Κ Α Ρ Α
Μ Α Ρ Ξ
Διεύθυνση Αρης Μοραγκόπουλος
Επίβλεψη: Αρτεμις Λόη Διόρθωση: Θάνος Μοσχούδης Εξώφυλλο: ΜΟΤΙΒΟ Α.Ε.
Ο 2011 Εκδόοεις Τόπος Via την ελληνική γλώσσα « όλα τον κόσμο
ISBN 978-960-499-003-0
Η πνκυματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς ιην ανάγκη ρΑιρας αηαγορππιχΑς των αροο0ολών πκ- Κατά το Ν. 2387/20 (όπως ätei τροποnoin6cf μ£ το Ν. 2121/93 και IOKÙCI σΑμερα) και κατά M Δκ6νΛ Σύμβαση της Βίρνης (αου üui κυρωθώ μι ιο Ν. 100/1975). απαγορεύεται η αναδημοσίευση. η αποθήκευση oc κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος ίργου με οποιονδήποτε τρόπο Α μορφΑ. τμηματικά Α ικριληπτικά. στο πρωτόινπο Α oc μετάφραση Α άλλη διασχευΑ. χωρίς τη γραπτά à6cia του εκδότη.
Εκδόσεις Τόπος Πλαπούτα 2 και ΚαλλιβρομΙου 11473. ΑΘΛνα Τηλ.: 210 8222835-856 Fax: 210 8222684
Βιβλιοπωλείο Γενναδίου 6 10678. ΛΘΑνα Τηλ.: 210 3221580 Fax: 210 3211246
www.toposbooks.gr
Υβόν Κινιού
Καρλ Μ α ρ ξ
»
«.
«HAOCFLI
Ζ-β Τ Ο Π Ο Ζ
Περιεχόμενα
Πρόλογος ίου συγγραφέα Πρόλογος στην ελληνική έκδοση
9 13
Ευχαριστίες ίου συγγραφέα
16
Εισαγωγή
17
Πώς ο Μαρξ βλέπει τον κόσμο «Ο Μαρξ θέλει να θέσει τέρμα στη φιλοσοφία»
23
«Για τον Μαρξ, ο άνθρωπος είναι απολύτως εξαρτημένος
28
από τη φύση» «Η σκέψη του Μαρξ είναι δέσμια της σκέψης του Χέγκελ»
33
«Κατά τον Μαρξ, ο άνθρωπος είναι αλλοτριωμένος»
39
«Για τον Μαρξ, το καλό και το κακό δεν υπάρχουν»
45
Ο Μαρξ μπροστά στην ιστορία και την κοινωνία «Ο Μαρξ δεν είναι επιστήμονας»
53
«Για τον Μαρξ, η ιστορία είναι γραμμένη εχ των προτέρων»
59
«Για τον Μαρξ, οι ιδέες δεν είναι σημαντικές»
64
«Η εκμετάλλευση που περιέγραφε ο Μαρξ δεν υπάρχει πλέον»
72
«Η πάλη των τάξεων είναι μια σκέτη επινόηση του Μαρξ»
77
«Ο Μαρξ πιστεύει στην πρόοδο»
82
Ο Κομμουνισμός κατά τον Μαρξ «Ο κομμουνισμός είναι η πανταχού παρουσία του κράτους»
89
«Ο κομμουνισμός δεν συμβιβάζεται με τη δημοκρατία»
95
«Για τον Μαρξ, η θρησκεία είναι το "όπιο του λαού"»
99
7
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
<0 Μαρξ θέλει να εξισώσει όλους τους ανθρώπους»
104
«Ο κομμουνισμός αδιαφορεί για το άτομο»
109
•Ο Μαρξ δίνει υπερβολική σημασία στην υλική παραγωγή»
115
«Ο κομμουνισμός είναι ουτοπία, απέτυχε παντού»
120
Κατακλείδα <0 Μαρξ δεν πέθανε»
129
Παραρτήματα
8
Για να μάθουμε περισσότερα
135
Σύντομο χρονολόγιο της ζωής και του έργου του Μαρξ
141
Πρόλογος του συγγραφέα
Ό
V ^ T A N , ΠΡΙΝ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΧΡΟΝΙΑ, δεΧΠΙΚα Πίν ΠρΟΐαΟΠ
για πι σύνταξη και την έκδοση αυιού του βιβλίου, δεν φανταζόμουν ότι η κριτική των στερεοτύπων που αφορούν στον Μαρξ και η οποία αποβλέπει, χωρίς κανέναν αφελή φιντεϊσμό, στο να καταδείξει το επίκαιρο της σκέψης του σε πλήθος τομέων, θα επιβεβαιωνόταν τόσο γρήγορα από την ιστορία που θα ακολουθούσε, δικαιολογώντας, έτσι, μία δεύτερη έκδοση του έργου. Αφήνω στην άκρη, εννοείται, τη φιλοσοφική του σκέψη, υλιστική και διαλεκτική, της οποίας η ορθότητα δεν εξαρτάται από τα απρόοπτα της πολιτικής συγκυρίας, αλλά από την κεκτημένη στο μεταξύ σύγχρονη επιστημονική γνώση, η οποία εγγράφει τον άνθρωπο μέσα στη φύση και, ταυτόχρονα, μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Όχι, αυτό που διακυβεύεται και που θα μπορούσε να φανεί παράτολμο να το υποστηρίξουμε είναι η ορθότητα της ανάλυσής του για τον καπιταλισμό - τόσο η ανάλυση των νόμων λειτουργίας του όσο και εκείνων που διέπουν την εξέλιξή του. Ας κρίνουμε. Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η καθ' οιονδήποτε τρόπο επιδίωξη βραχυπρόθεσμου κέρδους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμες συνέπειες για τον άνθρωπο, είναι ο κινητήριος μοχλός της καπιταλιστικής παραγωγής και ότι η τελευταία πρέπει να ανταμειφθεί, αν αυτό μπορεί να ειπωθεί, αν όχι με την αύξηση της φτώχειας για την πλειονότητα του πληθυσμού, τουλάχιστον με τη διεύρυνση του φάσματος μεταξύ των κεφαλαιούχων και των μισθωτών που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη μεγάλη βιομηχανία. Η πρακτική αυτή έχει ποικίλες συνέπειες στη ζωή των τελευταίων: μη ικανοποίηση των αναγκών, ακρωτηριασμός της εργασίας, αλλοτρίωση της προσωπικότητας. Και προβλέπει, με μια εκπληκτική ικανότητα, ότι ο γενικός μηχανισμός θα αναπτυχθεί σε πλανητική κλίμακα, καθώς το χρήμα δεν γνωρίζει σύνορα 9
Υβόν Κινιού, Καρλ Μιιρξ
και πνίγει τα πάντα και παντού «στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού» (Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Και ιι βλέπουμε, αλήθεια, εδώ και μερικά χρόνια; Ενώ ο 20ός αιώνας μπορεί να έδωσε την εντύπωση ότι η πρόβλεψη του Μαρξ ήταν εσφαλμένη, λόγω των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος που είχαν βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση του κόσμου της εργασίας στη Δύση, στα πλαίσια του Κράτους Πρόνοιας, αυτή η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου: τα κεκτημένα του Κράτους Πρόνοιας καταργήθηκαν βαθμιαία σε μία σειρά τομείς, όπως ο εργάσιμος χρόνος, π ηλικία συνταξιοδότησης, η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κ.λπ. Και διαπιστώνουμε ότι, όχι μόνο οι κοινωνικές ανισότητες ενισχύθηκαν, αλλά και ότι επανεμφανίζονται φαινόμενα απόλυτης εξαθλίωσης που πλήττουν τα λαϊκά στρώματα, και πρόσφατα και τις μεσαίες τάξεις, το εισόδημα των οποίων αρχίζει να μειώνεται. Επιπλέον, εμφανίζεται ένα νέο πρόβλημα, το αποκαλούμενο «εργασιακό άλγος» από το οποίο πάσχουν ακόμη και τα στελέχη των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, συνεπεία των νέων τεχνικών διεύθυνσης και οργάνωσης και της λεγόμενης «κουλτούρας του αποτελέσματος» που επιβάλλει ο ανταγωνισμός. Το «εργασιακό άλγος» κινητοποιεί, ως αντικείμενο μελέτης, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους ακόμη και σκηνοθέτες του κινηματογράφου, φέρνοντας κατά απρόσμενο και δραματικό τρόπο στο προσκήνιο το θέμα της αλλοτρίωσης που ο Μαρξ είχε εξετάσει ενάμιση αιώνα πριν. Και βλέπουμε σήμερα τη φτώχεια να κερδίζει εκ νέου έδαφος, παγκοσμίως, αφού, όπως μαθαίνουμε πρόσφατα, ο αριθμός των ανθρώπινων πλασμάτων που ζει κάτω από το όριο που την ορίζει (ένα δολάριο ημερησίως) αυξήθηκε σημαντικά καθ' όλη την τελευταία περίοδο, παρά την αύξηση της παραγωγής. Αλλά το πιο εκπληκτικό -τουλάχιστον για εκείνους που δεν γνωρίζουν το έργο του Γερμανού στοχαστή- είναι, φυσικά, η νέα χρηματιστική κρίση, ανάλογη σε οξύτητα με εκείνη του 1929, που πλήττει σαν λαίλαπα τον καπιταλισμό κλονίζοντας τις εύκολες βε-
10
βαιότητες ίων οπαδών του φιλελευθερισμού σχετικά με τη βιωσιμότητα του εν λόγω συστήματος. Ασφαλώς, οι λεπτομέρειες αυτής της κρίσης δεν θα μπορούσαν να αναλυθούν μόνο με τις μαρξικές έννοιες: έχουμε να κάνουμε με μια κρίση του χρηματιστικού και κερδοσκοπικού καπιταλισμού που, σε αντίθεση με τον παραγωγικό καπιταλισμό, ήταν άγνωστος τον 19ο αιώνα και τον οποίο ο Μαρξ δεν μπόρεσε, φυσικά, να αναλύσει. Ωστόσο, πρόκειται για μια μορφή του καπιταλισμού, που υπακούει στη δομική του λογική, η δυσλειτουργία της οποίας θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την πραγματική του οικονομία όπως και για τους ανθρώπους που ζουν υπό το καθεστώς του και τον κάνουν να λειτουργεί με την εργασία τους: όλα τα φαινόμενα που αναφέρθηκαν παραπάνω θα οξυνθούν σύμφωνα με την εκτίμηση των ειδικών. Τα εν λόγω φαινόμενα, άλλωστε, υπάγονται τα ίδια στη μαρξική κλίμακα ανάλυσης, σε βαθμό που ο μεγάλος κοινωνιολόγος και ιστορικός I. Βαλλερστάιν, μαθητής του Φ. Μπροντέλ και οπαδός της άποψής του για μία ιστορία εξεταζόμενη στη μακροπερίοδο, με τη διαδοχή των παραγωγικών συστημάτων, υποστήριξε από τις στήλες της Λε Μοντ ότι «ο καπιταλισμός φτάνει στο τέλος του» (ένθετο της 12-13 Οκτωβρίου 2008), χωρίς όμως να είναι βέβαιο αν θα τον διαδεχτεί ο σοσιαλισμός ή μία μορφή εκμετάλλευσης ακόμα πιο σκληρή από τη σημερινή. Γενικότερα, τα πνεύματα στρέφονται προς τις θεωρίες του συγγραφέα του Κεφαλαίου για να καταλάβουν τι συμβαίνει και να βρουν λύσεις στην κρίση. Έννοιες που φαίνονταν παρωχημένες πριν από λίγο καιρό, όπως εκείνη της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία και μάλιστα εκείνη της εθνικοποίησης, ξαναγίνονται απρόσμενα επίκαιρες και άμεσα εφαρμόσιμες, αφού ορισμένες από τις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (ΗΠΑ, Αγγλία) εθνικοποιούν κάποια από τα προπύργια του χρηματιστικού καπιταλισμού, όπως οι τράπεζες. Πολλοί υποπτεύονται, μάλιστα, ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει μία σκοτεινή πλευρά που το καθιστά ανήθικο, και σπεύδουν να το «κάνουν ηθικό», τολμώντας
11
Υβόν KivioO, ΚαρA Μαρξ
να το αναφέρουν με το όνομά του, που είχε εξαφανιστεί από το λεξιλόγιο των πολιτικών τις τελευταίες δεκαετίες. Παράλληλα, συνειδητοποιείται η παγκόσμια διάσταση του, καθώς προβλέπονται σχεδόν παντού αλυσιδωτές αντιδράσεις, εκτός ίσως από τη Λατινική Αμερική, η οποία, στρεφόμενη αριστερά, καταγίνεται να επινοήσει έναν «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» στα πλαίσια του οποίου το κράτος ιδιοκτήτης ή αναδιανομέας θα αποκατασταθεί, ελέγχοντας τους πόρους του και προστατεύοντας τους πληθυσμούς από τις βλαβερές συνέπειες ενός ανεξέλεγκτου παγκόσμιου ελεύθερου εμπορίου. Πολύ γρήγορα, το έργο του Μαρξ κατέλαβε εκ νέου την πρώτη θέση στα MME: το γαλλικό περιοδικό Μαριάν είναι από τα πρώτα που επισήμανε αυτό το παράδοξο σε ένα προφητικό αφιέρωμα με τον τίτλο «Σκοπός Μαρξ», ενώ ένα πρόσφατο τεύχος του Μαγκαζιν Λιιερέρ έφερε στο εξώφυλλό του τον τίτλο: «Μαρξ, οι λόγοι μιας αναγέννησης». Ακόμα και στη Γερμανία παρατηρούμε μεγάλη αύξηση των πωλήσεων του... Κεφαλαίου! Όλα αυτά δεν σημαίνουν -πρέπει να το υπενθυμίζουμε- ότι η ανθρωπότητα θα υιοθετήσει ξαφνικά το κομμουνιστικό πρόταγμα για να αντικαταστήσει στην πράξη τον καπιταλισμό που γνωρίζουμε, εκτός και αν αρχίσουμε να πιστεύουμε σε μία νέα μιλεναριστική δοξασία. Όποιες και αν είναι οι πεποιθήσεις των μεν ή των δε, πολλά σενάρια εξετάζονται: λήψη απλών επιμέρους μέτρων για τη διόρθωση των υπερβολών του σημερινού συστήματος χωρίς να θίγονται τα θεμέλια του, εις βάθος ρύθμιση της οικονομίας με τον επαναπροσδιορισμό, σε μία κεϋνσιανή προοπτική, του ρόλου του κράτους στους τομείς της κατανάλωσης και της αναδιανομής, επιστροφή στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ή, τέλος, ένα πραγματικό σοσιαλιστικό πρόταγμα σε διεθνή κλίμακα, για το οποίο κανείς σήμερα δεν μπορεί να πει ότι είναι ουτοπικό. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, είναι σαφές ότι, όπως τονίσαμε και στην πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου, έχουμε ανάγκη τον Μαρξ για να φωτίσουμε τον κόσμο μας και, ενδεχομένως, να τον αλλάξουμε. Υβόν Κινιού, Ιανουάριος 2009
12
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση
Ä
I
1 ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΠΛΑΝΙΈΤΑΙ
πάνω από την Ευρώπη. Το φά-
ντασμα του κομμουνισμού». Αυτό έγραψαν πριν από εκατόν εξήντα χρόνια περίπου οι Μαρξ καιΈνγκελς. Η διαπίστωση τους φαίνεται να έχει διαψευστεί! Σήμερα πάνω από την Ευρώπη πλανώνται τα φαντάσματα των νεκρών των πολέμων της Νέας Τάξης και τα φαντάσματα εκέίνων που πεθαίνουν από την πείνα στον καπιταλιστικό παράδεισο. Νέα εποχή, νέοι προφήτες: Ο μαρξισμός είναι νεκρός! Ο Μαρξ είναι νεκρός! Ο κομμουνισμός είναι νεκρός! Τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων»! Τέλος του Ιδεολογικού Τέλους της Ιστορίας! Η ανθρωπότητα θα ζήσει εφεξής στον αιώνα της κεφαλαιοκρατικής ειρήνης (ή στο νεκροταφείο των ιδεών και του ανθρωπισμού, αν προτιμάτε). Οι βιαστικές προφητείες των απολογητών έχουν ήδη διαψευστεί. Η Ιστορία συνεχίζει να γράφεται με αίμα και η «καπιταλιστική ειρήνη» είναι άλλο από την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και των πλανητικών, ενδογενών αντινομιών του. Τι κάνουμε, λοιπόν, ζώντας σ' έναν κόσμο που προχωρεί με επιταχυνόμενη ταχύτητα προς την καταστροφή; Ας μην αποφεύγουμε κουτοπόνηρα το πρόβλημα: Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου έθεσε με δραματικό τρόπο το πρόβλημα της επιστημονικής αξίας του μαρξισμού, ως φιλοσοφίας και ως κοινωνικής θεωρίας, καθώς και το πρόβλημα της δυνατότητας να οικοδομηθεί μία σοσιαλιστική κοινωνία λόγω της υποτιθέμενης εγωιστικής ανθρώπινης φύσης. Τι κάνουν, λοιπόν, όσοι αγωνίστηκαν για μία σοσιαλιστική κοινωνία; Τι κάνουν ειδικά οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί; Οι μεν έσπευσαν
13
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
να ενσωματωθούν. Να μεταλλαχτούν σε ιδεολόγους ίου κόσμου τον οποίο άλλοτε πολεμούσαν. Άλλοι, στα ερείπια της χαμένης Ιερουσαλήμ, φλυαρούν για «δημοκρατικό σοσιαλισμό* (ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού δημοκρατικός) και αγωνίζονται για μικρές νίκες χωρίς στρατηγική για το μέλλον. Και, τέλος, κάποιοι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν τι έχει συμβεί, θεωρητικά άοπλοι, έχοντας μετατρέψει τον μαρξισμό σε σύνολο από «τσιτάτα», έχοντας λησμονήσει το πιο αποτελεσματικό όπλο, τη διαλεκτική, στρέφονται προς το παρελθόν, ενώ η Ιστορία προχωρεί με γιγαντιαία βήματα, προς τα πού; Δεν τελειώσαμε. Υπάρχει και μία τέταρτη κατηγορία: Αυτοί που τολμούν να αντικρίσουν τη ζοφερή πραγματικότητα. Να κατανοήσουν τα αίτια της καταστροφής. Να ανακτήσουν το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού και να αναπτύξουν τη θεωρία ώστε να αντιστοιχεί στις τραγικές πραγματικότητες αλλά και στις πρωτοφανείς δυνατότητες του σημερινού κόσμου. Ο Κινιού με το παρόν βιβλίο του τολμά να αντιπαρατεθεί στις τρέχουσες «αποδεκτές ιδέες« που ως αυτονόητες αλήθειες διαδίδονται από τα μέσα προπαγάνδας και χειραγώγησης του (επί του παρόντος) νικηφόρου καπιταλισμού. Ποιες είναι αυτές οι «προφανείς« ιδέες; Ο Κινιού επιχειρεί να ανασκευάσει δεκαεννέα, από το σύνολο του καπιταλιστικού οπλοστασίου. Αυτές είναι ορισμένες από τις «αυτονόητες» ιδέες που οι ιδεολόγοι του όψιμου κρισιακοΰ καπιταλισμού αποδίδουν στον Μαρξ, στον μαρξισμό και στο ιδεώδες του κομμουνισμού. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, ο Κινιού ανασκευάζει αυτά τα ιδεολογήματα της προπαγάνδας; Πρώτα, χωρίς να κάνει απολογητική του μαρξισμού. Χωρίς να αξιοποιεί τον Μαρξ. Χωρίς να αποκρύπτει αδυναμίες, κενά, λάθη και ξεπερασμένες ιδέες του μαρξισμού. Ταυτόχρονα, αναδεικνύοντας συγκεκριμένα τις πραγματικές απόψεις του μαρξισμού που διαστρεβλώνουν, απολυτοποιούν ή αποκρύπτουν οι «οργανικοί διανοούμενοι» του καπιταλισμού. Και αυτά με σαφήνεια, με γνώση των κειμένων, με σύντομο, κοφτό στυλ, με γλώσ-
14
σα κατανοητή, σε αντίθεση με τα περίτεχνα παραληρήματα που κατά καιρούς μάς έρχονται από τη Γαλλία και που ορισμένοι τα δέχονται ως απαύγασμα σοφίας ή και επαναστατικής θεωρίας. Το βιβλίο του Κινιού, προσιτό στο ευρύ κοινό, χωρίς να χάνει τίποτα από την αυστηρότητα του φιλοσοφικού λόγου, είναι μία εξαιρετική «μύηση» σε βασικά Κτήματα του μαρξισμού, χρήσιμη και για τον αρχάριο αλλά και για εκείνον που θέτει ξανά σε κριτική εξέταση τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του. Ευτυχής Μπιτσάκης
15
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις Τόπος, σι οποίες δέχθηκαν να δημοσιεύσουν μία ελληνική μετάφραση του βιβλίου μου που είναι αφιερωμένο στον Μαρξ. Ιδιαίτερα με ευχαριστεί το γεγονός ότι το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στη χώρα όπου γεννήθηκε η φιλοσοφία, στη γλώσσα που αποτελεί συνέχεια της γλώσσας των «πρώτων φιλοσοφησάντων». Το βιβλίο μου δημοσιεύθηκε στη Γαλλία το 2007, πριν από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, αποτέλεσε εκδοτική επιτυχία και επανεκδόθηκε το 2009. Διαβάζοντας ίο, διαπιστώνει κανείς ότι η σκέψη ίου Μαρξ, απαλλαγμένη από τις προκαταλήψεις που τη συσκοτίζουν και που προέρχονται από το ότι είχε κακώς ταυτιστεί με τον μαρξισμό των ανατολικών χωρών, έχει σήμερα μία καταπληκτική επικαιρότητα. Η σκέψη του Μαρξ μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τις καταστροφές που προκαλεί παντού η νεο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Επίσης, ο Μαρξ σκιαγραφεί το μέλλον μιας μετα-καπιταλιστικής κοινωνίας που μέλει να οικοδομηθεί στη βάση των δικών του αναλύσεων και σύμφωνα με τη δημοκρατική διαδικασία η οποία βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού του σχεδίου. ΟιΈλληνες, που βρίσκονται σε μία κρίσιμη κατάσταση, θα αντιληφθούν διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ότι και αυτοί, επίσης, έχουν ανάγκη από τον Μαρξ για να σχεδιάσουν ένα καλύτερο μέλλον. Yvon Quiniou
16
Εισαγωγή
M
ΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΓΓΟΧΑΣΤΩΝ,
ο Μαρξ είναι, αναμφί-
βολα, εκείνος του οποίου η θεωρία υποφέρει περισσότερο από τις προκαταλήψεις και, άρα, από την ακατανοπσία. Πολλά στοιχεία εξηγούν αυτή την κατάσταση. Το έργο του δεν είναι μονοσήμαντο αφού εύκολα πέρασε από m φιλοσοφία στην επιστήμη της ιστορίας και της κοινωνίας και έμεινε, όσον αφορά σ' αυτόν τον τελευταίο τομέα, ατελές: Το Κεφάλαιο (1867,1885 και 1894), για παράδειγμα, αναγγέλλει μία θεωρία για τις κοινωνικές τάξεις η οποία δεν ολοκληρώθηκε, και το ίδιο ισχύει για το ζήτημα του κράτους. Επιτρέπει, έτσι, διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με τη φύση ή το περιεχόμενο των αναλύσεών του. Εξάλλου, η μόνιμη πολιτική στράτευση που το συνοδεύει - η κριτική του καπιταλισμού και η επιλογή του κομμουνισμού- δεν επέτρεψε τη νηφάλια αποδοχή του: ο συγγραφέας του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (1848) έθιγε υπερβολικά πολλά κοινωνικά συμφέροντα προκαλώντας ανάλογες ιδεολογικές αντιδράσεις απόρριψης, ενώ η ελλιπής κατανόηση των κειμένων του συνέτεινε στη δημιουργία ενός κλίματος κακής πίστης η οποία ενίοτε συναγωνιζόταν την απλή και σκέτη άγνοια. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η πολιτική στράτευση υπέρ του έργου του που μπορεί να συνέβαλε επίσης, αν και προς την αντίστροφη κατεύθυνση, στην ελλιπώς αντικειμενική αφομοίωση του μηνύμαιός του, προκαλώντας προσχωρήσεις χωρίς κριτική αξιολόγηση. Τέλος, και ίσως κυρίως, αυτή η σκέψη ενέπνευσε πολιτικούς μετασχηματισμούς, ως απόρροια της επανάστασης του Οκτώβρη 1917, που επέβαλαν μία αρνητική εικόνα και οι οποίοι, επιπλέον, κατέληξαν σε ένα είδος γενικής κατάρρευσης έπειτα από την πτώ-
17
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
ση ίου τείχους του Βερολίνου το 1989. Πολλοί πίστεψαν τότε ότι η πράξη είχε αποφανθεί ακυρώνοντας τελεσίδικα τη θεωρία του Μαρξ: η ιστορία απέδειξε, έλεγαν, ότι είναι πολιτικώς ολοκληρωτική και καταδικασμένη στην οικονομική αποτυχία. Όμως, ορμώμενοι από μία παθιασμένη εχθρότητα που εμποδίζει τη νηφάλια λειτουργία της διάνοιας, λησμονούσαν να ανατρέξουν στον ίδιο τον Μαρξ για να δουν πώς αυτός αντιλαμβάνεται τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού και ποιο είναι το κομμουνιστικό πρόταγμά του. Και λησμονούσαν, επίσης, ότι αν τα καθεστώτα σοβιετικού τύπου αναφέρονταν στον μαρξισμό, έναν μαρξισμό συνδυασμένο με τον λενινισμό, η δυτική σοσιαλδημοκρατία αναφέρθηκε επίσης επί μακρόν σε αυτόν, και ότι π θεωρητική και πρακτική αλήθεια της μαρξικής αντίληψης βρίσκεται ίσως προς την πλευρά του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού που πρότεινε, σεβόμενος απολύτως τους δημοκρατικούς κανόνες και εκκινώντας από τα κεκτημένα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, υπό τον όρο της σαφούς υπενθύμισης του κομμουνιστικού στόχου. Αν ίσχυε αυτό, θα μπορούσαν άραγε να ισχυριστούν ακόμα με κάποια εντιμότητα ότι ο μαρξισμός πέθανε μαζί με τις εμπειρίες λενινιστικού τύπου; Εκείνο που διακυβεύεται είναι η εγκυρότητα μιας σκέψης που εννοούσε να συμβάλλει στη ριζική βελτίωση της ζωής του ανθρώπου, φτάνοντας ώς την κοινωνική πηγή της δυστυχίας του: την ατομική ιδιοκτησία της παραγωγής. Υπ' αυτές τις συνθήκες, καθίσταται ολοφάνερη η ανάγκη να απαλλάξουμε τον Μαρξ από την προβαλλόμενη σκιά των πολιτικών παθών που προκάλεσε και να αναζητήσουμε μία σειρά στερεότυπα γι' αυτόν. Και, πρώτα πρώτα, ο Μαρξ είναι φιλόσοφος ή επιστήμονας; θα διαπιστώσουμε ότι είναι και το ένα και το άλλο, ότι υπήρξε και το ένα και το άλλο, φιλόσοφος πρώτα, κι επιστήμονας κατόπιν, και ότι η φιλοσοφία του, διατυπωμένη άμεσα ή έμμεσα, είναι πολύ διαφορετική από την παραμορφωμένη εικόνα που έχουμε γΓ αυτήν. Ο υλισμός του είναι σύνθετος, ευρέως χειραφετημένος από τη διαλεκτική του Χέγκελ, και επιτρέπει να φανταστούμε έναν πρα-
18
κχικό ορίζοντα για την ελευθερία του ανθρώπου χωρίς αυτό να τον καθιστά, στο βάθος, αντίπαλο κάθε ηθικής. Η επιστημονική εισφορά του κατανοείται επίσης κατά τρόπο στενό: ή απλά την αρνούμαστε, παρουσιάζοντάς τον ως ιδεολόγο, ή την περιορίζουμε ισχυριζόμενοι ότι είναι εκφραστής ενός ξεπερασμένου ντετερμινισμού, που περιφρονεί τον ρόλο των ιδεών, ή υποστηρίζουμε ότι οι αναλύσεις του δεν ισχύουν παρά μόνο για τον σημερινό καπιταλισμό - για να περιοριστούμε σε αυτά τα παραδείγματα. Αλλά εκείνο που παραμορφώνεται περισσότερο είναι όντως το πολιτικό του πρόταγμα: κρατισμός, εχθρότητα έναντι της δημοκρατίας, μετωπική αντίθεση στη θρησκεία, παραγωγισμός, παραγνώριση του ατόμου, κ.λπ. Όλα αυτά τα στερεότυπα που μπορεί να καλλιέργησε ο «πραγματικά υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν ανταποκρίνονται στο πνεύμα ή την πραγματική προσδοκία ίου Μαρξ όταν μιλάει για «κομμουνισμό». Ο κομμουνισμός του είναι, αντιθέτως, ένα σχέδιο κοινωνίας επικεντρωμένο ολόκληρο στην ανθρώπινη ελευθερία, με τη διαφορά ότι την αντιλαμβάνεται ως την ελευθερία όλων και προσδιορίζει το απαραίτητο συλλογικό της πλαίσιο: τη συλλογική ιδιοποίηση της οικονομίας, η οποία καταργεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Μένει να δούμε αν αυτός ο σκοπός, που είναι επίσης ένα ιδεώδες, είναι εφικτός ή πραγματοποιήσιμος: δεν πρόκειται, εδώ, για ένα «στερεότυπο», αλλά για ένα αληθινό ερώτημα απολύτως ανοιχτό, το οποίο δεν μπορούμε να θέσουμε παρά με τον Μαρξ, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα υπό τον φωτισμό των εννοιών του.
19
Πώς ο Μαρξ βλέπει τον κόσμο
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Αλτουσέρ Ο Λουί Αλιουσέρ ( 1918-1990) είναι ο φιλόσοφος που συνέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στο να επιβληθεί ο Μ α ρ ξ στον πνευματικό κόσμο, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και διεθνώς, στα τέλη του 20ού αιώνα. Στην προσπάθεια του αυτή συνέτεινε και η θέση του ως καθηγητή στην ανώτατη Εκόλ Νορμάλ της οδού Ουλμ, αλλά εκείνο που εντυπωσίασε ήταν πάνω απ' όλα η ποιότητα της φιλοσοφικής του εργασίας. Ο Αλιουσέρ οριοθέτησε την επιστημολογική τομή που χωρίζει, στον Γερμανό θεωρητικό, τα έργα της ωριμότητας, μεταγενέστερα του 1845, που διαπνέονται από ένα επιστημονικό σχέδιο, από τα έργα της νεότητας, τα οποία, κατ' εκείνον, είναι επηρεασμένα από την ιδεολογία, δηλαδή από μία προ-επιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας. Σ' αυτή την κατεύθυνση εγγράφεται η εργασία του Για τον Μαρξ (1965) και το συλλογικό έργο που διηύθυνε, με τον τίτλο Να διαβάσουμε
το Κε-
φάλαιο ( 1965). Η σημασία που αποδίδεται στον υλισμό για την κατανόηση της ιστορικής και κοινωνικής διαδικασίας τον οδηγεί να δει στο Κεφάλαιο μία σκέψη απομακρυσμένη από τη χεγκελιανή διαλεκτική, αλλά και από κάθε «θεωρητικό ουμανισμό« που αναγορεύει τον άνθρωπο σε κυρίαρχο Υποκείμενο της ιστορίας: «Η ιστορία είναι μία διαδικασία χωρίς Υποκείμενο ούτε Σκοπό (-ούς)», λέει με μία ωραία διατύπωση που δείχνει σαφώς την απόρριψη της όποιας προφητείας σε αυτόν τον τομέα. Τ ο αποτέλεσμα αυτής της απαιτητικής ανάγνωσης, στην οποία προσχώρησαν πολλοί μαθητές, όπως ο Ε. Μπαλιμπάρ ή ο Ντ. Λεκούρ εκείνη την εποχή, είναι μία υπερβολική αναβάθμιση του επιστημονικού στοιχείου στον Μ α ρ ξ σε βάρος άλλων πλευρών του έργου του. Έτσι, ο Αλιουσέρ αρνείται να θέσει σε πρώτο πλάνο τις ηθικές απαιτήσεις που αιτιολογούν, ωστόσο, σαφώς το κομμουνιστικό πολιτικό πρόταγμα. Ομοίως, κριτικάρει την ιδέα ότι ο άνθρωπος αλλοτριώνεται από τον καπιταλισμό με το επιχείρημα ότι στερείται εηιστημονικότητας. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί πλέον κανείς να αποφύγει να τοποθετηθεί έναντι αυτού του τρόπου κατανόησης του Μαρξ, αλλά και δεν θα μπορούσε επίσης να αποδεχτεί όλα τα συμπεράσματα του Αλτουσέρ.
22
«Ο Μαρξ θέλει να θέσει τέρμα στη φιλοσοφία»
Μ ε τη μελέτη ιπς πραγματικότητας,
η φιλοσοφία
παύει να έχει έναν χώρο όπου υπάρχει κατά τρόπο αυτόνομο. Μαρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία, 1845
Ο
,
ΥΠΈΡΜΑΧΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ,
θεωρούμενης υπό την κλα-
σική της μορφή, προσάπτουν στον Μαρξ την κατηγορία ότι θέλησε να την καταργήσει στο όνομα της επιστήμης και της πολιτικής: η πρώτη καθιστά, υποτίθεται, τη φιλοσοφία άχρηστη, υποκαθιστώντας τη στο πεδίο της γνώσης του κόσμου, που αυτή υποστήριζε ότι παρείχε. Η δεύτερη οδηγεί, υποτίθεται, στον θάνατο της φιλοσοφίας, δείχνοντας, εκ του αντιθέτου, ότι είναι ανίκανη να αλλάξει την τάξη των πραγμάτων, όπως θέλησε συχνά να κάνει. Ο Μαρξ εγγράφεται έτσι, όπως αναφέρουν, στα πλαίσια ενός θετικιστικού ή επιστημονιστικού ρεύματος που χαρακτηρίζει τον 19ο αιώνα, και για το οποίο το μόνο που μετράει είναι η επιστημονική γνώση και η δράση που αυτή επιτρέπει επί του πραγματικού. Είναι αλήθεια ότι η σκέψη του Μαρξ τροφοδότησε και ζωογόνησε περισσότερο τις κοινωνικές επιστήμες (ιστορία, κοινωνιολογία, οικονομία) παρά τη φιλοσοφία, και τα λίγα ονόματα που μπορούμε να αναφέρουμε, παρ' όλα αυτά, σε αυτόν τον τομέα -Γκράμσι, Αούκατς, Μπλοχ, Αλτουσέρ, για να αρκεστούμε στα πιο γνωστά- ενδέχεται να φανούν ανεπαρκή για να βεβαιώσουμε ότι ο μαρξισμός και π φιλοσοφία είναι πραγ-
23
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
ματικά συμβατά πεδία. Οι πανεπιστημιακοί θεσμοί συνέβαλαν σε αυτή την υποβάθμιση της φιλοσοφίας, περιθωριοποιώντας την καθαρώς φιλοσοφική εισφορά του Γερμανού στοχαστή. Έτσι, το έργο του σπάνια συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα εξετάσεων του μαθήματος Φιλοσοφίας των ανώτατων σχολών στη Γαλλία, και οι βαθμίδες της επίσημης εκπαίδευσης όπου αυτό διδάσκεται είναι ελάχιστες. Τέλος, τα μίντια επέδρασαν επίσης, υποβαθμίζοντας τις εργασίες που συνέβαλαν στην ανανέωση αυτού του ρεύματος σκέψης, και προώθησαν την ιδέα ότι ο μαρξισμός δεν θα μπορούσε να τροφοδοτήσει έναν ευρύτερο φιλοσοφικό στοχασμό. Πρέπει, επίσης, να παραδεχτούμε ότι ο Μαρξ αποστασιοποιήθηκε νωρίς από τη φιλοσοφία. Βεβαίως, ο ίδιος είχε μία φιλοσοφική παιδεία και τα πρώτα του κείμενα, επηρεασμένα από τον Χέγκελ και τον Φόιερμπαχ, είναι διαποτισμένα από φιλοσοφικά μελήματα -το βλέπουμε στην κριτική που ασκεί στη θρησκεία-, αλλά η πνευματική του εξέλιξη τον οδήγησε γρήγορα στο να επιχειρήσει να κατανοήσει την ιστορική πραγματικότητα επιστημονικά, αποφεύγοντας τις αοριστίες του αποκλειστικού θεωρησιακού στοχασμού, και να απαλλαγεί από αυτό που αποκάλεσε νεανική «φιλοσοφική συνείδησή» του.Έτσι, με Γο Κεφάλαιο (1867), το μεγάλο βιβλίο της ωριμότητας του, επιδιώκει να παραγάγει επιστημονικό έργο, έστω και μέσω μιας κριτικής των κατηγοριών της κυρίαρχης πολιτικής οικονομίας, προσφέροντας μας μία θετική γνώση της κρυμμένης δομής του καπιταλισμού. Η ενδέκατη από τις θέσεις για τον Φόιερμπαχ (1845) εκφράζει αυτή την αναστροφή προσανατολισμού: «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους, το ζήτημα είναι όμως να τον αλλάξουμε», αναφέρει. Αυτή η δήλωση στοχεύει σαφώς στη φιλοσοφία εν γένει, προσάπτοντάς της ότι δεν
24
είναι παρά μία αυθαίρετη προσέγγιση του πραγματικού, χωρίς ουσιαστική αποτελεσματικότητα, και φανερώνει ίο διπλό μέλημα που κινεί, εφεξής, τον Μαρξ: μπροστά στη δυστυχία που γεννάει ο κοινωνικός κόσμος, επιβάλλεται η δράση και όχι η παθητικότητα και, παράλληλα, τίθεται το ζήτημα να τον εξηγήσουμε επιστημονικά για να μπορέσουμε να τον αλλάξουμε. Δεν υπάρχει, λοιπόν, στο ολοκληρωμένο έργο του μία φιλοσοφία -όπως υπάρχει μία στον Πλάτωνα, στον Καρτέσιο, στον Καντ, κ . λ π - αλλά μία γνώση θεμελιωμένη εμπειρικά και θα μπορούσαμε, στην καλύτερη περίπτωση, να βρούμε σε αυτό έναν κριτικό ορισμό της φιλοσοφίας, που την ταυτίζει με μία ιδεολογική θεώρηση η οποία μέλλει να ξεπεραστεί από την επιστημονική γνώση και την αλλαγή του κόσμου που η τελευταία επιτρέπει. Δεν πρόκειται, άραγε, εδώ για τη διεκδίκηση -και όχι απλώς για την αναγγελία- του θανάτου της φιλοσοφίας; Ωστόσο, τίποτε δεν λέει ότι ο Μαρξ έμεινε πιστός σε αυτή την πρόβλεψη και σε αυτή την ευχή και ούτε, προπαντός, ότι το έργο του μας απαγορεύει να επαναλάβουμε το φιλοσοφικό εγχείρημα θεμελιώνοντας το σε νέες βάσεις. Πρώτα πρώτα, είναι ολοφάνερο ότι το έργο του συνεπάγεται μία φιλοσοφική θέση που συνδυάζει υλισμό, αναφορά στην πρακτική, εμπιστοσύνη στην επιστήμη και προσφυγή σε διαλεκτικές κατηγορίες για την κατανόηση της πραγματικότητας. Μπορεί να μην την επεξεργάστηκε ο ίδιος, αλλά ανέλαβε να το κάνει εν μέρει οΈνγκελς στο Avri-NrtpivyK (1877) και στη Διαλεκτική της φ6σης(1873-1882), εγχείρημα που δεν αποδοκιμάζει ο Μαρξ. Στα πλαίσια αυτής της θέσης υπάρχει, μεταξύ άλλων, μία ρεαλιστική αντίληψη για τη γνώση, βάσει της οποίας δηλώνει ότι η επιστήμη είναι ικανή να συλλάβει τον κόσμο όπως αυτός υπάρχει έξω από την ανθρώπινη σκέψη, αντίληψη στην οποία η έννοια της αντανάκλασης παίζει αποφασιστικό ρόλο και που ο
25
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Λένιν ανέπτυξε ορθότατα στο Υλισμός και
Εμπεφιοκριηκισμός
(1908). Αλλο παράδειγμα: κάθε σκέψη στηρίζεται σε μία οντολογία για την οποία ο χρόνος είναι ένα ουσιώδες δεδομένο και την οποία ξαναβρίσκουμε στην πραγμάτευση των κοινωνικών φαινομένων από τον Μαρξ. θ α μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε αυτά τα παραδείγματα, και θα έδειχναν όλα ότι η επιστημονική του εργασία χρησιμοποιεί μία σειρά διατυπώσεις καθαρώς φιλοσοφικού χαρακτήρα. Κυρίως, όμως, αυτή η σκέψη έχει αναμφισβήτητα και νέες φιλοσοφικές εννοιολογικές συνέπειες, οι οποίες φανερώνονται όταν αποφασίζουμε να στοχαστούμε όλες τις εισφορές της στο ιστορικο-κοινωνικό πεδίο. Έτσι, η Γερμανική
Ιδεολογία
(1845) μάς προτρέπει, με βάση τις δικές της επιστημονικές προτάσεις, να επεξεργαστούμε με τρόπο εντελώς πρωτότυπο και φιλοσοφικώς ισχυρό την καταστατική θέση της συνείδησης στη σχέση της με την πρακτική ή παραγωγική ζωή, δηλώνοντας, κόντρα στην αποκομμένη από την ιστορία ιδεαλιστική θεωρησιολογία, ότι «η ζωή καθορίζει τη συνείδηση». Έχουμε εδώ μία υλιστική ανθρωπολογία, παρούσα τουλάχιστον σε φιλιγκράν, που εκφράζει το πεπερασμένο του ανθρώπου, την απουσία μεταφυσικής ελεύθερης βούλησης του, την απερίσταλτη εξάρτησή του από το ιστορικό περιβάλλον του, και η οποία μας προτρέπει να δούμε τη συνείδησή του ως έναν αρχικό χώρο ιδεολογικών ψευδαισθήσεων. Όμως, το ίδιο έργο μάς υποχρεώνει να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι είναι οι παραγωγοί της ίδιας τους της ζωής, ότι δεν είναι μεταφυσικά υποταγμένοι σ' αυτήν, και ότι δεν είναι τελεσίδικα αλλοτριωμένοι, αφού μπορούν να τη γνωρίσουν, αφού μία πρακτική ελευθερία υπάρχει στον ορίζοντα της ιστορίας, κ.λπ. Ποιος δεν βλέπει ότι υπάρχει εδώ μία δυνάμει ή εξυπακουόμενη φιλοσοφία της οποίας η άλφα ή η βήτα πλευρά έχει ήδη
26
αναπτυχθεί από τον Μαρξ κι έπειτα, αλλά που άλλες πλευρές της μένουν ακόμα να αποσαφηνιστούν; Είναι, λοιπόν, καθ' όλα δυνατή μία πρακτική της φιλοσοφίας με βάση αυτό το έργο, η οποία θα οδηγεί σε αυθεντικές φιλοσοφικές επεξεργασίες, αλλά υπό τον όρο ότι αυτή θα σέβεται τη νέα κατάσταση που ο Μαρξ μάς επισημαίνει όταν αποστασιοποιείται κριτικά από κάθε προσφυγή στην αφηρημένη θεωρία. Η φιλοσοφία δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί από τις θετικές γνώσεις, ούτε από την κοινωνική πρακτική. Οφείλει να αναπτυχθεί σε συνάρτηση με τις πρώτες στοχαζόμενη την οντολογική και ανθρωπολογική σημασία τους, πηγαίνοντας, συνεπώς, πέρα από τις μόνες γνώσεις που διέθετε ο Μαρξ και ενσωματώνοντας ειδικά τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Και οφείλει να αναγνωρίσει την εξάρτησή της από τη δεύτερη: καμιά φιλοσοφία δεν ανάγεται σε μιαν απλή ιδεολογία, αλλά κάθε φιλοσοφία εμπεριέχει μία ιδεολογική διάσταση που την υποχρεώνει να ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα διακυβεύματα της εποχής της και, άρα, να επιδρά σε αυτά. Αυτή η διπλή απαίτηση δεν σημαίνει, λοιπόν, το τέλος της φιλοσοφίας, αλλά την πρόσκληση να την ασκούμε κατά τρόπο επιστημονικά πιο αντικειμενικό και πολιτικώς πιο νηφάλιο όσον αφορά την ιστορική της ευθύνη.
27
«Για τον Μαρξ, ο άνθρωπος είναι απολύτως εξαρτημένος από τη φύση»
Στοχαστές όπως ο Κάρολος Δαρβίνος, ο Κάρολος Μαρξ και ο Ζίγκμουντ Φρόυντ περιέγραψαν τους ανθρώπους ως ζώα ή ως μηχανές που εξελίσσονται μέσα σε έναν κόσμο ο οποίος κυβερνάται από δυνάμεις απολύτως απρόσωπες. Wedge Document του Discovery Institute του Σιάτλ, οργανισμού της αμερικανικής θρησκευτικής δεξιάς, 1999
ΜΑΡΞ ΕΊΝΑΙ ΑΝΑΜΦΙΣΒΉΤΗΤΑ
υλιστής. Εγγράφεται, έτσι,
σε μία πνευματική παράδοση που ξεκινάει από την Αρχαιότητα, με τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο, στους οποίους αφιέρωσε τη διδακτορική διατριβή του, και η οποία εκπροσωπήθηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία τον 18ο αιώνα από τον Ελβέτιο ή τον Λα Μετρί. Γι' αυτή την παράδοση, η φύση είναι η μόνη πραγματικότητα και η ανθρώπινη σκέψη δεν είναι μί ξεχωριστή ουσία αλλά μία λειτουργία του εγκεφάλου, άρα μία ιδιότητα του σώματος. Σημαίνει, μήπως, αυτό ότι ο υλισμός του είναι αναγωγικός, όπως συνηθίζουν να λένε για να τον απαξιώσουν, λησμονώντας την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου και ανάγοντάς τον σε μία απλή φυσική παραλλαγή, υποταγμένο στους νόμους της φύσης και χωρίς δική του πρωτοβουλία; Πολύ πριν γνωρίσει τη θεωρία του Δαρβίνου κατά τη δεκαετία του 1860, ο Μαρξ ήταν πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος είναι ένα προϊόν της εξέλιξης της υλικής φύσης και, άρα, μία μορφή της τελευταίας, χωρίς μεταφυσική υπερβατικότητα έναντι αυτής. Από τα Χειρόγραφα του 1844 ( 1844) κιόλας, επηρεα-
28
σμένος, είναι αλήθεια, από τον αθεϊσμό και τον συναρτώμενο υλισμό του Φόιερμπαχ, υπογραμμίζει την εξάρτηση του ανθρώπινου όντος από m φύση: ο άνθρωπος είναι «μέρος της φύσης», αναφέρει, η φύση είναι «το θεμέλιο» της ύπαρξης του. Επομένως, εξαρτάται ουσιωδώς από αυτήν μέσω των αναγκών του, τις οποίες είναι υποχρεωμένος να ικανοποιήσει με τη μεσολάβηση της, διατηρώντας με αυτήν μόνιμη σχέση «για να μην πεθάνει». Η φύση αποτελεί, λοιπόν, το «ανόργανο σώμα του», και καθορίζει τόσο m φυσική του ύπαρξη, την οποία οφείλει να αναπαράγει μονίμως αντλώντας από αυτήν τα μέσα διαβίωσής του, όσο και την πνευματική του ύπαρξη. Ο άνθρωπος δεν είναι «καθαρό πνεύμα», εφοδιασμένο, παρεμπιπτόντως, με ένα σώμα. Είναι πέρα για πέρα ύλη, υποταγμένος σ' αυτήν σε όλες του τις δραστηριότητες, και τούτο είναι η σφραγίδα της ανυπέρβλητης φυσικής του περατότητας, συναρτώμενης με τη ζωική καταγωγή του. Κι ακόμα και όταν επιμένει, στη Γερμανική Ιδεολογία, στο γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει διαχωριστεί από το ζώο, στην κλίμακα της εξέλιξης, χάρη στην παραγωγική του δραστηριότητα, υπενθυμίζει ότι αυτό το «βήμα μπροστά» ήταν «συνέπεια» της «σωματικής του οργάνωσης». Υπάρχει, λοιπόν, στον Μαρξ μία ισχυρή φυσιοκρατική διάσταση, την οποία δεν θα μπορούσαμε να σβήσουμε ή να αποκρύψουμε χωρίς να πέσουμε σε ιδεαλιστικό λάθος όσον αφορά τη φιλοσοφική του θέση, και η οποία τον συνδέει με τη μεγάλη υλιστική παράδοση του παρελθόντος. Ωστόσο, αυτή δεν είναι παρά μία πλευρά της συνολικής του αντίληψης, και θα διαπράτταμε εξίσου λάθος αν δεν συγκρατούσαμε παρά μόνο αυτή, λησμονώντας πόσο καινοτόμος είναι ο υλισμός του και ότι λαμβάνει υπόψη του την πρακτική και την ιστορία, ενώ διαχωρίζεται από όποια προσέγγιση θα περιόριζε τον άνθρωπο στη βιολογική του διάσταση. Εί-
29
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
ναι στις θέσεις για τον Φόιερμπαχ που εκφράζεται με περισσότερη σχετικά σαφήνεια, και οι ιδέες που διατυπώνει εκεί αποτελούν εν συνεχεία τη βάση όλης του της επιστημονικής εργασίας. Προσάπτει στον κλασικό υλισμό που εκπροσωπεί ο Φόιερμπαχ ότι ξεκινάει από την αισθητή ή φυσική πραγματικότητα, όπως την προσλαμβάνουμε παθητικά, για να εξηγήσει το ανθρώπινο υποκείμενο, λησμονώντας το γεγονός ότι είναι το ανθρώπινο υποκείμενο που διαπλάθει το αντικείμενο με τη συγκεκριμένη δράση του και ότι η λεγόμενη φυσική πραγματικότητα εξαρτάται κι αυτή από τον άνθρωπο, ότι είναι, υπ' αυτή την έννοια, «πρακτική». Ο άνθρωπος δεν είναι, λοιπόν, μόνο καθοριζόμενος από τη φύση: είναι, επίσης, καθοριστικός έναντι της φύσης. Ομοίως, προσάπτει στον Φόιερμπαχ ότι παρέβλεψε τον ρόλο της ιστορίας στην εξήγηση του ανθρώπου, ιδιαίτερα στον θρησκευτικό τομέα, και κλείστηκε σε μία «αφηρημένη» -παρότι παρουσιάζεται ως υλιστική- θεώρηση του τελευταίου: ο άνθρωπος καθορίζεται από την ιστορία και την κοινωνία, η «ουσία» του ταυτίζεται με τη μεταβαλλόμενη ουσία των «κοινωνικών σχέσεων» και εξαρτάται από αυτόν, εφόσον αυτός «κάνει» τις εν λόγω σχέσεις. Αυτή, ακριβώς, η διπλή διάσταση της πρακτικής και της ιστορίας αποσπά τον Μαρξ από τη φυσιοκρατία που συνοδεύει κατά παράδοση τον υλισμό, κλείνοντας τον άνθρωπο αποκλειστικά στη φύση με την οποία ασχολούνται οι φυσικές επιστήμες. Πρώτα η πρακτική. Ο άνθρωπος είναι ένα ον δραστήριο, που δεν αρκείται στο να εξαρτάται από την εξωτερική φύση και να την υπομένει: δρα επί της φύσης και την αλλάζει, μέσω της εργασίας, η οποία συναρτάται η ίδια με την ιστορία των επιστημών και της τεχνικής.Έτσι, η παραγωγή των μέσων ύπαρξής του είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου που τον διαχωρίζει οριστικά από τα ζώα. Ασφαλώς, τα ζώα επί-
30
σης παράγουν, αλλά κατά τρόπο ενστικτώδη και μέσα στα όρια των φυσικών τους αναγκών. Μόνο ο άνθρωπος παράγει κατά τρόπο συνειδητό (πράγμα που δεν σημαίνει ότι παράγει ελεύθερα) και πέρα από τις φυσικές του ανάγκες διευρύνοντας ιστορικά τις τελευταίες, και έτσι παράγει την ίδια τη φυσική του ζωή, αναπαράγοντας την, αντί να υφίσταται τους νόμους της. Και πάνω απ' όλα, κάνοντάς το αυτό, επεξεργάζεται έναν «πολιτισμικό» κόσμο, έστω και αν τον επεξεργάζεται με βάση μία προϋπάρχουσα και πάντα παρούσα φύση - αναπτύσσει, δηλαδή, την ύπαρξη του πάνω σε αυτό που ο Ιταλός φιλόσοφος Λαμπριόλα αποκάλεσε «τεχνητό πεδίο» της ιστορίας, το οποίο καμιά βιολογική επιστήμη δεν θα μπορούσε από μόνη της ή μόνο αυτή να εξηγήσει. Η ιστορία είναι η δεύτερη ιδιαίτερη διάσταση αυτού του υλισμού. Η εργασία είναι μία σταθερά της σχέσης του ανθρώπου με την εξωτερική φύση, αλλά οι ιστορικές μορφές της αλλάζουν και οι αλλαγές αυτές τροποποιούν τη «φύση» του ανθρώπινου όντος, αναπτύσσουν σε αυτό ικανότητες και ανάγκες που μισοκοιμούνταν μέσα του, πολύ πιο πέρα από την αρχική φυσική τους διάσταση. Η ιστορία της βιομηχανίας γίνεται έτσι «το ανοιχτό βιβλίο των ουσιωδών ανθρώπινων δυνάμεων, η συγκεκριμένα παρούσα ψυχολογία του ανθρώπου» (Χειρόγραφα του 1844), που δεν μπορούμε να κλείσουμε α πριόρι σε μία πάγια φύση της οποίας η βιολογία θα κατείχε το μυστικό. Αυτό το σημείο είναι ακόμα πιο σαφές όταν ενδιαφερόμαστε για την ανθρώπινη συνείδηση: η τελευταία καθορίζεται σε όλες τις διαστάσεις της από τη ζωή -είτε πρόκειται για την ηθική, είτε για τη θρησκεία, τη μεταφυσική, κ.λπ.-, αλλά αυτή η ζωή είναι η πρακτική ζωή, είναι η διαδικασία παραγωγής που θέτουν σε εφαρμογή οι άνθρωποι και η οποία πάντα προσδιορίζεται ιστορικά. Αν, λοιπόν, η φυσική ζωή που
31
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
πραγματεύεται η βιολογία είναι όντως η προϋπόθεση της ανθρώπινης συνείδησης και συνιστά κατά κάποιο τρόπο το υπόβαθρο της, το περιεχόμενό της, αυτό προσδιορίζεται από την ιστορία, ποικίλλει ανάλογα με αυτήν και μπορεί να αλλάξει με τη δράση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο άνθρωπος είναι πράγματι ένα φυσικό ον, αλλά ένα «φυσικό ον ανθρώπινο», ικανό να σκεφτεί και να αλλάξει τη φύση από την οποία εξαρτάται και, κυρίως, δρων μιας ιστορίας μέσα από την οποία φτιάχνεται: η τελευταία είναι ο τόπος του ή η πράξη «γέννηοής» του, «η πραγματική φυσική ιστορία του ανθρώπου». Επηρεάζεται, βεβαίως, από δυνάμεις, αλλά δεν είναι δυνάμεις «απολύτως απρόσωπες» ή «αμετακίνητες», αφού είναι εν μέρει ο δημιουργός τους και, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να τις γνωρίσει και να τις αλλάξει. Ο υλισμός του Μαρξ είναι, λοιπόν, πολύ διαφορετικός από τον μηχανιστικό υλισμό, ο οποίος ανάγει τον άνθρωπο σε μία βιολογική μηχανή, έστω και σύνθετη, ή τον βυθίζει σε μία ιστορική πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον ίδιο. Αντιθέτως, δίνοντας πολύ μεγάλη σημασία στην πρακτική και στην ιστορία, μας βοηθάει να καταλάβουμε τι το ειδικό υπάρχει στην ανθρώπινη περιπέτεια.
32
«Η σκέψη ίου Μαρξ είναι δέσμια της σκέψης του Χέγκελ»
Ο Μαρξ, που υποβάλλει σε ριζική κριπκή τη διαλεκτική του Χέγκελ, επαναλαμβάνει ταυτόχρονα, και χωρίς να το αντιλαμβάνεται, τα συμπεράσματα της. Λ. Κολέτι, Η παρακμή του μαρξισμού, 1980
Μ Α Ρ Ξ ΕΙΧΕ ΕΠΗΡΕΑΣΤΕΊ
αναμφίβολα στα νιάτα του από
τον Χέγκελ, ασκώντας ταυτόχρονα δριμύτατη κριτική στον ιδεαλισμό του που συνίσταται στην αντίληψη ότι η φυσική πραγματικότητα στο σύνολο της είναι η εκδήλωση μιας πνευματικής αρχής την οποία αποκαλεί Ιδέα. Παρά την ουσιαστική αυτή διαφορά, όμως, ο πρώτος οφείλει στον δεύτερο τη θέση ότι η πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μία συνολική ενότητα, ότι είναι συνυφασμένη ταυτόχρονα με αντιθέσεις ή με συγκρούσεις και, κυρίως, ότι κινείται με βάση τις συγκρούσεις της, άρα ότι ο χρόνος δεν είναι μία επιφανειακή ιδιότητα του φυσικού και ανθρώπινου κόσμου, αλλά συστατικό στοιχείο της ουσίας του. Είναι αυτό που αποκαλούμε διαλεκτική, όρο που ξαναβρίσκουμε στη διατύπωση «διαλεκτικός υλισμός», ο οποίος χρησιμεύει συχνότερα για να ορίσει τη φιλοσοφία του Μαρξ, μολονότι δεν την χρησιμοποίησε ποτέ ο ίδιος. Σημαίνει, μήπως, αυτό ότι η σκέψη του υπήρξε θύμα αυτής της χεγκελιανής κληρονομιάς, ειδικότερα στον τομέα της ιστορίας, με την παρουσίαση του κομμουνισμού ως «τέλους» της, και ότι θα όφειλε, στο όνομα του ριζικού υλισμού της, να αποφύγει κάθε αναφορά στη διαλεκτική; Εξαρτάται από τον
33
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Η διαλεκτική κατά τ ο ν Χ έ γ κ ε λ Κάθε αλλαγή επιτελείται, κατά τον Χέγκελ (1770-1831 ), σε τρεις χρόνους: μία πραγματικότητα είναι στην αρχή αυτό που είναι- έπειτα αρνείται τον εαυτό της και γίνεται άλλο πράγμα: πρόκειται για την αντίθεση- τέλος, περνάει σε μία τρίτη στιγμή, εκείνη της σύνθεσης στην οποία καταργεί ή υπερβαίνει, διατηρώντας τες ταυτόχρονα, τις προηγούμενες στιγμές της ταυτότητάς της.Έτσι, το λουλούδι αρνείται το μπουμπούκι από το οποίο προέρχεται, και ο καρπός αρνείται το λουλούδι αν και, ταυτόχρονα, διατηρεί κάτι από το μπουμπούκι και από το λουλούδι. Ο Χέγκελ θεωρεί ότι αυτή η τριάδα, στην οποία η άρνηση παίζει ουσιώδη ρόλο, εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς, από τη φύση στον πολιτισμό και στη ζωή του πνεύματος. Για παράδειγμα, στο πεδίο της αισθητικής: η αιγυπτιακή τέχνη, χαρακτηριζόμενη από την υπερβολή, προκάλεσε το αντίθετο της, την ελληνική τέχνη, και η ρομαντική τέχνη ενσωματώνει την υπερβολή και το μέτρο σε μία νέα σύνθεση. Η διαλεκτική μάς προσφέρει έτσι νόμους ικανούς να ερμηνεύσουν τη δυναμική του κόσμου και να καταστήσουν νοητό αυτό που, αλλιώς, θα φαινόταν ανορθολογικό: τις αντιθέσεις, τις διασπάσεις, τις συμφιλιώσεις. Επιπλέον, η διαλεκτική υπαγορεύει ότι κάθε διάσπαση ή κάθε αντίθεση είναι βέβαιο ότι θα βρει, μακροπρόθεσμα, μία λύση. Φαίνεται, όμως, ότι δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από τη βασική επιλογή του Χέγκελ: τη θέση ότι η πραγματικότητα ριζώνει σε μία πνευματική αρχή που ονομάζει «Ιδέα» ή «Πνεύμα», και της οποίας η ανάπτυξη υπακούει σε κανόνες που παραπέμπουν σε εκείνους που θέτει σε εφαρμογή μία διάνοια. Ξαναβρίσκουμε αυτό το στοιχείο στη φιλοσοφία της ιστορίας του Γερμανού φιλοσόφου. Στην ιστορική διαδικασία δρα το Πνεύμα ή ο Λόγος (βλ. Ο Λόγος σιην
ιστο-
ρία, που εκδόθηκε το 1821, το πιο προσιτό από τα έργα του), και οι άνθρωποι υπηρετούν εν αγνοία τους - μ έ σ α από την επιδίωξη των ιδιαίτερων συμφερόντων τους και τις συγκρούσεις που τους αντιπαραθέτουν- ένα ανώτερο καθολικό συμφέρον που τους υπερβαίνει και το οποίο πρέπει να ενσαρκώνεται στο κράτος. Η ιστορία στο σύνολο της είναι, λοιπόν, προσανατολισμένη προς τον τελικό θρίαμβο του Πνεύματος, ενώ έχει ένα νόημα αφού έχει έναν σκοπό, και η πρόοδος που εκφράζει είναι αναπότρεπτη. Η διαλεκτική εδώ είναι πράγματι το θεμέλιο μιας νέας προφητείας.
34
τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ακριβώς την τελευταία, καθώς και από τον τομέα εφαρμογής της. Η διαλεκτική είναι πριν απ' όλα μία μέθοδος για να κατανοούμε την πραγματικότητα στα πλαίσια της κίνησής της και της ενότητας της, και είναι σαφές ότι ο Μαρξ τη χρησιμοποιεί, και ορθώς.Έτσι, ο καπιταλισμός νοείται με βάση μία ιστορία που τοποθετεί την προέλευσή του στην ανάπτυξη της υλικής παραγωγής και η οποία δείχνει, κυρίως, ότι μπορεί να ξεπεραστεί στο μέλλον: η διαλεκτική μάς επιτρέπει να συλλάβουμε τον μεταβατικό χαρακτήρα του και, γΓ αυτό τον λόγο «οι άρχουσες τάξεις την απεχθάνονται», λέει με δηκτική ειρωνεία ο Μαρξ σε έναν επίλογο του Κεφαλαίου. Επίσης, η διαλεκτική τον βοηθάει να νοήσει την κοινωνία ως ολότητα της οποίας τα συστατικά στοιχεία, οι τάξεις, δεν είναι αυτόνομα και παρατιθέμενα το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά εξαρτώνται τα μεν από τα δε στα πλαίσια σχέσεων εργασίας και ιδιοκτησίας: δεν υπάρχουν αστοί χωρίς προλετάριους και αντιστρόφως, για να αρκεστούμε σε αυτό το παράδειγμα! Τέλος, η διαλεκτική συνεπάγεται άμεσα την ιδέα ότι οι συγκρούσεις συμφερόντων βρίσκονται στον πυρήνα της κοινωνικής πραγματικότητας και εξηγούν τη μόνιμη δυναμική της, σε αντίθεση με την ειδυλλιακή αναπαράσταση μιας γενικής αρμονίας που τις κρύβει προς όφελος, εννοείται, εκείνων που επωφελούνται από αυτήν, επιβάλλοντας την άποψη ότι η κατεστημένη τάξη είναι αιώνια. Τα προβλήματα αρχίζουν από τη στιγμή που ο Μαρξ επιχειρεί να προβάλει τη διαλεκτική άμεσα στην πραγματικότητα καθιστώντας την, έτσι, μία οντολογία. Μιλώντας συγκεκριμένα, στον προαναφερθέντα επίλογο του Κεφαλαίου, για m χεγκελιανή διαλεκτική που εκφράζει την κίνηση μιας πραγματικότητας με πνευματική ουσία, ο Μαρξ δηλώνει ότι «αρκεί να την αναποδογυρίσουμε και να τη στήσουμε στα πόδια της για
35
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
να ξαναβρούμε τον λογικό της πυρήνα». Είναι τόσο βέβαιο αυτό; Στον πυρήνα της χεγκελιανής αντίληψης υπάρχει η ιδέα της αντίφασης ή της άρνησης, καθώς και η συνεπόμενη ιδέα ότι οι αντιφάσεις λύνονται αυτόματα στην πορεία της ανάπτυξης παράγοντας μία ανώτερη ενότητα. Μπορούμε, όμως, να χρησιμοποιούμε αυτό το λεξιλόγιο, καθώς και τη θεωρητική αντίληψη που το συνοδεύει, από τη στιγμή που αποδεχόμαστε ότι υπάρχει μόνο υλική πραγματικότητα, και που αναθέτουμε στη θετική επιστήμη την αρμοδιότητα να μας τη γνωρίσει με την αντικειμενική της ουσία; Στην «αντίφαση» υπάρχει το «φάσκω»: η σκέψη ή το πνεύμα «φάσκει» και, άρα, μπορεί να «αντιφάσκει» στον εαυτό της (του)· η ύλη, όμως; Και πώς να διανοηθούμε ότι οι αντιφάσεις προορίζονται να λυθούν αν δεν πιστεύουμε σε ένα θείο Πνεύμα που τις οδηγεί σε αίσια κατάληξη; Όπως βλέπουμε, η υιοθέτηση απλώς και μόνο της χεγκελιανής διαλεκτικής στο πεδίο μιας υλιστικής προσέγγισης της πραγματικότητας δημιουργεί πρόβλημα. Η υλιστική προσέγγιση απειλείται από τον ιδεαλισμό και από την ιδέα ότι η πραγματικότητα λειτουργεί όπως ένας λόγος. Αυτό προσάπτεται στον Μαρξ από τον Ντε λα Βόλπε, τον Κολέτι ή από τον Αλτουσέρ, και τροφοδότησε συζητήσεις που δεν έχουν τελειώσει ακόμα. Μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό; Είναι σαφές, πρώτα πρώτα, όπ δεν θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε άμεσα τη διαλεκτική στη φύση και να βρούμε σε αυτή «νόμους» που θα ήταν ικανοί να δομήσουν κάποια επιστήμη των επιστημών και οι οποίοι θα επέτρεπαν να γνωρίσουμε εκ των προτέρων την εξέλιξη της. Αυτή η οντολογική και συνάμα επιστημονιστική παραμόρφωση της διαλεκτικής προσέγγισης χαρακτήρισε τον σταλινικό διαλεκτικό υλισμό, αυτό που αποκάλεσαν «δια-ματ» (διαλεκτικός ματεριαλισμός), είχε αρνητικές συνέπειες για την επιστήμη και έχει εγκαταλειφθεί
36
πλέον οριστικά. Η συνετή επεξεργασία μιας νέας «διαλεκτικής της φύσης», όπως βλέπουμε να την εγκαινιάζει στη Γαλλία ο Λ. Σεβ, δεν μπορεί να γίνει παρά με αντίτιμο μιαν άκρα επαγρύπνηση όσον αφορά την πνευματική καταστατική της θέση και τις κατηγορίες στις οποίες μπορεί αυτή να προσφύγει. Το ίδιο ισχύει και για τον τομέα της ιστορίας όπου η εφαρμογή της φαίνεται πιο δελεαστική, δεδομένου του απαράκαμπτου ρόλου που παίζει σε αυτήν η ανθρώπινη συνείδηση. Η ελλιπώς ελεγχόμενη εφαρμογή της μπορεί να παρασύρει και όντως παρέσυρε τον Μαρξ σε παρακινδυνευμένες διατυπώσεις σχετικά με τη μέλλουσα ιστορία και την έλευση του κομμουνισμού. Η ιδέα ότι ο τελευταίος είναι αναπόφευκτος υπάρχει σε πολλά από τα κείμενά του και απορρέει από έναν τρόπο σκέψης που προέρχεται άμεσα από τον Χέγκελ, ο οποίος τον οδηγεί σε μία νομοτελειακή αντίληψη για την ιστορική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία η πορεία της τελευταίας είναι αναπότρεπτη. Έτσι, αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός απαλλοτρίωσε τους εργαζόμενους από την πρώτη ήδη περίοδο συσσώρευσης πλούτου και με τον οποίο τα θύματά του θα απαλλοτριώσουν και τον ίδιο, συμπεραίνει ότι η κομμουνιστική επανάσταση είναι μοιραία όπως οι «μεταμορφώσεις της φύσης», και προσθέτει, αποκαλύπτοντας τη διαλεκτική και χεγκελιανή μήτρα της συλλογιστικής του: «πρόκειται για την άρνηση της άρνησης» (Το Κεφάλαιο, 1ος τόμος). Μπορούμε μάλιστα να βρούμε στον Μαρξ και, εν πάση περιπτώσει, στη μαρξιστική ορθοδοξία που ακολούθησε, διατυπώσεις που μας επιτρέπουν να πιστέψουμε ότι η ιστορία έχει ένα νόημα και να ενισχύσουμε την πίστη μας σε μία τελική υπέρβαση των κοινωνικών αντιθέσεων στην αταξική κοινωνία, οι οποίες παραπέμπουν στο ίδιο διαλεκτικό μοντέλο που υιοθετείται χωρίς κριτική.
37
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Όμως, ίο ουσιώδες της θεωρίας του Μαρξ δεν επηρεάζεται από αυτή την αρνητική κληρονομιά. Ο ριζικός υλισμός του τον οδήγησε βαθμιαία στο να στοχαστεί την ανθρώπινη πραγματικότητα έξω από τις κατηγορίες και τις θεωρήσεις του χεγκελιανισμού με ό,τι «μυστικιστικό» τις χαρακτηρίζει: η ιστορία καθορίζεται όντως από αίτια, αλλά δεν υπακούει σε καμιά μεταφυσική αναγκαιότητα. Κανένα πνευματικό υποκείμενο δεν την κατευθύνει και, επομένως, δεν διέπεται από καμιά τελεολογία, ικανή να της προσδώσει ένα μονοσήμαντο νόημα εγγεγραμμένο στη δομή της. Τέλος, καμιά συνολική διαλεκτική ορθολογικότητα δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι οι αντιφάσεις που την κινούν θα βρουν οριστική και θετική λύση στο μέλλον, ακόμα και στον κομμουνισμό. Οι σημαντικότερες αντιφάσεις που έχουν να κάνουν με την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο μπορούν, ασφαλώς, να καταργηθούν, αλλά νέες αντιφάσεις μπορούν να εμφανιστούν, ή άλλες να διαιωνιστούν, όπως εκείνες που αντιπαραθέτουν τον άνθρωπο στη φύση λόγω της οικονομικής κρίσης, ή εκείνες που αντιπαραθέτουν τον άνθρωπο στον άνθρωπο στο ειδικό πεδίο της εξουσίας. Η ιστορία είναι, λοιπόν, ανοιχτή και χωρίς προκαθορισμένο τέλος, αφού την κάνουν, σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι και αυτό μας υποχρεώνει να συμπεράνουμε μία αυθεντικά υλιστική σκέψη. Η τελευταία εγγράφει το έργο του Μαρξ στο πεδίο της επιστήμης, μακριά από τον χεγκελιανό θεωρητισμό και τα καθαρώς ιδεαλιστικά σχήματα της διαλεκτικής του.
38
«Κατά τον Μαρξ, ο άνθρωπος είναι αλλοτριωμένος»
Η ελευθερία δεν βρίσκεται σε μία φανταστική ανεξαρτησία έναντι των νόμων Γης φύσης, αλλά στη γνώση αυτών ίων νόμων και στη δυνατότητα που παρέχει αυτή ακριβώς η γνώση να τους εφαρμόσουμε μεθοδικά για καθορισμένουςσκοπούς. Ένγκελς, Avri-Nriipivyic, 1877
. ^ ^ ^ . Ε Γ Ε Τ Α Ι οτι ΕΠΙΚΡΑΤΕΊ η εντύπωση πως η φιλοσοφία του
Μαρξ δυσκολεύεται να παραχωρήσει θέση στην ελευθερία και ότι βλέπει τον άνθρωπο σαν ένα ον απολύτως αλλοτριωμένο και εξαρτημένο από δυνάμεις που το υπερβαίνουν και τις οποίες δεν γνωρίζει. Ο δεδηλωμένος υλισμός του, είτε τον εξετάσουμε από τη φυσιοκρατική του πλευρά είτε από την ιστορική του πλευρά, απαγορεύει σαφώς την όποια ιδέα μεταφυσικής ελεύθερης βούλησης, όπως την έχει συλλάβει η ιδεαλιστική και πνευματιστική παράδοση. Αφού ο άνθρωπος προέρχεται από τη φύση, είναι μέρος της φύσης και δεν θα μπορούσε να μην υπάγεται στους νόμους της: ο Μαρξ εγγράφεται εδώ σε μία θεωρητική παράδοση που είναι εκείνη του Σπινόζα, για τον οποίο η πίστη στην ελευθερία είναι μία αυταπάτη συναρτώμενη με την άγνοια των αιτίων που μας καθορίζουν, και τοποθετείται στον αντίποδα της παράδοσης που αντιπροσωπεύεται από τον Καρτέσιο ή τον Καντ, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος επινοεί ελεύθερα τις πράξεις του. Ομοίως, η εργασία του ως ιστορικού, αχ; κοινωνιολόγου και ως οικονομολόγου τον κάνει να βλέπει το άτομο ως «δημιούρ-
39
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Ο σταλινικός διαλεκτικός υλισμός
Κωδικοποιημένος στο Εγχειρίδιο ιστορίας too μηΧοφικικού κομμουνιστικού κόμμαιος ιηςΕΣΣΔ to 1932, ο «δια-ματ» -συντομογραφία του όρου «διαλεκτικός ματεριαλισμός»- ορίζει την επίσημη και δογματική μορφή που πήρε η μαρξιστική φιλοσοφία την εποχή του Στάλιν. Συνίσταται σε ένα σύνολο θέσεων ή νόμων υλιστικού και διαλεχτικού χαρακτήρα, που υποτίθεται ότι διέπουν τπν πραγματικότητα σε όλες της τις πλευρές (φύση, ιστορία, σκέψη), όπως η υλική ενότητα του κόσμου, η αλλαγή σε όλους τους τομείς, ή η πάλη των αντιθέτων. Παρουσιάζονται, βέβαια, ως απορρέουσες από τις επιστήμες των οποίων γενικεύουν την ισχύ, αλλά η κωδικοποίηση τους τις καθιστά αρχές στις οποίες οι επιστήμες οφείλουν, εν συνεχεία, να υπακούουν. Η διαλεκτική μετατράπηκε, έτσι, σε έναν κανόνα της επιστημονικής αλήθειας αντί να είναι η απλή αντανάκλασή της, και οδήγησε σε έναν στείρο δογματισμό, ο σκοπός του οποίου ήταν σαφώς πολιτικός. Οι ανακαλύψεις των επιστημών που δεν ενσωματώνονταν στο τυπικό πλαίσιο της αποκλείονταν.Έτσι, η γενετική απορρίφθηκε από τον Λυσένκο, έναν Ρώσο επίσημο επιστήμονα, επειδή παρέβλεπε τον ρόλο του περιβάλλοντος, και η ψυχανάλυση αποκλειόταν επί μακρόν ως «αστική» και υπερβολικά προσηλωμένη στο άτομο επιστήμη. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να παρατηρηθεί το παρ ά δ ο ξ ο μιας αντίληψης του κόσμου που παρουσιαζόταν ως επιστημονική και η οποία παρεμπόδισε, εν μέρει, την ελεύθερη έρευνα στην επιστήμη.
γημα· των κοινωνικών σχέσεων και όχι ως τον ελεύθερο και υπεύθυνο δημιουργό των τελευταίων, όπως γράφει σαφώς στον πρόλογο του Κεφαλαίου. Γενικότερα, το καθοριστικό για τον Μαρξ είναι η ζωή: η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι πρώτη και αυτόνομη και δεν αποφασίζει κυρίαρχα για τη δράση· είναι δεύτερη και παράγωγη, καθοριζόμενη από την πρακτική ζωή, και τούτο ακόμα και στα πεδία που αυτή φαίνεται -αλλά μόνο φαίνεται- ανεξάρτητη, όπως εκείνο των ηθικών, θρησκευτικών ή μεταφυσικών ιδεών. Όπως τονίζει στη Γερμανι-
40
κή ιδεολογία: «Δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή τη συνείδηση», πράγμα που φαίνεται να μας περιορίζει οριστικά στα πλαίσια μιας αιτιοκρατικής αντίληψης για τον άνθρωπο, με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες που θα μπορούσε, και δικαιολογημένα, να βρει κανείς σε τούτο, όπως η δυσκολία, αν όχι η αδυναμία να επεξεργαστούμε μία ηθική πάνω σε αυτή τη βάση. Δεν είναι μήπως αλήθεια ότι ο Μαρξ αρνήθηκε να κάνει ηθική στην πολιτική, και ότι απέρριψε την ιδέα να κρίνει ηθικά τους ανθρώπους, προτιμώντας να ασκήσει κριτική στην κοινωνία που τους κάνει όπως είναι; Αυτή η ανάλυση είναι βασικά σωστή. Ωστόσο, πρέπει να είμαστε λιγότερο κατηγορηματικοί όσον αφορά τον ίδιο και, κυρίως, απαιτείται να συμπληρωθεί η εν λόγω ανάλυση με μία εντελώς διαφορετική θεώρηση της ελευθερίας που αλλάζει την έννοια της φιλοσοφίας του σε αυτό τον τομέα. Πρώτα πρώτα, οι διατυπώσεις του Μαρξ είναι πιο σύνθετες απ' ό,τι είπαμε παραπάνω. Η συνείδηση δεν καθορίζεται μόνο, είναι επίσης καθοριστική στη συγκεκριμένη πορεία της ιστορίας και παίζει, συνεπώς, έναν ρόλο. Εξάλλου, αν δεν το δεχτούμε αυτό, δεν καταλαβαίνουμε τη διαρκή πολιτική και ιδεολογική του στράτευση στους αγώνες της εποχής του, η οποία θέτει τη σφραγίδα της στο σύνολο του έργου του! Πιο ουσιαστικά, η κεντρική ιδέα του Μαρξ είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς παθητικός έναντι των φυσικών και ιστορικών συνθηκ ώ ν είναι ένα ον δραστήριο που τις αλλάζει, που απαλλάσσεται, συνεπώς, από το βάρος που αντιπροσωπεύουν αυτές, αλλά και το οποίο δεν είναι οριστικό ή απόλυτο. Αυτή η θέση βρίσκεται στον πυρήνα της τρίτης θέσης για τον Φόιερμπαχ, όπου ασκεί πολεμική στην παραδοσιακή υλιστική αντίληψη η οποία παραβλέπει αυτή την πλευρά της σχέσης του ανθρώ-
41
Υβόν Κινιού, Καρλ Μιιρξ
που με τον κόσμο: θέτοντας τον τόνο μόνο στην επίδραση των «περιστάσεων» και της «παιδείας», η τελευταία «λησμονεί ότι είναι οι άνθρωποι, ακριβώς, που αλλάζουν τις περιστάσεις και ότι ο παιδαγωγός έχει κι αυτός ανάγκη να παιδαγωγηθεί». Αυτό είναι που προσδιορίζει τον ρόλο της πρακτικής, με την οποία αποκαλύπτεται ότι ο άνθρωπος παράγει τον εαυτό του στην πορεία της ιστορίας: φτιάχνοντας, εν μέρει, τις συνθήκες που τον διαμορφώνουν, ο άνθρωπος διαπλάθεται ο ίδιος, χωρίς να είναι παγιωμένος σε ένα φυσικό ή ιστορικώς αξεπέραστο σχήμα του όντος του. Δεν βλέπουμε, άραγε, εδώ μία μορφή ελευθερίας, έστω και αν αυτή η ικανότητα «αυτο-αλλαγής» δεν ριζώνει σε καμιά μεταφυσική ελεύθερη βούληση; Καταλαβαίνουμε έτσι την άλλη πλευρά της σκέψης του Μαρξ, που είναι εξίσου ουσιώδης: αντιπαρατίθεται στη μεταφυσική ελευθερία αλλά στο όνομα μιας άλλης αντίληψης για την ελευθερία, η οποία είναι αδιαχώριστη από αυτή την ίδια την πρακτική διάσταση. Η ελεύθερη βούληση αποκλείει τον ντετερμινισμό. Ο Μαρξ αποδέχεται τον εγγενή στους νόμους της φύσης και της ιστορίας ντετερμινισμό, αλλά αντιλαμβάνεται, ακριβώς, την ελευθερία στο έδαφος του εν λόγω ντετερμινισμού. Η τελευταία συνίσταται, τότε, στη γνώση και τον έλεγχο της φυσικής ή ιστορικής αναγκαιότητας μέσω της επιστήμης και της τεχνικής, και όχι σε κάποια φανταστική ανεξαρτησία έναντι της εν λόγω αναγκαιότητας. Η ελευθερία δεν μας θέτει, εδώ, μπροστά σε ένα «τυπικό» δυνητικό, αδιάφορο για τις πραγματικές συνθήκες της ζωής, αλλά μπροστά σε ένα «πραγματικό» δυνητικό, συναρτώμενο με τις συνθήκες της πραγμάτωσης του: πρέπει να γνωρίζουμε τη διαδικασία παραγωγής ενός φαινομένου, όποιο κι αν είναι αυτό, για να το ελέγξουμε και να είμαστε «ελεύθεροι» από αυτό.
42
Νοούμενη κατ' αυτό τον τρόπο, η ανθρώπινη ελευθερία εμφανίζεται ως «ένα προϊόν της ιστορικής εξέλιξης» (Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ). Είναι μία ελευθερία-δύναμη που ταυτίζεται πρώτα με την επιστημονικο-τεχνική ιστορία, εφόσον αυτή μας επιτρέπει να επιδράσουμε στην πραγματικότητα. Επιπλέον, είναι διαπιστωμένη, και όχι υποθετική, δοκιμάζεται από τότε που ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τη ζωική καταγωγή του και, επίσης, προοδεύει και είναι καταδικασμένη να προοδεύσει ακόμα περισσότερο αφού η ανθρώπινη ιστορία δεν έχει ολοκληρωθεί. Τέλος, ο Μαρξ εννοεί να μεταφέρει το μοντέλο της φύσης στην ιστορία: το ζητούμενο είναι η επέκταση της αποκτηθείσας από τον άνθρωπο ικανότητας επίδρασης στις φυσικές συνθήκες της ύπαρξής του, στον τομέα της κοινωνικής του ύπαρξης, απελευθερώνοντάς την από τις καθαρώς ανθρώπινες δυνάμεις που κυριαρχούν πάνω σε αυτή και οι οποίες έχουν να κάνουν με τις ταξικές σχέσεις. Στον ορίζοντα του εγχειρήματος του Μαρξ υπάρχει, λοιπόν, μία ελευθερία καθαρώς πολιτική, η οποία ενσωματώνεται στη γενική ιστορία τής κατ' αυτό τον τρόπο νοούμενης ελευθερίας, και ορίζει, απλούστατα, τον κομμουνισμό. Ωστόσο, αν αρκούμαστε σε αυτό τούτο θα σήμαινε ότι λησμονούμε πως η επιδίωξη δύναμης δεν είναι αυτοσκοπός, έστω και αν πρόκειται για τη δύναμη όλων, και ότι έχει μία ανθρωπολογική σημασία που η επίσημη κομμουνιστική παράδοση είχε, δυστυχώς, την τάση να διαγράφει. Στην Αγία Οικογένεια (1845), ο Μαρξ το λέει: το είμαι ελεύθερος με την υλιστική έννοια, σημαίνει ότι διαθέτω «τη θετική δύναμη να αναδείξω την αληθινή μου ατομικότητα». Ας μεταφράσουμε, διευρύνοντας τη σημασία αυτού του σχολίου: η κομμουνιστική ελευθερία βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο των φυσικών ή ακόμα και των κοινωνικών συνθηκών της παραγωγής· βρίσκεται,
43
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
πέρα από την κοινωνική και παραγωγική σφαίρα, στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του καθενός, των οποίων ο ορίζοντας παραμένει ένας ορίζοντας ανθρωπολογικώς περιορισμένος, που δεν θα μπορούσε να συνιστά ένα ιδεώδες ζωής. Στην επιστημονικο-τεχνική γνώση προστίθεται, λοιπόν, ένας στόχος που συνυπολογίζει την ελευθερία ως ατομική αυτο-ολοκλήρωση, και όχι μόνο την ελευθερία του κοινωνικού ανθρώπου. Τι πρέπει να συμπεράνουμε από αυτά; Η σκέψη του Μαρξ περιλαμβάνει όντως, σε αντίθεση με όσα λέγονται, μία αντίληψη για την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά πρακτικής και ιστορικής φύσεως. Η τελευταία δεν έχει καμιά σχέση με τη θεωρησιακή προϋπόθεση μιας μεταφυσικής ικανότητας επιλογής, αδιάφορης για τις υπαρκτές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως ο υλισμός μάς υποχρεώνει να τις αποδεχτούμε. Είναι προϊόν της επιστημονικής, τεχνικής και πολιτικής ιστορίας της ανθρωπότητας, υπό τον όρο ότι η επίδραση της τελευταίας στη φύση συνοδεύεται με μία παρόμοια επίδραση στην ίδια την ιστορία της.
44
«Για ιον Μαρξ, ί ο καλό και το κακό δεν υπάρχουν»
Ο Μαρξ υιοθετεί μάλιστα μία εχθρική στάση έναντι κάθε ηθικής, και μάλλον θεωρεί την ηθική γενικώς περίφρονητέα και αναξιόπιστη από επιστημονική άποψη. Α. Γουντ, περιοδικό
Μ , τεύχος 19,
Οκτώβριος-Νοέμβριος 1995
5ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΓΕΝΙΚΏΣ
όπ ο συγγραφέας ίου Κεφαλαίου δεν
αναφέρεται πουθενά σε ηθικές αξίες που προσδιορίζουν ένα καθολικό καλό ή κακό και οι οποίες υπαγορεύουν στον άνθρωπο πώς πρέπει να πράττει- πολλοί μάλιστα από τους ερμηνευτές της σκέψης του την κατάλαβαν έτσι. Ο κυνισμός που μπορεί να συνόδευσε ορισμένες πρακτικές του «υπαρκτού κομμουνισμού», ειδικότερα κατά m σταλινική περίοδο (κρατική βία, ιδεολογική λογοκρισία, κ.λπ.), αλλά και ορισμένα θεωρητικά στοιχεία του ίδιου του έργου του Μαρξ, θα μπορούσαν να προσδώσουν βάση σε αυτή την άποψη. Ο Μαρξ είναι ένας υλιστής στον οποίο η ίδια η ιδέα περί ηθικής δημιουργεί πρόβλημα* η συνείδηση διαποτίζεται πλήρως από την ιστορική ζωή, και δεν αποδέχεται, συνεπώς, την ύπαρξη αντικειμενικών αξιών που υπερβαίνουν την ιστορία και επιβάλλονται στον άνθρωπο ως κατηγορικές προσταγές. Από τη Γερμανική ιδεολογία κιόλας, κατέχοντας τις υλιστικές βάσεις του εγχειρήματος του, ανάγει τις ηθικές αξίες σε ένα ιδεολογικό φαινόμενο, συγκεκριμένα στην παραμορφωμένη και απατηλή έκφραση των ταξικών συμφερόντων, των οποίων η καθολικότητα δεν είναι
45
Υβόν KivioO, ΚαρA Μαρξ
παρά μία μάσκα που τους επιτρέπει να επιβάλλονται πιο εύκολα. Και η ίδια, η εγγενής στην ηθική, έννοια της υποχρέωσης απορρίπτεται, αφού ο ατομικός άνθρωπος καθορίζεται ευρέως από την κοινωνία, χωρίς μεταφυσική ελεύθερη βούληση. Καταλαβαίνουμε έτσι το γεγονός ότι σύμφωνα με μία θεωρητική παράδοση που εξέφρασε καλύτερα ο Αλτουσέρ, ο Μαρξ παρουσιάζεται ως ένας αναλυτής των ιστορικών διαδικασιών, νοουμένων ως αυστηρά αντικειμενικών. Διαμορφώνει, έτσι, την κομμουνιστική πολιτική με τη μόνη επιστημονική κατανόηση των αντιθέσεων αυτών των διαδικασιών και των δυνατοτήτων αλλαγής που αυτές συνεπάγονται. Η ηθική απαξιώνεται σαφώς στα πλαίσια της πρακτικής: προσφεύγει σε αφαιρέσεις, δεν είναι παρά μία επωδή που μας αποστρέφει από την αποτελεσματική επί της πραγματικότητας δράση που επιτρέπει η πολιτική, και η οποία μάλιστα παρακωλύει την τελευταία με τις καταδίκες που επισύρει εναντίον ορισμένων μορφών πάλης όπως η βία· δεν είναι παρά «η ανικανότητα εν δράσει». Το ζεύγος επιστήμη της ιστορίας-επαναστατική πολιτική αντικαθιστά τότε την ηθική κριτική της κοινωνίας, προφανώς «χωρίς υπόλοιπο». Ωστόσο, αυτή η αντίληψη, που καθιστά τον Μαρξ έναν ριζοσπαστικό αμοραλιστή σαν τον Νίτσε, υποστηρίζοντας όπως ο τελευταίος ότι η ηθική δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση χωρίς θεωρητική ουσία, δεν αντιστέκεται στη συγκεκριμένη ανάλυση του έργου του, αν προσέξουμε αυτό που το διέπει στο βάθος. Ασφαλώς, δεν υπάρχει ρητά διατυπωμένη ηθική στον Μαρξ, αν εννοούμε με αυτό ένα σύνολο αφηρημένων κανόνων, μακριά από την πραγματική ζωή, και διατυπωμένων με τη μορφή μιας νέας κατήχησης, στους οποίους τα άτομα θα όφειλαν να υπακούουν: ο υλισμός του αντιτίθεται σε αυτό και ο κομμουνισμός είναι πρώτα η απάντηση που η ιστορία οφεί-
46
λει να δώσει στα αδιέξοδα του καπιταλισμού στο συγκεκριμένο πεδίο της οικονομίας, της εργασίας, της ικανοποίησης των αναγκών, κ.λπ. Και δεν εναποθέτει την υλοποίηση της εν λόγω απάντησης στην ηθικοποίηση των συνειδήσεων αλλά στη δυναμική της πάλης των τάξεων: εκείνο που θα οδηγήσει στην επανάσταση είναι η σύγκρουση συμφερόντων, αν φωτιστεί και οργανωθεί πολιτικά. Ωστόσο, υπάρχει μία ηθική στον Μαρξ έστω και αν ο ίδιος το αρνείται, συνήθως, και παρότι, λόγω αυτής της άρνησης ακριβώς, δεν στάθηκε δυνατό να επεξεργαστεί την υλιστική καταστατική της θέση. Δεν εννοούμε μία απλή ηθική που διατυπώνει συγκεκριμένες αξίες, ειδικές και προαιρετικές, όπως αυτές που βρίσκουμε σε κάθε σχέδιο ζωής, και οι οποίες απορρέουν από την ανάγκη ή την επιθυμία, αλλά κανόνες με καθολική στόχευση, προσταγές, των οποίων το πρότυπο μπορούμε να βρούμε στον Καντ: αξία του Καθολικού, σεβασμός προς τον άνθρωπο, αυτονομία. Αυτοί οι κανόνες είναι παρόντες στο κείμενο του Μαρξ όταν ασκεί κριτική στον καπιταλισμό, κατά τρόπο που το έργο του να ξεπερνάει την απλή επιστημονική θετικότητα και να εγγράφεται σε μία ειδική κανονιστική κατηγορία. Ο Μαρξ δεν αρκείται στην κατανόηση του καπιταλισμού, στον φωτισμό των αντικειμενικών του αντιφάσεων και στην πρόβλεψη της ενδεχόμενης εξάλειψης του: τον καταδικάζει, τον καταγγέλλει, αγανακτεί - εν ολίγοις παίρνει θέση σε αξιακό επίπεδο. Κι αυτό που θεμελιώνει την τοποθέτησή του, πέρα από τα συμπεράσματα της επιστημονικής ανάλυσής του, είναι τελικά η αναφορά του στις προαναφερθείσες ηθικές αξίες. Έτσι, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο καταδικάζεται διότι δεν είναι γενικεύσιμη -δεν μπορούν να είναι όλοι εκμεταλλευτές!- και εργαλειοποιεί τον άνθρωπο ή τον καταδικάζει στην ετερονομία στην εργασία. Αλλά αυτοί οι κανόνες είναι παρόντες επίσης στην πρα-
47
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
κτική στράτευσή του υπέρ του κομμουνισμού, που συνοδεύει μονίμως τη θεωρητική του εργασία ανάλυσης του καπιταλισμού, και αιτιολογούν τον κομμουνισμό από ηθική άποψη. Ο τελευταίος ικανοποιεί τα συμφέροντα όλων, αντιμετωπίζει κάθε ανθρώπινο ον ως «αυτοσκοπό», κι επιδιώκει την προώθηση της συγκεκριμένης αυτονομίας του. Αυτή η διάσταση αρχίζει να γίνεται αποδεκτή από τους ειδικούς, ενώ η ιδέα είχε ήδη διατυπωθεί τον 19ο αιώνα από τη νεο-καντιανή σχολή και προωθήθηκε από τον αποκαλούμενο αυστρο-μαρξισμό. Πρέπει, όμως, να βγάλουμε όλα τα διδάγματα για να νοήσουμε τη θεωρητική καταστατική θέση αυτού του έργου. Η ηθική δεν παρεμβαίνει μόνο ως αρχική αιτιολόγηση, την οποία ο Μαρξ διεκδίκησε άλλωστε πλήρως όταν αναφέρει - σε ένα νεανικό του κείμενο που χρησιμοποιεί το καντιανό λεξιλόγιο - «την κατηγορική προσταγή να ανατρέψουμε όλες τις κοινωνικές σχέσεις που καθιστούν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υπόδουλο, εγκαταλελειμμένο, άξιο περιφρόνησης» (Κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, Εισαγωγή, 1844). Η ηθική αποτελεί μία εγγενή και μόνιμη διάσταση της εργασίας του, τόσο της κριτικής που αφορά το παρόν όσο και της προβλεπτικής και διεκδικητικής πλευράς της που αφορά στο μέλλον. Το διαπιστώνουμε αυτό καθαρά στα Χειρόγραφα του 1844 που διαπνέονται από την κατ' εξοχήν ηθική απαίτηση για έναν άνθρωπο «ολοκληρωμένο», δηλαδή μη αλλοτριωμένο, που θα πραγματώνει όλες του τις δυνατότητες. Την ηθική αυτή απαίτηση ξαναβρίσκουμε επίσης σε όλα του τα γραπτά, για παράδειγμα στο Κεφάλαιο, όπου δεν σταματάει να καταγγέλλει την κατάσταση των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών στον καπιταλισμό, ή όταν απαιτεί μία κοινωνία που θα είναι πιο συμβατή με την «ανθρώπινη» φύση τους, ή στην Κριτική του Προγράμματος τηςΓκότα (1875),
48
όπου δηλώνει ότι ο κομμουνισμός οφείλει να επιτρέπει στον κάθε άνθρωπο να ζει «ανάλογα με τις ανάγκες του». Ο Μαρξ δεν είναι, λοιπόν, μόνο ο επιστήμονας που ως κοινωνικός μηχανικός, όπως ορισμένοι θέλουν να τον βλέπουν, μας παρέχει το κλειδί που επιτέλους βρέθηκε για τη σωστή λειτουργία της κοινωνίας. Και δεν είναι ούτε ο Μακιαβέλι της σύγχρονης εποχής, που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τους πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων και για τον τρόπο της αλλαγής τους υπέρ ενός σκοπού που τίποτε δεν θα δικαιολογούσε από την άποψη του δικαίου. Είναι παράλληλα ο στοχαστής που ενδιαφέρθηκε με τον δικό του τρόπο για την ηθική και η στράτευση του σε αυτό τον τομέα εκφράζεται μέσα από μία πολιτική, η κοινωνικο-ιστορική εννοιολογία της οποίας παρότι για ορισμένους στερείται ηθικού υπόβαθρου, δεν παύει να έχει, αν την εξετάσουμε προσεκτικά, μία έννοια αναμφισβήτητα ηθική.
49
Ο Μαρξ μπροστά σιην Ιστορία και την κοινωνία
«Ο Μαρξ δεν είναι επιστήμονας»
Τίποτε δεν είναι m ο εσφαλμένο, πιο τυφλό, από αυτή mv αντιπαράθεση που καταλήγει στο να εμφανίζεται ο μαρξισμός ως μία γνώση (κι εδώ δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη λέξη επιστημονική), ξεπερασμένη για τους μεν, αναντικατάστατη για τους άλλους, ενώ πρόκειται για μία πίστη. Ζ. Βερντές-Λερού, Η Πίστη των Ηττημένων, 2005
^ ^ ^ Ρ Ι Ε Μ Ε Ν Ο Ι ΠΡΟΣΆΠΤΟΥΝ
οίον Μαρξ ότι δεν είναι παρά
ένας ιδεολόγος και όχι ένας επιστήμονας, πράγμα που εγγίζει, φυσικά, τον πυρήνα του θεωρητικού του σχεδίου. Καθώς ο ιδεολόγος έχει, εξ ορισμού, μία μεροληπτική θεώρηση των πραγμάτων, προσδιοριζόμενη από τα πολιτικά του συμφέροντα, έστω και αν δεν το συνειδητοποιεί, τούτο ισοδυναμεί με το να μην αναγνωρίζουν στο έργο του κανέναν επιστημονικό χαρακτήρα και να αρνούνται, για παράδειγμα, να εγγράψουν το Κεφάλαιο στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Ασφαλώς, κάποιες ενδείξεις θα μπορούσαν να τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Το ίδιον μιας επιστημονικής εργασίας συνίσταται στο ότι, αργά ή γρήγορα, αναγνωρίζεται ομόφωνα αφού η αλήθεια είναι μοναδική ή καθολική και η εμπειρία, που δεν έχει πολιτική άποψη, υποτίθεται ότι την αποδεικνύει. Το λοιπόν, αυτό το έργο είναι αντικείμενο συζήτησης και μάλιστα προκαλεί παθιασμένες αντιπαραθέσεις στην οικονομία, στην κοινωνιολογία και στην ιστορία, αφού βλέπουμε τον τάδε ή τον δείνα νόμο που διατύπωσε -όπως εκείνον της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ή το πρωτείο των οικονομικών παραγόντων στην ιστορική εξέλιξη- να απορρίπτεται με δριμύτητα από ειδικούς των εν λόγω τομέων. Εξάλλου, θεωρούν όπ οι πο-
53
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
λιηκές του προβλέψεις διαψεύστηκαν, ενώ φαίνονταν να απορρέουν άμεσα από τη θεωρητική περί του καπιταλισμού ανάλυσή του και να χρησιμεύουν ως πείραμα για την επιβεβαίωσή της: η επανάσταση δεν έγινε στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όπως είχε προαγγείλει, αλλά σε καθυστερημένες χώρες, όπως η Ρωσία και η Κίνα, όπου κάθε άλλο παρά είχε προβλέψει ότι θα γινόταν. Τέλος, στα κείμενά του, που εννοούν να είναι άκρως επιστημονικά, υπάρχει μία αγανάκτηση με συγκινησιακή και ηθική χροιά και μία διαμαρτυρία ενάντια στην εγγενή στις ταξικές κοινωνίες αδικία, που τα διαφοροποιεί από την επιστημονική γνώση, η οποία διαπιστώνει, εξηγεί και προβλέπει, αλλά δεν παίρνει θέση στο πεδίο των αξιών. «Ένας επιστήμονας δεν έχει ιδανικά», δήλωσε άλλωστε οΈνγκελς μιλώντας για τον Μαρξ {Γράμμα στον Πολ Λαφάργκ, 11 Αυγούστου 1884), και εκθέτοντας έτσι εκ των προτέρων τη θεωρία του σε μία ενδεχόμενη αμφισβήτηση, σε περίπτωση που κάποιοι θα ανακάλυπταν ότι διαπνεόταν από ιδανικά. Στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι παρατηρήσεις δεν επιτρέπουν να ακυρώσουμε τον επιστημονικό χαρακτήρα του έργου του, αν πρώτα δεν διευκρινίσουμε τι εννοούμε με αυτό τον όρο και δεν υποβάλουμε σε έλεγχο τα αποτελέσματα στα οποία καταλήγει, όπως επιβάλλεται να κάνουμε για όποια εργασία αποβλέπει στην πρόοδο της ανθρώπινης γνώσης. Πρώτα πρώτα είναι ολοφάνερο ότι ο Μαρξ θέτει σαφώς στον εαυτό του έναν επιστημονικό σκοπό: στα Χειρόγραφα του 1844, εννοεί όντως να θεμελιώσει την υλιστική ανθρωπολογία του στις «φυσικές επιστήμες», τις οποίες όμως εννοεί κατά τρόπο που παύουν να είναι αφηρημένες, ενσωματώνοντας την ιστορική διάσταση του ανθρώπου. Στη δε Γερμανική ιδεολογία, η ιστορία, νοούμενη ως κατανόηση του γίγνεσθαι του ανθρώπου σε συνάρθρωση με το γίγνεσθαι της φύσης, καθίσταται ο θεμελιώδης κλάδος και εξε-
54
τάζεται ως επιστήμη: «Γνωρίζουμε μόνο μία επιστήμη, την ιστορία», λέει, κατά τρόπο απρόσμενο. Τέλος, στην πρώτη έκδοση του Κεφαλαίου, έργο που περιέχει, σημειωτέον, την πιο σημαντική προσφορά του στην κατανόηση της πραγματικότητας, δηλώνει σαφώς τη φιλοδοξία του για μία «ελεύθερη και επιστημονική έρευνα», και εννοεί να εκτεθεί ο ίδιος σε μία κριτική που θα είναι η ίδια «αληθώς επιστημονική». Έπειτα, πρέπει να δούμε υπό ποία έννοια η εργασία του για την κοινωνία και την ιστορία μπορεί να ανταποκριθεί, τουλάχιστον μορφολογικά ή επιστημολογικά, σε αυτή τη φιλοδοξία. Ο Μαρξ εννοεί πράγματι να κατανοήσει το πραγματικό κατά τρόπο που αντιστοιχεί σε αυτό που αναμένουμε από μία επιστήμη. Η μέθοδος του συνίσταται στην εμπειρική διερεύνηση του πραγματικού, το οποίο αναπαράγει σε μία δεύτερη φάση τη σκέψη. Και ακόμα και αν η εξήγηση στην οποία καταλήγει δεν τηρεί τη σειρά των δεδομένων της άμεσης εμπειρίας, όπως σημειώνει στην εισαγωγή στη Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας (1859), δεν παύει να παραμένει μία «επεξεργασία εννοιών», με βάση μία πραγματικότητα που παρουσιάζεται στον άνθρωπο μέσα στην αισθητή εμπειρία, μία πραγματικότητα «που προσφέρεται στην άμεση θέαση και την αναπαράσταση», και η οποία είναι «πρώτη». Οπότε, τα γενικά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει δεν έχουν τίποτε το δογματικό, έστω και αν είναι σίγουρα: θεμελιωμένα στις συγκεκριμένες έρευνες, του χρησίμευσαν, όπως λέει στον πρόλογο του ίδιου έργου, όπου συνοψίζει τη συνολική του αντίληψη, ως απλός «κατευθυντήριος μίτος» για τις μεταγενέστερες μελέτες του. Βρισκόμαστε εδώ στον αντίποδα ενός στοχασμού που θα αποφαινόταν εκ των προτέρων για την πραγματικότητα με βάση αυθαίρετες υποθέσεις, όπως συμβαίνει στην ιδεολογία!
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Αλλά αυτή η φιλοδοξία επαληθεύεται επίσης από τον τύπο εξήγησης της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας που ο Μαρξ θέλει να μας δώσει. Η εργασία του σκοπεύει πράγματι να μας γνωρίσει νόμους που διέπουν τη λειτουργία και συνάμα την εξέλιξη της εν λόγω πραγματικότητας στις διάφορες φάσεις και μορφές της, όπως συμβαίνει στη μελέτη της φύσης και του εμβίου. Σε τέτοιο βαθμό που, μιλώντας για τους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής που εκτίθενται στο Κεφάλαιο, δεν διστάζει να τους συγκρίνει με «φυσικούς» νόμους, που επιβάλλονται με «σιδερένια αναγκαιότητα» και επιτρέπουν να προβλέψουμε το τέλος του καπιταλισμού. Ευρύτερα, θεωρεί ότι παρόμοιοι νόμοι διέπουν την πορεία της ιστορίας, νοούμενης συνολικά, με τη διαδοχή των τρόπων παραγωγής της, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας. Μπορούμε, είναι αλήθεια, να αμφισβητήσουμε αυτό το σύστημα εξήγησης, θεωρώντας ότι εμπνέεται υπερβολικά από τις φυσικές επιστήμες, και να παραβλέψουμε το στοιχείο απροσδιοριστίας και επινόησης που μπορεί να υπάρξει στην ιστορική δράση των ανθρώπων, όπου η συνείδηση παίζει απαράκαμπτο ρόλο. Όμως, δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε ότι εγγράφει όλη του την έρευνα σε μία επιστημονική οπτική. Μένει να εξετάσουμε αν τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται βρίσκονται στο ύψος της διακηρυχθείσας φιλοδοξίας. Έναν αιώνα αργότερα, η συζήτηση παραμένει εντελώς ανοιχτή και δεν θα μπορούσε να κλείσει μονομερώς υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι αν και ορισμένοι ειδικοί τα απορρίπτουν, άλλοι, εξίσου πολλοί και εξίσου ειδικοί και ικανοί, θεωρούν ότι πολλές από τις έννοιες που χρησιμοποιεί ο Μαρξ -κοινωνικές τάξεις, συγκρούσεις συμφερόντων, καθοριστικός ρόλος της οικονομίας,
56
ιδεολογία, κ.λπ.- είναι απολύτως αποτελεσματικές και απαραίτητες για να καταλάβουμε την κοινωνία και την ιστορία. Ορισμένοι προσθέτουν ότι η οικονομική του ανάλυση για τον καπιταλισμό εξακολουθεί να ισχύει, και ότι οι προβλέψεις του επαληθεύονται μακροπρόθεσμα, έστω και αν η πολιτική έξοδος από τον καπιταλισμό που είχε προβλέψει καθυστερεί. Όλα αυτά δείχνουν ένα, τουλάχιστον, πράγμα: εφόσον συζητούμε για τη θεωρία του, στο επίπεδο της εμπειρίας, σε σημείο που να την αμφισβητούμε, αυτό αποδεικνύει ότι μπορούμε να την υποβάλουμε σε δοκιμασία, να τη διαψεύσουμε ή όχι, και επομένως ότι δεν πρόκειται για ψευδή επιστήμη ή για πίστη, όπως διατείνονται ορισμένοι οπαδοί μιας μόδας που λάνσαρε ο Κ. Πόπερ (η άποψή του αφορούσε επίσης την ψυχανάλυση), αλλά για όντως επιστημονικού τύπου μέθοδο. Τούτο δεν λύνει πλήρως το πρόβλημα της επιστημονικότητας της θεωρίας του Μαρξ. Πώς να καταλάβουμε ότι μία θεωρία σαν αυτή είναι σε τέτοιο βαθμό κριτική έναντι των πραγματικοτήτων που αναλύει; Μπορεί να είναι τόσο κριτική χωρίς να επιστρατεύει αξίες και χωρίς η πολιτική στράτευση να επιδρά σε μία εργασία η οποία, θέλοντας να είναι αντικειμενική, φαινόταν ότι όφειλε να την εξουδετερώσει; Η επιστημονικότητά της δεν καθίσταται, έτσι, συζητήσιμη;Ή μήπως πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την επιστημονικότητά σε αυτό τον τομέα; Πρόκειται εδώ για πραγματικά ζητήματα, τα οποία δεν είναι εύκολο να πραγματευτούμε, αλλά προϋποθέτουν την αναγνώριση ότι το έργο του Μαρξ ανήκει δικαιωματικά στις κοινωνικές επιστήμες. Ορισμένοι το παραμερίζουν πολύ εύκολα και χωρίς σοβαρή επιχειρηματολογία, βλέποντας απλώς σε αυτό μία ιδεολογική επιχείρηση.
57
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Ο Μαρξ αντικείμενο συζήτησης Οι αναλύσεις του Μ α ρ ξ υπήρξαν, από την αρχή, αντικείμενο συζήτησης. Αμφισβητήθηκε η καταστροφική θεώρησή του για την εξέλιξη του καπιταλισμού (Μπερνστάιν, Οι προϋποθέσεις σιαλισμού,
του
σο-
1899), ή το γεγονός ότι υποτιμά την επίδραση των ψυ-
χολογικών κινήτρων στην ανθρώπινη δράση (ντε Μαν, Πέραν του μαρξισμού,
1926), ή ακόμα το άλφα ή το βήτα σημείο της οικονο-
μικής του θεωρίας, όπως ο ρόλος ηου αποδίδει στην εργασία για τον προσδιορισμό της αξίας των εμπορευμάτων. Τέλος, πιο πρόσφατα, το κοινωνιολογικό ρεύμα που αποκάλεσαν «μεθοδολογικό ατομισμό», και το οποίο είχε και έχει ακόμα ποικίλους εκπροσώπους (όπως ο Μ . Βέμπερ στη Γερμανία, ο Χάγιεκ στις Η Π Α και ο Ρ. Μπουντόν στη Γαλλία), του προσάπτει ότι ξεκινάει από τις κοινωνικές δομές και όχι από το άτομο για να κατανοήσει την κοινωνία και τους μετασχηματισμούς της. Αντιστρόφως, πολλοί οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και ιστορικοί βεβαιώνουν, στηριζόμενοι στην εμπειρική έρευνα, ότι το έργο του Μ α ρ ξ είναι έγκυρο. Οι προβλέψεις του σχετικά με την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού και τη συγκέντρωση της ατομικής ιδιοκτησίας στους κόλπους του επαληθεύονται (βλ. Χαϊλμπρόνερ, 1984), ενώ η θεωρία του για την εκμετάλλευση ιης εργασίας φαίνεται πάντα επίκαιρη έστω και αν οι μορφές αυτής της εκμετάλλευσης έχουν αλλάξει. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης κοινωνιολογίας, ειδικότερα αυτή του Μηουρντιέ, τείνει να εξηγήσει το άτομο (ικανότητες, ανάγκες, κίνητρα, ιδέες, αξίες) με βάση την κοινωνία, όπως πρότεινε ο Μαρξ. Τέλος, πολλοί ιστορικοί (όπως ο Φ. Μπροντέλ) αναγνωρίζουν το πρωτείο της οικονομίας προκειμένου να εξηγήσουν την ιστορία μακροπρόθεσμα. Ευρύτερα, η μαρξική θέση σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος διαπλάθεται από την ιστορία επιβάλλεται ολοένα και περισσότερο στις ανθρωπιστικές επιστήμες.
58
«Για τον Μαρξ, η ιστορία είναι γραμμένη εκ των προτέρων»
0 ιστορικός υλισμός δεν είναι ένας κοινωνιολογικός ή οικονομικός ντετερμινισμός. Α. Τοζέλ, λήμμα «Ντετερμινισμός», Κριτικό Αττικό του μαρξισμού,
Ο Ν
^
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΌΣ ΜΙΑΣ ΣΚΕΨΗΣ
1982
ως ντειερμινιστικης, ιδιαί-
τερα στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών, ισοδυναμεί σης μέρες μας με στιγματισμό της - τόσο αρνητική είναι η εικόνα του ντετερμινισμού στην πνευματική κοινή γνώμη. Συνδυαζόμενη με την αντίληψη του 18ου αιώνα για την κλασική φυσική και με τις απόψεις ενός Λαπλάς, αυτή η έννοια παραπέμπει στην ιδέα ενός κόσμου στατικού, που υπακούει σε νόμους επαναλαμβανόμενους, τις εκδηλώσεις των οποίων θα μπορούσαμε να προβλέψουμε αν τους γνωρίζαμε καλά. Επιπλέον, ταυτίζουμε ενίοτε τον ντετερμινισμό με την αντίληψη ότι η πραγματικότητα διέπεται από μία αναγκαιότητα μεταφυσικής προέλευσης, που είναι ανεξάρτητη από τον άνθρωπο, λησμονώντας ότι, έτσι, δεν είμαστε πλέον καθόλου στο έδαφος της θετικής επιστήμης. Και για τη σκέψη του Μαρξ, η μπορούμε να πούμε σχετικά; Είναι δικαιολογημένη, μήπως, η απαξίωση της αντίληψής του για την ιστορία με το επιχείρημα ότι είναι ντετερμινιστική; Ας αρχίσουμε με μία διόρθωση: δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε μία καθαρώς αρνητική θεώρηση του ντετερμινισμού. Ο ντετερμινισμός είναι πριν απ' όλα μία μεθοδολογική αρχή στην οποία στηρίζεται η επιστημονική προσέγγιση της πραγματικότητας, η οποία υποθέτει ότι όλα τα φαινόμενα προσδιορί59
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
ζονιαι από αιτίες, ότι οι ίδιες αιτίες παράγουν τα ίδια αποτελέσματα και ότι ο κόσμος διέπεται από νόμους που τον καθιστούν νοήσιμο. Υπ' αυτή τη θετική έννοια, ο Μαρξ είναι, όντως, ντετερμινιστής, όσο και ο Φρόυντ ή ο Μπουρντιέ στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών, ή οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας στον τομέα των φυσικών επιστημών. Η εργασία του αποβλέπει στο να αναδείξει τους νόμους που διέπουν την ιστορία, μακροπρόθεσμα, και οι οποίοι επηρεάζουν τη δράση των ανθρώπων εν αγνοία τους. Μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς, οι οποίοι παίρνουν τη μορφή γενικών θέσεων και βρίσκονται στον πυρήνα αυτού που αποκαλούμε ιστορικό υλισμό: οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους, αλλά «με προϋποθέσεις και σε συνθήκες άκρως καθορισμένες» (Ένγκελς, Γράμμα στον Γιόζεφ Μπλοχ, 21 Σεπτεμβρίου 1890)· για να γνωρίσουμε, λοιπόν, την ιστορία πρέπει να μετατοπίσουμε το κέντρο από το άτομο και να ξεκινήσουμε από τις συλλογικές συνθήκες της ζωής· οι τελευταίες είναι πρωτίστως οικονομικές, αφορούν στην παραγωγική εργασία, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής του, αλλά και τη διανομή της ιδιοκτησίας και, άρα, τις κοινωνικές σχέσεις· η πάλη των τάξεων είναι ένας καθοριστικός παράγοντας, κ.λπ. θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε αυτές τις θέσεις, σαφώς ντετερμινιστικές, έστω και αν δεν έχουν τη μορφή συγκεκριμένων νόμων. Οι εν λόγω θέσεις ανέτρεψαν την αντίληψή μας για το ιστορικό γίγνεσθαι και επηρέασαν τα μάλα την ιστορική έρευνα κατά τον 20ό αιώνα: στη Γαλλία, για παράδειγμα, τις συναντούμε στη σχολή των Annales, με τις εργασίες του Φ. Μπροντέλ ή του Π. Βιλάρ, αλλού με τα έργα του Ε. Χομπσμπάουμ και του I. Βαλερστάιν, κ.λπ. Ο κίνδυνος της εκτροπής προς έναν δύσκολα αποδεκτό απόλυτο ντετερμινισμό εμφανίζεται όταν ο Μαρξ διασαφηνίζει αυτούς τους νόμους και σκληραίνει την οντολογική κατα-
60
στατική τους θέση. Έτσι, στο Κεφάλαιο, οι νόμοι που καθορίζουν την ανάπτυξη του καπιταλισμού και οι οποίοι θα τον οδηγήσουν στον χαμό του, περιγράφονται ως νόμοι αναπόφευκτοι και, κατά κάποιον τρόπο, μοιραίοι. Ευρύτερα, η ίδια η ιστορία των κοινωνιών διέπεται, κατ' αυτόν, από έναν ουσιώδη, αν όχι μοναδικό νόμο: οι παραγωγικές δυνάμεις καθορίζουν την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής και όλες τις πραγματικότητες που αντιστοιχούν σε αυτές -κράτος, δίκαιο, μορφές συνείδησης, κ.λπ - και όταν αυτή η οργάνωση της παραγωγής παύει πλέον να είναι αποτελεσματική και παρεμποδίζει την ανάπτυξή της, η κοινωνία αλλάζει: «Αρχίζει, τότε, μία περίοδος κοινωνικής επανάστασης», λέει (Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, πρόλογος). Στον ορίζοντα αυτής της θεωρίας προβάλλει τότε η ιδέα ότι ο κομμουνισμός είναι «αναπόφευκτος», ότι η αναγκαιότητά του είναι εγγεγραμμένη στην ίδια την ανάπτυξη της παραγωγής, αφού εναρμονίζει τον συλλογικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής δραστηριότητας, καταργεί τις κρίσεις και συμφιλιώνει τα συμφέροντα όλων. Μπορούμε, λοιπόν, να προβλέψουμε την έλευσή του στην κλίμακα της μακροϊστορίας, κατά κάποιον τρόπο όπως προβλέπουμε τη συνολική εξέλιξη της φύσης. Ο Μαρξ διευκρινίζει μάλιστα ότι το καινούργιο που έφερε η θεωρία του συνίσταται σε αυτό ακριβώς: όχι στον ρόλο που αποδίδει στις ταξικές συγκρούσεις στην ιστορία, ούτε στην οικονομική εξήγηση που δίνει γι' αυτές, αλλά στην ιδέα ότι η ανάπτυξή τους «οδηγεί αναγκαστικά», μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου, σε «μία αταξική κοινωνία», δηλαδή στον κομμουνισμό (Γράμμα στον Βαϊνιεμάγιερ, 5 Μαρτίου 1852). Μπορούμε να δεχτούμε μία τέτοια αντίληψη για την ιστορική αναγκαιότητα; Στην πραγματικότητα, το ίδιο το έργο του Μαρξ επιτρέπει να τη διορθώσουμε και να την εγγράψουμε σε
61
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
έναν ντετερμινισμό λιγότερο απόλυτο, αλλά προσαρμοσμένο στο αντικείμενο του και ο οποίος μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί επιστημονικός. Πρώτα πρώτα, οι νόμοι που ο Μαρξ ανακαλύπτει αναλύοντας τον καπιταλισμό, όπως η «πτώση του ποσοστού κέρδους» ή η «εξαθλίωση της εργατικής τάξης», είναι νόμοι-τάσεις, που η εφαρμογή τους μπορεί να παρεμποδιστεί ή να επιβραδυνθεί από τη δράση των ανθρώπων, και οι οποίοι δεν επιτρέπουν, επομένως, παρά γενικές και πολύ μακροπρόθεσμες προβλέψεις, πιθανολογικού τύπου. Αυτός ο χαρακτήρας τους απαγορεύει να τους θεωρήσουμε «φυσικούς» νόμους και να παρουσιάσουμε την ιστορία ως μία «μοιραία» διαδικασία της οποίας η εκτύλιξη θα μπορούσε να προβλεφθεί με ακρίβεια. Ο Μαρξ είναι, λοιπόν, όπως έδειξε πρόσφατα ο φιλόσοφος Μ. Βαντέ, ένας «στοχαστής του δυνητικού», επηρεασμένος από την ανάδυση της στατιστικής στην εποχή του, όσο και ένας στοχαστής του αναγκαίου και του αναπόφευκτου... χωρίς, ωστόσο, αυτό να τον κάνει αρνητή του ιστορικού ντετερμινισμού! Εξάλλου, η αντίληψή του για την κοινωνία, η οποία θέτει τα θεμέλια για την κατανόηση των ιστορικών μετασχηματισμών, λαμβάνει υπόψη της τη συνθετότητα του πραγματικού. Το τελευταίο διαστρωματώνεται, κατά τον Μαρξ, σε πολλά επίπεδα: την οικονομική πραγματικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και την πολιτική οργάνωση και τον τομέα της ιδεολογίας, και το καθένα από αυτά τα επίπεδα έχει την ιδιαιτερότητά του, που απαιτεί τη δική του μελέτη και τις δικές του έννοιες. Η κοινωνιολογία δεν διαλύεται, συνεπώς, μέσα στην οικονομία, έστω και αν έχουμε ανάγκη από την τελευταία για να αναπτύξουμε την πρώτη, ούτε η πολιτική ιστορία ή η ιστορία των ιδεών μέσα στην οικονομία ή την κοινωνιολογία. Όμως, πρέπει να πούμε επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τη
62
σχέση ανάμεσα στα επίπεδα δεν είναι απλός, και του απαγορεύει να καταλήξει σε έναν μονομερή ντετερμινισμό: η οικονομική πραγματικότητα είναι όντως η βάση όλων των υπολοίπων και επιτρέπει να καταλάβουμε τη φύση τους και τις αλλαγές τους, όμως τα άλλα επίπεδα έρχονται σε αλληλεπίδραση μαζί της, ή επιδρούν σε αυτήν αναδρομικά, και έχουν τη δική τους χρονικότητα. Πα παράδειγμα, το κράτος δεν αρκείται στο να αντανακλά παθητικά τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις -μία τάξη που κυριαρχεί οικονομικά κυριαρχεί επίσης πολιτικά- αλλά οργανώνει αυτό τον συσχετισμό, τον στερεώνει και μπορεί, μάλιστα, να τον διορθώσει ή να τον ρυθμίσει ανάλογα με τη συγκυρία. Λόγω δε της σχετικής ανεξαρτησίας του, μία βαθιά αλλαγή της οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας δεν μεταφράζεται αυτόματα με μία αλλαγή των κρατικών μορφών: οι πολιτικές επαναστάσεις μάς στήνουν, συχνά, στο ραντεβού! Η κατηγορία που απευθύνεται συχνά στον Μαρξ ότι κλείνεται σε έναν ντετερμινισμό της οικονομίας και μόνο, στερείται θεωρητικής βάσης. Τέλος, έχουμε τον ιστορικό της μικροϊστορίας, που ενδιαφέρεται για τα γεγόνοτα του 1848 στη Γαλλία, για το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ή για την Κομμούνα του Παρισιού: βρίσκουμε κάθε φορά ένα πνεύμα εξαιρετικά ευαίσθητο στη συγκυρία, στο γεγονός, στον ρόλο των ατομικών δρώντων, στη διαπλοκή των συσχετισμών δυνάμεων και στην κινητικότητά τους, χωρίς να σταματάει να τα θέτει σε αιτιώδη σχέση με τον ταξικό διαχωρισμό στους κόλπους της κοινωνίας και τις συγκρούσεις συμφερόντων που απορρέουν από αυτόν. Εν ολίγοις, η ντετερμινιστική κατανόηση της μακροϊστορίας δεν εμποδίζει, στον Μαρξ, την κατανόηση της μικροϊστορίας, με όλη την ιδιαιτερότητα, την ατομική δράση και το απρόβλεπτο που αυτή συνεπάγεται.
63
«Για τον Μαρξ, οι ιδέες δεν είναι σημαντικές»
Ο Μαρξ ανάγει τη συνείδηση σε μία παθητική αντανάκλαση των υλικών διαδικασιών (τρόποι παραγωγής, παραγωγικές δυνάμεις, πάλη των τάξεων). Λικ Φερί, Οι μοντέρνοι καιροί και η σοφία τους (με τον Α. Κοντ-Σπονβίλ), 1998
Ο ντετερμινισμός του Λαπλάς Ο Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος Λαπλάς (1749-1827) τελειοποίησε την έκφραση του ντετερμινισμού στον οποίο στηρίζεται η κλασική φυσική. Στην εργασία Φιλοσοφικό δοκίμιο σιί των πιθανοτήτων (1814) υποστηρίζει ότι το σύμπαν στο σύνολο του υπακούει σε νόμους αυστηρούς, ότι όλα τα φαινόμενα αλληλοκαθορίζονται και ότι μία άπειρη διάνοια, που θα μπορούσε να γνωρίσει πλήρως την παρούσα κατάσταση του κόσμου και να την εκφράσει μαθηματικά, Βα ήταν ικανή να προβλέψει τη μέλλουσα κατάστασή του. Αυτός ο ολοκληρωτικός ντετερμινισμός ισχύει επίσης για τον άνθρωπο, ο οποίος εμφανίζεται, έτσι, χωρίς ελεύθερη βούληση. Πιστεύουμε, λοιπόν, στο τυχαίο ή στην ελευθερία μόνο επειδή αγνοούμε τα αίτια που καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων. Αυτή η αντίληψη αμφισβητείται σήμερα από τη σύγχρονη επιστήμη, στη φυσική όπως και στη βιολογία, που μας αποκαλύπτει έναν κόσμο εν τω γίγνεσθαι, του οποίου οι εξελίξεις δεν είναι επακριβώς προβλέψιμες και στις οποίες το τυχαίο φαίνεται να παίζει απαράκαμπτο ρόλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τη μεθοδολογική αρχή του ντετερμινισμού στην επιστημονική γνώση, αλλά ότι πρέπει να την ανανεώσουμε ή να την επεξεργαστούμε περαιτέρω, ιδιαίτερα όταν την εφαρμόζουμε στην ανθρώπινη ιστορία.
64
Ι^ΑΘΩΕ ο Μ Α Ρ Ξ είναι υλιστής και προβάλλει, στην αντίληψη του για την ιστορία και τον άνθρωπο, τον καθοριστικό ρόλο των υλικών συνθηκών της παραγωγής, πολλοί σπεύδουν να τον κατηγορήσουν ότι υποτιμάει, και μάλιστα ότι αρνείται, τον ρόλο ίων ιδεών στην κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα και, ευρύτερα, στην ανθρώπινη ζωή. Παρακάμπτει, έτσι, αυτό που φαίνεται ότι συνιστά την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου: την ικανότητά του να αναπαριστά τον κόσμο με τη βοήθεια της συνείδησής του και να σχηματίζει ιδεώδη ικανά να τον αλλάξουν. Αυτή η κατηγορία προέρχεται από φιλοσοφικούς κύκλους που επηρεάζονται από τον πνευματισμό και εκφράστηκε μάλιστα και από τον Ζαν-Πολ Σαρτρ όταν, τασσόμενος υπέρ του υπαρξισμού, ασκούσε πολεμική στον μαρξισμό και σε αυτό που θεωρούσε ως υπερβολικό κοινωνικοιστορικό ντετερμινισμό του τελευταίου. Και είναι αλήθεια ότι η καινοτόμα σημασία που δίνει ο Μαρξ στις μεγάλες οικονομικές εξελίξεις οι οποίες επιδρούν στον ατομικό άνθρωπο μπορεί να δημιούργησε την εντύπωση πως, καθώς η συνείδηση είναι, κατ' αυτόν, δεύτερη στο πλαίσιο της πραγματικότητας, καταλαμβάνει αυτομάτως δευτερεύουσα θέση, ή παίζει δευτερεύοντα ρόλο στα πλαίσια της συνολικής του αντίληψης. Έχει πραγματικά βάση αυτή η εντύπωση; Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρξ νοεί την καταστατική θέση των ιδεών ακολουθεί δύο διαφορετικούς άξονες ανάλυσης. Προκειμένου για τον προσδιορισμό της προέλευσής τους, έρχεται σε ρήξη με τον παραδοσιακό ιδεαλισμό, ο οποίος αντιπροσωπευόταν εκείνη την εποχή από διάφορους μαθητές του Χέγκελ, όπως ο Μ. Στίρνερ ή ο Μπ. Μπάουερ, και για τον οποίο η ατομική συνείδηση είναι πρώτη, αυτοπραγματώνεται και επι-
65
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
νοεί τις ιδέες της στα πλαίσια ενός είδους καθαρής και ελεύθερης δημιουργίας. Για τον Μαρξ, αντιθέτως, η ανθρώπινη συνείδηση πάσχει από μία αξεπέραστη καταγωγική παθητικότητα και μία εξίσου αξεπέραστη καταγωγική περατότητα: παράγει όντως τις ιδέες της, αλλά αυτές οι ιδέες καθορίζονται από τη συγκεκριμένη, την πρακτική ζωή, που εξαρτάται από τις γενικές συνθήκες της παραγωγής, χάρη στις οποίες αυτή η ζωή αναπαράγεται. Τα πνευματικά περιεχόμενα της συνείδησης πηγάζουν, λοιπόν, έξω από αυτήν, δεν είναι παρά «αντανακλάσεις» ή «αντίλαλοι» της εν λόγω ζωής, χωρίς υπερβατικότητα έναντι της, όπως σημειώνει ευθύς εξαρχής στη Γερμανική ιδεολογία. Επιπλέον, η συνείδηση αγνοεί αυτό τον καθορισμό της από την ιστορία και πιστεύει ότι είναι αυτόνομη και ενεργητική έναντι της τελευταίας. Είναι, λοιπόν, αλλοτριωμένη, με τη διπλή έννοια ότι εξαρτάται από εξωτερικές υλικές συνθήκες και ότι δεν συνειδητοποιεί αυτή της την εξάρτηση - και αυτό ακριβώς την ορίζει ως ιδεολογία. Η τελευταία, λέει ο Μαρξ, «ανάγεται σε μία λανθασμένη αντίληψη γι' αυτή καθαυτή την ιστορία, ή στην πλήρη αγνόησή της». Αυτή είναι η πρώτη και βασική πλάνη που συνοδεύει την παραγωγή των ιδεών και την οποία ο Μαρξ εννοεί να αποκαλύψει θεωρητικά. Αλλά εκείνο που χαρακτηρίζει εδώ τη σκέψη του Μαρξ και, εντέλει, την καινοτομία της, είναι η ριζοσπαστικότητά της. Η έννοια ιδεολογία ισχύει, κατ' αυτόν, για το σύνολο των ιδεών που παράγονται από τους ανθρώπους, με εξαίρεση την επιστήμη. Εφαρμόζεται, λοιπόν, και στις μορφές συνείδησης οι οποίες, λόγω της ειδικής αφαίρεσής τους, θεωρείται ότι δεν υπάγονται στην ιστορία, όπως η ηθική, η θρησκεία ή η μεταφυσική. Οι τελευταίες, διευκρινίζει, «δεν έχουν ιστορία», δηλαδή: δεν έχουν δική τους ιστορία αφού οι αλλαγές που εμφανίζουν δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των αλλαγών που επι-
66
Ο μαρξισμός του Σαρτρ Ο Ζ.-Π. Σαρτρ ( 1905-1980) δεν αποδέχτηκε ευθύς εξαρχής τις αντιλήψεις του Μ α ρ ξ αφού το πρώτο μέρος του έργου του, το οποίο βρίσκει την πληρέστερη έκφραση του στο Είναι και το μηδέν (1943), εμπνέεται από τη φαινομενολογία και επικεντρώνεται στην ιδέα περί μιας συνείδησης κυρίαρχης, χωρίς φυσικές ή κοινωνικές ρίζες, καταλήγοντας σε μία φιλοσοφία της ελευθερίας που έγινε πασίγνωστη με το όνομα υπαρξισμός. Σε αυτό το πλαίσιο αντιπαρατέθηκε φιλοσοφικά στον μαρξισμό, τον οποίο περιόρισε στη σχηματική εκδοχή εκείνης της εποχής, καταλογίζοντάς του, στο περιβόητο άρθρο του Υλισμός και επανάσταση
(1946), ότι ανάγει τη
συνείδηση σε ένα υλικό φαινόμενο και ότι αρνείται την αυτονομία της. Πολύ γρήγορα, όμως, αλλάζει και αναθεωρεί σε βάθος
τη θέση του. Στο μεγάλο του έργο Κριτική του διαλεκτικού λόγου (1960), υποστηρίζει ότι «ο μαρξισμός είναι ο αξεπέραστος ορίζοντας της εποχής μας», και εννοεί να τον επανεπεξεργαστεί επιχειρώντας να συμβιβάσει διαλεκτικά την επίδραση των αντικειμενικών δομών και τον ρόλο της υποκειμενικότητας στην κατανόηση της ιστορίας. Ομοίως, στο βιβλίο του για τον Φλομπέρ, Ο Ηλίθιος της οικογένειας
( 1971 και 1972), εννοεί να κατανοήσει την οικο-
δόμηση της προσωπικότητας του συγγραφέα και την επεξεργασία του έργου του, παραχωρώντας όλη της τη θέση στην επιρροή του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος που, όπως υποστηρίζει εφεξής, «κάνει τον άνθρωπο». Παράλληλα, και έπειτα από την ίδρυση του περιοδικού Les Temps Modernes, μεταπολεμικά, ο Σαρτρ στρατεύτηκε ολοένα και περισσότερο ανοιχτά στο πλευρό των κομμουνιστών και της ΕΣΣΔ, των οποίων υποστήριξε ιδιαίτερα τον αγώνα για την ειρήνη. Μ ό ν ο έπειτα από τα γεγονότα του Μάη του 1968 θα αποστασιοποιηθεί από το κομμουνιστικό κίνημα και θα επανέλθει σε μία στράτευση ελευθεριακού τύπου, που εναρμονίζεται αρκετά με την αρχική του αντίληψη για την ανθρώπινη ελευθερία.
67
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
τελούνται στην αντικειμενική πρακτική ζωή. Βρισκόμαστε, λοιπόν, πολύ κοντά σε μία αντίληψη η οποία, με το επιχείρημα ότι αντιστέκεται στην πλάνη περί μιας πανίσχυρης συνείδησης, θα έπεφτε στο αντίθετο λάθος, να αρνηθεί στη συνείδηση κάθε ιστορικό ρόλο. Υπάρχει, ωστόσο, ένας εντελώς διαφορετικός άξονας ανάλυσης που θεωρεί, αυτή τη φορά, την παρέμβαση των ιδεών ή της συνείδησης ως αίτιο ιστορικών και κοινωνικών αποτελεσμάτων. Παραδόξως, ο Μαρξ υπογραμμίζει επίσης την αποτελεσματικότητα των ιδεών στο εσωτερικό των ταξικών σχέσεων και των σχέσεων εξουσίας στους κόλπους της κοινωνίας. Όταν, για παράδειγμα, δηλώνει, στη συνέχεια της προηγούμενης ανάλυσης, ότι «οι κυρίαρχες ιδέες» είναι σε όλες τις εποχές «οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης», δεν θέλει να πει μόνο ότι πηγάζουν από τις συνθήκες ζωής της τάξης που κυριαρχεί, αλλά ότι υπηρετούν δραστήρια αυτή την κυριαρχία και ότι, όντας προϊόντα αυτής της κυριαρχίας, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της. Είναι «οι ιδέες της κυριαρχίας της», το πνευματικό μέσο της υλικής ισχύος της- και προσθέτει ειδικά ότι υπάρχουν «δραστήριοι ιδεολόγοι», στους οποίους ανατίθεται ο ρόλος να τις επεξεργαστούν και να τις διαδώσουν. Οι ιδέες έχουν, λοιπόν, μεγάλη κοινωνικο-πολιτική δύναμη από την άποψη της ίδιας της θεωρίας, η οποία τους αποδίδει μία υλική καταγωγή, και αυτό ακριβώς συνδηλεί επίσης η έννοια ιδεολογία. Γενικώς, δικαιολογούν μία δεδομένη κοινωνική τάξη πραγμάτων, ενσωματώνουν σε αυτήν εκείνους που επωφελούνται όπως και εκείνους που την υφίστανται, και συμβάλλουν συνεπώς στη διατήρησή της: υπάρχει εδώ ένας τριπλός ρόλος που βρίσκουμε σε όλα τα στάδια της ιστορίας. Η θρησκεία δικαιολόγησε ιην κυριαρχία της αριστοκρατίας στον Μεσαίωνα και συνέβαλε έτσι στη διαιώνισή της, όπως
68
και η ιδεολογία των δικαιωμάτων του ανθρώπου που προήλθε από τη Γαλλική Επανάσταση επικάλυψε και συνεπώς συντήρησε την κυριαρχία της αστικής τάξης. Από αυτή την άποψη, οι ιδέες υπάγονται όντως στο εποικοδόμημα μιας κοινωνίας, όπως λέει ο Μαρξ, αλλά με τη διευκρίνιση ότι το τελευταίο δεν είναι η απλή αντανάκλαση της οικονομικής και κοινωνικής της βάσης, ευρισκόμενο σε έναν διαφορετικό τόπο, αλλά παρόν μέσα της, επιτάσσοντας εκ των έσω την υποταγή των ανθρώπων στις συγκεκριμένες συνθήκες ζωής που δημιουργήθηκαν γι' αυτούς. Αλλά υπάρχουν, επίσης, μας υπενθυμίζει ο Μαρξ, ιδέες που προλέγουν μία μελλοντική κοινωνική τάξη πραγμάτων, και οι οποίες είναι καθαρά επαναστατικές σε σχέση με την εποχή τους. Ασφαλώς, έχουν κι αυτές την πηγή τους σης αντικειμενικές συνθήκες παραγωγής, εφόσον οι τελευταίες φέρουν τα στοιχεία μιας νέας κοινωνίας, και δανείζονται από αυτά την αποτελεσματικότητα τους. Όμως, αυτή η νέα κοινωνία δεν θα μπορούσε να γεννηθεί χωρίς αυτές τις ιδέες, εφόσον η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι μία ιστορία αυτόματη, και η εκτύλιξη της αιτιώδους αλυσίδας έχει αναγκαστικά ανάγκη από αυτό τον απαράκαμπτο και μονίμως παρόντα κρίκο που είναι η συνείδηση του ανθρώπου, έστω και αν δεν είναι κυρίαρχη. Δεν είναι, μήπως, αλήθεια ότι ο Μαρξ υπογράμμισε από πολύ νωρίς ότι μία θεωρία μπορεί, από τη στιγμή που θα γίνει κτήμα των μαζών, να μετατραπεί σε «υλική δύναμη», και δεν ενέγραψε μήπως τη δική του ιδεολογική πάλη σε αυτή την προοπτική; Ο Μαρξ είναι, λοιπόν, και ο στοχαστής της δράσης των ιδεών μέσα στην πραγματικότητα και όχι μόνο εκείνος που κατέδειξε την εξάρτησή τους από τις υλικές συνθήκες της ιστορίας. Αυτή η πλευρά της θεωρίας του, που ο ίδιος δεν είχε τον χρόνο να επεξεργαστεί πλήρως, υιοθετήθηκε και αναπτύχθη-
69
Υβόν KivloO, Καρλ Μαρξ
κε από συγγραφείς που διεκδικούν την κληρονομιά του. Ο Ιταλός θεωρητικός Γκράμσι φώτισε τις ιδεολογικές διαδικασίες μέσω των οποίων μία τάξη εξασφαλίζει την ηγεμονία της, όπως την αποκαλεί, και έδειξε πώς προσφεύγει, για να το επιτύχει, στους «οργανικούς» της διανοούμενους. Στη Γαλλία, ο Λ. Αλτουσέρ περιέγραψε τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους» και τη χειραγώγηση που επιβάλλεται μέσω των ιδεών και των αξιών που οι τελευταίοι διαδίδουν. Ο ανθρωπολόγος Μορίς Γκοντελιέ έδειξε επίσης, από αυστηρά υλιστική άποψη, πόσο η ιδεολογία δομεί τις σχέσεις μας με τον κόσμο και ότι το πραγματικό έχει, συνεπώς, ένα σημαντικό «ιδεατό μέρος» το οποίο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Τέλος, η μαρξικής έμπνευσης ιστορική έρευνα, όπως οι εργασίες του Μ. Βοβέλ, ενσωμάτωσε τον ρόλο των νοοτροπιών και των ιδεωδών στην ιστορική περιπέτεια, αποδεικνύοντας κι εδώ, επίσης, ότι μπορεί κανείς να είναι υλιστής και να αποδίδει στις ιδέες των ανθρώπων όλη τη σημασία που τους αναλογεί.
70
Γκράμσι Το έργο του Γκράμσι (1891 -1937), ο οποίος υπήρξε επίσης ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι πλουσιότατο (βλ. τα Τετράδια της Φυλακής,
1948, που εξέδωσε στη Γαλλία ο
Gallimard). Απορρίπτοντας την όποια μηχανιστική εκδοχή του ιστορικού υλισμού, ο Γκράμσι υπογραμμίζει τη συνθετότητα της κοινωνίας, τις διεπιδράσεις ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα και θέτει σε πρώτο πλάνο τον ρόλο της ιδεολογίας στη λειτουργία και τους μετασχηματισμούς της κοινωνίας. Για εκείνον, μία τάξη δεν μπορεί να ηγεμονεύσει επί μακρόν παρά συνδυάζοντας την πειθώ και τον καταναγκασμό στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, άρα στηριζόμενη σε αυτό που αποκαλεί «κοινή λογική», σύνολο ιδεών, πεποιθήσεων και συλλογικών κανόνων που διαμορφώνουν τα πνεύματα. Παράγει, λοιπόν, τους διανοούμενούς της ηου αναλαμβάνουν να την επεξεργαστούν και να τη διαδώσουν. Η εργατική τάξη έχει και αυτή ανάγκη από τέτοιους διανοούμενους για να ανέλθει και να παραμείνει στην εξουσία, με τη διαφορά ότι ο ρόλος τους είναι να παράγουν μία νέα «κοινή λογική», εμπνευσμένη από τη σύγχρονη επιστημονική κουλτούρα και τις αξίες του κομμουνισμού. Σε κάθε περίπτωση, ο Γκράμσι αποδίδει στη συνείδηση καθοριστικό ρόλο, στα πλαίσια της ιστορικής και κοινωνικής ζωής.
71
«Η εκμετάλλευση που περιέγραφε ο Μαρξ δεν υπάρχει πλέον»
0 μαρξισμός είναι στη σκέψη του 19ου αιώνα σαν ΓΟ ψάρι στο νερό (...) οπουδήποτε αλλού, παύει να αναπνέει. Μ. Φουκό, Οι Λέξεις και τα Πράγματα, 1996
Έ J—I
ΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
πιο
ΒΟΛΙΚΟΎΣ ΤΡΟΠΟΥΣ
να ξεφορτωθεί κα-
νείς το έργο του Μαρξ είναι να υποστηρίξει ότι ο τελευταίος ανέλυσε την καπιταλιστική κοινωνία του 19ου αιώνα και ότι η κριτική του πρόβλεψη, που αφορά ειδικά στην εκμετάλλευση της εργασίας, δεν ισχύει πλέον έναν αιώνα μετά. Η εξέλιξη των επιστημών και της τεχνικής, η πληροφορική επανάσταση, η ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων σε συνάρτηση με τις μορφές παραγωγής και με τις δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών, όλα αυτά επέφεραν, κατ' αυτή την άποψη, μία σημαντική αλλαγή στην κοινωνικο-οικονομική δομή του καπιταλισμού, την οποία οι μαρξικές έννοιες δεν επιτρέπουν να νοήσουμε. Εξάλλου, οι συνδικαλιστικές και πολιτικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος άλλαξαν σημαντικά, από τότε, την κοινωνική καταστατική θέση του προλεταριάτου, το οποίο ο Μαρξ έθετε στο κέντρο της ανάλυσής του, αναγορεύοντάς το σε υποκείμενο της επανάστασης, σε βαθμό που ορισμένοι να αναρωτιούνται αν μπορούμε να βεβαιώσουμε ακόμα σήμερα ότι αυτό είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δεν είναι μήπως αλήθεια ότι οι εργάτες του δυτικού κόσμου απολαμβάνουν ενός βιοτικού επιπέδου και σειράς κοινωνικών δικαιωμάτων που το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν είχε προβλέ-
72
ψει και που εξηγούν τη μαζική, σήμερα, ψήφο τους σία ρεφορμιστικά κόμματα σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης, τα οποία εννοούν να βελτιώσουν τον καπιταλισμό και όχι να τον καταργήσουν; Δεν είναι, επομένως, ξεπερασμένη η θεωρία του Μαρξ από αυτή την άποψη; Είναι αλήθεια ότι το Κεφάλαιο βρίθει συγκεκριμένων αναλύσεων που παραπέμπουν άμεσα στην αγγλική κοινωνία, την οποία ο Μαρξ είχε μπροστά στα μάτια του, είτε πρόκειται για τα χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας είτε για τις μορφές της εργατικής εξαθλίωσης, στην εργασία και εκτός εργασίας. Ο Μαρξ έκανε έρευνα, συγκέντρωσε εντυπωσιακά εμπειρικά στοιχεία και στηρίζεται, ιδιαίτερα, στις σκληρές εκθέσεις των επιθεωρητών των εργοστασίων, θα κάναμε, ωστόσο, βαρύτατο λάθος όσον αφορά το αντικείμενο αυτού του έργου, αν το βλέπαμε ως μία απλή περιγραφή των μορφών υπό τις οποίες εμφανιζόταν ο καπιταλισμός την εποχή του. Αυτό που μας προτείνει είναι μία εξήγηση της λειτουργίας του και της κρυφής δομής του, η οποία τον ενσωματώνει σε μία γενική θεωρία της παραγωγής πλούτου στην κλίμακα της ιστορίας, και η οποία τον καθιστά συνεπώς έναν τρόπο παραγωγής θεμελιωμένο στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Πράγματι, ο καπιταλισμός εδράζεται στη σύμβαση διά της οποίας ένας κάτοχος μέσων παραγωγής αγοράζει την εργατική δύναμη ενός εργάτη με αντάλλαγμα έναν μισθό, και τη χρησιμοποιεί προς όφελος του. Ο Μαρξ μάς εξηγεί πώς, στο πέρας αυτής της ανταλλαγής, ο καπιταλιστής παίρνει περισσότερα από αυτά που έβαλε: ο εργάτης παράγει κατά τη διάρκεια της εργασίας του μία συνολική αξία -προϊόντα που πωλούνται ως εμπορεύματα- από την οποία δεν λαμβάνει, υπό τη μορφή μισθού, παρά ένα μέρος, το οποίο δεν αντιστοιχεί στην πραγματική εργασία του αλλά σε ένα μέρος της τελευταίας, εκείνο,
73
Υβόν KivloO, Καρλ Μαρξ
δηλαδή, που πληρώνει την ανανέωση της εργατικής του δύναμης, άρα τα αντικείμενα που έχει ανάγκη να καταναλώσει για την καθημερινή αναπαραγωγή της. Το υπόλοιπο συνιστά την υπεραξία, πηγή του καπιταλιστικού κέρδους, η οποία εξηγεί τόσο την αύξηση της γενικής παραγωγής πλούτου όσο και τον αυξανόμενο πλουτισμό των καπιταλιστών. Βλέπουμε τη σπουδαιότητα αυτής της ανάλυσης, που συνιστά μία αυθεντική ανακάλυψη στην οποία ο Μαρξ κατέληξε βαθμιαία, στηριζόμενος στην οικονομική επιστήμη της εποχής του -τις θεωρίες του Σμιθ και του Ρικάρντο, για παράδειγμααναλύοντάς την κριτικά και ανανεώνοντάς τη σε βάθος. Πρώτα πρώτα αποκαλύπτει την οικονομική δομή του καπιταλισμού, την οποία δεν βλέπουν ευθύς εξαρχής τα άτομα που ζουν σε αυτόν, για έναν λόγο που ο Μαρξ αναλύει συγκεκριμένα: το φαινόμενο του μισθού, συναρτώμενο με εκείνο της σύμβασης που ρυθμίζει την πρόσληψη του εργάτη, κάνει τον τελευταίο να πιστεύει ότι αμείβεται για την εργασία του, ενώ στην πραγματικότητα πωλείται η εργατική του δύναμη, και αποκρύπτει συνεπώς την εκμετάλλευση, την οποία μπορεί να αποκαλύψει μόνο η επιστημονική ανάλυση. Σε αυτό συνίσταται, μάλιστα, η ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού σε ιστορική κλίμακα, διευκρινίζει στο Μισθός, τιμή και κέρδος (1865). Οι άλλες μορφές κοινωνίας που προηγήθηκαν αυτού, όπως η δουλοκτησία ή η δουλοπαροικία, θεμελιώνονταν κι αυτές στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας, αλλά η εν λόγω εκμετάλλευση ήταν ορατή στα θύματα της ενώ στον καπιταλισμό βασιλεύει, αντιθέτως, η φαινομενικότητα της μη εκμετάλλευσης, και οι υπερασπιστές του αφήνονται να παγιδευτούν από αυτήν. Εκτός αυτού, η εν λόγω ανάλυση προσδίδει μιαν απρόσμενη διάσταση στη θεωρία του: δεν μας μιλάει για μία ειδική κατάσταση της κοινωνίας, ιστορικά και γεωγραφικά οριο-
74
θετημένη, αλλά για έναν ιρόπο παραγωγής, του οποίου οι μορφές ανανεώνονται αλλά οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία του παραμένουν αμετάβλητοι. Βασισμένος στην ατομική ιδιοκτησία της βιομηχανίας, χρησιμοποιεί την ανθρώπινη εργασία σαν εμπόρευμα που αγοράζεται και καταναλώνεται, και ο σκοπός του είναι το κέρδος που μπορεί να αποκομίσει από τη χρήση της. θεμελιωμένος στην ύπαρξη του κεφαλαίου, ο καπιταλισμός τείνει, λοιπόν, εξ ουσίας και όχι τυχαία προς τη διευρυμένη αναπαραγωγή του, όποιες και αν είναι οι συνέπειες από ανθρώπινη άποψη. Και προχωρεί σε μία γενικευμένη εμπορευματοποίηση των δραστηριοτήτων, μετρώντας τες με κριτήριο το χρήμα που μπορούν να αποδώσουν και πνίγοντας τα πάντα «στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού». Ξεκινώντας από αυτήν ακριβώς τη βάση, μπορούμε να κατανοήσουμε όλες τις ιστορικές εξελίξεις του: εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, συμπίεση του κόστους εργασίας, μετασχηματισμός των τεχνικών παραγωγής, ρόλος της επιστήμης στην οικονομική δραστηριότητα, ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστών, συγκέντρωση της ατομικής ιδιοκτησίας, λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών των φτωχών χωρών, επέκταση των αγορών σε παγκόσμια κλίμακα για τη διάθεση των προϊόντων, πόλεμοι, σε μία πρώτη φάση, κι έπειτα υπέρβαση μακροπρόθεσμα των συνόρων, κ.λπ. Ποιος δεν βλέπει, όμως, ότι αυτά τα φαινόμενα, που περιγράφει τόσο καλά το Μανιφέστο ίου Κομμουνιστικού
Κόμμα-
τος, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός συστήματος παραγωγής που όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε αλλά εκτείνει, εφεξής, την κυριαρχία του σε ολόκληρο τον πλανήτη, όπως και στις διάφορες πλευρές της ανθρώπινης ζωής, ιδιαίτερα έπειτα από την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων; Μπορούμε έτσι να πούμε ότι ο Μαρξ δεν περιέγραψε μία εποχή -εννοώντας τη
75
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
δική του- που δεν υπάρχει πλέον, αλλά ότι προέβλεψε μάλλον τη δική μας εποχή. Ειδικότερα, προέβλεψε την παγκοσμιοποίηση της ιστορίας, συνεπεία της ανάπτυξης του καπιταλισμού, και τη σημερινή κυριαρχία των εμπορευματικών αξιών στην κοινωνική ζωή. Ασφαλώς, οι συγκεκριμένες μορφές υπό τις οποίες επιτελείται η εκμετάλλευση της εργασίας έχουν αλλάξει και πολλοί πίστεψαν, τον 20ό αιώνα, ότι ο καπιταλισμός μπορούσε να εξανθρωπιστεί μακροπρόθεσμα, αν όχι από μόνος του, τουλάχιστον κάτω από την πίεση των ταξικών αγώνων και της παρέμβασης του κράτους και των κομμάτων που αναφέρονται στον σοσιαλισμό ή στον κομμουνισμό - πίεση που τον υποχρέωσε να μεταρρυθμιστεί. Στην πιο πρόσφατη περίοδο, όμως, παρατηρούμε αλλαγές προς την αντίστροφη κατεύθυνση, που απειλούν αυτά που είχαν κατακτηθεί εις βάρος του και τα οποία είχε καταφέρει να ενσωματώσει: αύξηση των ανισοτήτων, πτώση του βιοτικού επιπέδου των στρωμάτων που θεωρούνταν προστατευμένα, απώλεια των κοινωνικών κεκτημένων, περιβαλλοντικές καταστροφές. Όλα αυτά στιγματίζουν μία λογική παραγωγής που αποκάλυψε ο Μαρξ και την οποία πρέπει, όντως, να αποκαλέσουμε καπιταλιστική, έστω και αν η συλλογική προσδοκία υπέρβασής της δεν φαίνεται να είναι, σήμερα, στο απαιτούμενο ύψος.
76
«Η πάλη ίων τάξεων είναι μία σκέτη επινόηση του Μαρξ»
Η πάλη των τάξεων είναι πλέον στα αζήτητα! Μπ. Κουσνέρ, εκπομπή Το ευρωπαϊκό
φόρουμ,
τηλεοπτικό κανάλι ARTE, 17 Δεκεμβρίου 2005
U Χ
Χ
ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΕΙΝΑΙ,
μήπως, επινόηση του Μαρξ;
θ α λέγαμε ναι, αν πιστέψουμε τη φήμη σύμφωνα με την οποία ζούμε σε κοινωνίες εφησυχασμένες, όπου η συναίνεση βασιλεύει με βάση την αρχή της οικονομίας της αγοράς, και όπου η μόνη αξιόπιστη αλλαγή φαίνεται να συνίσταται στην εναλλαγή κυβερνητικών πλειοψηφιών που, παρά τις δευτερεύουσες διαφορές τους, συμφωνούν ως προς την ουσία, τη διαιώνιση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Δεν είναι, μήπως, αλήθεια όη το ποσοστό των συνδικαλισμένων μειώνεται σχεδόν παντού στη Δύση, ότι τα ρεφορμιστικά κόμματα γίνονται ηγεμονικά και όσα από τα κομμουνιστικά επιβιώνουν δελεάζονται από τη σοσιαλδημοκρατία, ωσάν το θέμα της πάλης των τάξεων και της αναγκαίας επαναστατικής διεξόδου από αυτήν να ήταν ξεπερασμένο; Αυτή η φήμη φαίνεται να δίνει δίκαιο σε όσους θεωρούν την έννοια «τάξη» τεχνητό διανοητικό κατασκεύασμα, προϊόν της ιδεολογίας και χωρίς αληθινό αντίκρισμα στην κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα. Παρομοίως, οι οπαδοί του κοινωνιολογικού ρεύματος σκέψης που ακολουθεί τον «μεθοδολογικό ατομισμό», για τους οποίους το άτομο συνιστά τη βάση της κοινωνίας, νοούν το σύνολο της
77
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
κοινωνικής πραγματικότητας με βάση πς διεπιδράσεις ανάμεσα στους ατομικούς δρώντες. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μας το προσφέρει η σκέψη του Φ. Χάγιεκ, ειδικά στο βιβλίο Δίκαιο, νομοθεσία και ελευθερία (1978), αφιερωμένο κατά μεγάλο μέρος στην κριτική του μαρξισμού: γι' αυτόν, δεν υπάρχουν «τάξεις», αλλά «ομάδες» ικανές να συγκροτούνται ή να διαλύονται ανάλογα με τον ατομικό ανταγωνισμό, και η ατομική ιδιοκτησία δεν εισάγει κανέναν ουσιώδη διαχωρισμό μεταξύ τους. Στη Γαλλία, η σχολή του Ρ. Μπουντόν τροφοδότησε αυτό το ρεύμα, ενώ ο Π. Μπουρντιέ παρουσίαζε, με μεγάλη επιστημονική απαιτητικότητα, μία εντελώς διαφορετική θεώρηση, παρόμοια με εκείνη του Μαρξ, που παρέχει στο κοινωνικό στοιχείο την αιτιώδη προτεραιότητα επί του ατομικού, και θέτει σε πρώτο πλάνο τις σχέσεις κυριαρχίας που το δομούν. Ποια είναι η αλήθεια, λοιπόν; Πρώτα πρώτα, ο Μαρξ δεν επινόησε την πάλη των τάξεων με την έννοια ότι αυτή η θεωρία προέρχεται από τον ίδιο: αστοί ιστορικοί και οικονομολόγοι είχαν ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη των τάξεων, είχαν περιγράψει τις συγκρούσεις τους και είχαν φωτίσει την οικονομική φύση των εν λόγω συγκρούσεων. Κυρίως, όμως, δεν την «επινόησε» με την έννοια που επινοούμε ένα φανταστικό κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μπορούμε, μάλιστα, να του χρωστάμε ευγνωμοσύνη που μας πρότεινε μία οικονομικο-κοινωνική ανάλυση πολύ πιο ουσιαστική από εκείνη των προκατόχων του, έστω και αν δεν την ολοκλήρωσε, αφού το Κεφάλαιο έμεινε μισοτελειωμένο ιδιαίτερα όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Για τον Μαρξ, η κοινωνική πραγματικότητα είναι πρώτη και οι ομάδες που τη συγκροτούν δεν παρατίθενται η μία δίπλα στην άλλη ούτε αποτελούνται απλώς από άτομα, αλλά συνδέονται με σχέσεις που τις καθιστούν, ακριβώς, «τάξεις»: αυτός ο όρος δεν
78
μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον ενικό διότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο τάξεις για να υπάρχουν τάξεις. Ακριβέστερα, ορίζονται με βάση την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τον ρόλο που οι άνθρωποι παίζουν στο πλαίσιο αυτής της σχέσης: υπάρχουν αυτοί που κατέχουν τα μέσα εργασίας, δεν τα χειρίζονται άμεσα και αποκομίζουν κέρδος από τη λειτουργία τους, και αυτοί που δεν τα κατέχουν, τα χειρίζονται και δεν λαμβάνουν παρά ένα ισχνό μερίδιο από αυτά που παρήγαγαν. Βλέπουμε σαφώς ότι η έννοια τάξεις είναι αδιαχώριστη από την έννοια εκμετάλλευση της εργασίας και ότι αντιπαραθέτει, ενώ ταυτόχρονα τους ενώνει τυπικά, τους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους, εισάγοντας τη σχέση και τη σύγκρουση στον πυρήνα της κοινωνικής πραγματικότητας. Αλλά βλέπουμε, επίσης, ότι το πεδίο εφαρμογής της υπερβαίνει κατά πολύ την καπιταλιστική κοινωνία: «Η ιστορία όλων των κοινωνιών ώς τις μέρες μας δεν ήταν παρά η ιστορία της πάλης των τάξεων», λέει η πρώτη φράση του Μανιφέστου ίου Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Μαρξ την καθιστά, λοιπόν, κλειδί για την κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας, με εξαίρεση τις πρωτόγονες κοινωνίες. Έτσι, η αντίθεση των κυρίων και των δούλων, κι έπειτα των φεουδαρχών και των δουλοπάροικων, χαρακτήρισε τις δύο μεγάλες περιόδους του παρελθόντος, την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, ενώ εκείνη των αστών και των προλεταρίων διαπερνάει τη σύγχρονη εποχή, με μία μείζονα, στην κάθε περίπτωση, σύγκρουση συμφερόντων που εξηγεί την ιστορική δυναμική των κοινωνικών αναμετρήσεων και των πολιτικών μεταβολών. Προσθέτει, όμως, ότι αυτή η πάλη «άλλοτε εκδηλώνεται ανοιχτά και άλλοτε είναι συγκεκαλυμμένη». Επισήμανση αποφασιστικής σημασίας: ο ταξικός ανταγωνισμός μπορεί να μην εκδηλώνεται ανοιχτά, αλλά δεν παύει να υπάρχει* είναι εγγεγραμμέ-
79
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
νος στην οικονομική δομή της κοινωνίας. Από την άλλη, ο μη έκδηλος χαρακτήρας του εξηγεί την ψευδαίσθηση της ανυπαρξίας του, όταν επιχειρούμε να νοήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα στηριζόμενοι στην απλή περιγραφή των γεγονότων και μόνο ή στη συνηθισμένη συνείδηση. Τι γίνεται, λοιπόν, με την ταξική δομή στο καπιταλιστικό καθεστώς, όπως την αποκαλύπτει η θεωρητική ανάλυση, παραμερίζοντας αυτόν τον πέπλο της φαινομενικότητας; Για τον Μαρξ, αυτό το καθεστώς όχι μόνο δεν καταργεί την ταξική αντίθεση, αλλά την ενισχύει απλοποιώντας την: η μεγάλη βιομηχανία και η συγκέντρωση της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας οδηγούν στην εμφάνιση ενός προλεταριάτου ολοένα και πιο πολυάριθμου, το οποίο είναι καταδικασμένο σε μία αυξανόμενη εξαθλίωση (τουλάχιστον σχετική), τα συμφέροντά του είναι ανταγωνιστικά προς εκείνα της αστικής τάξης, και θα αναγκαστεί να κάνει επανάσταση. Ασφαλώς, αυτή η πολιτική πρόβλεψη δεν επαληθεύτηκε επακριβώς, λόγω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν εδώ και έναν αιώνα στο καπιταλιστικό σύστημα από εκείνους που ήθελαν την κατάργησή του και οι οποίοι δεν πέτυχαν παρά τη βελτίωσή του εκ των έσω. Ωστόσο, η ίδια η κοινωνιολογική πρόβλεψη δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, ιδιαίτερα αν συμπληρωθεί με δύο διευκρινίσεις. Πρώτα πρώτα, ο Μαρξ δεν ανάγει ποτέ έναν κοινωνικό σχηματισμό σε μία και μοναδική αντίθεση ανάμεσα σε δύο τάξεις, έστω και αν η μορφή παραγωγής που τον προσδιορίζει αναλύεται με βάση την τελευταία. Έτσι, στον καπιταλισμό υπάρχουν και δευτερεύουσες, αλλά πάντα ταξικές, αντιθέσεις, όπως εκείνη που εκδηλώνεται στους κόλπους του αγροτικού κόσμου. Προπαντός, όμως, ο Μαρξ, λέγοντας «προλεταριάτο», εννοούσε τη μάζα εκείνων που συμβάλλουν, άμεσα ή έμμεσα, στην παραγωγή βιομηχανικών αγαθών τα
80
οποία ιδιοποιούνται άλλοι, όποια και αν είναι η συγκεκριμένη φύση της εργασίας τους. Από αυτή την άποψη, πολλά νέα κοινωνικά στρώματα που περιλαμβάνονται στις λεγόμενες μεσαίες τάξεις ανήκουν δομικά στο στρατόπεδο των εκμεταλλευομένων, έστω και αν δεν το συνειδητοποιούν αυτό καθαρά. Η σημαντική τεχνολογική ανανέωση του καπιταλισμού στη Δύση, χωρίς να υπολογίσουμε τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, δεν επιβεβαιώνει, λοιπόν, την άποψη περί μιας ως διά μαγείας εξαφάνισης των τάξεων. Όλες οι εμπειρικές αναλύσεις δείχνουν, αντιθέτως, ότι οι βασικοί διαχωρισμοί παραμένουν σε αυτό το επίπεδο, με τις τεράστιες ανισότητες που συνεπάγονται όσον αφορά την πρόσβαση στον πλούτο και σε μία σειρά κοινωνικά αγαθά όπως η υγεία, ο πολιτισμός, ο ελεύθερος χρόνος, κ.λπ., και δίνουν μάλλον δίκαιο σε εκείνους που εξακολουθούν να μιλούν εννοιολογικά για τις τάξεις και την ταξική πάλη. Μένει μάλλον να δούμε αν αυτή η εξηγητική αρχή ισχύει για ολόκληρη την ιστορική διαδικασία, όπως φαίνεται να υποστηρίζει ενίοτε ο Μαρξ, και αν μπορούμε να δεχτούμε την ιδέα ότι η ταξική οργάνωση της κοινωνίας, που υπήρξε τόσο καθοριστική στην ανθρώπινη ιστορία, μπορεί να καταργηθεί στο μέλλον. Πρόκειται για μία άλλη συζήτηση, αλλά αυτή είναι η ουσιαστική συζήτηση.
81
«Ο Μαρξ πιστεύει στην πρόοδο»
Τεχνοκρατική αφέλεια: να πιστεύεις όπ π συνέχιση και η επέκταση
της τεχνικής προόδου
φέρουν ιπ λύση του πολιτικού προβλήματος. Ρ. Ντεμπρέ, Κριτική του πολιτικού λόγου, 1981
Σ *
• Ε ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΣΥΓΚΥΡΊΑ
χαρακτηριζόμενη από την απώ-
λεια των μεγάλων πολιτικών αναφορών, είναι πολλοί εκείνοι που αποστασιοποιούνται από τον Μαρξ και τον κατηγορούν ότι είχε μία αφελή αντίληψη για την πρόοδο, την οποία κληρονόμησε, διευκρινίζουν, από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται ο Ρεζίς Ντεμπρέ, ο οποίος του προσάπτει συχνά ότι συγχέει την ιστορία των επιστημών και της τεχνικής, που προοδεύει, με την ιστορία των ανθρώπων, που παραμένει στάσιμη, ή, εν πάση περιπτώσει, ότι πίστεψε πως η επιστημονική και τεχνική πρόοδος θα επέφερε αυτόματα την κοινωνική πρόοδο. Ότι ο Μαρξ επηρεάστηκε από τον φιλοσοφικό ορθολογισμό του 18ου αιώνα, όπως και από τη συναρτώμενη με αυτόν ιδέα της ιστορικής προόδου, είναι ολοφάνερο. Όπως και το ότι συμμερίστηκε την εμπιστοσύνη που είχαν στην επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη, τον 19ο αιώνα, οι περισσότεροι στοχαστές και την οποία εξέφρασε το θετικιστικό ή επιστημονισπκό ρεύμα: αυτή η ανάπτυξη θα έλυνε, πιστευόταν, τα κοινωνι-
82
κά προβλήματα των ανθρώπων και θα τους έφερνε, μακροπρόθεσμα, την ευτυχία. Τέλος, η πίστη σε μία γενική πρόοδο της ιστορίας που θα ολοκληρωνόταν με τον κομμουνισμό, περνώντας από τη ρήξη με τον καπιταλισμό, εμψύχωσε τους μαρξιστές του 19ου αιώνα, και πήρε συχνά τη μορφή μιας νέας θρησκείας, που ενθουσιάζει αλλά και τυφλώνει, όπως κάθε θρησκεία. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη δεν ανταποκρίνεται στη σκέψη του Μαρξ, η οποία μας προσφέρει μία κριτική και μη κατηγορηματική θεώρηση της ιστορίας, άκρως διαφορετική από την ορθολογιστική και θετικιστική προσέγγιση με την οποία την ταυτίζουν. Πρώτα πρώτα υπάρχει αναμφίβολα πρόοδος, γΓ αυτόν, στο πλαίσιο των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση, στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, και την αναδεικνύει πλήρως. Αυτή η πρόοδος εισάγει τεχνικές παραγωγής, προϋποθέτει την πρόοδο της επιστημονικής γνώσης και είναι, στις δύο περιπτώσεις, ποσοτική ή επισωρευτική: υπάρχουν ολοένα και περισσότερες γνώσεις και τεχνικά μέσα και τα τελευταία είναι όλο και πιο αποτελεσματικά. Αυτή η πρόοδος είναι γεγονός, και ο Μαρξ την υιοθετεί ή την αποδέχεται σε αξιακό επίπεδο για δύο ουσιώδεις λόγους. Από θεωρπτική άποψη, φέρει στον άνθρωπο μία αντικειμενική αλήθεια για τον κόσμο, άρα συμβάλλει στην ορθολογικοποίηση της συνείδησης, απαλλάσσοντάς την από τις άλογες και απατηλές δοξασίες από τις οποίες κατοικείται αρχικά: η μαρξική θέση υπέρ της επιστήμης, σ' αυτό το επίπεδο, είναι πάγια και πηγαίνει αντάμα με την κριτική των θρησκευτικών ιδεών. Στο πρακτικό επίπεδο, παρέχει στον άνθρωπο μία ικανότητα επίδρασης στη φύση, που συνιστά ένα ουσιώδες μέρος της ελευθερίας του, εννοούμενη ως απελευθέρωση από τις δυνάμεις που κυριαρχούν πάνω του- και παράλληλα είναι η πηγή της αύξησης της παραγωγής και της διεύρυνσης των
83
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
ανθρώπινων αναγκών που η τελευταία επιφέρει. Η τεχνική πρόοδος είναι, μάλιστα, κατά τον Μαρξ, ο καταλύτης των ανθρώπινων ικανοτήτων, οι οποίες χωρίς αυτή θα έμεναν νεκρό γράμμα: ο άνθρωπος συγκροτείται μέσα στην ιστορία της τεχνικής και από την ιστορία της τεχνικής. Γι' αυτό ακριβώς βρίσκουμε στον συγγραφέα του Μανιφέστου ένα απρόσμενο εγκώμιο της αστικής τάξης, της ικανότητάς της να επαναστατικοποιεί διαρκώς τις συνθήκες της παραγωγής και να επεκτείνει το πεδίο της ιστορίας σε παγκόσμια κλίμακα: «Είναι αυτή που απέδειξε πρώτη τι μπορεί να κατορθώσει η ανθρώπινη δραστηριότητα» (κεφ. 1). Υπήρξε, συνεπώς, ένας φορέας και ένας ουσιώδης παράγοντας της θεωρούμενης από αυτή την πρώτη οπτική γωνία προόδου. Αλλά υπάρχει και μία άλλη πλευρά της ιστορίας που ο Μαρξ αποκαλύπτει, κατ' αντίθεση προς την προηγούμενη, πράγμα που τον τοποθετεί στον αντίποδα ενός προοδευτισμού και συνιστά την πρωτοτυπία της προσέγγισης του. Για εκείνον, υπάρχει μία σκοτεινή όψη αυτής της προόδου, που έγκειται στη σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο, στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, και η οποία επισημαίνεται ευθύς εξαρχής στην αρχή του Μανιφέστου: αυτές οι σχέσεις είναι στάσιμες αφού ο ταξικός ανταγωνισμός, θεμελιωμένος στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας, παραμένει στους διάφορους τρόπους παραγωγής που γνώρισε η ιστορία, από την εποχή της εξόδου από τον πρωτόγονο κομμουνισμό κι έπειτα. Πίσω από τη φαινομενική ποικιλία μορφών, που επιφέρουν οι τεχνικές αλλαγές, η πάλη των τάξεων αποτελεί, λοιπόν, μία σταθερά που απαγορεύει να πούμε ότι η ιστορία, στο καθαρώς ποιοτικό και ανθρώπινο επίπεδο, προοδεύει. Μακράν, λοιπόν, του να καταλήγει σε μία μη κριτική αντίληψη για μία συνολική πρόοδο της οποίας η μήτρα θα ήταν αποκλειστικά επιστημο-τεχνική,
84
η ανάλυση του είναι ευθύς εξαρχής ευαίσθητη στις αντιφάσεις της ιστορικής εξέλιξης, επισημαίνει την αόρατη κοινωνική της όψη, κατεδαφίζει τον μύθο μιας συνολικής προόδου και φτάνει μάλιστα να καταγγείλει αυτόν τον ίδιο τον καπιταλισμό που εν μέρει θαυμάζει για μια πραγματική οπισθοδρόμηση. Ενώ η φεουδαρχική μορφή της εκμετάλλευσης μπορούσε να συνοδεύεται αν όχι με περιορισμούς της, τουλάχιστον με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες, η αστική τάξη επέβαλε «μία εκμετάλλευση απροκάλυπτη, αναίσχυντη, άμεση, ωμή», και όλη η εργασία του Μαρξ συνίσταται στο να δείξει την πραγματικότητα και τις συνέπειές της, κόντρα σε εκείνους που πασχίζουν μολαταύτα να την κρύψουν. Μένει η ανθρώπινη πρόοδος την οποία ο Μαρξ οραματίζεται ως συνέπεια του κομμουνισμού και διά της οποίας συνδέεται, αν θέλετε, με την προοδευτική παράδοση του Διαφωτισμού. Κι εδώ, όμως, η προσέγγισή του είναι σύνθετη, άρα μη κατηγορηματική. Πρώτα πρώτα, πρόκειται για μία πρόοδο με πολλές πλευρές, οι οποίες πρέπει να διαχωρίζονται εννοιολογικά: οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, ανθρωπολογικές. Η πραγμάτωση τους δεν μπορεί παρά να επιτελείται με διαφορετικούς ρυθμούς, στα πλαίσια μιας διαδικασίας που τις διαρθρώνει μεταξύ τους. Έτσι, ως συνεπής υλιστής, ο Μαρξ δεν θέτει σε πρώτο πλάνο μία ηθική αλλαγή του ανθρώπου, αλλά την αλλαγή των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών της ζωής του, που είναι η μόνη ικανή, κατ' αυτόν, να αλλάξει τα κίνητρά του και τις συμπεριφορές του. Είμαστε πολύ μακριά από την ηθικολόγα προσέγγιση των φιλοσόφων του 18ου αιώνα! Έπειτα, αυτή η πρόοδος παρουσιάζεται υπό τη μορφή ενός βαθμιαίου, σταδιακού, μετασχηματισμού, σε συνάρτηση με τις υλικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που παρέχει ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός. Καμιά αφελής ουτοπία, εδώ, ούτε
85
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
βολονταριστική ανυπομονησία: ο Μαρξ έχει μία οξεία αίσθηση αυτού που ο Ζορές αποκάλεσε με σαφήνεια «επαναστατική εξέλιξη», η οποία ξεκινάει από πραγματικές δυνατότητες που παρέχει η πραγματικότητα για να την αλλάξουμε. Τέλος, αυτή η πρόοδος είναι ένα σχέδιο. Ως τέτοιο, εκφράζει όντως δυνατότητες που υπάρχουν στην πραγματικότητα -«η ανθρωπότητα δεν θέτει στον εαυτό της παρά τα προβλήματα που μπορεί να λύσει», υποστηρίζει ο Μαρξ (Συμβολή στην κριπκή της πολιτικής οικονομίας, πρόλογος)- αλλά η πραγμάτωσή του δεν απαντάει σε καμιά ιστορική αναγκαιότητα που θα μας υποχρέωνε να το θεωρήσουμε αναπόφευκτο. Είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ ενέδωσε στον πειρασμό να το δει ως ένα αναπόφευκτο μέλλον και μπορούμε να πούμε ότι, όσον αφορά αυτό το συγκεκριμένο σημείο, υπήρξε «αφελής», παίρνοντας την επιθυμία του για πραγματικότητα και καλλιεργώντας, συνεπώς, αυταπάτες. Αλλά μπορούμε και οφείλουμε να διορθώσουμε την αντίληψή του σε αυτό το επίπεδο, στο όνομα της ίδιας της δικής του υλιστικής λογικής, και να αρκεστούμε στο να τη δούμε ως μία πρότερη εννόηση του μέλλοντος, που μπορεί να διαψευσθεί από την ιστορία. Άλλωστε, αυτό το σχέδιο προσφέρεται στην αξιολογική κρίση αυτών τους οποίους αφορά και στην ελεύθερη συζήτηση σχετικά με τον τύπο κοινωνίας που αξίζει να γεννηθεί. Ο κομμουνισμός παρουσιάζεται έτσι ως αυτό πού είναι: μία πρόταση για δράση που απευθύνεται στους ανθρώπους σε δεδομένες ιστορικές συνθήκες, και η οποία δεν έχει πιθανότητες να πραγματωθεί παρά αν οι ίδιοι κρίνουν, σε αναφορά με κοινούς κανόνες ζωής, ότι συνιστά πρόοδο.
86
Ο Κομμουνισμός κατά τον Μαρξ
«Ο κομμουνισμός είναι η πανταχού παρουσία του κράτους»
Ποιες μεταβολές θα υποστεί το κράτος σε μια κομμουνιστική κοινωνία; (...) Μόνο η επιστήμη μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημακαι δεν θα προχωρήσουμε ούτε βήμα προς τη λύση του προβλήματος όσες χιλιάδες φορές
ICI αν ζευγαρώσουμε rn λέξη λαός με τη λέξη κράτος. Μαρξ, Κριπκή του Προγράμματος της Γκόια, 1875
Ε M
I ΊΝΑΊ
ο
Μ Α Ρ Ξ ΟΠΑΔΟΣ
της πανταχού παρουσίας του κρά-
τους; Η εικόνα που έδωσε για το πολιτικό του μήνυμα ο μαρξισμός καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα θα μπορούσε να πείσει ορισμένους να απαντήσουν καταφατικά στο ερώτημα. Η οικονομία των ανατολικών χωρών συνεπαγόταν ένα κράτος παντοδύναμο, ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής που αποφάσιζε, μέσω του κεντρικού προγραμματισμού, για τις προς ικανοποίηση ανάγκες, άρα για τους στόχους και τους ρυθμούς της παραγωγής, τόσο στον βιομηχανικό όσο και στον αγροτικό τομέα. Στο πολιτικό επίπεδο, η παρουσία του κράτους ήταν επίσης πολύ φορτική, αν όχι τυραννική: μονοκομματισμός όπου το κόμμα μονοπωλούσε συνήθως την εξουσία, συνδικάτα που χρησίμευαν ως δίοδοι μεταβίβασης των κρατικών αποφάσεων, πολιτική κοινωνία με ελάχιστη αυτονομία. Τέλος, στο ιδεολογικό επίπεδο, όλοι οι πολιτισμικοί
89
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
θεσμοί ήταν υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν μία ιδεολογική γραμμή, που καθόριζε η κεντρική εξουσία και η οποία υπηρετούσε, υποτίθεται, τα συμφέροντα του λαού. Τούτο κατέληξε σε μία ακραία πολιτικοποίηση της κουλτούρας, με πιο θεαματικό παράδειγμα την Προλετκούλτ στη Σοβιετική Ένωση. Η εν λόγω πολιτικοποίηση συνοδεύτηκε, την εποχή του Ζντάνοφ, τη δεκαετία του "30, με ένα κύμα καταπίεσης εναντίον των ρευμάτων που κρίνονταν επικίνδυνα, τόσο στον τομέα της τέχνης με την κριτική του φορμαλισμού ή του ανορθολογισμού στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική ή στη μουσική, όσο και στον τομέα της επιστήμης, όπως έδειξε η θλιβερή υπόθεση Λυσένκο: επεδίωξαν να εφαρμόσουν στη βιολογία απόψεις που εξέφραζαν την επίσημη ιδέα της επίδρασης του περιβάλλοντος στον άνθρωπο, φτάνοντας στην απόρριψη των ανακαλύψεων της γενετικής επιστήμης που έτειναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το κράτος παρενέβαινε, λοιπόν, σε σφαίρες που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του και θα έπρεπε να θεωρούνται, σύμφωνα με τη δημοκρατική λογική, ανεξάρτητες από την πολιτική. Εξάλλου, είναι αναντίρρητο ότι η πολιτική σκέψη του Μαρξ παρέχει μείζονα και θετικό ρόλο στο κράτος, και δεν θα μπορούσαμε να το αρνηθούμε αυτό χωρίς να γυρίσουμε την πλάτη σε ό,τι συνιστά την ιδιαιτερότητα του, τόσο έναντι του φιλελευθερισμού όσο και του αναρχισμού. Εναντίον του φιλελευθερισμού, ο οποίος, στην ακραία του μορφή, εννοεί να καταργήσει την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία και να το περιορίσει στον ρόλο του εγγυητή της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας, το μαρξικό σχέδιο προτείνει τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής, πράγμα που προϋποθέτει τη συγκέντρωσή τους στα χέρια του κράτους. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμ-
90
μαιος αναφέρει λεπτομερειακά, στο τέλος του δεύτερου κεφαλαίου του, τα μέτρα που συνοδεύουν την τελευταία (φορολογία, συγκέντρωση της πίστης, κ.λπ.), και ο Μαρξ δεν αναθεώρησε ποτέ αυτή την ουσιώδη πλευρά του κομμουνισμού που τον διαχώριζε, κατά τη γνώμη του, από το απλώς σοσιαλιστικό σχέδιο το οποίο αρνιόταν να αμφισβητήσει ριζικά την καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία. Από αυτή την άποψη, τα κόμματα που εδώ και πάνω από έναν αιώνα συνέχισαν, εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας ή ακόμα και στους κόλπους της, να παλεύουν για την επέκταση της οικονομικής σφαίρας του κράτους, μέσω των εθνικοποιήσεων, μπορούν δικαιολογημένα να αναφερθούν στην αρχική αντίληψη του Μαρξ. Αυτή η αντίληψη συνεπάγεται αναπόφευκτα την καθαρώς πολιτική παρέμβαση του κράτους, και αυτό, ακριβώς, αντιπαραθέτει σαφώς από στρατηγική άποψη το κομμουνιστικό κίνημα στον αναρχισμό. Ενώ ο τελευταίος εννοεί να καταργήσει αμέσως το κράτος, διότι βλέπει σε αυτό μία ανυπόφορη κυριαρχία επί του ατόμου, η κομμουνιστική επανάσταση προϋποθέτει ότι το προλεταριάτο θα κατακτήσει την πολιτική εξουσία, άρα θα καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό και θα τον κάνει να λειτουργήσει προς όφελος του, αναδεικνυόμενο έτσι το ίδιο σε «κυρίαρχη τάξη». ΟΈνγκελς προχωρεί, μάλιστα, περισσσότερο και δηλώνει, ασκώντας πολεμική στον Προυντόν και διευρύνοντας ταυτόχρονα τη συζήτηση, ότι θα είναι αναγκαία μία αρχή για την κοινωνική οργάνωση της εργασίας. Είμαστε μακριά από το αναρχικό όνειρο της πλήρους και άμεσης κατάργησης του καταναγκασμού του ανθρώπου από τον άνθρωπο! Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Μαρξ είναι υπέρ της ύπαρξης ενός κράτους, η ιδέα της πανταχού παρουσίας του τελευταίου και του αξεπέραστου χαρακτήρα του έρχεται σε αντίφα-
91
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
ση με την άκρως σαφή αντίληψη που είχε για τον κομμουνισμό σε αυτό το επίπεδο, είτε την αποδεχόμαστε είτε, αντιθέτως, την απορρίπτουμε ως ουτοπική. Η συλλογική ιδιοκτησία νοείται ως όργανο εκδημοκρατισμού της οικονομικής ζωής* αποσκοπεί σε μία πραγματική ιδιοποίηση της παραγωγής από τους εργαζόμενους, άρα σε μία εξουσία τους επί της τελευταίας την οποία δεν εγγυάται από μόνη ιης η νομική αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Η εθνικοποίηση των μέσων εργασίας είναι όντως το απαραίτητο πλαίσιο της, αλλά δεν αρκεί, και συνεπάγεται, αντιθέτως, πολλαπλά δημοκρατικά μέτρα για τη διαχείριση της οικονομίας, με σκοπό το τέλος της κοινωνικής αλλοτρίωσης του εργαζόμενου ανθρώπου. Η έννοια αυτοδιαχείριση μπόρεσε, έκτοτε και παρά τη στρατηγική και νομική αμφισημία της, να εκφράσει την ουσία αυτής της προσδοκίας. Κι έπειτα, και κυρίως, υπάρχει αυτή η πεποίθηση ότι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας δεν είναι παρά μία μεταβατική φάση και ότι η εν λόγω εξουσία μπορεί και πρέπει, μακροπρόθεσμα, να απονεκρωθεί. Ο Μαρξ δεν σταμάτησε ποτέ να αντιπαλεύει τη λατρεία του κράτους όπως αυτή εκφραζόταν από τον σοσιαλδημοκράτη Λασάλ, συναρτώμενη με την ιδέα ότι οι κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς αυτό. Για τον Μαρξ, η ύπαρξη του κράτους είναι δευτερεύουσα, θεμελιωμένη στις ταξικές αντιθέσεις, και δεν εκφράζει παρά την ανάγκη της κυρίαρχης τάξης να επιβάλλει πολιτικά την κυριαρχία της με τη βία και την καταπίεση. Το τέλος της εν λόγω κυριαρχίας, σε συνδυασμό με τη γενική πρόοδο της συλλογικής και ατομικής ηθικότητας, θα το καταστήσει συνεπώς άχρηστο: δεν το καταργούμε, αλλά δημιουργούμε τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες για την απονέκρωσή του. Οπότε, η στρατηγική που προτείνει ο Μαρξ, ριζωμένη σε αυτή τη συνολική προοπτική, είναι το αντίθετο μιας κρατιστικής στρατηγικής, και ο Λένιν το υπο-
92
γράμμισε ορθότατα στο Κράτος και επανάσταση (1917). Από την έναρξη της κομμουνιστικής επανάστασης και κατ' εικόνα αυτού που συνέβη κατά την Κομμούνα του Παρισιού, τίθεται το ζήτημα της «συντριβής» του αστικού κρατικού μηχανισμού, του δημοκρατικού μετασχηματισμού του (κατάργηση του μόνιμου στρατού, εκλογή και ανακλητότητα των κρατικών υπαλλήλων, κατάργηση των πολιτικών προνομίων, κ,λπ.), και συνεπώς της έναρξης, με τη λήψη πρακτικών μέτρων, της διαδικασίας απονέκρωσής του, αντί της αναβολής της για το τέλος του επαναστατικού μετασχηματισμού. Βρισκόμαστε εδώ στον αντίποδα της ενίσχυσης του κράτους, στην οποία οι Μπολσεβίκοι ήταν υποχρεωμένοι, ή πίστεψαν ότι ήταν υποχρεωμένοι, να προβούν και της οποίας το κινεζικό καθεστώς μάς προσφέρει ακόμη το παράδειγμα, ανεξάρτητα από το αν δικαιολογείται ή όχι αυτό από γεωπολιτικούς λόγους. Βλέπουμε, έτσι, να διαφαίνεται το συγκεκριμένο πρόσωπο του κομμουνισμού: όχι μία κοινωνία ολοκληρωτική, υποταγμένη σε ένα κράτος που θα ρυθμίζει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά, αντιθέτως, μία κοινωνία όπου το κράτος θα έχει χάσει τις καθαρώς πολιτικές κατασταλτικές του αρμοδιότητες και όπου, πάνω στη βάση μιας κολεκτιβοποιημένης οικονομίας, «η διακυβέρνηση των ανθρώπων» θα έχει παραχωρήσει τη θέση της στη «διαχείριση των πραγμάτων» (Ενγκελς, Αντι-Ντύρινγκ). Παραδόξως, είναι ως προς αυτό το σημείο που πρέπει να εγκαλέσουμε τη θεωρία του Μαρξ: όχι επειδή θα παραχωρούσε, υποτίθεται, υπερβολικά μεγάλη θέση στο κράτος, αλλά επειδή πιστεύει στην πολιτική εξαφάνιση του κράτους και δεν μας έχει ακόμη αποδείξει ότι αυτή είναι ανθρωπολογικώς δυνατή.
93
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
Η εκτροπή της επανάστασης των Μπολσεβίκων Η επανάσταση των Μπολσεβίκων του 1917 εκτυλίχθηκε, στην πραγματικότητα, σε δύο φάσεις. Τον Φεβρουάριο, οι Μπολσεβίκοι στηρίζουν το κίνημα που θέτει τέρμα στον τσαρισμό και το οποίο εγκαθιδρύει ένα αστικό-δημοκρατικό καθεστώς και οδηγεί στον σχηματισμό μιας κυβέρνησης όπου πλειοψηφούν οι Μενσεβίκοι, λιγότερο ριζοσπαστικοί από τους πρώτους. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όμως, διαπιστώνοντας την ανεπάρκεια αυτής της εμπειρίας, ο Λένιν προχωρεί στην ένοπλη εξέγερση και εγκαθιδρύει ένα καθεστώς που θέτει σαφώς ω ς στόχο του τον κομμουνισμό. Αυτή η επιλογή είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση των ήδη θεσπισμένων δημοκρατικών θεσμών και την εγκαθίδρυση του μονοκομματισμού. Ο Λένιν υπολόγιζε τότε σε μία αντικαπιταλιστική επανάσταση στην Ευρώπη, η οποία δεν έγινε. Αυτή η κατάσταση, σε συνάρτηση με τα προβλήματα που απορρέουν από τον πόλεμο με τη Γερμανία, τον εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο και τις οικονομικές δυσκολίες, επέφερε τη βαθμιαία εξουδετέρωση των δημοκρατικών στοιχείων που παρέμεναν ακόμη ζωντανά στα σοβιέτ -πρωτότυπη μορφή παρέμβασης στην κοινωνική ζ ω ή - και στους κόλπους του μπολσεβίκικου κόμματος (που αποτελείτο για μεγάλο διάστημα από συγκροτημένες τάσεις). Ο κρατικός μηχανισμός, που υποτίθεται ότι συντρίφθηκε, στην πραγματικότητα ενισχύθηκε σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα στον οικονομικό, με την κολεκτιβοποίηση της γης, παρά τη σχετική φιλελευθεροποίηση της παραγωγής που οργάνωσε καθυστερημένα η ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική που δεχόταν την ατομική ιδιοκτησία). Ο σταλινισμός θα ενισχύσει κατά πολύ αυτά τα χαρακτηριστικά, προσθέτοντας τη μαζική τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα. Στο τέλος της ζωής του, ο Λένιν είχε ηροαισθανθεί αυτή την εξέλιξη, την οποία δεν ενέκρινε, αλλά και δεν μπόρεσε να εμποδίσει (βλ. Μ . Λεβίν, Η τελευταία μάχη του Λένιν, εκδ. Minuit, 1967).
94
«Ο κομμουνισμός δεν συμβιβάζεται με τη δημοκρατία»
0 σοσιαλισμός οδηγεί στον αντίποδα της ελευθερίας. Φ. Χάγιεκ, 0 δρόμος προς τη δουλεία, 1985
E
L
ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ
ότι ο μαρξισμός είναι το αντίθετο της
δημοκρατίας και όπ οδηγεί σπιν πολιτική τυραννία, ιδέα η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις εμπειρίες που αναφέρθηκαν στη θεωρία του Μαρξ. Η επανάσταση των Μπολσεβίκων του Οκτώβρη 1917, που έγινε με πρωτοβουλία του Λένιν, έσπευσε να παραμερίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί τον Φεβρουάριο του 1917 και στους οποίους πλειοψηφούσαν οι Μενσεβίκοι. Το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στη συνέχεια, με επικεφαλής τον Στάλιν, ήταν αναμφισβήτητα μία δικτατορία την οποία μόνο ο τροτσκισμός, στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος, είχε την οξυδέρκεια να καταγγείλει: μονοκομμαπσμός, πολιτική εξουσία που υποκαθιστά τον λαό, κυριαρχία ενός ανθρώπου επί του κόμματος, επίσημη ιδεολογία που επιβάλλει τον νόμο της στην πνευματική ζωή, συμπεριλαμβανόμενου και του τομέα των επιστημών, στυγνά μέτρα καταπίεσης, με θλιβερό σύμβολο το Γκούλαγκ. Ασφαλώς, το καθεστώς που ακολούθησε τον θάνατο του Στάλιν θα καταργήσει βαθμιαία τα πιο ακραία χαρακτηριστικά του, με την πρωτοβουλία του Χρουστσόφ. Αλλά πολλά από τα χαρακτηριστικά του σταλινικού καθεστώτος θα επιβιώσουν υπό «μετριασμένη», θα λέγαμε, μορφή και θα τα συναντήσουμε σε όλες τις κοινωνίες που εγκαθιδρύθηκαν στις χώρες της σοβιετικής σφαίρας επιρ-
95
Υβόν Κινιού, ΚαρΧ Μαρξ
ροής, συμπεριλαμβανόμενης και της κινεζικής εμπειρίας, η οποία προσπάθησε, ωστόσο, να ασκήσει «αριστερή» κριτική παρέχοντας κεντρικό ρόλο στις «μάζες». Αντιθέτως, οι δημόσιες ελευθερίες θα διατηρηθούν ουσιαστικά στις καπιταλιστικές χώρες, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η πολιτική δημοκρατία έχει πιθανότητες να επιβιώσει μόνο αν στρέψει την πλάτη στον κομμουνισμό. Η σκέψη του Μαρξ οδηγεί, λοιπόν, στη δικτατορία, έστω και αν επικαλείται έναν υψηλό σκοπό; Δεν θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε την εν λόγω άποψη, τουλάχιστον αν εξετάσουμε αυτή τη σκέψη καθ' εαυτή, διαχωρίζοντάς την απ' ό,τι έγιναν στο όνομά της, δηλαδή από τον μαρξισμό-λενινισμό, την επίσημη θεωρία των κομμουνιστικών κομμάτων επί έναν αιώνα περίπου. Για τον Μαρξ, η αντικαπιταλιστική επανάσταση, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά σε συνθήκες ανεπτυγμένου καπιταλισμού, με βάση τις εσωτερικές του αντιφάσεις (πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, συγκέντρωση της ιδιοκτησίας, κρίσεις υπερπαραγωγής, εξαθλίωση, κ.λπ.), αλλά και με βάση τις οικονομικές του κατακτήσεις και την κοινωνιολογική του σύνθεση. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος λέει, σχετικά, ότι η καπιταλιστική κοινωνία παράγει μία τάξη μισθωτών που θα αποτελέσει την πλειοψηφία του πληθυσμού, της οποίας τα συμφέροντα συγκρούονται με εκείνα της αστικής τάξης, και η οποία θα είναι ο φορέας του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η κομμουνιστική επανάσταση παρουσιάζεται τότε ως «το αυθόρμητο κίνημα της συντριπτικής πλειοψηφίας προς το συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας»: όχι μόνο «προς το συμφέρον», πράγμα που θα υπονοούσε ότι μία πρωτοπορία θα μπορούσε να υποκαταστήσει την εν λόγω πλειοψηφία, αλλά πραγματοποιούμενη «από» αυτή τη συντριπτική πλειοψηφία, πράγμα που αποκλείει, κατ' αρχήν, την ενδεχόμενη εκτροπή. Και τι μας λέει αυ-
96
ni η διατύπωση, αν όχι ότι έχουμε να κάνουμε με μία δημοκρατική διαδικασία όπου ο λαός είναι ταυτόχρονα ο πρωταγωνιστής και ο επωφελούμενος, σε αντίθεση με όλες τις επαναστάσεις του παρελθόντος που έγιναν από μειοψηφίες προς το συμφέρον μειοψηφιών; Γενικότερα, όταν ο Μαρξ στοχάζεται σχετικά με τις πολιτικές προϋποθέσεις της μετάβασης στον κομμουνισμό, ενσωματώνει πάντα σε αυτές τα κεκτημένα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Έτσι, στο Εβραϊκό ζήτημα ( 1843), όπου αναλύει κριτικά τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, δεν απορρίπτει ποτέ την εν λόγω διακήρυξη, σε αντίθεση με όσα μπορεί να υποστήριξαν πολλοί προκατειλημμένοι σχολιαστές. Βεβαίως, δείχνει ότι αυτή υπερασπίζεται τα δικαιώματα ενός ανθρώπου «αστού» και εγωιστή (αφού υπερασπίζεται την ατομική ιδιοκτησία, για παράδειγμα), αλλά δεν απορρίπτει ποτέ τα δικαιώματα του πολίτη καθ' εαυτά, και δεν τα χαρακτήριζα «αστικά». Σημειώνει μόνο ότι η χειραφέτηση της οποίας είναι φορείς τα τελευταία είναι μερική, αφού δεν υπάρχει παρά στο πολιτικό πεδίο, χωρίς να θίγει το οικονομικό και το κοινωνικό, και ότι μπορεί ως εκ τούτου να είναι πηγή αυταπατών και παραπλάνησης. Διευκρινίζει δε ότι πρέπει να θεωρούμε αυτή την κατακτηθείσα ελευθερία έναν «απαραίτητο ενδιάμεσο» και «σίγουρα ένα μεγάλο βήμα μπροστά» στον δρόμο για την πλήρη χειραφέτηση του ανθρώπου. Και πώς θα μπορούσε να πει το αντίθετο όταν είναι γνωστό ότι ο ίδιος δεν σταμάτησε να παλεύει για την πολιτική ελευθερία στη γενέτειρά του τη Γερμανία και αλλού; Βλέπουμε έτσι ότι η αντιδημοκρατική παρέκκλιση του «ιστορικού κομμουνισμού» δεν οφείλεται σπι θεωρία του Μαρξ, αλλά στις συνθήκες στις οποίες θέλησαν να τον εφαρμόσουν, και τις οποίες η τελευταία κάθε άλλο παρά θεωρούσε ενδεικνυόμενες: υπανάπτυξη, απουσία προϋπαρχόντων δημοκρατικών θεσμών, κ.λπ.
97
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
Αυτό που διέστρεψε τη συζήτηση σχετικά με το παρόν ζήτημα είναι το γεγονός ότι πρότεινε τη «δικτατορία του προλεταριάτου» ως τρόπο άσκησης της επαναστατικής εξουσίας, διατύπωση που προκάλεσε μεγάλη παρεξήγηση όσον αφορά τη σχέση της με τη δημοκρατία, ακόμα και όταν εγκαταλείφθηκε από πολλά κομμουνιστικά κόμματα. Ο όρος, όμως, παρέπεμπε σε μία πλειοψηφική, και άρα δημοκρατική υπ' αυτή την έννοια, πολιτική διαδικασία και επιπλέον δεν προέβλεπε «δικτατορικές» μεθόδους, όπως αυτές που γνώρισε ο 20ός αιώνας· σήμαινε απλώς ότι κάθε εξουσία είναι μία εξουσία ταξική, και ότι ασκεί, συνεπώς, αναπόφευκτα καταναγκασμό σε ένα μέρος του κοινωνικού σώματος, έστω και αν χρησιμοποιεί μέσα πέρα για πέρα δημοκρατικά ως προς τη μορφή τους. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, καλύτερα γιατί ο Μαρξ τάχθηκε υπέρ της Κομμούνας του Παρισιού, μιας απόπειρας εγκαθίδρυσης ολοκληρωμένης πολιτικής δημοκρατίας, την οποία ο φίλος του οΈνγκελς είδε ως πραγμάτωση αυτής, ακριβώς, της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Ήταν, λοιπόν, οπαδός, στον αυστηρά πολιτικό τομέα, αυτής της πολιτικής δημοκρατίας, και είναι βέβαιο ότι δεν θα αναγνωριζόταν στις αυταρχικές, και δη ελευθεριοκτόνες εμπειρίες που παρουσιάστηκαν ως μαρξιστικές ενώ πρόδιδαν το βαθύτερο πνεύμα του σχεδίου του. Από την άλλη, είναι επίσης βέβαιο ότι, παρότι αναγνώριζε πλήρως την αξία του δημοκρατικού καθεστώτος, δεν αρκείτο σε αυτό: με τον κομμουνισμό, απέβλεπε σε μία κοινωνική δημοκρατία, άρα σε μία δημοκρατία που, μη αρκούμενη στις τυπικές διαδικασίες της πολιτικής δημοκρατίας (καθολική ψηφοφορία, ελευθερία σκέψης, έκφρασης, ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, κ.λπ.), θα εισέβαλλε στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο (μέσω της συλλογικής ιδιοκτησίας) και θα διεύρυνε έτσι κατά πολύ την ελευθερία του κοινωνικού ανθρώπου.
98
«Για tov Μαρξ, η θρησκεία είναι το "όπιο του λαού"»
Το αντιθρησκευπκό μέλημα παραμένει απολύτως θεμελιώδες, πρώτο και τελευταίο, αλλά εκείνο που θα ξεριζώσει m θρησκεία
είναι μία ιστορική κοινωνική ανατροπή, η οποία
θα επαναφέρει τον άνθρωπο στον εαυτό του. Ο Μ . Κλαβέλ για τον Μ α ρ ξ , Τι τπστεύω,
Χ
Χ
ΕΙΚΌΝΑ ΕΝΌΣ ΜΑΡΞ
1975
που επιτίθεται άμεσα στη θρησκεία,
προτείνοντας μία κοινωνία στην οποία η τελευταία θα απαγορεύεται και θα διώκεται, καλλιεργήθηκε από τις αναμφισβήτητες και, πρέπει να το πούμε, αδικαιολόγητες υπερβολές εκείνων που επιχείρησαν να θέσουν σε εφαρμογή τις αντιλήψεις του σε όλους τους τομείς της ζωής. Το σοβιετικό καθεστώς διεξήγαγε εναντίον της έναν αγώνα που δεν ήταν μόνο ιδεολογικός, καθιστώντας τον αθεϊσμό επίσημη φιλοσοφία, ενώ η Αλβανία, την εποχή που υπερασπιζόταν μία πούρα και απαρέγκλιτη κομμουνιστική πολιτική γραμμή εμπνευσμένη από τους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, υπερηφανευόταν ότι κλείνοντας όλες τις εκκλησίες είχε εξαλείψει το θρησκευτικό αίσθημα. Στην Κίνα, ακόμη και σήμερα, αλλά και στο Βιετνάμ ή στην Κούβα, οι σχέσεις με την επίσημη Καθολική Εκκλησία παραμένουν πολύ δύσκολες, έστω κι αν εμφανίζονται περισσότερο διαλλακτικές. Αυτή η πολιτική μπορεί πραγματικά να στηριχθεί στη σκέψη του Μαρξ; Η τελευταία ασκεί αδιαμφισβήτητα κριτική στη θρησκεία, και μπορούμε μάλιστα να χαιρετίσουμε σ' αυτήν την πρώτη
99
Υβόν ΚινιοΟ. Καρλ
Mapf
μεγάλη κοινωνικο-πολιτική κριτική που παρήγαγε στον εν λόγω τομέα η ανθρώπινη διάνοια, μία κριτική της οποίας το περιεχόμενο ξεπερνάει τις πολεμικές προσεγγίσεις, ουσιαστικά ορθολογιστικής έμπνευσης, των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, ή ακόμα και ενός Σπινόζα. Ο Μαρξ την καθιστά ευθύς εξαρχής το «πρωταρχικό θεμέλιο κάθε κριτικής» (Κριτική της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, Εισαγωγή), εφόσον διαλύει τις ψευδαισθήσεις που κρύβουν την πραγματικότητα και μας εμποδίζουν να την αλλάξουμε. Αλλά αυτή η κριτική είναι σύνθετη και οφείλουμε να το λάβουμε αυτό υπόψη μας αν θέλουμε να καταλάβουμε τις πρακτικές της συνέπειες. Πρώτα πρώτα, δεν συνίσταται σε κρίσεις καθαρώς απαξιωτικές, που θα διατυπώνονταν στο όνομα ενός κανόνα ζωής ο οποίος θα αυτοαναγορευόταν δογματικά ανώτερος, υπό το πρίσμα ενός στρατευμένου αθεϊσμού. Επιδιώκει μάλλον να εξηγήσει τη θρησκεία και να την αναγάγει, ακολουθώντας τον Φόιερμπαχ, σε ένα ανθρώπινο γεγονός: «Ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, δεν κάνει η θρησκεία τον άνθρωπο», αναφέρει (στο ίδιο), κι αυτό αρκεί για να διαλύσει τη φαινομενική υπερβατικότητα που αυτή αποδίδει στον εαυτό της. Το ίδιο κείμενο εξηγεί ότι η πηγή της θρησκείας βρίσκεται στο έδαφος της ιστορίας και ότι τρέφεται από την «πραγματική απόγνωση» του ανθρώπου - αποτέλεσμα των ιστορικών καταστάσεων που ο τελευταίος βιώνει. Μόνο στη δεύτερη φάση, λοιπόν, αφού καταδειχθούν οι κοινωνικές αιτίες, η κριτική μπορεί να επιτεθεί στον ρόλο της θρησκείας στα πλαίσια της ιστορίας, στις συνέπειές της: η θρησκεία τρέφει την απόγνωση την οποία εκφράζει, με τους πολλαπλούς μύθους και τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί και διαδίδει. Για παράδειγμα, δικαιολογώντας την κοινωνική πραγματικότητα και τις ανισότητές της, επικαλούμενη ένα θεϊκό σχέδιο, ή ακόμα προτείνοντας στον άνθρωπο μία φανταστική
100
ανταμοιβή που τον αποτρέπει από την πάλη κατά της πραγματικής δυστυχίας - εν ολίγοις συμβάλλοντας σε αυτό που ο Μαρξ θα αναλύσει αργότερα ως ιδεολογική αναπαραγωγή της υπάρχουσας κοινωνίας. Βλέπουμε έτσι ότι αυτή η διπλή προσέγγιση -που ξεκινάει από τα αίτια και από τα αποτελέσματα- μπορεί να δικαιολογήσει δύο αρκετά διαφορετικές πρακτικές στάσεις. Ο Μαρξ εννοεί αναμφισβήτητα να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τη θρησκεία και όχι μόνο να εξασφαλίσει την ελεύθερη επιλογή θρησκευτικού δόγματος: όλη του η ανάλυση περιγράφει τη θρησκεία ως μία αλλοτριωμένη μορφή ύπαρξης. Αντιθέτως, αυτός αποβλέπει σε μία κατάσταση όπου η ανθρωπότητα θα αποκτήσει την αυτονομία της. Σε αυτόν τον δρόμο, συναντάει το θρησκευτικό φαινόμενο ως θεμελιακό εμπόδιο, με πολλαπλές αλλά συγκλίνουσες αλλοτριωτικές συνέπειες, που το εκθέτουν σε μία ανένδοτη και δικαιολογημένη ιδεολογική κριτική: θέλει να διαλύσει τις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις, για να μπορέσει, καθώς λέει, χρησιμοποιώντας μία θαυμάσια διατύπωση (στο ίδιο), ο άνθρωπος να «περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, δηλαδή γύρω από τον πραγματικό του ήλιο». Η άποψή του αυτή είναι αλήθεια ότι θα μπορούσε, αν δεν στοχαζόμαστε περισσότερο, να δικαιολογήσει μία πολιτική αντιθρησκευτικής καταπίεσης. Αλλά υπάρχει η άλλη πλευρά της μαρξικής προσέγγισης, η οποία, αντιθέτως, την απαγορεύει: η θρησκευτική αλλοτρίωση δεν είναι ούτε πρωταρχική ούτε αυτόνομη, δεν είναι παρά ένα αποτέλεσμα της πραγματικής κοινωνικο-ιστορικής αλλοτρίωσης, και σ' αυτή πρέπει να επιτεθούμε κατά προτεραιότητα, αφού είναι η μείζων και καθοριστική αλλοτρίωση, στη συνειδητοποίηση της οποίας θεμελιώνεται η κομμουνιστική στράτευση. Ο Μαρξ το λέει καθαρά στη συ-
101
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
νέχεια, ακολουθώντας τη λογική της θεωρητικής του εξήγησης: «Η κριτική του ουρανού μετατρέπεται σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής» (στο ίδιο). Παρευρισκόμεθα, λοιπόν, εδώ σε μία μείζονα μετατόπιση της κριτικής, που διαφοροποιεί τη μαρξική ανάλυση από όλες τις αναλύσεις που εστιάζουν στο θρησκευτικό φαινόμενο, αποκόπτοντάς το από την πραγματική ιστορική του ρίζα. Επιπλέον, αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να καταλάβουμε την ιδιαίτερη αναγκαιότητα της θρησκείας όταν την ανάγουμε στα πραγματικά της αίτια και, συνεπώς, πόσο χιμαιρική είναι η θέληση να την καταργήσουμε χωρίς να εξαλείψουμε αυτά ακριβώς τα αίτια. Ο ανθρωπολόγος Μορίς Γκοντελιέ το υπογράμμισε αυτό ορθότατα: «Η θρησκεία δεν καταργείται με πολιτικά διατάγματα» (συνέντευξη στο Raison Présente, τεύχος 18,1971), διότι η αιτία της βρίσκεται σε μία δεδομένη αντικειμενική κατάσταση της κοινωνίας. Αναπτύσσει περαιτέρω, εδώ, τις αναλύσεις τουΈνγκελς στοΑνπ-Νπ3ρινγκ: ο τελευταίος τονίζει ότι η θρησκεία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στη φυσική πραγματικότητα, συναρτώμενη με την άγνοια και το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής, καθώς και από την αδυναμία του μπροστά στην ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα, συναρτώμενη με την οικονομική εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η επιθυμούμενη κατάργηση της δεν θα μπορούσε να γίνει, λοιπόν, με διάταγμα: δεν μπορεί να νοηθεί παρά ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς ιστορικής αλλαγής, η οποία θα καταργήσει τις συγκεκριμένες αιτίες της «θρησκευτικής αντανάκλασης» της πραγματικότητας, άρα μιας «κοινωνικής πράξης» που θα αλλάξει την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στον αντίποδα εκείνων που θα ήθελαν να αλλάξουν άμε-
102
σα τη συνείδηση ισυ ανθρώπου, χωρίς να αγγίξουν αυτό που την καθορίζει. Ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί, συνεπώς, όχι θέλει να εκριζώσει in θρησκεία, με μία αυταρχική πράξη αντιθρησκευτικής καταπίεσης που θα αδιαφορούσε για τις ιστορικά προσδιοριζόμενες ανθρώπινες ανάγκες που αυτή εκφράζει. Η ολοκληρωμένη θεωρία του, αν ερμηνευτεί σωστά, αντιτίθεται σ' αυτό και ο ίδιος έβγαλε το επιβαλλόμενο πολιτικό συμπέρασμα, με τον οίστρο που τον χαρακτήριζε, στην Κριτική του Προγράμματος τηςΓκότα, αναδιατυπώνοντας το δημοκρατικό αίτημα της ελευθερίας της σκέψης και των πεποιθήσεων, το οποίο υιοθετεί ως εξής: «Ο καθένας πρέπει να μπορεί να ικανοποιεί τις σωματικές και θρησκευτικές του ανάγκες χωρίς να χώνει τη μύτη της η αστυνομία». Αλλά σπεύδει πάραυτα να προσθέσει ότι αυτό είναι ένα ελάχιστο αίτημα, αστικού χαρακτήρα, και ότι ο κομμουνισμός επιδιώκει όντως «να απελευθερώσει τις συνειδήσεις από το φάντασμα της θρησκείας». Ο Μαρξ δεν θέλει, λοιπόν, να καταργήσει τη θρησκεία και να κλείσει τις εκκλησίες όπως έκαναν ορισμένοι, πιστεύοντας ότι μπορούσαν να οχυρωθούν πίσω από την αυθεντία του- θέλει απλώς να δημιουργήσει τις ανθρώπινες συνθήκες για μία ζωή όπου δεν θα είχαμε πλέον ανάγκη από το θεϊκό, διότι το θεϊκό θα ενσαρκωνόταν, κατά κάποιον τρόπο, στο ανθρώπινο. Κι αυτό είναι πιο σύνθετο.
103
«Ο Μαρξ θέλει να εξισώσει όλους τους ανθρώπους»
0 εξισωτισμός είναι μία έννοια που οι εργάτες δανείστηκαν ατυχώς από τους φιλελεύθερους ιδεολόγους, τους <ωφελιμιστές>, που συνέχεαν τη δικαιοσύνη με rn μαθηματική ισότητα. I. Μπέρλιν, Καρλ Μαρξ, 1962
ΜΑΡΞ ΕΊΝΑΙ ΥΠΕΡ
της ισότητας. Αυτή η επιλογή είναι
τόσο ουσιώδης στο κομμουνιστικό ιδεώδες που, έπειτα από τις διάφορες ιστορικές αποτυχίες ίου, αντιπαραθέτουν σ' αυτή το φιλελεύθερο σχέδιο το οποίο αφήνει, λένε, τις ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους να λειτουργήσουν, αποφεύγοντας να τους επιβάλει κανόνες κοινής ζωής και θέτοντας σε πρώτο πλάνο την ελευθερία. Λίγο πιο αριστερά, ορισμένοι αναθεωρούν το σοσιαλιστικό πρόταγμα, στηριζόμενοι στον Αμερικανό φιλόσοφο Τζ. Ρόουλς, ο οποίος δικαιολογεί την ύπαρξη των κοινωνικών ανισοτήτων όταν αυτές επιτρέπουν, στα πλαίσια του οικονομικού ανταγωνισμού, τη βελτίωση της κατάστασης των λιγότερο ευνοημένων και ωφελούν, συνεπώς, το σύνολο. Σε φιλιγκράν, διαφαίνεται η ιδέα ότι η ισότητα είναι ταυτόσημη με τον εξισωτισμό, με την ισοπέδωση και την αδρανοποιό επίδραση της στους ανθρώπους που αυτός (ο εξισωτισμός) φαίνεται να συνεπάγεται, και ότι επιλέγοντας την πρώτη οδηγούμαστε αναγκαστικά στον δεύτερο. Ισχύει αυτό για τον Μαρξ; Μπορούμε να απαντήσουμε αρνητικά. Ο συγγραφέας του Κεφαλαίου ασκεί, φυσικά, δριμύτατη κριτική στις ανισότητες, συνεχίζοντας την παράδοση του Ρουσό
104
(Aôyoç για rnv προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων, 1755), αλλά με μία επιστημονική εργασία ανάλυσης και απομυθοποίησης πολύ ανώτερη. Η ανισότητα μπροστά στην οικονομική ιδιοκτησία είναι, γι' αυτόν, αποφασιστικής σημασίας: αντιπαραθέτει αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και αυτούς που δεν τα κατέχουν, και βρίσκεται στη βάση του διαχωρισμού σε ανταγωνιστικές τάξεις. Αλλά η πρωτοτυπία της εισφοράς του συνίσταται στο ότι δείχνει πώς αυτή η ανισότητα δομεί το σύνολο της καπιταλιστικής κοινωνίας, πέρα από τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις που μας την κρύβουν, και πώς εγγίζει τις πιο μύχιες πλευρές των ανθρώπων. Κρύβεται πίσω από τη σύμβαση εργασίας η οποία δεν είναι «ελεύθερη» και «ισότιμη» παρά φαινομενικά, αφού ο προλετάριος είναι αναγκασμένος να πωλήσει την εργατική του δύναμη αν θέλει να ζήσει, και είναι παρούσα στην αμοιβή της εργατικής δύναμης αφού αυτή η αμοιβή δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα μικρό μέρος της αξίας που η εργασία παράγει, κι αυτό ακριβώς προσδιορίζει την εκμετάλλευση. Με επακόλουθο μία σειρά ανισότητες που υπερβαίνουν τη σφαίρα της παραγωγικής εργασίας, οι άνθρωποι είναι άνισοι όσον αφορά την πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο, τον χρόνο τους και τον τρόπο ζωής τους -το προσδόκιμο ζωής, η περίθαλψη, η κατανάλωση αλλάζουν ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις- όπως και ως προς την πρόσβαση στις πολιτικές αρμοδιότητες, αφού οι τελευταίες μονοπωλούνται από την τάξη των κατεχόντων. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα πιο σοβαρό. Ο καταμερισμός εργασίας, συναρτώμενος με την ανισότητα στην ιδιοκτησία, δεν διαχωρίζει μόνο τους ανθρώπους μεταξύ τους, παράγοντας μία αντίθεση εξωτερική, κατά κάποιον τρόπο, ανάμεσα σε τάξεις. Ο διαχωρισμός περνάει από το εσωτερικό του ίδιου του ανθρώπου, αναπτύσσοντας τις απαραίτητες για το επάγγελμα
105
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
που εξασκεί ικανότητες και ακρωτηριάζοντας τις άλλες. Ο καπιταλισμός γεννάει έτσι ανθρωπολογικές ανισότητες που δεν έχουν τίποτε το φυσικό, και είναι συνέπεια των κοινωνικο-οικονομικών του ανισοτήτων: παράγει, δίπλα στους καταπιεσμένους, ανθρώπους ακρωτηριασμένους, από τους οποίους λείπει ένα μέρος του εαυτού τους και, τελικά, αλλοτριωμένους, που δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στις ανώτερες μορφές ύπαρξης, όπως η διάνοια και η τέχνη, τις οποίες οι κυρίαρχοι μπορούν, από τη μεριά τους, να αναπτύξουν. Αυτή η αυστηρή και συστηματική κριτική των κοινωνικών ανισοτήτων δείχνει σαφώς ότι ο Μαρξ διεκδικεί την πλήρη ισότητα των ανθρώπινων όντων. Αλλά ποια ισότητα; Αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την εξισωτική ιδέα μιας κοινωνίας που ομοιομορφοποιεί τους ανθρώπους, επιβάλλοντάς τους τον ίδιο τρόπο ζωής όπου θα υπερείχε το οικονομικό μέλημα. Τούτο διαφαίνεται από πολύ νωρίς στο έργο του, αφού, από τα Χειρόγραφα του 1844 κιόλας, επιτίθεται στον «χοντροκομμένο κομμουνισμό», κατηγορώντας τον ότι δεν διανοείται την ισότητα παρά ως γενίκευση της υλικής ατομικής ιδιοκτησίας, ως επέκταση σε όλους της «επιθυμίας» και της «δίψας για πλούτο» και ότι αρνείται, συνεπώς, την «προσωπικότητα του ανθρώπου» και «εννοεί σώνει και καλά να αγνοεί το ταλέντο». Σημειώνει, μάλιστα, ότι σε αυτή την περίπτωση «η κατηγορία του εργάτη δεν καταργείται, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους»: καταπληκτική περιγραφή ή πρόβλεψη της εργαπστικής και εξισωτιστικής παρέκκλισης από τον κομμουνισμό που η ιστορία γνώρισε έκτοτε! Αλλά αυτή η μη εξισωτική διάσταση του μαρξικού κομμουνισμού διατυπώνεται με περισσότερη σαφήνεια στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα - ένα από τα σπάνια κείμενα όπου συγκεκριμενοποίησε τις γραμμές του πολιτικού μέλλο-
106
ντος για το οποίο αγωνιζόταν. Πρώτα πρώτα διότι ποτέ ο Μαρξ δεν τάχθηκε, σε θεωρητικό επίπεδο, υπέρ της απόλυτης ισότητας, δηλαδή της ταυτότητας, των δεξιοτήτων ή των ικανοτήτων των ατόμων: τα άτομα είναι άνισα, και «αν δεν ήταν άνισα, δεν θα ήταν ξεχωριστά άτομα», προσθέτει.Έτσι, όταν προσδιορίζει το κομμουνιστικό του πρόταγμα, διευκρινίζει ότι ο άνθρωπος θα εργάζεται ανάλογα με τις «ικανότητές του», διατύπωση που προϋποθέτει σαφώς τη διαφορετικότητα των εν λόγω ικανοτήτων. «Ένα άτομο υπερέχει σωματικά ή πνευματικά ενός άλλου ατόμου, άρα παρέχει περισσότερη εργασία στον ίδιο χρόνο ή μπορεί να εργάζεται περισσότερο χρόνο», λέει το κείμενο! Ομοίως, προκειμένου για την αμοιβή της εργασίας, ο Μαρξ δεν προβλέπει ποτέ μία απόλυτη ισότητα. Στην αρχή, οι μισθοί ορίζονται και οι άνθρωποι αμείβονται ανάλογα με την εργασία τους με βάση ένα δίκαιο «που υπόκειται πάντα σε έναν αστικό περιορισμό». Στη συνέχεια, όταν η οικονομική και πολιτική ανάπτυξη το επιτρέπει, παρεμβαίνει το κριτήριο της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών: ο κομμουνισμός παρέχει τα μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών όλων των ατόμων, πέρα από μία σχολαστική μαθηματική λογιστική. Ασφαλώς, όταν το ευχόμαστε αυτό, μιλάμε όντως για ισότητα· αλλά πρόκειται για μία ισότητα σχετική, της οποίας το μέτρο είναι η ατομική ολοκλήρωση, και όχι για μία συγκριτική ισότητα, ζηλόφθονη και ισοπεδωτική. Ακριβέστερα, πρόκειται για μία ισότητα από την άποψη της «ολόπλευρης ανάπτυξης των ατόμων», στραμμένη προς τις ανώτερες διαστάσεις ολοκλήρωσης του ανθρώπου, που δεν εξετάζει διαρκώς το ποιος έχει τι και η οποία συνεπώς είναι απολύτως συμβατή με την ύπαρξη διαφορών και διάφορων μορφών ισότητας. Αργότερα, οΈνγκελς, σχολιάζοντας τον Μαρξ σχετικά με αυτό το ζήτημα σε ένα πασίγνωστο γράμμα του στον σοσιαλι-
107
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
στή ηγέτη Μπέμπελ (18 Μαρτίου 1875), θα υπογραμμίσει τον ρεαλιστικό και μη ουτοπικό χαρακτήρα αυτής της αντίληψης για την ισότητα. Ενώ μία καθαρώς ηθική αντίληψη για τον σοσιαλισμό (ή τον κομμουνισμό) τον βλέπει ως το βασίλειο της Ισότητας, νοούμενης ως αφαίρεσης, αυτός υποστηρίζει σθεναρά ότι η προοπτική μιας κατάργησης όλων των ανισοτήτων δεν έχει νόημα και ότι θα παραμένουν πάντα γεωγραφικές και μάλιστα κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, «θα υπάρχει πάντα μία ορισμένη ανισότητα στις συνθήκες ζωής», λέει με αρκετή νηφαλιότητα: η ανισότητα μπορεί να περιοριστεί κατά πολύ, αλλά δεν θα μπορούσε να εξαλειφθεί εντελώς. Ο Μαρξ κατήγγειλε, λοιπόν, και καταπολέμησε τις διάφορες ανισότητες που συναρτώνται με την ανισότητα των τάξεων στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά όχι στο όνομα ενός αφηρημένου εξισωτισμού, αποκομμένου από την πραγματικότητα και επικίνδυνου. Το έκανε στο όνομα ενός ιδεώδους ισότητας που ενσωματώνει τις ατομικές διαφορές και εννοεί να καταργήσει αυτό που, σε μία κοινωνία διακατεχόμενη από την έμμονη ιδέα της υλικής παραγωγής και της αναζήτησης του κέρδους, εμποδίζει ακριβώς την έκφρασή τους.
108
«Ο κομμουνισμός αδιαφορεί για ίο άτομο»
Οι κομμουνιστές κάθε άλλο παρά θέλουν να καταργήσουν τον 'ατομικό άνθρωπο» στο όνομα του 'γενικού άνθρωποι», του ανθρώπου που θυσιάζεται. Μαρξ, Η Γερμανική ιδεολογία, 1845
Τ
_ L o πιο
ΔΙΛΔΕΔΟΜΕΝΟ
και το πιο ανθεκτικό από τα στερεό-
τυπα σχετικά με τον Μαρξ είναι ο ισχυρισμός ότι το σχέδιο κοινωνίας που αυτός προτείνει δεν λαμβάνει υπόψη του την ατομική ζωή, και μάλιστα ότι η ενδεχόμενη εφαρμογή του θα είχε ως συνέπεια τη θυσία της. Φαίνεται δε ότι υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που καθιστούν αυτόν τον ισχυρισμό βάσιμο. Και μόνο η λέξη «κομμουνισμός», με το επίθημά της που δηλώνει υπερβολή, δεν σημαίνει, μήπως, ότι όλα πρέπει να είναι κοινά, ενώ υπάρχουν πλευρές της ζωής που δεν μπορούμε να μοιραστούμε με άλλους, δεδομένου ότι υπάγονται σε αυτό που αποκαλούμε ιδιωτική ζωή; Το παράδειγμα των αγωνιστών που αφοσιώθηκαν στην υπόθεση του κομμουνισμού θα μπορούσε να ενισχύσει αυτή την άποψη, καθώς μας δείχνει άνδρες και γυναίκες που στρατεύονται πολιτικά κατά τρόπο σχεδόν θρησκευτικό, σε βαθμό που να παραμελούν συχνά την απλή προσωπική τους ζωή. Κυρίως, όμως, είναι η εικόνα που έδωσε η ιστορία: το σοβιετικό σύστημα έθεσε σε πρώτο πλάνο τις συλλογικές αξίες κατά τρόπο πρωτόφαντο, είτε στον τομέα της εργασίας, με τους ήρωές του την εποχή του Σταχάνοφ, είτε σε τομείς που θα έπρεπε να μην υπάγο-
109
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
0 σταχανοφισμός Σταχανοφισμός ονομάζεται το κίνημα αναβάθμισης της παραγωγικής εργασίας που αναπτύχθηκε από το 1935 κι έπειτα στην ΕΣΣΔ, σε μία περίοδο κατά την οποία η ανάπτυξη της χώρας αντιμετώπιζε δυσκολίες λόγω της κολεκτιβοποίησης της οικονομίας. Εμπνευσμένο από το παράδειγμα του ανθρακωρύχου Σταχάνοφ, που έγινε πασίγνωστος για την εξόρυξη μιας τεράστιας ποσότητας άνθρακα μέσα σε μία μέρα με τη βοήθεια ενός κομπρεσέρ, τόνωσε την αποδοτικότητα στην παραγωγή χάρη σε μισθούς αυστηρά ανάλογους με την παρεχόμενη εργασία, και ενίσχυσε την ορθολογικοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών. Τα αναμφισβήτητα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν σε αυτή τη βάση ώθησαν το σοβιετικό κράτος να δημιουργήσει μία πραγματική μυθολογία του α φ ο σ ι ω μ έ ν ο υ στη συλλογική υπόθεση εργαζομένου, σε βαθμό που τον μετέτρεψε σε ενσάρκωση του ανθρώπινου ιδεώδους στο οποίο αποσκοπεί ο κομμουνισμός - ένα ιδεώδες του οποίου η ηροηαγάνδιση ανατέθηκε στην τέχνη.
νται στο συλλογικό, όπως η τέχνη ή τα προσωπικά ήθη. Τα επίσημα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης επηρεάστηκαν από αυτό σε βαθμό που υπερασπίστηκαν επί μακρόν μιαν άκρως «οικογενειακή» αντίληψη για τη σεξουαλικότητα στο όνομα του κοινωνικού συμφέροντος, ενώ δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν την αυτονομία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και, ευρύτερα, θεώρησαν ότι η διεκδίκηση της ατομικής ελευθερίας ήταν μία «μικροαστική» διεκδίκηση» που απομάκρυνε από τον συλλογικό αγώνα. Επιβλήθηκε, έτσι, το στερεότυπο ενός κομμουνισμού που έβαζε τον άνθρωπο σε κλουβί, κι ότι το μόνο αντίδοτο σ' αυτόν ήταν ο ριζωμένος στον καπιταλισμό φιλελευθερισμός. Πρόκειται για μία πραγματική καρικατούρα του βαθύτερου πνεύματος του πολιτικού προτάγματος του Μαρξ. Ασφαλώς,
110
θεωρητικά, ο Μαρξ δεν ξεκινάει από το άτομο για να κατανοήσει την κοινωνία και, υπ' αυτή την έννοια, η σκέψη του δίνει προτεραιότητα στις συλλογικές πραγματικότητες, εκκινώντας από αυτές για να κατανοήσει το άτομο. Αυτή η διαδικασία, όμως, συναρτάται πλήρως με το μέλημα να εξηγήσει την κοινωνική αιτία της δυστυχίας του ατόμου, και να του ανοίξει έτσι μία προοπτική πολύπλευρης ανάπτυξης. Αυτή η φιλοδοξία παίρνει από αρκετά νωρίς (από τα Χειρόγραφα
ιου
1844) τη μορφή μιας πολύπλευρης προσέγγισης του θέματος της αλλοτρίωσης, στην οποία, όμως, το ζήτημα της ατομικής ζωής είναι πρωταρχικό. Έτσι, ο Μαρξ καταγγέλλει αυτό που αποκαλεί «αλλοτριωμένη εργασία», συναρτώμενη με την ατομική ιδιοκτησία, ως μία καταναγκαστική εργασία που υποδουλώνει τον άνθρωπο, του στερεί κάθε προσωπική πρωτοβουλία και τον εμποδίζει να δώσει νόημα στη δραστηριότητά του, να κατανοήσει τη σκοπιμότητά της ή, όπως θα προτείνει αργότερα ο κοινωνιο-αναλυτής Ζ. Μεντέλ, να επιδράσει στις πράξεις του. Επίσης, ο Μαρξ στιγματίζει στην ιστορία, όπως αναπτύχθηκε ώς τώρα, μία ανθρωπολογική κατάσταση όπου οι σχέσεις που καθορίζουν τον άνθρωπο -σχέση με τη φύση, σχέση με την παραγωγική δραστηριότητα, σχέση με τους άλλους ανθρώπους- αντιστρέφονται και τον καταπιέζουν, εμποδίζοντάς τον να πραγματωθεί ως υποκείμενο. Ποιος δεν βλέπει ότι εκείνο για το οποίο ενδιαφέρεται εδώ είναι το άτομο, κι ότι το πέρασμα από την κοινωνία δεν είναι παρά μία παράκαμψη για να καταλάβει το εν λόγω άτομο καλύτερα και να το απελευθερώσει; Τέλος, και κυρίως, υπάρχει στον Μαρξ μία πρωτότυπη αντίληψη γι' αυτή την αλλοτρίωση, έστω και αν δεν την ανέπτυξε πλήρως, η οποία θεμελιώνεται ολόκληρη πάνω στην ανθρώπινη ατομικότητα. Ξεκινώντας από την ιδέα ότι υπάρ-
111
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
χουν ιδιαίτερες φυσικές δυνατότητες σε όλους τους ανθρώπους, αποτελούμενες από ανάγκες και ικανότητες, μας δείχνει ότι η πραγμάτωση τους εξαρτάται από την τάξη στην οποία ανήκει το άτομο, και, άρα, ότι πραγματώνονται άνισα, ανάλογα με την κοινωνική προέλευση του καθενός. Η καπιταλιστική κοινωνία αλλοτριώνει, κατά συνέπεια, τα μέλη των καταπιεσμένων τάξεων με την άκρως συγκεκριμένη έννοια ότι, πέρα από την εκμετάλλευση, την καταπίεση και την κυριαρχία που τους επιβάλλει σε συλλογικό επίπεδο, τα εμποδίζει να εκφράσουν την ιδιαίτερη «φύση» τους, τα καθιστά διαφορετικά από αυτά που θα μπορούσαν να είναι υπό άλλες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, εν αγνοία τους, ή και με τη θέλησή τους, χάρη στην ιδεολογική χειραγώγησή τους - πράγμα που είναι το αποκορύφωμα της αλλοτρίωσης. Ο Μαρξ μάς δείχνει έτσι ότι οι συνθήκες εργασίας επιδρούν στον πυρήνα τον ίδιο της προσωπικότητας του προλεταρίου: τον «συρρικνώνουν», τον «φτωχαίνουν», τον «αποξενώνουν» και τον εμποδίζουν να γίνει αυτός ο «πλούσιος σε ανάγκες» άνθρωπος που θα μπορούσε να ήταν αν οι κοινωνικές συνθήκες τού το είχαν επιτρέψει. Η αλλοτρίωση παράγει έτσι έναν άνθρωπο μονοδιάστατο, που δεν συνειδητοποιεί τον πλούτο ζωής που θα μπορούσε να διεκδικήσει, και ο οποίος δεν είναι καν ικανός να τον επιθυμήσει ή να νιώσει την ανάγκη του, τόσο έχει ακρωτηριαστεί στα κατάβαθα της ατομικής του υποκειμενικότητας. Όμως, αν αυτή η διάγνωση βρίσκεται όντως στη βάση της μαρξικής κριτικής του καπιταλισμού, και αν προσδιορίζει τον νοηματικό ανθρωπολογικό της ορίζοντα, καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατί το μέλημα για το άτομο συνοδεύει ολόκληρο το έργο, άμεσα ή έμμεσα, και το απομακρύνει από όποιον «κοινωνιολογισμό» ή από όποια «κολεκτιβιστική» θεώρηση της ζωής, για την οποία θα μετρούσαν μόνο οι μάζες ή οι τάξεις.
112
Βλέπουμε έτσι τον Μαρξ να δηλώνει, σε ένα πασίγνωστο γράμμα του στον Ανένκοφ, ότι «η κοινωνική ιστορία των ανθρώπων δεν είναι παρά η ιστορία της ατομικής ανάπτυξης, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι» (28 Δεκεμβρίου 1846). Ή να υποστηρίζει, στη Γερμανική ιδεολογία, ότι οι προλετάριοι οφείλουν να «ανατρέψουν» το αστικό κράτος για να «πραγματώσουν την προσωπικότητά τους». Ο ορισμός του κομμουνισμού αλλάζει, έτσι, σημαντικά σε σχέση με τα παραδοσιακά στερεότυπα που στηρίζονται τόσο στην ακατανοησία όσο και στην εχθρότητα. Είναι «μία ένωση στους κόλπους της οποίας η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων», αναφέρει το Μανιφέστο - διατύπωση που ξαφνιάζει όταν προέρχεται από κάποιον που θεωρεί ότι ο άνθρωπος διαπλάθεται από τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά η οποία αποβλέπει να τονίσει το γεγονός ότι, στο επίπεδο της πρακτικής, η πραγματικότητα ή το πρωταρχικό μέλημα είναι το άτομο. Ομοίως, στα Χειρόγραφα του 1857-1858 (Grundrisse), η πολύπλευρη ανάπτυξη της ανθρώπινης ατομικότητας, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τίθεται ως σκοπός της μέλλουσας κοινωνίας, και στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ο Μαρξ διευκρινίζει ότι στην τελική φάση του κομμουνισμού, η αμοιβή των ανθρώπων δεν θα γίνεται με βάση το στενό κριτήριο της εργασίας αλλά με βάση το πολύ πιο ευρύ κριτήριο των αναγκών: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», γράφει. Όλα αυτά δεν ακυρώνουν την ανάγκη της «κοινοκτημοσύνης», και ειδικά της συλλογικής ιδιοποίησης της οικονομίας και της αλληλέγγυας οργάνωσης των συμφερόντων με βάση αυτή τη συλλογική ιδιοποίηση. Όμως, εκείνο που υποδηλώνεται εδώ είναι κάτι το ουσιώδες που ο «ιστορικός κομμουνισμός» λησμόνησε: η συλλογική ζωή δεν
113
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
είναι αυτοσκοπός, ο τελικός σκοπός της είναι μετα-κοινωνικός, έγκειται στην πρόσβαση του καθενός στις πιο πλούσιες και τις πιο υψηλές διαστάσεις της ύπαρξης. Ο κομμουνισμός του Μαρξ αποδέχεται πλήρως αυτή την ιδέα και ορίζει συγκεκριμένα τους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς όρους της πραγμάτωσής της.
114
Ο Μαρξ δίνει υπερβολική σημασία στην υλική παραγωγή»
Για τον μαρξισμό, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι το φυσικό πεπρωμένο της ανθρωπότητας. Κ. Παπαϊωάννου, Για τον Μαρξ και τον μαρξισμό, 1983
Α
J .
Χ . Κ Ο Υ Μ Ε ΝΑ ΥΠΟΣΤΗΡΊΖΕΤΑΙ
συχνά όπ ο Μαρξ, τόσο στα
θεωρητικά γραπτά του όσο και στα πολιτικά του κείμενα, δίνει υπερβολική σημασία στην παραγωγή υλικών αγαθών και ότι δεν είδε, συνεπώς, τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή στο περιβάλλον όπως και στην καθημερινή ζωή των εργαζομένων όταν εκλαμβάνεται ως πρώτη προτεραιότητα. Οι κοινωνίες που αναφέρθηκαν στη σκέψη του θα μπορούσαν εύκολα να προσφέρουν επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης: έχοντας ως μέλημα να ανταγωνιστούν τον καπιταλισμό στο πεδίο της οικονομίας, αναπτύχθηκαν εξαίροντας την παραγωγική εργασία και λησμονώντας ότι το αλλοτριωτικό μπορεί να την εμπεριέχει, ενώ δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους τους κινδύνους για το περιβάλλον που συνεπάγεται η εποχή της βιομηχανίας και της πυρηνικής ενέργειας. Η καταστροφή του Τσερνομπίλ ερμηνεύθηκε, μάλιστα, από πολλούς ως ένδειξη ότι ο μαρξισμός ο ίδιος μπορούσε να οδηγήσει σε παρόμοιες καταστροφές, αφού φαίνεται να υπερασπίζεται αλόγιστα τον ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων, αναγορεύοντας τες σε «δημιουργό» της ιστορίας. Έχει βάση αυτή η κατηγορία εναντίον του μαρξισμού του Μαρξ; Μπορούμε να πούμε ότι τρέφει αλόγιστη λατρεία για την παραγωγή;
115
Υβόν Κινιού. Καρλ Μαρξ
Στην πραγματικότητα, το ζήτημα έχει δύο πλευρές. Σε καθαρώς θεωρητικό επίπεδο, είναι αλήθεια ότι ο Μαρξ αποδίδει στην ανθρωπολογία του αποφασιστικό ρόλο στην υλική παραγωγή. Είναι γι' αυτόν η βάση της ανθρώπινης ύπαρξης, αφού σηματοδοτεί τη ρήξη, στην κλίμακα της εξέλιξης, ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο και, όπως είδαμε εξετάζοντας την αντίληψή του για την ιστορία και την κοινωνία, καθορίζει το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που φαίνονται άσχετες με την παραγωγή. Τέλος, η παραγωγική εργασία καταλαμβάνει κατ" εκείνον κεντρική θέση στην ανάπτυξη του ανθρώπου: επιτρέπει στην ανθρωπότητα να κυριαρχήσει επί της φύσεως, να αναπαράγει τη φυσική ζωή της, να ικανοποιεί αυξανόμενες ανάγκες και να πραγματώνει τις πολλαπλές ικανότητες που υπάρχουν μέσα της. Υπάρχει, λοιπόν, σαφώς στον Μαρξ, από όλες αυτές τις απόψεις, η αναγνώριση ενός πρωτείου της οικονομικής παραγωγής, και σ' αυτό ακριβώς συνίσταται η πρωτοτυπία της συνολικής του υλιστικής αντίληψης. Όμως, αυτό το καθαρώς νοησιακό πρωτείον της οικονομίας στην αιτιώδη ακολουθία της κατανόησης ή της εξήγησης της ανθρώπινης πραγματικότητας, δεν έχει καμιά σχέση με κάποια προτεραιότητα που θα το καθιστούσε υπέρτατη αξία της ύπαρξης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της ελευθερίας με την παραγωγική εργασία το δείχνει σαφώς. Στις συγκεκριμένες αναλύσεις του, δεν σταματάει να καταγγέλλει τον «απάνθρωπο» χαρακτήρα της εργασίας που επιβάλλεται στον εργάτη από το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής: ο συναρτώμενος με τη μεγάλη βιομηχανία καταμερισμός εργασίας επιφέρει έναν ακραίο κατακερματισμό των εργασιακών δραστηριοτήτων που συνθλίβει τον ίδιο τον άνθρωπο, τον καταδικάζει σε μιαν αποσπασματική δραστηριό-
116
τητα, επαναληπτική και κενή νοήματος και, τελικά, η βιομηχανική εργασία μετατρέπει τον εργάτη σε «απόφυση» ή «απλό εξάρτημα» της μηχανής, χωρίς καμιά αυτονομία. Ασφαλώς, ένα μέρος αυτής της «απανθρωπιάς» οφείλεται στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, στην απουσία δημοκρατίας στους κόλπους της, και στις επιταγές της αναζήτησης του κέρδους που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, θ α μπορούσε, συνεπώς, να περιοριστεί από μία άλλη οργάνωση της εργασίας, που θα βασιζόταν στην πολλαπλή ειδίκευση και στην κοινή εκ περιτροπής εκτέλεση των διαφόρων εργασιών και, ευρύτερα, από μία άλλη κομμουνιστική αντίληψη για την κοινωνία, στην οποία η παραγωγή θα έπαυε να είναι υποταγμένη στα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η «συσσωρευμένη εργασία» ανακτά τότε τον ρόλο που δεν έπρεπε να είχε χάσει ποτέ: «ένα μέσο για τη διεύρυνση, τον εμπλουτισμό και την πρόοδο της ζωής των εργαζομένων» (Μανιφέστο.), και την πρόσβασή τους, έτσι, σε μία ελευθερία κοινωνική και, συνάμα, συγκεκριμένη. Ωστόσο, ο συγγραφέας του Κεφαλαίου συνειδητοποιεί πλήρως ότι η ελευθερία που μπορεί να κατακτηθεί έτσι χάρη στην παραγωγική εργασία είναι ανθρωπολογικώς περιορισμένη: μία ελευθερία που παίρνει τη μορφή του τεχνικού και κοινωνικού ελέγχου της αναγκαιότητας στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, και δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η τελευταία. Δηλώνει, λοιπόν, σαφώς ότι η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου βρίσκεται πέραν της υλικής παραγωγής, στην «ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνάμεων ως αυτοσκοπό», και ότι αυτή προϋποθέτει τη «συντόμευση της εργάσιμης ημέρας» (τόμος III, 3). Έτσι, αυτό που εννοεί όταν προτείνει, στην Κριτική rου Προγράμματος τηςΓκότα, να γίνει η εργασία «η πρώτη ζωτική ανάγκη», δεν είναι η γενίκευση της παραγωγικής εργασίας, αλλά η μείωση του χρόνου που αφιερώνεται σε αυτήν. Βρι-
117
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
σκόμαστε πολύ μακριά από την παραγωγιστική μανία που του αποδίδεται συχνά! Ο σημαντικός ρόλος που ο Μαρξ αποδίδει στην παραγωγική δραστήριότητα, στο επίπεδο της κατανόησης των αιτίων της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης του ανθρώπου, δεν τον οδηγεί λοιπόν ποτέ στο να την αναγορεύσει σε τελικό σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Η εργασία την οποία εξυψώνει, σε αυτό το επίπεδο, είναι η πνευματική εργασία, εκείνη που επιτρέπει στον άνθρωπο να αυτο-ολοκληρωθεί. Ο Μαρξ βρίσκεται, λοιπόν, στον αντίποδα της οικονομιστικής ιδεολογίας που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, ειδικότερα σήμερα, και την οποία το επίσημο κομμουνιστικό κίνημα υιοθέτησε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Προαγγέλλει, αντιθέτως, την κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας, όπως τη βλέπουμε να εκφράζεται στον 20ό αιώνα, για παράδειγμα στον Μονοδιάστατο άνθρωπο του Μαρκούζε (1968). Μπορούμε, μάλιστα, να πούμε ότι η μόνιμη έγνοιά του να νοήσει την ανθρώπινη ιστορία στη σχέση της με τη φύση, και τη φύση στη σχέση της με την ιστορία, προσφέρει το απαραίτητο νοησιακό πλαίσιο στη σύγχρονη οικολογία όταν αυτή καταγγέλλει τις αρνητικές επιπτώσεις του παραγωγισμού στο φυσικό περιβάλλον: η καταστροφή της φύσης δεν ισοδυναμεί μήπως, υπ' αυτή την οπτική, με καταστροφή αυτού από το οποίο εξαρτάται ο άνθρωπος; Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ο συγγραφέας του Μανιφέστου δεν είναι ένας ουτοπιστής που θα ονειρευόταν μία ιδεώδη κοινωνική κατάσταση, απαλλαγμένη από τους καταναγκασμούς της παραγωγής. Η κοινωνία που προτείνει συνεπάγεται μία ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας: η ρήξη με τον καπιταλισμό προϋποθέτει τα κεκτημένα του τελευταίου, και, επιπλέον, απαραίτητος όρος για την πραγμάτωση των πιο απελευθερωτικών πλευρών του κομμουνισμού είναι η υλική αφθονία. Επιπλέον,
118
η υπέρβαση του καταμερισμού εργασίας προϋποθέτει τεχνικά μέσα που παρέχει η σύγχρονη επιστήμη, η πολύπλευρη ανάπτυξη των ατόμων δεν έχει κανένα νόημα σε μία ανεπαρκώς ανεπτυγμένη από την άποψη των παραγωγικων δυνάμεων κοινωνία, ο πλούτος για την ατομική ικανοποίηση των αναγκών έχει ως βάση τον συλλογικό πλούτο και, τέλος, η ιστορική προοπτική του κομμουνισμού προϋποθέτει παγκόσμιες συνθήκες που μόνο η σύγχρονη παραγωγή και οι σύγχρονες ανταλλαγές μπορούν να δημιουργήσουν. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Μαρξ δεν σταμάτησε να ασκεί κριτική σε εκείνους που δεν αναγνωρίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο της παραγωγής στη χειραφέτηση του ανθρώπου και καταφεύγουν σε μία αφηρημένη και ηθικολόγα καταγγελία του καπιταλισμού. Το έκανε, όμως, ξεκινώντας από αυτό το παράδοξο που προσδιορίζει την ουσία της σκέψης του: πρέπει να αποκτήσουμε τα οικονομικά μέσα για να απαλλαγούμε από την τυραννία της οικονομίας στις ζωές μας, διότι αυτός είναι ο ουσιώδης σκοπός.
119
«Ο κομμουνισμός είναι ουτοπία, απέτυχε πανιού»
Τα κομμουνιστικά καθεσιώια υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν μέσα σε μερικούς μήνες rn θέση τ ους στις ιδέες που η
Οκτωβριανή Επανάσταση πίστεψε ότι είχε εξαλείψει και αντι-
καταστήσει (...). Yrf αυτή την έννοια, η αποτυχία είναι απόλυτη, αφού εξαλείφει την αρχική φιλοδοξία. Φ. Φυρέ, Το παρελθόν μιας αυταπάτης, 1995
TJ Χ
Χ
ΘΕΣΗ ΣΎΜΦΩΝΑ
με την οποία ο Μαρξ είναι ένας ουτο-
πιστής στοχαστής είναι παλιά, αλλά επανήλθε στο προσκήνιο έπειτα από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989. Πράγματι, η πλειονότητα των καθεστώτων που ονομάζονταν κομμουνιστικά εξαφανίστηκαν από τον πλανήτη έκτοτε και η μόνη μεγάλη χώρα που εξακολουθεί να διεκδικεί τον χαρακτηρισμό, η Κίνα, μπορεί να κυβερνάται από ένα κομμουνιστικό κόμμα αλλά, στην πραγματικότητα, η βάση της οικονομικής οργάνωσής της είναι ευρέως καπιταλιστική. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι ο κομμουνισμός είναι σήμερα, με την ακριβή έννοια του όρου,
OV-TOWKÔÇ
δεν υπάρχει σε κανέναν
τόπο. Όμως, η επικρατούσα λογική πήγε ακόμα πιό μακριά, και συμπέρανε ότι ο κομμουνισμός είναι ένα ουτοπικό ιδεώδες με την τρέχουσα έννοια του όρου, δηλαδή ένας σκοπός απραγματοποίητος, που κανένα μέλλον δεν θα μπορούσε, εφεξής, να φιλοξενήσει. Η αποτυχία του προβάλλεται, έτσι, πάνω στη σκέψη του Μαρξ, για την οποία πολλοί αποφαίνονται ότι διαψεύστηκε τελεσίδικα από την ιστορία, και συμπεραί-
120
νουν ότι η ιδέα πως ο καπιταλισμός οδεύει αναπόφευκτα προς τον χαμό του και οφείλει να παραχωρήσει τη θέση του στον κομμουνισμό, δεν έχει προφανώς νόημα. Το πολύ πολύ να μένει από αυτή μία κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, εξεταζόμενου από την άποψη των κοινωνικών του επιπτώσεων- αλλά τι αξία έχει μία κριτική που, ελλείψει στερεής επιστημονικής βάσης, δεν έχει πρακτικές συνέπειες; Στην πραγματικότητα, η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη, για όποιον διατηρεί am μνήμη του το ουσιαστικό στοιχείο της αντίληψης του Μαρξ για την επαναστατική μετάβαση στον κομμουνισμό: η τελευταία δεν θα γίνει και δεν μπορεί να γίνει με επιτυχία παρά αν ξεκινάει από τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, ενώ προϋποθέτει τα οικονομικά κεκτημένα του τελευταίου, τη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας μισθωτών συνδεόμενων άμεσα ή έμμεσα με τη μεγάλη βιομηχανία που αντικειμενικά θα έχουν συμφέρον από αυτή την αλλαγή και, τέλος, θα πρέπει να πάρει m δημοκρατική μορφή ενός μαζικού κινήματος στο οποίο θα μετέχει η «συντριπτική πλειοψηφία» (Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος)· Από αυτή την άποψη, η επανάσταση των Μπολσεβίκων, που έγινε σε μία χώρα υπο-ανάπτυκτη και με μία μειοψηφική εργατική τάξη, εμφανίζεται σαφώς ως μία βολονταριστική παρανόηση της θεωρίας που παρέβλεψε το πρακτικό δίδαγμα, όπως υπενθύμισε κατ' επανάληψη ένας ιστορικός τόσο νηφάλιος όσο ο Μ. Λεβίν. Οδήγησε σε ένα σύστημα, το σοβιετικό σύστημα, που ανπγράφηκε λίγο-πολύ από όλες τις δορυφορικές χώρες του Ανατολικού συνασπισμού, και το οποίο αποτελούσε παραμόρφωση του αρχικού σχεδίου από πολλές απόψεις: μακροπρόθεσμη δυσλειτουργία της οικονομίας αντί της οριστικής απελευθέρωσης του δυναμισμού της, απουσία πραγματικής κοινωνικής δημοκρατίας και παντοδυναμία ενός κόμματος-κράτους αντί της απονέκρωσης του κρά-
121
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
τους, ασφυξία της ατομικής πρωτοβουλίας αντί της γενικευμένης χειραφέτησης που ο κομμουνισμός υποσχόταν. Αυτό που απέτυχε, λοιπόν, και δεν υπάρχει πλέον (ου-τοπία), δεν είναι η εφαρμογή της θεωρίας του Μαρξ αλλά μία παραμόρφωση της, και μάλιστα το αντι-παράδειγμά της, η εξάλειψη της οποίας αίρει την υποθήκη που βάρυνε πάνω σε αυτή τη σκέψη όταν πιστευόταν ότι ήταν η πιστή εφαρμογή της. Αντιστρόφως, η υπόθεση ότι μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε με επιτυχία τον κομμουνισμό με βάση τις συνθήκες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όπως προβλέπει η θεωρία, δεν δοκιμάστηκε ακόμα ιστορικά, ιδιαίτερα με την έννοια μιας αρνητικής εμπειρίας που θα αποδείκνυε τελεσίδικα ότι είναι ανέφικτη, άρα ότι είναι ουτοπική με την τρέχουσα έννοια. Μπορούμε, μάλιστα, να υποστηρίξουμε το αντίστροφο. Πολλές από τις προβλέψεις του συγγραφέα του
Κεφαλαίου,
που αφορούν σε αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε, συμφωνώντας με τον Αμερικανό οικονομολόγο Ρ.-Λ. Χαϊλμπρόνερ, «εσωτερική εξέλιξη» του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από την πρόγνωσή του για την κατάληξή της σε έξοδο από το εν λόγω σύστημα, έχουν πραγματοποιηθεί: συγκέντρωση της ιδιοκτησίας, τακτικές κρίσεις, ενίσχυση των ταξικών ανισοτήτων, κ.λπ. Παράλληλα, στο πρακτικό επίπεδο, ορισμένα μέτρα μαρξιστικής έμπνευσης που εφαρμόστηκαν από τα σοσιαλδημοκρατικά καθεστώτα, όπως οι εθνικοποιήσεις, η αναδιανομή μέσω της φορολογίας, ή η κοινωνική δημοκρατία, στέφθηκαν με επιτυχία τον 20ό αιώνα, και αποτελούν ενδείξεις για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί για την ενδεχομένως επιτυχή μετάβαση στον σοσιαλισμό ή στον κομμουνισμό. Αν ο κομμουνισμός συνίσταται στην εκπλήρωση των υποσχέσεων της καπιταλιστικής δημοκρατίας -υποσχέσεων που η τελευταία κάνει αλλά είναι ανίκανη να τηρήσει-, τότε
122
τίποτε δεν μας λέει ότι η σκέψη του Μαρξ αδυνατεί να μας δείξει, ως προς την ουσία, τον δρόμο. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν πράγματα που πρέπει να επανεξεταστούν σε αυτή τη θεωρία. Δύο παραδείγματα αρκούν. Η προοπτική μιας ριζικής υπέρβασης των εμπορευματικών σχέσεων και της αγοράς μπορεί να φανεί επικίνδυνη: δεν κινδυνεύουμε, μήπως, να τις αντικαταστήσουμε με μία κεντρική οργάνωση που θα προγραμματίζει τις ανάγκες και θα τους επιβάλλει αυταρχικούς κανονισμούς; Κυρίως, όμως, υπάρχει το δυσκολότατο πρόβλημα της απονέκρωσης του κράτους. Ο Μαρξ την προέβλεψε σαφώς διότι συνέδεσε την ύπαρξη του κράτους αποκλειστικά με τις οικονομικές ταξικές αντιθέσεις που ο κομμουνισμός αποσκοπεί, εξ ορισμού, να εξαλείψει. Όμως, η εξάλειψη αυτών των αντιθέσεων δεν σημαίνει αναγκαστικά το τέλος όλων των κοινωνικών αντιθέσεων, όπως αυτών που έχουν να κάνουν με την άσκηση της εξουσίας, οπότε δύσκολα μπορούμε να διανοηθούμε το τέλος κάθε κρατικής ρύθμισης. Ευρύτερα, ο Μαρξ δεν φαντάστηκε ότι θα μπορούσαν να ορθωθούν σε αυτόν τον δρόμο γενικότερα ανθρωπολογικά εμπόδια: η νιτσεϊκή υπόθεση για την ύπαρξη σε όλους τους ανθρώπους μιας βούλησης για δύναμη, όπως και εκείνη, επιστημονικά πιο θεμελιωμένης, για την ύπαρξη μιας αρχικής επιθετικής ενόρμησης που διατύπωσε ο Φρόυντ, μας υποχρεώνει να φανταστούμε, τουλάχιστον προνοητικά, μία ανθρώπινη φύση που δεν υπακούει αυστηρά στην ιστορία και καθιστά δύσκολη την κοινωνικοποίηση του τέκνου του ανθρώπου και την αυτόματη ειρήνευση των διαπροσωπικών ανθρώπινων σχέσεων. Αν αυτή η υπόθεση επαληθευτεί, θα χρειαστεί να παραδεχτούμε ότι η ανθρώπινη συγκρουσιακότητα δεν θεμελιώνεται μόνο στην ατομική ιδιοκτησία της οικονομίας και ότι είναι κι αυτή, εν μέρει, αποτέλεσμα φυσικών αιτίων στα οποία
123
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
καμιά πολιτική δεν επιδρά άμεσα, και τα οποία θα καθιστούν πάντα αναγκαία μία κανονιστική καταστολή από μέρους της πολιτικής εξουσίας, για να είναι δυνατός ο «κοινός βίος». Σε αυτή την περίπτωση, θα υπήρχε μία δόση πολιτικής ουτοπίας στον μαρξικό κομμουνισμό, η οποία θα παρέπεμπε σε ένα είδος ανθρωπολογικής αισιοδοξίας, υποτιμώντας τη φυσικώς σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία δεν θα μπορούσε να ακυρώσει αυτό που, στο έργο του Μαρξ, βασίζεται σε μία αντικειμενική ανάλυση της ιστορίας, των υπαρκτών ανπθέσεών της και των ολοφάνερων δυνατοτήτων μετασχηματισμού που συνεπάγονται, δυνατοτήτων τις οποίες δεν θα πρέπει να μας κάνει να λησμονούμε η σκιά της τελικής αποτυχίας της επανάστασης των Μπολσεβίκων. Η απαίτηση για μιαν άλλη συλλογική οργάνωση της οικονομίας δεν μπορεί, λοιπόν, να θεωρηθεί χιμαιρική ή ουτοπική, σήμερα, που η κυριαρχία του καπιταλισμού στον κόσμο φαίνεται να παράγει παντού συγκρούσεις και αδικίες, προκαλώντας μία ολοένα και αυξανόμενη εχθρότητα εναντίον του. Μπορεί να θεωρηθεί χιμαιρική ή ουτοπική μόνο η πίστη ότι αυτή η άλλη συλλογική οργάνωση θα πραγματωθεί και θα επιβιώσει χωρίς ηθικούς κανόνες εγγεγραμμένους σε ένα καταναγκαστικό δίκαιο, και χωρίς ένα κράτος ικανό να το εφαρμόσει.
124
Η πολιτική επιρροή του Μαρξ Οι ιδέες του Μαρξ είχαν τεράστια επίδραση στην πορεία της παγκόσμιας ιστορίας από τα τέλη του 19ου αιώνα κι έπειτα, μέσα από τους αγώνες του εργατικού κινήματος. Τα κόμματα που το αντιπροσώπευαν και αποκαλούνταν σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά αναφέρονταν στη σκέψη του Μαρξ και απέβλεπαν στην κατάργηση του καπιταλισμού διά της δημοκρατικής οδού. Ήταν η περίπτωση του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος εκείνης της εποχής, στο οποίο ο Ζορές όριζε σαφώς ως στόχο την οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας (βλ. Το Πνεύμα του
Σοσιαλισμού,
Denoël Gonthier, 1971). Η κατάσταση άλλαξε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, με τις ελπίδες που γέννησε και με τις υπερβολές της. Πυροδότησε τη δημιουργία κομμάτων που δηλώνουν ανοιχτά κομμουνιστικά και τα οποία υποστηρίζουν αυτή την επανάσταση και το μοντέλο κοινωνίας που εγκαθιδρύει. Την επαύριο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου εγκαθιδρύονται σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Κίνας, καθεστώτα που, ακολουθώντας τα ίχνη του σοβιετικού συστήματος, ισχυρίζονται ότι εφαρμόζουν το πρόγραμμα του Μαρξ, ενώ δεν τηρούν το δημοκρατικό του ιδεώδες. Δημιουργείται τότε ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα σε ένα μαρξιστικό ρεύμα που επιλέγει έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό και εννοεί να τον πραγματοποιήσει βαθμιαία, ξεκινώντας αηό τις συνθήκες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού [εκτός από το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) που εγκατέλειψε τον μαρξισμό το 1959], και ένα ρεύμα επισήμως κομμουνιστικό που αυτο-ορίζεται ως μαρξιστικό-λενινιστικό, υποστηρίζει ότι ο κομμουνισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και ξεκινώντας από συνθήκες μη ανεπτυγμένου καπιταλισμού και επιτρέπει σοβαρές παραβιάσεις της πολιτικής δημοκρατίας. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, η αναφορά στον Μαρξ είναι παρούσα και χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον 20ό αιώνα: το ένα τρίτο του πλανήτη ονομαζόταν κομμουνιστικό, το άλλο τρίτο μπορεί να παρέμενε καπιταλιστικό αλλά δεχόταν την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων (κοινωνικών και οικονομικών) που έφεραν τα ίχνη
125
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
της μαρξικής κριτικής του καπιταλισμού, και, τέλος, πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου έτειναν προς έναν μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Η κατάσταση δεν είναι πλέον η ίδια έπειτα από την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος. Ό μ ω ς , σε αντίθεση με ό,τι λέγεται συχνά, η σκέψη του Μ α ρ ξ δεν έχει εξαφανιστεί από το παγκόσμιο πολιτικό πεδίο και παραμένει, συνεπώς, ένα διακύβευμα εξουσίας. Η Κίνα, χώρα με πάνω από ένα δισεκατομμύριο κατοίκους, κυβερνάται από ένα κομμουνιστικό κόμμα, έστω και αν η οικονομία της εντάσσεται ευρύτατα στην οικονομία της αγοράς, το ίδιο και το Βιετνάμ και η Βόρεια Κορέα. Στην Ινδία και σε μία γειτονική χώρα, το Νεπάλ, υπάρχουν κομμουνιστικά κόμματα με πολύ μεγάλη επιρροή. Η Κούβα παραμένει το σύμβολο της αντίστασης στην ηγεμονία του αμερικανικού καπιταλισμού, και ο τελευταίος αντιμετωπίζει πλέον έναν μεγάλο και απρόσμενο αντίπαλο σε μία Λατινική Αμερική που στρέφεται βαθμιαία αριστερά. Τέλος, στη Δύση, διάφορα κόμματα αναφερόμενα σε έναν κομμουνισμό αποσυνδεδεμένο από τον λενινισμό, συμφιλιωμένο οριστικά με τη δημοκρατία και επιστρέφοντας, συνεπώς, στο αρχικό πνεύμα του Μαρξ, ανακτούν δυνάμεις ενώ πολλοί είχαν βιαστεί να τα θεωρήσουν ετοιμοθάνατα. Α ς προστεθεί ότι, στους κόλπους των σοσιαλιστικών κομμάτων που δελεάζονται από την αποδοχή του καπιταλισμού και την εγκατάλειψη του μαρξισμού, υψώνονται κριτικές φωνές που αμφισβητούν τις κοινωνικές οπισθοδρομήσεις που παρατηρούνται στους κόλπους του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Τ ο γαλλικό «όχι» στο ευρω-σύνταγμα, το 2005, υπήρξε επίσης η έκφραση αυτής της τάσης. Η σελίδα της ιστορίας στο άνοιγμα της οποίας συνέβαλε ο
συγγραφέας του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, δεν έχει, λοιπόν, ξανακλείσει.
126
Κατακλείδα
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
Ο Μαρξ μετά τον Μαρξ Ένας θεωρητικός κληρονόμος: ο Πιερ Μπουρντιέ Τ ο σημαντικό έργο του Γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ (1930-2002) είναι η απόδειξη ότι η κληρονομιά του Μ α ρ ξ είναι ολοζώντανη, ακόμη και όταν δεν τη διεκδικούν ανοιχτά. Πράγματι, παρότι ο Μπουρντιέ αναφέρεται ελάχιστα στον συγγραφέα του Κεφαλαίου,
οι βασικές έννοιες της θεωρίας του (βλ., ειδικά,
τις εργασίες του Η Αναπαραγωγή, Η Αίσθηση της Πρακτικής και Η Διάκριση,
που εκδόθηκαν όλες από τις εκδόσεις Minuit το 1970,
1989 και 1979, αντίστοιχα) εγγράφονται σ α φ ώ ς στη συνέχεια εκείνων του Γερμανού στοχαστή: ρόλος της πρακτικής, καθορισμός των ικανοτήτων και των προσδοκιών των ατόμων από τρόπους ύπαρξης κοινωνικής προέλευσης, σημαντικός ρόλος του «πολιτιστικού κεφαλαίου» που ενισχύει-εκείνον του οικονομικού κεφαλαίου, διάρθρωση της κοινωνίας από σχέσεις κυριαρχίας που δεν έχουν τίποτε το φυσικό, αποτελεσματικότητα της συμβολικής κυριαρχίας συναρτώμενης με τις ιδέες και τις αναπαραστάσεις, χειραφετητικός ρόλος της γνώσης που φέρει στους καταπιεσμένους τη συνειδητοποίηση της καταπίεσής τους - όλα αυτά σχηματίζουν όντως αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε έναν «νεομαρξισμό», ταυτόχρονα ευρηματικό εννοιολογικά και άκρως πληροφορημένο εμπειρικά. Στον οποίο προστίθενται, θα μπορούσαμε να πούμε, ένας ανένδοτος υλισμός και μια μεθοδολογική απόρριψη των ψευδαισθήσεων συναρτώμενη με την επιστημονική μέθοδο που ο Μ α ρ ξ θα επικροτούσε και της οποίας η εργα-
σία Μάθημα πάνω στο μάθημα (Minuit, 1982) προσφέρει το πιο λαμπρό παράδειγμα. Οι δημόσιες τοποθετήσεις του Μπουρντιέ, αργοπορημένες αλλά ριζοσπαστικές, υπέρ της αμφισβήτησης του φιλελευθερισμού, ενώ είχε μια λαμπρή σταδιοδρομία στο College de France, επιβεβαιώνουν με τον τρόπο τους αυτή τη μαρξική, αν όχι «μαρξιστική» βάση της θεωρητικής του εργασίας.
128
«Ο Μαρξ δεν πέθανε:
Κ
ν » ^
Μ Α Ρ Ξ ΠΕΘΑΝΕ»:
θ α μπορούσε να είναι ένα τελευταίο
στερεότυπο που διατυμπανίστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα με την υπολανθάνουσα ελπίδα, που έτρεφαν αναμφίβολα οι διακινητές του, ότι η κατ' επανάληψη αναγγελία αυτού του θανάτου θα τον έκανε πραγματικότητα. Ωστόσο, όλος μας ο στοχασμός σε αυτή την εργασία έτεινε να αποδείξει το αντίθετο και κάθε άλλο παρά λείπουν οι ενδείξεις στα MME ότι η συλλογική συνείδηση έχει αλλάξει όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Το περιοδικό Le Nouvel Observateur, που δεν είναι δα και μαρξιστικό, μπόρεσε έτσι να αφιερώσει ένα από τα έκτακτα τεύχη του (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2003) στον «Μαρξ, στοχαστή της τρίτης χιλιετίας;» χωρίς να προκαλέσει τις διαμαρτυρίες των αναγνωστών του. Ομοίως, το περιοδικό Télérama κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Μαρξ, η επιστροφή» (15-21 Μαρτίου 1997), και ο ραδιοφωνικός σταθμός France Culture αφιέρωσε μία εκπομπή σε αυτό το θέμα (2 Ιουλίου 1999). Ευρύτερα, εκδίδονται εργασίες για τον Μαρξ ή με βάση τον Μαρξ, με άκρως ποικίλα αντικείμενα ανάλυσης και υπό άκρως ποικίλες οπτικές γωνίες. Ένα περιοδικό όπως το Actuel Marx, εκδιδόμενο από τον οίκο PUF, συγκεντρώνει καινοτόμες πνευματικές δυνάμεις και οργανώνει συνέδρια των οποίων η διεθνής απήχηση είναι αναμφισβήτητη. Και στις ΗΠΑ ή στην Αγγλία βλέπουμε την ισχυρή παρουσία του μαρξισμού στα πανεπιστήμια με τη λεγόμενη «αναλυτική» μορφή, που στοχεύει στην ενίσχυση της εννοιολογικής ακρίβειας της μαρξικής θεωρίας. Πώς να ερμηνεύσουμε αυτή τη συνέχεια ή αυτή την αναγέννηση;
129
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
Πρώτα πρώτα, είναι σαφές ότι η καθαρώς φιλοσοφική σκέψη που συνεπάγεται το έργο του Μαρξ δεν θα μπορούσε να απειλείται από κάποιον «θάνατο», αν λάβουμε υπόψη μας ότι αυτή διαρθρώνεται με τις επιστήμες: είναι οι επιστήμες που επιβάλλουν τον φιλοσοφικό υλισμό, την ευαίσθητη στον χρόνο διαλεκτική μορφή που οφείλει να παίρνει εφεξής αυτή η φιλοσοφική σκέψη, και οι οποίες τού απαγορεύουν να παγιωθεί σε ένα νέο κλειστό σύστημα και του παρέχουν τη βάση για τις νέες θεωρητικές επεξεργασίες που εμφανίζονται στον τομέα της διαλεκτικής ή της ηθικής. Αν, λοιπόν, υπάρχει ερώτημα για την επιβίωση της μαρξικής εισφοράς, αυτό πρέπει να αφορά στον τομέα των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής προοπτικής. Σχετικά με τις κοινωνικές επιστήμες, ένα πράγμα είναι ολοφάνερο: το θεωρητικό έργο του Μαρξ έχει μία ασύγκριτη αναλυτική και εξηγητική αξία, είτε πρόκειται για τη λειτουργία των νόμων της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είτε, σημείο εξίσου σημαντικό και το οποίο έχουμε την τάση να παραβλέπουμε, για τη θεώρηση των μετασχηματισμών στο επίπεδο της μακροιστορίας, με την προσοχή που δίνει στον καθοριστικό ρόλο της παραγωγής. Τα σημεία που δεν εμβάθυνε αρκετά μπορούμε να τα εμβαθύνουμε με βάση τις δικές του γενικές έννοιες, εκτός κι αν αλλάξουμε θεωρητικό παράδειγμα και αποδείξουμε ότι η βάση της ιστορικής δράσης είναι το άτομο. Οι ανατροπές στις παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές αλλαγές που αυτές επιφέρουν μπορούν επίσης να κατανοηθούν, καθώς φαίνεται, ξεκινώντας από την ίδια γενική βάση και παράγοντας εν ανάγκη νέες έννοιες για τις λεπτομέρειες. Μόνο οι ανθρωπολογικές υποθέσεις ενός Φρόυντ ή ενός Νίτσε, που αναφέραμε ήδη, σχετικά με την ανθρώπινη επιθετικότητα ή τη βούληση για δύναμη, θα μπορούσαν να κλονίσουν το οικοδόμημα.
130
Μένει ίο ζήτημα του πολιτικού προτάγματος, που δεν μπορεί να διαχωριστεί εντελώς από το προηγούμενο. Πολλά από τα μειονεκτήματα που του αποδίδουν οφείλονται στο ότι οι επικριτές του δεν έκαναν την απαιτούμενη προσπάθεια για να το καταλάβουν σε όλο του το βάθος και στο γεγονός ότι προβάλλουν σε αυτό τις ελλείψεις του «υπαρκτού κομμουνισμού», ο οποίος ήταν κομμουνισμός μόνο κατ' όνομα (με εξαίρεση ορισμένες αναμφισβήτητες κοινωνικές κατακτήσεις). Η κατάρρευση του τελευταίου επιτρέπει, λοιπόν, να ξαναστοχαστούμε αυτό το πολιτικό πρόταγμα και να το ξαναπροτείνουμε ανανεωμένο, με βάση το σκιαγράφημα που ο Μαρξ μάς άφησε - έργο που καθιστά ακόμη πιο αναγκαίο το γεγονός ότι ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, χωρίς εξωτερικό αντίπαλο, φαίνεται να ανακτά τις καταστροφικές, αν όχι αυτοκαταστροφικές του δυνατότητες που ο Μαρξ είχε εντοπίσει, και τις οποίες συγκρατούσε κάπως την εποχή που υπήρχε το σοβιετικό σύστημα. Δεν είναι μήπως αλήθεια ότι βλέπουμε πολυάριθμα έργα να αναγγέλλουν ότι ο χρηματιστικός καπιταλισμός όπως λειτουργεί σήμερα σκάβει ο ίδιος τον λάκκο του και παρασύρει σε αυτόν την ανθρωπότητα; Δεν βλέπουμε μήπως το κίνημα για μιαν άλλη παγκοσμιοποίηση να απαιτεί μιαν άλλη αναπτυξιακή λογική σε πλανητική κλίμακα, για να τεθεί τέρμα στην αδικία και να αντιμετωπισθεί η οικολογική κρίση που μας απειλεί; Και δεν παριστάμεθα μήπως σε μία ανάκαμψη, κατά τόπους, της επιρροής των επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων; Η προτροπή να διαβάσουμε τον Μαρξ, πέρα από τις προκαταλήψεις που περιβάλλουν το έργο του, δεν είναι, λοιπόν, μία πρόσκληση να περάσουμε στο μέλλον πισοπατώντας- σημαίνει, αντιθέτως, ότι μας είναι απαραίτητος για να αντιμετωπίσουμε το μέλλον με νηφαλιότητα και, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, με ανθρωπιά.
131
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
Μια πολιτική κληρονομιά: Το κίνημα για μιαν άλλη παγκοσμιοποίηση Αν θυμηθούμε ότι ο Μαρξ οραματιζόταν μία παγκόσμια επανάσταση, τις προϋποθέσεις της οποίας δημιουργούσε η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και τα οικονομικά της κεκτημένα (η θέση δι&τυηώνεται σαφώς στη Γερμανική ιδεολογία),
και ότι καλούσε τους «προλετάριους
όλων των χωρών» να ενωθούν (Κομμουνιστικό Μανιφέστο), τότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το κίνημα για μιαν άλλη παγκοσμιοποίηση εηικαιροποιεί, κατά κάποιον τρόπο, αυτή την προοπτική και αποδεικνύει την ορθότπτά της. Σε αντίθεση με ό,τι λένε οι επικριτές του για να το δυσφημίσουν, το κίνημα αυτό, που εμφανίστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα, δεν απορρίπτει την παγκοσμιοποίηση, αλλά επιδιώκει να αντιστρέψει τη σημερινή πορεία της και αγωνίζεται, συνεπώς, για μιαν άλλη παγκοσμιοποίηση. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η καπιταλιστική αναζήτηση του κέρδους, που εκτείνεται παντού στον κόσμο (συμπεριλαμβανομένων και των λεγόμενων «κομμουνιστικών» καθεστώτων που απομένουν), οξύνει εφεξής τις ανισότητες ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες, παρεμποδίζει την αυτόνομη ανάπτυξη των τελευταίων, ενισχύει τις κοινωνικές αδικίες και, ταυτόχρονα, απειλεί το περιβάλλον σε πλανητική κλίμακα, το κίνημα για μιαν άλλη παγκοσμιοποίηση προτείνει τον έλεγχο, σε μια πρώτη φάση, ή τη ρύθμιση αυτής της διαδικασίας. Εναντίον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) προτείνει, για παράδειγμα, με την πρωτοβουλία της ATTAC Γαλλίας, τη φορολογία των ροών κεφαλαίων. Απαιτεί, επίσης, τον πλήρη συνυπολογισμό της οικολογικής διάστασης στην ανάπτυξη της υλικής παραγωγής. Ή, ακόμη, οργανώνει τακτικά παγκόσμια φόρα με θέμα μιαν άλλη θεώρηση της παγκόσμιας οικονομίας, στην οποία το κοινωνικό φιτημα θα καθίστατο πρωταρχικό.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το κίνημα δεν καταφέρνει συγκεκριμένα να βρει την πολιτική του έκφραση στο εσωτερικό των διαφόρων χωρών και διστάζει να στρατευτεί προς την κατεύθυνση που πρότεινε ο Μαρξ και η οποία είναι η μόνη που θα του επέτρεπε να ξεπεράσει μία στάση απλής αμφισβήτησης: την κατεύθυνση του κομμουνισμού. Τούτο δείχνει αρκούντως πόσο δύσκολο είναι να ταχθεί κανείς υπέρ μιας πραγματικής αντικατάστασης του καπιταλισμού, έπειτα από την κατάρρευση του «ιστορικού κομμουνισμού».
132
Παραρτήματα
Για να μάθουμε περισσότερα
Τ Χ Α
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ
που παρατίθενται εδώ είναι διαθέσιμα στις
εκδόσεις Éditions Sociales ή στην έκδοση σε τρεις τόμους που επιμελήθηκε ο Μ. Ρυμπέλ για τις εκδόσεις La Pléiade, ή σε διάφορες ξεχωριστές εκδόσεις που βρίσκουμε συχνά σε σχήμα τσέπης. Τα έργα τουΈνγκελς εκδόθηκαν από τις Éditions Sociales. Οι εργασίες για τον Μαρξ είναι αμέτρητες. Εδώ θα βοηθήσουμε απλώς τον αναγνώστη να προσανατολιστεί μέσα σ' αυτό το δάσος επωφελούμενος της απόστασης που επιτρέπει ο χρόνος, και της αναμφισβήτητης ανανέωσης των μαρξικών μελετών, όπως και των εργασιών που εμπνεύστηκαν από τη σκέψη του την τελευταία περίοδο, και οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους τα ενδεχόμενα κενά της. Όμως, η επιλογή που προτείνουμε δεν θα μπορούσε να αποφύγει κάθε μεροληψία. Η καλύτερη βιογραφία παραμένει εκείνη που έγραψε ο Φ. Μέρινγκ, Καρλ Μαρξ, Ιστορία της ζωής του (Éditions Sociales, 1983), αλλά μπορούμε να συμβουλευτούμε επίσης εκείνη, πιο σύντομη, του I. Μπέρλιν, με τον τίτλο Καρλ Μαρξ (Gallimard, 1962). Για μία συνολική προσέγγιση, μπορούμε να διαβάσουμε το Σύγχρονο Λεξικό του Μαρξισμού (υπό τη διεύθυνση των Ζ. Μπιντέ και Ε. Κουβελάκη, PUF, 2001) που προσφέρει μία πλήρη εικόνα της σημερινής κατάστασης του «μαρξισμού», και να συμβουλευτούμε επίσης το Κριτικό λεξικό του μαρξισμού (υπό τη διεύθυνση των Ζ. Λαμπικά και Ζ. Μπενουσάν, PUF, 1982, επανεκδοθέν στη σειρά Quadrige, 2001). Το τελευταίο προσφέρει μία πλουσιότατη και εμπεριστατωμένη θεώρηση των μαρξικών εννοιών, των δυσκολιών τους και των θεωρητικών τους προεκτάσεων, θα συμβουλευτούμε, επίσης, την πλήρη σειρά των τευχών του περιοδι135
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
κού Actuel Marx (PUF) που ίδρυσαν και διηύθυναν επί μακρόν οι Ζ. Μπιντέ και Ζ. Τεξιέ, και η οποία μαρτυρεί για την αρκετά εκπληκτική ζωτικότητα της αναφοράς στον Μαρξ, φέρνοντάς την ταυτόχρονα σε αντιπαράθεση με διάφορα ρεύματα σκέψης που την εγκαλούν ή της επιτρέπουν να εμπλουτιστεί. Τέλος, όσον αφορά τα περιοδικά, μπορούμε να διαβάσουμε τα γραπτά για τον Μαρξ ή με βάση τον Μαρξ που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά La Pensée, Utopie critique, Contretemps, M (δεν εκδίδεται πλέον), ή, δευτερευόντως, στο Raison Présente. Τέλος, υπάρχουν διάφορα έργα σύνθεσης, όπως εκείνο του Α. Λεφέβρ, 0 Μαρξισμός (PUF, 1948, νέα έκδοση 2003). Αλλά θα πρότεινα, όσο κι αν μπορεί να φανεί παράδοξο, την εργασία ενός στοχαστή που δεν είναι μαρξιστής και που αντιμετωπίζει, μάλιστα, εχθρικά το πολιτικό πρόταγμα του Μαρξ, με τον τίτλο Ο Μαρξισμός ίου Μαρξ του Ρ. Αρόν (Éditions de Fallois, 2002): πρόκειται για μία προσέγγιση άκρως έντιμη και άκρως νηφάλια, στην οποία θα δυσκολευτούμε να βρούμε έστω και ένα «στερεότυπο»! Για να εμβαθύνουμε στη σκέψη του Μαρξ, γνωρίζοντας ότι το άλφα ή το βήτα σημείο της είναι αντικείμενο διαφορετικών ερμηνειών, οι συμβουλές ανάγνωσης θα οργανωθούν με βάση τις τρεις πλευρές που διακρίναμε: τον φιλόσοφο, τον επιστήμονα, τον πολιτικό. Σχετικά με τη φιλοσοφία, και πριν απ' όλα σχετικά με την καταστατική θέση του έργου στη σχέση του με τη φιλοσοφία, με την ιδεολογία και με την επιστήμη, οι αναλύσεις του Αλτουσέρ στο Για ιον Μαρξ (Maspero, 1965, επανέκδ. La Découverte, 2005) επιβάλλονται, έστω και αν δεν τις συμμεριζόμαστε, θα τους αντιπαραθέσουμε την εργασία του Ζ. Ντ" Οντ, ειδικότερα την Ιδεολογία της ρήξης (PUF, 1978), ή την ανάλυση του Σ. Μερσιέ-Ζοσά στο Για να διαβάσουμε τον Χέγκελ και τον Μαρξ (Éditions Sociales, 1980). Αλλά μπορούμε να διαβάσουμε επίσης το βιβλίο του Α. Τοζέλ, Πράξις (Éditions Sociales, 1984), εμπνευσμένο ιδιαίτερα από τον Ιταλό θεωρητικό Γκράμσι, και το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη να ανακαλύψει τον τελευταίο. Το εν-
36
διαφέρον της γκραμσιανής ερμηνείας συνίσταται στο ότι απελευθερώνει τον Μαρξ από κάθε επιστημονιστικό δογματισμό. Στα γαλλικά έχει εκδοθεί μία επιλογή κειμένων του με τον τίτλο Gramsd dans le texte (Éditions Sociales, 1975). Το ζήτημα της διαλεκτικής αξίζει να το προσεγγίσουμε μέσα από το έργο που συντάχθηκε υπό τη διεύθυνση του Λ. Σεβ, με τον τίτλο Επιστήμη και διαλεκτική της φύσης (La Dispute, 1998): η μακροσκελής εισαγωγή του ίδιου του Σεβ είναι, αναμφισβήτητα, ό,τι καλύτερο έχει γραφεί γΓ αυτό το θέμα στις μέρες μας. Και άλλα ζητήματα αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων, ειδικά εκείνο της ηθικής, και της παρουσίας της ή όχι στον Μαρξ. θα μας βοηθήσουν να φωτίσουμε τα κείμενα που συγκέντρωσε ο Μ. Ρυμπέλ με τον τίτλο Σελίδες του Καρλ Μαρξ yia μια σοσιαλιστική ηθική (Payot, 1970). Η μαρξική επιστήμη της ιστορίας και της κοινωνίας προκάλεσε ακόμη περισσότερα σχόλια και κριτικές ερμηνείες. Σχετικά με το ζήτημα της ιδεολογίας, πρέπει να διαβάσουμε τη σύντομη εργασία του Π. Top Ο Μαρξ και το πρόβλημα της ιδεολογίας (PUF, 1988), και να επωφεληθούμε από την εργασία του ανθρωπολόγου Μ. Γκοντελιέ, ειδικά στο Ιδεατό και το Υλικό (Fayard, 1984). Από την αντίθετη μεριά, μπορούμε να διατρέξουμε την κριτική του Ρ. Μπουντόν, Η Ιδεολογία (Fayard, 1986, επανέκδ. Points Seuil, 1992). Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας είναι αντικείμενο πλείστων όσων συζητήσεων. Για μία αντι-ντετερμινιστική προσέγγιση, θα διαβάσουμε την ολοκληρωμένη και χωρίς κατηγορηματικότητα εργασία του Μ. Βαντέ, με τον τίτλο Μαρξ, ο στοχαστής του δυνητικού (Méri-diens-Klincksieck, 1992), το έξυπνο βιβλίο του Π. Ρεμόν με τον τίτλο Το μα" εμποδίων αναπόφευκτο της ιστορίας (J.-E. Hallier, Albin Michel, 1982) και, για έναν ευρύτερο στοχασμό πάνω στις βασικές μαρξικές έννοιες, το έργο του Τ. Αντρεανί Από mv κοινωνία στην ιστορία (Méridiens- Klincsieck, 1986, επανέκδ. 1989). Το έργο του Χάμπερμας, ειδικά το Μετά τον Μαρξ (Fayard 1985, επανέκδ. Hachette Littérature, 1997) μπορεί να λειτουρ-
137
Υ|3όν Κινιού, Καρλ Μαρξ
γήσει ως χρήσιμη αντίστιξη σε αυτές τις αναγνώσεις. Αλλά δεν θα παραβλέψουμε την ερμηνεία του ιστορικού υλισμού που μας προτείνει ο αγγλο-σαξονικός αναλυτικός μαρξισμός, με τις εσωτερικές του αντιπαραθέσεις, που δυστυχώς δεν είναι αρκούντως διαθέσιμος στα γαλλικά, αν εξαιρέσουμε την εργασία του Τ.Έλστερ, Μαρξ, μι α αναλυτική ερμηνεία (PUF, 1989), επικεντρωμένη στον ρόλο του ατόμου. Το Κεφάλαιο αναλύθηκε μεθοδικά από τον Ζ. Μπιντέ στο Τι να κάνουμε με το Κεφάλαιο; (Klincksieck, 1985, επανέκδ. PUF, 2000), ακολουθούμενο από ένα σχέδιο ανοικοδόμησης του μαρξικού οικοδομήματος, άκρως φιλόδοξο, και στο οποίο η έννοια «συμβόλαιο« παίζει ουσιώδη ρόλο, που εκτίθεται στη Γενική θεωρία (PUF, 1999). Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρξ κατανοεί τη λειτουργία και την οικονομική εξέλιξη ίου καπιταλισμού αναλύθηκε και αμφισβητήθηκε συχνά. Την τελευταία περίοδο, οι εργασίες των Ζ. Νιυμενίλ και Ντ. Λεβί έδειξαν αρκούντως την ορθότητα του: βλ. το συνθετικό άρθρο τους «Παλιές θεωρίες και νέος καπιταλισμός: η επικαιρότητα μιας μαρξιστικής οικονομίας» στο Σύγχρονο Λεξικό του Μαρξισμού (που παραθέσαμε ήδη). Την ιδέα αυτής της επικαιρότητας της οικονομικής σκέψης του Μαρξ είχε υποστηρίξει ήδη ο Ρ.-Λ. Χαϊλμπρόνερ, στις ΗΠΑ, στην εργασία του Υπέρ και κατά του Μαρξ (Economica, 1984), προσθέτοντας ότι μόνο η ιστορική του πρόβλεψη για μία ταχεία έξοδο από τον καπιταλισμό αποδείχθηκε ανακριβής. Τέλος, η συνολική αντίληψη της ιστορικής εξέλιξης που μας προτείνει ο Μαρξ αποτελεί αντικείμενο διισταμένων εκτιμήσεων, αφού άλλοι τη θεωρούν μία νέα θρησκεία και άλλοι, αντιθέτως, ένα ουσιώδες θέμα συζήτησης: θα συγκρίνουμε τον στοχασμό του Τ. Αντρεανί στο Ένα λογικό ον (Syllepse, 2000) και τις πιο απαισιόδοξες απόψεις του Ντ. ΜπενσαΤντ στο Μελαγχολικό στοίχημα (Fayard, 1997). Και δεν θα παραβλέψουμε τον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο ο Α. Μαλέρ εντοπίζει τον ουτοπικό λόγο στο έργο του Γερμανού στοχαστή στην εργασία του Em-
138
διώκοντας το αδύνατον, π ουτοπία με τον Μαρξ παρά τη θέληση του Μαρξ (Albin Michel, 1995). Πάντως, από όλο ίο έργο του Μαρξ, εκείνο που παρανοήθηκε περισσότερο και προκάλεσε τα πιο πολεμικά και τα πιο ποικίλα γραπτά είναι το πολιτικό του πρόταγμα. θα παραθέσουμε απλώς μερικές ουσιώδεις αναφορές για να αποκαταστήσουμε την αλήθεια σε αυτό το επίπεδο. Το ζήτημα της σχέσης με τη δημοκρατία μου φαίνεται ότι αποσαφηνίστηκε οριστικά από τον Ζ. Τεξιέ στο Επανάσταση και δημοκρατία στον Μαρξ και τονΈνγκελς (PUF, 1998). Αυτό το έργο επιτρέπει, επίσης, να εκτιμήσουμε καλύτερα την εισφορά του Λένιν με Το Κράτος και η Επανάσταση (Gontiex /Médiations, 1964, La Dispute, 1976). Αλλά θα διαβάσουμε και την οξυδερκή ανάλυση του Τρότσκι στο Η Προδομένη Επανάσταση (Minuit, 1973, επανέκδ. 1999) που διατύπωσε από πολύ νωρίς μία ευρέως αποδεκτή σήμερα κριτική του σταλινισμού, καθώς και το αξιόλογο έργο του Μ. Λεβίν, 0 σοβιετικός αιώνας (Fayard /Le Monde diplomatique, 2003). Και υπάρχουν, επίσης, οι ενδιαφέροντες στοχασμοί των Α. Ελέρ και Φ. Φέχερ στο Μαρξισμός και δημοκρατία (Maspero, 1981). Εν είδει αντίστιξης, και πάλι, θα επισημάνω ότι η μόνη ενδιαφέρουσα κριτική «αποδόμηση» αυτής της πλευράς του Μαρξ βρίσκεται στο βιβλίο του Κ. Λεφόρ Η δημοκρατική επινόηση (Fayard, 1981, επανέκδ. 1994). Σχετικά με το θρησκευτικό ζήτημα, θα συμβουλευτούμε το ήδη παλιό βιβλίο του Μ. Βερέ Οι Μαρξιστές και η θρησκεία (Éditions Sociales). Το πρόβλημα του ρόλου του ατόμου αξίζει να το προσεγγίσουμε με βάση το αποφασιστικής σημασίας βιβλίο του Λ. Σεβ Μαρξισμός και θεωρία της
προσωπικότητας
(Éditions Sociales, 1969, επανέκδ. La Dispute, 1981). Κατά τα άλλα, το ζήτημα της αλλοτρίωσης μπορεί να εμβαθυνθεί χάρη στο αφιέρωμα του περιοδικού Actuel Marx «Νέες αλλοτριώσεις» (τεύχος 39, PUF, 2006). Μπορούμε να προσθέσουμε διάφορες αναλύσεις γι' αυτό το θέμα που θα βρούμε στο έργο της I. Γκαρό, Μαρξ, μια κριτική της φιλοσοφίας (Seuil, 2000). Τέλος, η άποψη ότι η σκέψη του Μαρξ είναι παραγωγιστική και δεν νοιάζεται για τη φύση
139
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
αντικρούεται από τον Α. Σμιτ στην εργασία του Η έννοια της φύσης στον Μαρξ (PUF, 1994). Όσο για το συγκεκριμένο ζήτημα του μη ουτοπικού χαρακτήρα του κομμουνισμού, τουλάχιστον όσον αφορά τις βασικές γραμμές του, θα συμβουλευτούμε το άγραφο ακόμη βιβλίο της πολιτικής του μέλλοντος, με την προϋπόθεση ότι αυτή θα αρχίσει να αποτινάζει τα στερεότυπα που μας εμποδίζουν να καταλάβουμε ακριβώς το πραγματικό μήνυμα του Μαρξ!
140
Σύντομο χρονολόγιο της ζωής και του έργου του Μαρξ
1818: Γέννηση ίου Μαρξ από Εβραίους γονείς, στην Τριρ ιης Γερμανίας. Ο πατέρας του, δικηγόρος το επάγγελμα, θα απαρνηθεί το θρήσκευμα του για να μπορέσει να ασκήσει το επάγγελμα του. Επρόκειτο για πνεύμα ανοιχτό και προοδευτικό. 1830-1835:0 νεαρός Μαρξ φοιτά στο λύκειο της Τριρ. 1835-1841 : Πανεπιστημιακές σπουδές, αρχικά <πη Βόννη, όπου σπουδάζει νομικά, κι εν συνεχεία στο Βερολίνο. Ενδιαφέρεται από πολύ νωρίς για τη φιλοσοφία και ανακαλύπτει τον Χέγκελ, τον οποίο θαυμάζει αρχικά και αργότερα εγκαταλείπει. Στις συνθήκες που επικρατούν στο άκρως καταπιεστικό πρωσικό κράτος της εποχής του, μετέχει σε διάφορες πνευματικές λέσχες, μεταξύ των οποίων σ' εκείνη των Νέων Χεγκελιανών, που αγωνίζεται για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Η ζωτικότητα, η εργατικότητα και τα σπάνια πνευματικά του προσόντα εντυπωσιάζουν. 1841 : Υποστηρίζει τη διδακτορική του διατριβή στη φιλοσοφία με θέμα τη Διαφορά ανάμεσα στη δημοκρίτεια και την επικούρεια φυσική φιλοσοφία, στην Ιένα, και σκέφτεται να προσανατολιστεί προς την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Διαπιστώνει, όμως, ότι ο δρόμος είναι κλειστός γι' αυτόν, λόγω των πνευματικών και πολιτικών του επιλογών. 1842-1845: Ασχολείται με τη δημοσιογραφία και στρατεύεται ολοένα και περισσότερο. Διευθύνει τη φιλελεύθερη Εφημερίδα της Ρηνανίας, η έκδοση της οποίας απαγορεύεται το 1843, και καταγγέλλει από τις στήλες της την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, όπως, για παράδειγμα, τη λογοκρισία. Νυμφεύεται την Τζένι φον Βεστφάλεν, παιδική του φίλη και θυγατέρα ενός πεφωτισμένου αριστοκράτη, με την οποία τον δένουν ένας περιπαθής και αμοιβαίος έρωτας και οι κοινές τους πεποιθή-
141
Υβόν Κινιού. ΚαρΧ Μαρξ
σεις. Εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου δημοσιεύει πλήθος γραπτά με τα οποία αποστασιοποιείται από τον Χέγκελ. Στρέφεται προς τον ουμανιστή και άθεο φιλόσοφο Λ. Φόιερμπαχ και αρχίζει την υλιστική κριτική της κοινωνίας: Το Εβραϊκό ζήτημα, 1843, Κριπκή πις φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ, 1844, κι έπειτα Τα Χειρόγραφα του 1844. Συναντά τονΈνγκελς, που θα γίνει φίλος του και ο πιο πιστός του συνεργάτης. 1845-1846: θέσεις για τον Φόιερμπαχ, 1845. Απελαύνεται από τη Γαλλία και εγκαθίσταται στο Βέλγιο όπου, στις Βρυξέλλες, συντάσσει τη Γερμανική ιδεολογία (σε συνεργασία με τονΈνγκελς), έργο στο οποίο εκθέτει τις βάσεις της υλιστικής του αντίληψης της ιστορίας. Από αυτή την περίοδο κι έπειτα, η πολιτική του στράτευση συγκεκριμενοποιείται ολοένα και περισσότερο. 1848: Εκδίδει το Μανιφέστο ίου Κομμουνιστικού Κόμματος (με τονΈνγκελς), κατ" αίτηση της Ένωσης των Κομμουνιστών. 1848-1849: Περίοδος ταραχών στην Ευρώπη. Επιστρέφει στην Κολωνία, και από εκεί στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι, απ' όπου απελαύνεται και πάλι. Τελικά, βρίσκει καταφύγιο στο Λονδίνο, όπου θα ζήσει μέχρι τον θάνατο του, ασχολούμενος βιοποριστικά με τη δημοσιογραφία και έχοντας την υλική υποστήριξη τουΈνγκελς. Το τεράστιο ερευνητικό και στοχαστικό έργο του πάνω στην οικονομία, την κοινωνία και την ιστορία, στο οποίο αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, θα κορυφωθεί με τη σύνταξη του Κεφαλαίου. Η ζωή του την περίοδο αυτή θα του δώσει χαρές, αλλά και οικογενειακές δυσκολίες, καθώς και προβλήματα υγείας. 1850: Οι Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, αντίδραση στην αποτυχημένη επανάσταση του Ιουνίου 1848. 1852: Η 18π Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, έπειτα από το πραξικόπημα της 2ας Δεκεμβρίου 1851 στη Γαλλία. 1859: Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτό το κείμενο αποτελεί συνέχεια διαφόρων προηγούμενων εργασιών, γνω-
142
σιών με ίο όνομα Γκρουντρίσε, και ειδικά με τη Γενική εισαγωγή του 1857, μεταξύ άλλων. 1864: Ιδρύεται στο Λονδίνο η Διεθνής Ένωση Εργατών, ή Πρώτη Διεθνής. Ο Μαρξ μετέχει ενεργά στη δράση της, καθώς δεν θέλει να διαχωρίσει τη θεωρητική του έρευνα από την πρακτική του στράτευση. Η επιρροή του στους κόλπους της είναι μεγάλη, αλλά θα βιώσει, μολαταύτα, συγκρούσεις, ιδιαίτερα με τους οπαδούς του Προυντόν και με τον αναρχικό Μπακούνιν. 1865: Μισθός, τιμή και κέρδος, όπου εκθέτει τις οικονομικές του θεωρίες κατ' αίτηση της Διεθνούς. 1867: Έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Είναι το μεγάλο έργο του Μαρξ. Μάλιστα, για να το συντάξει, χρειάστηκε να εξοικειωθεί με τα μαθηματικά! Ο δεύτερος και τρίτος τόμος δεν θα εκδοθούν παρά το 1885 και το 1894, χάρη στονΈνγκελς. 1871: Κομμούνα του Παρισιού. Έπειτα από τους αρχικούς του δισταγμούς, ο Μαρξ την υποστηρίζει με ενθουσιασμό και συντάσσει γΓ αυτήν τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, θεωρεί την Κομμούνα πρότυπο μιας μελλοντικής κομμουνιστικής δημοκρατίας, ιδέα που θα αναπτύξει αργότερα οΈνγκελς. 1875: Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Στο έργο αυτό ο Μαρξ ασκεί δριμύτατη κριτική στις παρεκκλίσεις και τις αοριστίες του προγράμματος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. 1883: θάνατος του Μαρξ, έπειτα από τον θάνατο της γυναίκας του, ίο 1881. Παρά την εύθραυστη υγεία του, η οποία ολίγο κατ' ολίγο επιδεινωνόταν, εργαζόταν ώς το τέλος της ζωής του.
143
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΥΒΟΝ KINIOY ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΟΤΙΒΟ Α.Ε.. ΤΑ ΦΙΛΜ KAI ΤΟ MO ΝΤΑΖ ΕΚΑΝΕ Ο Π. ΚΟΝΤΟΜΗΝΛΣ ΚΑΙ ΕΚΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟ ΔΕ ΛΗ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2 0 1 1 ΠΑ ΛΟΓΑ ΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΤΟΠΟΣ.