ΤΣΑΜΑΔΟΣ Κ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
2
Στους γονείς μου και σε όλους τους Καθηγητές του τομέα φιλοσοφίας Της φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ.
3
4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
7
Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
15
Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
24
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
38
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
56
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
63
*Στο εξώφυλλο: Rembrandt, Ο Αριστοτέλης Μπροστά στην Προτομή του Ομήρου
5
6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η έννοια της δικαιοσύνης στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη και ο τρόπος με τον οποίο αυτή συνδέεται με την πολιτική του θεωρία. Πιο συγκεκριμένα, θα γίνει αρχικά μια παρουσίαση της ηθικής σκέψης του Σταγειρίτη με στόχο να γίνει κατανοητή η σημασία της αρετής της δικαιοσύνης και στη συνέχεια, μέσα από την προσέγγιση της πολιτικής του πραγματείας θα γίνει κατανοητό το πόσο κρίσιμο ρόλο παίζει η έννοια αυτή στη δομή και την οργάνωση της πόλης. Προτού όμως γίνει αυτό, κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί, ότι ο Αριστοτέλης δεν ήταν ο πρώτος ο οποίος μίλησε για τη δικαιοσύνη, την αρετή και την πολιτική. Οι προσωκρατικοί στοχαστές βέβαια, είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους περισσότερο στη φύση παρά στον άνθρωπο. Η Ιωνική σχολή για παράδειγμα, θεωρούσε πως πίσω από την ορατή πολλαπλότητα και μεταβλητότητα που παρουσιάζει ο αισθητός κόσμος υπάρχει μια σταθερότητα και πως αυτή δημιούργησε τα πάντα1. Ο Δημόκριτος έχοντας ανάλογα κίνητρα διατύπωσε την ατομική θεωρία σύμφωνα με την οποία τα φυσικά αντικείμενα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα τυχαίας συνένωσης μικρών σωματιδίων που τα ονόμασε άτομα. Ο Ηράκλειτος υποστήριξε πως τα πάντα μεταβάλλονται διαρκώς, ενώ ο Παρμενίδης είχε ακριβώς την αντίθετη άποψη αρνούμενος τη δυνατότητα οποιασδήποτε κίνησης. Ωστόσο, δεν είχαν όλοι οι προσωκρατικοί στραμμένη τη σκέψη τους αποκλειστικά στη φύση. Ένας από τους πλουραλιστές, ο Εμπεδοκλής, έλεγε ότι υπάρχουν τέσσερα στοιχεία, η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά και ότι τα πάντα δημιουργούνται από τη μείξη αυτών των στοιχείων σε διαφορετικές ποσότητες. Τόνισε, ότι υπάρχουν δύο δυνάμεις, η φιλότητα που συνδέει τα στοιχεία αυτά και το νείκος που τα διαχωρίζει. Το σημαντικό όμως είναι, ότι οι δυνάμεις αυτές έχουν 1
Οι εκπρόσωποι της Ιωνικής σχολής ή αλλιώς της σχολής της Μιλήτου ήταν ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης. Θεώρησαν αντίστοιχα ως πρώτο στοιχείο από το οποίο δημιουργήθηκαν τα πάντα το νερό, το άπειρο και τον αέρα. Για περισσότερα βλ. Kirk, G.S., Raven J.E., Schofield, M., Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, μετ. Κουρτοβικ, Δ., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2006, σελ. 89 κ.ε.
7
κι έναν ηθικό χαρακτήρα αφού η πρώτη μπορεί να φέρνει τους ανθρώπους σε επαφή και να τους κάνει να φέρονται φιλικά μεταξύ τους ενώ η δεύτερη σπείρει τη διχόνοια και τους απομακρύνει1. Οι Πυθαγόρειοι από την πλευρά τους, μίλησαν για την αθανασία της ψυχής και χώριζαν τα πάντα σε καλά και κακά όπου στην πρώτη κατηγορία ανήκει το φώς, η ενότητα, το αρσενικό και στη δεύτερη το σκοτάδι, η πολλαπλότητα και το θηλυκό. Τόνισαν κι αυτοί με τη σειρά τους, ότι τα πάντα αποτελούνται από σύνθεση διάφορων στοιχείων και ότι όλα εξαρτώνται από τον τρόπο με τον έχει γίνει η ανάμειξη μεταξύ τους. Η σωματική υγεία για παράδειγμα, έχει να κάνει με το να υπάρχει η σωστή ισορροπία στο σώμα ανάμεσα σε θερμόψυρό και υγρό-ξηρό. Αν κυριαρχήσει κάποιο από αυτά έναντι κάποιου άλλου επέρχεται ως αποτέλεσμα η ασθένεια. Η υγεία λοιπόν, είναι αρμονία αντιθετικών στοιχείων2. Η ξεκάθαρη στροφή στον άνθρωπο όμως, γίνεται με τους σοφιστές και το Σωκράτη. Οι πρώτοι με κύριο εκπρόσωπο τον Πρωταγόρα3 αποτελούσαν επαγγελματίες διδάσκαλους και παιδαγωγούς που υποστήριζαν ότι μπορούσαν να διδάξουν την πολιτική αρετή, την ικανότητα δηλαδή να φροντίζει κάποιος με επιτυχία τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές του υποθέσεις ή διαφορετικά, την τέχνη του να είναι κάποιος καλός πολίτης. Ενδιαφέρονταν για το άτομο στην κοινωνική του διάσταση και ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος όπου όλοι οι πολίτες μπορούσαν να μετέχουν στη λήψη αποφάσεων, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ικανούς πολίτες έτοιμους να σχηματίσουν ορθό λόγο στην εκκλησία του δήμου. Ένα σημαντικό μέρος της διδασκαλίας τους αποτελεί και ο σχετικισμός τους σύμφωνα με τον οποίο μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος αφού δεν υπάρχει μια σταθερή πραγματικότητα που να μπορούμε να τη γνωρίσουμε. Κατά συνέπεια, η αλήθεια, το
1
Βλ. Guthrie, W., K., Οι Έλληνες Φιλόσοφοι: Από το Θαλή ως τον Αριστοτέλη, μετ. Σακελλαρίου, Α., Αθήνα, Παπαδήμα, 2004, σελ. 58. 2 Οπ., παρ., σελ. 47. 3 Πρωταγόρας: έζησε περίπου το 490-420 π.χ.
8
δίκαιο και οι ηθικές αξίες είναι κάτι το σχετικό μια αντίληψη που όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Σωκράτη. Κάτι όμως που έχει μεγάλη σημασία για την ανάλυση της σκέψης του Αριστοτέλη είναι η αντίθεση νόμου και φύσης για την οποία κάνουν λόγο οι σοφιστές, δύο έννοιες που αν και παλιότερα δεν θεωρούνταν αναγκαία αντίθετες τον 5ο αιώνα αντιμετωπίζονται ως τέτοιες1. Ο Πρωταγόρας μέσα από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο και κυρίως από το μύθο του Προμηθέα φαίνεται ότι είναι υποστηρικτής της νόμω κατάστασης αφού θεωρεί ότι ο πολιτισμός είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας που έχει ως κινητήρια δύναμη την ανάγκη. Οι άνθρωποι αδυνατώντας ουσιαστικά να αντιμετωπίσουν ορισμένες δυσκολίες που συναντούν στη ζωή τους ως μεμονωμένα άτομα αναγκάζονται να έρθουν κοντά ο ένας με τον άλλο ώστε ενωμένοι να λύσουν ζητήματα που εμποδίζουν την επιβίωσή τους. Αντίθετα, η φύσει κατάσταση είναι μια κατάσταση βίας, αταξίας και βαρβαρότητας. Ταυτίζει ακόμα το δίκαιο με το θεσπισμένο από τους ανθρώπους νόμο αφού οι νόμοι που θεσπίζονται σε μια κοινωνία είναι δημιούργημα των ανθρώπων και αυτοί καθορίζουν τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Με την τήρηση των νόμων εξασφαλίζεται η αρμονική συμβίωση ενώ με την ανυπακοή έρχεται η διάλυση2. Άλλοι υποστηρικτές της νόμω κατάστασης είναι ο Ανώνυμος του Ιαμβλίχου, ο Κριτίας και ο Θρασύμαχος. Στην αντίθετη πλευρά, βρίσκονται στοχαστές όπως ο Καλλικλής ο οποίος υποστήριξε πως δίκαιο είναι αυτό του φύσει ισχυρότερου ανθρώπου, κάποιου που υπερέχει δηλαδή έναντι των υπολοίπων ως προς τη νοητική ικανότητα, τη σωματική δύναμη και την ηθική ψυχρότητα. Αντίστοιχες απόψεις διατυπώνουν ο Αντιφών και ο Ιππίας.
1
Πρόκειται ουσιαστικά για τη διαφορά ανάμεσα στο ποιά πράγματα είναι κατασκεύασμα του ανθρώπου και ποιά αποτέλεσμα φυσικής αναγκαιότητας. 2 Λέει ξεκάθαρα στον Πλατωνικό διάλογο «Θεαίτητος» πως το δίκαιο και το άδικο είναι έργο των ανθρώπων και όχι φύσει και στο διάλογο «Πρωταγόρας» ότι οι νόμοι είναι ευρήματα παλαιών και αγαθών νομοθετών. Βλ. Πλάτων, Θεαίτητος, μετ. Θεοδωρακόπουλος, Ι., Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 2008, 172b και Πλάτων, Πρωταγόρας, μετ. Χριστοδούλου, Ι.Σ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2009, 326d αντίστοιχα.
9
Πάντως, είναι σημαντικό ότι για τον Πρωταγόρα δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική κοινωνία χωρίς δύο βασικές ηθικές αρετές, την αιδώ και τη δίκη ή διαφορετικά το σεβασμό προς τις αξίες που κρατούν ενωμένη την κοινωνία και τη δικαιοσύνη. Πρόκειται για δυο αρετές που υπάρχουν ως προδιάθεση στον άνθρωπο αλλά αυτές θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω με τη διδασκαλία. Είναι προφανές, ότι η ανάπτυξη της πολιτικής αρετής δε γίνεται σε όλους με συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο και ότι μόνο αυτοί που μέσω της διδασκαλίας κατάφεραν να αναπτύξουν στον ύψιστο βαθμό την αρχική προδιάθεση της συγκεκριμένης αρετής θα μπορέσουν εν τέλει να καθοδηγήσουν την κοινωνία. Σύμφωνα με τους σοφιστές, η διδασκαλία αυτή ξεκινά από την οικογένεια του παιδιού από πολύ μικρή ηλικία και συνεχίζεται από τους επαγγελματίες παιδαγωγούς. Σ’ ένα ανώτερο επίπεδο όμως ολοκληρώνεται από την ίδια την πόλη και τη νομοθεσία της στην οποία πρέπει να είναι υπάκουοι όλοι οι πολίτες. Μια αντίστοιχη άποψη βρίσκουμε και στο Σωκράτη ο οποίος λέει ότι η ομόνοια είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε μια πόλη γιατί αυτή έχει ως στόχο της την εξασφάλιση της υπακοής στους νόμους 1. Αυτή η άποψη του Σωκράτη επιβεβαιώνεται και απ’ όσα λέει στον πλατωνικό διάλογο «Κρίτων» όπου ο μαθητής του προσπαθεί να τον πείσει να δραπετεύσει από τη φυλακή και να αποφύγει το θάνατο που του επέβαλλε το δικαστήριο με τις κατηγορίες της ασέβειας προς τους θεούς και της διαφθοράς των νέων. Μολονότι οι κατηγορίες ήταν πλαστές και ο Σωκράτης διωκόταν στην πραγματικότητα για πολιτικούς λόγους, ο ίδιος τονίζει στο διάλογο ότι χρωστά τη γέννηση και την εκπαίδευσή του στους νόμους της Αθήνας και ότι για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να αρνηθεί το πρόσταγμά τους επειδή δε συμβάδιζαν με το προσωπικό του συμφέρον τη συγκεκριμένη στιγμή. Στην αρχαιοελληνική σκέψη το σύνολο έρχεται πάντα σε προτεραιότητα σε σχέση με το μέρος και αυτός που έχει ως ύψιστο στόχο του να ωφελεί το σύνολο δεν πρέπει να φοβάται τον κίνδυνο ή το θάνατο αλλά το μόνο του ενδιαφέρον πρέπει να είναι το αν ενεργεί δίκαια ή άδικα. Εξάλλου, μπορεί 1
Βλ. Ξενοφών, Απομνημονεύματα, μετ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, Κάκτος, 1993, 4, 4, 16.
10
κάποιος εύκολα να αποφύγει το θάνατο αλλά το δυσκολότερο είναι να αποφύγει το κακό1. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι για τους αρχαίους έλληνες η υπακοή στο νόμο βρισκόταν πάνω από τη βούληση οποιουδήποτε άρχοντα, μια άποψη που θα τη δούμε να επιβεβαιώνεται και στη σκέψη του Αριστοτέλη. Πέρα από την αντίληψη του Σωκράτη για τους νόμους ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψή του για την αρετή που για τον ίδιο είναι γνώση 2. Αρετή είναι αυτό που μας κάνει να επιτελούμε καλά την τέχνη μας και αυτό είναι κάτι που εξαρτάται ολοκληρωτικά από το να γνωρίζουμε ποιό είναι το αντικείμενο της τέχνης αυτής και ποιός ο σκοπός του3. Αν είμαστε για παράδειγμα υποδηματοποιοί, θα πρέπει να ξέρουμε τι είναι το παπούτσι και ποιός ο σκοπός αυτού. Αντίστοιχα, αν το αντικείμενό μας είναι ο άνθρωπος είναι απαραίτητο να γνωρίσουμε τι είναι αυτός και που στοχεύει. Ο ίδιος στις αναλύσεις του ακολουθούσε την επαγωγική μέθοδο σύμφωνα με την οποία αν θέλουμε για παράδειγμα να μάθουμε τι είναι η δικαιοσύνη, θα πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες τις υπάρχουσες αντιλήψεις πάνω στο συγκεκριμένο θέμα και να δούμε ποιό είναι το κοινό στοιχείο μεταξύ αυτών4. Αυτή η μέθοδος επηρέασε σημαντικά το μαθητή του, Πλάτωνα του οποίου οι απόψεις για τη δικαιοσύνη είναι απαραίτητο να μελετηθούν προτού γίνει λόγος για τον Αριστοτέλη. Αν και στις απόψεις των σοφιστών οφείλεται «η θεωρητική ανακάλυψη και η κοινωνική καταξίωση της πολιτικής φύσης του ανθρώπου»5 και μολονότι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη μεγαλοφυΐα του Σωκράτη είναι σίγουρο πως το πιο γνωστό και οργανωμένο πολιτικό έργο της αρχαιότητας είναι η «Πολιτεία» του Πλάτωνα. Το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε περίπου το 375 π.χ. και το βασικό
1
Βλ. Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, μετ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, Κάκτος, 1992, 28b4 και 39a5. 2 Βλ. Ξενοφών, οπ., παρ., 3, 9, 5. 3 Βλ. Guthrie, W. K., οπ., παρ., σελ. 75-79. 4 Το δίκαιο είναι κάτι που υπάρχει αντικειμενικά και πρόκειται για μια γνώση στην οποία μπορούμε να φτάσουμε. Αυτή είναι η αντίθεση με το σχετικισμό των σοφιστών και την άρνηση τους για δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης. 5 Βλ. Κύρκος, Β., Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Αθήνα, Παπαδήμα, 1986, σελ. 154.
11
αντικείμενο πραγμάτευσης εδώ είναι η φύση της δικαιοσύνης με το συγγραφέα να θέλει να δείξει πως αυτή δεν είναι κάτι το επιφανειακό που αφορά απλώς τις πράξεις των ανθρώπων αλλά κάτι βαθύτερο που πηγάζει από την ανθρώπινη ψυχή. Ο Πλάτων δια στόματος Σωκράτη, λέει πως η δικαιοσύνη ταυτίζεται με τη σοφία ενώ η αδικία με την κακία1 και προτείνει αρχικά να μελετηθεί η συγκεκριμένη αρετή στο πλαίσιο της πόλης και μετά στον άνθρωπο γιατί αφού η πόλη είναι κάτι μεγαλύτερο από το άτομο η δικαιοσύνη θα είναι πιο εύκολα παρατηρήσιμη σε αυτήν2. Η πόλη δημιουργείται γιατί οι άνθρωποι δεν είναι αυτάρκεις και για να μπορέσουν να επιβιώσουν χρειάζονται τις ξεχωριστές ικανότητες των άλλων ανθρώπων. Το καλύτερο λοιπόν, είναι ο καθένας να καταπιάνεται με αυτό στο οποίο έχει φυσική κλίση και που κατά συνέπεια μπορεί να το επιτελέσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο Πλάτων είναι υποστηρικτής του αριστοκρατικού πολιτεύματος και υπερασπίζεται μια αυστηρή ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια κινητικότητας. Αναφέρει μάλιστα το μύθο της καταγωγής σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι είναι κατασκευασμένοι από διαφορετικό υλικό. Άλλοι από χρυσό, άλλοι από ασήμι και άλλοι από χαλκό και ανάλογα με τη φυσική ποιότητά του, ο καθένας κατατάσσεται σε μια κοινωνική κατηγορία. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, υπάρχουν τρείς τάξεις: οι παραγωγοί οι οποίοι έχουν ως καθήκον τους να παράγουν τα οικονομικά αγαθά, οι φύλακες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εσωτερικής τάξης και στην προστασία από διάφορους εξωτερικούς κινδύνους και οι άρχοντες οι οποίοι εξουσιάζουν. Η πόλη τώρα πρέπει να είναι σοφή, ανδρεία, σώφρον και δίκαιη και γίνεται τέτοια αν καθεμία από τις αρετές αυτές χαρακτηρίζει και μια τάξη. Οι άρχοντες πρέπει να είναι σοφοί για να μπορούν όχι απλώς να ασκούν την εξουσία αλλά να παίρνουν αποφάσεις προς όφελος του συνόλου. Στους φύλακες αντιστοιχεί η αρετή της ανδρείας η οποία δε σημαίνει
1 2
Βλ. Πλάτων, Πολιτεία, μετ. Μαυρόπουλος, Θ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2006, 350c4. Οπ., παρ., 369e8.
12
γενναιότητα αλλά εκείνη την ποιότητα του χαρακτήρα που τους κάνει να μένουν προσηλωμένοι στο καθήκον τους. Τέλος, αρετή των παραγωγών είναι η σωφροσύνη με τη σημασία της εγκράτειας που σημαίνει να μην παρασύρονται από τις επιθυμίες τους και να αποδέχονται την κοινωνική τους θέση. Η δικαιοσύνη στην πόλη είναι η οικειοπραγία, δηλαδή η κάθε τάξη να είναι προσηλωμένη στην επιτέλεση του καθήκοντός της με οδηγό την αρετή που της αντιστοιχεί και σε καμία περίπτωση να μην παρεμβαίνει στις επιδιώξεις των άλλων τάξεων. Ο καθένας λοιπόν, πρέπει να αποδέχεται το ρόλο του και να μην ασχολείται με τίποτε άλλο πέρα από αυτό που του ορίζει ο συγκεκριμένος ρόλος. Δόθηκε έτσι ο ορισμός του τι αποτελεί δικαιοσύνη στην πόλη και στη συνέχεια ο Πλάτων προχωρεί στο να ορίσει τι αποτελεί δικαιοσύνη για το άτομο. Ο φιλόσοφος χωρίζει τη ψυχή σε τρία μέρη όπου το κυρίαρχο είναι το λογιστικό που σχετίζεται με τη νοητική λειτουργία και κυβερνά τη ψυχή. Έπειτα, το αμέσως κατώτερο τμήμα της ψυχής είναι το θυμοειδές που έχει να κάνει με τη χαρά και τη λύπη και τέλος ως κατώτερο είναι το επιθυμητικό που έχει να κάνει με τις σωματικές ανάγκες και την ικανοποίησή τους. Οι τρείς αρετές των διαφορετικών τάξεων της πόλης αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής. Έτσι, αρετή του λογιστικού είναι η σοφία δηλαδή να συλλαμβάνει την αλήθεια, του θυμοειδούς η ανδρεία που σημαίνει να χαίρεται και να λυπάται με αυτά που πρέπει και με το μέτρο που καθορίζει το λογιστικό και αρετή του επιθυμητικού η σωφροσύνη, δηλαδή να ικανοποιεί τις σωματικές ανάγκες με εγκράτεια χωρίς να υπερβαίνει τα όρια που ορίζει το ανώτερο μέρος της ψυχής. Δικαιοσύνη είναι η αρμονία μεταξύ των μερών της ψυχής κάτι που σημαίνει ουσιαστικά το λογιστικό να κυριαρχεί, το θυμοειδές να το ενισχύει και το επιθυμητικό να υποτάσσεται. Όπως στην πόλη έτσι και εδώ η αρετή της δικαιοσύνης παρουσιάζεται ουσιαστικά ως οικειοπραγία. Κλείνοντας αυτήν την εισαγωγή, θα πρέπει να γίνει λόγος και για κάποιες ακόμα απόψεις του Πλάτωνα στις οποίες ασκεί έντονη κριτική ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια». Πρόκειται για ένα σημαντικό σημείο γιατί οι διαφωνίες αυτές με το 13
δάσκαλό του θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ηθικής και πολιτικής του θεωρίας1. Ο Πλάτωνας είναι υποστηρικτής της κοινοκτημοσύνης όχι μόνο των υλικών αγαθών αλλά και των γυναικών και των παιδιών2. Υποστηρίζει δηλαδή, πως η ιδιοκτησία αποτελεί πηγή διχόνοιας, προστριβών και συγκρούσεων κάτι που διαταράσσει την αρμονία η οποία όμως είναι το σημαντικότερο στοιχείο διατήρησης της πόλης. Σε ότι αφορά τώρα τις συζύγους και τα παιδιά, το επιχείρημά του είναι ότι αν υπάρχει κοινοκτημοσύνη όλοι θα ενδιαφέρονται για τους άλλους στον ίδιο βαθμό αφού δε θα υπάρχουν προτιμήσεις προς το δικό τους αίμα. Όλοι θα είναι αδέλφια και κανένας γονέας δε θα δείχνει αδυναμία σε κάποιο παιδί αφού όλα μπορούν να είναι παιδιά του. Αν δεν ισχύουν όλα τα παραπάνω το άτομο θα στραφεί στην προστασία αυτού που του ανήκει και η πολιτική κοινωνία θα διαλυθεί γιατί δεν θα είναι πλέον εφικτή η προώθηση του συνολικού καλού. Ένας ακόμα παράγοντας διατήρησης της πόλης αφορά την οικονομική σφαίρα με τον Πλάτωνα να τονίζει πως θα πρέπει να αποφεύγεται ο υπερβολικός πλούτος αλλά και η υπερβολική φτώχεια σε αυτήν. Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι ο Πλάτων δίνει ιδιαίτερη έμφαση και στη σωστή αγωγή κάτι που αποτελεί όπως θα δούμε στη συνέχεια ένα κρίσιμο σημείο και για τον μαθητή του, Αριστοτέλη.
1
Ο Πλάτων ανήκει στο χώρο του Ιδεαλισμού ενώ με τον Αριστοτέλη έχουμε μια στροφή στον κόσμο της εμπειρίας. Για τον πρώτο όλα τα αισθητά επιμέρους πράγματα αποτελούν αντίγραφα των ιδεατών προτύπων τους που τα συλλαμβάνουμε με τη νόηση και όχι με τις αισθήσεις. 2 Οπ., παρ., 457c12. Βέβαια, είναι απαραίτητο να τονιστεί, ότι ο Πλάτων όταν κάνει λόγο για κοινοκτημοσύνη αναφέρεται μόνο στην τάξη των Φυλάκων και δε λέει ότι αυτή θα πρέπει να ισχύει και στις υπόλοιπες τάξεις. Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι τα επιχειρήματα που προβάλλει για να υπερασπιστεί την κοινοκτημοσύνη και η απάντηση που δίνει στη συνέχεια ο Αριστοτέλης.
14
Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.χ. στα Στάγειρα της Χαλκιδικής μια ελληνική πόλη που ιδρύθηκε από άποικους από την Άνδρο και τη Χαλκίδα 1. Ο πατέρας του λεγόταν Νικόμαχος και ήταν γιατρός στην αυλή του Αμύντα του Β΄ του Μακεδόνα, πατέρα του Φιλίππου, με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις. Σίγουρα το επάγγελμα του πατέρα του έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ενδιαφέρον που έδειξε ο φιλόσοφος στο χώρο των θετικών επιστημών και πιο συγκεκριμένα αυτόν της βιολογίας. Το 367 πήγε στην Αθήνα για να φοιτήσει στη σχολή του Πλάτωνα, την Ακαδημία, εκεί όμως δε βρήκε τον ίδιο μιας και απουσίαζε στο δεύτερο από τα τρία του ταξίδια στη Σικελία ενώ τη διοίκηση της σχολής είχε αναλάβει εκείνη την περίοδο ο Εύδοξος. Μετά από δύο χρόνια ο Πλάτωνας επέστρεψε και αμέσως αναγνώρισε την ευφυΐα του Αριστοτέλη2. Ο τελευταίος παρέμεινε στη σχολή μέχρι και το θάνατο του δασκάλου του το 347, αλλά η φυγή του δεν οφειλόταν μόνο σε αυτό το γεγονός. Τη διοίκηση της σχολής μετά το θάνατο του Πλάτωνα ανέλαβε ο ανιψιός του Σπεύσιππος ο οποίος αντιπροσώπευε τον πλατωνικό ιδεαλισμό με τον Αριστοτέλη όμως να έχει σχηματίσει ήδη μια φιλοσοφία απομακρυσμένη από αυτόν 3. Οι λόγοι της φυγής του όμως ήταν κυρίως πολιτικοί. Ο Αριστοτέλης ζούσε την εποχή της παρακμής της αθηναϊκής πόλης-κράτους και της ανόδου της Μακεδονίας4. Ο ίδιος όμως, δεν ήταν Αθηναίος πολίτης και κατά συνέπεια αντιμετωπιζόταν με καχυποψία λόγω της καταγωγής του. Έτσι αποχώρησε από την Αθήνα μαζί με τον Ξενοκράτη για να πάει στην Άσσο της Μ. Ασίας έπειτα από πρόσκληση του Ερμία, του τυράννου του Αταρνέα. Εκεί έμεινε για τρία χρόνια 1
Για περισσότερες βιογραφικές πληροφορίες βλ. Ross, W. D., Αριστοτέλης, μετ. Μήτσου, Μ., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2005, σελ. 13 και Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, μετ., Λυπουρλής, Δ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2006, σελ. 18 κ.ε. 2 Τον αποκαλούσε το νου της σχολής. 3 Για τον Αριστοτέλη υπάρχει μόνο ο κόσμος της εμπειρίας που η επιστήμη οφείλει να τον ερμηνεύσει, βλ. Vegetti, M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μετ. Δημητρακόπουλος, Γ., Αθήνα, Τραυλός, 2003, σελ. 212. 4 Ειδικά μετά την κατάληψη της Ολύνθου από το Φίλιππο το 349 π.χ. και την κυριαρχία των απόψεων του ρήτορα Δημοσθένη στην Αθήνα ο οποίος αντιπροσώπευε το αντιμακεδονικό αίσθημα.
15
και μετά εγκαταστάθηκε στη Λέσβο σε μια περίοδο που ασχολήθηκε κυρίως με τις βιολογικές του πραγματείες. Εν τω μεταξύ, ο Ερμίας είχε πληροφορήσει το Φίλιππο για τον Αριστοτέλη και το 343 ο βασιλιάς της Μακεδονίας τον κάλεσε για να αναλάβει την εκπαίδευση του γιού του Αλέξανδρου, μια πρόσκληση που αποδέχθηκε ο Σταγειρίτης. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, επέστρεψε στην Αθήνα όπου το κλίμα ήταν πλέον ευνοϊκότερο για τον ίδιο, για να δημιουργήσει τη δική του σχολή το Λύκειο στην πιο γόνιμη και παραγωγική περίοδο της ζωής του1. Αυτή τη φορά έμεινε για δώδεκα χρόνια και εδώ γράφει τα «Πολιτικά» και τα «Ηθικά Νικομάχεια» που θα μας απασχολήσουν και στη συνέχεια. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου το 323 οι συνθήκες έγιναν και πάλι δύσκολες για τον Αριστοτέλη και αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Χαλκίδα όπου τον βρήκε ο θάνατος ένα χρόνο αργότερα. Η έννοια της δικαιοσύνης αναπτύσσεται στα «Ηθικά Νικομάχεια» στα οποία ο Αριστοτέλης αφιερώνει ολόκληρο το πέμπτο βιβλίο για την ανάλυση της συγκεκριμένης αρετής. Όμως, από τη στιγμή που πρόκειται για μια αρετή θα πρέπει να παρακολουθήσουμε τη γενικότερη συλλογιστική πορεία του φιλοσόφου που αφορά στην ηθική. Η τελευταία, είναι ένας από τους πρακτικούς κλάδους της φιλοσοφίας που ασχολείται με την ποιότητα και τον αξιακό προσδιορισμό των πράξεων του ανθρώπου. Ποιές από αυτές είναι ορθές και ποιές εσφαλμένες ή διαφορετικά τι είναι αυτό που οφείλει να πράττει ο άνθρωπος και τι όχι. Από τις πράξεις λοιπόν ξεκινά και ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο τονίζοντας ότι οι άνθρωποι είναι όντα που πράττουν και είναι απολύτως λογικό με τις πράξεις αυτές να επιδιώκουν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Κανείς δεν κάνει πράγματα χωρίς να θέλει να πετύχει κάτι μέσα από τις ενέργειές του. Από τη στιγμή όμως που υπάρχουν πολλών ειδών ενέργειες θα υπάρχουν και πολλών ειδών σκοποί που επιδιώκονται με αυτές. Ο στόχος της ιατρικής για παράδειγμα είναι η υγεία ενώ της 1
Τα έργα του Αριστοτέλη χωρίζονται σε Εξωτερικά τα οποία απευθύνονταν σε ανθρώπους δίχως απαραίτητα φιλοσοφική κατάρτιση και σε Ακροαματικά που προορίζονταν για τις διαλέξεις εντός της σχολής. Από τα πρώτα σώζονται μόνο ελάχιστα αποσπάσματα ενώ τα δεύτερα ολόκληρα.
16
στρατηγικής η νίκη. Το σημαντικό όμως είναι, ότι υπάρχει μια ποιοτική διαβάθμιση μεταξύ των σκοπών και αναγκαστικά και μεταξύ των ενεργειών μέσω των οποίων αυτοί επιτυγχάνονται. Υπάρχουν σκοποί που τους επιδιώκουμε απλώς ως μέσο για να φτάσουμε σε κάτι άλλο, αλλά ο Αριστοτέλης παρατηρεί, πως πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει ένας υπέρτατος στόχος που τον επιζητούμε για την αξία που έχει ο ίδιος. Πράγματι, αν διαρκώς επιδιώκουμε με τις ενέργειές μας την επίτευξη στόχων που απλώς αποτελούν εργαλεία για να φτάσουμε στον επόμενο χωρίς αυτή η πορεία να φτάνει κάποτε σ’ ένα τέλος η διαδικασία θα ήταν ατέρμονη και εν τέλει μάταιη 1. Από τη στιγμή λοιπόν που πρέπει να υπάρχει ένα υπέρτατο τέλος-σκοπός που το επιδιώκουμε για το ίδιο, αυτό θα πρέπει να είναι και το υπέρτατο αγαθό2. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να γνωρίσουμε ποιο είναι το αγαθό αυτό για να μπορέσουμε να κατευθύνουμε τις προσπάθειές μας προς αυτό. Εδώ μάλιστα, ο Αριστοτέλης τονίζει τη σημασία της πολιτικής επιστήμης αφού λέει πως το ύψιστο αγαθό αποτελεί αντικείμενό της και κατά συνέπεια πρόκειται για την ύψιστη τέχνη. Ο λόγος είναι, ότι όλες οι υπόλοιπες επιστήμες υπάγονται σε αυτήν γιατί η πολιτική είναι που καθορίζει ποιές επιστήμες πρέπει να προωθούνται σε μια πόλη3. Όπως λέει, η πολιτική επιστήμη ασχολείται με τις όμορφες και δίκαιες πράξεις αφού προσπαθεί να κάνει τους πολίτες ικανούς να μετέχουν σε αυτές4. Ο Αριστοτέλης ξεκινά την έρευνά του από τις διαδεδομένες αντιλήψεις που υπάρχουν και λέει πως οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν πως το ύψιστο αγαθό που επιδιώκουν τα άτομα με τις πράξεις τους είναι η ευδαιμονία. Είπαμε πως το ύψιστο αγαθό είναι τέτοιο επειδή το επιδιώκουμε γι’ αυτό που είναι το ίδιο και ο φιλόσοφος τονίζει πως η ευδαιμονία είναι ένα τέτοιο αγαθό γιατί δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να προστεθεί σε αυτό και να το κάνει ακόμα καλύτερο. Όλα τα 1
Βλ. Μπαγιόνας, Α., Μαθήματα Ηθικής Φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, Θεσσαλονίκη, 1975, σελ. 40. Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1094a24. 3 Λέει χαρακτηριστικά πως για το λόγο αυτόν μολονότι έχουμε να κάνουμε με μια ηθική πραγματεία βρισκόμαστε ωστόσο στο χώρο της πολιτικής, βλ., οπ., παρ., 1094b12. 4 Οπ., παρ., 1094b16. 2
17
άλλα αγαθά είναι κατώτερα από αυτήν γιατί τα επιλέγουμε ως μέσα για να φτάσουμε στην ευδαιμονία. Ο Λυπουρλής δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική προσέγγιση της εξελικτικής πορείας που ακολούθησε η συγκεκριμένη έννοια1. Ο σοφιστής Πρωταγόρας του οποίου τις απόψεις εξετάσαμε παραπάνω έλεγε πως μπορούσε να διδάξει την ευβουλία, την τέχνη του να σκέφτεται κανείς σωστά για τις ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις του. Αργότερα, κάποιος σωκρατικός χρησιμοποίησε και τον όρο ευτυχία θέλοντας να δείξει πως όλα εξαρτώνται από την καλή τύχη του ανθρώπου. Ο όρος ευδαιμονία είχε αρχικά στενή σχέση με την ευτυχία γιατί σήμαινε κάτι που ο άνθρωπος το περιμένει από το δαίμονα και όχι από τις προσπάθειες του ίδιου. Με τη συμβολή όμως του Ηράκλειτου και του Δημόκριτου ο όρος άλλαξε σημασία αφού για τους στοχαστές αυτούς δαίμονας είναι όχι το θεϊκό στοιχείο αλλά η ίδια η ψυχή του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης επηρεαζόμενος απ’ όλη αυτήν την παράδοση καταλήγει στο δικό του ορισμό της ευδαιμονίας: είναι μια ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή και επειδή είναι πιθανό να υπάρχουν περισσότερες από μια αρετές, τότε η σύμφωνη με την τελειότερη απ’ όλες2. Υπάρχουν εξωτερικά υλικά αγαθά όπως είναι το χρήμα, αγαθά που σχετίζονται με το σώμα όπως η υγεία και η ομορφιά και αγαθά της ψυχής τα οποία ξεπερνούν σε ποιότητα τα δυο προηγούμενα ωστόσο, η ευδαιμονία τα χρειάζεται όλα3. Μπορεί τα υλικά αγαθά να εξαρτώνται ως ένα βαθμό από την τύχη αλλά ο ενάρετος άνθρωπος έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει με ορθό τρόπο τις εναλλαγές της τύχης και έτσι να μην καθορίζεται η ζωή του από αυτήν. Αυτός είναι και ο λόγος που η ευδαιμονία έχει να κάνει κυρίως με τα αγαθά της ψυχής και όχι με εκείνα των άλλων κατηγοριών. Από τον ορισμό τώρα που δόθηκε παραπάνω γίνεται προφανές ότι το εργαλείο που είναι απαραίτητο για να αποκτήσει κανείς το υπέρτατο αγαθό είναι η αρετή επομένως θα
1
Οπ., παρ., σελ. 63 κ.ε. Οπ., παρ., 1098a18. 3 Όπως παρατηρεί ο Ross, θα ήταν εντελώς παράλογο να υποφέρει κάποιος και να χαρακτηρίζεται ευδαίμων, βλ. Ross, W.D, οπ., παρ., σελ. 321. 2
18
πρέπει να γίνει μια διερεύνηση για το τι ακριβώς είναι αυτή. Με αυτό το θέμα ασχολείται ο Αριστοτέλης στα υπόλοιπα βιβλία των Ηθικών Νικομαχείων. Όπως και ο δάσκαλός του ο Πλάτωνας έτσι και ο Αριστοτέλης μιλά για χωρισμό της ψυχής σε μέρη. Από τη μια πλευρά, υπάρχει το ανώτερο μέρος της ψυχής που το αποκαλεί έλλογο και από την άλλη το άλογο που υποτάσσεται στο πρώτο. Ωστόσο, λέει πως υπάρχει και ένα τρίτο μέρος το επιθυμητικό που μετέχει εν μέρει και στα δύο προηγούμενα. Όμως, το αντικείμενο διερεύνησης εδώ είναι η αρετή και έτσι ο Αριστοτέλης λέει πως υπάρχουν διανοητικές αρετές όπως η φρόνηση και η σοφία οι οποίες σχετίζονται με το καθαρά έλλογο μέρος της ψυχής και οι ηθικές αρετές όπως η ανδρεία και η ελευθεριότητα οι οποίες όμως έχουν να κάνουν με το επιθυμητικό. Είναι διαφορετικά αρετές του νου και αρετές του χαρακτήρα. Η διανοητική αρετή οφείλει τόσο τη γέννηση όσο και την ανάπτυξή της στη διδασκαλία ενώ η ηθική είναι αποτέλεσμα εθισμού, συνήθειας1. Κατά συνέπεια, η ευθύνη για την απόκτηση διανοητικών αρετών βρίσκεται στο δάσκαλο ενώ για τις ηθικές στο ίδιο το άτομο. Από τη στιγμή όμως που οι αρετές είναι κάτι που το αποκτούμε στην πορεία της ζωής μας αυτό δείχνει ότι δεν τις έχει κανείς μας εκ φύσεως γιατί όσα βρίσκονται εντός μας από τη φύση δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό2. Το μόνο που έχουν οι άνθρωποι από τη φύση είναι μια προδιάθεση στην αρετή αλλά από εκεί και πέρα είναι θέμα των ίδιων το κατά πόσο θα την αναπτύξουν μέσα από τις πράξεις τους. Στις τέχνες συμβαίνει το ίδιο που συμβαίνει και με τις αρετές. Οι οικοδόμοι για παράδειγμα, γίνονται τέτοιοι με το να οικοδομούν και οι κιθαρίστες με το να παίζουν κιθάρα. Ασχολούμενοι με τα ίδια πράγματα γινόμαστε καλοί ή κακοί σε κάποιον τομέα αφού με το παίξιμο της κιθάρας θα γίνει κάποιος ικανός ή κακός κιθαρίστας. Ο πρώτος απλώς θα εθιστεί στο καλό παίξιμο ενώ ο
1
Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1103a16. Φέρνει ως παράδειγμα την πέτρα που λόγω της βαρύτητας όσες φορές και αν την πετάξουμε στον αέρα θα πέσει κάτω. Δεν υπάρχει περίπτωση να την πετάξουμε πολλές φορές κι αυτή κάποια στιγμή να συνεχίσει την ανοδική της πορεία από συνήθεια. 2
19
δεύτερος στο αντίθετο. Για το λόγο αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία το τι συνήθειες θα αποκτήσει ένας άνθρωπος από μικρή ηλικία. Οι πράξεις μας όμως σε κάθε περίπτωση πρέπει να κατευθύνονται από τον ορθό λόγο1. Ο Αριστοτέλης τώρα παρατηρεί ότι τις ηθικές αρετές τις καταστρέφει η έλλειψη και η υπερβολή ενώ αυτό που τις διασώζει είναι η μεσότητα. Είναι σημαντικό, ότι κάποιος θα πρέπει να μάθει να ευχαριστιέται και να δυσαρεστείται με τα κατάλληλα πράγματα γιατί σώφρων είναι ο άνθρωπος που αισθάνεται απέχθεια για τα κακά και χαρά με τα αγαθά. Οι άνθρωποι επιδιώκουμε το ευχάριστο και το συμφέρον ενώ αποφεύγουμε το επιζήμιο και το δυσάρεστο και αγαθός άνθρωπος είναι αυτός που με τις κατάλληλες ενέργειες καταφέρνει να αποκτήσει αυτά που επιζητά. Κάποιος βέβαια, θα μπορούσε να ρωτήσει πως γίνεται να κάνουμε ενάρετες ενέργειες χωρίς να είμαστε ακόμα ενάρετοι, αλλά να ακολουθούμε τέτοιες δραστηριότητες στην προσπάθειά μας να αποκτήσουμε την αρετή. Ο Αριστοτέλης απαντά πως το σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τι ακριβώς κάνουμε και να το έχουμε επιλέξει αυτό, κάνοντάς το πάντα με σταθερό και αμετάβλητο τρόπο2. Ακόμα, για να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι η αρετή είναι έξη ο φιλόσοφος λέει πως τρία είναι τα πράγματα που συμβαίνουν στη ψυχή: τα πάθη, οι δυνάμεις και οι έξεις και η αρετή πρέπει να είναι ένα από αυτά. Λέει, πως δεν μπορεί να ανήκει στα πάθη όπως είναι η οργή, ο φόβος, η αγάπη και η χαρά γιατί κανείς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καλός ή κακός, ούτε επαινείται ή ψέγεται επειδή έχει κάτι από αυτά. Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί η αρετή να είναι και δύναμη, αυτό δηλαδή που μας καθιστά ικανούς να μετέχουμε στα πάθη. Έτσι, δια της άτοπον απαγωγής, καταλήγει στο ότι η αρετή πρέπει να είναι έξη. Ειπώθηκε ήδη ότι η αρετή έχει ως στόχο της το μέσον και πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχει το αντικειμενικό μέσο όταν έχουμε να κάνουμε με ένα αντικείμενο διαιρετό από το οποίο μπορούμε να πάρουμε τμήματα
1
Οι διανοητικές αρετές είναι απαραίτητες για την καθοδήγηση της αναζήτησης της καλύτερης αρετής από όλες τις άλλες, βλ. Ross, W.D., οπ., παρ., σελ. 306. 2 Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1105a34.
20
και το υποκειμενικό μέσο όπως για παράδειγμα με το φαγητό, αφού ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του καθενός απαιτείται και διαφορετική ποσότητα τροφής. Ο Αριστοτέλης βέβαια, ξεκαθαρίζει πως μιλάμε για μέσο όταν έχουμε να κάνουμε με ηθικές αρετές οι οποίες σχετίζονται με πράξεις στις οποίες υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μέσο. Ο ίδιος λέει, πως μεσότητα είναι να κάνεις αυτό που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για το λόγο που πρέπει. Τι ακριβώς εννοεί όμως με τη συνεχή αναφορά του στη λέξη δει; Η απάντηση δίνεται από τον τελικό ορισμό της αρετής όπως μας τον δίνει ο Αριστοτέλης: Αρετή είναι μια έξη προαιρετική, που επιλέγεται δηλαδή ελεύθερα από το άτομο κατόπιν σκέψης, η οποία βρίσκεται στο υποκειμενικό μέσο το οποίο όμως καθορίζεται από τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου1. Μεσότητα ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, ανάμεσα δηλαδή σε αυτά που δεν πρέπει. Φρόνιμος2 είναι αυτός που με οδηγό τη λογική μπορεί να επιλέγει σωστά ποια πράγματα είναι ωφέλιμα τα οποία θα συμβάλλουν σε μια ευδαίμονα ζωή τόσο για τον ίδιο όσο και για τους συμπολίτες του3. Τονίζει βέβαια, πως υπάρχουν πάθη και πράξεις που είναι από μόνα τους αρνητικά χωρίς δηλαδή να βρίσκονται στην υπερβολή ή στην έλλειψη όπως για παράδειγμα ο φθόνος, η μοιχεία και η δολοφονία. Ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει στην εκάστοτε περίπτωση να δει σε πιο άκρο βρίσκεται πιο κοντά και να τραβήξει τον εαυτό του στην αντίθετη πλευρά με στόχο τη μεσότητα4. Και ο ίδιος πάντως αναγνωρίζει πως ο εντοπισμός του μέσου σε κάθε διαφορετική περίπτωση είναι ένα δύσκολο έργο. Ο Σταγειρίτης, στο έργο του «Ηθικά Ευδήμεια» δίνει μια πλήρη λίστα διάφορων χαρακτηριστικών περιπτώσεων υπερβολής, έλλειψης και αρετής5. Για να γίνει
1
Οπ., παρ., 1107a. Φρόνηση είναι η εύστοχη εκτίμηση των περιστάσεων, βλ. Κάλφας, Β., Ζωγραφίδης, Γ., Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη, Ι.Ν.Σ., 2006, σελ. 156. 3 Αρετή είναι ο συγκερασμός καλού σκοπού και άριστων μέσων, βλ. Κουλουμπαρίτσης, Λ., Ιστορία της Αρχαίας και Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας, μετ. Γραμματικοπούλου, Ε., Αθήνα, Εξάντας, 2008, σελ. 443. 4 Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1109b2. 5 Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμεια, μετ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, Κάκτος, 1993, 1220b39. 2
21
περισσότερο κατανοητή η θεωρία του για τη μεσότητα δίνεται ο παρακάτω πίνακας με τα πιο βασικά παραδείγματα:
Υπερβολή
Έλλειψη
Αρετή
Θρασύτητα Ακολασία Κέρδος Κολακεία Ματαιοδοξία
Δειλία Αναισθησία Ζημία Απέχθεια Μικροψυχία
Ανδρεία Σωφροσύνη Δικαιοσύνη Φιλία Μεγαλοψυχία
Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της ανδρείας όπως αναλύεται από τον Αριστοτέλη στο τρίτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων. Υπάρχουν πράγματα στη ζωή που είναι αντικειμενικά φοβερά και είναι απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο να προκαλούν φόβο σε οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο. Η ανδρεία δεν έχει να κάνει με το να μην αισθάνεται κάποιος φόβο, τόσο σε αυτές τις περιπτώσεις όσο και σε άλλες. Ο ανδρείος απλώς, είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τους φόβους του. Ο θάνατος είναι μια κατάσταση που κάθε νοήμων άνθρωπος θα προσπαθούσε να αποφύγει, αλλά όταν πρόκειται για έναν ένδοξο θάνατο στο πεδίο της μάχης εκεί πρέπει να αντιμετωπίσει το φόβο του και να μη δειλιάσει. Βέβαια, είναι απαραίτητο να τονιστεί, ότι πρέπει να είναι επιλογή του ανδρείου να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο γιατί αν η συμπεριφορά του είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού τότε δεν πρόκειται για ενάρετη πράξη. Μια από τις σημαντικότερες αρετές είναι και αυτή της σωφροσύνης που αποτελεί μεσότητα σε σχέση με τις σωματικές ηδονές. Είναι αυτή που σώζει τη φρόνηση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιες επιθυμίες που αποβλέπουν στην ικανοποίηση βασικών αναγκών, αλλά μόλις οι ανάγκες αυτές έχουν πλέον ικανοποιηθεί παύει να υπάρχει και η αρχική επιθυμία. Ο ακόλαστος άνθρωπος όμως, που βρίσκεται στην πλευρά της υπερβολής έχει ακατάπαυστες επιθυμίες και μάλιστα για πράγματα με τα οποία δε θα έπρεπε να ευχαριστιέται κανείς. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν άνθρωποι που δεν αισθάνονται ευχαρίστηση με τίποτα,
22
αλλά αυτοί απέχουν πολύ από το να είναι άνθρωποι1. Σώφρων μας λέει ο Αριστοτέλης, είναι εκείνος που ακολουθεί τις προσταγές του ορθού λόγου πράγμα που σημαίνει ότι οι επιθυμίες του δεν εναντιώνονται σε αυτόν. Ο φιλόσοφος αναλύει και τις υπόλοιπες αρετές, αλλά στην παρούσα μελέτη το ενδιαφέρον μας είναι στραμμένο στην κυρίαρχη αρετή που δεν είναι άλλη από τη δικαιοσύνη.
1
Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1119a11.
23
Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Η δικαιοσύνη ως αρετή αποτελεί μια μεσότητα και αυτό που θα πρέπει να εντοπίσουμε είναι τι είδους μεσότητα αποτελεί και ανάμεσα σε ποια άκρα βρίσκεται. Ο Αριστοτέλης ως συνήθως, ξεκινά από το τι πιστεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι ότι είναι δικαιοσύνη και λέει ότι κατά κοινή ομολογία πρόκειται για την έξη που κάνει τους ανθρώπους να πράττουν τα δίκαια. Αντίστοιχα, η αδικία οδηγεί σε άδικες πράξεις. Πιο συγκεκριμένα, κατά την κοινή, γενική αντίληψη δικαιοσύνη είναι η υπακοή στους νόμους και η υποστήριξη της ισότητας1. Κατά συνέπεια, από τη μια πλευρά, κάθε πράξη που θα υποδηλώνει σεβασμό στους νόμους θα είναι δίκαιη2. Οι νόμοι είναι αυτοί που εκφράζουν το δίκαιο σε μια πόλη και δίκαιο είναι οτιδήποτε προωθεί το κοινό συμφέρον. Ο νόμος έχει ως καθήκον του να εθίσει τους ανθρώπους στις αρετές με στόχο πάντα την προώθηση του γενικού συμφέροντος και την εξασφάλιση της ευδαιμονίας του συνόλου. Κατά αντιστοιχία, ο καλός νόμος μας απομακρύνει και από κάποιες άλλες πράξεις στις οποίες αν εθιστούμε θα συμβάλλουμε στη διάσπαση της συνολικής αρμονίας. Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν εξάλλου οι τιμωρίες και οι έπαινοι έτσι όπως ορίζονται από τους νομοθέτες3. Το βασικό χαρακτηριστικό της δικαιοσύνης είναι ότι πρόκειται για μια αρετή που αφορά τους άλλους ανθρώπους και δεν είναι αποκλειστικά ατομική. Ήδη βλέπουμε λοιπόν, την αντίθεση με τον Πλάτωνα ο οποίος στην «Πολιτεία» έκανε λόγο για τη δικαιοσύνη ως μια εσωτερική ιδιότητα του ατόμου, ενώ εδώ έχουμε να κάνουμε πλέον με μια περισσότερο κοινωνική διάσταση της συγκεκριμένης αρετής. Αυτός είναι ο λόγος που αποτελεί την καλύτερη αρετή αλλά και γιατί περιλαμβάνει εντός της όλες τις άλλες. Όπως λέει και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, η δικαιοσύνη μόνη απ’ όλες τις αρετές είναι το αγαθό κάποιου άλλου γιατί κάνει αυτό που είναι ωφέλιμο στους 1
Δίκαιο είναι η νομιμότητα και η ισότητα ενώ άδικο η παραβίαση του νόμου και η ανισότητα, οπ., παρ., 1129b. 2 Σύμφωνα με την αρχική σημασία της λέξης, δίκαιος ήταν ο τηρητής του εθίμου, Βλ. Ross, W.D., οπ., παρ., σελ. 297. 3 Ο νόμος είναι που μας προστάζει να φερόμαστε ως άνθρωποι ανδρείοι, σώφρονες, πράοι κ.τ.λ.
24
υπόλοιπους1. Η χειρότερη περίπτωση ανθρώπου είναι εκείνος που όχι μόνο κάνει κακό στους συμπολίτες του μέσα από τις ενέργειές του αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό ενώ από την άλλη πλευρά, καλύτερος είναι εκείνος που οι ενέργειές του αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον και στην προώθησή του ή με άλλα λόγια όταν αυτό που πράττει στοχεύει στο καλό των συνανθρώπων του. Αυτό φυσικά, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι ένα πολύ δύσκολο έργο. Διευκρινίζει πάντως, ότι η δικαιοσύνη μολονότι αποτελεί αρετή διαφέρει από αυτήν στο ότι δεν πρόκειται απλώς για μια μεμονωμένη έξη, αλλά είναι κάτι που όπως ειπώθηκε και παραπάνω, βρίσκεται σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Η δικαιοσύνη ως νομιμοφροσύνη αφορά το γενικό χαρακτήρα της. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να υπακούουν στους νόμους αν θέλουν να διατηρηθεί η αρμονία στην κοινωνική τους συμβίωση και να είναι σε θέση να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα οφέλη της πολιτικής ζωής. Ο καθένας πρέπει λοιπόν να σέβεται τους νόμους, αλλά ατομικά και με αυτό εννοούμε πως πρόκειται για μια διαδικασία η οποία δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην επαφή των ανθρώπων και στη μεταξύ τους σχέση. Όταν όμως οι άνθρωποι στις συναλλαγές που αναπτύσσουν διεκδικούν μεγαλύτερα μερίδια από τους υπόλοιπους αυτό είναι κάτι που δεν αφορά τη γενική δικαιοσύνη αλλά τη μερική, η οποία αποτελεί μέρος της πρώτης. Μολονότι και οι δύο μορφές δικαιοσύνης αφορούν με κάποιον τρόπο το σύνολο η μερική σχετίζεται με πιο συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως είναι οι συναλλαγές, το χρήμα και οι τιμές ενώ η γενική δικαιοσύνη αφορά μ’ έναν πιο αφηρημένο τρόπο «τα πράγματα που αποτελούν
αντικείμενο
ενδιαφέροντος
και
απασχόλησης
του
ενάρετου
ανθρώπου»2. Συμπερασματικά, ο γενικός χαρακτήρας του δικαίου για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω, σχετίζεται κυρίως με το νόμο και το βαθμό υπακοής σε αυτόν, ενώ η μερική που θα εξετάσουμε στη συνέχεια αφορά το σεβασμό της ισότητας που αποτελεί το δεύτερο σκέλος του ορισμού της δικαιοσύνης.
1 2
Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1130a6. Οπ., παρ., 1130b4
25
Ο Αριστοτέλης ασχολείται στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του με τη μερική δικαιοσύνη. Ο πρώτος κλάδος αυτής είναι η διανεμητική που αφορά τις τιμές, τα χρήματα και γενικότερα τα αγαθά που μπορούν να μοιραστούν ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν σε μια πόλη. Η ισότητα εδώ έχει να κάνει με μια μεσότητα ανάμεσα στο περισσότερο και το λιγότερο. Πιο συγκεκριμένα, από τη στιγμή που γίνεται λόγος για αγαθά που μπορούν να διανεμηθούν υπάρχει η πιθανότητα κάποιος να πάρει περισσότερα σε σχέση με κάποιον άλλο κάτι που φυσικά συνεπάγεται ανισότητα, αν όμως τα άτομα ήταν από την αρχή ίσα. Το δίκαιο εδώ είναι το ίσο και για να μπορέσει να υπάρξει αυτό θα πρέπει να έχουμε τουλάχιστον δύο ανθρώπους μεταξύ των οποίων θα πρέπει να διανεμηθούν το λιγότερο δύο αγαθά και χρησιμοποιούμε εδώ ως παράδειγμα το μικρότερο δυνατό ποσό για να γίνει πιο εύκολα κατανοητή η θεωρία του Αριστοτέλη. Βέβαια, για να κάνουμε λόγο για ίση κατανομή αγαθών αυτό που προϋποτίθεται είναι η αρχική γνώση για την ισότητα ή την ανισότητα των ατόμων μεταξύ των οποίων θα γίνει η κατανομή. Η διανεμητική δικαιοσύνη λοιπόν, στηρίζεται στην ισότητα αλλά αυτή είναι κάτι που καθορίζεται από την ιδιαίτερη αξία του καθένα από τους πολίτες. Το τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για την αξία των ανθρώπων είναι κάτι που εξαρτάται από το εκάστοτε πολίτευμα αφού στο δημοκρατικό αξία είναι η ελευθερία, στην ολιγαρχία ο πλούτος ενώ στην αριστοκρατία η αρετή. Για το συγκεκριμένο θέμα όμως, θα γίνει περισσότερος λόγος στην επόμενη ενότητα που θα εξεταστεί η έννοια της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με την πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη. Η δικαιοσύνη πάντως, είναι ένα είδος αναλογίας και ο Σταγειρίτης δίνει ένα παράδειγμα για να γίνει καλύτερα κατανοητό το τι θέλει να πει 1. Αν έχουμε δύο άτομα Α και Β μεταξύ των οποίων πρέπει να διανεμηθούν δύο αγαθά Γ και Δ αυτό που θέλουμε να πετύχουμε είναι η αναλογία Α:Β=Γ:Δ. Αυτό σημαίνει, ότι μεταξύ ίσων αξιακά ατόμων πρέπει να διανεμηθούν ισόποσα τα αγαθά. Αν πάλι τα άτομα μεταξύ των οποίων πρέπει να γίνει η διανομή είναι άνισα ως προς την αξία τους, 1
Οπ., παρ., 1131a34.
26
τότε δικαιοσύνη θα είναι η άνιση κατανομή. Αυτός που έχει μεγαλύτερη αξία θα πρέπει να πάρει περισσότερα αγαθά. Αυτή η αναλογία είναι γνωστή και ως γεωμετρική που σημαίνει όχι το να παίρνουν όλοι τα ίδια, αλλά τα ποσά να καθορίζονται ανάλογα με την προσωπική αξία του καθενός. Με άλλα λόγια, σε όποια σχέση βρίσκονται μεταξύ τους τα άτομα Α και Β στην ίδια σχέση θα βρίσκεται και η αναλογία μεταξύ Γ και Δ. Άδικο, είναι οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με την παραπάνω αναλογία και αυτός που θα έχει διαπράξει την αδικία θα έχει εν τέλει περισσότερα αγαθά από αυτά που άξιζε εξαρχής να πάρει αφήνοντας τον αδικημένο με λιγότερα απ’ όσα θα έπρεπε να έχει στο τέλος της συναλλαγής. Η αξία βέβαια είναι κάτι που καθορίζεται από το κατά πόσο συμβάλλει ο κάθε πολίτης στην προώθηση της συνολικής ευδαιμονίας της πόλης στην οποία ζει σύμφωνα με τους τρόπους που ορίζει πάντα το εκάστοτε πολίτευμα. Το κάθε πολιτικό καθεστώς είναι διαφορετικό και ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του ξεχωριστές ικανότητες έχοντας φτάσει σ’ ένα επίπεδο αρετής και αυτοί είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν την κοινωνική συμβολή και κατά συνέπεια την αξία του καθενός. Οι άνθρωποι λοιπόν, δεν είναι από τη φύση τους ίσοι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και για να λειτουργήσει η διανεμητική δικαιοσύνη θα πρέπει να διευκρινιστεί πρώτα ποια είναι η ιδιαίτερη αξία του καθένα και αναλόγως να μοιραστούν τα αγαθά. Μεταξύ ίσων αξιακά ανθρώπων ίσα μερίδια, μεταξύ άνισων άνισα και αυτό είναι ισότητα. Υπάρχει όμως και μία άλλη μορφή δικαίου, το διορθωτικό το οποίο χωρίζεται σε εκούσιο και ακούσιο. Ο Αριστοτέλης μιλά για την παραπάνω διάκριση των πράξεων στο τρίτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων. Λέει λοιπόν, πως ακούσιο είναι οτιδήποτε κάνει ένας άνθρωπος υπό την επιβολή της βίας ή όταν ενεργεί από άγνοια1. Αντίθετα, εκούσιες είναι οι πράξεις που η κινητήρια δύναμή τους βρίσκεται μέσα στον ίδιο το δρώντα. Η επιβολή της βίας εξάλλου, είναι μια δύναμη που ασκείται εξωτερικά προς το άτομο και ακόμα κι αν ο τελικός στόχος βρίσκει σύμφωνο το υποκείμενο και πάλι έχουμε να κάνουμε με μια 1
Οπ., παρ., 1100a.
27
ακούσια πράξη γιατί δεν εκκίνησε από το ίδιο. Για να μιλήσουμε για εκούσιες πράξεις θα πρέπει το άτομο που ενεργεί να έχει πλήρη επίγνωση του τι ακριβώς κάνει και κάτω από ποιες συνθήκες ενεργεί. Με την εκούσια πράξη συνδέεται στενά και η έννοια της προαίρεσης την οποία είδαμε να αποτελεί μέρος του ορισμού της αρετής. Αναφέρεται στις πράξεις που είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι η έννοια του εκούσιου είναι κάτι το ευρύτερο από την προαίρεση αφού ακόμα και τα παιδιά που δεν έχουν πλήρως ανεπτυγμένη τη λογική τους μπορεί να επιλέξουν εκούσια κάποιες πράξεις χωρίς όμως να έχουν σκεφτεί πλήρως γιατί έκαναν τη συγκεκριμένη επιλογή και που θα τους οδηγήσει. Αυτή μάλιστα, είναι και η διαφορά ανάμεσα στον εγκρατή και ακρατή άνθρωπο, δύο ιδιότητες που σχετίζονται με τις ηδονές και τις λύπες. Και οι δύο γνωρίζουν το σωστό τρόπο δράσης απλώς ο πρώτος ενεργεί εν τέλει σύμφωνα με την προαίρεσή του ακούγοντας τα προστάγματα της λογικής του ενώ ο δεύτερος όχι αφού κυριαρχείται από τις επιθυμίες του. Η διαφορά τώρα του ακρατή από τον ακόλαστο είναι ότι ο δεύτερος μολονότι ενεργεί όπως ο πρώτος κάνει το κακό επειδή το θέλει, όντας όχι κυριευμένος από τα πάθη του αλλά με πλήρη συνείδηση. Αντίστοιχα, ο εγκρατής διαφέρει από το σώφρονα στο ότι ο τελευταίος δεν έχει απρεπείς επιθυμίες ενώ ο πρώτος έχει αλλά τις συγκρατεί1. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, ο ακρατής άνθρωπος είναι σαν την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει πολύ υψηλό επίπεδο νόμων, αλλά στην πράξη δεν ακολουθεί τίποτα από αυτά2. Η προαίρεση είναι μια εκούσια επιλογή και προτίμηση μιας συγκεκριμένης πορείας δράσης η οποία στηρίζεται στη λογική ανάλυση και στη σκέψη, αλλά σχετίζεται κυρίως με τα μέσα με τα οποία θα πετύχουμε τον επιλεγμένο σκοπό. Φυσικά, αντικείμενο της προαίρεσης είναι πάντα
1
Πρόκειται για τις τέσσερεις βαθμίδες ηθικής υπόστασης των ατόμων: αγαθός, εγκρατής, ακρατής, ακόλαστος, βλ. Σκάλτσας, Θ., Ο Χρυσούς Αιών της Αρετής: Αριστοτελική Ηθική, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1993, σελ. 47. 2 Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1152a25.
28
κάτι που βρίσκεται μέσα στις ανθρώπινες δυνάμεις, ενώ η επιθυμία μπορεί να σχετίζεται και με κάτι εξωπραγματικό. Η βούλησή μας είναι εκείνη που επιθυμεί ένα σκοπό, αλλά η προαίρεση είναι αυτή που θα επισφραγίσει τη συγκεκριμένη επιλογή και θα φανερώσει τα μέσα προς την επίτευξη αυτής. Έτσι, ο Αριστοτέλης τονίζει, ότι και οι αρετές είναι εκούσιες πράξεις αφού η διαμόρφωσή τους οφείλεται στον εθισμό ή διαφορετικά σε επαναλαμβανόμενες ενέργειες οι οποίες επιλέγονται ελεύθερα από το άτομο1. Βέβαια, μολονότι στις πράξεις μας είμαστε κύριοι από την αρχή μέχρι και το τέλος στην περίπτωση των έξεων είμαστε υπεύθυνοι μόνο στην αρχή. Από τη στιγμή που θα έχουμε αποκτήσει την εκάστοτε συνήθεια αυτή είναι πολύ δύσκολο να μεταβληθεί στη συνέχεια. Θα πρέπει όμως να επιστρέψουμε στη δικαιοσύνη και στη δεύτερη κατηγορία του επιμέρους δικαίου, το διορθωτικό. Η παρένθεση έγινε γιατί αυτή η μορφή δικαίου αφορά τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων είτε αυτές είναι εκούσιες, είτε ακούσιες. Οι πρώτες, στο πλαίσιο της δικαιοσύνης αυτή τη φορά, αφορούν συναναστροφές ατόμων όπου όλοι είχαν συμφωνήσει αρχικά να εμπλακούν σε αυτές ενώ στις δεύτερες όχι, όπως είναι η ληστεία και ο φόνος. Το διανεμητικό δίκαιο που αναλύσαμε προηγουμένως αφορούσε την κατανομή κοινών αγαθών ενώ εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά αφού το επανορθωτικό έχει να κάνει με τις σχέσεις που αναπτύσσουν τα άτομα μεταξύ τους. Και σε αυτήν την περίπτωση το δίκαιο είναι μια μορφή ισότητας, αλλά όχι γεωμετρική όπως στην προηγούμενη ανάλυση, αλλά αριθμητική. Αυτό πιο συγκεκριμένα σημαίνει, ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν μας απασχολεί η αξία των εμπλεκομένων αλλά το είδος της βλάβης. Αν ο Α έχει κλέψει κάτι από τον Β μπορεί κάλλιστα αυτός που διέπραξε την κλοπή να έχει μεγαλύτερη αξία ως άνθρωπος από το θύμα, που σημαίνει ότι συνεισφέρει περισσότερα στο σύνολο. Ωστόσο, αυτό δεν απασχολεί καθόλου το δικαστή ο οποίος εδώ προσπαθεί να επανορθώσει τη βλάβη που προκλήθηκε αντιμετωπίζοντας τα δύο άτομα ως 1
Οπ., παρ., 1114b24.
29
απολύτως ίσα. Αφού λοιπόν στο επανορθωτικό δίκαιο οι εμπλεκόμενοι θεωρούνται ίσοι εξαρχής, η βλάβη που προκάλεσε ο Α στον Β διατάραξε την ισότητα που υπάρχει ανάμεσά τους και ο δικαστής οφείλει να την επαναφέρει. Ο τρόπος για να το πετύχει αυτό είναι να αφαιρέσει από την κερδισμένη πλευρά την ποσότητα εκείνη που οδήγησε στην υπέρβαση της αρχικής ισότητας και να την επιστρέψει, αν αυτό είναι δυνατόν, σε εκείνον που του αφαιρέθηκε. Λέμε, αν είναι δυνατόν, γιατί αυτό μπορεί εύκολα να συμβεί στην περίπτωση της ληστείας. Τι γίνεται όμως όταν κάποιος έχει σκοτώσει ένα συμπολίτη του1; Σε αυτήν την περίπτωση βέβαια, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να εφαρμοστούν κάποιες τιμωρίες με στόχο τον περιορισμό του δράστη, τη συνειδητοποίηση του εσφαλμένου χαρακτήρα της πράξης του και τον παραδειγματισμό σε τρίτους. Εδώ λοιπόν, γίνεται λόγος για κέρδος και ζημία και ισότητα είναι το μέσον ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Κερδισμένος όμως, είναι αυτός που έχει πάρει περισσότερα απ’ όσα καθορίζει η δεδομένη ισότητα των ατόμων και ζημιωμένος αυτός που έχει λιγότερα. Με άλλα λόγια, περισσότερο καλό σημαίνει κέρδος ενώ λιγότερο καλό συνεπάγεται ζημία και πάντα σε σχέση με την ίση κατανομή του καλού και του κακού. Το επανορθωτικό δίκαιο λοιπόν, είναι και αυτό μια μεσότητα ανάμεσα στο κέρδος και τη ζημία2 όπως δείχνει και ο πίνακας που δόθηκε παραπάνω από τα «Ηθικά Ευδήμεια». Ο δικαστής είναι αυτός που θα προσπαθήσει να επανορθώσει την αδικία και γι’ αυτό είναι ένα πρόσωπο που ταυτίζεται με το δίκαιο. Όπως λέει και ο Αριστοτέλης, ο δικαστής είναι το δίκαιο προσωποποιημένο που αποκαθιστά τη διαταραγμένη ισότητα. Είναι σαν να έχουμε μια γραμμή χωρισμένη σε δύο άνισα μέρη και το έργο του δικαστή είναι να πάρει το τμήμα που περισσεύει από το μεγαλύτερο μέρος σε σχέση με το μέσο και να το επιστρέψει στο μικρότερο. Κερδίζω, σημαίνει ότι έχω στην ιδιοκτησία μου περισσότερα από αυτά που είχα αρχικά ενώ είμαι ζημιωμένος δηλώνει ότι έχω λιγότερα. Το επανορθωτικό
1 2
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για την περίπτωση αυτή, οπ., παρ., 1132a9. Οπ., παρ., 1132a20.
30
δίκαιο αποβλέπει στην αναίρεση αυτών των συνθηκών και στην επιστροφή στην αρχική κατάσταση της ισότητας. Η τρίτη και τελευταία κατηγορία ειδικού δικαίου, είναι το ανταποδοτικό που έχει τις ρίζες του στη φιλοσοφία των Πυθαγορείων. Εκεί έχει τη σημασία του νόμου των αντιποίνων με τη λογική του οφθαλμός αντί οφθαλμού και όδοντα αντί οδόντος. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε έκανε κάποιος σ’ ένα συνάνθρωπό του θα πρέπει να πάθει ακριβώς το ίδιο για να αποκατασταθεί το δίκαιο. Ο Αριστοτέλης ωστόσο, αναγνωρίζει ότι αυτό δεν μπορεί να έχει απόλυτη εφαρμογή γιατί αν ένας αξιωματούχος χτυπήσει κάποιον πολίτη μπορεί να τιμωρηθεί, αλλά η τιμωρία σε καμία περίπτωση δεν θα είναι ίδια με το αν συμβεί το αντίστροφο και να πρέπει να τιμωρηθεί ο πολίτης που χειροδίκησε στον αξιωματούχο. Εκεί φυσικά, η τιμωρία θα είναι πολύ ισχυρότερη. Ακόμα, δε θα πρέπει να ξεχνούμε ότι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και το αν πρόκειται για εκούσια ή ακούσια πράξη για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Ένας άνθρωπος που λειτουργεί ακούσια δεν μπορεί να τιμωρηθεί με την ίδια αυστηρότητα με κάποιον που ενεργεί κατόπιν συνειδητής επιλογής και προτίμησης. Ο Αριστοτέλης, δέχεται την ισχύ του ανταποδοτικού δικαίου, μόνο όμως στην σφαίρα των οικονομικών δραστηριοτήτων. Υπάρχει εξάλλου, η έμφυτη τάση στην πόλη να ανταποδίδουν οι άνθρωποι τόσο το καλό όσο και το κακό που τους κάνουν. Εδώ βέβαια, δεν έχουμε να κάνουμε με ισότητα όπως την είδαμε στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις όπου στο διανεμητικό δίκαιο ισχύει η γεωμετρική ενώ στο επανορθωτικό η αριθμητική. Στο ανταποδοτικό δίκαιο έχουμε να κάνουμε με αναλογία και διαγώνια σύζευξη1. Ο οικοδόμος έχει την ικανότητα να κατασκευάζει το σπίτι ενώ ο τσαγκάρης φτιάχνει παπούτσια. Και οι δύο χρειάζονται τα αγαθά του άλλου, αλλά είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποιοτική ισότητα ανάμεσα σ’ ένα σπίτι και ένα ζευγάρι παπούτσια. Ο τσαγκάρης θα πάρει το σπίτι από τον οικοδόμο και ως ανταπόδοση θα του δώσει ένα συγκεκριμένο αριθμό υποδημάτων. 1
Οπ., παρ., 1133a7.
31
Πριν γίνει όμως η ανταλλαγή των προϊόντων θα πρέπει να καθοριστεί η αναλογική ισότητα μεταξύ τους. Αυτό δηλαδή σημαίνει, να έχει οριστεί ότι η αξία ενός σπιτιού είναι για παράδειγμα δέκα ζευγάρια παπούτσια. Αυτό πρέπει να συμβεί πριν από τη συναλλαγή γιατί όπως λέει ο Αριστοτέλης, σε αντίθετη περίπτωση δεν πρόκειται τα συναλλασσόμενα μέρη να φτάσουν σε συμφωνία ως προς την αξία των προϊόντων που ανταλλάσσουν. Εκείνος που θα δώσει το προϊόν που παρήγαγε θα το θεωρεί μεγαλύτερης αξίας από εκείνον που θα θέλει να το πάρει με όσο το δυνατόν μικρότερη ανταπόδοση. Είναι προφανές ότι το παράδειγμα που δόθηκε παραπάνω με τον οικοδόμο και τον
υποδηματοποιό
είναι
υπερβολικά
απλοποιημένο
και
μπορούμε
να
καταλάβουμε ότι στην πράξη θα ήταν πολύ δύσκολο να λειτουργήσει. Ο Αριστοτέλης κατανοεί τις δυσκολίες που ανακύπτουν και για το λόγο αυτό μιλά για ένα σταθερό μέσο αξιολόγησης των ανταλλασσόμενων προϊόντων, το νόμισμα. Πρόκειται για μια ανακάλυψη του ανθρώπου κάτι που το φανερώνει και το ίδιο το όνομά του που προέρχεται από το νόμο. Είναι ένας τρόπος να πούμε πόσα προϊόντα του Α παραγωγού θα χρειαστούν για να πάρει το αγαθό του Β και από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τεχνητό κατασκεύασμα αυτό μπορεί να μεταβληθεί οποιαδήποτε στιγμή με κοινή απόφαση των δημιουργών του, δηλαδή των ανθρώπων. Αμοιβαία ανταπόδοση των προϊόντων έχει επιτευχθεί όταν ο λόγος του οικοδόμου και του τσαγκάρη είναι ό,τι και ο λόγος μεταξύ των προϊόντων τους1. Η αναλογία αυτή είναι απαραίτητη γιατί αν δεν υπάρχει εξαρχής δε θα είναι εφικτή η ανταλλαγή των προϊόντων και οι άνθρωποι δε θα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους που αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που σχημάτισαν εξαρχής την πολιτική κοινωνία2.
1
Οπ., παρ., 1133b. Ωστόσο, όπως παρατηρεί και ο Hardie, ο Αριστοτέλης ναι μεν αναφέρεται στο πως πρέπει να καθορίζονται οι τιμές αλλά όχι στο πως καθορίζεται η δίκαιη τιμή. Αυτό βέβαια αποτελεί πρόβλημα αφού το βασικό ζητούμενο είναι η δικαιοσύνη και όχι η οικονομική θεωρία, βλ. Hardie, W.F.R., Aristotle’s Ethical Theory, Oxford, Oxford university press, 1968, σελ. 196. 2
32
Η γενική δικαιοσύνη λοιπόν, είναι η υπακοή στους θεσπισμένους νόμους της πόλης ενώ η μερική έχει να κάνει με τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων στις μεταξύ τους σχέσεις και συναλλαγές η οποία συνεπάγεται ανάλογα με την περίσταση γεωμετρική, αριθμητική ή αναλογική ισότητα. Το να πράττουμε δίκαια είναι ένα μέσο ανάμεσα στο να αδικούμε και να αδικούμαστε ή διαφορετικά ανάμεσα στο να έχουμε περισσότερα ή λιγότερα από αυτά που καθορίζει η αξία μας, η αριθμητική ισότητα ή η αναλογική αξία των ανταλλασσόμενων προϊόντων. Βλέπουμε λοιπόν, ότι ως αρετή, η δικαιοσύνη είναι μια μεσότητα που πηγάζει από τη δική μας επιλογή και προτίμηση αλλά διαφορετική από εκείνη των υπόλοιπων αρετών. Η αδικία κατ’ αντιστοιχία είναι η παραβίαση της παραπάνω ισότητας που σημαίνει να παίρνει κάποιος περισσότερη ποσότητα από αυτό που είναι ωφέλιμο και μικρότερη από το βλαβερό. Το ποιος είναι ο αδικημένος και ποιος εκείνος που αδικεί φαίνεται ξεκάθαρα στο τέλος της διανομής αφού κάποιος θα έχει περισσότερα και ο άλλος λιγότερα. Όπως όμως αναφέρθηκε και παραπάνω, πάντα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πρόθεση του πράττοντα ή διαφορετικά ο εκούσιος ή ακούσιος χαρακτήρας της πράξης του. Ακόμα, ο Αριστοτέλης τονίζει, ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο από τη μια πλευρά και στη δίκαιη και άδικη πράξη από την άλλη. Μόνο όταν πραγματωθεί το δίκαιο και το άδικο γίνεται πράξη και για να συμβεί αυτό θα πρέπει να γίνεται με την προαίρεση του δρώντα. Δίχως προαίρεση μπορεί και πάλι το αποτέλεσμα να είναι δίκαιο ή άδικο αλλά αυτό οφείλεται στην τύχη και όχι στις αρχικές επιδιώξεις του υποκειμένου. Για να χαρακτηριστεί ηθικά μια πράξη θα πρέπει να εκκινεί από το ίδιο το άτομο και να έχει επιλέξει να πράξει με πλήρη συνείδηση και γνώση του τι ακριβώς κάνει. Επομένως, ό,τι γίνεται από άγνοια ή από επιβολή βίας ανήκει στο χώρο του ακούσιου και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε πλέον με δίκαιες ή άδικες πράξεις. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να προκαλέσουμε μια βλάβη με τις πράξεις μας τις οποίες ναι μεν κάναμε με τη θέλησή μας αλλά σε καμία περίπτωση να μην περιμέναμε και να μη στοχεύαμε σε 33
τέτοια αποτελέσματα. Αν για παράδειγμα, πετάξει κάποιος ένα αντικείμενο με στόχο να το ρίξει σ’ έναν άδειο χώρο αλλά κατά λάθος πέσει σε κάποιον περαστικό και τον τραυματίσει πρόκειται για μια εσφαλμένη πράξη αλλά όχι για άδικη. Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ότι για να έχουμε να κάνουμε με άδικη πράξη πρέπει να οδηγούμαστε από την κακία, δηλαδή αυτή η πράξη να είναι μια συνειδητή επιλογή με πλήρη επίγνωση του τι κάνουμε και με τι συνέπειες συνδέεται και μολονότι γνωρίζουμε ότι θα βλάψουμε ή θα ζημιώσουμε κάποιον δεν αποτρεπόμαστε. Υπάρχει ακόμα η περίπτωση, κάποιος να τελεί βλαβερές πράξεις όντας κυριευμένος από τα πάθη του τα οποία όμως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Για να είναι κάποιος άδικος πρέπει όπως είπαμε η πράξη του να είναι καθοδηγούμενη από την κακία πράγμα που σημαίνει ότι ήξερε εξαρχής τι έκανε και ότι αυτό που επέλεξε θα προκαλούσε βλάβη και παρ’ όλα αυτά το έκανε για να ικανοποιήσει την επιθυμία του ή το συμφέρον του1. Εδώ μάλιστα ο Αριστοτέλης τονίζει, ότι για τον λόγο αυτό τα δικαστήρια κάνουν διάκριση ανάμεσα στις πράξεις που είναι εκ προμελέτης και σε εκείνες που δεν είναι όπου φυσικά στην κάθε περίπτωση υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση και άλλες τιμωρίες. Κοιτάζουν οι δικαστές να εντοπίσουν που βρίσκεται η αρχή, το ξεκίνημα, το αίτιο της πράξης αυτού που προκάλεσε μια βλάβη είτε σε συνάνθρωπό του άμεσα, σωματικά, είτε διαταράσσοντας κάποια μορφή ισότητας. Αν η αρχή βρίσκεται έξω από αυτόν δεν έχουμε να κάνουμε με αδικία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η περίπτωση που κάποιος πράττει κάτι όντας εξοργισμένος και ο Αριστοτέλης λέει, ότι εδώ η αρχή της πράξης βρίσκεται στον άνθρωπο που τον εξόργισε και όχι σε αυτόν που όντας οργισμένος οδηγήθηκε σε συγκεκριμένες ενέργειες. Κάποιος μπορεί να υπομένει αδικίες για ορισμένους λόγους, αλλά ο φιλόσοφος ξεκαθαρίζει, ότι κανείς δε θέλει να αδικείται γιατί πρόκειται για μια κατάσταση βλαβερή που δεν αποδίδει κανένα απολύτως όφελος. Οι άνθρωποι όμως είναι όντα που επιδιώκουν το ωφέλιμο και το ευχάριστο. Οι αδικίες αντιστοιχούν σε πράγματα 1
Βλ. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, οπ., παρ., 1135b29.
34
που τα άτομα γνωρίζουν εξαρχής ότι δεν είναι καλά και κανείς νοήμων άνθρωπος δε θέλει κάτι τέτοιο για τον εαυτό του1. Αδικεί ακόμα, αυτός που με την ενέργειά του προκαλεί τη βλάβη ενώ εκείνος που αδικείται επειδή βρίσκεται σε παθητική θέση δεν υπάρχει περίπτωση να αδικεί. Η αδικία είναι μια ενεργητική διαδικασία που στηρίζεται στην προαίρεση του ατόμου που πράττει και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει ευθύνη στο άτομο που δέχεται την αδικία. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Αριστοτέλης εισάγει την έννοια της επιείκειας η οποία σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν αποτελούν όλες οι βλαβερές πράξεις αδίκημα αλλά μόνο εκείνες που στηρίζονται στην προαίρεση. Το επιεικές είναι κάτι που σχετίζεται με τη διόρθωση του δικαίου. Οι δικαστές καλούνται να λάβουν αποφάσεις κρίνοντας ποιες πράξεις είναι πραγματικά άδικες και ποιες όχι και ανάλογα να αποδώσουν ποινές διαφορετικής ισχύος. Ο νόμος φυσικά, ο οποίος βρίσκεται πάνω από οποιαδήποτε επιμέρους βούληση πρέπει να έχει καθολική ισχύ αλλά το πρόβλημα που δημιουργείται εντοπίζεται στο γενικό του χαρακτήρα. Ο νόμος σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το γενικό οδηγό λήψης αποφάσεων αλλά όπως φάνηκε από την παραπάνω ανάλυση υπάρχουν αρκετές επιμέρους περιπτώσεις όπου ο δικαστής θα πρέπει να λάβει υπόψη του τις προθέσεις του κατηγορουμένου. Μπορεί μια υπόθεση να υπάγεται σε κάποιον νόμο αλλά να μην καλύπτει πλήρως το τι απαιτείται να γίνει. Αυτό που πρέπει να κάνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δικαστής είναι να εντοπίσει την έλλειψη του νομοθέτη και να λειτουργήσει σαν ο τελευταίος να ήταν παρών. Με άλλα λόγια, καλείται να δώσει μια ερμηνεία του νόμου ώστε να καλύψει τη συγκεκριμένη περίπτωση, να πει δηλαδή τι επιβάλλεται να γίνει σύμφωνα με τη γενικότερη λογική του νόμου στον οποίο υπάγεται η υπόθεση. Τι θα έλεγε λοιπόν ο νομοθέτης αν είχε λάβει υπόψη του τη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζεται; Καταλαβαίνουμε ότι το επιεικές αφορά αυτή τη διόρθωση ή καλύτερα τη συμπλήρωση του νόμου για εκείνες τις περιπτώσεις που δεν μπόρεσε να τις καλύψει από την αρχή. 1
Οπ., παρ., 1136b6.
35
Αυτό βέβαια, όπως τονίζει και ο Αριστοτέλης, είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό γιατί είναι αδύνατο ο νόμος να καλύψει εξαρχής όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Για τον ίδιο λόγο υπάρχουν εξάλλου και τα δημοψηφίσματα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν έχουν τη γενικότητα του νόμου αλλά αφορούν αυτές τις επιμέρους περιπτώσεις που ο νομοθέτης δεν μπόρεσε να προβλέψει. Από την έννοια της επιείκειας μπορούμε να καταλάβουμε και ποιος είναι ο επιεικής άνθρωπος. Πρόκειται για εκείνον που δεν τηρεί με αυστηρό και τυφλό τρόπο το νόμο αλλά μπορεί να εντοπίσει τις ατέλειές του και να δράσει ανάλογα με το τι απαιτούν αυτές. Ο νόμος είναι πάνω απ’ όλους και η υπακοή σ’ αυτόν καθορίζει τη σταθερότητα του πολιτεύματος και κατά συνέπεια το βαθμό επιβίωσης της πολιτικής κοινωνίας. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν κενά στο νόμο λόγω του πλήθους και της περιπλοκότητας των επιμέρους περιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν. Ο δικαστής είναι εκείνος που καλείται να κάνει μια επιεική προσέγγιση του νόμου και αυτό το καθήκον είναι περίπλοκο. Για το λόγο αυτό είναι όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η προσωποποίηση του δικαίου. Η δικαιοσύνη στον Αριστοτέλη είναι μια κοινωνική αρετή αφού έχει να κάνει με τη στάση μας απέναντι στους άλλους συμπολίτες μας. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που αποτελεί την ύψιστη αρετή μιας και οι υπόλοιπες έχουν έναν περισσότερο ατομικό χαρακτήρα. Ωστόσο, στο τέλος του πέμπτου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων που μελετούμε, ο Σταγειρίτης κάνει μια αναφορά και σε μια διαφορετική μορφή δικαίου. Είναι αυτό που αφορά τον άνθρωπο ως μεμονωμένη οντότητα και πιο συγκεκριμένα, έχει να κάνει με το άτομο ως προς τη σχέση με τα διάφορα μέρη του εαυτού του. Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης, φανερώνει την επίδραση που άσκησε πάνω του ο δάσκαλός του, Πλάτωνας. Όπως είδαμε στο εισαγωγικό μέρος, η δικαιοσύνη για τον τελευταίο είναι μια εσωτερική ιδιότητα που ορίζεται ως αρμονία μεταξύ των μερών της ψυχής κάτι που επιτυγχάνεται βέβαια με την οικειοπραγία. Ο μαθητής του μπορεί να ακολούθησε περισσότερο το δρόμο της εμπειρίας αρνούμενος την ιδεαλιστική θεωρία αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν 36
επηρέασε σημαντικά τη σκέψη του. Η εσωτερική λοιπόν μορφή της δικαιοσύνης, εκφράζεται εντός της οικίας και πιο συγκεκριμένα στις σχέσεις αφέντη-δούλου και εκείνες του πατέρα με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, δηλαδή τη γυναίκα και τα παιδιά του. Σε μια αντίστοιχη σχέση βρίσκεται το έλλογο μέρος της ψυχής με το άλογο. Κατά συνέπεια, μεταξύ των μερών της ψυχής υπάρχει μια μορφή δικαίου και στον Αριστοτέλη. Η ανάλυση αυτή όμως εντάσσεται στην επόμενη ενότητα όπου γίνεται λόγος μεταξύ άλλων και για τα μέρη της πόλης όπως επίσης και για το πολιτικό δίκαιο.
37
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Όπως λέει και ο ίδιος ο Αριστοτέλης στο τέλος των Ηθικών Νικομαχείων, οι νόμοι είναι εκείνοι που θα πρέπει να καθοδηγούν τις ζωές των ανθρώπων προς την πορεία της ενάρετης και ευδαίμων ζωής. Αναγνωρίζει όμως, πως το θέμα της νομοθεσίας έχει παραμεληθεί από τους περισσότερους στοχαστές που έχουν προηγηθεί με αποτέλεσμα ο καθένας να ζει όπως θέλει και να διαταράσσεται έτσι η ενότητα της πόλης. Για να ολοκληρωθεί η φιλοσοφία που αφορά τα ανθρώπινα πράγματα, λέει πως θα πρέπει να ασχοληθούμε με το συγκεκριμένο θέμα και η προσέγγιση θα ακολουθήσει την εξής πορεία. Αρχικά, όπως συμβαίνει συνήθως με τον Αριστοτέλη, θα εξεταστεί το τι έχει ειπωθεί πάνω στο θέμα από τους προγενέστερους και ποιες είναι φυσικά οι επικρατέστερες αντιλήψεις σχετικά με το ζήτημα. Το επόμενο βήμα, αφορά τη μελέτη των υπαρχόντων πολιτευμάτων όπως τα συγκέντρωσε ο φιλόσοφος στο πλαίσιο της προσπάθειας του να συγγράψει το έργο του «Αθηναίων Πολιτείαι» με στόχο να εντοπιστεί τι είναι αυτό που τα διατηρεί και που τα φθείρει. Ένα ακόμα κρίσιμο ερώτημα που χρήζει απάντησης, είναι το γιατί άλλες πόλεις κυβερνούνται σωστά και άλλες όχι και τέλος, ποιο είναι το καλύτερο πολίτευμα και ποιοι οι νόμοι του. Με αυτό το κλείσιμο των Ηθικών Νικομαχείων έχουμε την καλύτερη εισαγωγή στα «Πολιτικά»1. Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι με τον όρο πόλη ο Αριστοτέλης δεν εννοεί την πόλη-κράτος αλλά την πολιτεία. Η έννοια κράτος συνδέεται περισσότερο με την εξουσία ως κάτι το αποστασιοποιημένο από τους πολίτες. Φυσικά κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για την εποχή στην οποία γράφει ο φιλόσοφος αφού την εξουσία τότε την ασκούσαν οι ίδιοι οι πολίτες ή έστω όσοι θεωρούνταν πολίτες στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στην εκκλησία του δήμου. Η πόλη αποτελεί μια μορφή κοινωνίας με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή ένα σύνολο ανθρώπων που έρχονται σε επαφή 1
Μελετά ουσιαστικά τις συνθήκες εντός των οποίων οι άνθρωποι εθίζονται στις αρετές με στόχο την ευδαιμονία, βλ. Coleman, J., Ιστορία της Πολιτικής Σκέψης: Από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι τους Πρώτους Χριστιανικούς Χρόνους, μετ. Χρηστίδης, Γ., Αθήνα, Κριτική, 2005, σελ. 375.
38
μεταξύ τους για να πετύχουν τους επιδιωκόμενους σκοπούς τους. Υπάρχουν λοιπόν και άλλες μορφές κοινωνίας οι οποίες προηγούνται χρονολογικά της πόλης με πρώτη την οικία. Η δημιουργία αυτής στηρίζεται σε δύο φυσικά ένστικτα του ανθρώπου, αυτό της αναπαραγωγής και εκείνο της επιβίωσης. Στο πρώτο ένστικτο αντιστοιχεί η σχέση του αρσενικού με το θηλυκό ενώ στη δεύτερη η σχέση αφέντη και δούλου. Είναι απαραίτητο να γίνει μια λεπτομερής αναφορά στις σχέσεις αυτές γιατί όπως ειπώθηκε στο τέλος της προηγούμενης ενότητας αυτές αντικατοπτρίζουν το εσωτερικό δίκαιο στον Αριστοτέλη. Η πρώτη μορφή κοινωνίας δημιουργήθηκε λοιπόν μ’ ένα φυσικό τρόπο για να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου1. Ωστόσο, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η οικογένεια άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται κι άλλες ανάγκες που ήταν πιο περίπλοκες και για την ικανοποίησή τους δεν αρκούσε αυτή η μορφή κοινωνίας. Για να αντιμετωπιστεί λοιπόν το πρόβλημα, οι διάφορες οικογένειες συνενώθηκαν για να δημιουργήσουν την κώμη η οποία μπορούσε να ανταποκριθεί με καλύτερο τρόπο στις όλο και αυξανόμενες ανάγκες. Η κώμη είναι κι αυτή ένα φυσικό δημιούργημα γιατί αποτελεί φυσική προέκταση της οικογένειας. Την διοίκηση της οικογένειας λέει ο Αριστοτέλης, την αναλαμβάνει εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη ηλικία, ο πατέρας ενώ στην κώμη αντιστοιχεί η βασιλική μορφή εξουσίας2. Από τη συνένωση τώρα πολλών κωμών δημιουργήθηκε η πόλη που είναι η καλύτερη μορφή κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει γιατί μόνο σε αυτήν μπορεί να επιτευχθεί ο ανώτερος στόχος του ανθρώπου που όπως ειπώθηκε στη δεύτερη ενότητα είναι η ευδαιμονία. Η πόλη είναι αυτάρκης, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει αφθονία αγαθών απαραίτητων για την επίτευξη της καλύτερης δυνατής ζωής. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος ικανοποιεί κάποιες βασικές ανάγκες του στην
1
Βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, τόμος 1, Βιβλία 1,2, μετ. Παπαδής, Δ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2006, 1252b12. 2 Αυτό που λέει εδώ ο Αριστοτέλης είναι ότι οι οικογένειες κυβερνώνται μοναρχικά από το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος και από τη στιγμή που η κώμη προκύπτει από την οικογένεια ως μια φυσική εξέλιξή της και αυτή τουλάχιστον σ’ ένα αρχικό επίπεδο διοικούνταν βασιλικά. Το ίδιο ίσχυε παλιότερα και για τις πόλεις οι οποίες προερχόμενες άμεσα από την κώμη είχαν αρχικά βασιλιάδες.
39
οικογένεια και κάποιες περισσότερες στην κώμη, αλλά μόνο στην πόλη υπάρχει ικανοποιητικός βαθμός αυτάρκειας. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης δηλώνει, πως η πόλη υπάρχει χάρη της ευδαιμονίας1. Ωστόσο, όταν λέει πως πρόκειται για μια φυσική συνέχεια των δύο προηγούμενων κοινωνιών, του οίκου και της κώμης, δε θα πρέπει να θεωρήσουμε πως ο άνθρωπος δε μετέχει καθόλου στη δημιουργία της. Είναι σίγουρο πως απαιτείται μια μορφή σύμβασης, συμφωνίας μεταξύ των ατόμων για να πραγματωθεί η πόλη. Ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικό ον2 που σημαίνει ότι έχει μέσα του την προδιάθεση να έρθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους και να ζήσει αρμονικά μαζί τους. Η πολυπλοκότητα όμως της ανθρώπινης ζωής και οι αυξανόμενες ανάγκες που προκύπτουν στην πορεία του βίου, τους αναγκάζουν να δημιουργούν όλο και πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες με αποκορύφωμα την πολιτική εντός της οποίας ο άνθρωπος πλέον πετυχαίνει την αυτοπραγμάτωσή του. Όπως λέει, όποιος ζει εκτός πόλης είναι είτε θηρίο, είτε θεός. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα υπόλοιπα ζώα ως προς το ότι είναι ο μοναδικός που διαθέτει από τη φύση έναρθρο λόγο και η φύση δεν κάνει τίποτα τυχαία. Ο λόγος για τον οποίο τον έχει προικίσει με αυτήν την ικανότητα είναι για να μπορεί να εκφράζει το βλαβερό, το ευχάριστο, το δίκαιο και το άδικο και μόνο αυτός είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται αυτές τις έννοιες. Η ευδαιμονία που είναι το υπέρτατο αγαθό που επιδιώκουν οι άνθρωποι με τις πράξεις τους είναι εφικτό να πραγματωθεί μόνο εντός της πόλης. Ο Αριστοτέλης είναι απόλυτος λέγοντας ότι το όλο, δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η πόλη, υπερέχει του μέρους, του ατόμου. Μπορεί αυτή να είναι ένα δημιούργημα του ανθρώπου που αποτελείται από τα μεμονωμένα άτομα, αλλά εκτός πλαισίου πόλεως δεν μπορεί να επιτευχθεί το ανώτατο αγαθό. Ακόμα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει εκτός πόλεως γιατί μόνο αυτή διαθέτει όπως ειπώθηκε, αυτάρκεια για την ικανοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών του καθενός. Στην ηθική
1 2
Οπ., παρ., 1252b30. Οπ., παρ., 1253a4.
40
του πραγματεία τονίζει, πως στόχος του ατόμου είναι η ευδαιμονία αλλά και στα πολιτικά του λέει πως η πόλη έχει τον ίδιο στόχο αλλά για το σύνολο. Ο Αριστοτέλης λοιπόν υποστηρίζει, ότι ο άνθρωπος φτάνει στο τελειότερο επίπεδο ανάπτυξής του μόνο όταν ζει εντός της πόλης ενώ αντίθετα είναι το χειρότερο ον όταν ζει εκτός αυτής. Τα δύο βασικότερα συστήματα εξασφάλισης της τάξης εντός της πόλης είναι οι νόμοι και η δικαιοσύνη. Ήδη λοιπόν, βλέπουμε μια ξεκάθαρη δήλωση του φιλοσόφου για τη σημασία της δικαιοσύνης σε πολιτικό επίπεδο, αλλά προτού προχωρήσουμε περισσότερο θα πρέπει να διευκρινιστούν οι μορφές δικαίου που αναπτύσσονται εντός της οικίας. Είπαμε παραπάνω, ότι σε αυτήν αναπτύσσονται τρία είδη σχέσεων. Αρχικά, είναι η γαμική σχέση ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, στη συνέχεια η δεσποτική ανάμεσα στον αφέντη και το δούλο και τέλος η τεκνοποιητική που αφορά στη σχέση του πατέρα με τα παιδιά του. Για τη δεσποτική σχέση, λέει πως για την εξάσκηση οποιασδήποτε τέχνης απαιτούνται κάποια εργαλεία που σε άλλες περιπτώσεις είναι έμψυχα και σε άλλες άψυχα. Ο δούλος λοιπόν, είναι ένα έμψυχο εργαλείο που βοηθά στην ορθή λειτουργία του οίκου 1. Είναι από τη φύση του καθορισμένος να μην ανήκει στον ίδιο του τον εαυτό αλλά σε κάποιον άλλο και μάλιστα αυτό είναι κάτι που αποβλέπει και στο δικό του συμφέρον και όχι μόνο στου αφέντη. Ο Αριστοτέλης είναι υποστηρικτής της φύσει δουλείας και ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι πιστεύει πως υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται με τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται τις εντολές του λογικού και να τις ακολουθούν δίχως όμως να έχουν οι ίδιοι πλήρως ανεπτυγμένο το λογικό μέσα τους2. Έτσι, υποστηρίζει πως κάτω από αυτές τις συνθήκες αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνοι τους και χρειάζονται κάποιον άλλο να τους κατευθύνει. Κατά τη γνώμη του, η ίδια η φύση είναι που ορίζει άλλοι να είναι ανώτεροι και άλλοι κατώτεροι και όταν συμβαίνει αυτό είναι προς όφελος και των
1 2
Οπ., παρ., 1254a8. Συγκεκριμένα λέει πως οι φύσει δούλοι δε διαθέτουν βουλευτικό.
41
δύο πλευρών να άρχει το ανώτερο μέρος και το άλλο να υποτάσσεται. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος πως όταν η δουλεία δεν στηρίζεται στη φύση αλλά στη βία είναι κάτι το άδικο. Δίκαιη, είναι μόνο η φύσει δουλεία γιατί έτσι το ορίζει η φύση, γιατί έτσι επωφελούνται και οι δύο πλευρές και γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορεί να προωθηθεί το γενικό συμφέρον που είναι και το βασικό ζητούμενο. Αυτό που θέλει να πει γενικά ο Αριστοτέλης και που μας ενδιαφέρει στην παρούσα μελέτη για τη λειτουργία της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της πόλης, είναι ότι μολονότι η εξουσία που ασκείται από τον αφέντη στο δούλο δεν είναι μεταξύ ίσων ανθρώπων παρ’ όλα αυτά είναι δίκαιη γιατί είναι αυτό που ορίζει η φύση. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η μοναδική μορφή εξουσίας που αναπτύσσεται εντός της οικίας. Πέρα από τη σχέση αφέντη και δούλου υπάρχουν όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, άλλες δύο σχέσεις, η τεκνοποιητική και η γαμική. Η προηγούμενη σχέση που μελετήσαμε μοιάζει με εκείνη του δεσπότη ενώ η σχέση του αρσενικού και της γυναίκας ταιριάζει περισσότερο με το είδος της εξουσίας που ασκεί ο πολιτικός. Από τη φύση πάλι, μπορούμε να δούμε ότι το αρσενικό είναι πλασμένο να κυριαρχεί επί του θηλυκού. Ο δούλος όπως ειπώθηκε, δε μετέχει καθόλου στο λογικό, ενώ η γυναίκα μετέχει αλλά με μη έγκυρο τρόπο. Η τελευταία μορφή σχέσης είναι αυτή του πατέρα προς τα παιδιά του που ο Αριστοτέλης λέει ότι σε αυτήν ταιριάζει η βασιλική μορφή εξουσίας μιας και την αρχηγία πρέπει να καταλαμβάνει ο μεγαλύτερος που έχει περισσότερο ανεπτυγμένο και το λογικό. Τα παιδιά εξάλλου, δεν έχουν ανεπτυγμένο το έλλογο στοιχείο και χρειάζονται την καθοδήγηση των γονέων τους. Το σημαντικό είναι, ότι σύμφωνα με το Σταγειρίτη, υπάρχει δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις αφέντη-δούλου και του πατέρα με τα παιδιά του αλλά αυτό είναι ένα δίκαιο εικονικό. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι δεν μπορούμε να διαπράξουμε αδικία πάνω σε πράγματα που μας ανήκουν και οι δούλοι όπως και τα παιδιά είναι ιδιοκτησία του αρχηγού της οικογένειας. Η ιδιοκτησία είναι κομμάτι του ίδιου μας του εαυτού και όπως έχει ήδη ξεκαθαρίσει στα «Ηθικά Νικομάχεια» κανείς δεν μπορεί να διαπράξει αδικία απέναντι στον ίδιο 42
του τον εαυτό. Περισσότερο δίκαιο με την κανονική σημασία, δηλαδή ως ισότητα, υπάρχει ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, αφού η τελευταία έχει περισσότερη ελευθερία από τα παιδιά και το δούλο και πλησιάζει πιο πολύ μια μορφή ισότητας χωρίς όμως και πάλι να την αγγίζει. Όλα τα παραπάνω, αφορούν τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της οικίας η οποία αποτελεί το πρώτο σκαλοπάτι στην πορεία διαμόρφωσης της πόλης. Η κώμη μετά, αποτελεί απλώς ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην οικία και την πόλη, επομένως στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστεί το δίκαιο έτσι όπως αναπτύσσεται στην ανώτερη μορφή κοινωνίας. Το πολιτικό δίκαιο1 είναι αυτό που αφορά τους ανθρώπους που ενώνονται μεταξύ τους με στόχο την αυτάρκεια και έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό την ελευθερία και την ισότητα. Η ύπαρξη του νόμου είναι απαραίτητο στοιχείο για την ύπαρξη πολιτικής δικαιοσύνης και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, αυτός είναι και ο λόγος που είναι προτιμότερο οι άνθρωποι να κυβερνώνται από το νόμο παρά από το οποιοδήποτε μεμονωμένο άτομο. Το πολιτικό δίκαιο λοιπόν, στηρίζεται στο νόμο και αφορά ανθρώπους ίσους. Ο Σταγειρίτης έχει προφανώς το μυαλό του στραμμένο στο πολιτικό σύστημα της Αθήνας όπου όλοι όσοι κατέχουν την ιδιότητα του πολίτη είναι ίσοι στην διαδικασία λήψης κοινών αποφάσεων στο πλαίσιο της εκκλησίας του δήμου. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, όλοι είχαν τη δυνατότητα να άρχουν και να άρχονται, αφού η συμμετοχή στα δημόσια αξιώματα γινόταν με κλήρο και λόγω του μικρού αριθμού πολιτών σχεδόν όλοι πρέπει να συμμετείχαν κάποια στιγμή στη ζωή τους σε κάποιο από αυτά. Αυτό λοιπόν, αποτελεί για το φιλόσοφο δικαιοσύνη σε πολιτικό επίπεδο. Το να έχουν τη δυνατότητα όλοι οι πολίτες από τη στιγμή που είναι ελεύθεροι και ίσοι 2 να 1
Έχει να κάνει με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ελεύθερων και ίσων πολιτών, βλ. Κούτρας, Δ., Η Κοινωνική Ηθική του Αριστοτέλους, Αθήνα, Ε.Κ.Κ.Ε., 1973, σελ. 80. 2 Η Πεντζοπούλου-Βαλαλά λέει ωστόσο, πως ελευθερία και ισότητα είναι ουσιαστικά η γνώση των ορίων τους. Αν ο καθένας κάνει ό,τι επιθυμεί εντός της πόλης χωρίς να υπολογίζει τους συμπολίτες του θα έρθει η κατάρρευση, βλ. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Τ., Η Δημοκρατία και η Ευθύνη των Πολιτών κατά τον Αριστοτέλη, στο Πολιτική Φιλοσοφία του Αριστοτέλη και οι Επιδράσεις της, εκδ. Κούτρας, Δ., Αθήνα, Εταιρία Αριστοτελικών Μελετών «Το Λύκειον», 1999, σελ. 333.
43
μετέχουν εξίσου στη διαδικασία του άρχειν και του άρχεσθαι1. Το πολιτικό δίκαιο τώρα είναι δύο ειδών, φυσικό και νομικό. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να θυμηθούμε και όσα ειπώθηκαν από τους σοφιστές πάνω στη διάκριση φύσει και νόμω στην πρώτη ενότητα. Για τον Αριστοτέλη, το φυσικό δίκαιο είναι αυτό που έχει παντού την ίδια ισχύ και δε μεταβάλλεται από τις ιδιαίτερες αντιλήψεις και συνήθειες που μπορεί να έχει ένας λαός σε μια οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Το νομικό από την άλλη πλευρά, είναι ένα κατασκεύασμα του ανθρώπου με στόχο να ταιριάζει στις ιδιαίτερες συνθήκες της πόλης που το δημιουργεί και είναι κάτι που μπορεί φυσικά να μεταβληθεί. Ο Αριστοτέλης λοιπόν, υποστηρίζει την ύπαρξη ενός φυσικού δικαίου σε αντίθεση με το βασικό εκπρόσωπο της σοφιστικής κίνησης τον Πρωταγόρα. Παρόλα αυτά όμως, λέει πως και το φυσικό δίκαιο είναι δυνατόν να μεταβληθεί στην πορεία του χρόνου2. Η έννοια της δικαιοσύνης όμως, δεν άρει την παρουσία της με όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τη σκέψη του Αριστοτέλη, αλλά συνεχίζει να είναι παρούσα σχεδόν σε όλη την πορεία της πολιτικής του ανάλυσης. Το βασικό του ενδιαφέρον βέβαια, είναι η πόλη και το πολίτευμα που ισχύει σε αυτήν, αλλά προτού προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυση της σκέψης του θεωρεί απαραίτητο να ασκήσει κριτική σε κάποιες εσφαλμένες κατά τη γνώμη του απόψεις που διατυπώθηκαν σχετικά με την πόλη από προγενέστερους στοχαστές. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στον Πλάτωνα και στα όσα είπε περί κοινοκτημοσύνης. Όπως είδαμε στο εισαγωγικό μέρος, ο Πλάτων θεωρούσε πως η κοινοκτημοσύνη αγαθών, γυναικών και παιδιών εντός της τάξης των φυλάκων συμβάλλει στη σωτηρία της πόλης μέσω της εξασφάλισης της ενότητας και της αρμονίας. Ο Αριστοτέλης απαντά, πως σίγουρα η ενότητα είναι κάτι καλό για την πόλη αλλά αν υπάρχει σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο τότε 1
Όπως παρατηρεί ο Kullmann, στην αρχαιότητα γινόταν λόγος για πολιτική ισότητα και όχι για ανθρωπολογική. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ο Αριστοτέλης είναι συνεχιστής αυτής της αντίληψης αφού οι άνθρωποι είναι από τη φύση άνισοι αλλά όλοι όσοι αποτελούν τους πολίτες μιας πόλης πρέπει να είναι ίσοι, βλ. Kullmann, W., Η Πολιτική Σκέψη του Αριστοτέλη, μετ. Ρεγκάκος, Α., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ, 1996, σελ. 67. 2 Για περισσότερα πάνω στο θέμα βλ. Kraut, R., Aristotle: Political Philosophy, Oxford, Oxford University Press, 2002, σελ. 130.
44
δημιουργούνται προβλήματα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι το βασικό χαρακτηριστικό της πόλης είναι ότι αποτελεί ένα πλήθος ανθρώπων. Αν όμως υπάρχει απόλυτη ενότητα τότε αυτό το πλήθος θα χαθεί μέσα στην ενοποίηση και δε θα έχουμε πλέον να κάνουμε με πόλη αλλά με οικία ή με μεμονωμένο άτομο. Η πολλαπλότητα είναι βασικό χαρακτηριστικό της και επομένως είναι απαραίτητο να διατηρείται1. Ακόμα, ασκεί κριτική στις απόψεις του Πλάτωνα και με πιο συστηματικό τρόπο λέγοντας πως στην πραγματικότητα μ’ ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης θα υπάρξουν αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προβάλλει ο Πλάτωνας. Πιο συγκεκριμένα, λέει πως οι άνθρωποι δε φροντίζουμε τόσο πολύ για τα πράγματα που ανήκουν σε πολλούς και δεν είναι αποκλειστικά δικά μας γιατί νομίζουμε ότι θα βρεθούν κάποιοι άλλοι από τους συνιδιοκτήτες για να ενδιαφερθούν γι’ αυτά πέρα από εμάς. Βέβαια, δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος αφού έχουμε την τάση να αγαπάμε περισσότερο αυτά που ανήκουν στην ιδιοκτησία μας και δεν τα μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους. Αυτό όμως, είναι κάτι ανέφικτο σύμφωνα με την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα2. Σε ότι αφορά την κοινοκτημοσύνη γυναικών και παιδιών, ο Αριστοτέλης τονίζει την υψηλή πιθανότητα να υπάρξουν περιστατικά αιμομιξίας αλλά και ότι συνήθως υπάρχει μεγάλη ομοιότητα μεταξύ συγγενών και έτσι και πάλι θα αναγνωρίζει ο καθένας τα δικά του παιδιά. Σχετικά με το ζήτημα, ο Αριστοτέλης καταλήγει να υποστηρίζει ένα μεικτό σύστημα κοινοκτημοσύνης και ιδιωτικής περιουσίας, λέγοντας ότι θα πρέπει η περιουσία να ανήκει στα άτομα, να είναι ιδιόκτητη δηλαδή, αλλά να χρησιμοποιείται από κοινού και αυτό θα γίνεται μέσα από τις φιλικές σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Ο καθένας με άλλα λόγια, μπορεί να έχει τη δική του περιουσία, αλλά σε αυτήν θα μπορούν να μετέχουν και οι υπόλοιποι.
1
Βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, oπ., παρ., 1261a19. Όπως ειπώθηκε, η κοινοκτημοσύνη μπορεί να φορά μόνο την τάξη των Φυλάκων αλλά δε θα πρέπει να ξεχνούμε πως πρόκειται για την τάξη που εξασφαλίζει την προστασία της πόλης και έχει κατά συνέπεια κρίσιμο ρόλο στην ομαλή λειτουργία της πολιτικής κοινωνίας. 2
45
Εδώ, ο Αριστοτέλης τονίζει και τη σημαντική λειτουργία των νομοθετών στην πόλη γιατί αυτοί είναι που θα εθίσουν τους πολίτες στην επιθυμητή συμπεριφορά1. Αναφέρει μάλιστα στα «Ηθικά Νικομάχεια» πως η φιλία είναι ακόμα σημαντικότερη από τη δικαιοσύνη γιατί ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν αληθινή και ειλικρινή φιλική σχέση δε διαπράττονται αδικίες. Έτσι, ο νομοθέτης πρέπει να ασχοληθεί με το να κάνει τους ανθρώπους να έρχονται κοντά και να αναπτύσσουν όσο το δυνατόν καλύτερες φιλικές σχέσεις. Το ζητούμενο της πολιτικής τέχνης, της οποίας βασικά στελέχη είναι ο πολιτικός και ο νομοθέτης, είναι να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν τη συμμετοχή περισσότερων πολιτών στη διαδικασία προώθησης της ευδαιμονίας της πόλης και αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την ύπαρξη ορθών νόμων που θα εξασφαλίζουν το δίκαιο και τις φιλικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών. Ο Αριστοτέλης τονίζει, ότι πολλοί προσπαθούν να εντοπίσουν την επιτυχία της πόλης στο οικονομικό ζήτημα αλλά σφάλουν, αφού αυτή δεν έχει να κάνει τόσο με το σωστό διακανονισμό της περιουσίας. Όπως λέει, ο νομοθέτης θα πρέπει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το διακανονισμό των επιθυμιών παρά των περιουσιών2. Οι επιθυμίες είναι συνήθως ανεξέλεγκτες και όταν κυριεύσουν κάποιον τον οδηγούν στην αδικία η οποία με τη σειρά της καταστρέφει την αρμονία στην πόλη και την επίτευξη του ύψιστου αγαθού. Το μυστικό βρίσκεται στην ύπαρξη ορθής παιδείας κάτι που θα επιτευχθεί όμως με τη συμβολή των νόμων. Λέει δηλαδή, πως ο νομοθέτης έχει χρέος να κάνει εκείνους τους ανθρώπους που από τη φύση τους είναι πιο ξεχωριστοί να μη θέλουν να είναι άπληστοι ενώ οι φύσει κατώτερες οντότητες να μην μπορούν ακόμα κι αν το θέλουν. Λέει μάλιστα, πως είναι λάθος να θέλουμε να αφήνουμε τους νόμους αμετάβλητους γιατί όπως ειπώθηκε παραπάνω, υπάρχουν πάντα περιπτώσεις στις οποίες ένας γενικός νόμος δεν μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως. 1
Ο Κούτρας υποστηρίζει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με περιορισμό της ηθικής αυτονομίας των ανθρώπων αλλά περισσότερο με παρότρυνση. Ίσως όμως έκανε λάθος στην ερμηνεία του αυτή γιατί ο Αριστοτέλης δείχνει να κρατά μια πιο αυστηρή στάση στο θέμα της ισχύος του νόμου. Βλ. Κούτρας, οπ., παρ., σελ. 35. 2 Βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, oπ., παρ., 1266b31.
46
Πολίτευμα για τον Αριστοτέλη, είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η ίδια η ζωή εντός της πόλης και πιο συγκεκριμένα αφορά τις εξουσίες1. Πολίτης, είναι αυτός που έχει το δικαίωμα να μετέχει στη δικαστική εξουσία και στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων μέσω της εκκλησίας του δήμου, δηλαδή στην πολιτική-βουλευτική εξουσία2. Φυσικά, ο συγκεκριμένος ορισμός αφορά το δημοκρατικό πολίτευμα μιας και η έννοια του πολίτη μεταβάλλεται ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική οργάνωση3. Το βασικότερο στοιχείο που καθορίζει την ταυτότητα μιας πόλης είναι το πολίτευμα και μόνο όταν μεταβληθεί αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για αλλαγή του χαρακτήρα της πόλης. Ο ηθικός και ενάρετος χαρακτήρας είναι μια ιδιότητα που δεν μπορούν να την έχουν όλοι οι άνθρωποι ενώ η αρετή του πολίτη είναι κάτι που πρέπει να υπάρχει σε όλους γιατί αλλιώς δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά η πόλη. Για να το εξηγήσει καλύτερα αυτό, ο Αριστοτέλης αναφέρει το παράδειγμα των μελών ενός ναυτικού πληρώματος όπου ο καθένας με τη διαφορετικότητα της ειδικότητάς του είναι απαραίτητος για να λειτουργήσει το όλο. Μολονότι είναι διαφορετικές οι λειτουργίες του καθενός, όλοι ωστόσο έχουν το κοινό ότι αποτελούν μέλη του πληρώματος. Καταλήγει έτσι, ότι η αρετή του πολίτη δεν είναι μόνο μια αλλά ο καθένας μπορεί να συμβάλλει στο συνολικό καλό έχοντας την αρετή της δικής του τέχνης. Αντίθετα, η ηθική αρετή είναι μια και μοναδική. Η βασική αρετή του πολίτη βέβαια είναι να γνωρίζει και να άρχει και να άρχεται και είναι σημαντικό ότι δεν μπορεί να άρχει αν πρώτα δεν έχει υποστεί την εξουσία ο ίδιος4. Η φρόνηση είναι μια αρετή που πρέπει να χαρακτηρίζει μόνο τον άρχοντα ενώ οι άλλες αρετές μπορεί να υπάρχουν και στους αρχόμενους με πιο απαραίτητη την
1
Το πολίτευμα καθορίζει τον ηθικό σκοπό που πρέπει να επιδιώκει η κοινότητα αλλά και τους θεσμούς μέσα από τους οποίους ασκείται η εξουσία, βλ. Πλάγγεσης, Γ., Αρχαία Ελληνική Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία: Σοφιστές, Πλάτων, Αριστοτέλης, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2010, σελ. 254. 2 Αριστοτέλης, Πολιτικά, Τόμος 2, Βιβλία 3,4, μετ. Τζιώκα-Ευαγγέλου, Π., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2007, 1275a22. 3 Το να είναι κάποιος καλός πολίτης στο πλαίσιο ενός ηθικού κράτους σημαίνει να είναι δίκαιος, βλ. Barker, E., The Political Thought of Plato and Aristotle, New York, Russell & Russell, 1959, σελ. 337. 4 Βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, οπ., παρ., 1277b12.
47
ορθή αντίληψη των πραγμάτων. Πολίτες δεν μπορούν να είναι οι εργάτες λόγω της κατώτερης ποιότητας του αντικειμένου ενασχόλησής τους αλλά και της έλλειψης ελεύθερου χρόνου, κάτι απαραίτητο για την εμπλοκή με τα πολιτικά πράγματα. Το πολίτευμα μας λέει ο Αριστοτέλης, είναι αυτό που οργανώνει τις εξουσίες μέσα στην πόλη1. Είναι απαραίτητο να γίνει μια αναφορά στη θεωρία του φιλοσόφου για τα πολιτεύματα γιατί αυτά διαφέρουν ως προς την αντίληψη που υιοθετούν για την ισότητα και η ισότητα είναι το θεμέλιο της δικαιοσύνης. Υπάρχουν ορθά και παρεκβατικά πολιτεύματα και το βασικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ τους είναι το αν η εξουσία ασκείται με στόχο το κοινό συμφέρον ή το συμφέρον της ομάδας ή του ατόμου που ασκεί την εξουσία. Το δίκαιο μας λέει ο Αριστοτέλης, είναι να ασκείται αυτή για το κοινό καλό και τα πολιτεύματα που το κάνουν αυτό είναι η βασιλεία, η αριστοκρατία, και η πολιτεία ενώ τα αντίστοιχα παρεκβατικά είναι η τυραννία, η ολιγαρχία και η δημοκρατία2. Πέρα από το αν αποβλέπουν τα πολιτεύματα στο κοινό συμφέρον ή όχι, ο Αριστοτέλης μας λέει πως υπάρχει και διαφορά ανάλογα με τον πλούτο. Στη δημοκρατία αυτοί που ασκούν την εξουσία είναι οι φτωχοί που τυχαίνει όμως να είναι και παντού πολλοί, ενώ στην ολιγαρχία οι πλούσιοι που συνήθως είναι και οι λιγότεροι. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην παρούσα εργασία όμως, είναι ότι δίκαιο όπως ειπώθηκε και παραπάνω, είναι η ισότητα αλλά όχι για όλους γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους ίσοι. Η αληθινή πόλη ως η ανώτατη μορφή κοινωνίας στοχεύει στην αρετή και στην ευδαιμονία που πηγάζει από αυτήν και απαραίτητο στοιχείο για να συμβεί αυτό είναι η ευνομία που αποβλέπει στην εξασφάλιση της δικαιοσύνης. Η πόλη χρειάζεται την ευνομία για να πλάθει ενάρετους και δίκαιους πολίτες που μόνο ως τέτοιοι μπορούν να αγγίξουν την ευδαιμονία τόσο την ατομική όσο και τη συνολική. Η πόλη αποβλέπει φυσικά στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών των ανθρώπων και την εξασφάλιση της αυτάρκειας, αλλά ο ύψιστος και 1
Οπ., παρ., 1278b8. Ακολουθεί τη βασική διάκριση των πολιτευμάτων όπως είχε γίνει από τον Πλάτωνα στο έργο του «Πολιτικός», βλ., Πλάτων, Πολιτικός, μετ. Χριστοδούλου, Ι. Σ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2003, 301 κ.ε. 2
48
πιο ουσιαστικός στόχος είναι η ευζωία. Όπως ακριβώς το λέει και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, πόλη είναι οι σχέσεις συνύπαρξης ανθρώπων με στόχο το ευ ζην προκειμένου να επιτευχθεί μια τέλεια και αυτάρκης ζωή1. Για να γίνει φυσικά αυτό, θα πρέπει οι πολίτες να είναι ενάρετοι και να λειτουργούν με αντίστοιχο τρόπο. Περισσότερα δικαιώματα σε μια τέτοια πόλη έχουν μόνο εκείνοι που συνεισφέρουν περισσότερο στο τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή στη συνολική ευδαιμονία. Το να ασκούν τώρα την εξουσία οι περισσότεροι είναι άδικο μας λέει ο Αριστοτέλης και είναι τέτοιο ως προς τις μειοψηφίες οι οποίες θα βρίσκονται σε πιο περιορισμένη και δυσχερή θέση ειδικά αν δημεύονται οι περιουσίες τους. Ισχύει φυσικά και το αντίστροφο, αφού άδικη θα είναι και η εξουσία των λίγων εάν θα αρπάζουν τα κτήματα του λαού. Επίσης, είναι άδικο να διανέμονται διαρκώς τα αξιώματα ανάμεσα στους ίδιους ανθρώπους γιατί το αξίωμα συνεπάγεται τιμή και όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε αυτήν. Βέβαια, ο Αριστοτέλης παραθέτει μερικά επιχειρήματα για το ότι η εξουσία των πολλών μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα. Μπορεί για παράδειγμα, να μην είναι όλοι άριστοι ανάμεσα στους πολλούς αλλά και πάλι λόγω της ποσότητάς τους μπορούν να συνεισφέρουν ο καθένας λίγο αλλά εν τέλει περισσότερο απ’ ότι ο μεμονωμένος άριστος άνθρωπος. Ακόμα, υπάρχει και το επιχείρημα ότι ο χρήστης είναι καλύτερος κριτής ενός προϊόντος από τον κατασκευαστή και γι’ αυτό η πλειοψηφία μπορεί να πάρει καλύτερες αποφάσεις από τους μεμονωμένους ειδικούς μολονότι πρόκειται για ένα πλήθος λιγότερο ειδικευμένο. Αντικείμενό μας εδώ βέβαια, είναι η προσέγγιση της πόλης και η σχέση της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη και πιο συγκεκριμένα της αρετής της δικαιοσύνης με την πολιτική του θεωρία. Ωστόσο, αυτή η αναφορά στα πολιτεύματα δεν μας απομακρύνει από τους στόχους μας, γιατί μέσα από αυτήν την ανάλυση ο Αριστοτέλης θα καταλήξει στο άριστο πολίτευμα που όπως ειπώθηκε αποτελεί το χαρακτήρα της πόλης η οποία όμως αποβλέπει σ’ έναν καθαρά ηθικό 1
Βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, οπ., παρ., 1280b33.
49
στόχο, την ευδαιμονία του συνόλου1. Ακόμα, θα δούμε πως η δικαιοσύνη ως ισότητα παίζει καθοριστικό ρόλο στη δομή του άριστου πολιτεύματος δίχως το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί η ηθική τελείωση. Θα δούμε λοιπόν, ότι στο τέλος της πολιτικής του ανάλυσης ο Αριστοτέλης τη συνδέει αυτή με την ηθική του θεωρία σ’ ένα αρμονικό σύνολο. Για να επιστρέψουμε τώρα στη δική μας ανάλυσή, ο φιλόσοφος τονίζει ότι η ευνομία που είναι εκείνη που σώζει την πόλη εξαρτάται και αυτή από την ποιότητα του πολιτεύματος. Δίκαιη νομοθεσία υπάρχει μόνο στα ορθά πολιτεύματα ενώ στα παρεκβατικά είναι πάντοτε άδικη. Βλέπουμε λοιπόν και πάλι ότι η αναφορά στη δικαιοσύνη είναι συνεχής. Διανεμητικό δίκαιο όπως ειπώθηκε και παραπάνω, είναι να δίνονται στους ίσους ίσα και στους άνισους άνισα αλλά παραμένει το ερώτημα ποιοι είναι ίσοι και ποιοι άνισοι. Αναφέρθηκε ότι οι άνθρωποι οι οποίοι συμβάλλουν περισσότερο εντός της πόλης στην επίτευξη του ύψιστου αγαθού είναι εκείνοι που χαρακτηρίζονται περισσότερο άξιοι, αλλά αυτό απαντά το αρχικό ερώτημα; Μάλλον πιο ολοκληρωμένη απάντηση παίρνουμε από την ανάλυση των πολιτευμάτων αφού η έννοια της ισότητας διαφέρει σε καθένα από αυτά. Το σίγουρο είναι, ότι η πόλη χρειάζεται τη δικαιοσύνη γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να διαχειριστεί τις υποθέσεις της και να διοικηθεί σωστά. Την εξουσία στο εκάστοτε πολίτευμα μπορούν να τη διεκδικήσουν τρείς πλευρές, οι ενάρετοι, δηλαδή οι ευγενείς, οι πλούσιοι και οι ελεύθεροι και η κάθε ομάδα έχει τα δικά της «δίκαια» επιχειρήματα για την επιδίωξή της. Οι πρώτοι προβάλλουν την αρετή και την καταγωγή τους, οι δεύτεροι το ότι κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης μέσω της ιδιοκτησίας τους, ενώ οι τρίτοι ότι το σύνολο είναι ισχυρότερο από τους λίγους. Ο Αριστοτέλης ωστόσο λέει, πως στο άριστο πολίτευμα που είναι και αυτό που ψάχνει να βρει και ο ίδιος, την εξουσία θα την ασκούν εκείνοι που ελεύθερα επιλέγουν και να άρχουν και να άρχονται σύμφωνα πάντα με τους κανόνες της ενάρετης ζωής2. Μεταξύ ίσων 1
Αν δεν υπάρχουν ηθικοί στόχοι τότε το κράτος μετατρέπεται σε μια απλή συμμαχία, βλ. Ross, W.D., οπ., παρ., σελ. 360. 2 Βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, οπ., παρ., 1284a.
50
ανθρώπων εξάλλου, δεν είναι δίκαιο να υπάρχουν κάποιοι που να κατέχουν αξιώματα περισσότερο από άλλους αλλά πρέπει οι πολίτες μεταξύ των οποίων ισχύει η ισότητα να εναλλάσσονται στη διαδικασία ανάληψης αξιωμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που θα πρέπει να εξουσιάζει ο νόμος ο οποίος μολονότι διαφέρει ανάλογα με το πολίτευμα πρέπει να είναι κυρίαρχος, γιατί όπως λέει, όταν εξουσιάζει αυτός τότε είναι σα να κυβερνά ο θεός και ο νους1 και οι νόμοι είναι αυτοί που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ασκείται η εξουσία στο πλαίσιο ενός πολιτεύματος. Στα παρεκβατικά πολιτεύματα δεν υπάρχει καθόλου δίκαιο αλλά και στα ορθά που υπάρχει, διαφέρει η μορφή του μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, ο Αριστοτέλης λέει πως το χειρότερο απ’ όλα τα πολιτεύματα είναι η τυραννία και μετά η ολιγαρχία με το λιγότερο κακό να είναι η δημοκρατία. Τα πολιτεύματα είναι τόσα όσες είναι και οι δυνατότητες κατάληψης της εξουσίας από μια διαφορετική οικονομική τάξη εντός της πόλης. Κυρίως όμως, τα πολιτεύματα είναι δύο, η ολιγαρχία και η δημοκρατία, γιατί δύο είναι και οι μεγαλύτερες ομάδες μέσα στις περισσότερες πόλεις, οι εύποροι και οι άποροι. Η πολιτεία που είναι το άριστο πολίτευμα στην πράξη αποτελεί μια μείξη αυτών των δύο πολιτευμάτων. Για να πετύχει βέβαια αυτός ο συνδυασμός θα πρέπει να πάρουμε εξίσου στοιχεία και από τις δύο μορφές πολιτικής εξουσίας και να τα ενώσουμε. Αυτή η διαδικασία δεν είναι καθόλου θεωρητική αφού ο Αριστοτέλης αναφέρει κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς θα γίνει. Στην ολιγαρχία για παράδειγμα, επιβάλλεται πρόστιμο στους εύπορους που αποφεύγουν τα δικαστικά τους καθήκοντα ενώ στους φτωχούς δε δίνεται καμία αποζημίωση για τη συμμετοχή τους. Αντίθετα, στη δημοκρατία δίνεται αποζημίωση στους άπορους αλλά δεν επιβάλλεται κανένα πρόστιμο στους εύπορους αν απουσιάζουν. Μια άλλη διαφορά, είναι ότι στο τελευταίο πολίτευμα η συμμετοχή στην εκκλησία του δήμου δεν προϋποθέτει μια καλή οικονομική κατάσταση ενώ στην ολιγαρχία η συμμετοχή στα αξιώματα απαιτεί ένα μεγάλο εισόδημα. Στην πολιτεία, θα πρέπει να υπάρχει 1
Οπ., παρ., 1287a29.
51
μια μεσότητα μεταξύ αυτών των άκρων και αποδεικτικό στοιχείο της πετυχημένης μείξης θα είναι ότι αυτό το πολίτευμα θα μοιάζει εξίσου και με τα δύο. Βλέπουμε λοιπόν, ότι το ιδανικό πολίτευμα είναι μια μεσότητα, όπως μεσότητα είναι και η ίδια η αρετή. Άρα στο πολίτευμα που αποτελεί μεσότητα ο άνθρωπος μπορεί να βρει και τη δική του, δηλαδή να φτάσει στην αρετή που είναι όμως και η απαραίτητη προϋπόθεση για την ευδαιμονία. Στο πολίτευμα αυτό μάλιστα, κυριαρχούν οι πολίτες με το μέσο εισόδημα, ούτε οι εύποροι ούτε οι άποροι1. Αυτό είναι ό,τι καλύτερο γιατί κάποιος που διαθέτει μέσο εισόδημα μπορεί να είναι περισσότερο λογικός αφού ούτε αλαζόνας θα είναι από τον υπερβολικό πλούτο αλλά ούτε και απατεώνας που ενδεχομένως να γίνει αν πεινάει. Οι μέσοι πολίτες δεν ζηλεύουν τα αγαθά των άλλων γιατί είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έχουν αλλά ούτε και τους ζηλεύουν οι άλλοι γιατί δεν έχουν υπερβολικό πλούτο. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται βέβαια και οι επαναστάσεις που μπορεί να διαλύσουν την πόλη2. Ο Αριστοτέλης, στο πέμπτο βιβλίο των Πολιτικών του τονίζει ότι οι πολιτικές επαναστάσεις γίνονται λόγω της εσφαλμένης αντίληψης περί δικαίου, δηλαδή περί ισότητας, που έχουν οι πολίτες. Πιο συγκεκριμένα, λέει ότι στο δημοκρατικό πολίτευμα επειδή η βασική αξία είναι η ελευθερία και η ισότητα οι πολίτες νομίζουν ότι είναι ίσοι σε όλα τα πράγματα και θέλουν να μετέχουν εξίσου σε όλα, μολονότι στην πραγματικότητα είναι ίσοι μόνο σε μερικά. Αντίθετα, στα ολιγαρχικά πολιτεύματα όπου οι πλούσιοι είναι ανώτεροι από τους άλλους ως προς την οικονομική τους κατάσταση νομίζουν εσφαλμένα ότι είναι ανώτεροι στα πάντα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η μερίδα που δε μετέχει στην άσκηση της εξουσίας όντας δυσαρεστημένη επαναστατεί3. Ο φιλόσοφος λέει, πως αυτού του είδους οι
1
Η μεσαία τάξη έχει την ικανότητα να διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στα δύο άκρα όπου από τη μία πλευρά είναι οι εύποροι και από την άλλη οι άποροι, βλ. Ross, W.D., οπ., παρ., σελ. 370. 2 Στο πολίτευμα αυτό πολίτες είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι που έχουν τέτοιο πλούτο που τους επιτρέπει να φέρουν όπλα, βλ. Coleman, J., οπ., παρ., σελ. 421. 3 Αριστοτέλης, Πολιτικά, Τόμος 3, Βιβλία 5,6, μετ. Τζιώκα-Ευαγγέλου, Π., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2005, 1301a39.
52
επαναστάσεις οφείλονται σε παρανόηση και πως πραγματικά δίκαιη επανάσταση είναι εκείνη που γίνεται από τους εξαιρετικά ενάρετους ανθρώπους που είναι ξεκάθαρα ανώτεροι από τους άλλους όταν αυτοί παραγκωνίζονται. Βλέπουμε λοιπόν, ότι και πάλι το δίκαιο είναι παρόν αφού οι επαναστάσεις που μπορεί να αποβλέπουν στην ολική ανατροπή του πολιτεύματος ή στη μερική τροποποίησή του έχουν την εκκίνησή τους κυρίως στη λάθος σύλληψη του τι είναι δίκαιο. Με άλλα λόγια, όταν υπάρχει το ολιγαρχικό πολίτευμα οι πολλοί είναι αυτοί που επαναστατούν γιατί όντας φτωχοί δεν μπορούν να μετέχουν εξίσου με τους λίγους και ευπορότερους στην άσκηση της εξουσίας. Στη δημοκρατία πάλι, αντιδρούν οι λίγοι γιατί μολονότι μετέχουν στον ίδιο βαθμό στα αξιώματα με όλους τους άλλους το θεωρούν αυτό άδικο γιατί λόγο της περιουσίας τους θεωρούν πως δεν είναι ίσοι με το λαό και κατά συνέπεια, ότι θα πρέπει να έχουν περισσότερες ευθύνες στη διακυβέρνηση. Φυσικά, προβλήματα μπορούν να δημιουργηθούν σε όλα τα πολιτεύματα ακόμα και στο πιο πρακτικά άριστο κατά την άποψη του Αριστοτέλη που δεν είναι άλλο από την πολιτεία. Εκεί όμως, η φθορά δεν οφείλεται στην εσφαλμένη σύλληψη του τι είναι δίκαιο και ίσο αλλά στη μη πετυχημένη μείξη των αντιθετικών στοιχείων του ολιγαρχικού και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο Σταγειρίτης, δεν έχει πρόθεση να κάνει θεωρητικές αναζητήσεις αλλά να δώσει μερικές πρακτικές συμβουλές για το πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που οδηγούν στη φθορά του βασικότερου στοιχείου της πόλης, δηλαδή του πολιτεύματός της. Λέει, πως οι νόμοι θα πρέπει να κρατούν σε διαρκή εγρήγορση τους πολίτες ώστε αυτοί να προστατεύουν διαρκώς το πολίτευμα. Ακόμα, είναι σημαντικό να μην αποκτά κανείς υπερβολικά μεγάλο πλούτο ή διασυνδέσεις, δηλαδή δύναμη, γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε τυραννία. Σε ότι αφορά τα αξιώματα, αν η δικαιοδοσία τους είναι περιορισμένη τότε να αυξάνεται η διάρκεια τους ενώ αν το αξίωμα συνεπάγεται μεγάλη δύναμη να έχει μικρή χρονική
53
διάρκεια1. Αυτός πάντως που θα έχει στα χέρια του την εξουσία είτε είναι ένας, είτε πολλοί, είτε λίγοι θα πρέπει να έχει μια ειλικρινή αφοσίωση στο πολίτευμα, να είναι σε θέση να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά του αλλά πάνω απ’ όλα να διακατέχεται από ηθικότητα και δικαιοσύνη ανάλογη με αυτή που απαιτεί το συγκεκριμένο πολίτευμα στο οποίο έχει αναλάβει τα καθήκοντά του2. Το πιο σημαντικό όμως για τη διατήρηση ενός πολιτεύματος είναι να αποκτήσουν οι πολίτες που μετέχουν σ’ αυτό την παιδεία που είναι συμβατή με το συγκεκριμένο πολίτευμα. Ο Αριστοτέλης το λέει ξεκάθαρα, πως όποιος θέλει να ασχοληθεί με τη διερεύνηση του άριστου πολιτεύματος θα πρέπει να ξέρει πρώτα ποιος τρόπος ζωής είναι ο καλύτερος. Από αυτήν την άποψη, η ηθική του φιλοσοφία προηγείται και αποτελεί βασική προϋπόθεση της πολιτικής του. Ευδαιμονία είναι το υψηλότερο αγαθό που προϋπόθεση του είναι η αρετή γιατί δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ενάρετες ενέργειες καθοδηγούμενες από τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Η ευδαιμονία είναι και το βασικό ζητούμενο της πόλης όχι όμως ατομικά αλλά συνολικά. Το καλύτερο πολίτευμα είναι εκείνο στο οποίο ο κάθε άνθρωπος που αποτελεί μέρος του μπορεί να φτάσει στην ευδαιμονία συμβάλλοντας πάντα στο συνολικό καλό. Η πολιτική επιστήμη αποβλέπει ακριβώς σε αυτό, όπου με τις ενέργειες των νομοθετών και των πολιτικών γίνεται μια προσπάθεια εθισμού των πολιτών στην ενάρετη ζωή με βασικότερα ενοποιητική στοιχεία τη δικαιοσύνη και τη φρόνηση. Για τους ίσους ανθρώπους το δίκαιο είναι να μετέχουν εξίσου στα πολιτικά αξιώματα και να μην παραμερίζονται από την απόλυτη κυριαρχία κάποιων ομάδων. Το να αποδίδουμε άνισα στους ίσους και ίσα στους άνισους είναι κάτι το άδικο από την ίδια τη φύση και γι’ αυτό εσφαλμένο. Ο Αριστοτέλης λοιπόν, δομεί ολόκληρη την πολιτική του θεωρία στις ηθικές του αρχές. Η αρετή που οδηγεί στην ευδαιμονία είναι πάνω απ’ όλα και κατά συνέπεια αν βρεθεί κάποιος πολίτης ο οποίος θα διαφέρει σημαντικά ως προς την ανάπτυξη
1 2
Οπ., παρ., 1308b12. Οπ., παρ., 1309a33.
54
της αρετής από τους υπόλοιπους, το δίκαιο σε αυτήν την περίπτωση είναι όλοι να τον ακολουθούν. Ωστόσο, ξεκαθαρίζει πως θα πρέπει να έχουμε να κάνουμε με τόσο ανεπτυγμένη αρετή που θα πρόκειται ουσιαστικά για ένα θεό ανάμεσα στους θνητούς ο οποίος δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει, να καταχραστεί την εξουσία προς δικό του όφελος και να συμβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο στη φθορά του πολιτεύματος και τη διάλυση της πόλης. Πράγματι, ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν πως αν βρισκόταν ένας άνθρωπος με αυτά τα χαρακτηριστικά ίσως θα ήταν το φρονιμότερο και το δικαιότερο να τον ακούσουμε. Αλλά όπως παρατηρεί και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, η πιθανότητα του να συμβεί κάτι τέτοιο είναι απειροελάχιστη και επομένως παραμένουμε στην επόμενη καλύτερη λύση που είναι το πολίτευμα της μεσότητας, η πολιτεία. Βασικός στόχος παραμένει όμως η ηθική διαπαιδαγώγηση των πολιτών αφού οι σπουδαίοι πολίτες είναι που κάνουν και την πόλη σπουδαία.
55
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Ο Αριστοτέλης γράφει τόσο τα «Πολιτικά» όσο και τα «Ηθικά Νικομάχεια» σε μια ταραγμένη και μεταβατική εποχή. Η Αθηναϊκή πολιτεία που γνώρισε τόσες ένδοξες στιγμές στο πλαίσιο της δημοκρατικής διακυβέρνησής της φτάνει στο τέλος της και θα χρειαστεί να περάσουν πολλοί αιώνες για να ξανακάνει την εμφάνισή του το συγκεκριμένο πολίτευμα. Ο Σταγειρίτης, ανταποκρινόμενες στις εξελίξεις αυτές θέλει να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων με τις φιλοσοφικές του πραγματείες, όμως αυτά τα δύο συγκεκριμένα έργα δεν αποβλέπουν στη διατύπωση ανούσιων και ανεφάρμοστων θεωριών. Η προσέγγιση του έχει αυστηρά πρακτικό χαρακτήρα θέλοντας να δώσει στους πολίτες του τέταρτου αιώνα τα κατάλληλα εργαλεία για την καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής τους. Τους λέει, πως ο υψηλότερος στόχος στον οποίο μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος με τις πράξεις του είναι η ευδαιμονία, μια κατάσταση που δε βρίσκεται όμως κάπου μακριά σ’ έναν κόσμο ιδεατό και απρόσιτο αλλά στη σφαίρα της εμπειρίας όπου ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση. Απαραίτητη προϋπόθεση, είναι η ανάπτυξη της αρετής κάτι που γίνεται με τον εθισμό σε ενάρετες πράξεις. Είναι καθήκον του ανθρώπου να υποβάλλει τον εαυτό του σε αυτήν τη διαδικασία αλλά ο Αριστοτέλης τονίζει, ότι ακόμα και σε αυτό το τόσο σημαντικό καθήκον οι πολίτες δεν είναι μόνοι τους. Έχουν στο πλευρό τους την πολιτική επιστήμη που με τις ενέργειες των πολιτικών και των νομοθετών η δυνατότητα για ευζωία έρχεται ακόμα πιο κοντά. Η ανώτερη απ’ όλες τις αρετές είναι η δικαιοσύνη γιατί αυτή κρατά ενωμένη την πόλη που μόνο εντός αυτής μπορεί κάποιος να φτάσει στο ανώτατο αγαθό. Αν οι άνθρωποι αδικούν ο ένας τον άλλο είναι θέμα χρόνου το πότε θα επέλθει η διάλυση της πολιτικής κοινωνίας κάτι που θα σημάνει φυσικά την επιστροφή σε μια κατάσταση ανεπάρκειας και δυστυχίας. Ο τρόπος όμως με τον οποίο ορίζει τη δικαιοσύνη ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τα δεδομένα της εποχής εντός της οποίας γράφει. Η
56
ισότητα με τη σημερινή έννοια, ως αναγνώριση δηλαδή ίσης αξίας σε όλους τους ανθρώπους, ήταν κάτι το αδιανόητο για τον αρχαίο έλληνα όπου όχι μόνο όσοι δεν ήταν ελληνικής καταγωγής χαρακτηρίζονταν κατώτερες οντότητες αλλά τέτοιου είδους διακρίσεις υπήρχαν ακόμα και μεταξύ ελλήνων. Οι ξένοι χαρακτηρίζονταν ως βάρβαροι με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα λόγια του Σωκράτη που επιβεβαιώνουν αυτήν την αντίληψη. Έλεγε συγκεκριμένα, ότι κάποιος πρέπει να ευχαριστεί την τύχη πρώτον, για το ότι γεννήθηκε άνθρωπος και όχι ζώο, δεύτερον, ότι γεννήθηκε άνδρας και όχι γυναίκα και τρίτον, για το ότι γεννήθηκε έλληνας και όχι βάρβαρος. Το σημαντικό όμως είναι, ότι ακόμα και μεταξύ ομοεθνών υπήρχαν σημαντικές διακρίσεις αφού οι γυναίκες, οι δούλοι και οι μέτοικοι δεν είχαν το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μέσω της ανάληψης διάφορων δημόσιων αξιωμάτων. Η Αθήνα μπορεί να ήταν η πόλη που εδραίωσε τη δημοκρατία αλλά δε θα πρέπει να ξεχνούμε ότι επρόκειτο για μια δημοκρατία που η λειτουργία της στηριζόταν στη δουλοκτησία. Όσο πρωτοποριακό κι αν ήταν το πνεύμα του Αριστοτέλη δεν μπορούσε να παραβλέψει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και να μην τα συμπεριλάβει στον ορισμό της ύψιστης αρετής, δηλαδή της δικαιοσύνης. Είναι ακόμα σημαντικό, ότι η περίοδος όπου η δημοκρατία γνωρίζει τη μεγάλη της ακμή είναι αμέσως μετά την επιτυχία των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους. Αυτή η επιτυχία έκανε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν τη δύναμη τους και να αποκτήσουν μεγάλη αυτοπεποίθηση η οποία όμως μεταφράστηκε σε τάσεις κυριαρχίας. Η Αθήνα, ήταν αυτή που πήρε το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την αντιμετώπιση των Περσών και μέσα στην οικονομική, πολιτική και συναισθηματική ακμή που βρισκόταν έδωσε μια νέα κατεύθυνση στην εξωτερική της πολιτική που από εκείνη τη στιγμή άρχισε να είναι περισσότερο επεκτατική και ιμπεριαλιστική. Αυτό που ίσχυε ουσιαστικά για την μεγάλη πόλη στις σχέσεις της με τους άλλους λαούς, ήταν το δίκαιο του ισχυρότερου κάτι που φαίνεται χαρακτηριστικά στο διάλογο των Μηλίων που μας δίνει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, οι Αθηναίοι, 57
έχοντας εισβάλλει στη Μήλο με ισχυρή ναυτική δύναμη, παρουσιάζουν ως επιχείρημα για αυτή τους την κίνηση ότι είναι κάτι το φυσικό ο ισχυρότερος να επιβάλλεται στον ανίσχυρο και κατά συνέπεια, οι κάτοικοι της Μήλου δεν είχαν κανένα λόγο να διαμαρτύρονται γι’ αυτό που έκαναν εκείνη τη στιγμή οι Αθηναίοι. Την εποχή του Αριστοτέλη όμως, τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί αρκετά. Από τη μια πλευρά, η δικαιοσύνη στη σκέψη του έχει να κάνει την υπακοή στους θεσπισμένους νόμους της πόλης μιας και οι νόμοι είναι αυτοί που οργανώνουν την κοινωνική ζωή και αποβλέπουν στην επίτευξη της ευδαιμονίας του συνόλου. Από τη στιγμή που κάποιος δε συμφωνεί με τους θεσπισμένους νόμους μπορεί να αποχωρήσει από την πόλη στην οποία αυτοί εφαρμόζονται, αλλά όταν έχει συμβάλλει στην επισημοποίηση τους μέσω της συμφωνίας του στην εκκλησία του δήμου και έχει δεχτεί να ζει στην πόλη και να απολαμβάνει τα αγαθά της και τα προνόμια που αυτή εξασφαλίζει για όλους τους κατοίκους της δεν μπορεί να τους αρνηθεί επειδή μπορεί να μη συμβαδίζουν με το συμφέρον του σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Η νομιμοφροσύνη όμως όπως είδαμε και παραπάνω, αφορά στο γενικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης. Πέρα από αυτόν, υπάρχει και ένας ειδικότερος που έχει να κάνει με τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι πολίτες στις καθημερινές τους συναλλαγές. Σε αυτήν την περίπτωση, όρισε τη δικαιοσύνη ως ισότητα αλλά όχι απόλυτη σε όλες τις περιπτώσεις. Η ίδια η φύση ορίζει οι άνθρωποι να μην είναι ίσοι μεταξύ τους επομένως το δίκαιο θα πρέπει να ακολουθήσει αυτή τη φυσική προσταγή. Σε ότι αφορά τις διανομές των αγαθών, ο Αριστοτέλης τόνισε ότι από τη στιγμή που υπάρχει μια ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων το δίκαιο είναι ο καθένας να παίρνει αυτό που αναλογεί στην ποιότητά του κάτι που καθορίζεται από την ιδιαίτερη αξία του ως πολίτη. Η αξία αυτή με τη σειρά της είναι κάτι που προκύπτει από τη συμβολή του κάθε ανθρώπου στην προώθηση του συνολικού καλού κάτι που μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους ανάλογα με το εκάστοτε πολίτευμα. Η συμβολή πάντως, έχει να κάνει με το πόσο
58
ανεπτυγμένη έχει μέσα του ο καθένας την αρετή κάτι που εξαρτάται κυρίως από τις προσπάθειες του ίδιου. Στο επανορθωτικό δίκαιο, ο φιλόσοφος υιοθέτησε μια πιο πρωτοποριακή αντίληψη για την εποχή του λέγοντας ότι όλοι αντιμετωπίζονται ως ίσοι από τους δικαστές σε περιπτώσεις που έχει προκληθεί κάποια βλάβη σε συμπολίτη. Είναι η μόνη περίπτωση όπου δεν μας αφορά η αξία του ανθρώπου η οποία δεδομένα διαφέρει στον καθένα, αλλά μόνο το είδος της ζημιάς που προκλήθηκε με άμεσο στόχο την επανόρθωση της βλάβης. Ωστόσο, παρατήρησε τις δυσκολίες που ανακύπτουν από τον παραπάνω ορισμό όταν για παράδειγμα αυτός που προκαλεί τη βλάβη είναι ένας ανώτερος αξιωματούχος βλάπτοντας έναν απλό πολίτη. Πρέπει εδώ να υπάρχει ποινή αλλά αυτή δεν μπορεί να είναι το ίδιο ισχυρή με την περίπτωση που θα αδικούσε ο απλός πολίτης τον αξιωματούχο. Στο ανταποδοτικό δίκαιο τώρα, το οποίο ισχύει στις οικονομικές δραστηριότητες των ανθρώπων, τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρξει μια αναλογική ισότητα των ανταλλασσόμενων προϊόντων κάτι που γίνεται συμβατικά με κριτήριο την ανάγκη που έχουν οι άνθρωποι για το εκάστοτε αγαθό. Μπορούμε να καταλάβουμε λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης δε δημιουργεί μια πανανθρώπινη ηθική θεωρία αλλά μια ανάλυση συμβατή στα αθηναϊκά δεδομένα της εποχής στην οποία ζει χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτόν τον τρόπο μειώνεται η αξία της. Το σημαντικό όμως εδώ, είναι η σχέση αυτής της σημαντικής αρετής με το πολιτικό οικοδόμημα του Αριστοτέλη. Λέει ξεκάθαρα, πως η μόνη δυνατότητα για επίτευξη της ηθικής τελείωσης του ανθρώπου είναι μέσω της συμμετοχής του στην υψηλότερη μορφή κοινωνίας που δεν είναι άλλη από την πόλη. Ωστόσο, δε θα πρέπει να ξεχνούμε πως μολονότι η πόλη δημιουργείται για την ικανοποίηση βασικών αναγκών του ανθρώπου αλλά και λόγω της έμφυτης τάσης του για να έρθει σε επαφή με άλλους, το σημαντικότερο έργο της είναι ηθικό. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει, πως το βασικό ζητούμενο είναι να φτάσει ο άνθρωπος στην ευδαιμονία και παρουσιάζει την πόλη ως το βασικότερο 59
εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το κεντρικό ζητούμενο λοιπόν, είναι ηθικό αλλά αυτό δε σημαίνει πως η ηθική φιλοσοφία μπορεί να σταθεί χωρίς την πολιτική. Οτιδήποτε κι αν θελήσει κάποιος να πετύχει, αν δε διαθέτει τα μέσα για την επίτευξή του τότε πρόκειται απλώς για απραγματοποίητες επιθυμίες που μένουν στη σφαίρα του ιδεατού. Με ξεκίνημα λοιπόν την ηθική θεωρία η οποία θέτει τους στόχους, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ευζωία, φτάνουμε στην πολιτική ανάλυση η οποία ασχολείται με το πώς πρέπει να οργανωθεί η πολιτική κοινότητα η οποία όμως αποτελεί το μέσο για την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου. Για τον αρχαίο έλληνα, η πόλη ήταν πάνω απ’ όλα και ο Αριστοτέλης το γνώριζε αυτό πολύ καλά. Ο καθένας έπρεπε να συμβάλλει στην ευδαιμονία του συνόλου κι αν χρειαζόταν μάλιστα πρέπει να βρισκόταν σε ετοιμότητα να θυσιάσει και την ίδια τη ζωή του για το κοινό καλό. Ωστόσο, ο φιλόσοφος λέει, πως αυτό που επιδιώκει να κάνει η πόλη είναι ό,τι επιδιώκει να κάνει και η ηθική για το άτομο αλλά σε ευρύτερο επίπεδο. Αυτό σημαίνει, όχι μόνο ευδαιμονία για το άτομο μέσα στην απομόνωσή του αλλά και για το σύνολο. Με δεδομένη λοιπόν την εξαιρετική σημασία της πόλης για την επίτευξη της ηθικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου, ο Αριστοτέλης έρχεται να προσθέσει ότι χωρίς τη δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτό το κοινωνικό μόρφωμα και ακριβώς σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η σημαντικότητά της. Συμπερασματικά λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε, πως η επικράτηση της δικαιοσύνης ως ισότητας μεταξύ των πολιτών, μετατρέπει την πόλη στο πιο γόνιμο έδαφος για την ηθική τελείωση των ανθρώπων. Είναι εν τέλει, ο χώρος εντός του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός με το να φτάσει στο υψηλότερο σκαλί ηθικής ποιότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως η σημερινή εποχή στην οποία ζούμε δεν είναι λιγότερο προβληματική από εκείνη εντός της οποίας ο Σταγειρίτης έζησε και δημιούργησε το έργο του. Με το πέρασμα των χρόνων η δημοκρατία επανήλθε ως ο πιο δίκαιος τρόπος διακυβέρνησης και το συγκεκριμένο μοντέλο γνώρισε σίγουρα πολλές μεταβολές 60
που το έκαναν ακόμα πιο ποιοτικό. Αυτό συνέβη φυσικά με την αναγνώριση της φύσει ισότητας των ανθρώπων αλλά και με τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων που κατέχει ο καθένας μας εκ γενετής. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο πως η δημοκρατία που υπάρχει σήμερα είναι αρκετά προβληματική μιας και βλέπουμε ότι διάφορες ελίτ εκμεταλλεύονται το όνομά της με στόχο την προώθηση των δικών τους συμφερόντων. Ο Αριστοτέλης όμως μίλησε και για την περίπτωση αυτήν, λέγοντας πως οποιοδήποτε πολίτευμα δε στοχεύει στην ικανοποίηση του γενικού συμφέροντος ανήκει στα παρεκβατικά και κατά συνέπεια είναι θέμα χρόνου να έρθει η κατάρρευσή του. Ελάχιστοι αμφισβητούν ότι ο δημοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης είναι ο ορθότερος γιατί μόνο σε αυτόν εξασφαλίζεται η δυνατότητα να ακουστεί η φωνή όλων των πολιτών των οποίων είναι εξάλλου δημιούργημα η πόλη. Ωστόσο, μέσα στις συνθήκες πολιτικής κατάρρευσης, οικονομικής εξαθλίωσης, και ανηθικότητας στις οποίες ζούμε σήμερα μήπως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε ορισμένα πράγματα για το πώς πρέπει να λειτουργεί η δημοκρατία; Μήπως με το να κάνουμε μια μικρή στροφή στο παρελθόν και πιο συγκεκριμένα στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη μπορούμε να μάθουμε πολλά πράγματα για την καλυτέρευση του συγκεκριμένου πολιτεύματος; Γιατί φαίνεται πως σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε περισσότερη ηθική μέσα στην πολιτική οργάνωση μ’ ένα σύστημα που θα έχει ως βασικό του στόχο την ηθική εξύψωση των πολιτών. Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι στα χέρια των οποίων βρίσκεται η λήψη σημαντικών αποφάσεων έχουν ως στόχο τους την επιδίωξη προσωπικού κέρδους πόσο σημαντική ακούγεται η φράση του Αριστοτέλη ότι το κλειδί για την ευδαιμονία είναι η σωστή παιδεία, δηλαδή εκείνη που θα μας κάνει να χαιρόμαστε και να λυπούμαστε με αυτά που πρέπει;
61
62
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλης
Ηθικά Ευδήμεια, μετ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, Κάκτος, 1993
//
Ηθικά Μεγάλα, μετ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, Κάκτος, 1993
//
Ηθικά Νικομάχεια, μετ. Λυπουρλής, Δ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2006
//
Πολιτικά, Τόμος 1, Βιβλία 1,2, μετ. Παπαδής, Δ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2006
//
Πολιτικά, Τόμος 2, Βιβλία 3,4, μετ. Τζιώκα-Ευαγγέλου, Π. Θεσσαλονίκη Ζήτρος, 2007
//
Πολιτικά, Τόμος 3, Βιβλία 5,6, μετ. Τζιώκα-Ευαγγέλου, Π. Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2005
//
Πολιτικά, Τόμος 4, Βιβλία 7,8, μετ. Τζιώκα-Ευαγγέλου, Π. Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2009
Vegetti, M.,
Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μετ. Δημητρακόπουλος, Γ., Αθήνα, Τραυλός, 2003
63
Guthrie, W. K.,
Οι Έλληνες Φιλόσοφοι: Από το Θαλή ως τον Αριστοτέλη, μετ. Σακελλαρίου, Α., Αθήνα, Παπαδήμα, 2004
Κάλφας, Β., Ζωγραφίδης, Γ.,
Αρχαίοι Έλληνες Θεσσαλονίκη, Ι.Ν.Σ., 2006
Kirk, G.S., Raven J.E., Schofield, M.,
Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, μετ. Κουρτοβικ, Δ., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2006
Coleman, J.,
Ιστορία της Πολιτικής Σκέψης: Από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι τους Πρώτους Χριστιανικούς Χρόνους, μετ. Χρηστίδης, Γ., Αθήνα, Κριτική, 2005
Kullmann, W.,
Η Πολιτική Σκέψη του Αριστοτέλη, μετ. Ρεγκάκος, Α., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1996
Kraut, R.,
Aristotle: Political Philosophy, Oxford, Oxford University Press, 2002
Κουλουμπαρίτσης, Λ.,
Ιστορία της Αρχαίας και Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας, μετ. Γραμματικοπούλου, Ε., Αθήνα, Εξάντας, 2008
Κούτρας, Δ.,
Η Αριστοτελική Ηθική και οι Επιδράσεις της, Αθήνα, Εταιρία Αριστοτελικών Μελετών «Το Λύκειον», 1996
//
Η Κοινωνική Ηθική του Αριστοτέλους, Αθήνα, Ε.Κ.Κ.Ε., 1973
64
Φιλόσοφοι,
Κύρκος, Β.,
Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Αθήνα, Παπαδήμα, 1986
Μπαγιόνας, Α.,
Μαθήματα Ηθικής Φιλοσοφίας Αριστοτέλη, Θεσσαλονίκη, 1975
Barker, E.,
The Political Thought of Plato and Aristotle, New York, Russell & Russell, 1959
Barnes, J., (ed)
The Cambridge Companion to Aristotle, Cambridge, Cambridge University Press, 1995
Ξενοφών,
Απομνημονεύματα, μετ. Φιλολογική Oμάδα Κάκτου, Αθήνα, Κάκτος, 1993
Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Τ.,
Η Δημοκρατία και η Ευθύνη των Πολιτών κατά τον Αριστοτέλη, στο Πολιτική Φιλοσοφία του Αριστοτέλη και οι Επιδράσεις της, εκδ. Κούτρας, Δ., Αθήνα, Εταιρία Αριστοτελικών Μελετών «Το Λύκειον», 1999
Πλάγγεσης, Γ.,
Αρχαία Ελληνική Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία: Σοφιστές, Πλάτων, Αριστοτέλης, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2010
Πλάτων,
Απολογία Σωκράτους, μετ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, Κάκτος, 1992
//
Θεαίτητος, μετ. Θεοδωρακόπουλος, Ι., Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 2008
65
του
//
Πολιτεία, μετ. Μαυρόπουλος, Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2006
Θ.,
//
Πολιτικός, μετ. Χριστοδούλου, Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2003
Ι.Σ.,
//
Πρωταγόρας, μετ. Χριστοδούλου, Ι.Σ., Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2009
Rorty, A.O., (ed)
Essays on Aristotle’s Ethics, California, University of California Press, 1980
Ross, W., D.,
Αριστοτέλης, μετ. Μήτσου, Μ., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2005
Σκάλτσας, Θ.,
Ο Χρυσούς Αιών της Αριστοτελική Ηθική, Αλεξάνδρεια, 1993
Hamburger, M.,
Morals and Law: The Growth of Aristotle’s Legal Theory, New York, Biblo and Tannen, 1971
Hardie, W.F.R.,
Aristotle’s Ethical Theory, Oxford, Oxford University Press, 1968
66
Αρετής: Αθήνα,