ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΩΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ
ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: 1ος : ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΕΡΕΖΗΣ 2ος : ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΑΣ
ΠΑΤΡΑ ΜΑΙΟΣ, 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος Εισαγωγή Μέρος πρώτο 1. Η Χριστιανική πίστη 1. 1. Οι πηγές της πίστης 2. Η δημιουργία του κόσμου 3. Η Ενανθρώπιση του Υιού του Θεού 4. Η αρχή της Εκκλησίας 5. Τα γνωρίσματα της Εκκλησίας 6. Η τριαδολογική βάση της Εκκλησίας 6. 1. Το τριαδικό δόγμα 6. 2. Η τριαδολογική βάση της Εκκλησίας 7. Το Χριστολογικό περιεχόμενο της Εκκλησίας 7. 1. Το Χριστολογικό δόγμα 7. 2. Το Χριστολογικό περιεχόμενο της Εκκλησίας 8. Το ιδιαίτερο έργο του Αγίου Πνεύματος 9. Ο μυστηριακός χαρακτήρας της Εκκλησίας 10. Η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας 10. 1. Η εσχατολογία 10. 2. Η σωτηριολογία 10. 3. Η Βασιλεία των Ουρανών, ως προοπτική των Εσχάτων 10. 4. Τα Έσχατα στην Αποκάλυψη 10. 5. Η εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας Μέρος δεύτερο 11. Η Χριστιανική λατρεία 11. 1. Έννοια λατρείας- Χαρακτηριστικά 11. 2. Ιστορική εξέλιξη λατρείας 12. Τόπος λατρείας 12. 1. Αρχιτεκτονική- Διακόσμηση ναού 12. 1. 1. Αρχιτεκτονική 12. 1. 2. Διακόσμηση 12. 2. Μέρη ναού 12. 3. Άμφια κληρικών 12. 4. Άμφια Αγίας Τράπεζας 12. 5. Ιερά σκεύη- αντικείμενα 12. 6. Λειτουργικά βιβλία 13. Χρόνος λατρείας 14. Υμνολογία 15. Μουσική 16. Προσευχή 17. Νηστεία 18. Λειτουργική γλώσσα 19. Λειτουργικός χρόνος 20. Τρόπος λατρείας
Σελ. 4 5 9 10 12 14 16 18 20 23 23 26 28 28 31 33 35 37 37 39 42 46 49 51 52 52 53 55 56 56 57 59 61 63 63 65 66 71 73 74 75 77 78 79
2
20. 1. Ιερές ακολουθίες 20. 2. Ιερά μυστήρια 20. 2. 1. Η Θεία Λειτουργία 20. 2. 2. Το μυστήριο του Βαπτίσματος 20. 2. 3. Το μυστήριο του Χρίσματος 20. 2. 4. Το μυστήριο της Μετανοίας 20. 2. 5. Το μυστήριο του Ευχελαίου 20. 2. 6. Το μυστήριο του Γάμου 20. 2. 7. Το μυστήριο της Ιεροσύνης 20. 3. Άλλες ιερές ακολουθίες 21. Η Θεία Ευχαριστία 21. 1. Ίδρυση του μυστηρίου 21. 2. Σημασία του μυστηρίου 21. 3. Η Θεία Ευχαριστία, καθολικό μυστήριο 21. 4. Μύηση στην τριαδική ενότητα 21. 5. Ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος 21. 6. Η Θεία Ευχαριστία είναι θυσία 21. 7. Αναστάσιμη πανήγυρις 21. 8. Η Θεία Ευχαριστία είναι ανάμνηση 21. 9. Η Θεία Ευχαριστία είναι σύναξη 21. 10. Η αγάπη, το πρόσωπο και η ελευθερία στη Θεία Ευχαριστία 22. Το ασκητικό, το λειτουργικό ήθος και η μεταμόρφωση του κόσμου Επίλογος Παραρτήματα: Περίληψη Summary Ευρετήριο βιβλικών χωρίων Ευρετήριο συγγραφέων Βιβλιογραφία
79 80 80 83 86 87 88 89 91 93 94 94 94 95 96 97 98 99 99 101 103 105 107 109 110 111 112 115 116
3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η ενασχόληση με τα τελούμενα στον χριστιανικό εκκλησιαστικό χώρο διαμορφώνει βαθμιαία την αίσθηση ή έστω την υποψία ότι το νόημά τους δεν εξαντλείται στις διαδικασίες τις οποίες ακολουθούν ή στις μορφές με τις οποίες εκφέρονται. Μια ούτως ειπείν φαινομενολογία-όχι με την τεχνική φιλοσοφική σημασία του όρου-των συμβόλων δεν είναι αφ’ εαυτής ερμηνεύσιμη. Δημιουργείται λοιπόν ένα κίνητρο απορίας για ανίχνευση του πραγματικού περιεχομένου τους ή του σκοπού για τον οποίο τελούνται. Έτσι, οδηγείται η ανθρώπινη σκέψη σε έναν αναγωγισμό, δηλαδή στην αναζήτηση μιας ερμηνείας που να της προσφέρει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν οι ανωτέρω διαπιστώσεις. Σε ένα θεοκεντρικό μάλιστα πλαίσιο όπως είναι αυτό του Χριστιανισμού, είναι επόμενο να ανάγεται η ανθρώπινη σκέψη στην Αγία Τριάδα, εφόσον ως φορέας του απολύτου της θεότητας αποτελεί την πραγματικότητα που νοηματοδοτεί τον άνθρωπο τόσο ατομικά, όσο και συλλογικά. Η εν λόγω όμως αναγωγή, τουλάχιστον στα επίπεδα της ωριμότητάς της, δεν τελείται με μηχανιστικό τρόπο ούτε με αυτοματισμούς. Ακολουθεί μια δραματική συνειδητή και βιούμενη διαδικασία, η οποία αντανακλά όχι μόνο την πρόθεση μιας κατανόησης αλλά και τη διάθεση μιας μετοχής. Τα ανωτέρω απετέλεσαν το κίνητρο που μας οδήγησε στο να αναλάβουμε να πραγματευτούμε το θέμα της εργασίας που ακολουθεί. Πρόκειται για μια εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, “Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία”. Επόπτες στην εργασία μας ήταν οι διδάσκοντες στο Πρόγραμμα καθηγητές κ. Χρήστος Τερέζης και ο κ. Γεώργιος Φίλιας, τους οποίους και ευχαριστώ για την ουσιαστική συμβολή τους στην διεκπεραίωσή της.
Ελένη Αθανασοπούλου
Πάτρα, Σεπτέμβριος 2007
4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το θέμα το οποίο πρόκειται να ερευνηθεί στην ανα χείρας εργασία είναι “η Χριστιανική λατρεία και η Βασιλεία των Ουρανών, ως προοπτική των Εσχάτων”. Το ερώτημα το οποίο τίθεται εξ’ αρχής αναφέρεται στο με ποιόν τρόπο η Χριστιανική λατρεία μπορεί να συμβάλει στην πρόγευση της Βασιλείας του Θεού και στο πώς δημιουργεί τις προϋποθέσεις ένταξης του πιστού στην υπερβατική μακαριότητά της. Έχει διατυπωθεί, με βάση την μελέτη της ιστορίας του ζητήματος, πως η λατρεία από τη φύση της είναι μία απόπειρα ή μία διαδικασία συνάντησης του ανθρώπου με το θείο. Μέσω της λατρευτικής ζωής και της ενεργού συμμετοχής ο πιστός ενώνεται με τον Θεό, ζει την ενότητά του με τους συνανθρώπους του σε μία κοινωνία ουσιαστική και πνευματική. Στον χώρο της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, το υλικό ενώνεται με το πνευματικό, το κτιστό με το άκτιστο, το πρόσκαιρο με το αιώνιο. Εκεί βιώνονται οι ενέργειες της θείας αγάπης, φανερώνεται και ολοκληρώνεται το δώρο υιοθεσίας που έχει ληφθεί με το Βάπτισμα και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μέσω της λατρείας καθίσταται ο οιοσδήποτε πιστός μέτοχος των μυστηρίων του Θεού, τα οποία οδηγούν στη σωτηρία. Η κατάκτηση των πνευματικών εφοδίων οδηγεί στην κάθαρση από κάθε μολυσμό, στην ενίσχυση της πίστης και της ελπίδας, στην υπαρξιακή ολοκλήρωση. Δημιουργούνται με τον εν λόγω τρόπο οι προϋποθέσεις για την ένταξη στον καινό κόσμο του Θεού, σε έναν κόσμο ενότητας, αθανασίας, ελευθερίας και δημιουργίας, με όρους ριζικά διαφορετικούς από τους συμβατικούς. Το θέμα λοιπόν που θα αναλάβουμε να πραγματευτούμε είναι σύνθετο και εμπεριέχει τους κλάδους της εκκλησιολογίας και της εσχατολογίας, οι οποίοι αντιστοίχως αναφέρονται στην παρούσα κατάσταση και στη μέλλουσα προσδοκία. Θα επιχειρήσει να δείξει δηλαδή το πώς συνυφαίνεται η εν χρόνω ζωή και εξέλιξη με την υπέρβασή τους. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το εν λόγω θέμα είναι με την ευρεία έννοια ανθρωπολογικό, έρχεται να περιγράψει δηλαδή το πώς ο άνθρωπος μέσα από ένα σύνολο συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ειδικού τύπου οδηγείται σε μια νέα κατάσταση, της οποίας χαρακτηριστικό είναι η κοινωνία με το θείο. Βεβαίως η επικοινωνία αυτή διέρχεται από ποικίλα επίπεδα, όπως π.χ. τις ηθικές πράξεις, την κάθαρση της ύπαρξης και τις διανοητικές δραστηριότητες, στο χριστιανικό πλαίσιο των οποίων π.χ. μπορούμε να κατατάξουμε και την προσευχή. Κατ’ εξοχήν όμως το θέμα έχει σαφείς εκκλησιολογικές θεμελιώσεις, καθ’ ότι τα όσα διαλαμβάνονται αναφορικά με τη λατρεία τελούνται εντός του εκκλησιαστικού χώρου και χρόνου και μέσα από την προοπτική που έχει τεθεί ήδη από την εποχή της Καινής Διαθήκης. Δεν πρέπει επιπλέον να παραλείψουμε πως ό, τι περιλαμβάνεται στον σύνθετο όρο “Βασιλεία των Ουρανών” εκφράζεται, τεκταίνεται και διεκπεραιώνεται στο εκκλησιαστικό πλαίσιο, το οποίο συνιστά κατά κάποιο τρόπο την αναγκαία ιστορική διαδρομή για την κατάκτησή της. Πιο συγκεκριμένα, με τον όρο “Χριστιανική λατρεία” αναφερόμαστε σε ένα σύνολο από δραστηριότητες-τελετές, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί και καθιερωθεί μέσα στην ιστορική ανάπτυξη της Εκκλησίας και αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο οι πιστοί επιχειρούν με απτό τρόπο να εκδηλώσουν την άρρητη σχέση τους με το θείο, η οποία συνιστά και το κοινό βίωμά τους. Οι λατρευτικές τελετές είναι κατά βάση μια επιλογή των πιστών για να αποδείξουν με συμβολικό και αλληγορικό τρόπο τόσο την απόπειρα μετοχής τους στο θείο μυστήριο όσο και την επιθυμία τους να οδηγηθεί η εν λόγω απόπειρα στο επιθυμητό τέλος. Με τον όρο “Βασιλεία των Ουρανών” γίνεται λόγος
5
για την μεταμόρφωση του εμπειρικού ιστορικού βίου μέσα από όρους που τον υπερβαίνουν, οι οποίοι είναι καθαρά θεοκεντρικοί και θεμελιώνονται ιστορικά μέσα από το μυστήριο της Ενσάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. Με κριτήριο ανάλυσης τους τυπικούς χρονολογικούς όρους, θα λέγαμε ότι η Βασιλεία των Ουρανών ως προσδοκία προκύπτουσα μέσα από το νέο ευαγγέλιο του Χριστού προηγείται, τόσο οντολογικά όσο και λογικά, των λατρευτικών εκδηλώσεων. Η προτεραιότητα όμως αυτή δεν αίρει την άμεση σύνδεσή τους. Η λατρεία καθίσταται το εργαλείο εκείνο διά του οποίου οι πιστοί στο σύνολό τους δείχνουν με ποικίλους τρόπους το πώς αντιλαμβάνονται και βιώνουν τη Βασιλεία. Κάθε λατρευτική λοιπόν εκδήλωση εμπεριέχει τον σκοπό για τον οποίο έχει επιλεγεί και καθίσταται έτσι ένας διαπορθμευτής των θείων προβολών στην εκκλησιαστική κοινότητα αλλά και συγχρόνως ένα αναγωγικό μέσο για την αφομοίωση των θείων μηνυμάτων και τελικά για την έμπρακτη εφαρμογή τους. Το πώς οι δυο αυτές έννοιες συνδέονται με την προοπτική των Εσχάτων είναι ένα ζήτημα που συνυφαίνεται στενά με όλη την θεολογία του Χριστιανισμού. Τόσο με την Ενσάρκωση του Υιού και Λόγου όσο και με το πνευματολογικό γεγονός της Πεντηκοστής έρχεται στο προσκήνιο η προοπτική της ολοκλήρωσης του ιστορικού χρόνου υπό όρους μετασχηματιστικούς και της μετάβασης σε μια νεοπαγή πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται πολλάκις με τον όρο “κατά χάριν θέωση του ανθρώπου”. Έτσι, θα λέγαμε ότι τα Έσχατα συνιστούν τη διαλεκτική σύνθεση των δυο προηγούμενων όρων. Η λατρεία είναι ένα καθαρά ανθρώπινο ενέργημα, ενώ η Βασιλεία των Ουρανών συνιστά την εξέλιξη που έχει οριοθετήσει η Αγία Τριάδα για τον άνθρωπο. Στα Έσχατα οι δύο αυτές καταστάσεις συναντώνται σε απόλυτη κλίμακα και προσλαμβάνουν με συγκεκριμένους όρους σύνθεσης το πλήρες νόημά τους. Η ανάδειξη της εν λόγω διαλεκτικής συνάντησης αποτελεί την συμβολή της μελέτης μας στην έρευνα, υπό την έννοια ότι εξειδικεύουμε καταρχάς και συνθέτουμε εντέλει τους όρους μιας συνάφειας που νοηματοδοτείται ως προς τι τρίτον που προκύπτει. Από ποια στάδια δηλαδή και υπό ποίους όρους διέρχεται μια διαδικασία που επιλέγεται για να αναδείξει με μια παρουσία και με μια εξέλιξη στο μέλλον μια πραγματικότητα ήδη υπαρκτή. Τα κεφάλαια λοιπόν μέσα από τα οποία θα διαρθρωθεί η εργασία θα αναλάβουν με αναλυτικό τρόπο καταρχάς και συνθετικώς στη συνέχεια να αναδείξουν τα ανωτέρω. Πρόκειται για μια απόπειρα, η οποία θα πορευτεί μέσα από το σκεπτικό του τρόπου με τον οποίο η ανθρώπινη ιστορία υπό την καθοδήγηση του Θεανθρώπου και του Αγίου Πνεύματος θα καταστεί και η ίδια θεανθρώπινη. Ο στόχος της έρευνάς μας δεν εκτρέπεται απ’ ό, τι ορίζεται ως Θεία Οικονομία, αλλά θα φέρει στο προσκήνιο το πώς η ανθρώπινη εκκλησιαστική κοινότητα θα συνειδητοποιήσει και θα αφομοιώσει με βαθμιαίους όρους ωρίμανσης το σχέδιο που από καταβολής κόσμου είχε προετοιμάσει ο Θεός για τον άνθρωπο. Για τη συστηματική μελέτη πάντως του θέματος είναι απαραίτητη αρχικά η ανάλυση βασικών ζητημάτων και εννοιών της Χριστιανικής Δογματικής. Στο πρώτο μέρος της εργασίας αναλύεται η έννοια της Χριστιανικής πίστης, των πηγών της αλλά και των καταστάσεων που τής εναντιώνονται, αφού το περιεχόμενό της αποτελεί τη βάση, το θεμέλιο και την απαραίτητη προϋπόθεση της εν Χριστώ ζωής. Ακολουθεί μία σύντομη περιγραφή της δημιουργίας του κόσμου καθώς και ανάλυση της “κατ’ εικόνα” και “καθ’ όμοίωσιν” δημιουργίας του ανθρώπου, όπως η εν λόγω πτυχή της Θείας Οικονομίας ορίστηκε από την ίδια την Αγία Τριάδα, αλλά και της πτώσης των Προπατόρων, ως έναρξης του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης. Το κεφάλαιο που ακολουθεί, αυτό της Ενανθρώπισης του Υιού και Λόγου του Θεού, αναφέρεται στο
6
κατεξοχήν κεφαλαιώδες ζήτημα της Χριστιανικής Ανθρωπολογίας και Εσχατολογίας. Είναι το μυστικό γεγονός που αποτελεί την πιο ακραία αγαπητική πράξη του Θεού για χάρη του ανθρώπου, προκειμένου να τον επαναφέρει στην κορυφαία τιμή και δόξα για την οποία ήταν προορισμένος. Στα επόμενα κεφάλαια έρχονται στο προσκήνιο παρουσίασης οι βασικές έννοιες της Εκκλησιολογίας. Αρχικά, περιγράφεται η αρχή της Εκκλησίας, ως ιστορικό γεγονός, στα Ιεροσόλυμα, αλλά και ως πνευματικό, που προϋπήρχε διηνεκώς, προ καταβολής κόσμου και που φανερώθηκε με την Ενανθρώπιση. Τα γνωρίσματα, η δομή και η διάρθρωση που ακολουθούν είναι απαραίτητα για την κατανόηση και αποδοχή τού εν λόγω χώρου, ως του τέλειου θεανδρικού καθιδρύματος. Στα επόμενα κεφάλαια επιχειρείται να ερμηνευτεί η Τριαδολογική βάση της Εκκλησίας, το Χριστολογικό περιεχόμενό της αλλά και το ιδιαίτερο έργο του Αγίου Πνεύματος στη συνέχιση του σωτήριου έργου του Κυρίου. Η κατάθεση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων σχετικά με το Τριαδικό δόγμα, η ανάλυση των εννοιών “πρόσωπον” - “υπόστασις” και των θείων ενεργειών και θελημάτων βοηθούν στην περαιτέρω κατανόηση των θεμάτων που αναπτύσσονται στα εν λόγω κεφάλαια. Το κεφάλαιο που ακολουθεί αφορά στον μυστηριακό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Είναι η ιδιότητα που την διακρίνει από κάθε εγκόσμιο οργανισμό και που αποτελεί σημαντική παράμετρο της Εκκλησιολογίας όσον αφορά στο απολυτρωτικό έργο της, στον ρόλο της για τη σωτηρία του κόσμου της αισθητής εμπειρίας. Το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους αφορά στην εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας. Στην αρχή του κεφαλαίου δίνεται μία ερμηνεία της έννοιας της εσχατολογίας, του τρόπου αντιμετώπισης του θανάτου και του τι πιστεύεται ότι υπάρχει μετά από την κατά περίπτωση έλευσή του. Ακολουθεί ανάλυση της σωτηριολογίας και των βασικών εννοιών της, η οποία είναι απαραίτητη για την κατανόηση του θεμελιώδους θέματος της εν Χριστώ ζωής (θέωση, αθανασία, αγιότητα). Στη συνέχεια, ερευνάται η Βασιλεία των Ουρανών, ως προοπτική των Εσχάτων, όπως αυτή συνδέθηκε με τον Ιησού Χριστό, το επίγειο έργο Του, τα θαύματα, τις παραβολές και τους μακαρισμούς Του, ως εικόνες και ως προϋποθέσεις ένταξης στο πλαίσιό της. Το επόμενο κεφάλαιο αποτελεί μία περίληψη και κριτική της Αποκάλυψης του Ιωάννη, του χαρακτηριστικότερου εσχατολογικού βιβλίου των Γραφών. Το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους αφορά στην προοπτική μεταμόρφωσης της επί γης στρατευόμενης Εκκλησίας, σύμφωνα με τους βασικούς όρους της εσχατολογίας και της σωτηριολογίας των προηγούμενων κεφαλαίων. Το δεύτερο μέρος της εργασίας αφορά στην καθαυτό λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, τόσο ως τελεστική και βιωματική πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών, όσο και ως προϋπόθεση ένταξης του πιστού στην προοπτική βαθμιαίας πραγμάτωσής της. Αρχικά δίνεται η έννοια της λατρείας, των χαρακτηριστικών της και της ιστορικής πορείας της, όπως αυτή εξελίχθηκε από τις κατακόμβες μέχρι την κατασκευή ναών, ως χώρων λατρείας του Τριαδικού Θεού. Ακολουθεί η περιγραφή και η ανάλυση του τόπου λατρείας, του ναού, ως καθαυτού χώρου προεικόνισης του νέου κόσμου του Θεού. Η αρχιτεκτονική, η διακόσμηση, η εικόνα, τα μέρη του ναού, τα άμφια των κληρικών και της Αγίας Τράπεζας, τα ιερά σκεύη-αντικείμενα και τα λειτουργικά βιβλία παρουσιάζονται λεπτομερώς, ενώ έρχεται στο προσκήνιο και ο τρόπος με τον οποίο αυτά συνδέονται με την καινή πόλη του Θεού. Στο επόμενο κεφάλαιο το ενδιαφέρον μας στρέφεται στον χρόνο της λατρείας, στις εορτές του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Τόσο η ανάμνηση των εν λόγω γεγονότων, όσο και η πρόσκληση προς μίμηση του Πάθους τους αποτελεί απαραίτητο στοιχείο προεικόνισης και προϋπόθεσης ένταξης
7
στον νέο κόσμο του Θεού. Τα επόμενα κεφάλαια αφορούν στην υμνολογία, στη μουσική, στην προσευχή και στη νηστεία, στοιχεία αναπόσπαστα της Χριστιανικής λατρείας. Τα κεφάλαια αυτά εκκινούν με την ιστορική εξέλιξη του καθενός λατρευτικού είδους ιδιαιτέρως, ενώ στο τέλος γίνεται η σύνδεση με την κεφαλαιώδη επικουρία που με την παρουσία τους κομίζουν στην εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας. Ακολουθεί ο τρόπος χρήσης και λειτουργίας της εκκλησιαστικής γλώσσας και του εκκλησιαστικού χρόνου στην λατρευτική ζωή, ως στοιχεία φανέρωσης και πρόγευσης του νέου κόσμου του Θεού. Τα τελευταία κεφάλαια της εργασίας αναφέρονται στα ιερά μυστήρια και τις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας. Σε κάθε ένα από αυτά δίνεται μία σύντομη ιστορική εξέλιξη, περιγραφή και το πώς προβλέπεται η σωτηριολογική συμβολή του. Στο τέλος, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη Θεία Ευχαριστία, ως του κορυφαίου μυστηρίου, του πιο σημαντικού για τη μεταμόρφωση της κτίσης, σύμφωνα με το θείο θέλημα, με τον υπερφυσικό σχεδιασμό. Η μέθοδος που ακολουθείται στην παρούσα εργασία είναι η ερμηνευτική και η αναλυτικο-περιγραφική. Έπειτα από ανάγνωση έγκυρων ερευνητικών θεολογικών βιβλίων, των Γραφών και κειμένων της Ιεράς Παραδόσεως καταγράφηκαν τα πιο σημαντικά στοιχεία για τη σύνταξη της εργασίας. Τόσο η ερμηνεία βασικών θεμάτων της Χριστιανικής λατρείας όσο και η περιγραφή και η ιστορική εξέλιξη των ερευνώμενων θεμάτων κρίθηκαν απαραίτητα, προκειμένου να ακολουθήσει η ανάλυσή τους, η συνθετική προέκτασή τους και εν τέλει η σύνδεσή τους με την αρχική προβληματική τής εργασίας.
8
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
9
1. Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ Ως πίστη δεν νοείται απλά μια θεωρητική γνώση ή πεποίθηση για κάποια αφηρημένη θρησκευτική αλήθεια. Εκείθεν όλων είναι μια συνάντηση, μια προσωπική σχέση με τον ζωντανό Θεό, μια σχέση ανεπιφύλακτης εμπιστοσύνης.1 Η εν λόγω συνάντηση πραγματοποιείται άλλοτε αιφνίδια, ως μια συγκλονιστική αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, και άλλοτε βαθμιαία, στη διάρκεια μιας μακρόχρονης πορείας και οδυνηρής αναζήτησης του Θεού. Κατά τον μοναδικό ορισμό που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, “εστίν δέ πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων”.2 Σύμφωνα με τον ανωτέρω ορισμό, η πίστη είναι η ανταπόκριση στην υπερβατική πραγματικότητα,3 η είσοδος και η βίωση της μυστικής σφαίρας των αποκαλυπτόμενων θρησκευτικών αληθειών. Είναι μια αποκάλυψη της δόξας του Θεού, δώρο του Αγίου Πνεύματος στον αναζητούντα ταπεινό άνθρωπο, προσφέροντας γνώση4 για την πηγή της ζωής και της ύπαρξης αλλά και σωτηρία.5 Σύμφωνα με τον Ν. Ματσούκα, “είναι η κοινωνία με ένα περιεχόμενο ζωής και σταθερή και βέβαιη εμμονή στις σημασίες του”.6 Με βάση τα ανωτέρω, η πίστη δεν έχει μόνο γνωστική αλλά και ηθική αξία, εφόσον αποτελεί υπόθεση της ελεύθερης βούλησης. Όθεν, αποτελεί και την πρώτη και θεμελιώδη χριστιανική αρετή, στην οποία στηρίζονται οι υπόλοιπες.7 Ο Θεός δεν καταργεί ούτε εκβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου.8 Η πίστη, εκτός από εσωτερικό βίωμα, εκδηλώνεται έμπρακτα, ελεύθερα με βάση την αγάπη, που ως εκστατική κίνηση μεταμορφώνει την ύπαρξη και τη ζωή. Η λογική θεμελίωση της πίστης έγκειται στην αποδοχή τής εκ Θεού ίδρυσης της Εκκλησίας, της θείας αποκάλυψης με την Ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου,9 της εμφάνισης του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής και της παραμονής του έκτοτε στην Εκκλησία, διδάσκοντας και κατευθύνοντάς την στην αλάθητη έκφραση της πίστης. Η αληθινή γνώση του Θεού, η κοινωνία των χριστιανικών αληθειών και η ορθή πίστη γίνονται κτήμα μόνο μέσα στην Εκκλησία αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα της ζωής της. Έξω από τον χώρο της ούτε η γνώση των αληθειών ούτε η εν Χριστώ σωτηρία είναι εφικτές. Αυτές τις αλήθειες τις διδάσκει η Εκκλησία απόλυτα και χωρίς σκεπτικισμούς, εφόσον αποτελεί τον μοναδικό φορέα του Χριστού διά μέσου των αιώνων, εμβαθύνοντας στο αληθινό νόημα της πίστης και δημιουργώντας την ακλόνητη 1
Βλ. Αλέξ. Σμέμαν, Πιστεύω: η βίωση της πίστης, (μτφρ. Στάθη Κομνηνού), τόμος Α΄, Αθήνα, 1996, εκδ. “Ακρίτα”, σελ. 17-27: “στην ουσία της η χριστιανική πίστη είναι η προσωπική συνάντηση με τον Χριστό, η αποδοχή όχι αυτού ή εκείνου του δόγματος ή της διδασκαλίας για τον Χριστό, αλλά του ίδιου του Χριστού…η πίστη είναι η δυναμική συνάντηση, η πραγματική συνάντηση ανάμεσα σε ό, τι είναι βαθύτερο στον άνθρωπο ακόμα και αν δεν γνωρίζει τι είναι αυτό…”. 2 Βλ. Παύλ. Εβρ. ια, 1. 3 Βλ. Αλέξ. Σμέμαν, όπ. π., σελ. 27-32. 4 Βλ. Παύλ. Φιλιπ. γ, 8. 5 Βλ. Λουκ. ιζ, 17. 6 Βλ. Νίκου Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη, 2004, εκδ. “Πουρναρά”, σελ. 24. 7 Βλ. Παύλ. Α’ Κορ. ιγ, 13: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη αποτελούν τις θεμελιώδης αρετές του Χριστιανισμού, άνευ των οποίων δεν είναι εφικτή η σωτηρία. 8 Βλ. Μάρκ. η, 34: “όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν καί αράτω τόν σταυρόν αυτού, καί ακολουθείτω μοι”. 9 Βλ. Αλέξ. Σμέμαν, όπ. π., σελ. 43-55.
10
πεποίθηση της πραγματικής ύπαρξης των μελλοντικών αγαθών και καλώντας άπαντες στην αιώνια μακαριότητα. Η πίστη δεν είναι μόνο μια τάση της διάνοιας και της καρδίας κάθε ανθρώπου, αλλά το σύνολο των αληθειών, το οποίο εδράζεται στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση. Το νόημά της περιλαμβάνεται στο σύνολο των δογμάτων και των κανόνων που η Εκκλησία κατά καιρούς διατύπωσε στις Οικουμενικές Συνόδους και επικυρώθηκαν από την κοινή συνείδηση του Εκκλησιαστικού πληρώματος, στα θεοσύστατα μυστήρια με τα οποία λαμβάνεται η θεία χάρη, προσφέροντας αγιασμό, αναγέννηση και ζωή, σύμφωνα με το θείο θέλημα και την εν Χριστώ σωτηρία, όπως ο ίδιος ο Θεάνθρωπός βεβαίωσε.10 Το σύνολο των δογματικών αληθειών, που διαμορφώθηκαν από τον 3ο έως τον 8ο αιώνα μ.Χ., περιλαμβάνει θέματα και κανόνες περί λατρείας και τέχνης, περί Θεού, περί Χριστού, περί της εκ Παρθένου γέννησης, περί σταυρού και ανάστασης, περί Αγίου Πνεύματος, περί ψυχής και σώματος, περί θείων γραφών, τα οποία αποσαφηνίζουν τον τρόπο ζωής και διατυπώνουν ορθά τα θέματα της πίστης. Απαραίτητη προϋπόθεση της πίστης αποτελεί, εκτός από την ανεπιφύλακτη αποδοχή ως προς την ορθότητά της, η εδραία και γνήσια ερμηνεία της μέσα στην προσωπική ζωή και την πολιτεία του πιστού. Η εκούσια και πρόθυμη αποδοχή του θελήματος του Θεού που συνοδεύεται με λόγους και πράξεις, η υποταγή και η προσφορά της ύπαρξης στον Θεό αποτελούν κίνητρα και ρυθμιστές της ζωής, οδηγούν στην μεταμόρφωση, φωτίζουν και οδηγούν στην αιώνια ζωή και στην μακαριότητα. Η ομολογία της πίστης με λόγους και έργα αποτελεί ύψιστο καθήκον και υποχρέωση προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή επισημαίνει ο Ιάκωβος,11 καθιστώντας την έτσι να αποτελεί αρετή και ζωτικό στοιχείο της Χριστιανικής ζωής. Η παράβαση του καθήκοντος της πίστης, η εκούσια απιστία, η οποία προέρχεται από προσωπική αμέλεια και η παράλειψη του καθήκοντος για έρευνα και αναγνώριση των αληθειών της πίστης αποτελούν όσο διαρκούν μη υπερβάσιμο αμάρτημα. 12 Η αίρεση, με τις διάφορες αμφιβολίες ως προς την ορθότητα τής εν Χριστώ αποκεκαλυμμένης πίστης της Εκκλησίας ή της αμφισβήτησης μέρους ή ολόκληρου του περιεχομένου της, είναι επίσης αμάρτημα. Ένοχος αίρεσης είναι και όποιος διαστρέφει το νόημα της διδασκαλίας της Εκκλησίας του Χριστού και προσπαθεί με έργα και λόγους να παρασύρει και άλλους στην πλάνη. Σοβαρή είναι και η απόρριψη της πίστης, ή η ενεργός αντίσταση έναντι του περιεχομένου της, κυρίως όταν αυτή καθίσταται ήδη γνωστή. Πιο σημαντική παράβαση καθήκοντος προς τον Θεό είναι η αποστασία και το σχίσμα, διότι καταστρέφει το δόγμα της ενότητας της Εκκλησίας και αντιστρατεύεται στο θέλημα του ιδρυτή της, του προσώπου που νοηματοδοτεί την πορεία της, που υπερβαίνει ριζικά τα τελούμενα και διαμειβόμενα μέσα στο ιστορικό συνεχές. Η Εκκλησία αντέστη ακλόνητα απέναντι στις αιρέσεις, στις αποστασίες και τα σχίσματα, ακριβώς επειδή αντέστρεψαν την πορεία για την μέθεξη στην θεία μακαριότητα των Εσχάτων. 1.1. ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ 10
Βλ. Μάρκ. ιστ, 16: “ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται…”. Βλ. Ιακ. β, 24 - 26: “οράτε τοίνυν ότι εξ έργων δικαιούται άνθρωπος καί ουκ εκ πίστεως μόνον… ώσπερ γάρ τό σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστίν, ούτω καί η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί”, και Μάξιμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, (μτφρ. Ιγνάτ. Σακαλή), εισαγ-σχόλια: Δημ. Στανιλοάε (πρωτοπρ.), Αθήνα, 1989, εκδ. “Αποστολική Διακονία της Ελλάδος”, PG 144, 677 B: “η πίστη χωρίς έργο είναι κάτι νεκρό”. 12 Βλ. Ιω. γ, ι8: “…ο μή πιστεύων ήδη κέκριται…”. 11
11
Παρ’ όλα τα γεγονότα που έχουν διαδραματιστεί από τις αρχές της Εκκλησίας, η εσωτερική συνέχειά της δεν διασπάστηκε, δεν έγιναν κεφαλαιώδεις προσθήκες ή αλλοιώσεις στα μυστήρια και στη λειτουργική ζωή.13 Πρώτη μορφή της Ιερής Παράδοσης αποτελεί η άγραφη διδασκαλία του Κυρίου, η οποία παραδόθηκε στους Αποστόλους και μέρος τής οποίας είναι εγγεγραμμένο στην Καινή Διαθήκη. Η Παράδοση αποτελεί τη ζωντανή συνέχεια της διδασκαλίας του Κυρίου, χωρίς προσθαφαιρέσεις. Στο περιεχόμενό της ανήκει ό,τι έγινε πιστευτό από το σύνολο των πιστών σε κάθε τόπο και κάθε εποχή. Πρόκειται για τις αλήθειες, οι οποίες καταγράφηκαν στις αποφάσεις και στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών, που επικυρώθηκαν από τις Οικουμενικές, το Σύμβολο της Πίστεως, ως σύντομη δογματική του Χριστιανισμού και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, εφόσον βεβαίως συμφωνούν σε θέματα πίστης, διοίκησης και λατρείας.14 Τα ανωτέρω ορίζουν τη Χριστιανική ζωή, αποτελώντας έκφραση και ενσάρκωση του Ευαγγελικού κηρύγματος και πρότυπο μίμησης του Χριστού μέσα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Οι Οικουμενικές και τοπικές Σύνοδοι διαμόρφωσαν το Ορθόδοξο Δόγμα (εν συντομία συντάχτηκε το Σύμβολο της Πίστεως) με όρους, κανόνες, επιστολές και ομολογίες της πίστης από φωτισμένους επισκόπους και Πατέρες της Εκκλησίας, αποδεικνύοντας τη δογματική ορθότητα έναντι της πλάνης. Οι όροι διαθέτουν αλάθητη, μόνιμη, αμετάκλητη εγκυρότητα, δεν υφίστανται αναθεωρήσεις ή διορθώσεις. Οι κανόνες, αυστηροί και άκαμπτοι, ρυθμίζουν την εκκλησιαστική ζωή, τη Θεία Λατρεία και τις πράξεις της (ευχές, προσευχές, βιβλία, σκεύη, κ.λ.π.) που εκφράζονται με συμβολική και δραματική μορφή και διατηρούνται στα μυστήρια της αλήθειας της πίστης. Με τους κανόνες ρυθμίζονται επίσης οι εκκλησιαστικοί θεσμοί, η διοίκηση και τα έθιμα της λειτουργικής ζωής. Η Αγία Γραφή αποτελεί τμήμα της Ιερής Παράδοσης. Αγία Γραφή και Ιερή Παράδοση βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία, κατά τη σχέση του μέρους με το όλον, αλληλοσυνυφαίνονται, η μια συνεπικουρεί στην ερμηνεία της άλλης. Κάθε παράδοση και δόγμα βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με την Αγία Γραφή. Η τελευταία αποτελεί την λεκτική εικόνα του Χριστού, περιέχει τις αλήθειες του Θεού.15 Αντλεί το κύρος της από την Εκκλησία, αφού μέσα από τις συνόδους της αποφάσισε ποια βιβλία θα αποτελέσουν οργανικό στοιχείο της και μόνο η ίδια μπορεί να την ερμηνεύσει έγκυρα. Στην Παλαιά Διαθήκη περιλαμβάνονται οι διηγήσεις περί δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου (ιστορικά βιβλία), οι φανερώσεις του θείου θελήματος στον Εβραϊκό λαό (προφητικά βιβλία), και η προετοιμασία του εκλεκτού λαού για την έλευση του Μεσσία με τη διδασκαλία των θεόπνευστων διδασκαλιών (διδακτικά βιβλία). Η Καινή Διαθήκη περιέχει τη νέα συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου, το χαρμόσυνο μήνυμα της λύτρωσης, την θεία αλήθεια στο σύνολό της. Σε αυτή περιλαμβάνονται τα τέσσερα Ευαγγέλια, τα οποία διηγούνται την αγία ζωή, τα έργα και τη διδασκαλία του Κυρίου, 13
Βλ. Καλλίστου Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη), Αθήνα, 1996, εκδ. “Ακρίτα”, σελ. 309-310. 14 Αναλυτική αναφορά στα έργα των Πατέρων, στους κανόνες των Συνόδων, και στη συμβολή τους, περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικής, τεύχος Α΄, Αθήνα, 1993, εκδ. “ Γκέλμπεση”, σελ. 132-283 και 289-291. 15 Βλ. P. Evdokimov, Η Ορθοδοξία (μτφρ: Αγαμ. Τ. Μουρτζόπουλου), Θεσσαλονίκη, 1972, εκδ. “Ρηγόπουλου”, σελ. 255: “Η Βίβλος είναι ο Χριστός, αφού κάθε λόγος της μας οδηγεί προς αυτόν που την πρόσφερε και μας θέτει εμπρός στην παρουσία του”, και Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 172, 688 Α: “εκεί είναι οι θησαυροί της γνώσης και της σοφίας κρυμμένοι”.
12
την ίδρυση της Εκκλησίας και την επέκτασή της. Εμπεριέχονται επιπλέον διδακτικά βιβλία, επιστολές προς τις Εκκλησίες ως διδασκαλίες και το προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης, όπου τονίζεται ο θρίαμβος της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή είναι διαρκώς παρούσα στις Ορθόδοξες Ακολουθίες (Ψαλτήρι, ανάγνωση εδαφίων, περικοπών και Ευαγγελίων), ενώ το Ευαγγέλιο, ως Λόγος Θεού, κατέχει τιμητική θέση στην Αγία Τράπεζα. Η παράδοση είναι η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, η συνεχής αποκάλυψή Του. Είναι η ζωντανή συνείδηση της Εκκλησίας, ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή της. Αποτελεί τη συνέχεια της πορείας του λαού του Θεού μέσα στον χώρο και στον χρόνο καθώς και τη συνάντηση με τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι. Η κατανόηση και η αποδοχή της γίνεται μέσα στην Εκκλησία, όπου καθίσταται συνειδητή η παρουσία του Κυρίου και η πνοή του Αγίου Πνεύματος. Η δημιουργική πιστότητα του παρελθόντος δεν αποτελεί στείρο “παπαγαλισμό” και επανάληψη διαμορφωμένων στο παρελθόν προτάσεων, αλλά αγώνα κατανόησης του τι υπόκειται της λεκτικής διατύπωσής τους. Πρόκειται για δυναμική θεώρησή του και όχι παθητική ή μηχανιστική. Εσωτερικά είναι αμετάβλητη (αφού ο ίδιος ο Θεός δεν μεταβάλλεται), αλλά συνεχώς αναλαμβάνει, ως εκ της ανθρώπινης πηγής της, καινούριες μορφές, οι οποίες συμπληρώνουν τις άλλες, χωρίς να τις εκτοπίζουν.16 Στην ιστορική ανάπτυξή της η πίστη προσέλαβε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εξατομικευμένης ή συλλογικής έκφανσης. Κύριος χώρος εντός του οποίου εκδηλώθηκαν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά ήταν η Εκκλησία. Εκεί ακριβώς ακονίστηκε με ποικίλους τρόπους η πίστη και προσέλαβε βαθμιαία τους τρόπον τινά υλικούς τρόπους αποτύπωσής της. Πρόκειται σαφέστατα για ό, τι περιλαμβάνεται στη λατρεία, η οποία τελετουργικά εξειδικεύει το περιεχόμενο της πίστης και προσφέρει την δυνατότητα στους φορείς της να επαναλαμβάνουν τη βεβαιότητά τους για την αλήθεια του περιεχομένου τους.
16
Περί πηγών της πίστης, βλ. Kαλλίστου Ware, όπ. π., σελ. 316-328.
13
2. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Το θεμέλιο της βιβλικής και πατερικής πίστεως, ζωής και θεολογίας είναι ότι ο Θεός διά της ακτίστου Αυτού ενέργειας εποίησε τον κόσμο. Ως δημιουργός και ποιητής του σύμπαντος κόσμου, κινούμενος από ανεξάντλητη αγάπη, δημιούργησε με απέραντη σοφία και τελειότητα τον αόρατο κόσμο, τις αγγελικές δυνάμεις και στη συνέχεια τον ορατό, τον υλικό, και υποκείμενο στην αισθητηριακή αντιληπτικότητα. Η Δημιουργία έγινε εκ του μη όντος,17 με την παντοδύναμη, πάνσοφη, αγαθή και ελεύθερη θεία βούληση. Είναι προϊόν της αγαπητικής ενέργειας της Τριάδας (“ποιήσωμεν άνθρωπον”)18, κυρίως όμως είναι έργο του Θεού Πατέρα. Σκοπός τού εν λόγω έργου είναι η προαιώνια βουλή του Τριαδικού Θεού να δημιουργήσει μια πραγματικότητα έξω από τον εαυτό Του, προκειμένου να φανερώσει τη δόξα Του και να την καταστήσει κοινωνό και συνεργάτη Του.19 Ως επιστέγασμα όλης της Δημιουργίας έπλασε τον άνθρωπο, τοποθετώντας τον στην κορυφή της κτίσης, ανάμεσα στην πνευματικότητα των αγγέλων και την υλικότητα της φύσης.20 Τον δημιούργησε “κατ΄ εικόνα”21 καθιστώντας τον να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη δημιουργία και τον προόρισε να οδηγηθεί στο “καθ΄ ομοίωσιν”, με τις πράξεις και τη θεάρεστη ζωή του. Το “κατ΄ εικόνα” σημαίνει ότι έλαβε με τη δημιουργία τα πνευματικά εκείνα στοιχεία που έχει και ο Θεός και που τον καθιστούν πρόσωπο, δηλαδή το λογικό και το αυτεξούσιο. Με τα εν λόγω εφόδια φανερώνεται πως ο άνθρωπος αποτελεί εικόνα του άκτιστου Θεού στη γη όχι ως προς τα γνωρίσματα της φύσης Του, τη βιολογική υπόστασή Του, αλλά ως προς το γεγονός ότι υπάρχει ως μοναδική, ανεπανάληπτη, προσωπική ύπαρξη, που, αν προβεί σε σωστή χρήση της ελευθερίας και της λογικής, θα υπερβεί τον εαυτό του και θα αναχθεί στο απόλυτο ον, γινόμενος Θεός κατά χάριν.22 Θα φτάσει στο “καθ΄ ομοίωσιν” με την οντολογική αρχή του, που είναι και ο ανώτατος βαθμός μέθεξης στις ενέργειες του Θεού. Ο Θεός είναι η υπέρτατη αρχή που ουσιώνει και ζωογονεί οιαδήποτε πραγματικότητα ανάγεται στο “είναι” και από την οποία εξαρτάται το υπαρκτό στο 17
Για την εκ του μη όντος δημιουργία, έξοχη ανάλυση περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ν. Ματσούκα, όπ.π., σελ. 144 – 158. Στο ίδιο κεφάλαιο του Ματσούκα γίνεται και η διάκριση από την θεώρηση των Ελλήνων φιλοσόφων περί της εκ του μηδενός, όχι με την έννοια της ανυπαρξίας αλλά της αντίθεσης προς το ον, δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό, σε σχέση με την εκ του μη όντος δημιουργίας του Χριστιανικού Θεού. Επίσης, βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, “Το προπατορικό αμάρτημα”, Αθήνα, 1989, εκδ. “Δόμος”, σελ. 38-47. 18 Βλ. Γέν. Α, 26. 19 Βλ. Παύλ. Α΄ Κορ. γ, 9. Η συνεργία Θεού – ανθρώπου φανερώνεται από τους λόγους του Παύλου, “Θεού γάρ έσμεν συνεργοί ”. 19
20
Η εικόνα που χρησιμοποιείται στις Γραφές (Γέν. β, 7) να πλάθεται ο άνθρωπος με χώμα και με την πνοή του Θεού φανερώνει από τη μια τη στενή σχέση του ανθρώπου με τη γη, το υλικό και από την άλλη τη σχέση που μπορεί να αναπτύξει με τον Θεό, το πνευματικό, υπερβαίνοντας τα κτιστά όρια της ύπαρξής του και προβαίνοντας σε ορθή χρήση του λογικού και του αυτεξούσιου που του χορηγήθηκε από τον Θεό Δημιουργό. 21 Βλ. Γέν. α, 27. 22 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 117: “ο άνθρωπος πλάσθηκε στην ουσία του την ίδια κατ’ εικόνα Θεού και η οντολογική αυτή θεομορφία εξηγεί γιατί η χάρη είναι σύμ-φυτη με την φύση, όπως η φύση είναι σύμ-μορφη προς την χάρη”.
14
σύνολό του.23 Είναι το υπερφυσικό πρόσωπο που προικίζει με την κατά χάριν μετοχή στις ενέργειές Του. Παρά την υπερβατικότητα και την ετερουσιότητά Του σε σχέση με την κτίση, υπάρχει ένα σημείο ομοιότητας, επαφής του ανθρώπου με το θείο, το οποίο, αν αξιοποιηθεί ορθά και πάντα με ελεύθερη βούληση24, οδηγεί στη γνώση και την κοινωνία με τις παροχές του.25 Ο άνθρωπος αποτέλεσε την κορωνίδα όλης της δημιουργίας, την ανώτερη έκφραση του κτιστού είδους. Παρά ταύτα, δεν αντελήφθη την ξεχωριστή θέση στην οποία τον τοποθέτησε ο Θεός και κατέπεσε στην αμαρτία. Η θεία παρέμβαση δεν είχε κανέναν εξαναγκασμό και, ως εκ τούτου, ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος στις επιλογές του. Ο Αδάμ αρνήθηκε τη σωστή χρήση της ελεύθερης βούλησης που του προσέφερε ο Θεός. Ενώ του δόθηκε ελευθερία και δυνατότητα επιλογής μεταξύ καλού και κακού, αυτός έθεσε σε προτεραιότητα τα δικά του ερμηνευτικά κριτήρια. Τοποθέτησε το δικό του θέλημα υπεράνω του Θεού, με αποτέλεσμα την τιμωρία. Η τιμωρία σήμαινε τον χωρισμό από τον Θεό, που είναι ζωή και αθανασία. Ακολούθησε μια κατάσταση αντίθετη προς τη φύση του, ωθούμενος υπό την εξουσία του διαβόλου και της αμαρτίας. Η πτώση, η αδυναμία πραγμάτωσης του εγγενούς στόχου, είναι η αρχή της αμαρτίας. Στην προηγούμενη κατάσταση ο άνθρωπος ήταν αγνός, αμόλυντος από το κακό, αυτεξούσιος και ελεύθερος, εφοδιασμένος με όλα τα χαρίσματα και τις αρετές, ώστε να καταστεί Θεός κατά χάριν. Με την πτώση όμως, επήλθε το κακό, η φθορά, η δουλεία, η υποταγή στα πάθη, ο εγωισμός, ο φόβος, η αιδώς, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης προς τον Θεό και τελικά ο θάνατος, ως ύστατο στάδιο της αμαρτίας, όλες δηλαδή οι παρά φύσιν καταστάσεις.26 Αν παρακολουθήσουμε ένα μέρος της Χριστιανικής λατρείας, θα διαπιστώσουμε ότι αναφέρεται με ποιητικό τρόπο στη θεία δημιουργία και στο σκοπό για τον οποίο έχει γίνει. Συγχρόνως, θα οδηγηθούμε στην εκτίμηση ότι εντάσσει τον άνθρωπο στο πλαίσιο αυτό και ότι τον αναδεικνύει ως τον μοναδικό υπεύθυνο για τη σωστή χρήση των υλικών του κόσμου. Για παράδειγμα, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν δηλώνεται μόνο η επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα υλικά στοιχεία του κόσμου.
23
Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 172, 664 D: “αφού δημιούργησε ο Θεός τα πάντα με την άπειρη δύναμή του και τα έφερε στην ύπαρξη, τα συγκρατεί, τα συνενώνει και χαράζει τα όριά τους”. 24 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 123: “ο προορισμός του ανθρώπου δεν ήτο να μείνη όπως τον έκτισεν ο Θεός, αφού επλάσθη ινα γίνη τέλειος και ούτω θεοποιηθή˙ επλάσθη δε ινα γίνη τέλειος, όχι διότι ήτο φύσει ηλλατωμένος και ηθικώς εστερημένος, αλλά διότι η ηθική τελείωσις πραγματοποιείται μόνον εν πλήρει ελευθερία…όπως ο Θεός είναι τέλειος κατά πάντα, και ελεύθερος πάσης ανάγκης, ούτω και ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού, ινα αποκτήσει την τελείωσιν, υπ΄ ουδενός όμως βιαζόμενος…”. 25 Βλ. Νίκου Ματσούκα, όπ. π., σελ. 194-200. 26 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 156-158: “οι πρωτόπλαστοι παρήκουσαν την εντολή και εκτοχιάσθηκαν εκ της οδού της τελειώσεως, κατέστη δε εις αυτούς αδύνατον να φτάσουν εις την αθανασία και θέωση, διότι επλήγησαν υπό του εχθρού…διά της αμαρτίας εισήλθε εις τον κόσμο ο θάνατος και επεκράτησε, ώστε να μην γίνει το κακό αθάνατο και ώστε στη θέα του θανάτου να δώσει στον άνθρωπο την ευκαιρία μετάνοιας…ο χωρισμός από τον Θεό είναι ο θάνατος…”. 25
15
3. Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Διατηρώντας αμείωτη την αγάπη Του ο Θεός προέβη σε ένα ασύλληπτο για τα ανθρώπινα δεδομένα έργο, στην Ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου Του, 27 με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, προκειμένου να επικουρήσει τον εκπεπτωκότα άνθρωπο να επανέλθει στην κορυφαία τιμή και δόξα, για τις οποίες ήταν προορισμένος.28 Κατά την Ενσάρκωση του Θείου Λόγου τελείται η συνάντηση του θείου με το ανθρώπινο, του υπερφυσικού με το φυσικό, εξαγιάζεται η φθαρμένη εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και τίθεται το “καθ΄ ομοίωσιν” μέσα στα όρια των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Η Ενανθρώπιση είναι η υψίστη πράξη με την οποία ο Θεός τίμησε τον άνθρωπο καθιστώντας την το πιο σημαντικό δόγμα της Ορθοδοξίας, διότι χωρίς την τέλεσή της δεν θα υπήρχε Χριστιανισμός. Στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού, “ος εστίν εικών του Θεου του αοράτου”,29 αποκαλύφθηκε η πανσοφία, η παναγαθότητα και η παντοδυναμία του Θεού˙ στα όριά Του η ανθρώπινη φύση θεώθηκε, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο στοιχείο οικειοποιείται το θείο και δίνοντας ένα αρχέτυπο ζωής για κάθε άνθρωπο. Με την Ενσάρκωση του Θείου Λόγου λύθηκε ο χρόνιος δεσμός του Αδάμ και άνοιξαν εκ νέου οι πύλες του Παραδείσου. Καταργήθηκε η δύναμη του Σατανά και άρχισε μια νέα εποχή για τον κόσμο. Με την παρέμβασή της στο ιστορικό γίγνεσθαι κατέστη συνειδητό ότι η ανθρώπινη φύση διαθέτει τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις συνάντησης με τις θείες ενέργειες και ότι η σωτηρία κάθε ανθρώπου ιδιαιτέρως έγκειται στην ικανότητα να επαναλαμβάνει κάθε στιγμή το αρχέτυπο ζωής που προέβαλλε ο Ιησούς Χριστός, αποκαθιστώντας τη σχέση με τον Δημιουργό. Ο Ιησούς Χριστός, ως καινός Αδάμ, ελευθερώνει τον άνθρωπο από την τυραννία του διαβόλου,30 ικανοποιεί τους βαθύτερους πόθους και τις πιο ουσιώδεις ανάγκες για τελειότητα και αιώνια ζωή, για επάνοδο στην ακεραιότητα, που η πτώση διέκοψε.31 Στο πρόσωπό Του πραγματοποιείται συνάντηση δύο υπερβατικών διαθέσεων και ελευθεριών που αναζητούν την διεύρυνση των ορίων τους και την αναζήτηση μιας προσωπικής επικοινωνίας. Από τη μια, η Αγία Τριάδα που αγαπητικά κινούμενη εκφράζει πτυχές της δημιουργικότητάς Της και, από την άλλη, του ανθρώπου που ανάγεται σε μια πραγματικότητα που τον υπερβαίνει. Ο Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, προκειμένου να την καταστήσει μέτοχο της θείας ζωής. Με τον θάνατό Του, συναντά τον άνθρωπο στο κατώτερο στάδιο της ύπαρξής του. Με τη νίκη Του κατά του θανάτου κατέστησε την εν λόγω κατάσταση προσωρινή (με την κοινή Ανάσταση όλων των νεκρών). Μέσω Αυτού, ως του πρωτότοκου όλων των νεκρών, ανακεφαλαιώνεται, ανακαινίζεται η ιστορία, εγκαινιάζεται ο νέος κόσμος της χαράς, της αφθαρσίας, της 27
Βλ. Ιω. α, 14“ ׃Ο Λόγος σάρξ εγένετο καί εσκήνωσεν εν ημίν…”. Βλ. Ν. Ματσούκα, όπ. π., σελ. 203: “Η ματαίωση του καθ’ ομοίωσιν δεν ήταν οριστική….ματαιώθηκε μια μελλοντική απόκτηση ενός αγαθού και επιβάλλεται να ξαναρχίσει η ίδια πορεία”. 29 Βλ. Παύλ. Κολ. α, 15. 30 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 174-176, 688 C-D: “ο Xριστός με την παρουσία του ελευθέρωσε και λύτρωσε τη φύση των ανθρώπων, που είχε υποδουλωθεί στη φθορά και παραδοθή από μόνη της στο θάνατο με την αμαρτία της και που ο διάβολος κυβερνά τυραννικά. Επλήρωσε το χρέος γι’ αυτή, σαν υπεύθυνος, αυτός ανεύθυνος και αναμάρτητος και την ξαναέφερε στη χάρη της αρχικής βασιλείας, αφού έδωσε τον εαυτό του για εμάς αντάλλαγμα και λύτρο”. 31 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 111 κ. ε.: “Ο Χριστός ξαναπιάνει απ’ την αρχή ό,τι ξεστράτισε και έμεινε στην μέση από την πτώση… Ο Χριστός ξαναδίνει στον άνθρωπο την δύναμη να ενεργεί…”. 28
16
μακαριότητας. Η σωτήρια προσφορά Του παρέχει στον άνθρωπο τη δυνατότητα, και όχι τον εξαναγκασμό, αξιοποίησης του θανάτου Του με την προσωπική συμμετοχή του στην πολυσήμαντη δυναμική του. Με κάθε άνεση θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε τον Χριστοκεντρικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής λατρείας. Το μυστήριο της Ενσάρκωσης κυριαρχεί στις τελετές της και αναδεικνύει, και εδώ, με ποιητικό τρόπο το νόημά της για την εξέλιξη του ανθρώπου.
17
4. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η πραγματική συμμετοχή στον θάνατο και στην Ανάσταση του Κυρίου λαμβάνει χώρα στην Εκκλησία. Η ύπαρξή της είναι η διαρκής επιβεβαίωση της Ανάστασης του Κυρίου ως υπέρβασης του θανάτου. Η επίσημη εμφάνισή της πραγματοποιείται την ημέρα της Πεντηκοστής, όπου “εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τόν οίκον ου ήσαν καθήμενοιˑ καί ώφθησαν αυταίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ΄ ένα έκαστον αυτών, καί επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου”.32 Έτσι αρχίζει η ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος επί των Αποστόλων στην Ιερουσαλήμ, κατά την εορτή της Πεντηκοστής. Την ίδια ημέρα, με το κήρυγμα του Πέτρου πίστεψαν και βαπτίστηκαν τρεις χιλιάδες στο νέο ευαγγέλιο, οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Ιερουσαλήμ. Κατά την περίοδο των διωγμών και σύμφωνα με την εντολή του Χριστού (“πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη”),33 τα μέλη της Ιεροσολυμίτικης Εκκλησίας διασκορπίστηκαν, προκειμένου να κηρύξουν το Λόγο του Θεού, αρχικά στους Ιουδαίους και έπειτα στους Εθνικούς. Μέσα σε μικρό διάστημα προέκυψαν μικρές χριστιανικές κοινότητες σε όλα τα κύρια κέντρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αρχικό και βασικό στοιχείο της οργάνωσης της Εκκλησίας, από την πρώτη περίοδο, ήταν το ίδιο το γεγονός της σύναξης, η Εκκλησία (εκ – καλώ) για την τέλεση της Ευχαριστίας. Αυτή ήταν και η αυστηρή προϋπόθεση για την ύπαρξη της Εκκλησίας. Προκειμένου να καταστεί κάποιος μέλος της Εκκλησίας, ήταν απαραίτητη η συμμετοχή στην Ευχαριστιακή σύναξη, ενώ επίσης Εκκλησία συνεκροτείτο, όπου ετελείτο η Ευχαριστία. Έτσι, δημιουργήθηκε ο θεσμός των λαϊκών. Αυτοί εκδήλωσαν τη “βουλή” τους ελεύθερα, ωστόσο δεν αποτελούσαν και την πηγή του δικαίου. Πηγή τής εν λόγω αρετής ήταν ο ίδιος ο Θεός και μόνο η εναρμόνιση της βουλής τους με εκείνη του Θεού τούς καθιστούσε πραγματικούς λαϊκούς με εκκλησιαστική έννοια. Για την εναρμόνιση της οριζόντιας με την άνωθεν διάσταση του δικαίου της Εκκλησίας, εξουσιοδοτήθηκαν, από τον ίδιο τον Κύριο, οι Απόστολοι, προκειμένου να ποιμαίνουν, να τελούν τα μυστήρια και να κατευθύνουν τον λαό προς το θείο θέλημα. Έτσι, δημιουργήθηκε ο θεσμός του Επισκόπου, ως χειροτονούμενου διαδόχου των Αποστόλων, ενώ πολύ σύντομα εμφανίστηκαν και οι τάξεις των διακόνων και των πρεσβυτέρων. Ο επίσκοπος είναι η κεφαλή του σώματος της ευχαριστιακής σύναξης, η εικόνα του Χριστού, το πρόσωπο που συμβολίζει και εκφράζει την παρουσία του Θεού στην Εκκλησία, έχοντας ως πρωταρχικό και διακριτικό καθήκον την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Οι διάκονοι αρχικά βοηθούσαν στην άσκηση της φιλανθρωπίας και στη συνέχεια έργο τους ήταν η συνεπικουρία στην τέλεση της λατρείας. Το έργο των πρεσβυτέρων ήταν η τέλεση όλων των μυστηρίων πλην της ιεροσύνης, των ιερών ακολουθιών πλην του αγιασμού, του μύρου και των εγκαινίων των ναών, η ποίμανση του λαού του Θεού και η διδασκαλία του Θείου Λόγου. Η βασική αυτή δομή της Εκκλησίας ολοκληρώθηκε και σταθεροποιήθηκε ως τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. για να παραμείνει από τότε ως σήμερα σταθερή. Βασικό κύτταρο του πολιτεύματος της Εκκλησίας παρέμεινε σε ιδιαίτερη χρονική έκταση η τοπική Εκκλησία, δηλαδή η κοινότητα που διοικείται από τον επίσκοπο. Οι διάφορες τοπικές Εκκλησίες βρίσκονταν βέβαια σε 32 33
Βλ. Πράξ. β, 2 – 4. Βλ. Ματθ. κη, 19.
18
συνεχή επαφή μεταξύ τους και από το 2ο αιώνα μ.Χ. εμφανίστηκε ο θεσμός των συνόδων, οι οποίες τον 3ο αιώνα διευρύνθηκαν, καθιστάμενες Οικουμενικές. Ακριβής ορισμός της Εκκλησίας δεν συναντάται ούτε στις Γραφές, ούτε στους Πατέρες, ούτε στους Κανόνες ή στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.34 Ο όρος αποδόθηκε όταν συγκροτήθηκε στα Ιεροσόλυμα η πρώτη Εκκλησία για την τέλεση της Ευχαριστίας. Το κύριο και ουσιαστικό περιεχόμενο του όρου αυτού είναι από την αρχή θεολογικό. Το ανωτέρω καθίσταται φανερό από τη γενική που τον συνοδεύει, ως “Εκκλησία Θεού” ή “Εκκλησία Χριστού”. Ο εν λόγω προσδιορισμός σημαίνει ότι η Εκκλησία κυβερνάται από τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Η αρχή και η ρίζα της τίθεται εκτός ιστορίας, είναι ριζωμένη στον προαιώνιο Λόγο. Στον άνθρωπο αποκαλύφθηκε με την Ενανθρώπιση, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Προϋπήρχε με τη δημιουργία του αόρατου και πνευματικού κόσμου των αγγέλων, ως “Εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς”.35 Από κοινού με τις αγγελικές δυνάμεις που ελεύθερα παγιώνονται στη θεία ζωή, ανήκουν οι εκλεκτοί προ καταβολής κόσμου, που τιμούν τον Θεό με ακατάπαυστη λατρεία. Αυτή είναι η πρώτη φάση της Εκκλησίας. Η δεύτερη φάση είναι αυτή των προπατόρων, κατά τη δημιουργία της υλικής κτίσης. Εδώ κυριαρχεί η κοινωνία των λογικών όντων με τον Τριαδικό Θεό και διαδραματίζεται η αρχέγονη προοπτική της Οικονομίας του πρώτου Αδάμ, ως σταδιακή ένωση του κτιστού με το άκτιστο. Το ρήγμα που προκάλεσε το προπατορικό αμάρτημα στην κοινωνία Θεούανθρώπου δεν ματαίωσε, αλλά τροποποίησε την εξέλιξη της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η τρίτη φάση της Εκκλησίας είναι η μεταπτωτική, που αρχίζει με την επιλογή και τη διαθήκη του περιούσιου λαού του Θεού. Είναι η Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ένας λαός αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια ιδιαίτερη αποστολή. Μέσα από την πορεία του περιούσιου λαού, που συνυφαίνεται με τις ενέργειες του Θεού στην κτίση και την Ιστορία, προετοιμάζεται η νέα φάση της Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Θεός και Λόγος θα κατέλθει στην ανθρωπότητα. Η πλήρης φανέρωση της Εκκλησίας, ως ανακεφαλαίωση και αναδημιουργία της προϋπάρχουσας πεπτωκυίας κατάστασης, ενεργοποιείται με την Ενανθρώπιση του Λόγου του Θεού και κυρίως με τη θυσία και την Ανάσταση του μονογενούς Υιού. Πρόκειται για την Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Στο Χριστολογικό μυστήριο, και με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, θεμελιώνεται πλήρως και αποκαλύπτεται το γεγονός της Εκκλησίας.36 Οι ιστορικές και μεταϊστορικές αυτές φάσεις της Εκκλησίας δεν αποτελούν μια τυχαία διαδικασία, αλλά εντάσσονται στη λογική ενός προγραμματικού σχεδιασμού, η κατανόηση του οποίου πραγματοποιείται βαθμιαία μέσα στη μακρά εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι. Η αρχή και η προέλευσή της είναι θείες, υπερφυσικές. Εισήλθε, ωστόσο, με τη δημιουργία του κόσμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, με σκοπό την ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ, ώστε να επιστρέψει στην υπερκόσμια πηγή της, στον Θεό Δημιουργό. Το σύνολο των ανωτέρω φάσεων εκτυλίσσεται κατά την λειτουργική διαδρομή της χριστιανικής λατρείας, ως καθ’ ημέραν μέθεξη στα Έσχατα.
34
Βλ. Ιω. Ν. Καρμίρη, “Εκκλησία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, Αθήνα, 1964, εκδ. “Μαρτίνος”, σελ. 465-519, εδώ σελ. 465 – 467. 35 Βλ. Παύλ. Εβρ. ιβ, 23. 36 Περί φάσεων της Εκκλησίας, βλ. Ιω. Ν. Καρμίρη, όπ. π., σελ. 467-474.
19
5. ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ “Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν καί αποστολικήν Εκκλησίαν” αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως,37 και έτσι διατυπώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της Εκκλησίας του Χριστού που την διακρίνουν από κάθε άλλη σύναξη. Τα ανωτέρω είναι τα γνωρίσματα της Εκκλησίας, τα οποία εκφράζουν την πληρότητά της και εξασφαλίζουν τη συνέχιση του έργου του Κυρίου έως την Όγδοη Ημέρα. Η Εκκλησία είναι μία, επειδή μία είναι η κεφαλή της, ο Χριστός και ένα το Σώμα της, που ταυτίζεται με κάθε τοπική Εκκλησία, η οποία τελεί την Ευχαριστία,38 έχει ένα έμψυχο πνεύμα, βασίζεται σε ένα κοινό δόγμα και πίστη, έχει ένα βάπτισμα,39 μία διοίκηση, μία αρχή και ένα σκοπό. Εφόσον είναι το Σώμα του Χριστού40 και αφού είναι ένα μόνο σώμα, είναι μία και αμετάβλητη, ανεξάρτητα από τις κοινωνικο-ιστορικές συντεταγμένες όσον αφορά στην ουσία της δια μέσου των αιώνων και των λαών που την ακολουθούν μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Η ενότητά της πηγάζει από την ενότητα του Θεού, είναι “εν Τριάδι ενότητα” με κέντρο τον ένα Χριστό και δύναμη που πραγματοποιεί αυτή την ενότητα το Άγιο Πνεύμα. Η ενότητα είναι οργανική, αφού κεφαλή είναι ο Χριστός και όλο το Σώμα της οικοδομείται εν αγάπη, αλλά μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως εσωτερική. Δεν είναι εξωτερική και μηχανιστική, αλλά βρίσκεται υπό τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και της δύναμης της αμοιβαίας αγάπης των ενωμένων και συσσωματωμένων πιστών, ζώντων και τεθνεώτων, με τη μετοχή στη λατρεία και κυρίως με το Βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία στο ένα Σώμα του Χριστού. Η ενότητα δεν αποκλείει την πληθωριστική ανάπτυξή της. Πρόκειται για μία ανάπτυξη που διασώζει τα αρχέτυπα χαρακτηριστικά της, την πλήρη ταυτότητά της, παρά τις επιμέρους εκφάνσεις της στον χώρο και στον χρόνο. Μπορεί να υπάρχει σχίσμα από την Εκκλησία, αλλά όχι μέσα στην Εκκλησία. Αυτή είναι μία και αδιαίρετη, περιλαμβάνει, ενοποιεί και υπερβαίνει τον χώρο και τον χρόνο με την πράξη κοινωνίας στα μυστήρια. Είναι αγία, αφού οντολογικά έχει θεία αρχή και κεφαλή τον Χριστό και ψυχή το Άγιο Πνεύμα. Αποτελεί κοινωνία αγίων, οι οποίοι μετέχουν στην αγιότητα με τα μυστήρια και κυρίως με τη Θεία Ευχαριστία και λαμβάνουν τη Θεία Χάρη. Ο εξαγνισμός και η κάθαρση αποκαθιστούν το “κατ΄ εικόνα” και ενεργοποιούν τους όρους και τις προοπτικές για το “καθ΄ ομοίωσιν”. Είναι καθολική, που σημαίνει την χωρίς διακρίσεις ενότητα, ολότητα, ταυτότητα της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού και των πιστών, σε μια άρρηκτη συνάφεια ζωντανών και μη, παρελθόντων, παρόντων και μελλόντων. Η καθολικότητα προέρχεται από τη δύναμη που έχει το ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας να ενώνει στο Σώμα και Αίμα του Χριστού το οποίο διαδίδεται σε όλους, χωρίς τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η εσωτερική ενότητα των πιστών αποτελώντας την απανταχού αδελφότητα. Η καθολικότητα δεν πρέπει να ταυτίζεται με την οικουμενικότητα που δηλώνει μία κατάσταση γεωγραφικής τάξης. Δεν πρέπει δηλαδή να γίνεται ταύτιση του ποιοτικού με το ποσοτικό γνώρισμα. Είναι καθολική έναντι των διαφόρων αιρετικών και σχισματικών Εκκλησιών και διότι έχει αδιάκοπη συνέχεια και ομοιόμορφη ομολογία της Ορθόδοξης διδασκαλίας περί πίστης, χωρίς τεμαχισμούς. 37
Βλ. Αλέξ. Σμέμαν, όπ. π., σελ. 144-148. Βλ. Παύλ. Κολ. α, 18: “Αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας”. 39 Βλ. Παύλ. Εφεσ. δ, 5. 40 Βλ. Παύλ Ρωμ. ιβ, 5 και Α’ Κορ. ιβ, 20. 38
20
Είναι αποστολική, αφού ιδρύθηκε από τον πρώτο και κορυφαίο Απόστολο, τον Ιησού Χριστό41 και κυρίως διότι οικοδομήθηκε στα θεμέλια των Αγίων Αποστόλων και Προφητών, των οποίων τη διδασκαλία και τις υπόλοιπες παραδόσεις διατηρεί αναλλοίωτες, ακέραιες και ανόθευτες. Οι δωρεές της Θείας Χάρης και της αλήθειας μεταδίδονται συνεχώς και ακατάπαυστα στους επισκόπους, οι οποίοι τούς διαδέχονται με επίσημη εκλογή και εκκλησιαστική χειροτονία συνεχίζοντας το έργο τους. Η αποστολικότητα δεν αναφέρεται μόνο στις αρχές της Εκκλησίας στην ιστορική αφετηρία της, που είναι ο σύλλογος των Αποστόλων, αλλά το αληθινό νόημα σημαίνει τη συνέχιση της ζωής του σώματος της Εκκλησίας και τη μετάδοση της Θείας Χάριτος στους ιερωμένους, το κύρος των οποίων δίνει νόημα στην αποστολική διαδοχή. Με την αποστολικότητα συνδέεται και το αλάθητο της Εκκλησίας, το οποίο εκφράζεται κυρίως μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους και σύμφωνα με την Αγία Γραφή. Είναι αλάθητη, ως όλον, αφού η κεφαλή της, ο Ιησούς Χριστός, είναι το πνεύμα της αληθείας και αφού οι επίσκοποι, ως εικόνα Του, έχουν λάβει την ίδια χάρη. Ο Χριστός είναι η οδός, η αλήθεια, η ζωή,42 ο αλάθητος φορέας, ερμηνευτής, διδάσκαλος και καθοδηγητής της αλήθειας, που παραμένει μυστηριωδώς στην Εκκλησία οδηγώντας την προς τον εν λόγω δρόμο. Το αλάθητο πηγάζει από την αδιάλυτη ενότητα Θεού και Εκκλησίας. Ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι δυνατόν να υποπέσουν σε λάθος. Και αφού η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, είναι αλάθητη.43 Η αλήθεια δεν αποτελεί προϊόν κάποιων διανοητικών επιτευγμάτων, ορισμένων εκλεκτών μελών της Εκκλησίας, ούτε μία εξωτερική κυριαρχική αυθεντία. Είναι το βίωμα και η πράξη του συνόλου των μελών της σε κοινή συνάφεια μεταξύ τους, με δοξολογική και λατρευτική εκδήλωση της αλήθειας και με στόχο την πραγμάτωση του καθ΄ ομοίωσιν σε καθολική κλίμακα. Ορίζεται, λοιπόν, η αλήθεια ως ο κοινός λόγος, που διαρκώς ανανεώνεται και εμπλουτίζεται στο εκάστοτε πλαίσιο της επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους και όλων από κοινού με το ενεργειακό πλήρωμα της Αγίας Τριάδας. Ως προς τη γενική δομή και διάρθρωσή της, η Εκκλησία παρουσιάζει τον συνοδικό θεσμό. Οι απαρχές του θεσμού, σύμφωνα με τον Ι. Ζηζιούλα,44 βρίσκονται στην Αποστολική εποχή, τόσο εντός της Εκκλησίας, όσο και στην ίδια την Ευχαριστιακή δομή της τοπικής Εκκλησίας. Η πλέον γνωστή σύνοδος είναι η Αποστολική σύνοδος, που μαρτυρεί πως η τοπική Εκκλησία των Ιεροσολύμων αποτέλεσε τη βάση της συνόδου. Η σύνθεσή της απετελείτο από (1) το “πλήθος”, δηλαδή την Τυπική Εκκλησία και (2) τους Αποστόλους και τους πρεσβύτερους. Η Αποστολική σύνοδος μαρτυρεί από τη δομή της ότι η τοπική Εκκλησία αποτελεί τη βάση της συνόδου και ότι οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι διακρίνονται του πλήθους ως αποφασιστικοί ηγετικοί παράγοντες στη λήψη αποφάσεων και ανακοινώσεων στις άλλες Εκκλησίες. Από τον 2ο αιώνα, οι σύνοδοι και οι αποφάσεις τους κρίθηκαν απαραίτητες για την καταπολέμηση των αιρέσεων45 και την αυστηρότερη διατύπωση του ορθόδοξου δόγματος, της μορφής ελέγχου και οργάνωσης της Εκκλησίας. Το πρωτείο του επισκόπου δεν δηλώνει μοναρχικό δικαίωμα ή εξουσία, αλλά έκφραση της κοινωνίας των Εκκλησιών, έκφραση της ευχαριστιακής κοινότητας. Όλοι οι 41
Βλ. Παύλ. Εβρ. γ, 1: “Κατανοήσατε τόν απόστολον καί αρχιερέα της ομολογίας ημών Ιησούν Χριστόν”. Βλ. Ιω. ιδ, 6. 43 Βλ. Καλλίστου Ware, όπ. π., σελ. 392-393. 44 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα (μητροπ. Περγάμου), Ο συνοδικός θεσμός: Ιστορικά, εκκλησιολογικά και κανονικά προβλήματα, Αθήνα, 1980, σελ. 163-190, εδώ 163 – 170. 45 Τόσο η αίρεση του Μοντανισμού, όσο και τα προβλήματα ορισμού ημερομηνίας του Πάσχα οδήγησαν στη θεσμοθέτηση των συνόδων, προς επίλυση των εκκλησιαστικών προβλημάτων. 42
21
επίσκοποι, πέραν των πρωτείων τιμής κατά την ιεροσύνη, είναι ίσοι. Ο επίσκοπος, ως μέσο φανέρωσης του Χριστού και όχι ως αντικαταστάτης, αποτελεί το κέντρο και τον φορέα της εκκλησιαστικής ενότητας. Η εξουσία του δεν είναι μια τυπική δικαιοδοτική εξουσία, αλλά ένα ζωντανό χάρισμα, το οποίο τον καθιστά πηγή τέλεσης των μυστηρίων και κυρίως της Θείας Ευχαριστίας. Αυτή επικεντρώνεται σε έναν επίσκοπο, αλλά είναι συλλογική, δημοκρατική και διαμορφώνεται από την κοινωνία των ιεραρχών με το ποίμνιο (με βάση την τριαδική ενότητα, όπου η κοινωνία των τριών προσώπων γίνεται ενότητα μόνο σε ένα πρόσωπο, την υπόσταση του Πατρός).46 Όλοι οι επίσκοποι οφείλουν να αναγνωρίζουν τον πρώτο ανάμεσά τους και καμία ενέργεια δεν πραγματοποιείται αν δεν ερωτηθεί ο πρώτος. Αλλά και καμία σύγκλιση συνόδου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συγκατάθεση όλων των επισκόπων.47 Ο λαός δεν αντιτάσσεται προς την ιεραρχία, αφού αυτή είναι οργανικό μέρος του και αφού όλοι είναι κατά πρώτον μέλη του λαού του Θεού. Είναι συνυπεύθυνος για τη διατήρηση, τη διασφάλιση της εκκλησιαστικής παράδοσης. Η υποταγή στην εξουσία του επισκόπου είναι όχι τυπική, αλλά έκφραση της αγαπητικής ενότητας, αφού όλοι κοινωνούν, από το ίδιο ποτήριον το Σώμα και Αίμα του Χριστού. Κάθε ενέργεια πραγματοποιείται στο όνομα της ενότητας, με βάση την αλήθεια. Οι αποφάσεις της συνόδου δεν επιβάλλονται, αλλά διέρχονται από την αποδοχή του λαού, εφόσον είναι σύμφωνες με την ολική πίστη της Εκκλησίας.48 Τα ανωτέρω γνωρίσματα της Εκκλησίας δεν εξαντλούν το νόημα και την αποστολή της, αλλά περιγράφουν εξειδικευτικά πτυχές της δυναμικής της. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το γεγονός πως η Εκκλησία δεν έχει να παρουσιάσει τίποτα άλλο στο μέλλον. Ο ρόλος της ύπαρξής της είναι η συνεργασία με τον Θεό για την ολοκλήρωση του έργου της Οικονομίας. Το εν λόγω έργο δεν είναι στατικό, ούτε εξαντλείται σε ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά. Αποτελεί μια δυναμική και διαρκώς ανανεούμενη πορεία έως το τέλος του κόσμου, που σημαίνει διαρκή εγρήγορση και επαναδιατύπωση της θέσης της Εκκλησίας εντός των λειτουργιών του.49
46
Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα (μητροπ. Περγάμου), Ο συνοδικός θεσμός, όπ. π., σελ. 170-171, 182-190. Βλ. Προδρόμου Ι. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων, Θεσσαλονίκη, 1991, εκδ. Αφοί “Κυριακίδη”, σελ. 31: Ο 34ος κανόνας των Αγίων Αποστόλων ορίζει: “Οι Επίσκοποι κάθε επαρχίας πρέπει να γνωρίζουν αυτόν που είναι πρώτος ανάμεσά τους και να θεωρούν αυτόν ως κεφαλή και να μην κάμνουν τίποτα παραπάνω χωρίς τη γνώμη εκείνου… Αλλά ούτε εκείνος να κάμνει κάτι χωρίς τη γνώμη όλων”. 48 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 216-217: “κάθε απόφαση, δογματική ή κανονική, πρέπει να περνά από μία “αποδοχή” από μέρους του λαού της Εκκλησίας και να εισχωρεί μέσ’ στο Σώμαˑ μόνο όταν η απόφαση αυτή ενσωματωθεί στην σάρκα και στο αίμα της Εκκλησίας, ταυτοποιηθεί με την ουσία της και βιωθεί ως τέτοια, μόνο τότε χαρακτηρίζεται ως καθολική και ταυτίζεται με τον αποστολικό σπόρο”. 49 Περί των γνωρισμάτων της Εκκλησίας, βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 210-223. 47
22
6. Η ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 6.1. ΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΔΟΓΜΑ Το δόγμα αποτελεί το συστατικό και κανονιστικό στοιχείο της πίστης. Σημαίνει την αναμφισβήτητη εκείνη αλήθεια,50 που εκφράζει τη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων. Η εν λόγω αλήθεια υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική και μόνο με την πίστη είναι δυνατόν να κατανοηθεί και να γίνει αποδεκτή. Από τον 1 ο αιώνα και με την έξαρση των αιρέσεων, οι οποίες έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις χριστιανικές αλήθειες, συνεκλήθησαν Οικουμενικές Σύνοδοι, που καθόρισαν με σαφήνεια και αυστηρότητα την αλήθεια του Θεού. Το Σύμβολο της Πίστεως, κεφαλαιώδης παράγων εκτύλιξης της λειτουργικής λατρείας, το οποίο συνετάχθη στην Α΄ και Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, εκφράζει περιληπτικά και με σαφήνεια τις δογματικές αλήθειες της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.51 Ο χριστιανισμός, ενάντιος στον πολυθεϊσμό του αρχαίου κόσμου και τη μονοσήμαντη παρουσία του Θεού του Ιουδαϊσμού χωρίς τριαδικότητα προσώπων, διατύπωσε το δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός είναι ένας ως προς την ουσία Του, και Τριαδικός ως προς τις υποστάσεις (Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα). Με τον όρο “ουσία – φύση”, δηλώνεται η κατάσταση που είναι ο Θεός στην απολυτότητά Του και ό,τι ανήκει μόνο στον ίδιον, στοιχεία που αναφέρονται και στα τρία θεία πρόσωπα και που αποτελούν το κοινό υπόστρωμα της ύπαρξής Τους. Η ουσία είναι μία, ασύγχυτη, αδιαίρετη, αδιαχώριστη, κοινή και στα τρία πρόσωπα. Είναι ο οντολογικός παράγων που συνιστά τη θεότητα και διαφέρει ριζικά και απόλυτα από την ανθρωπότητα, η οποία είναι η φύση και η ουσία των ανθρώπων. Αυτή αποτελεί την οντολογική αρχή του Θεού, συνιστά το “είναι” Του. “Εις εν πρόσωπο καί μίαν υπόστασιν” αναφέρεται στο δόγμα της Χαλκηδόνας52, που φαίνεται πως αναφέρεται στο ίδιο και το αυτό. Ωστόσο, για τους Έλληνες Πατέρες, κάθε ορισμός, είναι διαφορετικός. Ως “πρόσωπο” νοείται η ψυχολογική όψη ενός όντος, στραμμένου προς τον εσωτερικό κόσμο του, προς τη συνείδηση του εαυτού του και ως τέτοιο ακολουθεί την εξέλιξη, διερχόμενο από τα στάδια της αυτογνωσίας του και τους βαθμούς κατά τους οποίους προσοικειώνεται την φύση της οποίας είναι φορέας. Το πρόσωπο δηλαδή καθιστά κάτι να είναι το ίδιο και όχι κάτι διαφορετικό. Η υπόσταση είναι η όψη του όντος που ανοίγεται και κινείται υπερβατικά από τον εαυτό του προς τον Θεό. Αυτή η δεύτερη διάσταση του προσώπου χρησιμοποιήθηκε, από τους Πατέρες της Εκκλησίας, δίνοντας οντολογικό περιεχόμενο σε κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, προκειμένου να διαχωριστεί ο Χριστιανισμός από τον Ιουδαϊκό μονοθεϊσμό αλλά και να μην υπάρξει απόλυτη οντολογική ετερότητα και ανεξαρτησία του Θεού σε σχέση με τον κόσμο.53 50
Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 235. Βλ. Αλέξ. Σμέμαν, όπ. π., σελ. 56: “το Σύμβολο της Πίστεως είναι ακριβώς αυτό που συνέχει όλες τις αλήθειες που η Εκκλησία πιστεύει ως ουσιαστικές για τον άνθρωπο, για την πληρότητα της ζωής του και για τη σωτηρία του από την αμαρτία και τον πνευματικό θάνατο”. 52 Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 7, Αθήνα, 1978, “εκδοτική Αθηνών”, σελ. 412-413. 53 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα (μητροπ. Περγάμου), Από το προσωπείο στο πρόσωπο, Ίνδικτος, τεύχος 9, 1998, σελ. 127-144: στο εν λόγω κείμενο ο Ζηζιούλας αναφέρεται στην διαφορετική χρήση της έννοιας του προσώπου στον ελληνορωμαϊκό κόσμο από την αντίστοιχη των Πατέρων της Εκκλησίας και ενασχολείται με την δικαιολόγηση του δεύτερου όρου στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων για τη διάκριση των 51
23
Με τον όρο “πρόσωπο – υπόσταση”, δηλώνεται ο ιδιαίτερος και ανεπανάληπτος τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται η ουσία. Όπου τίθενται τα πρόσωπα, τίθεται συγχρόνως και η φύση και, αντιστρόφως, η φύση είναι ακατανόητη έξω από τα πρόσωπα ή πριν την παρουσία τους. Ενώ η ουσία εκφράζει την ενότητα, η υπόσταση τονίζει τη διαφορά και την αποκλειστικότητα. Πρόσωπο δεν είναι το άτομο εκείνο που ελέγχεται και καθοδηγείται από τη φύση, αλλά αυτό που με συνειδητό και υπεύθυνο τρόπο γίνεται ο φορέας της. Συνεπώς, οι τρεις υποστάσεις δεν είναι τρεις Θεοί, αλλά τρεις αρχές που ενσαρκώνουν τα γνωρίσματα της κοινής ουσίας, με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο και με επίγνωση μιας ύπαρξης και μιας Τριαδικής συνείδησης.54 Τα τρία θεία πρόσωπα είναι ομοούσια, θεία και αιώνια, δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς την ουσία της ύπαρξής Τους. Βρίσκονται σε απόλυτη ταυτότητα με την ουσία Τους, όμως τα προσωπικά ιδιώματα είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα, εξασφαλίζοντας την υποστατική ετερότητα (ο Θεός είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται και το Πνεύμα εκπορεύεται). Παρά την υποστατική διάκριση, τα τρία πρόσωπα βρίσκονται σε αμοιβαία αλληλοπεριχώρηση, προσωπική σχέση και κοινωνία αγάπης, χωρίς να καταργείται ο ανεπανάληπτος τρόπος της προσωπικής ύπαρξης. Η επικοινωνία των τριών προσώπων δεν δηλώνει πολυθεΐα, αφού, παρά τις ποικίλες εκδηλώσεις Τους, παραμένουν σε απόλυτη ενότητα και ταυτότητα με τη θεία ουσία, συναποτελώντας ένα αξεχώριστο σύνολο, ως έκφραση πληρότητας, που δεν διαμοιράζεται σε επιμέρους ενότητες. Είναι δηλαδή η θεότητα σύνθεση ενότητας και πολλαπλότητας, συνύπαρξη μοναδικότητας και τριαδικότητας.55 Ο ένας και αληθινός Πατέρας είναι το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, η ανώτατη και μοναδική πηγή του παντός, η αρχή και η αιτία των άλλων δύο προσώπων, ο δημιουργός του τέλειου σύμπαντος με απέραντη αγάπη και σοφία, μέσω του Υιού Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Είναι αιώνιος, άναρχος, ασύνθετος, αναλλοίωτος, ασώματος, άκτιστος, ακατάληπτος, αγέννητος, απρόσιτος,56 απερίγραπτος. Δεν οφείλει την ύπαρξή Του σε κανέναν παράγοντα που βρίσκεται έξω από Αυτόν και δεν υφίσταται καμία μεταβολή και εξέλιξη. Η ουσία Του είναι σε απόλυτη κλίμακα διαφορετική από την ουσία των όντων και ολικά απροσδιόριστη. Δεν υπόκειται στους νόμους και στις αναγκαιότητες που ρυθμίζουν τη ζωή του αισθητού κόσμου. Είναι υπερβατικός σε σχέση με ό,τι αποτελεί την ύπαρξη και τη ζωή των όντων. Προηγείται των άλλων δύο θείων προσώπων, χωρίς η εν λόγω προτεραιότητα να σημαίνει ότι κατέχει μια φυσική υπεροχή και ιεραρχική τάξη έναντί Τους, αφού η θεία φύση δεν τέμνεται, αλλά κατέχει εξ αρχής και διατηρεί την ενότητά της. Η προτεραιότητα είναι αιτιολογική (με την αγάπη Του δίνει υπόσταση στην ουσία Του). Ο Πατήρ μόνον υποστατικώς είναι πρότερος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Χαρακτηριστικό της θείας ουσίας είναι η ενότητα και η μοναδικότητά της.57 Ο Θεός είναι ένας και μοναδικός και συνεπαγωγικά καμία άλλη οντότητα δεν κατέχει τον χαρακτήρα του θείου. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Λόγος, είναι ομοούσιος με τα άλλα δύο πρόσωπα. Είναι ο Υιός του Θεού, ο μονογενής, γεννητός από την ουσία του Θεού υποστατικών ιδιωμάτων της Αγίας Τριάδας. 54 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 91. 55 Βλ. P. Evdokimov, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση, (μτφρ: Στέλλας Κ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη, 1973, εκδ. “CERF”, σελ. 58-59: “ο αριθμός στον Θεό δεν είναι μιά ποσότητα, αλλά εκφράζει την ανέκφραστη τάξη: τρία ισοδυναμούν με ένα. Το τριαδικό των Υποστάσεων της θεότητος, “της εν Τριάδι μοναδικώς υπαρχούσης και διαιρουμένης αδιαιρέτως”, δείχνει μιά διάκριση, που δεν σημαίνει αντίθεση, αλλά που παρουσιάζεται καθώς αναδεικνύει τα Πρόσωπα”. 56 Βλ. Έξ. λγ, 20-23 και Ιω. α, 18. 57 Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 403-404.
24
Πατέρα, προπάντων των αιώνων ως προς τον τρόπο ύπαρξής Του.58 Ως προς την ένσαρκη παρουσία Του είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Είναι θείο πρόσωπο κατέχοντας από τον Θεό πατέρα την πληρότητα της θείας φύσης, που έλαβε την ανθρώπινη φύση, χωρίς να απωλέσει την θεϊκότητά Του, με την ενσάρκωση από την Παρθένο Μαρία. Απεριόριστος στη θεία φύση, δέχτηκε εθελοντικά (ελεύθερα και από αγάπη) τον περιορισμό Του στην ανθρωπότητα ενώνοντας δύο φύσεις ασύγχυτα και αδιαίρετα σε ένα πρόσωπο, όπου δοκίμασε την πείνα, την δίψα, τον κάματο και τελικά τον θάνατο για τη σωτηρία του ανθρώπου και την αιώνια ζωή. Με την Ενανθρώπισή Του γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ κτιστού και άκτιστου, αποκαλύπτοντας το μυστήριο της ύπαρξης και δίνοντας την ευκαιρία στον άνθρωπο να απεγκλωβιστεί από την αμαρτία και κεκαθαρμένος πλέον να αναχθεί σε μια υπερβατικής τάξης πραγματικότητα. Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ομοούσιο με τα άλλα δύο, αδιάσπαστο και αχώριστο από την υπόστασή Τους. Αγέννητο κατά την ουσία και άκτιστο, εκπορεύεται αιώνια κατά την ύπαρξή Του από τον Θεό Πατέρα και όχι και από τον Υιό και Λόγο, όπως υποστήριξε από τα τέλη του 6ου αιώνα η Λατινική Εκκλησία.59 Είναι διαρκώς παρόν στο έργο της Θείας Οικονομίας και συνεχίζει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Μετά την Πεντηκοστή παραμένει διαρκώς στην Εκκλησία, φωτίζει, δίνει χαρίσματα, αποκαλύπτει, ενώνει, κτίζει, ζωογονεί, τελειοποιεί με το αγιαστικό έργο Του, ανάγει και τον ίδιο τον άνθρωπο στο Εκείθεν. Ο Τριαδικός Θεός εκδηλώνεται προς τα έξω, εκφαίνει τον δυναμισμό Του, λειτουργεί δημιουργικά και παρεμβαίνει δραστικά στο ιστορικό γίγνεσθαι μέσω των ενεργειών. Με αυτές φανερώνεται στην κτίση, καθίσταται προσωπικός, επικοινωνεί με όλα τα επίπεδά της, διατηρώντας ωστόσο αναλλοίωτη την ουσία Του, η οποία είναι ολικά απρόσιτη.60 Οι ενέργειες, ως η δυναμική παραγωγική κίνηση της Θείας Ουσίας και αντανάκλαση της θείας βούλησης, είναι άκτιστες, άπειρες και οδηγούν στην τελείωση. Ως τέτοιες νοούνται η δύναμη, η σοφία, η πρόνοια, η αγαθότητα, η αγάπη, η ζωή, η δικαιοσύνη. Οι εν λόγω ιδιότητες – δυνάμεις παρέχουν την ίδια την ύπαρξη αλλά και τις προδιαγραφές ζωής, τις οποίες ο πιστός καλείται να πραγματώσει, μετέχοντας στις παροχές τους, αλλά χωρίς να συγχέεται με τη θεία φύση. Η μετοχή στις παροχές τους (και όχι στην ουσία ή την προσωπική υπόσταση)61 οδηγεί στη γνώση του Θεού, ως ενεργού αιτιότητας, στη θέωση, τη συνειδητή δηλαδή και προσωπική πορεία προς την ολοκλήρωση. Φορείς των ενεργειών είναι και τα τρία πρόσωπα, στα οποία ανήκουν από κοινού και αδιαίρετα. Ουσία και ενέργειες ανήκουν στην θεότητα, αλλά δεν ταυτίζονται μεταξύ τους. Οι ενέργειες προέρχονται από την ουσία (υπάρχουν λόγω αυτής) και όχι η ουσία από τις ενέργειες. Δια τής εν λόγω ούτως ειπείν απορροής γίνονται μεθεκτές, αλλά όχι καταληπτές. Μετέχονται, ωστόσο δεν καθίστανται προσδιορίσιμες με βάση τις γνωσιολογικές και τις λογικές κατηγορίες του ανθρώπου.62 Κορύφωση της πραγματικής 58
Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 400-402, 405: όπως αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως, “… τόν Υιόν του Θεού τόν μονογενή, τόν εκ του Πατρός γεννηθέντα, προ πάντων των αιώνων…γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί…”. 59 Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και περί filioque, βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 67-102. 60 Βλ. Ν. Ματσούκα, όπ. π., σελ. 58 κ. ε.: “ο κατά φύση και κατ’ αναγκαιότητα απρόσιτος Θεός γίνεται προσιτός ως προς τις ενέργειές του διαμέσου αυτών των θεοφανειών…. Έτσι ο Θεός, μολονότι ακατάληπτος κατά την ουσία του (εφόσον είναι άκτιστος και σχετίζεται προς τα κτιστά πράγματα), γίνεται καταληπτός δυναμικά κατά τις ενέργειες….”. 61 Βλ. P. Evdokimov, Η Ορθοδοξία, όπ. π., σελ. 250. 62 Περί της τρισυπόστατης μονάδας, της υποστατικής ετερότητας και των ιδιοτήτων του Τριαδικού Θεού, βλ. Ν. Ματσούκα, όπ. π., σελ. 80-144.
25
μετοχής των άκτιστων Τριαδικών ενεργειών αποτελεί η Ενσάρκωση, ως η μέγιστη κίνηση αποκάλυψης του υπερβατικού Θεού.
6.2. Η ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Στην Εκκλησία φανερώνεται ολόκληρο το έργο της Θείας Οικονομίας, από την προαιώνια βουλή του Θεού, έως την έλευση των Εσχάτων. Η εν λόγω κίνηση δεν είναι απόφαση αποκλειστικά και μόνο ενός από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, αλλά κοινή και ενιαία ενέργεια και των τριών προσώπων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στο πλαίσιο της ανιδιοτελούς αγαπητικής σχέσης και της ελεύθερης βούλησης για τη δημιουργία και τελείωση των όντων. Το έργο αρχίζει από τον Θεό Πατέρα, ο Οποίος έχει και την πρωτοβουλία για την ίδρυση της Εκκλησίας. Το εν λόγω έργο ενεργείται διά του Υιού και οδηγείται στην ολοκλήρωσή του με το Άγιο Πνεύμα. Τα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας επιτελούν ιδιαίτερο έργο. Ο Υιός αναλαμβάνει ελεύθερα και αποκλειστικά την πραγματοποίηση της Πατερικής ευδοκίας, την Ενανθρώπισή Του, ενώνοντας την κτίση με τα Ουράνια. Το Άγιο Πνεύμα συνευδοκεί με τον Πατέρα στην Ενανθρώπιση του Υιού, ολοκληρώνει και τελειοποιεί το έργο της Οικονομίας παριστάμενο διαρκώς στην Εκκλησία και καθιστώντας, με τη χορήγηση της χάρης, εφικτή την ενσωμάτωση της κτίσης στον Χριστό. Η σχέση τους είναι ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα ως έκφραση της τέλειας πληρότητας. Η Εκκλησιολογία δομείται στο Τριαδολογικό μυστήριο του Θεού, ως ενότητα, κοινωνία των πολλαπλών ανθρώπινων προσώπων στην εν Χριστώ ανθρώπινη φύση. Η Αγία Τριάδα αποτελεί τη βάση και την υποδειγματική κοινωνία στην οποία στηρίζεται η εκκλησιαστική ενότητα.63 Τα τρία πρόσωπα είναι η θεία ουσία, χωρίς όμως να παύουν να είναι τέλεια πρόσωπα, χωρίς να χάνουν την ταυτότητά τους, αλλά αποτελώντας μία τέλεια κοινωνία προσώπων, όπου το ένα δωρίζει την ύπαρξή του στο άλλο, -αλληλοπεριχωρούνται-, στο πλαίσιο της αγάπης και της ελευθερίας. Και εδώ ακριβώς πρέπει να επισημανθεί ότι η ενότητα της Εκκλησίας δεν αποτελεί ένα διοικητικό σύστημα αλλά ένα θεανθρώπινο ενέργημα: ο Χριστός ήλθε να ενώσει τον κόσμο διά του εαυτού Του με τον Πατέρα. Η ενότητά της λοιπόν αποτελεί αντανάκλαση της μυστικής Τριαδικής ενότητας. Δεν είναι στατική, ούτε απλώς λειτουργική, αλλά υποστατική. Εδώ, το άτομο γίνεται πρόσωπο και κάθε πρόσωπο διατηρεί τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του σε μία τέλεια ασύγχυτη ένωση και η ενότητα μεταδίδει τα χαρακτηριστικά αυτά στους άλλους. Η εν λόγω ενότητα εν Χριστώ της κοινωνίας δεν καταργεί την ελευθερία του προσώπου, ενώ επίσης και η ελευθερία του προσώπου δεν καταλύει την ενότητα της κοινωνίας. Εδώ το πρόσωπο δεν καταλύεται, αλλά αποκτά αξία. Δεν χάνει την ταυτότητά του, αλλά πραγματοποιεί ελεύθερα τον ιδιαίτερο εαυτό του, τις υπάρχουσες δυνάμεις σε αρμονία προς το όλον, εν αγάπη, η οποία αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της θείας εικόνας. Η ενότητα αναδεικνύεται μέσα στην ετερότητα των μελών του Σώματος του Χριστού, ως απεικόνιση της ομοούσιας ένωσης και ομοβουλίας των προσώπων της Αγίας Τριάδας. Κατά πραγματική αντανάκλαση των ανωτέρω δεν εννοείται λατρευτική ζωή χωρίς την συνειδητή κοινωνίααλληλοπεριχώρηση των ανθρώπινων προσώπων.
63
Bλ. K. Ware, όπ. π., σελ. 380-381.
26
7. ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 7.1. ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΟΓΜΑ Κατά τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Δογματικής, το πρόσωπο του Ιησού Χριστού αποτελεί πρόσωπο μοναδικό και εξαίρετο στην ιστορία. Στο πρόσωπό Του δεν υπάρχει απλώς η ανθρώπινη φύση στην πληρέστερη και τελειότερη έκφανσή της, αλλά από κοινού με αυτή παρίσταται και η άπειρη φύση του Θεού, ώστε στο πρόσωπό Του να υπάρχουν ενωμένες άτρεπτα και ασύγχυτα δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, μία θεϊκή και μία ανθρώπινη. Την θεϊκή φύση απαρτίζει η θεότητα του Λόγου, η οποία, με την Ενανθρώπιση, δεν υπέστη καμία μεταβολή ή αλλοίωση. Την ανθρώπινη φύση απαρτίζει η αγνή φύση, που με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη σύλληψη από την Παρθένο Μαρία εξαρχής υπήρξε ή έστω κατά λεκτική οικονομία κατέστη τέλεια και αναμάρτητη. Τη θεότητα του Ιησού Χριστού αρνήθηκε ο Άρειος. Κατά τις απόψεις του, ο Λόγος είναι κτίσμα ετερούσιο και κατώτερο του Θεού και ο Χριστός απλός άνθρωπος, τρεπτός και αλλοιωτός, ικανός να υποπέσει σε αμαρτία, που όμως, με τη θεία χάρη, κατέστη κτίσμα τέλειο, κοινωνός της θείας αγαθότητας.64 Την ανθρώπινη φύση Του αρνήθηκαν και οι δοκήτες, οι οποίοι αποδέχτηκαν τον Χριστό άνθρωπο κατά δόκηση μόνο, που σταυρώθηκε και ετάφη φαινομενικά.65 Η απόρριψη της πραγματικής Ενσάρκωσης και του μαρτυρικού θανάτου του Θεού Λόγου έγκειται στην εξήγηση πως ως γεγονός θεωρείται ανάξιο της Θείας Φύσης. Ο Απολλινάριος μείωσε την ανθρώπινη φύση, ψυχή, νου και θέληση του Χριστού. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο Χριστός είναι Θεός σαρκοφόρος, που κατά την Ενσάρκωση συγχωνεύτηκε με τον Θεό Λόγο σε οργανική και αδιαίρετη ενότητα, διατηρώντας αναλλοίωτη τη θεία ουσία, από την οποία προήλθε.66 Τις συνέπειες της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Κυρίου αρνήθηκαν και οι μονοθελητές. Σύμφωνα με τις θέσεις τους, δεν ήταν δυνατόν το ένα πρόσωπο του Χριστού να είναι το ίδιο, να έχει δική Του ταυτότητα, αν είχε δύο θελήματα και δύο ενέργειες˙ γι΄ αυτό έπρεπε να έχει ένα. Ο Νεστόριος προσέβαλλε την ενότητα του θεανδρικού προσώπου του Χριστού. Στην υπόστασή Του αποδέχθηκε χαλαρά και εξωτερικά και όχι οντολογικά την ένωση των δύο φύσεων, ώστε να διδάξει δύο Υιούς και δύο φυσικά ξεχωριστά πρόσωπα στον Σωτήρα, απαρτίζοντας μόνον το ένα ηθικό πρόσωπο της ένωσης στον Χριστό. Η Παρθένος Μαρία καλείται Χριστοτόκος, 67 αφού γέννησε έναν άνθρωπο, στον οποίο μετά την γέννηση κατήλθε η θεότητα, που όμως επισκιάστηκε από την πρώτη φύση, την ανθρώπινη. Ο Ευτύχης και οι μονοφυσίτες οπαδοί του αρνήθηκαν την ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Γι΄ αυτόν, ο Χριστός είναι μόνο Θεός. Έχει μία φύση θεϊκή, η οποία μετά τη γέννηση απορρόφησε την ανθρώπινη. Είναι ένα “φάντασμα” ανθρώπου, ετερούσιο του ανθρώπου και ως τέτοιο έδρασε. Τις αιρετικές κακοδοξίες η καθολική Εκκλησία του Χριστού καταδίκασε επισήμως στις Οικουμενικές Συνόδους. Τόσο στις αποφάσεις τους, όσο και στο Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο συνετάχθη στις δύο πρώτες Οικουμενικές Συνόδους, διατυπώθηκε με σαφήνεια το Χριστολογικό δόγμα. Σύμφωνα με τα άρθρα τους, ο Ιησούς 64
Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ 401-402. Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 406. 66 Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 408-9. Ο ορισμός του Απολλινάριου περί “Θεού σαρκοφόρου, νου ένσαρκου” αποτέλεσε ουσιαστικά την αφετηρία της χριστολογικής έριδας. 67 Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 409: “είναι ασέβεια να θεωρούμε μητέρα του Θεού και να αποκαλούμε Θεοτόκο την Παρθένο, κοινή θνητή…”. 65
27
Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο μονογενής, Θεός αληθινός, ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα κατά τη θεότητα, αφού αποτελεί ιδιαίτερο γέννημα της θείας ουσίας και είναι ομοούσιος με τον άνθρωπο, ως προς την ανθρώπινη φύση. Είναι σύναρχος και συναιώνιος, που προϋπήρχε “προ πάντων των αιώνων”, ως Λόγος του Θεού, χωρίς αρχή και τέλος από κοινού με τον Θεό Πατέρα, με τον οποίο συμμετείχε, σε αγαστή συνεργασία, στο έργο της Δημιουργίας. Στο ένα πρόσωπό Του συνενώνονται και συνυπάρχουν δύο τέλειες φύσεις με ακεραιότητα και πληρότητα, η θεϊκή και η ανθρώπινη, χωρίς να ταυτίζονται, ή η μία να καταργεί ή να απορροφά την άλλη. Όπως τόνισε ο Κύριλλος Αλεξάνδρειας, 68 η ένωση των δύο φύσεων στον Σωτήρα δεν είναι ένωση εξωτερική και χαλαρή κατ΄ ενέργεια ή κατά βούληση, αλλά ένωση κατ΄ ουσία και αληθινή στο θείο πρόσωπο του Λόγου. Ενώ δηλαδή η φύση του Θεού Λόγου στον Χριστό ήταν φύση προσωπική, η ανθρώπινη φύση ήταν απρόσωπη, αλλά κατά την υπερφυσική και μυστηριακή και διά του Αγίου Πνεύματος γέννηση από την Παρθένο Μαρία του Θείου Λόγου έλαβε υπόσταση, σώμα ανθρώπου, σάρκα, ψυχή και νου. Έτσι, στον Χριστό δεν υπάρχουν δύο πλήρη και τέλεια πρόσωπα παραλλήλως και υφιστάμενα, αλλά ένα θεανδρικό πρόσωπο, ενιαίο και αδιάσπαστο, στο οποίο περιχωρούνται “ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως” 69 και οι δύο φύσεις, με τον ίδιο τρόπο που στη μια θεϊκή ουσία της Αγίας Τριάδας περιχωρούνται οι τρεις υποστάσεις Της, καθιστώντας Τον ταυτόχρονα τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο. Επειδή στον Χριστό δεν υπάρχουν δύο Υιοί, ένας άνθρωπος και ένας Θεός και Λόγος παραλλήλως και ανεξαρτήτως υφιστάμενοι, αλλά ένας Υιός, η προσκύνηση αποδίδεται στον Ενανθρωπίσαντα Λόγο, στο Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού και όχι σε δύο ξεχωριστές υποστάσεις, φύσεις, Υιούς. Το εν λόγω πρόσωπο συνιστά την κορυφαία στόχευση της εκκλησιαστικής λατρείας, την συμμόρφωση των πιστών με το αρχέτυπό τους. Το όνομα “Θεοτόκος” που αποδόθηκε στην Παρθένο Μαρία, ως απάντηση στους νεστοριανούς, περιφρουρεί την καθ΄ υπόστασιν ένωση των δύο φύσεων και την υποστατική ταυτότητα του Χριστού. Κατά την Ορθόδοξη Θεολογία, η Μαρία είναι Θεοτόκος, αφού πρόσφερε την ανθρώπινη φύση, ώστε να γίνει ενυπόστατη στην υπόσταση του Θείου Λόγου. Γέννησε διά του Αγίου Πνεύματος και με τρόπο μοναδικό (εξ΄ ου και μονογενής) τον σαρκωμένο Θείο Λόγο και όχι έναν Θεοφόρο άνθρωπο ή προφήτη που λαμβάνει το θείο χρίσμα κατ΄ ενέργεια. Σημειωτέον ότι ένα ευρύ τμήμα της χριστιανικής λατρείας περιλαμβάνει ακολουθίες για τη Θεοτόκο και παρακλήσεις προς το πρόσωπό της, ενώ επίσης και το εορτολόγιό της κατέχει σημαίνουσα θέση εντός του εκκλησιαστικού βίου. Εξ΄ αιτίας της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων στο ενιαίο και αδιαίρετο πρόσωπο του Ιησού Χριστού διακρίνονται δύο φυσικές θελήσεις, δύο θελήματα, ακέραια και πλήρη και δύο φυσικές ενέργειες, αδιαίρετες, άτρεπτες, αμέριστες, ασύγχυτες, ως προς τις δύο φύσεις. Η εν λόγω διάκριση σημαίνει πως ο Ιησούς ενεργεί πάντοτε κατά τις δύο φύσεις και όχι μεμονωμένα ή υποτακτικά, τα θεία και τα ανθρώπινα, διότι υπάρχει η ταυτότητα της μιας υπόστασης και η περιχώρηση των φύσεων. Τα ιδιώματα της θείας φύσης αποδίδονται στην ανθρώπινη φύση και της ανθρώπινης στη θεία. Βρίσκονται δηλαδή σε άρρηκτη ενότητα. Τα δύο φυσικά θελήματα δεν είναι ενάντια μεταξύ τους, αλλά το ανθρώπινο θέλημα και η ενέργεια συμμορφώθηκαν προς την άκτιστη θεία ενέργεια και θεώθηκαν όπως ακριβώς συνέβη και με την ανθρώπινη φύση, ώστε η μία 68 69
Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 409-412. Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 412-413, Όρος Δ’ Οικουμενικής Συνόδου Χαλκηδόνας, 451 μ. Χ.
28
φύση να αντιδίδει τα οικεία της γνωρίσματα στην άλλη. Εντός της εκκλησιαστικής λατρείας και σε επίπεδο ανθρωπολογικό η εν λόγω αντίδοση νοείται μεταμορφωτικά για τον κάθε πιστό ιδιαιτέρως, ως οικειοθελής πρόσληψη του θείου θελήματος. Το ότι ο Χριστός είναι φορέας και εκτελεστής δύο θελημάτων και δύο ενεργειών εξηγεί και την αναμαρτησία Του. Αυτή δεν είναι ηθική, ούτε προέρχεται από βαθμιαία τελείωση. Ο Χριστός είναι άγιος και άφθαρτος κατά την ανθρωπότητα και η αναμαρτησία Του είναι φυσική και οντολογική. Επειδή είναι Θεός, δεν θα μπορούσε να αμαρτήσει, και όχι επειδή προέβη σε σωστή χρήση του αυτεξούσιου. Η αναμαρτησία λοιπόν είναι η ίδια η αγιότητα και όχι μια ηθική τελειότητα. Και ως τέτοιο πρότυπο τίθεται καταρχάς ενώπιον των ανθρώπων, ως θεϊκό, αναμάρτητο και απολυτρωτικό και όχι ως ηθικό.70 Με την Ενανθρώπιση του Θείου Λόγου εκκίνησε το απολυτρωτικό έργο Του φανερώνοντας την δόξα του Τριαδικού Θεού και κηρύττοντας τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο Λόγος του Θεού εισήλθε στην Ιστορία προσλαμβάνοντας εκούσια την ανθρώπινη φθορά, χωρίς να απωλέσει τη θεϊκή φύση Του, ως Ιησούς, δηλαδή ως Σωτήρας και, ως Χριστός επειδή έχρισε την ανθρωπότητά Του με την θεότητα, με την παρουσία όλου του Θεού Λόγου, σε μια σύνθετη υπόσταση, όπου σε ένα πρόσωπο “στεγάζονται” δύο τέλειες φύσεις. Ως Βασιλέας κορυφαίος και μοναδικός, κυρίαρχος των παθών, των αμαρτιών, της φθοράς και του θανάτου, ως Προφήτης και ως Αρχιερέας, κατέστη κατεξοχήν Διδάσκαλος και Παιδαγωγός, φώτισε, έδωσε θάρρος και ελπίδα, καταδίκασε τον εγωισμό και την υποκρισία, πρόσφερε αγιασμό και αφθαρσία. Έδρασε, ως τέλειος άνθρωπος κατά φύση και κατά βούληση και, ως τέλειος Θεός. Έπαθε και θαυματούργησε, ταπεινώθηκε και δοξάστηκε. Με το εκούσιο σταυρικό πάθος Του χάρισε στον άνθρωπο όλες τις αμαρτίες και εξαφάνισε το καταδικαστικό γραμμάτιο της ενοχής. Στον Σταυρό έπαθε όχι η ανθρώπινη φύση, αλλά ο σαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός κατά την ανθρωπότητα. Σταυρώθηκε και πέθανε αληθινά και ως άνθρωπος και όχι κατά φαντασία, αφού η θεία φύση (Λόγος) ως απαθής δεν ήταν δυνατόν να υποστεί έστω και το ελάχιστο. Ως τέλειος Θεός νίκησε τον θάνατο, αποδεικνύοντας πως είναι ο Κύριος, ο κυρίαρχος και εξουσιαστής του κόσμου, ο ρυθμιστής του σύμπαντος, που οδηγεί τον άνθρωπο στην όντως ζωή. Στο διάστημα της τριήμερης ταφής η θεότητά Του με την ανθρώπινη ψυχή κατήλθε στον Άδη, προκειμένου να κηρύξει στους νεκρούς, συμπληρώνοντας με τον τρόπο αυτό το σωτήριο έργο Του. Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας και η Αναστάσιμη αποτυπώνουν, με ποιητική γλαφυρότητα, τα ανωτέρω. Όντας μάλιστα ο Ιησούς Χριστός ο ίδιος Θεός, λαμβάνει στα Ουράνια, μετά την Ανάληψή Του, και απαλλαγμένος από τα φυσικά πάθη, τη θέση που αρμόζει στη δόξα Του, “εκ δεξιών του Πατρός”, όχι μόνο ως σώμα αλλά και ως ψυχή. Εκεί θα παραμείνει, ως τέλειος Θεός, μέχρι την τελική κρίση, στην οποία συμμετέχει ως αντιπρόσωπος του Θεού. Τότε θα επιστρέψει “κρίναι ζώντας καί νεκρούς” με όλη τη δόξα Του, συνοδευμένος από τα αναρίθμητα πλήθη των Αγγέλων, αποδίδοντας στον καθένα την τελική κρίση ανάλογα με τα έργα του.71 Το πέρας κάθε εκκλησιαστικής ακολουθίας την εν λόγω προσδοκία καταγράφει με ιδιαίτερο κατά περίπτωση τρόπο.
70
Περί των συνεπειών της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, βλ. Νικ. Ματσούκα, όπ. π., σελ. 276-298. 71 Η πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, και στο απολυτρωτικό έργο Του όπως αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως αναλύεται στο βιβλίο του Αλέξ. Σμέμαν, όπ. π., σελ. 68-132.
29
7.2. ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η Χριστολογία αποτελεί το υπαρξιακό βίωμα της Εκκλησίας. Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ενώνονται πραγματικά και ουσιαστικά δύο φύσεις ασυγχύτως και αδιαιρέτως, η θεϊκή και η ανθρώπινη, χωρίς η μία να καταργεί την άλλη. Είναι λοιπόν ο Χριστός ο τόπος συνάντησης δύο φύσεων και δύο θελημάτων, τα οποία διατηρώντας την ετερότητά τους αναζητούν την υπέρβαση των κτιστών ορίων και την ανάπτυξη μιας προσωπικής επικοινωνίας με το άκτιστο.72 Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού εντοπίζονται ένσαρκα και όχι αφηρημένα όλες οι προϋποθέσεις αξιοποίησης των παρασχόμενων εφοδίων, ώστε να οδηγηθεί όποιος τις ακολουθεί στη γνώση του Θεού και στην κατάκτηση του καθ΄ ομοίωσιν. Η Ενσάρκωση αποτελεί ακραία αγαπητική και ελεύθερη εκστατική κίνηση του Χριστού προς τα έξω. Εξερχόμενος από τη μακαριότητά Του, διερχόμενος απ΄ όλα τα στάδια της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης και νικώντας τον θάνατο φανέρωσε έμπρακτα τον τρόπο υπέρβασης των κτιστών ορίων της ανθρώπινης φύσης, χωρίς ωστόσο αυτά να απωλεσθούν. Με το να προσλάβει πρώτος ο Κύριος το κτιστό στον τρόπο ύπαρξης του ακτίστου και με την παροχή του αγιασμού και της αφθαρσίας σε αυτό, κατέστη μέτοχος στην ανθρώπινη φύση δίνοντας έμπρακτα το παράδειγμα, ώστε να πράξει το ίδιο και ο φθαρτός άνθρωπος, προκειμένου να επανέλθει στην κορυφαία τιμή και δόξα για την οποία ήταν προορισμένος, να γεφυρώσει το χάσμα με το άκτιστο, να το γνωρίσει και να του ομοιάσει. Χριστός και Εκκλησία είναι άρρηκτα συνυφασμένα μεταξύ τους.73 Η επί γης στρατευόμενη Εκκλησία αποκαλύφθηκε με τον Χριστό, εξαρτάται από την παρουσία Του, αποτελεί την επέκταση της Σάρκωσης, το πεδίο όπου αυτή συνεχίζεται. Είναι το κέντρο, το όργανο της αυθεντικής συνέχισης του απολυτρωτικού έργου Του και η επέκταση του βασιλικού, του προφητικού και του ιερατικού αξιώματός Του, ο σκοπός και το τέρμα της κατάβασής Του. Η εν λόγω ιδέα της ένωσης εκφράζεται όταν η Εκκλησία αποκαλείται νύμφη του Χριστού.74 Οι σχέσεις νύμφης και νυμφίου, γινόμενες αντιληπτές στην άφθαρτη πληρότητά τους, συνιστούν μια τέλεια ενότητα ζωής, μια ενότητα η οποία διαφυλλάσσει το δεδομένο της διαφορετικότητας. Η ένωση των δύο οντοτήτων δεν διαλύεται από την διττότητα, ούτε απορροφάται από την ενότητα. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι συναισθηματική, ηθική, ιδεολογική, αλλά οργανική ενότητα ζωής, ζωντανό Σώμα Χριστού. Είναι η ένωση του διασκορπισμένου λαού, στην οποία κανείς δεν εξαφανίζει τον άλλον. Μέσα στην Εκκλησία, που αποτελεί κατά μυστηριώδη τρόπο Σώμα Χριστού, ο άνθρωπος ανακαλύπτει εκ νέου τον αληθινό εαυτό του και την κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Στον εν λόγω τόπο αίρονται όλες οι φυλετικές διακρίσεις, οι κρατικές αντιδικίες, οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί75 και 72
Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, Χριστολογία και Ύπαρξη, η διαλεκτική κτιστού-άκτιστου και το δόγμα της Χαλκηδόνας, Σύναξη, τ. 2, Αθήνα, 1982, σελ. 9-20. Η πραγμάτευση του θέματος περί της ελεύθερης και εκ του μη όντος δημιουργίας του κόσμου από τον χριστιανικό Θεό, η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, η νίκη του θανάτου με την Ανάσταση εξηγούν το χριστολογικό περιεχόμενο της Εκκλησίας. 73 Βλ. Παύλ. Εφεσ. α, 23, Κολ. α, 18. 74 Βλ. Παύλ Εφεσ. ε, 22-32. 75 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 112-115, 668 Β-C: “Η αγία Εκκλησία πραγματοποιεί την ίδια την ένωση ανάμεσα στους πιστούς, που κάνει και ο Θεός, ακόμα και αν τυχαίνει να είναι διαφορετικοί στα ιδιώματα και από διαφορετικούς και τόπους και τρόπους εκείνοι, που μέσα σ’ αυτήν γίνονται με την πίστη ένα σώμα”.
30
ενδυναμώνεται η αγάπη, ο σεβασμός, η ειρήνη, η δικαιοσύνη και όλες οι αρετές, οι οποίες ανυψώνουν τον άνθρωπο σε όλους τους τομείς της ζωής του. Η διαλεκτική ένωση κτιστού – άκτιστου ασυγχύτως και αδιαιρέτως στο ένα πρόσωπο του Χριστού φανερώνουν τον θεανθρώπινο χαρακτήρα, τη φύση και τη δομή της Εκκλησίας. Μία μόνο Εκκλησία αποτελείται από δύο αδιάσπαστα στοιχεία. Από τη μία το θεϊκό, το πνευματικό και το αόρατο και από την άλλη το ανθρώπινο, το υλικό, το ορατό. Είναι δηλαδή η Εκκλησία θείο, αόρατο, πνευματικό σώμα, όπως και η κεφαλή της, αλλά και κοινωνία προσώπων, περιγραπτή, εμπειρική, ορατή και ιστορική. Όπως ο Χριστός ένωσε ασύγχυτα και αδιαίρετα το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο, έτσι και η Εκκλησία ενώνει αρμονικά, ασύγχυτα, αχώριστα το ουράνιο με το επίγειο, το αόρατο με το ορατό, το αιώνιο με το πρόσκαιρο, το παρόν με το μέλλον. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο ζωντανός οργανισμός δεν είναι χωρισμένος σε ψυχή και σώμα, σε πνεύμα και ύλη, έτσι και στην Εκκλησία δεν υπάρχει χωρισμός του θεϊκού, του πνευματικού από το ανθρώπινο και το υλικό, το οποίο είναι η εσωτερική εκδήλωση του πρώτου, το αναγκαίο όργανο για τις σωτηριώδεις ανθρώπινες ενέργειες της Εκκλησίας. Η καθαίρεση των δαιμονικών δυνάμεων, η ένωση και η αναδόμηση της ενότητας πραγματοποιούνται μέσω των μυστηρίων. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο Ιησούς Χριστός αγίασε την κτιστή φύση, έτσι και η Εκκλησία την αγιάζει μέσω των μυστηρίων και όλων των τελετουργιών, οδηγώντας την στην θεραπεία και εν τέλει στη σωτηρία. Τα μυστήρια, ως εκφάνσεις της σχέσης κτιστού – άκτιστου, φανερώνουν τις ενέργειες, τις λειτουργίες και τα έργα του Σώματος, που οδηγούν στην ολοκλήρωσή της, την προκοπή των μελών στο πλαίσιο της θεογνωσίας, της γνώσης του άπειρου και απρόσιτου Θεού. Το γεγονός της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού πραγματώνεται στην Ευχαριστιακή σύναξη. Η μυστηριακή σχέση Θεού και Εκκλησίας πραγματώνεται στη Θεία Ευχαριστία, κατά την οποία ο κοινωνών του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ενώνεται με τον Κύριο, καθίσταται κοινωνός της θείας φύσης. Κατά το δείπνο της Ευχαριστίας αίρεται η κάθετη διάσπαση ουρανού και γης και η οριζόντια μεταξύ εκλεκτών και μη και βιώνεται το μυστήριο της ειρήνης των πάντων. Στο εν λόγω δείπνο ανακεφαλαιώνονται και συμπεριλαμβάνονται τα πάντα, χωρίς να καταργείται η ιδιαιτερότητα κανενός. Η ισοτιμία, η ισότητα, ο σεβασμός της ελευθερίας του πλησίον, η άρση των εγωισμών, των ατομικισμών, των διακρίσεων συντελούν στην εκπήγαση της ετερότητας κάθε προσώπου, στην ανάδειξη δηλαδή της αληθινής ταυτότητας του καθενός και στην ενοποίηση, στην υπερνίκηση της αποξένωσης και του διχασμού, τα οποία η αμαρτία προκάλεσε.
31
8. TO ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Είναι και αυτό Θεός αληθινός και αποστολή έχει τη συνέχιση του σωτήριου έργου του Χριστού. Αυτά τα δύο θεία πρόσωπα είναι οι συντελεστές της αυθεντίας της ελευθερίας, της ενότητας και της ποικιλίας. Το ένα συμπληρώνει το έργο του άλλου και γι΄ αυτό δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα προτεραιότητας στο έργο της Θείας Οικονομίας. Το Πνεύμα δεν σαρκώθηκε, δεν εμφανίστηκε στον κόσμο όπως ο Κύριος. Ωστόσο, δραστηριοποιείται ενεργά από την πρώτη ημέρα της Δημιουργίας του κόσμου, όπου “Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος”. 76 Τα Πνεύμα είναι ο φορέας και ο δοτήρας των άκτιστων ενεργειών της Αγίας Τριάδας.77 Συμμετέχει αποφασιστικά στο μυστήριο της Σάρκωσης του Σωτήρος και στη Γέννησή Του.78 Κατά τη Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη, το Πνεύμα “εν είδει περιστεράς, εβεβαίου του λόγου τό ασφαλές”.79 Την ημέρα της Πεντηκοστής80 με την κάθοδό Του ως πύρινες γλώσσες γεννήθηκε η Εκκλησία του Χριστού αποκαλύπτοντας και εκδηλώνοντας τη δόξα του Θεού και από τότε παραμένει στους κόλπους της διαμορφώνοντας τον θησαυρό των δωρεών που ενυπάρχουν στην άπειρη αγαθότητά της. Το Άγιο Πνεύμα είναι αρχή ενεργητική, χορηγός ζωής. Ιεροποιεί το σύμπαν και εμπνέει το ανθρώπινο πνεύμα. Μέσα από την ιστορία ενεργεί και προετοιμάζει την έλευση της Βασιλείας του Θεού. Ζει στην Εκκλησία, την ουσιώνει, τη ζωογονεί, τη συγκροτεί, την καθοδηγεί στην αλήθεια και την αγιάζει. Η παρουσία Του εγγυάται ότι η Εκκλησία δεν αποτελεί απλά ένα ανθρώπινο ίδρυμα, αλλά μία ζωντανή και ουσιαστική κοινότητα Θεού και ανθρώπων, με κεφαλή τον Χριστό. Κατά την οικονομία της παρέμβασής Του φώτισε τους άγιους Πατέρες στην ορθή διατύπωση των αληθειών της πίστης. Έργο Του είναι η διατήρηση της αλήθειας στους κόλπους της Εκκλησίας, διά μέσου των αιώνων. Μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας μετατρέπει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου, αγιάζει τα μέλη της, χαρίζει ποικίλα χαρίσματα, μετατρέποντας την Εκκλησία σε χαρισματικό σώμα, φωτίζει στην κατανόηση των μυστηρίων και στη γνώση του Θεού, θεοποιεί, τελειοποιεί, ενώνει και εγγυάται την άπειρη ποικιλία των προσώπων μέσα στην Εκκλησία. Αναδεικνύει ποιμένες και διδασκάλους, οι οποίοι με τον φωτισμό Του εντοπίζουν κάθε φορά τα πρόσφορα μέσα για την καθοδήγηση των πιστών στην εν Χριστώ ζωή. Κάθε εκδήλωση της Εκκλησίας έχει τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο είναι ιδιαίτερα παρόν στις λατρευτικές συναθροίσεις. Κάθε μυστηριακή πράξη συντελείται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που μεταβάλλει κάθε βαπτισμένο σε μέλος του Χριστού, μεταμορφώνει και αναζωογονεί κάθε οντότητα μέσα στην κτίση. To Χρίσμα είναι το ιερό μυστήριο, το οποίο παρέχει τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Η επίκλησή Του στο μυστήριο του Γάμου καθιστά την τελεστική διαδικασία Του νυφική Πεντηκοστή.81Η δράση και η παρουσία Του είναι η κληρονομιά του Χριστού στην 76
Βλ. Γέν. α, 1-2. Βλ. P. Evdokimov, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση, όπ. π., σελ. 111-122. 78 Βλ. Λουκ. α, 35. 79 Βλ. Λουκ. γ, 22. 80 Βλ. Πράξ. β, 3. 81 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 125-127. 77
32
Εκκλησία.82 Ως προνοιακή έκφανση του θείου οικοδομεί την πλήρη κοινωνία μεταξύ της κεφαλής και των μελών. Η ανθρωπολογία της θεώσεως έχει ως κέντρο την πνευματοποίηση του ανθρώπου και τον εμποτισμό του με τις θεουργικές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Για τον ανωτέρω λόγο, σε κάθε μυστηριακή πράξη είναι διαρκής η επίκλησή Του, ως μοναδικής διόδου επικοινωνίας με τον Θεό.83
82
Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 138: “η κοινωνία του Πνεύματος είναι κοινωνία του Χριστού. Η κοινωνία του Χριστού είναι κοινωνία του Πνεύματος. Αποκλεισμός της του ενός κοινωνίας είναι αποκλεισμός και της του άλλου κοινωνίας. Μία είναι η της Τριάδος ζωοποιός ενέργεια.” 83 Τα χαρίσματα και οι ενέργειες του Αγίου Πνεύματος αναφέρονται στο Παύλ. Γαλάτ. ε, 11 και Α’ Κορ. ιβ, 1-31.
33
9. Ο ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η Εκκλησία δεν είναι ένα θρησκευτικό καθίδρυμα οργανωμένης χάρης και ηθικής πειθαρχίας, αλλά ένας θεανδρικός οργανισμός, η ζωή του Θεού μέσα στη κτίση, την οποία αγιάζει. Είναι η παρατεινόμενη στους αιώνες συνέχεια της Ενανθρώπισης του Θεού, ο τόπος και ο τρόπος λυτρωτικής παρουσίας του αναστάσαντος Κυρίου, η θεανθρώπινη αιωνιότητα σαρκωμένη στα όρια του χώρου και του χρόνου, που προσλαμβάνει το κτιστό στον τρόπο ύπαρξης του άκτιστου. Έργο της είναι η μεταμόρφωση του κόσμου της αισθητής εμπειρίας, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, στην κατάσταση που θα πρέπει να είναι με βάση το πρότυπο της κοινωνίας των Εσχάτων, της τελείωσης των όντων. Αντλεί την ταυτότητά της μέσα στην ιστορία όχι από αυτό που είναι τώρα, αλλά από την κατάσταση που θα είναι, όταν στα Έσχατα μεταμορφωθεί πλήρως σε Βασιλεία. Ενώ βρίσκεται εν τω κόσμω τούτω, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Η αρχή και η προέλευσή της βρίσκονται στον Θεό και σκοπό έχουν την ανύψωση του κόσμου, μέσα στον οποίο δραστηριοποιείται, εκεί απ΄ όπου προέρχεται και η ίδια. Εκεί κυοφορείται το μυστήριο του σχεδίου περί σωτηρίας του κόσμου. Η Εκκλησία πραγματώνεται κάθε φορά στα μυστήριά της, τα οποία αποτελούν φανερώσεις του Σώματος του Χριστού, με τέτοιο τρόπο ώστε να εξεικονίζουν τη Βασιλεία του Θεού. Το μυστήριο δεν είναι μια διαδικασία σκοτεινή και απροσπέλαστη, αλλά σημαίνει τη μύηση σε έναν άλλο τρόπο κατανόησης και πρόσληψης του κόσμου.84 Η εν λόγω μύηση προϋποθέτει ότι ο Θεός δεν είναι απλά κατασκευαστής ή διαχειριστής του κόσμου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Προϋποθέτει ότι η ύπαρξη του κόσμου συγκροτείται ή μπορεί να συγκροτηθεί με τρόπο ομόλογο προς τον τρόπο ύπαρξης του Θεού. Στην Ορθόδοξη παράδοση τα μυστήρια δεν είναι απλώς ένα αυτόνομο κεφάλαιο της Εκκλησιολογίας, αλλά η ζωτική αφετηρία της. Είναι η παρουσία και δράση του Τριαδικού Θεού στην κτίση και την Ιστορία και η ένωση με την κτίση 85 σε μια ενότητα μυστική, πνευματική και ουσιαστική. Μυστηριακή είναι εξαρχής από την Δημιουργία η σχέση κτιστού – άκτιστου που ανακεφαλαιώνεται στα μυστήρια της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία, το υλικό αγιάζεται και ενώνεται με το πνευματικό, το ορατό με το αόρατο, το άχρονο με το πρόσκαιρο, ο ουρανός με τη γη, το νυν με το μέλλον. Εκεί ενώνεται στο ένα και το αυτό Σώμα του Χριστού ο άπειρος Θεός και ο πεπερασμένος άνθρωπος, χωρίς ο ένας να εξαφανίζει τον άλλον. Η ύλη χρησιμοποιείται συναρμόζοντας όλη τη δημιουργία μέσα στο “είναι” της Εκκλησίας. Έτσι, γίνεται η Εκκλησία το πεπρωμένο της κτίσης και καθίσταται ως γενικό μυστήριο.86 Τα μυστήρια της Εκκλησίας δεν είναι μόνο τα επτά (Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Ευχαριστία, Ευχέλαιο, Μετάνοια, Γάμος, Ιεροσύνη), αλλά όλες οι λειτουργίες που εκφαίνουν χαρισματικά τη ζωή του Σώματος του Χριστού και που έχουν χαρακτήρα αγιαστικό και μυστηριακό. Κανένα μυστήριο, καμία λειτουργική πράξη μεμονωμένα δεν 84
Βλ. P. Evdokimov, Η Ορθοδοξία, όπ. π., σελ. 171-172: “η Εκκλησία κατηχεί και κηρύττει, αγγέλλει και μαρτυρεί, το πρώτο της όμως έργο είναι η μεταστροφή των ανθρώπων με την εντονώτατη μάλιστα σημασία μιας μεταλλαγής, που ξεπερνά κατά πολύ οποιαδήποτε απλή διανοητική προσχώρηση ή δοξασία”. 85 Βλ. Ν. Ματσούκα, όπ. π., σελ. 464-465 και Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 190, 696 D: “η είσοδος των αγίων μυστηρίων είναι η αρχή και ο πρόλογος της καινούριας διδαχής, που θα γίνη στους ουρανούς, σχετικά με την οικονομία του Θεού για μας και η αποκάλυψη του μυστηρίου της σωτηρίας μας, που είναι κρυμμένο στ’ άδυτα της θεϊκής μυστικότητας”. 86 Bλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 158, 681 D: “στο μυστήριο αυτό, όποιος σαν μύστης μπόρεσε με φρόνηση και σοφία να εισέλθει, έκανε αληθινά Εκκλησία Θεού και θεϊκή την ψυχή του”.
34
εικονίζει πλήρως τα έσχατα της Βασιλείας, αλλά όλα από κοινού ενεργούν με κέντρο τη Θεία Ευχαριστία, όπου αίρεται η κάθετη διάσπαση μεταξύ ουρανού και γης και η οριζόντια μεταξύ “εκλεκτών και μη” φυλών, εθνών, γλωσσών και βιώνεται το μυστήριο της ένωσης. Στη Θεία Ευχαριστία, με τη συσσωμάτωση στο Σώμα του Χριστού αντικατοπτρίζεται το μέλλον, η τελική κατάσταση των πραγμάτων και όχι μόνον ένα ιστορικό γεγονός του παρελθόντος. Εκείνη τη στιγμή, η Εκκλησία, παύει να είναι αυτό που είναι και γίνεται κατάσταση που θα προκύψει στα Έσχατα. Υπερβαίνει τις αντινομίες της Ιστορίας και βιώνει έναν κόσμο όπως θα είναι όταν νικηθεί ο θάνατος ως προϊόν της αμαρτίας και εγκατασταθεί η Βασιλεία του Θεού.
35
10. Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 10.1. Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ
Όπως έχει ήδη φανεί, εσχατολογία είναι ο περί εσχάτων λόγος, που σημαίνει ο λόγος περί του χρόνου και της Ιστορίας, ως προς την εντελέχειά τους. 87 Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, η παρούσα ζωή οδεύει προς ένα τέλος, που θα είναι ταυτόχρονα και μια αρχή ενός καινούριου κόσμου, της Bασιλείας του Θεού. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιωνιότητα με την κατάργηση της φθοράς και του θανάτου, είναι η αγωνιζόμενη Εκκλησία που μετασχηματίζεται σε θριαμβεύουσα. Η εσχατολογία δεν αναιρεί την αξία της παρούσας ζωής, αλλά η αντίληψή της λαμβάνει μια νέα, ανώτερη αξιολόγηση. Ο πρώιμος Χριστιανισμός ήταν μέτοχος ενός συναισθήματος περί του πλησιέστερου και αναπόφευκτου τέλους. Εκείνη η προσδοκία του άμεσου τέλους εμφανίζεται φυσικά κατά την διάρκεια της Ιστορίας. Η εν λόγω ιδέα έχει αντικατασταθεί από την προσδοκία της ταχείας λήξης της επίγειας ζωής δια του θανάτου και της δίκαιης ανταπόδοσης των πεπραγμένων. Το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας δεν σημαίνει τέρμα, μηδενισμός, αλλά τέλος, πληρότητα, ολοκλήρωση.88 Οι Συνοπτικοί επισημαίνουν το Τέλος της Ιστορίας με μεθοδολογική συνέπεια, συγκροτημένη δομή και θεολογική πληρότητα. Εκκινούν με την προφητεία για την καταστροφή του Ναού των Ιεροσολύμων (Ματθ. κδ, 1-2˙ Μάρκ. ιγ, 1-2), παραθέτουν τα “σημεία” του Τέλους (Ματθ. κδ, 3-14˙ Μάρκ. ιγ, 3-13˙ Λουκ. κα, 7-11), συνεχίζουν με την εσχατολογική “θλίψη” και τον “διωγμό” των μαθητών (Ματθ. κδ, 15–22˙ Μάρκ. ιγ, 14-23˙ Λουκ. κα, 12-19), προειδοποιούν για τους αναμενόμενους ψευδοπροφήτες (Ματθ. κδ, 23-28), τονίζουν την εμφάνιση του Υιού του Ανθρώπου (Ματθ. κδ, 29-31˙ Μάρκ. ιγ, 24-27˙ Λουκ. κα, 25-28), και κλείνουν υπογραμμίζοντας τον άγνωστο χρόνο της συντέλειας και κρίσης (Ματθ. κδ, 23-34˙ Μάρκ. ιγ, 32-37˙ Λουκ. κα, 34-38), προτρέποντας παράλληλα σε συνεχή εγρήγορση (Λουκ. κα, 34-38). Η εσχατολογία όμως δεν είναι το τέλος, δεν είναι μία κατάσταση που θα συμβεί κατά την δεύτερη και τελική κρίση, αλλά η αρχή, η βάση, το θεμέλιο του Χριστιανισμού, η αρχή της Ιστορίας, που ξεκίνησε με τον Ιησού Χριστό και τη νίκη Του κατά του θανάτου. Πρόκειται για τον άχρονο χρόνο της Όγδοης Ημέρας, της ημέρας του Κυρίου, του Έσχατου Κριτή, των δωρεών του Αγίου Πνεύματος και της Βασιλείας του Θεού.89 Πρόκειται για τον χρόνο της μετοχής στο φως του νέου κόσμου, της θέωσης και της δοξοποίησης του ανθρώπου, που λειτουργεί, λειτουργείται και πραγματώνεται στο 87
Βλ. Μ. Μπέγζου, “Χριστιανική και Εβραϊκή Εσχατολογία”, Εκκλησία και Εσχατολογία, Π. Καλαϊτζίδης (εποπτ-συντον.), Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χειμερινό πρόγραμμα 2000-2001, εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 119-124, εδώ 119. 88 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 449: “η Ημέρα αυτή δεν είναι καθόλου ούτε μόνον σκοπός ούτε ένα τέρμαˑ η Ημέρα αυτή είναι το Πλήρωμα”. 89 Βλ. Γ. Φίλια, Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Αθήνα, 2003, εκδ. “Γρηγόρη”, σελ. 13: “Ο χρόνος της όγδοης ημέρας είναι ένας χρόνος πέρα από το χρόνο, είναι η αχρονική περίοδος η οποία θα αρχίσει με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, συμπληρώνοντας έτσι το θεϊκό δημιουργικό έργο των επτά ημερών. Η όγδοη ημέρα συνιστά τοιουτοτρόπως, έναν τύπο του μέλλοντος αιώνος και συμβολίζει την τελειότητα της αιωνιότητας”. Επίσης, στο βιβλίο του ιδίου βλ. στις σελ. 19-36, αναφορές συγγραφέων περί Όγδοης ημέρας και Αναστάσεως του Κυρίου καθώς και περί της εσχατολογικής σημασίας της που κορυφώνεται στους Καππαδόκες πατέρες και που στην παράδοση της Εκκλησίας το γεγονός της Αναστάσεως νοείται πάντοτε και υπό πάντων ως γεγονός λαμπρότητας και ελπίδας.
36
παρόν, μέσα στην κοσμική ιστορία της σωτηρίας.90 Τα Έσχατα, αν και δεν έχουν έλθει ακόμα, εισβάλλουν στο παρόν και ανατρέπουν την κρατούσα τάξη του κακού. Η αφάνιση του κακού αποτελεί τη θεμελιώδη διάσταση της εσχατολογίας, αφού αυτό προκάλεσε διάσπαση, διαίρεση και χωρισμό. Δίνεται έτσι η ευκαιρία πρόγευσης, από το νυν, της ζωής του μέλλοντος αιώνος και αναμονής της έλευσης της ερχόμενης Βασιλείας. Όποιο και αν είναι το τέλος και όποτε αυτό επισυμβεί, είναι πάντα επικείμενο πνευματικά, βρίσκεται διαρκώς εγγύς. Το ταξίδι λοιπόν στην Ιστορία γίνεται αντίστροφα, αφού τα Έσχατα είναι προοπτική που δίνει οντότητα στα πρώτα. Από τα πρώτα εκκινούν τα Έσχατα και από τα Έσχατα κατανοούνται τα πρώτα, αφού το μέλλον είναι το αίτιο του παρελθόντος, δεδομένου ότι ο λόγος για τον οποίο έγινε ο κόσμος είναι ο εσχατολογικός Χριστός, ως ένωση κτιστού και άκτιστου στα Έσχατα. Η προσέγγιση της εσχατολογίας και του μέλλοντος στην κλασσική έννοιά της, από την σχολαστική Δογματική, προσδίδει μια ιδιάζουσα ευλάβεια για τον θάνατο. Ο θάνατος είναι φυσικός. Προήλθε από την παρακοή και οφείλεται στην τρεπτότητα.91 Δεν σημαίνει αποτυχία, αφού δεν καταστρέφει τη ζωή και επικυριαρχεί μέσα από την πνευματική νίκη και την ηθική θεραπεία. Δεν είναι φοβερός, αλλά αγαθό, είναι γέννηση στην αληθινή ζωή και όρος της αναστάσεως. Λειτουργικά ονομάζεται “κοίμησις”. Υπάρχει ένα μέρος του ανθρώπινου όντος που κοιμάται και ένα μέρος που μένει ενσυνείδητο. Το πνεύμα χωρίζεται από το σώμα και η ψυχή δεν ασκεί πλέον τη λειτουργία της να εμψυχώνει το σώμα,92 αλλά μένει εντός του πνεύματος, ως όργανο συνειδήσεως. Ο χωρισμός του σώματος δεν σημαίνει διόλου την απώλειά του, διότι η ανάσταση (βλ. σωτηριολογία) ενεργεί μια ανακεφαλαίωση, μια επανολοκλήρωση εντός του πληρώματος. 93 Η κόλαση και ο παράδεισος είναι καταστάσεις και σχέσεις προς τον ζωοδότη Θεό. Η κόλαση δεν είναι φυλακή από τον Θεό, αλλά ένας τόπος, όπου οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη βούληση, επιλέγουν να φυλακίσουν τον εαυτό τους.94 Ακόμα και στην κόλαση όμως, οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού. Αλλά αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανο, ως αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής για άρνηση να αποδεχθούν τον Θεό και αμετανοησία. Άρα, η κόλαση δεν είναι θέμα δικαιοσύνης αλλά επιλογής. Σημαίνει αφιλία, ακοινωνησία, αμεθεξία,95 μοναξιά, στέρηση του ποθούμενου που προκαλεί οδύνη, έλλειψη επικοινωνίας, αδυναμία θέας του προσώπου του άλλου και της άκτιστης δόξας του Θεού. Από την άλλη, ο παράδεισος είναι ο τόπος κατοικίας του Θεού. Ο επί γης τόπος ή παράδεισος μέσω των θείων ενεργειών συνεχίζεται στη Βασιλεία του Θεού ακαταλήκτως. Ως παράδεισος νοείται η τελειωτική πορεία που τελεί η λογική κτίση για την υπέρβαση του μηδενισμού, προκειμένου να φτάσει στην ολοκλήρωση της ανάπτυξής 90
Βλ. Γ. Πατρώνου, “Ο άνθρωπος, ως πρόσωπο στην Πρωτολογία, Ιστορία και Εσχατολογία”, Εκκλησία και Εσχατολογία, όπ. π., σελ. 107-117, εδώ 114-115. 91 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 122: “παρακούσας ο άνθρωπος την περί τελειώσεως εντολήν του Θεού και ακολουθήσας την υπό του διαβόλου υποδειχθείσαν μέθοδον θεώσεως, ηστόχησε πλέον του αρχικού προορισμού και αντί να γίνη αθάνατος εγένετο θνητός”. 92 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π. PG 168, 685 Β: “σώμα και ψυχή είναι ενωμένα, ώσπου να σκεφτεί να τα διαλύσει Εκείνος, που τα έδεσε μαζί, για χάρη κάποιας ανώτερης και απόκρυφης οικονομίας, κατά την ώρα της συντέλειας των όλων που περιμένουμε”. 93 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 439. 94 Bλ. K.Ware, όπ. π., σελ. 415. 95 Βλ. Νίκου Ματσούκα, όπ. π., σελ. 545-546.
37
της και η τελική είσοδος στη δόξα της Βασιλείας του Θεού, όπου υπό τον συνεχή φωτισμό θα υπάρχει η αγαπητική κοινωνία δια μέσου της θέας του Θεού. Ο δυναμικός εσχατολογικός και μελλοντικός χαρακτήρας της παραδείσιας ζωής δεν αλλοιώνεται ούτε στον τερματισμό της πορείας, ούτε στην κατάληξή της στους κόλπους της θείας δόξας. Είναι μία πορεία για τελείωση και μετά το τέρμα μια συνεχής προκοπή, μια διαρκής εκλάμπρυνση των λογικών πλασμάτων, ως θεόμορφων προσώπων που αρχίζει από το νυν, με την άρνηση του μάταιου, του περιττού, του ταπεινού και του υλώδους και την αναγωγή στην αρχετυπική οντολογική αρχή, με βάση την οποία πλάστηκε και προς την οποία πρέπει να τείνει. 10.2. Η ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ Στην αρχετυπική κατάστασή του ο άνθρωπος ήταν προικισμένος με αφθαρσία, αιωνιότητα, μακαριότητα, χωρίς ένστικτα και πάθη. Η γόνιμη διαλεκτική σχέση και άμεση επικοινωνία με τον Θεό διακόπηκε με την παρακοή. Η πλεονεξία, η υπερηφάνεια, η ματαιότητα, η φιλαυτία και ο ατομικισμός, που ακολούθησαν, οδήγησε στη διάσπαση της ψυχοσωματικής ενότητας, στον μετεωρισμό του νου και στην παραμονή στον μηδενισμό, στο μη ον. Ακόμα και μετά την πτώση όμως, η θεία εικόνα διατήρησε την αρχετυπική ισχύ της, σε μια κατάσταση πάντως οντολογικής και ηθικής αδράνειας. Ο Ιησούς Χριστός συνέχισε ό,τι η πτώση διέκοψε. Με την Ενανθρώπιση, τη θυσία, την ένδοξη Ανάστασή Του άνοιξε για το ανθρώπινο γένος και υπό νέους όρους η θύρα του παραδείσου, για την είσοδο στη Βασιλεία των Ουρανών και την μετάβαση από τον θάνατο στη ζωή, στην αιωνιότητα, ως αμετάπτωτη υπαρξιακή κατάσταση. Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι το πρόσωπο που ένωσε ελεύθερα και από αγάπη το κτιστό με το άκτιστο, φανερώνοντας τον τρόπο υπέρβασης του ανθρώπου από την κτιστότητα και την επάνοδο στην αρχή, στην προσωπική ολοκλήρωση. Θεραπεύοντας το κακό, υπερβαίνοντας τον θάνατο, καταλύοντας το έργο του σατανά και αναιρώντας τα δικαιώματά του, ανύψωσε τον άνθρωπο από τη φθορά στην αφθαρσία, από την αιώνια καταδίκη στην αιώνια μακαριότητα. Καμία άλλη δύναμη δεν μπορεί να σώσει, να απελευθερώσει τον άνθρωπο, από την αμαρτία, παρά μόνο η άπειρη πανσοφία και αγάπη του Θεού. Η Ανάσταση του Κυρίου αποτέλεσε την κατεξοχήν έκφραση του σωτηριολογικού ιδεώδους, αφού θεωρείται ως απελευθέρωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων από τα δεσμά εκείνα που δεν τους επέτρεπαν να καταστούν συνειδητές. Η αιώνια πλέον ζωή νοείται ως κίνηση υπό αυστηρούς νέους όρους μη υποκείμενους στις πρότερες αναγκαιότητες. Η κατάσταση αυτή της σωτηρίας εκλαμβάνεται ως απελευθέρωση του ανθρώπου από την κυριαρχία του διαβόλου και πορεία προς σταδιακή προκοπή και ακατάπαυστη τελειότητα, προς ενεργό οικειοποίηση των δωρεών και των δυνατοτήτων, που έχει χαρίσει ο Θεός. Πρόκειται για την κατάσταση εκείνη, που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να παραμείνει σώος, να διασώσει την εικόνα του Θεού εντός του και να δεχθεί τον Χριστό στη ζωή του, να επανακτήσει τη σχέση με τον Θεό και τον κόσμο, που απώλεσε λόγω του εγωισμού, να κερδίσει την αθάνατη δόξα. Στη νέα αυτή κατάσταση οι δυνάμεις του κακού θα συντριβούν.96 Το κακό νοείται ως πρόβλημα οντολογικής φύσης και όχι ηθικής τάξης. Δεν ανήκει στην οντολογία του Θεού, ούτε αποτελεί δημιούργημά Του. Ο Θεός είναι αγαθό και την εν λόγω ιδιότητα εκπέμπει. Είναι η αρνητική χρήση τής ελευθερίας και του νου, η άρνηση της αγαπητικής κοινωνίας με τον ζωοποιό Θεό και κατ΄ επέκταση του ίδιου τού είναι. 96
Βλ. Παύλ. Α’ Κορ. ιε, 26“ ׃έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος…”.
38
Αυτή η διαρκής πορεία στην κτίση και την Ιστορία είναι κατεξοχήν οικουμενική στο πλαίσιο μιας συμφιλιωτικής ανακεφαλαίωσης των πάντων εν Χριστώ.97 Ο άσαρκος και σαρκωμένος Λόγος είναι το μοναδικό κέντρο, το οποίο συγκεντρώνει τις κτιστές διαστάσεις όλης της δημιουργίας και τις κατευθύνει στα άπειρα βάθη της θεότητας, στη Βασιλεία του Θεού, ώστε να ζήσουν την πληρότητα των θείων αγαθών. 98 Ο θάνατος, το μηδέν, είναι διαρκής απειλή για το είναι του κτιστού. Δεν ενυπάρχει τίποτα στη φύση του κτιστού, που να μπορεί να νικήσει τη φθορά, τον θάνατο, το μηδέν, από το οποίο προήλθε. Η κτίση είναι δανεική, ρευστή, πεπερασμένη, μεταβλητή, σχετική, χρονική. Ως δημιούργημα του Θεού, εξαρτάται από την πηγή ζωής και προς αυτή πρέπει να αναχθεί, ώστε να υπερβεί τον θάνατο, ο οποίος διέσπασε την ενότητα προκαλώντας χωρισμό. Μόνο η αγαπητική έξοδος, η αναγωγή, η γνώση και η ένωση με τον άκτιστο και ζωοδότη Θεό, το αληθινό ον χαρίζει αθανασία. Η υπέρβαση των μηδενιστικών τάσεων και των αλλοτριωτικών δυνάμεων με τη σωστή χρήση του αυτεξούσιου δίνει τη δυνατότητα της υπέρβασης (και όχι της αποβολής) της κτιστότητας και της κατάργησης του θανάτου. 99 Η νίκη κατά του μηδενισμού είναι η τελική φάση της πορείας, ως ανακεφαλαίωση στη θεία αγαθότητα. Η τελική αποκατάσταση και ανακαίνιση περιλαμβάνει λύτρωση, αφθαρσία, δοξασμό της ύλης και θέωση, με τα οποία εξασφαλίζεται η ανάσταση και η αθανασία, ως κατάληξη της δραματικής πορείας του ανθρώπου, προοδευτικά και αυξητικά. Η εξάπλωση της μεταμορφωτικής δύναμης της θείας δόξας είναι καθολική. Αφορά στον άνθρωπο ως όλον, ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη (νους, σώμα, λόγος, βούληση, καρδιά, αισθήσεις).100 Το σώμα είναι σημαντικό, αφού, παρότι είναι συνυφασμένο με τον κόσμο, ενοικεί στα όριά του η ψυχή, η έδρα του νου, της διάνοιας, της θέλησης, του πράττειν, που δίνει την δυνατότητα της αναγωγής στον Θεό και της μετοίκησης πλησίον Του. Αφορά όμως και σε όλες τις κτιστές διαστάσεις της δημιουργίας. Οι εικόνες είναι οι πρώτοι καρποί αυτής της λύτρωσης της ύλης, που χάρη στην Ενσάρκωση του Υιού του Θεού μεταμορφώθηκαν, αγιάστηκαν.101 Η θέωση είναι ίαση, καταξίωση της φύσης. Σημαίνει συμμόρφωση στο θέλημα του Θεού, συνδημιουργία, μέθεξη, ομοίωση, τελείωση, μετοχή στο κάλλος και στην εκλάμπρυνση της θείας δόξας. Σημαίνει μυστική ένωση, που συνιστά το καθ΄ ομοίωσιν, όχι με την ουσία, αλλά με τις ενέργειες του Θεού. Η συνάντηση και η μίμηση του αρχέτυπου (Θεού) καθιστά τον άνθρωπο Θεό κατά χάρη, ώστε να υπάρχει με τον τρόπο ύπαρξης του Θεού. Η μυστική ένωση της θεϊκής και της ανθρώπινης φύσης “ασυγχύτως και αδιαιρέτως” στο ένα πρόσωπο του Χριστού είναι μια αληθινή ένωση με αγάπη και ελευθερία, μέσω της οποίας η κτίση όδευσε προς τη σωτηρία. Το ανωτέρω σημαίνει πως η θέωση, αφορά στο πρόσωπο και όχι στο άτομο· το πρόσωπο, νοούμενο πάντα σε σχέση προς το όλον, είναι η ανθρωπολογική κατάσταση που πραγματώνεται, ως κατ΄ εικόνα 97
Βλ. Παύλ. Εφεσ. α, 10. Βλ. Ιω. Αποκάλ. κα, 5“ ׃ιδού καινά ποιώ πάντα”. 99 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα (μητροπ. Περγάμου), Χριστολογία και Ύπαρξη, η διαλεκτική κτιστού-άκτιστου και το δόγμα της Χαλκηδόνας, όπ. π., σελ. 14-20“ ׃Η ύπαρξη αποτελεί προϊόν ελευθερίας, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι θα μπορούσε να μην υπάρχει… Η απειλή του θανάτου είναι διαρκής… η φύση του κτιστού δεν έχει μέσα της καμία δυνατότητα επιβίωσης…και η απειλή αυτή είναι μόνιμη για το κτιστό, δεν υπερβαίνεται με καμιά δύναμη εγγενή στη φύση του…ο Χριστός με το να ενώσει κτιστό και άκτιστο ασυγχύτως και αδιαιρέτως νίκησε τον θάνατο με μια νίκη που δεν είναι ένα αναγκαστικό για την ύπαρξη γεγονός, αλλά μία δυνατότητα που κερδίζεται με αγάπη και ελευθερία…”. 100 Βλ. Ν. Ματσούκα, όπ. π., σελ. 501: “ο άνθρωπος είναι όλα μαζί: αισθήσεις, λόγος, νους, βούληση, καρδιάˑ δεν υπερτερεί το ένα εις βάρος του άλλου, γιατί όλα είναι λειτουργικά συνδεδεμένα”. 101 Bλ. K. Ware, όπ. π., σελ. 368-372. 98
39
του Τριαδικού Θεού, που θεώνεται δημιουργώντας κατά πρόσωπον κοινωνία με τον Θεό, ώστε να μην περιορίζεται από οποιαδήποτε φυσική αναγκαιότητα. Η αιώνια επιβίωση του προσώπου, ως μοναδικής, ανεπανάληπτης και ελεύθερης υπόστασης, στηρίζεται στην αγάπη. Ζωή και αγάπη ταυτίζονται στο πρόσωπο. Αν δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει και η μοναδικότητα, η ταυτότητα του προσώπου, αρνητικό γεγονός που το καθιστά να παραμένει στον θάνατο.102 Η αθανασία είναι η νίκη του έσχατου εχθρού, του θανάτου, με την ταυτόχρονη προς τα έξω έκχυση της δόξας του Αγίου Πνεύματος.103 Η Σάρκωση είναι ήδη λύτρωση. Ο Λόγος ενώνεται με τη “νεκρή” φύση για να τη ζωογονήσει. 104 Ως αθανασία, νοείται η επαναφορά, από την έμφυλη ατομικότητα, στην κατάσταση του άφυλου προσώπου,105 η ανάκτηση, εκ μέρους του ανθρώπου, του αρχέγονου κάλλους, του προδιαγραφέντος από καταβολής κόσμου, που δεν συντελέστηκε λόγω της πτώσης. Δεν πρόκειται για φυσική, αλλά για κατά χάρη αθανασία, αφού μόνο ο Τριαδικός Θεός είναι άτρεπτος, αναλλοίωτος, τέλειος, φύσει αθάνατος. Είναι όχι απλώς επιβίωση, αλλά δοξασμός, εκλάμπρυνση, θέα και γλυκασμός της θείας δόξας, μετοχή στις ενέργειες του ζωοδότη Θεού. Αφορά σε ολόκληρο το ανθρώπινο ον και την κτίση, αφού μία χάρη του Θεού, μία Ανάσταση, διαπότισε τον άνθρωπο με τις ζωοποιές ενέργειες του Θείου Πνεύματος. Η πορεία προς τη σωτηρία δεν γίνεται αφηρημένα, αλλά δυναμικά, μέσα στην κτίση και την Ιστορία, προς τον αγαθό Τριαδικό Θεό και την πραγμάτωση του δοξασμού, του καθ΄ ομοίωσιν, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, τότε που θα επισυμβεί και η τελική διάκριση των καλών και των κακών. Είναι πορεία παρούσα και μέλλουσα, εγκόσμια και μετακοσμική, προσωπική και κοινωνική.106 Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωτηρία είναι η πίστη στον Τριαδικό Θεό και η αποδοχή του ιστορικού γεγονότος της Σάρκωσης του Χριστού, του θανάτου και της Ανάστασης, που επιλύει οριστικά το πρόβλημα του θανάτου στον κόσμο. Η σωτηρία πραγματοποιείται όχι μόνο κάθετα, στο σχήμα Χριστός-άνθρωπος, αλλά και οριζόντια, στο σχήμα άνθρωπος-άνθρωπος. Δεν είναι ζήτημα απλώς ατομικό, αλλά προϋποθέτει και την ένωση του καθενός με τους υπόλοιπους, αφού είναι κοινωνική και όχι μοναχική πορεία.107 Τα δύο αυτά μέρη είναι αδύνατον να διασπαστούν, διότι συνάπτονται οργανικά. Όλα αυτά, βέβαια, πραγματοποιούνται ελεύθερα. Ο Θεός δεν καταπιέζει, ούτε εξαναγκάζει κανέναν, αφού αγάπη σημαίνει ελευθερία.108 Στον χώρο της Εκκλησίας, με αγάπη και ελευθερία, με την εκρίζωση του κακού πραγματώνεται η στροφή προς την οντολογική αρχή της αρετής, τον Θεό. Η αρετή, που είναι το περιεχόμενο του κατ΄ εικόνα, νοείται όχι ατομικά, αλλά συλλογικά, ως ο τρόπος συγκρότησης της κοινωνίας του Θεού.109 102
Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα (μητροπ. Περγάμου), Από το προσωπείο στο πρόσωπο, όπ. π., σελ. 144. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 143. 104 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 437-438. 105 Βλ. Γ. Πατρώνου, όπ. π., σελ. 115. 106 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 107-108: “Η σχέσις του ανθρώπου προς τον Θεό δεν πρέπη να νοείται ως ιδιωτική αυτού υπόθεσις όχι μόνο επειδή ο Θεός είναι τρία πρόσωπα αλλ’ επιπλέον διότι η ανάστασις προϋποθέτει την τελικήν και ομαδικήν αποκατάστασην της κοινωνίας των δικαίων…”. 107 Bλ. K.Ware, όπ. π., σελ. 375-376. 108 Βλ. Νικ. Ματσούκα, όπ. π., σελ. 527: “Τελικά και η ελεύθερη βούληση, ως προαίρεση και προωθητική δύναμη για την καλή ή κακή αλλοίωση της κτίσης, είναι δίκαιη, αφού οικονομεί τα πράγματα κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο. Δίχως ελεύθερη συγκατάνευση, δίχως αγάπη αβίαστη δεν μπορεί να συναφθεί καμιά σχέση, ούτε μπορεί να συγκροτηθεί η φιλική κοινωνικότητα. Η σωτηρία, ως μετοχή στη θεία δόξα δεν είναι δυνατόν να συντελεστεί με την βία”. 103
40
Παράδειγμα σωτηρίας αποτελεί η αγιότητα. Οι άγιοι είναι οι γνήσιοι θεράποντες του πρώτου Αγίου, του Χριστού. Είναι τα πρόσωπα που απάντησαν θετικά στην αγαπητική πρόσκληση του Θεού, αφιερώθηκαν σε Αυτόν, γεύτηκαν την αγάπη Του, μιμήθηκαν το πάθος του Χριστού110 και του θελήματός Του και μαρτύρησαν στο όνομά Του. Μετά την κοίμησή τους αγιάστηκαν, θεώθηκαν, έλαβαν δόξα στη Βασιλεία των Ουρανών, απ΄ όπου μεσιτεύουν για τους ζώντες και τους τεθνεώντες. Ο άγιος δεν συμβιβάζεται άβουλα και παθητικά. Είναι αιώνιος επαναστάτης, συγκρούεται με οτιδήποτε τον υποβαθμίζει. Δεν αφομοιώνεται από την περιρρέουσα συμβατική στάση ζωής, αλλά προσφέρει ήθος ζωογόνο, παραμένοντας πιστός μάρτυρας της αλήθειας. Απαλλαγμένος από τα πάθη και τους εγωισμούς, θυσιάζεται ελεύθερα, χωρίς εξαναγκασμό, για τους άλλους, διακονεί και αγωνίζεται διαρκώς για την ριζική μεταμόρφωση του κόσμου. Ύψιστη μορφή αγιότητας είναι ο μοναχισμός και ο ασκητισμός. Η ταπεινοφροσύνη είναι η έμπρακτη βάση τής εν Χριστώ ζωής, η ανάδειξη της αληθινής πίστης, που ανοίγει τον δρόμο προς τη θέωση. Ο πάσχων Χριστός είναι το πρότυπο του αγωνιζόμενου αγίου.111 Ως επαναλαμβανόμενος Χριστός, διακρίνεται για τη σύζευξη θεωρίας και πράξης, την τήρηση των εντολών του Χριστού, την έμπρακτη αγάπη με όλον τον ψυχοσωματικό δυναμισμό του, τη διαρκή μετάνοια, την αίσθηση της αναξιότητάς του και την πίστη ότι μόνο πλησίον του Θεού καθίσταται τέλειος, την αδιάλειπτη προσευχή, για όλη τη δημιουργία, την αγρυπνία και την καρτερία. Δεν αναζητά τα μάταια, τα ανώφελα, τα περιττά, τα υλώδη, αλλά αγωνίζεται για τελείωση, χαρίτωση, σωτηρία. Ζει με χαρά τον θάνατο, που τον απελευθερώνει από το βάρος της επίγειας ζωής και τον καθιστά μέτοχο της εν Χριστώ κοινωνίας. Η τιμή προς το πρόσωπο των αγίων έχει ενταχθεί στο χριστιανικό εορτολόγιο και συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της λατρείας, και μάλιστα σε καθημερινή κλίμακα. 10.3. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΩΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ Η Βασιλεία των Ουρανών αποτελεί κεντρικό θέμα της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο ελληνικός όρος “Βασιλεία” σημαίνει την ενέργεια του βασιλεύειν και εξουσιάζειν, αλλά και την περιοχή ή τη σφαίρα επί της οποίας επεκτείνεται η ενέργεια. Συμφώνως με την εν λόγω σημασία, ορίστηκε ως μέλλουσα και προσδοκώμενη επικράτηση του αγίου θελήματος στις ψυχές των ανθρώπων.112 Η Βασιλεία των Ουρανών δεν έχει εξουσία. Δεν σημαίνει αυθαίρετη και σε βάρος του ανθρώπου κυριαρχία του Θεού. Είναι ο πνευματικός τόπος κατοικίας του Θεού και η νέα πραγματικότητα, όπου δεσπόζει το πάνσοφο και άπειρης αγάπης θείο θέλημα, για χάρη του ανθρώπου, θέλημα που σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη οντότητα, ελευθερία και αξιοπρέπεια.
109
Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 178, 689 B: “η είσοδος του λαού, που γίνεται μέσα στην Εκκλησία φανερώνει την επιστροφή των απίστων από την άγνοια και την πλάνη τους στην επίγνωση του Θεού, καθώς και τη μετατόπιση των πιστών από την κακία και την αγνωσία στην αρετή και τη γνώση…”. 110 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 246-248, 713 B: “περισσότερο Θεός θα είναι αυτός, που μιμητής του Θεού θεραπεύει όπως ο Θεός των άλλων τα πάθη από φιλανθρωπία με δικό του πάθος και δείχνει πως έχει μέσα του κατ’ αναλογία την ίδια με το Θεό δύναμη σωστικής πρόνοιας”. 111 Βλ. Παύλ. Α’ Κορ. ια, 1: Για τη μίμηση του Χριστού προτρέπει ο Παύλος, όταν αναφέρει: “Μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού”. 112 Βλ. Λουκ. ιζ, 21.
41
Η Βασιλεία των Ουρανών είναι μια πραγματικότητα πολυδιάστατη και δυναμική. Είναι η άνω πόλις,113 στην οποία εμπεριέχεται η Τριάδα, οι άνθρωποι, ο κόσμος, η ζωή, ο χρόνος, η αιωνιότητα. Είναι δώρο Θεού και αγώνισμα ανθρώπου. Είναι προσωπική και κοινωνική, εγκόσμια και μετακοσμική, παρούσα και μέλλουσα, πνευματική, ουράνια, θεοκεντρική και όχι κοσμική, ευδαιμονιστική, εθνικιστική. Είναι το κάλλος μιας απέραντης πραγματικότητας με ποικιλία χαρισμάτων και αντίστοιχων ενεργειών, η πραγματικότητα και η δυνατότητα της αλήθειας, της ελευθερίας, της συγχώρησης, της αγάπης, της συμφιλίωσης, της ελπίδας, του κάλλους, της δημιουργικότητας. Σε όσους την αποδέχονται και ζουν κατά τις αρχές της, χαρίζει συνάντηση, κοινωνία αγάπης, ένωση, γνώση, ομοίωση με τον Θεό, θέωση κατά χάρη. Χαρίζει αιώνια ζωή, ειρήνη, ισότητα, πληρότητα, ευτυχία, δόξα, αγιότητα, αφθαρσία, δηλαδή το πραγματικό νόημα της ζωής, το οποίο βρίσκεται πλησίον του Θεού, της οποίας ο ίδιος είναι η πηγή. Χαρακτηριστική εικόνα της Βασιλείας των Ουρανών αποτελεί η σύναξη του διασκορπισμένου λαού του Θεού επί “το αυτό”, η ενότητα του κατατεμαχισμένου από τη φθορά και το θάνατο κόσμου γύρω από τον Χριστό.114 Το εν λόγω πρόσωπο, από το ένα μέρος, ενσαρκώνει την ίδια την παρουσία του Θεού στον κόσμο, ως εικόνα του Θεού του αόρατου και, από το άλλο, ενώνει στην υπόστασή Του τους πολλούς, με κοινή αναφορά εκ νέου προς τον Θεό Πατέρα. Η σύναξη αυτή δεν είναι κοινωνική σύναξη αλλά διά του Αγίου Πνεύματος κοινωνία των αγίων, των μαρτύρων και των μετανοούντων, κοινωνία ελεύθερων προσώπων, αγωνιζόμενων για τη μεταμόρφωση του ανθρώπου και την επάνοδό του στο μοναδικό κέντρο της Ιστορίας και του κόσμου, στον Τριαδικό Θεό, που είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος του σύμπαντος. Η νέα αυτή πραγματικότητα έχει σωτηριολογική, ιστορική και εσχατολογική έννοια. Αφορά στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ιστορίας, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Είναι διαρκής παρουσία και όχι κάτι αιφνίδιο, είναι ήδη και όχι ακόμα. Ως εσχατολογικό γεγονός, στην πληρότητά του θα βιωθεί μεταϊστορικά, μετά την ανακαίνιση και την παλιγγενεσία του σύμπαντος. Η ανάπτυξη της προπτωτικής κατάστασης, χωρίς φθορά και θάνατο, η επανένωση με τον Θεό, η ανακαίνιση, η αποκατάσταση και η ολοκλήρωση των σχέσεων με τον Θεό, με την ταυτόχρονη απελευθέρωση από τη φθορά και τον θάνατο, δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν, αλλά μια νέα δημιουργική πράξη, ως ολοκληρωτική και περιεκτική ανακαίνιση όλης της δημιουργίας. Σε αυτόν τον ποθητό νέο κόσμο, ο Χριστός έδωσε νόημα, περιεχόμενο και πλαίσιο πανανθρώπινο, δυναμικό και ριζοσπαστικό. Δια της Ενσάρκωσης, η Βασιλεία των Ουρανών αποκτά κεντρική θέση στη ζωή και την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Χριστός, ως ο έσχατος Αδάμ,115 εγκαινίασε το νέο ήθος της ζωής και της δράσης, έδωσε νέα κριτήρια αξιολόγησης του καλού και του κακού -του κώδικα δηλαδή της ηθικής τάξης- και νέες προοπτικές στη ζωή τού ανθρώπου. Είναι το Πρόσωπο, που χώρισε την Ιστορία στα δύο. Η πριν από Αυτόν εποχή, είναι εποχή της φθοράς, της απελπισίας και της αναζήτησης. Η μετά Χριστόν εποχή είναι εποχή της πάλης μεταξύ φθοράς και ζωής, εποχή επανόδου στον Θεό, ελπίδας και προσδοκίας για την ανακαίνιση του κόσμου. Με τον Ιησού Χριστό η ιστορία ανακαλύπτει εκ νέου το απωλεσθέν κέντρο της και τις υγιείς κινητήριες δυνάμεις της. Ο κόσμος αποκτά εκ νέου τις δυνατότητες της αφθαρσίας, της ζωής, της τελείωσης, στοιχεία που ανακόπηκαν από το γεγονός της αμαρτίας. Αυτή η 113
Βλ. Ιω. Αποκάλ. κα, 1. Βλ. Λουκ. ιγ, 34˙ Ιω. ια, 52 ˙Ματθ. κγ, 37 ˙κδ, 31 ˙Μάρκ. ιγ, 27. 115 Βλ. Παύλ. Α’ Κορ. ιε, 45: “…ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν…”. 114
42
δυνατότητα είναι η Όγδοη Ημέρα, η Βασιλεία των Ουρανών. Οι Έσχατοι λοιπόν καιροί έχουν αρχίσει με την Ενσάρκωση και διαρκώς οδηγούνται στο πλήρωμά τους. Το εν λόγω πλήρωμα θα σημειωθεί με τη δεύτερη ένδοξη επάνοδο του Κυρίου και το τέλος του ιστορικού χρόνου, που θα σημάνει την οριστική εξαφάνιση του κακού, ως θανάτου και ως αμαρτίας, τη λύτρωση, τη δόξα και τον αφθαρτισμό του κόσμου, την επικράτηση της Βασιλείας των Ουρανών, που θα κορυφώσει την ιστορία στην ολοκλήρωσή της. Το δείπνο της Βασιλείας, δεν θα πραγματωθεί δίχως την επίδοση πρόσκλησης σε όλους, αφού ο Θεός “πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι καί εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν”. 116 Κανένας όμως δεν μπορεί να προεξοφλήσει τους τρόπους επίδοσης, τη μακροθυμία του υπομονετικού οικοδεσπότη και τον χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας. Κέντρο της αποστολής, του κηρύγματος και του απολυτρωτικού έργου του Χριστού ήταν η εγκαθίδρυση της Βασιλείας, την οποία συνδύασε με την εν πνεύματι Θεού εκδίωξη των δαιμόνων.117 Στο πρόσωπο, τη ζωή, τη διδασκαλία και όλο το έργο Του αποκρυπτογραφείται το νόημα, το περιεχόμενο, η προσφορά, το μεγαλείο, οι ορίζοντες του καινού κόσμου του Θεού. Τα ανωτέρω αποκαλύπτονται τόσο στην επί του Όρους ομιλία Του,118 όσο και στα θαύματα και στις παραβολές Του, με τα οποία φανέρωσε διάφορες πτυχές της Βασιλείας, που αρκούν για την κατανόηση, τη βίωση και δράση σύμφωνα με το πνεύμα της. Στόχος αρκετών παραβολών ήταν η ζωντανή πληροφόρηση για τον Θεό και της σχέσης Του με τον κόσμο. Από τα παραδείγματα ορισμένων παραβολών φανερώνεται ότι η Βασιλεία χαρίζεται από τον Θεό (Ματθ. κ, 1-16: παραβολή για τους εργάτες της αμπέλου), είναι πολύτιμη και αξίζει κάθε θυσία (Ματθ. ιγ, 44-45: παραβολή του κρυμμένου θησαυρού και του πανάκριβου μαργαριταριού), εκκινεί αφανώς και αθόρυβα, αλλά αυξάνει δυναμικά (Λουκ. ιγ, 18-21: παραβολή για το σιναπόσπορο και το προζύμι), προχωρεί παρ΄ όλες τις αντιστάσεις (Μάρκ. ιβ, 1-12: παραβολή των κακών γεωργών), απαιτεί ετοιμότητα και εγρήγορση (Ματθ. κε, 1-13: παραβολή των δέκα παρθένων), είναι μεγάλη εορτή χαράς, στην οποία είναι προσκεκλημένοι όλοι (Ματθ. κβ, 1-14: παραβολή των βασιλικών γάμων), είναι η χωρίς προνόμια πατρίδα αγάπης για όλους, προπάντων για τους ναυαγισμένους της ζωής (Λουκ. ιε, 11-32: παραβολή του ασώτου). Με τα θαύματα, τα σημεία, και τους εξορκισμούς, που συνόδευαν εξ αρχής το κήρυγμα για την έλευση της Βασιλείας του Θεού, ο Κύριος φανέρωσε την πίστη, τη θεϊκή δύναμη και την ενέργειά Του και κατέδειξε την καθολική θεραπεία και απελευθέρωση που με την παρουσία Του κομίζει στον κόσμο και στην Ιστορία.119 Στην τέλεσή τους φαίνονται ίχνη της Βασιλείας με εμπειρικώς προσλήψιμα γεγονότα. Αυτά συνδέονται με τις παραβολές και το όλο κήρυγμα για τη Βασιλεία των Ουρανών, το συνεχίζουν και το προωθούν. Δείχνουν προς την πραγμάτωσή της, φανερώνουν την εγγύτητα και παρουσία της μέσα στις υπάρξεις και τις σχέσεις των ανθρώπων, την πορεία της στη γη και τη φορά της προς το μελλοντικό πλήρωμα. Λειτουργούν δηλαδή ως διαμεσολαβητικοί παράγοντες για την κατανόηση υπερβατικών ζητημάτων. Όση αλήθεια και αν έχουν, δεν είναι το τέλος˙ παραπέμπουν στην κατάσταση που δεν έχει έλθει 116
Βλ. Παύλ. Α’ Τιμ. β, 4. Βλ. Ματθ. ιβ, 28: “ει δε εγώ εν Πνεύματι Θεού εκβάλλω τα δαιμόνια, άρα έφθασεν εφ’ υμάς η βασιλεία του Θεού…”. Επίσης, βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 75: “η εκβολή των δαιμονίων ισοδυναμεί προς τη θεραπεία σωματικών και πνευματικών ασθενειών … η εκδίωξη των δαιμονίων σημαίνει ότι έφθασε η Βασιλεία του Θεού και η θεραπεία των αρρώστων είναι η απόδειξη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αναμενόμενος Χριστός”. 118 Bλ. Ματθ. ε, στ, ζ. 119 Για τα θαύματα του Χριστού, βλ. Ματθ. η, 1-34 και θ, 1-38. 117
43
ακόμα. Φανερώνουν τη δόξα του Θεού, θεραπεύουν συνολικά τη ζωή, διδάσκουν τα μυστήρια της Βασιλείας της ανώτατης Αρχής και προϋποθέτουν από μέρους του ανθρώπου ευαισθησία, γεγυμνασμένα αισθητήρια και πίστη, που υπερβαίνει την ατομοκεντρικότητα και κρατύνει την εμπιστοσύνη στον Θεό, στον άνθρωπο και στη ζωή. Στόχος των θαυμάτων δεν ήταν η προβολή και η κοινωνική φήμη του Κυρίου αλλά η ενδυνάμωση της πίστης και η ψυχική αφύπνιση για τη στροφή προς τον Θεό. Ως παντογνώστης, γνώριζε τι εμπεριέχεται στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων. Το κακό, που η αμαρτία προκάλεσε, οδήγησε στη διάσπαση και τη διασπορά με τον κόσμο αλλά κυρίως με τον Θεό. Με τα θαύματα προσέφερε ψυχοσωματική ίαση και ολοκλήρωση, ως προϋπόθεση ένταξης και ως προεικόνιση του νέου κόσμου του Θεού. Θεράπευσε μωρούς, ασθενείς, αγενείς, εξουθενωμένους του κόσμου. Εκρίζωσε το κακό από το κέντρο της προσωπικότητας του ανθρώπου, την καρδιά, προσέφερε σωτηρία, συγχώρηση και άφεση αμαρτιών. Έδωσε την ευκαιρία ελευθέρωσης της ψυχής από τα πάθη και τους πειρασμούς, που φθείρουν ψυχοσωματικά το άτομο, ώστε να κρατηθεί ο νους σε γαλήνη και ηρεμία και να κατευθυνθεί προς το αγαθό, προς τον Θεό.120 Απαραίτητη προϋπόθεση της σωτηρίας είναι η πίστη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού. Για τον λόγο αυτό πριν την θεραπεία δημιουργούσε προσωπική σχέση με τον άρρωστο, σχέση εμπιστοσύνης. Έτσι, αιχμάλωτοι από τις δυνάμεις του κακού (δαιμονισμένοι) απελευθερώνονται διά του Αγίου Πνεύματος, συντριμμένοι από την ενοχή λαμβάνουν συγχώρηση, ασθενείς θεραπεύονται και πεινασμένοι χορταίνουν, σε νεκρούς χορηγείται εκ νέου η ζωή από την υπερβατική οντότητα που την έφερε, η απειλητική για τον άνθρωπο δύναμη των στοιχείων της φύσης δαμάζεται, άνθρωποι μεταβάλλονται σε εντελώς νέες υπάρξεις.121 Η μεταμόρφωση του ίδιου του Κυρίου στο Θαβώρ αποκάλυψε την ταυτότητα της Βασιλείας. Όπως στις παραβολές, έτσι στους μακαρισμούς (Ματθ. ε, 3-12), φαίνεται η Βασιλεία των Ουρανών, ως ένα μελλοντικό αγαθό με εσχατολογική ελπίδα. Φαίνεται επιπλέον και ποιοι είναι μέλη άξια της Βασιλείας των Ουρανών και ποια η αποστολή τους στον κόσμο. Στους μακαρισμούς βασίζεται το νηπτικό σχήμα κάθαρση – φωτισμός – θέωση, το οποίο επιτυγχάνεται με την φυλακή των αισθήσεων, την απαλλαγή από τις έμμονες ιδέες, τους κακούς λογισμούς, την επιστροφή του νου από τον εγκέφαλο στην καρδιά, μέσω της δυναμικής νοεράς προσευχής και με την τελική θέα του ακτίστου φωτός. Η εκούσια πτωχεία στο πνεύμα, το πένθος, η πραότητα, η πείνα, η δίψα, η ελεημοσύνη, η επιτέλεση της ειρήνης, ο διωγμός ένεκεν της δικαιοσύνης, η εφαρμογή όλων των εντολών, η δικαιοσύνη που συνίσταται στην αγάπη και η ελεημοσύνη προς τον πλησίον και κυρίως προς τον εχθρό, η εκούσια μετοχή στο πάθος του Κυρίου είναι οι προϋποθέσεις εισόδου στον κόσμο του Θεού. Η Βασιλεία των Ουρανών δεν αφορά απλά σε μια χρονική διάσταση, δεν είναι μόνο γεγονός κάποιου απομακρυσμένου μέλλοντος, αλλά έργο κάθε στιγμής,122 που βιώνεται στην καρδιά του καθενός και σημαίνει την αποδόμηση ενός εγωκεντρικού κόσμου, και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν είναι απλώς αντικείμενο πόθου και προσδοκίας, αλλά ιστορική εμπειρία που έχει αρχίσει με την Ανάσταση του Χριστού.123 Είναι 120
Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 108, 665 B-C: “αφού τα πάντα μέσα στα πάντα είναι ο Θεός, που με απέραντο τρόπο υπερβαίνει τα πάντα, θα γίνει ορατός, σε όσους έχουν καθαρή σκέψη”. 121 Bλ. Mάρκ. στ, 48-50˙ θ, 14-29˙ Iω. ε, 5-9˙ θ, 1-41˙ια, 39˙ Ματθ. κα, 14˙Λουκ. θ, 37-43. 122 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 137: “η μόνιμος δωρεά της αθανασίας εξαρτάται εκ του κατά πόσον αγωνίζεται ο πιστός να ζήση κατά Πνεύμα εν τη ζωή ταύτη”. 123 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 136: “η διά της αναστάσεως του Κυρίου ζωοποίησις των προκεκοιμημένων, είναι η πρώτη ανάστασις…η πρώτη ανάστασις είναι η εν Χριστώ ήδη αρξάμενη
44
περισσότερο μια στάση και μια πραγματικότητα που εκκινεί από το νυν, στο ιστορικό παρόν, όχι παθητικά και οιονεί στωικά, αλλά με ενεργητική δύναμη αντιμετώπισης των δυσκολιών και αναφορά των καινών ουρανών και της επίγειας κατάστασης, κυρίως στον χώρο της Εκκλησίας και τη μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.124 Με τη χριστιανοπρεπή δράση επί της γης, την τήρηση των εντολών,125 την πίστη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, την ελπίδα, την μετάνοια, την αγρυπνία, διότι θα έλθει εξαίφνης, “ως κλέπτης εν νυκτί”,126 την εσωτερική καθαρότητα και τον αγιασμό της καρδιάς, την υπομονή στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς, την έμπρακτη αγάπη, την επιτέλεση του αγαθού,127που είναι και το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Θεού, η πλήρης και αδιαπέραστη μετοχή στην αθάνατη ζωή της Βασιλείας εκκινεί από την παρούσα ζωή, σιωπηλά, αλλά και δυναμικά.128 10.4. ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ 129 Ως ένας οιονεί στρατηγός, ο Μεσσίας Ιησούς, ερχόμενος μετά των νεφελών επιθεωρεί τις επτά Εκκλησίες της Ασίας δίνοντας τις τελευταίες συστάσεις ζητώντας μετάνοια, υπομονή, εμμονή στην πίστη μέχρι θανάτου, απόδειξη της πίστης με έργα, διακονία, αγάπη και απάρνηση του σατανά (κεφ. 1-3). Ολόκληρος ο ουράνιος κόσμος Τον επευφημεί κατά την ουράνια λειτουργία, ως τον Κριτή των Εσχάτων, τον Εκτελεστή του θείου σχεδίου για το μέλλον του κόσμου (κεφ. 4-5, 14). Με την αποσφράγιση του βιβλίου, από τον μόνο Άξιο να το πραγματοποιήσει, το οποίο λαμβάνει από τας χείρας του Θεού (κεφ. 5-9) και με το άγγελμα των επτά σφραγίδων, εκκινεί η προκαταρκτική εσχατολογική κρίση με τρομερές πληγές στη γη και στον ουρανό, που αποβλέπει στη μετάνοια του κόσμου, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί η μετάνοια κανενός. Ακολουθεί η εκδήλωση του πολέμου του Δράκοντα, ή του Θηρίου, ή του Σατανά κατά της Εκκλησίας-γυναίκας (ο Μεσσίας είναι το αρσενικό τέκνο της) με επίμαχο θέμα την αυτοκρατορική λατρεία (κεφ. 12). Τα θύματα είναι πολλά, ωστόσο ο προφήτης βεβαιώνει πως, παρά τις δοκιμασίες, είναι ποσοτικά ευρύς ο αριθμός των ανθρώπων που ανήκουν στο Θεό και τον Χριστό, οι οποίοι τηρούν τις εντολές Του, με το να είναι αψεγάδιαστοι και να δίνουν σωστή μαρτυρία περί του Κυρίου. Βασιλεία του Χριστού”. 124 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 173: “ η όλη προϋπόθεσις της μετοχής της αφθαρτοποιού ενέργειας της Αγίας Τριάδας είναι ο ατομικός και συλλογικός αγώνας κατά του εν τω θανάτω βασιλεύοντος διαβόλου”. 125 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 250-252, 716 B: “ας μη δείξωμε, κατά τη δύναμή μας αμέλεια στο θέμα της υπακοής μας στο Θεό, που μας καλεί σε ζωή αιώνια και μακάριο τέλος με την εκτέλεση των θεϊκών και σωστικών εντολών του…”. 126 Bλ. Παύλ. Α' Θεσ. ε, 2. 127 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 115-118: “…η διά της προσευχής, της νηστείας και των καλών έργων πνευματική άσκησις δεν γίνεται διά τας ανάγκας του Θεού , αλλά γίνεται διά την ηθικήν στερέωσιν, τελείωσιν και θέωσιν των πιστών. Δεν είναι ο Θεός εκείνος, ο οποίος έχει ανάγκην να αλλάξη διάθεση και τακτικήν, αλλ’ ο άνθρωπος”. 128 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 242-244, 712 C-D: “ας αποθέσωμε ολόκληρο τον παλαιό άνθρωπο, που καταστρέφεται παρασυρμένος από την επιθυμία της απάτης…κι ας περπατήσωμε άξια στο θέλημα του Θεού, που μας εκάλεσε στη βασιλεία και στη δόξα του. Ας φορέσωμε την ευσπλαχνία, την καλωσύνη…την υπομονή…με τέτοιο τρόπο ζωής θα μπορέσωμε να φτάσωμε στο τέρμα των θεϊκών υποσχέσεων…”. 129 Ανάλυση, βασισμένη στο βιβλίο του Σ. Αγουρίδη, Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, Θεσσαλονίκη, 1994, εκδ. “Πουρναρά”.
45
Η τρίτη επτάδα των πληγών του Θεού καταλήγει στην καταστροφή της πόρνηςΒαβυλώνας, του τότε στρατοκρατικού και καταπιεστικού κέντρου εξουσίας και λατρείας του αυτοκράτορα, μιας πόλης που πόρνευε με όλους τους βασιλείς της γης. Η καταστροφή της από τον ουράνιο στρατηλάτη Μεσσία, τον Βασιλέα των Βασιλέων, τον Κύριο των Κυρίων και τα μεσσιανικά στρατεύματά Του (κεφ. 15-19) είναι από τα κύρια εσχατολογικά γεγονότα που περιγράφονται στην Αποκάλυψη. Μετά την πτώση της πόλης εκδιπλώνεται στο εσχατολογικό σενάριο η εικόνα της χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού (κεφ. 20, 4) με τους 144.000 μάρτυρες της “θλίψης” των Εσχάτων που δεν προσκύνησαν το Θηρίο, ούτε τα αγάλματά του, ούτε αποδέχθηκαν το χάραγμά του στο μέτωπο ή το χέρι, αποτελώντας το πρώτο στάδιο της αποκατάστασης και ανακαίνισης του κόσμου. Την χιλιετή Βασιλεία ακολουθεί η επιστροφή του σατανά, που είχε ριχτεί από τον Χριστό στην άβυσσο, ξεσηκώνοντας τους Γωγ και τους Μαγώγ. Η τελική νίκη, εντούτοις, ανήκει στον Χριστό, ενώ το Θηρίο, ο Δράκοντας και ο Ψευδοπροφήτης ρίπτονται στη λίμνη του πυρός και του θείου, όπου θα βασανίζονται ημέρα και νύχτα εις τους αιώνες των αιώνων (κεφ. 20, 7-10). Ακολουθεί η γενική Ανάσταση των νεκρών από τον Άδη και τη θάλασσα, προκειμένου να καθαριστούν τα έγκατά της και η τελική Κρίση με τη σωτηρία και τη μακαριότητα των εγγεγραμμένων στο βιβλίο της ζωής δικαίων και την τιμωρία των αδίκων και των άπιστων (κεφ. 20, 11-15), με τη ρίψη τους στη λίμνη του πυρός, την καιόμενη. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται η εκ του ουρανού και από τον Θεό κάθοδος της νέας Ιερουσαλήμ, ως Νύμφης μεγαλοπρεπούς και λαμπρής, στολισμένης με πολύτιμους λίθους, για την τέλεση των γάμων της με το Αρνίο και την εγκατοίκηση του Θεού μεταξύ των ανθρώπων εις τους αιώνες. Η νέα πόλη δεν θα έχει ούτε ναό ή ιερατείο, ούτε ήλιο ή σελήνη, ούτε νύχτα ή σκοτάδι. Ναός θα είναι ο ίδιος ο Θεός μετά του Αρνίου και θα τη φωτίζουν ο μεν Θεός με τη δόξα Του, το δε Αρνίο ως λύχνος. Στη νέα αυτή πόλη δεν υπάρχουν δάκρυα, πένθος, πείνα, δίψα, θάνατος, στέρηση (κεφ. 21, 2-4), αλλά ασφάλεια και αθανασία, που τη χαρίζει το δέντρο της ζωής με τους καρπούς του. Μέλη της καινής πόλης είναι οι εγγεγραμμένοι στο βιβλίο της ζωής του Αρνίου, οι έχοντες τη σφραγίδα του Θεού, οι μάρτυρες και οι άγιοι που έλαβαν μέρος στην πρώτη Ανάσταση, αυτοί που συμμετείχαν στο δείπνο του γάμου του Αρνίου και όσοι πέθαναν στο όνομα του Κυρίου. Σε αυτούς, ο δεύτερος θάνατος δεν έχει εξουσία, αφού γίνονται ιερείς του Θεού και του Χριστού και βασιλεύουν μαζί τους στους αιώνες των αιώνων. Οι δειλοί, οι άπιστοι, οι μάγοι, οι ειδωλολάτρες, οι πόρνοι, οι φονείς, οι προσκυνητές του σατανά, όχι μόνο δεν έχουν θέση στην πόλη του Θεού, αλλά θα τιμωρηθούν στην καιόμενη λίμνη. Στη νέα αυτή κατάσταση, της χαράς και δικαιοσύνης, τα άγια μέλη θα θεώνται τον Θεό κατά πρόσωπο και θα Τον λατρεύουν ακατάπαυστα (κεφ. 22, 1-5). Πεποίθηση της Αποκάλυψης είναι ότι η Καινή Κτίση αποτελεί δημιούργημα του Τριαδικού Θεού (κεφ. 4, 10-11ׂx 5, 13ׂx 10, 6˙ 14, 7) με τη συμμετοχή του Υιού (κεφ. 3, 14). Στο πλαίσιό της καθίσταται όχι μόνο Παρών, αλλά κατεργάζεται και τις τύχες των ανθρώπων. Το χριστολογικό περιεχόμενο της Αποκάλυψης είναι σαφές. Ο Υιός είναι ο μάρτυρας, ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών, ο άρχοντας των βασιλέων της γης (κεφ. 1, 5), το Άλφα και το Ωμέγα (κεφ. 1, 8), ο “Ων, ο Ην και ο Ερχόμενος” (κεφ. 1, 4), ο πρώτος και ο έσχατος (κεφ. 2, 17), ο αστήρ, ο λαμπρός ο πρωινός, ο Κριτής των ζώντων και νεκρών. Γνωρίζει το παρόν και το μέλλον και έχει τη δύναμη να οδηγήσει τον κόσμο στην πηγή της ζωής, στη σωτηρία. Είναι ισόθρονος με τον Θεό, καθήμενος στα δεξιά Του και ανυψώνεται για την πιστότητά Του σε Κύριο της Εκκλησίας. Το Πνεύμα είναι, μετά τον Θεό και το Άρνιο, η κορύφωση της Ιεραρχίας μέσα στη θριαμβεύουσα και
46
στρατευόμενη Ιερουσαλήμ. Είναι σε καθολική κλίμακα επιβεβαιωτικό και ενισχυτικό του έργου του Χριστού (κεφ. 2, 7). Ως Πνεύμα προφητείας (κεφ. 19, 10), οδηγεί όχι μόνο στην μαρτυρία του Ιησού αλλά παρακινεί και τονώνει τους πιστούς, προβάλλοντας συνεχώς την υπόσχεση του Θεού για την τελεσφόρηση της πορείας τους. Χωρίς να απαιτείται σε καμία περίπτωση υπέρβαση του Χριστού, το Άγιο Πνεύμα προβαίνει σε αποκαλύψεις και προτροπές συμβάλλοντας στην εξέλιξη του θείου σχεδίου. Ό,τι συμβαίνει στην Αποκάλυψη είναι έργο όχι μόνο του θείου θελήματος, αλλά και απαίτηση των αγγέλων και των αγίων μέσα στον κόσμο (κεφ. 4, 1-11˙ 5, 1-14). Όλα γίνονται εν τάχει (κεφ. 1, 1˙ 22, 6), ο καιρός είναι εγγύς (κεφ. 1, 3˙ 22, 10), ο Κύριος έρχεται ταχέως (κεφ. 2, 16˙ 3, 11˙ 22, 7). Οι ανωτέρω εκφράσεις δεν αφήνουν πολλά χρονικά περιθώρια. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ιωάννης καθορίζει με σαφήνεια τον ποιμαντικό και παραινετικό σκοπό της προφητικής συγγραφής του, όταν μακαρίζει τους αναγιγνώσκοντες και ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τους τηρούντες τα γεγραμμένα της (κεφ. 1, 3). Η καινή Κτίση δεν ονομάζεται καινός Παράδεισος, αλλά καινή Ιερουσαλήμ. Αν και σκοπός του Παντοκράτορα Θεού είναι ο καινός ουρανός και γη, εντούτοις δεν εγκαταλείπει την ανθρώπινη ιστορία και Δημιουργία, αλλά την αποκαθιστά στο πρωτόκτιστο κάλλος και αρμονία, με ριζική πνευματική και ηθική μεταμόρφωση, καθιστώντας ορατή τη Βασιλεία Του σε όλα τα πλάτη και μήκη του κόσμου. Ο Θεός καταβιβάζει την καινή Κτίση, όχι λόγω αδυναμίας ανακαίνισης της παλαιάς, αλλά διότι έχει ετοιμάσει έναν ακόμη καλύτερο κόσμο για τους εκλεκτούς, απελευθερώνοντας τον παρόντα κόσμο από τη δουλεία τού σατανά και των οργάνων του, τη φθορά, την αμαρτία, τη διαφθορά, την ειδωλολατρία, την ανήθικη ζωή, τον πλούτο, το ψεύδος. Η κατάβαση της χρυσοστόλιστης Νύμφης, της Καινής Ιερουσαλήμ και η ανακαίνιση του Σύμπαντος δεν αναμένεται μόνο στο μέλλον. Έχει ήδη εγκαινιαστεί με τη Σφαγή και την ενθρόνιση του Αρνίου, πραγματοποιείται στο παρόν και βιώνεται στη σύναξη της Εκκλησίας με την Ευχαριστιακή μεταμόρφωση της ύλης, του άρτου και του οίνου και κατ΄ επέκταση αυτής της ανθρώπινης σάρκας σε Σώμα και Αίμα του εσφαγμένου Αρνίου. Έτσι, αιτιολογείται η προσκύνηση, η δοξολογία και η ευχαριστία ολόκληρου του Σύμπαντος στον Θεό και κυρίως στο εσφαγμένο Αρνίο που προσδοκά έντονα τη λύτρωση του κόσμου, η οποία κατακλύει την Επουράνια Λατρεία. Αυτή είναι η πρόγευση της λειτουργίας μέσα στην πόλη του Θεού, όπου δικαιώνεται ο αγώνας του πιστού ενάντια στις κοσμικές και δαιμονικές δυνάμεις. Στη λατρεία του θηρίου, την ειδωλολατρία και απολυτοποίηση των κοσμικών δυνάμεων αντιπαρατίθεται η λατρεία του εσφαγμένου Αρνίου, του τελικού νικητή και Βασιλέα, που αναμένεται με χαρά και αγαλλίαση. Η Νύμφη της Αποκάλυψης είναι η θριαμβεύουσα Εκκλησία, που γίνεται ο κοινός εσχατολογικός τόπος εγκατάστασης του Θεού και των Αγίων, στον οποίο όλα τα εμπόδια υπερβαίνονται οδηγώντας στην τελειότητα της πίστης και στην κοινωνία με τον Θεό. Η στρατευόμενη Εκκλησία αντιπροσωπεύεται από τους επί γης ακούοντες τον λόγο της προφητείας και τους αναμένοντες με αμείωτη ένταση (“έρχου Κύριε Ιησού”, κεφ. 22, 20) την έλευση του Σωτήρα. Η νίκη του Θεού και του Αρνίου έναντι των αρνητικών δυνάμεων είναι εκείνη που εμπνέει τον πιστό στον δύσκολο αγώνα κατά των ψευτοθεών μέχρις ότου φτάσει στην πνευματική και ιστορική κατοχύρωσή του μέσα σε έναν νέο κόσμο του Θεού, που είναι η Βασιλεία Του. Σκοπός του βιβλίου είναι η προτροπή των πιστών σε εγρήγορση και μετάνοια, η προπαρασκευή αυτών εν όψει της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού και των θλίψεων που θα προηγηθούν. Προσφέρει παραμυθία για τα κακά που θα πλήξουν
47
τον κόσμο και συνιστά υπομονή και θάρρος, ώστε αυτά να υπερβαθούν και οι πιστοί να στρέψουν το βλέμμα προς τον Θεό, προκειμένου να λάβουν την αιώνια ζωή. Η ελπίδα, η αισιοδοξία, η πίστη και η εμπιστοσύνη στον τελικό θρίαμβο της Εκκλησίας ανοίγει τον δρόμο, ώστε να γευτεί κάποιος την ουράνια πνευματική τροφή, που αποτελεί τον αληθινό πλούτο στη ζωή και ιστορία του κόσμου. Σημαντικό είναι πως η πορεία προς την τελείωση γίνεται ελεύθερα χωρίς εκβιασμό. Ο καθένας έχει την επιλογή να ανοίξει τη θύρα και να δειπνήσει με τον Κύριο (κεφ. 3, 20-21), με τελικό σκοπό την κατά πρόσωπον κοινωνία με τον Θεό, την ύψιστη μορφή θέωσης. 10.5. Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η εσχατολογία δεν αποτελεί το τελευταίο στάδιο της ιστορικής πορείας της Εκκλησίας, της πορείας τής σύμφωνα με το σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Όλη η μοναδικότητα του Χριστιανισμού βρίσκεται στην εσχατολογική φύση του, ως την εδώ και τώρα παρουσία του μέλλοντος. Πρόκειται για μια στάση, μια πραγματικότητα, που αναφέρεται στην εισβολή του εσχάτου στο παρόν, στην πρόγευση από το νυν της ζωής του μέλλοντος αιώνα και στην ενεργό προσμονή της ερχόμενης Βασιλείας και της νίκης του θανάτου, του έσχατου εχθρού. Χωρίς να ταυτίζεται με τη Βασιλεία, βρίσκεται καθ’οδόν προς την πραγμάτωσή της.130 Χωρίς να παραθεωρεί το παρόν ή να υποτιμά το ιστορικό πράττειν αναφέρεται κυρίως στο μέλλον, διότι από εκεί έρχεται και εκεί κυρίως αναφέρεται η Βασιλεία του Θεού, ο ανακαινισμένος κόσμος, ο απαλλαγμένος από τη διαίρεση, τη φθορά, τον θάνατο, το άγχος, την αγωνία, για τον οποίο αγωνίζεται και προσεύχεται διαρκώς.131 Η Εκκλησία είναι η μέλλουσα πόλη,132 η μικρογραφία της ενωμένης και ακέραιης πραγματικότητας που η αμαρτία κατακερμάτισε. Είναι η θεανθρώπινη κοινωνία, η παγκόσμια αδελφότητα, που ενώνει εν Χριστώ και όλους από κοινού και τους οδηγεί στην ελευθερία του πνεύματος. Εκεί όλοι είναι παρόντες και συγχωρούνται από τον Αναστημένο Χριστό, που είναι αιωνίως Παρών και που καταργεί τον διχασμό. Η Εκκλησία, ως μέλος της κοινότητας και απαλλαγμένη από ατομικούς και ομαδικούς εγωισμούς, ανακεφαλαιώνει και συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της την κτίση ολόκληρη. Την ενώνει μέσω δραματικών αγώνων, την αγιάζει και την ζωοποιεί, προκειμένου να υπερβεί το μηδέν της ύπαρξης και να μετάσχει κατ’ ενέργεια στο άκτιστο φως της Βασιλείας του Θεού. Μέσω της λατρείας, της προσευχής και των μυστηρίων και κυρίως μέσω της Θείας Ευχαριστίας ο πιστός προγεύεται τη νέα πραγματικότητα, απολαμβάνει τους καρπούς της Βασιλείας, εισάγεται προοδευτικά στον τελικό θρίαμβο.133 Σε κάθε λατρευτική, λειτουργική σύναξη βιώνεται και επαναλαμβάνεται η εμπειρία ενός καινούριου κόσμου, μιας μεταμόρφωσης ή τελείωσης. 134 Η βίωση της αρχής της Βασιλείας γίνεται μέσα 130
Βλ. Ν. Ματσούκα, “Εκκλησία και Βασιλεία του Θεού, Ιστορία και Εσχατολογία”, Εκκλησία και Εσχατολογία, όπ. π., σελ. 63-79. 131 Βλ. Π. Καλαϊτζίδη, “Εκκλησία και έθνος σε εσχατολογική προοπτική”, Εκκλησία και Εσχατολογία, όπ.π., σελ. 339-373, εδώ 341-343. 132 Βλ. Παύλ. Εβρ. ιγ, 14. 133 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 137: “…η στρατευόμενη Εκκλησία εν Πνεύματι Αγίω διά των ζωοποιών μυστηρίων εκβάλλει τα δαιμόνια. Μόνο δια της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος δύναται τις να μετάσχει της Βασιλείας των Ουρανών”. 134 Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 286: “…ο ιερός χώρος ανταποκρίνεται στην δίψα του χαμένου Παραδείσου. Σε αυτές τις υπερβάσεις του εμπειρικού, που ενεργεί το ιερό, ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τον
48
στην Εκκλησία με την επανατοποθέτηση της ζωής σε νέες βάσεις, προετοιμάζοντας αλλά και προσδοκώντας την πλήρη πραγματικότητα της Βασιλείας. Στον ιερό χώρο της αισθάνεται ο πιστός τον διαποτισμό της θείας ζωοποιού ενέργειας, νιώθει την ιαματική ενέργεια που ανασταίνει τα μέλη του Χριστού. Εκεί φανερώνεται η δοξασμένη κατάσταση, εκεί ο Θεός αποκαλύπτεται135 στον πεπερασμένο άνθρωπο καλώντας τον136 να στρέψει το βλέμμα προς τα άνω, να κινηθεί προς το άκτιστο. Η αναγωγή σε υπερφυσικές εμπειρίες απαιτεί εκστατική έξοδο από τον εαυτό με αισιοδοξία, πίστη και ελπίδα,137 προκειμένου να καταστεί ορατό και εν τέλει γνωστό το θείο κάλλος. Η Εκκλησία δεν αποτελεί σωματείο, σύλλογο ηθικοπλαστικό. Δεν είναι μια κλειστή ομάδα εγκλωβισμένη στον εαυτό της, που αδιαφορεί για την Ιστορία, αλλά και δεν ταυτίζεται, δεν συσχηματίζεται με τα εγκόσμια.138 Παρόλο που είναι του κόσμου της αισθητής και της ιστορικής εμπειρίας, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.139 Ζει, κινείται εντός του κόσμου της Ιστορίας δυναμικά, ζωτικά και τελειωτικά, προς εκλάμπρυνση στο φως της άκτιστης Βασιλείας του Θεού, με πίστη, ελπίδα και αγάπη. Χωρίς να προσφέρει έτοιμες λύσεις ή κώδικες ηθικής, αλλά χορηγώντας σαρκωμένα πρότυπα ήθους με μορφές και τρόπους ζωής μέσα στην κοινότητα των ανθρώπων επιχειρεί όχι την κατάργηση, αλλά την πραγματική και προοδευτική μεταμόρφωση της κτίσης.140 Ως θεραπευτική κοινότητα επιχειρεί τον θρίαμβο επί του κακού, την υπέρβαση των ορίων της κτιστότητας, την αναγωγή και την κατά χάρη μετοχή στην αναμαρτησία και την αγιότητα πλησίον του ζωοδότη Θεού, του χορηγού της ζωής, της αφθαρσίας, της αθανασίας.
πρώτο του κλήρο και κατευθύνεται προς την πλήρωσή του”. 135 Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 352-353: “Μέσα στη λειτουργία ο άνθρωπος κατευθύνει την όρασή του όχι στον εαυτό του, αλλά στον Θεό και στην λαμπρότητά Του”. 136 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ.172: “η εν πνεύματι κοινωνία της ζωοποιού σαρκός του Χριστού σκοπόν έχει να εκτοπίσει τας δυνάμεις της εν τω θανάτω και τη φθορά βασιλευούσης αμαρτίας δια της αποκαταστήσεως εις τον άνθρωπον της αρχής της αθανασίας και να επαναφέρει τον άνθρωπον εις την οδόν προς την τελείωσιν και θέωσιν”. 137 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 421-422: “η ελπίδα είναι η εσχατολογική όψη της πίστεως, είναι η πίστη στραμμένη προς τα ερχόμενα”. 138 Βλ. Ιω. ιη, 36. 139
Βλ. Παύλ. Β’ Κορ. γ, 18. Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 35: “η μετοχή στην όγδοη συνιστά διάβαση και υπέρβαση της κοσμικής πραγματικότητας”. 140
49
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
50
11. Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ 11.1. ΕΝΝΟΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑΣ – ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Το φαινόμενο της χριστιανικής λατρείας συνιστά μια από τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις του γνήσιου θρησκευτικού βιώματος, κατά την οποία συνάπτεται προσωπική γνωριμία, ένωση του νου, των αισθήσεων και των συναισθημάτων με το θείο και το Άγιο. Είναι η εκδήλωση ευλάβειας και ευσέβειας, που στηρίζεται στην πίστη και την εμπιστοσύνη, σε συγκεκριμένο λειτουργικό τόπο και χρόνο με ορισμένες τυπικές ακολουθίες, εορτές, οι οποίες επαναλαμβάνονται κάθε έτος υπό τη μορφή μιας τυπικής ανάμνησης αλλά και μιας δυναμικής ανανέωσης και με τη χρήση ορισμένων υλικών στοιχείων, τα οποία εξαγιάζονται. Είναι δημόσια και συλλογική προσευχή προς τον Τριαδικό Θεό, με την οποία λαμβάνεται η Θεία Χάρη αλλά και εν ταυτώ αναφορά προς το θείο, με ευχαριστία, ικεσία και δοξολογία. Όταν διατυπώνουμε λόγο για λατρεία και λατρευτική πραγματικότητα, ασφαλώς δεν εννοούμε κάποια θεώρηση και αισθητική θρησκευτική ενασχόληση ή κάποια παθητική ενατένιση της ζωής. Λειτουργία σημαίνει ενεργό βίωση της χάριτος, δια των έργων πραγμάτωση του τελικού σκοπού του ανθρώπου, που δεν είναι μόνο ο αγιασμός αλλά και η θέωση. Θεμέλιο της χριστιανικής λατρείας είναι η Ιερή Παράδοση-όπως αυτή καταγράφηκε στην Αγία Γραφή και στις δογματικές αλήθειες των Πατέρων της Εκκλησίας-και κέντρο της ο Χριστός. Είναι μυσταγωγική (μυεί), αναγωγική (αναφέρεται προς τα άνω), πνευματική (εν πνεύματι), και λογική (ως λογικό ον, ο άνθρωπος λατρεύει). Η ατμόσφαιρά της είναι μοναδική, εφόσον πραγματοποιείται μια σπάνια σύνδεση αντιθέσεων: οικειότητα και βαθύς σεβασμός, ατομικότητα και κοινωνικότητα, εύληπτο και μυστήριο, φυσικό και υπερφυσικό, εγκόσμια ζωή και επουράνια, παρόν και μέλλον, χάρη και φύση, πνεύμα και σάρκα. Ο άνθρωπος, αν και χρονικός και γήινος, καταξιώνεται να ενωθεί με τις αιώνιες και υπερκόσμιες πραγματικότητες. Η ανωτέρω προοπτική οδηγεί στην υπέρβαση των αισθητών κατηγοριών του χώρου και του χρόνου, αλλά και στη σύνθεση στη ζωή του των πριν διεστώτων, του υλικού και του πνευματικού, του σωματικού και του ψυχικού, του γήινου και του ουράνιου. Μέσα στη λατρεία γίνεται ιδιαίτερα αισθητό και φανερό το εσχατολογικό στοιχείο. Αυτό που βιώνεται στο παρόν δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια πρόγευση αυτού που καλείται ο συμμετέχων να γευτεί στο μέλλον. Το εσχατολογικό ήδη έχει ιστορικοποιηθεί, έχει γίνει παρούσα πραγματικότητα με τα γεγονότα της ζωής του Χριστού που εκκίνησαν με τη Θεία Ενανθρώπιση. Όλα τα σωτηριολογικά γεγονότα, τα οποία βιώνονται στη λατρεία από τους, καθιστούν την κάθε λατρευτική κοινότητα και το σύνολο της Εκκλησίας, ως λατρεύουσας πραγματικότητας, ιστορικοεσχατολογική εκκλησιολογική οντότητα. Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και με τη μετοχή όλων, η ζωή αποκτά άλλη διάσταση, ενώ το υλικό στοιχείο (σκεύη, διάκοσμος κ.λ.π.) καθιστά τις πνευματικές αλήθειες ισχυρότερες και πειστικότερες. Η Θεία Λειτουργία είναι ο ιδανικότερος χώρος σύζευξης του ιστορικού και του εσχατολογικού στοιχείου της σωτηριολογικής οικονομίας, όπου βιώνεται η Βασιλεία του Θεού κατά τρόπο φυσικό και άμεσο. Εκ του ότι η Θεία Ευχαριστία αποτελεί κεφαλαιώδη εκκλησιαστικό άξονα, συνδέονται με το περιεχόμενό της όλα τα μυστήρια, οι ακολουθίες και οι εορτές. Με τον τρόπο αυτό, ικανοποιείται η ανάγκη επικοινωνίας με το θείο, γίνεται κατανοητή η ζωή και το έργο
51
του Χριστού141 και δίνονται όλες οι προϋποθέσεις και ευκαιρίες προς μίμηση του προσώπου Του, προκειμένου να ανοιχτεί ο δρόμος προς τη θέωση. 11.2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Τα όρια της χριστιανικής λατρείας τα έθεσε ο ίδιος ο Κύριος. Μετά την Πεντηκοστή και με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος οι πρώτοι πιστοί πραγματοποιούσαν κοινές συναντήσεις, τις συνάξεις, για επικοινωνία και συμμετοχή, κυρίως στην τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο (“τούτο ποιείτε εις τήν εμήν ανάμνησιν”).142 Η τελετή συνδυαζόταν με διδαχή και προσευχές και κατέληγε σε κοινή συνεστίαση (αγάπες). Σύμφωνα με αυτή την εντολή του Κυρίου, οι Απόστολοι εστράφησαν κατά πρώτον στους Ιουδαίους και έπειτα στους Εθνικούς. Έτσι, η χριστιανική λατρεία διαμορφώθηκε αρχικά στα Ιεροσόλυμα με βάση τη διδασκαλία του Κυρίου για την πνευματική και αληθινή λατρεία Του αλλά και τις λατρευτικές εμπειρίες των Αποστόλων και των πρώτων Χριστιανών από τον Ιουδαϊσμό. Η Παλαιά Διαθήκη, που ήταν η πηγή της Ιουδαϊκής λατρείας, χρησιμοποιήθηκε και στη Χριστιανική λατρεία ως η γραπτή θεία αποκάλυψη.143 Κυρίως έγινε επιλογή όλων εκείνων των στοιχείων τα οποία συνέδεαν την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για τη λατρεία (μυστήρια, νηστεία, Πάσχα κ.λ.π.). Χρησιμοποιούνταν ψαλμοί και αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά δημιουργήθηκαν και ύμνοι και ωδές πνευματικές με χριστιανικό περιεχόμενο.144 Το Βάπτισμα γινόταν με τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο ύδωρ, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και ακολουθούσε το Χρίσμα με Μύρο. Σε κάθε συγκέντρωση εγίνετο διδασκαλία από τον προϊστάμενο λειτουργό ή τους διδασκάλους.145 Τον 2ο - 3ο αιώνα μ.Χ. και παρά τους διωγμούς, η λατρεία αναπτύχθηκε εντυπωσιακά. Η Κυριακή ξεχώρισε, ως ορισμένη ημέρα λατρείας. Τα κεντρικά σημεία της λατρείας ήταν τα ίδια σε καθολική κλίμακα. Επικράτησε όμως ελευθερία και αυτοσχεδιασμός στις ευχές, στα αναγνώσματα και στις άλλες λεπτομέρειες.146 Τον 3ο αιώνα παρουσιάστηκε ο θεσμός των κατηχούμενων. Στις εορτές, εκτός από το Πάσχα, προστέθηκαν η Πεντηκοστή και τα Θεοφάνεια. Με την εμφάνιση του πλήθους μαρτύρων κατά τους διωγμούς, διαμορφώθηκαν οι εορτές των Μαρτύρων. Στα Μαρτύρια και τις κατακόμβες ετελείτο η Θεία Λειτουργία στον τάφο των Μαρτύρων κατά την επέτειο του θανάτου τους. Από τότε επικράτησε η παράδοση τοποθέτησης των αγίων λειψάνων στην Αγία Τράπεζα κατά τα εγκαίνια του ναού. Από τον 4ο αιώνα και με την επικράτηση του Χριστιανισμού, δημιουργούνται πολύ ευνοϊκές συνθήκες για τη λατρεία. Αυτή την περίοδο εισάγονται οι περισσότερες 141
Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 336-337. Βλ. Λουκ. κβ, 19. 143 Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 309-314, περί των ιουδαϊκών επιδράσεων στην χριστιανική λατρεία. Για τις επιδράσεις από τους Εθνικούς, βλ. στου ιδίου, σελ. 314-319. 144 Βλ. Παύλ. Εφεσ. ε, 19. 145 Περί της συμβολής των ιερών βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στην εξέλιξη της λατρείας, βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 116-132. 146 Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 327-328: “η χριστιανική ορθόδοξη λατρεία κατά την μακραίωνη αυτής εξέλιξη, καθ’ ην υπέστη σημαντικές διαμορφώσεις, διευρύνσεις και διακοσμήσεις, ουδόλως μετέβαλε τον ουσιώδη αυτής πυρήνα, όστις συνίσταται εις την μέθεξιν της εν αυτώ μυστικώς συνεχιζομένης ζωής του ενανθρωπίσαντος, σταυρωθέντος και αναστάντος Σωτήρος”. 142
52
εορτές (Δεσποτικές, Θεομητορικές, Αγίων). Με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) ορίζεται ο χρόνος εορτασμού του Πάσχα και η νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής.147 Το 370 μ.Χ. εισάγεται η εορτή των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου και η νηστεία της Δευτέρας και της Πέμπτης των Ιουδαίων μεταφέρεται την Τετάρτη και Παρασκευή για τους Χριστιανούς. Την ίδια περίοδο αναπτύσσεται η υμνολογία και φτάνει στην τελική διαμόρφωσή της. Σε κάθε περιοχή της Ανατολής και της Δύσης είχε δημιουργηθεί μια άγραφη παράδοση σχετικά με τις ευχές και την τάξη της λατρείας. Υπήρχε βέβαια παντού ένας σταθερός πυρήνας και τα κεντρικά σημεία ήταν τα ίδια, αφού η ενότητα αποτελεί πάντοτε το κριτήριο και το υπόστρωμα για οποιαδήποτε διαφοροποίηση των συμβόλων και των φαινομένων. Οι τοπικές αυτές παραδόσεις αποτελούν τον λειτουργικό τύπο κάθε περιοχής. Στην Κωνσταντινούπολη ο βυζαντινός τύπος δέχτηκε επιδράσεις από την Ιεροσολυμίτικη λατρεία και τη μοναχική λατρευτική παράδοση (π.χ.: ο Ιωάννης Δαμασκηνός, μοναχός στη μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, πλούτισε με τους ύμνους του τη λατρεία). Ο βυζαντινός τύπος αντιπροσωπεύτηκε από τη Μικρασιατική λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και των Προηγιασμένων της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αυτός ο τύπος λατρείας διαδόθηκε και επικράτησε στην Ανατολή και στις Σλαβικές χώρες μετά τον εκχριστιανισμό τους με ολοκληρωμένη πλέον μορφή, την οποία έλαβε μετά την εικονομαχία (843 μ.Χ.) και ισχύει μέχρι σήμερα.
147
Βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, όπ. π., σελ. 400-401. Από τον Κωνσταντίνο ορίστηκε το Πάσχα να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που συμπίπτει ή ακολουθεί την εαρινή ισημερία, προκειμένου να δοθεί τέρμα στη διαμάχη περί εορτασμού, αφού οι Εβραίοι το εόρταζαν την 14η του μηνός Νισάν.
53
12. ΤΟΠΟΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Όλες οι θρησκείες, από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή μας, είναι συνυφασμένες με την έννοια και την παρουσία του ναού, ο οποίος διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη λειτουργία. Η λέξη “ναός” προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα “ναίω”, που σημαίνει κατοικώ. Ενώ σε όλες τις θρησκείες η έννοια αυτή χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί ο συγκεκριμένος χώρος, ως κατοικία των Θεών, στον Χριστιανισμό ο ναός ενέχει διαφορετική έννοια. Ο Θεός σύμφωνα με τη βιβλική διδασκαλία είναι Απανταχού Παρών και τα πάντα Πληρών, Απεριόριστος από τον τόπο και τον χρόνο148 και γι΄ αυτό δεν έχει ανάγκη να κατοικεί σε χειροποίητους ναούς.149 Από νωρίς ο Χριστιανισμός διαχώρισε τη θέση του, τόσο από τον ειδωλολατρικό εθνικισμό, όσο και από τον Ιουδαϊσμό και απέρριψε την έννοια του ναού, ως κατοικίας Θεού. Ορίστηκαν βέβαια συγκεκριμένοι τόποι συνάντησης των πιστών, οι οποίοι καταχρηστικά ονομάστηκαν ναοί. Ωστόσο, ο Θεός παρουσιάστηκε ως Πανταχού Παρών, ιδιότητα που αναιρεί την αποκλειστικότητα κάθε εμπειρικού τόπου. Μετά τους διωγμούς και την λατρεία του Θεού στις κατακόμβες, και την επισημοποίηση της χριστιανικής λατρείας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο (313 μ.Χ.), κτίστηκαν οι πρώτοι ναοί. Στους τόπους αυτούς, ελεύθερα και άφοβα πραγματοποιούνταν συνάξεις για αναφορά της κοινής λατρείας προς τον κοινό Πατέρα. Οι συνάξεις ορίστηκαν σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες για καλλιέργεια των μεταξύ τους αδελφικών δεσμών, για παραμυθία εκ των δοκιμασιών, για εγκάρδια δοξολογία του Κυρίου, για συμμετοχή στο Ευαγγέλιο με την καθοδήγηση έμπειρων ποιμένων, για συμμετοχή των χαρίτων του Θεού διά των αγίων μυστηρίων και την πρόγευση των μελλόντων ουράνιων αγαθών.150 Ο ναός είναι στενά συνδεδεμένος με τη ζωή της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα με την ευχαριστιακή σύναξη, η οποία είναι η κυριώτερη σωτηριώδης πράξη της. Είναι μια μικρογραφία του σύμπαντος κόσμου, ορατού και αόρατου.151 Ο τρούλος συμβολίζει τον ουρανό και για τον λόγο αυτό εικονίζεται στο σχηματισμό του ο Παντοκράτορας Χριστός, ως ο μόνος κυρίαρχος των πάντων, εκφράζοντας έτσι την πληρότητα και την παρουσία Του στον κόσμο σε καθολική κλίμακα. Το δάπεδο συμβολίζει τη γη, όπου στέκονται οι πιστοί, οι οποίοι απαρτίζουν την επί της επιφανείας της στρατευόμενη Εκκλησία, ατενίζοντας τον Ουρανό (θόλο), τον Παράδεισο (Ιερό Βήμα) και τους εικονιζόμενους Αγίους. Είναι τόπος άγιος, διότι ο Θεός μένει σ’ αυτή, καθιστώντας την “οίκον” Του. Στον χώρο αυτό όλα δημιουργούν την εντύπωση του ανακαινισμένου κόσμου152 και της αιώνιας ζωής και βιώνεται το πιο χαρμόσυνο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, η νίκη της ζωής και του θανάτου, με την θριαμβευτική Ανάσταση του Χριστού. Αποτελεί το κέντρο της ενοριακής ζωής και το σημείο ενότητας των εν Χριστώ πιστών. 148
Βλ. Ιω. δ, 24. Βλ. Πράξ. ιζ, 24. 150 Για την εξέλιξη της λατρείας, βλ. Ιω. Αθ. Αντωνόπουλου, Η πορεία της Ορθοδόξου λατρείας, Αθήνα, 2003, εκδ. “Τήνος”, σελ. 18-31. 151 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 118, 668 B: “Είναι ιερό βήμα, επειδή περιέχει τον άνω κόσμο, που έχει παραδοθεί στις άνω δυνάμεις και είναι ναός, επειδή περιέχει τον κάτω, που έχει παραχωρηθεί σε εκείνους που τους έλαχε η ζωή των αισθήσεων”. 152 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 272: “είναι η συγκλονιστική φανέρωση μιας πραγματικότητας “καθαρής”, γιατί είναι αγιασμένη, δηλαδή εξαγνισμένη και επαναφερμένη στην αρχική κατάστασή της, στον αυθεντικό προορισμό της”. 149
54
Σε αυτόν τον χώρο, η παρουσία του Κυρίου είναι πραγματική, η ιερότητα της περιοχής δεδομένη και η σπουδαιότητα κεφαλαιώδης. Εκεί καταλύεται ο χρόνος και ο πιστός ανάγεται σε υπεραισθητές εμπειρίες με την αγιαστική χάρη του Αγίου Πνεύματος. 12.1. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ – ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΝΑΟΥ Η Ανατολική Εκκλησία συνέχισε αδιάκοπα την αρχαία ελληνική παράδοση, του κάλλους και της αρμονίας, προσθέτοντας σε αυτή λειτουργικό χαρακτήρα. Η Ορθόδοξη εκκλησιαστική τέχνη, εκτός από υπέροχη αισθητική, έχει πρωτίστως λειτουργικό ποιμαντικό και ιεραποστολικό χαρακτήρα. Οι ναοί, οι κατεξοχήν χώροι σύναξης της Εκκλησίας, έγιναν αντικείμενο μέριμνας, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανωτέρω διακονίες. 12.1.1. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Η Χριστιανική αρχιτεκτονική ήταν φυσικό να μην αναπτυχθεί τους πρώτους μ.Χ. αιώνες. Οι κρυφές συνάξεις στις κατακόμβες και τους τάφους των Μαρτύρων δεν παρείχαν δυνατότητες δημιουργίας της τέχνης αυτής. Τα Μαρτύρια αποτελούνταν από ημικυκλική αψίδα, η οποία περιέκλειε τον τάφο, και από στοές χωρίς στέγη. Από το 313 μ.Χ., και με την επισημοποίηση της Χριστιανικής λατρείας, δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ναοί, οι οποίοι ονομάστηκαν βασιλικές, προς τιμή του Βασιλιά Χριστού. Τα κτήρια αυτά, ομοίαζαν με τα ρωμαϊκά και ελληνικά, στα οποία πραγματοποιούνταν συναθροίσεις. Επρόκειτο για μακρόστενα, ορθογώνια οικοδομήματα, με σαμαρωτή, ξύλινη στέγη. Το εσωτερικό χωριζόταν με σειρά από κίονες σε τρεις, ή περισσότερους ευρύτερους διαδρόμους, με τον μεσαίο πάντα πιο πλατύ, και στο άλλο άκρο, το ιερό, κατέληγε σε ημικυκλική αψίδα (κόγχη). Στους χώρους αυτούς και για διακόσια χρόνια, πραγματοποιούνταν συνάξεις σε ορισμένες ώρες και ημέρες για κοινή λατρεία προς τον κοινό Πατέρα. Αργότερα προστέθηκε και τρούλος. Με τον σταυρό του δηλώνεται η μετοχή στον ουράνιο κόσμο, ο οποίος εισέρχεται στην Εκκλησία και αποκαλύπτεται. Οι γραμμές του φανερώνουν την κατιούσα κίνηση του Θεού, ενώ η σφαιρικότητά του σμίγει όλους τους ανθρώπους σε ευχαριστιακή σύναξη.153 Τους επόμενους αιώνες, και με την εξάπλωση του Χριστιανισμού και την καταπολέμηση των αιρέσεων, δημιουργήθηκε νέος τύπος ναού, πιο περικαλλής και μεγαλοπρεπής. Ο βυζαντινός τύπος ναού αποτελεί εξέλιξη του προηγούμενου. Τα θεμέλια και οι τοίχοι σχηματίζουν σταυρό και ο κεντρικός τρούλος της στέγης στηρίζεται σε τέσσερις καμάρες. Αυτές τις ακολουθούν μικρότεροι θόλοι, οι οποίοι σχηματίζουν έναν νοητό σταυρό. Οι Χριστιανοί αρχιτέκτονες, οι οποίοι διακατέχονται από την επιθυμία να υπηρετήσουν το ιδανικό της χριστιανικής πίστης, συνεχώς τελειοποιούν τις συλλήψεις τους και συγκροτούν κτίσματα μεγαλοπρεπή, ακατάλυτα από τον χρόνο. Χαρακτηριστικό της χριστιανικής αρχιτεκτονικής είναι πως, χωρίς να παραμελεί την εξωτερική εμφάνιση της εκκλησίας, συνδυάζει τις γραμμές και τις αναλογίες, κατανέμει το φως σε καθολική κλίμακα με τρόπο που να παρουσιάζει την ενότητα, την και την αρμονία, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον, όπου ο πιστός αισθάνεται πως βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον Θεό. 153
Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 289-290.
55
12.1.2. ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ Το ιδιαίτερο νόημα του ναού έρχεται να αναδείξει και να αισθητοποιήσει η εκκλησιαστική και ιδιαίτερα η βυζαντινή αγιογραφία. Σε αυτή περιλαμβάνονται οι εικονογραφίες, οι τοιχογραφίες, τα μωσαϊκά, τα ψηφιδωτά, οι μικρογραφίες και τα ανάγλυφα, τα οποία προσφέρονται προς τιμητική προσκύνηση. Η εκκλησιαστική εικονογραφία καλλιεργήθηκε αρχικά στις κατακόμβες, όπου η ζωγραφική κοσμούσε κυρίως τις οροφές αλλά και τους τοίχους γύρω από τους τάφους. Για τη φανέρωση και κατανόηση των χριστιανικών αληθειών και για την απόκρυψη από τους μη Χριστιανούς χρησιμοποιήθηκαν σύμβολα, από θέματα που συνδέουν πρόσωπα και γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, με κέντρο τον Χριστό. Στις συμβολικές παραστάσεις των χρόνων των διωγμών, προστέθηκαν εικονογραφικές συνθέσεις σκηνών μαρτυρίου κάθε μάρτυρα για προβολή και ανάμνηση των παθημάτων του για τον Χριστό, προς δόξα Θεού και προς ενίσχυση της πίστης. Ακολούθησαν εικόνες από το βίο του Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων και των Αγίων. Άρχισε λοιπόν από την εποχή των διωγμών η καθιέρωση των ιερών εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας, οι οποίες προσφέρονταν προς τιμή και προσκύνηση των μελών της. Από το τέλος της Εικονομαχίας (843 μ.Χ.) και με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η ζωγραφική εισήλθε στην Εκκλησία και γενικά στη λατρεία, έγινε πιο επιβλητική και μεγαλοπρεπής εκφράζοντας τις δογματικές αλήθειες και τις θεολογικές αντιλήψεις. Σημαντική εξέλιξη της εικονογραφίας παρουσιάζεται τον 9ο–12ο αιώνα, την εποχή των Μακεδόνων και Κομνηνών που φτάνει σε μεγάλη ακμή την εποχή των Παλαιολόγων (1261 – 1453 μ.Χ.). Τότε μάλιστα δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα: η Μακεδονική σχολή, με φυσικότερες προσεγγίσεις και ζωηρές κινήσεις των προσώπων, και η Κρητική σχολή, πιο συντηρητική, με συγκεκριμένες κινήσεις και ηρεμία στην έκφραση των προσώπων. Τον 16ο αιώνα, η ζωγραφική ολοκληρώνεται και μένει στους τύπους που έχουν επικρατήσει.154 Ανάλογα με τα μέρη του ναού που ζωγραφίζονται και την έννοια που δόθηκε στην περιοχή τους (Κυρίως Ναός, οροφή, Ιερό Βήμα), δημιουργήθηκαν τρεις κύκλοι, ανάλογα με το θεολογικό και λειτουργικό περιεχόμενό τους. Η όλη διάταξη των εικονογραφικών κύκλων παρουσιάζει το ναό ως την εικόνα της Θείας Εκκλησίας. Ο δογματικός κύκλος αναφέρεται σε αλήθειες της πίστης. Σε αυτόν ανήκουν: (α) το Τρίμορφο (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος), που βρίσκεται στην είσοδο του Κυρίως Ναού, (β) η Πλατυτέρα (η Παναγία ένθρονη με τον Χριστό νήπιο), που βρίσκεται στην κόγχη της αψίδας του Ιερού, (γ) ο Παντοκράτορας, πλαισιωμένος από ουράνιες δυνάμεις στον Τρούλο,155 (δ) οι τέσσερις Ευαγγελιστές, στα σφαιρικά τρίγωνα υπό τον τρούλο. Ο λειτουργικός κύκλος αναφέρεται σε θέματα θεολογίας της λατρείας. Βρίσκεται σε ημικυκλική αψίδα του Ιερού και περιλαμβάνει τη θεία κοινωνία των Αποστόλων από τον Χριστό και τους Ιεράρχες που έγραψαν ή ερμήνευσαν τη Θεία Λειτουργία. Ο εορταστικός-ιστορικός κύκλος αναφέρεται στις εορτές της Εκκλησίας. Παριστάνει πρόσωπα και σκηνές από την ιερή ιστορία. Το τέμπλο, οι πλάγιοι τοίχοι του Κυρίως Ναού, οι καμάρες των κιόνων και ο νάρθηκας έχουν παραστάσεις του ιστορικού κύκλου, ενώ δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης υπάρχουν εικόνες του Χριστού, του Προδρόμου και του Αγίου του Ναού. Στην εικονογραφία ανήκουν και οι φορητές 154
Για την εξέλιξη της εικονογραφίας, βλ. Μ. Α. Σιώτου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, Αθήνα, 1994, εκδ. “Αποστολική Διακονία”, σελ. 65-127. 155 Οι ουράνιες δυνάμεις είναι οι άγγελοι και το προφήτες, οι οποίοι με το κήρυγμά τους προετοίμασαν τον ερχομό του Κυρίου.
56
εικόνες, οι οποίες είναι ζωγραφισμένες σε ξύλο και διακοσμούν τους τοίχους, τους κίονες, τις καμάρες και το τέμπλο. Σε αυτές εικονίζονται το Δωδεκάορτο,156 οι Προφήτες, οι Άγιοι και οι Απόστολοι. Στο νάρθηκα βρίσκεται η εικόνα της έξωσης από τον Παράδεισο και η Δευτέρα Παρουσία.157 Η εικόνα (εικώ=ομοιάζω) βρίσκει τη βιβλική θεμελίωσή της στη δημιουργία του ανθρώπου “κατ΄εικόνα” του Θεού. Ο Χριστός απελευθέρωσε τον άνθρωπο από την ειδωλολατρία, όχι αρνητικά, αφαιρώντας κάθε εικόνα, αλλά θετικά, αποκαλύπτοντας την αληθινή εικόνα του Θεού με την Ενανθρώπισή Του.158 Ο Θεός ως Απόλυτος και Απερίγραπτος, λατρεύεται εν πνεύματι και όχι με εικόνες ή είδωλα. Ο Θεός απαγόρευσε στον Μωϋσή την κατασκευή οιασδήποτε εικόνας των φυσικών φαινομένων και δυνάμεων προς προσκύνηση και λατρεία Του.159 Ωστόσο, στο Χριστιανισμό η ύλη, ως δημιούργημα του Θεού μέσω της οποίας φανερώνεται η Θεία Χάρη, δεν περιφρονείται. Η θεότητα δεν παραβιάζεται, ούτε απογυμνώνεται το απερίγραπτό της, αλλά περιγράφεται η ιστορική θεανδρική παράσταση της επί της γης παρουσίας και της ζωής του Κυρίου. Η ορθόδοξη ζωγραφική δεν είναι τόσο διακοσμητική τέχνη. Είναι θεολογική, ποιμαντική, λειτουργική, έχει διδακτικό, διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα, όπως και η υμνολογία και βρίσκεται σε αδιάσπαστη ενότητα με τα τελούμενα και τα νοούμενα στη λατρεία. Συντελεί στην υπέρβαση των περιοριστικών πλαισίων του αισθητού κόσμου και στην αναγωγή στο πρωτότυπο, στην αληθινή γνώση και στην ομοίωση εν τέλει με την οντολογική αρχή. Η εκκλησιαστική παράδοση καθόρισε ποιες εικόνες, πώς και πού θα ζωγραφιστούν. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η αφαίρεση, δηλαδή η συμβολική αναπαράσταση, η οποία υπερβαίνει τον χώρο και τον χρόνο, με σκοπό την παρουσίαση της πνευματικότητας της κατάστασης που παριστάνει.160 Σημασία δεν έχει η μορφή, αλλά ο πνευματικός και άφθαρτος χαρακτήρας του εικονιζόμενου προσώπου. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιούνται μόνο δύο διαστάσεις, χωρίς προοπτική και βάθος. Όπως η ανθρώπινη σάρκα γίνεται φορέας του πνεύματος καθ’όμοιο περίπου τρόπο και τα υλικά στοιχεία της φύσης είναι δυνατό να γίνουν εξαγγελείς της παρουσίας του Πνεύματος. Η ορθόδοξη πίστη αποδέχεται τη λύτρωση όλης της δημιουργίας, υλικής και πνευματικής, και προχωρεί ακόμα περισσότερο, στην αποδοχή της θέωσης και δοξοποίησης του ανθρώπινου προσώπου. Η εικόνα γίνεται ύμνος της νίκης του Θεού κατά του κακού, και της λύτρωσης της κτίσης. Είναι ένα είδος θεολογικής αποκάλυψης και πνευματικής απόδειξης για το κεκρυμμένο θαύμα που αναμένει η κτίση κατά τον μέλλοντα αιώνα. Αναφέρεται στην προσδοκώμενη πληρότητα της θέωσης και τη δόξα. Διαδραματίζει αναμφίβολα μέσα στην πνευματική ζωή έναν αποκαλυπτικό και προφητκό ρόλο πνευματικής σκοπιμότητας αλλά και εσχατολογικής αναγκαιότητας. Οι εικόνες των Αγίων προσφέρονται προς τιμή και όχι λατρεία, αφού μόνο η Αγία Τριάδα λατρεύεται. Η προσκύνηση των εικόνων είναι δοξαστική, ευχαριστιακή, 156
Βλ. Κων. Δ. Καλοκύρη, “Εορταί δώδεκα (εικονογραφία)”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, όπ. π., σελ. 741–756: Ευαγγελισμός Θεοτόκου, Γέννηση Χριστού, Υπαπαντή, Βάπτιση Χριστού, Μεταμόρφωση, Έγερση Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Σταύρωση Χριστού, Ανάσταση, Ανάληψη, Πεντηκοστή, Κοίμηση Θεοτόκου. 157 Βλ. Γ. Φίλια, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, τ. Β: Η Λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Σ. Γουνελάς (επιμ.), Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, 2002, σελ. 104-107. 158 Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 293-294. 159 Βλ. Έξ. κ, 1-6˙18-23. 160 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 120, 668 D: “γιατί η συμβολική θεώρηση των νοητών με βάση τα ορατά είναι η πνευματική γνώση και νόηση των ορατών με βάση τα αόρατα”.
57
παρακλητική.161 Οι Άγιοι είναι οι μεσάζοντες ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Με την εικόνα επιπλέον καθίσταται γνωστός και αισθητός ο τρόπος επιβράβευσης από τον Θεό όσων έμειναν στο θέλημά Του και πίστεψαν τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου. Το φωτοστέφανο δεν είναι διακριτό σύνολο της αγιότητας, αλλά η ακτινοβολία του φωτός της162 και η ιερότητά της οφείλονται στην παρουσία των ενεργειών του προσώπου και όχι σε μια κατάσταση σχετική με τη φύση της, φανερώνοντας τη θεία γνώση, αφού αισθητοποιεί ό,τι μυστικώς τελείται στην Εκκλησία. Η γλυπτική χρησιμοποιήθηκε όχι για εικονικές παραστάσεις, αλλά για τη διακόσμηση των ναών. Οι πρώτες δημιουργίες εμφανίστηκαν στις κατακόμβες για τη διακόσμηση των σαρκοφάγων. Πριν την εποχή του Ιουστινιανού δεν υπήρχε ιδιαίτερη χρήση της. Επί της εποχής του χρησιμοποιήθηκαν ως διακοσμητικό στοιχείο, κυρίως στο εσωτερικό των ναών και στα αντικείμενα της μικροτεχνίας. Τα κιονόκρανα, τα θωράκια, οι Άγιες Τράπεζες, τα σύνθρονα αποτελούν θαυμάσια γλυπτά κατασκευάσματα. Αξιόλογη είναι επίσης η ξυλογλυπτική. Περίτεχνα ξυλόγλυπτα κομψοτεχνήματα στολίζουν πολλά μέρη του ναού, όπως το τέμπλο, τα προσκυνητάρια, τα αναλόγια, τα παγκάρια, τα πλαίσια των φορητών εικόνων, τα καθίσματα κ.λ.π. Η γλυπτική δεν χρησιμοποιείται για την κατασκευή αγαλμάτων με θρησκευτική μορφή, αλλά για θέματα. Τονίζει περισσότερο το συμβολικό περιεχόμενο παρά το εξωτερικό φυσικό κάλλος. Οι μικρογραφίες κοσμούν με μικρές παραστάσεις τα χειρόγραφα. Έχουν ακρίβεια στη λεπτομέρεια, λιτή και απλή γραμμή και μοναδικότητα έκφρασης. Τα μωσαϊκά και τα ψηφιδωτά δημιουργούνται με ψηφίδες από πέτρες ή σμάλτο. Δημιουργούν μια υπερβατική ατμόσφαιρα, αφού καθιστούν τα χρώματα να λάμπουν.163 12.2. ΜΕΡΗ ΝΑΟΥ • Νάρθηκας ή πρόναος: Είναι το έμπροσθεν μέρος του ναού. Εκεί στην αρχαία Εκκλησία στέκονταν οι κατηχούμενοι, οι μετανοούντες και οι υποπίπτοντες πιστοί. Η ονομασία ίσως να προέρχεται από τους νάρθηκες, τα στενόμακρα κιβωτίδια, τα οποία κατασκευάζονται από τον κορμό του φυτού και χρησιμοποιούνται για τη φύλαξη φαρμάκων ή μύρων. Σήμερα εκεί στήνονται τα παγκάρια του ναού. Επικοινωνεί με τον κυρίως ναό με μια ευρύχωρη θύρα ή και με άλλες δύο μικρότερες πλαϊνές. • Ο Κυρίως Ναός: Καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη επιφάνεια του ναού και φτάνει ως το Άγιο Βήμα. Εκεί ίσταται ο πιστός λαός για τη συμμετοχή του στη λατρεία και τη συμπροσευχή και γι΄ αυτό λέγεται και καθολικός. Έμπροσθεν του Ιερού Βήματος βρίσκεται ο σολέας, όπου τελούνται τα μυστήρια και οι διάφορες τελετές. Νότια του σολέα βρίσκεται ο δεσποτικός θρόνος, στον οποίο στέκεται ο επίσκοπος. Πίσω του εικονίζεται ο Δεσπότης Χριστός, για να θυμίζει τη αδιάκοπη παρουσία Του στην Εκκλησία. Εκατέρωθεν του σολέα βρίσκονται τα αναλόγια, βήμα όπου στέκονται οι χοροί των ιεροψαλτών. Τα αναλόγια είναι επικλινή έπιπλα, όπου τοποθετούνται τα ιερά βιβλία, τα οποία περιέχουν τις διάφορες ακολουθίες. Αριστερά του σολέα βρίσκεται ο άμβωνας, απ΄ όπου διαβάζεται το Ιερό Ευαγγέλιο από τον Διάκονο και κηρύσσεται ο Θείος Λόγος. Ο άμβωνας συμβολίζει τον τάφο του Χριστού και ο διάκονος τον Άγγελο της Αναστάσεως. Τα μανουάλια και τα καντήλια του τέμπλου συμβολίζουν το νοητό φως 161
Για την τιμή και την προσκύνηση των εικόνων, βλ. Μ. Α. Σιώτου, όπ. π., σελ. 172-176, 191-200. Bλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 291-292. 163 Για την αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση, επίσης, βλ. Σ. Παπαδάκη (επιμ), Τι πρόσφερε ο Χριστιανισμός ׃Εικαστικές τέχνες, τεύχος Ζ, Αθήνα, 1988, εκδ. “Τήνος”, σελ. 7-16, 28-32, 43-44. 162
58
του Χριστού και ο πολυέλαιος τον άνωθεν φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Τα καθίσματα και τα στασίδια, τα οποία είναι ενωμένα με τους πλαϊνούς τοίχους, συμβολίζουν τον τάφο του κάθε πιστού μέσα από τον οποίο θα αναστηθεί εν Χριστώ. Στον Κυρίως Ναό βρίσκεται και ο Ιερός Επιτάφιος, ο οποίος συνήθως είναι κορνιζαρισμένος. • Ιερό Βήμα: Βρίσκεται ανατολικά του ναού, αφού η ανατολή συμβολίζει το πνευματικό φως του Χριστού. Στο χώρο αυτό τελούνται τα ιερά μυστήρια με κορυφαίο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους κληρικούς και γι΄ αυτό ονομάζεται άδυτο και άβατο. Στο μέσο του Ιερού Βήματος βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, η οποία ονομάζεται και θυσιαστήριο, αφού εκεί τελείται η αναίμακτη απολυτρωτική θυσία του Χριστού. Συμβολίζει τον Ζωοδόχο Τάφο του Χριστού, μέσα από τον οποίο πήγασε η αληθινή ζωή του κόσμου. Τα πολυτελή καλύμματά της συμβολίζουν τα ιερά σάβανα με τα οποία τυλίχτηκε το άχραντο Σώμα του Κυρίου κατά τη θεία Ταφή Του. Στην Αγία Τράπεζα τοποθετούνται τα λείψανα των Αγίων. Συνήθως στηρίζεται σε ένα στύλο, ο οποίος συμβολίζει τον ασάλευτο στύλο της Εκκλησίας, ή σε τέσσερις, οι οποίοι συμβολίζουν τους τέσσερις Ευαγγελιστές. Εκεί βρίσκεται το Ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο συμβολίζει την πραγματική παρουσία του Χριστού στην Εκκλησία. Εκεί υπάρχει, ακόμη, ο Σταυρός Ευλογίας, ο οποίος συμβολίζει την ανίκητη δύναμη της Εκκλησίας κατά του κακού, καθώς και το ιερό Αντιμήνσιο, το Αρτοφόριο και τα κηροπήγια. Στο Ιερό Βήμα φυλάσσονται τα Εξαπτέρυγα και το Σκευοφυλάκιο, όπου είναι τοποθετημένα τα ιερά σκεύη και τα λειτουργικά βιβλία, το Μυροδοχείο και το Σύνθρονο. Στην κόγχη της Ιεράς Πρόθεσης, η οποία συμβολίζει το ιερό σπήλαιο της Γέννησης, προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα πριν μεταφερθούν κατά την Μεγάλη Είσοδο στην Αγία Τράπεζα προς καθαγιασμό. Εκεί βρίσκεται και το Άγιο Ποτήριο, όπου μειγνύεται ο οίνος με το νερό και μεταβάλλεται σε Αίμα του Χριστού, το Ιερό Δισκάριο, ο Αστερίσκος, η Λαβίδα και τα υπόλοιπα ιερά σκεύη. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται από τον Κυρίως Ναό με το τέμπλο, το οποίο διαμορφώθηκε σταδιακά. Στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές απετελείτο από μικρούς κιονίσκους και μαρμάρινα ή ξύλινα θωράκια. Έπειτα προστέθηκαν οι μεγάλες εικόνες της Παναγίας, του Χριστού, του Προδρόμου, των Αγγέλων, των Αγίων και του Δωδεκάορτου. Στο κάτω μέρος του τέμπλου υπάρχουν εικόνες από την Παλαιά Διαθήκη (προεικονίσεις γεγονότων), προκειμένου να γίνει φανερή η σχέση τους με τις ανωτέρω ζώνες του τέμπλου. Η επικοινωνία του Ιερού Βήματος με τον Κυρίως Ναό γίνεται με τις τρεις θύρες. Η κεντρική πύλη είναι η Ωραία Πύλη, από την οποία εισέρχονται και εξέρχονται μόνο οι λειτουργοί. Στη δεξιά πλευρά της εικονίζεται ο Χριστός και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και αριστερά η Παναγία και ο Άγιος στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός. Στις άλλες δύο πύλες εικονίζονται οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ. • Αύλειος χώρος: Η χρησιμότητά του είναι κεφαλαιώδης. Είναι τόπος συνάντησης και αναψυχής των πιστών. Στο χώρο αυτό πραγματοποιούνται πολλές τελετές, όπως η Ανάσταση, ο Μεγάλος Αγιασμός των Θεοφανείων, η τελετή των ιερών εικόνων την Κυριακή της Ορθοδοξίας, κ.λ.π. Εκεί βρίσκεται και το Κωδωνοστάσιο. Πρόκειται για χαρακτηριστικούς ψηλούς πύργους, οι οποίοι τις περισσότερες φορές είναι ενωμένοι με το ναό. Τα ανωτέρω επισημαίνουν κεφαλαιώδεις στιγμές της λατρείας και γεγονότα χαράς ή λύπης. Συμβολίζουν τις σάλπιγγες των Αγγέλων. Στις προσόψεις του ναού είναι χαραγμένα ή ζωγραφισμένα ρητά, π.χ. “ΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙΣ ΕΥΛΟΓΕΙΤΕ ΤΟΝ ΘΕΟΝ”, τα οποία υπενθυμίζουν την ιερότητα του χώρου.164 164
Για τα μέρη του ναού, βλ. http ׃www. apostoliki - diakonia. gr : Η παρουσία του Χριστιανικού ναού.
59
12.3. ΑΜΦΙΑ ΚΛΗΡΙΚΩΝ Η αναγκαιότητα των ιερών αμφίων για τη λειτουργία, γνωστή στην Παλαιά Διαθήκη,165 παρελήφθη από την χριστιανική Εκκλησία και καλλιεργήθηκε ενωρίς. Στην Καινή Διαθήκη το άμφιο έχει πνευματική έννοια. Κατά τη Μεταμόρφωση, τα ιμάτια του Κυρίου συμμετέχουν κατά τέτοιο τρόπο στη Δόξα Του, γινόμενα λευκά, όπως το φως. Αυτό το ιμάτιο του Κυρίου απετέλεσε το σύμβολο και την εικόνα της Εκκλησίας του Χριστού. Από την Αποστολική εποχή και έπειτα, οι λαϊκοί και οι κληρικοί ενεδύοντο ομοιόμορφα στη συνήθη καθημερινή συναναστροφή, αλλά τις Κυριακές στις Ιερές Συνάξεις όλοι ενεδύοντο με εορταστική στολή. Τον 4ο αιώνα, οι κληρικοί παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη λειτουργική περιβολή. Η θεολογική σημασία των αμφίων, η οποία υπαγόρευσε τη χρήση τους, είναι ότι ο λειτουργός δεν τελεί αφ΄ εαυτού τα μυστήρια, αλλά τα οριοθετεί στο όνομα του Χριστού και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και γι΄ αυτό συνοδεύει την ένδυσή του με προσευχές. Όλα τα άμφια συμβολίζουν μια συγκεκριμένη κατάσταση δίνοντας με τον τρόπο αυτό σε κάθε ένα μια πνευματική έννοια. Διατηρούν κατά βάση την παλιά μορφή τους και μ΄ αυτά διακρίνονται οι επιμέρους βαθμοί της Ιεροσύνης. Για τον διάκονο είναι το Στιχάριο, το Οράριο, και τα Επιμάνικα. Για τον πρεσβύτερο, είναι το Στιχάριο, το Επιτραχήλιο, τα Επιμάνικα, η Ζώνη και το Φελώνιο, κατά τον αριθμό των πέντε αισθήσεων. Για τον επίσκοπο, είναι το Στιχάριο, τα Επιμάνικα, η Ζώνη και το Επιτραχήλιο, ο Αρχιερατικός Σάκκος, το Επιγονάτιο και το Ωμοφόριο. Για έξαρση του αρχιερατικού αξιώματος, προστέθηκαν βαθμηδόν ο Επιστήθιος Σταυρός, το Αρχιερατικό Εγκόλπιο, η ποιμαντική ράβδος και η Μίτρα. • Στιχάριο: Είναι ποδήρης χιτώνας, κοινός για τους τρεις βαθμούς της Ιεροσύνης, με φαρδιά μανίκια. Είναι συνήθως λευκός, σύμβολο της αγνότητας και της πνευματικής χαράς. Συμβολίζει τη φωτεινή περιβολή των Αγγέλων και το καθαρό και αμόλυντο της ιερατικής τάξης. • Οράριο: Είναι το διακριτικό άμφιο του διακόνου. Είναι ταινία υφάσματος, η οποία φέρεται στον αριστερό ώμο, με το ένα άκρο εμπρός και το άλλο πίσω. Σε αυτό είναι γραμμένο το “Άγιος, Άγιος, Άγιος”, και εξεικονίζει τις πτέρυγες των Αγγέλων. • Επιμάνικα: Με αυτά συγκρατούνται τα άκρα του Στιχαρίου, από κοινού με τα λοιπά ενδύματα του λειτουργού. Είναι μικρά κεντημένα υφάσματα, τα οποία εικονίζουν την παντοδύναμη ενέργεια του Θεού και των Τιμίων Δώρων, τα οποία προσφέρονται με τα χέρια του Λειτουργού. Συμβολίζουν τα δεσμά του Κυρίου, με τα οποία δεμένος οδηγήθηκε στον Πόντιο Πιλάτο. • Επιτραχήλιο: Είναι σαν το Οράριο. Φέρεται στον τράχηλο και έχει και τα δύο άκρα εμπρός. Εικονίζει την άνωθεν κατερχόμενη χάρη του Πανάγιου Πνεύματος. Στο κάτω μέρος, τα κρόσσια συμβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων του ποιμνίου τους, για τους οποίους είναι υπεύθυνοι και θα λογοδοτήσουν κατά την ημέρα της Κρίσης. Χωρίς το Επιτραχήλιο καμία ιεροπραξία δεν μπορεί να τελεστεί. • Ζώνη: Είναι το πιο αρχαίο άμφιο. Τη φέρει στη μέση ο πρεσβύτερος και ο επίσκοπος για να συγκρατεί τα άμφια. Αποτελεί υπόμνηση της πνευματικής αποστολής και ευθύνης τους. Συμβολίζει την ετοιμότητα με την οποία πρέπει να είναι οπλισμένος για την αντιμετώπιση όσων είναι εναντίον του θείου θελήματος και Λόγου. • Φελώνιο: Είναι το τελευταίο άμφιο που ρίχνεται στους ώμους και την πλάτη. Πρόκειται για μακρύ χιτώνα και φέρεται από την κεφαλή. Συμβολίζει τον άρραφο χιτώνα του 165
Βλ. Έξ. κη, 1-39.
60
Κυρίου και την επίγεια Εκκλησία. Όπως δηλαδή το τεμάχιο είναι ένα, κατά τον ίδιο τρόπο και η Εκκλησία είναι μία. • Επιγονάτιο: Είναι ρομβοειδές ύφασμα, εξαρτώμενο από τη Ζώνη. Τη φέρει ο Αρχιερέας και κάθε οφφικιούχος πρεσβύτερος. Εικονίζει το λέντιο, με το οποίο ο Κύριος έπλυνε τα πόδια των Μαθητών Του και συμβολίζει τον θάνατο και την Ανάστασή Του. • Αρχιερατικός Σάκκος: Είναι άμφιο μεγαλοπρεπές, το οποίο δεν υπήρξε εξ αρχής στην ενδυμασία του επισκόπου, αλλά προστέθηκε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, κατ΄ απομίμηση του αυτοκρατορικού σάκκου (τον φορούσε ο Αυτοκράτορας όταν παρευρισκόταν στις Συνάξεις). Είναι κοντός χιτώνας με κοντά μανίκια. Στις ραφές φέρει κώδωνες ή ταινίες που συμβολίζουν το διδακτικό κήρυγμα του Αρχιερέα. Άμφια και επιβλήματα επισκόπου: • Ποιμαντική Ράβδος: Είναι σύμβολο της ποιμαντικής και πνευματικής εξουσίας του επισκόπου. Στο άνω μέρος φέρει τον Τίμιο Σταυρό μεταξύ δύο όφεων, οι οποίοι συμβολίζουν τους ορατούς και αόρατους εχθρούς της Εκκλησίας, τους οποίους νικά ο Τίμιος Σταυρός. • Ωμοφόριο: Είναι φαρδιά ταινία υφάσματος, η οποία φέρεται στους ώμους. Είναι λευκό και στο τέλος φέρει κρόσσια. Θυμίζει το απωλεσθέν πρόβατο το οποίο αναζήτησε και έφερε στους ώμους ο Κύριος. • Αρχιερατική Μίτρα: Είναι επίσημο κάλυμμα κεφαλιού. Μοιάζει με το αυτοκρατορικό στέμμα και χαρακτηρίζει τον ιερέα. Συμβολίζει τον ακάνθινο στέφανο και το βασιλικό αξίωμα του Κυρίου. • Αρχιερατικό Εγκόλπιο: Έχει ωοειδές σχήμα και εξαρτάται με χρυσή αλυσίδα από το λαιμό στο στήθος του Αρχιερέα. Προέρχεται από παλιά συνήθεια των χριστιανών να φέρουν μικρό σταυρό στο στήθος τους. Συνήθως εικονίζει τη Θεοτόκο και συμβολίζει την σφραγίδα και την ομολογία της πίστης. • Δικηροτρίκηρα: Είναι οι βάσεις με τα δύο και τα τρία κεριά που κρατά ο Αρχιερέας προς ευλογία του ποιμνίου. Τα δίκηρα συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Κυρίου και τα Τρίκηρα την Αγία Τριάδα. • Αρχιερατικός Μανδύας: Φέρεται από τον ιερέα όταν χοροστατεί στις ιεροπραξίες, στις οποίες δεν απαιτείται πλήρης στολή. Είναι μακρύ και έγχρωμο ένδυμα με διάφορες συμβολικές παραστάσεις. • Σταυρός: Κρέμεται από τον λαιμό του Αρχιερέα. Είναι σύμβολο αυταπάρνησης και αυτοθυσίας. Οι λειτουργοί φορούν όλη την ιερατική στολή τους κατά τη Θεία Λειτουργία και σε ορισμένες άλλες ακολουθίες οι οποίες προσδιορίζονται από το Τυπικό, όπως η τέλεση της Προσκομιδής στον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, στον Εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής, του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Σε όλες τις άλλες τελετές μυστηρίων, στην είσοδο του Εσπερινού και στις αναγνώσεις του Ευαγγελίου του Όρθρου φορούν Επιτραχήλιο και Φελώνιο ο πρεσβύτερος, Επιτραχήλιο και Ωροφόριο ο επίσκοπος και Στιχάριο και Οράριο ο διάκονος. Στις άλλες ακολουθίες μικρότερης σπουδαιότητας ο ιερέας φέρει μόνο το Επιτραχήλιο.166 Στο σύνολό τους δηλαδή τα άμφια αντανακλούν όψεις της θεολογίας περί εσχάτων και ανάγουν με τον συμβολικό-αλληγορικό χαρακτήρα τους τούς πιστούς από το εντεύθεν στο εκείθεν.
166
Για τα άμφια των κληρικών, βλ. Δημ. Μ. Μωραΐτη, “Άμφια:εν τη Εκκλησία, γενικώς”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Αθήνα, 1963, εκδ. “Μαρτίνος”, σελ. 402-412 και Κωνστ. Κούρκουλα, “Άμφια:Συμβολισμός και Θεολογία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, όπ. π., σελ. 412 – 420.
61
12.4. ΑΜΦΙΑ ΑΓΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Η Αγία Τράπεζα συμβολίζει το θρόνο του Θεού αλλά και τον τάφο Του. Για τον λόγο αυτό, στολίζεται και καλύπτεται ανάλογα όπως αρμόζει στον εν λόγω βασιλικό θρόνο ή τάφο. Τα άμφιά της είναι: • Κατασάρκιο: Είναι λευκό λινό ύφασμα με το οποίο η Αγία Τράπεζα καλύπτεται την ώρα των εγκαινίων του ναού. Εικονίζει το νεκρικό σάβανο του Χριστού. • Ενδυτή: Είναι κάλυμμα πολυτελείας. Στρώνεται υπό το Κατασάρκιο και είναι σύμβολο της Δόξας και της Θείας Ευπρέπειας. • Ειλητό: Στο παρελθόν απλωνόταν μόνο για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας μετά την απόλυση των κατηχουμένων και έμενε διπλωμένο υπό το Ευαγγέλιο. Στην εποχή μας, όπου υπάρχει, χρησιμοποιείται ως κάλυμμα του Αντιμηνσίου. • Αντιμήνσιο: Είναι τεμάχιο υφάσματος στο οποίο είναι ζωγραφισμένες ποικίλες παραστάσεις και σύμβολα. Κύρια παράσταση είναι ο Χριστός κατά τον τύπο του Επιταφίου, ή κατά την άκρα ταπείνωση. Συνήθως το Αντιμήνσιο καθαγιάζεται στα εγκαίνια των ναών και χρίεται με Άγιο Μύρο, το οποίο κατά βάση συνιστά μια επικύρωση-νομιμοποίηση για αναγωγή προς το θείον. 12.5. ΙΕΡΑ ΣΚΕΥΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ Για την διεκπεραίωση των τελετών της λατρείας είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση διαφόρων σκευών, τα οποία ονομάζονται ιερά, προκειμένου να επιβεβαιωθεί το μέγεθος του έργου και η ιερότητα της πράξης: • Το Άγιο Ποτήριο: Ξεχωρίζεται από τα άλλα ιερά σκεύη, διότι σ΄ αυτό τοποθετείται το Άγιο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου. Χρησιμοποιείται για τη Θεία Κοινωνία και συμβολίζει το ποτήριο με το οποίο ιερούργησε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο. • Άγιος Δίσκος: Είναι μεταλλικός, μικρός και αβαθής. Επάνω του τοποθετείται ο Άγιος Άρτος κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας. Συμβολίζει την αγία φάτνη, στην οποία ετέθη το θείο βρέφος, την κεντρική κλίνη και τη γη. • Λόγχη: Είναι μικρή και θυμίζει την λόγχη με την οποία κέντησαν την αγία πλευρά του Κυρίου επάνω στο σταυρό. Με αυτή κόπτεται ο άρτος της προσφοράς και εξάγεται ο Αμνός και οι μερίδες της Προσκομιδής. • Αστερίσκος: Είναι μικρό, μεταλλικό σκέπαστρο, αποτελούμενο από δύο κυρτά στηρίγματα. Τοποθετείται στον Άγιο Δίσκο, προκειμένου να προστατευτεί ο Άγιος Άρτος από τα ιερά καλύμματα. Συμβολίζει το στερέωμα του Ουρανού και τον αστέρα των Μάγων. • Λαβίδα (= λαμβάνω): Πρόκειται για το κοχλιάριο με το οποίο κοινωνούν οι πιστοί το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. • Σπόγγος και Μούσα: Ο Σπόγγος είναι σφαιρικός και με αυτόν καθαρίζεται το Άγιο Ποτήριο μετά την Μετάληψη. Η Μούσα είναι πεπλατυσμένος σπόγγος και χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση των μαργαρίτων (= ψίχουλα) του Σώματος του Χριστού. Συμβολίζουν τον σπόγγο με τον οποίο πότισαν τον Κύριο ξύδι και χολή επάνω στο Σταυρό. • Ζέον: Είναι μικρό μεταλλικό δοχείο, στο οποίο ζεσταίνεται και μεταφέρεται το νερό πριν την έγχυσή του στο Άγιο Ποτήριο κατά την ετοιμασία της Θείας Κοινωνίας. Συμβολίζει το ζεστό αίμα, το οποίο έρρευσε από την πλευρά του Ιησού Χριστού, μετά την λόγχευσή του. Εξαίρει τη θέση του Αγίου Πνεύματος και την θερμότητα της πίστης.
62
• Αρτοφόριο: Είναι μεταλλικό σκεύος, συνήθως σε σχήμα μικρής Εκκλησίας. Βρίσκεται επάνω στην Αγία Τράπεζα και φυλάσσεται σε αυτό το Άχραντο Σώμα του Κυρίου, ποτισμένο στο Τίμιο Αίμα. Το εν λόγω σκεύος εξάγεται μια φορά το χρόνο, την Μεγάλη Πέμπτη και αποξηραίνεται προκειμένου να διατηρηθεί. Κατά τη χρήση του υγραίνεται, για να μαλακώσει, με οίνο. Χρησιμοποιείται σε επείγουσες ανάγκες, για μετάληψη ατόμων τα οποία αδυνατούν να προσέλθουν στο ναό. • Θυμιατήρι: Είναι μεταλλικό σκεύος, στο οποίο καίγεται το θυμίαμα και θυμίζει την προσευχή, που κατευθύνεται προς τα άνω. Οι τρεις περιφερειακές αλυσίδες που κρατούν τη βάση, συμβολίζουν την Αγία Τριάδα και οι δώδεκα κωδωνίσκοι συμβολίζουν τους δώδεκα Αποστόλους, οι οποίοι διαλάλησαν τον Θείο Λόγο. Η βάση του συμβολίζει την Θεοτόκο, η οποία δέχτηκε τον Κύριο της Δόξας. • Κηροπήγια: Είναι μεταλλικές βάσεις, στις οποίες στηρίζονται οι λαμπάδες, προς φωτισμό ή προς ένδειξη ευλάβειας. Συνήθως τοποθετούνται δύο στην Αγία Τράπεζα και μια στην Προσκομιδή. Συμβολίζουν το ανέσπερο φως της χριστιανικής διδασκαλίας. • Κανδήλια: Στις κατακόμβες, αυτά ήταν τα μοναδικά μέσα φωτισμού. Καίνε συνήθως με λάδι έμπροσθεν της Ωραίας Πύλης και των αγίων εικόνων. Το λάδι θυμίζει την ευσπλαχνία του Θεού και το φως των κανδηλίων την άγια και φωτεινή ζωή του πιστού. Το αγνό κερί συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού, η οποία προήλθε από την Παρθένο Μαριάμ. • Εξαπτέρυγα: Συνήθως είναι μεταλλικοί δίσκοι επάνω σε κοντάρια. Παριστάνουν με ανάγλυφες παραστάσεις Αγγέλους με έξι πτερά, προκειμένου να υποδηλωθεί το πόσο γρήγορα εκτελούν το θέλημα του Θεού. Χρησιμοποιούνται σε εκκλησιαστικές τελετές και λιτανείες. • Κολυμπήθρα: Σε αυτή γίνεται το Άγιο Βάπτισμα. Συμβολίζει τον Ιορδάνη ποταμό. • Μυροδοχείο: Μεταλλικό σκεύος όπου φυλάσσεται το Άγιο Μύρο για το μυστήριο του Χρίσματος. • Αέρας: Είναι ορθογώνιο υφασμάτινο κάλυμμα, με το οποίο καλύπτονται τα Τίμια Δώρα για προστασία και προφύλαξη. • Καλύμματα Δίσκου και Ποτηρίου: Είναι δύο μικρά ισομεγέθη καλύμματα σε σχήμα Σταυρού, με τα οποία καλύπτονται ο Άγιος Δίσκος και το Άγιο Ποτήριο για προφύλαξη. Συμβολίζουν τα σπάργανα του Θείου Βρέφους και τα νεκρικά σάβανα. • Μάκτρο: Είναι ειδικό ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιείται στη Θεία Μετάληψη. Με αυτό κρατά ο Λειτουργός το Άγιο Ποτήριο την ώρα της Θείας Κοινωνίας των πιστών και με την εφαρμογή του οι τελευταίοι σπογγίζονται μετά τη Θεία Μετάληψη. • Κωδωνίσκοι: Είναι μικρά καμπανάκια, τα οποία χρησιμοποιεί ο ιερέας κατά την Προσκομιδή ως συνθηματικό έναρξης, προκειμένου ο μεν λαός να μνημονεύσει νοερά τους ζώντες και κεμοιμημένους του, ο δε λειτουργός να εξάγει μερίδες στο Άγιο Δισκάριο για όλους. • Τίμιος Σταυρός: Αποτελεί το κεντρικό σύμβολο της χριστιανικής λατρείας. Συμβολίζει τον λυτρωτικό θάνατο του Χριστού στον Σταυρό. Ανάλογα με την λειτουργική χρήση του, υπάρχει ο σταυρός των λιτανειών, του Αγιασμού, της Ευλογίας της Αγίας Τράπεζας, του Εσταυρωμένου του Ιερού, ο οποίος εξάγεται την Μεγάλη Πέμπτη προς προσκύνηση. • Επιτάφιος: Είναι κατάλληλο ύφασμα με κεντημένο ή ζωγραφισμένο τον Χριστό νεκρό, όπως ήταν μετά την Αποκαθήλωση. Περιφέρεται προς προσκύνηση την Μεγάλη
63
Παρασκευή στρωμένος πάνω σε διακοσμητικό τραπέζι, το οποίο συμβολίζει τον λίθο στον οποίο το Σώμα του Χριστού δέχτηκε τις μεταθανάτιες περιποιήσεις.167 12.6. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Εκτός από τα Ιερά βιβλία της Αγίας Γραφής και των κανόνων της, από τους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, υπήρξε η ανάγκη της γραπτής διατύπωσης των ευχών και των αληθειών της χριστιανικής πίστης, εφόσον οι ιερές ακολουθίες είχαν πια διαμορφωθεί με ομοιόμορφο τρόπο. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκαν τα λειτουργικά βιβλία, στα οποία περιέχονται οι ύμνοι, οι ευχές και όσα ακούγονται στις εκκλησιαστικές τελετές. • Το πιο σημαντικό βιβλίο είναι το Ευαγγέλιο, το οποίο θυμιατίζεται, προσκυνείται και αποτίθεται επάνω στην Αγία Τράπεζα. Είναι ιδιαίτερα διακοσμημένο και περιλαμβάνει τις περικοπές από τα τέσσερα Ευαγγέλια. • Ο Απόστολος περιέχει περικοπές από τις πράξεις των Αποστόλων, οι οποίες διαβάζονται από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή και περικοπές και επιστολές για όλο τον υπόλοιπο χρόνο. • Το Ψαλτήρι περιέχει τους ψαλμούς του Δαβίδ, οι οποίοι πλουτίζουν τις ιερές ακολουθίες. • Η Θεία Λειτουργία είναι το βιβλίο με τις Θείες Λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και των Προηγιασμένων Δώρων. Επίσης, περιέχει τις ακολουθίες του Εσπερινού, του Αγιασμού και άλλων ακολουθιών. • Το Ευχολόγιο το Μέγα περιέχει τις Θείες Λειτουργίες, τις άλλες ιερές ακολουθίες και ευχές των εκκλησιαστικών τελετών. Ένα μέρος από αυτό αποτελεί το μικρό Ευχολόγιο, το οποίο περιέχει κυρίως όσα χρειάζονται στον λειτουργό για καθημερινή χρήση. • Τα Μηνιαία είναι δώδεκα, ένα για κάθε μήνα. Περιέχουν τις ασματικές ακολουθίες, οι οποίες τελούνται στις Ακίνητες εορτές, τον βίο των Αγίων κάθε εορτής και το υμνολογικό υλικό του Εσπερινού και του Όρθρου κάθε ημέρας. • Το Τριώδιο είναι το πρωτεύον βιβλίο της περιόδου αυτής. Περιέχει τις κατανυκτικές ακολουθίες της περιόδου από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου και ολοκληρώνεται το Μεγάλο Σάββατο. • Το Πεντηκοστάριο συνεχίζει τις ακολουθίες, οι οποίες τελούνται στις κινητές εορτές από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων. • Το Τυπικό περιέχει οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να τελούνται οι ακολουθίες. • Η Παρακλητική ή Οκτώηχος περιέχει τροπάρια και ύμνους, οι οποίοι ψάλλονται σύμφωνα με τους οχτώ ήχους του Ιωάννη Δαμασκηνού, κατά τον Εσπερινό και τον Όρθρο. • Το Ωρολόγιο περιέχει τις Ώρες, το Μεσονυκτικό, τον Όρθρο, την Παρακλητική,το Απόδειπνο, τον Εσπερινό και τις άλλες ακολουθίες. Επίσης,περιέχει εορτολόγιο, σύντομο συναξάρι, Απολυτίκια, κοντάκια και την ακολουθία της Θείας Μετάληψης.168
167
Για τα άμφια της Αγίας Τράπεζας, τα ιερά σκεύη και τα ιερά αντικείμενα, βλ. www.pigizois/orthod_latria.htm: Λειτουργικά σκεύη και Αθ. Αντωνόπουλου, όπ. π., σελ. 38-43, 97-99. 168 Για τα λειτουργικά βιβλία, βλ. www.pigizois/orthod_latria.htm: Λειτουργικά βιβλία και Αθ. Αντωνόπουλο, όπ. π., σελ. 53-55. Αναλυτική αναφορά υπάρχει επίσης στο βιβλίο του Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 291-302.
64
13. ΧΡΟΝΟΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ Για τον Χριστιανισμό, κάθε ημέρα είναι εορτή, αφού είναι αγιασμένη. Ορισμένες ημέρες όμως διακρίνονται και εορτάζονται με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Οι εορτές ορίστηκαν από την Εκκλησία προς τιμή και ανάμνηση των κεφαλαιωδών περιστατικών της ζωής του Κυρίου, των Αγίων και προς πανηγυρισμό σπουδαίων γεγονότων της εκκλησιαστικής ζωής (ευχάριστα και δυσάρεστα), προς νηστεία και προσευχή. Με την τέλεσή τους γίνεται έμπρακτη η εκδήλωση σεβασμού και χαράς των Χριστιανών προς ανάμνηση των σπουδαίων γεγονότων, ενώ δίνεται η ευκαιρία για χριστιανοπρεπή έργα, εκτέλεση των καθηκόντων προς τον Θεό και τον πλησίον, μίμηση των τιμώμενων Αγίων προσώπων. Στις εορτές η Ανάσταση συνεχίζει να ενεργείται ως ιστορική πραγματικότητα και τοποθετείται ο πιστός μυστηριακά στον κόσμο της θείας ζωής, προσφέροντας την αίσθηση της Όγδοης Ημέρας. Από πολύ νωρίς άρχισαν να διακρίνονται αυτές οι ξεχωριστές ημέρες. Στην αρχή αυτές ήταν η Κυριακή, η Πεντηκοστή, το Πάσχα, οι μνήμες των Αγίων. Με την επιβολή της Κυριακής ως αργίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, που επεκτάθηκε και σε άλλες εορτές, οι εορταστικές ημέρες απέκτησαν περισσότερη επισημότητα, εφόσον αυτές είναι που συντηρούν την πίστη, κατευθύνουν τον πιστό προς την σωστή επιλογή και έχουν έντονο διδακτικό χαρακτήρα. Σε όλες τις εορτές διαβάζονται περικοπές, βίοι Αγίων και ψάλλονται ύμνοι. Με βάση τον χρόνο τέλεσης οι εορτές χωρίστηκαν στον ημερήσιο, τον εβδομαδιαίο και τον ετήσιο κύκλο. Στον ημερήσιο κύκλο εντάσσονται οι ακολουθίες, οι οποίες τελούνται κάθε ημέρα και που δεν θεωρούνται καθ΄ αυτό εορτές. Αποτελούν όμως υπόμνηση των αγαθών που χορηγεί ο Θεός και συνδυάζονται με άλλες εορτές. Αυτές είναι ο Εσπερινός, οι Ώρες και το Μεσονυκτικό. Στον εβδομαδιαίο κύκλο την πρώτη θέση την έλαβε η Κυριακή ως ημέρα Ανάστασης του Χριστού, την αφορμή δηλαδή της νέας εσχατολογικής προοπτικής του ανθρώπου. Σε αυτόν τον κύκλο ανήκουν η Τετάρτη και η Παρασκευή, ως ημέρες νηστείας για την Προδοσία και τα Πάθη του Ιησού Χριστού. Στον ετήσιο κύκλο, με κέντρο το Πάσχα, όπως ορίστηκε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, ανήκουν οι Δεσποτικές εορτές, κινητές και ακίνητες, οι οποίες είναι αφιερωμένες στο πρόσωπο του Δεσπότη Χριστού, οι Θεομητορικές εορτές, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εορτές των Αγίων με τις οποίες τιμώνται οι Άγιοι της Εκκλησίας. Στις εορτές προσφέρεται τιμή σε όλα τα Άγια Πρόσωπα, ενώ η οντότητα που λατρεύεται είναι μόνο η Αγία Τριάδα.169 Ακίνητες Δεσποτικές εορτές Σε κάθε προσευχή και σε κάθε στιγμή της ζωής, η δοξολογία προς τον Ιησού Χριστό είναι δεδομένη. Εντούτοις τα μεγάλα περιστατικά της ζωής Του τιμώνται σε ξεχωριστές ημέρες. Έτσι, έχουμε την εορτή των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου) όπου τιμάται η γέννησή Του, ως ανθρώπου. Την Περιτομή του Κυρίου (1 Ιανουαρίου), προς τιμή της περιτομής και των ονομαστηρίων.170 Την ίδια ημέρα τιμάται και ο Άγιος Βασίλειος. Τα Άγια Θεοφάνεια, προς τιμή της Βάπτισης του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και της φανέρωσης της Αγίας Τριάδας. Την Υπαπαντή (2 Φεβρουαρίου), προς τιμή της υποδοχής του Θείου Βρέφους από τον 169
Για την ιστορική εξέλιξη και τη σημασία των εορτών, βλ. Δημ. Ν. Μωραΐτη, “εορταί”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, όπ. π., σελ. 736-741. 170 Βλ. Γ. Φίλια, Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. π., σελ 224-230: “Οι ύμνοι της εορτής κατευθύνουν το νου προς την όγδοη Ημέρα, ως περιόδου τελειότητας. Την οκταήμερη περιτομή λαμβάνουμε τη διαβεβαίωση περί της υπάρξεως της καινούριας ζωής στην αιωνιότητα…είναι πρόσκληση προς σωτηρία…”.
65
Συμεών στο Ναό του Σολομώντα. Την Μεταμόρφωση (6 Αυγούστου), προς τιμή της Μεταμόρφωσης του Χριστού με λευκά ενδύματα και με λάμψη στο πρόσωπό Του, που έγινε προς ενίσχυση της πίστης των μαθητών Του. Την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτέμβρη), προς τιμή της διπλής ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, η πρώτη από την Αγία Ελένη στο ναό της Αναστάσεως και η δεύτερη από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειτο, ο οποίος ύστερα από τους νικηφόρους αγώνες, τον επανέκτησε από τους βέβηλους Πέρσες. Πρo του Πάσχα κινητές Δεσποτικές εορτές Σε αυτές τις εορτές περιλαμβάνεται η περίοδος του Τριωδίου, η οποία αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου, ως το Μεγάλο Σάββατο. Προέρχεται από το λειτουργικό βιβλίο, το οποίο διαβάζεται και περιέχει τις ακολουθίες αυτής της περιόδου, οι οποίες οδηγούν τις ψυχές των πιστών στην περισυλλογή και στην κατάνυξη. Η Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου: τότε αναγιγνώσκεται και η ομώνυμη παραβολή, στην οποία διακρίνονται τα αποτελέσματα της υπερήφανης προσευχής του “δικαίου” Φαρισαίου, που τελικά δεν εισακούστηκε, και της ταπεινής προσευχής του αμαρτωλού Τελώνου, του οποίου (η προσευχή) ανέβη στον ουρανό ως θυμίαμα και εισακούστηκε. Η Κυριακή των Αποκρεών, που είναι η τελευταία ημέρα της κρεατοφαγίας μέχρι το Πάσχα προς ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και της δικαιοσύνης Του στην κρίση. Η Κυριακή της Τυροφάγου: τότε περατώνεται η ελαφρά νηστεία. Έπειτα αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περίοδος αυστηρής νηστείας. Από αυτή την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή και για τέσσερις εβδομάδες ψάλλονται οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου και την πέμπτη εβδομάδα ψάλλεται ολόκληρος ο Ακάθιστος Ύμνος. Η πρώτη Κυριακή των νηστειών ή της Ορθοδοξίας: αυτή η ημέρα είναι αφιερωμένη στην αναστήλωση των Άγιων Εικόνων και στον θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Ακολουθούν οι άλλες τέσσερις Κυριακές των νηστειών και η Κυριακή των Βαΐων, οπότε εορτάζεται η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Με τον κύκλο των εορτών του Τριωδίου ανανεώνονται τα βιώματα της νηστείας, της μετάνοιας, της εγκράτειας και της χαρμολύπης, κεφαλαιωδώς αναγκαία για εκείνη την κάθαρση που συνιστά προϋπόθεση για αναγωγή στο θείον. Μεγάλη Εβδομάδα Είναι η περίοδος από την Κυριακή των Βαΐων και έπειτα. Φέρει το εν λόγω όνομα, αφού παρουσιάζει τα μεγάλα πάθη του Ιησού Χριστού για χάρη της ανθρωπότητας και τοποθετείται στην προοπτική του τέλους, της κρίσης. Τη Μεγάλη Δευτέρα διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, η ιστορία της “ξηρανθείσας συκής”.171 Η συκιά εδώ είναι το σύμβολο του κόσμου που δημιουργήθηκε από τον Θεό να φέρει πνευματικούς καρπούς και απέτυχε να ανταποκριθεί στον Δημιουργό Του. Τη Μεγάλη Τρίτη, στον Όρθρο διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου η καταδίκη των Φαρισαίων και η παραβολή των δέκα Παρθένων και των ταλάντων.172 Τη Μεγάλη Τετάρτη διαβάζεται το Ευαγγελικό ανάγνωσμα του Ιωάννη, το οποίο αναφέρεται σε αυτούς που αρνήθηκαν τον Χριστό, και το τροπάριο της Κασσιανής. Τη Μεγάλη Πέμπτη, την ημέρα του Μυστικού Δείπνου, διαβάζονται τα δώδεκα Ευαγγέλια, όπου εξιστορούνται τα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού. Μετά το πέμπτο Ευαγγέλιο, τοποθετείται στο μέσο του ναού ο Εσταυρωμένος προς προσκύνηση. Τη Μεγάλη Παρασκευή ψάλλονται τα εγκώμια του Επιτάφιου θρήνου (“η ζωή εν τάφω”, “Άξιον εστί μεγαλύνειν Σε”, “Αι γενεαί πάσαι”) και γίνεται η περιφορά του Επιταφίου προς ανάμνηση της σύλληψης, της καταδίκης και των φρικτών Παθών του Κυρίου. Το 171 172
Βλ. Ματθ. κα, 18-43. Βλ. Ματθ. κβ, 15-23.
66
Μεγάλο Σάββατο τιμάται η ταφή Του, η κάθοδός Του στον Άδη, η Ανάστασή Του και η αρχή της σωτηρίας του κόσμου. Το Πάσχα και οι μετά από την απόδοσή του εορτές Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση, το τέλος αυτού του κόσμου, και η αρχή του καινού. Ο Ιησούς Χριστός έγινε η εκπλήρωση αυτού του Πάσχα, έγινε το πέρασμα και έδωσε στην κτίση τη δυνατότητα για μια τέτοια διάβαση. Στην περίοδο αυτή ανήκουν η Κυριακή του Πάσχα, κεφαλαιώδης εορτή της Χριστιανοσύνης. Τελείται Εσπερινός αγάπης και ακολουθεί ο ασπασμός των πιστών. Η εβδομάδα που ακολουθεί ονομάζεται Διακαινίσημη (= νέα ζωή και αγία), ως προτύπωση ή έστω ως διαδικασία για τα έσχατα. Η Κυριακή του Θωμά, όπου εορτάζεται η εμφάνιση του Κυρίου και η ψηλάφηση του Θωμά.173 Η Κυριακή των Μυροφόρων, όπου τιμώνται οι Μυροφόρες, οι οποίες τη νύκτα της Αναστάσεως ανέβηκαν στον Γολγοθά, προκειμένου να αλείψουν με μύρο τον Ιησού Χριστό. Αυτές ήταν και οι πρώτες που είδαν τον Αναστημένο Χριστό. Η Κυριακή του Παράλυτου: τότε διαβάζεται η Ευαγγελική περικοπή για τη θεραπεία του παράλυτου με τη θεία δύναμη του Χριστού. 174 Η Κυριακή της Σαμαρείτισσας, οπότε και διαβάζεται η περικοπή της συνομιλίας του Χριστού με τη Σαμαρείτισσα.175 Η Κυριακή του τυφλού: τότε διαβάζεται η περικοπή της θεραπείας τού εκ γενετής τυφλού.176 Η Ανάληψη του Κυρίου, προς τιμή τής Ανάληψής Του στους Ουρανούς. Η Κυριακή της Πεντηκοστής, που είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας. Με το κήρυγμα των Αποστόλων την ημέρα αυτή πίστεψαν και βαπτίστηκαν οι πρώτοι Χριστιανοί, οι οποίοι απετέλεσαν την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία. Η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, προς τιμή των 318 Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι έσωσαν από τις αιρέσεις την Εκκλησία και διακήρυξαν τη Θεότητα του Ιησού Χριστού. Η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Τότε τιμώνται οι Άγιοι της Εκκλησίας, οι οποίοι δόξασαν τον Θεό και έγιναν παράδειγμα προς μίμηση για το σύνολο των ανθρώπων. Θεομητορικές εορτές Στις εορτές αυτές αποδίδεται ξεχωριστή τιμή στην Παναγία Μητέρα του Ιησού Χριστού, ο οποίος διά της συμβολής της ως γέφυρα ένωσε το κτιστό με το άκτιστο και διαμόρφωσε το εσχατολογικό παράδειγμα για τον άνθρωπο. Στις ημέρες αυτές, με ευλάβεια και τιμή γίνεται επίκληση στην Παρθένο Μαρία, προκειμένου να μεσιτεύσει για τη σωτηρία του κόσμου. Οι πάμπολλοι ύμνοι και τα κοσμητικά επίθετα που τη συνοδεύουν αποδεικνύουν τον σεβασμό και την τιμή που της αποδίδεται. Οι ακολουθίες όλων των εορτών της Εκκλησίας περιέχουν πλήθος τροπαρίων προς τιμή της Παναγίας. Κάθε ωδή και κανόνας Αγίου καταλήγει σε Θεοτόκιο, και κάθε Τετάρτη είναι αφιερωμένη στο πρόσωπό της. Η Θεοτόκος υπερέχει όχι μόνο όλων των Αγίων αλλά και των Αγίων Αγγέλων. Μόνο η Αγία Τριάδα υπερέχει της παρουσίας της. Για το λόγο αυτό στην Αγία Πρόθεση πριν από τους Αγγέλους και τους Αγίους αίρεται πρώτα μερίδα στο όνομά της. Οι ημέρες οι οποίες είναι αφιερωμένες στο πρόσωπό της είναι η σύλληψη της Αγίας Άννας, τα Γενέθλια της Θεοτόκου, τα Εισόδια, όταν δηλαδή παρεδόθη στο Ναό του Σολομώντα από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, η Αγία Σκέπη, η Σύναξη της Θεοτόκου, 173
Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 230-244: “Είναι η δεύτερη Κυριακή από το Πάσχα, οκτώ ημέρες από το Πάσχα. Τούτο σημαίνει ότι η Κυριακή του Θωμά λαμβάνει μια καινούρια διάσταση...η εν λόγω όγδοη ημέρα οριοθετεί το διάστημα μεταξύ πρώτης και δεύτερης γενέσεως, μεταξύ της αρχικής και της καινούριας δημιουργίας…”. 174 Βλ. Ιω. ε, 1-15. 175 Βλ. Ιω. δ, 5-42. 176 Βλ. Ιω. θ, 1-38.
67
όπου εορτάζεται η σύναξη των πιστών προς τιμή της, ο Ευαγγελισμός, δηλαδή η εξαγγελία της Ενσάρκωσης του Λυτρωτή με το χαρμόσυνο μήνυμα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Ολόκληρος ο Αύγουστος είναι αφιερωμένος προς τιμήν της: Κοίμηση, Παρακλήσεις, Μεθεόρτιο, Εννεάμερα και στις 31 Αυγούστου με την κατάθεση της Αγίας Ζώνης περατώνεται το εκκλησιαστικό έτος. Εορτές Αγίων Αγγέλων Οι Άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν από τον άνθρωπο και τον ορατό κόσμο. Ο αριθμός τους είναι αναρίθμητος και έργο τους η ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και η μεσιτεία τους στο πρόσωπό Του υπέρ των ανθρώπων. Με τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο ορίστηκε πως στους Αγίους αποδίδεται όχι λατρεία, αλλά τιμητική προσκύνηση. Το ίδιο ισχύει και για όλους τους Αγίους Αγγέλους, ενώ η λατρεία αποδίδεται μόνο στον Τριαδικό Θεό. Υπάρχουν πλήθος εορτών προς τιμή τους, ενώ κάθε Δευτέρα είναι αφιερωμένη υμνολογικά στη μνήμη τους. Στην Προσκομιδή εξάγεται μερίδα προς τιμή και μνήμη τους μετά την μερίδα της Παναγίας, ενώ υπάρχει και ειδική ευχή του Απόδειπνου «εις φύλακα Άγγελον» και Παρακλητικοί κανόνες. Εορτές Αγίων Οι εορτές αυτές τελούνται προς τιμή όσων δόξασαν τον Θεό με τη ζωή και το έργο τους, όσων ομολόγησαν την πίστη τους, μαρτύρησαν και εθεώθηκαν και στους οποίους γίνεται επίκληση, προκειμένου να μεσιτεύσουν στον Θεό για το έλεός Του υπέρ ημών. Η μνημόνευσή τους γίνεται για την ακλόνητη πίστη τους, για τον ένθερμο ζήλο τους, για την υπομονή τους, και την καρτερία τους, για την τιμή και δόξα τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Παράλληλα, οι ημέρες αυτές (επέτειοι του μαρτυρίου ή της κοιμήσεως, συνάξεις, επέτειοι θαυμάτων και σπουδαίων γεγονότων της ζωής τους, ευρέσεις και ανακομιδές λειψάνων) προσφέρουν την ευκαιρία μίμησης του φρονήματος και της ζωής τους και εκ του νύν προδιαγράφουν τα μέλλοντα. Συγκεκριμένα: Α) Εορτές Προφητών Υπεράνω όλων των Αγίων τοποθετείται ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Υπήρξε Πρόδρομος του Κυρίου, προετοίμασε ζωντανούς και νεκρούς για να δεχτούν τον Χριστό και μαρτύρησε για χάρη Του. Η Εκκλησία εξάγει ειδική μερίδα στην Προσκομιδή προς τιμή Του και κάθε Τρίτη είναι υμνολογικά αφιερωμένη στη μνήμη Του. Η μνήμη Του τιμάται έξι φορές το χρόνο (σύναξη, εύρεση τίμιας κεφαλής Του, Γενέθλια, αποτομή τίμιας κεφαλής Του, σύλληψη). Τιμή σε αυτές τις εορτές αποδίδεται και στους Προφήτες, οι οποίοι εργάστηκαν με άφθαρτο ζήλο για τη δόξα του Κυρίου και απετέλεσαν παράγοντες για την προβολή της υπερφυσικής Αποκάλυψης. Β) Άγιοι Απόστολοι – Ευαγγελιστές Πρόκειται για τα πρόσωπα τα οποία εξελέγησαν από τον Χριστό (δώδεκα Απόστολοι, τέσσερις Ευαγγελιστές και οι εβδομήντα, οι οποίοι συμπλήρωσαν το έργο των Δώδεκα) και τον υπηρέτησαν μέχρι θανάτου. Αυτοί έγιναν φορείς τής εν Χριστώ αποκάλυψης και αποδέκτες της Θείας Χάρης, αποτελώντας τα θεμέλια της Εκκλησίας. Η Εκκλησία τούς τιμά, τον καθένα σε ιδιαίτερη ημερομηνία του έτους αλλά και όλους από κοινού στη Σύναξη των Αγίων Αποστόλων και στη Σύναξη των Εβδομήκοντα. Η Πέμπτη είναι αφιερωμένη υμνολογικά προς τιμή τους, ενώ αίρεται και ιδιαίτερη μερίδα στην Ιερά Πρόθεση. Γ) Αποστολικοί Πατέρες – Ιεράρχες Τιμώνται τα πρόσωπα τα οποία απετέλεσαν την πρώτη μεταποστολική γενεά στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Πρόκειται για τους Μαθητές των Αποστόλων, τους συνοδούς τους, τους αυτόπτες και αυτήκοους των προσώπων εκείνων
68
των οποίων τα γραπτά έχουν τεράστιο κύρος (Άγιος Κλήμης Επίσκοπος Ρώμης, Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Αντιόχειας). Αυτοί διακρίθηκαν για την αγιότητά τους και τη βοήθεια που προσέφεραν στην Εκκλησία με την ορθόδοξη διδασκαλία τους, ερμηνεύοντας ορθά και συστηματικά την Αγία Γραφή. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν λάβει μέρος στις τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, αγωνίστηκαν ενάντια των αιρέσεων και πρωτοστάτησαν στον αγώνα υπέρ της Ορθοδοξίας. Δ) Ιδιαίτερη τιμή αποδίδεται επιπλέον στους Ισαποστόλους, στους Αγίους οι οποίοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στη διάδοση του Χριστιανισμού (π.χ. Άγιος Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη, Αγία Θέκλα, Κοσμάς ο Αιτωλός, Κύριλλος και Μεθόδιος κ.α.), στους Αγίους Μάρτυρες, οι οποίοι βασανίστηκαν για την πίστη τους στον Χριστό και μαρτύρησαν. Το μαρτύριο, που είναι αποτέλεσμα της ομολογίας της πίστης στον Χριστιανισμό και στην Ορθοδοξία, είναι εθελούσια μίμηση του πάθους του Χριστού. Τα ανωτέρω πρόσωπα διακρίνονται σε Μεγαλομάρτυρες (λόγω της αντοχής και της διάρκειας των βασανιστηρίων), σε Ιερομάρτυρες (όσοι ήταν ιερωμένοι), σε Οσιομάρτυρες και Οσιοπαρθένες (άνδρες και γυναίκες μοναχοί και ασκητές), σε Μάρτυρες (οι λαϊκοί) και σε Νεομάρτυρες (οι λαϊκοί και οι κληρικοί οι οποίοι μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κατά την έπειτα περίοδο). Τιμή και μνημόνευση αποδίδεται και στους Ομολογητές (τα πρόσωπα που ομολόγησαν τον Χριστό, αλλά δεν μαρτύρησαν), στους Απολογητές (αυτούς που υπερασπίστηκαν τον Χριστιανισμό και προέβαλαν την αλήθεια στην Ρωμαϊκή εξουσία ή την Ιουδαϊκή ιεραρχία, π.χ. Ωριγένης, Κλήμης Αλεξανδρεύς), στους Οσίους (μοναχοί, ασκητές αναχωρητές), οι οποίοι αφιερώθηκαν εξ΄ ολοκλήρου στον Χριστό και εγκατέλειψαν τα εγκόσμια, ακολουθώντας αυστηρή και ασκητική ζωή (π.χ. ο Μέγας Αντώνιος, Αθανάσιος ο Αθωνίτης) και στους Δικαίους, οι οποίοι έζησαν προ Χριστού σύμφωνα με τον Θείο Νόμο και την ελπίδα της έλευσης του Μεσσία. Για την τιμή όλων των Αγίων, γνωστών και αγνώστων, θεσπίστηκε η εορτή των Αγίων Πάντων, την τρίτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή.177
177
Για τις εορτές των Αγίων, βλ. www.pigizois/orthod_latria.htm: Οι Άγιοι της Εκκλησίας.
69
14. ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ Οι ύμνοι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Χριστιανικής λατρείας. Ως ύμνοι θεωρούνται οι κοινές λατρευτικές προσευχές, οι οποίες απευθύνονται από τους πιστούς στον Τριαδικό Θεό, σε μια προσωπική συνάντηση και συνομιλία μαζί Του. Χρησιμοποιούνται επίσης ως αναφορά στα περιστατικά τής εκάστοτε εορτής. Απευθύνονται άμεσα ή έμμεσα ως ικεσία, δοξολογία, ευχαριστία στον Τριαδικό Θεό, την Θεοτόκο και τους Αγγέλους. Με την ψαλμική εκφώνησή τους δίνεται η ευκαιρία στην λατρευτική κοινότητα για κοινή εκδήλωση των συναισθημάτων ευσέβειας και αφοσίωσης στον Θεό, για συνδοξολογία, ένωση με τον πλησίον και τον Θεό. Οι ύμνοι βοηθούν στην αποδοχή του Θείου Λόγου, μορφώνουν και διδάσκουν. Η μόρφωση δεν είναι κοσμική αλλά πρόκειται για την κατά Χριστόν μόρφωση, ενώ η διδακτική τους είναι σχετική με τα θέματα της Χριστιανικής δογματικής διδασκαλίας και της ζωής των πιστών. Υπάρχουν ύμνοι κατανυκτικοί, μετάνοιας και ύμνοι για όλες τις χαρμόσυνες και θλιβερές περιστάσεις της ζωής, που εκφράζουν όλα τα συναισθήματα και καλύπτουν όλες τις ανάγκες της ψυχής. Στην υμνολογία προβάλλονται οι αλήθειες της Εκκλησίας με τρόπο ιεροπρεπή και ευχάριστο. Αντλεί το περιεχόμενό της από την Αγία Γραφή και τα Πατερικά κείμενα που την ερμηνεύουν. Σε ό,τι περιλαμβάνει, αντανακλάται σε καθολική κλίμακα όλο το δράμα της ανθρώπινης ζωής, ο αγώνας και η αγωνία της, η πτώση και ο θρίαμβός της, ενώ το στοιχείο της προσδοκίας είναι κυρίαρχο ως μια επικύρωση του ότι ο άνθρωπος εναποθέτει τις ελπίδες του σε μια πραγματικότητα που τον υπερβαίνει και προς την οποία πορεύεται.178 Οι Απόστολοι του Κυρίου και οι Χριστιανοί της πρώτης Εκκλησίας χρησιμοποιούσαν στη λατρεία τους για τη δοξολογία του Θεού τους ίδιους ψαλμούς και ύμνους που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι στο Ναό των Ιεροσολύμων και στις συναγωγές.179 Μετά τους διωγμούς και την αποκοπή από την εβραϊκή λατρεία, διατηρήθηκαν οι ψαλμοί του Δαβίδ και ορισμένα αναγνώσματα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ παράλληλα άρχισε η σύνταξη με μελοποιήσεις ξεχωριστών ύμνων, οι οποίοι αναφέρονταν στην καινούρια πίστη και ζωή. Την περίοδο των αιρέσεων, οι ύμνοι δημιουργήθηκαν προς αποδοκιμασία τους και προς διατύπωση της ορθής χριστιανικής διδασκαλίας. Από τον 3ο αιώνα καθορίστηκαν οι εορτές και οι συνάξεις σε ανάμνηση σημαντικών γεγονότων από τη ζωή της Εκκλησίας ή τη ζωή του μαρτυρίου κάποιου Αγίου ή πιστού. Την περίοδο αυτή άρχισε και η σύνταξη ύμνων, οι οποίοι αναφέρονται στα εν λόγω γεγονότα. Αποφασιστική σημασία για την ανάπτυξη των ύμνων της λατρείας είχε ο αντιφωνικός τρόπος με τον οποίο ψάλλονταν οι ψαλμοί στα αντίφωνα. Σταδιακά δημιουργήθηκαν τα τροπάρια (= τρόπος), τα οποία πολλαπλασιάστηκαν και έθεσαν σε δεύτερη μοίρα τους ψαλμούς. Πρόκειται για ύμνους απλούς με διάφορα ονόματα, ανάλογα με το περιεχόμενό τους (Τριαδικοί, Θεοτόκια, Μαρτυρικά), οι οποίοι εξυμνούν το σωτήριο γεγονός το οποίο εορτάζεται ή τα κατορθώματα της πίστης του Αγίου στον οποίο αναφέρεται. Στο τέλος του Ε΄ αιώνα δημιουργήθηκαν τα κοντάκια, τα οποία έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της υμνογραφίας. Πρόκειται για ποιητικές και μελωδικές 178
Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 232-234, 708 A: “οι θείες μελωδίες των ύμνων δηλώνουν τη θεία ηδονή κι ευχαρίστηση, που δημιουργείται στις ψυχές όλων. Μυστικά τονωμένες απ΄ αυτόν λησμονούν τους περασμένους μόχθους της αρετής και ρίχνονται με νεανική ορμή στην άκαμπτη επιδίωξη των θείων και άφθαρτων αγαθών που μένουν να ’ρθουν”. 179 Βλ. Πράξ. ιστ, 25ˑ Παύλ. Εφεσ. ε, 19ˑ Παύλ. Κολ. γ, 16.
70
συνθέσεις (ίσως η ονομασία οφείλεται στο εν κοντώ, αφού με συντομία αναφέρουν τα περιστατικά της εορτής που εξυμνούν). Αποτελούνται από το προοίμιο, και από 20-40 στροφές (οίκοι), κάθε μια από τις οποίες περατούται με τον ίδιο στίχο (εφύμνιο). Το είδος αυτό της υμνολογίας, αν και διηγείται εορταστικά γεγονότα, παρουσιάζει δραματική πλοκή με εναλλαγή σκηνικών, προσώπων, διαλόγων. Τα πρώτα γράμματα των οίκων σχηματίζουν αλφαβητική ακροστιχίδα, ή φράσεις στην οποία φαίνεται το όνομα του υμνωδού. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ολόκληρο κοντάκιο, το οποίο διασώθηκε στη λατρεία. Ο Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αιώνας) είναι από τους κορυφαίους συνθέτες ύμνων. Τον 7ο αιώνα, τα κοντάκια αντικαταστάθηκαν από τους κανόνες, είδος υμνολογικό, το οποίο κυριάρχησε στην ακολουθία του Όρθρου από τις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ. Οι κανόνες προήλθαν από τον αντιφωνικό τρόπο με τον οποίο εψάλλοντο οι εννέα ωδές της Αγίας Γραφής.180 Οι ύμνοι αυτοί αναφέρονται ειδικότερα σε κάποιο εορταζόμενο γεγονός ή στη ζωή και στο έργο του τιμώμενου Αγίου. Πρώτος εισηγητής των κανόνων στη λατρεία είναι ο Ανδρέας, Επίσκοπος Κρήτης, και ο εξοχότερος συνθέτης κανόνων και τροπαρίων, ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Ορισμένοι από τους ύμνους αυτούς επικράτησε να ονομάζονται εξαποστειλάρια ή εσπέρια, διότι εψάλλοντο στους εσπερινούς της εορτής και αίνοι, οι οποίοι εψάλλοντο στο τέλος του Όρθρου. Κορυφαίος ύμνος είναι η Δοξολογία, η οποία έχει δανειστεί στοιχεία από την Παλαιά Διαθήκη και τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Πρόκειται για ύμνο με Τριαδικό, ικετευτικό και ευχαριστιακό χαρακτήρα, ο οποίος ψάλλεται στο τέλος του Όρθρου κάθε εορτής, προφανώς για να δηλώσει τις εσχατολογικές προεκτάσεις της. Άλλα είδη ύμνων είναι τα Απολυτίκια, ύμνοι μικροί στους οποίους γίνεται λόγος για συγκεκριμένη εορτή ή για κάποιον τιμώμενο Άγιο, τα καθίσματα, τα Λειτουργικά, τα στιχηρά προσόμοια και τα ιδιόμελα, τα οποία είναι αυτόνομες συνθέσεις με ίδιον – δικό τους μέλος, μονόστροφα συνήθως ποιήματα, των οποίων το μέγεθος ποικίλλει.181
180
Βλ.www.pigizois/orthod_latria.htm: Βυζαντινή μουσική :Ωδές :1-2: οι δύο ύμνοι του Μωυσέως (Έξ. ιε, 1-19 και Δευτ. λβ, 1-43). 3-7: οι προσευχές της Άννας, του Αββακούμ του Ησαΐου, του Ιωνά και των Τριών Παίδων (Α’ Βασιλέων β, 1-10, Αββακούμ γ, 1-19, Ησαΐας κστ, 9-20, Ιωνάς β, 3-10, Δανιήλ γ, 26-56). 8: ο ύμνος των Τριών Παίδων (Δανιήλ γ, 57-88). 9: ο ύμνος της Θεοτόκου και η ωδή του Ζαχαρίου (Λουκάς α, 46-55 και 68-79). 181 Περί της εξέλιξης και της σημασίας της υμνολογίας, βλ. Γρ. Θ. Στάθη, “Η Ορθοδοξία και η Υμνογραφία”, Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό Επίτευγμα και τα Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, τ. Α: Η Ορθοδοξία ως πολιτιστικό επίτευγμα, Σ. Γουνελάς (επιμ.), Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, 2002, σελ. 69-110.
71
15. ΜΟΥΣΙΚΗ Οι ύμνοι είναι αδιάσπαστα ενωμένοι με την μουσική εκφορά τους. Οι υμνωδοί ήταν και μελωδοί, δηλαδή δημιουργούσαν ή καθόριζαν και τη μελωδία του ύμνου. Η εκκλησιαστική μουσική έχει σημαντική καλλιτεχνική αξία και βαθιά θρησκευτικότητα. Είναι μουσική λειτουργική, εφόσον, ως κοινή γλώσσα, εξυπηρετεί τους σκοπούς τής λατρείας, δραστηριοποιώντας ενεργά τους πιστούς προς συνδοξολογία του κοινού Θεού. Δεν λειτουργεί αυτοδύναμα, αλλά επενδύει τον λόγο με τη μουσική, με σκοπό τη δημιουργία κατάνυξης και ευλάβειας και τη συγκρότηση λόγου ελκυστικού. Η εκκλησιαστική μουσική (βυζαντινή) είναι φωνητική και μονοφωνική, 182 αφού αποσκοπεί στην βοήθεια του πιστού για άμεση επικοινωνία με τον Θεό, τον συνάνθρωπο, το σύμπαν, για εύκολη κατανόηση, για εντύπωση στη συνείδηση των θείων αληθειών της πίστης, για επίδραση στο υποσυνείδητο και όχι στην ακουστική τέρψη. Η απλότητα και η ιεροπρέπεια της μουσικής αυτής δημιουργούν ατμόσφαιρα κατάνυξης και ευσέβειας, μέσα στην οποία οι ύμνοι εκπληρώνουν τον διδακτικό και παραινετικό σκοπό τους, και όχι προφανώς για ζητήματα διαχειριστικού χαρακτήρα. Η εκκλησιαστική μουσική παρουσιάστηκε από την αρχή στην χριστιανική λατρεία. Πρόκειται για συγκερασμό της ελληνικής μουσικής παράδοσης και της Ιουδαϊκής θρησκευτικής παράδοσης. Τους τρεις πρώτους αιώνες ήταν απλή μελωδία, σαν μελωδική απαγγελία. Τον 4ο αιώνα, από κοινού με την ανάπτυξη της λατρείας, αναπτύσσονται και η υμνολογία και η μελωδία. Η ψαλμωδία γίνεται έντεχνη και ανατίθεται σε ψάλτες, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο χορούς. προκεχωρημένη ακμή εμφανίζει η μουσική τον 8ο αιώνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Την περίοδο αυτή καθιερώνεται το σύστημα των οχτώ ήχων και παρουσιάζονται οι τρεις τόνοι της μελωδίας (ειρμολογικό μέλος = σύντομο, στιχηραρικό μέλος = αργό – σύντομο, παπαδικό μέλος = αργό). Ο Δαμασκηνός ήταν ο δημιουργός, ο οποίος συστηματοποίησε την εκκλησιαστική υμνωδία με τη δημιουργία υποδειγματικών ύμνων και τη δημιουργία μουσικής γραφής. Το σημερινό σύστημα μουσικής γραφής ισχύει από το 1814, και έπειτα από μελέτη των κορυφαίων μουσικών της Εκκλησίας, Γρηγορίου, Χρύσανθου και Χουρμούζιου. Αυτοί δημιούργησαν τις νότες (πΑ, Βου, Γα, Δι, κΕ, Ζω, νΗ), βασιζόμενοι στα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου.183 Εδώ πρόκειται για μια καθαρά αισθητική διάσταση της θεολογίας ή της θρησκευτικής λατρείας. Έχει όμως τις προϋποθέσεις για να διεγείρει την ανθρώπινη εσωτερικότητα και να της προσδώσει μια εκστατική έφεση για τελική αναγωγή στο θείον. Γενικώς πάντως η αισθητική απεγκλωβίζει τον άνθρωπο από τις δεσμεύσεις του στα τρέχοντα ζητήματα.
182
Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 324: “το ιερατείο και οι πιστοί σχηματίζουν ένα μοναδικό λειτουργικό Σώμα, όπου καθένας εκπληρώνει το ιδικό του λειτούργημα. Αυτή η ανθρώπινη ενότητα εξηγεί γιατί η Ορθοδοξία δεν δέχθηκε ποτέ στην Εκκλησία την χρήση μουσικών οργάνων, ήχων χωρίς λόγια, με την ορθή σκέψη, ότι μόνη η ανθρώπινη φωνή μπορεί να περιβληθεί το αξίωμα του “αποκρινόμενου” στον Λόγο του Θεού και ότι ο “χορός” που ψάλλει με μία μόνη ψυχή είναι η κατάλληλα έκφραση του Σώματος, ενωμένου με τον χορό των αγγέλων”. 183 Περί της εξέλιξης και της σημασίας της μουσικής, βλ. Γρ. Θ. Στάθη, “Η Ορθοδοξία και η Μουσική”, Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό επίτευγμα και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, τ. Α: Η Ορθοδοξία ως πολιτιστικό επίτευγμα, όπ. π., σελ. 121-163.
72
16. ΠΡΟΣΕΥΧΗ Προσευχή είναι η ανύψωση του νου, της καρδιάς και της ψυχής στον Τριαδικό Θεό. Είναι εκδήλωση πίστης και αγάπης, ευγνωμοσύνης, αφοσίωσης και σεβασμού στον Παντοδύναμο Θεό, αναζήτηση, επικοινωνία και συνεργασία αγάπης μαζί Του, υπεύθυνος διάλογος μεταξύ κτιστού και άκτιστου. Η εκφώνησή της είναι ο ισχυρός συνδετικός κρίκος με τον Ουράνιο Πατέρα και η απόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι υιός κατά χάριν. Περιλαμβάνει δεήσεις, αιτήσεις, ικεσίες, δοξολογίες, εξομολόγηση, ευχαριστίες, παρακλήσεις για σωτηρία και χορήγηση αγαθών με ταυτόχρονη αναγνώριση της μηδαμινότητας του φθαρτού ανθρώπου ενώπιον του άπειρου Θεού.184 Ο Χριστός, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Απολογητές της πίστης, οι κορυφαίοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι Άγιοι όλων των εποχών και οι ασκητές έδωσαν το παράδειγμα και τόνισαν τη σημασία της προσευχής. Πρώτος ο Χριστός με προσευχή ζήτησε ενίσχυση στον κήπο της Γεσθημανής λίγο πριν τη σύλληψή Του.185 Και πριν από κάθε σημαντικό έργο της επίγειας ζωής Του προετοιμαζόταν με την προσευχή. Ο Παύλος προτρέπει σε συνεχή ανάταση του θεϊκού στοιχείου, προς αναζήτηση του Κυρίου.186 Ο Ματθαίος διακήρυξε την σημασία της Κυριακής Προσευχής.187 Οι Νηπτικοί Πατέρες έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα διευρυμένη και θεσπέσια φιλολογία περί της συντόμου προσευχής “Κύριε, Ιησού, Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού διά της Θεοτόκου ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Αυτή η σύντομη προσευχή είναι μια μικρογραφία του συνόλου της πίστης. Είναι η ακατάπαυστη επίκληση του Θείου ονόματος του Ιησού Χριστού και αυτή που εισάγει τον άνθρωπο στην παρουσία του Θεού, 188 που πληροί την ψυχή και τη σκέψη με υψηλές πνευματικές έννοιες και ουράνιους λογισμούς. Η προσευχή δεν είναι έκφραση φυγής, αλλά δύναμης. Είναι ενεργητική, αγωνιστική πνευματική αντιμετώπιση των δυσκολιών. Προσφέρει πνευματική χαρά, αγαλλίαση, καρτερία, αισιοδοξία, επιμονή, θάρρος, γαλήνη, αυτοπεποίθηση, εσωτερική ηρεμία και ισορροπία, αφού ικανοποιούνται διά της εκφοράς της οι αναζητήσεις της ψυχής. Δια της εκφοράς και βίωσής της η πίστη ενισχύεται από τη δυναμική παρουσία του πνεύματος και καθίσταται ευκολότερη η διάκριση του πειρασμού και της πλάνης, η συγκράτηση από παρεκτροπές και η κάθαρση της ψυχής.189 Η προσευχή πρέπει να στηρίζεται πρώτα απ΄ όλα στην πίστη ότι ο Τριαδικός Θεός είναι εγγύς ημών. Να γίνεται με ταπείνωση και βαθύ σεβασμό, χωρίς επίδειξη, αλλά με επιμονή, δύναμη και αγώνα. Να είναι εγκάρδια και η στάση κατά την εκφώνησή της να δηλώνει ευλάβεια και προσοχή. Να είναι αδιάλειπτη, να γίνεται σε οιαδήποτε κλίμακα χώρου και χρόνου, με διαρκή επίκληση του Θεού. Να τελείται ατομικά (κατ΄ οίκον) αλλά και συλλογικά (λειτουργική προσευχή). Μέσα στην Εκκλησία, η προσωπική προσευχή τελεσφορεί, αφού κανείς δεν είναι χριστιανός από μόνος του αλλά ως μέλος της κοινότητας και μόνο έτσι είναι εφικτή η πρόγευση της ουράνιας χαράς, ως συλλογικού κατορθώματος.190 184
Βλ. Γεράσ. Σ. Μανιάκη, Η προσευχή, Πάτρα, 1993, χ. εκδ., σελ. 15-16. Βλ. Ιω. ιζ, 1-26. 186 Βλ. Παύλ. Κολ. δ, 2. 187 Βλ. Ματθ. στ, 1-15. 188 Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ.155. 189 Περί καρπών της προσευχής, βλ. Γεράσ. Σ. Μανιάκη, όπ. π., σελ. 29-38, 51-59. 190 Βλ. Γεράσ. Σ. Μανιάκη, όπ. π., σελ. 39-49. 185
73
17. ΝΗΣΤΕΙΑ Η νηστεία (νη – εσθίω) είναι συνδεδεμένη με τις πιο κρίσιμες φάσεις της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Πρόκειται για αρχαιότατο έθιμο και βρίσκεται σε όλες τις θρησκείες για θλίψη ή για προπαρασκευή κορυφαίων θρησκευτικών τελετών ή σε ημέρες καθορισμένες για προσευχή και επίκληση της Θείας χάρης. Αυτή δόθηκε ως άσκηση του αυτεξούσιου στον Παράδεισο191 και μετήλθε στους Δίκαιους και στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης,192 στους Αποστόλους και τους Αγίους ως όπλο ελευθερίας απέναντι στις πιεστικές ανάγκες του σώματος, αποδεικνύοντας εμπράκτως την πίστη στον Τριαδικό Θεό. Είναι ένας τρόπος ζωής που δίδαξε πρώτος ο Χριστός. 193 Είναι το πρόσωπο το οποίο αποτέλεσε και το καλύτερο παράδειγμα νηστευτού ανθρώπου, αφού δίδαξε τη νηστεία όχι μόνο με το δικό Του παράδειγμα αλλά και δείχνοντας με παραβολές το πόσο κακό επιφέρει στον άνθρωπο η χωρίς όρια κατανάλωση φαγητού και ποτού. Στην Καινή Διαθήκη η νηστεία αναφέρεται ως μέσο εγκράτειας και κίνητρο πνευματικής ανάτασης.194 Στον Χριστιανισμό η νηστεία δεν είναι μια αφηρημένη θεωρητική κατάσταση, αλλά κοπιώδης πορεία επιστροφής στον Θεό που αφορά όχι μόνο στην τροφή αλλά πιο διευρυμένα, στη νηστεία των πέντε αισθήσεων. Πρόκειται για συνδυασμό εγκράτειας και προσευχής, φιλανθρωπίας και πίστης, ορθοδοξίας και ορθοπραξίας. Είναι διαρκής αγώνας κυριαρχίας στις υλικές αναγκαιότητες, ο οποίος αποκτά νόημα κυρίως μέσα στο χώρο της Εκκλησίας και όχι ως ατομικό κατόρθωμα της θέλησης. Δεν θεωρείται σκοπός αλλά μέσο πνευματικής ανάτασης και κυριαρχίας του πνευματικού επί της σάρκας,195 με αποτέλεσμα τη νίκη κατά του κακού, τον αγνισμό της ψυχής, την τόνωση του νου, την υγεία του σώματος. Ως άσκηση, όταν γίνεται χωρίς εγωισμούς, υποκρισία196 και επίδειξη αλλά με μετάνοια και ταπεινότητα, αναπέμπει με όρους μεταμόρφωσης την προσευχή στον Ουρανό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, θεωρώντας τον άνθρωπο πρόσωπο ως ενότητα ψυχής και σώματος όρισε αυστηρούς κανόνες άσκησης και υπακοής. Την αρχή της νηστείας αποτελούν τα Πάθη και η Ανάσταση του Κυρίου. Υπάρχουν τέσσερις περίοδοι νηστείας: (α) η Μεγάλη Τεσσαρακοστή: διαρκεί από την Καθαρά Δευτέρα έως την Κυριακή της Αναστάσεως, η οποία είναι και η πιο αυστηρή νηστεία που γίνεται προς τιμή του Χριστού και κυρίως του Πάθους Του για τον άνθρωπο, (β) η νηστεία των Χριστουγέννων, η οποία διαρκεί από τις 15 Νοεμβρίου έως τις 24 Δεκεμβρίου προς τιμή του μεγάλου γεγονότος της Χριστιανοσύνης, της γέννησης του Θεανθρώπου, (γ) η νηστεία της Παναγίας: διαρκεί από την 1 Αυγούστου έως τις 14 Αυγούστου προς τιμή της Θεοτόκου και για χάρη της ψυχής. Η Πανάγια Μητέρα, πριν την κοίμησή της, ενήστευσε για δεκαπέντε ημέρες για την ψυχή Της. Το ίδιο παράδειγμα οφείλει να ακολουθήσει ο ευσεβής Χριστιανός προς σωτηρία και της δικής του ψυχής, (δ) η νηστεία των Αγίων Αποστόλων: διαρκεί από την Δευτέρα, μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων 191
Βλ. Γέν. β, 16-17. Βλ. Δευτ. θ, 18. 193 Βλ. Ματθ. στ, 16-17. 194 Βλ. Ματθ. δ, 2˙ Μάρκ. θ, 29˙ Λουκ. ιη, 12. 195 Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 140 κ. ε. : “Η άσκηση, διαβρώνοντας την ιεραρχική δομή της φύσεως, τείνει προς τη δεσποτεία του πνευματικού πάνω στο υλικό”. 196 Βλ. Ματθ. στ, 16-17. 192
74
έως τις 28 Ιουνίου, προς τιμή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Ημέρες νηστείας είναι η Τετάρτη, η ημέρα της προδοσίας και η Παρασκευή, η ημέρα της Σταύρωσης. Στη νηστεία της Τετάρτης υπενθυμίζεται ότι χωρίς αγώνα και εγκράτεια είναι πιο εύκολη η παραπλάνηση και η προδοσία. Με τη νηστεία της Παρασκευής σταυρώνεται ο κακός εαυτός και γίνεται επίκληση ελέους για την αναξιότητα του φθαρτού ανθρώπου. Ημέρες νηστείας είναι και (α) η παραμονή των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου) για προπαρασκευή και προετοιμασία για τον Μεγάλο Αγιασμό που θυμίζει την Θεία Κοινωνία, (β) η ημέρα ύψωσης του Τιμίου Σταυρού εις ανάμνησιν του σταυρικού θανάτου του Κυρίου που θυμίζει την Μεγάλη Παρασκευή και (γ) η ημέρα αποτομής της Τίμιας Κεφαλής (29 Αυγούστου) σε ένδειξη πένθους για την άδικη θανάτωση του αγιότερου ανθρώπου στην ιστορία. Νηστεία δεν γίνεται ποτέ την Κυριακή, αφού είναι ημέρα εορταστική και χαρμόσυνη.197 Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι με την νηστεία ο άνθρωπος προσδίδει στις ηθικές αρετές και πράξεις τις μεταμορφωτικές εκείνες διαστάσεις που υπερβαίνουν μια συμβατικού και ενδοκοσμικού τύπου καθηκοντολογία και ανάγουν στην εσχατολογία της Όγδοης Ημέρας.
197
Βλ. www. pigizois/orthod_latria.htm: Οι νηστείες της Εκκλησίας.
75
18. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Η γλώσσα των ύμνων και της λατρείας είναι η κοινή ελληνιστική γλώσσα της Αγίας Γραφής και η “αττικίζουσα” γλώσσα των Πατέρων. Η ελληνική γλώσσα ήταν το ιδίωμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάδοση του Χριστιανισμού, τη διατύπωση των φιλοσοφικών όρων, των εννοιών, των δογμάτων και των αληθειών της πίστης.198 Η ανάγκη διατήρησης της παράδοσης στη λατρεία συνέβαλε στο να παραμείνει η γλώσσα της λατρείας αμετάβλητη και να μην ακολουθήσει την εξέλιξη της γλώσσας στην καθημερινή ζωή. Η εκκλησιαστική γλώσσα είναι γλώσσα λειτουργική. Δεν εκφέρεται αυτοδύναμα, αλλά στοχεύει στην υποβοήθηση των πιστών στη συμμετοχή, στη λατρεία και όχι στον εντυπωσιασμό με ρητορισμούς και γλωσσικά εκφραστικά μέσα και σχήματα. Τα απλά γλωσσικά στοιχεία είναι οι παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν και τα ανάλογα αισθήματα ευλάβειας και κατάνυξης. Η κατανόηση των νοημάτων και των ηχημάτων, τα οποία περιέχουν τη θεία αλήθεια, δίνει την ευκαιρία και τη δυνατότητα προς συμμετοχή και συμπροσευχή, προς μια μυστική ένωση των μελών της Εκκλησίας με τον Λόγο του Θεού. Ο λόγος της λατρείας ενέχει μια πνευματικότητα, η οποία φανερώνεται στη χρησιμοποίηση λέξεων και σχημάτων, εξαγιασμένων από τη λειτουργική και κηρυκτική πράξη, η οποία προέρχεται από την Αγία Γραφή. Εξαιτίας των ανωτέρω είναι δύσκολη η μετάφραση του λόγου χωρίς να απωλεσθεί το κάλλος και το βαθύτερο νόημα. Επειδή η λατρεία είναι αναγωγή, η γλώσσα με την οποία εκφράζεται η Εκκλησία είναι όχι απλά ιερή, αλλά ενέχει μια μακαριότητα της άνω ζωής, το άκτιστο φως της θείας ενέργειας (θέωση της ανθρώπινης γλώσσας). Αποτελεί έκφραση της εν Χριστώ ζωής και εξυπηρετεί το αφυπνιστικό199 και εποικοδομητικό έργο της. Διαθέτει υπερφυσική υφή και για το λόγο αυτό η αισθητική αξιολόγησή της πραγματοποιείται όχι με φυσικά αλλά με υπερφυσικά κριτήρια. Και τέτοιου είδους κριτήρια δεν εξασφαλίζονται με συμβατικά ανθρώπινα μέτρα αλλά με μια συμβατικής υφής επικοινωνία με το υπερβατικό.
198
Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 345-355, για τον αγώνα του Κυρίλλου και Μεθοδίου προς επιβολή του ελληνορθόδοξου ιδεώδους σε σχέση με το ζήτημα της λειτουργικής γλώσσας. 199 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 210, 697 Β: “και ακολουθώντας το λόγο, ας ανεβούμε λίγο μαζί του, όσο μπορούμε, μ’ ευλάβεια σε ψηλότερη σκοπία”.
76
19. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Ο λειτουργικός χρόνος είναι μια έννοια κατά την οποία δηλώνεται ότι στη λατρεία ο χρόνος παύει να υφίσταται υπό τη μορφή του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος -υπό τους όρους δηλαδή της φυσικής εξέλιξης- και μετουσιώνεται σε ένα μυστικό βίωμα, όπου εσωτερικεύεται η αιωνιότητα στο παρόν μυστηριωδώς.200 Με την κατάργηση της κατηγορίας του χρόνου, την υπέρβαση των περιορισμών και των δεσμεύσεων, δίνεται η δυνατότητα άμεσης επαφής με τα γεγονότα του παρόντος και του μέλλοντος. Προσφέρεται δηλαδή η ευκαιρία βίωσής τους στην ολότητα και την πληρότητά τους, ενώ επίσης δίνεται στο παρόν το περιεχόμενο της αιώνιας ζωής. Πρόκειται για τον λειτουργικό, τον συμπυκνωμένο χρόνο, κατά τον οποίο η μετοχή πραγματοποιείται στα ίδια τα γεγονότα τα οποία εορτάζονται. Δεν καταλύεται ο χρόνος παρά μόνο ως προς ό,τι ο ίδιος ως συμβατικό και πεπερασμένο μέγεθος ταυτίζεται με τον θάνατο. Εντός των εξελίξεών του σε κάποια ιστορική στιγμή έγιναν όσα περιέχει η λειτουργική ανάμνηση και βιώνονται, υπό την έννοια της λειτουργίας. Η λατρεία παρουσιάζει το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα για χάρη του ανθρώπου. Αυτό το έργο ανανεώνεται και συνεχίζεται στις ποικίλες ιερές ακολουθίες και στη Θεία Λειτουργία. Ο Χριστός διέρρηξε την ιστορική συνέχεια. Δεν κατέλυσε τον χρόνο, παρά μόνο τον άνοιξε.201 Ο μέλλοντας αιώνας, η Όγδοη Ημέρα, συμβολίζεται με την Κυριακή, την ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού.202 Με την Ανάσταση ο μέλλοντας αιώνας έχει εισχωρήσει πια στην Ιστορία και τη μετασχηματίζει. Μόνο στον Χριστό ο χρόνος βρίσκει το κέντρο του. Πριν η ιστορία κατευθυνόταν προς την έλευσή Του (χρόνος αναμονής). Ο Μυστικός Δείπνος στη λειτουργική διάσταση είναι ο ίδιος και συνεχίζεται με την είσοδο και άλλων προσκεκλημένων στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η αναίμακτη θυσία είναι η ίδια με τη θυσία του Χριστού, η οποία υπερβαίνοντας τους περιορισμούς του χρόνου είναι παρούσα σε όλους τους ναούς και σε κάθε εποχή. Στη λατρεία δεν γίνεται μόνο λόγος περί θείων γεγονότων, ούτε απλή ανάμνησή τους. Τα γεγονότα αυτά, με μυστηριώδη τρόπο βιώνονται ως συμβαίνοντα, εκτυλισσόμενα και προβαλλόμενα πραγματικά ενώπιόν μας. Μέσα στη λειτουργική διάσταση κάθε στιγμή είναι εγγύς, διότι το περιεχόμενό της είναι παρόν μέσα σε όλες τις άλλες στιγμές. Επειδή το παρελθόν και το μέλλον είναι συγχρόνως και παρόν, στα λειτουργικά κείμενα χρησιμοποιούνται αδιαλείπτως το “σήμερον” και ενεστωτικές εκφράσεις, μετασχηματίζοντας το χρόνο, όπως και όλα τα άλλα στη λειτουργική ζωή, σε αιωνιότητα με την αγιαστική και μεταμορφωτική χάρη του Αγίου Πνεύματος.
200
Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 16 κ. ε.: “Η λατρεία-η οποία διαπνέεται από το χαρακτήρα της “φυσικής της μήτρας”, της Θείας Λειτουργίας-είναι εικόνα των εσχάτων και εγκαινιάζει μια τομή στην κοσμική έννοια του χρόνου, μια διακοπή της χρονικής αλληλουχίας, εφ’ όσον “αυτό που πρόκειται να έλθει”, (κατάσταση ουσιαστικώς αχρονική) είναι ήδη παρόν εν χρόνω”. 201 Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 278-282. 202 Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 36-52, όπου καταγράφονται αναφορές σε συγγράμματα περί της Κυριακής ως όγδοης και ημέρας της Αναστάσεως, καθώς και περί της εσχατολογικής σημασίας της .
77
20. ΤΡΟΠΟΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ 20.1. ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ Ιερές ακολουθίες ονομάζονται οι τελετές εκείνες της Εκκλησίας οι οποίες πραγματοποιούνται προς δόξα Θεού και ωφέλεια του πιστού με τη χορήγηση της Θείας Χάρης. Ονομάζονται ακολουθίες, δεδομένου ότι τα όσα πραγματοποιούνται κατά την τέλεσή τους δεν είναι τυχαία, αλλά ακολουθούν ορισμένο τρόπο και γίνονται σε ορισμένες ώρες της ημέρας ή σε ορισμένες περιστάσεις. Περιλαμβάνουν συμπλέγματα προσευχών, ψαλμών, δεήσεων, πνευματικών ωδών και ύμνων της χάριτος προς δόξα του Θεού και αγιασμού των πιστών, που διαβάζονται ή ψάλλονται με καθορισμένη τάξη και συστηματική ακολουθία.203 Διακρίνονται σε τακτικές, οι οποίες πραγματοποιούνται σε κάθε ναό για όλους και σε ορισμένο χρόνο και συνήθως αποβλέπουν στην προετοιμασία του πιστού για τη Θεία Λειτουργία, και σε έκτακτες, οι οποίες γίνονται σε ειδικές περιστάσεις, ή όταν ζητηθεί από τον πιστό. Στις τακτικές ακολουθίες ανήκουν ο Εσπερινός, το Απόδειπνο, το Μεσονυκτικό, οι Ώρες, ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία. Ο Εσπερινός είναι μικρός και μεγάλος, ανάλογα με την εορτή που ακολουθεί. Καλείται έτσι, αφού πραγματοποιείται το βράδυ. Αρχίζει με το “ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε” και συνεχίζει με τον προοιμιακό 103ο Ψαλμό: “Ευλόγει η ψυχή μού τόν Κύριον…”. Ακολουθούν άλλα τροπάρια, ψαλμοί και αιτήσεις. Τέλος, ψάλλεται ο ύμνος “Φως ιλαρόν”, ο οποίος αφιερώνεται στον Σωτήρα Χριστό. Τελειώνει με την ευχή του Συμεών “Νυν απολύεις τόν δούλον Σού Δέσποτα”. Το Απόδειπνο ψάλλεται ύστερα από το δείπνο. Το “Μεγάλο Απόδειπνο”, με πιο πολλούς ύμνους και αναγνώσματα γίνεται τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και το “Μικρό Απόδειπνο” τις υπόλοιπες περιόδους. Πρόκειται για προσευχή μετάνοιας για τα αμαρτήματα της ημέρας και δέησης για τη νύχτα. Το Μεσονυκτικό είναι η ακολουθία του Μεσονυκτίου. Συνήθως πραγματοποιείται την αυγή, πριν από τον Όρθρο. Οι Ώρες είναι σύντομες ακολουθίες και προσευχές, οι οποίες διαβάζονται σε ορισμένες ώρες της ημέρας (ανά τρεις ώρες μετά την ανατολή του ηλίου). Οι “Μεγάλες Ώρες”, με πιο πολλά τροπάρια ψάλλονται την παραμονή των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων και τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο Όρθρος είναι η πρωινή προσευχή της Εκκλησίας. Θυμίζει την Ανάσταση του Κυρίου, η οποία έγινε “Όρθρου βαθέως”.204 Αρχίζει με τον εξάψαλμο και συνεχίζει με άλλους ψαλμούς και ύμνους. Κατόπιν, διαβάζεται το Ευαγγέλιο, που εξιστορεί την Ανάσταση του Κυρίου, ο Ψαλμός της Μετάνοιας και όλη η ακολουθία περατώνεται με τη Δοξολογία και την απόλυση.205 Στις έκτακτες ακολουθίες ανήκουν τα ιερά μυστήρια και οι τελετές Εγκαινίων των ναών, ο Αγιασμός, οι Παρακλητικοί Κανόνες και η νεκρώσιμη Ακολουθία. Στο σύνολό τους πάντως οι ακολουθίες αποτυπώνουν μέσα στην ιστορία την βίωση του υπερφυσικού και αντανακλούν την απόπειρα του ανθρώπου να θέσει στο περιθώριο την μεταπτωτική κατάσταση, ώστε να οδηγηθεί στο “καθ΄ομοίωσιν” του Θεού.
203
Βλ. Γεώργ. Γ. Μπεκατώρου, “Ακολουθία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, Αθήνα, 1962, εκδ. “Μαρτίνος”, σελ. 1217-1221, εδώ 1217-1218. 204 Βλ. Λουκ. κδ, 1. 205 Για τις τακτικές ακολουθίες, βλ. Αθ. Αντωνόπουλου, όπ. π., σελ. 44-46.
78
20.2. ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ Τα μυστήρια είναι οι αγιαστικές πράξεις, οι θεοσύστατες τελετές, με τις οποίες μέσω ορατών σημείων (έλαιον, ύδωρ, κ.λ.π.), μεταδίδεται η αόρατη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Κατέχουν κεντρική θέση στην λατρεία, αφού, εκτός από τις κεφαλαιώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού, οι οποίες δεν προσεγγίζονται χωρίς πίστη, συμβολίζουν ή αναπαριστάνουν απόκρυφες και στην ουσία τους μυστικές έννοιες ή ιδέες ανώτερες από την ανθρώπινη αντίληψη και μεταδίδουν τη χάρη του Θεού (μύω = κλείνω τους οφθαλμούς ή το στόμα, καλύπτω). Αντλούν τη δύναμή τους από τον ίδιο τον Χριστό, που είναι ο ιδρυτής των μέσων αυτών της χάριτος, και γι΄ αυτό καλούνται Θεοσύστατα.206 Είναι επτά στον αριθμό και διακρίνονται σε υποχρεωτικά και προαιρετικά, και σε επαναλαμβανόμενα και μη επαναλαμβανόμενα. Υποχρεωτικά είναι το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Εξομολόγηση και η Θεία Ευχαριστία και προαιρετικά ο Γάμος, η Ιεροσύνη και το Ευχέλαιο. Το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η Ιεροσύνη είναι μη επαναλαμβανόμενα, αφού τελούνται μόνο μια φορά, ενώ τα υπόλοιπα τελούνται όσες φορές ζητηθεί από τον πιστό, πλην του Γάμου που μπορεί να τελεστεί έως και τρεις φορές. Προκειμένου να θεωρηθεί έγκυρο το μυστήριο, είναι απαραίτητη η τέλεση από κανονικά χειροτονημένο ιερουργό καθώς και να υπάρχουν τα αναγκαία αισθητά σημεία, δηλαδή η ύλη του μυστηρίου, που ποικίλει ανάλογα με το μυστήριο, και η ειδική ιερολογία. Τα μυστήρια και οι τελετουργικές πράξεις έρχονται ως συνέχεια του έργου και των θαυματουργικών ενεργειών του Χριστού και στη ζωή των πιστών εκδηλώνονται κατά τον πιο εκφραστικό τρόπο τα “σημεία” της Βασιλείας του Θεού. Συνδέονται με τα κορυφαία γεγονότα της ζωής του Χριστού, τον σταυρικό θάνατο και την Ανάσταση, απ’ όπου προέκυψε και το μέγα μυστήριο της σωτηρίας. Τα ίδια τα γεγονότα συντελούν και στη βίωση, εκ μέρους του πιστού, του μυστηρίου της Βασιλείας του Θεού, ως ζώσας πραγματικότητας και στην ανανέωση της ελπίδας για την πλήρη μετοχή στη Βασιλεία των Ουρανών και την κοινωνία των εσχατολογικών δωρεών του μέλλοντος αιώνα. Τα μυστήρια μορφώνουν την Εκκλησία σε Βασιλεία του Θεού και δι’ αυτών λειτουργεί στο παρόν ως εσχατολογική κοινότητα. Η συνύπαρξη της ιστορίας του κόσμου και της ιστορίας της Εκκλησίας σε μία εσχατολογική προοπτική είναι εφικτή κυρίως στην εμπειρία των μυστηρίων. Σε αυτά πραγματώνεται μια ενότητα ιστορίας του κόσμου και ιστορίας της Βασιλείας του Θεού, που συναποτελούν την ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου και την ιστορία της λύτρωσης όλης της δημιουργίας. 20.2.1. Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας αποτελεί την κορύφωση της λατρείας, διότι τότε πραγματοποιείται η αναίμακτη θυσία του Κυρίου, η Θεία Ευχαριστία. Είναι κυρίως δημόσια λατρεία, όπου η συμμετοχή των πιστών είναι αυτονόητη, αφού λειτουργία σημαίνει έργο για το λαό.207 Στην αρχή η Θεία Λειτουργία ήταν απλή, αλλά έπειτα προστέθηκαν ύμνοι, ευχές, δεήσεις και αναγνώσματα και δημιουργήθηκαν διάφοροι τύποι λειτουργιών: η Λειτουργία του Ιακώβου Αδελφόθεου, πρώτου Επισκόπου Ιεροσολύμων, η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η οποία τελείται δέκα φορές το έτος (στη μνήμη του Αγίου την 1η Ιανουαρίου, την παραμονή των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, τις πέντε πρώτες Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τη Μεγάλη 206 207
Βλ. P. Eνdokimov, όπ. π., σελ. 355-358. Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 41: “λείτος + έργον, λεώς, λαός+δημόσιο έργο”.
79
Πέμπτη και το Μεγάλο Σάββατο) και η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Αυτή συνετάχθη κατά την εποχή των διωγμών από άγνωστο συγγραφέα. Σήμερα τελείται τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή εκτός Σαββάτου και Κυριακής και των τριών πρώτων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Στην κατανυκτική αυτή Θεία Λειτουργία τα Τίμια Δώρα είναι προηγιασμένα από τη Λειτουργία του Σαββάτου ή της Κυριακής, και κατά τη μεγάλη Είσοδο περιφέρονται στο ναό με τη συνοδεία προσευχών από τους πιστούς. Τα αισθητά σημεία του μυστηρίου είναι ο άρτος, ο οίνος και η ευχή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Το πνευματικό στοιχείο είναι η ψυχική και διανοητική προπαρασκευή του πιστού. Η Θεία Λειτουργία αποτελείται από την προετοιμασία για τη Θεία Λειτουργία, δηλαδή την Πρόθεση ή Προσκομιδή, την Λειτουργία των κατηχούμενων και την Λειτουργία των πιστών. Κατά την Πρόθεση ή Προσκομιδή, που χρονικά συμπίπτει με τον Όρθρο, αφού πρώτα έχει γίνει η προετοιμασία του ιερέα, ψυχική και σωματική με πνευματικό αγώνα και κάθαρση της ψυχής από της προηγούμενης εσπέρας, ετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα, (ο άρτος και ο οίνος), που προσφέρονται από τους πιστούς για τη θυσία. Ο ιερέας μετά από προσκύνηση των ιερών εικόνων, προσευχή για ενίσχυση του έργου και πλύση των χεριών (ένδειξη καθαρότητας) ρίχνει νερό και κρασί στο Άγιο Ποτήριο, λαμβάνει τον Άρτο από την Πρόθεση, τον υψώνει και τον σφραγίζει σε σχήμα σταυρού με τη λόγχη. Το κεντρικό κομμάτι, ο Αμνός τοποθετείται στον Άγιο Δίσκο από κοινού με τα υπόλοιπα, τα οποία θα προσφερθούν στην Θεοτόκο, στους Αγίους, στους Αγγέλους, στους Αποστόλους, στους Μάρτυρες και σε όλους τους ζωντανούς και νεκρούς, καλύπτονται με τον Αέρα και παραμένουν στην Πρόθεση μέχρι τον καθαγιασμό τους σε Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ακολουθεί η Λειτουργία των κατηχουμένων ή Ιερουργία του λόγου. Η εν λόγω τελετή προετοιμάζει τους κατηχούμενους να βαπτιστούν και γι΄ αυτό παρακολουθούν μαθήματα μύησης στον Χριστιανισμό. Το τρίτο μέρος, την τέλεση της Ευχαριστίας, δεν μπορούν να την παρακολουθήσουν.208 Η Λειτουργία αποτελεί αναπαράσταση ολόκληρου του έργου της ζωής του Χριστού. Άρχισε με την Ενσάρκωση και περατούται με την Ανάσταση και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Περιλαμβάνει την Έναρξη και τη Μεγάλη Συναπτή. Αρχίζει με την ευλογία και τη δοξολογία της Βασιλείας του Τριαδικού Θεού, ενώ οι πιστοί επισφραγίζουν με το “Αμήν”. Η Συναπτή αποτελείται από αιτήματα, προσευχές προς τον Θεό για όλη την κτίση, και ζητείται η άνωθεν ειρήνη και η απαλλαγή από τα πάθη και τη θλίψη. Τα τρία αντίφωνα προετοιμάζουν τον πιστό για το μυστήριο της Λειτουργίας. Αναφέρονται στην παρουσία του Χριστού στον κόσμο και συνοδεύονται με ευχαριστία, δοξολογία και ευχή για κάθε αντίφωνο. Στο πρώτο ζητείται έλεος με τη μεσολάβηση της Θεοτόκου, στο δεύτερο τονίζεται η παρουσία του Χριστού στη Θεία Λειτουργία και στο τρίτο αναφέρεται το απολυτίκιο της ημέρας, το νόημα και το περιεχόμενο της εορτής. Κατά την Μικρή Είσοδο, ο ιερέας με την Αγία Τράπεζα και το Ιερό Ευαγγέλιο και με πομπή, κατευθύνεται στο κέντρο του ναού, όπου εκφέρει ευχές και υψώνει το Ευαγγέλιο. Με την είσοδο στο Ιερό Βήμα συμβολίζεται η παρουσία του 208
Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 235, 708 Β: “Η κάθοδος του αρχιερέα από το θρόνο και η απομάκρυνση των κατηχουμένων, σημαίνει γενικά τη δεύτερη παρουσία του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού από τον ουρανό και το ξεχώρισμα των αμαρτωλών από τους Αγίους, καθώς επίσης και τη δίκαιη αμοιβή καθενός κατά την αξία του. Ιδιαίτερα σημαίνει: όσων επίστεψαν, την τέλεια με τη δύναμη της πίστης πληροφορία, που δίνει ο Θεός και Λόγος με την αόρατη παρουσία του –με την πληροφορία αυτή απομακρύνεται, όπως ο κατηχούμενος, κάθε λογισμός, που σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο χωλαίνει ακόμα στην πίστη- όσων εδόθηκαν στην πράξη, (δηλώνει) την τέλεια αλήθεια, που με τη δύναμή της απομακρύνεται από την ψυχή κάθε παθητική κι αμαρτωλή σκέψη”.
80
Κυρίου στον κόσμο, η είσοδος στη δημόσια ζωή και δράση. Ακολουθεί ο Τρισάγιος Ύμνος,209 που είναι ο ύμνος των Αγγέλων, οι ψαλμοί τροπαρίων, όπου εξαίρεται το έργο του Χριστού και αναγνώσματα από Ευαγγελικές και Αποστολικές περικοπές. Η ανάγνωση ζωντανεύει και αισθητοποιεί τον Λόγο του Θεού στον άνθρωπο (= ιερουργία του λόγου). Το κήρυγμα που ακολουθεί, συνιστά σημαντικό και αναπόσπαστο τμήμα της Θείας Λειτουργίας. Αποτελεί ανάλυση των εννοιών και των νοημάτων των περικοπών, ανάπτυξη των χριστιανικών αληθειών, η οποία είναι απαραίτητη για τη διευκρίνιση και την εδραίωση της πίστης.210 Όταν διαβάζεται το Ευαγγέλιο, το ποίμνιο παρακολουθεί σε όρθια στάση και στο τέλος αναφωνεί το “αλληλούια” εις ένδειξη χαράς για τη φανέρωση του Λόγου του Θεού.211 Ακολουθούν ευχές και δεήσεις υπέρ των κατηχουμένων, ώστε να καταστούν άξια μέλη της Εκκλησίας. Το τρίτο μέρος της Θείας Λειτουργίας είναι η Λειτουργία των πιστών, η τέλεση της Ευχαριστίας. Πρόκειται για το μυστήριο κατά το οποίο ο αγιασμένος άρτος και οίνος μεταβάλλονται σε πραγματικό Σώμα και Αίμα του Κυρίου, το οποίο ο πιστός μεταλαμβάνει για ένωση, συσσωμάτωση με τον Κύριο και άφεση των αμαρτιών. Αποτελεί καθολικό μυστήριο της Εκκλησίας, αφού στη τέλεσή του εκδιπλώνεται ολόκληρο το έργο της Θείας Οικονομίας. Το εν λόγω μυστήριο συνέστησε ο Κύριος Ιησούς Χριστός στους Μαθητές του, κατά τον Μυστικό Δείπνο, ώστε “τούτο ποιείτε εις τήν εμήν ανάμνησιν” και “τούτο ποιείτε οσάκις αν πίνητε, εις τήν εμήν ανάμνησιν”.212 Περιλαμβάνει τις ευχές των πιστών, με τις οποίες ζητείται κάθαρση για την συμμετοχή στην Ευχαριστία, την Προσκομιδή, την Μεγάλη Είσοδο, τα πληρωτικά και τις αιτήσεις. Αρχικά, στο σημείο αυτό γινόταν η προετοιμασία των Τιμίων Δώρων. Αυτά, που είχαν προετοιμαστεί στην Πρόθεση μεταφέρονταν με πομπή στην Αγία Τράπεζα, όπου σκεπάζονταν με τον αέρα, καθώς εψάλλετο ο χερουβικός ύμνος. Η Μεγάλη Είσοδος συμβολίζει την πορεία του Χριστού στο πάθος, την ανάβαση στο Γολγοθά και τη θυσία. Ως πληρωτικά νοούνται σειρές αιτημάτων κυρίως με προσωπικό χαρακτήρα, που αφορούν στην πνευματική ζωή του πιστού. Ο ασπασμός της αγάπης και η ομολογία της πίστης θεωρούνται πολύ σημαντικά για τη συνέχιση του μυστηρίου. Ο ασπασμός είναι φίλημα ειρήνης, ως έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης και της ενότητας των πιστών. Η ομολογία της πίστης στον Τριαδικό Θεό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για οτιδήποτε τελείται στην Εκκλησία. Στο σημείο αυτό αποκαλύπτονται τα Τίμια Δώρα. Ακολουθεί η 209
Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 205, 696 D: “η τριπλή αναφώνηση του Άγιος” δείχνει την ένωση και ισοτιμία μας με τις ασώματες και νοερές δυνάμεις, που θα φανή στο μέλλον. Με αυτήν, σε συμφωνία με τις άνω δυνάμεις...θα μάθη η ανθρώπινη φύση να υμνή και ν’ αγιάζη με τρεις αγιαστικές αναφωνήσεις την τρισυπόστατη και όμως μία θεότητα”. 210 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 232, 705 D-708 Α: “τα αναγνώσματα γενικά φανερώνουν τα θελήματα και τις βουλές του Θεού, που σύμφωνα μ’ αυτά είναι ανάγκη όλοι να παιδαγωγούνται και να ζουν. Και ειδικά, τη διδασκαλία και προκοπή στην πίστη όσων επέστρεψαν, τη μόνιμη διάθεση στην αρετή όσων εδόθησαν στην πράξη, πράγμα που τους κάνει, στοιχημένοι στο θείο νόμο των εντολών, να στέκωνται ανδρικά και ακλόνητα μπροστά στις παγίδες του διαβόλου και να ξεφεύγουν τις αντίθετες επιβουλές˙ όσων ζητούν τη γνώση, φανερώνουν την έξη της θεωρίας, που κατ’ αυτή συγκεντρώνοντας όσο μπορούν τους πνευματικούς λόγους των αισθητών και της πρόνοιας, που τους διέπει, κατευθύνονται σταθερά προς την αλήθεια”. 211 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 234, 708 B: “το ιερό Ευαγγέλιο συμβολίζει γενικά τη συντέλεια της ζωής αυτής και ειδικά φανερώνει τον ολοκληρωτικό αφανισμό της παλιάς πλάνης όσων επίστεψαν. Δηλώνει ακόμα τη νέκρωση και τη συντέλεια του σαρκικού νόμου και φρονήματος όσων έχουν δοθή στην πράξη. Σ’ όσους επιδιώκουν τη μυστική γνώση δείχνει τη συγκέντρωση και την αναφορά των πολλών και διαφόρων λόγων στον κοινό λόγο όλων, αφού έχη τελειώσει γι’ αυτούς και τερματισθή η λεπτομερειακή φυσική θεωρία που εκτείνεται σε πολλά”. 212 Βλ. Παύλ. Α’ Κορ. ια, 25.
81
Άγια Αναφορά, που είναι και το πιο σημαντικό τμήμα της Θείας Λειτουργίας. Αναφορά είναι η προσφορά θυσίας που αναφέρεται στο Άγιο Θυσιαστήριο και η ευχή ευχαριστίας για όσα χαρίζει ο Θεός. Περιλαμβάνει προτροπές, ευλογίες, διάλογο του ιερέα με τον λαό για σταθερότητα της πίστης και πνευματική επαγρύπνηση, ευχαριστιακές ευχές για όσα έπραξε και πράττει ο Θεός για χάρη του ανθρώπου, τον επινίκιο ύμνο, την ανάμνηση των ευεργεσιών του Θεού προς την ανθρωπότητα, την ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου και των λόγων σύστασης της Θείας Ευχαριστίας. Η ανάμνηση δεν αποτελεί θύμηση, αλλά παρουσία στην πραγματικότητα της ίδιας της θυσίας, του θανάτου, της Ανάστασης, της Ανάληψης και της Δευτέρας Παρουσίας. Ακολουθούν επικλήσεις και δεήσεις προς το Άγιο Πνεύμα για τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, ώστε να μεταβληθούν σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου και μνημόνευση των ζωντανών και νεκρών μελών της Εκκλησίας. Η Αναφορά είναι μία αναληπτική κίνηση της Εκκλησίας προς τα άνω, προς την ουράνια Βασιλεία του Θεού. Μια λατρεύουσα κοινότητα, εμπλουτισμένη όχι μόνο με τις αναμνήσεις αλλά και με τις παρούσες εμπειρίες των σωτηριολογικών γεγονότων, προσάγεται με την πράξη αναφοράς στην ουράνια λειτουργία, μετέχοντας από κοινού με τις αγγελικές δυνάμεις σε ενα άλλο είδος εσχατολογικής λατρείας. Η προετοιμασία για τη Θεία Κοινωνία περιλαμβάνει δεήσεις, ευχές, αιτήσεις και την Κυριακή Προσευχή για τον καθαρισμό της συνείδησης και τη λήψη της χάρης του Θεού, ώστε να καταστεί το ποίμνιο άξιο της Μετάληψης. Η κεφαλοκλισία που ακολουθεί, συνοδεύεται με ευχαριστιακή ευχή και επίκληση για επίλυση των προβλημάτων του καθενός και ευλογία για τη σωστή Μετάληψη. Στη συνέχεια, υψώνεται ο Αμνός, όπως ανελήφθη και ο Κύριος στους Ουρανούς, τον οποίο θα μεταλάβουν οι άξιοι. Τότε κλείνει η Πύλη του Ιερού Βήματος και γίνεται ο μελισμός (μοίρασμα) του Αμνού σε τέσσερα μέρη, τα οποία εναποτίθενται σταυρωτά στον Άγιο Δίσκο. Ένα από αυτά εισρέει στο Άγιο Ποτήριο (=ένωση) και προστίθεται ζεστό νερό. Στη συνέχεια, γίνεται χωριστή κοινωνία των ιερέων, συνοδευόμενη από ψαλμωδίες. Στο τέλος, γίνεται η κοινωνία των πιστών του Σώματος και Αίματος του Κυρίου. Με το τροπάριο της Πεντηκοστής υμνείται το Άγιο Πνεύμα και ομολογείται η πίστη στην Αγία Τριάδα. Κατά την Απόλυση διανέμεται το αντίδωρο (αγιασμένος άρτος, από τον οποίο αφαιρείται ο Αμνός) σε όσους δεν κοινώνησαν, αντί των δώρων των αχράντων μυστηρίων. Η τελετή ολοκληρώνεται με τη δοξολογία του Θεού για τη λήψη της Χάρης Του και των πλούσιων ευλογιών και ευεργεσιών Του και την ευχαριστία που κατέστησε το ποίμνιο άξιο κοινωνίας των αχράντων μυστηρίων.213 20.2.2. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ Η λέξη “Βάπτισμα” σημαίνει βύθιση ενός αντικειμένου στο ύδωρ. Και επειδή τα έμψυχα όντα μέσα στο ύδωρ πνίγονται και επέρχεται ο θάνατος, χρειάζεται έγκαιρη επέμβαση στον βυθισμένο άνθρωπο πριν πνιγεί. Ο ναυαγοσώστης του ανθρώπου είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο οποίος τον έσωσε με τον Σταυρικό θάνατό Του (η βύθισή Του στην “άβυσσο” του Άδη όπου βρισκόταν ο άνθρωπος) και η Ανάστασή Του (με την οποία ανέσυρε αναστημένο και τον άνθρωπο). Κατά τον ίδιο τρόπο, συμμετέχοντας και ο άνθρωπος στο θάνατο και την Ανάστασή Του, υφίσταται την τριπλή κατάδυση στη Βάπτιση (τριήμερος ταφή) και ανάδυση (ανάσταση, επιστροφή στο ανέσπερο φως), με
213
Βλ. Γ. Φίλια, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, όπ. π., σελ. 13-32.
82
την οποία θάβεται ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας και αναγεννιέται ο κατά Χριστόν άνθρωπος.214 Το μυστήριο του Βαπτίσματος προεικονίστηκε στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται γεγονότα, τα οποία αποτελούν προεικονίσεις του Βαπτίσματος που σύστησε ο Κύριος. Στο κεφάλαιο της Γένεσης, αναφέρεται πως πριν τη δημιουργία του κόσμου, το Πνεύμα του Θεού περιφερόταν άνωθεν του ύδατος.215 Προτυπώσεις αποτελούν και ο κατακλυσμός του Νώε, από τον οποίο ένας δίκαιος σώθηκε,216 καθώς και η διάβαση της θάλασσας από τον Εβραϊκό λαό.217 Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται το Βάπτισμα που πρόσφερε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος για συγχώρηση των αμαρτιών, ως προπαρασκευή της κατάστασης που θα ακολουθήσει από τον Χριστό.218 Η σύσταση του μυστηρίου έγινε από τον Κύριο με το δικό Του Βάπτισμα και την εντολή προς τους Μαθητές Του να κηρύξουν σε όλα τα έθνη και να βαπτιστούν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος για άφεση των αμαρτιών και πνευματική αναγέννηση.219 Ο Μάρκος αναφέρει την αναγκαιότητα που απέδωσε ο Χριστός στο Βάπτισμα220 και ο Ιωάννης επισημαίνει πως, αν κάποιος δεν γεννηθεί εξ΄ ύδατος και πνεύματος, δεν μπορεί να εισέλθει στην άκτιστη χάρη της Βασιλείας του Θεού.221 Τους πρώτους αιώνες οι βαπτιζόμενοι ήταν κυρίως ενήλικες. Αργότερα όμως, και με το ενδεχόμενο ότι κάποιος μπορούσε να πεθάνει πριν βαπτιστεί, επικράτησε ο νηπιοβαπτισμός (6ος αιώνας μ.Χ.).222 Το μυστήριο απετελείτο από τρία μέρη: την αποταγή του Σατανά και την πομπή στους Αγγέλους, την ομολογία της πίστης ως απάντηση στις ερωτήσεις του βαπτισθέντος και την τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο ύδωρ, στο όνομα της Αγίας Τριάδας.223 Η σημερινή τελετή μοιάζει με την πραναφερθείσα και διακρίνεται σε δύο μέρη. Την προπαρασκευή (αντίστοιχη προς την προπαρασκευή των κατηχούμενων στην αρχαϊκή Εκκλησία) και την μυστηριακή τελετή του Βαπτίσματος. Σύμφωνα προς το Ευχολόγιο, το βρέφος πρέπει να προσκομηθεί από τη μαία στο ναό την όγδοη ημέρα από τη γέννησή του, προκειμένου να του δοθεί το όνομα και με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από τη γέννησή του να εκκλησιαστεί με τη μητέρα.224 Μετά την επίκληση της Αγίας Τριάδας, διαβάζεται η ευχή με την οποία 214
Βλ. Παύλ. Ρωμ. στ, 3-5, και Αλέξ. Σμέμαν, όπ. π., σελ 149-153. Βλ. Γέν. α, 2. 216 Βλ. Α’ Πέτρ. γ, 20-21. 217 Βλ. Παύλ. A’ Κορ. ι, 1-2. 218 Βλ. Mάρκ. α, 4-5˙ Ματθ. γ, 6 και 11. 219 Βλ. Ματθ. κη, 19. 220 Βλ. Μάρκ. ιστ, 16. 221 Βλ. Ιω. γ, 5. 222 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 368. 223 Βλ. Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, όπ. π., σελ. 149-150. 224 Βλ. Γ. Φίλια, Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. π., σελ. 63-66, όπου περιγράφεται το τυπικό της ακολουθίας. Επίσης: “η εν λόγω ακολουθία είναι η πρώτη, με την οποία υποδέχεται η Εκκλησία το νεογέννητο άνθρωπο και εντάσσεται στην εσχατολογική προοπτική της σωτηρίας, εφόσον η πορεία, η οποία αρχίζει με την εν λόγω ακολουθία, δεν τερματίζεται στον επίγειο βίο”, και σελ. 72-75: “η κατά την όγδοη ημέρα ονοματοδοσία συνιστά την αναγέννηση. Η αλήθεια αυτή τονίζεται μέσα από το αίτημα της ευχής εις το κατασφραγίσαι περί σημειώσεως του φωτός του Θείου Προσώπου…η σημείωση του φωτός στον κατηχούμενο του προσδίδει μια καινούρια προσωπικότητα, η οποία διαφοροποιείται από την παλιά…η κατά την όγδοη ημέρα ονοματοδοσία παραπέμπει στα έσχατα και 215
83
ολοκληρωνόταν η τελετή της ονοματογραφίας, της καταγραφής στο μητρώο, την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής όσων επρόκειτο να βαπτιστούν τη νύχτα του Πάσχα. Στη συνέχεια, εκφωνούνται τρεις κατά σειρά εξορκισμοί κατά του πειρασμού225 με ταυτόχρονη επίκληση στον Θεό για λύτρωση. Η απόταξη του σατανά με ερωταποκρίσεις του ιερέα και του βαπτιζομένου, η σύνταξη με τον Χριστό, η ομολογία της πίστης, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωτηρία, με την απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως, η ονοματοδοσία,226 η προσκύνηση του Τριαδικού Θεού ολοκληρώνουν την τελετή προετοιμασίας για το Βάπτισμα. Ακολουθεί ύμνος προς τη Βασιλεία της Αγίας Τριάδος, ευχές από τον διάκονο για την καταξίωσή του να τελέσει το μυστήριο και αιτήσεις για τον αγιασμό του ύδατος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μετά την ευχή, το ύδωρ αποκτά τη δύναμη της αγιότητας και σφραγίζεται σταυροειδώς. Ακολουθεί αγιασμός του ελαίου χρίσης του βαπτισθέντος και σφραγίδα του, προκειμένου να μετατραπεί σε εξαγνιστικό μέσο. Ένα μέρος αυτού εκχύεται σταυροειδώς στο ύδωρ και το υπόλοιπο χρησιμοποιείται για την επάλειψη του βαπτιζoμένου κατά το μυστήριο του Χρίσματος, ώστε να γίνει άξιος αγωνιστής κατά της αμαρτίας. Έπειτα γίνεται η τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο ύδωρ της κολυμβήθρας, ενώ σε κάθε κατάδυση γίνεται επίκληση κάθε προσώπου της Αγίας Τριάδος, όπως όριζε και η εντολή του Χριστού, να γίνεται “εις τό όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος”.227 Μετά το Χρίσμα (βλ. επόμενη ενότητα) ο βαπτιζόμενος ενδύεται με ρούχα λευκά, σύμβολο της αγνότητας της ψυχής και του δίνεται ο σταυρός, το οιονεί όπλο του κάθε χριστιανού. Ακολουθεί ο χορός τρεις φορές γύρω από την κολυμβήθρα με ψαλμούς, η απόλουση228 (ο βαπτιζόμενος αφαιρεί τα ρούχα του και αποκαθαίρεται από τον ιερέα σε διάφορα σημεία του σώματος) με τις τρεις ευχές ενθάρρυνσης για τον μετά το Βάπτισμα αγώνα της ζωής, οι δύο ευχές της τριχοκουρίας,229 ως ένδειξη ευχαριστίας και θυσίας στον Θεό και η απόλυση με δεήσεις προς τον Τριαδικό Θεό.230 Με το μυστήριο του Βαπτίσματος καθίσταται ένας άνθρωπος επίσημο μέλος της Εκκλησίας, υιοθετείται231 από τον Θεό Πατέρα, λαμβάνει τις προϋποθέσεις για το “καθ΄ ομοίωσιν”, γίνεται πολίτης της Βασιλείας του Θεού.232 Το ύδωρ που συμβολίζει το Άγιο προσδίδει στο μελλοντικό βάπτισμα το χαρακτήρα εισαγωγής στην αιωνιότητα, στη νέα δημιουργία των καινών ουρανών και της καινής γης”. 225 Βλ. Ιω. ε, 19. Όπως αναφέρει ο Ιωάννης, ο κόσμος βρίσκεται υπό την εξουσία του σατανά. 226 Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 77-80: “η εσχατολογική προοπτική του ονόματος πηγάζει από τη διδασκαλία του Κυρίου περί της εγγραφής των ονομάτων των Μαθητών εν τοις ουρανοίς. Το γεγονός αυτό τονίζει τη διάσταση του ονόματος ως μέσου μιας προσωπικής σχέσεως με το Θεό, αλλά και μιας προσωπικής συμμετοχής στην αιώνια Βασιλεία του Θεού…το διδόμενο όνομα ευρίσκεται σε συνάφεια με τη μέλλουσα κρίση και εμφαίνει την αιωνιότητα της χριστιανικής ιδιότητας…”. 227 Βλ. Ματθ. κη, 19. 228 Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 81-88: “αρχικά γινόταν οκτώ ημέρες μετά το βάπτισμα, που εμπεριείχε για τους νεοφώτιστους, το συμβολισμό του καινούριου χρόνου και της εσχατολογικής προοπτικής της νέας ζωής τους. Το Βάπτισμα, ολοκληρωμένο με την κατά την όγδοη ημέρα απόλουση, συνιστά το μυστήριο μιας καινούριας ζωής”. 229 Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 92-93:“ η τριχοκουρία ...σε ένδειξη ότι ο νεοφώτιστος έχει ως κεφαλή του τον Χριστό”. 230 Περί της τάξεως λατρείας του μυστηρίου του Βαπτίσματος, βλ. Γ. Φίλια, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας , όπ. π., σελ. 53-56. 231 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 240, 712 Α: “και είναι γιοι, εκείνοι που…δεν χωρίζονται από τον Θεό ποτέ”. 232 Βλ. Λουκ. ι, 20.
84
Αίμα του Κυρίου και η επίκληση της θείας χάρης χαρίζουν την πνευματική αναγέννηση,233 την άφεση των αμαρτιών, την απαλλαγή από τα πάθη με την αξιοποίηση των παρασχόμενων εφοδίων, τη δυνατότητα σωτηρίας και την αποκατάσταση της σχέσης με τον Θεό, η οποία διακόπηκε με το προπατορικό αμάρτημα.234 Ο ανάδοχος αναλαμβάνει το έργο της κατήχησης και της πνευματικής καθοδήγησης προς χριστιανοπρεπή ζωή και δράση. Με το Βάπτισμα δεν δηλώνεται μόνο η είσοδος και η ένταξη του ανθρώπου στη νέα πραγματικότητα της εκκλησιολογικής κοινωνίας με τον Χριστό. Φανερώνεται και η νέα δυναμική και λειτουργική κινητικότητα για την ολοκλήρωση και πλήρωση αυτή της νέας εμπειρίας και της εν Χριστώ ύπαρξης. Έχει εσχατολογική προοπτική, αφού ανοίγει ουσιαστικά την οδό για την είσοδο στη Βασιλεία του Θεού και την απόλαυση των εσχατολογικών αγαθών. Ο βαπτισμένος πιστός, αν και είναι νέος άνθρωπος και ανακαινισμένη οντότητα, εξακολουθεί να είναι άνθρωπος και να ζει στον παρόντα κόσμο. Το εν λόγω όμως θνητό σώμα φέρει τα “σημεία” μιας άλλης εσχατολογικής πραγματικότητας. Ήδη ζει από τώρα την πρώτη ανάσταση, την ανάσταση της ψυχής και του πνεύματος. Ενώπιόν του ο δρόμος είναι ανοιχτός για αγώνα πνευματικό, έως ότου φθάσει στην επιθυμητή και εσχατολογική απολύτρωση του σώματος. 20. 2. 3. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ Το μυστήριο του Χρίσματος είναι η θεοσύστατη τελετή, η οποία τελείται αμέσως μετά το Βάπτισμα και βρίσκεται σε άμεση σχέση με το περιεχόμενό του. Η βασική μαρτυρία τού εν λόγω μυστηρίου βρίσκεται στις Γραφές. Οι Απόστολοι ήταν οι πρώτοι, οι οποίοι το έλαβαν κατά την Πεντηκοστή. Στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει ρητή μαρτυρία παράδοσης του μυστηρίου από τον Κύριο. Ωστόσο, οι Απόστολοι παρέδωσαν την ανωτέρω πράξη και διατυπώνουν λόγο για το περιεχόμενό της, ως ένα ιδιαίτερο μυστήριο. Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται πως γινόταν επίκληση καθόδου του Αγίου Πνεύματος στους βαπτισμένους. Ακολουθούσε χειροθεσία στην κεφαλή τους και λήψη του Αγίου Πνεύματος.235 Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της βάπτισης δώδεκα ανδρών από τον Παύλο στην Έφεσο, οι οποίοι μετά την τελετή και τη χορήγηση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος άρχισαν να εκφέρουν λόγο με ποικίλες γλώσσες και να προφητεύουν.236 Με την αύξηση των χριστιανών, η χειροθεσία αντικαταστάθηκε με τη χρίση του Αγίου Μύρου. Ο Άγιος Μύρος αποτελείται από έλαιο και οίνο και από σαράντα αρωματικές ουσίες, ενδεικτικές των πλούσιων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Με το μυστήριο του Χρίσματος ολοκληρώνεται, επιστεγάζεται η χριστιανική μύηση, η οποία είχε ως αφετηρία το Βάπτισμα. Αρχικά διαβάζεται η ευχή του Μύρου. 233
Βλ. Παύλ. Τιτ. γ, 5 και Γ. Φίλια, Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπ.π., σελ. 93 κ. ε: “το Βάπτισμα έχει προοπτική εσχατολογική. Τούτο σημαίνει ότι ο βαπτιζόμενος αρχίζει μια καινούρια ζωή η οποία διαβαίνει διά του θανάτου και διά της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου στην αιωνιότητα….ο φωτισμός αποτελεί επαναφορά του νεοφώτιστου στην αρχική λαμπρότητα που είχε ο άνθρωπος στον Παράδεισο, γι’ αυτό και αποκαλείται μυστική αναγέννηση του ανθρώπου, δηλαδή έναρξη νέας δημιουργίας…” 234 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 370: “το βάπτισμα είναι “λουτρόν παλιγγενεσίας” και επομένως “αναγέννησις”, ολοκληρωτική μεταβολή του ανθρώπινου όντος, κατά την οποία το μέσα του πλάσμα δέχεται την αληθινή μορφή του ως κατ’ εικόνα Θεού”. 235 Βλ. Πράξ. η, 14-17. 236 Βλ. Πράξ. ιθ, 6.
85
Πρόκειται για παρακλητική ευχή προς τον Θεό για χορήγηση στον βαπτισθέντα της σφραγίδας του Αγίου Πνεύματος και για την ικανότητα μετάληψης του Σώματος και Αίματος του Κυρίου για ορθόδοξη πίστη και δικαιοσύνη στην ψυχή. Ακολουθεί η σταυρωτή χρίση με το Άγιο Μύρο στα κέντρα των αισθήσεων (στο στήθος για θεραπεία της ψυχής και του σώματος, στο στόμα για καλά λόγια, στα ώτα για πρόθυμη ακοή του καλού, στους πόδας για κατεύθυνση προς τον δρόμο της αρετής και στας χείρας για καλές πράξεις) και το “σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου Αμήν”, το οποίο συμβολίζει τη γλώσσα της Πεντηκοστής και το σημείο της ταυτότητας του Χριστού. Με το ανωτέρω μυστήριο, ο νεοφώτιστος ενεργοποιεί, ενισχύει, αυξάνει, τελειοποιεί τις πλούσιες δωρεές, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος τα οποία ελήφθησαν με το Βάπτισμα.237 Με αυτό γίνεται ένας πιστός πλήρες μέλος της Εκκλησίας, εφόσον ενδύεται Χριστός, χριστοποιείται, γίνεται προφήτης και συμμετέχει στη βασιλική ιεροσύνη του Χριστού.238 Με το Βάπτισμα αποκαθίσταται η τελείωση της εν Χριστώ ζωής και με το Χρίσμα αυτή διατηρείται και ενισχύεται σε συνδυασμό με τη μετάνοια, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Οι επίσκοποι αγίαζαν το λάδι μετατρέποντάς το σε Άγιο Μύρο, το οποίο διενέμειτο στους κατά τόπους Πρεσβυτέρους. Στη σύγχρονη εποχή σε κάθε τοπική Εκκλησία κατασκευάζεται σε ειδική τελετή. Η Εκκλησία της Ελλάδος, σε ένδειξη σεβασμού, το προμηθεύεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπου ετοιμάζεται κατά τη Μεγάλη Τετάρτη και καθαγιάζεται στη Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης από τον επίσκοπο. 20.2.4. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ Πρώτη αναφορά συγχώρησης αμαρτωλού αναφέρεται στον Ματθαίο.239 Μετά την παραβολή με το απωλεσθέν πρόβατο, όπου φανερώνεται η φροντίδα του Θεού για την επιστροφή του ατόμου που πλανήθηκε, ο Χριστός αναφέρεται στη διαδικασία παροχής συγνώμης προς τον αδελφό που σφάλλει, τονίζοντας πως, αν ο ίδιος δεν αντιληφθεί το σφάλμα του έπειτα από συστάσεις του προσώπου που αδίκησε, το ζήτημα θα πρέπει να παραπεμφθεί στη συνάθροιση της Εκκλησίας.240 Αν πάλι δεν αντιληφθεί το σφάλμα, αυτός θα πρέπει να εκδιωχθεί από την Εκκλησία. Είναι γνωστό άλλωστε πως το κήρυγμα του Χριστού άρχισε με το “μετανοείτε” και αυτό θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση της εν Χριστώ ζωής. Μετά την Ανάστασή Του ο Κύριος παραχωρεί στους Αποστόλους τη χάρη συγχώρησης των αμαρτωλών.241 Τη χάρη αυτή οι Απόστολοι μεταβίβασαν στους επισκόπους, οι οποίοι ορίζουν με βάση την πνευματική επάρκειά τους στους Πρεσβύτερους να τελούν την Εξομολόγηση. Τους πρώτους αιώνες η Εξομολόγηση ήταν δημόσια και ετελείτο πριν την τέλεση της Θείας Λειτουργίας τις Κυριακές. Από τον 4ο αιώνα γίνεται μυστική.
237
Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος αναφέρονται στο Παύλ. Γαλάτ. ε, 22-23, ως αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Επίσης, βλ. Παύλ. Α’ Κορ. ιβ, 4 και 8-11. 238 Για εκτενή ανάλυση περί κατάκτησης του τριπλού αξιώματος, βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 376-388. 239 Βλ. Ματθ. ιη, 12-14. 240 Βλ. Ματθ. ιη, 15-17. 241 Βλ. Ιω. κ, 22-23.
86
Η τελετή τού εν λόγω μυστηρίου περιλαμβάνει την εναρκτήρια ευλογία υπέρ αφέσεως των αμαρτιών, την πρώτη ευχή άφεσης των αμαρτιών (οι οποίες απευθύνονται στον Αμνό και Ποιμένα Χριστό. Υπενθυμίζεται η φροντίδα του Θεού για τον αμαρτωλό και ζητείται έλεος και όχι δικαιοσύνη για την αμαρτία, αφού αυτή αποτελεί πλάνη του διαβόλου). Ακολουθεί η δεύτερη ευχή αίτησης για άφεση των αμαρτιών (παράκληση στον Θεό να δεχτεί την μετάνοια), η εξομολόγηση του μετανοούντος, οι ερωταποκρίσεις του εξομολόγου και η συγχωρητική ευχή στην οποία αναφέρεται πως η χάρη του Αγίου Πνεύματος συγχωρεί και λύνει τις αμαρτίες μέσω της ελαχιστότητας του ιερέα. 242 Στη συνέχεια, δίνονται συμβουλές και υποδείξεις από τον ιερέα και επιβάλλονται τα επιτίμια (νηστεία, ελεημοσύνες, προσευχές) όχι ως ποινές, αλλά ως απαραίτητα φάρμακα θεραπείας των παθών. Χρέος του πνευματικού, είναι η βοήθεια της προσερχόμενης ψυχής στο μυστήριο, ώστε η μετάνοια να αποβεί πλήρης και φωτεινή.243 Απαραίτητη προϋπόθεση της συμμετοχής στο μυστήριο είναι η πίστη στον Τριαδικό Θεό, η πλήρης επίγνωση της αναξιότητας της ψυχής, η ολοτελής και ειλικρινής μετάνοια για την ανυπακοή στο θείο θέλημα. Η συγχώρηση του προπατορικού αμαρτήματος έγινε με το Βάπτισμα. Με τη μετάνοια και εξομολόγηση, ως δεύτερο Βάπτισμα, και με τη μετοχή στη Θεία Ευχαριστία δίνεται η θεία χάρη και η συγχώρηση για τα αμαρτήματα της υπόλοιπης ζωής. Η μετάνοια δεν πραγματοποιείται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η ολοκληρωτική απελευθέρωση από τα πάθη και τις νόσους, η επιστροφή στον Θεό, η αναγωγή στην αγαπητική σχέση μαζί Του είναι δυναμική και μακρόχρονη διαδικασία. Απαιτεί αλλαγή νου, φρονήματος, σκέψης και συμπεριφοράς, προσαρμοσμένης στο θείο θέλημα και σύμφωνα με τον Ευαγγελικό νόμο. Η ειλικρινής ομολογία της ενοχής στον οικονόμο της μετάνοιας, οι πνευματικές συμβουλές οδηγούν στην ψυχική και σωματική ίαση, στη γαλήνη της συνείδησης, στην επανένταξη στο Σώμα του Χριστού και στην πρόγευση της Βασιλείας του Θεού με τη συμμετοχή στη ζωηφόρα Θεία Ευχαριστία.244 20.2.5. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΥΧΕΛΑΙΟΥ Το Μυστήριο του Ευχελαίου (ευχή επί του ελαίου), είναι το ιερό μυστήριο της Εκκλησίας, κατά το οποίο ο ιερέας, αλείφοντας με αγιασμένο λάδι μέλη του σώματος των ασθενούντων πιστών, επικαλείται τη θεία χάρη για θεραπεία του σώματος και της ψυχής. Οι απαρχές τού εν λόγω μυστηρίου βρίσκονται στα χωρία της Καινής Διαθήκης, ενώ από το παρελθόν ήταν γνωστές οι ιαματικές ενέργειες του ελαίου. Στην επιστολή του Ιακώβου του Αδελφόθεου αναφέρεται πως, αν κάποιος είναι άρρωστος, να καλέσει τον Πρεσβύτερο της Εκκλησίας να προσευχηθεί γι΄ αυτόν και αφού, τον αλείψει με αγιασμένο λάδι στο όνομα του Κυρίου και με τη δύναμη της προσευχής που γίνεται με πίστη, θα σώσει τον άρρωστο και θα τον άρει από το κρεβάτι ο Θεός.245 Στον Μάρκο αναφέρεται πως οι Απόστολοι, λαμβάνοντας την εξουσία από τον Ιησού Χριστό, προκειμένου να κηρύξουν τη μετάνοια στους ανθρώπους, άλειφαν με λάδι για ευλογία
242
Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 389: “ο επίσκοπος είναι ο “οικονόμος” της μετανοίας˙ ακούει τις εξομολογήσεις των αμαρτωλών και δίδει την άφεση”. 243 Περί της τάξεως λατρείας του μυστηρίου του Μετανοίας, βλ. Γ. Φίλια, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας όπ. π., σελ. 69. 244 Περί της σημασίας του μυστηρίου του Μετανοίας, βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 388-394. 245 Βλ. Ιάκ. ε, 14-15.
87
και ψυχική υγεία.246 Ο ίδιος ο Χριστός ήταν θεραπευτής καταρχάς των ψυχών και έπειτα των σωμάτων για φυσική αποκατάσταση και αποτροπή του κακού. Το μυστήριο του Ευχελαίου στηρίζεται στην χριστιανική πεποίθηση της συνάφειας και αλληλεπίδρασης ψυχικών και σωματικών ασθενειών, αφού στον Χριστιανισμό σώμα και ψυχή αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα και όταν ασθενεί το ένα, επηρεάζει και το άλλο. Οι ψυχικές ασθένειες είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, λόγω της απομάκρυνσης από τον Θεό και οι σωματικές προκαλούν ενοχλήσεις και ταραχή, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της πίστης και της εμπιστοσύνης στον Θεό. Η τελετή του μυστηρίου πραγματοποιείται για κάθε άρρωστο και θλιβόμενο και για οιονδήποτε το ζητήσει για παρηγοριά και τόνωση. Περιλαμβάνει κατανυκτικούς ψαλμούς, τροπάρια, καθαγιασμό του ελαίου. Ακολουθεί ανάγνωση επτά Αποστολικών και επτά Ευαγγελικών περικοπών και άλλων τόσων παρακλητικών ευχών, όπου τονίζεται η ενότητα της ψυχής και του σώματος. Στη συνέχεια, γίνεται χρίση με το αγιασμένο έλαιο του αρρώστου και των παρευρισκόμενων και παράκληση για θεραπεία. Τέλος, διαβάζεται ειδική συγχωρητική ευχή και ψάλλεται το “Κύριε ελέησον”. Στους ναούς, κάθε Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα τελείται το Ευχέλαιο για πιο ουσιαστική προπαρασκευή πριν τη Θεία Κοινωνία. Το μυστήριο του Ευχελαίου προάγει κυρίως τη σωματική υγεία, αφού για την ψυχική τελείται το μυστήριο της Μετάνοιας ή Εξομολόγησης.247 20.2.6. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ Στο κεφάλαιο της Γένεσης αναφέρεται η διάκριση σε “άρσεν και θήλυ”,248 η δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ,249 η ευλογία τους για κυριαρχία, δημιουργία οικογένειας250 και για ολοκλήρωσή τους με την αγάπη σε μια ψυχοσωματική ενότητα.251 Ο Αδάμ δημιουργήθηκε κατ΄ εικόνα Χριστού και η Εύα κατ΄ εικόνα της Εκκλησίας. Είναι λοιπόν ο Γάμος η αρχέτυπη εικόνα του Παραδείσου, η οποία με την ευλογία του Θεού φανερώνει την Τριαδική ένωση του ζεύγους εν τη ποικιλία, με μέσο την αγάπη, η οποία γίνεται μορφή χάριτος, που ενώνει με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, εν αντιθέσει με την αμαρτωλή κατάσταση του χωρισμού και του εγωκεντρισμού. Αρχικά το μυστήριο του Γάμου αποτελούσε ιδιωτική υπόθεση. Διαρκούσε επτά ή δεκατέσσερις ημέρες με πλούσια δείπνα και διασκέδαση. Δεν εκφωνούντο ευχές από τον ιερέα, αλλά γινόταν σύνταξη γαμήλιου συμβολαίου, ανταλλαγή στεφάνων, παράδοση χειρών και λόγοι ευλογίας στους νεόνυμφους από τον ιερέα και τους γονείς. Στην Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται κάποια ακριβής τελετουργική πράξη η οποία να παραπέμπει στο μυστήριο του Γάμου. Ωστόσο, στον Παύλο αναφέρεται η σύζευξη του άντρα και της γυναίκας ως εικόνα της αγαπητικής ένωσης του Χριστού και της Εκκλησίας.252 Η αγάπη, η αφοσίωση και η υποταγή του Χριστού στην Εκκλησία, η θυσία Του γι΄ αυτήν, πρέπει σύμφωνα με τον Παύλο να είναι παράδειγμα της ένωσης του ζεύγους. 246
Βλ. Μάρκ. στ, 13. Περί ιστορικής εξέλιξης, τάξης λατρείας και σημασίας του μυστηρίου του Ευχελαίου, βλ. Ιω. Ορ. Καλογήρου, “Ευχέλαιον”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, όπ. π., σελ. 1131-1140. 248 Βλ. Γέν. α, 27. 249 Βλ. Γέν. β, 21-22. 250 Βλ. Γέν. α, 28. 251 Βλ. Γέν. β, 24. 252 Βλ. Παύλ. Εφεσ. ε, 32. 247
88
Η παρουσία του Χριστού στο Γάμο της Κανά,253 η ευλογία του με το πρώτο θαύμα Του (με τη μεταβολή του νερού σε κρασί), η καταδίκαση της μοιχείας, της πορνείας και του διαζυγίου φανερώνουν την ιερότητα του εν λόγω μυστηρίου. 254 Σε πολλά χωρία των Γραφών255 παρομοιάζεται η επουράνια δόξα του Κυρίου προς τη χαρά του νυμφίου και η Βασιλεία του Θεού προς το γαμήλιο δείπνο. Η τελετή του μυστηρίου περιλαμβάνει τον αρραβώνα και τον γάμο. Ο αρραβώνας ετελείτο ορισμένες φορές στο σπίτι. Είναι ωστόσο φρόνιμο η τέλεση να πραγματοποιείται στο ναό, αφού δεν είναι μόνο οικογενειακή υπόθεση, αλλά γεγονός που αφορά σε όλη την Εκκλησία. Αποτελείται από την έναρξη, τα Ειρηνικά 256 ή την Μεγάλη Συναπτή και την ευλογία του ζεύγους. Με τις χαρούμενες και κατανυκτικές ευχές ζητείται από τον Θεό η ένωση του ζεύγους με τα δεσμά της αγάπης και η καθοδήγηση σε αγαθά έργα.257 Ο Γάμος περιλαμβάνει την έναρξη, τα Ειρηνικά ή τη Μεγάλη Συναπτή, την ευλογία των μελλονύμφων και τη σύζευξη των δεξιών χεριών σε ένδειξη ενότητας στο όνομα του Χριστού. Ακολουθεί η στέψη με τον άφθαρτο στέφανο της Βασιλείας του Θεού, ως επιβράβευση της εντιμότητας και της καθαρότητας της προ του γάμου ζωής, αγιογραφικές περικοπές για την ιερότητα του μυστηρίου,258 τα πληρωτικά και η αλλαγή των δακτυλιδιών, ως σφραγίδα του γαμήλιου συμφωνητικού τιμής και εμπιστοσύνης.259 Η κεφαλοκλισία και η κοινή μετοχή στο ποτήριο του οίνου (ως κοινή μετοχή στις χαρές και στις λύπες),260 ο ιερός χορός (πνευματικός χορός, ως έκφραση χαράς) και τα τροπάρια, η ανάληψη των στεφάνων, ως επισήμανση της κατάκτησης της αγνότητας με τον γάμο και ως υπενθύμιση ότι το τέρμα είναι ο Παράδεισος,261 η κεφαλοκλισία, η απόλυση και οι ευχές λύσης του στεφανώματος την Όγδοη Ημέρα (εις ένδειξη μακροζωίας και προκοπής του βίου) ολοκληρώνουν την τελετή.262
253
Βλ. Ιω. β, 1-12. Βλ. Γ. Φίλια, Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. π., σελ. 147-153: “η αναφορά των ευχών στην παρουσία του Χριστού στο Γάμο της Κανά μας παραπέμπει στην αλήθεια ότι ο Χριστός, διά του εν λόγω θαύματος, ανέδειξε τίμιο τον γάμο και ότι τον ευλόγησε…”. 255 Βλ. Ματθ. θ, 15 και κβ, 2-11˙ Μάρκ. β, 19-20. 256 Βλ. Τάσου Ζαννή, “Το μυστήριον τούτο μέγα εστί”, Έρως και Γάμος, τ. 6, Αθήνα, 1972, εκδ. “Αθηνά”, σελ. 9-40, εδώ σελ. 13-14: “σε αυτά αναφέρεται ότι η προσωπική υπόθεση των δυο ανθρώπων που προσέρχονται στο γάμο εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της ζωής της Εκκλησίας μέχρι τα έσχατα που είναι η σωτηρία”. 257 Βλ. Τάσου Ζαννή, όπ. π., σελ. 14: “Ο Θεός είναι η συνεκτική αιτία των πάντων, ο μόνος πού μπορεί να κάνει τα αμφότερα εν. Αυτός μόνο μπορεί να ενώσει και το νέο ζευγάρι με το δεσμό της αγάπης ”. 258 Βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 152-153: “η διήγηση του θαύματος ανοίγει τον ορίζοντα της θεολογίας του Γάμου προς τα έσχατα, δηλαδή προς τη συνάφεια του Μυστηρίου με τους γάμους της Εκκλησίας με το Αρνίο …”. 259 Βλ. Τάσου Ζαννή, όπ. π., σελ. 15-16: “Είναι σύμβολο προσφοράς του ενός στον άλλον. Αυτή η αμοιβαία προσφορά δεν σημαίνει παθητική υποταγή του ενός στον άλλον, αλλά ενεργητική αποδοχή του ενός από τον άλλον”. 260 Βλ. Τάσου Ζαννή, όπ. π., σελ. 37-38. Επίσης, βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 148-153: “ η ύπαρξη ύδατος και οίνου είναι ο ευχαριστιακός, εκείνος που φανερώνει κατά τρόπο χειροπιαστό την καινή εσχατολογική δωρεά του Ιησού…συνιστά την πρόγευση της ερχόμενης βασιλείας του Θεού… ”. 261 Βλ. Τάσου Ζαννή, όπ. π., σελ. 27-29. Επίσης, βλ. Γ. Φίλια, όπ. π., σελ. 123 κ. ε: “η έννοια των στεφάνων τίθεται σε εσχατολογική προοπτική… και τα στέφανα είναι εκείνα που παραπέμπουν στην αιωνιότητα…η γαμήλια στέψη γίνεται κατ’ αντιστοιχία προς τη στέψη των μαρτύρων και προς το εσχατολογικό όραμα του αγώνα των μαρτύρων, εφ’ όσον ο δρόμος της βασιλείας είναι μαρτύριο και μαρτυρία για το Χριστό…”. 262 Βλ. Γ. Φίλια, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, όπ. π., σελ. 65-67. 254
89
Το μυστήριο του Γάμου αποτελεί πνευματική και σαρκική ένωση, αδιάσπαστη ένωση εις σάρκαν μίαν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ως ανάμνηση της παραδείσιας χάρης,263 για τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Μετά το μυστήριο του Γάμου ο άλλος δεν είναι μόνος, αλλά ολοκληρώνεται μέσω του άλλου με τον οποίο ενώνεται με δόξα και τιμή, ως εικόνα ολοκλήρωσης του μέλλοντος αιώνος. Με τις ευχές της Εκκλησίας και των γονέων για βίο ανθόσπαρτο οι νεόνυμφοι αναλαμβάνουν τη μετάδοση του δώρου ζωής, που έλαβαν, με την γέννηση των παιδιών, ως καρπών αγάπης και την ανατροφή τους “εν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου”,264 δημιουργώντας μία κατ΄ οίκον Εκκλησία, που νικά τον θάνατο.265 Ο Γάμος δεν αποτελεί καταρχάς επαναλαμβανόμενο μυστήριο, θεωρούμενος αδιάλυτος. Προκειμένου, ωστόσο, να διαφυλαχθεί ο άνθρωπος από χειρότερη διάπτωση, θεσπίστηκε η λύση του Γάμου και ειδική τελετή για τον δεύτερο ή τον τρίτο (μέχρι τρεις γάμοι επιτρέπονται).266 20.2.7. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ Η Ιεροσύνη, είναι το μυστήριο, κατά το οποίο με ευχές και επίθεση των χειρών του επισκόπου στον χειροτονούμενο, μεταδίδεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν και του παρέχεται το δικαίωμα ιερουργίας και ποίμανσης της Εκκλησίας. Το μυστήριο, το σύστησε ο ίδιος ο Κύριος με την ανάθεση αποστολής των Μαθητών Του στον κόσμο, προκειμένου να συνεχίσουν το έργο Του (κήρυξη Ευαγγελίου, τέλεση μυστηρίων, μετάδοση θείας Χάρης, ποίμανση Εκκλησίας).267 Η χάρη της ιεροσύνης μεταβιβάστηκε από τους Αποστόλους αρχικά στους επτά διακόνους και στη συνέχεια στους επισκόπους.268 Η Θεία Χάρη συμπληρώνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και ενισχύει τον ιερέα στο δύσκολο έργο του. Είναι ο παράγων που καθιστά τον κληρικό ικανό για την τέλεση των μυστηρίων και των άλλων ιερών ακολουθιών, την ποίμανση των πιστών και την κήρυξη του Θείου Λόγου. Οι κληρικοί από την αποστολική ακόμα εποχή, διακρίνονταν σε διακόνους, πρεσβύτερους και επισκόπους, με ξεχωριστά καθήκοντα. Οι διάκονοι διακονούν, βοηθούν τους άλλους κληρικούς στην τέλεση της λατρείας. Οι ίδιοι, μόνοι τους, δεν τελούν κανένα μυστήριο και καμία ακολουθία. Οι πρεσβύτεροι ή ιερείς, έχουν κυρίως αγιαστικά και διδακτικά καθήκοντα. Τελούν τα μυστήρια, πλην της Ιεροσύνης και όλες τις ακολουθίες πλην του Αγιασμού του Μύρου και των Εγκαινίων των ναών. Οι διάκονοι και οι πρεσβύτεροι χειροτονούνται από τον επίσκοπο. Οι επίσκοποι ή αρχιερείς κατέχουν τη χάρη της ιεροσύνης σε ανώτατο βαθμό. Για τη χειροτονία τους, χρειάζονται δύο ή τρεις άλλοι αρχιερείς, αφού αποτελούν συνοδικό σώμα. Αυτοί τελούν όλα τα μυστήρια και τις ακολουθίες, κηρύττουν τις χριστιανικές αλήθειες και κυβερνούν την Εκκλησία. 263
Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 398: “με την “μνήμη” του μυστηρίου η αγάπη ξαναφέρνει την δυνατότητα του Παραδείσου στη γη”. 264 Βλ. Παύλ. Εφεσ. στ, 4. 265 Βλ. Τάσου Ζαννή, όπ. π., σελ. 27: “με τη βιολογική ένωση του άνδρα και της γυναίκας και τη γέννηση των παιδιών το ζευγάρι γίνεται η συνεχής φανέρωση του Θεού- Δημιουργού. Με το μυστήριο του γάμου η βιολογική λειτουργία της αναπαραγωγής μεταμορφώνεται σε υπερφυσική γονιμοποίηση, που έχει σαν καρπό τη γέννηση και την ανατροφή των μελλοντικών πολιτών της Βασιλείας”. 266 Βλ. Γ. Φίλια, Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. π, σελ. 128 κ. ε. : “ο δεύτερος γάμος δεν είναι αμαρτία, αλλά το να παραμείνει κάποιος εφ΄ εαυτώ αποτελεί μεγάλη τιμή και δόξα…”. Επίσης, περί αδιάλυτου του Γάμου, βλ. στου ιδίου, σελ. 141-147. 267 Βλ. Πράξ. ιδ, 23. 268 Βλ. Μάρκ. γ, 14˙ Πράξ. στ, 6.
90
Αρχικά γίνεται επιλογή αναφορικά με το σε ποιό σώμα θα ενταχτεί ο χειροτονούμενος, δηλαδή στον λευκό, έγγαμο κλήρο ή στον μαύρο, άγαμο κλήρο τυπικό, το οποίο καθορίζεται και τηρείται αυστηρά. Η χειροτονία των διακόνων τελείται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, αφού οι χειροτονούμενοι έχουν βασικό έργο τους την τέλεσή της, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Ακολουθεί τριπλή περιφορά γύρω από την Αγία Τράπεζα και τριπλή σφραγίδα στην κεφαλή του από τον επίσκοπο. Η κλίση του δεξιού γονάτου, οι ευχές, οι προσευχές και οι διακονικές αιτήσεις υπέρ του χειροτονούμενου, η ένδυση με τα διακονικά άμφια και η επεφυμία του λαού (“Άξιος, Άξιος, Άξιος”) ολοκληρώνουν την χειροτονία και ο χειροτονούμενος μεταλαμβάνει πρώτος απ΄ όλους τους διακόνους. Η χειροτονία του πρεσβύτερου τελείται μετά τον Χειρουβικό ύμνο κατά τη Θεία Λειτουργία. Στη συνέχεια, εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, όπου ακολουθεί η χειροτονία, με διαδικασία παρόμοια με αυτή της χειροτονίας του διακόνου, αλλά με διαφορετικές ευχές. Στη χειροτονία του επισκόπου, ο χειροτονούμενος στέκεται ενώπιον της Ωραίας Πύλης. Ενώπιόν του, οι διάκονοι κρατούν ανοικτό το Ευαγγέλιο και οι λειτουργούντες επίσκοποι έχουν παραταχθεί κατά τάξη ακριβώς απέναντί του. Ο χειροτονούμενος απαγγέλλει το Σύμβολο της Πίστεως και διακηρύσσει την υποταγή του στα δόγματα της Εκκλησίας. Ακολουθεί η ευλογία του από τον αρχαιότερο επίσκοπο και εκκινεί η Θεία Λειτουργία. Μετά τον Τρισάγιο Ύμνο, ο χειροτονούμενος περιφέρεται από δύο επισκόπους γύρω από την Αγία Τράπεζα και αφού κλίνει και τα δύο γόνατα, χειροτονείται από τον αρχαιότερο επίσκοπο. Ακολουθούν ευχές και διακονικές αιτήσεις, ενώ την ώρα της Μετάληψης, ο χειροτονούμενος μεταλαμβάνει πρώτος απ΄ όλους. Η χειροτονία του διακόνου τελείται μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, αφού ο διάκονος δεν λειτουργεί, αλλά διακονεί, βοηθά δηλαδή τον ιερέα στην τέλεση του μυστηρίου. Η κλίση του ενός γονάτου δηλώνει πως ναι μεν λαμβάνει την ιεροσύνη, αλλά χωρίς πλήρη καθήκοντα. Η χειροτονία του πρεσβύτερου τελείται πριν τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, διότι αυτός είναι ιερουργός. Η κλίση και των δύο γονάτων δηλώνει την πληρότητα του χαρίσματός του. Η χειροτονία του επισκόπου τελείται πριν από τα αναγνώσματα, αφού όχι μόνο ιερουργεί αλλά αναλαμβάνει το διδακτικό έργο και την ερμηνεία του Θείου Λόγου του Θεού. Το ανοικτό Ευαγγέλιο άνωθεν της κεφαλής δηλώνει όχι μόνο την πληρότητα του έργου αλλά και το γεγονός ότι βρίσκεται πλέον υπό τον ζυγό του Ευαγγελίου.269 Διαφαίνεται δηλαδή σαφέστατα η διαδικασία μιας προϊούσης ωρίμανσης αναφορικά με την αφομοίωση του νέου Ευαγγελίου περί ζωής που έφερε στο ιστορικό προσκήνιο ο Ιησούς Χριστός. Η Ιεροσύνη είναι το χάρισμα της κυβέρνησης που δίνει ο Χριστός στα μέλη της κοινότητάς Του. Το εν λόγω χάρισμα δεν είναι κληρονομικό, ούτε αποτελεί εξουσιαστική λειτουργία. Όλα τα βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας μετέχουν καταρχάς σε αυτό το χάρισμα και τη δύναμη του Χριστού. Η ιερατική, προφητική και βασιλική εξουσία είναι ποικιλία χαρισμάτων στην εκκλησιαστική ζωή, διότι ο Χριστός έχει συνενωμένες αυτές τις εξουσίες, που καθιστούν αρμονική και χαρισματική την κοινωνία του Σώματος. Η χαρισματική εξουσία της Ιεροσύνης είναι ο παράγων που καθιστά εφικτή την ένωση των μελών της Εκκλησίας με τον Θεό και συγκροτεί όλο το σώμα σε σύνοδο αλληλοπεριχωρήσεων. Μέσα από τη γενική Ιεροσύνη την οποία κατέχουν όλα τα βαπτισμένα μέλη φύεται το ειδικό χάρισμα που το έχουν με τη χειροτονία ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος και ο διάκονος. Η ειδική Ιεροσύνη είναι η χαρισματική λειτουργία που καθιστά εφικτή την προκοπή του Σώματος του Χριστού, που συντρίβει τις αλλοτριωτικές 269
Bλ. Γ. Φίλια, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, όπ. π., σελ. 73-75.
91
δυνάμεις της φθοράς, που ανακαινίζει τον άνθρωπο, που τον οδηγεί στην τελείωση. Χωρίς την παρουσία του λαού είναι αδύνατη η ενεργοποίησή της, αφού μόνο μέσα στο Σώμα του Χριστού με την παρουσία του λαού οδηγεί στη θεία αλήθεια και αγαθότητα.270 20.3. ΑΛΛΕΣ ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ • Ακολουθία των Εγκαινίων: Οι ναοί αφιερώνονται στον Θεό με την ακολουθία των Εγκαινίων. Μετά τον Όρθρο, γίνεται τριπλή περιφορά των αγίων λειψάνων γύρω από το ναό. Κατόπιν, αυτά τοποθετούνται μέσα στην Αγία Τράπεζα, σε ειδική οπή. Στη συνέχεια, η Αγία Τράπεζα καθαρίζεται, σφραγίζεται με το Άγιο Μύρο, τοποθετούνται τα Ιερά καλύμματα και καθαγιάζεται με πανηγυρική θεία ακολουθία. • Ακολουθία του Αγιασμού: Οι ιαματικές ιδιότητες του Αγιασμένου ύδατος είναι γνωστές στην Εκκλησία. Με τον Αγιασμό ζητείται αγίαση, ανακαίνιση της ύπαρξης, κάθαρση των αμαρτιών, μετοχή στην αφθαρσία. Είναι Μεγάλος και Μικρός. Ο Μεγάλος Αγιασμός τελείται μια φορά το χρόνο (την ημέρα των Θεοφανείων). Περιλαμβάνει δεήσεις προς τον Θεό, αναφορές στη σημασία της φανέρωσής Του στον Ιορδάνη ποταμό, την πηγή της αφθαρσίας και του αγιασμού, ευχές και δοξολογίες προς τον Δημιουργό, επικλήσεις για καθαγιασμό του ύδατος, ώστε να γίνει λυτήριο αμαρτημάτων με σταυροειδή ευλογία και εμβάπτιση του Τιμίου Σταυρού και ευχές και επικλήσεις της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος. Ο Μικρός Αγιασμός (είναι πιο πρόσφατος και πιο μικρός σε έκταση), τελείται πολλές φορές και κυρίως κάθε πρώτη του μήνα. Αποτελείται από ψαλμούς, τροπάρια, και παρακλήσεις αφιερωμένες στη Θεοτόκο. Ακολουθεί η ευλογία του ύδατος με τριπλή κατάδυση και ανάδυση του Τιμίου Σταυρού και ραντισμός των πιστών και των ναών για ψυχική και σωματική ίαση. • Παρακλητικός Κανόνας ή Παράκληση: Η Εκκλησία, με πολλούς τρόπους ησυχάζει, παρηγορεί τις ψυχές των πιστών στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής. Η Μικρή Παρακλητική ψάλλεται σε κάθε δύσκολη περίσταση. Απευθύνεται στην Υπεραγία Θεοτόκο και σε όλους τους Αγίους για μεσιτεία στον Θεό, προκειμένου να προσφέρει σωτηρία. Η Μεγάλη Παράκληση ψάλλεται στις 15 Αυγούστου εναλλάξ με τη Μικρή. Καλείται μεγάλη, δεδομένου ότι έχει σχέση με τη μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. • Νεκρώσιμη Ακολουθία: Με τη νεκρώσιμη ακολουθία, δίνεται ευλογία τής Εκκλησίας για το ταξίδι της αιωνιότητας. Αποτελεί προσευχή για την ψυχή του νεκρού και διδασκαλία για όσους βρίσκονται εν ζωή. Στην εν λόγω ακολουθία ψάλλονται τροπάρια του Ιωάννη Δαμασκηνού, από τους μακαρισμούς, δηλαδή από το κείμενο που ευαγγελίζεται την κατάσταση των εσχάτων, από το βιβλίο του Αποστόλου και από το Ευαγγέλιο. Στην διαδικασία της τελετής υπενθυμίζεται για μία ακόμη φορά η αιώνια ζωή από κοινού με τους προσφιλείς νεκρούς και τον Αναστημένο Ιησού Χριστό.
270
Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 180-181: “το γεγονός ότι ένας επίσκοπος δεν μπορεί να τελέσει μόνος την λειτουργία, χωρίς τον λαό, δείχνει ότι η Εκκλησία είναι μαζί ο επίσκοπος και ο λαός και ότι από την θεανδρική αυτή ολότητα του Σώματος προέρχεται η επισκοπική εξουσία, που δεν είναι προσωπική, αλλά λειτουργική, συναρτημένη με την Εκκλησία, ως “πας ο Χριστός”.
92
21. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ 21.1. ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ Η Θεία Ευχαριστία είναι η συνέχιση του Μυστικού Δείπνου, του τελευταίου Πασχάλιου δείπνου του Χριστού με τους Μαθητές Του. Το εν λόγω αιώνιο μυστήριο συνέστησε ο ίδιος ο Κύριος: κατά το δείπνο, αφού έλαβε στις άγιες και αμόλυντες χείρες Του τον άρτο, ευχαρίστησε τον Θεό Πατέρα για την αποστολή που Του ανάθεσε (εξ΄ ου και Ευχαριστία), τον ευλόγησε, τον τεμάχισε και τον προσέφερε στους Μαθητές Του λέγοντας: “Λάβετε φάγετε, τούτο εστί τό σώμά μου, τό υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών˙ τούτο ποιείτε εις τήν εμήν ανάμνησιν”. Και αφού έλαβε το ποτήριο με τον οίνο, ευχαριστώντας εκ νέου τον Θεό Πατέρα, το ευλόγησε και το προσέφερε στους Μαθητές Του λέγοντας: “πίετε εξ αυτού πάντες˙ τούτο εστί τό αίμά μου, τό της καινής διαθήκης, τό περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών˙ τούτο τό ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι˙ τούτο ποιείτε οσάκις αν πίνητε, εις τήν εμήν ανάμνησιν”271 Η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, από τους πρώτους χριστιανούς, ετελείτο ανελλειπώς, και “αγαλλιάσει”,272 συνδεόμενη συχνά με τις αγάπες, τις χριστιανικές συνεστιάσεις. Η ταύτιση της Εκκλησίας με την Ευχαριστία αποκαλύπτεται στο “συνερχομένων υμών εν Εκκλησία”,273 το οποίο αναφέρεται στη σύναξη των πιστών για την τέλεση της Ευχαριστίας. Η αυστηρότητα των κανόνων της αρχαίας Εκκλησίας προς όσους αυθαίρετα δεν μετείχαν στην ευχαριστιακή κοινωνία αποτελεί γενικό κανόνα, επειδή μια τέτοια στάση φανερώνει ότι δεν ανήκουν στην Εκκλησία, αφού μέλος της Εκκλησίας σημαίνει κυρίως συμμετοχή στην ευχαριστιακή σύναξη. 21.2. ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας συμβολίζει τη θυσία του Κυρίου για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Κατά την τέλεση του κορυφαίου και θεοσύστατου αυτού μυστηρίου είναι παρών ο ίδιος ο Χριστός, όχι τυπικά ή εικονικά, αλλά πραγματικά, υποστατικά, που μετουσιώνεται στον ευλογημένο από τον ιερέα άρτο και οίνο της Θείας Μετάληψης. Η εν λόγω μετουσίωση είναι πραγματική274 και ο πιστός μεταλαμβάνει, κοινωνεί αληθινά και ουσιαστικά από το ίδιο το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, προς ένωση και συσσωμάτωση μαζί Του, άφεση αμαρτιών και αιώνια ζωή.275 Ο κοινωνός του μυστηρίου ενώνεται μυστικά, συσσωματούται με τον Χριστό, γίνεται σύναιμος, χριστοφόρος και θεοφόρος, κοινωνός της θείας φύσης.276 Η μεταλαμβανόμενη θεωθείσα και ζωοποιός σάρκα του Κυρίου ζωοποιεί και καθιστά κατά χάρη θεούς τους κοινωνούντες. Η κοινωνία του άρτου και του οίνου είναι επαναβίωση και ανανέωση της σχέσης του κτιστού με το άκτιστο, που πραγματοποιήθηκε στη σάρκα και το αίμα του Χριστού. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας είναι η συμπερίληψη του αισθητού 271
Βλ. Ματθ. κστ, 20-29˙ Μάρκ. ιδ, 18-25˙ Λουκ. κβ, 14-20˙ Παύλ. Α’ Κορ. ια, 23-25. Βλ. Πράξ. β, 46. 273 Bλ. Παύλ. A’ Koρ. ια, 18. 274 Περί πραγματικής μετουσίωσης του άρτου και του οίνου, βλ. Ιω. Ν. Καρμίρη, “Ευχαριστία Θεία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, όπ. π., σελ. 1119-1131, εδώ 1123-1126. 275 Βλ. Ιω. στ, 54 και 56. 276 Βλ. Ιω. Ν. Καρμίρη, όπ. π., σελ. 1119-1124, 1127-1128. 272
93
κόσμου, που προσλαμβάνεται με σκοπό την ανανέωση της σχέσης του ανθρώπου με τη ζωοδόχο αιτία του. Με βάση τα ανωτέρω, η Θεία Ευχαριστία αναγνωρίζεται ως φάρμακο αθανασίας, απαρχή της αναγέννησης και αναδημιουργίας του ανθρώπου. Η αναγέννηση που παρέχει το μυστήριο είναι η ανακαίνιση και η εξύψωση της ανθρώπινης φύσης, ώστε να καταστεί μέτοχη στο ζωοφόρο Σώμα του Χριστού. Με τη βρώση και την πόση της πνευματικής τροφής, το σώμα δέχεται το σπέρμα της αφθαρσίας, της ανάστασης, της αθανασίας, της αιώνιας ζωής από κοινού με την ψυχή. Τα ανωτέρω, πέρα από την εκκλησιολογική και ευχαριστιακή σημασία, έχουν και βαθύτερο εσχατολογικό νόημα. Η μετάληψη του σώματος και του αίματος του Κυρίου σημαίνει πρόσληψη όλης της θεανθρώπινης φύσης του Χριστού με όλες τις ιστορικές συνέπειες και τις εσχατολογικές προεκτάσεις. 21.3. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί τον κεντρικό άξονα όλων των μυστηριακών και εκκλησιαστικών ακολουθιών. Ανακεφαλαιώνει και συμπεριλαμβάνει όλα τα μυστήρια, όπως ανακεφαλαιώνει και εξεικονίζει το μυστήριο τής εν Χριστώ ανακεφαλαίωσης των πάντων. Όθεν, κατά την τέλεση του μυστηρίου φανερώνεται εξ΄ ολοκλήρου ο ίδιος ο Χριστός, η ζωή και το έργο Του, ολόκληρο το έργο της Θείας Οικονομίας, ειδικότερα όμως του σταυρού, του τάφου, της Ανάστασης, της Ανάληψης, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου παρουσίας. Περιλαμβάνει όλο το υπερφυσικό έργο της Αγίας Τριάδας, το οποίο πραγματοποίησε και διαρκώς πραγματοποιεί για την απελευθέρωση, τη σωτηρία και την ανάπλαση του ορατού και αόρατου κόσμου. Περιέχει την πίστη στον Τριαδικό Θεό, τον Δημιουργό των πάντων, την ελπίδα μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, την πλήρη αγάπη, που είναι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου.277 Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι απλώς ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας. Είναι μυστήριο που περιέχει τα πάντα, το πλήρες, τέλειο, καθολικό μυστήριο, το μυστήριο των μυστηρίων. Είναι η φανέρωση και η αυτοαποκάλυψη του Σώματος του Χριστού, η πηγή από την οποία αναβλύζει κάθε φυσική δωρεά, ευλογία και χάρη. 278 Κάθε φορά που τελείται το εν λόγω μυστήριο, αναπαρίσταται ολόκληρο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Αναπαριστώ σημαίνει καθιστώ κάτι παρόν. Με τη Θεία Ευχαριστία αναπαρίσταται, γίνεται παρούσα, επίκαιρη και ενεργός ολόκληρη η χάρη και η σωτηρία, που πρόσφερε στον κόσμο ο Κύριος. Εκτός από τη Θεία Οικονομία, στη Θεία Λειτουργία παρουσιάζεται σαν ένα δράμα, σύμφωνα με το οποίο διακλαδίζεται επί σκηνής το Ευαγγέλιο, η ζωή και το έργο του Χριστού, με τα οποία ολοκληρώθηκε η πατρική οικονομία. Η Πρόθεση, εκτός των άλλων, συμβολίζει την Γέννηση του Χριστού. Το κοίλωμα στο αριστερό μέρος του Ιερού παριστάνει το σπήλαιο της Γέννησης. Η μικρή Είσοδος είναι η παρουσία του Χριστού στη δημόσια ζωή, στο κήρυγμα και στην τριετή δημόσια δράση Του.279 Το Αποστολικό 277
Βλ. Αθ. Αντωνόπουλου, όπ. π., σελ. 123-126. Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 240, 709 C: “η μετάληψη των αγίων και ζωοποιών μυστηρίων, δηλώνουν την υιοθεσία, που από καλωσύνη του Θεού μας θ’ απλωθή έπειτ’ απ’ όλ’ αυτά σε όλους τους άξιους, την ένωση και συνάφεια, τη θεϊκή ομοιότητα και θέωσή μας. Με αυτής τη δύναμη, που θα είναι ο ίδιος ο Θεός το παν εξίσου σε όλους που σώζονται. Επίσης, PG 242, 712 B: “καθέναν από μας, όταν μάλιστα ζη σωστά, τον ολοκληρώνει ανάλογα με το χαρακτήρα του σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού και οδηγή στη φανέρωση το δώρο της υιοθεσίας, που δόθηκε με το άγιο Βάπτισμα και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος”. 279 Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 232, 705 C: “η πρώτη είσοδος σημαίνει γενικά την πρώτη παρουσία του Θεού μας και ειδικά την επιστροφή όλων εκείνων που, εξαιτίας του και με τη βοήθειά του, 278
94
ανάγνωσμα είναι η μαρτυρία των Αποστόλων, οι οποίοι έγιναν αυτόπτες και αυτήκοοι του Λόγου. Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα ενώνει τον πιστό με τους μαθητές του Κυρίου και με το πλήθος που άκουσε και είδε τη Θεία διδασκαλία, τα θαύματα, το Πάθος και την Ανάσταση. Η μεγάλη Είσοδος είναι η άνοδος στον Γολγοθά, η θυσία και η ταφή. Η ευχή της αναφοράς είναι η μετοχή του πιστού στον Μυστικό Δείπνο και η μυστηριακή παρουσία όσων αναφέρονται στην Ανάμνηση. Η Θεία Κοινωνία είναι η συμμετοχή στην Ανάσταση. Η μεταφορά των Τιμίων Δώρων στην Πρόθεση, μετά τη Θεία Κοινωνία, είναι η Ανάληψη του Κυρίου και η εκπλήρωση της Πατρικής Οικονομίας. Το “είδομεν τό φως”,280 που αναφέρεται, μετά τη Θεία Κοινωνία, είναι η μετοχή του πιστού στην Πεντηκοστή. Η απόλυση με το “εν ειρήνη προσέλθωμεν” 281 παρουσιάζει τον Χριστό να προσφέρει ειρήνη, δηλαδή ενότητα, στον κόσμο, όπως έπραξε και μετά την Ανάστασή Του στους Αποστόλους. Το τρισάγιο δηλώνει τη συμπόρευση με τα αγγελικά τάγματα στο έργο της δοξολογίας του Τριαδικού Θεού.282 21.4. ΜΥΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η συμμετοχή στο κορυφαίο μυστήριο της Εκκλησίας αποτελεί μύηση στην εν Τριάδι νοούμενη ενότητα, αφού η Ευχαριστία αποτελεί την κατεξοχήν φανέρωση αυτής της ενότητας με την καθολική αυτοπροσφορά του Χριστού στον Θεό Πατέρα και εν Αυτώ όλης της κτίσεως. Αυτή η κατά χάρη μύηση του πιστού στον τρόπο της προσωπικής Τριαδικής ύπαρξης του Θεού αρχίζει με την οντολογική ενσωμάτωση και μετοχή στο Σώμα του Χριστού. Η κοινωνία με τον Χριστό και με τους άλλους είναι κοινωνία Χριστού (εν-χρίστωση) και μετοχή κατά χάρη στην Τριαδική ζωή (εντριάδωση), με έναν τρόπο ιδιαίτερο, ελεύθερο και αγαπητικό, που δεν ταυτίζεται με τον τρόπο των άλλων και αντανακλά την ιδιότητα του προσώπου. Δεδομένου ότι η ύπαρξη του Χριστού είναι αδιάσπαστη από τη θεία ουσία της Αγίας Τριάδας, είναι ομοούσια με αυτήν του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Εξ΄ αυτού συνάγεται ότι η εν Χριστώ ζωή της Ευχαριστίας είναι ζωή και εν Αγία Τριάδι. Η πλήρης ταυτότητα και οντολογία της Εκκλησίας προέρχεται από τη Βασιλεία του Θεού. Η Θεία Ευχαριστία προσλαμβάνει και μετέχει στην αλήθεια των Εσχάτων και δια της Ευχαριστίας η Εκκλησία γίνεται η μυσταγωγική εικόνα της Βασιλείας. Ως εικόνα των Εσχάτων, εκκινεί με την δοξολογική επίκληση της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, συνεχίζει με την αναπαράστασή της και καταλήγει, με τη μετοχή του πιστού στο Δείπνο, στην ένωση και στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Η θέωση, η τέλεια πνευματική ένωση του ανθρώπου με τον Χριστό γίνεται εκ του νύν πραγματικότητα, με τη συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία. Ως πρόγευση της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού, νοείται η πείρα της ενοίκησης του Θεού στον νου του ανθρώπου, ως δυναμική μεταμόρφωση του κόσμου. Στο μυστήριο της Ευχαριστίας δεν αντιγράφεται ένα ιστορικό γεγονός, δεν βιώνονται απλώς τα γεγονότα της πίστης, τα οποία συνέβησαν στο παρελθόν και συνδέονται με την οικονομία της σωτηρίας. Προσλαμβάνει και προγεύεται, ήδη από του παρόντος, τη χαρά, περνούν από την απιστία στην πίστη, από την κακία στην αρετή, από την αγνωσία στη γνώση”. 280 Βλ. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αδελφότης Θεολόγων η “ΖΩΗ”, Αθήνα, 1993, σελ. 122. 281
Βλ. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπ. π., σελ. 128. Βλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 238, 709 Β: “η ασταμάτητη αγιαστική δοξολογία του Τρισαγίου από μέρους των αγίων αγγέλων γενικά σημαίνει την ισότιμη συμβίωση και αναστροφή και συμφωνία στη θεία δοξολογία των δυνάμεων του ουρανού και της γης, που θα πραγματοποιηθεί στη μελλοντική ζωή… Ιδιαίτερα σημαίνει τη θεολογική άμιλλα των πιστών με τους αγγέλους, στην πίστη”. 282
95
την ειρήνη, την ελευθερία, που προσφέρεται στις καρδιές των μελών, την εμπειρία της μελλοντικής Βασιλείας, την αλήθεια των Εσχάτων. Η πρόγευση αυτή δεν αποτελεί ολοκληρωμένη και τέλεια κατάσταση, αλλά μικρή και μερική εμπειρία, που δίνει την εγγύηση της υπέρβασης της φθοράς και του θανάτου και τη βεβαιότητα της Ανάστασης και θέωσης του ανθρώπου. Στη Θεία Ευχαριστία ο κόσμος παύει να είναι όπως είναι στο παρόν και γίνεται αυτό που θα είναι στα Έσχατα, χωρίς φθορά και θάνατο. Χωρίς να αποκόπτεται από τον παρόντα χώρο και χρόνο, ανοίγεται στο μέλλον καλώντας τον πεπερασμένο άνθρωπο να ατενίσει όχι μόνο προς τα άνω αλλά και τα “πρόσω”283 και να πιστέψει ότι η Βασιλεία είναι ο σκοπός, το τέρμα, αποτελώντας την υπέρτατη αξία της ύπαρξης. Όσα αναφέρει η Ευχαριστία δεν περιορίζονται στα όρια του κατατεμαχισμένου χρόνου, αλλά προεκτείνονται στον αιώνα που δεν έχει τέλος. Οι συνέπειες της προέκτασης της Ευχαριστίας στους αιώνες των αιώνων σηματοδοτούν την υπέρβαση του πτωτικού, διασπαρμένου και κατακερματισμένου σε παρελθόν-παρόν-μέλλον χρόνου στο λειτουργικό νυν, στο ήδη και όχι ακόμα, της ευχαριστιακής σύναξης και ταξιδεύοντας αντίστροφα στο χρόνο προσφέρει μια γεύση ζωής που προσιδιάζει στον Άκτιστο Θεό. Το “ελθέτω η Βασιλεία Σου” και το Σύμβολο της Πίστεως 284 φανερώνουν αυτόν τον δυναμικό χαρακτήρα της Ευχαριστίας προς τον μέλλοντα αιώνα. Η Θεία Ευχαριστία είναι η ζωντανή μαρτυρία για την παρουσία του εσχάτου στην Ιστορία και στο παρόν. Πρόκειται για μια εσχατολογική αλήθεια για την ιστορική πραγματικότητα της σωτηρίας. Η σημασία της δεν περιορίζεται μόνο στην υπέρβαση και την κατατρόπωση των δυνάμεων της φθοράς και του θανάτου. Προσφέρει τη διακονία της και συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματοποίηση του αρχέγονου σωτηριολογικού σχεδίου της Θείας Οικονομίας. Μέσω αυτής, η ιστορία και η ανθρωπότητα οδηγούνται στην εσχατολογική πληρότητά τους και η Βασιλεία του Θεού προβάλλεται ως η εσχατολογική συνέχεια και η εσχατολογική τελείωση των πάντων. 21.5. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα είναι αμοιβαίοι συντελεστές της αυθεντίας, της ελευθερίας, της ενότητας και της ποικιλίας στην Εκκλησία. Η εν Χριστώ ένωση των πιστών στο σώμα της Εκκλησίας βιώνεται και εκφράζεται διά του Αγίου Πνεύματος και αντίστοιχα η εμπειρία του Παρακλήτου οδηγεί και συντελεί στην ενσωμάτωση στο χριστολογικό μυστήριο. Η Εκκλησία συνειδητοποιεί τη συμβολή Του και στην αναφορά διατυπώνει τη δοξολογική ευχή εναρμονισμένη με την ευχαριστία˙ ευχαριστία καταρχάς προς τον Θεό Πατέρα για τη Δημιουργία και την Πρόνοια, έπειτα για τη θυσία του Υιού που προσφέρθηκε στο Μυστικό Δείπνο του Κυρίου, τέλος για την εκπλήρωση του μυστηρίου της σωτηρίας, που η επίκληση-κάθοδος του Αγίου Πνεύματος ολοκληρώνει και την καθιστά ενεργό για όλους. Η σύναξη επί το αυτό της εσχατολογικής κοινότητας συγκροτείται από το Άγιο Πνεύμα. Μόνο στο πλαίσιο της σύναξης αυτής και με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος γίνεται η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. 285 Η μετάληψη της Θείας Κοινωνίας είναι κοινωνία Χριστού αλλά και “εις Πνεύματος 283
Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, Σύναξη, τεύχος 52, Αθήνα, 1994, σελ. 81-94, εδώ 94. 284 Βλ. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπ. π., σελ. 108, 72-74. 285 Βλ. P. Evdokimov, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση, όπ. π., σελ. 127-136.
96
Αγίου”.286 Το ζωοποιό Πνεύμα συνεχίζει να ενεργεί για τη σωτηρία, ολοκληρώνει το εσχατολογικό σχέδιο της Τριάδας. Συγκροτεί και συντηρεί τον θεσμό της Εκκλησίας. Ενώνει στο ένα Σώμα του Χριστού εγγυώμενο την ποικιλία, διανέμει χαρίσματα μετατρέποντας την κοινωνία της Ευχαριστίας σε χαρισματικό σώμα, βασιζόμενο στην τριαδοκεντρική ενότητα. Το έργο της ανακαίνισης της κτίσης είναι το ύψιστο και μέγιστο έργο του Αγίου Πνεύματος. Είναι έργο ιστορικό του παρόντος, αλλά και εσχατολογικό του μέλλοντος. Πληρώνει, αγιάζει, παρασκευάζει για την κληρονομιά της Βασιλείας του Θεού, δίνει την εγγύηση και τη βεβαιότητα της σωτηρίας. Η παρουσία Του στη ζωή της Εκκλησίας εγκαινιάζει τους έσχατους χρόνους του λυτρωτικού και του ανακαινιστικού έργου του Θού και η ενοίκησή Του στις ψυχές των πιστών αποτελεί εγγύηση της μετοχής στην εσχατολογική Βασιλεία του Θεού, της κτήσης των εσχατολογικών αγαθών. 21.6. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΘΥΣΙΑ Η Θεία Ευχαριστία είναι αναίμακτη μυστηριακή θυσία. Η εν λόγω θυσία δεν είναι άλλη από τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου, του οποίου το Σώμα και Αίμα προσφέρεται “υπέρ πολλών, για άφεση αμαρτιών καί αιώνια ζωή”.287 Στην ανωτέρω θυσία αναφέρεται ο λειτουργός, όταν το τμήμα του άρτου, που μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού, ονομάζει “αμνό”. Κατά την Ευχαριστία, το αίμα που προσφέρεται είναι ο ίδιος ο Χριστός. Η προσφορά του άρτου και του οίνου αναλαμβάνεται από την αυτοπροσφορά του Χριστού και έτσι μεταμορφώνεται σε Σώμα και Αίμα Του. Ο Χριστός είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος της θυσίας,288 το θύμα και ο θύτης για τη λύτρωση του κόσμου. Προσφέρει τον ίδιο τον εαυτό Του, τα άχραντα μυστήρια για συγχώρεση των αμαρτιών και εφοδιασμό για την αιώνια ζωή. Πρόκειται για αληθινή θυσία του Σώματος του Χριστού και όχι επανάληψη της σταυρικής θυσίας, καθ΄ ότι ο Αμνός θυσιάστηκε άπαξ διά παντός.289 Η θυσία του πασχάλιου αμνού έχει τις ρίζες της στην έξοδο του Ισραήλ από την Αίγυπτο290 και στην εορταστική ανάμνησή της. Στην περίπτωση όμως του Μυστικού Δείπνου δεν πρόκειται απλώς για ανάμνηση και επανάληψη της θυσίας του αμνού της εξόδου, αλλά για τη θυσία του τελικού, του εσχατολογικού πασχάλιου αμνού. Με τους λόγους του Κυρίου “τούτο εστί τό αίμα μου, τό της καινής διαθήκης” αναφέρεται στον εαυτό Του, ως αμνό και στην διαθήκη, ως Βασιλεία του Θεού. Προς την έλευση και εγκαθίδρυση αυτής της Βασιλείας κατευθύνεται η σκέψη του ανθρώπου. Η σταυρική θυσία του Κυρίου δεν δύναται να απομονωθεί από την εσχατολογική σημασία της, αφού με την τέλεσή της προσέφερε άφεση αμαρτιών. Δια μέσου της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού ο συμμετέχων στη λατρεία προσβλέπει προς το μέλλον και την τελική κρίση με ελπίδα. Στην Αποκάλυψη γίνεται σύνδεση του Αρνίου με τον πασχάλιο αμνό της εξόδου, δίνοντάς του εσχατολογική σημασία. Η όλη συνάφεια φαίνεται από το ότι το εσφαγμένο Αρνίο έχει την εξουσία να ανοίξει το επτασφράγιστο βιβλίο, του οποίου το περιεχόμενο 286
Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, όπ. π., σελ. 87-90. Βλ. Μάρκ. ιδ, 24ˑ Ματθ. κστ, 28. 288 Βλ. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπ. π., σελ. 58: “Σύ γάρ ο προσφέρων καί προσφερόμενος”. 289 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, Σύναξη, τεύχος 51, Αθήνα, 1994, σελ. 83-101, εδώ 83-87. 290 Βλ. Έξ. ιβ, 6. 287
97
και η σημασία αποκαλύπτονται μόνο στο τέλος της ιστορίας. Η θυσία του Αρνίου αφορά στους πάντες, φανερώνοντας την οικουμενικότητα της σωτηρίας. Η σύνδεση του εσφαγμένου Αρνίου με το “καινό άσμα” και κυρίως με το “αλληλούια”, το οποίο επαναλαμβάνεται τρεις φορές από την κτίση στο πλαίσιο του γάμου του Αρνίου και της προσκύνησής Του και το “χαίρομεν και αγαλλιώμεν” φανερώνουν τη χαρά και την αγαλλίαση για την αναμονή της Έσχατης Ημέρας.291 Η Ευχαριστία είναι γεγονός εσχατολογικό και γι΄ αυτό έχει χαρακτήρα λαμπρό, πανηγυρικό και χαρμόσυνο. Ο θυσιαστικός χαρακτήρας της χαρίζει αναστάσιμη, εσχατολογική χαρά. Θυσία χωρίς λύτρωση δεν υπάρχει.292 Και λύτρωση σημαίνει όχι μόνο προσωπική οικείωση των σωτηριωδών καρπών του σταυρού για άφεση προσωπικών αμαρτιών, αλλά τελική μεταμόρφωση του κόσμου, υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, ως εικόνα των Εσχάτων.293 Η εν λόγω δυναμική αφομοίωση εορτάζεται στην Ευχαριστία: μια σταυρική θυσία, που λαμβάνει το νόημά της από την Ανάσταση ως την πρώτη πραγμάτωση της Βασιλείας στην Ιστορία. 21.7. ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ Η πιο εύγλωττη απόδειξη του εσχατολογικού χαρακτήρα της Ευχαριστίας και της ταύτισής της με τη Βασιλεία του Θεού είναι το γεγονός ότι από την αρχή συνδέθηκε με την Κυριακή, ως την πιο κατάλληλη ημέρα για την τέλεσή της. 294 Η Κυριακή είναι η ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου,295 η Όγδοη Ημέρα. Για τον ανωτέρω λόγο η Ευχαριστία έχει αναστάσιμο χαρακτήρα, με έντονη την προσδοκία του μέλλοντος αιώνος, της τελικής έλευσης του Κυρίου, της άπαυστης, ανέσπερης ημέρας. Η πασχάλια ημέρα βιώνεται ήδη στο παρόν από τον πιστό. Κατά την τέλεση της Ευχαριστίας, η Εκκλησία λούζεται στο φως και περιβάλλεται με όλη τη λαμπρότητα που διαθέτει, συνδυαζόμενη με την πλούσια υμνολογία, τον διάκοσμο, τα άμφια και τις ζωγραφικές απεικονίσεις. 21.8. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΗ Η Θεία Ευχαριστία είναι ανάμνηση και αναπαράσταση της ζωής του Χριστού, του κηρύγματός Του, της Σταύρωσης, της Ταφής, της Ανάστασης και της Ανάληψης. Εντούτοις, δεν είναι μόνο αυτό. Η Ευχαριστιακή ανάμνηση συνδέεται με το μέλλον, προσανατολίζει προς τη Βασιλεία, που θα έλθει, όχι απλά ψυχολογικά, αλλά οντολογικά, ως το αποκορύφωμα της ιστορίας της σωτηρίας. Ο θάνατος του Χριστού δεν παρουσιάζεται ως γεγονός του παρελθόντος, αλλά ως προοπτική της Παρουσίας.296 Το υποκείμενο της μνημόνευσης είναι ο ίδιος ο Θεός (“μνήσθητι Κύριε”),297 αφού μόνο ό,τι 291
Βλ. Ιω. Αποκ. ιη-ιθ, 10. Βλ. Α’ Πέτρ. α, 11. 293 Βλ. P. Evdokimov, Η Ορθοδοξία, όπ. π., σελ. 335: “κατά την ευχαριστιακή ταύτιση πεθαίνουμε με τον Χριστόν και ανασταινόμαστε μ’ αυτόν”. 294 Βλ. Πράξ. κ, 7ׂ• Παύλ. Α’ Κορ. ιστ, 2. 295 Βλ. Μάρκ. ιστ, 2. Επίσης, βλ. Γ. Φίλια, Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπ. π, σελ. 52-61, όπου καταγράφονται αναφορές σε συγγράμματα περί συνάφειας τη Ευχαριστίας και της Κυριακής, ως όγδοης ημέρας . 296 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, όπ. π., σελ. 91-94. 297 Βλ Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπ. π., σελ.96. 292
98
υπάρχει στη σκέψη Του υπάρχει όντως, ενώ η μνήμη του ανθρώπου, ως κτιστή, έρχεται και παρέρχεται. Βασικό και ουσιαστικό στοιχείο κάθε ευχαριστιακής λειτουργίας είναι το μνημόσυνο. Δεν υπάρχει ευχή στην εκτύλιξη της οποίας να μην μνημονεύονται γεγονότα και ονόματα, με σαφή αναφορά στη Βασιλεία,298 προτρέποντας παράλληλα τους ζώντες προς μίμηση των φορέων τους. Μνημόνευση γίνεται στην Προσκομιδή, κατά την έξοδο των μερίδων, στη μεγάλη Είσοδο, αλλά κυρίως στην Αναφορά. Μετά την Ευχαριστία προς τον άξιο και δίκαιο Κύριο μνημονεύεται η δημιουργία του Θεού καθιστώντας την με τον αναφερθέντα τρόπο συμμέτοχη στο μυστήριο της Ευχαριστίας. Μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και τη μεταβολή των στοιχείων σε Σώμα και Αίμα του Χριστού γίνεται μνημόνευση των ζώντων (βασιλέων, εκκλησιών, στρατοπέδων, ασθενών και όσων έχουν ανάγκη βοηθείας) και των τεθνεώντων (Προπατόρων, Πατριαρχών, Προφητών, Οσίων, Ασκητών, Αποστόλων, Κηρύκων, Ευαγγελιστών, Μαρτύρων, Ομολογητών). Ιδιαίτερη μνημόνευση γίνεται στην Παναγία, η οποία στη συνείδηση της Εκκλησίας κατέχει την υψηλότερη θέση. Είναι το πρόσωπο που έδωσε από τη σάρκα της σάρκα και από το αίμα της αίμα στον σαρκωθέντα Λόγο του Θεού. Με τη βαθιά ταπείνωσή της, την τέλεια αφοσίωσή της στον Θεό, την αγνότητα, την καθαρότητα και την ελεύθερη θέλησή της προσέφερε τη συγκατάθεσή της για τη φανέρωση της αυθεντικότητας της ανθρώπινης φύσης, την οποία ο Υιός και Λόγος του Θεού ενσάρκωσε ως Ιησούς Χριστός.299 Για τον λόγο αυτόν στην ευχή της Αναφοράς χαρακτηρίζεται ως “Παναγία άχραντος, υπερευλογημένη, ένδοξη Δέσποινα ημών, Θεοτόκος καί αειπάρθενος Μαρία, η τιμιωτέρα των Χερουβείμ καί ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ”.300 Άξιοι μνημόνευσης είναι και οι Άγιοι.301 Είναι τα πρόσωπα που με την ακλόνητη πίστη τους, τον ζήλο, την υπομονή και το θάρρος τους, την μέχρι θανάτου υποταγή και προσφορά προς τον φιλάνθρωπο Θεό και Σωτήρα, έλαβαν θέση στη Βασιλεία των Ουρανών, φανερώνοντας τα αποτελέσματα της αληθινής πίστης στον Θεό. Με τη μνημόνευση των μελών της Εκκλησίας, ζωντανών και νεκρών, τα πρόσωπα και τα γεγονότα του παρόντος και του παρελθόντος τοποθετούνται συνδοξαζόμενα ενώπιον του Θεού και στο πλαίσιο της Βασιλείας που θα έλθει. Η εν λόγω διαδικασία γίνεται όχι απλώς ψυχολογικά, αλλά οντολογικά, με σκοπό να δοθεί στα πρόσωπα και τα γεγονότα αυτά υπόσταση, ώστε να μην αφανιστούν αλλά να ζήσουν αιώνια στον καινούριο κόσμο του Θεού.302 Οι δεήσεις για τους ζώντες και τεθνεώτες αποτελούν υπέρτατη εκδήλωση αγάπης και συνάμα κορύφωση της πίστης και της ελπίδας για την ανάσταση.
298
Βλ. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπ. π., σελ. 122: “Εν τη βασιλεία αυτού”. Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 202 κ. ε.: “η Παρθένος, η φανέρωση της αγιότητας, η αγιοφάνεια, προσωποποιεί την ανθρώπινη αγιότητα. Η αρχετυπική αυτή ακεραιότητα, η “σωφροσύνη”, την κάνει κέντρο της Εκκλησίας”. 300 Βλ. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπ. π., σελ. 92. 301 Βλ. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπ. π., σελ. 93-96: “Μετά πάντων των αγίων μνημονεύσαντες”. 302 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, όπ. π., 94-101. 299
99
21.9. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΑΞΗ Πρωταρχικό στοιχείο της δομής της Ευχαριστίας, ως εικόνας των Εσχάτων, είναι η σύναξη “επί το αυτό” του διασκορπισμένου λαού του Θεού γύρω από το πρόσωπο του Χριστού, με κοινή αναφορά προς τον Θεό Πατέρα. Ως αποτέλεσμα της αγαπητικής κλίσης του Θεού, η ελεύθερη συνάθροιση της Εκκλησίας είναι ανοιχτή προς όλους, πέρα από κάθε διάκριση και διαφορά.303 Κέντρο της σύναξης αποτελεί ο επίσκοπος, ο οποίος έχοντας λάβει την ειδική ιεροσύνη, έχει την ευθύνη της διοίκησης, της διδαχής και της λατρείας μέσα στην Εκκλησία, εικονίζοντας την εσχατολογική παρουσία του Χριστού. Όπως ο Χριστός θα περιστοιχίζεται από τους Αποστόλους, ο επίσκοπος περιβάλλεται από το συνέδριο των πρεσβυτέρων, ενώ οι διάκονοι αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ κλήρου και λαού. Στην ευχαριστιακή σύναξη ο επίσκοπος είναι η μυστηριακή φανέρωση του Χριστού στην Εκκλησία. Πρόκειται για το θεσμικό πρόσωπο που προΐσταται, αλλά είναι ταυτόχρονα υπηρέτης και οικονόμος του τελούμενου μυστηρίου.304 Κατά τη Λειτουργία δανείζει τη γλώσσα του και παρέχει τις χείρες του στον Κύριο, αφού ο Θεάνθρωπος είναι το πρόσωπο που ενεργεί ουσιαστικά. Έχοντας το ιερατικό, προφητικό και βασιλικό χάρισμα, ανατείνει εκ μέρους του λαού τα προσφερόμενα, ως ανάμνηση, δίνει τις ευλογίες, προσφέρει τις δεήσεις, τις αιτήσεις, τις ευχαριστίες, τη θυσία, επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για τη μεταβολή του άρτου και οίνου σε αληθινό Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Είναι το πρόσωπο που συγκροτεί την Εκκλησία και σε αγαπητική ενότητα, ως Σώμα Χριστού, ενώ παράλληλα διασώζει και εκφράζει μέσα στην ιστορία την εικόνα ενός κόσμου που θα έχει υπερβεί τη θανατηφόρα αποσπασματικότητα και φθορά του χάρη στην ένωση και ενσωμάτωσή του στον Χριστό, που με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του ένωσε τα πάντα στο πρόσωπό Του, εγκαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τη Βασιλεία Του. Μέσα στην ευχαριστιακή σύναξη η συμβολή του λαού στα τελούμενα είναι ουσιαστική. Λαμβάνει ενεργό μέρος, γινόμενος συλλειτουργός στην τέλεση του μυστηρίου. Η λατρεία, άλλωστε, είναι πράξη συλλογική. Η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας είναι ανέφικτη χωρίς τη σύναξη του λαού. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία, που αποδεικνύει την ουσιαστική συμβολή των λαϊκών στα τελούμενα, είναι η επισφράγιση των ευχών του επισκόπου με το “Αμήν” του λαού, το οποίο ενώνει κλήρο και ποίμνιο σε ένα οργανικό σύνολο, με μια προσευχή, μια δέηση, ένα νου, μια ελπίδα, μια χαρά. Ο λαός απαντά στα αιτήματα του Διακόνου με το “Κύριε ελέησον” ή το “Παράσχου Κύριε”, διαλέγεται με τον λειτουργό και προσεύχεται μαζί του, με ευχές διατυπωμένες στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.305 Η ομολογία της πίστεως, ο ασπασμός
303
Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, Σύναξη, τεύχος 49, Αθήνα, 1994, σελ. 7-18, εδώ 14-16. 304 Bλ. Παύλ. A’ Koρ. δ, 1. 305 Bλ. Γ. Φίλια, Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, όπ. π., σελ. 39.
100
αλλήλων,306 οι προτροπές για ειρήνη,307 το “Πάτερ ημών”,308 ο Χερουβικός ύμνος, το κοινωνικό, αποκαλύπτουν τη συμμετοχή του λαού, τον βαθύτερο οργανικό σύνδεσμο και την αμοιβαία σχέση κλήρου και λαού. Αυτός είναι επιπλέον, που προσφέρει τα Τίμια Δώρα στον λειτουργό, προκειμένου ο δεύτερος να ζητήσει από τον Θεό να δεχθεί την ευχαριστία του λαού και να ευλογήσει όσους προσκόμισαν τα πρόσφορα και τις ευχαριστίες. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μόνο εικόνα της Βασιλείας, αλλά και φανέρωση της ίδιας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν εξαντλείται στην περίοδο μεταξύ της επίγειας ζωής του Χριστού και της Δευτέρας Παρουσίας, αλλά προϋπήρχε συνδεδεμένη με την προαιώνια βουλή του Θεού για την πορεία και την έκβαση της Θείας Οικονομίας που θα προεκταθεί στους αιώνες των αιώνων, στη Βασιλεία του Θεού. Το μυστήριο της Εκκλησίας πραγματώνεται στη Θεία Ευχαριστία με τέτοιο τρόπο, ώστε η Ευχαριστία να συνιστά την Εκκλησία και η Εκκλησία να μεταβάλλεται σε Ευχαριστία. Η Ευχαριστία πραγματώνοντας την Εκκλησία την αποκαλύπτει, ως κοινωνία και κοινότητα των Εσχάτων με συγκεκριμένη δομή, συλλογική και ιεραρχική, που κατανοείται με βάση την ετερότητα των προσωπικών σχέσεων. Η ενότητά της δεν πηγάζει από κάποιον συγκεντρωτικό μηχανισμό ή την εξουσία ενός επισκόπου, αλλά από τον σύνδεσμο ενότητας στην πίστη και την κοινωνία του μυστηρίου που συγκροτεί μια ενότητα ζωής, κοινωνία προσώπων με βάση το πρότυπο της Τριάδας, οδηγώντας την στην ελευθερία του Πνεύματος. Συνεπώς, η εσχατολογική κοινότητα θα είναι η σύναξη των πάντων, στην οποία όμως θα υπάρχει ετερότητα σχέσεων, καθορισμένη από την διαφορά μεταξύ των τριών στοιχείων, του λαού, του Χριστού και των Αποστόλων. Η Βασιλεία είναι ενότητα όλων στο πρόσωπο του Χριστού με ποικιλία χαρισμάτων και όχι ισοπέδωσή τους προς το κοινό όφελος, τη σωτηρία. Η διαφοροποίηση των χαρισμάτων δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά ευλογία και πλούτο για την εσχατολογική κοινότητα. Όλες οι χειροτονίες στα βασικά δομικά λειτουργήματα της Εκκλησίας λαμβάνουν χώρα απαραιτήτως στην Ευχαριστία. Το Βάπτισμα και το Χρίσμα είναι η “χειροτονία” των λαϊκών, που τους καθιστά μέλη της σύναξης και μέτοχους στην Ιεροσύνη του Χριστού, στα αγαθά της Θείας δόξας και στην αλήθεια. Η διάκριση λαϊκών και κληρικών δεν είναι διάκριση ποιοτική, αλλά λειτουργική, αφού αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών και όχι στη δημιουργία τάξεων. Η ποικιλία των χαρισμάτων καταξιώνει τη ζωή
306
Bλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 236, 708 D: “το κλείσιμο των θυρών, η είσοδος των αγίων μυστηρίων, ο θείος ασπασμός και η απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως συμβολίζουν γενικά την παροδικότητα των αισθητών και τη φανέρωση των νοητών, την καινούρια διδασκαλία του θεϊκού μυστηρίου σχετικά με μας, την ταυτότητα που θα επιτευχθεί όλων με όλους, με τους εαυτούς μας και με το Θεό, ταυτότητα ομόνοιας, ομοφροσύνης και αγάπης, την Ευχαριστία τέλος για τους τρόπους της σωτηρίας μας. Ιδιαίτερα φανερώνουν˙ των πιστών, την προκοπή από την απλή πίστη ως τη στηριγμένη πάνω στα δόγματα διδαχή και μύηση και συμφωνία κι ευσέβεια. Το κλείσιμο των θυρών φανερώνει το πρώτο, η είσοδος των αγίων το δεύτερο, ο ασπασμός το τρίτο και η απαγγελία του συμβόλου το τέταρτο”. 307 Bλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 184, 692 Α: “με τις αναφωνήσεις προς την ειρήνη… φανερώνονται οι θεϊκές ευαρεστήσεις, που μεταφέρουν οι άγιοι άγγελοι. Μ’ αυτές ορίζει ο Θεός τ’ αγωνίσματα εκείνων, που αντιμετωπίζουν με νόμιμη άθληση για χάρη της αλήθειας τις αντίθετες δυνάμεις και διαλύει τις αόρατες συμπλοκές, παρέχοντας ειρήνη…Έτσι, ελεύθεροι από το βάρος του πολέμου…να κατευθύνουν τις δυνάμεις της ψυχής…στην άσκηση δηλαδή των αρετών”. 308 Bλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 206, 696 D: “η πανάγια και σεβαστή επίκληση του μεγάλου και μακάριου Θεού και Πατέρα αποτελεί σύμβολο της υιοθεσίας, που είναι ενυπόστατη και ζει και που θα μας παραχωρηθεί, δωρεά και χάρισμα του Αγίου Πνεύματος”.
101
και τη χαρά του Σώματος του Χριστού.309 Δεν διασπά, αλλά συγκροτεί την ενότητα του Σώματος και το οικοδομεί προς το κοινό καλό, οδηγώντας το στην καθαίρεση των δαιμονικών δυνάμεων, που επέφεραν την μεταπτωτική αιχμαλωσία, και στην τελείωση των μελών του.310 21.10. Η ΑΓΑΠΗ, ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ Η αγάπη δεν αποτελεί απλά μια ηθική αρετή (μίμηση του Χριστού και υπακοή στις εντολές Του) ή έναν απλό συναισθηματισμό. Κυρίως πρόκειται για μια δυνατότητα υπαρξιακής μεταμόρφωσης, υπερβατικής των συμβατικών και καθιερωμένων προτύπων επικοινωνίας. Δρα ενεργητικά, διανοίγοντας υπερβατικούς ορίζοντες στην αθάνατη ψυχή του ανθρώπου, αναδεικνύει πρόσωπα, διαπροσωπικές σχέσεις, χαρίσματα, χειραγωγεί και ενδυναμώνει την ελπίδα, πληροί με θάρρος και αισιοδοξία, υπομένει, σταυρώνεται, μακροθυμεί. Αίρει κάθε αδικία, εκμετάλλευση, κακία, φθόνο, σκανδαλισμό, εξομαλύνει αντιθέσεις και διαμάχες. Προωθεί την ειρήνη, τη συγχώρηση, τη δικαιοσύνη, την ισότητα. Σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου, βοηθά, συμπορεύεται, ταυτίζεται με τον πλησίον. Η ιδανική μορφή της είναι η γνήσια και αυθεντική αγάπη προς τον εχθρό.311 Αντιθέτως, το κακό συσκοτίζει τον νου, διαστρέφει την επιθυμία, εξασθενίζει τη θέληση. Η αληθινή αγάπη αποτελεί μέθεξη θεότητας.312 Είναι απεριόριστη στον χώρο και τον χρόνο, βρίσκεται στην παρουσία του Θεού, που αποτελεί την πηγή της και της δίνει δύναμη. Ο Θεός προθετικά κινείται στο να ενωθεί με τον κόσμο, να ζήσει σε μια αγαπητική κοινωνία με τον άνθρωπο, προκειμένου να καταστεί γνωστό το πρόσωπό Του και όχι κάτι από αυτό. Ο φθαρτός άνθρωπος ζει την πληρότητα της αληθινής ζωής, κατά την αγαπητική μετοχή στην άφθαρτη και άκτιστη ζωή του Θεού. Χωρίς την υπέρβαση αυτή, καθίσταται δούλος και παίγνιο της αναγκαιότητας.313 Η Θεία Ευχαριστία είναι αδιανόητη χωρίς την αγάπη. Η σύναξή της χαρακτηρίζεται από την υπέρβαση των ατομικών ορίων και την κατάργηση οιασδήποτε φυσικής και κοινωνικής διαίρεσης στο όνομα της “εν Χριστώ” αγαπητικής ενότητας και της κοινής μετοχής στη δωρεά Του.314 Η ποικιλία των εκφράσεων και των μορφών ζωής, με μέσο την αγάπη, την ελευθερία και την ενότητα των πιστών δεν προκαλεί διχοτομήσεις, αλλά διατηρεί την ακεραιότητα και την κοινωνία με τον Θεό και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο καθένας συμπληρώνει τον άλλον και όλοι από κοινού οικοδομούν το ευχαριστιακό σώμα με κοινή δράση για τη σωτηρία, αφού αυτή δεν πραγματώνεται με ατομικό αγώνα, αλλά με την ενότητα των πιστών και την κοινή ενεργητικότητα. Ο εσχατολογικός χαρακτήρας της Ευχαριστίας συνάπτεται ουσιαστικά στον εσχατολογικό χαρακτήρα της αγάπης, η οποία αποτελεί τη βιωματική πεμπτουσία
309
Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και συμβολική θεολογία, όπ. π., σελ 415. Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, Σύναξη, τεύχος 52, όπ. π., σελ. 81-87. 311 Βλ. τον ύμνο της αγάπης του Παύλου, στο Παύλ. Α’ Κορ. ιγ, 1-13. 312 Βλ. Α’ Ιω, δ, 16. 313 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, Χριστολογία και Ύπαρξη, η διαλεκτική κτιστού-άκτιστου και το δόγμα της Χαλκηδόνας, όπ. π., σελ. 17: “μόνο η αγάπη, δηλαδή η ένωση αδιαιρέτως με τον άκτιστο Θεό εξασφαλίζει. αθανασία, αφού όλα τα κτιστά όντα υπόκεινται στον θάνατο”. 314 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 109: “ άλλωστε, το διακριτικό γνώρισμα των Χριστιανών είναι η εν τη αγάπη του Θεού ενότης αυτών”. 310
102
της Βασιλείας.315 Ο ένας άρτος και το κοινό ποτήριο συμβολίζουν την ενότητα, την αδιάσπαστη συνάφεια μεταξύ των πιστών και όλων με τον Χριστό ενώπιον του κοινού Πατέρα. Τα ειρηνικά (“ειρήνη πάσι”, “εν ειρήνη δεηθώμεν”, “εν ειρήνη προσέλθωμεν”), οι ευχαριστίες316 και η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό Δημιουργό, τον κοινό Πατέρα, ο ασπασμός αλλήλων, φανερώνουν την αγαπητική αυτή κοινωνία της Ευχαριστίας και τον διαρκή αγώνα, για την επικράτηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης, του τελικού σκοπού της Ενανθρώπισης του Κυρίου. Σε αυτή την κοινωνία αγάπης το άτομο μετατρέπεται σε πρόσωπο, σε δυναμικό κύτταρο, σε ποιοτική και όχι ποσοτική μονάδα του συνόλου. Το πρόσωπο είναι η επιμέρους υπόσταση της ανθρώπινης ουσίας. Είναι η ιδιαιτερότητα που συγκεντρώνει σε μια ενότητα φύσης όλα τα μέλη και τις λειτουργίες της ψυχοσωματικής ενότητας. 317 Η ενότητα μέσα στην ποικιλία της ευχαριστιακής σύναξης δεν σημαίνει ομοιομορφία ή ολοκληρωτισμό. Συνιστά ελεύθερα και υπεύθυνα πρόσωπα, με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Διατηρώντας ανέπαφη την ταυτότητά του,318 τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και χαρίσματά του, κάθε πρόσωπο αγωνίζεται για την πραγμάτωση του κοινού σκοπού, 319 την υπέρβαση του ατομισμού, των παθών, των εγωισμών, την άρση της αμαρτίας ως διχασμού και την αποκατάσταση της πολυδιάστατης ενότητας με τους συνανθρώπους και γύρω από τον Χριστό, με κοινή αναφορά προς τον κοινό Πατέρα. Η ευχαριστιακή σύναξη δεν νοείται ατομικιστικά, αλλά ως κοινωνία προσώπων. Τα άτομα γνωρίζονται μόνο με βαθιά αγαπητική επικοινωνία, μέσω της οποίας βρίσκουν και την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Το πρόσωπο δεν γίνεται κατανοητό αν απομονωθεί, παρά μόνο αν τεθεί σε σχέση με κάτι ή κάποιον άλλο (προς – όψη, όψη προς κάτι). Γίνεται κάποιος πρόσωπο, όταν θέτει συνειδητά τον εαυτό του σε ένα δυναμικό υπαρξιακό γίγνεσθαι, το οποίο υπερβαίνει τους όρους και τις δεσμεύσεις μιας τυπικής φυσικής επαναληπτικότητας, όταν δεν καθοδηγείται από κανόνες μιας άκαμπτης αναγκαιότητας ή μιας συνήθειας που έχει καθιερωθεί από το παρελθόν. Ο Θεός όντας το κατεξοχήν πρόσωπο δεν γίνεται γνωστός παρά μόνο με την υπέρβαση της ατομικότητας, την δημιουργία δεσμών αγάπης και της προσωπικής κοινωνίας μαζί Του. Αυτό άλλωστε σημαίνει σωτηρία. Πορεία προς την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου με την κατά πρόσωπο θέαση, κοινωνία με τον Θεό.320 315
Bλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 246, 713 A: “τίποτα δεν κάνει τόσο εύκολο το δρόμο προς τη δικαιοσύνη, τίποτα δεν είναι τόσο επιτήδειο για τη θέωση και για την προσέγγιση του Θεού, όσο το έλεος που προσφέρεται από το βάθος της ψυχής με ικανοποίηση και χαρά σε όσους το έχουν ανάγκη”. 316 Bλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 244, 712 D: “ενισχυμένοι με κάθε ισχύ κατά τη δύναμη της δόξας του για κάθε κατάρτιση και χαρούμενη υπομονή θα ευχαριστούμε τον Πατέρα, που μας έκανε ικανούς να μοιραστούμε μέσα στο φως τη μερίδα που κληρώθηκε στους Αγίους”. 317 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 92: “το πρόσωπο είναι ένας υπαρκτικός τρόπος, που διαποτίζει και κάνει “προσωπική” την ολότητα ενός όντος, που κάνει το ον αυτό μοναδικό να σκέφτεται τον εαυτό του, να στοχάζεται τον εαυτό του και να καθορίζει τον εαυτό του. Είναι το υποκείμενο και ο φορέας, στον οποίο ανήκει και μεσ΄ στον οποίο ζει το δεδομένο ον…το πρόσωπο είναι αρχή ακεραιωτική που ενεργεί την ενότητα όλων των επιπέδων με την “κοινωνία” των ιδιωμάτων, την “περιχώρηση”. 318 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, όπ. π., σελ.19: “κάθε μέλος της εκκλησίας, ελευθερωμένο από την αναγκαιότητα της βιολογικής του υποστάσεως, ενώνεται με τα άλλα μέλη σε μια σχέση αδιαρρήκτου κοινωνίας, από την οποία εκπηγάζει η ετερότητα κάθε προσώπου, δηλαδή η αληθινή του ταυτότητα”. 319 Bλ. Μάξιμου Ομολογητού, όπ. π., PG 106, 665 A: “οδηγούνται όλα σε μια ταυτότητα κίνησης και ύπαρξης, που αποκλείει την κατάλυση και τη σύγχυση. Κανένα από τα όντα, προβαδίζοντας, δεν στασιάζει εναντίον κάποιου άλλου, ούτε αποσπάται από αυτό σύμφωνα με τη διαφορά που χαρακτηρίζει τη φύση και την κίνησή του”. 320 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 90: “το πρόσωπο υπάρχει για την “κοινωνία” και υπάρχει ουσιαστικά “δι’ αυτής”. Για να είμαστε ακριβείς, το πρόσωπο δεν υπάρχει παρά μόνο “εν Θεώ”. Ο άνθρωπος έχει τη
103
Το πρόσωπο πραγματώνεται μέσα στην ελευθερία, αφού ο τρόπος ύπαρξής του είναι η ελευθερία και η ετερότητα.321 Η ελευθερία πηγάζει από την ίδια την αγάπη, που είναι ο ίδιος ο Θεός.322 Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός ασκεί την οντολογική ελευθερία Του είναι η αγαπητική υπέρβαση και κατάργηση της οντολογικής αναγκαιότητας της φύσης, με το να είναι Θεός, ως Πατέρας, που γεννά και εκπορεύει.323 Η αγάπη Του, που φανερώθηκε ελεύθερα εν Χριστώ, ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, από κάθε φυσικό περιορισμό. Ελευθερία σημαίνει έξοδος από τα ανθρώπινα όρια, υπέρβαση κάθε υλικής, βιολογικής, κοινωνικής, κοσμικής αναγκαιότητας, δυναμική πραγμάτωση της ύπαρξης. Δεν σημαίνει δουλική υποταγή, ούτε αυθαιρεσία, αλλά δυνατότητα επιλογών, ώριμη αξιοποίηση του αυτεξούσιου, για την υπέρβαση της φθοράς και των κτιστών ορίων. Η ύπαρξη του ανθρώπου δεσμεύεται καθοριστικά από την εκ του μη όντος ανάδυσή του στο είναι,ενώ παράλληλα ο κόσμος που ζει είναι εξαρτημένος από τον Θεό. Το ανωτέρω σημαίνει πως μόνο με την υπέρβαση όλων των δεδομένων της κτιστής και πεπερασμένης φύσης, την αναγωγή στην οντολογική ελευθερία του Θεού και τη μετοχή του στην υπαρκτική αλήθεια του προσωπικού τρόπου ύπαρξής Του αποκτάται η πληρότητα και η ακεραιότητα της ζωής.324 Η καινή πόλη οικοδομείται με την ελεύθερη θέληση και συμμετοχή των πιστών. Το εν λόγω παράδειγμα έδωσε πρώτος ο Υιός και Λόγος του Θεού. Με την ελεύθερη και από αγάπη έξοδο από την υπερβατικότητά Του, την οποία ένωσε ασυγχύτως και αδιαιρέτως με την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση και τη νίκη κατά του θανάτου, φανέρωσε τις απεριόριστες δυνατότητες για υπέρβαση των ορίων και την αγαπητική κοινωνία με τον Θεό. Η γνώση αυτής της αγάπης, η αποδοχή της αγαπητικής πρόσκλησης του Θεού οδηγεί στην γνώση της θείας χάρης και δόξας, στην απόλυτη επικοινωνία του Εκείθεν με το Εντεύθεν. Η μετοχή στην ελευθερία της αγάπης είναι η όντως ζωή, η ζωή που νικά τη φθορά και τον θάνατο, οδηγώντας στην αγιότητα, που είναι η τελείωση, η ένταξη στη μακάρια κοινωνία αγάπης και ελευθερίας του προσωπικού τρόπου ύπαρξης της Τριάδας.
νοσταλγία να γίνει “πρόσωπο” και την πραγματοποιεί στην “κοινωνία” του με το θείο Πρόσωπο”. 321 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 96. 322 Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπ. π., σελ. 100: “πραγματική ελευθερία είναι η χαρακτηρίζουσα τον Θεόν αγάπην, η απηλλαγμένη πάσης ανάγκης και πάσης ιδιοτελείας”. 323 Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα (μητροπ. Περγάμου), Από το προσωπείο στο πρόσωπο, όπ. π., σελ. 139-140. 324 Βλ. P. Evdokimov, όπ. π., σελ. 95-101.
104
22. ΤΟ ΑΣΚΗΤΙΚΟ, ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η λέξη “ήθος” είναι αρχαία ελληνική και σημαίνει αρχικά τον τρόπο με τον οποίο στοχάζεται και ενεργεί το άτομο στην καθημερινή ζωή του. Στον Χριστιανισμό η έννοια του ήθους είναι στενότατα συνδεδεμένη με τις έννοιες “Θεός”, “Θεία Χάρη”, “εκ του μη όντος δημιουργία”. Αναφέρεται επίσης στο θείο σχέδιο σε συνέργεια με την ανθρώπινη προσπάθεια για τελείωση. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του ήθους είναι η αναγνώριση και η αποδοχή του Θεού, ως ανώτερου νοηματοδοτικού στόχου, στον οποίο υποτάσσονται και συμμορφώνονται οι κατώτερες επιθυμίες του ανθρώπου. Για την πραγμάτωση του υψηλού αυτού ιδεώδους, απαιτείται αγώνας προς προσωπική κατάκτηση και ο αγώνας αυτός προϋποθέτει ψυχική και πνευματική προπαρασκευή. Η άσκηση ισχύει για όλους τους πιστούς, αποτελεί συνεχή και επαναλαμβανόμενο, δοκιμασμένο τρόπο ζωής, που βοηθά στο να αποκτήσει η ύπαρξη πληρότητα και βάθος. Μορφές της είναι η προσευχή, η λατρευτική και μυστηριακή ζωή, η μετάνοια, η εγκράτεια, η ταπεινοφροσύνη, η αγρυπνία, η σωματική και πνευματική νηστεία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την χριστιανική άσκηση είναι η πίστη στον Θεό. Η ολοκληρωτική προσφορά στο πρόσωπό Του δεν σημαίνει άρνηση της ζωής και των ανθρώπων και περιφρόνηση του κόσμου, αλλά αγάπη. Σημαίνει αντίσταση, ως τρόπο σκέψης, στην απολυτοποίηση της ύλης, άρνηση της ματαιότητας του κόσμου και των κοσμικών τιμών, αγωνιστική προσπάθεια για καθοδήγηση της φύσης προς το Θεό και προσευχή για όλη τη δημιουργία. Μέσα στην αγάπη του Θεού ο πεπερασμένος άνθρωπος ελευθερώνεται από κάθε μορφή δουλείας στο εγώ και στην ύλη, χωρίς αυτό να σημαίνει μίσος προς τον κόσμο, αλλά χορήγηση ενός νέου νοήματος στα εγκόσμια. Δεν αποτελεί οδυνηρή πράξη στέρησης και απομόνωσης, αλλά βοήθεια προς γνώση τού ότι απαιτούνται θυσίες προκειμένου να δημιουργηθεί η αυθεντική ζωή της αγάπης. Η άσκηση απαιτεί ευχαριστιακό υπόβαθρο, διότι αλλιώς εκτρέπεται σε μια πνευματική εκγύμναση και αυτοπειθαρχία, σε ιδιωτικό επίτευγμα των εκλεκτών. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας η άσκηση εκφράζεται ως ελεύθερη υπέρβαση της ατομικότητας της ύπαρξης προς ένα κοινωνικό άνοιγμα των προσώπων στη ζωή της κοινότητας, ως συνύπαρξη με τα υπόλοιπα μέλη του Σώματος του Χριστού και προς μεταμόρφωση της φύσης από τους ίδιους τους περιορισμούς της ατομικής αυτοτέλειας. Γι’ αυτό ακριβώς η άσκηση είναι πάλη του προσώπου με την ίδια την αυτονομημένη φορά της φύσης του. Η ευχαριστιακή κοινωνία έχει ως προϋπόθεση την ασκητική προετοιμασία, προκειμένου να πραγματωθεί η κοινωνία της θεώσεως. Η ορθόδοξη λειτουργία συνιστά μία κατεξοχήν ευχαριστιακή πράξη αναφοράς του κόσμου και της ζωής από τον άνθρωπο στον Θεό. Είναι μία ασκητική πρόσληψη του υλικού κόσμου από τον άνθρωπο, τον οποίο δεν χρησιμοποιεί για την ικανοποίηση της ατομικής αυτοτέλειας και επιβίωσής του, αλλά τον αναφέρει στον Δημιουργό, ως γνήσια δημιουργία και ακολούθως τον χρησιμοποιεί ευχαριστιακά. Η συνύπαρξη με την ύλη στις λατρευτικές στιγμές της εκκλησιαστικής ζωής λειτουργεί και με την προοπτική της αποκατάστασης της κοινωνίας του ανθρώπου με ολόκληρη την ανθρωπότητα και την Δημιουργία. Επαναφέρει στο προσκήνιο την αρχέγονη βάση της κοσμικής ενότητας, η οποία ανατράπηκε εξαιτίας της λανθασμένης χρήσης της ελευθερίας του ανθρώπου. Υπό τους όρους αυτούς, η παρουσία και η χρήση της ύλης στην ευχαριστιακή σύναξη μπορεί
105
να κατανοηθεί, ως πρόγευση της εσχατολογικής κατάστασης της δημιουργίας σε κάθε μετάληψη, ως η επαναδιατύπωση των αρχετύπων αγγίζοντας το Επέκεινα, γνωρίζοντάς το και γινόμενο μέρος των υπερφυσικών διαστάσεών του. Το φυσικό στοιχείο εξαγιάζεται και μεταμορφώνεται σε πραγματικό. Το πνευματικό ενώνεται με το υλικό, το φυσικό με το υπερφυσικό, το κτιστό με το άκτιστο, σε ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο αγωνίζεται βιωματικά και συνολικά για τη σωτηρία και την εξασφάλιση της ένταξης στη Βασιλεία του Θεού.325 Το λειτουργικό ήθος δεν είναι μόνο μία νοερή λατρεία. Είναι μία κοσμική λειτουργία, η οποία συνάπτει και αγιάζει την κτίση με την αφθαρσία της μέλλουσας Βασιλείας και την υπέρβαση του θανάτου, που η αμαρτία προκάλεσεׂ• , την μεταμορφώνει δίνοντάς της θεϊκό νόημα και περιεχόμενο και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η θέση του ανθρώπου μέσα στην κτίση γίνεται κατανοητή εντός του πλαισίου του σωτηριώδους έργου του Θεού. Ολόκληρος ο κόσμος, η ζωή και οι φυσικοί νόμοι βρίσκονται στην αρμοδιότητα του Θεού. Είναι το πρόσωπο που με την παρουσία Του ουσιώνει την κτίση στο σύνολό της, την ζωογονεί και την καταξιώνει. Δημιουργία, ανακαίνιση, προκοπή, απολύτρωση εξαρτώνται κατ’ αποκλειστικότητα από την κυριαρχία του Θεού. Ο άνθρωπος πλάστηκε ικανός να δημιουργήσει και να κυριεύσει στην κτίση. Η εν λόγω κυριαρχία δεν είναι κυριαρχία που υποδουλώνει, ούτε κατάχρηση, αλλά σημαίνει φροντίδα και διακυβέρνηση της φύσης, με βάση τους νόμους που ο Θεός όρισε, με τέτοιο τρόπο, ώστε να λειτουργεί ανακαινιστικά, με τελικό στόχο τη θέωση, τη λύτρωση, την κατάργηση του θανάτου. Σε αυτή τη λειτουργική θεώρηση του κόσμου δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό, αλλά φύση και Δημιουργία, ως ενιαία πραγματικότητα, που προέρχεται από τον Θεό και αναφέρεται στον Θεό, προκειμένου να την πλουτίσει με την αδαπάνητη θεότητα και να την λυτρώσει. Ο άνθρωπος αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Θεού και Δημιουργίας, αποτελεί τον “ιερέα”326 ο οποίος έχει την δυνατότητα και τις προϋποθέσεις (λογικό και αυτεξούσιο), προκειμένου να ελευθερώσει την κτίση από τους φυσικούς περιορισμούς και να την μετατρέψει σε φορέα μιας ζωής που την υπερβαίνει, καθιστώντας την ενεργά μέτοχη στις άκτιστες θείες ενέργειες και, κατ’ επέκταση, στη γενίκευση του “καθ’ ομοίωσιν”.
325 326
Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, Η κτίση ως ευχαριστία, Αθήνα, 1992, εκδ. Ακρίτας, σελ. 17-26. Βλ. Ιωάννη Ζηζιούλα, όπ. π., σελ 93-121.
106
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Όταν ο άνθρωπος περιορίζει το νόημα της ζωής του εντός των διαδικασιών του ενδοκοσμικού πλαισίου, είναι φυσικό να μην μπορεί να εντοπίζει καμία τελική σημασία και σκοπό στις δραστηριότητές του. Η ζωή οδηγείται αναγκαστικά προς τον θάνατο και ο θάνατος αποτελεί την μόνιμη απειλή και την τελευταία φάση της παρούσας ζωής. Η εν λόγω συνάφεια με τις συνεπαγωγές της σημαίνει ότι το νόημα της ζωής συνδέεται αναπόσπαστα με το νόημα του θανάτου και δεν μπορεί να δοθεί νόημα στη ζωή αν δεν δοθεί νόημα στο θάνατο, ως απώλεια. Εδώ φανερώνεται η εν Χριστώ ζωή, όπου όλα εντοπίζουν το νόημά τους, διότι ηττάται η φθορά και καταργείται ο θάνατος. Η Ενανθρώπιση άνοιξε τις προοπτικές για την απαλλαγή του ανθρώπου από τις εγωκεντρικές δεσμεύσεις. Ο Χριστός εγκαινίασε ένα νέο ήθος ζωής και δράσης, έδωσε νέα κριτήρια αξιολόγησης του καλού και του κακού και έθεσε ως τελικό στόχο της Ιστορίας τον θρίαμβο της Βασιλείας. Μόνο με τον εν λόγω ανακαινιστικό τρόπο ο κόσμος και η Ιστορία ανακαλύπτουν το πραγματικό νόημά τους, με την ριζική ανακαίνιση των πάντων. Η ανακαίνιση και η θέωση δεν απωθούνται στη μέλλουσα ζωή, αλλά εκκινούν από την παρούσα. Η Εκκλησία, ως περιοχή φανέρωσης της ανακαινιστικής χάριτος του Θεού, δεν αποβλέπει στη μεταβολή του κόσμου, αλλά στην ανακαίνισή του διά της ενεργού αφομοίωσης των θείων αρχετύπων. Τελικός στόχος της είναι η πρόσληψη όλων των μελών της στη μεταμορφωτική δόξα της. Στον χώρο της Εκκλησίας ο συμμετέχων ζει μια άλλη κατάσταση, διαφορετική από τον υπόλοιπο κόσμο. Απεγκλωβιζώμενος από τα επίγεια, τα φθαρτά, και δρώντας εκστατικά, εξυψώνεται και προγεύεται τα αγαθά του Παραδείσου. Η Εκκλησία, με το να έχει ανοικτούς ορίζοντες και αγωνιστική προοπτική, δεν αναμένει παθητικά τον καινό κόσμο του Θεού. Με τη δοξολογία, τη μετάνοια, τον αγιασμό, την καθαίρεση των δαιμονικών δυνάμεων, θεραπεύει από τα πάθη και τους σκοτισμούς του νου, νικά το κακό και το θάνατο, και επαναφέρει τον φθαρτό και πεπερασμένο άνθρωπο στην προπτωτική κατάσταση της κάθαρσης. Τα τελούμενα και τα θεώμενα, στον χώρο της ανάγουν τον πιστό στον κόσμο της Βασιλείας, τον καλούν σε μια έξοδο από την φυλακή του εγωισμού και στην συνάντηση με τον Θεό και τους συνανθρώπους. Πολεμώντας την στατικότητα, τον υλισμό, την υποκρισία, τη διαίρεση και οδεύοντας δυναμικά και εξελικτικά προς το ακατάληπτο και άπειρο βάθος της Τριάδας, επιχειρεί την άρση των συνεπειών της πτώσης και την μετοχή στη νεοπαγή πραγματικότητα που θεμελιώνεται με τις ενέργειες του Θεού. Η μετοχή στο δείπνο του Χριστού εκκινεί από την παρούσα ζωή με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και κυρίως με την Θεία Ευχαριστία, το κορυφαίο μυστήριο, το οποίο αποτελεί πνευματική κλίμακα, μια συνεχή ανάβαση, πορεία προς τη θέωση, την τελείωση, τη μετοχή στην άφθαρτη και άκτιστη ζωή του Τριαδικού Θεού. Το κυριώτερο στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής είναι η ενότητα της αδελφικής κοινωνίας, η κατάργηση της κυριαρχίας του ενός επί του άλλου και η άνθιση της αγάπης που οδηγεί στην τελείωση. Στον χώρο της αποκαθίσταται η σχέση αλλήλων, αφού πρώτα αποκατασταθεί η σχέση με τον Θεό. Η Θεία Ευχαριστία, κυρίως, ενώνει τα άτομα σε μια τέλεια και πλήρη κοινωνία προσώπων, κοινωνία αγάπης και ενότητας αδιάσπαστης, έχοντας ως πρότυπο την κοινωνία της Τριάδας. Η κοινή λατρεία προς τον κοινό Πατέρα, αίρει τον ατομικισμό, αδελφοποιεί, ενώνει στο ένα Σώμα του Χριστού χωρίς εντούτοις
107
να καταργείται η ιδιαίτερη ταυτότητα καθενός από τους συμβαλλόμενους στον κοινό σκοπό των υπερβατικών αναγωγών. Η ελπίδα για το μέλλον γίνεται συγκεκριμένη πράξη και έντονος αγώνας για το παρόν. Η ένταξη του πιστού στη Βασιλεία του Θεού δεν αποτελεί αναμονή του μέλλοντος, αλλά ενεργοποίηση του παρόντος. Η κοινή συμμετοχή ιερέα και ποιμνίου θεωρείται απαραίτητη για την επί τα βελτίω πρόοδο του ανθρώπου και ολόκληρου του σύμπαντος. Η ενεργός συμμετοχή δεν αποτελεί μόνο καθήκον, αλλά και εκπλήρωση των βαθύτερων αναγκών της ψυχής. Η ενεργοποίηση και ο αγώνας στηρίζονται στην αμετάκλητη απόφαση του ανθρώπου για αλλαγή της ζωής και απομάκρυνση από το κακό. Η παθητική στάση δεν οδηγεί στη σωτηρία. Η ραθυμία, η στέρηση από τον πλούτο της λατρείας και η παραμέληση τροφοδότησης της πνευματικής ζωής συνιστούν τα απότοκα μιας επιλογής που επιχειρεί να ανεξαρτοποιηθεί από την κοινωνία των εσχάτων. Ο άνθρωπος έχει ως “προίκα” το λογικό και το αυτεξούσιο, το οποίο δύναται να λειτουργήσει ως προωθητική δύναμη, για την υπέρβαση της κτιστότητας και τη δημιουργία διαλεκτικής σχέσης με το άκτιστο, συνεργασία με τον Άπειρο Θεό, στην προσπάθεια μιας επαναδιάταξης του κοινωνικού γίγνεσθαι στην προοπτική μιας νέας συλλογικότητας και ενός νέου ιστορικού υποκειμένου. Όλα αυτά βέβαια δεν γίνονται με τη βία, αφού η Βασιλεία των Ουρανών δεν είναι επιβολή και τυραννία, αλλά χάρισμα, διαπροσωπικές σχέσεις και κοινωνικότητα, μετάβαση από την πίεση της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας και της αγάπης, ως απόλυτης έκφρασής της. Κλείνουμε την εργασία μας με την ακόλουθη παρατήρηση του Ν. Μπερδιάγιεφ: “H αγάπη πρέπει να είναι πλήρης πνεύματος, διακατεχόμενη εκ μιας πνευματικής αρχής, αλλά συγχρόνως είναι δυνατόν να είναι όχι μόνο πνευματική, αλλά οφείλει να είναι “ψυχοπνευματική” και “πνευματοσωματική”. Αυτή πρέπει να σχετίζεται οπωσδήποτε με το ατομικό, με εκείνο το οποίο δεν επαναλαμβάνεται ποτέ και είναι μοναδικό και αναντικατάστατο. Η αγάπη είναι συγχρόνως θεία και ανθρώπινη. Η αγάπη θριαμβεύει κατά του θανάτου και μας ανοίγει προοπτικές προς την αθανασία. Στην εμπειρία της αγάπης μάς αποκαλύπτεται η Βασιλεία του Θεού. Να είσθε φιλάνθρωποι και εύσπλαχνοι, να έχετε οίκτον και να δεικνύετε αγάπην και θα εύρετε την οδόν της αθανασίας. Εν τη ανθρωπίνη φύσει του ο άνθρωπος ως άνθρωπος βαδίζει προς την αιωνιότητα. Έχει κληθεί να ζήσει εν τω Θεώ˙ οδεύει διά μέσου του χρόνου εις τους αιώνας των αιώνων. Ο νέος άνθρωπος θα είναι μια ιδιαίτερη δημιουργία, η οποία δύναται να εμπλουτίσει την οδό της πραγματοποιήσεως της τελειώσεώς του”.327
327
Βλ. Νικ. Μπερδιάγιεφ, θείον και ανθρώπινον (η υπαρξιακή διαλεκτική των σχέσιν), (μτφρ., εισαγ., σχόλια, Πρόδρ. Π. Αντωνιάδου), Θεσσαλονίκη, 1971, εκδ. “Πουρναρά”, σελ. 186-188.
108
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
109
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το φαινόμενο της Χριστιανικής λατρείας αποτελεί την σπουδαιότερη εκδήλωση του γνήσιου θρησκευτικού βιώματος, κατά το οποίο ο πιστός συνάπτει ζώσα προσωπική σχέση με το θείο. Ο άνθρωπος, ως γνωστόν, δεν είναι καθαρώς πνευματικό, αλλά υλικοπνευματικό ον. Γι΄ αυτό πάντοτε τα εσωτερικά πνευματικά ενεργήματά του δημιουργούν εξωτερική έκφραση. Η λατρεία αποτελεί την εξωτερική μορφή της εσωτερικής προσωπικής διάθεσης. Η ορθόδοξη λατρεία δεν αντικατοπτρίζει ούτε υπομιμνήσκει απλώς το απολυτρωτικό έργο του Σωτήρα, ούτε είναι μία απλή διδασκαλία. Παρουσιάζει το έργο και τη ζωή αυτή, ως μία ζώσα πραγματικότητα, στην οποία ο συμμετέχων καλείται να μετάσχει, ενεδυόμενος μυστικά τον Χριστό δια του Βαπτίσματος και συσσωματούμενος μαζί Του δια της Θείας Ευχαριστίας. Η ατμόσφαιρα της ορθοδόξου λατρείας είναι μοναδική, διά του σπάνιου συνδυασμού και την εναρμόνιση των αντιθέσεων, της οικειότητας και του βαθέως σεβασμού, της ατομικότητας και της κοινωνικότητας, του εύληπτου και του μυστήριου, του φυσικού και του υπερφυσικού, της εγκόσμιας ζωής και της επουράνιας ζωής. Το θείο με το ανθρώπινο, το ουράνιο με το γήινο, το αιώνιο με το χρονικό, το παρελθόν με το μέλλον, το παρόν με το έσχατο, το πνευματικό με το σαρκικό, η επουράνια ελπίδα με τα γήινα ενδιαφέροντα, ενώνονται σε μία θαυμαστή ενότητα και αρμονία, καθιστώντας γνωστό το θεϊκό στοιχείο και δίνοντας την ευκαιρία της μετοχής στις παροχές του. Η λατρεία επίσης ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Καλύπτοντας την ανάγκη της επικοινωνίας και ενώνοντας το σύνολο των πιστών, όχι ως άθροισμα, αλλά οργανικά γύρω από τον Χριστό και διά του Άγιου Πνεύματος, προσφέρει την δυνατότητα πρόγευσης της Βασιλείας των Ουρανών, ενώ συγχρόνως ανοίγει και τον δρόμο για την ένταξη στην μεταποιητική προοπτική της. Το τέρμα προς το οποίο οδηγεί η βίωση της ορθοδόξου λατρείας είναι η μέθεξη της μυστικής ζωής του Χριστού, η επανάκτηση όσων απωλέσθησαν, η ζωογόνηση της υποτεταγμένης στο θάνατο ψυχής διά της παροχής σε αυτή της ζωοποιού ενέργειας και χάριτος του Πανάγιου Πνεύματος. Με τον εν λόγω τρόπο επανέρχεται η ανθρώπινη φύση από τη φθορά στην αφθαρσία, στη θέωση, δια της φωτεινής στολής της αναγέννησης, ή διά της αναμόρφωσης της ρυπωθείσας εικόνας, στο αρχαίο κάλλος.
110
SYMMARY The phenomenon of the Christian worship is the most important evidence of the pure Christian experience, according to with the religionist knit up a personal relation with the God. The human being, as known, is not a pure pneumatic, but a material-pneumatic being. That’s why always the esoteric pneumatic actions create exoteric expression. The worship is the exoteric form of the esoteric worship attitude. Orthodox worship doesn’t just reflect the redemptive act of the Saver, neither is a simple teaching. It presents the action and this life as real living life, in which the participant is called to take part, by wearing secretly the Christ throw baptism and incorporation with Him throw Holly Eucharist. The atmosphere of Orthodox worship is unique throw the rare combination and harmonization of the differences, the familiarity and the deep respect, the individuality and the sociability, the intelligible and the mysterious, the natural and the spirit, the mundanely life and heavenly life. The godlike with the human, the uranide with the earthly, the dateless with the chronicle, the past with the future, the present with the last, the pneumatic with the fleshly, the uranide hope with the earthly interests, are combined in a devotee unity and harmony, making known the godlike element and providing the opportunity of participation in it. The devotion, as well, responds to the fact that the human being is a social being. Covering the need of communication and join the sum of believers, not as a number, but functionally around Christ and throw the Holy Spirit, offers the possibility prelibation of the Queenship Heaven and also opens the way for the incorporation in this. The last to which drives the living of Orthodox worship is the touch of secret life of Christ, the return of the lost, the refreshment of dead soul throw the providing in this the life-giver energy and mercy of the Most Holy Spirit. In this way the human nature returns from the decline to the incorruptible, throw the luminary uniform of regeneration or reforming the pollute image to the ancient beauty.
111
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ
Γέν.: α, 1-2 α, 26 α, 27 α, 28 β, 7 β, 16-17 β, 21-22 β, 24
33, 84 14 14, 89 89 14 75 89 89
Έξ.: ιβ, 6 ιε, 1-19 κ, 1-6 κ, 18-32 κη, 1-39 λγ, 20-23
98 72 58 58 61 24
Δευτ.: θ, 18 λβ, 1-43
75 72
Α Βασιλέων: β, 1-10
72
Ησαΐας: κστ, 9-20
72
Δανιήλ: γ, 26-56 γ, 57-88
72 72
Ιωνάς: β, 3-10
72
Αββακούμ: γ, 1-19
72
Ματθ.: γ, 6 και11 δ, 2 ε, 3-12 ε, στ, ζ η, 1-34
84 75 45 44 44
στ, 1-15 στ, 16-17 θ, 1-38 θ, 15 ιβ, 28 ιγ, 44-45 ιη, 12-14 ιη, 15-17 κ, 1-16 κα, 14 κα, 18-43 κβ, 2-11 κβ, 15-23 κγ, 37 κδ, 1-2 κδ, 3-14 κδ, 15-22 κδ, 23-28 κδ, 29-31 κε, 1-13 κστ, 20-29 κη, 19
74 75 44 90 44 44 87 87 44 45 67 44, 90 67 43 37 37 37 37 37, 42 44 94, 98 18, 84, 85
Μάρκ.: α, 4-5 β, 19-20 γ, 14 στ, 13 στ, 48-50 η, 34 θ, 14-29 ιβ, 1-12 ιγ, 1-2 ιγ, 3-13 ιγ, 14-23 ιγ, 24-27 ιγ, 32-37 ιδ, 18-25 ιστ, 2 ιστ, 16
84 90 91 88 45 10 45, 75 44 37 37 37 37, 42 37 94, 98 99 11, 84
Λουκ.: α, 35 α, 46-55
33 72 112
α, 68-79 γ, 22 θ, 37-43 ι, 20 ιγ, 18-21 ιγ, 34 ιε, 11-32 ιζ, 17 ιζ, 21 ιη, 12 κα, 7-11 κα, 12-19 κα, 25-28 κα, 34-38 κβ, 14-20 κβ, 19 κδ, 1
72 33 45 85 44 43 44 10 42 75 37 37 37 94 52 79
Ιω.: α, 14 α, 18 β, 1-12 γ, 5 γ, 18 δ, 5-42 δ, 24 ε, 5-9 ε, 1-15 ε, 19 στ, 54 και 56 θ, 1-41 ια, 39 ια, 52 ιδ, 6 ιζ, 1-26 ιη, 36 κ, 22-23
16 24 89 84 11 68 55 45 68 85 94 45, 68 45 43 21 74 50 87
Πράξ.: β, 2-4 β, 46 στ, 6 η, 14-17 ιδ, 23 ιστ, 25 ιζ, 24 ιθ, 6
18, 33 94 91 86 91 71 55 86
κ, 7
99
Παύλ.: Ρωμ. ιβ, 5 20 στ, 3-5 84 A’ Koρ. γ, 9 14 δ, 1 101 ι, 1-2 84 ια, 1 42 ια, 18 94 ια, 23-25 94 ια, 25 82 ιβ, 1-31 34 ιβ, 4 και 8-11 87 ιβ, 20 20 ιγ, 13 10 ιγ, 1-13 101 ιε, 26 39 ιε, 45 33 ιστ, 2 99 Β’ Κορ. γ, 18 50 Γαλάτ. ε, 11 34 ε, 22-23 86 Εφεσ. α, 10 40 α, 23 31 δ, 5 20 ε, 19 53, 71 ε, 22-32 31 ε, 32 89 στ, 4 91 Φιλ. γ, 8 10 Κολ. α, 15 16 α, 18 20, 31 γ, 16 71 δ, 2 74 A’ Θεσ. ε, 2 46 A’ Τιμ. β, 4 44 Τίτ. :
113
γ, 5 Εβρ: γ, 1 ια, 1 ιβ, 23 ιγ, 14
86 21 10 19 49
Ιακ.: β, 24-26 ε, 14-15
11 88
Α’ Πέτρ.: γ, 20-21 α, 11
84 99
Α’ Ιω.: δ, 16
103
Iω. Αποκ.: κα, 1 κα, 5 ιη-ιθ, 10
43 40 99
114
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ Αγουρίδης: 46-49 Ακανθόπουλος: 22 Αντωνόπουλος: 55, 65, 79, 95 Ζαννής: 90, 91 Ζηζιούλας: 21, 22, 23, 31, 40, 41, 97, 98, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 107 Θεοδώρου: 12, 53, 65, 77, 80, 84 Καλαϊτζίδης: 49 Καλογήρου: 89 Καλοκύρης: 58 Καρμίρης: 19, 94 Κούρκουλας: 62 Μανιάκης: 74 Μάξιμος Ομολογητής: 11, 12, 15, 16, 31, 35, 38, 42, 45, 46, 55, 58, 71, 77, 81, 82, 85, 95, 96, 101, 102, 103, 104 Ματσούκας: 10, 14, 15, 16, 25, 26, 30, 35, 38, 40, 41, 49, 102 Μπέγζος: 37 Μπεκατώρος: 79 Μωραΐτης: 62, 66 Παπαδάκη: 59 Παπαρρηγόπουλος: 23, 24, 25, 28, 29, 54 Πατρώνος: 38, 41 Ρωμανίδης: 14, 15, 34, 38, 41, 44, 45, 46, 49, 50, 103, 105 Σιώτος: 57, 59 Στάθης: 72, 73 Φίλιας: 37, 50, 58, 66, 78, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 99, 101 Eνdokimov: 12, 14, 16, 22, 23, 24, 25, 33, 35, 37, 38, 41, 50, 55, 55, 56, 58, 59, 73, 74, 75, 78, 80, 84, 86, 87, 88, 90, 92, 98, 99, 100, 104, 105 Μπερδιάγιεφ: 109 Σμέμαν: 10, 20, 23, 30, 84 Ware: 12, 13, 21, 26, 38, 40, 41
115
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Αγουρίδης Σ., Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, εκδ. “Πουρναρά”, Θεσσαλονίκη, 1994 2. Ακανθόπουλος Ι. Π., Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων, εκδ. Αφοί “Κυριακίδη”, Θεσσαλονίκη, 1991 3. Αντωνόπουλος Αθ. Ιω., Η πορεία της Ορθοδόξου λατρείας, εκδ. “Τήνος”, Αθήνα, 2003 4. Ζαννής Τ., “Το μυστήριο τούτο μέγα εστί”, Έρως και Γάμος, τ. 6, εκδ. “Αθηνά”, Αθήνα, 1972, σελ. 9-40 5. Ζηζιούλας Ιω., (μητροπ. Περγάμου), Η κτίση ως ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1992 6. Θεοδώρου Δ. Ε., Μαθήματα Λειτουργικής, τεύχος Α΄, εκδ.“ Γκέλμπεσης”, Αθήνα, 1993 7. Καλαϊτζίδης Π., “Εκκλησία και έθνος σε εσχατολογική προοπτική”, Εκκλησία και Εσχατολογία, Καλαϊτζίδης Π. (εποπτ-συντον.), Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, εκδ. “Καστανιώτης”, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χειμερινό πρόγραμμα 2000-2001, σελ. 339-373 8. Καλογήρου Ορ. Ιω., “Ευχέλαιον”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1964, σελ. 1131-1140 9. Καλοκύρης. Δ. Κων., “Εορταί δώδεκα” (εικονογραφία)”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1964, σελ. 741-756 10. Καρμίρης Ν. Ιω., “Εκκλησία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1964, σελ. 465-519 11. Καρμίρης. Ν. Ιω., “Ευχαριστία Θεία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1964, σελ. 1119-1131 12. Κούρκουλας Κωνστ., “Άμφια: Συμβολισμός και Θεολογία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1963, σελ. 412-420 13. Μανιάκης Σ. Γεράσ., Η προσευχή, χ. εκδ., Πάτρα, 1993 14. Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία, (μτφρ. Ιγνάτ. Σακαλή), εισαγ-σχάλια: Δημ. Στανιλοάε (πρωτοπρ.), εκδ. Αποστολική Διακονία της Ελλάδος, Αθήνα, 1989 15. Ματσούκας Νίκ., Δογματική και συμβολική θεολογία, τόμος Β΄, εκδ. “Πουρναρά”, Θεσσαλονίκη, 2004 16. Ματσούκας Ν., “Εκκλησία και Βασιλεία του Θεού, Ιστορία και Εσχατολογία”, Εκκλησία και Εσχατολογία, Καλαϊτζίδης Π. (εποπτ-συντον.), Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, εκδ.“Καστανιώτης”, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χειμερινό πρόγραμμα 2000-2001, σελ. 63-79 17. Μπέγζος Μ., “Χριστιανική και Εβραϊκή Εσχατολογία”, Εκκλησία και Εσχατολογία, Καλαϊτζίδης Π. (εποπτ-συντον.), Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, εκδ. “Καστανιώτης”, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χειμερινό πρόγραμμα 2000-2001, σελ. 119-124 18. Μπεκατώρος Γ. Γεώργ, “Ακολουθία”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1962, σελ. 1217-1221 19. Μωραΐτης Ν. Δημ., “εορταί”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1964, σελ. 736-741 20. Μωραΐτης Μ. Δημ., “Άμφια: εν τη Εκκλησία, γενικώς”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, εκδ. “Μαρτίνος”, Αθήνα, 1963, σελ. 402-411
116
21. Παπαδάκη Σ., (επιμ), Τι πρόσφερε ο Χριστιανισμός ׃Εικαστικές τέχνες, τεύχος Ζ, εκδ. “Τήνος”, Αθήνα, 1988 22. Παπαρρηγόπουλος Κων., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 7, “εκδοτική Αθηνών”, Αθήνα, 1978 23. Πατρώνος Γ., “Ο άνθρωπος, ως πρόσωπο στην Πρωτολογία, Ιστορία και Εσχατολογία”, Εκκλησία και Εσχατολογία, Καλαϊτζίδης Π., (εποπτ-συντον.), Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος, εκδ. “Καστανιώτης”, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, χειμερινό πρόγραμμα 2000-2001, σελ. 107-117 24. Ρωμανίδης Ιω., Το προπατορικό αμάρτημα, εκδ. “Δόμος”, Αθήνα, 1989 25. Σιώτος Α. Μ., Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, εκδ. “Αποστολική Διακονία”, Αθήνα, 1994 26. Στάθης Θ. Γρηγόρης, “Η Ορθοδοξία και η Υμνογραφία”, Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό Επίτευγμα και τα Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, τ. Α: Η Ορθοδοξία ως πολιτιστικό επίτευγμα, Σ. Γουνελάς (επιμ.), Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2002, σελ. 69-110 27. Στάθης Θ. Γρ., “Η Ορθοδοξία και η Μουσική”, Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό Επίτευγμα και τα Προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, τ. Α: Η Ορθοδοξία ως πολιτιστικό επίτευγμα, Σ. Γουνελάς (επιμ.), Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2002, σελ. 121-163 28. Φίλιας Γ., Η έννοια της Όγδοης Ημέρας στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησία, εκδ. “Γρηγόρης”, Αθήνα, 2003 29. Φίλιας Γ., Πίστη και βίωμα της Ορθοδοξίας, τ. Β: Η Λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Σ. Γουνελάς (επιμ.), Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2002 30. Eνdokimov P., Η Ορθοδοξία (μτφρ: Αγαμ. Τ. Μουρτζόπουλος), εκδ. “Ρηγόπουλος”, Θεσσαλονίκη, 1972 31. Eνdokimov P., Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση (μτφρ: Στέλ. Κ. Πλευράκη), εκδ. “CERF”, Θεσσαλονίκη, 1973 32. Μπερδιάγιεφ Νικ., θείον και ανθρώπινον (η υπαρξιακή διαλεκτική των σχέσιν), (μτφρ., εισαγ., σχόλια, Πρόδρ. Π. Αντωνιάδου), εκδ. “Πουρναρά”, Θεσσαλονίκη, 1971 33. Σμέμαν Αλέξ., Πιστεύω: η βίωση της πίστης, (μτφρ. Στάθη Κομνηνού), τόμος Α’, εκδ. “Ακρίτας”, Αθήνα, 1996 34. Ware Κάλ., Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης), εκδ. “Ακρίτας”, Αθήνα, 1996 ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ 35. Ζηζιούλας Ιω., “Από το προσωπείο στο πρόσωπο”, Ίνδικτος, τεύχος 9, χ. τ., 1998, σελ. 127-144 36. Ζηζιούλας Ιω., “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, Σύναξη, τεύχος 49, Αθήνα, 1994, σελ. 7-18 37. Ζηζιούλας Ιω., “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, Σύναξη, τεύχος 51, Αθήνα, 1994, σελ. 83-101 38. Ζηζιούλας Ιω., “Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού”, Σύναξη, τεύχος 52, Αθήνα, 1994, σελ. 81-97
117
39. Ζηζιούλας Ιω., Ο συνοδικός θεσμός: Ιστορικά, εκκλησιολογικά και κανονικά προβλήματα, Αθήνα, 1980, σελ. 163-190 40. Ζηζιούλας Ιω., Χριστολογία και Ύπαρξη, η διαλεκτική κτιστού-άκτιστου και το δόγμα της Χαλκηδόνας, Σύναξη, τ. 2, Αθήνα, 1982, σελ. 9-20 ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ 41. http׃www. apostoliki-diakonia. gr. 42. http׃www.pigizois/orthod_latria.htm. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ 43. Η Αγία Γραφή, Αδελφότης Θεολόγων η “ΖΩΗ”, Μπρατσιώτης Ι., Π., (επιστασ.), Αθήνα, 1994 44. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αδελφότης Θεολόγων η “ΖΩΗ”, Αθήνα, 1993
118