικόVJJ. Κατόπιν τού του, βγαίνει νομι'ζουμε από μόνο του τό συμπέρασμα, στι τό έ γραψε κάποιος αλλος.
" Ό τόμος μέ τά ακοπα φύλλα ,
Οι' ένορκοι αποσύρθηκαν. Έγώ, ξέροντας πώς σ' αυτές τίς περιπτώσεις ή απόφαση αργει~ βγήκα έξω να κάνω έναν περίπατο. Κεί πού περιπλανιόμουνα στούς έρημους δρόμους,
θυμήθηκα τό ανέκδοτο μέ τόνέπίσκοπο. Έπισκέφτηκε πού λέτε, ένα μοναστήρι Ιησουίτών καί στό γεύμα πού τού παρέ
θεσε ό ήγούμενος, εΙδε νά τούς σερβίρουν δυό νέες καί ώραιες
-
γυναικες.
Πανοσιότατε, εΙπε ό έπίσκοπος στόν ήγούμενο, αν δέ μέ απατά ή μνήμη, ύπάρχει ένα αρθρο τού κανονισμού σας,
-
πού απαγορεύει τήν παρουσία γυναικών στό μοναστήρι, έ, l' , :J" _ 'Ν
κτος και αν
-
ειναι πανω
απο
πενηντα χρονων.
ΕΙναι γεγονός, απάντησε ό ήγούμενος. Σκεφτήκαμε σ
μως, στι αντί νά έχουμε ' μιά σερβιτόρα πενήντα έτών, μπο
ρούμε: νά έχουμε δύο τών εΙΚοσιπέντε. Έν προκειμένω, βασι στήκαμε στό θεάρεστον παράδειγμα τών έκδοτών τής (( Έκ-
16
ΠΕΤΡΩΝIOΣ
κλησιαστικής Ιστορίας)), ή όποία ήταν ώς γνωστόν tπίτομος καί άνετυπώθη εΙς δύο τόμους, ωστε νά καταστε{ πλέον εϋ χρηστος.
Μετά τό δείπνον, ό tπίσκοπος άπεσύρθη στό κελλί του.
Μή μπορώντας νά κoιμηθει~ φώναξε εναν δόκιμο μοναχό καί _
του
7
ειπε:
-Τέκνον μου, εχω άυπνίες. Πήγαινε στόν ήγoύμεvo καί
παρακάλεσέ τον νά μού στείλει τόν πρώτο τόμο τής ((Εκκλη σιαστικής Ιστορίας)) νά περάσω τήν ωρα μου.
Ό ήγούμενος tξεπλήρωσε τήν tπιθυμία του καί τήν έ
πόμενη νύχτα, ό tπίσκοπος ζήτησε τόν δεύτερο τόμο, διότι δ πως εΙπε, τόν καταγοήτευσε ή άνάγνωση τού πρώτου καί ή θελε νά μάθει τή συνέχεια. Όμως, ό δόκιμος μόναχός tπέ στρεψε μέ άδεια χέρια καί εΙπε: - Ό ευσεβέστατος ήγούμενός μας, λυπάται βαθύτατα καί ζητάει συγγνώμην άπό τήν παναγιότητά σου, τού εΙναι ώ στόσο άδύνατον νά σού δανείσει τόν δεύτερο τόμο, διότι δέν τού εχει κόψει άκόμα τά φύλλα. Θά μού πεhε, τί μού 'ρθε τώρα καί άφηγήθηκα ενα άνέ κδοτο, πού δέν εχει καμμιά σχέση μέ τό θέμα; :4παντώ δτι ε χει καί παραέχει μάλιστα, δεδομένου δτι προλογι'ζω μιά συρ ραφή άνεκδότων, λίγο ώς πολύ σκαμπρόζικων, μιά διαδοχή tπεισοδίων τά όποία, λόγω άβλεψίας προφανώς τών άντιγρα φέων, φιγουράρουνε πρίν ή μετά άπό τήν χρονολογική τους θέση (τά άφησα δμως tκε{ πού τά βρήκα, πρώτον γιά νά μήν πει- κανείς δτι δέν σεβάστηκα τήν γραπτή παράδοση καί δεύ τερον διότι ό άναγνώστης πρέπει νά συνηθίσει νά συμπλη ρώνει τά κενά μέ τήν φαντασία του). Επιπλέον, σκέφτηκα πώς ό ήγούμενος, θέλω νά πώ ό Χρόνος, tπιμένει νά κρα τάει, δυό όλάκερες χιλιετίες τώρα, άκοπα τά φύλλα τής ίστο ρίας τού Πετρώνιου. Κάτω άπ'αυτές τίς συνθήκες εΙναι πολύ φυσικόνά λέει ό καθένας τό μακρύ καί τό κοντό του κα{ οχι μόνο σέ δ,τι άφορά τόν συγγραφέα πού tξεπόνησ
τό ((Σατυ
ρικόν)) μά καί σέ σχέση μέ τό μήνυμα πού ύποτtO ται δτι με
ταδίδει τό εργο.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
17
Ή συμφιλίωση τών τάξεων •
((Έτσι λόγου χάρη, ό διάσημος Γάλλος συγγραφέας καί ευσεβέστατος καθολικός l4νρύ ντέ Μοντερλάν λέει τά έξής: «Τώρα ποό γράφω αύτές τίς γραμμές, δέν εχω δεί τήν ταινία ποό πρόκειται νά προβληθεί, έμπνεuσμένη άπό τό «Σα
ΤUΡικόν» κι οϋτε εχω διαβάσει τίποτα περί αότής. Ευχομαι ό σκηνοθέτης νά μήν έπεδίωξε, ύποκόπτοντας στόν σuρμό, νά μάς
μεταδώσει ενα κοινωνικό ' (ψήνuμα», διότι τέτοιο μήνuμα δέν ύπάρχει στό βιβλίο. Μ' αν θέλει κανείς νά βρεί σώνει καί καλά ενα μήνuμα κοιν.ωνικό, ας τό ψάξει έκεί ποό θά ύποδείξω άμέ σως παρακάτω.
:4πλοελληνιστί, ό l4νρύ ντέ Μοντερλάν μάς λέει στι δέν
τού αρέσει τό κοινωνικό μήνυμα, tκτός κι αν εΙναι {να μήνυ μα κοινωνικό πού τού αρέσει. Ποιό εΙναι αυτό; Ίδού: Ή θεραπαινίδα Χρόσις, ή όποία εΙναι προφανώς μιά δοό λη, άφηγείται ΟΤΙ ή κuρά της, εΙναι μιά άπό κείνες τίς πλοόσιες
άστές, ποό άγαπούν σωματικώς μόνον δοόλοuς ... 'Απεναντίας, ή Χρόσις, δέν ύπέκuψε ποτέ σέ εναν δούλο: έπιθuμεί τοός ανδρες ποό εΙναι άπό ίππείς καί άπάνω. 'Από τήν αλλη μεριά ό Έγκόλπιt?ς εΙναι έλεόθερος, φοιτητής καί κατά τήν αποψη -τού κ. Γκριμάλ, γόνος οΙκογενείας γεροuσιαστού. Ό μικρός τοu σόντροφος, ό Γείτων, εΙναι έκτός πάσης άμφιβολίας ενας δού λος ποτέ ενας έλεόθερος εφηβος δέ θά δεχότανε νά άναλάβει τά δοuλικά καθήκοντα ποό τού άναθέτοuν. Μολαταύτα, οί σχέσεις τού Έγκόλπιοu καί τού Γείτονα εΙναι λίαν στοργικές. ΕΙναι καί οί δuό πoΛU σuναισθηματικοί καί μέ πρώτη εόκαιΡία, κλαίνε ό ενας στήν άγκαλιά τού αλλοu. 'Όταν τό καράβι ναuαγεί, ό Γεί των δένει τά κορμιά τοuς μέ μιά ζώνη, γιά νά μήν τοός χωρίσει ό θάνατος καί ό Έγκόλπιος λέει ΟΤΙ uστεραάπ' αότό, «περι μένει τόν θάνατο, ποό δέν τού φαίνεται πιά καθόλοu τρομερός». Ή ενωση τών τάξεων εχει σuντελεστεί.
.
*Πρόχειται γιά τήν ταιν(α τού Φ. Φελλ(νι «Τό σατuριχόv» Σημ. Κ. ΔρόσοΙ)
18
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
Κι έμεϊς οί άνόητοι, μένουμε μέ τήν έντύπωση, δτι τό
φυλετικό ΠΕόβλημα δέ λύθηκε άκόμα στίς Ήνωμένες Πολι τειες, ένώ εΙναι γνωστό δτι ύπάρχουν καί κεί κυράδες πού ό ρέγονται δούλους (νέγρους θέλω νά πώ) καί μαύρες δούλες πού καταδέχονται νά κάτσουν σέ γόνατα ιππέων κι άπάνω. Ό κ. Μοντερλάν, μάς λέει δτι διάβασε τό ((ΣατυρικόνJJ
δταν ήταν μικρό παιδί, πράγμα πού κακοφάνηκε άρχικώς στή μητέρα του, σέ λίγο δμως, ό Έγκόλπιος καί οί Καίσαρες έ γιναν θέμα τών συζητήσεών τους, μετά τό δείπνο, πρίν άπό τήν κοινή βραδινή πpoσεuχή. 'Αργότερα, τούς έξισορρόπησα μέ τό Εόαπέλιο καί τόν Πασκάλ. 'γποπτεύονται δτι ό κ. Μοντερλάν δέν μπήκε στόν κόπο νά ξαναδιαβάσει άπό τότε τό ((ΣατυρικόνJJ καί έμεινε μέ τήν
έντύπωση τών δσων τού εlχε πει~ τά ώραια έκεινα χρόνια, ή 'θεοφοβούμενη καθ' δλα τά φαινόμενα μαμά του.
Διότι ή ίδια ή Χρύσις, έξηγώντας στόν Έγκόλπιο, γιατί προτιμάει τοις ιππεις, τού λέει κατά λέξη: "Ως τά σήμερα, κανένας δοίίλος δέ μ' εβαλε κάτω' κι οίίτε άρέσει στούς θεούς νά άγκαλιάσω κάποιον, πού αυριο κιόλας μποροίίν νά τόν
σταυρώσουν! Καί φυσικά, ό φόβος της δέν ήταν καθόλους άβά σιμος. Στό κεφάλαιο 45 άναφέρεται ή περίπτωση ένός δούλου πού τόν πιάσανε στά πράσα νά κουτουπώνει τή γυναίκα τοίί κυ
ρίου του. Ό κύριός του, εlπε νά τόν ρι'ξουνε στά άγρια θηρία. Καί ό άφηγητής, σχολιάζοντας τό γεγονός, προσθέτει: «Τ( ε φταιγε δηλαδή ό δοίίλος, άφοίί ή ί'δια ή κυρά του τόν διάτα ξε νά κάνει ο,τι εκανε; Πλήρης ένωσις τών τάξεων, μά τήν άλήΟ ια, δπου ό δούλος σταυρώνεται ή κατασπαράζεται, άοπλος, άπ6 τά άγρια θηρία στήν άρένα καί δπου ή κυρά κάν ι τ6 κ/φι της.
Λαμβάνω έπίσης τό θάρρος νά θυμίσω στόν κ. Μο1lΤC ιλ(l1l lJη ή ένωση τής Κίρκης (κυρίας τής Χρύσιδας) κα{ Τ()' 'Λ"γκι$λ πιου, δέν κατέστη δυνατόν νά πραγματοπο ι ηΟιι ι', λι$ΥΙΙΙ ι()ο καίρου άνικανότητος τού νέου, μέ άποτΙλΝ1/ Ι α. 1/( ιΙ ιγω Ι ' Ι ι) κυρά καί νά διατάξει τούς δούλους τη ς νά ($11 "ltIJIIy r'·IIΙOIIII . Όσο γιά τήν ένωση Έγκόλπιου κα{ Ι '/,r ονιι, ιιιι ! ιιιιμ/lιιλ/~/'I τάχα γι' άλλη μιά φορά τήν ένωση ων ΓΙ ι ιι/lι , Οιψ ΙΙΙ 1111$ 11 κ. Μοντερλάν δτι ό Γεlτων δ έχτηκι: (1 λ()ιΙιιιιι / ιι ι/ ι /ΙΙ ~'Ι 111$.1
19
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
ρόλο τού δούλου στό δείπνο τού Τριμάλχιου, δπως δέχτηκε αργότερα νά παι'ξει τόν ίδιο ρόλο, μαζί μέ τόν tλεύθερο κατά τόν κ. Μοντερλάν Εγκόλπιο, τότε πού παρουσιάστηκαν στόν Κρότωνα, σάν δούλοι τού Εϋμολπου. Καί νά σκεφτε{ κανείς, δτι ό κ. Μοντερλάν εΙναι σύν τοις αλλοις καί θεατρικός συγ, γραφεας.
Γιά νά μήν πολυλογούμε, αποδεικνύεται αλλη μιά φορά πώς δλα τά εργα κουβαλάνε τά μηνύματα πού τούς φορ τώνουν οι' έρμηνευτές τους. Στήν περίπτωσή μας, μπορε{ κάλλιοω νά ύποθέσει κανείς
καί ίσως νά ύποΟ'ιηρίχτηκε
ήδη αυτή ή αποψη από σοβαρούς μελετητές
δτι ό Πετρώνιος
ήταν ενας κρυπτοχριστιανός, πού διακωμώδησε τήν tv παρα κμή κοινωνία τής tποχής του, ύπαινισσόμενος δτι ήταν πιά καιρός νά γκρεμιστε{ ό παλιός κόσμος γιά νά χτιστε{ ενας , καινουργιος.
Ποιός νά
1"
ηταν
•
ο
Πετρωνιος; '
Αυτά περίπου σκεφτόμουνα, περιδιαβάζοντας στήν α γνωστη * πόλη, τό βασικό μου πρόβλημα ώστόσο, παρέμενε ή προσωπικότητα τού Πετρώνιου. Βεβαίως, εΙναι τελείως πα ράλογο νά ύποθέσουμε δτι ό αυλικός τού Νέρωνα, εκατσε καί εγραψε τό εργο τήν τελευταία νύχτα τής ζωής του. Σέ ενα α πό τά χειρόγραφα ύπάρχει ή ενδειξη δτι τά αποσπάσματα πού εφτασαν ' ως τίς μέρες μας, αποτελούν τό
150
καί τό
16 βι
βλίο. ΕΙναι πολύ πιθανόν νά ύπήρχε κάποια συνέχεια. ΕΙναι απολύτως σίγουρο (μιά καί οι' ήρωες μιλάνε γιά προηγούμενα tπεισόδια) δτι ύπήρχε κάποια αρχή. '}1ν μάς λείπουν πράγμα τι δεκατέσσερα βιβλία, τό δλο εργο, σύμφωνα μέ τούς ύπολο γισμούς τού Ζάν Ντυτούρ, θά πρέπει νά επιανε δυό χιλιάδες σημερινές σελίδες, κανονικού σχήματος. Ναί, αλλά γιατί νά μήν ύποθέσουμε δτι τό «ΣατυρικόνJJ
*'0 'Άρης 1971.
μ.εταγλώττισε τό «Σατυριχόν» στό Παρ(σι. Σημ.. Κ. Δρόσου τό
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
20
ήταν ένα έργο ζωής τού αυλικού Πετρώνιου; Ό Ζάν Ντυτούρ άπορρίπτει αυτή τήν αποψη, μέ τό έπιχείρημα δτι πρόκειται
γιά ενα βιβλίο σοβαρό, τό βιβλίο ένός έπαπελματία σuπρα φέα, όπως ήταν ό Θερβάντες η ό Μπαλζάκ. Συνεπώς, πάντοτε κατά τή γνώμη του, εΙναι άδύνατο νά τό έγραψε ό αυλικός Πετρώνιος, πού ύπήρξε ϋπατος τής Βιθυνίας, πανηδονιστής καί σνόμπ. Ή θεωρία σύμφωνα μέ τήν όποία ό Σαίξπηρ δέν ή ταν αλλος άπό τόν καγκελάριο Βάκωνα, είναι μιά άπό τίς πιό παράλογες πού βλάστησαν ποτέ στό κεφάλι ένός
aocpou μελετη
τή, προσθέτει ό Ζάν Ντυτούρ. 'Υποστηρίζοντάς την, δείχνεις
ότι δέν εχεις Ιδέα άπό καλλιτεχνική δημιοuργία. Κανείς δέν μπορεί νά είναι ταuτόχρονα μεγάλος uποuργός καί μεγάλος καλλιτέχνης. Καί ό Ζάν Ντυτούρ καταλήγει:
_Ό
πραγματικός Πετρώνιος Διαιτητής, πού εγραφε τό
«Σατuρικόν», θά πρέπει νά ήταν ενας ανδρας χοντρός, πού εζη σε στήν άφάνεια, γιός άπελεύθεροu ίσως, πολίτης κατωτέρας τάξεως έν πάση περιπτώσει, χωρίς περιπέτειες καΙ ίστορΙα, πού πέθανε στό κρεβάτι τοu (καΙ όχι στόν λοuτήρα τοu) γύρω στά έ ξηνταπέντε τοu χρόνια, άφοu δημοσΙεuσε καμμιά εΙκοσαριά τό μοuς, πού ή άπώλειά τοuς είναι άνεπανόρθωτη. Όμολογώ δτι ό παραλληλισμός μέ τό έργο τού Θερβάν τες, τού Μπαλζάκ καί τού Σαι'ξπηρ, μού φαίνεται έλάχιστα πειστικός. ~πεναντίας, διαβάζοντας καί μεταφράζοντας τό ((ΣατυρικόνJJ, σχημάτισα τήν έντύπωση δτι δέν χρειάστηκε γιά τήν συγγραφή του, ούτε κοπιώδης σuλλογή στοιχείων, δ πως lσχυρι'ζεται ό Ζάν Ντυτούρ, ούτε διεισδuτική παρατηρητ ι κότητα. Έφταναν καί παράφταναν ο{ περιπέτει ς κα( ή ίατο
ρία, πού άρνειται ό Ζάν Ντυτούρ στόν Πετρώνιό το,
φrανΓ.
καί παράφτανε νά έχει καλή μνήμη ό συγγραφ ι!ας κπ,{ Ι/, Ι'ξ" νά γράψει τά άπομνημονεύματά του, καρικ ,vovrd" (J, μ / φανταστικά έπεισόδια, άνέκδοτα κα( παρωδ{r". Μ/Δ η'το/ι! δουλειά δέν άπαιτε{ πολύ κόπο. Ένα τΙτοιο ιγο γ}( φι τιιι στό γόνατο, πού λέει ό λόγος. Ύπάρχουν (J ΙOI,II vl r; λι / 11 ιιμι( ρειες στό έργο, πού μέ πείθουν δτι περ(ίο(ι v/ (11 ιΙ Ι μι ,/Ιι ΙΙ Ι
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
21 •
κετά αυτοβιογραφικά στοιχεία τού συγγραφέα καί δέ μού φαίνεται καθόλου παρακινδυνευμένο νά ύποθέσουμε δτι πρό κειται γιά εναν Φρανσουά Βιγιόν τής μακρινής tκείνης tπο
χής, γιά κάποιον δηλαδή πού εζησε στά νιάτα του σάν άνθρω πος τού σκοινιού καί τού παλουκιού, δπως άκριβώς καί ό κεν
τρικός του ηρωας καί σέ πρώτο πρόσωπο άφηγητής Έγκόλ πιος.
';4 ν δεχτούμε αυτήν τήν άποψη, δέν βλέπω τί μάς tμπο δι'ζει νά ύποθέσουμε δτι ό αυλικός Πετρώνιος πέρασε τά νιά τα του μεταξύ ρητορικών σχολών καί ύποκόσμου. Παρ' δλο
πού εχω μεσάνυχτα άπό ρωμαίκή ι'στορία, δέν νομι'ζω πώς ενα τέτοιο παρελθόν θά τόν tμπόδιζε ποτέ νά άνέλθει τά υ πατα άξιώματα τού ύπάτου, τού αυλικού καί τελικά τού ευνοούμενου τού Νέρωνα. Φυσικά, τίποτα δέν μάς tμποδι'ζει
νά ύποθέσουμε δτι ήταν ενας χοντρός καί άσημος τύπος, σάν αυτόν πού φαντάζεται ό Ζάν Ντυτούρ, μέ τήν προσθήκη μόνο,
δτι δέ θά πρέπει οϋτε νά μικροαστικοποιήθηκε, οϋτε νά ήθι κοποιήθηκε.
Ό Πετρώνιος επί τψ έργψ Βλέπω λοιπόν τόν Πετρώνιο (if δπως άλλιώς λεγότανε' τί σημασία εχει τώρα lltd;) νά κάθεται καί νά γράφει τήν πα ραμύθα του, άντλώντας άπό τίς προσωπικές του άναμνήσεις καί άπό τά διαβάσματά του, κάπου tκε{ στό δεύτερο μισό τού
1 ου μΧ.
αlώνα, if καί στά πρώτα χρόνια τού 20υ (καί πάλι, τί σημασία εχει;). Τόν βλέπω νά γράφει χωρίς καλά-καλά νά ξέ ρει πώς θά προχωρήσει καί πού θά καταλήξει. Κατ' αυτήν τήν εννοια, τό ((Σατυρικόν)J, δέν εΙναι μόνο τό ((πρώτο ρεαλιστικό μυθιστόρημωJ, δπως χαρακτηρίστηκε, μά καί τό πρώτο κεί μενο ήμιαυτόματης γραφής, πού προχωράει βάσει τυχαίων συνειρμών μνήμης μάλλον, παρά βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Ευτύχημα αυτό άπό μιά άποψη, γιατί τό καλύτερο τμήμα τού εργου εχει βέβαια χαθει~ άγνοούμε πολλά του βι βλία, μάς εμεινε δμως τό γενικό πνεύμα, τόσο σάν σύνθεση (if
22
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
μάλλον, ελλειψη συνθέσεως) δσο καί σάν ϋφος καί σάν εlδος. Γιατί πρέπει νά πρoστεθει~ τό δτι καί σ' αύτό τό σημείο, οι' με λετητές διαφωνούν. ';4λλοι λένε πώς μιμήθηκε γνωστά έλ ληνικά πρότυπα, κυρίως τά [ρωτικά μυθιστορήματα τών συγ γραφέων τής Μιλήτου, άλλοι πώς πρόκειται γιά εργο tξόχου πρωτοτυπίας. 'Ορισμένοι ύποστήριξαν δτι ό Πετρώνιος πα
ρωδε{ (ό αναισχύντως άνανδρος!) τόν θεόπνευστο Όμηρο καί προσθέτουν δτι τό ((ΣατυρικόνJJ εlχε γιά κεντρικό του θέμα τήν όργή τού Πριάπου tναντίον τού Έγκόλπιου, δπως τό κεν τρικό θέμα τής Όδύσσειας, ήταν ή όργή τού Ποσειδώνα tvavτίον τού πολυμήχανου ηρωα. Όπως καί νά 'χει, βλέπω τόν Πετρώνιο νά κάθεται καί νά γράφει, όχι tπειδή αγανάχτησε ξαφνικά, βλέποντας νά πε ρισσεύει γύρω του ή διαφθορά, ή στενοκεφαλιά καί ό παραλο γισμός, όχι γιατί άπλούστατα, δλη αύτή ή ι'στορία πολύ τόν διασκέδαζε, πολύ τήν γλένταγε. Τό κέφι του εκανε ό άνθρω πος, ζουζούνια επιανε, σκαθάρια καί πεταλουδίτσες (τής μέ
ρας iί τής νύχτας) καί τά καρφίτσωνε δλα αύτά, χωρίς μεγάλη τάξη, στή συλλογή του. Μά δόξα νά 'χει ό Γιαραμπής, δέν άρ χισε ούτε κατάντησε σχολαστικός [ντομολόγος. Δέν πήρε πο
τέ στά σοβαρά τήν ασχολία του, τό 'ξερε πώς εlναι ένα χόμπυ, εΙρωνευότανε ό ίδιος τόν έαυτό του iί τούς ηρωές του, τό ίδιο τό γραφτό του όλόκληρο, δπως ό σύγχρονός μας Σάν ί1 ντώνιο, * πού διηγιέται τά φοβερά καί τρομερά του dστυνο μικά κατορθώματα, παίρνοντάς τα ό ίδιος στό ψιλό, στήν έπό μενη κιόλας φράση. Κι άν τύχαινε νά θυμηθε{ τούς {οχυρούς τής ήμ έρας
-
ί
τανε γιατί τούς γνώρισε, είτε γιατί άκουσε νά μιλάν γιά δαύ τους- τούς τάσουρνε κι αύτονών, μέ τρόπο τόσο lμμεσο, πού
ακόμα καί οι' ίδιοι νά μήν τό πάρουν ε χαμ'Jtάρ ι κα( τρ ιβε τά χέρια του J'ράφοντας (αύτό ακρ ιβώ ς, τόν βΜπω νά προ *ΚεντΡικός ηρωας καΙ όποθετικός συπραψΙαι; λοι[κών π,ριπ'τ'ι(~ν dt τυνο μικου χαρακτήρα γραμμένων σέ γλώσσα χυμώ~'I) , "(IfAodt 'ι) χ λ μπιιόρια καΙ κυν ισμό ' ό πραγματικός συπραψΙαι; ιΙνοιι ό Φρ,ν ,ρΙ Ν dtp . 'ημ. Κ . Δ ρ όσ ο υ .
23
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
φταίνει καί τά δυό, σάν ταχυδακτυλουργός) γιατί θά πρέπει νά εlχε ετοιμη τήν απάντηση, πού θά έδινε aτόν Νέρωνα, λό γου χάρη:
-
Μά πώς σού πέρασε αυτή ή Ιδέα, πολυχρονεμένε μου
Βεζύρη; Μήν τό ξαναπείς, γιατί μόνο δποιος έχει τήν μύγα, μυγιάζεται. 'Έτσι, εΙρωνευόμενος τά πάντα καί τούς πάντες, παρω
δώντας τά ποιήματα τών αλλων καί τά δικά του, πού εlχε γράψει if σκόπευε νά γράψει, ξέροντας πώς εΙναι if θά εΙναι μέτρια καί αρα αξια παρωδίας, παρωδώντας λοιπόν τήν πα ρωδία του, έγραφε δ,τι τού 'ρχότανε, έβαζε τούς ήρωές του νά
παι'ζουνέ θέατρο
tv
θεάτρψ, νά χρησιμοποιούν τό αΙσχρό καί
χυδαίο λεξιλόγιο τού καθ' ήμέραν βίου τους, μέ αποτέλεσμα νά θεωρηθει' από πολλούς, συγγραφέας κακίστης φήμης, ασε
μνος καί άποκρουστικός δπως αναφέρει ό Γερμανός λόγιος Νημπούρ
(1776-1831).
Πολλοί θά πρέπει νά πετάξανε μέ α
γανάχτηση'τό βιβλίο αναφωνώντας: - Μπάστα, δέν εΙναι σo~ βαρά πράγματα αυτά, δέν εΙναι σοβαρά από καμμιά αποψη, ούτε κάν απ' τήν ευτράπελη!
Χαρακτηρισμοί Jικoύaτηκαν βέβαια καί αλλες γνώμες: Λόγου χάρη, ό
σοφός μελετητής Μπουρμάν (170ς αΙώνας) τόν αποκάλεσε ά γιότατο ανθρωπο Vir Sαnctissimus. Κατά τή γνώμη μου, ό χαρακτηρισμός αγγι'ζει tλαφρότατα τά δρια τής ύπερβολής. Ό συγγραφέας τής ((Λαίδης ΤσάτερλυJJ ΝτΧ. Λώρενς,
γράφει γιά τόν Πετρώνιο
ai ενα γράμμα του πρός τήν λαίδη ήμερομηνία 1η Φεβρουαρίου 1916:
Όττολίν Μορρέλ, μέ Στήν άρχή, μέ ξάφνιασε, uστερα όμως τόν συμπάθησα. Τελικά, διαπιστώνει κανείς ότι εΙναι ενας τζέντλεμαν ... υο,τι κι αν κάνει, δέν προσπαθεί ποτέ του νά εότελήσει καί νά βρωμίσει τό άγνό του πνεύμα.
Ναί, τόν βλέπω νά γράφει, μέ παιδική άφέλεια καί άγνό τη, νά κλείνει κάθε τόσο παιχνιδιάρικα τό μάτι του, τόν βλέ-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
24
πω νά μού κλείνει κάθε τόσο τό μάτι μέσα άπ ' τίς άράδες, τώρα πού τόν μεταφράζω καί τού άπαντάω συχνά μέ τόν ϊδιο
τρόπο, έπιτρέποντας στόν έαυτό μου όρισμένες έλευθερίες -τρόπος τού λέγειν δηλαδή, γιατί τί σόι έλευθερία ε!ναι αύτή, πού τήν περιορι'ζει ενα δοσμένο κείμενο; Όπως καί νά 'ναι, πιστεύω πώς ό Λώρενς εχει δίκιο. Ή
πολυσήμαντη λέξη ((τζέντλεμαν», σημαίνει άνάμεσα στά αλλα
(((1.νθρωπος πού δέν ε!ναι ποτέ του χυδαίος, άκόμα κι δταν χυ δαιολογει). Ό ποιητής Μαβίλης, συνηγορώντας κάποτε στό Έλληνικό Κοινοβούλιο ύπέρ τής δημΟΤΙΚής, ε!πε δτι ((Χυδαία γλώσσα δέν ύπάρχει. Ύπάρχουν μόνο χυδαίοι ανθρωποι».
Ό Πετρώνιος μπορε{νά προσβάλει τά χρηστά ηθη μόνο τών ύποκριτών, παρ' δλο πού καί ό τίτλος άκόμα τού εργου του ε!ναι διφορούμενος καί παρ' δλο πού οι' ηρωές του παρα κολουθούν συχνά σατυριάσεις αλλων, σατυριάζοντες αύτούς, η αύτοσατυρι'ζονται σατυριαζόμενοι.
Τό πικρό κατακάθι Έγραφε λοιπόν διασκεδάζοντας ό Πετρώνιος, έλπι'ζω νά
διασκεδάσει καί ό άναγνώστης, αν καί όμολογώ δτι στό τέ λος, μπορε{ νά περιπέσει εΙς μελαγχολίαν δπως λ ένε, διαπι στώνοντας πώς λίγο άλλάξανε οι' ανθρωποι ϋστερα άπό εϊκο σι σχεδόν αΙώνες. 'ί1ν άφαιρέσουμε μερικές έπιφανειακές διαφορές, οι' ηρωες τού Πετρώνιου θά μπορούσαν κάλλιστα νά ε!ναι σύγχρονοί μας, δμοιοι καί άπαράλλαχτοι μέ μάς στό
ήθος, στή νοοτροπία, στόν βαθμό πνευματικής άνάπτυξης, τό ϊδιο ((πολιτισμένοι», δηλαδή βάρβαροι, δσο κι έμ ις. Γιά νά
φέρω ενα παράδειγμα, έξακολουθούμε καί σήμ ρα άκόμα νά πιστεύουμε πώς τό ποuπΙ σάν εΙν' γεμάτο χλ εΙν ε.ι μtσα τόν μεγάλο ΔΙα, έκπορνευόμαστε κα{ πουλάμ τά παιδιά μας σέ γεροντοπαλλήκαρα, σάν τήν Φιλομένη, καυχιόμαστε γιά τά άσημένια μας σερβίτσια καί τ{ς τάχα γν 'σ ις μας σάν τόν νεόπλουτο Τριμάλχιο, εϊμαστε ετοιμοι κα{ πτ(vμα dνΟρώπινο νά καταβροχθίσουμε (μεταφορικώς β βα{ως) κλl'· (vοντας τά
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
25
μάτια καί φανταζόμενοι πώς δέν ε.Ιναι άνθρώπινη σάρκα αυτό ποό καταπίνοuμε μά ενα όλοστρόπuλο έκατομμόριο σηστέρ τιοι. Καί μή μού πείτε πώς ύπάρχει δσο νά 'ναι μιά τεράστια
διαφορά, μιά καί έμεϊς δέν αρεσκόμαστε στό θέαμα τών μονο μάχων πού αλληλοσφάζονται στήν αρένα, γιατί χειροκροτού με κι έμεϊς καί παροτρύνουμε ουρλιάζοντας μέ τόν ίσιο φανα τισμό τούς ποδοσφαιριστές καί τούς πυγμάχους, πού δέν σκο τώνονται βεβαίως, είναι δμως καί είμαστε, έμεις οι' θεατές, σκοτώστρες τού πνεύματος, μιά καί ήρωοποιούμε τήν κλω τσιά καί τή γροθιά καί δυσανασχετούμε, σάν τόν ηρωα τού
Πετρώνιου, δταν ή ταυρομαχία καταντάει α'vιαρή καί ούτε
μας σώζει τό γεγονός δτι τό αlμα πού βάφει τήν αρένα είναι συνήθως τού ταύρου οχι, δέν μας σώζει, πρώτον διότι ακόμα καί ό φόνος ένός ζώου θά επρεπε κανονικά νά θεωρείται α
πολίτιστο θέαμα καί δεύτερον διότι μας διασκεδάζει ό θάνα τος ένός res, * δπως κι έκείνους τούς πάθιαζε ή σφαγή ένός δούλου, πού ητανε res, σύμφωνα μέ δλους τούς νόμους τής τότε πολιτείας, σύμφωνα μέ δλες τίς θρησκευτικές καί φιλο σοφικές αντιλήψεις καί στό τέλος-τέλος, από πού κι ως πού τούς θεωρούμε πίό αγριους από μας, μόνο καί μόνο έπειδή αντέχανε στό θέαμα τού σπαθιού πού βυθιζότανε στό στήθος ένός δούλου, τή στιγμή πού έμεις αντέχουμε τά κινηματογρα
φικά έπίκαιρα μέ τίς χιλιάδες τών σπαθιών (τών βομβών θέ λω νά πώ) πού βυθι'ζονταν σέ χιλιάδες σπίτια έλεύθερων, κατ' όμοίωσίν μας πλασμένων ανθρώπων; Μά δέν είναι τό ι διο, θά πείτε καί πάλι, στήν πρώτη περίπτωση εχουμε μιά
παράσταση έπί τούτου οργανωμένη, βλέπανε τό αlμα νά χύνεται μπροστά τους, ένώ στή δεύτερη, πρόκειται γιά πολε μικές σκηνές πού προβάλλονται σέ μιά οθόνη, πού εχουν γίνει ηδησκιές μέ δλη τή σημασία τής λέξεως, πού εχουν συνεπώς αποστασιοποιηθεϊ. Ναί, θά συμφωνήσω μαζί σας, δέν είναι τό ωιο. Είναι πολύ χειρότερο. Γιατί κι ό πόλεμος ακόμα, πού μιά μακραίωνη συνήθεια μας επεισε νά θεωρούμε σάν κάτι φυσι κό, κατάντησε στήν έποχή μας θέαμα καί διασκέδαση. *«πράγμαΤΟζ)) στά λατινικά. Σημ. Κ. Δρόσου
26
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
.
Διά Σατυρικόν Περαινούσα •
':4,ς ε[ναι, ό Πετρώνιος, έπιμένω, δέν εlχε πρόθεση νά διδάξει τίποτα κι οϋτε δίδαξε πιθανότατα τίποτα τούς συγ
χρόνους του, σήμερα δμως, μέ τήν βοήθεια τής προοπτικής τού χρόνου, τό εργο του, παρ' δλο πού εφτασε ως έμάς σάν
ενα θρυμματισμένο κρασοκάνατο, περιέχει dκόμα, (ή μάλλον τό dπόχτησε έκ τών ύστέρων) τό φάρμακο πού περαίνει τήν τών τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν, μάς θεραπεύει δηλαδή ριζικά dπό τήν χειρότερη dρρώστια μας, τήν οίηση, δι' έλέου καί φόβου - σαρκάζοντάς την τόσο, πού νά οΖκτίρουμε τόν έαυτό μας, διακωμωδώντας τον τόσο πού νά τρομάξουμε μπροστά στό μέγεθος τής γελοιότητάς μας. Παρίσι, ':4, νοιξη
•
1971
1. «... 'Έ, λοιπόν, έγώ ό Έγκόλπιος σάς λέω πώς οΙ κα θηγητάδες μας τής ρητορικής βασανίζονται άπ' τίς ί'διες Έρ ρυνίες οταν ίιψώνουν τή φωνή τους, λέγοντας: «'Iδοu, αυτά τά τραίιμ.ατα τά 'έχω άπό τότε ποι) άγωνίστηκα γιά τή δική σας λευτεριά! Τό μάτι αίιτό, γιά σάς τό 'έχω θυσιάσει. "Ας 'έρθει κά ποιος νά μέ πάρει άπ' τό χέρι, νά μέ όδηγήσει στά παιδιά μου, γιατί μου σακατέψανε τά πόδια καί δέν μπορώ νά περπατή σω.» Δέ λέω, άκόμα καί μιά τέτοια ίιπερβολή θά τήν δεχό μουνα, αν ανοιγε πλατιά τή λεωφόρο στοuς μαθητές τους, καί τοuς όδηγουσε στήν ευφράδεια. Μά ολα αυτά τά πομπώδη θέ ματα, ολες αυτές οΙ αδειες φράσεις, ί'διες σαπουνόφουσκες, τί χρησψεuουν τελικά; ΟΙ νέοι οταν βρεθουνε σ' ενα πραγματικό δικαστήριο, νιώθουν σάν νά πέσανε σέ αλλον πλανήτη. Κι αν θέτε νά τό πώ 'έξω άπ' τά δόντια, προσθέτω πώς οΙ μαθητές μας άποφοιτουνε πιό στουρνάρια άπ' ο,τι μπήκαν στή σχολή, διότι
άπλοuστατα, τίποτα άπ' οσα βλέπουνε κι άκουνε μές στήν τάξη δέν τοuς προσφέρει τήν είκόνα τής ζωής: θέματα τών άσκήσεών
τους είναι οΙ κουρσάροι ποι) ένεδρεuουν στήν άκτή, κρατώντας ετοψες τίς άλυσίδες στά χέρια τους, είναι οΙ τuραννοι, ποι) συν τάσσουν διατάγματα, ίιποχρεώνοντας τοuς γιοuς νά άποκεφα
λίσουνε τοuς πατεράδες τους, είναι άπαντήσεις τών μαντείων ποι) συμβουλεuουν νά θυσιαστουνε τρείς, η περισσότερες παρ θένες, είναι φράσεις μελιστάλαχτες σάν τά γλειφιντζοuρια καί γιά νά μή μακρυγορώ, ολα, τά πάντα, λόγια καί πράξεις, 'έχουν πασπαλιστεί, αν έπιτρέπεται ή 'έκφραση, μέ μπόλικο παπα ρουνόσπορο καί σουσάμι.Ο)
1)
Τά ίσια παράπονα γιά την κατάντια τής ρητορικής, Ικφράζουν ό Κουϊντι
λιανός καΙ ό Τάκιτος. Τήν ρητορική τήν διδάσκανε ΙπαπελματΙες καθηγη τές, ποό «άσκοίίσαν)) τοός νέους νά «άπαπέλουν)) πάνω σέ δοσμένα θέματα,
τά όποία δέν είχανε συνήθως καμμιά σχέση μέ τήν καθημερινή ζωή. Τά μα
θήματα γινόντουσαν σέ διαρρυθμισμένες αίθουσες , κάτω Gtπό τΙς δημόσιες στοές, οπου οί διαβάτες μποροίίσαν νά σταθοίίν καΙ νά κρΙνουν τά άποτιλί σματα τών λεκτικών διαξιφισμών.
28
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
2.
'Έχοντας τραφεί, σύμφωνα μ' αυτό τό διαιτολόγιο,
χάνουν τό αίσθητήριο τής γεύσεως, άκριβώς οπως κι ενας λαν
τζέρης, δέν μπορεί νά όσφρανθεί τίποτ' αλλο, πάρεξ τίς βρωμιές τής κουζίνας. Μή σάς κακοφαίνεται, ώ ρητοροδιδάσκαλοι. Πρώτοι έσείς τήν καταντήσατε τήν ευγλωττία στά σημερινά της χάλια. Προσέχοντας μόνο τίς ασκοπες καί κούφιες παρηχή
σεις, τά σαχλά λογοπαίγνια, μετατρέψατε τήν έπιχειρηματολο γία σέ σώμα άχαμνό, σέ πτώμα, γιά νά λέμε τά πράγματα μέ τ' ονομά τους. Οί νέοι, δέν εϊχανε δεθεί άκόμα χειροπόδαρα μέ τίς ρητορικές άσκήσεις σας, οταν οί Σοφοκλήδες καί οί Ευριπί δηδες κατάφεραν νά γράψουν, οπως άκριβώς θά πρέπει νά μι λάγανε τότε οί ανθρωποι. Κανένας σχολαστικός, μαθημένος στόν ϊσκιο τής σχολής δέν τούς εΙχε άκόμα άποβλακώσει, οταν ό Πίνδαρος καί οί έννέα λυρικοί(2) νιώσανε νά τούς δίνουν στά νεύρα τά όμηρικά έξάμετρα. Μά γιά ν' άφήσω κατά μέρος τούς ποιητές πού θά μπορούσα νά έπικαλεστώ, λέω πώς μού εΙναι ά δύνατον νά φανταστώ τόν Πλάτωνα καί τόν Δημοσθένη, νά κα
ταπιάνονται μέ τέτοιας λογής άσκήσεις. Ή μεγάλη, ή άγνή, έ πιτρέψτε μου νά πώ, ευγλωττία, δέν καταδέχεται οuτε τό φτια σίδι, οuτε τά φουσκωμένα λόγια, μά έμφανίζεται άγέρωχη, ξέ ροντας πώς ή φυσική της όμορφιά φτάνει καί περισσεύει. Δέν
πάει πολύς καιρός πού αυτή ή αμετρη, γιομάτη άέρα φρέσκο φλυαρία, ξεκίνησε άπό τήν 'Ασία κι εφτασε στήν 'Αθήνα, σάν ενα μολυσμένο αστρο καί ή φθοροποιός έπίδρασή της θόλωσε τά μυαλά τών νέων, πού παρείχαν τίς μεγαλύτερες έλπίδες. Οί
κανόνες πήγαν κατ' άνέμου κrιί ή ευγλωττία . εχασε την πνοή καί τή φωνή της.(3) Μέ δυό λόγια, ποιός εφτασε ποτέ, άπό τότε χ' ϋστερα, τό άνάστημα ένός Θουκυδίδη,
2)
11 τή
φήμη ένός 'Υπε-
Κανονιχά, στούς έννέα λυριχούς περιλαμβάνεται χαΙ δ ΠΙνδαροι;. ΟΙ άλ
λοι εΙναι δ ΒαχχυλΙδης, ή Σαπφώ, δ ' Αναχρέων, δ ΣτησΙχοροι;, δ ΣιμωνΙ δης, δ Ίβύχος, ό Άλχαίος χαΙ ό Άλχμάν. ΜεριχοΙ προσθέτουν χαΙ την Κο ρίνα χι ετσι εχουμε έννέα έχτός άπ' τόν ΠΙνδαρο, δπως θέλει ό Πετρώνιοι;.
Ό Πετρώνιος χάνει έδώ τήν γενιχά παραδεγμένη διάχριση, άνάμεσα στό άττιχό χαΙ τό άσιατιχό σφος. Τό πρώτο ήταν άπλό χαΙ φυσιχό, τό δεότερο ή
3)
ταν περΙπλοχο χαΙ άπευθυνόταν στό συναΙσθημaι.
29
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
•
ρίδη;(4) Τί νά τά λέμε τώρα, άκόμα καί ή ποίηση εχασε τή λάμ
ψη της, τήν ώραία, τής ύγείας οψη της. Κι άπ' ολα τά προϊόντα αυτής τής τέχνης, ποό θά 'λεγε κανείς πώς τράφηκαν σόμφωνα μέ τό ί'διο διαιτολόγιο, κανένα δέν κατάφερε νά φτάσει, ίσαμε
τά ασπρα μαλλιά τών γηρατειών. Μέχρι καί ή μεγάλη τέχνη τής ζωγραφιΚής ύπέκ\)ψε στήν ί'δια μοίρα, άπό τότε ποό οί ά σ\)νείδητοι
Αίγόπτιοι
τολμήσανε
νά
κωδικοποιήσο\)ν
τοός
κανόνες της, στό περιληπτικό το\)ς Έγχειρίδιο Πρός Χρήσιν Τών Ζωγράφων.(5)
3.- Ό
καθηγητής 'Αγαμέμνων, ποό διαξιφιζότανε στή δι
πλανή αίθο\)σα, δέν τό αντεξε, δέν μποροσσε πιά νά μ' άκοόει νά ρητορεόω κάτω άπ' τή στοά.
«Νεαρέ μο\), μοσ εΙπε, μιά καί δέν μιλάς σάν πού μιλάει ολος ό κόσμος κι έπιπλέον, μιά κι άγαπάς -πράγμα σπανιότα το- τή λογική, δέν εχω άντίρρηση νά σέ μ\)ήσω στά μ\)στικά τοσ έπαγγέλματος. "Αν θές νά μάθεις τήν άλήθεια, οί καθηγητές δέν φταίνε καθόλο\) γι' αυτές τίς άσκήσεις, δεδομένο\) οτι είναι ύποχρεωμένοι νά παραλογίζονται καί νά χορεόο\)ν στό σκοπό
ποό τοός . παίζο\)ν οί τρελλοί. Διότι άπλοόστατα, αν οί λόγοι το\)ς δέν αρεσαν στοός νέο\)ς, θά μένανε οπως λέει καί ό Κικέ ρων, όλομόναχοι, μές στίς σχολές το\)ς. Θ\)μήσο\) τοός γλείφτες ποό εχεις δεί στίς κωμωδίες: οταν τό βάλο\)νε σκοπό νά τοός
καλέσει κανένας πλοόσιος σέ γεσμα, δέ σκέφτονται παρά πώς νά ποσνε πράγματα, ποό κατά τή γνώμη το\)ς μποροσν ν' άρέ σο\)ν, γιατί δέ θά πετόχο\)ν στό κ\)νήγι το\)ς, παρά μόνο αν πιά σο\)νε τά αυτιά τών άκροατών στίς παγίδες το\)ς. 'Ίδια κι άπα
ράλλαχτα κι ό καθηγητής τής ευγλωττίας: αν δέν φερθεί σάν
4)
Ό ΎπερεΙδης ήταν ενας ρήτορας τού τέταρτο\) π.Χ. αΙώνα. Οί άρχαίοι
τόν είχαν κατατάξει δεύτερον, άμέσως μετά τόν Δημοσθένη.
5) Παραμένει άκόμα μ\)στήριο, σέ τΙ άκριβώς σ\)νΙστατο 1) τεχνική πού uπαινΙσσεται Ιδώ ό Πετρώνιος .. Από ενα άσαφές χωρΙο τού ΠλΙνιο\) τού Πρε σβύτερο\), μπορούμε νά όποθέσοιιμε οτι Ιπρόκειτο γιά μιά μέθοδο γρήγορο\) σχεδΙο\), πού ΙπέτΡεπε τό είίκολο σκιτσάρισμα.
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
30
εμπειΡος ψαράς καί δέν βάλει στ' άγκίστρι του τό δόλωμα ποό ξέρει πώς τσιμπάνε τά πετρόψαρα, θά μείνει ώρες όλόκληρες στό βρόχο του, χωρίς έλπίδα πώς θά πιάσει τίποτα.
4.- Ποιό είναι τό συμπέρασμα; 'Όλο τό φταίξιμο πέφτει στοός γονείς, γιατί αότοί είναι ποό δέ θέλουν νά δοuνε τά παι διά τους νά προοδεόουνε στή μάθηση, κάτω άπό αύστηρή πει θαρχία. Καί πρώτ' άπ' σλα, θυσιάζουνε τά πάντα, άκόμα καί
τίς έλπίδες, στή φιλοδοξία τους. Κατόπιν, ετσι ποό βιάζονται νά
πραγματοποιηθοuν μιά ωρα άρχίτερα οί πόθοι τους , σπρώχνουν τοός νέους νά μποuν στό Φόρουμ(6) πρίν πήξ ε ι άκόμα τό μυαλό τους. 'Απ' τή μιά μεριά, σοί) λένε πώς δέν uπάρχει μεγαΛUτερη ΔUναμη άπ' τήν εόγλωττία κι άπ' τήν άλλη τήν κατεβ άζουνε στό έπίπεδο τών νεογέννητων, προορίζοντας τ ά πα ιδ ιά τ ους γιά ρήτορες, άπό τήν έποχή ποό ξεφωνίζουν ε άκόμα μές στήν κοόνια τους". "Αν τοός άφήνανε νά κάνουνε σωστές σπ ο υ δές , ετσι
ποό οί νέοι, οί έπιμελείς έννοείται, νά είχαν δ λον τόν καιρό νά
διαποηστοuνε άπό τή σοβαρή άνάγνωση , ν ά ρ υΟμίσο υν τήν καρδιά τους σόμφωνα μέ τά διδάγματα τή ς φ ιλοσοφίας, νά διορθώσουν τό ίίφος τους μέ μιά πέννα ποό δέ θά σχωρν άε ι οίίτε τό παραμικρό λάθος, ν' άκοόσουν μιά καί δυό κα Ι δΙκα φο ρ ές τά πρότυπα ποό θά 'θελαν νά μιμηθοuν , νά καταλάβουν πώς τά γοuστα τών έφήβων δέν άξίζουνε πεντάρα , άν τοός άφήν αν ε,
λέω, ε, τότε ναί, θά εβλεπες πώς δέ θ ' άργουσι. ν ά ξαν αποχτή σει, ή εόγενέστατη τέχνη τής ρητορίας , δλο τό πραγματικό τη ς βάρος κι σλο τό κόρος της. Σήμερα, τά πα ι δ ιά δΙν κάν ουν άλλο άπό άταξίες στό σχολείο' οί νέοι, γίνονται πφ(γ ι.λω ς τών σκυ
λιών, μόλις άνοίξουνε τό στόμα τους στό δ ικαστήρω' μά τ6 χε ι ρότερο άπ' σλα, ντροπή μας κι αίσχος μας, άκόμ.α κι δταν γε ράσουν, άρνοuνται νά παραδεχτοuν πώς (ίσα μάΟ ν π ι Ηά, ή ταν στραβά κι άνάποδα. Καί γιά νά μή ν ο μ.(σ &ιι; π(~ι; Itιριφρ()ν ώ
6) Τά δικαστήρια συνεδριάζανε στό Φόρου μ., ατό υπ ιΙΙριι . κανένα σκέπαστρο, άντΙθετα άπό τΙι; σχοΗς τής ρητορι σαν στή σκιά τής στοάς, δπως άναφέρθηκι παραπόινω .
Ιν ,[χανι ι !Ιό λιι ιιυργού
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
31
τούς δίχως άξιώσεις αύτοσχεδιασμούς, σάν αύτούς πού συνθέτει συχνά ό Λουκ(λιος(7), θά σοΟ σκαρώσω ενα ποίημα γιά νά
έκφράσω τή σκέψη μου: ';4ν αξιος θέλεις αύστηρής, σπουδα{ας Τέχνης νά 'σαι κι αν κυνηγάει τ6 πνεύμα σου τ6 Μέγα Θέμα
πειθάρχησε τά πάθη σου, τή ζώνη σφι'ξε κα{ τήν καρδιά σου λε{ανε νά γ{νει σάν καθρέφτης. Τά άνάκτορα τών (σχυρών, να{, περιφρ6νησέ τα. Κι αν σέ καλέσουνε μήν πάς σέ μεθυσμένα δείπνα. Μήν πάς, μή σβήσει ή σπ{θα τού μυαλού σου μές στ6ν οlνο. Λεφτά μήν πάρεις γιά νά πάς στ6 θέατρο κλακαδ6ρος, στούς μορφασμούς τών μ{μων μή φωνάξεις τ6 εύγε. Τ{ κι αν τής Τριτογένειας(8) σού χαμογελούν τά κάστρα Τ{ κι αν πατάς τά χώματα τών Σπαρτιατών άποάων
Τ{ κι αν πολ{της είσαι εκεί στήν π6λη τών Σειρήνων σκοπ6ς σου εσένα ό ωιος πάντα: Πρώτη μαθητε{α ή πο{ηση. Στήν πηγή τής Μαιον{ας ξεδιψώντας(9)
χ6ρτασε κάνοντας παρέα μέ τ6ν Σωκράτη κα{ τ6τε πιά τά γκέμια άμ6λησε κα{ τρέξε.
τ6 κοφτερ6 σπαθ{ κραδα{νοντας τού Δημοσθένη. Μετά, στ6 δρ6μο βγές ν' άκούσεις τούς Ρωμα{ους εμπνεύσου άπ' τΕς κουβέντες τους, τάέλληνικά σου ξέχνα. Τ{ς δ{κες παρατώντας, πάρε πέννα φτερωμένη κα{ τά γυρ{σματα τής Τύχης κάνε ν' άκουστούνε
έ'χοντας πρ6τυπ6 σου ύμνολογ{ες τού πολέμου κα{ τ6ν Κικέρωνα, πού εξαπολύει τούς κεραυνούς του. Τ6 πνεύμα σου ασκησε σέ αύτά τά ώραία κα{ ποτισμένος
άπ' τούς μεγάλους ποταμούς πού λέω, θά δεις, ώ θαύμα νά ξεπηδάν άπ' τήν καρδιά, τών Πιερ{δων(10) ϋμνοι)).
Γάιος Λουκίλιος, Λατίνος ποιητής (180-102 π.Χ.). ΕΙναι ό άρχαιότερος κα! τολμηρότερος Ρωμαίος σατιρικός. Καυχιότανε πώς μπορεί νά σταθεί στό ενα του πόδι καί νά αίιτοσχεδιάσει 200 στίχους τήν ώρα.
7)
8) Ή πόλη τής Τριτογένειας ' Αθηνάς εΤναι οί θούριοι, πού χτίσανε οί 'Αθηναίοι στή Μεγάλη Έλλάδα. Τά χώματα τών Σπαρτιατών άπο(κων
εΤναι ό Τάραντας. Ή πόλη τών Σειρήνων , εΙναι ή σημερινή Νεάπολη.
9) Ή πηγή τής Μαιονίας εΙναι τά όμηρικά ποιήματα. 10) Τών Πιερίδων, δηλαδή τών Μουσών.
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
32 •
6.- Τόν ακοuγα προσεχτικά καί δέν πήρα εί'δηση πώς ό 'Άσκuλτος τό 'χε στρίψει ... Καθώς πέρναγα μέσ' άπ' τόν κήπο, άκούγοντας άκόμα τίς ζωηρές σuζητήσεις, είδα ενα τσοuρμο μαθητές νά φτάνοuν στή στοά. Κατά πώς φαίνεται πηγαίναν νά άκούσοuν κάποιον
πού ρητόρεuε έκ τοί) προχείροu, άπαντώντας στόν λόγο τοί)
,Αγαμέμνονα. Τήν ώρα πού οΙ νεαροί είχαν πάρει στό ψιλό τό ϋφος ΤΟι) καί τόν κάνανε μέ τά κρεμμuδάκια, άνασκεuάζοντας ενα-ενα τά έπιχειρήματά ΤΟι) καί σαρκάζοντας τό γενικό σχέδιο τής άι.ιιλίας τοu, βρήκα τήν ευκαιρία νά τοί) δίνω καί ετρεξα νά βρώ τόν 'Άσκuλτο. 'Όμως, δέ θuμόμοuνα καλά τό δρόμο κι
ou-
τε ηξερα ποί) είναι τό κονάκι μας. 'Έτσι, γύριζα καί ξαναγύριζα σuνεχώς στό ί'διο μέρος, τόσο πού τελικά, μπάφιασα πιά νά τρέ
χω καί λοuσμένος στόν Ιδρώτα, πλησίασα μιά γριά, πού πούλα
γε φρέσκα λαχανικά, μόλις φερμένα άπ' τό περβόλι.
7.- «Μέ τό σuμπάθιο , καλή κuρά,» τής είπα, <ψπάς καί ξέρεις
-
ΠΟι)
, μενω;»
Πολύ τήν διασκέδασε αυτό τό σαχλό μοι) άστείο . «Καί βέβαια ξέρω», μοί) άπάντησε. Σηκώθηκ ε άμέσως καί προχώρησε μπροστά μοu. Σκέφτηκα πώς θά πρέπ ε ι ν ά 'χει μαντικές Ικανότητες καί. ..
Λίγο άργότερα, οταν φτάσαμε σ' εναν άπόκεντρο μαχαλά ή ψuχόπονη γριά παραμέρισε ενα χιλιομπαλωμέν ο παραπέτ ασμα
,
και
-.
μοι)
ειπε:
«'Εδώ πρέπει νά μένεις».
'Άρχισα νά τής λέω πώς δέν είχα ξαναπατήσ!ι ποτέ τό
πόδι μοι) έδωχάμοu, μά σέ μιά στιγμή, είδα κάμποσοuς άντρες νά κόβοuν βόλτες μέ τό πάσο τοuς, άνάμεσα σΙ δυό σ!ιρές θεό γuμνες σακαφιόρες. Πάνω άπ' τό κεφάλι τής κάΟ! μι&:ς, ξέκρ ινα μιά ταμπελίτσα μέ τό ονομά της. 'Άργησα !Ιν αι άλήΟ!ια μά τε λικά τό κατάλαβα πώς μέ είχαν όδηγήσ !ι σ' ~ν α μπορντέλο. Λούζοντάς την πατόκορφα τή γριά, ποι; μοό 'π αιξ! αυτό
τό ασχημο παιχνίδι, σκέπασα τό πρόσ ωπ μΙ ττιν 'κρη τού χι τώνα μοι) καί τό 'βαλα στά πόδια, τρέχοντας μ Ια' άπlι κείνον
•
ΣΑΤΤΡΙΚΟΝ
33
τόν οίκο μέ τίς λόκαινες(ll), γιά νά βγώ άπ' τήν αλλη μεριά. Φτάνοντας στήν πόρτα, σέ ποιόν λέτε πώς επεσα; Στόν 'Άσκυλ
το, ποι) ητανε κι αίιτός ξεθεωμένος άπ' τήν κοuραση καί μόλις ποι) στεκότανε στά πόδια του οπως κι έγώ. Θά 'λεγε κανείς
πώς τόν εφεΡε έδώ rι. ί'δια γριά. Τού 'κανα, γελώντας τήν πιό •
ώραία χαιρετοuρα μου καί τόν ρώτησα τί γuρευε σέ ενα τόσο
κακόφημο σπίτι.
"Αχ! μού είπε, σκουπίζοντας καί μέ τά δυό του χέρια τόν ίδρώτα του, νά "ξερες τί επαθα!»
8.-
«Τί επαθες;» τόν ρώτησα.
«Περιπλανήθηκα», αρχισε νά μού λέει μέ φωνή ποι) μόλις άκουγότανε, «στριφογuρισα σ' ολη τήν πόλη, μά δέν κατάφερα νά βρώ τό χάνι μας. 'Όπου σέ μιά στιγμή, μέ πλησιάζει ενας πολό καθώς πρέπει πάτερ φαμίλιας καί μού προτείνει νά μού δείξει τό δρόμο. Περάσαμε άπό σκοτεινά σοκάκια φτ.άσαμε έδώ καί :cότε, εβγαλε λεφτά καί μού 'σκασε τό παραμUθι. Ή μα τρόνα, είχε τσεπώσει κιόλας τή μονέδα της γιά τό δωμάτιο, ό λεγάμενος μού 'χε κιόλας ριχτεί γιά καλά κι αν δέν ημουνα πιό δυνατός άπό δαuτονε, θά πλήρωνα τόν ρεφενέ μοω). Πραγματικά ολοι οί αντρες yupo μας είχαν μεθuσει θά 'λεγες, πίνοντας άφροδισιακά φάρμακα. Ένώνοντας τίς Qυνάμεις μας, άπωθήσαμε τήν έπίθεσή του.
9.-
Σάν μέσα άπό όμίχλη, διέκρινα τόν Γείτονα, ποι) στε
κότανε στή γωνιά ένός σοκακιού. 'Έτρεξα κατά κεί ...
Ρώτησα τό σπλάχνο μου, αν μάς έτοίμασε τίποτα γιά φαΤ. Τό καημένο τό παιδί, εκατσε τότε στό κρεβάτι καί σκοuπισε μέ τόν άντίχειρα τά δάκρυα, ποι) τρέχανε ποτάμι άπ' τά μάτια
του. Μού 'ρθε πολό άνάποδα, σάν είδα τό σπλάχνο μου σ' αίιτή
Ό οίκος άνοχής λέγεται λατινικά Λουπανάριο , άπό τό λούπα, πού ση μαίνει λύκαινα, δηλαδή, κατά τούς Ρωμαίους πόρνη.
11 )
34
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
τήν κατάσταση. Ρώτησα τό ποuλάκι μοu, τί τού σuνέβη. Λίγο λίγο δλο διστάζοντας κι δλο σταματώντας -τόσο ποό άναγκά στηκα νά μήν περιοριστώ στά παρακάλια, μά νά καταφόγω καί
στίς φοβέρες- μού είπε: «Αυτός ποό τόν λές φίλο aou κι άδελφό aou, αυτός τέλος πάντων, ποό τού κάνεις παρέα, μπήκε λίγο πρίν ερθεις σέ τούτο δώ τό δωμάτιο καί επιχείρησε νά μέ βιάσει. Τότε εγώ, εβαλα τίς φωνές, ζητώντας βοήθεια. ''Oποu εκείνος, τράβηξε ενα σπαθί καί μού είπε: «"Αν κάνεις τή Λοuκρητία, τότε κι εγώ θά γίνω ΤαΡκοufνος». (12)
,Ακοόγοντας
αυτά τά λόγια, φώναξα στόν 'Άσκuλ το,
κοuνώντας τίς γροθιές μοu μπρός στά μούτρα τοu: «Τί εχεις νά πείς, σό ποό τραβιέσαι σάν τίς παλιοποuτάνες κι άκόμα κι ή άνάσα
aOU
βρωμάει, άπ' τά βρωμοκαμώματά
aOU;» Ό 'Άσκuλτος εκανε πώς προσβλήθηκε κατάκαρδα. Σή κωσε κι αυτός τίς γροθιές τοu καί τίς κοόναγε φωνάζοντας πιό δuνατά άπό μένα: «Έσό, νά τό βοuλώνεις, πόρνε μονομάχε! Κι άπ' τήν ά ρένα άκόμα, σέ διώξανε μέ τίς κλωτσιές! Βοόλωστο, μαχαιρο βγάλτη, μπαμπέση, ποό άκόμα κι δταν εκοβε τό σπαθί aou, πο τέ δέν τά κατάφερες νά βάλεις κάτω μιά γuναίκα τής προκο
πής! Έκεί στόν κήπο τής σχολής, ήρθες καί μού κόλλησες, 0πως κολλάς τώρα σ' αυτό έδώ τό ποuσταΡέλι ... » «Καί σό;» τού είπα, «εσό μού τήν κοπάνησες κι εφuγες, τήν ωρα ποό σuζήταγα μέ τόν 'Αγαμέμνονα».
«Τί ηθελες νά κάνω, βρέ άρχικόπανε;» μού απάντη σε, «άφΟύ ψόφαγα τής πείνας; Μπάς κι είχες τήν άξίωση ν' ά
10.-
κοόσω ως τό τέλος τίς μπούρδες τοu; Μά αυτός, ετσι ποό τό πήγαινε, θά 'ρχιζε σέ λίγο νά μάς ξηγάει τά ονειρά τοu! 'Ά, μά τόν Ήρακλή, άπό τοός δuό μας, εσό είσαι ό πιό σιχαμένος. Για-
12) Ή Λουχρητ(ιχ, ποό ήτιχν υπόδειγμιχ συζυγιχηι; π(στιωι;, άπ1jχθη άπό τόν ΤlχρχουΤνο , τόν γιό του τελευτιχ(ου Έτροόσχου βlχσιλιιΧ τηι; Ρώμηι;.
35
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
τί έσό, εκατσες κι επλεξες τό έγκώμιο τής ποίησής τοu, γιά νά κερδίσεις μιά πρόσκληση σέ δείπνο». Μετά άπ' αότό, παρατήσαμε τόν χuδαίΟ καuγά μας καί
σκάσαμε στά γέλια. Τά πρόσωπά μας γαληνέψανε. Ή καταιγί δα πέρασε καί άσχοληθήκαμε μέ άλλα πράγματα ... 'Όμως, ή άπόπειρα τοίί 'Άσκuλτοu, ξαναρχόταν σuνεχώς , , στη
μνημη
μοu.
«'Άκου» τοίί είπα, «είναι φανερό πώς έμείς οί δuό δέν κάνοuμε χωριό. "Ας χωρίσοuμε λοιπόν τά τσανάκια μας κι άς τραβήξει ό καθένας τό δρόμο τοu. Ξέρεις κάμποσα γράμματα
κι έγώ δέν πάω πίσω. Γιά νά μή σού κάνω άντίπραξη, θά κατα πιαστώ μ' άλλη κομπίνα. Άλλιώς, θά 'μαστε κάθε μέρα στά μαχαίρια κι όλάκερη ή πόλη θά μας δείχνει μέ τό δάχτuλο καί θά γελάει μαζί μας». Ό 'Άσκuλτος δέν εφερε άντίρρηση.
«Γιά σήμερα», μοίί άπάντησε, <ψιά καί δεχτήκαμε μιά πρόσκληση σάν άνθρωποι τών γραμμάτων, άς μή χάσοuμε τζάμπα καί βερεσέ τή βραδιά μας. Αίίριο ομως, μιά κι ετσι σοίί κάπνισε, θά ψάξω νά βρώ άλλο στέκι κι άλλο σπλάχνο».
«Ποιός ό λόγος νά χάνοuμε τήν ώρα μας;» τοίί είπα, «άναβάλλοντας αότό ποό άποφασίστηκε;»
Τό πάθος μοΙ) κι οχι άλλος λόγος, μέ εσπρωξε νά έπισπεό σω ετσι δά τόν χωρισμό. 'Από καιρό τό ήθελα νά άπαλλαγώ ά πό τήν ένοχλητική τοΙ) παροuσία καί νά βρώ τήν παλιά μοΙ) συνήθεια μέ τόν μικρό μου Γείτονα.
11.-
'Όρθιος στήν ταράτσα, άφησα τό βλέμμα μοΙ) νά
πλανηθεί πάνω στήν πόλη, ίίστερα ξαναμπήκα στό καμαράκι μου καί μετά τά φιλιά ποό άνταλλάξαμε, χωρίς ένδοιασμοός τοότη τή φορά, εσφιξα τό μικρό μου άγόρι, σφιχτά-σφιχτά στην
άγκαλιά μου καί ήταν τόση ή εuτuχία μοu, ποό άκόμα κι οί θεοί θά 'σκαγαν άπ' τή ζήλεια τοuς, άν ξέρανε τί ώραία ποό περνοίί
σα. Γιά νά λέω τήν πάσα άλήθεια, μας μένανε κι άλλα νά κάνουμε, οταν ό 'Άσκυλτοc;, εχοντας φτάσει στήν πόρτα, πα
τώντας σάν γάτα, τής δίνει μιά, σπάει τό μάνταλο καί μέ βρί-
36
Ι Ι ι.:ΤΙ'ΩΝ I ΟΣ
σκει πάνω στά ζαχαρώματα μέ τόν μικρό μου Γε(τονα. Κι άμέ σως, τά γέλια του καί τά παλαμάκια του πλημμύρισαν τή μι
κρή μας κάμαρη. Άνασήκωσε τόν μανδύα μέ τόν όποίο εΙχα σκεπαστεί καί ξεψώνησε:
«Τί μαστόρευες δώ χάμου, θεοσεβέστατε άδελψ έ; Πώς; Εϊχατε συγκατοίκηση κάτω άπ' τό ί'διο άντίσκηνο;» Καί δέν περιορίστηκε μόνο στά λόγια, μά τράβηξε τό λου ρί τού σάκου του κι αρχισε νά μέ μαστιγώνει, μ' ολη του τή
δύναμη μάλιστα, σαρκάζοντάς με κιόλας άπό πάνω:
«Αυτή είναι ή τίμια μοιρασιά, πού μού 'λεγες;»
Φτάσαμε στό παζάρι τό σούρουπο κι εί'δαμε ενα σω ρό πραμάτιες οχι καί μεγάλης άξίας είναι άλήθεια, μά πού ή u-
12.-
ποπτη προέλευσή τους κρυβότανε καλύτερα μές στό μισοσκότα
δο. 'Έχοντας ψέρει κι έμείς τόν κλεμμένο μανδύα, έπωψεληθή κα~ε άπ' αυτήν τήν ώραία ευκαιρία. Πιάσαμε μιά γωνιά, ξεδι
πλώσαμε μιάν ακρη του καί τήν άνεμίζαμε, έλπίζοντας πώς τό σπουδαίο έκείνο uψασμα θά τράβαγε τήν προσοχή κανενός άγο ραστή. Δέ χρειάστηκε νά περιμένουμε πολύ. Σέ λίγο, πλησΙασε
ενας χωρικός, πού κάπου πρέπει νά τόν είχα ξαναδεί. Τώρα, εί χε παρέα του μιά γυναίκα. Βάλθηκε νά έξετάζει τό ρούχο μέ με
γάλη προσοχή. Άπ' τήν αλλη μεριά, ό 'Άσκυλτος εΙχε καρψώ σει τό βλέμμα του στόν ώμο τού χωρικού, ή μάλλον στόν χι τώνα πού είχε ριγμένον, μισοδιπλωμένον στόν ώμο του. Ξά ψνου, είδα τόν 'Άσκυλτο νά τού κόβεται ή άνάσα καΙ νά μή μπορεί νά βγάλει λέξη. Τότε, πρόσεξα καλύτερα έκείνο τό ύπο κείμενο καί ή καρδιά μου χτύπησε δυνατά, γιατΙ μού ψάνηκε πώς τόν γνώρισα. ΝαΙ, ήταν αυτός πού είχε βρεί τόν χιτώνα μου στόν έρημότοπο. Ό 'Άσκυλτος δέν τόλμαγε άκόμα νά πι
στέψει στά μάτια του καΙ γιά νά μήν πέσει σέ καμιά λούμπα, πλησίασε τόν χωρικό, τάχα πώς ήτανε άγοραστής, τράβηξε μιάν ακρη τού χιτώνα καΙ τήν πασπάτεψε μέ τά εμπειρα δάχτυ λά του.
•
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
37
'Ά, είναι νά θαυμάζεις, μά τό ναί, τής τύχης τά γυρί σματα. Ό χωρικός, δέν είχε άκόμα τήν περιέργεια νά ψαχουλέ ψει τίς ραφές καί φαινόταν νά κρατάει ενα ροσχο ζητιάνου, πού
13.-
τό 'φερε στό παζάρι, οχι γιά νά τό πουλήσει, μά γιά νά τό ξε
φορτωθεί. Ό 'Άσκυλτος, βλέποντας πώς ό θησαυρός μας ήταν αθικτος καί πώς ό πωλητής δέν ήταν δά καί κάνα σπουδαίο πρόσωπο, μέ τράβηξε παράμερα καί μοσ είπε: «Τό ξέρεις άδελφούλη μου, πώς ό θησαυρός πού κλάψα με
γιά χαμένον, ξανάρθε τώρα στά χέρια μας; Αότός είναι ό χι τώνας μας, μ' δλα τά χρυσά άπείραχτα. τι κάνουμε τώρα; Τί τίτλους Ιδιοκτησίας θά έπικαλ 9 στοσμε, γιά νά διεκδικήσουμε τό
"εχει
μας;»
Χάρηκα διπλά, πρώτον γιατί ξανάβλεπα τήν μπάζα μας καί δεύτερον γιατί ή τύχη μέ ξέπλενε άπ' τό ονειδος τής όπο
ψίας πού μέ βάραινε. Ύποστήριξα πώς επρεπε νά παίξουμε μέ άνοιχτά χαρτιά καί νά άγωνιστοσμε ντόμπρα μέ τά δπλα πού
μάς εδινε ό νόμος, δηλαδή, αν άρνιόντουσαν νά έπιστρέψουν στόν νόμιμο κάτοχο τό άντικείμενο πού δέν τούς άνήκε, νά κα ταφύγουμε στήν άνέκλητη κρίση τοσ δικαστή.
14.-
Ό 'Άσκυλτος δμως, φοβότανε τόν Νόμο.
«Καί ποιός μάς ξέρει δώ πέρα;» μοσ είπε. Ποιός θά πιστέ ψει στά λεγόμενά μας; Προτιμώ νά άγοράσουμε τόν χιτώνα
μας, τώρα πού τόν ξαναβρήκαμε. τι κι αν είναι δικός μας; Μέ μιά μικρή δαπάνη, θά ξαναβάλουμε στό χέρι τόν θησαυρό. Ποιός ό λόγος νά μπλέξουμε μέ μιά δίκη, πού ή εκβασή της δέν είναι καθόλου σίγουρη; Τ{ dξ{ζει ό ν6μος, δταν κυβερνάει τ6 χρήμα
κι δταν ή φτώχια δέν μπορεί ποτέ νά βρεί τ6 δtκιo; Κι οι Κυνικο{ πού τάχατες περιφρονούν τά πάντα
πουλάνε τήν dλήθεια γιά δυ6-τρεiς παράδες. Ή κρ{ση έμπ6ρευμα κατάντησε κι ό κάθε ίππ6της(13)
κοιτάει ποι6ς πι6 μεγάλο λάδωμα τού τάζει».
13) Τό σώμ.α τών ένόρκων ιΧπετελείτο κανονικά ιΧπό έχπροσώποuι; τήι; Γε ροuσ(ας, ίππότες χα( ιΧξιωμ.ατοόχοuι; τού Θησαuροcpuλαχ(οu.
38
-
ΙΙΙ .' Ι ' Ι 'ΙΙΝ Ι (Ι);
'Όμως, εξω άπό ενα καί μοναδικό κέρμα, πιιό Ιγ 1I ν τό ξοδέψουμε άγοράζοντας στραγάλια καί λοόπιν , Ιν at Ι Ι!. τσεντέσιμ.ο άπάνω μας. 'Έτσι, γιά νά μή μά~ πάρ ιι, ι ν ; λ· λος τόν χιτώνα, τώρα πού τόν ειχαμε σχεδόν στά χΙρ ι Ι ;, ά ποφασίσαμε νά πουλήσουμε τόν μανδύα, μισοτιμ. ~ κι κ6 1 παρακάτω, μιά καί θά άντισταθμίζαμε τή χασοόρα Ι Ι ~ν π()λό μεγαλύτερο κέρδος. 'Άμ επος, αμ εργον, ξεδ ιπλώσαμ.ι. Ι Ι ω~ τήν πραμάτια μας. 'Όμως, ή γυναίκα μέ τό πέπλο, ποό τικό τανε μπροστά μας μέ τόν χωρικό, έξέτασε πρ οσιχτικά τά ση μάδια τού μανδύα, τόν άρπαξε άπ' τήν ακρη καί βάλΟηκ ι νά ξι λαρυγγιάζεται φωνάζοντας: «Πιάστε τους! Κλέφτες! Βοήθεια!» Τότε κι έμείς, γιά νά μή μείνουμε πίσω καί φαν ιί πώ~
βρισκόμασταν έν άδίκω, άρπάξαμ.ε τόν χιλιολεκιασμΙνο καί σκισμένο χιτώνα μας κι άρχίσαμε νά φωνάζουμε, δσο πιό δuνα τά μπορούσαμε, πώς έκείνοι μάς κλέψαν τό ρούχο μα~. 'Ωστό σο, ύπήρχε μεγάλη διαφορά καί οΙ μικροπωλητές πού μαζευτή κανε γύρω μας άκούγοντας τόν καuγά, μάς ΚΟΡΟί'δεύανε καί γελάγανε μέ τό δίκιο τους, έδώ πού τά λέμε, βλέποντας πώς οΙ άντίπαλοί μας διεκδικούσαν εναν μανδύα πού τά 'χε τά λεφτά του, ένώ έμείς, θέλαμε σώνει καί καλά νά τούς πάρουμε ενα
πραγματικό άποφόρι, νά τό σκίσεις γιά ξεσκονόπαν ο κι οίίτε. Τελικά, ό 'Άσκuλτος τά κατάφερε καί τούς εκανε νά σταματή
σουν τά γέλια τους. 'Επέβαλε τή σιωπή καί εΙπε:
15.- «ΕΙναι όλοφ'άνεΡΟ πώς ό καθένας προτιμάει τό δικό του. "Ας μάς δώσουν ε λοιπόν τόν χιτώνα μας κι ας ξαναπάρουν
,
τον
μαν
δ' υα».
Ό χωρικός καί ή γuναίκα δέχτηκαν τήν τράμπα, μά ελα
πού ξεφύτρωσαν άπ' τό σκοτάδι (γιατί εΙχε κιόλας σκοτεινιά σει) κάτι μούτρα πού θά πρέπει νά 'ταν κλέφτες, εΙπαν δμως πώς έκπροσωπούν τόν Νόμο καί πώς τά άμφισβητοόμενα εΙ'δη
ίματισμΟύ πρέπει νά τούς παραδοθούν πρός φύλαξιν, μέχρι τήν έπομένη, όπότε ενας δικαστής θά εκρινε τή διαφορά. Πρόσθε σαν μάλιστα πώς θά πρέπει νά γίνει κανονική άνάκριση, γιατί
39
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
τό θέμα δέν ήταν μόνο αν μάς άνήκε η όχι αύτό ποό διεκδικοό σαμε, μά καί τό οτι μάς βάραινε ολους (καί τά δυό άντίδικα μέ ρη) ή όποψία τής κλοπής. 'Ήδη, ή αποψη τής προσωρινής κατά σχεσης αρχισε νά όπερισχόει καί κάποιος παλαιοπώλης, ενας φαλακρός, μέ δυό καροόμπαλους στό μέτωπο, ποό Ισχυρίστηκε πώς άσχολείται άπό καιΡΟΟ εΙς καιρόν μέ δικαστικές όποθέσεις, απλωσε κιόλας τίς χεροΟκλες του νά πάρει τόν μανΔUα, κάνον τας ορκο πώς θά τόν φέρει αuριο κιόλας στό δικαστήριο. Φυσι
κά, ό σκοπός του ήταν όλοφάνερος: Αύτός κι οί λωπoΔUτες φίλοι του θά σοόφρωναν ώραία
ώραία τόν μανΔUα, όπολογίζοντας πώς έμείς δέ θά 'χαμε τόν πρεποόμενο τουπέ καί δέν θά έμφανιζόμασταν στή δίκη, άπό
φόβο μή μάς κατηγορήσουν ε γιά κλέφτες. 'Άλλο ποό δέ θέλαμε κι έμείς. Καί τό πιό σπουδαίο άπ'
0-
λα, ή Τόχη τά 'φερε δεξιά καί γιά τά δυό μέρη. Ό χωρικός ε γινε εξω φρενών, άκοόγοντάς μας νά έπιμένουμε καί νά άπαι
τοΟμε νά κατασχεθεί προσωρινά τό κουρέλι μας. Τό πέταξε φουρκισμένος στά μοΟτρα τοΟ 'Άσκυλτου καί μάς κάλεσε νά καταθέσουμε σέ χέρια τρίτου τόν μανΔUα.
Καί λοιπόν, ξαναποχτώντας (σύμφωνα μ' ολες τίς ένδεί ξεις) αύτό ποό εϊχαμε χάσει, τό βάλαμε στά πόδια κι ετσι οπου φόγει-φόγει, φτάσαμε στό χάνι μας. 'Εκεί, κλειδαμπαρώσαμε τήν πόρτα, άρχίσαμε νά γελάμε καί νά εΙρωνευόμαστε τή μα τσαραγκιά τών έμπόρων καί τών κατηγόρων μας, ποό τά σοφί στηκαν ολα τόσο ώραία, οί παμπόνηροι, γιά νά μάς έπιστρέ
ψουν τά λεφτά μας. Ό,τι ποθώ, δέ θέλω ευθύς νά μού δοθε{ κι ουτε μ' άρέσει ή ν{κη δ{χως πατιρντί.
16.-
'Όμως, οτι καί εϊχαμε κατεβάσει τήν τελευταία
μπουκιά άπ' τό φαΓ ποό μάς έτοίμασε ό Γείτων γιά δείπνο, 0ταν κάποιος χτόπησε στήν πόρτα μας τόσο δυνατά, ώστε τραν
τάχτηκε όλόκληρη. Χλωμιάσαμε άπ' τόν τρόμο μας καί ρωτή σαμε ποιός είναι. «Άνοίξτε καί θά τό μάθετε», είπε μιά φωνή.
ι ΙΙ : Ι ' I 'ΙΙΝIfI) ;
40
Μά πρίν καλά-καλά τό πεί, τό μάνταλο π &τάΧ't11 μόνο τοu , επεσε χάμω καί ή πόρτα ανοιξε δ
1&
πΙι
Μ
ι
μιά γuναίκα, πεπλΟΨΟΡΟ6σα, ή ί'δια έκείνη γuναίκα, π()ό .. μ.ι πρίν από λίγο παρέα μέ τόν χωρικό. «Πιστέψατε πώς μο6 τή σκάσατε, ε;» - μάς &lπ ι. ( 1 .: Ιμαι θεραπαινίδα τής Καρτίλλα, ποό τής διακόψατε τή Ou ( , τήν εϊσοδο τής σπηλιάς. Νά 'την ποό ερχεται ή ί'δια στό χάνι σ ς. Θέλει νά σάς μιλήσει. Μή ψοβάστε. Δέν τό 'χει σκοπό στι ν ά σάς κατσαδιάσει, οϋτε νά σάς τιμωρήσει γιά τό λάΟο ς σας. 'Απεναντίας, άναρωτιέται ποιός καλός θεός εστειλ! στά λημΙ ρια της τόσο μπάνικοuς νέοuς».
'Εμείς δέν εϊχαμε βγάλει λέξη άπ' τό στόμα μας, μή θέλοντας νά έκψέροuμε γνώμη, οϋτε ίιπέρ, οϋτε κατά, δταν Ι!.ί δαμε νά μπαίνει ή ί'δια ή Καρτίλλα καί ξοπίσω της, εν α μικρό κορίτσι. Ή Καρτίλλα εκατσε στό κρεβάτι IlOU, εβαλε τά κλάμα τα καί δέν ελεγε νά τελειώσει. Καί πάλι δέν εϊπαμε τίποτα, μόνο κοιτάζαμε εκπληκτοι καί περιμέναμε νά στερέψοuν κείνα τά Mxpuιx ποό ήταν όλοψάνερο οτι άποτελο6σαν μέρος κά ποιας σκηνοθεσίας. Τελικά, οταν πέσανε κι οί τελεuταίες στα
17.-
γόνες κείνης τής προμελετημένης, θεατρικής βροχής, ή Καρτίλ λα εβγαλε τό πέπλο άπ' τό άΥέρωχο κεψάλι της κι αρχισε νά σuστρέψει τά χέρια, τόσο δuνατά, ποό άκοόστηκαν νά τ ρ ίζοuν οί άρμοί τών δαχτόλων της. «Πώς νά χαρακτηρίσει κανείς τό θράσος σας ; » εlπε. «Σέ ποιό σχολειό τοός μάθατε αότοός τοός τρόποuς τών ληστών , ποό οϋτε στοός μuθοuς δέν τοός βρίσκεις ; Ό Θεός νά μέ σχω ρέ σει, μά σάς λuπάμαι κατάκαρδα. Γιατί κανείς ως τώρα δέν εl δε , χωρίς νά τιμωρηθεί σκληρά, αότό π οό άπαγο ρ εόετα ι νά δείς. Γιά νά λέμε τήν άλήθεια, uπάρχοuν έδώ στόν τόπο μας τό
σες θεότητες, ποό εΙναι πoΛU πιό εϋκολο νά σuναντήσεις θεό , παρά ανθρωπο. Μή νομίσετε λοιπόν πώς ήρθα γιά νά έκδικη θώ. Νιώθω πολό μεγαΛUτερη ΛUπη, σάν σκέψτοuμαι τά νιάτα σας, παρά τήν προσβολή ποό ίιπέστην έξ αΙτίας σας. 'Ε ξακολοu θώ νά πιστεόω πώς μόνον άπό αγνοια διαπράξατε τό άνεξιλέω-
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
41
το εγκλημα. 'Εγώ Τι ί'δια~ ποό σάς μιλάω τώρα~ επεσα αρρωστη
τή νόχτα έκεΙνη~ μετά τήν σβρη πού δέχτηκα. Είχα ρΙγη τόσο δuνατά~ ωστε είπα μέσα μοu πώς μ~ επιασε κακός πuρετός. Πα ρακάλεσα λοιπόν τοός θεοός νά μοί) βροuνε εναν τρόπο θερα
πείας~ στό ονειρό μοu. Πραγματικά~ μέ διατάξανε νά ψάξω παντοί) νά σάς βρώ καΙ νά ξεπλύνω τό κακό μέ μιά μέθοδο ποό μοί) υποδεΙξανε. Μά Τι θεΡαπεΙα δέ μέ άπασχολεί καΙ τόσο.
Πάνω άπ~ oλα~ σπαράζει τή φτωχή καρδιά μοu ενας αλλος φό βoς~ ποό μέ κάνει κι άνησuχώ καΙ πoνάω~ τόσο ποό νιώθω σά νά βρίσκομαι κιόλας μέ τόνα μοu πόδι στόν τάφο: Tρέμω~ μήν
τόχει καΙ Τι άθuροστομΙα σας~ Τι τόσο 'PuaLXTι σάν νέοι ποό είστε~ μήν τόχει λέω καΙ σάς σπρώξει νά μαρτuρήσετε τά οσα εwατε στόν ναό τοί) Πριάποu καΙ νά άποκαλόψετε σ~ δλον τόν κόσμο τΙς μuστικές βοuλές τών θεών. Νά ~μαι λοιπόν ποό προσπέφτω
στά πόδια σας~ νά ~μαι ποό άπλώνω τά Ικετεuτικά μοu χέρια~ έξορκίζοντάς σας νά μή γελοιοποιήσετε τΙς νuχτερινές ΙεΡοτελε στΙες μας~ νά μή βγάλετε στό φώς τά μuστικά~ ποό μεΙνανε
xpu-
φά~ τόσα καί τόσα χρόνια τώρα~ τόσο καλά φuλαγμένα μuστι κά~ ωστε μόνο χΙλιοι ανθρωποι καΙ oίίτε~ μποροuν νά καuχη
eouv
πώς τά γνωρΙζοuν».
Μετά άπ~ αΙΙτήν τήν εκκληση στόν οίκτο μας~ ξέσπα σε ξανά σέ κλάματα. 'Έπεσε στό κρεβάτι μοu~ κρόβοντας τό
18.-
πρόσωπο καΙ τό στήθος της καΙ τρανταζόταν σόγκορμη άπ~
τοός λuγμοός. M~ επιασε λύπηση καΙ φόβος. Τής είπα νά κάνει xoupcXyιo καΙ νά μήν άνησuχεί γιά τΙποτα. ΓιατΙ πρώτoν~ κανεΙς μας δέ θά ~βγαζε λέξη γιά τά Ιερά της μuστήρια καΙ δεότεpoν~
αν ό θεός τής είχε υποδεΙξει κcφμιά αλλη θεΡαπεΙα γιά τόν κα κό πuρετό~ έμείς θά τήν βοηθάγαμε νά γΙνει τό θέλημά τοu~ ε στω κι αν επρεπε νά δώσοuμε γι ~ αΙΙτό τή ζωή μας. Σάν ακοuσε τά λόγια μοu Τι KαρτΙλλα~ ξαναβρήκε άμέσως τό κέφι της. Μέ φίλαγε~ μέ ξαναφ(λαγε~ μιά γελώντας~ μιά κλαΙγοντας καΙ τε λικά~ είπε καθώς μοί) χάιδεuε τά μαλλιά~ ποό φτάναν ως πίσω
111 11'IINllIJi
42
==
άπ' τό αυτί μου:(14)
«'Υπογράφω
άνακωχή μαζί σας κι άπο U (. ρίες μου. Μ' αν δέν δεχόσασταν νά μή βοηΟή πού σκοπεύω νά βάλω μπρός, είχα ετοιμου; ~ν πού ιxupιo κιόλας θά έκδικιόντουσαν τήν προ σ
()
Ι Ιι
καθιστοΟσαν την τιμή μου.» Ή προσβολή ντροπιάζει. ΔιΚιο ώς δ{νω, κιιμιι ι ΗΙΙ" . Μ' αρέσει, λεύτερα τ6 δρ6μο μου να παlι νιιι ,
Ώς κι ό σοφ6ς, αν τ6ν προσβάλεις, σο
ζη ι Ι Ι Ι Ι 11 λι Υ/Ι ' Μ' αύτ6ς πού ξέρει να σχωρναει, κερ (ιιι ι ν, (Ι 1 Ι 11 , ' ι
Τότε βάλθηκε νά χτυπάει παλαμάκια καΙ ξΙ ι γέλια, πού κατατρομάξαμε. Τό ί'διο εκαν l!. κ Ι ή () πού είχε μπεί πρώτη. Τό ί'διο καί τό μικρό κορΙ ι,
•κ
τι
ινΙ
,
ιιό τ1ιν
συνόδευε.
19.- 'Ήτανε
κάμποση ωρα πού τό σπίτι άν ηχοο ι.
θεατρικά έκείνα γέλια, έμείς ώστόσο άγνοούσ f ι. αλλαξε ετσι ξαφνικά ή διάθεσή της καΙ μιά κ ιτ ζ6 1
61
τά
γιατί ν μl!.-
ταξύ μας, άπορεμένοι, μιά κοιτάζαμε τΙ; γυνα κι.~, «'Έτσι λοιπόν, εδωσα διαταΥή νά μήν πατήσι.ι κανι.ίς τό
πόδι του σέ τοΟτο τό χάνι, γιά νά μπορ έσω ήσυχα κι <' Ρ α, νά πάρω άπό σάς τό φάρμακο έναντΙον τοΟ κακοΟ πυριτου». ,Ακούγοντας αυτά τά λόγια τής Καρτίλλα, ό ''Λσκυλτος ά
πόμεινε γιά λίγο μέ τό στόμα άνοιχτό .' γώ I!.Ιχα παγ ι OI!.L πιό πολύ κι άπό εναν χειμώνα τής Γαλατία; καί 8Ιν μπ ροΟσα νά άρθρώσω λέξη. Ώστόσο, ό συσχετισμό ς τών 8υνάμι. ν μου ε δινε κουράγιο κι ελεγα μέσα μου πώς ετσι κι άλλιώ;, δΙν πρό κειται νά πάθουμε σοβαρά πράγματα . Τρία θηλυκά Ικι.ί πέρα, τί μπορούσανε νά κάνουν, μ' οσο κακούς σκοπούς κι {ίν ήρθαν, δεδομένου μάλιστα οτι εϊχαμε, αν όχι τίποτ' {ίλλο, τήν όπφοχή τοΟ άντρικοΟ μας φύλου. 'Επιπλέον, αν ήταν νά 'ρΟουμι:. στά χέΉ λεπτομέρεια αότή εΙναι χαρακτηριστική , γιατΙ μlX~ δ!Ιχν!ι άμίσως τό ποιόν τού Έγκόλπιου. Μόνον οί άκόλαστοι νίοι εΙχαν μακρυά μαλλιά.
14)
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
43
pια~ ημασταν καταλληλότερα ντuμένοι άπό κεIνες~ δέ θά μάς μπόδιζαν έμάς ποδόγuροι ίσαμε τούς άστράγαλοuς. Σκέφτηκα μάλιστα ποιά θά ~ταν τά ζεuγάρια~ αν άναγκαζόμασταν νά δώ σοuμε μάχη. 'Εγώ θά άντιμετώπιζα τήν Kαpτίλλα~ ό 'Άσκuλτος τήν θεραπαινίδα κα,. ό Γείτων τό μικρό κορίτσι. Μετά άπ~ αότό~ μάς κόπηκαν τά σπατα. Άπομείναμε έ
κεί~ σάν κεραuνοβολημένοι καί ό θάνατος ποό μάς φαινόταν σί γοuρος~ σκέπαζε κιόλας μέ τόν ίσκιο τοu τά μάτια μας.
«'Έλεoς~ ω σεβαστή ίέρεια. "Αν θέλεις τό κακό μας~ τέλειωνε γρήγορα. Τό εγκλημά μας δέν είναι δά. καί τόσο φο
20.-
βερό~ ωστε νά μάς βασανίσεις πρίν πεθάνοuμε». Ή θεραπαινίδα ποό ακοuγε στό ονομα Ψuχή~ απλωσε προσεχτικά ενα μικρό χαλί στό σκληρό πάτωμα . ... πάσχισε νά ξuπνήσει ενα opγανo~ ποό τό πάγωσαν κιό λας χίλιοι θάνατοι. Ό 'Άσκuλτος είχε σκεπάσει τό κεφάλι μέ τόν μανδόα τοu, γιατί τού δώσανε νά καταλάβει πώς ήταν έπικίνδuνο νά χώνει τή μότη τοu στά μuστικά τών αλλων. Ή Ψuχή~ εβγαλε άπ' τόν κόρφο της δuό λοuράκια καί μού εδεσε μέ τό ενα τά χέρια μοu καί μέ τά αλλο τά πόδια μοu}15)
Ό 'Άσκuλτος~ βλέποντας πώς ή σuνομιλία μας παρατρά
βαγε~ ρώτησε: «Σά νά λέμε~ έγώ δέν εχω μερτικό άπ~ τό ποτό;» Τότε έγώ χαμογέλασα καί ή θεpαπαινίδα~ χτuπώντας τά χα άπελπισμένη τά χέρια της~ είπε: «Καλά τό ελεγα έγώ νά μήν τ' άφήσω δίπλα aou~ δμορ φόπαιδο. Τό 'πιες Όλο μοναχός
aou,
ε;»
«Είναι άλήθεια αότό ποό λές;» Ρώτησε ή Καρτίλλα. «'Όλο τό ποτό τών σατόρων τό ηπιε ό 'Εγκόλπιος;» Τά πλεuρά της άχνοκοuνιόντοuσαν καθώς γελούσε καί τό
γέλιο της ~ δέν μπορώ νά πώ, είχε κι αότό τή χάρη τοu. Μέχρι κι ό Γείτων, δέν μπόρεσε τελικά νά κρατήσει τό σο-
15)
Δέν χωράει άμ.ψιβολΙα δτι κατ' αότόν τόν τρόπο του κάνει μ.άγια.
Ι " ': II'IIΝlω.:
44 •
βαρό του, Ιδιαίτερα δταν τό κοριτσάκι ρίχτηκι Cιτό
ιι ιι ()Ι) κι
αρχισε νά τού δίνει άμέτρητα φιλιά, ποό τό φρ(ινψtι δεχόταν, χωρίς νά προβάλει άντίσταση.
21.- Μέσα σέ κείνη τή συμφορά ποό μ&:; Ρ κι, () ι
Ι
&νά
φωνάξουμε βοήθεια, μά δέν υπήρχε καν Ιν α; όλι'>γυρ , Κι δχι μόνο, μά κάθε φορά πού εκανα νά έπικαλιστ(ι
11 i)v
ρ()μ/l
τών πολιτών, ή Ψυχή μού τρύπαγε τά μάγουΑ I,ι Ι 'Ilv (τσα τών μαλλιών της, ένώ τό μικρό κορίτσι, πιΑ &υ& 'tόν φου καρά τόν 'Άσκυλτο μέ ενα καλλυντικό πιν ιλιχ ι, πιιό τό 'χ!. μουσκέψει στό φίλτρο τού ερωτα.
Σά νά μή μάς φτάναν δλα τ' αλλα , κα't Ιφτ
Ι Ιν ~ Οηλυ
πρεπέστατος χορευτής, ποό φόραγε μάλλινο , άνω
ιιιtράσινo
φόρεμα, σηκωμένο ως τή μέση του ... Μιά μ ~ κ(ι Α γι μΙ τ όν πισινό του, κουνώντας τον πέρα-δώθ ε, μιά μ ς γιlιι ιζι άλια μέ τά ασεμνα, φιλιά του. Τελικά, ή ΚαρτΙλλα πιιό κρ γΙ. μιά μπανέλα φάλαινας στό χέρι κι ε{χε σηκωμΙνο κι 11 (' ς ά πάνω τό φουστάνι της, τού 'κανε νόη μα νιχ μ. ς ήσυ
u
χους.
'Ορκιστήκαμε οί δυό, σ' δ,τι ίερότιρο όπάρχι ι , π(;)ς 'tlι φο βερό έκείνο μυστικό θά μείνει μεταξό μα;.
ΕΙ'δαμε νά μπαίνουν ενα σωρό γυμν αστΙ~ , πού μ ς άλιί ψανε μέ λάδι, δπως κι δσο επρεπε. Μπο ρώ νά πι. IS ι υν/lρΟα με μιά στάλα. Ή κοόραση μάς πέρασ ε., δσ!) νά 'ν ι , ξ ν αβάλα με τά ρούχα πού άρμόζουνε στό δείπν ο κα( ιχ Ιικ Ι ι νά μάς
όδηγήσουν στή διπλανή αί'θουσα. . xl!.i, ιtΙχ ν fι τρία κρεβάτια καί δλα δσα χρειάζονται γιά ~ν
Ι
'tοψ.άσl!.ι
ληόσω, τ ( λ Ιω,
γιά ενα μεγαλοπρεπέστατο τσιμπούσι. Μ ς κ λοΟν ι ν πάρου με θέσεις καί τό γεύμα άρχΙζει μέ κάτι ύπΙρ Χ Ι ιζικλ Ικια καί μάς κερνάνε μάλιστα νά πιούμε κατά βούληση , Φ λΙρνω κρα σΙ 'Έχοντας δοκιμάσει ενα σωρό φαγητά, τά μάτ ι μ.α; &ρχι σαν νά κλείνουν άπ' τή νόστα, μά ή αρτΙλλ r. [1t ι:
«Τί βλέπω; Σκοπεύετε νά κοιμηΟ I. τι, Ινω ξΙριτ& πώς πρέπει νά άγρυπνήσουμε δλη νόχτα, τιμ(~ντ ς τlιν προστ άτη μας τόν Πρίαπο;»
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
45
22.-
Ό 'Άσκuλτος, ξεθεωμένος άπ' όλα όσα τοΟ 'τuχαν,
βuθίστηκε σιγά-σιγά στόν ίIJCνo. Τότε, ή θεραπαινίδα ποό την είχε τόσο προσβλητικά άπωθήσει, πήρε φοΟμο καί μοuτζοόρω σε τό μοΟτρο τοu. 'Ύστερα, χωρίς αότός νά καταλάβει τίποτα, τοΟ πασάλειψε τό στήθος καί τοός ώμοuς μέ κατακάθια τοΟ κρασιοΟ. Ψόφιος άπ' τήν κοόραση κιέ-γώ, επεσα καί λαγοκοι μήθηκα. 'Όλοι οί σερβιτόροι καί τά δοuλικά καί μές στό σπίτι κι οξω, εκαναν τό Ι'διο. 'Άλλοι είχαν πέσει κατάχαμα, μπρός στά πόδια τών σuνδαιτημόνων, άλλοι άκοuμπάγανε στοος τοίΧΟUζ" άλλοι κοψόντοuσαν ορθιοι, άκοuμπώντας κεφάλι μέ κεφάλι, στόν παραστάτη τής πόρτας. Τό λάδι σωνότανε στά λuχνάρια καί τό φώς ήταν κιόλας λιγοστό, όταν δuό Σοριοι δοΟλοι μπή κανε στήν αΙ'θοuσα, γιά νά σοuφρώσοuν μιά μποuκάλα. Μά τσακώθηκαν μεταξο τοuς, άνάμεσα στ' άσημικά, τράβαγε ό ενας άπό δώ, τράβαγε ό άλλος άπό κεί, ωσποι> ή μποuκάλα γλίστρησε, επεσε κι εσπασε. 'Ένα τραπέζι άναποδογορισε, μαζί μέ όλα τά πιατικά καί μιά κοόπα επεσε άπό άρκετά ψηλά στό κεφάλι μιάς θεραπαινίδας ποο τόν είχε πάρει δίπλα, σ' ενα κρε βάτι. Ξεφωνίζοντας άπ' τόν πόνο, πρόδοσε τοος κλέφτες καί ξο πνησε πεντέξη άπ' τοός μεθuσμένοuς. Οί δuό Σόριοι, βλέποντας πώς πιαστήκανε στά πράσα, πέφτοuν άμέσως κατάχαμα, δίπλα σ' ενα κλινάρι, μισοξαπλώνοuνε ώραία-ώραία, λές καί τό 'χανε προσuμφωνήσει κι άρχίζοuνε νά ροχαλίζοuν, σά νά κοψόντοu σαν έκεί άπό ώρες. Ξύπνησε κι ό άρχιτρίκλινος άπ' όλη αότή τή φασαρία καί βιάστηκε νά ρίξει λάδι στά λuχνάΡια. Οί σερβιτόροι, εχοντας τρίψει τά μάτια τοuς, ξαναπιάσανε δοuλειά καί σέ λίγο μπήκε μέσα μιά κuμβαλίστρια, ποο χτuπώντας τά τάσια της, μάς ξό πνησε δλοuς.
Τό τσψποοσι ξανάρχισε λοιπόν, ή Καρτίλλα μάς ελε γε κάθε τόσο νά πιοΟμε καί οί ήχοι τών κuμβάλων μάς δίνανε κέψι νά σuνεχίσοuμε τίς σπονδές μας στόν Βάκχο.
23.-
Τότε μπήκε ενας χορεuτής, πιό γuναικωτός κι άπό ΓUναί
κα, πού κι άν τόν εφτuνες θά '~ανες τό σάλιο
aou.
Γιά κείνο κεί
111 1: 1ΊιII Ν It Ι ):
46
τό σπίτι ομως, ήταν ο,τι επρεπε. 'Έβγαλε ποό λΙ ι μες κραυγές, συστρέφοντας μέ άπόγνωση τά χΙρι
ΙιιΙΙι
·11
ι
a
ι
ρα μάς ξεφούρνισε κάτι στίχους σάν αύτ ό~ : Τρέξτε, προστρέξατε, παίδες γλυκύτατοι
ολοι στ6ν ίδιο ρυθμ6 καί μέ π6δια γοργά, φll (lfΙΙΙ"! I/11
μέ σειστή τήν πυγή καί τά χέρια σας π ($κλψιη τών έρώτων παλαίμαχοι έσεϊς κα{ τής ήλιιll μlllllllll ιιι . ΟIll
Σάν τέλειωσε την άπαγγελία, ήρθ ε καΙ Ι Ι βρωμόχειλά του. 'Ύστερα, στρογγυλοκάθισ!
τ(ι
Ιλ j
. β
καί βάζοντας ολη του τή δύναμη τά κατάφ ρ ι τι 11 l.ιί γδύσει κι ας χτυπιόμουνα έγώ κι ας τόν κλ(~τσ . 11 λΟηκι 0στερα νά μέ πασπατεύει παντοί) καΙ μ' δλ u~ ΤOt.ί ~ plι ιιu ς, μά χωρίς άποτέλεσμα. Στό καταί'δρωμέν ο μΙτωπό (j\j , ιίλ γι ή πομάδα μέ τό αρωμα τής άκακΙας καί εΤχε βάλ ι τ~ j ποι,) ρα
στίς ζάρες τοί) προσώπου του, ώστε θά 'λ!Ύ!~ πι: ~ ~1 ν !να~ τοίχος γιομάτος ρωγμές, τήν ώρα πού μιά uv τ1} ροχ1} κατα στ~έφει τόν σοβά.
ήταν άδύνατο πιά νά σ uγκρατήσω τά άκρυά μου. Ή καρδιά μου είχε φτάσει στό τ ελευτα ο σκαλοπά ι τ ~ ά
24.- Mou
πελπισίας.
«'Έλεος», είπα, «ε'λεος δεσποσύνη Ι Λότ1} , [ν ι ή κούπα πού μοί) ύποσχέθηκες;»
,
Κι αύτή, χτυπώντας μέ μεγάλη χάρη παλαμάκι ,μοί) ά-
παντησε:
«"Αχ καλέ, τΙ εξυπνος πού είσαι! τι σπινΟηρο όλο πν ιtuμα!
Καί πώς δέν τό κατάλαβες άκόμα πώ~ ή κ ύπα , (ναι σκ&ι10~ κι αρα μπορεί νά γίνει σκεuος ήδονήζ ;»
,
τυχη,
Τότε κι έγώ, μή θέλοντας ό φΙλo~ μοι> νά χαρ !ί καλύτε.ρη
.
ειπα:
«Κάνω εκκληση στήν καλή σου πίστη. ΤΙ δηλαδή, ό
16) Ή Δήλος, άκόμα καΙ μετά την καταστροφ-!j τη" ,Ιχ παραμιΙν ιιι στά μέ σα τοΟ lου π.Χ. αΙώνα κέντρο δουλεμπορΙου.
47
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
'Άσκuλτος θά εΙναι ό μόνος ποό θά μένει άεργος σ' αίιτήν έδώ τήν αϊθοuσα;»
«Σuμφωνώ» εΙπε ή Καρτίλλα.«"Ας τού δώσοuν κι αίι τοuνού μιά κοόπα».
Μόλις τ'
CixouaE
ό άποτέτοιος, βιάστηκε ν' άλλάξει άλογο
καί πήγε καί καβάλησε τόν 'Άσκuλτο, άγκαλιάζοντάς τον σει
σόπuγος, δλο φιλιά καί χάδια. Ό Γείτων εΙχε σηκωθεί γιά νά δεί καλι)τερα τό θέαμα καί κράταγε τήν κοιλιά ΤΟι) άπ' τά γέ λια. 'Όπως ήταν φuσικό, ή Καρτίλλα τόν πρόσεξε καί ρώτησε μέ μεγάλο ένδιαφέρον:
«Ποιανού εΙναι αίιτό τό άγόρι;» ,Απάντησα πώς ήταν τό σπλάχνο μοu. «Τότε λοιπόν», ξαναρώτησε ή Καρτίλλα, «γιατί δέν ήρθε νά μέ φιλήσει». Τόν φώναξε κοντά της καί τόν φίλησε δuνατά. 'Ύστερα,
βάζοντας τό χέρι της κάτω άπ' τόν χιτωνίσκο τού Γείτονα, ψα χοuλεuε τό σχεδόν όλοκαίνοuριο έργαλείο τοu. «Αϋριο», εΙπε, «θά 'ναι δ,τι πρέπει γιά μεζές, νά μού άνοί ξει ή Ορεξη. Γιατί σήμερα, μετά άπό κείνο τό ώραίο σαλάμι, τί νά τό κάνω τό λοuκάνικο;»
25.- Πρίν, καλά-καλά τελειώσει, μπήκε μέσα ή Ψuχή, τήν πλησίασε γελώντας καί κάτι τής ψιθόρισε στ' αίιτί. «Ναί, ναί, καλά εκανες καί μού τό θόμισες», εΙπε ή Καρ
τίλλα. «Περίφημη είικαιρία. ΕΙναι καιρός νά χάσει ή καλή μας Παννόχις τήν παρθενιά της». Φέρανε άμέσως ενα μικρό κορίτσι, πολό χαριτωμένο, ποό δέ φαινόταν νά 'ναι πάνω άπό έφτά χρονώ. ΤΗταν τό ί'διο έκείνο
κοριτσάκι ποό εΙχε ερθει στό καμαρί μας μαζί μέ τήν Καρτίλλα. 'Όλοι χειροκρότησαν καί ζητούσαν νά γίνει άμέσως ό γάμος. 'Εγώ δέν μπορούσα νά πιστέψω στ' αίιτιά μοu. Διαμαρτuρήθη κα, λέ.γοντας δτι ό Γείτων ήταν ενα σεμνό καί ντροπαλό άγόρι, τελείως άκατάλληλο γι' αίιτή τή χuδαιότητα καί δτι έπιπλέον, ή μικρή δέν ήτανε άκόμα σέ ήλικία νά uποστεί αίιτό ποό έπιβά λει ό νόμος τού uμεναίοu στό φόλο της.
111 1'Ί'I'IIΝIΟ
48 •
«'Όχι Μ!» είπε ή Καρτίλλα. «Δέν ~lν αι καΙ πιι υ ι ι ρότι ρη άπ ' Ο ,τι ημοuνα έγώ, οταν δέχτηκα τόν &ντρ γ πρι: τη φορά. Ή όρΥή τής 'Ήρας νά πέσει ολη άπ άν μου , ν () Ι Ι ι τόν έαuτό μοΙ) παρθένα! 'Από τά γεννοφάσκια μι u Ι πορι, νά
πώ, εκανα τά αϊσχιστα μέ μuξιάρικα τής ήλ ικίoι~ Ι (jU κι δ () πΙ ρναγαν τά χρόνια, άναμετριόμοuνα μ' δλο καΙ ιγ Μτιρ ά γόρια μέχρι ποό ώρίμασα κι είμαι αύτή ποό μΙ λΙ ι ι. ΝομΙ ζω μάλιστα, πώς άπό κάτι σάν κι έμένα ~χιtι γ t ~ π Ρ0ι.tΙα: «Μοσχάρι αν σήκωσες καλά, καΙ ταΟρο θ ά σηκι
ιι; 1). ~ Ι
,
'Έτσι λοιπόν , άπό φόβο' μήν τόχει καΙ όπ τι τ6 πλάχνο μοΙ) χειρότερη κακομεταχείριση έν άποuσΙα μου , σηκι ' ηκοι νά παραστώ στήν τελετή.
26.-
•
Ή Ψuχή, είχε σκεπάσει κιόλας τό ΚΙςΡάλι του μικροο
κοριτσιοΟ μέ τόν πέπλο τοΟ UμεναΙοu. Ή Κ υπα,
ό χο
ρευτής , προπορεuότανε μ' εναν πuρσό στό χΙρι.
ΚΩλουΟοό
σανε, ή μιά πίσω άπ' τήν αλλη, οί μεθυσμΙν ι;
' yuv
κι~, χτu
πώντας παλαμάκια. Είχαν άπλώσει κιόλας τό Χ λΙ ατό νucpικό δωμάτιο , οπου θά γινόταν ή ίεροσuλΙα . ' Η αρτιλλοι, ξαναμ μένη άπ.' αύτήν τήν χuδαΙα παρωδΙα, ση κώΟηκ ι, π Ρ τόν l ~ε Ι τονα άπ ' τό χέρι καί τόν τράβηξε στήν κριβατοκάμαροι. Γιά νά λέω τήν άλήθεια, μήτε ποό άντιατά ηκ κοιΟόλου τό βρωμόπαιδο. Μά καΙ τό κοριτσάκι, δΙ στι.νοιχωρΙΟηκι., οϋτε τρόμαξε, σάν
cxxouaE
νά γΙνεται λόγος γιά γάμο. οι τοιν κλεί
σανε ολες οί πόρτες καΙ μεΙνανε μέσα οΙ δυό τους, όλομόναχοι, έμείς οί αλλοι καθΙσαμε μπρός στό κατώφλι τ ς κάμοιρας. Ή Καρτίλλα ήταν στήν πρώτη σειρά καΙ βάζoντoι~ τό μάτι της σέ μιά χαραμάδα, έπΙ τοότοΙ) φτιαγμένη , παροικολουΟΟΟσι, μΙ λά γνα περιέργεια τά παιδιάστικα παιχνΙδ ια τους. Ι 'ιά νά μή χάσω κι έγώ τ6 θέαμα, μέ τράβηξε κοντά της, χοιΙ'δ ιυοντάς μι καΙ κα-
17)
Ή παροψ.Ια υπαιllΙσσεται τόll άθλητή Μ ίλωιια τόll
.
POΤΙUllιάτη, πού &ρ,
χισε ιιά άσχείται μεταψέpollτα~ εΥα ιιιογέιιιιητο μοσχά ρι οΙ άπόσταοη πολ
λώll σταδΙωll χαΙ συllέχισε τηll ·ασχηση μΙχρι πού τό μοσχάρι l.ιιγάλωσt χαΙ " εγιιιε ταυρος.
-
'
49
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
θώς τά πρόσωπά μας, στή στάση έκείνη, αγγιζαν τόνα ταλλο, ξεχνο1J"σε κάθε τόσο τήν παράσταση, φούσκωνε τά χείλη της καί μού 'δινε στό στόμα, σύντομα, κλεφτά φιλιά.
Πέσαμε στά κρεβάτια μας καί χωρίς νά φοβόμαστε τίπο τα πιά, περάσαμε έκεί τήν υπόλοιπη νύχτα. 'Έφτασε λοιπόν Τι τρίτη μέρα καί μαζί της Τι έλπίδα ένός άποχαιρετιστηρίου δείπνου, αν καί υστερα άπ' ολα οσα πάθαμε, κάλλιο τό 'χαμε νά φύγουμε άπ' τήν πόλη, παρά νά ψάχνουμε γιά διασκεδάσεις. 'Όμως, τήν ωρα πού συζητάγαμε θλιμμένοι μέ ποιό τρόπο θά άποφύγουμε τήν έπερχόμενη θύελλα, ήρθε ενας δούλος τού 'Αγαμέμνονα καί μάς διέκοψε κεί πού διαβου λευόμασταν καί δέν ξέραμε τί νά άποφασίσουμε. «'Έ, τί καθόσαστε;» μάς είπε. «Δέν ξέρετε λοιπόν ποιός σάς κάλεσε; Μά ό ΤριμάλΧΙΟ.ς βέβαια, ανθρωπος πολύ ραφινά τος ... 'Έχει ενα ρολόι στήν τραπεζαρία του καί μίσθωσε έπιταυ τού εναν βουκινοπαίχτη, γιά νά ξέρει άνά πάσαν στιγμήν, τί μέ ρος τής ζωής του εχει χάσει». ,Ακούγοντας αότά τά λόγια, ξεχάσαμε ολα τά βάσανά
μας, ντυθήκαμε οσο κομψότερα μπορούσαμε καί είπαμε στόν Γείτονα, πού είχε δεχτεί, μεγάλη Τι καλωσύνη του, νά παίξει τόν ρόλο τού δούλου, νά μάς συνοδέψει στά λουτρά.
27.- 'Ωστόσο, δίχως νά γδυθΟύμε, άρχίσαμε νά κόβουμε βόλτες ... 11 μάλλον χορατεύαμε κι άνακατευόμασταν στίς συζη τήσεις, περνώντας άπό παρέα σέ παρέα. 'Όπου σέ μιά στιγμή, εί'δαμε εναν φαλακρό γέρο, πού φόραγε κοκινωπό χιτώνα, νά παίζει μπάλα μέ μερικούς νεαρούς, μακρυμάλληδες δούλους. Δέν μάς τράβηξαν τήν προσοχή οί δούλοι
αν κι ήταν
μπάνικα παιδιά- μά ό κύριός τους, ποό φόραγε παντοΟφλες καί γυμναζότανε μέ τίς πράσινες μπάλες. Δέν ξανάπαιρνε ποτέ
μιά μπάλα πού 'χε πέσει κάτω. 'Ένας δούλος είχε ενα σάκο γε μάτο καί έφοδίαζε τοός παίχτες. Εί'δαμε κι αλλους νεωτερι-
. σμούς,
πού μάς κάνανε έντύπωση. Δυό εόνοσχοι, στεκόντουσαν
άριστερά καί δεξιά άπ' τήν όμάδα' ό πρώτος κράταγε ενα άση μένιο δοχείο τής νυκτός κι ό δεύτερος μέτραγε τίς μπάλες, οχι
-
50
έκείνες ποό πετοΟσαν άπό χέρι σέ χέρι , μά κι ν ε~ που πέφταν ε κάτω. Θαuμάζαμε άκόμα σλες αύτές τ Ις λeπτΙ~ άΠΟχΡώσ ι~, δ ταν κατέφτασε τρέχοντας ό Μενέλαος.
«Νά ό ανθρωπος ποό θά σάς τραπεζώσ eι», μ ~ εΙπ ι. «11 γιά νά είμαι άκριβέστερος, παρΙστασθ ε ηδη στόν πρ6λογο τοΟ δείπνο\»).
Ό Μενέλαος, δέν είχε άκόμα τελειώσ ι ι τή φράση του, δ
ταν ό Τριμάλχιος χτόπησε τά δάχτuλά ΤΟϊ) χι &. Ι Ισω~ ό εόν ού χος τοΟ πρόσφερε κατάλληλα τό δοχείο τή~ νυχτό~.· Τριμάλ χιος, χωρΙς νά πάψει νά παίζει, άνακοόφισ ε τή φοόσχα το υ, ζή τησε νερό γιά τά χέρια, ξέπλuνε τ ' άκρο8άχτυλά του καί τά σκοόπισε στά μαλλιά ένός δοUλοu.
Θά παρατράβαγε ή άφήγηση, αν καθόμουν α νά σημιιώσω σλες τΙς λεπτομέρειες. Μέ δuό λόγια, μπήκαμι!. στό λουτρό χι ~ κανε τόση ζέστη κεί μέσα, ωστε ίδΡώσ αμe άμΙσ<ι ~ χ Ι σέ λΙγο ρίξαμε άπάνω μας κρόο νερό. Ό Tριμάλχιo~, πιριχυμένος ά ρώματα, είχε βάλει τοός δοuλοuς νά τόν σχοuπΙσQυν , iSxt δμως μέ κοινό , λινό πανί, μά μέ πετσέτες υφ ασμέν ι!.~ μΙ τό Ι αλαχότε ρο μαλλί ποό υπάρχει. 'Όσο γινόταν ε αύτό, τρεί~ χeιρομαλά
28.-
κτες πίνανε- μπροστά ΤΟϊ) Φαλέρνιο κρασΙ χι δλο χ Ι τσαχων όν τοuσαν καΙ τό κρασί χuνόταν χάμω.
«Κάνοuν σπονδές στόν ενδον Δαιμον άμοι.ι χαΙ τ(~ πλη
ρώνω έγώ», είπε ό Τριμάλχιος. 'Ύστερα τόν τuλΙξανε σέ μιά πορφu ρ ένια χουβέρτα χαί τόν βάλανε σέ ενα σκεπαστό φορείο. Μπρ οστά, πηγ Ιν ν τέσσερις δρομείς , μ' ενα σωρό μετάλλια καρφιτσωμέν α τό τ Οος τοuς κι ενα χειράμαξο, σπου καθόταν το εύν οοόμινο &.γ6ρι το υ, γε ρασμένο πρόωρα, τσΙμπλικο, πιό κακάσχημο κι &.π' τόν κόρ ιό 'tou. Τήν ωρα ποό ξεκίνησαν, μεταφέpoντά~ τον , πλησΙασε ~νας αύλητής στό προσκέφαλό ΤΟϊ) καί τοΟ 'παιζι μου ική σ' δλο τό
δρόμο , μέ uφος άνθρώΠΟϊ) ποό σκόβ ει νά Πι!.ί ~ν
μυστικό.
Τοός πήραμε άπό πίσω κι ήταν τόσ ~ ό Ο υμ σμό~ μας, ωστε ξεχάσαμε τήν πείνα μας. Φτάσαμε gτσι μαζί Ι Ι τ6ν . Α γα-
51
ΣΑΤΤΡΙΚΟΝ
μέμνονα στήν πόρτα κι εί'δαμε άπό πάνω της τοότη τήν έπιγρα φή: ΟΠΟIOΣ ΔΟΤΛΟΣ
BrEI
ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙTl ΔΙΧΩΣ ΕΝΤΟΛΗ
ΤΟΤ ΚΥΡΙΟΤ ΤΟΤ θΑ ΤιΜΩΡΗθΕI ΜΕ ΕΚΑΤΟ ΡΑΒΔΙΣΜΟΤΣ
Στήν είσοδο στεκότανε ό θuρωρός, ντuμένος στά πράσινα, μέ μιά ζώνη κερασιά καί ξεφλοόδιζε μπιζέλια σ' ενα άσημένιο
πιάτο. Στό άνώφλι, ήταν κρεμασμένο ενα χρuσό κλοuβί καί μέ σα στό κλοuβί μιά στικτή κίσσα, ποό καλωσόριζε δσοuς εμ παιναν.
29.-
Καθώς τά κοίταζα δλα αύτά σάν χαζός, λίγο ελειψε
νά πέσω άνάσκελα καί νά σπάσω τό πόδι μοu. 'Αριστερά τ<"i>
είσερχομένιμ, δίπλα σχεδόν στό κοuβοόκλιο τοί) θuρωροu, εΙδα εναν τεράστιο σκόλο, δεμένον μέ άλuσίδα. Ήταν ζωγραφι σμένος στόν τοίχο κι εΙχε άπό πάνω μιά έπιγραφή, μέ κεφαλαία γράμματα: Ο ΣΚΤΛΟΣ ΔΑrΚΟΝΕΙ
Οί σόντροφοί μοu βάλθηκαν νά μέ κοροίοεόοuν, γελών τας. 'Εγώ ώστόσο, οταν ή καρδιά μοu ξανάρθε στή θέση της, έ
ξέτασα προσεχτικά ολον τόν τοίχο. ΕΙδα μιά τοιχογραφία ποό παρίστανε δοuλοπάζαρο κι ό κάθε δοuλος εΙχε κρεμασμένη στό
λαιμό μιά ταμπελίτσα, οποu άναγραφόταν ή τιμή τοu. Ό ζω γράφος εΙχε παραστήσει καί τόν ί'διο τόν Τριμάλχιο, μέ χαρα κτηριστικά νεαροu, μακρuμάλλη δοόλοu, ποό εμπαινε στή Ρώ μη, κρατώντας τό κηρόκειο στό χέρι κι εχοντας όδηγό τοu τήν
'Αθηνά. Πιό κάτω, εβλεπες πώς εΙχε μάθει νά κρατάει λογα ριασμοός καί πώς, γι' αύτόν άκριβώς τόν λόγο, εγινε δημόσιος
ταμίας. Ό εύσuνείδητος καλλιτέχνης τά εΙχε ίστορήσει δλα αύ τά μέ μεγάλες λεπτομέρειες, προσθέτοντας καί γραπτές έπεξη γήσεις άπό κάτω. 'Εκεί ποό τέλειωνε ή στοά, ό Έρμής άνασή κωνε τόν Τριμάλχιο άπ' τό πηγοόνι καί τόν άνέβαζε σέ μιά ψη λή έξέδρα. (18)
18) Ή όιλληγορΙα τής τοιχογραφΙας εlνcxι όιρκετά άπλή. Ό Τριμάλχιος Ιχει προστάτη τόν 'Ερμή, ποό εlνcxι θεός τού έμπορΙοu (καΙ τών κλεπτών). Ή
Ι Ι Ι ':Ί'ι'IΙΝ ΙΙ) ;
S2
Δεξιά κι άριστερά του, στεκότανε ή Τόχη , «ν τεράστιο κέρας' ΑμαλθεΙας καΙ οί τρείς Μοίρ ες, που τρΙβ ν Ι τή ρόκα τους χρυσές κλωστές. Κάτω άπ' τή στοά, t κ61 μιά όμάδα δρομέων, ποό κάνανε τΙς άσκήσεις τ υς, ύπ(ι τήν tπίβλεψιν τοΙ) γυμναστή τους. Σέ μιά γωνιά, εΤδα ΙπΙ ης r\l t -
t
ράστιο ντουλάπι καί μέσα κεί ενα μικρό ναό μΙ ά "11 Ι\ιωυς 'Εφέστιους Θεοός, ενα μαρμάρινο αγαλμα τής •Λφρ()~(της κι ενα χρυσό κουτΙ, οπου ό οΙκοδεσπότης -ετσι μ ο ιιrπ ν ι φυλάξει τήν πρώτη γενειάδα του}19)
ι Ιχιι
Ρώτησα τόν φόλακα τής έσωτερικής αίιλης τΙ παρι τάν ν ιι οί ζωγ·ραφιές τοΙ) κέντρου.
«Τήν 'Ιλιάδα καΙ τήν ΌΔUσσεια» μοΙ) ιιΤπιι, c καO(~ς καΙ τοός άγώνες τών μονομάχων, σέ μιά παράσταση που Ιχιι δ (~ σει ό Λάνας».
καί
30.- Δέν είχα καιρό νά περιεργαστώ δλα tχιιίνα τά (~ραία θαυμαστά ... Ειχαμε φτάσει κιόλας στό τρικλΙνιο . . • κιιί, στό\l άντιΟά
λαμο, ενας έπιστάτης δεχότανε τΙς άπο δεΙξιι ις τ(~ν λογαρια σμών. 'Όμως, αίιτό ποό μοΙ) εκανε έντόπωση , πάνω άπ' δλα τ' αλλα, ήταν οί δέσμες τών πελέκεων καΙ τών ράβδων, γφά στε ριωμένες στοός παραστάτες τής πόρτας , δίσμιις ποό καταλή γανε, στό κάτω τους μέρος, σέ ενα εΤδος όρ ιι ιχάλκινου k μβολου καραβίσιας πλώρης. Πάνω στά δυό έκ είνα lμβολα, διάβασα τήν ί'δια έπιγραφή:
' Αθηνά , θεά τής σοφΙας, συμ.βολΙζει την κατά τή -Υν ώμη το υ, Ιξαιριτικ'll του
μ.όρφωση καΙ τΙς μ.εγάλες του ίκανότητες. Ό 'Ερμ.ής, τόν άνιβάζιι στήν ΙξΙ δρα (Όπου κάθονται οί άξιωμ.αΤΟύχοι) κρατώντας τον άπό τό πηγούνι (δπου έ δ ράζεται ή δύναμ.η τού σώμ.ατος).
19) Τό πρώτο ξύρισμ.α συμ.βόλιζε την μ.ετά βαση άπό την Ιφηβική στην άν δ ριχή ήλικία. Ό Νέρων εΙχε φυλάξει τΙς τρΙχες άπό τό πρωτι) του ξύρισμ.α σέ ενα κουτι. Δέν φαΙνεται νά πρόκειται γιά γιν ική συνήΟιια. ΙΙ:!ναι lνας άπό τ ο ύς τρόπους πού διάλεξε δ Τριμάλχιος γιά ν ά χάν ι ι τόν σπ()υδα(ο.
•
ΣΑΤΤΡΙΚΟΝ
53
ΤΩ rAIΩ ΠΟΜΠΗΙΩ ΤΡΙΜΑΛΧΙΩ ΣΕΒΗΡΩ Α τrΟΤΣΤΟΤ(20)
ΚΙΝΝΑΜΟΣ Ο ΑΠΟΤ θΗΣΑΤΡΟΦΤΛΑΞ
'Από τόν θόλο τής εΙσόδοu, κρεμ.ότανε μ.ιά δίκλωνη λu
XJία, μ.έ την ίΌια έrr.ιγΡαψή. Σέ κάθε ψόλλο τής πόρτας, είχαν καρψώσει εναν πίνακα. Στόν δεξιό, αν θuμ.άμ.αι καλά, διάβασα τοότη τή ψράση: ΠΡΟΠΑΡΑΜΟΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΚΑΛΕΝΔΩΝ IANOTAPIOyt2l)
Ο ΚΤΡΙΟΣ ΜΑΣ rΑIΟΣ ΔΕΙΠΝΕΙ ΕΚΤΟΣ ΟΙΚΙΑΣ
Στόν αλλον, ήταν ζωγραψισμ.ένες οΙ ψάσεις τής σελήνης καί τά σόμ.βολα τών έπτά ούρανίων σωμ.άτων. ΟΙ γοuρλήδικες
καί οί γροuσοόζικες μ.έρες ήταν σημ.ειωμ.ένες έπιπλέον, μ.έ Ψη ψία διαψορετικού χΡώμ.ατος. 'Όταν χόρτασε πιά τό μ.άτι μ.ας νά κοιτάει ολα αύτά τά έν
διαψέροντα πράγμ.ατα, εϊπαμ.ε νά μ.πούμ.ε στό τρικλίνιο, δηλα- . δή στήν αoreOUaαo ψαγητού, μ.ά τότε άκριβώς, μ.άς ξάψνιασε ενας νεαρός δούλος, ψωνάζοντας: «Μέ τό δεξί».
.
Τόν είχαν βάλει έκεί έπί τοότοu καί γιά νά λέω τήν άλή θεια, τρομ.άξαμ.ε γιά μ.ιά στιγμ.ή, μ.Τ,ν τόχει καί παραβιάσει κανένας μ.ας τόν κανόνα, δρασκελώντας τό κατώψλι. Δέν προ
ψτάσαμ.ε καλά-καλά ~ά προβάλοuμ.ε τό πρεποόμ.ενο πόδι, ολοι μ.αζί, ώς έκ σuμ.ψώνοu, οταν ενας όλόγuμ.νος δούλος ήρθε κι ε πεσε στά πόδια μ.ας, Ικετεόοντάς μ.ας νά τόν γλιτώσοuμ.ε άπ' τό μ.αστίγωμ.α. Κατ' αυτόν,
xtvMVEuc.
νά τίς ψάει, έξ αΙτίας ένός
άσήμ.αντοu παραπτώμ.ατος. Ό έπιστάτης τού είχε πεί νά προσ-
20) ΟΙ ράβδοι χαΙ οΙ πέλεχεις ήταν σύμβολα ΙξουσΙας. Ό Τριμ.άλχιος, σάν Ιξέχον πρόσωπο τής συνοιχΙας του χαΙ άπελεύθερος, εΤχε ΙΧλεγεί ιισεβήροι; Αυγούστου)), δηλαδή λειτουργός τής λατΡεΙας τοίί Αυτοχράτοροι;, πού οΙ τε λετές της γινόντουσαν μπροστά στόν ναό τών ΈψεστεΙων θεών.
21)
Δηλαδή την 3Οη χαΙ
31 η
Δεχεμ.βρΙου. Ό Τριμ.άλχιος εΤναι τόσο ψιλό
ξενος, ωστε δέχεται δλον τόν χρόνο τούς ψ(λους του σπΙτι του χαΙ μόνο τΙι;
δύο παραπάνω μέρες τρώει εξω , γιατΙ σάν σεβήροι; πού εΤναι, πρέπει νά ψροντΙσει γιά τούς άγώνες πού δΙνονται πρός τιμήν τών ΈψεστΙων θεών . •
•
11Ι':ΊΨtlΝ I Ο
54
έχει τά
'
pOUxcx του στά λουτρά, αυτός δμω ς άφ αιρ ΙΟηκ ι κ Ι κά
ποιος τά εκλεΨε. 'Όπως καί νά 'χει, δέν άξίζαν ιι παραπάνω άπό
δέκασηστέρτιους. Πισωπατήσαμε. λοιπόν μΙ τό διξΙ μ ι; πό ι καί πλησιάζοντας τόν έπιστάτη, πού τήν ωρα !κ ιΙνη μΙ ραγι χρυσά νομίσματα στην έσωτερική αόλή, τόν παρακαλ μι νά δώσει χάρη στόν δοUλο. Αυτός, σήκωσε μέ uφ ος π ιρισπου
στο
τό κεφάλι καί εΙπε: «Δέ μ' ενοιαξε καί τόσο πού εχασα τό Ρ σχο μου , μου κα κοφάνηκε δμως πού αότό τό παλιοτόμαρο ιXμtλησ ι νά τ ό π ρο σέξει. 'Άφησε νά μοί) κλέψουνε τό βραδινό μου, πού gνας π !.λά
της τοί) κυρίου, μοί) εΙχε χαρίσει στά γεν έθλιά μου.
Ι λΙω, ή
ταν πορφύρα τής Τύρου, μά τό 'χα πλύν ε. ι κιόλας μιά φορά. Λοιπόν, ας εΙναι. Κάντε τον δ,τι θέλετε».
31.- Καταϋποχρεωμένοι ιΧπ.έναντί του, μπαΙν αμιι κιόλας στήν αϊθουσα τοί) δείπνου, δταν ό ί'διος δοσλος πού γλιτώσ~με άπ' τήν τιμωρία, επεσε τρέχοντας άπάνω μας καί πρό ς μιιγ ,Χλ'Υ!
μας κατάπληξη, βάλθηκε νά μάς φιλάει . Τά φ ιλιά του π Ιφτανε βροχή άπάνω μας, ένώ αότός, επλεκε τό έγκώμιο τή ς καλής μας καρδΙάς.
«Μά μή σάς νοιάζει», εΙπε τελικά , «δέ θ' άρΥήσ !.τιι νά μά θετε σέ ποιόν τό κάνατε τό καλό. Τό κρασί τοσ κυρίου, ιι Ιναι τό ευχαριστώ τοί) οΙνοχόοω).
'Όταν στρωθήκαμε έπιτέλους στό τραπΙζι, ηρΟαν ιι δοuλο ι νεαροί άπό τήν 'Αλεξάνδρεια καΙ χύσαν ε στά χέρια μας νερό xιovιou. Φύγαν αυτοι καΙ ήρθαν αλλοι πού γονατΙσαν ιι μπροστά στά πόδια μας καί τά περιποιήθηκαν, ιΧπαλλάσσοντάς μας, μέ μεγάλη μαστοριά, άπ' δλες τΙς παρωνυχΙδιις. Κι άντ Ι ν ά σω παίνουν, δσο άσχολιόντουσαν μ' αυτή τήν άχαρη δουλε. ιά, τήν κάνανε τραγουδώντας. 'Όπου κι έγώ , θέλοντας νά δώ άν ολο ι οί δοuλοι ήταν τό ί'διο προικισμένοι , ζήτησα νά πιώ. Στή στι γμή, ενα παιδί έκπλήρωσε τήν έπιθυμία μου, τραγουδώντας μέ . διαπεραστική φωνή. Τό ί'διο κάνανε καΙ ολοι οΙ άλλοι , μόλις τούς ζητάγαμε κάτι. Θά 'λεγες πώς βρισκόσουν α σ έ χορό παν τομίμας κι οχι στό τρικλΙνιο ένός πλούσιου σπιτιοU.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
55
Στό μεταξό, μάς σεΡβίρανε τοός μεζέδες, ποι> ήταν, μά τό ναί, κάτι παραπάνω άπό έκλεκτοί. Γιατί ξέχασα νά πώ, πώς ο λοι οί συνδαιτημόνες ήταν κιόλας στό τραπέζι, έκτός άπ' τόν ί διο τόν Τριμάλχιο, γιά τόν όποίο, σόμφωνα μέ μιά καινοόργια μόδα, εΙχαν κρατήσει τήν πιό τιμητική θέση. Γιά τά όρεκτικά, είχανε κι ενα γαί'δουράκι άπό όρόχαλκο τής Κορίνθου, φορτωμένο μέ δυό πανέρια, γεμάτα πράσινες έ λιές τό ενα καί μαuρες τό άλλο. Πάνω άπ' τό γαί'δουράκι, έν εί δει στέγης, υπήρχανε δυό πιάτα μέ χαραγμένο στην άκρη τους τό ονομα τοτ) Τριμάλχιου καί τό βάρος τους σέ άσήμι. Είχανε μοσχοπόντικες, άπλωμένους σέ σιδεp~yιες βέργες, περιχυ
μένους μέ μέλι καί παπαρουνόσπορο. Κι εΤχαν άκόμα ζεστά λoυκάνι~α, πάνω σέ άσημένιες σκάρεςκαί κάτω άπό τίς σκάρες δαμάσκηνα τής Δαμασκοτ) καί σπυριά ροδιοU. (22)
Δέν είχαμε τελειώσει άκόμα ολες αότές τίς όπέροχες
32.-
λιχοuδιές, οταν φέρανε τόν ίδιον τόν Τριμάλχιο αότοπροσώπως καί τόν άποθέσανε καταμεσής σ' ενα σωρό μαξιλάρια κι όλα αό•
τά, συνοδεία μουσικής. Τό θέαμα ητανε τόσο άπρόσμενο, ώστε παρ' ολη μας τήν προσπάθεια, άκοόστηκαν μολαταuτα κάμπο σα γέλια. Φανταστείτε εναν πορφυρό μανδόα, άπ' οπου ξεπετα γότανε τό κουρεμένο σόριζα κεφάλι του κι ένώ τό pouxo σκέπα ζε καί μέ τό παραπάνω τόν λαιμό του, αότός τόν τόλιξε μέ μιά πετσέτα, ποτ) 'χε πορφυρές μπορντοuρες καί τά κρόσια της κρε
μόντουσαν άπ' ολες τίς μεριές. 'Επιπλέον, φόραγε στό μικρό δαχτuλάκι τοτ) δεξιοτ) ΧεΡιοτ) ενα χοντρό δαχτυλίδι, έλαφρώς έ πιχρυσωμένο(23) καί στήν τελευταία φάλαπα τοτ) παράμεσου, ενα μικρότερο , μά όλόχρuσο δαχτυλίδι, άπ' οτι μοτ) φάνηκε, δ ιάστικτο ομως μέ μικρά σιδερένια άστράκια. Καί γιά νά μήν
22) Ό Τριμάλχιος δίνει ίσως μ.εγαλι)ΤεΡη σημ.ασία στή σχηνοθεσία του γεό μ.ατο ς παρά στά ίδια τά φαγητά. 'Εδώ, τά μ.αυρα δαμ.άσχηνα εΙναι τά χάρ βουνα χα ί τά χόχχινα σπυριά του ροδιου, ή φωτιά .
23) Γιά νά μ.ιμηθεί τούς Ιιcιιείς, πού μ.όνον αύτοί εΙχαν τό διχαΙωμ.α νά φο ράν ε χρυσό δαχτυλΙδι.
S6
περιορίσει τό μοστράρισμα σ' αυτά καΙ μόν ο τ ά πλούτη , γύ μνωσε τό δεξί του μπράτσο, στολισμένο μ' ~ν α χρυσό ραχιόλι καί μ' εναν ψαpΔU κρΙκο από ελεψαντό δοντο , πού ~κλ~ ιν t μΙ μιά σμαλτωμένη πόρπη.
33.-
'Ύστερα, εχοντας καθαρΙσει τά δόντια του μΙ μιά α
σημένια όδοντογλυψίδα, είπε:
«Φίλοι μου αγαπητοί, δέν τό 'χα ακόμα δρ tξη νά l pOw στό τρικλίνιο, μά γιά νά μή σάς στερήσω απ ό τήν παρουσία μου καί γιά νά μή σάς κάνω νά περιμένετε, είπα ν ά θυσιαστώ. Ί' πι τρέψτε μου, ώστόσο, νά τελειώσω τήν παρτίδα μ υ». 'Ένας δούλος είχε ερθει ξοπίσω του , χpατώντα~ μιά σκα κιέρα από ξύλο τερέβινθου καί ζάρια από κρύσταλλο κι Ιγώ,
πρόσεξα αμέσως τήν τελευταία λέξη τού καλού γούστου: αντί
γιά τά συνηθισμένα μαύρα κι άσπρα πούλια , είχε ασημΙνια καί χΡυdά δηνάρια. (24) Κι έ,νώ εκείνος επαιζε, βpΙζoντα~ κάθ ε τόσο σάν ύψαντουργός κι ενώ δέν είχαμε ακόμα τελειώσει τoύ~ μεζέ-
δες μας, νά 'σου καί καταψτάνει ενας δίσκος μ' ~να ρηχό καλά θι καί μέσα στό καλάθι μιά ξύλινη κότα μέ μισάνοιχτα τά ψτερά της, λές καί κλωσούσε. Πλησιάσανε αμέσως δυό δούλοι καί υπό τοός ηχους τής μουσικής, αρχίσανε νά ψάχνουν μέσα στ ' άχυρα, •
νά βγάζουν ε αυγά παγωνιού καί νά τά μοιράζουν στoύ~ συνδαι τη μόνες. Ό Τριμάλχιος, ερριξε μιά ματιά σ' αυτή τήν παρά σταση καί είπε: «Φίλοι μου αγαπητοΙ, δική μου ήταν ή Ιδέα ν ά κλωσήσει ή κότα τά αυγά τού παγωνιού. Φοβάμαι, μά τόν 'Ηρακλή, μή βγάλανε κιόλας πουλάκια. "Ας δοκιμάσουμε ώστόσο, νά δούμε " , αν
τρωγονται».
Μάς δώσανε τότε κουτάλια, μισή λΙτρα τό καθένα τους
24) Πρόκειται γιά ενα είδος «ντάμας» πού λεγότανε Duodecim Scripta καί παιζόταν ε σέ μιά σκακιέρα (Tabula) μέ πούλια (Cnlculi) δυό διαφορε τικών χρωμάτων καΙ ζάρια (Tesserae) πού δ κάθ ε πα(χτη~ Ιρριχνε μΙ τη σειρά του. Σύμφωνα μΙ τόν άριθμό πού εφερνε, μετακιν ούσε πpό~ τά μπpό~ η πρός τά π(σω τό πούλι του η τό εχανΕ.
•
Σ ΑΤΥΡΙΚΟ Ν
57
καί άρχίσαμε νά τρ\)πάμε τά τσόφλια τών αύγών, ποό ήτανε φτιαγμένα άπό πλοόσιο, καλοψημένο ζ\)μάρι. Γιά νά λέω τήν
άλήθεια, λίγο ελειψε νά πετάξω τό μερτικό μο\), γιατί μοΟ φάνηκε πώς ό νεοσσός είχε κιόλας έ.κκολαφθεϊ. Εύτ\)χώς ποο α κο\)σα εναν πoΛUπειpo καλεσμένο νά λέει: «Νά δείς ποό θά 'χει μέσα κατιτί, νά τρώει ή μάνα καί τοΟ παιδιοΟ της νά μή δίνει».
'Έψαξα λοιπόν τό τσόφλι μέ τό δάχτ\)λο καί βρήκα εναν σ\)κοφάγο ολο πάχος, ποό τοΟ 'χαν ρίξει άπό πάνω κρόκο αύ γού καί πιπέρι.
Ό Τριμάλχιος βαρέθηκε τό παιχνίδι το\), τό παράτη σε καί είπε νά τοΟ σερβίρο\)ν ολα τά όρεκτικά ποό εϊχαμε κιό
34.-
λας δοκιμάσει. Μέ δ\)νατή φωνή, μάς εδωσε τήν αδεια νά ξανα
πιούμε, αν θέλο\)με κι αλλ ο μελωμένο κρασΙ Ξάφνο\), ή 6ρχή στρα μπο\)μποόνισε δ\)νατά. Λές κι ήτανε τό σόνθημα, προστρέ ξανε ενα σωρό σερβιτόροι καί βαλθήκανε νά μαζεόο\)ν πιάτα τού πρώτο\) γόρο\). Μέσα στή φασαρία, ενα πιατάκι γλίστρησε
άπ' τά χέρια ένός δοόλο\), μ' αύτός τό σήκωσε άμέσως άπό κά τω. Ό Τριμάλχιος τό πήρε εί'δηση, είπε νά τοΟ τραβήξο\)νε τ' αύτιά καί διέταξε τό παιδί νά ξαναπετάξει τό πιατάκι στό πά τωμα. Τότε έ.μφανίστηκε ό καθαριστής καί σκοόπισε τό άσημι
κό κι ο,τι αλλα σκο\)πίδια εϊχαμε κάνει. Άμέσως ϋστερα, μπή
κανε δ\)ό Αίθίοπες δοΟλοι μέ μακρ\)ά μαλλιά. Κρατάγανε δ\)ό μικροός άσκοός, σάν αύτοός ποό εχο\)νε γιά νά καταβρέχο\)νε
τήν άμμο στά άμφιθέατρα. Μάς χόσανε κρασί νά ξεπΛUνO\)με τά χέρια μας. Γιά νερό, οϋτε λόγος νά γίνεται πιά. Ό οίκοδεσπότης εχοντας δεχτεί τίς φιλοφρονήσεις μας γιά ολες τίς λεπτές το\) φροντίδες, άπάντησε: «Ό 'Άρης άγαπάει τόν Ισόπαλο όπλισμό. Είπα λοιπόν νά εχει ό καθένας τό μικρό το\) τραπέζι καΙ νά δώσει τή μάχη το\) μέ ϊσο\)ς Ορο\)ς. Κατ' αύτόν τόν τρόπο, θά χρειαστοΟμε λιγότε
ρο\)ς δοόλο\)ς γιά τό σερβΙρισμα καΙ άρα, θά 'ναι λιγότερη ή βρώμα το\)ς».
,Αμέσως
ϋστερα, φέρανε γ\)άλινο\)ς άμφορείς, προσεχτικά
Ι Ι Ιι:ΊΨΩΝ Ι ΟΣ
58
πωματισμένοuς, μέ μικρές έτικέτες κρεμασμένες στούς λαιμούς πού γράφανε: ΦΑΛ ΕΡΝ ΙΟ Ε ΠΙ ΥΠ ΑΤΟ Υ ΟΠΙΜΙΟ)"i2S)
•
Ε Κ ΑΤΟ ΕΤΩΝ
Τήν ωρα πού βάζαμε τά δuνατά μας νά άποκρuπτ γραφή αυτό τό κείμενο, ό Τριμ.άλχιος χτύπησε τά χέρια τ είπε άναστενάζοντας:
crOUfLE
«' Αλί καί τρισαλίμονο, νά πού τοίίτο τό κρασί
gxet
u καί ζήσει
πιότερο άπ' τούς θνητούς άνθΡώποuς! "Ας πιοίίμε λοιπόν κατά βούληση. Τό κρασί είναι ή ζωή. Είναι γνήσιο ~~6πιμ.ιανό" αότό
πού σάς κερνάω. Χθές, δέν είπα νά τό άνεβάσοuν άπ ' τήν κάβα, παρ ' ολο πού είχα στό τραπέζι fLou πολλά διακεκριμέν α πρόσωπα».
,Αδειάσαμε
τίς κοίίπες μας καί δέ χάσαμε τήν εόκαιρία ν ά
έκστασιαστοίίμε μπροστά στό τόσο λεπτό καί φιλό ςεν ο πν εσ μα
τοu. Μά πρίν τελειώσοuμε τά έγκώμια, μπήκε ~ν ας δοίίλος, κρατώντας εναν άσημένιο σκελετό, τόσο καλά μαστορφίν ο, ωστε ή ευλύγιστη ραχοκοκαλιά τοu καί οΙ άρθρώσ ε ις τοu μπο
ρούσανε νά στΡαφοίίν καί νά διπλώσοuν δπως ήθ ελες. 'Λφοίί τόν πέταξε δuό-τρείς φορές πάνω στό τραπέζι, κάνοντάς τον ν ά
παίρνει κάθε τόσο κι αλλη στάση, ό Τριμ.άλχιο ς πρόσθ ισε : « Άλί σΙ μάς τούς δύστυχους. Μηδέν χάθt θνητός! 'Έτσι θά γ(νουμt χι Ιμtίς στόν άλλον χόσμο! "Ας ζήσουμt λοιπόν δσο χαλοπtρνάμt.»
35.-
Μετά άπ' αυτόν τόν έπιτάφιο, κατ έφτασ ε ~ν ας δ ί
σκος, μικρότερος είναι άλήθεια άπ' ~,τι περιμ.έν αμι, μά τόσο πρωτότuπος, πού ολοι βαλθήκανε νά τόν κοιτάν ε μΙ μεγάλη πε
ριέργεια. ΤΗταν βαθύς καί στροπuλός, μέ τά δώδεκα σύμβολα τοίί ζωδιακοίί κύκλοu σκαλιστά γύρω-γύρω. Καί στό κάθε σύ μ-
25) Ό Όπ(μιος uπήρξt ϋπατος τό 121 π.Χ. Θά ήτ~ν δμως παράλογο νά ύ ποθΙσ ουμt δτι τό δtίπνο του Τριμάλχιου γ(νtται τό 21 π.Χ. 'γ πάρχουν άλ λtς ένδtΙξtις στό xtCfltvo, πoλu μtταγtνέστtρtς . Πρόχιιται γιά άλλη μιά χαυχησιά του Τριμάλχιου.
,
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
·59
βολο, ό αρχιμάγειρας, τΙ λέω, ό αρχιτέκτονας, είχε βάλει τό ανάλογο εδεσμα. Στόν Κριό, κερασψόρα ρεβόθια' στόν ΤαΟρο, ενα κομμάτι βοδινό' στοός ΔΙδ\)μο\)ς, έντ6σθια καΙ νεψρά' στόν Καρκίνο, ενα στεψάνι' στόν Λέοντα, σόκα τής ,Αψρικής στήν Παρθένο, μαστάρια μιάς στεΙρας γο\)ροόνας στόν Ζ\)γό, μιά ζ\) γαριά μέ μιά τ\)ρόπιτα στό ενα της τάσι καΙ ενα γλόκισμα στό
αλλο' στόν Σκορπιό, μιά σκόρπαινα, ψάρι τής θάλασσας στόν Τοξότη, εναν αγριοπετεινό' στόν ΑΙγόκέρω, εναν αστακό' στόν ·γδροχόο, μιά χήνα' στούς Ίχθείς, δ\)ό μπαρμπούνια' Στό κέν τρο, ύπήρχε ενας μεγάλος σβώλος χώμα, οπο\) ψύτρωνε πρά σινη ή χλόη καΙ πάνω στή χλόη, είχαν βάλει μιά κερήθρα. 'Ένας ΑΙγύπτιος δοΟλος, πρόσψερε ενα γόρω ψωμΙ, μέσα σέ α-
,
σημενιο
ψο\)ρνο ...
... κι
αίιτός ό ί'διος, μέ μιά ψωνή ποό σοΟ ξέσκιζε τ' αίιτιά,
αρχισε νά λέει ενα τραγούδι, από τήν παντομΙμα «Ό πωλητής τού σιλψίο\»).
Βλέποντας πώς δέ μάς είχανε καΙ τόσο ένθο\)σιάσει κείνα
τά ανάξια λόγο\) ψαγητά, ό Τριμάλχιος είπε: «"Αν θέλετε τή γνώμη μο\), ας ριχτοΟμε στό ψαΓ. Αίιτός
είναι ό νόμος τού δεΙπνο\»).
36.-
ΠρΙν αποσώσει τό λόγο το\), πλησιάσανε τέσσερις
δοΟλοι, χορεόοντας στό ρ\)θμό τής μο\)σικής καΙ σήκωσαν τό
σκέπασμα τοΟ δΙσκο\). Τότε, εί'δαμε από κάτω (δηλαδή σ' εναν δεότερο δΙσκο) ενα σωρό πο\)λερικά, μαστάρια γο\)ροόνας κι εναν λαγό, στολισμένον μέ ψτερά, ετσι ποό νά μοιάζει μέ Πή γασο. ΞεκρΙναμε έπΙσης στΙς ακρες τού δΙσκο\) τέσσερα αγαλ ματάκια, τέσσερις Μαρσόες, ποό κράταγαν μικροός ασκοός καΙ περιχόνανε μέ πιπεράτη σάλτσα τά ψάρια ποό ψαινόντο\)σαν νά κολ\)μπάνε στόν Είίριπο τοΟ κέντρο\). ΟΙ δοΟλοι κάνανε αρχή καΙ χειροκρότησαν, βαρέσαμε κι έμείς τά παλαμάκια μας καΙ ριχτήκαμε γελώντας σ' ολη έκεΙνη τή ντελικατέτσα. Ό Τριμάλχιος καταχάρηκε, ποό ή εκπληξή το\) είχε τόση έπιτ\)χΙα .
11 ΕΤΡΩΝ ΙΟΣ
60
«Τεμάχισε». φώναξε. Προσιέτρεξε άμέσως ενας δούλος κι αρχισε ν ά κόβει τά
κρέατα μ' ενα μεγάλο μαχαίρι, συντονίζοντας τίς κινήσεις του μέ τόν ρυθμό τής μουσικής, ετσι ποό νά δίνει τήν Ιντόπωση πώς ήταν μoνoμάχ~ς πάνω σέ αρμα καί άγωνίζεται υπό τοός ηχους τού άρμονίου(26) Στό μεταξό, ό Τριμάλχιος, δλο ελεγε καί ξανάλεγε, τονίζοντας κάθε φορά, λίγο διαφορετικά τά λόγια του:
«Τεμάχισε! Τεμάχισε!» Ύποπτεότηκα πώς ή λέξη Ικείνη εκρυβε κάπο ιο καλαμ ποόρι καί παρακάλεσα τόν έξ άριστερών συνδαιτημόν α μου νά μού έξηγήσει τί άκριβώς συμβαίνει. Σάν θεατής , άπό καιρό συνηθισμένος σ' αύτού τού εί'δους τά παιχνίδια, μού άπάντησε: «Ό δούλος ποό κόβει τά κρέατα λέγεται Teμάχισoς. 'Έτσι, κάθε φορά ποό λέει Τεμάχισε, τόν προσφων εί κα( ταυτό χρονα τόν διατάζει».
37.-
Δέν μπορούσα πιά νά κατεβάσω οστ ε μπουκιά, στρά
φηκα λοιπόν στόν έξ άριστερών μου, νά μάθω δ σο γιν όταν περι
σότερα καί πρώτ' άπ' δλα, τόν ρώτησα ποιά ήταν tκε(νη ή γυναίκα ποό περιφερόταν στήν αϊθουσα.
«Είναι ή σόζυγος τού Τριμάλχιου» , μού εΙπε, «ή Φορ τουνάτα, σνομα καί πράμα, γιατί μετράει τά χρυ σά της δηνάρια μέ τοός μέδιμνους.(27) Κιδμως χτές, μόλις χτές άκόμα, ποιά η τανε; "Ας μέ σχωρέσει ό Δα(μονάς σου, μά δέ θά καταδεχό σουνα νά πάρεις άπ' τό χέρι της, οστε ενα ξεροκόμματο. Καί
τώρα, χωρίς κανείς νά ξέρει τό πώς κα( τό γιατί, νά 'την ποό άνέβηκε σέ ϋψη δυσθεώρητα κα( εγινε συμβουλάτοραι; τού Τρι μάλχιου. Γιά νά μήν πολυλογώ, αν τού ' λεγ ε πώς νόχτωσε τό
26) Οί μονομάχοι πάνω σΙ αρματα, ΙμφανΙστηκαν γιά πρώτη φορά στά θεάματα τής άρΙνας ΙπΙ ΚλαυδΙου καΙ ΝΙρωνοι; . ΈπΙ NΙρωνo~, προστΙΟηκ&
καΙ ή μουσική ύπόκρουση τού άρμόνιου (οργάνο πού Ικτψ.οΟσι πολύ ό Νέ ρων καΙ τό όποίο τελειοποιήθηκε ΙκεΙνη άκριβώΙ; τήν Ιποχή.)
27)
ΜΙτρο χωρητικότητας στερεών, Ισοδυναμεί μΙ
52
πιρΙπου λΙτριι;.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
61
καταμεσήμερο, θά τήν πίστευε. Μήτε κ~ ό ί'δ~oς ξέρε~ πόσα τοΟ
άνήκουνε, τόσο πάμπλουτος εΙνα~, μά αότή έκεΙ ή σκύλα, εχε~ παντοΟ τό μάτ~ της καί κυρίως έκεΙ, δπου οίίτε τό ψαντάζεσα~. Δέν είνα~ λαίμαργη, δέ μεθάε~, ετοιμη πάντα νά δώσε~ καλή · συμβουλή: ετσ~ δπως τή βλέπε~ς, άξίζε~ τό βάρος της σέ χΡυσά CΡ~' Eίνα~ δμως μ~ά ψαρμακόγλωσσα, θεός ψυλάξε~. Σωστή κα ρακάξα, σοΟ λέω. Μ' αν σ' άγαπήσε~, πάε~, σ' άγάπησε μ' δλη τήν καρδ~ά της. "Αν πάλ~ σέ μ~σήσε~, δέ σέ γλ~τώνε~ τίποτα. 'Όσο γ~ά τό γέρο, εχε~ χτήματα ως έκεΙ πού πετάε~ ό ίκτίνος, χώρ~α τά μετρητά. Τά π~άτα καί τά άσημ~κά που τά 'χουν πα
ρατημένα έδώ πέρα στό κoυβoυκλ~o τοΟ θυρωροΟ, εIνα~ περ~σό τερα άπ ' δσα κληρονόμησε ανθρωπος ποτέ του. υο σο γ~ά δού
λους, έκεί π~ά, είνα~ γ~ά νά 'να~. Μά τόν 'Ηρακλή, δέ νομίζω οίίτε ενας στους δέκα νά 'χε~ γνωρίσε~ τόν άψέντη του. Μέ δυό λόγ~α, δέν τό 'χε~ σέ τίποτα, νά πατήσε~ σάν σκoυλήκ~ κάτ~ νεα ρους σάν έλόγου σου.
38.-
Καί μή νoμίσε~ς πώς άγoράζε~ τίποτα. 'Όλα είνα~ πα
ραγωγή δ~κή του: μαλλί, λεμόν~α, π~πέp~. Ζήτα του καί τοΟ πoυλ~oo τό γάλα καί θά τό 'χε~ς. Μέ δυό λόγ~α, δέν τοΟ .αρεσε τό μαλλί που τοΟ δίνανε τά κoπάδ~α του. 'Αγόρασε . λo~πόν κp~άp~α άπ' τόν Τάραντα κ~ άπόχτησε καλύτερα άρν~ά. Γ~ά νά 'χε~ δ~κό του μέλ~ 'ΤμηττοΟ, εψερε μέλ~σσες άπό τήν 'Aττ~κή καί νά δεΙς που κατ' αότόν τόν τρόπο, άκόμα καί τά ντόπ~α με
λίσσ~α, κάτ~ θά πάρουν άπ' τήν έργατ~κότητα τών Έλληνίδων. 'Άκου τώρα καί τ' αλλο. ΤοΟτες τίς μέρες, εγραψε νά τοΟ στεί λουν άπ' τίς 'Ινδίες, σπόρο μαν~ταp~ών. 'Όσο γ~ά τά μoυλάρ~α
του, στό λέω καί νά τό π~στέΨεις, δέν είνα~ οίίτε ενα που νά μή γεννήθηκε άπό Οναγρο. Τά βλέπε~ς τά μαξ~λάρ~α του; Δέν
u-
πάpχε~ οίίτε ενα που νά μήν τό παpαγέμ~σαν μέ πορψυρό η κόκ
κινο μαλλΙ Eίνα~ τp~σόλβιoς, μά τό ναί, δέν μπορεΙς νά πείς. 'Όσο γ~ά τους αλλους άπελεύθερους, ποι) τρώνε άπόψε έ
δώ , μήν τuχε~ πρός θεοΟ , καί τοuς νoμίσε~ς γ~ά παρακατ~ανoύς. Τό 'χουν καί τό παράχουνε τό παραδά.κ~ τους. Τόν βλέπε~ς έ κείνον έκεί, ποι) 'χε~ ξαπλώσε~ τελευταίος, στό άκp~ανό κλινάp~;
"
62
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
'Έ, λοιπόν, σήμερα ποό μιλάμε, εχει όχτακόσιες χιλιάδες ση στέΡτιοuς. Κα( νά σκεφτε~ς πώς ξεκ(νησε άπ' τό τ(ποτα. Δέν
πάει πoΛUς καιρός, ποό κοuβάλαγε καuσόξuλα. υο μως , άπ' ο,τι λένε
αΙΙτά δέν τά ξέρω, τά 'κοuσα- λένε λοιπόν πώς τά κα
τάφερε κα( βοότηξε τό crxouιp( τοο 'Iνκοuβιοu κα( τότε ό δα( μονας αΙΙτός, ποό βιάζει τΙς ΓUνα~κες στόν ίίπνο τοuς, τοΟ χάρι σε ενα θησαuρό, γιά νά πάρει π(σω τό crxouιp( τοu. 'Εγώ δέ ζη λεόω κανέναν, οταν οΙ θεο( μΟιΡάζοuν πλοόσια τά έλέη τοuς. Μ'
αΙΙτός ποό λέμε, νιώθει άκόμα νά τοί> κα(ει τό μάγοuλο, άπ' τό χαστοόκι ποό τοί> εδωσε" ό κόριός τοu δταν τόν λεuτέΡωσε(28)
κα( κάνει δ,τι μπopε~ γιά νά φανε~ πώς εΙναι κάποιος. 'Έτσι, λό
rou χάρη, εβαλε τΙς προάλλες μιά γραφή ποό ελεγε: "
Ο rΑlOΣ ΠΟΜΠΗlOΣ ΔιοrΕΝΗΣ ΕΝΟΙΚΙΑΖΕ1 ΑΠΟ ΚΑΛΕΝΔΩΝ ΙΟΥΛΙΟΤ
ΤΗΝ ΥΠΕΡθΕΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΝ ΣΟΦΙΤΑΝ ΛοrΩ ΑrΟΡΑΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΟΥ ΟΙΚΙΑΣ
Κα( κε~νoς κε~ ό αλλος, ποό 'χει ξαπλώσει στή θέση τοΟ ά
πελεuθεροu, νά 'ξερες τ( ζωή κα( κότα εχει περάσει. Δέν εΙμαι έ γώ, ποό θά τοΟ ρ(ξω τήν πέτρα. ΕΙχε μαζέψει ως κι ενα έκα τομμόριο σηστέρτιοuς, ίίστερα δμως, τόν πήρε ή κάτω βόλτα. Άπ' Ο,τι ξέρω, κα( τά μαλλιά τοu άκόμα τά 'χει όποθηκεόσει, μέχρι τελεuτα(α τρ(χα, δμως, μά τόν 'Ηρακλή, τό λάθος δέν ή τανε δικό τοu. Πιό καλόκαρδος ανθρωπος άπ' αΙΙτόν, δέν ίίπαρ ξε, οίίτε θά όπάρξει. Μά ελα ποό βρεθήκανε μερικά παλιόμοu
τρα άπελεόθεροι, ποό τοί> τράβηξαν τό πάπλωμα, γιά νά σκε παστοΟν έκε~νoι; Βάλτο καλά στό νοί> crou: ή κατσαρόλα τών σuνετα(Ρων παόει γρήγορα νά βράζει κι απαξ οΙ όποθέσεις πάνε ασχημα, μήν τοός εί'δατε τοός φ(λοuς. Τ( προσοδοφόρο έπάγ
γελμα ποό εΙχε κα( κο(τα τον τώρα πώς κατάντησε.. ΤΗταν έρ γολάβος κηδειών. Τό τραπέζι τοu, τραπέζι βασιλιά. 'Λγριογοό ροuνα ψημένα στό τομάρι τοuς, δ,τι πίτες μπopε~ς νά φαντα στείς, ποuλιά τοί> κuνηγιοu κα( πόσοι μάγειροι κα( πόσοι ιpou-
28) Ήταν συνήθειο νά χαστουΧίζουνε τόν δοΟλο δταν τόν λευτερώνανε.
63
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
ρναρέοι. Χυνόταν περισότερο κρασί κάτω άπ' τό τραπέζι του, άπ' οσο εχει ό όποιοσδήποτε στήν κάβα του. Δέν ήταν ανθρω πος αότός, ήταν Ονειρο. Σάν αρχισαν νά πέψτουν οΙ δουλειές του, ψοβήθηκε μήν τύχει καί νομίσουνε οΙ δανειστές πώς βρί σκεται κιόλας στά 7tρόθυρα τής χρεωκοπίας. 'Αποφάσισε λοι πόν νά τά βγάλει ολα στό σφυρί, μέ μιάν άπελΙα ποό ελεγε: Ο ΓΑωΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΠΡΟΚΟΥΛΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΖΕΙ ΤΟ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΤΟΥ
39.-
Ό Τριμάλχιος διέκοψε τό εόχάριστο κουτσομπολιό.
Γιατί οπως εΙπα, οΙ δοuλοι, εΙχαν μαζέψει κιόλας τά πιάτα τοu πρώτου γύρου καΙ οΙ καλεσμένοι, εΙχαν άρχΙσει νά πΙνουν καΙ νά συζητάνε ζωηρά. 'Όπου ό Τριμάλχιος, άκουμπώντας στόν
ά
' γκωνα του,
τ ειπε:
«Καλά κάνετε κι εόψραΙνεστε πΙνοντας. Τά ψάρια γΙναν γιά νά κολυμπάνε. 'Ωστόσο, μπάς καΙ νομΙσατε πώς θά σάς ά ψήσω μόνο μ' οσα εΙ'δατε στόν δΙσκο μέ τά ζώδια; Αύτ6 θά πε{ νά ξέρεις, ποι6ς ε/ναι ό Όδυσσέας;(29)
•
'Όχι δά. 'Ακόμα καΙ δειπνώντας δέν πρέπει νά ξεχνάς τά
γράμματα πού εμαθες. "Ας άναπαύον'cαι έν εΙρήνη τά κόκκαλα
τοu κυρίου μου, πού μέ δική του θέληση, μπορώ καΙ κουβεντιά ζω σ' οποια συντpoψΙQι κι αν πέσω. Γιατ! γιά μένα, δέν υπάρχει τίποτα καινούργιο, οπως τό δεΙχνει καθαρά τοuτος δώ ό δΙ σκος. Αότός ό οόρανός πού βλέπετε, οπου κατοικοuνε οΙ δώδε κα θεοΙ, μετ.αμορφώνεται σέ Ισάριθμα σόμβολα. ΚαΙ πρώτ' άπ' ολα, εχουμε τόν Κριό. 'Όποιος γεννήθηκε κάτω άπ' αότόν τόν
άστερισμό, εχει μεγάλα κοπάδια καΙ μπόλικο μαλλ!. 'Επι πλέον, εχει ξερό κεφάλι, μέτωπο στενό καΙ κέρατο στριμμένο. Κάτω άπ' αότόν τόν άστερισμό, γεννιοuνται οΙ περισότεροι
σχολαστικοΙ καΙ οΙ μπουμπουνοκέφαλοι». Τιμήσαμε χειροκροτώντας τό πνεuμα τοu άστρολόγου μας. Ό Τριμάλχιος συνέχισε:
29)
ΣτΙχος τού ΒιργΙλιου, ΑΙνειάδα ΙΙ,
44.
64
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
«Κατόπιν δλος ό οίιρανός, γίνεται Ταορος. Τότε γεννιοΟν
ται οΙ τσινιάρηδες, οΙ βΟίοολάτες κι δσοι δέν εχο\)νε άνάγκη ά πό κανέναν γιά νά βροΟνε τή βοσκή το\)ς. Στούς Δίδ\)μο\)ς, γεννιοΟνται τά άρματα μέ Μο αλογα, τά βόδια, οΙ ορχεις καί οΙ
ανθρωποι πού τό 'χο\)ν δίπορτο. 'Εγώ γεννήθηκα στόν άστερι σμό τοΟ Καρκίνο\), εχω λοιπόν πολλά πόδια γιά νά όρθοποδώ καί πλούτη αφθονα, σέ στεριά καί θάλασσα. Γιατί ό καρκίνος βολεύεται καί μέσα στό νερό καί πάνω στά βραχάκια. Κι αίιτός είναι ό λόγος, πού εχω άρχίσει άπό καιρό καί λέω νά μή βά ζο\)ν τίποτα φαγώσιμο στή θέση τοΟ Καρκίνο\), στό δίσκο πού
εί'δατε: δέ θέλω νά βρωμίσω τό τ\)χερό μο\) άστέρι. Στόν Λέον τα, γεννιοΟνται οΙ άδηφάγοι καί οΙ αίιταρχικοί' στήν Παρθένο, οί γ\)ναίκες, οΙ δραπέτες δοΟλοι καΙ οΙ κατάδικοι μέ τά σίδερα στά πόδια' στόν Ζ\)γό, οΙ χασάπηδες, οΙ άρωματοπώλες κι δσοι πο\)λάνε μέ τό ζύγι' στόν Σκορπιό, οΙ ενοχοι φαρμακείας, καί οΙ
μαχαιροβγάλτες στόν Τοξότη, οΙ άλλήθωροι, πού κοιτάνε τά λάχανα καί βο\)τάνε τό λαρδί' στόν ΑΙγόκερω, οΙ φτωχοί δια βόλοι, πού άπ' τά . πολλά παθήματα, βλέπο\)ν νά τούς φ\) τρώνο\)ν κέρατα' στόν 'Υδροχόο, οΙ χανητζήδες καί τ' άπού ρια' στούς Ίχθείς, οΙ μάγειροι καί οΙ ρητοροδιδάσκαλοι. 'Έτσι γ\)ρνάει ό εναστρος οίιρανός, σάν μ\)λόπετρα, φέρνοντας 'άνά πάσαν στιγμήν μιά καινούργια σ\)μφορά, εί'τε γεννιέσαι, εϊτε
πεθαίνεις. 'Όσο γιά τό σβώλο τό χώμα, ποό βλέπετε στό κέντρο καί τήν κερήθρα πού βάλανε πάνω στό χορτάρι, σάς λέω πώς δέν κάνω τίποτα χωρίς νά εχω τό λόγο μο\). Κι έδώ, θέλω νά δείξω πώς ή Γή, ή Μητέρα μας, βρίσκεται στό κέντρο τοΟ παν τός. Είναι σάν αίιγό στροπ\)λεμένο καΙ περιέχει μέσα της δλων τών λογιών τά καλά πράγματα, δπως μιά κερήθρα,»
40.-
«Σοφόν τό σαφές!» φωνάξαμε ολοι μας μέ μιά φωνή
καΙ ύΦώνοντας τά χέρια μας πρός τό θολωτό ταβάνι, όρκιστή καμε στούς πιό μεγάλο\)ς μας θεούς, πώς μήτε ό 'Ίππαρχος, μήτε ό 'Άρατος(30) θά μπορούσανε ποτέ νά σ\)γκριθοϋν μαζί το\).
30)
Ό 'Ίππαρχος
(190-125
π.χ.) ήταν ό μεΎαλότφo~ 'Έλληνα~ άστρονό-
65
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
Τά έγκώμια κρατήσανε ως τή στιγμή ποό ήρθαν δοΟλοι καΙ ρΙ ξανε στά μαξιλάρια τών κρεβατΙών χρωματιστά σκεπάσματα,
δπου εβλεπες κεντημένα δΙχτυα, κυνηγοός ποό ένεδρεόανε μέ τίς λόγχες στό χέρι, καθώς καΙ δ,τι άλλο κυνηγετικό βάζει ό νοΟς σου. Δέν ξέραμε λοιπόν ποΟ νά πρωτοκοιτάξουμε, δταν ά κούστηκε εξω άπ' τό τρικλΙνιο μιά φοβερή φασαρΙα καΙ νά ποό δρμησαν μέσα, τσοΟρμο όλάκερο, σκυλιά τής ΛακωνΙας κι άρ χίσανε νά τρέχουν πέρα-δώθε, φτάνοντας κι ίσαμε τό τραπέζι. •
Μπήκε τό κατόπι τους ενας δΙσκος, μ' ενα άγριογούρουνο πρώ του μεγέθους. Μά τό πιό σπουδαίο άπ' δλα, ήταν ποό κείνος ό άγριόχοφος, φοροΟσε σκοΟφο άπελεύθερου. 'Απ' τοός χαυλιό δοντές του, κρεμόντουσαν δυό πανεράκια, πλεγμένα μέ φύλλα
φοινικιάς, τόνα γεμάτο μέ φρέσκους καΙ τ' άλλο μέ ξερούς χουρμάδες. Γύρω σέ κείνο τό θεριό, είχανε βάλει μικρά γου ρουνάκια άπό άφράτη ζύμη, λές καΙ βυζαΙνανε άπ' τά μαστάρια • - γιά νά καταλάβουμε άμέσως, πώς μάς σερβΙρανε άγριογοόρουν α". Τά γουρουνάκια μάς τά μοΙρασαν, νά τά πάρουμε σάν δώρο, δταν θά φεύγαμε. 'Όμως, τούτη τή φορά, δέν ήρθε ό φΙ λος μας ό Τεμάχισος νά κόψει τό μεγάλο άγρΙμι, μά ενας γΙ γαντας ως έκεί πάνω, ενας γεννάτος, πού φόραγε δερμάτινες περικνημίδες καΙ δαμασκηνή στολή κυνηγοΟ. Τράβηξε τό κυνη γετικό του μαχαίρι, άπ' τή θήκη, χάραξε βαθιά τό πλευρό τοΟ
άγριογούρουνου καί καθώς τό 'κοβε, ξεπετάχτηκαν άπό μέσα,
σμάρι όλάκερο οΙ τσίχλες. Μά οΙ πτηνοκυνηγοΙ ήταν κιόλας ε τοψοι, ενα γύρω μέ τίς ξόβεργες καΙ δέν άργήσανε νά πιάσουν τά πουλιά, πού φτεροκοποΟσαν τρομαγμένα γύρω άπ' τό τρι κλίνιο. Ό Τρψάλχιος είπε νά δώσουνε σέ κάθε καλεσμένο μιά τσίχλα καί πρόσθεσε: «Προσέξτε τώρα, τΙ νόστψα βαλανΙδια ετρωγε στό δάσος _
,"11
τουτο το
,
αγριο γουρουνι».
ΟΙ δοΟλοι πλησιάσανε άμέσως στά πανεράκια πού ήταν κρεμασμένα στούς χαυλιόδοντες καΙ μοφάσανε δΙκαια στούς συνδαιτη μόνες τούς ξερούς χαΙ τοός φρέσκους χουρμάδες. μος" Ό ~Aρατoς γεννήθηκε τό πραγματ είες σέ στΙχο.
270
π.Χ. Σώθηκαν δ\)ό άστρονομιχΙς το\)
66
πεΤΡΩΝΙΟΣ
41.-
Στό μεταξύ έγώ, κοuρνιασμένος ησuχα κι ώραία στή
γωνιά μοu, εσπαγα τό κεφάλι (iou νά καταλάβω , γιατί είχανε φορέσει στό άγριογούροuνο τόν σκοΟφο τοΟ άπελεύθεΡΟU. ΆφοΟ έξάντλησα τίς πιό φανταστικές όποθέσεις , στράφηκα στόν καλό βοuλο δραγοuμάνο μοu.
«Μέχρι κι ό δοΟλος πού σέ σερβίρει , θά μποροΟσε πολύ ευ κολα νά στό έξηγήσει», μοΟ εΙπε. «Δέν εΙναι κάνα αίνιγμα, εΙναι φώς φανάρι. Χτές, είχανε φέρει αυτό τό ί'διο άγριογούροuνο, νά τό σερβίροuνε στόν τελεuταίο γύρο, μά οΙ καλεσμένοι δέν τό άγ γίξανε καί τό άφησαν νά φύγει. Σήμερα λοιπόν, ξαναγuρίζει ώς άπελεύθερος». 'Έβρισα τόν έαuτό μοu στενόμuαλο καί βλάκα καί δέν ε κανα άλλες έρωτήσεις, γιά νά μή φανεί πώς δέν εΙχα φάει ποτέ μοu μέ καλό κόσμο.
Τήν ωρα πού κοuβεντιάζαμε, μπήκε gνας δοΟλος, πολύ νέος καί ώραίος, μ' ενα στεφάνι άπό κληματίδες καί κισό στό κεφάλι καί άρχισε νά μιμείται, μιά τόν Βάκχο μαινόμενο, μιά τόν Βάκχο μεθuσμένο, μιά τόν Βάκχο έκστασιαζόμενο, μΟιΡά ζοντάς μας ταuτόχρονα σταφύλια μέσα άπό εναν καλαθίσκο πού κράταγε κι άπαγγέλοντας ποιήματα τοΟ
xupCou τοu
μέ δια
περαστική φωνή. 'Ακούγοντας τά ξεφωνητά τοu, ό Τρψάλχιος
στράφηκε καί εΙπε: «Διόνuσε, διονuσιάσοu έλεύθερα». Ό δοΟλος εβγαλε τόν σκοΟφο άπ ' τό κεφάλι τοΟ άγριο καί τόν φόρεσε. Τότε ό Τρψάλχιος πρόσθεσε: «Δέν μπορείτε νά πείτε πώς δέν εΙμαι φιλελεύθερος μιά
roupouvou
καί τοΟ έΠΙτΡέπω ν' άνέβει στό άρμα τών Μεγάλων Διονuσίων καί νά μοΟ σούρει τά έξ άμάξης». Χειροκροτήσαμε τό πετuχημένο τοu άστείο καί τό παιδί, κάνοντας τόν γύρο τών τραπεζιών, δέχτηκ ε -δπως εΤναι τό πρέπον- τά πιό θερμά φιλιά μας. Μετά άπό κείνο τό σερβίρισμα, ό Τριμάλχιος, σηκώθηκε νά πάει έκεί πού πάνε μόνοι ώς κι οΙ βασιλιάδες. 'Έχοντας ά παλλαγεί άπ' τήν τuραννική τοu παροuσία, πιάσαμε δλοι xouβέντα καί ή σuζήτηση άναψε γιά καλά. Ό Δάμας ζήτησε μιά μεγαλύτερη κούπα καί μίλησε πρώτος:
67
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
«Ή μέρα», εΙπε, «περνάει σάν άστραπή! Πρίν προφτάσεις νά γuρίσεις τό κεφάλι crou, νuχτώνει. Γι' αυτό, τό καλύτερο άπ' ολα εΙναι νά σηκώνεσαι άπ' τό κρεβάτι καί νά πηγαίνεις κατ' ευθείαν γιά δείπνο. Κι είχαμε καί μιά ψύχρα, τοί) διαβόλοu. Μόλις καί ζεστάθηκα μιά στάλα στά λΟUΤΡά. Μά τό κρασί, σάν πιείς πολύ, ζεσταίνει πιότερο άπ' ολοuς τούς ραφτάδες. 'Έχω πιεί τόν αμπακο κι εγινα σταφίδα. Τό κρασί μέ χτύπησε στό κε
φάλι. »
42.-
«Έγώ»,βρήκε τήν ευκαιρία νά πεί ό Σέλεuκος, «δέν
πάω στά λοuτρά κάθε μέρα. Κάνοντας λοuτρό, εΙναι σά νά σέ τρίβοuνε μέ κεραμίδι. Τό νερό εχει δόντια καί σοί) ροκανίζει λίγο-λίγο τήν καρδιά, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, ωσποΙ) ή καρδιά σοΙ) λιώνει καί γίνεται νεράκι. 'Όταν σμως κατεβάσω ενα κύπελλο ζεστό, μελωμένο κρασί, στ' άπαuτά μοΙ) τότε, σσο
κρύο καί νά κάνει. Μά καί νά τό 'θελα, δέν εΙχα σήμερα καιρό νά πάω στά λΟUΤΡά. 'Έπρεπε νά παραστώ σέ μιά κηδεία. 'Ένας
ανθρωπος πολύ καθώς πρέπει, τίμιος ως έκεί πού παίρνει, τά τίναξε. Χρύσανθο τόν λέγανε. Χτές, μόλις χτές, μέ σταμάτησε
στό δρόμο. Mou φαίνεται πώς άκούω άκόμα τή φωνή τοu. ,Αλίμονο, ετσι εΙναι. 'Αλίμονο! Είμαστε φοuσκωμένα άσκιά, άέρας φρέσκος. Μέχρι κι οΙ μύγες εχοuν πιότερη άξία άπό μάς.
Αυτές τοuλάχιστον, άντέχοuν, ένώ έμείς; 'Ίδιες σαποuνόφοu σκες. Κι σλα αυτά, έπειδή τοί) κάπνισε νά κάνει δίαιτα. Πέντε μέρες στή σειρά, δέν εβαλε στό στόμα τοΙ) οστε μιά γοuλιά νερό, οστε μιά μποuκιά ψωμΙ Τί νά πείς; Πήγε κι αυτός έκεί πού θά πάμε ολοι μας. ΑΙτία τοί) χαμοί) τοΙ) στάθηκαν οΙ γιατροί,
11
μάλλον ή κακή τοΙ) Μοίρα, άφΟί) ό γιατρός εΙναι παρηγοριά στόν αρρωστο, ωσποΙ) νά βγεί ή
68
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
πάχτρες δλες τους. Κανείς δέ θά 'πρεπε νά κάνει καλό σέ δαu
τες. Είναι σά νά ρίχνεις νερό στό πηγάδι. Μά ενας ερωτας πα
λιός
crou τρώει τά σωθικά, σάν κακή πληγή.» •
43.- Μάς νόσταξε μέ τή φλυαρία του καί ό Φίλερος εΙπε δυνατά:
«'Άς σκεφτοuμε, λέω, τοός ζωντανοός. Ό Χρόσανθος πήρε τό μερτικό του. 'Έζησε μιά ώραία ζωή καί πήγε άπό ώραίο θάνατο. Τί λόγους εχει νά παραπονιέται; ξεκίνησε άπ' τό τίπο
τα καί ήταν ετοιμος νά ψάξει μέ τό στόμα μέσα στά σκατά, νά βρεί ως καί μονόλεπτο. 'Έτσι αύγάταινε κι δλο αύγάταινε τά ε χει του, ωσπου εφτασε έκεί ποό εφτασε, σάν ποό αύγαταίνει μιά
κερήθρα. Είμαι σίγουρος, μά τόν 'Ηρακλή, πώς αφησε κλη ρονομιά του, πάνω άπό έ.κατό χιλιάδες - δηνάρια έννοώ. Μ' αν
είναι νά μιλήσω μέ τό χέρι στήν καρδιά - γιατί δπως λένε, εχω φάει γλώσσα σκόλου, πάει νά πεί, εΙμαι κυνικός- τό στόμα μου εσταζε φαρμάκι, ητανε γκρινιάρης καί παντάπασι άσυνεννόη
τος. Ό άδελφός του δμως, ήταν ανθρωπος μέ τά δλα του, φίλος γιά τοός φίλους, άνοιχτοχέρης καί τό τραπέζι του πάντα στρω μένο. Ό Χρόσανθος τά βρήκε πoΛU σκοuρα στήν άρχή, μά μετά τόν πρώτο του τΡόγο, στάθηκε στά πόδια του. Ποόλησε τά κρα σιά του στήν τιμή ποό ζήτησε. Μά αν ξελάσπωσε γιά καλά, τό χρωστάει σέ μιά κληρονομιά ποό πήρε, όπότε εκλεψε περισσό τερα κι άπ' δσα πέφτανε στό μερτικό του. Κι ήτανε τόσο στρι μένος, ποό προφασίστηκε πώς τά χάλασε τάχατες μέ τόν άδελ φό του, γιά νά βρεί εύκαιρία νά τόν άποκληρώσει καί νά τά γράψει σέ κάποιον ποό κανείς δέν ξέρει άπό ποu ξεφότρωσε. 'Έμ, ετσι τό ξέρω κι έγώ, πάς πoΛU μακριά , δταν πετάς στό
δρόμο τοός δικοός σου. Ό άδελφός πάλι, εΙχε τό κακό συνήθειο νά άκοόει όρισμένους δοόλους του, λές κι ήτανε μαντείο. Δέν
πρέπει ποτέ νά έμπιστεόεσαι στοός αλλους, Ιδιαίτερα δταν κα ταγίνεσαι μέ τό έμπόριο. Τέλος πάντων, τό σίγουρο εΙναι πώς ό Χρόσανθος τή χάρηκε τή ζωή του, δσο ζοuσε βέβαια στόν ά πάνω κόσμο. Κάλλιο ενα καί στό χέρι, παρά δέκα καί καρτέρει, ελεγε. ΤΗταν ενας εύνοοόμενος τής Τύχης. MoΛUβι επιανε, μά-
69
Σ ΑΤΥΡΙΚΟΝ
λαμα γινότανε. Είναι εuκολο, Ιδώ ποό τά λέμε, δταν σοόρχον ται δλα 8πως τά θέλεις. Καί πόσα χρόνια λές πώς πήρε μαζί το!) στόν τάφο; Έβδομήντα καί βάλε. Ήταν όμως κοτσονάτος,
οuτε ποό εδειχνε τά χρόνια τοu, τό μαλλί το!) κατάμαuρο σάν κοράκι. Τόν ήξερα άπό χρόνια κι ήταν άπό τότε ενας γεροπό ρνος. Μά τόν Ήρακλή,τό λέω καί τό βεβαιώνω, δέ νομίζω νά
'φησε στό σπίτι τοu, οuτε σκόλο άπείραχτο. Έπιπλέον, είχε ά δuναμία στά μικρά άγόρια, τοίί αρεσαν μέ δuό λόγια δλων τών λογιών οί σάλτσες. Δέν τόν κατηγορώ, αν δέν ήτανε κι αυτά, τί θά 'παιρνε τώρα μαζί τοu;» •
44.- 'Έτσι μίλησε ό Φίλερος. Ίδοό τώρα, τί είπε ό Γανu μήδης: «Καθόσαστε καί μιλάτε γιά πράγματα, ποό δέν Ινδιαφέ
ροuνε οuτε τοός άνθρώποuς, οuτε τοός θε-οός καί στό μεταξό, κανένας δέ δίνει πεντάρα γιά τό πρόβλημα τοίί σταριοίί, ποό κατάντησε όξότατο. Μά τόν Ήρακλή, όσο καί νά 'ψαξα σήμε ρα, δέν τά κατάφερα νά βρώ ποuθενά, μποuκιά ψωμΙ Καί νά σκεφτείς πώς ή ξηρασία δέ λέει νά τελειώσει... Είναι ενας χρόνος κιόλας, ποό εχοuμε σωστό λιμό. Στόν κόρακα οί κατα ραμένοι οί άγορανόμοι, ποό τά κάνοuνε πλακάκια μέ τοός cpouρναΡέοuς. «Δίνε μο!) νά σοίί δίνω». 'Αποτέλεσμα ό μικρός λαός ζεί μέσα στή μιζέρια. Γιατί βέβαια, αυτοί ποό μάθανε νά τρώνε μέ τέσσερις μασέλες, εχοuν κάθε μέρα Σατοuρνάλια.(31) 'Ά, νά 'χαμε λέει άκόμα έκείνοuς τοός άνθρώποuς μέ πuγμή, ποό βρή κα σάν πρωτοήρθα Ιδώ άπ' τήν 'Ασία! Τότε ποό λέω, ζοόσαμε ζωή χαρισάμενη. "Αν ή φαρίνα δέν ήτανε πρώτης ποιότητας, οί χωριάτες ποό τολμήσαν νά τήν cptpouv, τρώγανε αγριο ξόλο καί μπα(νανε σέ θεογνωσία. Θuμάμαι τόν Σαφίνιο. Έμενε τότε δί πλα στήν Παλιά Άψίδα τοίί Θριάμβοu, όταν ήμοuνα παιδί. Δέν ήταν ανθρωπος Ικείνος, ήτανε πιπέρι. 'Έτριζε ή γής σάν περπα τοίίσε. Ντόμπρος όμως, φίλος γιά τοός φίλοuς τοu, μποροίίσες •
3 1) 'Οργιαστική γιορτή πρόι; τιμήν του Σατούρνο\) (Κρόνο\))
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
70
νά παίξεις μόρρα(32) μαζί του στό σκοτάδι δίχως νά ψοβάσαι πώς θά σέ κλέψει. Στό δημοτικό συμβοόλιο επρεπε νά τόν ά
κούσεις, πώς τούς τά 'ψελνε, εξω άπ' τά δόντια, δίχως νά μα σάει τά λόγια του. Κι οταν συνηγορούσε στό Φόρουμ, 1) ψωνή του άντηχούσε ολο καί πιό δυνατή, ί'δια τρομπέτα. Καί μάλι στα, χωρίς νά χόσει οϋτε στάλα ίδρώτα, χωρίς νά ψτύσει οϋτε
μιά ψορά. "Αν δέν κάνω λάθος, κάτι είχε πάρει άπ' την άσιατι κή ρητορική. Καί μέ τί είιγένεια μάς χαιρετούσε, τί καταδεχτι
κός πού ητανε! Μάς προσαγόρευε μέ τό ονομά μας, λές κι ήταν ϊσος κι ομοιός μας! 'Έτσι, τόν καιρό έκείνο τό στάρι, ήταν πάμ ψτηνο. 'Ένα ψωμί, τό πλήρωνες μιά πεντάρα κι ήταν τόσο με γάλο, πού δυό αντρες δέν μπορούσαν νά τό ψάν στήν καθισιά τους. Σήμερα, ενα μάτι βοδιού, είναι πιό μεγάλο άπ' τά Ψωμιά τους. 'Αλίμονο! Κάθε πέρσι καί καλύτερα. Τούτος έδώ ό τόπος μεγαλώνει άνάποδα, ολο πρός τά κάτω, σάν τήν οίιρά τής προ βατίνας. 'Έχουμε εναν άγορανόμο, πού δέν άξίζει μήτε καί νά τόν μουτζώσεις, ετοιμος ώς είναι νά μάς άψήσει νά ψοψήσουμε τής πείνας, γιά νά κερδίσει αίιτός ενα δίλεπτο. Κάθεται κλει σμένος στό σπίτι του καί κάνει τόν σπουδαίο καί τσεπώνει σέ
μιά μέρα τόσους σηο:τέρτιους, οσους λίγοι τυχαίνει νά κληρονο μήσουν. Μόλις σήμερα, εμαθα τυχαία πώς τού μετρήσανε χίλια
χρυσά δηνάρια. Μά ποιός ψταίει πού τόν εχουμε άγορανόμο; 'Εμείς βεβαίως. Γιατί αν ημασταν αντρες μέ καλαμπαλίκια, δέ θά μάς εκανε τόν εξυπνο. Μά τήν σήμερον 1)μέραν, ολοι ψοράνε λεοντές κ( από μέσα είναι λάγοΙ 'Όσο γιά μένα, εχω πουλήσει κιόλας τά κουρέλια μου κι αν συνεχιστεί αίιτή 1) ώραία κατά σταση, θά πουλήσω καί τήν καλόβα μου. Διότι, σάς έρωτώ, τί . καλό νά περιμένεις, οταν μήτε θεοί μήτε ανθρωποι νοιάζονται γι' αίιτόν έδώ τόν τόπο; Κάνω ορκο στά παιδιά μου, 1) . γνώμη μου είναι πώς τά παθαίνουμε ολα, έπειδή ετσι τό άποψασίσανε
32) Ή μόρρα εΙναι τό σύγχρονο Ιταλικό &ντΙστοιχο τού ρωμαϊκού παιχνι διού, οπου δυό παίχτες εχουν σφιγμένη τη γροθιά τους καΙ σΙ μιά στιγμή, ταυτόχρονα, &νοΙγουν ενα 11 Πε.Ρισσότερα δάχτυλα, φωνάζοντας εναν &ριθμό - τό σύνολο τών δακτύλων πού κατά τή γνώμη τους θά βρ!θούν &νοιχτά. 'Εμείς τό λέμε ιιτριανταένα μέ τά δάχτυλα» .
•
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
71
οί θεοί. Κανένας δέν πιστεύει πιά πώς ό οόρανός εΙναι οόρανός, κανένας δέ νηστεύει, κανείς δΙ δίνει πεντάρα αν τόν βλέπει ό Δίας η Οχι. "Ολοι μέ τά μάτια κλειστά περνάν τήν ώρα τοuς, με τρώντας τίς πεντάρες τοuς. 'Άλλοτε, οί μεγάλες δέσποινες, άνε βαίνανε ξuπόλητες στό Καπιτώλιο, μέ τά μαλλιά λuτά, μέ άΓVή καρδιά καί ίκετεύανε τόν Δία νά ρίξει βροχή. Κατ' αότόν τόν
τρόπο εβρεχε μέ τό τοuλούμι - η τότε άμέσως, η ποτέ κι ο λοι γελάγανε χαρούμενοι καί γύριζαν στά σπίτια τοuς, σάν μοu σκεμένα ποντίκια. Σάς τό λέω καί νά τό ξέρετε, οί θεοί ε!ναι κοuμπωμένοι, έπειδή χάσαμε τήν πίστη μας. Τά χωράψια
,
μενοuν
,
χερσα
...
45.- «"Α, σέ παρακαλώ», εΙπε ό Έχίων, ό παλαιοπώλης, «μήν τά βλέπεις ολα στραβά κι άνάποδα». Μιά τού ίίψοuς μιά τού βάθοuς», οπως εΙπε καί κείνος ό χωρικός, πού εχασε τό
roupoUVL τοu. 'Ό,τι δέν εγινε σήμερα, αυριο θά γίνει. 'Έτσι ε!ναι ή ζωή. Μά τόν 'Ηρακλή, δέ θά μπορούσες νά 'βρεις καλύτερη πατρίδα, έκτός κι αν δέν είχε καθόλοu κατοίκοuς. Μόνο πού
τούτη τή στιγμή υποψέρει καί δέν εΙναι ή μόνη. Δέν πρέπει νά παραπονιόμαστε. 'Όποu κι αν πάς, ό οόρανός θά άπέχει πάντο
τε τό ί'διο. Έσύ, άτός σοu, αν ησοuνα άλλού, θά 'λεγες πώς ι δώ, τά γοuροuνόποuλα περιψέρονται ψημένα. Σκέψοu πώς 0ποu νά 'ναι, θά δΟύμε άγώνες μονομάχων, μιά παράσταση πού
θά κρατήσει τρείς μέρες κι οχι μέ τίποτα Ιπαπελματίες, μά μέ άπελεύθεροuς, σχεδόν στό σύνολό τοuς. Ό ψίλος μας ό Τίτος ε χει πάντα τοu μεγάλα σχέδια κατά νού καί εΙναι τος θερμόαι μος: δέν ξέρεις ποτέ τί θά σού ξεψοuρνίσει, μά οπως καί νά 'χει,
θά 'ναι κάτι πού δύσκολα θά τό ξεχάσεις. Ε!μαι στενός τοu ψί λος καί ξέρω πώς δέν κάνει μισές δοuλειές. Θά μάς εχει τά κα
λύτερα σπαθιά, πού θά άγωνιστούνε μέχρι τελικής πτώσεως,
δίχως οΙκτο καί τό σψαγείο θά εΙναι στή μέση τής άρένας, γιά νά τό βλέπει καθαρά, ολο τό άμψιθέατρο.(33) Κι οϋτε τού λείΚανονικά, τούς πληγωμΙνους μονομάχους τούς μεταψΙρανε στό Spolia t orium καΙ κεί τούς άποτελειώνανε. 'Εδώ, «ή χαριστική βολή)) θά δοθεί στήν άρΙνα γιά νά μήν υπάρξει ή παραμικρότερη άμψιβολΙα πώς δ άγώνας
33)
ήτανε «σικΙ )).
72
Ι Ι ΕΤΡΩΝ Ι ΟΣ
πουν ε τά μέσα. Κληρονόμησε τριάντα έκατομμόρια σηστΙριους , γιατί βλέπεις ό πατέρας του είχε τήν άτυχία νά πεθάν ει. 'Έτσ ι, καί τετρακόσιες χιλιάδες νά ξοδέψει, χαρά στό πράμα , τή στι γμή πού τό όνομά του θά μείνει γιά πάντα στήν Ιστορία. 'Έχει διαλέξει κιόλας κάμποσα γεροδεμένα παλληκάρια, καθώς καί μιά γυναίκα πού θά άγωνιστεί όρθή άπάνω σ' ενα άρμα. 'Έχει ετοιμο έπίσης καί τόν έπιστάτη τοί) Γλύκωνα, εναν δοuλο , πού τόν πιάσανε στά πράσα νά κουτουπώνει τή γυναίκα τοί) κυρίου
του. Νά δείς πού τό κοινό θά χωριστεί σέ δυό μερίδες. 'Άλλοι θά πάρουνε τό μέρος τοί) συζύγου κι αλλη τοί) έραστή. 'Όπως καί νά 'χει, ό Γλύκων, πού δέν άξίζει οίίτε ενα σηστέρτιο, εΙπε νά ρίξουνε τόν έπιστάτη του στά αγρια θηρία. Πήγε γυρεύοντας πού λένε, νά γίνει μπαίγνιο τών σκυλιών. Τί εψταιγε δηλαδή ό δοuλος, άψοί) ή ί'δια ή κυρά του τόν διάταξε νά κάνει δ,τι εκανε; Θά 'πρεπε μάλλον νά ρίξουνε τόν γεροκατουρλή στήν άρένα, νά τόν τρυπήσει ό ταuρος μέ τό κέρατο. Μά ετσι είναι, δποιος δέν μπορεί νά δείρει τό γαί'δούρι, δέρνει τό σαμάρι. Καί πώς μπόρε
σε ό Γλύκων καί ψαντάστηκε πώς ή κόρη τοί) 'Ερμογένη θά 'τανε γυναίκα τής προκοπής; Ό πατέρας της ήταν πιό άετονύ χης κι άπό τούς άετούς κι άπό ψίδι κολοβό, τ( περιμένεις πώς
θά γεννηθεί; Μεταξωτό κορδόνι; Μά νά ποό ό Γλύκων τό 'βαλε πεϊσμα κι εκανε τό δικό του. Τώρα, εχει τό στίγμα γιά δλη του τή ζωή καί μόνο ό Χάρος μπορεί νά τοί) τό σβήσει. Τ( νά πείς,
τά λάθη πληρώνονται. 'Εγώ, τό εχω κιόλας μυριστεί πώς ό Μαμμαίας θά μάς κάνει τό τραπέζι, μοιράζοντας καΙ δυό δηνά ρια τοί) καθενός, σέ μένα καΙ στοός συντεχν(τες μου.(34) "Αν
είναι άλήθεια, ό Νορβανός θά χάσει δση δημοτικότητα τοί) ά πόμεινε. Καί γιά νά λέμε τοί) στραβοί) τό δίκιο, τ( καλό μάς ε χει κάνει; Μάς παρουσ(ασε μονομάχους πού δέν άξίζανε πεντά ρα, κάτι γεροχούψταλα, πού ετσι νά τούς ψύσαγες, θά πέψταν κάτω. 'Έχουν δεί τά μάτια μου καταδικασμένους πού τοός ρί-
34) ΟΙ νεοεκλεγμένοι δημοτικο( άρχοντες παραθέτανε δημόσια γεύματα, δ που μοιράζανε κα( ενα χρηματικό ποσό συνήθως σέ μιά κατηγορ(α πολιτών κατο(κων μιάς συνοικ(ας
11
μέλη μιάς συντεχν(ας.
73
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
ξαν στά θηρία νά αγωνίζονται καλύτερα. 'Άσε πιά τοός καβα λάρηδες πού εβαλε νά σκοτωθούν ε: ί'διες βρεγμένες κότες. Τού ένός τό αλογο κούτσαινε, τού αλλοuνού εσοuρνε τό πόδι τοu κι
οταν αντικαταστήσανε τό νεκρό, φέραν αλλο χειρότερο. Ό μόνος πού κάτι αξιζε,. ήταν ό Θράξ, μά κι αύτός ακόμα, αγωνι ζότανε σά νά 'κανε ασκήσεις στή σχολή. Μέ δuό λόγια, τοός μαστιγώσανε ολοuς γιά καλά στό τέλος, γιατί τό κοινό είχε ση κωθεί απάνω καί φώναζε: «Νά φάνε τής χρονιάς τοuς!» Λuπά μαι πού δέν εφuγα απ' τή μέση. «'Όπως καί νά 'χει έγώ σού προσφέρω θεάματα», μπορεί νά μού πεΙ «Κι έγώ θά τού απαν
τήσω», «σέ χειροκροτάω. Λογάριασέ τα λοιπόν καί θά δείς πώς σού δίνω παραπάνω απ' δ,τι πήρα. Εϊμαστε πάτσι, γιά νά μήν πω
ι
πως
_ μοu
46.-
_ χρωστας.»
'Έ, Αγαμέμνονα, εχεις ενα σφος, σά νά λές: «Τί τού
ήρθε τώρα αύτοuνού καί φλuαΡεί;» Διότι άπλούστατα, έσό ποό ξέρεις νά μιλάς, δέ βγάζεις λέξη. Στέκεις πολύ ψηλότερα από
μάς καί ΚΟΡΟί'δεύεις τόν τρόπο πού μιλάμε έμείς οί παρακα τιανοί. Τό ξέροuμε δά, πώς απ' τά πολλά τά γράμματα, τό μuαλό aou πήρε αέρα. Μά δέν πειράζει. Μιά απ' αύτές τίς μέ ρες, θά σέ πείσω νά 'ρθεις στό έξοχικό μοu. Μή φοβάσαι πώς θά μείνεις νηστικός, δλο καί θά βρεθεί καμμιά κότα καί τίποτα αύ γά, δέ θά περάσοuμε ασχημα, παρ' δλο πού τούτη τή χρονιά, μού τά χάλασε δλα ή κακοκαιρία. 'Όσο γιά κρασί, θά φτάσει
γιά νά ξεδιΨάσοuμε. 'Επιπλέον, εχω έκεί καί εναν γιό, πού τόν μεγαλώνω γιά σένα. Είναι τό χαί'δεμένο μοu παιδί. 'Έμαθε κιό λας νά κάνει διαίρεση μέ τό τέσσερα. Αν εΙναι τuχερό καί ζήσει, θά τό 'χεις δίπλα aou, νά σού κάνει δλα τά θελήματα. Μόλις
τού μένει καιρός, πέφτει μέ τά μούτρα στό διάβασμα. Κόβει τό μuαλό τοu, εχει καί καλή καρδιά, καί τό μόνο τοu έλάττωμα, είναι πού κάνει σάν τρελός γιά τά ποuλιά. Μόλις τίς προάλλες σκότωσα τίς τρείς τοu καρδερίνες καί τού εΙπα πώς τίς εφαγε ή νuφίτσα. Βρήκε αμέσως αλλα παιχνίδια κι εχει πάθος μέ τή ζω γραφική. Παρ' δλα αύτά εΙναι κιόλας αρκετά προχωρημένος στά έλληνικά, αρχισε τώρα καί τά λατινικά τοu, μολονότι ό δά•
ΙΙ ΕΤΡΩΝΙ ΟΣ
74
σκαλός τοu μάς κάνει τόν πολύ σποuδαίο κι ερχεται γιά μάθη
μα οποτε τοΟ καπνίσει. Είναι πολύ γραμματιζοόμενος μά καί τεμπέλης πρώτος. Τοόχω κι αλλο δάσκαλο, οχι καί τόσο σοφό, μά πολύ είισuνείδητο, ποό διδάσκει περισσότερα άπ' δσα ξέρει. Τό πήρε σuνήθεια νά 'ρχεται στό σπίτι ως καί τίς γιορτές καί μένει πάντα πολύ είιχαριστημένος, οσα κι αν τοΟ δώσω. Τώρα
λοιπόν, τοΟ άγόρασα τοΟ μικροΟ μερικά βιβλία δικονομίας, γιά νά μάθει λίγα νομικά, οσα χρειάζονται δηλαδή πρός οΙκιακήν χρήσιν. Γιατί, αίιτά exouv ψωμί. 'Όσο γιά ποίηση καί τέτοια , είναι πιά άρκετά ξεσκολισμένος. ΤοΟ 'ριξα λοιπόν τό δόλωμα , μ' αν δέν τσιμπήσει, εχω σκοπό νά τοΟ μάθω μιά τέχνη, νά γίνει κοuρέας η ντελάλης η στή χειρότερη περίπτωση δικηγό ρος, γιατί αίιτό, μονάχα δ Χάρος μπορεί ' νά τοΟ τό πάρει. Κάθε μέρα λοιπόν, τοΟ γανώνω τ' αίιτιά, λέγοντάς τοu: «Πίστεψέ με Πριμιγένιε, ο,τι μάθηση μαζεόεις, μένει στό σακοόλι σοu. Πάρε παράδειγμα τόν δικηγόρο τόν Φίλερο: αν δέν είχε σποuδάσει, θά ψόφαγε σήμερα τής πείνας. Δέν πάει πόλύς καιρός ποό εκανε τόν χαμάλη. 'Ενώ τώρα, άντιμιλάει άκόμα καί στόν Νορβανό. Ή μόρφωση είναι θησαuρός κι ενα καλό έπάπελμα δέν πε θαίνει ποτέ».
47.-
Κάτι τέτοιας λογής ήταν τά φτερωμένα λόγια, ποό
πετοόσανε άπό τραπέζι σέ τραπέζι, οταν ξαναμπήκε δ Τριμάλ
χιος στό τρικλίνιο. Σκοόπισε τό μέτωπό τοu, ξέπλuνε τά χέρια
τοu μέ αρωμα, εμεινε γιά λίγο σιωπηλός καί ίίστερα εΙπε: «Φίλοι μοu άγαπημένοι, σάς ζητώ σUΥΥνώμη, άλλά εΙναι κάμποσες μέρες τώρα ποό τό στομάχι μοu δέ λέει νά σιάξει καί οί γιατροί τά
exouvE.
χαμένα. Τό μόνο ποό μέ ώφέλησε λιγάκι,
ήταν ενα άψέφημα άπό φλοόδι ροδιοο καί πεuκοu, οποu ρίξανε καΙ λίγο ξόδι. 'Ελπίζω νά ξαναβρεί οποu νά 'ναι τή ρέγοuλά
τοu, γιατί δέν είναι πράμα αίιτό, εχω κάτι γοuργοuρητά, λές κι είμαι ταΟρος. Γι αίιτό σάς λέω, αν θέλει κανένας σας νά κάνει τήν άνάγκη τοu, μή ντραπεί καθόλοu. 'Όλοι οί θνητοί γεννιοΟν ται μέ μιά τρόπα. Τό κατ' έμέ, χειρότερο μαρτόριο δέν ίιπάρχει άπ' τό νά σuγκρατιέσαι. Είναι τό μόνο πράγμα, ποό μήτε δ
75
ΣΑΤΤΡΙΚΟΝ
Δίας ό ίσιος δέν μπορεί νά έμποδ(σει. Γελάς Φορτοuνάτα, μά έ σό ή ίσια δέ μ' άψήνεις νά κλε(σω μάτι δλη νόχτα, γι' αυτόν ϊσα-ϊσα τόν λόγο. 'Όπως κα( νά 'ναι ποτέ μοu δέν άπαγόρεψα στοόζ καλεσμένοuς μοu νά άνακοuψιστούν, άκόμα κα( στή μέση τού δε(πνοu. "Ως κι οί γιατρο( μάς λένε νά μήν σuγκρατιόμαστε.
Κι αν ή άνάγκη σας είναι πιό χοντρή, uπάρχοuνε άπ' δλα έδώ άπ' εξω: καί νερό καί θρόνοι κι δ,τι αλλο χρειάζεται. Πιστέψτε με, αν τά άέρια άνεβα(νοuν στόν έγκέψαλο δημιοuργΟύν κακοός χuμοuς σέ δλο τό κορμί. Ξέρω πολλοός ποό πεθάνανε κατ' αυ τόν τόν τρόπο, γιατί άρνήθηκαν νά πούνε ντόμπρα τήν άλήθεια στόν έαuτό τοuς».
Έκψράσαμε τίς ευχαριστίες μας στόν Τρψάλχιο γιά τή γενναιοψροσόνη τοu καί τήν άνεκτικότητά τοu κα( πν(ξαμε τά
γέλια μας, π(νοντας άπανωτές γοuλιές κρασί. 'Όμως, δέν ξέρα
με τήν ωρα έκε(νη, πώς βρισκόμασταν άκόμα στά μισά τού δΡόμ,οu.
.
Σηκώσανε τά πιάτα, ή όρχήστρα αρχισε νά πα(ζει κα( τό
τε ψέραν στό τρικλ(νιο τρ(α κάτασπρα γοuροuνια, στολισμένα μέ ψίμωτρα κα( κοuδοuνάκια. Ό τελάλης άνάπειλε πώς τό
ενα ήταν δuό χρονώ, τό αλλο τριών κα( τό τελεuταίο είχε πατή σει κιόλας τά gξι. Έγώ σχημάτισα τήν έντόπωση πώς μπήκαν
μέσα άκρο βάτες κα( πώς έκείνα τά γοuροuνια θά κάνοuν κά ποιο νοόμερο, δπως γ(νεται μέ τοός uπαCθριοuς σαλτιμπάγκοuς. Μά ό Τρψάλχιος δέν αργησε νά διαλtSσει τες προσδοκ(ες μας.
«Ποιό άπ' αυτά τά γΟUΡοuνια», μάς είπε, «θά θέλατε νά έ τοψαστεί άμέσως γιά τό δείπνο; Γιατ( άκόμα κι ενας χωρικός θά μπορούσε νά σάς μαγειρέψει μιά κότα, ενα ραγού άλά Πάν θεον, η κάτι τέτοιες άηδ(ες. Ένώ οί δικο( μοu μάγειροι, τό 'xouv σuνήθειο νά βράζοuν, ώς κα( μοσχάρια άτεμάχιστα στ(ς κατσαρόλες τοuς». Είπε άμέσως νά ψωνάξοuνε τόν άρχιμάγειρα κα( χωρ(ς νά περιμένει τήν έκλογή μας, τόν διάταξε νά σφάξει τό μεγαλύτερο roupouvt. 'Ύστερα πρόσθεσε, ΙΙΨώνοντας τή φωνή τοu: «Σέ ποιά δεκαρχ(α άνήκεις;» «Στήν τέταρτη», τού άπάντησε ό αλλος.
Π ΕΤΡΩΝ Ι ΟΣ
76
«Σ' αγόρασα σέ δοuλοπαζαρο, ή γεννήθηκες στό σπίτι μοu;»
«Μήτε τόνα, μήτε τ' αλλο», απάντησε ό αρχιμάγερας. «Μέ κληρονόμησες απ' τόν Πάνσα, σόμφωνα μέ τή διαθήκη τοω).
«Κοίτα, λοιπόν νά διακριθείς, γιατί αλλιώς θά σέ ρίξω στή
δεκαρχία τών δρομέων». Κι ό αρχιμάγερας, προειδοποιημένος τώρα πιά γιά τή ΔUναμη τοο xupCou τοu, εφuγε νά πάει στήν κοuζίνα, ακολοu θώντας τό youpouvt τοu.
,
και
48.-
μας
Ό Τριμάλχιος, παρατώντας τό αΙΙστηρό τοu, γόρισε
.
ειπε:
«"Αν τό κρασί δέ σάς αρέσει, θά πώ νά τό αλλάξοuν. 'Εσείς θά τό κάνετε γλuκόπιοτο. Χάρη στοός θεοός, δέν τό αγο
ράζω. Σήμερα ο,τι μπαίνει στό στόμα, παράγεται στό χτήματά μοu, ποό δέν ετuχε ακόμα νά έπισκεφτώ. 'Απ' δ,τι μοΟ λένε φαίνεται πώς σuνορεuοuν απ' τή μιά μεριά μέ τόν Τάραντα κι
απ' τήν αλλη μέ τήν Ταρρακίνα.(35) Λέω νά προσθέσω καί τή Σικελία στά χωραφάκια μοu, ετσι ποό αν μοΟ 'ρθει τό κέφι νά πάω στήν 'Αφρική, θά μπορώ νά κάνω πανιά, μέσα στά δρια
τής ίδιοκτησίας μοu. 'Όμως, γιά πές μοu 'Αγαμέμνων , ποιό ή ταν τό θέμα τοΟ λόγοu σοu σήμερα; 'Εγώ δέ βγάζω λόγοuς, ε μαθα δμως νομικά, ποό μοΟ φτάνοuνε γιά τήν ατομική μοu χρήση. Καί μή νομίσεις πώς περιφρονώ τή μόρφωση . Έχω τρείς βιβλιοθήκες, μιά ε-λληνική καί μιά λατινική. Κάνε μοu λοιπόν τή χάρη νά μοΟ πείς τό θέμα τοΟ λόγοu σοu». «'Ένας φτωχός κι ενας πλοόσιος ήτανε έχθρο ί ... », αρχισε νά λέει ό 'Αγαμέμνων, μά ό Τριμάλχιος τόν διέ.κοψε: «Τί θά πεί φτωχός;»
«Εuφuέστατο!» εΙπε ό 'Αγαμέμνων καί μάς έξήγησε τί ζη τοΟσαν οί αντίδικοι καί τΙ θά 'λεγε αΙΙτός αν ήτανε σuνήγΟΡος.
35) Ή ΤαρρακΙνα άπείχε άπό τόν Τάραντα 200 μΙλια. Συνεπώς, ό Τριμάλ χιος είναι τελείως άγεωγράψητοι; η ψοβερός καυχησιάρης.
77
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
"Οπου ό ΤρψάλΧLOς βιάστηκε νά πεί: «"Αν είναι πραγματικό γεγονός, τότε δέν τό εβγαλες άπ'
τό νoίi σου κι άν τό 'βγαλες άπ' τό νoίi σου, είναι άέρας κοπανι στός».
Χειροκροτήσαμε μέ μεγάλο ένθουσιασμό τό εόφυολόγημά του καΙ οσα άλλα πνευματώδη καταδέχτηκε νά πεί.
'Ο ΤρψάλΧLOς συνέχισε: «Πές μου, άγαπητέ 'Αγαμέμνων, θυμάσαι τοός δώδεκα άθλους τoίi 'Ηρακλέους ή τόν μόθο τoίi 'Οδυσσέα καΙ τό πώς ό Κόκλωπας τoίi μάγκωσε τόν άντΙχειρα μέ μιά μασιά καΙ τoίi
τόν ξερΙζωσε;(36) 'Όταν ήμουνα μικρός, τά διάβαζα δλα αότά
στόν 'Όμηρο. 'Άμ, ή ΣΙβυλλα; Στήν Κόμη, τήν εΙδα μέ τά μάτια μου. Τήν είχαν κρεμασμένη μέσα σέ μιά μπουκάλα κι δταν τά παιδιά τή ρωτοόσανε: Σίβυλλα τί θέλεις; έκεΙνη άπαντoίiσε: ί1 ποθανείν θέλω)). (37) •
49.-
Φλυαpoίiσε άκόμα ετσι δά, δταν φέραν σ' εναν δΙσκο
τό τεράστLO γουροόνι καΙ τό άπιθώσανε στό τραπέζι. Θαυμάσα με άμέσως τή σβελτάδα τoίi μάγειρα καΙ κάναμε δρκο στοός πιό μεγάλους μας θεοός, πώς δποιος άλλος θά χρειαζότανε πε ρισότερη ωρα γιά νά ψήσει ενα πουλερικό. ΚαΙ τό κυριότερο, τoίiτo τό γουροόνι μάς φάνηκε πιό μεγάλο κι άπ' τόν άγριόχοι ρο ποό είχαν φέρει πρΙν. Στό μεταξό, ό ΤρψάλΧLOς περιεργαζό τανε τό γουροόνι, μ' δλο καΙ μεγαλότερη προσοχή. «Πώς)), είπε, «δέν τό ξεκοιλιάσατε; "Α, δχι, μά τόν 'Ηρα κλή! Αότό παραπάει! Φωνάξτε τόν άρχψάγειρα)).
'Ο άρχψάγειρας πλησΙασε στό τραπέζι καΙ σκόβοντας τα•
36)
'Άλλη μποόρδα τού Τριμάλχιοu. Ό ~Oμηρoς δέιι άιιαφέρει τΙποτα παρό
μοιο γιά τόll Όδuσσέα. Οίίτε καΙ άφηγείται τοός &θλοuς τού Ήρακλή.
37) Τό « Σlβuλλα, τΙ θέλεις; Άποθαιιείll θέλω», έλληιιικά στό λατιιιικό κεΙ μειιο. Σόμφωιια μέ ειιαll μUΘo, Τι ΣΙβuλλα τής Κόμης υπήρξε Ιρωμέιιη τού , Απόλλωιια. Τού ζήτησε ιιά τής χαρΙσει τήll άθαιιασΙα, ξέχασε δμως ιιά ζητή σει καΙ τήll αΙώιιια ιιεότητα. 'Έτσι, γεριιώιιτας, ζάρωσε τόσο πολό, πού ίγιιιε μικρή σάll ειια τζιτζΙκι.
•
•
78
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
πεινά τό κεφάλι του, όμολόγησε πώς ξέχασε νά τού βγάλει τ'
"
αντερα.
«Τί θά πει ξέχασες;» εβαλε τίς φωνές ό Τριμάλχιος.
«Ώρες είναι νά μού πεις, οτι ξέχασες πώς τό σερβίρουν τό πιπέ ρι. Θά σού τό μάθω έγώ, οσο νά πεις κόμινο. ΓΔUστε τον!» Τόν γΜσανε άμέσως τσίτσιδο κι ό άρχιμάγειρας στεκό τανε έκει, άξιοθρήνητος, άνάμεσα στοός Μο δημίους του, πού περιμένανε μέ τά μαστίγια στό χέρι. 'Όμως ολοι οί καλεσμένοι, άρχίσαν νά συνηγορούν υπέρ αότού.
.
«Είναι πράγματα ποό συμβαίνουν», ελεγαν. «Γιά πρώτη φορά, μήν τόν τιμωρήσεις. "Αν τό ξανακάνει, θά τόν άψήσουμε , , στην
τυχη
του».
'Όσο γιά μένα, ήμουν τής γνώμης πώς επρεπε νά τού ψερ
θούνε οσο πιό αόστηρά γινότανε κι ήμουν τόσο θυμωμένος, ώ στε δέν κρατήθηκα, εσκυψα στό αότί τού Άγαμ~μνoνα καί ψι θόρισα: «Αότός ό δούλος πρέπει νά 'ναι τού σκοινιού καί τού πα
λουκιού. 'Ακούς έκει, νά ξεχάσει λέει νά ξεκοιλιάσει τό γου ροόνι ; Μά τόν 'Ηρακλή, καί ψάρι νά ξεχνΟύσε άκαθάριστο, δέ
θά τού τό συγχώραγα.» Ό Τριμάλχιος ομως, ψάνηκε λιγότερο σκληρός. Ξεζάρω σε τά ψρόδια του καί είπε: «Πάει καλά, μιά κι εχεις τόσο κακή μνήμη, ξεκοίλιασέ το
,
μπροστα
μας».
Ό άρχιμάγειρας ξαναψόρεσε τό ρούχο του, πήρε τό μα
χαίρι καί Εκοψε προσεχτικά τήν κοιλιά τού γουρουνιοι) κι άπ' τίς δυό πλευρές. Εί'δαμε τότε νά ξεχόνονται άπό μέσα, ενα σω ρό αίματηρά κι &λλων λογΙών λουκάνικα.
50.- 'Όλοι οί δούλοι χειροκρότησαν αότό τό κατόρθωμα , , και ψωνα αν: ξ
« Ζήτω ό Γάιος!»
Ό άρχιμάγειρας άνταμείψθηκε μέ ενα άσημένιο στεψάνι καί μέ μιά κοόπα κρασί, ποό τού σερβίρανε σέ δίσκο τής Κορίν
θου. Ό 'Αγαμέμνων βάλθηκε νά έξετάζει τόν δίσκο κι ό Τρι-
79
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
μάλχιος βρήκε τήν εόκαιΡία νά πεί: «ΕΙμαι ό μόνος ποό εχει γνήσια κορινθιακά». Περίμενα πώς θά μας έξηγοίίσε, μ~ τή σuνηθισμένη XIXuχησιά τοu, πώς φέρνει τά 6ρειχάλκινα πιατικά ΤΟι) άπ' τήν Κό
ρινθο. ΑΙΙτός δμως, εΙχε ετοιμη μιά καΛUτεpη άπάντηση. «Θέλεις ίσως νά μάθεις», εΙπε, «γιατΙ εΙμαι ό μόνος ποό ε χει γνήσια κορινθιακά; ΕΙναι πoΛU άπλό. Ό εμπορας άπ' τόν ό ποίο τά άγοράζω, λέγεται Κόρινθος. ΚαΙ τΙ μπορεί νά εΙναι Κο ρινθιακό, άν οχι αΙΙτό ποό προέρχεται άπ' τόν Κόρινθο; Καί μή μέ παίρνεις γιά κανέναν βλάκα, ξέρω πoΛU καλά, πότε καΙ πώς ξεκίνησε Τι 6ΡειχαλκοuργΙα τής ΚΟΡίνθοu. 'Όταν κuριεότηκε Τι Τροία, κείνος ό άρχικλέφτης ό Άνν(βας,(38) ό βασιλιάς τών χα μαιλεόντων, εΙπε καΙ ρίξανε δλα τά χάλκινα καΙ τά άσημένια ά γάλματα σ' εναν σωρό ξόλα κι εβαλε φωτιά. 'Όποι) λοιπόν, τά μέταλλά τοuς λιώσανε καί γΙναν ενα κράμα. 'Από κεί κι ύστε
ρα, οί μεταλλοuργοί πηγαΙναν καΙ παΙρναν άπό κεΙνη τή μάζα, γιά νά φτιάξοuν πιάτα, δίσκοuς κι άγαλματάκια. 'Έτσι γεννή θηκε ό 6ρείχαλκος τής ΚΟΡΙνθοu, ποό 'χε μέσα ΤΟι) καΙ τοίίτο
καί τ' άλλο καί δέν εΙναι μήτε κρέας, μήτε ψάρι. Σχωρέστε με γι' αΙΙτό ποό θά πώ, δμως έγώ προσωπικά, προτιμάω τό γuαλΙ ΑΙΙτό τοuλάχιστον εΙναι άοσμο. "Αν μάλιστα δέν ήταν εuθραu στο, δέ θά τό άλλαζα οστε μέ χρuσάφι. Μά τέτοιο ποό εΙναι τώ ρα, δέν άξΙζει πεντάρα.
51.-
'Υπήρξε ώστόσο ενας γuαλάς, ποό τά κατάφερε νά
φτιάξει μιά φιάλη άπό άθραuστο γuαλΙ Τοίί έπέτρεψαν λοιπόν νά παροuσιαστεί στόν Καίσαρα, γιά νά τοίί τήν προσφέρει δώρο. 'Ύστερα, παρακάλεσε τόν ΚαΙσαρα νά τοίί τήν ξαναδώσει καΙ τήν πέταξε χάμω, στά πλακάκια. Ό Καίσαρ κατατρόμαξε. Ό
άλλος δμως, πήρε άπό κάτω τή φιάλη, ποό δέν επαθε τίποτα, εΙχε στραβώσει μόνο μιά στάλα, λές κι ήταν χάλκινο δοχείο. 'Ύστερα, εβγαλε άπ' τόν κόρφο ΤΟι) ενα μικρό σφuράκι καί χω ρίς νά βιάζεται, διόρθωσε τή φιάλη, ποό ξανάγινε σάν καινοόρ-
38)
'Άλλο παράδειγμα τής άγραμματοσύνης τού Τριμάλχιοιι.
ΠΕΤΡΩ Ν Ι ΟΣ
80
για. Τότε πιά, νόμ.ισε πώς κράταγε τόν Δία άπό τ' άπαuτά τοu,
ίδιαίτερα μ.άλιστα, οταν ό αυτοκράτορας τόν ρώτησε: «Ξέρει
κανένας αλλος τή σuνταγή;» Ή άπάντηση ήταν: Οχι. Καί τί λέ τε πώς εγινε τότε; Ό Καίσαρ εΙπε καί τού κόψανε τό κεφάλι, γιατί αν γινότανε γνωστό τό μ.uστικό, τό χpuaιXcpL θά 'ταν πιό φτηνό κι άπ' τήν κοπριά.(39.
52.- 'Εγώ εχω σέ μ.εγάλη έ.κτίμ.ηση τά άσημ.ικά. 'Έχω κούπες πού χωράνε δεκατρείς λίτρες ... . .."Oπou βλέπεις τήν Κασσάνδρα νά σκοτώνει τά παιδιά της, βλέπεις πεσμ.ένα κάτω τά μ.ικρά τοuς πτώμ.ατα καί δλα αυτά μ.έ τόση τέχνη φτιαγμ.ένα, πού φαντάζοuν όλοζώντανα. 'Έχω εναν άμ.φορέα, πού μ.ού αφησε ενας άπ' τούς κuρίοuς μ.οu,
οποu ό Δαίδαλος κλείνει τήν Νιόβη . μ.έσα στόν Δούρειο 'Ίππο. 'Επιπλέον, εχω τούς άγώνες τού 'Ερμ.έρωτος καί τού ΠετραΤτη, ίστορημ.ένοuς σέ σφuρήλατες κούπες. Φuσικά, τό πιό σποuδαίο
άπ' ολα, εΙναι οί γνώσεις πού εχω γύρω άπ' αυτά τά πράγμ.α τα. Γιά μ.ένα, άξίζοuν πιό πολύ κι άπ' ολο τό χpuaιXcpL τού κό σμ.οu». (40.
Καθώς μ.ιλούσε ετσι δά, μ.ιά κούπα γλίστρησε άπ' τά χέρια ένός δούλοu κι επεσε στό πάτωμ.α. Ό Τρψάλχιος θύμ.ωσε.
«Πήγαινε άμ.έσως νά κρεμ.αστείς!» τού εΙπε. Ό δούλος τόν ίκέτεψε νά τόν σπλαχνιστει.
«Τί μ.ού κλαίγεσαι; Δικό μ.οu εΙναι τό φταίξψο; 'Άλλωστε, τό καλό
aou
θέλω. Γιατί αν δέν τψωρηθείς γιά τήν άπροσεξία
aou, πώς θά μ.άθεις νά προσέχεις;» Τελικά, uποχωρώντας μ.πρός στά παρακάλια μ.ας, σuγκα τατέθηκε νά τού δώσει χάρη. Ό δούλος αρχισε νά τρέχει γύρω άπ' τά τραπέζια ...
39) Ό Καίσαρ πού άναφέρει ό Τρψ.άλχιος, εΙναι ό αότοχράτωρ Τιβέριος. Τό άνέχδοτο τό άφηγείται χαΙ ό ΠλΙνιος.
Ή Κασσάνδρα, ώς γνωστόν, δέν εΙχε παιδιά. Ό ΔαΙδαλος χαΙ ή Νιόβη δέν εχουν χαμμιά σχέση μέ τόν Δούρειο ίππο. Ό 'ΈρμεΡως χαΙ ό ΠετραΤτης
40)
ήταν μονομάχοι τής έποχης χαΙ χοΟπες σάν αότές πού περιγράφει ό Τρψ.άλ χιος, βρεθήχανε σέ άρχαιολογιχές άνασχαφές.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
81
... έτοιμόλογος οπως πάνJα, ό ΤριμάλΧLOς φώναξε: «'Έξω τό νερό, μέσα τό κρασC!» Χειροκροτήσαμε κι αίιτό τό είιφuέστατο άστείο κι ό 'Αγα
μέμνων χτύπαγε παλαμάκια πιό δuνατά άπ' ολοuς: ήξερε αίι
τός μέ τί μαλαγανιές σέ ξανακαλοuν στά δείπνα. Χόρτασε έ γκώμια λοιπόν ό ΤριμάλΧLOς, ήπιε μιά γοuλιά κρασί, λάμπον τας άπ' τή χαρά τοu καί εΙπε, σάν άνθρωπος πού άρχίζει νά με θάει: «Κανείς σας δέν θέλει νά δεί τή γλuκιά
(Lou Φορτοuνάτα
νά χορεύει; Πιστέψτε με, κανένας δέν σέρνει σάν κι αίιτή τόν κόρδακα».(41)
Σήκωσε μάλιστα τά χέρια πάνω άπ' τό μέτωπο καί μιμή
θηκε τόν μίμο Σύρο, ένώ ολοι οί δοuλοι τΡαγοuδήσανε έν χορώ: Μαδηιά, περιμαδηιά(42) •
Θά σηκωνόταν μάλιστα νά κάνει τήν έπίδειξή τοu κατα μεσής στήν αί'θοuσα, άν δέν εσκuβε ή Φορτοuνάτα κάτι νά τοο ψιθuρίσει στ' αίιτί, λέγοντάς τοu, ίιποθέτω, πώς κάτι τέτοια κα ραγΚLOζηλίκια δέ σuμβιβάζονται μέ τήν άξιοπρέπειά τοu. Ή
στάση τοu ομως άλλαζε άπό στιγμή σέ στιγμή: τή μιά τήν ά κοuγε μέ θρησκεuτική είιλάβεια καί τήν άλλη τήν κοίταζε άφ' ίιψηλοο.
53.- Τό κέφι τοu γιά χορό, τοο τό 'κοψε ενας καταγρα φεύς, πού μπήκε μέσα κι άρχισε νά λέει μέ δuνατή φωνή, σά νά άπάγγελνε κuβερνητικά διατάγματα στή Ρώμη: «Τήν έβδόμην ήμέραν πρό τών καλένδων Αίιγούστοu εΙς τό Ιδιόκτητον έν Κύμη κτήμα ΤΡιμαλχίοu, έγεννήθησαν τριά κοντα άρρενες καί τεσσαράκοντα θήλεις έρεθίσθησαν καί ένα-
41) Ό κόρδακας ήταν αΙσχρός κωμικός χορός τών άρχαΙων Έλλήνων. 42) Madeia Perimadeia λέει τό λατινικό κεΙμενο. WΑγνωστο τΙ σημαΙνοuν αότές οί λέξεις. 'Ίσως νά πρόκειται γιά έπωδό, π()ό λέγεται άπλώς χαΙ μόνο γιά νά κρατηθεί ό ρuθμός τού χορού.
82
Π ΕΤ ΡΩΝΙ ΟΣ
ποθηκεόθησαν πεντακόσιαι χιλιάδες μέδιμνοι έκλεκτού σίτοu' έδέχθησαν διά πρώτην φοράν τόν ζuγόν, πεντακόσιοι βόες. Τήν αότήν ήμέραν: ό δούλος Μιθριδάτης έσταuρώθη διότι έβλασφήμησεν τόν δαίμονα τού KupCou μας ΓαΤοu. Τήν Ιδίαν ήμέραν: έτοποθετήθησαν εΙς τό θησαuροφuλά κιον, μή δuνάμενα νά χρησιμοποιηθούν διά περαιτέρω έπενδι)
σεις, δέκα έκατομμόρια σηστέρτιοι. Τήν Ιδίαν ήμέραν: πuρκαϊά έξεδηλώθη εΙς τοός Πομ
πήιοuς κήπούς τό πύρ άνεφλέγη τό πρώτον εΙς τήν οΙκίαν τού Νάστα, μισθωτού κτήματος».
«Τί εκανε λέει; Πότε μού άγοράσανε τοός Πομπήιοuς κή ποuς;»
«Πέρσι», είπε ό καταγραφεός, «γι' αότό δέν τοός εχοuμε περάσει άκόμα στό καλενδάριο».
Ό Τριμάλχιος χλώμιασε άπ' τό κακό τοu: «'Ό,τι κτήματα κι αν άγοράσοuν γιά λογαριασμό μο\») , είπε, «άπαιτώ νά μέ ένημεΡώνοuν σέ εξι μήνες τό πoΛU. ' Αλ λιώς, άπαγορεόω νά περνιούνται στά βιβλία». 'Ύστερα, τού διαβάσανε τίς νέες άγορανομικές διατάξεις τή διαθήκη ένός δασοφόλακα, ποό άνέφερε ρητώς, σέ εΙδική παράγραφο, στι ό Τριμάλχιος δέν εχει νά παίρνει τίποτα' ί,ίστε ρα εναν κατάλογο σέμπρων- τού άνάφεραν έπίσης τό ονομα μιας άπελεόθερης, ποό τήν χώρισε ό νuχτοφuλακας αντΡας της, έπειδή τήν επιασε στό δωμάτιο ένός νεαρού λΟUτΡάρη' μετά, τό σνομα ένός άρχιθαλαμηπόλοu, ποό τόν στείλανε νά δοuλέψει στή Βαια' κατόπιν, τήν άπαπελία κατηγορίας έναντίον ένός ταμία καί τήν άπόφαση ποό έλήφθη σχετικά μέ μιά διαφορά μεταξό θαλαμηπόλων.
Κείνη τή στιγμή μπήκανε στό τρικλίνιο οί Ισορροπιστές. 'Ένας χοντροόλιακας μέ μούτρο χαζό κράτησε ορθια μιά άνε
μόσκαλα καί είπε σ' ενα παιδί ν' άνέβει ως τήν κορφή , τραγοu δώντας καί χορεόοντας. 'Αμέσως ί,ίστερα, τό εβαλε νά πηδήξει μέσα άπό φλογισμένα στεφάνια, κρατώντας εναν άμφορέα μέ
τά δόντια τοu. Ό Τριμάλχιος ήταν ό μόνος ποό θαόμαζε αότές τίς σαχλαμάρες, είπε μάλιστα πώς οί ανθρωποι δέν ξέροuν νά έ-
83
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
κτιμούν τήν τέχνη καί πώς γι' αότόν, δuό μόνο θεάματα ίιπάρ χουνε στόν κόσμο: οί άκρο βάτες καί δσοι ξέρουνε νά παίζοuνε τό κέρας δλα τ' άλλα ζώα καί ILOUcrtxOC, ήτανε γιά κλάματα. «Διότι εχω άγοράσει καί κωμικούς ήθοποιούς» πρόσθεσε, «προτίμησα δμως νlι. τούς βάλω νά παραστήσοuν μιάν Άτελ
λάνια καί εΙπα στόν 'Έλληνα αόλητή
ILOU νά παίξει μόνο λατινι
κές μελωδίες». (43)
54.-
Πρίν άποσώσει τόν λόγο τοu, ό μικρός άκροβάτης 11.-
πεσε άπό ψηλά στό κρεβάτι τού Τριμάλχιου. 'Όλοι οί δούλοι κι ολοι οί καλεσμένοι ξεφωνίσανε. 'Όχι πώς λuπήθηκαν κείνο τό βρωμόπαιδο' άπεναντίας πολύ θά είιχαριστιόντοuσαν νά μά θουν πώς εΙχε μείνει στόν τόπο. Ξεφώνισαν έπειδή φοβήθηκαν πώς τό δείπνο θά τέλειωνε άσχημα καί θά βρισκόντοuσαν στήν άνάγκη νά κλάψουν εναν νεκρό, πού δέν τούς ήταν τίποτα. Σά νά μήν εφτανε αότό, ό ίσιος ό Τριμάλχιος άρχισε νά στενάζει δυνατά, νά μουγκρίζει άπ' τόν πόνο. Ξάπλωσε πάνω στό μπρά
τσο τοu, λές κι εΙχε τραυματιστεί. Προστρέξανε άμέσως οί για τροί, μά τούς εΙχε προλάβει κιόλας ή Φορτοuνάτα, πού εφτασε μέ λuτά τά μαλλιά της, μέ τό φάρμακο στά χέρια καί ξεφώνιζε κι ελεγε, τί μεγάλη σuμφορά πού ήτανε αότή πού τή βρήκε. 'Όσο γιά τό παιδί πού γκρεμοτσακίστηκε, εΙχε άπ' ωρα σηκω θεί καί κuλιότανε στά πόδια μας, ίκετεύοντάς μας νά σuνηγορή σοuμε νά τό σχωρέσει ό κύριός τοu. 'Ένιωσα άσχημα, γιά νά λέω τήν άλήθεια, γιατί φοβόμοuνα πώς δλα αότά τά παρακά λια δέν ήταν παρά ενας πρόλογος, προσχεδιασμένος, γιά νά
' ρθει ϋστερα ή εκπληξη. ΕΙχα πρόσφατο στή μνήμη ILou τό έπει σόδιο μέ κείνον τόν άρχιμάγερα, πού δήθεν ξέχασε νά ξεκοιλιά-
43)
'Ένα αλλο δείγμα τής άμάθειας τού Τρψάλχιου. Ή 'Ατελλάνια ήταν
μιά αότοσχέδια λαϊκή φάρσα, πού πρωτοπαΙχτηκε στήν περιοχή τής Καμ πανΙας καΙ δέν είχε καμμιά σχέση μέ τήν έλληνική κωμωδΙα. 'Απ' την άλλη μερ ιά , οί ΛατΙνοι παΙζανε τελεΙως διαφορετικά άπό τούς 'Έλληνες αόλητΙς.
Ήταν σά νά βάζαμε ενα πρώτο βιολΙ, νά κρατήσει τό ίσο σΙ μιά φανφάρα , τσφ κ ο υ.
πεΤΡΩΝΙΟ Σ
84
σει τό γοuρούνι. 'Έτσι, κο(ταζα όλόγuρά (LOU, περιμένοντας πώς ό τοίχος θ' άνο(ξει κα( θά έμφανιστεί ό άπό μηχανής θεός.
'Όταν είδα μάλιστα νά μαστιγώνοuν εναν δοΟλο, έπειδή εβαλε στό χτuπημένο μπράτσο τοΟ xup(ou τοι) εναν έπ(δεσμο άπό α σπρο μαλλ(, ένώ επρεπε νά είναι πορφuρό, αρχισα νά πεCθoμαι πώς μάντεψα σωστά. Πραγματικά, οί εΙκασ(ες μοΙ) δ&ν άπή χανε κα( πολύ άπ' τήν άλήθεια. Διότι, άντ( τιμωρ(ας, άκούστη
κε τό διάταγμα τοΟ Τριμάλχιοu, πού άπελεuθέρωνε τό παιδ( , γιά νά μή βρεθεί κανε(ς νά πεί πώς ενας δοΟλος, ηγοuν ενα άν δράποδο, πάτησε πόδι σ' ανδρα τόσο ξακοuστό κα( εφτασε μά λιστα στό σημείο νά τόν πληγώσει.
55.-
Παινέσαμε ολοι τήν άπόφασή τοι) κι άρχ(σαμε νά λέ
με πολλά κα( διάφορα, σχετικά μέ τήν άστάθεια τής άνθρώ πινης μο(ρας.
«Νομ(ζω πώς ενα τέτοιο περιστατικό, άξ(ζει νά άποθανα
τιστεί», είπε ό Τριμάλχιος. Ζήτησε άμέσως νά τοΟ φέροuν τόν κωδ(κελλό τοι) κα( χωρ(ς νά πολuβασαν(σει τό μuαλό τοu, ε
γραψε τρείς στ(χοuς κα( μάς τούς άπάπειλε: ((Ό,τι ποτέ δέν καρτεράς, σού πέφτει κεραμίδα κι δσο κοιμάσαι ή Τύχη σου δουλεύει. Κέρνα, λοιπ6ν, κρασί Φαλέρνιο, δούλε.
Μετά άπ' αυτό τό έπ(γραμμα, ή σuζήτηση στράφηκε στοός ποιητές...
.
γιά πολλή ωρα, κανε(ς δέν άμφισβήτησε τά πρωτεία τοΟ έκ Θράκης Μόψοu ... (44)
...
ως τή στιγμή πού ό Τριμάλχιος ρώτησε: «Πές μοΙ) δάσκαλε, ποιά διαφορά νομ(ζεις πώς όπάρχει
...
44) Ό Τριμάλχιος ψαΙνεται νά μπερδεόει τόν μάντη Μόψο μΙ τόν ίκ θρά κης μουσικό Ευμολπο, γιό του ΜουσαΙου καΙ μαθητή του ΌρψΙα. Πιθανόν νά πρόκειται γιά κάποιον σόΎΧΡονό του ποιητή σέ μάς.
85
Σ ΑΤΥΡΙΚΟΝ
άνάμεσα στόν Κικέρωνα καΙ τόν Ποuμπλιλιο;(45) Κατά τη γνώ
μη μοu, ό ενας ήταν καλότερος ρήτορας, ό άλλος ήθικότερος. 'Υπάρχει ποΙημα διδακτικότερο άπ' αΙΙτό; Άκοuστε: Τής dσωτε{ας οι' λόΞVγγες γκρεμι'ζουνε τά κάστρα τού "Άρη. Γιά τά τσιμπούσια σου παχα{νουν στό κλουβ{ τό ώραίο πα-
,
γωνι
πού τά φτερά του λάμπουνε σάν τόν χρυσό τής Βαβυλώνας κα{ τή Νουμ{δια πουλάδα σού παχα{νουν κα{ καπόνια.
Κι ό πελαργός, πού πάντα του καλόδεχτος γυρνάει στό σπ{τι σεμνό πουλ{ κα{ παι'ζει κρόταλα κα{ τόν χειμώνα διώχνει
κα{ στέκει στόνα πόδι dγγέλοντας τής ανοιξης τό
dyiet
μέσα στή χύτρα τής κραιπάλης πλέκει τώρα τή φωλιά του. Κα{ τό μαργαριτάρι τό χοντρό, γιά ποιόν τό προορι'ζεις; Γιά ποιόν φιλάς τών 1νδιών τά πιό dκριβά κοράλλια; Μήπως
λαχτάρησες νά στολιστεί μέ τά θαλασσινά πλουμ{δια
ή μάνα τών παιδιών σου; Θέλεις νά τήν δεις κρυφά νά τρέχει νά βρεί παχύ χαλ{ κα{ πέφτοντας τά πόδια νά σηκώσει; Κα{ τό σμαράγδι τ{ τό θές; Τής Καρθαγένης τά πετράδια;
Μήπως γιά νά φωτ{ζει ή λάμψη τους τήν αμεμπτη ήθική σου; Μά πώς μπορ"εί νά ντύνεται κροκάτη γάζα ή παντρεμένη
Κα{ πιό γυμνή κι dπό γυμνή μπροστά στούς αντρες νά χο ρεύει; "
56.-
«Πέστε μοι> ομως», σuνέχισε ό Τρψάλχιος, «μετά
άπ' τόν άνθρωπο τών γραμμάτων, ποιός άσκεί τό δuσκολότερο
έπάπελμα; Κατά τή γνώμη μοι> ό γιατρός η ό σαράψης: ό για τρός, έπειδή πρέπει νά ξέρει τΙ εχοuν οί ψτωχοΙ θνητοΙ στά σω θικά τοuς καΙ πότε θά τοός πιάσει πuρετός θέλω νά 'μαι δΙ" κιος, βλέπετε, παρ' ολο ποό τοός μισώ έγκαρδίως, γιατί μοu λένε νά κάνω δΙαιτα καΙ νά τρώω μόνο κοτόζοuμο κι ό σαρά ψης, έπειδή πρέπει νά ξέρει νά βρίσκει τόν χαλκό, κάτω άπ' τό στρώμα τοu άσημιοU. Διότι, άπ' ολα τά ζώα ποό δέν εχοuνε τό
4 5) Είναι βέβαια τελεΙως παράλογο νά συγκρΙνει κανεΙς τόν μ.εγάλο ρήτορα Κικέρωνα μ.Ι τόν Πoυμ.πλlλιo Σόρο, ποό ήταν σόγχρονος τοο ΚαΙσαρα καιε γραφε μ.ιμοδράμ.ατα.
ΠΕΤΡΩ Ν Ι ΟΣ
86
χάρισμα τής όμιλίας, τά πιό έργατιχά ε!ναι τά βόδια καί τά πρόβατα: τά βόδια έπειδή ίδρωκοπάνε γιά νά τρώμε έμείς ψω μί' τά πρόβατα έπειδή μάς ντuνοuνε μέ τό μαλλί τοuς. Κι έμείς, άντί γιά ευχαριστώ, τά σφάζοuμε καί τά τρώμε. 'Όσο γιά τΙς μέλισσες, τΙς εχω γιά πλάσματα θεϊκά, γιατί τό στόμα τοuς μάς δίνει τό μέλι, αν καί uπάρχοuν μερικοί ποό λένε πώς τό παί άπ' τόν Δία' κι αν μάς τσιμπάνε ποΟ καΙ ποΟ μέ τό κεντρί
pvouv
τοuς, τό κάνοuνε γιά νά θuμόμαστε πώς ή γΛUκα πάει άντάμα
,
,
,
με την πικρα».
Ε!χε άρχίσει κιόλας νά καταπατάει τά χωράφια τής φιλο σοφίας, οταν φέρανε μιά όδρία μέ κλήροuς. Κάθε καλεσμένος τράβαγε τόν κλήρο τοu καί ενας δοΟλος, έπιτοuτοu διορισμένος τοός διάβαζε εΙς έπήκοον ολων:
«Μέρη
xoCpou!»
Φέρανε στόν τuχερό ενα χοιρομέρι. «Δέρω, δέρεις, δέρει, δερνόμαστε στό γόρω!» Φέρανε ενα περιδέραιο. «Βιασμός παρθένας!»
Φέρανε ενα μήλο, τρuπημένο μέ πάρθιο βέλος.» «Δαμάσκηνο καί χοιρίδιον!» Φέρανε ενα δαμασκί καί ενα έγχειρίδιον. «' ΑπόΚΡuφα μέλη μεθuσμένοu!» Φέρανε μέλι' Αττικής καί μιά σταφίδα. «'Ένας κόων πεινασμένος!» Φέρανε ενα πινάκιον.
«Λοuλοuδι ποό μοιάζει μέ δάλεια!» Φέρανε ενα ζεuγάρι σανδάλια. «Βαθρακόψαρο τοΟ μεγάλοu πόντοu!» Φέρανε ενα βατράχι, δεμένο μ' εναν ποντικό.
Γελάγαμε ώρα πολλή καΙ σταματημό δέν εϊχαμε. ΤΗταν κι ενα σωρό αλλοι κλήροι, τής ί'διας πάστας, μά τώρα πιά δέν . τοός θuμάμαι.
57.- Ό 'Άσκuλτος τό ε!χε παρακάνει. Χαχάνιζε κοροί'δεu τικά, ίιψώνοντας τά χέρια τοu πρός τόν ουρανό κι άπ ' τά πολλά
87
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
τά γέλια δακρόσανε τά μάτια του. Τό άποτέλεσμα ήταν νά χλωμιάσει άπ' τό θυμό του ενας άπ' τοός συναπελεόθερους τοί) Τριμάλχιου καί συγκεκριμένα ό έξ άριστερών μου.
«Τί σ' επιασε καί γελάς ετσι δά; Αόγά σοί) καθαρίζουνε; 'Όλες αότές οΙ λεπτεπίλεπτες περιποιήσεις τοί) άφέντη καί κυ
ρίου μου, δέν είναι τοί) γοόστου σου; Είσαι πιό πλοόσιος σίγου ρα καί περνάς καλότερα σπίτι σου, ε; 'Η Προστάτισσα τοί) τρι κλίνιου μέ προφόλαξε. "Αν καθόμουνα δίπλα του, θά τοό 'χα
σπάσει τά μοUΤΡα. Γιά δές έκεί εναν χαμένο,
?totJ
νομίζει πώς
μπορεί νά κοροιοεόει τόν άπένάντί του! 'Ένας έρημοσπίτης κεί
χάμω, ενας άλήτης, ποό κανείς δέν ξέρει άπό ποί) κρατάει ή σκοόφια του, ποό δέν άξίζει μήτε τό κάτουρό του. Γιά νά μήν
πολυλογώ, σάς λέω πώς αν κατοόραγα γόρω του, δέ θά 'ξερε άπό ποί) νά τρέξει νά σωθεί. (46) Μά τόν 'Ηρακλή, είμαι ίιπο μονετικός έγώ καί δέ φουρκίζομαι είίκολα, μά πρέπει νά 'μαστε σκληροί, γιατί άλλιώς, μέσα στό σιτεμένο κρέας, έμφανίζονται
σκουλήκια σάν κάί λόγου του. Γελάει! Τί βλέπει καί γελάει; Μπάς καί τόν άγόρασε ό πατέρας του, πληρώνοντας χρυσάφι; Μπάς καί είναι Ρωμαίος Ιππέας; 'Εγώ είμαι Υιός βασιλιά. Για τί ημουνα δοuλος, λοιπόν, θές νά πείς; Γιατί τό διάλεξα μονα χός μου νά γίνω δοUλος. Προτίμησα νά 'μαι Ρωμαίος πολίτης, παρά φόρου ίιποτελής βασιλιάς. Καί τώρα, έλπίζω νά ζήσω κα τά τέτοιο τρόπο, ποό κανείς καί ποτέ δέ θά μοί) κάνει τόν κάρ
γα. Είμαι αντρας σάν δλους τοός αντρες, περπατάω μέ τό κε φάλι ψηλά καί δέν χρωστάω πεντάρα σέ κανέναν, δέν πέρασα
ποτέ μου άπό δίκη. Κανένας δέ μοί) είπε ποτέ στό Φόρουμ ·· Πλήρωσέ μου αότά ποό μοί) χρωστάς.". 'Έχω άγοράσει κάμ ποσα χτήματα, εχω βάλει στήν μπάντα τό παραδάκι μου. 'Έχω •
εϊκοσι στόματα νά θρέψω, χωρίς νά λογαριάσουμε τόν σκόλο μου. Ξαγόρασα τή συμβία μου, γιά νά μήν εχει πιά κανείς τό δικαίωμα νά σκουπίζει τά χέρια του στόν ποδόγυρό της. ' Πλή ρωσά χίλια δηνάρια γιά τό κεφάλι μου.
Mou
δώσανε τόν τίτλο
46) Οόρώνται; -Υύρω άπό εναν άνθρωπο η ενα άντικε(μενο, Ιπενεργείι; κατά τρόπο μαγικό.
88
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
τού σεβήρου, δωρεάν, δέν πλήρωσα τΙποτα. 'ΕλπΙζω πώς άμα πεθάνω, δέ θά 'χω λόγους νά ντρέπουμαι γιά τή ζωή μου. 'Εσύ
δμως, είσαι τόσο πολυάσχολος, πού δέ σού μένει καιρός νά δείς τά χάλια σου. Βλέπεις τΙς ψείρες τών άλλων καΙ δέ βλέπεις τά τσιμπούρια σου. ΚαΙ μόνο έσύ μάς βρΙσκεις γελοΙους. ΚοΙτα τόν δάσκαλό σου, εναν ηλικιωμένο άνθρωπο, πώς χαΙρεται τή συν τροφιά μας. 'Ενώ έσύ, πού τό στόμα σου μυρΙζει άκόμα, γάλα
δέν ξέρεις οίίτε τήν άλφαβήτα. ΕΙσαι καθΙκι, ραγισμένο μάλι στα, η μάλλον σφουγγάρι τού άπόπατου καΙ πολό σού πέφτει.
Είσαι πιό πλούσιος άπό μάς; 'Έ, τρώγε λοιπόν δυό γεύματα καΙ δυό δείπνα. 'Εγώ δέν άλλάζω τό καλό μου ονομα μ' δλα τά πλούτη τού κόσμου. Ποιός άναγκάστηκε ποτέ νά μοίί ζητήσει δυό φορές τό χρέος μου; Σαράντα χρόνια δούλευα, κανεΙς ώ στόσο δέν εμαθε ποτέ άν ημουν δοίίλος η έλεύθερος. 'Ήμουν ά
κόμα παιδί, μέ μακρυά μαλλιά, δταν εφτασα σέ τούτη έδώ τήν άποικία. Ό μεγάλος ναός δέν εΙχε χτιστεί άκόμα. 'Εγώ ώστό σο, εβαλα άπό τότε τά δυνατά μου νά εΙΙχαριστήσω τόν κύριό μου, πού ήταν άνθρωπος φορτωμένος τιμές καΙ διακρΙσεις καΙ τό μικρό του δαχτυλάκι άξιζε πιό πολύ άπό σέναν όλάκεΡΟ. ΚαΙ νά σκεφτείς πώς στό σπΙτι του εΙχα νά κάνω πάντοτε μέ άνθρώ πους, πού ήταν ετοιμοι μέ πρώτη εόκαιΡΙα νά μοίί βάλουνε τρι κλοποδιά. ΚαΙ δμως, χάρη στήν καλωσύνη τοίί κυρΙου μου, τά κατάφερα νά έπιπλεύσω. ΑΙΙτό θά πεί πραγματική άξιωσύνη. Γιατί βέβαια, δέν εΙναι καθόλου δύσκολο νά γεννηθείς έλεύθε ρος. Είναι τόσο είίκολο, δσο καΙ νά πείς: 'Έλα δώ. 'Ά, μοϋ 'χεις μείνει τώρα μέ τό στόμα άνοιχτό, σάν τράγος στό ρεβυθοχώρα φο;»
58.- 'Ακούγοντας αΙΙτή τήν εκφραση, ό ΓεΙτων, πού ήταν καθισμένος στά πόδια μας καΙ συγκρατοίίσε άπό ωρα τά γέλια του, ξέσπασε σέ κάτι κακαριστά χάχανα, πού μά τό ναΙ, θά μπορούσες νά τόν πείς κακοανατεθραμμένο. 'Όπου λοιπόν, ό άντίδικος τοίί 'Άσκυλτου, βάλθηκε νά βρΙζει τό παιδΙ: «"Α, τώρα μοίί 'βαλες καΙ σύ τά γέλια, ε; Δέν κοιτάς τά μοίίτρα σου, πού εΙσαι σάν κατσαρό κρεμμύδι; η μπάς καΙ νόμι-
•
89
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
σες πώς εχοuμε Σατοuρνάλια καί μήνα Δεκέμβριο; Πότε τόν πλήρωσες έσό τόν φόρο γιά νά πάψεις νά 'σαι δοΟλος;(47) 'Όλα τά 'χαμε, αυτός μάς ελειπε τώρα, ποuλί _ποό τρώει κοuφάρια σταuρωμένα κι είναι άτός τροφή τών κορακιών. Θά βρώ τρόπο έγώ νά σέ κάνω νά νιώσεις τήν 6ργή τοΟ Δία καί σό κι αυτός
ποό δέν ξέρει νά σοΟ βάλει χαλινάρι. Νά μήν άπολαόσω ποτέ
μοu τή νοστιμάδα τοΟ ψωμιοΟ, αν δέν είναι άπό σέβας στόν Τριμάλχιο ποό σέ σχωρνάω: άλλιώς, θά σέ πλήρωνα έγώ τοίς μετρητοίς. Διασκεδάζοuμε ησuχα καί ώραία καί νά ποό βρί σκονται ήλίθιοι, ποό δέν ξέροuν νά σέ βάλοuνε στή θέση
aou!
ΠoΛU σωστά τό εχοuν πεί, κατά τόν δοΟλο κι ό άφέντης τοu. Μόλις καΙ μετά βίας δέν άφήνω τόν θuμό μοu νά ξεσπάσει κι
0-
μως άπό φόση μοu δέν είμαι θερμόαιμος. Μ' αν μέ πιάσοuνε τά δαιμόνιά μοu, δέ λογαριάζω οστε τή μάνα ποό μέ γέννησε. "Ας είναι, κάποu θά σέ τρακάρω στό δρόμο, ποντικονοόρι η μάλλοv ποντικοκοόραδο. Θά τόν πατήσω έγώ τόν κόριό
aou
σάν
axou-
λήκι, προτοΟ μακρόνει τό κορμί μοu, εστω καί τρίχα, είτε πρός τά πάνω είτε πρός τά κάτω. Καί μά τόν 'Ηρακλή, δέ θά σοΟ χρησιμέψοuνε σέ τίποτα, μήτε τά ώραία
aou
μαλλιά, ποό δέν ά
ξίζοuν μονόλεπτο, μήτε κι ό κόριός aou, ποό δέν άξίζει δίλεπτο. Περίμενε καί θά πέσεις στά χέρια μοu. Νά μή λένε Έρμέρωτα, αν δέ σέ μάθω έγώ, τί παθαίνει αυτός ποό ΚΟΡΟί'δεόει. Δέ θά ξαναβγάλείς κίχ, άκόμα κι οταν σοΟ φuτρώσοuν χpuaιX γένεια.
Θά σέ κάνω έγώ νά νιώσεις 'tήν 6ργή τής' Αθηνάς καί σένα καί κείνον ποό σέ πρωτόκανε τόσο άνuπόφοΡΟ. Έγώ ποό μέ βλέ πεις δέν εμαθα οστε γεωμετρία, οστε κριτική, οστε άλλες σα χλαμάρες, ξέρω ομως καί διαβάζω τίς έπιγραφές στίς πέτρες καί ξέρω νά διαιρώ ως τό έ,κατό άνάλογα μέ τό μέταλλο, τό βάρος καί τό νόμισμα. Νά, αν τό 'χεις κέφι, ελα νά βάλοuμε ενα στοίχημα. Πλησίασε, βάζω έδώ τή μίζα μοu. Θά δείς άμέ σως πώς αδικα τά ξόδεψε ό πατέρας aou τά λεφτά τοu κι ας ε μαθες ρητορική. "Axou: Τί είναι αυτό ποό ολοι ολοι τό ξέροuν
47) Τόν λεΎόμενο ψόρο άπελεuθερώσεως, ποό τόν πλήρωνε σuνήθως δ δοΟ λος , οταν πέρναΎε στήν χατηΎορΙα τών άπελεόθερων .
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
90
καί φοuσκώνει κάτω άπ' τήν κοuβέρτα; Μάντεψε, τί μέ κοιτάς σάν χάχας; Νά τό πάρει ή θάλασσα; ΕΙναι τό ζuμ(Χρι, άπλοό στατα. 'Άκοu κι άλλο: Τί εΙναι αότό, ποό μιά σηκώνεται μιά
πέφτει; Οίίτε κι αότό τό εσκολο δέν μπορείς νά βρείς; ΕΙναι ό άέρας ΚΟUΤΟΡνίθι. Καί τί εΙναι αότό που καβαλάει καί τρέχει κι ολο μένει έπί τόποu; Μήτε κι αότό; Καί λές πώς ξέρεις άπό
ποίηση. ΕΙναι ή φαντασία, που καβαλάει τόν Πήγασο καί όλο μένει στό μuαλό τοσ ποιητή. Βγάλε λοιπόν τόν σκασμό καί μήν ένοχλείς άνθρώποuς, ποό άξίζοuνε πολύ περισσότερο άπό σένα καί σοσ δίνοuν τόση σημασία, οση άν δέν εΙχες γεννηθεί ποτέ crou. Μπάς καί νομίζεις πώς μέ νοιάζει πεντάρα γιά τά χΡuσά δαχτuλίδια που εκλεψες άπ' τήν κuρά crou, γιά νά μάς παρα στήσεις τόν ΡωμαίΟ ίππέα; Μά τόν 'Ηρακλή, άντε νά πάμε στό Φόροuμ καί νά ζητήσοuμε δανεικά. Τότε θά δείς πώς τό δικό
μοu σιδερένιο δαχτuλίδι, εχει πολύ μεγαλύτερη πέραση. 'Αλλά τί κάθομαι καί λέω, τί ΓUpευει ή άλεποσ στό παζάρι; 'Όσο εΙναι άλήθεια πώς θέλω νά κερδίσω χρήματα καί νά πεθάνω τόσο ώ ραία, ποό ολος ό κόσμος νά παίρνει ορκο, έπικαλουμενος τήν κηδεία μοu, άλλο τόσο ε!ναι άλήθεια, πώς δέ θά σ' άφήσω σέ χλωρό κλαρί μέχρι ποό νά ψοφήσεις. 'Όσο γιά κείνονε που σοσ τά μαθαίνει ολα αότά, εΙναι ενας βλάκας κι όχι δάσκαλος. Στόν καιρό μας, μαθαίναμε τελείως άλλα πράγματα. Ό δάσκαλος μάς ελεγε: «Μάζεψατε ολα τά πράγματά σας; 'Άντε τώρα κατ'
εόθείαν στά σπίτια σας καί προσοχή, μήν κάνετε άταξίες στό δρόμο καί μήν τόχει καί πειράξετε διαβάτη». Τήν σήμερον ήμέ ραν ομως, εΙναι ολοι τοuς παρλαπίπες. Δέ βρίσκεις οίίτε εναν, ποό ν' άξίζει μιά πεντάρα. Ένώ έγώ εγινα αότός ποό μέ βλέ
πεις καί εόχαριστώ τοός θεοός γιά τά οσα εχω μάθει».
Ό 'Άσκuλτος ήταν ετοιμ.ος νά άπαντήσει σ' αότή τή
59.-
βροχή τών i.ίβpεων. Ό Τριμ.άλχιος ομως, ποό τοσ 'φτιαξε τή διάθεση ή εόγλωττία τοσ σuναπελευθεΡου τοu εΙπε: «Έλάτε τώρα, άφήστε κατά μέρος τοός καuγάδες. 'Άς διασκεδάσοuμε καί σό ΈρμεΡώτα, δώσε τόπο στήν 6ργή. Μήν τά βάζεις μέ τόν νεαρό, τό αίμα τοu β ράζει βλέπεις, δείξοu κα•
ΣΑΤΤΡΙΚΟΝ
91
λύτερος άπό δαύτον. Σέ κάτι τέτοιες uποθέσεις, ό νικημένος
είναι ό πραγματικός νικητής. Καί σύ ό ί'διος, δταν ησοuνα στά χρόνια τοu, δέν είχες περισσότερο μuαλό, γιά νά μήν πώ, πώς
ilcrouv
πετεινόμuαλος. "Ας ξαναβρΟύμε λοιπόν τήν εόθuμία μας
κι ας δούμε τήν παράσταση τών 'Ομηριστών».
Εί'δαμε νά μπαίνει ενας θίασος ηθοποιών καί παρεuθός, οΙ
λόγχες χτόπησαν πάνω στίς άσπίδες. 'Ο Τριμάλχιος εκατσε σέ ενα μαξιλάρι καί τήν ώρα ποό οΙ 'Ομηριστές λέγανε τούς διαλό γοuς τοuς, άπαγγέλοντας τοός στίχοuς στά έλληνικά, σύμφωνα μέ τήν άνuπόφορη σuνήθειά τοuς, αότός διάβαζε τραγοuδιστά τό λατινικό κείμενο. Σέ λίγο, εχοντας διατάξει νά γίνει σιωπή,
. μας ειπε:
«Ξέρετε ποιό εργο παίζοuνε; 'Ο Διομήδης καί ό Γανuμή δης ητανε άδέλφια. 'Αδελφή τοuς είχαν τήν Έλένη(48). 'Ο 'Αγαμέμνονας την άπήγαγε κι άντί νά τήν θuσιάσει στην 'Άρτε
μη, οπως τού είχε ζητήσει ή θεά, εσφαξε μιά λαφίνα. Τώρα λοι πόν, ό 'Όμηρος μάς άφηγείται πώς εγινε καί μπλέξανε σέ πόλε μο οΙ Τρωαδίτες μέ τοός ΤαΡαντίνοuς. Φuσικά, ό 'Αγαμέμνων νίκησε καί εδωσε τήν κόρη ΤΟι) τήν 'Ιφιγένεια στόν 'Αχιλλέα γιά σόζuγο. Γι' αότό άκριβώς ό Αίας μάνιασε καί σέ λίγο θά δείτε ώς ποιό σημείο εφτασε ή μανία το\»).
Πρίν καλά-καλά άποσώσει τά λόγια ΤΟι) ό Τριμάλχιος, οΙ 'Ομηριστές βαλθήκανε νά ξεφωνίζοuν μ' δλη τοuς τή δόναμη, τόσο ποό ολοι οΙ δούλοι κατατρόμαξαν. Σχεδόν άμέσως, κατέ φτασε ενας δίσκος, ποό ζόγιζε τοuλάχιστον διακόσιες λίτρες καί
πάνω στόν δίσκο εί'δαμε ενα βρασμένο μοσχάρι, ποό φόραγε
περικεφαλαία. Ξοπίσω τοu, ήρθε ενας Αίας μέ τό σπαθί στό χέ ρι καί μέ ίίφος μανιακού, αρχισε νά πετσοκόβει τό μοσχάρι. Κι άφΟύ τό λιάνισε ετσι, ώραία καί καλά, μοίρασε τά κομμάτια στοός κατάπληκτοuς καλεσμένοuς, καρφώνοντάς τα μέ τήν α κρη τού σπαθιού.
48)
Γι' αλλη μιά ψορά ό Τριμάλχιος τά 'χει χάνει σαλάτα. Ό Διομήδης δέν
ήταν άδελψός τού Γανυ μήδη, οίίτε χα! ή 'Ελένη ήταν άδελψή τoυ~. 'Αδιλψια της ήταν ό Κάστωρ χα! ό Πολυδεόχης.
•
92
ΠΕΤΡΩ Ν ΙΟΣ
60.- Δέ μάς δόθηκε Τι ευκαιρία νά θαuμάσοuμε οσο θά θέ λαμε τή δεξιοσόνη τοu, διότι ξάφνοu τό ταβάνι ράγισε, κι ολο τό τρικλίνιο ταρακοuνήθηκε. Πανικοβλήθηκα καί πήδηξα ιi πάνω, ορθιος, μήν τόχει καί μοΟ ερθει ουρανοκατέβατος κανένας ιiκρoβάτης ιiπ' τη στέγη. Οί άλλοι όμοτράπεζοι, ε κπληκτοι οσο κι έγώ, σήκωσαν τό κεφάλι τοuς, περιμένοντας τή νέα έπίσκεψη ποό φαινόταν νά ιiναπέλει ό ουρανός. Καί νά ποό ξάφνοu, τό ταβάνι άνοιξε στά δuό καί εΙ'δαμε νά κατεβαίνει ενα τεράστιο σιδερένιο τσέρκι ποό θά πρέπει σίγοuρα νά τό 'χαν βγάλει ιiπό ενα πελώριο βαρέλι. 'Από τό τσέρκι έκείνο κρεμόν τοuσαν γόρω-γόρω χpuacX στεφάνια καί μποuκαλάκια ιiπό ιiλά βαστρο μέ ιiρώματα. Μάς είπανε νά πάροuμε ό καθένας τό δώ ρο τοu καί οταν πήρα τό δικό μοu, ερριξα μιά ματιά στό τραπέ ζι ...
. .. είχαν σερβίρει κιόλας εναν δίσκο μέ διάφορα γλuκίσμα τα. Στή μέση, βάλανε ενα μεγάλο ζαχαρωτό, ποό τό πλάσανε σάν άγαλμα τοΟ Πρίαποu, ό όποίος, οπως τό 'χε σuνήθειο, είχε σηκώσει τό ροΟχο τοu καί κράταγε σάν σέ ποδιά, ενα σωρό φροΟτα καί σταφόλια. Άπλώσαμε λαίμαργα τά χέρια μας σέ κείνα τά γλuκά, μά μιά καινοόργια εκπληξη φοόντωσε παρεu θός τήν ευθuμία μας. Μόλις εκανες πώς ιiπίζεις κείνα τά γλu κίσματα καί τά φροΟτα, πεταγότανε ιiμέσως ιiπό μέσα τοuς, ενας μικρός πίδακας σαφρανόνερο, ποό μάς πιτσίλιζε μέχρι καί τό πρόσωπο. Μήν ιiμφιβάλλoντας καθόλοu οτι ενας δίσκος , σερβιρισμένος μ' εναν τόσο θρησκεuτικό διάκοσμο, επρεπε νά κρόβει μήτε Ιγώ δέν ξέρω, ποιά ίερωσόνη, σηκωθήκαμε ολοι μας καί κάναμε τοότη τήν ευχή: «Θεός σώζοι τόν Αuγοuστο, τρν Πατέρα τής Πατρίδος!» Παρ ' ολα αυτά, μερικοί όμοτράπεζοι άρχισαν καί παί ρνανε φροΟτα. ''Oποu λοιπόν, γιομίσαμε κι έμείς τίς πετσέτες μας καί προπαντός έγώ, ποό τό 'βαλα πείσμα νά μήν ιiφήσω ά δειες τίς τσέπες τοΟ Γείτονα.
Στό μεταξό, μπήκανε στό τρικλίνιο τρία ιiγoράκια, ποό φ όραγαν κοντοός άσπροuς χιτωνίσκοuς. Τά δόο , τοποθέτησαν
στό τραπέζι τοός 'Εφέστιοuς θεοός, ποό είχαν κρεμασμένο στό
ΣΑΤΥοΡΙΚΟΝ
93
λαψό τους ενα χρυσό φυλαχτό' τό τρίτο, κέρναγε τοός καλε σμένους κρασί, ξεφωνίζοντας:
«οι θεοί νά μάς τά φέρνουν δεξιά!»
Ό Τρψάλχιος μάς εΙπε πώς τό πρώτο λεγότανε Καλόκερ δος , τό δεύτερο Καλότυχος καί τό τρίτο 'Επίκαρπος. 'Ύστερα
φέρανε μιά προτομή, 'πού εμοιαζε μέ τόν Τρψάλχιο. 'Όλοι τή άσπάστηκαν μέ μεγάλη ευλάβεια, δέν τολμήσαμε λοιπόν κι έ μείς νά μήν έκτελέσουμε τό καθήκον μας.
61.-
'Έτσι, οταν ολοι τοί) ευχήθηκαν: «Καλή όγεία πνεό
ματος καί σώματος», ό Τρψάλχιος γύρισε στόν Νικέρωτα καί
• ειπε:
«Συνήθως, είσαι πoλ~ πιό είΙθυμος στό τραπέζι. Σήμερα 0μως, δέν ξέρω τί σοί) συμβαίνει, λέξη δέν εΙπες, δέν ανοιξες οίΙτε μιά φορά τό στόμα σου. Σέ παρακαλώ, αν θέλεις νά μοί) κάνεις ευχαρίστηση, διηγήσου μας έκείνη τήν περιπέτεια πού σοί) 'τυχε πρίν άπό χρόνια».
'Q
Νικέρως καταχάρηκε, πού ό φίλος του ήταν τόσο κα
ταδεχτικός.
«Νά μήν κερδίσω δίλεπτο», αρχισε νά λέει, «αν δέν άνα γαλιάζει ή ψυχή μου, βλέποντάς σε τόσο καλοδιάθετο. ''Ας δια
σκεδάσουμε λοιπόν, αν καί όμολογώ πώς τοuτοι έδώ οΙ καθη γητάδες μέ τρομάζουνε λιγάκι, γιατί φοβάμαι μή μέ πάρουν στό ψιλό. Ώστόσο, μΙ τήν αδειά τους, θά πώ τήν Ιστορία μου.
Στό τέλος-τέλος, τί θά πάθω δηλαδή, άκόμα κι αν μέ κοροί"δέ ψουν; Κάλλιο νά γελάνε μέ τά οσα λές, παρά νά εΙσαι καταγέ λαστος. Κατόπιν τού ώς ανω προοιμ{ου(49)
μάς άφηγήθηκε τήν παρακάτω Ιστορία:
«'Όταν ημουνα άκόμα δοuλος, μέναμε στή Στενή Όδό, έ κεί πού είναι σήμερα τό σπίτι τοί) Γαβίλα. 'Εκεί, έρωτεότηκα τή
49)
ΠοιρωδΙοι άρχής έπιχών ποιημάτων.
•
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
94
γuναίκα τοu ΤερέντLOU, τοu χανιτζή. Δέν εψταιγα έγώ, ήταν θέ λημα θεοU. Τήν γνωρίσατε ολοι σας τη Μέλισσα τήν Ταραντιώ τισσα, μιά μαuρομάτα, μποuκιά καί σuχώΡΙΟ. 'Όμως έγώ, τ'
όρκίζοuμαι στόν 'Ηρακλή, δέν τηνε ΓUpόφερνα γιά τά κάλλη της, μήτε γιά νά πετόχω αότό ποό βάζει ό νοuς σας, μά έπειδή πολό έξετίμησα τά ήθLΚά χαρίσματά της. ΜΠΟΡοuσα νά τής ζη
τήσω ότιδήποτε, ποτέ δέ δίλεπτο,
[Lou
[Lou
'λεγε Οχι. Κάθε ποό κέρδιζε ίνα
'δινε τά μισά. 'Εγώ, τά εβαζα ολα στό ποuγγί της
καί κείνη δέ σκέψτηκε ποτέ νά [Lou κλέψει πεντάρα. "Oπou, ό άντρας της πέθανε μιά μέρα στό έξοχικό τοuς. 'Έκανα τ' άδόνα τα δuνατά νά πάωνά τή σuναντήσω, γιατί οπως λένε, στή aufLψορά aou βλέπεις ποιός εΙναι φίλος aou άληθινός.
62.- Εότuχώς, ό κόριός [Lou εΙχε πάει στήν Καποόη, νά ποuλήσει μιά παρτίδα μποuκαλάκια γι' άρωμα. Βρίσκοντας λοιπόν κατάλληλη την εόκαφία, επεισα ίναν ψιλοξενοόμ.ενο τοu
άψέντη [Lou, νά μέ σuνοδέψει ως τό πέμπτο όδόσημο. ΥΗταν ίνας στρατιωτικός, χεροδόναμος σάν δράκος. Ξεκινήσαμε νό χτα, μόλις είχ~ άκοuστεΙ τό πρώτο λάλημα τοu πετεινοu καί τό φεγγάρι, όλόγιομο, φώτιζε σά νά 'ταν μέρα. Περνώντας μέσα άπ' τό κοψητήρι, βλέπω ποό λέτε τόν λεγάμενο νά ξεστρατίζει μέσ' άπ' τά μνήματα. 'Εγώ εκατσα καί μέτραγα τίς έπιτόμβιες στήλες. Ψιλοτραγοuδοuσα κιόλας, οποu σέ μιά στιγμή, γuρίζω καΙ βλέπω τόν σuνοδοιπόρο [Lou νά γδόνεται καί νά ρίχνει ολα τοu τά ροuχα στήν άκρη τής δημοσΙάς. Πάγωσα άπ' τόν τρόμο [Lou καΙ άπόμεινα άσάλεuτος, σάν xoucpιXpL. Τότες έκεΙνος, βάλ θηκε νά κατοuράει όλόΓUpα στά ροuχα τοu καί στή στιγμή με ταμορφώθηκε σέ λόκο. Μή νομίσετε πώς άστειεόομαι, δέ θά 'λεγα ψέματα, οί.ίτε γιά ολο τό χpuaιXcpL τοu κόσμοu. 'Όμως, γιά νά ξανάρθω στήν ίστορία [Lou, μόλις μεταμορφώθηκε σέ λόκο, έγβαλε ίνα οόρλιαχτό καί χάθηκε μέσα στό δάσος. Ποό λέτε έ γώ, τά 'χα τ'όσο χαμένα στην άρχή, ποό δέν ήξερα ποu βρισκό μοuνα. 'Ύστερα, σηκώθηκα νά πάρω τά ροuχα τοu καί τί νομί ζετε πώς είδα; Τά ροuχα τοu είχαν γίνει πέτρες. Καί τώρα άκό
μα, δέν μπορώ νά καταλάβω, πώς δέν πέθανα τότε άπ' τόν φό-
,
ΣΑΠ ΡΙΚΟΝ
95
βο μοu. 'Έκανα κοuράγιο ώστόσο, τράβηξα τό σπαθί μου καί σ' δλο τό δρόμο χτόπαγα μέ δαΟτο τοός ίσκιοuς, ώσποΙ) εφτασα
τελικά στό άγρόκτημα τής καλής μοu. 'Όταν μπήκα μέσα, η μοuνα ί'διο πτώμα' παρά λίγο νά τά τίναζα εκεί γιά καλά' ό κρόος ίδρώτας είχε μουσκέψει τ' άχαμνά μοu, είχα χάσει τό φώς τών ματιών κι ελεγα πώς δέν πρόκειται νά σuνέρθω ποτέ! Ή γ λuκιά μοΙ) ή Μέλισσα άπόρησε βλέποντάς με νά 'χω πάρει τοός δρόμοuς τέ.τοια ώρα: «"Αν είχες ερθει νωρίτερα, μοΟ είπε θά μποροΟσες νά βάλεις καί σό ενα χεράκι, γιατί ενας ΛUκoς μπήκε στή μάντρα καί μάς κατασπάραξε δλα τά ζωντανά μας,
λέ.ς κι ητανε χασάπης. Τό πλήρωσε δμως άκριβά, παρ' δλο ποό πρόλαβε καί τό 'σκασε: ενας δοΟλος μας, τόν χτόπησε μέ τήν λόγχη, ποό τοΟ τρόπησε τό λαιμό πέρα γιά πέρα)). 'Ύστερα άπ' αύτό, ποΟ νά κλείσω μάτι. Μόλις ξημέρωσε, βγήκα εξω τρέχον τας , σάν χανιτζής ποό κuνηγάει τοός κλέφτες. Φτάνοντας εκεί
ποό τά ροΟχα γίναν πέτρες, δέ βρήκα τίποτ' αλλο εκτός άπό αί μα. 'Όμως, δταν μπήκα στό σπίτι τοΟ xupCou μοu, είδα τόν στρατιωτικό ξαπλωμένον στό κρεβάτι. Οίίρλιαζε άπ' τοός πόνοuς καί ενας γιατρός τόν περιποιότανε, επιδένοντας τοΙ) τόν λαιμό. Κατάλαβα τότε πώς ητανε ενας λuκάνθρωπος κι άπό κεί κι σστερα, κάλλιο τό 'χα νά μέ σκοτώσοuν, παρά νά κάτσω νά φάω μιά μποuκιά ψωμί μαζί τοu. 'Ο καθένας σας ας σκεφτεί δ
,τι θέλει. 'Εγώ ώστόσο, αν λέcμ ψέματα, δέχοuμαι νά πέσοuν ά πάνω μοΙ) δλοι οί προστάτες Δαίμονές σας καί νά μέ άφήσοuνε στόν τόπο.»
63.- Ή εκπληξη μάς είχε παραΛUσει χέρια καί πόδια, ό Τριμάλχιος δμως, βιάστηκε νά πεί: «'Ομολογώ πώς μοΟ 'χει σηκωθεί ή τρίχα, γιατί ξέρω πώς ό Νικέρως δέ λέει ποτέ τοΙ) μποορδες. Είναι ανθρωπος σο
βαρ ό ς καί δέ λέει όπερβολές. Τώρα, θά σάς διηγηθώ κι εγώ μιά ίστ ο ρία φρίκης καί τρόμοu. Θuμίζει περιπτώσεις, ποό οί γάιδα ροι άνεβαίνοuνε στή στέγη καί πρέπει νά κάνεις τίς κατάλληλες ίεροτελεστίες, γιά νά μήν εκπληρωθεί ό κακός οΙωνός. Λοιπόν , σταν τ ά μαλλιά μοΙ) ήταν άκόμα κατσαρά (γιατί άπ' τά παιδι-
96
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
κά μοu χρόνια εζησα σάν Σuβαρίτης) τό εόνοοόμενο άγόρι τοu XUpfOU μοu πέθανε στά καλά καθοόμενα. Ήταν ενας εφηβος, σωστό μαργαριτάρι, μά τόν Ήρακλή τέλειος σέ δλα τοu, καλός καΙ ώραίος. Ή δUστuχη ή μάνα τοu τόν μοιρολογοuσε κι εκλαι γε καί πολλοί άπό μάς μετέχαμε στή θλίψη της, δταν ξάφνοu οί στρίγγλες άρχίσανε νά στριγγλίζοuν τόσο δuνατά, ποό θά 'λεγες πώς ακοuγες σκuλιά νά κuνηγοuν λαγό. Είχαμε τότε εναν Κα
παδόκη, εναν γίγαντα ως έκεί πάνω, ποό δέν φοβόταν τίποτα καΙ ήταν τόσο δuνατός, ποό μποροuσε νά σηκώσει στά χέρια καί μανιασμένο ταUρο. 'Όποu έκείνος ό παλληκαράς, τραβάει άμέσως τό σπαθί τοu, όρμάει τρέχοντας εξω καί τρuπάει πέρα γιά πέρα μιά άπό κείνες τίς μάγισες κάτω άπ' τήν κοιλιά, σέ τοuτο έδώ τό μέρος πάνω-κάτω οί θεοί νά μοu τόχοuν καλά, τοuτο δώ ποό άγγίζω! 'Ακοόσαμε μιά κραuγή πόνοu, μά γιά νά
μή λέω ψέματα, κανένας μας δέν είδε τίς μάγισσες. Ό γεροδε μένος ό ψηλέας μας, μόλις ξαναμπήκε μέσα, επεσε άμέσως στό
κρεβάτι. Είχε μελανιές σέ δλο τό κορμί
'tou,
λές καί τόν σπά
σανε στό ξόλο. ΤΗταν όλοφάνερο πώς τόν αγγιξε τό χέρι τοu έ ξαποδώ. Κλειδαμπαρώσαμε λοιπόν τίς πόρτες καί ξαναρχίσαμε νά κλαίμε τόν νεκρό. Μά τή στιγμή ποό ή μάνα άγκάλιασε τόν
γιό της κι ήταν ετοιμη νά τόν φιλήσει, είδε πώς εσκuβε πάνω ά πό ενα όμοίωμα άνθρώποu, παραγεμισμένο μέ αχερα. Δέν είχε πιά, μήτε καρδιά, μήτε νεφρά, μήτε σπλάχνα. Φώς-φανάρι, οί στρίγγλες είχαν κλέψει τό παιδί καί βάλανε ,στή θέση τοu εναν άχuράνθρωπο. Παρακαλώ νά μέ πιστέψετε, δέ λέω ψέματα. 'Ύπάρχοuνε γuναίκες προικισμένες μέ δuνάμεις σκοτεινές,
u-
πάρχοuνε θεές τής νόχτας, ποό μποροuν νά aou τά ςptpouv δλα ανω-κάτω. 'Όσο γιά τόν χοντροόλιακα, τόν γίγαντα, ποτέ δέν ξαναβρήκε πιά τό χρώμα τοu, μετά άπό κείνη τήν περιπέτεια,
καί σέ λίγες μέρες τοu 'στριψε γιά καλά καί πέθανε.»
64.-
Ή κατάπληξή μας ήτανε μεγάλη δσο καί ή εόπιστία
μας. 'Ασπαστήκαμε τό τραπέζι καί ίκετέψαμε τίς Νόχτιες νά μάς κάνοuνε τή χάρη νά μείνοuν σπίτια τοuς, δταν θά έπιστρέ φαμε άπ' τό δείπνο.
97
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
Γιά νά λέω τήν άλήθεια, μού φάνηκε πώς ό άριθμός τών
λυχναριών είχε αυξηθεί κι δλο τό τρικλΙνιο φωτιζότανε θά 'λε γα πιό εντονα, ϊσως έπειδή είχα άρχΙσει νά μεθάω. ΚεΙνη τή στιγμή, ακουσα τόν Τριμάλχιο νά λέει: «ΚαΙ σό, Πλόκαμε, δέ λές τΙποτα; Δέν εχεις τΙποτα νά
πεΙς, γιά νά μάς διασκεδάσεις; 'Άλλοτε εΤχες περισσότερο κέφι. Μάς άπάπελνες ώραΙους διαλόγους, μάς τραγοόδαγες. ' ΑλΙ μονο, πάνε, περάσανε οί καλές μέρες.» «ΝαΙ, είναι άλήθεια πώς βάρυνα, άπό τότε ποό επαθα πο δάγρ α» άπάντησε δ αλλος. «ΚαΙ νά σκεφτείς πώς δταν ήμουν
νέος, λίγο ελειψε νά γΙνω φθισικός, άπ' τά πολλά τραγοόδια ποό ελεγα. 'Άμ, ό χορός; Κι ή κωμωδΙα; ΚαΙ τό μιμόδραμα τού κουρέα; Ποιός μπορούσε νά μού παραβγεί, εξω άπό τόν
,Απελλή;»(50) ΚαΙ βάζοντας τό χέρι του στό στόμα, αρχισε νά σφυρΙζει. Μού 'ρθε νά βουλώσω τ' αυτιά μου, αυτός ώστόσο ΙσχυρΙστηκε πώς ή μελωδΙα ήταν έλληνική. Ό Τριμάλχιος, γιά νά μή μεΙνει πΙσω, αρχισε νά μιμείται τή σάλπιπα κι ίίστερα στράφηκε στό ευνοοόμενο άγόρι του ποό τόν ελεγε Κροίσο. ΤΗταν ενα τσΙμπλικο παλιόπαιδο, μέ δόντια μαύρα άπ' τή βρώμα. Τήν ώρα έκεΙνη προσπαθούσε νά σπαρ γανώ σει μ' ενα πράσινο πανΙ τή μαόρη σκυλΙτσα του καΙ τής ε δινε μέ τό ζόρι νά φάει ψωμΙ κι έκεΙνη ή χοντρή, μέχρις άηδΙας σκυλίτσα, δός του κι εφτυνε τΙς μπουκιές πάνω στό μαξιλάρι.
Βλέποντάς τα δλα αυτά δ Τριμάλχιος, είχε τήν εμπνευση νά πεί νά φωνάξουν τόν Σκόλακα, τόν «φόλακα τού σπιτιού καΙ τών κατοίκων του». Φέρανε άμέσως εναν τεράστιο σκόλαρο, δε μένον μέ άλυσΙδα. Ό θυρωρός τού 'δωσε μιά κλωτσιά κι ό σκό λος κατάλαβε πώς επρεπε νά πάει νά ξαπλώσει μπροστά στό
τραπέζι. Ό Τριμάλχιος τού πέταξε ενα ασπρο · ψωμΙ «ΚανεΙς μέσα σ' αίιτό τό σπΙτι δέ μ' άγαπάει σάν τούτο τό σκυ λ ι», ειπε. ,
Τ
Ό Κροίσος τό πήρε κατάκαρδα, άκοόγοντας τόν κόριό του
50)
Ό 'Απελλή ς ήταν ενας φημισμένος τραγικόι; ήθοποιόι;, ΙπΙ ΚαλιγοόλlΧ.
98
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
νά παινεύει ετσι δά τόν Σκόλακα. Κατέβασε λοιπόν άμέσως τήν σκuλίτσα ΤΟι) στό πάτωμα καΙ τήν τσΙπλησε νά όρμήσει στή μάχη. Ό Σκόλαξ~ ΙΙπακούοντας στά σκuλΙσια φuσικά τοu~ ξέ σπασε σέ τρομαχτικά γαuγΙσματα~ πήδηξε καταπάνω στή Μαργαριτένια τοu ΚροΙσοι) καΙ λΙγο άκόμα~ θά τήν εκανε κομ
μάτια. ΚαΙ δέν ήταν μόνο αυτό~ μά έξ αΙτΙας τοu σκuλοκαuγά άναποδογύρισε μιά πολύκλωνη λuχνΙα ποό ~χαν βάλει στό τρα πέζι~ επεσε κι εσπασε ολα τά γuαλικά καΙ τό καφτό της λάδι πι τσίλισε τούς καλεσμένοuς. Μή θέλοντας νά δεΙξει πώς τοu κό στισε αύτή ή ζημιά~ ό Τριμάλχιος φίλησε τό άγόρι καΙ τοu είπε νά άνέβει στήν πλάτη τοu. Ό Κροίσος καβάλησε άμέσως στό ό ποζύγιό ΤΟι) καΙ βάλθηκε νά χτuπάει τόν .Τριμάλχιο στούς ώ μοuς μέ τίς γροθιές τοu~ φωνάζοντας δuνατά γιά ν~ άκοuστεί~ γιατί ολοι σκάσανε στά γέλια: «Μπίζ! ΜπΙζ! Ποιό χέρι σέ βάρεσε;» Σέ λίγo~ ό Τριμάλχιος ξαναβρήκε τήν ήσuχΙα ΤΟι) καΙ είπε νά έτοιμάσοuν μιά τεράστια κούπα νερωμένο κpασΙ~ γιά νά
πιοuν τΙς γοuλιές τοuς οί δοuλοι πού καθόντοuσαν στά πόδια μας.
«Κι αν άρνηθεί κανεΙς νά πιεί»~ είπε~ «καταβρέξτε τον μέ τό κρασί τό κεφάλι. 'Ες αυριον τά σποuδαία~ τώρα διασκεδά ζοuμε».
65.-
Μετά άπ~ αυτό τό δείγμα τής μεγάλης καλωσύνης
τοu~ μ~ς σερβίρανε κάτι λιχοuδιές~ πού αν θέλετε τό πιστεύετε~ έμένα oμως~ μόνο πού τΙς θuμ&μαι~ μοu γuρΙζοuν τ~ αντερα.
ουτε λίγo~ ουτε πoλύ~ επεφτε στό μερτικό τοu καθενός μιά ποu λάδα καί κάμποσα αυγά χήνας καΙ νά ~χεις καΙ τόν Τριμάλχιο νά έπιμένει πώς πρέπει λέει νά τά τιμήσοuμε~ γιατΙ οί ποuλάδες ήταν καλά καθαρισμένες καΙ δέν τούς είχε μεΙνει ουτε ενα κόκκαλο.
.
'Όσο γινόντοuσαν αυτά~ ενας ραβδοuχος χτύπησε στήν πόρτα τοu τρικλΙνιοι) καΙ μπήκε ενας καινούριος καλεσμένος ντuμένος στ~ ασπpα~ σuνοδεuόμενος άπό πολuάριθμη άκολοu
θία. 'Εγώ κατατρόμαξα βλέποντας τό άρχοντικό ΤΟι) uφος καΙ
99
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
είπα πώς είναι ό ί'διος ό πραίτορας. Προσπάθησα λοιπόν νά ση κωθώ άπ' τό κρεβάτι καί νά σταθώ προσοχή, παρ' όλο ποό η
μο\)να ξ\)πόλητος. Ό 'Αγαμέμνων όμως μ.έ κορόιδεψε που άνη σόχασα τόσο καί fLOU εΙπε: «Μήν κάνεις ετσι, χαζοόλιακα. ΕΤναι ό 'Αμπίννας, ό σεβή ρος, μαρμαράς τό επάγγελμα, ποό όπως λένε, κάνει τά ώραιό τερα επι.άφια μνημεία». Μετά άπ' αίιτό, ξαναξάπλωσα, άκοόμπησα στόν άγκώνα μο\) κι αρχισα νά παρατηρώ τήν είσοδο τοσ 'Αμπίννα μέ μεγά λη άπορία. ΤΗταν κιόλας σκνίπα στό μεθόσι, στηριζότανε καί μέ τά δ\)ό το\) χέρια στοός ωμο\)ς τής γ\)ναίκας το\). Φόραγε στό
κεφάλι το\) πολλά στεφάνια καί τό μοστρο το\) ΓUάλιζε άπ' τίς • πομάδες, ποό τρέχανε μαζί μέ τόν ίδρώτα άπό τό μέτωπο καί πέφτανε στά μάτια το\). Βολεότηκε στή θέση τοu πραίτορα καί ζήτησε άμέσως κρασί καί ζεστό νερό. Ό Τριμάλχιος, είιχαρι στήθηκε τά μάλλα, βλέποντάς τον τόσο κεφάτο, ζήτησε κι άτός του μεγαλότερη κοόπα καί ρώτησε τόν επισκέπτη το\) πώς τόν είχαν τραπεζώσει. _ «Τίποτα δέ μάς ελειψε, εξω άπό σένα», άπάντησε ό 'Αμ
πίννας. «Γιατί βεβαίως, ή κόρη τοσ όφθαλμοσ μο\) ήταν εδώ. Κατά τά αλλα, μά τόν Ήρακλή, περάσαμε πολό ώραία. Ή Κνίσσα μάς παρέθεσε ενα γεuμα μέ τά όλα το\), γιά τά εννιάμε ρα τοσ καημένο\) τοu δοόλο\) της, ποό τόν άπελε\)θέρωσε μετά τόν θάνατό το\). Κι αν δέν κάνω λάθος, εχει άκόμα νά πληρώσει οίικ όλίγα στοός εΙσπράκτορες τοσ φόρο\) άπελε\)θερώσεως, διό
τι ή τιμή τοσ νεκροσ όπολογίζεται γtSpω στίς στίς πενήντα χι λιάδες σηστέρτιο\)ς. Παρ' όλα αίιτά, περάσαμε θασμα, αν καί ποχρεωθήκαμε νά κάνο\)με σπονδές στά φτωχά το\) κόκκαλα,
u-
χόνοντ ας ετσι τό μισό κρασί μας».
«66.-
Καί τί άκριβώς σάς σέρβιραν;» ρώτησε ό Τριμάλ
χιος.
«Θά σοσ τά πώ μέ τη σειρά», εΤπε ό αλλος, «αν βέβαια καταφέρω νά τά θ\)μηθώ. Γιατί εχω τόσο περίφημη μνήμη, ποό μοσ τ\)χαίνει σ\)χνά νά ξεχάσω τ' όνομά μο\). 'Ωστόσο, μάς εί-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
100
χανε γιά πρώτο πιάτo~ ενα γοuρούνι μ.έ αίμ.ατηρά λοuκάνικα
καί αλλα λοuκάνικα ϋσΤεΡα καί γooσες~ πολύ νόστιμ,α μ.αγειΡε μ.ένες καί δέν ελειψαν βεβαίως καί τά σέσκοuλα καί τό χωριά τικο Ψωμ.ί~ πού έγώ πpoσωπικά~ τό προτιμ.ώ χίλιες φορές άπ~ τό ασπpo~ γιατί μ.έ πιάνει καλύτερα καί δέν εχω λόγοuς νά τανιέμ.αι~ δταν πάω έκει πού ξέρεις. Τό έπόμ.ενο πιάτο ήταν μ.ιά κρύα πίτα~ ΠεΡιχuμ.ένη μ.έ μ.έλι καί σπανιόλικο κρασί. Γιά νά
λέω τήν άλήθεια~ τήν πίττα οϋτε τήν απιξα~ εφαγα δμ.ως μ.έλι μ.έχΡΙ σκασμ.οΟ. ισΤεΡα είχανε στραγάλια καί λούπινα καί κα ρύδια κατά βούληση καί ενα μ.ήλο στόν καθένα. 'Εγώ ώστόσo~
τά κατάφερα καί βούτηξα δύo~ έδώ τά εχω~ τuλιγμ.ένα στήν πε τσέτα μ.οu. Γιατί αν δέν πάω τίποτα στόν μ.ικρό μ.Οι) δooλo~ θά μ.οΟ κάνει μ.ιά σκηνή~ θεέ μ.Οι) φύλαγε! 'Ά~ ναί~ εuτuχώς πού ή κuρία σύζuγός μ.οu~ μ.οΟ φρεσκάρισε τώρα δά τή μ.νήμ.η μ.οu. Τό βασικό πιάτo~ ήταν ενα κομ.μ.άτι άρκούδα καί ή Σίντιλλα~ εχον τας κάνει τό λάθος νά δοκιμ,άσει μ.ιά μ.ποuκιά~ λίγο ελειψε νά ξεράσει δλα της τά ανΤεΡα. 'Εγώ άπεναντίας~ τοΟ ~δωσα καί κατάλαβε~ εφαγα πάνω άπό μ.ιά λίτpα~ γιατί μ.οσχοβόλαγε τό ατιμ,ο σάν άγριογούΡοuνο. Κι έπιπλέoν~ ελεγα μ.έσα μ.οu~ έφ ~ δ σον ή άρκούδα τρώει έμ.άς τούς θνητoύς~ δέν πρέπει κι έμ.εΙς οί θνητοί νά τρώμ.ε τήν άρκούδα; Tέλoς~ μ.άς είχανε καί μ.αλακό τuρί πεΡιχuμ.ένο μ.έ φετεινό κρασί καί μ.ιά καραβίδα τοΟ καθενός καί πατσές καί σηκωτάκια καί ρέβες καί μ.οuστάΡδα. Φέρανε καί κιμ,ινόσποροuς τοuρσί καί βρεθήκανε ανθρωποι τόσο κα κoαναθpέμ.μ.ενoι~ πού πήρανε μ.έχΡΙ καί τρεις χοΟφτες. 'Όσο γιά τό χoιpoμ.έpι~ είπαμ.ε νά μ.άς λείπει.»
67. -
υOμ.ως~ γιά πές μ.οu~ Γάιε~ σέ παρακαλώ: γιατί δέ
βλέπω τή Φορτοuνάτα στό τραπέζι;» «Τήν ξέρεις δά»~ άπάντησε ό Τριμ,άλχιος. «"Αν δέν ταχτο ποιήσει τά άσημ.ικά~ αν δέν μ.ΟιΡάσει τ~ άπομ.εινάρια στούς δού
λοuς~ δέν κάθεται νά βάλει μ.ποuκιά στό στόμ.α της».
«'Έ~ λoιπόν~ αν δέν ερθει στό τpαπέζι~ θά σηκωθώ κι έγώ καί θά φύγω».
Καί θά τό ~κανε~ αν ό Τριμ,άλχιος δέν εγνεφε στούς δού-
ΣΑ ΤΥΡ ΙΚΟΝ
101
λους, πού βαλθήκανε ολοι μαζί νά φωνάζουνε τή Φορτουνάτα.
Ήρθε λοιπόν, εχοντας ζώσει μέ ζώνη άνοιχτοπράσινη τό φόρε μά της, πού αφηνε νά φαίνεται άπό μέσα ενας ΚεΡασίς χιτώνας καθώς καί οί στριφτοί δακτύλιοι στίς γάμπες της καί τά ασπρα χρυσοκέντητα πασούμια της. Σκούπισε τά χέρια της στή μαν
τήλα πού φοροίίσε στό λαιμό καί εκατσε στό κρεβάτι σποΙ) εΙχε βολευτεί ή Σίντιλλα, ή γυναίκα τοίί 'Αμπίννα κι !νώ ή άλλη χτύπαγε κιόλας παλαμάκια, ή Φορτουνάτα τήν άγκάλιασε, τή φίλησε καί τής εΙπε: «Σάν τά χιόνια! τι καλά πού εκανες κι ήρθες!» Σέ λίγο, τά πράγματα φτάσανε στό σημείο σποΙ) ή Φορ τουνάτα εβγαλε τά βραχιόλια άπ' τά χοντρά της χέρια καί τά εδωσε στή Σίντιλλα νά τά θαυμάσει άπό κοντά. 'Έβγαλε μέχρι καί τούς δακτύλιους άπ' τούς άστραγάλους της καί τό χΡuσό δί χτυ τών μαλλιών της, βεβαιώνοντας πώς ήτανε φτιαγμένο άπό πεντακάθαρο χρυσάφι. Ό Τριμάλχιος πρόσεξε τούτη τήν !πί δειξη καί εΙπε νά τοίί τά ιplpouv σλα. «Γιά δέστε !δώ, τί βάρη κοuβαλάνε οί γυναίκες», ε!πε. «'Έτσι μάς ξεπουπουλιάζουν ε !μάς τά κουτορν(θια. 'Όλα αότά
ζυγίζουν τό λιγότερο έξίμισι λίτρες. Μά μή νομίζετε πώς κι !γώ
πάω πίσω. 'Έχω ενα βραχιόλι πού ζuγίζει δέκα λίτρες καί ε!πα καί μοίί τό 'φτιαξαν μέ τά χιλιοστά άπ' τά κέρδη μοu, πού ετα ζα κάθε τόσο στόν 'Ερμή, γιά νά πάνε καλά οί δουλειές μοu.» Τελικά, γιά νά μάς άποδείξει πώς ελεγε άλήθεια, εΙπε καί φέρανε μιά ζυγαριά καί σλοι μας μέ τή σειρά, άναγκαστήκαμε
νά !λέγξουμε τό βάρος. 'Όπου ή Σίντιλλα, τό ίσιο κι αότή κάυ χησιάρα, ξεκρέμασε άπ' τό λαιμό της ενα μικρό χρυσό κοuτάκι,
πού εΙπε πώς τής φέρνει γούρι καί εβγαλε άπό μέσα δuό σκου λαρίκια, πού τά 'δωσε στή Φορτοuνάτα νά τά θαuμάσει.
«ΕΙναι ενα δώρο τοίί κυρίου συζύγου μου», εΙπε, «καμμιά γυναίκα δέν εχει ώραιόΤεΡα». . «Νά πάρει ή όργή καί νά σηκώσει», εΙπε ό Άμπίννας, «ξε παραδιάστηκα μέχρι τελεuταίο δίλεπτο, γιά νά σοίί άγοράσω
αότά τά γυάλινα κοuκιά. Μά τό ναί, αν εΙχα μιά κόρη, θά τής ε κοβα τά αότιά. Δίχως τίς γuναίκες, θά 'χαμε τζάμπα σλα τά
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
102
καλά τού κόσμου. Τώρα ομως, μάς κοστίζουνε δ κούκος άη δόνι».
'Όπου δ Τριμάλχιος βρήκε τήν ε ι) χαιρία νά πεί τό ποιηματά κι του: «Θά. 'πρεπε βέβαια ν' ά.γαπώ 't">l) -yuναικοόλα μ.ου οσο άγαπώ καΙ τά εσοδά μ.ου. Ώστόσο δμ.ολογώ κι ας εΙν' ντροπή μ.εγάλη μ.ου πώς δέ θ' άγάπαγα τά κέρδη μ.ου αν ήξερα πώς θά 'ταν ίδια πάντα».
Στό μεταξό, οί δυό -Υυναίκες, ποό τό κρασί τίς είχε χτυπή σει κιόλας στό κεφάλι, άρχισαν νά γελάνε καί νά φιλιούνται. Ή μιά καυχιόταν κι ελεγε τί καλή νοικοκυρά ποό είναι, ή άλλη παραπονιότανε πώς δ άντρας της τήν παραμελεί καί προτιμάει τ' άγόρια. Τήν ώρα ποό άνοίγαν ετσι τήν καρδιά τους, δ Άμ
πίννας σηκώθηκε κλεφτά, επιασε τήν Φορτουνάτα άπ' τά πόδια καί σηκώνοντάς τα, τήν εκανε νά πάρει μιά τοόμπα πάνω στό
κρεβάτι. «Μή, μή ξεφώνιζε ή Φορτουνάτα, νιώθοντας τό φουστάνι της νά γλιστράει πάνω άπ' τά γόνατα. 'Ύστερα, σιάχτηκε καί
πέφτοντας στήν άγκαλιά τής Σίντιλλα, εκρυψε στό μαντήλι τό πρόσωπό της, ποό είχε κοκινίσει άπ' τή ντροπή καί είχε γίνει πιό άσχημο άπ' Ο,τι εϊταν.
68.- Σέ λίγο, ό Τριμάλχιος είπε νά φέρουν τά έπιδόρπια. Οί δούλοι σήκωσαν ολα τά τραπέζια καί τά άντικατέστησαν μέ
άλλα. 'Ύστερα ρίξανε στό πάτωμα πριονίδι βαμμένο μέ κιννά βαρι καί σαφρά καί κάτι ποό δέν τό 'χα ξαναδεί ώς τότε: ρίξανε
καί κονιορτοποιημένο λεπιδόλιθο. 'Όπου δ Τριμάλχιος είπε: «Σωστά έκτελέσατε τη διαταγή μου κι άλλάξατε τραπέ ζια, μιά καί τό έπιδόρπιο λέγεται ώς γνωστόν καί δεότερο τρα πέζι. Μ' άν εχετε καί τίποτ' άλλο έκλεκτό, φέρτε το άμέσως». Στό μεταξό, ενας δούλος άπό τήν 'Αλεξάνδρεια, ποό σέρ βιρε ζεστό νερό, άρχισε νά μιμείται τό άηδόνι, μόνο καί μόνο γιά νά δώσει τήν ευκαιρία στόν Τριμάλχιο νά πεί:
Σ Λ ΤΤΡ Ι ΚΟΝ
103
«Δι μ,' άρέσεις άηδόνα. ''Αει δώ νά καΙ σώπα». 'Ύστερα βάλθηκε νά μ,α.ς διασκεδάσει ό δοuλος ποό καθό ταν ε μ,πρός στά πόδια τοu ' Αμ,πΙννα. Ύπακοόοντας άναμ,φΙβο λα σέ διατα-Υή τοu
xupCou
τοu, άρχισε νά άπαπέλει στά καλά
καθοόμ,ενα, μ,έ τσφιχτή φωνή: Τού Α Ινεία ό στόλος στόλος εlχε ξανοιχτεί στό πέλαγο μακρυά θε ( S l)
Ποτέ ως τά τότε δέ
fLou
τρόπησε τ' αυτιά διαπεραστικότε
ρη φωνή. ΓLατΙ, οχι μ,όνο άνέβαζε καΙ κατέβαζε τή φωνή τοu σύμ,φωνα μ,έ τή βάρβαρη φαντασΙα τοu, μ,ά άνακάτεuε στό πο Ιημ,α καΙ στΙχοuς τής Άτελλάνιας φάρσας κατά τέτοιο τρόπο,
πού άκόμ,α καΙ ό ίΟLOς ό ΒφγιλLOς δέ
fLou
άρεσε καθόλοu. Ευτu
χώς πού κοuράστηκε καΙ σταμ,άτησε.
«ΚαΙ μ,ή νομ,Ισετε πώς εμ,αθε JCοτέ τοu γράμ,μ,ατα», μ,α.ς εl πε ό ' Αμ,πΙννας. «Τόν εστειλα δμ,ως νά δεί τοός σαλτιμ,πάγκοuς, γιά νά τόν μ,ορφώσω. Τώρα, δέν εχει τό ταΙρι τοu, ξέρει καΙ μ,ι μ,είται στήν έντέλεια τούς μ,ποuλοuξήδες καΙ τοός τσαρλα
τάνοuς. Κι εΙναι τόσο χρuσοχέρης, καΙ καταντάει
άπΙστεuτο:
καί παποότσια νά aou φτιάξει καΙ νά μ,αγεφέψει καΙ ζαχαρο πλάστης πρώτης, μ,έ δuό λόγια εΙναι ό έκλεκτός δλων τών Μο uσών. 'Έχει ώστόσο δuό έλαττώμ,ατα ποό άν δέν τά 'χε, θά 'ταν τέλεLOς: εΙναι σοuνετισμ,ένος καΙ ροχαλΙζει. ΓLατΙ κατά τά
άλλα, τό πώς εΙναι λιγάκι άλλήθωρος, πεντάρα δέ μ,έ νοιάζει, άφο u είναι γνωστό πώς καΙ ή ίοια ή ΆφροδΙτη δέν πάει πΙσω σ' αυτό τό σημ,είο. Βέβαια, έξ αΙτΙας τοu άλληθωρισμ,οu τοu, εΙναι κα ί φλύαρος. Τόν άγόρασα τριακόσια δηνάρια ...
69.-
Ή ΣΙντιλλα τόν διέκοψε:
« Σά νά
fLou
φαΙνεται πώς δέν τούς λές τΙ άλλο ξέρει τοu
τος ό κανάγιας: εΙναι ό μ,αστρωπός
aou,
μ,ά δΙ θά
fLou γλιτώσει.
Θ ά τόν μ,αρκάρω έγώ μ,έ πuρωμ,ένο σΙδερο. »
5 1)
Ό π ρ ώτο ς στΙχος τοίί πέμπτου βιβλΙου τής ΑΙιιειάδlχς .
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
104
Ό ΤριμάλΧLOς εσκασε στά γέλια. «'Έτσι εΙναι ολοι οΙ Καπαδόκες δοuλοι», εΙπε. «Τοός ξέρω έγώ τά καταφέρνοuν πάντα καί δέν τοός λείπει τίποτα. Καί κα λά xιXvouv, μά τό ναΙ 'Εγώ, τοός σuγχαίΡω. Μέ γειά τοuς μέ χαρά τοuς, γιατί
εΙναι κάτι ποό κανείς δέ crou τό προσφέρει, σάν βρίσκεσαι κιό λας στόν τάφο. 'Όσο γιά σένα, Σίντιλλα, μήν εΙσαι καί τόσο ζη λιάρα. 'Έχοuμε ράματα κι έμείς γιά τή γοόνα σας, οίικ όλίγα. Νά πεθάνω τοότη τή στιγμή, αν δέ μοu 'τuχε νά νταραβεριστώ μέ τή γuναίκα τοu κuρίοu μοu, τόσο ποό ό κόριός μοu κάτι μu
ρίστηκε καί μ' εστειλε στό έξοχικό τοu. Μ' ας μή σuνεχίσω,
. γιατί
δέ θά 'χω τελειωμό.» 'Όποu, ό διεφθαρμένος δοuλος; τά πήρε δλα αίιτά τοίς με
τρητοίς, λές κι ήτανε φιλοφρονήσεις γιά λόγοu τοu. 'Έβγαλε λοιπόν άπ' τόν κόρφο τοu ενα πήλινο λuχνάρι κι αρχισε νά μι μείται τή σάλπιγγα. Ή παράσταση βάσταξε πάνω άπό μισή ωρα καί ό ' Αμπίννας τοu κρατοuσε τόν ρuθμό σφuρίζοντας μέ τά δάχτuλα άκοuμπισμένα στό κάτω τοu χείλι. Τελικά, πήγε καί στάθηκε στή μέση τής αί'θοuσας κι αλλοτε παρωδοuσε μέ μικρά καλάμια τοuς αίιλητές κι αλλοτε, ντuμένος μέ μιά προβιά κι εχοντας ενα καμοuτσί στό χέρι, παράσταινε τόν μοuλαρά,
μέχρι ποό ό ' Αμπίννας τόν φώναξε κοντά τοu, τόν φίλησε καί _
τοu
τ
ειπε:
«Μπράβο Μασσά, θά
crou
δώσω ενα ζεuγάρι πατοόμενα».
Πολό φοβάμαι πώς θά σuνεχίζονταν γιά πολλή ωρα άκό μα ολες αίιτές οΙ άηδίες, αν δέν φέρνανε τά έπιδόρπια: Πίτες ά πό έκλεκτό άλεόρι, σέ σχήμα τσίχλας, παραγεμισμένες μέ στα φίδες καί καρuδόψuχα uστερα κuδώνια, δποu είχανε μπήξει ά γκάθια, γιά νά μοιάζοuν μέ σκαντζόχοιροuς. Γιά νά 'μαι δί καLOς ολα αίιτά δέν ήταν καί γιά πέταμα, έπακολοόθησε δμως ενα πιάτο τόσο άποκροuστικό, ποό θά προτιμοόσαμε νά πε θάνοuμε τής πείνας, παρά νά τό άγγίξοuμε. 'Όταν τό σερβίρανε, νομίσαμε πώς πρόκειται γιά μιά καλοθρεμμένη χήνα, γαρνιρι
σμένη μέ ψάρια καί μικρά ποuλιά. «Φίλοι μοu άγαπημένοι», εΙπε ό Τριμάλχιος «δλα δσα
•
Σ ΑΤΥΡ ΙΚΟΝ
105
βλέπετε σ' αότό τό πιάτο, εχο\)ν γίνει μέ τό Ιοω ίιλικό». 'Όπο\) έγώ, ποό τό μ\)αλό μο\) κόβει σάν ξ\)ράφι, μάντεψα άμέσως περί τίνος πρόκειται καί γ\)ρίζοντας στόν 'Αγαμέμνονα,
• ειπα:
«Νά μή μέ λένε 'Εγκόλπιο, αν δλα αότά δέν εΙναι άπό κε ρί η άπό πηλό. 'Έχω δεί στή Ρώμη, στά Σατο\)ρνάλια, όλόκλη
ρα γεόματα τέτοιας λοτης.
70.-
Δέν πρόλαβα νά τελειώσω τή φράση μο\), δταν ξανα
κοόστηκε ή φωνή τοu Τριμάλχιο\):
«'Όσο είναι άλήθεια πώς ό όγκος μο\) θα αόξάνει σ\)νεχώς -τών έπενδόσεών μο\) έννοώ καί όχι βέβαια τοu σώματός μο\) - αλλο τόσο είναι άλήθεια πώς ό μάγεράς μο\) τά κατασκεόασε δλα αότά μέ χοιρινό. Πο\)θενά στόν κόσμο δέν ίιπάρχει ανθρω πος τής δικής το\) άξίας. Φτάνει νά σοu καπνίσει καί θά σοu φτ ιάξει άμέσως ενα ψάρι άπό μαστάρια γο\)ροόνας ενα περι
στέρι άπό λαρδί' ενα τρ\)γόνι άπό χοιρομέρι' μιά κότα άπό χοι ρινές μπριζόλες. Γι' αΊ:ίτόν τόν λόγο τοu δώσανε ενα πoΛU ώ ραίο όνομα, ποι; έγώ τό σκέφτηκα, τόν είπαμε Δαίδαλο. Κι έ πειδή είναι τόσο προικισμένος, τοu εφερα δώρο άπ' τή Ρώμη δ\)ό μαχαίρια άπό σίδερο τής Νορικίας». Κι άμέσως είπε νά φέρο\)ν τά μαχαίρια, τά καλοκοίταξε, τά θαόμασε καί μάς έπέτρεψε μάλιστα νά δοκιμάσο\)με τήν κό ψη τοuς στά μάγοuλά μας. Ξάφνο\) μπήκανε δ\)ό δοuλοι, ποι; θά 'λεγες πώς τσακω
θήκανε στή βρόση: "Αν όχι τίποτ' αλλο, είχαν άκόμα κρεμ.α. σμένα στό λαιμό το\)ς τά κανάτια το\)ς. Ό Τριμάλχως θέλησε
νά ΛUσει τή διαφορά το\)ς, μά μήτε ό ενας , μήτε ό αλλος δέχτη κε τήν κρίση το\). 'Απεναντίας, αρχισε ό καθένας το\)ς νά βαράει
μέ τό μπαστοόνι τό κανάτι τοu άντιπάλο\) το\). Μείναμε κατά πληκτοι μπροστά στην άναίδεια τών Μο δοόλων, ποι; πρέπει βέβ αια νά 'ταν μεθ\)σμένοι καί δέν ξέρανε τί κάνανε. Παρακο
λο\)θοόσαμε ώστόσο την μπαστο\)νομαχία το\)ς καί σέ λίγο, δ ταν ράγισε τελικά ενα κανάτι, κι ανοιξε άρκετά ή ρωγμή, είδα με νά πέφτο\)ν άπό μέσα στρείδια κι αλλα θαλασσινά, ποό ενας
106
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
δούλος τά πρόλαβε καΙ τά μάζεψε σ' εναν δΙσκο καΙ μάς τά πρόσψερε στό ιUpO. Ό έψευρετικότατος μάγερας, μή θέλοντας
νά μείνει πίσω, μάς εψερε καραβΙδες πάνω σέ μιά άσημένια σκάρα καΙ μάς σέρβιρε τραγουδώντας μέ διαπεραστική ψωνή. Ντρέπουμαι νά άψηγηθώ τά δσα έπακολούθησαν. Σόμ ψωνα μέ μιά καινοόργια μόδα, ποό δέν εχει βέβαια καμμιά
σχέση μέ τά χρηστά μας ήθη, ήρθανε νεαροΙ μακρυμάλληδες
δούλοι καΙ φέρανε μιά άσημένια λεκάνη άρωματισμένο λάδι. Μυρώσανε λοιπόν μέ λάδι τά πόδια δλων τών καλεσμένων, ά φού πρώτα τά στολΙσανε μέ λουλουδένιες γΚιΡλάντες άπ' τοός μηρούς ως τΙς φτέρνες. 'Ύστερα ρΙξανε άπ' τό ίσιο άρωμα στόν άμφορέα μέ τό κρασΙ καΙ στίς λυχνΙες. Ή Φορτουνάτα εδειχνε κιόλας πώς είχε διάθεση νά χορέ ψει καΙ ή ΣΙντιλλα, άνΙκανη νά μιλήσει, άρχισε κιόλας νά χει ροκροτάει, δταν ό Τριμάλχιος φώναξε; «Φιλάργυρε καΙ σό Κάριε παρ' δλο πού είσαι φανατικός ό παδός τών Πράσινων,(52) σάς δΙνω τήν άδεια νά 'ρθείτε καΙ νά
κάτσετε στό τραπέζι. Πές στή σόντροφο τής ζωής σου, την Μηνοφίλα, νά 'ρθει καΙ κεΙνη».
Τί άλλο νά πώ; Λίγο άκόμα καΙ θά μάς πετάγανε άπ' τά κρεβάτια μά, τόσοι ήτανε οί δούλοι ποό είσβάλανε στό τρι κλίνto. Έγώ προσωπικά, είδα νά στροπυλοκάθεται άπάνω μου, ή μάλλον νά στρογγυλοξαπλώνει κείνος ό έξαΙρετος μάγε ρας πού είχε φτιάξει μιά χήνα άπό κρέας γουρουνιού καΙ ό ό ποίος εζεχνε τουρσΙ καί μπαχάρια. Κι οίΙτε τού 'φτασε ποό τόν
δέχτηκαν καί δαύτον στό τpα~έζι, παρά βάλθηκε νά μιμείται τόν τραγικόήθοποιό Έφέσιο κι ήθελε καλά καΙ σώνει νά βάλει στοίχημα μέ τόν κόριό του πώς στΙς έπόμενες κούρσες τού τσΙρ
κου, οί Πράσινοι θά κέρδιζαν τήν πρώτη δάφνη.
52) Ή ψατρΙα τών «Πράσινων)) στόν Ιιcιcόδpoμo. Άπό την Ιποχή τοΟ Νέ ρωνα είχαν κιόλας όργανωθεί οΙ Κ1Jριότερες ψατρΙες τών άρματοδρόμων, ποό θά παΙξΟ1Jν άργότερα σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή τής αότοκρα, τοριας.
~Λ TYP[KON
71.-
107
Ό Τριμάλχιος καταχάρηκε άκούγοντας αότήν τήν
πρό κληση:
«Φίλοι μου», εΙπε, «οί δοuλοι εΙναι ανθρωποι κι αότοί σάν δλους μας βυζάξανε τό l'διο γάλα μέ μά.ς, παρ' δλο πού ή μοίρα στάθη κε σκληρή μαζί τους. 'Ωστόσο, αν δέν μοϊ> συμβεί κανένα
κακό, θά πιοuνε σύντομα τό νερό τής λεφτεριά.ς. Θέλω νά πώ, τό λέω καθαρά στή διαθήκη μου, πώς τούς έλευθερώνω. Στόν Φιλάργυρο, άφήνω Ιπιπλέον ενα κομμάτι γής καί τή γυναίκα μέ τήν όποίαν συζεί. Στόν Κάριο, άφήνω ενα δίπατο σπίτι, ενα κρεβάτι μ' δλα τά προικιά του, καί τόν άπαλλάσσω άπό τόν φόρο άπελευθερώσεως. Τήν άγαπητή μου Φορτουνάτα, τήν 'έχω κάνει γενική μου κληρονόμο καί παρακαλώ δλους τούς φί λους μου νά τήν βοηθήσουν δσο μποροUν. Κι αν κάνω άπό τώρα γνωστές τίς τελευταίες θελήσεις μου, 'έχω τό σκοπό μου: Θέλω δλο τό σπίτι μου νά μέ σέβεται, σά νά ήμουνα ήδη νεκρός». 'Όλοι άρχίσανε κιόλας νά εόχαριστοuν τήν άφεντιά του καί νά Ιγκωμιάζουν μιά γενναιοδωρία πού δέν 'έχει τό ταίρι
της, δπως λέγανε, δταν ό Τριμάλχιος, παΙρνοντας τό πράμα στά πολύ σοβαρά, εΙπε καί φέρανε ενα άντίγραφο τής διαθήκης του καί μά.ς τήν διάβασε άπ' τήν άρχή ώς τό τέλος, χωρίς νά παραλείψει λέξη, έν μέσ Ψ τών κλαυθμών καί όδυρμών δλων τών παρισταμένων δούλων. 'Ύστερα, γυρίζοντας στόν Άμ, πιννα,
τ
ειπε;
«Λοιπόν, φίλε μου άκριβέ κι άγαπημένε, τί 'έχεις νά μοϊ> πείς; Τό χτίζεις τό μνημείο μου, σύμφωνα μέ τίς όδηγίες πού σοί> 'έδωσαν; Μήν ξεχάσεις σέ παρακαλώ νά βάλεις στά πόδια τοί> άνδριάντα μου τή μικρή μου σκυλίτσα καί στεφάνια καί ά ρώματα καί δλους τούς άγώνες τοί> ΠετραΤτη, 'έτσι ώστε., χάρη σέ σένα, νά 'έχω τήν εότυχία νά ζήσω καί μετά τόν θάνατό μου.
Καί νά εΙναι έκατό πόδια φαρΔU στήν πρόσοψη, πού θά βλέπει στή δημοσιά καί διακόσια πόδια σέ μάκρος μέσα στά χωράφια. Γιατί θέλω νά όπάρχουν δλων τών λογιών τά φρουτόδεντρα γύρω άπ' τίς στάχτες μου καί αφθονα κλήματα. ΕΙναι τελείως
παράλογο νά 'έχουμε ώραία σπίτια, μέ δλες τίς άνέσεις, δσο ζοuμε καί νά μή φροντίζουμε έκείνα δπου θά μείνουμε πoλu πε-
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
lO8
ρισότερα χρόνια. Γι' αίιτό άκριβώς, τό πρώτο πράγμα ποό θέ
λω νά γράψουν, είναι: ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ
ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Κατά τά αλλα, θά φροντίσω νά προσθέσω στή διαθήκη μου μιά εΙδική παράγραφο, γιά νά μήν τόχει καί τολμήσει
κανείς νά μέ προσβάλει μετά τόν θάνατό μου. Θά διορίσω ενα άπελεόθερό μου φόλακα τοΟ τάφου μου, γιά νά μήν μπαίνουν μέσα οί περαστικοί, καί κάνουν τό χοντρό τους. Σέ παρακαλώ έπίσης νά σμιλέψεις στό μνημείο μου καράβια ποό νά σκίζουνε τά κόματα μέ φουσκωμένα ολα τά πανιά τους καί μένανε άτό μου, προσωπικώς, νά κάθουμαι σέ μιά έξέδρα καί νά μοιράζω στόν λαό ενα σακοόλι όλόχρυσε~ μονέδες. Τό ξέρεις βέβαια πώς εχω παραθέσει ενα δημόσιο γεΟμα καί εδωσα δυό δηνάρια σέ κάθε όμΟτΡάπεζο. Πρόσθεσε, αν δέν εχεις άντίρρηση, τήν αί'θου σα τοΟ γεόματος καί ολον τόν κόσμο νά περιδρομιάζει. Στά δε ξιά μου, θά βάλε.ις τό αγαλμα τής Φορτουνάτα, ποό θά κρατάει ενα περιστέρι· καί νά τραβάει ξοπίσω της, άπ' τό λουρί, μιά μι κρή σκυλίτσα. Κι ύστερα, αίιτό έδώ τό ώραίο παιδί, ποό τόσο τό 'χω στήν καρδιά μου καί μπόλικους άμφορείς, άλλά νά 'ναι με γάλοι καί καλά σφραγισμένοι, γιά νά μή χύνεται τό κρασί. Μπορείς άκόμα νά λαξέψειι; μιά σπασμένη ίιδρία καί ενα κορι τσάκι ποό σκύβει άπό πάνω της καί κλαίει. 'Ένα ρολόι στό κέν
τρο, ετσι ωστε, οποιος κάνει νά κοιτάξει τήν ωρα, νά διαβάσει,
θέλει δέ θέλει, το ονομά μου. 'Όσο γιά τήν έπιτάφιο έπιγραφή, κοίτα αίιτήν έδώ καί πές μου αν μπορεί νά μείνει ετσι, η θέλει διόρθωμα: ΕΝθΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
Ο ΓΑΙΟΣ ΠΟΜΠΗΙΟΣ ΤΡΙΜΑΛΧΙΟΣ ΜΑΙΚΙΝΕΣΤΑTlΣΙΜΟΣ ΕΝ ΑΠΟΤΣΙΑ ΤΟΤ ΑΝΑΚΗΡΤΧθΕΙΣ ΣΕΒΗΡΟΣ Δ ΤΝΑΜΕΝΟΣ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ ΕΙΣ ΟΙΑΝΔΗΠΟΤΕ ΔΕΚΑΡΧΙΑΝ ΔΙΑΜΕΝΩΝ ΕΝ ΡΩΜΗ ΑΠΕΠΟΙΗθΗ ΤΗΝ TlΜΗΝ
θΕΟΣΕΒΕΣΤΑΤΟΣ ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΣ ΑΤΤΟΔΗΜΙΟΤΡΓΗΤΟΣ ΚΑΤΕΛΙΠΕΝ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΤΡΙΑ ΣΗΣΤΕΡΤΙΟΤΣ ΟΤΔΕΠΟΤΕ ΤΠΑΡΞΑΣ ΜΑθΗΤΗΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΚΑΛΟΝ ΣΟΙ ΚΑΤΕΤΟΔΙΟΝ Ω ΞΕΙΝ ΕΤΧΑΡΙΣΩ ΕΠΙΣΗΣ
109
~ΛTYP IKON
72 .-
Τελειώνοντας τήν άνάγνωση, ό Τριμάλχιος ξέσπασε
σέ κλάματα καί τά δάκρυα τρέχανε ποτάμι άπ' τά μάτια του .
.Η
Φορτουνάτα εκλαιγε, ό ' Αμπίνας εκλαιγε καί τελικά ολοι οί
δοu λοι άρχίσανε νά μοιρολογοuν, λές καί τούς καλέσανε σέ κη δε ία . 'Ομολογώ πώς ενιωσα κι έγώ ενα δάκρυ νά κυλάει στό μάγουλό μου, οταν ό Τριμάλχιος εΙπε: «'Έ, λοιπόν, μιά καί ξέρουμε πώς θά πεθάνουμε μιά μέρα, γ ιατί νά μή ζήσουμε στό μεταξύ; 'Όσο εΙναι άλήθεια πώς σάς εuχομαι κάθε είιτυχία, άλλο τόσο σάς προτείνω νά πάμε ολοι στό λουτρό. Πιστέψτε με, δέ θά τό μετανιώσετε. Είναι ζεστό , σαν
φουρνος».
«Σωστά, Πολύ σωστά!» εΙπε ό Άμπίνας. «Νά κάνουμε τή μέρα δυό, δέ γυρεύω τίποτα καλύτερο». Σηκώθηκε λοιπόν, ξυπόλητος οπως ήταν κι άκολούθησε τόν καταχαρούμενο Τριμάλχιο. Τότε έγώ, γύρισα στόν 'Άσκυλτο καί τοι) είπα:
.
«Τί γνώμη εχεις; 'Όσο γιά μένα καί μόνο πού τό σκέφτου
μα ι τό λουτρό, παθαίνω άσφυξία». «'Άς κάνουμε πώς συμφωνάμε μαζί τους», μοι) άπάντησε. «Τήν ωρα πού θά πηγαίνουν στό λουτρό , θά βροuμε τήν είικαι ρία νά στρίψουμε». Βρήκαμε καλή τήν Ιδέα του καί ό Γείτων μάς όδήγησε
u-
άπ ' τή στοά ως τήν πόρτα, έκεί ομως, ό δεμένος σκύλος μάς ποδέχτηκε μέ τόσο φοβερά γαυγίσματα, πού ό 'Άσκυλτος επεσε στή μαρμάρινη χαβούζα. 'Εγώ, πού δέν ήμουνα λιγότερο μεθυ σμένος άπό δαuτον καί τό σκυλί, άκόμα καί τό ζωγραφιστό, μο ι) είχε κόψει τά ήπατα, πήγα νά τραβήξω τόν κολυμβητή, μά κείνος μέ παρέσυρε στήν ί'δια ίιδάτινη παγίδα. Είιτυχώς πού μάς εσωσε ό φύλακας τής αίιλής, φώναξε καί στό σκύλο νά σω πάσει καί ξαναβρεθήκαμε σέ στέρεο εδαφος, τρέμοντας άπ' τό κρύο . 'Ο Γε.ίτων, εβαλε κι αίιτός τό χεράκι του, βρήκε μάλιστα εναν πολύ εξυπνο τρόπο νά καλοπιάσει τόν έχθρό μας: ολα οσα τοι) ειχαμε δώσει στό τσιμπούσι, τά πέταξε στό σκύλο καί
κείνος επεσε μέ τά μοuτρα στίς λιχουδιές, ξεχνώντας τήν όργή του. Στ ό μεταξύ, τρέμοντας καί βρεγμένοι ως τό κόκκαλο, πα-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
110
ρακαλέσαμε τόν φόλακα νά μάς άνοίξει τήν πόρτα τής έξόδοu. «Κάνεις μεγάλο λάθος», άπάντησε, «άν νομίζεις πώς μπο
ρείς νά βγείς άπό κεί ποό Ποτέ, κανένας καλεσμένος, δέ βγήκε άπ' τήν ίδια πόρτα. Μπαίνεις άπ' τή μιά μεριά καί βγαίνεις άπ' τήν άλλη.»
73.-
τι μποροόσαμε νά κάνοuμε λοιπόν οί κακότuχοι, ε
τσι ποό κλειστήκαμε σέ κείνον τόν λαβόρινθο; 'Επιπλέον, στήν
κατάσταση ποό βρισκόμασταν, ενα ζεστό λοuτρό ήταν γιά μάς, ο,τι καλότερο μποροόσαμε νά εόχηθοΟμε. 'Έτσι, μέ δική μας πλέον θέληση, είπαμε στόν σωτήρα μας νά μάς όδηγήσει στό
λΟUτΡό, καί βγάζοντας τά ροΟχα μας ποό ό Γείτων άνέλαβε νά στεγνώσει στό ίματωφuλάκω, μπήκαμε στόν τάχα φοΟρνο, ποό ητανε μιά μικρή αί'θοuσα λοuτΡΟU, ομοια μέ στέρνα οποΙ) μπαίνεις γιά νά δροσιστείς. Ό Τριμάλχως, στεκόταν κιόλας ορθως μέσα στό νερό, μά καί κεί άκόμα, δέν μάς άπάλλαξε άπό τήν άκατάσχετη φλuαρία τοu. «Δέν όπάρχει ώραιότερο πράγμα στόν κόσμο άπό . ενα ι διωτικό λΟUΤΡό», ελεγε. «'Έχεις τήν ήσuχία crou, άποφεόγεις τή φασαρία τών δημοσίων ίδρuμάτων. Μά τό κuριότερο εΙναι ποό σέ τοΟτο άκριβώς τό μέρος, όπήρχε άλλοτε ό φοΟρνος ένός άρ-
τοποωu».
'Ύστερα, οταν ή κοόραση τόν άνάγκασε νά καθίσει, σκέ φτηκε νά μάς δείξει τήν άκοuστική τής αί'θοuσας. 'Άνοιξε διά πλατα λοιπόν τό μεθuσμένο στόμα τοΙ) καί φωνάζοντας κατά τόν θόλο, βάλθηκε νά σκοτώνει τραγοόδια τοΟ Μενεκράτη,(53)
ετσι τοuλάχιστον μάς εΙπαν οσοι καταλάβαιναν τί ελεγε. Οί άλ λοι καλεσμένοι τρέχανε γόρω άπ' τή μπανιέρα, κρατιόντοuσαν χέρι-χέρι η γαργαλιόντοuσαν τόσο ποό σέ ξεκοuφαίνανε. 'Άλ
λοι, μέ τά χέρια πίσω άπ' τήν πλάτη, γονατίζανε καί προσπα θοΟσαν νά πιάσοuν μέ τά δόντια τοuς τά βραχιόλια ποό εΙχαν ρίξει κατάχαμα στίς πλάκες η γέρναν τό κορμί τοuς πρός τά πί σω, πασχίζοντας ν' άπίξοuν μέ τή μότη τίς φτέρνες τοuς.
53)
Άοιδός, συγχΡονος τού Νέρωνα.
l: AT)'H ΚΟΝ
111
, Αφήν οντας
ολους αίιτοός τοός μεθυσμένους νά διασκεδάσουν
οπως μπορούσαν, μπήκαμε καΙ μείς στόν μαρμάρινο λουτήρα.
'Έχοντας ετσι ξεμεθόσει, μάς δδηγήσανε σέ μιά άλλη τρα πεζαρία, οπου ή Φορτουνάτα εΙχε έτοιμάσει πράματα νά τρΙβεις
,
τα
,
ματια
σου
...
εΙδα άκόμα ψαράδες άπό όρεΙχαλκο καΙ τά τραπέζια ή ταν άπό άτόφιο άσήμι, καΙ οΙ κούπες άπό πηλό έΠΙχΡυσωμένο κα ί τό κρασί χυνόταν μοναχό του, άπό ενα δερμάτινο φλασκί. « Φίλοι μου», εΙπε τότε δ Τριμάλχιος, «ενας δούλος μου γιορτάζει σήμερα τήν πρώτη γενειάδα του. ΕΙναι ενας νέος άρΙ στη ς διαγωγής καί τόσο οΙκονόμος, ποό μαζεόει καΙ τά ψΙχου λα . Τό λέω πρός επαινόν του. 'Ελάτε λοιπόν νά πιούμε κατά
...
βούλησιν καί νά παρατεΙνουμε τό δείπνο μέχρι τά χαράματα».
Τήν ώρα ποό 'λεγε αίιτά τά λόγια λάλησε ενας κόκο ρας. Ήταν κακοσημαδιά κι δ Τριμάλχιος άνησόχησε. ΕΙπε λοι
74.-
πόν νά χόσουνε κρασΙ κάτω άπ' τό τραπέζι, κι οχι μόνο, μά νά
κατα βρέξουν μέ τό ί'διο άνέρωτο, καΙ τή λυχνΙα. 'Ύστερα εβγα λε τό δαχτυλίδι άπ' τ' άριστερό του χέρι καΙ τό φόρεσε στό δεξΙ, λέγοντας:
« Τοότη ή σάλπιπα δέν ήχησε άνευ λόγου. Θά πρέπει κά πο υ νά 'πιασε φωτιά ή κάποιος νά παράδωσε τό πνεύμα έδώ στή γειτονιά. Μακρυά άπό μάς ολ' αίιτά! 'Όποιος μού φέρει αίι τόν τόν μάντη κακών, θά τόν άνταμεΙψω γενναία». Δέν πρόφτασε καλά-καλά νά τό πεί καΙ τού φέρανε εναν κό κο ρα καΙ δ Τριμάλχιος διάταξε νά τόν ρΙξουν άμέσως στήν κατ σαρόλα. Τόν εσφαξε λοιπόν καΙ τόν λιάνισε κείνος δ Ικανό
τατος μάγερας, ποό μάς εΙχε φτιάξέΙ ψάρια καΙ πουλερικά άπό χοιριν ό καί τόν πήρε νά τόν ψήσει σπως τού άξιζε. ΠρΙν φόγει
ομως, ό Δαίδαλος κατέβασε μερικές γουλιές ζεστό κρασΙ, ένώ ή Φορτο υνάτα άλεθε πιπέρι μ' εναν ξόλινο μόλο. 'Όταν ξεκοκκαλίσαμε κι αίιτό τό πιάτο, δ Τριμάλχιος γύ ρ ισε στοό ς δοόλους καΙ εΙπε: «τι γΙνεται μέ σάς; Δέν δειπνήσατε άκόμα ; 'Άντε, πη
γαΙν ετε νά φάτε καΙ νά 'ρθουν άλλοι νά σάς άντικαταστήσουν».
ι Ι
2
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
'Ήρθανε λοιπόν οί αλλοι καί οσοι φείιγανε φωνάζανε: «Καληνίιχτα Γάιε!» κι οσοι έρχόντουσαν: «Καλημέρα Γάιε».
Τότε ήταν ποίι εγινε ή φασαρία. 'Ανάμεσα σ' αΙΙτοίις ποίι πρωτόρθανε νά άναλάβουν καθήκοντα, ήταν κι ενας νέος δοΟ λος, άρκετά ώραίος. Ό Τριμάλχιος τόν άγκάλιασε καί τόν φί
λαγε καί σταματημό δέν είχε. 'Όπου ή Φορτουνάτα, διεκδικών τας τά άπαράγραπτα καί νόμιμα δικαιώματά της, αρχισε νά λοίιζει γιά καλά τόν Τριμάλχιο, λέγοντας πώς είναι ενας βρω μερός καί τρισάθλιος, ενας παρά φίισιν άσελγέστατος κι άδιάν τΡοπος. Τελικά, τοΟ πέταξε κατάμουτρα τοίιτη δώ τήν υπέρτα
τη υβρη: «Σκίιλε! », τοΟ φώναξε. Ό Τριμάλχιος, εχασε ό ανθρωπος τήν υπομονή του καί
τής σβοίιριξε μιά κοίιπα στό κεφάλι. Ή Φορτουνάτα βάλθηκε νά τσιρίζει, λές καί τής βγάλανε τό μάτι, καί εκρυψε τό πρόσω πό της στά τρεμάμενα χέρια της. Ή Σίντιλλα καταστεναχωρέ θηκε ή καημένη καί πήρε στήν άγκαλιά της τή φίλη της, ποίι ε κλαιγε μέ λυγμοίις καί τρανταζόταν σίιγκορμη. 'Ένας περιποιη τικός δοΟλος άκοίιμπησε στό μάγουλό της ενα γυάλινο φιαλίδιο γιομάτο παγωμένο νερό καί ή Φορτουνάτα σά νά ήσίιχασε λι γάκι, μά ολο εκλαιγε καί στέναζε. Τότε ό Τριμάλχιος πέρασε στήν άντεπίθεση: «Γιά δές έκεί, ξεχνάει πώς ήταν αΙΙλητρίδα, ε; Τήν περι μάζεψα άπ' τό δουλοπάζαρο καί τήν εκανα ανθρωπο. Μ' αΙΙτή μοΟ φοίισκωσε σάν τό βατράχι καί ξεχνάει νά φτίισει τρίπαξ
στόν κόρφο της. Καί νά πείς πώς είναι γυναίκα; Μπά, κοίιτσου ρο σωστό! Κι άντί νά πεί εΙΙχαριστώ, όρίστε τώρα! Μά ετσι
είναι, σάν γεννηθείς σέ άχυροκάλυβο, δέν ξέρεις νά φερθείς σέ άρχοντόσπιτο. Νά μή σταθώ καλότυχος ποτέ μου, αν δέν τής κλείσω τό άπίιλωτο, αότής τής κουρελοΟς Κασάνδρας! Καί νά
σκεφτείς, πώς μποροΟσα ό βλάκας νά πάρω προίκα δέκα έκα τομμίιρια! Τό ξέρεις πολίι καλά έλόγου σου, πώς δέ λέω ψέμα τα. Ό 'Αγάθων, ποίι πουλάει άρώματα σέ μιά δέσποινα έδώ δί
πλα, μέ πήρε τίς προάλλες παράμερα καί μοΟ είπε: «"Αν θέλεις μιά καλή συμβουλή, σοΟ λέω νά μήν άφήσεις νά σβήσει ή γενιά
ΣΛΤΎΡ ΙΚΟΝ
113
σου» . Κι έγώ~ άψελής οπως εIμαι~ ψοβήθηκα μήν ποuν πώς κα τάντησα προικοθήρας. 'Έκοψα λoιπόν~ μονάχος μου τό λαιμό μου . Μ ά δέν πειpάζει~ θά δείς ποό θά ~pθεις καί θά μοu προσπέ σης καί θά πασχίσεις ν~ άποσπάσεις μέ νόχια καΙ μέ δόντια τή συγγνώμη μου. Καί j'ιά νά νιώσεις άπό τώρα πόσο εβλαψες τόν έαυτό σου -μ~ άκοuς Άμπίvνα; άπαγορεόω νά βάλουνε τό α γαλ μά σου στό μνημείο μου, γιατί βέβαια παραπάει νά 'χω τή γκρ ίνια σου καί μετά τόν θάνατό μου. Καί κάτι παραπάνω: γιά νά τής δείξω πώς ξέρω νά τιμωρώ, τής άπαγορεόω νά μέ ψιλήσει οταν δέ θά όπάρχω πιά».
7 5.-
'
Μετά άπ~ αότή τήν εκρηξη, ό Άμπίννας τόν παρακά
λεσ ε νά ήρεμήσει: « Κανένας μας δέν εΙναι τέλειος», τοu εΙπε. «Δέν είμαστε θεοί, είμαστε ανθρωποι». Ή Σίντιλλα τοu εΙπε τά ί'δια, άποκαλώντας τόν Γάιο καί μέ δάκρυα στά μάτια τόν ίκέτεψε, στό ονομα τοu Δαίμονά του, νά ψ ανεί σπλαχνικός. 'Ύστερα άπ' αότό, ό Τριμάλχιος δέν αντεξε καί εβαλε τά κλά ματα.
«'Άκου ' Αμπίννα», τοu είπε, «οσο είναι άλήθεια πώς
aou
ευχο μαι νά χαρείς γιά πολλά χρόνια τό παραδάκι ,σου, αλλο τό σο είναι άλήθεια αότό ποό θά aou πώ: "Αν νομίζεις πώς βρίσκο μαι έν άδίκω, aou έπιτρέπω νά μέ ψτόσεις στά μοUΤΡα. Φίλησα αότόν τόν έξαίρετο εψηβο, οχι έπειδή εΙναι νέος καί ώραίος, άλ λά έπειδή είναι προικισμένος μέ ολων τών λογιών τά χαρίσμα τα . Ξέρει καί πολλαπλασιάζει ως τό δέκα' οποιο βιβλίο καί νά το u δώσεις , τό διαβάζει χωρίς νά κομπιάσει' εκανε οΙκονομίες
άπ' τό μισθό του καί άγόρασε μιά στολή μονομάχου μέ περικε ψαλαία καί άσπίδα, μιά πολυθρόνα καΙ δυό κανάτια. Δέν τό ά ξίζε ι λο ιπόν νά τόν εχω στήν καρδιά μου; 'Αλλά βλέπεις, ή κυ ρία άπό δώ, μάς κάνει μΟUΤΡα! Κοίτα καλά, παλιοπατσαβοόρα, μή μοu παραμπαίνεις στή μότη , εχεις ολα τά καλά τοu κόσμου, τί αλλο θέλεις ; Μ' αν συνεχίσεις νά, μοu κάνεις τήν αρπια, θά δείς πώς ξ έρ ω κι έγώ νά τρίζω τά δόντια μου, καλοόλα μου,
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
114
καί τότε θά μάθεις ποιός είμαι έγώ. Μέ ξέρεις δά: ό,τι βάλω μιά φορά στό μυαλό μου, μένει έκεί καρφωμένο σάν καρφΙ στό σανίδι. Μά ας σκεφτούμε καλότερα τοός ζωντανοός. Παρακα λώ σας, φΙλοι μου, διασκεδάστε. ΓιατΙ κι έγώ δέν ημουνα κα ΛUτερoς άπό σάς, ή άξιοσόνη μου όμως, μ' εκανε αίιτό ποό μέ βλέπετε. Τό μυαλό κάνει τόν ανθρωπο, όλα τά αλλα είναι σα χλαμάρες. «Άγοράζω φτηνά, πουλάω άκριβά». 'Ένας αλλος μπορεί νά σάς πεί ό,τι αλλο, έγώ ώστόσο, είχα πάντα τόχη βουνό. ΚαΙ σό, γκρινιάρα, μπορείς άκόμα καΙ μιξοκλαίς; θά σέ κάνω έγώ νά κλάψεις γιά καλά. 'Όμως, όπως σάς ελεγα, δλη τοότη τήν περιουσΙα μου, τήν χρωστάω στήν καλή μου διαχεΙ ριση. 'Όταν ήρθα έδώ, άπ' τήν ΆσΙα, δέν ημουνα ψηλότερος ά πό τοότη τή λυχνΙα. Μέ δυό λόγια, τό 'χα πάρει συνήθειο νά στέκω δΙπλα της καΙ νά μετράω τό μπόι μου καΙ γιά νά μού φυ τρώσουνε πιό γρήγορα τά γένεια, βοόταγα τό δάχτυλο στό λάδι της καί αλειβα τά μούτρα μου. ΝαΙ, άλλά έπΙ δεκατέσσερα όλό κληρα χρόνια, ίιπήρξα τό πιό γλυκό άγόρι τού κυρΙου μου, δ πως μ' ελεγε δ ί'διος . Τό λέω καΙ δέν ντρέπουμαι, τιμή μου καΙ καμάρι μου , πού έξετέλεσα πιστά τΙς διαταγές του. Μ' άπ' την
αλλη μεριά, ίιπάκουα καΙ στή γυναΙκα του καΙ δέν τήν αφησα ποτέ της παραπονεμένη. ΚαταλαβαΙνετε πολύ καλά τΙ θέλω νά πώ, σωπαίνω τώρα, γιατΙ έγώ δέν είμαι καυχησιάρης.
76.-
'Όπου σιγά-σιγά καΙ μέ τή βοήθεια τών θεών, Εγινα
τό άφεντικό μέσα στό σπΙτι κι ό γέρος δέν άποφάσιζε τΙποτα
χωρίς νά μέ ρωτήσει. Γιά νά μήν τά πολυλογώ, μ' εκανε συ γκληρονόμο τού αίιτοκράτορα καΙ τσέπωσα μιά κληρονομιά γερουσιαστού. (54) 'Όμως, καν εΙς καΙ ποτέ δέν είπε πώς τού
φτάνουνε οσα εχει. Καιγόμουνα άπ' τήν έπιθυμΙα νά έπιδοθώ στό έμπόριο. Γιά νά 'μαι σόντομος, σάς λέω πώς είπα νά μού
ναυπηΥήσουν πέντε καράβια. Τά φορτώνω κρασΙ, ητανε χρυσά-
54) Είχε γίνει γίνει συνήθειο νά κλTjροδοτοuν ΟΙ αρχοντες lvcx μΙρος τής πε ρ ιουσίας τους στόν Αότοκράτορα. ' Αλλιώς, κινδυνε6ανε νά ι!tκυρωθεί ή δια θήκΤ] τους, λόγω «ι!tγνωμΟσUνTjς» καί νά κατασχεθεί ή περιουσία τους.
115
l: ΛτrΡ IΚΟΝ
φι τήν έποχή έκείνη, στέλνω τό κρασί στή Ρώμη. 'Έ, λοιπόν,
λές κι εγινε ξεπίτηδες: όλα καί τά πέντε μου καράβια ναυαγή σανε. 'Έγινε σάς λέω, δέν είναι παραμόθι. Μέσα σέ μιά μέρα, δ Ilοσειδώνας μοό Ί:ραγε τριάντα έκατομμόρια σηστέρτιους. Νο
μίζετε πώς εχασα τό κουράγιο μου; Μά τόν Ήρακλή, κείνη ~ χασο όρα δέ μ' ενοιαξε πεντάρα. Είπα καί μοίί φτιάξανε .άλλα καράβ ια, πιό μεγάλα, πιό ώραLα, πιό τυχερά έπίσης, τόσο ποό ο λος ό κόσμος άρχισε νά μέ λέει άτρόμητο. Τό ξέρετε βέβαια πώς ενα μεγάλο καράβι άντέχει καλότερα στίς φουρτοίίνες. Τά ξαναφό ρτωσα κρασί, λαρδί, κουκιά, άρώματα καί δοόλους. Τό τε άκ ρι β ώς, ή Φορτουνάτα εκανε μιά πολό εόγενική χειρονο μία: π οόλησε όλα της τά κοσμήματα, όλον τόν ρουχισμό της καί μο ό ' βαλε στό χέρι έκατό χρυσά. ~Hταν ή μαγιά μου. Τά πράγ ματα προχωράνε γρήγορα όταν τό θέλουν οί θεοί. 'Από ενα τ α ξίδι εβγαλα δέκα όλοστρόπυλα έκατομμόρια. 'Αγοράζω δο υλοπάζαρα, άγοράζω καί πουλάω άλογα. 'Ό,τι κι άν άπιζα, αόγάτ αινε σάν κερήθρα. 'Όταν είδα πώς είχα γίνει έγώ μονά χος μου πιό πλοόσιος. άπ' όλους μαζί τοός πλοόσιους τοότης τής
χώρας, είπα δέν παίζω άλλο. Άποτραβήχτηκα άπ' τίς έπιχει ρή σε ις καί άρχισα νά δανείζω λεφτά σέ άπελεόθερους. 'Έτσι κι άλλιώς, τό έμπόριο είχε πάψει πιά νά μοίί κάνει κέφι, μά άπο φάσισα νά τό παρατήσω uστερα άπ' τίς συμβουλές ποό μοίί ε δω σε ενας άστρολόγος, ποό ήρθε κατά σόμπτωση κι έγκατα στάθη κ ε στήν άποικία μας. Ήταν κάτι σάν 'Έλληνας, Σεράπιος τό ονο μά του, ποό θά μποροίίσε κάλλιστα νά παρακαθίσει στό
συ μβοόλιο τών θεών. Μοίί είπε πράγματα ποό είχα ξεχάσει, μοσ τά 'πε αλα μέ τό νί καί μέ τό σίγμα, λές καί μέ ήξερε άπέ ξω καί άνακατωτά καί τό μόνο ποό δέ μοίί είπε, ήταν τί είχα φάε ι τήν προηγοόμενη μέρα. Θά 'λεγε κανείς πώς ζήσαμε μαζί καί δέν εφυγε οϋτε γιά μιά στιγμή άπό κοντά μου .
.
'Επικαλοίίμαι τή μαρτυρία σου, Άμπίννα, ήσουνα παρών άν δ έν κάνω λάθος, όταν μοίί είπε: «Πήγες καί βρήκες
77.-
,
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
116
τόν τόραννό aOU, ετσι καί τότε (έννοοuσε τή Φορτοuνάτα). Είσ αι ατuχος στίς φιλίες aou. Κανείς δέ aou χρωστάει τήν πρέποu σα είιγνωμοσόνη γιά τά καλά ποό εχεις κάνει. Κατέχεις τερά στια κτήματα. Τρέφεις φίδι στόν κόρφο aOU». Κι άκόμα -γιατί νά τό κρuβοuμε;- τό κατ' αίιτόν, μοu μένοuνε νά ζήσω τριάντα χρόνια, τέσσερις μήνες καί δuό μέρες. Κατά τ' αλλα, δέ θ' άρ
γήσω νά πάρω μιά κληρονομιά. Νά τί μοu είπε τό ώροσκόπιό μοu. Κι αν θά 'χω τήν είιτuχία νά προστέσω τήν ' Αποuλία στά χτήματά μοu, θά πώ πώς καλά τόν περπάτησα τό δρόμο μοu. Στό μεταξό καί οσο μέ προστατεόει ό Έρμής, είπα καί μοu χτί σανε τοuτο δώ τό σπίτι. 'Όπως τό ξέρετε ολοι σας, ήταν αλλοτε μιά παράγκα ολο κι ολο καί τώρα εγινε σωστός ναός. 'Έχει τέσσερις αί'θοuσες φαγητοu, εί'κοσι δωμάτια, δuό μαρμάρινες στοές στό άπάνω πάτωμα, ενα σωρό κάμαρες, ενα δωμάτιο
δικό μοu οποu κοιμάμαι, ή φωλιά αίιτής τής εχιδνας καί ενα
καfJ:~ράκι πoΛU κόμοδο γιά τόν θUΡωΡό. Τά δωμάτια τών ξένων είναι άρκετά, μπορώ νά φιλοξενήσω ολοuς μοu τοός φί λοuς μονομιάς. Μιά καί τό 'φερε ή κοuβέντα, τότε ποό ήρθε ό Σκαuρος, δέ θέλησε νά πάει άλλοu, παρά εμεινε στό σπίτι μοu, παρ' ολο ποό εχει ενα σωρό φίλοuς τοu πατέρα τοu στήν άκρο θαλασσιά, ποό κάνοuν πώς καί τί γιά νά τόν καλοδεχτοUνε. 'Έχω άκόμα πολλά αλλα πράγματα ποό θά σάς τά δείξω σέ λί γο. Σάς τό λέω καί νά μέ πιστέψετε. 'Όταν εχεις μιά πεντάρα,
δέν άξίζεις μιά δεκάρα· οταν τά 'χεις
aou 'xouv
σέβας. υΟπως
άκριβώς κι ό φίλος σας καλή ώρα, ποό ήταν αλλοτε βατράχι κι εχει γίνει βασιλιάς. Στό μεταξό, φέρε μοu Στίζο, τά νεκρικά μοu, νά δοuν πώς θέλω νά μέ ντuσοuν οταν θά 'μέ θάψοuνε. Φέ ρε καί τά άρώματα καί ενα δείγμα τοu άμφορέα, οποu θέλω νά μοu πλUνοuν μέ κρασί τά κόκκαλά μοu.»
Ό Στίζος βιάστηκε νά φέρει στό τρικλίνιο μιά ασπρη κοuβέρτα καί μιά πανάκριβη τήβενο. Ό Τριμάλχιος μάς παρα κάλεσε νά πιάσοuμε τό uφασμα, νά δοuμε αν είναι άπό καλό μαλλί καί πρόσθεσε χαμογελώντας: «Πρόσεξε καλά, Στίζε, νά μήν τά φάει ό ποντικός κι ό
7 8.-
~ ΛΊTΡ IKON
117
σκώρ ος, άλλιώς θά βάλω νά σέ κάψο\)ν ζωντανό. Θέλω ή κη δε ία μο \) ν ' άφήσει έποχή, γιά νά μή βρεθεί κανείς νά πεί κακό γιά λόγο \) μο\).»
, Α μέσως
ύστερα, ανοιξε μιά μικρή φιάλη μέ νάρδο, μάς ε
βαλε άπό λίγο τοίί καθενός τρίβοντάς το άπάνω μας καί εΙπε: «'Ελπίζω νά μοίί δώσει τήν ί'δια εόχαρίστηση τό αρωμά το \) καί μετά τόν θάνατό μο\»).
'Ό σο γιά τό κρασί είπε καί τό χόσανε σέ μιά όδρία. «Φανταστείτε», είπε, «πώς σάς κάλεσα στό έπικήδειο τραπέζι μο\»).
"Οπο\) πιά τό πράγμα κατάντησε έμετικό, γιατί ό Τριμάλ
χιος, μή ξέροντας τί τοίί γίνεται άπ' τό μεθύσι το\), εΙπε νά ' ρθουν στό τρικλίνιο αλλοι καλλιτέχνες. Καταφτάσανε λοιπόν, μ' εν α κέρας ό καθένας το\)ς, ό Τριμάλχιος ξάπλωσε πάνω στά μαξιλάρια, στήν ακρη τοίί κρεβατιοίί καί είπε: « Πέστε πώς είμαι νεκρός καί παίξτε μο\) μιά ώραία μελω δία» . Οί μο\)σικοί παίξανε τότε ενα πένθιμο έμβατήριο. 'Ένας μουσικό ς , δοίίλος τοίί έργολάβο\) κηδειών -πού ητανε ό πιό σε
μνός άπ ' Ωλο\)ς τούς παρόντες- βάλθηκε νά φ\)σάει μέ τόση δύναμη τό κέρας του, πού σήκωσε στό πόδι όλη τή γειτονιά. Οί νυχτοφ ύλακες τής σ\)νοικίας, πίστεψαν πώς τό σπίτι τοίί Τρι μάλχιο\) επιασε φωτιά, σπάσανε τήν πόρτα, μπήκαν μέσα μέ το ύς κο\)βάδες καί τά τσεκοόρια το\)ς καί κάνανε φοβερή φασα ρία, μέ τό αΙτιολογικό ότι έκτελοίίν τό καθήκον το\)ς. 'Όσο γιά
μάς, έπωφεληθήκαμε άπ' αότήν τήν θα\)μάσια εόκαιρία, παρα τή σα με τόν Άγαμέμνονα καΙ τό βάλαμε στά πόδια, σά νά φεύ
γα με στ ' άλήθεια άπό ενα σπΙτι πού καιγόταν.
79 .-
Δέν είχαμε όμως οuτε εναν π\)ρσό γιά νά φωτΙσο\)με
τόν δρό μο μας καΙ ή σιωπή τής νύχτας, ποό είχε φτάσει κιόλας στά μισά της , δέ μάς έπέτρεπε νά έλπΙσο\)με ότι θά σ\)ναντούσα
με περαστικούς μέ φανάρια. Προσθέστε έπιπλέον τό μεθόσι μας,
τό γεγονός οτι δέν ξέραμε τά κατατόπια καΙ θά καταλάβετε πώς δ έν είχαμε Ιδέα πρός τά ποΟ νά προχωρήσο\)με, άφοίί καΙ
118
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
τήν ήμέρα ακόμα δέ θά μποροόσαμε νά προσανατολισΤΟΟμε. 'Έτσι, περιπλανηθήκαμε κάποu μιά ώρα πάνω στά χαλίκια καί
στίς πέτρες, ματώνοντας τά ξuπόλητα πόδια μας. 'Ωστόσο, κα ταφέραμε τελικά νά ξεμπλέξοuμε, χάρη στήν προβλεπτικότητα τοΟ Γείτονα. Πράγματι, ξέροντας πώς θά χαθεί μές στά σοκά
κια, ακόμα καί μέρα μεσημέρι, ό Γείτων είχε τήν εμπνεuση νά μαρκάρει μέ κιμωλία δλοuς τοός παραστάτες καί δλες τίς κο
λόνες καί οί γραμμές ποό είχε χαράξει, διαπερνώντας καί τά πuκνότερα σκοτάδια, μάς δείχνανε μέ τήν στραφτερή λεuκότη
τά τοuς, τόν δρόμο ποό ΓUpεόαμε. 'Όμως, φτάνοντας στήν πόρ τα μας, διαπιστώσαμε πώς δέν τέλειωσαν ακόμα τά βάσανά
μας: Ή γριά ποό κράταγε τό χάνι, είχε φάει τόν περίδρομο καί τά 'χε κοπανήσει γλεντώντας μέ τοός ένοίκοuς της, τόσο ποό
καί ζωντανή νά τήν εκαιγες δέν έπρόκειτο νά ξuπνήσει. Καί θά
περνάγαμε πιθανότατα δλη τή νόχτα εξω απ' τήν πόρτα μας, αν δέν διάβαινε από κεί ενας ταχuδρόμος τοΟ ΤΡιμάλχιοu μέ τό αμάξι τοu. Αότός, χωρίς νά χάνει καιρό, εσπασε τήν πόρτα τοΟ
πανδοχείοu καί ετσι μπήκαμε μέσα. Τί νύχτα θεοί μόυ καί θεές! Τί γλύκα στ6 κρεβάτι!
•
f1γκαλιασμένοι, φλογεροί
Τίς ξέφρενες ψυχές μας δρέπαμε άπ' τά χείλη. Πάει, ξεχαστήκαν οι' θνητές μας έγνοιες κι ένιωσα τ6τε πώς σέ λίγο θά πεθάνω!
'Ωστόσο, είχα αδικο νά μακαρίζω τόν έαuτό μοu. Γιατί μόλις τά χέρια μοu πέσανε βαριά απ' τό κρασί, ξεσφίποντας ε τσι τό αγκάλιασμα, ό 'Άσκuλτος, πάντοτε πονηρός καί ασuνεί
δητος, βρήκε τήν εόκαιρία καί παρέσuρε τόν Γείτονα στό κρε βάτι τοu. ΜοΟ εκλεψε τόν ώραίο νέο, καί εκανε τά αίσχιστα μέ
εναν έρωμένο ποό δέν ήταν δικός τοu -ό Γείτων δέν κατάλαβε τίποτα η εκανε πώς δέν πήρε τάχα εί'δηση τήν προσβολή;- καί
τελικά αποκοιμήθηκε σ' ενα αγκάλιασμα μοιχείας, περι φρονώντας κάθε ανθρώπινο δίκαιο. 'Όταν ξό"νησα, απλωσα τό χέρι μοu, είδα πώς ελειπε αότός ποό ηταν,ε ή μόνη μοu χαρά κι αν πιστεόετε στοός δρκοuς τών έραστών, σάς λέω πώς μ' επια-
119
ΣΑΤΥ Ρ ΙΚΟΝ
σε γ ιά μιά στιγμή ό πειρασμός νά τοός τρυπήσω πέρα γιά πέρα καί τοός δυό μέ τό ,σπαθί μου, γιά νά περάσουν μονομιάς όtπ'
τόν uπνο στόν θάνατο. Τελικά, όtπoφάσισα νά μήν μπώ σέ με γάλο κίνδυνο, ξόπνησα τόν Γείτονα, καταφέροντάς του μερικές
γροθιές καί κοιτάζοντας αγρια τόν 'Άσκυλτο, του είπα: «Μιά καί δέν εχεις μπέσα καί πρόδοσες τοός ορκους καί
τή φ ιλία μας, μάζεψε όtμέσως τά συμπράγκαλά σου καί τράβα άλλου νά κάνεις τίς βρωμιές σου». Ό 'Άσκυλτος δέν εφερε καμμιά όtντίρρηση. 'Όταν ομως μοιρ άσαμε μέ τόν δικαιότερο τρόπο τά λίγα πράγματά μας, εί πε : «'Έλα τώρα νά μοιράσουμε καί τό όtγόρι» . •
80.-
Νόμισα πώς ήθελε άπλώς νά σπρώξει τό όtστείo του
ως έκεί ποό επαιρνε, αύτός δμως τράβηξε τό σπαθί του μέ όt δελφ οκτόνο χέρι:
«Δέ θά τή χαρείς αύτή τή λεία, ποό εχεις τήν όtξίωση νά κλω σσάς μοναχός σου», μου είπε. «Θέλω κι έγώ τό μερτικό μου, εστω κι αν χρειαστεί νά τόν κόψω στά δυό μέ τό σπαθί μου . »
Τράβηξα τότε κι έγώ τό σπαθί μου καί μέ τόν μανδόα τυ λιγμένον γόρω όtπ' τό μπράτσο μου, πήρα θέση μάχης. Βλέπον τας τήν άξιοθρήνητη τρέλλα μας, τό παιδί επεσε στά πόδια μας κι αρχισε νά μάς παρακαλάει όtπελπισμένo νά μή μεταβάλουμε κείνο τό βρωμερό χάνι σέ θέατρο μιάς νέας ΘηβαΤΟας, νά μή μονο μαχήσουμε σάν τόν Έτεοκλή καί τόν Πολυνίκη, νά μή λε
ρώσο υμε μέ τό χυμένο αΙμα τή ίερότητα μιάς φιλίας, ποό ολοι τήν φέρναν γιά παράδειγμα. «Κ ι αν παρ ' δλα αύτά», ξεφώνησε, «σάς χρειάζεται όπω σδήπ οτ ε ενας φόνος, ίδοό ό λαιμός μου γυμνός, στρέψτε τά χέ
ρια σας καταπάνω του καί βυθίdτε τά σπαθιά σας. Έγώ μονά χα είμαι αξιος θανάτου, έγώ ποό χάλασα τόν ορκο τής φιλίας σας».
Ξαν α βάλαμε λοιπόν στή θήκη τά σπαθιά μας καί ό 'Άσκυλτος, παίρνοντας τό λόγο , είπε: .
-
«Θά β άλω ενα τέρμα στόν καυγά μας. "Ας όtκoλoυθήσει ό
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
120
Γείτων αότόν ποό προτιμάει. "Αν όχι τίποτ' αλλο, ας τόν άφή σοuμε νά διαλέξει τόν έραστή ΤΟ1»).
'Εγώ, όντας πεπεισμένος πώς ενας παλιός δεσμός σάν τόν
δικό μας, ήταν πoΛU πιό γερός κι άπ' τοός δεσμοός τού αίμα τος, σκέφτηκα πώς δέν εΙχα τίποτα νά φοβηθώ. Βιάστηκα λοι πόν νά δεχτώ τήν πρόταση τού 'Άσκuλτοu καί παρέπεμψα τήν διαφορά μας στήν κρίση τού δικαστού μας. Χωρίς κάν νά τό
au-
ζητήσει μέσα τοu, χωρίς νά δείξει ΟΤΙ δίστασε εστω καί γιά μιά στιγμή πρίν προψτάσω καλά-καλά νά προψέρω τήν τελεuταία σuλλαβή μοu, ό Γείτων σηκώθηκε καί διάλεξε τόν "Ασκuλτο γιά έραστή τοu. Ή άπόψαση μέ χτόπησε σάν κεΡαuνός. 'Έπεσα
0-
πως ημοuνα στό κλινάρι μοΙ) καί θά σκοτωνόμοuνα έκει έπί τό
ποu, αν δέν ψοβόμοuνα πώς θά μεγάλωνα ετσι τόν θρίαμβο τού έχθΡΟύ μοu. Περήψανος ως έκει ποό παίρνει γιά τή νίκη τοu, ό 'Άσκuλτος εψuγε τότε μέ τήν πολεμική τοι) λεία καί μ' αψησε, έμένα τόν πιό άγαπημένο τοι) σόντροψο, έμένα ποό τού παρα στάθηκα στΙς καλές καί στΙς κακές ήμέρες, μ' αψησε όλομόνα
χο μέ τήν ταπείνωσή μοu, σέ μιά ξένη χώρα. Ή φιλ{α σας φιλ{α
Όσο διάφορο σάς φέρνει. Πάει, γυρνάει τό πιόνι ατή σκακιέρα.
Όσο ή τύχη μάς γελάει μάς χαμογελάτε, ώ φ{λοι. Μόλις ό τροχός γυρ{σει
μάς γυρ{ζετε τήν πλάτη. Πα{ζει ό θ{ασος. Θεατρ{νοι
Κάνουν άλλος τόν πατέρα ιΙλλος τό παιδ{, τόν πλούσιο. Μά ατό τέλος, νά τό πρόσωπό τους νά πού πέφτει ή ψεύτική τους μάσκα.
'Ωστόσο, δέν άψέθηκα γιά πoΛU στή δακρόβρεκτη ά πελπισία μοu. Φοβόμοuνα μήν ερθει ό Μενέλαος, ό βοηθός τού καθηγητή μας καί μέ βρει μοναχό μοΙ) στό χάνι. Αότό μού ελει πε τώρα! Μάζεψα λοιπόν τά κοuρέλια μοΙ) καί πήγα νά βρώ στέγη σέ εναν παράμερο μαχαλά, στήν ακρη τής θάλασσας.
81.-
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
121
'Έμεινα έκεί κλεισμένος τρείς μέρες, άναμασώντας συνέχεια τήν έγκατάλειψη καί τήν ταπείνωσή μου· χτόπαγα μέ τίς γρο θιές τό στήθος μου, ποό τό 'χανε καταξεσχίσει οί λυγμοί μου καί σταμάταγα τοός άπελπισμένους στεναγμοός, μόνο καί μόνο γιά νά πώ καί γιά νά ξαναπώ τά ί'δια πάντα παράπονα: «"Αχ, γιατί δέν μέ κατάπιε ή γη; Γιατί δέ μέ παρασέρνει ή θάλασσα στό βυθό της, ποό χτυπάει ασπλαχνα, άκόμα καί τοός άθώους; Γλίτωσα άπ' τήν τιμωρία τής δικαιοσόνης, τό 'σκασα άπ' τήν άρένα, σκότωσα τόν ανθρωπο ποό μέ φιλοξένησε καί
πώς πληρώνομαι τώρα γιά ολα μου τά κατορθώματα; Νά 'μαι ζητιάνος, έξόριστος, παρατημένος άπ' ολους, έδώ σέ τοΟτο τό βρωμερότατο χάνι, σέ μιά πόλη έλληνική! Καί ποιός εΙναι ή αί τία τής κατάντιας μου; 'Ένας εφηβος διεφθαρμένος ώς τό κόκ καλο, ποό οπως τό όμολόγησε ό ί'διος, εΙναι αξιος έξορίας- ποό πλήρωσε μέ τήν άκατονόμαστη διαγωγή του τήν έλευθερία του καί εκανε ο,τι άνήθικο μπορείς νά φανταστείς γιά νά λέει πώς γεννήθηκε έλεόθερος, ποό δέν τό 'χε σέ τίποτα νά έκδοθεί έπί χρήμασι, σά νά 'τανε κορίτσι, άκόμα καί σ' άνθρώπους ποό τόν πέρναγαν γιά αντρα. Καί τί νά πώ γιά τόν αλλον; Ποό πήγε καί μου φόρεσε φουστάνια, τή μέρα ϊσα-ϊσα ποό εγινε αντρας- ποό ή ί'δια ή μητέρα του τόν επεισε πώς δέν ήτανε αντρας, ποό δέχτη
κε νά τόν μεταχειριστουνε σάν γυναίκα μέσα σέ μιά φυλακή γιά δοόλους ποό δέν κράτησε ποτέ τόν λόγο του καί τώρα πήγε άλ λου νά άσελγήσει ό ατιμ.ος, ποδοπατώντας τήν πολόχρονη φι λία μας καί -ώ, ντροπή άκατονόμαστη!- οπως θα φερνότανε τό τελευταίο παλιοθήλυκο, ποό κάνει κρά γιά αντρα πουλήθηκε σόγκορμος, στ' άγκάλιασμα μιάς νόχτας. Καί τώρα, οί δυό έ ρωτευμένοι μου, περνάνε όλόκληρες νόχτες άγκαλιά κι οταν πέφτουν πιά έξαντλημένοι, κοροί"δεόουν σίγουρα τή μοναξιά μου. Μά θά μου τό πληρώσουν. Νά μή μέ πουν ε αντρα καί μά λιστ~ αντρα έλεόθερο, αν δέν ξεπλόνω τήν προσβολή μ.έ τό ενοχο
7
αιμ.α τους».
.
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
122
82.- Μόλις πρόφερα αότή τήν άπειλή, ζώστηκα άμέσως τό σπαθί μοι) κι άπό φόβο μήπως άποτόχω στήν άποστολή μοι)
λόγω άδuναμΙας, εκατσα κι εφαγα ενα γεuμα μέ τά σλα τοu. 'Έτσι, καρδαμωμένος, βγήκα φο\)ριόζος στό δρόμο, σάν μανια κός καί πέρασα τρέχοντας άπ' σλες τΙς στοές. 'Όμως, την ώρα
πού περιφερόμουνα, μέ σφος βλοσ\)ρό καί μέ άγριο μάτι, φέ
ρνοντας κάθε τόσο τό χέρι μο\) στή λαβή τοί> σπαθιοu, ποό τό 'χα τάξει στοός θεοός γιά νά 'χω τήν προστασία το\)ς, μέ πρόσε ξε ενας στρατιώτης, ενας λιποτάκτης σίγουρα, 11 κάποιος ποό περίμενε νά πέσει ή νόχτα γιά νά ληστέψει τοός περαστικοός. «'Έ, σ\)νάδελφε», μοϊ> φώναξε, «σέ ποιά λεγεώνα άνήκεις, σέ ποιά έκατονταρχία;»
Δέν τά 'χασα καθόλο\) καί τοί> άπάντησα πώς είμαι τής τάδε έκατονταρχίας καί τής δείνα λεγεώνας.
«ΚαΙ δέ μοϊ> λές», σ\)νέχισε έκείνος, «ετσι περιφέρονται οί φαντάροι τοί> στρατοϊ> σας, μέ άσπρα πατοόμενα;» 'Όποι) κι έγώ, άλλαξα χίλια χρώματα καΙ τόν κοΙταζα
τρέμοντας άπ' τόν φόβο μο\). Προδόθηκα μέ δ\)ό λόγια γιά κα
λά, όπότε καΙ ό άλλος μέ διέταξε νά τοί> παραδώσω 'τό σπλο μο\) καί νά χαθώ άπό μπροστά το\), άν δέ θέλω νά μοϊ> τΙς βρέ ξει.
'Έτσι, άφοπλισμένος, εχοντας χάσει ξαφνικά τήν εόκαιρΙα νά έκδικηθώ, εκανα μεταβολή καΙ γόρισα στό χάνι μο\) καΙ λίγο-λίγο ήρέμησα, τόσο πoΛU μάλιστα, ποό εόχαρΙστησα μέσα μο\) τόν κλέφτη τοί> σπαθιοϊ> μο\). "Ας είναι καλά ό άνθρωπος, ποό μοϊ> ' κοψε τή φόρα, ελεγα. Καταμεσής στ6 κύμα, δέν μπορεί νά πιεί νά δρέψει φρούτα δέν μπορεί άπ' τά δέντρα
ό δύστυχος ό Τάνταλος κι ας λαχταράει ή ψυχή του. 7δια ενας πλούσιος πού άπ' τ6ν φ6βο τρέμει κι δλο μαζεύει πλούτη καΙ μασάει, ξαναμασάει τήν πε{να του μές στ6 στεγν6 του στ6μα.
83.- 'Έ φτασα σέ μιά πινακοθήκη, σπο\) ίιπήρχαν θα\)μάσια δείγματα ζωγραφικής. Είδα λόγο\) χάρη ενα εργο διά χειρός
Σ ΛΤΥΡΙΚΟΝ
123
Ιεύξη(55), πού άκόμα καΙ ό χρόνος δέν κατόρθωσε νά κατα
στρέψ ει' είδα Ε.πΙσης σχέδια τοί) Πρωτογένη(56) τόσο ζωντανά, πού συναγωνίζονταν μέ Ε.πιτυχΙα την ίσια τή φύση' άπΙζοντάς τα, ενιωσα νά μέ διαπερνάει ενα έλαφρό _ ρΙγος. 'Υπήρχε έπΙσης μιά θεά τοί) 'Απελλή, πού οί 'Έλληνες τή λένε μόνοκνημη(57). μπρο στά της, ενιωσα οχι μόνο θαυμασμό, μά καΙ θρησκευτική
μπορώ νά πώ, λατρεΙα. 'Όλα ήτανε σχεδιασμένα τόσο τέλεια, μέ τόση άκρΙβεια, πού είχες τήν έντύπωση οτι θά ζωντανέψουν, θά σέ πλησιάσουν καΙ θά σοί) μιλήσουν. 'Εδώ, ενας άετός άνέ βαινε στόν οόρανό, εχοντας πάρει μαζΙ του τόν Γανυμήδη, πιό πέρα ό άθώος καΙ κάτασπρος 'Ύλας(58) άπωθοuσε μιά τολμηρή Ναί-άδα. ΛΙγο παρακάτω, ό 'Απόλλων καταριότανε τά έγκλη ματικά του χέρια καΙ στόλιζε μέ ενα πρόσφατα άνοιγμένο λου λούδι τήν ξεκούρδιστη λύρα του.(59) 'Ανάμεσα σέ κείνα τά εργα τής ζωγραφικής, πού μιλούσανε δλα γιά τόν 'Έρωτα, βάλθηκα νά φωνάζω, σά νά μήν όπήρχε κανένας δΙπλα μου: «Νά λοιπόν πού ό 'Έρωτας χτυπάει μέ τά βέλη του ως καΙ τ ούς θεούς. Ό ΔΙας, μή βρΙσκοντας στόν ούρανό πλάσμα αξιό του, κατέβηκε στή τη, γιά νά κορέσει τό ενοχο πάθος του, ώ στόσο δέ λήστεψε κανέναν. Ή Νύμφη πού αρπαξε τόν 'Ύλα, θά συγκρατοuσε σΙγουρα τό πάθος της, αν είχε σκεφτεί πώς ό Ήρακλής θά γόριζε νά ζητήσει αύτό πού τοί) άνήκε. Ό ' Απόλ λων ξανακάλεσε πΙσω τήν ψυχή τοί) άγΟριοί) πού άγαποuσε καΙ τής εδωσε μορφή λουλουδιοU. Μέδυό λόγια, ολοι οί μόθοι μάς μιλάνε γιά άγκαλιάσματα πού κανένας άντΙζηλος δέν ερχεται νά διαταράξει. 'Εγώ ώστόσο, φιλοξένησα καΙ χάρισα τή φιλΙα μου σέ κάποιον πού άποδεΙχτηκε πιό ακαρδος κι άπ' τόν Λυ
XOUprO.»(60) 55) Διάσημος 'Έλληνας ζωγράψος, ποό ήκμασε γόρω στό 424 π.Χ. 56) Ιωγράψος έκ Ρόδου. 'Ήκμασε γόρω στό 332 π.Χ. 57) Θά πρέ.πει νά πρόκειται γιά μιά ~Apτεμη, την ώρα ποό τρέχει. 58) Ό 'Ύλος ήταν δ άγαπημένος σόντρο.ψος τοΟ 'Ηρακλή. 59) Ό .Απόλλων εΤχε σκοτώσει χωρΙς νά τό θέλει, τόν Ύάκινθο. Ξεκο6ρδισε τή λύρα του, σέ ενδειξη πένθους καΙ μεταμέλειας. ΟΙ άρχαίοι πιστεόανε πώι;
τό δ μώνυμο λουλοόδι ψότρωσε άπ' τό χυμένο αΙμα τοΟ 'Υάκινθου. lJ()) nΡόκειται η γιά τόν ΛυκοΟργο ποό σκότωσε δ Έγκόλπιοι;, τότε που ψι-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
124
Τήν ώρα ποό παραπονιόμοuνα ετσι δά, νά ποό μπαίνει στήν πινακοθήκη ενας γέρος μέ ασπρα μαλλιά, μέ πρόσωπο βα σανισμένο, ποό άπέπνεε ώστόσο πώς νά τό πώ- κάποιο με
γαλείο, παρόλο ποό τό παροuσιαστικό τοu εδειχνε καθαρά πώς άνήκει στήν τάξη έκείνη τών λογίων, οί όποίοι δέν κατόρθωσαν νά κερδίσοuν τήν είΙνοια κανενός πλοuσίοu. ΥΗρθε λοιπόν καί στάθηκε δίπλα μοu. «ΕΙμαι ποιητής», μοϋ εΙπε, «καί τολμω νά πιστέψω πώς ή εμπνεuσή μοu δέν εΙναι άπό τίς σuνηθισμένες, αν βέβαια τά δά φνινα στεφάνια άποτελοuν άπόδειξη, δεδομένοu δτι άπονέμον
ται σuχνά, λόγω προσωπικής σuμπάθειας άκόμα καί σέ μετριό
τητες. Θέλεις νά μέ ρωτήσεις πιθανώς, γιατί εΙμαι τότε τόσο κακοντuμένος; Μά διότι άπλοόστατα, ό ερωτας τής τέχνης δέν πλοότισε ποτέ κανέναν. Όσοι Ιμπιστεύονται τή θάλασσα, πλουτι'ζουν. Οι' μαχητές φοράν χρυσ6 ζωνάρι. Ό κ6λακας μεθάει σέ πορφυρά στρωσ{δια. ';4ν μιά κυρά διαφθε{ρεις, qεις κέρδος τή μοιχε{α.
Μονάχα ό ποιητής φοράει κουρέλια, τρέμει dπ' τ6 κρύο στενάζει μάταια κα{ καλεί τ{ς τέχνες πού φύγαν δλες ντροπιασμένες.
'Έτσι εΙναι δέ χωράει καμμιά άμφLβoλία. 'Όποιος έ χθρεόεται τήν κακία καί τά βίτσια, δποιος βαδίζει σuνετά στόν ϊσιο δρόμο, βλέπει πώς δλοι τόν μισοuν, γιατί ερχεται σέ άντί θεση μέ τά ήθη τοuς, καί ποιός θά έπικροτήσει ποτέ τοu άρχές
84.-
άντίθετες άπ' τίς δικές τοu; Έπιπλέον, δσοι δέ νοιάζονται γιά
τίποτ' αλλο παρά πώς νά άποχτήσοuνε περιοuσία, δέ θέλοuνε νά γίνει φανερό πώς ίιπάρχει καί κάτι άνώτερο άπ' αότό ποό
κατέχοuν έκείνοι. 'Έτσι λοιπόν, έκβιάζοuνε μέ δλοuς τοός δuνα
τοός τρόποuς τοός έραστές τών γραμμάτων, γιά νά άποδείξοuν πώς κι αότοί έπίσης λuγίζοuν τη ραχοκοκκαλιά τοuς μπρός στό
χρημα» . •
λοξενήθηκε στό έξοχικό του, η γιά τόν βασιλιά της Θράκης, ποό Ιτρεφε τά αλογά του μέ άνθρώπινο κρέας.
~ΛΊΎP( KON
125
«'-Υποπτεύομαι ώστόσο οτι ή φτώχεια εΙναι δίδυμη άδελ φή τής ίδιοφυΙας».
«Μακάρι ό έχθρός μου, πού μέ κατάντησε σ' αότά τά χά
λια, νά ήταν λίγο πιό ένάρετος, ώστε νά μέ λυπηθεί. Μά πρό κειται γιά εναν ακαρδο ληστή, πού μπορεί νά ξεγελάσει καί έ παγγελματία ρουφιάνο».
Ό Είίμολπος, δηλαδή ό ποιητής, συνέχισε: «'Έ κανα τή στρατιωτική μου θητεία στήν 'Ασία, οπου μέ
85.-
ρίξανε στήν άκολουθία τοί) κουέστορος. Μιά μέρα ετυχε νά μέ φ ιλοξενήσει ενας κάτοικος τής Περγάμου. Βρήκα τήν έκεί δια
μονή μου έξαιρετικά εόχάριστη τόσο έπειδή τό σπίτι ήταν πολύ ανετο, οσο κι έπειδή ό γιός τοί) οΙκοδεσπότη ήταν έκπληκτικά ώραίος. Νά λοιπόν τί σχέδιο κατέστρωσα γιά νά γίνω έραστής του, χωρίς νά κινήσω τίς uποψίες τοί) πατέρα του. Κάθε φορά πού γινότανε λόγος στό τραπέζι γι' αότούς πού έρωτεόονται ώ ραία άγόρια, έγώ έξέφραζα τήν τάχα άγανάκτηση καί άπέχθειά
μου μέ τόση πειστικότητα, βεβαίωνα τόσο σοβαρά πώς μοί) ή ταν άδύνατον νά άκούω κάτι τέτοιες προστυχιές, ώστε ολοι τους καί Ιδιαίτερα ή μητέρα, μέ βλέπανε πιά σάν εναν άπ' τούς έφτά σοφούς. 'Έτσι, εγινε λίγο-λίγο συνήθειο νά τόν συνοδεύω
έγώ στό γυ!ίνάσιο, νά έπιβλέπω προσωπικά τίς σπουδές του, νά τοί) βάζω έγώ ό ί'διος άσκήσεις καί νά τοί) κάνω μαθήματα, γιά νά μήν τύχει καί τόν πλησιάσει κανένας διαφθορέας. Μιά μέρα ήμαστε ξαπλωμένοι στό τρικλίνιο. 'Ήτανε βλέ
πεις κάποια γιορτή, δέν εΙχε νά μελετήσει καί κουρασμένοι άπ' τό πανηγύρι, δέ μας εκανε καρδιά νά άνέβουμε στά δωμάτιά μας. 'Όπου, στά μισά περίπου τής νύχτας, εΙδα πώς ό μαθητής μου δέν κοιμότανε. Λοιπόν, μουρμούρισα οσο μποροuσα πιό σι γά, τάχα πώς δεόμουνα στήν 'Αφροδίτη: «'Ώ, θεά, είπα, αν κα ταφέρω καί φιλήσω τοuτο τό άγόρι, δίχως νά τό καταλάβει, αυριο θά τοί) χαρίσω ενα ζευγάρι περιστέρια.» 'Ακούγοντας τήν τ ιμή μέ τήν όποία θά πλήρωνα την άπόλαυσή μου, τό άγόρι, αρχισ ε άμέσως νά ροχαλίζει. 'Επωφελήθηκα λοιπόν, πλησίασα τόν
μικρό έκείνο άπατεώνα καί τοί) 'κλεψα μερικά φιλιά.
126
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
. Ίκανοποιημένος
άπ' αότήν τήν καλή άρχή, σηκώθηκα νωρίς τό
πρωί καί τοΟ 'ψερα τά δυό περιστέρια ποό περίμενε.
86.-
Τήν έπόμενη νόχτα, βρήκα μιά παρόμοια εόκαιρία,
μόνο ποό άλλαξα τή δέησή μου: «"Αν μπορέσω, είπα, νά τόν χαίοέψω μέ χέρι τολμηρό, δίχως νά τό καταλάβει, θά τοΟ χαρί σω δυό άγρια κοκόρια, άπ' αότά ποό εχουν γιά τίς κοκορομα χίες». Μόλις τ' άκουσε ό εψηβός μου, μέ πλησίασε άπό μόνος του. Φαίνεται πώς ψοβήθηκε μή μέ πάρειξαψνικά'ό ϋπνος. Βιά στηκα νά διαψεόσω τήν άνησυχία του καί χόρτασα τό ώραίο κορμί του, χωρίς νά ψτάσω ώστόσο στήν όπέρτατη ήδονή. Καί
μόλις ξημέρωσε, τοΟ εψερα, πρός μεγάλη του χαρά, δ,τι είχα ό ποσχεθεϊ.
Τήν τρίτη νόχτα, βρίσκοντας τήν ί'δια εόκαιρία, σηκώθη κα, καί πλησιάζοντας στό αότί, τοο τάχα κοιμισμένου εψηβου,
είπά: «'Αθάνατοι θεοί άν μπορέσω νά κλέψω άπ' αότό τό άγόρι ποό κοιμάται βαθιά,τήν ήδονή ποό τόσο λαχταρώ, θά τοΟ χα ρίσω, πληρώνοντας αότήν τήν εότυχία, ενα καθαρόαιμο μακε
δονίτικο άλογο κοόρσας, όπό τόν δρο πάντα, δτι δέ θά καταλά βει τίποτα». Ποτέ τό άγόρι δέ βυθίστηκε τόσο βαθιά στόν ϋπνο., Γέμισα λοιπόν κατ' άρχήν τά χέρια μου μέ τό λευκό, σάν γάλα • στήθος του, υστερα κόλλησα τά χείλη μου στά δικά του καί τελικά άγκαλιάζοντάς τον, είδα νά πραγματοποιοΟνται δλες οΙ εόχές μου. Τήν άλλη μέρα, τόν βρήκα νά κάθεται στό δωμάτιό του, περιμένοντας νά έκπληρώσω καί τοότη τή ψορά τήν όπό σχεσή μου. 'Όμως, τό ξέρεις βέβαια πoΛU καλά πώς είναι πoΛU εόκολότερο νά άγοράσεις ενα ζευγάρι περιστέρια η δυό κοκό ρια, παρά ενα άλογο κοόρσας, μά έκτός αότοΟ, ψοβόμουνα πώς ενα τόσο σημαντικό δώρο θά κα~αστησει ίίποπτη την άπλοχε ριά μου. 'Έτσι, υστερα άπό εναν περίπατο μερικών ώρών, γόρι
σα στό σπίτι, χωρίς νά ψέρω τίποτα στόν εψηβο, εξω άπό ενα ψιλί. 'Εκείνος δμως άψοΟ εψαξε μέ τό βλέμμα του δεξιά κι άρι
στερά, μοΟ εϊπε δένοντας τά χέρια του γόρω άπ' τόν λαιμό μου: «Δάσκαλε, ποΟ είναι λοιπόν τό άλογο;»
•
l: ATfPI ΚΟΝ
127
87.-
Παρ' δλο πού ή άσuνέπειά μοu, μοu 'κλεισε τήν πόρ
τα πο ύ είχα άνοίξει, δέν αΡΥησα νά ξαναποχτήσω μαζί ΤΟι) τήν παλ ιά οΙκειότητα. 'Ύστερα άπό μερικές μέρες, δταν μοu δόθηκε ή κατάλληλη είικαιΡία, μόλις ακοuσα τόν πατέρα ΤΟι) νά ροχα λίζει αρχισ α νά παρακαλάω τό άγόρι νά φιλιώσοuμε, η μάλλον νά μή στερήσει τόν έαuτό ΤΟι) άπό τίς είιχάριστες στιγμές πού
μπο ρώ νά τοu προσφέρω
- μέ δuό λόγια τοu είπα δλα δσα ύπα
γορεύει ό φλογερός πόθος σέ παρόμοιες περιστάσεις. Τό άγόρι
ομω ς, μοu 'λεγε καί μοu ξανάλεγε θuμωμένο: «Κοιμήσοu, άλ λιώς, θά τό πώ στόν πατέρα μοω>. 'Ωστόσο, τίποτα δέν είναι ά κατό ρθωτο, δταν ξέρεις νά χειριστείς σωστά τό θέμα. Παρ' δλη τήν έπωδό τοu: «Θά ξuπνήσω τόν μπαμπά», γλίστρησα στό κλινάρι ΤΟι) καί ίίστερα άπό μιά κακοπαιγμένη άντίσταση έκ
μέροuς τοu, τοu εκλεψα τή χαρά πού μοu άρνιότανε. Ή τόλμη μου δέ φάνηκε νά τόν δuσαρέστησε καί πολύ. Παραπονέθηκε βέβ αια πώς τόν γέλασα, τοu τήν εσκασα, μέ άποτέλεσμα νά τόν
πάρουν στό ψιλό οί σuμμαθητές τοu, στούς όποίοuς είχε καuχη Οεί άναφέροντας τήν άπλοχεριά μοu, τελικά ώστόσο, είπε:
« Παρ' δλα αίιτά, έγώ δέ θά άκολοuθήσω τό παράδειγμά aou. "Αν θέλεις, μπορείς νά ξαναρχίσεις». 'Έτσι λοιπόν, αφησε κάθε
μνησικακία κατά μέρος, μέ σuγχώρεσε κι ιXcpou έπωφελήθηκα άπ' τήν καλή ΤΟι) διάθεση άπέναντί μοu, άφέθηκα νά μέ πάρει ό ϋπνος. Μά αύτή ή διπλή δοκιμασία δέν είχε ίκανοποιήσει τόν ε φηβό μοu, πού βρισκότανε τότε στό ανθος τής ήλικίας ΤΟι) καί φλεγότανε άπό τήν έπιθuμία νά κρατήσει τόν παθητικό ΤΟι) ρό λο. Μέ άπέσπασε λοιπόν άπό τά ονειΡά μοu: «Δέ θέλεις ,αλλο;»,
μοu είπε. Τό δώρο ΤΟι) δέ μοu ήταν άκόμα τελείως δuσάΡεστο. "Ετσι λοιπόν, κοuτσά-στραβά, έπιστρατεύοντας πολλούς στενα
γμού ς καί μπόλικο ίδρώτα, τά κατάφερα, παρ' δλο πού είχα πιά ξεβιδωθεί, νά τοu δώσω αίιτό πού ηθελε καί ξανάπεσα στόν ίιπνο, μποuχτισμένος πιά &πό ήδονή. Δέν πέρασε οuτε μιά ώρα καί νάτος πού ξαναρχίζει νά μέ τσιμπάει καί νά μοu λέει: «Για τί στα ματήσαμε;» Είχα πιά βαρεθεί νά μέ ξuπνάει κάθε τόσο, Ούμωσα γιά καλά καί τοu άπάντησα μέ τά ίοια ΤΟι) τά λόγια: (( Κοιμήσοu, τοu είπα, άλλιώς θά τό πώ στόν πατέρα aou».
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
128
88.-
'Ακούγοντάς τον, ξαναβρήκα τό κέψι μοu καί ρώτη
σα τόν μέντορά μοu, ποιάς έποχής ήταν οί πίνακες. Ζήτησα έ πίσης νά μέ κατατοπίσει καί έπί αλλων θεμάτων, δπως λόγοu χάρη γιά τά αϊτια τής παρακμής πού παρατηρείται στά χρόνια μας, γιά ποιό λόγο πεθάνανε οί καλές τέχνες, μεταξύ τών αλ λων καί Τι ζωγραφική, πού έξαψανίστηκε, χωρίς νά άψήσει ϊ χνος;»
«Ή άπληστία τοίί χρήματος προκάλεσε αυτό τό πισωγό
ρισμα», μοίί άπάντησε. «'Άλλοτε, δταν οί ανθρωποι ξέρανε νά έ,κτιμ.οίίν τίς άρετές καί τίς άξίες όλόγuμνες, οί έλεύθερες τέχνες
άνθίζανε καί δλοι πασχίζανε νά διακριθοίίν, ψέρνοντας στό ψώς άνακαλύψεις, πού θά 'ταν χρήσιμες γιά τίς έπόμενες γενιές. 'Έτσι, λόγοu χάρη, ό Δημόκριτος κατόρθωσε νά διαλόσει δλες τίς μορψές τής ψuτικής ζωής καί πέρασε τή ζωή τοu κάνοντας πειράματα γιά νά άνακαλύψει τίς Ιδιότητες τών όρuκτών καί τών φuτών. Ό Εϋδοξος γέρασε στήν κορψή τοίί πιό ψηλοίί βοuνοίί, γιά νά κατανοήσει τήν κίνηση τών αστρων καί τοίί ου ρανοίί καί ό Χρύσιππος, γιά νά άνταποκριθεί στά καθήκοντά τοu ώς έψεuρέτοu, uπέβαλε τρείς ψορές τό πνείίμα τοu εΙς κά
θαρσιν, παίρνοντας έλλέβορο. Γιά νά έπανέλθοuμε στίς πλαστικές τέχνες, ό Λύσιππος άψέθηκε νά άπορροψηθεί άπό μιά καί
μόνη σκέψη, πώς θά γίνει τέλειο ενα αγαλμά τοu, τόσο ποό πέ θανε τελικά, γιατί ξεχνΟίίσε νά ψάει(61). κι ό Μύρων ποό εβαζε στόν όρείχαλκο ψuχή άνθρώπων καί ζώων, δέν αψησε άπο γόνοuς. Ένώ έμείς, πνιγμένοι στό κρασί καί στήν άκολασία,
δέν εχοuμε κάν τήν ίκανότητα νά μελετήσοuμε τίς τέχνες ποό
• -
61) Ό Δημόκριτος (460-370 π.χ) έκτός άπ' τηΙ) «άτομική)) του θεωρΙα, lΎραψε καΙ εvα βιβλΙο περΙ σπόρωv, φυτώΙ) καΙ καρπώv. Ό Είίδοξοι; (408355 π.Χ.) ήταΙ) διάσημος 'Έλληvας μαθηματικός καΙ άστροvόμος' δέΙ) γέρα σε στό βουvό' τά τελευταία χρόvια τής ζωής του άvακατεότηκε μέ τηΙ) πολι τική. Ό Χρόσιππος (280-207 π.Χ.) συστηματοποΙησε τΙς άρχέι; τώΙ) Στωί:' κώv. Ό έλλέβορος, ήταΙ) ΓVωστό καθαρτικό, ποό UπoτΙθεται δτι γιάτρευε τΙς πvευματικές διαταραχές. Ό Λόσιππος, ποό ήκμασε γόρω στό 328 π.Χ. ήταΙ) ό πιό φημισμέvος γλόπτης έπΙ Μεγάλου Άλεξάvδρου. Ό ΜόρωΙ) (480-445 π.Χ. ) tlvoιt ό ΓVωστός γλύπτης του Δισκοβόλου.
.
~AT YPIKON
129
άνακαλύφτηκαν πρίν άπό μάς. ΠεριφρονοΟμε τό παρελθόν καί τά μόνα μαθήματα πού ξέρουμε νά δώσουμε καί νά πάρουμε,
στρ έφονται γύρω άπ' τίς διάφορες μορφές -τής κακίας. TC άπέ γινε ή διαλεκτική; Καί ή άστρονομία; Καί ή φιλοσοφία, πού ό
δ ρόμο ς της ήταν αλλοτε τόσο πολυσύχναστος; Είδες ποτέ σου κανέναν, νά μπαίνει σέ εναν ναό καί νά κάνει τάμα, γιά νά άπο
κτήσει εΙΙγλωττία; 'Ή γιά νά άνακαΛUψει τίς πηγές τής φιλοσο φ ίας; Οί ανθρωποι επαψαν πιά νά ζητάνε ως κι αΙΙτη την όγεία τοΟ πνεύματος καί τοΟ σώματος. Τώρα, πρίν φτάσουν κάν στό κατ ώφλι τοΟ Καπιτωλίου, ό ενας όπόσχεται μιά θυσία, αν θάψει εναν πλούσιο συπενή' ό αλλος, αν ξεθάψει εναν θησαυρό' ενας τρ ίτος, αν κερδίσει τό τριακοστό του έκατομμύριο. Μήν τάχα καί ή ίσια ή Γερουσία, ό θεματοφύλακας τής εΙΙθότητας καί τής άρ ετής δέν τό 'χει πάρει συνήθιο νά όπόσχεται χίλιες λίρες χρυ
σάφ ι στό Καπιτώλιο; Λές καί σκοπός της είναι νά διδάξει στοός πολίτες τή' φιλαργυρία, προσπαθεί νά καλοπιάσει ως καί τόν Δία άκό μα μέ χρήματα. Μή σοΟ κ~νει λοιπόν έντόπωση ποό ή
ζωγραφική είναι νεκρή άπό καιρό, μιά καί μιά ράβδος χρυσοΟ φαντάζει σ' δλους, ανθρωπους καί θεούς, πιό ομορφη άπ' όλα
τά άριστουργήματα τοΟ 'Απελλή η τοό Φειδία, ποό τούς περι φρ ονοΟνε καί τούς λένε ψώνια καί γραικύλους.
89.-
Βλέπω δμως πώς τά μάτια σου εχου\' καρφωθεί σέ
τοΟτον τόν πίνακα, πού εΙκονίζει τήν κατάληψη τής Τροίας. Θά προ σπαθή σω λοιπόν νά σοΟ έξηγήσω αΙΙτό τό άριστούργημα μέ τήν γλώσσα τών Μουσών:(62)
Νά κι6λας δέκα καλοκα{ρια, πού μέ κ(vτvvα μεγάλα μέ άπελπισιά οι' βαρι6μοιροι Φρυγο{ μέ κάστρο διαφεντεύουν ζωσμένοι γύρω-γύρωθε. Κι ό lσ6θεος, μέγας μάντης Κάλχας δtβoυλoς μένει μές στ6ν μαύρο του τ6ν τρ6μο, μήν τολμών τας
()2) ΠολλοΙ ποιητές η «ποιητές» γράψανε εργα μέ θέμα την χατάληψη τής
Ί'ροΙας. Μεταξύ αότών χαΙ δ ΝέρωΥ.
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
130
τή μαντική του άπ6φαση νά πεί σταράτα. Τ6τε διάτα ό θε6ς τής Δήλου(63) βγάζει κι ολοι άρχι'ζουνε νά κ6βουν δέν τρα
κα{ στ{ς πλαγιές τής 7δας κα{ νά ρΙΧVoυν τ{ς dξιές νά φτιά ξουν πελώριο ξύλινο άλογο κα{ μέσα στής κοιλιάς του τ6 άντρο λουφάζουν ε κα{ κρύβουνται τών Δαναών οι' άντρειωμένοι πού βαρεθήκαν πιά κα{ μπούχτισαν νά καστροπολεμάνε. Ώ, τρισαγαπημένη μας πατρ{δα κα{ τρισ6λβια χώρα
πιστέψανε πώς σήκωσαν τ{ς άγκουρές τους τά καράβια πώς φεύγουν οι' Έλληνες κα{ πάν κι ό π6λεμος μαζ{ τους
,
φευγει.
Γιατ{ ετσι γράψαν στ' άλογο, δευτέρωσε τ6 ψέμα ό Σ{νων(64)
κι εστρωσε δρ6μο συμφοράς, που πήγαινε ίσα στ6 λαιμ6 μας. Τ6 πλήθος άνοιξε τ{ς πύλες κα{ τρεχoΧVμώντας εξω λεύτερο πιά κι άπ' τ6ν π6λεμο εχοντας καλά γλιτώσει βιάζεται πλούσιες νά προσφέρει τ{ς θυσ{ες, ώς τ6 'χε τάξει. Κι άπ' τή χαρά τους κλαιν, πηδάν κα{ τραγουδάν, τρελλοχο ρεύουν
μά νά πού πάλε ό φ6βος τούς στεγνώνει κα{ λαιμ6 κα{ στ6μα
γιατ{ τού Ποσειδώνα ό ι'ερέας ό Λαοκ6ων βγα{νει dμπρ6ς τους
μέ τά μαλλιά λυτά κα{ σκούζει. Κι ϋστερα γοργά πετάει τή
λ6γχη κα{ κε{νη φτάνει στήν κοιλιά τού άλ6γου, τήν χτυπάει κα{ πέ φτει:
63) Ό θεός τής Δήλοu εΙναι ό Άπόλλων. Διά στόματος Κάλχα, σuμβοόλεψε τούς 'Έλληνες νά κατασκεuάσοuν τόν Δούρειο 'Ίππο.
64)
Ό ΣΙνων ήταν πρώτος ξάδελφος τού ΌδuσσΙα. uOτa.., οί 'Έλληνες άφη
σαν τόν Δούρειο 'Τππο μπροστά στήν ΤροΙα, φύγανε τάχα μΙ τά καράβια
τοuς καΙ κρύφτηκαν πΙσω άπό τήν ΤΙνεδο, ό ΣΙνων εμεινε στήν άκτή, γιά νά
τούς εΙδοποιήσει, σταν οί Τρώες θά βάζανε τόν 1""0 στήν πόλη. Οί Τρώες τόν σuνΙλαβαν αΙχμάλωτο, τόν υπέβαλαν σΙ βασανιστήρια γιά νά τοός άπο καλύψει τούς σκοπούς τών 'Ελλήνων, αυτός δμως δΙν μιλούσε, ωσποu τού κόψανε τά αυτιά καΙ τή μύτη. Τότε, τούς ξεφούρνισε τό ψΙμα τοu, δτι δηλα δή, οί 'Έλληνες εΙχαν άποφασΙσει τάχα νά CPurouv καΙ δτι, άν μπάσοuν τόν 'Ίππο στήν πόλη, τό κάστρο τοuς θά γΙνει άπαρτο.
131
l:ATYI,IKON •
Οι' Μοίρες τού τραβήξανε τό χέρι, πού νά τήν τρυπήσει μά έμεϊς πιστέψαμε τόν δόλο πού 'χαμε μπροστά μας. Ώστόσο ό γέρος πε{σμωσε, τσεκούρι ζήτησε κι αμέσως μ' δλη τή δύναμη τού αδύναμου χεριού του μπαλταδιάζει
τού dλόγoυ τό πλευρό, νά δεί μήν εΙναι κούφιο. Κι από φόβο τρεμούλιασαν οι' ι'πποκλεισμένοι κα{, τό μούρμουρό τους
αντήχησε σάν ήχος, πού ποτέ ή όξυά δέ βγάζει. Τότε ό αlXJldλωτος μές στήν κοιλιά στρατός όρμάει κα{ γοργο βγα{νει
κι αlXJlαλωτ{ζει Τρώες κα{ κουρσεύει τό απαρτό τους κάστρο. Μά γ{ναν κι άλλα θάματα κα{ πράματα πολύ μεγdλα:
Έκεί πού ή Τένεδος, φαρδιόπλατη τή θdλασσα γιομι'ζει φουσκώσαν κύματα τρανά κα{ τήν σκεπάσαν απ' όλούθες κα{ τά νερά χτυπιόντουσαν κι ακούγονταν ό μέγας ρόχθος
λές κα{ περνούσε στόλος κι έλαμναν χιλιάδες κωπηλάτες. Γυρ{σαμε κα{ τ{ ήτανε νά δούν τά δόλια μας τά μάτια;
Δυό φ{δια στρ{βουν φιδωτά, χτυπάνε τή φουρτούνα, διώχνουν τά κύματα κα{ τά σβουράν απάνω στά τεράστια βράχια. Τά φουσκωτά τους στήθια όρθώνουν τόν αφρ6 καί τά πλευρά τους
σκ{ζουν βαθιά τή θάλασσα, λές κι εΙναι όρθόπλωρα καράβια. ~χoλoγoύν οι' δυό νουρές τους κα{ στραφτοκοπάν οι' χαίτες κι ό κεραυν6ς βάζει φωτίά στ6ν μέγα πόντο πέρα ως πέρα. Βουβο{ απομε{ναμε. Κα{ κεί στό ακροθαλάσσι στέκουν
τά δυό παιδιά τού Λαοκόοντα, τά ι'ερά λουριά κρατώντας κα{ ξάφνου τά δυό φ{δια τής φωτιάς τ' dρπάνε κα{ τά σφ{γ γουν
κα{ κείνα μέ τά χέρια τους τά πρόσωπα. σκεπάζουν τ6τε κα{ τρέμουν τό καθένα τους, κακό μήν πάθει ό αδελφός του. Έτσι πεθα{νουν κα{ πεθα{νει κι ό πατέρας τους πού τρέχει
πασχ{ζοντας τού κάκου, μάταια νά τά βοηθήσει ό δόλιος. Τά φ{δια ρούφηξαν γοργά τά δυ6 μικρά νεκρά κορμιά τους κα{ ρ{χτηκαν στόν γέρο κι .έπεσεν έκεινος στό ακρογιάλι. ~ νάμεσα στούς ι'ερούς βωμούς σωριάστη τό κουφάρι κι ή Τρο{α τήν ωρα τού χαμού της βεβηλώθηκε γιά πάντα κι έχασε πιά κα{ τούς προστάτες, σπλαχνικούς θεούς της.
Ό Φοίβος σ' δλη τή λαμπρ6τη του σκορπάει τό φώς τριγύρω κα{ τά μικρά τ' αστέρια τρεμοσβήνουν π{σω απ' τό αγιό του ., αρμα.
•
ΠΕΤΡΩΝIOΣ
132
Καί νά πού οί Έλληνες όρμούν μέ τά σπαθιά γυμνά aτά χέ ρια
κι άρχι'ζουνε καί σφάζουνε τούς γιούς τού βασιλιά Πριάμου. 7δια σάν τ' άτι τ6 θεaσαλικ6, πού λύνεις καί φρουμάζει τήν κεφαλή σηκώνει καί άνεμίζει τή μακριά του χαίτη
τρέχουν κι αύτο{ μέ τίς άσπίδες μπρ6ς τους καί πηδούν aτή μάχη.
Κι άλλος βυθίζει κοφτερ6 τ6 μέταλλο aτού έχτρού τ6 a:cήθος κι ό γι6ς, τής Τρο{ας, άπ' τ6 κρασ{ βαρύς κι άνήμπορος ώς εΙναι άπ6 τ6ν ϋπνο παρευθύς περνάει aτ6ν μαύρο θάνατ6 του κι άλλος πυρσ6 κρατάει κα{ τούς βωμούς τριγύρω πυρπολών τας
aτούς Τρώες ένάντια τούς τρανούς θεούς τών Τρώων έπικα λειΤαtJJ. •
Στό σημείο αότό, όρισμένοι περιπατητές τής στοάς άρχίσανε νά πετροβολάνε τόν Εuμολπο, ποό άπάπελνε δσο πιό
90.-
δυνατά μποροΟσε. Αότός δμως, οντας συνηθισμένος σ' αότοΟ τού εΙ'δους τά χειροκροτήματα, σκέπασε τό κεφάλι μέ τόν μαν Μα του, καΙ εφυγε τρέχοντας άπ' τόν ναό. Φοβήθηκα μή μέ πε ράσουνε καί μένα γιά ποιητή, τό 'βαλα λοιπόν στά πόδια ξοπί
σω του κι δταν φτάσαμε στήν άκροθαλασσιά, μακριά άπό κάθε κίνδυνο, τοΟ είπα:
«Δέ μού λές, ποΟ θά πάει αίιτή ή κατάσταση; Δέν περά σανε οuτε δυό ώρες άπό τότε ποό κάνουμε παρέα κι Ιπψένεις νά μιλάς συχνότερα στή γλώσσα τών θεών παρά τών άνθρώ πων. Δέν μού κάνει πιά καμμιά Ιντόπωση, ποό οί ανθρωποι σέ
κυνηγάνε μέ τίς πέτρες. ΣοΟ τό λέω καΙ νά τό ξέρεις, θά γιο μΙ σω τίς τσέπες μου χαλΙκια καΙ κάθε φορά ποό θά σέ πιάνει ή κρίση, θά σού ρΙχνω πέτρα στό κεφάλι». «"Αχ, παιδΙ μοω>, μού άπάντησε θλιμμένα, «μπάς καΙ νο
μίζεις πώς είμαι πρωτάρης; Γιά νά λέω τήν άλήθεια, δέ μοΟ 'τυχε ποτέ οuτε μιά φορά νά μπώ σέ θέατρο γιά νά άπαγγεΙλω
στίχους μου, χωρΙς νά μέ πληρώσουνε μέ μιά παρόμοια όποδο χή. Μ' ας είναι, γιά νά μή τά χαλάσουμε, σού όπόσχομαι πώς
133
l;ATYP IKON
σλη τοότη τήν ήμέρα δέν θά ξανακαταφόγω στήν τροφή τών θεών. »
«Κι έγώ», τοu άπάντησα, «θά σοu προσφέρω ενα δείπνο,
άν ξεχάσ εις ως τό βράδυ τό ψώνιο σου». Έμπιστεότηκα στήν Ιδιοκτήτρια τής φτωχής μου στέγης τή φροντίδα τοu φτωχικοu μου γεόματος.
91.-
ΕΙδα ξάφνου τόν ΓεΙτονα, ποό κρατοuσε μιά πετσέτα
καί μιά ξόστρα καΙ στεκόταν ορθιος1 άκουμπώντας στόν τοίχο. Είχε υφος περCλυπo, καΙ φαινόταν πoΛU κουρασμένος. Τό 'βλε πες άμέσως πώς δέν τοu άρεσε καθόλου ή κατάσταση στήν ό ποΙα βρισκότανε. Γιά νά έπιβεβαιώσω τήν μαρτυρΙα τών μα-
τι ων
μου
...
'Έστρ εψε καταχαροόμενος τό πρόσωπό του πρός τή μεριά μου .
«Λυπήσου με, άδελφέ μοω>, μοu είπε. «Τώρα ποό δέν λα μποκοπάνε τά σπαθιά, μπορώ νά μιλήσω έλεόθερα. ΓλΙτωσέ με άπ ' αότόν τόν άτιμο λησ~ή καΙ τιμώρησε, οσο πιό αόστηρά νομίζεις, τή μεταμέλεια τοu κριτή σου. Στή δυστυχΙα ποό βρΙ σκο μαι, ή μεγαΛUτερη παρηγοριά μου θά 'ναι νά χαθώ άπό δι κή σου θέληση». Tou λέω νά σταματήσει τά παράπονά του, γιά νά μήν κα ταλάβε ι κανεΙς τά σχέδιά μας καΙ άφήνοντας τόν Εuμολπο στό λουτ ρό, οπου άπάγγελνε ενα ποΙημά του, διαλέγω .ενα στενό καί βρ ώμικο δρομάκι, παρασόρω τόν ΓεΙτονα, τρέχω, η μάλ λον πετάω μέχρι τό στέκι μο\). Έκεί, εχοντας κλειδαμπαρώσει ολες τίς πόρτες, τόν άγκαλιάζω καΙ τόν φιλάω στό στήθος καΙ κολλάω φρενιασμένος τό στόμα μου στό λουσμένο άπ' τά δά κρυα πρόσωπό του. Γιά πολλή ωρα μεΙναμε άφωνοι κι οί δυό μας, γιατί τό καλό μου τό άγόρι σπάραζε κι αότό άπ ' τοός λυ, γμους .
«'Άχ, τί άδυναμΙα είναι αότή, άνάξιά μου!» τοu είπα. «Σ' ιΧγαπώ, παρ' ολο ποό μέ παράτησες τόσο σκληρά! Μα νά ποό Φάχνω μάταια τήν οόλή μές στήν καρδιά μου, ποό έσό τήν είχες τ lισo άσπλα'ΊΥα λαβώσει! τι εχεις νά πείς, έσό ποό τόσο άλα-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
134
ψρόμ\)αλα εκανες θ\)σίες στόν ξένον ερωτα; Τήν αξιζα μιά τέ τοια προσβολή;»
Βλέποντας πώς έξακολο\)θώ νά τόν άγαπώ, ό καλός μο\) Γείτων άνασήκωσε τό ψρόδι το\). «Κι ώστόσο, ποιόν εβαλα κριτή ν' άποψασίσει γιά τόν ε ρωτά σο\), αν οχι έσένα τόν ί'διο; Μά δέν παραπονιέμαι πιά, θά
τά ξεχάσω δλα, αν είσαι ετοιμος νά διορθώσεις τό λάθος σο\), μετανιώνοντας εΙλικρινά». Λέγοντάς τα αυτά, εκλαιγα μέ λ\)γμοός. Ό Γείτων μοσ σκοόπισε τά δάκρ\)α μέ τόν χιτώνα το\).
«'Έλεος, 'Εγκόλπιε», μοσ είπε. «Κάνω εκκληση στήν κα λή σο\) μνήμη. 'Εγώ σέ παράτησα 11 έσό μέ πρόδωσες; Τ' όμο λογώ καί δέν τό κρόβω, οταν σάς είδα μέ τά σπαθιά στό χέρι, ζήτησα ασ\)λο καί κατέψ\)γα στόν πιό δ\)νατό».
Φίλαγα καί ξαναψίλαγα κείνο τό στήθος ποό εκρ\)βε μιά
τόσο καλή καί μ\)αλωμένη καρδιά. Καί γιά νά τοσ δείξω πώς τόν εχω σ\)γχωρέσει καί πώς ή ψιλία μας ξαναγεννιέται πιό ά
δε.ρψική άπό ποτέ, τόν εσψιξα δ\)νατά στην άγκαλιά μο\).
92.- Είχε σκοτεινιάσει γιά καλά καί ή χανιτζοσ Ιτοίμασε κιόλας τό δείπνο, οταν ό ΕίΙμολπος χτόπησε τήν πόρτα. «Πόσοι εισαστε;» τόν ρώτησα καί βάζοντας τό μάτι μο\)
σέ μιά χαραμάδα, έξέτασα προσεχτικά μήν είναι καί ό "Ασκ\)λ τος μαζί το\). Τελικά, οταν βεβαιώθηκα πώς ό μο\)σαψίρης μο\)
ήταν όλομόναχος τοσ ανοιξα άμέσως. Ξάπλωσε στό κλινάρι μο\) καί βλέποντας τόν Γείτονα νά στρώνει τό τραπέζι, κοόνησε τό κεψάλι το\) καί είπε: «Σέ σ\)γχαίρω γ~ τόν Γαν\)μήδη. Βλέπω πώς θά περά
σο\)με ώραία άπόΦε». Δέ μοσ αρεσε καθόλο\) αυτή ή άδιακρισία το\). Σκέψτηκα πώς κάναμε κακή άρχή καί ψορτώθηκα εναν άλλον 'Άσκ\)λτο. Μά ό ΕίΙμολπος τόν χαβά το\). 'Όταν ό Γείτων τοσ πρόσψερε νά
πιει,
-.
το\)
ειπε:
«Μ' άρέσεις πιό πολό άπ' ολο\)ς τοός νέο\)ς ποό είδα στό λοt1τρό».
135
l;ATYPI KO N
Κι άδειάζοντας τήν κοόπα ΤΟι) μονοροόφι, πρόσθεσε:
« Ποτέ δέ μοίί 'τuχε χειρότερη μέρα άπ' τή σημερινή. Βάλ τε μέ τό νοίί σας πώς εχοντας μπεί στό νερό, λίγο ελειψε νά μέ άφήσο uνε στόν τόπο, έπειδή θέλησα νά άπαπείλω στίχοuς μοι) στούς λοuόμενοuς πού καθόντοuσαν στην ακρη τοίί λοuτήρα. Μέ διώξανε κακήν κακώς άπ' τό λοuτρό, δπως μέ εΙχαν διώξει πάμπολλες φορές κι άπ' τό θέατρο καί αρχισα λοιπόν νά σάς ψάχν ω παντοίί, φωνάζοντας τόν 'Εγκόλπιο, τόσο πού ξελαρuγ γιάστηκα. Στήν αλλη ακρη, εΙδα εναν νέο όλόγuμνο, ποό εΙχε χάσει τά ροίίχα ΤΟι) καί φώναζε όργισμένος καί ζητοίίσε τόν
rεΙτονά τοu. Μέ τή διαφορά πώς οί λοuτράρηδες μέ πέρασαν γιά τρ ελλό καΙ μέ κοροί"δεόανε μιμ.ούμενοι τίς φωνές μοu, ένώ
τό πλήθος ποό εΙχε τριγuρίσει τόν ΓUμνό νέο, τόν χειροκρόταγε καΙ τοίί ' δειχνε μέ κάθε τρόπο τόν θαuμασμό τοu. Δέν εΙχαν κι αδ ικο έδώ πού τά λέμε. Τά ξέρετε βέβαια έκείνα τά φuλαχτά πού φτιάχνοuν άπό όρείχαλκο, μάρμαρο η όπτή γή κι lxouv σχή μα άνδρικών όργάνων. 'Έ, λοιπόν, δ,τι κρεμόταν κάτω άπ' τήν κοιλιά τοίί νέοι) ποό λέω, είχε τόσο μέγεθος, πού θά 'λεγες
πώς δλο τό κορμί τοu, .δέν ήταν παρά ή λαβή τοίί φuλαχτοU. Τί δουλευτής! Φαντάζομαι πώς μπορεί ν' άρχίσει χτές καί νά τε λειώσει αUριο. Λόγω τών προσόντων τοu, βρήκα άμέσως αν Ορωπο, πού τόν εβγαλε άπ' τή δύσκολη θέση. Κάποιος Ρωμαίος ίππέας, πού φημίζεται δπως μοίί εϊπανε γιά τά αΙσχρά ΤΟι) ηθτj, βλέποντάς τον νά τρέχει ετσι όλόγuμνος, τοίί 'ριξε άπάνω ΤΟι) τόν μανδύα τοu, καί τόν πήγε σπίτι τοu, γιά νά μή χάσει aCrouρα τό κελεπούρι, πού τοίί 'τuχε. 'Ενώ έγώ, δέν θά κατάφερνα ουτε τά ροίίχα μοι) νά ξαναπάρω άπό τόν φύλακα τών άποδu τηρίων αν δέ βρισκόταν νά έΓΓUηθεί γιά λόγοι) μοι) κάποιος πού μέ γνώριζε. Μ' αλλα λόγια, κάλλιο νά 'χεις έργαλείο, παρά ε ργο λείο».
'Όσο τά 'λεγε αυτά ό Εuμολπος ή εκφραση τοίί προσώποι) μου αλλαζε κ!χθε λίγο καί λιγάκι. Μιά χαιρόμουνα άκούγοντας τά παθή ματα τοίί κοινοίί έχθροίί μας, μιά στενοχωριόμοuνα γιά
τήν καλή ΤΟι) τύχη. Τά κατάφερα ώστόσο νά μή βγάλω λέξη, τάχα πώς αυτή ή ίστορία δέ μέ άφοροίίσε καί είπα νά μάς σερ βΙρουνε τό δείπνο. •
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
136
«'Ό,τι έπιτρέπεται, μάς φαίνεται χωρίς άξία καί τό πνεΟ μα μας, χαλασμένο ά1V' τό κακό γοΟστο, εχει σέ ύπόληψη μόνο τό άπαγορευμένο. Ό φασιαν6ς άπ' τήν Κολχίδα τής Νουμιδίας οΙ πουλάδες μάς γαργαλάν τούς ουρανίσκους γιατί εΙναι σπάνια πουλιά. Μά ή χήνα ή πάπια μέ τά πλουμιστά φτερά τους πού παίρνουν χίλια χρώματα κα{ στράφτουν
έχουνε λέει πληβεία τσίκνα. Ό σκάρος πού μάς φέρνουν άπ6 πέρα
τά ψάρία πού ξεβράζει ή θάλασα στή Σύρτη έχουν τιμή κι ύπ6ληψη μεγάλη Ινώ, φαντάζει παρακατιαν6 ως καί τ6 μπαρμπούνι. Δέν εΙναι τού συρμού τ6 ρ6δο τού πήρε τ6 κιννάμωμο τή θέση. Ό,τι χρειάζεται νά ψάξεις . τ6 προτιμούν καί τ6 πληρώνουν».
«'Έτσι κρατάς τόν λόγο σου;» τοΟ είπα. «Δέ μοΟ ύποσχέ θηκες πώς δέ θά άκοόσω οϋτε εναν στίχο σου σήμερα; Θυμήσου τόν ορκο σου, λuπήσου μας, σκέψοΙ.) πώς έμείς ποτέ δέ σέ πε
τροβολήσαμε. Γιατί αν κάποιος άπ' αότοός ποό τά κοπανάνε σέ
τοΟτο έδώ τό χάνι, μυριστεί πώς είσαι ποιητής, θά ξεσηκώσει ολη τή γειτονιά στό πόδι καί θά κακοπάθουμε κι έμείς έξ αίτίας
aou.
Δέ σοί) χρωστάμε τίποτα στό κάτω-κάτω. Ξέχασες τί ε
γινε στό λουτρό καί στήν πινακοθήκη;»
Μά ό Γείτων ποό ήταν ή προσωποποίηση τής καλωσόνης μέ κατσάδιασε άμέσως λέγοντάς μου: «Δέν είναι σωστό νά βρίζεις ετσι εναν μεγαΛUτεpό aou. 'Επιπλέον, παραβαίνεις καί τοός νόμους τής φιλοξενίας. ΤοΟ 'κανες ώραία-ώραία τό τραπέζι καί τώρα τό άναποδογυρίζεις μέ τήν άγένειά σο1.»).
ΜοΟ είπε κι αλλα άκόμα, περί σεβασμοο καί ψυχραιμίας καί τά λόγια του ταιΡιάζανε κατά τρόπο θαυμαστό μέ τήν ό-
,
μορφια του.
137
l:ATYPIKON
«Καλότ\)χη Τι μητέρα σο\), ποό γέννησε ενα γιό σάν καΙ σένα», είπε ό Είίμολπος στόν ΓεΙτονα. «Θάρρος τέκνον μο \)!(ό5 ) Πολό σπάνια πάει Τι ψρονιμάδα χέρι-χέρι μέ τήν όμορ
94 .-
ψ ιά! 'Άρα λοιπόν, μή νομΙσεις πώς τά λόγια σο\) πήγαν χαμένα.
Β ρήκες κάποιον ποό είναι ετοιμος νά σέ άγαπήσει. Τά ποιήμα τά μο \) , θά 'ναι γεμάτα έγκώμια γιά σένα. Θά γΙνω δάσκαλός σο \) καί θά σέ προσέχω καΙ θά σέ άκολο\)θώ παντοu, εστω κι άν δέ μο ί> τό ζητήσεις. 'Όσο γιά τόν 'Εγκόλπιο, δέν τόν νοιάζει: ε χε ι δ οσμένη σέ άλλον τήν καρδιά το\»).
Γ ιά καλή το\) τόχη καΙ τοί> Είίμολπο\), ό ψαντάρος μοί> εί χε πά ρει τό σπαθΙ 'Αλλιώς, Τι ίσια μάνητα ποό ενιωσα γιά τόν "Λ σκ\)λτο, θά μ' εσπρωχνε νά σψάξω έπί τόπο\) τόν ποιητή. Ό
Ι 'ε ίτων τό κατάλαβε καΙ βιάστηκε νά βγεί άπ' τό καμαράκι μο \) , τ άχα πώς πήγαινε νά ψέρει νερό. Αύτή Τι εγκαιρη άναχώ ρη ση καταλάγιασε τήν όργή μο\). 'Ηρεμώντας, λίγο-λίγο γόρισα
, κα ι
-.
το\)
ειπα:
«Ε ίίμολπε, προτιμώ νά σ' άκοόω νά μιλάς εστω καΙ έμμέ τρ ως, παρά νά προψέρεις παρόμοιες εύχές. Πολι) ψοβάμαι πώς δέν είν α ι τρόπος νά σ\)νεννοηθοuμε, γιατΙ έγώ δέ σηκώνω μόγα στό σπαθί μο\) κι έσό, είσαι ενας έξώλης καί προώλης. Πές πώς εχε ις ν ά κάνεις μέ εναν μανιακό, ρΙξε τό ψταΙξιμο στήν τρέλλα
μο υ , μέ δ\)ό λόγια, άδειασέ μο\) τή γωνιά, οσο πιό γρήγορα
μπo pεtς» .
'Ακοόγοντάς με νά τοί> μιλάω ετσι δά, ό Είίμολπος άπό με ιν ε μέ τό στόμα άνοιχτό. ΧωρΙς κάν νά μέ ρωτήσει τΙ επαθα
καί ψο \)ρκΙστηκα τόσο πολι) σηκώθηκε άμέσως, βγήκε, εκλεισε πίσ ω το\) τήν πόρτα, μέ κλείδωσε, πήρε τό κλειδί κι ετρεξε νά
βρεί τόν Γείτονα. Βλέποντας πώς τήν επαθα σάν κόπανος κι εμεινα ψ\)λακι
σμένος, άποψάσισα νά θέσω τέρμα στή ζωή μο\), δηλαδή νά κρεμαστώ . Είχα σηκώσει κιόλας ορθια τήν ξ\)λοδεσιά τοί> κρε
βατιο u, τήν είχα άκο\)μπήσει στόν τοίχο, είχα δέσει άπ' τήν ά πάν ω άκρη τή ζώνη μο\) καί ό λαιμός μο\) ήταν κιόλας περα-
(Ι;;) Φρ άση άπό την ΑΙνειάδα τού Bιpγlλιoυ.
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
138
σμένος στή μοιραία θηλιά, οταν ανοιξε ή πόρτα, μπήκε ό Εϋ μολπος μέ τόν Γείτονα καί μέ ξαναβγάλανε στό φώς, μέσα άπ'
τόν χαίνοντα εμπροσθέ μου τάφο. Ό Γείτων εβγαζε διαπερα στικές κραυγές πόνου καί άπογνώσεως κι εκανε σάν παλαβός.
Μ' εσπρωξε, μέ ερριξε άνάσκελα στό κρεβάτι καί μου εΙπε: «Κάνεις λάθος, Έγκόλπιε, αν νομίζεις πώς θά 'χεις τήν εύτυχία νά πεθάνεις πρίν άπό μένα. Πρώτος έγώ δοκίμασα νά
σκοτωθώ. 'Όταν ήμουν μέ τόν 'Άσκυλτο, εψαξα μάταια νά βρώ ενα σπαθί. "Αν δέ σέ εβρισκα, θά επεφτα σέ εναν γκρεμό. Καί γιά νά σου άποδείξω πώς ό θάνατος δέν εΙναι μακρυά γιά κείνονε πού τόν γυρεύει, δές μέ τή σειρά σου τό θέαμα πού θέ λησες νά μου προσφέρεις». Καί λέγοντάς τα αύτά, άρπάζει άπ' τόν όπηρέτη του Εϋ μολπου ενα ξουράφι καί χΡάτς-χΡούτς δίνει δυό κοψιές στό λαι
μό του καί πέφτει σάν αδειο σακκί στά πόδια μας. 'Εγώ ξε φωνίζω άπ' τή φρίκη μου κι άκολουθώντας τον στήν πτώση του, άνοίγω μέ τό ίσιο σίδερο τόν δρόμο του θανάτου. Μά ό Γείτων δέν εΙχε οϋτε ϊχνος γρατζουνιάς κι έγώ δέν ενιωσα κανέναν πόνο. 'Ήτανε πράγματι μιά λάμα δίχως κόψη, έπιταυ του στομωμένη γιά νά μπορουνε οΙ μαθητευόμενοι μπαρμπέρη δες ν' άσκουνται, δίχως νά τρέμει τό χέρι τους. Γι' αύτό κι ό
u-
πηρέτης, οταν εΙδε τόν Γείτονα νά παίρνει τό ξουράφι άπ' τήν έργαλειοθήκη του, δέν τρόμαξε καθόλου. Τό ίσιο καί ό Εϋμολ πος, δέν εκανε τίποτα γιά νά τόν έμποδίσει αύτήν τήν μιμοδρα-
" ματικη
, αυτοκτονια.
95.-
'Όσο παιζότανε άκόμα ή έρωτική μας τραγωδία,
μπήκε μέσα ό χανιτζής, φέρνοντας τό όπόλοιπο του φτωχου μας δείπνου. "Έμειvε μέ τό στόμα άνοιχτό, βλέποντάς μας νά κυλιόμαστε άναξιοπρεπέστατα στό πάτωμα καί μάς εβαλε τίς , φωνες:
«Τί τό περάσατε έδώ;» μάς εΙπε. «Σάς βάρεσε τό κρασί στό κεφάλι, ή μπάς καί εϊσαστε δραπέτες δουλοι; 'Ή καί τά δuό μαζί; Ποιός μου τό σήκωσε ετσι δά τό κρεβάτι; Καί τί μαστο ρεύετε έκεί, πεσμένοι κατάχαμα; Σάς ξέρω έγώ, έτοιμάζεστε νά
ΣΑ ΤΤΡ ΙΚΟΝ
139
τό σκάσετε κρυφά τή νόχτα, γιά νά μ.ή μ.ού πληρώσετε τό νοΙκι. Μά δέ θά σάς περάσει. Θά σάς μ.άθω έγώ πώς τούτο έδώ τό
σπίτ ι δέν άνήκει σέ μ.ιά άνυπεράσπιστη Υ!ιρα, μ.ά στόν Μάρκο Μαννίκιο αίιτοπροσώπως».
«Τ ί εκανε λέει;» ξεφώνησε ό ΕUμ.ολπος, <ψάς άπειλείς κι από πάνω;»
Καί πρΙν άποσώσει τά λόγια του, τού άστραψε ενα χα στούκι, πού ητανε δλο δικό του. Ό άλλος νιώθοντας δυνατός
καί γενναίος μ.ετά τά ποτήρια ποό είχε κοπανήσει μ.έ τοός πε λάτε ς του, σφεντονίζει ενα πήλινο κανάτι στό κεφάλι τού Euμ.ολπaυ καί γΙνεται μ.πουχός. Ό ΕUμ.ολπος πού τόν πήραν τά αί'μ.ατα, γιατί τό κανάτι τόν χτόπησε στό κοότελο, άρπάει ενα ξύλινο καντηλιέρη, τρέχει, προφταΙνει τόν χανιτζή καΙ παΙρνει τήν έκδίκησή του πού σέ πονεί καΙ πού σέ σφάζει. Προστρέ χουνε οί δούλοι, καταφτάνουνε οί μ.εθυσμ.ένοι ιτ:ελάτες. 'Εγώ,
βρ ίσκοντας κατάλληλη την είικαιρΙα γιά νά πάρω τό αίμ.α μ.ου πίσω, κλειδώνω τήν πόρτα στόν ΕUμ.ολπο. 'Έτσι, πάτσι καΙ πό στα μ.έ τόν άντΙπαλό μ.ου, έτοιμ.άζουμ.αι νά χαρώ χωρΙς ένοχλή σε ις τό καμ.αράκι μ.ου καί τή νύχτα μ.ου.
Στό μ.εταξό, οί λαντζέρηδες καΙ οί πελάτες είχαν ριχτεί στ όν ΕU μ.ολπό καί τόν σπάγανε στό ξόλο. Κι οχι μ.όνο, μ.ά ήταν
κι ενας ποό όπλΙστηκε μ.έ μ.ιά σοόβλα, δπου ήταν άκόμ.α περα σμ.ένα τά μισοψημ.ένα κρέατα καΙ φώναζε πώς θά τού βγάλει τά μ.άτια · ενας άλλος, κpάταγ~ μ.ιά μ.ασιά καΙ είχε πάρει θέση μ.ά χης . Πιό φρενιασμ.ένη άπ' δλους, μ.ιά γριά μ.έγαιρα, πού σ' ε πιανε τρόμ.ος καί μ.όνο τά ρούχα της νά 'βλεπες, τόσο βρώμ.ικα ητανε, κατ έφτασε βροντώντας τά τσόκαρά της καΙ τραβώντας πίσ ω της ενα τεράστιο σκυλί δεμ.ένο μ.έ άλυσίδα, ποό τό ξαμ.ό λυσε καταπάνω στόν ΕUμ.ολπο. Αίιτός δμ.ως, άπέκρουσε δλες τίς έπ ιθέσεις μ.έ τό καντηλιέρη του.
96.- "Ολ'
αίιτά τά παρακολουθοόσαμ.ε άπό μ.ιά τρόπα στήν
πόρτα κι έγώ χειροκροτούσα κάθε φορά ποό τίς ετρωγε ό
Eu-
μ.ολπο ς. Ό ΓεΙτων, πάντα καλόκαρδος, είχε τή γνώμ.η πώς πρέπει νά τού άνοΙξουμ.ε καί νά τόν συντρέξουμ.ε, τώρα ποό τόν
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
140
.-----------------------------------------------
άπειλούσαν τόσοι κίνδυνοι. Μά ή πίκα μου έμένα δέ μού 'χε πε ράσει καί άντί γιά αλλη άπάντηση, καρπάζωσα τό σπλάχνο μου
μ' ολη μου τή δίιναμη. Ό Γείτων εβαλε τά κλάματα καί πήγε κι εκατσε στό κρεβάτι. Έγώ κολλώντας στήν πόρτα μιά τό 'να, μιά τ' αλλο μάτι, γευόμουνα σάν ενα πλοόσιο γεύμα την κακο τυχία τού Εϋμολπου καί τόν συμβοόλευα κοροί'δευτικά νά
ςΡωνάξει βοήθεια. 'Όπου σέ μιά στιγμή, είδα δυό βαστάζους νά ςρέρνουν πάνω σέ μιά ψορητη πολυθρόνα τόν διαχειριστή τού οι κήματος.
Τόν λέγανε Βαργάτη καί επασχε άπό ποδάγρα.
'Έγινε ποό λέτε θηρίο. Μέ ψωνή θυμωμένη καί βάρβαρη προψο ρά, ελουσε πατόΚΟΡςΡα κείνη τή συμμορία τών μπεκρήδων καί τών άδέσποτων δοόλων. 'Ύστερα, στρέψοντας στόν Εϋμολπο,
•
ειπε:
«τι βλέπουνε τά μάτια μου; Έσό, ό πλέον εϋγλωττος τών
ποιητών μας, σ' αότά τά χάλια; Κι ολοι αότοί" οί βρωμερότατοι δούλοι μένουν άκόμα καί δέ μάς άδειάζουν τή γωνιά; Τολμή•
σανε καί σηκώσανε χέρι άπάνω σου; ... »
«Ή γυναίκα ποό συζώ μαζί της,· παρασήκωσε κεςΡάλι», συνέχισε ό Βαργάτης. «"Αν μ' άγαπάς, κακολόγησέ ' την στά ποιήματά σου γιά νά βάλει μυαλό».
97.- Τήν ώρα ποό ό Εϋμολπος πήγε λίγο παράμερα γιά νά κουβεντιάσει μέ τόν Βαργάτη, μπήκε στό χάνι ενας τελάλης καί ξοπίσω του ενας άστυνομικός κι ενα άρκετά έτερόκλητο
πλήθος. 'Ανεμίζοντας εναν πυρσό, ποό εβγαζε περισσότερο κα πνό, παρά ψώς, διάβασε τήν παρακάτω άπελία: «'Απωλέσθη έντός τών λουτρών εςΡηβος δεκαέξι περίπου έτών, μέ κατσαροός βοστρόχους, λεπτεπίλεπτον δέρμα, ώραίος τήν σψιν, όνομαζόμενος Γείτων. 'Όποιος μπορέσει νά τόν έ
παναςΡέρει η νά δώσει σαψείς πληροψορίας, θά λαμβάνει χιλίους σηστερτίους».
Δίπλα σχεδόν στόν τελάλη, στεκόταν ό 'Άσκυλτος, τυλι
γμένος σέ εναν πoΛUχpωμo μανδίια καί κρατώντας σέ εναν ά σημένιο δίσκο τό ποσόν τής άμοιβής. Διατάζω τόν Γείτονα νά χωθεί άμέσως κάτω άπ' τό κρεβάτι, νά πιαστεί μέ πόδια καί
14Γ
l: ΛΤfΡ IΚΟ Ν
χέρια άπ' τοός Ιμάντες τής ξuλοδεσιάς ποό κρατάνε τό στρώμα καί νά μείνει έκεί κρuμμένος, όπως κρόφτηκε κάποτε ό Όδuσ σέας κάτω άπ' τό κριάρι. Δέ χρειάστηκε νά τοΟ τό πώ καΙ δεό
τε ρη φορά, γαντζώθηκε άπ' τοός Ιμάντες έν ριπή 6φθαλμοΟ μέ μιά έπιδεξιότητα ποό ...
.. .άκόμα
κι ό Όδuσσέας θά τό παραδεχότανε πώς βρήκε
τόν μάστορή τοu. Στό μεταξό έγώ, γιά νά μήν υποψιαστεί καν ένας τίποτα, εστρωσα τό κρεβάτι κι uστερα τό ξέστρωσα, φ ροντίζοντας νά κάνω ενα μόνο βαθοόλωμα στή μέση γιά νά
φανεί πώς τάχα πλάγιαζα καΙ μόλις είχα σηκωθεί. 'Όσο γινόντοuσαν αίιτά, ό 'Άσκuλτος είχε έρεuνήσει σέ όλα τά δ ωμάτια, σuνοδεuόμενος άπό τόν υπηρέτη τοΟ τελάλη καΙ τώρα, φτάνοντας στήν πόρτα μοu, οΙ έλπίδες ΤΟι) άναπτερώθη καν, γιατί τήν βρήκε κλειδωμένη. Ό άστuνομικός εχωσε τό τσ εκο όρι ΤΟι) άνάμεσα παραστάτη καΙ πόρτα καί παραβίασε τή
μπάρα . 'Έπεσα στά πόδια τοΟ 'Άσκuλτοu καί στό ονομα τής φι λίας μας, στό ονομα τής μιζέριας ποό περάσαμε μαζΙ, τόν Ικέτε
ψα νά δώ τόν Γείτονα γιά μιά τελεuταΙα φορά . Γιά νά κάνω πιό πιστευτά τά υποκριτικά μου παρακάλια, εφτασα στό σημείο νά πρ οσθέσω:
« Τό ξέρω 'Άσκυλτε, πώς ήρθες νά μέ σκοτώσεις. Γιατί άλλιώ ς, γιατί τόν εφερες αίιτόν τόν μπαλταδοφόρο; 'Έ, λοιπόν, πά ρε τήν έκδίκησή σου. Ίδοό ή κεφαλή μοu, σοΟ τήν προσφέρω, χύ σε τ ό αίμα ποό ήρθες ΓUρεόoντας, εχοντας καλυφθεί μέ τήν πρό φαση τής κατ' οίκον ερευνας.» Ό 'Άσκυλτος άρνείται πώς μέ μισεί. Μέ βεβαιώνει πώς τό
μόνο πού θέλει, είναι νά βρεί τόν λιποτάκτη του. Δέν είιχήθηκε ποτ έ του τόν θάνατο κανενός, πoΛU περισσότερο ένός Ικέτη καί άκόμα περισότερο ένός φίλοu, γιά τόν όποίο, άκόμα καΙ μετά
τόν μο ιραίο καuγά μας, διατηρεί τά πλέον τρuφερά αΙσθήματα.
98.-
Ό άστυνομικός ώστόσο, ξέρει τή δοuλειά του. Παί
ρνοντας άπ ' τόν χανιτζή ενα καλάμι, τό κοuνάει πέρα δώθε κά τω άπ' τό κρεβάτι καί βυθομετράει μέ δαΟτο ως καί τίς τρΟπες άκό μα τών τοΙχων. Ό Γείτων, μαζεότηκε όσο μποροΟσε γιά νά
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
142
άποφύγει τό καλάμι καΙ κρατώντας τήν άνάσα άπό φόβο μήν προδοθεί, άσπαζότανε τούς κοριούς. 'Όπου ό Ευμολπος, βλέποντας πώς ή παραβιασμένη πόρ τα δέν τόν έμπόδιζε νά μπεί στό δωμάτιό μας, δρμησε μέσα καΙ τρέμοντας άπό συγκΙνηση, φώναξε:
«Οί χίλιοι σησ'τέρτιοι μού άνήκουν. Θά τρέξω τώρα άμέ σως νά προλάβω τόν τελάλη, πού μόλις εφυγε. Μέ πρόδωσες μέ τόν πιό ατιμο τρόπο, λοιπόν κι έγώ θά τού τό πώ, πώς ό ΓεΙ των είναι έδώ.» Πέφτω στά πόδια του, μά αότός είναι άνένδοτος. Τόν ίκε τεύω νά μήν άποτελειώσει δυό έτοιμοθάνατους.
«Ή όργή σου θά ήταν βέβαια δικαιολογημένη», πρόσθε σα, «αν μπορούσες νά τούς παρουσιάσεις αότόν πού θέλεις νά καταδώσεις. Τώρα δμως, τό. Όκασε, βρήκε εόκαιρΙα καί γλΙ
στρησε μέσα στό μπουλούκι καΙ δέν εχω Ιδέα πού βρΙσκεται. Γιά ονομα τών θεών, Ευμολπε, τ'ρέξε καΙ βρές τον, 1{στω κι αν είναι νά τόν παραδώσεις στόν 'Άσκυλτο».
Είχε κιόλας καμφθεί άπ' τά πειστικά μου έπιχειρήματα, δταν ό ΓεΙτων, μήν μπορώντας πιά νά κρατήσει τήν άνάσα του,
φταρνΙστηκε τρείς φορές συνέχεια καΙ μέ τόση δύναμη, πού τό κρεβάτι τραντάχτηκε καΙ πηγαινόρθε μπρός-πΙσω.
Ό Ευμολπος στράφηκε καΙ είπε: «Μέ τΙς όγείες σου».
'Ύστερα, σηκώνοντας κουβέρtες καΙ στρώμα, είδε τόν νέο 'Οδυσσέα, πού θά τόν λυπόταν άκόμα κι ενας νηστικός Κύκλωπας.
«τι εχεις νά πείς, ληστή;», μού είπε. «Σέ ξέρω. Είσαι ε τοιμος νά Ισχυριστείς πώς βλέπω φαντάσματα, άκόμα καΙ τώ ρα πού σ' επιασα στά πράσα. ΚαΙ νά σκεφτεί κανεΙς πώς αν δέν έπενέβαινε κάποια θεότητα, πού όρΙζει τή μοΙρα τών άνθρώπων κι αν δέν εσπρωχνε αότόν τόν κρεβατοκρεμασμένο νά προδοθεί μοναχός του, έγώ ό κουφιοκέφαλος θά ετρεχα νά τόν γυρεόω άπό ταβέρνα σέ ταβέρνα ... »
.
Τότε ό ΓεΙτων, πού ήταν μαλαγάνας, καΙ ήξερε καλύτερα άπό μένα νά καλοπιάνει τούς άνθρώπους, αρχισε νά περιποιεί ται τήν πληγή τού Ευμολπου, βάζοντας πάνω στό ματωμένο
143
ΣΛΤΥΡΙΚΟΝ
ψρuδι του Ιστοuς άράχνης, μουσκεμένους στό λάδι. 'Ύστερα, πρότεινε στόν ποιητή ν' άλλάξουν ρούχα. Τού 'δωσε τόν μικρό το υ μανΔUα καί πήρε τό κουρελιασμένο του χιτώνιο. Τέλος, βλέποντας πώς ή καρδιά τού Εσμολπου είχε άρχίσει νά μαλα κώνει, τόν άγκάλιασε καί τόν . γέμισε ψιλιά, ποΙ> ήτανε γιά κείνον σωστό βάλσαμο.
«"Ω, πολυαγαπημένε μου μπαρμποuλη», τού είπε, «ΙσΙ> κρ ατάς τήν τuχη μας στά χέρια σου. Στά χέρια σου, μ' άκούς; "Αν άγαπάς τόν μικρό σοΙ) Γείτονα, καταδέξοΙ) νά τόν σώσεις.
"Αχ, ας δώσει ό οόρανός νά μέ κάψει ψωτιά, ή νά μέ άρπάξουνε
τά κuματα τής θάλασας. 'Εγώ ψταίω γιά δλα αότά τά Ιγκλή ματα, Ιξ αΙτίας μου γίνανε δλα. Ό θάνατός μου θά συμψιλιώσει το uς δυό ψίλους, ποΙ> Ιγώ τοuς εβαλα νά τσακωθούνε)).
99.-
«'Όσο γιά μένα, ψρόντιζα παντού καί πάντα νά χαρώ
τήν κάθε μέρα, σά νά ήταν ή τελευταία μοu», είπε ό Εσμολπος. Μέ τό πρόσωπο λοuσμένο στά δάκρυα, τόν παρακαλώ καί
τόν έξορκίζω νά μού ξαναχαρίσει τή ψιλία του. Τού Ιξηγώ δη
οί έραστές δέν είναι σέ θέση νά τιθασέψουν τά ξεσπάσματα τής ζήλειας. Τού υπόσχομαι πώς άπό δώ κι Ιμπρός δέν πρόκειται νά π ώ ή νά πράξω τίποτα ποΙ> θά μπορούσε νά τόν πληγώσει.
"Ας στέρξει λοιπόν, αότός ποΙ> άσκεί τίς εόγενέστερες τέχνες τού κόσ μου, νά θεραπεuσει τή λέπρα τής μνησικακίας, νά τήν θερα πεύσ ει ριζικά, ετσι ποΙ> νά σβήσοuν ως καί οί οόλές της. «Τά χιόνια μένουνε μέρες καί μήνες στοός βράχοuς καί
στά άκαλλιέργητα χωράψια. 'Απεναντίας, στά Ιδάψη ποό δέ χτη καν τό υνί, ή λεπτή στρώση τού πάγοΙ) λιώνει Ιν ριπή ό ψΟαλ μΟύ. 'Όμοια καί ή όργή ποΙ> σωρεuεται στό βάθος τής καρ διάς: σκλαβώνει γιά πάντα τίς αξεστες ψuχές μά γλιστράει καί ψεuγει άπ ' τά ψωτισμένα πνεUματα».
«Γιά νά σού άποδείξω», είπε ό Εσμολπος, «πόσο δίκιο ε χεις, Ιδοu, σού δίνω τόν άσπασμό τής εΙρήνης. Καί τώρα, ας εό
χηΟο ύμε νά πάνε δλα καλά. 'Ετοιμάστε τά μπογαλάκια σας κι άκο λοuθήστε με ή, αν προτιμάτε, δείξτε μου Ισείς τό δρόμο».
Δέν είχε άποσώσει τόν λόγο του, δταν ανοιξε άπότομα ή
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
144
πόρτα καί είσαμε στό κατώψλι εναν ναότη μέ αχτένιστα γένεια: «Xασoμεράς~ Eυμoλπε»~ είπε~ «σά νά μή ξέρεις πώς πρέ πει νά βιαστείς». Σηκωνόμαστε αμέσως ολοι κι ό Ευμολπος ξuπνάει τόν
u-
πηρέτη τοu~ ποό κοιμόταν τοu καλοu καιροu καί τόν διατάζει νά ξεκινήσει μέ τίς αποσκεuές τοu. 'Εγώ κι ό Γείτων βάζοuμε σ~ εναν σάκκο τά τσαμασίρια μας~ κάνοuμε μιά προσεuχή στά α στρα καί μπαρκάροuμε.
100.-
«Μν είναι βέβαια καθόλοu εόχάριστο ποό ό μικρός
άρέσει τόσο στόν Ευμολπο. Μά στό κάτω-κάτω~ μήν τάχα δέ χαιρόμαστε ολοι μας κι από xoLVou~ τίς ώραιότερες δημιοuργίες τής ψόσης; Ή σελήνη~ μέ τήν ακολοuθία της τών αμέτρητων α στρων~ όδηγεί ως καί τ~ αγρια θηρία στή βοσκή τοuς. Τί πιό εό χάριστο μπορείς νά ψανταστείς απ~ τό νερό; Κι ώστόσο τά νερά κuλάνε ίσια κι ομοια γιά Ολοuς. Γιατί λοιπόν μονάχα ό ερωτας νά κρόβεται~ σάν κάτι ποό πρέπει νά τό κλέΨεις~ αντί νά μή βρί σκεται παντοu~ ωστε νά μπορεί ό καθένας νά δρέπει τοός καρ ποός τοu; Κι δμως oχι~ δέν θέλω έγώ κανένα αγαθό~ αν δέ νιώ θω πώς τό πλήθος μέ ζηλεόει ποό τό εχω. 'Ένας μονάχα αντί
ζηλος καί μάλιστα γέρoς~ δέ μ~ ένοχλεί καθόλοu. Κι αν ακόμα
ξεμοναχιάσει τόν Γείτoνα~ δέ θά καταψέρει τίπoτα~ μιά καί δέν " , . εχει
κοτσια».
Τά σuλλογιόμοuνα δλα αότά~ χωρίς νά τα πoλ\)πιστεόω~ πάσχιζα νά ήρεμήσω τό ανήσuχο πνεuμα μοu μέ παρόμοια σο ψίσματα. Tέλoς~ μέ τό κεψάλι~ χωμένο στην κοuκοόλα μοu~ πα ρακάλεσα τόν ϋπνο νά αποκοιμίσει ολες τίς κακές μοu σκέψεις. 'Όποu~ έντελώς ξαψνικά~ λές καί ή τόχη τό ~βαλε σκοπό νά μή μοu αψήσει στάλα xoupιXrLo~ ακοόστηκε μιά ψωνή απ~ τό κατάστρωμα ποό είπε μέ θuμό καί παράπονο: «Mou τήν εσκασε λοιπόν ό ατιμος!» 'Ήταν μιά αντρική ψωνή~ ποό τό αότί μοu τήν αναγνώρισε άμέσως καί ή καρδιά μοu αρχισε νά χτuπάει σάν παλαβή.
'Ύστερα ακοόστηκε μιά ΓUναίκα~ ποό μίλησε σπρωγμένη θά ~λεγες απ ~ τήν ίσια 6ργή καί ερριξε λάδι στή ψωτιά:
1:ΑΤΥΡ ΙΚΟΝ
145
«"Α! αν τό άποφάσιζε κανένας θεός νά πέσει στά χέρια μου
ό Γείτων, θά 'βλεπε ό αθλιος δραπέτης πώς θά τόν όποδεχό μουνα!»
Ό Γείτων κι έγώ τρομάξαμε τόσο πολό άκοόγοντας έ
κείν ες τίς άπρόσμενες φωνές, ποό ολο τό αίμα εφυγε άπ' τίς
•
φ λέβ ες μας. Νόμιζα πώς εβλεπα εναν φοβερό έφιάλτη καί γιά πολλή ώρα δέ μπορούσα νά άρθρώσω λέξη. Τελικά, τράβηξα μέ τρ εμάμενο χέρι τόν χιτώνα τού Εϋμολπου, ποό τόν επαιρνε κιόλας ό σπνος:
« Γιά ονομα τών θεών», τού είπα, «ποιανού είναι αίιτό τό καρά βι; Καί ποιοί είναι οΙ έπιβάτες του, μπορείς νά μού τό
πε ις;»
Ό Εϋμολπος θόμωσε ποό τόν ξόπνησα:
«Γ ι' αίιτό λοιπόν μα.ς είπες νά βολευτΟύμε στήν πιό ήσυχη γωνιά τής πλώρης; Γιά νά μή μ' άφήσεις νά κοιμηθώ; τι θά κερ δίσεις δηλαδή αν μάθεις πώς πλοιοκτήτης τοότου έδώ τού
καραβιΟύ είναι ό Λιχα.ς άπό τόν Τάραντα καΙ οτι μεταφέρει στ όν Τάραντα τήν έξόριστη Τρόφαινα;»
101.- 'Άρχισα νά τρέμω σόγκορμος, λές καί μέ χτόπησε άστροπελέκι. Ξεσκεπάζοντας τό κεφάλι μου, ξεφώνισα: «Μ έ νίκησες, ω Τόχη!»
Ό Γείτων επεσε στό στήθος μου καΙ άπόμεινε άσάλευτος. 'Ύ στ ερα, οταν ό κρόος Ιδρώτας μα.ς συνέφερε καί τοός δυό, επε σα στά πόδια τού Εϋμολπου καί τόν Ικέτεψα:
«Λυπήσου μας, τοός δυό έτοιμοθάνατους», τού είπα, «καί ητ ό ονομα τής λογοτεχνικής μας άδελφοσόνης, άποτέλειωσέ
ιιαι; μέ τό χέρι σου. ΤΗρθε ή ωρα νά πεθάνουμε. 'Άν δέ μα.ς ά ρνηΟείς τή βοήθειά σου, θά είναι ίσως γιά μα.ς ή καλότερη λόΌ Εϋ μολπος άναστατώθηκε βλέποντας τήν άπόγνωσή ΙΑ-ου. "Ε κανε ορκο στοός μεγάλους του θεοός πώς δέν ήξερε τί ποτα γιά τή συμφορά ποό μα.ς βρήκε καί πώς ποτέ του δέ σκέ
ψτηκε νά μα.ς σφάξει. Πώς μα.ς μπάρκαρε σέ τούτο τό καράβι, ηάν καλός καί πιστός φίλος, άπλώς καί μόνο έπειδή ό ίδιος είχε
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
146
κρατήσει θέση γιά τοuτο τό ταξίδι. «'Όπως καί νά 'ναι», πρόσθεσε, «δέν καταλαβαίνω τίπο
τα. Τί σόι παγίδες βλέποuνε τά μάτια
,Αννίβας
aou καί ποιός εΤναι ό
πού ταξιδεύει μαζί μας; Ό Λιχάς άπό τόν Τάραντα
είναι τιμιότατος ανθρωπος πλοιοκτήτης καί καπετάνιος αότοϊ> έδώ τοί> καραβιοu, εχει όμως έπιπλέον πολλά χτήματα καί εναν μεγάλο έμπορικό οίκο. Τώρα, ναύλωσε τό πλοίο τοu, ποό μεταφέρει έμπορεύματα σέ μιά έμποροπανήγUΡη. Βλέπεις λοι πόν ότι δέν πρόκειται οuτε γιά Κύκλωπα, οuτε γιά ΚΟUΡσάΡΟ. Σ' αότόν χρωστάμε τό ταξίδι μας. Έπιπλέον, εξω άπ' τόν Λι
χά, είναι χιαί ή Τρύφαινα, ή πιό όμορφη γuναίκα τοί> κόσμοu, πού ταξιδεύει άπό τόπο σέ τόπο, γιατί αότό τής κάνει εόχοφί στηση».
«Αότούς τούς δuό φοβόμαστε ίσα-ίσα», εΙπε ό Γείτων. «Άλίμονό μας αν μάς πιάσοuν!»
Καί μέ τρεμάμενη φωνή, έξηγεί στόν Εuμολπο μέ λίγα λόγια τήν αίτία τοί> μίσοuς τοuς καί τόν κίνδuνο πού μάς άπει λείο Ό γέρος τά χάνει καί μή βρίσκοντας λύση, ζητάει νά τοί>
-
,
,
ποuμε τη γνωμη
μ~ι;.
«Ύποθέστε πώς βρισκόμαστε στή σπηλιά τοί> Κύκλωπα»,
μάς είπε. «Πρέπει νά βροuμε εναν τρόπο νά βγοuμε εξω, έκτός κι αν προτιμάτε νά προκαλέσοuμε ενα ναuάγιο καί όποιον πά ρει ό χάρος».
«Λέω νά πείσεις τόν τιμονιέρη», εΙπε ό Γείτων, «νά κάνει σκάλα σ' ενα λιμάνι. Φuσικά, θά χρειαστεί νά τόν λαδώσεις. Πές τοu πώς ό άδελφός
aou
δέν άντέχει τό κούνημα τοί> καρα
βιοϊ> κι αν σuνεχίσει τό ταξίδι θά πεθάνει. Μπορείς νά χρωματί σεις τό παραμύθι
aou,
παίρνοντας uφος άπαρηγόρητο, χύνοντας
κάμποσα δάκρuα, ετσι πού νά σuγκινηθεί καί νά στέρξει νά σ' άκούσει».
Ό Εuμολπος άπάντησε πώς κάτι τέτοιο ήταν άδύνατο: «'Ένα μεγάλο καράβι σάν τό δικό μας, μπορεί νά μπεί μόνο σέ μεγάλα λιμάνια. Έπιπλέον, αότός ό άδελφός πού τόν
επιασε τόσο γρήγορα ή θάλασσα, τί νά σάς πώ, κανείς δέ θά μέ πιστέψει. Σκεφτείτε έπίσης πώς ό Λιχάς, εόγενέστατος όπως
είναι, μπορεί νά τό θεωρήσει καθήκον τοu νά έπισκεφτεί τόν αρ-
):Λ Ί'fΙ' I ΚΟΝ
147
ρ ωστο. 'Οπότε , θά βρεθείτε μπροστά στόν ανθρωπο ποό πασχΙ ζιτε ίσα-ίσα νά άποφόγετε. Μ' ας δεχτοuμε πώς τό καράβι θ' άλλάξει ρότα καΙ πώς ό Λιχάς, ο,τι κι αν σuμβεί, δέ θά 'ρθει νά ft ρασταθεί στοός αρρωστοuς. Πώς θά μπορέσοuμε νά ξεμπαρ
κά ρου με, χωρίς νά μάς δεί ολος ό κόσμος; Θά βγοuμε μέ σκε
π ασμέν ο τό κεφάλι μας, η ξεσκέπαστο; "Αν είναι σκεπασμένο Ι ποιό ς δέ θά προθυμοποιηθεί νά βοηθήσει αρρωστοuς άνθρώ π ους; Κι αν είναι ξεσκέπαστο δέ θά 'ναι σά νά παραδινόμαστε Ι ιινάχο ι μας ; »
•
Ι 02 .- « Γιατί νά μήν καταφuγοuμε στήν τόλμη;» είπα τότε ~y(~. « Μ ΠΟ Ροuμε νά πιαστοuμε άπό ενα καραβόσκοινο, νά γλι ι')τρ..,ιισο υμε ως τή βάρκα, νά κόψοuμε τά σκοινιά καΙ ν' άφήσοu Ι t τήν Τύχη νά φροντΙσει γιά τή σuνέχεια. Πάντως δέν 'έχω κα
Ι ιά άξΙωση νά μπλέξω τόν Εσμολπο, σ' ολη αίιτή τήν ίστορΙα. Ιν εχουμε κανένα λόγο νά έκθέσοuμε εναν άθώο στοός κιν (ι ύν,ιυς πού μάς άπειλοUν. Τό μόνο ποό είίχουμαι, είναι νά πά ρ ιιυμε τή βάρκα.» «Τό σχέδιό σοι) θά ητανε πολό ώραίο, αν μποροuσε νά έ
ρ μοστεί», είπε ό Είίμολπος. «Ποιός ομως δέ θά πάρει είδηση ι..,ιιν άναχώρησή σας; Μήν τάχα ό τιμονιέρης, ποό παρακολοuθεL
(,')~ καΙ τήν κΙνηση τών αστρων; Κι αν άκόμα ύποθέσοuμε πώς νυστ άζει καΙ δέν πολuπροσέχει, θά μποροόσατε ίσως νά τό σκάάπ' τήν πλώρη , η άπ' τά πλάγια, μά ποτέ άπ' τήν πρόμνη, l\π ου εΙν α ι τό τιμόνι καΙ ή βάρκα ποό σχεδιάζεις νά κλέψεις. Κι
fn
π ιιρώ, μά τό ναΙ, Έγκόλπιε, πώς δέν σκέφτηκες οτι ενας ναό ι η ~ βρΙσ κεται μέρα-νόχτα στή σωσΙβιο λέμβο καΙ λοιπόν, θά χρ ιαστεί η νά τόν σκοτώσετε η νά τόν πετάξετε στή θάλασσα. 11 ιστεύετε πώς θά τά καταφέρετε; Μετρείστε τό xoupιXrto σας.
ι τ ά τά αλλα, είμαι ετοιμος νά 'έρθω μαζΙ σας, άρκεί νά βρεθεί ~ν ~ τρόπος ν ά σωθΟUμε. Μ' άπ' τήν αλλη μεριά, δέ θά σάς
l}u μ[30ύλεuα ποτέ μοι) νά έκθέσετε τή ζωή σας σέ κΙνδuνο, δΙχως
ΜΥΟ , εστω καΙ στήν κατάσταση ποό βρΙσκεστε. Σάς προτεΙνω λιιιπ 6ν κάτι αλλο καΙ πέστε μοι) αν σuμφωνείτε : θά σάς τuλΙξω II ()υό κο υ β έρτες, θά σάς δέσω μέ λοuριά, καΙ θά σάς βάλω μα-
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
148
ζί μέ τά μπαγκάζια
fLOU,
τάχας πώς είσαστε δuό σακκιά, ά
φήνοντας φuσικά, κάνα-δuό άνοίγματα, γιά νά μπορείτε νά
άνασαίνετε καί νά τρώτε. Αυριο, θά βάλω τίς φωνές καί θά πώ
πώς οί δοuλοι fLou επεσαν στή θάλασσα, έπειδή φοβήθηκαν χει ρότερη τιμωρία. Κι οταν φτάσοuμε στό λιμάνι, θά σάς ξεφορτώ σω μαζί μέ τίς άπoσκεuές
fLou
καί κανένας δέ θά ύποπτεuτεί τί
ποτα».
«Σά νά λέμε», τοu άπάντησα, «θά μάς σuσκεuάσεις σάν ά γάλματα δίχως τρύπες, δίχως άντερα, σάν πλάσματα πού δέν ξέροuν νά φταρνίζονται, οίίτε νά ροχαλίζοuν. Δι λέω, τό κόλπο πέτuχε μιά φορά, πές
fLou
ομως τί θά γίνει άν πέσει ό άνεμος
11
φuσήξοuν άντίθετοι άνεμοι καί μείνει τό καράβι μέρες καί μέρες στή θάλασσα; Τί γινόμαστε τότε; 'Ακόμα καί τά ροuχα πού τά κάνεις μπόγο, σκίζονται έκεί πού τά σφίπει τό σκοινί, καί τά
χαρτιά χαλάνε οταν τά δένεις μάτσο μ' εναν σπάπο. Νέοι 0πως είμαστε καί άσuνήθιστοι στήν κούραση, πόσο θά μπορέσοu
με νά μείνοuμε τuλιγμένοι καί δεμένοι;» «Πρέπει νά ψάξοuμε εναν άλλο τρόπο σωτηρίας. Θέτω στήν κρίση σας αότό πού σκέφτηκα. Ό Ευμολπος, σάν κάθε άν θρωπος τών γραμμάτων, εχει σίγοuρα μελάνι άπάνω τοu. "Ας βαφτοuμε λοιπόν μέ δαuτο, άπ' τήν κορφή ως τά νύχια, νά
γίνοuμε μαUροι. Μεταμφιεσμένοι ετσι σέ Αιθίοπες δούλοuς, θά
έκτελοuμε τίς διαταγές σοu μέ μεγάλη μας χαρά, γιατί δέ θά 'χοuμε νά φοβόμαστε τήν ταπεινωτική προσβολή τών βασανι στηρίων καί εχοντας άλλάξει χρώμα, θά ξεγελάσοuμε τούς έ χθρούς μας.» «Μωρέ έσύ είσαι φωστήρας» είπε ό Γείτων. «Νά κάνοuμε λοιπόν καί σοuνέτι, γιά νά μοιάσοuμε μέ Έβραίοuς, νά τρuπή σοuμε τ' αότιά μας γιά νά μοιάσοuμε μέ 'Άραβες, νά πασαλει φτοuμε μέ κιμωλία, γιά νά μοιάσοuμε μέ Γαλάτες. Λές καί μόνον τό χρώμα μπορεί ν' άλλάξει τά χαρακτηριστικά τοu προσώποu, λές καί δέν πρέπει νά 'ναι ολα άνάλόγα, γιά νά γίνει πιστεuτή ή άπάτη. Φαντάσοu πώς ή βαφή θά κρατήσει άρ κετά στά πρόσωπά μας, ύπόθεσε πώς καμμιά σταγόνα vεpou δέ θά λεκιάσει τό δέρμα μας, πώς τό μελάνι δέ θά λεκιάσει τά pou-
149
Χ
μας . Πές μου ομως, πώς θά τά καταφέρουμε
v'
άποχτήσου
Ι ! χειλη φουσκωτά; Θά μπορέσουμε τάχα νά κατσαρώσουμε τιΧ μαλλ ιά μας μ' ενα σίδερο; Νά χαράξουμε τά μέτωπά μας ώ ΙΗ! νά μείν ουνε ουλές; Νά περπατάμε μέ 6ρθάνοιχτα κανιά, ρί
χνοντας ο λο τό βάρος στίς φτέρνες; Καί πότε θά προλάβουν νά φυτρώ σο υν τά άφρικάνικα γένεια μας; Ή βαφή βρωμίζει τό κορ μί χωρ ίς νά τό άλλάζει. 'Ακούστε τή γνώμη μου, ποό μού τΙιν ίιπαγορ εόει ή άπελπισία: "Ας σκεπάσουμε τό πρόσωπο μέ τ ιιό~ χιτών ες μας κι ας βουτήξουμε στήν αβυσσο.»
ι
03 .-
« Θεοί κι άνθρώποι ας μήν τό δώσουν νά τελειώσου
lJ.t τίς μέρες μας μ' εναν τόσο άξιοθρήνητο τρόπο!» ξεφώνισε ό Ι':ίίμο λπος . «'Ακούστε με καί κάντε αυτό ποό θά σάς πώ. Ό
u-
πηρέτης μο υ , οπως τό ξέρετε κιόλας έξ αίτίας έκείνης τής περι
πΙτε ιας μέ τό ξυράφι, είναι κουρέας τό έπάπελμα: θά σάς ξου ρίσε ι καί το ός δυό, τό κεφάλι καί τά φρόδια. 'Ύστερα θά ζωγρα φίσω προσεχτικά τά μέτωπά σας, γιά νά φανεί πώς εϊσαστε
ρκαρ ισμέν ο ι μέ πυρωμένο σίδερο. 'Έτσι, τά ί'δια γράμματα (J χρησ ιμέψουνε ταυτόχρονα γιά δυό σκοποός: πρώτον, θά κοι11CaOUVE τίς υποψίες τών διωκτών σας, καί δεότερον, θά κρό Φιιυνε τά σουσοόμια σας στή σκιά τής τιμωρίας».
IJ.
Ι
''Λ μ επο ς αμ εργον, βάλαμε άμέσως μπρός τήν πανουργία ~. Άλαφ ροπερπάτητοι σάν λόκοι, πήγαμε στήν κουπαστή
χ ί έ μπιστευτήκαμε τά κεφάλια μας καί τά φρόδια μας στό ξυ
(J φι τού μπαρμπέρη. Ό Εύμολπος μάς σχεδίασε στό μέτωπο ι γρά μματα καί μέ έλεόθερο χέρι κατέβασε τίς γραμμές ώς τά ιιιιυτρα μας , ετσι ποό ήταν κάτι παραπάνω άπό ευδιάκριτα τά rJ'1I άδ ια ποό προδίδουν τοός δραπέτες δοόλους. 'Όμως, γιά κα χ {ι μα~ τόχη, ενας έπιβάτης ποό είχε ζαλιστεί καί αδε1.αζε τ' αν-
r;
το υ στή θάλασσα, είδε στό φώς τού φεπαριού τόν μπαρμ
ι Ιρη νά μάς ξο υρίζει κείνη τήν σποπτη ώρα. 'Επιπλέον, ητανε
Αι ι καί μεγάλη γρουσουζιά νά κόβεις τά μαλλιά σου στό καρά \Ιι , γιατί μόνο οί ναυαγοί τά κόβουν, σάν μιά σστατη προσπά ιι ι νά έξεu μενίσ oυν τοός θεοός. Μάς καταράστηκε λοιπόν καί ~ ι rJ ξι νά ξαν απ έσει στό κρεβάτι του. Κάναμε βέβαια πώς δέν
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
150
άκούσαμ.ε τάχα τΙς βρισιές καΙ τΙς άπειλές τοί) ζαλισμ.ένοu, μ.άς ξανάπιασε Ομ.ως μ.εγάλη άγωνΙα. ΧωρΙς νά βγάλοuμ.ε λέξη, πέ
σαμ.ε νά κοιμ.ηθΟUμ.ε καΙ περάσαμ.ε τό ΙΙπόλοιπο τής νόχτας βu θισμ.ένοι κοuτσά-στραβά σέ εναν άνήσuχο ίίπνο.
((Είδα στόν uπνο μ.Οι) τόν ΠρΙαπο», είπε ό Λιχάς. «Τόν είδα καΙ τόν ακοuσα νά μ.οί) λέει: ((Μάθε πώς ό 'Εγκόλ
104.-
πιος πού τόν ψάχνεις παντοu, βρΙσκεται πάνω στό καράβι σοu, uστερα άπό δική μ.Οι) έπέμ.βαση». 'Ένα ρΙγος διαπέρασε τήν Τρύφαινα: (( Θά ελεγε κανεΙς», είπε, ((πώς κοιμ.ηθήκαμ.ε μ.αζι. ΓιατΙ είδα κι έγώ στόν ίίπνο μ.Οι) τό αγαλμ.α τοί) Ποσειδώνα ποό εΙχα προσέξει στό τετραστήλιο τής ΒαΤας καΙ μ.οί) εΙπε: ((Θά βρεΙς τόν ΓεΙτονα στό καράβι τοί) Λιχά». «Τώρα πιά» διέκοψε ό Εσμ.ολπος, ((εχε τε τήν άπόδειξη
πώς ό 'ΕπΙκοuρος ήταν πράγμ.ατι ενας Ισόθεος ανδρας, γιατΙ εί χε πάρει στό ψιλό ολες αότές τΙς άνοησίες. ' Ακοuστε έν περιλή
ψει τΙ είχε πεΙ: ((Τά όνε{ρατα καΙ τού ύπνου οι' ισκιοι
δέν ξεκινάν dπ6 ναούς, μήτε οι' θεο{ τούς στέλνουν. Τούς ισκιους του ό καθένας βλέπει. Όταν βαρα{νουμε τά μέλη μας στήν κλ{νη κα{ τ6 μυαλ6 όπως θέλει πα{ζει
εύθύς μές στ6 σκοτάδι παραστα{νει
τά δράματα τής μέρας. Όσοι στ6ν π6λεμο κουρσεύουν πολιτείες κα{ βάζουνε φώτιά κα{ πυρπολούνε βλέπουν τούς άρχοντες νά πέφτουν χτυπημένοι κα{ τά πεδtα τών μαχών ματωβαμμένα. Ό δικηγ6ρος ξαναβγάζει λ6γους στ6ν έφιάλτη βλέπει ν6μους κι ένοχους μπροστά του. Μετράει πεντάρες ό σπαγγοραμένος κα{ μές στή γής τ{ς θάβει.
Ό κυνηγ6ς όρμάει μέ τά σκυλιά του.
Ό ναύτης βλέπει τ6 καράβι νά βουλιάζει. Στούς έραστές τους γράφουν οι' κυράδες ραβασάκια
) ; ι\Ί' rI'ΙΚΟΝ
151
καί οί έραστές τά πλούσια δώρα στέλνουν σάν νιώθουν ένοχοι πώς εΙναι. Τ6 κυνηγ6σκυλο μυρίζεται λαγ6 οι6ν ϋπνο. Οί συμφορές τής μέρας έτσι ξανά καί πάλι δευτερώνovται τή νύχτα.}}
'Ωστόσο ό Λιχάς άποφάσισε νά πάρει στά σοβαρά τό ονει ρο τής Τρόφαινας:
ι(ΤΙ μάς έμποδίζει», είπε, «νά ψάξο\)με στό καράβι. Δέν
u-
πάρχει κανένας λόγος νά δεΙξο\)με πώς δέ δΙνο\)με σημασΙα τήν προειδοπο ίηση τοο θεοΟ)).
'Όπου έκείνος ποό μάς είχε δεί, γιά κακή μας τόχη νά ξιι\)ριζόμαστε τήν περασμένη νόχτα, ενας κάποιος ποό λεγότανε " Ι ':σος, ξεφώνισε:
ιιΤό λέω καΙ τό βεβαιώνω πώς είναι αότοΙ οί δ\)ό, ποό κο ψαν τά μαλλιά το\)ς στό φεγγαρόφωτο, δΙνοντας ετσι τό χειρό τιφ ο παράδειγμα. ΓιατΙ, άπ' ο,τι ακο\)σα νά λένε, δέν έπιτρέπε τ ι κανεΙς θνητός νά κόψει μήτε τά μαλλιά, μήτε τά νόχια, έ χτΙις χι αν φ\)σή ξο\)ν οί ανεμοι καΙ σηκώσο\)νε μεγάλη φο\)ρ-
,
C Ouvιx)).
105.-
cIIV
Σάν ακο\)σε τά λόγια το\) ό Λιχάς, χλώμιασε άπ'
τρό μο το\) καΙ τήν όργή το\):
«'Ώστ ε κόψανε τά μαλλιά το\)ς στό καράβι μο\) καΙ μάλι "τ
νυχτιάτικα;)) ρώτησε. «Φέρτε μο\) έδώ άμέσως τούς ένό
ους γιά νά ξέρω ποιά κεφάλια πρέπει νά πέσο\)ν, ώστε νά μή
[1
ραΙνει πιά ή γρο\)σο\)ζιά τό καράβι μο\))).
«'Εγώ διέταξα νά τοός κο\)ρέΨο\)ν)), είπε ό Ευμολπος. ιι Κ ταλαβα ίνετε βέβαια πολύ καλά, πώς μιά κι άποφάσισα νά
ι ξ ιδέψω μαζΙ σας, δέν είχα κανένα λόγο νά γρο\)σο\)ζέΨω τό χ ράβ ι, μά έπειδή τά παλιοτόμαρα οί δοΟλοι μο\), είχαν μα χ ρυά μαλλιά κι άχτένιστα, δέν ήθελα νά βρεθεί κανένας νά μοΟ ι Ι πώ ς μετέτρεψα τό πλοίο σέ κάτεργο. Είπα λοιπόν νά τούς ΙυρΙσ ουν, τοός πανάθλιο\)ς. 'Επιπλέον, σκέφτηκα πώς τά μαλ τ ους, ετσι ποό πέφτανε στό μέτωπό το\)ς, κρύβανε τά σημά ιι τ ού π\)ρω μένο\) σΙδερο\), ένώ, αν τούς τά ' κοβα, θά τά 'βλε-
ΙΙf:ΤΡΩΝlOΣ ·
152
πε άμέσως δλος ό κόσμος. Γιατί πρέπει νά ξέρετε πώ~ μοί) κλέ ψανε πολλά λεφτά καί τά φάγανε, γλεντώντα~ μ' ~να παλLOθή
λuκο! Τούς βρήκα καί τούς δuό στό κρεβάτι τοu~, τήν προπερα σμένη νύχτα καί τούς ξαναπήρα , σάν κύριό~ τοu~ πού εΤμαι, μοuσκεμένοuς στό κρασί καί στ' άρώματα. Μέ δuό λόγια, ή μu ρωδιά πού βγάζοuν; είναι δ,τι άπόμεινε άπ' τήν κληρονομιά
'.
μοu.»
'Έτσι, γιά νά έξιλεωθεί ή θεότητα πού προστάτεuε τό κα ράβι, άποφασίστηκε νά μάς μασΤLγώσοuν , πενήντα φoρέ~ τόν καθένα μας. Ή έκτέλεση δέν αργησε καθόλοu. ΟΙ ναuτες, όπλι σμένοι μέ καραβόσκοινα, επεσαν πάνω μα~ σάν μανιασμένοι, κι άρχίσανε νά μάς χτuπάνε, γιά νά καλΟΠLάσοuν τήν Προστά
τριά τοuς τό αίμα μας. 'Εγώ αντεξα τά τρία πρώτα χτuπήματα μέ άξLOπρέπεια Σπαρτιάτη. Ό Γείτων δμως, μόλις τόν απιξε
τό σκοινί, αρχισε νά σκούζει τόσο δuνατά, πού ή φωνή ΤΟι) κάτι
θύμισε άμέσως στήν Τρύφαινα. Καί δέν ήταν ή μόνη πού σu γκινήθηκε' δλες οί θεραπαινίδες της, άκούγοντας τόν -Υνώρψο τόνο, δρμησαν νά δοuν τό καημένο τό θύμα. 'Ωστόσο, ή έξαίσια όμορφιά τοί) Γείτονα, είχε ήδη άφοπλίσει τούς ναUτες. Καλύτε •
u-
ρα άπό όποιαδήποτε λόγια, ή όμορφιά το\) σuνηγοροuσε ήδη πέρ αότοί) τή στιγμή πού οί άκόλοuθες τής Τρύφαινας αρχισαν νά φωνάζοuν:
«Καλέ ό Γείτων είναι! Ό Γείτων! Σταματήστε, μήν τόν χτuπάτε. Είναι ό Γείτων, κuρία, 'βοήθεια!» Ή Τρύφαινα άκούει μέ σuμπάθεLα αότές τίς φωνές καί τρέχει, ή μάλλον πετάει πρός τόν Γείτονα. Ό Λιχάς, πού μέ ή ξερε σάν κάλπικη δεκάρα; καταφτάνει τρέχοντας κι έκείνος, λές κι είχε άκούσει τη φωνή μο\). Καί τό βλέμμα ΤΟι) δέν επεσε οuτε στά χέρια μοu, οuτε στό πρόσωπό μοu, μά τό χαμήλωσε άμέ σως καί κοίταξε τά σωματικά μοΙ) προτερήματα τά όποία καί εσφιξε μέ δλον τόν πρεπούμενο σεβασμό μέ τό δεξί ΤΟι) χέρι καί _
μοu,
τ
ειπε:
«Χαίρε 'Εγκόλπιε.»
Γιατί νά άποροuμε λοιπόν, πού ή τροφός τοί) Όδuσσέα άνα-Υνώρισε ϋστερα άπό είκοσι χρόνια τήν οόλή τοί) XUpfOU της, τή στιγμή πού βρέθηκε ανδρας, ό όποίος παρ' δλη τή μεταμφίε-
153
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
σή μοu, 11 μάλλον τήν τέλεια άλλα-Υή τοΟ προσώποι) μοu, εθεσε μέ τόση βεβαιότητα τόν δάκτuλόν 'tou, πάνω στή μόνη ενδειξη πού θά μποροΟσε νά καταπειλει τόν δραπέτη! Ή Τρύφαινα ε
xuvt μαΟρα δάκρuα, ξεγελασμένη άπ' τά φαινόμενα -γιατΙ νό μιζε πώς ήταν άληθινά τά στΙγματα τών έκ νέοι) σuλληφθέντων δούλων πού εβλεπε στά μέτωπά μας- καΙ μάς ρώταγε μέ
φωνή βραχνή άπ' τούς λuγμούς, ποιά κάτεργα είχανε διακόψει τίς περιπλανήσεις μας καΙ ποιά βάρβαρα χέρια εlχαν τήν ά πονιά νά μάς uποβάλοuν σ' αότό τό μαρτύριο. Μ' άπ' τήν αλλη μεριά, τό 'βρισκε πολύ φuσικό πού τιμωρηθήκαμε έμείς οΙ δρα πέτες της, μιά καΙ προτιμήσαμε νά φύγοuμε άπό κοντά της, σ ΠΟι) περνάγαμε ζωή καΙ κότα ...
106.-
'Ο Λιχάς τήν πλησΙασε, σuνεπαρμένος άπό μεγάλη
όργή καΙ τής εlπε: «"Ω, γuναικεΙα άφέλεια! Λές καΙ τοΟτες οΙ οόλές γΙνανε στ' άλήθεια μέ πuρωμένο σΙδερο, λές καί τοΟτα τά γράμματα χα ράχτηκαν στ' άλήθεια στό πετσΙ τοuς! Μακάρι νά τό δΙναν οΙ θεοί, νά είχανε μαρκαριστεί μέ πραγματικά στΙγματα. Θά είχα με τότε, εστω κι αότή τή μικρή ΙκανοποΙηση. Στήν πραγματι
κότητα δμως, μάς παΙξανε άπλούστατα μιά κωμωδία, προσπά θησαν νά μάς γελοιοποιήσοuν, πιστεύοντας πώς θά χάβαμε τΙς ψεuτιές τοuς.»
Ή Τρύφαινα, βλέποντας πώς δέν εlχε χαθεί κάθε έλπΙδα ήδονής, εκλεινε κιόλας πρός τήν έπιιΙκεια, ό Λιχάς σμως θuμό ταν άκόμα τήν άποπλάνηση τής γuναΙκας ΤΟι) καΙ μάτωνε ή καρδιά ΤΟι) μέ τή σκέψη πώς εγινε κι ό ί'διος ρεζΙλι στή στοά τοΟ Ήρακλή. 'Έβαλε λοιπόν τίς φωνές κι σσο μΙλαγε τόσο θύμωνε καί τό πρόσωπό ΤΟι) εlχε άλλοιωθεί άπ' τήν 6ρ-Υή. «οι άθάνατοι θεοί, ένδιαφέρονται γιά τά σσα γΙνονται έδώ κάτω», εlπε. «Δέν πιστεύω νά άμφιβάλλεις τώρα πιά, ετσι δέν είναι Τρύφαινα; 'Οδηγημένοι άπ' αότούς, οΙ ενοχοι μπαρκά ρανε στό καράβι μας, χωρίς νά uποπτεuτοuνε τΙποτα. ΟΙ θεοΙ μάς στείλανε τά δuό σμοια όνειρα, γιά νά μάς εΙδοποιήσοuν καΙ νά μάς ποΟν τί ετρεξε. Σκέψοι) λοιπόν, εlναι ποτέ δuνατόν νά
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
154
σuγχωρέσοuμε τοός έγκληματ:ίες, ποό ή 'ίσια ή θεότητα ' μάς τοός παράδωσε γιά νά τοός τιμωρήσοuμε; 'Εγώ προσωπικά δέν είμαι σκληρός, φοβάμαι δμως μήν έπισόρω την όργή τών θεών καί μήν όποστώ τήν τιμωρία τήν όποία θά χαρίσω σ' αύτοός τοός πανάθλιοuς». Σάν ακοuσε αότές τίς δεισιδαίμονες κοuβέντες ή Τρόφαινα
αλλαξε άμέσως γνώμη καί δήλωσε πώς δέν εχει καμμιά άντίρ
ρηση νά τιμωρηθοuμε, άπεναντίας μάλιστα, χειροκροτεί τήν πλέον νόμιμη τών έκδικήσεων. Μήν τάχα δέν είχε πέσει κι αύ τή ή ίσια θόμα φοβερής προσβολής, δπως κι ό Λιχάς; Μήν τάχα δέν καταρρακώθηκε ή τιμή της καί ή αΙδώς της μπροστά σ' δ λον τόν κόσμο;
«Είναι άναμφίβολον», είπε ό Εuμολπος «δτι οΙ κα τηγοροόμενοι μέ έξέλεξαν ώς σuνήγορον καί μέ παρεκάλεσαν
107.-
νά τοός σuμφιλιώσω μέ έκείνοuς οΙ όποίο ι τοός έπέδειξαν κατά
τό παρελθόν αΙσθήματα βαθότατης φιλίας διά τόν άπλοόστατον λόγον δτι τuχαίνει νά μήν σάς είμαι αγνωστος. Πιστεόετε στ' άλήθεια δτι οΙ δuό οδτοι νέοι επεσαν τuχαίως καί μοιραίως εΙ~ τό δίκτΙ) σας, τήν στιγμήν κατά τήν όποίαν ή πρώτη μέριμνα
τοί) οΙοuδήποτε ταξιδιώτοΙ) είναι νά πληροφορηθεί πώς όνομά ζεται ό πλοίαρχος εΙς χείρας τοί) όποίοΙ) θά έμπιστεuθεί την
ζωήν τοu; Φανείτε έπιεικείς. 'Έχετε λάβει ήδη Ικανοποίησιν. Παραμερίσατε την όργήν καί στέρξατε δπως δuό έλεόθεροι πο λίται φθάσοuν εΙς τόν προορισμόν των, χωρί~ νά uποστοuν έξεu
τελισμοός. Καί ό πλέον σκληρόκαρδος ΚόΡΙO~ , χαλιναγωγεί τήν σκληρότητά τοu, δταν ή μεταμέλεια έπαναφέρει εΙ~ ΤOό~ πόδας τοΙ) τοός δραπετεόσαντας δοUλοuς. 'Εδώ, εΙ~ τόν τόπον μα~, ά κόμη καί ό παραδιδόμενος έχθρό~ άντιμετωπίζεται μέ αΙσθή ματα οίκτοu. Τι αλλο άπαιτείτε; Τι έπιθuμείτε; Ίδοό, εχετε ένώπιόν σας, εΙς στάσιν Ικεσίας, Μο vtou~ καλών οΙκογενειών, καθ' δλα έντίμοuς καί τό σποuδαιότερον , δuό vtou~ οΙ όποίοι
εύτόχησαν νά σuνδεθοuν μεθ' όμών διά δεσμών στενή~ οΙκειό τητος. 'Επικαλοuμαι τήν μαρτuρίαν τοί) Ήρακλέοu~ καί σάς
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
155
λέγω, οτι καί αν ακόμη ήσαν ενοχοι κλοπής τών χρημάτων σας καί αν ακόμη επρόδιδον την εμπιστοσύνην σας καΙ πάλιν θά ε πρεπε νά θεωρήσετε οτι ελάβατε τήν πρέποuσαν εκδΙκησιν, όπο βάλλοντες αυτούς εΙς τιμωρΙαν, τό αποτέλεσμα τής όποίας βλέ πετε τώρα εμπροσθέν σας. Διότι Ιδού, 1ι δοuλεΙα εΙναι επεγρα μένη επί τών μετώπων των καΙ τά πρόσωπά των, πρόσωπα ε
λεuθέρων πολιτών,
exouv
τεθεί, διά τής εθελοντικής των τιμω
ρίας, εκτός τών όρΙων τής κοινωνΙας μας.»
Ό Λιχας διέκοψε απότομα τή σuνηγορΙα τοu. «Μήν πας νά μπερδέψεις τά πράγματα», εΤπε. «"Ας βά λοuμε τό κάθε τί στή θέση τοu. ΚαΙ πρώτα απ' ολα, αν μπαρκά ρανε μέ τή θέλησή τοuς, τότε γιατΙ ξοuρΙσαν τό κεφάλι; 'Όταν μεταμφιέζεται καν εΙς ετσι δά, εχει σκοπό νά εξαπατήσει κι όχι
νά διορθώσει τά λάθη τοu. ΕΙπες ακόμα πώς σέ βάλανε μεσο λαβητή γιά νά τούς σuγχωρέσοuμε, αλλά πώς εξηγείς τό γε γονός ΟΤΙ εκανες ο,τι πέρναγε απ' τό χέρι σοι) γιά νά κρύψεις τούς προστατεuόμενούς aou; ΒγαΙνει λοιπόν από μόνο ΤΟι) τό σuμπέρασμα ΟΤΙ οί ενοχοι πέσανε τελεΙως τuχαία στά δΙχτuα μας καΙ ΟΤΙ εκ τών ίιστέρων πιά, εΨαξες νά βρείς ελαφρuντικά γιά λόγοι) τοuς, ωστε νά μήν ξεσπάσει απάνω τοuς 1ι δΙκαιη 6ρ γή μας. 'Όσο γιά την προσπάθειά σοι) νά ίιπαινιχθείς πώς είμα στε αδίσταχτοι θuμΙζοντάς μας καΙ τονΙζοντας πώς έτοιμαζό μαστε νά τιμωρήσοuμε εντιμοuς πολίτες, σού λέω πώς τό πα ρακάνεις καΙ πετuχαΙνεις τό αντΙθετο αποτέλεσμα. ΤΙ πρέπει δηλαδή νά πράξοuν τά θύματα, οταν οί ί'διοι οί ενοχοι ερχονται
νά τιμωρηθΟύν; Μά ήταν φίλοι σας! μας λές. Τόσο ,τό χειρότερο γι' αυτούς. 'Ίσα-ίσα, εΙναι αξιοι αυστηρότερης τιμωρΙας. ΓιατΙ οταν επιτCθεσαι σέ αγνώστοuς, εΙσαι απλώς ενας ληστής. Μά 0ταν αδικείς τούς φΙλοuς aou, εΤσαι χειρότερος κι από πατρο, κτονο»;
Ό Εϋμολπος προσπάθησε νά αντικρούσει αυτή την κακό πιστη φλuαρία: «Διαπιστώνω)), εΙπε «οτι αυτό τό όποίον κuρΙως κατα
μαρτuρείς εΙς τούς ενώπιόν μας ατuχοuς νέοuς, εΤναι τό γεγονός οτι εξύρισαν τήν παρελθούσαν νύκτα την κόμην των, εξ αυτού,
• ΠΕΤΡΩ Ν ΙΟΣ
156
σuνάγεις τό σuμπέρασμα δτι δλως κατά τύχην έπεβιβάσθησαν εΙς τό πλοίον καί οχι μέ την θέλησίν των. Θά ήμην εότuχής, tάν
έδέχεσθο τήν έξήγησίν μοΙ) μέ τήν Ιδίαν ελλειψιν καχuποψίας, μέ τήν όποίαν έπεβιβάσθησαν οδτοι, ώς αν έπρόκειτο διά τό ά πλούστερον τών πραγμάτων. 'Ιδού τί σuνέβη: ΟΙ δύο νέοι, πρό τής έπιβιβάσεως, εΙχον σκοπόν νά άπαλλάξοuν τάς κεψαλάς των άπό ενα βάρος ένοχλητικόν καί περιττόν, άλλά ό ούριος ανεμος επνεuσεν πρίν προλάβοuν νά καλλωπισθοΟν. Δέν άπέ δωσαν σημασίαν εΙς τόν τόπον εΙς τόν όποίον τό σχέδιόν των θά ήδύνατο νά πραγματοποιηθεί, διότι δέν έγνώριζον ούτε τούς οΙωνούς, ούτε τούς νόμοuς τών ναuτικών».
«Μιά καί ήτανε Ικέτες», διέκοψε ό Λιχάς, «ποιός ό λόγος
νά κόψοuν τά μαλλιά τοuς; Ποιός σοΟ εΤπε πώς ό κόσμος λuπά ται περισότερο τούς ψαλακρούς; Μά ποιός ό λόγος νά ψάχνοuμε τήν άλήθεια στά δσα μάς λέει ό διερμηνέας τοuς; Τί εχεις νά πείς έσύ παλιοληστή; Ποιά σαλαμάντρα σοΟ 'ψαγε τά ψρύδια; Σέ ποιόν θεό εΤχες κάνει τάμα τη χαίτη aou; 'Απάντησε, δολο ψόνε!»
108.- ΕΤχα άπομείνει σάν χαζός, μισοπεθαμένος άπ' τόν ψόβο μοu, γιατί σκεψτόμοuν τά μαρτύρια πού θά Uποστώ. Τά
γεγονότα ήταν τόσο πειστικά, ώστε δέν είίρισκα νά άπαντήσω τίποτα. ' Αγνώριστος, άπαίσιος, μέ τό κεψάλι μοΙ) έξεuτελιστικά γuμνωμένο, μέ τά ψρύδια μοΙ) ξuρισμένα σ' ενα λείο, μαρμάρινο θά 'λεγες μέτωπο, ενιωθα πώς κάθε χειρονομία μοu, κάθε μοΙ) λέξη, θά στρεψόταν έναντίον μοu. 'Όταν δμως μοΟ πλόνανε. μέ ενα βρεγμένο σψοuγγάρι τό λοuσμένο στά δάκρuα πρόσωπό μοu, οταν τό μελάνι διαλύθηκε στό νιρό καί ψύγανε. τά ψοβερά σημάδια, ό θuμωμένος ήδη Λιχάς, μάνιασε καί ψρένιασε. Ό Είίμολπος ώστόσο διαμαρτύρεται καί λέει πώς δέ θά άνεχθεί νά άτιμασΤΟΟν μπροστά τοu, κατά παράβασιν κάθε. θΕ ϊκοΟ καί άνθρώπινοΙ) νόμοu, δuό έλεύθεροι πολίτες. Καί δέν ΠΕ
ριορίζεται μόνο aτά λόγια, μά προτάσσΕΙ τό στήθος τοu, μπαίνοντας άνάμεσα σέ μάς καί στούς άΠΕιλητικούς δημίοuς μας. Ό uπηρέτης τοι) καί ενας η δuό έπιβάτες πήγαν καί στάθη-
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
157
καν δίπλα στόν ίιΠεΡασπιστή μας, μά ήταν τόσο λίγοι, ώστε έ πρόκειτο γιά μιά ήθική συμπαράσταση μάλλον, παρά γιά μιά πραγματική ΙΙποστήριξη. 'Όχι μόνο δέν καταδέχτηκα νά ζητή
σω χάρη, μά σήκωσα άπειλητικά τίς γροθιές μου, πλησίασα τήν Τρύψαινα καί βάλθηκα νά ψωνάζω δσο πιό δυνατά μπο ροσσα, πώς θά τήν σπάσω στό ξύλο, άν τολμήσει καί πειράξει τόν Γείτονα. Πρόσθεσα μάλιστα πώς άν όπάρχει κάποιος στό καράβι πού άξίζει νά μαστιγωθεί, ήταν αότή ή ίσια καί κανένας άλλος. Τό θράσος μου διπλασιάζει τήν 6ργή τοσ Λιχά. Γίνεται εξω ψρενών πού ξεχνάω τή δική μου άμυνα καΙ δέ σκέψτουμαι παρά πώς νά ίιπερασπιστώ εναν άλλον. Ή Τρίψαινα, χάνοντας τήν ίιπομονή της καί μή μπορώντας πιά ν' άκούει τίς προσβο λές μου, άρχίζει νά μέ περιλούζει άσυγκράτητη καί καλεί δλο τό πλήρωμα νά πάρει τό μέρος της. Στό ενα στρατόπεδο, ό πηρέτης τοσ Είίμολπου όπλίζεται μέ ενα ξουράψι καί μάς μοι
u-
ράζει δ,τι άπόμεινε στήν έργαλειοθήκη του: στό άλλο στρατόπε δο, ή κλίκα τής Τρύψαινας έ.τοιμ.άζεται νά παίξει γροθιές. "Ως καί οΙ θεραπαινίδες ένισχύουν τούς πολεμιστές μέ τίς ψωνές τους. 'Έχοντας μείνει όλομόναχος στό πόστο του, ό τιμονιέρης άπειλεί νά παρατήσει τό τιμόνι, άν δέν μπεί ενα τέρμα σ' αότή τήν παράψορη 6ργή, πού προκάλεσαν δυό χαμένα κορμιά. Παρ' δλα αότά, οΙ πολεμιστές δέν τό βάζουν κάτω· οΙ άντίπαλοί μας άγωνίζονται ίιπέρ έκδικήσεως, γιά μάς άρχίζει ό ίιπέρ πάντων άγών. Πέψτουν άμέτρητοι πολεμιστές κι άπ' τίς δυό παρατά ξεις, δέν εχουμε δμως νεκρούς, οίίτε έμείς, οίίτε έκείνοι· άκόμα ΠεΡΙ<1σότεΡΟΙ, χτυπημένοι καί ματωμένοι, άποσόρονται άπ' τό
πεδίο τής μάχης κι ώστόσο, ή 6ργή καί τών δυό παρατάξεων δλο καί ψουντώνει άντί νά κατακάθεται. 'Όπου ό άτρόμητος Γείτων, κατεβάζει τό ξουράψι του, άπΙζοντας μέ τήν κόψη τήν παραδαρμένη του καί άπειλεί πώς θά κόψει άπό τή ρίζα τήν αΙ τία τών τόσων συμψορών μας. Ή Τρύψαινα όρμάει νά προλά βει τό εγκλημα καί δέν τό κρόβει πιά καθόλου, πώς είναι ετοι μη νά δώσει χάρη στόν ενοχο. Κι έγώ έπίσης, άκούμπησα τό μαχαίρι τοσ κουρέα στόν λαιμό μου, χωρίς νά τό 'χω σκοπό νά τόν κόψω, δπως άλλωστε κι ό Γείτων δέν τό 'χε καθόλου σκο-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
158
πό νά πραγματοποιήσει τήν άπειλή το\). 'Ωστόσο αυτός, επαιζε πολύ πιό ανετα τήν τραγωδία, ξέροντας πώς κράταγε στό χέρι τό περίφημο έκείνο ξ\)ράφι, μέ τό όποίο εΙχε ήδη αυτοκτονήσει στό χάνι. 'Έτσι λοιπόν, τά δ\)ό στρατεύματα μείναν άσάλε\)τα τό ενα άπέναντι στό αλλο, γιατί αν κάνανε πώς μάς ρίχνονται
οί έχθροί μας, Τι μάχη θά 'παιρνε ασχημη τροπή καί λοιπόν ό τιμονιέρης βρήκε ευκαιρία καί μέ τά πολλά πές-πές, επεισε τοός άντιπάλο\)ς νά δεχτούν τήν σύναψη μιάς άνακωχής, uστερα άπό σ\)ζητήσεις πού θά γινόντο\)σαν μέ μεσολαβητή τήν Τρόφαινα. 'Ύστερα άπ' αυτό οί δ\)ό παρατάξεις δώσανε τοός νενομι σμένο\)ς ορκο\)ς, σύμφωνα μέ τίς σ\)νήθειες τών προγόνων. Ή
Τρύφαινα, προχώρησε μπροστά, κρατώντας ενα κλαδί Ιλιάς, . πού πήρε άπ' τήν Προστάτρια τού καραβιού καί κήρ\)ξε θαρρετά τήν εναρξη τών διαπραγματεύσεων, λέγοντας δ\)νατά: ((Πέστε μου ποιά νά 'ναι ή μάνητα πού 'χετε μέσα σας
πώς τά ξεχάσατε τ6σα dγαθά τής εlρήνης πώς έξορμήσατε τώρα σέ μάχη καΙ π6λεμο; Πούθε τ6 κρ{μα πού σπfλωσε κι6λας τά χέρια μας; Ήρωες Τρώες δέ φεύγουν μ' αύτ6 τ6 καράβι εχοντας δ,τι πολύτιμο dρπάξει dπ' τή Σπάρτη μήτε κι ή Μήδεια τ6 γαίμα σκορπάει τού dδελφού της(66) Μ6νο ενας ερωτας ξέφρενος σπρώχνει σας.
Πέστε μου,
μέσα στά κύματα dξ{ζει λοιπ6ν κι άλλον θάνατο μ' δπλα στά χέρια νά θέλουμε νά 'βρουμε οι' δ6λιοι; Μήν ξεπερνάτε σέ dγριάδα τή θάλασσα. Ίrπ60xεση δώστε μου πώς ή δική της φουρτούνα σάς φτάνει δέ θά προσθέσετε τώρα κι αίμάτινα κύματα».
66) Οί ηρωες Τρώεζ άρπάξανε άπ' τή Σπάρτη τήν ώραΙα Έλένη. Ή Μήδεια τεμάχισε τόν άδελψό της καΙ πέταγε τά κομ,μ,άτια του ενα-ενα στή θάλασσα, γιά νά άναγκάσει τόν πατέρα της , πού τήν κατεδΙωκε, νά σταμ,ατάει κάθε τ όσο καΙ νά τά μ,αζεύει.
159
ΣΑΤΎΡΙΚΟΝ
109.- Μετά άπό αότήν τήν εκκληση ποό μάς άπηόθυνε ή Τρίψαινα μέ τρεμάμενη άπ' τή συγκίνηση, διαπεραστική ψωνή, ή μάχη καταλάγιασε καί τά χέρια μας εχοντας γίνει εΙρηνικό τερα, σταμάτησαν τίς έ.χθροπραξίες. 'Ο στρατηγός μας ό Euμολπος, βλέποντας πώς έ.πιστρέψαμε σέ εόγενικότερα αΙσθήμα τα, βρήκε τήν εόκαιΡία νά κατακρίνει δριμότατα τόν Λιχά γιά τήν κακή διαγωγή του καί τήν άπαράδεκτη στάση του. Καί χωρίς νά χάνει καιρό, συντάσσει καί όπογράψει μιά συμψωνία
μέ τό έξής άπάνω-κάτω περιεχόμενο: «'Εσό ή κάτωθι υπογεγραμμένη Τρόψαινα, υπόσχεσαι έ.ν τιμή καί συνειδήσει, νά λησμονήσεις κάθε λόγον μεμψιμοιρίας ποό εχεις τυχόν έ.ναντίον τοu Γείτονος καΙ δτι οόδέν έ.κ τών δ σων συνέβησαν μεταξό υμών μέχρι τής ήμέρας ταότης δέν θά προκαλέσει την έ.κ μέρους σου εκψρασιν έ.χθρότητος, διά καταγ
γελιών, έ.κδικήσεων 11 καταδιώξεων, οΙουδήποτε εί'δους υπό σχεσαι παρομοίως οτι δέν θά άπαιτήσεις τίποτε άπολότως άπό τόν παίδα παρά τήν θέλησίν του, οίιδέ έ.ναγκαλισμόν, οόδέ ά σπασμόν, οόδέ έ.ρωτικήν περίπτυξιν οόσιαστικοτέραν, έ.πΙ ποινή προστΙμου άνερχομένου εΙς τό ποσόν τών έκατό δηναρΙων, πλη ρωτέων τοίς μετρητοίς δι' έκάστην παράβασιν. ΚαΙ έ.σό, Λιχά, άναλαμβάνεις τήν υποχρέωσιν, έ.ν τιμή καΙ συνειδήσει, νά μήν καταδιώξεις τόν 'Εγκόλπιον, οόδέ διά λόγων, οόδέ διά προσ βλητικών μορψασμών καΙ δέν θά ζητήσεις νά μάθεις αν καΙ πό
τε ξενοκοιμάται τήν νόκτα': έ.ν έ.ναντΙα περιπτώσει θά υποβλη θείς εΙς πρόστιμον άνερχόμενον εΙς διακόσια δηνάρια, πληρω
τέα τοίς μετρητοίς, διά κάθε βιαΙαν έ.νέργειαν τήν όποΙαν θά έ.νήργεις τυχόν έ.ναντΙον του.»
'Όταν λοιπόν όπογράψτηκαν οΙ παραπάνω δροι τής συν
θήκης, καταθέσαμε τά της στΙς καρδιές μας, στηκε νά σβήσουμε τό τής εΙρήνης. Μπροστά
δπλα καΙ γιά νά μή μεΙνει οuτε ίχνος 6ρ άκόμα καΙ μετά τοός δρκους, άποφασΙ παρελθόν, άνταλλάσσοντας δλοι τό φιλΙ στίς όποσχέσεις ποό δίνονταν άπ' δλες
τΙς μεριές, τά μΙση κατακάθονται σάν ζυμάρι ποό κρυώνει καΙ ενα γεuμα ποό παρατΙθεται στό πεδΙο τής μάχης, συμπληρώνει τήν συμφιλΙωση μέσα στή γενική εόθυμΙα. 'Ολάκερο τό καράβι
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
160 •
αντηχεΙ απ' τά τραγοόδια. Ξαφνικά, πέφτει κι ό αέρας καΙ τό καράβι σταματάει καταμεσής στή θάλασσα. 'Όποu άλλος πάει καΙ πιάνει μέ μιά απόχη τά ψάρια ποό πηδάνε εξω απ' τό νερό
κι άλλος μέ εξuπνα δολώματα, βγάζει τό ψάρι ποό σπαρταράει στό αγκίστρι. 'Ακόμα καΙ θαλασσοποόλια ήρθαν νά καθΙσοuνε στά ξάρτια μας κι ενας καπάτσος ποuλοκuνηγός τά άγγιξε μέ
ξόβεργες ποό εΙχε αλεΙψει μέ κόλλα καΙ τά καημένα τά πετοό μενα αΙχμάλωτα στΙς βέργες, πέφτανε στά χέρια μας. ΠρΙν πέ aouv δμως, προσπαθΟΟσαν νά πετάξοuν καΙ τά φτερά τοuς τά 'παφνε τό αεράκι καΙ ή αϋρα ερριχνε τά ποόποuλα στή θάλασσα.
Ό Λιχάς άρχισε κι δλας νά μοΟ φέρνεται φιλικά, καΙ νά μέ. καλοπιάνει, ή Τρόφαινα ράντιζε κιόλας τόν ΓεΙτονα μέ τΙς τελεuταΙες σταγόνες τής πΙκρας της καΙ τοΟ θuμοu της , δταν ό Εuμολπος, ποό τά 'χε κοπανΙσει κι εΙχε ερθει στό κέφι, άρχισε νά κοροί'δεόει τοός κοuρεμένοuς καΙ τοός στιγματισμένοuς δοό λοuς. 'Όταν έξάντλησε ετσι τά αστεΙα τοu, ποό ήταν τό ενα πιό κρόο από τό άλλο, ξαναγόρισε στήν ποΙηση καΙ σκάρωσε έκ τοΟ προχεΙροu τήν παρακάτω έλεγεΙα, μέ θέμα τά χαμένα μαλλιά μας:
Τ6 μ6νο στoλtδι μας, τής όμορφιάς μας στεφάνι
τά δ6λια μαλλιά μας νεκρά τά καημένα έχουν πέσει. Ώς άνοιξης πράσινο φύλλωμα τά 'χαμε. Τώρα τά πήρε, μάς τά 'ρπαξε ό άνεμος κρύου χειμώνα. Γυμνώθηκα,ν, νά, καΙ τ6ν ισκιο τους χάσαν τά μέτωπα καΙ πένθος βαρύ τά βαραΙνει. Φαλάκρες, κρανΙα μας, ό γήλιος τά καΙει κουρεμένα! Τήν πρώτη χαρά μας τήν πήρατε πρώτη, ω θεοl, καΙ τΙ φταlξαμε;
';4χ, τρισδυΣΤVΧισμένε μου έσύ, τΙ λάμψη ήταν έκεΙνη πού ή κ6μη σού 'δινε άλλοτε καΙ τ6 μακρύ μαλλl σου! Κι dπ6 τ6ν Φοίβο μή δέν ησουν πι6 λαμπρ6ς, κι ώραιος κι dπ6 τήν dδελφή τού Φοlβου; Τώρα, νά, γυαλlζεις σάν μπρούντζος, σάν βρεγμένο μανιτdρι καΙ φοβάσαι τά χάχανα τών κοριτσιών καΙ τών παρθένων. Μάθε,
στ6 λέω καΙ θέλω εt3θύς νά μέ πιστέψεις, δέν γλιτώνεις
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
161
dπ6 τού χάρου τά αγρια δ6ντια τώρα πού 'χει πάψει νά ζεί ή κορφή τής πι6 ψηλής κορφής τού σώματ6ς σου».
110.- ΤΗταν
ετοιμος νά σuνεχΙ~ει ν' άπαπέλει ετσι δά καΙ
νά μάς ξεψοuρνΙζει τΙς σαχλαμάρες τοΙ) γιά ώρες, μά εuτuχώς μιά θεραπαινΙδα τής Τρόψαινας πήρε τόν ΓεΙτονα άπ' τό χέρι, τόν κατέβασε στό κότος τοΟ καραβιοΟ καΙ στόλισε τό κεψάλι
τοΟ άγοριοΟ μέ μιά περοόκα τής κuράς της. Κι οχι μόνο αΙΙτό, μά εβγαλε άπό ενα ξόλινο κοuτΙ ενα ζεuγάρι ψρόδια , τά κόλλη σ ε μέ εμπειρο χέρι στή σωστή τοuς θέση καΙ τοΟ ξανάδωσε ετσι Όλη τή γοητεΙα τοu. Βλέποντας μπροστά της τόν άληθινό ΓεΙ τονα, ή Τρόψαινα σuγκινήθηκε μέχρι δακρόων καΙ τοότη τή ψο
ρ ά τόν ψΙλησε μ' όλη τήν καρδιά της. 'Εγώ, παρ ' όλο ποό χά ρηκα βλέποντας·τό άγόρι ώραίο σάν πρώτα, εκρuβα τό πρόσω πό μοΙ) όσο καλότερα μποροΟσα, γιατΙ ενιωθα παραμορψω μένος καΙ κακάσχημος -άπόδειξη πώς οuτε κι ό Λ ιχάς καταδε χότανε νά μοΟ μιλήσει. 'Όμως, ή ίδια καλόκαρδη θεραπαινΙδα
ή ρθε καΙ μέ άνέσuρε άπ' τόν βuθό τής άπόγνωσης . Μέ πήρε πα ράμερα καΙ σκέπασε τό κεψάλι μοΙ) μέ ψεότιχα μαλλιά, ώραία κ ι αΙΙτά σάν τοΟ ΓεΙτονα. Τό πρόσωπό μοΙ) μάλιστα ελαμψε πε ρισσότερο κι εγινε έλκuστικότερο άπ' τό δικό τοu, γιατΙ ή πε ροόκα μοΙ) ητανε ξανθιά. 'Ωστόσο, ό ανθρωπος ποό άνέλαβε τήν όπεράσπισή μας τήν ωρα τοΟ κινδόνοΙ) καΙ μάς σuμψιλΙωσε τελικά μέ τοός Ι
χθροός μας, ό Εuμολπος θέλω νά πώ , δέν τό 'στερξε νά βοuλιά ξει ή εuθuμΙα στή σιωπή. 'Άρχισε λοιπόν νά ρΙχνει τά βέλη τής εί ρω~εΙας τοΙ) καΙ τοΟ σαρκασμοΟ τοΙ) καταπάνω στΙς -yuναίκες,
λέγοντας πώ; ε{ναι άλαψρόμuαλες , Ιρωτιάρες κι ετοιμες νά ξε χάσοuν ως καΙ τά παιδιά τοuς γιά χάρη τών Ιραστών τοuς. Κα
τά τή γνώμη τοu, δέν όπήρχε γuναΙκα, όσο σεμνή κι αν ήταν, ποό νά μπορεί νά άντισταθεί σέ ενα νέο πάθος. Δέν εΙχε κατά
νοΟ άρχαίες τραγωδΙες η διάσημα ίστορικά όJόματα, μά ενα π εριστατικό ποό σuνέβη ΙπΙ τών ήμερών τοΙ) καΙ ήταν πρόθuμος
νά μάς τό άψηγηθεί αν εϊχαμε διάθεση νά τόν άκοUσοuμε.
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
162
'Ύστερα άπ' αότή τήν ίιπόσχεση, τεντώσαμε ολοι τ' αότιά μας καΙ καρψώσαμε τά βλέμματά μας στόν άψηΥητή, ποό άρχισε μέ τοίίτα τά λόγια:
111.-
«Γνώρισα ποό λέτε στήν 'Έψεσο μιά δέσποινα τόσο
ένάρετη καί πιστή στόν σuζuγό της, ποό ή ψήμη της άπλώθηκε παντοίί καί οί ΓUναικες τών γειτονικών χωρών έ.Ρχόντοuσαν νά
δοίίν αυτό τό θαίίμα. 'Όταν εχασε τόν άντρα της, ή δέσποινα έ. κείνη δέν περιορίστηκε νά άκολοuθήσει τήν νεκρική πομπή μέ λuμένα τά μαλλιά της, οπως εΙναι τό σuνήθειο, 11 νά σκίσει μέ τά νόχια της τά rUfLVάo της στήθη κάτω άπό τά βλέμματα τών παρισταμένων. 'Όχι, ή δέσποινα έ.κείνη άκολοόθησε τόν νεκρό ως τήν τελεuταία τοΙ) κατοικία κι οταν τόν έ.ναποθέσανε, σόμ ψωνα μέ τά εθιμα τών Έλλήνων, μέσα στή σπηλιά τοu, μπήκε καί κείνη μέσα κι άρχισε νά τόν κλαίει, μοιρολογώντας μέρα νόχτα. Τό 'χε πάρει άπόψαση νά πεθάνει κι έ.κείνη άπό πείνα κι ασα κι άν τής εϊπανε ό πατέρας της, ή μάνα της καί οί σuπενεις
της, ποό παραστέκονταν μάρτuρες άνήμποροι, τής άψατης θλί ψης της, πήγαν τοίί xάoxou. 'Έλεγε καί ξανάλεγε πώς θά μείνει έκεί, μές στόν τάψο. 'Ακόμα καί οί δημοτικοί άρχοντες, άνα γκάστηκαν νά παραδεχτοίίν τήν άποτuχία τοuς. υΟλη ή 'Έψε
σος , σuγκινήθηκε κι εκλαιγε, βλέποντας τή δέσποινα ποό λέμε
νά μείνει δίπλα στό νεκρό, χωρίς νά βάζει μποuκιά στό στόμα της. Μαζί μέ τή βαρuπενθΟίίσα χήρα, εΙχε μείνει καί ή πιστή της θεραπαινίδα, ποό τής παραστεκόταν στή μεγάλη aufLςpopάo, κλαίγοντας κι έκείνη κι άνάβοντας τή νεκρική λuχνία, οταν τέ λειωνε τό λάδι της. 'Έτσι, ολη ή πολιτεία δέ μιλοίίσε πιά γιά τί ποτ' άλλο εξω άπ' τό πρωτοψανές παράδειγμα τής πιστής auζUγοu. 'Όλοι οί άντρες, μέχρι τόν τελεuταιο, παραδεχόντοuσαν
πώς τέτοια άρετή δέν εΙχε ξαναλάμψει σέ κανένα μέρος τοίί κό
afLou. Κείνες τίς ί'διες μέρες, ό επαρχος είχε πει καί σταuρώσανε μερικοός ληστές, λίγο παρακάτω άπ' τή σπηλιά, οποΙ) ή δέ σποινα μοιρολογοίίσε τόν νεκρό τοίί πεψιλημένοΙ) της σuζόγοu. Τήν πρώτη νόχτα μετά τήν έ.κτέλεση, ό στρατιώτης ποό ψόλαγε
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
163
τούς σταuρούς, γιά νά μήν ερθοuν οί σuπενείς τών ληστών καΙ άποκαθηλώσοuν τούς νεκρούς γιά νά τούς κηδέψοuς μέ τΙς πρέ ποuσες τιμές είδε ενα ψώς πού ελαμπε άρκετά ζωηρά άνάμεσα στούς τάψοuς. ''Ακοuσε θρήνοuς καΙ κοπετούς καΙ σπρωγμένος
άπό τήν περιέργεια, !,tOts είναι μιά κοινή άνθρώπινη άδuναμΙα, πήγε νά δεί ποιός ήταν έκεί καΙ τΙ εκανε. ΚατεβαΙνει λοιπόν
στόν τάψο. Μόλις είδε κεΙνη τήν όπέροχη γuναΙκα, εμεινε στήν άρχή καρψωμένος κι άσάλεuτος, λές καΙ βρέθηκε μπροστά σέ ψάντασμα η σέ ενα πνεύμα τού κάτω κόσμοu. Μά σέ λΙγο, σάν
είδε τό πτώμα, σάν είδε τά δάκρuα νά τρέχοuν, σάν είδε τό πρόσωπο πού είχε ματώσει ή δέσποινα μέ τά νύχια της, πεΙστη κε -πράγμα αλλωστε πού ήταν καΙ ή μόνη άλήθεια- πώς βρΙ σκεται μπροστά σέ μιά άπαρηγόρητη χήρα, πού θρηνεί καΙ όδό ρ εται. Φέρνει λοιπόν στή σπηλιά τό ψτωχικό τοu σuσσΙτιο κι
άρχίζει νά έξορκΙζει τήν άπελπισμένη γuναΙκα νά ξεχάσει τή θλίψη της καΙ τόν πόνο της, νά πάψει νά σπαράζει τήν καρδιά της μέ μάταιοuς θΡήνοuς. Μέ δuό λόγια, βάζει μπροστά όλα τά έπιχειρήματα, πού μπορούν νά θεραπεόσοuν μιά πονεμένη καρ δ ιά. Μά όσο Ικείνος πασχΙζει νά τήν παρηγορήσει, τόσο ή δέ σποινα δέ θέλει νά τόν άκοόσει καΙ τόσο τά λόγια τοu παρο ξύνοuν άπεναντΙας τήν άπόγνωσή της. ΚαταξεσκΙζει μέ άκόμα
μεγαλότερη μανΙα τά στήθια της καΙ ξεριζώνει τούψες-τούψες τ ά μαλλιά της γιά νά τά άποθέσει πά"ω στό νεκρό. Παρ' όλα αύτά, ό στρατιώτης δέ σκέψτηκε οίΙτε γιά μιά στιγμή τήν όπο χώρηση, μά βάλθηκε μέ διπλάσιο ζήλο νά πεΙσει τή δόστuχη γuναίκα νά ψάει μιά μποuκιά ψωμΙ Τόσο ποό τελικά, ή θερα
π αινίδα ποό τή χτύπησε σίγοuρα στά ροuθοόνια ή ώραΙα μuρω δ ιά τού κρασιού, uπέκuψε πρώτη στόν πειρασμό καΙ άπλωσε ά π ό μόνη της τό χέρι στή ψιλάνθρωπη προσψορά. 'Ύστερα, καρ δα μωμένη άπ' τό πιοτό καί τό ψαΓ, ξεσπάθωσε ψανερά καί τά βαλε μέ τό πείσμα τής κuρας της: «Τί διάψορο θά 'χεις», τής είπε, «αν πεθάνεις Ιδώ άπ' τήν πείνα καΙ θαψτείς ζωντανή, παραδίνοντας ετσι τό άθώο aou πν εύμα, πρίν τής ώρας τοu, πρΙν τήν ώρα ποό όρισαν οί μοίρες;
,
Μή θά τό μάθοuν τάχα οί στάχτες κι οί μεγάλοι μας προ-
γο νοι ;
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
164
"Αχ, ξαναγόρνα στή ζωή! Παράτα τες αυτές τίς γuναικείες προλήψεις καί κοίτα νά χαρείς τό φώς, δσον καιρό οί θεοί σοΟ τό έΠΙΤΡέποuν! ι'Ακόμα καί τοΟτο έδώ τό xouqJιXpt, αν μπόρειε νά μιλήσει, θά σοό 'λεγε νά γλεντήσεις τά νιάτα σοu!» Κανείς δέ βοuλώνει τ' αυτιά τοu, δταν κάποια φωνή τόν καλεί νά φάει, νά ζήσει. 'Έτσι λοιπόν καί ή δέσποινα έκείνη, ξε
θεωμένη άπ' την πολuήμερη νηστεία, αφησε κατά μέρος τό πεί σμα της καί τίμησε τό γεΟμα, βρίσκοντάς το τόσο νόστιμο, δσο τό είχε βρεί καί ή θεραπαινίδα ποό ύπέκuψε πρώτη.
Ξέρετε δμως πολό καλά τί λοΥης πειΡασμοός ξu πνάει μέσα μας ενα χορτάτο στομάχι. Καταφεόγοντας στά ί'δια καλοπιάσματα, ποό επεισαν τη δέσποινα νά σuνεχίσει τή ζωή της, ό στρατιώτης μας άρχίζει νά πολιορκεί την άρετή της. Ή
112.-
σεμνή μας κuρία, είδε σέ λίγο πώς ό νέος ήταν προικισμένος μέ λογιών-λογιών χάρες καί τά λόγια τοu τής χάιδεuαν τ' αυτιά. Ή θεραπαινίδα πήρε τό μέρος τοu κι εβαζε καί κείνη κάθε τόσο τό λογάκι της, καταλήγοντας μέ τήν ίδια έπωδό: ((Κα{ σ' έρωτα πού dρέσει σε, θά στήσεις τώρα μάχη;»
Γιά νά μήν τά πολuλογώ, οστε καί τοΟτο τό μέρος τοΟ σώματος τής ώραίας μας κατόρθωσε τελικά νά έπιμείνει στην άποχή καί ό τρισόλβιος πολεμιστής μας την επεισε καί σ' αυτό τό σημείο, 8πως καί στό προηγοόμενο. Κοιμήθηκαν λοιπόν ά γκαλιά, οχι μόνο τη νόχτα ποό γιόρτασαν τόν όμέναιό τοuς μά
καΙ τήν αλλη καί την παρ άλλη, εχοντας κλείσει φuσικά δλες τίς πόρτες τής σπηλιάς. 'Έτσι ποό αν ενας φίλος η αγν~στoς πέ ρναγε άπ ' τόν τάφο θά νόμιζε πώς ή άδιάφθορη σόζuγος είχε παραδώσει τό πνεΟμα, πάνω στόν νεκρό τοΟ άνδρός της. ''Oποu ό στρατιώτης, μαγεμένος άπ' τήν όμορφιά τής κα τάκτησής τοu κι άπό τήν μuστικότητα τών έρώτων τοuς, άγό ραζε 8λα τά ώραία πράγμ.ατα ποό τοΟ έπέτρεπε δ μισθός τοu καί μόλις επεφτε ή νόχτα, τά πήγαινε στόν τάφο. 'Έτσι, οί σuγ γενείς ένός έσταuρωμένοu, βλέποντας πώς ή φροόρηση είχε χα λαρωθεί, λόσανε την νόχτα τόν κρεμασμένο καί έκπληρώσανε
165
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
άπέναντί του τό τελευταίο τους καθήκον, ένώ ό φύλακάς μας,
μήν εχοντας μάτια παρά μόνον γιά τόν ερωτά του, εΙχε ξεχάσει τίς διαταγές πού ελαβε. Μά σάν εΙδε τήν άλλη μέρα εναν σταυ ρό δίχως τό πτώμα του, τόν επιασε φόβος καί τρόμος, γιατί ή ξερε πώς θά υποστεί φριχτά μαρτύρια. 'Έτρεξε λοιπόν καί έξή γησε στή χήρα τή μεγάλη συμφορά πού τόν βρήκε. Δι θά περί μενε, τής είπε, τήν άπόφαση τοί) δικαστή, μά θά τιμωροuσε ό ί δ ως μέ τό σπαθί του τήν άμέλειά του. Ή μόνη του παράκληση, ήταν νά τοί) έπιτρέψει νά πεθάνει έκεί μέσα, ετσι πού ό ίδως τά
φ ος νά δεχτεί κι έραστή καί σύζυγο. Μά ή δέσποινα, δέν ήταν μόνο ένάρετη· ήταν καί προσωποποίηση τής συμπόνιας. «Κανείς θεός δέν τό θέλει», είπε «νά χάσω ταυτόχρονα δυ ό πλάσματα, πού άγάπησα πιό πολύ άπό τό κάθε τι σ' αότόν τόν κόσμο. Προτιμώ νά χάσω τόν νεκρό, παρά νά προκαλέσω τόν θάνατο τόί) ζωντανοU».
'Άμ επος, άμ εργον, τοί) δίνει διαταγή νά σηκώσει τό πτώμα τοί) άνδρός της άπ' τό φέρετρο καί νά τό καρφώσει στόν αδ εω σταυρό. Ό στρατιώτης άκολούθησε τή συμβουλή τής φρόνιμης γυναίκας καί τήν άλλη μέρα οί περαστικοί άναρω τιόντουσαν εκπληκτοι πώς εγινε τό θαuμα καί πήγε ό νεκρός νά στ αυρωθεί μοναχός του».
113.-
'Όλοι οί ναuτες γελάγαν δυνατά, κρατώντας τήν
κοιλιά τους, ένώ ή Τρύφαινα εΙχε κοκινίσει ως τίς ρίζες τών αό τιών καί εγερνε Ιρωτιάρικα τό κεφάλι της στόν ώμο τοί) Γεί
τονα. Ό Λιχάς, μήτε χαμόγελο δέν εσκασε, μόνο εΙπε θυμω, μενος:
q
«"Αν επαρκος ήταν άνθρωπος τοί) καθήκοντος, θά εΙχε ξαναβάλει τό πτώμα τοί) συζύγου στόν τάφο του καί θά σταύ ρωνε τή γυναίκα».
Δέ χωράει άμφιβολία πώς ξανάβλεπε μέ τά μάτια τής μνήμης του τή μορφή τής Ήδύλης καί τό πλιάτσικο τοί) καρα βω ί) του, πρίν άπ' τήν έκούσια άπαγωγή. Μά οίίτε οί όροι τής συνθήκης τοί) έπέτρεπαν νά τά θυμάται όλα αότά οίίτε ή εόθυ
μία πού είχε παρασύρει όλα τά πνεύματα, άφηνε θέση γιά έ•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
166
χθρικά αΙσθήματα. Στό μεταξό ή Τρόφαινα, είχε καθίσει στά γόνατα τού Γείτονα καί μιά τού φιλαγε τό στήθος, μιά τού 'σια
ΧΥε τά μαλλιά τής περοόκας του. 'Όσο γιά μένα, εσκαγα άπ' τό
κακό μου δεμένος καθώς ημουν χειροπόδαρα άπ' τοός ορους τής νέας συνθήκης καί δέν μπορούσα νά βάλω οuτε μπουκιά, οuτε γουλιά στό στόμα μου, μόνο τοός κοίταζα μέ μάτι σκο τεινό καί θυμωμένο, νά σαλιαρίζουνε έκεί μπροστά μου. Κάθε φιλί τους χτόπαγε σάν μαχαιριά τήν καρδιά μου, καθώς καί κάθε χάδι ποό έπινοούσε κείνη ή διεφθαρμένη γυναίκα. Κι ώ στόσο, δέν ηξερα άκόμα αν ημουνα πιό θυμωμένος μέ τό άγόρι ποό μού 'κλεψε τήν έρωμένη μου, η μέ τήν έρωμένη ποό είχε παρασόρει μέ τά τάχα θέλγητρά της τό σπλάΧΥΟ μου. 'Απ' 0ποια μεριά καί νά τό 'βλεπα, τό θέαμα ήταν φοβερά προσβλητι κό γιά μένα καΙ μέ πλήγωνε περισότερο κι άπ' τό γεγονός οτι μέ πιάσαν κάποτε κουρσάροι καί μέ πουλήσανε στό δουλοπάζα
ρο. Καί σά νά μή μού 'φτανε ή τόση μου δυστυχία, ή Τρόφαινα
δέ γόρισε οuτε μιά φορά νά μού πεί μιά λέξη, ξεΧΥώντας πώς uπήρξα κάποτε γι' αuτήν οίκείο πρόσωπο καί ό εύνοοόμενος μά λιστα έραστής της καί ό Γείτων, δέν καταδέχτηκε κάν νά πιεί εΙς uγείαν μου, δπως τό 'χουμε συνήθειο κι οuτε κάν έπικαλέ στηκε ποτέ τή μαρτυρία μου στήν κοινή συζήτηση, άπό φόβο σί γουρα μήν ξανανοίξει πληγές ποό δέν είχαν κλείσει άκόμα έντε λ~ς, παρ' δλη τή συμφιλίωση. 'Έκλαιγα άπ' τή φοόρκα μου καί δέν μπορούσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου, ποό κόλαγαν ποτάμι καί καταβρέχανε ως καί τό στήθος μου άκόμα κι ετσι ποό στέναζα καί θρηνΟύσα, λίγο ελειψε νά λιποθυμήσω. Ό Λιχάς πάσχιζε νά μέ πείσει πώς μάς περίμεναν μεγά λες ήδονές έμάς τοός δυό καί δέν είχε πιά τό ύφος τού κυρίου ποό διατάζει, μά μού μίλαγε σάν φιλος, ποό ζητάει άπ' τόν φιλο του μιά έκδοόλευση.
«"Αν εχει μείνει εστω καί μιά σταγόνα λεότερο αίμα στίς
φλέβες σου», μού είπε μιά θεραπαινίδα τής Τρόφαινας, «θά τό ο,.
κατάλαβες βέβαια είναι χειρότερη κι άπό πουτάνα. ''Αν είσαι αντρας, δι θά ξαναπάς ποτέ μ' αύτή τή βρώμα». Σά νά μή φτάναν δλα τ' αΜα, ενιωθα φοβερή ντροπή μέ
[67
ΣΑΤΥΡ[ΚΟΝ •
τή σκέψη πώς ό Εuμολπος μπορεί νά πήρε εί'δηση τΙ εγινε, όπό
τε, σαρκαστής άΛUπητoς δπως ήταν, μπορούσε κάλλιστα νά μέ έκδικηθεί, σκαρώνοντας ενα σκωπτικότατο ποΙημα.
,Αντί
γιά αλλη άπάντηση, ό Εuμολπος μού όρκΙστηκε σέ
δλους τούς μεγάλους του θεούς ...
114.-
Τήν ωρα πού τά λέγαμε ετσι δά, τά κύματα δυνά
μωσαν κι άφρίσανε καΙ σύγνεφα μαζεύτηκαν άπ' δλες τΙς μεριές καί σκέπασαν τό φώς τής μέρας. Οί ναύτες τρέχουνε μέ βιάση στά πόστα τους καί κατεβάζουν καΙ μαζεύουν τά πανιά, μήν
τούς τά σκΙσει ή καταιγΙδα. Μά ό ανεμ.ος φυσούσε κιόλας τόσο δυνατά καί ή θάλασσα είχε τόσο φουσκώσει, πού ό τιμονιέρης δέν ηξερε πιά τί ρότα νά κρατήσει. Μιά μας παρέσερναν τά κύ ματα κατά τή Σικελία, μιά μας αρπαζε τό μελτέμι πού κυριαρ χεί στά ίταλικά παράλια καί μας πηγαινόφερνε σάν καρυδό τσουφλο πάνω στά νερά. Καί τό χειρότερο άπ' δλα, πιό έπικίν δυνο κι άπ' τίς σπηλιάδες, ήταν πού τά σκοτάδια γίναν ξάφνου άδιαπέραστα καί ό τιμονιέρης δέν εβλεπε πιά οuτε τήν πλώρη τού καραβιού του. 'Έτσι, δταν δλα δείχνανε πώς είμαστε χα
μένοι, ό Λιχας τρέμοντας άπ' τόν τρόμο του, επεσε στά πόδια μου κι άπλώνοντας ίκετευτικά τά χέρια του, είπε: (('Εγκόλπιε, τό ξέρω πώς μπορείς νά μας βοηθήσεις, τού
τη τή δύσκολη στιγμή. Ξαναδώσε τόν ίερό πέπλο καί τό σεί στρο στή θεά τού καραβιού, τήν 'Ίσιδα. Γιά ονομα τών θεών, λυπήσου μας, έσύ πού ησουν πάντα τόσο καλόκαρδος!»
Μά τήν ωρα πού μού φώναζε αυτά τά λόγια, θερμοπαρα καλώντας με, νά 'σου κι ερχεται μιά σπηλιάδα άνέμου, τόν ση κώνει καί τόν πετάει στή θάλασσα. Ξαναφάνηκε γιά μιά στιγμή στόν άφρό, μά τά μανιασμένα κύματα τόν παρασύρανε καί τόν
ρούφηξαν μέσα στήν περιδινούμ.ενη αβυσσό τους. Ή Τρύφαινα βλέπει κι αυτή τόν χάρο μέ τά μάτια της, μά βρίσκονται δούλοι πιστοί πού τήν παίρνουν, τήν έπιβιβάζουν στή λέμβο, μαζί μέ τό μεγαλύτερο μέρος τών άποσκευών της καί τήν σώζουν άπό βέ βαιο θάνατο.
ΠΕΤΡΩΝIOΣ
168
'Όσο γιά μένα, εσφιξα τόν Γείτονα στήν άγκαλιά μοΙ) καί ξεφώνισα κλαίγοντας: «'Ήτανε θέλημα θεών λοιπόν, νά μήν ένωθΟΟμε παρά μόνο στόν θάνατο; Μ' άκόμα κι αύτό μάς τό άρνιέται ή άκαρδη Τόχη. Κοίτα! Τό κόμα έτοιμάζεται νά καταπιεί τό καράβι μας.
Κοίτα! Ή θάλασσα, φρενιασμένη, θά 'σπάσει τό άγκάλιασμα τών δuό έραστών. 'Έ, λοιπόν, άν άγάπησες στ' άλήθεια τόν 'Εγκόλπιο, χάρισέ τοΙ) τά φιλιά
aou,
οσο τό μπορείς άκόμα καί
κλέψε αύτή τήν τελεuταία χαρά άπό τίς άνuπόμονες Μοίρες».
Άντί γιά άλλη άπάντηση, ό Γείτων εβγαλε άμέσως τόν χιτώνα τοu, σκεπάστηκε μέ τόν μανδόα μοΙ) καί περίμενε νά τόν φιλήσω. Καί γιά νά μή βρεθεί κανένα ζηλιάρικο κόμα καί μάς χωρίσει, εδεσε γερά τή ζώνη τοΙ) γόρω άπ' τά κορμιά μας:
«Μιά καί δέ μάς μένει άλλη έλπίδα», εΤπε «χαίροuμαι ποό ετσι δά, θά μείνοuμε περισότερη ωρα μαζί στόν άφρό, οταν θά μάς παρασόροuνε τά κόματα. Κι άν σπλαχνικός άνεμος μάς ρί ξει στό ί'διο άκρογιάλι, μπορεί νά βρεθεί περαστικός ποό νά μάς λuπηθεί καί νά μάς σκεπάσει μέ λίγες πέτρες. 'Ή άκόμα, σάν
u-
στατη χάρη, δέν άρνιοΟνται οuτε τά μανιασμένα κόματα, ή άμ μος θά μάς θάψει παίζοντας στόν τάφο της». Δέχομαι τόν τελεuταίο δεσμό μέ τόν Γείτονα, καί ξαπλω μένος θά 'λεγε κανείς στή νεκρική μοΙ) κλίνη, περιμένω τόν θάνατο, ποό δέ μοΟ -φαίνεται πιά καθόλοΙ) τρομερός. Στό μετα
ξό, ή τρικuμία, έκτελώντας τίς διαταγές ποό εΤχε πάρει άπό τίς Μοίρες, σuμπληρώνει τήν καταστροφή τοΟ καραβιοΟ. Μήτε άλμποuρα πιά, μήτε τιμόνι, μήτε ξάρτια, μήτε κοuπιά. 'Όλα γίναν κομμάτια καί τ' άμορφα ξόλα, παρασέρνονται, πάνε έκεί ποό τά σπρώχνοuν τά κόματα.
Εί'δαμε νά 'ρχονται ψαράδες μέ μικρές βάρκες, νά πλια
τσικολογήσοuν τό ναuαγισμένο καράβι. Μά μόλις εί'δανε πώς μένανε άκόμα μερικοί έπιβάτες, ετοιμοι νά διαφεντΙψοuν τό ε χει τοuς, ή καρδιά τοuς μαλάκωσε καί προσφερθήκανε νά μάς
,
σωσοuν.
115.- 'ΌποΙ)
έκείνη άκριβώς τή στιγμή, άκοΟμε ενα παρά-
•
ΣΑΙΎΡΙΚΟΝ
169
ξενο μουγκρητό, ποό έρχόταν άπό κάπου άπ' τό άμπάρι, κάτω άπ' τήν καμπίνα τού τιμονιέρη κι εμοιαζε μέ βρυχηθμό λιοντα ριού, ποό βολοδέρνει στό κλουβί του. 'Οδηγημένοι άπ' τοός η
χους, βρίσκουμε τόν Εϋμολπο νά κάθεται μπροστά σέ μιά τερά στια περγαμηνή ποό τήν είχε γεμίσει στίχους. Μείναμε μέ τό στόμα άνοιχτό, βλέποντάς τον νά νιώθει τόσο άνετα καί νά γράφει ποιήματα, φάτσα στόν θάνατο. Τραβάμε λοιπόν άπό κεί μέσα τόν ουρλιαχτή μας καί πασχίζουμε νά τόν πείσουμε πώς πρέπει νά λογικευτεί. Αυτός δμως μάνιασε καί φρένιασε ποό τόν διακόψαμε: «'Αφήστε με νά τελειώσω τή φράση μου», φώναξε. (('Έφτασα κιόλας στό τέλoς~ άλλά δυσκολεόομαι νά τελειώσω». Τόν γράπωσα λοιπόν γερά κι άς σεληνιαζότανε έκείνος καΙ είπα στόν Γείτονα νά μέ βοηθήσει νά τόν τραβήξουμε ως τήν ξηρά τόν μουπανίζοντα ποιητή.
Τελικά, ξεμπερδέψαμε καί μ' αυτή τή δουλειά, ποό δέν ή ταν μά τό ναΙ καθόλου εϋκολη καί μπήκαμε μέ σφιγμένη τήν καρδιά μας στήν καΛUβα ένός ψαρά. Έκεί, κάναμε κουράγιο
καΙ φάγαμε τά τρόφιμα ποό είχε ξεβράσει ή θάλασσα καί περά σαμε υστερα τό όπόλοιπο τής πιό θλιβερής μας νόχτας. Τήν άλ
λη μέρα, έκεί ποό συζητάγαμε καί λέγαμε πότε νά ξεκινήσουμε καί πρός τά πού νά πάμε, είδα ξάφνου ενα άνθρώπινο κορμί, ποό τό στριφογόριζε άνάλαφρα τό κόμα καί τό 'σπρωχνε κατά τόν όχτό. Σώπασα λοιπόν, ή καρδιά μου ξεχόλισε άπό λόπη, τά μάτια μου δάκρυσαν κι άνέκραξα: ((Αυτόν τόν άντρα κάποιος θά τόν περιμένει ίσως, κάπου, κάποια γυναίκα σίγουρη γιά τήν τόχη του, η κάποιος γιός, ποό
δέν ξέρει τίποτα γιά τό ναυάγιο. 'Ίσως νά άφησε κάπου εναν πατέρα δλο κι δλο καί εφυγε άποχαιΡετώντας τον μέ ενα φιλί. Ίδοό τά σχέδια τών θνητών, Ιδοό οί ευχές ποό δίνανε οί φιλό δοξες σκέψεις τους. Ίδοό ό άνθρωπος καί Ιδού πώς ταλαντεόε ται!»
Μέχρι κείνη τή στιγμή, νόμιζα πώς θρηνούσα κάποιον ά γνωστο, μά νά ποό τό κόμα γύρισε κατά την ξηρά ενα πρόσωπο
ποό τά νερά σεβάστηκαν καί δέν χαλάσανε καΙ άναγνώρισα τό-
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
170
τε τόν Λιχά, τόν χτές άκόμα τρομερό καΙ ασπλαχνο Λιχά, ρι γμένον , πού λέει ό λόγος, στά πόδια μου. Μπροστά σ' αίιτό τό θέαμα, δέν μπόρεσα πιά νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου καΙ χτυπώντας τό στήθος μου δλο καΙ πιό δυνατά, ξεφώνισα: «τι άπόγινε ό θυμός καΙ ή άσυγκράτητη 6ργή σου; τι ά
πόγινε ό δεσποτισμός σου; Νά πού προσφέρεσαι νομή τών ψα ριών καί τών τεράτων τής θάλασσας καΙ σύ ποό μόλις λΙγο πρΙν διαλαλούσες στά πέρατα τού κόσμου τή δόναμή σου καΙ τήν έ ξουσία σου , δέν κράτησες άπ' τό μεγάλο σου καράβι, οuτε τή σανίδα τού ναυαγού. 'Άντε τώρα θνητοΙ, γιομΙστε τΙς καρδιές σας μέ μεγάλα σχέδια! 'Άντε καΙ τοποθετήστε τά κέρδη σας σέ έπιχειΡήσεις πού θά κρατήσουν χιλια χρόνια -κέρδη πού άπο χτήσατε μέ χΙλια τερτίπια καΙ άπάτες. ΕΙμαι σΙγουρος πώς χτές άκόμα, καθόταν κι έπαλήθευε τούς λογαριασμοός τής πατρικής
κληρονομιάς του. ΕΙμαι σΙγουρος πώς εΙχε όρΙσει στό μυαλό του τήν ήμέρα πού θά γύριζε στήν πατρΙδα του. "Ω, θεοΙ καΙ θεές! νά 'τος πού κείται τώρα, μακριά άπ' τό τέρμα τού ταξι διού του! Μά δέν εΙναι μόνο ή θάλασσα ποό μάς τη φέρνει ετσι
μπαμπέσικα' τόν πολεμιστή τόν προδΙδουν τά δπλα του' ενας αλλος κάνει τάμα στοός θεοός καΙ δλα πάνε δπως τά θέλει, μά ξάφνου γκρεμΙζεται ή στέγη τού σπιτιού του καΙ τόν πλακώνει' ενας αλλος πέφτει άπ' τό κάρρο του καΙ ξεψυχάει έπΙ τόπου, γιατΙ δέν φρόντισε νά σπεύσει βραδέως. Ό λαΙμαργος σκάει άπ' τό πολό φαΤ, ό άσκητής πεθαΙνει άπ' τή νηστεΙα. 'Άν τό καλο σκεφτείς, ή ζωή εΙναι μιά θάλασσα, δπου ό καθένας ναυαγεί, άργά 11 γρήγορα. Τό ξέρω βέβαια πώς δποιος πάει άπό πνιγμό, εχει τήν πρόσθετη άτυχΙα νά μεΙνει αταφος. Μά στό κάτω κάτω, τΙ τόν νοιάζει ποιά δόναμη θά καταστρέψει τό φθαρτό του σαρκΙο - αν θά 'ναι ή φωτιά, τό κόμα, 11 ό χρόνος; 'Ό,τι κι αν γΙνει, τό άποτέλεσμα θά 'γαι πάντα τό Ιδιο. ΝαΙ, θά μού πείς, μ' αν ερθουνε τ' άγρΙμια καΙ καταξεσκΙσουν τό κουφάρι του; ΝομΙζεις πώς ή φωτιά θά τού φερθεί καλότερα; ή φωτιά ποό εΙναι τό φοβερότερο μαρτόριο άπ' δσα μπορεί νά φανταστεί ενας κόριος ποό θέλει νά τιμωρήσει τόν δούλο του; ΤΙ σόι τρέλ λα' λοιπόν εΙναι κι αίιτή, νά μή θέλουμε νά μεΙνει ίχνος άπό μάς, μετά τήν ταφή;»
,
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
171
Ό Λιχας καιγόταν στήν πυρά, ποό ανάψανε τά χέρια τών
έχθρών του. Ό Εύμολπος βάλθηκε νά συνθέσει ενα έπιτάφιο έ πίγραμμα γιά τόν νεκρό καί τό βλέμμα του, καρφωμένο κάπου πέρα στόν όρίζοντα, φαινόταν νά ψάχνει τήν εμπνευση.
116.-
'Έχοντας έκτελέσει αότό τό καθήκον μ' δλον τόν
πρέποντα σεβασμό, πήραμε τόν δρόμο ποό διαλέξαμε καί σέ λί
γο φτάσαμε καταί'δρωμένοι στήν κορφή ένός λόφου κι αγναν τεόοντας όλόγυρα, διακρίναμε τά τειχιά μιας πόλης, ποό ήταν χτισμένη σέ ενα ϋψωμα. 'Έτσι ποό βαδίζαμε στήν τόχη, δέν
μποροόσαμε βέβαια νά ξέρουμε, ποιά ήταν έκείνα τά κάστρα' συναντήσαμε δμως εναν χωρικό, ποό μας είπε πώς ήταν ό Κρό των, μιά πολό αρχαία πόλη, ή πρώτη κι ένδοξότερη κάποτε σ' όλάκερη τήν 'Ιταλία. ' Ακοόγοντας αότό τό σνομα, μας επιασε ή
περιέργεια νά μάθουμε περισσότερα πράγματα καί τόν ρωτήσα με τί σόι ανθρωποι κατοικοόσανε στά φημισμένα έκείνα χώμα τα καί τί λογής έπιχειρήσεις καί έμπόρια ασκοόσανε, μιά καί έξ αίτίας τών πολλών πολέμων, είχε χάσει τήν παλιά της αίγλη καί τά πλοότη της. «Καλοί μου ξένοο), μας απάντησε, «αν είσαστε πραματευ τάδες, αλλάξτε δρόμο καί πηγαίνετε αλλού, γιατί έκεί δέν εχει τέτοια κέρδητα. Μά αν είσαστε από κείνους τοός γραμματιζοό μενους ποό μπορούνε νά λένε ψέματα δπου σταθούν κι δπου
βρεθούν, τότε διαλέξατε σωστά τό δρόμο καί θ' αποχτήσετε με γάλο βιός. 'Όχι πώς εχουνε, μαθές, σέ υπόληψη αότοός ποό γράφουν σμορφα η ξέρουν νά μιλανε, κάθε αλλο. Κι ούτε νά πείς πώς σέ παινάει κανείς η σέ πλερώνει γιά τήν καλή καρδιά σου καί τήν τιμιότη' σας τό λέω καί νά τό ξέρετε, έκεί στόν
Κρότωνα θά βρείτε δυό λογιώ ανθρώπους δλο κι δλο: από τή μιά μεριά αότοός ποό κάνουνε καί ίιπογράφουνε διαθήκες κι α
πό τήν αλλη αότοός ποό καταφέρνουν νά τοός γράψουνε οΙ πλοόσιοι στίς διαθήκες τους. Σ' αότήν τήν πόλη, κανείς δέν κάνει παιδιά, γιατί δποιος εχει φυσικοός κληρονόμους, μάταια περιμένει νά τόν καλέσουνε σέ δείπνο, η σέ θέαμα: τού κλείνουνε κατάμουτρα- τήν πόρτα καί ζεί μονάχος κι ερημος καί
172
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
μόνο οί άπένταροι καταδέχονται νά τού κάνουνε παρέα. ΆντΙ θετα, οποιοι εμειναν άνόπαντροι καΙ δέν εχουν στενοός συγ γενείς, βλέπουν νά τοός τιμάει καΙ νά τοός σέβεται ολος ό κό σμος καΙ μόνο αότοός τοός εχει γι' αξιους νά γΙνουν στρατηγοΙ, μονάχα αότοός τοός εχει γιά γενναΙους καΙ γιά ντόμπρους. Θά
μπείτε σέ μιά πόλη» μάς εΙπε, «ομοια κι άπαράλλαχτη μέ χώ ρα ποό την εχει έρημώσει ή πανοόκλα, οπου δέ μένει αλλο πά ρεξ μισοσπαραγμένα κουφάρια καΙ γόπες ποό τά κατασπαρά ζουνε».
117.- Ό Εσμολπος ποό εΙχαν δεί πολλά τά μάτια του, σκέφτηκε τή νέα κατάσταση, γόρισε τό πράμα άπό δώ, τό γόρι
σε άπό κεί καΙ τελικά μάς όμολόγησε πώς βρήκε πολό τού γοό στου του αότόν τόν τρόπο πλουτισμού. Στήν άρχή, πΙστεψα πώς ό γέρος μας άστειευότανε, γιατΙ ποιός περιμένει ν' άκοόσει σο
βαρές κόυβέντες άπό εναν ποιητή; 'Ωστόσο έκείνος συνέχισε: «Μακάρι νά 'ταν θέλημα θεών νά μπορούσα νά σκηνοθε
τήσω καλότερα τό πράμα, νά μπορούσα δηλαδή νά ντυθώ λΙγο πιό τής άνθρωπιάς, νά 'χα καΙ κάμποσους δοόλους τής προκο πής, η κι ενα άμάξι, γιά νά γΙνουνε πιό πιστευτά τά ψέματά μου. Μά τόν Ήρακλή, θά 'βαζα μπρός τό σχέδιό μου σήμερα
κιόλας καΙ θά τρώγαμε ολοι μας μέ χρυσά κουτάλια. Μά ετσι ποό 'ρθανε τά πράγματα ... »
... νά κάνω ο,τι πέρναγε άπ' τό χέρι μου, αν βέβαια εφτανε γιά τά σχέδιά του ό χιτώνας ποό διασώθηκε Uστερα άπ' ολες τΙς περιπέτειές μας, θέλω νά πώ τό χρυσάφι, ποό εϊχαμε σου
φρώσει άπ' τήν επαυλη τού Λυκοόργου. 'Όσο γιά τά χρήματα ποό θά χρειαζόμασταν γιά τΙς άνάγκες τής στιγμής, ημουνα βέ
.
βαιος πώς θά μάς τά 'στελνε ή μητέρα τών θεών, άνοιχτοχέρα οπως ήταν πάντα της.» «Μιά κι εΙναι ετσι», εΙπε ό Εσμολπος «ποιός ό λόγος νά χασομεράμε; "Ας μοιράσουμε άπό τώρα τοός ρόλους τής κω μωδίας μας. "Αν δέν εχετε άντΙρρηση, έγώ θά κάνω τόν κόριό σας».
. ΚανεΙς δέ σκέφτηκε νά κατακρΙνει τό σχέδιό του. Στό
173
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
κάτω-κάτω, τ( εϊχαμε νά χάσοuμε;
"'OnOu
λοιπόν, γιά νά μή
μαθεuτεί ή άπάτη κα( νά μείνει τό μuστικό μεταξό μας, δώσαμε 8ρκο
ποό τόν σuνέταξε ό Εσμολπος- πώς δέ θά βγάλοuμε
κίχ, άκόμα κι αν μάς Ρ(ξοuνε στή φuλακή, μάς μαστιγώσοuνε, ημάς σκοτώσοuνε μέ πuρωμένο σ(δερο. 'Επιπλέον, πώς θά Ι κτελΟύμε άγόπuστα 8λες τΙς διαταγές τού
xup(ou
μας. Σάν
μονομάχοι, ποό άναλαμβάνοuν τΙς ύποχρεώσεις τοuς μέ 8λοuς τοός κανόνες, ύποσχεθήκαμε πώς θά 'μαστε άφοσιωμένοι στόν κόριό μας, ψuχή τε κα( σώματι. 'Έχοντας όρκιστεί στοός πιό μεγάλοuς μας θεοός, ντuνόμαστε άμέσως σάν δούλοι κα( μα
θαίνοuμε νεράκι κι οί δuό τό μάθημά μας. Ό Εσμολπος εχασε πρόσφατα τόν γιό τοu, εναν νέο ύπέροχης ευγλωττίας, ποό αν ζούσε, τό μέλλον τοu θά 'ταν λαμπρό. Γι' αύτό Ικπατρ(στηκε ό δUστuχος γέροντας, μή μπορώντας νά βλέπει κάθε μέρα τοός πελάτες καί τοός φ(λοuς τού γιού τοu κα( ΚUΡ(ως τόν τάφο τοu, ποό τόν εκανε κι εκλαιγε κάθε μέρα, χόνοντας μαύρο
Mxpu.
Σά νά μήν εφτάνε τό φοβερό Ικείνο πένθος, ναuάγησε προχτές ενα καράβι τοu κα( εχασε άπό τή μιά στιγμή στήν αλλη, εϊκοσι έκατομμόρια. 'Ωστόσο, δέν τό" ενοιαξε κα( τόσο ή ύλική ζημιά, λuπάται μόνο ποό τού πήρανε τά κόματα τοός δοuλοuς τοu καΙ κινδuνεuει τώρα νά φανεί πώς είναι ανθρωπος κατώτερος άπ' τήν πραγματική σειρά τοu. Γιατ( τού μείνανε παρ' ολα αύτά τριάντα έκατομμόρια σηστέρτLOΙ στήν 'Αφρική σέ χτήματα κα(
σέ σίγοuρες έπενΔUσεις. 'Όσο γιά δοuλοuς, αλλο τ(ποτα. 'Έχει τόσο πολλοός σκορπισμένοuς στά λατιφοόντιά τοu κεί κάτω στή
Νοuμιδία, ποό αν ηθελε, θά μπορούσε νά κοuρσέψει τήν Καρθα,
γενη.
Μιά καΙ κεντάγαμε σ' αύτόν τόν καμβά, σuμβοuλέψαμε τόν Εσμολπο νά βήχει άδιάκοπα, νά λέει πώς εχει πόνοuς στό σ'tσμάχι κα( νά κάνει πώς τάχα τόν άηδιάζει, άκόμα κα( τό
6-
ρεκτικότερο φαγητό. Νά μή μιλάει γιά τ(ποτ' αλλο εξω άπ' τό χρυσάφι καί τό άσήμι, γιά τά εσοδα ποό εχει νά πα(ρνει, γιά τήν άνησυχία του, μπάς κι επεσε ξηρασ(α στά χωράφια τοu. 'Επιπλέον, κάθε μέρα νά κάνει κα( νά ξανακάνει τοός λογαρια σμοός του κα( νά άλλάζει κάθε μήνα τοός οροuς τής διαθήκης
ΠΕΤΡΩΝIOΣ
174
τοιι. Τέλος, γιά νά σιιμπληρωθεί ή σκηνοθεσία, κάθε φορά πού θέλει νά φωνάξει εναν &.π' τούς διιό μας, νά μάς καλεί μέ αλλο δνομα, γιά νά ύποθέσοιιν δλοι ή πώς ξεκούτιανε ή πώς θιιμά ται ως καί τούς δούλοιις τοιι πού μείνανε στήν 'Αφρική. 'Όταν τά κανονίσαμε ετσι ώραία καί καλά, προσειιχηθή καμε στούς θεούς καί τούς παρακαλέσαμε νά μάς τά φέροιιν δλα δεξιά. Ξεκινήσαμε λοιπόν, ό Γείτων δμως, &.γκομαχουσε κάτω &.π' τό φορτίο, γιατί δέν ήτανε σιινηθισμένο τό καημένο
τό παιδί νά κοιιβαλάει μεγάλα βάρη καί ό μισθωτός μας ύπηρέ της, ό Κόραξ, καταριότανε τό έπάγγελμά τοιι, βρόνταγε χάμω κάθε λίγο καί λιγάκι τά μπαγκάζια, μάς εβριζε γιατί πηγαίνα με λέει πολύ γρήγορα καί &.πειλουσε πώς θά τά παράταγε μιά καί καλή, ή θά τό 'σκαγε μαζί μέ τά πράγματά μας. «Δέν είναι κατάσταση αύτή» μάς ελεγε, «τί μέ περάσατε, μοιιλάρι έίμαι δηλαδή ς, γιά καράβι ποό κοιιβαλάει πέτρες; Δέ χτηκα καί μιστώθηκα γι' &.νθρώπινες δοιιλειές, δέν είμαι ύπο ζύγιο. Είμαι λεύτερος ανθρωπος έγώ, ίδια κι ό δμοια μέ έλόγοιι σας, ασχετα πού ό πατέρας μοιι δέ μ' αφηκε βιός». Καί δέν ήταν μόνο ή γκρίνια τοιι, μά κάθε τόσο καί λιγάκι &.νασήκωνε τό πόδι τοιι, σάν σκύλος πού βρίσκει μιά στήλη καί &.μόλαγε χιιδαιότατα κάτι χασεδάτοιις, πού &.ντιβοουσε καί βρώμαγε όλόγιιρα δλη ή δημοσιά. Ό Γείτων γέλαγε μέ τήν &.διαντροπιά τοιι καί μιμότανε μέ τό στόμα κάθε βροντερή τοιι , φιισα.
•
118.-
«Πόσοι καί πόσοι νέοι, δέν κάνανε τό λάθος νά πι
στέΦοιιν πώς είναι προικισμένοι ποιητές!» είπε ό ΕUμολπος. «Ή ποίηση, μπορώ νά πώ, τούς πήρε στό λαιμό της, γιατί μό
λις τά κατάφερναν νά στήσοιινε στούς πόδες τοιι ενα στίχο καΙ νά στριμώξοιιν σέ μιά φράση, μιά Ιδέα, λίγο ως πολύ λεπτεπί λεπτη, τά μιιαλά τοιις παίρνανε &.μέσως &'έρα καί νομίζανε πώς
φτάσανε πιά στήν κορφή του Έλικώνα. Δέν είναι λίγοι οί δικη γόροι, πού θέλοντας νά ξεκοιιραστουν &.πό τό χαμαλήκι τής δι κονομίας, καταφεύγοιιν στό ήσιιχο ασιιλο τής ποίησης, σάν ναυ τες πού φτάνοιιν έπιτέλοιις στό λιμάνι. Φαντάζομαι βλέπεις πώς
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
175
είναι πιό εϋκολο νά συνθέσεις ενα επος, παρά εναν δικανικό λό γο, σπαρμένον δώ καί κεί μέ εόψυολογίες.. Μά ή αληθινή ή εμ πνευση δέν τά καταδέχεται κάτι τέτοια μάταια στολίδια καί τό πνέμα δέν μπορεί μήτε νά συλλάβει, μήτε νά γεννήσει τίποτα α ξιόλογο, αν δέν ερθει τό τεράστιο ποτάμι τής λογοτεχνίας νά τό ποτίσει μέ τά γόνιμα νερά του. Ό ποιητής πρέπει νά αποψεόγει κάθε τι, πώς νά τό πώ, κάθε κοινότοπη εκψραση, πρέπει νά δια λέγει τίς λέξεις του εξω απ' τά δρια τού λεξιλογίου τής πλέμ πας, μέ δυό λόγια νά πραγματώνει κάθε ψορά τόν λόγο τού Όράτιου: Τ6 άξεστο πλήθος τ6 μισώ καΙ μακρυά τ6 διώχνω.
Πρέπει έπιπλέον νά αποψεύγει τίς σκέψεις πού μοιάζουν
νά μήν εχουν σύνδεση μέ τόν κορμό τού εργου, λές κι είναι τά όρεκτικά ένός γεύματος. Πρέπει απεναντίας οί σκέψεις του νά
γίνονται ενα κράμα μέ τόν στίχο, γιατί τότε μόνο θά ψεποβο λήσουν μ' δλη τους τή λάμψη. Παράδειγμα ό 'Όμηρος καί οί λυρικοί, ό Βιργίλιος ό Ρωμαίος καί οί έπιτυχείς πειραματισμοί ένός 'Ορατίου. 'Όσο γιά τούς αλλους, δέν μπόρεσαν κάν νά δια κρίνουν τόν δρόμο πού όδηγεί στήν ποίηση, 11 κι αν τόν εί'δανε, ψοβήθηκαν νά τόν ακολουθήσουν. Καί λόγου χάρη, νά, τούτο τό μέγα μου εργο, πού είναι ενα ποίημα μέ θέμα τόν έμψόλιο πό λεμο, σας τό λέω καί νά μΙ πιστέψετε, θά 'χε συντρίψει μέ τό βάρος του τόν όποιονδήποτε, πού δέ θά 'τανε θρεμμένος μέ την ώραία τέχνη τού λόγου. Γιατί έδώ τό πρόβλημα δέν είναι νά μαντρώσεις μές τούς στίχους σκέτη τήν αψήγηση τών γεγονό των
πράγμα πού κάνουν πολύ καλύτερα οί ίστορικοί- μά
πρέπει ακόμα, μέσα από χίλιες περιπέτειες, έπεμβάσεις τών θεών, απρόοπτα γυρίσματα τής τύχης, παρομοιώσεις στηρι γμένες στή μυθολογία, νά ξαμολύσεις λεύτερα τή ψαντασία σου, ετσι πού τό εργο νά ψαντάζει πιότερο σάν προψητική παραψορά ένός ενθεου πνεύματος, παρά σάν αγονη αλήθεια μιας αψήγη σης πού έπικαλείται έξακριβωμένες μαρτυρίες: κάτι, αν μού έ πιτρέπετε τήν περιαυτολογία, σάν κι αότό ποό θ' ακούσετε τώ ρα αμέσως, αν καί ξέρω π~ς θέλει κι αλλο χτένισμα:
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
176
119.-
Τ6ν κ6σμον δλον ό Ρωμαίος κατάκτησεν
άπ' ακρη σ' ακρη
κα{ γή κα{ θdλασσα κα{ γήλιο κα{ σελήνη άντάμα κι δμως
δέν εlχε dκ6μα τή μεγdλη πε{να του καλοχορτάσει. Γοργά τ6 κύμα σκ{ζαν οί καρ{νες του κα{ τά έμβολά του κι αν κάπου εκε{ μακρυάθε ύπήρχεν δρμος κρυφ6 λιμάνι δπου φορτώναν αλλοι τ6 χρυσάφι, tχθρo{ γιά κεΊVoν ήταν κι οι' Μο{ρες έτοιμάζονταν γιά π6λεμο, σφαγή κι άμάχη νά θησαυρ{σει κι αλλα πλούτια αύτ6ς
if
τρισπλιατσικολογώντας.
Όσες χαρές κα{ γλύκες χα{ρονταν προψές κάθε πολ{της
δέν εlχαν πλέον πέραση κα{ μ6νο ή πλέμπα τ{ς ποθούσε. Ό ναύτης θαύμαζε στ6 πλοίο τ6ν άρχιμπρoΎVΤζo τής Κορ{νθου
κα{ τά πετράδια άντιπαλεύανε τή λάμψη τής πορφύρας. Οί Νουμιδο{ κoυβdλαγαν σωρ6 τά ελεφαντ6δοντά τους οί Σέριοι φέρνανε πρωτ6φαντα ύφαντά κα{ ή Άραβ{α
εlχε άπομε{νει όλ6γυμνη κι dπ6 τήν έρημο πλέον έρμη. Μά νά, πού κι ' αλλες συμφορές στή δ6λια εΙΡήνη πέφτουν πάνω
κι άλλες βαριές λαβωματιές τά στήθη της καταματώνουν. Σωρ6 χρυσάφι δαπανώντας, πάν κα{ στήνουν ε παγ{δες μακριά μέσ' στ' αγρια δάση κα{ θεριά αι'μοβ6ρα γοργο-
,
πιανουν
κα{ στ{ς άχτές τής Άφρικής φορτώνουν τά λσ.ιιπρά κλουβιά τους κι εύθύς άπέ τά ΡΙΧVoυν νηστικά νά πιούνε γαίμα άνθρώπου κι ούρλιάζουν κα{ χειροκροτούν τά πλήθη μέσα στήν άρένα. ';4χ, τ{ ντροπή κα{ τ{ νά πώ κα{ τ{ νά πρωτομολογήσω;
Τούς vιoύς άρπάζουν κα{ τούς κ6βουν τ' άχαμνά μέ τ6 μαχα{ρι
νά μή μπορούν τ6ν έρωτα σάν αντρες νά χαρούν οι' δ6λιοι. Ή φύση πήρε δρ6μο άφύσικο κα{ κυνηγά ό καθένας γυναικωτούς μέ κατσαρά μαλλιά, ξεχνώντας τ{ς γυναίΚες. MπoVΧΤήσαν πιά κα{ πρέπει λέει τραπέζι νά 'χουν dπ6 κέδρο νά τούς άνο{ξει ή όρεξη νά φάν κα{ τ6 κρασ{ νά πιούνε.
Τ{ς εκλογές κερδ{ζει αύτ6ς πού τάζει πλιάτσικα μεγdλα κα{ ξαγοράζεται ό λα6ς κα{ ή γερουσ{α φτηνά πουλιέται.
177
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
Μέχρι κα{ ή εύνοια απόχτησε τιμή πραμάτιας στό παζάρι μέχρι κι οί γέροι χάσαν πιά τήν αρετή τής λευτεριάς τους.
Καθε{ς σκορπάει τό βιός του αλόγιστα, καπνός, μπουχός τά πλούτη. .
Σ' αδέξια χέρια πέρασαν τής tξουσ{ας τά χαλινάρια κα{ τό χρυσάφι διέφθειρε ως κι αύτήν τήν κεφαλή τού Κρά τους.
Τόν Κάτωνα τόν μαύρισε ό λαός κα{ ψήφισε Βατ{νιο μά ό νικητής κατακοκκ{νιάε σάν έμαθε τή ν{κη
τ{ ήταν ντροπή νά ντροπιαστεί τής Ρώμης ή Τιμή κι ή Δόξα. 'Έτσι ή μεγάλη πλέμπα βρέθηκε δεμένη χέρια-πόδια κα{ τήν σπαράζαν μέ τά νύχια οι' δανειστές κι οί τοκογλύφοι. Κανε{ς δέν εΙναι σ{γουρος πώς θά 'χει κι αύριο σπ{τι, στέγη κι ολοι πουλάν κα{ ξεπουλιούνται κα{ πληρώνουν χρέη κα{ τόκους.
Κι ή λέπρα αύτή, πού ρ{ζες έρριξε βαθιά μές στό μεδούλι θρασομανάει κα{ τό κορμ{ σκεπάζει όλάκερο μέ λέπια κα{ πιά γαυγι'ζει ό αρρωστος, σάν τό κοπρόσκυλο απ' τόν πόνο.
:4θλιοι, πανάθλιοι πάν λοιπόν κα{ ντύνονται στρατιώτες κι οσα καλά κα{ βιός ξοδέψαν τρέχουν νά ξανάβρουν παλι μέ
σα στό γαιμα τών 6χτρών τους. Τ{ οποιος τ{ποτα δέν έχει, έχει τού τ{ποτα τό θάρρος. Μές στή λάσπη ή Ρώμη τώρα στόν ύπνο ώς βούλιαξε, ποιό φάρμακο μπορεί νά τήν γιατρέ ψει
αν όχι ό πόλεμος κα{ ή μάνητα τού σ{δερου στή μάχη;
120.-
Τρείς τρισμεγαλους αρχηγούς στό φώς οί Μοίρες
ειΧαν φέρει μά κα{ τούς τρεις ή ,Ένυώ(67) τούς έθαψε κάτω απ' τά τρό-
,
παια τους.
Δέ γύρισεν απ' τήν Παρθ{α ό Κράσσος. Ό τρανός Πομπήιος μές στά βαθιά νερά τού Λιβυκού πελάγου ό έρμος κειται
Θεά τού πολέμ.ου, κόρη τού ~Apη. Κατ' άλλους, μ.ητέρα του η ιiδελψή
67) του
.
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
178
κι άγνώμονη τή Ρώμη ό Καισαρ μέ τ6 γαίμα του εχει βά ψει.
(68)
Ή γής δέν μπ6ρεσε νά κρατήσει τ6σους δοξασμένους τάφους καΙ σκ6ρπισε τΙς στάχτες τους. Μέ τ{ τιμές ή δ6ξα άμε{βει! Στήν Παρθεν6πη άνάμεσα καΙ στή μεγάλη Διχαρχ{δα(69)
ζωσμένη άπ6 ψηλούς κι άπ6τομους γκρεμούς κι όλ6ρθα βρά χια
ύπάρχει μιά κοιλάδα πού τού Κώκυτου(7Ο) τ6 κύμα λούζει
καΙ μέ τ6 πούσι του νεκρώνει τά χορτάρια καΙ τούς θάμνους. Ή γής ποτέ δέν πρασιν{ζει κι ούτε τά πουλιά λαλούνε καΙ μοναχ6 στολ{δι ύψώνεται τ6 μαύρο κυπαρ{σσι. Έκεί λοιπ6ν, μέσ' άπ' τή γή μιά μέρα βγήκε ξάφνου ό Πλού των
•
κι εlχεν dκ6μα άπ' τΙς πυρές, φωτιές καΙ στάχτες στ6 κεφάλι ' κι ετσι τής μlλησε τής φτερωμένης Μο{ρας καΙ τής εlπε: (("Ώ, έσύ, θεά, πού μές στά χέρια σου κρατάς θεούς κι άνθρώ πους
ω, Μο{ρα, έσύ πού δέν τ6 στέργεις νά σταθεί γερά στά π6δια μιά δύναμη μεγάλη, μ6νο θές νά άλλάζουν δλα πάντα κι δ, τι κατέχεις τ6 πετάς εύθύς, δέ νιώθεις νικημένη
άπ6 τή στέρια δύναμη κι (σ6ρροπη τής Ρώμης; Πές μου δέν προτιμάς τ6 άπάνω νά 'ρθει κάτω; Νά γιά δές τους, κο{ τα οί νέοι Ρωμαίοι μισούν τή δύναμή τους καΙ τούς ε[ναι βά ρος
τ6 χτ{ριο πού 'χτισαν άτο{ τους. Τώρα χτ{ζουνε παλάτια
χρυσά, ψηλά ως τ6ν ούρανρ καΙ τ' αστρα' μέ δική τους εγνοια ύποχωρούνε τά νερά μπροστά στήν πέτρα καΙ γεννιούνται
πλατιές οί θάλασσες έκεί πού dπλώνονταν χωράφια χέρσα. Χαλάν τήν τάξη τών πραγμάτων κι άσεβούν στή φύση. Τώρα
Ό Ίοόλιος ΚlΧίσlχρ, ό Πομπήιος κιχ( ό Κράσσος άποτελέσlχνε τήν πρώτη τΡιlχνδρ(lχ. Ό Κράσσος σκoτώθηκ~ πολεμώντιχς τοός Πάρθους. Ό Πομπήιος δολοψονήθηκε στήν άκτή τής ΜΥόπτου χιχ( ό ΚlΧίσlχρ στή Ρώμη άπό τόν
68)
ΒΡΟUτο.
69) ΔηλlΧδή στήν περιοχή τής Νειχπόλεως, ποό έξ IχΙτ(lχς τών ήψιχιστε(ων, έ θεωρείτο «στόμιχ τής κολάσεως».
70)
Ό Κωκυτός, εΙνlχι πιχριχπότιχμος τοι) Άχέροντlχ.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
179
βάλαν σκοπό κα{ ατό δικό μου τό βασtλειo νά μπούνε κα{
σκάβουν ε βαθιά τή γής κι άνο{γουν οι' τρελλο{ όρυχεία τόσο πού οι' χθόνιοι θεο{ δέ θέλουν ατά εγκατα νά με{νουν. Μή μένεις, Μο{ρα, μέ τά χέρια αταυρωμένα, μόνο πάρε
τήν οψη σου τήν τρομερή τού πιό ψυχαμοιβού πολέμου ξύπνα άπ' τόν ύπνο τούς Ρωμα{ους, νά πλουτιατεί μέ νέες κηδείες
τό φτωχικό μου τό ρηγάτο. Χρόνια τώρα δέν έλούατη μέ γαίμα τό ατεγνό μου πρόσωπο κι ή Τειαιφόνη(7Ι) ή δόλια
δέ βούτηξε ούτε μιά φορά ατό γαίμα τό λαμπρό κορμ{ της. Να{, να{, σού λέω, ατέγνια άπ' τόν καιρό πού τό σπαθ{ τού Σύλλα
εlχε μουλιάσει κα{ μαλάκωσε ατό κόκκινο ποτάμι)).
121.- Κι ή Μο{ρα εύθύς τού άπάντησε μέ φτερωμένα λόγια: ((Ώ, αύ, μεγάλε μας πατέρα, πού ατή διάτα σου ύπακούνε τού Κώκυτου οί βαθιο{ γκρεμο{, ατό λέω κα{ νά τό τριαπιατέ ψεις
ολα θά γ{νουν ώς τά θές κι ώς τά ποθεί ή τρανή καρδιά σου. Μεγάλη όργή σάν φλόγα κατακα{ει κα{ τό δικό μου ατήθος κι Ο, τι ατή Ρώμη χάρισα, θάν τό γκρεμ{σω, θά τό κάψω. Γαίμα διψάω κα{ βλέπω τά κορμιά νά λαμπαδιάζουν πέρα μές ατήν κοιλάδα τών Φιλ{ππων. Κι οι' πυρές ατή Θεσσαλtα
εχουν άνάψει. Βλέπω νεκρικές πομπές ατήν 1βηρ{α. Έστησα αύτ{ κι άκούω τήν κλαγγή σπαθιών κα{ σκουτα-
-
ριωνε.
Ξεκρ{νω άκόμα, ώ Νείλε, τά μεγάλα φράγματα πού ύψώνεις
νερένια φράγματα μπροατά ατούς άμμους τής Λιβύης. Βλέπω ατρατιώτες πού τό βάζουνε ατά πόδια κα{ δαγκώνουν χώμα τ{ τούς προφτάσανε θανατερές τού /!πόλλωνα οι' σα(τες.'72)
71) Ή Τεισιψόνη, 'Εκδικήτρια τού Φόνου, εΙναι μΙα ιΧπό τΙς τρείς 'Ερινόες. 72) Στή μάχη τών ΦιλΙππων, 42 π.Χ. ό 'Οκτάβιος, καΙ ό 'Αντώνιος νΙκησαν τόν Βρούτο καί τόν Κάσσιο. Στή ΘεσσαλΙα, δηλαδή στή μάχη τών Φαρσά λων, ό Καίσαρ νΙκησε τόν ΠομπηΙο, τό 48 π.Χ. Στήν ΊβηρΙα, δηλαδή στήν 'Ισπανία ό Καίσαρ συνέτριψε στή μάχη της Μοόνδας, τά ιίπολεΙμματα της στρατιά ς τού Πομπήιου. Στό WΑκτιον
(31
π.Χ.) δ Άπόλλων βοήθησε τόν
'Οκτάβιο νά νικήσει τήν Κλεοπάτρα καΙ τόν 'Αντώνιο.
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
180
Τ(ς πύλες τού ρηγάτου σου μπορείς ν' άνο(ξεις καΙ νά κράξεις τΙς νέες ψυχές νά κατεβούν στ' άρχοντικά τά δώματά σου. Νά δεiς πού ό δόλιος ό Πορθμεύς θά ι'δρωκοπήσει . κουβαλώντας τούς ισκιους τών πολεμιστών καΙ πάλι δέ θά τούς προφτα(νει τ( θά χρειαζότανε μεγάλος στόλος γιά νά τούς φορτώσει. Κα( σύ, χλωμή θεά μου, Τεισιφόνη, πιά μήν κλαiς καλή κυρά μου τά δόντια μπήξε στΙς λαβωματιές πού άνο(ξαν λόγχες. Κο(τα ό κόσμος ό'λος στής Στυγός τά σκοτεινά νερά θά πέσω).
122.-
Τόν λόγο δέν άπόσωσε καΙ νά, βροντάει
τό άστροπελέκι κι άπό τά γνέφια πήδηξαν άστραφτερές, λαμπρές οι' φλ6γες. Τών ισκιων ό πατέρας πέφτει άνάσκελα άπ' τόν τρόμο τότε καΙ ξανακρύβεται στά ευρύστερνα τής γής μεγάλα στήθια. Κι ευθύς φανήκαν θείΚά σημάδια πού χαμό προλέγαν
στούς δόλιους τούς θνητούς: ό γήλιος καταματωμένος κρύβει τό πρόσωπό του άγνώριστο μές στά άδιαπέραστα σκοτάδια κι ήτανε σά ν' άνάσαινες άγέρα άδελφοκτόνου μάχης. ftπό τήν άλλη τού ουρανού μεριά τό άστέρι τής Kvνθ(ας(73)
τό φώς του σβήνει, τ( δέ στέργει τή σφαγή νά άχνοφωτ(σει.
Βουλιάζουν οι' βουνοκορφές καΙ νά οι' πλαγιές κατρακυλάνε καΙ τά ποτάμια ξεστρατ(ζovνε καΙ φεύγουν άπ' τΙς κοίτες. Στόν ουρανό ψηλά, σάν μανιασμένα τά αρματα χτυπιούνται καΙ τού πολέμου ή σάλπιγγα πού ήχεί καταμεσ(ς στ' άστέρια ξυπνάει τόν "Άρη κα(τήν τρομερήν όργή του. Νά κα(ήΑιτνα πού φλόγες καΙ λιθάρια πύρινα μεσούρανα τοξεύει. Ένας κομήτης μέ άγνωστα άστρα στήν ουρά περνάει καΙ ρ(χνει
φωτιά παντού κι οΙ' πυρκαγιές τόν τόπο κατακαίνε ως πέρα.
Ό Δ(ας σάν αιμάτινη βροχή στούς κάμπους κατεβα(νει. Κα( νά πού βγήκαν ό'λα τά σημάδια άληθινά, τ( ό Καίσαρ
δtχως κανέναν δισταγμό κι άπ' τήν έκδfκηση σπρωγμένος πετώντας τό γαλατικό σπαθ(, στό χέρι πα(ρνει άμέσως
73) ΚυνθΙα εΙναι ή Σελήνη.
181
ΣΑΤΎΡΙΚΟΝ
τ6 .φοβερ6, τ6 κοφτερ6 σπαθί τών eμφυλίων πολέμων.'74)
Έκεί στίς ίtλπεις, πού μέ τά ψηλά τά ούράνια γειτονεύουν
πού χι6νι άπάτητο σκεπάζει τες όλοχρονίς καί γνέφια eκεί πού στέκει ό μέγας τού Ήρακλή βωμ6ς, νά φτάνει ό Καίσαρ
μαζί μέ τούς στρατιώτες του. Καί νά, τά χέρια άπλώνει τ6τες κατά τούς κάμπους τής μεγάλης Έσπερίας καί eπικαλείται
τούς άθανάτους καί μιλάει καί λέει μέ ύποταγή καί σέβας: ((Ώ, Δία παντοδύναμε καί αύ τρανέ μου Ποσειδώνα πού νfκες πάντα μού χαρι'ζετε καί τρ6παια δοξασμένα σάς φέρνω τώρα eδώ μαρτύρους πώς δέν ήταν θέλησή μου νά πάω στή μάχη πού μέ στέλνει ό ίtρης κι ουτε τ6 διαλέγω μέ άκονισμένο σίδερο τ6 χέρι μου νά όπλίσω. Στέρξτε νά δείτε πώς μέ σπρώχνει άνάγκη καί πληγή, τί μέ έχουν διώξει άπ6 τήν π6λη μου. Καί ποι6ν; Έμένα πού έσωσα τή Ρώμη γιά δεύτερη φoρ~, σάν κατεβήκαν οί Γαλάτες. Νά 'μαι eξ6ριστος eγώ πού αύντριψα τούς Γ6τθους. Μισθοφ6ροι ζητάνε τώρα τ6ν χαμ6 μου. Μά γοργά θά πληρωθούνε καθώς άξίζει τους)). Καί στούς στρατιώτες του γυρνώντας,
εΙπε: ((Τ6 δfκιo ύπερασπι'ζοντας, καλο(, πιστοί αvντρ6φoι, τρέξτε
ν' άγωνιστείτε τίκαί σάς βαραίνουν ίδιες κατηγ6ριες κι ίδιος χαμ6ς πλανιέται πάνω άπ' τά κεφάλια σας. Σάς λέω
χωρίς eσάς, ποτέ τίς νfκες μου δέ θά 'χα κερδισμένες. Γι' άνταμοιβή μας, θένε στ6 σκαμνί νά μάς καθίσουν τώρα. Θάν τ6 δεχτείτε; Κάλλιο τ6χω ε1Jθύς τ6ν κύβο eδώ νά ρι'ξω κι ας κρίνει ή Τύχη. :4ρχίστε τ6 λοιπ6ν τ6ν π6λεμο μέ θάρρος. Όσο γιά μέ, καλά τ6 ξέρω πώς μέ τέτοια παλληκάρια τά τιμημένα μου αρματα ποτέ δέ θά γνωρίσουν ήττες)). Έτσι τούς μίλησε μέ βροντερή φωνή καί τ6τε άμέσως τ6 δελφικ6 πουλί τ6 καλοσήμαδο έφτασε πετώντας(75) •
74) Ό Καίσαρ κατετρόπωνε τούς Γαλάτες, όταν ή Γεροuσία άρνήθηκε νά παρατείν ει τή θητεία τοu ώς διοικητού στρατιάς, πράγμα πού προκάλεσε έμ ψύ λιο πόλεμο.
75)
Τό δελψικό ποuλί, δηλαδή τό ποuλί τού 'Απόλλωνα, εΙναι τό χοράχι.
182
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
κι άπ' τό δάσος άκουοιήκαν λόγια θείΚά κι ό δ{σκος τού Φο{βου φάνηκε νά μεγαλώνει κα{ νά βγάζει λάμψεις λές κι ό θεός tφόρεσεν όλόχρυσο, λαμπρό στεφάνι.
Τού δώσαν θάρρητα μεγάλα κεινα τά καλά σημάδια κι ό Καίσαρ σήκωσεν εύθύς τά χρυσοφλάμπουρα τής μάχης
123.-
κα{ κ{νησε γοργά νά πιάσει τούς tχτρoύς στόν ϋπνο. Τότε
άρχ{σαν ολοι νά βουλιάζουν μές στά χιόνια κα{ τούς πάγους.
κι {βλεπες δώ πεσμένου ς αντρες, κεί σκουτάρια πεταμένα κι άπό ψηλά τό χιόνι, τό χαλάζι κι ή βροχή χτυπούσαν τ{ς δυαλυμένες, βουλιαγμένες μές στ{ς λάσπες δεκαρχ{ες. Παγώσαν ολα γύρωθε κι άστέρια τού ούρανού κα{ γνέφια κα{ τά ποτάμια πάγωσαν κα{ σταματήσαν τρομαγμένα
κα{ μόνο ό Καίσαρ δέν νικήθηκε. Κρατώντας τό κοντάρι μέ βήμα σταθερό προχώραγε σάν πού 'χε ροβολήσει άπό τόν Καύκασον ό γιός τού θείΚού f1μφιτρύωνα τότε(76)
η λές κι ήταν ό Μας άτός του πού άπ' τόν 'Όλυμπο tροβόλα μέ τό δεξ{ του χέρι διώχνοντας τά βέλη τών Γιγάντων. Καθώς ό Καίσαρ τό λοιπόν κατέβαινε άπ' τά κορφοβούνια ή Φήμη άνο{γει τά πλατιά φτερά της κατατρομαγμένη κα{ φτάνοντας στό Παλατ{νο, μέ φωνή μεγάλη κράζει:(71) ((Ξυπνήστε, τ{ τής θάλασσας τά κύματα κοχλάζουν κιόλας κι άπό τ{ς :4λπεις κατεβα{νουν τρομερές κα{ λόχοι-λόχοι
οι' γοτθοφόνες έκατονταρχ{ες». Τρόμος πιά κα{ φόβος
τούς πιάνει τότες κι άλλος τρέχει νά σωθεί μέ τό άλογό του κι άλλος μπαρκάρει σέ καράβι κι ή φουρτούνα, να{, φαντάζει πιό σ{γουρο λιμάνι άπ' τή στεριά. Κα{ λ{γοι άποφασι"ουν νά άγωνιστούν μέ τό σπαθ{ στό χέρι κι Ο,τι γράψει ή Mόtρα. Τής Ρώμης ό γενναίΟς λαός, χλωμός κα{ πανικοβλημένος τρέχει νά φύγει νά σωθεί κι αχ, τ{ ντροπή κι οι' μισθοφόροι πετάνε τ' αρματα κα{ πιλαλούνε κι οπου φύγει-φύγει. Κα{ κουβαλάν μωρά, μικρά παιδιά στά χέρια οι' πατεράδες
76) Ό γιός τού Άμ.φιτρύωνα είναι δ Ήραχλής, πού άνέβηχε στόν Καύχασο χα ί άπελευθέρωσε τόν άλυσοδεμ.ένο Προμ.ηθέα.
77)
Ό λόφος τού ΠαλατΙνου , είταν μ.ιά άπό τΙς άρχαιότερες χαΙ σημ.αντιχό
τε ρες τοποθεσΙες τής Ρώμ.ης.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
183
κι οι' γιο{ τούς γέρους πατεράδες κουβαλούν aτήν πλάτη κι όλοι πα{ρνουν μαζ{ τους τό χρυσάφι τους καΙ τ' άσπρο τους άσήμι
τά λογικά τους χάνοντας: Δέ βλέπουν οι' άμυαλοι πώς έτσι ετοιμο πλιάτσικο aτά χέρια τών tχθρών θά παραδώσουν. Σάν τό καράβι πδύ οι' σπηλιάδες τό χτυπάν καΙ παρασέρνουν καΙ τά πανιά του σκ{ζουν καΙ τιμόνι σπάνε κι άλμπουρά του έτσι κι ή Ρώμη μές aτόν τρόμο της βουλιάζει. Κι ό Πομπήιος πού διάβηκε τόν Βόσπορο καΙ τήν ~σ{α καταχτώντας
aτόν Ύδασπη έφτασε καΙ τόν φοβήθηκε ως κι ό Μας ό μέγας(78)
τώρα -ντροπή καΙ τρισvτρoπή του- δε{χvει πλάτη aτόν i-χθρό του.
7δια ντροπή τούς ούρανούς μολύνει κι οι' θεο{ θυμώνουν
124.-
καΙ τρέχουν, φεύγουν όσο πιό μακρυά μπορούν κι tγκαταλε{ πουν
τούς άμυαλους άνθρώπους. Πρώτη-πρώτη, καταντροπιασμένη
ή ΕΙρήνη φεύγει καΙ τά χέρια της μέ άπελπισιά χτυπώντας πάει νά κρυφτε[ aτό μαύρο κι άραχλο τού Πλούτωνα ρηγάτο. Ξοπ{σω της άκολουθάν οι' τρε[ς πιιπές σvντρόφισσές της ή Π{aτη ξέπνεη κι ή Δικαιοσύνη μέ λυτές πλεξούδες
καΙ κλα{γοντας ή 'Ομόνοια μέ σκισμένη τήν λαμπρήν tσθήτα.
Μά άπό τήν άλλη, άνο{γει ό 'Έρεβος τΙς πύλες κι άνεβα{νουν aτόν πάνω κόσμο οι' μπιaτικές τού Πλούτωνα
καΙ σκούζουν άγρια ή Τεισιφόνη ή τρομερή κι ή φοβερή Έρινύα δtπλα κι ή Μέγαιρα, δαυλό κρατώντας καΙ μαζ{ της οι' Παγ{δες κι ό Θάνατος μέ τό χλωμό του πρόσωπο καΙ τελευτα{α ή Μάνητα μέ καταλαβωμένη τήν εΙδή καΙ φρενιασμένη πού τό βαρύ σκουτάρι τού 'Ά.ρη κράταε aτό ζερβ{ της χέρι
78)
Ό Πομπήιος νΙχησε τόν Μιθριδάτη τού Πόντου τό
63
π.Χ. Ό 'Υδάσπης
είναι ποταμός τών 'Ινδιών, σπου ό Μέγας' Αλέξανδρος εΙχε νικήσει τούς Ι χθρο ός του. Ό Πομπήιος δέν εψτασε ποτέ ως Ιχεί.
184
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
καΙ στό δεξ{ πυρσό, φωτιά νά βάλει όλούθε γύρω-γύρω.
Ή γής στενάζει κάτω άπό τό βάρος τών θεών καΙ τ' αστρα δέν ξέρουνε πού νά σταθούν καΙ πώς ψηλά νά κρατηθoΎVε γιατ{ σέ δυό στρατόπεδα χωρtί,ει τό θεϊΚό παλάτι: Ή Διώνη(79) τ' αρματα βοηθάει τού άγαπημένου Κα{σαρά της μαζ{ καΙ ή f1θηνιi ή Παλλάδα κι ό θεός τής μάχης "Άρης κραδα{νοντας τό άσήκωτο κοντάρι του μέ όργή καί φούρια· άπό τήν άλλη, ό Φοίβος κι ή πανώρια του άδελφή αυντρέχουν(80)
τόν θαυμαστό Πομπήιο, πού 'χει κι άλλους βοηθούς του άκόμα
τόν ήρωα τής Τ(ρυνθας καί τόν ύγιό τής ίερής Κυλλήνης.'8Ι) f1χολογούv οί σάλπιγγες, τραντάζουν τόν άγέρα ως πέρα
καΙ νά ή Διχόνοια σήκωσε κεφάλι καΙ ξεμαλλιασμένη τά βάζει μέ όλους τούς θεούς καί τούς τρανούς ήρώους άντάμα. Πηγμένο γαίμα σκέπασε τό πρόσωπό της κι άπ' τά μάτια
τά δάκρυα τρέχουν σάν φαρμάκι καΙ τά δόντια τρtί,ει καΙ στό λαιμό της εχει φ{δια κολοβά κουλουριασμένα κι άπό τή γλώσσα της τό γαίμα άργοσταλάζει στάλα-στάλα καΙ τό φουστάνι της σκισμένο καΙ κρατάει πυρσό στό χέρι
πού βγάζει λάμψεις κόκκινες, σάν κόκκινο χυμένο γαίμα. Σά βγήκε άπό τού Τάρταρου τά μαύρα κι αραχλα σκοτάδια άνέβη εύθύς ως τΙς κορφές τών f1πεvν{νων νά άγναντέψει όλες μακρυάθε τΙς στρατιές καΙ τ' άκρογιάλια καΙ τούς κάμπους
όπου ως τά πέρατα τού κόσμου κονταροχτυπιόνταν πάλι
οί δυό στρατιές. Κα{ κει~ φωνή μεγάλη σούρνει καΙ κραυγά ζει: ((Τώρα λαο{ μέ άντρειά στή μάχη όρμήστε, πυρπολήστε χωριά καΙ πόλεις καΙ καλά στό νού σας βάλτε πώς κανένας δέ ν{κησε δειλός σάν ήταν κι αναντρος. Κανε{ς μή φύγει άπό τή θέση πού τόν βάλαν νά φυλάει κι ας εlναι γέρος
79) Διώνη, ε.Ιναι μιά ποιητική όνομασΙα τής ΆψροδΙτης. 80) Δηλαδή ό Άπόλλων καΙ ή δΙδυμη άδε.λψή του ~Aρτε.μις . 8 1) Ό η ρωας τής ΤΙρυνθας ε.Ιναι ό Ήρακλής. Γιός τής Κυλλήνης ε.Ιναι ό 'Ε ρμής.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
185 ,
ας εΙν' παιδ{, γυναάα ή νι6ς κι ας γ{νει μετερtζι τώρα τ6 κάθε σπ{τι, ή κάθε στέγη. Γ{νε φύλακας τού ν6μου iσύ γενναίε Μάρκελε κα{ σύ Κουρ{ων νά ξεσηκώσεις(82)
διατάζω σε τήν πλέμπα. Πρ6σεξε καλά ΛεVΤOύλιε/83) βιάσου κα{ ψύχωσέ τους δλους νά ριχτούν γοργά μ' όρμή στή μάχη. Κα{ άύ, θείΚ6 βλαστάρι, τ{ διστάζεις;'84) Τ{ δέ σπάς τ{ς πύλες τ{ δέ γκρεμtζεις τά τειχιά, τούς θησαυρούς γιατ{ δέν κλέβεις;
:4, ξέμαθες λοιπ6ν Πομπήιε, κάστρα πιά νά διαφεντεύεις; Τρέχα νά βρεις τά τε{χη τής Έπ{δαμνος(85) κα{ βάψε μ' αlμα τής Θεσσαλ{ας τούς δρμους κα{ τά δοξασμένα της πoτάμΙαJ). Κι δλα γενήκανε στή γής καθώς τά διάταξε ή Διχ6νOΙαJ).
'Έτσι λοιπόν άπάπελνε ό Εϋμολπος καί πήγαινε ροδάνι ή γλώσσα του κι οϋτε εδινε σημασΙα στήν ήχητική ίιπόκρουση τοΟ Κόρακα καί τοΟ Γείτονα. Σάν τέλειωσε τό φλόαρο ποίημά του, εϊχαμε φτάσει κιόλας στόν Κρότωνα. Έκεί, κάτσαμε καΙ χορ τάσαμε κακά-ψυχρά τήν πείνα μας, σέ ενα χάνι, ποό μόνο ζή τουλας θά τό καταδεχόταν. Τήν αλλη μέρα, οταν ό ηλιος χαμο
γέλαγε κιόλας πάνω στίς στέγες, πήγαμε νά βροΟμε εν α' πιό καθώς πρέπει κατάλυμα. Σέ λίγο, μάς πλευρΙσανε κάτι uποπτα μοΟτρα, ποό είχαν βγεί παγάνα καί κυνηγάγανε κληρονομιές. Μάς ρώτησαν ποιοί εϊμαστε καΙ άπό ποΟ έρχόμαστε. Σόμφωνα
μέ τό σχέδιο ποό εϊχαμε καταστρώσει άπό κοινοΟ, ίκανοποιή σαμε τήν περιέργειά τους καί στά δυό σημεία, εϊπαμε νεράκι τό μάθημά μας, τόσο ώραία, ποό δέ δυσκοσλεότηκαν καθόλου νά μάς πιστέψουν. ΚαΙ παρευθός, άρχίσανε νά παραβγαίνουν με-
82) Ό Κλαόδιος Μάρκελλος ήταν ϋπατος τό 51 π.Χ. καΙ πρότεινε τήν &:νά κληση τοί) ΚαΙσαρα. Ό Σκριβώνιος ΚουρΙων ήταν όπαδός τοί) ΚαΙσαρα.
83) Ό Λεντοόλιος ήταν ϋπατος τό 49 π.Χ., ενθεΡμος προπαγανδιστής τοί) έ μφυλΙου πολέμου.
84) Θεί'κό βλαστάρι είναι δ 'Ιούλιος Καίσαρ, πού θά έπονομασθεί &:ργόΤεΡα θεϊκός (Divus) 'Ιούλιος. 85) Ή ΈπΙδαμνος, δηλαδή τό Δυρράχιον τής ΉπεΙρου, ήταν ή κυριόΤεΡη βάση τοί) Πομπήιου στήν 'Αδριατική, δπου καΙ &:πέκρουσε τήν πρώτη έπΙθε ση τοί) ΚαΙσαρα.
• 186
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
ταξό τους καί νά φέρνουνε στόν Είίμολπο, δλα τά καλά τοΟ κό σμου
... ...
καί ολοι πασχΙζανε νά τόν καλοπιάσουν μέ τά πλοόσια
δώρα τους.
125.-
,
Περνάγαμε ετσι ομορφα κι ώραία έκεί στόν Κρό
τωνα καί ό καιρός κυλοΟσε γρήγορα ... ... τόσο ποό ό Είίμολπος, μεθυσμένος άπό τήν έπιτυχΙα, ξέ χασε τελείως τό παρελθόν του καΙ καυχιόταν κι ελεγε στοός καινοόριους του φίλους πώς εχει τόση ΔUναμη καΙ τόσα μέσα,
ποό μποροuνε αφοβα νά παραβαΙνουνε τό νόμο, γιατΙ αότός μέ τίς σχέσεις ποό άπόχτησε, μπορεί νά τοός έξασφαλΙσει τήν άτι μωρησία. 'Εγώ ώστόσο, παρ' δλο ποό καλοπερνοuσα καΙ είχα ξαναβρεί τό χρώμα καί τη φόρμα μου - γιατΙ μάς φέρναν δλο καί πιό πλοόσια τά έλέη τους καί είχα μπουχτΙσει πιά άπό φαΤ
παρ'" ολο ποό μοu πέρναγε ή σκέψη πώς ή Τόχη είχε πάψει πιά νά μέ στΡαβοκοιτάει άναλογιζόμουνα συχνά τήν τωρινή κατά στασή μου καί κυρίως τό άπό ποu ξεκίνησα: «Τί θά άπογίνουμε;», ελεγα μέσα μου, «αν κάποιος κυνη-
γός
κληρονομιάς, πιό
πονηρός
άπό
τοός
αλλους, στείλει
κανέναν ανθρωπό του στήν ' Αφρική καί μάθει πώς τοΟ ξεφου
ρνίζουμε, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, άδιάντροπα ψέματα; 'Ή τί θά γίνει αν ό ύπηρέτης τοΟ Είίμολπου βαρεθεί τό ώραίο του
ραχάτι η τόν πιάσει ζήλεια ποό ό κυριός του περνάει πολό κα λόΤεΡα άπό δαuτον; τι θά γίνει αν κάτσει καί πεί τό μυστικό στήν παλιοπαρέα του, την ώρα ποό τά κοπανάνε; Δέ χωράει
άμφιβολία πώς θ' άναγκαστοΟμε νά τό σκάσουμε γιά αλλη μιά φορά, νά ξαναπέσουμε καί πάλι στή μιζέρια καί νά ΠεΡιπλανη θοuμε ζητιανεόοντας! ΘεοΙ καί θεές, τΙ ΔUσκoλη ποό είναι ή ζωή, δταν ζείς έκτός νόμου! Περιμένεις πώς άπό στιγμή σέ στι
γμή νά ύποστείς την τιμωρία ποό άξίζεις! Καί νά σκεφτείς πώς οταν είσαι αστεγος καί πένης, είναι νά σέ κλαίν καΙ οί κότες. Στή Μασσαλία, λόγου χάρη, δταν πέσει στήν πόλη πανοόκλα, βρίσκεται πάντα ενας φουκαράς ποό προσφέρεται νά τόν θρέψει τό δημόσιο μέ τρόφιμα τοΟ ναοΟ, εναν χρόνο. 'Ύστερα, τόν
,
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
187
ντuνοuνε μέ ροίίχο τελετοuργικό, τοίί φοράνε ενα στεφάνι άπό κλαδιά τοίί ίερΟίί δέντροu καί τόν περιφέροuνε γόρω-γόρω στήν πόλη, άναθεματίζοντάς τον, ετσι ποό ολη ή κατάρα καί τό κακό
ποό βρήκε τοός κατοίκοuς, νά πέσει άπάνω τοu. Καί φuσικά, μετά άπ' αύτό, τόν εξΟΡίζοuν. "Ας μήν τό δώσοuν οί θεοί νά φτάσω σέ παρόμοια κατάντια. Μά ο,τι γράψει δέν ξεγράφει. Κατά πώς λέει κι ό ποιητής Πρίν γεννηθώ οΙ θεοί τ6 κουβεντιάσαν τί φύλο θά 'χω. ((Κορίτσι)), λέει ό Φoι1Joς. ((~γ6ρι)), ό ίιρης άπαντάει. ((Δέ συμφωνώ» ή άπ6φαση τής Ήρας.
Σερνικοθήλυκος γεννήθηκα λοιπ6ν μά πώς ήταν γραφτ6 μου νά πεθάνω; ((~π6 σπαθ{)), λέει πρώτη ή σύζυγος τού Δία. ((~πάνω στ6 σταυρ6)), προστάζει ό ίιρης
μά ό Φoι1Joς τ6ν πνιγμ6 διαλέγει. Έτσι λοιπ6ν, άνάγκη πάσα
καί μέ τούς τρείς θανάτους νά πεθάνω. Σέ δέντρο άπάνω dπ6 ποτάμι άνέβηκα ζωσμένος τ6 σπαθ{ μου. Μιά γλύστρα, μπλέξαν τά κλαδιά στά π6δια κα{ τ6 κεφάλι βούτηξε στ6 ρέμα. Μήτε γυναάα κι ιΖντρας μήτε, μά μαζ{, τά δυ6 κα{ πήγα άπ6 νερ6 κι άπ6 σπαθ{ κι άπ6 σταυρ6».
Γιά εύνόητοuς λόγοuς, σάν φτάσαμε στόν Κρότωνα, δήλωσα πώς μέ λένε ΠoΛUαινO.(86) Μιά μέρα μέ σuνάντησε ή
126.-
Χρuσίς, ή θεραπαινίδα τής Κίρκης, καί μοίί είπε: «ΠoΛUαινε, σάν πολό τό παίρνεις άπάνω aou καί μάς κάνεις τόν άκατάδεχτο. Ξέροντας πώς είσαι μπάνικο παιδί, ποuλάς τά χάδια aou, άντί νά γεόεσαι τή γλόκα τοuς. Περιφέρε σαι μοστράροντας τά ώραία aou μαλλιά, κατσαρωμένα μΙ τή
86) ΠoΛUαινoς, εlναι τό δνομα πού δώσανε οΙ Σειρήνες στόν Όδuσσέα.
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
188
χτένα, βάζεις στά μούτρα πΟύδρες κι αλλες άηδΙες καΙ ρΙχνεις δεξιά κι άριστερά ματιές, μέ μάτια γλαρωμένα άπ' τόν σεβντά. Καί ποιός ό λόγος πού βαδΙζεις σεινάμενος-λυγάμενος, μέ μικρά-μικρά βηματάκια αν οχι γιά νά βρείς άγοραστή πού θά πληρώσει σέ καλή τιμή τά κάλλη σου; Νά μή μέ λένε Χρύσιδα αν δίνω ποτέ μου πεντάρα στΙς κακοσημαδιές, 11 αν πιστεόω στίς μπΟύρδες τών άστρολόγων. Μού φτάνει νά δώ τό μούτρο ένός άνθρώπου γιά νά καταλάβω τόν χαρακτήρα του, μού φτάνει νά δώ πώς περπατάει γιά νά σού πώ τΙ σκέφτεται. Τό λοιπόν, αν θές νά μάς πουλήσεις αυτό πού γυρεύω, σού εχω ε
τοιμο άγοραστή. "Αν πάλι είσαι άνοιχτοχέρης καΙ στέρξεις νά τό δώσεις τζάμπα, θά σού τό χρωστάω μεγάλη χάρη. ΓιατΙ αν πείς πώς είσαι ενας άνάξως δούλος καΙ τό 'χεις γιά μεγάλη σου τιμή πού σέ καταδεχτήκαμε, θά τής φουντώσεις πιότερο τόν
πόθο, έκείνης πού λιώνει άπό ερωτα γιά σένα. τι νά γΙνει,
u-
πάρχουν βλέπεις γυναίκες πού δέν παΙρνουνε φωτιά παρά μόνο
σάν εχουν νά κάνουν μέ δούλους 11 μέ ΙΙπηρέτες, γδυτούς καΙ τσίτσιδους φυσικά, αυτό νά λέγεται. 'Άλλες ποθοπλαντάζουνε γιά μονομάχους, αλλες γιά μουλαράδες κι ας είναι κατασκονι σμένοι κι αλλες γιά θεατρΙνους πού άσχημονούνε πάνω στή σκηνή. Ή κυρά μου είναι μιά άπό δαύτες. Πηδάει πάνω άπ' τΙς
δεκατέσσερις πρώτες σειρές τού θεάτρου καΙ τρέχει νά βρεί μέ σα στήν πλέμπα τόν άγαπητικό της».(87)
, Ακούγοντας
τά λόγια της, ενιωσα τήν καρδιά μου νά
φουσκώνει άπό χαρά, γιατι' όλα αυτά ήταν πολύ κολακευτικά καί γεμάτα ίιποσχέσεις. Έπιστρατεύοντας όλη τή γλύκα τής
-
φωνης
"
μου, την
ρωτησα:
«Πές μου, μήπως είσαι έσύ τό πρόσωπο πού τόσο μέ άγα-
,
παει;»
Ή θεραπαινΙδα εσκασε στά γέλια, τόσο άπΙθανη τής φάνηκε ή έρώτησή μου.
«'Όχι», μού είπε, «τήν παρασήκωσες τή μότη σου. "Ως τά
87) ,
ΣτΙς δεχατέσσερις πρώτες σειρές τού ρωμαϊχού θεάτροΙ) χαθόντοuσαν οί
-
ιππεις.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
189
σήμερα, κανένας δούλος δέ μ' εβαλε κάτω' κι οuτε άρέσει στοός θεούς ν' άγκαλιάσω κάποιον, πού αίίριο κιόλας μπορεί νά τόν σταυρώσουν! Τούς δούλους τούς άφήνω γιά τΙς κυράδες, ποό τούς άρέσει νά . φιλάνε τίς χαρακιές άπ' τό μαστΙγιο. Έγώ, κι ας
είμαι μιά φτωχή ίιπηρέτρια, μόνο σέ γόνατα ίππέα καταδέχομαι
,
να
,
κατσω».
Γιά νά λέω τήν πάσα άλήθεια, άπόρησα άκοόγοντάς την
καί θάμασα ποό μιά θεραπαινΙδα είχε άκαταδεξιά κυρΙας καΙ μιά κυρία γούστα ΙΙπηρέτριας. Συνεχίσαμε ώστόσο τήν κουβέντα μας καΙ παρακάλεσα
τήν Χρόσιδα νά φέρει τήν κυρά της στή δεντροστοιχΙα τών πλα-
. τανιών.
Ή όμορφονιά συμφώνησε άμέσως καΙ άνασηκώνοντας
τόν ποδόγυρό της, ετρεξε στόν δαφνώνα, ποό ήταν δΙπλα στόν περίπατο. Σέ λίγο, εχοντας βρεί τήν κυρά της στόν κρυψώνα της, μού τήν εφερε καί τήν εβαλε νά καθΙσει δίπλα μου. Ή ό μορφιά της ήταν πιό τέλεια άπ' ολα τά άριστουργήματα τής τέ χνης. Δέ βρίσκω λόγια νά περιγράψω τΙς χάρες της. υο,τι κι αν πώ, θά 'ναι κατώτερο άπ' τήν πραγματικότητα. Τά μαλλιά της πέφταν μπΟύκλες-μπούκλες ως τοός ώμους της καί μισοκρό
βανε τό μικρό, χαριτωμένο μέτωπο. Τά φρόδια της, είχες τήν έντόπωση πώς άρχίζανε άπ' τά μάγουλα καί συναντιόντουσαν στό πάνω μέρος τής μότης. Τά μάτια της φεποβολΟύσαν πιό τερο κι άπό άστέρια, μιά νόχτα δίχως φεπάρι, τά ρουθοόνια
της ήταν άνοιχτά, άκριβώς οσο πρέπει καί τό στόμα της θόμιζε τό στόμα τής 'Άρτεμης, ετσι ποό τό 'χε λαξεόσει ό Πραξιτέλης.
Τό πηγοόνι της, ό λαιμός της, τά χέρια της, τά πόδια της, δλα
άπό άλάβαστρο θά 'λεγες, παραβγαίνανε τό πιό άκριβό μάρμα ρο. Γιά πρώτη φορά, κατάλαβα, πώς δέν αξιζε πεντάρα ό ερω τας ποό είχα νιώσει κάποτε γιά τή Δωρίδα. Τί τρέχει Δία καί πέταξες aτ6 χώμα τ' αρματά σου
κι άπ6μεινες βουβ6ς καταμεσής aτούς άθανάτους; Τώρα τ6 μέτωπ6 σου θά 'πρεπε ξανά νά όπλίσεις μέ κέρατα τρισμυτερά καί μέ φτερά νά κρύψεις τά γκρίζα σου μαλλιά. Τί νά ή άληθινή Δανάη(88)
88)
Ό Δίας αρπαξε τήν Ευρώπη, παΙρνοντας μ.ορψή ταόροu, ίνώθηχε μ.έ την
,
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
190
κι αν δοκιμάσεις ν' άκραγγtξεις τ6 λαμπρ6 της κάλλος ό π6θος θά σέ κάψει εύθύς κα{ θά σέ κάνει στάχτη.
127.-
Σάν ακοuσε τό μαδριγάλι μοu, ή ώραία κuρά μου
χαμογέλασε καί νόμισα πώς είδα τή σελήνη νά βγαίνει μέσα ά πό τά σύννεψα καί νά παροuσιάζεται μπροστά μοu σ' δλη τή με
γαλοπρέπειά της. ιστερα, άχνοκοuνώντας τά άκροδάχτuλά της, πού μιμόντοuσαν θά 'λεγες τά λόγια της, μου είπε: «"Αν δέν περιψρονείς μιά ΓUναίκα ποό εχει κάποια θέση στήν κοινωνία καί πού γνώρισε ψέτος γιά πρώτη ψορά τόν ερω τα, καλοδέξοu, ω, έσύ, ώραίε μοu νέε, τήν άδελψή ψuχή ποό σου προσψέρεται τώρα. 'Έχεις μιάν άδελψή καρδιά, τό ξέρω. Γιατί στό λέω καί δέν ντρέποuμαι, εβαλα άνθρώποuς καί πλη ροψορήθηκαν γιά σένά. Μά τί σέ έμποδίζει νά uΙοθετήσεις ταu τόχρονα καί μιά άδελψή ψuχή; Φτάνει νά καταδεχτείς νά δοκι μάσεις, δταν τό θελήσεις, τή γλύκα του ψιλιου μοω). «"Αχ, τί χρειάζονται τά τόσα παρακάλια;», της άπάντησα.
«'Απεναντίας έγώ σέ Ικετεύω, στό ονομα τής όμορψιάς
aou,
νά
στέρξεις νά δεχτείς εναν ψτωχό ξένο, στή σuντροψιά τών πι στών aou. Θά βρείς στό πρόσωπό τοu εναν όπαδό τής λατρείας aou, αν του κάνεις τή μέγιστη χάρη νά του έπιτρέψεις νά σέ λα τρεύει. Καί μή νομίσεις πώς παροuσιάζομαι μέ αδεια χέρια μπροστά στόν βωμό aou. Σου προσψέρω θuσία τήν άδελψή καρ διά πού μνημόνεuσες». «Πώς;», μου είπε. «Θά θuσιάσεις γιά χάρη μοu έκείνον πού δίχως τοu σου είναι άδύνατο νά ζήσεις; Μά ή ζωή aou κρέ μεται άπ' τά ψιλιά τοu. Θά θuσιάσεις αΙΙτόν πού άγαπάς, δπως θά ήθελα νά άγαπήσεις έμένα;» Καθώς μιλουσε ετσι δά, ή ψωνή της άπέπνεε τόση γοη τεία, μιά τόσο γλuκιά άρμονία - χάιδεuε άπαλά τόν άγέρα, ποό θά 'λεγες πώς αuρες άνάλαψρες ψέρνανε ώσμε τά καταμαΎε μένα aou αΙΙτιά, τό τραγούδι τών Σειρήνων. 'Έμεινα έκστατιΛήδα ϊχοντας γΙνει χόχνοι; χαΙ μΙ τη Δανάη, χατεβαΙνονται; σάν χρυσή βρο -
,
χη.
191
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
κός καί είχα τήν έντύπωση πώς άκτινοβολοuσε γύρωθέ της ενα ύπερκόσμιο φώς, πιό λαμπρό κι άπ' τή λαμπράδα τοu οUΡανοU. Σέ λίγο, παίρνοντας θάρρος, ρώτησα τή θεά μοu πώς τή λένε. «Πώς; Ή θεραπαινίδα μοu δέ σοu είπε οτι τό ονομά μοu
είναι Κίρκη;» μοu άπάντησε. «Είναι άλήθεια πώς δέν είμαι κό ρη τοu 'Ήλιοu καί ή μητέρα μοu δέ σταμάτησε μέ τούς ερωτές της τίς περιστροφές τών αστρων.(89) 'Ωστόσο, αν οί Μοίρες
στέρξοuν καί εuλοτησοuνε τήν ενωσή μας, θά τό θεωρήσω έ πέμβαση τών οΙΙρανών. "Ω, ναί! Δέν μπορώ νά σοu τό έκφράσω fl.έ λόγια, τό νιώθω ομως κατάβαθα μέσα fl.ou πώς βρισκόfl.α στε κάτω άπ' τή μuστηριώδη έπίδραση κάποιοu μεγάλοu θεοU. Δέν είναι τuχαίο πού ή Κίρκη έρωτεύτηκε παράφορα τόν Πο λύαινο: παντοu καί πάντα, κάθε φορά πού προσκρούει τό ενα ονομα πάνω στό αλλο, ξεπηδάει άμέσως μιά μεγάλη φλόγα. Πάρε με στήν άγκαλιά σοu, αν βέβαια μέ θέλεις. Καί μή φοβά
σαι τά άδιάκριτα βλέμματα, γιατί τό άδέλφι σοu, ή μάλλον ή ά δέλφω σοu, είναι μακρuά άπό δώ». 'Έτσι μοu fl.ίλησε κι έγώ χωρίς στιγfl.ή νά χάνω , επεσα στήν άγκαλιά της, πού ήτανε πιό μαλακιά κι άπό τά πούποuλα καί κείνη μέ παρέσuρε σέ μιάν άνθόσπαρτη πελούζα. Τέτοια λουλούδια σκ6ρπισεν ή μάνα Γή τριγύρω έκε{ στής 7δας τήν κορφή, σάν βρήκε ό Δίας τήν Ήρα(90)
κι ένώθηκε μαζ{ της μέ καρδιά πυρπολημένη: λαμπρά τά ρ6δα άνθtζανε τριγύρω κι οι' βιολέττες κα{ τ' άσπρα κρ{να πά οιή χλ6η χαμογελούσαν. 'Έτσι
παρ6μοια κάλεσεν ή Γή τήν 'Αφροδ{τη τώρα
στή χλ6η τήν άνθ6σπαρτη κι άγν6 τ6 φώς τής μέρας τούς μυστικούς μας ερωτες προστάτευε εύλογώντας.
,Αγκαλιασμένοι
σέ κείνη τήν πελούζα, προλογίζαμε fl.έ χί-
89) Ή Κίρκη ήταν κόρη τού 'Ήλιου. Μητέρα της ήταν ή Πέρση. Ή Κίρκη τού Κρότωνα, φαντάζεται στι γιά νά ένωθεί μέ την Πέρση, ό Ήλιος άναγκά
στη κε νά σταματήσει γιά ενα διάστημα την περιστροφή τού οόρανΟύ.
90)
ΕΙναι γνωστή ή περιγραφή τών έρώτων τού ΔΙα καΙ τής Ήρας στην
"Ι δα, κατά τή διάρκεια τού Τρωικού πολέμου. ('Ιλιάδα ΙΔ,
347)
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
192
λια φιλιά καί χάδια, τό κuρίως κείμενο, ποό ξέραμε πώς θά διαβάσοuμε σέ λίγο.
«Τί σuμβαίνει;» μοΟ εΙπε ή Κίρκη. «Μπάς καί τά φι λιά μοu σέ άηδιάζοuν; 'Ή μήπως βρωμάει τό χνώτο μοu άπ' τήν πείνα; Ή μήπως μuρίζοuν οί μασχάλες μοu άπ' τόν ίδρώ
128.-
τα; Κι αν δέν σuμβαίνει τίποτε άπ' δλα αότά, τί αλλο νά όποθέ σω αν σχι πώς φοβάσαι τόν Γείτονα;» Ή κοκκινίλα τής ντροπής εβαψε τό πρόσωπό μοu καί οί έ λάχιστες
δuνάμεις ποό μοΟ μένανε μέ έγκαταλείψανε καί
γίνανε καπνός. ΕΙχα τήν έντόπωση πώς τό κορμί μοu εσπασε καί εγινε χίλια κομμάτια. «'Έλεος, ω ρήγισσά μοu!» τής εΙπα. «Μή σαρκάζεις τή σuμφορά μοu. 'Έχω πέσει θόμα βασκανίας».
«Πές μοu Χρόσις, πές μοu τήν άλήθεια», εΙπε ή Κίρκη. «Ε[μαι τόσο ασχημη λοιπόν; Μπάς καί δέ στολίστηκα δπως ε πρεπε; 'Έχω κανένα φuσικό έλάττωμα ποό σκιάζει τήν όμορφιά μοu; Μήν πασχίσεις νά ξεγελάσεις τήν κuρά
aou.
Κάναμε κάποu
λάθος, σέ κάτι εχω φταίξει, σέ τί ώστόσο;»
Βλέποντας πώς ή Χρόσις δέν εβγαζε λέξη, αρπαξε εναν καθρέφτη άπ' τά χέρια της κι άφοο πήρε δλες τίς έκφράσεις ποό παίρνοuνε σuνήθως οί έρωτεuμένες δταν παίζοuνε μέ τόν έκλε κτό τής καρδιάς τοuς, εσιαξε τό φόρεμά της, ποό εΙχε τσαλακω θεί στή χλόη καί ετρεξε νά κρuφτεί στόν ναό τής Άφροδίτης. 'Όσο γιά μένα, ενιωθα σάν ενοχος ποό μόλις τόν καταδικάσα
με' ετρεχα, λές καί εΙδα μόλις πρίν άπό λίγο εναν έφιάλτη' άνα ρωτιόμοuνα αν είχα χάσει στ' άλήθεια μιά πραγματική ήδονή. Έτσι τή νύχτα πού τ6ν ϋπνο φέρνει
τά όνε(ρατα μας περιπα(ζουν:
Σκαμμένο χώμα φανερώνει θησαυρούς τ6 χέρι μας καρπούς κλοπής άρπάζει άπ6 τ6ν φ6βο της τρελλά χτυπάει ή καρδιά μήν ερθουν dλλoι καΙ τ6ν κλέφτη κλέψουν. Ξυπνώντας, ή ψυχή μας νοσταλγεί
τΙς όμορφες στιγμές, τΙς δυ6 φορές χαμένες.
193
ΣΑΤΤΡΙΚΟΝ
«Σέ σuγχωΡώ», μοι) είπε ό Γείτων, «γιατί είναι φανερό πώς θέλησες νά μοι) δείξεις τή στοργή aOU, ποι> είναι άντάξια τής σωκρατικής άγνότητας. Κι ό ίοως ό 'Αλκιβιάδης δέ θά μποροuσε νά αΙσθάνεται άσφαλέσΤεΡος, τότε ποι> κοιμήθηκε στό ίοω κρεβάτι μέ τόν δάσκαλό τοu».91)
129.-
«Πίστεψέ με άδελφοόλι μοu, δέν άναγνωρίζω τόν
έαuτό μοω>, είπα στόν Γείτονα. «Πάει, δέν είμαι αντρας πιά. Πρέπει τώρα νά πενθήσω τό μέλος τοι) κορμωι) μοu ποι> μέ δό ξασε, χαρίζοντάς μοu φήμη δεuτεΡΟU 'Αχιλλέα. Τώρα, τό μέλος ποι> λέω, εγινε ή άχίλλεως πτέρνα μοω>. Ό Γείτων φοβήθηκε πώς αν μάς βλέπανε μαζί, θά τόν κοuτσομπολεUαvε. 'Αποσπάστηκε λοιπόν άπότομα άπό τήν ά γκαλιά μοu καί άποσόρθηκε στά ένδότερα τοι) σπιτωU. Ή Χρόσις μπήκε στό δωμάτιό μοu καί μοι) έπέδωσε έκ μέροuς τής κuράς της δuό-τρείς κωδΙκελλοuς, σποu διάβασα τό παρακάτω γράμμα:
«Κίρκη πρός Πολι)αινον, χαίρειν!
"Av
ημοuνα αΙσθησιακή, θά παραποvιόμοuνα, διότι μέ α
φησες εΙς τά κρόα τοι) λοuτΡΟU. 'Αντιθέτως σμως, σέ εόχαριστώ
διά τήν άνεπάρκειάν
aou,
διότι μοι) έδόθη ή εόκαψΙα νά παίξω
περισσότερον εΙς τήν σκιάν τοι) πόθοu. Διερωτώμαι ώστόσον αν
ιιγιαίνεις καί αν κατόρθωσες νά έπιστρέψεις εΙς τήν οΙκίαν
aou,
διότι οί Ιατροί βεβαιώvοuv στι είναι άΔUνατoν νά βαδίσει κανείς αταν δέν εχει κότσια. Σέ προειδοποιώ, ώραίε μοu νέε, πρόσεξε, σέ άπειλεί ή παράλuσις! Οόδέποτε είδα άσθενή νά εΙΙρίσκεται εΙς τόσον μέγα κίvδuvον. 'Επί τώ λόγω τής τιμής μοu, είσαι ηδη έν μέρει νεκρός. 'Εάν τό ίοων ψόχος μεταδοθεί εΙς τά γόνατά aou καί εΙς τάς χείρας aou, θά πρέπει νά καλέσεις τόν έργολάβο κη δειών. Τί τό πρακτέον λοιπόν; Παρά τήν φοβεράν προσβολήν
91) Στό « Συμπόσιω) τοίί Π~άτωνoς, ό •Αλκιβιάδης βεβαιώνει δτι πέρασε μιά άγνή νύχτα μέ τόν Σωκράτη, παρ' Όλο πού κοιμήθηκαν στό ίδιο κρεβά τι. ΕΙναι σχεδόν σ(γουρο πώς στό χωρ(ο αότό εχει τΙς ρ(ζες τη~ Τι άντιληψή μας περί «πλατωνικοίί ερωτος».
194
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
•
τήν όποίαν όπέστην, γνωρίζω οτι είσαι ~oλό δ\)στ\)χής καί διά ταίίτα στέργω νά σοίί προτείνω τό κατάλληλο ν φάρμακον. 'Εάν
θέλεις νά θεραπε\)θείς, ζήτησέ τό άπό τόν Γείτονα. Πίστεψέ με, θά άποκτήσεις έκ νέο\) ολη τήν άλκή σο\), έάν κοιμηθείς έπΙ τρείς σ\)ναπτάς νόκτας δΙχως τό σπλάχνον σο\), τό όποίο άγα πάς καθ' όπερβολήν. 'Όσον δι' έμέ, δέν εχω λόγο\)ς νά φοβοίί
μαι οτι θά εβρω άλλον έραστήν τόσον δόσκολον. Ό καθρέπτης μο\) καί η φήμη μο\) τό έγγ\)ώνται άπολότως. Εαχομαι ταχείαν άνάρρωσιν, έάν βέβαια περνάει άπό τό χέρι σο!»). 'Όταν ή Χρόσις είδε οτι είχα τελειώσει δλο έκείνο τό όβρι,
στικοτατο
,
μην\)μα,
-
μο\)
τ
ειπε:
«Δέν είσαι ό πρώτος ποό τό παθαΙνεις, Ιδιαίτερα μάλιστα σέ τοότη έδώ τήν πόλη οπο\) όπάρχο\)ν ενα σωρό μάγισσες ...
... μποροίίν
οί άτιμες νά κατεβάσο\)ν ώς καΙ τό φεγγάρι. '
Μή χολοσκάς, θά σέ βοηθήσω οσο μπορώ. ΚοΙταξε μόνο νά ά παντήσεις ευγενικά στήν κ\)ρά μο\), μολόγησε πώς ολο τό άδικο
είναι δικό σο\) καί πάσχισε νά ξανακερδίσεις τήν άγάπη της. Γιατί πρέπει νά στό πώ καΙ νά τό ξέρεις, άπό τήν ώρα ποό τήν
πρόσβαλες, εχει γίνει θεριό άπ' τό κακό της».
'Ύπάκο\)σα πρόθ\)μα στή σ\)μβο\)λή τής 6μορφονιάς καΙ χάραξα στοός κωδίκελλο\)ς τό παρακάτω γράμμα:
130.-
«Πολόαινος πρός ΚΙρκην, χαΙρειν!
Τό όμολογώ, ώ ρήγισσά μο\), εχω πλειστάκις άποτόχει.
Διότι είμαι άνδρας καΙ μάλιστα νέος. Ώστόσον, ουδέποτε μέχρι σήμερον, δέν όπέπεσα εΙς θανάσιμον άμάρτημα. Τό βλέπεις, λοιπόν, εχεις έδώ τήν όμολογΙαν τοίί ένόχο\): οίανδήποτε τιμω ρίαν διατάξεις, θά είμαι άξιός της. Διέπραξα έσχάτην προδο σίαν, άνθρωποκτονίαν καί ίεροσ\)λίαν: Δι' ολα αυτά τά έγκλή ματα, ψάξε καΙ βρές τοός καταλλήλο\)ς βασάνο\)ς. 'Εάν άποφα σίσεις θάνατον, θά ελθω μέ τό σπαθΙ μο\). 'Εάν σοίί άρκεί τό μα στίγιον, τρέχω όλόγ\)μνος νά προσφερθώ εΙς τήν κ\)ρίαν τών λο γισμών μο\). Στέρξε μόνον νά ένθ\)μηθείς, δτι ή ένοχή δέν είναι Ιδική μο\), άλλά τών έργαλεΙων μο\). Στρατιώτης ετοιμος πρός μάχην, άπώλεσα αίφνης τά Οπλα. μο\). Ποίον όπήρξε τό αίτιον
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ •
195
τοί) κακοu; Άγνοώ. Πιθανόν ή φαντασΙα μου νά έξεπέρασεν τήν
λίαν βραδυκΙνητον φόσιν, πιθανόν τό όπέρμετρον τής έπιθυμΙας μου νά κατέστειλεν προσωρινώς τό πάθος μου. Πρόσεξε τήν παράλυσιν, μέ συμβουλεόεις. 'Ωσάν νά εΙναι δυνατόν νά μοί) συμβεί μεγαλυτέρα παράλυσις άπό αότήν ή όποία μέ άπεστρέ ρησεν τών άναγκα(ων μέσων διά τήν πλήρη κατοχήν σου! Τέ λος, ή ολη μου όπεράσπισις συνοψΙζεται εΙς τήν φράσιν: Δόνα
μαι νά σοί) παράσχω ίκανοποΙησιν, όπό τόν ορον οτι θά μοί) έ πιτρέψεις νά έπανορθώσω τό σφάλμα μου». Ή Χρόσις εφυγε, άφοί) μοί) όποσχέθηκε &λλη μιά φορά πώς θά εκανε ο,τι μποροuσε γιά χάρη μου. 'Εγώ &ρχισα άμέ σως νά περιποιοuμαι τό ενοχο κορμΙ μου. 'Αποφάσισα νά μήν
πάω στό λουτρό, δέχτηκα ομως τίς φροντΙδες ένός χειρομαλά κτη. 'Ύστερα, εΙπα καΙ μοί) σερβΙρανε ενα γεuμα πιό χορταστικό άπ' ο,τι ετρωγα συνήθως. Τώρα, παράπειλα κρεμμόδια, κε φάλια σαλιγκαριών καΙ λΙγο κρασι. Τέλος, πρΙν πέσω γιά uπνο, εκανα εναν μικρό περΙπατο καΙ πλάγιασα στό κρεβάτι μοναχός μου, δίχως τόν Γείτονα. Τό 'θελα τόσο πολό νά μέ σχωρέσει ή
Κίρκη, ωστε φοβόμουνα ν' άγ.γίξω εστω καΙ μέ τά δάχτυλα, τό κορμί τοί) ώραΙου μου σπλάχνου.
131.- Τήν &λλη μέρα, εχοντας ξυπνήσει καλοδιάθετος καΙ μέ καθαρό μυαλό, κατέβηκα στήν ί'δια έκεΙνη δεντροστοιχΙα μέ
τά πλατάνια, παρ' ολον τόν φόβο ποό μοί) προξενοuσε ό κακο ρίζικος τόπος. 'Εκεί, &ρχισα νά κόβω βόλτες, περιμένοντας τόν όδηγό μου, δηλαδή τήν Χρόσιδα. Κουράστηκα νά περπατάω καί εκατσα έκεί ποό εϊχαμε καθίσει τήν προηγοόμενη μέρα. Σέ λίγο, κατέφτασε ή Χρόσις, μαζΙ μέ μιά γριά, ποό έρχότανε μέ σουρνάμενο βήμα ξοπΙσω της. Κι οταν άνταλλάξαμε τά χαίρε
ποό συνηθΙζονται σ' αότές τΙς περιπτώσεις, ή Χρόσις μοί) εΙπε: «Λοιπόν, βρωμόπαιδο; ΑΙσθάνεσαι καλότερα σήμερα;» Ή γριά εβγαλε άπ' τόν κόρφο της ενα κορδόνι, πλεγμένο μέ πολόχρωμες κλωστές καΙ τό εδεσε στό λαιμό μου. 'Ύστερα, πήρε λΙγο χώμα άπό κάτω καΙ προσθέτοντας σάλιο, εκανε λά σπη ποό τή ζόμωσε στή χοόφτα της. Πήρε τή μαλακιά μπαλΙ-
196
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
τσα μέ τόν άντίχεφά της καΙ παρ' δλο ποό έγώ στραβομου
τσοόνιασα άηδιασμένος, μού τήν κόλλησε στό μέτωπό μου ... Σάν τέλειωσε καΙ τούτο τό ξόρκι, μέ διατάζει νά ψτόσω
τρείς ψορές, νά ρΙξω στόν κόρψο μου μικρά χαλΙκια, ποό τά εΙχε προηγουμένως μαγέψει καΙ τυλΙξει σέ πορψόρα. 'Ύστερα, βά ζοντας σέ ένέργεια τά χέρια της, βάλθηκε νά έξετάζει την άν δροπρέπειά μου. Πιό γρήγορα κι άπ' δ,τι τό λέω, τό πριαπικό νεύρο ύπάκουσε άμέσως στήν πρόσκληση καΙ γέμισε τά χέρια τής γριάς, άναπηδώντας παλλόμενο. Τότε έκεΙνη ξεψώνισε κα-
,
ταχαρουμενη:
«Β λέπεις, βλέπεις, καλή μου Χρόσιδα, τΙ λαγό ποό σήκωσα γιά νά τόν χαρούνε άλλοι;» :4χνοκουνιέται ό πλάτανος κι άπλώνει τ6ν ίσκιο του τριγύρω καΙ τά πεύκα
λυγιούνται, σειούνται στ6 άπαλ6 τ6 άγέρι καΙ ή Δάφνη(92) νά, μέ μούρα στ6 στεφάνι καΙ λυγερ6 πι6 έκεί τ6 κυπαρ{σσι.
:4 νάμεσα
στά .δέντρα άφρ{ζει τ6 ρυάκι καί μέ τά β6τσαλα τ6 κύμα πα{ζει. Γλυκά λαλεί τ6 άηδ6νι καί πι6 πέρα ή Πρ6κνη(93) πετάει σ' άνθούς άνάμεσα καΙ θάμνους καΙ λέει κι αύτή γλυκ6λαλο τραγούδι. Ώραϊος τ6πος καί καλ6ς κρεβάτι τού έρωτα στρωμένο.
Ή Κίρκη, νωχελικά ξαπλωμένη, εLχε άκουμπήσει τόν ά λαβάστρινο λαιμό της στό χρυσοκέντητο μαξιλάρι καΙ ρΙπιζε άνάλαψρα τόν άέρα μέ ενα άνθισμένο κλαδΙ μυρτιά.ς. Μόλις μέ είδε, άχνοκοκκίνισε -είμαι σΙγουρος πώς ξαναθυμήθηκε τή χθεσινή προσβολή. 'Ύστερα, εχοντας πεί στΙς γυναίκες νά μάς άψήσουν μόνους, μού σκέπασε τά μάτια μέ τό κλαδΙ καΙ παΙ-
, ρνοντας θάρρος άπ' αότό τό χώρισμα ποό εΙχε βάλει άνάμεσά μας,
- .
μου
ειπε:
92) Ό ΌβΙδιος άναψέρει δτι ή Δάψνη μ.εταμ.ορψώθηχε σέ δαψνόδεvτρo, γιά ν ά απο ψυγει την χαταδ Ιωξη τοu 'Απόλλωνα .
93) Ή Πρόχνη, συζυγος τοu Τηρέα, μ.εταμ.ορψώθηχε σέ χελιδόνι. Ή άδελψή της Φιλομ.ήλα , μ.εταμ.ορψώθηχε σέ άηδόνι.
'
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
197
«Λοιπόν, ώραίε μου παράλυτε, ήρθες άκέριος σήμερα;» «Πρός τί οί έρωτήσεις;» τής άπάντησα. «Μιά δοκιμή θά σέ πείσει».
,Αφέθηκα
λοιπόν στό άγκάλιασμά της καί έξάντλησα τήν
τρυφή τών φιλιών της, άπαλλαγμένος τούτη τή φορά άπό κάθε βασκανία.
123.-
Τά θέλγητρα το\) ώραίου της κορμιο\) ήταν Ισάρι
θμα έρωτικά καλέσματα. Τά χείλη μας εΙχαν άρχίσει νά πονάνε άπ' τά πολλά φιλιά, ετσι πού προστρίβονταν σάν δυό μικρές μυ λόπετρες. Τά χέρια μας, πλεγμένα θά 'λεγες, εΙχαν έξερευνήσει ολες τίς θωπευτικές περιοχές. Τά κορμιά μας, σφιχταγκαλια σμένα, άνασαίνανε κιόλας σάν ενα κορμί, μέ μιά καί μόνη άνάσα...
.
"
οποτε
, ...
ξ αφνικα
Ή κυρά χάνοντας πιά τήν ίιπομονή της σστερα άπό τόσες
διαπιστωμένες καί εμπρακτες προσβολές, άποφάσισε νά έκδι κηθεί. Φώναξε τούς θαλαμηπόλους της καί εδωσε διαταγή νά μέ μαστιγώσουν. Μά δέν τής εφτασε αΙΙτός ό έξευτελισμός μου, μόνο φώναξε κι ολες τίς ίιφάντρες της κι δλα τά καθάρματα τούς δούλους της καί τούς διάταξε νά μέ φτύσουν κατάμουτρα. Σκέπασα μέ τά χέρια τό πρόσωπό μου καί χωρίς νά πώ λέξη,
γιατί ήξερα πώς δ,τι κι αν ελεγα θά εχανα τά λόγια μου, άφο\)
ολο τό φταίξιμο ήτανε δικό μου, ορμησα στήν πόρτα καί βγήκα εξω, ένώ πέφταν άπάνω μου βροχή οί καρπαζιές καί οί ροχά
λες. Διώξανε καί τήν Προσέληνο, σπάσανε στό ξύλο τήν Χρύσι-
δα, τά δουλικά κουβεντιάζανε ψιθυριστά κι ήταν δλο αχ καί βάχ κι ολοι άναρωτιόντουσαν ποιός μπόρεσε καί χάλασε ετσι δά τό κέφι τής κυράς τους. Καθένας μέ τ6 γούστο του. Ό,τι σαρκάζει tκε{νη tκείvος τ6 άγαπάει.
Τά ρ6δα tκε{νη δρέπει
τά άγκάθια tκείvος μελετάει.
ΑΙΙτό ήταν οσο καί νά πείς ενα άντιστάθμίσμα γιά τΙς συμ-
.
198
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
φορές μοu καΙ μοί) 'δωσε λΙγο ΚΟUΡάγιο. Σκέπασα μέ μεγάλη μαστοριά τά σημάδια πού εΙχαν άφήσει πάνω μοu τά μαστΙγια, άπό φόβο μήπως ή θλιβερή μοu περιπέτεια προκαλέσει τούς γέ λωτες τοί) Είίμολποu καΙ τά δάκρuα τοί) ΓεΙτονα. 'Ένα καΙ μόνο
πράγμα θά μποροuσε νά σώσει τήν τιμή μοu. Νά κάνω τάχα πώς εΙμ.αι αρρωστος. Κρεβατώθηκα λοιπόν άμέσως καΙ έκτό ξεuσα ολη τή φλόγα τής όργής μοu, καταπάνω στόν αίτιο τών
,
τοσων
σuμφορων
μοu:
Τρείς φορές τ6 χέρι μου αρπαξε τ6 φοβερ6 τσεκούρι
τρείς φορές, πι6 μαλακ6 κι dπ6 κοτσάνι λαχανίδας ξέφυγε καί γλίτωσε dπ' τήν φοβερή τήν κ6ψη έκείνος κα{ δέν ήταν τρ6πος, πράξη νά γενεί ή dπ6φασή μου. Φοβισμένος ό ενοχος, πι6 κρύος κι dπ' τ6ν πάγο, νάτος
μές aτά σπλάχνα μ' κρύβεται κα{ κεί λουφάζει. Δ έν μπορούσα
τ6 κεφάλι του νά βρώ κα{ νά τ6 κ6ψω έκεί έπ{ τ6που
τ{ τά σχέδια μού τά χάλασεν ό τρ6μος τού πανάθλιου. Τ6τε πιά κατέφυγα aτ6 μ6νον οπλο πού 'χα dτ6ς μου κα{ τ6ν πλήγωσα μέ λ6για, λέγοντάς του φουρκισμένος:
«τι εχεις νά πείς, ώ έσύ, ονειδος, θεών τε καΙ άνθρώπων; Διότι βέβαια, θά διέπραττα ίεροσuλΙα, αν σέ κατέτασσα εΙς τήν χορεΙαν τών άξιοσεβάστων πραγμάτων. ΚαΙ τό ονομά
oou
άκό
μα, εΙναι σuνώνuμον τής υβρεως. τι σοί) 'κανα καΙ μέ γκρέμι σες στά Τάρταρα, τή στιγμή άκριβώς πού νόμιζα οτι βρισκό μοuνα ψηλά στούς οόρανούς; Πρόδωσες τά ώραιότερα χρόνια τής ζωής μοu καΙ τή νεανική μοu δύναμη κι ερριξες πάνω μοu
ολο τό βάρος τών γηρατειών. Λοιπόν, τΙ περιμένεις; 'Υπόγραψε καΙ χορήγησέ μοu τό πιστοποιητικό τής άναπηρΙας μοu!» 'Έτσι τοί) μΙλησα καταγανακτισμένος, έκείνος ομως, :4σάλευτος dπ6μεινε, ψυχρ6ς, χαμήλωσε τ6 βλέμμα κι ούτε εδειξε πώς πι6τερο τ6ν τάραξαν τά λ6για έκεί'να dπ' Ο,τι τ{ς Ιτιές μέ τά κλαδιά τους λυγισμένα κάτω κα{ τ{ς μικρές τ{ς παπαρούνες πού 'χαν σκύψει τ6 κεφάλι.
Ώστόσο, μετά άπ' αότήν την αόστηρή κατσάδα, ενιωσα
τύψεις σuνειδήσεως πού μιλησα ετσι δά καΙ κοκκΙνισα μέσα μοu
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
199
στή σκέψη πώς εχασα τόν αότοσεβασμό μοu καΙ εφτασα στό σημείο νά άπεuθύνω τόν λόγο σέ ενα μέλος τού σώματος, τήν ϋπαρξη τού όποίοu έπιμένοuν νά άγνοούν άκόμα καΙ οί στοι χειωδώς άξιοπρεπείς σuνάνθρωποΙ μοu. Σέ λΙγο ομως, εχοντας χτuπήσει τό μέτωπό μοu τΡείς-τέσσεΡις φορές μέ τήν παλάμη, σuνέχισα: «Στό κάτω-κάτω, εlπε, κακό ητανε δηλαδή ποό ξε
θύμανα ετσι δά, έκτοξεύοντάς τοu τΙς φuσικότατες κατηγόριες μοu; Μήπως δέν τό 'χει ολος ό κόσμος σuνήθειο νά καταριέται τήν κοιλιά, τό στόμα η τό κεφάλι, οταν σέ κάνοuν καΙ πονάς καί όποφέρεις; 'Ακόμα καΙ ό Όδuσσέας ό ί'διος τά 'βαλε μέ τήν
καρδιά τοu(94). Κι εΙναι γνωστό οτι όρισμένοι ηρωες τραγω διών βρίζοuνε τά μάτια τοuς, λές καΙ τά μάτια μπορούν νά τοός άκούσοuν. 'Όσοι παθαΙνοuν ποδάγρα,
'aoupvouv
τόν άναβαλλό
μενο στά πόδια τοuς, δσοι uποφέροuν άπό χειράγρα λένε τά έξ
άμάξης στά χέρια τοuς, οί στραβοΙ κατηγορούν τά μάτια τοuς καί σuχνά, δσοι σκοντάφτοuν, τιμωρούν τήν πατοόσα τοuς. Τ{ μέ κοιτάτε, ω Κάτωνες, λογοκριτές(9$)
τά φρύδια σμΙγοντας; Γιατ{ ύπογράφετε τήν καταδ{κη ετούτου τού εργου πού πρωτ6φαντη
άφέλεια δε{χνει παιδική κι άγν6τη; Έδώ, παιζογελάει τ6 φώς αύτοπροσώπως
κι άνιατορώ σάν άγαθούλης σέ γλώσσα πού δέ γνώρισε ψιμύθι τήν πολιτε{α κα{ τ6ν β{ο τού λαού. Γιατ{ κα{ ποι6ς δέν ξέρει τ6ν ερωτα κα{ τ{ς χαρές τής Άφρoδtτης; Κα{ ποι6ς λοιπ6ν άπαγορεύει ατ{ς αΙσθήσεις φωτιά νά πάρουν ατ6 κρεβάτι; Ό μέγας μας πατέρας τής άλήθειας ό πάνσοφος Έπ{κουρος άτ6ς του
94) Ό Όδuσσέας, δταν ή καρδιά τοι> άγανάχτησε, βλέποντας τά καμ.ώμ.ατα τών μ.νηστήρων, στράφηκε καΙ τής είπε: «''Υπομ.ονή καρδιά μ.οu ... » κ.τ.λ. ( ΌΔUσσεια 'Υ, 17). 95)" Ό Κάτων ό Πρεσβύτερος, ήταν γνωστός γιά τά αυστηρά τοι> ήθη. •
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
200
μάς τό συμβούλεψε aτούς αγιους του κανόνες μαθα{νοντάς μας πώς tτoύτη τΙ ζήση άλλον σκοπό δέν έχει».
«Τ(ποτα πιό ψεότικο άπό τΙς άνόητες προλήψεις τοο κό
σμου, τΙποτα πιό άνόητο άπό τήν ψεότικη αΙΙστηρότητα τής ήθι-
κης».
'Έχοντας διατυπώσει ετσι δά τΙς άρχές μου, ψώναξα τόν Γείτονα καί τοο εΙπα:
133.
•
«Πές μου, μικρό μου άδέλψι, πές μου ολη τήν άλήθεια.
Κείνη τή νόχτα ποό ό "Ασκυλτος ήρθε καΙ σέ άρπαξε άπό τήν ά γκαλιά μου, εψτασε ως τήν ίιπέρτατη κατάληξη, προσβάλλον τάς σε πέρα γιά πέρα, 11 κοιμηθήκατε ως τήν αΙΙγή, άγνά καΙ τΙ μια;»
Ό παίς ό καλός, εψερε τό χέρι στά μάτια του καΙ όρκΙστη
κε στοός μεγάλους του θεοός (νά τυψλωθεί αν ελεγε ψέματα) πώς ό 'Άσκυλτος δέν τόν κακομεταχεφΙστηκε οϋτε τό κατ' Ιλά χιστο.
ΓονατΙζοντας στό κατώψλι, προσευχήθηκα στήν Ιχτρική θεότητα: Νυμφοσυντρόφι βακχικό, πού κυβερνάς τά δάση κα{ βασιλεύεις aτήν τρισφημισμένη Λέσβο πέρα κα{ τήν βαθύσκιωτη τήν αγια Θάσο διαφεντεύεις κα{ σέ λατρεύουν έφταπόταμοι οι' Λ υδοί, πού χτ{σαν ναό γιά τή μεγάλη χάρη σου aτήν Ύπερ{α νά μέ συντρέξεις aτέρξε, ώ δάσκαλε τρανέ τού Βάκχου ώ τών Δρυάδων σύ τρυφή, τήν ίκεσ{α μου δέξου. Δέ σού προσπέφτω tδώ μέ χέρια ματωμένα κι oVτε
μπήκα ποτέ ι'ερόσυλος σΙ τέμενός σου. Μόνο
μέ βρήκε συμφορά μεγάλη κι έπεσα σέ κρίμα μά δέν άμάρτησα μέ dτόφιο τό κορμ{ μου. Ξέρεις
πώς οποιος κριματ{ζεται ιϊθελά του, δέν τού dξ{ζει μεγάλη τιμωρ{α. Παρακαλώ σε, σχώρεσέ με κι οταν τΙ Τύχη μού χαμογελάσει πάλι, dμέσως θά σέ τιμήσω μέ ολες τ{ς τιμές πού πάντα dξ{ζεις.
20 1
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
Θά σφάξω στ6ν βωμ6 σου μεγακέρατο τ6ν τράγο
κι ΕVα μικρ6-μικρ6 γουρούνι τού γαλάτου άντάμα. Τ6 γιοματάρι τ6 κρασ( στ(ς κούπες θά σπιθ(σει
κι οι' νιο( κι οι' νιές θά σέ δοξάσουν μέ γλυκά τραγούδια χορεύοντας τριγύρω-γύρω άπ' τ6ν ι'ερ6 να6 σου. (96)
Τήν ωρα ποό τέλειωνα τόν ίίμνο μοu, έποπτεόοντας μέ
βλέμμα ολο προσοχή τό πεθαμένο μέλος, μπήκε στόν ναό μιά γριά μέ άχτένιστα μαλλιά, μαuροφορεμένη καί τόσο κακάσχη μη, ποό μ' επιασε φρίκη. Μέ άρπαξε άπ' τόν γιακά καί μέ πέτα
ξε εξω άπ' τόν πρόναο!
«Ποιές Στρίγγλες σού ροκανίσανε τά νεύρα;» μού είπε ή γριά Προσέληνος. Σέ τί μαγαρισιές τού δρόμοu, σέ ποιό xouιpιXpt πάτησες τή νόχτα; Μήτε καί μέ τόν Γείτονα δέν μπό ρεσες νά πάρεις τό αίμα crou πίσω. Μαλθακός, άτονος, λα χανιάζοντας σάν άλογο ίίστερα άπό καλπασμό, Ιδρωκόπησες ά
134.-
δικα κι είδες τόν κόπο
crou
νά πηγαίνει χαμένος. Καί σά νά μήν
εφτανε ποό άμάρτησες καί κριματίστηκες άτός
crou,
ξεσήκωσες
καί τήν όργή τών θεών, ποό επεσε ολη άπάνω μοω).
'Ύστερα μέ παίρνει άπ' τό χέρι καί μέ πάει στό δωμάτιο τής Ιέρειας. οστε τό σκέφτηκα κάν νά άντισταθώ. Μέ ρΙχνει στό κρεβάτι, παίρνει τή σκοόπα πίσω άπ' τήν πόρτα καί άρχίζει ν ά μού τίς βρέχει μέ τό σκοuπόξuλο. 'Εγώ εμενα έκεί ξαπλωμένο ς καί τίς ετρωγα, χωρίς νά βγάζω λέξη. Κι άν τό σκοuπόξuλο δέν είχε σπάσει μέ τήν πρώτη κιόλας ματσοuκιά, λιγοστεόοντας ε τσι τή φόρα τού δημίοu μοu, δέν ξέρω άν θά γλίτωνα χωρίς κα τάγματα στά χέρια καΙ στό κεφάλι. 'Ωστόσο, οταν άρχισε νά μέ πασπατεόει κατά τρόπο έλάχιστα σεμνό, δέν μπόρεσα πιά νά κρατηθώ: μοόγκρισα, τά ΜΚΡuα τρέξανε ποτάμι άπ' τά μάτια μοu, εκρuφα τό πρόσωπο στά χέρια μοu καί εχωσα τό κεφάλι μοu στό μαξιλάρι. Ή γριά εβαλε καί κείνη τά κλάματα, πρά γμα ποό τήν άσχήμισε (άν ήταν δuνατόν) εκατσε στην άλλη ά κρη τού κρεβατιού καΙ βάλθηκε νά κατηγορεί τόν έαuτό της λέ-
96)
Ό Έ-Υκόλπtoς προσεύχεται στόν Πρ(απο.
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
202
γοντας οτι παραγέρασε καί οτι θά 'πρεπε νά 'χει πεθάνει άπό
καιρό. Τελικά, ήρθε ή ίέρεια καί εθεσε τέρμα στά μοιρολόγια της:
«Τί κλειστήκατε έδώ μέσα στό δωμάτιό μου , )), εΙπε. «Βλέποντάς σας, θά 'λεγε κανείς πώς κλαίτε δίπλα σέ πυρά,
0-
που μόλις κάηκε ενας προσφιλής νεκρός σαι;. Καί νά σκεφτείς
πώς σήμερα εχουμε γιορτή καί γελάνε άκόμα καί οί πικρα μένοι!))
«"Αχ, καλή μου Οίνοθέα)), είπε ή Προσέληνος στήν ίέρεια τού Πρίαπου, «αότός έδώ ό νέος πού βλέπεις, γεννήθηκε σέ μαύρο κι αραχλο άστερισμό. Δέν μπορεί νά πουλήσει τό έμπό ρευμά του, μήτε σέ άγόρια, μήτε σέ κορίτσια. Βάζω στοίχημα πώς δέν εχεις ματαειδεί τόσο κακότυχο ανθρωπο τό σουβλί του κατάντησε Ιοιο κομμάτι άπό δερμάτινο ζωστήρα, μουλια σμένο καί δαuτο στό νερό. Γιά νά μήν πολυλογώ, τί θά 'λεγες γιά κάποιον πού τά κατάφερε καί σηκώθηκε άπ' τό κρεβάτι τής Κίρκης, χωρίς νά τής κάνει τίποτα;))
Σάν τ' ακουσε ή Οίνοθέα, εκατσε άνάμεσά μας καί είπε κουνώντας τό κεφάλι της: «Μόνο έγώ μπορώ καί θεραπεύω τούτη τήν άρρώστια. Κι έπειδή τά πολλά λόγια είναι φτώχεια, ας κοιμηθεί ό νεαρός σου, μιά νύχτα μαζί μου ...
.. .αν
δέν τοί) τόν κάνω σκληρόνε σάν κέρατο.
Όλα πού βλέπεις δώ στή γής, στούς ν6μους μου ύπακούνε.
Όταν τ6 θέλω ή γής dνθ{ζει η πάλι ξεραΕνονται τά φύλλα κι οι' χυμοΕ παγώνουν. Μ' άν θέλω μάς χαρ{ζει μύρια πλούτη κι dπ6 τούς βράχους ξεπηδάν νερά ποτάμια. Τά κύματα τής θάλασσας προσπέφτουν στά π6δια μου κι tγώ διατάζω τούς άγριους τΕγρεις τής μεγάλης ΎρκανΕας καΕ τούς δρακ6ντους πού φυλάνε θησαυρούς. Όμως αύτά δέν ε{ναι τ{ποτα. Μέ ξόρκια dπό ψηλά φεγγάρι κι άστρα κατεβάζω κι ό Φοίβος τρέμοντας dπ' τήν όργή του θέλει δέ θέλει τ' άλογά του στρέφει
ΣΑΤΤΡΙΚΟΝ
203
κι dνάποδη διατρέχει τήν τροχιά. Μέ δυ6 μου λ6για γ{νονται όλα. Τών ταύρων χαμηλώνει ή φλ6γα κα{ σβήνει μέ τής μάγισσας τά μάγια. Τού γήλιου ή κ6ρη ή Κ{ρκη εύθύς μεταμορφώνει
τούς σύντρoφo~ς τού πολυμήχανου 'Οδυσσέα. Μπορε{ ό Πρωτέας κα{ πα{ρνει τΕς μορφές πού θέλει
κι έγώ, aτήν τέχνη αύτή μαaτ6ρισσα
μπορώ aτής θάλασσας τ6ν πάτο νά φυτέψω τής 7δας τά μεγάλα δέντρα ή aτ{ς κορφές της ν' dνεβάσω
τούς πι6 πολύβοους ποταμούς.
135.-
Άκοόγοντας ολες αότές τΙς άπΙστευτες ύποσχέσεις,
άνατρΙχιασα άπό τρόμο καΙ κοΙταζα τή γριά μέ γουρλωμένα , ματια.
«ΚαΙ τώρα», ξεψώνισε ή ΟΙνοθέα, «στή διάτα μου καΙ οί δυό ύπακούστε!»
Κι άψού επλυνε προσεχτικά τά χέρια της , ξάπλωσε δΙπλα μου στό κλινάρι της καΙ μέ ψCλησε άπανωτά. Ό ΟΙνοθέα βάζει ενα παλιό στρΙποδο στή μέση τού τζα κιού καΙ ρΙχνει άνάμεσα κάρβουνα. 'ΤσΤεΡα παΙρνει μιά σπα σμένη κοόπα καΙ τήν κολλάει μέ ζεσταμένη πΙσσα. Κατόπιν, ξαναμπήγει στόν καπνισμένο τοίχο τό ξόλινο καρψΙ ποό εψυγε άπ' τή θέση του, οταν ξεκρέμασε τή ραγισμένη κοόπα. Μετά, ε
χοντας ψορέσει μιά τετράγωνη ποδιά, βάζει στή ψωτιά μιά τε ράστια χύτρα καΙ ξεκρεμάει μ' ενα δικράνι μέσα άπ' τό έρμάρι της ενα σακκούλι μέ κουκιά καΙ μιά σιτεμένη γουρουνοκεψαλή, πού θά 'λεγες πώς τήν ειχανε κλωτσήσει σάν τόπι χΙλιοι δα Ι μονες. Λύνει τό σακκούλι, χύνει στό τραπέζι μπόλικα κουκιά καΙ μέ διατάζει νά τά ξεψλουδΙσω. 'Ύπακοόω καΙ μέ χέρια έπι δέξια, βάζω άλλού τόν καρπό κι άλλού τά ψλοόδια. ΈκεΙνη 0-
μως μέ κατσαδιάζει, λέγοντας πώς χασομεράω χωρΙς λόγο. ΠαΙρνει τά κουκιά, τά ξεψλουδΙζει μέ τά δόντια της καΙ ψτόνει τά ψλούδια κατάχαμα, σάν μεγάλα μυγοχέσματα. 'Όσο γ ιά μένα, θαύμαζα τά εξυπνα εόρήματα τής ψτώ-
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
204
χειας κα( τή μεθοδικότητά της, ποό τήν διαπ(στωνες σέ κάθε λεπτομέρεια . •
Έλεφαντ6δovτo δέν έβλεπες νά λάμπει μέ καθαρ6 χρυσάφι δουλεμένο Τά π6δια μας καθ6λου δέν πατούσαν σέ μάρμαρο γυαλιοιερ6: Σαν{δια λεύκας κι αχερο ριγμένο κα{ ~tπλα ατά κανάτια φρέσκα άκ6μα άπ' τ6ν τροχ6 τού κανατά φτιαγμένα χοντροκομμένα δ{χως τέχνη. Μιά τσ6τρα άπ' τ6 πιοτ6 τού Βάκχου λεκιασμένη
Σοβαντισμένοι οι' τοίχοι μ' αχερο κα{ λάσπη καρφιά ατ6ν τοίχο σκουριασμένα μιά σκούπα άπ' τ6 καρφ{ της κρεμασμένη.
~π' τά δοκάρια τής σκεπής τά σύκα τσαμπιά οι' ξερές αταφ{δες τ6 θρούμπι κι άλλα μοσχοβ6τανα κρεμ6νταν. Παρ6μοία κάποτε ατή γή τής ~ττικής
ατ6 φτωχικ6 της δέχτηκε ή Έκάλη τ6ν Θησέα ή Έκάλη πού τιμήθηκε ώς θεά κα{ τ' ονομά της τ6 τραγούδησαν οι' Μούσες.
136.-
Ξεκρεμάει έπ(σης ενα κομμάτι κρέας κα( πα(ρνον
τας τήν μισή γοuροuνοκεφαλή, ποό θά πρέπει νά είχε τά χρόνια της, πάει νά τήν ξανακρεμάσει στόν γάντζο της. Μά τό παλιό σκαμν( αποu όινέβηκε, σπάει ξαφνικά κα( τήν ξαποστέλνει, πα
ρασuρμένη όιπ' τό βάρος της, ίσα στό τζάκι. Πέφτοντας, σπάει τήν πήλινη χότρα, σβήνει τή φωνιά ποό είχε όιρχ(σει νά ξανα φοuντώνει, καψαλ(ζει τόν όιγκώνα της σ' ενα όιναμμένο κοό τσοuρο κα( ξεσηκώνει ενα σόννεφο στάχτης, ποό τής πασπαλ(ζει
τό μούτρο. Σηκώθηκα τρομαγμένος, μά μέ πιάσανε όιμέσως τά
γέλια. Ξανάστησα τή γριά στά πόδια της. Μά ή μόνη της εγνοια έκεινής ήταν νά σuνεχ(σει τή θuσ(α. 'Έφuγε τρέχοντας λοιπόν, νά πάει νά βρεί στή γειτονιά προ• σάναμα, νά ξανανάψει τή φωτιά. Τότε έγώ προχώρησα ως τήν πόρτα τής καλόβας.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
205
Μά νά που ρίχτηκαν άπάνω μου τρείς Ιερές χήνες. "Αν δέν πέφτω εξω, θά πρέπει νά 'ρχόντοuσαν κάθε μεσημέρι στή γριά, ζητώντας τήν τροφή τους. ΟΙ χήνες βάλθηκαν νά φωνάζουνε καί '.ίά κακαρίζουνε τόσο δυνατά, ωστε πάγωσα άπ' τόν τρόμο μου. Μιά άπό δαuτες σκίζει τόν χιτώνα μου, Τι άλλη λύνει καί τραβάει τά κορδόνια τών ποδημάτων μου. Ή τρίτη, ποό φαινό
ταν νά 'ναι άρχηγός καί μπροστάρης στήν έπίθεση, εφτασε νά μέ δαγκώσει στό πόδι καί τά δόντια της κόβανε σάν πριόνι. 'Όπου κι έγώ, χωρίς νά χάνω καιρό, άρπάζω ενα πόδι άπ' τό σπασμένο σκαμνί καί βαδίζω, όπλισμένος ετσι δά, καταπάνω
στόν γενναίο μου άντίπαλο. Καί φυσικά, δέν τόν χτόπησα στ' ά
στεία, μόνο τοι) 'δωσα μιά γερή νά καταλάβει καί τόν ξάπλωσα νεκρό στά πόδια μου. Παρ6μοια λέω θά τ6 'σκασαν πετώντας οί Στυμφαλίδες όρνιθες, νά μή δεχτούνε κατάστηθα τού τρομερού Ήρακλή τίς φοβερές σαrτες. Παρ6μοια φύγαν οι' 'ίιρπυες καθώς θελήσαν • τ6 δείπνο τού Φινέα νά μαγαρίσουν.f97) Ψηλά ό αlθέρας άχολ6γησεν ως πέρα κι άπ' τίς κρωξιές κατατρομάξανε τά ούράνια.
ΟΙ Μο χήνες ποό έπιζήσανε, τσιμπολόγησαν άπό τό σανι δένω πάτωμα τά χυμένα κουκιά. Κατά τά άλλα, εχοντας μείνει χωρίς άρχηγό, χάσανε τό ήθικό τους καί γυρίσανε στόν ναό. 'Όσο γιά μένα, νιώθοντας διπλή χαρά ποό εκανα καλό κυνήγι καί πήρα ταυτόχρονα τήν έκδίκησή μου, ρίχνω πίσω άπ' τό κρεβάτι τή σκοτωμένη χήνα καί ξεπλένω μέλίγο ξόδι τήν πλη
γή στό πόδι μου. 'Ύστερα, μοι) περνάει Τι σκέψη πώς Τι γριά θά μοι) βάλει τίς φωνές καί άποφασίζω νά τής άδειάσω τή γωνιά. Παίρνω τόν μανΜα μου, φτάνοντας δμως στό κατώφλι, βλέπω •
97) ΟΙ WΑρπ\)ες ήταν φτερωτά τέρατα, πού οΙ θεοΙ τά στεΙλανε νά τιμ.ωρή σο\)ν τόν Φινέα, έπειδή εΙχε χαχομεταχειριστεί τούς γιούς το\). ΜαγαρΙζανε η άρπάζανε τό φαΤ το\). ΟΙ 'Αργοναύτες διώξανε τΙς WΑρπ\)ες.
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
206
•
τήν Οινοθέα νά 'ρχεται κρατώντας μιά σπασμένη γλάστρα, γε μάτη άναμμένα κάρβοuνα. Πισωπατάω λοιπόν, πετάω τόν μανδύα IlOU στό κρεβάτι καΙ ξαναπάω καΙ στέκοuμαι στήν πόρ τα, τάχα πώς τήν περιμένω έκεί κι άνuπομονώ νά ΓUρΙσει. Έκείνη ρίχνει τή δανεική φωτιά της σ' ενα μάτσο ξερόκλαδα, βάζει άπό πάνω δuό-τρΙα κούτσοuρα καΙ μοίί ζητάει σUΥΥνώμη πού αργησε: Τι φιλενάδα της δέν τήν αφηνε νά φύγει, αν δέν ε πινε τΙς τρείς γοuλιές πού όρΙζει τό σuνήθειο. «Έσύ όμως», μέ ρώτησε, «τΙ εκανες όσο ελειπα καΙ ποίί , ,
.
ειναι τα
κοuκια
Ilou;»
Νομίζοντας πώς είχα κάνει κάτι άξιόλογο καΙ άξιέπαινο, τής ίστόρησα όλη τήν πορεΙα τής μάχης καΙ γιά νά την παρηγο ρήσω (γιατί τήν είδα καταλuπημένη) τής χάρισα τή χήνα, άπο ζημιώνοντάς την ετσι γιά τή ζημιά πού τής προξένησα. ΈκεΙνη όμως, σάν είδε τό θύμα, αρχισε νά τσιρΙζει τόσο δuνατά, πού θά 'λεγες πώς ενα όλόκληρο κοπάδι χήνες είχαν ξαναπεράσει τό κατώφλι. 'Έμεινα μέ τό στόμα άνοιχτό άκούγοντας όλη αίιτή τή φασαρΙα καΙ άναρωτιόμοuνα ποιό ήταν έπιτέλοuς τό φοβερό Ilou εγκλημα καί γιατί όργΙστηκε τόσο κι εκανε σάν μανια σμένη καί λuπότανε τή χήνα της περισσότερο κι άπό μένα τόν ϊ διο.
137.-
ΈκεΙνη όμως, χτuπώντας μέ άπελπισιά τά χέρια
της ξεφώνησε:
«Κάθαρμα, τολμάς άκόμα καΙ μιλάς; Δέν ξέρεις τΙ φοβερή ίεροσuλία διέπραξες: σκότωσες τήν είινοούμενη τοΟ ΠρΙαποu. Μία χήνα πού όλες οί κuράδες μας, τήν εί'χανε μή στάξει καΙ μή βρέξει. Βγάλτο λοιπόν άπ' τό νοΟ aou, πώς δέν εκανες τΙποτα. "Αν τό μάθοuν οί δημοτικοΙ μας σύμβοuλοι, θά πεθάνεις στό σταuρό. Ρύπανες μέ γαίμα τό σπΙτι
Ilou, πού ως τά τώρα ήτανε πάντα πεντακάθαρο. Έξ αίτΙας aou, ό πάσα ενας έχθρός Ilou μπορεί, όπότε τοΟ καπνΙσει, νά μέ διώξει άπό τό σώμα τών ίε-
,
ρεων».
«Παρακαλώ σε», τής είπα, «μή φωνάζεις ετσι. Παραδέ-
207
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
χουμαι πώς σκότωσα τή χήνα σου, θά σοΟ δώσω λοιπόν μιά στρουθοκάμηλο».
Πρός μεγάλη μου κατάπληξη, εμενε άκόμα καθισμένη στό κλινάρι καί εκλαιγε τήν τραγική μοίρα τής χήνας της, οταν ήρθε ή Προσέληνος, φέρνοντας τά ψώνια γιά τή θυσία. Βλέπον τας τή σκοτωμένη χήνα, ρώτησε τή γριά τί συμβαίνει κι οταν ε μαθε τί ετρεξε, βάλθηκε νά κλαίει καί νά όδόρεται πιό δυνατά
κι άπό τήν ΟΙνοθέα καί νά μέ καταριέται, λές κι εΙχα σκοτώσει τόν πατέρα μου κι οχι μιά άδέσποτη χήνα. 'Όπου τελικά, βαρέ
θηκα ν' άκούω τίς κλάψες τους καί εΙπα: «Πέστε μου, δέν μπορώ νά ξεπλύνω τόν ρύπο μέ χρήμα τα; Κι αν άκόμα σάς εΙχα προσβάλει κι αν ημουν ενοχος πατρο κτονίας, δέ θά μποροΟσα νά ξαγοράσω τό κρίμα μου; Νά, σάς δίνω δυό χρυσά. Μέ τόσα λεφτά, μπορείτε ν' άγοράσετε οχι μόνο χήνες, μά καί θεούς». Βλέποντας τόν παρά, ή ΟΙνοθέα βιάστηκε νά πεί: «Συγχώρεσέ με, καλέ μου νέε. Γιά σένα μόνο άνησυχοΟ
σα. Κι αν σοΟ εΙπα δσα εΙπα, τό 'κανα άπό στοργή καί οχι άπό κακία. Τώρα λοιπόν, θά φροντίσουμε νά μή μάθει κανένας τί ποτα. 'Όσο γιά σένα, ίκέτεψε τούς θεούς, νά σέ συγχωρέσουνε Ι
για
t/
ο,τι
"
εκανες».
Φτάνει νά 'χεις στρογγυλή μονέδα κι
",
ουριος
w
ανεμος
" "
φουακωνει παντα
τα
πανια
καί τήν Τύχη κανονι'ζεις οπως θέλεις. Τή Δανάη μπορεις γυναάα σου νά πάρεις
καί τ6ν ίδιο τ6ν }tκρίσιο νά πείσεις μέ γλυκ6λογα καί νά σού κάνει τ6 χατήρι οπως στ6 'κανε κι ή κ6ρη(98)
Ποιητής αν εΙσαι κι άπαγγέλεις ολοι σέ χειροκροτάνε. Δικηγ6ρος, ξεπερνάς σέ τέχνη καί τ6ν Κάτωνα, συνηγορώντας.
Δικαστής, μπορεις ν' άποφασίζεις καί ((διά ταύτα» νά καταδικάζεις
98)
Ό
.ΑχρΙσιος
ήταν πατέρας τής Δανάης.
σου
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
208
κι ολοι νά σέ λένε Σέρβιο κα{ Λαβέο.
•
Μέ δυ6 λ6για, αν θέλεις νά πετύχεις
Ο,τι σού καπν{σει ζήτα μέ πολύν παρά στ6 χέρι.
Τ6 πουγγ{ σάν εΙν' γεμάτο κλε{νει μέσα τ6ν μεγάλο Δ{α.
Ή γριά εβαλε κάτω άπ' τά χέρια μου μιά κοόπα κρασΙ,
μού είπε νά άνοίξω τά δάχτυλα καΙ γιά νά τά έξαγνΙσει, τά ε τριψε μέ πράσο καΙ μέ μαϊντανό. 'Ύστερα, μουρμουρΙζοντας συνεχώς διάφορα ξόρκια, ερριξε φουντοόκια στό κρασΙ ποι> αλ λα βουλιάζανε καΙ αλλα έπιπλέανε κι έκεΙνη, άνάλογα μέ τά σημάδια τους, βάλθηκε νά μού προλέει τό μέλλον μου. 'Εγώ ώ στόσο, τό ηξερα πολι) καλά πώς ηταν φυσικό νά μεΙνουνε στήν
έπιφάνεια τά κοόφια καΙ τά γεμάτα νά κατέβουν ε στόν πάτο. Ξεκοιλιάζοντας λοιπόν τή χήνα, εβγαλε άπό μέσα ενα τε ράστιο σηκώτι καί έξετάζοντάς το, μάντεψε τήν τόχη μου. Τέ λος, γιά νά μή μεΙνει κανένα ϊχνος άπό τό εγκλημά μου, λιάνι σε τή χήνα, πέρασε τά κομμάτια σέ μιά σοόβλα καΙ έτοΙμασε ενα περίφημο γεύμα, γιά κείνον ποι> μόλις πρΙν άπό λΙγο, είχε καταδικάσει ή ί'δια σέ θάνατο.
Στό μεταξό, πΙναν οί δυό τους ακρατο κρασΙ, γιομΙζοντας καί ξαναγιομΙζοντας τΙς κούπες.
138.-
Ή Οίνοθέα, βγάζει εναν δερμάτινο φαλλό, τόν άλεΙ
βει μέ λάδι, ψιλαλεσμένο πιπέρι καΙ τσουκνιδόσπορο, μοί) λέει
νά γονατίσω, νά σκόψω καΙ τόν σπρώχνει λΙγο-λΙγο καΙ μέ προσοχή, στήν πΙσω μου τΡόπα. 'Ύστερα, ή σκληρόκαρδη γριά, μού τρίβει μέ τό ί'διο έκείνο
πιπεράτο λάδι καί τά δυδ μου κωλομέρια.
,Ανακατεόει
χυμό κάρδαμου καΙ αμωμου καΙ βουτάει στό
ζουμί τά χλαμπατσΙμπαλά μου. 'Ύστερα, παΙρνει ενα δεμάτι πράσινες τσουκνΙδες κι άρχΙζει νά μέ χτυπάει μέ δαύτο άνάλα φρα στά σκέλια καΙ μέχρι τόν άφαλό. Οί δυό γριές, παρ' δλο ποι> τρικλΙζανε, μεθυσμένες δπως
209
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
ήταν άπό τό κρασί καί τή λαγνεία, μέ κuνηγήσανε τρέχοντας στοός δρόμοuς καί φωνάζοντας. «Πιάστε τον, κλέφτης!» '
Τά κατάφερα καί ξέφuγα, καταμάτωσα ώστόσο τά πόδια μοu στά χαλίκια τής κατηφοριάς. «Ή Χρόσις, ποό δέν ήθελε νά σέ δεΙ στά μάτια της, λέει
πώς τώρα ποό αλλαξε ή τόχη crou, είναι ετοιμη νά σέ άκολοuθή σει, εστω καί μέ κίνδuνο νά τής κόψοuν τό κεφάλι». «Μήτε ή Άριάδνη, μήτε ή Λήδα θά μποροόσανε ποτέ νά παραβγούνε σέ όμορφιά μαζί της .• Ακόμα καί ή Έλένη καΙ ή . Αφροδίτη, τί καΛUτερo είχαν; Ό Πάρις, οταν οί Ιρωτεuμένες
θεές τόν πήρανε γιά κριτή, άκόμα κι ό ίσιος ό Πάρις, αν είχε δεΙ τήν ωρα ποό εκρινε, νά παροuσιάζεται ξάφνοu μπροστά τοu, ή ώραία μοu, θά μαγεuότανε άπ' τό βλέμμα τών ματιών της καΙ θά ξεχνούσε τήν Έλένη καί τΙς θεές. "Αχ, αν στέργανε μονάχα οί θεοί νά τής κλέψω ενα φιλί, νά άσπαστώ τό στήθος της ποό
είναι άντάξιο τών ούρανών, ίσως νά ξανάβρισκε τότε τό κορμί μοu τήν άλκή τοu καί θά 'βλεπα νά ξuπνάει τό μέλος ποό μένει άκόμα ναρκωμένο, Ιξαιτίας σΙγοuρα μιάς κακιάς βασκανίας. Καμμιά ταπείνωση δέ μέ τρομάζει. ΤΙ κι αν μέ σπάσανε στό ξό λο; Τό 'χω κιόλας ξεχάσει. Τ( κι αν μέ διώξανε μέ τΙς κλω
τσιές; Αύτά είναι ψιλοπράματα. "Ας ήταν μόνο δuνατόν νά μέ σχωρέσει! » .
139.-
Τράνταζα καί ξανατράνταζα τό κρεβάτι μοu, άγκα-
λιάζοντας τό στρώμα λές κι άγκάλιαζα τό κορμί της. Δέν εlμαι ό μ6νος πού θεο{ κα{ Τύχη καταδιώκουν. Στά παλιά τά χρ6νια τής Tlρυνθας ό μέγας ηρως άπ' τήν όργή διωγμένος τής ~ργε{ας στήν πλάτη του άναγκάστηκε κα{ σήκωσε τό άσήκωτο τού κόσμου βάρος.
•
J(ατατρεγμούς τής '1{ρας
δοκ{μασε ό Πελlας στ6 πετσ{ του Ό Λαομέδων πήρα τ' άρματα χωρ{ς νά θέλει
•
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
210
ό Τήλεφος, κυνηγημένος dπ' τ6ν ftχιλλέα
μέσα στ' dμπέλι πέφτει
.
γιατ{ τρικλοποδιά τού βάζει ό Δι6νυσος μπαμπέσης. ftπ6 τ6ν τρ6μο χλώμιασε ό Δυσσέας στού Ποσειδώνα ώς μπήκε τ6 ρηγάτο Κι tμένα τώρα στ{ς στεριές μέ κατατρέχει κα{ στ6 βασtλειo τού Νηρέα ή μάνητα τού Πρ{απου,
πού dπ' τ6ν Έλλήσπovτo κρατά ή γενιά του. (99)
'Ύστερα ρώτησα τόν καλό μου ΓεΙτονα, αν ήρθε κανεΙς καΙ μέ ζήτησε. «Σήμερα δέν ήρθε κανένας», μοΟ άπάντησε. «Χτές δμως,
μιά γυναΙκα άρκετά δμορφη μπήκε στό σπΙτι μας καΙ κουβέν τιασε μαζΙ μου πολλή ώρα, βάζοντάς μου ενα σωρό έρωτήσεις.
Φεύγοντας, μοΟ είπε πώς επεσες σέ σοβαρό παράπτωμα καΙ θά uποστεLς τήν τιμωρΙα τών δούλων, αν τό πρόσωπο πού επαθε τή ζημιά, δέν άποσύρει τήν μήνυση». ΘρηνοΟσα άκόμα την κακή μου τύχη, δταν μπήκε ξαφνι
κά ή Χρύσις, μέ άγκάλιασε, μέ φCΛησε παθιασμένα καΙ μοΟ είπε:
«"Αχ, νά πού σέ κρατάω έπιτέλους, νά πού είσαι δπως εί χα έλπΙσει! Λαχτάρα μου έσύ καΙ μόνη χαρά μου. Ποτέ σου δέ θά δεLς τή φλόγα μου νά σβήνει, έκτός κι αν τή σβήσεις έσύ μές ,
στο
7
αιμα
μου».
'Ένας καινούριος ΙΙπηρέτης φτάνει τ6τε τρέχοντας, καΙ
μοΟ λέει πώς ό κύριος είναι εξω φρενών, έπειδή έπΙ δύο μέρες συνέχεια, άμελώ τά καθήκοντά μου. 'Έπρεπε λοιπόν νά βρώ
99) •ΑργεΙα, εΙναι ή 'Ήρα, ποό ίιπέβαλε στόν Ήρακλή τοός δώδεκα άθλο\)ς το\), μεταξό τών όποΙων ήταν καΙ ή υΠΟχΡέωση νά πάρει άπό τοός ώμο\)ς τού ~Aτλαντα τόν ουρανό καΙ νά τόν κρατήσει αυτός. 'Ο ΠελΙας σκότωσε τήν πεθερά το\) Σιδερώ, ποό εΙχε καταψόγει στόν ναό τής Ήρας' ή θεά τόν τιμώ ρησε σκληρά. 'Ο Ποσειδώνας τιμώρησε τόν 'Οδ\)σσέα, έπειδή τόψλωσε τόν
γιό το\), τόν Πολόψημο, 'Ο ΠρΙαπος εΤναι ό θεός τής γονιμότητας καΙ σόν τροψος τού Διόν\)σο\)' σόμβολό το\) εχει τόν ψαλλό .
•
211
ΣΑΠΡΙΚΟΝ
κάποια δικαιολογΙα, γιατΙ ήταν φανερό πώς δέ θά ξεθόμωνε, αν δέ μοίί τίς εβρεχε μέ τό ματσοόκι.
140.-
Μιά δέσποινα άπό τΙς πλέον σεβάσμιες ποό τή λέ
γανε Φιλομένη καΙ ποό τά 'χε καταφέρει νά κληρονομήσει στά νιάτα της κάμποσοuς παραλήδες, ποντάροντας στά θέλγητρά της, πρόσφερε τώρα ποό γέρασε καΙ μαράθηκε τόν γιό της καΙ τήν κόρη της σέ γεΡοντοπαλλήκαρα καΙ χάρη σ' αότή τη μετα βίβαση έξοuσιών, σuνέχιζε τήν κομπΙνα της. Ζήτησε λοιπόν νά δεί τόν Ευμολπο καί τοίί είπε πώς ήταν ετοιμη νά τοίί έμπιστεu τεί τά παιδιά της, γιατΙ ήξερε πώς ήταν σεμνός, μuαλωμένος
καί καλόκαρδος. Τοίί είπε πώς ήταν ό μόνος άνθρωπος σέ σλον τόν κόσμο, ποό μποροίίσε νά μορφώσει τοός νεαροός βλαστοός της καί νά τοός διδάξει τοός νόμοuς τής άμεμπτης ήθΙΚής. Γιά
νά μήν τά πολuλογώ, ή μόνη της έπιθuμΙα ήταν νά μεΙνοuν τά παιδιά της μαζΙ μέ τόν Ευμολπο, γιά νά μποροίίν ν' άκοίίνε κά
θε μέρα τά μαθήματά τοu. Διότι αότά τά μαθήματα, ήταν ή μόνη κληρονομιά ποό θά μποροίίσε νά τοός άφήσει. 'Άμ επος, άμ εργον άφησε τήν κόρη της στήν κρεβατοχ.άμαρα κι ή κόρη της ήταν μά τήν πΙστη μοΙ) μποuκιά καΙ σuχώΡΙΟ. 'Άφησε καΙ τόν εφηβο άδελφό της καΙ εφuγε, μέ τή δικαιολογΙα στι είχε κάνει ενα τάμα κι επρεπε νά πάει στόν ναό. Ό Ευμολπος, ποό ή άγνότητα τής Φuχής τοΙ) εφτασε σ τό σημείο νά μέ βλέπει σάν εναν Γανuμήδη, χωρΙς νά χάνει στιγμή, κάλεσε άμέσως την ώ ραία
κόρη, νά τής δώσει ενα μάθημα ίερής γuμναστικής.
'Όμως, είχε διαδώσει παντοίί πώς ήτανε άρθριτικός καΙ είχε πόνοuς στά νεφρά. Σuνεπώς, άν δέν επαιζε σωστά τόν ρόλο τοι) ως τό τέλος, ίιπήρχε κΙνδuνος νά γκρεμιστεί σλη ή τραγωδΙα μας. Γι' αυτό λοιπόν, είπε στή μικρή νά ερθει καΙ νά κάτσει κα
βάλα στήν καλοκάγαθη φόση τοu, ποό έπικαλέστηκε πρΙν άπό λίγο ή στοργική μητέρα κι υσΤεΡα διάταξε τόν Κόρακα νά χω θεί κάτω άπ' τό κρεβάτι σποΙ) ήταν ξαπλωμένος καΙ μέ τά χέ ρια άκοuμπισμένα στό σανιδένιο πάτωμα, νά τόν κοuνήσει puθμικά μέ τή μέση τοu. Ό Κόραξ uπάκοuσε καΙ άρχισε νά τοός τραμπαλΙζει μέ σοφά ίιπολογισμένα, άργά σπρωξΙματα πρός τά
212
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
πάνω καί νά άπαντάει μέ Ισόχρονες ταλαντεύσεις στά εμπειΡα κοuνήματα τής μικρής. 'Ωστόσο, ή άσκηση εψτασε σέ λΙγο στό τέλος της καί ό Εσμολπος ψώναξε στόν Κόρακα νά έπιταχύνει τόν Ρuθμό. 'Έτσι, λικνιζόμενος άνάμεσα στόν ίιπηρέτη τοΙ) καΙ τήν έ-ρωμένη τοΙ) ό γέρος εμοιαζε νά παΙζει κούνια. 'Ο Εσμολ πος, είπε πώς ή άσκηση επρεπε νά έπαναληψθεί καΙ τό πράγμα ξανάρχισε, ένώ έμείς κρατάγαμε τήν κοιλιά μας άπ' τά γέλια, ωσποΙ) τελικά, ξεκαρδΙστηκε κι έκείνος. 'ΌποΙ) έγώ, γιά νά μή
σκοuριάσω άπ' τήν άπραξΙα, διπλάρωσα τόν νεαρό άδελψό, πού παρακολοuθοϋσε καΙ θαύμαζε άπό μιά χαραμάδα τΙς άκρο βα σίες τής άδελψής τοu. Δέν εδειξε νά τοί) κακοψάνηκαν τά χάδια μοu, καλό παιδί ώς ήταν καΙ ξεσκολισμένο. 'Όμως, καΙ τούτη τή ψορά, άντιμετώπισα τήν ί'δια έχθρότητα τών θεών. «Εuτuχώς πού ίιπάρχοuνε μεγαλύτεροι θεοΙ κι αίιτοΙ μέ
γιάτρεψαν. ΝαΙ, ό ίσιος ό Έρμής, πού παΙρνει τΙς ψuχές καΙ τΙς ξαναψέρνει πΙσω, ό ψuχοπομπός, ό ίσιος λέω, μεγάλη ή χάρη τοu, μοϋ ξανάδωσε αίιτό πού μοί) είχε πάρει χέρι όργισμένο. Νά, δές καΙ μόνος
oou,
δέν εχω πιό πλούσια τά έλέη κι άπό τόν
ΠρωτεσΙλαο καΙ 8λοuς τούς άλλοuς ηρωες».(IΟΟ)
Καί πρΙν τόν λόγο μοΙ) άποσώσω, βγάζω άμέσως τόν χι τώνα μοΙ) καΙ έπιδεικνύομαι στόν Εσμολπο, έν 8λτJ μο\) τ'δ δό ξ7J. Στήν άρχή, πισωπάτησε, λές καΙ τόν επιασε ψρΙκη καΙ τρό μος. 'Ύστερα, γιά νά πειστεί καλύτερα, πλησΙασε καί χάιδεψε καί μέ τά δ\)ό τοΙ) χέρια, τό μέγα δC;ψο πού είχα δεχτεί άπό τούς θεούς.
«'Ο Σωκράτης, πού θεοΙ καΙ άνθρωποι τόν λογιάζανε γιά τόν σοψότερο τών θνητών, περηψανε\)ότανε σ\)χνά πώς δέν πά τησε ποτέ τό πόδι το\) σέ καπηλιό κι οστε άνακατε\)όταν μέ τόν Οχλο. 'Άρα, μόνο νά κερδίσεις εχεις, 8ταν άκοί)ς τή ψωνή τής
,
.
σuνεσης».
«'Όλα αίιτά είναι πολύ σωστά», είπα. «Μά τό πιό σωστό,
100)
Ό ΠρωτεσΙλαος ήταν ό πρώτος 'Έλληνας ήρωας που σκοτώθηκε
μπρός στά τειχιά τής ΤροΙας. σι θεοΙ τόν άναστήσανε γιά λΙγες ώρες, ώστε νά σuναντήσει τήν νεαρή ΤΟι) σόζuγο Λαοδάμεια.
ΣΑΤΥΡΙΚΟΝ
213
είναι πώς οί μεγάλες συμφορές παραμονεόουνε έκείνους ποό βάζουνε στό μάτι τά άγαθά τών αλλων». «Καί πώς θά ζούσαν οί άλήτες καί οί κλέφτες, αν δέ ρί
χΥανε μέσα στήν πολυκοσμία, σάν δόλωμα, πουπιά γεμάτα μέ καμπανιστή μονέδα; 'Όπως τά ζώα τά τραβάει ή τροφή, ετσι καί οί ανθρωποι δΙ·θά πιανόντουσαν στό άπίστρι, αν δέν έλπί ζανε πώς κάτι θά δαγκώσουν».
141.-
«Τό καράβι, ποό υποσχέθηκες πώς θά 'ρθει άπό τήν
'Αφρική, φέρνοντας τά δηνάριά σου, καί τοός δοόλους σου, δέν
εφτασε άκόμα. Αύτοί ποό κυνηγάνε διαθήκες, εχουν κιόλας ξε
παραδιαστεί καί πάψανε νά είναι άνοιχτοχέρηδες. 'Ή πέφτω πoΛU εξω, η ή Τόχη, ποό κάνει πάντα τού κεφαλιού της, αρχισε νά μετανιώνει καί δέν πρόκειται πιά νά μάς βοηθήσει». «'Άπαντες οί άναφεΡόμενοι ώς κληρονόμοι εΙς τήν διαθή κην μου, τή έξαιΡέσει τών άπελευθέρων μου, θά λάβουν τό άνα λογούν εΙς αύτοός κληροδότημα, υπό τόν αβατον δρον δτι θά τεμαχίσουν τό πτώμα μου καί θά τό φάγουν ένώπιον τής έκ κλησίας τού δήμου».
«Είναι γνωστόν δτι εΙς όρισμένας φυλάς, Ισχόει άκόμη ό νόμος ό όρΙζων οτι οί νεκροΙ όφεlλoυ\l νά καταβροχθίζονται υπό τών συπενών των. Οί άσθενείς άκοόουν συχΥάκις παράπονα καΙ έπιπλήξεις, διότι άργούν νά άποθάνουν καί ή σάρκα των χάνει τήν γεύσιν της. ΕΙδοποιώ διά τής παροόσης τοός φlλoυς μου, οτι άπαιτώ πιστήν έκτέλεσιν τής τελευταΙας μου θελή σεως. Συνεπώς ας κατασπαράξουν τό πτώμα μου, μέ τόν ί'διον ζήλον μέ τόν όποίον κατηράσθησαν τήν ψυχήν μου». Ή τεράστια φήμη τής περιουσίας τού Εσμολπου, τόφλωνε τά μάτια καί τό πνεύμα τών αμυαλων. Ό Γοργίας ήταν ετοιμος νά έκτελέσει τόν δρο τής διαθήκης.
«Λές πώς σού φέρνει άναγοόλα καί τό στομάχι σου δέν τόν δέχεται, έγώ ώστόσο δέν άνησυχώ καθόλου. Θά δείς πώς
θά σέ όπακοόσει εύπειθέστατα, αν τού υποσχεθείς άμέτρητες λι χουδιές σ' άντάλλαγμα τής λΙγης ώρας ποό θά νιώσει άηδία.
214
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
Κλείσε μονάχα τά μάτια aou καί ψαντάσοu πώς δέν είναι άν θρώπινη σάρκα αίιτό ποό καταπίνεις, μά ενα όλοστρόπuλο έ κατομμόριο σηστέρτιοι. Σκέψοu Ιπιπλέον πώς θά βροΟμε κά ποια σάλτσα
11
μπαχαρικά ποό θά άλλάξοuν τή γεόση τοΟ Ιδέ
σματος. Γιατί κανένα κρέας δέν είναι νόστιμο άπό μόνο τοu. Μόνο ή τέχνη τοΟ μάγερα άλλάζει τή ψόση τοu καί τό σuμψι λιώνει μέ τήν άντιπάθεια τοΟ στομαχιοΟ. Κι αν θέλεις παράδει
γμα πρός Ιπίρρωσιν τοΟ σχεδίοu
, Αννίβας
flou,
σοΟ λέω πώς οταν ό
πολιόρκησε τήν πόλη Σαγκοuντοuμ, οί κάτοικοι ψά
γανε άνθρώπινο κρέας, χωρίς κάν νά ΠεΡιμένοuνε πώς θά κλη ρονομήσοuν τίποτα. Οί Πετελιάνοι κάνανε τό ί'διο σέ μιά ωρα ε κτακτης άνάγκης. Καί νά σκεψτείς οτι προκρίνοντας αίιτή τή
δίαιτα, τό μόνο ποό θά είχαν νά ΚεΡδίσοuν ήταν πώς δέ θά πέ θαιναν τής πείνας. 'Όταν ό Σκιπίων κuρίεψε τήν Νοuμάντια, οί
ΡωμαίΟι εί'δανε μαννάδες ποό κρατάγανε στήν άγκαλιά τά βu ζανιάρικα μωρά τοuς μισοψαγωμένα.»(lOl)
1Ol)
Ή ίσπανική πόλη Σιχγχοόντουμ χυριεότηχε τό
219
π.Χ. άπό τόν
Άννίβα, μετά άπό όχτάμηνη πολιορχία. Ή Πετέλια, στή βόρειο 'Ιταλία, χυ ριεότηχε άπό τόν '1μιλχο, άξιωμιχτιχό του Άννίβα, υστερα άπό πολόμηνη π ο λιορχία. Ό Λ Ιβυος περιγράψει τή δόσχολη θέση δπου βρέθηχιχν οΙ χάτοι χ ο ι , δέν άναψέρει δμ.ως περιπτώσεις χαννιβαλισμ.ου. Ή Νουμ.άντια, μ.ιά Ι
σπανιχή πόλη χυριεότηχε τό
133
π . Χ. άπό τόν ΣχιπΙωνα τόν ΑΙμιλιανό.
'Αψηγήσεις σχετικές μέ χροόσμ.ατα άνθρωποψιχγΙας βρΙσχouμ.ε συχνά σέ άρ,
χιχια
χεψενιχ .
το
ΣΑτrΡ/ΚΟΝ
ΤΟΎ ΠΕΤΡΩΝΙΟΎ ΣΕ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΤΟΎ
ΑΡΗ
ΞΑΝΔΡΟΎ
ΑΛΕ
ΣΤΟΙ
ΧΕΙΟθΕΤΗθΗΚΕ ΣΤΗΝ ΛΗ
ΠΟΡΕΙΑ
57,
ΣΤΟΎΣ
ΤΑ
ΜΑ ΎΡΟΜΙΧΑ
ΦΙΛΜΣ
ErINAN
ΑΔΕΛΦΟΎΣ
ΠΙΝΑ ,
ΒΑΛΤΕΤΣΙΟΎ
45 ΠΠΩθΗΚΕ ΣΤΟΝ ArrEAO ΕΛΕΎθΕΡΟ ΝΙΡΒΑΝΑ 80 ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕ ΤΗθΗΚΕ ΣΤΟΎΣ θ. ΗΛΙΟΠΟΎ
ΛΟ ΚΑΙ Π. ΡΟΔΟΠΟΎΛΟ. ΤΗΝ ΔΙΟΡθΩΣΗ ΚΟΎΡΣΗ
ΕΚΑΝΕ
ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΦΎΛΛΟ
ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΣΕ
ΚΟΠΡΙΑΣ. •
Η ΜΑΡΙΑ
Ο
ΣΤΕΛΙΟΣ
ΚΎΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
ΣΕ ΔΎΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΝΤΙΠΠΑ
rIA
ΛοrΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟ
ΣΕΩΝ ΝΕΦΕΛΗ ΜΑ ΎΡΟΜΙΧΑ ΛΗ
9 ΑθΗΝΑ 10679 ΤΗΛ. 3607744 - 3639962
\,
•
-
"
•
•
•
•
, • •
•
•
,
•
,
•
•