J. Ρ. Dixon
H Ιστορία του Χειρούργου Ο Ντάνφορθ έγειρε µπροστά και πέταξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά, και οι σπίθες έστησαν χορό µες στον καπνό. Άναψε την πίπα του, γιατί του 'χε σβήσει κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της προηγούµενης ιστορίας. «Ναι», είπε. «Παράξενο πράγµα η θέληση για επιβίωση. Τον καιρό που ασκούσα το επάγγελµα του χειρουργού είδα πολλές περιπτώσεις όπου το ένστικτο επιβίωσης ενός ασθενή τον βοήθησε να ξεπεράσει τραύµατα — µα και το συνακόλουθο µετα-τραυµατικό σοκ — που ο καθένας µας θα πίστευε ότι αναπόφευκτα θα απέβαιναν µοιραία. Πιστεύω πως αυτό το ένστικτο επιβίωσης, αυτή η θέληση για ζωή, είναι ένα από τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου. Και εδράζει στο υποσυνείδητο, βεβαίως...» Ένα σιγανό βήξιµο ακούστηκε από τα αριστερά του, ένας από εκείνους τους ήχους που µε ευγένεια δηλώνουν διαφωνία σε φιλικές συζητήσεις µεταξύ επαγγελµατιών του ίδιου χώρου, όπου κι αν λαµβάνουν χώρα αυτές. Τα µέλη της συντροφιάς έστρεψαν ταυτόχρονα το βλέµµα τους προς την πηγή του ήχου, έναν ψηλό, ισχνό άνδρα ακαθορίστου ηλικίας, ονόµατι Τόµπιν, ο οποίος ήταν σχετικά νεοφερµένος στη λέσχη και εκείνο το βράδυ είχε ακούσει τις διηγήσεις των υπολοίπων σιωπηλός αλλά µε µεγάλο ενδιαφέρον. Το µόνο που γνώριζαν τα µέλη γι' αυτόν ήταν ότι, όπως κι ο Ντάνφορθ, είχε κάποτε υπάρξει χειρουργός, καθώς και ότι είχε µόλις προσφάτως επιστρέψει από µια παρατεταµένη διαµονή σε κάποια µακρινή ξένη χώρα. Περίµεναν υποµονετικά µέχρι να ξαναγεµίσει το ποτήρι του. «Συµφωνώ µε το βασικό σας επιχείρηµα», είπε µάλλον συνεσταλµένα. «Θα διαφωνούσα, όµως, µε τον ισχυρισµό σας ότι η ικανότητα ενός ανθρώπου να επιβιώνει του τραυµατικού σοκ λειτουργεί υποσυνειδήτως και ενστικτωδώς. Σε ορισµένες περιπτώσεις, όπως πιστεύω, µπορεί να είναι απολύτως συνειδητή. Και µα λίστα σε τέτοιο βαθµό, που θα µπορούσε κανείς να πει ότ το.. .υποκείµενο επιδιώκει εργωδώς να υποστεί το σοκ, µόνο κα µόνο για να το βιώσει αυτό καθ'αυτό». Ο Ντάνφορθ γέλασε. «Όλοι γνωρίζουµε για εκείνα τα ψύχω τικά άτοµα που ηδονίζονται µε τον πόνο», ξεκίνησε. «Όχι, όχι», τον διέκοψε ο άλλος. «Με παρεξηγήσατε. ∆εν ενοούσα το µαζοχισµό, αυτό το επιστηµονικώς εµπεριστατωµένο φαινόµενο. Στην περίπτωση στην οποία αναφέροµαι, η πρόκλη πόνου δεν αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα, δε θα µπορούσε άλλωστε...» Σταµάτησε για λίγο· έδειχνε σαν να πάλευε µε µι δυσάρεστη ανάµνηση στο νου του. Ο καπνός του ξεχασµένο του τσιγάρου ταξίδευε στον ηλεκτρισµένο αέρα της αίθουσας «Τουναντίον», συνέχισε, «η ίδια η πρόκληση του τραυµατισµό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, δευτερευοΰσης σηµασίας, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ήταν απλά το µέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Το
σηµαντικό ήταν οι επιπτώσεις του τραυµατισµού, ή µάλλον εκείνων των αλλεπάλληλων τραυµατισµών». «Και τους τραυµατισµούς αυτούς τους προκαλούσε στον εαυτό του το ίδιο το υποκείµενο;» «Για ένα διάστηµα, ναι». Έκανε µια παύση. Ύστερα από λίγο, σήκωσε το βλέµµα του. «Το υποκείµενο έδειχνε να.. .απολαµβάνει ιδιαιτέρως τις επιπτώσεις των τραυµατισµών του, θα µπορούσα να πω έως και σε βαθµό εµµονής. ∆ιακατεχόταν από κάτι που θα το περιέγραφα µόνο ως µια αίσθηση καταφρόνησης για το ίδιο του το σώµα, µια επιθυµία να του προξενήσει ζηµίες, να το υποβαθµίσει, να το µειώσεικαθώς και από µια φανατική επιθυµία να διαπιστώσει µέχρι ποιο στάδιο θα µπορούσε να φτάσει αυτή τη διαδικασία. Έχετε ποτέ αναρωτηθεί εάν η προσωπική µας ταυτότητα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεµένη µε την ολότητα του σώµατος µας; Πόσο µεγάλο µέρος του σώµατος µας µπορούµε να απολέσουµε, χωρίς παράλληλα να απολέσουµε και την ακεραιότητα της ταυτότητας µας;» Ο Ντάνφορθ κούνησε το κεφάλι του µε ανυποµονησία, έτοιµος να µιλήσει, µα ο Τόµπιν έδωσε µόνος του την απάντηση. «θα µένατε εµβρόντητοι εάν το µαθαίνατε. Εάν µαθαίνατε πόσο µικρό µέρος του σώµατος µας επαρκεί για να συνεχίσουµε να είµαστε ο εαυτός µας...» Σηκώθηκε απότοµα και, για να καλύψει την ξαφνική του παύση, άδειασε την πίπα του και γέµισε εκ νέου το ποτήρι του. «Γι' αυτό το λόγο δε συµφωνώ ότι η ικανότητα ενός ατόµου να ξεπεράσει ένα σοβαρό τραυµατισµό δεν αποτελεί απλώς και µόνο ένα υποσυνείδητο ένστικτο. Επιπροσθέτως, πιστεύω ότι όχι µόνο χρησιµοποιείται συνειδητά και η χρήση της επιδιώκεται από ορισµένα άτοµα, αλλά και ότι είναι δυνατόν να κληροδοτηθεί, να µεταδοθεί.. .ή και να διδαχθεί». Ο Ντάνφορθ ξεφύσηξε γεµάτος δυσπιπτία και χαµογέλαοε συγκαταβατικά. «Χµ, ενδιαφέρουσα θεωρία», είπε. «Βεβαίως, αποτελεί εξ ολοκλήρου µια εικασία». «Όχι. Έχω δει την απόδειξη της· την έχω βιώσει κιόλας. Μακάρι να µην το είχα κάνει. Μου 'χει στοιχειώσει ολόκληρη τη ζωή». Η ένταση του ύφους του Τόµπιν κατέπληξε όλους όσοι κάθονταν γύρω του. Μια σιωπή γεµάτη αµηχανία απλώθηκε στη συντροφιά. Ο Ντάνφορθ, όµως, δεν είχε υπάρξει ποτέ ιδιαίτερα ευαίσθη-τος άνθρωπος. Πολλοί χειρουργοί αναπτύσσουν µια επιφανειακή σκληρότητα που αγγίζει τα όρια της αναλγησίας, πιθανώς ως µέσο αυτοάµυνας απέναντι στη φύση της δουλειάς τους. «Για τ' όνοµα του Θεού, άνθρωπε µου, µη µας αφήνεις στην αγωνία µας», εξερράγη. «Λες ότι έχεις δει την απόδειξη αυτής της εξωφρενικής θεωρίας. Πες µας την ιστορία σού, λοιπόν!» Ο Τόµπιν τον κοίταξε. Έδειχνε σαν να βαοανιζόταν από µια εσωτερική διαµάχη. Ξαφνικά,πήρε την απόφαση του. «Πολύ καλά», είπε. «Αν και θα πρέπει να µε συγχωρήσετε. Όσα θα ακούσετε συνέβησαν πριν αρκετά χρόνια και σκοπίµως τα είχα διώξει απ' το νου µου. Είχα ορκιστεί να µην αναφερθώ οε αυτά ξανά, να µην πω ούτε µία ψιθυριστή λέξη για εκείνη την τροµακτική περίοδο. Το λόγο πιστεύω ότι θα τον κατανοήσετε όταν ακούσετε την ιστορία. Θα µου είναι
δύσκολο να σας τη διηγηθώ, αλλά νιώθω πως πρέπει να το κάνω». Οι υπόλοιποι έβγαλαν διάφορους ήχους διαβεβαίωσης και ενθάρρυνσης, κι ύστερα βολεύτηκαν στις καρέκλες τους. «Όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1889», είπε ο Τόµπιν. «Είχα προσφάτως αποφοιτήοει από την Ιατρική Σχολή, µε την ειδικότητα του χειρουργού. Εκείνο τον καιρό εργαζόµουν στο νοσοκοµείο της Αγίας Βερονίκης στο Ηστ Εντ του Λονδίνου και, όπως κάθε νεαρός εκείνης της εποχής, απολάµβανα την ξεθωριασµένη αίγλη και τις εκ του ασφαλούς συγκινήσεις των κακόφηµων γειτονιών της περιοχής, τις κακάθλιες παµπ και τα παρακµιακά θέατρα, ιδιαιτέρως δε τα µιούζικ-χολ µε τις επιθεωρήσεις τους. Αν και η προτίµηση του κοινού για το αλλόκοτο και το τερατώδες είχε αρχίσει να σβήνει τότε, τουλάχιστον στην Αγγλία εάν όχι σε ολόκληρη την Ευρώπη, εκείνη την εποχή σχεδόν κάθε θέατρο και κάθε µιούζικ-χολ είχε νούµερα µε ζογκλέρ, ακροβάτες, φλογοφάγους και ανθρώπους-λάστιχο, κάθε παµπ και καπηλειό στο Ηστ Εντ διέθετε ένα µικρό µουσείο µε ανθρώπους καταραµένους µα και ευλογηµένους απ' τη φύση, οι δε περιοδεύοντες θίασοι µε τούς νάνους και τους γίγαντες τους, τα "λυκόπαιδα", ιούς ζωντανούς σκελετούς, τις γενειοφόρες γυναίκες και τα εξωτικά τους θηρία σταµατούσαν συχνά στις αλάνες, απ' το Τσίπσαϊντ µέχρι την οδό Μάιλ Εντ. θα θυµάστε βέβαια ότι σε έναν τέτοιο θίασο ανακαλύφθηκε το 18ο αιώνα ο Τζον Μέρικ, ο αποκαλούµενος "Άνθρωπος Ελέφαντας", κι έχω ακόµα ζωντανή στη µνήµη µου µια ιστορία που είχα ακούσει, για έναν ελέφαντα που το είχε σκάσει από ένα πανηγύρι και είχε κάνει τον περίπατό του στην οδό ΚρόιντονΧάι, πανικοβάλλοντας τον τοπικό πληθυσµό. Συνήθιζα όποτε είχα ελεύθερο χρόνο να επισκέπτοµαι τα µιούζικ-χολ και να παρακολουθώ τα νούµερα, ή να συχνάζω οτις παµπ και τα ταβερνεία της γύρω περιοχής, ορµώµενος από την επαγγελµατική µου περιέργεια και την επιθυµία µου να σκοτώσω την ώρα µου µε κάτι ενδιαφέρον. Έβρισκα πως όλη εκείνη η ατµόσφαιρα της φτηνοστολιοµένης, επίπλαστης πραγµατικότητας και οι πονηροί υπαινιγµοί για σκοτεινά µυστήρια έκρυβαν ένα θεσπέσιο µακάβριο ροµαντισµό, που απείχε παρασάγγας από τη σκληρή και συχνά αποτρόπαια πραγµατικότητα της δουλειάς µου. Ήταν, αν θέλετε, ένα µέσο φυγής. «Ένα βράδυ τελείωσα τη δουλειά µου πολύ αργά. Είχα περά σει µια δύσκολη µέρα και καθώς επέστρεφα στο ενοικιαζόµενο δωµάτιο όπου διέµενα µπήκα σε ένα λαβύρινθο από σοκάκια και στενά, βορείως του Τάµεση, νοµίζοντας πως έτσι θα έκοβα δρόµο. Πολύ σύντοµα, βεβαίως, χάθηκα εντελώς. Η περιοχή δε µε φόβιζε καθόλου πλέον κι έτσι συνέχισα να περπατώ δίχως δισταγµούς, πιστεύοντας ότι αργά ή γρήγορα θα συναντούσα κάποιον χωρο φύλακα και θα του ζητούσα να µου δείξει το δρόµο. Ήταν ένα θαλπερό βράδυ κι ο περίπατος µου ήταν ευχάριστος, γιατί µ' έκανε να νιώθω σαν εξερευνητής σε κάποια µακρινή χώρα. Όταν έστριψα σε µια γωνία, είδα ένα θεατράκι στη διασταύρωση δύο δρόµων. Η πινακίδα του ανέφερε ότι το όνοµα του ήταν "Τζού µπιλυ" και υποσχόταν "Ανατριχιαστικά νούµερα! Συναρπαστικά θεάµατα! Απίστευτα παράξενα της φύσης!" Πίσω απ' τη βιτρίνα της φανταχτερής πρόσοψης φαινόταν αµυδρά µια ψηλή, γυάλινη δεξαµενή που περιείχε, σύµφωνα πάντα µε την επιγραφή, τη "µοναδική αληθινή Γοργόνα του κόσµου!" η
οποία βεβαίως ήταν καταφανώς µια κατασκευασµένη χίµαιρα, µια αξιοθρήνητη, τερατώδης χειρουργική ένωση µισού πιθήκου µε µισό ψάρι. Η παράσταση της βραδιάς είχε τελειώσει, αλλά µου τράβηξε την προσοχή το ζωηρό φως µιας παµπ δίπλα στο θεατράκι. Απ' το εσωτερικό της ακούγονταν φωνές να τραγουδούν, ποτήρια να τσουγκρίζουν. Η προοπτική µιας τονωτικής µπύρας ήταν το δίχως άλλο ευχάριστη, κι έτσι µπήκα µέσα. Μακάρι να είχα συνεχίσει το δρόµο µου και να µην επέστρεφα ποτέ εκεί! «Το µέρος ήταν γεµάτο µε καλλιτέχνες από τα θέατρα της περιοχής, πολλοί από τους οποίους είχαν προφανώς έρθει κατ' ευθείαν από τις παραστάσεις τους. Οι θαµώνες φορούσαν κανονικά ρούχα αλλά και κοστούµια που λαµποκοπούσαν απ' τις πούλιες, ενώ η οχλοβοή των εύθυµων, µεγαλόφωνων συζητήσεων σχεδόν κάλυπτε τις φάλτσες νότες του πιάνου στη γωνία. Ώσπου να φτάσω στο µπαρ η διάθεση µου είχε ανέβει εάν είναι κανείς στην κατάλληλη διάθεση, η ανυπόκριτη θεατρικότητα των καλλιτεχνών µπορεί να γίνει µεταδοτική και να του φτιάξει το κέφι όπως η φτηνή σαµπάνια. Η σερβιτόρα ζήτησε να µάθει τι θα ήθελα να πιω, µε αποκάλεσε "φιλαράκο" και µου έφερε ένα ποτήρι µπύρα µε πλούσιο αφρό. Την ώρα που έκανα µεταβολή για να αποµακρυνθώ από τον πάγκο άκουσα ένα δυνατό ξέσπασµα γέλιου, πηγή του οποίου ήταν µια παρέα που καθόταν στη γω νία. Εκείνη ήταν και η πρώτη φορά που την είδα». «Ποια είδες;» ρώτησε ο Ντάνφορθ. Το βλέµµα του Τόµπιν φανέρωνε ότι το µυαλό του ταξίδευε κάπου µακριά. Όταν εν τέλει εστίασε πάνω στη συντροφιά, ήταν σαν να έβλεπε τα µέλη της για πρώτη του φορά. «Την Πωλέτ», είπε. «Είδα την Πωλέτ.» Καθόταν µε την πλάτη γυρισµένη σε µένα. Φορούσε ένα απλό, βαθυκόκκινο, µάλλινο φόρεµα και είχε ρίξει στους ώµους της ένα µακρύ, γκρι παρντεσού. Τα µαλλιά της είχαν ένα καστανό χρώµα τόσο σκούρο που έδειχναν σχεδόν µαύρα. Βεβαίως, όλα αυτά τα παρατήρησα µε µια απλή, φευγαλέα µατιά. Η Πωλέτ ήταν µια άγνωστη µέσα στο πλήθος και η προσοχή µου θα είχε σίγουρα αποσπασθεί από κάτι άλλο και θα την είχα ξεχάσει, εάν δεν είχε διαλέξει εκείνη ακριβώς τη στιγµή για να σηκωθεί και να γυρίσει για να φωνάξει κάτι στον πιανίστα. Καθώς σηκωνόταν, το πανωφόρι γλίστρησε από τους ώµους της. Σε αντίθεση µε τη µόδα της εποχής, το φόρεµα της είχε πολύ κοντά µανίκια κι έτσι ήταν ολοφάνερο ότι το αριστερό της χέρι ήταν κοµµένο λίγο πιο πάνω απ' τον αγκώνα. Κι όσο για το δεξί, εκείνο τελείωνε λίγο πριν τον καρπό και ήταν δεµένο προσεκτικά µε επιδέσµους. Ο ακρωτηριασµός ήταν εµφανώς πρόσφατος, γιατί σε ένα δυο ση µεία οι γάζες είχαν λεκέδες από αίµα. »Έµεινα να την κοιτώ εµβρόντητος, συγκλονισµένος. Θα πρέ πει όλοι να έχετε νιώσει εκείνη τη... σαγήνη που ασκούν πάνω µας οι δυσµορφίες των συνανθρώπων µας, και το συναίσθηµα αυτό συνδυάζεται πάντοτε µε την ντροπή που αισθανόµαστε επειδή ακριβώς το νιώσαµε. Πάντως, στην περίπτωση µου υπήρχε και το στοιχείο του επαγγελµατικού ενδιαφέροντος. Ο ακρωτηριασµός του αριστερού της χεριού θα πρέπει να είχε λάβει χώρα πριν αρκετό καιρό· το τραύµα στο κολόβωµα είχε επουλωθεί πλήρως. Όµως η απώλεια του δεξιού της
χεριού ήταν, όπως προ είπα, πολύ πρόσφατη. ∆εν µπορούσα παρά να αισθανθώ οίκτο και συµπόνια για τη διπλή τραγωδία που είχε πλήξει εκείνη την κοπέλα και την είχε αφήσει δίχως χέρια και µε µόλις ένα µπράτσο. Ο πιανίστας άρχισε να παίζει το τραγούδι που του είχε ζητήσει και, καθώς εκείνη επέστρεφε στο τραπέζι της, έριξε µια µατιά τριγύρω και τα βλέµµατα µας συναντήθηκαν. Είχε ένα χλοµό πρόσωπο µε έντονες γραµµές και τα µαύρα µαλλιά που το πλαισίωναν τόνιζαν ακόµα περισσότερο τη χλοµάδα του. Τα µά τια της είχαν ένα τόσο αχνό γαλανό χρώµα που έµοιαζαν άχρωµα, τα δε µαύρα φρύδια της ήταν πιο πυκνά απ' ότι υπαγόρευε η µόδα της εποχής. Όταν αντιλήφθηκε το εξονυχιστικό βλέµµα µου, συνοφρυώθηκε και στο πρόσωπο της χαράχτηκε µια έκφραση απρόσµενου θυµού, σε έντονη αντίθεση µε το χαµόγελο που είχε σχηµατιστεί στα µεγάλα, αεικίνητα χείλη της. Μου αντι γύρισε το βλέµµα σαν να µε προκαλούσε. Κοκκίνισα κι αµέσως κοίταξα αλλού, προσποιούµενος ότι στην πραγµατικότητα διάβαζα τις διαφηµιστικές αφίσες στον τοίχο πίσω από το κεφάλι της. Εκείνη κάθισε και συνέχισε την κουβέντα µε την παρέα της, κι έτσι κατάφερα και ξέκλεψα άλλη µια µατιά. Ακούστηκαν πνι χτά γέλια απ' το τραπέζι της κι ένα δυο ειρωνικά βλέµµατα στράφηκαν στιγµιαία προς το µέρος µου. Τελείωσα αµήχανα την µπύρα µου και έφυγα από την παµπ νιώθοντας ταραγµένος. »Εν τέλει βρήκα το σωστό δρόµο, έφτασα στο κατάλυµα µου κι έπεσα για ύπνο, µα την εποµένη ανακάλυψα ότι δεν µπορούσα να ξεχάσω εκείνη την κοπέλα. Όπου κι αν πήγαινα έβλεπα εκείνο το χλοµό, σφιγµένο πρόσωπο της, µε την παράδοξη ιδιότητα του να δείχνει ταυτοχρόνως σκληραγωγηµένο µα και ευάλωτο...» «∆ικαιολογηµένα», είπε συγκαταβατικά ο Ντάνφορθ. «Ήσουν κουρασµένος, πιθανώς σε συναισθηµατική υπερδιέγερση από τη δύσκολη µέρα στο νοσοκοµείο. Η ατυχής κατάσταση της κοπέλας και η αµηχανία που ένιωσες συνδυάστηκαν και σου δηµιούργησαν έντονη εντύπωση». «Πιθανόν. Αλλά δεν ήταν µόνο αυτό. Ένιωθα, άγνωστο για ποιο λόγο, ότι είχα ανακαλύψει κατά τύχη τα σύνορα ενός σκο τεινού µυστηρίου, κάτι παράξενο και δυσοίωνα διαφορετικό. «Τους επόµενους ένα δυο µήνες ο φόρτος εργασίας στο νοσοκο µείο αυξήθηκε απότοµα και δεν είχα καθόλου ελεύθερο χρόνο. Η σκέψη µου γύριζε συνεχώς σε εκείνη τη µυστηριώδη κοπέλα στην παµπ, µα δεν είχα τη δυνατότητα να ξαναβρεθώ εκεί· µάλιστα, δεν ήµουν καν σίγουρος ότι θα έπρεπε ή ότι το ήθελα. Βλέπετε πόσο µπερδεµένος ήµουν πλέον. Και τότε, µια νύχτα περίπου δυόµισι µήνες ύστερα από τα γεγονότα που σας εξιστόρησα, καθώς επέστρεφα στο δωµάτιο µου, έστριψα κατά τύχη στο ίδιο εκείνο στενό για να κόψω δρόµο και βρέθηκα ξανά έξω από το θέατρο Τζού-µπιλυ και τη γειτονική του παµπ. Χασοµέρησα αρκετή ώρα απ' έξω, µέχρι που βρήκα το κουράγιο και µπήκα, µε την καρδιά µου να χτυπάει σαν του λαγού. »Ήταν αρκετά πιο νωρίς από την προηγούµενη φορά που είχα βρεθεί εκεί και το µέρος δεν ήταν γεµάτο. ∆εν είχα ξεχάσει την ντροπή που είχα αισθανθεί τότε κι έτσι ένιωθα µια ελαφρά αµηχανία, αλλά οι λιγοστοί πελάτες δε µου έδωσαν καθόλου σηµασία και η σερβιτόρα δε
φάνηκε ούτε καν για µια στιγµή να µε θυµάται την ώρα που µου γέµιζε ένα ποτήρι βαρελίσια µπύρα. Η δε κοπέλα δεν ήταν εκεί, βεβαίως. Χαλάρωσα λιγάκι και γέλασα από µέσα µου µε την ηλιθιότητα µου. Ήπια την µπύρα µου και παρήγγειλα άλλη µία. Ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι στο δρόµο έξω από την παµπ υπήρχε µεγάλη δραστηριότητα, και τότε ένας χείµαρρος ανθρώπων άρχισε να µπαίνει στο µαγαζί, πιθανότατα το κοινό της βραδινής παράστασης του θεάτρου. Σύντοµα, η παµπ γέµισε. Ύστερα από λίγο άρχισαν να µπαίνουν και οι καλλιτέχνες, για να δροσιστούν µετά την παράσταση τους. Μέσα στη γενική οχλοβοή κάτι µε έκανε να κοιτάξω προς την πόρτα την ώρα που άνοιγε· µια παρέα τριών ανθρώπων µπήκε στην παµπ. Εκείνη ήταν ανάµεσα τους. Η καρδιά µου χοροπήδησε µες στο στήθος µου και το κεφάλι µου άρχισε να γυρίζει. Ένιωσα να µε κατακλύζει η αίσθηση ότι αυτό που έβλεπα δεν ήταν αληθινό. Η Πωλέτ φορούσε το ίδιο γκρι παρντεσού µε την προηγούµενη φορά, δίχως να το έχει κουµπωµένο, µα από κάτω φορούσε κάτι που δε θα µπορούσε παρά να ήταν ένα κοστούµι καλλιτέχνη, µια άλικη λεοτάρ κεντηµένη µε χρυσή κλωστή και διακοσµηµένη µε πούλιες που άστραφταν και στραφτάλιζαν στα φώτα της παµπ. Κάτω από τα πυκνά, µαύρα µαλλιά της, το πρόσωπο της είχε τον ίδιο αυθάδικο αέρα. Στον ώµο της κουβαλούσε ένα µεγάλο σακ-βου-αγιάζ. Εκείνο, όµως, που µε έκανε να σαστίσω και πραγµατικά µε συντάραξε -και πρέπει να σας πω ότι λίγο έλειψε να µην πιστέψω στα ίδια µου τα µάτια— ήταν το γεγονός ότι µπήκε στην παµπ µε δεκανίκια. Το αριστερό µανίκι του πανωφοριού της ήταν µαζεµένο ψηλά µε καρφίτσες και το κοντό κολόβωµα του µπράτσου της ήταν πιασµένο σε µια δερµάτινη θηλιά κάτω από το µαξιλαράκι της πατερίτσας, ο δε ατσάλινος γάντζος που είχε πάρει τη θέση του δεξιού της χεριού ήταν περασµένος σε έναν µπρούτζινο κρίκο που είχε βιδωθεί στο δεξί της δεκανίκι, εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν η χειρολαβή. Στα πόδια της φορούσε ένα καλσόν στολισµένο µε παγιέτες. Ή µάλλον, στο ένα της πόδι. Γιατί το δεξί µπατζάκι του καλσόν ήταν κενό και κρεµόταν αξιοθρήνητα. Η Πωλέτ δεν είχε δεξί πόδι!» Ακόµα και ο Ντάνφορθ εντυπωσιάστηκε από αυτό. «Για τ' όνοµα του Θεού», ψιθύρισε. «Είπα ότι δεν είχε δεξί πόδι», συνέχισε ο Τόµπιν. «Στην πραγµατικότητα αυτό δεν είναι απολύτως ορθό. Την ώρα που καθόταν προσεκτικά στην ίδια καρέκλα που είχε καθίσει και την προηγούµενη φορά, είδα ότι είχε ακόµα κάτι λιγότερο από το µισό του ποδιού της, καθώς ο ακρωτηριασµός είχε γίνει µερικά εκατοστά πάνω από το γόνατο. Το πόδι της, όπως µπορούσα να δω µέσα από το αραχνοΰφαντο υλικό του καλσόν, ήταν φρεσκοµπανταρισµένο µε επιδέσµους...» Ο Ντάνφορθ έγειρε µπροστά. «Άλλη µια πρόσφατη επέµβαση;» «Πολύ πρόσφατη. Όπως ακριβώς ήταν και το χέρι της την προηγουµένη φορά». «Κάποια κακοήθης ασθένεια...» «Αυτή ήταν και η πρώτη δική µου εκτίµηση µόλις συνήλθα κάπως από το σοκ. Στην αρχή δεν µπορούσα να καταλάβω γιατί δεν είχα παρατηρήσει αυτήν την επιπρόσθετη αναπηρία την πρώτη φορά. Αλλά όχι, αυτό ήταν γελοίο· πώς θα µπορούσα να µην είχα προσέξει κάτι τόσο εµφανές; ∆εν έκανα λάθος. Στην προηγούµενη επίσκεψη µου στην
παµπ, η Πωλέτ είχε και τα δύο της πόδια. Αγνωστο πώς, στις δέκα εβδοµάδες που είχαν µεσολαβήσει, είχε χάσει ένα τµήµα ενός ακόµα άκρου. Όπως πρότεινε µόλις τώρα ο συνάδελφος µου, η πρώτη µου σκέψη ήταν κάποια κακοήθης ασθένεια. Αλλά δε γνωρίζω καµία πάθηση αρκετά σοβαρή ώστε να απαιτείται ακρωτηριασµός για την αντιµετώπιση της και παρ' όλα αυτά ο ασθενής να παραµένει τόσο ευδιάθετος και δραστήριος όσο οφθαλµοφανώς ήταν εκείνη, ούτε κάποια που να προσβάλλει διαφορετικά µέρη του σώµατος σε διαφορετικές χρονικές περιόδους — γνωρίζουµε όλοι ότι στην περίπτωση όγκων στα οστά είναι πιθανόν να κριθεί αναγκαίος ο ακρωτηριασµός, αλλά αυτή είναι η ύστατη λύση και µόνο εάν η ασθένεια έχει εξαπλωθεί σε ένα µόνο µέλος. Κάποιο ατύχηµα τότε; Θα χρειαζόταν µια σύµπτωση που µονάχα ο ίδιος ο ∆ιάβολος θα µπορούσε να σκαρώσει, για να πάθει το ίδιο άτοµο τρία ξεχωριστά ατυχήµατα σε ένα σύντοµο χρονικό διάστηµα και καθένα τους να έχει ως συνέπεια τον ακρωτηριασµό ενός διαφορετικού µέλους. Είναι δυνατόν, υποθέτω, αλλά εξαιρετικά απίθανο. Παρέµεινα καθισµένος, µε τις σκέψεις να στροβιλίζονται στο νου µου. Ποια ήταν η αιτία; Και για ποιο λόγο φορούσε εκείνο το κοστούµι; Εάν ήταν καλλιτέχνις, τι είδους νούµερα θα µπορούσε να κάνει, µε δεδοµένη την αναπηρία της; Έπρεπε να µάθω. Για να υπερασπιστώ τον εαυτό µου, σπεύδω να προσθέσω ότι δεν το ήθελα µόνο για να ικανοποιήσω την περιέργεια µου. Ήµουν ένας πρωτόπειρος νεαρός, µε µεγάλη πίστη στις ικανότητες µου -η πικρή πραγµατικότητα της ζωής και η συνειδητοποίηση των ορίων του καθενός µας σε ό,τι αφορά την αντιµετώπιση των ανθρώπινων δεινών δε µου είχαν καταφέρει καίριο πλήγµα ακόµα— κι έτσι πίστευα ότι, εάν πράγµατι η κατάσταση της κοπέλας οφειλόταν σε κάποια κακοήθεια, θα µπορούσα να τη βοηθήσω, εγώ, ο γενναίος νεαρός χειρουργός που έρχεται καβάλα στο λευκό άτι της ιατρικής του δαηµοσύνης για να σώσει την όµορφη κόρη. Κατέστρωσα ένα σχέδιο. Θα παρουσιαζόµουν ως αυτό ακριβώς που ήµουν, ένας χειρουργός που είχε βρεθεί κατά τύχη σε εκείνη την παµπ και την είχε δει, και θα της προσέφερα την επαγγελµατική µου βοήθεια. Τώρα απορώ µε την αφέλεια µου, αλλά τότε ήµουν πολύ νεαρός. «Οπλισµένος µε το νιόβρετο κουράγιο µου κι ελαφρώς τονωµένος από τη δυνατή µπύρα που είχα καταναλώσει, περίµενα µέχρι να την αφήσουν µόνη της οι σύντροφοι της. Πράγµατι, κάποια στιγµή έφυγαν από το τραπέζι για να µιλήσουν σε κάτι φίλους τους σε ένα άλλο σηµείο της παµπ. Προχώρησα προς το µέρος της, νιώθοντας ζάλη από τη νευρικότητα µου. »"Με συγχωρείτε", είπα. Η Πωλέτ σήκωσε το βλέµµα της, ξαφνιασµένη. Τα αχνόχρωµα µάτια της άνοιξαν λίγο ακόµα. "∆ε θα ήθελα να σας ενοχλήσω—". »"Ήσασταν κι άλλη φορά εδώ", είπε εκείνη. Η φωνή της δεν ήταν όσο δυνατή περίµενα και η προφορά της ήταν ουδέτερη. Μου έπεσαν τα µούτρα όταν, προς µεγάλη µου δυσαρέσκεια, συνειδητοποίησα ότι µε είχε αναγνωρίσει. Μουδιασµένος από την αµηχανία, ήµουν έτοιµος να µουρµουρίσω κάποια δικαιολογία και να φύγω, όταν µου είπε: "Καθίστε". »Υπάκουσα, κι εκείνη µε κοίταξε µε απορία καθώς έπινε µια γουλιά από το ποτό της. Παρατήρησα ότι της το είχαν σερβίρει σε ένα ποτήρι
του µπράντυ µε µεγάλη καµπάνα, την οποία ισορροπούσε στην καµπύλη του γάντζου της. "Λοιπόν;" είπε. »Η εγγύτητα µας µε είχε συνεπάρει. Ένιωθα πάλι εκείνο τον παράξενο µαγνητισµό να µε τραβά προς το µέρος της. ∆εν είχα πλέον τίποτα να χάσω, κι έτσι της εξήγησα ποιος ήµουν και ότι ενδιαφερόµουν επαγγελµατικά για την κατάσταση της, µιας και ήµουν χειρουργός, και είχα σκεφτεί ότι ίσως να µπορούσα να τη βοηθήσω. "Σκέφτηκα λοιπόν να σας ρωτήσω ποια είναι η αιτία όλων αυτών των επεµβάσεων σας..." κατέληξα ανέµπνευστα. »"Σας ευχαριστώ", µου είπε, "αν είναι πράγµατι αυτός ο λόγος που θέλετε να µάθετε". Με κοίταξε ξανά στα µάτια, και κοκκίνισα. Κούνησε το κεφάλι της λες και η αµήχανη αντίδραση µου είχε επιβεβαιώσει κάποια υποψία της. "Θα πρέπει, όµως, να σας καθησυχάσω. ∆εν έχω κάποια ασθένεια. Είµαι εξίσου υγιής µε εσάς, µε ορισµένες εξαιρέσεις..." Έδειξε το µαζεµένο µανίκι της και το ένα της πόδι. "Αυτές που βλέπετε". Μου χαµογέλασε και αποτέλειωσε το ποτό της. "∆εν πρέπει, λοιπόν, να ανησυχείτε. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, πάντως. Και τώρα πρέπει να φύγω, είναι αργά". Τράβηξε µε δυσκολία τις πατερίτσες προς το µέρος της και τις έφερε κάτω από τις µασχάλες της. Σηκώθηκα και τη βοήθησα. Μου χαµογέλασε για να µε ευχαριστήσει και στράφηκε προς την έξοδο. Απεγνωσµένος πια, την ακολούθησα και την άρπαξα από το µπράτσο. Συνοφρυώθηκε, έχοντας χάσει για λίγο την ισορροπία της. »"Πρέπει να µάθω!" είπα. Εάν την άφηνα να φύγει, θα παρέµενε για πάντα ένα µυστήριο. Η περίεργη έλξη που ένιωθα για εκείνη µε είχε κατανικήσει και κάθε σκέψη περί ευπρέπειας, περί της αγένειας και της αδιάκριτης ενασχόλησης µου µε ένα θέµα που, στο κάτω-κάτω, δεν ήταν δική µου δουλειά, έφυγε µεµιάς από το νου µου. "Σας παρακαλώ!" » "Γιατί πρέπει;" µε ρώτησε. »"∆εν ξέρω", είπα, γνωρίζοντας πόσο γελοία ήταν η απάντηση µου. »Με κοίταξε απορηµένη και έδειχνε σαν να µε ζύγιζε για να πάρει µια απόφαση. Κάποιο παράξενο συναίσθηµα τρεµόλαµψε στα µάτια της. "Πολύ καλά", είπε εν τέλει. "Αλλά δεν µπορώ να σας το εξηγήσω τώρα. Αν πραγµατικά θέλετε να µάθετε, ελάτε στο θέατρο Τζούµπιλυ σε δύο µήνες από σήµερα. Τότε θα µάθετε". ∆ιέσχισε την αίθουσα, βγήκε από την πόρτα και χάθηκε στη νύχτα, αφήνοντας µε άναυδο κι αποσβολωµένο. Πήγα έως το µπαρ και παρήγγειλα ένα διπλό µπράντυ για να ηρεµήσω. ∆ρώντας παρορµητικά, ρώτησα τη σερβιτόρα: »"Ποια ήταν η κοπέλα που µόλις έφυγε;" »Η σερβιτόρα µε κοίταξε. Για µια στιγµή πίστεψα ότι δεν επρόκειτο να µου απαντήσει. Είχα την εντύπωση πως η συµπεριφορά της άλλαξε αµέσως και έγινε αισθητά πιο συγκρατηµένη. Μου απάντησε όµως, αν και επιφυλακτικά. "Εννοείτε την Πωλέτ", είπε. Πωλέτ! Ήξερα πλέον το όνοµα της! Ίσως να αντίλαµβάνεστε την κατάσταση στην οποία βρισκόµουν από το γεγονός ότι µόνο τότε συνειδητοποίησα πως δεν το γνώριζα νωρίτερα. »"Αυτή η Πωλέτ", είπα. "Τι άνθρωπος είναι; Τι δουλειά κάνει;" »Τώρα πλέον η στάση της σερβιτόρας ήταν αδιαµφισβήτητα παγερή. "∆εν µπορώ να σας πω τίποτα", είπε. "Άλλωστε, καλά-καλά δεν ξέρω ποιος είστε, έτσι δεν είναι;" Για να µου δείξει ότι επέκρινε την
περιέργεια µου, πήγε επιδεικτικά να εξυπηρετήσει έναν πελάτη στην άλλη άκρη του µπαρ. ∆εν είχα πλέον άλλη επιλογή απ' το να φύγω, πιο µπερδεµένος από ποτέ». «Φαντάζοµαι πως πήγες στο θέατρο, σωστά;» είπε ο Ντάνφορθ. «Όχι, όχι τη µέρα που µου είχε υποδείξει η Πωλέτ. Η πίεση στη δουλειά µου στέρησε κάθε δυνατότητα να το κάνω. Η ζωή µου παρασύρθηκε από τον αστείρευτο ποταµό ανθρώπινης οδύνης που είχε πληµµυρίσει τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκοµείου της Αγίας Βερονίκης - εργατικά ατυχήµατα, όπου το ακαθάριστο βαµβάκι γινόταν ένα µε την κατακρεουργηµένη σάρκα και τα πηγµένα λάδια µηχανής· ένας άνδρας που είχε βρεθεί σε κάποιο τρισάθλιο σοκάκι µε το λαιµό του ανοιγµένο· ή, τέλος, κάποια δύσµοιρη γυναίκα που είχε ανασυρθεί από τον Τάµεση, καλυµµένη µε βροµερή λάσπη. Παρά τις προσπάθειες µου να αντιµετωπίσω κάθε πρόβληµα µε πρακτικότητα και αποφασιστικότητα, η αδυναµία µου να ανταποκριθώ στην πρόσκληση της Πωλέτ δε µε άφηνε να συγκεντρωθώ και µε είχε εξοργίσει. Μου είχε γίνει πια έµµονη ιδέα, σε τέτοιο βαθµό, µάλιστα, που το επίπεδο της δουλειάς µου έπεσε — πάντως, σπεύδω να προσθέσω, όχι τόσο πολύ ώστε να απειληθεί η ζωή των ασθενών µου— και οι συνάδελφοι µου άρχισαν να σχολιάζουν την καταφανή µου αυτή εµµονή και την ανικανότητα µου να συγκεντρωθώ στις ασήµαντες τυπικότητες και τη γραφειοκρατία που δυστυχώς συνοδεύουν κάθε επάγγελµα. Το πρόσωπο της είχε στοιχειώσει τις µέρες µου... µα και τις νύχτες. Άρχισα να βλέπω έναν επαναλαµβανόµενο εφιάλτη, στον οποίο µε καλούσαν στο χειρουργείο για να κάνω έναν ακρωτηριασµό, µα σαν έφτανα εκεί διαπίστωνα ότι ο ασθενής ήταν η Πωλέτ. Ήµουν σε πλήρες αδιέξοδο. Εν τέλει, µου δόθηκε µια άδεια για να "ξεκουραστώ", γιατί οι προϊστάµενοι µου πίστευαν απλώς ότι είχα πάθει υπερκόπωση. Τώρα ήταν η σειρά µου να στοιχειώσω την περιοχή γύρω από το Τζούµπιλυ, µε την ελπίδα ότι θα την έβλεπα, αλλά δεν τόλµησα ούτε µία φορά να µπω στην παµπ. Φοβούµαι πως είχα γίνει αξιολύπητος, τόσο δυνατό ήταν το µυστήριο που είχε αιχµαλωτίσει το µυαλό µου. »Και τότε, µια µέρα, µερικούς µήνες µετά την ηµέρα που µου είχε ορίσει η Πωλέτ, είδα µια αφίσα έξω απ' το Τζούµπιλυ. Το µόνο που έγραφε ήταν: "Πωλέτ: µόνο για µία νύχτα" και µία ηµεροµηνία, µία εβδοµάδα από τότε. Το βαρύ πέπλο της απόγνωσης γλίστρησε µεµιάς από πάνω µου. Επιτέλους, θα µάθαινα ποια ήταν αυτή η κοπέλα που µε είχε µαγέψει και µε είχε φέρει στα πρόθυρα της µονοµανίας. Επέστρεψα στο κατάλυµα µου και περίµενα να περάσει η επόµενη εβδοµάδα, µια αληθινά βασανιστική αναµονή». Ο Τόµπιν έκανε µια παύση για να γεµίσει το ποτήρι του, και τα υπόλοιπα µέλη της συντροφιάς βολεύτηκαν καλύτερα στις πολυθρόνες τους, αλλά κανείς τους δε µίλησε και όλοι τους περίµεναν να συνεχίσει. «Η νύχτα της παράστασης —αν επρόκειτο για παράσταση αυτό που θα έβλεπα— έφτασε, και την ώρα που ντυνόµουν για να φύγω η καρδιά µου χτυπούσε σαν µηχανικό σφυρί. Πήγα στο Τζού-µπιλυ και έβγαλα το εισιτήριο µου. Μου έκαναν εντύπωση δύο πράγµατα: πρώτον, ότι, αν και δεν είχα δει πουθενά αλλού αφίσες που να διαφήµιζαν την παράσταση εκείνης της ηµέρας, το θέατρο ξεχείλιζε από κόσµο —µάλιστα, είχα την
τύχη να εξασφαλίσω ένα από τα τελευταία εισιτήρια— και, δεύτερον, ότι το εισιτήριο κόστιζε τουλάχιστον τέσσερις φορές παραπάνω από το κανονικό. Κάθισα στη θέση µου και περίµενα. Η ορχήστρα έπαιζε κεφάτη µουσική µέχρι να τακτοποιηθούν οι θεατές στις θέσεις τους. Ύστερα, τα φώτα της αίθουσας αχνόσβησαν κι εκείνο το σιγανό µουρµουρητό ανυποµονησίας που ακούγεται µόνο στην έναρξη µιας θεατρικής παράστασης άρχισε να βγαίνει από το κοινό. Ύστερα από λίγο, οι καλλιτέχνες του θεάτρου εµφανίστηκαν στη σκηνή και εκτέλεσαν ορισµένα κοινότοπα νούµερα µπροστά από την αυλαία· ένας ζογκλέρ, ένα κορίτσι-λάστιχο που αναγγέλθηκε ως η Έρπετίνα: το κορίτσι-φίδι", ένας πολύ κακός ταχυδακτυλουργός. Οι θεατές σφύριζαν και γιουχάιζαν, και ευτυχώς τα νούµερα τελείωσαν γρήγορα — ο σκοπός τους ήταν απλώς να γεµίσουν την ώρα µέχρι την κύρια εµφάνιση της βραδιάς. Για άλλη µία φορά, τα φώτα του θεάτρου χαµήλωσαν κι έσβησαν, και η ορχήστρα άρχισε να παίζει έναν ιδιαζόντως µελαγχολικό σκοπό. Η αυλαία σηκώθηκε και αποκάλυψε ένα διόλου πειστικό, χαρτονένιο σκηνικό, που υποτίθεται ότι αναπαριστούσε ένα µπουντρούµι. Το πάτωµα της σκηνής ήταν διάσπαρτο µε φτηνές αποµιµήσεις οργάνων βασανισµού. Ακολούθησε µία σειρά από σκετς, η µονοτονία των οποίων ήταν αντίστοιχη της αδεξιότητας των εκτελεστών τους. Είχα εν αγνοία µου έρθει για να δω µια παράσταση του θεατρικού είδους που, εάν δεν κάνω λάθος, οι Γάλλοι αποκαλούν Γκραν-Γκινιόλ, στα πλαίσια του οποίου η φαντασία των βαριεστηµένων θεατών διεγείρεται από σκηνές φόνων και αιµατοχυσίας. Ήταν φρικτό: ανιαρό, ποταπό και στερούµενο κάθε είδους ευφυΐας και επιδεξιότητας, παντελώς ανίκανο να συναρπάσει. Φαίνεται πως οι υπόλοιποι θεατές συµφωνούσαν µε τη γνώµη µου, γιατί µιλούσαν δυνατά κατά τη διάρκεια των σκετς και αποδοκίµαζαν τους καλλιτέχνες. Η Πωλέτ δεν εµφανίστηκε ούτε µία φορά. Όταν επιτέλους έφτασε το διάλειµµα, ήµουν τόσο απογοητευµένος που βγήκα έξω για να ξαναδώ την αφίσα και να βεβαιωθώ ότι είχα έρθει τη σωστή ηµεροµηνία. Και ήταν η σωστή. »Όταν επέστρεψα στη θέση µου µετά το διάλειµµα, αντιλήφθηκα µια ανεπαίσθητη αλλαγή. Οι θεατές µιλούσαν ψιθυριστά και µια παράξενη αίσθηση προσµονής είχε ηλεκτρίσει την ατµόσφαιρα του θεάτρου. Ήταν κάτι το φρικτό, που θα µπορούσα να το περιγράψω µόνο ως µια αύρα µακάβριας χαιρεκακίας. Φαντάζοµαι πως κάπως έτσι θα ήταν και η ατµόσφαιρα πριν τους αγώνες των µονοµάχων στην αρχαία Ρώµη. Με επηρέασε τόσο πολύ που ανατρίχιασε όλο µου το κεφάλι. Έπειτα τα φώτα αχνόσβησαν άλλη µία φορά, και η αυλαία σηκώθηκε. »∆ε θα µπορούσε να υπάρχει µεγαλύτερη αντίθεση µε την εικόνα της σκηνής πριν το διάλειµµα. ∆εν υπήρχε κανονικό σκηνικό, µόνο λευκές κουρτίνες κι ένα λευκό ύφασµα που κάλυπτε το πάτωµα. Στο κέντρο της σκηνής υπήρχε ένα κρεβάτι µε ψηλά, µεταλλικά πόδια και δερµάτινη επένδυση, σαν κι αυτά που έχουµε στα ιατρεία για την εξέταση των ασθενών. Το κρεβάτι ήταν σκεπασµένο µε ένα λευκό σεντόνι, και ολόκληρη η σκηνή φωτιζόταν από ένα µόνο λευκό φως. ∆εν ξέρω εάν ήταν αυθυποβολή, πάντως είχα την εντύπωση ότι µια αµυδρή οσµή αντισηπτικού πλανιόταν πάνω απ' τα φώτα της ράµπας. Αυτή η λιτότητα κατάφερνε πολύ πιο αποτελεσµατικά να υπαινιχθεί κάτι το τροµακτικό,
σε σύγκριση µε τα χονδροειδή και τετριµµένα σκετς του πρώτου µέρους. Αυτή η σουρεαλιστική απλότητα ήταν γνησίως διαταρα-κτική. Τα χάλκινα όργανα της ορχήστρας έπαιζαν σιγανές, αραχνοΰφαντες, σχεδόν υποσυνείδητες µελωδίες. Για αρκετά λεπτά, δε συνέβη τίποτα. Με την εξαίρεση της µουσικής, στο θέατρο επικρατούσε σιωπή. Κάποια στιγµή, τέσσερις άνδρες µε λευκές ιατρικές ρόµπες εµφανίστηκαν από τα παρασκήνια σπρώχνοντας χαµηλά τροχήλατα τραπέζια. Πάνω στα τραπέζια υπήρχαν αρκετά αντικείµενα, µα ήταν καλυµµένα µε λευκά πανιά. Οι άνδρες άφησαν τα τραπέζια στο µπροστινό µέρος της σκηνής, δύο σε κάθε γωνία, και αποχώρησαν. Άλλη µια παύση. Η ένταση της µουσικής αυξήθηκε ελαφρά. Ξαφνικά, επιφωνήµατα δέους ακούστηκαν από το κοινό καθώς η Πωλέτ έκανε την εµφάνιση της. »∆εν περπατούσε πλέον µε δεκανίκια. Αυτό ήταν το πρώτο πράγµα που παρατήρησα. Υπέθεσα ότι στη θέση του ακρωτηριασµένου της ποδιού φορούσε τώρα κάποιο τεχνητό µέλος. Ο µακρύς, άλικος, βελούδινος µανδύας της την κάλυπτε εξ ολοκλήρου, από το λαιµό έως το πάτωµα. Το πρόσωπο της ήταν τροµακτικά χλοµό και τα σκουροκάστανα µαλλιά της ήταν πιασµένα µε µια κορδέλα διακοσµηµένη µε πούλιες, ασορτί µε τα κρεµαστά της σκουλαρίκια. Προχώρησε µε αργές κινήσεις προς το κέντρο της σκηνής, µε µοναδική εµφανή ένδειξη της πολλαπλής αναπηρίας της το αφύσικο, άκαµπτο βάδισµα της. Ένας σιγανός στεναγµός βγήκε από το κοινό κι αµέσως δυνάµωσε και έγινε, ρυθµικό κάλεσµα: "Πω-λέτ, Πω-λέτ!" Εκείνη έκανε µια µικρή υπόκλιση για να τους ευχαριστήσει. Στεκόταν πια στο µέσο της σκηνής και έριχνε το βάρος της πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Τα φώτα της σκηνής έσβησαν, εκτός από έναν προβολέα που έπεφτε πάνω στη λυγερή της φιγούρα. Η ανάσα του κοινού κόπηκε. Η Πωλέτ έγειρε πίσω τους ώµους της και ο µανδύας γλίστρησε από πάνω της. Παγιέτες έλαµψαν και στραφτάλισαν. Φορούσε την ίδια άλικη λεοτάρ µε τις πούλιες και τη χρυσή κλωστή και τις τιράντες. Είχε κορµί αθλήτριας ή χορεύτριας, νευρώδες και µε µικρά στήθη. Σήκωσε τα χέρια της, δηλαδή ένα κοντό κολόβωµα κι ένα ακόµα κοντύτερο, το δε τελευταίο ντυµένο µε ένα δερµάτινο µανίκι που κατέληγε σ' ένα γάντζο. Μα εγώ δεν µπορούσα να πάρω τα µάτια µου από τα πόδια της. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε λόγος να φορέσει καλσόν. Στεκόταν, επισφαλώς, σε δύο ατεχνίτευτους, ξύλινους πασσάλους, που αντικαθιστούσαν και τα δυο της πόδια µόλις πάνω απ' το γόνατο!» Επιφωνήµατα δέους ακούστηκαν γύρω απ' το τζάκι. Η ιστορία είχε µια τροµακτική γοητεία. Κάθε µέλος της παρέας είχε µεταφερθεί στο θέατρο µε τον Τόµπιν, και ένιωθε το σοκ και την κατάπληξη του. «Η Πωλέτ έµεινε να ισορροπεί σε εκείνο το σηµείο, χαµογελώντας µε µετριοπάθεια µέχρι να καταλαγιάσει το κύµα των χειροκροτηµάτων των θεατών, οι οποίοι τώρα την κοιτούσαν µε µακάβρια προσήλωση. Κι όµως, είχα ακόµα την αίσθηση ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένας πρόλογος για κάτι άλλο· εκείνη η ατµόσφαιρα της νοσηρής προσµονής είχε κυριολεκτικά διαποτίσει την αίθουσα, και βέβαια υπήρχε ακόµα και το έως τότε ανεξήγητο µυστήριο των καλυµµένων αντικειµένων στα τραπέζια.
»Με τον προβολέα να την ακολουθεί, η Πωλέτ άρχισε να κινείται προς το κέντρο της σκηνής µε εκείνο το άκαµπτο, άκοµψο βήµα τηςέγερνε το κορµί της πότε απ' τη µία και πότε απ' την άλλη πλευρά για να σηκώνει κάθε ξύλινο πόδι από το πάτωµα, και µε κάθε νέο βήµα οι µικροί ξύλινοι κύβοι στην άκρη των πασ-οάλων χτυπούσαν υπόκωφα στις σανίδες της σκηνής. Γύρισε και κοίταξε το κοινό, και ένα δυσοίωνο χαµόγελο έλαµψε στο πρόσωπο της. Την ίδια στιγµή άναψαν και τα υπόλοιπα φώτα και φώτισαν ολόκληρη τη σκηνή. Στη συνέχεια, πήγε σε κάθε ένα από τα τροχήλατα τραπέζια και τράβηξε τα λευκά πανιά που τα σκέπαζαν, αποκαλύπτοντας κάθε φορά µία ή περισσότερες γυάλινες δεξαµενές γεµάτες µε ένα διάφανο, ελαφρώς υδαρές υγρό - µάλλον κάποιο συντηρητικό υγρό. Και µέσα σε κάθε δεξαµενή ήταν-» «Τα κοµµένα της µέλη». Το πρόοωπο του Ντάνφορθ ήταν κάτιοχρο και ανέκφραοτο. «Ακριβώς». Ο Τόµπιν πήρε µια βαθιά ανάσα. «Μέσα σε κάθε δεξαµενή, αιωρούµενο στο υγρό, ήταν ένα τµήµα ενός ανθρώπινου σώµατος. ∆ύο απ' αυτές περιείχαν το κάτω µέρος ενός ποδιού, από τον αστράγαλο µέχρι λίγο πάνω από το γόνατο, η µία το αριστερό και η άλλη το δεξί· δύο άλλες περιείχαν τα αντίστοιχα πέλµατα· µια πέµπτη περιείχε, σαν αγγουράκια τουρσί µέσα σε βαζάκι, δέκα δάχτυλα- και οι τελευταίες, δύο αδάχτυλα χέρια και ένα τµήµα ενός χεριού, αποτελούµενο από τον αντιβραχίονα και τον αγκώνα. Το κάτω µέρος κάθε τµήµατος των άκρων ήταν ένα πλήρως επουλωµένο κολόβωµα. Ήταν προφανές ότι κάθε τµήµα είχε αφαιρεθεί σε διαφορετική χρονική στιγµή σε σχέση τα υπόλοιπα. »Το κοινό ήταν µαρµαρωµένο και σιωπηλό, υπνωτισµένο από το φρικώδες θέαµα. Η Πωλέτ πλησίασε το ιατρικό κρεβάτι, εκµεταλλευόµενη τη σιωπή για έµφαση, σαν έµπειρη ηθοποιός. Ένας από τους βοηθούς της σήκωσε το πάνω µέρος του κρεβατιού στην όρθια θέση και τη βοήθησε να ανεβεί. Ένας δεύτερος έφερε στη σκηνή ένα ψηλό, τροχήλατο τραπέζι µε γυαλιστερή, λευκή επιφάνεια, και το τοποθέτησε στα δεξιά της. Ένα λεπτό οεντόνι κάλυπτε µια µεγάλη κατασκευή που είχε στηθεί στην πλευρά εκείνη του τραπεζιού που έβλεπε προς το βάθος της σκηνής. Αργά-αργά, η Πωλέτ έλυσε µε το γάντζο της τα λουριά που κρατούσαν τα ξύλινα πόδια της στη θέση τους, και οι βοηθοί της τα σήκωσαν και τα αποµάκρυναν. Μετά της έβγαλαν το µανίκι µε τον γάντζο, αφήνοντας την χωρίς κανένα τεχνητό µέλος και παράλληλα αποκαλύπτοντας την πλήρη έκταση των ακρωτηριασµών της. Η ανάαα των θεατών κόπηκε για άλλη µία φορά κι ένα µουρµουρητό φρίκης απλώθηκε στην αίθουσα. Η Πωλέτ καθόταν µε το κεφάλι της σκυµµένο, µια µικρόσωµη, γκροτέσκα, ακρωτηριασµένη φιγούρα. Έπειτα άπλωσε το µπράτσο της και κατάφερε να τραβήξει µακριά το σεντόνι από το τραπέζι που είχε στο πλάι της. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα µου ψιθύρισε: "Ωχ, όχι!" και κάλυψε το πρόσωπο της µε τα χέρια της, αλλά συνέχισε να παρακολουθεί µέσα από τα µισόκλειστα δάχτυλα της. 'Οπως αποδείχτηκε, κάτω από το σεντόνι υπήρχε µια µικρή γκιλοτίνα, και η κόψη της βαριάς Λεπίδας της έλαµπε κάτω απ' τα φώτα της σκηνής. Ένας βοηθός πλησίασε την Πωλέτ και έδεοε σφιχτά έναν αιµοστατικό περίδεσµο στο πάνω µέρος του µπράτσου της, ακριβώς κάτω
από τη µασχάλη. Εκείνη έβαλε το δεξί της µπράτσο στην γκιλοτίνα, έτσι ώστε η Λεπίδα να κρέµεται πάνω από το δικέφαλο της, το πολύ δέκα εκατοστά από τον αγκώνα. Ο βοηθός επάλειψε το µπράτσο της και τη λεπίδα µε αντισηπτικό. Πήρε το σύρµα που ήταν δεµένο στην ασφάλεια της γκιλοτίνας και το τύλιξε γύρω από το κολόβωµα του αριστερού µπράτσου της Πωλέτ. Έπειτα, αποτραβήχτηκε στις σκιές. Τα φώτα της σκηνής χαµήλωσαν και η Πωλέτ έµεινε να φωτίζεται από ένα δυνατό προβολέα. Ο τυµπανιστής άρχισε να παίζει ένα σιγανό ρολάρισµα, το δυνάµωσε σε ένταση, έφτασε στο κρεσέντο του και...σταµάτησε! Την ίδια στιγµή η Πωλέτ τράβηξε προς τα πίσω το κολόβωµα του αριστερού της µπράτσου και η λεπίδα της γκιλοτίνας έπεσε µε έναν απαίσιο συριγµό! »Το δεξί της µπράτσο αποκόπηκε ολοκληρωτικά. Απρόσµενα άλικο αίµα ανάβλυσε για µια στιγµή από την πληγή και το κοµµένο µέλος προσγειώθηκε στην επιφάνεια του τραπεζιού, όπου και συσπάστηκε µία φορά από αντανακλαστική αντίδραση. Ο περίδεσµος απέτρεψε τη µεγάλη απώλεια αίµατος. Η Πωλέτ στάθηκε όρθια και σήκωσε ό,τι είχε αποµείνει από τα µπράτσα της, δύο κολοβώµατα ιδίου µήκους, το δεξί ανοιχτό και µατωµένο. Τότε έσβησε και το τελευταίο φως. Οι θεατές αφήνιασαν, άρχισαν να χτυπούν τα πόδια τους, να χειροκροτούν και να την επευφηµούν µε κάθε τρόπο. Ένιωθα ότι ήµουν έτοιµος να λιποθυµήσω. Έµεινα ακίνητος στη θέση µου για περίπου πέντε µε έξι λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ήχος του κοινού µε έπνιξε σαν τα νερά µιας κατάµαυρης πληµµυρίδας. Νόµισα πως θα έκανα εµετό. Πολεµώντας την αναγούλα µου, κινήθηκα µε δυσκολία προς τις πόρτες της αίθουσας. Ήταν τέτοια η έξαψη του κοινού που µου πήρε µερικά λεπτά ακόµα µέχρι να τις φτάσω. Τη στιγµή που ήµουν έτοιµος να τις διαβώ, τα φώτα της σκηνής άναψαν και πάλι, κι έτσι γύρισα µες στην παραζάλη µου και είδα την Πωλέτ, να στέκεται πάλι όρθια φορώντας τα ξύλινα πόδια της. Χαµογελούσε πλατιά και ευχαριστούσε τους θεατές της, σηκώνοντας τα αξιοθρήνητα µπράτσα της ως ένδειξη αποδοχής του χειροκροτήµατος τους. Το κολόβωµα του δεξιού της µπράτσου ήταν προχείρως επιδεµένο. ∆εν ξέρω πώς, αλλά εν τέλει κατάφερα και αποτράβηξα το βλέµµα µου από εκείνο το θέαµα και βρέθηκα στην ευλογηµένη ησυχία του µικρού, κακάθλιου φουαγιέ». Το ρολόι της λέσχης σήµανε µεσάνυχτα, διαταράσσοντας τη σιωπή. Είχαν όλοι µείνει άφωνοι και ακίνητοι. Ο Τόµπιν συνέχισε: «Όντας στα πρόθυρα της λιποθυµίας, κάθισα σε µία από τις επιχρυσωµένες πολυθρόνες µε τη δερµάτινη επένδυση για να συνέλθω. ∆εν µπορούσα να πιστέψω αυτό που είχα µόλις δει. Με είχε κυριεύσει η φρίκη. Ούτε οι χειρότερες ωµότητες της Ρώµης και του Μεσαίωνα δε θα µπορούσαν να συγκριθούν µε το θέαµα εκείνης της βραδιάς! Κι όµως, ήταν γεγονός ότι διέθετε µια νοσηρή γοητεία, κατά τη διάρκεια της εµφάνισης της Πωλέτ, η καρδιά µου χτυπούσε εξίσου γρήγορα µε των υπολοίπων θεατών, και είχα παραµείνει στην αίθουσα σε πείσµα του εαυτού µου, δέσµιος εκείνης της µακάβριας έλξης, σαν λαγός υπνωτισµένος από ένα φίδι. Ένιωθα ότι είχα µολύνει την ψυχή µου, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα ότι ήµουν πια αιχµάλωτος, εθισµένος. Ήξερα ότι το θέαµα που είχα δει θα µε στοιχειώνε, θα µε έβαζε σε πειρασµό, θα µε έκανε να ξανάρθω, ακριβώς όπως είχε κάνει
και µε όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχαν έρθει στο Τζούµπιλυ εκείνο το βράδυ. Έµεινα να κάθοµαι εκεί, διχασµένος. Πώς ήταν δυνατόν —ούτε καν δέκα λεπτά από τη στιγµή που υπέστη ένα σοβαρό ακρωτηριασµό— να επανεµφανιστεί χαµογελαστή, σαν να είναι απολύτως καλά; Μήπως έπρεπε να ξεχάσω όλα όσα είχα διδαχθεί —µα και δει στην Αγία Βερονίκη- σχετικά µε το µετατραυµατι-κό σοκ; Και τέλος, πώς και —ίσως πιο σηµαντικό- γιατί το είχε κάνει αυτό η Πωλέτ; »Έφυγα από το θέατρο µε το µυαλό µου ακυβέρνητο καράβι στη θάλασσα της ζάλης. Ήµουν διχασµένος ανάµεσα στην επιθυµία µου να τραπώ σε φυγή και να ξεχάσω όλα όσα είχα δει, και την απεγνωσµένη ανάγκη µου να δω το πρόσωπο της ξανά· θα σας φανεί αναµενόµενο, λοιπόν, ότι εκείνο το πρόσωπο στοίχειωσε πάλι τα όνειρα µου και το νου µου, και µ' έκανε να περιδιαβαίνω τους δρόµους εκείνης της περιοχής, τρέµοντας απ' το κρύο κι από ένα σκοτεινό συναίσθηµα, µε την εσωτερική διαµάχη µου να µαίνεται στο µυαλό µου. Επέστρεψα στο δωµάτιο µου ανήµπορος να δικαιολογήσω τις πράξεις µου, κι ακόµα πιο ανήµπορος να κατανοήσω εκείνη την άλογη, αυτοκαταστροφική δύναµη που την είχε κυριεύσει και την ωθούσε να τεµαχίζει το σώµα της λίγολίγο. Και γνώριζα πια ότι θα ξαναπήγαινα εκεί, υπνωτισµένος απ' την παράλογη φρίκη και την ειδεχθή σαγήνη της παράστασης της. Κι όσο για τα απροσδιόριστα, αντιµαχόµενα συναισθήµατα που έτρεφα για την ίδια την Πωλέτ.. .ήξερα πια πως εκείνο που αισθανόµουν δεν απείχε πολύ από τον έρωτα. Ήµουν σχετικά άπειρος και µάλλον ανώριµος συναισθηµατικά, κι ένιωθα στραγγισµένος εξ' αιτίας της συναισθηµατικά φορτισµένης πρώτης χρονιάς µου στο νοσοκοµείο». «Μη µας βασανίζεις, άνθρωπε µου», είπε ο Ντάνφορθ. «Τι έκανες; Ξαναπήγες να τη δεις;» «Ναι. Και κάθε φορά ένιωθα ότι µε τραβούσε εκεί κάποια δύναµη, σχεδόν ενάντια στη θέληση µου. Ήταν εκείνη η µακάβρια έλξη που µ' έκανε να θέλω να την ξαναδώ, να δω...µέχρι που µπορούσε να φτάσει...» «∆ε φαντάζοµαι να είχε κάποια σχέση µε όλα αυτά η έλξη που ένιωθες για εκείνη;» Ο Τόµπιν αγνόησε την ειρωνεία του Ντάνφορθ. «Τι άλλο θα µπορούσα να κάνω; Επέστρεψα σε εκείνο το κολασµένο θέατρο όταν είδα τις αφίσες που ανήγγελλαν την επόµενη εµφάνιση της, και την είδα αηδιασµένος, µα και σαγηνευµένος— να κόβει το δεξί της πόδι στο µέσο του µηρού. Έφυγα και εκείνη τη φορά χωρίς να της µιλήσω, µε το βασανιστικό µου πάθος να κοχλάζει µέσα µου. »Στην επόµενη εµφάνιση της ακρωτηρίασε το άλλο της πόδι στο ίδιο σηµείο. »∆υστυχώς, άργησα να φτάσω στη µεθεπόµενη, µα πρόλαβα, κρυµµένος µες στις σκιές στο πίσω µέρος της αίθουσας, να δω την ανάκληση της στη σκηνή. Είχε πια αφαιρέσει ολόκληρο το αριστερό της πόδι. «Μεσολάβησαν αρκετοί µήνες µέχρι την επόµενη επέµβαση της· κατά τη διάρκεια της εµφάνισης της, αφαίρεσε και το τελευταίο εναποµένον τµήµα του δεξιού της ποδιού. Εκείνη η παράσταση σηµατοδότησε τη µετάβαση της σχέσης µου µε την Πωλέτ σε ένα νέο επίπεδο».
Εµφανώς ταραγµένος, ο Τόµπιν ξαναγέµισε το ποτήρι του και το ήπιε µονοµιάς. Είχε καταναλώσει υπερβολική ποσότητα µπρά-ντυ, µα έδειχνε τόσο νηφάλιος όσο θα ήταν εάν δεν είχε πιει σταγόνα. Το βλέµµα του φανέρωνε µια τροµερή συναισθηµατική ένταση κι ένας µικρός µυς τρεµόπαιζε στο σαγόνι του. «Τα όσα ακολούθησαν µετά βίας αντέχω να τα θυµηθώ», είπε. «Κι όµως, πρέπει να το κάνω. Έχουν µείνει σφαλισµένα µέσα µου για σαράντα χρόνια, και πρέπει τουλάχιστον να τα διηγηθώ, να λυτρωθώ από...» Σήκωσε ξαφνικά το βλέµµα του, και τα µάτια του ήταν γεµάτα ικεσία. «Σας εκλιπαρώ, µη µε κρίνετε σκληρά», είπε. «Έχω ήδη πληρώσει ένα τροµακτικό τίµηµα για τις πράξεις µου, χρόνια µοναξιάς, αυτοεξορίας και τυραννικών σκέψεων. »Μετά την παράσταση βγήκα στο φουαγιέ, ξεχειλίζοντας από εκείνον τον παράξενο συνδυασµό ευφορίας και αηδίας για τον εαυτό µου -ένα συναίσθηµα που συνόδευε κάθε παρουσία µου σε εκείνο το θέατρο της φρίκης-, νιώθοντας να µε συνθλίβει ο ερωτάς µου για την Πωλέτ και η αποστροφή µου για τις πράξεις µου, µα και για την αντίδραση µου σ' αυτές. Ένα ελαφρύ άγγιγµα στον ώµο διέκοψε τους απεγνωσµένους συνειρµούς µου. Ένας υπάλληλος του θεάτρου στεκόταν δίπλα µου. "Η δεσποινίς Πωλέτ σας αναγνώρισε ανάµεσα στο κοινό, κύριε", µου είπε, "και θα χαιρόταν πολύ να σας δεχθεί στο καµαρίνι της, εάν βέβαια επιθυµείτε να την επισκεφθείτε". »Πετάχτηκα όρθιος. Η πρώτη µου, παρορµητική σκέψη ήταν να πάω. Να τη δω\ Κι όµως δίσταζα ακόµα και τότε, όπως είχα διστάσει και σε κάθε άλλη ανάλογη περίπτωση στο παρελθόν. Πώς θα µπορούσα να καθίσω και να πιάσω κουβέντα µε µια γυναίκα την οποία είχα µόλις πριν από λίγο δει να σακατεύει οικειοθελώς τον εαυτό της; Αφού, όµως, ήθελα να βρω απαντήσεις στα ερωτήµατα µου, να γλυτώσω έστω και προσωρινά από τα αντιµαχόµενα συναισθήµατα που απειλούσαν να µε κάνουν δυο κοµµάτια, δε θα 'πρεπε να πάω, να την κοιτάξω κατάµατα; Μίλησα µε σταθερή, ζυγισµένη φωνή. "Θα ήταν χαρά µου να υποβάλω τα σέβη µου στη δεσποινίδα Πωλέτ", είπα. »Όταν µπήκα στο δωµάτιο, ανταποκρινόµενος σε ένα αδύναµο µα παρ' όλα αυτά πρόσχαρο "Εµπρός;", τη βρήκα να κάθεται σε µία καρέκλα µε ψηλή πλάτη και να κοιτάει προς τη µεριά της πόρτας. Φορούσε ακόµα το θεατρικό κοστούµι της. Ένας γκριζοµάλλης άνδρας µε ιατρική ρόµπα είχε µόλις ολοκληρώσει την περιποίηση του τραύµατος στο µηρό της, στο σηµείο όπου είχε αποκοπεί το τελευταίο τµήµα του ποδιού της, και είδα ότι το είχε καθαρίσει και ράψει επιµελώς. Περίµενα ότι η Πωλέτ θα µου τον σύστηνε, µα εκείνος τελείωσε τη δουλειά του και έφυγε από µια άλλη πόρτα, χωρίς κανείς από τους δυο τους να πει έστω και µία λέξη. Η Πωλέτ µε κοιτούσε µε βλέµµα ερευνητικό. "Θα πιείτε κάτι;" µε ρώτησε. Απάντησα αρνητικά. "Καλά, τότε µήπως µπορείτε να µου βάλετε εµένα ένα ποτό;" Το έκανα ευθύς αµέσως, κι εκείνη σήκωσε το ποτήρι µε το στόµα της και ήπιε µε ύφος σκεπτικό και µετά το απόθεσε στην τουαλέτα της. "Λοιπόν", είπε εν τέλει, "τώρα πια ξέρετε". »Κάθισα. Ήµουν µαζί της, στο ίδιο δωµάτιο, και η παρουσία της δίπλα µου µε σάρκα και οστά, η οσµή του αρώµατος της που είχε αναµειχθεί µε τη διαπεραστική µυρωδιά του αντισηπτικού, το
παιχνίδισµα των µυών της κάτω από τη λεοτάρ της, ακόµα και ο τρόπος που κουνιούνταν τα µαλλιά της, είχαν προσδώσει µια αβάσταχτη ένταση στα περιπλεγµένα συναισθήµατα που έτρεφα για εκείνη. Την επιθυµούσα σαν καταραµένος. Τότε τα συναισθήµατα µου µε υπερνίκησαν. "Ναι, αλλά γιατί; Πώς;'' ρώτησα µε απόγνωση, δείχνοντας το σώµα της για να επισηµάνω την κατάσταση του. "Πώς µπορείτε να..." Εκείνη σήκωσε αγέρωχα το σαγόνι της, και τα χλοµά της µάτια σκοτείνιασαν απότοµα. »"Με κρίνετε;" ρώτησε. »'Όχι, αλλά..." »"Θα σας πω γιατί — και στην πορεία θα µάθετε και πώς", είπε. "Ελπίζω τουλάχιστον να έχετε την ευγένεια να µε ακούσετε. Άλλωστε, εγώ δεν έχω κανένα πρόβληµα µε αυτό που κάνω. Εσείς είστε αυτός που έχει, καθώς φαίνεται. Κατά µία έννοια, λοιπόν, µόνο εσείς θα ωφεληθείτε απ' όσα θα πω". »Η Πωλέτ ήταν τότε είκοσι επτά ετών. Είχε γεννηθεί το 1864 στο Άλντγκεϊτ, µοναχοπαίδι φτωχών γονιών. Στην αρχή έδειχνε σαν ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί, µα σιγά-σιγά οι άνθρωποι γύρω της άρχισαν να παρατηρούν κάτι παράξενο. Ίσως να έχετε ακούσει για εκείνες τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που γεννιούνται µε ολική υπαισθησία, δεν έχουν δηλαδή την ικανότητα να αισθανθούν πόνο, και µάλιστα σε τέτοιο βαθµό που πρέπει να φυλάγονται διαρκώς για να µην τραυµατιστούν χωρίς να το καταλάβουν. Η Πωλέτ, ή ΠωλίνΛόκιερ όπως ήταν το πλήρες όνοµα της, έπασχε εκ γενετής από αυτήν την παράξενη πάθηση. Οι γονείς της έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για εκείνη, µα δε διέθεταν αρκετά χρήµατα για να της εξασφαλίσουν µια καλή µόρφωση. Όταν µάλιστα έπεσαν θύµατα µιας επιδηµίας γρίπης, η Πωλέτ αναγκάστηκε να δουλέψει για τα προς το ζην. Οι καιροί που ακολούθησαν ήταν δύσκολοι. Ένας φίλος της, που γνώριζε ότι ήταν άτρωτη από τον πόνο, τη συµβούλευσε να δουλέψει σε κάποιο θέατρο ως "Η Ανθρώπινη Βελονοθήκη: το κορίτσι που δεν αισθάνεται πόνο". Η Πωλέτ βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση, κι έτσι ακολούθησε τη συµβουλή του φίλου της και πολύ σύντοµα βρέθηκε στη δούλεψη κάποιου "Λόρδου" Χάρυ Νιούµαν, ιδιοκτήτη ενός θιάσου "τεράτων της φύσης" κι ενός λυόµενου διασκεδαστηρίου. Γνώρισε αρκετά µεγάλη επιτυχία, εκτελώντας ένα νούµερο κατά το οποίο περνούσε βελόνες µέσα από τα µάγουλα και από άλλα σηµεία του σώµατος της, χα-ράκωνε ελαφρά το δέρµα της µε ένα µαχαίρι, και άλλα συναφή. Όπως προείπα, η επιτυχία της ήταν σηµαντική, αφού τουλάχιστον της εξασφάλιζε άνετη διαβίωση, κι έτσι πολύ σύντοµα η Πωλέτ έφυγε από το φτωχό υπαίθριο θέατρο του κυρίου Νιούµαν και βρήκε στέγη στο θέατρο Ρέιβεν, αν και εµφανίστηκε µία ή δύο φορές και στο, πιο "αξιοπρεπές", θέατρο Έβανς του Κόβεντ Γκάρντεν. Όµως η περίοδος ακµής των παράξενων θεαµάτων είχε περάσει και ο κόσµος είχε πια νέες αντιλήψεις περί ηθικότητας (χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η κατάργηση της ετήσιας πανηγύρεως του Αγίου Βαρθολοµαίου, το 1885). Το κοινό είχε µάλλον κουραστεί και δεν ικανοποιούνταν πλέον µε τέτοια νούµερα. Η Πωλέτ δεν έβρισκε δουλειά τόσο εύκολα. Έπεσε από δεύτερο ή τρίτο όνοµα και κατέληξε στο κάτω µέρος της αφίσας. Εν τέλει, στο ίδιο εκείνο θέατρο, το
Τζούµπιλυ, έφτασε στο ναδίρ και ταυτόχρονα ανακάλυψε τον τρόπο να σώσει το νούµερο της. Ένα βράδυ, στο µέσο περίπου της εµφάνισης της, οι θεατές την γιουχάιζαν, ιδιαίτερα δε ένας σωµατώδης τύπος, που κάποια στιγµή σχολίασε φωναχτά ότι "αυτό µπορεί να το κάνει ο καθένας". Γεµάτη απελπισία και οργή, έτοιµη να βάλει τα κλάµατα, η Πωλέτ άρπαξε ένα από τα µαχαίρια της και φωνάζοντας: "Τι λες, αυτό µπορεί να το κάνει ο καθένας;" έκοψε ένα από τα δάχτυλα της. Οι θεατές έµειναν κεραυνοβοληµένοι για µια στιγµή, και αµέσως µετά ξέσπασε πραγµατικό πανδαιµόνιο. Μερικοί λιποθύµησαν στη στιγµή, κάποιοι άλλοι τροµοκρατήθηκαν, µα οι περισσότεροι παρέµειναν στο θέατρο και την επευφηµούσαν και τη χειροκροτούσαν για πολλή ώρα αφότου είχε φύγει από τη σκηνή. Ήταν προφανές ότι είχε ανακαλύψει κάτι σηµαντικό, αν κι εκείνο το βράδυ είχε απλώς δράσει παρορµητικά, ορµώµενη από την απελπισία της, και δεν της είχε περάσει από το µυαλό ότι θα µπορούσε να επαναλάβει εκείνο το µέρος του νούµερου της. »Εκείνη την περίοδο το ίδιο το θέατρο διερχόταν µια κρίση και προσέλκυε όλο και λιγότερους θεατές. Όταν ο ιδιοκτήτης του είδε το απίστευτο συµβάν εκείνης της βραδιάς αλλά και τη, σηµαντικότερη για αυτόν, αντίδραση του κοινού, κάλεσε την Πω-λέτ στο γραφείο του και της έκανε µια πρόταση. Μπορείτε όλοι να µαντέψετε το περιεχόµενο της». «Α, το παλιόσκυλο!» εξερράγη ο Ντάνφορθ. «Ακούς εκεί να εξαναγκάσει µια νεαρή γυναίκα να κάνει τέτοιο πράγµα!» «∆ε νοµίζω ότι χρειάστηκε να της ασκήσει ιδιαίτερη πίεση», είπε ο Τόµπιν. «Η Πωλέτ γνώριζε ήδη τι σήµαινε να είσαι φτωχός και άνεργος στο Λονδίνο. Το σεβαστό ποσό που της πρόσφερε ο θεατρώνης για να την πείσει να διατηρήσει τη νέα "κλιµάκωση" στο νούµερο της αποτελούσε ακαταµάχητο κίνητρο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, τι σηµασία είχαν ένα δυο δάχτυλα; Έτσι, αποδέχτηκε την πρόταση». Ο Ντάνφορθ γέλασε µε δυσπιστία. «Γελοιότητες», είπε. «Ο καθένας έχει το δικαίωµα της γνώµης του. Παρ' όλα αυτά, εκείνη το έκανε. Ο ιδιοκτήτης άδραξε την ευκαιρία και της υποσχέθηκε την πρώτη θέση στις αφίσες του θεάτρου, µια τεράστια αύξηση στις απολαβές της και χρονικά διαστήµατα ανάµεσα στις εµφανίσεις της επαρκή για την επούλωση των τραυµάτων. Η ιδέα φαινόταν υπέροχη. Για λόγους ασφαλείας, ένας χειρουργός που είχε διαγραφεί από το σύλλογο εξαιτίας της υπέρµετρης αγάπης του για το ποτό, µα παρ' όλα αυτά ήταν αξιόπιστος, µισθώθηκε για να επιβλέπει τις επεµβάσεις και να φροντίζει την Πωλέτ κατά τη διάρκεια των περιόδων ανάρρωσης. Κι έτσι, η "Ατρωτη Πωλέτ" µπήκε σε µια νέα φάση της καριέρας της. Τα νέα µαθεύτηκαν και σύντοµα το Τζούµπιλυ έγινε διαβόητο κι άρχισε να αποκοµίζει κέρδη πέρα από κάθε προσδοκία. Έγινε ένα από τα πρώτα θέατρα που εγκατέστησαν ηλεκτρικά φώτα στη σκηνή -τα οποία είχαν µόλις αρχίσει να διατίθενται— κι έγινε γνωστό για την αύρα πλούτου που το περιέβαλλε κι ερχόταν σε τόσο µεγάλη αντίθεση µε τη φτωχογειτονιά στην οποία βρισκόταν. Η σπανιότητα των εµφανίσεων της Πωλέτ και το γεγονός ότι αυτές διαφηµίζονταν σκοπίµως κατά το ελάχιστο, δηµιούργησαν µια αύρα µυστηρίου και ελιτισµού, και παράλληλα προστάτευσαν το θέατρο και το ίδιο το νούµερο της Πωλέτ από τα αδιάκριτα µάτια των ηθικολόγων και των υπολοίπων "καλοπροαίρετων"
πολιτών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα µιούζικ-χολ ήταν εν γένει άνδρα κακοήθειας, χυδαιότητας και ανηθικότητας, και σίγουρα θα πάθαιναν αποπληξία εάν έβλεπαν τι έκανε η Πωλέτ στη σκηνή. Όσοι µάθαιναν για τις παραστάσεις της, το µάθαιναν µόνο στόµα µε στόµα, σαν να µυούνταν σε κάποια µυστική εταιρεία, µα παρ' όλα αυτά συνέρρεαν σε κάθε της εµφάνιση. Η Πωλέτ ήταν πλέον ένα αστέρι. Έκανε κι άλλες εµφανίσεις — εννέα τον αριθµό». «Μέχρι που ξέµεινε από δάχτυλα!» «Ακριβώς. Ήρθε, λοιπόν, µια µέρα, ύστερα από τόσες επεµβάσεις, που δεν είχε πια άλλα δάχτυλα να αφαιρέσει. Τσως να αναρωτιέστε γιατί δε σταµάτησε προτού καν φτάσει σε αυτό το στάδιο. Ακόµα και σήµερα δεν το γνωρίζω επακριβώς. Ίσως να ήταν το δέλεαρ των χρηµάτων που αποκόµιζε, αλλά πιστεύω ότι υπήρχε και κάποιος άλλος λόγος, παράξενος και σκοτεινός, στον οποίο αναφέρθηκα και προηγουµένως. Μια ολοένα και πιο ισχυρή εµµονή µε την αφαίρεση τµηµάτων του σώµατος της, στην οποία επιδιδόταν. Η Πωλέτ έπρεπε να πάρει µια απόφαση. Εάν συνέχιζε µε το ίδιο νούµερο θα έπρεπε να αφαιρεί κάτι πιο σηµαντικό από ένα δάχτυλο. Θα σακατευόταν όλο και περισσότερο και θα έµενε ανάπηρη. Πιστεύω πάντως πως µόνη της πήρε την απόφαση να συνεχίσει. Ήταν πια δέσµια µιας διεστραµµένης ψύχωσης µε τον τραυµατισµό του σώµατος της και πιστεύω πως θα συνέχιζε να αυτοακρωτηριάζεται ακόµα και εάν δεν υπήρχαν τα οικονοµικά ανταλλάγµατα. Η Πωλέτ πήρε την απόφαση της. Στην επόµενη της εµφάνιση, έχοντας πλήρη γνώση των πράξεων της, πήρε έναν µπαλτά κι έκοψε το αριστερό της χέρι. Ε, λοιπόν, εάν το κόψιµο ενός δαχτύλου είχε δηµιουργήσει αίσθηση, ο ακρωτηριασµός του χεριού της λίγο έλειψε να οδηγήσει στον εκτραχηλισµό του κοινού. Στην επόµενη παράσταση, οι θεατές διπλασιάστηκαν. Τοποθετήθηκαν επιπρόσθετες καρέκλες στο θέατρο, για να χωρέσουν τα πλήθη που ήθελαν να τη δουν. Εάν πρωτύτερα ήταν απλώς αστέρι, τώρα πια µεσουρανούσε στο υπόγειο καλλιτεχνικό στερέωµα! »Και η Πωλέτ συνέχισε, αιχµάλωτη της όλο και πιο ισχυρής, νοσηρής εµµονής της. Τα διαστήµατα που µεσολαβούσαν ανάµεσα στις παραστάσεις της ήταν τώρα πιο µεγάλα, γιατί η Πωλέτ χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να αναρρώσει από τα, σαφώς σοβαρότερα πλέον, τραύµατα της. Στην επόµενη παράσταση έκοψε τον αριστερό της βραχίονα µαζί µε τον αγκώνα. Μερικούς µήνες µετά αφαίρεσε το δεξί της χέρι...» «Και τότε ήταν που την είδες για πρώτη φορά». «Ναι. Τώρα πια καταλαβαίνετε τι εννοούσα όταν σας είπα ότι είχε εµµονή µε τα αποτελέσµατα των ακρωτηριασµών της. Οι αντιδράσεις των θεατών σε κάθε ακρωτηριασµό τη γέµιζαν µε µια αρρωστηµένη απόλαυση. Χαιρόταν να επιδεικνύει δηµοσίως τα κοµµένα µέλη της. Κάποιος άλλος ίσως να είχε βυθιστεί στην απόγνωση εάν είχε ανάλογη αναπηρία, µα εκείνη αισθανόταν ηδονή όταν έβλεπε τις ουλές και τα κολοβώµατά της, και υπερηφανευόταν για το σοκ και τον τρόµο που προκαλούσαν σε όποιον τα έβλεπε». Ο Ντάνφορθ έγειρε µπροστά. «Και σε ό,τι αφορά το µετατραυµατικό σοκ;»
«Να που ερχόµαστε στην αρχική µου επισήµανση. Πόνος, έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε. ∆ε θα µπορούσε να υπάρχει, γιατί ο οργανισµός της Πωλέτ δε διέθετε την ικανότητα να τον αισθανθεί. Το όποιο τραυµατικό σοκ, συνακόλουθο των ακρωτηριασµών, το αντιµετώπιζε µόνο και µόνο µε τη δύναµη της θέλησης της! Αντλούσε µια µακάβρια ευχαρίστηση από την ολοένα επιδεινούµενη αναπηρία της, το ολοένα και πιο σακατεµένο σώµα της. Η ικανότητα της να ξεπερνάει το τραυµατικό σοκ και τις σωµατικές βλάβες µετουσιώθηκε σε µια ενεργή απόλαυση, όπως είναι για έναν.. .ας πούµε για έναν πιο φυσιολογικό άνθρωπο, η ικανότητα να τραγουδάς σωστά ή να παίζεις καλό κρίκετ, λόγου χάριν. »Καθώς µου διηγούνταν αυτήν την ιστορία, τα συναισθήµατα µου άλλαξαν. Τώρα που γνώριζα τα γεγονότα πίσω από το µυστήριο που είχε στοιχειώσει τη ζωή µου για τον τελευταίο ένα περίπου χρόνο, µπορούσα να εξετάσω την υπόθεση αντικειµενικά. Η έλξη που ένιωθα για εκείνη δεν εξαφανίστηκε, αλλά η φύση της ήταν πλέον διαφορετική. Άρχισα να αισθάνοµαι... µπορώ να το περιγράψω µόνο ως ένα νοσηρό ενδιαφέρονον, εκείνη (ανάλογο µε το δικό της για τους ακρωτηριασµούς της), µεγάλη τρυφερότητα και υπερηφάνεια για την αντοχή και την ευψυχία µε τις οποίες ξεπερνούσε τα τραύµατα της, αν και ο νους µου ακόµα επαναστατούσε στην ιδέα ότι τα προκαλούσε η ίδια στον εαυτό της. Θα πρέπει να αντιλήφθηκε αυτήν την αλλαγή, γιατί είπε: "Τώρα πια καταλαβαίνετε". Κούνησα το κεφάλι µου. Όµως, είχα επίσης καταλάβει και πόσο δυνατός ήταν ο αφανέρωτος ερωτάς µου για εκείνη. Μετά βίας κρατιόµουν για να µην της τα ξεστοµίσω όλα, βλέποντας τη να κάθεται και να λάµπει µε µια αλλόκοτη, ακρωτηριασµένη οµορφιά. Παρ' όλα αυτά, προσπάθησα για άλλη µία φορά να κατασιγάσω τις έµµονες ενοχές που ένιωθα για τη φύση των συναισθηµάτων µου. »"Μα δε βλέπετε ότι αυτό που κάνετε είναι λάθος, είναι αυτοκαταστροφικό;" τη ρώτησα. »Εκείνη ανασήκωσε τους ώµους της. "Ίσως. Αλλά είναι κάτι που πρέπει να κάνω". Έφτασε µε δυο µισές συστροφές του κορµού της στην άκρη της καρέκλας της κι έσκυψε για να πιει άλλη µία γουλιά από το ποτό της, στηρίζοντας το ποτήρι µε το κολό-βωµα του µπράτσου της. "Είναι αργά. Πρέπει να ντυθώ". »"Βεβαίως". Απρόθυµα, σηκώθηκα για να φύγω. Ένιωθα στραγγισµένος, εξουθενωµένος. "Αντίο. Και σας ευχαριστώ που µου µιλήσατε. Μακάρι να µπορούσα να σας πείσω να σταµατήσετε". Άνοιξα την πόρτα του καµαρινιοΰ της. »Η Πωλέτ µε κοιτούσε µε ένα παράξενο βλέµµα. "Θα ήθελα να σας δω ξανά", είπε. »Η καρδιά µου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Να αισθανόταν, άραγε, κι εκείνη την ίδια έλξη; Όχι, όχι, αυτό ήταν γελοίο, το δίχως άλλο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ούτε καν µε ήξερε. Κι όµως, µου είχε χαµογελάσει τόσο ζεστά. »"Θα θέλατε να µε περιµένετε έξω;" ρώτησε. "Να µε συνοδεύσετε στη διπλανή παµπ για ένα ποτό; Υπάρχει κάτι που θέλω να σας ζητήσω". «Κατάπληκτος, συµφώνησα, µα ένιωσα πως είχε τη δύναµη να κοιτάζει µες στην καρδιά µου και να βλέπει ό,τι υπήρχε εκεί.. .κι αυτό µε έκανε να αισθάνοµαι άβολα. Παρ' όλα αυτά, την περίµενα. Ύστερα
από περίπου ένα τέταρτο της ώρας, η πόρτα της εισόδου των ηθοποιών άνοιξε και εµφανίστηκε ένας υπάλληλος του θεάτρου µε την Πωλέτ στα χέρια. Τα µάτια µου ανοιγόκλεισαν από την έκπληξη. Είχε φορέσει τα κανονικά της ρούχα, µπλε κα-ζάκα και φούστα, κι ένα καπέλο µε ένα φτερό. Τα µανίκια της ήταν τυλιγµένα και πιασµένα ψηλά µε παραµάνες, και η φούστα της ήταν διπλωµένη καλά κάτω από τους γοφούς της. Με κοίταξε στα µάτια, και ήταν φανερό ότι το διασκέδαζε. Ελαφρώς αµήχανος, την πήρα από τα χέρια του υπαλλήλου, όπως υποθέτω ότι έπρεπε να κάνω. Ήταν πολύ ελαφριά. Τη µετέφερα έως την πόρτα της παµπ και µπήκαµε στο λιτό αλλά καλοφωτισµένο εσωτερικό της. »Αφού βοήθησα την Πωλέτ να βολευτεί στη συνηθισµένη της καρέκλα και µας έφερα δύο ποτά από το µπαρ, γύρισε προς το µέρος µου και µε κάρφωσε µε το βλέµµα της. "Κύριε Τόµπιν", είπε, "πιστεύω ότι νοιάζεστε για µένα". Ξαφνιάστηκα είναι η αλήθεια, και από τη χρήση του ονόµατος µου µα και από την ευθύτητα της. Άφωνος, έγνεψα καταφατικά σαν ηλίθιος. "Πιστεύω, επίσης", συνέχισε, "ότι παρά τις διαµαρτυρίες σας, δεν είστε τόσο αντίθετός προς το...επάγγελµα µου όσο προσποιείστε. Όχι, µη µε διακόψετε. Το βλέπω στο πρόσωπο σας κάθε φορά που µε κοιτάτε. Μην προσπαθήσετε να αρνηθείτε αυτό που νιώθετε στην καρδιά σας. Σας έλκει το γεγονός ότι αυτοακρωτηριάζοµαι· ίσως να είναι απλώς επαγγελµατική περιέργεια, ίσως όµως να είναι και κάτι ακόµα. Είναι αλήθεια όσα λέω;" »Το ύφος της ήταν επιβλητικό κι έτσι, ανήµπορος να αντιδράσω διαφορετικά, κούνησα το κεφάλι µου — κι όταν εν τέλει παραδέχτηκα τα κρυφά συναισθήµατα που µε ταλάνιζαν, ένιωσα σαν κάποιος να µου είχε πάρει ένα τεράστιο βάρος απ' τους ώµους. "Είναι όλα αλήθεια", είπα λακωνικά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και χαµογέλασε. "Όµως, πώς ξέρετε το όνοµα µου;" »"Έκανα κι εγώ την ερευνά µου για εσάς", µου απάντησε. "Θα πρέπει να σας πω ότι τρέφω κι εγώ τα ίδια θερµά συναισθήµατα. Σας σκέφτοµαι συχνά, από την πρώτη µας συνάντηση κιόλας, κι αυτές µου οι σκέψεις µετατράπηκαν σιγά-σιγά σε ένα δυνατό συναίσθηµα που διστάζω να κατονοµάσω- κι οµολογώ πως η απροθυµία σας να αποκαλύψετε τα συναισθήµατα σας νωρίτερα µε είχε απογοητεύσει". »"Μα δεν µπορούσα..." »"Ναι, το κατάλαβα αυτό. Όµως τώρα είστε εδώ, και δεν έχουµε πια µυστικά ο ένας απ' τον άλλον. Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι, παρότι γνωρίζω ότι θα θέσω σε κίνδυνο τη θέρµη των συναισθηµάτων µας". Έκανε µια παύση και το βλέµµα της γλίστρησε προς το πάτωµα. Όταν άρχισε πάλι να µιλάει, η φωνή της έτρεµε ελαφρά. "Τώρα πια δεν έχω άκρα. Όµως αυτό δε µου είναι αρκετό. Πρέπει να συνεχίσω. Πρέπει να µάθω µέχρι πού µπορώ να φτάσω. Εσείς είστε χειρουργός. Πείτε µου, λοιπόν, πόσο µεγάλο µέρος ενός ανθρώπινου σώµατος µπορεί να αφαιρεθεί, προτού αυτό το σώµα πεθάνει;" Η φωνή της φανέρωνε τροµερή ένταση. »Κούνησα το κεφάλι µου. "∆εν έχω ποτέ αναρωτηθεί για κάτι τέτοιο", της είπα. "Τέτοιου είδους ακαδηµαϊκά ερωτήµατα σπανίως σου έρχονται στο µυαλό στην ατµόσφαιρα του χειρουργείου".
»"Είναι λογικό". Χαµογέλασε. "Όπως και να 'χει, εγώ σκοπεύω να µάθω. Εάν µε βοηθήσετε, βέβαια". »"Τι!" Κόντεψα να χύσω το ποτό µου. "Τι εννοείτε;" »Γύρισε και µε κοίταξε, και τα µάτια της έκαιγαν. "Στην επόµενη µου παράσταση", είπε. "Ο Λαφλέρ, ο χειρουργός που µε βοηθούσε µέχρι χθες, έχει γίνει αναξιόπιστος. ∆εν πιστεύω πως µπορεί να φέρει εις πέρας τις επεµβάσεις µε ασφάλεια, ιδιαίτερα τώρα που γίνονται πιο σοβαρές. Θα ήθελα να πάρετε εσείς τη θέση του". Ένα ρίγος απόλυτης φρίκης µε διέτρεξε σύγκορµο, µα το ακολούθησε µια παράλογη έξαψη, η ένταση της οποίας ει-λικρινώς µε ξάφνιασε». «Μα δε θα ήταν δυνατόν να συµφωνούσες σε κάτι τέτοιο!» αντέτεινε ο Ντάνφορθ, όµως ο τόνος της φωνής του Τόµπιν είχε υποδηλώσει ποια ήταν η απάντηση του προτού τη φανερώσει στους ακροατές του. Μίλησε ψιθυριστά, αρνούµενος να τους κοιτάξει στα µάτια. «Συµφώνησα», είπε, «και ντρέποµαι γι' αυτό. Το γλυκό της πρόσωπο φωτίστηκε κι εκείνη µε φίλησε στο µάγουλο, ξαφνιάζοντας µε και προκαλώντας µου αµηχανία. Οι άνθρωποι του θεάτρου ανέκαθεν δεσµεύονταν λιγότερο από τους κανόνες της ευπρεπούς συµπεριφοράς. Όµως µέσα από την αµηχανία µου, ένα έντονο συναίσθηµα χαράς φύτρωσε και αναπτύχθηκε γοργά. Για πρώτη φορά µέσα σε σχεδόν δύο χρόνια αισθανόµουν ήρεµος. Έτσι, λοιπόν, άρχισε η σχέση µου µε την Πωλέτ στο τελευταίο στάδιο της καριέρας της. »Η ηµεροµηνία για την επόµενη εµφάνιση της ορίστηκε τρεις µήνες αργότερα, και σε αυτήν την εµφάνιση θα συµµετείχα κι εγώ. Τώρα πλέον οι παραστάσεις της έπρεπε να ορίζονται σε συνάρτηση µε το ωράριο µου στο νοσοκοµείο, καθώς µου ήταν απαραίτητο να συνεχίσω την κανονική µου εργασία. Αυτή θα ήταν και η πιο ριζοσπαστική επέµβαση. Η σκηνή του Τζοΰµπιλυ είχε µετατραπεί σε ένα από τα πιο προηγµένα χειρουργεία της εποχής, µε ένα µεγάλο, ξύλινο χειρουργικό κρεβάτι, έναν κλίβανο για την αποστείρωση των χειρουργικών εργαλείων και ένα ιδιοφυές σύστηµα µε σωλήνες και αντλίες για τον ψεκασµό των τραυµάτων µε φαινόλη, έτσι ώστε να αποφευχθεί η σήψη. Όλα αυτά κατασκευάστηκαν και τοποθετήθηκαν στο θέατρο συµφωνά µε τις προδιαγραφές που όρισα εγώ, και το κόστος τους καλύφθηκε από το κοµπόδεµα της Πωλέτ. Ήταν σαν να ξεκινούσαµε µαζί για µια µεγάλη περιπέτεια, και η απτή φρίκη του εγχειρήµατος µας δεν µπορούσε να κλονίσει την πανίσχυρη έξαψη µας, ούτε την αίσθηση του υπέρτατου πειραµατισµού που µας είχε κυριεύσει. »Τη νύχτα της παράστασης περίµενα στα παρασκήνια, και η νευρικότητα µου ήταν µεγάλη. Η Πωλέτ µεταφέρθηκε στη σκηνή από τους βοηθούς της και άρχισε το προκαταρκτικό µέρος του νούµερου της, που είχε σκοπό να προθερµάνει το κοινό. Φορούσε την άλικη λεοτάρ της, και τα κολοβώµατα των µπράτσων της ήταν γυµνά. Είχε αποφασίσει να φορέσει το καλσόν µε τις πα-γιέτες, και τα µπατζάκια του κρέµονταν από το ύψος της λεκάνης, άδεια και χαλαρά, ένα θέαµα αληθινά γκροτέσκο. Προφανώς, η Πωλέτ είχε αντίθετη γνώµη. Όταν τελείωσε η "εισαγωγή", τη µετέφεραν στο κέντρο της σκηνής και την εναπόθεσαν στην κεκλιµένη επιφάνεια του κρεβατιού, έτσι ώστε το πάνω µέρος του σώµατος της να είναι ορατό στο κοινό. Αυτή ήταν η στιγµή της δικής µου
εισόδου. Βάδισα προς το κέντρο της σκηνής σπρώχνοντας ένα τροχήλατο τραπεζάκι µε αποστειρωµένα εργαλεία και φορώντας ιατρική ρόµπα και µάσκα (όχι µόνο για να κρύψω την ταυτότητα µου, αλλά και για να µειώσω τον κίνδυνο µολύνσεων). Επιφωνήµατα έκπληξης συνόδευσαν την είσοδο µου, καθώς και ένα σούσουρο ανυποµονησίας. Έστρεψα για µια στιγµή το βλέµµα µου στην Πωλέτ, κι όταν την είδα άσπρη σαν την κιµωλία και µε τα µάτια της ορθάνοιχτα και γεµάτα προσµονή, τρέκλισα για µια στιγµή, αλλά αµέσως µετά ένιωσα την έξαψη της στιγµής να µε συνεπαίρνει και ξεκίνησα. »Το διάστηµα από τη στιγµή που σήκωσα για πρώτη φορά το νυστέρι και το είδα να αστράφτει κάτω απ' τα δυνατά φώτα µέχρι τη στιγµή που άφησα κάτω την τελευταία κυρτή χειρουργική βελόνη πρέπει να ήταν περίπου δεκαπέντε λεπτά. Ποτέ άλλοτε δεν είχα χειρουργήσει έτσι· µε τέτοια σιγουριά, τέτοια ταχύτητα, τέτοια ακρίβεια. Το πρόσωπο µου ήταν κάθιδρο, τα χέρια µου βαµµένα µε αίµα, και η Πωλέτ, ξαπλωµένη στο κρεβάτι, τρεµάµενη αλλά περιχαρής, δεν είχε πλέον µπράτσα. Είχα αφαιρέσει τους ώµους της, και οι κλείδες της εξείχαν σαν µικρά πόµολα από το πάνω µέρος του κορµού της, περικυκλωµένες από καλοραµµένα τραύµατα. Ο ορυµαγδός των θεατών ήταν πραγµατικά απερίγραπτος όταν βοήθησα την Πωλέτ να ανακαθίσει, ισορροπώντας στη βάση της λεκάνης της, κι εκείνη έσκυψε το κεφάλι της για να τους ευχαριστήσει για τις επευφηµίες, τα χειροκροτήµατα, αλλά και τις κραυγές τρόµου. Επιστρέψαµε στο καµαρίνι θριαµβευτές κι εγώ έλεγξα τα τραύµατα και τα επέδεσα προσεκτικά. »Ήµουν σίγουρος ότι η ιδιότυπη καριέρα της Πωλέτ είχε φτάσει στο τέλος της. ∆εν της είχε αποµείνει ούτε ίχνος από τα χέρια και τα πόδια της. Τώρα που ήταν απλώς ένας κορµός, τι άλλο θα µπορούσε να κόψει; Από µία άποψη, η σκέψη αυτή µε ανακούφιζε. Αλλά που και που η Πωλέτ βυθιζόταν σε ένα δυσοίωνο ρεµβασµό, και τότε ήξερα ότι το µυαλό της δούλευε πυρετωδώς για να δώσει νέα διέξοδο στην εµµονή της. Μια φορά που είχαµε βγει έξω —γιατί τώρα περνούσαµε όσο περισσότερο χρόνο µπορούσαµε µαζί— είπε κάτι που πραγµατικά µε ανησύχησε. Ήταν τη στιγµή που την έβγαζα σηκωτή από ένα ταξί. Φορούσε ένα σύνολο από άλικο βελούδο. Η καζάκα της είχε ραφτεί χωρίς µανίκια, χωρίς καν τρύπες για τα χέρια, και αντί για φυσιολογική φούστα φορούσε µια εφαρµοστή βελούδινη θήκη γύρω από τους γοφούς της. Συνή-θως δεν έδειχνε να την αγγίζουν τα έκπληκτα βλέµµατα και τα τροµαγµένα σχόλια των περαστικών που συναντούσαµε στο δρόµο, µα αυτή τη φορά κόµπιασε όταν µια απορηµένη, χοντρή κυρία ψιθύρισε δυνατότερα απ' όσο έπρεπε: "Αχ, µωρ' κοίτα το κακοµοίρκο το κορτσάκι, δεν της έχει µείνει τίποτες· όλα τα 'χασε". »"Όχι", απάντησε η Πωλέτ. "Όχι όλα. Όχι ακόµα". »Έτσι, δεν ξαφνιάστηκα όταν, ύστερα από όχι και πολύ καιρό, µου ζήτησε τη γνώµη µου για µια θεωρητική χειρουργική επέµβαση- και µόνο το ενδεχόµενο να ήταν εφικτή ήταν ανείπωτα φρικιαστικό, κι έτσι αρνήθηκα για µεγάλο διάστηµα να κάνω κουβέντα για το ίδιο θέµα. Όµως η Πωλέτ µε ρωτούσε διαρκώς κι εν τέλει αναγκάστηκα να παραδεχθώ ότι ήταν θεωρητικώς εφικτή, αν και εξαιρετικά περίπλοκη και επικίνδυνη, µιας και ήταν τόσο πέρα από τις χειρουργικές
δυνατότητες της τότε Ιατρικής που µόνο στη σφαίρα του φανταστικού µπορούσε κανείς να την κατατάξει. Από τη στιγµή που έκανα εκείνη την παραδοχή, ήταν απλώς θέµα χρόνου. Ωθούµενοι από την κοινή εµµονή µας, δέσµιοι ενός αναπόδραστου πεπρωµένου, ειδοποιήσαµε τον ιδιοκτήτη του θεάτρου για τη νέα εµφάνιση και κάναµε τις απαραίτητες προετοιµασίες, θα απαιτείτο όλη µου η χειρουργική δεινότητα και, ακόµα κι έτσι, γνώριζα καλά πως υπήρχε µόνο µια µικρή πιθανότητα να επιζήσει της επέµβασης η Πωλέτ. ∆εν είχε επιχειρηθεί ποτέ κάτι παρόµοιο. ∆εν πρέπει να ξεχνάτε ότι εκείνη την εποχή µία στις πέντε επεµβάσεις που απαιτούσαν τη διάνοιξη της κοιλιακής χώρας είχε ως αποτέλεσµα την απώλεια της ζωής του ασθενούς - και αυτό που σκόπευα να επιτύχω εγώ ήταν πολύ πιο τολµηρό. Από την άλλη πλευρά, εάν το επιτύγχανα, η συνδροµή µου στη χειρουργική θα ήταν τεράστια! »Πέρασα το βράδυ της παραµονής της παράστασης στο σπίτι της Πωλέτ. Η υπηρέτρια που είχε προσλάβει τώρα που ήταν ανήµπορη να φροντίσει τον εαυτό της είχε άδεια. Πρέπει να σας πω ότι έως εκείνο το σηµείο η σχέση µας δεν είχε ξεφύγει στιγµή από τα όρια της κοσµιότητας. Ο ερωτάς µας είχε αµβλυνθεί από τον αµοιβαίο µας σεβασµό κι εκφραζόταν πάντοτε µε τον πλέον διακριτικό τρόπο. Εκείνη τη νύχτα, όµως, η Πωλέτ µε κοίταξε στα µάτια, και το χλοµό της πρόσωπο, πλαισιωµένο από τα µαύρα, χυτά µαλλιά της, ήταν σκοτεινιασµένο και για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισα- κάπως τροµαγµένο. Με δεδοµένη τη φύση της επέµβασης που θα έκανε την επόµενη µέρα, νόµισα ότι ήξερα τι θα µου έλεγε. »"Πριν καιρό σου είπα ότι δεν υπάρχουν µυστικά µεταξύ µας", είπε. "∆εν έλεγα αλήθεια. Θέλω να σου πω ότι έχω µία κόρη". Αυτό, βέβαια, δεν ήταν ό,τι περίµενα να ακούσω. "Το όνοµα της είναι Σούζαν. Είναι έντεκα χρονών και ζει µε τον πατέρα της, τον οποίο δεν παντρεύτηκα ποτέ. Τη βλέπω σπανίως, γιατί δε θα ήθελα να µάθει τι ακριβώς κάνω, αν και µε έχει δει από τότε που ξεκίνησα την.. .καριέρα µου. Γνωρίζει µόνο τα αποτελέσµατα των τραυµατισµών µου και όχι την αιτία τους. Αυτό σου το λέω γιατί θέλω να γνωρίζεις τι είδους γυναίκα έχω υπάρξει". Κάθε λογής διαβεβαιώσεις έφτασαν στην άκρη της γλώσσας µου, µα η Πωλέτ ανασήκωσε το πιγούνι της, µια κίνηση που για εκείνη ήταν ισοδύναµη µε την πρόταξη ενός χεριού, και δε µε άφησε να µιλήσω. "Τον ίδιο καιρό που σου είπα ότι δεν έχω κανένα µυστικό, ανέφερα επίσης ότι θεωρούσα πως νοιάζεσαι για µένα και ότι τα συναισθήµατα µου για σένα είναι αµοιβαία. Πιστεύω πως αυτό ισχύει ακόµα". Κούνησα απλώς το κεφάλι µου, γιατί δεν ήµουν σίγουρος ότι µπορούσα ακόµα να µιλήσω. "Φίλιπ", είπε, το µικρό µου όνοµα. "Αγάπησε µε. Όσο...µπορώ ακόµα". »Εκείνη τη νύχτα γίναµε εραστές, και ο λεπτός, αθλητικός της κορµός συσπώνταν κάτω απ' το σώµα µου µε απόγνωση. Και την εποµένη, σε εκείνη την απολυµασµένη σκηνή που µύριζε φαινόλη, αίµα και ιδρώτα, αφαίρεσα το χαµηλότερο τµήµα εκείνου του κορµού, από τη µέση και κάτω». Ένας καγχασµός διαποτισµένος µε δυσπιστία ξέφυγε από τα χείλη του Ντάνφορθ. «Αδύνατον!» φώναξε, µα ήταν προφανές ότι η διαµαρτυρία του ήταν ειλικρινής µόνο κατά το ήµισυ. ∆εν υπήρχε ούτε ένα µέλος της
συντροφιάς που καθόταν γύρω απ' το τζάκι σε εκείνη την ήσυχη αίθουσα που να µην πίστευε την ιστορία που αφηγούνταν ο Τόµπιν. Όσο για τον ίδιο τον Τόµπιν, δε φαινόταν να αντιλαµβάνεται τις αντιδράσεις των ακροατών του. Ξαναζούσε τα γεγονότα που περιέγραφε, µε το πρόσωπο του να γυαλίζει απ' τον ιδρώτα και τα χέρια του να τρέµουν σαν να ψηνόταν στον πυρετό. «Η Πωλέτ επέζησε. Οι τεχνικές που χρησιµοποίησα δεν έχουν σχέση µε αυτήν την ιστορία, αλλά θα σας πω τα ουσιώδη. Κατά τη διάρκεια της επέµβασης αφαίρεσα ένα µέρος των περιεχοµένων της κάτω κοιλιακής χώρας, ενώ τοποθέτησα ένα άλλο µέρος σε διαφορετική θέση και, κατασκεύασα µια νέα έξοδο για τα ούρα και τα περιττώµατα. Στη συνέχεια αφαίρεσα τη λεκάνη και το υπογάστριο, έκοψα ένα παχύ στρώµα µυών κάτω από τα πλευρά, έφερα µπροστά τον ιστό που περίσσευε από το κάτω µέρος της πλάτης και έραψα όλες τις τοµές. Τώρα πια η Πωλέτ ήταν ένα κεφάλι κολληµένο σε ένα θώρακα — τίποτα παραπάνω. Βρισκόταν στα όρια της λιποθυµίας από το αιµορραγικό σοκ. Μετά βίας βρήκε τη δύναµη να χαµογελάσει αδύναµα στο κοινό προτού πέσει η αυλαία, και τότε την πήγα αµέσως στον ειδικό µετεγχειρητικό χώρο που είχαµε διαµορφώσει στο καµαρίνι της. Στο τέλος της παράστασης, οι θεατές δεν τη χειροκρότησαν ούτε την επευφήµησαν, όπως είχαν κάνει σε όλες τις προηγούµενες. Καθ' όλη τη διάρκεια της επέµβασης επικρατούσε απλώς µια σαστιµάρα και µια αρρωστηµένη σιωπή, ενώ στο τέλος οι όποιες αντιδράσεις ήταν µάλλον σπασµωδικές και αµέθοδες. Ίσως, εν τέλει, να το είχε παρακάνει η Πωλέτ. Πέρασαν αρκετές εβδοµάδες, µήνες στην ουσία, κατά τους οποίους άντλησε κάθε απόθεµα δύναµης που είχε ο εξασθενηµένος οργανισµός της και ευτυχώς ανάρρωσε. Ύστερα από όλα όσα είχα ζήσει, η έκδηλη ευχαρίστηση που της προκαλούσε η φρικτή κατάσταση της διέθετε ακόµα την ικανότητα να µε σοκάρει. »Ετοίµασα µια εργασία για τη ρηξικέλευθη επέµβαση που είχα διεξαγάγει, φροντίζοντας να την παρουσιάσω ως ένα θεωρητικό ενδεχόµενο και µόνο, µε την υποσηµείωση ότι θα µπορούσε να λάβει χώρα µόνο στην περίπτωση κάποιου τραυµατισµού στην πυελική χώρα που ειδάλλως θα απέβαινε µοιραίος. Η δηµοσίευση της προκάλεσε την ίδια αντίδραση µε εκείνη των εδώ παρόντων συναδέλφων µου και για ένα διάστηµα έγινα αποδέκτης σκωπτικών σχολίων από τους συναδέλφους µου στην Αγία Βερονίκη, ενώ ο πρόεδρος του διοικητικού συµβουλίου του νοσοκοµείου µου συνέστησε να επικεντρωθώ σε λιγότερο "προχωρηµένες" ακαδηµαϊκές εργασίες. Όµως η επιτυχία της ριζοσπαστικής µου επέµβασης µε είχε οπλίσει µε θάρρος και, αφού πλέον ήµουν ολοκληρωτικά ταγµένος στον αποτρόπαιο µας σκοπό, το µυαλό µου άρχισε να σκέφτεται τρόπους για να πάµε τη διαδικασία ένα στάδιο πιο πέρα. »Για ένα διάστηµα η Πωλέτ φαινόταν αρκετά ευχαριστηµένη µε την τότε κατάσταση της, αλλά µετά η εµµονή της την κυρίευσε εκ νέου. Όταν µια µέρα την είδα να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, της έθεσα διερευνητικά το θέµα που µε απασχολούσε για αρκετό καιρό. Είχα συνειδητοποιήσει ότι λόγω της µείωσης του όγκου του σώµατος της και της συνακόλουθης ανάγκης για λιγότερο οξυγονωµένο αίµα, πλέον η
χωρητικότητα των πνευµόνων της ήταν πολύ µεγαλύτερη από την απαιτούµενη. Είχα προσφάτως διαβάσει µια εργασΓα του εξέχοντος γερµανού ιατρού Φον Στέρνµπαχ, στην οποία περιλαµβανόταν και ένας συγκριτικός πίνακας πνευµονικής χωρητικότητας ανάλογα µε το σωµατικό ύψος και βάρος. Χρησιµοποιώντας του υπολογισµούς του Φον Στέρνµπαχ, είχα συµπεράνει ότι µπορούσα να αφαιρέσω τουλάχιστον έναν από τους πνεύµονες της Πωλέτ, εάν όχι και το ήµισυ του δευτέρου, χωρίς να βλάψω την οµαλή αναπνευστική της λειτουργία. Εάν γινόταν αυτό, θα προέκυπτε ένας σεβαστός κενός χώρος στη θωρακική κοιλότητα. Σκεφτόµουν, λοιπόν, µήπως ήταν δυνατόν να επανατοποθετήσω σε εκείνο το χώρο τα όργανα που ήταν απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση της, καθιστώντας έτσι περιττό το κάτω τµήµα του θώρακα». «Μα, αυτό είναι τρέλα», είπε ο Ντάνφορθ. «Μια τέτοια επέµβαση ξεφεύγει ακόµα κι απ' τη σφαίρα του φανταστικού!» «Έτσι πίστευα κι εγώ στα βάθη της καρδιάς µου. Εν µέρει, περίµενα ότι η Πωλέτ θα γελούσε και θα συµφωνούσε ότι η ιδέα ήταν ανέφικτη. Στο κάτω-κάτω της γραφής, η εµµονή της δεν έφτανε µέχρι το σηµείο να την κάνει να επιθυµεί να πεθάνει. Όµως ενώ της µιλούσα, τα µάτια της έλαµπαν και κατάλαβα ότι της είχα εξάψει το ενδιαφέρον. Πέρασαν αρκετοί µήνες κατά τους οποίους έλεγξα και επανέλεγξα τις σηµειώσεις µου. Μεταφέραµε τον εξοπλισµό του Τζούµπιλυ στο σπίτι της και µετατρέψαµε ένα κενό δωµάτιο σε χειρουργείο. ∆ε θα υπήρχε κοινό. Η επέµβαση αυτή ήταν κάτι το προσωπικό για εκείνη. Μα και για µένα επίσης. »Κι όταν ήρθε η µέρα, δε δειλιάσαµε. Για άλλη µία φορά, η φρίκη που κανονικά θα έπρεπε να νιώσω κατά τη διεξαγωγή µιας τόσο αποτρόπαιας επέµβασης επισκιάστηκε ολοκληρωτικά από την ένταση της αυτοσυγκέντρωσης µου όση ώρα εργαζόµουν αδιαλείπτως σε εκείνο το αυτοσχέδιο χειρουργείο, σαν δεύτερος ∆ρ. Φρανκενστάιν, και επινοούσα νέες χειρουργικές τεχνικές κάθε φορά που η εφαρµογή των παλαιών δε θα έφερνε το επιθυµητό αποτέλεσµα, δεσµώτης µιας άλογης χειρουργικής φρενίτιδας, µεθυσµένος από έναν πρωτόγνωρο επιστηµονικό ζήλο. Το τίµηµα που πλήρωσε το σώµα της Πωλέτ ήταν ανατριχιαστικό: αφαίρεσα τρία τέταρτα του ήπατος, ένα νεφρό, µεγάλο µέρος των εντέρων και του στοµάχου, ενάµιση πνεύµονα, τη σπλήνα... Τα εναποµείναντα όργανα τα στρΰµωξα στο χώρο που είχε µείνει κενός στη θωρακική κοιλότητα µετά την αφαίρεση των πνευµόνων. »Αυτή τη φορά, ούτε καν τα τεράστια αποθέµατα της χαλύβδινης θέλησης της δεν αρκούσαν από µόνα τους για να ξεπεράσει το σοκ της επέµβασης. Χρειάστηκε όλη µου η δεξιότητα για να την περιθάλψω και να τη βοηθήσω να αντέξει ό,τι ακολούθησε: τους µήνες της ακροβασίας µεταξύ ζωής και θανάτου, τις αµέτρητες µεταγγίσεις, τις προσωρινές ανεπάρκειες των οργάνων της καθώς οι ζωτικές της λειτουργίες προσαρµόζονταν σε νέους ρυθµούς, τη δυσκολία στην αναπνοή καθώς οι µεσοπλεύριοι µύες αναλάµβαναν να παίξουν το ρόλο του αφαιρεθέντος διαφράγµατος στην αναπνευστική λειτουργία. ∆ήλωσα προσωπικό κώλυµα και πήρα µια µεγάλη άδεια από το νοσοκοµείο, κι έτσι της αφιέρωσα όλο µου το χρόνο. Εν τέλει, διέφυγε τον κίνδυνο. Μια µέρα
ξύπνησα ύστερα από έναν υπνάκο που είχα ξεκλέψει εξουθενωµένος δίπλα στο κρεβάτι της και την είδα να µε κοιτάει. Είχε ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της και, καθώς φαινόταν, είχε µπει στο τελευταίο στάδιο της ανάρρωσης της. ∆ε µίλησε, µα εγώ ήξερα τι ήθελε. Τράβηξα τα σκεπάσµατα. Η Πωλέτ έστρεψε το βλέµµα προς τα κάτω και κοίταξε τον εαυτό της. Πλέον, έµοιαζε µε προτοµή της κλασικής αρχαιότητας. Το σώµα της τελείωνε σε µια οµαλή καµπύλη κάτω από τα στήθη της, µε το χαµηλότερο του σηµείο µόλις πέντε εκατοστά από εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν η βάση του στέρνου. Τα µάτια της άνοιξαν διάπλατα από το σοκ και τη θεσπέσια φρίκη. Έπειτα µου χαµογέλασε και την πήρε ο ύπνος. »Όταν ολοκληρώθηκε η ανάρρωση της, η Πωλέτ δεν ήθελε να κρύψει την κατάσταση της µε κανέναν τρόπο και απολάµβανε το τροµολαγνικό ενδιαφέρον που ξυπνούσε το σώµα της σε όσους περίεργους την έβλεπαν. Εγώ πάλι, όχι. Κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει µέσα µου. Την αγαπούσα ακόµα όπως ανέκαθεν, αλλά εκείνα τα αρχικά συναισθήµατα φρίκης που είχα νιώσει όταν την πρωτοείδα είχαν αρχίσει να επιστρέφουν. Μαζί τους είχε έρθει και µια ολοένα και εντονότερη αίσθηση ενοχής για το σακάτεµα της, αλλά υπεράσπισα τον εαυτό µου µε την πεποίθηση µου ότι εάν δεν το είχα κάνει εγώ, θα είχε βρει κάποιον άλλο στη θέση µου- τόσο αναπότρεπτη και προδιαγεγραµµένη ήταν από την αρχή κιόλας η πορεία της. Σιγά-σιγά η σχέση µας έχασε την αρχική της ένταση, δίχως αυτό να επηρεάσει τη θερµότατη φιλία µας, και πιστεύω ότι ξέραµε και οι δυο µας πως κάποια στιγµή θα χωρίζαµε. Θα πρέπει να ήταν το καταλάγιασµα του πάθους µας που, εν τέλει, µου επέτρεψε να κάνω ό,τι έκανα εκείνο τον τελευταίο χρόνο. Σίγουρα, κανείς λογικός άνθρωπος ούτε καν θα διανοούνταν να κάνει αυτό που έκανα σε κάποιον άλλο, εάν τον αγαπούσε όσο αγαπούσα εγώ την Πωλέτ πριν αρχίσουµε να αποµακρυνόµαστε. Για ένα διάστηµα πίστευα ότι η εµµονή της Πωλέτ είχε πια ικανοποιηθεί. Από το σώµα της είχε αποµείνει το ελάχιστο δυνατό που απαιτούνταν για τη συνεχιζόµενη επιβίωση της. ∆εν είχε, κυριολεκτικά, τίποτα άλλο να αφαιρέσει. Ή αυτό τουλάχιστον πίστευα. »Πέρασε πολύς καιρός, ένα διάστηµα φαινοµενικής ικανοποίησης, µα ήρθε µια µέρα που η Πωλέτ, σαν κεραυνός εν αιθρία, µε ρώτησε: "Μια χαρά ζούνε και οι τυφλοί, έτσι δεν είναι;" Ένα σκοτεινό προαίσθηµα άδραξε την ψυχή µου. Ήξερα ότι η Πωλέτ ήταν και πάλι αιχµάλωτη της παλιάς της εµµονής. Προσπάθησα να τη µεταπείσω, µα από τη στιγµή που η ιδέα είχε τρυπώσει στο µυαλό της, ήταν ακλόνητη. Κωλυσιέργησα για ένα διάστηµα, προσπαθώντας να την ικανοποιήσω µε συγκριτικά µικρές επεµβάσεις. Αφαίρεσα τα στήθη της. Αφαίρεσα το εξωτερικό µέρος των αφτιών της — µπορούσε ακόµα να ακούει, µα συγκεχυµένα και δίχως αντίληψη της κατεύθυνσης από την οποία προερχόταν ο ήχος. Όµως τώρα που είχαµε ξεκινήσει, δεν µπορούσε να σταµατήσει, και ο ιός του νοσηρού της ενθουσιασµού µε προσέβαλε εκ νέου. Κυριεύθηκα και πάλι από εκείνο το άλογο πνεύµα ανενδοίαστης επιστηµονικής έρευνας. Πιστεύω ότι είχα κυριολεκτικά παραφρονήσει εκείνο τον καιρό, γιατί κλείστηκα µε την Πωλέτ στο µακάβριο χειρουργείο µας και διεξήγαγα µια σειρά από αδιανόητες, αποτρόπαιες επεµβάσεις.
»Ένα προς ένα, όλα τα χαρακτηριστικά εκείνου του προσώπου που είχα αγαπήσει κρίθηκαν περιττά από την κάτοχο τους και αφαιρέθηκαν. Είχα ήδη αφαιρέσει τα αφτιά της. Τα ακολούθησε η µύτη της, ύστερα το δεξί της µάτι και στη συνέχεια το αριστερό. Σε κάθε µία από αυτές τις περιπτώσεις χρησιµοποίησα µοσχεύµατα από το πρόσωπο της για να καλύψω τις κόγχες, κι έτσι στο σηµείο κάθε εκτοµής υπήρχε πλέον ένα κοµµάτι δέρµα περιγεγραµµένο από αχνές ουλές. Η χειρότερη εγχείρηση ήταν η αφαίρεση της γλώσσας και των φωνητικών χορδών της. Ποτέ ξανά δε θα άκουγα εκείνη τη χαµηλή, βραχνή φωνή. Κι όµως, συνεχίσαµε. Πλέον η Πωλέτ επικοινωνούσε µόνο µε µηνύµατα, τα οποία ορνιθοσκάλιζε µε µεγάλη προσπάθεια κρατώντας το µολύβι µε τα δόντια της. Αποφάσισε ότι θα µπορούσε να επικοινωνεί εξίσου καλά µε νεύµατα ή µε κινήσεις του κεφαλιού της που θα υποδήλωναν "ναι" ή "όχι". Αφού δεν µπορούσε πλέον να µιλήσει, τι σκοπό εξυπηρετούσαν οι γνάθοι και τα δόντια της; Θα µπορούσε να λαµβάνει την τροφή της από ένα σωληνάκι που θα περνούσε από µια τρύπα στον τράχηλο της και θα κατέληγε στον οισοφάγο της. Έτσι, αφαίρεσα την άνω και την κάτω γνάθο, και κάλυψα τα τραύµατα µε µοσχεύµατα που πήρα από το πρόσωπο και το λαιµό της, φροντίζοντας να αφήσω ένα άνοιγµα στο φάρυγγα και ένα άλλο στην τραχεία, για να µπορεί να αναπνέει. Η Πωλέτ ήταν πλέον τυφλή, βωβή, δίχως πρόσωπο και άκρα — στην ουσία, δίχως σώµα. »Η τελευταία επέµβαση ήταν δική µου ιδέα και η φρίκη της θα µε κατατρύχει µέχρι την ηµέρα που θα πεθάνω. Έθεσα την ιδέα µου στην Πωλέτ, και το απρόσωπο κεφάλι της µου έγνεψε πως συµφωνούσε. Αυτή θα ήταν η τελική επέµβαση, η τελευταία δυνατή αφαίρεση. Την ηµέρα της επέµβασης τη µετέφερα στο χειρουργείο. Όλα ήταν έτοιµα. Έκοψα ό,τι είχε αποµείνει από το πρόσωπο της και αφαίρεσα το κάτω τµήµα του κρανίου της, από τις οφθαλµικές κόγχες και κάτω, κι έτσι το µόνο που απέµεινε ήταν η εγκεφαλική κάψα. Με ιδιαίτερη προσοχή, αφαίρεσα και τους επτά αυχενικούς σπονδύλους, φροντίζοντας να παραµείνουν άθικτα τα κύρια αιµοφόρα αγγεία του εγκεφάλου και η σκληρά µή-νιγξ. Στη συνέχεια κατέβασα το κρανίο στον κενό χώρο ανάµεσα από τις ωµοπλάτες της, διατηρώντας αλώβητο το νωτιαίο µυελό. Ήταν µια επέµβαση ασύλληπτης λεπτότητας και πολυπλοκότητας. Η Πωλέτ είχε πάψει πλέον να είναι ένας άνθρωπος για µένα και είχε µεταστοιχειωθεί σε αντικείµενο τεράστιου επιστηµονικού ενδιαφέροντος και πειραµατισµού. Αφού τοποθέτησα στέρεα το κρανίο, το κάλυψα µε ένα µεγάλο κρηµνό δέρµατος και µυών, που πήρα από το άνω µέρος της πλάτης και τον αυχένα, και το έραψα σφιχτά κατά µήκος των κλείδων, χωρίς βέβαια να κλείσω τις τρύπες από τις οποίες ανέπνεε και τρεφόταν. »Η καρδιά της χτυπούσε ακόµα. Ήταν ζωντανή! Έκανα δυο βήµατα πίσω και επιθεώρησα το έργο µου. Η Πωλέτ ήταν ένα µικρό σάρκινο παραλληλεπίπεδο δίχως εξωτερικά χαρακτηριστικά, µε διαστάσεις περίπου σαράντα επί σαράντα επί είκοσι εκατοστά! »Άφησα να περάσουν µερικές µέρες για να αναρρώσει από το σοκ της επέµβασης, µέρες κατά τις οποίες δεν έκλεισα µάτι και την είχα υπό διαρκή παρακολούθηση, κι ένα πρωί άρχισα να χτυπάω το δάχτυλο µου ρυθµικά στο στέρνο της, όπως είχαµε συµφωνήσει. Φανταστείτε τα
συναισθήµατα µου όταν µια σειρά από σιγανούς συριγµούς βγήκαν από την αυτοσχέδια αναπνευστική οδό της, ένας χαιρετισµός και ταυτόχρονα µια ερώτηση: "Πέτυχε;" Γελώντας σαν παράφρονας, διέτρεξα µε τα δάχτυλα µου όλη την επιφάνεια του σώµατος της, για να της δώσω µια γενική ιδέα του τελικού του σχήµατος. Η αντίδραση της ήταν η επιτάχυνση της αναπνοής της και µια σειρά νέων συριγµών από την τραχειοτοµή της, και φανέρωνε την αγαλλίαση της καθώς η Πωλέτ συνειδητοποίησε ότι είχε επιτέλους πραγµατοποιήσει την υπέρτατη φιλοδοξία της! »Εν τέλει, όµως, η επίτευξη αυτού του στόχου της έδωσε τη χαριστική βολή. Θα έλεγε κανείς ότι το µοναδικό πράγµα που της έδινε τη δύναµη να ξεπεράσει όλους εκείνους τους σοβαρούς τραυµατισµούς ήταν η γνώση ότι είχε να υποστεί κι άλλα, να ξεπεράσει κι άλλα. Όταν συνειδητοποίησε ότι είχε πλέον κάνει όλα όσα θα µπορούσε να κάνει, την κατέβαλε µια αβάσταχτη εξάντληση και η δύναµη της θέλησης της άρχισε να εξασθενεί. Έζησε, όσο ευτυχισµένη µπορούσε, για περίπου έξι µήνες προτού να σβήσει· ο θάνατος της δεν πιστεύω ότι επήλθε εξαιτίας της κατάστασης της, αλλά εξαιτίας της πλήξης που την τυραννούσε. Ένα πρωινό τη χαιρέτησα µε ένα απαλό χάδι και ανακάλυψα ότι το δέρµα της ήταν κρύο. Η καρδιά της είχε σταµατήσει, και απ' όσο µπορούσα να δω δεν ανέπνεε. Ήταν νεκρή. »Αµέσως µετά το θάνατο της ένιωσα σαν να µην είχαν υπάρξει ποτέ οι µήνες και τα χρόνια της σχέσης µας. Τα δεσµά µου έπεσαν από πάνω µου, λες και η εµµονή µου είχε πεθάνει µαζί µε τη δική της. Ξαφνικά αισθανόµουν πολύ λογικός και συνειδητοποίησα το αληθινό µέγεθος όλων όσα είχα κάνει, όλων των συνεπειών των πράξεων µου εκείνα τα χρόνια. Βασανιζόµουν από τόσο δυνατά συναισθήµατα ντροπής και ενοχής που λαχταρούσα το θάνατο. Σιγά-σιγά, µάζεψα τα κοµµάτια της ζωής µου και ανέκτησα επαφή µε τις παλιές µου συνήθειες, µα ήµουν, και είµαι ακόµα, στοιχειωµένος από εκείνα τα χρόνια, και θα είµαι µέχρι τη µέρα που θα σβήσω. Το µοναδικό πράγµα που µου έδινε λίγα ψίχουλα παρηγοριάς, κάποιο λόγο για να συνεχίσω να υπάρχω, ήταν η πίστη µου ότι κάτι τέτοιο δε θα µπορούσε ποτέ να ξανασυµβεί, ότι η Πωλέτ ήταν ο µόνος άνθρωπος που ταλανιζόταν από αυτήν την τροµερή εµµονή, µα κι ότι το φριχτό µυστικό που είχαµε µοιραστεί θα πέθαινε κι αυτό µαζί µε εµένα. Το τελευταίο, βεβαίως, δεν ισχύει πλέον. Όµως είχα ανάγκη να µιλήσω, να µοιραστώ αυτό το φριχτό µυστικό µε άλλους... Συγχωρέστε µε». Το τέλος της απίστευτης ιστορίας του Τόµπιν ακολούθησαν αρκετά λεπτά σιωπής. Ήταν σαν να µην υπήρχε τίποτα να ειπωθεί. Όσα είχαν ακούσει τα µέλη της συντροφιάς ήταν τόσο παράξενα, τόσο φοβερά, που σχεδόν υπερέβαιναν τις δυνατότητες της γλώσσας να τα περιγράψει και να τα σχολιάσει. Ο Τόµπιν καθόταν µε το κεφάλι σκυµµένο, µια ενσάρκωση της δυστυχίας. Κάποια στιγµή ο Ντάνφορθ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιµό του, και µίλησε. «Κύριε», είπε, «ή είσαστε ο µεγαλύτερος ψεύτης που έζησε ποτέ ή γνωρίσατε και βιώσατε µια πτυχή της ανθρώπινης φύσης που δε θα έπρεπε ποτέ να υπάρχει ή να σχολιάζεται ανενδοίαστα. Αν και δεν µπορώ να σας συγχωρήσω για τις πράξεις σας, τις οποίες δεν αποδίδω σε έναν
λογικό άνθρωπο, τουλάχιστον κατανοώ το µαρτύριο σας. Μείνετε ήσυχος ότι εκφράζω τη γνώµη και των υπολοίπων µελών της συντροφιάς µας όταν σας λέω πως ό,τι µας είπατε δε θα βγει από τούτη την αίθουσα. Έχω όµως ένα ερώτηµα. Μου είπατε στην αρχή ότι η ικανότητα ενός ατόµου να επιβιώνει σε ασύλληπτα αντίξοες συνθήκες µπορεί να λειτουργεί στο συνειδητό επίπεδο, ότι η χρήση της ίσως να επιδιώκεται και να απολαµβάνεται από το άτοµο αυτό - κι αν όσα µας είπατε είναι αλήθεια, το πιστεύω. Όµως είπατε επίσης ότι η ικανότητα αυτή µπορεί να κληροδοτηθεί ή να διδαχθεί. Πώς θεµελιώνετε τούτη σας την πεποίθηση; Έχετε ήδη ισχυρισθεί ότι µοναδική σας παρηγοριά είναι η πίστη σας ότι η Πωλέτ ήταν µια παρέκκλιση της φύσης, ένα άτοµο δίχως όµοιο του...» «Είπα ότι ήταν η µόνη µου παρηγοριά», απάντησε ο Τόµπιν. «Σκοπίµως χρησιµοποίησα παρελθοντικό χρόνο. Γιατί τώρα έχουµε φτάσει ίσως στο πιο διαταρακτικό και οδυνηρό µέρος της σκοτεινής ιστορίας µου, και συνάµα στην αιτία της µακράς αυτοεξορίας µου. »Αρκετά χρόνια αργότερα, η µοίρα µε οδήγησε και πάλι στο Ηστ Εντ του Λονδίνου. Τα γεγονότα του παρελθόντος είχαν ξεθωριάσει αρκετά, και αισθανόµουν ότι µπορούσα να επισκεφτώ τα παλιά µου ληµέρια χωρίς να αναστατωθώ πολύ. ∆ε σκόπευα να πάω στο Τζούµπιλυ -µάλιστα, υποπτευόµουν ότι µάλλον θα είχε κλείσει, καθότι η ζωή των µιούζικ-χολ εκείνων των ηµερών ήταν εφήµερη— µα κάποιο υποσυνείδητο ένστικτο θα πρέπει να µε οδήγησε σε εκείνη τη διασταύρωση. Είδα µπροστά µου εκείνη την παµπ, τον πρώτο κρίκο εκείνης της µακράς αλυσίδας γεγονότων. Είχα τη διάθεση να θάψω τα φαντάσµατα του παρελθόντος και έτσι, παρότι αισθανόµουν κάποια νευρικότητα, άνοιξα την πόρτα και µπήκα. Το µέρος ήταν γεµάτο κόσµο που διασκέδαζε. Η δύναµη µιας ξεχασµένης συνήθειας µε έκανε να κοιτάξω προς εκείνη τη γωνία όπου συνήθως καθόταν η Πωλέτ, αν και γνώριζα πολύ καλά ότι δε θα ήταν εκεί. »Φανταστείτε, εάν µπορείτε, το σοκ που ένιωσα όταν είδα εκείνη τη γνώριµη µορφή να κάθεται µε την πλάτη γυρισµένη προς το µέρος µου κι εκείνο το ίδιο, πολυκαιρισµένο παρντεσού ριγµένο στους ώµους της, κάτω από τα πυκνά, µαύρα µαλλιά της. Σάστισα. Ένα ρίγος ανείπωτου τρόµου µε διαπέρασε, και λίγο έλειψε να λιποθυµήσω. Νόµισα πως είχα αρχίσει να χάνω τα λογικά µου. Χωρίς καλά-καλά να συνειδητοποιώ τι κάνω, διέσχισα την αίθουσα της παµπ και άγγιξα τον ώµο εκείνης της µορφής, έναν ώµο ολόκληρο και ακέραιο, από τον οποίο ξεκινούσε ένα µπράτσο. Είπα το όνοµα της. »"Πωλέτ;" »Το έκπληκτο πρόσωπο της γύρισε προς το µέρος µου. Βεβαίως, δεν ήταν εκείνη. Ήταν µια άλλη γυναίκα, νεότερη. Υπήρχε, όµως, µια κάποια οµοιότητα, ορισµένα χαρακτηριστικά που µου έφεραν στο νου το πρόσωπο της Πωλέτ. Μες στη σύγχυση µου, ψέλλισα µια συγγνώµη για το λάθος µου και έκανα µεταβολή για να αποµακρυνθώ, αφάνταστα ντροπιασµένος. Μα εκείνη µε φώναξε. «"Κύριε Τόµπιν;" » »Γύρισα. "∆ε µε γνωρίζετε, βέβαια", µου είπε. "Αλλά γνωρίζατε τη µητέρα µου. Σας αναγνώρισα από τις φωτογραφίες που µου έδειχνε".
Κεραυνοβολήθηκα. Αυτή θα πρέπει να ήταν η κόρη της Πωλέτ, η Σοΰζαν, στην οποία η Πωλέτ είχε κάνει µόνο µία, σύντοµη αναφορά πριν από χρόνια. Γι' αυτό µου φαινόταν τόσο γνώριµο το πρόσωπο της. Μα εάν µε είχε αναγνωρίσει από τις φωτογραφίες, τότε... »"Είχες δει τη µητέρα σου;" τη ρώτησα µε τη φωνή µου να τρέµει ανεξέλεγκτα· όλες εκείνες οι αναµνήσεις που είχα κρύψει για χρόνια στα βάθη του νου µου ξεχύθηκαν σαν τα νερά ενός ποταµού. "Πριν...;" Η Σούζαν κούνησε το κεφάλι της, χαµογελώντας µε τέτοιο παράξενο τρόπο που άρχισα να φοβάµαι. Ήξερε! ∆ε χωρούσε αµφιβολία, ήξερε! Μύριες ερωτήσεις, δικαιολογίες και εξηγήσεις σφυροκοπούσαν το µυαλό µου, αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα, γιατί είχα ήδη δει πώς µε κοιτούσαν όσοι κάθονταν στο τραπέζι της. Νοµίζω πως απλώς µουρµούρισα κάποια κοινοτοπία. ∆ε θυµάµαι και πολλά απ' όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ, γιατί ήµουν αρκετά άρρωστος για πολύ καιρό µετά την άτακτη φυγή µου από εκείνη την παµπ. Ξέρετε...τα νεύρα µου. Σκοπίµως χρησιµοποίησα τις λέξεις "άτακτη φυγή", γιατί αυτό που συνέβη στη συνέχεια µε έκανε να φύγω τρέχοντας σαν να ήταν ο ίδιος ο ∆ιάβολος στο κατόπι µου. Μες στην παραζάλη µου, την άκουσα να µιλάει. »Θέλετε να καθίσετε µαζί µας, κύριε Τόµπιν; Ξέρω ότι σας συνέδεε πολύ στενή σχέση µε τη µητέρα µου στα τελευταία χρόνια της ζωής της". Κάθισα. "Να σας ρωτήσω κάτι", συνέχισε και γέλασε λιγάκι. "Α, ξέρω ότι δεν αρµόζει σε κυρίες, αλλά µήπως έχετε φωτιά;" »"Βεβαίως", είπα και αφού έψαξα στην τσέπη µου για τον αναπτήρα µου, της τον έδωσα. Αυτό που είδα τότε αποτυπώθηκε στο µυαλό µου για πάντα, σαν πυρωµένη σφραγίδα». Ο Ντάνφορθ έγειρε µπροστά. «Τι είδατε;» ψιθύρισε. Ο Τόµπιν τον κοίταξε στα µάτια. «Το τσιγάρο που έφερε στο στόµα της για να το ανάψει ήταν πιασµένο σε µια µικρή θηλιά στην οποία κατέληγε ένα µακρύ, χοντρό κοµµάτι σύρµα που εξείχε από τη µανσέτα του µανικιού της. Χέρι δεν υπήρχε. Και το άλλο της χέρι, εκείνο που σήκωσε για να σταθεροποιήσει το τρεµάµενο χέρι µου, τελείωνε στο ύψος του καρπού, σε ένα φρεσκο-µπανταρισµένο κολόβωµα!»