Είχε υπάρξει αιχμάλωτος, αλλά οι ορμές του δεν αιχμαλωτίστηκαν ποτέ. Τώρα θα τις ελευθερώσει σε μια πανέμορφη άγνωστη που και η ίδια κοιτά να ικανοποιήσει τις κρυφές της επιθυμίες. Δεν έχει όνομα. Δεν έχει αγέλη. Οι άνθρωποι που τον φυλάκισαν για σαράντα χρόνια τους πήραν μακριά. Δεν ήξερε τίποτα πέρα από τη φυλακή μέχρι πριν από ένα χρόνο, όταν και είδε το φως της ελευθερίας. Τώρα ο Τάιγκερ ζει στην μεταμορφούπολη του Όστιν όπου προσπαθεί να ενταχθεί και να βρει ταυτότητα. Η Κάρλι Ράνταλ νομίζει πως η υπέροχη ζωή της είναι πλήρηςΜ έχρι που το αυτοκίνητό της παθαίνει βλάβη στο δρόμο, και ο μόνος που βρίσκεται να την βοηθήσει είναι ένας μεταμορφικός. Φτάνει μόνο μια ματιά του Τάιγκερ για να καταλάβει ότι η Κάρλι θα γίνει το ταίρι του. Οταν η Κάρλι εισχωρεί στον κόσμο των μεταμορφικών ρισκάρει ότι έχει για κάτι που αναζητά διακαώς: Παθιασμένη αγάπη. « Ο μεταμορφικός κόσμος της Ashley είναι έντονος, σέξι και μαγευτικός». - Yasmine Galenorn μπεστσελερίστας της New York Times « Καυτός αισθησιασμός σε συνδυασμό με έντονο σασπένς». - Booklist
ΠΛΑΣΜ ΑΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Jennifer Ashley Η Μ ΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΤΙΓΡΗΣ
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΤΙΓΡΗΣ Jennifer Ashley TIGER M AGIC ΕΚΔΟΤΗΣ SELENA A.E. ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΣΚΟΥΜ ΑΣ ΑΤΕΛΙΕ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜ ΕΣ - ΓΡΑΜ Μ ΑΤΕΙΑ Τηλ.: 211-103 4990 Fax: 211 1034 991 e-mail:
[email protected] Διεύθυνση: Δημοκρατίας & Κολοκοτρώνη 5 Νέο Ψυχικό, 15451 ΑΘΗΝΑ © 2014 SELENA Α.Ε. για την ελληνική γλώσσα Απαγορεύεται η αναπαραγωγή χωρίς άδεια
All rights reserved including the right of reproduction in whole or in part in any form. This edition published by arrangement with The Berkley Publishing Group, a member of Penguin Group (USA) LLC, A Penguin Random House Company. www.novelclub.gr ISBN 978-618-5133-26-9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 «Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι σήμερα. Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό σήμερα!» Η μηχανή του αυτοκινήτου όμως έσβησε.Έσκουξε στον άδειο αυτοκινητόδρομο, πήρε μπρος δυο φορές και στο τέλος σταμάτησε. «Γαμώτο!» Τα τεσσάρων ιντσών τακούνια της Κάρλι προσγειώθηκαν στο πεζοδρόμιο, ενώ ακολουθούσαν τα μαυρισμένα πόδια της και ένα λευκό στενό φόρεμα. Αγριοκοίταξε προς τη μεριά του αυτοκινήτου την ώρα που ο άνεμος του Τέξας παρέσυρε τα ανοιχτά καστανά μαλλιά της μακριά από την προσεκτικά πλεγμένη γαλλική πλεξούδα της.
Δε θα μπορούσε να μη φοράει λευκά. Η Κάρλι έβαλε τα χέρια της στους γοφούς της και κάρφωνε την Κορβέτ με το εξοργισμένο βλέμμα της. «Πάρε την Κορβέτ» της είχε πει ο αρραβωνιαστικός της, ο Ίθαν. «Είναι μια μεγάλη μέρα. Πρέπει να κάνεις εντυπωσιακή είσοδο». Βιαζόταν να φύγει από την πόλη για να πάει στην γκαλερί όπου εργαζόταν κι έτσι ο Ίθαν της παρέδωσε τα κλειδιά στο χέρι και την έσπρωξε προς την πόρτα. Η Κάρλι είχε συμφωνήσει. Στον καλλιτέχνη που προβαλλόταν στην γκαλερί άρεσαν τα κλασικά αυτοκίνητα και πραγματοποιούσε μια αποκλειστική έκθεση με την γκαλερί του αφεντικού της στη μικρή πόλη βορειοανατολικά τουΌστιν. Οι αγοραστές είχαν ήδη παραταχθεί. Η προμήθεια της Κάρλι μπορούσε να είναι τεράστια. Αν κατάφερνε να φτάσει ως εκεί. Η Κάρλι κλότσησε ένα από τα λάστιχα με οργή και αναπήδησε προς τα πίσω. Τα παπούτσια της ήταν μεγάλα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά πόνεσε. Τέλεια. ΟΊΟαν μπορούσε να είναι γενναιόδωρος, -και είχε τα λεφτά για να το κάνει-, αλλά ξεχνούσε ορισμένες μικρές λεπτομέρειες, όπως το να σιγουρεύεται ότι το αυτοκίνητο λειτουργεί. «Η υψηλότητά του μπορεί απλά να έρθει να με πάρει τότε». Η Κάρλι έκανε το γύρο και πήγε από την πλευρά του
συνοδηγού.Έγειρε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο αρπάζοντας το κινητό από την τσάντα της. Σήμερα.Έπρεπε σήμερα να συμβεί αυτό. Πεσμένη στο αυτοκίνητο, πατούσε τους αριθμούς με τον αντίχειρά της, αλλά το τηλέφωνο έκανε τον χαρακτηριστικό ήχο δηλώνοντας ότι είναι εκτός εμβέλειας. «Δεν γίνεται αυτό». Η Κάρλι βγήκε από το αυτοκίνητο και σήκωσε ψηλά το τηλέφωνο. «Εμπρός, βρες σήμα». Και τότε τον είδε. Ο άνδρας στεκόταν περίπου δέκα πόδια από το αυτοκίνητο, όχι στο δρόμο, αλλά στο ψηλό τεξανό χορτάρι παραδίπλα. Στο άνοιγμα βρίσκονταν διάσπαρτα μπλε, κίτρινα και λευκά λουλούδια και, καθώς ήταν καλοκαίρι, το χορτάρι είχε κι αυτό ένα ωραίο έντονο πράσινο χρώμα. Δεν έβλεπε κάθε μέρα μια κοπέλα έναν ψηλό άνδρα με φαρδιούς ώμους και με μαύρο και κόκκινο μπλουζάκι να στέκεται στην άκρη του δρόμου παρατηρώντας την. Παρατηρώντας την πραγματικά. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στην Κάρλι, όχι με τον τρόπο με τον οποίο κοιτάζει ένας μεθυσμένος από το αλκοόλ, αλλά όπως κανένας άνθρωπος δεν είχε κοίταξε πριν.
Δεν ήταν ατημέλητος σαν κάποιος τυχαίος περαστικός. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο, το σώμα και τα ρούχα του καθαρά, το τζιν του δεν ήταν λασπωμένο, παρότι έχει περπατήσει μέσα από το χωράφι. Και έπρεπε να το είχε διασχίσει το χωράφι, γιατί εκείνη σίγουρα δεν τον είχε δει στο δρόμο. Τα μαλλιά του... Η Κάρλι ανοιγόκλεισε τα μάτια καθώς ο δυνατός ήλιος χάιδεψε τα κομψά πορτοκαλί και μαύρα μαλλιά του. Δεν ήταν βαμμένα πορτοκαλί και μαύρα - η βαφή τείνει να δείχνει τα μαλλιά ματ και έντονα. Αυτά φαίνονταν εντελώς φυσικά, με το φως του ήλιου να αναδεικνύ-ει κάποια ίχνη κόκκινου πορτοκαλί και μπλε μαύρου. Ηξερε ότι θα έπρεπε να φοβάται.Ένας παράξενος τύπος με τιγρέ ριγέ μαλλιά είχε σκάσει από το πουθενά, κοιτάζοντάς τη με έναν τρόπο που θα έπρεπε να την είχε τρομοκρατήσει. Αλλά δεν το έκανε. Δεν θα πρέπει να ήταν εκεί όταν η Κάρλι είχε σταματήσει το αυτοκίνητο και είχε βγει έξω. Θα πρέπει να είχε φτάσει όταν εκείνη είχε σκύψει για να πάρει το τηλέφωνο, πράγμα που σήμαινε ότι είχε δει κάθε κομμάτι της πίσω όψης της που αγκάλιαζε το εφαρμοστό λευκό φόρεμα της. Αυτό το τμήμα του δρόμου ήταν έρημο. Οι δρόμοι στοΌστιν ήταν πάντα γεμάτοι, αλλά από τη στιγμή που έβγαινες έξω από την πόλη συναντούσες μεγάλα τμήματα του αυτοκινητοδρόμου χωρίς
κίνηση σαν κι αυτό που Κάρλι οδηγούσε καθημερινά για να φτάσει στην γκαλερί. Δεν υπήρχε κανείς εδώ, κανείς να επιταχύνει κατά μήκος του ευθύ δρόμου για να τη σώσει. Κανείς εκτός από τον εαυτό της -στο τσαλακωμένο πλέον λευκό φόρεμα- και τον ψηλό άνδρα που την κοιτούσε επίμονα απ ‘το χορτάρι. «Ξέρεις πώς να φτιάχνεις αυτοκίνητο;» του φώναξε η Κάρλι. Δεν είχε όνομα. Δεν ανήκε σε καμιά φυλή. Είχε ένα ταίρι και ένα μικρό, αλλά θα πρέπει να είχαν πεθάνει και οι άνθρωποι που τον κρατούσαν αιχμάλωτο εδώ και σαράντα χρόνια τούς είχαν πάρει μακριά. Δεν τον είχαν αφήσει να πει αντίο, δεν τον είχαν αφήσει να θρηνήσει. Τώρα ζούσε ανάμεσα σε άλλους αλλόμορφους, σε αυτόν τον υγρό ζεστό τόπο με τους πολύχρωμους λόφους. Αισθανόταν εντελώς καλά μόνο όταν έτρεχε σε μορφή τίγρης, μακριά στην άγρια φύση όπου κανείς δεν μπορούσε να τον δει. Συνήθιζε να τρέχει τη νύχτα, αλλά σήμερα δεν ήταν σε θέση να παραμείνει εντός των ορίων του σπιτιού, της πόλης των αλλόμορφων.Έτσι, είχε φύγει. Είχε αφήσει τα ρούχα του κρυμμένα πίσω από ένα μικρό ύψωμα στο πλάι του δρόμου. Ο Κόνορ έπρεπε να έρθει να τον πάρει, αλλά δεν ήταν ακόμα ώρα. Ο Κόνορ συχνά ερχόταν με καθυστέρηση. Τον Τίγρη δεν τον πείραζε. Του άρεσε να βρίσκεται εδώ έξω.
Ντύθηκε και περπάτησε γύρω από το ύψωμα μέχρι το δρόμο. Είδε λεπτούς γοφούς να βγαίνουν από ένα φωτεινό κόκκινο αυτοκίνητο.Ήταν καλυμμένοι με ένα λεπτό λευκό ύφασμα που αποκάλυπτε αχνά τα ροζ εσώρουχα που κρύβονταν από κάτω. Κάτω από τους ωραίους γλουτούς ήταν τα όχι πάρα πολύ μακριά αλλά καλοσχηματισμένα, μαυρισμένα από τον ήλιο του Τέξας πόδια της. Τα παπούτσια που άστραφταν περίπου μισό μίλι μακριά τα έκαναν να φαίνονται ακόμα πιο καλοσχπματισμένα. Η γυναίκα είχε χρυσαφένια μαλλιά. Κρατούσε ένα κινητό τηλέφωνο στο ένα της χέρι ενώ περίμενε τον άνδρα -έχοντας ακουμπισμένο το άλλο της χέρι στο καλλίγραμμο ισχίο της- να απαντήσει στην ερώτησή της. Ο Τίγρης ανέβηκε από την πλαγιά στο δρόμο. Εκείνη τον παρακολουθούσε να έρχεται, χωρίς φόβο, με τα γυαλιά ηλίου της να έχουν εστιάσει πάνω του. Ο Τίγρης ήθελε να δει τα μάτια της. Εάν επρόκειτο να γίνει το ταίρι του, ήθελε να δει τα πάντα γι’ αυτή. Και αυτή η γυναίκα θα ήταν το ταίρι του. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Το έδειχνε το άρωμα που χτύπαγε τα ρουθούνια του, ο τρόπος με τον οποίο ο χτύπος της καρδιάς του επιβράδυνε και μετατρεπόταν σε ισχυρούς χτύπους, ο τρόπος με τον οποίο το
σώμα του γέμιζε με θερμότητα. Ο Κόνορ είχε προσπαθήσει να εξηγήσει ότι δεν ήταν αυτός ο τρόπος ζευγαρώματος για τους αλλόμορφους.Ένας αρσενικός αλλόμορφος έπρεπε να συναντήσει ένα θηλυκό λίγο πριν ο ίδιος επιλέξει, και στη συνέχεια έπρεπε να της κάνει πρόταση ζευγαρώματος. Ο δεσμός ζευγαρώματος μπορούσε να τον κάνει να υψώσει το κεφάλι του οποιαδήποτε στιγμή, πριν ή μετά από αυτό, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα με την πρώτη ματιά. Ο Τίγρης είχε ακούσει για αυτή τη σοφία χωρίς να πει κάτι, αλλά ήξερε καλύτερα. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος αλλόμορφος. Και αυτό το θηλυκό, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο καμπυλωτό ισχίο της, δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. «Μ πορείς να σηκώσεις το καπό;» ρώτησε ο Τίγρης. «Δεν ξέρω» είπε αποκαρδιωμένα. «Αυτό το αυτοκίνητο είναι διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο έχω οδηγήσει. Περίμενε, άσε με να ελέγξω». Η φωνή της είχε μια γλυκιά προφορά απ’ το Τέξας, όχι πολύ βαριά. Ένα απαλό άγγιγμα, αρκετό να κάνει τη θερμότητα να συρθεί στις φλέβες του Τίγρη και να πάει κατευθείαν στο μόριό του. Η γυναίκα βρήκε ένα μάνταλο και άνοιξε το καπό, ξεσκόνισε τα χέρια της και κοίταξε το εσωτερικό της μηχανής χωρίς να καταλαβαίνει κάτι.
«Κλασικό αυτοκίνητο και αηδίες». Το αγριοκοίταξε. «Κλασικό σημαίνει απλά παλιό». Ο Τίγρης κοίταξε μέσα. Η συναρμολόγηση ήταν πολύ διαφορετική από το φορτηγάκι που ο ίδιος και ο Κόνορ μαστόρευαν όλη την άνοιξη, αλλά ο Κόνορ είχε μάθει στον Τίγρη πολλά σχετικά με τα αυτοκίνητα. «Εχεις γαλλικό κλειδί;» Όταν γύρισε να κοιτάξει τη γυναίκα, την είδε να τον κοιτάζει πίσω από τα γυαλιά ήλιου της. «Τα μάτια σου» είπε. «Είναι...» «Κίτρινα». Ο Τίγρης στράφηκε μακριά πριν αφήσει την μυρωδιά της να τον κάνει να την πιέσει στο πλάι του αυτοκινήτου και να την κρατήσει στην αγκαλιά του. Δεν ήταν ένα θηλυκό το οποίο κάποιος είχε πέταξε στο κλουβί του για να του προκαλέσει παροξυσμό ζευγαρώματος.Ήταν το ταίρι του και δεν ήθελε να της κάνει κακό. Ήθελε να το πάει αργά, να την κορτάρει λίγο.Ίσως με κάτι που να αφορούσε το φαγητό. Στους αρσενικούς αλλόμορφους εδώ γύρω άρεσε να μαγειρεύουν στα ταίρια τους και στον Τίγρη άρεσαν όλα αυτά τα τελετουργικά. Άνοιξε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου και βρήκε μια εργαλειοθήκη, η οποία είχε ένα σετ από κατσαβίδια. Ο Τίγρης πήρε ένα από αυτά και έφτασε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, αποζητώντας την ηρεμία μέσα του που θα τον οδηγούσε στο να
βρει ποιο ήταν το πρόβλημα. Φαινόταν να καταλαβαίνει τι πήγαινε στραβά με τις μηχανές και πώς να τις κάνει να επαναλειτουργήσουν. Ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς το έκανε αυτό - το μόνο που ήξερε είναι πως τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά δεν τον παρακολουθούσαν ούτε τον φοβόντουσαν και πως μπορούσε να καταλάβει τι πήγαινε στραβά όταν οι άλλοι δεν ήταν σε θέση να το κάνουν. Καθώς δούλευε, το άνοιγμα από το μπλουζάκι του γλίστρησε προς τα κάτω, αποκαλύπτοντας το ασημένιο και μαύρο κολάρο που τύλιγε το λαιμό του. Η γυναίκα έσκυψε προς το μέρος του, με το πάνω του φορέματος της να είναι επικίνδυνα ανοιχτό και τη θερμότητά της να αγγίζει το μάγουλό του. «Θεέ μου» είπε. «Είσαι αλλόμορφος». «Ναι». Σήκωσε τα γυαλιά ήλιου της και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά πράσινα, με λίγο γκρι. Τον κοίταξε με ειλικρινή περιέργεια και χωρίς φόβο. Και βέβαια δεν τον φοβόταν. Θα γινόταν το ταίρι του. Ο Τίγρης την κοίταξε κατάματα χωρίς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Τα δικά της ανίχνευαν το παραμικρό, σαν να είχε καταλάβει ότι κάτι είχε συμβεί μεταξύ τους, δίχως όμως να ξέρει ακριβώς τι.
Έβαλε και πάλι τα γυαλιά ήλιου της και ανασηκώθηκε. «Δεν έχω ξανα-δεί ποτέ αλλόμορφο. Δεν ήξερα ότι σας επιτρέπουν την έξοδο από την Πόλη των Αλλόμορφων». Ο Τίγρης σήκωσε με το ένα χέρι το κλειδί και έβαλε το άλλο στην αλυσίδα του ιμάντα που είχε βγει από το γρανάζι. «Μ ας την επιτρέπουν». Η επισκευή χρειαζόταν λεπτότητα όσο και δύναμη, αλλά ο Τίγρης τελείωσε γρήγορα αφήνοντας τα δάχτυλά του να κάνουν αυτό που ξέρουν. Έκανε πίσω και έκλεισε την εργαλειοθήκη. «Βάλε μπρος». Η γυναίκα έσπευσε ανυπόμονα στο αυτοκίνητο, γλίστρησε μέσα και έβαλε μπροστά. Βγήκε και πάλι, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη, ενώ ο Τίγρης κοίταζε μερικά ακόμη πράγματα. «Ο ιμάντας θα κρατήσει για την ώρα, αλλά ολόκληρη η επιφάνεια έχει φθαρεί και μπορεί να σπάσει. Πήγαινε το αυτοκίνητο στο σπίτι και μην το χρησιμοποιήσεις ξανά μέχρι να λυθεί το πρόβλημα». «Τέλεια. Ο Άρμαντ θα με σκοτώσει». Ο Τίγρης δεν ήξερε ποιος ήταν ο Αρμαντ και δεν τον ένοιαζε πολύ. Κουβάλησε την εργαλειοθήκη στο πίσω μέρος και έκλεισε το μικρό πορ-τμπαγκάζ, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε για να κλείσει το καπό. Την έπιασε να του χαμογελά από την άλλη πλευρά του καπό, καθώς το κατέβαζε. «Είσαι καταπληκτικός, το ξέρεις;» τον
ρώτησε. «Τι έκανες λοιπόν έξω σε αυτό το χωράφι;Έτρεχες ως... Ασε με να μαντέψω. Τίγρης;» Αφησε τα χείλη του να συσπαστούν. «Τι με πρόδωσε;» «Πολύ αστείο. Δεν έχω συναντήσει ποτέ κάποιον άνθρωπο με ριγέ μαλλιά και κίτρινα μάτια. Θεώρησέ το ως στοιχείο που με έκανε να υποψιαστώ. Τέλος πάντων, μου έσωσες τη ζωή. Είμαι η Κάρλι, παρεμπι-πτόντως».Έτεινε το χέρι της και στη συνέχεια το τράβηξε μακριά από το λιπαρό δικό του. «Περίμενε. Νομίζω ότι υπάρχουν μερικά μαντιλάκια εδώ». Η Κάρλι έσκυψε ξανά από το παράθυρο του συνοδηγού. Ο Τίγρης στεκόταν ακίνητος και απολάμβανε να τη βλέπει. Όταν σηκώθηκε, ήξερε ότι την παρατηρούσε. «Σ’ αρέσει αυτό που βλέπεις;» ρώτησε με ψωνή γεμάτη πρόκληση. Ο Τίγρης δεν βρήκε λόγο να πει ψέματα. «Ναι» αποκρίθηκε. «Τι γλυκός». Η Κάρλι έβγαλε δυο υγρά μαντιλάκια γι’ αυτόν. Ο Τίγρης τα πήρε και σκούπισε τα χέρια του. Τουλάχιστον ήταν εξοικειωμένος με τα υγρά μαντιλάκια. Όποτε ασχολιόταν με το φορτηγό, η θεία του Κόνορ τον έβαζε πάντα να καθαρίζεται πριν τον αφήσει να μπει μέσα στο σπίτι. «Θες να σε πετάξω μέχρι τοΌστιν;» ρώτησε η Κάρλι. «Απέχει ακόμα τριάντα μίλια από εδώ ως την γκαλερί, οπότε καλύτερα να πάω το αυτοκίνητο πίσω στο Ίθαν και να μην το ρισκάρω. ΟΤΘαν
το λατρεύει αυτό το αυτοκίνητο. Όπως είπα, ο Αρμαντ θα με σκοτώσει, αλλά έχω αργήσει τόσο πολύ που δεν έχει πια σημασία». «Ναι». Η Κάρλι του χαμογέλασε πλατιά. «Ναι, όντως θες να σε πάω;Ή μήπως είσαι απλά ευγενικός, ενώ εγώ φλυαρώ;» «Θέλω να με πας». Θα μπορούσε να καλέσει τον Κόνορ με το κινητό τηλέφωνο που τον ανάγκαζαν να έχει μαζί του όταν επέστρεφε στην πόλη. Δεν θα μπορούσε να χάσει όμως την ευκαιρία να γνωρίσει το ταίρι του. «Ολιγόλογος άνδρας. Μ ’ αρέσει. ΟΊΘαν, ο αρραβωνιαστικός μου, μπορεί να μιλάει ακατάπαυστα για την οικογένειά του, την επιχείρησή του, τη μέρα του, τη ζωή του.. . Ίθαν. Το αγαπημένο του θέμα, ο εαυτός του». Ο Τίγρης σταμάτησε. «Αρραβωνιαστικός». «Οι αλλόμορφοι έχουν αρραβωνιαστικούς; Είναι αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν τον άνδρα ή τη γυναίκα που πρόκειται να παντρευτούν». Ο Τίγρης στούπωσε τα βρόμικα πλέον μαντιλάκια στα μεγάλα του χέρια. «Δεν ήξερα ότι ήσουν αρραβωνιασμένη». Η Κάρλι άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου που βρισκόταν εν
κινήσει κάνοντας σαν να μην τον είχε ακούσει. «Μ πες μέσα. Το σπίτι του Ίθαν είναι στις όχθες του ποταμού -είναι μακριά από την Πόλη των Αλλόμορ-φων, αλλά μπορώ να σου βρω ένα ταξί ή ένας από τους πολλούς λακέδες του Ίθαν μπορεί να σε γυρίσει σπίτι». «Γιατί τον παντρεύεσαι;» Η Κάρλι ανασήκωσε τους ώμους. «Ενα κορίτσι πρέπει να παντρευτεί κάποιον, κυρίως για να σταματήσει να το αναφέρει κάθε πέντε λεπτά η μεγαλύτερη αδελφή της. Ο Ίθαν είναι κελεπούρι. Εξάλλου, είμαι ερωτευμένη μαζί του». Όχι, δεν ήταν. Η μικρή κίνηση στο λαιμό της, η νευρικότητα καθώς απάντησε την διέψευσαν. Δεν τον αγαπούσε. Ο Τίγρης αισθάνθηκε σχεδόν σαν θριαμβευτής. Μ πήκε στο αυτοκίνητο καθώς η Κάρλι γλιστρούσε στο κάθισμα του οδηγού ίντσες μακριά από αυτόν. Τα δάχτυλά της ακούμπησαν πάνω στο τιμόνι καθώς έκανε αναστροφή στον ακόμη άδειο δρόμο. Κατευθυ-νόταν, κάπως αργά, πίσω προς το'Οστιν. Η Κάρλι προσπαθούσε να του μιλήσει. Της άρεσε να φλυαρεί. Ο Τίγρης ήταν άνετος. Καθόταν πίσω και την άκουγε, μύριζε το άρωμά της, την παρατηρούσε. Καθώς πλησίαζαν προς την πόλη, άρχισε να εμφανίζεται κίνηση στο δρόμο. Η Κάρλι πήρε το κινητό της και κάλεσε τον Αρμαντ. Του εξήγησε ότι θα αργούσε. Απομάκρυνε το τηλέφωνο από το
αυτί της την ώρα που η ανδρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής φώναζε δυνατά σε μια άγνωστη προφορά. Η Κάρλι γούρλωσε τα μάτια της στον Τίγρη και χαμογέλασε ξέγνοιαστα. «Γαβγίζει χειρότερα απ’ ό,τι δαγκώνει» είπε σβήνοντας το τηλέφωνο. «Ξέρω ορισμένους λύκους σαν κι αυτόν». Η Κάρλι γέλασε ανοίγοντας το κόκκινο στόμα της. Ο Τίγρης έγειρε κοντά της, πράγμα καθόλου δύσκολο να κάνει κανείς σε αυτό το αυτοκί-νητο-φέρετρο, αφήνοντας τη μυρωδιά του πάνω της. Του έριξε μια αμήχανη ματιά, σαν να γνώριζε ότι κάτι είχε συμβεί και πάλι, χωρίς να είναι σίγουρη τι. «Είναι επικίνδυνο για μια γυναίκα να βάζει άγνωστους άνδρες στο αυτοκίνητό της. Αναρωτιέμαι γιατί δεν ανησυχώ με σένα». «Επειδή είσαι το ταίρι μου. Επειδή δεν θα σου έκανα ποτέ κακό». «Δεν μπορείς έτσι και αλλιώς, έτσι δεν είναι; Αυτός είναι ο λόγος που φοράτε το κολάρο. Σας κρατά εξημερωμένους. Οι αλλόμορφοι δεν μπορούν να είναι βίαιοι φορώντας το». Ο Τίγρης μπορούσε. Το κολάρο αυτό ήταν ψεύτικο. Δεν διέθετε την τεχνολογία ή τη μαγεία των Φάε για να στείλει ένα σοκ μέσω του συστήματος του σε περίπτωση που εκείνος άρχιζε να επιτίθεται.
Κάποτε είχαν προσπαθήσει να του βάλουν ένα πραγματικό κολάρο και ο Τίγρης είχε σχεδόν τρελαθεί. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να φοράει ένα ψεύτικο -όχι ότι οι άνθρωποι θα συνειδητοποιούσαν ότι ήταν τέτοιο- και να συνεχίσει με αυτό. Αυτό το κολάρο δε θα σταματούσε τον Τίγρη από το να κλεβόταν με την Κάρλι και να έφευγε μαζί της, αν το ήθελε. Θα μπορούσε να την απομονώσει, να ζευγαρώσει μαζί της και να απαλύνει τον πόθο του για εκείνη έως ότου και οι δυο κατέρρεαν από εξάντληση. Ή θα μπορούσε να είναι ευγενικός και της δώσει χρόνο να τον συνηθίσει. Η Κάρλι συζητούσε καθ’ όλη τη διαδρομή μέσα στην πόλη μέχρι που έφτασαν στο λόφο βόρεια του ποταμού.Έστριψε σε έναν τοξωτό ιδιωτικό δρόμο μπροστά σε ένα πελώριο σπίτι, το λευκό αρχοντικό με τα μαύρα παραθυρόφυλλα και το μαύρο διάκοσμο. Στάθμευσε το αυτοκίνητο και βγήκε μαζί με τον Τίγρη. Οι πύλες και στις δυο πλευρές του σπιτιού οδηγούσαν στην πίσω αυλή. Η Κάρλι άνοιξε τη μία κι έκανε νεύμα στον Τίγρη να την ακολουθήσει. Εκείνος πέρασε μπροστά της και συνέχισε πρώτος, με το ένστικτό του αλλόμορφου να τον ωθεί να βεβαιώνεται ότι ο δρόμος ήταν ασφαλής για εκείνη. Η πίσω αυλή έβλεπε στον ποταμό και στους απέναντι λόφους όπου παρόμοια σπίτια είχαν θέα σ’ αυτό. Μ ια σκάλα κατηφόριζε την πλαγιά του λόφου οδηγώντας σε μια ιδιωτική αποβάθρα όπου ήταν
αραγμένα δυο σκάφη το ένα κοντά στο άλλο. Μ ια σειρά από γυάλινα παράθυρα επένδυαν το πίσω μέρος του σπιτιού, αλλά η απόχρωσή τους και το έντονο φως του ήλιου απέτρεπαν τον Τίγρη από το να δει τι βρισκόταν στο εσωτερικό του.Ένας άνδρας με ψαλίδια κλαδέματος που βρισκόταν στη γωνία του σπιτιού σήκωσε το βλέμμα του από ένα θάμνο και κοίταξε ταραγμένος την Κάρλι καθώς εκείνη έπιανε τη λαβή μιας εκ των γυάλινων πορτών. «Κυρία Ράνταλ, δεν θέλετε να μπείτε εκεί μέσα». Η Κάρλι στράφηκε έκπληκτη προς αυτόν. Ο Τίγρης προσπάθησε να προσπεράσει την Κάρλι και να μπει πρώτος συο σπίτι, αλλά εκείνη ήταν πολύ γρήγορη. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα πριν ο Τίγρης μπορέσει να τη σταματήσει.Έπρεπε να συμβιβαστεί με την ιδέα του να βρίσκεται ένα βήμα πίσω της. Αυτό που ο Τίγρης μύριζε μέσα στο σπίτι δεν ήταν κίνδυνος.Ήταν ζευγάρωμα. Κατάλαβε το γιατί όταν μαζί με την Κάρλι προσπέρασαν έναν τοίχο πίσω από τον οποίο απλωνόταν μια τεράστια κουζίνα. Ντουλάπια από λεπτό χρυσό ξύλο διακοσμούσαν τους τοίχους, μαζί με μακριούς πάγκους από γυαλιστερό γρανίτη.Ήταν καθαρά εδώ, δεν υπήρχαν πιάτα στους πάγκους, κανείς δεν μαγείρευε κάτι που να μυρίζει όμορφα, καμία ομιλία και κανένα γέλιο δεν ακουγόταν καθώς προετοιμαζόταν κάποιο γεύμα.
Μ ια γυναίκα καθόταν πάνω στον πάγκο με ανοιχτή τη μπλούζα της, τη φούστα της σηκωμένη στους γοφούς της και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια φορεμένα στα πόδια της.Ένας άνδρας με το παντελόνι του κατεβα-σμένο μέχρι τους αστραγάλους έμπαινε σκληρά μέσα της, κρατώντας τα ντυμένα με μαύρες ζαρτιέρες πόδια της γύρω από τους μηρούς του. Και οι δυο μούγκριζαν και ήταν λαχανιασμένοι, δίχως να αντιλαμβάνονται την Κάρλι ή τον Τίγρη. Ο Τίγρης μπήκε μπροστά από την Κάρλι, προσπαθώντας να βάλει το τεράστιο σώμα του ανάμεσα σε εκείνη και τη σκηνή που αντίκριζαν. Η Κάρλι σταμάτησε και η τσάντα της έπεσε μέσα από τα νευρικά δάχτυλά της στο πάτωμα. « Ίθαν». Καταλάβαινε κανείς μέσα από τον τόνο της φωνής της ότι ήταν σοκαρισμένη. Ο άνδρας αναπήδησε, μένοντας με το στόμα ανοιχτό, σκόνταψε πάνω στο παντελόνι του και αναγκάστηκε να πιαστεί από τον πάγκο. «Κάρλι, τι στο διάολο κάνεις εδώ;» Το βλέμμα του στράφηκε στον Τίγρη, του οποίου τα μεγάλα, κοφτερά νύχια Βεγγάλης άρχιζαν να εξέχουν. «Και ποιος στο διάολο είναι αυτός;»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η οδύνη της Κάρλι χτύπησε τον Τίγρη κατά αλλεπάλληλα κύματα.
Σοκ, θυμός και στη συνέχεια ένας πόνος τόσο σκληρός που πλήγωσε ακόμα και τον Τίγρη. Έκανε να τη φτάσει, αλλά η Κάρλι άρπαξε τη τσάντα της και έφυγε μακριά, τυφλωμένη. Βγήκε από το δωμάτιο και από το σπίτι επιστρέφο-ντας στη ζεστασιά του ήλιου. Τα παράθυρα επέτρεψαν στον Τίγρη να εντοπίσει την πορεία της, μέσα από την αυλή και γύρω από το μπροστινό μέρος του σπιτιού. Μ πήκε με φόρα στην Κορβέτ, έβαλε μπρος τον κινητήρα και κατευθύνθηκε από τον τοξωτό ιδιωτικό δρόμο προς την οδό που διέσχιζε το σπίτι. Είχε αφήσει μόνο του τον Τίγρη χωρίς να μπορέσει να την παρηγορήσει. Εκείνος στράφηκε προς την πηγή της οδύνης της Κάρλι, στον άνθρωπο που ονομαζόταν Ίθαν. Ο Ίθαν αγριοκοίταζε τον Τίγρη με θυμό στο βλέμμα του, ενώ γρυλισμοί ακούγονταν από το λαρύγγι του Τίγρη. Η νεαρή γυναίκα με την οποία μόλις είχε πάει ο Ίθαν -ήταν μια άγνωστη, δεν αποτελούσε μέρος της ιστορίας- κατέβηκε από τον πάγκο με τη φούστα της να έχει πιαστεί στις μαύρες ψηλές ζαρτιέρες της καθώς προσπαθούσε να φροντίσει την εμφάνισή της. Μ ία λάμψη κίτρινων σατέν εσωρούχων έσπασε τη μονοχρωμία του ντυσίματός της λίγο πριν η γκρι φούστα της τα καλύψει.
Κούμπωσε την μπλούζα της με τρεμάμενα χέρια. «Γαμώτο, Ίθαν, είχες πει ότι θα έλειπε όλη μέρα». Ο Ίθαν απομάκρυνε το βλέμμα του από τον Τίγρη, έκανε ένα βήμα προς την γυναίκα, σκόνταψε ξανά πάνω στο παντελόνι του και έσκυψε να το σηκώσει. «Λίζα, περίμενε...» «Είπες ότι το ήξερε. Είπες ότι δεν είχε πρόβλημα». Η γυναίκα άρπαξε τη τσάντα της και κατευθύνθηκε προς τη συρόμενη γυάλινη πόρτα. Ο Τίγρης παρέμενε μπροστά της, βρυχώμενος.' Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα αίσθημα πρωτόγονου φόβου. Δεν ήξερε τι ήταν ο Τίγρης, αλλά κάτι μέσα της αναγνώριζε ένα αρπακτικό όταν το έβλεπε. Στάθηκε μια στιγμή, αναποφάσιστη, και τελικά έφυγε τρέχοντος προς την άλλη πλευρά της κουζίνας κατευθυνόμενη προς το μπροστινό μέρος του σπιτιού. «Όχι!» φώναξε ο Ίθαν. «Περίμενε!» Έκλεισε μανιωδώς το φερμουάρ του και έβαλε τη ζώνη του καθώς στριφογυρνουσε προσπαθώντας να ακολουθήσει τη Λίζα, για να βρεθεί ωστόσο αντιμέτωπος με τον συμπαγή τοίχο που είχε μπει στο δρόμο του και άκουγε στον όνομα Τίγρης.
Ο Τίγρης μπορούσε να μυρίσει την οργή και το σοκ του Ίθαν, όχι όμως το φόβο και την ντροπή του. «Ποιος στο διάολο είσαι εσύ;» Ο Ίθαν γύρισε απότομα το κεφάλι του και κοίταξε τον Τίγρη με μια υπεροψία που θα έκανε ένα αρσενικό να τον χαστουκίσει απλά και μόνο για να του δώσει ένα μάθημα. Η μπροστινή πόρτα χτύπησε δυνατά, με τη νεαρή γυναίκα να τρέπεται σε φυγή. Ο Ίθαν έκανε ένα μορφασμό καθώς την άκουγε να βάζει μπρος το αυτοκίνητό της και στη συνέχεια στράφηκε με ακόμη περισσότερη οργή προς τον Τίγρη. «Η Κάρλι κοιμάται μαζί σου;» απαίτησε να μάθει. «Μ πορείς να πεις σε αυτή την πόρνη ότι μπορεί να μου επιστρέφει κάθε δεκάρα που της έχω δώσει». Ένα κύμα άγριου θυμού κατέλαβε τον Τίγρη. Το ότι ζούσε έξω από το κλουβί, αντιμετωπίζοντας νέες εμπειρίες και συναισθήματα, είχε μετριάσει ως ένα βαθμό τις εκρήξεις οργής του, αλλά αυτές δεν είχαν εξαφανιστεί. Τίποτα δεν μπορούσε να το κάνει. Αυτός ο άνδρας, αυτό το ψεύτικο ταίρι της Κάρλι, την είχε πληγώσει. Δεν το είχε κάνει μεθοδικά, αλλά με μια απρόσεκτη σκληρότητα. Τώρα είχε αντιστρέφει το γεγονός ότι η Κάρλι τον είχε πιάσει στα πράσα, ενώ εκείνος ήταν αυτός που την είχε προδώσει και είχε μετατρέψει την προδοσία του σε δικό της σφάλμα.
Οι αντιδράσεις του Τίγρη ήταν πιο πρωτόγονες. Είδε μια πηγή πόνου και την εξάλειψε. Οι γρυλισμοί του μεγάλωναν σε ένταση - ένας ήχος τόσο βαθύς που περισσότερο τον αισθανόσουν παρά τον άκουγες. Τα ντουλάπια με τη γυάλινη πρόσοψη τραντάζονταν, το ίδιο και τα πιάτα που ήταν τοποθετημένα μέσα σε αυτά. Τα παράθυρα της κουζίνας έπιασαν τις δονήσεις και βούιζαν σε απόκριση. Ένα γυάλινο ντουλάπι τραντάχτηκε και έσπασε. Ο Ίθαν το κοίταξε κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα του στον Τίγρη. «Θα πληρώσεις γι’ αυτό». «Κύριε Τέρνερ». Ο κηπουρός, ο οποίος είχε προσπαθήσει να αποτρέψει την Κάρλι από το να μπει στο σπίτι, στεκόταν τώρα στην ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. «Είναι ένας αλλόμορφος». «Είναι πράγματι;» ΟΊΘαν κοίταξε και πάλι προσεκτικά τον Τίγρη παρατηρώντας το κολάρο του. Άρχισε να γελάει. «Για δες. Η Κάρλι το κάνει με έναν αλλόμορφο; Δεν θα της μείνει τίποτα όταν τελειώσω μαζί της. Να μάθει να παίζει μαζί μου με αυτό τον τρόπο». Φονική οργή έρρεε στο αίμα του Τίγρη. ΟΊΘαν ήταν ένα μικρό κλαψιάρικο πλάσμα γεμάτο δόλο, το οποίο.είχε τολμήσει να απειλήσει το ταίρι του. Ο Τίγρης χτύπησε τις γροθιές του στον πάγκο της κουζίνας, μια
γυαλισμένη πλάκα από γρανίτη. Τον έσπασε σε δυο τεράστια χοντρά κομμάτια. «Για έλα εδώ εσύ..». Ο κηπουρός κρατούσε την τσουγκράνα του μπροστά του, ένα εργαλείο που ο Τίγρης μπορούσε να αρπάξει εύκολα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Φόβος εμφανίστηκε στα μάτια του Ίθαν, αλλά δεν ήταν ακόμη αρκετός. «Φύγε από εδώ, αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία». Ο Τίγρης ίσα που τον άκουσε. Επειδή ο άνδρας αυτός ήταν τόσο αδύναμος, η ανάγκη του Τίγρη να προστατεύσει την Κάρλι μπορούσε να ικανοποιηθεί με κάτι απλό, όπως με το να σπάσει το λαιμό του. Το να τον ξεσκίσει και να βάψει τους τοίχους με το αίμα του δεν ήταν αναγκαίο. Όχι αυτή τη φορά. Άπλωσε τα χέρια του για να αρπάξει το λαιμό του Ίθαν. Ένας αρρωοτημένος φόβος αναδύθηκε επιτέλους από τον Ίθαν. Ο Τίγρης μπορούσε να τον μυρίσει αυτόν το φόβο. ΟΊΘαν γύρισε και άρχισε να τρέχει. Το τρέξιμο ήταν κακή ιδέα. Ξύπνησε την ανάγκη του Τίγρη για κυνήγι, για να σκοτώσει, για να εντοπίσει με το ένστικτό του φαγητό μέσα στη ζούγκλα. ΟΊΘαν έτρεξε προς το σαλόνι. Ο χώρος ήταν γεμάτος με έπιπλα,
όλα λευκά. Ο Τίγρης παραμέρισε τα πράγματα για να ανοίξει δρόμο, με τις καρέκλες και τον καναπέ να συντρίβονται σε κομμάτια στο πάτωμα. Ο Ίθαν όρμησε μέσα σε ένα μικρότερο, πιο σκοτεινό δωμάτιο, με ένα γραφείο και έναν υπολογιστή. Δεν υπήρχε διαφυγή. Ο Τίγρης μπήκε γρήγορα μέσα σαν σιωπηλός θάνατος, ενώ πίσω του ο κηπουρός φώναζε: «Θα καλέσω τους μπάτσους! Θα καλέσω τους μπάτσους!» ΟΊΘαν άνοιξε βίαια ένα συρτάρι από το γραφείο και άρχισε να ψάχνει κάτι. Ο Τίγρης σήκωσε το γραφείο πετάγοντάς το παραπέρα. Το ξύλινο αντικείμενο συνετρίβη, σπάζοντας μαζί με αυτό τον τοίχο και τον υπολογιστή. Ο σκυμμένος Ίθαν σηκώθηκε τρομοκρατημένα κρατώντας κάτι μαύρο στα χέρια του. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Φωτιά έκαψε τα σωθικά του Τίγρη. Ανασηκώθηκε όμως κλοτσώντας στην άκρη τα ερείπια του γραφείου. Μ παμ, μπαμ, μπαμ. Τρεις ακόμη σφαίρες βρήκαν το σώμα του Τίγρη. Ο πόνος τελικά κατεύνασε την οργή του και κοίταξε κάτω για να δει το αίμα που έσταζε πάνω στο μπλουζάκι του. Δεν είχαν πυροβολήσει τον Τίγρη εδώ και πολύ καιρό. Οι άνθρωποι που είχαν προσπαθήσει να τον δαμάσουν στο υπόγειο είχαν αρχικά χρησιμοποιήσει ηρεμιστικά, ενώ έπρεπε να του
ρίξουν αρκετές φορές πριν εκείνος παραδοθεί στην επήρεια των φαρμάκων.Έπειτα αναρωτήθηκαν πόσες σφαίρες θα χρειάζονταν για να τον επιβραδύνουν. Και το δοκίμασαν. Κατάλαβαν ότι χρειάζονταν περισσότερες από τις τέσσερις μικρές σφαίρες που ο Ίθαν είχε μόλις βάλει στο σώμα του Τίγρη. Ο Τίγρης έκανε να πιάσει το πιστόλι. Πέντε, έξι, επτά. Οι σφαίρες χτυπούσαν τον Τίγρη μία προς μία, κλιμακώνοντας την ένταση του πόνου. Ο Τίγρης άρπαξε το όπλο από το χέρι του Ίθαν και το έσπασε στη μέση. Ο Ίθαν τώρα ούρλιαζε και ο τρόμος του αναμετριόταν με τον πόνο του Τίγρη. Ο Τίγρης τον άρπαξε από το λαιμό και τον σήκωσε ψηλά. Ο Ίθαν τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο τρόμο και στη συνέχεια λιποθύμησε. Τα μάτια του γύρισαν ανάποδα. Ο Τίγρης τον ταρακούνησε και είδε ότι το κεφάλι του Ίθαν κρεμόταν.Ήταν ακόμα ζεστός και ζωντανός, αλλά είχε χάσει τις αισθήσεις του. Απογοήτευση. Ο Τίγρης παράτησε το σώμα του Ίθαν πάνω στο διαλυμένο γραφείο και έκανε να φύγει. Το αίμα γλιστρούσε στο μπλουζάκι και στην πλάτη του, προς τη μέση του. Η Κιμ θα θύμωνε μαζί του που κατέστρεψε το μπλουζάκι. Πάντα τον μάλωνε όταν λέρωνε πολύ τα ρούχα του. Ο κηπουρός βγήκε από την πορεία του Τίγρη καθώς εκείνος έφευγε από το δωμάτιο. Κρατούσε ακόμη την τσουγκράνα, έτοιμος να χτυπήσει τον Τίγρη αν ερχόταν πολύ κοντά - εκείνος όμως τον
αγνόησε. Ο κηπουρός δεν είχε κάνει τίποτα στην Κάρλι. Ο Τίγρης πίεσε με το χέρι του την κοιλιά του καθώς διάβαινε την μπροστινή πόρτα που είχε αφήσει ανοιχτή η άλλη γυναίκα. Βγήκε έξω τρεκλίζοντας, με αδύναμα πόδια και με θολή όραση. Ακούσε, αμυδρά στην αρχή, τον ήχο των σειρήνων. Ο ήχος αυτός δυνάμωσε καθώς βγήκε έξω στο δρόμο. Είδε και μύρισε άλλους ανθρώπους που είχαν βγει στις μπροστινές αυλές τους για να τον δουν. Θυμήθηκε τα σκυλιά των λιβαδιών που είχε δει όταν περιπλανιόταν - κρυφοκοίταζαν πάνω από τις φωλιές τους για να δουν αν ο δρόμος ήταν ασφαλής. Η Πόλη των Αλλόμορφων βρισκόταν στα ανατολικά κι έτσι ο Τίγρης άλλαξε την πορεία του.Ένιωθε τη ζεστή άσφαλτο του δρόμου μέσα από τις σόλες των παπουτσιών του. Ο ήχος των σειρήνων δυνάμωνε. Ο Τίγρης θυμήθηκε πόσο είχε φοβηθεί όταν τις είχε ακούσει για πρώτη φορά στην πόλη αυτή, πώς ο Κόνορ του είχε εξηγήσει τι ήταν και τι σήμαιναν. Αστυνομία, πυροσβεστική, ασθενοφόρο.Έπρεπε να κάνει στην άκρη γιατί κάποιος έπρεπε να σωθεί. Ή να κυνηγηθεί. Το κυνήγι έπρεπε να είναι αθόρυβο. Οι θηρευτές έπρεπε να καταδιώκουν, να κινούνται αθόρυβα για να βρουν το θήραμά τους και να κάνουν την κίνησή τους πριν εκείνο τους αντιληφθεί. Πέντε περιπολικά ανέβαιναν το λόφο κατευθυνόμενα προς το
μέρος του, ακολουθούμενα από ένα μικρό κόκκινο φορτηγό με ορθάνοιχτα δυνατά φώτα. Απέτρεπαν τον Τίγρη από το να κατευθυνθεί ανατολικά, αλλά εκείνος μπορούσε να αναρριχηθεί σε τούίους και να κόψει δρόμο μέσα από αυλές αν ήταν αναγκασμένος να το κάνει. Μ πήκε σε ένα σπίτι μέσα από μια πύλη, προσπερνώντας δυο άνδρες που κρατούσαν εργαλεία κήπου. Πίσω από το σπίτι, κάτω από ένα λόφο, έλαμπε ο ποταμός.Ήταν ένας καλύτερος τρόπος να ξεφύγει από το να διασχίσει τους δρόμους. Θα μπορούσε να κολυμπήσει, να βγει κοντά στην Πόλη των Αλλόμορφων και να συνεχίσει το δρόμο του για το σπίτι από εκεί. Τα περιπολικά πέρασαν μέσα από τις πύλες κυνηγώντας τον. Ο Τίγρης έτρεξε γύρω από αυτό και κατευθύνθηκε στην πλαγιά. Η αναπνοή του ήταν τώρα βαριά. Το ποτάμι κυλούσε δροσερά στο τέλος του μονοπατιού στους πρόποδες του λόφου. Το νερό θα έκανε καλό στις πληγές του. Ο Τίγρης θα έμπαινε μέσα και στη συνέχεια θα επέπλεε μακριά, σκεπτόμενος την Κάρλι και το άρωμα της, τα κόκκινα χείλη της, το χαμόγελό της, αλλά και τα μάτια της που θα τον κοίταζαν πλέον χωρίς φόβο. Ένας δυνατός κρότος τον επανέφερε από τις ονειροπολήσεις του στην πραγματικότητα. Τον χτύπησε ένας πόνος στη βάση της σπονδυλικής του στήλης και τα γόνατά του λύγισαν.
Προσγειώθηκε μπρούμυτα πάνω στο χορτάρι, με τις λεπίδες του να του γαργολάνε τη μύτη. «Κάρλι» μουρμούρισε. «Κάρλι». Μ ια μπότα προσγειώθηκε στην πλάτη του.Ένας άνδρας τράβηξε ένα από τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και κρύες χειροπέδες ήρθαν σε επαφή με τον καρπό του. Δεσμώτης, αλυσοδεμένος, παγιδευμένος... Ο Τίγρης σηκώθηκε και το αλλόμορφο θηρίο βγήκε από μέσα του καθώς ορθωνόταν ολοένα και ψηλότερα. Τα ματωμένα ρούχα του έπεσαν και οι χειροπέδες έσπασαν και έπεσαν κι αυτές στο χορτάρι. Βρυχήθηκε σαν κανονικός τίγρης ανοίγοντας διάπλατα το γεμάτο με δόντια στόμα του. Το θηρίο ήταν τεράστιο και θανατηφόρο. Ένα φράγμα από όπλα ήταν στραμμένο προς αυτόν, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου τουφεκιού φορτωμένου με ηρεμιστικά. Ο Τίγρης πήγε να αρπάξει τον άνθρωπο με το ηρεμιστικό.Ήταν πολύ αργά. Το βέλος είχε μπει στο ήδη ταλαιπωρημένο σώμα του και η ουσία ταχείας δράσης τον έκανε να παραπατήσει. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ποτέ δεν ήταν. «Χρειάζονται δυο» είπε με μπουκωμένη φωνή και προσπαθώντας με το γρατσουνισμένο χέρι του να αγγίξει το τουφέκι. «Ισως και
τρία». Ο άνδρας είχε ήδη ξαναγεμίσει το όπλο του. Το δεύτερο βέλος βρήκε τον Τίγρη στο λαιμό, ακριβώς πάνω από το κολάρο του.Ένα τρίτο εισήλ-θε στο μηρό του - είχε πυροβολήσει ένας δεύτερος άνδρας. Το γαλήνιο ηρεμιστικό κυκλοφόρησε στο αίμα του. «Καλή βολή» είπε, ή νόμισε πως το είπε, και στη συνέχεια κατέρρευσε με δύναμη στο έδαφος. Ο Τίγρης ξύπνησε ανάσκελα με τους δυο καρπούς του να βρίσκονται ανάμεσα στο μισητό ατσάλι και με τα χέρια του δεμένα σε ράβδους και από τις δυο πλευρές. Βρυχήθηκε καθώς συνερχόταν, τραντάζοντας τις χειροπέδες και τις αλυσίδες οι οποίες δεν έσπαγαν. Είχαν χρησιμοποιήσει μέταλλο αρκετά παχύ ώστε να αντέχει στη δύναμη ενός αλλόμορφου. Άνοιξε τα μάτια του και βρήκε τον εαυτό του δεμένο σε ένα κρεβάτι που περιβαλλόταν από λευκές κουρτίνες, λευκούς τοίχους, μηχανήματα και σωλήνες, ενώ ακούγονταν σιγανοί ήχοι. Τον κατέλαβε πανικός. Ο χώρος, τα πειράματα, ο πόνος, ο φόβος... Βρυχήθηκε ξανά χτυπώντας μανιωδώς τις χειροπέδες. Θεωρούσε πως ήταν ασφαλής στο παράξενο μέρος που ονομάζεται Πόλη των Αλλόμορ-φων, αλλά τώρα τον είχαν στείλει πίσω, τον είχαν παγιδεύσει και πάλι. Όχι. Όχι. Όχι!
«Ηρέμησε, παλικάρι». Η φωνή διέκοψε τον πανικό του Τίγρη.Ήταν δυνατή.Ένα σκληρό χέρι πίεσε το στέρνο του και ο Τίγρης προσπάθησε να αντισταθεί τραντάζοντας τα δεσμά του.Έπρεηε να ξεφύγει.Έπρεπε να ξεφύγει. «Ηρέμησε, είπα». Ο Τίγρης κοίταξε το σκληρό πρόσωπο και τα έντονα γαλάζια μάτια του Λίαμ Μ όρισεϊ.Ήταν ο αρχηγός της Πόλης των Αλλόμορφων στοΌστιν. Ο Λίαμ ήταν αιλουροειδές, ένας αγριόγατος μικρότερος από τον Τίγρη, -το ίδιο και το ανθροιπινο σώμα του. Ο Τίγρης μπορούσε να τον νικήσει. Αλλά ο συνήθως χαλαρός και χωρίς βιασύνες Ιρλανδός είχε καρφώσει το βλέμμα του στον Τίγρη. Είχε τη σκληρή αποφασιστικότητα ενός άνδρα που κρατούσε ενωμένα τρία είδη αλλόμορφων και τα προστάτευε από τους πάντες. Η μυρωδιά και το βλέμμα του έκαναν τον Τίγρη να ξαπλώσει και πάλι στο κρεβάτι αφήνοντας πίσω λίγο από τον πανικό του. 'Οταν καθάρισε λίγο η όρασή του, είδε τρεις άνδρες με μαύρες στολές να στέκονται σαν κολόνες μπροστά στο κρεβάτι του. Τα πρόσωπά τους ήταν κενά. Κρατούσαν αυτόματα όπλα -δεν ήταν παρατεταμένα- αλλά ο Τίγρης ήξερε ότι ήταν πρόθυμοι να πυροβολήσουν για να τον σκοτώσουν όταν και εφόσον κάποιος έδινε την εντολή.
«Κάτσε κάτω, φίλε» είπε ο Λίαμ και η ιρλανδική χροιά του που μπλέχτηκε με τους ήχους του ατσαλιού. «Μ ε καταλαβαίνεις;» Ο Τίγρης άφησε την ανάσα του να συρθεί. Ο φόβος δεν τον είχε εγκα-ταλείψει, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να υπακούσει τον Λίαμ, σε διαφορετική περίπτωση οι άνδρες με τα μαύρα θα σήκωναν τα όπλα τους και θα γέμιζαν το σώμα του με σφαίρες, πάρα πολλές για να τις αντέξει μονομιάς. Ο Τίγρης κατάφερε να κάνει ένα νεύμα. Οι γροθιές του είχαν παραμεί-νει κουβαριασμένες, αλλά είχε σταματήσει να τραβάει τις αλυσίδες. Το χέρι του Λίαμ παρέμενε στο στέρνο του. «Παλικάρι, θα πρέπει να μείνεις ακίνητος για να επουλωθούν τα τραύματά σου. Μ είνε ξαπλωμένος κι όλα θα πάνε καλά». «Κάρλι...» ψιθύρισε ο Τίγρης. Ο Λίαμ έσκυψε στο κρεβάτι χωρίς να σηκώσει το χέρι του από τον Τίγρη. «Τι;» «Η Κάρλι. Πού είναι;» Ο Λίαμ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω ποια είναι αυτή, αλλά ψιθυρίζεις το όνομά της εδώ και ώρα. Είναι κάποια από το εργαστήριο;»
«Είναι το ταίρι μου». Ο Τίγρης ίσα που μπορούσε να μιλήσει, η φωνή του έβγαινε βραχνή και παράξενη, αλλά ένιωθε καλά που έλεγε αυτή τη λέξη. «Το ταίρι μου». Ο Λίαμ ανοιγόκλεισε αργά μια φορά τα μάτια του, αλλά δεν άφησε το σώμα του να κινηθεί. «Σταμάτα να μιλάς και ξεκουράσου τώρα». «Εχει πληγωθεί». Ο Λίαμ έσκυψε πιο κοντά μιλώντας έτσι ώστε μόνο ο Τίγρης να μπορεί να τον ακούει. «Ηταν στο σπίτι που εισέβαλες; Χτυπήθηκε από τα διασταυρούμενα πυρά;» «Βρες τη». «Πρέπει να μου δώσεις κάτι περισσότερο για να το κάνω, παλικάρι». «Κάρλι». Ο Τίγρης θυμήθηκε αμυδρά το όνομα που είχε χρησιμοποιήσει ο κηπουρός. «Ράνταλ». Ένα κλικ ακούστηκε από ένα μηχάνημα που βρισκόταν από πάνω του και τα φάρμακά ή ό,τι άλλο του είχαν δώσει κύλησαν ξανά μέσα στο σώμα του. Τον έπιασε σκοτοδίνη. Ο Τίγρης προσπάθησε να φτάσει τον Λίαμ, αλλά δεν μπορούσε να
κινήσει τα χέρια του.Έπρεπε να συμβιβαστεί με το να καρφώσει με το βλέμμα του το αρσενικό, κάτι που ο Κόνορ του είχε πει να μην κάνει ποτέ. «Βρες το ταίρι μου» αναφώνησε ο Τίγρης και αποκοιμήθηκε. Η πόρτα της κόκκινης Κορβέτ είχε μείνει ανοιχτή, με το ένα πόδι της Κάρλι να βρίσκεται έξω στο δρόμο. Το υπόλοιπο σώμα της παρέμενε πίσω από το τιμόνι κοιτάζοντας το κενό της πόρτας του γκαράζ.Όλο και περισσότερα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της. Ο καθρέφτης του αυτοκινήτου αντανακλούσε τη μάσκαρα που μετατρεπόταν σε μαύρες μουντζούρες κάτω από τα μάτια της, καθώς και τις γραμμές που έρεαν στα μάγουλα της. Η Κάρλι είχε οδηγήσει άσκοπα σε όλη την πόλη πριν καταλήξει μπροστά στο σπίτι της, αλλά δεν ήθελε τώρα να πάει μέσα σε αυτό τον σιωπηλό άδειο χώρο. Δεν ήθελε να είναι μόνη, αλλά ούτε και ήθελε να καλέσει τη μαμά και τις αδελφές της για να τους πει τι είχε συμβεί. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Οι δραστήριες αδελφές και η μητέρα της δεν βρίσκονταν σπίτι ούτως ή άλλως - είχαν πάει στο Μ εξικό για ψώνια και για να δοκιμάσουν κάθε είδους τεκίλα που θα μπορούσαν να βρουν. Η Κάρλι είχε αποφασίσει να μην τους ακολουθήσει στο ταξίδι τους ώστε να μείνει και να βοηθήσει τον Αρμαντ. Αν τις καλούσε, θα της φώναζαν με συμπάθεια και θυμό, και θα την υποστήριζαν μέχρι αηδίας.Όταν συνέβαινε αυτό, η Κάρλι τα έχανε εντελώς. Είχε προσπαθήσει να πάει να δει την Ιβέτ, τη σύζυγο του Αρμαντ.
Στην Ιβέτ η Κάρλι μπορούσε να ανοίξει την καρδιά της αλλά και να ακούσει τις σοφές συμβουλές της. Γνώριζε τον κόσμο και θα της έλεγε τι να κάνει. Μ όνο που η Ιβέτ δεν ήταν σπίτι. Αν η Κάρλι είχε σταματήσει νωρίτερα και το είχε σκεφτεί θα το είχε συνειδητοποιήσει. Η Ιβέτ ήταν στην γκα-λερί βοηθώντας τον Αρμαντ επειδή η Κάρλι δεν ήταν εκεί για τα μεγάλα εγκαίνια της έκθεσης. Ο Αρμαντ πιθανότατα αυτή την ώρα θα απέλυε την Κάρλι... Αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε. Τίποτα δεν είχε πια σημασία. Ούτε το ότι καθόταν στο γκαράζτης μέσα σε ένα αυτοκίνητο που δεν ήταν δικό της, ούτε το ότι η μάσκαρα απλωνόταν στο πρόσωπό της, ούτε το ότι οι μαύρες γραμμές έπεφταν από τα μάγουλά της στο όμορφο λευκό φόρεμά της. Ήταν τόσο σίγουρη για τον Ίθαν, το μέλλοντα σύντροφό της. Ο Ίθαν ήταν το αντίθετο του πατέρα της. Ο πατέρας της δεν είχε μείνει σε καμία δουλειά για πολύ καιρό, έχασε τζογάροντας ό,τι χρήματα είχε και θύμωνε με τη μητέρα της Κάρλι αν δεν του έδινε το μεγαλύτερο μέρος απ’ όσα έβγαζε. Όταν έμενε μαζί τους, η οικογένεια μετακόμιζε συνεχώς και δεν ήταν σε θέση να μείνει σε ένα σπίτι για πολύ καιρό. Και μια μέρα απλά έφυγε. Είχε εξαφανιστεί ένα απόγευμα όταν η Κάρλι ήταν δώδεκα χρονών, φεύγοντας μακριά από τη σύζυγο και τις τέσσερις κόρες
του, αφήνοντάς τους απλήρωτο το ενοίκιο και ένα βουνό από λογαριασμούς - αφού είχε αφαιρέσει και πάρει μαζί του όλα τα χρήματα που είχε στον τραπεζικό λογαριασμό. Δεν θα επέστρεφε ποτέ, δεν ήθελε να δει τις κόρες του, είχε συμφωνήσει για το διαζύγιο εξ αποστάσεως και είχε πια εξαφανιστεί από τις ζωές τους. Ο Ίθαν αντιπροσώπευε τη σταθερότητα, τη φιλοδοξία, έναν άνδρα που δεν θα έχανε τα πάντα παίζοντας χαρτιά ή ποντάροντας σε ένα άλογο που δεν είχε μεγάλη απόδοση, έναν άνδρα ο οποίος δε θα άφηνε μια γυναίκα σύξυλη. Ο πατέρας της Κάρλι ήταν βούρκος, ο Ίθαν πυλώνας. Αλλά τώρα ο πυλώνας αυτός είχε καταρρεύσει βυθίζοντας την Κάρλι στον πόνο και στην αβεβαιότητα. Ο Ίθαν δεν την είχε θέσει σε κίνδυνο από οικονομική άποψη, αλλά είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και το σεβασμό της. Πόσο καιρό πήγαινε με άλλες γυναίκες; Από την πρώτη μέρα; Η Κάρλι ήταν τόσο τυφλωμένη από την ανάγκη της σταθερότητας του Ίθαν που δεν το είχε παρατηρήσει; Και την είχε προδώσει κατάμουτρα μπροστά σ’ έναν εξυπηρετικό άγνωστο. Μ ε αυτά τα παράξενα μάτια. Σε αυτόν το σέξι... αλλόμορφο. «Ωχ, όχι». Η Κάρλι σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της με ένα ήδη μουσκεμένο μαντιλάκι. «Τον καημένο. Τον άφησα στο σπίτι
του Ίθαν». Έπρεπε να επιστρέψει.Ήταν το αναθεματισμένο αυτοκίνητο του Ίθαν έτσι και αλλιώς.Όσο κι αν ήθελε να το ρίξει από το δρόμο, ή ίσως να το ρίξει σε ένα βαθύ λασπώδες χαντάκι, γνώριζε ότι ο Ίθαν θα της έκανε μήνυση για αυτό. Του άρεσε να μηνύει τους ανθρώπους. Η Κάρλι έσυρε το πόδι της μέσα στο αυτοκίνητο. Σίγουρα ο αλλόμορ-φος άνδρας με τα πολύχρωμα μαλλιά θα είχε φύγει, θα είχε πάρει το λεωφορείο, θα είχε καλέσει κάποιο φίλο. Αλλά τον σκέφτηκε, σκέφτηκε το αργό βλέμμα του και ότι δεν καταλάβαινε ακριβώς τι του έλεγε. Τον είχε αφήσει ανυπεράσπιστο με τον Ίθαν - και στον Ίθαν δεν άρεσαν οι αλλόμορφοι. Η Κάρλι έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. «Είσαι η Κάρλι;» είπε μια ανδρική φωνή σχεδόν μέσα στο αυτί της. Η Κάρλι έβγαλε μια μικρή κραυγή.Ένας μελαχρινός άνδρας κοίταζε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο από την πλευρά του συνοδηγού, παρατηρώντας τη με τα πολύ γαλάζια μάτια του. Πίσω του στεκόταν ένας άλλος άνδρας, εξίσου ψηλός, αλλά όχι τόσο ογκώδης, νεότερος. Υπήρχε μια λάμψη μαύρου και ασημένιου πάνω από το μπλουζάκι του άνδρα που την κοίταζε, ένα κολάρο.Ήταν αλλόμορφος.
«Είναι καλά ο άνθρωπος τίγρη;» τον ρώτησε η Κάρλι σκουπίζοντας και πάλι τα μάτια της. Δεν είχε τρόπο να γνωρίζει αν τον ήξερε ο αλλόμορφος, όμως ανησυχούσε γι’ αυτόν. «Γύρισε σπίτι;» Ο αλλόμορφος ανοιγόκλεισε τα μάτια του μια φορά με έκπληξη και τη συγκάλυψε αριστοτεχνικά. Η Κάρλι είχε εργαστεί για κάμποσο καιρό στο χώρο της τέχνης, ο οποίος είχε να κάνει με αγοροπωλησίες αγαθών υψηλών τιμών. Εκείνοι που αγόραζαν και πωλούσαν είχαν μάθει να ελέγχουν τα πρόσωπα και τα λόγια τους, προκειμένου να αξιοποιούν στο έπακρο τις δυνατότητες κέρδους ή να δαπανούν το λιγότερο χρηματικό ποσό. Η γλώσσα του σώματός τους όμως έλεγε πολλά. Η Κάρλι κατάλαβε ότι ο άνδρας αυτός ήξερε τα πάντα για τη γλώσσα του σώματος και ότι μπορούσε να τη χειριστεί για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. «Είμαι ο Σον» είπε ο άνδρας. «Πρέπει να έρθεις μαζί μας στο νοσοκομείο. Ο Τίγρης είναι εκεί και σε ζητάει». «Στο νοσοκομείο;» αναφώνησε η Κάρλι. «Τι συνέβη;» «Ο Τίγρης πυροβολήθηκε, αυτό συνέβη» είπε ο αλλόμορφος με την ιρλανδική προφορά του να γίνεται όλο και πιο έντονη. «Επτά φορές, ακριβώς στη κοιλία».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 «Επτά; Θεέ μου, είναι καλά; Πού είναι; Λυπάμαι. Ω, λυπάμαι τόσο πολύ». Η έκπληξη εμφανίστηκε και πάλι στα γαλάζια μάτια του. «Γιατί λυπάσαι; Μ ήπως τον πυροβολήσεις εσύ, κορίτσι;» Τον κατέλαβε λίγος θυμός, μια λάμψη που έκανε την Κάρλι να καταλάβει ότι αυτός ο άνδρας μπορούσε να είναι επικίνδυνος όταν θύμωνε. «Πληγώθηκε εξαιτίας μου, έτσι δεν είναι;» φώναξε κλαίγοντας η Κάρλι. «Πού είναι;» Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και ο νεότερος αλλόμορφος μπήκε μέσα χωρίς να ζητήσει την άδεια. «Ακολούθησε τον Σον. Θα μας πάει εκεί». Ο νεαρός έκλεισε την πόρτα και άγγιξε το ταμπλό με θαυμασμό. «Δεν έχω ξαναμπεί ποτέ σε Κορβέτ» είπε με παρόμοια ιρλανδική προφορά. «Εξαιρετικό». «Εμπρός, κορίτσι» είπε ο Σον καθώς περπατούσε προς μια μοτοσικλέτα σταθμευμένη πίσω από το αυτοκίνητο. Αν και δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο ο Τίγρης, ο Σον κινούνταν με ευκολία που διέψευδε τη δύναμή του, με την ισορροπημένη χάρη μιας γάτας. Έβαλε μπρος τη μοτοσικλέτα και περίμενε την Κάρλι να κάνει όπισθεν πριν μπει μπροστά της στο δρόμο. Τα χέρια της Κάρλι έτρεμαν λίγο, αλλά τα δάκρυά της είχαν στεγνώσει. Η ανησυχία
της για τον Τίγρη είχε μετριάσει τον θυμό της για τον Ίθαν. «Είμαι ο Κόνορ, παρεμπιπτόντως» είπε ο νεαρός άνδρας καθώς η Κάρλι άρχιζε να ακολουθεί τον Σον. «Είμαι μικρός, αλλά έχω μέλλον ακόμα. Αν θελήσεις ποτέ να πουλήσεις αυτό το αυτοκίνητο, μπορούμε να διαπραγματευτούμε». «Δεν είναι δικό μου» είπε η Κάρλι. «Δεν είναι; Και τότε ποιανού είναι; Λες ο ιδιοκτήτης να είναι διατεθειμένος να το πουλήσει; Αν όχι σε αλλόμορφο, μπορώ να βρω κάποιο για μεσάζοντα». Ο Κόνορ δεν είχε κάνει τίποτα λάθος, αλλά η Κάρλι βρισκόταν στα όριά της. «Ανήκει σε ένα διπρόσωπο, σε ένα δειλό, σε ένα καθίκι! Μ ακάρι να του το έκλεβες το καταραμένο!» Πόσο καλά είχε αισθανθεί! Η Κάρλι ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στο προσκέφαλο, έσφιξε το τιμόνι καθώς κατέβαινε μια κατηφόρα ενός λόφου ακολουθώντας τη μοτοσικλέτα και έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή από τα βάθη της καρδίας της. «Ποπό» είπε ο Κόνορ. «Ηρέμησε, γλύκα.Ίσως να ήταν καλύτερα αν οδηγούσα εγώ». «Αποκλείεται» είπε η Κάρλι. «Μ ου είπε να πάρω την Κορβέτ για να μην είμαι στα πόδια του όταν το έκανε με τη σκύλα του και
αυτό κάνω: του παίρνω την Κορβέτ». Έστριψε στην γωνία μετά τον Σον, γελώντας καθώς το αυτοκίνητο αγκάλιαζε το δρόμο και επιτάχυνε ταυτόχρονα. Τα γαλάζια μάτια του Κόνορ άνοιξαν διάπλατα, όπως έκαναν τα μάτια των αλλόμορφων. «Εννοείς ότι σε απάτησε το ταίρι σου;» «Δεν είναι το ταίρι μου. Αποκλείεται, με τίποτα, ποτέ των ποτών. Και αυτό ακριβώς έκανε. Κρατήσου». Η Κάρλι πήρε μια απότομη στροφή με μεγάλη ταχύτητα. Η Κορβέτ, φτιαγμένη για αγώνες, γλίστραγε στο δρόμο χωρίς να ταλαντεύεται. «Ετσι μπράβο!» Η Κάρλι κοπάνησε το τιμόνι. «Το λατρεύω αυτό το αυτοκίνητο. Μ ε διεγείρει πολύ περισσότερο απ’ ότι με είχε διεγείρει ποτέ ο Ίθαν». Ο Κόνορ γέλασε. «Μ ’ αρέσεις, γυναίκα». Η Κάρλι άστραψε από ξαφνικό θυμό. «Αν ο Ίθαν έκανε κακό στον Τίγρη θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια». «Ετσι μπράβο» είπε ο Κόνορ. «Ο Τίγρης θα ζήσει. Είναι σκληρό καρύδι. Αλλά σε χρειάζεται, νομίζω». «Σας είπε τι συνέβη;» ρώτησε η Κάρλι, με την ανησυχία της για τον Τίγρη να κατευνάζει και πάλι το θυμό της. «Πώς με βρήκατε;»
«Δεν μας έδωσε πολλές λεπτομέρειες» είπε ο Κόνορ. «Αλλά μόλις τον καταφέραμε να μας πει το όνομά σου, ο Σον δε χρειάστηκε πολύ χρόνο για να καταλάβει που μένεις. Είναι μάγος με τους υπολογιστές». Ένας αλλόμορφος σπασίκλας με τους υπολογιστές. Τι μέρα κι αυτή... Η Κάρλι ξεφυσησε και ακολούθησε τον Σον για το υπόλοιπο της διαδρομής χωρίς καμώματα.Έπρεπε να φτάσει στον Τίγρη και να βεβαιωθεί ότι ήταν εντάξει. Το γεγονός ότι αυτός ο τεράστιος δυνατός άνδρας είχε πυροβοληθεί και ήταν πληγωμένος έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά.Έπρεπε να γίνει καλά. Το μικρό νοσοκομείο έξω από την πόλη στην οποία ο Σον οδηγούσε την Κάρλι εξυπηρετούσε μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στη νότια και ανατολική πλευρά της. Η Κάρλι στάθμευσε όσο πιο κοντά στην μπροστινή είσοδο μπορούσε. Ο Κόνορ πετάχτηκε από τη θέση του, έκανε το γύρο του αυτοκίνητου με ταχύτητα που δεν μπόρεσε να αντιληφθεί η Κάρλι και της άνοιξε την πόρτα βοηθώντας τη να βγει έξω. ΟΊΘαν δεν είχε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Ο Σον τους περίμενε έξω από την είσοδο μιλώντας στο τηλέφωνό του. «Ερχόμαστε. Απλά κρατήστε τον ήσυχο». Η Κάρλι άκουσε το επιφώνημα στην άλλη άκρη της γραμμής πριν ο Σον κλείσει το τηλέφωνο. Ο τελευταίος δεν είπε τίποτα στην
Κάρλι ή στον Κόνορ και μπήκε μέσα περπατώντας μπροστά τους. Στο εσωτερικό του νοσοκομείου υπήρχε τόσος κόσμος όσος είχε φανταστεί η Κάρλι κατά την άφιξή τους στο γεμάτο πάρκινγκ. Μ ητέρες και παιδιά περίμεναν να τους εξετάσουν, νοσοκόμες περπατούσαν βιαστικά μέσα στους διαδρόμους και το γραφείο του υπευθύνου εξυπηρετούσε μια μεγάλη ουρά ανθρώπων. Η μυρωδιά του αντισηπτικού κάλυπτε τις οσμές ανησυχίας, καθώς κι εκείνες των ασθενειών. Ο Σον διέσχισε ένα διάδρομο χωρίς να σταματήσει και συνέχισε μπαίνοντας σε έναν ανελκυστήρα μαζί με τους υπόλοιπους. Πίεσε το κουμπί για τον τελευταίο όροφο. Όταν βγήκαν, η Κάρλι άκουσε το θόρυβο. Ο βρυχηθμός προερχόταν από το βάθος του διαδρόμου, ένα συνονθύλευμα ήχων που κυλούσε προς τη μεριά τους περνώντας από κάθε δωμάτιο, το σταθμό των νοσοκόμων, Καταλήγοντας στον ανελκυστήρα όπου στεκόταν η Κάρλι. Ο σταθμός των νοσοκόμων ήταν έρημος, αλλά ένα μπουλούκι ανθρώπων ήταν συγκεντρωμένο στο άλλη άκρη του διαδρόμου. Ο Σον είπε κάτι χαμηλόφωνα καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα στο βάδισμά του, αλλά ο Κόνορ, που βρισκόταν πίσω από την Κάρλι, δε χαμήλωσε την ένταση της φωνής του.
«Θα σκοτωθεί, αυτό θα γίνει». Ο Σον συνέχισε να περπατά και να κινείται γρήγορα, με ορθωμένο το ανάστημά του. Η Κάρλι έτρεχε πάνω στα ψηλά της τακούνια για να τον προλάβει. Τα πρόσωπα των νοσοκόμων και των νοσηλευτών που στράφηκαν προς το μέρος τους ήταν γεμάτα φόβο. Τρεις σκληροτράχηλοι άνδρες με μαύρες στολές προσπάθησαν να παρεμποδίσουν τον Σον και άλλη μια κραυγή ακούσυηκε μέσα από το δωμάτιο. «Τον απειλήσατε, έτσι δεν είναι;» ακούστηκε να λέει μια ιρλανδική φωνή. «Είστε τόσο ανόητοι, λοιπόν;» Οι άνδρες έμοιαζαν με ιδιωτικούς στρατιώτες ή φρουρούς ασφαλείας. Ήταν ντυμένοι με μαύρες στολές, αλλά δεν κρατούσαν τίποτα στα χέρια τους και οι χοντρές ζώνες τους ήταν άδειες. Η Κάρλι κατάλαβε το γιατί όταν κρυφοκοίταξε μέσα στο δωμάτιο, πίσω από τον Σον. Το πάτωμα ήταν γεμάτο με μαύρα θραύσματα τα οποία η Κάρλι δεν μπόρεσε αρχικά να προσδιορίσει, αλλά στη συνέχεια είδε ότι ήταν κομμάτια από αυτόματα όπλα, ασύρματους και άλλα σπασμένα αντικείμενα. Ο βρυχηθμός προέρχονταν από το εσωτερικό του δωματίου, ακολουθούμενος από έναν επαναλαμβανόμενο ήχο κάποιου μεταλλικού αντικειμένου. Ο Σον εμπόδιζε το μεγαλύτερο μέρος
της θέας, αλλά η Κάρλι μπορούσε να διακρίνει τον τεράστιο όγκο του Τίγρη που μόλις καλυπτόταν από μια νοσοκομειακή ρόμπα.Ήταν όρθιος, με σφιγμένες τις γροθιές του. Τραβούσε ξανά και ξανά τη μεταλλική ράβδο του κρεβατιού στο οποίο ήταν αλυσοδεμένος. Κοντά του βρίσκονταν δυο αλλόμορφοι, ένας με ξυρισμένο κεφάλι και γεμάτος τατουάζ κι ένας άλλος που έμοιαζε με τον Σον. Ο άνδρας με τα τατουάζ απέφυγε με μια εξεζητημένη κίνηση ένα χτύπημα από την ελεύθερη γροθιά του Τίγρη. Εξοργισμένος, ο Τίγρης χτύπησε και πάλι και ο άνδρας τον μπλοκάρισε στρίβοντάς του το χέρι πίσω από την πλάτη. Μ ια σπίθα ξεπήδησε από το κολάρο γύρω από το λαιμό του άνδρα με τα τατουάζ. «Τι στο διάολο έγινε;» απαίτησε να μάθει ο Σον. «Οι γαμημένοι φύλακες» γρύλισε ο άνδρας με τα τατουάζ. «Η νοσοκόμα ήθελε να του αλλάξει τον ορό και τα τρία αγόριαθαύματα κόλλησαν τα όπλα τους πάνω του για να τον κρατήσουν κάτω ενώ η νοσοκόμα έκανε τη δουλειά της. Ξέφυγε από τις χειροπέδες του. Μ άντεψε τα υπόλοιπα». «Σπάικ, άφησε τον να φύγει» είπε αυτός που έμοιαζε με τον Σον. «Τίγρη. Σταμάτα».
Η τελευταία λέξη αντήχησε μέσα στο δωμάτιο.Όλοι έμειναν ακίνητοι - οι φρουροί, ο Σπάικ, ο Σον, ο Κόνορ, οι νοσοκόμες και οι νοσηλευτές πίσω τους. Όλοι εκτός από τον Τίγρη. Συνέχισε να χτυπάει και να βρυχάται με τα κίτρινα μάτια του γεμάτα οργή. Το κολάρο στο λαιμό του δεν είχε καμία ένδειξη, όσο κι αν χτυπούσε ή προσπαθούσε να ελευθερώσει τον καρπό του από τα δεσμά. Δεν έβγαζε νόημα. Απ’ ό,τι γνώριζε η Κάρλι, τα κολάρα έπρεπε να προ-καλούν σοκ τους αλλόμορφους αν ποτέ γίνονταν βίαιοι, ώστε να προστατεύουν τους ανθρώπους από την τεράστια δύναμή τους. Τα κολάρα ενεργοποιούνταν αντιδρώντας με την αδρεναλίνη και την πρόθεση των αλλόμορφων να κάνουν κακό - τουλάχιστον έτσι είχε ακούσει. Αν ένας αλλόμορφος δεν προσπαθούσε να βλάψει κάποιον, το κολάρο δε θα έκανε τίποτα. Υποτίθεται ότι έπρεπε να τους κρατούν ήσυχους, όχι να τους τιμωρούν διαρκώς. Το Κολάρο του Τίγρη δεν αντιδρούσε, δε διέφερε από εκείνο του Σον ή του Κόνορ. Αυτό σήμαινε ότι ο Τίγρης δεν ήταν θυμωμένος και ότι δε προσπαθούσε να σκοτώσει κανέναν. Ήταν φοβισμένος. Τον είχαν αλυσοδέσει στο κρεβάτι και τον σημάδευαν με τα όπλα και αυτό αφού είχε πυροβοληθεί. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τρελαινόταν.
Η Κάρλι έσκυψε κάτω από το χέρι του Σον και μπήκε στο δωμάτιο. «Όχι, κορίτσι» είπε κοφτά ο Σον, αλλά η Κάρλι δεν σταμάτησε. Ο Τίγρης παρέσυρε βίαια και πάλι τα δεσμά του και αυτή τη φορά ολόκληρη η μεταλλική ράβδος έσπασε από το κρεβάτι. Η μπάρα εκτινάχθηκε και ο Τίγρης παρέμεινε δεμένος στην αλυσίδα καθώς περιστράφηκε. Οι αλλόμορφοι που βρίσκονταν κοντά του έκαναν πίσω. Ο Τίγρης βρυ-χήθηκε, ένας παράξενος ζωώδης ήχος βγήκε από το ανθρώπινο λαρύγγι του. Αίμα άρχιοε να τρέχει στο μπροστινό μέρος της ρόμπας του καθώς σήκωνε με προσπάθεια τη ράβδο μετατρέποντάς τη σε όπλο. Βυσσινί λεκέδες απλώνονταν πάνω του. Είχε πυροβοληθεί επτά φορές. «Τίγρη!» φώναξε η Κάρλι μέσα στη φασαρία. Ο βρυχηθμός του Τίγρη σταμάτησε σαν κάποιος να είχε κατεβάσει ένα διακόπτη. Η ράβδος και η αλυσίδα χτύπησαν στο κρεβάτι μια φορά και ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο. Ο Τίγρης κατάφερε να περάσει τον Σπάικ και τον άλλο αλλόμορφο χωρίς να τους δώσει ιδιαίτερη σημασία και έφτασε την Κάρλι. Εκείνη δεν κουνήθηκε. Ο Τίγρης την έπιασε από τους ώμους με
την αλυσίδα και τη ράβδο του κρεβατιού να ακουμπούν ελαφρά την πλάτη της. Την κοίταξε με τα κιτρινοκόκκινα μάτια του γεμάτα πόνο. «Εδώ είμαι» είπε η Κάρλι αγγίζοντας ένα από τα χέρια του. «Πώς είσαι;» Τα λόγια και η αναπνοή της κόπηκαν όταν ο Τίγρης τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την τράβηξε κοντά του.Έβαλε το πρόσωπό του στην καμπύλη του λαιμού της και την έσφιξε πάνω του. «Κάρλι».Ήταν σαν να έπαιρνε δύναμη λέγοντας το όνομά της. Τα χέρια του την έσφιγγαν περισσότερο πάνω του, η φωνή του έσπαγε. «Κάρλι». «Όλα θα πάνε καλά». Η Κάρλι χάιδεψε ελαφρά τα μαλλιά του. Τα ένιωσε ζεοτά και απαλά. «Είμαι καλά. Αλλά εσύ δεν είσαι, έτσι δεν είναι;» Ο Τίγρης την αγκάλιαζε χωρίς να μιλά, με το πρόσωπό του χωμένο στο λαιμό της και παίρνοντας βαθιές αναπνοές που του προκαλούσαν ρίγη. «Πρέπει να τον συλλάβουμε» ακούστηκε να λέει ένας άνδρας πίσω της. «Όχι» είπε με πυγμή ο αλλόμορφος που φαινόταν να είναι επικεφαλής. «Αιμορραγεί. Αν τραβήξετε όπλο, εγώ θα είμαι αυτός που θα σας το σπάσει». Η Κάρλι προσπάθησε να φύγει από την αγκαλιά του Τίγρη, αλλά εκείνος δεν την άφησε. «Πρέπει να τους αφήσεις να σε
φροντίσουν» του είπε. «Επτά πυροβολισμοί. Πώς είναι δυνατόν να στέκεσαι ακόμη στα πόδια σου, Τίγρη;» «Οι αλλόμορφοι αναρρώνουν γρήγορα» είπε ο Κόνορ. Ο επικεφαλής αλλόμορφος μούγκρισε. «Κόνορ, έξω». «Δεν πρόκειται να μου κάνει κακό» είπε ο Κόνορ. «Είμαι μικρός και είμαι και φίλος άλλωστε. Ούτε πρόκειται να βλάψει την Κάρλι, προφανώς. Μ όνο οι ανιχνευτές, οι φύλακες, οι αρχηγοί των αλλόμορφων και οι ηλίθιοι φρουροί τον αναστατώνουν». Τους πλησίασε κάνοντας έναν εναγκαλισμό. «Πρέπει να δεις το αυτοκίνητό της, Τίγρη. Κλασική Κορβέτ. Είναι τέλειο. Άφησε τους να σου κάνουν τα ράμματα και ίσως σε γυρίσει σπίτι με αυτό». Ο Τίγρης έστρεψε το κεφάλι του από τον ώμο της Κάρλι για να μπορέσει να δει τον Κόνορ. «Το έχω δει. Τη βοήθησα να το φτιάξει». «Σοβαρά;» είπε ο Κόνορ αποκαρδιωμένος. «Μ αστόρεψες αυτό το αυτοκίνητο; Πόσο ζηλεύω...» «Ο Τίγρης με έσωσε» είπε η Κάρλι. «Εκανε ένα θαύμα». Ο Τίγρης σήκωσε το κεφάλι του, τα μάτια του ήταν πιο ήρεμα τώρα. Άγγιξε το πρόσωπό της. «Σου έκανε κακό».
Η Κάρλι κούνησε το κεφάλι της. ΟΊΘαν φαινόταν ασήμαντος εκείνη τη στιγμή. «Είναι ένας ηλίθιος. Τι συνέβη; Πώς σε πυροβόλησαν, για όνομα του Θεού; Δεν ήθελα να φύγω και να σε αφήσω. Συγγνώμη.Ήμουν αναστατωμένη». Ο Τίγρης αγκάλιασε το πρόσωπό της τρίβοντας τους αντίχειρες του στα ζυγωματικά της. Δε μίλαγε, μόνο την κοίταζε στα μάτια. «Σε πυροβόλησε ο Ίθαν;» ρώτησε η Κάρλι, αφήνοντας θυμό να την καταλάβει.Ήξερε ότι ο Ίθαν είχε όπλο, όχι επειδή το ήθελε για κάποιο άθλημα ή για οτιδήποτε άλλο, αλλά επειδή τον έκανε να νιώθει ανώτερος από τους άλλους. «Δεν έχει σημασία» είπε ο Τίγρης. Είχε σημασία. Η οργή της Κάρλι ξεχείλισε σαν παλίρροια καλύπτοντας τον πόνο και τη θλίψη της. «Θα τον σκοτώσω. Πρώτα με κερατώνει και μετά πυροβολεί το φίλο μου, που προσπάθησε να με βοηθήσει. Μ ην ανησυχείς, Τίγρη, όταν εγώ και όποιος δικηγόρος προσλάβω τελειώσουμε μαζί του, θα είναι χαρούμενος με ό,τι θα του έχει απομείνει». Η ζεστασιά και η δύναμή της εισέρρευσαν στον Τίγρη σαν λαμπερό φως. Εκείνος είχε θαφτεί στο σκοτάδι και τον πόνο, ενώ οι φρουροί που τον σημάδευαν με τα όπλα τους ξυπνούσαν μνήμες που από καιρό ήθελε να ξεχάσει.
Είχαν πάρει το ταίρι του, είχαν υποσχεθεί ότι θα τη φρόντιζαν κι εκείνη είχε πεθάνει.Όταν είχε ζητήσει να τη δει, ολοένα και πιο απαιτητικά, τον ξυλοκόπησαν και τον απείλησαν ότι θα τον σκότωναν. Οι μνήμες του παρελθόντος μπερδεύονταν με την πραγματικότητα του τώρα. Ο Τίγρης γνώριζε βαθιά στην καρδιά του ότι η Κάρλι, η όμορφη σύντροφός του, ήταν νεκρή. Ο Λίαμ είχε πει ψέματα, ο Σον είχε πει ψέματα, οι φρουροί είχαν πει ψέματα. Την είχαν πάρει μακριά και ήταν νεκρή... Οι μνήμες όμως άρχισαν απομακρύνονται. Ο Τίγρης είχε την Κάρλι εδώ, μαζί του, με το άρωμά της που θύμιζε κανέλα, με το πρόσωπό της να έχει την αίσθηση μαλακού ροδοπέταλου στο άγγιγμα των δαχτύλων του.Έγειρε για να τη μυρίσει άλλη μια φορά. Εκπνέοντας, άφησε το σημάδι του πάνω της.Ήταν δική του. «Τίγρη» ακούστηκε να λέει ο Λίαμ. Ο Λίαμ, ο αρχηγός, ο άνδρας που του είχαν πει να υπακούει. Ο Λίαμ ήταν ένα δυνατό Α-αρσενικό και οι Αλλόμορφοι υπό τις διαταγές του αισθάνονταν το βάρος του. Ο Τίγρης τα είχε δει όλα αυτά, είχε ζήσει ακόμα και τον πατέρα του Λίαμ να φαίνεται περισσότερο υποτακτικός υπό την παρουσία του γιου του. Ο Τίγρης υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει το ίδιο -αν υπάκουγε στις διαταγές του Λίαμ και έδειχνε αφοσίωση θα μπορούσε να ζει σε ειρηνικά στην Πόλη των Αλλόμορφων. Οποιαδήποτε όμως
πρόκληση και ο Λίαμ έπρεπε να τον κάνει πέρα. Ο Λίαμ δεν τα είχε πει όλα αυτά ρητά και ξεκάθαρα, αλλά ο Τίγρης τα ήξερε.Ήξερε ό,τι σκεφτόταν ο Λίαμ γιατί η γλώσσα του σώματός του, όσο ανεπαίσθητη κι αν ήταν, αποκάλυπτε την κάθε του σκέψη. Η γλώσσα του σώματος της Κάρλι έδειχνε μόνο την αγωνία της για τον τραυματισμό του Τίγρη. Δεν έδινε δεκάρα για την ιεραρχία, για το γεγονός ότι ο Λίαμ ήταν αρσενικό Λ, για το ότι έπρεπε να σκύβει το κεφάλι και να κρατάει μακριά στραμμένο το βλέμμα της απ’ αυτόν, όπως είχαν την υποχρέωση να κάνουν οι υποτακτικοί. Είχε εστιάσει όλη της την προσοχή στον Τίγρη και μόνο σ’ αυτόν. Όλοι οι υπόλοιποι της ήταν ασήμαντοι. Η ζεστασιά της Κάρλι εισήλθε στο σώμα του και η αναπνοή της στο πρόσωπό του ήταν σαν γλυκό καλοκαιρινό αεράκι. Του απάλυνε τον πόνο και κατάφερε να τον κάνει να αναπνεύσει με περισσότερη ευκολία. Το άγγιγμα από το ταίρι του. Η Κάρλι κουνήθηκε μέσα στην αγκαλιά του προσπαθώντας να κάνει ένα βήμα πίσω. Ο Τίγρης δεν ήταν έτοιμος να την αφήσει.
Την έσφιξε περισσότερο, αλλά η Κάρλι τον απέφυγε στρίβοντας το χέρι της για να αγγίξει την μπάρα που εξακολουθούσε να κρέμεται από τον καρπό του. «Μ πορεί κάποιος να βγάλει αυτό το πράγμα από πάνω του;» Ο Κόνορ έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός σηκώνοντας την μπάρα που κρεμόταν σαν βαρίδιο.Έβγαλε ένα σιγανό γέλιο. «Εφτιαξαν τις χειροπέδες και την αλυσίδα ώστε να αντέχουν τη δύναμη των αλλόμορφων, αλλά όχι εκείνη του κρεβατιού. Ωραία δουλειά». «Μ πορείς να τα βγάλεις;» ρώτησε η Κάρλι. Ήταν ανήσυχη, όχι φοβισμένη. Οι άλλοι ήθελαν να τον φυλακίσουν - η Κάρλι ήθελε να τον απελευθερώσει. «Βρες μου ένα αντικλείδι και μπορώ να ανοίξω τα πάντα» είπε ο Κόνορ. Ο Σπάικ έδωσε χωρίς να μιλήσει ένα άκαμπτο κομμάτι από σύρμα στον Κόνορ. Ο Τίγρης δεν είχε ιδέα πού το είχε βρει και σε τι του χρησίμευε, αλλά ο Κόνορ χαμογέλασε περιχαρής και άρχισε να περιεργάζεται τις χειροπέδες. Μ έσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα οι χειροπέδες χαλάρωσαν και έπεσαν από τον καρπό του Τίγρη. «Θα πρέπει να αισθάνεσαι καλύτερα» είπε η Κάρλι. «Γύρνα τώρα στο κρεβάτι, ώστε να μπορέσουν οι γιατροί να σου κάνουν τα ράμματα».
Περισσότεροι άνθρωποι γέμισαν το χώρο του διάδρομου έξω από το δωμάτιο. Ο Τίγρης μπορούσε να μυρίσει το φόβο τους. Δε θα έπρεπε να το κάνουν.Ένα αρπακτικό αισθάνεται τον τρόμο ενός θηράματος - το καταλαβαίνει και επιτίθεται στον πιο αδύναμο. Επικίνδυνα πράγματα. «Αν δεν μπορέσει να ηρεμήσει θα πρέπει να τον αλυσοδέσουμε και πάλι, κυρία μου» είπε ένας από τους μαυροντυμένους άνδρες.Ήταν ο διοικητής, ο αρχηγός της μικρής αυτής κλίκας. Είχε ένα ανεμοδαρμένο και σημαδεμένο πρόσωπο, αν και φαινόταν νέος - για άνθρωπος. Είχε πάρει μέρος σε μάχες. Είχε κουρέψει όλα του τα μαλλιά, εκτός από μια ξανθιά τούφα. Τα μάτια του ήταν ένα γαλάζια και είχε έναν αέρα εξουσίας. Όχι τόσο έντονο όσο του Λίαμ ή οποιουδήποτε άλλου αλλόμορφου αλλά, για άνθρωπος, φαινόταν δυνατός. «Είναι ήρεμος» είπε ο Λίαμ. «Βλέπεις; Κορίτσι, αν μπορείς να τον βάλεις πίσω στο κρεβάτι και να μείνει ακίνητος θα μπορέσουμε να τον φροντίσουμε άμεσα». Ο Τίγρης κράτησε τα χέρια του σφιχτά γύρω από την Κάρλι. «Είμαι καλά». Η Κάρλι έβαλε το χέρι της στο στέρνο του. Ο Τίγρης δεν μπορούσε να συγκρατηθεί κι έκανε ένα μορφασμό πόνου καθώς η Κάρλι άγγιζε τις ανοιχτές πληγές. «Βλακείες» είπε ξεκάθαρα. «Αιμορραγείς από παντού.Έρχομαι
μαζί σου στο κρεβάτι, κύριέ μου». «Καλύτερα να απομακρυνθείτε από αυτόν» είπε ο αρχηγός, με φωνή τόσο σκληρή όσο του Λίαμ. «Αποτελεί κίνδυνο για όλους όσοι βρίσκονται στο κτίριο και πρέπει να περιοριστεί». Η Κάρλι έκανε μεταβολή, βρισκόμενη ακόμη μέσα στην αγκαλιά του Τίγρη, και κοίταξε τον άνθρωπο. «Τι τρέχει με σας; Πρέπει να τον αφή-σετε ήσυχο για δυο λεπτά. Γι’ αυτό είναι τόσο αναστατωμένος». Στράφηκε και πάλι σέρνοντας το χέρι της γύρω από τη μέση του Τίγρη και άρχισε να τον οδηγεί στο κρεβάτι. Ο Τίγρης την ακολούθησε χωρίς να προβάλει αντίσταση. Αν ξάπλωνε τώρα στο πλευρό του, ο Τίγρης θα θεραπευόταν σε ελάχιστο χρόνο. Και δε θα φοβόταν. Οι υπόλοιποι αλλόμορφοι παρακολουθούσαν με δέος καθώς ο Τίγρης, γαλήνιος και ήρεμος, επέστρεφε στο κρεβάτι με την Κάρλι. Η αιμορραγία είχε προς το παρόν σταματήσει, αλλά η ρόμπα του ήταν γεμάτη με αίματα τα οποία είχαν αφήσει λεκέδες και στα σεντόνια. Δεν τον ένοιαζε. Ξάπλωσε στο άβολο κρεβάτι και έβαλε το χέρι του στον καρπό της Κάρλι τραβώντας την προς το μέρος του. Εκείνη τον κοίταξε αμήχανα με τα γκριζοπράσινα μάτια της που είχαν κοκκινίσει από το κλάμα. Ο Τίγρης την τράβηξε πιο δυνατά.
Η Κάρλι έχασε την ισορροπία της και προσγειώθηκε, καθιστή, στο κρεβάτι δίπλα του, με το ζεστό γοφό της να ακουμπάει στα πλευρά του. Έβγαλε ένα μικρό γέλιο. «Δεν μπορούν να σε βοηθήσουν αν μείνω στο κρεβάτι μαζί σου, χαζούλη. Μ ε κολακεύεις, αλλά θα εμποδίζω το έργο τους». «Σε χρειάζομαι» είπε ο Τίγρης. Μ ίλαγε χαμηλόφωνα έτσι ώστε μόνο εκείνη να μπορεί να τον ακούει αλλά, από την άλλη, οι αλλόμορφοι είχαν καλή ακοή. «Αφησε τη να φύγει» είπε ο Λίαμ. «Εκανε αρκετά. Σ’ ευχαριστώ, κορίτσι. Δεν ξέρω ποια είσαι, αλλά ό,τι έκανες ήταν θαυματουργό». «Είναι το ταίρι μου» είπε ο Τίγρης, με τη φωνή του να εξακολουθεί να μην ακούγεται καλά, αλλά να δυναμώνει καθώς έσφιγγε περισσότερο την Κάρλι. «Θα μείνει».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Τα μάτια της Κάρλι άνοιξαν διάπλατα. «Για τι ακριβώς μιλάς;» «Δεν λειτουργεί έτσι» είπε απότομα ο Λίαμ κόβοντας τη ροή του
λόγου της. «Τα πράγματα γίνονται αλλιώς στην Πόλη των Αλλόμορφων, νεαρέ. Στο ’χω εξηγήσει». Ο Τίγρης έκλεισε τα μάτια του. Ο Λίαμ, ο Σον κι ο Κόνορ του είχαν εξηγήσει τους κανόνες ζευγαρώματος - η πρόταση ζευγαρώματος έδειχνε στους αλλόμορφους ότι το θηλυκό βρισκόταν εκτός των ορίων των υπόλοιπων αρσενικών. Οι επακόλουθες τελετές που πραγματοποιούνταν από τους αρχηγούς των φυλών -μία κάτω από το φως του ήλιου και μια άλλη κάτω από το φως της πανσελήνου- δέσμευε από κοινού τα ταίρια υπό το βλέμμα του Πατέρα Θεού και της Μ ητέρας Θεάς. Αλλά ο Πατέρας Θεός και η Μ ητέρα Θεά δεν είχαν βρει ποτέ τον Τίγρη στο υπόγειο του σταθμού πειραμάτων κατά τη διάρκεια των σχεδόν σαράντα ετών αιχμαλωσίας του. Γιατί έπρεπε ο Τίγρης να περιμένει να αναγνωρίσουν το ταίρι του; Ο Ντίλαν, ο πατέρας του Λίαμ -ο οποίος ήταν πολύ σχολαστικός με τους κανόνες των αλλόμορφων- είχε μια μέρα παραδεχτεί υπό την παρουσία του Τίγρη ότι οι τελετές ήταν τεχνητές και ότι είχαν θεσπιστεί σε μια εποχή που οι αλλόμορφοι πολεμούσαν ο ένας τον άλλο φτάνοντας σχεδόν στον αφανισμό. Για να αποφύγουν οι αρσενικοί αλλόμορφοι να μάχονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου για κάθε γυναίκα αποφάσισαν να κάνουν την πρόταση ζευγαρώματος και να παραχωρούν την άδεια στον αρχηγό της φυλής να πραγματοποιεί τελετές κάτω από το
φως του ηλίου και του φεγγαριού. Ο Τίγρης είχε ακούσει και ήθελε να μάθει τα πάντα σχετικά με το ποιος και τι ήταν. Αλλά γνώριζε -όπως κι ο Ντίλαν- ότι οι κανόνες δεν σήμαιναν τίποτα.Ένας αλλόμορφος αναγνώριζε το ταίρι του όταν το συναντούσε. Το μύριζε, το έβλεπε, ένιωθε τη θερμότητά του και γνώριζε. Η Κάρλι ήταν το ταίρι του Τίγρη. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ο Τίγρης γράπωσε την ενοχλητική νοσοκομειακή ρόμπα του με και την πέταξε στο πάτωμα. Τα σεντόνια γύρω από τη μέση του απογύμνωσαν το στέρνο και την κοιλιά του - ήταν μαυρισμένα από τα μαστορέματα που έκανε στα αυτοκίνητα με τον Κόνορ. Κόκκινοι κύκλοι από τρύπες από σφαίρες είχαν σημαδέψει το στήθος και το στομάχι του, ενώ το αίμα είχε δημιουργήσει κηλίδες γύρω τους. Τα τραύματα δεν είχαν επουλωθεί πλήρως. Ο Τίγρης τα έδειξε με το χέρι του. «Άγγιγμα από ταίρι» είπε στον Λίαμ. «Είπες ότι θεραπεύει. Το ίδιο είπε και η Αϊόνα». «Οι αλλόμορφοι γιατρεύονται εύκολα» απάντησε ο Λίαμ, αλλά με λιγό-τερη πεποίθηση. «Κι εσύ είσαι ένας πολύ δυνατός αλλόμορφος».
Σούπερ αλλόμορφο τον είχε αποκαλέσει η Αϊόνα, η γυναίκα που τον είχε σώσει. Η Αϊόνα ήταν υπέροχη και ο Τίγρης θα της ήταν πάντοτε ευγνώμων. Δεν ήταν όμως το ταίρι του. «Σταματήστε προτού με μπερδέψετε περισσότερο». Η Κάρλι αποτραβήχτηκε από τον Τίγρη και σηκώθηκε όρθια. «Μ ου λέτε ότι εγώ το θεράπευσα αυτό;»Έδειξε μια πληγή, κατακόκκινη και θυμωμένη. «Τα τραύματα φαίνονται ακόμα αρκετά σοβαρά». «Δεν είναι». Ο Τίγρης παρατήρησε ότι όλοι στην αίθουσα κρατούσαν μια ορισμένη απόσταση από το κρεβάτι, σαν ένα αόρατο εμπόδιο να τους κρατούσε πίσω. Φοβούνταν να βρεθούν πολύ κοντά στο ταίρι του - έκανε αυτή τη σκέψη με ικανοποίηση. Την είχαν αναγνωρίσει. «Δεν σε πιστεύω» είπε η Κάρλι. «Φαίνεσαι χάλια κι εκτός αυτού αισθάνομαι απαίσια για το ότι εγώ ήμουν η αιτία που έπαθες κακό. Αφησε λοιπόν τους γιατρούς να κάνουν την δουλειά τους. Σε παρακαλώ». Ο Τίγρης την αγκάλιασε ξανά. «Μ όνο αν μείνεις κοντά μου». Τον κοίταξε και πάλι με το μπερδεμένο βλέμμα της και ξεφύσησε. «Ω, γιατί όχι; Είμαι σίγουρη ότι έτσι κι αλλιώς θα απολυθώ μαζί με όλα τα άλλα που συμβαίνουν σήμερα. Ας είναι».
«Θα βεβαιωθούμε να μη χάσεις τη δουλειά σου αφού μας βοήθησες, κορίτσι» είπε ο Λίαμ, με έναν τρόπο που μόνο εκείνος θα μπορούσε να το πει. «Σ’ ευχαριστούμε». «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Η μαμά μου πάντα έλεγε ότι πρέπει να αναγνωρίζουμε τις ευθύνες μας, ακόμα κι αν κάνουμε λάθη».Έκανε μια παύση. «Μ ακάρι και η μαμά του Ίθαν να του είχε διδάξει το ίδιο πράγμα». Ο Τίγρης ένιωσε τον πόνο της μέσω της λαβής της και ο θυμός του επανήλθε. Θυμήθηκε την έκπληξη και στη συνέχεια την οργή στο πρόσωπο του Ίθαν, όταν η Κάρλι εύίε μπει από την πόρτα και τον είχε βρει να ζευγαρώνει με άλλη γυναίκα. Κι εκείνος είχε κατηγορήσει την Κάρλι. Αλλά ένα αρσενικό δεν απατά ποτέ το ταίρι του. Ποτέ. Πράγμα που σήμαινε ότι η Κάρλι δεν είχε γίνει πραγματικά το ταίρι του Ίθαν, ούτε υπό όρους ανθρώπινων δεσμών. Μ ε την πράξη προδοσίας του Ίθαν, η Κάρλι ήταν ελεύθερη. Ελεύθερη να τη διεκδικήσει ο Τίγρης. Μ ια φωνή ακούστηκε μέσα στο πλήθος. «Του έχουν κάνει νάρκωση;» Ο Τίγρης αναγνώρισε το γιατρό ο οποίος κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης οργής και πόνου τού είχε βγάλει ό,τι σφαίρες είχαν απομείνει μέσα στα σωθικά του. Είχε συνέλθει στο κρεβάτι αρχίζοντας να αλλάζει μορφή μέσα στον πανικό του, πράγμα που
οδήγησε στο να τον αλυσοδέσουν. Οι υπεύθυνοι της ηλίθιας κλινικής έπρεπε να είχαν αφήσει τον Κόνορ να βρίσκεται εκεί για να τον ηρεμήσει. Ο Τίγρης ίσως τότε να μην εύίε θυμηθεί τα αποστειρωμένα δωμάτια πειραμάτων -οι άνθρωποι τα απο-καλούσαν «Περιοχή 51»- και ίσως να μην εύίε τρομοκρατηθεί. «Θα γίνει καλά» είπε ο Λίαμ, χρησιμοποιώντας την πιο γοητευτική, πιο ιρλανδική χροιά του. «Χρειαζόταν απλά να ηρεμήσει λίγο, όπως φαίνεται». «Πρέπει τότε να τον μεταφέρω στο χειρουργείο για να τελειώσουμε». Ο γιατρός αποχώρησε αφήνοντας τρεις νοσοκόμες και ένα λευκοντυ-μένο άνδρα δυσαρεστημένους. «Όχι» είπε ο Τίγρης. Τα πάντα μέσα του άρχισαν να βράζουν. Η Κάρλι έσμιξε τα φρύδια καθώς χάιδευε απαλά με το χέρι της τον καρπό του Τίγρη. «Δεν πειράζει. Θέλει απλά να σου κάνει ράμματα». «Να τα κάνει εδώ. Δεν ξαναπάω σ’ αυτό το δωμάτιο». «Γιατί όχι; Εκεί έχει ό,τι χρειάζεται για να σε κάνει καλά και να κάνει αποστείρωση για να μην πάθεις κάποια μόλυνση».
Ακουγόταν τόσο λογική, τόσο ήρεμη. Κι όμως, δεν είχε δει τα δωμάτια στα οποία είχε βρεθεί ο Τίγρης στο πέτρινο κτίριο που βρισκόταν στην έρημο. Βελόνες και καθετήρες είχαν διαπεράσει τη σάρκα του, ηλεκτρόδια είχαν τρυπήσει τον εγκέφαλό του και είχαν μπει σαν φίδια κάτω από το δέρμα του. Οι πειραματιστές ήθελαν να δουν πόσο μπορούσε να αντέξει και έτσι τον υπέβαλαν σε ό,τι μαρτύριο μπορεί να φανταστεί κανείς. «Του θυμίζει άσχημα πράγματα» είπε ο Κόνορ. Ο μικρός, ο νεότερος από αυτούς, καταλάβαινε. Ο Κόνορ πάντα καταλάβαινε τον Τίγρη περισσότερο από ό,τι οι άλλοι. Η Κάρλι φώναξε το γιατρό. «Σταθείτε. Γιατί δεν μπορείτε να τον βοηθήσετε από εδώ;» Ο γιατρός, μοιάζοντας ενοχλημένος, στράφηκε προς το μέρος της. «Επειδή το φως είναι κακό και επειδή χρειάζομαι τον εξοπλισμό μου». «Να τον φέρεις εδώ. Είτε αυτό είτε όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα παλέψουν μαζί του για να τον φέρουν και πάλι στο χειρουργείο σου». Ο γιατρός κοίταξε τον Τίγρη προσεκτικά. «Αν μου εγγυηθείς ότι θα κάτσει εκεί και θα με αφήσει να τελειώσω, θα το κάνω. Θα του δώσω κάτι για τον πόνο, αλλά θα πονάει ούτως ή άλλως. Σε διαφορετική περίπτωση, θα τον ναρκώσω βαριά, πολύ βαριά.Έγινα
κατανοητός; Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν κάτω από την επήρεια αυτού του είδους νάρκωσης, ακόμη και οι αλλόμορφοι». «Θα κάτσει φρόνιμος». Η Κάρλι χαμογέλασε στο γιατρό. «Το υπόσχεσαι, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Τίγρη. Ο Τίγρης έσφιξε το χέρι του γύρω από τον καρπό της Κάρλι νιώθοντας τα λεπτά και εύθραυστα κόκαλά της που καλύπτονταν από τη μεταξένια επιδερμίδα της. «Μ όνο αν μείνεις κοντά μου». «Θα μείνω». Η Κάρλι γύρισε το χαμογελαστό πρόσωπό της προς το μέρος του και ξαφνικά όλα φαίνονταν ρόδινα. Ο Τίγρης δεν είπε τίποτα. Χάιδεψε και πάλι το χέρι της Κάρλι, γοητευμένος από την απαλότητα, αλλά και από το γλυκό άρωμά της. Ο γιατρός έφυγε, εξακολουθώντας να μοιάζει ενοχλημένος. Οι υπόλοιποι αλλό-μορφοι -όπως και οι στρατιώτες πίσω τουςπαρέμεναν σε απόσταση από το κρεβάτι. Δεν είχε καμία σημασία. Η Κάρλι είχε πει ότι θα έμενε μαζί του. Και ο Τίγρης θα φρόντιζε ώστε να έμενε για πάντα. Η Κάρλι παρακολουθούσε τον γιατρό να καθαρίζει τις πληγές του Τίγρη, να βάζει φάρμακα, να κάνει ράμματα στις μεγαλύτερες και να βάζει επιδέσμους στις υπόλοιπες. Ο Τίγρης καθόταν ήσυχος ενώ δούλευε ο γιατρός, χωρίς να κάνει θόρυβο και κρατώντας χωρίς να σφίγγει- το χέρι της Κάρλι.
Δεν υπήρχε περίπτωση η Κάρλι να είχε αντέξει κάποιος να της ακου-μπάει και να περιεργάζεται τις ανοιχτές πληγές της χωρίς νάρκωση. Θα υποχωρούσε, θα πάλευε, θα φώναζε ή τουλάχιστον θα έβριζε. Ο Τίγρης δεν έκανε τίποτα, δεν έλεγε τίποτα, δεν κουνιόταν. Ο διοικητής των στρατιωτών τον παρακολουθούσε, αλλά κρατούσε τους άνδρες του σε απόσταση. Όταν ο γιατρός τελικά αποχώρησε, αφήνοντας τις νοσοκόμες να καθαρίσουν, ο Τίγρης έκανε πέρα τα σεντόνια και σηκώθηκε από το κρεβάτι.Ήταν ολόγυμνος, με εξαίρεση τα σημεία που είχαν επιδέσμους. Η Κάρλι προσπάθησε να μην κοιτάξει, αλλά ήταν οπωσδήποτε δύσκολο να το αποφύγει. Μ προστά της στεκόταν ένας μεγάλος άνδρας, όχι μόνο σε ύψος και σε πλάτος.Ήταν μεγάλος παντού. Παντού.Έστρεψε αλλού το βλέμμα της, αλλά είχε αναγκάσει τον εαυτό της να το κάνει.Ήταν... μαγευτικός. «Πού νομίζεις ότι πας;» τον ρώτησε. «Σπίτι». Η λέξη βγήκε από μέσα του με δύναμη, αλλά και με μια δόση μελαγχολίας. «Ισα που περπατάς». «Τα καταφέρνω». Ο Τίγρης φαινόταν πιο δυνατός, η αλήθεια ήταν. Αλλά, που να πάρει, είχε πυροβοληθεί. Στο στομάχι.
Ο Λίαμ, ο οποίος προφανώς ήταν ο αδελφός του Σον, έκανε κίνηση να βάλει το χέρι του στον ώμο του Τίγρη, αλλά το πήρε μακριά πριν τον ακουμπήσει. Γύρισε προς ένα στρατιώτη. «Μ πορείτε να τον απελευθερώσετε τώρα. Θα είναι εντάξει». Ο στρατιώτης έσμιξε τα ανοιχτόχρωμα φρύδια του. «Δώσ’ μου ένα λεπτό». Απομακρύνθηκε, κάνοντας σήμα στους άνδρες του να προσέχουν τον Τίγρη, και έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο. Πήγε στη γωνία και άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα. «Αναλαμβάνουμε εμείς από δω και πέρα» είπε ο Λίαμ στους νοσηλευτές. «Μ πορεί πράγματι να θεραπευτεί μόνος του». «Απαγορεύεται να σηκώνει βάρη, να κάνει κάμψεις, να τρέχει, να κάνει οτιδήποτε που μπορεί να του προκαλέσει άγχος» είπε η προϊσταμένη σε αυστηρό τόνο. «Πρέπει να κρατήσει τα τραύματά του καθαρά, να αλλάζει τους επιδέσμους και να παίρνει όλα τα αντιβιοτικά. Όλα τα χάπια. Μ πορείς να τον καταφέρεις να τα κάνει όλα αυτά;» Κοίταξε την Κάρλι. «Εγώ;» είπε η Κάρλι αγγίζοντας το στέρνο της. «Εγώ δεν...» «Θα τον φροντίσουμε εμείς». Ο Λίαμ πήρε το κομμάτι χαρτιού με τις συνταγές των φαρμάκων και χαμογέλασε στη νοσοκόμα με έναν τρόπο που θα έκανε οποιαδήποτε γυναίκα να λιώσει. Η νοσοκόμα, μεσήλικη, με σκληρό πρόσωπο, είχε εμπειρία από
δύσκολους ασθενείς. Αρνήθηκε αρχικά προτού συμφωνήσει μαζί του. «Εντάξει λοιπόν» είπε μαλακώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Να με καλέσεις αν υπάρξουν τυχόν προβλήματα». Μ ιλούσε πλέον στον Λίαμ και μόνο σ’ αυτόν. Ο στρατιώτης γύρισε ακόμα πιο συνοφρυωμένος. «Ο διοικητής μου είπε να σας αφήσω να τον πάρετε» είπε στον Λίαμ. Ο άνδρας προφανώς διαφωνούσε με τον διοικητή του, αλλά δεν φαινόταν για τύπος που πα-ρέβαινε διαταγές. «Αλλά αν υπάρξει ξανά πρόβλημα μαζί του θα πρέπει να τον συλλάβω». «Έχεις δίκιο» είπε ο Λίαμ χωρίς να φαίνεται ιδιαίτερα ανήσυχος. Ο Τίγρης είχε ήδη ξεκινήσει να βγαίνει από το δωμάτιο, με την Κάρλι να τον ακολουθεί από πίσω. Ο Κόνορ μπήκε μπροστά του κρατώντας στα χέρια του μια αλλαξιά φρεσκοπλυμένα διπλωμένα ρούχα. «Κάτι ξέχασες». Οι νοσοκόμες δεν έκρυβαν την ανάγκη τους να κοιτάζουν το σώμα του Τίγρη. Είχαν δει πολλή, γυμνή σάρκα, αλλά ο Τίγρης ήταν διαφορετικός. Ήταν όλο μύες, μαυρισμένος στον κορμό και στα χέρια του, ωχρός κάτω από τη μέση.Ήταν μεγάλος παντού, αλλά όχι πάρα πολύ, σφιχτός και δυνατός, όχι υπερβολικά ογκώδης. Τον Τίγρη δεν τον
ένοιαζε και πολύ που ήταν γυμνός - η Κάρλι παρατήρησε ότι οι υπόλοιποι αλλό-μορφοι δε θυμήθηκαν ότι ήταν χωρίς ρούχα μέχρι που ο Κόνορ τον σταμάτησε στην πόρτα. Ο Τίγρης φόρεσε ένα τζιν και ένα μπλουζάκι χωρίς να κάνει τον κόπο να βάλει εσώρουχα. Ο Κόνορ επέμεινε ότι έπρεπε να βάλει τις μπότες μάχης που του είχε φέρει αντί να περπατάει ξυπόλυτος και ο Τίγρης γρύλισε ανυπόμονα καθώς τις έβαζε. Ο Τίγρης κρατούσε το χέρι της Κάρλι καθώς περπατούσε στο διάδρομο, ως το ασανσέρ και μέχρι έξω στο πάρκινγκ. Οι ασθενείς και το προσωπικό του νοσοκομείου σταματούσαν ό,τι έκαναν και κοίταξαν το μπουλούκι των αλλόμορφων που περνούσε. Ο Λίαμ προπορευόταν, χαμογελώντας και χαιρετώντας τους όλους. Ο ψηλός άνδρας με τα τατουάζ και το ξυρισμένο κεφάλι τον ακολουθούσε, τραβώντας την περισσότερη προσοχή πάνω του. Πίσω του βρίσκονταν ο Τίγρης και η Κάρλι, έπειτα ο Κόνορ και τελευταίος ο Σον. Τα παιδιά κοίταζαν, οι γυναίκες είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό και οι άνδρες στέκονταν μπροστά τους προστατευτικά. Κανείς δεν έβγαζε τσιμουδιά, αλλά για μια ακόμη φορά η γλώσσα του σώματος τα έλεγε όλα. Οι αλλόμορφοι ήταν ο φόβος κι ο τρόμος. Ακόμη και έτσι εξημερωμένοι, ελεγχόμενοι και ρυθμισμένοι, οι άνθρωποι ένιωθαν την ίσα περιορισμένη μέσα τους βία. Οι άνθρωποι προσποιούνταν να περιφρονούν ή να είναι
εντυπωσιασμένοι από τα πλάσματα αυτά, αλλά οι ενήλικες που τους παρακολουθούσαν να βγαίνουν έξω από το κτίριο εξέπεμπαν πρωτόγονο φόβο. Η Κάρλι ποτέ δεν είχε πολυσκεφτεί τους αλλόμορφους, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.Ήξερε ότι εκείνοι που ζούσαν στο Όστιν διέμεναν στην Πόλη των Αλλόμορφων, η οποία βρισκόταν έξω από το παλιό αεροδρόμιο, αλλά σπάνια είχε λόγο να οδηγήσει κατά κει. «Κοίτα αυτό το αυτοκίνητο, Λίαμ» είπε ο Κόνορ όταν έφτασαν μπροστά στην Κορβέτ. «Δεν είναι φοβερό;» «Και δεν είναι και δικό μου» είπε η Κάρλι. «Πρέπει να το επιστρέφω στον Ίθαν». Σταμάτησε, με τις λέξεις να κολλάνε στο λαιμό της. Η Κάρλι δεν ήθελε ποτέ ξανά να περάσει από τον ιδιωτικό δρόμο και να δει το σπίτι στο οποίο υποτίθεται ότι θα μετακόμιζε την επόμενη εβδομάδα. Δε θα το κοίταζε ποτέ ξανά χωρίς να της έρχεται στο νου η ανάμνηση του Ίθαν με το παντελόνι του κατεβασμένο ως τους αστραγάλους κι εκείνον να μπαίνει σκληρά και γρήγορα στη γυναίκα που καθόταν στον πάγκο. Μ ια μαχαιριά διαπέρασε την καρδιά της. Λαχάνιασε και στη συνέχεια ο Τίγρης την έπιασε από το μπράτσο, στρέφοντάς την
προς αυτόν.Έβαλε απαλά το μεγάλο του χέρι ανάμεσα στα στήθη της, ακριβώς στο σημείο όπου ένιωθε τον πόνο. Η Κάρλι τον κοίταξε κατάματα γεμάτη δάκρυα. Τα χρυσαφένια μάτια του εξέπεμπαν συμπάθεια, κατανόηση. «Δεν ήσουν ποτέ δική του» είπε. «Υποθέτω πως όχι». Η Κάρλι προσπάθησε να γελάσει. Το χέρι του Τίγρη ήταν ζεστό, το άγγιγμά του πάνω από την καρδιά της καταπραϋντικό. Η εικόνα του Ίθαν άρχιζε να θολώνει - ο πόνος εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά απομακρυνόταν. Ο Κόνορ διέκοψε. «Πάντως, αν θέλεις να επιστρέφω το αυτοκίνητο, μπορώ να το κάνω». 'Απλωσε το χέρι του. «Θα είμαι προσεκτικός, τ’ ορκίζομαι.Ή αλλιώς μπορώ να το καταστρέφω, αν θες». «Θα το πάρει ο Σον» είπε ο Λίαμ αυστηρά. Κοίταξε τριγύρω. «Και ο Σπάικ». Το χαμόγελό του επανήλθε καθώς παρατηρούσε το δίμετρο μυώδη άνδρα με το ξυρισμένο κεφάλι και τα τατουάζ που κάλυπταν όλο του το σώμα. Ο Σον γέλασε. «Καλή επιλογή. Ανυπομονώ να το δω αυτό». Η Κάρλι θα ήθελε κι αυτή πολύ να δει το πρόσωπο του Ίθαν καθώς θα έβγαινε πρώτα ο όμορφος Σον και στη συνέχεια ο ευερέθιστος μηχανόβιος απ’ την κόλαση Σπάικ από την αγαπημένη του Κορβέτ.
Η Κάρλι έπρεπε να απομακρυνθεί από τον Τίγρη για να δώσει τα κλειδιά στον Σον. Ο Τίγρης παρέμενε δίπλα της, χωρίς να κάνει ούτε βήμα παραπέρα. «Να προσέχετε» είπε η Κάρλι στον Σον. «Ο Ίθαν έχει ισχυρούς φίλους. Δε θέλω να σας συλλάβουν για κλοπή ή για εκφοβισμό». «Μ ην ανησυχείς γι’ αυτό, κορίτσι» είπε ο Σον κλείνοντας τα κλειδιά στη χούφτα του. «Θα κρατήσω τον Σπάικ δεμένο». Ο Σπάικ γρύλισε, βγάζοντας έναν ήχο αγριόγατου, και άφησε να φανούν τα δόντια του καθώς χαμογελούσε. «Σίγουρα δεν μπορώ να πάω μαζί τους;» ρώτησε ελπιδοφόρα ο Κόνορ. «Όχι» είπε ο Λίαμ. «Εγώ θα γυρίσω την Κάρλι σπίτι της -ή όπου θέλει να πάει- κι εσύ θα γυρίσεις τον Τίγρη στην Πόλη των Αλλόμορφων». «Η Κάρλι θα μείνει μαζί μου». Ο βρυχηθμός του Τίγρη διέκοψε την εντολή του Λίαμ. Η ζεστασιά του κάλυψε την Κάρλι, μπαίνοντας κατευθείαν μέσα στο λευκό ψόρεμά της, το οποίο δεν ήταν πια τόσο λευκό. «Χμ». Ο Λίαμ δεν άρχισε να φωνάζει για να πει στον Τίγρη να την αφήσει να φύγει. Οι άλλοι έκαναν λίγο πίσω, σαν να δίσταζαν να μπουν ανάμεσα σε έναν σκύλο και τη λιχουδιά του.
Υποθέτω ότι εξαρτάται από μένα. «Τίγρη, γλυκέ μου, πρέπει να φύγω». Η Κάρλι χάιδεψε τον πιίχη του, ξανά και ξανά. Της άρεσε η αίσθηση του σφιχτού δέρματος πάνω στο ατσάλι. «Λυπάμαι που σε έσυρα στα προβλήματά μου και που υπέφερες απ’ αυτά». Ο Τίγρης την κοίταξε σαν τα λόγια της να μην είχαν καμία σημασία γι’ αυτόν. Το βλέμμα του ήταν έντονο, αλλά ατάραχο. «Θα έρθω αύριο να δω πώς είσαι, εντάξει;» είπε η Κάρλι. «Μ είνε μαζί μου». Τα λόγια του αποτελούσαν δήλωση, όχι παράκληση. «Δεν μπορώ, πρέπει να πάω σπίτι. Κοίταξέ με, είμαι χάλια. Μ ετά θα πρέπει να βρω τον Αρμαντ και να του εξηγήσω γιατί τον άφησα σήμερα, απ’ όλες τις μέρες, στη μοίρα του. Κι αν είμαι τυχερή θα μου δώσει κάποια αποζημίωση όταν με απολύσει». Και πάλι, τα μάτια του Τίγρη δεν κατέγραψαν την ουσία του λόγου της, μόνο το ότι μιλούσε.Όταν τελείωσε, έγειρε το κεφάλι του όπως κάνει μια γάτα όταν εξετάζει το θήραμά της. «Θα σε πάρω». «Όχι, δεν θα το κάνεις». Η Κάρλι χτύπησε απαλά το στέρνο του, απο-φεύγοντας τους επιδέσμους κάτω από το μπλουζάκι του. «Θα πας σπίτι και θα ξεκουραστείς, όπως σου είπαν να κάνεις οι νοσοκόμες. Και θα πάρεις και τα φάρμακά σου. Αν αλωνίζεις στην πόλη οι πληγές οου θα ανοίξουν πάλι και θα χρειαστείς καινούργιο καθαρό μπλουζάκι. Είπα ότι θα έρθω να δω πώς είσαι και το
εννοώ. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω». Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και φίλησε το μάγουλό του, νιώθοντας τις τρίχες από τα μουστάκια του. «Μ ου αρέσεις, Τίγρη». Τα μάτια του Τίγρη μαλάκωσαν καθώς την κοίταζε. Η Κάρλι ήξερε ότι οι υπόλοιποι άκουγαν.Ήταν συγκροτημένοι και στέκονταν εκπληκτικά ακίνητοι. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να σταθεί τόσο ακίνητος. Ο Τίγρης άγγιξε το μάγουλό στο οποίο η Κάρλι τον είχε φιλήσει και με τη σειρά του άγγιξε το δικό της. Τα δάχτυλά του ήταν ελαφριά σαν πούπουλο - πράγμα παράξενο, αφού τον είχε δει να σπάει το κρεβάτι στο νοσοκομείο σαν να ήταν χαρτί. «Κόνορ» είπε ο Τίγρης, με το βαθύ βουητό στη φωνή του να βγαίνει και πάλι απ’ το λαρύγγι του. «Πήγαινε μαζί της». «Είπα ότι εγώ θα την πάω σπίτι της» διέκοψε ο Λίαμ. «Οχι». Ο λόγος του Τίγρη ήταν στιβαρός. «Όχι εσύ. Μ όνο ο Κόνορ». Ο Λίαμ κοίταξε για κάμποσο διάστημα τον Τίγρη και στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του στον Κόνορ, ο οποίος προσπαθούσε να φανεί όσο πιο αθώος και ουδέτερος μπορούσε. Στο τέλος, ο Λίαμ κούνησε το κεφάλι του. «Εντάξει. Ο Κόνορ». «Να την προσέχεις» είπε ο Τίγρης αυστηρά.
Ο Κόνορ χαλάρωσε από τη στάση προσοχής που είχε πάρει. «Έγινε, μεγάλε» είπε στον Τίγρη. «Αυτό σημαίνει ότι θα πάρω τη μηχανή σου, έτσι, Σον;» Ο Σον γρύλισε, φάνηκε ενοχλημένος, αλλά έβγαλε τα κλειδιά του και τα πέταξε προς τη μεριά του Κόνορ. «Δεν θέλω να δω ούτε μια γρατζου-νιά, ούτε έναν κόκκο από χώμα πάνω της». «Θα σε απογοήτευα ποτέ εγώ, θείε Σον; Εμπρός Κάρλι, θα’ ναι τέλεια». Περίμεναν να πάει σπίτι στο πίσω μέρος μιας μοτοσικλέτας; Μ ε αυτό το ντύσιμο;Ήταν μια περίεργη μέρα... Ο Τίγρης δεν θα άφηνε την Κάρλι να φύγει τόσο εύκολα. Την τράβηξε κοντά του, έγειρε πάνω της και έθαψε ξανά το πρόσωπό του στα μαλλιά της. Εκείνη σκέφτηκε ότι ίσως θα προσπαθούσε να τη φιλήσει, ακριβώς εκεί, στη μέση του πάρκινγκ, και αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν το επιχειρούσε. Το να τη φιλούσε ο Τίγρης θα ήταν... Δεν είχε ιδέα, αλλά το σώμα της ήταν ζεστό και την έπιαναν ρίγη.Ήταν δυνατός και ισχυρός. Και κομματάκι τρελός. Ο Τίγρης επανήλθε στην τάξη. Δεν τη φίλησε, αλλά χάιδεψε το μάγουλό της κοιτάζοντάς τη στα μάτια. Στο τέλος απομάκρυνε το χέρι του.
Ο Κόνορ το εξέλαβε ως ένδειξη για να κινηθεί προς τις μοτοσικλέτες που ήταν σταθμευμένες μπροστά από την κλινική και έκανε μια χειρονομία στην Κάρλι για να τον ακολουθήσει. «Θα τα πούμε, Τίγρη» είπε η Κάρλι και στη συνέχεια απομακρύνθηκε πηγαίνοντας προς τον Κόνορ. Τα παπούτσια της την πονουσαν πολύ, έτσι σταμάτησε και τα έβγαλε μεταφέροντάς τα στα χέρια της. Θα ήταν πιο άνετα πάνω στη μηχανή χωρίς αυτά. Όταν κοίταξε πίσω από τον ώμο της είδε το βλέμμα του Τίγρη να εξακολουθεί να είναι καρφωμένο πάνω της. Στεκόταν ακίνητος καθώς οι υπόλοιποι έκαναν κινήσεις για να φύγουν. Του έκανε ένα μικρό νεύμα κι έπειτα γύρισε και συνέχισε να ακολουθεί τον Κόνορ, αλλά ένιωθε το βλέμμα του Τίγρη σε όλη τη διαδρομή. *** «Γιατί ο Τίγρης ήθελε να με γυρίσεις εσύ και όχι ο Λίαμ;» ρώτησε η Κάρλι καθώς άφηνε τον Κόνορ να μπει στο σπίτι της. Προσπάθησε να μην κοιτάξει τις βαλίτσες που είχε βγάλει από την ντουλάπα για τη μετακόμισή της με τον Ίθαν. Τα καλό ήταν ότι δεν είχε χρόνο να μεταφέρει τα πράγματά της σε αποθήκη - αν και είχε ήδη βάλει πολλά σε κούτες. Ο Ίθαν την είχε ενθαρρύνει να αφήσει το σπίτι της και να το νοικιάσει - δεν θα ήταν βέβαια το ίδιο με το αν είχε μια εμπορική ιδιοκτησία, αλλά θα της απέφερε
ένα ορισμένο πραγματικό εισόδημα, της είχε πει. Θεωρούσε ότι το να είναι βοηθός σε γκαλερί τέχνης δεν ήταν μια βιώσιμη μακροχρόνια απασχόληση. «Τι πράγμα;» ρώτησε ο Κόνορ. Κοίταξε τα λίγα μικρά έργα ζωγραφικής που ήταν κρεμασμένα στον τοίχο του σαλονιού και που οι καλλιτέχνες είχαν δώσει στην Κάρλι ως δώρο. «Γιατί εγώ; Επειδή είμαι μικρός. Δεν αποτελώ απειλή». «Μ ικρός;» Η Κάρλι τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Το είπες και πριν αυτό. Δεν μπορεί να είσαι πολύ πιο νέος από μένα». «Μ όλις έγινα είκοσι δυο. Σε αυτή την ηλικία εμείς οι αλλόμορφοι θεωρούμαστε ακόμα μικροί. Όταν γίνω περίπου είκοσι οκτώ, ή ίσως αργότερα, θα αρχίσει η Μ ετάβασή μου. Δεν την περιμένω με ανυπομονησία, πιστέψτε με. Αλλά μετά από αυτό, θα έχω αναπτυχθεί πλήρως και θα είμαι έτοιμος να βρω το δικό μου ταίρι. Αυτή τη φάση, ναι, την περιμένω με ανυπομονησία». Η Κάρλι έβλεπε ένα νεαρό άνδρα, σε ηλικία να πάει στο κολέγιο, ψηλόλιγνο, αλλά δυνατό και ψηλό όσο οι θείοι του, ακόμη και ογκώδη όπως εκείνοι. Όταν θα γινόταν είκοσι οκτώ και θα έψαχνε για το ταίρι του οι γυναίκες θα έκαναν ουρά γι’ αυτόν. Απορούσε πώς δεν τον κυνηγούσαν με τα σάλια τους να τρέχουν από τώρα. «Εγώ όμως δεν είμαι αλλόμορφη» είπε η Κάρλι. «Γιατί πρέπει να
περιμένεις έξι χρόνια πριν πας με ανθρώπινη γυναίκα;» «Δεν πρέπει. Αλλά δε βιάζομαι. Το γεγονός ότι δεν έχω φτάσει στην ηλικία Μ ετάβασής μου σημαίνει ότι δεν έχω ακόμη τον παροξυσμό ζευγαρώματος. Οπότε, ναι, θα μπορούσα να πάω μαζί σου, ή με οποιαδήποτε ανθρώπινη κοπέλα μού έκανε κέφι και θα μπορούσαμε να φιλιόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε, ακόμα και να ζευγαρώνουμε. Αλλά δε θα αισθανόμουν την ανάγκη να αφήσω τη μυρωδιά μου πάνω σου, να σε κρύβω απ’ όλα τα άλλα αρσενικά και να ζευγαρώνω μαζί σου μέχρι να μην ήμασταν σε θέση να περπατήσουμε, ή μέχρι να έκανες κάποιο μικρό. Μ ε όποια σειρά θες». Η Κάρλι σταμάτησε. Τα παπούτσια της εξακολουθούσαν να κρέμονται από τα δάχτυλά της και τα πόδια της απολάμβαναν τη δροσιά από τα πλακάκια. «Αυτό δηλαδή κάνουν οι αλλόμορφοι;» «Αμέ. Θηλυκά κι αρσενικά». «Αρα ο Τίγρης φοβόταν ότι αν ο Λίαμ με γύρναγε σπίτι θα...» «Σε έσερνε στο κρεβάτι και θα ζευγάρωνε μαζί σου μέχρι να ουρλιάζεις; Μ άλιστα, αυτό φοβόταν. Παρόλο που ο Λίαμ έχει ένα ταίρι και ένα μικρό -την Κατριόνα, τι γλυκιά που είναι- για τον Τίγρη είναι απλώς ένα άλλο ώριμο αλλόμορφο αρσενικό το οποίο δεν μπορεί να εμπιστευτεί». «Και με τον Τίγρη τι γίνεται; Υποθέτω ότι δε χρειάζεται να
ανησυχώ για αυτό τον παροξυσμό ζευγαρώματος - μόλις πυροβολήθηκε». «Δεν ξέρω». Ο Κόνορ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορώ να σου πω ψέματα, Κάρλι. Ο Τίγρης είναι φίλος μου και θέλω να τον βοηθήσω, αλλά είναι επικίνδυνος. Και σκληρός. Και δεν είναι και πολύ στα καλά του». Ο Κόνορ άγγιξε τον κρόταφό του. «Δεν μου φάνηκε τόσο τρομακτικός. Αν και... δες τι καλός κριτής χαρακτήρα ήμουν εγώ με τον Ίθαν». Η Κάρλι έβγαλε ένα στεναγμό και περπάτησε προς την κρεβατοκάμαρά της. «Επιστρέφω αμέσως». Έκλεισε την πόρτα ώστε να μπορέσει να βγάλει το φόρεμα και να βάλει ένα άνετο σορτσάκι και ένα μπλουζάκι. Στο μπάνιο της έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια της, σκεπτόμενη ότι περίμενε να έρθει σπίτι και να πλαντάξει στο κλάμα. Η ανησυχία της για τον κακόμοιρο τον Τίγρη είχε σβήσει αυτή την ανάγκη, αλλά τώρα που αυτή η αδρεναλίνη είχε φύγει, αισθανόταν ασταθής και αδύναμη. Και πεινασμένη. «Θέλεις να παραγγείλω πίτσα;» ρώτησε τον Κόνορ καθώς έβγαινε έξω. «Πεθαίνω της πείνας. Μ πορείς να πάρεις μια μαζί σου επιστρέφοντας. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω». Ο Κόνορ είχε αράξει σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι της και άλλαζε
κανάλια με το τηλεχειριστήριο. «Ω, δε θα πάω σπίτι.'Οταν ο Τίγρης είπε να σε προσέχω, εννοούσε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.Ή τουλάχιστον μέχρι να σε πάω στην Πόλη των Αλλόμορφων».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Καθώς η Κάρλι τον παρατηρούσε, ο Κόνορ κοίταζε αλλού και συνέχιζε να αλλάζει κανάλια. «Για δες, έχεις το μπουκέτο με τα αθλητικά. Τέλεια». Η Κάρλι του άρπαξε το τηλεχειριστήριο και έσβησε την τηλεόραση. «Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο;» «Ελα τώρα, κορίτσι, δεν τα πιάνω αυτά τα κανάλια στο σπίτι. Δεν επιτρέπονται στους αλλόμορφους. Πάει πολύς καιρός από τότε που είδα τελευταία φορά κάποιον καλό αγώνα ποδοσφαίρου». «Υποτίθεται ότι θα μείνεις μαζί μου μέχρι να πάω να δω τον Τίγρη; Είπα ότι θα το κάνω. Δεν με πιστεύει;» Ο Κόνορ άφησε να βγει από μέσα του ένας αργός αναστεναγμός. «Σε πιστεύει. Αν είχες πει ψέματα, θα το είχε καταλάβει. Αν πεις
ψέματα για το οτιδήποτε, θα το καταλάβει. Θέλει να είσαι προστατευμένη. Είναι πα-λομοδίτης ο Τίγρης, αλλά δεν έχει άδικο. Πήρα τη δουλειά γιατί, όπως είπα, είμαι μικρός και είμαι ο μοναδικός αλλόμορφος που εμπιστεύεται δίπλα σου». «Θέλει να με προστατεύσει από τι; Η μαμά μου με μεγάλωσε για να φροντίζω τον εαυτό μου και τα κατάφερα ως τα είκοσι έξι μου χρόνια χωρίς σωματοφύλακα. Γιατί ξαφνικά χρειάζομαι προστασία;» «Επειδή είναι ο Τίγρης. Μ πορεί να γίνει λίγο... υπερπροστατευτικός. Εκτός αυτού, άφησε τη μυρωδιά του πάνω σου. Παρόλο που -τεχνικά- αυτό σημαίνει ότι τα υπόλοιπα αρσενικά πρέπει να υποχωρήσουν, υπάρχουν αρκετοί ηλίθιοι αλλόμορφοι εκεί έξω που μπορεί ακόμη να προσπαθήσουν να σε κλέψουν τώρα που ξέρουν ότι είσαι φιλική μαζί μας». «Φιλικοί μαζί σας; Δεν γνώριζα κανέναν αλλόμορφο μέχρι σήμερα». Ο Κόνορ της χαμογέλασε κάπως σφιχτά. «Και δεν έφυγες μακριά ουρλιάζοντας. Αυτό σε βάζει σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τις περισσότερες ανθρώπινες γυναίκες, εκτός από τις θαυμάστριες. Και οι οποίες δε θέλουν απαραιτήτως έναν αλλόμορφο για ταίρι το κάνουν απλά και μόνο για να ερεθίζονται».
«Υπάρχουν θαυμάστριες αλλόμορφων;» «Βέβαια.Έρχονται στο μπαρ στο οποίο ο Λίαμ έχει αναλάβει τη διαχείριση, ή πάνε σε νυχτερινά κέντρα για χορό θέλοντας να είναι με αλλόμορφους. Ανδρες και γυναίκες. Μ ας αρέσει εμάς συνήθως αυτό το παιχνίδι - λίγο χαζολόγημα στη γωνία κι έτσι οι θαυμάστριες φεύγουν ευχαριστημένες. Δεν θέλουν όμως να μετακομίσουν μαζί μας». «Ο Τίγρης πιστεύει ότι είμαι σαν κι αυτές;» «Δε νομίζω. Ο Τίγρης δεν τις καταλαβαίνει τις θαυμάστριες. Δεν ενδια-φέρεται γι’ αυτές. Αλλωστε, οι περισσότερες από δαύτες του ρίχνουν μια ματιά και φεύγουν μακριά». «Γιατί;» Η Κάρλι βυθίστηκε στον καναπέ εξακολουθώντας να κρατάει το τηλεχειριστήριο. «Ο Τίγρης είναι μεγάλος, άρα υποθέτω ότι αυτό τρομάζει τους ανθρώπους. Μ ε μένα πάντως ήταν καλός. Ξέρω ότι τρελάθηκε σ’ εκείνο το δωμάτιο στο νοσοκομείο, αλλά είχε τρεις άντρες να τον σημαδεύουν με όπλα αφού τον αλυσόδεσαν στο κρεβάτι. Κι εγώ θα τρελαινόμουν». «Είναι...» Ο Κόνορ κουνούσε τα χέρια του σαν να προσπαθούσε να βρει τις σωστές λέξεις. «Είναι διαφορετικός από τους άλλους αλλόμορφους. Είναι πιο... έντονος». «Μ ια και δεν ξέρω πολλά για τους αλλόμορφους, πώς υποτίθεται ότι θα μπορούσα να το καταλάβω;»
«Οι άνθρωποι του έκαναν πολύ κακά πράγματα πριν έρθει να ζήσει μαζί μας. Δεν μπορώ να σου πω γι’ αυτά έως ότου δώσει την έγκρισή του ο Λίαμ, αλλά πίστεψέ με... Κακά πράγματα». Η Κάρλι θυμήθηκε τον πόνο που είχε δει στα μάτια του - πόσο βαθύς φαινόταν. Περισσότερος πόνος απ’ όσον είχε υποστεί σήμερα, πολύ περισσότερος. «Τον καημένο». «Μ άλιστα. Ο καημένος αυτός είναι τόσο δυνατός όσο ένα φορτηγό, κορίτσι. Ακούσε με, άσε με να αράξω εδώ και να παρακολουθήσω έναν ή δυο ή και τρεις αγώνες κι όταν είσαι έτοιμη να πας στην Πόλη των Αλλόμορφων, θα σε πάω εγώ. Δε βιάζομαι, άσε να περάσει μια μέρα, μια εβδομάδα. Όσο ο Τίγρης νομίζει ότι σε προσέχω, όλα θα πάνε καλά». «Θα μείνεις μαζί μου μια εβδομάδα;» ρώτησε η Κάρλι την ώρα που σηκωνόταν και πάλι όρθια. «Παρακολουθώντας αγώνες στην τηλεόρασή μου και τρώγοντας την πίτσα μου; Δεν έχεις να πας σχολείο ή να κάνεις κάτι άλλο; Καμιά δουλειά;» Ο Κόνορ ανασήκωσε τους ώμους. «Είναι οι καλοκαιρινές διακοπές. Η τελευταία χρονιά μου ξεκινάει στα μέσα Αυγούστου και μετά θα αποφοιτήσω. Βοηθάω τον Λίαμ στο μπαρ μεταξύ των εξαμήνων και όταν έχω έλλειψη μετρητών, αλλά προς το παρόν δεν έχω ανάγκη». Ο Κόνορ έγειρε πίσω, σταύρωσε τα πόδια του και άπλωσε το χέρι του για να του δώσει η Κάρλι το
τηλεχειριστήριο. «Εχω άφθονο χρόνο να ενημερωθώ για την αθλητική δράση». Η Κάρλι αναστέναξε και χτύπησε το τηλεχειριστήριο στην ανοιχτή παλάμη του. «Καλά, μπορεί να είσαι σε θέση να αλλάζεις μορφή σε ζώο που βρυχάται, αλλά στον κόσμο μου παραμένεις ακόμη άνδρας». «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Κόνορ ανοίγοντας την τηλεόραση. «Ω, τέλεια». Έδωσε μια γροθιά στον αέρα καθώς οι ποδοσφαιριστές στην οθόνη έκαναν κάτι που η Κάρλι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει. «Θες μήπως και καμιά μπίρα;» τον ρώτησε η Κάρλι με ειρωνικό τόνο. «Ναι αμέ, αν έχεις. Μ ου αρέσει η Γκίνες, αλλά δεν είμαι τόσο ιδιότροπος. Μ όνο να μην είναι πολύ νερουλή. Πάμε, πάμε, πάμε! Αχ, ηλίθιε!» Ο Κόνορ φώναζε στην τηλεόραση την ώρα που η Κάρλι πήγαινε στην κουζίνα για να δει αν και τι μπίρες είχε στο ψυγείο.Έπρεπε να πάει για ψώνια - δεν είχε αφήσει προμήθειες γιατί νόμιζε ότι θα μετακόμιζε. Τα πάντα της θύμιζαν τον Ίθαν και την απιστία του. Τι χάος. Θα έπρεπε να του δώσει πίσω το τεράστιο διαμαντένιο δαχτυλίδι που δεν φορούσε επειδή φοβόταν ότι θα το έχανε. Θα έπρεπε να πει
στην οικογένειά της και σε όλους τους φίλους της ότι ο γάμος είχε ακυρωθεί πριν καν σχεδιαστεί. Είχε στείλει προσκλήσεις για ένα μεγάλο πάρτι στο σπίτι του Ίθαν για το επόμενο Σάββατο, για να γιορτάσουν τον αρραβώνα. Ε λοιπόν ο Ίθαν μπορούσε να ακυρώσει αυτό το πάρτι ο ίδιος. Δικό του ήταν το ηλίθιο σφάλμα. Το γιατί ήταν αυτό που στριφογύριζε μέσα στο κεφάλι της. Αφού ο Ίθαν της είχε ζητήσει να μετακομίσει, αφού της είχε δώσει ένα πετράδι που ποιος ξέρει πόσο άξιζε, αφού είχαν κανονίσει να κάνουν επίδειξη για το πόσο λαμπερό ζευγάρι ήταν, γιατί το είχε κάνέι με την άλλη γυναίκα πάνω στον πάγκο της κουζίνας του; Γιατί οι άνδρες ήταν τόσο μα τόσο ηλίθιοι; Η Κάρλι άνοιξε ένα μπουκάλι μπίρας που είχε φέρει για τον Κόνορ και πέταξε με δύναμη το καπάκι στο νεροχύτη. Κατέβασε μια μεγάλη γουλιά πριν καλά καλά το καταλάβει. Δεν είχε σημασία. Η κρύα, γεμάτη αυτή αίσθηση είχε ωραία γεύση. Έπρεπε να καλέσει τον Αρμαντ και να του εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά το ανέβαλε για λίγο ακόμα. Ο Αρμαντ μπορούσε να εκραγεί, έστω κι αν ήταν συμπαθητικός.Ήταν οξύθυμος και μπορούσε να ξεσπάει ακόμη κι όταν δεν ήταν θυμωμένος με την Κάρλι. Η Κάρλι άφησε άλλον ένα μακρύ αναστεναγμό και σήκωσε και πάλι το μπουκάλι μπίρας.Έπειτα το κοίταξε. «Γαμώτο, αυτή
υποτίθεται ότι ήταν για τον Κόνορ». Γύρισε πίσω στο ψυγείο για να φέρει άλλη μία όταν το τετράγωνο παράθυρο της πόρτας της κουζίνας της σκοτείνιασε. Κάποιος χτύπησε ευγενικά. Καθώς πήγαινε να ανοίξει την πόρτα, είδε έξω από το παράθυρο ότι ένα μαύρο τζιπ -με τόσο φιμέ τζάμια που δεν μπορούσε να διακρίνει τι υπήρχε μέσα-είχε σταθμεύσει μπροστά στο σπίτι της. Ανοιξε την πόρτα με την μπίρα στο χέρι. Δυο άνδρες στέκονταν εκεί, ένας μικρότερος με κοστούμι, σχεδόν κρυμμένος πίσω από έναν ψηλό άνδρα με μαύρη στολή - ήταν ο επικεφαλής στρατιώτης που ήταν στο δωμάτιο του Τίγρη. Θυμήθηκε τα γαλάζια μάτια του, το ξυρισμένο κεφάλι του, τα ανοιχτά γένια του και το σκληροτράχηλο πρόσωπό του. «Η Κάρλι Ράνταλ;» ρώτησε ο στρατιώτης. «Δεν είναι εδώ» αποκρίθηκε, κρατώντας την πόρτα. «Πήγε σπίτι». Ο στρατιώτης την κοίταξε προσεκτικά. «Ποιος;» «Ο Τίγρης. Ο τραυματισμένος άνδρας που προσπαθήσατε να πυροβολήσετε. Πήγε σπίτι σαν καλό παιδί. Τι άλλο θέλετε;» Ο κουστουμαρισμένος άνδρας κοίταξε το στρατιώτη. «Να μιλήσουμε μαζί σας, δεσποινίς Ράνταλ». Ακουγόταν νευρικός, όχι
όπως θα ακουγό-ταν κάποιος που μόλις είχε φτάσει μέσα σε ένα κομψό τζιπ. «Σχετικά με τους αλλόμορφους». «Γιατί; Υπάρχουν πολλοί στην Πόλη των Αλλόμορφων». Για κάποιο λόγο, η Κάρλι δεν ήθελε να βρίσκονται εδώ αυτοί οι άνδρες, δεν ήθελε να βρουν τον Κόνορ στο σαλόνι της. Παρά το γεγονός ότι ο Κόνορ ήταν πιο ψηλός από εκείνη αλλά και δυνατός -είχε νιώσει τη δύναμή του όταν γυρνουσε μαζί του πάνω στη μηχανή- η Κάρλι αισθανόταν ότι εδώ, οτο σπίτι της, ο Κόνορ ήταν ευάλωτος. Θα το είχε σκεφτεί αυτό αν ο Κόνορ δεν είχε διευκρινίσει ότι ήταν μικρός; Δεν το ήξερε. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν ήθελε αυτό τον πολεμοχαρή στρατιώτη να αρχίσει να σημαδεύει τον Κόνορ με το όπλο του. «Σας παρακαλώ, δεσποινίς Ράνταλ» είπε ο κουστουμάτος. «Είναι σημαντικό». «Αφήστε μας να περάσουμε, δεσποινίς Ράνταλ» είπε ο στρατιώτης κοιτάζοντας αυστηρά με τα γαλάζια μάτια του. «Εχουμε ένταλμα». Οι γνώσεις της Κάρλι πάνω στις επιχειρήσεις της αστυνομίας προέρχονταν κυρίως από την τηλεόραση, αλλά σκέφτηκε ότι το ένταλμα σήμαινε ότι θα μπορούσαν να μπουν και να ψάξουν το σπίτι της νόμιμα, είτε αυτό της άρεσε είτε όχι. Αλλά να ψάξουν για τι πράγμα;
Αξιζε τον κόπο να το παλέψει στο δικαστήριο;Ή μήπως να άφηνε αυτούς τους τύπους να μπουν και να προσπαθούσε να τους κρατήσει στην κουζίνα μαθαίνοντας τι ήθελαν; Αν ο Ίθαν είχε οποιαδήποτε σχέση με αυτό, θα... Ανάθεμά τον, έπρεπε να είχε πει στον Σον να ρίξει την Κορβέτ από κανέναν γκρεμό. Η Κάρλι αναστέναξε ενοχλημένη. Ανοιξε την πόρτα και έκανε μια χειρονομία με το μπουκάλι μπίρας. «Να σας προσφέρω τίποτα; Υποθέτω κάτι χωρίς αλκοόλ, έτσι; Καφέ; Αν καταφέρω να βρω την καφετιέρα μου, τη μάζεψα ήδη». «'Οχι, ευχαριστούμε» είπε ο άνθρωπος με το κοστούμι. «Είναι κανείς άλλος εδώ εκτός από εσάς;» «Δεν νομίζω πως σας αφορά αυτό» είπε η Κάρλι. Ο στρατιώτης την προσπέρασε και βρέθηκε μέσα στην κουζίνα πριν εκείνη μπορέσει να τον σταματήσει. Η Κάρλι ακούμπησε την μπίρα στον πάγκο και έσπευσε να τον προλάβει, αλλά όταν έφτασαν και οι δυο στο σαλόνι δεν υπήρχε κανείς εκεί. Η τηλεόραση εξακολουθούσε να παίζει αλλά ήταν συντονισμένη σε μια εκπομπή μαγειρικής, οι ποδοσφαιριστές που έτρεχαν να βάλουν γκολ είχαν τώρα αντικατασταθεί από μάγειρες που έτρεχαν με τη σειρά τους να προλάβουν να φιλετάρουν και να τσιγαρίσουν. Ο Κόνορ δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα.
Ο στρατιώτης πήγε από το σαλόνι στο βάθος του διαδρόμου και στα υπνοδωμάτια. Η Κάρλι του φώναξε «Για μια στιγμή, που πας;» Είχε αφήσει το φόρεμα και τα εσώρουχά της στο πάτωμα του υπνοδωματίου της. Τι ντροπή. Ο στρατιώτης επέστρεψε στο πίσω μέρος του σπιτιού ρίχνοντας στο μεσοδιάστημα μια βιαστική ματιά στα δωμάτια. Ο άνδρας με το κοστούμι είχε ακολουθήσει την Κάρλι στο σαλόνι και καθόταν τώρα στον καναπέ με έναν χαρτοφύλακα ανοιχτό. Ο στρατιώτης στάθηκε όρθιος στην άκρη του καναπέ. Η Κάρλι πήρε το τηλεχειριστήριο και έκλεισε την τηλεόραση, αλλά παρέμεινε κι εκείνη όρθια με το ένα χέρι να ακουμπάει στο γοφό της και με το άλλο να κρατάει το τηλεχειριστήριο. «Τι θέλετε λοιπόν;» «Τη βοήθειά σας, δεσποινίς Ράνταλ» είπε ο κουστουμαρισμένος. «Θα ήθελα να μου πείτε ό,τι γνωρίζετε για τους αλλόμορφους». Η Κάρλι ανοιγόκλεισε τα μάτια, μεταφέροντας το βλέμμα της στον στρατιώτη, ο οποίος παρέμενε όρθιος.Ένα μαύρο πιστόλι προεξείχε από μια θήκη στο ισχίο του. «Δεν ξέρω τίποτα για τους αλλόμορφους» απάντησε η Κάρλι στον άν-δρα.Έδειξε το στρατιώτη. «Αυτός ο τύπος τον σημάδευε. Σίγουρα ξέρει περισσότερα απ’ ό,τι εγώ». Ο κουστουμάτος χαμογέλασε. Δεν ήταν ψυχρός και άκαμπτος,
όπως τόσοι επιχειρηματίες - σαν τους φίλους του Ίθαν, για παράδειγμα. Είχε μαλακά μάτια, τα χέρια που δεν είχαν ποτέ περάσει από μανικιούρ και είχε ωραία μαλλιά. «Θα ήθελες να μάθεις περισσότερα γι’ αυτούς;» τη ρώτησε. «Ίσως επί πληρωμή; Αυτό που προσπαθώ να κάνω, μάλλον κάπως αδέξια, δεσποινίς Ράνταλ, είναι να σας προσφέρω δουλειά». «Έχω ήδη δουλειά». Μ άλλον... «Τι έχετε στο νου σας;» «Θα ήθελα να μάθετε για τους αλλόμορφους. Να τους μιλήσετε, να μπείτε στον κύκλο τους, να μάθετε τα κίνητρά τους. Και μετά θα καθίσουμε και θα μιλήσουμε για όλα αυτά». «Εννοείτε να τους κατασκοπεύσω;» Η Κάρλι σκέφτηκε τον Τίγρη που είχε πυροβοληθεί λόγω του Ίθαν, τον Κόνορ που ήταν τόσο νέος αλλά παρ’ όλ’ αυτά είχε υποσχεθεί να την προστατεύσει, τον Λίαμ και τον Σον -τα δυο καυτά αδέρφια από την Ιρλανδία- που προσπαθούσαν να κρατήσουν τον Τίγρη υπό την επιρροή τους και τον τρόπο με τον οποίο την έπεισαν να έρθει στο νοσοκομείο μαζί τους για να δει αν μπορούσε να βοηθήσει. «Φαίνεται κάπως ύπουλο. Από πού είστε; CIA; FBI;» Ο άνθρωπος με το κοστούμι γέλασε. «Όχι, όχι, είμαι καθηγητής ανθρωπολογίας. Το όνομά μου είναι Μ πρέναν, Λι Μ πρέναν. Ορίστε η κάρτα μου».Έβγαλε από τον χαρτοφύλακά του μια ωχρή κάρτα και της την έδωσε. Σίγουρα, πάνω στην κάρτα έγραφε ότι ήταν ο Λι Μ πρέναν, αναπληρωτής καθηγητής ανθρωπολογίας στο
Πανεπιστήμιο του Τέξας, στο Όστιν. «Γιατί ένας καθηγητής ανθρωπολογίας χρειάζεται έναν σωματοφύλακα;» τον ρώτησε. Η Κάρλι προσπάθησε να δώσει την κάρτα πίσω στον Μ πρέναν, αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Κρατήστε την. Ο αριθμός μου και η διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι εκεί, μαζί με την ιστοσελίδα με το έργο μου. Ο Γουόκερ δεν είναι σωματοφύλακάς μου. Είναι φίλος μου - ή τουλάχιστον πρώην φοιτητής.Έχει τα μάτια του ανοιχτά για περιπτώσεις που χρίζουν μελέτης και μου τηλεφώνησε σήμερα αφού φύγατε από το νοσοκομείο». Η Κάρλι βυθίστηκε στην άκρη μιας καρέκλας εξακολουθώντας να κρα-τάει την κάρτα και το τηλεχειριστήριο. «Και σκεφτήκατε ότι θα ήμουν μια καλή περίπτωση μελέτης;» «Όχι εσείς. Ο άνδρας που ήταν αλυσοδεμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ποιο ήταν το όνομά του;» «Δεν ξέρω. Τον αποκαλώ Τίγρη γιατί υποθέτω ότι είναι τίγρης». «Αυτό είναι πολύ ασυνήθιστο. Οι αλλόμορφοι αιλουροειδείς τύποι τείνουν περισσότερο προς το λιοντάρι, τη λεοπάρδαλη, ακόμη και τον ιαγουάρο. Το να είναι κανείς τίγρης είναι σπάνιο. Δεν νομίζω να έχουμε δει τίγρη στις Πόλεις των Αλλόμορφων που βρίσκονται στο Τέξας».
«Άρα θέλετε να γίνω φίλη μαζί του και στη συνέχεια να σας πω τα πάντα γι’ αυτόν;» ρώτησε η Κάρλι. «Αυτό εξακολουθεί να ακουγεται ύπουλο». «Να είστε όσο ειλικρινής θέλετε μαζί του. Οι αλλόμορφούέχουν ακούσει για εμένα και γνωρίζουν το έργο μου. Ενδιαφέρομαι για αυτόν τον τίγρη και θα ήθελα να τον δω και αυτόν και την Πόλη των Αλλόμορφων μέσα από μια φρέσκια οπτική. Θα ήθελα να με βοηθήσετε.Έτσι θα βγάλετε κι εσείς ταυτόχρονα λίγα λεφτά». «Πόσα λεφτά ακριβώς, δηλαδή;» Ο Μ πρέναν κάγχασε ξανά. «Αυτό εξαρτάται από τη χρηματοδότησή μου, η οποία είναι πάντοτε ανεπαρκής. Αλλά έχω λεφτά στον προϋπολογισμό για μια θέση βοηθού ερευνητή. Αν σας χρησιμοποιήσω ως εξωτερικό σύμβουλο, δε θα χρειαστεί να εγγραφείτε στο Πανεπιστήμιο, αν και θα πρέπει να υπογραφούν ορισμένα έγγραφα πριν καταβληθεί η πληρωμή σας. Πάντοτε υπάρχει γραφειοκρατία. Όλοι μιλούν για μια κοινωνία χωρίς τη χρήση χαρτιού, αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μέσω μιας γιγαντιαίας γραφειοκρατίας. Πάντα θα υπάρχει κάποιο έγγραφο που θα πρέπει να υπογράφει - οι ηλεκτρονικές υπογραφές δεν γίνονται συνεχώς δεκτές». Η Κάρλι στριφογύριζε την κάρτα του με τα δάχτυλά της. «Μ πορώ να το σκεφτώ;» Ο Μ πρέναν την είχε τρομάξει λίγο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι
φαινόταν φιλικός και σωστός απέναντι της.Ίσως επειδή είχε εμφανιστεί στο σπίτι της από το πουθενά, ίσως επειδή γνώριζε ακριβώς που ζούσε -και δεν την είχε γνωρίσει πρωτύτερα. Γιατί δεν την είχε πάρει τηλέφωνο, γιατί δεν της είχε στείλει κάποιο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, γιατί δεν την είχε πλησιάσει στο νοσοκομείο; Και ποιος στ’ αλήθεια ήταν αυτός ο Γουόκερ; «Μ ε την ησυχία σας, δεσποινίς Ράνταλ» είπε ο Μ πρέναν. «Η μελέτη μου βρίσκεται εν εξελίξει και οι αλλόμορφοι ζουν πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς». «Πείτε μου κάτι». Η Κάρλι κοίταξε τον Γουόκερ με σταθερό και ατσάλινο βλέμμα. «Αν πάρω αυτή τη δουλειά θα με ακολουθεί ο κύριος Γουόκερ οπλισμένος μέχρι τα δόντια; Μ ήπως θεωρείτε ότι μια βοηθός σε γκαλερί τέχνης είναι τόσο επικίνδυνη ώστε να πρέπει να φέρετε ένα πιστόλι Γκλοκ ή ό,τι τέλος πάντων είναι αυτό το πράγμα μέσα στο σπίτι μου;» «Γουόκερ είναι το μικρό μου όνομα» είπε ο άνδρας.Ήταν ο μόνος από τους τρεις που δεν είχε καθίσει. «Αρχηγός Γουόκερ Ντάνιελσον. Το να μεταφέρω πιστόλι αποτελεί μέρος της δουλειάς μου». «Σαν τη σειρά Γουόκερ, ο Φύλακας του Τέξας;» Το σκληρό προσωπείο του εξαφανίστηκε και έμοιαζε λίγο
αμήχανος, σαν οι άνθρωποι να προσπαθούσαν να του κάνουν συνεχώς αυτό το αστείο. «Όχι ακριβώς». Η Κάρλι τον ξανακοίταξε.Ήταν κάπως χαριτωμένος, ήταν από τους τύπους με το πολύ σκληρό στιλ, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει πόσο έτοιμος ήταν να πυροβολήσει τον Τίγρη. «Είσαι από τη CIA, το FBI, από κάποια τέτοια υπηρεσία;» «Από το Υπουργείο Εσωτερικών. Από το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων». «Ω». Η Κάρλι δεν είχε ακούσει ποτέ για το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων, αλλά ήξερε ότι εκείνοι ήταν ελεγχόμενοι.Έτσι τουλάχιστον παρουσίαζαν τα άρθρα και τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ την κατάσταση στο κοινό. Και πάλι, συνειδητοποίησε πόσο εκτός της σκέψης της βρίσκονταν οι αλλόμορφοι - δεν είχε αναλογιστεί ποτέ για το πώς ελέγχονταν, ή γιατί, ή για το ποιος το έκανε. «Και η δουλειά σου ποια είναι εσένα;» ρώτησε η Κάρλι τον Γουόκερ. «Ο εκφοβισμός;» «Είμαι αξιωματικός στις Ειδικές Δυνάμεις στο Νότιο Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων» απάντησε ο Γουόκερ, με το κόκκινο να φεύγει από τα μάγουλά του. «Καλούν εμένα και τους άνδρες μου όταν υπάρχει πρόβλημα, όπως όταν ένας αλλόμορφος παθαίνει
αμόκ σε κάποιο νοσοκομείο». «Ο Γουόκερ σκέφτηκε ότι θα με ενδιέφερε να ρίξω μια ματιά σε αυτόν τον αλλόμορφο» είπε ο δρ Μ πρέναν. «Ο συγκεκριμένος φαίνεται να είναι λίγο διαφορετικός από τους υπόλοιπους και είναι και τίγρης, πράγμα το οποίο, όπως είπα, είναι περίεργο. Χρειάζομαι κάποιον να με βοηθήσει να βρεθώ κοντά του». «Δεν μπορείτε απλά να καλέσετε τους αλλόμορφους και να κλείσετε ένα ραντεβού;» Η Κάρλι σκέφτηκε τον Λίαμ και πώς είχε ηρεμήσει με μια ματιά του τις νοσοκόμες στο δωμάτιο του Τίγρη. «Είμαι βέβαιος ότι θα σας δοίοουν ό,τι πληροφορίες χρειάζεστε ή θα σας αφήσουν να του πάρετε συνέντευξη». Ο Μ πρέναν φάνηκε πικραμένος. «Εχω μιλήσει μαζί τους με τον Λίαμ Μ όρισεϊ και με τον πατέρα του. Πριν από λίγο καιρό μάλιστα. Μ ου κατέστησαν σαφές ότι δεν ήμουν ευπρόσδεκτος». «Άρα θέλετε να μάθω πληροφορίες σχετικά μ’ αυτούς και να τις μεταφέρω σε σας πίσω από την πλάτη τους;» είπε η Κάρλι ενοχλημένη. «Ξέρετε, έχω κουραστεί αρκετά σήμερα με άνδρες που θέλουν να μάθουν διάφορα». Ο Μ πρέναν φάνηκε μπερδεμένος, δεν μπορούσε να καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε η Κάρλι. «Οι Μ όρισεϊ κατέστησαν σαφές ότι εγώ δεν ήμουν ευπρόσδεκτος στην Πόλη των Αλλόμορφων» είπε
ο Μ πρέναν. «Δεν είναι ότι αντιτίθενται στο να συνεχίσω την έρευνά μου από απόσταση. Αλλά θα ήθελα να σεβαστώ τις επιθυμίες τους.Ένας βοηθός θα ήταν χρήσιμος, ειδικά μια γυναίκα. Οι γυναίκες φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα με τους αλλόμορφους απ’ ό,τι με τους άνδρες». Από ό,τι είχε πει ο Κόνορ, οι αλλόμορφοι έμοιαζε να εκλαμβάνουν όλα τα αρσενικά ως απειλές. Δεν προκαλούσε λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι ο Μ πρέναν δεν τους ήταν αρεστός. «Θα πρέπει να το σκεφτώ». Η Κάρλι σηκώθηκε, θέλοντας να κάνει τον Μ πρέναν να καταλάβει ότι η ακρόαση αυτή είχε τελειώσει. Ο Μ πρέναν δεν έκανε το ίδιο. Καθόταν ξεφυλλίζοντας το χαρτοφύλα-κά του. «Δεν μπορώ να σας εξοπλίσω με φανταχτερό εξοπλισμό - ψηφιακές συσκευές εγγραφής, φορητούς υπολογιστές και τα συναφή. Δεν έχω μεγάλο προϋπολογισμό. Θα πρέπει να αρκεστείτε σε ένα σημειωματάριο και ένα στιλό. Εκτός αν έχετε δικό σας φορητό υπολογιστή. Αν σας προσλάβω, μπορείτε να τον εγγράφετε ως δαπάνη». «Είπα ότι θα πρέπει να το σκεφτώ, δρ Μ πρέναν». Ο Γουόκερ, ο οποίος παρέμενε όρθιος, κοίταξε φευγαλέα από τα παραθυρόφυλλα προς την μπροστινή πλευρά του σπιτιού της Κάρλι. «Ποιος είναι αυτός;»
Η Κάρλι πήγε στο παράθυρο για να δει.Έπρεπε να σκύψει πάνω από τον Μ πρέναν που καθόταν στον καναπέ για να τα καταφέρει. Περίμενε να δει τον Κόνορ να προσπαθεί να φύγει μακριά με τη μηχανή του, αλλά αντ' αυτού είδε τον Άρμαντ να βγαίνει από την BM W του, με την Ιβέτ να πετάγεται από την άλλη πλευρά. Και οι δυο μιλούσαν δυνατά, στα γαλλικά, συζητώντας όποιο θέμα είχαν ξεκινήσει μέσα στο αυτοκίνητο. «Το αφεντικό μου» είπε η Κάρλι φεύγοντας μακριά από το παράθυρο. Ο Άρμαντ φαινόταν θυμωμένος και η Ιβέτ του φώναζε - η Κάρλι μπορούσε να τους ακούσει καθώς προχωρούσε στο πλακόστρωτο φουαγιέ για να ανοίξει την πόρτα. Δεν ήξερε αρκετά γαλλικά για να καταλάβει για τι ακριβώς φώναζαν, αλλά είχε μια υποψία. «Κάρλι!» είπε ο Άρμαντ με το δυνατό βουητό του να χτυπάει στο αυτί της καθώς άνοιγε την πόρτα. «Μ ικρή μου». Αυτός ο μεγάλος άνθρω-πος-αρκούδα άνοιξε διάπλατα τα χέρια του γύρω από την Κάρλι και την τράβηξε πάνω στο μαλακό του σώμα. «Είσαι καλά, ευτυχώς. Ακόυσα για τους πυροβολισμούς στο σπίτι του Ίθαν και δεν μπορούσα με τίποτα να σε βρω. Ανησύχησα τόσο πολύ...» Η Κάρλι είχε συγκρατηθεί καθ’ όλπ τη διαδρομή από το νοσοκομείο αγωνιώντας για τον Τίγρη και έχοντας τον Κόνορ δίπλα της, είχε ακούσει το περίεργο αίτημα του Μ πρέναν, αλλά
τώρα, καθώς βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά του πατρικού Αρμαντ, ήθελε να αφεθεί, ήθελε να κρεμαστεί πάνω του και να ξεσπάσει σε λυγμούς. Ο Αρμαντ ήταν περισσότερο πατέρας απ’ ό,τι είχε ποτέ υπάρξει ο δικός της. «Κάρλι, καημενούλα μου». Η Ιβέτ χάιδεψε το μάγουλό της καθώς περπατούσαν προς το σπίτι, με τα σκουλαρίκια της να δροσίζουν το ζεστό πρόσωπό της Κάρλι. «Ακούσαμε για τους πυροβολισμούς στο σπίτι του Ίθαν στις ειδήσεις και ο Αρμαντ είπε ότι θα πήγαινες εκεί.Έπρεπε να έρθουμε να βεβαιωθούμε ότι ήσουν καλά. Βλέπω όμως κι άλλο κόσμο. Ποιοι είναι όλοι αυτοί;» Η Ιβέτ είχε σταματήσει στην καμάρα του σαλονιού κοιτάζοντας τον Μ πρέναν και τον Γουόκερ.Ήταν ψηλή και λυγερή, μελαχρινή με κοντά στιλπνά μαλλιά. Το λεπτό φόρεμά της αγκάλιαζε τη φιγούρα της τονίζοντας τα μακριά της πόδια. Στα πενήντα της εξακολουθούσε να φαίνεται όπως ήταν στα είκοσι της: μοντέλο. Ο Μ πρέναν είχε μείνει με το στόμα -ελαφρώς- ανοιχτό. Αντιδρούσε επιτέλους σαν άνθρωπος και όχι σαν μηχανή συλλογής δεδομένων. Η Ιβέτ είχε αυτό το αποτέλεσμα σε ανυποψίαστα αρσενικά. Ο Γουόκερ, από την άλλη, δε φαινόταν να εντυπωσιάζεται από εκείνη. Παρακολουθούσε την Ιβέτ και τον Αρμαντ ανέκφραστος. «Από δω ο δρ Μ πρέναν από το Πανεπιστήμιο του Τέξας».είπε η Κάρ-λι. «Και ο φίλος του ο Γουόκερ. Μ όλις έφευγαν».
Ο Γουόκερ ήταν τουλάχιστον σε θέση να καταλάβει έναν υπαινιγμό. Έκλεισε τον χαρτοφύλακα του καθηγητή και ο Μ πρέναν σηκώθηκε επιτέλους όρθιος. «Έχετε την κάρτα μου» είπε ο καθηγητής καθώς ίσιωνε τη γραβάτα του και μάζευε τον χαρτοφυλακά του. «Κάντε μου μια κλήση μέσα στις επόμενες ημέρες, δεσποινίς Ράνταλ. Θα ήθελα να προχωρήσουμε με το θέμα μας. Κυρία μου».Έκανε ένα νεύμα χαμογελώντας στην Ιβέτ και στη συνέχεια βγήκε έξω χωρίς να στραφεί προς την Κάρλι. Ο Γουόκερ τον ακολούθησε χωρίς να χαιρετήσει, αλλά η Κάρλι είδε ότι κοιτούσε και πάλι τον Αρμαντ και την Ιβέτ, ενώ παρατηρούσε και το υπόλοιπο σπίτι σαν να έκανε κάποια αξιολόγηση. Ο Μ πρέναν τον φώναξε να βιαστεί και ο Γουόκερ έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Ενδιαφέροντες άνθρωποι» είπε η Ιβέτ. Πήρε μια τσάντα που ο Αρμαντ είχε αφήσει να πέσει κάτω όταν είχε αγκαλιάσει την Κάρλι και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. «Θα σου ετοιμάσουμε εμείς δείπνο απόψε.Ήταν κουραστική η μέρα σου. Είπα στον Αρμαντ ότι δεν ήταν δικό σου το λάθος». Ο Αρμαντ άφησε την Κάρλι, τη χάιδεψε στους ώμους και πήγε στη σύζυγό του. «Πού να φανταζόμουν ότι η Κάρλι μας βρισκόταν σε κίνδυνο; Πες μας τα πάντα, Κάρλι. Τι συνέβη;» «Και ποιος είναι αυτός;» ρώτησε απότομα και παγωμένα η Ιβέτ την
ώρα που πήγαινε να πάρει ένα μπουκάλι κρασί από την καφέ τσάντα. Τα γαλάζια μάτια της ήταν στραμμένα πάνω στον Κόνορ, ο οποίος είχε γείρει χαλαρά στον τοίχο δίπλα από τη συρόμενη γυάλινη πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Η Κάρλι έβγαλε μια κραυγή και έβαλε το χέρι της οτο οτήθος της. «Κό-νορ» είπε λαχανιασμένα. «Μ ην το κάνεις αυτό. Νόμιζα ότι είχες φύγει». «Όχι, δεν έφυγα». Ο Κόνορ κινήθηκε προς τον πάγκο με φυσική χάρη -με χάρη αιλουροειδούς, σκέφτηκε η Κάρλι. «Εχω εντολή να σε προσέχω κι αυτό κάνω». Ο Κόνορ έγειρε ακουμπώντας τα χέρια του πάνω στον πάγκο και κοίταξε με ενδιαφέρον την ανοιχτή τσάντα της Ιβέτ. «Ασκα-λώνια είναι αυτά εκεί; Και πιπεριές; Ο Σον φτιάχνει φοβερό ρατατουιγ. Μ όνο ο ίδιος το αποκαλεί “ιρλανδέζικο στιφάδο”». Ο Αρμαντ πήγε και στάθηκε δίπλα στην Ιβέτ και ο Κόνορ έτεινε το νεανικό, νευρώδες και μυώδες χέρι του προς εκείνους. «Είμαι ο Κόνορ. Κόνορ Μ όρισεϊ. Εσείς ποιοι είστε, αν επιτρέπεται;» Συνέχισαν να τον κοιτάζουν παρατηρώντας το κολάρο πάνω από το μπλουζάκι του, το καλοκάγαθο μαυρισμένο πρόσωπό του, το
ψηλό αλλόμορφο σώμα του. Τα μάτια του, βαθιά μπλε, όπως και των δυο θείων του, ήταν σε διαρκή κίνηση. Η Κάρλι συνειδητοποίησε ότι Κόνορ κι ο Γουόκερ είχαν την ίδια όψη - με εξαίρεση το γεγονός ότι ο Κόνορ χαμογελούσε. «Ολα καλά» είπε γρήγορα η Κάρλι στον Κόνορ. «Αυτός είναι ο Αρμαντ, το αφεντικό μου, και η σύζυγός του, η Ιβέτ. Είναι φίλοι, καλοί φίλοι». «Το βλέπω». Ο Κόνορ έγειρε λίγο μπροστά, παίρνοντας μια μικρή εισπνοή. «Δεν αποτελούν απειλή». «Πού εξαφανίστηκες;» τον ρώτησε η Κάρλι νευρικά. «Νόμισα ότι ο δρ Μ πρέναν και ο Γουόκερ αποτελούσαν απειλή». «Ναι, αλλά δε θα έκανε σε κανέναν καλό αν κάποιος από το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων έβρισκε έναν αλλόμορφο στο σπίτι σου, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Κόνορ με το σταθερό και φιλικό του βλέμμα. «Κρύφτηκα.Όχι τόσο ώστε να μην μπορέσω να επιστρέφω αν με χρειαζόσουν. Βρήκα και την ευκαιρία να καλέσω τον Λίαμ».Έδείξε το κινητό που κρατούσε στο χέρι του και στη συνέχεια το έχωσε στην τσέπη του. «Του είπα πως όλα είναι εντάξει τώρα, αλλά μπορεί να αντιδράσει υπερβολικά. Ο Λίαμ το κάνει ορισμένες φορές αυτό». Ανασήκωσε τους ώμους, λες και οι ενέργειες του θείου του ήταν ακατανόητες γι' αυτόν. «Μ ε ποιον τρόπο να αντιδράσει υπερβολικά;» ρώτησε η Κάρλι.
«Θα μπορούσε να στείλει ενισχύσεις. Τους ανιχνευτές του. Μ ην ανησυχείς, θα χρειαστεί να περάσουν λίγα λεπτά για να φτάσουν εδώ και ο Λίαμ μπορεί να αλλάξει και γνώμη». «Πόσοι περισσότεροι;» η Ιβέτ ζήτησε να μάθει. Πήρε τρεις κόκκινες πιπεριές από την τσάντα της. «Μ όνο τόσο φαγητό έχω φέρει». Ο Κόνορ της έκανε νόημα. «Μ αγείρεψε μόνο για την Κάρλι. Το χρειάζεται. Στον Ρόναν και στονΈλισον δεν αρέσουν τα γκουρμέ φαγητά έτσι κι αλλιώς. Μ όνο στον Σον». Η Ιβέτ πήρε ένα μαχαίρι από την τσάντα της. Ο Κόνορ την παρακολουθούσε από κοντά, αλλά εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να ξεπλύνει τις πιπεριές, να τις καθαρίσει και να αρχίσει να τις κόβει. Το ίδιο έκανε και με τα ασκαλώνια. Ο Αρμαντ: είχε βάλει νερό να βράζει στο μάτι της κουζίνας και η Ιβέτ βύθισε με συνοπτικές διαδικασίες τις ντομάτες στην κατσαρόλα για να βγει πιο εύκολα η φλούδα τους ώστε στη συνέχεια να τις ψιλοκόψει. Η Κάρλι στεκόταν κάπως αμέτοχη μπροστά σε όλα αυτά, με την Ιβέτ να έχει περάσει σε κατάσταση μαγειρικής έντασης. Ο Κόνορ παρακολουθούσε την κάθε της κίνηση καθώς εκείνη λάδωνε ένα ταψί και πέταγε τα λαχανικά και τις ντομάτες μέσα. Ο Αρμαντ άνοιξε ένα μπουκάλι σκούρο κόκκινο κρασί, έβαλε λίγο σ’ ένα ποτήρι και το έδωσε στην Κάρλι. Ο Κόνορ έπινε ήδη την μπίρα που η Κάρλι είχε αφήσει πάνω στον πάγκο όταν είχε φτάσει
ο Μ πρέναν. «Πες μας τι σου συνέβη» είπε ο Αρμαντ. Το κρασί, η ζεστασιά του σπιτιού και η μυρωδιά ενός ακόμη εξαίσιου γεύματος που ετοίμαζε η Ιβέτ έλυσαν τη γλώσσα της Κάρλι. Τους είπε την ιστορία, χωρίς διακοπές, χωρίς να κλαίει, βγάζοντάς τα όλα από μέσα της. Τους είπε για το πώς γνώρισε τον Τίγρη, για τον Ίθαν και την άλλη γυναίκα, για το ότι άφησε τον Τίγρη καθώς έφευγε μακριά από τον Ίθαν, αλλά και για τον πυροβολισμό του Τίγρη από τον Ίθαν και την κατάληξμ του πρώτου στο νοσοκομείο. Οι φίλοι της την άκουγαν σοκαρισμένοι, με τρόμο, αλλά και με συμπάθεια. Η Ιβέτ έβγαλε το θυμό της χτυπώντας τα λαχανικά γύρω από το ταψί. «Δεν μπορεί να πυροβολεί ανθρώπους και να τη γλιτώνει έτσι» είπε εμβρόντητος ο Άρμαντ. «Ενας αλλόμορφος είναι κι αυτός άνθρωπος, έτσι δεν είναι; Σαν κι αυτόν».Έδειξε με το κρασοπότηρο του τον Κόνορ. «Εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να τον πυροβολήσω ετούτον εδώ. Μ οιάζει με τον ανιψιό μου». «Χαίρομαι που το ακούω». Ο Κόνορ του έκλεισε το μάτι. «Ούτε εγώ θα σας πυροβολούσα». «ΟΊΘαν πρέπει να συλληφθεί» είπε ο Άρμαντ.
«Θα επικαλεστεί αυτοάμυνα» είπε η Κάρλι.'Ηπιε μονομιάς ό,τι είχε απομείνει στο ποτήρι της και έπιασε το μπουκάλι για να βάλει κι άλλο. «Το ίδιο συνέβη πέρυσι όταν πυροβόλησε στο πόδι τον καινούριο υπεύθυνο για την πισίνα. Το καημένο το παιδί ανέβηκε το φράχτη επειδή η πύλη ήταν κλειδωμένη. ΟΊΘαν τον είδε, είπε ότι νόμισε πως ήταν διαρρήκτης και τον πυροβόλησε. Απολογήθηκε βέβαια και πλήρωσε το λογαριασμό του νοσοκομείου, αλλά δεν συνελήφθη ποτέ γι’ αυτό. Άσε που το παιδί έχασε μισθούς μιας ολόκληρης χρονιάς. ΟΊΘαν έχει γνωριμίες με ισχυρούς ανθρώπους». «Όπως κι εγώ» δήλωσε ο Άρμαντ χωρίς ίχνος μετριοφροσύνης. «Θα πάρω το δικηγόρο μου. Οι αλλόμορφοι μπορούν να του κάνουν μήνυση αν η αστυνομία δεν κάνει τίποτα. Και θα πρεπε να τον μηνύσεις κι εσύ για αθέτηση συμβολαίου». «Όχι». Η Κάρλι σήκωσε τα χέρια της εξακολουθώντας να κρατάει το ποτήρι με το κρασί. «Αν οι αλλόμορφοι θέλουν να τον κυνηγήσουν, έχει καλώς. Αλλά εγώ δε θέλω να αντιμετωπίσω τον Ίθαν ξανά. Ούτε σε αίθουσα δικαστηρίου ούτε μέσω δικηγόρων. Τέλειωσα. Τέρμα».Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Δεν ωφελούσε να κλαίει, σκέφτηκε. Στα τσακίδια. «Τουλάχιστον έμαθα ότι είναι ένας ψεύτης, ένας απατεώνας, ένα κάθαρμα πριν από το γάμο». Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Η σημερινή μέρα ήταν
φρικτή, απαίσια. Δεν βγαίνει κάποιος από μια σχέση δυο χρόνων απλά γελώντας και ανασηκώνοντας τους ώμους. «Κάρλι». Ο Άρμαντ την αγκάλιασε ξανά. «Θα το μετανιώσει» είπε η Ιβέτ με απόλυτη σιγουριά. «Ο Σπάικ και ο Σον θα τον τρομάξουν για τα καλά» είπε ο Κόνορ. «Πί-στεψέ με». «Θα τους πυροβολήσει κι αυτούς» είπε ανήσυχα η Κάρλι. «Όχι, δε θα το κάνει. Ο Σον είναι πολύ καλός στο να πείθει τους ανθρώπους να σταματούν να βιαιοπραγούν. Κι ο Σπάικ το μόνο που έχει να κάνει είναι να στέκεται εκεί. Όλα θα πάνε καλά». Η Κάρλι απομακρύνθηκε από τον Άρμαντ. Ρούφηξε και πάλι όλο το ποτήρι με το κρασί και έβαλε κι άλλο. Ο Άρμαντ έφερνε πάντα το καλύτερο κρασί - απαλό, γεμάτο γεύση, ήταν σαν χάδι πάνω στη γλώσσα. Το κρασί κατέβαινε εύκολα και έκανε την Κάρλι να αισθάνεται καλύτερα. Σήκωσε το ποτήρι της. «Στον Σπάικ και στον Σον». Ο Κόνορ τσούγκρισε το μπουκάλι μπίρας του με το ποτήρι της Κάρλι και ήπιε. «Και στον Τίγρη. Να ναι καλά». Η Κάρλι κι ο Κόνορ τσούγκρισαν άλλη μια φορά. Η Ιβέτ σερβίρισε το φαγητό με λεπτές λωρίδες βοδινού κρέατος που είχε μαγειρέψει
από πριν μαζί με μανιτάρια. Είχε σβήσει με λίγο απ’ το κρασί που έπιναν για να κάνει μια νόστιμη σάλτσα και παρουσίασε τακτοποιημένα το πιάτο στην Κάρλι. «Το καλύτερο γιατρικό» είπε η Ιβέτ. «Καλό φαγητό, καλοί φίλοι. Εμπρός, φάε τώρα». Η Κάρλι κάθισε σ’ ένα σκαμνί δίπλα στον Κόνορ και τσιμπολόγησε λίγο το φαγητό. Επειδή η μαγειρική της Ιβέτ δεν έπρεπε να περιπαι-χθεί, αλλά κυρίως επειδή η Ιβέτ στεκόταν από πάνω της κοιτώντας την αυστηρά, η Κάρλι έφαγε. Ο συνδυασμός πιπεριών, μανιταριών, ντοματών, κρέατος και κρασιού ήταν θεσπέσιος, αλλά η Κάρλι ένιωσε μολύβδινη τη γλώσσα της. Η ζωή ήταν πράγματι τραγική όταν δεν μπορούσε να εκτιμήσει ένα από τα γεύματα της Ιβέτ. «Ας μη μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό» είπε η Κάρλι βάζοντας περισσότερο κρασί. Το μπουκάλι άδειασε την τελευταία του σταγόνα, αλλά ο Άρμαντ είχε φέρει κι άλλο. «Πώς ήταν τα εγκαίνια της έκθεσης; Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν με απέλυσες αμέσως υποθέτω ότι πούλησες κάποιο κομμάτι». «Τρία». Ο Άρμαντ άνοιξε διάπλατα το στόμα του χαμογελώντας. «Και υπήρξε ενδιαφέρον για περισσότερα. Αυτός ο νεαρός έχει πάρει φωτιά». «Ωραία» είπε η Κάρλι. «Ωραία». Τουλάχιστον η μέρα κάποιου είχε
πάει καλά. Το κρασί και το φαγητό εξαφανίζονταν, αλλά η Κάρλι είχε σταματήσει να παρακολουθεί τη συζήτηση. Η εξάντληση, η ανησυχία, η θλίψη και το πολύ αλκοόλ είχαν αρχίσει να επηρεάζουν πολύ την Κάρλι - και με γρήγορο ρυθμό. Ο Κόνορ έτρωγε και μιλούσε χαλαρά με την Ιβέτ και τον Άρμαντ λέγοντάς τους περισσότερα σχετικά με τα γεγονότα της ημέρας. Άρχισαν να συζητούν για τον Μ πρέναν και τον Γουόκερ, να κάνουν εικασίες για το τι ήθελαν στ’ αλήθεια η Κάρλι δεν άντεχε άλλο. Σηκώθηκε από το σκαμνί, έτοιμη να πει σε όλους ότι μπορούσαν πλέον να φύγουν έτσι ώστε να μπορέσει να κάνει ένα ντους και να ξαπλώσει. Τα πόδια της λύγιζαν από την κούραση και μόνο τα δυνατά χέρια του Κόνορ μπορούσαν να τη συγκροτήσουν απ’ το να μην πέσει στο πάτωμα. «Καλά είμαι» είπε. «Το μόνο που χρειάζεται είν’ να ξεκουραστώ...» Η Κάρλι άκουσε τα μπερδεμένα λόγια της και άρχισε να γελά. «Θα σε βάλω να ξαπλώσεις» είπε η Ιβέτ. «Έλα». Άπλωσε το μακρύ, λεπτό χέρι της. Η Κάρλι άρπαξε το μπουκάλι με το κρασί και το ποτήρι της καθώς άφηνε την Ιβέτ να την πάει στην κρεβατοκάμαρά της. Μ όλις μπήκαν, η Κάρλι έριξε κι άλλο κρασί στο ποτήρι της και άρχιζε να στριφογυρνάει γελώντας. «Νιώθω τόσο ελεύθερη.
Δεν υπάρχει πλέον κανένας Ίθαν, δε θα κάθομαι γύρω από την πισίνα του ούτε θα παίρνω ένα από τα φανταχτερά του αυτοκίνητα για να πάω για ψώνια. Να πάρει, θα τη μισούσα αυτή τη ζωή». Η Κάρλι σταμάτησε να γυρίζει, όχι όμως και το δωμάτιο. «Όχι, δε θα τη μισούσα.Ήθελα να είμαι ένα χαϊδεμένο κουτσαβάκι. Θέλω να πω, ένα χαζεμένο κουταβάκι. Ένα...». «Ξάπλωσε. Κοιμήσου. Θα νιώσεις καλύτερα». Σίγουρα θα ένιωθε καλύτερα. Η Ιβέτ πήρε το μπουκάλι και το ποτήρι από τα χέρια της και την οδήγησε ήρεμα αλλά σταθερά στο κρεβάτι της. Η Κάρλι δεν καταλάβαινε πολλά μετά από αυτό, αλλά υπέθεσε ότι η Ιβέτ την είχε βάλει για ύπνο. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν, όταν ξύπνησε, ήταν ότι το στόμα της ήταν σαν το βαμβάκι, ότι είχε τρομερό πονοκέφαλο και ότι το στομάχι της ήταν δεμένο σε κόμπους. Σηκώθηκε από το κρεβάτι διαπιστώνοντας ότι το σπίτι ήταν σκοτεινό και ότι επικρατούσε σιωπή. Το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι έδειχνε ότι ήταν τρεις το πρωί. Πήγε στο μπάνιο, «θυσίασε» το υπέροχο γεύμα της Ιβέτ στην τουαλέτα και στη συνέχεια έπλυνε το πρόσωπό της και ήταν έτοιμη για το επόμενο μεγάλο ταξίδι - τη διαδρομή από το διάδρομο ως την κουζίνα. Όσο δελεαστικό κι αν ήταν να πιει νερό από τη βρύση του μπάνιου, δεν το έκανε. Το
νερό στο Όσην δεν ήταν πόσιμο και δεν ήταν καλή ιδέα να το αφήσει να κατέβει στο ταλαιπωρημένο της στομάχι. Η Κάρλι χρειαζόταν εμφιαλωμένο νερό. Κρύο. Πολύ. Ησυχία επικρατούσε στο υπόλοιπο σπίτι. Μ όνο ένα φωτιστικό νυκτός έλαμπε στην κουζίνα. Η Ιβέτ και ο Άρμαντ έπρεπε να είχαν γυρίσει σπίτι τους εδώ και ώρα. Ο Κόνορ;Έριξε μια ματιά στην κουζίνα της και είδε ότι ήταν άδεια. Τουλάχιστον κάποιος είχε πλύνει τα πιάτα. Τα πάντα έλαμπαν. Το πιθανότερο ήταν να τα είχε πλύνει ο Άρμαντ, όπως έκανε συνήθως μετά τα μαγειρέματα της Ιβέτ.Ένιωσε ευγνωμοσύνη. Άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε μια κανάτα νερό. Σκέφτηκε να πιάσει ένα ποτήρι. «Δεν πάει στα κομμάτια...» Σήκωσε την κανάτα και ήπιε κατευθείαν από αυτή, γουλιά γουλιά. Σκούπισε το στόμα της παρατηρώντας ότι είχε χυθεί πολύ νερό στο μπλουζάκι της.Ένιωθε πάντως κάπως καλύτερα. Αν και όχι τόσο. Χρειαζόταν ασπιρίνη. Η τσάντα της στο σαλόνι ήταν πιο κοντά απ’ ό,τι το μπάνιο, το οποίο βρισκόταν στο τέρμα του διαδρόμου. Ήπιε ξανά από την κανάτα και προσπαθούσε να βρει τα πατήματά της μέσα στο σκοτεινό σαλόνι, έχοντας για οδηγό το φως από την κουζίνα. Σκέφτηκε ότι θα είχε ρίξει την τσάντα της πίσω από την
καρέκλα όταν ο περίεργος καθηγητής και ο στρατιώτης είχαν εισβάλει, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί το ακριβές σημείο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα απ’ όσα είχαν συμβεί χθες, εκτός απ’ το γυμνό πισινό του Ίθαν που πηγαινοερχόταν μέσα έξω καθώς έπαιρνε τη γυναίκα πάνω στον πάγκο και που... Η Κάρλι άνοιξε το φως της Λάμπας για να ψάξει για την τσάντα. Μ ε το έκανε την κίνηση, έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή. Ο Τίγρης καθόταν στον καναπέ της. Δεν καθόταν ακριβώς - είχε χαλαρώσει και τα μακριά του πόδια ήταν απλωμένα μπροστά του. Το φως έκανε να φαίνονται ακόμη πιο έντονα τα πορτοκαλί και μαύρα του μαλλιά, ενώ τα κίτρινα μάτια του έλαμπαν. Ο Κόνορ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο πάτωμα, τα γόνατά του ήταν στον αέρα, το ένα του χέρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στα μάτια του και ανέπνεε απαλά. Κοιμόταν, αλλά ο Τίγρης ήταν ξύπνιος και κοιτούσε την Κάρλι. Η Κάρλι συνειδητοποίησε ότι φορούσε ένα μπλουζάκι που της έφτανε μέχρι τους μηρούς και ένα ζευγάρι εσώρουχα - μόνον αυτά. Τα μακριά της πόδια ήταν γυμνά και δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσα στο μπλουζάκι και στο σώμα της παρά μόνο κενό. «Τι στο διάολο κάνεις εδώ;» Τα λόγια της βγήκαν σαν κρωγμός.
«Σε προστατεύω» είπε ο Τίγρης. «Είσαι το ταίρι μου». Η Κάρλι τον κοίταξε άγρια, έπειτα έριξε ένα βλέμμα στον Κόνορ και ξανά στον Τίγρη. «Μ ε προστατεύεις από τι; Και τι κάνεις έξω απ’ το κρεβάτι; Υποτίθεται ότι έπρεπε να ξεκουραστείς, να πάρεις τα φάρμακά σου και να γίνεις καλά». «Είμαι καλά». Ο Τίγρης σήκωσε το πουκάμισό του μέχρι το στομάχι του και αποκαλύφθηκε η κοιλιά του - ολόκληρο το δέρμα του ήταν ενιαίο και λείο. Υπήρχαν μόνο μερικά ροζ σημάδια που έδειχναν πού τον είχαν διαπεράσει οι σφαίρες. Η επιφάνεια της κοιλιάς του ήταν τόσο σκληρή, επίπεδη, μαυρισμένη αλλά και μυώδης, όπως το υπόλοιπο σώμα του. Ο άνδρας αυτός έπρεπε να κάνει γυμναστική τρεις φορές την ημέρα. Η Κάρλι κοίταζε έκπληκτη. «Μ α πώς...;» «Θεραπεύομαι γρήγορα. Βοήθησε και ηΆντρεα.Όπως και το άγγιγμα από το ταίρι μου». «Άντρεα; Ποια είναι η Άντρεα;» Ο Κόνορ απάντησε απ’ το πάτωμα, νυσταγμένος αλλά σε εγρήγορση. «Το ταίρι του Σον. Είναι μισή Φάε.Έχει θεραπευτική μαγεία». «Α! Μ άλιστα».
Ο Τίγρης κατέβασε το πουκάμισό του. «Σε προστατεύω απ’ τον άνδρο που σε περιμένει έξω». «Ποιος άνδρας;» Η Κάρλι πήγε στο παράθυρο, αλλά ο Τίγρης βρέθηκε ξαφνικά δίπλα της συγκροτώντας την. «Περίμενε». Ο Τίγρης έσβησε το φως αφήνοντας το σκοτάδι να πλημμυρίσει και πάλι το δωμάτιο. Η Κάρλι δεν είχε καταλάβει πώς είχε βρεθεί από τον καναπέ δίπλα της τόσο γρήγορα. Την οδήγησε στο σκοτεινό πίσω παράθυρο σταματώντας λίγα μέτρα μακριά του και κάνοντας μια χειρονομία. Η Κάρλι δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. Καμία απειλητική φιγούρα να περιμένει στο σκοτάδι, καμία φιγούρα πουθενά. «Πού;» «Κρύβεται καλά. Τον είδε ο Κόνορ και με ειδοποίησε». «Νομίζω ότι είναι αυτός ο Γουόκερ» είπε ο Κόνορ. Σηκώθηκε με μια απότομη κίνηση από το πάτωμα χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. «Η ένας από τους άνδρες της διμοιρίας του». «Γιατί;» Η Κάρλι κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο, αλλά εξακολουθούσε να μην μπορεί να διακρίνει τον Γουόκερ ή οποιονδήποτε άλλον. «Θα πρέπει να το ονειρεύτηκες». «Να τος» είπε ο Τίγρης. «Ανάμεσα στη σκιά του φράχτη και στο δέντρο.Έχει βρει καλή θέση. Αυτός μπορεί να μας δει, αλλά εμείς
όχι. Τουλάχιστον όχι κάποιος άνθρωπος». «Οι αλλόμορφοι μπορούν και βλέπουν στο σκοτάδι».είπε ο Κόνορ. «Ειδικά τα αιλουροειδή. Πίστεψέ με, είναι εκεί. Κάλεσα τον Λίαμ και ήρθε ο Τίγρης». «Μ α για ποιο λόγο ο Γουόκερ να παρακολουθεί το σπίτι μου;» Η Κάρλι κοίταξε για μια ακόμη φορά προς τα εκεί όπου της έδειχνε ο Τίγρης, αλλά εξακολουθούσε να μην μπορεί να διακρίνει κάτι...Όχι, εκεί. Κάποιος κουνήθηκε. Η λάμψη εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί και όποιος βρισκόταν εκεί έξω χάθηκε και πάλι μέσα στις σκιές. «Θέλουν να μάθουν τι παρτίδες έχεις εσύ με τους αλλόμορφους» είπε ο Κόνορ. «Ο Μ πρέναν σου ζήτησε να μας κατασκοπεύσεις, έτσι δεν είναι;» «Για την ανθρωπολογική μελέτη του ή για ό,τι κάνει τέλος πάντων. Είναι ανθρωπολόγος». «Σίγουρα...» είπε ο Κόνορ. «Το μόνο που άκουσα από αυτόν ήταν ότι ήθελε να μας γνωρίσεις καλύτερα και να πας μετά κοντά του για αναφορά. Αυτός μπορεί να παίζει με τις λέξεις, αλλά αυτό εμένα μου ακούγε-ται σαν κατασκοπεία. Θέλει να μάθει τα μυστικά των αλλόμορφων».
«Έχουν μυστικά οι αλλόμορφοι;» Ο Κόνορ σήκωσε τα χέρια του και έκανε τον αθώο. «Εχουμε; Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς. Είμαστε γλυκοί και αθώοι. Ειλικρινά». «Όλο βλακείες λες» είπε η Κάρλι θέλοντας να γελάσει. «Το ίδιο και ο Μ πρέναν.Έχει ξαναπροσπαθήσει να έρθει στην Πόλη των Αλλόμορφων. Είναι ένας γλοιώδης μπάσταρδος». «Μ ε τρόμαξε κι εμένα λίγο» είπε η Κάρλι. «Μ α γιατί ο Γουόκερ να κατασκοπεύει εμένα; Δε γνωρίζω κανένα μυστικό των αλλόμορφων. Το λέώ συνέχεια σε όλους, δεν είχα συναντήσει ποτέ κανέναν αλλόμορφο μέχρι σήμερα. Θέλω να πω χθες». «Θα τον ρωτήσουμε» είπε ο Τίγρης. Κίνησε για την κουζίνα με αυτό τον αεράτο, ήσυχο τρόπο του. Η Κάρλι έτρεξε πίσω του και τον έπιασε από το χέρι. «Στάσου, στάσου. Τι κάνεις;» Ο Κόνορ βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου και τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοιχτά καθώς κοίταζε την Κάρλι και τον Τίγρη. Αλλά η Κάρλι σκέφτηκε ότι είχε θορυβηθεί περισσότερο επειδή εκείνη είχε αρπάξει τον Τίγρη από το μπράτσο. Και πάλι μιλούσε η γλώσσα του σώματος. Ο Κόνορ προσπαθούσε να την προστατεύσει, αλλά αυτή τη στιγμή όχι από τον τύπο που βρισκόταν έξω.
Ο Τίγρης δεν έκανε τίποτα παρά μόνο κοίταζε την Κάρλι με τα χρυσαφένια μάτια του, τα οποία δεν εξέπεμπαν πλέον αυτόν τον αγωνιώδη πόνο.Ήταν τόσο ήρεμα όσο ήταν εκείνος όταν την είχε βοηθήσει να φτιάξει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. «Ο καλύτερος τρόπος να μάθουμε τι θέλει είναι να τον ρωτήσουμε» είπε ο Τίγρης, με έναν υπομονετικό τόνο στη φωνή του. «Μ α έχει όπλο...» Η Κάρλι αναστέναξε και τον άφησε. «Και απέδειξες ότι αυτά δε σε επιβραδύνουν, όχι για πολύ τουλάχιστον». «Ισως να έχει κάποιο ηρεμιστικό» επισήμανε ο Κόνορ. «Η και δυο». «Δεν έχει ηρεμιστικό, μόνο πιστόλι» είπε ο Τίγρης. Ο Κόνορ ανοιγόκλεισε τα μάτια του: «Κι αυτό πώς το ξέρεις;» «Οραση και μυρωδιά». Ο Τίγρης μιλούσε κοφτά, σαν στρατιώτης που ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον εχθρό του. «Πρόσεχε την Κάρλι μέχρι να τον βρω». Ο Κόνορ αναστέναξε και τα παράτησε. «Εσύ είσαι ο σούπερ αλλόμορ-φος». Να προσέχεις, εντάξει; Δε θέλω να χρειαστεί να εξηγήσω στον Λίαμ γιατί σ’ έχασα».
Ο Τίγρης του έκανε ένα νεύμα και χάθηκε στο διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα της Κάρλι. Εκείνη τον ακολούθησε, όχι τόσο αθόρυβα, με τα ξυπόλυτα πόδια της να χτυπούν στο πάτωμα. Ο Τίγρης αγνόησε το κρεβάτι αλλά και τα ρούχα της Κάρλι, τα οποία ήταν τακτοποιημένα και διπλωμένα -μάλλον από την Ιβέτπάνω σε μια καρέκλα. Τράβηξε αθόρυβα τα στάρια του παραθύρου της. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Απογυμνώθηκε τελείως. Είχε ωραίες αναλογίες, οι μύες στους ώμους του φαίνονταν δυνατοί, όπως και η επίπεδη επιφάνεια του στέρνου του, αλλά και η φαρδιά πλάτη του. Είχε και τέλειο πισινό, σφιχτό και ωραίο, όπως το υπόλοιπο σώμα του. Η Κάρλι είχε δει στο νοσοκομείο τι κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια του -από μπροστά- αλλά ακόμα και τώρα το να κοιτάζει κατά κει έκανε το στόμα της να μένει λίγο ανοιχτό. «Ισως να είμαι ακόμα μεθυσμένη», είπε. «Αλλά Τίγρη... Θεέ μου, είσαι καυτός». Ο Τίγρης ίσα που την άκουσε και η Κάρλι συνειδητοποίησε μετά από λίγο ότι δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Την αμέσως επόμενη στιγμή, οτιδήποτε κι αν πήγε να πει για να του εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε δεν κατάφερε να βγει από το στόμα της. Ο Τίγρης μετατράπηκε σε... τίγρη.
Το έκανε γρήγορα, εύκολα. Τα άκρα του μετατράπηκαν από ανθρώπινα σε λυγισμένους μηρούς και τεράστια πόδια τίγρης Βεγγάλης. Γούνα κάλυψε ολόκληρο το σώμα του, πορτοκαλί με μαύρες ρίγες, και μια ουρά εμφανίστηκε μέχρι το πάτωμα. Ήταν γιγαντιαίος, μεγαλύτερος από οποιαδήποτε τίγρη είχε δει η Κάρλι στο ζωολογικό κήπο. Το μεγάλο της υπνοδωμάτιο δεν τον χωρούσε. Ο Κόνορ αναστέναξε καθώς πλησίαζε τον Τίγρη στο παράθυρο. «Πάντα το κάνει αυτό. Αλλάζει μορφή και στη συνέχεια με βάζει να του ανοίγω τα παράθυρα και τις πόρτες. Ησύχασε τώρα». Ο Κόνορ σήκωσε το παράθυρο, το οποίο βρισκόταν στην πλαϊνή πλευρά του σπιτιού. Ο Τίγρης έβαλε τις πατούσες του στο περβάζι. «Τι κάνει;» ψιθύρισε η Κάρλι απεγνωσμένα. «Δεν θα χωρέσει». «Θα χωρέσει. Κοίτα». Η Κάρλι δεν κατάλαβε ποτέ πώς στο καλό ο Τίγρης βγήκε έξω από το παράθυρο ενώ ήταν δυο φορές πιο μεγάλος από το μέγεθος του ανοίγματος. Όταν ήταν μικρή, είχε μια γάτα που μπορούσε να συρθεί στο δυο ιντσών άνοιγμα κάτω απ’ τον κομμό της, αλλά αυτό που έβλεπε τώρα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό.
Ίσως ήταν η μαγεία του να είσαι αλλόμορφος, αλλά ο Τίγρης είχε πράγματι «συμπιέσει» τον εαυτό του και είχε καταφέρει να βγει από το παράθυρο. Προσγειώθηκε στην άλλη πλευρά, πήρε άμεσα επιθετική στάση και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Η Κάρλι τον έχασε από τα μάτια της μέσα σε δευτερόλεπτα. «Γαμώτο, νόμιζα ότι θα με περίμενε». Ο Κόνορ έβγαλε το κεφάλι και τους ώμους του έξω από το παράθυρο και κατέβηκε με πολύ λιγότερη χάρη απ’ ό,τι ο Τίγρης. «Όλα θα πάνε καλά, έτσι;» ψιθύρισε η Κάρλι. «Ο Γουόκερ δεν μπορεί να βλάψει τον Τίγρη με το όπλο του και ο Τίγρης δεν μπορεί να βλάψει τον Γουόκερ». Ο Κόνορ προσγειώθηκε πάνω στα πόδια του. «Εγώ λέω ότι ο Τίγρης κάνει ό,τι διάολο θέλει». «Θέλω να πω, ο Τίγρης δεν μπορεί να του επιτεθεί. Το κολάρο του θα τον σταματήσει. Γι' αυτό δεν του το έχουν βάλει, έτσι δεν είναι;» «Γαμώτο». Ο ψίθυρος του Κόνορ ήταν νευρικός. «Γαμώτο. Γαμώτο. Γι' αυτό έφυγε. Μ είνε εδώ». Σιγά μην έμενε. Καθώς ο Κόνορ χανόταν κι αυτός στο σκοτάδι, η Κάρλι άρπαξε το τζιν της και έβαλε τα σανδάλια της. Κάθισε στο περβάζι, ανέβασε τα πόδια της, σύρθηκε μέσα από το παράθυρο και προσγειώθηκε με έναν γδούπο πάνω σε μια επιφάνεια του
γρασιδιού που χρειαζόταν κούρεμα. Καθώς άρχισε να τρέχει στην πίσω αυλή σκέφτηκε ότι τέτοια ώρα ο αέρας ήταν το λιγότερο δροσερός. Ακούσε μια υπόκωφη κραυγή και στη συνέχεια το βρυχηθμό του Τίγρη, μακρόσυρτο και σε χαμηλή ένταση. Η οργή του ήταν ξεκάθαρη.Ένα άγριο ζώο ήταν έτοιμο να σκοτώσει. «Όχι!» Η Κάρλι άκουσε την ταραγμένη φωνή του Κονορ. «Γαμωτο. Οχι. Σταμάτα, τώρα. Αχ, ο Λίαμ θα με σκοτώσει!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Από το σκοτάδι ακούγονταν βροντές και οι φωνές του Κόνορ, αλλά κανένα ίχνος από το μυστηριώδη κατάσκοπο. Η Κάρλι άρχισε να τρέχει. Δεν έβλεπε καλά μέσα στο σκοτάδι και σκόνταψε χτυπώντας στην καρέκλα που είχε μεταφέρει πριν από λίγες ημέρες για να κάνει λίγη ηλιοθεραπεία. Καταράστηκε την τύχη της καθώς έπεφτε, όμως σηκώθηκε, έτριψε την πληγή στην κνήμη της και συνέχισε τον βηματισμό της, πιο αργά αυτή τη φορά. Έφθασε στο σκοτεινότερο σημείο κοντά στο φράχτη. Είδε έναν
άνδρα πεσμένο στο έδαφος και τον Τίγρη από πάνω του με το τεράστιο πόδι του έτοιμο να ξεσκίσει τον λαιμό του. Ο Κόνορ είχε τα χέρια του στην πλάτη του Τίγρη και τον τραβούσε χωρίς αποτέλεσμα. Το κολάρο του Τίγρη ήταν σιωπηλό, δεν έβγαζε σπινθήρες, τίποτα. Ο άνδρας κάτω από τον Τίγρη ήταν ο Γουόκερ - το πρόσωπό του φαινόταν χλωμό μέσα στο σκοτάδι. Είχε αίματα και ήταν λιπόθυμος.Ή νεκρός. Το πιστόλι του, σπασμένο σε κομμάτια, ήταν πεσμένο δίπλα του στο γρασίδι. Η Κάρλι τα είδε όλα αυτά μέσα σε φρενήρη δευτερόλεπτα και ένωσε τις δυνάμεις τις με τον Κόνορ προσπαθώντας να απομακρύνει τον Τίγρη από τον άνδρα. Ο Τίγρης γρύλιζε και το πρόσωπό του γέμιζε ρυτίδες. Τα νύχια του είχαν αρπάξει το λαιμό του Γουόκερ. Οι εκκλήσεις του Κόνορ δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. «Μ ην τον σκοτώσεις!» του είπε ο Κόνορ. «Θα μαθευτεί και θα πάρουν τον Λίαμ μακριά.Ένας Θεός ξέρει τι θα σου κάνουν εσένα μετά». «Τι θα έκαναν στον Τίγρη;» σκέφτηκε η Κάρλι μέσα στον πανικό της. «Πάρτε τον, βάλτε τον σε καραντίνα, ίσως εκτελέστε τον κιόλας. Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό σήμερα. Δεν μπορούμε να
αφήσουμε κανένα να μάθει τίποτα για τον Τίγρη». Γιατί όχι; Αναρωτήθηκε η Κάρλι. Και για ποιο λόγο ο Μ πρέναν και ο Γουόκερ ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για εκείνον; Δεν ήταν ώρα για ερωτήσεις. Η Κάρλι βύθισε τα χέρια της στη γούνα του Τίγρη βρίσκοντάς την εκπληκτικά ζεστή και μεταξένια.Έπιανε το σβέρκο του, όπως έκανε στη γάτα της όταν ήταν μικρή. Σκέφτηκε φευγαλέα ότι ο Τίγρης θα έπρεπε να ήταν πολύ χαριτωμένος όταν ήταν μικρός, με τη μητέρα του να τον μεταφέρει στο στόμα της, όπως κάνουν οι γάτες. Το έκαναν αυτό οι αλλόμορφοι; «Τίγρη, άκουσε τον Κόνορ» είπε η Κάρλι. «Δεν αξίζει να πας φυλακή ή να σε εκτελέσουν γι’ αυτό τον τύπο». Τα γρυλίσματα του Τίγρη έβγαιναν κατά κύματα από μέσα του και η Κάρλι ένιωθε τις δονήσεις πάνω στο σώμα του. Ο Γουόκερ παρέμενε ακίνητος, με τη μελανιά στο πλάι του κεφαλιού του να εξηγεί γιατί ήταν αναίσθητος. Δόξα τω Θεώ, ήταν τουλάχιστον ακόμη ζωντανός. Η Κάρλι μπορούσε να ακούσει την αδύναμη αναπνοή του. «Αν τον πειράξεις» συνέχισε η Κάρλι «θα σε πάρουν μακριά, δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Δεν το θέλω αυτό, θέλω να σε ξαναδώ». Ακολούθησε ακόμη ένα μεγάλο γρύλισμα και στη συνέχεια ο Τίγρης άλλαξε μορφή. Η γούνα του κάτω από τα χέρια της Κάρλι
έγινε γρήγορα ανθρώπινη σάρκα και, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η Κάρλι βρέθηκε να κάθεται στο βρεγμένο γρασίδι της με τα χέρια της γύρω από ένα μεγάλο, μυώδη και γυμνό άνδρα. Ο Τίγρης την τράβηξε κοντά του με αμείωτη δύναμη και η θερμότητα του σώματός του ήταν έντονη σε σχέση με τη δροσιά της νύχτας. Το ζεστό του δέρμα του ήταν μαλακό κάτω από τα δάχτυλά της Κάρλι, η οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί απ’ το να χαϊδεύει ολόκληρη την πλάτη του με τα χέρια της. Ο Τίγρης έσκυψε προς την Κάρλι κι εκείνη σκέφτηκε ότι θα τη φιλούσε. Αντ’ αυτού, κούρνιασε πάνω της κι έπειτα τη χάιδεψε με τη μύτη του από το μέτωπο ως στο πηγούνι της. Κανείς δεν της το είχε ξανακάνει αυτό. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ πόσο αισθησιακό μπορούσε να είναι, πόσο οικείο. Άγγιξε το μάγουλο του Τίγρη -το οποίο ήταν σκληρό από τα γένια του- καθώς εκείνος την κοίταζε με τα χρυσαφένια του μάτια. Ο Τίγρης έστρεψε το πρόσωπό του στην παλάμη της και άρχισε να γλύφει τα δάχτυλά της με την άκρη της γλώσσας του. Η ζεστασιά του και το άγγιγμα από το στόμα του έκαναν την Κάρλι να τρέμει, μια να ζεσταίνεται και μια να κρυώνει. Να ζαλίζεται. Η θερμότητα ανέβηκε κατακόρυφα στα γυναικεία της μέρη, όπως και η ανάγκη να την αγγίξει εκεί ο Τίγρης με τα στιβαρά του χέρια.
Πόθος. Αυτό ήταν. Αυτό και η αντίδρασή της στο μεγάλο πόνο και την οργή που της είχε προκαλέσει ο Ίθαν. Αλλά η παρουσία του Τίγρη επίσκιαζε τον Ίθαν, τη φωνή του, το σαρκασμό του. Απομακρυνόταν γρήγορα καθώς οι καυτές αισθήσεις του Τίγρη μεταδίδονταν στο σώμα της Κάρλι. Ο Τίγρης την πλησίασε πάλι αφήνοντας τη ζεστή αναπνοή του πάνω της. Η άκρη της γλώσσας του άγγιξε το μάγουλό της, διατακτικά κι έπειτα πιο τολμηρά, σαν νά ’χε πάρει φωτιά. Τότε υποχώρησε βάζοντας τα χέρια του στο πρόσωπό της. Ο Κόνορ καθάρισε το λαιμό του. «Ε... Αρα, αυτό σημαίνει ότι δε θα τον σκοτώσεις;» Ο θυμός του Τίγρη επανήλθε στα μάτια του. «Απειλεί το ταίρι μου». «Αυτό μπορεί να αληθεύει, μεγάλε. Αλλά, όπως είπα, αν τον πειράξεις κι άλλο δε θα μπορέσουμε να το συγκαλύψουμε». «Δε θα μπορέσουμε ούτως ή άλλως» είπε η Κάρλι. «Οταν συνέλθει ο Γουόκερ θα πει στην αστυνομία ότι ο Τίγρης τον έβγαλε νοκάουτ.Ή θα το πει στο Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων - ίσως και στους δυο. Τι θα κάνουμε;» Ο Κόνορ κοίταξε τον Γουόκερ σιωπηλά. «Δεν ξέρω. Αλλά δεν μπορούμε να τον σκοτώσουμε. Δεν έχει σημασία πόσο θα
προσπαθήσουμε να το κρύψουμε. Κάποιος θα τον βρει και θα καταλάβει ότι κάποιος αλλόμορ-φος τον παρενόχλησε». «Δεν πρότεινα να τον σκοτώσουμε» είπε η Κάρλι. «Ελεος. Εννοούσα να τον βάλουμε ίσως να ξαπλώσει και να τα βρούμε μαζί του όταν ξυπνήσει». Ο Κόνορ ξεφύσησε χολωμένα. «Να τα βρούμε με έναν ένοπλο μάγκα από τις Ειδικές Δυνάμεις ο οποίος έχει πιθανότατα εκπαιδευτεί να σκο-τώνει αλλόμορφους με τα χέρια του και μόνο;» «Δεν τον σκότωσε τον Τίγρη». «Ναι, ε λοιπόν ο Τίγρης είναι διαφορετικός». Ο Τίγρης δεν έδινε καμία σημασία στον Κόνορ. Συνέχισε να κοιτάζει την Κάρλι πιάνοντας μια τούφα από τα μαλλιά της με τα απαλά του δάχτυλα. Ο Κόνορ βόγκηξε και έβαλε τα χέρια του στα δικά του μαλλιά. «Θεέ μου βοήθα με, γιατί να πρέπει να παίρνω εγώ όλες τις αποφάσεις; Κάρλι, έχεις μονωτική ταινία;» «Μ άλλον». Η Κάρλι κοίταξε τον Γουόκερ και μοιράστηκε την ανησυχία του Κόνορ. «Γαμώτο». «Βιάσου. Προτού συνέλθει». Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν να πείσει τον Τίγρη να την αφήσει να
φύγει. Ο Τίγρης είχε κολλήσει πάνω της. Υψωνόταν δίπλα της και φαινόταν τεράστιος.Ήταν ένας γυμνός γιγαντιαίος άνδρας στην αυλή του σπιτιού της. «Επιστρέφω αμέσως» του είπε. «Πάω μέχρι το γκαράξ. Μ είνε εδώ και προσπάθησε να μην είσαι σε κοινή θέα. Αν σε δουν οι γείτονές μου θα στείλουν όλη την αστυνομία της πόλης εδώ». Ο Τίγρης έκανε ένα βήμα πίσω και χώθηκε στις σκιές. Καταλάβαινε τουλάχιστον τον κίνδυνο. Η Κάρλι αισθάνθηκε το σκληρό βλέμμα του πάνω της καθώς έτρεχε στην αυλή. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκε να αποφύγει την καρέκλα στην οποία είχε σκοντάψει νωρίτερα. Αίμα. Ο Τίγρης μύριζε την αλμύρα και την έντονη μυρωδιά του που τον έκανε να θέλει να τραφεί. Ο ζωώδης θρίαμβος είχε ξυπνήσει μέσα του όταν είχε αρπάξει και ακινητοποιήσει τον Γουόκερ με την πατούσα του, με ένα μόνο χτύπημα. Τα νύχια του είχαν γρατζουνίσει το πρόσωπο του άνδρα προκαλώντας αιμορραγία και ξυπνώντας το σαρκοφάγο ένστικτό του. Η μυρωδιά της Κάρλι είχε παραμερίσει τη μυρωδιά του αίματος, μετατοπίζοντας τις σκέψεις του Τίγρη σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Μ πορούσε να μυρίσει τη γυναικεία ανάγκη της, το θυμό της για τον Ίθαν και την ανησυχία της γι' αυτόν και τον Γουόκερ. Η μυρωδιά της τον είχε επίσης τυλίξει κατευνάζοντας το θυμό του.
Ήταν σε θέση να αλλάξει στην ανθρώπινη μορφή του, να την αγγίξει, να χαλαρώσει. Οι στιγμές που είχε περάσει η Κάρλι μαζί του πριν από λίγο την είχαν κάνει να ξεχάσει τον Γουόκερ, ακόμα και τον Κόνορ. Το ότι της είχε γλείψει τα δάχτυλα ήταν ακόμα καλύτερο. Ο Τίγρης είχε παρατηρήσει τον Λίαμ με το ταίρι του -όπως και τον Σον και τον Σπάικ με τα ταίρια τους, αλλά και άλλους- να αγγίζονται στο στόμα. Να φιλιούνται. Ο Τίγρης ήθελε να το κάνει αυτό με την Κάρλι, αλλά δεν ήταν βέβαιος για τον τρόπο.Όταν είχε ρωτήσει τον Κόνορ για αυτό το θέμα πριν από λίγο καιρό εκείνος είχε γελάσει και του είχε πει ότι θα το καταλάβαινε όταν έφτανε η ώρα. Ο Τίγρης δεν ήταν τόσο σίγουρος.Ήταν αρκετά βέβαιος ότι υπήρχε κάτι παραπάνω απ’ το να πιέζουν δυο άνθρωποι τα χείλη τους μεταξύ τους και ήθελε να το κάνει σωστά με την Κάρλι. Τώρα που η Κάρλι είχε πάει μέσα στο σπίτι, το άρωμα της δεν ήταν τόσο έντονο και η οσμή του αίματος είχε επανέλθει. Η ανάγκη να σκοτώσει είχε επιστρέφει. Ο τίγρης μέσα του ήθελε να τελειώνει μ’ αυτό, να ξεσκίσει το λαιμό του Γουόκερ επειδή είχε απειλήσει την Κάρλι, να χτυπήσει δυνατά το σώμα του στο έδαφος και να φύγει. Γρήγορα, αποτελεσματικά, ικανοποιητικά. Ο Τίγρης έσφιξε τις γροθιές του και ίσα που μπόρεσε να συγκροτήσει το βρυχηθμό του. Ο Κόνορ είχε δίκιο: αν έκανε
περισσότερο κακό στον Γουόκερ οι άνθρωποι θα τον έβρισκαν, θα τον έπαιρναν μακριά και θα ανακάλυπταν ότι το κολάρο του ήταν ψεύτικο. Ο Λίαμ και η οικογένειά του θα πλήρωναν το τίμημα γι’ αυτό. Στη συνέχεια οι δεσμώτες του Τίγρη θα τον έβαζαν και πάλι σε ένα κλουβί και θα έκαναν πειράματα πάνω του ή απλά θα γέμιζαν τον οργανισμό του με φάρμακα μέχρι να πέθαινε. Ο Τίγρης άρχισε να τρέμει.Ήθελε να τρέξει... Τρέξε, μη σταματήσεις ποτέ. Μ ην τους αφήσεις ποτέ να σε πάρουν μακριά. Δε θα έβλεπε ποτέ ξανά την Κάρλι. Όχι. Ο Τίγρης τη χρειαζόταν και χρειαζόταν το άγγιγμά της. Μ οναχά το άγγιγμα της Κάρλι. Η Κάρλι βγήκε από το σπίτι, αυτή τη φορά από την πίσω πόρτα. Ο Τίγρης κατάλαβε την μυρωδιά της απ’ την άλλη άκρη της αυλής και ηρέμησε. Ξεφύσησε. «Τη βρήκα». Η Κάρλι κρατούσε μια ασήμι μονωτική ταινία και την έτεινε προς τον Κόνορ. Ο Κόνορ την πήρε στα χέρια του. «Γρήγορα. Νομίζω ότι αρχίζει να συνέρχεται». Τράβηξε ένα μεγάλο κομμάτι από την ταινία και στη συνέχεια την τύλιξε γύρω από τους αστραγάλους και τις γάμπες του Γουόκερ.
Από τα δάχτυλά του βγήκαν τα κοφτερά του νύχια και έκοψε την ταινία, προλαβαίνοντας έτσι την Κάρλι απ’ το να τρέξει πίσω στο σπίτι για να βρει κάποιο ψαλίδι. «Πρακτικό» είπε η Κάρλι. Τα δάχτυλα του Κόνορ έγιναν και πάλι ανθρώπινα και τύλιξε τους καρπούς του Γουόκερ με άλλο ένα κομμάτι ταινίας. Ο Γουόκερ είχε ήταν πλέον μισοξύπνιος και εστίαζε στον Κόνορ την ώρα που εκείνος έκοβε άλλο ένα κομμάτι μονωτικής ταινίας. Η Κάρλι άρπαξε την ταινία απ’ τα χέρια του Κόνορ. «Συγνώμη» είπε στον Γουόκερ και κολλούσε ένα κομμάτι πάνω στο στόμα του. Το μόνο που έκανε ο Γουόκερ ήταν να την κοιτάζει ήσυχος. Χωρίς θυμό, χωρίς ενόχληση, χωρίς καμία συγκίνηση. Στον Τίγρη δεν άρεσε αυτό το βλέμμα. Του έλεγε ότι ο Γουόκερ δεν ανησυχούσε για ό,τι του έκαναν. Ούτε στην Κάρλι φαινόταν να αρέσει. «Ίσως λίγη περισσότερη ταινία, Κόνορ» είπε νευρικά. Ο Κόνορ έβαλε άλλο ένα κομμάτι στα πόδια και στους καρπούς του Γουόκερ πριν δώσει την ταινία στην Κάρλι. «Τίγρη, θες να τον κουβαλήσεις;» «Όχι». Η λέξη βγήκε σκληρά απ’ το στόμα του. Μ ε τη μυρωδιά του αίματος να είναι ακόμα έντονη, ο Τίγρης δε θα ήταν σε θέση να συγκρατηθεί. Θα μετέφερε τον Γουόκερ μακριά από την Κάρλι
και τον Κόνορ και θα τον σκότωνε. Ο Κόνορ καταλάβαινε. «Εντάξει. Δεν είναι άλλωστε και τόσο μεγάλος». Αρπαξε τα πόδια του, τον σήκωσε πάνω από τους ώμους του και ισορρόπησε το φορτίο. Ο Κόνορ δεν ήταν ακόμη πλήρως ανεπτυγμένος, αλλά ήταν μυώδης και δυνατός. «Τίγρη, ντύσου και συνάντησέ μας στο γκαράζ» είπε ο Κόνορ. «Κάρλι, χρειάζομαι τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου». Η Κάρλι τα είχε ήδη βγάλει έξω. Ο Τίγρης αγνόησε τις οδηγίες του Κόνορ και τους ακολούθησε στο σπίτι και μέσα στο γκαράζ, μην έχοντας εμπιστοσύνη στον Γουόκερ και προσέχοντας μην ξεφύγει από τα δεσμά του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν μαχητής. Είχε τον τρόπο. Μ έσα στο κλειστό γκαράζ η Κάρλι άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, κοίταξε μέσα, και έβαλε τα χέρια της στους γοφούς της. Στον Τίγρη άρεσε όταν στεκόταν με αυτόν τον τρόπο - η στάση αυτή τόνιζε την καμπύλη της μέσης της και τη γλυκιά πίσω όψη της. «Αν τον βάλεις εδώ όλο και κάποιος θα τον δει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Κόνορ. «Έτσι πιστεύω» απάντησε ο Κόνορ.
Η Κάρλι έβγαλε ένα στεναγμό, πάτησε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο που κρεμόταν από το μπρελόκ της και το πορτμπαγκάζ άνοιξε. Ο Κόνορ άφησε τον αδρανή Γουόκερ στο πορτμπαγκάζ. Η Κάρλι έκανε να πιάσει το κάλυμμα. «Πραγματικά λυπάμαι» είπε στον Γουόκερ πριν εκείνη κι ο Κόνορ κλείσουν γρήγορα το κάλυμμα. Μ όνο τότε Τίγρης πήγε στο υπνοδωμάτιο της Κάρλι, πήρε τα ρούχα του και τα μετέφερε πίσω στο γκαράζ.Έφερε επίσης την τσάντα της Κάρλι από το σαλόνι.Έχοντας ζήσει για μήνες στο ίδιο σπίτι με τον Λίαμ και το ταίρι του, την Κιμ, ο Τίγρης είχε μάθει ότι οι μεγάλες αυτές τσάντες ήταν γεμάτες με πράγματα που τα θηλυκά θεωρούσαν απαραίτητα. Γκρίνιαζαν όταν δεν τα είχαν μαζί τους. Η Κάρλι χάρισε στον Τίγρη ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο εκείνος λαχταρούσε. «Αχ, σε ευχαριστώ, Τίγρη. Είσαι γλύκας». «Μ α...» είπε ο Κόνορ την ώρα που ο Τίγρης έβαζε τα ρούχα του. «Εγώ τον τύλιξα με μονωτική ταινία και τον έβαλα στο πορτμπαγκάζ αφότου τον αναισθητοποίησε ο Τίγρης και αυτός είναι ο γλύκας;» «Κι εσύ είσαι γλυκός, Κόνορ». Η Κάρλι του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Ο Τίγρης κατάπνιξε το βρυχηθμό του. Αν η Κάρλι είχε κάνει το
ίδιο πράγμα σε οποιονδήποτε άλλον αλλόμορφο, ο Τίγρης θα τον είχε πετά-ξει στο έδαφος. Αλλά ο Κόνορ ήταν μικρός. Δεν αποτελούσε απειλή. Τα μικρά ποτέ δεν αποτελούσαν απειλή. Η Κάρλι έκανε μια χειρονομία στον Τίγρη από το πίσω κάθισμα. «Μ πες μέσα». Ο Κόνορ έτεινε το χέρι του. «Δε θά ’ρθεις μαζί. Μ είνε εδώ, μακριά από φασαρίες». «Όχι» είπαν ταυτόχρονα η Κάρλι και ο Τίγρης. Ο Κόνορ τους κοίταξε με απόγνωση. «Δε θα οδηγήσεις το αυτοκίνητό μου με τον Γουόκερ-τυλιγμένο μέσα στο πορτμπαγκάζ» είπε η Κάρλι. «Εξάλλου, θέλω να πάω στη δουλειά αύριο - ή μάλλον σήμερα. Προφανώς έχω ακόμα δουλειά». «Θα το επιστρέφω...» ξεκίνησε να λέει ο Κόνορ, αλλά ο Τίγρης τον διέκοψε πηγαίνοντας να κάτσει στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου. «Θα έρθει» είπε. «Την προστατεύουμε». Η Κάρλι χαμογέλασε θριαμβευτικά και γλίστρησε στο κάθισμα του οδηγού. «Ετσι κι αλλιώς, πρέπει να επιστρέφεις τη μηχανή του Σον» είπε. «Εντάξει» είπε ο Κόνορ φανερά κουρασμένος.Έκλεισε την πόρτα
στην Κάρλι. «Αλλά ο Λίαμ θα τα κάνει πάνω του, θαρρώ». «Και για νά ’χουμε καλό ερώτημα, πώς έφτασες εσύ σπίτι μου;» ρώτησε η Κάρλι τον Τίγρη την ώρα που πατούσε το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα του γκαράζ. «Δεν είδα κανένα αυτοκίνητο έξω ούτε καμιά άλλη μοτοσικλέτα. Μ ήπως ο Κόνορ έφυγε και σε έφερε εδώ ενώ κοιμόμουν;» «Περπάτησα». Η Κάρλι ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι έκανε λέει;» «Περπάτησα». «Περπάτησε» επανέλαβε εκείνη. «Από την Πόλη των Αλλόμορφων». Ο Τίγρης ανασήκωσε τους ώμους. «Εκανα και οτοστόπ μια δυο φορές. Ο Κόνορ είπε στον Λίαμ πού μένεις όταν τον κάλεσε στο τηλέφωνο. Κι εγώ το ακόυσα». Ο Κόνορ πλησίαζε προς τη μοτοσικλέτα του Σον ενώ βρισκόταν ακόμα μέσα στο χώρο του γκαράζ της Κάρλι, αλλά έσκυψε και κοίταξε τον Τίγρη μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου. «Στάσου ένα λεπτό. Ο Λίαμ ξέρει ότι έφυγες;» «Δεν με είδε κανείς» είπε ο Τίγρης. «Ω, γαμώτο». Ο Κόνορ χτύπησε το μέτωπό του στο πλαίσιο του παραθύρου. «Θεέ μου, Τίγρη, θα με βάλεις σε μεγάλους
μπελάδες».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Η Κάρλι περίμενε μέχρι ο Κόνορ να ανέβει στη μηχανή του Σον και έπειτα έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.Έκανε όπισθεν νιώθοντας ευγνωμοσύνη που ήταν ακόμη πολύ νωρίς και δεν είχαν ξυπνήσει οι γείτονές της. Οδηγούσε υποτονικά, προσπαθώντας να μην προσελκύσει την προσοχή, καθώς ο Κόνορ την κατεύθυνε προς τους κεντρικούς άξονες κυκλοφορίας. «Πού πάμε;» ρώτησε τον Τίγρη. «Στην Πόλη των Αλλόμορφών» είπε ο Τίγρης. «Στο καλύτερο μέρος». Η Κάρλι οδηγούσε με επιφύλαξη. Δενφοβόταν ακριβώς να πάει στην Πόλη των Αλλόμορφων, αλλά δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα έκαναν οι αλλόμορφοι σε κάποιον από το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων, ο οποίος ήταν δεμένος με μονωτική ταινία και ετοιμοπαράδοτος. Υπέθεσε ότι θα μπορούσε να οδηγήσει το αυτοκίνητό της κατευθείαν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα και να αφήσει τον Κόνορ και τον Τίγρη στα κρύα του λουτρού, αλλά η ανησυχία του Κόνορ για
τον Γουόκερ, για τον Τίγρη και για εκείνη την έκαναν να αλλάξει άποψη. Ο Κόνορ ήταν ως εδώ και φοβόταν. Η Κάρλι δεν είχε το κουράγιο να τον παραδώσει στην αστυνομία για να τον ανακρίνουν και ίσως να τον συλλάβουν κι από πάνω. Επιπλέον, θυμήθηκε όλα αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν στον Τίγρη: πάρτε τον, βάλτε τον σε καραντίνα, ίσως εκτελέστε τον κιόλας. Η Κάρλι δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Τίγρης κοίταζε ευθεία καθώς οδηγούσε η Κάρλι, ενώ τα φώτα του δρόμου δημιουργούσαν ζώνες φωτός που έπεφταν κατά μήκος του προσώπου του. Δεν μπορούσε να μαντέψει τι σκεφτόταν και ο Τίγρης, δεν προσφέρθηκε να μοιραστεί τις σκέψεις του.Ήταν μυστηριώδης, πολύ περισσότερο από τους άλλους αλλόμορφους που είχε συναντήσει σήμερα. Άλλωστε, κανένας από αυτούς δεν την είχε αναστατώσει τόσο μόνο και μόνο με το άγγιγμά του. Η Κάρλι πότε πότε του έριχνε κλεφτές ματιές καθώς οδηγούσε και ορισμένες φορές τον έβλεπε να την κοιτάζει με τα αινιγματικά αλλά ζεστά του μάτια. Η Πόλη των Αλλόμορφων βρισκόταν πίσω από το παλιό αεροδρόμιο, σε σπίτια τα οποία κανείς δεν ήθελε, ακόμη και πριν κλείσει το αεροδρόμιο και μεταφερθεί εκεί όπου ήταν στο παρελθόν η Αεροπορική Πολεμική Βάση Μ πέργκστρομ. Όταν οι αλλόμορφοι χρειάστηκαν ένα μέρος για να ζήσουν, το Γραφείο
Αλλόμορφων Υποθέσεων και ο δήμος της πόλης οριοθέτησαν την περιοχή αποκλειστικά για αυτούς. Οι αλλόμορφοι είχαν μετεγκατασταθεί από όλες τις γωνιές του πλανήτη στην Πόλη των Αλλόμορφων που βρισκόταν στο'Οστιν επειδή οι περισσότερες χώρες δεν τους ήθελαν στα πόδια τους. Οι Μ όρισεϊ είχαν προφανώς έρθει από την Ιρλανδία. Αλλά ο Τίγρης; Η Κάρλι δεν μπορούσε να καταλάβει από την προφορά του.Ήταν μεν αμερικάνικη, αλλά ήταν ουδέτερη. Πάντως δεν ήταν από το Τέξας ή από οποιοδήποτε άλλο μέρος του Νότου. Ο ήλιος ανέτειλε ακριβώς την στιγμή που έμπαιναν στην Πόλη των Αλλόμορφων. Η Κάρλι περίμενε να δει φτωχογειτονιές, αλλά αφού πέρασε μερικά εγκαταλειμμένα καταστήματα, ένα βενζινάδικο και ένα άδειο οικόπεδο, είδε κάποια όμορφα βαμμένα μπαγκαλόου με εξίσου όμορφες αυλές που τις έλουζε το πρωινό φως του ήλιου. Ορισμένα σπίτια βρίσκονταν το ένα πίσω από το άλλο, με δρόμους που τα εξυπηρετούσαν όλα. Ακολούθησε τον Κόνορ ως ένα διώροφο μπαγκαλόου που έμοιαζε λίγο διαφορετικό από το διπλανό. Τα δυο σπίτια μοιράζονταν ένα δρόμο, ο οποίος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δυο λωρίδες σκυροδέματος. Ένα μικρό λευκό φορτηγάκι, μια ωραία μηχανή Χάρλεϊ κι ένα μικρότερο αυτοκίνητο ήταν οταθμευμένα σε αυτό το δρόμο. Ο Κόνορ σταμάτησε τη μοτοσικλέτα δίπλα στην άλλη και η Κάρλι
στάθμευσε το αυτοκίνητο στην άκρη του πεζοδρομίου. Ο Τίγρης βγήκε έξω πριν από εκείνη και ο Κόνορ κατέβηκε από τη μηχανή κατευθυνόμενος προς το φορτηγάκι. Ο Τίγρης άρπαξε τον καρπό της Κάρλι καθώς εκείνη πήγαινε να πατήσει το τηλεχειριστήριο για να ανοίξει το πορτμπαγκάξ. «Όχι» είπε με αυστηρή φωνή. «Έχει σχεδόν λυθεί». «Τι; Πώς στο καλό το ξέρεις αυτό;» «Η μυρωδιά είναι διαφορετική. Κόνορ, φώναξε τον Λίαμ». Ο Τίγρης μπήκε ανάμεσα στην Κάρλι και στο πορτμηαγκάζ καθώς ο Κόνορ κατευθυνόταν προς το σπίτι, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση για να σκύψει μέσα και να αποτρέψει τον Γουόκερ απ’ το να ξεφύγει. «Ξέρεις, θα μπορούσες να τον ρίξεις ξανά αναίσθητο» είπε η Κάρλι. Ο Τίγρης κούνησε το κεφάλι του. «Αν τον αγγίξω, θα τον σκοτώσω. Ο Λίαμ θα τον θέλει ζωντανό». Η Κάρλι σάστισε ακούγοντάς τον. «Εσύ τι θέλεις;» Ο Τίγρης την κοίταξε με σταθερό βλέμμα. Η Κάρλι κατάλαβε τη σύγχυση, την αμηχανία του. «Δεν ξέρω» είπε.
Η πολυπλοκότητά του την άγγιξε. Ο Τίγρης ήξερε τα ένστικτά του και πάλευε μ’ αυτά, αλλά υπάκουε σε εντολές, δεν σκεφτόταν το πρόβλημα μόνος του. Η Κάρλι πήρε το χέρι του και το πίεσε. «Θα τη βρούμε την άκρη». Ο Τίγρης στεκόταν ακόμη πιο ακίνητος και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της. Το κιτρινωπό αυτό βλέμμα ήταν ατάραχο. Η Κάρλι ήθελε να γραπωθεί πάνω του ακόμα πιο σφιχτά. Είδε κάποια κίνηση πίσω από τον Τίγρη και έκανε αρκετά βήματα πίσω. «Πολύ αργά. Βγήκε». Ο Γουόκερ είχε βγει από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της Κάρλι. Ανοιξε την πόρτα από την αντίθετη πλευρά από την οποία βρίσκονταν ο Τίγρης κι εκείνη, βγαίνοντας κι έρποντας με μια κίνηση. Τα κομμάτια από την μονωτική ταινία κρέμονταν από τους καρπούς του, αλλά είχε καταφέρει να αφαιρέσει τα υπόλοιπα από τα πόδια του. Χωρίς να αλλάξει έκφραση, ο Γουόκερ εγκλιματίστηκε με το περιβάλλον και γύρισε κατευθυνόμενος προς το πιο ευάλωτο άτομο που βρισκόταν εντός του πεδίου δράσης του: τον Κόνορ. Ο Κόνορ είχε βγει από το σπίτι στο οποίο είχε μπει, αλλά είχε επιστρέφει χωρίς τον Λίαμ ή κάποιον άλλον. Είχε ήδη προχωρήσει
προς το σπίτι στα δεξιά του, εκείνο που μοιραζόταν το δρόμο με αυτό εδώ, όταν ο Γουόκερ τον άρπαξε. Ο Τίγρης έβγαλε ένα βρυχηθμό. Δε συγκρατήθηκε και πετάχτηκε πάνω στο αυτοκίνητο στοχεύοντας τον Γουόκερ. «Βοήθεια!» φώναξε η Κάρλι.Έτρεξε πίσω από τον Τίγρη, αν και δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει. Δεν είχε κανένα όπλο, δεν είχε μαύρη ζώνη σε καμία πολεμική τέχνη και θα μπορούσε πιθανότατα να χάσει ένα παιχνίδι μπρα-ντε-φερ από κάποιο επτάχρονο αγόρι. Είχε συνηθίσει να αντιμετωπίζει καλλιτέχνες, μερικοί από τους οποίους ήταν συναισθηματικά εύθραυστοι, αλλά ποτέ δε χρειάστηκε να ρίξει κάποιον κάτω στο πάτωμα της γκαλερί του'Αρμαντ. Ο Γουόκερ είχε πιάσει τον Κόνορ με κεφαλοκλείδωμα βάζοντάς τον πρόσωπο με πρόσωπο με τον Τίγρη. Οι μύες στο χέρι του Γουόκερ είχαν διογκωθεί έτσι όπως έπιανε τον Κόνορ από το λαιμό. Εκείνος προσπαθούσε να κουνηθεί για να ξεφύγει. Τεράστια νύχια βγήκαν από τα χέρια του Τίγρη, ενώ το πρόσωπό του άλλαξε μορφή σε άγριο τίγρη. «Μ ην πειράζεις τα μικρά». Έκανε κίνηση να πλησιάσει τον Γουόκερ την ώρα που η Κάρλι συνέχιζε να αναζητεί βοήθεια. Η πόρτα του δεύτερου σπιτιού άνοιξε και κάποιος βγήκε από μέσα, αλλά η Κάρλι δεν είδε ξεκάθαρα ποιος ήταν έως ότου ένας ψηλός
άν-δρας που έμοιαζε πολύ στον Σον έβαλε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του Γουόκερ και τον έριξε κάτω. Η κίνηση αυτή ανάγκασε τον Γουόκερ να αφήσει τον Κόνορ, ο οποίος είχε τώρα αλλάξει μορφή σε νεαρό λιοντάρι με μαύρη χαίτη και έπεσε στα τέσσερα πόδια του. Ο άνδρας έδωσε στον Γουόκερ ένα δυνατό, αποτελεσματικό χτύπημα πίσω από το αυτί. Ο Γουόκερ είχε μαζέψει τη γροθιά του για να χτυπήσει πρώτος, αλλά το χέρι του χαλάρωσε κι έπειτα κατέρρευσε ολόκληρος. Ο άνδρας κοίταξε τον Γουόκερ και στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του στην Κάρλι κοιτάζοντάς την προσεκτικά.Ήταν μια γηραιότερη έκδοση του Σον και του Λίαμ, με παρόμοια γαλάζια μάτια, αλλά τα σκούρα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Η διαφορά του ήταν ότι μπορούσε να κάτσει εντελώς ακίνητος, ακόμη περισσότερο από τους άλλους αλλόμορφους που η Κάρλι είχε δει στο νοσοκομείο. Ακόμη περισσότερο κι απ’ τον Τίγρη. Ο αλλόμορφος αυτός κοίταζε την Κάρλι από πάνω μέχρι κάτω σαν να ήξερε κάθε σκέψη που περνούσε από το μυαλό της - αυτή που έκανε τώρα, αυτές που είχε κάνει στο παρελθόν και όλες αυτές που θα έκανε στο μέλλον. Τα ρουθούνια του κουνιόνταν ελάχιστα. «Ποια είναι αυτή;» ρώτησε με ήρεμη φωνή. Δεν ρώτησε την
Κάρλι. Ω, όχι. Δεν ρώτησε καν τον Τίγρη. Το ερώτημα απευθυνόταν στον Κόνορ. Το νεαρό λιοντάρι τινάχτηκε. Κάθισε στους γλουτούς του χωρίς να αλλάξει μορφή σε άνθρωπο. Το γαλάζιο βλέμμα του άνδρα στράφηκε στον Τίγρη, περιμένοντας τώρα μια απάντηση από εκείνον. Ο Τίγρης όμως παρέμεινε ακίνητος στη θέση του προστατεύοντας τον Κόνορ, με το πρόσωπο και τα χέρια του να έχουν γίνει και πάλι ανθρώπινα. Η Κάρλι έσπασε τη σιωπή. «Είμαι η Κάρλι Ράνταλ». Το είπε προσπαθώντας να ακουστεί δυναμική και αποφασιστική, όπως έκανε όταν διάφοροι αλαζονικοί τύποι έρχονταν στην γκαλερί για να χλευάσουν τα έργα ζωγραφικής. «Και εσύ είσαι ο...;» «Ο Ντίλαν» είπε ο Τίγρης. «Ηταν ο αρχηγός στην Πόλη των Αλλόμορ-φων». «Και τώρα έχεις πάρει σύνταξη;» ρώτησε η Κάρλι. «Ωραίο ακούγεται». Τα μάτια του Ντίλαν φούντωσαν με θυμό. Η Κάρλι κατάλαβε εκείνη τη στιγμή πώς μπορεί να ένιωθε ένα κουνέλι υπό το βλέμμα ενός λιονταριού αμέσως πριν το λιοντάρι αυτό βάλει τέλος στη ζωή του κουνελιού. Τη στιγμή εκείνη η οργή του Ντίλαν εξαφανίστηκε και οι γωνίες των χειλιών του σχημάτισαν σε ένα μικρό ειρωνικό χαμόγελο.
«Παρέδωσα τη λειτουργία της Πόλης στο γιο μου. Αυτός ποιος είναι;»Έδειξε τον Γουόκερ που ήταν ακόμη πεσμένος στο έδαφος. «Το όνομά του είναι Γουόκερ Ντάνιελσον» απάντησε η Κάρλι. «Από το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων, καταπώς φαίνεται». Αυτή τη φορά το χαμόγελο του Ντίλαν ήταν εκείνο που εξαφανίστηκε. «Γαμώτο, γυναίκα. Και το βρήκες καλή ιδέα να τον σύρεις μέχρι εδώ δεμένο με μονωτική ταινία;» Ο Κόνορ παρέμενε λιοντάρι, ανοιγοκλείνοντας αργά τα μάτια του και δείχνοντας τόσο αθώος. «Απείλησε την Κάρλι» είπε ο Τίγρης με οργισμένη φωνή. «Και τον βάρεσες» είπε ο Ντίλαν. «Ποιος είχε την ιδέα να του βάλετε την ταινία;» «Εγώ» είπε κοφτά η Κάρλι. Ο Κόνορ ήταν πολύ μικρός για να έχει αυτό τον επικίνδυνο και θυμωμένο άνδρα πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο Ντίλαν μπορεί να μην ήταν πια ο αρχηγός, αλλά η στάση του της έλεγε ότι δεν είχε σταματήσει να περιμένει απ’ όλους να τον υπακούν. «Δεν ήξερα τι να κάνω και δεν ήθελα να πάει στην αστυνομία.Έτσι σκέφτηκα ότι οι αλλόμορφοι θα ξέρουν τι να κάνουν». Η Κάρλι χαμογέλασε τόσο γοητευτικά στον Ντίλαν που θα αφόπλιζε ακόμα και τους πιο εκλεκηκούς πελάτες της γκαλερί.
«Λέει ψέματα» είπε ο Τίγρης. «Το ξέρω» απάντησε ο Ντίλαν. «Το μυρίζομαι. Φέρτε τον μέσα». Ο Ντίλαν σήκωσε τον Γουόκερ στους ώμους του σαν να μη ζύγτζε τίποτα και τον μετέφερε στο διπλανό σπίτι από εκείνο που είχε βγει. Δεν ήταν κανείς μέσα. Αυτό το μπαγκαλόου ήταν ευάερο και διέθετε μια γιγαντιαία κουζίνα και ένα εξίσου μεγάλο σαλόνι με τραπεζαρία στη γωνία. Μ ια σκάλα υψωνόταν από τον μεσαίο τοίχο του σαλονιού κι χανόταν προς τα πάνω. «Ποιος μένει εδώ;» ρώτησε η Κάρλι. «Ο γιος μου, ο Λίαμ». Ο Ντίλαν άφησε τον Γουόκερ στο πάτωμα, περπάτησε χωρίς βιασύνη ως την κουζίνα και επέστρεψε με ένα άλλο ρολό μονωτικής ταινίας. «Κι εγώ». Ο Κόνορ μπήκε μέσα, με την ανθρώπινη μορφή του και με το πουκάμισο και το τζιν του σκισμένα από τη μεταμόρφωσή του. «Και το ταίρι του Λίαμ, η Κιμ. Και ο Τίγρης». Ο Τίγρης στεκόταν με τις γροθιές του σφιγμένες πάνω από τον Γουόκερ κοιτάζοντας το αίμα στο πρόσωπό του. Πάλευε ξανά με τον εαυτό του. «Τίγρη» είπε η Κάρλι. «Έλα δω κοντά μου».
Η ματιά του Τίγρη έδειχνε άκαμπτο θυμό και πόνο τόσο βαθύ που ήταν εμφανής από την άλλη άκρη του δωματίου. Δεν ήθελε να πάρει το βλέμμα του από τον Γουόκερ, από την πιθανή αυτή απειλή, αλλά ήθελε ταυτόχρονα να βρίσκεται και κοντά στην Κάρλι. Ο Τίγρης έκλεισε τα μάτια του, κατάπιε το θυμό του, αλλά ο πόνος στο πρόσωπό του ήταν έκδηλος. Η Κάρλι κατευθύνθηκε προς αυτόν και τον έπιασε από το χέρι. Ο Τίγρης άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Η Κάρλι ήθελε τόσο να το σκάσει όσο και να μείνει με τον Τίγρη κοιτάζοντας το μαγευτικό του βλέμμα. Όταν ήταν μικρή, είχε πάει σε ένα ζωολογικό κήπο όπου τα ζώα περιπλανιόνταν ελεύθερα και οι άνθρωποι περπατούσαν ανάμεσά τους σε προστατευμένα μονοπάτια. Θυμήθηκε ένα λιοντάρι που την είχε ακολουθήσει ως την άκρη του κιγκλιδώματος και την κοίταζε με τα χρυσαφένια του μάτια. Μ έχρι και σήμερα, η Κάρλι δεν είχε ιδέα αν το λιοντάρι αυτό είχε την περιέργεια να μάθει γι’ αυτήν ή αν εκείνη αποτελούσε καλό μεσημεριανό σνακ για εκείνο. Είχε ουρλιάζει απ’ το φόβο της και η μητέρα της την είχε απομακρύνει. Το συναίσθημα αυτό, θαμμένο βαθιά στο παρελθόν της, την πλημμύρισε και πάλι. Ο Τίγρης ήταν ένα άγριο ζώο κι ας είχε ανθρώπινο σώμα και φορούσε κανονικά ρούχα και κολάρο. Η αγριότητα φαινόταν στα μάτια του.Ήταν ένα πλάσμα ατίθασο.
Το βλέμμα του Τίγρη την είχε κοκαλώσει στη θέση της, σαν να ήταν κάποιο μικρό ζώο που δεν μπορούσε να τρέξει μακριά. Ο θηρευτής κρατούσε το θήραμά του στα χέρια του. Αγγιξε το πρόσωπό της. Η Κάρλι ανατρίχιασε. Το απαλό χάδι του ερχόταν σε αντίθεση με την εμφανή δύναμή του. Ο Τίγρης την πλησίασε, σαν κάτι να τον τραβούσε πάνω της και τα πάντα γύρω τους έσβησαν. Τη χάιδεψε όπως είχε κάνει στην αυλή της και η Κάρλι έπιασε το πρόσωπό του με τα χέρια της. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φίλησε τα χείλη του. Ο κόσμος του Τίγρη σταμάτησε. Τα χείλη της Κάρλι πάνω στα δικά του τον έκαναν να τα χάσει. Η ανάγκη του να σκοτώσει είχε φύγει μακριά. Τα χείλη της ήταν ζεστά, απαλά, η μαλακότερη αίσθηση που είχε νιώσει ποτέ. Το άγγιγμα από το στόμα της ήταν ελαφρύ, όμως αυτός το ένιωθε σε κάθε σημείο του σώματός του. Σε κάθε σημείο - ειδικά στο μόριό του, το οποίο γινόταν ολοένα και πιο σκληρό. Η Κάρλι είχε σουφρώσει λίγο τα χείλη της καθώς τον φιλούσε στο στόμα. Το φιλί της ήταν ταυτόχρονα απαλό όσο και αποφασιστικό. Κουνούσε τα χείλη της πάνω του. Οι κινήσεις της ήταν τόσο μικρές, ο Τίγρης όμως θεωρούσε ότι αυτό ήταν το πιο σημαντικό πράγμα
που του είχε συμβεί ποτέ. Η Κάρλι άγγιξε με τα χείλη της τη γωνία του στόματός του κι έπειτα απομακρύνθηκε.Έσμιξε τα φρύδια της και τον κοίταξε με τα γκριζο-πράσινα μάτια της. Η μυρωδιά της είχε αλλάξει, ήταν ακόμα ελαφριά, αλλά ο Τίγρης μπορούσε να διακρίνει την αλλαγή.Ήταν νευρική, ανήσυχη, θυμωμένη, συγχυσμένη. Σε αυτό το συνονθύλευμα συναισθημάτων είχε πλέον προστεθεί και η επιθυμία. Ποθούσε τον Τίγρη.Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε με αμηχανία η Κάρλι. Άγγιξε το πρόσωπό του με τα ελαφριά της ακροδάχτυλα και του χαμογέλασε με έκπληξη. «Δεν έχεις ξαναφιλήσει ποτέ;» «Όχι». «Κάνεις πλάκα, έτσι;» «Όχι». Ο Τίγρης είχε ταίρι, το θηλυκό που είχαν αρπάξει αφού είχε μείνει έγκυος από αυτόν, αλλά δεν είχαν φιληθεί ποτέ. Το ζευγάρωμά τους ήταν ζωώδες, αν και είχαν δεθεί μεταξύ τους και ο Τίγρης είχε στενοχωρηθεί πολύ όταν εκείνη είχε πεθάνει. Αυτό που μόλις είχε κάνει η Κάρλι ήταν διαφορετικό από οτιδήποτε είχε βιώσει.
«Ποπό». Η Κάρλι ακούμπησε τα δάχτυλά της στα χείλη του.Ήταν σαν να έβγαζαν φωτιά. «Δε νομίζω να έχω γνωρίσει ποτέ άνδρα που να είναι παρθένος». «Είχα ταίρι.Έκανε ένα μικρό». «Μ άλιστα. Άρα, δεν είσαι παρθένος. Δεν έχεις φιλήσει όμως ποτέ;» «Όχι». «Περίεργο. Στάσου, είχες ταίρι;» ρώτησε η Κάρλι με το χαμόγελό της να χάνεται. «Πού είναι τώρα; Και το παιδί σου;» «Πέθαναν». Οι λέξεις του βγήκαν χωρίς νεύρο και δεν έλεγαν όσα χρειάζονταν να ειπωθούν. Οι λέξεις δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Ποτέ. Το βλέμμα της Κάρλι έδειχνε ότι ήταν συγκλονισμένη, τον συμπονούσε. «Ω, Τίγρη, λυπάμαι». Άπλωσε τα χέρια της στους ώμους του σαν να προσπαθούσε να απαλύνει την ένταση που υπήρχε εκεί. «Δεν το ήξερα. Λυπάμαι. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω». «Ο θάνατός τους δεν ήταν δικό σου λάθος». Οι λέξεις του βγήκαν και πάλι χωρίς νεύρο. Ο Τίγρης δεν μπορούσε να της εξηγήσει, δεν μπορούσε να την κάνει να καταλάβει γιατί ζητούσε από εκείνη να νιώσει καλύτερα.
«Θέλω να πω, λυπάμαι για εσένα. Που πέθανε. Που πέθανε το παιδί. Πρέπει να ήταν απαίσιο». «Ναι». Η φωνή της Κάρλι μαλάκωσε. Απέπνεε συμπάθεια, περισσότερη από εκείνη της Αϊόνα ή οποιοσδήποτε άλλου αλλόμορφου. «Κρύβεις πολλά περισσότερα απ’ όσα αφήνεις να δει ο άλλος, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε. Ο Τίγρης δεν ήταν σίγουρος για το τι σήμαινε αυτό που είπε η Κάρλι. Όταν δεν ήταν σίγουρος δεν απαντούσε. Την Κάρλι όμως δεν την πείραζε. Συνέχισε να αγγίζει το πρόσωπό του, να τον κοιτάζει στα μάτια, να του χαμογελά. «Ω ρε μπαμπά, τι διάολο;» είπε ο Λίαμ με την ιρλανδέζικη προφορά του. Ο Τίγρης δεν έβλεπε κανένα λόγο να απομακρυνθεί από την Κάρλι καθώς ο Λίαμ έμπαινε στο σαλόνι, εκεί όπου ο πατέρας του είχε τυλίξει με ακόμη περισσότερη μονωτική ταινία τον Γουόκερ που βρισκόταν κάτω στο πάτωμα. Ο Τίγρης μύρισε τον Λίαμ και την κόρη του Κατριόνα, αλλά όχι την Κιμ. «Μ παμπά, τι έκανες;» «Μ ίλα με τον ανιψιό σου και με τον Τίγρη» είπε ήρεμα ο Ντίλαν.
«Ο άνδρας που είναι ξαπλωμένος στο χαλί σου είναι από το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων». Ο Λίαμ σώπασε καθώς εξέταζε την κατάσταση. Ο Τίγρης παρατήρησε ότι ο Κόνορ είχε εξαφανιστεί στον επάνω όροφο. Ο Λίαμ, όντας φλύαρος, δεν έμεινε για πολύ ώρα σιωπηλός. «Γιατί είναι αυτός εδώ, λιπόθυμος και δεμένος, και γιατί είσαι εσύ εδώ;» Έδειξε κάπως άκομψα με το δάχτυλο προς το μέρος όπου βρισκόταν η Κάρλι. Η κόρη του Λίαμ, ενός έτους και λίγων μηνών, είχε ανέβει στους ώμους του πατέρα της. Τα σκούρα σγουρά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια της μαρτυρούσαν ότι ήταν μια Μ όρισεϊ. Είδε τον Τίγρη και άπλωσε τα χέρια της. «Τίγρη!» Τίγρης ήταν το όνομα ενός χαρακτήρα από ένα παιδικό παραμύθι και η Κατριόνα επέμενε να φωνάζει έτσι τον Τίγρη. Δεν τον πείραζε. Στράφηκε μακριά από την Κάρλι και περπάτησε αργά προς τον Λίαμ δείχνοντας ότι θα έπαιρνε τη μικρή αν ο Λίαμ ήταν πρόθυμος να του τη δώσει. Δεν θα την έπαιρνε έτσι απλά, όχι. Ο Λίαμ έπρεπε να δώσει την άδειά του. Η στάση του Λίαμ απέπνεε περισσότερο ενόχληση παρά θυμό. Κατέβασε την Κατριόνα από τους ώμους του και την έδωσε
στον Τίγρη.Έπειτα πήγε δίπλα στον πατέρα του που στεκόταν πάνω από το σώμα του Γουόκερ. Ο Τίγρης έσφιξε τα χέρια του προσεκτικά γύρω από τον κορμό της Κατριόνα και τη σήκωσε ψηλά στον αέρα. Εκείνη τσίριξε και γέλασε, όπως έκανε πάντα, και στη συνέχεια ο Τίγρης την αγκάλιασε κοντά του καθώς την κρατούσε. Τα σγουρά μαλλιά της Κατριόνα γαργάλησαν το πιγούνι του Τίγρη καθώς η μικρή κοιτούσε με ενδιαφέρον ό,τι συνέβαινε στο σαλόνι. Ο Τίγρης χαλάρωσε, όπως έκανε πάντα όταν βρισκόταν γύρω από παιδιά. Όταν το ένστικτό του ξέφευγε από κάθε έλεγχο, η παρουσία ενός μικρού παιδιού μπορούσε να καταπραυνει τη ζωώδη φύση και τις άσχημες σκέψεις του. «Τι γλυκούλα που είσαι». Η Κάρλι τσίμπησε την Κατριόνα στην κοιλίτσα της. «Πώς σε λένε, γλυκό μου;» «Τριόνα» είπε. «Κατριόνα» μουρμούρισε ο Τίγρης. «Δεν μπορεί ακόμα να πει ολόκληρη τη λέξη». «Όμορφο όνομα για ένα όμορφο κορίτσι». Η Κάρλι φαινόταν ενθουσιασμένη με την Κατριόνα. «Ευχαριστώ» είπε η μικρή.
Η μυρωδιά του Λίαμ απέσπασε την προσοχή του Τίγρη από την Κάρλι και την Κατριόνα, καθώς ο Λίαμ σταμάτησε μπροστά τους. «Μ ε συγχωρείτε, αν μου επιτρέπετε να διακόψω αυτή την όμορφη στιγμή. Θα μπορούσε κάποιος από εσάς να μου πει τι στο διάολο συμβαίνει εδώ; 'Ακόυσα τον Κόνορ να κλειδώνεται στο δωμάτιό του, πράγμα που σημαίνει ότι φοβάται για κάτι. Άρα, αυτό σημαίνει ότι πράγματι υπάρχει κάποιος λόγος ανησυχίας, έτσι δεν είναι;»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 «Δεν ξέρω» είπε η Κάρλι.Έσκασε και πάλι ένα χαμόγελο καθώς γαργα-λούσε την Κατριόνα. Η μικρή δεν ήξερε πόσο όμορφη ήταν όταν της το έκαναν αυτό. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι το όνομά του είναι Γουόκερ Ντάνιελσον, με κατασκόπευε και ο Τίγρης τον έπιασε και τον έβγαλε νοκάουτ. Είναι επίσης φίλος με έναν καθηγητή που θέλει να έρθει να σας μιλήσει και να γράψει μια εργασία με θέμα εσάς. Για ένα ερευνητικό έργο είπε. Θέλει να γίνω βοηθός του. Τέλος πάντων, ο Κόνορ ανησυχούσε ότι ο Τίγρης θα έβλαπτε τον Γουόκερ ακόμα περισσότερο κι έτσι σκέφτηκα γιατί να μην τον φέρουμε σε σας και να του μιλήσετε; Είναι από το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων και εσείς είστε όλοι αλλόμορφοι». Ο Λίαμ άκουγε και κοίταζε την Κάρλι με τα γαλάζια μάτια του. «Κι
ο Κόνορ δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό, έτσι;» «Ο Κόνορ έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε» είπε η Κάρλι. «Ηταν φοβισμένος. Άσ’ το ήσυχο το παιδί». Ο Λιάμ την πλησίασε ελάχιστα. «Κι εσύ; Είσαι φοβισμένη;» Η Κάρλι πλησίασε τον Τίγρη κι εκείνος έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Είμαι λίγο φοβισμένη, σίγουρα» είπε η Κάρλι. «Δεν κολλάω κάθε μέρα ένα κομμάτι μονωτικής ταινίας πάνω στο στόμα ενός άνδρα και τον βάζω μετά στο πορτμπαγκάζ μου. Και όλοι εσείς εδώ δεν είστε και τόσο καθησυχαστικοί. Αν ο Τίγρης δεν ήταν εδώ, θα μου είχαν κοπεί τα πόδια. Αλλά η κόρη σας είναι απίστευτα γλυκιά». Η έκφραση του Λίαμ μαλάκωσε καθώς κοίταξε την Κατριόνα. «Το λες αυτό επειδή δεν είσαι εδώ να την κυνηγάς από το πρωί ως το βράδυ. Η μαμά πηγαίνει στο γραφείο και ο μπαμπάς μένει στο σπίτι και φροντίζει αυτό το τερατάκι. Και να φανταστείς ότι νόμιζα ότι ήταν δύσκολα όταν δεν περπατούσε ακόμη». «Φαίνεται ότι ο Τίγρης κάνει για μπέιμπι σίτερ». «Οντως κάνει» είπε ο Λίαμ. «Την παραχαϊδεύει όμως. Την αφήνει να γλιτώνει από πολλά».
«Είναι αλλόμορφη, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Κάρλι. «Σε τι αλλάζει μορφή;» «Σε τίποτα ακόμη. Η μητέρα της είναι άνθρωπος κι έτσι η Κατριόνα γεννήθηκε κι αυτή άνθρωπος. Δε θα αρχίσει να αλλάζει μορφή έως ότου φτάσει περίπου τριών ετών. Είναι όμως μια Μ όρισεϊ, άρα θα έχει μέσα της ως επί το πλείστον το λιοντάρι. Οι αιλουροειδείς αλλόμορφοι αναπαράχθηκαν από όλα τα είδη μεγάλων γατών, αλλά οι οικογένειες τείνουν να αλλάζουν μορφή μόνο προς ένα είδος. Εκτός από τον Τίγρη. Αυτός φαίνεται να είναι ολόκληρος τίγρης, πράγμα που είναι αρκετά ενδιαφέρον». «Τίγρης» τον διόρθωσε η Κατριόνα. «Ναι, αγάπη μου. Τέτοιου είδους πράγματα θέλει ο φίλος καθηγητής σας να του αναφέρετε;» Η επικίνδυνη λάμψη είχε επιστρέφει στο μάτι του Λίαμ. Αλλά ο Τίγρης ήξερε ότι ο Λίαμ δε θα έβλαπτε την Κάρλι, όχι σωματικά. Πρώτον επειδή ο Λίαμ έκανε επίθεση μόνο σε πραγματικούς κινδύνους και δεύτερον επειδή δε θα μπορούσε να τον περάσει για να την αγγίξει. «Δεν είναι φίλος μου» είπε η Κάρλι. «Δε μου άρεσε, αν θες να μάθεις όλη την αλήθεια. Κι ούτε του είπα ότι θα δουλέψω γι’ αυτόν. Άλλωστε έχω ήδη δουλειά -και μια και το θυμήθηκα, πρέπει να πάω από εκεί για να μην τη χάσω. Το αφεντικό μου μου τη χάρισε χθες, γιατί η μέρα μου ήταν πραγματικά χάλια, αλλά δεν πρόκειται να μου δώσει και μόνιμη άδεια».
Να φύγει;Όχι. Ο Τίγρης έσφιξε περισσότερο τον ώμο της Κάρλι. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει, όχι χωρίς αυτόν. Ο Λίαμ δεν είχε τελειώσει με την ανάκρισή του. «Και τι δουλειά είναι αυτή που κάνεις;» «Είμαι βοηθός και ρεσεψιονίστ σε μια γκαλερί τέχνης. Και όχι, αυτό δε σημαίνει ότι κάθομαι και βάφω τα νύχια μου. Παίρνω εντολές και τις εκτελώ, κάνω απογραφή, παρουσιάζω και πουλώ τα έργα στους πελάτες, οργανώνω τις δεξιώσεις για τους καλλιτέχνες και τα εγκαίνια των εκθέσεων. Όλα αυτά χρειάζονται πολλή δουλειά, πίστεψέ με. Βασικά είμαι εκεί για οποιαδήποτε βοήθεια χρειάζεται ο Άρμαντ». Το βλέμμα του Λίαμ ήταν καρφωμένο πάνω της καθώς άκουγε τα λόγια της. Λάμβανε όμως υπόψη του -ο Τίγρης το ήξερε- και τη μυρωδιά της, τη γλώσσα του σώματός της και τις μικρές κινήσεις που έκανε χωρίς εκείνη να το καταλαβαίνει. «Εντάξει» είπε ο Λίαμ καθώς η Κάρλι σταματούσε τη ροή του λόγου της. «Εσύ πήγαινε στη δουλειά σου κι εμείς θα ασχοληθούμε με τον άνδρα με την μονωτική ταινία». «Θα πάω μαζί της». Δεν υπήρχε περίπτωση ο Τίγρης να άφηνε την Κάρλι να φύγει μόνη της μέσα σε τέτοιο κίνδυνο. Ο οπλισμένος φίλος του καθηγητή μπορεί να μην αποτελούσε απειλή για την
ώρα, αλλά ενδεχομένως να υπήρχαν περισσότεροι Γουόκερ εκεί έξω. Επιπλέον, όταν η εξαφάνιση του Γουόκερ θα γινόταν γνωστή, το σπίτι της Κάρλι θα ήταν το πρώτο που θα πήγαιναν να ελέγξουν. «Δεν πειράζει» είπε γρήγορα η Κάρλι κοιτώντας τον Τίγρη. «Θα είμαι εντάξει». «Δεν θα είσαι εντάξει. Θα έρθω μαζί σου». «Ναι, θα πας μαζί της» είπε ο Λίαμ στον Τίγρη. «Αλλά όχι μόνος σου. Κάτσε να δω ποιοι ανιχνευτές μου έχουν ανάγκη να κάνουν κάτι καλύτερο απ’ το να κάθονται». «Τι είναι αυτά που λες τώρα; Να πάρει».Ένα κινητό τηλέφωνο χτύπησε και η Κάρλι άρχισε να ψάχνει μέσα στην τεράστια τσάντα της. Το έβγαλε έξω σχεδόν ρίχνοντάς το κάτω. Κοίταξε την οθόνη και φάνηκε να απορεί. Το σήκωσε. «Εμπρός; Ποιος...;» Η έκφραση απορίας που είχε στο πρόσωπό της μετατράπηκε σε έκφραση οργής σε διάστημα δευτερολέπτου. «Μ ε δουλεύεις; Είσαι...» Κοίταξε γύρω της και είδε ότι όλοι οι αλλόμορφοι την παρακολουθούσαν με προσοχή - ξεφύσησε. «Περίμενε ένα λεπτό. Πρέπει να μιλήσω». Κατέβασε το τηλέφωνο καθώς περπατούσε από την κουζίνα ως την πίσω βεράντα. Ο Τίγρης, κρατώντας την Κατριόνα, την ακολούθησε.
*** «Για ξανάπες το αυτό». Η Κάρλι φώναζε. « ΟΊΘαν θέλει να κάνει μήνυση σε εμένα;» «Εχει φτιάξει μια λίοτα με καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένης μιας που λέει ότι έφερες έναν αλλόμορφο για να του επιτεθεί». Η οργή της Κάρλι άρχιζε να ξεχειλίζει. «Μ ε δουλεύεις;» Η απαλή φωνή ενός φίλου του Ίθαν, ο οποίος τυχαινε να είναι δικηγόρος, συνέχισε: «Επέστρεψες το αυτοκίνητό του κατεστραμμένο και έχεις στην κατοχή σου μια σειρά από ακριβά αντικείμενα που σου έχει δώσει, συμπεριλαμβανομένου ενός δαχτυλιδιού αρραβώνων αξίας εξήντα χιλιάδων δολαρίων». «Εξήντα χιλιάδες;» Η Κάρλι θυμήθηκε το δαχτυλίδι που ήταν στο κουτί με τα κοσμήματά της, χωρίς κλειδαριά, χωρίς σύστημα συναγερμού. «Μ α καλά, είναι ηλίθιος;» «Αν το επιθυμείς, Κάρλι, μπορούμε να λύσουμε το θέμα μεταξύ μας. Δε χρειάζεται να καταλήξουμε στα δικαστήρια». «Στα δικαστήρια; Αυτός με απατάει και τώρα θέλει να σύρει εμένα στα δικαστήρια;» «Ηρέμησε Κάρλι, μπορούμε να...»
Η φωνή του χάθηκε καθώς η Κάρλι τερμάτισε την κλήση. Συγκρατήθηκε. Δεν πέταξε το τηλέφωνο στη βεράντα και στον κήπο, κυρίως επειδή ήταν το δικό της κι επειδή ήταν ακριβό. Συμβιβάστηκε με το να το ρίξει με δύναμη μέσα στην τσάντα της, όπου και χτύπησε πάνω στη θήκη των γυαλιών της. Γύρισε και είδε τον Τίγρη να στέκεται ένα μέτρο πίσω της κοιτάζοντάς τη με το βλοσυρό του ύφος. Είχε ακούσει τα πάντα. Δεν είχε καμία σημασία. ΟΊΘαν ήταν κουφιοκέφαλος και δεν την ένοιαζε ποιος το ήξερε. «Πρέπει να φύγω» είπε η Κάρλι.Ήταν αρκετά νωρίς και είχε το χρόνο να πάει στο σπίτι, να αλλάξει, να σταματήσει απ’ του Ίθαν και να οδηγήσει ως την γκαλερί. Η στάση στο σπίτι του Ίθαν δε θα διαρκούσε πολύ. «Θα έρθω μαζί σου» επανέλαβε ο Τίγρης. Είχε μπει στη ζωή της τόσο πεισματικά που η Κάρλι δε θα μπορούσε ποτέ να απομακρυνθεί από αυτόν, όσο κι αν το προσπαθούσε. «Καλά, δεν έχω χρόνο να το συζητήσω τώρα αυτό. Καλύτερα πάντως να αφήσεις το παιδί. Πρόκειται να ειπωθούν άσχημες κουβέντες». Ο Τίγρης παρέδωσε την Κατριόνα όχι στον Λίαμ, αλλά στον Σον, ο οποίος πλησίαζε από την αυλή. Μ αζί του ήταν ένας τύπος με ένα καου-μπόικο καπέλο και κοίταζε την Κάρλι και τον Τίγρη με φανερή περιέργεια. Ο Σον πήρε την Κατριόνα στα χέρια του έχοντας μια σαστισμένη
έκφραση. Η Κάρλι τον προσπέρασε και κατέβηκε τα σκαλιά τής βεράντας σπευδοντας προς το αυτοκίνητο. Ο Τίγρης ήταν ακριβώς πίσω της.Έκα-τσε στο κάθισμα του συνοδηγού την ώρα που η Κάρλι έπιασε το τιμόνι και έβαλε μπρος. Πριν απομακρυνθεί από την άκρη του πεζοδρομίου άνοιξε η πίσω πόρτα και ο καουμπόης βούτηξε μέσα. Τράβηξε τα πόδια του και έκλεισε την πόρτα καθώς η Κάρλι ξεκινούσε την πορεία της στο δρόμο. Άλλοι αλλόμορφοι ήταν έξω και περπατούσαν ή κάθονταν στις αυλές ή τις βεράντες τους.Όλοι σταματούσαν ό,τι έκαναν και κοίταζαν με το αρπακτικό τους βλέμμα την Κάρλι, καθώς επιτάχυνε για να βγει από την Πόλη των Αλλόμορφων. «Ώπα» είπε ο αλλόμορφος καουμπόης καθώς έτρεχε το αυτοκίνητο. «Ισως θα ήταν καλύτερα να οδηγήσω εγώ». «Εσύ ποιος είσαι;» ρώτησε η Κάρλι παίρνοντας απότομα μια στροφή και ρίχνοντάς τον πίσω στο κάθισμά του. Ο άνδρας σηκώθηκε και έβαλε τη ζώνη του. «Είμαι οΈλισον Ρόου. λυκοειδής αλλόμορφος». «Λυκοειδής;» ρώτησε αφηρημένα η Κάρλι.Έτριψε σε μια άλλη γωνία και μπήκε στην 55η οδό, με κατεύθυνση δυτικά. «Λύκος, καλή μου». ΟΈλισον κρατήθηκε από το πίσω μέρος του
καθίσματος καθώς η Κάρλι επιτάχυνε ανάμεσα σε δυο αυτοκίνητα και γύρω από ένα φορτηγό. «Χαλάρωσε, γλυκιά μου. Μ όλις έκανα παιδί. Θέλω να ζήσω αρκετά για να δω το μικρό μου να φτάνει τουλάχιστον μέχρι το νηπιαγωγείο». «Συγνώμη» είπε η Κάρλι με τη γλυκιά φωνή της. «Απλά αυτή τη στιγμή με θυμώνει το οτιδήποτε και θα ήθελα πραγματικά να μάθω τι κάνεις στο αυτοκίνητό μου». «Μ ε έστειλε ο Λίαμ». «Για να με προσέχεις;» ΟΈλισον έδειξε τον Τίγρη. «Όχι, για να προσέχω αυτόν. Εσύ φαίνεσαι να τα έχεις όλα υπό έλεγχο». «Τότε θα πρέπει να ανεχθείς την οδήγησή μου». Η Κάρλι του χαμογέλασε κοιτάζοντάς τον από το μεσαίο καθρέφτη. «Και μπορείς να με βοηθήσεις να μεταφέρω τα πράγματά μου από το σπίτι του Λίαμ». ΟΈλισον άφησε το καπέλο του δίπλα του, πέρασε το χέρι του στα ξανθά μαλλιά του και της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Γι’ αυτό ζω». Η Κάρλι έκανε ντους, ντύθηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της kui έβαλε μακιγιάζ σε χρόνο ρεκόρ. Της άρεσε να βάζει το ομορφότερο φόρεμά της, ένα φωτεινό πράσινο μουαρέ μεταξωτό που ταίριαζε
με τα μάτια της, καθώς και κοσμήματα που δεν της τα είχε αγοράσει ο Ίθαν - τα σκουλαρίκια ήταν της μητέρας της και το χρυσό κολιέ ήταν δώρο από την μεγαλύτερη αδελφή της την Αλθαία. Έβαλε τα θανατηφόρα ψηλοτάκουνά της που έκαναν τα πόδια της να φαίνονται απίστευτα και το κόκκινο κραγιόν που έκανε το στόμα της να φαίνεται έτοιμο για φίλημα. Αλλά δεν ήταν για τον Ίθαν. Ω, σίγουρα όχι. Η Κάρλι κατευθυνόταν στο μπροστινό δωμάτιο όπου ο Τίγρης και ο Έλισον έκαναν ό,τι απολάμβανε να κάνει ο Κόνορ όσο ήταν εδώ: παρακολουθούσαν αθλητικά στην καλωδιακή τηλεόραση. Την ώρα που μπήκε οτο διάδρομο, άκουσε τονΈλισον να λέει στον Τίγρη: «Όχι, βλέπεις, αυτός ο τόπος έπιασε την μπάλα, οπότε δεν έχει σημασία που αυτός ο τύπος τη χτύπησε καλά. Δεν μπορεί να παραμείνει στην πρώτη βάση. Είναι έξω». Ένας ενήλικας Αμερικάνος που δεν καταλάβαινε από μπέιζμπολ; Αλλόμορφος ή όχι, ήταν πρωτοφανές. Η Κάρλι μπήκε σχεδόν χορεύοντας στο σαλόνι και οΈλισον πετάχτηκε από τον καναπέ. «Που να πάρει..». Ο Τίγρης δεν είπε τίποτα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην Κάρλι, στα μακριά πόδια της και στην καμπύλη της μέσης της. «Ω, ευχαριστώ» είπε η Κάρλι πιάνοντας μια μικρότερη τσάντα και βάζοντας μέσα τα απαραίτητα της ημέρας. «Είναι ωραίο να σε
εκτιμούν». «Σίγουρα δε θες να οδηγήσω;» ρώτησε οΈλισον καθώς κατευθύνονταν πίσω στο γκαράζ. «Όχι, μπορώ. Θέλω να οδηγήσω». Το να πηγαίνει παντού με τα ακριβά αυτοκίνητα του Ίθαν ή με τις λιμουζίνες που νοίκιαζε για ειδικές βραδιές την έκαναν να αισθάνεται σαν πριγκίπισσα. Αλλά σήμερα η Κάρλι ήθελε να αισθανθεί ισχυρή, σαν κάποια σκληροτράχηλη γκόμενα σε ταινία υπερηρίόων. Περίμενε τον Τίγρη και τονΈλισον να μπουν μέσα στο αυτοκίνητο, άνοιξε την πόρτα του γκαράζ, έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Οι γείτονες δεν μπορούσαν να μην παρατηρήσουν τον Τίγρη που καθόταν στο μπροστινό κάθισμα μαζί της. Θα ήταν βέβαια πιο φρικαρισμένοι αν έβλεπαν τον μεγάλο του όγκο. Ο Ίθαν δεν έμενε μακριά. Οι πλούσιοι που ζουσαν σε αυτό το λόφο πάνω από τον ποταμό είτε είχαν κληρονομήσει τα πλουτη τους είτε είχαν κάνει λεφτά από τις μεγάλες εταιρείες που είχαν την έδρα τους στο Όστιν - ή και τα δυο. Καθώς η Κάρλι έμπαινε στον ιδιωτικό δρόμο του Ίθαν, ένιωσε ταυτόχρονα άρρωστη αλλά και συνεπαρμένη. Χθες -ήταν μόλις χθες;- πίστευε ότι επρόκειτο να παντρευτεί έναν πλούσιο, επιτυχημένο και σίγουρο για τον εαυτό του άνδρα.Έναν άνδρα ο
οποίος δεν έμοιαζε καθόλου με τον πατέρα της, έναν άνδρα ο οποίος είχε ήδη σχεδιάσει το τι θα έκανε κατά τη διάρκεια της δέκατης επετείου τους.Ήταν κάποιος ο οποίος δε θα εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα αφήνοντάς τη στο δρόμο γεμάτη με τα χρέη του. Η εμφανής αδιαφορία του Ίθαν απέναντι της την είχε ενοχλήσει πολύ. Η Κάρλι ακόμα δεν ήξερε ποια ήταν αυτή η γυναίκα που είχε πάει μαζί της. Κάποια από τη δουλειά; Φίλη φίλου; Είχε όμως καμία σημασία; Είχε τελειώσει. Η Κάρλι είχε τη δουλειά της, είχε φίλους, τη μαμά και τις αδελφές της και δε χρειαζόταν τον Ίθαν. Και τώρα έπιανε φιλίες με αλλόμορφους και μετέφερε άνδρες τυλιγμένους σε μονωτική ταινία στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της. Περίεργο πώς όλα μπορούσαν να αλλάξουν μέσα σε ένα τρελό απόγευμα. Η Κάρλι είχε ακόμα τα κλειδιά του σπιτιού του Ίθαν.Ήταν ξεκλείδωτα και άνοιξε την πόρτα. Δεν έκανε τον κόπο να χτυπήσει. Ο Τίγρης και ο'Ελισον την ακολούθησαν. Ο Τίγρης ήταν ως συνήθως σιωπηλός και ο'Ελισον κρατούσε μια κούτα με πράγματα που είχε φέρει μαζί της η Κάρλι. Ο'Ελισον παρατηρούσε τα πάντα γύρω του με ενδιαφέρον, αλλά ο Τίγρης συμπεριφερόταν λες και δεν τον ένοιαζε πού βρισκόταν. Δεν φαινόταν να τον πειράζει που επισκεπτόταν το μέρος όπου είχε τιυροβοληθεί μόλις την προηγούμενη ημέρα. Τραύματα όπως
αυτά υποτίθεται ότι μένουν στην ψυχή, αλλά ο Τίγρης μπήκε στο σπίτι εντελώς αδιάφορος. Ο'Ελισον σφύριξε. «Ποπό λούσα. Θα μπορούσα άνετα να μείνω εδώ». Το ίδιο και η Κάρλι. Είχε λατρέψει την ιδέα να φαντάζεται τον εαυτό της να ζει σε αυτό το μεγαλείο. Τώρα η διακόσμηση της φαινόταν υπερβολική και ψυχρή. Κατευθύνθηκαν από το ανακτορικό μπροστινό χολ με την εντυπωσιακή σπειροειδή σκάλα προς το τεράστιο σαλόνι και την κουζίνα. Τα έπιπλα στο σαλόνι είχαν ανατραπεί και η πόρτα του γραφείου του Ίθαν κρεμόταν από τους μεντεσέδες της. Το κούφωμα ήταν διαλυμένο. «Εσύ το έκανες αυτό;» ρώτησε η Κάρλι τον Τίγρη. Ο Τίγρης έγνεψε καταφατικά χωρίς να μιλήσει, αλλά μια ικανοποιημένη λάμψη φάνηκε στα μάτια του. «Ωραία» είπε η Κάρλι. Καθώς έμπαιναν στην τεράστια κουζίνα, ο Ίθαν, με το κινητό στο χέρι, σηκώθηκε από ένα τραπέζι που εύιε πάνω το φορητό υπολογιστή του και ένα σωρό από χαρτιά. «Κάρλι; Τι στο διάολο...; Θα σας ξαναπάρω». είπε ο Ίθαν στο πρόσωπο που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής κι έκλεισε το τηλέφωνο πετάγοντάς το στο
τραπέζι. «Κάρλι, τι στο διάολο κάνεις φέρνοντας αυτό το πράγμα εδώ;»Έδειξε με το τρεμάμενο δάχτυλό του τον Τίγρη. «Μ ου επιτέθηκε. Παραλίγο να με σκοτώσει». «Κι εσύ τον πυροβόλησες στο στομάχι» ανταπάντησε η Κάρλι. «Επτά φορές».Έκανε νεύμα στον'Ελισον να αφήσει την κούτα πάνω στο τραπέζι, πράγμα που εκείνος έκανε. Η Κάρλι άρχισε να ψάχνει μέσα προσπαθώντας να αγνοήσει τον Ίθαν. Γιατί είχε σκεφτεί ότι ο Ίθαν ήταν όμορφος, διασκεδαστικός, γοητευτικός; Είχε ένα μάλλον σχετικά μικρό πρόσωπο, το οποίο ταίριαζε με το συμπαγές σώμα που είχε καταφέρει να χτίσει με τον προπονητή του. Τα σκούρα του μαλλιά ήταν τέλεια κομμένα και χτενισμένα, τα νύχια του περιποιημένα.'Ηταν η επιτομή του νέου πετυχημένου άνδρα. Ο Ίθαν είχε διαλέξει μια γυναίκα που ήξερε πώς να χαμογελάει στους ανθρώπους και πώς να διοργανώνει πάρτι. Η Κάρλι είχε γνωρίσει τον Ίθαν στην γκαλερί όταν εκείνος είχε έρθει να δει κάποια έργα τέχνης για το γραφείο του.'Ηθελε να διαλέξει τους πίνακες ο ίδιος, κατά δήλωσή του, γιατί εκείνος ήταν που θα τους έβλεπε όλη μέρα. Η Κάρλι, για κάποιο λόγο, είχε οκεφτεί ότι αυτό έδειχνε βάθος χαρακτήρα. Καταλάβαινε καλύτερα τώρα. ΟΊΘαν ήταν απλά ιδιότροπος και δεν εμπιστευόταν κανέναν.Ήθελε να παντρευτεί την Κάρλι, συνειδητοποίησε εκείνη, επειδή έψαχνε κάποια που να ήξερε πώς
να διοργανώνει γεύματα και σουαρέ και πώς να εντυπωσιάζει τους πελάτες. Μ ε άλλα λόγια, ήθελε το δικό του προσωπικό υπάλληλο εστίασης και ρεσεψιόνίστ. Σε αντάλλαγμα, η Κάρλι θα μπορούσε να ζει σε ένα μεγάλο σπίτι με πισίνα και θέα στον ποταμό και θα είχε τόσα χρήματα που θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Θα εγκατέλειπε φυσικά τη δουλειά της γιατί οποιαδήποτε θέση στο χώρο της τέχνης οδηγούσε αναγκαστικά σε αδιέξοδο. Όλα αυτά θα ήταν ωραία αν ο Ίθαν την είχε αγαπήσει, αν είχε κάποιο ίχνος συμπόνιας μέσα του, κάποιο ίχνος σεβασμού. Ανατρέχοντας πίσω, η Κάρλι αναρωτήθηκε ακόμη και αν του άρεσε. «Μ ια χαρά μού φαίνεται». ΟΊΘαν τινάχτηκε απότομα κοιτάζοντας τον Τίγρη. «Προφανώς δεν τον πέτυχα ή ίσως να τον έγδαρα λίγο» είπε. «Δείξ’ του, Τίγρη». Όλη αυτή την ώρα η Κάρλι άκουγε τους χαμηλής έντασης βρυχηθμούς του Τίγρη, οι οποίοι δυνάμωναν κάθε φορά που εκείνη πλησίαζε κοντά στον Ίθαν και μειώνονταν όταν απομακρυνόταν. Της άρεσε αυτό - ήταν σαν μετρητής ραδιενέργειας που έδειχνε πόσο κοντά βρισκόταν στη μολυσμένη παρουσία του Ίθαν. Ο Τίγρης σήκωσε το μπλουζάκι του και άφησε τον Ίθαν να δει εκείνο που προσπαθούσε απεγνωσμένα να πετύχει: τους γυμνασμένους κοιλιακούς του. Μ όνο τα ροζ σημάδια -που είχαν
πια επουλωθεί- από τις τρύπες από τις σφαίρες είχαν παραμείνει στην κοιλιά του Τίγρη. «Είδες;» είπε ο Ίθαν. Ακουγόταν χωρίς αυτοπεποίθηση. «Θα πρέπει να εξοστρακίστηκαν». «Όχι» είπε οΈλισον που στεκόταν δίπλα στον Ίθαν. «Δεν εξοστρακίστηκαν. Πήγαν κατευθείαν μέσα και έπρεπε να τις βγάλουν. Οι αλλό-μορφοι θεραπεύονται όμως γρήγορα». Ο Ίθαν αναπήδησε. ΟΈλισον περιφερόταν γύρω γύρω στο δωμάτιο, αλλά είχε μετακινηθεί αθόρυβα προς την πλευρά του Ίθαν την ώρα που όλη η προσοχή του τελευταίου ήταν στραμμένη στον Τίγρη. «Οι σφαίρες πήγαν βαθιά, Ίθαν» είπε η Κάρλι. «Θα μπορούσες να τον έχεις σκοτώσει. Είσαι τυχερός που έχει φοβερό μεταβολισμό». «Κάτι παραπάνω θα ξέρεις» είπε ο Ίθαν. «Κοιμάσαι με τους δυο αυτούς τύπους τώρα;Ίσως και ταυτόχρονα; Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι γού-σταρες τους αλλόμορφους. Εδώ και πόσο καιρό είσαι η πόρνη τους;» Οι βρυχηθμοί του Τίγρη δυνάμωσαν και οΈλισον πλησίασε τον Ίθαν. «Αυτό που είπες μόλις τώρα δεν ήταν ευγενικό». Η Κάρλι χτύπησε ό,τι είχε βγάλει από την κούτα στο τραπέζι. «Όχι, αφήστε τον να μιλήσει. Προσπαθεί να ρίξει το φταίξιμο
πάνω μου. Ποτέ δεν σε απάτησα, Ίθαν. Ποτέ. Σ’ έπιασα στα πράσα και δεν μπορείς να το αλλάξεις αυτό. Αλλά νομίζεις ότι αν καταφέρεις να κάνεις όλους τους άλλους να πιστέψουν ότι εγώ είμαι η πόρνη, τότε εσύ δε θα φταις. Κι όμως, φταις. Σου ήμουν πιστή και έκανα όλα όσα ζητούσες, αλλά δεν σου αρκούσε αυτό έτσι;Όχι όταν σε είχαν πιάσει οι ορέξεις σου την ώρα του διαλείμματος σου για καφέ». Ο Ίθαν φαινόταν ελαφρά σοκαρισμένος, σαν να μην πίστευε ότι η Κάρλι είχε τα κότσια να του πει τέτοια πράγματα κατάμουτρα. Και βέβαια είχε τα κότσια, αλλά είχε ανατραφεί με άλλες αρχές. Δεν σήμαινε ότι ήταν αδύναμη, σήμαινε ότι ήταν ευγενική. «Δε σημαίνει τίποτα για μένα αυτή η γυναίκα, Κάρλι». Ο Ίθαν προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Η Κάρλι ούτε που φανταζόταν ότι θα μπορούσε να γίνει τόσο κλαψιάρης. «Μ πορούμε να το συζητήσουμε;» «Ω, είναι πάρα πολύ αργά για κάτι τέτοιο, αγάπη μου» είπε η Κάρλι. «Δεν θα έπρεπε να έχεις βάλει το φίλο δικηγόρο σου να μου τηλεφωνήσει και να με απειλήσει. Θέλεις να πάρεις πίσω ό,τι μου έδωσες; Καλώς. Εδώ είναι όλα. Ακόμα και το δαχτυλίδι για το οποίο ξόδεψες εξήντα χιλιάδες δολάρια». Η Κάρλι το έβγαλε από την κούτα του και το έριξε πάνω του γελώντας με τον τρόπο με τον οποίο ο Ίθαν προσπάθησε να το πιάσει. «Και το κολιέ από το Τίφανις και το ηχοσύστημα που δεν
μου άρεσε ποτέ». Τα τιέταγε όλα αυτά πάνω του, ενώ εκείνος προσπαθούσε με κόπο να τα προλάβει. ΟΈλισον, ο οποίος εξακολουθούσε να στέκεται δίπλα του, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο μυώδες στέρνο του και χαμογέλασε πλατιά. Ο Τίγρης δεν κουνιόταν, σαν να καταλάβαινε ότι η Κάρλι χρειαζόταν να το κάνει αυτό.Ίσως και να απολάμβανε να την παρακολουθεί να ρυτνει κάτω τον Ίθαν με το μόνο τρόπο που ήξερε να το κάνει. Η Κάρλι του πέταγε μικροαντικείμενα, σουβενίρ και την ψηφιακή κορνίζα γεμάτη με χαρούμενες φωτογραφίες τους. Στο τέλος σήκωσε ολόκληρη την κουτά και την πέταξε πάνω του. «Αυτά είναι όλα όσα μου έχεις δώσει. Εκτός από τις καούρες μετά από τις επισκέψεις μας στα φανταχτερά εστιατόριά σου και την ανησυχία για το αν ήμουν αρκετά αντάξια των μυξιάρικων φίλων σου. Θα ήθελα πολύ να τους πετάξω κι αυτούς πάνω σου». Ο Ίθαν έπιασε την κούτα και τη χτύπησε με δύναμη πάνω στο τραπέζι. «Έχεις δίκιο. Σου έδωσα τα πάντα, Κάρλι.Ήσουν απλώς μια ηλίθια ρεσε-ψιονίοτ χωρίς μέλλον μέχρι που με γνώρισες. Ακόμα κι αυτό το φόρεμα εγώ σ’ το πήρα. Φαίνεσαι όμορφη μέσα σ’ αυτό γιατί εγώ σε πήγα στα καλύτερα μαγαζιά και σ’ το πήρα». Η Κάρλι άρπαξε σφιχτά το πάνω μέρος του φορέματος της. «Όχι, δεν το πήρες εσύ. Θυμάμαι. Δε σου άρεσε και αρνήθηκες να το αγοράσεις κι έτσι το πήρα με τη δική μου πιστωτική κάρτα. Είναι
δικό μου». «Μ α εγώ πλήρωσα την πιστωτική σου κάρτα. Πλήρωνα όλους τους λογαριασμούς σου, Κάρλι. Δε θα σου είχε μείνει τίποτα τώρα αν δεν ήμουν εγώ». Τα μάτια της Κάρλι ήταν κατακόκκινα. Μ έσα σε όλη αυτή τη θολούρα είδε να περνά μπροστά της η εικόνα του Ίθαν που έπαιρνε δυνατά τη γυναίκα πάνω στον πάγκο της κουζίνας και τα πόδια της που είχαν τυλίξει τον γυμνό πισινό του. Εκείνη τη μέρα φορούσε πουκάμισο για τη δουλειά και η μια άκρη του έκρυβε τους γοφούς του, ενώ το παντελόνι του με τη λεπτή δερμάτινη ζώνη είχε πέσει ως τους αστραγάλους του. Φαινόταν εντελώς γελοίος. Πόσες φορές είχε η Κάρλι συγχαρεί τον εαυτό της για το γεγονός ότι ήταν δικός της και για το ότι μπορούσε να απλώνει τα χέρια της πάνω στο ωραίο του σώμα; Που της άρεσε που ο Ίθαν κρατιόταν σε φόρμα, που ήταν όμορφος και που θα τον παντρευόταν; Σε σχέση με τον Τίγρη, ακόμα και με τονΈλισον, τον οποίο μόλις είχε γνωρίσει, ο Ίθαν ήταν ένα τίποτα.Ήταν σαν ψύλλος. Και είχε κάνει οτιδήποτε περνούσε από το χέρι του για να σιγουρέψει ότι η Κάρλι θα αισθανόταν και τυχερή που την είχε προσέξει. Η οργή της ξεχείλιζε. Ανοιξε με μια κίνηση το φερμουάρ από το μεταξένιο φόρεμά της και έδωσε μια σπρωξιά προς τα κάτω.Έφτασε ως τους
γοφούς της.Έχοντας μείνει μόνο με τα εσώρουχα και τα τακούνια της, έβγαλε το φόρεμα και το έπιασε στα χέρια της. «Το θες κι αυτό πίσω; Ορίστε!» Πέταξε το φόρεμα στον Ίθαν και τον βρήκε φαρδιά πλατιά στον θώρακα. «Περίμενε, δεν πλήρωσες και για τα εσώρουχα; Ωραία, πάρ’ τα κι αυτά». Καθώς η Κάρλι αφαιρούσε το σουτιέν της, τα λυκίσια γκρίζα μάτια του Έλισον άνοιξαν διάπλατα και έκανε μεταβολή πάνω στα τακούνια των καουμπόικων μποτών του, κοιτάζοντας προς τον τοίχο. «Γυρίζω την πλάτη μου, γυρίζω την πλάτη μου». Ο Τίγρης μπήκε ανάμεσα στην Κάρλι και στον Ίθαν. «Μ ην την κοιτάς». Ο βρυχηθμός του γέμισε το δωμάτιο, οι δονήσεις έκαναν τα γυάλινα ντουλάπια της κουζίνας να τρίξουν. Η Κάρλι είδε ένα να σπάει. Η Κάρλι πέταξε το σουτιέν στο τραπέζι και έβαλε το χέρι της στους γοφούς της. Φορούσε ακόμα τα λεοπάρ ψηλοτάκουνά της. Αυτά ήταν δικά της και δε θα τα επέστρεφε. «Όχι, άφησε τον να δει, Τίγρη. Θέλω να δει τι δεν πρόκειται να πάρει ποτέ ξανά. Ποτέ ξανά». Το τρομοκρατημένο βλέμμα του Ίθαν δεν οφειλόταν στην Κάρλι. Ο φόβος ήταν εμφανής στα διάπλατα ανοιγμένα μάτια του και στα υγρά του χείλη γιατί ο Τίγρης είχε καρφωμένο το βλέμμα του πάνω του.
Ήξερε πολύ καλά ότι τον είχε πυροβολήσει εξ επαφής και τώρα εκείνος στεκόταν μπροστά του υγιής, έτοιμος για εκδίκηση. Η Κάρλι είδε το χέρι του Ίθαν -που έμοιαζε με φίδι- να προσπαθεί να πιάσει το κινητό του, αλλά οΈλισον ήταν εκεί, σφίγγοντας τον καρπό του. «Δε νομίζω» είπε οΈλισον. «Τώρα η δεσποινίς σού επέστρεψε αυτά που της είχε δώσει, τίμια πράγματα. Θα την αφήσεις να φύγει από εδώ και δε θα την ενοχλήσεις ξανά». Η φωνή του Ίθαν έτρεμε, η αλαζονεία του ωστόσο εξακολουθούσε να υπάρχει. «Μ πορεί πάντως να με πληρώσει και για την Κορβέτ». «Τι πράγμα;» ρώτησε η Κάρλι υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Σου έστειλα το ηλίθιο το αυτοκίνητό σου πίσω χωρίς γρατσουνιά». «Και αυτοί οι αλλόμορφοι ούρησαν μέσα! Μ υρίζει σαν κάτουρο γάτας, θα πρέπει να το καθαρίσω». «Ο Σον και ο Σπάικ;» ρώτησε οΈλισον με έκπληξη. «Δε θα μπορούσαν να το έχουν κάνει εκείνοι. Οι αλλόμορφοι δεν το κάνουν αυτό. Πρέπει να ήταν κάποια κανονική γάτα που μπήκε μέσα. Κανένας τσαντισμένος αίλουρος». «Τι είναι αυτά που λες;» είπε απότομα ο Ίθαν. «Αυτός ο τύπος με
τα τατουάζ μού κατέστρεψε το αυτοκίνητό!» «ιΜ πα». ΟΈλισον, ο οποίος κρατούσε ακόμα τον καρπό του Ίθαν, έσκυψε κοντά του. «Ξέρεις πώς μαρκάρει ο Σπάικ την περιοχή του; Σκοτώνει τους εχθρούς του και αλέθει τα κόκαλα και το αίμα τους στο χώμα. Αφήνει όση μυρωδιά χρειάζεται για να καταλάβουν οι υπόλοιποι ποιος είναι και να μην παίξουν μαζί του». Το πρόσωπο του Ίθαν είχε ασπρίσει, οι κόρες των ματιών του είχαν γίνει σαν βελόνες. Θα λιποθυμούσε από στιγμή σε στιγμή. «Σπάικ; Τίγρης; Τι είδους ονόματα έχετε;» «Ναι, το ξέρω. Και τοΈλισον είναι πραγματικά περίεργο. Τι να σκεφτόταν η μαμά μου όταν με έβγαζε έτσι; Κάρλι, αν και είναι έγκλημα να ντυθείς, θα πρέπει να βάλεις κάτι πάνω σου πριν φύγουμε. Αν σε συλλά-βουν έτσι οδηγώντας, ο Λίαμ θα με σκοτώσει». «Κανένα πρόβλημα» είπε η Κάρλι καλύπτοντας με τα χέρια της το στήθος της. «Έχω ένα σωρό πράγματα εδώ που στοιχηματίζω ότι θα τα έκαιγε.Έρχομαι σε δυο λεπτά». Γύρισε και κοίταξε τον Ίθαν πίσω από τον ώμο της. «Λυπάμαι, Ίθαν. Το κιλοτάκι θα το κρατήσω».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Η Κάρλι ανέβηκε φουριόζα τη σπειροειδή σκάλα, μην αφήνοντας
τον εαυτό της να σκεφτεί το οτιδήποτε.Ήθελε να πάρει τα πράγματά της και να φύγει από αυτό το σπίτι. Θα μπορούσε ακόμα και να έκαιγε τα ρούχα που θα άφηνε εδώ γιατί δεν ήθελε τίποτα που να της θυμίζει το καθίκι τον Ίθαν. Ο Τίγρης, φυσικά, την ακολούθησε. Η Κάρλι δεν πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν μαζί με τον Ίθαν κάθε φορά που έμενε εδώ, αλλά στο καμαρίνι δίπλα από το δωμάτιο, στο οποίο έμπαινε κανείς απ’ το διάδρομο. Μ α ποιος στο καλό έχει καμαρίνι σπίτι του; Ο Ίθαν είχε και έμοιαζε σαν ένα από τα καλύτερα καμαρίνια από κάποιο περιοδικό μόδας. Οι τοίχοι είχαν επενδυθεί από ξύλο καρυδιάς, ενώ το δωμάτιο ήταν γεμάτο με συρτάρια και ράφια. Είχε μια ξεχωριστή ντουλάπα για τα κοστούμια του, έναν καναπέ με ένα χαμηλό τραπεζάκι και ένα μικρό μπαρ όπου έφτιαχνε τα ποτά του όταν ετοιμαζόταν για τις βραδινές εξόδους του στην πόλη. Το καμαρίνι ήταν σαν μια μεγάλη ντουλάπα που είχε πάρει στεροειδή. Στην Κάρλι είχε αρέσει πολύ όταν το είχε δει για πρώτη φορά. Τώρα της φαινόταν υπερβολικό και επιδεικτικό, όπως και η ζωή του Ίθαν. Ο Ίθαν είχε καταδεχτεί να παραχωρήσει στην Κάρλι ένα άδειο συρτάρι σε μια γωνία κοντά στον καναπέ. Το πλησίασε και άρχισε να τραβάει από μέσα τα πράγματά της. Σταμάτησε μόνο για να
βάλει ένα μπλουζάκι για να καλύψει τη γύμνια της. Τα χέρια του Τίγρη την πλησίασαν από πίσω και καρφώθηκαν στον τοίχο μπροστά της. Η Κάρλι έκανε μεταβολή. Η ζεστασιά που εξέπεμπε ο Τίγρης ήταν σαν καταφύγιο.Έσκυψε το κεφάλι του στο μπλουζάκι της και άρχισε να το μυρίζει. «Αυτό βρομάει, Ίθαν». «Ναι, το ξέρω». Η Κάρλι έβγαλε ένανμικρό αναστεναγμό. «Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι' αυτό τώρα.Έχω ένα εφεδρικό φόρεμα στην γκα-λερί, αλλά πάλι θα αργήσω». Ο Τίγρης δεν την άφησε να φύγει.Έβαλε τη μύτη του στο λαιμό της και κατέβηκε μέχρι τον ώμο της, χαϊδεύοντας την όπως είχε κάνει νωρίτερα σήμερα το πρωί. Η μεγάλη του δύναμη δεν άφηνε την Κάρλι να κουνηθεί από τη θέση της. Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε κατάματα. Η Κάρλι είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν υπό εξονυχιστική μελέτη, πολύ περισσότερο και απ’ όταν την είχε παρατηρήσει με παρόμοιο τρόπο ο Ντίλαν. Ο Τίγρης μπορεί να μη γνώριζε πώς να φιλάει, αλλά μπορούσε να κοιτάξει έναν άνθρωπο και να δει τα πάντα. Το μπλουζάκι του είχε τεντωθεί πάνω στο σώμα του. Το σώμα αυτό είχε αφήσει άναυδη την Κάρλι όταν το είχε δει για πρώτη
φορά. Και για δεύτερη και για τρίτη. Ο Τίγρης ήταν φτιαγμένος από μυς, αλλά το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδιζε να κινείται αθόρυβα καθώς πλησίαζε το θήραμά του, το οποίο δεν τον αντιλαμβανόταν παρά μόνο έως ότου ήταν πολύ αργά. «Είσαι ένας πραγματικός τίγρης» είπε απαλά η Κάρλι. Η έκφραση του Τίγρη δεν άλλαξε κι ούτε απάντησε. Χαζομάρα της να πει κάτι τέτοιο. Φυσικά και ήξερε τι ήταν. Περισσότερο απ’ όσο ήξερε η Κάρλι για τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Τίγρης αγκάλιασε το πρόσωπό της με το μεγάλο του χέρι. Ο αντί-χειράς του χάιδευε τα ζυγωματικά της. Η τρυφερότητα στο άγγιγμά του έκανε την καρδιά της να σφιχτεί. Η Κάρλι τον πλησίασε θέλοντας να νιώσει τη ζεστασιά του. Φορούσε μόνο το μπλουζάκι, τα εσώρουχα και τα τακούνια της. Δεν ήταν κατάλληλη αμφίεση για το κλιματιζόμενο δωμάτιο του Ίθαν. Ο Τίγρης φάνηκε να ξέρει τι θέλει. Την πίεσε στον τοίχο και έβαλε το σώμα του πάνω οτο δικό της. Το θερμό του βάρος σταμάτησε τα ρίγη της και το χέρι του μετακινήθηκε από την καμπύλη της μέσης της στο στήθος της. Η ατμόσφαιρα ήταν καυτή. Η Κάρλι τον τράβηξε και τον φίλησε. Όπως και πριν, δεν κούνησε
το στόμα του σε απόκριση, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Η Κάρλι ακουμπη-σε τα χείλη του με τη γλώσσα της νιώθοντας το έκπληκτο τράνταγμά του όταν η γλώσσα της άγγιξε τη δική του. Τα χέρια του Τίγρη έπιαναν τη μέση της, την πλάτη της, τους γλουτούς της.Έγλειψε με τη σειρά του τα χείλη της αντιγράφοντας τις δικές της κινήσεις.Έπαιζαν, έτσι, πότε ένα φιλί και πότε όχι. Ο Τίγρης άπλωσε τα χέρια του κατά μήκος του κορμιού της. Το μάθαινε. Η Κάρλι χάιδεψε την πλάτη του, τους σοβαρούς του ώμους, τη δυνατή πλάτη του, τους σφιχτούς γλουτούς του. Παράλληλα ο Τίγρης έγλειφε απαλά το στόμα της, νιώθοντας τη γεύση της ενώ εκείνη του έδινε μικρές δαγκωματιές. Ο Τίγρης έβραζε.Ήταν ένα άγριο ζώο που συγκροτούσε τον εαυτό του για χάρη της. Η απίστευτη δύναμη που είχε δείξει σπάζοντας το κρεβάτι του νοσοκομείου, διαλύοντας το όπλο του Γουόκερ και επιβιώνοντας από τραύματα που θα σκότωναν οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο σε δευτερόλεπτα είχε μετριαστεί ώστε να μην κάνει κακό στην Κάρλι. Η Κάρλι το έβρισκε πολύ γλυκό όλο αυτό. Ο Τίγρης άνοιγε ολοένα και περισσότερο το στόμα της καθώς τη φιλούσε, μέχρι που τα φιλιά αυτά έγιναν κανονικά φιλιά. Η Κάρλι τον ήθελε πολύ. Τα χέρια του ήταν παντού - στους γοφούς της, στο στήθος, στους γλουτούς της, κινούνταν γύρω από τη μέση της,
ανάμεσα στα πόδια της. Τα λεπτά εσώρουχά της δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να κρατήσουν μακριά τη δύναμη του χεριού του και την κάψα που την είχε πιάσει. «Όχι» είπε η Κάρλι χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα και έφυγε μακριά. Τα μάτια του Τίγρη άνοιξαν διάπλατα πλημμυρίζοντας με σύγχυση και πόνο. Πόνο; «Θέλω να πω, όχι εδώ». Η Κάρλι έβαλε το χέρι της στο μάγουλό του. «Όχι στου Ίθαν...» Από την άλλη, γιατί όχι; ΟΊΘαν την είχε απατήσει με κάποια στην κουζίνα όπου η Κάρλι μαγείρευε και όπου η Ιβέτ και ο Άρμαντ ετοίμαζαν άλλοτε κάποια από τα εξαίσια γεύματά τους για εκείνον. Ανατρίχιασε και μόνο που το σκέφτηκε. Η Κάρλι τράβηξε τον Τίγρη καταπάνω της. Γιατί να μην τυλίξει τα πόδια της γύρω από αυτόν τον πανέμορφο άνδρα και γιατί να μην κάνει το καλύτερο σεξ της ζοιής της στο υπερμέγεθες καμαρίνι του Ίθαν; Υπερμέ-γεθες όπως το εγώ του, που αντιστάθμιζε την έλλειψη μεγέθους σε άλλο σημείο. «Επειδή δε θέλω όλο αυτό να γίνει εξαιτίας του» είπε η Κάρλι. Ο Τίγρης έσμιξε τα φρύδια του. «Δε θες να γίνει εξαιτίας ποιου;»
Η Κάρλι κοίταξε τα γεμάτα ενδιαφέρον μάτια του. «Θέλω όλο αυτό να αφορά μόνο εμάς. Δε θέλω να γίνει για εκδίκηση, δε θέλω να γίνει εξαιτίας του Ίθαν». «Γιατί να γίνει εξαιτίας του;» Το ερώτημά του ήταν ειλικρινές. Συνειδητοποίησε ότι για τον Τίγρη, εκείνη τη στιγμή, ο Ίθαν δεν υπήρχε, δεν ήταν σημαντικός. Τι ωραίος τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγματα. Η Κάρλι χαμογέλασε και χάιδεψε το μάγουλό του. «Μ ου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Αλλά δε θέλω να τον θυμάμαι. Εντάξει; Θέλω αυτό να συμβεί κάπου... ιδιαίτερα». Ο Τίγρης πήρε το χέρι του ανάμεσα από τα πόδια της και το έβαλε στην κοιλιά της. «Ιδιαίτερα». «Ιδιαίτερα». Η Κάρλι φίλησε ξανά τα χείλη του. «'Οπως σε ένα ρομαντικό δωμάτιο ξενοδοχείου ή στο σπίτι μου με τα φώτα χαμηλά και με μουσική, αφού πιούμε λίγο καλό κρασί». Από το βλέμμα στο πρόσωπο του Τίγρη η Κάρλι κατάλαβε ότι δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσε. Δεν ήξερε πώς να φιλήσει, δεν είχε ποτέ συνδυάσει το ζευγάρωμα με ένα καλά στρωμένο κρεβάτι με πέταλα από τριαντάφυλλα και ένα εκλεκτό κρασί. Κι όμως, εκεί, στο καμαρίνι του Ίθαν, ημίγυμνη και με τον Τίγρη να την αγγίζει παντού, η Κάρλι αισθανόταν ότι αυτή ήταν μακράν η πιο αισθησιακή επαφή που είχε ποτέ με άνδρα.
«Δεν πήγες ποτέ λουλούδια και γλυκά σε κάποια κοπέλα;» Η Κάρλι χάιδευε με τη μύτη της το μάγουλό του, όπως έκανε κι αυτός.Ήταν ωραία. Οι τρίχες από τα μουστάκια του γαργαλούσαν τη μύτη της, το δέρμα του ήταν ζεστό. «Μ ου πέταξαν το ταίρι μου και την πήραν μακριά όταν είχαμε τελειώσει». Οι λέξεις έκαναν την Κάρλι να τρανταχτεί. Ο πόνος είχε επιστρέφει στα χρυσαφένια μάτια του Τίγρη, ενώ η σύγχυσή του να προσπαθεί να καταλάβει τα λόγια και τα πειράγματα της Κάρλι είχε αναμειχθεί με άσχημα πράγματα από το παρελθόν του. «Τι πράγμα;» Την είχαν πετάξει και την πήραν μακριά; Για τι πράγμα μιλούσε; «Ποιοι ήταν αυτοί που το είχαν κάνει αυτό;» «Οι άνθρωποι που με κρατούσαν αιχμάλωτο στο κλουβί έως ότου με απελευθερώσει η Αϊόνα». Τα λόγια του Τίγρη έβγαιναν σκληρά από μέσα του. Ταίριαζαν με το ζοφερό βλέμμα του. «Ποιος στο διάολο σε είχε σε ένα κλουβί;» Η Κάρλι ήταν οργισμένη. Τι του είχε συμβεί; «Οι ερευνητές που με έφτιαξαν». «Οι ερευνητές;»Όπως ο δρ Μ πρέναν, ο γλοιώδης ανθρωπολόγος; Μ ε το σωματοφύλακα του;
Τι ήταν αυτό που ήθελαν; Να βάλουν αλλόμορφους σαν τον Τίγρη και χονΈλισον με το καουμπόικο καπέλο του σε κλουβιά; «Δεν ξέρω ποια είναι η Αϊόνα, αλλά χαίρομαι που σε απελευθέρωσε», είπε η Κάρλι. «Μ πράβο της». «Μ ε απελευθέρωσε και ο Λίαμ με έφερε εδώ, στην Πόλη των Αλλό-μορφων. Προσπαθεί να με μάθει να συμπεριφέρομαι φυσιολογικά». Η Κάρλι στάθηκε στην τελευταία λέξη που ξεστόμισε ο Τίγρης. «Τι πάει να πει φυσιολογικά;» ρώτησε μισογελώντας. «ΟΊΘαν θεωρείται φυσιολογικός. Και είναι ένα κάθαρμα».Έπιασε το πρόσωπο του Τίγρη σταματώντας να χαμογελά. «Να μην είναι φυσιολογικός, Τίγρη. Μ ου το υπόσχεσαι;» Ο Τίγρης έπιασε απαλά τον καρπό της Κάρλι. Την κοίταξε και πάλι με το έντονο βλέμμα του, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει την κάθε της σκέψη, σαν να έψαχνε κάτι να κρατηθεί. Η Κάρλι σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε ξανά, νιώθοντας γεμάτη αγάπη για τη ζεστασιά του, για την καταπληκτική δύναμή του. Τα χρυσαφένια μάτια του Τίγρη ήταν μισόκλειστα καθώς τη φιλούσε κι εκείνος, καθώς τη δάγκωνε και την έγλειφε στο λαιμό.Ήθελε να μπει μέσα της περισσότερο από ποτέ. Η πόρτα έτριξε καθώς άνοιξε απότομα. Κάποιος ξερόβηξε.
«Συγνώμη που σας διακόπτω...» είπε οΈλισον με την τεξανή προφορά του. «ΟΊΘαν λιποθύμησε πριν από λίγο.Ίσως του κρατούσα πολύ σφιχτά τον καρπό, ποιος ξέρει; Θα ’πρεπε μάλλον να ήμουν πιο προσεκτικός. Δυστυχώς όμως αρχίζει να συνέρχεται και εξακολουθεί να θέλει να καλέ-σει την αστυνομία. Εγώ λέω να φύγουμε τώρα που προλαβαίνουμε». Η Κάρλι έκανε την κίνηση να ακολουθήσει τονΈλισον, αλλά ο Τίγρης την πρόλαβε και δεν την άφησε να κουνηθεί. Την παρατηρούσε με τον αργό του τρόπο, σαν να απομνημόνευε κάθε λεπτομέρεια εκείνης της στιγμής. Τελικά, χάιδεψε τον καρπό της με τον αντίχειρά του και χαλάρωσε αφήνοντάς την. Μ ε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, η Κάρλι άρπαξε όλα της τα ρούχα της και τα έχωσε σε μια τσάντα. Φόρεσε ένα σορτσάκι για να μπορέσει να οδηγήσει. ΟΈλισον είχε και πάλι γυρίσει την πλάτη του ώστε να μη βλέπει, αλλά ο Τίγρης την κοιτούσε με αυτό το καυτό βλέμμα που έκανε την Κάρλι να θέλει να ψάξει για εκείνο το ρομαντικό δωμάτιο ξενοδοχείου μια ώρα αρχύτερα. «Θα οδηγήσω εγώ» είπε οΈλισον παίρνοντας τα κλειδιά που η Κάρλι είχε μόλις βγάλει από την τσάντα της. Στον Τίγρη άρεσε αυτό. Πριν καλά καλά η Κάρλι προλάβει να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού, ο Τίγρης τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε στο πίσω κάθισμα μαζί του.
ΟΈλισον δεν τους περίμενε να βολευτούν.Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο με το που έκλεισαν όλες οι πόρτες και έφυγε μακριά από το σπίτι κατευ-θυνόμενος πίσω στο φρέσκο, αλλά γεμάτο υγρασία αέρα τουΌστιν. Στον Τίγρη δεν άρεσε η μυρωδιά του Ίθαν πάνω στα ρούχα που η Κάρλι είχε επιμείνει να πάρει μαζί της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που φορούσε. Αλλά όταν θα έφταναν στην Πόλη των Αλλόμορφων θα μπορούσε να ανάψει μια φωτιά -στους αλλόμορφους άρεσαν οι φωτιές-και να τα έκαιγε όλα. Η Άντρεα θα μπορούσε να της δανείσει προσωρινά κάποια ρούχα. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ο Τίγρης, οι δυο γυναίκες είχαν περίπου τον ίδιο σωματότυπο. Η Κιμ ήταν πολύ κοντή. Οι γυναίκες αλλόμορφες, όπως η Γκλόρι, ήταν πολύ ψηλές. «Ξέρεις, μου αρέσουν οι άνθρωποι» είπε οΈλισον καθώς οδηγούσε. «Το ταίρι μου είναι άνθρωπος - θα τη συμπαθούσες, Κάρλι. Η Μ αρία είναι “φλογερή” και γλυκιά, κάπως σαν κι εσένα. Αυτός ο Ίθαν όμως είναι άλλο πράμα». «Το ξέρω». Η Κάρλι ακουγόταν λυπημένη κάτω απ’ το θυμό της. «Είναι εξευτελιστικό. Θα τον παντρευόμουν». «Αυτό είναι το πλεονέκτημα του να είσαι αλλόμορφος» είπε οΈλισον. «Μ πορείς κατευθείαν να μυρίσεις αν κάποιος είναι σκατοκέφαλος. Και αυτός ο τύπος βρομάει πραγματικά».
«Σώπα. Πού ήσουν όταν χρειαζόμουν την όσφρησή σου πριν δυο χρόνια;» «Ακριβώς εδώ στοΌστιν, γλύκα». ΟΈλισον της έκλεισε το μάτι απ’ το μεσαίο καθρέφτη. «Θα έπρεπε να ερχόσουν συχνότερα στην Πόλη των Αλλόμορφων». «Δεν ήξερα τίποτα για τους αλλόμορφους μέχρι και χθες. Δεν είχα σκεφτεί και πολλά γι’ αυτούς». Η Κάρλι έκανε ένα μορφασμό. «Χωρίς παρεξήγηση». Ο Τίγρης είδε τονΈλισον να χαμογελά μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Δεν παρεξηγήθηκα». Η Κάρλι του επέστρεψε το χαμόγελο και το μεγάλο κόκκινο στόμα της αναστάτωσε τον Τίγρη. Την έπιασε και την έβαλε μπροστά του, βάζοντας τα γόνατά της παράλληλα με τους μηρούς του στο κάθισμα. Η Κάρλι έμοιαζε έκπληκτη, αλλά δεν απομακρύνθηκε και ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του. «Ηρέμησε» είπε. «Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα». «Θα οδηγώ προσεκτικά» είπε οΈλισον πατώντας γκάζι. Ο Τίγρης έβαλε τα χέρια του γύρω από τη μέση της Κάρλι. «Θα σε προσέχω εγώ πλέον. Ξέχνα αυτό τον άνθρωπο. Είσαι το ταίρι μου τώρα».
Ο Τίγρης είδε την ματιά τουΈλισον από τον καθρέφτη, αλλά το χαμόγελό του είχε φύγει. Η Κάρλι φαινόταν προβληματισμένη. «Μ ε χαρά να ξεχάσω τον Ίθαν. Αλλά εσύ... Πρέπει να μάθεις πώς να κορτάρεις ένα κορίτσι». ΟΈλισον ξέσπασε σε γέλια. «Καλή τύχη». «Δεν ξέρεις καν πώς να φιλάς». Η Κάρλι πλησίασε τον Τίγρη γεμίζο-ντάς τον με το όμορφο άρωμά της. Ο Τίγρης ήξερε ότι, αν μπορούσε να «χαθεί» μαζί με αυτή τη γυναίκα -αυτή την παράξενη γυναίκα με αυτό το γέλιο που εκείνος δεν καταλάβαινε πότε έκανε αστείο και πότε όχι, με τα μακριά της πόδια, με το χαμόγελό της που άναβε φωτιές στην καρδιά του-, τότε δεν θα ήταν ποτέ ξανά φοβισμένος. Οι εφιάλτες, η απογοήτευση των άλλων αλλόμορφων όταν περίμεναν από εκείνον να αντιδράσει σωστά, ο μόνιμος φόβος ότι θα τον έπιαναν και θα τον έβαζαν και πάλι σε ένα κλουβί, όλα αυτά θα εξαφανίζονταν. Οι φόβοι τον έτρωγαν κάθε μέρα. Κάθε μέρα εκτός από τη χθεσινή και τη σημερινή - όλες δηλαδή τις φορές που ήταν με την Κάρλι. Η παρουσία της ανακούφιζε οτιδήποτε άγριο υπήρχε μέσα του, τα άγρια ένστικτα που οι ερευνητές τού είχαν εμφυσήσει και που ο Λίαμ προσπαθούσε να τον κάνει να τα ξεχάσει. Ο Τίγρης δεν ήταν
ποτέ ήρεμος ατη ζωή του. Αλλά το σώμα του χαλάρωνε όταν βρισκόταν γύρω από την Κάρλι. Ο Τίγρης ακούμπησε τα χείλη της Κάρλι. Του άρεσε η απίστευτη απα-λότητά τους. «Σε εκείνο το δωμάτιο δε φιληθήκαμε;» «Φιληθήκαμε, ναι...». Το πρόσωπό της κοκκίνισε, ήταν τόσο όμορφο. «Αλλά δεν ήταν γλυκά τα φιλιά αυτά». «Υπάρχουν διάφορα είδη φιλιών;» ΟΈλισον έκανε ένα θόρυβο. «Πόσο την απολαμβάνω αυτή τη συζήτηση, δε φαντάζεστε». «Να, έτσι». Η Κάρλι έσφιξε τα χείλη της και άγγιξε μ’ αυτά το στόμα του Τίγρη. Στον Τίγρη άρεσε αυτή η κίνηση. Τα χείλη της ήταν απαλά και ζεστά, η πίεση που ασκούσαν ελαφριά. Ξύπνησε τις ορμές του. Η Κάρλι αποτραβήχτηκε. «Βλέπεις, υποτίθεται ότι πρέπει να με φιλήσεις κι εσύ. Όταν δεν κινείς τα χείλη σου με κάνεις να πιστεύω ότι δεν το απολαμβάνεις». Πώς στο καλό μπορούσε να πιστεύει κάτι τέτοιο; Ο Τίγρης την ήθελε, ήθελε να της βγάλει το σορτσάκι, να ανοίξει το τζιν του και να την πάρει εκεί, επί τόπου. Ποιος νοιαζόταν για τα αυτοκίνητα γύρω τους και για τονΈλισον που καθόταν στη θέση του οδηγού;
Ο Τίγρης έπρεπε να είναι μέσα στην Κάρλι, εκεί όπου ανήκε. Δεν είχε καταλάβει γιατί η Κάρλι δεν ήθελε να το κάνουν όταν ήταν στο σπίτι. Είχε πει ότι αφορούσε τον Ίθαν, αλλά οΈλισον τον είχε κάτω και τον πρόσεχε. Η Κάρλι φαινόταν να πιστεύει ότι ήταν σημαντικό το μέρος που θα το έκαναν. Άλλο ένα πράγμα το οποίο ο Τίγρης δεν κατανοούσε... ΟΊΘαν ήταν ένα τίποτα. Ο άνδρας αυτός ήταν ψεύτης και απατεώνας, αδύναμος και αναποτελεσματικός. Αν ήταν αλλόμορφος στην άγρια φύση θα ήταν νεκρός εδώ και καιρό. Η ύπαρξή του μέσα ή έξω από το σπίτι δεν επηρέαζε καθόλου το γεγονός ότι ο Τίγρης ήταν με την Κάρλι. Αλλά ήταν σημαντικό για την Κάρλι κι έτσι είχε σταματήσει. Τόσο ο Λίαμ όσο και ο Κόνορ του είχαν εξηγήσει ότι τα θηλυκά μπορούσαν να είναι ιδιότροπα. Το αρσενικό που ήθελε κάποιο θηλυκό έπρεπε να μάθει πώς να το ευχαριστεί. Οι γυναίκες είχαν την πολυτέλεια να είναι εκλεκτικές επειδή τα αρσενικά ήταν περισσότερα στις κοινωνίες των αλλόμορφων, ενώ τα θηλυκά λιγοστά. Οι άνδρες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τα θηλυκά και εκείνες κάθονταν πίσω και διάλεγαν τους καλύτερους. Παλιότερα βέβαια, πριν από τα κολάρα και τις Πόλεις των Αλλόμορφων, ο Λίαμ έλεγε ότι ένας αρσενικός αλλόμορφος μπορούσε να επιλέξει τη γυναίκα του, να την πάρει μακριά και να
ζευγαρώνει μαζί της μέχρι που εκείνη να συμφωνούσε ότι ήταν το ταίρι του και να γέμιζε το σπίτι με μικρά. Όπως και να ’χε, όλα αυτά δεν έβγαζαν νόημα για τον Τίγρη. Τα ταίρια είχαν ένα δεσμό και δεν υπάρχει ανάγκη να δελεάζει ή να παγιδεύει το ένα το άλλο.Ήταν ήδη ζευγάρι. «Θα σου δείξω». Η Κάρλι σούφρωσε και πάλι τα χείλη της και περίμενε τον Τίγρη να τη μιμηθεί. Ο Τίγρης προσπάθησε να κάνει την ίδια κίνηση με τα χείλη του, αλλά αντί να τον φιλήσει η Κάρλι ξέσπασε σε γέλια. «Μ ε συγχωρείς» είπε σκουπίζοντας δάκρυα από τα μάτια της. «Όμως είσαι τόσο αστείος». Ο Τίγρης χαλάρωσε το στόμα του. Το γέλιο της του άρεσε τόσο πολύ που τα λόγια της δεν τον ενόχλησαν.Έβαλε το χέρι του πίσω από το λαιμό της και την τράβηξε κοντά του. «Φίλα με» της είπε. Το γέλιο της κόπηκε, τα μάτια της μαλάκωσαν και ακούμπησε τα χείλη της στο στόμα του. Αυτή τη φορά ο Τίγρης σχημάτισε σωστά τα χείλη του και τα ταίριαζε με τα δικά της. «Αχ...» είπε ξεφυσώντας πάνω του. «Ωραίο ήταν αυτό».
Ήταν κάτι παραπάνω από ωραίο. Ο Τίγρης έβαλε τα χείλη του ξανά πάνω στα δικά της, μαθαίνοντας πώς να ασκεί περισσότερη ή λιγότερη πίεση. Δεν ήταν το ίδιο όπως όταν είχε βάλει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της, αλλά ήταν καλό. Πολύ καλό. Γλίστρησε τα χέρια του στην πλάτη της Κάρλι βρίσκοντας ένα κενό ανάμεσα στη μέση της, στο σορτσάκι της και στη ζεστή της πλάτη. Από εκεί μπορούσε να βυθίσει τα δάχτυλά του μέσα και να πιάσει το πουά εσώρουχό της. Ο Τίγρης θυμήθηκε τον τρόπο με τον οποίο απομακρύνθηκε από τον Ίθαν στο σπίτι φορώντας μόνο τα ψηλά τακούνια και το κιλοτάκι της. Θυμήθηκε τα πανέμορφα πόδια της, τη γυμνή ίσια πλάτη της. Ήταν ήδη σκληρός απ’ όταν την είχε δει να βγάζει το φόρεμα και το σουτιέν της. Η φρενίτιδα ζευγαρώματος είχε ανάψει μέσα του από εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσε να μην την είχε ακολουθήσει. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι την προστάτευε, αλλά ήξερε ότι ο λόγος για τον οποίο βρισκόταν κοντά της ήταν πολύ πιο πρωτόγονος. Το δέρμα των γλουτών της ήταν λείο και ζεστό λόγω του καιρού και επειδή φορούσε το σορτσάκι. Ο Τίγρης ήθελε να σκίσει το σορτσάκι, αλλά δεν μπορούσε επειδή ήταν στενός ο χώρος σε αυτό το μικρό αυτοκίνητο. Όταν θα έφταναν με την Κάρλι στην Πόλη των Αλλόμορφων θα της πέταγε όλα τα ρούχα και θα την άγγιζε παντού.
Η Κάρλι έκανε πίσω. «Τι κάνεις;» «Σε πιάνω». Ο Τίγρης σήκωσε το χέρι του και έπιασε το στήθος της. Μ πορούσε εύκολα να το κάνει μια και το μπλουζάκι της ήταν λεπτό. Τσίμπησε ελαφρά τη θηλή της. Η Κάρλι έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό και τον κοίταξε στα μάτια. «Δε θα πρεπε να το κάνεις αυτό» ψιθύρισε. «Γιατί όχι;» Έσκυψε κοντά του. «Μ ε κάνει να θέλω να κάνω κακά πράματα». Ωραία. Τα πράγματα δε θα ήταν ωστόσο κακά. Το ζευγάρωμα δεν ήταν ποτέ άσχημο με ένα ταίρι. «Να τα κάνεις μαζί μου» είπε ο Τίγρης χώνοντας τα δάχτυλά του χαμηλότερα στους γλουτούς της. Στο μπροστινό μέρος οΈλισον έτεινε το χέρι του ως τη μέση του ταμπλό. «Ανοίγω το ραδιόφωνο. Αμέσως τώρα». Πάταγε τα κουμπιά μέχρι που ένα τραγούδι πλημμύρισε με μουσική το αυτοκίνητο -ένας άνδρας και μια γυναίκα τραγουδούσαν τα φιλιά τους. ΟΈλισον γέλασε. «Για δες...» Το τραγούδι φάνηκε να κινητοποιεί περισσότερο την Κάρλι. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον Τίγρη -με το τραγούδι να συνεχίζει να ακούγε-ται δυνατά- και φίλησε ξανά τα χείλη του.
Ο Τίγρης τη φιλούσε κι αυτός. Τραβούσε και τσιμπούσε απαλά τη θηλή της, ενώ τα χείλη τους έσμιγαν και χώριζαν ξανά και ξανά. ΟΈλισον σταμάτησε σε ένα φανάρι.Ένας άνδρας μέσα σε ένα φορτηγό που ήταν δίπλα τους κοίταξε και στη συνέχεια άρχισε να φωνάζει και να κορνάρει. Η Κάρλι σήκωσε το κεφάλι της. Το πρόσωπό της ήταν κατα-κόκκινο. Τον Τίγρη δεν τον ένοιαζε. Ας έβγαζαν, όπως έλεγε οΈλισον, τα μάτια τους. ΟΈλισον ξεκίνησε μπαίνοντας στη διασταύρωση. Το φορτηγό έστριψε και καθώς έκανε τον ελιγμό ο οδηγός τού έκανε το σήμα της νίκης. Η Κάρλι κατέβηκε από τον Τίγρη, εκείνος έβγαλε τα χέρια του από το σώμα της και κάθισε δίπλα του. «Τι ντροπή. Συγγνώμη,Έλισον». ΟΈλισον χαμογελούσε. «Δεν μας νοιάζει εμάς τους αλλόμορφους. Εγώ μια φορά έβγαινα από ένα μπαρ και βρήκα το γείτονά μου και την ανθρώπινη φίλη του να το κάνουν κανονικά πάνω στο φορτηγάκι μου. Έπρεπε να περιμένω να τελειώσουν. Ο γείτονάς μου είπε ότι ήταν διακριτικός, γιατί χρησιμοποίησε το δικό μου αυτοκίνητο και όχι κάποιου ξένου». «Καλοσύνη του» είπε η Κάρλι. «Αρα λοιπόν οι αλλόμορφοι στ’
αλήθεια δε νοιάζονται για ρομαντικά δωμάτια ξενοδοχείων, πέταλα από τριαντάφυλλα και σαμπάνια;» «Νοιαζόμαστε» απάντησε οΈλισον. «Αλλά όταν μας πιάνει η φρενίτιδα το μόνο που θέλουμε είναι μια καλή επιφάνεια που να κρατάει αντίσταση». «Φρενίτιδα ζευγαρώματος» επανέλαβε η Κάρλι. «Ο Κόνορ το ανέφερε αυτό». «Κάθε αλλόμορφος την έχει. Αυτή την παρανοϊκή ανάγκη να κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο με το ταίρι του και να το κάνει για όσο περισσότερο χρονικό διάστημα μπορεί. Ορισμένες φορές δε βγαίνουμε για μέρες». «Μ έρες». Ακουγόταν διστακτικό. «Ελισον». Ο Τίγρης σκέφτηκε τη φράση που ο Λίαμ και ο Κόνορ χρησιμοποιούσαν συχνά. «Σκάσε». «Ω Θεέ μου, τώρα αρχίζεις να ακουγεσαι σαν τους Μ όρισεϊ» είπε ο Έλισον, χωρίς να χάσει τη μακρόσυρτη ομιλία του. «Μ ένεις μαζί τους πάρα πολύ καιρό». «Γιατί μένεις μαζί τους;» ρώτησε η Κάρλι τον Τίγρη. «Δε θες να μείνεις μόνος σου;» ΟΈλισον απάντησε προτού προλάβει ο Τίγρης. «Οι αλλόμορφοι
δεν έχουν επιλογή. Υπάρχει περιορισμένος αριθμός σπιτιών στην Πόλη των Αλλόμορφων και δε μας επιτρέπεται να ζούμε έξω από αυτά. Στο σπίτι μου είναι το ταίρι μου η Μ αρία, η Ντένι, η αδελφή μου, και οι δυο γιοι της. Κι ελπίζουμε σύντομα να κάνουμε ένα δικό μας μικρό». Η φωνή του μαλάκωσε όταν μίλησε για το ενδεχόμενο ενός μικρού αλλόμορφου. «Ο Τίγρης είναι από... αλλού και δεν υπήρχαν πολλά σπίτια με ελεύθερα δωμάτια γι’ αυτόν όταν έφτασε. Ο Λίαμ έχει ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια και όταν ο Σον και το ταίρι του μετακόμισαν με τον Ντίλαν και την Γκλόρι, βρέθηκε να έχει ένα επιπλέον άδειο υπνοδωμάτιο». «Και δεν ήθελε κανείς να μείνω στα σπίτια τους» είπε κλείνοντας ο Τίγρης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Έλεγε την ωμή αλήθεια, αλλά η Κάρλι τον κοιτούσε εμβρόντητη. «Γιατί όχι; Τι είπαν;» «Δε χρειάστηκε να πουν κάτι». Ο Τίγρης κράτησε το στόμα του κλειστό. Δεν ήξερε πώς και τι να εξηγήσει, αλλά οΈλισον μίλησε. «Θυμάσαι τι έκανε σ’ εκείνο το δωμάτιο στο νοσοκομείο; Ναι, τα άκουσα όλα για αυτό το περιστατικό. Συν του ότι σχεδόν σκότωσε αυτό τον άνθρωπο, τον Γουόκερ. Οι άλλοι αλλόμορ-φοι φοβούνται ότι θα κάνει κάτι
παρόμοιο». «Μ α αυτό είναι άδικο» είπε η Κάρλι. «Στο νοσοκομείο σε είχαν φοβίσει μέχρι θανάτου.Έβγαλες νοκάουτ τον Γουόκερ γιατί με κατασκόπευε και κουβαλούσε γεμάτο πιστόλι. Ποιος τα κάνει αυτά τα πράγματα;» Ο Τίγρης ένιωσε ένα κύμα ζεστασιάς να διαπερνά την καρδιά του. Η Κάρλι τον κοίταζε με αγωνία, όχι με φόβο. Εξέπεμπε οργή προς τους άλλους για το γεγονός ότι δεν τον καταλάβαιναν. Τον είχαν πράγματι φοβίσει στο νοσοκομείο - είχε τρομάξει ότι δε θα έβλεπε ξανά την Κάρλι. «Και τέλος πάντων, αν είχες επιτεθεί για να βλάψεις τους ανθρώπους εκεί, το κολάρο σου θα σε είχε σταματήσει» συνέχισε η Κάρλι.Έδειξε με το δάχτυλό της την αδρανή μαύρη και ασημένια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του. «Θα σου προκαλούσε σοκ όταν θα γινόσουν επιθετικός, έτσι δεν είναι;» ΟΈλισον πετάχτηκε και πάλι πριν προλάβει να μιλήσει ο Τίγρης. «Και βέβαια ττροκαλεί σοκ. Πονάει πάρα πολύ». Ο Τίγρης παρέμεινε σιωπηλός. Η Κάρλι ήταν το ταίρι του και την εμπιστεύονταν, αλλά δεν ήθελε να την τρομάξει τόσο νωρίς λέγοντας της ότι το κολάρο του ήταν ψεύτικο.
Η Κάρλι έγειρε προς το μπροστινό κάθισμα. «Ελισον, έχασες τη στροφή. Πάρε την οδό Κόνινγκ για να φτάσω στην γκαλερί». ΟΈλισον έριξε μια ματιά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον Τίγρη. Εκείνος του έκανε ένα νεύμα. «Συγγνώμη». ΟΈλισον επιβράδυνε και έστριψε στην επόμενη διασταύρωση οδηγώντας βόρεια για να μπει στην 290η οδό. «Ευχαριστώ. Το εκτιμώ πολύ» είπε η Κάρλι. ΟΈλισον κατευθυνόταν προς την Πόλη των Αλλόμορφων γνωρίζοντας ότι ο Τίγρης ήθελε να μείνει μόνος μαζί της. Αλλά ο Τίγρης είχε την περιέργεια να δει αυτή την γκαλερί όπου εργαζόταν η Κάρλι.Ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν καλά εκεί. Η Κάρλι βολεύτηκε πίσω στο κάθισμα. Το άρωμά της ήταν γλυκό και πικάντικο, αλλά είχε μεταφέρει στον Τίγρη τη νευρικότητά της. Δε φοβόταν για το τι θα μπορούσαν να της κάνουν ο Τίγρης και οΈλισον -ήταν κάτι λιγότερο εμφανές από αυτό, κάτι κρυμμένο πιο βαθιά. Η Κάρλι φοβόταν να εμπιστευτεί. ΟΊΘαν είχε καταφέρει να την κάνει να χάσει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό του ζευγαρώνοντας απροκάλυπτα με την άλλη γυναίκα. Το σπίτι του μύριζε ακόμα από αυτή τη συνάντηση. Είχε επίσης τη μυρωδιά του αίματος του Τίγρη. Ούτε ο Τίγρης εμπιστευόταν εύκολα. Τα πράγματα που οι ερευνητές του είχαν κάνει τον είχαν αλλάξει, τον είχαν κάνει να
κλειστεί στον εαυτό του, φοβούμενος να εμπιστευτεί τον οποιονδήποτε. Ο Λίαμ και η οικογένειά του προσπαθούσαν να τον κάνουν να αισθανθεί καλύτερα και, μέχρι στιγμής, δεν τον είχαν προδώσει. Αλλά όταν οι ερευνητές είχαν πάρει μακριά το μικρό του και στη συνέχεια του είπαν ότι είχε πεθάνει, η τελευταία ελπίδα του Τίγρη είχε εξανεμιστεί. Είχε δει την ελπίδα να πεθαίνει και στα μάτια της Κάρλι, όταν εκείνη είχε δει τον Ίθαν και τη γυναίκα. Οι άνθρωποι στο παρελθόν, όπως κι ο Ίθαν, είχαν κάνει υποσχέσεις και τις είχαν αθετήσει. Μ ε τον ίδιο τρόπο που οι ερευνητές έχωναν πράγματα μέσα από τα κάγκελα του κλουβιού του Τίγρη για να δουν πώς θα αντιδράσει.Όταν ήταν μικρός χρειαζόταν επαφή και φροντίδα και δεν είχε λάβει τίποτα απ’ τα δυο. Και στη συνέχεια τον είχαν αφήσει μόνο του. Εντελώς μόνο κι εγκαταλειμμένο, χωρίς να έχουν καν τη στοιχειώδη ευγένεια να τον σκοτώσουν έπειτα απ’ όλα όσα του είχαν κάνει. Ο Τίγρης δε θα άφηνε ποτέ την Κάρλι να νιώσει τόσο μόνη. Ποτέ. Ακόμη κι αν έπρεπε να μένει μαζί της μέρα νύχτα μέχρι να την κάνει να καταλάβει. Η γκαλερί τέχνης του'Αρμαντ βρισκόταν έξω από την καρδιά του Όσην, σε μια μικρή πόλη που ονομαζόταν Κάρλσμπεργκ, η οποία αναπτυσσόταν εκείνη την περίοδο. Μ εγάλα, ιστορικά σπίτια
αναμειγνύονταν με καινούριες επαύλεις, ενώ διάφοροι δρόμοι με γκαλερί και γκουρμέ εστιατόρια προσέλκυαν ευκατάστατους τουρίστες. Το μεγάλο τμήμα του δρόμου όπου η Κάρλι είχε γνωριστεί με τον Τίγρη ήταν και πάλι έρημο καθώς οΈλισον οδηγούσε κατά μήκος του. Πέρασαν από το σημείο όπου η Κορβέτ είχε πάθει τη βλάβη, όχι πολύ μακριά από μια πινακίδα που έλεγε ότι το Κάρλσμπεργκ απείχε τριάντα μίλια. Ο Τίγρης αναγνώρισε το σημείο. Κοίταξε την Κάρλι. Το βλέμμα του δεν υπαινισσόταν τίποτα ούτε είχε κάτι το ντροπαλό. Ήξερε ότι έπρεπε να του μιλήσει.Έπρεπε να του πει: Δεν μπορώ να μπω σε άλλη μια σχέση αυτή την περίοδο. Θέλω να καταλάβω πώς αισθάνομαι ως προς τον αρραβωνιαστικό μου που με πούλησε.Έχω θέματα εγκατάλειψης. Μ η με κάνεις να νοιάζομαι για σένα μόνο και μόνο για να χάσω και πάλι τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Η Κάρλι θα τα έλεγε όλα αυτά αν ήταν ευαίσθητη. Αλλά όχι, είχε αποφασίσει να τον φιλήσει και να του μάθει πώς να την φιλάει. Είχε φανταστεί να έκαναν τρελό, άγριο σεξ με τον Τίγρη στο καμαρίνι του Ίθαν - και όχι μόνο για να εκδικηθεί τον τελευταίο. Θα έπρεπε να κάνει λίγο πίσω, να πάρει λίγη απόσταση και να εξετάσει τι ένιωθε για τον Τίγρη.Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα, τόσο γρήγορα όσο έτρεχε οΈλισον στον αυτοκινητόδρομο.
Αλλά η Κάρλι θα αισθανόταν άβολα αν τα έλεγε όλα αυτά μπροστά στονΈλισον, το φίλο και πλέον φύλακα του Τίγρη. Θα έπρεπε να περιμένει μέχρι εκείνη και ο Τίγρης να βρεθούν μόνοι, αλλά αυτό θα ήταν επίσης αρκετά επικίνδυνο. Όχι ότι οΈλισον τους έδινε ιδιαίτερη σημασία εκείνη τη στιγμή. Συνέχιζε να κοιτάζει στον καθρέφτη, αλλά όχι προς την Κάρλι ή τον Τίγρη. Η Κάρλι είδε μια λάμψη στον πλαϊνό καθρέφτη και γύρισε να δει.Ένα τζιπ τους ακολουθούσε με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Λυτό δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Οι άνθρωποι έβγαιναν οε αυτά τα τμήματα του αυτοκινητόδρομου και άφηναν τα πάντα στη τύχη.Ήταν επικίνδυνο, ιδιαίτερα σε αυτό τον δρόμο με δυο λωρίδες κυκλοφορίας, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε απ’ το να το πράττουν. Το τζιπ -μαύρο, όπως εκείνο με το οποίο ο Γουόκερ και ο Μ πρέναν είχαν έρθει στο σπίτι της Κάρλι χθες- τους πλησίαζε. Πέρασε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας κόβοντας ταχύτητα και τους πλεύρισε. Τα παράθυρα ήταν φιμέ και έκρυβαν τη θέα του οδηγού και των επιβατών. Ο Τίγρης μετακινήθηκε για να μπορέσει να δει καλύτερα το τζιπ και το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω σ’ αυτό. «Έλισον» είπε. «Φύγε».
«Έγινε». ΟΈλισον το σανίδωσε. Το αρκετά χαμηλών επιδόσεων αυτοκίνητο της Κάρλι ξέφυγε από το τζιπ και επιτάχυνε. Το άλλο όχημα έτρεχε δίπλα τους. ΟΈλισον χαμογέλασε σε όποιον βρισκόταν μέσα από το παράθυρο και πάτησε ακόμα περισσότερο το γκάζι. Το αυτοκίνητο της Κάρλι ξέφυγε μπροστά, αλλά το άλλο τους ακολούθησε από κοντά. «Ξέφυγέ του» είπε απότομα ο Τίγρης. «Δεν μπορώ να τρέξω πιο γρήγορα». ΟΈλισον πήρε το πόδι του απ’ το γκάζι. «Θα πρέπει να το κάνω με άλλον τρόπο». Πάτησε το φρένο. Το τζιπ έμεινε μόνο του μπροστά καθώς οΈλισον επιβράδυνε ξαφνικά. Η Κάρλι πίστεψε ότι όλα είχαν τελειώσει, αλλά τα κόκκινα πίσω φώτα των φρένων του τζιπ έλαμψαν.Έκανε μια απότομη αναστροφή και βγήκε εκτός ασφάλτου στην προσπάθειά του να καταφέρει να στρίψει. «Γαμώτο» είπε οΈλισον. Το τζιπ ερχόταν καταπάνω τους. «Φύγε!» φώναξε ο Τίγρης. «Κρατηθείτε» είπε οΈλισον ακριβώς πριν πατήσει το πετάλι του φρένου και κάνει με τη σειρά του αναστροφή για να γυρίσει από
εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Πάτησε το γκάζι και κατευθύνθηκαν με ταχύτητα πίσω προςΌστιν, το οποίο έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα. «Μ ας ακολουθεί ακόμα» είπε η Κάρλι. «Ναι, το βλέπω». ΟΈλισον γράπωσε το τιμόνι και πίεσε δυνατά το πόδι του στο γκάζι, σαν να προσπαθούσε με τον τρόπο αυτό να κάνει το αυτοκίνητο να πάει γρηγορότερα. «Ξέρεις ποιος είναι;» ρώτησε τον Τίγρη η Κάρλι. «Όχι». Όλο αυτό το σκηνικό όμως δεν ήταν καλό σημάδι. Η Κάρλι κρατιόταν καθώς έσπευδαν προς την πόλη. ΟΈλισον πήγαινε πολύ γρήγορα και ίσως προλάβαιναν να φτάσουν στους δρόμους τουΌστιν καταφέρνοντας να χαθούν μέσα στην κίνηση. Το μαύρο τζιπ επιτάχυνε μέσα σε μια έκρηξη ταχύτητας - κανένα μη τροποποιημένο όχημα δε θα μπορούσε να μειώσει τόσο γρήγορα την απόσταση που τους χώριζε. Το τζιπ τούς πλεύρισε και πάλι. Ένα άλλο αυτοκίνητο ερχόταν κατευθείαν πάνω στο μαύρο τζιπ απ’ το αντίθετο ρεύμα. Ο άλλος οδηγός είδε το τζιπ και έστριψε απότομα πηγαίνοντας στην πολύ στενή λωρίδα έκτακτης ανάγκης.
«Που να πάρει...» μουρμούρισε οΈλισον. Το τζιπ μπήκε μπροστά και ακούμπησε το μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου της Κάρλι. ΟΈλισον έστριψε το τιμόνι, αλλά ήταν πολύ αργά. Το αυτοκίνητο τινάχτηκε καθώς το χτύπησε το άλλο όχημα και πετάχτη-κε στην άκρη του δρόμου, με τα λάστιχα να σπινάρουν στο χώμα και στα χορτάρια. ΟΈλισον έστριβε το τιμόνι προσπαθώντας να σταματήσει την περιστροφή του αυτοκινήτου. Εκείνο στριφογυρνούσε και χόρευε. Ο Τίγρης άρπαξε τα δυο προσκέφαλα των μπροστινών καθισμάτων και η Κάρλι γραπώθηκε πάνω του. Θα μπορούσαν να τα είχαν καταφέρει αν το τζιπ δεν είχε κάνει και πάλι αναστροφή. Ο οδηγός ενός επερχόμενου αυτοκινήτου στράφηκε προς το μέρος τους για να δει τι συνέβαινε. Το τζιπ χτύπησε το αριστερό πίσω άκρο του αυτοκινήτου της Κάρλι. Το αυτοκίνητο έφυγε από το οδόστρωμα και εκτοξεύτηκε στον αέρα. Το στομάχι της Κάρλι ανακατεύτηκε, ενώ οι λόφοι ήρθαν τούμπα καθώς το αυτοκίνητο έκανε δυο στροφές. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ο Τίγρης ήταν εκεί, σταθερά κάτω από εκείνη. Αποτελούσε μια σταθερά σε αυτό τον ανάποδο κόσμο. Το αυτοκίνητο προσγειώθηκε στη μια πλευρά του, γλίστρησε σε ένα χαντάκι και στη συνέχεια γύρισε ξανά πατώντας στις τέσσερις
ρόδες του. Είχε πάρει κλίση προς το χαντάκι: το μισό ήταν μέσα στα χορτάρια και το άλλο μισό μέσα στη λάσπη και τα βρόμικα νερά. Ο κινητήρας σφύριξε μια δυο φορές και στη συνέχεια έσβησε. Ο Τίγρης έσπασε το παράθυρο της λυγισμένης πόρτας και σύρθηκε έξω από το αυτοκίνητο. Ο μεγάλος του κορμός πιάστηκε στο πλαίσιο του αμαξώματος. Μ ούγκρισε και σηκώθηκε, διαλύοντας τη μισή πόρτα, αλλά είχε επιτέλους απελευθερωθεί. Η Κάρλι βρισκόταν στο κάθισμα πίσω του. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Αίμα έτρεχε στο πρόσωπό της. Η καρδιά του Τίγρη χτύπησε δυνατά από τον πανικό, αλλά όταν άγγιξε την Κάρλι ένιωσε τη ζεστασιά της επιδερμίδας της και τον σφυγμό της.Ήταν ζωντανή. ΟΈλισον στο μπροστινό μέρος είχε επίσης σωριαστεί και στηριζόταν απ’ το τιμόνι. Στο πρόσωπό του είχε μώλωπες, αλλά ανέπνεε κι εκείνος. Ο Τίγρης στηρίχθηκε στην πλευρά του αυτοκινήτου, έσκυψε στο παράθυρο και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον κορμό της Κάρλι. Την τράβηξε έξω προσεκτικά. Τη σήκωσε μόλις την έβγαλε ολόκληρη από το αυτοκίνητο και την ξάπλωσε στο χορτάρι λίγα βήματα μακριά. Το έδαφος ήταν τουλάχιστον στεγνό, ζεστό από τον πρωινό ήλιο, ο οποίος έλαμπε έντονα.
Ο Τίγρης πήγε να βοηθήσει τονΈλισον.Ήταν αλλόμορφος και δυνατός -θα συνερχόταν γρήγορα- αλλά ο Τίγρης είχε μάθει από τον Κόνορ τους κινδύνους από τη βενζίνη και τα άλλα υγρά που διέρρεαν από το αυτοκίνητο. Καλύτερα να έφευγαν μακριά από τον τόπο του ατυχήματος μέχρι να βεβαιώνονταν ότι ήταν ασφαλές να επιστρέφουν. Ο Τίγρης βρισκόταν στα μισά της διαδρομής προς το αυτοκίνητο όταν ο οδηγός του μαύρου τζιπ, το οποίο είχε σταματήσει, βγήκε και ξεκίνησε να πλησιάζει προς το μέρος τους. Για ένα δευτερόλεπτο ο Τίγρης σκέφτηκε ότι ο άνδρας αυτός ήταν ο Γουόκερ, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι έκανε λάθος. Φορούσε μαύρα, όπως ο Γουόκερ, και είχε παρόμοιο σωματότυπο και ξυρισμένο κεφάλι, αλλά η μυρωδιά του δεν ήταν η ίδια. Ο άνδρας κρατούσε όπλο, όπως κι ο Γουόκερ. Ο Τίγρης δεν ήξερε πολλά από όπλα, αλλά εκείνο που είχε κομματιάσει χθες το βράδυ φαινόταν θανατηφόρο, όπως κι αυτό εδώ. Ο άνδρας κοίταξε για μια στιγμή τον Τίγρη.Έπειτα γύρισε προς την Κάρλι. Ο Τίγρης άλλαξε μορφή σε τίγρη Βεγγάλης μέσα σε τρία δευτερόλεπτα. Στεκόταν μακριά από εκείνον. Ο άνδρας σήκωσε το μαύρο όπλο του και στόχευσε την Κάρλι. Ο Τίγρης άλλαξε κατεύθυνση και έτρεξε προς την Κάρλι.Ήταν ταχύτερος απ’ οποιονδήποτε άλλον αλλόμορφο είχε συναντήσει. Προσγειώθηκε μπροστά στην Κάρλι, ακριβώς την ώρα που οι
πρώτες σφαίρες έβγαιναν από το όπλο του άνδρα. Τις ένιωσε να μπαίνουν μέσα του, επαναφέροντας τον πόνο από τις χθεσινές πληγές του. Σε αντίθεση με τα αργά χτυπήματα του πιστολιού του Ίθαν, το όπλο αυτό πυροβολούσε τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να μετρήσει τις βολές. Προσευχόταν μόνο να μη διαπεράσουν το σώμα του και τραυματίσουν την Κάρλι. Ακούστηκε η κραυγή τουΈλισον. «Γαμώτο!» Δυο ακόμη πυροβολισμοί. Ο ένας βρήκε το αυτοκίνητο και ο άλλος τη σάρκα τουΈλισον. Ο σκοπευτής περπάτησε προς τον Τίγρη, ο οποίος αντιλήφθηκε την μυρωδιά του. Περπατούσε αργά. Σκόπιμα.Έφτασε τον Τίγρη, ο οποίος είχε πέσει στο έδαφος ζαλισμένος απ’ τον πόνο. Οι σκονισμένες μαύρες μπότες του απείχαν ελάχιστα από το κεφάλι του Τίγρη. Ο άνδρας δεν πυροβόλησε. Σταμάτησε. Παρακολουθούσε, περίμενε. Δυο ακόμη σφαίρες καρφώθηκαν στην πλάτη του Τίγρη. Ο Τίγρης εγκατέλειψε την προσπάθεια και αφέθηκε στο σκοτάδι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 «Ω, Θεέ μου. Θεέ μου. Τίγρη». Ο Τίγρης άκουσε τη φωνή της Κάρλι καθώς συνερχόταν. Τον
περίμενε απίστευτος πόνος. Τον είχαν πυροβολήσει στο υπόγειο των εγκαταστάσεων έρευνας, κατ’ επανάληψη μάλιστα, για να δουν πόσο μπορούσε να αντέξει, αλλά εκεί τουλάχιστον τον άφηναν να ξεκουραστεί μεταξύ των πυροβολισμών. «Σον» είπε οΈλισον με βαριά φωνή. Βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. «Νομίζω ότι πρέπει να φέρεις το Σπαθί. Όχι, δεν είναι για μένα. Για τον Τίγρη». Ο Τίγρης κατάφερε να ακούσει ένα επιφώνημα από την άλλη άκρη της γραμμής του κινητού τηλεφώνου τουΈλισον, το οποίο πρέπει να άντεξε τη σύγκρουση και τους πυροβολισμούς. Το αντικείμενο αυτό ήταν τόσο ανθεκτικό όσο κι ο Τίγρης. «Συνέρχεται» είπε οΈλισον. «Ποιος διάολος ήταν αυτός;» «Μ ακάρι να ’ξέρα». Η φωνή της Κάρλι είχε σπάσει και δυο καυτές σταγόνες από τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπο του Τίγρη. «Δε με νοιάζει αυτή τη στιγμή. Είναι ακόμα ζωντανός. Δόξα τω Θεώ». Τα χείλη της άγγιξαν το μάγουλό του. Ο Τίγρης προσπάθησε να τη φιλήσει κι εκείνος.Ήθελε να της δείξει πόσα του είχε μάθει. Η Κάρλι δε σταμάτησε να κλαίει κι ο Τίγρης σκέφτηκε ότι δεν θα τα είχε πάει και πολύ καλά στο μάθημα. «Τίγρη, γλυκέ μου, μην κουνιέσαι» είπε η Κάρλι. «Θα σε πάμε στο νοσοκομείο. Θα γίνεις καλά».
«Δεν ξέρω» είπε οΈλισον. «Είναι δυνατός, αλλά αυτός ο άνδρας έριξε περίπου δεκαπέντε σφαίρες από το αυτόματο όπλο του. Θα πρέπει να τον έχουν διαλύσει εσωτερικά». «Μ ην το λες αυτό. Είναι δυνατός. Είναι μαχητής». «Θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, πίστεψέ με». «Βάστα, Τίγρη. Κάνε κουράγιο». Το ελαφρύ άγγιγμα της Κάρλι γλίστρησε μέσα στον πόνο του Τίγρη, κάνοντας την καρδιά τού χτυπά πιο δυνατά, τους πνεύμονες του να παίρνουν ανάσα. Ο πόνος ήταν αφόρητος εκείνη τη στιγμή, αλλά ανέπνεε, βρισκόταν εν ζωή.Τσως και να μη χρειαζόταν ακόμα το Σπαθί του Φύλακα. Περίεργο έθιμο, σκέφτηκε το τμήμα του εγκεφάλου του Τίγρη που βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία. Το Σπαθί του Φύλακα διαπερνούσε την καρδιά του νεκρού αλλόμορφου ή του ετοιμοθάνατου, απελευθερώνοντας την ψυχή και μετατρέποντας το σώμα του σε σκόνη. Ο μύθος, είχε πει ο Σον, ανέφερε ότι το Σπαθί είχε κατασκευαοτεί για να σώζει τις ψυχές των αλλόμορφων από έναν κακό Φάε πρίγκιπα. Τα σώματα μετατρέπονταν σε σκόνη και οι ψυχές των υπόδουλων αλλόμορφων απελευθερώνονταν στη Σάμερλαντ. Ο μύθος διαβεβαίωνε όλους τους αλλόμορφους ότι, παρόλο που μπορούσαν να είναι υπόδουλοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους, δεν θα ήταν ποτέ στο θάνατο.
Ο Τίγρης υπήρξε υπόδουλος μέχρι και τον περασμένο χειμώνα - ο ίδιος δεν γνώριζε για τις εποχές, δεν γνώριζε καν τι ήταν ο χειμώνας. Τώρα πια ήταν ελεύθερος, όσο ελεύθερος μπορούσε βέβαια να είναι. Ζούσε υπό το άγρυπνο μάτι του Λίαμ κι έπρεπε να φοράει ένα ψεύτικο κολάρο για να ξεγελάει τους ανθρώπους κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι ήταν ακόμη υπόδουλος.Ήξερε πάντως ορισμένα απόμερα μέρη όπου μπορούσε να τρέχει σαν τίγρης που ήταν.Ήταν καλύτερα από ό,τι είχε στο παρελθόν. Αλλά τώρα ήθελε περισσότερα.Ήθελε να έχει την ελευθερία να είναι με το ταίρι του.Ήθελε να έχει τη χαρά να τρέχει όσο του έκανε κέφι. Ο Τίγρης είχε κουραστεί να φοβάται. Να είναι δύσπιστος. Να πονάει. «Κάρλι». Ο Τίγρης ίσα που κούνησε τα χείλη του, αλλά ο ήχος του ονόματος της τον έκανε να νιώθει δύναμη. Έπρεπε να παραμείνει ζωντανός για να μπορέσει να είναι μαζί της. Σαράντα χρόνια κόλασης είχαν σταματήσει ακριβώς τη στιγμή εκείνη που την είδε να βγαίνει από το κόκκινο αυτοκίνητο, τη στιγμή εκείνη που άκουσε τη φωνή της, που είδε το χαμόγελό της. Θα άρχιζε να πιστεύει στη θεά αν ήξερε ότι ήταν έργο της να τον βάλει σ’ εκείνον το δρόμο τη στιγμή που η Κάρλι Ράνταλ χρειαζόταν βοήθεια. «Κάρλι». «Μ η μιλάς. Μ ην κουνιέσαι». Η Κάρλι έσκυψε πάνω από τον
Τίγρη. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο δάκρυα. «Θα σε βοηθήσουμε.Έρχονται». «Δε χρειάζομαι...» Το να μιλήσει απαιτούσε πολλή προσπάθεια. Το να κρατήσει το στόμα του κλειστό ήταν μια καλή ιδέα. Θα έπρεπε να είχε περάσει αρκετή ώρα. Ανθρωποι είχαν αρχίσει να μαζεύονται γύρω του. Περίμενε να ακούσει σειρήνες. Οι άνθρωποι αγαπούσαν τις σειρήνες τους. «Η αναπνοή του είναι καλή» είπε ο Ντίλαν που στεκόταν από πάνω του. «Άντρεα». Ένα απαλό γυναικείο χέρι πίεζε το στέρνο του. Μ πορούσε να καταλάβει την περίεργη μισή αλλόμορφη μυρωδιά της Αντρεα, αλλά και την ανεπαίσθητη μυρωδιά του μικρού της που ήταν προσκολλημένο πάνω της. Ο Τίγρης ήλπιζε το αγόρι να είχε μείνει στην ασφάλεια του σπιτιού. Σε αυτό οι αλλόμορφοι ήταν καλοί. Κρατούσαν τα μικρά ασφαλή. Ο Σον γονάτισε κοντά στο ταίρι του. Ακουγόταν το ζωντανό βουητό του αστραφτερού Σπαθιού του Φύλακα. Ο Τίγρης ήταν πάντα σε θέση να ακούσει τι γινόταν γύρω του, αν και ο Σον είχε πει ότι κάτι τέτοιο ήταν ασυνήθιστο. Ανοιξε τα μάτια του. Μ όλις και μετά βίας μπορούσε να δει, αλλά
κατάφερε να διακρίνει την Αντρεα με το χέρι της γύρω από τη λεπίδα του Σπαθιού και τον Σον που κρατούσε τη λαβή. Μ ικρές ασημένιες λάμψεις ταξίδευαν από το σπαθί μέσα στην Αντρεα και έξω από το χέρι της μέσα του. «Είναι διαλυμένος εκεί μέσα» είπε η Αντρεα. «Χάος. Είναι πολλές από δαύτες». Τις σφαίρες εννοούσε. Τα νήματα μαγείας που έβγαιναν από την Αντρεα τον πονούσαν - τον πονούσαν πολύ. Η Κάρλι ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο του Τίγρη. Η δροσιά της επαφής αυτής εξαπλώθηκε σαν βάλσαμο σε όλο το χτυπημένο κορμί και στα άκρα του. Τα μάτια της Άντρεα άνοιξαν διάπλατα. «Για στάσου. Τι γίνεται;» Ο καινούριος πόνος που είχε πιάσει τον Τίγρη πέρασε στην Κάρλι. Ο Τίγρης βόγκηξε και το βογκητό του μετατράπηκε σε βρυχηθμό.Έσφιξε τις γροθιές του και το σαγόνι του. «Τι διάολο;» είπε ο Σον. Λευκά, καυτά μονοπάτια λάμψεων έρρεαν μέσα από το σώμα του. Κουνιόταν χωρίς να το θέλει. Μ εταμορφωνόταν σε μισό άνθρωπο και μισό τίγρη καθώς ο πόνος εξακολούθησε να υφίσταται. «Τι κάνετε;» είπε κλαίγοντας η Κάρλι. «Βοηθήστε τον».
«Δεν μπορώ». Η Αντρεα αποτραβήχτηκε παίρνοντας μαζί της τα ασημένια νήματα. Ο Τίγρης ίσα που ένιωσε την αποσύνδεση. Το αίμα ανάβλυζε από τις παλιές πληγές του και έπειτα από λίγο από πς καινούργιες. Οι σφαίρες που είχαν φωλιάσει μέσα του έβγαιναν έξω και δημιουργούσαν ένα μικρό σωρό γύρω από το σώμα του. Και πονούσε. Ο Τίγρης συνέχισε να βρυχάται, ενώ ο πόνος ήταν σαν μια μεγάλη έκρηξη. Οι σφαίρες δεν τον είχαν πονέσει τόσο πολύ όταν τον είχαν διαπεράσει. «Κλείνουν» είπε η Κάρλι κατάπληκτη. «Τίγρη, πώς στο διάολο το κάνεις αυτό;» Αν ήξερε θα είχε βρει έναν τρόπο να σταματήσει τον αφόρητο πόνο. Έκανε μια κίνηση να βρει την Κάρλι κι εκείνη του έπιασε το χέρι και το κράτησε. Η γούνα του εξαφανιζόταν καθώς η ένταση μειωνόταν, ενώ η ανθρώπινη σάρκα και τα δάχτυλά του έκαναν την εμφάνισή τους. «Άντρεα, τι έκανες;» Ο Ντίλαν ακουγόταν θυμωμένος, αλλά η μυρωδιά ίου πρόδιδε την ανησυχία του. «Δεν έκανα τίποτα» είπε η Αντρεα. «Θέλω να πω, τίποτα περισσότερο από ό,τι κάνω συνήθως. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τις πληγές ως νήματα και προσπαθώ να τα ξεμπλέξω. Δεν είχα καν αρχίσει να...Ήταν πολύ άσχημα εκεί μέσα».
ΟΈλισον έβηξε. «Λοιπόν, ό,τι κι αν ήταν αυτό, μπορείς να δεις αν θα δουλέψει πάνω μου;» «Τώρα, σε παρακαλώ» είπε μια καινούργια φωνή.Ήταν μια γυναίκα, μικρή αλλά δυνατή - η Μ αρία, η νεαρή κοπέλα που είχε ερωτευτεί τρελά ο'Ελισον. Η Αντρεα και η Φάε μυρωδιά της μετακινήθηκαν από τον Τίγρη αφήνοντας τον μόνο του με την Κάρλι. «Τα κατάφερες» ψιθύρισε ο Τίγρης. «Το θεραπευτικό άγγιγμα του ζεύγους». «Όχι» είπε απότομα ο Ντίλαν πριν προλάβει ν’ απαντήσει η Κάρλι. «Ηταν κάτι περισσότερο από αυτό. Εσύ, φίλε μου, γίνεσαι όλο και πιο μυστηριώδης». «Τέλος πάντων» του είπε απότομα η Κάρλι. «Αντί να τον ανακρίνετε και να του κάνετε μάθημα, προτείνω να τον πάμε σπίτι για να μπορέσει να ξεκουραστεί. Μ ου έσωσε τη ζωή και νομίζω ότι δικαιούται λίγη ηρεμία». Όταν ξύπνησε ο Τίγρης, βρισκόταν στη μεγάλη σοφίτα του τρίτου ορόφου του σπιτιού των Μ όρισεϊ, στο δωμάτιο όπου έμενε. Του άρεσε αυτό το δωμάτιο - ήταν μεγάλο με τέσσερα παράθυρα, ένα σε κάθε πλευρά. Μ ετά από μια ζωή μέσα στο σκοτάδι, όντας αποκλεισμένος και μην ξεχωρίζοντας χειμώνα ή καλοκαίρι, ανατολή ή δύση, μπορούσε πλέον να δει τον κόσμο. Ορισμένες φορές ο Τίγρης απλά καθόταν εδώ στο δωμάτιο κοιτάζοντας τους
αλλόμορφους, ατενίζοντας το πολλά ανθρώπινα σπίτια και τα κτίρια που περιέβαλλαν την Πόλη των Αλλόμορφων, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους που περνούσαν βιαστικά χωρίς να γνωρίζουν ότι τους παρακολουθούσε. Ξύπνησε στο μεγάλο κρεβάτι που του είχαν αγοράσει, κρατώντας το χέρι της Κάρλι. «Γιατί δεν ήρθαν ασθενοφόρα;» ρώτησε ο Τίγρης. Για κάποιο λόγο, αυτό ήταν που είχε στο μυαλό του. Θα έπρεπε να είχαν έρθει ασθενοφόρα, η αστυνομία και άνδρες με όπλα με ηρεμιστικά, όπως είχε γίνει στη γειτονιά του Ίθαν στην κορυφή του λόφου. Η Κάρλι έσκυψε από πάνω του, με τα πράσινα μάτια της γεμάτα ανησυχία. «Δεν ξέρω.Ίσως οι αλλόμορφοι τους είπαν να μην έρθουν». Ο Τίγρης άρχισε να κουνά το κεφάλι του και έπειτα από λίγο σταμάτησε, γιατί άρχισε να τον πονάει. «Οι άνθρωποι δεν κάνουν αυτά που λένε οι αλλόμορφοι». «Δεν έχω ιδέα, τότε. Δεν έχει σημασία.Έβγαλες αυτές τις σφαίρες από το σώμα σου και οι πληγές σου έχουν ήδη κλείσει. Η Αντρεα λέει ότι είναι τρελό. Ο Ντίλαν λέει ότι ναι, θεραπεύεσαι γρηγορότερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι αλλόμορφοι, αλλά αυτό είναι κάτι καινούργιο. Ακόμη και για σένα».
«Ήσουν εκεί». «Το ξέρω ότι ήμουν εκεί. Το είδα με τα μάτια μου». «Άγγιγμα από ταίρι». Ο Τίγρης έσφιξε το χέρι της, αλλά αισθάνθηκε τον εαυτό του τόσο αδύναμο που ίσα που κατάφερε να κουνήσει τα δάχτυλά της. Μ ισούσε να είναι αδύναμος. «Μ η με κοιτάς σαν να έχω κάποιου είδους μαγικές δυνάμεις. Δεν είμαστε σε ταινία. Και ούτως ή άλλως, ο Ντίλαν είπε όχι». «Ο Ντίλαν δεν τα ξέρει όλα». Τα χείλη του Τίγρη τινάχτηκαν. «Νομίζει ότι τα ξέρει όλα...» «Ναι, πάντως και ο Λίαμ είπε όχι, όπως και ο Σον, η Άντρεα, οΈλισον, αλλά και ένας πραγματικά μεγαλόσωμος άνδρας που ονομάζεται Ρόναν. Α, και μια ξανθιά που ονομάζεται Γκλόρι». «Το ταίρι του Ντίλαν» είπε ο Τίγρης με αδύναμη φωνή. «Το φαντάστηκα» είπε η Κάρλι. «Μ ε κοίταξε με ένα βλέμμα...Ήταν σαν να μου έλεγε ότι θα μου κάνει κακό αν δεν ήμουν καλή μαζί σου». «Τι απέγινε ο Γουόκερ; Ο άνδρας με το όπλο ήταν ντυμένος σαν αυτόν». «Τον Γουόκερ τον πήγαν στο σπίτι του Ρόναν - αν άκουσα καλά. Δεν τον ήθελαν εδώ όταν θα επέστρεφες».
«Πρέπει να του μιλήσω». Ο Τίγρης παραμέρισε το σεντόνι, σηκώθηκε από το κρεβάτι και βόγκηξε. Ξάπλωσε πάλι κάτω. «Δεν έχω πονέσει ποτέ τόσο πολύ». «Βάζω στοίχημα ότι ούτε έχεις βγάλει ποτέ σφαίρες από το σώμα σου». Η Κάρλι χάιδεψε τα δάχτυλά του. Η δροσιά της τον διαπέρασε. «Είναι λίγο φρικαρισμένοι κάτω. Μ ιλάνε για σένα». «Εσύ γιατί όχι;» ρώτησε ο Τίγρης. «Κάτω;Ήθελα να σιγουρευτώ ότι είσαι εντάξει». Ο Τίγρης εννοούσε γιατί δεν είχε φρικάρει, αλλά το άφησε να περάσει χωρίς να εξηγήσει. «Επειδή είσαι το ταίρι μου». Η Κάρλι συνοφρυώθηκε, πράγμα που έκανε το κάτω χείλος της να εξέχει - ήταν τόσο σέξι. «Σχετικά με αυτό... Ο Κόνορ μου εξήγησε τι εννοείτε όταν μιλάτε για ταίρια. Πρέπει να μιλήσουμε, αλλά μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να αισθανθείς καλύτερα». Ο Τίγρης ήθελε να γελάσει, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει γιατί θα ήταν πάρα πολύ επίπονο. «Ο Σον λέει ότι οι τρεις πιο τρομακτικές λέξεις που μπορεί να πει μια γυναίκα είναι “πρέπει να μιλήσουμε”«. «Ίσως.Όμως όχι τώρα. Υπάρχει άπλετος χρόνος να μιλήσουμε
αργότερα». «Είσαι το ταίρι μου» είπε ο Τίγρης. «Δε χρειάζεται να πούμε τίποτα». «Χμ... Κλείσε το στόμα σου, γλυκέ μου. Κοιμήσου να γίνεις καλά». Η Κάρλι έσκυψε από πάνω του. Οι βλεφαρίδες φτερούγισαν πάνω απ’ τα χείλη του πριν τα φιλήσει. «Και σε ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή. Οι σφαίρες βρήκαν εσένα και έτσι σώθηκα». «Δεν κάνει τίποτα» ψιθύρισε ο Τίγρης. Αλλη μια δροσερή ανάσα της γλίστρησε μέσα του, άλλο ένα φιλί, και ο Τίγρης έπεσε σε βαθύ ύπνο. Ο Λίαμ Μ όρισεϊ δεν μπόρεσε να συγκροτήσει το θυμό του πριν κλείσει το κινητό και το πετάξει στον πάγκο της κουζίνας. Είχε περπατήσει ως την κουζίνα για να μιλήσει, αλλά ο Ντίλαν τον είχε ακολουθήσει δήθεν για να πάρει μια μπίρα από το ψυγείο. «Ποιος διάολο τα μαρτύρησε όλα στο συμβούλιο;» ρώτησε ο Λίαμ έχοντας σφίξει τις γροθιές του στον πάγκο. «Μ παμπά, εσύ το έκανες;» Ο Ντίλαν κούνησε ήσυχα το κεφάλι του. «Δεν είμαι πια αρχηγός, παλικάρι μου. Δε μιλάω με άλλους εν αγνοία σας». «Το ξέρω. Συγγνώμη». Η αναστάτωση του Λίαμ σχετικά με τα
γεγονότα και τον Τίγρη τον είχε κάνει να ψάχνει κάποιον να ξεσπάσει, αλλά το να στραφεί εναντίον του πατέρα του δεν ήταν η λύση. Το στωικό βλέμμα του Ντίλαν έκανε τον Λίαμ να αισθανθεί ακόμη περισσότερη ντροπή. Ο πατέρας του είχε αποδεχτεί τη μετάβαση ηγεσίας αμαχητί. Ο Ντίλαν γνώριζε ότι είχε φτάσει εκείνη η μοιραία ημέρα, ακόμη κι αν στερούνταν ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του. Ο Λίαμ ήλπιζε να ήταν τόσο ήρεμος όταν θα έφτανε η σειρά του να αποχωρήσει. «Θέλουν να συναντηθούμε» είπε ο Λίαμ. «Όλοι τους». «ΟΈρικ ήταν;» ρώτησε ο Ντίλαν. ΟΈρικ Γουόρντεν ήταν ο αρχηγός της Πόλης των Αλλόμορφων στο Λας Βέγκας. Το ταίρι του, η Αϊόνα, ήταν η πρώτη που είχε βρει τον Τίγρη. ΟΈρικ είχε βοηθήσει τον Τίγρη να αποδράσει και, στη συνέχεια, ο Λίαμ είχε προσφερθεί να αφήσει τον Τίγρη να μείνει στο Όστιν υπό την εποπτεία του. Ο Λίαμ αμφισβητούσε την απόφαση αυτή από την ημέρα που την είχε πάρει. Όχι επειδή πίστευε ότι ο Τίγρης δεν άξιζε μια ευκαιρία για ζωή, αλλά επειδή δεν είχε μάθει αρκετά γι’ αυτόν ώστε να πείσει τον εαυτό του ή το άτυπο συμβούλιο των αρχηγών της Πόλης των Αλλόμορφων ότι ήταν ασφαλής.
Ο Ντίλαν είχε θεσπίσει το συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του, το οποίο αποτελούσε απλά μια συγκέντρωση των αρχηγών της Πόλης των Αλλόμορφων για να συζητήσουν για προβλήματα και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο να βρουν λύσεις. Οι συγκεντρώσεις αυτές, με βάση την ιδιοσυγκρασία των αλλόμορφων, συχνά εξελίσσονταν σε τσακωμούς, αλλά οι αρχηγοί γνώριζαν ότι μπορούσαν να καλούν ο ένας τον άλλο όταν τα προβλήματα μπορούσαν να επηρεάσουν περισσότερες από μια Πόλη των Αλλόμορφων. ΟΈρικ είχε τηλεφωνήσει το απόγευμα λέγοντας ότι οι αρχηγοί των Πόλεων των Αλλόμορφων ήθελαν να συναντηθούν για να συζητήσουν για τον Τίγρη. Είχαν ακούσει ότι είχε πυροβοληθεί από τον Ίθαν και ότι στη συνέχεια είχε κάνει φασαρία στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Ο Λίαμ είχε επίσης ενημερώσει ότι ο Τίγρης είχε πυροβοληθεί και πάλι σήμερα, αυτή τη φορά σκοπίμως από έναν άγνωστο δολοφόνο. Ή ίσως η Κάρλι να ήταν ο στόχος; Ποιος διάολο ήξερε; ΟΈλισον ήταν λιπόθυμος εκείνη την ώρα, οπότε δεν μπορούσε να δώσει τα φώτα του σχετικά με το τι είχε συμβεί. Η Μ αρία, το ταίρι τουΈλισον, είχε αγριοκοιτάξει τον Λίαμ όταν ήταν στον τόπο του ατυχήματος, μια και πίστευε πως ο Λίαμ θα έπρεπε να είχε προστατεύσει τονΈλισον από τον πυροβολισμό. Η βολή είχε βρει το πόδι του, μην Καταλήγοντας ευτυχώς σε κάποιο όργανο ζωτικής σημασίας. Αν ο δολοφόνος το είχε σχεδιάσει έτσι,
αυτό σήμαινε ότι ήταν δεινός σκοπευτής. ΟΈρικ δεν ήταν ευχαριστημένος με την είδηση του δεύτερου πυροβολισμού και έκλεισε λέγοντας ότι οι υπόλοιποι αρχηγοί ήθελαν να μιλήσουν όσο το δυνατόν συντομότερα. Είχαν ορίσει το Ντάλας ως τόπο συνάντησης επειδή δεν είχε κάποια Πόλη των Αλλόμορφων κι επειδή ήταν αρκετά κοντά στο Όστιν ώστε, σε περίπτωση που χρειαστεί, ο Λίαμ να μπορέσει να επιστρέφει γρήγορα πίσω. «Αρα θέλουν να αφήσω τον Τίγρη σε αυτή την κατάσταση και να πάμε όλοι μέχρι το Ντάλας για να κάτσουμε γύρω από ένα τραπέζι και να συζητήσουμε γι’ αυτόν; Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει με τον Τίγρη. Επιμένει ότι η Κάρλι είναι το ταίρι του - τι θα συμβεί όταν εκείνη του πει όχι και αυτός δε δεχτεί την απάντηση;» «Θα ασχοληθούμε με αυτό το θέμα όταν έρθει η ώρα» είπε ο Ντίλαν, πάντα πρακτικός σε τέτοια ζητήματα. «Δεν μπορείς να χάσεις τη συνάντηση, γιε μου. Θα στείλουν ανιχνευτές και θα σε σύρουν ως εκεί, αν το κρίνουν απαραίτητο. Δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις που ανησυχούν για τον Τίγρη». «Μ α νομίζεις ότι δεν ανησυχώ εγώ για τον Τίγρη; Πώς στο διάολο επιβίωσε από αυτό και άρχισε να θεραπεύεται μόνος του; Τι διάολο έβαλαν μέσα του εκείνοι οι άνθρωποι;» «Πλησιάζει η ώρα να το μάθουμε».
Ο Λίαμ κούνησε το κεφάλι του. «ΟΈρικ διέλυσε το εργαστήριο. Δε θα βρούμε τίποτα εκεί τώρα». «Οι άνθρωποι όμως θα θυμούνται». Ο Ντίλαν άγγιξε το μέτωπό του. «Οι πληροφορίες που ζητάμε βρίσκονται μέσα στο κεφάλι τους. Θα βρούμε ποιοι εργάστηκαν πάνω στο πρόγραμμα του Τίγρη και θα τους ρωτήσουμε». «Θα αποκαλυφθούν τα ίχνη του και θα μπει σε μεγαλύτερο κίνδυνο». «Θα πρέπει απλά να τους ρωτήσουμε με έναν τρόπο που δε θα μπορέσουν να αρνηθούν». Ο Λίαμ δεν ήταν σίγουρος για το τι είχε ο πατέρας του στο μυαλό του. Ο Ντίλαν ήταν ορισμένες φορές ανελέητος, χαρακτηριστικό που ο Λίαμ δεν το είχε παρατηρήσει στον εαυτό του - ίσως η Νίαμ, η βιολογική μαμά του Λίαμ, μια κυρία με χρυσή καρδιά, τον είχε κάνει έτσι. Ο Ντίλαν έπρεπε να κρατήσει την οικογένειά του ενωμένη σε καλές και άσχημες στιγμές, σε περιόδους πείνας και θλίψης, ενώ στη συνέχεια έπρεπε να τους φέρει στην Αμερική για να του φορέσουν τελικά το κολάρο και να ζήσει σε κάποια Πόλη των Αλλόμορφων. Οι αποφάσεις του Ντίλαν θα έκαναν οποιονδήποτε άνθρωπο να βγάλει στην επιφάνεια τη σκληρή του πλευρά. Τουλάχιστον ο πατέρας του Λίαμ είχε βρει την ευτυχία και πάλι με την Γκλόρι.Ήταν μια δυναμική γυναίκα που δεν έλεγε ξεκάθαρα
την άποψή της για όλα τα θέματα. Ο Ντίλαν άλλωστε χρειαζόταν κάποια που να μην ανεχόταν πολλές από τις παραξενιές του. Μ ια λιγότερο δυναμική γυναίκα θα κατέρρεε και ο Ντίλαν το γνώριζε αυτό.Ήταν ευτυχισμένοι μαζί, γεγονός που έκανε και τον Λίαμ ευτυχισμένο. Ο πατέρας του είχε περάσει πολλά. «Πήγαινε στη συνάντηση, γιε μου» είπε ο Ντίλαν. «Ο Σον κι εγώ θα κρατήσουμε όρθιο το φρούριο». «Μ πορείς όμως να κρατήσεις τον Τίγρη;» «Εσύ μπορείς;» Το βλέμμα του Ντίλαν συναντήθηκε με εκείνο του Λίαμ. Δεν κοίταξε μακριά. Μ πορεί ο Ντίλαν να μην ήταν ο αρχηγός της Πόλης των Αλλόμορφων ή ο αρχηγός της φαμίλιας των Μ όρισεϊ, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι ο λόγος του μετρούσε λιγότερο. Ο Λίαμ έτριψε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό του. «Δεν ξέρω, μπαμπά. Κάνει ό,τι του ζητήσω, αλλά ξέρω ότι δεν είναι επειδή είναι υποτακτικός ως προς εμένα. Υπακούει γιατί επιλέγει να το κάνει. Την ημέρα που δεν θα το επιλέξει, δεν θα είμαι σε θέση να τον σταματήσω». «Τότε καλύτερα να μάθουμε ό,τι μπορούμε. Να μάθουμε πώς να τον σταματήσουμε, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό».
Ο Λίαμ γρονθοκόπησε τον πάγκο. Ευχήθηκε να ήταν η Κιμ στο σπίτι, αλλά η σύζυγός του είχε μια δουλειά που ήταν σημαντική για εκείνη και δεν ήθελε να την φέρνει στο σπίτι κάθε φορά που χρειαζόταν μια αγκαλιά. Θα συγκρατούνταν για το βράδυ, όταν θα έμεναν μόνοι. Θα της άνοιγε μεθοδικά ένα ένα τα κουμπιά της μπλούζας της, θα της έβγαζε τη φούστα και θα αφηνόταν να χαθεί στο άρωμά της... «Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα αναγκαστούμε να τον σταματήσουμε μια και καλή» είπε ο Λίαμ. «Τον συμπαθώ τον Τίγρη και είναι καλός με τα μικρά». «Είναι, ναι» είπε ο Ντίλαν. «Αλλά είναι κάποιος τον οποίο δεν κατανοώ. Και κάποια μέρα δεν θα είναι καλός με τα μικρά...» «Θα ασχοληθούμε με αυτό το θέμα όταν έρθει η ώρα» είπε ο Λίαμ επαναλαμβάνοντας τα λόγια του πατέρα του.Έσκυψε το κεφάλι του και μελέτησε τα μοτίβα στον πάγκο, την παλιά ξύλινη επιφάνεια που είχε χρωματιστεί από γενιές λεκέδων από κούπες καφέ και απ’ το χυμό της κόρης του που έπινε σήμερα το πρωί. «Γαμώτο, δε θέλω να πάω στο Ντάλας. Πάντα χάνομαι σε αυτούς τους αυτοκινητόδρομους». Ο Γουόκερ Ντάνιελσον ξύπνησε και πάλι ανάσκελα, με τους καρπούς του δεμένους μπροστά του. Συνερχόταν και λιποθυμούσε συνεχώς από τη στιγμή που ο αλλόμορφος τον είχε μεταφέρει στην αυλή μπροστά από το ωραίο του μπαγκαλόου. Ο Γουόκερ είχε
ξυπνήσει και πάλι στο σαλόνι ενός μπαγκαλόου, περιτριγυρισμένος από άνδρες με κολάρα που φαίνονταν να μην τους πειράζει ιδιαίτερα να τον ξεσκίσουν, αφήνοντας τα κομμάτια του τριγύρω ως προειδοποίηση προς άλλους επίδοξους «ήρωες». Οι υπάλληλοι στο Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων πίστευαν ότι οι αλλόμορφοι ήταν θύματα, ότι μπορούσαν να τους περιορίζουν και να τους ελέγχουν.Έδιναν συγχαρητήρια στους ίδιους τους εαυτούς γι' αυτό. Αλλά οι αλλόμορφοι ήταν επικίνδυνοι και αυτός ο αλλόμορφος τίγρης Βεγγάλης ήταν ακόμα πιο επικίνδυνος από τους περισσότερους. Ο διοικητής του Γουόκερ το γνώριζε αυτό. Όταν ο Γουόκερ είχε συντάξει την έκθεσή του για το περιστατικό στο νοσοκομείο του είχαν πει να επικοινωνήσει με τον δρ Μ πρέναν και να πλευρίσουν την γυναίκα που φαινόταν να αρέσει στον Τίγρη, ώστε να δουν αν θα μπορούσαν να την κάνουν να μάθει περισσότερα σχετικά μ’ αυτόν και να τους τα πει όλα στη συνέχεια. Κάρλι Ράνταλ.Ήταν ένα όμορφο, φιλικό, ευγενικό και καλά αναθρεμμένο κορίτσι από το Τέξας. Δεν είχε χάψει τις βλακείες του Μ πρέναν ούτε για μια στιγμή. Είχε αναγνωρίσει τον κίνδυνο που ονομαζόταν Γουόκερ και ήξερε ότι οι αλλόμορφοι φίλοι της δε θα άφηναν τον Γουόκερ να ξεφύγει. Έτσι λοιπόν ο Γουόκερ ξύπνησε στο πάτωμα ενός ακόμη σπιτιού αλλόμορφων, αφότου ο Ντίλαν τον είχε πυροβολήσει με
ηρεμιστικό -γεγονός το οποίο δεν τον ανησυχούσε σε καμία περίπτωση. Το βλέμμα του Ντίλαν έλεγε στον Γουόκερ ότι, αν ήταν στο χέρι του, θα του είχε χορηγήσει θανατηφόρα δόση. Ο Γουόκερ εκτιμούσε την κατάσταση μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του την ώρα που κειτόταν όσο πιο ακίνητος μπορούσε έτσι ώστε όποιος ήταν υπεύθυνος να τον προσέχει να μην αντιληφθεί ότι ήταν ξύπνιος. Είχαν βγάλει την μονωτική ταινία από το στόμα του. Αυτό δε σήμαινε πως το είχαν κάνει από καλοσύνη - αυτό σήμαινε ότι δεν ανησυχούσαν για το ποιος θα τον άκουγε αν φώναζε. Θα πρέπει να βρισκόταν αρκετά βαθιά στην Πόλη των Αλλόμορφων. Το σαλόνι αυτό ήταν παρόμοιο με εκείνο στο σπίτι των Μ όρισεϊ. Το ταβάνι είχε ξύλινα δοκάρια, τα παράθυρα μεγάλα κουφώματα και ένα εξ αυτών ήταν ανοιχτό αφήνοντας τον αέρα να μπαίνει μέσα.Έκανε ζέστη. Το σπίτι αυτό ήταν μεγαλύτερο από το άλλο, το καθιστικό διπλάσιο από εκείνο των Μ όρισεϊ. Στο πίσω μέρος του δωματίου υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι με πολλές καρέκλες. Μ ια γυαλισμένη ξύλινη σκάλα οδηγούσε προς τον πάνω όροφο και μια πόρτα κοντά στο τραπέζι οδηγούσε προφανώς στην κουζίνα. Πολλοί αλλόμορφοι θα έπρεπε να ζούσαν εδώ, κρίνοντας από το μήκος του τραπεζιού και τον ανάκατο τρόπο που οι καρέκλες είχαν σπρωχτεί προς το εσωτερικό μέρος του τραπεζιού. Κάθε καρέκλα
έμοιαζε να είχε χρησιμοποιηθεί. Το δωμάτιο φαινόταν να είναι άδειο - απ’ όσο μπορούσε τουλάχιστον να διακρίνει ο Γουόκερ. Τον είχαν αφήσει μόνο του. Οι αλλόμορφοι ήταν οι καλύτεροι θηρευτές στη γη, πράγμα που σήμαινε ότι δε φοβόντουσαν κάποια απόδρασή του. Ούτε καν με ανοιχτό το παράθυρο. Ο Γουόκερ σάλιωσε τα χείλη του ανοίγοντας και κλείνοντας το στόμα του ορισμένες φορές.Ήθελε τόσο πολύ να πιει λίγο νερό. Η δίψα του ωστόσο ήταν μόνο ένας περισπασμός. Ο Γουόκερ δεν πέθαινε. Κούνησε τους καρπούς του μετατοπίζοντας το αυτοκόλλητο μέρος της ταινίας από το δέρμα του και προσπάθησε να λυθεί από τα δεσμά του. Έκλεισε τα μάτια καθώς συγκεντρωνόταν, προσπαθώντας παράλληλα να ξεκουραστεί. Το να έβγαινε έξω δε θα ήταν εύκολο και θα χρειαζόταν όλη την ενέργεια που θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του. Ήταν πιο εύκολο να ξεφύγει από την μονωτική ταινία σε σχέση με τις πλαστικές ή μεταλλικές χειροπέδες - εκτός κι αν είχε στην κατοχή του κάποιο αντικείμενο για να ξεκλειδώσει την κλειδαριά από τις χειροπέδες. Μ ε την ταινία όλα ήταν θέμα χαλάρωσης του καρπού προκειμένου να γλιστρήσει τουλάχιστον το ένα χέρι. Από εκεί κι έπειτα, όλα θα ήταν εντάξει.
Ευχαριστούσε τους αγίους που κάποτε είχε ένα μέντορα ο οποίος είχε ετημείνει να τον βάλει να κάνει τέτοιου είδους ασκήσεις, ανάμεσα στις άλλες. Θα σκέφτεσαι ότι είμαι αναίσθητος και ότι οι μέθοδοί μου είναι σκληρές, είχε πει ο άνθρωπος αυτός. Αλλά αν βρεθείς ποτέ σε οποιαδή-ποτε από αυτές τις καταστάσεις, πίσω από τις γραμμές του εχθρού, δε θα πανικοβληθείς. Θα ξέρεις ακριβώς τι πρέπει να κάνεις. Είχε μετατρέψει τον Γουόκερ σε ταλαντούχο μάγο αποδράσεων. Η ταινία χαλάρωσε και ο Γουόκερ ελευθέρωσε το ένα του χέρι. Αυτό ήταν αρκετό για να του επιτρέψει να χαλαρώσει και το άλλο.Έπιασε την ταινία με την οποία είχαν δέσει τα πόδια του. Ξαφνικά βρέθηκε ξανά ανάσκελα με ένα καλλίγραμμο πόδι να τον πιέζει στο ύψος του στέρνου του. Ο Γουόκερ κοίταζε το μακρύ και καλλίγραμμο πόδι μιας γυναίκας που φορούσε τζιν σορτσάκι και ένα μπλουζάκι που έγραφε: «Διατηρείτε το Ότιν Περίεργο». Είχε σκούρα καστανά μαλλιά με ανοιχτές ανταύγειες, τα οποία έπεφταν λίγο πιο κάτω από τους ώμους της. Το πρόσωπό της ήταν απίστευτο, το χαμόγελό της πλατύ, τα μάτια της καφέ και εγκάρδια. Θα ’πρεπε να ήταν πάνω από 1,8Ο μ. και το πόδι της πάνω του τού έλεγε ότι ήταν δυνατή.
«Όχι τόσο γρήγορα, γλύκα» είπε και το χαμόγελό της έγινε ακόμα πιο πλατύ. «Θα μείνεις εδώ, μαζί μου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 Ο Γουόκερ ξεροκατάπιε. «Ποια είσαι συ;» «Εγώ είμαι η Ρεμπέκα. Μ ια αλλόμορφη αρκούδα, αν αναρωτιέσαι. Και εσύ είσαι ο Γουόκερ».Έγειρε το κεφάλι της για να τον εξετάσει. «Μ ’ αρέσει αυτό το όνομα». «Και στη μαμά μου άρεσε». «Ω, τι γλυκό». Η Ρεμπέκα έσκυψε προς τα εμπρός και τα μεγάλα της στήθη πίσω από το σφιχτό πουκάμισο που φορούσε ήρθαν κοντά μεταξύ τους. «Άκου τι πρόκειται να συμβεί, Γουόκερ. Θα μείνεις εδώ, στο σαλόνι μου, έως ότου ο Λίαμ αποφασίσει τι θα κάνουμε με σένα. Θες λίγο νερό; Όταν έβγαλα την ταινία από το στόμα σου τα χείλη σου ήταν στεγνά. Θα πρέπει να δίψας». Ο Γουόκερ καθάρισε το λαιμό του. «Ωραία θά ταν νά πίνα λίγο νερό». Η Ρεμπέκα σήκωσε το κεφάλι της, αλλά η πίεση στο στέρνο του Γουόκερ δε μειώθηκε. Δεν θα ήταν σε θέση να της χτυπήσει το πόδι με μια βιαστική κίνηση.
«Όλαφ!» φώναξε η Ρεμπέκα. «Όλαφ, γλυκέ μου, φέρε λίγο νερό στον καλεσμένο μας». Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και βγήκε ένα μικρό αγόρι με άσπρα μαλλιά και κατάμαυρα μάτια, κρατώντας ένα μπουκάλι με τα δυο του χέρια. Το αγόρι πλησίασε άφοβα τον Γουόκερ και έτεινε το μπουκάλι προς το μέρος του. Ο Γουόκερ το πήρε κάπως απορημένος.Ήξερε ότι αν προσπαθούσε να ετιιχειρήοει τίποτα, όπως το να χτυπήσει το παιδί ή να σπρώξει την Ρεμπέκα για να ξεφύγει, εκείνη θα τον σκότωνε. Το βλέμμα στο πρόσωπό της το έλεγε ξεκάθαρα. Ο Γουόκερ δε θα χρησιμοποιούσε ένα παιδί για να αποδράσει. Δεν ήταν τέτοιος. Σήκωσε το μπουκάλι με το νερό και ήπιε. Ίσως να είχαν ρίξει μέσα φάρμακα για να τον κρατήσουν ναρκωμένο, αλλά δεν τον ένοιαζε αυτή τη στιγμή. Όταν θα ήταν πιο ξεκούραστος και δε θα διψούσε θα έβρισκε τρόπο να το σκάσει. Το νερό πάντως είχε κανονική γεύση, δεν ένιωθε κάτι διαφορετικό μέσα σ’ αυτό. ΟΌλαφ τον κοίταζε να πίνει με βαρύ βλέμμα. Κανένα παιδί δε θα έπρεπε να είναι τόσο ήρεμο και σοβαρό. Δεν έμοιαζε καθόλου στη Ρεμπέκα, άρα δεν ήταν γιος της ή κάποιος μικρός αδελφός της. Το αγόρι ήταν περίπου δέκα ετών και τα μάτια του ήταν μαύρα, όχι καφέ σκούρα όπως είχε αρχικά αντιληφθεί ο Γουόκερ.Ήταν τα
μάτια ενός ζώου, ενός θλιμμένου ζώου. Ο Γουόκερ έδωσε το μπουκάλι πίσω στονΌλαφ. «Ευχαριστώ». «Παρακαλώ» είπε οΌλαφ και έκανε μεταβολή επιστρέφοντας στην κουζίνα. «Προσπάθησες να με ευαισθητοποιήσεις με ένα χαριτωμένο παιδί;» ρώτησε ο Γουόκερ σκουπίζοντας το στόμα του. «Πέτυχε;» «Δεν κάνω κακό σε παιδιά». «Χαίρομαι. Θα έπρεπε μετά να σου κάνω εγώ κακό αν το επιχειρούσες». «Το φαντάστηκα». Ξαφνικά, ο Γουόκερ χτύπησε. Η Ρεμπέκα κοντοστάθηκε να πάρει μια ανάσα για να συνεχίσει τα πειράγματα, αλλά βρέθηκε να πέφτει προς το πάτωμα. Ο Γουόκερ της είχε αρπάξει το πόδι -με την μεταξένια επιδερμίδα πάνω από τους γυμνασμένους μυς της- και τινάχτηκε προς τα πάνω για να την καρφώσει στο έδαφος. Η Ρεμπέκα προσγειώθηκε πάνω του και το απαλό της στήθος ακού-μπησε πάνω στο γυμνασμένο στέρνο του.
Η Ρεμπέκα είχε καλά αντανακλαστικά. Ο Γουόκερ είχε κάνει κίνηση για να τη βάλει από κάτω του και να της δέσει τα χέρια με την ταινία, αλλά δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Η Ρεμπέκα τον είχε καρφώσει στο πάτωμα. Η πλάτη του ήταν σταθερή πάνω στο χαλί, ενώ η λαβή της στους ώμους του τέλεια. Το χαμόγελό της δεν κλονίστηκε. «Καλή προσπάθεια». «Επρεπε να την κάνω» είπε ο Γουόκερ. Η Ρεμπέκα τον πλησίασε και η ζεστή αναπνοή της απλώθηκε πάνω σε όλο του το πρόσωπο. «Ξέρεις τι, Γουόκερ; Είμαι μια αλλόμορφη γυναίκα στα γόνιμό μου χρόνια. Ξέρεις τι πάει να πει αυτό;» Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο. «Ότι ερεθίζομαι εύκολα. Πάρα πολύ εύκολα». Το να τη βοηθούσε πάνω σ’ αυτό το θέμα δε θα ήταν κακό. Καθόλου κακό. Η μεγάλη καρδιά και το σκληρό του μόριο θα του το έλεγαν ακόμη κι αν το μυαλό του δεν το έκανε.Ήταν μέσα σε μια πλούσια γυναικεία αγκαλιά. Πολύ δελεαστικό. Οποιοσδήποτε άνδρας, εκτός απ’ τον Γουόκερ, θα δεχόταν την προσφορά και θα την άφηνε να τον πάρει, εδώ, παραδίδοντας τον εαυτό του στην ομορφιά της. Αλλά ο Γουόκερ ποτέ δεν έμπλεκε το σεξ με τις αποστολές του. Το ζευγάρωμα ήταν για εκείνον μια γιορτή, ήταν για να χαλαρώνει μετά τη δουλειά.Ήθελε να είναι χαλαρός, ήθελε να μπορούσε να αφεθεΐ, ήθελε να το απολαύσει. Το να διέκοπτε την αποστολή του για να ζευγαρώσει θα ήταν
τρομερά ηλίθιο. Χρειαζόταν μόνο λίγο αυτοέλεγχο για να μείνει συγκεντρωμένος. Η Ρεμπέκα μπορεί να διέθετε καλά αντανακλαστικά και μπορεί να ήταν ό,τι πιο καυτό είχε δει εδώ και πολύ, πολύ καιρό, αλλά δεν ήταν κάποιος εκπαιδευμένος μαχητής. Δεν ήξερε να παλεύει βρόμικα. Ο Γουόκερ κινήθηκε γρήγορα. Μ ε μια αστραπιαία κίνηση την έκανε πέρα πετάγοντάς τη στο πάτωμα. Σηκώθηκε πρώτα στα γόνατά του και στη συνέχεια όρθιος προσπαθώντας να πιάσει την ταινία με την οποία είχαν δέσει τα πόδια του. Η Ρεμπέκα προσγειώθηκε άσχημα στο πάτωμα και χτύπησε το κεφάλι της στο κάτω μέρος της σκάλας. Ο Γουόκερ δεν ήθελε να συμβεί αυτό, αλλά έτσι θα την καθυστερούσε επιτρέποντας στον εαυτό του να λυθεί και να ξεφύγει από το παράθυρο. Οι αλλόμορφοι μπορούσαν να τον κυνηγήσουν πιο γρήγορα από ό,τι εκείνος μπορούσε να τρέξει, αλλά ήξερε πώς να βάζει μπρος ένα αυτοκίνητο χωρίς κλειδιά μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. «Ωχ». Η Ρεμπέκα έκανε πέρα τα μαλλιά από το πρόσωπό της. «Τώρα». Ο Γουόκερ τίναξε την ταινία έως ότου αυτή ξεκόλλησε από το μαύρο παντελόνι του. Ευχόταν να είχε πάρει μαζί του το μαχαίρι του. Είχαν δέσει ένα τεράστιο κομμάτι ταινίας γύρω από τα πόδια του και πάλευε να ελευθερωθεί απ’ αυτό.
Η Ρεμπέκα έβγαλε το πουκάμισό της. Δεν φορούσε σουτιέν, αλλά ο Γουόκερ δεν άφησε τον εαυτό του να αποσυντονιστεί, όχι εντελώς. Αυτό πάντως που είδε με την άκρη του ματιού του ήταν αρκετά καλό. Η Ρεμπέκα έσπρωξε κάτω το σορτσάκι της και στη συνέχεια το εσώρουχό της. Το γυμνό της σώμα και οι καμπύλες της, πανέμορφες και λαχταριστές, αποκαλύφθηκαν. «Γαμώτο» είπε. «Δεν ήθελα να αλλάξω μορφή σε αρκούδα μπροστά σου». Τα τελευταία λόγια της μετατράπηκαν σε ένα παρατεταμένο γρύλισμα καθώς το σώμα της μεγάλωνε και άλλαζε.Έβγαλε γούνα και τα νύχια της ήταν μεγαλύτερα από οποιοδήποτε μαχαίρι είχε δει ποτέ ο Γουόκερ στη ζωή του. Άλλαζε μορφή και οι βρυχηθμοί της δυνάμωναν ολοένα και περισσότερο, μέχρι που τελικά ο Γουόκερ είδε ακριβώς τι είδους αρκούδα ήταν. Κόντιακ. Οι τυπικές αρκούδες Κόντιακ ήταν γιγαντιαίες. Μ ια αλλόμορφη Κόντιακ, ακόμη και μια θηλυκή, ήταν τουλάχιστον διπλάσια. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι όλα τα έπιπλα στο δωμάτιο σπρώχτηκαν προς τους τοίχους. Ο Γουόκερ ελευθερώθηκε από τα δεσμά του.Έκανε ένα βήμα προς το ανοιχτό παράθυρο. Το γιγαντιαίο πόδι της αρκούδας όμως τον
έριξε κάτω. Η Ρεμπέκα άνοιξε το στόμα της για να δείξει τα τρομακτικά μεγάλα δόντια της στον Γουόκερ, πριν τον γυρίσει ανάσκελα και τον κρατήσει δέσμιο της με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που ήξερε. Κάθισε πάνω του. Τον άφηνε τουλάχιστον να αναπνεύσει. Το μεγάλο σώμα ζώου της τον κρατούσε τόσο καλά καρφωμένο στο έδαφος όσο και το ανθρώπινο, μόνο που τώρα ήταν πιο ζεστή και πιο βαριά, ενώ είχε πολύ περισσότερη γούνα. Η Ρεμπέκα χάιδευε το πρόσωπό του με τη μεγάλη αρκουδίσια μύτη της και τα σκούρα μάτια της έλαμπαν από χαρά. Σήκωσε το κεφάλι της και ο Γουόκερ θα ορκιζόταν ότι γελούσε. Όταν ξύπνησε ο Τίγρης, το απόγευμα χανόταν και αχτίδες φωτός έπεφταν στο δωμάτιο μέσα από τα παράθυρα. Είχε μάθει ότι κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής -το καλοκαίρι- το φως δεν έπεφτε από νωρίς και έτσι θα μπορούσε να έχει ήδη πάει οκτώ η ώρα το βράδυ. Η πρώτη αίσθηση που είχε ήταν αυτή της ελαφρότητας. Αισθανόταν πολύ καλύτερα το σώμα του και ο φρικτός πόνος είχε φύγει από πάνω του. Ο πονοκέφαλός του είχε υποχωρήσει, αφήνοντάς του μόνο ένα μικρό βουητό να του θυμίζει το περασμένο κακό.
Η δεύτερη ήταν αυτή της κατάπληξης.Ένα μεγάλο μέρος της ηρεμίας που αισθανόταν οφειλόταν στο γεγονός ότι η Κάρλι ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, κουλουριασμένη κάτω από τα σεντόνια, με το κεφάλι της ακουμπισμένο πάνω σε ένα μαξιλάρι. Το κρεβάτι του Τίγρη ήταν μεγάλο, το μεγαλύτερο στο σπίτι.Ήταν ογκώδης όσο ο Λίαμ, αλλά ήταν στο ύψος του Ρόναν, ενός άλλου αλ-λόμορφου αρκούδου Κόντιακ. Η Κιμ είχε πάρει στον Τίγρη ένα μεγαλύτερο κρεβάτι γιατί όταν είχε έρθει για πρώτη φορά δεν μπορούσε να κοιμηθεί και στριφογυρνούσε συνεχώς από τη μια πλευρά στην άλλη. Δυσκολευόταν να βρει την άνεσή του στο μικρό στρώμα που είχε ο Κόνορ, από τη στιγμή μάλιστα που ο προηγούμενος χώρος ύπνου του ήταν το μεταλλικό δάπεδο του κλουβιού στο οποίο τον είχαν φυλακίσει. Αφού είχε πέσει κάτω από το μικρότερο κρεβάτι ορισμένες φορές, η Κιμ είχε φέρει στο σπίτι ένα μεγαλύτερου μεγέθους. Η Κάρλι είχε αρκετό χώρο στο κρεβάτι. Ο ανεμιστήρας που ήταν ανοιχτός, σε συνδυασμό με το δροσερό αεράκι που φύσαγε από τα τέσσερα ανοιχτά παράθυρα, την είχαν αναγκάσει να τραβήξει το σεντόνι πάνω της. Ο ένας μηρός της, που καλυπτόταν από το σορτσάκι που είχε φορέσει στο σπίτι του Ίθαν, ξεπρόβαλε κάτω από το σεντόνι. Το μακιγιάζ της είχε πασαλειφτεί από το ατύχημα και τον ύπνο, ενώ η προσεκτικά πλεγμένη γαλλική πλεξούδα της ήταν μπερδεμένη.Ήταν όμορφη. Ο Τίγρης θεωρούσε ότι η Κάρλι δε
χρειαζόταν όλη αυτή την μπογιά στο πρόσωπο και στα μαλλιά της για να φαίνεται ωραία. Ήταν όμως ασφαλής. Ο Τίγρης μπορούσε να το μυρίσει, μπορούσε να το δει στο λείο δέρμα της.Ήταν μελανιασμένη και φοβισμένη, αλλά ήταν σώα. Αφησε τον εαυτό του να πιστέψει στη θεά τόσο ώστε να είναι ευγνώμων γι’ αυτό το γεγονός. Πριν από το ατύχημα η Κάρλι είχε δείξει στον Τίγρη πώς να φιλάει. Όταν είχε ανακύψει το θέμα, ο Λίαμ είχε πει στον Τίγρη ότι ούτε εκείνος ήξερε πώς να φιλάει και πως τον είχε μάθει η Κιμ. Είχε άφησε να εννοηθεί ότι το να μην ξέρει ένας αλλόμορφος πώς να φιλήσει δεν αποτελούσε πρόβλημα. Αυτό είχε ειπωθεί όταν ο Κόνορ είχε πει στον Τίγρη ότι θα μάθαινε πώς να φιλάει όταν θα έφτανε η ώρα. Ο Τίγρης έκανε πέρα μια τούφα μαλλιών που είχε πέσει στο μάγουλο της Κάρλι.Ήξερε ότι έπρεπε να πάει στον Ρόναν και να ανακρίνει τον Γουόκερ.Έπρεπε να μάθει γιατί τον είχαν στείλει να παρακολουθήσει την Κάρλι και γιατί ένας άνδρας ντυμένος με την ίδια μαύρη στολή τον είχε πυροβολήσει στην πλάτη πάνω από δέκα φορές. Αλλά το σπίτι ήταν ήσυχο, όπως κι ο δρόμος έξω. Οι αλλόμορφοι θα έπρεπε να βρίσκονται μέσα στα σπίτια τους τρώγοντας το βραδινό τους, μιλώντας με τα ταίρια και τα μικρά τους, οι γονείς
θα περνούσαν χρόνο με τις οικογένειές τους. Αργότερα το βράδυ οι νυκτόβιοι θα κάθονταν έξω με τους γείτονες, παίζοντας με τα παιδιά στις μεγάλες εκτάσεις πρασίνου που διέθεταν πίσω από τα σπίτια.Ή θα έφευγαν από την Πόλη των Αλλόμορφων για να πάνε στο μπαρ που διαχειριζόταν ο Λίαμ.Τσως και να πήγαιναν σε ένα κάποιο κλαμπ της πόλης στο οποίο τους επιτρεπόταν η είσοδος. Ή ίσως θα μπορούσαν να πάνε στον αγώνα πάλης που διεξαγόταν μια φορά την εβδομάδα, εκεί όπου οι αλλόμορφοι έβγαζαν τα επιθετικά ένστικτά τους στο ρινγκ και εκεί όπου στοιχημάτιζαν σαν τρελοί για το αποτέλεσμα. Ο Τίγρης δεν είχε τη δυνατότητα να αγωνιστεί. Δεν τον εμπιστεύονταν. Συμφωνούσε όμως μ’ αυτό. Για εκείνον, το να παλεύεις δεν ήταν παιχνίδι.Ήταν επιβίωση. Σκοτώνεις ή σε σκοτώνουν. Εκείνη τη στιγμή το κρεβάτι του ήταν το καλύτερο μέρος όπου μπορούσε να βρίσκεται.Ήταν σκληρός και έτοιμος.Ήθελε την Κάρλι. Αλλά το να την αγγίζει απαλά, ενώ κοιμόταν τον έκανε να νιώσει κάτι που δεν είχε ξανανιώσει. Ο Τίγρης έγειρε κοντά της. Θυμήθηκε πώς να σουφρώσει τα χείλη του και πώς να απελευθερώσει την πίεση τη σωστή στιγμή. Τη φίλησε στο μάγουλο. Η Κάρλι ανοιγόκλεισε μια φορά τα μάτια της, και πάλι άλλη μια. Στο τέλος χαμογέλασε. «Γεια σου». Κάθισε περνώντας τις
μπούκλες των μαλλιών της πίσω από τα αυτιά της. «Δεν ήθελα να αποκοιμηθώ». «Έμεινες». Η Κάρλι ανασήκωσε τους ώμους. «Είπα στον Άρμαντ για το ατύχημα και μου είπε ότι σε καμία περίπτωση δε θα με άφηνε να πήγαινα στη δουλειά. Είπε ότι θα έβαζε την Ιβέτ να απαντάει στα τηλέφωνα και ότι θα την παρακαλούσε να είναι ευγενική με τους πελάτες». Γέλασε λίγο. «Η Ιβέτ έχει τη μεγαλύτερη καρδιά του κόσμου, αλλά δεν ανέχεται και πολύ τους ανόητους. Θα τους έσωζε τη ζωή και θα τους έφτιαχνε το καλύτερο φαγητό που θα μπορούσαν να φάνε, αλλά θα τους αράδιαζε ταυτόχρονα τις απόψεις της». «Έτσι κάνει και η Γκλόρι. Μ όνο που δεν μπορεί να μαγειρέψει». Η Κάρλι γέλασε ξανά και έφερε τα γόνατά της στο ύψος του στήθος της. Τα αγκάλιασε με τα χέρια της. Τι ωραίο, σκέφτηκε ο Τίγρης, καθώς παρατηρούσε την απαλότητα των μηρών της, να γνωρίζει κανείς ανθρώπους -ανθρώπους που δεν ήταν ερευνητές που είχαν σκοπό να τον μελετήσουν- αρκετά καλά ώστε να μπορεί να κάνει αστεία μαζί τους. «Φαίνεσαι καλύτερα» είπε η Κάρλι. Ο Τίγρης έβαλε το χέρι του στην κοιλιά του. Πόνεσε λίγο καθώς
την άγγιξε, αλλά αυτό ήταν όλο.Όπως και πριν, το σώμα του είχε κλείσει τις πληγές του και γινόταν καλά. «Γιατί έμεινες;» ρώτησε. «Μ όλις σου εξήγησα. Ο Άρμαντ είπε...» «Όχι». Ο Τίγρης έκατσε κι αυτός μαζί της, νιώθοντας κουρασμένος από την πολλή ώρα που βρισκόταν ανάσκελα. Στάθηκε κοντά στο κεφαλάρι, ακουμπώντας το ένα του χέρι πάνω στο γόνατό του. «Θα μπορούσες να είχες πάει σπίτι. Θα μπορούσες να είχες πάει οπουδήποτε. Αλλά έμεινες». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ανησυχούσα για σένα». «Γιατί; Είδες ότι θεραπευόμουν». «Τίγρη, κανείς δεν πυροβολείται δυο φορές σε ισάριθμες ημέρες και θεραπεύεται γρηγορότερα τη δεύτερη φορά. Ο Ντίλαν είπε ότι ήταν σαν να άλλαζε το σώμα σου, σαν να προσαρμοζόταν στο γεγονός». Ανασήκωσε τους ώμους του. Ούτε καν αυτό δεν τον πονούσε. «Ηθελαν να είμαι η καλύτερη πολεμική μηχανή που φτιάχτηκε ποτέ. Μ ου έδιναν φάρμακα που πονουσαν φριχτά και μου έκαναν συνεχώς χειρουργικές επεμβάσεις.Έπειτα από αυτές με εξέταζαν και μου
έδιναν κι άλλα φάρ-μακα.Ήμουν ο μόνος που επέζησε». Τα μάτια της Κάρλι άνοιξαν διάπλατα. «Υπήρχαν κι άλλοι σαν κι εσένα;» «Ήμασϋαν είκοσι τρεις.Ήμουν ο τελευταίος. Κι απέμεινα μόνο εγώ». Άγγιξε το χέρι του, τα δάχτυλά της ακούμπησαν απαλά το δικέφαλό του. «Δεν ξέρω τι να πω. Πώς να μεταφέρω το πόσο πραγματικά λυπάμαι. Ακόμη και να το πω θα ακουστεί κουτό». Το άγγιγμα ήταν λάθος κίνηση. Το σώμα του Τίγρη αντιδρουσε ευχάριστα στην παρουσία της. Η ζεστασιά του χεριού της ξύπνησε τις πρωτόγονες ανάγκες του και το θηρίο μέσα του άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια. Θα έπρεπε να την προειδοποιήσει, να της πει να φύγει. Δεν μπορούσε όμως να το κάνει. Ο Τίγρης ένιωθε μοναξιά, παρά το γεγονός ότι ζούσε σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το δωμάτιο, απ’ όπου μπορούσε να βλέπει ολόκληρη την Πόλη των Αλλόμορφων. Η Κάρλι ήταν εκεί. Και τη χρειαζόταν. Απλά λόγια, για ένα απλό ον. Ο Τίγρης σταύρωσε τον καρπό της Κάρλι και σήκωσε το χέρι της, κρατώντας το καθώς την κοίταζε. Εκείνη ανταποκρίθηκε στο βλέμμα του, με την έκφρασή της να του λέει ότι είχε καταλάβει την αλλαγή μέσα του. Τις ανάγκες του.
«Τίγρη» ψιθύρισε. «Φοβάμαι». Ο διατακτικός τόνος της φωνής της έκανε τον Τίγρη να αποτραβηχτεί και να καταπιέσει το άγριο θηρίο που την ήθελε. «Εμένα;» Ακόμα και η φωνή του είχε αλλάξει, οι λέξεις βγήκαν σκληρά. «Τον εαυτό μου». Δάκρυα πότισαν τα μάτια της. «Μ όλις βγήκα από μια κακή σχέση που νόμιζα ότι ήταν καλή. Δεν θέλω να αφήσω τον εαυτό μου να σε ερωτευτεί. Δε θέλω να ερωτευτώ κανέναν». Αγγιξε το πρόσωπό του. Αυτή η δεύτερη επαφή έδιωξε όλες τις αναστολές του Τίγρη. «Αλλά νομίζω ότι είναι πολύ αργά γι’ αυτό». Πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά. Ο Τίγρης γρύλισε σαν πραγματικός τίγρης, έσπρωξε την Κάρλι πάνω στο κρεβάτι, κάρφωσε με τα χέρια του τους καρπούς της και έφερε το στόμα του πάνω στο δικό της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Τα χείλη του Τίγρη ήταν καυτά. Το στόμα του κινούνταν πάνω στο δικό της, η γλώσσα του ερχόταν σε επαφή με τη δική της. Άνοιξε το στόμα της Κάρλι με το δικό του, όπως εκείνη του είχε δείξει στο καμαρίνι του Ίθαν. Τη φιλούσε στα χείλη και στο πιγούνι, όπως εκείνη του είχε δείξει στο αυτοκίνητο.
Την κρατούσε με τα χέρια του και ήταν από πάνω της. Ο Τίγρης θα μπορούσε να τη συνθλίψει, η Κάρλι το ήξερε, αλλά συγκρατούνταν. Τράβηξε το κάτω χείλος της και το πιπίλισε. Ο ελάχιστος πόνος που ένιωσε η Κάρλι ήταν αισθησιακός.Έγλειψε τα χείλη της και έβαλε πάλι μέσα στο στόμα της τη γλώσσα του. Η Κάρλι έκανε το ίδιο. Της άρεσε η βελούδινη υφή της γλώσσας του, είχε πικάντικη γεύση. Ο Τίγρης δεν έκλεισε τα μάτια του για να τη φιλήσει. Το χρυσαφένιο βλέμμα του ήταν πάνω της. Την παρακολουθούσε που τον κοιτούσε. Οταν χαλάρωσε λίγο, η Κάρλι πίεσε στο στόμα της στο δικό του. Τα χείλη ίου ήταν απαλά και ζεστά. Ο Τίγρης τη φίλησε ξανά, ερχόμενος σε αντιστοιχία με τις κινήσεις της. Το στόμα του χάιδευε επιδέξια το δικό της. «Μ αθαίνεις γρήγορα».είπε η Κάρλι βαριανασαίνοντας. «Ναι». «Μ μ... Είσαι και μετριόφρων». «Μ ου το έχουν πει» είπε ο Τίγρης. «Οι ερευνητές είπαν ότι μαθαίνω γρήγορα». Η Κάρλι ξαφνικά θύμωσε.Ήταν οργισμένη απέναντι σ’ εκείνους
τους απρόσοπτους ανθρώπους που τον είχαν φυλακίσει σε ένα κλουβί, που εκτελούσαν πειράματα πάνω του για να του κάνουν κακό, που προσπαθούσαν να μετατρέψουν έναν αλλόμορφο σε καλύτερο μαχητή ή σε ό,τι ήθελαν να τον κάνουν. Τον είχαν φυλακίσει σε ένα κλουβί. Και ο Τίγρης ήταν ο μόνος αλλόμορφος που είχε επιζήσει από αυτά τα βασανιστήρια. «Θα έπρεπε να συλληφθούν». Ο Τίγρης ανασήκωσε τους ώμους. «Εχουν εξαφανιστεί». Τα λόγια του ήταν απλά, αλλά η Κάρλι αισθάνθηκε τον πόνο του πίσω απ’ αυτά. Του είχαν κάνει κακό και μετά τον είχαν εγκαταλείψει. Είχε ένα ταίρι, είχε πει, και είχε πεθάνει. Το ίδιο και το παιδί του. Πώς μπορούσε να το αντέξει; Πώς θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αντέξει κάτι τέτοιο; «Είμαι εδώ» είπε η Κάρλι. Χαζή κουβέντα, μια και βρισκόταν από κάτω του - πού αλλού θα μπορούσε να ήταν; «Για ό,τι κι αν γίνει. Είτε τα φτιάξουμε είτε όχι είτε παραμείνουμε μόνο φίλοι. Διάολε, ακόμα κι αν βρεθούμε στις αντίθετες άκρες της Γης, εγώ θα είμαι εκεί για σένα όταν με χρειαστείς. Εντάξει; Σ’ το υπόσχομαι». Ο Τίγρης δεν απάντησε, αλλά η δίψα που είχε στα μάτια του της τα έλεγε όλα.Έσκυψε το κεφάλι του και τη χάιδεψε με τη μύτη του, προκαλώντας της ρίγη σε όλο της το κορμί. Η ίδια δίψα φούντωσε μέσα στην Κάρλι. Ο Τίγρης ήταν σέξι, ήταν
πανέμορφος και εκείνη χρειαζόταν λίγη αγάπη. Το γεγονός ότι είχε πιάσει στα πράσα τον Ίθαν, μόλις χθες, την είχε κάνει να αισθάνεται σαν την πιο ανεπιθύμητη γυναίκα στον πλανήτη.Ήταν προφανές ότι ο Ίθαν θεωρούσε την Κάρλι ανεπαρκή. Για ποιο λόγο άλλωστε έπρεπε να πάει με κάποια άλλη; Όταν ο Τίγρης κοίταζε την Κάρλι, εκείνη αισθανόταν όμορφη.Ήξερε ότι ήταν όμορφη - ήταν ο λόγος για τον οποίο η Ιβέτ την είχε προσλά-βει στην γκαλερί. Αλλά η Ιβέτ υποστήριζε πάντοτε ότι η Κάρλι είχε την ομορφιά του κοριτσιού της διπλανής πόρτας και όχι την ομορφιά κάποιας γοργόνας.Ήταν φρέσκια και γλυκιά, δεν ήταν η γυναίκα-πειρα-σμός. Γεγονός το οποίο την καθιστούσε ιδανική για να αντιμετωπίζει τις πελάτισσες που έρχονταν με τους συζύγους τους να αγοράσουν πίνακες για τα σπίτια ή τα γραφεία τους. Το πιθανότερο ήταν και ο Ίθαν να θεωρούσε ότι η Κάρλι δεν είχε την ομορφιά κάποιας γοργόνας. Γεγονός το οποίο, με τη σειρά του, την καθιστούσε ιδανική για σύζυγο επιχειρηματία. Οι υπόλοιπες γυναίκες δε θα τη ζήλευαν. Ο Τίγρης την κοίταζε τώρα σαν να ήταν κάποια θεά του σεξ που φορούσε στριγκ. Σαν να ήθελε να της κάνει έρωτα για μέρες. Την είχε κοιτάξει με αυτό το βλέμμα από την πρώτη στιγμή που την είχε δει στην άκρη του δρόμου. Εκείνη τον είχε ρωτήσει αν του άρεσε αυτό που έβλεπε και εκείνος της είχε απαντήσει με ένα ξερό ναι.
«Είχα δίκιο για σένα» είπε η Κάρλι. «Είσαι γλυκός». Ο Τίγρης βρυχήθηκε χωρίς να μιλήσει. Άφησε τα χέρια της, τόσο όσο χρειαζόταν για να σηκώσει το μπλουζάκι και να ανοίξει το κουμπί από το σορτσάκι της. Το σεντόνι που κάλυπτε το πίσω μέρος του κορμιού του έπεσε στο κρεβάτι. Η πλάτη του ήταν τόσο υπέροχη όσο και το υπόλοιπο σώμα του. Η Κάρλι έβαλε τα χέρια της πάνω από τους γλουτούς του. Της άρεσε το πόσο σφιχτοί ήταν.Έπειτα τα άφησε να γλιστρήσουν και τα έβαλε στον κορμό του αγγίζοντας τις τρύπες από τις σφαίρες που είχαν μπει και είχαν βγει στη συνέχεια από μέσα του. Τα επόμενα φιλιά του Τίγρη ήταν ακόμα πιο καυτά και πιο εξειδικευ-μένα. Προσαρμοζόταν σ’ αυτά τόσο όσο προσαρμοζόταν και το σώμα του στους πυροβολισμούς. Ο Τίγρης έκανε λίγο πίσω και της έβγαλε το σορτσάκι, με τη δίψα να είναι ακόμη εμφανής στα μάτια του. Συνέχισε με το κιλοτάκι. Η Κάρλι τον βοήθησε και ο Τίγρης πέταξε τα ρούχα μακριά. Το μπλουζάκι της παρέμεινε σηκωμένο γύρω από τους ώμους της. Η Κάρλι ήταν ξαπλωμένη και οι χπύποι της καρδιάς της έτρεχαν με γρήγορη ταχύτητα.Ήταν έτοιμη για τον άνδρα που την ενθουσίαζε και εκείνος ήταν έτοιμος για εκείνη. Ο Τίγρης τη σήκωσε από τη μέση και τη γύρισε ανάποδα κόβοντάς της την αναπνοή. Την έβαλε να κάτσει στα τέσσερα. Τράβηξε τους γοφούς της προς το σκληρό του μόριο, το οποίο η Κάρλι είχε
προλάβει να δει πριν πέσουν τα μαλλιά στο πρόσωπό της. Θεέ και Κύριε... «Ώπα, περίμενε». Η Κάρλι αποτραβήχτηκε και έκανε μεταβολή για να τον αντικρίσει. Το μπλουζάκι της έπεσε καλύπτοντας το μπούστο της. «Τι κάνεις;» Ο Τίγρης παρέμεινε καθισμένος στα γόνατά του. Το μακρύ, χοντρό κι απίστευτα μεγάλο μόριό του ήταν στραμμένο προς την Κάρλι. Συνοφρυώθηκε. «Ζευγαρώνω». «Το ξέρω αυτό, αλλά από πίσω; Είσαι πολύ... μεγάλος. Θα με πεθάνεις». Η Κάρλι θα πέθαινε ευτυχισμένη, αλλά θα πέρναγε δύσκολα. Το μόριό του έπεσε ελάχιστα. «Αν σε πονέσει... τότε δε θα το κάνω». Η Κάρλι είδε πόσο του κόστισε που είπε κάτι τέτοιο. Ο Τίγρης την ήθελε. Ζουσε γι’ αυτό. Τον ήθελε όμως κι εκείνη με κάθε τρόπο. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι θα ήταν καλύτερα να το πάμε πιο αργά», είπε η Κάρλι. «Αφησέ με να σε συνηθίσω. Να ξαπλώσω στο απαλό στρώμα κι εσύ να είσαι από πάνω μου». Το μόριό του έγινε και πάλι σκληρό, αλλά ο Τίγρης είχε τώρα μια
έκφραση απορίας στο πρόσωπό του. Η Κάρλι άρχισε να δένει τα κομμάτι του πάζλ μέσα στο μυαλό της -οι ερευνητές τον είχαν βάλει σε ένα κλουβί, τον μεταχειρίστηκαν σαν ζώο και του είχαν δώσει ένα ταίρι.Όχι μια κοπέλα, μια σύζυγο ή κάποια ερω-μένη.Ένα ταίρι. Ο Τίγρης δεν είχε διευκρινίσει αν η γυναίκα αυτή ήταν αλλόμορφη ή άνθρωπος. «Θες να μου πεις ότι δεν το έχεις κάνει ποτέ από πάνω;» ρώτησε. Ο Τίγρης κούνησε το κεφάλι του. «Ηταν μόνο μια φορά». «Ω...» Το αίσθημα μοναξιάς που βγήκε από τα λόγια του της ράγισε την καρδιά. «Μ ε κάνεις να θέλω να σε αγκαλιάζω όλο και περισσότερο.Έλα εδώ. Θα σου δείξω. Είπα ότι μαθαίνεις γρήγορα. Τώρα μπορείς να μάθεις κι αυτό». Ο Τίγρης την πλησίασε με τόση ταχύτητα που την έκανε να γελάσει. Σταμάτησε όμως αμέσως μόλις την έριξε στο κρεβάτι. «Τώρα αρχίζεις και μπαίνεις στο νόημα». Σταμάτησε να μιλάει μόλις τη φίλησε - με πυγμή, όχι πια διστακτικό. Η Κάρλι τύλιξε το ένα της πόδι γύρω από το μηρό του, χαϊδεύοντας τη γάμπα του. Της άρεσε ο τρόπος που τη φιλούσε, το καυτό του στόμα, το γεγονός ότι ήξερε τι ήθελε εκείνος και τι ήθελε εκείνη. Ο Τίγρης δάγκωσε απαλά το μάγουλο και το λαιμό της. Όλη αυτή την ώρα το σώμα του έτρεμε καθώς προσπαθούσε
να συγκρατηθεί. Η Κάρλι τον καθοδήγησε με το ένα χέρι στο ισχίο του και άνοιξε τα πόδια της για να μπορέσει να μπει ανάμεσά σ’ αυτά. Το δέρμα του ήταν καυτό, αλλά απαλό. Ο πισινός του ήταν σφιχτός καθώς κινούνταν πάνω της. Σήκωσε λίγο τους γοφούς της, όπως και το ένα της πόδι γύρω από το δικό του, ενθαρρύνοντάς τον με τα χέρια της να μπει μέσα της. Η θερμότητα του σώματος του Τίγρη την κάλυψε από πάνω μέχρι κάτω και ακολούθησε ολόκληρο το σώμα του.Έκανε πέρα τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Της έδωσε ένα μεγάλο φιλί και γλίστρησε μέσα της. Και σταμάτησε. Τα μάτια της Κάρλι άνοιξαν διάπλατα.Ήταν σίγουρα αρκετά υγρή και το ήθελε πολύ, αλλά η ξαφνική έκσταση μετατράπηκε οε πόνο. «Στάσου». Πίεσε με την παλάμη της το στέρνο του και ένιωσε την καρδιά του να χτυπά τρεις φορές πιο γρήγορα από τη δική της. Ο Τίγρης αποτραβήχτηκε γρήγορα κι έκατσε στα γόνατά του. Το βλέμμα στο πρόσωπό του μαρτυρούσε άγχος. «Σε πόνεσα». «Μ όνο επειδή δε σε έχω συνηθίσει».
Η Κάρλι ήλπιζε να ήταν τουλάχιστον αυτή η εξήγηση. Θα ήταν τραγωδία αν είχε γνωρίσει τελικά έναν άνδρα που την έκανε να αισθάνεται έτσι όπως την έκανε ο Τίγρης και να μην μπορούσε να ολοκληρώσει τη σχέση τους... ή οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Κάρλι δε σταμάτησε για να αναλύσει τη σχέσης της με έναν άνδρα. Δεν σκέφτηκε αν εκείνος θα το έσκαγε με όλα της τα χρήματα, ή αν θα την παρατούσε μετά από μερικά ραντεβού, ή τι ήταν αυτό που έχτιζαν μαζί. Της άρεσε ο Τίγρης και ήθελε να είναι μαζί του. Τίποτα περισσότερο. Δεν είχε κρυφές ατζέντες. «Τι λες να προσπαθήσουμε με εμένα από πάνω;» ρώτησε. «Έτσι θα μπορέσω να καθοδηγώ τα πράγματα και να δω πόσο μπορώ να αντέξω πριν προχωρήσουμε». Από το βλέμμα στο πρόσωπό του Τίγρη καταλάβαινε κανείς ότι δεν είχε ποτέ σκεφτεί τη δυνατότητα ύπαρξης αυτής της στάσης. Η Κάρλι έπρεπε να εργαστεί πολύ σοβαρά πάνω στην εκπαίδευσή του. Έκατσε στα γόνατά της. «Ξάπλωσε». Η Κάρλι πίεσε και πάλι τις παλάμες της στο στέρνο του και ο Τίγρης ξάπλωσε πάνω στα σεντόνια. Δεν την άφηνε από τα μάτια του. Η ηλιοφάνεια που χανόταν επέτρεπε να φανούν τα ροζ σημάδια όπου ο Ίθαν τον είχε πυροβολήσει και οι ουλές όπου οι υπόλοιπες σφαίρες τον είχαν διαπεράσει. Αλλά το αίμα είχε φύγει
και το δέρμα του ήταν πλέον λείο. Ανέβηκε πάνω του βάζοντας τα γόνατά της και στις δυο πλευρές του. Το μόριό του ήταν ακόμα σκληρό και μακρύ. Ο Τίγρης περίμενε. Η Κάρλι σήκωσε το μπλουζάκι της παίρνοντας μια ανάσα καθώς το ύφασμα της είχε προκαλέσει μια αίσθηση φαγούρας στο δέρμα. Το πέτα-ξε στην άκρη και έπιασε με τα χέρια της το τεντωμένο μόριο του Τίγρη. Ήταν μεγάλο, αλλά δεν ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να χειριστεί. Έβαλε τα δυο της χέρια πάνω του, γύρω από το κεφάλι, πάνω στους όρχεις του. Οι τρίχες του ήταν κι εκεί πολύχρωμες πορτοκαλί και μαύρες. Η Κάρλι ερωτευόταν έναν άνδρα ο οποίος είχε τιγρέ ρίγες από πάνω μέχρι κάτω. Η σκέψη αυτή την έκανε να χαμογελάσει.Έσκυψε και φίλησε την άκρη του μορίου του. Δυο στιβαρά χέρια έπιασαν τους καρπούς της. Ο Τίγρης σήκωσε το κεφάλι της. Τα μάτια του ήταν χρυσαφένια. Γρύλιζε. «Τώρα. Κάν το τώρα». Ναι. Η Κάρλι τον ήθελε με όλο της το είναι. Και είδε ότι την ήθελε κι ο Τίγρης. Φοβήθηκε ότι δε θα μπορέσει να συγκροτήσει τον εαυτό του.
Αισθάνθηκε όμως ακόμη πιο σέξι γνωρίζοντας ότι ο Τίγρης μετά βίας μπορούσε να συγκρατηθεί για εκείνη. Η φευγαλέα σκέψη ενός προφυ-λακτικού πέρασε από το μυαλό της, αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε κάποιο που να έκανε στον Τίγρη. Και θυμήθηκε ότι κάπου είχε διαβάσει πως οι αλλόμορφοι δεν μπορούσαν να μεταδώσουν στους ανθρώπους τις ασθένειες που οι άνθρωποι μπορούσαν να μεταδώσουν ο ένας στον άλλο μέσω της σεξουαλικής επαφής. Έσκυψε προς τα εμπρός και το στήθος της ακούμπησε στο στέρνο του. Έσκυψε κι άλλο λίγο μέχρι να νιώσει την άκρη του μορίου του. Η επόμενη φευγαλέα σκέψη της ήταν ότι οι αλλόμορφοι μπορούσαν να αφήσουν τις γυναίκες έγκυες· Αλλά η Κάρλι έπαιρνε αντισυλληπτικά -κατά την απαίτηση του Ίθαν- και η ανησυχία γι’ αυτό το θέμα ήταν ασήμαντη. Αμέσως μετά όλα έσβησαν. Ο Τίγρης ήταν μεγάλος. Σε αντίθεση με το αδέξιο ξεκίνημα, αυτή τη φορά η Κάρλι διευκόλυνε τα πράγματα λόγω της βραδύτητας, της δεξιότητας και της εκρηκτικής ανάγκης της. Ω, Θεέ μου... Αυτό είναι... Ποτέ δεν... Οι λέξεις έβγαιναν απ’ το στόμα της καθώς ο Τίγρης γλίστραγε μέσα της. Η Κάρλι κατάφερε να ακούσει ορισμένες από αυτές.Έσκυψε ακόμα περισσότερο. Το μόριο του Τίγρη την άνοιγε, προσφέροντάς
της ωμή, σκληρή απόλαυση. Οι γοφοί της έτρεμαν, το σώμα της τον ήθελε ακόμα πιο πολύ. Ο Τίγρης έβαλε τα χέρια του στους μηρούς της, πιέζοντας τα δάχτυλά του πάνω τους, και έκανε έναν απαλό θόρυβο. «Τίγρη». Η Κάρλι έβγαλε ένα βογγητό. «Είσαι τέλειος». Ο Τίγρης την κρατούσε μέσα σε απόλυτη σιωπή. Η Κάρλι είχε τεντωθεί και ένιωθε το στήθος της βαρύ και σφιχτό.Έβαλε τα χέρια της στο κεφάλι της, τεντώνοντας τα δάχτυλά της, και έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω καθώς τον ένιωθε να μπαίνει πιο βαθιά μέσα της. Ήταν ερεθισμένη και την έπιασαν ταυτόχρονα ρίγη στα χέρια και στα πόδια. Οι ρώγες της ήταν σκληρές και μια ακτίνα ήλιου που διαπερνούσε τα σύννεφα την έλουσε με τη ζεστασιά της. Η ζεστασιά αυτή δεν συγκρινόταν βέβαια με εκείνη που είχε δημιουρ-γηθεί ανάμεσα στους μηρούς του Τίγρη και στο εσωτερικό των γοφών της Κάρλι. Ιδρώτας είχε αρχίζει να μαζεύεται πάνω στα σεντόνια, όπως και στο πρόσωπο της Κάρλι, αλλά και στο άνω χείλος του Τίγρη. Εκείνος μετακίνησε τα χέρια του από τους μηρούς της στην μέση της, κρατώντας τη σταθερά, ενώ άφησε τα ισχία του να ταλαντευτούν προς τα πάνω. Απαλά. Το σώμα του έτρεμε ακόμα. Συγκρατούνταν, φοβούμενος μην την πονέσει.
Η καρδιά της Κάρλι ηονούσε γι’ αυτόν την ίδια ώρα που τα γυναικεία όργανά της ερεθίζονταν.Ήταν τόσο στοργικός αυτός ο άνδρας που φοβόντουσαν οι άνθρωποι. Είχε προστατεύσει το σώμα της με το δικό του και είχε δεχτεί έναν θανατηφόρο καταιγισμό από σφαίρες ώστε εκείνη να μην πάθει κακό. Απόλαυση έρεε μέσα της και ευχαρίστηση τόσο καυτή που ήταν σίγουρη ότι το αίμα της είχε πάρει φωτιά. Ο Τίγρης της παρακολουθούσε σιωπηλός με τα αλλόμορφα χρυσαφένια μάτια του και το ήσυχο πρόσωπό του. Ήταν ένας όμορφος άνδρας, δυνατός, καλόκαρδος, προστατευτικός. Τον θυμήθηκε με τη μικρή Κατριόνα, πόσο απίστευτα καλός ήταν μαζί της. Ήταν το ίδιο καλός με την Κάρλι τώρα. Ο Τίγρης την κρατούσε και ο ιδρώτας του έσταζε από τις παλάμες του πάνω στο δέρμα της. Το φως του ηλίου έπεφτε μια στο κορμί της και μια στο πρόσωπό του. . Ήταν απίστευτο. Η Κάρλι έβαλε τα χέρια της στο σκληρό μυώδες στέρνο του, το οποίο είχε σκούρες τρίχες με χρυσαφένιες και πορτοκαλί ραβδώσεις. Οι ρώγες του ήταν τόσο σφιχτές όσο και οι δικές της. Το βλέμμα στα μάτια του μαρτυρούσε ότι είχε μείνει κατάπληκτος. Ο Τίγρης θαύμασε αυτό που έκαναν. Η Κάρλι λικνιζόταν πάνω
του και φωτιά έβγαινε απ’ το σημείο όπου ενώνονταν τα κορμιά τους. Η φωτιά ολοένα και μεγάλωνε μπλοκάροντας κάθε σκέψη. Ο ήλιος συνέχισε να χάνεται μακριά και το δωμάτιο άλλαζε συνεχώς χρώματα -από ηλιόλουστο άλλαξε ύφος και πλημμύρισε με κόκκινα και χρυσαφένια χρώματα, ενώ στη συνέχεια με εκείνα του ηλιοβασιλέματος. Η Κάρλι κι ο Τίγρης σείονταν μαζί, είχαν ενωθεί. Ο Τίγρης βρυχήθηκε και έπιασε του ώμους της τραβώντας την προς αυτόν. Εκείνη τον πλησίασε και τον φίλησε καθώς ξάπλωνε πάνω του. Ήταν ακόμη μέσα της. Ο Τίγρης ανταπέδωσε τα φιλιά βάζοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της και νιώθοντας τη γεύση της. Η Κάρλι γευόταν κι εκείνη τον Τίγρη, του μάθαινε πώς να το κάνει απολαμβάνοντας την ένταση της στιγμής. Τα στόματά τους ήταν ακόμα ενωμένα όταν ο βρυχηθμός του Τίγρη μετατράπηκε σε γρύλισμα.Ένα άγριο κύμα διαπέρασε την Κάρλι κάνο-ντάς τη να θέλει να κλάψει. Το σώμα της ήταν σφιχτό, τόσο σφιχτό. Την κατέλαβαν απίστευτα κύματα ευχαρίστησης. Λίκνιζε τους γοφούς της πάνω στον Τίγρη θέλοντας ακόμα περισσότερο. Καθώς έφτασε στην κορυφή του δυνατότερου κύματος που ένιωθε, φωνάζοντας το όνομα του Τίγρη από ευχαρίστηση, αισθάνθηκε το σπέρμα του να την πλημμυρίζει.
Η τελευταία αχτίδα φωτός έσβησε και το σκοτάδι γρήγορα γέμισε τον ουρανό. Η Κάρλι είδε αστέρια να ξεπροβάλλουν μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα, αλλά δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ομορφιά των χρυσαφένιων ματιών του Τίγρη. «Γαμώτο, πάλι έχασα την έξοδο». Ο Λίαμ πάτησε το γκάζι και ξεχύθηκε στον αυτοκινητόδρομο. Θα έπρεπε τώρα να βγει στην επόμενη, να κάνει αναστροφή και να δοκιμάσει ξανά. «Έπρεπε να με είχες αφήσει να οδηγήσω» είπε ο Σπάικ από το κάθισμα του συνοδηγού του μικρού φορτηγού του Ντίλαν. Ο Ντίλαν τους είχε στείλει πριν από τέσσερις ώρες, μέσα στη δροσιά της νύχτας, ικανοποιημένος με το γεγονός ότι δεν θα ήταν εκείνος παρών για να ασχοληθεί με τους αλαζόνες αλλόμορφους αρχηγούς και με τους δρόμους του Ντάλας. «Όχι, σε χρειάζομαι για να με κατευθύνεις» είπε ο Λίαμ στον Σπάικ. «Είσαι ανιχνευτής. Οπότε κάνε αυτό που ξέρεις καλά». Οι αλλόμορφοι αρχηγοί είχαν τη δυνατότητα να έχουν μαζί τους ένα επιπλέον πρόσωπο στις συνεδριάσεις, καθώς όλοι αναγνωρίζουν ότι μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο αλλόμορφα αρσενικά Α η ένταση μπορούσε πολύ γρήγορα να ξεφύγει επικίνδυνα. Ως εκ τούτου, κάθε αλλόμορφος μπορούσε να φέρει από ένα σωματοφύλακα. Ο Λίαμ είχε επιλέξει τον Σπάικ.
Ο σωματοφύλακας έπρεπε ωστόσο να είναι ουδέτερος.Έπρεπε να μην είναι από την ίδια φυλή ή αγέλη του αρχηγού. Ο σωματοφύλακας δεν μπορούσε επίσης να βρίσκεται στην ουρά για να γίνει αρχηγός κάποιας Πόλης των Αλλόμορφων, έτσι ώστε να μην του μπουν ιδέες για να βγάλει από τη μέση τον άνθρωπο που ήταν -ιεραρχικά- πάνω απ’ αυτόν όταν θα ήταν μόνοι τους. Αν ο Σπάικ ξεπάστρευε τον Λίαμ δεν θα ωφελούνταν απ’ αυτό. Ούτε βέβαια κι ο Λίαμ, αλλά ο Σον θα αναλάμβανε την Πόλη των Αλλόμορφων στοΌστιν και θα τιμωρούσε τον Σπάικ. Όχι ότι ο Λίαμ είχε καμία ανησυχία για τον Σπάικ. Ο δίμετρος μοτοσι-κλετιστής με τα τατουάζ και το ξυρισμένο κεφάλι ήταν ένας ιαγουάρος που είχε πρόσφατα μάθει ότι είχε ένα μικρό. Ο νέος μπαμπάς δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά τον μικρό Τζόρνταν και τη Μ άικα, το καινούργιο του ταίρι. «Έχασες κι αυτή την έξοδο» είπε ήρεμα ο Σπάικ. «Γαμώτο». Ο Λίαμ ήταν απασχολημένος προσπαθώντας να προσπερά-σει ένα αργό φορτηγό που μετέφερε τσιμέντο και έτσι έχασε την έξοδο. «Θα αποφασίσουν κάτι χαζό προτού φτάσω, όπως το να φορέσουμε όλοι μπλουζάκια που να λένε «Το άλλο μου ζώο είναι ο πιγκουΐνος». Και η ψήφος μου θα ήταν εκείνη που θα καταψήφιζε την πρόταση σε περίπτωση ισοβαθμίας». Ο Σπάικ δε γέλασε. «Βγες εδώ» είπε δείχνοντας προς τα αριστερά. «Πού;»
«Εδώ!» φώναξε ο Σπάικ. «Στην έξοδο αριστερά. Τώρα». Ο Λίαμ πέρασε δυο λωρίδες κυκλοφορίας και οι υπόλοιποι οδηγοί του κόρναραν και ύψωσαν τα μεσαία τους δάχτυλα. Η έξοδος τους έβγαλε στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν απ’ την οποία ερχόντουσαν.Έπε-σαν πάνω σε κίνηση. «Φτου». «Είσαι άχρηστος στην οδήγηση, να το ξέρεις» είπε ο Σπάικ. «Πρόσεχε, ιαγουάρε. Και δεν είναι αλήθεια αυτό που λες. Είμαι εξπέρ όταν καβαλάω τη Χάρλεΐ μου». Ο Σπάικ γέλασε. «Ναι, πάω στοίχημα». Ο Λίαμ είπε κάτι στα ιρλανδικά που θα έκανε τον Σπάικ να του δώσει γροθιά στο λαιμό, αν το είχε καταλάβει. Ο Λίαμ προσανατολίστηκε επιτέλους προς τη σωστή κατεύθυνση, βρήκε τη στροφή και την πήρε. Το να έβρισκαν το μπαρ και την αίθουσα μπιλιάρδου όπου οι αλλόμορφοι είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν ήταν πλέον θέμα πλοήγησης μέσα στην κυκλοφορία, τα φανάρια και τους φραγμένους μονόδρομους. Δεν συναντιόντουσαν ποτέ στο ίδιο μέρος δυο φορές. Καλή ιδέα από άποψη μυστικότητας, κακή για την εύρεση του καταραμένου
μέρους. Ο Λίαμ πάρκαρε το φορτηγάκι πίσω από το μπαρ, πλησίασε την πίσω πόρτα και χτύπησε.Ένας άνδρας με λιπαρά μαλλιά τούς άφησε να μπουν, μέσα από ένα μικρό χολ και μια κουζίνα, δείχνοντας προς ένα μεγάλο δωμάτιο που μύριζε αλλόμορφους. Ο Λίαμ ήλπισε ο άνδρας με τα λιπαρά μαλλιά να μην ήταν ο μάγειρας. «Επιτέλους» μούγκρισε κάποιος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 Η φωνή του λύκου που μίλησε -ο Γκράχαμ Μ ακΝίλ- βούιξε στον πολι μικρό χώρο του δωματίου. Ο Λίαμ παρατήρησε ότι δεν είχε αρκετό αέρα Όσοι ήταν παρόντες θα ανέπνεαν σύντομα θα με δυσκολία. Τα αρσενικό Α που αισθάνονταν ανταγωνιστικά είχαν μια συγκεκριμένη μυρωδιά. ΟΈρικ Γουόρντεν, αιλουροειδές και αρχηγός του της Πόλης των Αλλά-μορφών στο Λας Βέγκας, πλησίασε και χαιρέτησε τον Λίαμ. Ο τελευταίος είχε έναν σύντομο και σφιχτό εναγκαλισμό με τονΈρικ, ο οποίος και του τον ανταπέδωσε θερμά. Αγκαλιάστηκαν για πολύ λίγο, παρόλο που είχαν γίνει καλοί φίλοι, έτσι ώστε οι υπόλοιποι αλλόμορφοι αρχηγοί να μη νομίσουν ότι δημιουργούσαν κάποια συμμαχία. Οι αλλόμορφοι αρχηγοί, ως
ομάδα, μπορούσαν να γίνουν παρανοϊκοί. «Λίαμ» είπε ο Γκράχαμ πίσω από τονΈρικ. Ο Γκράχαμ ήταν ένα είδος συν-επικεφαλής με τονΈρικ στη δική τους Πόλη των Αλλόμορφων. Καταδέχτηκε να ανταποδώσει κι εκείνος την αγκαλιά του Λίαμ, αλλά η κίνηση που έκανε «φώναζε» ότι θα ήταν εξίσου ευτυχής να σπάσει το λαιμό του Λίαμ υπό άλλες συνθήκες. «Τι τον έφερες αυτόν εδώ;» ρώτησε ο Λίαμ τονΈρικ, κουνώντας σπασμωδικά τον αντίχειρά του στον Γκράχαμ. «Δεν μπορώ να πιστέψω όχι είναι ο σωματοφύλακάς σου». ΟΈρικ και ο Γκράχαμ είχαν παρελθόν. Η αδελφή ή ο γιος τουΈρικ δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να συνοδεύσουν τονΈρικ στη συνάντηση, αλλά ο Λίαμ εξεπλάγη που ο Έρικ ρίσκαρε να έρθει μόνος του με τον Γκράχαμ, ο οποίος δεν έκρυβε ότι πίστευε πως θα ήταν καλύτερος αρχηγός από τονΈρικ στη δική τους Πόλη των Αλλόμορφων. ΟΈρικ συνήθως έφερνε τη Νελ, μια αλλόμορφη αρκούδα και γειτόνισσά του, της οποίας το έντονο ύφος μπορούσε να σταματήσει και τον πιο τρομερό αλλόμορφο. «Δεν τον εμπιστευόμουν αρκετά για να τον αφήσω πίσω» είπε οΈρικ. Χαμογέλασε στον Λίαμ, αλλά τα πράσινα μάτια του ήταν σε πλήρη επαγρύπνηση.
«Καλή ιδέα» είπε ο Γκράχαμ, αν και η γλώσσα του σώματος του έλεγε ξεκάθαρα άντε πνίξου. «Εκτός αυτού, έχει γνωριστεί με τον Τίγρη» είπε οΈρικ αγνοώντας τον Γκράχαμ. «Και η Νελ είναι απασχολημένη με το καινούργιο της ταίρι. Τον Κόρμακ, τον ξέρεις. Αυτοί είναι οι μόνοι λόγοι για τους οποίους έφερα τον Γκράχαμ. Φοβάται να πετάξει και γκρίνιαζε γι’ αυτό όλη την ώρα». «Μ άλιστα» είπε ο Γκράχαμ.Ήταν ένας μεγαλόσωμος άνδρας με τατουάζ με φλόγες στα χέρια του και κοντά σκούρα μαλλιά. Είχε γκρι λυκίσια μάτια που φανέρωναν εξυπνάδα -πολύ περισσότερη απ’ αυτή που άφηνε να καταλάβουν οι υπόλοιποι. «Αν η θεά ήθελε να πετάξω θα με είχε κάνει αλλόμορφο πουλί. Αετό». «Πιγκουΐνο» είπε ο Λίαμ. Ο Γκράχαμ έσμιξε τα φρύδια. «Οι πιγκουΐνοι δεν πετάνε». «Το ξέρω». Χαμογέλασε. «Είσαι αστείος, Ιρλανδέ». «Μ πορούμε να ξεκινήσουμε;» Ο αλλόμορφος που είχε κανονίσει τη συνάντηση ήταν ένας Λύκος που ονομαζόταν Μ πόουμαν Ο’Ντόνελ, ο οποίος ήταν αρχηγός της Πόλης των Αλλόμορφων στη Βόρεια Καρολίνα. Καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού, ανυπόμονος, με τα σκούρα μάτια του καρφωμένα στον Λίαμ. Ο
σωματοφύλακάς του ήταν ένα αδύνατο και με άγριο βλέμμα αιλουροειδές, ο οποίος είχε τατουάζ με τσιτάχ που κυνηγούσαν τους εαυτούς τους γύρω από τα χέρια του. Είκοσι άλλοι αλλόμορφοι αρχηγοί και οι σωματοφύλακες τους καταλάμβαναν τον υπόλοιπο χώρο του δωματίου. Κάποιοι είχαν χυθεί στις καρέκλες σαν να προτιμούσαν να κάνουν οτιδήποτε άλλο παρά αυτό που γινόταν εκείνη τη στιγμή. Αλλοι βρίσκονταν σε εγρήγορση, με τα μάτια τους στραμμένα με ενδιαφέρον πάνω στον Λίαμ. Ο Λίαμ έκρυψε ένα μικρό αναστεναγμό που άφησε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του να καθίσει και να είναι ήρεμος.Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να είναι. Ο Τίγρης ήταν δική του ευθύνη και οι άλλοι αλλό-μορφοι μπορούσαν να μυρίσουν την ανησυχία του για τη συνάντηση αυτή. Αν μπορούσαν δηλαδή να μυρίσουν οτιδήποτε άλλο μέσα σε αυτό το δωμάτιο γεμάτο από αλλόμορφους αρχηγούς που προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν ο ένας στον άλλο. Ο Λίαμ κούνησε το χέρι του μπροστά από τη μύτη του καθώς καθόταν. «Μ πορούμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο;» Αρκετοί από τους άλλους αλλόμορφους κάγχασαν. Ο Μ πόουμαν δεν φάνηκε να το διασκεδάζει. «Αν τελειώσουμε γρήγορα μ’ αυτό θα μπορέσουμε να βγούμε έξω
στον καθαρό αέρα» είπε. «Ή στο μολυσμένο αέρα. Οι πόλεις είναι χάλια». Ακολούθησε περισσότερο γέλιο. Η Πόλη των Αλλόμορφων όπου έμενε ο Μ πόουμαν ήταν στη μέση ενός πευκοδάσους με ψηλά δέντρα, πάνω στους λόφους. Ο Λίαμ την είχε επισκεφθεί κάποτε και είχε εντυπωσιαστεί από τη φυσική ομορφιά του τόπου. Ο Μ πόουμαν ήταν τυχερός. «Ώστε έχεις έναν αλλόμορφο που ζει μαζί σου και που μπορεί να θεραπεύεται μόνος του από τραύματα από σφαίρες» είπε ο Μ πόουμαν. «Ακούσαμε για το δεύτερο πυροβολισμό και για το ότι αυτός ο αλλόμορ-φος τίγρης έβγαλε ουσιαστικά από μόνος του δεύτερο δέρμα». Η είδηση διαδόθηκε γρήγορα. Ο Λίαμ και η οικογένειά του δεν είχαν πει τίποτα και η Γκλόρι, όσο τρελή κι αν ήταν, μπορούσε να κρατήσει μυστικά. Το ίδιο και οι ανιχνευτές του. Αλλά οι αλλόμορφοι είχαν καλή όσφρηση και ακοή, και οι γείτονες του Λίαμ δεν ήταν όλοι τόσο θετικοί απέναντι στους Μ όρισεϊ. Τους κουτσομπόλευαν και αυτούς και το σπίτι τους. Δεν είχαν ανάγκη από υπολογιστές και από κοινωνικά δίκτυα για να διαδώσουν τα νέα. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν λίγη κουβεντούλα στην μπροστινή αυλή τους. «Δεν έβγαλε δεύτερο δέρμα» είπε ο Λίαμ. «Είναι ακόμα στο κρεβάτι και αναρρώνει». Αναρρώνει και κάνει κι άλλα πράγματα
με την Κάρλι, απ’ όσο είχε ακούσει ο Λίαμ μέσα από τους τοίχους. Επέλεξε πάντως να κρατήσει αυτή την πληροφορία για τον εαυτό του. Αν οι αλλόμορφοι ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για τον Τίγρη, ο οποίος ήδη ζευγάρωνε, ποιος διάολο ήξερε τι θα έκαναν αν μάθαιναν κι αυτή την πληροφορία; «Εβγαλε όμως τις σφαίρες από το σώμα του χωρίς καν να προσπαθήσει και οι πληγές του έκλεισαν. Πάντως, είναι αδύναμος και κουρασμένος και δεν βρίσκεται έξω αναστατώνοντας τον κόσμο». «Είναι επικίνδυνος» είπε ο Μ πόουμαν. «Δεν ξέρω τι είναι, ή πώς τον έκαναν εκείνοι οι άνθρωποι, ή τι θα κάνει. Ούτε τι θ’ απογίνει». «Συμφωνώ» είπε ο Λίαμ.Έγειρε πίσω στην καρέκλα του ακουμπώντας τα χέρια ελαφρά πάνω στην κοιλιά του. «Αλλά είναι συμπαθητικός τύπος. Δεν πρόκειται να τον σκοτώσω». «Όχι, αλλά πρέπει να του βάλεις κολάρο». Ο Μ πόουμαν δεν κινήθηκε, αλλά η φράση του ήταν γεμάτη νόημα: Βάλτε του ένα κολάρο, αλλιώς θα το πούμε στους ανθρώπους και θα τους αφήσουμε να πάρουν εκείνοι την απόφαση για το τι να τον κάνουν. «Μ ιλήσαμε γι’ αυτό, θυμάσαι;» είπε ο Λίαμ. «Αφού προσπάθησα να του το βάλω. Νόμισα πως το κολάρο θα τον σκότωνε και πως ο Τίγρης θα σκότωνε εμένα αμέσως μετά, αν είχα προσπαθήσει για
δεύτερη φορά. Ο Τίγρης δεν είναι σαν οποιοσδήποτε φυσιολογικός αλλόμορφος. Το κολάρο θα μπορούσε να τον βλάψει ανεπανόρθωτα, ή θα μπορούσε και να τον σκοτώσει.Ή ίσως να μην του κάνει και τίποτα». «Ναι, μιλήσαμε γι’ αυτό» είπε ένας άλλος αλλόμορφος αρχηγός. «Και τότε αποφάσισες να φτιάξεις ένα ψεύτικο κολάρο. Πώς πάνε τα πράγματα μ’ αυτό;» «Καλά, όσο τον έχουμε υπό έλεγχο». «Δεν τον έχεις όμως υπό έλεγχο» είπε ο Μ πόουμαν. «Προχθές ήταν στο σπίτι ενός πλούσιου ανθρώπου και το διέλυσε, ενώ στη συνέχεια τρελάθηκε στο νοσοκομείο και αναγκάστηκε το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων να στείλει τα τσιράκια του. Δεν ξέρω καν τι ακριβώς συνέβη χθες». «Ανατράπηκε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ο Τίγρης κι ένας από τους ανιχνευτές μου» είπε ο Λίαμ. «Ενας άνδρας που έμοιαζε με έναν ηλίθιο από το Γραφείο Αλλόμορφων Υποθέσεων τον πυροβόλησε και έφυγε». «Έφυγε έτσι απλά;» ρώτησε με απορία ο Μ πόουμαν. «Δεν έμεινε για να δει αν τον είχε σκοτώσει. Μ ου έκανε κι εμένα εντύπωση αυτό».
Ο Γκράχαμ παρενέβη. «Μ άλλον θα θεώρησε ότι κανείς δε θα μπορούσε να επιβιώσει έχοντας δεχθεί είκοσι σφαίρες στην πλάτη από ένα αυτόματο όπλο». Ο Μ πόουμαν κοίταξε τον Γκράχαμ ενοχλημένος. «Οι σωματοφύλακες δεν επιτρέπεται να μιλάνε στις συνεδριάσεις συμβουλίων των αλλόμορφων». «Παράτα με» είπε ξεκάθαρα ο Γκράχαμ. «Ποιο συμβούλιο; Ποτέ δεν με κάλεσες στις συνεδριάσεις αυτές όταν ήμουν αρχηγός στη δική μου Πόλη των Αλλόμορφων. Άκου κει να μαζεύονται αλλόμορφοι αρχηγοί και να συζητούν για διάφορα. Αυτό είναι τρελό». Το αιλουροειδές που φύλαγε τον Μ πόουμαν έγειρε προς τα εμπρός κοιτάζοντας λοξά τον Γκράχαμ, με μια ματιά γεμάτη πρόκληση. Ο Γκράχαμ γέλασε μαζί του. «Θες να τα βάλεις μαζί μου; Εμπρός, γάτα». Το τσιτάχ χαμογέλασε και έτριψε το ένα του χέρι πάνω στο άλλο με τα τατουάζ,Έδειξε τα δόντια του και τα μάτια του έγιναν χρυσοκίτρινα. «Αρκετά» μούγκρισε ο Μ πόουμαν. «Μ πορούμε να μείνουμε στο θέμα; Λίαμ, θα πρέπει να βάλεις κολάρο στον Τίγρη. Να τον κρατήσεις υπό τον έλεγχό σου και μακριά από μπελάδες». «Σου είπα ότι το κολάρο μπορεί να τον σκοτώσει. Δεν μπορώ να
το κάνω αυτό σε έναν άλλο αλλόμορφο». «Αν δεν το κάνεις εσύ, θα το κάνουμε εμείς» είπε ο Μ πόουμαν, με τους μισούς περίπου αρχηγούς να κουνούν το κεφάλι τους συμφωνώντας με την πρόταση. «Τραβάει την προσοχή των ανθρώπων σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αν προκαλέσει περισσότερα προβλήματα, οι άνθρωποι θα αρχίσουν να ψάχνουν για να δουν τι συμβαίνει, γιατί δεν είναι υπό έλεγχο και γιατί δεν μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο. Σε περίπτωση που βρουν το ψεύτικο κολάρο την έχουμε όλοι πατήσει. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να ψάχνουν οι άνθρωποι πολλά για μας. Οι καιροί είναι επικίνδυνοι, Λίαμ». Ο Λίαμ έγειρε προς τα πίσω και άρχισε να αισθάνεται άβολα. Ο Μ πόουμαν είχε δίκιο. Οι άνθρωποι νόμιζαν ότι είχαν μαντρωμένους και εξημερωμένους τους αλλόμορφους. Ο Τίγρης, όντας ανεξέλεγκτος, μπορούσε να τους προκαλέσει και να έρθουν για ελέγχους στις Πόλεις των Αλλόμορφων, όπου θα μπορούσαν να βρουν ό,τι οι αλλόμορφοι ήθελαν να κρατήσουν κρυφό. «Πρέπει επίσης να μάθουμε ό,τι μπορούμε για αυτό τον τίγρη» συνέχισε ο Μ πόουμαν. «Να βρούμε τις έρευνες των ανθρώπων, να καταλάβουμε τι ήθελαν να κάνουν. Τον δημιούργησαν από το μηδέν, αλλά πώς; Ποιον χρησιμοποίησαν;Όσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο καλύτερα θα ελέγξουμε το θέμα αυτό. Και αν ο τίγρης αυτός πρέπει να εξοντωθεί...» Το βλέμμα του Μ πόουμαν στράφηκε στον Λίαμ. «Θα τον εξοντώσουμε».
Έπρεπε ο Ντίλαν να ανέχεται βλακείες σαν κι αυτή; Μ άλλον. Ο Λίαμ ευχήθηκε να είχε τη δύναμη του πατέρα του, λίγη από τη σκληρότητά του και, πάνω απ’ όλα, το διαπεραστικό του βλέμμα, αυτό που μπορούσε να κάνει όλους τους άλλους αλλόμορφους να σωπάσουν από τρόμο. Το λιοντάρι μέσα στον Λίαμ άρχισε να βρυχάται. «Δεν είσαι ο αρχηγός των αρχηγών, Μ πόουμαν. Ο Τίγρης ζει στη δική μου Πόλη των Αλλό-μορφων και εγώ θα αποφασίσω πότε θα αποτελέσει μεγάλο κίνδυνο». «Τον λυπάσαι» είπε ο Μ πόουμαν. «Το καταλαβαίνω. Αλλά θολώνει την κρίση σου.Έπρεπε να τον είχατε βγάλει από τη μέση μόλις τον βρήκατε. Δεν υπάρχει τρόπος να προσαρμοστεί και υπάρχουν μικρά τα οποία πρέπει να σκεφτούμε». «Ο Τίγρης ζει στο σπίτι μου με τη μικρή μου και είναι καταπληκτικός μαζί της» είπε ο Λίαμ. «Την προσέχει τόσο όσο εγώ και η μαμά της. Είναι προστατευτικός και τα μικρά τον συμπαθούν». «Εύχομαι η κρίση σου να είναι σωστή» είπε ο Μ πόουμαν. «Και τον προσέχω.Ή τουλάχιστον αυτό θα έκανα αν δεν με είχαν σύρει σε βρομερά μπαρ ένα μάτσο υπερ-νευρικοί αλλόμορφοι». Ένας από τους άλλους αρχηγούς σηκώθηκε όρθιος. «Εγώ λέω να ψηφίσουμε. Ο Λίαμ θα βάλει ένα κανονικό κολάρο στον Τίγρη. Αν
δεν μπορέσει να τον ελέγξει, θα εξοντώσουμε τον τίγρη αυτόν. Ποιοι είναι υπέρ;» «Να ψηφίσουμε;» ρώτησε δύσπιστα ο Γκράχαμ. «Τώρα τα είδα όλα». Οι υπόλοιποι αλλόμορφοι σήκωσαν τα χέρια τους αγνοώντας τον. Σχεδόν όλοι τους. Ο Λίαμ σηκώθηκε όρθιος. «Σιγά μην κάτσω να σας ακούω. Δε θα έρθετε τώρα στη δική μου Πόλη των Αλλόμορφων να πειράξετε τους δικούς μου αλλόμορφους. Και υπάρχει και το πρόβλημα του πώς να σκοτώσει κανείς τον Τίγρη. Πώς σκοπεύετε να το κάνετε αυτό; Είναι ένας αλλόμορφος που μπορεί να επιβιώσει από τραύματα από σφαίρες.Όταν τον βρήκα χρειάστηκαν δυο βολές από ηρεμιστικά μόνο και μόνο για να τον κάνουν να πέσει στο έδαφος» είπε ήρεμα οΈρικ. «Γι' αυτό πρέπει να δράσουμε τώρα» είπε ο Μ πόουμαν. «Ποιος διάολο ξέρει τι άλλο μπορεί να κάνει ή για τι είναι ικανός. Πρέπει να τον περιορίσουμε ή να τον σκοτώσουμε πριν βλάψει κάποιον από εμάς». Ο Λίαμ μόλις που κράτησε την ψυχραιμία του. «Συμφωνώ με την πρόταση να ανακαλύψουμε ό,τι μπορούμε γι’ αυτόν.Όμως για τις
άλλες αποφάσεις υπεύθυνος είμαι μόνο εγώ». «Όχι πια, Λίαμ» είπε ο Μ πόουμαν. «Εχεις στην κατοχή σου ένα δυνητικά φονικό όπλο. Αν ξεφύγει από τον έλεγχό σου, θα μπορούσε να σημάνει το τέλος όλων των Αλλόμορφων. Η διαβίωση σε Πόλεις των Αλλόμορφων ήταν μια απόφαση που προωθήθηκε από υποστηρικτές μας, αν θυμάσαι. Από ανθρώπους που δεν ήθελαν να βλέπουν να μας συμπεριφέρονται σαν πειραματόζωα ή να μας σφάζουν επί τόπου. Όμως οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι θα μας έβαζαν πίσω στα κλουβιά και θα μας έδιναν φάρμακα μέχρι να πεθάνουμε αν νομίσουν ότι μπορούμε να μετατραπούμε σε ό,τι είναι αυτός ο αλλόμορφος τίγρης. Το γνωρίζεις αυτό, Λίαμ». «Ναι» αναγκάστηκε να πει ο Λίαμ. Η λέξη βγήκε απρόθυμα από το στόμα του. «Αλλά εξακολουθεί να αποτελεί δική μου απόφαση». «Όπως είπα, όχι πια». Ο Μ πόουμαν σηκώθηκε, άνετα, σαν να μην μιλούσαν για τη ζωή και τον θάνατο κάποιου φίλου του Λίαμ. «Πρέπει να φύγουμε πριν οι άνθρωποι αρχίσουν να αναρωτιούνται γιατί μαζεύτηκαν τόσοι πολλοί αλλόμορφοι στην πόλη». Μ ε άλλα λόγια, η συνεδρίαση έλαβε τέλος. Αρκετοί αρχηγοί και σωματοφύλακες σηκώθηκαν και αποχώρησαν χωρίς να χαιρετήσουν. Άλλοι έμειναν για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής σε λίγο. Μ ια μαζική έξοδος θα ήταν κακή ιδέα.
Ο Μ πόουμαν έπρεπε να προσπεράσει τον Λίαμ και τονΈρικ για να βγει έξω. Ο Γκράχαμ πήγε και στάθηκε αρκετά κοντά στον Μ πόουμαν ώστε να τον αναγκάσει να έρθει σε επαφή μαζί του. «Αφήνουν λοιπόν έναν ηλίθιο σαν κι εσένα να είναι υπεύθυνος για μια Πόλη Αλλόμορφων;» είπε ο Γκράχαμ κοιτάζοντας τον Μ πόουμαν με τα γκρίζα μάτια του. «Κάνω ό,τι χρειάζεται για να προστατεύσω τους αλλόμορφούς μου», είπε ατάραχα ο Μ πόουμαν συναντώντας το βλέμμα του Γκράχαμ. «Είναι η δουλειά μου». «Σκέφτομαι ότι αν ο Τίγρης ζούσε στο δικό σου σπίτι θα καταλάβαινες καλύτερα» είπε ο Λίαμ. «Αν ζούσε στο σπίτι μου θα φόραγε ήδη κολάρο». Ο Μ πόουμαν γύρισε το σώμα του για να περάσει τον Γκράχαμ χωρίς να τον αγγίξει. «Τα λέμε, Λίαμ.Έρικ». ΟΈρικ παρέμεινε στη θέση του.Ήταν περίπου στο ίδιο ύψος με τον Λίαμ, αλλά λίγο πιο λεπτός και πιο μαυρισμένος λόγω της ηλιοφάνειας του Λας Βέγκας. Σταύρωσε τα χέρια του και έγειρε στην πλάτη μιας καρέκλας. «Μ πορείς να τον φέρεις στη δική μας Πόλη των Αλλόμορφων, αν θες» είπε. «Ξέρω ότι σε ανάγκασα να ασχοληθείς μαζί του».
«Δεν με ανάγκασες». Ο Λίαμ χάιδεψε τα μαλλιά του ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να βγάλει τη μυρωδιά των θυμωμένων αλλόμορφων από πάνω του όταν θα επέστρεφε σπίτι. «Ημουν αλαζόνας νομίζοντας ότι θα μπορούσα να τον ελέγξω, πόσω μάλλον χωρίς να του έχω βάλει κολάρο». ΟΈρικ δεν του απάντησε, παρατήρησε ο Λίαμ. Ούτε έκανε τον κόπο να προσπαθήσει να τον κάνει να αισθανθεί καλύτερα. «Θες να πάμε για καμιά μπίρα;Ή να φάμε τίποτα;» «Όχι, πρέπει να επιστρέφω». Ο Λίαμ αναστέναξε και πήρε τα γυαλιά ήλιου που είχε βάλει στο μπλουζάκι του. «Και πρέπει να σκεφτώ». «Θα οδηγήσω εγώ» είπε ο Σπάικ, με τις λέξεις αυτές να είναι οι πρώτες που βγήκαν από το στόμα του απ’ όταν είχαν μπει μέσα στο μπαρ. Απλωσε το χέρι του για τα κλειδιά. «Αν είναι να σκέφτεσαι όλη την ώρα, καλύτερα να κρατάω εγώ το τιμόνι». «Κάλεσέ με αν θελήσεις κάποια συμβουλή» είπε οΈρικ. «Ξέρεις ότι είμαι καλός στο να δίνω συμβουλές».Έδειξε τα δόντια του με ένα χαμόγελο και ο Γκράχαμ γούρλωσε τα μάτια του. Ο Σπάικ, κρατώντας τα κλειδιά, βγήκε έξω και έβαλε μπρος το φορτηγάκι περιμένοντας έως ότου ο Λίαμ τελειώσει τους αποχαιρετισμούς του με τονΈρικ και τον Γκράχαμ. Ο Λίαμ μπήκε στο όχημα και ο Σπάικ πέρασε μέσα από τους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης φτάνοντας στον αυτοκινητόδρομο και
κατευθυνόμενος νότια. Ο Λίαμ είχε γείρει πάνω στην πόρτα. «Δεν ανέφερες την Κάρλι» είπε ο Σπάικ καθώς επιτάχυνε στον αυτοκινητόδρομο 35, προσπερνώντας το κέντρο, το Ριγιούνιον Αρένα και φτάνοντας στα νότια της πόλης. «Ή για το ότι το έκαναν σχεδόν όλο το βράδυ». «Γαμώτο, όλα τα δωμάτια στο σπίτι μου έχουν κοριούς;» «Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Ο Τίγρης κάνει και λίγο θόρυβο. Εγώ δεν ακόυσα κάτι, άκουσε όμως η Ντένη και μου το είπε. Και τα μικρά της. Και οΈλισον. Και ο Κόνορ - το δωμάτιό του είναι ακριβώς κάτω από εκείνο του Τίγρη. Και η Γκλόρι κάτι ανέφερε...» «Αν είναι δυνατόν» μουρμούρισε ο Λίαμ. «Αν το έμαθε ήδη όλη η Πόλη των Αλλόμορφων, θα το έχει μάθει και ο Μ πόουμαν.Ή πρόκειται να το μάθει σύντομα. Δεν είπα τίποτα για την Κάρλι επειδή δεν ήθελα οι άλλοι αρχηγοί να ανησυχήσουν που ο Τίγρης βρήκε ταίρι. Και, εκτός αυτού, η Κάρλι είναι το μόνο άτομο που έχω γνωρίσει που μπορεί να τον κάνει να ηρεμήσει. Και ο Κόνορ μπορεί, ορισμένες φορές, αλλά όχι όπως η Κάρλι. Δεν έχω δει ποτέ κάτι τέτοιο». «Αν κουβαλάει μέσα της το μικρό του...» Ο Σπάικ προσπέρασε ένα αργό φορτηγό και ένα αυτοκίνητο. «Ο Μ πόουμαν ίσως να θελήσει
να το σκοτώσει κι αυτό». «Το ξέρω». Ούτε Λίαμ ούτε ο Σπάικ ήθελαν να σκεφτούν παραπάνω αυτή την πιθανότητα. Οι δυο άνδρες είχαν μικρά και τα αγαπούσαν. «Η τουλάχιστον ο Μ πόουμαν θα θελήσει να το αφήσει να ζήσει και να το παρακολουθεί. Ω Θεέ μου, είναι χειρότερος από τους ανθρώπους». «Δεν θέλουν η ύπαρξη του Τίγρη να οδηγήσει τους ανθρώπους στο να αποφασίσουν ότι είναι πολύ επικίνδυνο να αφήσουν τους αλλόμορφους να ζήσουν». Ο Σπάικ δε μιλούσε ποτέ πολύ, αλλά όταν το έκανε, αποδείκνυε ότι ήταν κάτι περισσότερο από μυς, κάτι περισσότερο από έναν ηλίθιο αλλόμορφο που πάλευε, όπως πολλοί αλλόμορφοι πίστευαν. Ακόμη κι ο Λίαμ είχε κάνει αυτό το λάθος μια φορά. Ο Σπάικ είχε καταφέρει να «αποστάξει» όλη την ουσία της συνάντησης σε αυτή την φράση. «Το ξέρω» είπε πάλι ο Λίαμ. Ξεφύσησε. «Αν ο Τίγρης πρέπει να πεθά-νει, εγώ θα είμαι αυτός που πρόκειται να τον σκοτώνει. Δε θα τον παραδώσω στον Μ πόουμαν ή σε κάποιον άλλο που βρισκόταν μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Ούτε καν στονΈρικ. Οφείλω τουλάχιστον να το κάνω εγώ». Ο Τίγρης κουνούσε το χέρι του στη γλυκιά και απαλή κοιλιά της Κάρλι.
Η πρωινή ηλιοφάνεια είχε κάνει το δωμάτιο φωτεινό και ξεχυνόταν μέαα σ’ αυτό μαζί με τη ζέστη του καλοκαιριού. Η Κάρλι άνοιξε λίγο τα μάτια της, τον κοίταξε και άφησε ένα μικρό βογκητό. «Ω, δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω ξανά.Όχι ακόμα». Ο Τίγρης γλίστρησε τα δάχτυλά του γύρω από τον αφαλό της. Στο εσωτερικό του σώματός της μια νέα ζωή θα προετοιμαζόταν. Την ένιωθε ήδη και η σκέψη του ήταν γεμάτη χαρά και φόβο. «Όχι» είπε ο Τίγρης. «Τώρα είναι ώρα για ξεκούραση. Και για τηγανίτες». «Δόξα τω Θεώ». Η Κάρλι γύρισε στο πλευρό της, αντικρίζοντάς τον, και άγγιξε το στέρνο του. «Ποτέ δεν έχω κάνει τόσο πολύ σεξ στη ζωή μου. Όχι τουλάχιστον μέσα σε μια νύχτα. Στάσου, νομίζω συνολικά». Ο Τίγρης έπιασε τα ζυγωματικά της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να την αγγίζει. «Μ ου αρέσει από μπροστά». Η Κάρλι γέλασε. «Το κατάλαβα. Κι εμένα». Τη φίλησε στα μαλλιά. «Μ ετά τις τηγανίτες...;» Γέλιο έπιασε και πάλι την Κάρλι. Χάιδεψε με το χέρι της όλο το θεραπευμένο πλευρό του Τίγρη και το χάδι αυτό τον γαργάλισε και
τον έκανε να ζεσταθεί. «Έχεις σούπερ δύναμη. Εγώ είμαι μια συνηθισμένη γυναίκα. Θα πρέπει να με αφήσεις να κάνω ένα μικρό διάλειμμα για να πάρω δυνάμεις. Μ ετά από αυτό, το συζητάμε». Ο Τίγρης την έπιασε από το μπράτσο. «Δεν θα σου κάνω ποτέ κακό, Κάρλι». Έλεγε την αλήθεια. Η Κάρλι σήκωσε το κεφάλι της και του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Το ξέρω». Ο Τίγρης αφέθηκε στο φιλί της. Γιατί ποτέ κανείς δεν του είχε πει ότι η περίεργη αυτή πράξη πίεσης των χειλιών ήταν τόσο ικανοποιητική;Όχι, όχι ικανοποιητική.Ήταν κάτι περισσότερο από αυτό.Έπρεπε να μάθει νέες λέξεις από τον Κόνορ. Καυτή. Αισθησιακή. Θεσπέσια. Μ ετά από αρκετή ώρα η Κάρλι σήκωσε το κεφάλι και ξεφύσησε. «Το να είμαι μαζί σου είναι... δεν ξέρω. Εκπληκτικό». Ακουγόταν σαν να δυσκολευόταν να βρει τα λόγια της. «Τι θα γίνει τώρα με αυτές τις τηγανίτες; Θα τις φτιάξεις;» Ο Τίγρης γέλασε. Δεν είχε γελάσει τόσο δυνατά από... Είχε μήπως ποτέ γελάσει τόσο; Μ ία ή δυο φορές με τον Κόνορ, αλλά ποτέ έτσι. Το γέλιο του ξεκίνησε από το στομάχι, πέρασε στα πνευμόνια του και, στη συνέχεια, βγήκε από τα χείλη του δημιουργώντας ένα χαμόγελο που απλωνόταν στο πρόσωπό του.
Μ ια καινούργια αίσθηση. Άλλο ένα θαύμα από την Κάρλι. «Ο Λίαμ μαγειρεύει» είπε. «Η ο Σον όταν έρχεται. Ο Σον είναι καλύτερος. Δεν με αφήνουν να πλησιάζω το φούρνο.Ή τα μαχαίρια». «Δε χρειάζεσαι μαχαίρια.Έχεις αυτά τα αιχμηρά νύχια που είδα όταν άλλαξες μορφή σε τίγρη». Η Κάρλι σταμάτησε και άρχισε να τρέμει. Το γέλιο του Τίγρη κόπηκε. Δεν της είχε δώσει χρόνο να επεξεργαστεί ότι ήταν μαζί με έναν άνδρα που μπορούσε να αλλάζει μορφή σε ζώο. Δεν ήθελε να της δώσει χρόνο. Ο χρόνος ήταν αυτό που του έλειπε. Δεν ήξερε πώς το είχε καταλάβει αυτό, αλλά το γνώριζε. Σηκώθηκαν επιτέλους από το κρεβάτι και έβαλαν τα ρούχα τους, με την Κάρλι να λαχανιάζει και να πιέζει τα χέρια της στο πρόσωπό της όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη που βρισκόταν πάνω από τον κομμό. Ο Τίγρης δεν κατάλαβε γιατί νόμισε ότι φαινόταν χάλια, όπως είπε.Ήταν το πιο όμορφο πράγμα που είχε δει ποτέ. Κατέβηκαν στο δεύτερο όροφο και στο μοναδικό μπάνιο του σπιτιού, όπου η Κάρλι τον έκλεισε έξω, αφήνοντας το νερό να τρέχει και μιλώντας μέσα από την πόρτα. Ο Τίγρης δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Δεν είχε καμία σημασία. Του άρεσε απλά να ακούει τη φωνή της.
Η Κάρλι βγήκε με τα μαλλιά της χτενισμένα και βρεγμένα και με το πρόσωπό της χωρίς ίχνος μακιγιάζ. Ο Τίγρης την πήρε από το χέρι και κατέβηκε μαζί της κάτω στο ισόγειο, όπου η μυρωδιά από τις τηγανίτες που βρίσκονταν στο τηγάνι πλημμύριζε τη μεγάλη κουζίνα. Ο άνδρας που στεκόταν μπροστά απ’ το τηγάνι, με μια πετσέτα στη μέση του ως ποδιά, ήταν ο Σον και όχι ο Λίαμ. Ο Τίγρης κατάλαβε γρήγορα ότι ο Λίαμ δεν ήταν σπίτι. Η Άντρεα, το ταίρι του Σον, καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με το παιδί της αγκαλιά. Κρατούσε τα χέρια του μικρού αγοριού ενώ εκείνο στεκόταν όρθιο πάνω στους μηρούς της με τα ποδαράκια του να πατάνε το τζιν της. Ο Κένι Μ όρισεϊ ήταν επτά μηνών και είχε ένα στρογγυλό, Παχουλό πρόσωπο και γκρίζα μάτια σαν της μητέρας του. Ο Κόνορ τριγυρνούσε στην κουζίνα κουβαλώντας πράγματα από το ψυγείο για τον Σον. Γούρλωσε τα μάτια του όταν είδε τον Τίγρη και την Κάρλι να μπαίνουν μέσα. «Μ α τη θεά, πόση ώρα νομίζετε ότι κατάφερα να κοιμηθώ με το κρεβάτι σας να τρίζει πάνω από το κεφάλι μου όλη νύχτα; Και νόμιζα ότι ο Λίαμ και η Κιμ ήταν πρόβλημα». Η Κάρλι έγινε κατακόκκινη. «Συγγνώμη, Κόνορ».
«Θα έπρεπε να ανέβω αμέσως πάνω και να πέσω στο κρεβάτι μου για να αναπληρώσω το χαμένο ύπνο. Είτε θα κάνω αυτό είτε θα αλλάξουμε δωμάτια, Τίγρη. Εκείνο που μένεις εσύ τώρα ήταν παλιότερα το δικό μου». «Πραγματικά λυπάμαι». Η Κάρλι καθάρισε το λαιμό της. «Θα μπορούσα να βάλω λίγο χυμό;»Έδειξε την κανάτα με τον χυμό από πορτοκάλι και τα ποτήρια στο τραπέζι με μια κομψή κίνηση. «Σερβιρίσου». Η Άντρεα σήκωσε τον Κένι και χαμογέλασε μπροστά από το πρόσωπό του. «Ω, ναι, μικρούλη. Θα περπατήσεις σύντομα, έτσι δεν είναι; Για δες». Ο Τίγρης σταμάτησε για να αγγίξει με το χέρι του το κεφάλι του Κένι, λατρεύοντας την απαλή, πουπουλένια αίσθηση των μαλλιών του. «Θες να τον κρατήσεις;» ρώτησε η Άντρεα. Ο Τίγρης γλίστρησε τα χέρια του γύρω από το σώμα του Κένι και τον σήκωσε. Το μικρό έβγαλε έναν ήχο αναγνωρίζοντας το άγγιγμα του Τίγρη. Τον αγκάλιασε κοντά στο στέρνο του, κρατώντας τον σταθερά με τα χέρια του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Τα μικρά ήταν μαγικά. Όσο απογοητευμένος, μπερδεμένος ή
τρελαμένος κι αν ήταν ο Τίγρης, πάντα ηρεμούσε όταν έπαιρνε αγκαλιά ένα μι-κρό.Ήθελε να τα προστατέψει όλα, να μην αφήσει να τα πάρουν μακριά του ή μακριά από τους γονείς του ποτέ. Αν οι υποψίες του ήταν αληθινές, του χρόνου τέτοια εποχή, αυτός και η Κάρλι θα είχαν το δικό τους μικρό. Θα είχε τα μάτια και το χαμόγελο της και όταν μεγάλωνε λίγο, θα άρχιζε να μεταμορφώνεται σε μικρό τίγρη. Η σκέψη και μόνο σκορπούσε μια ζεστασιά σε όλο του το σώμα. «Που είναι ο Λίαμ;» ρώτησε. Ο Κένι κρατήθηκε από την μπλούζα του Τίγρη, προσπάθησε να σηκωθεί κι άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω του. Ο Τίγρης τον στήριξε με το άλλο του χέρι για να μην πέσει. Ο Σον απάντησε χωρίς να γυρίσει. «Τον πήραν τηλέφωνο κι έπρεπε να φύγει από την πόλη. Δεν είναι κάτι ανησυχητικό». Δεν ήταν ακριβώς ψέματα. Τουλάχιστον, ό,τι είχε να κάνει με το ότι ο Λίαμ έφυγε από την πόλη. Ο Τίγρης μυρίστηκε το ψέμα όταν άκουσε το δεύτερο μισό της πρότασης. Δεν είναι κάτι ανησυχητικό. Ναι, καλά. «Πρέπει να του μιλήσω». «Κι αυτός θέλει να σου μιλήσει, Iron M an» είπε ο Σον. «Όταν γυρίσει μαζί με τον Σπάικ».
«Πήγε κι ο Σπάικ μαζί του;» αιφνιδιάστηκε ο Τίγρης. «Ποιος φροντίζει τον Τζόρνταν; Και πού είναι η Κιμ και η Κατριόνα;» Η ανάγκη του να μάθει πού ήταν τα μικρά όσο οι πατεράδες τους έλειπαν εκτός της πόλης των αλλόμορφων έγινε ανησυχία. Τα μικρά ήταν ευάλωτα. Οι πατεράδες τους έπρεπε να είναι μαζί τους. «Η Κιμ είναι στη δουλειά και η Κατριόνα στονΈλισον, όπου την προσέχουν αυτός και η Μ αρία. Ο Τζόρνταν είναι με τη Μ άικα και τη γιαγιά του Σπάικ». «Να φέρεις τον Τζόρνταν εδώ, ή στείλε τον Ντίλαν και την Γκλόρι να τον προσέχουν». Τα λόγια του Τίγρη ακούστηκαν σαν εντολές, σταράτα και αποφασιστικά. «Στην πόλη ελλοχεύει ο κίνδυνος Γουόκερ, και η Μ άικα είναι άνθρωπος. Δεν είναι αρκετά δυνατή για να προστατέψει τα μικρά. Ούτε η γιαγιά του Σπάικ». Ο Σον γύρισε κρατώντας μια σπάτουλα. «Ηρέμησε. Δε λέω ότι έχεις άδικο αλλά δεν υπάρχει λόγος να πανικοβαλλόμαστε. Θα το πω στον πατέρα». «Ο Γουόκερ είναι ασφαλής;» τα μάτια του Σον άνοιξαν διάπλατα στο άκουσμα όλων αυτών των εντολών αλλά απλώς έγνεψε καταφατικά. «Είναι οτου Ρόναν. Τον προσέχουν ο Ρόναν και η Ρεμπέκα». «Θα μιλήσω και σ’ αυτόν. Να μάθω τι ξέρει.Όχι, δε θα το σκοτώσω».
Ο Τίγρης έδωσε τον Κένι στην Αντρεα και βεβαιώθηκε ότι η μητέρα του τον κρατούσε καλά πριν τον αφήσει. «Θα τον αφήσω στα χέρια του Ρόναν». Ο Κόνορ γέλασε. «Στην αγκαλιά μιας αρκούδας». «Αν χρειαστεί» είπε ο Τίγρης. «Ποπό» είπε ο Κόνορ κοιτάζοντάς τον. «Τι του έκανες, Κάρλι; Νομίζω ότι μόλις έκανε πλάκα». «Πρώτα θα φάμε πρωινό» είπε ο Τίγρης, τραβώντας μια καρέκλα για να καθίσει η Κάρλι. Η Κάρλι ήπιε όλο της το χυμό. «Εννοείται. Πεθαίνω της πείνας. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχω να πεινάσω τόσο». Ο Κόνορ ξέσπασε σε γέλια. «Φυσικά και πεινάς, έτσι δεν είναι; Μ ετά την ολονυχτία;» είπε κλείνοντας το μάτι στην Κάρλι και έφερε ένα πιάτο γεμάτο τηγανίτες. «Να φας καλά, Κάρλι. Κάτι μου λέει ότι θα αρχίσεις να πεινάς όλο και περισσότερο». Αφού χόρτασε με πεντανόστιμες τηγανίτες -με ξινόγαλα, μύρτιλο και κομματάκια σοκολάτας- η Κάρλι διέσχισε με τον Τίγρη την πόλη των αλλόμορφων για να επισκεφθούν τον αλλόμορφο με το όνομα Ρόναν.
Η Κάρλι είχε πει στον Τίγρη ότι θα έπρεπε να επισκεφθεί μόνος του τον Ρόναν κι εκείνη να πάει σπίτι, αλλά της ζήτησε να πάνε μαζί. Της ζήτησε, αλλά με έναν τόνο ανάγκης, και η αλήθεια ήταν ότι η Κάρλι δεν ήθελε να γυρίσει ακόμα σπίτι. Οι στιγμές που περνούσε με τον Τίγρη ήταν πολύ έντονες, αλλά πετούσε σε ένα σύννεφο ζεστασιάς και άνεσης και δεν ήθελε να το φύγει. Όχι ακόμα. Περπατούσε κρατώντας το χέρι του Τίγρη, κι εκείνος κρατούσε απαλά το δικό της. Δε φαινόταν να τον πειράζει που οι άλλοι αλλόμορφοι τους κοιτούσαν, πείραζε όμως την Κάρλι. Κατάλαβε αμέσως ότι δεν κοιτούσαν αυτήν αλλά τον Τίγρη. Αυτή δεν την έβλεπαν καν. Τα βλέμματά τους είχαν καρφωθεί στον Τίγρη, τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα αλλά τα σώματά τους γεμάτα ένταση και οι άντρες έκαναν ένα ανεπαίσθητο βήμα μπροστά από τις λιγοστές αλλόμορφες ενώ περνούσαν.Όλοι κοιτούσαν τον Τίγρη από πάνω μέχρι κάτω, τον έκοβαν. Ο Τίγρης το πρόσεξε - δεν γινόταν κι αλλιώς.Έστρεψε το κεφάλι του, τους ανταπέδωσε το βλέμμα και τότε αυτοί χαμήλωσαν τα μάτια τους. Μ όλις περνούσε, τα κεφάλια γύριζαν αλλά κανένας αλλόμορφος δεν τον κοιτούσε τα μάτια. Αυτό θα ήταν πρόκληση. Μ πορεί ο Τίγρης να πήγαινε να τους ζητήσει το λόγο. Οι αλλόμορφοι τον φοβόντουσαν. Κανένας άλλος δε με ήθελε στο σπίτι του, είχε πει ο Τίγρης στο
αμάξι πριν το φοβερό τρακάρισμα. Η Κάρλι θυμόταν μόνο αποσπασματικά σκηνές από το τρακάρισμα, αλλά θυμόταν την απελπισία στη φωνή του Τίγρη όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Ο Τίγρης έμενε στο σπίτι του Λίαμ γιατί δεν είχε πού αλλού να πάει. Ξαφνικά η Κάρλι ένιωσε θυμό για τους αλλόμορφους που κοιτούσαν τον Τίγρη σαν να ταν κάποιο παράξενο τέρας στην πόλη τους. Θυμήθηκε τον τρόπο που ο Τίγρης είχε πιάσει το πρωί τον Κένι, πόσο απαλά κρατούσε το αγοράκι, πόσο τον εμπιστευόταν ο Κένι και πόσο τον είχε εμπιστευτεί η Κατριόνα χθες. Το αγοράκι, ο Κένι, ήταν του Σον, αν η Κάρλι είχε καταλάβει σωστά τις σχέσεις, και ο Σον δε φάνηκε να ανησυχεί ούτε λεπτό. Η Αντρεα παρακολουθούσε, όπως θα έκανε κάθε μητέρα, αλλά ούτε αυτή είχε ανησυχήσει. Αυτοί οι αλλόμορφοι που έκαναν πίσω ή που κοιτούσαν από την άλλη, εξόργιζαν την Κάρλι. Είχε να το πει από παιδί αλλά τώρα ήταν η ώρα. «Βγάλτε μια φωτογραφία» φώναξε. «Κρατάει περισσότερο». Δυο αλλόμορφοι που στέκονταν μαζί, μάλλον ήταν αδέρφια, κοίταξαν ξαφνικά την Κάρλι. Ο Τίγρης γρύλισε και αμέσως κοίταξαν από την άλλη, σε διαφορετικές κατευθύνσεις. «Το ταίρι μου έχει τσαγανό» είπε ο Τίγρης και της έσφιξε το χέρι. «Δε φοβάται καθόλου». Αντε πάλι το ταίρι. Μ όλις μάθαιναν γιατί ο Γουόκερ
παρακολουθούσε την Κάρλι και τι ήξερε για το ατύχημα, θα έβαζε κάτω τον Τίγρη και θα το συζητούσαν. Προς το παρόν όμως... η Κάρλι έσφιξε το χέρι του Τίγρη καθώς περπατούσαν στη λιακάδα. Το σπίτι του Ρόναν ήταν μακριά από το δρόμο, πίσω από ένα γκαράζ που είχαν μετατρέψει σε ξενώνα. Πίσω του υπήρχε ένα διώροφο σπίτι, μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα που είχε δει η Κάρλι. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και πετάχτηκε έξω ένα άσπρο μικρό αρκουδάκι. Χωρίς να σταματήσει καθόλου, το αρκουδάκι έτρεξε καταπάνω στον Τίγρη. Ο Τίγρης άφησε το χέρι της Κάρλι, γονάτισε, άνοιξε τα χέρια του και άφησε το αρκουδάκι να πέσει πάνω του. Ανθρωπος και αρκούδα κυλίστηκαν στο έδαφος, σε ένα κουρνιαχτό από σκόνη και γρασίδι. Το μικρό γρύλιζε και ξεφυσούσε, αλλά ο Τίγρης έμενε σιωπηλός ενώ προσποιούνταν ότι πάλευε με το αρκουδάκι. Κυλίστηκαν λίγο ακόμα στο έδαφος με το αρκουδάκι να δείχνει τα νύχια του στον Τίγρη που το απωθούσε μαλακά. Τελικά, ο Τίγρης βρέθηκε ανάσκελα στο έδαφος, με τεντωμένα τα άκρα, και το αρκουδάκι από πάνω του περήφανο για τη νίκη του. Ο Τίγρης άρχισε να τρίβει το μικρό και το πήρε αγκαλιά. Το αρκουδάκι έβγαζε ήχους χαράς και τρίφτηκε στο πρόσωπο του Τίγρη.
Μ ετά, το μικρό γύρισε το κεφάλι του και είδε την Κάρλι. Κατέβηκε από τον Τίγρη και κατευθύνθηκε προς αυτήν. Η Κάρλι έκανε πίσω, περιμέ-νοντας το μικρό να πέσει πάνω της, αλλά αυτό απλώς μύρισε τα πόδια της. Όταν σήκωσε το κεφάλι του, η Κάρλι άπλωσε το χέρι για να το χαϊ-δέψει.Έπιασε τη μαλακή και ηλεκτρισμένη του γούνα, όπως του Τίγρη, και από κάτω, το κρύο δέρμα του. Το μικρό έκλεισε τα μάτια του και έγειρε πάνω στα πόδια της Κάρλι, προτάσσοντας την κοιλιά του. Η Κάρλι ένιωσε ένα κύμα ζεστασιάς καθώς συνέχισε να το χαϊδεύει και το μικρό γουργούριζε από χαρά. «Όλαφ». Μ ια μικρόσωμη γυναίκα, γύρω στα τριάντα, με σκούρα μαλλιά με κόκκινες ανταύγειες, βγήκε στη βεράντα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μικροσκοπικό μωρό, με καστανοκόκκινα μαλλιά. «Αστούς να ’ρθουν μέσα». ΟΌλαφ μύρισε το χέρι της Κάρλι για τελευταία φορά και μπήκε μέσα στο σπίτι, αφού πέρασε τρέχοντος δίπλα από τη γυναίκα. «Είμαι η Ελίζαμπεθ» είπε η γυναίκα, καθώς ο Τίγρης σηκώθηκε και τίναξε από πάνω του το γρασίδι. «Το ταίρι του Ρόναν. Πρέπει να είσαι η Κάρλι». Η Κάρλι προχώρησε στη βεράντα και άπλωσε το χέρι. «Εγώ είμαι. Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα».
«Δε φαντάζεσαι». Η γυναίκα ήταν άνθρωπος, δε φορούσε κολάρο. Φορούσε ένα τοπ και τζιν και φαινόταν στα μάτια της ότι είχε δει πολλά στη ζωή της. Το μωρό ήταν μόλις μερικών μηνών και κοιμόταν γαλήνια. «Αυτός είναι ο Κόμπι» είπε με περηφάνια. «Ο μικρός μας γιος. Λογικά ήρθατε για τον Γουόκερ». Η Κάρλι σήκωσε το βλέμμα της ενώ χάιδευε το στομάχι του Κόμπι. «Ακριβώς. Πού το ξέρεις;» «Το κουτσομπολιό των αλλόμορφων είναι πιο γρήγορο από τα email. Περάστε μέσα. Να σας βάλω λίγο κρύο νερό, έχει ζέστη σήμερα». «Ετσι είναι τοΌστιν το καλοκαίρι» είπε η Κάρλι. «Ζεις καιρό εδώ;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ οδηγώντας τους μέσα, με την Κάρλι και τον Τίγρη να ακολουθούν. «Όλη μου τη ζωή» είπε η Κάρλι. «Είμαι γέννημα θρέμμα». Μ ε μεγάλωσε η μητέρα μου και οι τρεις αδερφές μου, που πάλευαν για να επιβιώσουν. «Εγώ είμαι εδώ επτά χρόνια. Αλλά μ’ αρέσει πολύ.Έχω μείνει λιγότερο στην πόλη των αλλόμορφων». Η Ελίζαμπεθ ταρακούνησε το αγοράκι. «Θα το συνηθίσεις».
Αλήθεια; Αναρωτήθηκε η Κάρλι. Το σπίτι του Ρόναν ήταν μεγάλο, με ξύλινα πατώματα και χαλιά, και πολλά βαριά έπιπλα. Η Κάρλι κατάλαβε γιατί τα έπιπλα ήταν τόσο βαριά όταν είδε αυτούς που κάθονταν στην τραπεζαρία - έναν τεράστιο άνδρα και μια γυναίκα, που όταν σηκώθηκε, η Κάρλι είδε ότι ήταν ψηλή, χυ-μώδης και εντυπωοιακά όμορφη. Το κολάρο στο λαιμό της ενίσχυε τον αισθησιασμό που απέπνεε. Ο τρόπος που πρόσεξε τον Τίγρη ξύπνησε την κτητικότητα της Κάρλι. Δέκα λεπτά πριν, η Κάρλι σκεφτόταν να πει στον Τίγρη ότι έπρεπε να το πάνε πιο χαλαρά και να γνωριστούν καλύτερα πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε σχέση. Μ όλις όμως αυτή η αλλόμορφη κοίταξε τον Τίγρη, η Κάρλι ήθελε να την καρφώσει με το βλέμμα και να της πει: Κάτω τα χέρια σου. Περίεργο, ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι για τον Ίθαν. Ποτέ της δεν είχε ανησυχήσει για αυτόν μέχρι που ήταν πολύ αργά. Η αλλόμορφη πρέπει να αντιλήφθηκε τη ζήλια στο βλέμμα της Κάρλι, γιατί χαμογέλασε και κρατήθηκε για να μη γελάσει. «Ρόναν» είπε και μπήκε σε μια πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα. «Ήρθαν». «Το βλέπω».
Ο Ρόναν σηκώθηκε, ήταν ακόμα πιο μεγαλόσωμος από τον Τίγρη. Ο Γουόκερ καθόταν πίσω του στο τραπέζι. Στο ένα του χέρι ήταν περασμένη μια χειροπέδα που ήταν δεμένη σε έναν κρίκο στον τοίχο. Η Κάρλι δεν ήταν σίγουρη για ποιο λόγο στην τραπεζαρία του Ρόναν υπήρχε ένας σιδερένιος κρίκος στον τοίχο, αλλά δεν ήταν και σίγουρη ότι ήθελε να μάθει. «Τίγρη» είπε ο Ρόναν. Αντίθετα με τους αλλόμορφους που συνάντησαν ερχόμενοι, ο Ρόναν ούτε χαμήλωσε το βλέμμα ούτε τον κοίταξε με εχθρικότητα και φόβο. «Καλά φαίνεσαι για αλλόμορφος που θα ’πρεπε να ταν νεκρός». «Είμαι καλά» είπε ο Τίγρης. Ακούμπησε το χέρι του στους ώμους της Κάρλι. «Δεν είναι κι έκπληξη». Ο Ρόναν σήκωσε τα φρύδια και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κατάλαβα» είπε. «Κινείσαι γρήγορα. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτό.Ήρθες να ανακρίνεις τον Γουόκερ, σωστά; Να θυμάσαι μόνο ότι δε θα μπορεί να μιλήσει αν του σπάσεις το σαγόνι, τον ρίξεις αναίσθητο ή του ξεσκίσεις το λαρύγγι». Ο Τίγρης γρύλισε. «Θα το θυμάμαι». «Πόσο πρέπει να τον κρατήσουμε ακόμα;» συνέχισε ο Ρόναν σα να μην τρέχει τίποτα. Πλησίασε την Ελίζαμπεθ και πήρε το γιο του αγκαλιά, με την ίδια φροντίδα που είχε δείξει ο Τίγρης στο μικρό του Σον.
«Περίμενα ότι θα έρθει να τον πάρει ο Λίαμ αλλά μάλλον έχει καλύτερα πράγματα να κάνει. Θα δοκιμάζει τις καινούργιες παρτίδες της Γκίνες κάπου». Ο Ρόναν προσπάθησε να ακουστεί ανέμελος αλλά η Κάρλι κατάλαβε την έντασή του. Ο Λίαμ είχε φύγει από την πόλη για κάποιο σοβαρό λόγο και ο Ρόναν δε θα μιλούσε γι’ αυτό μπροστά στον Γουόκερ, ίσως ούτε μπροστά στον Τίγρη. Ο Γουόκερ φαινόταν κουρασμένος αλλά ήταν σώος. Οι μώλωπες και οι γρατζουνιές που του είχε αφήσει στο πρόσωπο ο Τίγρης έφευγαν σιγά οιγά, και φαινόταν μια χαρά. Κανείς δεν τον είχε βασανίσει. Όμως φαινόταν υποταγμένος και όχι επειδή ήταν αλυσοδεμένος στον τοίχο. Ο Γουόκερ κοίταξε τη Ρεμηέκα και κοκκίνισε. Ο Τίγρης τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε, γέρνοντας μπροστά με τους αγκώνες πάνω στα γόνατά του. Κοίταξε τον Γουόκερ, απλά τον κοίταξε. Ο Γουόκερ τον κοίταξε κι αυτός εξίσου ανέκφραστος. Η Ελίζαμπεθ έδωσε ένα κρύο μπουκάλι με νερό στην Κάρλι. Η Κάρλι το άνοιξε και ήπιε παρακολουθώντας τον Τίγρη και τον Γουόκερ. Ο Τίγρης περίμενε. Τα λεπτά περνούσαν. Ο Γουόκερ άρχισε να
άγχεται ή έτσι φαινόταν, κρίνοντας από τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό του.Όμως, δεν είπε τίποτα. Ούτε κουνήθηκε. Ο Ρόναν έδωσε το μωρό στην Ελίζαμπεθ και κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού, σε απόσταση που να μπορεί να μπει ανάμεσα στον Τίγρη και τον Γουόκερ αν χρειαζόταν. Το μικρό αρκουδάκι είχε εξαφανιστεί, ίσως ήξερε ότι η τραπεζαρία θα μετατρεπόταν σε δωμάτιο ανάκρισης. Ο Τίγρης δεν είπε τίποτα. Από εκεί που στεκόταν, η Κάρλι δεν έβλεπε τα μάτια του Τίγρη. Αλλά ο Γουόκερ άρχισε να ιδρώνει περισσότερο και να κουνάει το χέρι που ήταν δεμένο. «Θέλουν να μάθουν τι είσαι» είπε ο Γουόκερ έπειτα από δεκαπέντε λεπτά απόλυτης σιωπής. Η Κάρλι είχε φτάσει στα όριά της. Στους άνδρες άρεσε να κοιτάζονται μέχρι κάποιος να «σπάσει», αλλά αυτή πίστευε ότι αν θες να μάθεις κάτι, ρωτάς. «Ποιος θέλει να μάθει;» τους διέκοψε. «Το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων;» Η Κάρλι νόμιζε ότι ο Τίγρης θα ενοχλούνταν που τους διέκοψε αλλά εκείνος απλώς περίμενε την απάντηση του Γουόκερ.
«Το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων» είπε ο Γουόκερ, γνέφοντας καταφατικά στην Κάρλι. «Και ο διοικητής της ομάδας μου. Πάντα ψάχνουμε νσ βρούμε τυχόν ανωμαλίες που έχουν εμφανιστεί σε αλλόμορφους. Δεν είναι κάτι απόρρητο. Όλοι το ξέρουν». «Εγώ δεν το ήξερα» είπε η Κάρλι. «Και γιατί τέτοιο ενδιαφέρον για τον Τίγρη; Είναι ένας κοινός αλλόμορφος, έτσι δεν είναι;» Ο Γουόκερ έσφιξε τα χείλη του. «Όχι, δεν είναι και όλοι σε αυτό το δωμάτιο που το ξέρουν. Μ πορεί να κάνει πράγματα που δεν μπορούν άλλοι αλλόμορφοι.Όταν έφτασε στο νοσοκομείο, με έστειλαν να δώσω αναφορά». «Και να τον πυροβολήσεις» είπε η Κάρλι διερευνητικά. «Ηρθες με αρκετά πυρομαχικά». «Είχαμε εντολές να πυροβολήσουμε μόνο αν ήταν απαραίτητο. Και σχεδόν έγινε απαραίτητο. Και μετά εμφανίστηκες εσύ». Το βλέμμα του Γουόκερ πήγε από τον Τίγρη στην Κάρλι. Η Κάρλι κατάλαβε ότι ο Γουόκερ δεν ήταν ένα πιόνι, κάποιος που απλώς έκανε τη δουλειά του υπό τον έλεγχο άλλων.Ήταν έξυπνος. Είχε δει πόσο ηρέμησε η Κάρλι τον Τίγρη στο νοσοκομείο και πώς τον ξανάβαλε στο κρεβάτι, και είχε αναρωτηθεί γιατί μόνο εκείνη μπορούσε να τον κάνει να σκέφτεται λογικά.
«Γι' αυτό εσύ και ο δρ Μ πρέναν ήρθατε να με δείτε» είπε η Κάρλι. «Ενδιαφερόσαστε για μένα και όχι για τις γνώσεις μου για τους αλλόμορφους». «Σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσες να μας δώσεις πληροφορίες για τον Τίγρη. Όταν έδιωξες τον Μ πρέναν, έμεινα να σε παρακολουθώ, για να δω αν θα έτρεχες να τα πεις όλα στους αλλόμορφους. Αντίθετα, ο Τίγρης έτρεξε σ’ εσένα. «Ανησύχησε για μένα» είπε η Κάρλι, γιατί ο Τίγρης παρέμενε σιωπηλός. «Και είχε δίκιο. Παραμόνευες στην αυλή μου, δεν είχες καλό σκοπό». «Και κοίτα με τώρα». Ο Γουόκερ την κοίταξε και σήκωσε το χέρι με τη χειροπέδα. «Μ η σε ξεγελά» είπε η Ρεμπέκα που μπήκε στο δωμάτιο. «Είναι ειδικός στις αποδράσεις. Ξέφυγε ενώ ήταν δεμένος με κολλητική ταινία, με καλώδιο και μια φορά ενώ ήταν με τις χειροπέδες. Την ξανάβαλε απλώς από ευγένεια». Ο Ρόναν γρύλισε. «Είναι εύκολο να ανοίξεις μια χειροπέδα, αλλά δύσκολο να ξεγλιστρήσεις από δύο κακοδιάθετες αρκούδες Κόντιακ». «Περιμένω περίοδο» είπε η Ρεμπέκα. Χαμογέλασε στον Γουόκερ. «Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να με τσαντίσεις».
«Γιατί χρειάζεστε πληροφορίες για τον Τίγρη;» ρώτησε η Κάρλι. «Τα έκανε μπάχαλο στο νοσοκομείο γιατί είχε τραυματιστεί, γιατί ο στρατός σου προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Ούτε εμένα μ’ αρέσουν τα νοσοκομεία, μ’ όλα αυτά τα μηχανήματα και τους αγνώστους που σε τρυπάνε με βελόνες, σωληνάκια και ένα σωρό άλλα. Ξέρεις ότι ο Τίγρης δεν ήθελε να επιτεθεί σε κανέναν, γιατί το κολάρο του θα του προκαλούσε ηλεκτροσόκ. Αυτή είναι η χρησιμότητά του». Ο Γουόκερ ξανακοίταξε τον Τίγρη και το κολάρο του. Ο Τίγρης δεν είχε πάρει τα μάτια του από τον Γουόκερ ούτε για μια στιγμή. «Τα ηλεκτροσόκ από το κολάρο πονάνε απίστευτα» είπε η Ρεμπέκα. Έσκυψε προς τα εμπρός, ώστε το στήθος της να φανεί από το ντεκολτέ της. «Πίστεψέ με, το αποφεύγουμε». «Σου έχω άλλη μια ερώτηση» είπε η Κάρλι. «Τι έχεις να πεις για τη χτεσινή επίθεση; Το μαύρο SUV που μας κυνηγούσε και το εντυπωσιακό τρακάρισμα στο τέλος; Λίγο έλειψε να σκοτωθούμε όλοι. Και μετά, ο Τίγρης δέχεται πυροβολισμούς, επανειλημμένα. Εγώ ήμουν ο στόχος;Ή αυτός;Ή και οι δύο;» «Δεν ξέρω» είπε ο Γουόκερ. «Ημουν ήδη εδώ, αν θυμάσαι». «Το SUV έμοιαζε μ’ αυτό που σ’ έφερε στο σπίτι μου και ο σκοπευτής φορούσε την ίδια στολή». Η Κάρλι έδειξε τη μαύρη μπλούζα και το παντελόνι του Γουόκερ και τις στρατιωτικές του μπότες.
«Μ πορεί το Γραφείο να έστειλε κάποιον για μένα όταν εξαφανίστηκα» είπε ο Γουόκερ. «Δε νομίζω όμως ότι θα έδιναν εντολή για χτύπημα. Δε λειτουργούν έτσι. Οι αλλόμορφοι μάς ενδιαφέρουν όσο είναι ζωντανοί. Δε θέλουμε να τους σκοτώσουμε». Επιτέλους ο Τίγρης μίλησε.Έσκυψε προς τα εμπρός και είπε: «Πες μου ό,τι ξέρει το Γραφείο σου για μένα και γιατί με ψάχνουν».Ήταν εντολή, όχι αίτημα. Ο Γουόκερ δεν απάντησε αμέσως. Ο Τίγρης συνέχισε να τον παρακολουθεί με το χαρακτηριστικό αλλόμορφο βλέμμα του, αλλά ο Γουόκερ τον κοίταξε στα μάτια χωρίς δισταγμό. «Μ ου είπες ότι ήσουν σε μια μονάδα Ειδικών Δυνάμεων που συνεργαζόταν με το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων στο νότο» είπε η Κάρλι, μην μπορώντας να περιμένει να πιάσει ο τρόπος του Τίγρη. «Τι σημαίνει αυτό; Τι ακριβώς κάνει το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων;» «Είναι υπεύθυνο για την πρόνοια των αλλόμορφων» είπε ο Γουόκερ. Απαντούσε αμέσως στις ερωτήσεις χωρίς να νιώθει άβολα. «Ιδρύθηκε πριν είκοσι χρόνια για να μελετήσει το ζήτημα της ενσωμάτωσης των αλλόμορφων στις ανθρώπινες κοινωνίες και για να συνεργαστεί με το Κογκρέσο και τα άλλα τμήματα που ρυθμίζουν τις υποθέσεις των αλλόμορφων». «Εννοείς ότι δημιούργησαν τις Πόλεις των Αλλόμορφων» είπε η
Κάρλι. «Ήταν απαραίτητο για να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη ότι δεν θα κυκλοφορούν στις γειτονιές τους ούτε θα αποτελούν απειλή για τα παιδιά τους επικίνδυνοι άνθρωποι. Αν οι αλλόμορφοι ζούσαν χωριστά για κάποιο διάστημα, αποδεικνύοντας ότι μπορούν να ζήσουν ειρηνικά, θα γίνονταν πιο εύκολα αποδεκτοί όταν θα ερχόταν η ώρα να ενσωματωθούν με τον υπόλοιπο πληθυσμό». «Φυσικά» είπε η Κάρλι σουφρώνοντας τη μύτη της. «Επειδή αυτή η ιδέα είχε μεγάλη επιτυχία στο παρελθόν. Ωραία, μου είπες το όνομα, την αποστολή. Αλλά εσύ τι κάνεις; Τι κάνει η μονάδα Ειδικών Δυνάμεων; Κατασκοπεύει τους αλλόμορφους;» «Εποπτεύει. Διασφαλίζει ότι οι αλλόμορφοι δε ζουν εκτός των παραμέτρων που θα αποτελούσαν κίνδυνο για τους ανθρώπους ή ότι οι άνθρωποι δεν αποτελούν κίνδυνο για τους αλλόμορφους». «Εκτός των παραμέτρων» είπε με μεγάλη φυσικότητα η Ρεμπέκα. «Όπως μια αρκούδα με προεμμηνορροϊκό σύνδρομο;» Τα χείλη του Γουόκερ σφίχτηκαν πάλι. «Όπως οι αλλόμορφοι με κολάρα που δε λειτουργούν σωστά ή αλλόμορφοι που δε φαίνονταν στα ραντάρ μας μέχρι πριν μερικούς μήνες.Ή όπως ένα όνομα αλλόμορφου στη βάση δεδομένων μας που δεν αντιστοιχεί σε κανέναν αλλόμορφο που έχω δει, ή όπως ένας αλλόμορφος που ζει εδώ και κανείς δεν τον φωνάζει με κάποιο όνομα». Το βλέμμα του στράφηκε στον Τίγρη.
«Ποιο όνομα;» ρώτησε η Κάρλι. «Στη βάση δεδομένων; Για μισό λεπτό, υπάρχει βάση δεδομένων;» «Το όνομα είναι Ρόρι Σιλβέστερ» είπε ο Γουόκερ. «Καμιά ιδέα;» Ο Τίγρης παρέμεινε ανέκφραστος. Η Κάρλι κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχω γνωρίσει αρκετούς αλλόμορφους για να ξέρω». «Κάποιος έχει αίσθηση του χιούμορ» είπε ο Γουόκερ, ενώ οι αρκούδες και η Ελίζαμπεθ παρέμειναν σιωπηλές. «Felis silvestris το είδος, αγριόγατα Ρόρι το όνομα... ίσως επειδή βρυχάται πολύ;Όποιος καταχώρισε το όνομα πάντως, πρέπει να θεωρεί ότι έχει χιούμορ». «Το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων δεν καταχωρίζει τα στοιχεία;» ρώτησε η Κάρλι. «Κάπως βρέθηκε εκεί το όνομα». «Το ξέρω» είπε ο Γουόκερ. «Μ παίνω στις βάσεις δεδομένων κάθε μέρα. Το όνομα εμφανίστηκε εν μία νυκτί και επειδή κανένας στο Γραφείο δεν παραδεχόταν ότι το καταχώρισε, αποφάσισα να μάθω σε ποιον ανήκει». «Δεν μου αρέσει αυτό το όνομα» είπε κοφτά ο Τίγρης. «Δεν είναι δικό μου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
Ο Γουόκερ ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ως τώρα ο Τίγρης, ο οποίος δεν απέστρεψε αμέσως το βλέμμα του. Εκτός από την Κάρλι φυοικά. Αυτή τον κοίταζε στα μάτια, χωρίς φόβο, χωρίς υποταγή. «Είμαστε στην ίδια πλευρά» είπε ο Γουόκερ στον Τίγρη, αγνοώντας το σχόλιό του για το όνομα. «Προσπαθούμε να μάθουμε ποιος είσαι, από πού είσαι και τι μπορείς να κάνεις. Θα έπρεπε να ήσουν νεκρός κι εσύ τριγυρνάς γύρω γύρω. Χωρίς καν να πονάς». Όχι, ο Γουόκερ έκανε λάθος για τον πόνο. Οι πόνοι που ένιωθε ήταν αφόρητοι και είχε ακόμα μώλωπες. Η παρουσία της Κάρλι τον βοηθούσε αλλά δε θεραπευόταν από τη μια στιγμή στην άλλη. «Γιατί θέλεις να μάθεις ποιος είμαι;» ρώτησε ο Τίγρης. «Δεν είμαι κανένας. Μ ένω με τον Λίαμ και βοηθάω τον Κόνορ να επισκευάζει τα αμάξια των αλλό μορφών». «Δεν είναι αλήθεια αυτό. Είσαι διαφορετικός. Κι αυτό που θέλω να πω είναι ότι είσαι ο μόνος τίγρης της Βεγγάλης εδώ γύρω». Ο Τίγρης ανακάθισε στην καρέκλα του. Του άρεσε που η Κάρλι ήταν τόσο κοντά του. Η παρουσία της, το άρωμά της, η αίσθηση του να είναι μέσα της του έδινε δύναμη. «Κι όταν τα μάθεις όλα αυτά για μένα, τι θα κάνεις;» Ο Γουόκερ σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω.Ό,τι αποφασίσουν ο
διοικητής μου και το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων». «Αυτό δεν ακούγεται και πολύ καλό» είπε η Κάρλι. «Λογικά θα σε μελετήσουν» είπε ο Γουόκερ. «Θα ανακαλύψουν τι είναι αυτό που σε κάνει διαφορετικό». «Ούτε αυτό ακούγεται καλό». Η οργή της Κάρλι έφτασε στον Τίγρη σαν άρωμα καπνισμένου ξύλου. «Χρειαζόμαστε τον Λίαμ». Ο Ρόναν μπήκε στην κουβέντα από το τραπέζι. «Δε μ’ αρέσει αυτό». Ούτε του Τίγρη του άρεσε. Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα, στέλνοντας ρίγη φόβου σε όλο του το σώμα, παρότι δεν άφησε να φανεί το παραμικρό. «Θα με χρησιμοποιήσουν για πειράματα». «Μ πορεί» είπε ο Γουόκερ. «Αλλά δεν είναι δική μου απόφαση». Η Κάρλι φούντωνε όλο και περισσότερο πίσω από τον Τίγρη. Το άρωμα του καπνισμένου ξύλου γινόταν όλο και πιο έντονο, όπως η οργή της. «Τι εννοείς μπορεί;» ρώτησε. «Δεν κάνεις πειράματα σε κάποιον έτσι απλά. Είναι αλλόκοτο και λάθος». «Όπως είπα ήδη, δεν είναι δική μου απόφαση». «Ποιανού απόφαση είναι τότε;» ρώτησε ο Τίγρης. «Των ανωτέρων μου.Ή του επικεφαλής του Γραφείου Υποθέσεων
Αλλόμορφων. Δεν ξέρω. Δεν είμαι τόσο ψηλά στην τροφική αλυσίδα». Η Κάρλι έσκυψε προς τα εμπρός, ακουμπώντας το χέρι της στο τραπέζι. Άγγιξε ελαφρώς τον Τίγρη, η ζεστασιά της καθησύχαζε το φόβο του για άλλη μια φορά. «Πάω στοίχημα ότι είσαι πιο ψηλά απ’ ό,τι λες» είπε. Ο Τίγρης ήξερε ότι η Κάρλι είχε δίκιο. Ο Γουόκερ το έπαιζε χαμηλόβαθμος, δίνοντάς τους τις πληροφορίες που έτσι κι αλλιώς θα μπορούσαν να μάθουν. Ο Τίγρης θα έβαζε στοίχημα ότι ο Λίαμ ήδη γνώριζε τα περισσότερα από αυτά που τους είπε ο Γουόκερ. Ο Γουόκερ δεν τους είχε πει ψέματα. Οποιοσδήποτε αλλόμορφος θα το είχε καταλάβει. Αλλά δεν είπε και όσα θα μπορούσε να πει. Ο Τίγρης δεν ήταν σίγουρος τι έπρεπε να κάνει. Είχε ανατραφεί για να μάχεται, όχι να ανακρίνει κρατούμενους ή να σκέφτεται στρατηγικές. Κάθε δοκιμασία που είχε περάσει αφορούσε τη δύναμη, την αντοχή, την ανθεκτικότητα και όχι την επίλυση προβλημάτων. «Μ άθε» είπε. Ο Γουόκερ ανοιγόκλεισε τα μάτια κι η έκφραση απάθειας που είχε έσπασε. «Πώς;» «Γύρνα πίσω και μάθε τι θέλουν να κάνουν και γιατί, και μετά πες
μου». Ο Ρόναν γρύλισε. «Τι λες τώρα, Τίγρη; Αν τον αφήσουμε να φύγει, θα πάει τρέχοντος στο Γραφείο, θα μιλήσει για την απόδρασή του, και κυρίως για το ότι ήταν αλυσοδεμένος. Το τελευταίο που χρειάζομαι είναι να έρθουν μπάτσοι να με συλλάβουν και να κάνουν άνω κάτω την οικογένειά μου. Δε θέλω να έρθουν καν στην Πόλη των Αλλόμορφων». «Δε θα έρθουν» είπε ο Τίγρης. «Θα το φροντίσει ο Γουόκερ γιατί έχει προσωπικό ενδιαφέρον για μένα, για τους δικούς του λόγους. Μ ε ανέφερε στο Γραφείο του, γιατί ήθελε να μάθουν για μένα, αλλά φοβάται ότι τα έκαναν μαντάρα και αντ’ αυτού προσπάθησαν να με σκοτώσουν.Έχει θυμώσει μαζί τους γι’ αυτό, αλλά είναι ακόμα περίεργος να μάθει για μένα. Κι εγώ είμαι. Θέλω να μάθω όσα ξέρουν. Το ίδιο κι ο Γουόκερ». Ο Τίγρης ένιωσε να τον κοιτάζουν. Η Κάρλι, ο Ρόναν, η Ρεμπέκα, η Ελίζαμπεθ. Ο Ρόναν ξερόβηξε και είπε: «Διαβάζεις και τη σκέψη τώρα;» «Τη μυρωδιά» είπε ο Τίγρης. «Αλλα λένε τα λόγια του και άλλα η μυρωδιά σου». «Που να με πάρει» είπε ο Γουόκερ. «Την επόμενη φορά που θα σου μιλήσω, θύμισέ μου να κάνω ένα ντους πρώτα». «Ναι, κι εγώ διαβάζω τη μυρωδιά» είπε ο Ρόναν στον Τίγρη.
«Αλλά δεν τα κατάλαβα όλα αυτά ούτε τι δεν είπε». «Θέλει να μάθει για μένα» είπε ο Τίγρης. «Και μάλλον θέλει να με χρησιμοποιήσει, αλλά όχι για κακό σκοπό». Η Ρεμπέκα είπε: «Μ άλιστα. Κι όλα αυτά τα καταλαβαίνεις από τη μυρωδιά. Το μόνο που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι έχει άγχος, ότι είναι πραγματικά περίεργος για τον Τίγρη και ότι αναρωτιέται πώς θα ήταν να κοιμηθεί μαζί μου». Ο Γουόκερ έγινε κόκκινος σαν παντζάρι και ο Ρόναν γρύλισε. «Μ πεκ, δε χαλαρώνεις λίγο; Δεν κάνω πλάκα, πρέπει να σε ζευγαρώσουμε.Έχεις απορρίψει πόσες, καμιά εικοσαριά προτάσεις ζευγαρώματος;» «Δεν έχω γνωρίσει κάποιον που να μου κάνει κλικ. Όχι αρκετά πάντως για να μείνω μαζί του μια ζωή». Η Ρεμπέκα χαμογέλασε στον Γουόκερ. «Οι αλλόμορφοι ζουν πολλά χρόνια. Κι εγώ είμαι μόνο εκατό». Ο Γουόκερ ένιωθε όλο και πιο άβολα. Ο Τίγρης είχε καταλάβει τον πόθο του για τη Ρεμπέκα. Δε χρειαζόταν να είναι κανένας σούπερ αλλόμορφος για να το καταλάβει. «Υποσχέσου μου κάτι» είπε ο Τίγρης στον Γουόκερ. «Πήγαινε στο
Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων. Μ άθε τι ξέρουν για μένα και δώσε αυτές τις πληροφορίες μόνο σε μένα. Σε αντάλλαγμα, θα σου πω όσα ξέρω για μένα». Ο Ρόναν γρύλισε ξανά αλλά αυτή τη φορά πιο δυνατά. «Όχι. Θα περιμένουμε τον Λίαμ». Ως απάντηση, ο Τίγρης έσπασε την αλυσίδα που κρατούσε δέσμιο τον Γουόκερ και άνοιξε τη χειροπέδα του. Ο Ρόναν σηκώθηκε όρθιος. «Γαμώτο σου, Τίγρη. Τι κάνεις; Κι έπρεπε να τη σπάσεις την αλυσίδα; Τη χρειαζόμαστε για τον Σκοτ». Η Κάρλι έπιασε την άκρη της αλυσίδας και εξέτασε το σημείο όπου την είχε σπάσει ο Τίγρης. «Σσσσς. Ποιος είναι ο Σκοτ και για ποιο λόγο πρέπει να τον αλυσοδέσεις στον τοίχο σου;» «Ο Σκοτ περνάει τη φάση Μ ετάβασης» απάντησε η Ελίζαμπεθ, λες και το να αλυσοδένουν κάποιον ήταν ό,τι πιο φυσιολογικό στο σπίτι της. «Όταν το ένστικτό του για πάλη είναι στην κορύφωσή του, πρέπει να τον περιορίζουμε. Η μία λύση είναι αυτή και η άλλη να αλλάζουμε έπιπλα κάθε μέρα. Άσε που ο Σκοτ ανησυχεί και θα κάνει κακό στον Κόμπι». Αγκάλιασε το αγοράκι που ξυπνούσε. Ο Κόμπι κοίταξε γύρω του με τα καστανά του μάτια τον κόσμο που ήταν σπίτι του, άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε μια κραυγή ενόχλησης.
Ο ήχος έφτασε κατευθείαν στον εγκέφαλο του Τίγρη και ξύπνησε ένα βασικό, πρωτόγονο ένστικτο. Κινήθηκαν ταυτόχρονα με τον Ρόναν ενώ η Ελίζαμπεθ είπε: «Εντάξει είναι. Απλώς πεινάει. Και θέλει να τραβήξει την προσοχή.Έτσι δεν είναι, μικρούλη;» Ο Τίγρης έφτασε στον Κόμπι πριν τον Ρόναν και η Ελίζαμπεθ του τον έδωσε. Καθώς ο Τίγρης πήρε το αγοράκι, ο Κόμπι σταμάτησε να κλαίει κι έδωσε μια δυο κλοτσιές στον αέρα. «Μ ’ αρέσει αυτή η επιρροή του Τίγρη» είπε η Ελίζαμπεθ. «Είναι μαγική». Ο Τίγρης μύρισε το μέτωπο του Κόμπι και τον ξανάδωσε στη μητέρα του. «Πρέπει να δω τον Σκοτ» είπε. «Να βεβαιωθώ ότι είναι καλά». Πήγε προς την κουζίνα όπου ήξερε ότι κάθονταν τα τρία μικρά για να ακούνε τους μεγάλους. Πίσω του ακούστηκε ο Ρόναν: «Ο Γουόκερ έφυγε». Ο Τίγρης σταμάτησε στην πόρτα της κουζίνας αλλά ήξερε ήδη ότι ο Γουόκερ είχε φύγει από το ανοιχτό παράθυρο. «Θα γυρίσει» είπε ο Τίγρης. «Να πάρει, Τίγρη» γρύλισε ο Ρόναν. «Γιατί μου το κάνεις αυτό; Ο Λίαμ θα με γδάρει ζωντανό. Θα καταλήξω ένα τομάρι αρκούδας
στο πάτωμα του σαλονιού». «Ο Γουόκερ θα ξανάρθει» επανέλαβε ο Τίγρης, σίγουρος ότι έχει δίκιο. Μ πήκε στην κουζίνα. Ο Σκοτ, μια μαύρη αλλόμορφη αρσενική αρκούδα λίγο πριν τα τριάντα, τον οποίο τρέλαινε η μετάβαση στην ενηλικίωση, γρύλισε στον Τίγρη και σήκωσε το χέρι του. Ο Τίγρης που είχε μάθει να το κολλάει από τον Σκοτ και τον Κόνορ, χτύπησε την παλάμη του στην παλάμη του Σκοτ κι έπιασε γερά το χέρι του. Η Σέρι, ένα θηλυκό μικρό, που γινόταν είκοσι ενός σε ανθρώπινα χρόνια, πήρε αυθόρμητα αγκαλιά τον Τίγρη. ΟΌλαφ που είχε ξαναπάρει τη μορφή δεκάχρονου αγοριού και είχε ξαναφορέσει το σορτς, το κοντομάνικο και τα αθλητικά του πιάστηκε από το πόδι του Τίγρη. Ο Τίγρης ένιωσε την Κάρλι πίσω του. Τον παρακολουθούσε με απορία, έκπληκτη για τη φιλία του με τα μικρά. Το χαμόγελό της όμως τον ζέσταινε. «Σήμερα θα πάω στη δουλειά» είπε η Κάρλι καθώς επέστρεφαν στο σπίτι του Λίαμ. «Είναι Σάββατο κι έρχονται πολλοί τουρίστες. Αφού δεν χτύπησα στο τρακάρισμα, θα χρειαστώ το μισθό μου». «Είναι πολύ επικίνδυνο» είπε ο Τίγρης. Της έπιασε πάλι το χέρι και πάλι οι υπόλοιποι αλλόμορφοι τους κοίταζαν επίμονα. Η Κάρλι τους ανταπέδωσε το βλέμμα και έσφιξε το χέρι του Τίγρη. «Τόσο
το χειρότερο» είπε η Κάρλι στον Τίγρη. «Γιατί θα πάω». «Τότε θα έρθω μαζί σου». Η Κάρλι φαντάστηκε τον τεράστιο Τίγρη να στέκεται δίπλα της στην γκαλερί, ενώ οι ξένοιαστοι τουρίστες θα περνούσαν γύρω του, προσπαθώντας να δουν τους πίνακες. Θα ήταν παράταιρος στο χώρο, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγόραζαν έργα τέχνης σαν να αγοράζουν καρτ ποστάλ. Ή πάλι μπορεί και να ταίριαζε. Ο Τίγρης είχε μια ωμή δύναμη και μια άγρια ομορφιά που ήταν η ουσία της τέχνης. «Κανένα πρόβλημα» είπε η Κάρλι. «Αλλά θα πάω». Περίμενε ότι ο Τίγρης θα φέρει περισσότερες αντιρρήσεις αλλά αυτός δεν είπε τίποτα και συνέχισαν να περπατάνε χέρι χέρι στη λιακάδα. Έφτασαν στο σπίτι των Μ όρισεϊ και είδαν τον Λίαμ και τον Σπάικ να κατεβαίνουν κατάκοποι από ένα φορτηγάκι. Ο Σπάικ χαιρέτησε τον Τίγρη αλλά δεν είπε τίποτα και έφυγε προς την άλλη κατεύθυνση. Ο Λίαμ κοίταξε κοφτά τον Τίγρη και έκανε νόημα σ’ αυτόν και την Κάρλι να τον ακολουθήσουν στο σπίτι. Ο Σον και η Άντρεα είχαν φύγει αλλά ήταν εκεί ο Κόνορ που καθάριζε τους πάγκους της κουζίνας με ένα μεγάλο μπλε πανί.
«Τρελαίνομαι για τις τηγανίτες του Σον» είπε ο Κόνορ όταν μπήκαν. «Μ όνο που τα κάνει όλα χάλια». Ο Λίαμ τον κοίταξε, αλλά παρέμεινε συνοφρυωμένος και έστρεψε το βλέμμα του ξανά στην Κάρλι και τον Τίγρη.Όπου κι αν είχε πάει, είχε γυρίσει με πολύ κακή διάθεση. «Λοιπόν, εγώ πρέπει να πηγαίνω» είπε η Κάρλι για να σπάσει την ένταση. «Μ ην ανησυχείτε για μένα. Ο Τίγρης θα έρθει μαζί μου για να με προσέχει». «Όχι» είπε τελειωτικά ο Λίαμ. «Ο Τίγρης δε θα φύγει από την Πόλη των Αλλόμορφων». Ο Τίγρης έσφιξε το χέρι της Κάρλι. «Τότε θα μείνει και η Κάρλι». «Λ, όχι, δε θα μείνει» είπε η Κάρλι. «Εχω ένα εκατομμύριο πράγματα να κάνω. Πρέπει να αρχίσω να ξεπακετάρω και να εξηγήσω σε όσους με ξέρουν γιατί διαλύθηκε ο αρραβώνας μου. Θα είναι πολύ ταπεινωτικό. Το αμάξι μου διαλύθηκε, οπότε πρέπει να δω πώς θα αγοράσω καινούργιο, για να μη μιλήσω για την ασφαλιστική μου. Πολύ αμφιβάλλω ότι το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων θα παραδεχτεί ότι κατέστρεψαν το αυτοκίνητό μου επίτηδες και θα πληρώσουν για τη ζημιά.
Ασε που έχω να ασχοληθώ και με τον Ίθαν και με όσα θα θελήσει να μου φορτώσει.Έχω μια δύσκολη μέρα. Και δεν μπορώ να τα κάνω όλα αυτά από δω». «Τότε θα έρθω μαζί σου» δήλωσε ο Τίγρης. Το βλέμμα που έριξε ο Λίαμ στον Τίγρη έκανε την Κάρλι να μη συνεχίσει. Πριν από αυτό, όσες φορές ο Λίαμ είχε καρφώσει τον Τίγρη με το βλέμμα του, το βλέμμα του ήταν σταθερό και δυνατό, το βλέμμα ενός άνδρα που δεν σήκωνε πολλά πολλά. Αυτή τη φορά όμως, το βλέμμα του ήταν γεμάτο οργή. Τα μάτια του Λίαμ έγιναν από μπλε σχεδόν ασημί και έγινε άκαμπτος όπως είχε δει σε άλλους αλλόμορφους η Κάρλι. Μ έσα σε μια στιγμή, ο Λίαμ έγινε από κουρασμένος από το ταξίδι άνθρωπος ένας επικίνδυνος εχθρός έτοιμος να επιτεθεί. Ο Τίγρης γρύλισε σε απάντηση. Το ίδιο γρύλισμα που είχε ταράξει το σπίτι του Ίθαν, τα παράθυρα της κουζίνας έτριξαν. Ο Κόνορ τον κοίταξε με διάπλατα μάτια. Το πρόσωπο του Λίαμ μάκρυνε μέχρι που έγινε μουσούδα λιονταριού και τα μαλλιά του έγιναν μια υπέροχη μαύρη χαίτη. Ο Τίγρης έσφιξε τα χέρια του, δεν άλλαξε μορφή αλλά συνέχισε να γρυλίζει. Τα γρυλίσματα του Τίγρη και του Λίαμ έγιναν ένα και δονούσαν την ατμόσφαιρα. Ο Κόνορ κόλλησε στον πάγκο του σαν να
φοβόταν ότι θα γυρνούσαν και θα τον έβλεπαν, αδύναμο και ευάλωτο, και θα του επιτί-θεντο. Ακόμα ένα γρύλισμα ακούστηκε από την πίσω πόρτα.Ήταν ο Ντίλαν που στεκόταν εκεί. Είχε ακόμα ανθρώπινη μορφή αλλά τα μάτια του είχαν το ίδιο άσπρο χρώμα με του Λίαμ. Η Κάρλι έκανε ένα βήμα πίσω, μετά ακόμα ένα, ακόμα ένα, αργά και σταθερά πήγε στο σαλόνι. Κατάλαβε πώς ένιωθε ο Κόνορ και ήλπιζε ότι οι αλλόμορφοι δε θα γύριζαν να τη δουν και θα γλίτωνε την επιθετικότητα που συσσωρευόταν. Ο Κόνορ ξεγλίστρησε από την κουζίνα, με την πλάτη στον τοίχο, και την ακολούθησε. Τα μάτια του είχαν γίνει άσπρα-μπλε, όπως των άλλων, αλλά από φόβο, όχι από οργή. Όταν ο Κόνορ έφτασε δίπλα στην Κάρλι, την έπιασε από τον καρπό, την τράβηξε έξω από την κουζίνα και κατευ-θύνθηκε προς την μπροστινή πόρτα. «Περίμενε» είπε η Κάρλι, προσπαθώντας να σταματήσει. Ο Κόνορ κούνησε το κεφάλι του. «Αν αρχίσουν να παλεύουν εκεί μέσα, το καλύτερο για μας είναι να μην είμαστε εκεί». «Μ α θα παλέψουν μεταξύ τους; Γίνεται αυτό; Δε θα τους σταματήσουν τα κολάρα;» Τα λόγια της έπεσαν στο κενό και στην αβεβαιότητα καθώς ο Κόνορ την κοίταξε. «Κάρλι, μην είσαι αφελής. Ο παππούς μου
είναι δολοφόνος. Το ίδιο κι ο Τίγρης. Τα κολάρα δεν μπορούν να το αλλάξουν αυτό. Ξέρεις τι γίνεται εκεί μέσα; Ο Λίαμ προσπαθεί να αναγκάσει τον Τίγρη να κάνει πίσω και να τον υπακούσει, αλλά ο Τίγρης λέει ότι δε θα το κάνει. Ο Ντίλαν γύρισε γιατί ένιωσε ότι ο Τίγρης ξεφεύγει από τον έλεγχο του Λίαμ. Ο Λίαμ δεν κατάφερε ποτέ να ελέγξει πραγματικά τον Τίγρη κι αυτό έγινε ακόμα πιο δύσκολο από τότε που ο Τίγρης γνώρισε εσένα». Το στόμα της Κάρλι στέγνωσε. «Ναι, βέβαια, ρίξε το φταίξιμο σε μένα». «Οχι, δεν φταις εσύ. Ο Τίγρης αποφάσισε ότι είσαι το ταίρι του κι αυτό τον κάνει πιο δυνατό από ποτέ.Ένας αλλόμορφος θα κάνει τα πάντα για να προστατέψει το ταίρι του, όπως να αψηφήσει τις εντολές του αρχηγού του, αν χρειαστεί. Και δε νομίζω ότι ο Τίγρης αναγνώρισε ποτέ τον Λίαμ ως αρχηγό του. Νομίζω ότι υπακούει τον Λίαμ απλά από ευγένεια. «Μ α εγώ δεν είπα ποτέ ότι θα γίνω το ταίρι του. Εδώ καλά καλά δε βγαίνουμε. Η χτεσινή βραδιά ήταν...» Σταμάτησε να μιλά κι ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε. «Είχαμε χτυπήσει και φοβόμασταν, γιορτάζαμε το γεγονός ότι ήμασταν ζωντανοί». «Ο Τίγρης δεν το βλέπει έτσι. Είναι πεπεισμένος ότι είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο - για πάντα.Ίσως αντιδρά έτσι γιατί το ταίρι του πέθανε. Το ίδιο και το μικρό του. Οι ερευνητές τους
πέταξαν και τους χώρισαν. Δεν τον άφησαν καν να τους αποχαιρετήσει όταν πέθαναν. Πάω στοίχημα ότι γι’ αυτό έχει κολλήσει μαζί σου, φοβάται ότι θα συμβεί το ίδιο». «Ξέρω για το ταίρι του. Μ ου το είπε. Τον καημένο». Έριξαν μια κλεφτή ματιά από την ανοιχτή πόρτα στην κουζίνα, όπου «ο καημένος» ήταν αντιμέτωπος με τον Ντίλαν και τον Λίαμ, με τα δυνατά του χέρια σφιγμένα σε γροθιές, με τον αγώνα γρυλισμάτων να συνεχίζεται. Τα κολάρα τους δεν έβγαζαν σπίθες, δεν έβλεπαν ίχνος πόνου. Μ όνο αλλόμορφους αντιμέτωπους, με τη βία να συσσωρεύεται στον αέρα. «Τι μπορώ να κάνω;» ρώτησε η Κάρλι, τρίβοντας τα χέρια της ανήσυχα. «Κάτι πρέπει να υπάρχει». «Μ πορείς να απορρίψεις την πρόταση ζευγαρώματος» είπε ο Κόνορ. Αν ο Τίγρης ξέρει ότι δεν είναι πια υποχρεωμένος να σε προστατεύει, ίσως ηρεμήσει. «Ισως ηρεμήσει;» «Μ όνο αυτό μπορώ να σκεφτώ». Η Κάρλι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Καλά. Τι πρέπει να κάνω;»
Ο Ντίλαν θα τον σκότωνε. Ο Τίγρης το μυριζόταν και δεν είχε καμιά αμφιβολία. Η υπομονή του πρώην αρχηγού της Πόλης των Αλλόμορφων είχε τελειώσει και βρισκόταν εκεί για να προστατέψει το γιο του. Για τον Ντίλαν, ο Τίγρης ήταν επικίνδυνος, σήμαινε παρεκτροπή. Μ πορούσαν να τον σκοτώσουν, να βάλουν τον Σον να στείλει το σώμα του στον άλλο κόσμο, να παραβιάσουν τις βάσεις δεδομένων των ανθρώπων ξανά και να σβήσουν τα ίχνη της ύπαρξής του. Ούτε αιλουροειδές ούτε ζημιά. Ο Τίγρης ένιωθε ότι ο Λίαμ θα στενοχωριόταν, αλλά θα ανακουφιζόταν κιόλας. Ποτέ του δεν ήξερε τι να κάνει με τον Τίγρη, στην ουσία τον πρόσεχε για να κάνει τη χάρη στονΈρικ και την Αϊόνα. Ο Ντίλαν δεν είχε χαρεί με την παρουσία του Τίγρη έτσι κι αλλιώς. «Τίγρη». Η Κάρλι μπήκε ξανά στο δωμάτιο, με τον Κόνορ πίσω της. Η μυρωδιά από το ταίρι του τον τύλιξε και του έδωσε δύναμη. Ο Τίγρης ήξερε ότι θα μπορούσε να νικήσει και τους δυο τους, και τον Λίαμ και τον Ντίλαν, για να προστατέψει αυτήν και τον Κόνορ. Μ ύρισε και το φόβο της Κάρλι, που τον έκανε να αλλάξει λίγο στάση, έτσι ώστε να μην μπορούν να τη φτάσουν ο Ντίλαν και ο Λίαμ. Η Κάρλι πλησίασε κι άλλο τον Τίγρη. Δε θα έπρεπε να το κάνει
αυτό. Ο Ντίλαν ήταν απρόβλεπτος και οι κινήσεις έκαναν πιο δύσκολο το έργο του να την προστατέψει. Ο Τίγρης ήταν τόσο συγκεντρωμένος στο πού βρισκόταν η Κάρλι και στο πώς να κρατήσει τους δύο αλλόμορφους μακριά της που ήταν εντελώς απροετοίμαστος για αυτό που άκουσε. Η Κάρλι καθάρισε το λαιμό της και είπε με δυνατή φωνή: «Τίγρη, απορρίπτω την πρόταση ζευγαρώματος μαζί σου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 Ο Λίαμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και σταμάτησε να γρυλίζει. Το πρόσωπό του έγινε ξανά ανθρώπινο και το έτριψε λίγο μετά την αλλαγή. Ο Ντίλαν δεν είχε αλλάξει μορφή αλλά τα μάτια του δεν ηρέμησαν. Πήρε τα μάτια του από τον Τίγρη και κάρφωσε την Κάρλι, κάτι που δεν άρεσε στον Τίγρη. Ο Τίγρης άρχισε πάλι να γρυλίζει και μπήκε μπροστά από το ταίρι του ακόμα πιο αποφασιστικά. «Ευχαριστώ, κορίτσι μου» είπε ο Λίαμ ξεφυσώντας. «Τίγρη, άφησέ τη να φύγει. Για σήμερα, θα στείλω μαζί της τον Σον για να είμαστε σίγουροι ότι ο Γουόκερ ή το Γραφείο δε θα δοκιμάσουν να την πειράξουν. Ναι, έμαθα ήδη ότι άφησες ελεύθερο τον Γουόκερ».
Δεν καταλάβαιναν. Αυτοί οι αλλόμορφοι που πίστευαν ότι κυβερνάνε με σοφία και εμπειρία είχαν ξεχάσει τι σήμαινε να είσαι αλλόμορφος. Ο Τίγρης δεν είχε ζήσει πουθενά αλλού εκτός από το υπόγειο, σε ένα μέρος που οι άνθρωποι αποκαλούσαν Περιοχή SI, και ήταν μόνο σαράντα χρονών αλλά ήξερε ότι ήταν αλλόμορφος, άγριος και διαφορετικός. «Τα λόγια της δε σημαίνουν τίποτα» είπε ο Τίγρης. «Είναι το πραγματικό μου ταίρι». Η Κάρλι αναστέναξε. «Έλα τώρα, Τίγρη. Προσπαθώ απλώς να βοηθήσω». «Απέρριψε την πρότασή σου παρουσία μαρτύρων, παιδί μου» είπε ο Λίαμ. «Αυτό την απελευθερώνει από εσένα». «Είναι ελεύθερη». Αν ο Τίγρης το εξηγούσε καλά, μπορεί και να το καταλάβαινε. «Ταυτόχρονα όμως είναι και το ταίρι μου και θα την προστατέψω από εσάς». «Που να σε πάρει». Ο Λίαμ εξοργίστηκε ξανά. «Κι εγώ προσπαθώ να προστατέψω εσένα. Οι υπόλοιποι αρχηγοί των αλλόμορφων είναι έτοιμοι να σε ξεφορτωθούν, το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων ψάχνει vq μάθει ποιος πραγματικός είσαι, διεκδικείς ένα ταίρι που δε σε θέλει και με απειλείς. Δεν απειλείς έναν αρχηγό εκτός αν τον αμφισβητείς για να πάρεις τη θέση του και δε νομίζω ότι θες να το πάμε εκεί».
«Δε θέλω να γίνω αρχηγός αυτής της Πόλης των Αλλόμορφων». Ο Τίγρης δεν μπορούσε να κρύψει την απέχθειά του. «Οι αλλόμορφοι δεν θα έπρεπε να έχουν αρχηγούς. Και ούτε θέλω να ζήσω εδώ. Θέλω να φύγω». «Κρίμα» είπε ο Λίαμ. «Αν φύγεις από την Πόλη των Αλλόμορφων, θα σε κυνηγήσουν. Θα σε σφαγιάσουν. Δε θα έχεις ούτε μια ευκαιρία. Τουλάχιστον εδώ μπορώ να σου προσφέρω μια ευκαιρία». «Τότε, μείνε μακριά από το ταίρι μου». «Για όνομα πια, Τίγρη. Δε θέλω το ταίρι σου. Και δεν είναι το ταίρι σου. Τη μάρκαρες με τη μυρωδιά και τη διεκδίκησες αλλά για να ολοκληρωθεί η τελετή ζευγαρώματος χρειάζεται η συναίνεσή της. Το ξέρεις αυτό». «Τα λόγια και οι τελετές σας δεν έχουν σημασία. Η Κάρλι είναι το ταίρι μου. Δεν έχει καμιά σημασία τι θα πω ή τι λέει αυτή, δεν έχει καμιά σημασία αν θέλει να το σκάσει και να μη με ξαναδεί ποτέ». Ο Τίγρης ακούμπησε τη γροθιά του στο στέρνο του. «Το ζευγάρωμα είναι αληθινό. Έχει μπει στην καρδιά μου». Η φωνή της Κάρλι διέκοψε τον Τίγρη. «Που να σε πάρει, ήξερα ότι μιλάς ωραία από τη στιγμή που σε γνώρισα». Ο Τίγρης γύρισε την πλάτη στον Λίαμ και τον Ντίλαν για να κοιτάξει την Κάρλι. Ακούσε το γρύλισμα του Ντίλαν, του άνδρα
που θεώρησε ότι η στροφή του Τίγρη ισοδυναμούσε με χαστούκι. Ο Τίγρης δεν έδινε δεκάρα. Η ιεραρχία δε σήμαινε τίποτα γι' αυτόν. Το να προστατέψει το ταίρι, το να προστατέψει τα μικρά αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε. «Είσαι το ταίρι μου» είπε ο Τίγρης στην Κάρλι. «Ακόμα κι αν το σκάσεις από μένα, ακόμα κι αν δε σε ξαναδώ ποτέ, πάντα θα είσαι το ταίρι της καρδιάς μου». Η έκφραση της Κάρλι μαλάκωσε. Τον κοιτούσε όπως τότε στο δρόμο, με το ένα χέρι στο γοφό της, εξεταστικά. Τα πανέμορφα γκριζοπράσινα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. «Μ ε κολακεύεις. Αυτό το παραδέχομαι». Τον πλησίασε, η μυρωδιά της τον γέμισε και τον ηρέμησε. Ο Τίγρης ξέχασε τον Λίαμ που προσπαθούσε να τον προκαλέσει, τον Ντίλαν που ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει, ακόμα και τον Κόνορ που περίμενε γεμάτος αγωνία στην πόρτα. Η Κάρλι ήταν όλος ο κόσμος για τον Τίγρη. Χάιδεψε τα μαλλιά της και τη φίλησε απαλά. Τα φιλιά ήταν ωραία. «Πραγματικά πρέπει να φύγω» είπε η Κάρλι. «Εσύ μείνε εδώ και μίλησε με τον Λίαμ, άκου ό,τι έχει να σου πει, αλλιώς θα πάθει κανένα εγκεφαλικό. Αλλά σ’ το υπόσχομαι, θα γυρίσω και θα κάνουμε αυτή την κουβέντα».
Ο Τίγρης άγγιξε το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να την αφήσει από τα μάτια του, όχι απροστάτευτη. Αλλά δεν ήθελε και κανένα από τα αδέρφια Μ όρισεϊ γύρω της. Ούτε τον πατέρα τους. «Αν είναι να μείνω, θα έρθει μαζί σου ο Σπάικ».Έριξε ένα άγριο βλέμμα στον Λίαμ. «Αυτόν τον εμπιστεύομαι». Ο Λίαμ σήκωσε τα χέρια του, αν και ο θυμός δεν έφυγε από το πρόσωπό του. «Τουλάχιστον προτείνεις αυτό. Μ ην κουνηθείς από δω, Τίγρη, σε παρακαλώ. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να μάθεις». Ο Τίγρης βεβαιώθηκε ότι η Κάρλι ήταν σε απόσταση ασφαλείας, ήταν με τον Σπάικ και τον Κόνορ στο φορτηγάκι του Ντίλαν. Ο Τίγρης δεν ήταν απόλυτα σίγουρος ότι οι δυο τους μπορούσαν να την προστατέψουν, αλλά ήξερε ότι η επίθεση χθες ήταν γι’ αυτόν, όχι για την Κάρλι. Ο άνδρας πυροβόλησε την Κάρλι για να αναγκάσει τον Τίγρη να την προστατέψει. Σκέφτηκε τον τρόπο που είχε σταθεί δίπλα του ο άνδρας αφού πυροβόλησε και πώς τον παρακολουθούσε. Ο άνδρας κάτι περίμενε. Τον δοκίμαζε. Και δεν είχε σκοτώσει τον Τίγρη. Αφησε και αυτόν και τους υπόλοιπους να ζήσουν. «Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να σ’ το πω» είπε ο Λίαμ, όταν ξανα-πήγαν στο σπίτι. Ο Ντίλαν τους ακολούθησε στην κουζίνα.Ήξερε ότι θα έμενε μέχρι να βεβαιωθεί ότι ο Τίγρης δεν
αποτελούσε απειλή. «Οι υπόλοιποι αρχηγοί των αλλόμορφων θέλουν να σου βάλω κολάρο. Πραγματικό». Ο Τίγρης άγγιξε την αοημένια και μαύρη αλυσίδα με τον κέλτικο κόμπο που φορούσε στο λαιμό του και που είχαν φτιάξει ο Σον και ο Λίαμ. Αντίθετα από τα πραγματικά κολάρα, αυτό δεν είχε μαγεία Φάε και μικροτσίπ. Ο Τίγρης αναρωτιόταν ποιος ήταν αυτός ο Φάε που είχε φτιάξει τα καινούρια κολάρα και είχε βοηθήσει πρόθυμα τους ανθρώπους να υποτάξουν τους αλλόμορφους. Αναρωτιόταν επίσης γιατί κάποιος σαν τον Ντίλαν δεν τον είχε σκοτώσει. «Δεν πρόκειται να φορέσω κολάρο». «Δεν έχεις επιλογή» είπε ο Λίαμ. «Σε φοβούνται. Θέλουν να φορέσεις το κολάρο ή να σε σκοτώσουμε». «Δεν μπορείτε να με σκοτώσετε». Ο Τίγρης ήξερε ότι κανένας τους δεν μπορούσε. «Δε θέλω» είπε ο Λίαμ. «Θέλω να σε βοηθήσω. Αλλά πρέπει να συνεργαστείς». «Δεν πρόκειται να βάλω κολάρο» επανέλαβε ο Τίγρης. «Δεν μπορώ να κάνω αυτό για το οποίο φτιάχτηκα, αν φοράω κολάρο». Ο Λίαμ πήγαινε προς το ψυγείο, προφανώς για να φέρει μερικές Γκίνες για να ηρεμήσουν, αλλά σταμάτησε. «Αυτό έχει ενδιαφέρον. Για ποιο λόγο φτιάχτηκες;»
«Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι το κολάρο θα με εμποδίζει». «Μ άλιστα». Ο Λίαμ άνοιξε το ψυγείο και έπιασε κάτι.Ήταν πράγματι ένα σκούρο καφέ μπουκάλι Γκίνες. «Και τι νομίζεις ότι μπορεί να είναι αυτό;» «Δε μου είπαν ποτέ. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ανάρρωσα από τους πυροβολισμούς πρέπει να έχει να κάνει μ’ αυτό. Τη δεύτερη φορά μάλιστα έγινε πιο γρήγορα από την πρώτη. Αλλάζω». Αναστέναξε. «Είναι κουραστικό. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο κουρασμένος». Ο Λίαμ κατέβασε το μπουκάλι της μπίρας χωρίς να πιει. «Επίσης, έκανες πολύ σεξ, φίλε μου. Μ ε τις ώρες. Δε σε κατηγορώ. Είναι υπέροχη γυναίκα. Απ’ όσο ξέρω, είναι η πρώτη φορά που έκανες σεξ απ’ όταν ήρθες. Είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις εξαντληθεί από την απόλαυση; Μ πορεί να σε εξουθενώσει, με διαφορετικό τρόπο από τη μάχη. Και πολύ πιο ευχάριστο». «Δε με κούρασε το ότι ήμουν με την Κάρλι». Ο Τίγρης μούγκρισε, καθώς θυμήθηκε να τη γυρίζει ανάσκελα, χωρίς να βγει από μέσα της, κι εκείνη να κυρτώνει τη μέση της ευλύγιστα. Της έκανε έρωτα αργά, φιλώντας τη, ενώ αυτή ανταπέδιδε τα φιλιά του. Δεν ήθελε να σταματήσει, δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η πραγματικότητα είχε χαθεί μακριά, δεν είχε πια σημασία. «Η θεραπεία όμως έκαιγε».
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό». Ο Λίαμ κούνησε το κεφάλι του. «Μ ακάρι να είχαμε εδώ έναν αλλόμορφο θεραπευτή να σε εξετάσει. Η Άντρεα είναι καλή, αλλά έχει φυσικό ταλέντο, δεν το διδάχθηκε. Δεν έχει μελετήσει τους αλλόμορφους». «Ξέρουμε όμως κάποιον που μπορεί να μας πει τι συμβαίνει μέσα του» είπε ο Ντίλαν. «Αν είναι μαγεία». Ο Λίαμ κοίταξε τον πατέρα του και μετά στο κενό καθώς σκεφτόταν. «Πράγματι. Αν θέλει να μας μιλήσει. Θα χρειαστούμε τον Σον. Και την Αντρεα». «Ευτυχώς που έμειναν σπίτι» είπε ο Ντίλαν κοφτά. «Όντως» είπε ο Λίαμ. «Τίγρη, θέλω να σου γνωρίσω κάποιον». Ο Σον και η Αντρεα τούς συνάντησαν στο πράσινο πίσω από τα σπίτια, κάτω από τα δέντρα που για κάποιο λόγο ο Τίγρης απέφευγε. Δεν έκατσε ποτέ να σκεφτεί γιατί δεν ήθελε να πηγαίνει εκεί, αλλά κάτι μέσα του τον έκανε να αλλάζει κατεύθυνση όηοτε βρισκόταν προς τα εκεί. Ο Σον είχε φέρει το σπαθί του. Ο Τίγρης το κοίταξε. Ο Σον το είχε περασμένο στην πλάτη του, μέσα στη θήκη. Πριν λίγους μήνες, είχε παρακολουθήσει τον Σον να καρφώνει το σπαθί στο σώμα ενός ηλικιωμένου αλλόμορφου κι αυτόν να αναστενάζει με
ανακούφιση, αφήνοντας την τελευταία του πνοή. Το σώμα του έγινε σκόνη και οι αλλόμορφοι που είχαν συγκεντρωθεί για την τελετή-κατευόδιο έψαλαν προσευχές, πενθώντας και ευχαριστώντας ταυτόχρονα τον Σον, επειδή ελευθέρωσε την ψυχή του άνδρα. Ο Τίγρης δεν καταλάβαινε πώς ένα σπαθί μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά είδε πάλι τα νήματα που το συνέδεαν με τον Σον και τον Σον με την Αντρεα, όπως είχε συμβεί όταν η Αντρεα άρχισε να τον θεραπεύει μετά το ατύχημα. Ο Σον έβγαλε το σπαθί από τη θήκη με ένα μικρό θόρυβο, και ο Τίγρης έκανε πίσω, σε σημείο που να μην τον φτάνει. Ο Σον σήκωσε το σπαθί και έδειξε προς τα εμπρός, στο κενό. Η Άντρεα έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του και έπιασε κι αυτή τη λαβή. «Πατέρα» είπε. «Άνοιξε, είναι τα πεθερικά σου» πρόσθεσε ο Σον. «Δεν έχει ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ» είπε η Άντρεα με το συνηθισμένο ήρεμο τρόπο της. Ο Σον γρύλισε. «Το ξέρω. Γι’ αυτό το κάνω». Ένα φως έσκισε τον αέρα. Ο Τίγρης γρύλισε κι έκανε πάλι πίσω
ενο-χλημένος.Ήταν εδώ δέκα μήνες αλλά αυτό δεν το είχε ξαναδεί. Δεν είχε ξαναμυρίσει αυτή την έντονη οσμή που έβγαινε από το άνοιγμα στην ατμόσφαιρα. Ο Δίαμ είχε σουφρώσει τη μύτη του και ο Σον περίμενε στωικά. Μ ια μορφή εμφανίστηκε στο άνοιγμα.Ήταν ψηλός, λεπτός, σχεδόν γωνιώδης. Άσπρα μαλλιά έπεφταν πάνω στους ώμους του, πλεγμένα σε κοτσίδα, φορούσε μια μπλούζα από κρίκους πάνω από άσπρο δέρμα, κι ένα μαύρο μανδύα. «Τι;» πετάχτηκε. Η φωνή του ήταν μεστή και γεμάτη, με μια ανεπαίσθητη ιρλανδική προφορά. «Κι εγώ χάρηκα που σε είδα» είπε η Άντρεα αφήνοντας το σπαθί και παίρνοντας αγκαλιά τον άνδρα. Η απότομη όψη του μαλάκωσε καθώς την άφησε να τον αγκαλιάσει, ανταποδίδοντας κι αυτός την αγκαλιά. «Άντρεα. Παιδί μου. Για να σε δω». «Δώσε σε ένα γέρο άνθρωπο τη χαρά να δει την κόρη του. Πώς είναι ο μικρός;» «Μ ια χαρά είναι ο Κένι. Μ εγαλώνει γρήγορα». «Μ ην κάνεις τον κόπο να μου πεις ότι μου μοιάζει ή ότι έχει τη μύτη μου. Θα είναι κυρίως αλλόμορφος». Ο άνδρας κοίταξε τον Σον. «Και θα μυρίζει έτσι».
«Καλύτερα από αυτή την μπόχα των Φάε» είπε ο Σον χωρίς κακία. «Θα κάνω ότι δεν το άκουσα αυτό» είπε η Άντρεα. «Πατέρα, ο Λίαμ θέλει να σου γνωρίσει τον Τίγρη. Τίγρη, από δω ο Φιον Σίλιαν, ο πατέρας μου. Ο πραγματικός μου πατέρας. Είναι Φάε». Ο Φάε έστρεψε το βλέμμα του από την Άντρεα στον Τίγρη. Μ αζεύτηκε, η στάση του έγινε αμυντική - ήταν η αντίδραση ενός πολεμιστή σε μια απειλή. «Τι είναι αυτό;» «Τον λένε Τίγρη» είπε η Άντρεα. «Επειδή είναι τίγρης, καταλαβαίνεις». «Δεν θα το μάντευα ποτέ». Ο Φιον παρατήρησε τα πολύχρωμα μαλλιά του Τίγρη, τη φτιαξιά του, τα χρυσά μάτια του. «Αυτό δεν το έφτιαξε Φάε». «Γι’ αυτό είμαστε περίεργοι» είπε ο Λίαμ. «Μ πορείς να μας πεις πώς φτιάχτηκε;Ή ίσως, πώς δεν φτιάχτηκε;» «Γιατί δεν ρωτάτε τους γονείς του; Υποθέτω ότι είναι καθαρόαιμος τίγρης». «Δεν έχει γονείς» είπε ο Λίαμ. «Φτιάχτηκε στο εργαστήριο. Κανείς μας δεν ξέρει πώς ούτε ο ίδιος». «Πρέπει να τον αγγίξω για να καταλάβω» είπε ο Φιον. «Και δε
θέλω να τον πλησιάσω. Είναι έτοιμος να μου πάρει το κεφάλι. Το βλέπω». «Θα είναι φρόνιμος» είπε η Άντρεα. «Έτσι δεν είναι;»Έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα στον Τίγρη που έγνεψε καταφατικά. Ο Φιον έσφιξε τα χείλη του. «Μ ε βάλατε να διασχίσω μια ολόκληρη διάσταση για να αγγίξω έναν αλλόμορφο τίγρη; Εγώ τι θα κερδίσω σε αντάλλαγμα;» «Μ ια ώρα με τον εγγονό σου» είπε η Άντρεα. Ο Φιον μαλάκωσε. «Πολεμάς βρόμικα, κόρη μου. Εντάξει». Πέρασε μέσα από το άνοιγμα χωρίς κανένα πρόβλημα, με την ενοχλητική μυρωδιά να αναδίδεται από το μανδύα του. Ο Φιον σταμάτησε μπροστά στον Τίγρη.Ήταν αρκετά ψηλός για να τον κοιτάζει στα μάτια. «Μ ην πας να κάνεις τίποτα» είπε ο Φιον. «Μ πορεί να μη μεταμορφώνομαι σε κτήνος, αλλά έχω περάσει εκπαίδευση πολεμιστή περισσότερα χρόνια από οποιονδήποτε είναι ζωντανός. Μ είνε ακίνητος». Ο Φιον έβγαλε το ένα δερμάτινο γάντι του και πίεσε τα γυμνά μακριά του δάχτυλα πάνω στο στέρνο του Τίγρη. Ο Τίγρης ένιωσε μέσα του κάτι να τινάζεται, σαν ηλεκτροσόκ, κάτι
τιου του προκάλεσε πόνο σε ολόκληρο το στέρνο. Το μυαλό του πήγε πίσω στο σκοτεινό υπόγειο, όπου οι ερευνητές τον υπέβαλλαν σε ηλεκτροσόκ, και ούρλιαξε χωρίς να καν να το καταλάβει. Σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει τον Φιον, ο οποίος όμως είχε κάνει πίσω πριν κουνηθεί ο Τίγρης. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» γρύλισε ο Φιον. «Σου είπα να μη μου επιτεθείς». Ο Τίγρης άνοιξε τα μάτια του. Το εργαστήριο εξαφανίστηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα, εισέπνευσε τον υγρό αέρα τουΌστιν μαζί με τη μυρωδιά των Φάε. «Δε σου επιτέθηκα» είπε βραχνά. «Μ ου έκανες ηλεκτροσόκ». «Όχι, φίλε μου. Δεν τρέχουν βολτ στις φλέβες μου. Είμαι Φάε. Δε μου αρέσει καν η έννοια του ηλεκτρισμού. Εσύ το έκανες αυτό. Μ ε απώθησες». Ο Τίγρης τον κοίταζε. Δεν είχε αντιδράσει συνειδητά στο άγγιγμα του Φιον. «Η τάση δε δημιουργήθηκε από τη μαγεία των Φάε» είπε ο Φιον. «Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ίχνος μαγείας Φάε μέσα του. Αυτό το κατάλαβα». «Μ αγεία Φάε υπάρχει σε όλους τους αλλόμορφους» είπε ο
Ντίλαν. «Περνάει από γενιά σε γενιά.Έτσι δημιουργηθήκαμε». «Όχι αυτός». Ο Φιον τίναξε το χέρι του και ξαναφόρεσε το γάντι με γρήγορες κινήσεις. «Δεν ξέρω τι είναι. Πήγαινέ με στον Κένι τώρα». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Άντρεα κι έφυγε μαζί της, έχοντας τελειώσει με τον Τίγρη.Έτσι, ο Τίγρης έμεινε μόνος με τρεις Μ όρισεϊ. «Δεν μπορώ να φορέσω το κολάρο» είπε ο Τίγρης πριν προλάβει να μιλήσει κάποιος. Θα τον αποδυνάμωνε, μπορεί και να τον σκότωνε, κι αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Όχι ακόμα. Αυτά που συνέβαιναν μέσα στο σώμα και το μυαλό του τον μπέρδευαν και τον θύμωναν. Χωρίς να πει λέξη, τους γύρισε την πλάτη κι άρχισε να περπατά. Κατευθύνθηκε στο σπίτι του Σπάικ. Ο Σπάικ είχε πάει με την Κάρλι και ο Τζόρνταν είχε μείνει πάλι μόνος με τη μητέρα και τη γιαγιά του. Ο Ντίλαν θα έπρεπε να είχε μείνει μαζί τους. Ο Τίγρης θα βεβαιωνόταν ότι ήταν καλά και θα έβλεπε μήπως προσέχοντας τον Τζόρνταν ηρεμούσε λίγο. Έπρεπε να σκεφτεί και να πάρει κάποιες αποφάσεις. Το κινητό που είχε πάντα στη ζώνη του ακολουθώντας τις οδηγίες του Λίαμ χτύπησε. Ο Τίγρης το σήκωσε ελπίζοντας ότι ήταν η Κάρλι και όχι ο Λίαμ που θα του ζητούσε να γυρίσει σπίτι.
Δεν ήξερε τον αριθμό. Πάτησε το κουμπί, όπως του είχε δείξει ο Κόνορ, και γρύλισε: «Ναι;» «Ο Γουόκερ είμαι. Πήγαινε κάπου που θα μπορείς να μιλήσεις.Έχω πολλά να σου πω».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 Η Κάρλι απάντησε στο τηλέφωνο από το μικρό γραφείο που βρισκόταν χωμένο σε μια γωνιά της γκαλερί του Αρμαντ, κρυμμένο ώστε οι πελάτες να μη βλέπουν ότι ασχολούνται με δουλειές. Ο Κόνορ έπαιρνε έναν υπνάκο στο πίσω γραφείο αφού είχε γκριντάξει λίγο ακόμα για το χτεσινό ξενύχτι. Ο Σπάικ και τα τατουάζ του είχαν κερδίσει το ενδιαφέρον ενός καλλιτέχνη που είχε έρθει να δει τον Αρμαντ και ο καλλιτέχνης είχε βάλει τον Σπάικ να στέκεται στο φως του ήλιου και τον μελετούσε. Γκαλερί ντ’ Αρμάντ» είπε η Κάρλι σιγανά αλλά φιλικά. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» «Θέλω να απομακρυνθείς από τον Κόνορ και τον Σπάικ» ακούστηκε η φωνή του Τίγρη, σχεδόν ψιθυριστά. «Και να με συναντήσεις». Της έδωσε οδηγίες για να πάει σε ένα σημείο στις αποθήκες, νότια του Μ πεν Γουάιτ, κοντά στον αυτοκινητόδρομο.
Να απομακρυνθώ από τον Κόνορ και τον Σπάικ; Η Κάρλι δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω της, τον Σπάικ, που μπορεί να καταλάβαινε από τη γλώσσα του σώματός της την ξαφνική νευρικότητά της. «Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ» είπε. «Μ ίλα μου σαν να είμαι πελάτης. Μ ην αλλάξεις τη φωνή σου». Πελάτης. Εννοούσε ιδιοκτήτης γκαλερί. Η Κάρλι πήρε μια ανάσα. «Λοιπόν, είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε, κύριε» είπε «παρότι θα είναι μια πρόκληση». «Μ ην πάρεις το φορτηγάκι του Ντίλαν. Οι άνδρες του Γραφείου το ξέρουν». Δίστασε. «Το ίδιο και οι αλλόμορφοι». Ήθελε να αποφύγει και τους αλλόμορφους; Τους αλλόμορφους όπως τον Λίαμ; Τι στο διάολο είχε συμβεί; Η Κάρλι δεν μπορούσε να ρωτήσει με τον Σπάικ πίσω της, παρότι ήταν οτην άλλη άκρη της γκαλερί. Μ έχρι τώρα είχε μάθει ότι οι αλλόμορφοι είχαν καταπληκτική ακοή. Η φωνή του Τίγρη ακουγόταν ήρεμη, αλλά καταλάβαινε την ανησυχία του. Της ζητούσε να επιλέξει. Ο Λίαμ ήταν κατηγορηματικός ως προς το ότι ο Τίγρης δεν έπρεπε να φύγει από την πόλη των αλλόμορφων και η Κάρλι είχε δει την οργή να φουντώνει ανάμεσα στον Λίαμ, τον Τίγρη και τον Ντίλαν.
Ο Τίγρης δεν ήταν και ο πιο συνηθισμένος τύπος, ακόμα και για αλλόμορφος - το είχε καταλάβει από το πώς τον αντιμετώπιζαν οι υπόλοιποι Αλλόμορφοι και από το πώς ζούσαν την καθημερινότητά τους. Ο Λίαμ, ο Σον, ο Σπάικ, ο Ρόναν είχαν παιδιά, οικογένειες, φίλους, μια συγκεκριμένη θέση στον κόσμο των αλλόμορφων. Αντίστοιχα, η Κάρλι είχε μια μητέρα που υπεραγαπούσε και τρεις υπέροχες αδερφές, μια δουλειά στον Αρμαντ και την Ιβέτ, ένα άκληρο ζευγάρι που της φερόταν σα να ήταν κόρη τους. Ο Τίγρης δεν είχε κανέναν. Ακόμα και στο πλαίσιο της κοινότητας των αλλόμορφων, οι άλλοι είτε τον φοβόντουσαν είτε παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση, έτοιμοι να τον σταματήσουν αν περνούσε τα όρια. Ο Τίγρης ήταν ολομόναχος. Αυτό που εύίε παρατηρήσει η Κάρλι αυτές τις τρεις μέρες που τον ήξερε ήταν ότι κάθε φορά που ο Τίγρης τρελαινόταν, ήταν για να υπερασπιστεί ή τον εαυτό του ή κάποιον άλλο. Δεν έβλεπαν πόσο τρυφερός ήταν με τα παιδιά, πόσο τον συμπαθούσαν τα παιδιά; Κανένα παιδί δεν εμπιστεύεται κάποιον που έχει δει να προκαλεί κακό. Ο πατέρας της Κάρλι ήταν κακός.Ήταν δύσκολο για μια εικοσάχρονη να καταλάβει γιατί ο πατέρας της φεύγει χωρίς να πει κουβέντα. Μ ια έφηβη το παίρνει προσωπικά κι αυτό είχε κάνει και η Κάρλι. Είχε περάσει πολύ καιρό να αναρωτιέται τι έφταιξε μέχρι να καταλάβει ότι αυτή δεν είχε κάνει τίποτα κακό.
Όταν σκεφτόταν πώς ήταν η ζωή της με τον πατέρα της -τα ξεσπάσμα-τά του από το αλκοόλ, το τζόγο, τα διαρκή κηρύγματά του στη μητέρα της- είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε πολλά προβλήματα που δεν παραδεχόταν, προβλήματα που είχαν κάνει τη ζωή της Κάρλι κόλαση για δώδεκα χρόνια. Ο Τίγρης δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτόν. Όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό της Κάρλι μέσα στα δευτερόλεπτα που ο Τίγρης περίμενε την απάντησή της. Η Κάρλι μπορούσε να γυρίσει και να φωνάξει τον Σπάικ, να του πει ότι ο Τίγρης θα έφευγε από την Πόλη των Αλλόμορφων για κάποιο λόγο.'Η μπορούσε να πιστέψει ότι ο Τίγρης είχε κάποιον πολύ καλό λόγο που ήθελε να τη συναντήσει χωρίς να το μάθουν ο Σπάικ και ο Κόνορ και χωρίς να την ακολουθήσουν. Έκανε την επιλογή της. «Θα το φροντίσω» είπε η Κάρλι, με εξυπηρετικό τόνο. «Μ ην ανησυχείτε». 'Ακούσε τον Τίγρη ανακουφισμένο και αποφάσισε να διακινδυνεύσει μια ερώτηση. «Και πώς βρήκατε το τηλέφωνο της γκαλερί μας; Μ ας συνέστησε κάποιος;» Ο Τίγρης ακούστηκε μπερδεμένος. «Από τον κατάλογο». Και το έκλεισε.
Η Κάρλι δάγκωσε το χείλος της καθώς άνοιξε το συρτάρι του γραφείου όπου είχε την τσάντα της κι έκανε ότι ψάχνει κάτι. Ο Κόνορ ήταν στο γραφείο, όπου μια πόρτα οδηγούσε στο μικρό πάρκινγκ στο σοκάκι. Ήξερε ότι αποκλείεται να περνούσε από εκεί χωρίς να τον ξυπνήσει. Αν έβγαινε από την μπροστινή είσοδο, περνώντας δίπλα από τον Σπάικ, ακόμα και με τη δικαιολογία ότι πάει να πάρει παγωτό ή κάτι άλλο, ο Σπάικ θα την ακολουθούσε. Ένιωσε τον Σπάικ να την κοιτάζει. Η Κάρλι πήρε το κραγιόν από την τσάντα της, το κοίταξε και είπε: «Ιβέτ, πάω στην τουαλέτα». Η Ιβέτ που μιλούσε με τον Άρμαντ στην άλλη άκρη της γκαλερί τής έγνεψε καταφατικά. Οι παλάμες της Κάρλι είχαν ιδρώσει καθώς έψαχνε στην τσάντα της Ιβέτ, δίπλα στη δική της, και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Τα έβαλε αθόρυβα στην τσάντα της, πήρε την τσάντα της και την έβαλε στον ώμο. Περπάτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε κατά μήκος του διαδρόμου με τις δύο τουαλέτες και την αποθηκούλα. Καμία τουαλέτα δεν είχε παράθυρο, οπότε η προοπτική της κινηματογραφικής απόδρασης από το παράθυρο όπως οι ήρωες που προσπαθούν να γλιτώσουν από ένα άσχημο ραντεβού με δολοφόνους δεν υπήρχε στην περίπτωσή της. Μ ετά την αποθηκούλα όμως, ήταν η έξοδος κινδύνου. Ευτυχώς ο Αρμαντ δεν είχε συναγερμό πυρασφάλειας στην πόρτα.
Αν όμως η Κάρλι την άνοιγε, το φως του ήλιου που θα έμπαινε από την πόρτα ίσως έφτανε μέχρι την αίθουσα. Έπρεπε να το ρισκάρει. Η Κάρλι περίμενε μέχρι να περάσουν μερικά οχήματα που έκαναν πολύ θόρυβο. Ο Σπάικ γύρισε και τα κοίταξε. Ταυτόχρονα, η Κάρλι άνοιξε λίγο την πόρτα, ξεγλίστρησε και την έκλεισε όσο πιο σιγανά μπορούσε. Το αυτοκίνητο της Ιβέτ ήταν στο ενάμισι μέτρο. Ας ελπίζουμε ότι ο Κόνορ δεν είχε ξυπνήσει και δεν κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Η Κάρλι μπήκε στο αυτοκίνητο και έκλεισε σχεδόν αθόρυβα την πόρ-τα.Έβαλε την τσάντα της στη θέση του συνοδηγού, φόρεσε τη ζώνη της κι έβαλε μπροστά. Κανείς δε βγήκε τρέχοντος από το γραφείο ούτε από την έξοδο κινδύνου. Η Κάρλι έκανε όπισθεν, βγήκε από το πάρκινγκ όσο πιο αργά μπορούσε και έφυγε. Πέρασε πίσω από τέσσερα ακόμα καταστήματα πριν βγει στον κεντρικό. Εκεί έστριψε δεξιά παρότι ο δρόμος για τοΌστιν ήταν αριστερά. Δεν ήθελε να ρισκάρει να περάσει μπροστά από την γκαλερί και την τεράστια βιτρίνα της. Οδήγησε μερικά τετράγωνα και μπήκε σε ένα χωματόδρομο ώσπου ξανοβγήκε στον κεντρικό όπου άρχισε να οδηγεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Από στιγμή σε στιγμή, ο Σπάικ θα καταλάβαινε ότι είχε
μείνει πολλή ώρα στην τουαλέτα ή η Ιβέτ θα την έψαχνε και θα έβλεπε ότι δεν ήταν εκεί. Ο Σπάικ και ο Κόνορ θα έμπαιναν στο φορτηγάκι του Ντίλαν και μέσα σε λίγα λεπτά θα την είχαν βρει. Υπήρχε μόνο ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, μια λεωφόρος διπλής κατεύθυνσης που οδηγούσε πίσω στοΌστιν. Δεν μπορούσε λοιπόν να πάρει τον περιφερειακό, αν χρειαζόταν να τους ξεφύγει. Αν η Κάρλι οδηγούσε υπερβολικά γρήγορα, μπορεί να τη σταματήσουν κι έτσι ο Σπάικ να την προλάβαινε. Αν οδηγούσε υπερβολικά αργά, θα την προλά βαίνε έτσι κι αλλιώς. Παρά τους φόβους της, κανείς δεν την ακολουθούσε. Η Κάρλι άρχισε να ηρεμεί όταν βρέθηκε πάλι μέσα στην κίνηση τουΌστιν και έστριψε από το στενό αυτοκινητόδρομο στον 290, κατευθυνόμενη στο κέντρο τουΌστιν από τα βορειοανατολικά. Πήγε νότια στον 135 και βγήκε σε έναν παράδρομο κοντά στο Μ πεν Γουάιτ, οδηγώντας σε παράδρομους γύρω από τις αποθήκες. Οι αποθήκες λειτουργούσαν, υπήρχαν φορτηγά και εργάτες, μερικοί από τους οποίους κοίταξαν την Κάρλι, καθώς περνούσε με τη Fusion της Ιβέτ. Ευτυχώς που η Ιβέτ κι ο Άρμαντ είχαν έρθει στην γκαλερί με δύο αυτοκίνητα κι έτσι η Κάρλι δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει τη BM W του Αρμαντ. Αυτή θα τη θυμόντουσαν. Είδε τον Τίγρη να την περιμένει στη σκιά μιας αποθήκης, εκεί που της είχε πει. Είχε καλύψει τα πολύχρωμα μαλλιά του με ένα
καπέλο και το κολάρο του δεν φαινόταν κάτω από κοντομάνικο και το πουκάμισο που φορούσε.Έτσι όπως στεκόταν στο πλάι του κτιρίου, έμοιαζε με έναν ακόμα Τεξανό που περίμενε να επιστρέφει στη δουλειά. Η Κάρλι έκανε στην άκρη. Ξεκλείδωσε τις πόρτες και ο Τίγρης μπήκε μέσα βάζοντας την τσάντα της Κάρλι πάνω στα πόδια του. «Πρέπει να πάμε κάπου να μιλήσουμε. Κάπου όπου θα είμαστε ασφαλείς. Κάπου όπου δε θα μπορούν να μας βρουν». «Εντάξει». Τα χέρια της Κάρλι έτρεμαν. «Μ ε τρομάζεις, Τίγρη. Τι συνέβη; Πώς ήρθες εδώ;» «Μ ίλησα στον Γουόκερ. Μ ε έφερε μέχρι ένα σημείο και μετά περπάτησα. Ξέρεις κάπου να πάμε;Όχι στο σπίτι σου». Η Κάρλι σκέφτηκε γρήγορα. «Ναι, ναι, ξέρω. Είναι λίγο μακριά». «Ωραία. Αλλά όχι μ’ αυτό το αυτοκίνητο. Πάρκαρε και θα πάρουμε άλλο». Η Κάρλι τον κοίταξε. «Θέλεις να κλέψω κάποιο αυτοκίνητο; Είναι άλλο να πάρω της Ιβέτ -μπορώ να την πείσω ότι το χρειαζόμουναλλά εσύ μιλάς για κλοπή». «Μ ’ αυτό θα σε βρουν. Πάρκαρε». Τον κοίταξε λίγο ακόμα και κούνησε το κεφάλι της. «Δεν το
πιστεύω ότι το κάνω αυτό». Η Κάρλι έβαλε μπροστά και έστριψε πίσω από τις αποθήκες, προς τα ξενοδοχεία μπροστά στον αυτοκινητόδρομο. Πάρκαρε το αυτοκίνητο της Ιβέτ σε ένα πάρκινγκ με παρόμοια αυτοκίνητα, κλείδωσε και έβαλε τα κλειδιά στην τσάντα της. Περπάτησε μαζί με τον Τίγρη στο πάρκινγκ και προσπαθούσε να φαίνεται κι αυτή αποφασισμένη και άνετη ταυτόχρονα. Ο Τίγρης δεν έκανε τov κόπο να της πει γιατί την είχε φωνάξει εδώ, τι είχε συμβεί, τι έτρεχε. Δεν πήρε απάντηση σε καμιά της ερώτηση. Ο Τίγρης σταμάτησε δίπλα σε ένα αυτοκίνητο που φαινόταν παλιό και πολυχρησιμοποιημένο. Ακούμπησε με την πλάτη πάνω του δοκιμάζοντας το χερούλι της πόρτας.Ήταν κλειδωμένο. Το ίδιο και τα επόμενα που δοκίμασε. Βρήκε όμως ένα άλλο εξίσου παλιό που ήταν ξεκλείδωτο. «Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε η Κάρλι. «Θα βάλουμε μπροστά με τα καλώδια;» Στο πάρκινγκ δεν υπήρχε κανείς. Μ όνο τα αυτοκίνητα. Ο ήλιος έκαιγε, αντανακλούσε στο μέταλλο, στα πλαστικά και στην άσφαλτο. Πέρα από τα ξενοδοχεία απλωνόταν ο αυτοκινητόδρομος, και η μέρα πλησίαζε στο τέλος της.
«Μ ου έμαθε ο Κόνορ» είπε ο Τίγρης. Ανοιξε την πόρτα του συνοδηγού, αλλά η Κάρλι τον σταμάτησε. «Θα το κάνω εγώ. Δε θέλω να σκέφτομαι τι θα σου κάνουν, σ’ εσένα, έναν αλλόμορφο, αν σε πιάσουν να οδηγείς κλεμμένο αμάξι». Την κοίταξε. «Ξέρεις να το κάνεις;» «Μ ικρή ήμουν ατίθαση. Κι έκανα παρέα με άλλους ατίθασους έφηβους. Δεν ήμασταν όλοι κακοί, αλλά κάναμε διάφορα». Η Κάρλι μπήκε στη θέση του οδηγού, ενώ ο Τίγρης πήγε από την άλλη πλευρά. «Τυχεροί είμαστε» είπε η Κάρλι. «Εχει αφήσει τα κλειδιά πάνω». Γέλασε λίγο καθώς έπιασε το φθαρμένο λεβιέ, έβαλε ταχύτητα και σκούπισε τα ψίχουλα από το ταμπλό που έπρεπε να ήταν εκεί πάνω από χρόνο. «Ισως δεν τον νοιάζει αν του το κλέψουν». «Τον;» ρώτησε ο Τίγρης, σηκώνοντας τα φρύδια. «Πώς ξέρεις ότι ο ιδιοκτήτης είναι άνδρας;» «Μ όνο ένας άνδρας θα το είχε τόσο βρόμικο. Τα τζάμια είναι φιμέ. Καλό αυτό. Αν μπορούσα να ανεβάσω... το δικό μου... πάνω». Το τζάμι κόλλησε στα τρία τέταρτα της απόστασης και η Κάρλι εγκατέλειψε την προσπάθεια. Το κολλημένο τζάμι όμως
αποδείχθηκε βολικό γιατί ο κλιματισμός δε δούλευε. Η Κάρλι βγήκε προσεκτικά από το πάρκινγκ, και όπως όταν έφυγε από την γκαλερί, απέφυγε να περάσει μπροστά από τα ξενοδοχεία. Επέστρεψε στις αποθήκες, μετά πάλι στο Μ πεν Γουάιτ και κατευθύνθηκε δυτικά. Το αυτοκίνητο μύριζε τσιγάρο, καφέ και διάφορα άλλα που η Κάρλι δεν ήθελε να μάθει τι είναι.Όταν άρχισε να οδηγεί με μια αξιοπρεπή ταχύτητα, ο αέρας μπήκε από το μισάνοιχτο παράθυρο. Ακόμα κι ο αέρας ήταν καυτός. Όταν αναγκάστηκε να σταματήσει σε ένα φανάρι, όμως, ήταν τόσο αποπνικτικά που δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό της και στην πλάτη της. Ο Τίγρης δε μιλούσε. Κατέβασε το καπέλο μέχρι τα μάτια του και ακούμπησε στην πόρτα σαν να μην ανησυχούσε καθόλου που περνούσαν μέσα από την πόλη. Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό της Κάρλι. Εκείνη τη στιγμή ήταν ακίνητη, κολλημένη στην κίνηση, ανάμεσα σε αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από το Μ οπάκ,Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσάντα της. Ο αριθμός δεν ήταν αποθηκευμένος στη μνήμη και δεν αναγνώρισε το τηλέφωνο. «Ο Κόνορ» είπε ο Τίγρης όταν το είδε.
«Αυτό το τηλέφωνο έχει μηχανισμό εντοπισμού GPS» είπε η Κάρλι. «Αν μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν για να μας βρουν, την κάτσαμε». Από την άλλη, δεν είχε καμία πρόθεση να πετάξει ένα πανάκριβο σμάρτφοουν από το παράθυρο. Όποιος το έβρισκε, θα είχε πρόσβαση στις επαφές της, ίσως και στον τραπεζικό της λογαριασμό, ποιος ξέρει. Ή πάλι, να ήταν τόσο εξυπηρετικός που να τηλεφωνούσε σε όλους τους φίλους και συγγενείς της μέχρι να τη βρει. Ο Τίγρης πήρε το τηλέφωνο από το χέρι της και έβαλε τέλος στον εσωτερικό της μονόλογο, σφίγγοντάς το με το τεράστιο χέρι του. Ο ήχος παραμορφώθηκε και οίγησε, και κομμάτια πλαστικού έπεσαν κάτω μαζί με τα υπόλοιπα σκουπίδια. Ο Τίγρης έψαξε μέσα στα σπασμένα κομμάτια μέχρι να βρει τα τσιπ και τα έσπασε κι αυτά. «Υποθέτω ότι αυτό είναι μια λύση» είπε η Κάρλι. Τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν και προχώρησε κι αυτή νιώθοντας το στόμα της στεγνό. «Εχεις άλλα κινητά;» ρώτησε ο Τίγρης. «Ή άλλα γκάτζετ; Ο Κόνορ λέει ότι κι άλλα πράγματα έχουν μηχανισμούς εντοπισμού». «Όχι μαζί μου. Στο σπίτι». «Ωραία». Ο Τίγρης ξανακούμπησε στην πόρτα και η Κάρλι ήλπιζε ότι η
πόρτα θα τον άντεχε. Συνέχισε να οδηγεί κατευθυνόμενη προς το Μ πι Κέιβ. Κανείς δεν την ακολουθούσε αν και οι λιγοστοί άνθρωποι που ήταν στο δρόμο καθώς περνούσαν από πιο εύπορες συνοικίες κοιτούσαν το παλιό αυτοκίνητο. Η Κάρλι κατευθύνθηκε λίγο βόρεια του Μ πι Κέιβ σε μια σχετικά καινούργια γειτονιά με μεγάλα σπίτια και στριφογυριστούς δρόμους. Έφτασε στο σπίτι που ήθελε την ώρα που οι σκιές μεγάλωναν και το απόγευμα έδινε τη θέση του στο βράδυ. «Περίμενε» είπε, ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου. «Πάω ν’ ανοίξω την πόρτα του γκαράζ. Δεν μπορούμε να αφήσουμε αυτό το σαράβαλο στο δρόμο. Θα τραβήξουμε την προσοχή». Ο Τίγρης τώρα ήταν σε εγρήγορση. Τα μάτια του είχαν τη χρυσαφιά λάμψη που έπαιρναν όταν σκεφτόταν να πάρει μορφή τίγρη. «Ποιος μένει εδώ;» «Οι αδερφές μου. Μ ην ανησυχείς. Είναι στο Μ εξικό.Έχω τα κλειδιά. Θα κάνω γρήγορα». Πριν προλάβει να διαφωνήσει ο Τίγρης, έκλεισε την πόρτα και
ανέβηκε τρέχοντος τα σκαλιά που οδηγούσαν στην μπροστινή πόρτα. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ακούστηκε ο συναγερμός και για μια στιγμή, πανικόβλητη, η Κάρλι ξέχασε τον κωδικό. Τα δάχτυλά της όμως τον θυμόντουσαν και σύντομα ο συναγερμός σταμάτησε. Η Κάρλι πήγε πίσω στο γκαράζ και άνοιξε την πόρτα. Στη συνέχεια, έβαλε το αυτοκίνητο μέσα, πριν κατέβει ο Τίγρης, έσβησε τη μηχανή και έκλεισε την πόρτα του γκαράζ. Έβηξε και κούνησε το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της. «Αυτό το πράγμα βρομάει». Ο Τίγρης δεν απάντησε. Ακολούθησε την Κάρλι που βγήκε από το αυτοκίνητο, ξαναμπήκε στο σπίτι και τον οδήγησε στον κυρίως χώρο. «Εδώ μένουν οι αδερφές σου;» Ο Τίγρης σταμάτησε κι έριξε μια ματιά στην τεράστια κουζίνα και το ψηλοτάβανο σαλόνι. «Πόσες είναι;» «Οι δύο μεγάλες μου αδερφές. Αυτές, η μητέρα μου και η άλλη αδερφή μου πήγαν στο Μ εξικό για ψώνια. Εγώ δεν πήγα γιατί με χρειαζόταν ο Αρμαντ για τα εγκαίνια της έκθεσης» εξήγησε η Κάρλι. «Είδες πόσο μας βόλεψε;» «Τόσος χώρος για δύο άτομα» είπε ο Τίγρης κοιτάζοντας το χώρο.
«Πράγματι, αλλά το κέρδισαν. Οι αδερφές μου ασχολούνται με τις διακοσμήσεις. Η Αλθαία και η Ζόι. Η αμέσως μεγαλύτερη από μένα, η Τζανίν, είναι παντρεμένη και εργάζεται ως δασκάλα. Εγώ είμαι η μικρότερη». Ο Τίγρης έβγαλε το καπέλο του και το πέταξε σε μια καρέκλα, πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τα ανακάτεψε και τα έκανε να φαίνονται σέξι. Οι μαύρες και πορτοκαλί ανταύγειες δεν της φαίνονταν πια περίεργες. «Εσύ γιατί δε μένεις μαζί τους;» ρώτησε. «Θα ήσουν πιο ασφαλής». Η Κάρλι άνοιξε το ψυγείο. Η απόδραση από την γκαλερί, η κλοπή του αυτοκινήτου και η διαφυγή από το Όσην -πολύ αργά- της είχαν ανοίξει την όρεξη. «Όπως σου είπα, είμαι η μικρότερη.Ήθελα να μείνω μόνη μου, να δω αν μπορώ να τα καταφέρω χωρίς να με προσέχουν ή να μου λένε τι να κάνω.Έχουμε πολύ καλή σχέση με τις αδερφές μου, αλλά γίνονται υπερπροστατευτικές και μερικές φορές, αυταρχικές. Αχ, σαλάτα ζυμαρικών». Έβγαλε ένα τάπερ, το άνοιξε και το μύρισε. «Εντάξει φαίνεται. Κάποιος πρέπει να το φάει πριν χαλάσει». Η Κάρλι το ακούμπησε στον πάγκο και ξαναπήγε στο ψυγείο. «Έχει αρκετό φαγητό. Θέλεις να σου φτιάξω ένα σάντουιτς; Κι όσο θα το φτιάχνω, να μου εξηγήσεις γιατί μου είπες να κλέψω το αυτοκίνητο της Ιβέτ και να φύγω από την
γκαλερί χωρίς να ειδοποιήσω τον Κόνορ και τον Σπάικ;» Ο Τίγρης κάθισε σε ένα σκαμπό στην άλλη άκρη του πάγκου που έβλεπε το δωμάτιο και έγειρε πάνω στον πάγκο. «Θα σου τα πω όλα, Κάρλι. Από την αρχή. Σταμάτα και άκου». Ήταν σοβαρός, το στόμα του σφιγμένο. Η Κάρλι σταμάτησε ό,τι έκανε, άφησε το πιρούνι στη σαλάτα ζυμαρικών και τον περίμενε να ξεκινήσει. Ο Τίγρης ήταν γερμένος μπροστά, προς το μέρος της και έκανε το κοντομάνικο του να ανοίξει στο λαιμό, αλλά λόγω της σκιάς η Κάρλι δεν μπορούσε να δει το κολάρο του. Τότε συνοφρυώθηκε. Απλωσε το χέρι της, έπιασε με το ένα δάχτυλο το γιακά του και τον κατέβασε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα. Ο Τίγρης δε φορούσε κολάρο. Γύρω από το λαιμό του είχε μια λεπτή κόκκινη γραμμή αλλά δεν υπήρχε κολάρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 Ο Τίγρης είδε το φόβο στα μάτια της Κάρλι όταν συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν μόνη με έναν αλλόμορφο χωρίς κολάρο, χωρίς τίποτα που να μπορεί να τον περιορίσει.
Τον πλησίασε, άνοιξε το στόμα της και πέρασε το δάχτυλό της πάνω από το γδαρμένο δέρμα του. Το άγγιγμά της, το ενδιαφέρον που ένιωσε, απελευθέρωσε κάτι μέσα του. «Το έβγαλες;» ρώτησε με απορία. «Φαίνεται να πόνεσε». «Ναι». Δεν είπε ψέματα. Η αφαίρεση του ψεύτικου κολάρου ήταν οδυνηρή γιατί ο Λίαμ το είχε κατασκευάσει έτσι ώστε να γίνει ένα με το δέρμα του Τίγρη για να μοιάζει περισσότερο με τα αληθινά. «Όχι όμως τόσο όσο θα μπορούσε γιατί ποτέ μου δεν είχα φορέσει κολάρο». Η Κάρλι τον κοίταξε για λίγο και συνοφρυώθηκε. «Τι είναι αυτά που λες; Αφού φορούσες». Ξαναπέρασε το δάχτυλό της πάνω από το σημάδι. «Ηταν ψεύτικο».Όλα στο φως. Αυτός ήταν ο όρος που είχε ακούσει. Εφόσον η Κάρλι τον εμπιστευόταν και ήταν διατεθειμένη να τον βοηθήσει, ο Τίγρης έπρεπε να της δώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Να μην αποκρύψει τίποτα. «Θα σου πω όλη την αλήθεια. Κι αν όταν τελειώσω, θέλεις να φύγω, θα φύγω. Δε θα με ξαναδείς ποτέ και θα φροντίσω να μη σε ενοχλήσει κανείς εξαιτίας όσων σου ζήτησα να κάνεις σήμερα». Η Κάρλι γούρλωσε τα μάτια της. «Νομίζω ότι είναι λίγο αργά γι’ αυτό. Μ όλις παρκάρισα ένα κλεμμένο αυτοκίνητο στο γκαράζτης αδερφής μου».
«Μ ε κατασκεύασαν σε ένα εργαστήριο, σε μια περιοχή που οι άνθρωποι ονομάζουν Τομέας 51» είπε ο Τίγρης, αγνοώντας την και μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. «Προσπαθούσαν να κατασκευάσουν τεχνητούς αλλόμορφους. Οι αλλόμορφοι γεννιούνται έτσι- δεν είναι άνθρωποι που μεταμορφώνονται σε αλλόμορφους από ένα δάγκωμα ή κάτι τέτοιο, όπως στις ταινίες που κοροϊδεύει ο Κόνορ. Δεν ξέρω πώς με κατασκεύασαν -μπορεί να χρησιμοποίησαν DNA αλλόμορφου ή μόνο ζώου ή μόνο ανθρώπινο. Δε μου είπαν ποτέ.Ήμουν ο εικοστός τρίτος αλλόμορφος που κατασκεύασαν. Όλοι οι υπόλοιποι πέθαναν όταν ήμουν ακόμα μικρός». Της μίλησε για τις ατέλειωτες μέρες που έμεινε μόνος του στο κλουβί του, πώς στη συνέχεια τον έβγαζαν μόνο για να του κάνουν ενέσεις με χημικά ή ηλεκτροσόκ ή άλλα πράγματα και πώς τον παρατηρούσαν για να δουν τις αντιδράσεις του. Η αντίδρασή του ήταν συνήθως ουρλιαχτά από τον πόνο. Της μίλησε για τις μέρες που τον είχαν αλυσοδεμένο σε ένα διάδρομο και τον ανάγκαζαν να τρέχει σαράντα οχτώ ώρες χωρίς διακοπή.Ή για όταν τον άφηναν να λιμοκτονεί ή τον τάιζαν με το ζόρι για να δουν πόσο αντέχει, ή όταν έπαιζαν κάποιο σενάριο ανάκρισης και τον βασάνιζαν όταν δεν μπορούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Η Κάρλι τον παρακολουθούσε με τα πανέμορφα πράσινα μάτια της να αποκαλύπτει τις φρικτά βασανιστήρια που είχε υποστεί με ήρεμη φωνή. Τον άφησαν να δει το μικρό του μόνο μια φορά πριν του το πάρουν. Όταν ο Τίγρης ζήτησε να ξαναδεί το γιο του του
είπαν ότι είχε πεθάνει. Ο πόνος που ένιωσε τότε ήταν χειρότερος από οποιοδήποτε βασανιστήριο θα μπορούσαν να σκεφτούν. Ο Τίγρης μίλησε μέχρι που βράχνιασε, αυτός που σπάνια έλεγε πάνω από δυο προτάσεις. «Ο Γουόκερ είπε ότι όταν οΈρικ κατέστρεψε το κτίριο στον Τομέα 51, έγινε έρευνα και οι ερευνητές βρήκαν φακέλους και σημειώσεις που δεν είχαν καεί. Αρχικά νόμιζαν ότι είχα πεθάνει στα πειράματα ή στην έκρηξη, αλλά ο Γουόκερ είχε το νου του. Όταν έμαθε ότι στοΌστιν υπήρχε ένας αλλόμορφος που εμφανίστηκε από το πουθενά, άρχισε να με παρακολουθεί. Σήμερα μου είπε ότι το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων θέλει να ξεκινήσει και πάλι τις έρευνες, επισήμως. »Όσοι εργάζονταν στον Τομέα 51 προσπαθούσαν να κατασκευάσουν αλλόμορφους στρατιώτες, ανεπίσημα. Τώρα το Γραφείο Υποθέσεων Αλ-λόμορφων θέλει να δει αν το πρότζεκτ είναι ακόμα βιώσιμο, αν μπορούν να κατασκευάσουν αλλόμορφους στρατιώτες τους οποίους θα ελέγχουν χρησιμοποιώντας εμένα ως πρωτότυπο». Η Κάρλι είχε μείνει ακίνητη και τον κοιτούσε σοκαρισμένη όσο μιλούσε. Τα μάτια της έκαιγαν από οργή. «Για όνομα του Θεού. Υποθέτω ότι δε σου ζητάνε να το κάνεις εθελοντικά». Ο Τίγρης ανασήκωσε τους ώμους. «Επισήμως δεν υπάρχω, δεν είμαι καταχωρισμένος, δε φοράω κολάρο. Είναι νόμιμο να κυνηγήσεις και να σκοτώσεις τους άγριους αλλόμορφους και
όσους δε φοράνε κολάρο». Χτύπησε τις γροθιές της στον πάγκο. «Τι βλακείες είναι αυτά». «Είμαι ιδανικός για υποκείμενο ερευνών, γιατί δεν πειράζει αν πεθάνω». «Φυσικά και πειράζει» ξέσπασε η Κάρλι. «Κι όλα αυτά σ’ τα είπε ο Γουόκερ; Γιατί, επειδή ήσουν καλός και τον άφησες να φύγει;» «Δεν του αρέσει η τροπή που πήρε η αρχική ιδέα. Το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων έστειλε ένα στρατιώτη να καταστρέφει το αυτοκίνητο και να με πυροβολήσει στο πλαίσιο του πειράματος. Η αποστολή έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή πολιτών και αυτό δεν αρέσει στον Γουόκερ». «Τι καλός. Ε, λοιπόν, συνυπολόγισέ με σε αυτούς που κινδύνευσαν. Μ αζί με τονΈλισον. Άσε που σε πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Και τότε γιατί δε σε έπιασαν να σε πάρουν μαζί τους, αφού ήθελαν να δουν πώς θα αντιδρούσες;» «Πίστευαν ότι θα μπορούσαν να με πιάσουν όποτε ήθελαν και δεν ήθελαν να πληρώσουν τα ιατρικά έξοδα». «Ας κάτσει το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων άνετα να παρακολουθεί κι ας αφήσει τους αλλόμορφους να πληρώσουν και να ασχοληθούν με την ανάρρωσή σου;»
«Τώρα όμως είναι έτοιμοι να με πιάσουν. Είμαι σίγουρος ότι ο Λίαμ θα το επιτρέψει - δε θα έχει και επιλογή». «Γιατί ο Λίαμ να τους αφήσει να σε πιάσουν;» ρώτησε η Κάρλι. «Απ’ ό,τι έχω δει, είναι πολύ προστατευτικός με τους αλλόμορφους». «Οι υπόλοιποι αλλόμορφοι αρχηγοί θέλουν να μου βάλει αληθινό κολάρο.Ή να με σκοτώσει. Αυτό το αφήνουν πάνω του. Μ όνο που αυτός είπε σε μένα να διαλέξω. Μ πορεί να δει ως διέξοδο από το πρόβλημα το να με παραδώσει στο Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων και την ειδική ομάδα τους». Η Κάρλι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Σου είπε ο Λίαμ να διαλέξεις αν θα φορέσεις κολάρο ή αν θα σε σκοτώσει; Τι στο διάολο;» «Η δουλειά του Λίαμ ως αρχηγού της Πόλης των Αλλόμορφων είναι να προστατεύει όλους τους αλλόμορφους. Εγώ θεωρούμαι απειλή, θεωρούμαι επικίνδυνος για τους αλλόμορφους στην Πόλη των Αλλόμορφων. Πρέπει να περιορίσει τον κίνδυνο με όποιον τρόπο μπορεί». «Τίγρη». Η Κάρλι του κούνησε το δάχτυλο. «Πώς τολμάς να κάθεσαι ατάραχος και να μου λες ότι έχει δίκιο. Αφού υποτίθεται ότι ο Λίαμ πρέπει να προστατεύει όλους τους αλλόμορφους, αυτό σημαίνει όλους τους αλλόμορφους. Τον καθένα απ’ αυτούς. Κι
εσένα και τους άλλους. Τι βλακείες είναι αυτά περί των αναγκών της πλειοψηφίας». Ήταν τόσο όμορφη, τα μάτια της γυάλιζαν, το πρόσωπό της ήταν κόκκινο από θυμό και οργή. Η Κάρλι είχε θυμώσει για αυτόν, όχι με αυτόν. Είχε θυμώσει με τον Λίαμ και το Γραφείο. Όταν ο Γουόκερ του τηλεφώνησε και του είπε ότι το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων ήθελε να ξεκινήσει ξανά τα πειράματα με αυτόν, το ένστικτο του Τίγρη του φώναξε να το βάλει στα πόδια χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Θα μπορούσε απλώς να εξαφανιστεί, χρησιμοποιώντας τις εκπληκτικές ικανότητες επιβίωσης που είχε. Όμως ο Τίγρης δεν ήταν μόνος πια, είχε το ταίρι του. Δεν μπορούσε να φύγει χωρίς να ξαναδεί την Κάρλι.Ήξερε ότι τηλεφωνώντας της και ερχόμενος εδώ μαζί της ρίσκαρε να τον δουν και να τον συλλάβουν, αλλά την είχε ανάγκη. Είχε ανάγκη να μυρίσει το άρωμά της και να αγγίξει το δέρμα της, έστω για τελευταία φορά. Η Κάρλι ήρθε από την άλλη πλευρά του πάγκου και έγειρε πάνω του. Το στήθος της πιέστηκε πάνω του μέσα από το λεπτό της φόρεμα και η μυρωδιά της τον πλημμύρισε. «Οπότε, τι θα κάνουμε;» ρώτησε. «Προφανώς και δεν μπορείς να γυρίσεις στην πόλη των Αλλόμορφων - γι’ αυτό άλλωστε μου
ζήτησες να ξεφύγω από τον Σπάικ και τον Κόνορ. Πάω στοίχημα ότι ο τύπος που σε πυροβόλησε θα σε κυνηγάει». «Το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων δεν ξέρει ότι έχω φύγει. Ο Γουόκερ με συνάντησε στην άκρη της πόλης των αλλόμορφων, με πήγε ως ένα σημείο και μου είπε να εξαφανιστώ. Δεν του είπα ότι θα σου τηλεφωνούσα». «Χαίρομαι που το έκανες». Η Κάρλι ακούμπησε πάνω του και τύλιξε τα χέρια της στους ώμους του Τίγρη. Η ζεστή αγκαλιά της καθησύχαζε το φόβο του. «Εδώ θα είμαστε ασφαλείς για λίγο. Κάποια στιγμή όμως θα αρχίσουν να ρωτάνε τους συγγενείς και τους φίλους μου. Αν είναι να το σκάσουμε, πρέπει να πάρω μετρητά γιατί οι πιστωτικές εντοπίζονται εύκολα. Και πρέπει να βρούμε άλλο αυτοκίνητο. Αυτό δε θα αντέξει ούτε πενήντα χιλιόμετρα. Πάω στοίχημα ότι ο ιδιοκτήτης άφησε τα κλειδιά πάνω ελπίζοντας να το κλέψει κάποιος». Ήθελε να πάει μαζί του. Ο Τίγρης έμεινε άναυδος όταν συνειδητοποίησε ότι η Κάρλι σχεδίαζε με απόλυτη ψυχραιμία πώς θα έφευγαν από το Όστιν και πώς θα ξέφευγαν από όποιον τον κυνηγούσε. Η σκληρή αλήθεια όμως ήταν ότι ο Τίγρης θα κινούνταν πιο γρήγορα και πιο μακριά χωρίς αυτή, θα μπορούσε να καλύπτει τα ίχνη του με τρόπους που η Κάρλι ούτε καν φανταζόταν. Θα επιβίωνε, αλλά έπρεπε να το κάνει μόνος.
Μ όνος. Χωρίς το ταίρι του.Ή το μικρό του. Ο Τίγρης άγγιξε τα χείλη της Κάρλι. «Είσαι το ταίρι μου. Θα είσαι πάντα. Καμία άλλη. Αλλά θα μείνεις εδώ, ασφαλής, κι εγώ θα φύγω.Όταν φύγω και καταλάβουν ότι δεν ξέρεις πού είμαι, θα σ’ αφήσουν ήσυχη». «Όχι». Η Κάρλι αποτραβήχτηκε και η ζεστασιά που ένιωθε ο Τίγρης χάθηκε. «Δε θα με εγκαταλείψεις». «Φροντίζω να είσαι ασφαλής» είπε ο Τίγρης πιάνοντας τον καρπό της με το τεράστιο χέρι του. «Μ πορώ να τρέχω για μέρες χωρίς να σταματήσω, μπορώ να αντέξω μέρες χωρίς φαγητό και ύπνο. Εσύ όχι». «Δεν μπορείς να τρέχεις για πάντα» είπε η Κάρλι. «Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να κρυφτείς στο πιο φανερό σημείο. Αν πάρω τα λεφτά μου πριν φύγουμε, μπορούμε να πάμε οπουδήποτε. Στο Μ εξικό - πάντα ήθελα να πάω στο Μ αζατλάν ή το Κάμπο.Όταν επουλωθεί το τραύμα στο λαιμό σου, και αν βάψεις ή κρύψεις τα μαλλιά σου, θα ται-ριάξουμε μια χαρά.Ένα νέο ζευγάρι που νοικιάζει σπίτι σε μια παραλία του Μ πάχα. Μ ια χαρά μού ακούγεται». «Είναι τόσο εύκολο να φύγουμε από τη χώρα;» ρώτησε ο Τίγρης.Ήταν σκεπτικός. Οι άνθρωποι χρειάζονταν χαρτιά και κάρτες, και τα ταξίδια στο εξωτερικό απαγορεύονταν για τους αλλόμορφους.
«Δε δίνουν ιδιαίτερη σημασία σε μια νεαρή γυναίκα που ψωνίζει στα παζάρια μιας συνοριακής πόλης ή αγοράζει μπικίνι στο Μ πάχα.Όσο για σένα, κύριε Αόρατε, μπορείς να περάσεις τα σύνορα, όταν φτάσουμε αρκετά κοντά, κι εγώ θα σε βρω στην άλλη πλευρά. Όταν εγκατασταθούμε στο Κάμπο, είμαι σίγουρη ότι θα βρω κάποιον επιτήδειο να μου φτιάξει καινούργια ταυτότητα». «Δε θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις» είπε ο Τίγρης. «Ούτε να ξαναδείς την οικογένειά σου. Είναι παράνομο να βγάλεις έναν αλλόμορφο έξω από τη χώρα. Θα σε συλλάβουν, μπορεί να πας φυλακή». Ο Τίγρης είδε την αναποφασιστικότητα της Κάρλι όταν ανέφερε την οικογένειά της. Η ελπίδα που είχε γεννηθεί για λίγο μέσα του έσβησε και πέθανε. «Δε θα σε βγάλω από τη χώρα» είπε η Κάρλι. «Είναι άλλο πράγμα να σε συναντήσω σε μια ξένη χώρα». Ο Τίγρης κούνησε το κεφάλι του. «Είναι πολύ επικίνδυνο για σένα». Και για το μικρό τους. Η Κάρλι κάθισε ίσια και έβαλε τα χέρια στη μέση. «Άκουσέ με, Τίγρη. Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να φύγεις». «Σε λατρεύω» είπε ο Τίγρης κοιτάζοντάς τη στα μάτια. «Αν ο κόσμος αλλάξει ποτέ, αν οι αλλόμορφοι είναι ποτέ ελεύθεροι, θα γυρίσω. Πάντα θα γυρίζω σ’ εσένα, στο ταίρι μου.Όσος καιρός κι
αν περάσει». Να πάρει. Ο Τίγρης καθόταν εκεί και την κοίταζε, κοίταζε τα πανέμορφα μάτια της, και της έλεγε ότι φεύγει. Δεν μπορούσε να φύγει. Μ όλις τον είχε βρει. Η Κάρλι θυμήθηκε τη μέρα που συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας της δε θα γυρνούσε ποτέ. Τον πόνο που έμοιαζε με γροθιά στο στομάχι, είχε μουδιάσει για βδομάδες. Πήγαινε στο σχολείο ζαλισμένη, με το ζόρι μιλούσε στους άλλους, ανήμπορη να διαβάσει τα μαθήματά της. Είχε αρχίσει να χάνει μαθήματα, κάτι που έκανε τα πράγματα χειρότερα. Μ ετά ήρθαν οι σύμβουλοι. Η Κάρλι παιδεύτηκε επί χρόνια μέχρι να βρει έναν τρόπο για να συνεχίσει τη ζωή της, έναν τρόπο για να απωθήσει το θυμό και τη θλίψη, ώστε να μπορεί να εστιάζει σε αυτό που είχε μπροστά της. «Ο πατέρας μου μας άφησε όταν ήμασταν μικρές» είπε απότομα. «Εγκατέλειψε τη μαμά μου και τις τέσσερις έφηβες κόρες του χωρίς χρήματα, με ένα βουνό χρέη.Έφυγε έτσι απλά». Ο Τίγρης δεν είπε τίποτα. Τα χρυσά μάτια του την κάρφωναν και το χέρι του γύρω από τον καρπό της ήταν ζεστό. Αλλά και πάλι θα έφευγε. «Συμφώνησα να παντρευτώ τον Ίθαν, γιατί πίστευα ότι ήταν ακίνδυνος» συνέχισε η Κάρλι. «Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον
πατέρα μου». ΟΊΘαν δεν ήταν ούτε πότης ούτε τζογαδόρος, έφερνε στο σπίτι ένα μισθό, είχε δικό του σπίτι, δεν είχε χρέη και ήξερα ότι ποτέ δε θα με εγκατέλειπε αφήνοντάς με να βγάλω άκρη με τα προβλήματά του. Ο Ίθαν είναι περήφανος για τον εαυτό του επειδή είναι ο κύριος Υπεύθυνος. Είχα δίκιο για αυτά αλλά άδικο για το ότι θα με σεβόταν ή ότι θα νοιαζόταν πραγματικά για μένα». Η Κάρλι έγειρε πάνω στον Τίγρη, η αναπνοή της ήταν γρήγορη. «Μ ετά, γνώρισα εσένα. Και κατάλαβα ότι όλη μου τη ζωή αναζητούσα την ασφάλεια. Μ ια καλή δουλειά, ένα καλό μέρος για να ζήσω, φίλους που να μπορώ να εμπιστευτώ, το σωστό σύζυγο οτιδήποτε μπορούσε να με κάνει να νιώθω ότι πέφτω χωρίς δίχτυ ασφαλείας». «Μ α εγώ δεν είμαι κάτι ασφαλές» είπε ο Τίγρης. «Τίποτα πάνω μου δεν αποπνέει ασφάλεια». «Το ξέρω». Η Κάρλι άρχισε να γελάει.Ένα γέλιο τρελό, χωρίς να βρίσκει κάτι αστείο. «Και τότε, μπαμ, κατάλαβα ότι η ασφάλεια δεν πρέπει να είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή μου». Ακούμπησε το στέρνο του. «Εσύ με έκανες να θέλω να είμαι πιο άγρια, να ρισκάρω και να χαίρομαι την ευτυχία όσο την έχω. Μ ε τον Ίθαν ήμουν ευχαριστημένη, και το παραδέχομαι, λίγο αυτάρεσκη. Μ αζί σου όμως, είμαι ζωντανή και ευτυχισμένη, είμαι ενθουσιασμένη όποτε σε βλέπω ή ότιοτε ακούω τη φωνή σου.
Μ παίνεις στο δωμάτιο και χαίρομαι. Σήμερα το πρωί, όταν ξύπνησα δίπλα σου, ήξερα ότι ήταν το καλύτερο πρωινό της ζωής μου. Θέλω κι άλλα πρωινά σαν αυτό, και θέλω να είναι όλα καλύτερα από το προηγούμενο.Έχασα τον πατέρα μου, έχασα την ασφάλεια του γάμου με τον Ίθαν και για τρίτη φορά αυτή την εβδομάδα, μάλλον έχασα τη δουλειά μου. Δε θέλω να χάσω και εσένα». Ο Τίγρης την παρακολουθούσε με το βλέμμα του κυνηγού. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μουστάκια και μελανιασμένο από το ατύχημα. Το μαύρο κοντομάνικο που φορούσε μέσα από το πουκάμισο είχε λεκέδες από ιδρώτα, τα χέρια του που φαίνονταν από τα σηκωμένα μανίκια ήταν μυώδη και καλυμμένα από χρυσαφένιες τρίχες. Δε θύμιζε σε τίποτα τον περιποιημένο, προσεγμένο άνδρα με τον οποίο υποτίθεται ότι θα έβγαινε και στη συνέχεια θα παντρευόταν η Κάρλι. «Δε θα είσαι ποτέ ασφαλής αν μείνεις μαζί μου» είπε ο Τίγρης. «Ας μην είμαι». Η Κάρλι ξέφυγε από το κράτημά του για να καθίσει στα πόδια του. «Δε σκοπεύω να περάσω μια βαρετή, ασφαλή ζωή ν’ αναρωτιέμαι τι απέγινες, ν’ αναρωτιέμαι τι θα γινόταν να σε είχα αρπάξει και σε κρατούσα με όλη μου τη δύναμη. Δεν καταλαβαίνεις, Τίγρη; Σε θέλω».
Ο Τίγρης συνέχισε να την κοιτάζει. Η Κάρλι δεν είχε ιδέα τι σκεφτόταν ή τι ένιωθε, αλλά έβλεπε το άδειο του βλέμμα. Η ιστορία του, γεμάτη πόνο και βασανιστήρια, οργή και φόβο, την είχε συγκλονίσει. Έσκυψε να τον φιλήσει. Η Κάρλι ήθελε να του δώσει ένα απαλό φιλί για να του δείξει πόσο πολύ τον νοιαζόταν αλλά μόλις τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά του, ένιωσε το δυνατό χέρι του Τίγρη στο σβέρκο της, και το φιλί έγινε άγριο. Η Κάρλι παραδόθηκε στη δύναμή του, αφήνοντας το βάρος της στα χέρια του, καθώς εκείνος τη φιλούσε, εξερευνώντας και δοκιμάζοντας τη γεύση της. Πέρασε τις άκρες των δαχτύλων της πάνω από το σημάδι που είχε αφήσει το ψεύτικο Κολάρο. Η πληγή ήταν ήδη πιο μαλακή. Ένιωσε το χέρι του Τίγρη στην πλάτη της, να κατεβάζει το φερμουάρ του φορέματος. Τα μανίκια που κάλυπταν τους ώμους της Κάρλι έπεσαν, τα χέρια του Τίγρη ζέσταιναν το σώμα της, το φόρεμα κατέβαινε. Η Κάρλι έγειρε πίσω το κεφάλι της ενώ ο Τίγρης τη φιλούσε στο λαιμό κι άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά πιο χαμηλά. Πίεσε τα χείλη του κάτω από το λακκάκι στο λαιμό της, καθώς το φόρεμα χαλάρωσε αποκαλύπτοντας το στήθος της. Η Κάρλι είχε φορέσει ένα ιβουάρ σατέν δαντελωτό σουτιέν το πρωί για να ταιριάζει με το κολλητό φόρεμα που της είχε δώσει η Ιβέτ.Ήθελε να είναι όμορφη σήμερα. Ο Τίγρης την έκανε να
νιώθει όμορφη. Την Κάρλι, που πίστευε ότι το μόνο ωραίο πάνω της ήταν το στόμα της και τα μάτια της, ότι είχε μεγάλη περιφέρεια και μικρό στήθος. Ο Τίγρης δυσκολευόταν με το κούμπωμα του σουτιέν της αλλά η Κάρλι το έβγαλε με μεγάλη ευχαρίστηση. Το προηγούμενο βράδυ ήταν τέτοια η λαχτάρα τους να κάνουν έρωτα που δεν περίμεναν καθόλου, δεν το απόλαυσαν. Τώρα όμως ο Τίγρης την απολάμβανε.Έσπρωξε το σώμα της Κάρλι προς τα πάνω ώστε να μπορεί να φτάνει με τη γλώσσα του ανάμεσα στα στήθη της, και μετά, έγειρε το κεφάλι του πίσω για να τη φιλήσει στο στόμα ,ενώ αυτή τον κοιτούσε από πάνω. «Είσαι όμορφη» είπε. «Το ταίρι μου». Όταν είπε ταίρι, ένιωσε μια ζεστασιά στην καρδιά της που άγγιζε τα όρια του πόνου. Ταυτόχρονα, το αίσθημα αυτό την έκανε να νιώθει ευτυχισμένη, δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά έτσι. Ο Τίγρης χαμογέλασε και τα μάτια του έλαμψαν. «Το βλέπεις; Το δεσμό του ζευγαρώματος;» Πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από το στέρνο της, ακριβώς πάνω από το σημείο που ένιωθε τη ζεστασιά. Όταν η Κάρλι τον κοίταξε μπερδεμένη χωρίς να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλάει, χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά.
«Δεν πειράζει» είπε. «Εγώ το βλέπω. Τα ασημένια νήματα που μας ενώνουν, που ενώνουν την καρδιά μου με τη δική σου».Έπιασε τον αέρα ανάμεσά τους. «Είναι σαν τα νήματα στο σπαθί του Σον και της Άντρεα όταν θεραπεύει. Αλλά καλύτερα. Ο Φάε έκανε λάθος. Είναι μαγικό». Η Κάρλι ακόμα δεν καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσε, αλλά αν ο Τίγρης εννοούσε ότι ένιωθε όπως κι αυτή, κανένα πρόβλημα. Πίεσε το χέρι της πάνω στο στέρνο του, της άρεσε που ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά κάτω από το χέρι της. «Πώς δίνουν όρκο αγάπης οι αλλόμορφοι;» ρώτησε. «Οι άνθρωποι λένε “μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος”». Ο Τίγρης γρύλισε. «Δε θέλω να μιλάω για θάνατο. Οι αλλόμορφοι λένε κάτω από το φως του ήλιου και του φεγγαριού, σε διεκδικώ για ταίρι μου. Εμείς όμως δε χρειάζεται να πούμε τίποτα». «Θέλω. Μ ’ αρέσουν οι όρκοι. Τι πρέπει να απαντήσει η αλλόμορφη γυναίκα;» «Ότι δέχεται την πρόταση, ενώπιον του Θεού-Πατέρα και της Θεάς-Μ ητέρας. Αλλά οι αλλόμορφοι χρειάζονται μάρτυρες για την πρόταση». «Θα είμαι εγώ μάρτυρας». Η Κάρλι χαμογέλασε κι άγγιξε το πρόσωπό του. «Τίγρη, σε δέχομαι για ταίρι μου».
Η Κάρλι νόμιζε ότι ο Τίγρης 0α ξαναγρύλιζε ότι δε χρειαζόταν να πουν τίποτα -οι άνδρες πάντα ντρέπονταν με τις τελετές- αλλά αυτός χαμογέλασε πλατιά. «Ναι» είπε με θριαμβευτικό βλέμμα. «Ναι. Το ταίρι μου. Το ταίρι μου». Ο Τίγρης σήκωσε την Κάρλι από το σκαμπό, πλημμυρίζοντάς τη με φιλιά, στο λαιμό, το στήθος, στην καρδιά. Ανέβηκε με τη γλώσσα του μέχρι τη ρώγα της, γλείφοντάς τη, τραβώντας με τα χείλη του τη ρώγα. Η Κάρλι πέρασε το χέρι της μέσα απ’ τα μαλλιά του, της άρεσε η μεταξένια υφή τους. Οι μαύρες τούφες ήταν πιο μαλακές από τις πορτοκαλί. Συγκέντρωσε τη σκέψη της στο φλογερό φιλί του, στα κοφτερά του δόντια. Τι γλύκα! Η ζεστή ανάσα του Τίγρη χάιδευε το δέρμα της, το σώμα του ήταν πιο ζεστό από το ανθρώπινο.Ήταν ένας παράξενος κι εξωτικός άνδρας που την άγγιζε, την έγλειφε και τη δάγκωνε τόσο επιδέξια που την τρέλαινε. «Πάνω» μουρμούρισε. «Καλύτερα να πάμε πάνω». «Όχι ακόμα». Ο Τίγρης σήκωσε και την έβαλε πάνω στον πάγκο. Την τύλιξε με τα χέρια του και άρχισε να τη φιλάει παντού.
Πριν δυο μέρες η Κάρλι δεν ήθελε να ακούσει για πάγκους κουζίνας ούτε για το τι μπορεί να κάνει κάποιος σε αυτούς. Σήμερα, τύλιγε τα πόδια της γύρω από τον Τίγρη, τραβώντας τον πάνω της. Έσπρωξε το φανελένιο πουκάμισό του από τους ώμους του - δεν καταλάβαινε πώς φορούσε φανέλα μ’ αυτή τη ζέστη, αλλά Τίγρης ήταν αυτός. Μ ετά του έβγαλε την μπλούζα. Αρεσε στην Κάρλι να του ανεβάζει την μπλούζα αγγίζοντας το γυμνασμένο κορμό του, μέχρι που αυτός την έβγαλε ανυπόμονα. Είχε ωραίο σώμα. Σφιχτό, μυώδη, μαυρισμένο, σαν υγρό μπρονζέ χρώμα πάνω σε ένα άγαλμα με τέλειες διαστάσεις. Η Κάρλι τον χάιδεψε κάι είδε ότι οι ουλές από τις σφαίρες είχαν μικρύνει κι άλλο. Σύντομα, το δέρμα του θα ήταν καθαρό και άθικτο ξανά. Αν δεν τον έπιανε το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων ή αν δεν αποφάσιζαν οι αλλόμορφοι να τον σκοτώσουν, ή να τον αναγκάσουν να φορέσει αυτό το ηλίθιο κολάρο. Ηλίθιοι. Αν το κολάρο που φορούσε ο Τίγρης ήταν ψεύτικο και παρ’ όλ’ αυτά, είχε συγκρατηθεί και δεν είχε σκοτώσει τον Γουόκερ και το σκοπευτή, για να μην αναφέρει τον Ίθαν, τότε ήταν προφανές ότι ο Τίγρης δεν το χρειαζόταν. Δεν ήταν το κολάρο που τον έκανε προσεκτικό όταν κρατούσε μικρά στην αγκαλιά του ή με την Κάρλι.Ήταν ο ίδιος ο Τίγρης.
Πέρασε τα χέρια της πάνω από το σημάδι που είχε αφήσει το κολάρο. Ο Τίγρης κοίταξε την Κάρλι στα μάτια, ο πόθος του φούντωσε. Η Κάρλι ξεκούμπωσε το τζιν του. Ο Τίγρης μούγκρισε, σούρωσε το φόρεμά της και της το έβγαλε. Η Κάρλι κατέβασε το φερμουάρ του και είδε ότι φορούσε μεταξωτό κόκκινο μποξεράκι με μαύρες καρδιές. Κατέβασε το παντελόνι του μέχρι τους γοφούς γελώντας. «Πού το βρήκες αυτό;» «Η Γκλόρι. Από τη μαγαζί της Ελίζαμπεθ». Ο Τίγρης τη φίλησε ξανά νιώθοντάς τη να γελάει. «Ο Κόνορ είπε ότι ήταν γελοίο, αλλά δεν είχα τι άλλο να φορέσω».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 Ο Τίγρης λάτρευε το γέλιο της. Αυτή η γυναίκα μπορούσε να βρει χαρά στα πάντα. Κουνιόταν χαριτωμένα από το γέλιο, ενώ ο Τίγρης τη φιλούσε. «Θα προσπαθήσω να σου βρω κάτι τιγρέ» είπε. «Ή ίσως με πατουσάκια». Καθώς συνέχισε να γελάει, η ζεστασιά του δεσμού του ζευγαρώματος πλημμύρισε την καρδιά του Τίγρη. Ταυτόχρονα, ένα αίσθημα απώλειας τον πόνεσε. Ο Κόνορ και η
Κιμ είχαν γελάσει τόσο όταν η Γκλόρι του έκανε δώρο το μποξεράκι, κι ακόμα κι ο Ντίλαν είχε φανεί να το διασκεδάζει. Συνειδητοποίησε ότι τον είχαν συμπεριλάβει στην οικογένειά τους, στα αστεία τους, ακόμα κι αν δεν τους καταλάβαινε. Για μια φευγαλέα στιγμή, ανήκε κάπου. Τώρα έπρεπε να αφήσει πίσω του αυτό το αίσθημα, όπως και την Κάρλι. Το ταίρι της καρδιάς του. Ο Τίγρης τη χρειαζόταν όλο και περισσότερο με κάθε ανάσα. Ίσως το τρελό σχέδιό της να το σκάσει μαζί του να ηετύχαινε.Ίσως μπορούσαν να κρυφτούν κάπου σε μια παραθαλάσσια πόλη στο Μ εξικό και να ζήσουν ήσυχα κι ευτυχισμένα. Ο Τίγρης όμως είχε δει την αμφιβολία στα μάτια της Κάρλι όταν της είπε ότι θα έπρεπε να αφήσει την οικογένειά της. Τους αγαπούσε. Είχε δεσμούς εδώ, μ’ αυτό το σπίτι όπου ένιωθε τόσο άνετα. Ο Τίγρης έπρεπε να την αποχαιρετήσει.Όχι τώρα όμως. Τώρα θα την καταβρόχθιζε, θα απολάμβανε ό,τι είχε να του δώσει για να κρατήσει την ανάμνηση όταν θα ήταν μακριά. Θα την άφηνε πίσω για να είναι ασφαλής, αλλά θα άφηνε και κάτι άλλο. Το μικρό του, ένα κομμάτι του. Γι’ αυτήν. Ο Τίγρης γλίστρησε το χέρι του κάτω από το εσώρουχό της και
άρχισε να της το βγάζει, μέχρι που έπεσε στο πάτωμα. Όσο η Κάρλι χάιδευε τη γυμνή του πλάτη, ρουφούσε το κάτω του χείλους, εκείνος κατέβασε το τζιν του και το μποξεράκι του, μέχρι τους αστράγαλους. Φορούσε ακόμα τις μπότες μηχανής αλλά και τι έγινε; Δεν προλάβαινε να τα βγάλει όλα. Θα είχε και καλύτερη πρόσφυση στο πάτωμα. Ο Τίγρης έπιασε την Κάρλι από τους γοφούς και την έφερε στην άκρη του πάγκου ενώ εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Τα μάτια της άνοιξαν κι άλλο ενώ άρχισε να διαμαρτύρεται, σπρώχνοντάς τον στο στέρνο, αλλά ο Τίγρης ήξερε ότι δεν άντεχε να περιμένει να φτάσει πάνω.Ίσως να άντεχε να φτάσουν μέχρι το τραπέζι, ίσως να ανέβουν τη σκάλα, αλλά ήθελε την Κάρλι τώρα. Την άνοιξε με το χέρι του, την ένιωσε ζεστή και υγρή από πόθο. Γλίστρησε μέσα της αργά. Τον σκότωνε να πηγαίνει τόσο αργά, αλλά η Κάρλι δεν τον είχε συνηθίσει ακόμα και το τελευταίο που ήθελε ήταν να την πονέσει. Η Κάρλι έβγαλε έναν αναστεναγμό ηδονής, τα μάτια της ήταν μισό-κλειστα.Ήταν στενή, τον έσφιγγε. Ο Τίγρης άρχισε να μην μπορεί να ελέγχει τις σκέψεις του. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν η Κάρλι, η ζεστασιά της, το σώμα του μέσα στα χέρια του, τα νήματα του δεσμού του ζευγαρώματος που ένωναν την καρδιά του με τη δική της.
Τα νήματα αυτά δε θα έσπαγαν ποτέ.Όσο μακριά κι αν ήταν ο Τίγρης, ο δεσμός θα ήταν εκεί, αόρατος, μαγικός, άθραυστος. Η Κάρλι αναστέναξε δυνατά και ο Τίγρης μπήκε πιο βαθιά μέσα της. Έγειρε προς τα πίσω, και ο Τίγρης τη σήκωσε από τους γοφούς, κρατώντας τη σταθερά πάνω στο σκληρό του πέος.Ήταν υγρή, γλιστρούσε μέσα της εύκολα, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε να τον τυλίγει. Ο Τίγρης αφέθηκε στον πόθο του. Άρχισε να κουνά τους γοφούς της, πηγαίνοντας μπρος πίσω που τόσο του άρεσε. Η Κάρλι στηριζόταν από τους καρπούς του, τον κάρφωνε με τα πράσινα μάτια της, κουνιόταν στο ρυθμό του. Φώναξε το όνομά του τιου ήχησε στο μεγάλο δωμάτιο και τυλίχτηκε γύρω του όπως η μαγεία του δεσμού του ζευγαρώματος. Εδώ έπρεπε να βρίσκεται, μέσα σ’ αυτή τη γυναίκα όπου υπήρχε μόνο ομορφιά και αγριάδα. Εδώ ήταν το σπίτι του. Ο Τίγρης μπήκε βαθιά μέσα της με δύναμη, η Κάρλι άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Τον τράβηξε πάνω της πιέζοντας τα τακούνια της στον πισινό του. Αυτό το ωμό και άγριο σεξ άρεσε στον Τίγρη. Αυτή του άρεσε. Σε χρειάζομαι. Σ’ αγαπώ. Ο Τίγρης άρχισε να κινείται πάλι ρυθμικά, όλο και πιο γρήγορα, ο ήχος των κορμιών τους που ενώνονταν ακου-γόταν όλο και πιο δυνατά. Η Κάρλι βύθισε τα
χέρια της στους καρπούς του, τον πίεζε με τα τακούνια της. Ο Τίγρης φώναξε τ’ όνομά της, νιώθοντας τη φωτιά να τον καίει μέσα του. Η ελαφρότητα της ένωσης με το ταίρι του κι αυτό το συναίσθημα -ήξερε ότι ίσως αυτή ήταν η πολυτιμότερη στιγμή της υπόλοιπης ζωής του. Ένιωθε από κάτω του την Κάρλι να κινείται ρυθμικά, παραδομένη στην ηδονή. Γέλασε δυνατά, ελευθέρωσε τα χέρια της, τα τύλιξε γύρω του και τον έσφιξε. Μ αζί, ενωμένοι, ζευγαρωμένοι. Ο Τίγρης τραβήχτηκε πάνω της, ήταν κι οι δυο ξέπνοοι, και τη φίλησε μέσα στη γλύκα του μετά. Ο Γουόκερ στεκόταν μπροστά από το γραφείο του διοικητή του, του αντισυνταγματάρχη Μ αρκ Σέλντον και πολύ χαιρόταν που ο Σέλντον δεν ήταν αλλόμορφος. Ο Γουόκερ ήταν καλός στο να κρατά ουδέτερη τη γλώσσα του σώματός του, αλλά οι αλλόμορφοι διέκριναν και την παραμικρή κίνηση. «Και τώρα ακούω ότι ο Αλλόμορφος αγνοείται» έλεγε ο Σέλντον. «Τι συνέβη;» Η φωνή του Σέλντον ήταν ήρεμη και ψυχρή. Η διοίκηση των Ειδικών Δυνάμεων του Γραφείου Υποθέσεων Αλλόμορφων ήταν ασήμαντο καθήκον. Ο Σέλντον όμως ήταν αρκετά αδίστακτος ώστε να τη μετατρέψει σε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για προαγωγή, για μια ανώτερη θέση. Ο Σέλντον
ήταν φιλόδοξος. Ο διορισμός του Γουόκερ στο Εκτελεστικό Γραφείο στη μονάδα πιθανότατα σήμαινε ότι τον είχαν παραμερίσει, αλλά δεν τον ένοιαζε. Είχε δει τόσα σ’ αυτή τη δουλειά, είχε κάνει τόσα και είχε πολύ θυμό μέσα του. Το να μείνει λίγο στα περιθώριο ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Και τώρα, έπρεπε να κάνει πίσω και να δει το διοικητή του να δείχνει το αληθινό του πρόσωπο. «Θέλω να βρεθεί αυτός ο αλλόμορφος, να κλειστεί στο εργαστήριο και να περάσει από κάθε πιθανή εξέταση» είπε ο Σέλντον. «Αν αντισταθεί και πρέπει να τον φέρετε νεκρό, εμπρός. Οι ερευνητές θα πάρουν ό,τι χρειάζονται. Θέλω όμως τον αλλόμορφο». Ο Γουόκερ τον άκουγε ανέκφραστος.Όταν ο Σέλντον τέλειωσε το κήρυγμά του και κάθισε στο γραφείο του, ο Γουόκερ ξερόβηξε. «Μ ε όλο το σεβασμό, κύριε». Ο Σέλντον τον κοίταξε απότομα, με βλέμμα τόσο παγωμένο που έκαιγε. «Λοχαγέ; Θέλω να ακούσω τη γνώμη σου». Τα λόγια του έκρυβαν κακία. Ο Γουόκερ δεν έκανε πίσω παρότι το βλέμμα του αντισυνταγματάρχη θα έκανε και ανώτερους
αξιωματικούς να αλλάξουν κατεύθυνση αντί να διασταυρωθούν μαζί του. «Μ ε όλο το σεβασμό, κύριε, η αποστολή είναι να μάθουμε όσα μπορούμε για το λόγο που επιλέχθηκε αυτός ο αλλόμορφος, σε τι είδους έρευνες χρησιμοποιήθηκε και αν οι έρευνες αυτές ή ο ίδιος ο αλλόμορφος μπορεί να μας φανεί χρήσιμος για να βοηθήσουμε τους στρατιώτες μας στο πεδίο της μάχης.Όχι να τον σκοτώσουμε». «Αλήθεια;» ρώτησε ο Σέλντον. Κοίταξε τον Γουόκερ ένα ολόκληρο λεπτό δίνοντάς του να καταλάβει ότι ή θα τον υπακούσει ή θα το πληρώσει. Θα σου εξηγήσω κάτι, Ντάνιελσον. Αυτός ο αλλόμορφος ίσως κρύβει μυστικά που μπορούν να σώσουν τους στρατιώτες μας, το στρατό μας και τις αποστολές μας στο εξωτερικό. Το ξέρεις αυτό, έχεις διαβάσει τις έρευνες. Αποστολή μας, δική σου και δική μου, είναι να πιάσουμε τον αλλόμορφο και να πάρουμε όσα περισσότερα μπορούμε απ’ αυτόν. Αποστολή σου είναι να μου τον φέρεις. Μ ε κάθε τρόπο. Νεκρό ή ζωντανό». Ο Γουόκερ έκρυψε τη νευρικότητά του. Το πρόβλημα με τον Σέλντον ήταν ότι συνήθως είχε δίκιο, αλλά με ένα τόσο ανελέητο τρόπο που έκανε το αίμα του Γουόκερ να παγώνει. «Μ άλιστα». «Βγες έξω, Ντάνιελσον. «Μ άλιστα». Ο Γουόκερ χαιρέτισε τον Σέλντον κι έφυγε.
Αυτός ο αλλόμορφος ίσως κρύβει μυστικά που μπορούν να σώσουν τους στρατιώτες μας, το στρατό μας και τις αποστολές μας στο εξωτερικό. Αυτά ήταν τα λόγια του Σέλντον, τα μάτια του όμως έλεγαν κάτι άλλο. Ο Σέλντον έπαιζε κάποιο δικό του παιχνίδι. Αυτό που έπρεπε να κάνει τώρα ο Γουόκερ ήταν να βρει έναν τρόπο να κρατήσει ασφαλή τον αλλόμορφο τίγρη και να ανακαλύψει ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος της κατασκευής του. Κι όλα αυτά, χωρίς να καταστρέψει τη δική του ζωή. Προχώρησε στην τραπεζαρία του μικροσκοπικού στρατοπέδου στα νότια τουΌστιν όπου εκπαιδευόταν συνεχώς η μικρή μονάδα, αν και σπάνια την καλούσαν να κάνει κάτι σχετικά με τους αλλόμορφους. Οι Αλλόμορφοι στοΌστιν, όπου βρισκόταν το Γραφείο Υποθέσεων Αλλό-μορφων, δεν προκαλούσαν ποτέ πρόβλημα. Τα μοναδικά περιστατικά που είχαν συμβεί ήταν ένας αλλόμορφος που κατηγορούνταν ότι σκότωσε μια γυναίκα, πριν μερικά χρόνια, και ο οποίος στη συνέχεια αποδείχθηκε αθώος, και τώρα, το ξέσπασμα βίας του Τίγρη στο νοσοκομείο. Ο οποίος σταμάτησε μόλις η Κάρλι μπήκε στο δωμάτιο και είπε το όνομά του. Η Κάρλι είχε κάποια δύναμη και όχι επειδή ήταν όμορφη. Βέβαια, όταν η Ρεμπέκα γδύθηκε για να πάρει τη μορφή αρκούδας, ο Γουόκερ τα είδε όλα. Οι γυναίκες μπορούσαν να κάνουν έναν
άνδρα να νιώσει σαν να έχει φάει γροθιά στο στομάχι. Επειδή το στρατόπεδο ήταν μικρό, δεν υπήρχε ξεχωριστός χώρος φαγητού για τους ελάχιστους αξιωματικούς.Έτρωγαν όλοι μαζί στην ίδια αίθουσα. Ο Σέλντον ή έτρωγε έξω ή σε ένα μικρό ιδιωτικό δωμάτιο δίπλα στον κυρίως χώρο της καφετέριας. Ο Γουόκερ έτρωγε συνήθως στην τραπεζαρία, κυρίως επειδή δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να συζητά περί ανέμων και υδάτων με τον Σέλντον. Επιπλέον, ήξερε ότι οι άνδρες του δεν είχαν πρόβλημα να δουν έναν αξιωματικό να τρώει σαν απλός άνθρωπος μια στο τόσο. Ο Γουόκερ κοίταξε εξεταστικά τους άνδρες που έτρωγαν ή περίμεναν στη σειρά με τους δίσκους του, ώσπου εντόπισε το λοχία που έψαχνε. Ο Κρόσμπι ήταν ένας λοχίας που εκτελούσε τις εντολές κατά γράμμα κι έτσι είχε φτάσει μέχρι το Ε-5. Ο Θεός να φυλάει το στρατό αν κατάφερνε να γίνει αρχιλοχίας ή ανώτερος. Ο Κρόσμπι είχε τετράγωνο κεφάλι που φαινόταν ακόμα πιο τετράγωνο λόγω των ανακατεμένων μαλλιών του και ορθογώνιο σώμα γεμάτο μυς. Έβγαινε πρώτος σε όλα τα τεστ φυσικής κατάστασης και ο πρώτος που έβγαινε για γυμναστική κάθε πρωί. Ο Κρόσμπι σηκώθηκε όρθιος και ο Γουόκερ ακουμπησε το δίσκο του απέναντι του. Ο λοχίας καθόταν μόνος, απομονωμένος από
τους υπόλοιπους κατάκοπους στρατιώτες, γιατί κανείς δεν τον συμπαθούσε. «Κάθισε, λοχία» είπε ο Γουόκερ. «Αν μείνεις όρθιος όσο τρώω, το φαγητό σου θα κρυώσει». Ο Κρόσμπι κάθισε αλλά δεν έτρωγε. «Μ άλιστα». «Ωραίο σημάδι με τον αλλόμορφο» είπε ο Γουόκερ καθώς ανακάτευε την αγνώστου προελευσεως σούπα. «Γιατί συνέχισες να τον πυροβολείς, αφού τραυματίστηκε;» Ο Κρόσμπι φάνηκε μπερδεμένος. «Ετσι μου είπαν, κύριε. Να του ρίξω όσο περισσότερες σφαίρες μπορούσα, αλλά να φροντίσω να είναι ζωντανός όταν θα φύγω». Α-χα! Ο Γουόκερ δεν ήταν σίγουρος ποιος ήταν ο στρατιώτης που είχε σταλεί να κυνηγήσει τον Τίγρη και να τον πυροβολήσει, αλλά υποπτευόταν ότι όταν ο Κρόσμπι. Κι ο Κρόσμπι το επιβεβαίωσε. «Πώς ήξερες που πήγαινε ο αλλόμορφος εκείνη τη μέρα;» «Δεν το ήξερα. Μ ου είπαν να τον ακολουθήσω μέχρι να βρω την κατάλληλη ευκαιρία. Κι εκεί ήταν απομονωμένο σημείο». Δεν άλλαξε έκφραση, αλλά ο Γουόκερ κατάλαβε από το βλέμμα του ότι ήταν ευχαριστημένος με την ευρηματικότητά του. «Ακολουθούσα τις εντολές του αντισυνταγματάρχη, κύριε».
Τον οποίο ο Κρόσμπι ποτέ δεν αμφισβητούσε. «Ξέρεις ότι κατά την εκτέλεση των εντολών έθεσες σε κίνδυνο απλούς πολίτες». Ο Κρόσμπι ξανακοίταξε μπερδεμένος. «Κύριε; Περίμενα να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους. Δεν υπήρχαν σπίτια ούτε αυτοκίνητα τριγύρω. Οι μόνοι που κινδύνευσαν ήταν ένας άλλος αλλόμορφος που θα μπορούσε να μου έχει επιτεθεί και η θαυμάστρια των αλλόμορφων». Ο Γουόκερ έκρυψε την αηδία του για τον Κρόσμπι επειδή ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε. Ξαφνικά ευχήθηκε να ήταν εδώ η Ρε-μπέκα ή ο Ρόναν για να ακούσουν ότι οΈλισον και η Κάρλι δε σήμαιναν τίποτα για τον Κρόσμπι. Η Ρεμπέκα θα είχε κόψει το κεφάλι του Κρό-σμπι με ένα χτύπημα. Γι' αυτό και μόνο, ο Γουόκερ πολύ θα ήθελε να δει το ύφος του Κρόσμπι όταν θα ερχόταν αντιμέτωπος με τη Ρεμπέκα με τη μορφή μιας τεράστιας Κόντιακ αρκούδας. «Ο αλλόμορφος επέζησε» είπε ο Γουόκερ. «Τριγυρίζει σώος και αβλαβής». Ο Κρόσμπι έγνεψε. «Το ξέρω, κύριε. Ο αντισυνταγματάρχης ήθελε να τον πυροβολήσω για να δει πόσο αντέχει». «Υποθέτω ότι ο αντισυνταγματάρχης τώρα ξέρει» είπε ο Γουόκερ. «Τι πειράζει που ο αλλόμορφος υπέφερε τόσο». «Μ άλιστα, κύριε». Ο Κρόσμπι συνέχισε να έχει τα χέρια του στο
τραπέζι και παρέμεινε ανέκφραστος. «Αρχικά εκπαιδεύτηκα ως γιατρός» είπε ο Γουόκερ, αφήνοντας τη σούπα και περνώντας στον πουρέ που δε διέφερε ιδιαίτερα από τη σούπα. «Για την Ομάδα-Α των Ειδικών Δυνάμεων». Αυτή τη φορά, στο πρόσωπο του Κρόσμπι φάνηκε σεβασμός. «Παρεί-σφρηση. Πολύ θα ήθελα να επιλεγώ για μια από αυτές τις αποστολές». Ο Γουόκερ δεν απάντησε. Οι Ομάδες-Α ήταν μικρές και συχνά έμεναν αποκομμένες από οποιαδήποτε υποστήριξη, πίσω από τις γραμμές του εχθρού, για πολύ καιρό. Τα μέλη τους έπρεπε να μπορούν να προσαρμόζονται, να αντιδρούν, να σκέφτονται και να κρίνουν ανεξάρτητα από εντολές. Ο Κρόσμπι ήταν ένα ρομπότ που δεν μπορούσε να σκεφτεί, έτοιμος να αφήσει τον ανώτερο του να τον σημαδέψει και να τον πυροβολήσει. Δεν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος σε καταστάσεις όπου θα έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία ή ακόμα και τον έλεγχο. «Εχω δει σοβαρά τραυματισμένους» είπε ο Γουόκερ. «Ποτέ όμως δεν έχω δει κάποιον να συνέρχεται από αυτό που έκανες στον τίγρη». «Ο αλλόμορφος είναι πολύ δυνατός». Ο Γουόκερ έφαγε υπομονετικά άλλη μια μπουκιά πουρέ. «Αν δεχτείς άλλες εντολές σχετικά με τον αλλόμορφο τίγρη, ή
οποιονδήποτε αλλό-μορφο, πριν πας, θα αναφερθείς σ’ εμένα. Εντάξει; Θέλω να ξέρω πού βρίσκονται οι άνδρες μου σε περίπτωση που τους χρειαστώ για κάποια αποστολή. «Μ άλιστα, κύριε». Ο Κρόσμπι δεν έκανε ποτέ ερωτήσεις. «Καλή όρεξη, λοχία». Ο Γουόκερ πήρε το δίσκο του, σηκώθηκε, και ο Κρόσμπι πετάχτηκε όρθιος σε στάση προσοχής. «Μ άλιστα, κύριε». Ο Γουόκερ πήρε το δίσκο του και πήγε στο ιδιωτικό δωμάτιο που ευτυχώς ήταν άδειο. Κάθισε κι έφαγε όλο του το φαγητό, όπως είχε μάθει, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Η Κάρλι ήταν ξαπλωμένη στην κρεβατοκάμαρα των αδερφών της με τη λιακάδα να της χαϊδεύει το κορμί. Γέμιζε φιλιά το γυμνό στέρνο του Τίγρη. Αυτός ήταν ξύπνιος, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Το φως του ήλιου χόρευε στα πορτοκαλί και μαύρα του μαλλιά. Τα σεντόνια ήταν στο πάτωμα. Τα κορμιά τους τα σκέπαζε μόνο ο ήλιος. «Δεν ήξερα ότι θα μπορούσα να νιώθω τόσο ωραία» είπε η Κάρλι. «Ούτε εγώ» είπε ο Τίγρης με έκπληξη.
Η Κάρλι ζωγράφιζε κύκλους με το χέρι της στο στέρνο του παίζοντας με τη ρώγα του. «Σε ξέρω μόλις μερικές μέρες. Και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω πώς ζούσα χωρίς εσένα». Ο Τίγρης ελευθέρωσε το χέρι του και το πίεσε ανάμεσα στα στήθη της Κάρλι. «Νιώθεις το δεσμό του ζευγαρώματος. Είναι ισχυρός μεταξύ μας». Το χέρι του ήταν ζεστό, η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα από κάτω του. «Δεν ξέρω τι είναι ο δεσμός του ζευγαρώματος.Ή η πρόταση ζευγαρώματος ή τι σχέση έχουν μ’ αυτό ο ήλιος και το φεγγάρι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι, όταν σε γνώρισα, ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή μου. Και μ’ αρέσει». Ο Τίγρης τη χάιδεψε στο στήθος απαλά, μετά τράβηξε το χέρι του σαν να ακολουθεί κάποια σχήματα στον αέρα που μόνο αυτός έβλεπε. «Χαίρομαι που το κάναμε στον πάγκο» είπε. «Σα να τον ξορκίσαμε». Ο Τίγρης συνοφρυώθηκε. «Μ μμ;» «Ξέρεις, επειδή εκεί έπιασα τον Ίθαν». ΟΊΘαν φαινόταν ασήμαντος και πολύ μακριά πια. «Στο εξής όμως, όταν σκέφτομαι το σεξ πάνω στον πάγκο της κουζίνας, θα θυμάμαι πόσο
φανταστικό ήταν μαζί σου». «Ωραία». Η φωνή του Τίγρη έκρυβε ένα γρύλισμα. «Μ όνο εμένα πρέπει να σκέφτεσαι». «Εγωίσταρε». Η Κάρλι χαμογέλασε και έσκυψε και τον φίλησε στο στόμα. Ο Τίγρης ανταπέδωσε το φιλί της με ένα πιο θερμό. Γινόταν όλο και καλύτερος στο φιλί, μάθαινε να χρησιμοποιεί τα χείλη και τη γλώσσα του, για να προκαλεί σεξουαλική ευχαρίστηση. Προηγουμένως που σταμάτησε να τη φιλάει δεν του άρεσε, παρότι ήταν για να βγάλει τα υπόλοιπα ρούχα του πριν την κουβαλήσει πάνω. Ακολούθησαν κι άλλα φιλιά καθώς μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα και ο Τίγρης την ξάπλωσε στο κρεβάτι και μπήκε ξανά μέσα της. Της έκανε ξανά έρωτα μέχρι που η Κάρλι νόμιζε ότι θα λιποθυμήσει από την ένταση, και ακόμα και τώρα, δε φαινόταν κουρασμένος. Η Κάρλι είχε ξετρελαθεί, αλλά ήξερε, όταν την κοίταζε στα μάτια, ότι της έλεγε αντίο. Η Κάρλι τον κοίταξε και τον χάιδεψε στο μάγουλο. «Μ η φύγεις χωρίς εμένα» είπε χαμηλόφωνα. «Μ όλις σε βρήκα, Τίγρη. Δεν είμαι έτοιμη να σ’ αφήσω να φύγεις». Πήρε την πεισματάρικη έκφρασή του. «Είναι πιο ασφαλές να
μείνεις». «Ξέχνα την ασφάλεια». Η Κάρλι ανακάθισε και έριξε τα μαλλιά της μπροστά. «Σου είπα, κυνηγούσα την ασφάλεια γιατί νόμιζα ότι θα αντιστάθμιζε αυτό που μας έκανε ο μπαμπάς. Δεν έγινε έτσι όμως. Απλώς η ζωή σου δεν οδηγεί πουθενά. Και σε κάθε περίπτωση, δεν πιστεύω πια ότι υπάρχει ασφάλεια. Κοροΐδευα τον εαυτό μου πιστεύοντάς το, αυτό είναι όλο». Την κοίταξε σα να μην άκουγε λέξη απ’ όσα είπε. «Θα κινούμαι πιο γρήγορα χωρίς εσένα». «Αυτό μάλλον είναι αλήθεια. Αλλά δεν ξέρεις πού να πας ή πώς να ζή-σεις σαν άνθρωπος. Θα προδοθείς με το πού θα πας να αγοράσεις φαγητό ή να βρεις ένα αυτοκίνητο ή κάπου να κοιμηθείς. Κι αν σε δει κανείς να αλλάζεις μορφή και να γίνεσαι τίγρης, την έκατσες.Όλοι οι κυνηγοί θα τρέχουν ξοπίσω σου με μια καραμπίνα. Μ πορείς να βγάζεις τις σφαίρες από το σώμα σου, αλλά υποθέτω ότι αν φας πολλές, θα πεθάνεις». «Θα πεθάνω κι αν μου κόψουν το κεφάλι» είπε ο Τίγρης κοφτά. «Δεν είναι αστείο. Μ ε χρειάζεσαι και το ξέρεις». Ο Τίγρης διέγραψε ξανά σχήματα στον αέρα με τα δάχτυλά του, κοιτάζοντας ό,τι ήταν αυτό που ακουμπούσε. «Πρέπει να σε προστατέψω. Στο παρελθόν δεν προστάτεψα το ταίρι μου, ούτε το μικρό μου». «Απ’ όσα μου είπες, δεν είχες τη δυνατότητα. Οι ερευνητές σε κρατούσαν μακριά τους και δε σε άφηναν να τους δεις. Εγώ δε
θέλω να μείνω μακριά σου». Η έκφραση του Τίγρη σκλήρυνε. «Εχεις πολλά που σε κρατάνε εδώ. Την οικογένειά σου. Όλα αυτά θα τα χάσεις, αν το σκάσεις μαζί μου». «Καταλαβαίνω το ρίσκο» είπε η Κάρλι θυμωμένα. «Νομίζω πως όχι». Η Κάρλι δεν απάντησε γιατί άκουσε ένα αυτοκίνητο και στη συνέχεια, πόρτες να χτυπάνε. Ο Τίγρης πετάχτηκε από το κρεβάτι και πήγε στο παράθυρο αθόρυβα. Κοίταξε έξω χωρίς να φαίνεται. «Δεν είναι στρατιώτες του Γραφείου» είπε χαμηλόφωνα. «Ούτε αλλό-μορφοι». Η Κάρλι άκουσε φωνές, χαχανητά και γέλια, και πάγωσε. «Γαμώτο, τι δουλειά έχουν σπίτι από τώρα; Υποτίθεται ότι θα έλειπαν μέχρι την άλλη βδομάδα. Να πάρει, αφήσαμε τα ρούχα μας κάτω». Πήδηξε από το κρεβάτι κι άνοιξε τη ντουλάπα για να πάρει τη μπλούζα και το τζιν που είχε αφήσει εκεί. Ο Τίγρης όμως; «Μ είνε εδώ» είπε. «Κάπως θα τα μπαλώσω. Και μετά, θα σε φυγαδεύ-σω». Ο Τίγρης παρέμεινε δίπλα στο παράθυρο, σε σημείο που δεν τον
έβλεπε κανείς. Της φάνηκε κάπως στενοχωρημένος καθώς παρακολουθούσε τις αδερφές της να χαζολογάνε και τη μητέρα τους να απαντάει φωναχτά. Η Κάρλι κατέβηκε γρήγορα κάτω ξυπόλυτη. Η σκάλα οδηγούσε στο ανοιχτό χολ και την ενιαία κουζίνα.Έφτασε στο τελευταίο σκαλί κι ήταν έτοιμη να αρπάξει τα ρούχα της όταν οι αδερφές και η μητέρα της μπήκαν από την πίσω πόρτα φορτωμένες με τσάντες, κουτιά, ρούχα και κρεμάστρες. «Κάρλι;» είπε έκπληκτη η Αλθαία, η μεγαλύτερη αδερφή της. «Ελπίζω το σαράβαλο στο γκαράζ να μην είναι δικό σου. Σχεδόν το τρακάρισα». «Μ η σε νοιάζει το αυτοκίνητο» είπε η Ζόι, η δεύτερη αδερφή.Έπιασε μια ξύλινη κουτάλα και μ’ αυτή σήκωσε το κόκκινο μποξεράκι με τις μαύρες καρδιές από το πάτωμα. «Ποιανού είναι αυτό; Κάρλι, είσαι πολύ άτακτη».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 «Άσ’ το κάτω. Δεν είναι αυτό που νομίζεις». «Όχι;» είπε η Ζόι με σηκωμένο φρύδι. «Νομίζω ότι είναι ένα ανδρικό σέξι εσώρουχο στο πάτωμα της κουζίνας μας.Ή έκανες πάρτι μασκέ και δε μας κάλεσες;»
Η Ράνταλ δίπλα στην Κάρλι, η Τζανίν Ράνταλ-Τζόνσον, μια καθωσπρέπει παντρεμένη γυναίκα με παιδί, είπε: «Δε νομίζω ότι ο Ίθαν θα φορούσε κάτι τέτοιο». Η Κάρλι έβαλε τα χέρια στη μέση. «Ξαφνικά ξέρεις και για τα εσώρουχα του Ίθαν;» «Δίκιο έχει η Τζανίν» είπε η Ζόι. «Δε νομίζω ότι ένας άνδρας που φοράει κουστούμι με 4Ο βαθμούς ζέστη και ξέρει όλα τα ιν εστιατόρια στοΌστιν θα φορούσε αυτό το εσώρουχο. Οπότε, ποιανού είναι, Κάρλι; Και πού είναι; Πάνω;» Η Ζόι κινήθηκε προς τη σκάλα, κρατώντας το εσώρουχο σαν σημαία. Η Κάρλι μπήκε μπροστά της και της έφραξε το δρόμο. «Όχι!»' «Άρα δεν είναι ο Ίθαν» είπε η Αλθαία. «Τόσο το καλύτερο για σένα, Κάρλι». «Αχ, Κάρλι» είπε η Τζανίν απογοητευμένα.Ήταν η μόνη από τις αδερφές της Κάρλι που θεωρούσε τον Ίθαν κελεπούρι. «Δε χαλαρώνετε λίγο;» είπε η Κάρλι. «Όχι, δεν είναι ο Ίθαν. Ο Ίθαν κι εγώ... χωρίσαμε». Η διατύπωση αυτή ήταν πολύ ήπια για όσα είχαν διαδραματιστεί τις τελευταίες μέρες.
«Κάρλι, γιατί δε με πήρες;» είπε η μητέρα της, η Ρόζαλι που παραμέρισε τη Ζόι και πήρε την Κάρλι αγκαλιά. «Τσακωθήκατε; Τι έγινε, αγάπη μου; Πες μας». «Δε χρειάζεται να μας πει τίποτα». Η Ζόι πήγε ξανά στην κουζίνα όπου το κόλλησε με την Αλθαία. «Μ πίνγκο, πάει ο βλάκας. Και με το βλάκας εννοώ τον Ίθαν». «Ζόι» είπε η Ρόζαλι αυστηρά. «Δεν είναι αστείο. Η Κάρλι χώρισε με τον άνδρα που θα παντρευόταν. Απ’ ό,τι φαίνεται, γνώρισε κάποιον προσπαθώντας να τον ξεπεράσει. Γλυκιά μου, πρέπει να μας μιλήσεις». «Δεν μπορούσατε να τα βρείτε;» ρώτησε η Τζανίν. «Ο Ίθαν είναι πάμπλουτος. Βάλ’ τον να σου αγοράσει ένα αυτοκίνητο ή κάτι άλλο. Καλύτερο θα είναι από το σαράβαλο που έχεις. Σε παρακαλώ, μόνο μη μου πεις ότι είναι του καινούργιου σου φίλου». «Μ πλιαχ» είπε η Αλθαία. «Τι έκανες; Μ άζεψες κάποιον από κανένα μπιλιαρδάδικο; Πες μου ότι τον έβαλες τουλάχιστον να πλυθεί. Και ότι δε χρησιμοποίησε τις καλές μου πετσέτες». «Μ πορείτε να το βουλώσετε όλες;!» φώναξε η Κάρλι.Έκανε πίσω, κρατώντας το εσώρουχο του Τίγρη πάνω της, και με το άλλο χέρι κρατούσε μακριά τις αδερφές της. «Έπιασα τον Ίθαν με άλλη και του πέταξα το δαχτυλίδι στα μούτρα. Τελεία και παύλα».
Έμειναν όλες να την κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. Η Ζόι και η Αλθαία την κοιτούσαν με έκπληξη και απορία ταυτόχρονα. Μ ετά από λίγο, η Κάρλι κατάλαβε ότι δεν κοιτούσαν αυτήν, αλλά κάποιον άλλο πίσω της, στη σκάλα. Γύρισε και τον είδε, μερικά βήματα πίσω της, με μια από τις πετσέτες της Αλθαία γύρω από τη μέση του, η οποία μόλις που τον κάλυπτε. Ο χρόνος έμοιαζε να μην περνάει όσο ο Τίγρης και οι αδερφές και η μητέρα της Κάρλι κοιτάζονταν. «Μ άλιστα» είπε η Τζανίν μετά από μια παύση. «Το παραδέχομαι. Αναβαθμίστηκες». Η Κάρλι δε θυμόταν πώς βρέθηκε ο Τίγρης ντυμένος να κάθεται στον καναπέ του σαλονιού, ανάμεσα στην Αλθαία και τη Ζόι. Η Αλθαία και η Ζόι κρατούσαν από ένα στρογγυλό ποτήρι κόκκινο κρασί και η μητέρα της είχε βάλει από ένα για την ίδια και την Κάρλι, ενώ η Ρόζαλι καθάριζε την κουζίνα κι ετοίμαζε το φαγητό. Η Τζανίν καθόταν στο τραπέζι του φαγητού αλλά ήθελε μόνο λίγο εμφιαλωμένο νερό μετά το ταξίδι. Είχαν γυρίσει νωρίτερα από τα ψώνια, όπως είπε η μητέρα της Κάρ-λι, γιατί είχαν ξεμείνει από λεφτά. Δεν της έκανε καμία
εντύπωση. Ενώ η Κάρλι και η Τζανίν, ως αντίδραση στη φυγή του πατέρα τους, προσπαθούσαν να είναι προσεκτικές, η Αλθαία και η Ζόι το αντιμετώπιζαν ζώντας όσο πιο σπάταλα γινόταν: ταξίδευαν, ψώνιζαν και ήταν γενναιόδωρες. Αν και όταν έφυγε ο πατέρας τους ήταν μεγαλύτερες, σχέδιαζαν ήδη την επιχείρηση διακόσμησης, καθώς μόλις είχαν πάρει το πτυχίο των Καλών Τεχνών. Τα πράγματα στη δουλειά πήγαιναν καλά κι έτσι μπόρεσαν να αγοράσουν αυτό το μεγάλο σπίτι και να πηγαίνουν για ψώνια όποτε ήθελαν. Στον αισθηματικό τομέα όμως δεν είχαν σταθεί τόσο τυχερές. Η Αλθαία είχε παντρευτεί όταν ήταν στο κολέγιο και χώρισε δύο χρόνια αργότερα λέγοντας ότι δεν ήθελε ένα σύζυγο που περίμενε να εγκα-ταλείψει τα όνειρά της για να κάθεται στο σπίτι να τον περιμένει. Η Ζόι είχε κάνει αρκετές σχέσεις, αλλά καμία δεν κράτησε πολύ. Η Τζανίν είχε ένα ευτυχισμένο γάμο με ένα γλυκύτατο άνδρα, τον Σάι-μον, και είχε ένα γιο εξίσου ευχάριστο με τον πατέρα του. Όλες οι αδερφές ανεξαιρέτως ήθελαν να μάθουν για τον Τίγρη. Εκείνος κρατούσε μια μπίρα, τις παρακολουθούσε ήσυχα, αλλά δε φαινόταν να ενοχλείται από τις ερωτήσεις της Αλθαία και της Ζόι. «Από πού είσαι λοιπόν; Φαντάζομαι όχι από το Τέξας». «Από τη Νεβάδα» απάντησε ο Τίγρης.
«Από πού ακριβώς;» «Έξω από το Λας Βέγκος». «Αχ, ωραία ακούγεται. Τι λες να πάμε μια εκδρομή εκεί, Κάρλι;» «Μ όλις γυρίσατε» είπε η Κάρλι στην Αλθαία. «Κι αφήστε τον ήσυχο». Η Ζόι που καθόταν από την άλλη πλευρά άρχισε τις δικές της ερωτήσεις. «Και λοιπόν, πώς γνωριστήκατε με την Κάρλι;» «Μ ε πήγε κάπου με το αυτοκίνητο» είπε ο Τίγρης. «Αρα, όντως σε μάζεψε». Η Ζόι γέλασε. «Παρεμπιπτόντως, έχεις βάψει φοβερά τα μαλλιά σου. Μ πορεί να το δοκιμάσω κι εγώ. Τι δουλειά κάνεις;» Ο Τίγρης σκέφτηκε για λίγο και μετά απάντησε «Επισκευάζω αμάξια». Η Κάρλι αναστέναξε.Έλεγε την αλήθεια αλλά με τέτοιο τρόπο που δεν προκαλούσε απορία. «Δεν έκανες και πολύ καλή δουλειά στο αυτοκίνητο που είναι στο γκαράζ» είπε η Ζόι. «Δεν είναι δικό μου. Το δανειστήκαμε».
Η Αλθαία τον κοίταξε μπερδεμένη. «Και τότε, αφού τον πήρες από το δρόμο, πού είναι το αυτοκίνητό σου, Κάρλι;» «Δεν τον πήρα σήμερα» είπε η Κάρλι. «Το αμάξι μου διαλύθηκε». «Τι;» τσίριξαν και οι τέσσερις Ράνταλ αλλά όχι ταυτόχρονα. 'Αρχισαν να ρωτάνε τι συνέβη και η Κάρλι έπρεπε να περιμένει να σταματήσουν για να τους διηγηθεί την μπερδεμένη ιστορία, συμπεριλαμβανομένου του ότι ο Τίγρης ήταν εκεί όταν έπιασε τον Ίθαν στα πράσα. Τους είπε ότι το όνομα του Τίγρη ήταν Μ πραμ.Ήταν το πρώτο όνομα που της ήρθε στο μυαλό. Η Κάρλι τελείωσε την ιστορία λέγοντας ότι έφερε σήμερα τον Τίγρη εδώ επειδή πίστευε πως θα βρουν λίγη ησυχία, κοιτάζοντάς τες με νόημα. «Τι ρομαντική ιστορία» είπε η Ζόι αναστενάζοντας χαρούμενα. «Μ ια τυχαία συνάντηση, ο Ίθαν που φέρθηκε σαν κάθαρμα, κι αυτός ο άνδρας που τον τρόμαξε». Ο Τίγρης δεν της απάντησε γιατί κοιτούσε την Τζανίν. «Έχεις ένα παιδάκι». Το πρόσωπο της Τζανίν φωτίστηκε, όπως κάθε φορά που έλεγε ότι έχει γιο. «Σου το είπε η Κάρλι; Ναι, ένα αγοράκι. Είναι σχεδόν δύο χρονών». «Εννοούσα ότι θα έχεις άλλο ένα μικρό». Ο Τίγρης έδειξε την
κοιλιά της. «Σύντομα». Αλλο ένα Τι; Εν χορώ ακούστηκε στην κουζίνα. Αυτή τη φορά, και από την Κάρλι. Η Τζανίν έγινε κατακόκκινη σαν το κρασί της Αλθαία. «Πώς το κατάλαβες;» ρώτησε η Τζανίν διστακτικό. «Είμαι περίπου δύο μηνών έγκυος.Ήθελα να σας το πω -πήρα ένα μήνυμα όταν ερχόμασταν- αλλά ήθελα να περιμένω και τον Σάιμον». Η Αλθαία και η Ζόι ξέχασαν τον Τίγρη κι έτρεξαν στην Τζανίν. Τη γέμισαν φιλιά, αγκαλιές και επιφωνήματα χαράς. Η μητέρα της Κάρλι άφησε το νεροχύτη αγκάλιασε στα γρήγορα την Κάρλι και πήγε στην Τζανίν. «Συγχαρητήρια, Τζανίν» είπε η Κάρλι χαρούμενη. Άλλο ένα μέλος στην οικογένεια, άλλη μία ανιψιά ή ανιψιός για να φροντίσουν. Η Τζανίν άξιζε να είναι ευτυχισμένη. Η Κάρλι είδε τον Τίγρη να την παρατηρεί.Ήξερε τι σκεφτόταν -αν το έσκαγε μαζί του, θα έπρεπε να αφήσει τις αδερφές της και το μωρό της Τζανίν. Μ πορεί να μην έβλεπε ποτέ το νέο μέλος της οικογένειας Ράνταλ-Τζόνσον. Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Η Κάρλι ύψωσε το ποτήρι της, το έφερε στα χείλη, ενώ δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της.
«Κι η Κάρλι περιμένει παιδί» είπε ο Τίγρης. Η Αλθαία και η Ζόι έμειναν άφωνες. Τώρα όλα τα βλέμματα στράφηκαν στην Κάρλι. «Θεέ μου» είπε η Αλθαία. «Είναι του Ίθαν; Τι μπέρδεμα. Νόμιζα ότι έπαιρνες προφυλάξεις». «Παίρνω» είπε η Κάρλι μουδιασμένη. «Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάει». Ο Τίγρης σηκώθηκε από τον καναπέ, πλησίασε την Κάρλι, έβαλε τα χέρια του στον πάγκο της κουζίνας και την κοίταξε. «Το μωρό είναι δικό μου. Αλλά είναι εδώ. Και είναι μόλις μιας ημέρας». Η Κάρλι προσπάθησε να απαντήσει αλλά δεν έβρισκε τα λόγια. Έβλεπε ότι ο Τίγρης ήξερε πράγματα που δε θα μπορούσε να ξέρει, γι’ αυτό δεν τον μάλωσε, δεν του είπε ότι κάνει λάθος, ότι ήταν πολύ νωρίς για να ξέρουν. Κοίταξε το υψωμένο ποτήρι του κρασιού και αμέσως το ακούμπησε κάτω. «Αν είναι αλήθεια, καλύτερα να σταματήσεις το χάπι αμέσως» είπε η Τζανίν. «Μ πορεί να κάνει κακό και στο μωρό και σ’ εσένα». «Δεν είμαι...» η Κάρλι σταμάτησε. Αυτή και ο Τίγρης είχαν κάνει άγριο σεξ, είχαν κάνει έρωτα περισσότερες φορές αυτές τις δύο
μέρες απ’ ό,τι είχε κάνει με τον Ίθαν τα τελευταία δύο χρόνια. Το σπέρμα ενός αλλόμορφου, ειδικά του Τίγρη, ήταν μάλλον πιο δυνατό από το ανθρώπινο. Ακόμα κι αν η αντισύλληψη υποτίθεται ότι εμπόδιζε την ωορρηξία, δε θα της προκαλούσε εντύπωση αν το σπέρμα του Τίγρη είχε ξετρυπώσει κάποιο ωάριο. Τα κορίτσια είχαν αρχίσει να μιλάνε πάλι με την Τζανίν.Ίσως νόμιζαν ότι ο Τίγρης αστειευόταν. Η Κάρλι ήξερε όμως ότι μιλούσε σοβαρά. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και ο Τίγρης σκούπισε ένα από αυτά. Στις 5 το πρωί, ο Τίγρης άνοιξε αθόρυβα το παράθυρο του ξενώνα κι ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει, όταν άκουσε την Κάρλι κι ένιωσε το άγγιγμά της. «Όχι». «Φεύγω» ψιθύρισε ο Τίγρης με ένα γρύλισμα. «Τότε θα έρθω μαζί σου». «Κάρλι». Ο Τίγρης έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Αν την άφηνε πίσω, αυτή και το μικρό του θα ήταν ασφαλείς. Ο Λίαμ θα προστάτευε το μικρό - τουλάχιστον σ’ αυτό τον εμπιστευόταν.Ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Θυμήθηκε την κλεφτή ματιά που είχε ρίξει στο γιο του - ένα μικρο-
σκοπικό κεφαλάκι τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, με ένα λεπτό μαύρο τσουλούφι στο κεφάλι, με μια ανεπαίσθητη πορτοκαλί πινελιά. Η περηφάνια και η αγάπη που είχε νιώσει ο Τίγρης ήταν πρωτόγνωρες, όπως και ο πόνος που ένιωσε όταν του είπαν ότι το μικρό πέθανε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η Κάρλι ήταν έγκυος. Είδε τη λάμψη μέσα της.Ένα αλλόμορφο μικρό, όχι καθαρόαιμος άνθρωπος, ούτε ο απόγονος του βλάκα του Ίθαν. Το μικρό ήταν του Τίγρη. «Θα έρθω μαζί σου» επέμεινε η Κάρλι. «Έχω χρήματα ενώ εσύ όχι. Ξέρω πώς να ταξιδεύω και να ζω στον κόσμο. Εσύ όχι». «Θα το σκάσω ως τίγρης, θα κυνηγάω». «Ναι, φυσικά. Γιατί κανείς δε θα προσέξει μια τίγρη της Βεγγάλης στις πεδιάδες του Τέξας.Έχεις μέσο μεταφοράς; Γιατί αυτό στο γκα-ράζ δεν πιάνεται». «Μ ε περιμένει ο Γουόκερ». Η Κάρλι τον έπιασε από το χέρι. «Για περίμενε. Τι; Τον εμπιστεύεσαι; Πώς ξέρεις ότι σε περιμένει;» «Το κανονίσαμε ενώ εσύ κοιμόσουν». «Αυτό ήταν. Τώρα είναι που θα έρθω.Έχω μαζέψει και τα πράγματά
μου». Απλωσε το χέρι της δίπλα στο κρεβάτι και τράβηξε ένα σακίδιο μαζί με την τσάντα της. «Πάμε να βρούμε τον Γουόκερ». Ο Τίγρης σταμάτησε να διαφωνεί - έχαναν πάρα πολύ χρόνο. Θα άφηνε την Κάρλι να τον ακολουθήσει μέχρι να την πείσει να γυρίσει πίσω. Παίξε με το αυτί, είχε ακούσει τον Κόνορ να λέει. Ο Τίγρης δεν καταλάβαινε πως μπορούσε κάποιος να παίξει ένα μουσικό όργανο με το αυτί, αλλά ο Κόνορ του εξήγησε ότι σήμαινε αποφάοισε στην πορεία. Ο Τίγρης ήταν καλός σε αυτό. Η Κάρλι χαμογέλασε θριαμβευτικά όταν ο Τίγρης της έγνεψε καταφατικά, έκλεισε το παράθυρο και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει κάτω. Η Τζανίν και η μητέρα της είχαν φύγει πριν από ώρα, και η Αλθαία και η Ζόι κοιμόντουσαν στα δωμάτιά τους. Ο Τίγρης άκουγε την αναπνοή τους πίσω από τις πόρτες. Το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι εκτός από ένα φωτάκι νυκτός στην κουζίνα. Η Αλθαία δεν είχε βάλει συναγερμό ώστε να ανοίξουν τα παράθυρα για να μπαίνει η βραδινή δροσιά. Ανοιξαν και έκλεισαν ξανά την πόρτα αθόρυβα. Μ ε την τσάντα της Κάρλι στον ώμο και κρατώντας την από το χέρι, ο Τίγρης την οδήγησε στο δρόμο προσπαθώντας να μείνουν στη σκιά των δέντρων. Η νύχτα ήταν ευχάριστη, δροσερή και η απογευματινή υγρασία είχε υποχωρήσει. Αν όλα αυτά δεν ήταν μέρος του σχεδίου του Τίγρη να κρύβεται για την υπόλοιπη ζωή του, θα ήταν ένας ευχάριστος περίπατος. Η
ζεστασιά της Κάρλι τον άγγιξε μέσω του χεριού της κι ένιωσε το κάλεσμα της ζωής που μεγάλωνε μέσα της. Η Κάρλι δε μιλούσε. Ούτε κοιτούσε πίσω, ούτε έκλαιγε.Ήταν δυνατή.Ήταν το ταίρι του. Στο τέλος του δρόμου, μετά τη γωνία, υπήρχε ένα μαγαζί που ήταν ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο. Ο Τίγρης κοίταξε το πάρκινγκ με τα λιγοστά αυτοκίνητα και τον άνδρα που έσβησε το τσιγάρο του και μπήκε μέσα. Ο Τίγρης δεν είδε τον Γουόκερ, αλλά ο Γουόκερ, όπως και οι αλλόμορφοι, ήξερε να περνάει απαρατήρητος. Ο Τίγρης κράτησε την Κάρλι στη σκιά όσο έψαχνε, αλλά δεν μύρισε τον Γουόκερ.Έπιασε τη μυρωδιά των ανθρώπων μέσα στο κατάστημα, τη μυρωδιά των εξατμίσεων από τα αυτοκίνητα που περνούσαν, της γόπας του τσιγάρου που πέταξε εκείνος ο άνδρας, και ξαφνικά, τη μυρωδιά του φόβου. Δίπλα του η Κάρλι ξαφνιάστηκε. «Θεέ μου, αυτός ο τύπος ληστεύει το κατάστημα». Ο Τίγρης κοίταξε εκεί που κοιτούσε κι η Κάρλι και είδε τον υπάλληλο να βγάζει κάτι από το ταμείο με γρήγορες, νευρικές κινήσεις. Ο άνδρας που είχε σβήσει το τσιγάρο κρατούσε μια μακριά καραμπίνα.
Η Κάρλι ψιθύρισε απογοητευμένη. «Γαμώτο, έσπασες το τηλέφωνό μου». Ο Τίγρης άφησε αργά αργά την τσάντα κάτω. «Μ είνε εδώ». «Τίγρη» ψιθύρισε η Κάρλι έντρομη καθώς ο Τίγρης φόρεσε το καπέλο του και διέσχισε το πάρκινγκ.Όμως δεν τον ακολούθησε. Δεν ήταν τόσο παράλογη. Ο Τίγρης συνέχισε να κρύβεται στη σκιά του κτιρίου, πατώντας μερικά σκουπίδια και κάνοντας θόρυβο, μέχρι που μπήκε στο κατάστημα. Ο υπάλληλος τον είδε αλλά δεν το έδειξε. Ο Τίγρης πλησίασε αθόρυβα τον άνδρα με την καραμπίνα από πίσω. Γιατί άρεσαν τα όπλα στους ανθρώπους; Τόσο πολύ φοβόντουσαν να παλέψουν σώμα με σώμα; Στεκόταν ακριβώς πίσω από το ληστή που δεν τον είχε καταλάβει ώσπου ένιωσε τη θερμότητα του σώματός του. Τότε, ο ληστής τινάχτηκε και το όπλο εκπυρσοκρότησε, αλλά ο Τίγρης είχε προλάβει να το αρπάξει και να το στρέψει προς τα πάνω. Ο υπάλληλος βούτηξε πίσω από τον πάγκο και η σφαίρα καρφώθηκε στο ταβάνι. Ο Τίγρης πήρε το όπλο απ’ τα χέρια του ληστή και το έσπασε στα δύο. Ταυτόχρονα, κλότσησε το ληστή που βρέθηκε χωρίς να προλάβει να καταλάβει τι έγινε στο λερωμένο πάτωμα.
Ο ληστής σηκώθηκε κρατώντας ένα μαχαίρι. Ο Τίγρης αναγκάστηκε να του σπάσει το χέρι. Ουρλιάζοντας από τον πόνο ο άνδρας σωριάστηκε ξανά στο πάτωμα. Ο Τίγρης έσπασε το όπλο σε ακόμα περισσότερα κομμάτια κι έριξε τις σφαίρες πάνω στο στήθος του άνδρα. «Τώρα μπορείς να πάρεις την αστυνομία» είπε ο Τίγρης στον υπάλληλο. Ο υπάλληλος σκαρφάλωσε στον πάγκο και τον ευχαρίστησε. «Φοβήθηκα ότι δε θα ξαναδώ τα παιδιά μου». «Πήγαινε σπίτι και πάρ’ τα μια αγκαλιά» είπε ο Τίγρης. «Πρέπει να βρεις μια πιο ασφαλή δουλειά». «Υπάρχει ένα μπαρ έξω από την πόλη των αλλόμορφων. Πήγαινε εκεί και πες στον Λίαμ να σε προσλάβει. Πες του ότι σε έστειλε ο Ρόρι». «Στον Λίαμ. Εντάξει». Ο υπάλληλος τον κοίταζε έντρομος. Ο Τίγρης κοίταξε το ληστή που κρατούσε το χέρι του βρίζοντας και απειλώντας. Ο Τίγρης έσκυψε από πάνω του, έπιασε τον άνδρα από τα μαλλιά και του χτύπησε το κεφάλι στο πάτωμα αρκετά δυνατά ώστε να χάσει τις αισθήσεις του. Μ ετά, έφυγε από το κατάστημα.
Η Κάρλι τον περίμενε εκεί όπου την είχε αφήσει με τρομερή αγωνία. «Τίγρη, μην το κάνεις αυτό. Παραλίγο να πάθω συγκοπή από την αγωνία μου». Ο Τίγρης την κοίταξε. «Νομίζω ότι είσαι πολύ νέα γι’ αυτό». «Δεν εννοώ... Ξέχνα το. Ακούω σειρήνες. Πρέπει να φύγουμε». «Ο υπάλληλος κάλεσε την αστυνομία. Νομίζω ότι θα είναι καλά και ίσως βρει μια πιο ασφαλή δουλειά». Η Κάρλι τον κοίταξε εξεταστικά, με το ένα χέρι στη μέση, που την έκανε να φαίνεται σέξι και καυτή. «Ξέρεις κάτι, αν συνεχίσεις να σώζεις τον κόσμο γύρω σου, δε θα περάσεις ποτέ απαρατήρητος. Εννοώ» πρόσθεσε βιαστικά καθώς πήγε να τη ρωτήσει τι εννοούσε «ότι θα σε βρουν». Ο Τίγρης συνοφρυώθηκε. «Ναι, αλλά αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονταν βοήθεια». Η Κάρλι πήρε βαθιά ανάσα έτοιμη να απαντήσει, αλλά τελικά κούνησε το κεφάλι της. «Τίγρη» είπε και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. Τα μάτια εξέπεμπαν κάτι που δεν καταλάβαινε. «Τι θα κάνω εγώ μ’ εσένα;» «Θα μεγαλώσεις το μικρό μας». Τον κοίταξε γεμάτη ανησυχία. «Δεν είναι δυνατόν να ξέρεις αν
είμαι έγκυος. Για τη Τζανίν, εντάξει, είναι δύο μηνών, αλλά δεν πάει έτσι». Οι άνθρωποι που είχαν ανακαλύψει τα πάντα, από το ταξίδι στο φεγγάρι μέχρι θεραπείες για θανατηφόρες ασθένειες, μερικές φορές ήταν τόσο τυφλοί. Ο Τίγρης πίεσε το χέρι του στην κοιλιά της. «Το ξέρω. Κουβαλάς το μικρό μας». Ξαφνικά τα μάτια της Κάρλι γέμισαν δάκρυα. Τράβηξε τον Τίγρη και τον φίλησε, αργά, ζεστά και με αγάπη. Ο Τίγρης απόλαυσε το άγγιγμα των χειλιών της και της γλώσσας της, τη γεύση της, τη ζεστασιά της. Τραβήχτηκε μαλακά, χαϊδεύοντάς τη στα μαλλιά. «Ήρθε ο Γουόκερ» είπε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 Ο Γουόκερ τους περίμενε σε ένα σκούρο μπλε SUV που έμοιαζε αρκετά παλιό. Το βλέμμα του καρφώθηκε στην Κάρλι, καθώς ο Τίγρης κάθισε στο πίσω κάθισμα και τράβηξε δίπλα του την Κάρλι. «Δε μου είπες ότι θα φέρεις κι αυτή» είπε ο Γουόκερ.
«Αυτή δεν του άφησε επιλογή» είπε η Κάρλι κλείνοντας με δύναμη την πόρτα και ψάχνοντας για τη ζώνη. «Δικό σου είναι το SUV; Αν μάθει κανείς ότι βοηθάς τον Τίγρη, θα αρχίσουν να ψάχνουν γι’ αυτό». «Σήμερα το αγόρασα» είπε ο Γουόκερ. «Μ εταχειρισμένο, μετρητοίς. Μ ε ευχαριστείς μετά». «Θα σε ευχαριστήσω τώρα». Η Κάρλι έγειρε πάνω στον Γουόκερ. «Πού πάμε;» «Μ ακριά». Ο Γουόκερ έβαλε ταχύτητα και έφυγε από το σκοτεινό σημείο όπου είχε σταματήσει. «Στο ψυγείο έχει νερό και φαγητό για λίγες μέρες. Σάντουιτς, πατατάκια και άλλα. Υπέθεσα ότι δε θα σκεφτόταν να πάρει φαγητό». «Ο Τίγρης δεν πήρε τίποτα» είπε η Κάρλι.Έκλεισε τα μάτια της, χαρούμενη που είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί. «Δε χρειάζομαι τίποτα« είπε ο Τίγρης. Ανέπνεε ρυθμικά και η Κάρλι κουλουριάστηκε στο στήθος απολαμβάνοντας αυτό το ρυθμό.Ήταν απίστευτος άνδρας - ένας απίστευτος αλλόμορφος. Δυνατός και μερικές φορές, τρομακτικός, αλλά μπήκε στο κατάστημα για να βοηθήσει τον υπάλληλο χωρίς δεύτερη σκέψη. Και πριν απ’ αυτό, είχε βγάλει την Κάρλι από ένα διαλυμένο
αυτοκίνητο και την είχε προστατέψει από τις σφαίρες. Βγήκε από αυτό το περιστατικό χωρίς την παραμικρή γρατσουνιά. Και ποια ήταν η ανταμοιβή του που ήταν τόσο καταπληκτικός; Οι άνθρωποι τον πυροβολούσαν και ήθελαν να του φορέσουν κολάρο, να τον φυλακίσουν, να του κάνουν πειράματα, να τον βασανίσουν. Ε, λοιπόν, όχι.Όχι όσο τον πρόσεχε η Κάρλι. Θα έβρισκε ένα μέρος όπου θα ήταν ασφαλής και κανείς δε θα μπορούσε να του κάνει κακό. Η κυνική φωνή μέσα στο μυαλό της Κάρλι, αυτή που τον περισσότερο καιρό έμενε σιωπηλή, της έλεγε ότι δε θα ήταν τόσο εύκολο. Ο Τίγρης είχε δίκιο για τα προβλήματα που θα είχε, επειδή το έσκασε μαζί του ή ακόμα κι επειδή τον βοήθησε να το σκάσει. Μ πορεί να μην έβλεπε ποτέ ξανά την οικογένειά της. Η Κάρλι έδιωξε αυτή την οδυνηρή σκέψη. Θα βοηθούσε τον Τίγρη και θα ασχολούνταν με την υπόλοιπη ζωή της αργότερα. Ο Γουόκερ μιλούσε με τον Τίγρη. «Ο διοικητής μου έδωσε εντολή για την επίθεση εναντίον σου. Τα έμαθα όλα. Για να δει τι θα κάνεις και πώς θα το αντιμετώπιζες. Σου είπα ότι μου κίνησαν την περιέργεια όσα διάβασα για τα πειράματα στον Τομέα 51 και όταν έμαθα ότι ένας καινούργιος αλλόμορφος περιφερόταν. Το ανέφερα στον αντισυνταγματάρχη γιατί είναι ανώτερος, και δυστυχώς, έδειξε ενδιαφέρον».
«Γιατί δυστυχώς;» ρώτησε η Κάρλι. «Γιατί βλέπει τον Τίγρη ως μέσο προαγωγής και ως τρόπο διαφυγής από τη μονάδα του Γραφείου Υποθέσεων Αλλόμορφων. Αν βρει ένα νέο όπλο -κάποιον που να μπορεί να κινείται απαρατήρητος και να επιβιώνει από τα πυρά των εχθρών- θα θεωρηθεί ήρωας. Αυτός θέλει να εντοπιστεί, να φυλακιστεί και να γίνει αντικείμενο πειραμάτων ο Τίγρης και θέλει να παράξει κι άλλους σαν αυτόν». «Να παράξει». Ο Τίγρης ακούστηκε εξοργισμένος. «Ναι. Να παράξει. Καλά άκουσες». «Θα έπαιρνε τα μικρά». Ο Τίγρης ήταν ακόμα πιο εξοργισμένος. «Και θα έβαζε να μελετήσουν τον εγκέφαλό σου και ίσως να σε ξαναγεμίσουν σφαίρες για να δει πόσο γρήγορα αναρρώνεις». «Δεν πρέπει να αγγίξει τα μικρά». Ο Τίγρης τράβηξε κοντά του την Κάρλι. Τα χέρια του ήταν δυνατά σαν τανάλιες. «Γι' αυτό σε παίρνω μακριά από δω» είπε ο Γουόκερ. «Θα αντιμετωπίσω το στρατοδικείο σαν άνδρας». Η Κάρλι σκέφτηκε όσα της είχε πει ο Τίγρης και όσα του είχε πει ο Γουόκερ. Όλοι όσοι είχε γνωρίσει ήθελαν να ελέγξουν ή να χρησιμοποιήσουν με κάποιον τρόπο τον Τίγρη - ακόμα κι ο Λίαμ
σκεφτόταν να βάλει αληθινό κολάρο στον Τίγρη. Και τώρα εμπιστεύονταν τον Γουόκερ ότι δε θα τους οδηγήσει κατευθείαν στο διοικητή του. Ο Τίγρης όμως δε φαινόταν να ανησυχεί. Και επειδή είχε δίκιο σχεδόν για όλα από τότε που τον γνώρισε, η Κάρλι αποφάσισε ότι έπρεπε να τον εμπιστευτεί.Όχι ότι είχε και πολλές επιλογές βέβαια. Ο Γουόκερ και ο Τίγρης σταμάτησαν να μιλάνε καθώς διέσχιζαν τους σκοτεινούς δρόμους της πόλης. Η Κάρλι έγειρε πάνω στον Τίγρη, εξουθενωμένη και ανήσυχη, και αφέθηκε στη ζεστασιά του. Ο Γουόκερ πήγε προς τα δυτικά. Ο Τίγρης δεν είχε ξαναπάει τόσο μακριά. Όταν είχε έρθει στοΌστιν, είχε μεταφερθεί με ιδιωτικό μεταγωγικό αεροπλάνο από κάποιον Μ άρλο, φίλο των αλλόμορφων στην Πόλη Αλλόμορφων του Λας Βέγκας. Η πτήση ήταν ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ο Τίγρης παρατηρούσε τα βουνά από ψηλά, μετά τις πεδιάδες με τα τακτοποιημένα χωράφια και τα κυκλικά κομμάτια βλάστησης, που σύμφωνα με τον Μ άρλο, οφείλονταν στα κυκλικά αρδευτικά συστήματα. Στη συνέχεια, τη θέση τους πήραν τετράγωνα κομμάτια με χώμα και στενούς δρόμους που κατέληγαν σε βούλες. Πετρελαιοπηγές, του είχε πει ο Μ άρλο που αντλούσαν τα κοιτάσματα του Δυτικού Τέξας. Κατευθύνθηκαν προς τα νοτιοδυτικά, όσο πιο δυτικά. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, βρίσκονταν στη μέση του πουθενά. Εκτάσεις με χώμα, με συστάδες ξερών χορταριών και θάμνων απλώνονταν
μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του Τίγρη. Είχαν αφήσει πολύ πίσω τους τους πράσινους λόφους τουΌστιν και το ποτάμι. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, δεν είχε ούτε ένα σύννεφο και ήδη η θερμοκρασία ανέβαινε. Ο Τίγρης δεν είχε πρόβλημα. Κοιτούσε μέχρι την άκρη του ορίζοντα, ρουφώντας τις εικόνες. Του άρεσε οτιδήποτε καινούργιο, τον ξετρέλαινε η απίστευτη ποικιλομορφία του κόσμου. Η Κάρλι κοιμόταν ξαπλωμένη πάνω του με τα πόδια μαζεμένα πάνω στο κάθισμα. Ο δεσμός του ζευγαρώματος που τους ένωνε λαμπύρισε στο φως του ήλιου. Η Κάρλι δεν μπορούσε να το δει, αλλά ο Τίγρης ήξερε ότι το ένιωθε. Άλλος ένα δεσμός ένωνε τους δυο τους και την καινούργια ζωή που μεγάλωνε μέσα στην κοιλιά της Κάρλι. Ο Τίγρης έβγαλε ένα προστατευτικό γρύλισμα. Το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων δε θα έπαιρνε ποτέ τα μικρά του. Ο Τίγρης δε θα άφηνε τα μικρά του -τα μικρά κανενός για την ακρίβεια- να περάσουν την ίδια κόλαση μ’ αυτόν. Δε θα ταλαιπωρούνταν με κλουβιά, ενέσεις, ηλεκτροσόκ και πειράματα. Μ πορεί να πέθαινε προσπαθώντας να τα σώσει, αλλά δεν τον ένοιαζε. Θα διασφάλιζε ότι το μικρό του θα ζούσε και θα μεγάλωνε όπως τα άλλα μικρά στην πόλη των αλλόμορφων: ασφαλές,
προστατευμένο, ευτυχισμένο. Καθώς ο ήλιος ανέβαινε ψηλά στον ουρανό, η Κάρλι ξύπνησε και τεντώθηκε.Έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο στον Τίγρη και άρχισε να ψάχνει στο ψυγειάκι που είχε φέρει ο Γουόκερ. Πήρε ένα μπουκάλι νερό που ήταν βρεγμένο από την υγρασία. Η Κάρλι πρόσφερε νερό στον Γουόκερ και τον Τίγρη. Είπαν και οι δύο όχι κι έτσι ήπιε μόνο αυτή. Ο Τίγρης παρακολουθούσε τα χείλη της στο στόμιο του μπουκαλιού, το λαιμό της να κινείται καθώς κατάπινε, τα μάτια να της κλείνουν καθώς το νερό κυλούσε στη γλώσσα της.Έσφιξε τη γροθιά του και αρκέ-στηκε στο να παρακολουθεί χωρίς να την αγγίζει. Η Κάρλι κούνησε το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της. «Πάω στοίχημα ότι έχει ήδη 33 βαθμούς εκεί έξω. Υποθέτω ότι το κλιματιστικό του αυτοκινήτου έχει να δουλέψει καιρό». «Μ άλλον» είπε ο Γουόκερ. «Άνοιξε το παράθυρο». «Μ πορεί.Όταν θα ζεσταίνομαι τόσο που δε θα με πειράζει να εισπνεύ-σω τη μισή σκόνη του Τέξας». Ο Τίγρης δεν είχε προσέξει τη θερμοκρασία, αλλά η Κάρλι είχε ιδρώσει. Ποτέ του δεν είχε χρειαστεί να ανησυχεί για κάποιον άλλο ως τώρα. Αν την άφηνε να μείνει μαζί του, θα ήταν αρκετά δροσερό για αυτήν το μέρος όπου θα κατέληγαν;Ή αρκετά
ζεστό;Ή αρκετά ασφαλές; Άνετο; Θα ήταν ευτυχισμένη; Και το μικρό τους; Η Κάρλι ακουμπησε ξανά το κεφάλι της στον ώμο του. «Κάτι σοβαρό σκέφτεσαι». «Θέλω να σε φροντίσω» είπε ο Τίγρης. «Ελπίζω να ξέρω πώς». Η Κάρλι τον χάιδεψε στο χέρι. «Μ ην ανησυχείς γι’ αυτό. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου. Κοιμήθηκα πολύ καλά, Γουόκερ. Μ πορώ να οδηγήσω όταν θα θέλεις να ξεκουραστείς. «Ευχαριστώ» είπε ο Γουόκερ. «Θα σ’ το δώσω σε λίγο». «Εγώ δεν είμαι κουρασμένος» είπε ο Τίγρης. «Μ μμ». Η Κάρλι τον κοίταξε. «Ξέρεις να οδηγείς;» Δίστασε. «Μ ου μάθαινε ο Κόνορ». «Κατάλαβα». Τον χάιδεψε ξανά στο στέρνο και άφησε το χέρι της εκεί. «Νομίζω ότι την οδήγηση θα την αναλάβουμε εγώ κι ο Γουόκερ». Άρεσε στον Τίγρη που δεν πήρε το χέρι της από την καρδιά του. Ακουμπησε το κεφάλι της στον ώμο του, συνεχίζοντας να πίνει νερό κι έγλειψε με τη γλώσσα της τα χείλη της. Ο Τίγρης έσκυψε να τη φιλήσει, γλείφοντας το νερό από το στόμα
της. Η Κάρλι χαμογέλασε όταν τα στόματά τους χωρίστηκαν και ο πόθος που ένιωθε ο Τίγρης κόντευε να τον πνίξει. Συνέχισαν να οδηγούν. Ο Τίγρης κοιτούσε διαρκώς πίσω τους, όπως κι ο Γουόκερ. Δεν τους ακολουθούσε κανένα αυτοκίνητο, δεν υπήρχαν φανάρια και κανένα όχημα της τροχαίας απ’ όσα συνάντησαν δεν τους έδωσε σημασία. Ο Γουόκερ οδηγούσε ήρεμα. Δεν πήγαινε ούτε πολύ γρήγορα ούτε πολύ αργά, για να μην τραβήξει την προσοχή. Θα ήταν καλός αλλόμορφος. Η Κάρλι επέμενε να σταματήσουν σε ένα σταθμό για να πάει τουαλέτα. Οι δύο άνδρες την κοίταξαν ενοχλημένοι και τους απάντησε ότι τα υδραυλικά της δεν της επέτρεπαν να κάνει την ανάγκη της πίσω από θάμνους. Άλλωστε ούτε υπήρχαν και πολλοί θάμνοι εκεί έξω ούτε σκόπευε να γδαρθεί με τίποτα κλαδιά. Ο Τίγρης σιχαινόταν κάθε δευτερόλεπτο που δεν ήταν στο πεδίο της όρασής του. Δε χαλάρωσε μέχρι που ξανοβγήκε έξω, με την τσάντα στον ώμο, και ξαναμπήκε στο SUV. Ήταν η σειρά της να οδηγήσει και το έκανε με μεγάλη άνεση. Ο Γουόκερ καθόταν στη θέση του συνοδηγού, καθώς και αυτός και η Κάρλι ήθελαν να καθίσει πίσω ο Τίγρης.Ήταν πολύ μεγαλόσωμος και θα κινούσε υποψίες, όπως είπε ο Γουόκερ, παρότι το καπέλο του έκρυβε τα πολύχρωμα μαλλιά του. «Θα πας όντως στο στρατοδικείο;» ρώτησε τον Γουόκερ η Κάρλι.
«Είσαι, πώς το λέτε; Αδικαιολόγητα απών;» «Όχι, έχω πάρει άδεια. Δε θα θεωρούμαι αδικαιολόγητα απών για μια βδομάδα. Αν όμως δεν πείσω τον όποιο δικαστή ότι ο Σέλντον είναι ένας αδίστακτος μπάσταρδος που έβαλε σε κίνδυνο τις ζωές απλών πολιτών, τότε ίσως με τιμωρήσουν αυστηρά για παραδειγματισμό». «Λυπάμαι γι’ αυτό» είπε η Κάρλι στενοχωρημένη. «Δεν έπρεπε να μπλεχτείς σ’ αυτό». «Δεν πειράζει. Πιστεύω ότι κάνω το σωστό». Ο Γουόκερ ανασήκωσε τους ογκώδεις ώμους του. «Καλά τα κατάφερα ως τώρα». «Δεν πρέπει να είσαι μεγαλύτερος από μένα». «Στη δουλειά μου γερνάς γρήγορα». Όσο ο Τίγρης τους άκουγε, μέσα του ξύπνησε ένα σχετικά καινούργιο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που δεν είχε νιώσει στο εργαστήριο. Ο Τίγρης είχε νιώσει κάτι για την Αί'όνα, όταν τελικά κατάλαβε ότι θα τον άφηνε να φύγει από το κτίριο των ερευνών, το ίδιο και για τον Λίαμ όταν τον περιμάζεψε και του προσέφερε ένα σπίτι. Το είχε νιώσει για τον Κόνορ όταν προσπαθούσε να του μάθει πώς να ζει μέσα στον κόσμο. Και τώρα για τον Γουόκερ, που τον βοηθούσε αγνοώντας το κόστος για τον ίδιο.
Ο Τίγρης ήξερε πλέον πώς λεγόταν αυτό το συναίσθημα: ευγνωμοσύνη. «Βγες σ’ αυτή την έξοδο» είπε ο Γουόκερ στην Κάρλι ενώ πλησίαζαν μια πράσινη πινακίδα. «Τέρμα ο εύκολος αυτοκινητόδρομος». Η Κάρλι βγήκε ήρεμα από το δρόμο και ακολούθησε τις οδηγίες του Γουόκερ.Έστριψε αριστερά στον άδειο, στενό δρόμο και στο τέλος της ράμπας. Αυτός ο δρόμος ήταν λίγο πιο δύσκολος, χωρίς λωρίδα έκτακτης ανάγκης, και απλωνόταν προς το νότο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του Τίγρη. Ο ήλιος πήγαινε προς τη Δύση κι αυτοί ήταν ακόμα σ’ αυτό το δρόμο. Είχαν αφήσει πίσω τους τις πεδιάδες. Τον ορίζοντα αγκάλιαζαν πια κο-ρυφογραμμές και ο δρόμος είχε στροφές. Τώρα οδηγούσε πάλι ο Γουόκερ. Η Κάρλι καθόταν στη θέση του συνοδηγού φορώντας τα γυαλιά ήλιου της. Φαινόταν το ίδιο όμορφη και περιποιημένη όπως όταν την είχε πρω-τοσυναντήσει ο Τίγρης - να στέκεται στην άκρη του δρόμου ντυμένη στα λευκά, στο ένα χέρι το κινητό και το άλλο χέρι στο στρογγυλό γοφό της. Κάποιο ένστικτο είχε πει στον Τίγρη ότι αυτή ήταν το ταίρι του. Καμιά άλλη.
Και είχε δίκιο. Καμιά γυναίκα δε θα ήταν τόσο αποφασισμένη να τον βοηθήσει, να βάλει τη ζωή της σε κίνδυνο για να τον βοηθήσει να ξεφύγει, αν δεν ήταν το ταίρι του. Ο Τίγρης δε θα της επέτρεπε να κινδυνεύει για πολύ ακόμα. Το απόγευμα γινόταν όλο και πιο ζεστό. Ο Γουόκερ έστριψε σε ένα δρόμο που οδηγούσε σε βραχώδεις δρόμους και φαράγγια.Ήταν χωματόδρομος και το SUV έτριζε ολόκληρο. Μ ετά από καμιά ώρα, ο Γουόκερ σταμάτησε στην άκρη. Γύρω τους δεν υπήρχε τίποτα. Μ όνο βράχια και ουρανός να πλαισιώνει τα φαράγγια. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, κτίρια, τίποτα. «Κάρλι, πώς τα πας με τους χάρτες;» ρώτησε ο Γουόκερ. «Αρκετά καλά» είπε η Κάρλι. «Εχω κάνει πολλά ταξίδια με τις αδερφές μου που αντί να έχουν το δρόμο ή το GPS, μιλάνε. Οπότε, εγώ προσανατολίζομαι. Για να σ’ το πω αλλιώς, τους φωνάζω για να μη χάσουν τη στροφή». «Το αυτοκίνητο δεν έχει GPS» είπε ο Γουόκερ. «Και καλύτερα να μην ανοίξεις το κινητό σου. Αν ξέρεις να διαβάζεις χάρτη, θα σου δείξω. Αν όχι, θα σου πω». «Το κινητό μου δεν είναι πρόβλημα.Έσπασε». Κοίταξε με νόημα τον Τίγρη. «Δείξε μου το χάρτη». Ο Τίγρης περίμενε ενώ ο Γουόκερ άπλωσε το χάρτη στο κάθισμα
και της έδειξε τους δρόμους που έπρεπε να ακολουθήσουν για να ξανα-βγούν στον αυτοκινητόδρομο κι από εκεί στο Ελ Πάσο. Εκεί θα περνούσε τα σύνορα και μετά, θα πήγαινε από διάφορους παράδρομους για να συναντήσει τον Τίγρη. «Εσύ πού θα είσαι...;» ρώτησε η Κάρλι. «Μ ε τον Τίγρη». «Α» είπε. «Ωραία». Κοίταξε πάλι τον Τίγρη στο πίσω κάθισμα. «Κάποιος θα σε προσέχει». Ο Τίγρης δεν ήταν σίγουρος πόσο καλή ιδέα ήταν να πάει μαζί του ο Γουόκερ.Ήξερε ότι αυτός θα πρόσεχε τον Γουόκερ στο τέλος και όχι το αντίστροφο. Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε από το SUV. Τεντώθηκε για να ξεπιαστεί - δεν του άρεσε να είναι περιορισμένος για πολλή ώρα. Οσμίστηκε τον αέρα. Μ ύριζε μόνο τα χορτάρια, τον άνεμο, το χώμα. Κανένα ίχνος μόλυνσης ή ανθρώπων. Ο αέρας ήταν καθαρός, φρέσκος, ωραίος.Ένα άγριο μέρος που μιλούσε στην καρδιά του.Ήθελε να αλλάξει μορφή, να αρχίσει να τρέχει και να μη σταματήσει ποτέ. Ακούσε την Κάρλι που κατέβηκε από το SUV, τα αθλητικά της να κάνουν θόρυβο πάνω στα χαλίκια. Πήγε από την άλλη μεριά του αυτοκινήτου προς το μέρος της και την έπιασε πρώτος.
Τα μάτια της φαίνονταν πολύ φωτεινά στο φως του ήλιου που δημιουργούσε χρυσές ανταύγειες στα μαλλιά της. «Θα τα πούμε σύντομα» είπε η Κάρλι απαλά. Ο Τίγρης την έσπρωξε πάνω στο SUV, κολλώντας το σώμα του πάνω της.Έβαλε τα δάχτυλά του κάτω από το σαγόνι της και γύρισε το πρόσωπό της προς το δικό του. «Είσαι το ταίρι της καρδιάς μου» είπε. «Πάντα θα είσαι.Ό,τι κι αν συμβεί». Τα μάτια της Κάρλι πλημμύρισαν δάκρυα. «Θυμάσαι που σου είπα ότι έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι; Λοιπόν, είχα δίκιο. Είμαι απόλυτα ερωτευμένη μαζί σου». Ο Τίγρης τύλιξε το χέρι του στη μέση της και την τράβηξε πάνω του. Τα κορμιά τους ήταν κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Την κοίταξε, κρατώντας την εικόνα του προσώπου της, τα πράσινα μάτια της με τις ασήμι πιτσιλιές. Τη φίλησε.Ένα μαλακό άγγιγμα των χειλιών, για να θυμάται τη γεύση της. Πάντα η Κάρλι. Πάντα δική μου. Ο Τίγρης τη φίλησε ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά. Η Κάρλι λύγισε το λαιμό της, καθώς το σώμα της ακολουθούσε τη στάση του σώματος του Τίγρη.
Το σώμα της ήταν απαλό και το δικό του δυνατό, μυώδες. Αγαπούσε τα πάντα πάνω της. Η ανάμνηση της ζεστασιάς της Κάρλι θα τον τύλιγε όταν κρύωνε, η σκέψη του φιλιού της θα τον έτρεφε όταν πεινούσε. Την πίεσε πάνω στο ζεστό μέταλλο του SUV. Ηθελε να μπει μέσα της και να μείνει εκεί για πάντα. Η μανία του ζευγαρώματος. Εδώ και τώρα. Ο Τίγρης τη φίλησε και η Κάρλι ανταπέδωσε το φιλί του. Το στόμα του κινήθηκε πάνω στο δικό της, οι γλώσσες τους χόρευαν. Οι αναστεναγμοί της Κάρλι έκαναν το πέος του να σκληρύνει. Κάθε στιγμή μαζί της τον έκανε να θέλει κι άλλο. Ο Γουόκερ, που στεκόταν στην άλλη πλευρά του SUV, ξερόβηξε. Ο Τίγρης αποτραβήχτηκε από την Κάρλι. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, η θερμοκρασία του ανέβαινε, το ζώο μέσα του αγρίευε. Δεν είχε πίστη στα λόγια του, καθώς έκανε ένα βήμα πίσω και πήρε τα χέρια του από τους γοφούς της. Η Κάρλι τον κοίταξε με υγρά μάτια, άπλωσε το χέρι της και τον χάι-δεψε στο μάγουλο. «Τα λέμε, Τίγρη. Σε περίπου πέντε ώρες. Ανάλογα πόση ώρα θα χρειαστώ για να περάσω τα σύνορα. Και μετά, θα έχουμε όλο το χρόνο». Χρόνο. Ναι.
Όσο ήταν αιχμάλωτος, το μόνο που είχε ήταν χρόνο. Χαμένο χρόνο. Τώρα ο Τίγρης δεν ήθελε να πάει ούτε μια στιγμή χαμένη με την Κάρλι. «Θα βρούμε λύση» είπε η Κάρλι. «Εντάξει;» Ναι, ο Τίγρης θα έβρισκε λύση.Έπρεπε. Η σκέψη του να ζήσει χωρίς την Κάρλι τον τρέλαινε. Έκανε άλλο ένα βήμα προς τα πίσω. Η Κάρλι κατάπιε και κοίταξε από την άλλη. Πήγε γρήγορα από την πλευρά του οδηγού. Ο Τίγρης την ακολούθησε και ο Γουόκερ έκανε στην άκρη, ώστε ο Τίγρης να βάλει την Κάρλι στο αυτοκίνητο και να κλείσει την πόρτα». «Να προσέχεις» του είπε από το ανοιχτό παράθυρο. «Θέλω να σε ξανα-δώ». Ο Τίγρης δεν απάντησε.Έσκυψε στο παράθυρο και την ξαναφίλησε. Αγγιξε το πρόσωπό της μια τελευταία φορά, έκανε πίσω ενώ η Κάρλι έβαλε μπροστά και την είδε να στρίβει και να κατευθύνεται προς το δρόμο. Ο Γουόκερ φόρεσε τη στρατιωτική του ζώνη. «Είσαι εντάξει;» Ο Τίγρης συνέχισε να κοιτάζει το SUV, έβλεπε τα φώτα του να απομακρύνονται. Η Κάρλι άφηνε πίσω της μια γραμμή σκόνης που χάραζε τον καταγάλανο ουρανό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 Ο Τίγρης ένιωθε άδειος. Σα να τον είχε χτυπήσει κάποιος. Χρειαζόταν την Κάρλι μαζί του κάθε στιγμή - κάθε στιγμή μακριά της του φαινόταν αιώνας. «Τίγρη;» είπε ο Γουόκερ. Ο Τίγρης γύρισε από την άλλη. «Πρέπει να πηγαίνουμε». Καλύτερα να φτάσουν στο σημείο συνάντησης όσο το δυνατόν γρηγορότερα. «Ακολούθησέ με και μην αποκλίνεις» είπε ο Γουόκερ. «Μ παίνουμε σε επικίνδυνη περιοχή - είμαστε στο έδαφος εμπόρων ναρκωτικών και κογιότ. Τα κογιότ είναι όσοι προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα πληρώνοντας τις οικονομίες μιας ζωής και όχι τα άγρια ζώα που αλυχτούν». Ο Τίγρης είχε ακούσει για αυτά τα κογιότ και τους εμπόρους ναρκωτικών που πυροβολούσαν όποιον έμπαινε στο δρόμο τους.Ήταν όμως το τελευταίο που τον ανησυχούσε. Για την ακρίβεια, θα φρόντιζε να είναι αυτός λόγος ανησυχίας για εκείνους. Σταμάτησε για μια στιγμή για να βγάλει τα ρούχα του όσο ο Γουόκερ κοίταζε διακριτικά από την άλλη. Αφού γδύθηκε, έβαλε τα ρούχα του σε μια αδιάβροχη μπανάνα που είχε φέρει ο Γουόκερ
και πήρε μορφή τίγρη. Ο κόσμος άλλαξε. Τον πλημμύρισαν μυρωδιές και ήχοι, το ζώο που έκρυβε μέσα του ήταν ευτυχισμένο που βρισκόταν στη φύση, μακριά από τους περιορισμούς της πόλης των αλλόμορφων. Ο Τίγρης τεντώθηκε και τίναξε από πάνω του το άγχος. Ο Γουόκερ είχε μείνει με ανοιχτά τα μάτια, η μυρωδιά του πρόδιδε την έκπληξη που ένιωσε όταν είδε τον Τίγρη να αλλάζει μορφή. Ο Γουόκερ έκρυψε αυτό που ένιωθε, πλησίασε τον Τίγρη και του φόρεσε τη μπανάνα στη μέση. Ο Τίγρης ένιωθε περίεργα αλλά θα έπρεπε να το συνηθίσει. Σήκωοε το κεφάλι του, μύρισε τον αέρα και ακολούθησε τον Γουόκερ προς τις παρυφές του λόφου, γλιστρώντας στη σκιά των βράχων. Η Κάρλι ξεφύσηξε με ανακούφιση όταν το SUV ξαναβγήκε στην άσφαλτο. Το ταρακούνημα σταμάτησε και η οδήγηση έγινε εύκολη. Δε συνάντησε πολλά αυτοκίνητα μπαίνοντας στον αυτοκινητόδρομο και κατευθύνθηκε προς το 1-10. Ακόμα κι αν δεν είχε χάρτη, οι πιθανότητες να χαθεί ήταν ελάχιστες. Υπήρχαν ελάχιστοι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Η απόσταση τής έδωσε χρόνο να σκεφτεί. Υπερβολικά πολύ
χρόνο. Ήξερε ότι είχε την επιλογή να στρίψει αριστερά στο 1-1Ο αντί για δεξιά και να γυρίσει προς το'Οστιν. Οι αλλόμορφοι θα της αποσπουσαν ότι είχε πάει τον Τίγρη μέχρι εκεί αλλά μετά, θα τον κυνηγούσαν οι ίδιοι ή θα ενημέρωναν το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων. Θα την άφηναν ήσυχη αφού δε θα τους ήταν χρήσιμη πια. Η Κάρλι θα μπορούσε να επιστρέφει στη ζωή της. Θα έβρισκε το αυτοκίνητο της Ιβέτ εκεί όπου το άφησε, στα ξενοδοχεία και θα της το επέστρεφε ζητώντας συγγνώμη. Θα ασχολιόταν με το διαλυμένο αρραβώνα της και θα έψαχνε να βρει τρόπο να εμποδίσει τον Ίθαν από το να καταστρέψει τη ζωή της.Ίσως χρειαζόταν να βρει άλλη δουλειά αλλά θα μπορούσε να πουλήσει το σπίτι της και να μείνει με την Αλθαία και τη Ζόι μέχρι να βρει μια άκρη. Αν η Ιβέτ δεν την απέλυε, η Κάρλι θα επέστρεφε στην καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς να προσπαθεί να πείσει ανθρώπους με μεγάλο εισόδημα να αγοράσουν ποιοτικά έργα τέχνης. Μ ετά τη δουλειά, θα αγόραζε κάτι από το παντοπωλείο γυρίζοντας στο σπίτι και θα περνούσε τα βράδια μπροστά στην τηλεόραση. Η Κάρλι συνειδητοποίησε ότι δεν είχε περάσει πολύ καιρό με τον Ίθαν, ακόμα και μετά τον αρραβώνα, και ότι συναντιόντουσαν μόνο όταν το ήθελε εκείνος. Εκείνη δεν το είχε προσέξει γιατί ήταν απασχολημένη να
προγραμματίζει την υπόλοιπη ζωή της. Θα γυρνούσε σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν αιχμαλωτίσει έναν άγριο, όμορφο άνδρα για να τον μελετήσουν, να τον τεμαχίσουν, να τον παγιδεύσουν, να τον περιορίσουν. Ο Τίγρης άξιζε να είναι ελεύθερος και η Κάρλι θα φρόντιζε γι’ αυτό. Όταν έστριψε στον αυτοκινητόδρομο, επιλέγοντας να πάει προς τα δυτικά και όχι τα ανατολικά, είδε μπλε και κόκκινα φώτα πίσω της και ένα περιπολικό τής έκανε νόημα να σταματήσει. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει γρήγορα, επιβράδυνε και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Άφησε μια νταλίκα να περάσει και μετά άνοιξε το παράθυρο.Ένας βοηθός σερίφη πλησίασε το αυτοκίνητο και έσκυψε στο παράθυρο. «Άδεια και δίπλωμα, κυρία» είπε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αστυφύλακα;» Η Κάρλι χαμογέλασε, έβγαλε το δίπλωμα από την τσάντα της και άνοιξε το ντουλαπάκι για να βρει την άδεια. Στην αρχή, δεν την έβρισκε αλλά τελικά, είδε ότι ήταν κάτω από ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Έδωσε την άδεια και το δίπλωμα στο βοηθό του σερίφη και ανακουφίστηκε που είχε χώσει τους χάρτες του Γουόκερ στην τσάντα της. «Δεν έτρεχα, πάντα προσέχω». Ο βοηθός σερίφη κοίταξε για λίγο το δίπλωμα και μετά την άδεια. «Το αυτοκίνητο δεν είναι δικό σας, κυρία».
«Όχι, είναι του φίλου μου. Μ ου το δάνεισε για το Σαββατοκύριακο». «Να ρωτήσω από πού ερχόσασταν; Είστε μακριά από το'Οστιν». «Από το Μ άρφα». Ψέματα. «Έχω φίλους εκεί». Αλήθεια. «Είναι πολύ όμορφα». Επίσης αλήθεια. «Και τώρα πού πάτε;» «Στο Ελ Πάσο.Έχω κι εκεί φίλους. Θα πάμε στο Χουάρες για ψώνια σε τιμή ευκαιρίας». Η Κάρλι έκανε ό,τι μπορούσε για να μοιάζει με χαζογκόμενα που μοναδικός σκοπός στη ζωή της ήταν να επισκέπτεται φίλους και να ξοδεύει. «Δε μου είπατε ακόμα γιατί με σταματήσατε». Η Κάρλι χαμογέλασε ξανά ενώ πήρε το δίπλωμά της πίσω. «Ψάχνουμε κάποιον». Ο αστυνομικός κοίταξε ερευνητικά μέσα στο SUV, στο πίσω κάθισμα και στο χώρο ανάμεσα σ’ αυτό και το πορτμπαγκάζ. Ανασηκώθηκε. «Καλό απόγευμα, κυρία Ράνταλ. Το Ελ Πάσο είναι εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα από δω. Να προσέχετε». «Ευχαριστώ. Θα προσέχω». Η Κάρλι συνέχισε να μιλά ανέμελα, έκλεισε το παράθυρο και ξαναβγήκε στο δρόμο.
Ψάχνουμε κάποιον. Η καρδιά της πήγε να σπάσει. Δεν χρειαζόταν να της ποιον. Προφανώς όχι τον Γουόκερ γιατί το δικό του όνομα ήταν στην άδεια. Και όχι αυτόν.Έμενε ο Τίγρης. Η Κάρλι επιτάχυνε λίγο, φροντίζοντας να μην περάσει το όριο ταχύτητας για να μην την σταματήσουν ξανά. Χάθηκε στον ορίζοντα προς το Ελ Πάσο. Στις τίγρεις αρέσει το νερό. Όταν έφτασαν στο Ρίο Γκράντε, ο Τίγρης δεν είχε πρόβλημα να περπατά στα λασπωμένα νερά και στο παγωμένο νερό. Εδώ τα δέντρα και οι θάμνοι ήταν πράσινα. Ποτίζονταν από το ποτάμι και τους παραποτάμους που έκαναν το έδαφος υγρό. Ο Τίγρης βγήκε στην άλλη όχθη και τινάχθηκε. Ο Γουόκερ χρειάστηκε περισσότερο χρόνο. Πέρασε το ποτάμι κρατώντας τη ζώνη του πάνω από το κεφάλι. Ο Τίγρης τον περίμενε. Το ζώο μέσα του απολάμβανε την άγρια φύση κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Σε ένα τέτοιο μέρος θα μπορούσε να τρέχει τη νύχτα και να κοιμάται κάτω από τα δέντρα τη μέρα. Αν εδώ κυκλοφορούσαν κακοί άνθρωποι που ενοχλούσαν τους ανθρώπους, ο Τίγρης θα τους ξεφορτωνόταν όπως είχε κάνει με το ληστή στο κατάστημα. Αυτό πίστευε ότι είχε φτιαχτεί να κάνει. Να κατατροπώνει τους κακούς. «Από δω» είπε ο Γουόκερ. Οδήγησε τον Τίγρη μέσα στην άγρια βλάστηση ανοίγοντας δρόμο
μέσα από τα δέντρα και τους θάμνους. Ο Τίγρης καταλάβαινε ότι πήγαιναν βορειοδυτικά για να συναντήσουν την Κάρλι. Ανυπομονουσε. Θα δυσκολευόταν να κάνει τη διαδρομή μαζί τους. Μ ε το SUV όμως ήταν άνετα και σχετικά ασφαλής. Αδημονούσε να την ξαναδεί, αν τα κατάφερναν, ακόμα και για λίγο. Δε συνάντησαν κανέναν. Ο Τίγρης ήλπιζε ότι οι λόφοι θα ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που θα έπρεπε να νικήσει αλλά δεν ήταν γραφτό. Είχε όρεξη για πάλη, είχε ανάγκη να τρέξει, να επιτεθεί, να κάνει αυτό για το οποίο είχε φτιαχτεί. Κάποια στιγμή από πάνω τους πέρασε ένα αεροπλάνο. Πετούσε τόσο ψηλά που φαινόταν σαν κουκκίδα στον απογευματινό ουρανό. Ο Γουόκερ κρύφτηκε κάτω από ένα δέντρο και ο Τίγρης κάθισε στο έδαφος και κρύφτηκε στις σκιές. Το αεροπλάνο συνέχισε την πορεία του. Ούτε έκανε κύκλους, ούτε γύρισε πίσω. Ο Τίγρης σηκώθηκε και συνέχισε ακολουθώντας τον Γουόκερ.Ένιω-θε το δεσμό του ζευγαρώματος να τον τραβά προς την Κάρλι. Η Κάρλι διέσχισε μία από τις γέφυρες που συνέδεαν το Ελ Πάσο με την πόλη Χουάρες του Μ εξικό, περνώντας τα σύνορα μετά από
αναμονή περίπου μιας ώρα. Ο ήλιος έδυε και η κίνηση στο δρόμο ήταν πολλή και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ο κόσμος ερχόταν ή έφευγε μετά το Σαββατοκύριακο. Η Κάρλι ήξερε για ποιο λόγο ο Γουόκερ διάλεξε το Ελ Πάσο για να περάσει τα σύνορα. Οι πόλεις και από τις δύο πλευρές των συνόρων ήταν πολυσύχναστες, πολλοί Αμερικανοί περνούσαν τα σύνορα καθημερινά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε τέτοια κίνηση στο Χουάρες. Μ ετά από ώρα, βγήκε από την πόλη και κατευθύνθηκε προς το Τσιουάουα. Τώρα άρχιζε να νιώθει λίγο άβολα. Αρχιζε να πέφτει το σούρουπο κι αυτή ήταν μόνη, σε μια ξένη χώρα, με ένα αυτοκίνητο καλύτερο σχεδόν από όλα τ’ άλλα που κυκλοφορούσαν στο δρόμο. Οι επιθέσεις σε αυτοκίνητα δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Θα ήταν πιο ασφαλής αν δε σταματούσε πουθενά μέχρι να φτάσει στο σημείο συνάντησης. Ο ήλιος έδυσε ενώ η Κάρλι κατευθυνόταν προς το νότο.Έστριψε σε ένα απομονωμένο δρόμο που της είχε σημειώσει ο Γουόκερ.Έπρεπε να οδηγεί αργά πάνω από λακκούβες και σαμαράκια. Σε άλλα σημεία το έδαφος ήταν πολύ μαλακό. Η Κάρλι χρειάστηκε πάνω από μια ώρα για να διανύσει αυτά τα σαράντα χιλιόμετρα ενώ ο ήλιος είχε δύσει στον ορίζοντα. Το ημίφως δεν κράτησε για πολύ στην έρημο και γρήγορα σκοτείνιασε.
Η Κάρλι πάρκαρε στο σημείο συνάντησης και έσβησε τη μηχανή και τα φώτα. Κοιτούσε στο κενό στο σκοτάδι. Μ προστά της έβλεπε μόνο έρημο και σκοτάδι. Ούτε τον Τίγρη ούτε τον Γουόκερ. Δεν πειράζει. Θα περίμενε εδώ μέχρι να φτάσουν. Ο Γουόκερ και ο Τίγρης ήταν οι τύποι που θα διπλοτσέκαραν ότι όλα ήταν εντάξει πριν εμφανιστούν. Αν δεν είχαν έρθει μέχρι το πρωί, η Κάρλι θα γυρνούσε στοΌστιν. Ήξερε γιατί συμφώνησε ο Τίγρης να χωριστούν - έδινε στην Κάρλι την ευκαιρία να τον αφήσει και να γυρίσει πίσω αν το αποφάσιζε. Επίσης, έτσι είχε ο Τίγρης την ευκαιρία να αποφασίσει αν θα γυρίσει ή όχι για την Κάρλι. Όπως της είχε πει άλλωστε, θα κινούνταν γρηγορότερα χωρίς αυτήν. Η Κάρλι είχε στην τσάντα της ένα ρολόι. Ο χρόνος περνούσε αργά. Αγωνία. Μ έχρι σήμερα, η μεγαλύτερη μέρα της ζωής της ήταν όταν συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας της είχε φύγει. Η σημερινή μπορεί να της φαινόταν μεγαλύτερη. Η Κάρλι είδε κάτι να κινείται στο πίσω παράθυρο. Ο Τίγρης; Γύρισε να δει χωρίς να βγει από το SUV. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά γιατί όποιος κι αν ήταν, κινούνταν αργά. Απαρατήρητος. Σαν αλλόμορφος.
Όμως ο αλλόμορφος που κοίταξε από το παράθυρο δεν ήταν ο Τίγρης. Είχε ξυρισμένο κεφάλι, τατουάζ μέχρι το λαιμό και οργισμένα καστανά μάτια. Ο Σπάικ. Πίσω του ήταν ο Σον και οΈλισον με το καουμπόικο καπέλο του. Η μεγαλόσωμη αρκούδα, ο Ρόναν, πλησίαζε από την άλλη πλευρά με τον Ντίλαν και η Κάρλι είδε στον καθρέφτη τον Λίαμ να περπατά ανέμελα προς το μέρος της. Ο Τίγρης σταμάτησε μυρίζοντας τους αλλόμορφους πολύ πριν τους δει να περικυκλώνουν το SUV που περίμενε στο σημείο που είχε διαλέξει ο Γουόκερ. Ο Λίαμ, ο Ντίλαν, ο Σον, οι ανιχνευτές. Ο Τίγρης μύρισε επίσης ένα αεροπλάνο.Ήταν μακριά αλλά όχι τόσο για να μην το μυρίσει ο Τίγρης.Έτσι εξηγείται πώς είχαν φτάσει πρώτοι.Ήταν στο αεροπλάνο που είχε περάσει από πάνω τους. Ο Τίγρης δεν ήξερε αρκετά για αεροπλάνα και το συγκεκριμένο δεν πετούσε αρκετά χαμηλά για να καταλάβει ότι ήταν του Μ άρλο. Ο Τίγρης πήρε ανθρώπινη μορφή κι έβγαλε τη μπανάνα από τη μέση του. Πήγε στον Γουόκερ. «Θέλω να προσέχεις την Κάρλι» είπε πριν προλάβει να μιλήσει ο Γουόκερ. «Και το μικρό μου».
«Θα σε πάω σε ασφαλές μέρος» είπε χαμηλόφωνα ο Γουόκερ. «Αλλά πρέπει να φύγουμε τώρα». Ο Τίγρης κούνησε το κεφάλι του. «Θα με καθυστερείς. Υποσχέσου το. Μ ην τους αφήσεις να την πειράξουν ή να πάρουν το μικρό». Ο Γουόκερ μέτρησε τον Τίγρη, του έγνεψε χωρίς να φέρει αντιρρήσεις. «Το υπόσχομαι». «Σ’ ευχαριστώ, Γουόκερ Ντάνιελσον». Ο Τίγρης έβαλε τα χέρια του στους ώμους του Γουόκερ και τον πήρε αγκαλιά. Στα γρήγορα.Όπως κάνουν οι αλλόμορφοι. Η μυρωδιά του Γουόκερ τον πρόδωσε.Ένιωθε άβολα. Δέχτηκε όμως την αγκαλιά, χτυπώντας τον Τίγρη στους ώμους. Ο Τίγρης ξαναπήρε τη μπανάνα του και πήρε πάλι μορφή τίγρη της Βεγγάλης. Ο Τίγρης έπρεπε να αγνοήσει ό,τι του έλεγαν τα ένστικτά του και η καρδιά του και να χαθεί στο σκοτάδι. Ο καλύτερος τρόπος όμως για να βοηθήσει την Κάρλι ήταν να εξαφανιστεί. Ο Λίαμ θα έβλεπε ότι η Κάρλι δεν αποτελούσε απειλή, το ίδιο και ο Γουόκερ. Ο Τίγρης έπρεπε να κάνει το σωστό, όσο κι αν τον πονούσε. «Θα τον βρούμε» είπε ο Λίαμ στην Κάρλι. Η Κάρλι κάθισε στο ανοιχτό πορτμπαγκάζ, με σταυρωμένα τα
χέρια, δίπλα στη Ρεμπέκα. Ο Λίαμ στεκόταν με τα χέρια στις τσέπες ενός δερμάτινου. Τη νύχτα στην έρημο έκανε κρύο. Η Ρεμπέκα είχε ρίξει μια κουβέρτα στους ώμους της Κάρλι αλλά η Κάρλι δεν αναγνώρισε την καλοσύνη της χειρονομίας. «Πού τον άφησες, Γουόκερ;» ρώτησε ο Λίαμ. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά η Κάρλι καταλάβαινε την οργή που έκρυβε.Ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Ο Σπάικ και οΈλισον είχαν βρει τον Γουόκερ στην έρημο μόνο, να τους πλησιάζει. Ο Γουόκερ έριξε στον Λίαμ ένα στωικό βλέμμα και έδειξε προς το σκοτάδι. «Εκεί. Αλλά θα είναι μακριά τώρα. Δεν είναι ένας μέσος αλλόμορφος». Ο Λίαμ συμφώνησε αλλά κοίταξε στην έρημο σα να μπορούσε να δει πίσω από κάθε θάμνο.Ίσως και να μπορούσε. «Ρόναν, πατέρα, Σπάικ. Δείτε τι μπορείτε να κάνετε». Οι τρεις αλλόμορφοι χάθηκαν αμέσως στο σκοτάδι χωρίς να κοιτάξουν καν την Κάρλι. Ο Σπάικ ήταν εξοργισμένος μαζί της, το ήξερε, παρότι δεν είχε πει κουβέντα. Μ ετά το οργισμένο βλέμμα που της έριξε, ο Σπάικ είχε κάνει πίσω, και είχε αφήσει τον Λίαμ να αναλάβει. Ο Λίαμ κοίταξε την Κάρλι. «Πού πηγαίνει;» «Δεν έχω ιδέα» είπε η Κάρλι. «Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε εδώ. Δεν είχαμε αποφασίσει πού θα πάμε».
Ο Λίαμ έβγαλε έναν ήχο, κάτι ανάμεσα σε γρύλισμα και βρυχηθμό. «Γαμώτο, Κάρλι. Προσπαθώ να τον βοηθήσω». «Την τελευταία φορά πάντως, ήθελες ή να του φορέσεις κολάρο ή να τον σκοτώσεις» είπε η Κάρλι. «Σπουδαία βοήθεια». «Απ’ όσο ξέρω εγώ, αυτός εδώ ήθελε να κλείσει τον Τίγρη σε ένα ερευνητικό κέντρο». Ο Λίαμ έδειξε τον Γουόκερ που παρέμεινε εξίσου σιωπηλός με τους αλλόμορφους. «Τώρα ξαφνικά είναι ο καλύτερος του φίλος;» «Ο Γουόκερ άλλαξε γνώμη» είπε η Κάρλι. «Τον εμπιστεύεσαι;» «Αν έλεγε ψέματα, ο Τίγρης θα το καταλάβαινε». «Καλά όλα αυτά. Αλλά που να πάρει». Ο Λίαμ γύρισε προς τον Γουόκερ. «Γιατί δεν ήρθες σ’ εμένα; Ο Τίγρης είναι δική μου ευθύνη. Ό,τι κάνει μπορεί να επηρεάσει τους αλλόμορφους, όπου κι αν ζουν». «Αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα» είπε ο Γουόκερ. «Εγώ θέλω να μάθω τι είναι και τι μπορεί να κάνει ο Τίγρης. Ποια ήταν η αρχική του αποστολή». «Γιατί;» ρώτησε ο Λίαμ. «Γιατί τέτοιο ενδιαφέρον; Δεν εκτελείς απλά εντολές του Γραφείου Υποθέσεων Αλλόμορφων;»
«Έχω τους λόγους μου». Ο Γουόκερ ήταν εξίσου ασαφής με τον Λίαμ. Η Κάρλι πίστευε πια ότι ο Γουόκερ δεν ήθελε να ξαναδεί τον Τίγρη αιχμάλωτο. Αυτός συνέχιζε όμως να λέει ότι ήθελε να μάθει για ποιο λόγο κατασκευάστηκε ο Τίγρης. Ο Γουόκερ ήθελε να κρατήσει τον Τίγρη μακριά από το Γραφείο. Αυτό ήταν αλήθεια. Αλλά για δικούς του λόγους. Δεν είχε πει τίποτα για τα κίνητρά του στη διάρκεια του ταξιδιού. Ούτε κι ο Τίγρης.Ό,τι κι αν είπε όμως στον Τίγρη, πρέπει να ήταν αρκετό. «Ρεμπέκα» είπε ο Λίαμ. «Μ ε αφήνεις λίγο μόνο με την Κάρλι;» Η Ρεμπέκα οηκώθηκε υπάκουα αλλά έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα στον Λίαμ καθώς απομακρυνόταν. «Μ ην της κάνεις κακό και μην την αναστατώσεις. Αυτές είναι οι εντολές της Κιμ. Δε θέλω να θυμώσει μαζί μου. Τι λέει, Γουόκερ;» Η Ρεμπέκα τού χαμογέλασε και τον έπιασε αγκαζέ.Ήταν λίγο ψηλότερη απ’ αυτόν. «Θέλεις να πάμε έναν περίπατο;» Ο Γουόκερ ξαφνικά αγχώθηκε αλλά έφυγε με τη Ρεμπέκα. ΟΈλισον τους ακολούθησε, κουτσαίνοντας λίγο - δεν είχε αναρρώσει πλήρως από τους πυροβολισμούς, ενώ ο Σον χάθηκε μέσα στο σκοτάδι στην έρημο. Ο Λίαμ βολεύτηκε δίπλα στην Κάρλι, ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατά του. Μ ’ αυτό το σκισμένο τζιν, το δερμάτινο και τα
σκούρα γένια, θύμιζε μηχανόβιο που ξεκουραζόταν πριν ξαναβγεί στο δρόμο. «Ξέρεις πώς σας εντοπίσαμε;» ρώτησε ήρεμα ο Λίαμ. «Ξέρω ότι θα μου πεις» είπε η Κάρλι. «Ο Κόνορ έβλεπε τις πρωινές ειδήσεις. Είπαν για έναν άνδρα που μπήκε σε ένα κατάστημα και σταμάτησε μια ληστεία. Ο ήρωας έσπασε το όπλο του ληστή σε δέκα κομμάτια, τον έριξε κάτω και ίου έσπασε το χέρι. Και μετά, τον έριξε αναίσθητο. Ο κατάπληκτος υπάλληλος περιέγραψε το σωτήρα του ως έναν μεγαλόσωμο άνδρα, απίστευτα δυνατό, με καπέλο του μπέιζμπολ. Κι αυτός ο ήρωας εξαφανίστηκε. Ο Τίγρης είχε εξαφανιστεί, κανείς δεν ήξερε πού ήταν, εσύ εξαφανίστηκες από τη γκαλερί - μη νομίζεις ότι δεν κατσάδιασα τον Σπάικ γι’ αυτό. Πόσο ηλίθιος θα έπρεπε να είμαι για να μην καταλάβω ποιος ήταν αυτός ο ήρωας;» «Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί» είπε η Κάρλι. «Έτσι είναι». «Ο υπάλληλος, που είναι πλέον ο μεγαλύτερος θαυμαστής του Τίγρη, μου είπε ότι τον είδε να μπαίνει σε ένα σκούρο SUV. Ο Σον δε δυσκολεύτηκε. Είδε το υλικό από τις κάμερες κυκλοφορίας και εντόπισε τα πιθανά SUV και τις πινακίδες τους. Μ ετά έψαξε στις βάσεις δεδομένων και έμαθε ότι ο Γουόκερ Ντάνιελσον αγόρασε χθες ένα όχημα που ταίριαζε με την περιγραφή». «Μ ε σταμάτησαν στον αυτοκινητόδρομο» είπε η Κάρλι κοφτά.
«Ναι, ζήτησα από τους φίλους μου σε όλες τις πολιτείες να ψάξουν για το SUV αλλά όχι επισήμως. Ζήτησα να μη συλληφθεί κάνεις. Απλώς να μου πουν πού ήταν και προς τα που πήγαινε το SUV.'Ενας άλλο φίλος στη γέφυρα που ενώνει τη Βόρεια με τη Λατινική Αμερική μου έδωσε ακόμα ένα στοιχείο και ο φίλος μου οΈρικ βρήκε εξασφάλισε ένα αεροπλάνο». «Σε ποιον άλλο μίλησες;» ρώτησε η Κάρλι. «Στο Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων;» «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» Ο Λίαμ την κοίταξε έκπληκτος. «Όχι, κορίτσι μου, δεν το είπα σε κανέναν». «Και κανείς δε θα αναρωτηθεί γιατί οι μισοί αλλόμορφοι έφυγαν απόψε από τοΌστιν;» «Απέχουμε πολύ από το να είμαστε οι μισοί αλλόμορφοι. Οι περισσότεροι αλλόμορφοι άλλωστε βγαίνουν το βράδυ. Πάνε σε μπαρ, για χορό, στο κλαμπ πάλης. Είναι πολύ συνηθισμένο να τριγυρνάνε αλλόμορφοι στην πόλη μέχρι τις δυόμισι το πρωί που επιτρέπεται να είμαστε έξω. Πολλοί από μας προερχόμαστε από νυκτόβια είδη». Η Κάρλι άκουγε με ανυπομονησία. «Και οι αλλόμορφοι που θέλουν να βάλεις κολάρο στον Τίγρη;» «Κάρλι». Ο Λίαμ έτριψε τα χέρια του στους μηρούς του.
«Συμφώνησα να προσέχω τον Τίγρη γιατί τον συμπονώ. Κανείς δεν πρέπει να κάνει σε έναν αλλόμορφο αυτά που έπαθε. Προσπαθώ να τον προστατέψω. Ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό». «Χμ». «Ξέρω ότι δε με πιστεύεις, κορίτσι μου. Ο Τίγρης μπορεί να σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί.Έχει τον τρόπο του, όπως έλεγε η μαμά μου. Τι θα γίνει όμως, αν επιτεθεί σε κάποιον; Όπως στο ληστή; Αν δεν είμαι εκεί όταν οι βλάκες οι άνθρωποι θα προσπαθήσουν να τον συλλάβουν, τι θα τους κάνει ο Τίγρης;Ή αν οι Αρχές επιχειρήσουν να τον σκοτώσουν; Θα προκληθεί ακόμα περισσότερο χάος. Δεν είμαι υπέρ του να βάλω κολάρο στον Τίγρη ούτε να τον σκοτώσω. Πίστεψε με. Αλλά πρέπει να τον ελέγξουμε με κάποιον τρόπο». «Γιατί να τον ελέγξεις έτσι κι αλλιώς;» ρώτησε η Κάρλι; «Γιατί δεν τον αφήνεις ήσυχο;» Ο Λίαμ αναστέναξε. «Σε περίπτωση που δεν το έχεις προσέξει, ο Τίγρης είναι επικίνδυνος. Σκέψου μόνο το χάος που προκάλεσε τις τελευταίες μέρες». «Ό,τι έκανε το έκανε υπερασπιζόμενος τον εαυτό του ή κάποιους άλλους. Μ ου είπε ότι αν του φορέσεις κολάρο, πιθανότατα αυτό θα τον σκοτώσει».
Ο Λίαμ κοίταξε στο κενό. «Παραδέχομαι ότι την πρώτη φορά που το δοκίμασα, κι εγώ σκέφτηκα ότι θα τον σκότωνε. Γι' αυτό το έβγαλα». «Και τώρα θες να του το ξαναβάλεις; Τι λογική είναι αυτή;» «Μ μμ». Ο Λίαμ έμεινε σιωπηλός αρκετή ώρα ενώ το αεράκι από την έρημο και τους λόφους τους δρόσιζε. Από τη μηχανή του SUV ακου-γόταν ένα σιγανό σφύριγμα, «Θα σου πω κάτι» είπε ο Λίαμ. «Πρέπει όμως να μου ορκιστείς ότι δε θα το πεις πουθενά. Αλλά αν είναι να σε κάνει να με πιστέψεις, τότε αξίζει. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο ώστε να μη χρειαστεί να ξαναφορέσει κολάρο κανένας αλλόμορφος». Η Κάρλι τον κοίταξε δύσπιστα αλλά με ενδιαφέρον. «Και πώς θα το κάνεις αυτό;» «Κάνω πειράματα. Εγώ, ο πατέρας μου και ο Σον. Πειραματιζόμαστε πάνω μας. Όχι σε άλλους. Θα ήθελα να βγάλω το κολάρο του Κόνορ πριν κάνει τη μετάβαση.Έφτιαξα ένα ψεύτικο κολάρο για τον Τίγρη και καταφέραμε να ξεγελάσουμε τους ανθρώπους. Μ έχρι στιγμής, δεν έχουμε καταφέρει να βγάλουμε τα κολάρα. Θέλω όμως να δω αν μπορούμε να φτιάξουμε κάποια που να μοιάζουν ακόμα περισσότερο με τα αληθινά. Ας πούμε, να προκαλούν ένα ήπιο ηλεκτροσόκ ή έστω έτσι να φαίνεται, όταν ένας αλλόμορφος επιτίθεται. Ο Τίγρης θα ήταν ιδανικός γι’ αυτό. Θα μπορούσα να μάθω πώς να ρυθμίζω
την ένταση των κολάρων πιο χαμηλά ή πώς να φτιάχνω ψεύτικα.Έτσι, οι υπόλοιποι αρχηγοί των αλλόμορφων θα σταματούσαν να με πιέζουν για τον Τίγρη». «Να κάνεις πειράματα πάνω του» είπε η Κάρλι. «Ναι, αλλά για να βρω τρόπους να μην του κάνω κακό» Ο Λίαμ είχε καλά επιχειρήματα και η γοητευτική φωνή του έκανε την Κάρλι να θέλει να τον πιστέψει. «Πολύ ωραία όλα αυτά» είπε. «Αλλά και πάλι, το μόνο που ακούω είναι πώς θέλουν όλοι να χρησιμοποιήσουν τον Τίγρη. Ο Γουόκερ τον βοηθά, αλλά κι αυτός προσπαθεί να μάθει τι είναι ο Τίγρης και σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει. Εσύ πιστεύεις ότι ο Τίγρης είναι το ιδανικό πειραματόζωο και ότι θα του φέρεσαι καλά αν τον πάρεις σπίτι για να πειραματιστείς με τα κολάρα σου. Όλοι τον θέλετε για να κερδίσετε κάτι. Δεν τον θέλετε γι’ αυτό που είναι». «Κάρλι, τον συμπαθώ» είπε ο Λίαμ υπομονετικά. «Θέλω να τον δω ευτυχισμένο. Δε νομίζω ότι θα είναι ευτυχισμένος ζώντας στην άγρια φύση στο Μ εξικό κυνηγώντας για να βρει τροφή». «Πως το ξέρεις;» τον κοίταξε η Κάρλι. «Τον ρώτησε ποτέ κανείς σας τι θέλει αυτός;»
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ο Τίγρης ηρεμούσε και ένιωθε ευτυχισμένος όταν είχε δίπλα του την Κάρλι.Ήταν ευτυχισμένος ξέροντας ότι κουβαλούσε το μικρό του. «Δεν είναι κι ανοιχτό βιβλίο, το παραδέχομαι» είπε ο Λίαμ. «Θέλω πραγματικά να τον βρω για να τον προστατεύσω. Και για να προστατέψω τους άλλους από αυτόν». Η Κάρλι σκούπισε τα μάτια της. «Δε θα επιτεθεί σε κανέναν. Εκτός αν ο άλλος το αξίζει». «Και πώς είμαστε σίγουροι ότι θα καταλάβει πότε του αξίζει του άλλου;Ή πότε αυτή η γραμμή δε θα είναι ξεκάθαρη;» «Το ξέρεις» είπε η Κάρλι κοιτάζοντας τον Λίαμ άφοβα. Μ ιλούσε με σιγουριά. «Μ πορείς να τον εμπιστευτείς, Λίαμ. Ασ’ τον να ζει ελεύθερος». Ο Λίαμ αναστέναξε ξανά. «Αγάπη μου, αν οι άνθρωποι καταλάβουν ότι μου ξέφυγε ένας αλλόμορφος, θα μου κάνουν τη ζωή κόλαση». Η Κάρλι δεν ένιωθε πια καμία συμπόνια. «Λίαμ» είπε. «Κάν’ το γαργάρα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25
Ο Λίαμ κοίταξε την Κάρλι σοκαρισμένος και ξέσπασε σε γέλια. «Μ ήπως κατά τύχη είσαι συγγενής της γυναίκα μου; Η Κιμ κι αν σε αποπαίρνει όταν ξέρει ότι έχει δίκιο». «Θες να πεις ότι έχω δίκιο;» «Θέλω να πω ότι ξέρεις πώς να μιλάς στα ίσα και να δηλώνεις αυτό που πιστεύεις ξεκάθαρα». Ο Λίαμ σηκώθηκε. «Σον» φώναξε. «Πήγαινε φέρε τους άλλους». Ο Σον γύρισε και το σπαθί στην πλάτη του λαμπύρισε κάτω από το φως του φεγγαριού. «Γιατί; Ξέρουμε πού πήγε;» «Όχι. Θα πας να φωνάξεις τον Μ άρλο; Πες ότι θα γυρίσουμε σπίτι». Ο Σον κοντοστάθηκε έκπληκτος. «Αλήθεια; Δε μου απάντησες γιατί». «Θα αφήσουμε τον Τίγρη να φύγει». Η Κάρλι σηκώθηκε από τη θέση της πετώντας την κουβέρτα. «Ευχαριστώ, Λίαμ». «Να φύγει;» γρύλισε ο Σπάικ στο σκοτάδι και μετά εμφανίστηκε. Μ όλις είχε πάρει ανθρώπινη μορφή.Ήταν ολόγυμνος και γεμάτος τατουάζ. «Θέλεις να πεις ότι μας έφερες ως εδώ, μακριά από τα μικρά και Τα ταίρια μας για να τον κυνηγήσουμε και τώρα θα τον αφήσουμε
να φύγει;» «Ναι» είπε ήρεμα ο Λίαμ. Κοίταξε την Κάρλι χαμογελώντας. «Κάν’ το γαργάρα, Σπάικ». «Γαμώτο». Ο Σπάικ γύρισε από την άλλη και έφυγε.Ήταν καλυμμένος μπρος πίσω με τατουάζ. Ο δράκος που στόλιζε την πλάτη του ήταν εντυπωσιακός. «Σκέφτομαι ότι η Αϊόνα δε θα χαρεί ιδιαίτερα» είπε ο Σον. «Το ξέρω» απάντησε ο Λίαμ. «Νομίζω ότι θα μου τα ψάλλει κι αυτή. Αλλά η Κάρλι με έκανε να ντρέπομαι. Πρέπει να αφήσουμε τον Τίγρη μόνο του, χωρίς να τον ενοχλούμαι, να είναι ο... τίγρης που θέλει. Αλλωστε, νομίζεις ότι έχουμε πολλές πιθανότητες να τον βρούμε τώρα που είναι μόνος του και δε θέλει να τον βρει κανείς; Αν υπάρχει κάποιος αλλόμορφος που ξέρει να φροντίζει τον εαυτό του στην άγρια φύση, αυτός είναι ο Τίγρης. «Γαμώτο» είπε ο Σον ήρεμα. «Ήδη ανησυχώ γι’ αυτόν». «Κι εγώ. Κάτι μου λέει όμως ότι αν θέλει να τον ξαναβρούμε, θα γίνει». «Που να πάρει». Ο Σον απομακρύνθηκε και πήγε να βρει τους άλλους. «Σον;» φώναξε η Κάρλι. Ο Σον γύρισε και την κοίταξε
ενώ συνέχισε να περπατάει. Η Κάρλι σήκωσε το χέρι της και του έκανε νόημα με τον αντίχειρα και το δείκτη. «Έτσι είπε η Αντρεα». Ο Σον χαχάνισε και εξαφανίστηκε στην έρημο. Ο Μ άρλο, ένας ψηλόλιγνος άνδρας με λεπτά μαλλιά που έμοιαζε εξίσου επικίνδυνος με τους εμπόρους ναρκωτικών τούς μετέφερε με το μικρό του αεροπλάνο μέχρι έναν αεροδιάδρομο έξω από τοΌστιν. Όλους εκτός από τον Γουόκερ. «Θα συνεχίσω να τον ψάχνω» είπε ο Γουόκερ στην Κάρλι ήσυχα πριν αφήσει τους άλλους να την ανεβάσουν στο αεροπλάνο. Η Κάρλι του είπε με απογοήτευση και θυμό. «Μ όλις κατάφερα να πείσω τον Λίαμ να τον αφήσει. Γιατί δεν τον αφήνεις ήσυχο;» «Γιατί χρειάζομαι τη βοήθειά του. Αν μπορεί». «Για ποιο λόγο;» Ο Γουόκερ την κοίταξε με ασάφεια. «Έχω ανοιχτές υποθέσεις.Ίσως ο Τίγρης μπορεί να με βοηθήσει. Δεν ξέρω. Θα μάθω όταν τον βρω». Καθώς η Κάρλι συνέχισε να τον κοιτάζει, ο Γουόκερ άνοιξε τα χέρια του. «Δεν μπορώ να του κάνω κακό, Κάρλι. Ούτε καν με αυτό».Έδειξε το πιστόλι που είχε στη ζώνη του». Μ πορεί να με σκοτώσει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι εγώ».
Αυτό ήταν η αλήθεια. Η Κάρλι άφησε την οργή της κατά μέρος, πλησίασε τον Γουόκερ και τον φίλησε στο μάγουλο. «Αν τον βρεις, πες του ότι τον αγαπάω».Έκανε πίσω και του έσφιξε τα χέρια. «Και μην καταλήξεις Αδικαιολόγητα Απών». «Ελπίζω να μηνχρειαστεί». Ο Γουόκερ έφυγε και έβαλε μπροστά το SUV. Τα φώτα του έσκιζαν το σκοτάδι. Τα πίσω φώτα γίνονταν όλο και μικρότερα αλλά φαινόντουσαν για χιλιόμετρα. Τι ήταν φυσιολογικό; Η Κάρλι δεν ήξερε πλέον. Πάντως δεν ήταν φυσιολογικό να ξυπνά μόνη στο σπίτι, να πλένει τα δόντια της, να φορά το φόρεμά της και να πηγαίνει στη δουλειά. Δεν ήταν φυσιολογικό να εισπράττει χρήματα από την ασφάλεια για το τρακαρισμένο της αυτοκίνητο ούτε να ζητά τη βοήθεια της Αλθαία για να διαλέξει καινούργιο αυτοκίνητο. Δεν ήταν φυσιολογικό να τρώει πίτσα μετά τη δουλειά στο μέρος που η Ζόι αποκαλούσε «ο οίκος των Περίεργων Αδερφών» ούτε να συναντά το ταίρι του Λίαμ, την Κιμ, σε μια καφε-τέρια και να τα λένε για τα νέα των αλλόμορφων. Δεν είχαν νέα του Τίγρη. Μ ετά από μια εβδομάδα, ο Γουόκερ γύρισε, επισκέφθηκε την Κάρλι σπίτι της και της είπε ότι δεν βρήκε τα ίχνη του. Παρότι η Κάρλι χαιρόταν για τον Τίγρη, η δίψα της να ακούσει νέα του έγινε αβάσταχτη θλίψη.Ήξερε ότι δε θα ξανάβλεπε ποτέ τον Τίγρη.
Ο Γουόκερ επέστρεψε στη μονάδα του για να δεχτεί τα πυρά του διοικητή του επειδή ο άνθρωπος-τίγρης είχε εξαφανιστεί όσο αυτός ήταν σε άδεια. Ο Λίαμ Μ όρισεϊ κλήθηκε στο Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων για ανάκριση, έγινε έρευνα στο σπίτι του μέχρι το Γραφείο να καταλήξει ότι ο Λίαμ δεν ήξερε τίποτα, όπως κι οι ίδιοι. Ο Τίγρης είχε εξαφανιστεί και ο Λίαμ δεν είχε ιδέα ούτε πώς ξέφυγε ούτε πού ήταν. Αυτό τουλάχιστον ήταν αλήθεια. Η Κάρλι τα είχε μάθει όλα αυτά σε μια από τις συναντήσεις της με την Κιμ αλλά αυτό δεν την έκανε να νιώθει καλύτερα. Συνέχιζε να νιώθει το ίδιο βάρος στο στήθος και περίπου τέσσερις εβδομάδες μετά την εξαφάνιση του Τίγρη, άρχισαν οι πρωινές ναυτίες, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Τίγρη ότι ήταν έγκυος. Ο γιατρός της το επιβεβαίωσε αλλά η Κάρλι αποφάσισε να μην το ανακοινώσει ακόμα. Ευτυχώς το αυτοκίνητο της Κάρλι ήταν ακόμα στο πάρκινγκ όταν η Κάρλι επέστρεψε στοΌστιν. Το πήγε στην γκαλερί, έδωσε τα κλειδιά στην απορημένη Ιβέτ κι έφυγε πριν προλάβει να της πει τίποτα. Η Κάρλι πήρε το αυτοκίνητο που είχαν δανειστεί με τον Τίγρη στο πολυκατάστημα του Μ πάρτον Κρικ Σκουέρ, το άφησε σε ένα γεμάτο κλειστό πάρκινγκ και πήρε ταξί για το σπίτι. Νόμιζε ότι η Ιβέτ θα ζητούσε από τον Άρμαντ να την απολύσει, επειδή πήρε το αυτοκίνητό της και το έσκασε μια μέρα με τόση
δουλειά αλλά έκανε λάθος. Η Κάρλι το έμαθε περίπου ένα μήνα αργότερα, ένα πρωί που πήγε στη δουλειά, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τη ναυτία με κράκερ σόδας και τσάι. Μ ετά από κανένα δίωρο, κατάλαβε ότι θα πεινούσε πολύ. «Το έκανες για έναν άνδρα» είπε η Ιβέτ καθώς ανακάτευε το λάτε της. Η μυρωδιά του καφέ ανακάτευε περισσότερο την Κάρλι. «Όταν ήμουν μοντέλο, με ζητούσαν όλοι οι φωτογράφοι και οι οίκοι μόδας. Κάποια στιγμή, γνώρισα τον Άρμαντ.Ήταν φτωχός, ένας καλλιτέχνης που δύσκολα τα έβγαζε πέρα - δεν είχε τίποτα. Εγώ είχα τα πάντα: καριέρα, λεφτά, ένα πολυτελές διαμέρισμα, πλούσιους φίλους. Ποτέ μου όμως δεν είχα γνωρίσει κάποιον σαν τον Άρμαντ. Μ ε είχε μαγέψει. Του πόζαρα και μου έλεγε τα προβλήματά του. Αλλά επειδή ήταν τόσο φτωχός, δούλευε για τους λάθος ανθρώπους και έφτασε να τους χρωστάει. Όταν πήγαν να εισπράξουν, προσπάθησε να τους πληρώσει με έργα τέχνης αλλά δε δέχτηκαν.Ένα βράδυ ήρθε και με βρήκε και μου είπε ότι έπρεπε να φύγει από τη χώρα.Ήθελε να πάει στην Αμερική και μου ζήτησε να πάω μαζί του. Θα αλλάζαμε όνομα ώστε να μην μπορούν να μας βρουν αυτοί που τον κυνηγούσαν. Θα ξεκινούσαμε από την αρχή». Η Ιβέτ ανασήκωσε τους ώμους. «Έτσι τον ακολούθησα». Όσο η Κάρλι την άκουγε η μυρωδιά του καφέ σταμάτησε να την ενοχλεί και γινόταν όλο και πιο λαχταριστή.Ένας λάτε με παχιά, πλούσια κρέμα άρχισε να της φαίνεται φανταστική ιδέα. Φυσικά δεν μπορούσε να πιει. Μ πορούσε όμως να μυρίζει το άρωμά του.
«Παράτησες τη ζωή σου» είπε η Κάρλι όταν σώπασε η Ιβέτ. Το απλό «Έτσι τον ακολούθησα» που είχε πει η Ιβέτ σήμαινε ότι είχε παρατήσει την καριέρα της, το σπίτι της, την οικογένειά της και είχε αρχίσει από την αρχή στις ΗΠΑ. Και όλα αυτά, για χάρη του Αρμαντ. «Έπρεπε να φύγουμε νύχτα» είπε η Ιβέτ αφού ήπιε μια γουλιά από το λάτε της. «Πήρα όσα μετρητά μπορούσα να βρω και μας έβγαλα από τη χώρα.Ήρθαμε στη Νέα Υόρκη. Ακόμα κι εκεί όμως θα μπορούσαν να μας βρουν.Έτσι, ήρθαμε στο Τέξας. Πρώτα στο Ντάλας και μετά στοΌστιν. Δεν ξαναδούλεψα ως μοντέλο. Μ όνο για τον Αρμαντ». «Πρέπει να τον αγαπούσες πολύ για να κάνεις κάτι τέτοιο». «Τον αγαπούσα. Ακόμα τον αγαπάω. Γι' αυτό λοιπόν καταλαβαίνω γιατί δανείστηκες το αυτοκίνητό μου για να βοηθήσεις τον άνδρα που αγαπάς να το σκάσει. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί δεν έμεινες μαζί του». Τα μάτια της Κάρλι γέμισαν δάκρυα. «Δε μου άφησε επιλογή». Συνήθως η Ιβέτ ήταν χαλαρή και απόμακρη.Έμοιαζε με κομψό άγαλμα που κοιτούσε τον κόσμο αφ’ υψηλού. Όταν είδε όμως τα δάκρυα της Κάρλι, η απόσταση εξαφανίστηκε, τα μάτια της Ιβέτ μαλάκωσαν και την πήρε αγκαλιά. «Καημενούλα μου». Φίλησε την Κάρλι στο κεφάλι. «Η καρδιά είναι τόσο εύθραυστη».
Η Κάρλι αφέθηκε να ακουμπήσει πάνω στο δυνατό ώμο της Ιβέτ. Δεν είχε ξεσπάσει, να κλάψει πραγματικά, από όταν γύρισε σπίτι. Έλεγε στον εαυτό της ότι δεν έχει το χρόνο γι’ αυτό. Και τώρα περίμενε παιδί.Έπρεπε να φανεί δυνατή, όπως είχε φανεί η μητέρα της. Για λίγα λεπτά όμως, δεν ήθελε να είναι δυνατή. Επέτρεψε στον εαυτό της να κλάψει με λυγμούς. Ο Αρμαντ μπήκε μέσα όταν η Κάρλι είχε αρχίσει να ηρεμεί. Η Κάρλι ανασηκώθηκε και σκούπισε τα μάτια της. «Αγάπη μου, διηγήθηκα στην Κάρλι την ιστορία μας». Ο Αρμαντ χαμογέλασε.Ήταν τόσο καλός. Η Κάρλι κατάλαβε γιατί η όμορφη και κομψή Ιβέτ είχε ερωτευτεί και αγαπούσε ακόμα αυτόν τον ασχημούτσικο, μεγαλόσωμο άνδρα. Ο Αρμαντ έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη γυναίκα του και την έπιασε από τη μέση. «Δεν πίστευα πόσο τυχερός είμαι, Κάρλι» είπε. «Εγώ, ένα τίποτα, να είμαι με έναν άγγελο σαν την Ιβέτ. Ο πατέρας μου όμως πάντα μου έλεγε να αρπάζω τις ευκαιρίες. Και το έκανα. Χωρίς τύψεις». «Χωρίς τύψεις» επανέλαβε η Ιβέτ και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Αυτά τα λόγια, «χωρίς τύψεις», πρέπει να σήμαιναν κάτι γι’ αυτούς, γιατί τα πρόσωπά τους μαλάκωσαν και φάνηκαν νεότεροι.
Η Κάρλι ρούφηξε τη μύτη της. «Είστε υπέροχοι». Πήρε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε ξανά τα μάτια της. «Πάω για έναν καφέ». Όταν γύρισε, η Ιβέτ και ο Αρμαντ είχαν επιστρέφει στο γνωστό επαγγελματικό τους ύφος. Η Κάρλι καθάρισε το λαιμό της και ήπιε το ντεκαφεϊνέ της λάτε - αχ, τι γλυκιά, ζεστή κρέμα. «Αρμαντ» είπε. «Θέλω να κάνω κάτι για τα παιδιά των αλλόμορφων. Σκέφτηκα να οργανώσω μια επίσκεψη στην γκαλερί, ή ίσως ένα μάθημα με εσένα. Δε διδάσκεις καλλιτεχνικά σε παιδιά για διάφορα κέντρα κοινοτήτων; Θα ήθελες να το κάνεις και για τα παιδιά των αλλόμορφων;» Ο Αρμαντ φάνηκε έκπληκτος. «Ενδιαφέρονται τα παιδιά των αλλόμορφων για την τέχνη;» «Δε βλέπω γιατί όχι. Δεν τους επιτρέπεται να κάνουν πολλά πράγματα, αλλά κανείς δεν είναι κατά της ιδέας του να γίνουν καλλιτέχνες. Το τσέκαρα. Σκέφτηκα ότι ίσως αρέσει σε κάποια παιδιά. Μ ια σκέψη έκανα». «Μ ια πολύ καλή σκέψη. Θα το κανονίσουμε». Η Ιβέτ δεν είπε τίποτα, αλλά η Κάρλι ήταν σίγουρη ότι συμφωνούσε. Η Ιβέτ δεν έμενε ποτέ σιωπηλή αν διαφωνούσε! Η Κάρλι επέστρεψε στη δουλειά λίγο πιο ευχαριστημένη. Αφού κουβαλούσε το παιδί ενός αλλόμορφου, έπρεπε να μάθει τα
πάντα για τα παιδιά τους. Αλλωστε, αν μπορούσε να κάνει χαρούμενο ένα παιδάκι σαν τονΌλαφ, θα άξιζε τον κόπο. Ο αντισυνταγματάρχης Σέλντον κοίταξε το λοχία Κρόσμπι από πάνω μέχρι κάτω καθώς αυτός καθόταν προσοχή μπροστά από το γραφείο του. Ο νεαρός άνδρας ήταν μια μηχανή, σκέφτηκε ο Σέλντον, και τίποτα παραπάνω. Όχι σαν τον Γουόκερ Ντάνιελσον που είχε και δικές του απόψεις. Ο Ντάνιελσον ήταν καλός εκτελεστικός αξιωματικός, αλλά ο Σέλντον προτιμούσε τον Κρόσμπι, ο οποίος έκανε ό,τι του έλεγαν χωρίς ερωτήσεις. Ό,τι κι αν του ζητούσε να κάνει ο Σέλντον, ο Κρό-σμπι θεωρούσε ότι το γεγονός ότι το ήθελε ο Σέλντον ήταν ικανός λόγος για να το κάνει. Ο Σέλντον δεν ήθελε να εγκαταλείψει την αναζήτηση του Αλλόμορφου. Ο Τίγρης ήταν διαφορετικός και τα συμπεράσματα από τις έρευνες που έγιναν ήταν απίστευτα. Ο Σέλντον θεωρούσε ότι υπήρχαν μεγάλες δυνατότητες είτε από την εκπαίδευση του τίγρη είτε από την κατασκευή νέων αλλόμορφων με βάση αυτόν - μια μονάδα στρατιωτών που δε θα χρειάζονταν πολύ φαγητό, νερό ή ύπνο, που θα έτρεχαν κατά πάνω στα πυρά του εχθρού χωρίς φόβο και που ο οργανισμός τους θα επιβίωνε από αυτά. Αλλόμορφους στρατιώτες που θα ελέγχονταν μέσω ηλεκτροσόκ από τα κολάρα που ήδη είχαν.
Αν ο Σέλντον κατάφερνε να κατασκευάσει έναν τέτοιο αλλόμορφο στρατιώτη -ή ακόμα καλύτερα, μια διμοιρία- η καριέρα του θα εκτοξευόταν. Θα έπαιρνε προαγωγή, επαίνους, διακρίσεις - όλα αυτά θα γίνονταν δικά του. Ο Σέλντον δεν ήξερε πώς θα μπορούσαν να κατασκευαστούν κι άλλοι αλλόμορφοι -μέσω τεχνητής γονιμοποίησης ή με τον κλασικό τρόπο-, αλλά δεν τον ένοιαζε. Αυτό ήταν δουλειά των επιστημόνων με τις άσπρες ρόμπες. Αυτός ήθελε απλά να γίνει η δουλειά. Ο Τίγρης όμως είχε εξαφανιστεί. Ο Γουόκερ Ντάνιελσον νόμιζε ότι ο Σέλντον δεν είχε καταλάβει πως είχε κάποια σχέση με την εξαφάνιση. Ο Σέλντον είχε αφήσει περιθώριο κινήσεων στον Γουόκερ αλλά όταν ερχόταν η ώρα, θα τον περιόριζε. Εν τω μεταξύ, ο λοχίας Κρόσμπι στεκόταν προσοχή, ακίνητος σαν άγαλμα, περιμένοντας εντολές. Ο Σέλντον είχε στείλει τον στρατιώτη που εργαζόταν ως υπάλληλός του να τακτοποιήσει προμήθειες που δήθεν χρειαζόντουσαν για να μπορέσει να μιλήσει μόνος με τον Κρόσμπι χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς. «DNA» είπε ο Σέλντον. «Αφήνουμε λίγο όπου πηγαίνουμε». Ο Κρόσμπι δε μίλησε αν και ήταν σαφές ότι δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσε ο Σέλντον. Αν όμως ο Σέλντον κατάφερνε να βρει DNA του Τίγρη, οι
επιστήμονες θα μπορούσαν να δουλέψουν. Να το αναλύσουν ή να φτιάξουν κλώνους του τίγρη. Και πάλι όμως, ο Σέλντον δεν ήξερε πώς γινόταν κάτι τέτοιο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι αν θέλεις να γίνει κάτι, πρέπει να συγκεντρώσεις ανθρώπους αρκετά έξυπνους για να το κάνουν και να τους πεις τι θέλεις. Αν ικανοποιήσουν τις προσδοκίες σου, τους απολύεις και βρίσκεις άλλους στη θέση τους μέχρι να φτιάξεις την τέλεια ομάδα. «Θέλω το DNA του τίγρη. Θέλω να ψάξεις στο σπίτι της Κάρλι Ράνταλ, να το κάνεις άνω κάτω, για οτιδήποτε μπορεί να ανήκει στον τίγρη. Από μια τούφα μαλλιών μέχρι τα ρούχα του, ένα καπέλο, οτιδήποτε. Αν δεν βρεις τίποτα εκεί, ψάξε το σπίτι όπου έμενε στην πόλη των αλλόμορφων». Ο Κρόσμπι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και κινήθηκε ανεπαίσθητα. «Στην πόλη των αλλόμορφων, κύριε;» «Το σπίτι της γυναίκας είναι λιγότερο επικίνδυνο, γι’ αυτό σου λέω να ξεκινήσεις από εκεί. Αλλά μπορείς να τα βγάλεις πέρα με τους αλλόμορφους, Κρόσμπι.Έχεις εκπαιδευτεί γι’ αυτό». «Μ άλιστα, κύριε» είπε ο Κρόσμπι. «Ωραία. Αυτή είναι η αποστολή σου. Ελεύθερος. Α, και Κρόσμπι, μην αναφέρεις τίποτα στο λοχαγό Ντάνιελσον. Ορκίσου στην τιμή σου».
«Δεν πρόκειται, κύριε». Ο Κρόσμπι χαιρέτησε, έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. Φυσικά και δε θα έλεγε τίποτα, σκέφτηκε ο Σέλντον καθώς ο Κρόσμπι έκλεισε την πόρτα. Ο Κρόσμπι δεν παράκουγε ποτέ τις διαταγές. Αν ο Σέλντον έλεγε στον Κρόσμπι να αυτοπυροβοληθεί στο κεφάλι, πιθανότατα θα το έκανε, χωρίς ερωτήσεις. Το βράδυ, μετά τη συζήτηση με την Ιβέτ, η Κάρλι γύρισε σπίτι, μαγείρεψε, έφαγε και ανέβηκε πάνω για να κάνει ένα μπάνιο. Σκεφτόταν την ιστορία της Ιβέτ, πώς είχε αφήσει με τη θέλησή της μια ενδεχομένως λαμπρή καριέρα για να βοηθήσει τον κατατρεγμένο άνδρα που αγαπούσε.Ένα γλυκό, ρομαντικό παραμύθι. Η Ιβέτ είχε κάνει την επιλογή της και τριάντα χρόνια αργότερα, πίστευε ακόμα ότι είχε κάνει το σωστό. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της Κάρλι καθώς βυθίστηκε στο ζεστό νερό. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Η βροχή έπεφτε πάνω στη στέγη και τα παράθυρα και το νερό κυλούσε από την υδρορροή θυμίζοντας δάκρυα. Θυμήθηκε τον αποχαιρετισμό με τον Τίγρη, πώς την κοίταζε μες στα μάτια. Είσαι το ταίρι της καρδιάς μου. Πάντα θα είσαι.Ό,τι κι αν συμβεί.
Οι αντιστάσεις της Κάρλι έσπασαν σαν να της τσάκισε ο αέρας που φυσούσε μανιασμένα έξω.Έβαλε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια της κι άρχισε να κλαίει. Η φιγούρα που παραμόνευε στο σκοτάδι περίμενε να σβήσουν τα φώτα στο σπίτι της Κάρλι, οπισθοχώρησε μέσα στις σκιές και συνέχισε να παρακολουθεί. Η Κάρλι πεινούσε κι άλλο. Είχε φάει βραδινό, ένα σνακ μετά τα μπάνιο και κάτι ακόμα πριν ξαπλώσει. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξύπνησε και η κοιλιά της γουργούριζε. «Ποπό, πολύ τρως εσύ» είπε αγγίζοντας την κοιλιά της. «Πάω στοίχημα ότι θα είσαι ίδιος ο πατέρας σου». Αυτή η σκέψη τής έφερε πάλι δάκρυα στα μάτια ενώ η Κάρλι νόμιζε ότι δεν είχε κρατήσει τίποτα μέσα της, και ένα φόβο. Ο Τίγρης ήταν ένας ασυνήθιστος αλλόμορφος. Κι αν το σώμα της Κάρλι δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κυοφορήσει το παιδί του; Έπρεπε να μιλήσει στον Λίαμ, να του πει την αλήθεια, να του ζητήσει να τη συμβουλεύσει. Και ταυτόχρονα φοβόταν να το κάνει. Πώς θα αντιδρούσαν οι αλλόμορφοι στην είδηση ότι είναι έγκυος; Θα της ζητούσαν να ρίξει το μωρό;Ή να το γεννήσει και να τους το δώσει να το μεγαλώσουν; Η Κάρλι δεν ήθελε να συμβιβαστεί με καμία από τις δύο επιλογές. Το μικρό αυτό ήταν του Τίγρη και δικό της. Κανενός άλλου. Δεν
θα το εγκατέλειηε για να μεγαλώσει έγκλειστο, υπό παρακολούθηση, να είναι αντικείμενο ερευνών, αλυσοδεμένο, ναρκωμένο, με ηρεμιστικά -να περάσει όλα όσα πέρασε και ο Τίγρης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26 Μ ε το που μπήκε στη σκοτεινή κουζίνα, ήταν σίγουρη ότι κάποιος ήταν στο σπίτι.Ένα αεράκι, μια μυρωδιά, ένας ήχος... Δεν ήταν σίγουρη τι είχε αντιληφθεί, αλλά κάτι την είχε βάλει σε εγρήγορση. Η Κάρλι άπλωσε το χέρι της στο διακόπτη. Την ίδια στιγμή της επιτέθηκε ένας άνδρας, τη χτύπησε στο πρόσωπο και η Κάρλι έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα. Ονειρευόταν. Είδε τον Τίγρη, το σκληρό του πρόσωπο, τα χρυσά του μάτια, τα γένια που κάλυπταν το σαγόνι του. Τη μια στιγμή πάλευε με κάποιον που δεν είχε πρόσωπο και την άλλη στεκόταν πάνω από την Κάρλι, την άγγιζε, τη σήκωσε. Η Κάρλι ήταν ασφαλής στα χέρια του, το ταίρι της την κρατούσε και τη ζέσταινε. Το όνειρο διαλύθηκε και η Κάρλι ξύπνησε στο κρεβάτι της την ώρα που ξημέρωνε. Οι μεταξωτές πιτζάμες της Κάρλι αγκάλιαζαν το σώμα της και το κρατούσαν ζεστό.Ίσως γι’ αυτό είχε ονειρευτεί τον Τίγρη. Όχι όμως. Είχε πράγματι κατέβει στην κουζίνα, έτσι δεν ήταν;Ένιωθε
το στομάχι της άδειο.Έφαγε ή όχι; Η πρωινή ναυτία της προκαλούσε ζαλάδα. Δεν είχα σημασία αν είχε φάει ή όχι - είχε πάλι ναυτία. Πήγε στο μπάνιο κι έκανε εμετό. Μ ετά, πήγε στο νιπτήρα να πλύνει τα χέρια της και να ξεπλύνει το στόμα της, όπως έκανε κάθε πρωί. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε στον καθρέφτη... Τότε είδε τα τσιρότα στο πρόσωπό της. «Τι στο καλό;» Η Κάρλι έβγαλε το τσιρότο και είδε ένα κόψιμο και μια μελανιά κάτω από το αριστερό της μάτι. Άρχισε να θυμάται. Είχε κατέβει στην κουζίνα για να φάει κάτι, αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου, πήγε να ανάψει το φως. Η γροθιά, η πτώση, και μετά ο Τίγρης από πάνω της. Ο Τίγρης. Όχι, δεν μπορεί. Τότε όμως ποιος την είχεπεριποιηθεί και την είχε βάλει στο κρεβάτι; Αποκλείεται να το είχε κάνει ενώ μισοκοιμόταν. Η Κάρλι πήγε τρέχοντος από το δωμάτιο στην κουζίνα κι άρχισε να ψάχνει. Όλα ήταν στη θέση τους. Κανείς δεν ήταν εκεί, δεν υπήρχε κανένα ίχνος ότι κάποιος είχε μπει στο σπίτι το βράδυ.
Και όμως. Η πίσω πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Η κλειδαριά δεν ήταν σπασμένη. Κάποιος την είχε ξεκλειδώσει, είτε με κλειδί είτε με πασπαρτού, και την είχε ξανακλείσει χωρίς να κλειδώσει. Θυμόταν καθαρά ότι είχε ελέγξει τις πόρτες πριν πάει για ύπνο, όπως κάθε βράδυ, και ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Στο σαλόνι είδε ότι έλειπε ένα μαξιλάρι από την πολυθρόνα. Έμεινε να κοιτάζει τον καναπέ με τα χέρια στη μέση. Τι σόι κλέφτης έμπαινε στα κρυφά στο σπίτι, χτυπούσε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα, έκλεβε ένα μαξιλάρι του καναπέ, της έβαζε τσιρότα και ξανάφευγε κλείνοντας σαν κύριος την πόρτα; Περίεργο. Πήρε μια βαθιά ανάσα κάνοντας ένα μορφασμό πόνου. Ξεφυσηξε και ξοναπήγε στο δωμάτιο για να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Ο Κόνορ ανακάθισε στο κρεβάτι και ούρλιαξε. Ο εισβολέας που μπήκε στο σπίτι τα χαράματα ήταν σχεδόν αόρατος, αλλά έκανε ένα θόρυβο που ξύπνησε τον Κόνορ. Ο Κόνορ ήταν στο κρεβάτι του Τίγρη, στο δωμάτιο του Τίγρη που προηγουμένως ήταν δικά του. Δεν ήταν απαραίτητο να γυρίσει σ’ αυτό τώρα που ο Τίγρης έλειπε αλλά για κάποιο λόγο, ο Κόνορ ένιωθε πιο ασφαλής εδώ, σαν το δωμάτιο να είχε αποκτήσει μια προστατευτική αύρα λόγω της παρουσίας του Τίγρη. Μ έχρι σήμερα το πρωί. Ο άνδρας ήταν σαν μια ογκώδης μαύρη
μουτζούρα στο ημίφως του πρωινού, μαυροντυμένος, με φούμο στο πρόσωπο και μαύρο σκούφο. Το μόνο χρωματιστό πράγμα πάνω του ήταν μερικές μπλούζες του Τίγρη που είχε αρπάξει. Ο αλλόμορφος εαυτός του Κόνορ ξύπνησε. Το σώμα του προσπάθησε να αντισταθεί στην ξαφνική αλλαγή, αλλά ο πόνος ήταν αφόρητος και τα ρούχα και τα εσώρουχά του σκίστηκαν. Μ έχρι να πάρει τη μορφή νεαρού λιονταριού, ο εισβολέας είχε φύγει. Ο Κόνορ κατέβηκε από το κρεβάτι, έπεσε στα τέσσερα και πετάχτη-κε στην πόρτα. Όχι όμως αρκετά γρήγορα. Ο εισβολέας είχε κατέβει ήδη τη σκάλα και μπροστά του ήταν η Κιμ και η Κατριόνα. Η Κιμ έβαλε τις φωνές, αλλά έκανε στην άκρη. Ο Κόνορ πήδηξε από τη μέση της σκάλας πάνω στον εισβολέα που τον απέφυγε και συνέχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά. Ο Λίαμ και ο Σον έρχονταν τρέχοντας από την πίσω πόρτα τη στιγμή που ο Κόνορ έφτασε κάτω. Ο άνδρας βγήκε από τη μπροστά πόρτα με τον Σον και τον Λίαμ να τρέχουν πίσω του. Ο Κόνορ τους ακολούθησε και η ουρά του, που δεν είχε μάθει ακόμα να ελέγχει, πρόδιδε την οργή του.Έτρεξε μέχρι τη βεράντα και κατέβηκε τα σκαλιά, όπου είδε τον εισβολέα πεσμένο
ανάσκελα. Τον είχε ρίξει κάτω ο Ντίλαν. Ήταν κι ο Σπάικ εκεί. Μ άλλον είχαν ραντεβού για κάποια αποστολή ή κάτι τέτοιο. Ο άνδρας κοίταξε τον κλοιό των αλλόμορφων από πάνω του, τον Λίαμ, τον Σον, τον Ντίλαν, την Γκλόρι, τηνΆντρεα, τον Σπάικ και τον Κόνορ λαχανιασμένο πίσω τους. «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Λίαμ γρυλίζοντας. Η φωνή του ακουγόταν σαν να βγαίνει από πηγάδι. Ο Λίαμ μπορούσε να είναι πολύ χαλαρός και γοητευτικός, αλλά ο Κόνορ ήξερε ότι ο θείος του έκρυβε μια άβυσσο οργής, πόνου και θλίψης μέσα του, κυρίως λόγω του θανάτου του πατέρα του Κόνορ, του Κένι. Ο Λίαμ προσπαθούσε να το ελέγξει και πλέον είχε την Κιμ, αλλά όταν θύμωνε πολύ, αυτή η παλιά πίκρα και οργή τον κατάπιναν και τον έκαναν θανάσιμο αντίπαλο. Ο άνδρας δεν είπε τίποτα. Ο Σον έσκυψε πάνω του, σκούπισε το φούμο από το πρόσωπο του άνδρα με ένα πανί και συνέχισε να τον κοιτάζει. «Δεν έχω ιδέα ποιος είναι» είπε ο Σον. «Κάποιος ανώμαλος μάλλον» είπε η Γκλόρι. Λρπαξε τις μπλούζες του Τίγρη από τα χέρια του άνδρα. «Κλέβεις ρούχα αλλόμορφων. Και μετά τι; Θα έκλεβες τα σουτιέν μου;» «Γκλόρι» είπε η Άντρεα στη θεία της με απόλυτη ηρεμία.
«Δεν πειράζει» είπε η Γκλόρι χαμογελώντας πια. «Δε φοράω σουτιέν». Ο άνδρας τούς κοιτούσε όλους με τη σειρά, στωικά, αλλά η μυρωδιά του πρόδιδε την εγρήγορσή του. Δε φοβόταν όμως, σκέφτηκε ο Κόνορ. Περίεργο.Ήταν σε εγρήγορση επειδή τον έπιασαν. «Τι θα τον κάνουμε;» Η ερώτηση του Λίαμ ήταν ρητορική. Από τη μυρωδιά του Λίαμ και τα μάτια του που είχαν γίνει αχνό γαλάζιο, το χρώμα των αλλόμορφων, είχε ήδη αποφασίσει τι ήθελε να κάνει. «Δε γίνεται να τον σκοτώσεις, γιε μου» είπε ο Ντίλαν. «Δεν αξίζει να πληρώσεις το τίμημα». Ο Λίαμ εξοργίστηκε περισσότερο, η μυρωδιά του το μαρτυρούσε. «Μ πήκε στο σπίτι μου.Έβαλε σε κίνδυνο το ταίρι μου, το μικρό μου και το μικρό του αδερφού μου». Ο Λίαμ είχε γίνει υπερπροστατευτικός όσον αφορά τον Κόνορ, το γιο του Κένι, νιώθοντας υπεύθυνος για το θάνατό του. Ο εισβολέας άρχισε να φοβάται. Ο Λίαμ δεν ήταν όσο μαλθακός φαινόταν και ένας άνδρας ακόμα πιο τρομακτικός από τον Λίαμ, ο Ντίλαν, προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Ο Σπάικ γρύλισε συμφωνώντας με τον Λίαμ. Ο Σπάικ που είχε μάθει πρόσφατα ότι ήταν πατέρας είχε εξελιχθεί σε μάχιμο
προστάτη των μικρών. «Ηρεμήστε» είπε ο Σον. Η φωνή του ήταν η πιο ήρεμη αλλά έκρυβε οργή. «Μ ήπως να τον χρησιμοποιήσουμε για παραδειγματισμό;» Το χαμόγελό του ήταν τρομακτικό. «Θα έχει πλάκα». «Ωραία» είπε ο Ντίλαν. Ο Κόνορ πήρε πάλι ανθρώπινη μορφή, πράγμα επώδυνο, αλλά ήταν τόσο οργισμένος που δεν τον πείραζε να στέκεται γυμνός μπροστά στον εχθρό του. «Αφήστε με να βοηθήσω. Μ ε κατατρόμαξε». Η Αντρεα πήγε δίπλα στον Κόνορ και τον έπιασε από τη μέση. Το τρέμουλο και ο πόνος που ένιωθε ο Κόνορ υποχώρησαν λίγο. Το ταίρι του Σον έκανε τους άλλους να νιώθουν καλύτερα μόνο και μόνο με το να στέκεται δίπλα τους. Ο Κόνορ υπέθετε ότι ήταν το θεραπευτικό της άγγιγμα. «Η Κιμ είναι καλά;» τον ρώτησε η Αντρεα. «Νομίζω». Η Άντρεα κοίταξε μέσα στο σπίτι, έσφιξε τον ώμο του Κόνορ και γύρισε από την άλλη. «Πάω να βεβαιωθώ». Ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στο σπίτι, ενώ ο Κόνορ μπήκε στον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι αλλόμορφοι.
«Έχω μια ιδέα» είπε ο Λίαμ χαμογελώντας αλλά με οργισμένο βλέμμα. «Φυσικά και μπορείς να βοηθήσεις, Κόνορ». «Τέλεια» είπε ο Κόνορ. Κοίταξε τον άνδρα που μύριζε όλο και περισσότερο ανησυχία. «Περίμενε όμως λίγο. Να βάλω ένα παντελόνι». Ο Κρόσμπι βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα με κολλητική ταινία, σε μια καρότσα, ανάμεσα στον άνδρα με το ξυρισμένο κεφάλι και τα τατουάζ και το μεγαλύτερο άνδρα με το ατσαλένιο βλέμμα. Οι δύο αδερφοί Μ όρισεϊ και ο μικρός που είχε ξυπνήσει ο Κρόσμπι ήταν στο πίσω κάθισμα. Μ ια οικογενειακή εκδρομή, σκέφτηκε ο Κόνορ με μια δόση μαύρου χιούμορ. Οδήγησαν τον Κρόσμπι σε ένα χωματόδρομο, σε μια περιοχή με αποθήκες, και πάρκαραν δίπλα σε μια σειρά σκουπιδοτενεκέδες. Οι Μ όρισεϊ κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, διάλεξαν ένα σκουπιδοτενε-κέ, τον άνοιξαν και γύρισαν στο αυτοκίνητο. Οι πέντε αλλόμορφοι έπιασαν τον Κρόσμπι από τα χέρια κι απ’ τα πόδια και τον έβγαλαν από το φορτηγάκι. «Ένα» είπε ο Μ όρισεϊ, ενώ κουνούσαν τον Κρόσμπι μπρος πίσω. «Δύο. Τρίαααα». Ο Κρόσμπι ένιωσε να πετά και προσγειώθηκε με απόλυτη ακρίβεια μέσα στο σκουπιδοτενεκέ, πάνω σε ένα σωρό από σκουπίδια από βρομούσαν. Ακούσε τους αλλόμορφους να φεύγουν γελώντας
και το φορτηγάκι να ξεκινά. Δεν έφυγαν όμως. Καθώς ο Κρόσμπι περίμενε ακίνητος να φύγουν, κάτι του έκρυψε το φως και είδε από πάνω του τον Λίαμ. «Αν σε ξαναδώ στην πόλη των αλλόμορφων ή γύρω από αυτή» είπε με τη φωνή ενός άγριου ζώου «θα σε σκοτώσω». Δε γελούσε πια κι η ιρλανδική του προφορά είχε χαθεί. Είχε απομείνει η σιγουριά ενός άνδρα που δε φοβόταν να σκοτώσει. «Και δε θα σε βρει κανείς ποτέ. Αυτό στο εγγυώμαι». Ο Κρόσμπι τον πίστεψε. Ο Λίαμ έπιασε το καπάκι του σκουπιδοτενεκέ. Κοίταξε λίγο ακόμα τον Κρόσμπι με αχνά γαλάζια μάτια που δύσκολα μπορούσες να κοιτάς. Ο Κρόσμπι προσπάθησε να δείχνει ηττημένος και ακίνδυνος. Τελικά, ο Λίαμ άφησε το καπάκι να πέσει με δύναμη. Το φως και ο αέρα χάθηκαν. Η πόρτα του αυτοκινήτου έκλεισε με δύναμη κι αυτή τη φορά, το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε. Ο Κρόσμπι άρχισε να προσπαθεί να λύσει την ταινία γύρω από τα χέρια του. Δεν τον ένοιαζαν οι απειλές του Λίαμ γιατί δε σκόπευε να ξαναπάει στην πόλη των αλλόμορφων. Είχε τελειώσει μ’ αυτούς. Όταν ξεκόλλησε την ταινία, έβαλε το χέρι κάτω από τη μπλούζα
του και έβγαλε τη φανέλα που είχε προλάβει να κρύψει πριν τον πιά-σουν οι αλλόμορφοι. Η φανέλα ήταν του τίγρη και ο Κρόσμπι έπρεπε απλοις να την πάει στο διοικητή του. Αποστολή εξετελέσθη. Το μάθημα καλλιτεχνικών για τα παιδιά των αλλόμορφων έγινε σε ένα κοινοτικό κέντρο κοντά στην γκαλερί. Ο Άρμαντ είχε κανονίσει τα πάντα με μεγάλη επιτυχία ως συνήθως. Η Κάρλι και ο Άρμαντ ξεκίνησαν να ξεναγούν τα μικρά στην γκαλερί εξηγώντας τους το διαφορετικό στιλ κάθε καλλιτέχνη, από αναπαρα-στατική τέχνη και ζωγραφική.μέχρι αφηρημένη. Ο Άρμαντ μιλούσε για την υφή και πώς πρέπει να κοιτάζεις έναν πίνακα με πλούσια υφή από το πλάι για να τη διακρίνεις. Στο κοινοτικό κέντρο, ο Άρμαντ παρουσίασε διάφορες τεχνικές εξηγώντας ότι η δημιουργία έργων τέχνης δε γίνεται πάντα μέσω της ζωγραφικής σε καμβά. Τους έδειξε πώς τυπώνονται τα χαρακτικά και άφησε τα παιδιά να πάρουν μερικές σελίδες από τον εκτυπωτή για να δουν την εικόνα μιας αγριόγατας που είχε ζωγραφίσει. Στη συνέχεια, ο Άρμαντ μπροστά από μερικά καβαλέτα και τους έδειξε πώς να κρατάνε τα μολύβια ή τα πινέλα και τους άφησε να διαλέξουν ποιο από τα δύο προτιμούσαν για να ζωγραφίσουν το δικό τους έργο. Ο Άρμαντ ήταν καλός στο να κάνει την τέχνη διασκεδαστική.
Η Κάρλι τον παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Είχαν έρθει δέκα παιδιά αλλόμορφων, από τη Σέρι που ήταν σχεδόν είκοσι ενός μέχρι τον Τζόρνταν, το γιο του Σπάικ, που ήταν τεσσάρων. Στη Σέρι άρεσε να ζωγραφίζει ψηλές, γωνιώδεις γυναίκες με μακριά πόδια που έμοιαζαν με την Ιβέτ... Ο Τζόρνταν κουνούσε χαρούμενος ένα πινέλο με μπογιά πάνω από τη σελίδα του, κάνοντας χοντρές κόκκινες και κίτρινες πιτσιλιές, για τις οποίες φαινόταν πολύ περήφανος. Η Κάρλι σκέφτηκε ότι το μικρό με το περισσότερο ταλέντο ήταν η μικρή πολική αρκούδα, οΌλαφ. Είχε διαλέξει νερομπογιές και είχε χρωματίσει ολόκληρη τη σελίδα μαύρη. Όταν στέγνωσε, έξυσε τη μπογιά που είχε ξεραθεί με μια σπάτουλα κάνοντας έτσι σχέδια με το άσπρο χρώμα του χαρτιού, σαν αρνητικό φιλμ. Οι γραμμές θύμιζαν μεγάλες αρκούδες αλλά ήταν ατελείς, δε σχημάτιζαν ολοκληρωμένες μορφές. ΟΌλαφ τις κοίταζε ικανοποιημένος με την ίδια σοβαρότητα με την οποία η Κάρλι τον είχε δει να παρατηρεί τον κόσμο. «Είναι πολύ ωραίο,Όλαφ» είπε αφού ο Άρμαντ είχε πάει για να φέρει κι άλλα υλικά. «Μ οναδικό. Μ πορείς να μου μιλήσεις γι’ αυτό;» ΟΌλαφ συνέχισε να μελετά το σχέδιό του με τη σπάτουλα στο χέρι. «Οι γονείς μου» είπε.
Που είχαν πεθάνει, όπως είχε πει το ταίρι του Ρόναν, η Ελίζαμπεθ, στην Κάρλι. Ο Ρόναν είχε βρει τονΌλαφ, ένα ορφανό αλλόμορφο μικρό. Κανείς δεν ήξερε τι να τον κάνει κι έτσι τον κράτησε. Καημένο παιδάκι. Η Κάρλι πήγε να τον επαινέσει για η ζωγραφιά του αλλά μύρισε καπνό. Και η Σέρι το είχε μυρίσει. Σήκωσε το κεφάλι της, σούφρωσε τη μύτη της και ο ξαφνικός της φόβος έδειξε στην Κάρλι πόσο μικρή ήταν ακόμα για τα δεδομένα των αλλόμορφων. Η Σέρι κοιτούσε γύρω γύρω ψάχνοντας για κάποιον ενήλικο αλλόμορφο, κάποιον που θα την προστάτευε. Η Κάρλι είδε το ταβάνι πάνω από τη Σέρι να υποχωρεί. Αρπαξε το κορίτσι και την πήρε από εκεί τη στιγμή που οι φλόγες μπήκαν με βία στο δωμάτιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 Η αίθουσα στην οποία έκανε μάθημα ο Αρμαντ ήταν στη μέση του διώροφου κτιρίου και δεν είχε παράθυρα. Η έκρηξη διέλυσε τα φώτα βυθίζοντας το χώρο στο σκοτάδι. Το μόνο που φώτιζε ήταν οι φλόγες που τροφοδοτούνταν από το γκάζι. Τα μικρά ούρλιαζαν, τα καβαλέτα έπεσαν στο πάτωμα και τα μπουκαλάκια με το νέφτι εκρήγνυντο από την υψηλή θερμοκρασία τροφοδοτώντας τη φωτιά.
ΈξωΓΕπρεπε να βγουν έξω. Επικράτησε σύγχυση και πανικός. Η Κάρλι εισέπνευσε καπνό και ζεστό αέρα και πάλευε να πάρει ανάσα βήχοντας. Θυμήθηκε ότι όταν πέθαιναν άνθρωποι σε πυρκαγιές, συχνά ήταν από την εισπνοή καπνού, πολύ πριν τους φτάσουν οι φλόγες. Δεν μπορούσε όμως να βρει τις πόρτες, δε θυμόταν προς τα πού ήταν. Ακόμα κι αν το κτίριο είχε συστήματα έκτακτης ανάγκης, όπως εξόδους κινδύνου με φωτεινές επιγραφές ή πυροσβεστήρες, δεν τα έβλεπε πουθενά. Είχαν παγιδευτεί. Η Κάρλι άκουσε τα ουρλιαχτά του Τζόρνταν που έκλαιγε φωνάζοντας τον μπαμπά του, τους λυγμούς της πανικόβλητης Σέρι και τα ουρλιαχτά των άλλων παιδιών. Δεν άκουγε πουθενά τονΌλαφ. Σταμάτα. Περίμενε. Η Κάρλι έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της.Έπρεπε να θυμηθεί πώς ήταν το δωμάτιο πριν την έκρηξη. Ποιος ήταν εκεί και ποιος όχι. Ο Αρμαντ είχε πάει να φέρει κι άλλα υλικά. Ο Σπάικ και οΈλισον που είχαν συνοδεύσει τα παιδιά έκαναν βόλτες εκτός κτιρίου. Η Κάρλι γνώριζε αρκετά καλά τους αλλόμορφους πλέον για να ξέρει ότι είχαν πάντα το νου τους για πιθανούς κινδύνους. Αυτή τη φορά όμως ο κίνδυνος προήλθε από το εσωτερικό του κτιρίου, από το ταβάνι, και όχι απ’ έξω.
Ο Σπάικ και οΈλισον και ο Αρμαντ θα έβλεπαν τις φλόγες ή τον καπνό. Θα έσπευδαν και θα καλούσαν βοήθεια. Στο μεταξύ έπρεπε να βρει τις πόρτες και να βγάλει έξω τα μικρά. Το δωμάτιο ήταν παραλληλόγραμμο και είχε πόρτες και στις δύο άκρες. Εκείνη και οΌλαφ ήταν στο κέντρο. Η Κάρλι κοιτούσε προς την ανατολική πόρτα και οΌλαφ τη ζωγραφιά του. Η Κάρλι είχε πη-δήξει για να σπρώξει τη Σέρι για να μην τη χτυπήσει το ταβάνι αλλά ο Όλαφ; Είχε φύγει εγκαίρως; «Όλαφ!» ΟΌλαφ δεν ακουγόταν πουθενά και η Κάρλι ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει, έπρεπε να βγει έξω, να σώσει το μωρό της. Θυμήθηκε την εκπαίδευσή της για την αντιμετώπιση πυρκαγιάς, που ο Αρμαντ ανάγκαζε όλους τους υπαλλήλους του να παρακολουθήσουν. Ο καπνός πηγαίνει προς τα πάνω. «Κάτω!Όλοι κάτω! Συρθείτε προς τους τοίχους, βρείτε τις πόρτες!» Η αποφασιστική φωνή της Κάρλι ακούστηκε πάνω από τα ουρλιαχτά. Τα μικρά που ήταν συνηθισμένα να υπακούνε τους αλλόμορφους Α έπεσαν στο πάτωμα και τα ουρλιαχτά τους έγιναν κλάματα. Η Κάρλι έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κινείται στο χώρο ψηλαφίζοντας για να βρει τα μικρά. Μ ετά από λίγο, ένιωσε να πιάνει
μαλακό αλλά κατσαρό τρίχωμα. Μ ετά είδε το πρόσωπο μιας μικρής λευκής πολικής αρκούδας να την κοιτάζει. «Όλαφ» είπε με ανακούφιση η Κάρλι. Την ίδια στιγμή μετάνιωσε που ξεφύσηξε. Πονούσε όταν εισέπνεε. «Βρες την πόρτα, Όλαφ.Ή τουλάχιστον τον τοίχο. Θα τα καταφέρεις;» ΟΌλαφ γύρισε από την άλλη και άρχισε να περπατάει αλλά σταμάτησε απότομα και περίμενε όταν τον άφησε η Κάρλι. Η Κάρλι το κατάλαβε μετά από λίγο - οΌλαφ ήθελε να την οδηγήσει σε ασφαλές σημείο. Έπιασε το τρίχωμά του και τον άφησε να την οδηγήσει, έρποντας δίπλα του. Προσπέρασε άλλο ένα μικρό, το έπιασε και το έβαλε πάνω στην πλάτη του Όλαφ. ΟΌλαφ έφτασε μέχρι τον τοίχο, ακούμπησε με τον ώμο του και προχώρησε μέχρι να βρει την πόρτα. Μ ε τα πνευμόνια της έτοιμα να σκάσουν, η Κάρλι έσπρωξε την πόρτα αλλά δεν άνοιγε. Είχε μπλοκά-ρει;Ή ήταν κλειδωμένη; «Σέρι!» Η Σέρι μπορούσε να πάρει τη μορφή αρκούδας. Αν η πόρτα είχε κολλήσει μια έφηβη αρκούδα θα ήταν πιο χρήσιμη από έναν άνθρωπο, μια πολική αρκούδα μωρό κι ένα παιδί παραλυμένο από το φόβο.
«Σέρι! Σε χρειαζόμαστε!» Η Σέρι δεν απάντησε. Ο Όλαφ έβγαλε ένα γρύλισμα και ξαναπήγε προς τη φωτιά. Η Κάρλι του φώναξε αλλά μετά από λίγο, οΌλαφ γύρισε κρατώντας με το στόμα του το χέρι της Σέρι. Η Κάρλι σηκώθηκε, έπιασε τη Σέρι από τα χέρια και την τράβηξε στο πάτωμα μαζί τους.Έπιασε τη Σέρι από τους ώμους και την κοίταξε στα μάτια. «Σέρι, πρέπει να αλλάξεις μορφή. Χρειαζόμαστε κάποιον δυνατό να ανοίξει την πόρτα». «Δεν ανοίγει;» Η Σέρι κοιτούσε σα χαμένη, είχε τρομοκρατηθεί. «Σε παρακαλώ». Η Κάρλι την ταρακούνησε. «Πρέπει να γίνεις αρκούδα τώρα. Άλλαξε!» Η Σέρι κοίταξε για μια στιγμή ακόμα την Κάρλι χωρίς να καταλαβαίνει και μετά έγνεψε.Έπιασε τη μπλούζα με τρεμάμενα χέρια και η Κάρλι τη βοήθησε να τη βγάλει.Όταν έβγαλε αρκετά ρούχα, το ένστικτό της υπερίσχυσε και άρχισε να αλλάζει μορφή. Η Κάρλι έβλεπε ότι πονούσε καθώς η Σέρι έβγαζε ήχους άγχους. Το πρόσωπό της έγινε πρόσωπο αρκούδας και τα πόδια της κύρτωσαν και έβγαλαν νύχια. Η Κάρλι έκανε πίσω καθώς η Σέρι άρχισε να αλλάζει μορφή μέχρι που μια μεγάλη και άγρια αρκούδα πήρε τη θέση της δίπλα τους. Η Σέρι σηκώθηκε στα πίσω της πόδια, γρύλισε και άρχισε να χτυπά
την πόρτα με τα τεράστια πόδια της. Τελικά, η πόρτα έσπασε και η Κάρλι μαζί με τα μικρά ξεχύθηκαν στο διάδρομο. Όμως αντί για το καταφύγιο που είχε οραματιστεί, η Κάρλι είδε κι άλλες φλόγες.Έγλειφαν τους τοίχους. Η έξοδος ήταν μπλοκαρισμένη. «Γαμώτο!» Τουλάχιστον εδώ είχαν περισσότερο οξυγόνο. Προς το παρόν. Το στούντιο ήταν στο δεύτερο όροφο αλλά υπήρχαν κι άλλα δωμάτια με παράθυρα. Αν η Κάρλι κατάφερνε να συγκεντρώσει τα μικρά σε ένα από αυτά, θα άνοιγε ένα παράθυρο κι από κει θα τους κατέβαζε κάτω η πυροσβεστική. Ακόμα καλύτερα θα ήταν αν έβρισκε μια έξοδο κινδύνου. Η Κάρλι έτρεξε στο διάδρομο δοκιμάζοντας όσες πόρτες έφτανε. Ήταν όλες κλειδωμένες; Τι στο διάολο έτρεχε μ’ αυτό το μέρος; Δεν είχε πυροσβεστήρες, δεν είχε συναγερμούς, δεν είχε σήμανση για τις εξόδους... Και όμως, υπήρχαν πυροσβεστήρες. Η Κάρλι τούς είδε στο ταβάνι. Είδε και τους συναγερμούς στον τοίχο. Κάποιος έπρεπε να τους ενεργοποιήσει. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση να μη δουλεύει τίποτα ταυτόχρονα. Κάποιος είχε βάλει τη φωτιά επίτηδες για να εγκλωβίσει τα μικρά
και την Κάρλι. Η Κάρλι έπρεπε να συγκροτήσει την οργή της για όποιον ήταν τόσο διεστραμμένος ώστε να βάλει φωτιά σε ένα κτίριο γεμάτο παιδιά για αργότερα. Τώρα έπρεπε να βγουν έξω. «Σέρι!» φώναξε. Η Σέρι την πλησίασε αμέσως και έσκυψε πάνω της τρέμοντας. Η Κάρλι κατάλαβε ότι ήθελε κάποιον να την καθησυχάσει, κάποιον να της πει τι να κάνει. Έβαλε το χέρι της γύρω από τους ώμους της αρκούδας και την αγκάλιασε. «Θα γλιτώσουμε, Σέρι. Μ πορείς να σπάσεις το τζάμι; Να ένας πυροσβεστήρας». Τι μπορούσε να κάνει ένας μικρός πυροσβεστήρας απέναντι στις τεράστιες φλόγες; Η Κάρλι δεν είχε ιδέα αλλά κακό δε θα έκανε. Και θα έδινε στη Σέρι κάτι να κάνει. Η Σέρι κατευθύνθηκε προς τον πυροσβεστήρα. Το πάτωμα έτρεμε από το βάρος της.Έκανε θρύψαλα το τζάμι του πυροσβεστήρα με ένα χτύπημα. Η Κάρλι πήρε τον πυροσβεστήρα που ήταν μεγαλύτερος και βαρύτερος από αυτόν που είχαν στην γκαλερί και τον κούνησε. Τουλάχιστον δούλευε. Από το στόμιο πετάχτηκε αφρός που κράτησε τις φλόγες μακριά από αυτό το σημείο. Η Κάρλι έσυρε τον πυροσβεστήρα μέχρι το σημείο όπου περίμεναν τα μικρά κι έριξε κι άλλο αφρό.
Φώναξε στη Σέρι να προσπαθήσει να σπάσει τις άλλες πόρτες. Η Σέρι υπάκουσε. Το πάτωμα σειόταν κάθε φορά που έπεφτε με φόρα πάνω σε μια πόρτα. Η Κάρλι συνέχισε να ρίχνει αφρό στο στούντιο.Έβηχε όμως, δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Τα μικρά μαζεύτηκαν γύρω από την Κάρλι. Κρατιόνταν μεταξύ τους και κρατούσαν κι αυτή. Μ έτρησε τα μικρά και αναστέναξε με ανακούφιση όταν είδε ότι ήταν οχτώ το ένατο και το δέκατο ήταν η Σέρι και οΌλαφ στο χολ. Οι προσπάθειες να σβήσει τη φωτιά με τον πυροσβεστήρα είχαν κάποιο αποτέλεσμα γιατί καταπολέμησαν τις φλόγες που ήταν δίπλα τους. Η Κάρλι οδήγησε τα μικρά έξω από το στούντιο, ρίχνοντας αφρό στη φωτιά, πηγαίνοντας τα μικρά στο σημείο όπου η Σέρι προσπαθούσε να ανοίξει μια πόρτα. Όλες οι πόρτες έμοιαζαν σφραγισμένες ή κλειδωμένες.Ήταν ατσάλινες. Η Σέρι έπεφτε πάνω τους, αλλά δεν είχε καταφέρει να ανοίξει καμιά. Είχαν όμως μια ελπίδα. Η Κάρλι συνέχιζε να ρίχνει αφρό, η Σέρι συνέχιζε να πέφτει πάνω στις πόρτες και οΌλαφ προσπαθούσε να τις βοηθήσει. Τα υπόλοιπα μικρά είχαν κουλουριαστεί γύρω από την Κάρλι, ο Τζόρνταν μάλιστα είχε γραπωθεί από το πόδι της. Όλα θα ήταν καλά, σκέφτηκε η Κάρλι, αν δεν είχε γίνει η επόμενη έκρηξη που γκρέμισε τους τοίχους του διαδρόμου ανοίγοντας δρόμο σε άλλη μια πύρινη κόλαση.
Πέρασε πάνω απ’ όλους τους, πάνω από τα οδοφράγματα, τους πυροσβέστες, τους αστυνομικούς που προσπάθησαν να τον σταματήσουν. Έσπασε οτιδήποτε βρισκόταν στο πέρασμά του, συμπερι-λαμβανομένης της μπροστινής πόρτας που ήδη κρεμόταν από τους μεντεσέδες και όρμησε μέσα στην πύρινη κόλαση. Ήταν πίσσα σκοτάδι και κι η ζέστη αφόρητη. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος καπνό. Δεν είχε βρεθεί ποτέ σ’ αυτό το κτίριο, ούτε καν κάπου κοντά, μέχρι σήμερα που ακολούθησε την Κάρλι και τον Άρμαντ. Δεν είχε καμία σημασία. Η οξυμένη όσφρηση του Τίγρη του έλεγε ότι τα μικρά ήταν από πάνω του, παγιδευμένα στο δεύτερο όροφο. Του έλεγε επίσης ότι το τζάγκουαρ και ο μεγάλος γκρι λύκος στο τέλος του διαδρόμου δεν ήξεραν πώς να περάσουν το φράγμα που τους έκλεινε το δρόμο. Παντού υπήρχαν ερείπια, κομμάτια από τον τοίχο, τους σωλήνες, το ταβάνι. Ο Σπάικ και οΈλισον προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν αλλά σε κάθε άλμα ή βήμα που έκαναν, ο σωρός έπεφτε κι αυτοί γλιστρούσαν. Ο Τίγρης γρύλισε ταράζοντας την ατμόσφαιρα. ΟΈλισον και ο Σπάικ γύρισαν έκπληκτοι και συνέχισαν να προσπαθούν να περάσουν το εμπόδιο. Ο Τίγρης πέρασε δίπλα τους. Πήρε φόρα και πήδηξε πάνω στο
σωρό εντοπίζοντας σημεία για να κρατηθεί που είχαν διαφύγει από τους άλλους δύο, μέχρι που έφτασε στην κορυφή. Από εκεί η απόσταση για τον άλλο όροφο ήταν μικρή, αλλά ο Σπάικ και οΈλισον είχαν μείνει κάτω και γρύλιζαν. Ο Τίγρης γύρισε προς το μέρος τους και τους μίλησε γρυλίζοντας. Κρατηθείτε, βλάκες. Βιαστείτε. ΟΈλισον που είχε τη μορφή λύκου κατάλαβε και πιάστηκε από την ουρά του Τίγρη. Ο Τίγρης πίσω του τύλιξε τα πόδια του γύρω από τονΈλισον. Ο Τίγρης πήδηξε. Χρησιμοποίησε τα νύχια του για να πηδήξει στον πάνω όροφο. Το βάρος των άλλων δύο δεν τον καθυστερούσε. Όταν βρέθηκαν στον όροφο, ο Σπάικ και οΈλισον άφησαν τον Τίγρη και οι τρεις τους έμειναν να κοιτάζουν ένα διάδρομο καλυμμένο από τις φλόγες. Ο Τίγρης έτρεξε. Τεντώθηκε και πήδηξε μέσα στην πύρινη κόλαση κλείνοντας τα μάτια του για να αποφύγει τον καπνό. Δεν χρειαζόταν να βλέπει.Ήξερε πού ήταν η Κάρλι. Ο δεσμός του ζευγαρώματος ήταν σα μια κλωστή που τον τραβούσε προς εκείνη. Βρήκε την Κάρλι πεσμένη ανάσκελα στο πάτωμα, σε απόσταση αναπνοής από μια εστία φωτιάς, ακίνητη. Ο Τίγρης βρυχήθηκε, μετακίνησε κι άλλα ερείπια. Τα μικρά ούρλιαζαν. Το τζάγκουαρ πέρασε από δίπλα τους. Ο Τζόρνταν φώναξε κι
άνοιξε τα χέρια του. Ο Σπάικ έπιασε τον Τζόρνταν από την μπλούζα με τα δόντια και ανέβασε το αγοράκι στην πλάτη του. Η Σέρι που είχε ακόμα μορφή αρκούδας ήταν δίπλα σιην Κάρλι και έβγαλε ένα βρυχηθμό πόνου. ΟΌλαφ που είχε ανθρώπινη μορφή καθόταν δίπλα στην Κάρλι κρατώντας της το χέρι. Η καρδιά του Τίγρη χτυπούσε σαν τρελή.Ήταν ακίνητος.Ήξερε όμως ότι η Κάρλι ήταν ζωντανή.Ένιωθε ακόμα το δεσμό του ζευγαρώματος, όπως και το δεσμό με το μικρό της. Ήταν όμως λιπόθυμη και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο στάχτες. Η Σέρι την κούνησε με τη μουσούδα της γρυλίζοντας. Ο Τίγρης μύρισε το πρόσωπο της Κάρλι, ρούφηξε τη μυρωδιά της, καθησυχάζοντάς τη μέσω του δεσμού. Μ ετά, έπιασε το χερούλι της πλησιέστερης πόρτας κι ένιωσε τα πόδια του να καίγονται. ΟΌλαφ είπε σοβαρά: «Προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τις πόρτες. Έχουν μπλοκάρει. Θα ζήσει η Κάρλι;» Ο Τίγρης είδε σε ποια σημεία προσπαθήσει η Σέρι να κατεδαφίσει δύο ατσάλινες πόρτες. Πιάστηκε από το χερούλι της μίας αλλά αυτό έσπασε κι ο Τίγρης έπεσε στο έδαφος. Ξανασηκώθηκε, τινάχτηκε και άφησε την οργή να τον κυριεύσει. Μ πορεί η Σέρι να μην είχε καταφέρει να σπάσει την πόρτα, αλλά δεν είχε κατασκευαστεί σε ένα εργαστήριο όπου αυτό ήταν μέρος
της εκπαίδευσης. Μ ετά από κάποιο διάστημα μάλιστα, οι ερευνητές έπρεπε να φτιάχνουν πόρτες για το κλουβί του Τίγρη μισό μέτρο πάχος. Ο Τίγρης έκανε πίσω, πήρε φόρα και έπεσε πάνω στην πόρτα με όλη του τη δύναμη. Η πόρτα τραντάχτηκε, λύγισε κι άλλο, ξεκόλλησε από τον τοίχο και γκρεμίστηκε. Ο Τίγρης πέρασε από την πόρτα, μέσα από τη φωτιά και φλέγόμενα αντικείμενα κι έπεσε πάνω σε ένα τοίχο κάτω από ένα παράθυρο. Τα στόρια ήταν κατεβασμένα. Ο Τίγρης τα ξήλωσε από τον τοίχο, το ίδιο και το παράθυρο. Οι πυροσβέστες που ήταν κάτω φώναζαν κι έκαναν νόημα στο πυροσβεστικό όχημα με τη σκάλα να αλλάξει θέση. Ο Τίγρης γκρέμισε το παράθυρο κι έτρεξε στο διάδρομο. Αρπαξε τονΈλισον από το σβέρκο και τον έσυρε μέχρι την Κάρλι. ΟΈλισον κατάλαβε τι του ζητούσε να κάνει, πήρε ανθρώπινη μορφή κι αμέσως άρχισε να ιδρώνει από τη ζέστη. Πήρε την Κάρλι στους ώμους και έτρεξε στο παράθυρο. Δεν είχε χρόνο να περιμένει να δει αν το πυροσβεστικό είχε φτάσει Έπρεπε να βγάλει τους υπόλοιπους. Ο Σπάικ πέρασε από δίπλα του τρέχοντος με τον Τζόρνταν κι άλλο ένα μικρό πάνω του και μπήκε στο δωμάτιο με το ανοιχτό
παράθυρο. Τα μικρά κατέβηκαν από την πλάτη του κι ανέβηκαν στο περβάζι. Ο Τίγρης γρύλισε στη Σέρι. Εκείνη ανασυγκροτήθηκε αναγνωρίζοντας τον Τίγρη ως ανώτερο. Πήρε στην πλάτη της τρία μικρά και μπήκε στο επόμενο δωμάτιο. Έμεναν τέσσερα μικρά, μαζί με τονΌλαφ. Ο Τίγρης έσκυψε, τα άφησε να σκαρφαλώσουν πάνω του και να πιαστούν από το τρίχωμά του.Ένας κάθιδρος πυροσβέστης εμφανίστηκε στο παράθυρο, έπιασε την Κάρλι και την ίδια στιγμή άλλος ένας πυροσβέστης φάνηκε πίσω του. Ο Σπάικ και οΈλισον έμειναν με τα μικρά, βοηθώντας τα και καθησυχάζοντάς τα, όσο οι πυροσβέστες τα έβγαζαν από το κτίριο. Τα είχαν καταφέρει. Μ όλις έκανε αυτή τη σκέψη ο Τίγρης, ακούστηκε άλλη μια έκρηξη που εκτόξευσε αυτόν και μερικά μικρά πίσω στο διάδρομο. Η ατσαλένια κάσα της πόρτας που οδηγούσε προς τη σωτηρία τους έγινε κομμάτια καθώς ο τοίχος γκρεμίστηκε. Η έκρηξη είχε γίνει στον πάνω όροφο. Το ταβάνι του διαδρόμου κατέρρευσε και καταπλάκωσε τον Τίγρη και τέσσερα μικρά που βρέθηκαν ξαφνικά θαμμένοι σε φλέγόμενα ερείπια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
Η Κάρλι ανέκτησε τις αισθήσεις της κι ένιωσε ότι κάτι την είχε πλα-κώσει.Έκανε να πιάσει αυτό που της πίεζε το πρόσωπο, ψηλάφησε μια πλαστική μάσκα, άνοιξε τα μάτια της και είδε ένα διασώστη. «Ηρέμησε» είπε ο άνδρας. «Είσαι καλά. Απλώς χρειάζεσαι οξυγόνο. Είσαι έγκυος, σωστά;» Η Κάρλι έγνεψε καταφατικά χωρίς να βγάλει τη μάσκα. «Θα σε πάμε στο νοσοκομείο και θα δούμε αν είσαι καλά εσύ και το μωρό. Εντάξει;» Η Κάρλι σήκωσε τη μάσκα από το στόμα. «Που είναι οι υπόλοιποι;» Ο διασώστης τής ξαναφόρεσε τη μάσκα. «Έρχονται. Το αφεντικό σου είπε ότι υπήρχαν δέκα παιδιά. Σωστά;» Η Κάρλι έγνεψε ξανά, ενώ τα μάτια της έτρεχαν. «Κάποιος τίγρης έτρεξε να τα σώσει». Ο διασώστης κούνησε το κεφάλι. «Μ άλλον ήταν κάποιος από αυτούς τους αλλόμορφους. Δεν μπορέσαμε να τον σταματήσουμε». Τίγρης; Η Κάρλι δεν μπορούσε να κάνει ερωτήσεις με τη μάσκα. Ένιωσε κι άλλα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της. Ο Τίγρης είχε επιστρέφει. Και θα έσωζε τα μικρά. Πίεσε τον εαυτό της να χαλαρώσει, να εισπνέει το οξυγόνο και να μην κινείται. Ο Τίγρης θα έβγαινε από το κτίριο, θα έσωζε τα
μικρά, και τέλος καλό, όλα καλά. Ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος, πυροσβέστες να φωνάζουν και ένας πίδακας φωτιάς και καπνού πετάχτηκε από τη σκεπή του κτιρίου και υψώθηκε στον απογευματινό ουρανό. Απ’ όλα τα παράθυρα, έβγαιναν φλόγες κι ένα μέρος του κτιρίου κατέρρευσε. Η Κάρλι ούρλιαζε.Έβγαλε τη μάσκα με μια κίνηση και προσπάθησε να κατέβει από το φορείο. Ο διασώστης, ένας δυνατός Λατινοαμερικάνος, την κράτησε κάτω. «Όχι, εσύ θα μείνεις εδώ». «Βγήκαν;» φοίναξε η Κάρλι. «Βγήκαν;» «Δεν ξέρω. Θα μάθουμε, εντάξει;» Η Κάρλι έσφιξε τα πλαϊνά του φορείου και έμεινε να κοιτάζει το κτίριο μέχρι που πόνεσαν τα μάτια της. ΟΈλισον και ο Σπάικ ήταν εκεί, με ανθρώπινη μορφή, και οδηγούσαν τη Σέρι και τα μικρά στο πάρκινγκ. Είχαν φτάσει κι άλλοι αλλόμορφοι, ο Λίαμ και ο Ντίλαν, ο Σον και ο Ρόναν. Ο Ρόναν έτρεξε στη Σέρι που είχε ξαναγίνει κορίτσι, και την αγκάλιασε. Την πήρε μακριά τυλίγοντάς τη με την κουβέρτα που του είχε δώσει ένας πυροσβέστης Τα μικρά: ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε και η Σέρι. Τα υπόλοιπα πρέπει να ήταν μέσα με τον Τίγρη. Η Κάρλι προσπάθησε πάλι να κατέβει από το φορείο πιέζοντας τη
μάσκα στο πρόσωπό της. Μ ετά βίας έβλεπε με τόσο καπνό και με τα δάκρυα να τρέχουν και με τόσο κόσμο και αυτοκίνητα που είχαν μαζευτεί. Το μόνο που διέκρινε ήταν το μικρό κοινοτικό κέντρο ήταν πλέον ένας σωρός από ερείπια που φλέγονταν, κατέρρεε, ενώ ο Τίγρης και τα μικρά ήταν μέσα. Ακούστηκαν φωνές μπροστά από το κτίριο. Οι υπόλοιποι διασώστες έτρεξαν προς τα εκεί. Από την είσοδο του κτιρίου έβγαινε καπνός και το πλήθος άνοιξε. Από το άνοιγμα της πόρτας και μέσα από τους καπνούς και τις φλόγες ξεπρόβαλε ο Τίγρης. Το τρίχωμά του είχε μαυρίσει αλλά κινούνταν γρήγορα και στην πλάτη του κουβαλούσε τα παιδιά. Σταμάτησε όταν είδε τους διασώστες να τρέχουν και ξάπλωσε στο έδαφος ώστε να κατέβουν τα παιδιά. Τρία παιδιά. Οι διασώστες τα πήραν και ο Λίαμ και ο Ντίλαν περικύκλωσαν τους διασώστες και τα παιδιά. Μ όνο τρία μικρά. Η Κάρλι πέταξε τη μάσκα οξυγόνου και ξέφυγε από το διασώστη. Αρχισε να τρέχει, σκοντάφτοντας, προς την είσοδο και τον Τίγρη. Ο Τίγρης είχε ήδη σηκωθεί όρθιος καθώς η Κάρλι έτρεχε προς το μέρος του. «ΟΌλαφ!» φώναξε. «Πού είναι οΌλαφ;» Αναγκάστηκε να σταματήσει λόγω του βήχα που την έπιασε. Τα
πνευμόνια της δεν είχαν καθαρίσει ακόμα από τον καπνό. Ο Ρόναν άφησε τη Σέρι και την έσπρωξε προς τον Σον. Ο Τίγρης είχε αρχίσει να τρέχει προς το κτίριο πριν ακόμα η Κάρλι τον ρωτήσει για τονΌλαφ. Ακόμα μια έκρηξη φώτισε το σημείο και πλέον το κοινοτικό κτίριο ήταν παραδομένο στις φλόγες. Ο Τίγρης μπήκε μέσα. Η Κάρλι κατέρρευσε. Είδε για μια στιγμή τη σιλουέτα του Τίγρη μέσα από τις φλόγες. Μ ετά, τίποτα. Πλέον δεν ξεχώριζε καμιά κίνηση. Υπήρχαν μόνο φλόγες. Το πάτωμα κάτω από τα πόδια του Τίγρη έλιωνε. Το τρίχωμά του καιγόταν. Ήταν μάταιο να προσπαθεί να βλέπει και γι’ αυτό, έκλεισε τα μάτια του. Πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα περνούσαν αριθμοί συντεταγμένες, γωνίες, αποστάσεις. Όλες οι πληροφορίες από τα σχέδια του κτιρίου συμπυκνώθηκαν σε μια φόρμουλα που περνούσε μπροστά από τα μάτια του. Ο Τίγρης ήξερε ακριβώς πού είχε πέσει οΌλαφ αλλά δεν είχε καταφέρει να σταματήσει για να τον πιάσει. Και τα άλλα μικρά γλιστρούσαν κι έβηχαν. Ο Τίγρης είχε τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να τα πάει σε ασφαλές μέρος. Η νέα έκρηξη είχε περιπλέξει την κατάσταση, αλλά ο Τίγρης
περνούσε μέσα από τις φλόγες, με τα μάτια κλειστά, και σταμάτησε μπροστά στη μικρή πολική αρκούδα.Έσκυψε και σήκωσε τονΌλαφ από το σβέρκο. Έπειτα, ο Τίγρης άρχισε να τρέχει προς τα πίσω. Οι φλόγες τον εμπόδιζαν. Καιγόταν, το τρίχωμά του μύριζε καμένο, οι τένοντές του έλιωναν αλλά ο Τίγρης συνέχιζε να τρέχει. Η πόρτα δεν ήταν εκεί που τη θυμόταν. Ο Τίγρης έκλεισε ξανά τα μάτια του, καθάρισε το μυαλό του κι άφησε τους αριθμούς να περάσουν μπροστά από τα μάτια του. Γιατί τους έβλεπε και γιατί μπορούσε να τους ερμηνεύει, δεν ήξερε αλλά δεν τον ένοιαζε. Χάρη στους αριθμούς που τον καθοδηγούσαν, έφτασε αμέσως στη μοναδική πόρτα που είχε απομείνει και βγήκε στο φως της ημέρας. Μ ια τεράστια Κόντιακ αρκούδα έπιασε τονΌλαφ καθώς τον άφησε ο Τίγρης. Η αρκούδα μεταμορφώθηκε στον Ρόναν που πήρε το λιπόθυμο Όλαφ στα χέρια του και έτρεξε προς τους γιατρούς. Ο Τίγρης κατέρρευσε. Τα πνευμόνια του ήταν υγρά, το τρίχωμά του είχε καεί, η φωτιά είχε διαλύσει το δέρμα του. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, να αναπνεύσει, να βγάλει μιλιά. Ακούσε τη φωνή της Κάρλι -το ταίρι μου- και άνοιξε τα μάτια του. Είδε την Κάρλι, με μαλλιά καψαλισμένα, ρούχα καμένα και αίμα στα χέρια και τα πόδια.Ήταν όμως ζωντανή.
Ο Τίγρης αναστέναξε. Η Κάρλι ήταν πολύ μακριά του αλλά ασφαλής. Τότε, ο Τίγρης εστίασε γύρω του και είδε καμιά δεκαριά όπλα να τον σημαδεύουν. Ο Τίγρης γρύλισε. Δεν μπορούσε να κουνηθεί.Ήταν ανάσκελα, με ανθρώπινη μορφή, αλυσοδεμένος και τόσο εξαντλημένος που δεν μπορούσε να μεταμορφωθεί σε τίγρη. Τον είχαν ξαναδέσει έτσι στο νοσοκομείο και παλιότερα, στο ερευνητικό κέντρο όπου είχε κατασκευαστεί. Μ όνο που αυτή τη φορά, δεν άντεχε να χτυπιέται από οργή, να προσπαθήσει να σπάσει τις αλυσίδες.Ήταν αδύναμος και πέθαινε. Αφού παραλίγο να καεί ζωντανός σήμερα. Ήταν ακόμα σήμερα;Ή είχαν περάσει ολόκληρα μερόνυχτα; Δεν είχε ιδέα. Τα μικρά ήταν ασφαλή. Η Κάρλι το ίδιο. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Κάποια στιγμή, άνδρες με άσπρες μάσκες μπήκαν και του πήραν αίμα και δείγμα κυττάρων από τη μασχάλη.Ήταν το μόνο σημείο όπου δεν είχε καεί. Ο Τίγρης με έκπληξη συνειδητοποίησε ότι έβλεπε και άκουγε. Αυτές οι δύο αισθήσεις λειτουργούσαν παρότι όταν άνοιξε το αριστερό μάτι, έβλεπε μόνο κάτι λευκό. Είχε ακόμα την αίσθηση της όσφρησης γιατί μύριζε τον εαυτό του και δε μύριζε ωραία. Όσο για τη γεύση, δεν ήταν σίγουρος,
εκτός από το ότι ένιωθε το στόμα του ξερό. Δεν του είχαν δώσει νερό. Του χορηγούσαν μόνο υγρά ενδοφλέβια. Αναμφίβολα ο Τίγρης είχε την αίσθηση της αφής. Ο πόνος που ένιωθε ήταν αβάσταχτος. Δεν ήταν σίγουρος ποιος τον κρατούσε αιχμάλωτο αυτή τη φορά, αλλά μάλλον ήταν το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων. Οι άνδρες που είχαν έρθει έμοιαζαν να είναι από τη μονάδα του Γουόκερ. Δεν είχε όμως πια καμιά σημασία. Η Κάρλι ήταν ασφαλής. Το μικρό του ήταν ασφαλές. Ο Τίγρης είχε δει τα μαγικά νήματα του δεσμού του ζευγαρώματος ανάμεσά τους να λαμπυρίζουν - άθικτα και ανθεκτικά. Πέρασε κι άλλη ώρα. Του πήραν κι άλλο αίμα, κι άλλα κύτταρα, του άλλαξαν ορό. Ο Τίγρης δεν μπορούσε να μιλήσει για να ρωτήσει τους γιατρούς τι του έκαναν ή για ποιο λόγο. Τον πήρε ο ύπνος. Κοιμόταν ανήσυχα.Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, είδε από πάνω του δυο ερευνητές. Το παρόν και το παρελθόν είχαν γίνει ένα κι ο Τίγρης άρχισε να σκέφτεται ότι είχε ονειρευτεί πως τον είχαν αφήσει από το εργαστήριο και όλα όσα είχαν συμβεί από τότε. «Μ ερικά ακόμα δείγματα» είπε ο ένας. «Μ ετά είναι τελειωμένος».
«Τελειωμένος;» «Θα θανατωθεί. Είναι αδύνατον να σωθεί». «Κρίμα» είπε ο άλλος. «Θα είχε ενδιαφέρον να τον μελετήσουμε». «Οι διαταγές είναι διαταγές», είπε ο πρώτος. «Μ πορούμε όμως να τον ανοίξουμε. Να δούμε πώς είναι μέσα». «Κάτι είναι κι αυτό». Ο Τίγρης ήθελε να τους επιτεθεί, να τους ξεσκίσει. Όμως, έμενε ακίνητος, το σώμα του δεν τον υπάκουγε. Χρειαζόταν την Κάρλι. Την ήθελε τόσο πολύ. Δεν ήταν όνειρο. Η Κάρλι ήταν πραγματική. Ο Τίγρης προσπάθησε να σηκωθεί, να φύγει από εκεί πριν τον σκοτώσουν, να πάει στην Κάρλι. Το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να τον ξαναπάρει ο ύπνος. Είδε την Κάρλι, τα κόκκινα χείλη της, το πλατύ της χαμόγελο, τα σέξι πόδια της, τον τρόπο που έκλεινε τα πανέμορφα μάτια της όταν έσκυβε να τον φιλήσει. Όταν έσκυβε, ο Τίγρης έβλεπε το απαλό της στήθος μέσα από το φόρεμά της.Ήθελε να την πάρει αγκαλιά, να τη γλείψει, να φιλήσει το στήθος της. Αναστέναζε τόσο όμορφα όταν της το έκανε αυτό.
Κάρλι, προσπάθησε να πει.Έβγαλε μόνο έναν πνιχτό ήχο. Ο Τίγρης πίεσε τον εαυτό του. «Κάρλι». «Συγγνώμη, φίλε μου». Νόμιζε ότι από πάνω του ήταν ο Γουόκερ. «Δεν είμαι τόσο όμορφος. Τώρα όμως ξέρω τι είσαι». Ο άνδρας είχε θριαμβευτικό ύφος. «Η τουλάχιστον, γιατί φτιάχτηκες». Τέλεια. Ο Τίγρης ήθελε να πει με το σαρκαστικό τόνο του Κόνορ. Είχα μια σκασίλα. «Έφερα κάποιον να σε δει». Ο Τίγρης κυριεύτηκε από φόβο. Όχι.Όχι την Κάρλι. Αυτό το μέρος δεν ήταν ασφαλές. Δεν έπρεπε να είναι εδώ. Όμως, ο Γουόκερ δεν έγνεψε στην Κάρλι, αλλά στον Λίαμ. «Φέρθηκες πολύ ηρωικά» είπε ο Λίαμ με την ιρλανδική του ειρωνεία. «Νομίζω ότι το ταπεινό μου σπιτικό δεν είναι αρκετά μεγάλο για σένα πια, αλλά θα σε δεχτώ έτσι κι αλλιώς. Η Κάρλι μου είπε ότι αν γυρίσω χωρίς εσένα, καλύτερα να μη γυρίσω καθόλου». Η Κάρλι καθόταν στην άκρη του μεγάλου κρεβατιού στη σοφίτα του Λίαμ και κοιτούσε τον Τίγρη. Φοβόταν να τον αγγίξει γιατί ό,τι είχε απομείνει από το δέρμα του ήταν μαυρισμένο και εύθραυστο. Οποιοσδήποτε άλλο άνθρωπος ή αλλόμορφος, θα είχε πεθάνει. Ήταν βράδυ και το δωμάτιο του Τίγρη φωτιζόταν μόνο
από μια μικρή λάμπα. Οι υπόλοιποι είχαν πέσει για ύπνο, αλλά η Κάρλι δεν ήθελε να αφήσει τον Τίγρη μόνο στο σκοτάδι. Τις τελευταίες μέρες, οΌλαφ που συνήθως δε μιλούσε πολύ έλεγε σε όποιον συναντούσε πώς εκεί που πίστευε ότι θα πέθαινε, εμφανίστηκε μέσα από τις φλόγες ο Τίγρης και τον έσωσε. Πώς μπήκε μέσα κι έτρεξε καταπάνω του έλεγε οΌλαφ με θαυμασμό ξανά και ξανά. ΟΌλαφ είχε ζητήσει να του πάρουν χαρτί και μπογιές για να φτιάξει μια ζωγραφιά στην Κάρλι και ο Αρμαντ του τα είχε φέρει. Ο Όλαφ είχε απορροφηθεί να ζωγραφίζει έναν τεράστιο τίγρη να κουβαλάει μια μικρή πολική αρκούδα μέσα στις φλόγες. Πάνε οι αφηρη-μένες εικόνες χωρίς πρόσωπο. Ο τίγρης τουΌλαφ είχε το πρόσωπο και την άγρια έκφραση του Τίγρη. «Είσαι ήρωας» είπε η Κάρλι στον Τίγρη. «Όλες οι εφημερίδες και η τηλεόραση μιλάνε για σένα. Ειδικά αφότου ο υπάλληλος εκείνου του καταστήματος σε αναγνώρισε και είπε ότι είσαι αυτός που σταμάτησε το ληστή.Ένας αλλόμορφος ήρωας. Μ άλλον θα γίνεις ήρωας κόμικς». Ο Τίγρης δεν απάντησε. Δεν είχε μιλήσει μια ολόκληρη μέρα. Ούτε είχε αναρρώσει. Δεν υπήρχε καμία αλλαγή. «ΟΊΘαν δε με ενοχλεί» είπε η Κάρλι. «Ο δικηγόρος του Άρμαντ
μίλησε στο δικηγόρο του Ίθαν και τον συμβουλέυσε ότι εφόσον με απάτησε, και εφόσον είσαι τόσο δημοφιλής, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να σε αφήσει ήσυχο. Κι εμένα. Καλό αυτό. Δε με νοιάζει αν δεν ξαναδώ ποτέ τον Ίθαν». Ο Τίγρης παρέμενε σιωπηλός κι η καρδιά της Κάρλι σπάραζε. Αγνόησε την κούραση και ξάπλωσε δίπλα του. Ευτυχώς ήταν καλά, παρ’ όσα πέρασε. Οι διασώστες, ο γιατρός στα επείγοντα και ο προσωπικός της γιατρός είχαν επιβεβαιώσει ότι παρά τις γρατξουνιές και τους μώλωπες και το λαιμό της που θα πονούσε για κάποιο διάστημα, δεν είχε υποστεί κάτι σοβαρότερο. Το μωρό ήταν καλά κι αυτό. Ευτυχώς. Η Κάρλι στηρίχτηκε στον αγκώνα της. Το πρόσωπο του Τίγρη ήταν σχεδόν μαύρο, το ένα μάτι κλειστό, το άλλο πιο χαλαρό, χωρίς εγκαύματα. Τα χείλη του είχαν εγκαύματα σε κάποια σημεία, μόνο η μία πλευρά ήταν ροζ και υγιής. Όταν υπέστη τα εγκαύματα είχε μορφή τίγρη αλλά υποτίθεται ότι και στην ανθρώπινη μορφή, τα εγκαύματα παρέμεναν στα ίδια σημεία. «Ο γιατρός μου χάρηκε με το πόσο ανθεκτικός είναι ο μικρός μας. Ή η μικρή. Δεν ξέρω ακόμα». Η Κάρλι άγγιξε την κοιλιά της. «Είτε είναι αγόρι, είτε κορίτσι, θα είναι δυνατό σαν τον μπαμπά του». Ο Τίγρης παρέμεινε σιωπηλός, ακίνητος. Δεν κινούνταν ούτε ελάχιστα. Ανέπνεε αδύναμα, δεν είχε καμία άλλη δραστηριότητα.
Η Αντρεα είχε επιστρατεύσει δύο φορές τις μαγικές της δυνάμεις για να τον θεραπεύσει. Αν δεν ήταν αυτή, ο Τίγρης δε θα ανέπνεε καν, αλλά η Αντρεα είχε πει ότι έκανε ό,τι μπορούσε. Τώρα, ήταν στα χέρια της φύσης. «Η μητέρα μου ενθουσιάστηκε όταν άκουσε την ιστορία» είπε η Κάρλι. «Δεν είχε καταλάβει ότι είσαι αλλόμορφος αλλά πάλι, δε φορούσες το κολάρο σου όταν τη γνώρισες. Για την ακρίβεια, έχουν ενθουσιαστεί και όλες οι αδερφές μου. Μ ου τηλεφωνούν συνέχεια. Τους είπα να με αφήσουν για λίγο ήσυχη. Θέλουν να κάνουν ένα πάρ-τι για μας, όταν θα είσαι καλύτερα. Το ίδιο και η Ιβέτ και ο Άρμαντ, κι αν ήξερες τη μαγειρική της Ιβέτ, θα καταλάβαινες ότι θα είναι πολύ ωραία». Η Κάρλι δεν περίμενε να απαντήσει ο Τίγρης. Μ ιλούσε γιατί είχε ανάγκη να το κάνει. «Ξέρεις, ο Λίαμ σε έσωσε. Ο Γουόκερ κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια στον Λίαμ για να μπει στο στρατόπεδο και να σε δει. Όχι φυσικά για να σε πάρει και να σε φυγαδεύσει. Σ’ έβγαλαν έξω στα κρυφά με το φορτηγάκι του Γουόκερ. Παρεμπιπτόντως είναι εδώ. Ο Γουόκερ εννοώ. Είναι κι αυτός ενθουσιασμένος μαζί σου, λέει συνεχώς ότι πρέπει να σου μιλήσει αλλά δε μας λέει τι θέλει να σου πει. Είναι σίγουρος ότι θα περάσει στρατοδικείο, αλλά δεν τον ανησυχεί».
Καμία αντίδραση.Ένα αεράκι έκανε το στόρι να χτυπήσει στο παράθυρο και κάπου μακριά, ακούστηκε ένας αλλόμορφος λύκος να αλυχτά. Εδώ όμως, σιγή. Η Κάρλι θυμήθηκε τη νύχτα που είχαν περάσει σ’ αυτό το κρεβάτι, όταν ανακάλυπταν ο ένας το σώμα του άλλου. Τότε, είχε συλληφθεί το μωρό τους. Σκέφτηκε τη σκληρή, αρρενωπή ομορφιά του Τίγρη, τον τρόπο που τα μάτια του σκοτείνιασαν λίγο πριν τελειώσει, πώς την κρατούσε τρυφερά, συγκροτώντας τον εαυτό του για να μην της κάνει ωμό, σκληρό σεξ. Πώς τον ένιωθε μέσα της, βαθιά, σκληρά, με αυτήν να κουνιέται πάνω του, μετά αυτόν να μπαίνει μέσα της.Ένα ορμητικό συναίσθημα. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξανανιώσει έτσι. Εκείνη τη νύχτα άγγιξαν ο ένας τον άλλο, είχαν φιληθεί, είχαν γευτεί ο ένας τον άλλον. Της είχε κάνει έρωτα αργά αργά, στην αρχή από πάνω της. Μ ετά, γύρισαν στο πλάι, η Κάρλι τύλιξε το πόδι της στο γοφό του, ενώ ο Τίγρης μπήκε ξανά μέσα της. Του άρεσε αυτή η στάση γιατί μπορούσε να χαϊδεύει τα μαλλιά της, να τη φιλά στο μέτωπο, να γλιστρά το χέρι του στο στήθος της. Τώρα, ο όμορφος άνδρας ήταν ακίνητος, σχεδόν αγνώριστος. Πρέπει να πονούσε αφόρητα. «Μ ακάρι να μην είχες τραυματιστεί τόοο» είπε η Κάρλι.
«Φοβάμαι». Ξέσπασε σε κλάματα.Ένα δάκρυ κύλησε κι έπεσε πάνω στο καμένο δέρμα του. Ο Τίγρης έβγαλε έναν ήχο, ένα γρύλισμα, έναν αναστεναγμό. Η Κάρλι έσκυψε πάνω του, φοβισμένη και ελπίζοντας ταυτόχρονα αλλά ο Τίγρης δεν αντέδρασε ξανά. «Μ ου είπες ότι το άγγιγμα από το ταίρι μπορεί να θεραπεύσει». Η Κάρλι έφερε τις άκρες των δαχτύλων της πάνω από το πρόσωπό του. «Αλλά φοβάμαι να σε αγγίξω». Χάιδεψε με το δάχτυλό της τα χείλη του στο σημείο που δεν είχαν καεί. Ανεπαίσθητα. «Ήθελα να σου πω ότι αποφάσισα. Είμαι αναμφίβολα το ταίρι σου». Καμιά απάντηση. Η Κάρλι άγγιξε ξανά τη γωνία του στόματός του, θαυμάζοντας το τμήμα των χειλιών του που παρέμενε τόσο ζεστό και απαλό παρά τα τραύματά του. «Το ταίρι της καρδιάς μου» ψιθύρισε. Ξάπλωσε ξανά δίπλα του και σκεπάστηκε προσεκτικά για να μην τον ακουμπήσει με το σεντόνι. Πίστευε ότι δεν θα κατάφερνε να κοιμηθεί αλλά τελικά υπέκυψε στην εξάντληση και τη στενοχώρια και αποκοιμήθηκε. Ο Κρόσμπι γλίστρησε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, προσγειώθηκε αθόρυβα στο πάτωμα και είχε καθαρή οπτική επαφή με το στόχο του. Ήταν πολύ εύκολο να μπεις σε αυτά τα μπαγκαλόου από τα παράθυρα στους πάνω ορόφους, από τη σκεπή. Η αποστολή του είχε γίνει ακόμα πιο εύκολη χάρη στην
αναγνωριστική έρευνα που είχε κάνει πριν μπει. Χωρίς να αλλάξει θέση, ο Κρόσμπι έβγαλε το όπλο του από τη θήκη. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι δίπλα στον αλλόμορφο αλλά δεν πείραζε. Δεν ήταν αυτή ο στόχος. Ο Κρόσμπι θα έφερνε σε πέρας την αποστολή του, θα επέστρεφε στο στρατόπεδο, θα έδινε αναφορά και ή θα έπεφτε για ύπνο ή θα συνέχιζε με την επόμενη αποστολή. Πλησίασε το κρεβάτι, πήρε ένα μαξιλάρι για να χρησιμοποιήσει ως σιγαστήρα, έβαλε το μαξιλάρι πάνω στο στήθος του Τίγρη και άρχισε να πιέζει τη σκανδάλη. Ένιωσε τον καρπό του να σπάει από τη δύναμη του χεριού που τον άρπαξε και του έστριψε το χέρι. Το όπλο εκπυρσοκρότησε προς τον τοίχο. Το μαξιλάρι έπεσε κάτω και ο πυροβολισμός ακούστηκε δυνατά. Η γυναίκα, η Κάρλι, ούρλιαξε και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Αυτός που είχε πιάσει το χέρι του Κρόσμπι ήταν ο τίγρης, μισοκαμένος, μοιάζοντας περισσότερο με πτώμα παρά με άνθρωπο.Ένα από τα μάτια του ήταν κατάλευκο και τυφλό, το άλλο κίτρινο και γεμάτο οργή. Ο Αλλόμορφος τίγρης μίλησε με δυσκολία και σπασμένη φωνή. «Μ ην. Πειράξει. Το ταίρι μου».
Ο Κρόσμπι προσπάθησε να ξεφύγει και ο πόνος τον διαπέρασε. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα για να πει ότι δεν ήταν εδώ για να πειράξει τη γυναίκα. Μ όνο τον τίγρη. Η πόρτα άνοιξε με δύναμη, φεύγοντας σχεδόν από τους μεντεσέδες, και μπήκε ο αλλόμορφος με το όνομα Λίαμ, Ο Κρόσμπι θυμήθηκε τι του είχε πει ότι θα πάθαινε αν τον ξανάβλεπε στην πόλη των αλλόμορφων και ένιωσε το φόβο να τον κυριεύει. Ο Κρόσμπι δεν ένιωθε ποτέ φόβο.Ήταν πρωτόγνωρο συναίσθημα. «Τίγρη» έλεγε η γυναίκα.Όχι όμως με φόβο αλλά με έκπληξη, πιθανότατα επειδή ο μισοπεθαμένος τίγρης ήταν ακόμα ζωντανός. Ο Λίαμ έπιασε τον Κρόσμπι από το σβέρκο. Ο Κρόσμπι είχε ακόμα στο χέρι το πιστόλι του αλλά δεν μπορούσε ούτε να το στρέψει πάνω του ούτε να πυροβολήσει γιατί δεν ένιωθε τα δάχτυλά του. Ο Λίαμ έστριψε το όπλο. «Τίγρη, άσ’ τον. Θα το φροντίσω εγώ». «Ποιος είναι αυτός;» φώναξε η Κάρλι στον Λίαμ. «Πώς μπήκε μέσα;» Ο Κρόσμπι ένιωσε αηδία. Αν του μιλούσε έτσι μια γυναίκα, θα τη χαστούκιζε. Οι αλλόμορφοι έπρεπε να ελέγχουν καλύτερα τις γυναίκες τους. «Είναι πιο αποφασισμένος απ’ όσο πίστευα» είπε ο Λίαμ. «Τίγρη, άσ’ τον. Πρέπει να κρατήσεις δυνάμεις».
Η οργή του τίγρη δεν κόπαζε. Ανοιξε όμως το χέρι του και άφησε τον καρπό του Κρόσμπι. Τώρα που δεν τον έσφιγγε πια ο Τίγρης, ο καρπός του Κρόσμπι λύγισε και τα σπασμένα κόκαλα του προκάλε-σαν απίστευτο πόνο. «Είσαι ξύπνιος« είπε η Κάρλι στον τίγρη γεμάτη χαρά. «Κινείσαι. Δυνάμωσες». Ο Τίγρης την κοίταξε κι αμέσως, η σπίθα έσβησε από τα μάτια του. Ξανάπεσε στο κρεβάτι. «Το άγγιγμα από το ταίρι» είπε κι έκλεισε τα μάτια. Η Κάρλι έριξε ένα βλέμμα γεμάτο οργή στον Κρόσμπι. «Μ πάσταρδε. Αν του έκανες κακό...» Παλιοσκρόφα. «Εχω εντολές να τον σκοτώσω» είπε ο Κρόσμπι. «Έτσι κι αλλιώς πεθαίνει». «Τότε γιατί να τον σκοτώσεις;» ξέσπασε η Κάρλι. «Καλή ερώτηση» είπε ο Λίαμ σφίγγοντας περισσότερο το λαιμό του Κρόσμπι. «Έχεις την απάντηση;» Ο Κρόσμπι την είχε γιατί ο Αντισυνταγματάρχης του είχε εξηγήσει. «Έχουμε αρκετά δείγματα DNA. Ο Αλλόμορφος τίγρης μάς είναι άχρηστος πια. Πρέπει να πεθάνει και να μεταφερθεί στο στρατόπεδο για να αποτεφρωθεί. Δεν πρέπει να πέσει στα χέρια
του εχθρού». Δεν υπήρχε λόγος να το κρατά πια μυστικό. Ο Αντισυνταγματάρχης δεν είχε πει ότι οι πληροφορίες αυτές είναι απόρρητες. Ο Λίαμ τον ταρακούνησε. «Και λέγοντας στα χέρια του εχθρού, εννοείς...» «Οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον αντισυνταγματάρχη Σέλντον» ακούστηκε μια φωνή. Ο αρχιλοχίας Γουόκερ Ντάνιελσον, αυτό το ανυπάκουο καθίκι είχε μπει στο δωμάτιο.Όχι ότι ο Κρόσμπι θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο σε ανώτερο του στα ίσα. «Οποιοσδήποτε μπορεί να καρπωθεί τη δόξα, επειδή έμαθε τι είναι ο Τίγρης και τι μπορεί να κάνει» συνέχισε ο αρχιλοχίας. «Οχι, κύριε» είπε ο Κρόσμπι κοφτά. «Οι μυστικές υπηρεσίες των εχθρών. Ο στρατός των εχθρών. Οι κυβερνήσεις των εχθρών». «Καλά, κι αυτοί» απάντησε ο αρχιλοχίας σα να κοροϊδεύει τον Κρό-σμπι. Ο Κρόσμπι το σιχαινόταν αυτό. «Δεν πρέπει να πέσει στα χέρια του εχθρού ο Τίγρης» επανέλαβε ο Κρόσμπι. «Γι’ αυτό είμαι εδώ» είπε ο Γουόκερ. «Μ πορείς να φύγεις, λοχία. «Μ ε όλο το σεβασμό, κύριε. Εκτελώ διαταγές του αντισυνταγματάρ χη. Είναι ανώτερος σας, κύριε».
Ο Γουόκερ οήκωσε τους ώμους και γύρισε προς τον Λίαμ. «Σπίτι σου είναι. Μ πορείς να τον συνοδεύσεις έξω. Αλλιώς δε θέλω να ξέρω τι θα του κάνεις». «Έτσι κι αλλιώς δε θα σου έλεγα». Ο Λίαμ έπιασε ακόμα πιο γερά τον Κρόσμπι από το σβέρκο και τον έσυρε έξω από την πόρτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 Ο Λίαμ κατέβηκε με τον Κρόσμπι τις σκάλες και τον οδήγησε έξω από το σπίτι, στις αυλές πίσω από τα σπίτια των αλλόμορφων. Δεν υπήρχαν άλλοι αλλόμορφοι, όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά. Τον πήγε σε μια συστάδα δέντρων που σχημάτιζαν έναν κύκλο. Μ όνο σε εκείνο το σημείο είχε ομίχλη αλλά το μόνο που απασχολούσε τον Κρόσμπι ήταν ο πόνος που ένιωθε στον καρπό του και το πώς θα ξεφύγει από τον Λίαμ για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Δεν μπορούσε να γυρίσει στον Σέλντον έχοντας αποτύχει. Μ έσα από την ομίχλη εμφανίστηκε ένας άλλος αλλόμορφος.Ήταν ο Ντίλαν, ο πατέρας του Λίαμ. Αυτός θα ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα. Ήταν μεγαλύτερος και πιο έμπειρος από το γιο του και το βλέμμα του έλεγε στον Κρόσμπι ότι θα έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να τον σταματήσει.
«Σ’ το ξανάπα, γιε μου» είπε ο Ντίλαν στον Λίαμ. «Δεν μπορείς να τον σκοτώσεις. Εξαρτώνται τόσα άτομα από εσένα». «Το ξέρω». Ο Λίαμ έσφιξε το σβέρκο του Κρόσμπι με τρομερή δύναμη. «Δεν μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση μόνο γι’ αυτή τη φορά;» «Όχι». Έσφιξε κι άλλο το σβέρκο του Κρόσμπι. Λίγο ακόμα κι η σπονδυλική του στήλη θα έσπαγε. «ΤΟ ξέρεις ότι αυτό είναι το κάθαρμα που έβαλε τη φωτιά». Ο Ντίλαν έγνεψε. «Ναι». «Τότε ξέρεις γιατί πρέπει να τον σκοτώσω». Ο Λίαμ μιλούσε χαμηλόφωνα. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά έκρυβε μια οργή. Ο Κρόσμπι δεν τον είχε ξανακούσει έτσι. Ο Ντίλαν γύρισε και κοίταξε τον Κρόσμπι. «Ποιος ήταν ο στόχος σου;» Ο Λίαμ γρύλισε. «Έχει σημασία;» «Θέλω να ξέρω». Ο Ντίλαν κοίταξε κατάματα τον Κρόσμπι. Τα μάτια του ήταν ψυχρά σαν παγόβουνα. «Μ ίλα».
Ο Κρόσμπι μαζεύτηκε όσο περισσότερο μπορούσε. «Μ ε διέταξαν να ξετρυπώσω τον αλλόμορφο τίγρη. Ο διοικητής μου υποπτευόταν ότι παραμόνευε κάπου τριγύρω. Είπε ότι αν βάλουμε σε κίνδυνο τη γυναίκα του, θα εμφανιστεί». Ο Κρόσμπι ένιωσε ικανοποίηση. «Είχε δίκιο». «Ναι αλλά στο κοινοτικό κέντρο υπήρχαν και μικρά» Είπε ο Ντίλαν ψυχρά. «Παιδιά. Μ ωρά». «Οχι παιδιά» τον διόρθωσε ο Κρόσμπι. Ποτέ του δεν θα πείραζε μια γυναίκα ή ένα παιδί εκτός αν το άξιζαν. «Μ όνο αλλόμορφα μπάσταρδο και μια αλλόμορφη πουτάνα». Αυτή τη φορά, η σπονδυλική στήλη του σχεδόν ακούστηκε να σπάει. «Θα πεθάνεις γι’ αυτό που είπες» είπε ο Λίαμ. «Λυπάμαι, πατέρα». «Όχι». Ο Ντίλαν μιλούσε χαμηλόφωνα αλλά με κύρος. Πατέρας και γιος στάθηκαν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο για πολλή ώρα, ώσπου ο Λίαμ αναστέναξε και άφησε τον Κρόσμπι. Τα γόνατα του Κρόσμπι λύγισαν, αλλά ένιωσε το εξίσου δυνατό χέρι του Ντίλαν να τον τραβά και να τον σηκώνει όρθιο. «Καλά λοιπόν» είπε ο Λίαμ κοιτάζοντας τον πατέρα του. Και χωρίς άλλη λέξη, έκανε μεταστροφή και έφυγε. Η ομίχλη κάλυψε τον Κρόσμπι και τον Ντίλαν καταπίνοντας τον Λίαμ και την Πόλη των Αλλόμορφων.
«Δε θα πεθάνεις γι’ αυτό που είπες» είπε ο Ντίλαν ήρεμα. «Αυτά είναι λόγια κάποιου που δεν ξέρει». Ο Κρόσμπι άρχισε να χαλαρώνει. Αν ο Ντίλαν το εννοούσε ότι δε θα τον σκοτώσει, τότε ίσως να μπορούσε να ξεφύγει, να μπει στο σπίτι και να σκοτώσει τον τίγρη με κάποιον τρόπο. Θα σκεφτόταν μετά πώς θα ξέφευγε. Αυτό που είχε σημασία ήταν η αποστολή του. Ο Ντίλαν έπιασε τον Κρόσμπι από το σβέρκο πιο σφιχτά απ’ ό,τι ο Λίαμ. Ο Ντίλαν πλησίασε το στόμα του στο αυτί του Κρόσμπι. «Θα πεθάνεις επειδή παραλίγο να σκοτώσεις τα μικρά μας. Και γι’ αυτό, μακάρι να σε λυπηθεί η θεά». Γύρισε από την άλλη και κοίταξε μέσα στην ομίχλη. «Φιον!» Η ομίχλη έγινε ακόμα πιο παχιά και ένα ψως έσκισε τον αέρα τρία μέτρα πιο κει. Στο άνοιγμα εμφανίστηκε ένας ψηλός άνδρας, με άκρα τόσο μακριά σα να τα έχεις τραβήξει.Ήταν ντυμένος σαν πολεμιστής από άλλη εποχή, με μακριές άσπρες πλεξούδες, αλυσιδωτή πανοπλία, δέρμα και γούνα. «Έλα» είπε. Ο Ντίλαν έσπρωξε τον Κρόσμπι μέσα στο άνοιγμα και μπήκε κι αυτός. Η ατμόσφαιρα έγινε πηχτή και υγρή, αλλά ταυτόχρονα πιο
φωτεινή, σαν να ανέτειλε ξαφνικά ο ήλιος. Το έδαφος ήταν σπογγώδες. Καμία σχέση με την ξηρασία του Τέξας. Ο Κρόσμπι ήξερε ότι είχε βρεθεί σε κάποιο άλλο μέρος που έμοιαζε περισσότερο με τις ζούγκλες της Κεντρικής Αμερικής, αλλά όπου έκανε κρύο. Τι στο διάολο είχε γίνει; Το άνοιγμα στον αέρα εξαφανίστηκε. Δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει, ούτε τοΌστιν, ούτε η Πόλη των Αλλόμορφων. Ο Ντίλαν γύρισε τον Κρόσμπι από την άλλη για να τον βλέπει. Τα μάτια του είχαν γίνει άσπρα και το χέρι που τον έσφιγγε είχε αποκτήσει τα νύχια ενός τεράστιου αιλουροειδούς. «Προσπαθώ να διδάξω το γιο μου να είναι ελεήμων και εγκρατής» είπε ο Ντίλαν στον Κρόσμπι. Η φωνή του έβγαινε από τα σωθικά του. «Επειδή εγώ δεν είμαι». «Εδώ δεν υπάρχει κανένας νόμος κατά της εκδίκησης» είπε με ικανοποίηση ο ψηλός άνδρας. «Αντίθετα μάλιστα, επιβάλλεται». «Για τα μικρά» είπε ο Ντίλαν κι εκείνη τη στιγμή, ο Κρόσμπι παραδόθηκε στο φόβο του. Ένιωσε τον εφιάλτη που ήταν η πραγματικότητα του Ντίλαν και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε. Ο Τίγρης δεν ξανακουνήθηκε ούτε ξαναμίλησε την υπόλοιπη νύχτα. Η Κάρλι είχε ταραγμένο ύπνο παρά τις διαβεβαιώσεις ότι
ο Κρόσμπι δεν αποτελούσε πια κίνδυνο. Το ότι κάποιος πυροβόλησε δίπλα της, ενώ αυτή κοιμόταν δεν ήταν ευχάριστη εμπειρία. Το φως του πρωινού μπήκε από το παράθυρο αγγίζοντας απαλά το πρόσωπο του Τίγρη. Είχε πια περισσότερη δροσιά καθώς πλησίαζε ο Σεπτέμβρης. Η ασφυκτική ζέστη του καλοκαιριού είχε σπάσει λίγο. Η Κάρλι σκέφτηκε ότι ο Τίγρης φαινόταν καλύτερα. Το τμήμα του προσώπου του που δεν είχε καεί είχε ένα ζωντανό χρώμα και δεν ήταν χλωμό και το τμήμα του κεφαλιού που δεν είχε καεί ήταν ροζ και όχι μαύρο. Ο Τίγρης άνοιξε τα μάτια του.Ίσως το τραυματισμένο μάτι του να φαινόταν λίγο πιο καθαρό λόγω του ήλιου - χρυσάφι αντί για άσπρο. «Τίγρη;» ψιθύρισε η Κάρλι. Ο Τίγρης έστριψε ελάχιστα το κεφάλι του. Κατέβασε το πρόσωπό του αλλά η κίνηση αυτή πόνεσε. «Κάρλι». Η φωνή του μόλις που έβγαινε, ξεψυχισμένη. «Εδώ είμαι». «Άγγιξέ με». Η Κάρλι ανοιγόκλεισε τα μάτια της κι έσφιξε το χέρι της. «Δε θέλω να σε πονέσω». «Αγγιξέ... με». Είπε την τελευταία λέξη ξεψυχισμένα και ξανάκλει-
σε τα μάτια. Η Κάρλι ξεροκατάπιε και πέρασε τα ακροδάχτυλά της πάνω από το υγιές τμήμα του προσώπου του. Όπως και χτες το βράδυ, το σημείο των χειλιών του που δεν είχε καεί ήταν απαλό σαν μετάξι, το ίδιο και το πρόσωπό του, τα μουστάκια του είχαν καεί. Τον χάιδεψε στο λαιμό, στα σημεία που δεν είχαν εγκαύματα, μετά στον ώμο και κατέβηκε στο στέρνο. Μ ετά, τον χάιδεψε ξανά στο πρόσωπο και μετά, αργά και προσεκτικά, έσκυψε από πάνω του και τον φίλησε στην άκρη του στόματος. «Κάρλι» ψιθύρισε. Η φωνή του είχε δυναμώσει; «Ταίρι της καρδιάς μου». «Ναι». Η Κάρλι τον φίλησε ξανά. «Είπες ότι μας ενώνει ο δεσμός του ζευγαρώματος. Τώρα σε πιστεύω». Ακούμπησε το χέρι της στο στέρνο του. «Το νιώθω. Το ορκίζομαι». Ο Τίγρης έκλεισε το χέρι στα δάχτυλά του και το οδήγησε σε ένα σημείο ανάμεσα στο στήθος της και το δικό του. «Εδώ». Η Κάρλι σα να ένιωσε κάτι.Ένα απαλό γαργάλημα που πέρασε από το χέρι στον ώμο της και ζέστανε την καρδιά της. «Αυτός είναι ο δεσμός του ζευγαρώματος;» Ο Τίγρης έγνεψε καταφατικά με ζεστό βλέμμα.Έφερε τα χέρια
τους πάνω από την κοιλιά της. «Το μικρό μου. Το μικρό μας. Κι άλλος δεσμός». «Ανυπομονώ να τον γνωρίσω» είπε η Κάρλι χαϊδεύοντας τα δάχτυλά του. «Ή να την γνωρίσω». «Οι δεσμοί με θεραπεύουν» ψιθύρισε ο Τίγρης. «Μ αγικά». Η Κάρλι χαμογέλασε. «Δεν υπάρχει μαγεία». «Οι αλλόμορφοι έχουν μέσα τους μαγεία των Φάε. Ο Φιον είπε ότι αυτό δεν ισχύει για μένα, αλλά κάτι υπάρχει. Βλέπω τη μαγεία, τους δεσμούς, τα νήματα». Αγγιξε το μάτια του, η φωνή του δυνάμωνε όσο μιλούσε. «Βλέπω στο σκοτάδι. Ξέρω πού είναι τι. ΕίδατονΌλαφ». «Όταν ξαναμπήκες στο κτίριο, πίστεψα ότι θα πεθαίνατε κι οι δύο». Είπε τις τελευταίες λέξεις πνιχτά και θυμήθηκε τον κόμπο που είχε νιώσει στο λαιμό. «Τον είδα» είπε ο Τίγρης. «Όταν έκλεισα τα μάτια μου, το μυαλό μου μου είπε πού ήταν. Και ήταν ακριβώς εκεί». «Σου το είπε το μυαλό σου» επανέλαβε η Κάρλι. «Τι σημαίνει αυτό;» «Δεν ξέρω. Αλλά βλέπω πράγματα που είναι αλήθεια, ακόμα κι όταν δεν τα βλέπουν οι άλλοι».
«Όπως τότε πού ήξερες ότι η αδερφή είναι έγκυος» είπε η Κάρλι αργά. «Και ήξερες ότι κι εγώ είμαι έγκυος, αν και μόνο μια ημέρα». Ο Τίγρης έγνεψε ξανά. «Είδα τη ζωή μέσα σου και ήξερα ότι εμείς τη δημιουργήσαμε. Και τη μέρα που σε πρωτοείδα να στέκεσαι στην άκρη του δρόμου, είδα το δεσμό του ζευγαρώματος.Ήξερα ότι είσαι το ταίρι μου και ο κόσμος μου άλλαξε». Η Κάρλι του χαμογέλασε. «Γι’ αυτό μου το έλεγες συνεχώς». «Είδα ότι υπήρχε. Πριν το καταλάβουν οι άλλοι». Ο Τίγρης έφερε το χέρι της στα χείλη του και το φίλησε. «Αυτές είναι οι δικές μου μαγικές δυνάμεις». «Μ α δε σε πιστεύει ποτέ κανείς. Ούτε καν εγώ. Σε τι σε βοηθάει;» «Δεν έχει σημασία» είπε ο Τίγρης. «Εγώ ξέρω». Όχι, δεν είχε σημασία. Στο τέλος πάντα αποδεικνυόταν ότι ο Τίγρης είχε δίκιο. Όσο κι αν οι άλλοι αλλόμορφοι τον έβρισκαν τρομακτικό, αδαή ως προς τους κανόνες συμπεριφοράς των αλλόμορφων και δεν τον θεωρούσαν δικό τους, ο Τίγρης ήταν... ο Τίγρης.Ήταν μοναδικός, καταπληκτικός, εξυπνότερος απ’ ό,τι θα καταλάβαιναν ποτέ οι άλλοι. «Καλά λοιπόν, εξυπνάκια» είπε η Κάρλι. «Γιατί δεν ξέρεις πώς σε λένε;» Ο Τίγρης ξεφύσηξε. «Μ πορεί και να το ξέρω. Μ πορεί και να το
ξέρω τόσο καιρό». «Τίγρης» είπε η Κάρλι σοβαρά. Ο Τίγρης γέλασε. «Θα μου άρεσε». «Αρα, Ρόρι;» «Τι θέλεις να πει;Όχι απλά, όχι αλλά...» «Καλά, καλά». Η Κάρλι σταύρωσε τα χέρια. «Ποιο είναι λοιπόν;» Ο Τίγρης άγγιξε το πρόσωπο της Κάρλι. Το άγγιγμά του ήταν σαφώς πιο δυνατό. «Πάντα με έλεγες Τίγρη. Και είσαι το ταίρι μου. Αρα... έτσι με λένε». Η Κάρλι γέλασε. «Περίμενε, θέλεις να σε φωνάζουν Τίγρη για την υπόλοιπη ζωή σου; Θα φαίνεται περίεργο στο πιστοποιητικό γέννησης. Μ ητέρα, Κάρλι Ράνταλ. Πατέρας, Τίγρης». «Πατέρας. Αυτό θα είναι το καλύτερο όνομα.Ή Μ παμπάς». Η Κάρλι σταμάτησε. Φαντάστηκε ένα χαριτωμένο παιδάκι, σαν τον Τζόρνταν ή τονΌλαφ, να κοιτάζει τον Τίγρη με τα ίδια χρυσά μάτια και να τον λέει «Μ παμπά». Της ήρθε να κλάψει. «Ταίρι της καρδιάς μου» είπε ο Τίγρης σφίγγοντάς της. «Έλα εδώ και φίλησέ με».
Η Κάρλι έσκυψε πάνω του και τον φίλησε ξανά στην άκρη του στόματος. Προσπαθούσε να είναι προσεκτική. Ο Τίγρης γλίστρησε το γερό χέρι του γύρω από το λαιμό της και την τράβηξε πάνω του για ένα κανονικό φιλί. Το στόμα του δεν είχε τίποτα. Όταν την άφησε, η Κάρλι τον κοίταξε. Κοίταξε το πρόσωπο που αγαπούσε ό,τι κι αν συνέβαινε. Το αριστερό μάτι του Τίγρη ήταν οαφώς πιο καθαρό, άρχιζε να φαίνεται η χρυσή ίριδα του. Και τα δύο μάτια ήταν καρφωμένα πάνω στην Κάρλι, άρχιζε να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του. «Το άγγιγμα από το ταίρι» είπε ο Τίγρης. «Θεραπεύει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσεις να με φιλάς». Η Κάρλι γέλασε, καθώς την τράβηξε ξανά πάνω του και αφιερώθηκε στο να τον θεραπεύσει όπως μόνο αυτή ήξερε. Ο Τίγρης έγινε καλά, ψυχικά και σωματικά, αλλά χρειάστηκαν μέρες και ήταν επώδυνο.Όμως η Άντρεα επιβεβαίωσε ότι παρότι είχε βρεθεί τόσο κοντά στο θάνατο και τα νήματα της ζωής του είχαν σχεδόν καταστραφεί, θα τα κατάφερνε. Η Άντρεα τον επισκέφθηκε πολλές φορές μέσα στις επόμενες μέρες. Αυτή και ο Σον επιστράτευσαν τις θεραπευτικές του δυνάμεις, η Άντρεα με το χάρισμά της κι ο Σον με το Σπαθί του
Φύλακα. Τουλάχιστον ο Τίγρης δεν είχε λόγο να φοβάται βλέποντας το τεράστιο σπαθί. Δεν ήταν για να τον στείλει οτη ζωή μετά θάνατον.Όχι ακόμα. Ένα πρωί, περίπου μια βδομάδα αργότερα, ο Τίγρης άνοιξε τα μάτια του και είδε την Κάρλι δίπλα του. Επέμενε να κοιμάται μαζί του κάθε βράδυ και τώρα κοιμόταν, ακουμπώντας το κεφάλι της στο χέρι της, με τα μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι. Ο Τίγρης κατάλαβε αμέσως ότι ήταν καλά. Το δέρμα του είχε αποκατασταθεί - ο πόνος που ένιωθε ήταν σα να έχει καεί από τον ήλιο. Την άνοιξη είχε καεί για πρώτη φορά από τον ήλιο, ήταν ένα καινούργιο και περίεργο αίσθημα. Ο Τίγρης είχε κοιμηθεί χωρίς σκεπάσματα.Ένα λεπτό σεντόνι όμως αγκάλιαζε το στήθος της Κάρλι, οι σκουρόχρωμες θηλές της φέγγιζαν κάτω από το σεντόνι. Ανασήκωσε το γοφό της, τέντωσε τα πόδια της και ακούμπησε τον Τίγρη. Ο Τίγρης έσπρωξε μαλακά την Κάρλι ανάσκελα, τράβηξε το σεντόνι και τη σκέπασε με το σώμα του.Ένιωσε το ερεθισμένο μόριό του ανάμεσα στα πόδια της. Η Κάρλι ξύπνησε και χαμογέλασε. «Γεια σου. Υποθέτω ότι νιώθεις καλύτερα». Ο Τίγρης ήθελε να της πει ότι την αγαπάει, ότι του άρεσε να ξυπνάει δίπλα της, ότι δεν είχε λόγια για να περιγράφει πόση
ευγνωμοσύνη ένιωθε για όσα είχε κάνει γι’ αυτόν, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο πόθος τον είχε κυριεύσει, η μανία του ζευγαρώματος τον τρέλαινε. Η Κάρλι τεντώθηκε λέγοντας «Μ μμ» και μετά τύλιξε τα χέρια της γύρω του. «Μ ου έλειψες». Σ’ αυτό μπορούσε να απαντήσει ο Τίγρης. «Μ ου έλειπες κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε δευτερόλεπτο». «Γιατί έφυγες τότε; Τι έκανες τόσο καιρό; Τρελάθηκα χωρίς εσένα». Ο Τίγρης πονούσε τόσο που είχε ξεχάσει πόσο φοβόταν. Τώρα όμως ο φόβος ξαναξύπνησε μέσα του. «Ήθελα να είσαι ασφαλής. Ήθελα να ξέρω ότι αν με κυνηγούσαν, εσύ δε θα κινδύνευες. Αλλά δεν μπορούσα να μείνω μακριά.Έπρεπε να σε προστατεύω, να σε προσέχω». «Εσύ ήσουν λοιπόν που με έσωσες και με περνποιήθηκες εκείνη τη νύχτα στο σπίτι μου». Η Κάρλι άγγιξε το πρόσωπό του στο σημείο που είχε τους μώλωπες. «Και γιατί έκλεψες το μαξιλάρι του καναπέ, το οποίο βρήκα αργότερα στην αυλή μου;» «Αυτός ο Κρόσμπι το πήρε» είπε ο Τίγρης. «Το πέταξε όταν άρχισε να τρέχει». «Διέρρηξε το σπίτι μου για να κλέψει ένα μαξιλάρι. Τι ψυχάκιας».
«Ο Κόνορ είπε ότι μπήκε κι εδώ κι έκλεψε κάποιες μπλούζες μου. Μ άλλον έψαχνε κάτι που να έχει ίχνη από το DNA μου». «Κι εσύ είχες κοιμηθεί στον καναπέ μου μια φορά. Πώς το ήξερε; Εκτός αν...» «Μ ας κατασκόπευε από το παράθυρο. Εκείνο το βράδυ είχα νιώσει την παρουσία του Γουόκερ αλλά...» Ο Τίγρης το σκέφτηκε. Αν ο Κρόσμπι στεκόταν έξω από το σαλόνι της Κάρλι, θα το είχε καταλάβει. «Τσως παρακολουθούσε από μακριά περιμένοντας μια ευκαιρία να με πυροβολήσει. Ορισμένα όπλα έχουν πολύ καλές διόπτρες». Η χαρά της Κάρλι κόπηκε. «Και μετά προσπάθησε να σε σκοτώσει». Ο Τίγρης είχε κινδυνεύσει πάρα πολύ εκείνο το βράδυ που είχε μπει στο σπίτι ο Κρόσμπι, αλλά ό,τι ήταν αυτό για το οποίο εκπαιδεύτηκε, χάρη σ’ αυτό ξύπνησε εγκαίρως, σε πλήρη εγρήγορση, για να εμποδίσει τον Κρόσμπι να πυροβολήσει. Η Κάρλι τύλιξε τα χέρια της γύρω του. «Σιχαίνομαι ότι κινδύνεψα να σε χάσω». «Κι εγώ κινδύνεψα να χάσω εσένα» είπε ο Τίγρης. «Παραλίγο να μην προλάβω». «Πρόλαβες όμως. Μ ας έσωσες όλους». Ο Τίγρης κοίταξε την Κάρλι, τα πράσινα μάτια της, το καλοφτιαγ-
μένο πρόσωπό της, το πλατύ της χαμόγελο.Ένιωσε απελπισία. «Δε θ’ αντέξω να σε χάσω». «Εδώ είμαι, αγάπη μου» του ψιθύρισε. Ο Τίγρης τη φίλησε ξανά, στην αρχή απαλά, και στη συνέχεια, το φιλί έγινε πιο δυνατό, πιο τολμηρό. Η Κάρλι τον φίλησε με πάθος σφίγγοντάς τον πιο δυνατά. Ο Τίγρης την είχε ανάγκη. Τόσες μέρες ξαπλωμένος δίπλα της, να τη μυρίζει, να τη νιώθει, να τη θέλει, είχε τρελαθεί.Ήταν ερεθισμένος και κυριευμένος από τη μανία του ζευγαρώματος. Η Κάρλι είχε δηλώσει ότι ήταν το ταίρι του, αλλά αυτός δεν είχε δύναμη να κάνει οτιδήποτε. Όχι πια. Ο Τίγρης άνοιξε με το ένα χέρι τα πόδια της Κάρλι και έσπρωξε το σκληρό μόριό του μέσα της. Η Κάρλι άνοιξε διάπλατα τα πράσινα μάτια της με τις γκρι νότες. «Μ μμ» αναστέναξε. «Αλήθεια μου έλειψες». Ο Τίγρης δεν μπορούσε να μιλήσει. Το μόνο που ένιωθε ήταν η Κάρλι γύρω του, το ταίρι του. Η μανία του ζευγαρώματος κορυφώθηκε και τον κυρίευσε.Έσβησε κάθε σκέψη από το μυαλό του. Υπήρχε μόνο η Κάρλι, η μυρωδιά της, το απαλό της δέρμα, ή υγρή φύση της που τύλιγε το μόριό του.
Κάρλι. Κάρλι για πάντα. Η όμορφη γυναίκα που τον γιάτρεψε με το άγγιγμά της. Είχε σώσει τον Τίγρη, του είχε δώσει το όνομά του. Το δωμάτιο γέμισε από τους ήχους του έρωτα, από γρήγορες ανάσες και βογγητά, το τρίξιμο του κρεβατιού, την αίσθηση των κορμιών τους που τρίβονταν το ένα πάνω στο άλλο, τα στόματά τους που ενώνονταν. Ο Τίγρης μπαινόβγαινε μέσα της δυνατά και γρήγορα, το σώμα του ήξερε τι έκανε. Η Κάρλι ανασηκώθηκε από κάτω του, τον τύλιξε και τον πίεζε με τα γυμνά της πόδια. Η φύση της είχε ανοίξει για να τον υποδεχτεί και τον τύλιγε. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα και το στόμα της μισάνοιχτο από ηδονή. Ο Τίγρης πλησίαζε προς την κορύφωση, το ίδιο κι εκείνη. Οι κινήσεις της Κάρλι έγιναν πιο σπασμωδικές, οι γοφοί της κινούνταν στο ρυθμό του, τα βογγητά της τον άναβαν περισσότερο. Ο βρυχηθμός του Τίγρη δόνησε την ατμόσφαιρα.Έβγαλε νύχια αλλά τα μάζεψε αμέσως. Ο Τίγρης ήθελε να έχει ανθρώπινη μορφή όταν έκανε έρωτα σ’ αυτή τη γυναίκα. Η Κάρλι κόλλησε πάνω του και λύγισε το κορμί της φωνάζοντας το όνομά του. Ο Τίγρης την κράτησε σφιχτά, η μανία είχε σβήσει τον πόνο του, δεν ένιωθε ούτε τα εγκαύματα ούτε τίποτα. Όταν ήταν μέσα της χανόταν κάθε στεναχώρια, κάθε λύπη, κάθε πόνος.
Είχε υποφέρει τόσο πολύ, αλλά η Κάρλι διέλυε κάθε πόνο. «Κάρλι» φώναξε την ώρα που τελείωνε παρασυρμένος από το πάθος. «Σ’ αγαπάω». «Σ’ αγαπάω» απάντησε δυνατά η Κάρλι. Ο Τίγρης συνέχισε να μπαίνει μέσα της. Οι δυο τους ψηλαφίζονταν, έτρεμαν, αγκαλιάζονταν, αγαπιόνταν. Έπεσαν ξέπνοοι στο κρεβάτι και ο ήλιος του πρωινού χάιδευε τα κορμιά τους. Ο Τίγρης χάιδευε τα μαλλιά της Κάρλι και τη φιλούσε στο πρόσωπο, στο λαιμό, στο στήθος. Η Κάρλι τον τράβηξε πάνω της, ακουμπώντας το κεφάλι του πάνω στο στήθος κι αναστενάζοντας από ικανοποίηση. «Τίγρη μου» μουρμούρισε με σπασμένη φωνή. «Κι εγώ σ’ αγαπάω». Όταν κατέβηκαν για πρωινό για πρώτη φορά από τότε που γύρισε σπίτι ο Τίγρης, στην κουζίνα ήταν ήδη ο Σον που έφτιαχνε τηγανίτες με τη βοήθεια του Κόνορ. Ο Γουόκερ καθόταν στο τραπέζι. Φαινόταν χαρούμενος, ικανοποιημένος. Η Κάρλι ένιωθε μια ζεστασιά.Ένιωθε ζωντανή, ικανοποιημένη. Σκέφτηκε ότι ο Τίγρης θα είχε κουραστεί μετά από τόσο καιρό που είχαν να κάνουν έρωτα αλλά είχε κάνει λάθος. Ο Τίγρης ανέρρωνε γρήγορα και έβρισκε την παλιά του αντοχή. Η Κάρλι κάθισε στο τραπέζι αργά αργά, πονούσε λίγο, κι έπιασε
την κανάτα με το χυμό πορτοκάλι. Ο Γουόκερ έγνεψε στην Κάρλι και κοίταξε τον Τίγρη. «Ευχαριστώ» είπε. «Για την προαγωγή και το βαθμό». Η Κάρλι ανοιγόκλεισε τα μάτια, ενώ ο Τίγρης κάθισε με τη συνήθη υπομονή του και πήρε το ποτήρι που του πρόσφερε η Κάρλι. Πριν κατέβει, είχε φορέσει το ψεύτικο κολάρο, κρατώντας τα προσχήματα. «Ποια προαγωγή; Ποιο βαθμό;» ρώτησε η Κάρλι τον Γουόκερ όταν κατάλαβε ότι ο Τίγρης δεν πρόκειται να μιλούσε. «Χάρη στον Τίγρη, αντί για γραμμές λοχία, στη στολή μου θα έχω πια χρυσά φύλλα. Και θα αναλάβω τη διοίκηση του κλιμακίου του Γραφείου Υποθέσεων Αλλόμορφων. Ο αντισυνταγματάρχης Σέλντον εξαφανίστηκε». Ο Τίγρης ακούμπησε κάτω το άδειο ποτήρι του. «Πού πήγε;» «Αν ήξερα, δε θα έλεγα ότι εξαφανίστηκε. Απ’ ό,τι φαίνεται, κάποιος ενημέρωσε το Γραφείο Υποθέσεων, το στρατό και τα Μ Μ Ε ότι ο Σέλντον διέταξε να βάλουν φωτιά στο κοινοτικό κέντρο. Θεωρείται δημόσιος κίνδυνος. Η θέση του έμεινε άδεια και μου πρότειναν να την αναλάβω.Ήμουν ήδη στο Εκτελεστικό Γραφείο κι έτσι ήμουν ενήμερος για την εκπαίδευση και τα προγράμματα που έτρεχαν στο στρατόπεδο.
«Κάποιος τους ενημέρωσε, ε;» είπε ο Σον κοιτάζοντας το φούρνο. «Αναρωτιέμαι ποιος να είναι». «Δεν ξέρω» είπε ο Λίαμ μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Πώς να ξεκίνησαν οι φήμες άραγε;» Αυτός κι ο Σον αντάλλαξαν ένα συνωμοτικό βλέμμα. «Τέλος πάντων, πλέον είμαι επικεφαλής όλων των ερευνών σχετικά με τον αλλόμορφο τίγρη» είπε ο Γουόκερ. «Τον οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν πρόκειται να πειράξει κανείς, γιατί θεωρείται υπερήρω-ας». Ο Γουόκερ έσκυψε μπροστά, κοιτάζοντας τον Τίγρη στα μάτια ενθουσιασμένος. «Επίσης, φίλε μου, έμαθα για ποιο λόγο κατασκευάστηκες».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 Ο Τίγρης σήκωσε το κεφάλι ανυπομονώντας, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, αλλά ο Γουόκερ στεκόταν ακίνητος κρατώντας την κούπα με τον καφέ. «Δηλαδή;» ρώτησε η Κάρλι με τις γροθιές πάνω στο τραπέζι και την αγωνία να διαγράφεται στο πρόσωπό της. «Μ η μας κρατάς σε αγωνία». Ο Γουόκερ καθάρισε το λαιμό του και μετακίνησε την κούπα του. «Ο Σέλντον νόμιζε ότι ο Τίγρης ήταν ένα όπλο.Ένας τέλειος
στρατιώτης που δεν κουράζεται ποτέ, που αναρρώνει αμέσως και δεν έχει ανάγκη από φαγητό, νερό και ύπνο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως είπα, ο Σέλντον ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Τίγρη ως πρωτότυπο.Ήθελε να τον πάει στο Αφγανιστάν να κάνει μια επίδειξη με το πώς αναρρώνει από τραύματα από σφαίρες ή από εγκαύματα. Σχεδίαζε να κατασκευάσει κι άλλους αλλόμορφους σαν τον Τίγρη, με τη διαφορά ότι θα ελέγχονταν ευκολότερα με τη χρήση κολάρων και άλλων μέσων. Θεωρούσε ότι ο Τίγρης ήταν το εισιτήριό του για να γίνει ταξίαρχος ή και παραπάνω». Ο Λίαμ κάθισε με το συνήθη ράθυμο τρόπο του κρατώντας μια κούπα αχνιστό καφέ. «Οι Φάε μάς έφτιαξαν πριν χρόνια με στόχο να είμαστε οι τέλειοι στρατιώτες» είπε απλά. «Θα πολεμούσαμε εμείς στις μάχες για να μην πεθαίνουν τόσοι Φάε που είναι, φυσικά, τα σημαντικότερα πλάσματα στο σύμπαν. Οι Φάε έμαθαν με το δύσκολο τρόπο ότι δεν μπορούσαν να μας ελέγξουν, όταν πολεμήσαμε εναντίον τους και κερδίσαμε την ελευθερία μας. Ακόμα προσπαθούν να μας ελέγξουν, αλλά έχουν περάσει χίλια χρόνια κι ακόμα δεν έχουν βρει τον τρόπο». «Μ α φοράτε κολάρα» είπε ο Γουόκερ. Ο Λίαμ γούρλωσε τα μάτια του. «Όντως, αυτό ισχύει.Έτσι δεν είναι;» Ο Κόνορ γέλασε. «Έτσι ακριβώς».
«Τέλος πάντων» είπε η Κάρλι. «Ας επανέλθουμε στον Τίγρη. Γι' αυτό κατασκευάστηκε λοιπόν; Για να είναι στρατιώτης;» «Στην αρχή έτσι νόμιζα» είπε ο Γουόκερ. «Μ ετά όμως, άρχισα να ψάχνω τι γινόταν στα αρχικά πειράματα. Ο παλιός μου φίλος Δδρ Μ πρέναν ήξερε κάποιους που ήταν μέλη της ερευνητικής ομάδας τότε. Τους μίλησε, ως ανθρωπολόγος που ειδικεύεται στους αλλόμορφους. Εγώ έψαξα και βρήκα μερικούς άλλους και τους μίλησα. Το πρότζεκτ είχε παγώσει και οι περισσότεροι φάκελοι ήταν απόρρητοι. Άσε που τα περισσότερα στοιχεία χάθηκαν στη φωτιά στον Τομέα 51. Οι ερευνητές όμως είχαν κρατήσει σημειώσεις και μου τις έδωσαν. Ο Γουόκερ κοίταξε τον Τίγρη με συμπόνια. «Πέρασες μια κόλαση, έτσι δεν είναι; Πίστεψε με. Εγώ δε θα σου έκανα ποτέ κάτι τέτοιο». Ο Τίγρης έγνεψε καταφατικά. «Σε πιστεύω». «Είπες ότι αυτό νόμιζες στην αρχή» διέκοψε η Κάρλι παρακολουθώντας τον Γουόκερ. «Τώρα τι νομίζεις;» «Ότι ο Τίγρης δεν κατασκευάστηκε για να γίνει η τέλεια φονική μηχανή» είπε ο Γουόκερ. «Μ πορεί να έχει όλες αυτές τις ικανότητες που ανέφερα - αντοχή, γρήγορη ανάρρωση, έναν οργανισμό που προσαρμόζεται σε ακραίες συνθήκες». Κοίταξε ξανά τον Τίγρη ενθουσιασμένος. «Δεν είσαι όμως φονική μηχανή. Δεν είσαι απλώς ένα όπλο που σημαδεύει και σκοτώνει» είπε ο Γουόκερ κάνοντας μια παύση και αφήνοντας τους όλους να
περιμένουν. Μ έχρι και ο Σον και ο Κόνορ είχαν γυρίσει και περίμεναν να ακούσουν τη συνέχεια. Η Κιμ μπήκε στο δωμάτιο μαζί με την Κατριόνα, φίλησε τον Λίαμ στο μάγουλο και κάθισε δίπλα στο ταίρι της. Κοίταξε τον Γουόκερ σταθερά. «Έλα λοιπόν. Μ ίλα». Ο Γουόκερ συνέχισε. «Έρευνα και διάσωση». Πρόφερε τις λέξεις και κάθισε πίσω πίνοντας τον καφέ του. Όλοι έμειναν να τον κοιτάζουν άφωνοι μέχρι που ο Λίαμ είπε: «Τώρα μάλιστα». Ο Τίγρης δεν είπε τίποτα, αλλά τα λόγια του Γουόκερ έκαναν κάτι μέσα του να σκιρτήσει.Ένιωσε ότι έβγαζαν νόημα. Ξέρω για ποιο λόγο κατασκευάστηκα. Ξέρω ποιος είναι ο προορισμός μου. Η Κάρλι όμως παρέμεινε έκπληκτη. «Έρευνα και διάσωση; Δηλαδή σε περιπτώσεις που υπάρχουν παγιδευμένοι μετά από μια καταστροφή ή αγνοούμενοι στη μέση του πουθενά;» «Όχι μόνο» είπε ο Γουόκερ. «Έρευνα και διάσωση στο εσωτερικό της χώρας ή πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Θα τον έστελναν με τις ομάδες-Α σε εχθρικό έδαφος. Θα έβρισκε απλούς πολίτες που είχαν χτυπηθεί στις μάχες, όπως γυναίκες και παιδιά, θα τους περιποι-όταν και θα φρόντιζε να είναι ασφαλείς. Το ίδιο και με
τους απλούς πολίτες των συμμάχων μας ή τους δικούς μας εν καιρώ πολέμου». Ο Τίγρης ένιωθε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Το ένιωθε όσο δυνατά ένιωθε και το δεσμό του ζευγαρώματος. Ναι, ένιωθε να λέει όλο του το είναι. Κατασκευάστηκα για να προστατεύω. Η Κάρλι δεν έδειχνε πια ξαφνιασμένη. «Φυσικά» είπε στον Τίγρη. «Γι' αυτό είσαι τόσο κάθετος όταν πρόκειται για τα μικρά». «Όλοι οι αλλόμορφοι προστατεύουν τα μικρά» είπε η Κιμ. «Ναι, αλλά ο Τίγρης κάνει κάτι παραπάνω» είπε η Κάρλι. «Προσέχει όλα τα μικρά στην Πόλη των Αλλόμορφων. Για την ακρίβεια, όποιον είναι ευάλωτος.Όπως ο υπάλληλος σε εκείνο το κατάστημα». «Έχει ένα δίκιο» είπε ο Λίαμ.Ήπιε μια γουλιά.Ήταν ο λιγότερο έκπληκτος από όλους. «Και τα μικρά δεν τον φοβούνται» είπε η Κάρλι. «Όλα σε λατρεύουν, Τίγρη. Οι ενήλικοι αλλόμορφοι σε κοιτάζουν σα να ’σαι ο Φράν-κεσταϊν, αλλά τα μικρά χαίρονται πάντα όταν σε βλέπουν. «Αυτό ισχύει» είπε ο Κόνορ. «Εγώ είμαι ακόμα μικρός και τον Τίγρη τον συμπαθώ».
«Το ίδιο και τα μικρά παιδιά, όπως οΌλαφ και ο Τζόρνταν» είπε η Κάρλι. «Εμπιστεύονται απόλυτα τον Τίγρη, παρά τα όσα λένε οι ενήλικες, ότι ο Τίγρης πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο και να περιοριστεί». «Αυτό συμβαίνει επειδή τα μικρά είναι έξυπνα» είπε ο Κόνορ σοβαρά. Η Κατριόνα γέλασε και άπλωσε τα χέρια της προς τον Τίγρη. «Τίγρη». Ο Τίγρης δεν μπόρεσε να αντισταθεί, σηκώθηκε, πλησίασε την Κατριόνα και την πήρε από την Κιμ. Τη φίλησε απαλά στο μέτωπο, κάθισε ξανά δίπλα στην Κάρλι και σήκωσε την Κατριόνα όρθια πάνω στα πόδια του. Σε ένα χρόνο περίπου, θα κρατούσε το δικό του μικρό και θα είχε στο πλάι του την Κάρλι. Η συζήτηση σχετικά με αυτόν πέρασε σε δεύτερο πλάνο και δεν είχε πια τόση σημασία. «Βλέπετε;» είπε ο Γουόκερ. «Ο Τίγρης έχει κάτι που κάνει τα παιδιά να τον αποζητούν και να τον εμπιστεύονται. Βγάζει νόημα εφόσον η αποστολή του είναι να τα εντοπίζει και να τα οδηγεί σε ασφαλές μέρος. Πρέπει να τον εμπιστεύονται απόλυτα». Ο Λίαμ έγνεψε χωρίς να μιλήσει. Ο Σον είχε επιστρέφει στις τηγανίτες του και ο Κόνορ, αφού κοίταξε σκεπτικός τον Τίγρη, πήγε να τον βοηθήσει. «Ένα μόνο δε μ’ αρέσει στην εξήγησή σου» είπε η Κάρλι. «Λες ότι τα παιδιά εμπιστεύονται τον Τίγρη, γιατί κάτι μέσα του είναι έτσι προγραμματισμένο, ότι είναι κάτι γενετικό».
«Μ άλλον έχει να κάνει με τις φερορμόνες» μπήκε στην κουβέντα ο Λίαμ. «Και τη μυρωδιά και τα λοιπά». Η Κάρλι έκανε μια κίνηση σε ένδειξη διαφωνίας. «Μ πορεί, αλλά γιατί δε σκέφτεσαι ότι τα μικρά τον εμπιστεύονται, επειδή βλέπουν ότι είναι απλά υπέροχος; Περιποιητικός, προστατευτικός, φανταστικός;» Ο Λίαμ γέλασε, σήκωσε την κούπα του και χάιδεψε την Κιμ στο γόνατο. «Μ ίλησες σαν αληθινό ταίρι». Η Κάρλι τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Αρνούμαι να πιστέψω ότι ο Τίγρης είναι έτσι επειδή κάποιος επιστήμονας ανακάτεψε μερικά υλικά σε ένα φιαλίδιο. Οι άνθρωποι δε λειτουργούν έτσι. Ο Τίγρης αυτός που είναι επειδή είναι ο... Τίγρης». «Ακριβώς» είπε η Κιμ. «Καλά τα λες». «Όλοι μας είμαστε μια σειρά από χημικές ενώσεις» υποστήριξε ο Λίαμ. «Ακόμα κι εσύ, αγάπη μου» είπε κοιτάζοντας την Κιμ. «Δεν πιστεύω ότι είναι ακριβώς έτσι» είπε η Κάρλι. «Οι αδερφές μου κι εγώ έχουμε το ίδιο γενετικό υλικό και είμαστε όλες πολύ διαφορετικές. Οπότε, ακόμα κι αν οι άνθρωποι δημιουργούνταν σε
εργαστήρια, ή κι αν ακόμα κλωνοποιούνταν, αυτό που θα παραγόταν από κάθε φιαλίδιο θα ήταν πολύ διαφορετικό». Η Κάρλι κοίταξε τον Γουόκερ με μια ανησυχία. «Για περίμενε, μη μου πεις ότι εννοούσες ότι ήθελες να κλωνοποιήσεις τον Τίγρη». «Ο Σέλντον ήθελε» είπε ο Γουόκερ. «Εγώ είμαι της άποψης ότι δε διαθέτουμε ακόμα την τεχνολογία για να προχωρήσουμε σε κλωνοποίηση με τα σωστά αποτελέσματα. Αν όμως σε μελετούσαμε, Τίγρη, θα μαθαίναμε πολλά. Και θα μπορούσες να ασχολείσαι με τις διασώσεις και να εκπαιδεύσεις κι άλλους. Σίγουρα θα μπορούσες να είσαι χρήσιμος». «Για μισό λεπτό» είπε η Κάρλι. «Δεν πρόκειται να του κάνεις πειράματα και να τον βασανίζεις και να του φέρεσαι σαν πειραματόζωο. Ο Τίγρης είναι άνθρωπος και θα παντρευτούμε.Ή θα ζευγαρώσουμε, όπως το λένε οι αλλόμορφοι. Δέχτηκα την πρόταση ζευγαρώματος που μου έκανε. Την ανακοίνωσή της ακολούθησε σιωπή. Ο Τίγρης σήκωσε το βλέμμα και τους κοίταξε. Η Κάρλι είχε ήδη δηλώσει στον Τίγρη ότι ήταν το ταίρι του, αλλά δεν περίμενε ότι θα το δήλωνε και στους υπόλοιπους αλλόμορφους, όπως ήθελαν να το ακούσουν. Ο Κόνορ έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού από την άλλη άκρη του δωματίου. Πέταξε τη σπάτουλα που κρατούσε στον αέρα, έτρεξε πάνω στην Κάρλι και την αγκάλιασε. «Κι άλλο ζευγάρωμα» φώναξε, ενώ την άφησε. «Κάτω από τον
ήλιο και το φεγγάρι.Ώρα για πάρτι. Κανόνισέ το, Λίαμ». «Θα μας αφήσεις κι εμάς, Κόνορ;» Ο Λίαμ είχε σηκωθεί από τη θέση του περιμένοντας τη σειρά του, ενώ η Κιμ έσφιγγε στην αγκαλιά της την Κάρλι. Στα μάγουλα της Κάρλι έτρεχαν δάκρυα. «Δε φανταζόμουν ότι θα χαιρόσασταν τόσο». «Φυσικά και χαιρόμαστε». Ο Λίαμ πήρε την Κάρλι μια ζεστή αγκαλιά και τη χάιδεψε στα μαλλιά. «Ο Τίγρης χρειάζεται ταίρι και εσύ είσαι ιδανική γι' αυτόν.Ένα ακόμα ζευγάρωμα, άλλα κι άλλα μικρά, κι άλλοι αλλόμορφοι». «Θα έρθουν κι άλλα μικρά» είπε η Κάρλι και χαμογέλασε. «Αργά ή γρήγορα». Ο Κόνορ έβγαλε άλλη μια κραυγή χαράς, αυτή τη φορά όμως ρίχνοντας πέντε τηγανίτες στο πάτωμα. Αντί να τον μαλώσει, ο Σον έσπρωξε τον Κόνορ στην άκρη και πήρε αγκαλιά την Κάρλι. «Αυτά είναι νέα» είπε ο Σον κλείνοντάς τη στην αγκαλιά του. «Καλά το κατάλαβα ότι είσαι έγκυος» είπε στην Κάρλι χωρίς να την αφήσει. «Μ ύρισα την αλλαγή. Αλλά περίμενα να το ανακοινώσεις εσύ». «Η αλήθεια είναι ότι έδειξες μεγαλύτερη υπομονή από τον Τίγρη»
είπε η Κάρλι γελώντας. «Αυτός το ξεφούρνισε μπροστά σε όλη μου την οικογένεια». «Ένα μικρό» είπε ο Γουόκερ σκεπτικός. «Συγχαρητήρια. Αυτό θα έχει ενδιαφέρον». Ο Τίγρης κοίταξε τον Γουόκερ αγριεμένα. Σηκώθηκε και έβαλε την Κατριόνα στον ώμο του. «Θα σε βοηθήσω, Γουόκερ» είπε γρυλίζοντας ελαφρά. «Αλλά θα μείνεις μακριά από το μικρό μου». Ο Γουόκερ τον κοίταξε επιφυλακτικά. Αμέσως όμως χαλάρωσε, έγνεψε και άπλωσε το χέρι του. «Σύμφωνοι». Ο Τίγρης κοίταξε το χέρι του Γουόκερ χωρίς να το αγγίζει. «Και την επόμενη φορά δε θέλω πυροβολισμούς για να δούμε πόσο γρήγορα αναρρώνω. Πόνεσε». «Μ ην ανησυχείς γι' αυτό» είπε ο Γουόκερ. «Αν μας βοηθήσεις, θα δουλεύεις μαζί μας. Δε θα είσαι πειραματόζωο. Θα ετοιμάσω μάλιστα τα χαρτιά για να δημιουργήσω μια καινούργια θέση για σένα, αν θέλεις. Σύνδεσμος Αλλόμορφων του Νότιου Γραφείου Υποθέσεων Αλλόμορφων. Ειδική θέση.Έμμισθη». Ο Τίγρης τον κοίταζε έκπληκτος χωρίς να πιστεύει αυτό που άκουγε. Ο Γουόκερ έλεγε ότι ήθελε να δώσει στον Τίγρη δουλειά, με μισθό. Αυτό σήμαινε ότι δε θα ήταν πια ανάγκη να τον τρέφει ο Λίαμ. Οι περισσότεροι αλλόμορφοι δε νοιάζονταν για τα λεφτά και μοιράζονταν μετά χαράς όσα είχαν, αλλά η ιδέα ότι ο Τίγρης θα
μπορούσε να προσφέρει κι αυτός τον έκανε να νιώθει ικανοποίηση, ότι ανήκει κάπου. «Σύμφωνοι» είπε ο Τίγρης και έσφιξε το χέρι του Γουόκερ, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι. Η Κιμ πήρε αγκαλιά τον Τίγρη από τη μέση. «Χαίρομαι πάρα πολύ για σένα, τεράστιε φίλε μου». Ο Τίγρης αγκάλιασε προσεκτικά την Κιμ για να μη χτυπήσει η Κατριόνα. Έδωσε το μωράκι που γελούσε στη μητέρα του και πλησίασε τον Λίαμ και τον Σον που ακόμα αγκάλιαζαν την Κάρλι. Τους έπιασε από το σβέρκο και τους τράβηξε. «Κάτω τα χέρια από το ταίρι μου». Ο Σον γέλασε, έδιωξε το χέρι του Τίγρη με εκπληκτικά πολλή δύναμη και επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Λίαμ έκανε ένα βήμα πίσω και μια ιπποτική χειρονομία. «Όλη δική σου». «Ναι» είπε ο Τίγρης. «Είναι». Η Κάρλι κρέμασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του Τίγρη και τον τράβηξε προς το μέρος της. «Σ’ αγαπάω» ψιθύρισε πριν τον φιλήσει στο στόμα. «Ταίρι μου». Από μέσα της βγήκε ένα κύμα ζεστασιάς και τα λόγια της γέμισαν
το κενό στην καρδιά του Τίγρη.Ένιωθε πλήρης. Ο Γουόκερ τους είπε όσα είχε μάθει για το λόγο κατασκευής του Τίγρη. Ο Τίγρης όμως ήξερε ήδη. Είχε φτιαχτεί για να συναντήσει αυτή τη γυναίκα, την Κάρλι, το ταίρι της καρδιάς του. Είχε φτιαχτεί για να νιώσει το δεσμό ανάμεσά τους και είχε φτιαχτεί για να αναπτύξει αυτό το δεσμό με το παιδί που μεγάλωνε μέσα της. Ο Τίγρης πάντα καταλάβαινε πριν από τους υπόλοιπους.Ίσως έτσι ήταν προγραμματισμένος, ίσως ήταν ένας μηχανισμός για να εντοπίζει όσους κινδύνευαν, όπως έγινε με τονΌλαφ στη φωτιά. Θα συνεργαζόταν με τον Γουόκερ για να καταλάβει πώς τα ήξερε όλα αυτά, για να μάθει ποιες είναι οι δυνατότητές του. Αυτό που ήδη ήξερε όμως, καθώς κρατούσε την Κάρλι και τη φιλούσε -το πιο ωραίο πράγμα που είχε μάθει απ’ όταν τη γνώρισεότι το παιδί που κουβαλούσε ήταν αγόρι. Και ότι θα γεννιόταν κι όταν μεγάλωνε, θα γινόταν τίγρης όπως ο πατέρας του. Θα έρχονταν κι άλλα μικρά και ο Τίγρης και η Κάρλι θα έμεναν μαζί μέχρι το τέλος. Ο Λίαμ είχε μιλήσει στον Τίγρη για το ξόρκι των Φάε που επέτρεπε στους ανθρώπους να ζουν όσο και τα αλλόμορφα ταίρια του, όπως θα γινόταν με την Κιμ και τον Λίαμ. Ο Τίγρης θα άρπαζε αυτόν τον Φάε,
τον Φιον, και θα τον ανάγκαζε να κάνει το ξόρκι στην Κάρλι αμέσως. Ο Τίγρης είδε τις μέρες της κοινής τους ζωής, την Κάρλι και τα μικρά τους. Τράβηξε την Κάρλι κοντά του. «Ξέρω γιατί φτιάχτηκα» της ψιθύρισε. «Φτιάχτηκα για σένα». Γι’ αυτό και για να ζήσει ευτυχισμένος. Ο Τίγρης είχε ξαναπροσπαθήσει στο παρελθόν να βρει την ευτυχία, αλλά διαλύθηκε μόλις τη γεύτηκε. «Σ’ αγαπάω, ταίρι μου» είπε ο Τίγρης αγγίζοντας το απαλό της μάγουλο. «Σ’ αγαπάω, Τίγρη» είπε ξανά η Κάρλι. Αυτή τη φορά, καθώς του χαμογέλασε, κοιτάζοντάς τον με τα πανέμορφα πράσινα μάτια της, ένιωσε ότι η ευτυχία δε θα χανόταν.Ήταν πλήρης κι ένιωσε μια θαλπωρή να τυλίγει την καρδιά του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 Η Κάρλι δεν καταλάβαινε ακριβώς το τυπικό των τελετουργικών ζευγαρώματος των αλλόμορφων, παρότι η Κιμ και η Άντρεα είχαν προσπαθήσει να της εξηγήσουν τους συμβολισμούς. Οι κυκλικοί χοροί καλουσαν τη θεά και το θεό. Το στεφάνι από λουλούδια συμβόλιζε τη φύση, την αιωνιότητα και τη γονιμότητα.
Το τελετουργικό επισφράγιζε και ευλογούσε την ένωση της Κάρλι και του Τίγρη κάτω από το φως του φεγγαριού -της Μ ητέρας Θεάς- και κάτω από το φως του'Ηλιου - του Πατέρα Θεού. Αυτό που καταλάβαινε όμως η Κάρλι ήταν ότι η τελετή ήταν σύντομη και τα λόγια του Λίαμ: «Κάτω από το φως του φεγγαριού, της Μ ητέρας Θεάς, αναγνωρίζω αυτό το ζευγάρωμα». Καταλάβαινε επίσης το πάρτι που ακολουθούσε την ιερή τελετή. Η μουσική ακουγόταν δυνατά από τη βεράντα του Σον, η μπίρα έρρεε άφθονη, έψηναν κρέας, οι αλλόμορφοι χόρευαν, μιλούσαν και γελούσαν. Η μητέρα και οι αδερφές της Κάρλι που είχαν έρθει στην Πόλη των Αλλόμορφων για την τελετή ταίριαζαν αμέσως - η Αλθαία και η Ζόι είχαν ήδη αλλόμορφους θαυμαστές. Η Τζανίν και ο Σάιμον, ο σύζυγός της, ήταν λίγο πιο συγκροτημένοι, αλλά οΌλαφ και ο Τζόρνταν δε χρειάστηκαν πολλή ώρα για να αρχίσουν να παίζουν μαζί τους και η Αντρεα και ο Σον τους έλεγαν αστεία. Στην τελετή είχαν έρθει επίσης η Ιβέτ και ο Αρμαντ φέρνοντας μαζί τους φαγητό και την καλή τους διάθεση. Η Ιβέτ χαμογελούσε στην Κάρλι, επειδή ακολούθησε την καρδιά της. Αμέσως πήγε να βοηθήσει τον Λίαμ με το ψήσιμο, αρχικά πιάνοντάς του την κουβέντα. Πολύ σύντομα όμως διαφωνούσαν για τεχνικές μαγειρέματος, μαρινάδες και για το ποιο συνοδευτικό ταίριαζε με
κάθε φαγητό. Ο Λίαμ ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετος, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στις άλλες τελετές ζευγαρώματος. Όπως είχε πει στην Κάρλι και τον Τίγρη πριν την τελετή, οι υπόλοιποι αρχηγοί των αλλόμορφων είχαν συμφωνήσει ότι ήταν καλό που ο Τίγρης θα δούλευε με το Γραφείο Υποθέσεων Αλλόμορφων, προκειμένου να μάθει περισσότερα γι’ αυτόν. Η συμφωνία αυτή κρατούσε τον Τίγρη μακριά από προβλήματα - με άλλα λόγια, τον έκανε πρόβλημα κάποιου άλλου. Και οι αρχηγοί των αλλόμορφων, ειδικά ο Μ πάουμαν, οΈρικ και ο Γκράχαμ, ενδιαφέρονταν για τα αποτελέσματα των δοκιμών των κολάρων στον Τίγρη. Ο Τίγρης είχε συμφωνήσει να βοηθήσει να βρεθεί τρόπος να βγάλουν τα κολάρα οι κλλόμορφοι, ειδικά όταν ο Λίαμ είπε ότι ήθελε να βγάλει τα κολάρα από τα μικρά πρώτα. Καθώς η νύχτα προχωρούσε και το φαγητό και η μπίρα τελείωναν, αρκετοί αλλόμορφοι άρχισαν να χάνονται στο σκοτάδι για να βρεθούν μόνοι. Τα τελετουργικά ζευγαρώματος ξυπνούσαν τη μανία του ζευγαρώματος, όπως είχε πει η Κιμ. Η Κάρλι καταλάβαινε επίσης πώς κατέληξε με τον Τίγρη στο κρεβάτι του, με το σεληνόφως να τους χαϊδεύει. Ήταν μόνοι στο σπίτι, ο Λίαμ και οι άλλοι γλεντούσαν ακόμα. Υπό τον ήχο της μουσικής που ακουγόταν από δίπλα, ο Τίγρης έκανε έρωτα στην Κάρλι σαν να ήταν η τελευταία φορά.
Την Κάρλι δεν την πείραζε. Το σώμα της πλησίαζε το δικό του, τα χέρια της έπιαναν το σφιχτό πισινό του και τον έσπρωχναν μέσα της. Λύγισε το σώμα της για να κολλήσει στο δικό του και ο ιδρώτας από τον έρωτά τους έσταζε στα σεντόνια. Ο Τίγρης δεν ήταν ήσυχος εραστής και απόψε δεν ήταν ούτε τρυφερός. Κυριευμένος από τη μανία του ζευγαρώματος, έμπαινε στο σώμα της Κάρλι με δύναμη και η Κάρλι ακολουθούσε το ρυθμό του. Ο Τίγρης την οδηγούσε σε μονοπάτια ηδονής που η Κάρλι δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν. Άκουγε τον εαυτό της να αναστενάζει παρα-δομένη στον πόθο. Ένιωθε τον Τίγρη μέσα της, να της κάνει έρωτα, τα χέρια του παντού, το στόμα του ένα ηφαίστειο απόλαυσης. Είχαν γίνει ένα. Αυτό ήθελε η Κάρλι. Μ ετά από πολλή ώρα ο Τίγρης γρύλισε, τα μάτια του έγιναν χρυσά καθώς πλησίαζε στην κορύφωση. Συνέχισε να μπαίνει μέσα της κι αυτή να αναστενάζει από ηδονή μέχρι που έφτασε στο αποκορύφωμα της απόλαυσης τελειώνοντας μέσα της.Έπεσαν μαζί στο κρεβάτι, εξουθενωμένοι και τρέμοντας. Στο δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα πια. Η Κάρλι ήταν ξαπλωμένη ανάμεσα στα σεντόνια, το σώμα της έκαιγε κι ένιωθε ακόμα τη φλόγα στη φύση της καθώς παρέμεναν ενωμένοι. Χάιδεψε την πλάτη του Τίγρη, ήταν ιδρωμένος αλλά
πλήρης, θεραπευμένος, δικός της. Το άγγιγμα από το ταίρι. Αντίστοιχα, το άγγιγμά του θεράπευε εκείνη. Ποτέ της δεν είχε νιώσει τόσο καλά, τόσο γεμάτη από αγάπη. Ο Τίγρης δε θα την εγκατέλειπε ποτέ. Τώρα το καταλάβαινε. Ακόμα κι όταν είχε φύγει, την πρόσεχε. Επειδή τον ένοιαζε. Ο πατέρας της Κάρλι νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του, έβλεπε την οικογένειά του ως εμπόδιο, ως ενόχληση. Και γι’ αυτό τις εγκατέλειψε. Ο Τίγρης πίστευε ότι η Κάρλι ήταν το λιμάνι του στην ταραγμένη θάλασσα της ζωής του και τώρα πίστευε κι αυτή το ίδιο. Όχι λόγω κάποιου μαγικού δεσμού του ζευγαρώματος, αλλά επειδή την αγαπούσε και τον αγαπούσε κι αυτή. Αγάπη, όχι προγραμματισμός, ούτε μαγεία. «Σ’ αγαπάω» ψιθύρισε η Κάρλι ξέπνοη από τον έρωτα. «Το ξέρεις, έτσι;» Ο Τίγρης ανέβηκε πάνω της ξανά. Χαμογελούσε πλατιά και τα μάτια του έλαμπαν μετά από αυτό που είχαν νιώσει. «Το ξέρω» είπε. «Και ξέρω ότι κι εγώ σ’ αγαπάω, Κάρλι.Όμορφο ταίρι μου». Η Κάρλι τον χάιδεψε στο μάγουλο ζαρώνοντας τα χείλη της.Ένιωθε τον Τίγρη σκληρό μέσα της και τον πόθο να την κυριεύει ξανά.
«Όλα τα ξέρεις εσύ» τον πείραξε. «Ναι». Το φιλί του ήταν χαλαρό, ζεστό. «Τα ξέρω». «Μ μμ. Τότε ξέρεις ότι θέλω να το ξανακάνουμε». «Κι εγώ, ταίρι της καρδιάς μου. Τώρα». «Ναι, τώρα». «Ξέρω και κάτι ακόμα» είπε ο Τίγρης καθώς άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό. Βγήκε από μέσα της κάνοντάς τη να νιώσει υπέροχα, ανυπομονώντας για αυτό που θα ακολουθούσε και θα ήταν ακόμα καλύτερο. Ο Τίγρης φίλησε το στήθος της και κατέβηκε πιο χαμηλά, στον αφαλό της. «Τι ξέρεις;» ρώτησε η Κάρλι χαϊδεύοντάς τον στα μαλλιά που ήδη είχαν αρχίσει να ξαναβγαίνουν, μαύρα και πορτοκαλί. Ο Τίγρης γέλασε κι ένιωσε την ανάσα του ζεστή στην κοιλιά της. «Ότι είναι αγόρι». Η Κάρλι γέλασε χαρούμενη και το γέλιο της γέμισε το δωμάτιο. Ανοιξε την αγκαλιά της και ο Τίγρης ξανανέβηκε με φιλιά μέχρι το λαιμό της.Ένιωσε τη θερμότητα από το σώμα του να την καλύπτει καθώς ξαναμπήκε μέσα της.
Εκεί όπου ανήκε. Ο δεσμός του ζευγαρώματος έσφιξε τις καρδιές τους κι η Κάρλι ένιωσε πλήρης. ~Τέλος~