Βασίλειος Μπετσάκος
Στ ά σι ς ἀεικ ί νη τ ο ς
Η ανακαίνιση της αριστοτελικής κιν ή σ ε ω ς στη θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2004
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ..........................................................................................6 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ.................................................................................10 Α΄. Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ....................................................................11 1. Εισαγωγικά.....................................................................................................11 2. Φύσις και κίνησις.........................................................................................17 3. Ορισμός της κινήσεως. Ἐντελέχεια, ε ἶδος, ὕλη.........................................18 4. Τα ἐνυπάρχοντα στην κίνησιν-μεταβολήν...................................................22 4.1. Το ἄπειρον (Φυσικ ὰ Γ4-8)......................................................................22 4.2. Ο τόπος (Φυσικ ὰ Δ1-5)............................................................................24 4.3. Το κενόν (Φυσικ ὰ Δ6-9)..........................................................................26 4.4. Ο χρόνος (Φυσικ ὰ Δ10-14)......................................................................27 5. Η μεταβολὴ και τα είδη της.........................................................................29 6. Το πρῶτον κινοῦν ἀκ ίνητον.......................................................................32 7. Συμπερασματικά............................................................................................33 ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ...............................................................35 Βίος και Έργα.....................................................................................................35 Β΄. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ: ΠΡΩΤΗ ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ....................................................................................42 I. Ἀκινησία και κίνησις του Θεού....................................................................42 1. Εισαγωγικά. Η Θεολογία...............................................................................42 2. Ἑνώσεις..........................................................................................................44 2.1. Ὑπερούσιος ὕπαρξις. Π άντων ἀφαίρεσις. ..............................................44 2.2. Ἡ πάντων θέσις. Ο Θεός ακίνητος, άτρεπτος, αεικίνητος.......................46 2.3. Ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν καὶ ἀφαίρεσιν. Ο Θεός πέρα από τους όρους της κινήσεως..........................................................................................................47 2.4. Ἴδιά τινα. Κίνησις στα όρια της αγίας Τριάδος.......................................48 3. Διάκρισις.........................................................................................................48 3.1. Κίνησις του Θεού.....................................................................................48 3.2. Η δημιουργική, ελκτική και ερωτική κίνησις του Θεού...........................49 2
3.3. Ἰ δία διάκρισις. Η κίνησις της ενανθρωπήσεως του Θεού........................50 II. Η κίνησις της Δημιουργίας..........................................................................51 4. Γένεση των όντων-μετάδοση της κινήσεως.................................................51 4.1. Η δημιουργία: μυστήριον.........................................................................53 4.2. Η κίνησις: συστατικό στοιχείο του όντος.................................................53 4.3. Γένεση των όντων.....................................................................................55 5. Διηνεκής δημιουργική κίνησις του Θεού προς τα όντα..............................60 5.1.Θεῖαι δωρεαί..............................................................................................60 5.2. Πρόνοια-συνοχή των όντων......................................................................61 5.3. Λόγοι των όντων.......................................................................................64 5.4. Ο Θεός-Λόγος..........................................................................................67 6. Θετική αποτίμηση της κινήσεως των όντων...............................................67 6.1. Από τα καθόλου στα κατὰ μέρος και αντίστροφα....................................67 6.2. Ο άνθρωπος μεσίτης για τη σωτηρία της κτίσης......................................69 6.3. Θετική αποτίμηση της κινήσεως...............................................................70 6.4. Ανθρώπινη και θεία γνώση των όντων.....................................................71 7. Συμπερασματικά............................................................................................73 Γ΄. Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ-ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ75 1. Εισαγωγικά.....................................................................................................75 2. Η κατ ὰ φύσιν κίνησις του ανθρώπου..........................................................76 2.1. Φύσις και γνώμη (Κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν).............................76 2.2. Φυσικὴ θεωρία.........................................................................................80 2.3. Περὶ τῶν πέντε τρόπων τῆς φυσικῆς θεωρίας.........................................81 2.4. Τρεις καθολικαὶ κινήσεις της ψυχής: αἴσθησις, λόγος, νοῦς. .................83 2.5. Πρακτικὴ φιλοσοφία, φυσικὴ θεωρία, θεολογικὴ μυσταγωγία...............91 3. Η παρ ὰ φύσιν κ ίνησις του ανθρώπου.........................................................93 3.1. Εκτροπή της κινήσεως του νου.................................................................93 3.2. Πάθη.........................................................................................................94 3.3. Το κακό ως παρυπόστασις........................................................................97 3.4. Μεταποίηση των παθών σε αρετές...........................................................98 4. Επιστρεπτική κίνησις. Αρετές......................................................................98 5. Ἀλήθεια. (Τα όρια και η υπέρβαση της οντικής γνώσης)........................102 5.1. Στάδια τελειώσεως..................................................................................102 5.2. Περιληπτική, ἀδιαίρετος και ἁπλῆ γνῶσις...........................................104 5.3. Ἀλήθεια..................................................................................................105 5.4. Υπέρβαση και της ίδιας της φυσικής κινήσεως του νοε ῖν. ....................106 5.5. Επιστροφή και ελπίδα.............................................................................107 3
6. Αγνωσία-Γνώση του Θεού...........................................................................108 6.1. Θεολογικὴ μυσταγωγία..........................................................................108 6.2. Σιγή, γνόφος, ἀκαταληψία: Ἀγνωσία. ...................................................109 6.3. Γνώση του Θεού.....................................................................................110 7. Συμπερασματικά..........................................................................................111 Δ΄. Η ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ..................113 1. Εισαγωγικά. Η κίνησις προς τα έσχατα αρχίζει από την παρούσα ζωή.. 113 2. Σύμπνοια, ἀγάπη, ἕνωσις τ ῶν πάντων.....................................................116 3. Ευχαριστιακή-Εκκλησιαστική κίνησις.....................................................118 4. Στάσις...........................................................................................................120 4.1. Ἀκινησία-ἀφθαρσία-ἀθανασία..............................................................120 4.2. Ἀποκατάστασις και Ἀνάστασις τῆς φύσεως...........................................120 4.3. Ἀδιάλειπτος ἀπόλαυσις. Ἀνεκλάλητος χαρά..........................................122 5. Ἀεικινησία (στάσις ἀεικίνητος και κίνησις στάσιμος)............................122 5.1. Κυκλική κίνησις.....................................................................................124 5.2. Στάσιμος ταυτοκινησία...........................................................................124 6. Η ανακαίνιση της κινήσεως στην ένωση του ανθρώπου με το Θεό........125 6.1. Ἕνωσις. ..................................................................................................127 6.2. Περιχώρησις...........................................................................................128 6.3. Ταυτότης.................................................................................................129 6.4. Μέθεξις...................................................................................................130 6.5. Ὁμοίωσις................................................................................................132 6.6. Θέωσις....................................................................................................132 7. Συμπερασματικά..........................................................................................135 Ε΄. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΕΙΣ ..................................................137 1. Εισαγωγικά...................................................................................................137 2. Πρόσληψη.....................................................................................................138 3. Συνολική σύγκριση......................................................................................148 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..............................................................................151
4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Μελετούμε πραγματείες του Αριστοτέλη και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού 1. Στα κείμενα του φιλοσόφου διερευνούμε επιλεκτικά τη θεωρία της κινήσεως, κυρίως όπως αυτή εκτίθεται στα Φυσικά. Στα κείμενα του Πατρός της Εκκλησίας παρακολουθούμε συνολικά το νήμα των διδαχών του, εκλαμβάνοντας ως άξονα γύρω από τον οποίο αυτό ξετυλίγεται και διευθετείται, τη δική του (εκκλησιαστική) θεώρηση της κίνησης. Ως αφετηρία της έρευνάς μας λειτουργούν δύο εύλογες υποθέσεις, που προέκυψαν ύστερα από μια πρώτη, συνεχή και ολοκληρωμένη ανάγνωση των έργων του Ομολογητή: 1. Ο Μάξιμος είναι βαθύς γνώστης του Αριστοτέλη· ειδικότερα φαίνεται να έχει ενδελεχώς μελετήσει -ο ίδιος δεν κάνει κάποια σχετική αναφορά- τα μαθήματα του φιλοσόφου που εμπεριέχονται στο Ὄργανο ν , τα Φυσικά , τα Μετὰ τὰ Φυσικά , το Περὶ ψυχῆς κ.α.· είναι τόσο στέρεη και εμπεδωμένη η γνώση του αυτή, ώστε χειρίζεται και τους τεχνικούς όρους και πολλές ιδέες του Σταγειρίτη με την αμεσότητα και βεβαιότητα με την οποία ο ομιλητής χειρίζεται τη μητρική του γλώσσα. Με άλλα λόγια, ο Μάξιμος εντάσσεται στην παράδοση του αριστοτελισμού: το φιλοσοφικό του οπλοστάσιο (τεχνικοί όροι, αντιστίξεις εννοιών, δομές της σκέψης, κα.) είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό που διαμορφώθηκε από τον Αριστοτέλη, εμπεδώθηκε και εμπλουτίστηκε μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια της μελέτης των αριστοτελικών κειμένων, και για αιώνες λειτούργησε ως πλαίσιο και γλώσσα της φιλοσοφικής σκέψης. 2. Η έννοια της κινήσε ω ς διαπερνά το σύνολο της εκκλησιαστικής διδασκαλίας του Ομολογητή, αφού καταρχάς αναγνωρίζεται στην κίνησιν βαρυσήμαντος ρόλος μέσα στην ίδια την πραγματικότητα (όπως αυτή ορίζεται: αφενός από την ύπαρξη του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου, καθώς και των μεταξύ τους σχέσεων, αφετέρου από την αποκάλυψη και διδασκαλία του ίδιου του Θεού, με τον τρόπο που παραδίδεται στην Εκκλησία). Ως συνδυασμός των δύο υποθέσεων προκύπτει πιθανή η πρόταση: Ο Μάξιμος προσλαμβάνει την αριστοτελική θεωρία της κινήσε ω ς , την εντάσσει στη δική του εκκλησιαστική προοπτική, και την ανακαινίζει νοηματοδοτώντας την στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής. Η επαλήθευση της υπόθεσης δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο μέσα από συστηματική μελέτη των πραγματειών του Αριστοτέλη και του Μαξίμου. Στα κείμενα, λοιπόν, στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά το ενδιαφέρον μας. Και είναι τέτοια η σοφία και γοητεία τους, ώστε συχνά έλκουν ισχυρά το ενδιαφέρον μας, και επικεντρωνόμαστε σ’ αυτά τα ίδια αμελώντας και αυτή τη στοχοθεσία της μελέτης μας. Η διερεύνηση των αριστοτελικών θέσεων προσφέρει το βάθρο στο οποίο θεμελιώνεται και από το οποίο εκκινεί η έρευνα. Λειτουργεί ως πλαίσιο που επιτρέπει να αναδυθούν αλληλοσυσχετιζόμενοι και μέσα από αμιγώς αριστοτελικά συμφραζόμενα, οι τεχνικοί όροι, οι έννοιες, τα θεωρητικά σχήματα, οι γνωστικές προσεγγίσεις και οι γνωσιοθεωρητικές αρχές που συναπαρτίζουν την κατανόηση και φανέρωση της φυσικής πραγματικότητας από τον Αριστοτέλη (σε όλο το έργο του έλληνα φιλόσοφου διακρίνεται ξεκάθαρα η όποια, δική του ή μη, θεωρητική γνώση από την ίδια τη φυσική πραγματικότητα). Αλλά η εκ του σύνεγγυς εξοικείωση στα όρια αυτής της μελέτης με το αριστοτελικό "υλικό" δεν αποβλέπει άμεσα στην έρευνα της χρήσης του στα έργα του Μαξίμου, όπως ίσως θα απαιτούσε μια συγκριτική μελέτη επιβίωσης ενός συγγραφέα σε κάποιον άλλο. Η διερεύνηση της επιβίωσης της αριστοτελικής σκέψης καθεαυτήν στη θεολογία ενός Πατέρα της Εκκλησίας δεν εντάσσεται στις προτεραιότητές μας. Η εξοικείωση με την αριστοτελική θεωρία της φύσης και της κινήσε ω ς αποσκοπεί στην -έστω και κατ' ελάχιστον- ομοίωσή μας με μία πλευρά της πολυδύναμης πνευματικής προσωπικότητας του Ομολογητού, τη βαθιά και ολοκληρωμένη εκ μέρους του γνώση του Αριστοτέλη και του αριστοτελισμού. Μέσα απ’ αυτήν την απόπειρα ομοίωσης επιδιώκεται η 1
Η προκείμενη μελέτη αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ομότιτλης διατριβής που εγκρίθηκε από το τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Σύμβουλος καθηγητής ήταν ο Λάμπρος Χρ. Σιάσος, τον οποίο και ευχαριστώ για την πολυτίμητη διδαχή του.
5
εξασφάλιση μίας -ίσως όχι της σημαντικότερης- προϋπόθεσης μετοχής στο λόγο του Πατρός. Η εξοικείωση με τον αριστοτελικό λόγο αποσκοπεί, επιπλέον, στην επανεύρεση ενός δοκιμασμένου τρόπου κατανόησης του φιλοσόφου, κατανόηση που προκύπτει αναδραστικά μέσα από την εντρύφηση στις διδαχές ενός άλλου συγγραφέα, εν προκειμένω του Ομολογητή. Καθώς στην πορεία της μελέτης τα έργα του Αριστοτέλη και του Μαξίμου διαβάζονταν εναλλάξ, παράλληλα και κάποτε ταυτόχρονα, έγινε αναγκαία και εφικτή εξαρχής εκείνη η ερμηνεία αριστοτελικών θεωρήσεων την οποία επιτρέπει να φανεί η πρόσκτηση του έλληνα σοφού από τον Πατέρα της Εκκλησίας· παράλληλα, ερευνάται η υπερκέραση και ανακαίνιση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στη νέα εκκλησιαστικήθεολογική προοπτική. Αν αληθεύει, εξάλλου, πως κάθε φιλοσοφική ανάγνωση παλαιοτέρων κειμένων γίνεται από τον καθένα μας κάτω από συγκεκριμένες ερμηνευτικές προϋποθέσεις λίγο-πολύ δεδομένες και αναγκαστικές, συνειδητές ή ανεπίγνωστες, ρητές ή αποκρυπτόμενες, τότε και η δική μας ανάγνωση θα ήθελε να ενταχτεί σε αυτό που ήδη έχει ονομαστεί ελληνικό "διάβασμα"2 του Αριστοτέλη. Και η μελέτη της αριστοτελικής φιλοσοφίας όπως αυτή αντανακλάται ή διαθλάται στις πραγματείες του Ομολογητή, υπηρετεί ικανοποιητικά την πρόθεση αυτή. Έτσι, επιχειρούμε να συγκροτήσουμε σε ένα συμπαγές, κατά το δυνατόν, κείμενο το σώμα του αριστοτελικού προβληματισμού σχετικά με την κίνηση και τα ἐνυπάρχ ο ν τ α σ’ αυτήν, το χώρο και το χρόνο, το κενό, το άπειρο. Διότι, εφόσον έχουν ενταχθεί επιμέρους όροι, έννοιες, ιδέες και προβληματισμοί στο σώμα αυτό, και συνεπώς έχει οριοθετηθεί η χρήση τους στο μητρικό τους περιβάλλον, καθίσταται κατόπιν δυνατό να ανασυρθούν από την αρχική συνάφειά τους και με σχετική ασφάλεια αφενός να αναζητηθούν και να αξιολογηθούν κατά τη χρήση τους στις πραγματείες του Μαξίμου, αφετέρου να μετασχηματιστούν σε εργαλείο των δικών μας αναλύσεων. Είναι, βέβαια, δεδομένο ότι σήμερα δεν εντασσόμαστε στο γνωσιολογικό (επιστημο λογικό) πλαίσιο της ελληνικής σκέψης, όπως αυτό εκφράστηκε από συγγραφείς σαν τον Αριστοτέλη και το Μάξιμο· αλλά έχουμε τραφεί εντός άλλου επιστημολογικού παραδείγματος ριζικά διαφορετικού, αυτού της δυτικής επιστημοσύνης, κύρια συνιστώσα του οποίου είναι η εκδοχή της γνώσης οπωσδήποτε αντικειμενικά-θετικά κατοχυρωμένης. Σύμφωνα με το μητρικό για μας παράδειγμα της δυτικής επιστημολογίας, βασικές αρχές των επιστημών στο σύνολό τους είναι (εκτός των άλλων) η ταύτιση της αλήθειας με τη διατύπωσή της, η συναγωγή της εγκυρότητας των προτάσεων από την μεταξύ τους συμβατότητα, η ποσοτική και μετρήσιμη αντίληψη των σχέσεων, η υποτίμηση ή και αποσιώπηση του ερωτήματος για το εἶναι (ύπαρξη, τρόπος ύπαρξης και ουσία) των επιστημονικών αντικειμένων, η συσκότιση των αξιωματικών αρχών, η τεχνοκρατική ή και χρησιμοθηρική αντίληψη της γνώσης, η κατάτμηση του γνωστικού πεδίου σε μη κοινωνήσιμους μεταξύ τους τομείς. Ως εκ τούτου, αν θέλουμε σήμερα να κατανοήσουμε και να κατα-λάβουμε πραγματείες προγενέστερες και κείμενα όχι ομόλογα αυτών των αντιλήψεων, οφείλουμε να παράσχουμε στον εαυτό μας και πλατιές γέφυρες επικοινωνίας με το προγενέστερο επιστημολογικό παράδειγμα και μονοπάτια διαφυγής από τα όρια που επιβάλλει η δυτική επιστημοσύνη. Ως μία τέτοια γέφυρα -ανάμεσα σε άλλες που θα ήταν ίσως πιο αποτελεσματικές- και η οποία μας οδηγεί στο να προσεγγίσουμε τα κείμενα του Ομολογητή, επιλέγουμε την προσφυγή μας στις πραγματείες του Σταγειρίτη, ώστε παραλλήλως με αυτές και εκ του πλαγίου να επανέλθουμε στον Ομολογητή. Και ως μία δεύτερη γέφυρα –ίσως να αποτελεί και τη μοναδική δυνατότητα- και η οποία μας οδηγεί στο να επιστρέψουμε στο λόγο του 2
Χρῆστο ς ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ , Εισαγωγή στο Ἰωάννη ς Δαμασκη ν ό ς, Διαλεκτικά, Μετ.-Σχόλια Ι. Σακαλής, Αθήνα 1978, σελ. 7-8: «Η δυτική φιλοσοφική ιστοριογραφία στα νεώτερα χρόνια δεν γνωρίζει παρά ένα μόνο ιστορικό κανάλι με το οποίο παραδίδεται η αριστοτελική σκέψη: το κανάλι του σχολαστικισμού και ειδικώτερα της θωμιστικής παράδοσης. Δεν υπάρχει ούτε υποψία για ένα ελληνικό “διάβασμα” του Αριστοτέλη, για το ενδεχόμενο μιας άλλης προσέγγισης του Σταγειρίτη διαφορετικής από αυτήν που καθιέρωσε στη Δύση ο σχολαστικισμός... Αυτό που κυρίως αγνοείται, είναι η δυναμική συνέχεια και οργανική αφομοίωση της αριστοτελικής φιλοσοφίας από την ελληνική πατερική γραμματεία της Ανατολής».
6
Αριστοτέλη και να επιχειρήσουμε ανάγνωσή του, επιλέγουμε μια αλλαγή προθέσεων απέναντι στα κείμενα του φιλοσόφου: δεν τα μελετούμε με την πρόθεση να προσθέσουμε άλλη μία υποκειμενική (κι όμως κατά φιλοσοφικό βάθος προβλέψιμη) ανάλυσή του, αλλά προχωρούμε προς αυτά όπως θα ανατρέχαμε σε ένα οιονεί αλφαβητάρι της φιλοσοφίας, σε ένα σχολικό βιβλίο της επιστήμης εν γένει· έχουμε την πρόθεση να ανακαλύψουμε, να χαρούμε τα στοιχειώδη και να αναπροσδιοριστούμε ως προς αυτά. Συνακόλουθη τελικά προς αυτές τις προθέσεις μη παραδεδεγμένης χρηστικότητας είναι η απλότητα της ανάγνωσής μας. Οι πραγματείες του Αριστοτέλη όντως προσφέρονται και σε μας σαν αλφαβητάρι, διότι ο λόγος του λειτούργησε ως μήτρα από την οποία έλκουν την απώτερη καταγωγή τους άκρως διαφοροποιημένες μεταξύ τους μεταγενέστερες φιλοσοφικές εκδοχές και επιστημολογικές αρχές: στο έργο του εντοπίζονται, είτε σπερματικά είτε ολοκληρωμένα, οι ρίζες νεότερων και νεωτερικών συστημάτων που σήμερα θεωρούνται μεταξύ τους ασύμβατα ή και αλληλοαποκλειόμενα. Ακριβώς όμως επειδή ο λόγος του Αριστοτέλη υπονομεύει προγραμματικά κάθε υπόνοια μεθοδοκρατικής συστηματικότητας, ευλογοφανούς σχηματικότητας και καταναγκαστικής αντικειμενοποίησης των φιλοσοφικών εκδοχών του, επιτρέπει τη συνύπαρξη και συλλειτουργία πολύτροπων αφετηριών και οδεύσεων· συνύπαρξη και συλλειτουργία που είναι οπωσδήποτε αρμονική, άλλοτε ως γαλήνια συνεκφορά και άλλοτε ως αμφίκρημνη ταλάντωση του λόγου και των ιδεών. Όσο για τα μονοπάτια στα οποία αναφερθήκαμε, είναι σίγουρο πως δεν προσφέρονται ως προϊόν επιλογής αλλά ενδέχεται να διανοίγονται καθ’ οδόν ... . Οπωσδήποτε, βαρυσήμαντο μερίδιο της μελέτης μας αφιερώνεται πρωτογενώς στον Μάξιμο. Είναι γνωστό ότι ο άγιος διεξήγαγε με τη ζωή και τα συγγράμματά του αγώνα ενάντια στις αιρέσεις του μονοθελητισμού και μονοενεργητισμού. Κεντρική θέση στη σκέψη του κατέχει το χριστολογικό δόγμα. Προσπαθεί να ανατρέψει όλες τις απόψεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απαξίωναν την ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού, βασισμένες στη μανιχαϊστική υποτίμηση του κόσμου και της δημιουργίας. Ο Μάξιμος δεν αποδέχεται καμιά αρνητική θεώρηση του κτιστού· υπερασπίζεται την πληρότητα της ενανθρώπησης του Λόγου, για να στηρίξει σ’ αυτήν και τη δυνατότητα θέωσης του ανθρώπου και της σωτηρίας του κόσμου. Κατά προέκταση, ο Ομολογητής θεωρεί τα θεμελιώδη στοιχεία του τρόπου ύπαρξης των όντων (την ύλη και το είδος, τη δύναμη και την ενέργεια, την κίνηση και τη στάση, το λόγο και το πάθος, ...), στην καθαρότητα της δημιουργίας τους, ελεύθερα από οποιαδήποτε ηθική απαξίωση, καλὰ λίαν . Όλα μαζί απαρτίζουν μια δυνατότητα, προσφέρονται ως εφαλτήριο που αναμένει από την ανθρώπινη προαίρεση να ενεργήσει τον αναβιβασμό του κόσμου στην αληθινή πηγή της ύπαρξής του, τον Θεό. Η αναμονή αυτή δεν είναι παθητική, η φύση αποτελεί πρόκληση για τον άνθρωπο, τα αντικείμενα προβιβάζονται σε πράγματα-δημιουργήματα που μέσα από την πολυσχιδή κίνησή τους αποκαλύπτουν τον Δημιουργό τους. Από Αυτόν πηγάζει κάθε κίνηση, Αυτός είναι ο Κτίστης της φύσεως και των οὐκ ἄνευ αὐτῆς , του χρόνου και του χώρου. Η δημιουργική Του Ενέργεια δεν εξαντλήθηκε με την κτίση του κόσμου, αλλά υφίσταται αδιαλείπτως ως κίνηση αγάπης προς τα κτίσματα, ως παρουσία και Πρόνοια. Ο ανθρώπινος νους ανταποκρίνεται στην πρωταρχική κίνηση του Θεού· καθαρμένος από την σκοτεινή του πρόσδεση στην υλική επιφάνεια των όντων, και φωτισμένος από τη χάρη του αγίου Πνεύματος, κινείται προς τα πράγματα, σχετίζεται άμεσα μαζί τους, και θεωρεί σ’ αυτά διαυγείς τους λόγους της θείας Δημιουργίας· συνάγει τον ένα λόγο ν και κατευθύνει τη σύνολη κτίση σε μια κίνηση επιστροφής προς την πρωταρχική αιτία της. Έτσι, η φυσική κίνηση του όλου ανθρώπου -του σώματός του και αδιαιρέτως της ψυχής του 3- μαζί με την κίνηση των όντων, συναντά την κίνηση του Θεού και με τη χάρη Του τελειούται ως στάσι ς ἀεικίνη τ ο ς στους κόλπους της άπειρης, υπέρχρονης και αδιάστατης θείας αγάπης. 3
Δημή τ ρι ο ς ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Εἰσαγωγ ὴ στο Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν τῶν ἁγίω ν Διονυσίου καὶ Γρηγο ρίου (στο Φιλοσ ο φικ ὰ καὶ Θεολ ογικὰ ἐρ ω τ ή μ α τ α ), Ἀθ ῆ ναι 1978, σελ. 35: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανέβει προς το Θεό αποφεύγοντας τον κόσμο, χωρίς να χρησιμοποιεί το σώμα και χωρίς να ανυψώνει, μαζί με τη ψυχή του, το σώμα του και τον κόσμο προς το Θεό».
7
Η φυσική κίνησι ς , συνεπώς, καταξιώνεται πλήρως στο έργο του αγίου Μαξίμου· ενεργοποιείται από τη συνεργία Θεού και ανθρώπου, κατευθύνεται προς το καλό, και γίνεται όχημα της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου. Η υπεράσπιση της κίνησης αποπνέει ένα τόνο σεβασμού για την κοσμική πραγματικότητα, ένα πνεύμα αισιοδοξίας που διαπερνά τη σύνολη θέαση του κόσμου, αφού ανοίγει σ’ αυτόν και την προοπτική της υπέρτατης κίνησης, της θέωσης. Ύστερα από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η προκείμενη γραφή, μολονότι αφορμήθηκε με την πρόθεση να έχει συγκριτικό χαρακτήρα, δεν ανήκει τελικά ούτε στις μελέτες που διερευνούν την επιβίωση ενός συγγραφέα σε έναν άλλο, ούτε στις μελέτες που ασχολούνται με την πρόσληψη ενός συγγραφέα από κάποιον μεταγενέστερο. Ως γνωστόν, στις μελέτες επιβίωσης το βάρος πέφτει στον παλαιότερο συγγραφέα· διερευνάται ποια ουσιαστικά στοιχεία της σκέψης και του λόγου του συναντώνται αυτούσια ή μεταλλαγμένα στο νεότερο συγγραφέα. Αλλά μια μελέτη που στην αρχική της μορφή υποβλήθηκε ως διατριβή στη Θεολογική Σχολή είναι σαφές ότι δεν ήθελε να δώσει το βάρος στον Αριστοτέλη. Στις μελέτες πρόσληψης το βάρος πέφτει στο νεότερο συγγραφέα· διερευνάται ποια ουσιαστικά στοιχεία της σκέψης και του λόγου του έλκουν την καταγωγή από τον παλαιότερο συγγραφέα. Όντως, στην προκείμενη μελέτη το βάρος πέφτει ποσοτικά και ποιοτικά στις πραγματείες του Μαξίμου. Πλην όμως δεν επιχειρείται συγκριτική μελέτη πρόσληψης του Αριστοτέλη από τον Μάξιμο. Και αυτό, για δύο λόγους: α) Η άμεση συγκριτική μελέτη δύο συγγραφέων που απέχουν χίλια σχεδόν χρόνια δεν είναι δυνατή. Θα έπρεπε να διερευνηθεί σε δυσαρίθμητα φιλοσοφικά και θεολογικά κείμενα η πολύκλωνη παράδοση του αριστοτελισμού –και μάλιστα εν τω γίγνεσθαί της- για να δοθεί έγκυρη απάντηση στο τι ακριβώς οφείλει ο Μάξιμος στον ίδιο τον Αριστοτέλη. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ούτε στις προθέσεις ούτε στις δυνατότητές μας. β) Ο δεύτερος λόγος είναι βαθύτερος και εγγενής στα ίδια τα κείμενα· έχει να κάνει με το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει τις συγγραφικές προθέσεις του αρχαίου φιλοσόφου από αυτές του εκκλησιαστικού Πατρός· ο πρώτος γράφει ως επιστήμονας, για να μάθει και να διδάξει· ο δεύτερος γράφει ως ποιμένας, για να οικοδομήσει την Εκκλησία και να οδηγήσει το πλήρωμά της στη σωτηρία. Ο πρώτος στοιχειοθετεί την αλήθεια με τη λογική του έρευνα, ο δεύτερος ζει την αλήθεια των πραγμάτων με τη λογική του πίστη. Μια τόσο διαφορετική σκοποθεσία καθιστά επιφανειακή και απαγορευτική κάθε μελέτη πρόσληψης. Ο όρος ανακαίνιση στον τίτλο της μελέτης υποσημαίνει το είδος της συγκριτικής εργασίας. Ομιλούμε για καινούργιο κόσμο αναφερόμενοι στην καινὴ κτίση που ιδρύει ο Χριστός με την παρουσία Του στον κόσμο. Ο Αριστοτέλης ανήκει στον παλαιό κόσμο, ο Μάξιμος στον καινούργιο. Και αυτό συνεπάγεται όχι ότι περιγράφουν με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα, αλλά ότι ζουν και αναφέρονται σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες. Η κίνηση και η φύση στην οποία μετέχει και αναφέρεται ο Αριστοτέλης δεν είναι ίδια με την κίνηση και τη φύση στην οποία μετέχει και αναφέρεται ο Μάξιμος. Η σχέση τους είναι η σχέση του παλαιού κόσμου με την καινή κτίση. Η ανακαίνιση, λοιπόν, της κινήσεως στον τίτλο της εργασίας δεν είναι έργο του Μαξίμου, είναι έργο του Θεού, και τη διερευνούμε απλώς όπως καταγράφεται στη θεολογία του Πατρός. Γι’ αυτό και ο τίτλος αναφέρεται στην ανακαίνιση της κινήσεως στη θεολογία του αγίου Μαξίμου και όχι από τον άγιο Μάξιμο. Ανακαίνιση της αριστοτελικής κινήσεως δεν σημαίνει μια πρωτότυπη ερμηνεία ή χρήση της· σημαίνει συμφιλίωση της κινήσεως με την ακινησία μέσα στην έσχατη ενότητα των πάντων. Μελετούμε, λοιπόν, την ακριβή σημασία και λειτουργία της κινήσε ω ς στο έργο του Ομολογητού. Ειδικότερα, εξετάζουμε την κίνησιν σε τρία αλληλοδιάδοχα πλην όμως τεμνόμενα επίπεδα: α) στην κοσμολογική της λειτουργία. β) στην ανθρωπολογική-γνωστική της εκδοχή. γ) στην εσχατολογική της τελείωση.
8
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Βίος και έργα. Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγ(ε)ιρα της Χαλκιδικής. Ο πατέρας του ήταν γιατρός, και ίσως η θεωρία ότι οι αρρώστιες οφείλονται πάντα σε κάποια αίτια να ενέπνευσε στον Αριστοτέλη την ιδέα ότι η επιστημονική γνώση δεν είναι απλώς η γνώση των φαινομένων αλλά των αιτίων τους. Δεκαεπτάχρονος μετώκισε στην Αθήνα· ήθελε να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Στην Ακαδημία, για είκοσι ολόκληρα χρόνια δίπλα στο φιλόσοφο αλλά και σε επιστήμονες όπως ο μαθηματικός Εύδοξος ο Κνίδιος, έμαθε και στοχάστηκε πολλά· άνοιξε όμως τους δικούς του φιλοσοφικούς και επιστημονικούς δρόμους όταν πίστεψε ότι η ουσία των όντων δεν βρίσκεται στον απόμακρο κόσμο των ιδεών αλλά μέσα στα ίδια τα όντα: η φύση τους ταυτίζεται με τον εσώτατο σκοπό της ύπαρξής τους. Το 347 ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην Άσσο της Μ. Ασίας. Εκεί είχε την ευκαιρία να κάνει λεπτές παρατηρήσεις στον κόσμο των φυτών και των ζώων, και να γράψει τα φυσιογνωστικά του έργα. Ίσως ήταν ο πρώτος επιστήμονας της ζωής. Λίγα χρόνια μετά ανέλαβε στη Μακεδονία την αγωγή του Αλέξανδρου. Στην Αθήνα ο Σταγειρίτης επέστρεψε το 335 και έστρεψε πια τα κύρια ενδιαφέροντά του στον άνθρωπο, την κοινωνία, και τα δημιουργήματά τους. Ανέπτυξε μια ηθική θεωρία ανθρώπινη· πυρήνας της το μέτρο στις σχέσεις των πολιτών· όραμά της η αρετή και η ευτυχία τους. Μελέτησε την πολιτική, την ποίηση και τη ρητορική. Εμβάθυνε στην ψυχολογία. Αναζήτησε την αλήθεια και πέρα από τα φαινόμενα, στις πολύμορφες σχέσεις των όντων. Το 323 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αντιμακεδονική Αθήνα. Ο θάνατος τον βρήκε στην Εύβοια το 322 π.Χ. Η ελληνική Ανατολή δεν έπαψε για είκοσι αιώνες (μέχρι τα χρόνια της ύστερης Τουρκοκρατίας) να μελετάει και να υπομνηματίζει τις πραγματείες του Αριστοτέλη. Η Ορθοδοξία τον ζωγράφισε στους νάρθηκες των ναών της. Η Δύση τον θεώρησε και τον χρησιμοποίησε ως την απόλυτη αυθεντία. Η νευτώνεια Φυσική τον αμφισβήτησε. Σήμερα, ύστερα από τις κοσμογονικές αλλαγές που έφερε στη θεώρηση της φύσης ο 20 ος αι., η επιστήμη και η φιλοσοφία πασχίζουν να ανοίξουν καινούργιους δρόμους στη σχέση μας με την αλήθεια. Βρίσκουν και πάλι οδηγό τους το στοχασμό του σοφού Αριστοτέλη. Από το πλήθος των σωζομένων πραγματειών του, πολλές από τις οποίες σηματοδότησαν την αρχή και θεμελίωση κάποιας από τις σύγχρονες επιστήμες, αναφέρουμε τις ακόλουθες: Κατηγο ρί αι, Περὶ ἑρμη ν ε ί α ς, Ἀναλυτικὰ Πρότε ρ α και Ὕστε ρ α, Τοπικά, Φυσικά, Περὶ Οὐραν οῦ, Περὶ γενέ σ ε ω ς καὶ φθορᾶ ς, Περὶ Ψυχῆς, Μικρὰ Φυσικά, Μετὰ τὰ Φυσικά, Περὶ ζῴω ν κινήσε ω ς, Μετε ω ρ ο λ ο γ ικ ά , Ἠθικὰ Εὐδήμια, Ἠθικὰ Μεγάλα, Ἠθικὰ Νικομά χεια, Πολιτικά , Ῥητορική, Ποιητική .
9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ. Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ 1. Εισαγωγικά. Το κεφάλαιο αυτό αποτελεί ανάγνωση και ερμηνεία των αριστοτελικών θεωρήσεων για την κίνησιν . Πρωτίστως ακολουθείται και αξιοποιείται η σχετική ανάπτυξη στα οκτώ βιβλία των Φυσικῶν, όπου ο Αριστοτέλης εκθέτει μεθοδικά τη σημασία που έχει η κατανόηση της κινήσε ω ς (και όσων φυσικών φαινομένων και αντίστοιχων εννοιών σχετίζονται με αυτήν) για τη φανέρωση της ίδιας της φύσεως 4. Δευτερευόντως μόνο η έκθεσή μας απομακρύνεται από τη συνέχεια που ορίζουν τα Φυσικὰ και συμπληρώνεται με αναφορές σε πραγματείες του Σταγειρίτη που αφορούν εξειδικευμένα σε επιμέρους τομείς του φυσικού επιστητού. Εκλαμβάνουμε ως δεδομένο τον ενιαίο χαρακτήρα και την εσώτερη-δομική συνέχεια της πραγματείας που μας σώζεται με τον τίτλο Φυσικὴ Ἀκρόασι ς ή Φυσικά. Πρώτον, διότι στην προκείμενη γραφή τα αριστοτελικά έργα συμμελετώνται με τις πραγματείες του Μαξίμου. Και αυτός ακολουθεί την παραδοσιακή γραμμή στην πρόσκτηση των αριστοτελικών κειμένων: δεν ασχολείται με ζητήματα γνησιότητας των πραγματειών ούτε με ερμηνείες βασισμένες σε υποτιθέμενη φιλοσοφική εξέλιξη του Αριστοτέλη, αλλά τον γνωρίζει (και τον προσδέχεται) όπως παραδίδεται. Θα αποτελούσε καθοριστικό σφάλμα στη συνεξέταση των δύο συγγραφέων, αν δεν γίνονταν σεβαστές οι μεθοδολογικές αρχές πρόσκτησης του παλαιότερου από το νεότερο. Δεύτερον, διότι η θεώρηση του κειμένου ως ενιαίου και αυτόνομου όλου (ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική εξέλιξη του συγγραφέα του, καθώς και από τα προβλήματα που σχετίζονται με την παράδοση του κειμένου) αποτελεί καθ' όλα νόμιμη ερμηνευτική αφετηρία και ικανή μεθοδολογική αρχή μετοχής στο λόγο του φιλοσόφου· και τούτο, διότι η αρχή αυτή έχει αποδώσει έξοχους ερμηνευτικούς καρπούς σε όλη τη διάρκεια της ζωντανής αριστοτελικής παράδοσης από την αρχαιότητα μέχρι τους μεταβυζαντινούς αιώνες. Και, βέβαια, η ανωτέρω αρχή δεν περιορίζεται απλοϊκά σε παθητική αποδοχή του υπάρχοντος κειμένου, στάση που ίσως χαρακτηριζόταν απλώς μια συντηρητικότερη επιλογή στο πλαίσιο της λεγόμενης κριτικής των κειμένων· η αρχή σεβασμού του παραδεδομένου κειμένου συνιστά βαθύτερη ερμηνευτική αξία· τα εμφαινόμενα ως προβλήματα του αριστοτελικού κειμένου -σε όλα τα επίπεδα του λόγου, μα προπάντων στο επίπεδο συνέχειας και συνοχής των νοημάτων-, οι προοικονομίες και διακυμάνσεις της γραφής, οι ασυνέπειες και οι ασυνέχειες, οι παρεκβάσεις, οι επαναφορές και οι επαναβασμοί γίνονταν βάσει αυτής αποδεκτά από τους υπομνηματιστές του Αριστοτέλη υπό τη (συνειδητή ή μη) αίρεση ότι εξυπηρετούσαν σοφά υπολογισμένες προθέσεις του φιλοσόφου. Ο αναγνώστης λοιπόν οφείλει, αν θέλει πράγματι να καταλάβει το λόγο, όχι απλώς να κατανοήσει τις εκάστοτε διατυπώσεις, αλλά όντως να μετάσχει στις άρρητες αυτές προθέσεις· μία από τις προϋποθέσεις για να το επιτύχει, είναι να ιχνηλατήσει τα νήματα και τα νοήματα της γραφής όπως αυτή του παραδίνεται αυτοπαραιτούμενος από τις οικείες του γνωστικές προθεωρίες 5. Και ακόμη, η μετοχή του αναγνώστη στις περιπέτειες που προτείνονται από την αρι4
Ο Λάμπρο ς Χρ. ΣΙΑΣΟΣ (Ἡ διαλ εκ τ ικ ὴ στὴ φανέ ρ ω σ η τῆ ς φύση ς . Μελέτ η στὰ Φυσικὰ τοῦ Ἀριστ ο τ έ λ η, Θεσσαλονίκη 1989) προτείνει τον όρο "φανέρωση" της φύσης αντλώντας τον έμμεσα από το κείμενο των Φυσικῶ ν: αὕτη γὰρ ἂν ὀφθεῖ σα ἡ φύσις ἅπασα ν ἔλυσ ε ν αὐτῶ ν τὴν ἄγνοια ν (A8 191b 33-34)· θεωρεί μάλιστα ότι η φράση παραπέμπει στη ρήση του Ηρακλείτου φύσις ... κρύπτ ε σ θ α ι φιλεῖ . 5 Πρβλ. Λ. Χρ. ΣΙΑΣΟΣ, Κι ἂν τὸ πραγμα τ ικ ὸ δὲν εἶναι ἀληθ έ ς; Κριτικὴ ἀνα στ ο ι χ ε ί ω σ η τῆς ἀρισ τ ο τ ε λ ι κ ῆ ς προϋποθ έ σ ε ω ς , Αθήνα 2002, σελ. 120: «Από την μελέτη μας εις το Β΄ και Γ΄ βιβλίο του Περὶ ψυχῆ ς αποκομίσαμε την εντύπωση ότι εγείρεται όντως κάποιο βαθύτερο, και πάντως όχι τυπικό, ζήτημα κυμάνσεων και επαναβασμών της γραφής. Οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι τα παλιρροϊκά γυρίσματα της αριστοτελικής γραφής αποτελούν και τυπικά και ουσιώδη ιδιώματα του "αριστοτελικού λόγου", της "αριστοτελικής επιστημολογίας" και της "αριστοτελικής μεθοδολογίας". Έχουμε δηλαδή απολύτως πεισθεί ότι αυτά που εμείς σήμερα θεωρούμε "ασυνέπειες, αδυναμίες, αντιφάσεις, επαναλήψεις" της γραφής του, για εκείνον ήσαν συστατικά ενσυνειδήτως επιλεγμένα για να απαρτίσουν μιαν δυσδιάκριτη και μακρόπνοη φιλοσοφική στρατηγική. Εάν λοιπόν η νεοσχολαστική μας ή η νεοτερική μας ερευνητική νοοτροπία δυσκολεύεται ή αδυνατεί πλήρως να τα προσλάβει ως τοιαύτα, γι' αυτό δεν βαρύνεται η αριστοτελική γραφή. Ευθύνεται η ιδική μας αλλοτρίωση από εκείνα τα φιλοσοφικά ήθη».
10
στοτελική γραφή, προϋποθέτει καθολική ενεργοποίηση εκ μέρους του πλειάδας δυνάμεων της ψυχής. Η διανοητική ένταση, η κριτική εγρήγορση και ο ορθός λόγος, υπο χρεούνται να συμπορευθούν –άλλοτε απρόσκοπτοι, άλλοτε εμπερίστατοι, μα πάντα δημιουργικοί- με συμβεβηκότα μη ουσιαστικής, αναλυτικής του κειμένου, χρησιμότητας: συναισθηματικές φορτίσεις, αγωνίες έμπροσθεν αδιεξόδων, απογοητεύσεις όπισθεν διαψεύσεων, παράλληλες και ασύμπτωτες προσδοκίες, αιφνιδιασμούς εκπλήξεων που ο αριστοτελικός λόγος διαρκώς επιφυλλάσσει· και όλα αυτά, ακριβώς διότι ο φιλόσοφος δεν παραλείπει ποτέ μεθοδικά να προδιαγράψει αλλά και ειρωνικά να υποσκάψει τις διαδρομές του. Θα τολμούσαμε να πούμε πως ο σεβασμός στο παραδεδομένο κείμενο συνιστά εμψύχωσή του, και η ανάγνωση όντως διάλογο. Σύμφωνα, λοιπόν, με την αρχή σεβασμού του παραδεδομένου κειμένου παρακάμπτουμε επιμέρους συζητήσεις περί γνησιότητας πραγματειών, βιβλίων, κεφαλαίων, παραγράφων και εδαφίων. Αγνοούμε εξελικτικές θεωρίες που στρωματώνουν το λόγο του Σταγειρίτη σε επίπεδα προερχόμενα από διαφορετικές φάσεις της φιλοσοφικής του πορείας. Βέβαια, αυτή η μεθοδολογική επιλογή δεν συμβαδίζει με την τρέχουσα και επικρατούσα φιλολογική αντιμετώπιση των Φυσικῶν, η οποία θεωρεί τη σωζόμενη πραγματεία εκδοτικό συμπίλημα επιμέρους έργων -άλλων, υποτίθεται, γνησίων και άλλων μη- και αρκετές φορές θεμελιώνει, τουλάχιστον εν μέρει, την ερμηνεία της στην ανακάλυψη στρωμάτων στην εξέλιξη της αριστοτελικής σκέψης6. Όλα τα παραπάνω συνέβαλαν πολύ (και θα συνεχίζουν να το κάνουν) στην κατανόηση του φιλοσόφου, μέσα στο πλαίσιο όμως του δυτικού επιστημολογικού παραδείγματος. Αλλά ο ελληνιστικός, βυζαντινός και μεταβυζαντινός ελληνικός τρόπος πρόσληψης του Σταγειρίτη στάθηκε εξαρχής πολύ διαφορετικός: δεν εκλαμβάνει τον αριστοτελικό λόγο ως αυθεντία ούτε τον απομυθοποιεί μέχρι ολοσχερούς απόρριψης, δεν ανατέμνει το αριστοτελικό corpus εκλαμβάνοντάς το ως επιστημονικό αντικείμενο ούτε το ανασυνθέτει κατά το δοκούν· ακολουθεί κατά κανόνα την αρχή σεβασμού του παραδεδομένου αριστοτελικού λόγου και διαλέγεται ισότιμα μαζί του ζωοποιώντας τον στο εκάστοτε παρόν. Κατά δεύτερο λόγο, δεν συζητούμε τον Αριστοτέλη με βάση τη δυνατότητά του να δίνει τεκμηριωμένες απαντήσεις σε επιμέρους προβλήματα που προκύπτουν εντός του πεδίου ερωτήσεων των σύγχρονων επιστημών. Η όποια χρησιμότητα του αριστοτελικού λόγου προσφέρεται στις πολύ ευρείες δομές και αρχές της και προπάντων στην αμείωτη δυνατότητά του να διαπλέκει οργανικά στα όρια του κοινού λόγου πολλαπλές προσωπικές αναμετρήσεις μαζί του. Οι αριστοτελικές επιστημονικές αναζητήσεις λειτουργούν ως αφετηρία έρευνας και διαλόγου και όχι ως θεωρητικός κατοπτρισμός της πραγματικότητας. Αναφερθήκαμε σε επιστημονικές αναζητήσεις και όχι σε κάποια παγιωμένη αριστοτελική θεωρία της φύσης και της κίνησης, διότι δεν παραθεωρούμε τρεις αλληλένδετους και βαρυσήμαντους παράγοντες διαμόρφωσης της αριστοτελικής θεωρίας: • Πρώτον, τη ρητή θεμελίωση της επιστημονικής έρευνας σε συγκεκριμένες αξιωματικές θέσεις γνωσιολογικής τάξεως7. • Δεύτερον, τις διαλεκτικές αφετηρίες της έρευνας. Ο φιλόσοφος: α) αφορμάται από σχετικές απόψεις (δόξαι ) των προγενεστέρων8, 6
Βλ. Inge m a r DUERING , Ὁ Ἀριστ ο τ έ λ η ς , Παρουσία σ η καὶ ἑρμ η ν ε ί α τῆς σκέψ η ς του, (Aristoteles, Darstellung und Interpretation seines Denkens, Heidelberg 1966), Β΄ τομ., μετ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, Αθήνα 1999 2, σελ. 13. 7 Ενδεικτικά αναφέρονται δύο γνωσιολογικά αξιώματα: α) Φυσικά , Α1 184a 10-14: Ἐπειδ ὴ τ ὸ ε ἰ δ έ ναι κα ὶ τ ὸ ἐπί στασθ αι συμβα ί νει περ ὶ π ά σα ς τ ὰ ς μεθ ό δου ς , ὧν ε ἰσ ὶν ἀρχα ὶ ἢ α ἴτια ἢ στοιχε ῖ α, ἐκ το ῦ τα ῦ τ α γνω ρ ί ζειν τ ό τε γ ὰ ρ ο ἰόμεθα γιγν ώ σκειν ἕκαστο ν, ὅταν τ ὰ α ἴ τια γνω ρ ί σω μ ε ν τ ὰ πρ ῶ τα κα ὶ τ ὰ ς ἀρχ ὰ ς τ ὰ ς πρ ώ τα ς κα ὶ μ έχρι τ ῶ ν στοιχ ε ί ω ν. β) Φυσικά, Α1 184a 23-26: δι ὸ ἐκ τ ῶ ν καθ ό λου ἐπὶ τ ὰ καθ’ ἕκαστ α δε ῖ προϊ έ ναι· τ ὸ γ ὰ ρ ὅλον κατ ὰ τ ὴ ν α ἴ σθησιν γνω ριμ ώ τ ε ρ ο ν , τ ὸ δ ὲ καθ ό λου ὅλον τ ί ἐστι· πολλ ὰ γ ὰ ρ περιλαμ β ά ν ε ι ὡ ς μ έ ρη τ ὸ καθ ό λου. Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η χρήση του ρήματος ἀξιῶ στα χωρία: Φυσικά, Δ4 210b 34, Ζ9 239b 26-27, Θ1 252a 19-25. 8 Για παράδειγμα: Φυσικά, Α1 184b 15-25.
11
β) χρησιμοποιεί δεδομένα της γλωσσικής πρακτικής -εισάγονται συνήθως με τον τεχνικό όρο λέγε τ α ι -, εκτιμώντας πως ο γλωσσικός κώδικας εγκιβωτίζει λανθάνουσες θεωρήσεις ενδεχομένως αληθείς και οπωσδήποτε άξιες περαιτέρω έρευνας 9, γ) αναφέρεται σε φυσικές (εμπειρικές) παρατηρήσεις10. • Τρίτον, την άρνηση του φιλοσόφου να κλείσει σε προδιαγεγραμμένες, τελεσίδικες και στατικές αποφάνσεις και ερμηνείες τη γενικότερη έρευνα του φυσικού επιστητού και ειδικότερα της κινήσε ω ς . Ο ίδιος ο Αριστοτέλης προτιμά να διατυπώνει τα συμπεράσματά του με τρόπο που μας απαγορεύει να ταυτίσουμε τη λεκτική διατύπωση με την ίδια την αλήθεια των πραγμάτων. Ο αριστοτελικός ορισμός ὁρίζ ε ι, δίνει όρια στη γνώση, χωρίς να την εξαντλεί· δεν έχει ως λειτουργία του μία αποτύπωση ή αντανάκλαση της πραγματικότητας εκ των προτέρων δεδομένης και αυτόνομης, έξω από την οποία βρίσκεται ο εκάστοτε μελετητής της· περιγράφε ι μόνο και διαχωρίζει11 το νοηματικό περιεχόμενο των στοιχείων-σημείων της γλωσσικής έκφρασης, συνάζοντας και συνάμα αρθρώνοντας -ως λόγο ς - με αιτιολογημένη σχέση και τάξη τις διακριτικές διαφορές και τις αλληλεξαρτήσεις των όρων-ορίων της γλωσσικής σημαντικής. Η αριστοτελική θεωρία προτείνεται ως γνωστική δοκιμή, λειτουργεί ως φιλοσοφική σήμανση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι, και ολοκληρώνεται ως πρόκληση στους αναγνώστες της (όχι κατ' ανάγκην εξειδικευμένους επιστήμονες) να την επαληθεύουν ή να τη διαψεύδουν μέσα στο πλαίσιο των δικών τους βιωμάτων και αναζητήσεων. Αλλά η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, ειδικότερα μάλιστα η έρευνα της φύσης και η κοσμολογία, αντιμετωπίστηκε ήδη από την εποχή (1 ος αι. π.Χ.) του πρώτου εκδότη του, Ανδρόνικου του Ρόδιου, και ως οργανωμένο επιστημονικό "σύστημα" 12 απόδοσης της αλήθειας. Η θεώρηση αυτή αναδείχτηκε σε κυρίαρχη ή και αποκλειστική ερμηνευτική αρχή από τους σχολαστικούς της Δύσης, και παγιωμένη πλέον επιβιώνει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα μ’ αυτήν το αριστοτελικό έργο αντιμετωπίζεται συχνά-πυκνά ως προγραμματικά κλειστό γνωστικό οικοδόμημα, κατά τα πρότυπα του δυτικού επιστημολογικού παραδείγματος. Υποτίθεται μάλιστα πως το οικοδόμημα αυτό ήθελε να ταυτίζεται με την αλήθεια ακριβώς ως τέτοιο. Πρόκειται για εξαρχής λανθασμένη θεώρηση, αφού επιβάλλει στην αριστοτελική σκέψη και την ερμηνεία της δεσμεύσεις "εσωτερικής" επιστημονικής συνέπειας που αντιφάσκουν προς τον αρχαιοελληνικό τρόπο προσέγγισης και παρουσίασης της αλήθειας13. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης προβαίνει σε περιγραφές των φυσικών μεταβολών πρωτίστως ποιοτικού παρά ποσοτικού χαρακτήρα, εκφαίνεται ο ίδιος (όπως και κάθε άνθρωπος) ως μέτοχος στην αλήθεια του φυσικού γίγνεσθαι, ερευνώντας το εκ των έσω. Και η αλήθεια αυτή υπερβαίνει την εμβέλεια και τον ορίζοντα κάθε θεωρητικής απόπειρας· γι' αυτό και η φυσική του Αριστοτέλη δεν επιδέχεται άμεσα συστηματική ή μαθηματική επαλήθευση. Θεμελιώδης αρχή στην προσωπική μας ανάγνωση είναι η αποδοχή του αποφατικού χα9
Βλ. ενδεικτικά: Φυσικά, Α7 189b 32 - 190a 7, Β2 194b 32-35, 195b 1-16, Δ11 218b 29 - 219a. Για παράδειγμα: Φυσικά, Β8 198b 16-29. 11 Μετὰ τὰ Φυσικά , 1038a 8-9: φανερ ὸ ν ὅ τι ὁ ὁρισμ ό ς ἐστιν ὁ ἐκ τ ῶ ν διαφορ ῶ ν λ ό γος. Ως εξής αποδίδει τη λειτουργία του ορισμού ο Ιωάννης ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Διαλεκτικά, 8.37-40: Εἴ ρη τ αι δὲ ὁ ρισμ ὸ ς ἀπὸ μετ αφ ο ρ ᾶ ς τ ῶ ν τ ῆ ς γ ῆ ς ὁροθεσ ί ω ν· ὥσπερ γ ὰ ρ τ ὸ ὁροθ έ σιον χωρ ί ζει τ ὸ ἴ διον ἑκ ά στ ο υ ἀπὸ το ῦ ἀλλο τ ρ ί ου, ο ὕ τω κα ὶ ὁ ὁρισμ ὸ ς τ ὴ ν φ ύσιν ἑκ άστ ο υ χωρ ί ζει ἀπ ὸ τ ῆ ς το ῦ ἑ τ έ ρου φ ύ σεω ς. 12 Παρασκευ ή ΚΟΤΖΙΑ, Ἡ ἀ ρχαία «ἐ ξήγησι ς » τ ῶ ν πραγμ α τ ε ι ῶ ν το ῦ Ἀριστο τ έ λ η , Φιλό λ ο γ ο ς 100 (2000), σελ. 318-336. 13 Ο Paul FEYERABEND (In defence of Aristotle: Comments on the Condition of Content Increase , στον τόμο Progress and Rationality in Science , eds Radnitzky, Andersson, Dodrecht Reidel 1978, σελ. 143-180) υπερασπίζεται γνωσιοθεωρητικές επιλογές του Αριστοτέλη πολύ διαφορετικές από αυτές που επιβάλλει η σύγχρονη επιστήμη (κυρίως πριν από τις καθοριστικές επιστημολογικές ανατροπές στον 20 ο αιώνα, που προσεγγίζουν αρχές οικειότερες προς την αρχαιοελληνική φιλοσοφία), τις οποίες ονομάζει "αριστοτελικός κοινός νους". 10
12
ρακτήρα της αριστοτελικής φιλοσοφίας. «Αποφατισμός σημαίνει την άρνηση να ταυτίσουμε τη γνώση με μόνη την κατανόηση του σημαίνοντος δίχως την εμπειρία του σημαινομένου, σημαίνει την αποδοχή του "κοινού λόγου" (που συντονίζει και ενοποιεί τις επιμέρους εμπειρίες όντας ο ίδιος μεθεκτός από την εμπειρία) ως "κριτηρίου αληθείας" -σημαίνει την εκδοχή της αλήθειας ως γεγονότος κοινωνικής δυναμικής»14. Ο Χ. Γιανναράς πρότεινε «να αναγνωρίσουμε ένα συνεπή αποφατισμό στην αριστοτελική σκέψη». «Ο Αριστοτέλης αρνείται να ταυτίσει την αλήθεια με μόνη την υποκειμενική διαπίστωση. Η αντιθετική διαστολή που καθιέρωσαν οι δυτικοί ερμηνευτές ανάμεσα στην πλατωνική θεωρία και την αριστοτελική λογική, δεν μοιάζει να είναι πάντοτε μια συνεπής ερμηνεία της αρχαιοελληνικής γνωσιολογίας». Η παραπάνω θέση αποτελεί σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση του αριστοτελικού στοχασμού απαλλαγμένου από ερμηνευτικές προκαταλήψεις που επισώρευσε ο δυτικός μεσαίωνας -και όχι μόνο- στην πρόσληψή του15. Μελετώντας το αριστοτελικό έργο συμπεραίνουμε ότι στο έργο του έλληνα σοφού δεν συγχέονται καθόλου τα πεδία της πραγματικότητας και της γλώσσας/γνώσης. Όσο κι αν η λογικότητα διαπερνά τα δύο πεδία, δεν τα ενοποιεί εξομοιώνοντάς τα, αλλά τα συνδέει ως σημαινόμενο (πραγματικότητα) και σημαίνον (γλώσσα/γνώση). Η αντικειμενοποιημένη και συμβατική ταύτιση ουσιών και εννοιών δεν βρίσκει ερείσματα στον αριστοτελικό λόγο. Ο ορισμός παραμένει λόγος που απλώς σημαίν ε ι τη φύση του όντος 16, η ορθή γνώση στην αμεσότητά της εμμένει αναπόδεικτη17, ενώ το ον κείται και κινείται πάντα έξω από οποιαδήποτε τελεσίδικη απόφα(ν)ση γι’ αυτό: καὶ δὴ καὶ τὸ πάλαι τε καὶ νῦν καὶ ἀεὶ ζητούμ ε ν ο ν καὶ ἀεὶ ἀπορ ού μ ε ν ο ν, τί τὸ ὄν 18. Στην αριστοτελική σκέψη δεν διαβλέπουμε κανενός είδους πίστη στην εξάντληση του σημαινομένου (της φυσικής πραγματικότητας) από το σημαίνον (τις διαπιστώσεις και διατυπώσεις για τη φύση, την κίνηση κλπ.). Η σημαντική διατύπωση έχει μόνο σχετικό, ενδεικτικό και παραπεμπτικό χαρακτήρα, καθώς συμβολίζει την πραγματικότητα αλλά δεν την αναπαριστά ολιστικά και οριστικά. Γι' αυτό και σεβόμαστε την ελευθερία που διατηρεί ο λόγος του Αριστοτέλη απέναντι στις ίδιες του τις διατυπώσεις, το γεγονός ότι προβαίνει με τους ίδιους τεχνικούς όρους σε θεωρήσεις διαφορετικών τομέων του επιστητού, αλλά και σε αλλαγές της οπτικής γωνίας από την οποία θεωρείται κάθε φορά το προς γνώση 14
Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Ὁ "ἀ ποφα τ ικ ὸ ς" Ἀριστο τ έ λ η ς , Διαβάζ ω 135 (Αφιέρ ω μ α στον Αριστ ο τ έ λ η) , 1986, σελ. 14-16. Από το ίδιο άρθρο προέρχονται οι επόμενες φράσεις που παραθέτουμε σε εισαγωγικά. 15 Βλ. και Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Εισαγωγή ..., σελ. 11-12: «Η καθοριστική προτεραιότητα των ουσιών-εννοιών εξαντλεί τη γνώση στη νοητική σύλληψη. Η αλήθεια μεταβάλλεται σε αντικείμενο της διάνοιας, σε σύμπτωση της έννοιας με το νοούμενο. Η καταφατική διατύπωση ανάγεται σε “θετική” γνώση, η αλήθεια οργανώνεται σε ορθολογικό “σύστημα” με ορατή αυθεντική εκπροσώπηση. Τελικά η ίδια η ύπαρξη ταυτίζεται με τη σκέψη (cogito ergo sum). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αριστοτελική μεθοδολογία των “οριστικών” καταφάσεων υιοθετείται και εντάσσεται στις γνωσιολογικές απαιτήσεις της Δύσης για “θετική” πρόσβαση στην αλήθεια. Η δυτική λογικοκρατία, από την εποχή των σχολαστικών ως σήμερα, οικειοποιείται και ερμηνεύει τον Αριστοτέλη ως πνευματικό της γεννήτορα, τον επιβάλλει στην κοινή αντίληψη σαν αίτιο και πηγή της νοησιαρχίας». 16 Τοπικά , 101b 38: ἔστι δ’ ὅ ρος μ ὲ ν λό γος ὁ τ ὸ τ ί ἦν ε ἶναι σημα ί νω ν. Οι φυσικές επιστήμες αποστασιοποιούνται σταδιακά από τις απαιτήσεις ενός «γλωσσικού θετικισμού». Έγινε πια σαφές πως η λειτουργία της γλώσσας (κάθε γλώσσας, και αυτής των μαθηματικών ή της φυσικής) αδυνατεί να εγγυηθεί μια πάγια μεθοδολογική αντικειμενικότητα και διαχρονική εγκυρότητα. Υιοθετούνται, έτσι, σήμερα μετριοπαθέστερες επιστημολογικές τάσεις και προτιμάται μία λειτουργική και ευέλικτη εκδοχή της γλωσσικής σημαντικής, καθώς γίνεται αποδεκτό πως το πραγματικό δεν εξαντλείται στη γλωσσική του διατύπωση. Συνακόλουθη είναι και η αμφισβήτηση της μεθοδολογικής αυστηρότητας των επιστημών: η τυπική μεθοδολογική ακρίβεια δεν εγγυάται ούτε την επιστημονική πρόοδο –κάποτε, μάλιστα, καθίσταται εμπόδιο σ’ αυτήν, εν αντιθέσει προς μεθοδολογικές ανακρίβειες που τελικά προάγουν την έρευνα!- ούτε πολύ μάλλον την αλήθεια (Βλ. P. FEYERABEND, Ενάν τια στη μέ θο δο. Για μια ανα ρ χι κή θε ω ρί α της γνώ ση ς, μ ετ. Γ. Γκουνταρούλης, Αθήνα 1982). 17 Ἀναλυτικὰ Ὕστ ε ρ α, 72b 18-20: Ἡμε ῖ ς δ έ φαμεν ο ὔ τε π ᾶσαν ἐπιστ ή μην ἀποδεικ τ ικ ὴ ν ε ἶ ναι, ἀλλ ὰ τ ὴ ν τ ῶ ν ἀμ έσων ἀναπ ό δεικ τ ο ν… . 18 Μετὰ τὰ Φυσικά, 1028b 2-4.
13
«αντικείμενο». Ο αριστοτελικός λόγος περὶ του πραγματικού κρατάει πάντα τις αποστάσεις του από τη νοησιαρχική εξάντληση της λογικής αξιοπιστίας σε μόνη την ατομική διανοητική σύλληψη και διατύπωση. Η αλήθεια δεν ταυτίζεται με το αποτέλεσμα της μεθοδολογικής ακρίβειας, η γνώση δεν εξαντλείται στο υποχρεωτικό συμπέρασμα της ορθής συλλογιστικής, των αποδεικτικών μεθόδων 19. Εκτός από την ἀποδε ικτικὴ ν ο φιλόσοφος ενεργοποιεί και ένα άλλο συλλογιστικό μηχανισμό, την διαλε κτική ν. Αυτή δεν στοχεύει άμεσα στην εύρεση του αληθούς, αλλά στην κατατρόπωση του αντιπάλου σε κάποια συζήτηση, δικανική αντιπαράθεση ή σοφιστική αντέγκληση. Πέρα, όμως, από την αφετηριακή της στόχευση, η διαλε κτικὴ επιστρατεύεται σε μία μετα-επιστημονική προοπτική, για να συνδράμει τον άμεσα επιστημονικό λόγο, όταν η ἀποδε ικτικὴ αδυνατεί να δώσει απαντήσεις σε θέματα που εγγίζουν τις αρχές των επιστημών 20. Είναι σαφές πως δεν ενδιαφέρει τον Αριστοτέλη κάποια εσωτερική συνέπεια και αποδεικτικότητα στον τύπο των σύγχρονων μαθηματικών· γι' αυτό θα αποτυγχάνει πάντα κάθε προσπάθεια να ανασυσταθεί ως αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα η επιστήμη του· το επιστημονικό του οικοδόμημα δεν κομπάζει πουθενά ότι στηρίζεται ένδοθεν, αλλά ακουμπάει στην όποια ικανότητά του να ενεργοποιεί την έξωθεν αυτού κοινωνική δυναμική, θεωρητική και πρακτική· αυτή το επαληθεύει ή το διαψεύδει. Η έξωθεν του κειμένου κοινωνική δυναμική και όχι μια εγγενής στις επιστήμες δυνατότητα για όλο και ευρύτερη επισώρευση γνώσεων, αποτέλεσε για αιώνες και τον όρο επιβίωσης του Αριστοτέλη. Η γνώση που παράγει η έρευνα του έλληνα σοφού δεν αντλεί την αλήθεια της από την ταύτιση της λεκτικής της διατύπωσης με την αφαιρετικά αντικείμενη και ακινητοποιημένη πραγματικότητα· η αριστοτελική γνώση και επιστήμη αληθεύει στο βαθμό που συντονίζεται με τον επαληθεύσιμο λόγο της κοινής εμπειρίας και συμβάλλει στην οικειοποίηση, κατανόηση και κοινοποίηση της πραγματικότητας. «Η αριστοτελική γνωσιοθεωρία δεν αφίσταται και δεν παρεκκλίνει από την ηρακλείτεια ταύτιση του ἀληθ ε ύ ε ι ν με το κοιν ω ν ε ῖ ν , δηλαδή από τον αποφατικό χαρακτήρα της σύνολης αρχαιοελληνικής γνωσιοθεωρίας». Ούτε και ο εμπειρισμός και ρεαλισμός του Αριστοτέλη διασφαλίζει από μόνος του την αλήθεια των πορισμάτων του· η αλήθεια της γνώσης δεν θεμελιώνεται στην αξία των εμπειρικών παρατηρήσεων στις οποίες προέβη ο φιλομαθής ερευνητής ούτε επικυρώνεται χάρη στη μεθοδολογική ακρίβεια των επαγωγικών συμπερασμάτων του. Εξάλλου, και η ορθότητα πολλών ερευνητικών πορισμάτων του και η εγκυρότητα αρκετών συλλογισμών του εύκολα καταρρίπτονται με μοντέρνα επιστημονικά κριτήρια. Αφού η αλήθεια της αριστοτελικής σκέψης δεν εδράζεται στις αρχές και την πορεία της προς τις όποιες διατυπώσεις, αντλείται από το τέλ ο ς της, από τη συμβολή της στην -κατ' ουδένα τρόπο οριστική και αναγκαστική- μορφοποίηση, καταγραφή και ανατροφοδότηση του κοινού λόγου αλλά και την έμμεση προτροπή της για επαλήθευση ή διάψευσή της στα όρια του κοινού λόγου και πάλι. Όπως η αλήθεια των όντων δεν αντλείται ούτε μόνο από την ύλη τους ούτε μόνο από την ποιητική αρχή τους, αλλά πολύ περισσότερο από το εἶδο ς τους -νοούμενο ως τέ λος στο οποίο κατατείνουν-, εἶδο ς που προσφέρεται πολλαχώς σε πολύμορφη, εμπράγματη και ειδοποιητική σχέση με άλλα είδη, έτσι και η αλήθεια της αριστοτελικής σκέψης δεν πηγάζει ούτε από το εμπειρικό υλικό της ούτε από τις αξιωματικές αρχές της, αλλά ταυτίζεται με την τελική μορφή της· αυτή η τελική μορφή, θεωρημένη ως αυθύπαρκτο όλον, υπήρξε για αιώνες με τον τρόπο των πολυποίκιλων (εκ γενετής αληθινών) αναγνώσεών της. Και ήταν ακριβώς η πολλών αιώνων μαθητεία στο λόγο του Αριστοτέλη 21 που συνέβαλε 19
Βλ. P. FEYERABEND, Γνώση για ελεύθ ε ρ ο υ ς ανθ ρ ώ π ου ς , μετ. Γ. Τζαβάρας, Θεσ/νίκη 1980, σελ. 220. 20 Ο μετα-επιστημονικός χαρακτήρας της δι α λε κτι κῆς τονίζεται από τον Λ. Χρ. ΣΙΑΣΟ, Πατε ρι κὴ κρι τι κὴ τῆ ς φι λο σο φι κῆς με θό δου, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 21. Βλ. Τοπικά , Α2, 101 b 2 - b 4: το ῦ το δ’ ἴδιον ἢ μ ά λισ τ α ο ἰ κε ῖ ον τ ῆ ς διαλεκ τ ι κ ῆ ς ἐστιν· ἐξετασ τ ι κ ὴ γ ὰ ρ ο ὖσα πρ ὸς τ ὰ ς ἁπασ ῶν τ ῶ ν μεθ ό δω ν ἀ ρχ ὰ ς ὁδ ὸ ν ἔχει. 21 Το αριστοτελικό έργο αποτελεί στην Ανατολή αντικείμενο μελέτης και σχολιασμού για δύο χιλιάδες χρόνια.
14
ώστε να επιβιώσουν ως ανώτερα πραγματωμένα είδη εκείνες οι τελικές μορφές των έργων του που πήγαζαν μέσα στη διδακτική πράξη22. Ακολουθώντας αριστοτελικές διατυπώσεις ο Χ. Γιανναράς επισημαίνει ότι «η μετὰ λό γου αποδεικτικότητα της επιστήμης και η κατ' ἀρε τ ὴ ν ορθότητα23 του λόγου δεν επιτρέπουν να αυτονομηθεί ως υποκειμενική βεβαιότητα (ή κατοχή) αλήθειας ούτε η εμπειρία και επιστήμη καθεαυτήν, ούτε η ορθότητα του λόγου. Εξάλλου, τόσο η μετὰ λόγου αποδεικτικότητα όσο και η κατ' ἀρε τ ὴ ν ορθότητα δηλώνουν τον δυναμικό χαρακτήρα της επιστήμης και γενικότερα του αληθεύειν, τον χαρακτήρα κατορθώματος. Οι επιστήμες συνιστούν μαθήσε ι ς στις οποίες κοινωνούμε ως θεω ρ ο ὶ ή κριταί, πάντοτε μέσω του νου που είναι ἐπιστή μ η ς ἀρχή 24. Αλλά και ο νους δεν θεωρεί ούτε κρίνει για να επαληθεύσει την επιστήμη ως υποκειμενική βεβαιότητα. Ο νους αληθεύει, όταν είναι ο κατὰ φρόν η σι ν λεγό μ ε ν ο ς , καὶ ἡ φρόνη σι ς ἀρε τ ή ἐστιν, ἕξις ἀληθ ὴ ς μετὰ λόγ ου 25. H φρόν η σι ς συνέζ ε υκ ται τῇ τοῦ ἤθους ἀρε τ ῇ, καὶ αὕτη τῇ φρονή σ ε ι, εἴπε ρ οἱ μὲν τῆς φρον ή σ ε ω ς ἀρχαὶ κατὰ τὰς ἠθικὰς εἰσιν ἀρε τ ά ς, τὸ δ' ὀρθ ὸ ν τῶν ἠθικῶ ν κατὰ τὴν φρόν η σι ν ». Και αν η φρόν η σι ς εγγυάται την ορθότητα της ενέργειας του νου (την ορθότητα της επιστήμης ως θεωρίας και κρίσης), είναι γιατί η φρόν η σι ς συνιστά κοινωνικό γεγονός: ἔστι δὲ καὶ ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ φρόν η σι ς ἡ αὐτὴ ἕξις 26. Η πρόταση του Χ. Γιανναρά για ελληνική ανάγνωση του Αριστοτέλη και η πρότυπη εφαρμογή της στα δικά του φιλοσοφικά έργα δεν είναι πρόταση νέων ερμηνειών του γράμματος, αλλά πρωτίστως πρόταση για απεγκλωβισμό από το πνεύμα ανάγνωσης που μας επιβάλλει το δυτικό επιστημολογικό παράδειγμα 27, πρόταση για επανεύρεση εκείνων των οδών προσέγγισης του αριστοτελικού corpus που δοκιμάστηκαν καρποφόρες στο πλαίσιο ενός προγενέστερου επιστημολογικού παραδείγματος. Οι αριστοτελικές σπουδές, με τη μορφή υπομνημάτων στις πραγματείες του φιλοσόφου, γεννήθηκαν με την «ανακάλυψη» των διδακτικών του συγγραμμάτων και την έκδοσή τους, τον 1 ο αι. π.Χ.. Η παράδοση δημιουργικής μελέτης του Αριστοτέλη δεν διακόπηκε μέχρι και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τους έλληνες εξηγητές των πραγματειών, τους «ορθόδοξους» περιπατητικούς των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων και τους νεοπλατωνικούς μελετητές (3ος-6ος αι. μ.Χ.) διαδέχτηκαν χριστιανοί συγγραφείς, άραβες υπομνηματιστές, βυζαντινοί λόγιοι, «διδάσκαλοι του γένους». Από το πολύμοχθο αυτό έργο σώζεται μεγάλο μέρος, πλην όμως όχι συνολικά εκδεδομένο. Κορυφαία –μολονότι περιορισμένης χρονικά εμβέλειας- εκδοτική προσπάθεια αποτελεί η σειρά των αρχαίων υπομνημάτων στον Αριστοτέλη, τα Commentaria in Aristotelem Graeca (C.A.G.), Βερολίνο, 1882-1909. Στη σειρά αυτή εντάσσονται και υπομνήματα στα Φυσικὰ από τα οποία κρίνονται πλέον αξιόλογα τα ακόλουθα: - ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνη μα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. IX, X, ed. H. Diels, Βερολίνο 1892- 1895. - ΦΙΛΟΠΟΝΟΣ , Ὑπόμνη μ α εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. XVI, XVII, ed. H. Vitelli, Βερολίνο 1887-1888. 22 Τον προφορικό χαρακτήρα και τη διδακτική αφετηρία των σωζόμενων "εσωτερικών λόγων" του Αριστοτέλη (σε αντίθεση με τους "εκδεδομένους λόγους", που χάθηκαν), έχει τονίσει ο Δημή τ ρ η ς ΛΥΠΟΥΡΛΗΣ, Ἀριστ οτ ε λ ι κ ὰ μελ ε τ ή μ α τ α. Ἀναζητ ώ ν τ α ς τὸν "προφο ρ ικ ὸ " λόγο τοῦ Ἀριστο τ έ λ η, Θεσσαλονίκη 1986. 23 Ἀναλυτικὰ Ὕστ ε ρ α , 100b 5-14. Ἠθικὰ Νικομά χ ε ι α, 1144b 13-28. 24 Ἀναλυτικὰ Ὕστε ρ α , 88b 36. 25 Περὶ Ψυχῆς , 404b 5-6. Ἠθικὰ Μεγάλα , 1198a. Ἠθικὰ Νικομά χ ε ι α , 1140b 1-6: ο ὐ κ ἂν ε ἴ η ἡ φρ ό νησις ἐπιστ ή μη ο ὐ δ ὲ τ έ χνη, ἐπιστ ή μη μ ὲ ν ὅ τι ἐνδ έ χε τ α ι τ ὸ πρακ τ ὸ ν ἄλλω ς ἔχει, τ έ χνη δ’ ὅ τι ἄλλο τ ὸ γ έ νος πρ ά ξε ω ς κα ὶ ποι ήσεω ς . λε ίπε τ α ι ἄρα α ὐτ ὴ ν ε ἶναι ἕξιν ἀληθ ῆ μετ ὰ λό γου πρακ τι κ ὴ ν περ ὶ τ ὰ ἀνθρ ώ π ῳ ἀγαθ ὰ κα ὶ κακ ά . 26 Ἠθικὰ Νικομά χ ε ι α , 1178a 16-19 και 1141b 23. 27 Αναφερόμαστε στην κατεστημένη επιστημοσύνη της νεωτερικότητας και όχι στις επιστημολογικές ανατροπές που προέκυψαν ως επακόλουθο των ερευνητικών επαναστάσεων τον 20 ο αι. (ειδική και γενική θεωρία της σχετικότητας, αρχή της απροσδιοριστίας, κβαντομηχανική κα.). Και αυτό, διότι αυτές οι ανατροπές ελάχιστα έχουν επηρεάσει τις λεγόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες εξακολουθούν να διέπονται από το θετικιστικό πνεύμα της νεωτερικότητας. Και αυτό, ενώ στο χώρο των θετικών επιστημών από τις αρχές κιόλας του 20ου αι. το ουδετεροποιημένο τί της κοσμικής πραγματικότητας, το πρόσφορο σε “θετική” παρατήρηση, αρχίζει να αποκαλύπτεται κάτω από το φως της επιστημονικής παρατήρησης, όλο και περισσότερο ως ένα ποικιλόμορφο πῶς μιας απειρίας απροσδιόριστων διαφοροποιήσεων.
15
2. Φύσις και κίνησι ς. Η αναζήτηση της σημασίας και λειτουργίας που αποδίδει ο Αριστοτέλης στην κίνησιν , πρέπει να έχει αφετηρία της τα Φυσικά , έργο στο οποίο συγκροτείται από τον φιλόσοφο πρωτογενώς η περί φύσεως επιστήμη. Τα Φυσικὰ διαφοροποιούνται από αυτό που εμείς ονομάζουμε φυσική επιστήμη, καταρχήν διότι στην πραγματεία αυτή ο φιλόσοφος δεν έχει ως άμεσο στόχο να περιγράψει κάποια φυσικά φαινόμενα ή να προβεί σε μία μετρητική προσέγγισή τους αλλά ενδιαφέρεται να θεμελιώσει την περί φύσεως επιστήμη με τη λογική πραγμάτευση βασικών εννοιώναρχών. Με δεδομένη τη γνώση των βασικών εννοιών-αρχών, και τη συνακόλουθη γενική ερμηνεία της φυσικής πραγματικότητας, ο Σταγειρίτης ερευνά σε άλλα έργα του συγκεκριμένους τομείς του φυσικού επιστητού εφαρμόζοντας μέθοδο αμεσότερα εμπειρική. Επαναλαμβάνουμε πάντως ότι η αριστοτελική φυσική στο σύνολό της δεν λειτουργεί ως κάτοπτρο της φύσης, δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα στη θεωρία, αλλά επιδιώκει την εκλογικευμένη πρόσληψη της πραγματικότητας, τη λογική-λειτουργική ερμηνεία της. Στα Φυσικὰ διερευνώνται η έννοια της φύσης και η μέθοδος για τη γνώση της, η κί νησι ς σε όλες τις μορφές της, καθώς και τα ἐνυπάρχ ο ν τ α 28 στην κίνησιν (τόπος, κε νόν, ἄπειρ ο ν, χρόν ο ς ), τα τέσσερα αίτια και η λειτουργία τους στο πεδίο της φυσικής πραγματικότητας, η μετα β ο λ ὴ και τα είδη της, το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν στο βαθμό που κινεί φυσικῶ ς, η κυκλική κίνηση κ.α.. Στα όρια, συνεπώς, της Φυσικῆς Ἀκροάσε ω ς σπανίζει το εμπειρικό υλικό το προερχόμενο άμεσα από φυσικές παρατηρήσεις, ενώ κυριαρχεί η λογική ανάπτυξη των θεμελιακών εννοιών (χωρίς αυτό να σημαίνει πως παύει να κυριαρχεί ο αριστοτελικός ρεαλισμός). Πρωταρχικός στόχος της πραγματείας είναι η φανέρωση της φύσεως· με τη φύση συνδέεται άρρηκτα η κίνησι ς , διότι αφενός τὰ φύσει ἢ πάντα ἢ ἔνια κι νούμ ε ν α εἶναι 29, αφετέρου η κίνησι ς , μαζί με τα ἐνυπάρχ ο ν τ α σ' αυτήν, ανήκει στις καθολικές πραγματικότητες, των οποίων η έρευνα πρέπει (κατά την προσπάθεια του φιλοσόφου να φανερώσει τη φύση) να προηγηθεί των ἰδίω ν 30. Στα Φυσικὰ γίνεται λόγος για δύο αρχές που κινούν φυσικῶ ς 31. Η πρώτη είναι μια 28
Ο όρος ἐνυπά ρ χ ο ν τ α δεν συναντάται στα Φυσικὰ αλλά αντλείται ελεύθερα από την φράση: ε ὐ θ ὺ ς γ ὰ ρ ἐ νυπ ά ρ χ ε ι τ ῷ μετ α β ά λ λ ο ν τ ι τ ὸ διαιρε τ ὸ ν κα ὶ τ ὸ ἄπειρον (Ζ 4 235b 3-4). 29 Φυσικά, Α2 185a 13. Βλ. και Περὶ Οὐραν οῦ , 269a 24-25: Π ά ντ α γ ὰ ρ τ ὰ φυσικ ὰ σ ώμα τ α κα ὶ μεγ έ θη καθ' α ὑ τ ὰ κινη τ ὰ λ έ γομ ε ν ε ἶ ναι κατ ὰ τ ό πον· τ ὴ ν γ ὰ ρ φ ύσιν κιν ήσεω ς ἀρχ ὴν ε ἶνα ί φαμεν α ὐ το ῖ ς . Η λέξη φύσις δεν είχε για τους ΄Ελληνες στατικό περιεχόμενο, αλλά παραγόμενη από τη ρίζα φύ- με την παραγωγική κατάληξη -σις , η οποία δηλώνει την εκτύλιξη της ενέργειας του φύω/φύομαι, αποκτά δυναμικό περιεχόμενο, δηλώνει πιο πολύ ένα γίγνεσθαι παρά ένα είναι. Βλ. Μ. HEIDEGGER, Εἰσαγω γὴ στὴ Μεταφυσικ ή ..., σελ. 44-45. 30 Φυσικά , Γ1 200b 20-25: πρ ὸ ς δ ὲ το ύ τ οι ς ἄνευ τ ό που κα ὶ κενο ῦ κα ὶ χρ ό νου κ ίνησιν ἀ δύ να τ ο ν ε ἶ ναι. δ ῆ λον ο ὖ ν ὡς δι ά τε τα ῦ τ α, κα ὶ δι ὰ τ ὸ π ά ν τ ω ν ε ἶναι κοιν ὰ κα ὶ καθ όλου τα ῦ τ α, σκεπ τ έ ο ν προχει ρισαμ έ ν οι ς περ ὶ ἑκ ά σ τ ο υ το ύ τ ω ν ( ὑστ έ ρα γ ὰ ρ ἡ περ ὶ τ ῶν ἰδ ίων θεω ρ ί α τ ῆ ς περ ὶ τ ῶ ν κοιν ῶ ν ἐστιν ). Αυτό το σημαντικό για την κατανόηση της αριστοτελικής μεθόδου χωρίο ερμηνεύει ο ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνη μα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. ΙΧ, 16.17-30: τ ὰ κοιν ὰ κα ὶ καθ ό λου ὁλοσχερ ε σ τ έ ρ α ν ἔχον τ α γν ῶ σιν κα ὶ προφαν εσ τ έ ρ α ν γνω ριμ ώ τ ε ρ α μ ᾶλλον ἡμῖ ν ἐστι τ ῶ ν καθ έ κασ τ α· τ ὸ γ ὰ ρ ἐκ διασ τ ή μ α τ ο ς προσι ὸ ν ῥᾷον διαγν ῶ ναι ὅτι ζ ῷον ἢ ὅ τι ἄ νθρω πο ς , κα ὶ ὅ τι ἄνθρω πο ς ἢ ὅ τι Σωκρ ά τ η ς . ἔοικε δ ὲ τ ὸ καθ όλου τ ῷ ὅλ ῳ κατ ὰ τ ὸ συγκε χυ μ έ ν η ν ἔχειν ἐν ἑαυτ ῷ τ ῶ ν συν τιθ έ ν τ ω ν α ὐ τ ὸ πολλ ῶ ν τ ὴ ν δι ά ρθ ρ ω σι ν ὡς ἐν τ ῷ ὅλῳ τ ὰ μ έ ρη· κα ὶ γ ὰ ρ ἐν τ ῷ ζ ῴ ω ἀδι ό ριστ ο ς ἡ τ ῶ ν ε ἰδ ῶ ν το ῦ ζ ῴου διαφορ ά · κα ὶ τ ὸ καθ ό λου ο ὖ ν ὡ ς σ ύ νθε τ ο ν κατ ὰ τ ὸ συγκε χυ μ έ ν ο ν γνω ριμ ώ τ ε ρ ο ν ἡμ ῖν ἐστι κα ὶ ὡς πρ ὸς ἡμ ᾶ ς πρ ῶ το ν κατ ὰ τ ὴ ν γν ῶ σιν, ὥσπερ τ ῇ φ ύσει κα ὶ το ῦ το ὕστερ ο ν, ε ἴπερ ἐπιγ έννημ ά ἐστι τ ῶ ν καθ έ κασ τ α . τ ῇ γ ὰ ρ φ ύσει σαφ έ σ τ ε ρ α κα ὶ γνω ριμ ώ τ ε ρ α τ ὰ ἁπλο ύστε ρ ά ἐστιν ὡ ς ε ἰ λικριν ῆ κα ὶ ἄμικτα· δι ὸ κα ὶ ἡ διαλεκ τ ικ ὴ ἐπιστ ή μη α ὐ τ ὸ ἕκαστ ο ν ὅτι ποτ έ ἐστιν ἐπισκοπε ῖ ν ε ἴ θισ τ αι ἐπὶ ἁπλ ῶ ν τ ῶ ν ε ἰ δ ῶ ν φιλοσοφ ο ῦ σα, ἅτε τ ῇ φ ύσει τ ῶ ν ὄντω ν συμπροϊο ῦ σα, καθ' ἣν γνω ριμ ώ τ ε ρ α κα ὶ φανερ ώ τ ε ρ α τ ὰ ἁπλο ύστ ε ρ α τ ῶν συνθ έ τ ω ν κα ὶ τ ὰ ε ἰ λικριν ῆ τ ῶ ν συγκε χυ μ έ ν ω ν . 31 Φυσικά, Β7 198a 35-b 4: διτ τ α ὶ δ ὲ α ἱ ἀ ρχα ὶ α ἱ κινο ῦ σαι φυσικ ῶ ς, ὧν ἡ ἑ τ έ ρα ο ὐ φυσικ ή· ο ὐ γ ὰ ρ ἔχει κιν ή σεω ς ἀρχ ὴ ν ἐν α ὑ τ ῇ . τοιο ῦ τ ο ν δ' ἐστ ὶ ν ε ἴ τι κινε ῖ μ ὴ κινο ύμενο ν, ὥσπερ τ ό
16
φυσική αρχή, η ίδια η φύση εννοημένη είτε ως ὕλη είτε ως εἶδο ς του όντος. Τα φύσει όντα έχουν εσωτερική (στο εἶναι -τους, στον τρόπο ύπαρξής τους) τη δυνατότητα κίνησης και στάσης και σ' αυτό ακριβώς διαφέρουν από όσα είναι προϊόντα διεργασιών που δεν έχουν ως αφετηρία τη φυσική αρχή32. Τα φυσικά όντα συνυπάρχουν εξ ορισμού με την κίνησιν , και η φύση λειτουργεί γι' αυτά ως ἀρχὴ κινήσε ω ς καὶ μετα β ο λ ῆ ς 33. Η φύση, επίσης, λειτουργεί και ως τέλ ο ς αυτών των όντων· το τέλ ο ς , ως η βέλτιστη κατάληξη της κάθε φυσικής διεργασίας, είναι η μορφή των όντων. Η δεύτερη αρχή που κινεῖ φυσικῶ ς δεν είναι μια φυσική αρχή· και αυτό το φαινομενικά παράδοξο σημαίνει πως η δεύτερη αρχή -σε αντίθεση με τα φύσει όντα που εμπεριέχουν τη δυνατότητα να κινηθούν- δεν προσφέρει σε ένα έξωθεν αυτής κινοῦν την εσωτερική της δυνατότητα να κινηθεί από αυτό. Η μη φυσική αρχή της κίνησης, όσο μπορούμε να την κατανοήσουμε, κινεί χωρίς η ίδια να κινείται -οι σχετικές διατυπώσεις του φιλοσόφου είναι προσεγμένα επιφυλακτικές και καταδεικνύουν τη βαθιά πεποίθησή του ότι οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση αφίσταται ουσιωδώς της πραγματικότητας. 3. Ορισμός της κινήσε ω ς. Ἐντελέ χ ε ι α, εἶδο ς, ὕλη. Κάθε κίνησι ς προϋποθέτει ένα κινητικὸ ν και ένα κινητ ό ν . Αυτά είναι συνδεμένα και αξεχώριστα όπως γενικότερα οτιδήποτε συνδέεται κατά τη σχέση ποιητικό ν- παθητι κόν . Η λογική διαίρεση κινητικοῦ/ποιητικοῦ - κινητ οῦ/παθητικοῦ αξιοποιείται και στο γενικό ορισμό της κίνησης, και σε κάθε μία από τις τέσσερις μορφές της. Καθώς ἅπαν ἔσται ἅμα ποιητικὸ ν καὶ παθητικό ν, το κινητικό ν (όπως και το κινητ ό ν ), θα είναι ταυτόχρονα κινοῦν και κινού μεν ο ν 34, όσον αφορά τη φυσική κίνηση. Καθώς δεν υπάρχει κίνηση ανεξάρτητη από τα πράγματα, διακρίνονται είδη κινή σε ω ς μεταβολής με κριτήριο κάποιες από τις γνωστές κατηγορίες 35, δηλαδή κίνησι ς -μεταβολή κατ' οὐσία ν ἢ κατὰ ποσὸν ἢ κατὰ ποιὸν ἢ κατὰ τόπον. Ο Αριστοτέλης δίνει στο Γ1 των Φυσικῶν ένα πρώτο ορισμό της κινήσε ω ς : ἡ τοῦ δυνάμ ε ι ὄντο ς ἐντ ε λ έ χ ε ι α, ᾗ τοιοῦτ ο ν, κίνησί ς ἐστι ν, οἷον τοῦ μὲν ἀλλοι ω τ ο ῦ, ᾗ ἀλλοι ω τ ό ν, ἀλλοί ω σ ι ς, τοῦ δὲ αὐξητ οῦ καὶ τοῦ ἀντικειμ έ ν ο υ φθιτοῦ (οὐδὲν γὰρ ὄνομ α κοινὸ ν ἐπ' ἀμφοῖν) αὔξησι ς καὶ φθίσις, τοῦ δὲ γενητ ο ῦ καὶ φθαρ τ ο ῦ γένε σι ς καὶ φθορά, τοῦ δὲ φορη τ ο ῦ φορά. Στο ίδιο κεφάλαιο ο ορισμός αυτός συμπληρώνεται και γίνεται ακριβέστερος: τε παν τ ε λ ῶ ς ἀκί νητ ο ν κα ὶ [τ ὸ ] π ά ν τ ω ν πρ ῶ τον κα ὶ τ ὸ τ ί ἐστιν κα ὶ ἡ μορφ ή· τ έλο ς γ ὰ ρ κα ὶ ο ὗ ἕνεκα. 32 Φυσι κά, Β1 192b 8-15: Τῶν ὄντω ν τ ὰ μ έ ν ἐστι φ ύσει, τ ὰ δ ὲ δι’ ἄλλας α ἰ τ ί ας, φ ύσει μ ὲν τ ά τε ζ ῷ α κα ὶ τ ὰ μ έ ρη α ὐ τ ῶ ν κα ὶ τ ὰ φυτ ὰ κα ὶ τ ὰ ἁπλ ᾶ τ ῶ ν σωμ ά τ ω ν , ο ἷον γ ῆ κα ὶ π ῦρ κα ὶ ἀὴ ρ κα ὶ ὕ δωρ (τα ῦ τ α γ ὰ ρ ε ἶ ναι κα ὶ τ ὰ τοια ῦ τ α φ ύσει φαμ έ ν), π ά ν τ α δ ὲ τα ῦ τ α φα ίνε τ α ι διαφ έ ρο ν τ α πρ ὸ ς τ ὰ μ ὴ φ ύσει συνεσ τ ῶ τ α . το ύ τ ω ν μ ὲν γ ὰ ρ ἕκαστ ο ν ἐν ἑαυτ ῷ ἀρχ ὴν ἔχει κιν ή σεω ς κα ὶ στ ά σε ω ς , τ ὰ μ ὲ ν κατ ὰ τ ό πον, τ ὰ δ ὲ κατ’ α ὔξησιν κα ὶ φθ ίσιν, τ ὰ δ ὲ κατ’ ἀ λλο ί ωσιν . Επίσης, Περὶ Οὐρανοῦ , 268b 14-16. Ο κύριος ορισμός της φύσεω ς δίνεται από τον Αριστοτέλη στα Μετὰ τὰ Φυσικά , Δ4 1015a 14-15: ο ὐ σία ἡ τ ῶ ν ἐχόν τ ω ν ἀρχ ὴ ν κινήσε ω ς ἐν αὑ το ῖ ς ἧ α ὐ τά . Βλ. και Wolfga n g WIELAND, Die aristotelische Physik. Untersuchungen über die Grundlegung der Naturwissenschaft und die sprachliche Bedingungen der Prinzipienforschung bei Aristoteles , Götingen 1962, σελ. 237. 33 Φυσικά, Γ1 200b 12-13. Στο Γ΄ βιβλίο δεν έχουν ακόμα διακριθεί οι όροι κίνησι ς καί μετα β ο λ ή . 34 Φυσικά, Γ1 201a 23-25. 35 Κατηγο ρ ία ι, 1b 25 - 2a 4: Τῶ ν κατ ὰ μηδεμ ί αν συμπλοκ ὴ ν λεγομ έ ν ω ν ἕκαστο ν ἤτοι οὐ σ ί αν σημα ί νει ἢ ποσ ὸ ν ἢ ποι ὸ ν ἢ πρ ό ς τι ἢ πο ὺ ἢ ποτ ὲ ἢ κε ῖσθαι ἢ ἔχειν ἢ ποιε ῖν ἢ π ά σχειν. ἔστι δ ὲ ο ὐσ ί α μ ὲ ν ὡς τ ύ π ῳ ε ἰ πε ῖ ν ο ἷον ἄνθρω πο ς , ἵππος· ποσ ὸν δ ὲ ο ἷον δ ίπηχυ, τρ ί πηχυ· ποι ὸ ν δ ὲ ο ἷ ον λευκ ό ν, γραμμ α τ ι κ ό ν· πρ ό ς τι δ ὲ ο ἷον διπλ ά σιο ν, ἥμισυ, με ῖζον· πο ὺ δ ὲ ο ἷ ον ἐν Λυκε ίῳ , ἐν ἀγορ ᾷ · ποτ ὲ δ ὲ ο ἷον χθ έ ς, π έρυσιν· κε ῖσθαι δ ὲ ο ἷον ἀν άκει τ α ι, κ ά θη τ α ι· ἔχειν δ ὲ ο ἷ ον ὑποδ έ δε τ α ι, ὥπλιστ αι· ποιε ῖ ν δ ὲ ο ἷον τ έ μνειν, κα ίειν· π άσχειν δ ὲ οἷ ον τ έ μνεσ θ αι, κα ί εσθαι.
17
ἡ δὲ τοῦ δυνάμ ε ι ὄντ ο ς <ἐντε λ έ χ ε ι α>, ὅταν ἐντ ε λ ε χ ε ί ᾳ ὂν ἐνε ρ γ ῇ οὐχ ᾗ αὐτὸ ἀλλ' ᾗ κινητ ό ν, κίνησί ς ἐστιν 36. Από τον ορισμό γίνεται φανερό ότι ο όρος κίνησι ς έχει εύρος μεγαλύτερο από τη σημερινή σημασία του· εκτός από την τοπική κίνηση (φοράν ) συμπεριλαμβάνει και την ποιοτική μεταβολή (ἀλλ οί ω σ ι ν ), την ποσοτική μεταβολή (αὔξησι ν- φθίσιν ) και την ουσιαστική μεταβολή ή μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και αντίστροφα (γέ νεσιν- φθορά ν ). Σύμφωνα με τον ορισμό της κινήσε ω ς , η ἀλλ οί ω σ ι ς ενός όντος -εφόσον αυτό έχει τη δυνατότητα να μεταβληθεί ποιοτικά- είναι το πέρασμά του (και για όσο χρόνο αυτό διαρκεί) από τη μία ποιότητα στην άλλη· η αὔξησι ς και η φθίσις ενός όντος -εφόσον έχει αυτό την αντίστοιχη δυνατότητα- είναι το πέρασμά του (και για όσο χρόνο αυτό διαρκεί) από το ένα μέγεθος στο άλλο· η γένε σι ς και η φθορὰ ενός όντος -εφόσον αυτό έχει τη δυνατότητα της ύπαρξης ή ανυπαρξίας- είναι το πέρασμά του (εδώ μάλλον δεν υπεισέρχεται η έννοια του χρόνου) από τη μία στην άλλη. Ο ορισμός προσπαθεί να αποδώσει -ο ίδιος ο Αριστοτέλης τονίζει πόσο δύσκολο είναι να ενταχθεί στη θεωρητική γνώση μέσω αυτού του ορισμού η ενιαία πραγματικότητα της κινήσε ω ς - το κοινό στοιχείο των τεσσάρων μορφών κινήσε ω ς · καταρχήν αξιοποιείται η διαίρεση των όντων κατά τον τρόπο ύπαρξής τους: - δυνάμ ε ι ὄν : το ον που υπάρχει με τον τρόπο της δυνατότητας, ως η ὕλη συγκεκριμένου κάθε φορά εἴδους . - ἐντ ε λ ε χ ε ί ᾳ (ἐνε ργ ε ί ᾳ) ὄν : το ον που, ύστερα από την κίνηση-επενέργεια άλλου όντος, υπάρχει πλέον πραγματωμένο, με έναν συγκεκριμένο και ολοκληρωμένο τρόπο: το ον ως εἶδο ς- μορφή, το ον ως φαινό μ ε ν ο ν 37, αφενός όπως προσφέρεται στη σχέση του με τα υπόλοιπα όντα, αφετέρου ως το αντικείμενο που προσάγεται στη σχέση με το ανθρώπινο υποκείμενο. Κίνησις είναι η διαδικασία πραγμάτωσης (ἐντ ε λ έ χ ε ι α ) του ως-δυνατότηταυπαρκτού-όντος (δυνάμ ε ι ὄντο ς ), η πραγμάτωση όμως που αφορά εκείνη τη διάσταση του όντος στην οποία εκδηλώνεται - και όταν εκδηλώνεται- η ενέργεια του όντος αυτού. Η ἐντ ε λ έ χ ε ι α προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα στο δυνάμ ε ι ὂν και στο ἐνε ργ ε ί ᾳ 36
Φυσικά, Γ1 201a 10-15 και 27-29. Μετὰ τὰ Φυσι κά, Ζ1 1028a 10-27: Τὸ ὂν λ έ γε τ α ι πολλαχ ῶ ς, καθ ά πε ρ διειλ ό μεθα πρ ό τ ε ρ ο ν ἐ ν το ῖ ς περ ὶ το ῦ ποσαχ ῶ ς· σημα ί νει γ ὰ ρ τ ὸ μ ὲν τ ί ἐστι κα ὶ τ ό δε τι, τ ὸ δ ὲ ποι ὸν ἢ ποσ ὸν ἢ τ ῶ ν ἄλλων ἕκαστο ν τ ῶ ν ο ὕ τω κατη γ ο ρ ο υ μ έ ν ω ν. τοσαυ τ α χ ῶ ς δ ὲ λεγομ έ νου το ῦ ὄντο ς φανερ ὸ ν ὅ τι το ύ τ ω ν πρ ῶ τον ὂν τ ὸ τ ί ἐστιν, ὅπερ σημα ί νει τ ὴ ν ο ὐσ ίαν ὅταν μ ὲν γ ὰ ρ ε ἴ πωμε ν πο ῖό ν τι τ ό δε, ἢ ἀγαθ ὸ ν λ έ γομ ε ν ἢ κακ ό ν, ἀλλ’ ο ὐ τρ ί πηχυ ἢ ἄνθρω πο ν· ὅταν δ ὲ τ ί ἐστιν, ο ὐ λευκ ὸ ν ο ὐ δ ὲ θερμ ὸ ν ο ὐ δ ὲ τρ ί πηχυ, ἀλλ ὰ ἄνθρω πο ν ἢ θε ό ν, τ ὰ δ’ ἄλλα λ έ γε τ αι ὄ ντα τ ῷ το ῦ ο ὕ τω ς ὄντο ς τ ὰ μ ὲ ν ποσ ό τη τ ε ς ε ἶναι, τ ὰ δ ὲ ποι ό τη τ ε ς , τ ὰ δ ὲ π άθη, τ ὰ δ ὲ ἄλλο τι. δι ὸ κ ἂ ν ἀπορ ή σει έ τις π ό τερ ο ν τ ὸ βαδ ί ζειν κα ὶ τ ὸ ὑγια ίνειν κα ὶ τ ὸ καθ ῆ σθαι ἕκαστ ο ν α ὐ τ ῶ ν ὂν σημα ί νει, ὁμο ί ως δ ὲ κα ὶ ἐπ ὶ τ ῶ ν ἄλλων ὁτουο ῦ ν τ ῶ ν τοιο ύ τ ω ν· ο ὐ δ ὲ ν γ ὰ ρ α ὐ τ ῶ ν ἐστ ὶ ν ο ὔ τε καθ’ α ὑ τ ὸ πεφυκ ὸ ς ο ὔ τε χωρ ί ζεσθ αι δυνα τ ὸ ν τ ῆς οὐ σ ί ας, ἀλλ ὰ μ ᾶ λλον, ε ἴ περ, τ ὸ βαδ ί ζον τ ῶ ν ὄντω ν κα ὶ τ ὸ καθ ήμενο ν κα ὶ τ ὸ ὑγια ῖνον. τα ῦ τ α δ ὲ μ ᾶ λλον φα ί νε τ αι ὄντα, δι ό τι ἔστι τι τ ὸ ὑποκε ί μεν ο ν α ὐ το ῖ ς ὡρισμ ένον το ῦ το δ’ ἐστ ὶ ν ἡ ο ὐ σ ί α κα ὶ τ ὸ καθ’ ἕκαστ ο ν. Για την αρχαιοελληνική σύνδεση του εἶναι και του φαίνε σ θ α ι βλ. Martin HEIDEGGER , Εἰσαγωγ ὴ στὴ Μεταφυσικ ή (Einführung in die Metaphysik) μετ. Χρ. Μαλεβίτση, Αθήνα 1973, σελ. 135-136: «Το φαίνεσθαι δεν είναι κάτι επόμενο που ενίοτε συμβαίνει στο Είναι. Το Είναι ουσιώνεται ως επιφαίνεσθαι. Το Είναι ουσιώνεται ως φύσις. (Οι ρίζες φύ - και φα- σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Φύειν, η πρόβαση που στηρίζεται στον εαυτό της, είναι φαίνε σ θ α ι, φωτίζειν, αυτο-δεικνύειν, επιφαίνεσθαι)… . Το Είναι, δηλαδή το επιφαίνεσθαι, εξέρχεται από την κάλυψη. Καθώς το ον ως τοιούτο ε ί ν α ι , τίθεται και ίσταται στην εκκάλυψη, στην ἀλήθ ει α... Εξ αιτίας της ιδιότυπης και ουσιαστικής συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στη φύση και στην ἀλήθ εια μπορούν οι Έλληνες να πουν: Το ον είναι αληθές, επειδή είναι ον. Το αληθές είναι ον, επειδή είναι αληθές… . Η αλήθεια ανήκει στην ουσία του Είναι. Το να είναι ον σημαίνει: να έρχεται στην προ-φάνεια, να προβαίνει [ανα]φαινόμενο, να αυτο-τίθεται, κάτι να παρ-άγεται. Αντίθετα, το να μη-είναι σημαίνει: να αποχωρεί από την εμφάνεια, από την παρουσία». 37
18
ὄν 38. Δυνάμει ὂν είναι η ὕλη πριν από οποιαδήποτε μορφοποίηση. Αλλά δεν πρέπει να κατανοήσουμε τον όρο ὕλη με τη σημασία που έχει στη νευτώνεια φυσική και οπωσδήποτε όχι ως αυτοτελή οντότητα. Η αριστοτελική ύλη ονομάζεται με ένα σχετικό τρόπο ύλη· είναι ύλη όσον αφορά ένα συγκεκριμένο κάθε φορά πραγματωμένο ον, ενώ και γι' αυτήν την ίδια, εννοημένη ως πλήρες είδος, υπάρχει μια άλλη ύλη, και ούτω καθεξής -για τον Αριστο τέλη, βέβαια, δεν υπάρχει γένεση εκ του μηδενός αλλά διαδοχικές μεταβάσεις σε άλλα εἴδη . Σε μια αδιάκοπη και εγγενώς απροσδιόριστη αλληλουχία κινήσεων, αυτό που εμφανίζεται ως εἶδο ς , δηλαδή πραγματωμένο ον, λειτουργεί ως ὕλη ενός άλλου κάθε φορά συγκεκριμένου εἴδου ς . Αυτό σημαίνει πως εξ ορισμού απορρίπτεται μία στατική ή δεδομένη εκδοχή του όντος και πως αυτό που κάθε φορά προκρίνει τη μία ή την άλλη πιθανότητα τρόπου ύπαρξης του όντος (δυνάμ ε ι ή ἐνε ρ γ ε ί ᾳ ) είναι η ανθρώπινη συνείδηση. Ο αριστοτελικός προβληματισμός για το υπαρκτό εκκινεί από το τριπλό περί του όντος ερώτημα: εἰ ἔστι ἢ μή, πῶς ἔστι και πῶς οὐκ ἔστι, τί ἐστι 39. Το πρώτο σκέλος απορεί για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία, το δεύτερο σκέλος για τον τρόπο ύπαρξης ή ανυπαρξίας και το τρίτο για την ουσία-φύση του κάθε όντος. Η ουσία του ἐνε ρ γ ε ί ᾳ ὄντο ς, του πραγματωμένου όντος, ταυτίζεται με το εἶδο ς , τον τρόπο με τον οποίο το κάθε ον υπάρχει έναντι των άλλων όντων 40. Το εἶδο ς, η ολοκληρωμένη μορφή την οποία και συνήθως μπορούμε να δούμε (η λέξη εἶδο ς ετυμολογείται από το ὁρ ῶ ), είναι το σημείο κορύφωσης της φυσικής εξέλιξης ενός συγκεκριμένου όντος, η άφιξή του στο ίδιο το εἶναι . Δεν είναι το ίδιο το εἶναι αυτό που αποκαλούμε και γνωρίζουμε ως ουσία του όντος· ουσία του όντος είναι για μας μόνο ο τρόπ ο ς με τον οποίο αυτό εἶναι · και αυτός ο τρόπος ύπαρξης του όντος είναι το γεγονός της φανέρωσής του έναντι των άλλων όντων. Το εμφαινόμενον εἶδο ς , συνεπώς, συνιστά την εντελή πραγματικότητα του όντος, το ἐντ ε λ ῶ ς ἔχειν του υπαρκτού. «Από την αριστοτελική σκέψη απουσιάζει καταρχήν η αντίληψη ενός έξωθεν προκαθορισμού της ύπαρξης... . Το είδος δεν προ-καθορίζει ως οντολογική αρχή το υπαρκτικό γεγονός, διότι δεν βρίσκεται έξω από αυτό, όπως οι πλατωνικές Ιδέες· απλώς το καθορίζει, το κάνει να εμπεριέχει ως αφετηριακή του δυνατότητα την ταυτότητά του, να αντλεί από αυτήν την αρχή-αιτία και το τέλος-σκοπό της πραγματοποίησής του» 41. Έτσι, η ἐντ ε λ έ χ ε ι α είναι η μετάβαση από το ως-δυνατότητα-υπαρκτό-ον στο ως-πραγματικότηταυπαρκτό-ον, στο εἶδο ς ως τί ἦν εἶναι, ως ορισμό και ταυτόχρονα τέλ ο ς του όντος. Η εντελέχεια είναι η υπαρκτική αρχή που ολοκληρώνει την εκάστοτε οντότητα, αυτήν που ο Αριστοτέλης ονομάζει τόδ ε τι . Ακριβώς αυτή η μετάβαση, η συστατική των όντων, είναι η κίνησι ς . Στο θεμελιακό φιλοσοφικό ερώτημα "τι είναι αυτό που κάνει τα όντα να εἶναι ;" ο Σταγειρίτης θα απαντούσε πως είναι το εἶδο ς στην ενεργητική φανέρωσή του42, στην κίνησιν- μετάβαση από το ον ως δυνατότητα στο πραγματωμένο ον. 38
Μετὰ τὰ Φυσικά , Λ2 1069b 15-20: ἐπε ὶ δ ὲ διτ τ ὸ ν τ ὸ ὄν, μετ α β ά λ λ ει π ᾶν ἐκ το ῦ δυν ά μ ει ὄ ντο ς ε ἰ ς τ ὸ ἐ νεργ ε ίᾳ ὄν (ο ἷ ον ἐκ λευκο ῦ δυν ά μ ει ε ἰ ς τ ὸ ἐνεργ ε ίᾳ λευκ ό ν, ὁμο ίω ς δ ὲ κα ὶ ἐπ' αὐ ξ ή σεω ς κα ὶ φθ ί σεω ς ), ὥστε ο ὐ μ όνον κατ ὰ συμβεβ ηκ ὸ ς ἐνδ έ χε τ α ι γ ίγνεσθαι ἐκ μ ὴ ὄ ντο ς , ἀλλ ὰ κα ὶ ἐξ ὄντο ς γ ί γνε τ α ι π ά ν τ α, δυν ά μ ει μ έντοι ὄντο ς , ἐκ μ ὴ ὄντο ς δ ὲ ἐ νεργ ε ίᾳ . 39 Ἀναλυτικὰ Ὕστε ρ α, 94a 11-19: Ἔστιν ἄ ρα ὁ ρισμ ὸ ς ε ἷ ς μ ὲ ν λ ό γος το ῦ τ ί ἐστιν ἀ ναπ ό δεικ τ ο ς , ε ἷ ς δ ὲ συλλογισμ ὸ ς το ῦ τ ί ἐστι, πτ ώσει διαφ έ ρ ω ν τ ῆ ς ἀποδε ίξεω ς , τρ ί τ ο ς δ ὲ τ ῆ ς το ῦ τ ί ἐστιν ἀποδε ί ξεω ς συμπ έ ρασμ α. φανερ ὸ ν ο ὖν ἐκ τ ῶ ν ε ἰρημ έ ν ω ν κα ὶ π ῶς ἔστι το ῦ τ ί ἐστιν ἀπό δειξις κα ὶ π ῶ ς ο ὐκ ἔστι, κα ὶ τ ί νω ν ἔστι κα ὶ τ ί νω ν ο ὐκ ἔστιν, ἔτι δ’ ὁ ρισμ ὸ ς ποσαχ ῶ ς τε λ έ γε τ αι κα ὶ π ῶ ς τ ὸ τ ί ἐστι δε ί κνυσι κα ὶ π ῶς ο ὔ, κα ὶ τ ίνω ν ἔστι κα ὶ τ ί νω ν ο ὔ, ἔ τι δ ὲ πρ ὸ ς ἀπ ό δειξιν π ῶ ς ἔχει, κα ὶ π ῶ ς ἐνδ έ χε τ α ι το ῦ α ὐ το ῦ ε ἶναι κα ὶ π ῶς ο ὐκ ἐ νδ έ χε τ α ι. Βλ. ακόμα Φυσι κά, Γ4 202b 30-36, Δ10 217b 31-32. Τους λειτουργικούς μετασχηματισμούς του τριπλού ερωτηματικού σχήματος στα Φυσικὰ αναλύει ο Λ. ΣΙΑΣΟΣ, Ἡ διαλ εκ τ ικ ὴ ..... 40 Μετὰ τὰ Φυσικά , 1043b 1-2: τ ὸ γ ὰ ρ τ ί ἦν ε ἶ ναι τ ῷ ε ἴ δει κα ὶ τ ῇ ἐνεργ ε ίᾳ ὑπ ά ρχ ει . 41 Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Σχεδία σ μ α Εἰσαγω γῆ ς στὴ Φιλοσ ο φί α, Τεύχος Β' , Αθήνα 1981, σελ. 92-93. 42 Μετὰ τὰ Φυσικά , 1050b 2-3: ὥστε φανερ ὸ ν ὅ τι ἡ ο ὐσ ί α κα ὶ τ ὸ ε ἶ δος ἐν έργει ά ἐστιν.
19
Ο Αριστοτέλης βλέπει το πραγματικό ως ένα συνεχές πέρασμα-κίνηση από την ύλη στη μορφή (εἶδο ς ). Οπωσδήποτε, ύλη και είδος είναι οι δύο τροπικές εκφάνσεις μίας και της αυτής πραγματικότητας, που είναι από την αρχή ως το τέλος ταυτόσημη, και οι οποίες μόνο με τη λογική αφαίρεση είναι δυνατό να διαχωριστούν. Το εἶδο ς ενεργοποιεί την ύλη, της δίνει ύπαρξη, την κάνει να είναι κάτι43. Η ύλη καθεαυτήν, δηλαδή άμορφη (αυτό που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι η ύλη αλλά υλικά σώματα), είναι δύναμι ς , ενδέχεται να εἶναι και να μην εἶναι 44. Θα έλθει στο εἶναι μορφοποιημένη, ως συγκεκριμένο δηλαδή εἶδο ς , μόνο αν κινηθεί. Χάρη στην κίνηση η ύλη ενέχει την αρχή-αιτία και το τέλος-σκοπό της ύπαρξής της. Το αίτιο-κίνητρο που μορφοποιεί την ύλη μπορεί να είναι: νοητ ὸ ν καὶ ὀρεκτ ὸ ν 45: α) νοητ ὸ ν ή ποιητικό ν : ένα άλλο ον που, έχοντας ἐν νῷ το είδος-μορφή, κινεί την εξ ορισμού παθητική46 ύλη προς τη σκοπούμενη κάθε φορά μορφοποίησή της. β) ὀρεκτ ό ν 47: μία αρχή κίνησης μέσα στην ύλη, η οποία "ορέγεται" τη μορφή και κινείται προς το ἐρώ μ ε ν ο ν κάθε φορά εἶδο ς της. Το δυνάμει ον (ως-δυνατότητα-υπαρκτό-ον) δεν αναφέρεται στην ύλη σαν σε παθητική προϋπόθεση και ανενέργητο παράγοντα που αντιπροσωπεύει απλώς τη δυνατότητα να κινηθεί έξωθεν, για να αποτελέσει πραγματωμένο ον. Αλλά αναφέρεται το δυνάμει ον τόσο στην κινητική δυνατότητα της ύλης όσο και στην αρχή που ενυπάρχει στην ύλη και είναι ικανή να προκαλέσει κίνηση48. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το εἶδο ς προηγείται της ὕλης . Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κινεί την ύλη σε μεταβολή. Συνεπώς, η αιτία της κίνησης δεν ανάγεται στην ίδια την ύλη. Είναι πάγια αριστοτελική αρχή πως η ενέργεια προηγείται οντολογικά της δυνατότητας49. Το ως-δυνατότητα-υπαρκτό-ον πρέπει να κινηθεί από κάποιο πραγματωμένο ον, αλλιώς δεν υπάρχει ούτε κίνηση ούτε ύπαρξη: πᾶν τὸ κινούμ ε ν ο ν ἀνάγκῃ ὑπό 43
Μετὰ τὰ Φυσικά, Θ8 1050a 15-16: ἡ ὕλη ἔστι δυν ά μ ει ὅ τι ἔλθοι ἂν ε ἰ ς τ ὸ ε ἶ δος· ὅ ταν δ έ γε ἐ νεργ ε ίᾳ ᾖ, τ ό τ ε ἐν τ ῷ ε ἴ δει ἐστ ί ν. Επίσης, Ζ10 1035a 1-9: ε ἰ ο ὖ ν ἐστ ὶ τ ὸ μ ὲ ν ὕλη τ ὸ δ ὲ ε ἶ δος τ ὸ δ' ἐκ το ύ τ ω ν, κα ὶ ο ὐσ ί α ἥ τε ὕλη κα ὶ τ ὸ ε ἶδος κα ὶ τ ὸ ἐκ το ύ τ ω ν, ἔστι μ ὲν ὡς κα ὶ ἡ ὕλη μ έ ρος τιν ὸ ς λ έ γε τ α ι, ἔστι δ' ὡς ο ὔ, ἀλλ' ἐξ ὧν ὁ το ῦ ε ἴδου ς λ όγος. ο ἷον τ ῆς μ ὲν κοιλ ό τη τ ο ς ο ὐ κ ἔστι μ έ ρο ς ἡ σ ά ρξ· α ὕ τη γ ὰ ρ ἡ ὕλη ἐφ' ἧς γ ί γνε τ α ι, τ ῆ ς δ ὲ σιμ ό τη τ ο ς μ έ ρος· κα ὶ το ῦ μ ὲ ν συν ό λου ἀνδρι ά ν τ ο ς μ έ ρο ς ὁ χαλκ ὸ ς το ῦ δ' ὡς ε ἴδου ς λεγομ έ νου ἀ νδρι ά ν τ ο ς ο ὔ· λεκ τ έ ο ν γ ὰ ρ τ ὸ ε ἶδος κα ὶ ᾗ ε ἶδος ἔχει ἕκαστ ο ν, τ ὸ δ' ὑλικ ὸν ο ὐδ έπο τ ε καθ' α ὑ τ ὸ λεκ τ έ ο ν. 44 Μετὰ τὰ Φυσικά, 1032a 20-22. 45 Μετὰ τὰ Φυσικά, 1072a 24-26: ἐπε ὶ δ ὲ τ ὸ κινο ύ μενο ν κα ὶ κινο ῦ ν [κα ὶ] μ έσον, το ί νυ ν ἔστι τι ὃ ο ὐ κινο ύ μεν ο ν κινε ῖ , ἀΐδιον κα ὶ ο ὐσ ία κα ὶ ἐν έ ργεια ο ὖσα. κινε ῖ δ ὲ ὧδε τ ὸ ὀρεκ τ ὸ ν κα ὶ τ ὸ νοη τ ό ν. Περὶ ζ ῴων κινή σ ε ω ς , 700b 23 - 701a 1. 46 Περὶ γενέ σ ε ω ς καὶ φθορ ᾶ ς, 324b 18: ἡ δ' ὕλη ᾗ ὕλη παθη τ ικ ό ν. 47 Περὶ ψυχῆ ς, 433a 9-20: Φαί νε τ α ι δ έ γε δ ύ ο τα ῦ τ α κινο ῦ ν τ α , ἢ ὄρεξις ἢ νο ῦ ς, ε ἴ τις τ ὴ ν φαν τ α σ ί αν τιθε ί η ὡ ς ν ό ησ ί ν τινα· πολλο ὶ γ ὰ ρ παρ ὰ τ ὴ ν ἐπιστ ή μην ἀκολουθο ῦ σι τα ῖ ς φαν τ α σ ί αι ς , κα ὶ ἐν το ῖ ς ἄλλοις ζώοι ς ο ὐ ν όησις ο ὐδ ὲ λογισμ ὸ ς ἔστιν, ἀλλ ὰ φαν τ ασ ί α. ἄ μφω ἄ ρα τα ῦ τ α κινη τικ ὰ κατ ὰ τ ό πον, νο ῦ ς κα ὶ ὄρεξις, νο ῦ ς δ ὲ ὁ ἕνεκ ά του λογιζ όμε νο ς κα ὶ ὁ πρακ τ ικ ό ς· διαφ έ ρει δ ὲ το ῦ θεω ρη τ ι κ ο ῦ τ ῷ τ έ λει. κα ὶ ἡ ὄρεξις δ’ ἕνεκ ά του π ᾶσα· οὗ γ ὰ ρ ἡ ὄ ρεξις, α ὕ τη ἀρχ ὴ το ῦ πρακ τι κ ο ῦ νο ῦ, τ ὸ δ’ ἔσχα τ ο ν ἀρχ ὴ τ ῆ ς πρ άξ ε ω ς . ὥστε ε ὐ λ ό γω ς δ ύ ο τα ῦ τ α φα ί νε τ α ι τ ὰ κινο ῦ ν τ α , ὄρεξις κα ὶ δι ά νοια πρακ τ ικ ή· τ ὸ ὀρεκ τ ὸ ν γ ὰ ρ κινε ῖ , κα ὶ δι ὰ το ῦ το ἡ δι ά νοια κινε ῖ , ὅ τι ἀρχ ὴ α ὐ τ ῆ ς ἐστι τ ὸ ὀρεκ τ ό ν . 48 Περὶ γενέ σ ε ω ς καὶ φθορ ᾶ ς, 318a 1-10: Οὔ σης δ' α ἰ τ ί ας μι ᾶ ς μ ὲ ν ὅθεν τ ὴ ν ἀρχ ὴ ν ε ἶνα ί φαμεν τ ῆ ς κιν ή σεω ς , μι ᾶ ς δ ὲ τ ῆ ς ὕλης, τ ὴ ν τοια ύ τ η ν α ἰ τ ί αν λεκτ έ ον. Περ ὶ μ ὲν γ ὰ ρ ἐκε ί νης ε ἴ ρη τ α ι πρ ό τε ρ ο ν ἐν το ῖ ς περ ὶ κιν ήσεω ς λ όγοις, ὅτι ἐστ ὶ τ ὸ μ ὲν ἀκ ίνη τ ο ν τ ὸν ἅ παν τ α χρ ό νον, τ ὸ δ ὲ κινο ύ μενο ν ἀε ί. Το ύ τω ν δ ὲ περ ὶ μ ὲν τ ῆ ς ἀκιν ή του ἀρχ ῆ ς τ ῆ ς ἑ τ έ ρα ς κα ὶ προ τ έ ρ α ς διελε ῖ ν ἐστι φιλοσοφ ί ας ἔργον· περ ὶ δ ὲ το ῦ δι ὰ τ ὸ συνεχ ῶ ς κινε ῖ σθαι τ ἆ λλα κινο ῦ ν τ ο ς ὕστερο ν ἀποδο τ έ ο ν, τ ί τοιο ῦ τ ο ν τ ῶν καθ' ἕκαστ α λεγομ έν ω ν αἴ τι ό ν ἐστιν, ν ῦ ν δ ὲ τ ὴ ν ὡς ἐν ὕλης ε ἴ δει τιθεμ έ ν η ν α ἰ τ ί αν ε ἴπωμ εν, δι' ἣν ἀε ὶ φθορ ὰ κα ὶ γ έ νεσι ς ο ὐ χ ὑπολε ί πει τ ὴ ν φ ύσιν. 49 Μετὰ τὰ Φυσικά , 1049b 4-29.
20
τινο ς κινεῖσθ αι 50. Η δρώσα ενέργεια που μεταβάλλει (= τείνει να μεταβάλει) το ον προς κάτι αλλιώτικο -όχι προς άλλο ον, αλλά είτε προς ένα ποιοτικώς (α. ἀλλοί ω σ ι ς ) ή ποσοτικώς (β. αὔξησι ςφθίσις ) ή τοπικώς (γ. κατὰ τόπον κίνησι ς ) μεταβεβλημένο αλλά ίδιο ον, είτε προς ένα επίσης ίδιο ον που θα έχει περάσει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη κι αντίστροφα (δ. γένε σι ς- φθορά )- η δρώσα ενέργεια, βέβαια, η σχετική με την αντίστοιχη δυνατότητα αυτού του όντος να γίνει αυτό το κάτι αλλιώτικο (α, β, γ ή δ) αυτή είναι η πηγή της κίνησης (κινεῖν ) αυτού του όντος, αυτή είναι η κίνησι ς του όντος. Και η μετάδοση της κίνησης γίνεται θίξει , δι' επαφής. Συνεπώς, το υποκείμενο της δρώσας ενέργειας (κινοῦν ), τη στιγμή ακριβώς της δράσης, υφίσταται την αντίστοιχη αντίδραση, ποιεῖ ἅμα καὶ πάσχει 51. Το υφιστάμενο τη δρώσα ενέργεια (κινούμ ε ν ο ν ), αυτό που είπαμε πιο πάνω "κάτι αλλιώτικο", θα είναι οπωσδήποτε ένα ον -είτε το χ ή το ψ, είτε τέτοιο ή αλλιώτικο, είτε τόσο ή τόσο, είτε εδώ η εκεί· και το ον αυτό θα το "φέρει" το υποκείμενο της δρώσας ενέργειας -την ώρα που είναι δρων- το ον δηλαδή που ασκεί την αντίστοιχη κίνηση. Είναι μεγαλειώδης η προσπάθεια του Αριστοτέλη να ερμηνεύσει την πραγματικότητα του όντος μέσα από τη λογική διείσδυση στην πραγματικότητα της κινήσε ω ς . Και είναι ακριβώς η γενικευτική δύναμη της διείσδυσης αυτής που διασφαλίζει τον αποφατικό χαρακτήρα της παραγόμενης επιστημονικής γνώσης: η επιστημονική γνώση δεν εμφανίζεται ως πραγματικότητα στη θέση της πραγματικότητας, δεν αντλεί την αλήθεια της από την ταύτισή της προς τα ίδια τα πράγματα, αλλά από τη δυνατότητά της να γίνει εύλογαλειτουργικά αποδεκτή από τον κάθε δέκτη της. 4. Τα ἐνυπάρχ ο ν τ α στην κίνησιν -μετα β ο λ ή ν . Συνδεμένη με την έρευνα της κινήσε ω ς είναι η εξέταση του απείρου, του τόπου, του κενού και του χρόνου 52. Ως αφετηρία των αναζητήσεων ενεργοποιείται το τριπλό ερωτηματικό σχήμα για την ύπαρξη (ή μη) κάποιου φυσικού αντικειμένου, του τρόπου της ύπαρξης (ή της μη-ύπαρξής του) και της ουσίας του: εἰ ἔστι, πῶς ἔστι, τί ἐστι. 4.1. Το ἄπειρ ο ν (Φυσικὰ Γ4-8, 202b 30 - 208a 2). Η διερεύνηση του απείρου γίνεται, κατά ρητή διαβεβαίωση του φιλοσόφου, στα όρια και τη δικαιοδοσία της Φυσικής, της μελέτης αισθητών αντικειμένων που υπόκεινται σε μεταβολή. Η όλη διερεύνηση σχετικά με το άπειρο -για μία ακόμη φορά προσεκτικά επιφυλακτική- ανατρέπει βεβαιότητες και οδηγεί σε συμπεράσματα πιθανά από λογική άποψη. Αφετηρία της αναζήτησης του απείρου γίνεται το τριπλό ερώτημα για την ύπαρξη, τον τρόπο της ύπαρξης και την ουσία του. Ο Αριστοτέλης τείνει αρχικά να διαπιστώσει την ύπαρξη του απείρου, με κυριότερο ανάμεσα σε άλλα επιχειρήματα, το ατελεύτητο νοητικών διαδικασιών, όπως η ατέρμονη
50
Φυσικά, Θ 5 256a 13-14. Φυσικά, Γ2 202a 6-7. 52 Ο ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνη μα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. ΙΧ, 3.28-4.5) συνοψίζει πώς το καθένα από αυτά συνδέεται με την κίνηση και τη σχετική έρευνα: ἐπε ὶ δ ὲ τ ὸ κινο ύ μενο ν ὑπὸ χρ ό νου μετ ρ ε ῖ τ α ι κατ ὰ τ ὴ ν κί νησιν κα ὶ σ ῶ μα ὂν ἐν τ ό π ῳ ἐστ ί , δε ῖ κα ὶ περ ὶ χρ ό νου κα ὶ περ ὶ τ ό που διδ ά ξ αι. ἐπειδ ὴ δ ὲ κα ὶ τ ὸ σῶ μα κα ὶ ὁ τ ό πο ς κα ὶ ὁ χρ ό νο ς κα ὶ ἡ κ ίνησις συνεχ ῆ ἐστι, κα ὶ περ ὶ συνεχο ῦ ς ἀ ν ά γκη διαλαβ ε ῖ ν. κα ὶ τα ῦ τ α μ ὲ ν παρακολ ου θ ε ῖ τα ῖ ς φυσικα ῖ ς ἀρχα ῖ ς. ἐμπ ίπτει δ ὲ ζητ ή μα τ α κα ὶ περ ὶ ἀπε ί ρου κα ὶ περ ὶ κενο ῦ , περ ὶ ἀπε ί ρου μ ὲν ὅτι ἀν ά γκη κα ὶ τ ὰ φυσικ ὰ σώ ματ α κα ὶ τ ὴ ν κί νησιν κα ὶ τ ὸ ν τ ό πον κα ὶ τ ὸ ν χρ ό νον συνεχ ῆ ὄντα κα ὶ δι άσ τ α σιν ἔχον τ α ἐπ' ἄπειρον ε ἶ ναι διαιρε τ ὰ κα ὶ ἢ ἄπειρα ε ἶναι ἢ πεπερ ασμ έ ν α ἢ π ῇ μ ὲν τ ὸ ἄπειρον ἔχειν πῇ δ ὲ τ ὸ πεπερ ασμ έ ν ο ν· ἐπε ὶ δ ὲ ὁ τ ό πο ς ἔδοξ έ τισι δι ά σ τ η μ ά τι κεν ὸ ν ε ἶναι σ ώματ ο ς ἐστε ρ η μ έ ν ο ν, ε ἰ κ ό τω ς ὁ περ ὶ κενο ῦ λ ό γος ἐμπ ίπτει τ ῇ περ ὶ το ῦ τ ό που, κα ὶ δι ό τι τιν ὲ ς τ ῶ ν φυσικ ῶ ν κα ὶ ο ὐ χ ο ἱ τυ χ ό ν τ ε ς κα ὶ τ ὸ κεν ὸ ν ἐν ἀρχ ῆ ς ἔθεν τ ο λ όγ ῳ. 51
21
πρόσθεση και η διαίρεση53. Το άπειρο δεν είναι χωριστό από τα αισθητά· δεν είναι ουσία, δεν είναι πραγματωμένο ον, αλλά υπάρχει ως επίθεμα του όντος (κατὰ συμ β ε β η κ ό ς )54 και δεν αποτελεί ούτε οργανικό στοιχείο ούτε αρχή των όντων. Το άπειρο πὼς μὲν ἔστι ν πὼς δ' οὔ 55. Αποκλείεται να υπάρχει άπειρο μέγεθος· υπάρχει όμως ως δυνατότητα: λαμβάνεται κάθε φορά ως άλλο και άλλο, και το λαμβανόμενο είναι πάντοτε πεπερασμένο και διαφορετικό 56. Μη αποκτώντας ποτέ εἶδο ς , παραμένει άγνωστο στην απειρία του. Ως άγνωστο, είναι αδύνατο να περιέχει και να ορίζει οτιδήποτε. Γι’ αυτό και ορίζεται ως εξής: οὐ γὰρ οὗ μηδ ὲ ν ἔξω, ἀλλ' οὗ ἀεί τι ἔξω ἐστί, τοῦτ ο ἄπειρ ό ν ἐστι ν 57· το άπειρο δεν περιέχει αλλά περιέχεται. Το άπειρο συσχετίζεται με τον συνεχή χαρακτήρα της κίνησης· στα συνε χ ῆ, σε όσα δηλαδή επιδέχονται εις άπειρο διαίρεση58, φαίνεται να ενυπάρχει η έννοια του απείρου. Ακόμα, το άπειρο συνδέεται με τον αέναο χαρακτήρα μιας μορφής κινήσεως, της γενέσεως53
Φυσικά, Γ4 203b 15-26. Βλ. και ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνη μ α εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. ΙΧ, 467 5-14: Πέ μπτ ο ν δ ὲ ὃ «μ ά λισ τ α κα ὶ κυρι ώ τα τ ό ν » φησιν Ἀριστ ο τ έ λ η ς , κα ὶ «κοιν ὴ ν ἀπορ ίαν» ποιο ῦ ν «π ᾶ σιν», ἡ τ ῆ ς νο ή σεω ς ἤ τοι φαν τ α σ ί α ς τ ῆ ς ἡμετ έ ρ α ς δ ύναμις ἀε ί τι κα ὶ προσ τι θ έ ν αι κα ὶ ἀφαιρε ῖ ν ἰσχ ύ ουσα κα ὶ μηδ έ πο τ ε ἡττ ω μ έ ν η κα ὶ ὑπολε ίπουσα. δι ὰ γ ὰ ρ το ῦ το κα ὶ ὁ ἀ ριθμ ὸ ς ἐπ’ ἄπειρον α ὔξεσθαι δοκε ῖ , ὅτι παν τ ὶ τ ῷ προ τιθ ε μ έ ν ῳ ἀριθμ ῷ δυν ά μ ε θ α προσθε ῖ ναι μον ά δ α ἢ ἀριθμ ό ν, κα ὶ τ ὰ μαθημ α τ ι κ ὰ μεγ έ θη ἐπ’ ἄπειρον διαιρε ῖ σθαι κα ὶ α ὔξεσθαι, ὅτι π ᾶν τ ὸ λαμβαν ό μ ε ν ο ν δυνα τ ὸ ν τεμ ε ῖ ν κα ὶ τ ὸ τμ ῆμα προσθε ῖ ναι τ ῇ ἐπινο ίᾳ , ο ὐ γ ὰ ρ δ ὴ τ ῇ α ἰσθ ήσει. ἐπειδ ὴ δ ὲ ἡ ἐπ ίνοια κατ ὰ τ ὰ πρ ά γμ α τ α δοκε ῖ γ ί νεσθαι, ο ἰό μεθα τ ὰ πρ ά γμ α τ α ο ὕ τω ς ἔχειν ὡς φαν τ α ζ ό μ ε θ α. 54 Φυσικά, Γ5 204a 28-30: ἀ λλ’ ἀδ ύ νατ ο ν τ ὸ ἐ ντελε χ ε ίᾳ ὂν ἄπειρον· ποσ ὸ ν γ ά ρ τι ε ἶναι ἀ ναγκα ῖ ον. κατ ὰ συμβεβ ηκ ὸ ς ἄρα ὑπ ά ρχ ει τ ὸ ἄπειρον. ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνη μα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. ΙΧ, 475 3-19: Δε ί ξας ὅ τι ο ὐ κ ἔστιν ο ὐσ ί α τ ὸ ἄπειρον ο ὔ τε ὡς ἀδια ί ρε τ ο ς οὔ τε ὡ ς διαιρε τ ὴ ἐφεξ ῆ ς ὅ τι ο ὐ δ ὲ συμβεβ ηκ ό ς ἐστι δε ί κνυσι τ ῇ α ὐ τ ῇ δε ίξει χρ ώμενο ς , ᾗ ἐ χρ ή σα τ ο κα ὶ ο ὐ σ ί αν κατ ὰ συμβεβ ηκ ὸ ς ὡς ἀρχ ὴ ν τ ὸ ἄπειρον ὑποθ έ μεν ο ς . π άλιν γ ὰ ρ λ έ γει, ὅ τι ε ἰ συμβεβ ηκ ό ς, ο ὐ κ ἐνδ έ χε τ α ι α ὐ τ ὸ λ έ γειν ἀρχ ὴ ν κα ὶ στοιχε ῖ ον, ἀλλ’ ἐκε ῖνο, ᾧ συμβ έ βηκε ν, ε ἴ τε ἀήρ ἐστιν, ὡς Διογ έ νη ς ἔλεγεν, ε ἴ τε τ ὸ ἄρτιον ὡς ο ἱ Πυθαγ ό ρειοι. ο ὐ τ ὸ ἄπειρον ο ὖ ν ἀ ρχ ή , ἀλλ ὰ τ ὸ ᾧ ὑπ ά ρχει τ ὸ ἄπειρον. ε ἴ τε ο ὖν κατ ὰ συμβεβ ηκ ὸ ς ὑπ άρχ ει τ ῷ ἀπε ί ρ ῳ ἡ ο ὐ σ ί α, ε ἴ τε τ ὸ ἄπειρον τ ῇ ο ὐσ ίᾳ συμβ έ βηκ ε, κατ’ ἄμφω ἑτ έ ρω ν ὄντω ν αὐ τ ῶ ν ἡ ο ὐ σ ί α ἐστ ὶ ν ἀ ρχ ὴ κα ὶ ο ὐ χ ὶ τ ὸ ἄπειρον. ἀ τ ό πω ς ο ὖ ν λ έγουσιν ο ἱ ἀρχ ὴ ν λ έγον τ ε ς τ ὸ ἄ πειρον ὥσπερ ο ἱ Πυθαγ ό ρειοι. ο ὔ τε γ ὰ ρ συμβεβ ηκ ὸ ς ὂν δ ύνα τ αι ἀρχ ὴ ε ἶναι, ὡς δ έ δεικ τ αι ν ῦ ν, κ ἂ ν ο ὐσ ί αν ὑποθ ῶ ντ αι ο ἱ Πυθαγ ό ρειοι, ἀναγκ ά ζ ο ν τ α ι μερισ τ ὴ ν α ὐτ ὴν ὑποτ ί θεσθαι τ ὸ ἄ ρτιον ε ἶ ναι λ έ γον τ ε ς τ ὸ ἄπειρον. δ έδεικ τ α ι δ ὲ ὅτι ἀδ ύνα τ ο ν κα ὶ ἀρχ ὴν ε ἶ ναι κα ὶ μερισ τ ὴ ν ο ὐσ ί αν τ ὸ ἄπειρον, δι ό τι ἀν ά γκη ε ἰς ἄπειρα διαιρε ῖ σθαι. ὅλως δ ὲ ο ὐδ ὲ οὐ σ ί α τ ὸ ἄπειρον, ε ἴ περ ἄρτιον· τ ὸ γ ὰ ρ ἄρτιον ἀριθμ ό ς· ὁ δ ὲ ἀριθμ ὸ ς ποσ ὸν κα ὶ ο ὐκ οὐ σ ί α. ἀλλ’ ο ὐ δ ὲ ε ἰ ς ὅμοια διαιρε ῖ τ αι, ὅπερ τ ῇ ἀρχ ῇ προσ ή κει· ο ὐ γ ὰ ρ ἄρτια π άν τ ω ς τ ὰ το ῦ ἀ ρτ ί ου μ έ ρη. 55 Φυσικά, Γ6 206a 13-14. Σημαντικές διευκρινίσεις προσφέρει ο Kurt von FRITZ, Das ἄπειρ ο ν bei Aristoteles, στο I. DUERING (ed.), Naturphilosophie bei Aristoteles und Theophrast. Verhandlungen des 4. Symposium Aristotelicum veranstaltet in Götemborg 1966, σελ. 6584. 56 Φυσικά , Γ6 206a 27-29: ὅλως μ ὲ ν γ ὰ ρ ο ὕ τω ς ἔστιν τὸ ἄπειρον , τῷ ἀ εὶ ἄ λλο καὶ ἄλλο λαμβ ά ν ε σ θ αι , καὶ τὸ λαμβαν ό μ ε ν ο ν μ ὲ ν ἀ εὶ ε ἶ ναι πεπερασ μ έ νο ν , ἀλλ ’ ἀ ε ί γε ἕ τερο ν καὶ ἕ τερο ν . 57 Φυσικά, Γ6 207a 1-2. 58 Φυσικά, Α2 185b 10-11. Ο συνεχής χαρακτήρας της κινήσεως συνάγεται από τη συνέχεια του μεγέθους ἔ κ τινο ς (κινε ῖ τ αι) ε ἴ ς τι. Βλ. Ἰ ωάννη ς ΦΙΛΟΠΟΝΟΣ , Ὑπόμνη μα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. XVI 345.27-346.9: Ἄ νευ μ ὲ ν τ ό που κα ὶ χρ ό νου μ ὴ ε ἶ ναι κ ίνησιν κα ὶ α ὐ τ ῷ δοκε ῖ κα ὶ τ ῇ ἀληθε ίᾳ· ε ἰ γ ὰ ρ ἡ κί νησις κινουμ έ νου ἐστ ὶ κ ίνησις, κινε ῖ τ αι δ ὲ μ όνω ς τ ὸ σ ῶμα, π ᾶν δ ὲ σ ῶμα ἐν τ ό π ῳ , ἄ νευ τ ό που ἄ ρα κί νησις ο ὐκ ἂν ε ἴ η. κα ὶ ὅτι μ ὲν ἡ κατ ὰ τ ό πον κ ίνησις ἄνευ τ όπου οὐ κ ἂν ε ἴ η, α ὐ τ ό θεν δ ῆ λον α ὐ τ ὸ γ ὰ ρ το ῦ τ ο κατ ὰ τ ό πον κ ίνησις λ έγε τ αι, δε ίκνυσι δ ὲ ἐφεξ ῆ ς ὅ τι ο ὐ δεμ ί αν ἄλλην κ ί νησιν δυνα τ ὸ ν γεν έ σθαι ἄνευ τ ῆ ς κατ ὰ τ όπον, δι ό τι πρω τ ί σ τ η ν ε ἶ ναι πασ ῶ ν τ ὴ ν κατ ὰ τ ό πον κ ίνησιν δε ίκνυσιν. ἀλλ’ ο ὐδ ὲ ἄνευ χρ όνου κί νησις ἂν γ έ νοι τ ο, ὡς ἐν το ῖ ς τελε υ τ α ί οι ς βιβλ ί οις δε ίκνυ τ α ι· π ᾶσα γ ὰ ρ ἔχει τ ὸ π όθεν πο ῖ . ο ὐ χ ὡ ς α ὐ τ ῷ δ ὲ δοκο ῦ ν τ ὸ μηδ ὲ ἄνευ κενο ῦ κ ίνησιν ε ἶναι ο ὕ τω ς ε ἶπεν, ἀλλ’ ὡς δοκο ῦ ν το ῖ ς φυσικο ῖ ς .
22
φθοράς. Το άπειρο το ίδιο δεν είναι ούτε ακίνητο ούτε κινούμενο, πρώτον επειδή δεν είναι σώμα, και δεύτερον επειδή και η ακινησία και η κίνηση προϋποθέτουν τόπο με συντεταγμένες, και τέτοιος ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει έξω από το άπειρο ούτε να ταυτίζεται με αυτό. 4.2. Ο τόπος (Φυσικὰ Δ1-5, 208a 27-213a 11). Χωρίς χώρο και χρόνο είναι αδύνατο να υπάρχει κίνηση· ειδικά ο χώρος συνδέεται με την κίνηση, διότι η πιο σπουδαία μορφή κινήσεως είναι η κατά τόπον κίνηση, η φορά 59. Ο Αριστοτέλης δεν δέχεται καμιά αυτονόητη παράσταση περί χώρου, αγνοεί τις απλουστευτικές καθημερινές αντιλήψεις γι' αυτόν και διατυπώνει στην αρχή της ανάλυσής του το παράδοξο: ὁ τόπος τὴν ἀκροτ ά τ η ν ἔχει θέαν, και το ειρωνικό: δοκεῖ δὲ μέγα τι εἶναι [ὁ τόπος] καὶ χαλεπ ὸ ν ληφθῆν αι . Αρχίζοντας έτσι την έρευνά του από μηδενικό σημείο και θέτοντας εν αμφιβόλῳ και την ίδια την ύπαρξη του χώρου, διαπιστώνει ότι είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα τι είναι ο χώρος. Καταρχάς γίνεται προσπάθεια να διερευνηθεί το καθιερωμένο τριπλό ερώτημα για την ύπαρξη, τον τρόπο ύπαρξης και την ουσία του χώρου: Ὁμοί ως δ' ἀ νά γκη καὶ πε ρὶ τό που τὸν φυ σι κὸν ὥσπε ρ καὶ πε ρὶ ἀ πεί ρου γνω ρί ζειν, εἰ ἔ στιν ἢ μή, καὶ πῶς ἔστι, καὶ τί ἐ στιν 60. Πρώτη διαπίστωση είναι πως ο τόπος δεν ανήκει ούτε στα αισθητά ούτε στα νοητά, και δεν αποτελεί σώμα, αλλά κάτι που συνυπάρχει με τα σώματα61. Δημιουργείται έτσι αρχικά η εντύπωση πως ο χώρος είναι το εἶδο ς , η μορφή του σώματος· επίσης, ο χώρος ομοιάζει με την ὕλην των όντων. Και οι δύο αυτές φαινομενικές εκδοχές του χώρου απορρίπτονται, διότι η ύλη και το είδος δεν χωρίζονται από το ον στο οποίο αποδίδονται, ενώ αντίθετα ο χώρος μπορεί να χωριστεί62. Ακριβώς αυτό το επιχείρημα αποκλείει και το να θεωρηθεί ο χώρος απλώς μια ιδιότητα των εκτατών σωμάτων. Ο χώρος δεν είναι σώμα, αλλά αποτελεί το πέρας κάθε σώματος, δηλαδή όριο, προϋπόθεση και δυνατότητα "ορισμού" των αισθητών σωμάτων. Αυτά είναι πεπερα σ μ έ ν α , έχουν πέρατα, διάσταση, μέγεθος. Ο χώρος με τις διαστάσεις του ορίζει, δίνει όριαδιαστάσεις σε κάθε σώμα: διαστ ή μ α τ α μὲν οὖν ἔχει τρία, μῆκος καὶ πλάτο ς καὶ βάθ ο ς, οἷς ὁρίζ ε τ α ι σῶμα πᾶν 63. Ως μέτρο των διαστατών κινητών σωμάτων ο χώρος ο ίδιος είναι ακίνητος: ὥστ ε τὸ τοῦ περιέ χ ο ν τ ο ς πέρα ς ἀκίνητ ο ν πρῶτ ο ν, τοῦτ' ἐστιν ὁ τόπος 64. Τονίζεται όμως ότι δεν μπορεί να αυτονομηθεί η ύπαρξή του, αλλά ότι συνυπάρχει με πράγματα που έχουν κίνηση και υπάρχει σε αυτά το άνω και το κάτω· αυτές οι διαστάσεις δεν προϋποτίθενται των όντων αλλά προκύπτουν ως εξής: σε κάθε φυσικό σώμα ασκείται από τον σύνολο τόπο μία δύναμη, η οποία το κινεί εἰς τὸν αὑτοῦ τόπον 65. Ακριβώς από 59
Φυσικά, Γ1 200b 20-21 και Δ1 208a 31-32. Φυσικά, Δ1 208a 27-29. 61 Φυσικά, Δ4 212a 29: ἅ μα τ ῷ πρ ά γ μ α τ ι ὁ τ ό πο ς . Και Δ1 208b 27: ἐστ ί τι ὁ τ ό πο ς παρ ὰ τ ὰ σώ ματ α . 62 Φυσικά, Δ2 209b 22-28. Βλ. Friedrich SOLMSEN, Aristotle's System of the Physical World. A Comparison with his predecessors , Ithaca-New York 1960, σελ. 125. 63 Φυσικά , Δ4 212a 2-6a: εἰ το ί νυν μηδ ὲ ν τ ῶ ν τρι ῶ ν ὁ τ ό πος ἐστ ί ν , μ ή τε τὸ ε ἶ δος μή τε ἡ ὕλη μ ή τε δι ά σ τ η μ ά τι ἀ ε ὶ ὑπ ά ρχ ο ν ἕ τερο ν παρ ὰ τὸ τοῦ πρ ά γ μ α τ ο ς τοῦ μεθισ τ α μ έ ν ου , ἀ ν ά γκη τ ὸ ν τ ό πον ε ἶ ναι τὸ λοιπ ὸ ν τ ῶ ν τε τ τ ά ρ ω ν , τὸ πέ ρας τοῦ περι έ χον τ ο ς σώ ματ ο ς ... Και Δ1 209a 4-6. 64 Φυσικά, Δ4 212a 20-21. Βλ. και Δ4 212a 14-16: ἔστι δ' ὥσπερ τ ὸ ἀγγε ῖ ον τ ό πος μεταφ ο ρ η τ ό ς , οὕ τω ς κα ὶ ὁ τ ό πος ἀ γγε ῖ ον ἀμετα κ ί νη τ ο ν . Την ακινησία του τόπου ερμηνεύει ο I. DUERING, Ὁ Ἀριστ οτ έ λ η ς ..., Β΄ τόμ., σελ. 48) ως εξής: «Μας φαίνεται παράδοξο που χαρακτηρίζει τον τόπο ακίνητο. Αυτό γίνεται, γιατί κατά την άποψή του τόπος και κίνηση προϋποθέτουν το ένα το άλλο. Μπορούμε όμως να κατανοήσουμε την κίνηση μόνο ως κίνηση σε σχέση με κάτι άλλο. Αυτό το σημείο αναφοράς της κίνησης ο Αριστοτέλης το χαρακτηρίζει ως ἀκίνη τ ο ν, εφόσον είναι σημείο αναφοράς». 65 Φυσικά, Δ2 210a 3-4: ἀ δύ να τ ο ν γ ὰ ρ ο ὗ μ ὴ κ ί νησις μηδ ὲ τ ὸ ἄνω ἢ κ ά τ ω ἐστ ί , τ ό πον ε ἶναι. Και Δ1 208b 8-12: ἔ τι δ ὲ α ἱ φορα ὶ τ ῶ ν φυσικ ῶ ν σωμ ά τ ω ν κα ὶ ἁπλ ῶν, ο ἷον πυρ ὸ ς κα ὶ γ ῆ ς κα ὶ 60
23
αυτή τη δύναμη και τη συνακόλουθη φορὰ ν ορίζονται οι διαστάσεις του χώρου, οι οποίες δεν είναι υποκειμενικές (εξαρτημένες από την ανθρώπινη οπτική), αλλά υπάρχουν φύσει . Μόνο με αυτή την έννοια που προϋποθέτει την αλληλεπίδραση χώρου-σωμάτων, είναι ο χώρος αυτό το ἐν ἄλλ ῳ , οἷον ἀγγεῖο ν, μέσα στο οποίο είναι τα κινούμενα όντα. Η εμμονή στο συσχετισμό χώρου και κίνησης παρακολουθεί κάθε πτυχή του αριστο τελικού προβληματισμού. Αν δεν υπήρχε η τοπική κίνησι ς , η προφανέστερη (αλλά και προϋποθετική για τις άλλες) μορφή κίνησης, δεν θα γινόταν καν λόγος για τον χώρο. Χώρος και κίνηση «συνιστούν μιαν αδιαίρετη ενότητα συντεταγμένων καθορισμού της φυσικής πραγματικότητας»66 και συνεπώς η αντίληψη του χώρου ως ακίνητου περιέχοντος "αγγείου" δεν πρέπει να εκλαμβάνεται αποκομμένη από τη δομική σύνδεση του χώρου με το περιεχόμενο κινητό: λέγ ω δὲ τὸ περιε χ ό μ ε ν ο ν σῶμα τὸ κινητ ὸ ν κατὰ φοράν 67. Ο χώρος δεν θα μπορούσε να περιέχει κάτι το ακίνητο. Ο φιλόσοφος αντιστρέφει την "προφανή" αντίληψη σύμφωνα με την οποία αυτό που υπαρκτικά ή λογικά προηγείται, είναι ο χώρος, ως ένα ποῦ δεδομένο και αυθύπαρκτο, το οποίο υποτίθεται ότι περιέχει το σύνολο των όντων, ενώ η κίνηση δευτερογενώς "λαμβάνει χώρα" μέσα σε αυτό το προϋπάρχον πλαίσιο. Για τον Αριστοτέλη, ακριβώς η κίνηση των σωμάτων είναι που προϋποτίθεται, καθώς "δίνει χώρο" στον τόπον , διανοίγει το χώρο. Δεν υπάρχει διάστημα ανεξάρτητο από το μετακινούμενο σώμα 68. Η αναγκαία σύνδεση του χώρου με την κίνηση δίνει μία καινούργια απάντηση στο ερώτημα (του Ζήνωνος) για το ποῦ του τόπου . Αναφέροντας ο Σταγειρίτης την κίνηση σε ένα επίπεδο υπαρκτικά πρότερο του χώρου, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ανάγει στα ίδια τα πράγματα (αέναα κινούμενα από την απλή δυνατότητα της ύλης ως την ολοκληρωμένη ύπαρξη του εἴδου ς ) τον τόπον του τόπου . Και βέβαια αυτός δεν πρέπει να νοηθεί τοπικά αλλά ως διαφορετικός τρόπος ύπαρξης (πῶς ὑπάρχ ε ι ν ) του χώρου, που δεν είναι άλλος από την κίνηση των σωμάτων· αυτή είναι ο πραγματικός τόπος του τόπου. Κάθε μορφή υπερβατικότητας του χώρου και του χρόνου απορρίπτεται. Το σύμπαν ορίζεται από τα σώματα και την κίνησή τους· εκτός του οὐραν ο ῦ δεν υπάρχει χώρος, κενό, χρόνος 69. 4.2.1. Ο χώρος έχει ένα σχετικό τρόπο ύπαρξης. Από τον Αριστοτέλη απορρίπτεται η απόλυτα αντικειμενοποιημένη θεώρηση του χώρου, και δεν γίνεται αποδεκτή η αυτόνομη οντικότητά του. Αλλά οι αριστοτελικές αντιλήψεις για το χώρο ως ἀγγεῖο ν ἀμετακί ν η τ ο ν ερμηνεύτηκαν (κυρίως από τους δυτικούς σχολαστικούς) λανθασμένα και παραπλανητικά. Ο χώρος κατανοήθηκε στατικά, αποκομμένος από την ουσιαστική του σχέση με τα κινούμενα σώματα· έγινε ένα αμετακίνητο δεδομένο, συστατική προϋπόθεση των όντων. Για πολλούς αιώνες το απλοϊκά κατανοημένο αριστοτελικό κοσμοείδωλο επιβλήθηκε τυραννικά στην ανθρώπινη σκέψη. [Όπως θα δείξουμε στις οικείες ενότητες, ο Μάξιμος και η ανατολική παράδοση του αριστοτελισμού εμμένουν στη δυναμική αντίληψη του χώρου, άμεσα σχετιζόμενου με τα κινούμενα όντα]. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης δεν θεωρεί το χώρο αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά ανακαλύπτει τον τ ῶ ν τοιο ύ τ ω ν , ο ὐ μ ό νον δηλο ῦ σιν ὅ τι ἐστ ί τι ὁ τ ό πο ς, ἀλλ' ὅτι κα ὶ ἔχει τιν ὰ δ ύναμιν. φ έ ρε τ α ι γ ὰ ρ ἕκαστ ο ν μ ὴ κωλυ ό μενο ν, τ ὸ μ ὲν ἄνω τ ὸ δ ὲ κ ά τ ω . 66 Η διατύπωση οφείλεται στον Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχεδία σ μ α ..., Τεύχος Β', σελ. 178. 67 Φυσικά, Δ4 212a 6-7. Και Δ5 212b 28-29: ο ὐ γ ὰ ρ π ᾶ ν τ ὸ ὂ ν ἐν τ ό π ῳ , ἀλλ ὰ τ ὸ κινη τ ὸ ν σ ῶμα. 68 Φυσικά, Δ4 212a 3-5: ...μή τε δι ά σ τ η μ ά τι ἀε ὶ ὑπ ά ρχο ν ἕ τερο ν παρ ὰ τ ὸ το ῦ πρ ά γ μ α τ ο ς το ῦ μεθισ τ α μ έ ν ο υ ... . 69 Περὶ Οὐραν οῦ , 279a 11-18: Ἅμα δ ὲ δ ῆ λον ὅ τι ο ὐ δ ὲ τ ό πος ο ὐ δ ὲ κεν ὸ ν ο ὐδ ὲ χρ ό νο ς ἐστ ὶ ν ἔξω το ῦ ο ὐ ρανο ῦ . Ἐν ἅπαν τι γ ὰ ρ τ ό π ῳ δυνα τ ὸ ν ὑπ ά ρξ αι σ ῶμα· κεν ὸ ν δ' ε ἶνα ί φασιν ἐν ᾧ μ ὴ ἐνυπ ά ρ χ ε ι σῶ μα, δυνα τ ὸ ν δ' ἐστ ὶ γεν έ σθαι· χρ ό νο ς δ ὲ ἀριθμ ὸ ς κιν ήσεω ς· κ ίνησις δ' ἄ νευ φυσικο ῦ σ ώ μα τ ο ς ο ὐκ ἔστιν. Ἔξω δ ὲ το ῦ ο ὐ ρανο ῦ δ έδεικ τ α ι ὅτι ο ὔτ' ἔστιν ο ὔ τ' ἐ νδ έ χε τ α ι γεν έ σθαι σ ῶμα. Φανερ ὸ ν ἄρα ὅ τι ο ὔ τε τ ό πος ο ὔ τε κεν ὸν ο ὔ τε χρ όνο ς ἐστ ὶν ἔξω .
24
τρόπο ύπαρξης του χώρου στη σχέση του με τα σώματα, όπως φαίνεται από τις ακόλουθες επισημάνσεις: α) Ο χώρος συνυπάρχει με τα αισθητά σώματα και την κίνησή τους. Στην αρχή της σχετικής ανάπτυξης στα Φυσικὰ προϋποθετική παρατήρηση για τη διερεύνηση του τόπου αποτελεί η συνύπαρξη σωμάτων και τόπου. Το ποῦ του σώματος και το ίδιο το σώμα είναι αλληλένδετα, ενώ δεν νοείται τόπος του μη όντος. Ακόμη, επισημαίνεται ότι ὥσπε ρ ἅπαν σῶμα ἐν τόπῳ, οὕτω καὶ ἐν τόπῳ ἅπαντι σῶμα 70. β) Ενώ ο χώρος συνυπάρχει με τα όντα, δεν ταυτίζεται με αυτά. Και αυτό σημαίνει αφενός πως δεν είναι σώμα, αφετέρου πως δεν είναι καν μια ιδιότητα των σωμάτων71. γ) Διαφοροποιείται ως προς τα όντα ο τρόπος ύπαρξης του χώρου. Ο χώρος υπάρχει λειτουργώντας ως ακίνητο σύστημα συντεταγμένων, τέτοιο που να επιτρέπει τον προσδιορισμό και τη μέτρηση της κίνησης και ως φορᾶ ς και ως ἐντ ε λ ε χ ε ί α ς. Ο χώρος υπάρχει μόνο μέσα από τη συνύπαρξη των σωμάτων72. δ) Η αντίθεση του Αριστοτέλη στην αντικειμενοποιημένη εκδοχή του χώρου δεν πρέπει να εκληφθεί ως εκτροπή του φιλοσόφου σε μια υποκειμενική, σχεδόν ψυχολογική, ερμηνεία του73. Τα ίδια τα πράγματα με την αέναη και απροσδιόριστη κίνησή τους, τη συστατική του τρόπου ύπαρξής τους (του εἶναι- τους ), ορίζουν το χώρο συνυπάρχοντας πλέον με αυτόν. Οι τάσεις -και αυτό σημαίνει περισσότερο δυνάμ ε ι ς παρά θέ σεις - των πραγμάτων, η ίδια η φύση όχι ως ένα στατικό δεδομένο αλλά ως εκπτυσσόμενη-αυτοπραγματούμενη πραγματικότητα ορίζουν τις τοπικές διαστάσεις· κάτι που, αν έκανε από μόνη της η ανθρώπινη συνείδηση, θα σήμαινε πως αυτή εν τέλει θα λειτουργούσε ως αντικειμενοποιημένος τόπος του τόπου· αλλά ο φιλόσοφος απορρίπτει συνολικά μια τέτοια εκδοχή. 4.3. Το κενό ν ( Φυσικὰ Δ6-9, 213a 12 - 217b 28). Οι αντιλήψεις που έχουν αρκετοί ερευνητές για το κενό ν , λέει ο Αριστοτέλης, συχνά συμφύρονται με τις αντιλήψεις τους για το χώρο. ΄Ετσι, σύμφωνα με όσους αποδέχο νται την ύπαρξή του, το κενό φαίνεται σαν αγγείο και τόπος· και η ύπαρξη της τοπικής κινήσεως θεωρείται άμεσα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κενού. Ο ίδιος αποσυνδέει πλήρως το κενό από το χώρο και συνεπώς και από την κίνηση74. Το πλήρες είναι επίσης δεκτικό αλλοίωσης, δηλαδή κίνησης. Ούτε είναι ανάγκη να προϋπάρχει κάποιο χωριστό διάστημα εκτός από εκείνο των κινουμένων σωμάτων, για να υπάρχει κίνηση. Το κενό δεν υπάρχει ως κάτι το χωριστό· κι αν υπήρχε, αυτό θα συνεπαγόταν από λυτη ακινησία. Η θέση αυτή τεκμηριώνεται με μια διατύπωση που θυμίζει τη σημερινή αρχή της αδράνειας: «κανείς δεν μπορεί να μας πει για ποιο λόγο ένα σώμα που άρχισε να κινείται, θα σταματήσει κάπου· γιατί, ποιος ο λόγος να σταματήσει κατά προτίμηση εδώ ή εκεί; ΄Ωστε, ή θα ηρεμήσει, αν βρεί εμπόδιο μεγαλύτερο από τη δύναμη που το κινεί, ή θα κινείται επ' άπειρον, αν δεν βρεί τέτοιο εμπόδιο»75. Εξετάζοντας, τέλος, ο φιλόσοφος το κενό καθ' ἑαυτό , χωρίς δηλαδή να το συσχετίζει με την κίνηση, συμπεραίνει ότι το κενό δεν υπάρχει ούτε χωριστό και από μόνο του, ούτε στο αραιό, ούτε με τον τρόπο της δυνατότητας. Υπάρχει και ορίζεται ως η ύλη του βα ρέο ς και 70
Φυσικά, Δ1 208a 29-31 και 209a 26-27. Φυσικά , Δ1 209a 6-7, 208b 6-8, Δ4 211a 1, Δ1 209a 1-2. 72 Φυσικά , Δ4 212a 31-32: Ὧι μ ὲ ν ο ὖ ν σώ μα τι ἔστι τι ἐκτ ὸ ς σῶ μα περι έ χο ν αὐ τ ό , το ῦ το ἔστιν ἐ ν τ ό π ῳ , ᾧ δὲ μή, οὔ. 73 Φυσικά , Δ1 208b 14-22: ἔστι δ ὲ τ ὰ τοια ῦ τ α ο ὐ μ ό νον πρ ὸ ς ἡμ ᾶ ς, τ ὸ ἄνω κα ὶ κ ά τ ω κα ὶ δεξι ὸ ν κα ὶ ἀ ριστ ε ρ ό ν· ἡμ ῖ ν μ ὲ ν γ ὰ ρ ο ὐ κ ἀε ὶ τ ὸ α ὐ τ ό , ἀλλ ὰ κατ ὰ τ ὴ ν θ έσιν, ὅπως ἂν στραφ ῶ μ εν, γ ί γνε τ α ι δι ὸ κα ὶ τα ὐ τ ὸ πολλ ά κι ς δεξι ὸ ν κα ὶ ἀριστε ρ ὸ ν κα ὶ ἄνω κα ὶ κ ά τ ω κα ὶ πρ ό σθεν κα ὶ ὄπισθεν, ἐν δ ὲ τ ῇ φ ύσει δι ώ ρισ τ αι χωρ ὶ ς ἕκαστ ο ν. ο ὐ γ ὰ ρ ὅ τι ἔτυχ έν ἐστι τ ὸ ἄ νω, ἀλλ’ ὅπου φ έ ρε τ α ι τ ὸ π ῦ ρ κα ὶ τ ὸ κο ῦ φον· ὁμο ί ως δ ὲ κα ὶ τ ὸ κ ά τ ω ο ὐχ ὅ τι ἔτυχε ν, ἀ λλ’ ὅπου τ ὰ ἔχον τ α β ά ρο ς κα ὶ τ ὰ γεηρ ά , ὡς ο ὐ τ ῇ θ έσει διαφ έ ρον τ α μ όνον ἀλλ ὰ κα ὶ τ ῇ δυν ά μ ει . 74 Περὶ Οὐρανοῦ , 309b 24-25. 75 Φυσικά, Δ8 216a 21-22 και 215a 19-24. 71
25
του κούφου (=ελαφρού). Το πυκνό και το αραιό, στο βαθμό που εμπεριέχουν την εναντίωση του βαρέος και του ελαφρού, προκαλούν τοπική κίνηση. 4.4. Ο χρό ν ο ς (Φυσικὰ Δ10-14, 217b 29-224a 17). Όπως και στην περίπτωση των άλλων ἐνυπαρχ ό ν τ ω ν στην κίνηση, η διερεύνηση του χρόνου αφορμάται από το γνωστό ερωτηματικό σχήμα: πότε ρ ο ν τῶν ὄντ ω ν ἐστὶ ν ἢ τῶν μὴ ὄντ ω ν, εἶτα τίς ἡ φύσις αὐτοῦ 76. Επιχειρώντας να ορίσουμε το χρόνο, λέει ο Αριστοτέλης (και υπονομεύει την κοινόχρηστη βεβαιότητα για την ύπαρξη του χρόνου), διαπιστώνουμε ότι το ένα τμήμα του έχει παρέλθει και δεν υπάρχει, ενώ το άλλο τμήμα του δεν έχει ακόμα έλθει στην ύπαρξη· άρα ο χρόνος αποτελείται από μη όντα, και είναι ανύπαρκτος 77. Ωστόσο, την ανυπαρξία του παρελθόντος και του μέλλοντος την εννοούμε πάντα σε σχέση με ένα νῦν που αναμφίβολα υπάρχει. Γίνεται έτσι (έμμεσα) αποδεκτή η ύπαρξη του χρόνου. Αναζητείται, λοιπόν, ο τρόπος ύπαρξης του χρόνου. Και μη έχοντας ο Αριστοτέλης (όπως και όλοι μας) άλλο παράδειγμα για να αναφερθεί στον τρόπο ύπαρξης του χρόνου, αναπληρώνει την έλλειψη με τη μοναδική επιτρεπτή αναλογία: μιλά για το χρόνο με τους όρους του χώρου· αναφέρεται σε χρονικά διαστ ή μ α τ α , αναγνωρίζει και στο χρόνο το πρότ ε ρ ο ν και το ὕστε ρ ο ν . Πρωταρχική επισήμανση του φιλοσόφου είναι πως για την ανθρώπινη εμπειρία η συνείδηση του χρόνου είναι αναπόσπαστα δεμένη με την επίγνωση της κίνησης. Οι άνθρωποι λέμε πως διανύθηκε χρονικό διάστημα, μόνο όταν αισθανθούμε κάποια μεταβολή, ενώ μας φαίνεται πως «σταμάτησε» ο χρόνος, όταν δεν έχει κάτι αλλάξει 78. Επίσης, το γεγονός και την πιστοποίηση της φθοράς τα εκλαμβάνουμε ως χρόνο. Κάθε κίνηση οδηγεί το ον στη φθορά, σε μια κατάσταση πλησιέστερη προς το μηδενισμό της ύπαρξης 79. Είναι, λοιπόν, δεδομένο ότι ο χρόνος δεν νοείται ανεξάρτητος από τη μεταβολή, τη φθορά, την κίνηση των όντων γενικότερα 80. Οπότε τίθεται από το φιλόσοφο το καθοριστικό για την κατανόηση του χρόνου ερώτημα: τί τῆς κινήσε ω ς (ἐστιν ὁ χρό ν ο ς); Αφετηρία της απάντησης γίνεται η διαπίστωση ότι συνυπόθεση για να συνδεθεί η κίνηση με το χρόνο, είναι η παρουσία ενός νου που μετράει την κίνηση ως επίγνωση διαδοχής προτέρου και υστέρου. Η κίνηση αριθμείται ως διαδοχή, και υπάρχει χρόνος. Ο χρόνος είναι ἀριθ μ ὸ ς κινήσε ω ς
76
Φυσικά, Δ10 217b 31-32. Βοήθημα για την ανάγνωση του δυσνόητου και πυκνού αριστοτελικού κειμένου αποτέλεσαν: ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνη μα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. ΙΧ. (Ιδιαίτερα το τμήμα που είναι γνωστό ως Corollarium de tempore)· Paul F. CONEN, Die Zeittheorie des Aristoteles, Mü nchen 1964. 77 Φυσικά, Δ10 217b 33 - 218a 3. 78 Φυσικά, Δ10 218b 29-219a 1: ε ἰ δ ὴ τ ὸ μ ὴ ο ἴ εσθαι ε ἶ ναι χρ ό νον τ ό τε συμβα ί νει ἡμ ῖν, ὅταν μ ὴ ὁ ρί σωμ εν μηδεμ ί αν μετα β ο λ ή ν, ἀλλ' ἐν ἑν ὶ κα ὶ ἀδιαιρ έ τ ῳ φα ίνη τ αι ἡ ψυχ ὴ μ ένειν, ὅ ταν δ' α ἰ σθ ώ μεθα κα ὶ ὁρ ίσωμεν, τ ό τε φαμ ὲ ν γεγο ν έ ν αι χρ όνον, φανερ ὸ ν ὅτι ο ὐκ ἔστιν ἄ νευ κιν ή σεω ς κα ὶ μετα β ο λ ῆ ς χρ ό νο ς . Τη σύνδεση χρόνου και κινήσεως αποδίδει ο ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνη μα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. ΙΧ, 707: Δε ί ξας ὅ τι ο ὐ κ ἔστιν ὁ χρ ό νο ς κ ί νησις, ἐφεξ ῆ ς δε ί κνυσιν ὅ τι ο ὐ δ’ ἄνευ κιν ή σε ώ ς ἐστιν, ἀλλ ὰ μετ ὰ κιν ήσεω ς π ά ν τ ω ς . το ῦ γ ὰ ρ ἐπιστ ή μον ό ς ἐστι κα ὶ τ ῶ ν σ ύ νεγ γ υ ς ὄντω ν τ ῇ φ ύσει κα ὶ τ ὴ ν διαφορ ὰ ν παραδιδ ό ναι κα ὶ τ ὴ ν κοινω ν ί αν. ὅ τι δ ὲ ο ὐ κ ἄνευ κιν ή σεω ς ὁ χρ ό νο ς, ο ὐδ ὲ ο ἷό ν τε χρ ό νον ἄνευ κιν ήσεω ς λαβε ῖ ν, δε ί κνυσιν ο ὕ τω ς· ὁ χρ ό νο ς ἄνευ κιν ήσεω ς ἀσυνα ίσθη τ ο ς ἡμ ῖν ἐστι· τ ὸ ἄνευ κιν ή σεω ς ἀσυνα ί σθη τ ο ν ο ὐκ ἔστιν ἄνευ κιν ήσεω ς λαβε ῖ ν, ὅτι μετ ὰ κιν ήσεω ς π άν τ ω ς ὑφ έ στηκε ν· ὁ ἄ ρα χρ ό νο ς μετ ὰ κιν ή σεω ς ὑφ έστηκε κα ὶ ἄνευ τα ύ τ η ς ο ὐδ ὲ ἔστιν ο ὐδ ὲ νοε ῖ τ αι. 79 Φυσικά, Δ 13 222b 16-17: μετ α β ο λ ὴ δ ὲ π ᾶ σα φ ύσει ἐκστα τ ι κ ό ν. ἐν δ ὲ τ ῷ χρ ό ν ῳ π ά ν τ α γ ί γνε τ α ι κα ὶ φθε ί ρε τ α ι. Και Δ12 221a 30 - 221b 3: κα ὶ π ά σχει δ ή τι ὑπὸ το ῦ χρ ό νου, καθ ά πε ρ κα ὶ λέ γειν ε ἰώ θαμεν ὅ τι κατ α τ ή κ ει ὁ χρ ό νο ς , κα ὶ γηρ ά σκ ει π ά νθ' ὑπ ὸ το ῦ χρ όνου, κα ὶ ἐπιλανθ ά ν ε τ α ι δι ὰ τ ὸ ν χρ ό νον, ἀλλ' ο ὐ μεμ ά θ ηκ ε ν, ο ὐδ ὲ ν έον γ έ γονε ν ο ὐδ ὲ καλ όν· φθορ ᾶ ς γ ὰ ρ α ἴ τιο ς καθ' ἑαυτ ὸ ν μ ᾶλλον ὁ χρ ό νο ς· ἀριθμ ὸ ς γ ὰ ρ κιν ήσεω ς , ἡ δ ὲ κ ίνησις ἐξί στησιν τ ὸ ὑπ ά ρχο ν. Περὶ γενέ σ ε ω ς καὶ φθορ ᾶ ς , 336b 17-24. 80 Περὶ γενέ σ ε ω ς καὶ φθορ ᾶ ς , 337 a 23-24: ἀ δύ να τ ο ν χρ ό νον χωρ ὶ ς κιν ήσεω ς ε ἶ ναι.
26
κατὰ τὸ πρότ ε ρ ο ν καὶ ὕστε ρ ο ν 81, αριθμός, όμως, με την έννοια του μετρούμενου (αριθμούμενου) και όχι απλώς του μέσου (του μετρητικού συστήματος), με το οποίο πραγματοποιούμε την μέτρηση (αρίθμηση). Ο χρόνος μετράται, διότι είναι εκείνη η διάσταση της κίνησης που επιδέχεται αρίθμηση. Με αυτή την ερμηνεία ανάγει ο Αριστοτέλης το χρόνο σε ένα επίπεδο πρότερο της ανθρώπινης παρουσίας και παρατήρησης, αφού θεωρεί ότι η κίνηση από μόνη της έχει μια αριθμητή διάσταση· και βέβαια είναι δεδομένη η υπαρκτική προτεραιότητα της κίνησης. Και αφού ο χρόνος αποτελεί αριθμητή διάσταση της κίνησης, είναι συνεχής, όπως συνεχής είναι και η κίνηση με την οποία συνυπάρχει. Όπως η κίνηση σχετίζεται με το μέγεθος (πρότερο και ύστερο), έτσι με το μέγεθος πρότερο-ύστερο σχετίζεται και ο χρόνος. «Η διαδοχή πρότερου και ύστερου που καθιστά το χρόνο αριθμημένη κίνηση, γίνεται κατανοητή ως φορά μιας μονάδας, της οποίας το πέρασμα-μετάβαση από το πρότερο στο ύστερο μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη χρονική διαδοχή. Αυτή η νοητή μονάδα είναι το νῦν . Ο χρόνος είναι αριθμούμενη φορὰ χάρη στο νῦν που αντιστοιχεί στη φερόμενη μονάδα ή στη μονάδα της προόδου του αριθμού» 82. Το νῦν δεν είναι ούτε μέρος ούτε μονάδα του χρόνου· ο χρόνος δεν συστήνεται από πολλά νῦν, διότι το νῦν πληθυνόμενο είτε έχει ήδη μεταβληθεί σε ανύπαρκτο παρελθόν είτε τείνει σε ένα επίσης ανύπαρκτο μέλλον. Το νῦν, ο άποσος χρόνος του "τώρα", είναι αδιαίρετο και ακίνητο, αποτελεί μόνο ένα νοητό όριο, το μεταξὺ προτέρου και υστέρου, γι' αυτό και ταυτίζεται με το μηδέν της κινήσεως και του χρόνου: ἅπαν ἐν χρό ν ῳ κινεῖτ αι, ἐν δὲ τῷ νῦν μηθέ ν 83. Ο χρόνος αριθμεί την κίνηση και ως φορά και ως εντελέχεια, την κίνησιν ως το βαθύτερο εἶναι των όντων, ή καλύτερα την κίνηση ως τον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο τα όντα υπάρχουν: καὶ ἔστι ν τῇ κινήσ ε ι τὸ ἐν χρό ν ῳ εἶναι τὸ μετ ρ ε ῖ σ θ α ι τῷ χρόν ῳ καὶ αὐτὴν καὶ τὸ εἶναι αὐτῆς· ἅμα γὰρ τὴν κίνησι ν καὶ τὸ εἶναι τῆς κινήσε ω ς μετ ρ ε ῖ, καὶ τοῦτ' ἔστιν αὐτῇ τὸ ἐν χρό ν ῳ εἶναι, τὸ μετ ρ ε ῖ σ θ α ι αὐτῆς τὸ εἶναι . Και αφού ο χρόνος είναι η αριθμητή διάσταση της κίνησης των όντων, γίνεται ο χρόνος διάσταση που μετράει το ίδιο το εἶναι των όντων (αρκεί να μη θεωρούνται αυτά δεδομένες, στατικές οντότητες αλλά διαρκώς αυτοπραγματούμενες και αλληλοπραγματούμενες φύσεις): τοῦτ' ἔστι τὸ ἐν χρό ν ῳ εἶναι, τὸ μετ ρ ε ῖ σ θ α ι αὐτῶ ν τὸ εἶναι ὑπὸ τοῦ χρό ν ου 84. 4.4.1. Ο χρόνος έχει ένα σχετικό τρόπο ύπαρξης. Ο εγκεντρισμός του χρόνου στο ίδιο το εἶναι των όντων δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την εμπειρική διαπίστωση του πραγματικού τρόπου ύπαρξης των όντων: της συνύπαρξής τους, της ανάδυσής τους στο εἶναι "μέσα" σε μια πραγματικότητα διαρκώς μεταβαλλόμενων σχέσεων, αδιάλειπτων περασμάτων από την ύλη στη μορφή· μορφή που, λειτουργώντας σε ένα επόμενο επίπεδο ως ύλη, περνάει με τη σειρά της –και αυτή η διαδοχή πρότερου/ύστερου είναι ο χρόνος- σε άλλη μορφή και ούτω καθ’ εξής. Ο χρόνος ως μέτ ρ ο ν κινήσε ω ς κάθε άλλο παρά αυτονομείται ως αυτοδύναμη οντική πραγματικότητα. Τα όντα δεν υπάρχουν ἐν χρό ν ῳ με την έννοια ότι αυτός τα υπερβαίνει και τα εμπεριέχει, αλλά ο χρόνος συνυπάρχει με τα όντα στο βαθμό που αυτά πραγματώνουν 81
Φυσικά, Δ 11 219b 2. Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Σχεδία σ μ α..., Τεύχος Β', σελ. 212. Επίσης, Φυσικά, Δ11 219 b 33-220a 4: φανε ρ ὸ ν δ ὲ κα ὶ ὅ τι ε ἴ τε χρ ό νο ς μ ὴ ε ἴ η, τ ὸ ν ῦ ν ο ὐ κ ἂν ε ἴη, ε ἴ τε τ ὸ ν ῦν μ ὴ ε ἴη, χρ ό νο ς ο ὐκ ἂν ε ἴη· ἅ μα γ ὰ ρ ὥσπερ τ ὸ φερ ό μεν ο ν κα ὶ ἡ φορ ά , ο ὕ τω ς κα ὶ ὁ ἀριθμ ὸ ς ὁ το ῦ φερομ έ νου κα ὶ ὁ τ ῆ ς φορ ᾶ ς. χρ ό νο ς μ ὲ ν γ ὰ ρ ὁ τ ῆ ς φορ ᾶ ς ἀριθμ ό ς, τ ὸ ν ῦ ν δ ὲ ὡς τ ὸ φερ όμενο ν, ο ἷον μον ὰ ς ἀ ριθμο ῦ . 83 Φυσικά , Ζ 10 241a 15. Και Δ11 219a 30-b 1: ὅ ταν μ ὲ ν ο ὖ ν ὡ ς ἓν τ ὸ ν ῦ ν α ἰσθαν ώ μεθα, κα ὶ μ ὴ ἤ τοι ὡ ς πρ ό τε ρ ο ν κα ὶ ὕστερ ο ν ἐν τ ῇ κιν ήσει ἢ ὡς τ ὸ α ὐ τ ὸ μ ὲν προ τ έ ρ ο υ δ ὲ κα ὶ ὑστ έρου τιν ό ς, ο ὐ δοκε ῖ χρ ό νο ς γεγο ν έ ν αι ο ὐ δε ί ς, ὅ τι ο ὐ δ ὲ κ ίνησις. ὅταν δ ὲ τ ὸ πρ ό τε ρ ο ν κα ὶ ὕστερο ν, τ ό τε λ έ γομ εν χρ ό νον . 84 Φυσικά , Δ12 221a 4-9. 82
27
το εἶναι κινούμενα. Ό,τι ίσταται είναι εκτός χρόνου 85. Αλλά δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει το χρόνο με τον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης των όντων. Όταν λέει πως ο χρόνος δεν είναι ο αριθμός με τον οποίο αριθμούμε την κίνηση αλλά ο ίδιος είναι το αριθμούμενο μέγεθος, αναφέρει το χρόνο στο πῶς εἶναι των όντων, την ουσιώδη δηλαδή κίνησή τους. Η χρονικότητα όμως δεν εξαντλεί το εἶναι . Στην πραγματικότητα η αναφορά του χρόνου στο πῶς εἶναι των όντων τον διακρίνει από την (εκτός της φύσεως των όντων) αριθμητική κλίμακα που κάθε φορά χρησιμοποιείται από τον ανθρώπινο παρατηρητή. Δεν είναι ο χρόνος η κλίμακα του ρολογιού, αλλά μία (και τίποτα περισσότερο) από τις διαστάσεις της κίνησης. Ο χρόνος δεν εξαντλεί την κίνηση, και δεν ταυτίζεται με αυτήν· υπάρχει εξάλλου και άλλη μία διάσταση της κίνησης, ο χώρος. Κατά συνέπεια, εφόσον χρόνος και χώρος, αποτελώντας διαστάσεις της κίνησης, έχουν τον ίδιο τρόπο ύπαρξης και βρίσκονται στο ίδιο υπαρκτικό επίπεδο, δεν πρέπει να δεχτούμε πως ο χρόνος αποκλειστικά είναι ο ορίζοντας της ύπαρξης των όντων. Όπως και ο χώρος δεν αποτελεί ούτε αυτόνομη οντική πραγματικότητα ούτε ψυχολογική οντότητα με πεδίο ύπαρξης την ανθρώπινη συνείδηση, έτσι και ο χρόνος ούτε υπάρ χει από μόνος του ούτε είναι απλώς μια πραγματικότητα του ανθρώπινου μυαλού. Ο χρόνος είναι ανεξάρτητος από τη ανθρώπινη οπτική και ενέργεια, είναι συνδεδεμένος με την αυτοδύναμη πραγματικότητα της κίνησης. Χώρος και χρόνος γίνονται αντιληπτοί από τον φιλόσοφο ως διαστάσεις της κίνησης: ο χρόνος αποτελεί αριθμητή διάσταση της κίνησης, ενώ ο χώρος ως διανοιγόμενο πεδίο-πέρας των κινούμενων όντων συνδέεται αναπόσπαστα με την κίνηση. Χρόνος και χώρος έχουν κοινό πεδίο ύπαρξης την κίνηση, αλλά διαφοροποιούνται στο εξής: ο χρόνος είναι εκείνη η (αριθμητή) διάσταση την οποία αριθμεί ο ανθρώπινος νους· αυτός προκρίνει να μετρήσει την κίνηση στη χρονική της διάσταση. Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, ο τρόπος ύπαρξης του χρόνου προϋποθέτει και την αριθμητή διάσταση της κίνησης και το νου που αριθμεί· ο χρόνος γίνεται έτσι έναντι του ανθρώπινου υποκειμένου τρόπος κατανόησης του αριθμητού κινούμενου εἶναι · υπάρχει ως τέτοιος προϋποθέτοντας τη συνδρομή αντικειμένου και υποκειμένου. Πρέπει, όμως, να προσέξουμε πως ούτε αυτό το αντικείμενο (τα κινούμενα όντα) νοείται απολυτοποιημένο και αυτόνομο ούτε αυτό το υποκείμενο (ο ανθρώπινος νους) είναι απολυτοποιημένο, υποθετικά ευρισκόμενο σε ένα επίπεδο έξω από την καθολική κίνηση των όντων. "Τόπος" του χρόνου είναι η συμβολή ενός αντικειμένου που υπάρχει εν σχέσει και ενός υποκειμένου που επίσης υπάρχει εν σχέσει. Ο χρόνος γεννιέται μαζί με τα όντα και υπάρχει μαζί με αυτά. Πολλές αριστοτελικές διατυπώσεις παρανοήθηκαν από τους δυτικούς μελετητές και για πολλούς αιώνες ο χρόνος έγινε αντιληπτός ως υπαρκτική προϋπόθεση του εἶναι και των όντων. Όπως ο χώρος, κατανοήθηκε και ο χρόνος ως μία υπερκείμενη πραγματικότητα "μέσα" στην οποία διεξάγεται η κίνηση των όντων. Αλλά μέσα σε ένα προδιαγεγραμμένο χώρο και σε έναν απολυτοποιημένο χρόνο η φύση υποχρεωτικά κατανοείται στατικά ως δεδομένη, προς παρατήρηση και εκμετάλλευση, απόλυτη πραγματικότητα. Παρομοίως απολυτοποιείται και το υποκείμενο που παρατηρεί και κατανοεί την φύση, ο ανθρώπινος νους. Πάνω σ’ αυτήν την παρανόηση της αριστοτελικής σκέψης οργανώθηκε το κοσμοείδωλο που για αιώνες δέσμευσε την ανθρώπινη σκέψη. 5. Η μετα β ο λ ὴ και τα είδη της. Στο Ε΄ βιβλίο των Φυσικῶ ν εξειδικεύεται η έρευνα της κινήσε ω ς , καθώς αυτή ορίζεται ειδικότερα, διακεκριμένη πια από την μετα β ο λ ὴ ν που είχε χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμος όρος. Η όλη ανάλυση του φιλοσόφου δεν λησμονεί την αφετηριακή στοχο θεσία των Φυσικῶ ν , την έρευνα της φύσης· η κίνησι ς ερευνάται στο βαθμό που συντελεί στη φανέρωση της φύσης. 85
Φυσικά, Δ 12 221b 27-30: … δ ῆ λον ὅ τι ὧν τ ὸ ε ἶ ναι μετ ρ ε ῖ , το ύ τ οι ς ἅπασιν ἔσται τ ὸ ε ἶναι ἐν τ ῷ ἠ ρεμε ῖ ν ἢ κινε ῖ σθαι. ὅσα μ ὲ ν ο ὖ ν φθαρ τ ὰ κα ὶ γενη τ ὰ κα ὶ ὅλως ὁτ ὲ μ ὲν ὄντα ὁτ ὲ δ ὲ μ ή, ἀ ν ά γκη ἐ ν χρ ό ν ῳ ε ἶ ναι.
28
Ως δεδομένο θεωρείται πως η κίνησι ς (στην ευρεία σημασία της, συνώνυμη της μετα β ο λ ῆ ς ) περιλαμβάνει: α) τον παράγοντα που την προκαλεί (κινητικὸ ν ή κινοῦν πρῶτ ο ν) , β) αυτό που κινείται (κινούμ ε ν ο ν ), γ) το χρόνο που διαρκεί, δ) το σημείο “αφετηρίας” της (ἐξ οὗ ), ε) το σημείο “άφιξής” της (εἰς ὅ ). Καθώς το κινούμενον κινείται ἐξ οὗ- εἰς ὅ , προκύπτουν τέσσερις λογικές εκδοχές: α) ἢ γὰρ ἐξ ὑποκειμ έ ν ο υ εἰς ὑποκείμ ε ν ο ν, β) ἢ ἐξ ὑποκειμ έ ν ο υ εἰς μὴ ὑποκείμ ε ν ο ν, γ) ἢ οὐκ ἐξ ὑποκειμ έ ν ο υ εἰς ὑποκείμ ε ν ο ν, δ) ἢ οὐκ ἐξ ὑποκειμ έ ν ο υ εἰς μὴ ὑποκείμ ε ν ο ν 86· Μόνον οι τρεις πρώτες συνιστούν πραγματικές μεταβολές, αφού μόνον αυτές σημαίνουν κάποιου είδους αντίθεση ή εναντίωση (όρος απαραίτητος για την ύπαρξη μεταβολής). Η γ΄ μεταβολή, η οὐκ ἐξ ὑποκειμ έ ν ο υ εἰς ὑποκείμ ε ν ο ν, είναι η γένε σι ς · αντίστοιχα, η β΄ μεταβολή, η ἐξ ὑποκειμ έ ν ο υ εἰς μὴ ὑποκείμ ε ν ο ν, είναι η φθορά . Κίνησι ς με την περιοριστική σημασία είναι μόνο η α΄ μορφή μεταβολής, η ἐξ ὑποκειμ έ ν ο υ εἰς ὑποκείμ ε ν ο ν. Συνεπώς, όταν κίνησι ς και μετα β ο λ ὴ διακρίνονται, η μετα β ο λ ὴ είναι ο γενικότερος όρος και η κίνησι ς ο ειδικότερος. 5.1. Η κίνησι ς στην ειδικότερη σημασία της. Η κίνησι ς στην εξειδικευμένη σημασία της διακρίνεται σε είδη, τα οποία αποδίδονται σε τρεις μόνο από τις κατηγορίες του όντος, σε όσες συναντάται η δυνατότητα της εναντίωσης. Η κατ' οὐσίαν κίνησι ς αποκλείεται με το αριστοτελικό αξίωμα ότι δεν υπάρχει εναντίωση στην ουσία87· οι κινήσεις κατά τις κατηγορίες ποιεῖν και πάσχει ν αποκλείονται, διότι δεν νοείται κίνηση κινήσεως ούτε μεταβολή μεταβολής. Θυμίζουμε ότι η κατά το ποιόν κίνηση ονομάζεται ἀλλ οί ω σ ι ς, η κατά το ποσόν αὔξησι ς- φθίσις , η κατά τόπον φορά . 5.1.1. Ἀλλοίω σι ς. Η ἀλλ οί ω σ ι ς προϋποθέτει ένα υποκείμενο· όταν αυτό υποστεί τροπὴν κατὰ τὴν ὕλην , αλλοιούται, οἷον εἰ ἐξ ὕδατο ς γίγνοι τ ο ἀήρ. Πρόκειται για ποιοτική μεταβολή. ΄Οπως ισχύει και για κάθε είδους μεταβολή, δεν υπάρχει άπειρη ἀλλοί ω σ ι ς · έχει και αυτή τα πέρατά της (άκρα της), διότι ἐξ ἐναν τ ί ω ν γάρ τινω ν ἡ ἀλλοί ω σ ι ς και ἀνάγκη οὖν ἀλλοί ω σ ι ν εἶναι τὴν εἰς τἀναν τί α μετα β ο λ ή ν. Κάθε ἀλλοί ω σ ι ς προκαλείται πάντα από κάτι το αισθητό 88. 5.1.2. Αὔξησις- φθίσις. Η κατά το ποσόν, εἰς ἔλατ τ ο ν ἢ μεῖζ ο ν, κίνησι ς δεν έχει ένα όνομα κοινό και για τις δύο εκδοχές της. Ο οὐραν ὸ ς μεταβάλλει κατά την αὔξησι ν- φθίσιν και μάλιστα κατά επαναλαμβανόμενο τρόπο 89. 86
Φυσικά, Ε1 224a 34-224b 4 και 225a 3-6. Κατηγο ρί α ι , 3b 25-27: τ ῇ γ ὰ ρ πρ ώ τ ῃ ο ὐ σ ίᾳ τ ί ἂν ε ἴ η ἐναν τ ί ον; ο ἷ ον τ ῷ τιν ὶ ἀνθρ ώ π ῳ οὐ δ έ ν ἐστιν ἐναν τ ί ον, ο ὐ δ έ γε τ ῷ ἀνθρ ώ π ῳ ἢ τ ῷ ζ ῴῳ ο ὐ δ έ ν ἐστιν ἐναν τ ί ον . 88 Φυσικά, Α7 190b 5-9: γί γνε τ α ι δ ὲ τ ὰ γιγν ό με ν α ἁπλ ῶ ς τ ὰ μ ὲ ν μετ ασ χ η μ α τ ί σ ει, ο ἷον ἀ νδρι ά ς , τ ὰ δ ὲ προσθ έ σει, ο ἷ ον τ ὰ α ὐξαν ό μενα, τ ὰ δ' ἀφαιρ έ σει, ο ἷον ἐκ το ῦ λ ίθου ὁ Ἑ ρμ ῆ ς, τ ὰ δ ὲ συνθ έ σει, ο ἷ ον ο ἰκ ί α, τ ὰ δ' ἀλλοι ώσει, ο ἷον τ ὰ τρεπ ό μ ε ν α κατ ὰ τ ὴν ὕλην. Δ7 214b 3, Ζ10 241a 32, Θ7 260a 33, Η3 245b 3-5. 89 Φυσικά, Δ4 211a 13-17: δι ὰ γ ὰ ρ το ῦ τ ο κα ὶ τ ὸ ν ο ὐ ραν ὸ ν μ ά λισ τ ' ο ἰό μεθα ἐν τ ό π ῳ , ὅτι ἀε ὶ ἐ ν κιν ή σει. τα ύ τ η ς δ ὲ τ ὸ μ ὲ ν φορ ά , τ ὸ δ ὲ α ὔξησις κα ὶ φθ ίσις· κα ὶ γ ὰ ρ ἐν τ ῇ α ὐξ ήσει κα ὶ φθ ί σει μετ α β ά λ λ ει, κα ὶ ὃ πρ ό τε ρ ο ν ἦν ἐντα ῦ θα, π ά λιν μεθ έσ τ η κ ε ν ε ἰς ἔλατ τ ο ν ἢ με ῖζον . 87
29
5.1.3. Γένεσι ς- φθορά. Η γένε σι ς και η φθορὰ αφορούν στα όντα που έχουν τη δυνατότητα είτε να υπάρχουν είτε να μην υπάρχουν. Η γένεση ονομάζεται έτσι, επειδή οδηγεί στο ον, ενώ αντίθετα η φθορά, επειδή οδηγεί στο μη ον (καθοριστική για την ονομασία μιας μεταβολής είναι η κατάληξή της κι όχι η αφετηρία της90). Ορίζονται δύο είδη γενέσεως: γ1) ἁπλῆ , δηλαδή γένεση ουσίας από το μη ον, την απλή δυνατότητα, και γ2) γένεση συγκεκριμένου πράγματος· ορίζονται, αντίστοιχα, δύο είδη φθοράς· β1) ἁπλῆ , δηλαδή φθορά της ουσίας και κατάληξή της στο μη ον, και β2) φθορὰ συγκεκριμένου πράγματος91. Αν και φαίνεται πως η πρώτη κίνηση είναι η γένε σι ς , αυτό δεν ισχύει· η γένε σι ς έπεται πάντα της φορᾶ ς : αυτή προηγείται, διότι τα αΐδια όντα μόνον αυτήν μπορούν να μεταδώσουν. Για κάθε πράγμα που έρχεται στη γένεση, προηγείται το γεννῆ σα ν και η δική του κίνηση92. Ενώ όλα τα είδη μεταβολών προϋποθέτουν ένα σταθερό υποκείμενο, είναι δύσκολο να εντοπιστεί κάτι σταθερό στην περίπτωση της γένεσης και της φθοράς. Ως κάτι τέτοιο πρέπει να θεωρήσουμε το ον κατ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξής του που περιγράφεται ως δυνατότητα, την άμορφη ύλη που υπάρχει μόνο δυνάμει. Η απόλυτη εκ του μηδενός γένεση αποκλείεται απερίφραστα από τον Αριστοτέλη93. 5.2. Κίνησις (συμπληρωματικά στοιχεία). Η κίνηση που ξεκινάει από εναντίο (α) και καταλήγει στο εναντίο του (β) ονομάζεται ἐναν τί α στην κίνηση που ξεκινάει από το εναντίο (β) και φτάνει αντίστροφα στο εναντίο του (α). Και η ἠρε μί α, που δηλώνει τη στέρηση της φυσικής κινήσεως, μοιάζει εναντία στην κίνηση. ΄Ομως πραγματική εναντίωση υπάρχει μεταξύ κινήσεων και όχι κινήσεως και ηρεμίας. Με ιδιαίτερη προσοχή ορίζεται η μία κίνησι ς . Για να υπάρξει μία η κίνηση, είναι αναγκαία η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) να είναι ένα το κινούμενο, β) αυτό να κινείται σύμφωνα με ένα είδος κίνησης, γ) να είναι ένας (συνεχής) ο χρόνος της κίνησης. Η κίνηση ανήκει στα συνε χ ῆ . Στα συνεχή ανήκουν επίσης το διάστημα και ο χρόνος 94. 90
Φυσικά, Ε1 224b 7-10: μ ᾶ λλον γ ὰ ρ ε ἰ ς ὃ ἢ ἐξ ο ὗ κινε ῖ τ αι ὀνομ ά ζ ε τ α ι ἡ μετα β ο λ ή . δι ὸ κα ὶ ἡ φθορ ὰ ε ἰ ς τ ὸ μ ὴ ὂ ν μετ α β ο λ ή ἐστιν· κα ί τοι κα ὶ ἐξ ὄντο ς μετα β ά λ λ ει τ ὸ φθειρ όμεν ο ν· κα ὶ ἡ γ έ νεσι ς ε ἰ ς ὄν, κα ί τοι κα ὶ ἐκ μ ὴ ὄντο ς . Και Θ7 261a 32-34: ἅπασαι γ ὰ ρ ἐξ ἀ ντικειμ έ ν ω ν ε ἰ ς ἀ ντικε ί μεν ά ε ἰ σιν α ἱ κιν ή σεις κα ὶ μετ α β ο λ α ί , ο ἷον γεν έ σει μ ὲν κα ὶ φθορ ᾷ τ ὸ ὂν κα ὶ τ ὸ μ ὴ ὂ ν ὅ ροι. 91 Φυσικά, Ε1 225a 12-20. 92 Φυσικά, Θ7 261a 1-7. Περὶ γενέ σ ε ω ς καὶ φθ ορ ᾶ ς, 336a 15-23: Ἅμα δ ὲ δ ῆ λον ὅ τι κα ὶ τ ὸ πρ ό τ ε ρ ο ν καλ ῶ ς ε ἴ ρη τ αι, τ ὸ πρ ώ τη ν τ ῶ ν μετα β ο λ ῶ ν τ ὴ ν φορ ὰ ν ἀλλ ὰ μ ὴ τ ὴ ν γ ένεσιν ε ἰ πε ῖ ν· πολ ὺ γ ὰ ρ ε ὐ λογ ώ τ ε ρ ο ν τ ὸ ὂν τ ῷ μ ὴ ὄντι γεν έ σε ω ς α ἴ τιον ε ἶναι ἢ τ ὸ μ ὴ ὂν τ ῷ ὄ ντι το ῦ ε ἶ ναι. Τὸ μ ὲ ν ο ὖ ν φερ ό μεν ο ν ἔστι, τ ὸ δ ὲ γιν ό μεν ο ν ο ὐκ ἔστιν· δι ὸ κα ὶ ἡ φορ ὰ προ τ έ ρ α τ ῆ ς γεν έ σε ω ς . 93 Περὶ Οὐραν οῦ , 302a 3-7: Ἄλλο μ ὲ ν γ ὰ ρ ἐξ ἄλλου σ ῶμα γ ί γνεσθαι δυνα τ ό ν, ο ἷον ἐξ ἀέρος πῦ ρ, ὅλως δ' ἐκ μηδεν ὸ ς ἄλλου προϋπ ά ρ χ ο ν τ ο ς μεγ έ θου ς ἀδ ύνα τ ο ν· μ άλισ τ α γ ὰ ρ ἂν ἐκ δυν ά μ ει τιν ὸ ς ὄντο ς σ ώματ ο ς ἐνεργ ε ίᾳ γ έ νοι τ ' ἂν σ ῶμα. 94 Για την έννοια του συνεχ ο ῦ ς , καθώς και για το ότι ο χρόνος και ο χώρος ανήκουν στα συνεχή βλ. Κατηγο ρ ία ι, 4b 20 - 5a 14: Τοῦ δ ὲ ποσο ῦ τ ὸ μ έ ν ἐστι διω ρισμ έ νο ν, τ ὸ δ ὲ συνεχ έ ς· κα ὶ τ ὸ μ ὲ ν ἐκ θ έ σιν ἐ χ ό ντ ω ν πρ ὸ ς ἄλληλα τ ῶ ν ἐν α ὐ το ῖ ς μορ ί ω ν συν έσ τ η κ ε, τ ὸ δ ὲ ο ὐκ ἐξ ἐ χό ντ ω ν θ έ σιν. ἔστι δ ὲ διω ρισμ έ νο ν μ ὲ ν ο ἷον ἀριθμ ὸ ς κα ὶ λ όγος, συνεχ ὲ ς δ ὲ γραμμ ή, ἐπιφ ά νεια, σῶ μα, ἔ τι δ ὲ παρ ὰ τα ῦ τ α χρ ό νο ς κα ὶ τ ό πο ς. ... ἡ δ ὲ γραμμ ὴ συνεχ έ ς ἐστιν· ἔστι γ ὰ ρ λαβε ῖ ν κοιν ὸ ν ὅρον πρ ὸ ς ὃν τ ὰ μ ό ρια α ὐ τ ῆ ς συν ά π τ ε ι, στιγμ ή ν· κα ὶ τ ῆ ς ἐπιφανε ί α ς γραμ μ ή ν, τ ὰ γ ὰ ρ το ῦ ἐπιπ έ δου μ ό ρια πρ ό ς τινα κοιν ὸ ν ὅρον συν ά π τ ε ι. ὡσαύ τω ς δ ὲ κα ὶ ἐπὶ το ῦ σ ώ ματ ο ς ἔχοις ἂν λαβε ῖ ν κοιν ὸ ν ὅρον, γραμ μ ὴ ν ἢ ἐπιφ ά νεια ν, πρ ὸ ς ἣν τ ὰ το ῦ σώ ματ ο ς μ ό ρια συν ά π τ ε ι. ἔστι δ ὲ κα ὶ ὁ χρ ό νο ς κα ὶ ὁ τ όπο ς τ ῶν τοιο ύ τ ω ν· ὁ γ ὰ ρ ν ῦ ν χρ ό νο ς συν ά π τ ε ι πρ ό ς τε τ ὸ ν παρεληλυ θ ό τ α κα ὶ τ ὸ ν μ έλλον τ α .
30
Είναι χαρακτηριστικό των συνεχών μεγεθών να αποτελούνται από διαιρετά και να διαιρούνται σε ἀεὶ διαιρ ε τ ά . Η κίνηση και η ηρεμία δεν μπορούν να νοηθούν παρά ἐν χρό ν ῳ 95. Και στα όρια της φυσικής πραγματικότητας η κίνηση δεν έχει μια πρώτη φυσική αρχή· είναι αδύνατο να βρεθεί -διότι δεν υπάρχει- το πρώτο του μεταβάλλοντος, όπως και το πρώτο του αντίστοιχου χρόνου· κάθε κινούμενο-μεταβάλλον έχει προηγουμένως δεχτεί την κίνηση, και μάλιστα επ' άπειρον. Καθώς ο χρόνος διαιρείται επ’ άπειρο, δεν υπάρχει κάποιο πρῶτ ο ν του χρόνου, για να υπάρξει και πρῶτ ο ν της κινήσεως. Δεν υπάρχει άπειρη κίνηση σε πεπερασμένο χρόνο. Δεν υπάρχει γενικότερα καμία άπειρη μεταβολή. Κάθε μεταβολή έχει πέρατα (και ορίζεται από αυτά). Ούτε και άπειρη μεταβολή κατά το χρόνο υπάρχει. Βεβαίως, διαφορετικού είδους αλληλοδιάδοχες μεταβολές είναι δυνατό να υπάρχουν επ’ άπειρο. Μόνο η κύκλῳ φορὰ είναι η μία και άπειρη κατά το χρόνο κίνηση. 6. Το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν. Όπως έχουμε δει, στο Β' βιβλίο της Φυσικῆς Ἀκροάσε ω ς αναφέρεται μία δεύτερη -μη φυσική- αρχή κινήσε ω ς . Η έρευνα αυτής της αρχής καθεαυτήν εμπίπτει στο επιστημονικό πεδίο της Πρώτης Φιλοσοφίας (της λεγόμενης “Μεταφυσικής”) και όχι της Φυσικής, αφού η Φυσική εξετάζει κινούμενα όντα και η δεύτερη αρχή κινήσεως είναι ακίνητη. Στο βαθμό, όμως, που η ακίνητη αρχή κινεῖ φυσικῶ ς, διερευνάται στο τελευταίο βιβλίο των Φυσικῶ ν. Η αναφορά στη μη φυσική αρχή της κινήσε ω ς δεν είναι, όπως ισχυρίζονται οι μελετητές της πραγματείας, απλώς ένα πέρασμα στο πεδίο της Πρώτης Φιλοσοφίας, μία σύνδεση ανάμεσα στα Φυσικὰ και τα Μετὰ τὰ Φυσικά. Ο λόγος για τη μη φυσική αρχή της κινήσε ω ς στα όρια των Φυσικῶν -αρχή που ονομάζεται πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν επικεντρώνεται στην προσπάθεια του φιλοσόφου να δώσει λύση σε συγκεκριμένα αδιέξοδα, στα οποία κατέληξε η εντός των ορίων της φύσης έρευνα της κινήσε ω ς · ως εκ τούτου η αναφορά στη μη φυσική αρχή της κίνησης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της έρευνας του φυσικού επιστητού96 και ο λόγος για το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν θεμελιώνεται σε ανακεφαλαίωση συμπερασμάτων προηγούμενων διερευνήσεων πάντα σχετικών με τα κινούμενα. Ο Αριστοτέλης οδηγείται στη μη φυσική αρχή της κινήσε ω ς μέσα από λογική διερεύνηση της ίδιας της κινήσε ω ς . Η οπισθοβατική ακολουθία κινούντος-κινουμένου οδηγεί στην αναγκαιότητα της πρώτης αρχής της κι νήσε ω ς , του πρώτ ου κινοῦν τ ο ς ἀκινήτ ου . Την υφιστάμενη στον κόσμο κίνησι ν την προκαλεί μια πρώτη πηγή ενέργειας που είναι η ίδια ακίνητη97. Το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν είναι ένα και αΐδιο, έξω από κάθε μεταβολή. Παραθέτουμε τη συνοπτική (ανά κεφάλαιο) παρουσίαση του Θ' βιβλίου των Φυσικῶν , με την οποία ο I. Düring δείχνει ότι η λογική πορεία του αριστοτελικού στοχασμού προς το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν αφορμάται από φυσικά δεδομένα: «1) Η κίνηση δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, παρά είναι αιώνια· από την αιωνιότητα του χρόνου και της κίνησης συνάγεται ότι ο κόσμος είναι αιώνιος. 3-5) Η κίνηση των οργανισμών μόνο φαινομενικά είναι αυτοκίνηση· στην πραγματικότητα, κάθε φυσική κίνηση είναι ένα κινείσθαι που δέχεται την κίνηση απέξω. Αυτό που κινεί πρέπει να είναι ακίνητο το ίδιο. 6) Η αλυσίδα της κίνησης: "αυτός που κινεί" - "αυτός που κινείται" έχει κάποια αρχή· υπάρχει μια αιώνια και ακίνητη π ά λιν ὁ τ ό πος τ ῶ ν συνεχ ῶ ν ἐστιν· τ ό πον γ ά ρ τινα τ ὰ το ῦ σ ώματ ο ς μ όρια κατ έχει, ἃ πρ ό ς τινα κοιν ὸ ν ὅρον συν ά π τ ε ι· ο ὐκο ῦ ν κα ὶ τ ὰ το ῦ τ ό που μ όρια, ἃ κατ έ χει ἕκαστ ο ν τ ῶν το ῦ σώ ματ ο ς μορ ί ω ν, πρ ὸ ς τ ὸ ν α ὐ τ ὸ ν ὅρον συν ά π τ ε ι πρ ὸ ς ὃν κα ὶ τ ὰ το ῦ σ ώμα τ ο ς μ όρια· ὥστε συνεχ ὲ ς ἂ ν ε ἴ η κα ὶ ὁ τ ό πο ς· πρ ὸ ς γ ὰ ρ ἕνα κοιν ὸ ν ὅρον α ὐ το ῦ τ ὰ μ όρια συν ά π τ ε ι. 95 Φυσικά, Ζ3 234b 8-9. 96 Βλ. Λ. ΣΙΑΣΟΣ, Ἡ διαλ εκ τ ικ ὴ ...., σελ. 380. 97 Φυσικά, Θ 5 258a 5- b 9.
31
πρώτη αρχή της κίνησης και ό,τι κινείται από αυτή την αρχή πρέπει να είναι σε αιώνια και αμετάβλητη κίνηση. 7) Τέτοιου είδους κίνηση μπορεί να είναι μόνο η κίνηση στο χώρο· και 8-9) από όλες τις κινήσεις στο χώρο μόνο η κυκλική κίνηση της πιο εξωτερικής ουράνιας σφαίρας είναι άπειρη, διαρκής και πάντοτε ταυτόσημη με τον εαυτό της. Αυτή είναι η πρωταρχική κίνηση που κινεί όλα τα άλλα. 10) Αυτή η αιώνια κυκλική κίνηση θα ήταν αδύνατη, αν δεν υπήρχε μια αιώνια αρχή της κίνησης, που να είναι η ίδια ασώματη και ακίνητη. Υπάρχει, λοιπόν, ένα πρώτο αιώνιο ακίνητο κινούν, που βρίσκεται στην πιο εξωτερική ουράνια σφαίρα»98. Πρέπει να τονίσουμε πως η ύπαρξη του πρώτ ου κινοῦν τ ο ς ἀκινήτ ου δεν σημαίνει τελικά κάποιο αρχικό όριο στην οπισθοβατική αλληλουχία κινούντων-κινουμένων. Αυτή η αλληλουχία σίγουρα ανάγεται στο άπειρο. «Ο πρώτος κινητής δεν είναι το πρώτο σε μια σειρά πραγμάτων που κινούνται και κινούν, δεν είναι το πρώτο ποιητικό αίτιο της κίνησης, αυτό που έθεσε τα πράγματα σε κίνηση»99. Ο “πρώτος κινητής”, καθώς κινεί όλα όσα βρίσκονται σε κίνηση, χωρίς να κινείται ο ίδιος είτε μόνος του είτε από κάτι άλλο, πρέπει να είναι μάλλον ελκτικός παρά ωθητικός, να λειτουργεί ως τελικό αίτιο. Ο Αριστοτέλης θεωρεί το πραγματικό ως ένα συνεχές πέρασμα από την ύλη στη μορφή. Αυτό που κάθε φορά είναι μορφή αποτελεί ύλη για την επόμενη βαθμίδα. Άκροι όροι στην ακολουθία αυτή είναι από τη μία η ύλη ως καθαρή δυνατότητα, από την άλλη η καθαρή μορφή, απόλυτα χωριστή από την ύλη. Το ανώτατο αυτό ον (ἔστι τι ), η καθαρή μορφή και ενέργεια είναι ο αριστοτελικός θεός, η πρώτη αρχή της κίνησης. Όλα τα πράγματα, έχοντας την κινητήρια δύναμη, την ἐντε λ έ χ ε ι α ν , τείνουν προς το θεό ως απόλυτο τελικό αίτιο. Άρα, μορφή, ενέργεια, τέλος είναι τα γνωρίσματα του ανωτάτου ορίου στην κλίμακα των όντων, όπως αυτή δομείται με άξονα την κίνηση. Είναι σαφές πως ο αριστοτελικός θεός υπόκειται στην ίδια υπαρκτική τάξη με τα υπόλοιπα όντα· η ύπαρξή του εγγράφεται μοιραίως στον κύκλο της κίνησης. Ύστερα από σειρά συλλογισμών, ο φιλόσοφος ομιλεί για το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν ως ένα από τα όντα που, όπως και τα υπόλοιπα, "υπηρετεί" από μία εξέχουσα θέση την αναγκαιότητα μίας κινήσε ω ς υπαρκτικά πρότερης των πάντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κορυφαία απόδειξη της ύπαρξης του πρώτ ου κινοῦν τ ο ς θεμελιώνεται στην αρχή ἀνάγκη δὴ στῆναι 100. Η όποια αριστοτελική απόδειξη (κοσμολογική, οντολογική) της ύπαρξης του πρώτ ου κινοῦν τ ο ς ἀκινήτ ου ανάγεται τελικά στη λογική αναγκαιότητα: το πρῶτ ο ν κινοῦν εμφανίζεται ως αναγκαία έννοια, λογική αρχή, για να εξηγηθεί η αρχή της κίνησης. 7. Συμπερασματικά. 1. Η θεωρία της φύσεως και κινήσε ω ς έχει μάλλον χαρακτήρα αναζήτησης και συντονισμού του κοινού λόγου, παρά χαρακτήρα αυστηρής στην εσωτερική της δόμηση επιστήμης: προϋποθέτει αξιωματικές αρχές, έχει διαλεκτικές αφετηρίες (αφορμάται από απόψεις προγενεστέρων φιλοσόφων, αξιοποιεί δεδομένα της γλωσσικής πρακτικής, βασίζεται σε εμπειρικές παρατηρήσεις), δεν απολήγει σε προδιαγεγραμμένες, τελεσίδικες και στατικές αποφάνσεις. 2. Το σημαινόμενο της φυσικής πραγματικότητας δεν εξαντλείται από το σημαίνον, τις διαπιστώσεις και διατυπώσεις για τη φύση και την κίνησιν . Το αποφατικό υπόβαθρο της σκέψης του επιτρέπει στο φιλόσοφο να παραμερίσει την έρευνα των φυσικών όντων στη μεταβλητότητά τους και μόνο σ’ αυτήν (μια τέτοια έρευνα θα απέδιδε ποσοτικά κυρίως ευρήματα τεχνητώς και λογοκρατικώς αντικειμενοποιημένων και μετρήσιμων φυσικών σχέσεων), αλλά να τολμήσει τη μνημειώδη διερώτηση σχετικά με τον τρόπο ύπαρξης 98
Ι. DUERING , Ὁ Ἀριστ ο τ έ λ η ς ..., Β΄ τόμ., σελ. 63. Mortim er ADLER, Ὁ Ἀριστο τ έ λ η ς γιὰ ὅλου ς. Δύσκολ ο ς στοχ α σ μ ὸ ς σὲ ἁπλοποιη μ έ ν η μορφ ή, (Aristotle for everybody. Difficult Thought Made Easy , 1978), μετ. Π. Κοτζιά, Αθήνα 1996, σελ. 123. 100 Μετὰ τὰ Φυσικά , 1070a 4. Φυσικά , Η1 242b 71-72: ὥστε ἀν ά γκη ἵστασθαι κα ὶ ε ἶ να ί τι πρ ῶ τον κινο ῦ ν κα ὶ κινο ύ μεν ο ν. 99
32
θεμελιακών πραγματικοτήτων: της φύσης και της κίνησης, του χρόνου και του χώρου, του κενού και του άπειρου. 3. Η κίνησι ς ανάγεται στην ουσία των όντων· τα φυσικά όντα εξ ορισμού συνυφαίνονται με την κίνησιν . 4. Δύο αρχές κινούν φυσικῶ ς. Η πρώτη είναι μια φυσική αρχή, η ίδια η φύση εννοημένη είτε ως ὕλη είτε ως εἶδο ς του όντος. Η δεύτερη αρχή που κινεῖ φυσικῶ ς δεν είναι μια φυσική αρχή, διότι κινεί χωρίς η ίδια να κινείται. 5. Αυτό που κάνει τα όντα να εἶναι, είναι το εἶδο ς στην ενεργητική φανέρωσή του, στην κίνησι ν- μετάβαση από το ως-δυνατότητα-υπαρκτό-ον στο ως-πραγματικότητα-υπαρκτόον. 6. Το καθένα από τα ἐνυπάρχ ο ν τ α στην κίνησιν , το ἄπειρ ο ν , ο τόπος , το κενό ν, ο χρόν ο ς , προσεγγίζεται μέσω τριπλού ερωτηματικού σχήματος σχετικά με την ύπαρξη, τον τρόπο ύπαρξης και την ουσία του (εἰ ἔστι, πῶς ἔστι, τί ἐστι ). Με το ερώτημα για τον τρόπο της ύπαρξης διασφαλίζεται ο αποφατικός χαρακτήρας της παραγόμενης γνώσης· και αυτό, διότι το ερώτημα περί την τροπικότητα του όντος τίθεται κατεξοχήν στον ορίζοντα της παρέμβασης του υποκειμένου. Το διερωτώμενο περί τον τρόπο ύπαρξης υποκείμενο δεν συγκαλύπτει την παρατηρητική και θεωρητική εμπλοκή του πίσω από την ψευδαίσθηση μιας αποστασιοποιημένης επιστημονικότητας που τυχαίνει να προσλαμβάνει το θέατρο του κόσμου. 7. Με την προϋποθετική γι’ αυτούς κίνησι ν είναι ουσιαστικά δεμένοι ο χώρος και χρόνος· συνεχείς όπως και η κίνησι ς , εκφαίνονται ως διαστάσεις της. Σε συναλληλία με τη φύση (ὧν οὐκ ἄνευ αὐτῆς ) ο χρόνος και ο χώρος απαρτίζουν τον τρόπο ύπαρξης των όντων. 8. Κοινόχρηστες αντιλήψεις για το χώρο και το χρόνο τίθενται υπό ερώτηση και απορρίπτονται. Ο χώρος δεν είναι αυτό που εμπεριέχει τα όντα-σώματα, αλλά υπάρχει ως όριο των όντων και ως διάσταση της κινήσε ώ ς τους. Ο χρόνος δεν εμπερικλείει τα μεταβαλλόμενα όντα, αλλά υπάρχει ως διάσταση της κινήσε ώ ς τους, διάσταση μετρώμενη (αριθμούμενη) από ένα επίσης κινούμενο υποκείμενο. Ο χρόνος είναι εκείνη η διάσταση της κίνησης που μετράει το ίδιο το εἶναι των όντων (αρκεί να μη θεωρούνται αυτά δεδομένες και στατικές πραγματικότητες, αλλά διαρκώς αυτοπραγματούμενες και αλληλοπραγματούμενες φύσεις). 9. Χώρος και χρόνος έχουν έναν σχετικό τρόπο ύπαρξης. 10. Ο αριστοτελικός θεός υπόκειται στην ίδια υπαρκτική τάξη με τα υπόλοιπα όντα· η ύπαρξή του εγγράφεται αναγκαστικά στον κύκλο της κινήσε ω ς .
33
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΒΙΟΣ και ΕΡΓΑ Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γεννήθηκε το 580 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τα νεανικά του χρόνια· καταγόταν από εύπορη και ευσεβή οικογένεια, έλαβε αξιόλογη παιδεία (στον Βίον του αναφέρεται ότι αγάπησε ιδιαίτερα και σπούδασε τη φιλοσοφία), προσλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο ως αρχιγραμματεύς. Γρήγορα εγκατέλειψε το παλάτι και έγινε μοναχός στη Χρυσούπολη του Βοσπόρου. Εκεί άρχισε τη συγγραφική του δραστηριότητα και απόκτησε ένα πιστό μαθητή, τον Αναστάσιο, ο οποίος τον ακολούθησε διά βίου, μέχρι το μαρτυρικό θάνατο. Μετά από δέκα έτη ο Μάξιμος έφυγε από τη Χρυσούπολη και έκτοτε έζησε ως περιοδεύων εκκλησιαστικός ηγέτης, μολονότι ποτέ δεν απόκτησε επίσημο αξίωμα. Έμεινε στην Κύζικο, την Κρήτη και την Κύπρο, τη Ρώμη, την Καρχηδόνα και αλλού. Εκείνη την εποχή η ελληνική αυτοκρατορία πάλευε να περισώσει την οικουμενική της κυριαρχία, η οποία μετά το θάνατο του Ιουστινιανού δεχόταν απειλές από παντού. Ιδιαιτέρως οι ανατολικές επαρχίες πιέζονταν σφοδρά από τους Άραβες. Εκεί, εξάλλου, η ενότητα της αυτοκρατορίας υπονομευόταν από το γεγονός ότι οι μονοφυσίτες παρέμεναν αδιάλλακτοι πολέμιοι της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.), σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε ενίοτε προτιμούσαν τους Άραβες κατακτητές από τους παράγοντες της Κωνσταντινουπόλεως. Η αυτοκρατορική πολιτική, συνεπώς, επικεντρωνόταν στην άμβλυνση των θρησκευτικών διαφορών με απώτερο στόχο την πάση θυσία διατήρηση της κρατικής ενότητας. Οι αυτοκράτορες Ηράκλειος και Κώνστας Β΄ προσπάθησαν επίμονα να συμβιβάσουν ορθοδόξους και μονοφυσίτες προβαίνοντας με τη συνδρομή πατριαρχών σε δογματικούς συμβιβασμούς. Ο πατριάρχης Σέργιος επιδίωξε τη συμφιλίωση, αγωνιζόμενος όμως να επιβάλει τη θέση ότι ο Χριστός είχε μεν δύο φύσεις αλλά μόνο ένα θέλημα. Στο Σέργιο αντιτάχθηκε σκληρά ο μοναχός Σωφρόνιος, μετέπειτα πατριάρχης Ιεροσολύμων, ανυποχώρητος υπερασπιστής των θέσεων της Χαλκηδόνας. Φιλικές σχέσεις και ομόλογες θέσεις με το Σωφρόνιο είχε ο Μάξιμος, ο οποίος διακήρυττε ότι ο Χριστός έχει δύο θελήματα και ενέργειες (ο βιογράφος του αποδίδει ως εξής τη θέση της ορθοδοξίας: φύσεις διττὰ ς καὶ ἐνε ρ γ ε ί α ς τὰς αὐτὰς καὶ θελή ματα, ἐπὶ τῷ θεϊκῷ τε καὶ ἀνθ ρ ωπί ν ῳ τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁμο λ ο γ ο ῦ ν τ ε ς καὶ κηρύττ ο ντε ς ). Η επιμονή του Ομολογητού στην υπεράσπιση των δύο θελημάτων και ενεργειών του Χριστού ριζώνει στη μέριμνά του να προασπίσει την πληρότητα των δύο φύσεων του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού: αν ο Χριστός δεν ήταν τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση και η δυνατότητα θέωσης της ανθρωπίνης φύσεως και του κόσμου όλου. Κατά βάθος, λοιπόν, ο Μάξιμος πολεμούσε την αίρεση του μονοφυσιτισμού και την απαξίωση της κτιστής δημιουργίας. Η διάσταση μονοθελητών και ορθοδόξων έλαβε μεγάλες διαστάσεις και τα πάθη οξύνθηκαν στο έπακρο. Ο Ηράκλειος, για να αμβλύνει τις αντιθέσεις, δημοσίευσε την Ἔκθεσιν (638 μ.Χ), η οποία υποστήριζε το μονοθελητισμό και απαγόρευε κάθε συζήτηση περί μιάς ή δύο ἐνε ρ γ ε ι ῶ ν του Χριστού. Αλλά ο Μάξιμος ανέλαβε σθεναρό αγώνα εναντίον του διατάγματος και της επιφανειακά ενωτικής αυτοκρατορικής πολιτικής. Τα κριτήριά του ήταν ακραιφνώς θεολογικά και εκκλησιαστικά, και είχαν την προτεραιότητα ακόμα και ενάντια στην εθνική πολιτική και την κρατική ενότητα. Η αυτοκρατορική παρέμβαση έτσι και αλλιώς δεν οδηγούσε σε λύση του προβλήματος, και ο κεντρικός έλεγχος των ανατολικών περιοχών της αυτοκρατορίας δεν κατέστη επαρκής ώστε να αναχαιτιστεί η αραβική προέλαση. Το δογματικό χριστολογικό πρόβλημα παρέμενε στο επίκεντρο των διενέξεων και ο Μάξιμος με τις πραγματείες του τεκμηρίωσε τις θέσεις της ορθοδοξίας, όπως είχαν εκφραστεί στον Όρο της Χαλκηδόνας. Το 645 διεξήχθη δημόσιος διάλογος ανάμεσα στον τέως πατριάρχη Πύρρο, εκ μέρους των μονοθελητών, και τον Μάξιμο, εκ προσώπου της ορθοδοξίας και ανυποχώρητο υπερασπιστή των διττών ενεργειών και θελημάτων του
34
Χριστού. Ο Πύρρος υποχρεώθηκε να απαρνηθεί τις αιρετικές κακοδοξίες (αργότερα επανήλθε στις αρχικές του θέσεις). Το 647 ο Κώνστας Β΄ δημοσίευσε τον Τύπον και απαγόρευε κάθε θεολογική συζήτηση του επίμαχου θέματος. Αλλά ο πάπας Μαρτίνος, έχοντας ως σύμβουλο τον Μάξιμο, συγκάλεσε σύνοδο στο Λατερανό (649), τάχθηκε απερίφραστα κατά του μονοθελητισμού και μονοενεργητισμού, και αναθεμάτισε τους υποστηρικτές τους. Ο αυτοκράτορας διέταξε τη σύλληψη του Μαρτίνου, του Μαξίμου και του Αναστασίου. Η άρνηση του αγίου να δεχτεί οποιονδήποτε συμβιβασμό είχε ως συνέπεια τη βίαιη προσαγωγή του στην Κων/πολη, την καταδίκη και εξόρισή του στη Βιζύη της Θράκης και σε άλλες περιοχές της Ανατολής. Αλλά και από εκεί ο Ομολογητής συνέχισε με πραγματείες και επιστολές τον αγώνα. Για τη σθεναρή του αντίσταση λέει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του: Οὕτω γὰρ ἂν μᾶλλ ο ν, τὸ ἐν πᾶσιν ἀνάλ ω τ ο ν τοῦ ἀνδ ρ ὸ ς καταμάθ ο ι μ ε ν, ὅτι καὶ πολλ ῶ ν ὄντ ω ν τῶν τινασ σόντ ω ν, καὶ διασα λ ε ύ ε ι ν πολυτ ρ όπ ω ς ἐπιχει ρ ο ύ ν τ ω ν, αὐτὸ ς οὐδὲ ν ἧττο ν ἀκλινὴ ς ἔμε ν ε, στε ῤ ῥ ὸ ς ὅλο ς καὶ τὸ φρόν η μ α ἄτρεπ τ ο ς . Η ασάλευτη πίστη στην ορθοδοξία οδήγησε τον Μάξιμο στο μαρτύριο· του αποκόπηκε η γλώσσα και το δεξί χέρι, ενώ του επιβλήθηκε μαζί με τους μαθητές του νέα εξορία, στον Καύκασο. Αφού αρνήθηκε για έσχατη φορά ένα προτεινόμενο συμβιβασμό, πέθανε από τις κακουχίες το 662 μ.Χ. Ο άγιος Μάξιμος είναι ένας από τους σπουδαιότερους θεολόγους σύνολης της εκκλησιαστικής ιστορίας. Το έργο του εξέφρασε όλη την προγενέστερη εκκλησιαστική παράδοση, μελετήθηκε εξαντλητικά από τους μεταγενέστερους, και η επιρροή του υπήρξε τεράστια και εισέτι ανυπολόγιστη. Μολονότι κεντρική θέση στους μαρτυρικούς αγώνες όλης της ζωής του έχει το χριστολογικό δόγμα, η θεολογία του Μαξίμου δεν περιορίζεται σ’ αυτό· στο έργο του καθρεπτίζεται με λόγο υψηλό και σκέψη διεισδυτική η ολότητα του σύμπαντος και της ζωής στην τελειότητα της δημιουργίας τους από το Θεό. Η δογματική διδασκαλία και η λειτουργική έκφραση της ορθοδοξίας, η πρακτική συμβουλευτική και η ερμηνευτική θεολογία ισορροπούν αρμονικά μέσα σε μια σύνθεση πολυεπίπεδη και ανοικτή. Η αποδεικτική και η αλληγορική μέθοδος υποβαστάζουν αλληλέγγυες το έργο του Μαξίμου, κύρια μέριμνα του οποίου παραμένει πάντα η οικοδόμηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Ο θεολογικός και ο φιλοσοφικός λόγος του υπηρετούν την προσέγγιση της αληθείας. Τα διανοήματά του έλκονται πάντα από το εξαρχής τεθέν τέλος της κοσμικής κινήσεως, τη θέωση του ανθρώπου, την ένωση με το Θεό που με την άπειρη αγάπη Του πρώτος κινήθηκε στην ένωση με τον άνθρωπο. Οι πραγματείες του Μαξίμου, έργα σπονδυλωτά και πολυσύνθετα, μας διδάσκουν με τρόπο πειστικό και λειτουργικό, χωρίς να σχηματοποιούν τη διδαχή και να τη μετατρέπουν σε συστηματικό και νοησιαρχικό ιδεολόγημα. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής παραμένει ως λαμπρό υπόδειγμα στη συνείδηση της Εκκλησίας για τους αγώνες που με το βίο και το έργο του έδωσε υπέρ της πίστεως. Την 21 η Ιανουαρίου εορτάζουμε τη μνήμη του ψάλλοντες: Τὸν τῆς Τριάδο ς ἐρα στ ὴ ν καὶ μέγα Μάξιμο ν, τὸν ἐκδιδά ξ α ν τ α τραν ῶ ς πίστιν τὴν ἔνθ ε ο ν, τοῦ δοξά ζ ε ι ν τὸν Χριστ ό ν, φύσε σι ν ἐν δύο, ἐνε ρ γ ε ί αι ς τε διτταῖ ς ὡς καὶ θελή σ ε σ ι ν, ἐπαξί ω ς οἱ πιστοί ἀνευφημ ή σ ω μ ε ν ἀνακράζ ο ν τ ε ς · Χαῖρε, κῆρυξ τῆς πίστε ω ς.
35
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΡΓΩΝ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ (Και συντομογραφίες τους) Πρ ὸ ς Θαλ ά σσιον, περ ὶ διαφ όρ ω ν ἀπόρων της θεία ς Γραφ ῆ ς Πρὸς Θαλάσσι ο ν... Πεύσει ς κα ὶ Ἀποκρίσ ει ς κα ὶ Ἐρωτ ήσ ε ι ς κα ὶ Ἐκλογα ὶ διαφό ρ ω ν κεφαλ αί ων ἀπορουμέ ν ω ν Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσε ι ς... Ἑ ρμηνεία ε ἰ ς τ ὸ ν νθ΄ Ψαλμ ὸ ν Εἰς τὸν νθ ΄ Ψαλμὸ ν... Εἰ ς τ ὴ ν προσε υ χ ὴ ν το ῦ Πάτε ρ ἡμ ῶν, πρ ὸ ς ἕνα φιλόχρισ τ ο ν ἑρμηνεία σύν το μο ς Εἰς τὴν προσευ χ ὴ ν τοῦ Πάτε ρ ἡμῶ ν... Λόγος ἀσκητικ ὸ ς Κεφ ά λαια περ ὶ ἀγ ά πη ς Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς Κεφ ά λαια Σ΄ περ ὶ θεολο γ ί α ς κα ὶ τ ῆ ς ἐνσ ά ρκου ο ἰκονομ ί α ς το ῦ Υἱο ῦ Θεο ῦ (γνωσ τ ικ ὰ κεφάλ αι α) Κεφάλαια Σ' περὶ θεολ ο γία ς... Κεφάλ αια διάφ ορ α θεολο γ ικ ά τε κα ὶ ο ἰκονομικ ὰ κα ὶ περ ὶ ἀρε τ ῆ ς κα ὶ κακία ς Κεφάλαια διάφο ρ α... Πρ ὸ ς Θεόπε μπ τ ο ν σχολ ασ τ ι κ ὸ ν Πρ ὸ ς Μαρ ῖ νον, τ ὸ ν ὁσιώ τ α τ ο ν πρεσβύ τ ε ρ ο ν Ἔ ργα θεολο γικ ὰ κα ὶ πολεμικ ὰ Πρ ὸ ς Γεώργ ιον Ἀπαν τ ήσ ε ι ς ε ἰ ς ἐπιχειρ ήμ α τ α μονοεν ε ρ γ η τ ι κ ὰ Περ ὶ το ῦ «παρ ε λ θ έ τ ω τ ὸ ποτήρ ι ον » Πρ ὸ ς Νίκαν δρ ον Το ῖ ς Σικελ ῶ ν Πατρ ά σ ι ν Script a ad Petru m Illustr e m Περ ὶ τ ῶ ν δύο το ῦ Χρισ το ῦ φύσεων Ὅ ροι διάφ ορ οι Πρ ὸ ς Στέ φ α ν ο ν Περ ὶ θελημά τ ω ν Περ ὶ ὅ ρων διασ τ ο λ ῶ ν Ὅ ροι ἑ νώσε ων Πρ ὸ ς Θεόδω ρ ο ν Διάκονον Θεοδώ ρ ῳ Πρεσβυ τ έ ρ ῳ Ἀποσπάσ μ α τ α περ ὶ συνόδου Χαλκηδόν ο ς Κεφάλ αια περ ὶ ο ὐ σία ς κα ὶ φύσεω ς , ὑποσ τ ά σ ε ώ ς τε και προσ ώπου Ὅ τι ἀ δύνα τ ο ν ἕν θέλημα ἐπ ὶ Χρισ το ῦ Κεφάλ αια περ ὶ δύο θελημά τ ω ν Πρ ὸ ς μοναχ ὸ ν Θεόδω ρ ο ν Ὅ ροι διάφ ορ οι περ ὶ δύο ἐνεργ ε ι ῶ ν Ζήτη σι ς μετὰ Πύρρ ου Περ ὶ ψυχ ῆ ς Ἐπισ το λ α ὶ Μυστα γ ω γ ί α Περ ὶ διαφ όρ ω ν ἀπορι ῶ ν τ ῶ ν ἁγίων Διονυσίου κα ὶ Γρηγορίου Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν... Σχόλια ε ἰ ς τ ὸ Περ ὶ τ ῆ ς ο ὐ ρανία ς Ἱεραρ χ ί α ς το ῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπα γ ί τ ο υ Σχόλια ε ἰ ς τ ὸ Περ ὶ τ ῆ ς ἐκκλησιασ τ ι κ ῆ ς Ἱεραρχί α ς το ῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπα γ ί τ ο υ Σχόλια ε ἰ ς τ ὸ Περ ὶ θείων Ὀνομά τ ω ν το ῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπα γ ί τ ο υ Σχόλια ε ἰ ς τ ὸ Περ ὶ Μυστικ ῆ ς Θεολογ ία ς το ῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπα γ ί τ ο υ Σχόλια ε ἰ ς τ ὰ ς Ἐπισ τ ολ ὰ ς το ῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπα γ ί τ ο υ
PG 90, 244-785 PG 90, 785-856 PG 90, 856-872 PG 90, 872-909 PG 90, 912-957 PG 90, 960-1073 PG 90, 1084-1176 PG 90, 1177-1392 PG 90, 1393-1400 PG 91, 9-56, 69-89 133-140, 217-245 PG 91, 56-61 PG 91, 64-65 PG 91, 65-69 PG 91, 89-112 PG 91, 112-132 PG 91, 141-144 PG 91, 145-149 PG 91, 149-153 PG 91, 153-184 PG 91, 184-212 PG 91, 212-213 PG 91, 213-216 PG 91, 216-217 PG 91, 245-257 PG 91, 257-260 PG 91, 260-268 PG 91, 268-269 PG 91, 269-273 PG 91, 276-280 PG 91, 280-285 PG 91, 288-353 PG 91, 353-361 PG 91, 364-649 PG 91, 657-717 PG 91, 1032-1424 PG 4, 29-113 PG 4, 115-184 PG 4, 185-416 PG 4, 416-432 PG 4, 527-576
36
Αναφορά στο περιεχόμενο των μειζόνων πραγματειών. Τα 400 Κε φ ά λ αια π ε ρ ὶ ἀγ ά π η ς (PG 90, 960-1073) είναι το κυριότερο από τα ασκητικά-συμβουλευτικά έργα του Ομολογητή. Δίνουν έμφαση καταρχάς σε θέματα πρακτικῆ ς φιλο σ ο φί α ς αντλώντας αφορμές από τον αγώνα των ασκητών και τη μοναστική τους ζωή· μαρτυρούν, όμως, πρωτίστως τη μέριμνα του αγίου να οικοδομήσει την πνευματική ζωή σύνολης της Εκκλησίας. Κεντρική έννοια των Κεφαλαίω ν είναι η αγάπη· όλη η ζωή των πιστών έχει πυρήνα της την αγάπη ως ανιδιοτελή και θυσιαστική σχέση προς τον πλησίον. Η αγάπη των ανθρώπων τρέφεται από την αγάπη του Θεού. Αν δεν υπήρχε η θεία αγάπη, δεν θα μπορούσε καν να νοηθεί η δημιουργία της κτίσεως από το μηδέν, η σχέση ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο, η χάριτι Θεού πρόοδος του ανθρώπου προς τη θέωση, ο ενοποιητικός ρόλος της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο και την κοινωνία. Η αγάπη αποτελεί την κορύφωση της πνευματικής ζωής. Προς αυτήν οδηγούν η κάθαρση των παθών και οι αγώνες των πιστών για την κατάκτηση των αρετών. Η κάθαρση του νου και όλης της ψυχής από τα πάθη είναι προπάντων πάλη κατά του δαιμονικού κακού, κύρια έκφραση του οποίου και πηγή όλων των κακών είναι η φιλαυτία. Την πάλη του μοναχού και κάθε μέλους της Εκκλησίας ενάντια στα πάθη, την κατάκτηση των αρετών εκθέτει ο Μάξιμος με τρόπο εμπειρικό και ρεαλιστικό. Η απάθεια δεν είναι ολοσχερής αποκοπή από κάθε τι υλικό και αισθητό. Αντιθέτως, τα αισθητά καταξιώνονται ως θεία δημιουργήματα, καλὰ λίαν · η φύση δεν είναι από μόνη της πηγή κακών και παθών, και η κατά τον ορθό λόγο χρήση των πραγμάτων δεν αποτελεί κίνδυνο για την ψυχή· μόνον η παράχρηση των πραγμάτων και η περιπλάνηση του νου σε δρόμους παρὰ φύσιν δίνουν τρόπο ύπαρξης στο κακό και τα πάθη. Οι άλλες αρετές, πχ. η εγκράτεια και η ταπείνωση, κοσμούν τη ζωή του πιστού αποτελώντας βαθμίδες στην πορεία προς τη γνώση του Θεού, την αλήθεια και τη θέωση. Η θέωση προβάλλεται εμφατικά ως ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης κίνησης και αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση κάθε επιμέρους διδαχής των Κεφα λαίω ν . Τα Κεφάλαια περὶ ἀγάπης δεν περιορίζονται σε αναφορές πρακτικής φύσεως. Εντάσσουν τις συμβουλές που ενισχύουν τον αγώνα των πιστών, σε θεωρητικά πλαίσια καθαρώς θεολογικά (αναφορές σε θείες ιδιότητες, την αγαθότητα, την αϊδιότητα, στη θεία Πρόνοια), κοσμολογικά (αναφορές στη δημιουργία, την κτιστή φύση), ανθρωπολογικά (αναφορές στην ψυχή και τις δυνάμεις της, στη φυσική θεωρία ως γνωστική κίνηση προς τα όντα), εσχατολογικά (αναφορές στην καταύγαση του νου από το θείο φως, στη σωτηρία του ανθρώπου, στη μακαριότητα του νου που απολαμβάνει την ωραιότητα της θείας τρυφής). Οι Πε ύ σει ς κα ὶ 'Α π ο κ ρ ί σ ε ι ς κα ὶ 'Ερ ω τ ή σ ε ι ς κα ὶ 'Εκλο γα ί (PG 90, 785856) είναι ερμηνευτικό έργο, συλλογή σύντομων απαντήσεων σε ερωτήματα αντλημένα από αγιογραφικά χωρία. Αξιοσημείωτη είναι η ευρεία χρήση της αλληγορικής μεθόδου: πίσω από κάθε αισθητή περιοχή, κάθε γεγονός, κάθε όνομα, γράμμα και αριθμό, ο Μάξιμος βλέπει τη θεία παρουσία. Οι Πεύσει ς εμπεριέχουν βασικές ιδέες του Ομολογητή οι οποίες συναντώνται και σε πιο σύνθετα έργα του. Ο άγιος διδάσκει την απόλυτη απόσταση που χωρίζει το Θεό από τα όντα, την ολοκληρωτική αδυναμία του ανθρώπου να νοήσει το Θεό. Τονίζει ότι την πρωτοβουλία στην κίνηση συνάντησης Θεού και ανθρώπου έχει πάντα ο Θεός, που κινείται πρώτος προς τον άνθρωπο ώστε και ο άνθρωπος να κινηθεί προς Αυτόν· ενταγμένη στο πλαίσιο αυτό και η εύλογη σχέση του ανθρώπου με τα όντα συνδράμει στη γνώση του Θεού. Οι λόγοι των όντων διδάσκουν τον άνθρωπο. Ακόμη, στις Πεύσει ς ερμηνεύεται η βιβλική διδαχή για την κατ’ εικόνα και ομοίωση δημιουργία του ανθρώπου, αναλύεται η ουσιαστική ανυπαρξία του κακού, η σύμπραξη αρετής και γνώσης στην πορεία προς την αλήθεια, αλλά και ποικίλα άλλα θεολογικά ζητήματα. Η πραγματεία Περ ὶ δια φ ό ρ ω ν ἀ π ο ρ ι ῶ ν τ ῶ ν ἁγ ί ων Διονυ σ ί ο υ κα ὶ Γρηγ ο ρ ί ο υ , (PG 91, 1032-1424) έγινε -δυστυχώς- περισσότερο γνωστή με τον τίτλο Ambigua που της δόθηκε στη Δύση. Είναι ίσως το σημαντικότερο έργο του Μαξίμου. Απαρτίζεται από απαντήσεις σε απορίες που προκύπτουν από τη μελέτη κειμένων των αγίων
37
Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και (κυρίως) Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Αλλά, ενώ η πραγματεία φαίνεται έργο ερμηνευτικό, αποτελεί βαθιά και ολοκληρωμένη ανάπτυξη μειζόνων εκκλησιαστικών διδαχών υπό τη μορφή επιμέρους πραγματειών, άλλων μεγαλυτέρων και άλλων πιο μικρών. ΄Εχει υποστηριχτεί ότι το δεύτερο μέρος του έργου αποτελεί ανασκευή θέσεων του Ωριγένη. Αλλά δεν είναι θεμιτό να προσεγγίζουμε την πραγματεία υπ’ αυτό το πρίσμα· η μέριμνα (και οι μαρτυρικοί αγώνες) του Μαξίμου δεν εξαντλείται σε μία επί το ορθόν αναδιατύπωση αφηρημένων θέσεων, αλλά επικεντρώνεται στην προσπάθειά του να διδάξει το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η διδαχή του αποσκοπεί στη διάσωση της ακεραιότητας του Σώματος του Χριστού, την ενότητα του οποίου απειλούσαν οι αιρέσεις. Για να το πετύχει ο Ομολογητής, δεν αναπτύσσει υποκειμενικές ερμηνείες αλλά βασίζεται στο λόγο της Γραφής, στις διδαχές Πατέρων, στη λατρεία της Εκκλησίας. Οι ωριγενικές θέσεις, συνεπώς, σχολιάζονται σε ευάριθμα σημεία της πραγματείας (χωρίς αναφορές στον εμπνευστή τους), διότι συνιστούν απειλή για την Εκκλησία: υποβαστάζουν τη θεμελιώδη κακοδοξία του μονοενεργητισμού, την άρνηση της ανθρώπινης ενέργειας του Χριστού, σύμφωνα με την ιδέα του Ωριγένη ότι η κτιστή κίνηση έχει την καταγωγή της στην αμαρτία και την τιμωρία του Θεού. Αλλά ο Ομολογητής υπερασπίζεται ανοικτά την κίνηση της δημιουργίας και τη θεωρεί βάση για την ανθρώπινη ενέργεια και, βέβαια, την ενέργεια του Χριστού. Η ανθρώπινη φυσική κίνηση και προαιρετική ενέργεια οδηγεί στη συνάντηση με τον ερχόμενο Θεό και στην τελείωση. Στην πραγματεία Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν συναντάμε τα μεγάλα ζητούμενα της θεολογίας του Μαξίμου: τριαδικός Θεός, Λόγος του Θεού, λόγοι των όντων, δημιουργία, κόσμος, κίνηση των όντων, άνθρωπος, κινήσεις της ψυχής, γνώση και άγνοια, ενότης των αισθητών και νοητών, ενσάρκωση του Χριστού, εκκλησία, αλήθεια, θέωση. Όλα διερευνώνται με θεολογική και φιλοσοφική σκέψη υψηλή, με λόγο εκκλησιαστικό, πατερικό και πρωτότυπο. Αναπτύσσεται η φυσικὴ θεω ρί α και η θεολ ο γ ικὴ μυσταγ ω γ ία · οικοδομείται η πνευματική ζωή των πιστών, που στα Κεφάλαια περὶ ἀγάπης είχε διαγραφεί με τρόπο περισσότερο πρακτικό. Δεσπόζουσα θέση στο θεολογικό και φιλοσοφικό αυτό πλαίσιο έχουν οι αναλύσεις για τους λόγους των όντων συνδεμένες πάντα με το όραμα των εσχάτων, την κοσμική ανύψωση προς το Θεό. Και αυτό, διότι οι λόγοι ταυτίζονται με τα θεία θελήματα, προϋπάρχουν στο Θεό ως πρότυπα των πραγμάτων και λειτουργούν ως προορισμοί τους. Το ερμηνευτικό έργο Ε ἰς τ ὴ ν π ρ ο σ ε υ χ ὴ ν τ ο ῦ Π ά τε ρ Ἡ μῶ ν , π ρ ὸ ς ἕνα φ ιλ ό χ ρι σ τ ο ν ἑρ μ η ν ε ί α σ ύ ν τ ο μ ο ς (PG 90, 872-909) είναι μικρό σε έκταση αλλά βαθυνούστατο. Θεωρούμε ότι προσφέρεται για εισαγωγική, πλην όμως όχι επιφανειακή, γνωριμία με τη σκέψη του αγίου. Εκτός από την κατά στίχο ερμηνεία της Κυριακής προσευχής, ο Μάξιμος προβαίνει σε εμπεριστατωμένη παρουσίαση των θεολογικών και ανθρωπολογικών προϋποθέσεων· μας προσφέρει, ανάμεσα σε άλλα σπουδαία, μια διδαχή περί της Τριάδος, καθώς και την υπενθύμιση ότι η κίνηση του ανθρώπου προς το Θεό μπορεί να πραγματωθεί μόνο ως ανταπόκριση στην ενεργητική κλήση του Θεού. Διδάσκει ότι το Πάτε ρ Ἡμῶν , όπως και κάθε προσευχή, συμβάλλει στην επίτευξη της συνάντησης των κινήσεων ανθρώπου και Θεού, με αποτέλεσμα τη χάριτι Πνεύματος θέωση του πρώτου. Αρκεί αυτός να στρέψει προς το Θεό το γνωμικό του θέλημα, την ελεύθερη προαίρεσή του. Η πραγματεία Πρ ςΘὸαλ ά σ σ ι ο ν , π ερ ὶ διαφ ό ρων ἀ π ό ρων της θε ίας Γρα φ ῆ ς (PG 90, 244-785) αρθρώνεται με τρόπο προσφιλή στον Μάξιμο: αποτελείται από εξηνταπέντε εκτεταμένες απαντήσεις -εν είδει αυτονόμων πραγματειών- σε ερωτήματα αντλημένα από τη Γραφή. Παραθέτουμε ενδεικτικά τους τίτλους ορισμένων από αυτές: -Περὶ λύπης καὶ ἡδο ν ῆ ς ἐπιθυμία ς τε καὶ φόβ ου. -Περὶ τοῦ τί σημαί ν ε ι «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζ ε τ α ι». -Περὶ τοῦ ἐν τῷ εὐαγγε λ ί ῳ βαστ ά ζ ο ν τ ο ς τὸ κεράμι ο ν τοῦ ὕδατο ς. -Περὶ τοῦ μὴ κτήσα σθ α ι δύο χιτῶ ν α ς. -Περὶ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ξύλου τῆς παρακοῆ ς. -Περὶ τοῦ «ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγο ν ε ν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶ ν».
38
-Περὶ τοῦ «ἐσε β ά σ θ η σ α ν καὶ ἐλάτ ρ ε υ σ α ν τῇ κτίσε ι παρὰ τὸν κτίσαν τ α». -Περὶ τοῦ ἐσόπτ ρ ο υ καὶ τοῦ αἰνίγ μα τ ο ς. -Περὶ ἧς σωτη ρ ί α ς ἐξε ζ ή τ η σ α ν καὶ ἐξε ρ ε ύ ν η σ α ν προφῆται. -Περὶ τοῦ δρεπάν ου, οὗ εἶδε ν Ζαχαρία ς ὁ προφήτ η ς. Παρ’ όλη τη θεματική ποικιλία και την εκτεταμένη χρήση της αλληγορίας, οι διδαχές οργανώνονται γύρω από ευδιάκριτους άξονες, τους οποίους και επισημαίνουμε. Τονίζεται ότι η δημιουργία και τα αισθητά δεν είναι αφ’ εαυτά η πηγή του κακού. Αναλύεται το νόημα της πτώσης του ανθρώπου, σύμφυτο με την ελεύθερη προαίρεση του γνωμικού του θελήματος· περιγράφονται τα αίτια και οι συνέπειες της παρακοής των πρωτοπλάστων, η λαθραία είσοδος της φθοράς στη φύση. Προβάλλεται η θέση πως τα πάθη και οι κακίες είναι δυνατό να μετασχηματιστούν σε αρετές. Η μεταμόρφωση του ανθρώπου έρχεται ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης της φύσεως, ύστερα από την ενανθρώπηση του Χριστού. Συνεργοί και δάσκαλοι του ανθρώπου γίνονται οι λόγοι των όντων· η κτίση βοά μυστικώς κηρύττουσα το Δημιουργό. Ο νους καθαρός προβαίνει στη φυσική θεωρία συνάγοντας τον ένα λόγο των όντων· αλλά η φυσική θεωρία τελεσφορεί μόνο όταν ο άνθρωπος δεχτεί το φωτισμό του Πνεύματος. Στην πραγματεία Πρὸς Θαλάσσι ο ν δεσπόζει η διδαχή για την πορεία της ψυχής, της ανθρώπινης ζωής, κατά την πνευματική της εξύψωση· ο άνθρωπος διατρέχει τα στάδια που οδηγούν στην ένωση με το Θεό: πρακτικὴ φιλοσ ο φία, φυσικὴ θεω ρί α, θεολ ο γ ικὴ μυσταγ ω γ ί α. Άκρως διδακτικές είναι οι ανθρωπολογικές αναλύσεις. Περιγράφονται οι ψυχικές-γνωστικές λειτουργίες με διεισδυτικότητα, προβάλλεται το σύνθετο τοπίο των ψυχικών δυνάμεων (της αίσθησης, της φαντασίας, του λόγου και του νου) ως αδιάσπαστο όλον σε άρρηκτη σχέση προς τον κόσμο. Τελικά, πυρήνας του έργου είναι το πρόσωπο του Θεανθρώπου και το γεγονός της ἐνσω μ α τ ώ σ ε ώ ς του που καθιστά δυνατή την ένωση κτιστού και ακτίστου, την αφθαρτοποίηση του δημιουργήματος με τη χάρη του Δημιουργού. Οι πραγματείες Κεφ ά λ αια Σ ΄ Περ ὶ θεο λ ο γ κ α ς ί αὶ τ ςν ῆἐσ ά ρ κ ο υ ο ἰ κο ν ο μ ί α ς τ ο ῦ Υ ἱο ῦ Θεο ῦ (γνωστ ικὰ κεφάλαια ) (PG 90, 1084-1176) και Κε φ ά λ αια δι ά φ ο ρ α θεο λ ο γι κ ά τ ε κα ὶ ο ικ ο μ ν ο ἰ κὰ κα ὶ π ε ρ ὶ ἀρε τ ςς ῆ κα ὶ κακ ία ς ( PG 90, 1177-1392) εκθέτουν με τη μορφή αφορισμών ικανό μέρος του υλικού που περιέχεται στο Περὶ διαφό ρ ω ν απορι ῶ ν . Με πλούσια χρήση της αλληγορίας τονίζεται η ενότητα αισθητού και νοητού κόσμου, μέσα στον οποίο ο άνθρωπος καλείται να προσεγγίσει τη θεία πραγματικότητα. Αρκετές είναι οι αναφορές στις αλληλοπεριχωρούμενες βαθμίδες της αναβατικής πορείας του ανθρώπου, στην πρακτική και φυσική και θεολογική φιλοσοφία. Η αποπεράτωση της κινήσεως αυτής δεν είναι άλλη από την μονὴ ν τε καὶ ἵδρυσι ν των σωζομένων στους κόλπους του Πατρός. Οι πραγματείες εμπεριέχουν θεμελιώδεις επισημάνσεις σχετικά με την αοριστία, απειρία και ακινησία του Θεού, την απροσμέτρητη απόστασή Του από κάθε ον και ουσία. Δεν λείπουν αναλύσεις σχετικές με την κτιστή φύση, την ουσία και κίνηση των όντων, αλλά και διευκρινίσεις σχετικά με τον τρόπο ύπαρξης του χρόνου και του χώρου σε σχέση με τα όντα. Σημαντικά κεφάλαια αφιερώνονται σε περιγραφές των δυνάμεων της ψυχής, καθώς και στη συμβολή τους για την αποκοπή των παθών και απόκτηση των αρετών. Ενδιαφέρουσες είναι οι αναφορές του Μαξίμου στο προσφιλές του θέμα των λόγων της κτίσεως· η λογική δομή του κόσμου παρουσιάζεται ως αρωγός στη λογοποίηση και αυτού του ανθρώπου. Ο Θεός Λόγος που δημιουργεί τα όντα από απεριόριστη αγάπη, τα οδηγεί με την ίδια αγάπη στην ένωση μαζί Του. Η Μυσ τ α γ ω γ ί α (PG 91, 657-717) υπήρξε το πιο διαδεδομένο έργο του αγίου. Είναι πραγματεία εκκλησιολογική: περί τε τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, καὶ τῆς ἐν αὐτῇ ἐπιτε λ ου μ έ ν η ς ἁγίας συνάξ ε ω ς. Ο Μάξιμος προβαίνει διδα σκα λ ικ ῶ ς σε συμβολική ερμηνεία της θείας Λειτουργίας κάνοντας χρήση της αλληγορικής μεθόδου, πρόσφορης για την προσέγγιση του μυστηρίου της Εκκλησίας. Στη Μυσταγ ωγία συμπυκνώνεται όλη η θεολογία του Πατρός. Λειτουργικές και δογματικές διδαχές συνυπάρχουν σχεδόν αξεχώριστες. Η εκκλησιολογία θεωρείται εντός
39
κοσμολογικών και ανθρωπολογικών πλαισίων· ο κόσμος και τα όντα κινούνται σύμφωνα με τους λόγους της κτίσεως προς το εξαρχής τεθέν τέλος τους· ο άνθρωπος, όπως και οι άγγελοι, τοποθετείται μέσα στην ενότητα της δημιουργίας, κινούμενος επίσης προς το Δημιουργό του με μία κίνηση λειτουργική. Η εξύψωση του ανθρώπου και του κόσμου προς το Θεό διαπερνά όλες τις επιμέρους αναλύσεις. Ο Ομολογητής παρουσιάζει την Εκκλησία πρώτον ως εικόνα και τύπο του Θεού, δεύτερον ως εικόνα του κόσμου, τρίτον ως σύμβολο του όλου ανθρώπου και ειδικώς της ψυχής του. Άνθρωπος και κόσμος λειτουργούν ως αμοιβαία σύμβολα. Δώδεκα σημεία της Λειτουργίας ερμηνεύονται με τρόπο όντως μυσταγωγικό: α) η είσοδος του επισκόπου και του λαού, β) τα αναγνώσματα, γ) τα άσματα, δ) οι προσευχές για ειρήνη, ε) η ανάγνωση του Ευαγγελίου, στ) το κλείσιμο των θυρών, ζ) η είσοδος των αγίων Μυστηρίων, η) ο θείος ασπασμός, θ) το Σύμβολο της Πίστεως, ι) ο τρισάγιος ύμνος, ια) το « Πάτε ρ ἡμῶν », ιβ) το «Εἷς ἅγιος ». Σε όλη την πραγματεία προβάλλεται ο αισθητός χώρος και χρόνος της λατρείας αλλά και η ανακαίνιση του χώρου και χρόνου εντός της Λειτουργίας με τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Εκκλησία και Λειτουργία ταυτίζονται. Η Εκκλησία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη Λειτουργία, διότι η Λειτουργία είναι η κίνηση ανόδου της Εκκλησίας προς το Θεό. Η Εκκλησία χρησιμοποιεί τη φυσική κίνηση του κόσμου και των ανθρώπων για τη λειτουργική της κίνηση και έτσι ο κόσμος και οι άνθρωποι προσφέρουν τη συμβολή τους στη Λειτουργία της Εκκλησίας. Η Ζ ετημσι ς ή τ ὰ Π ρ ςςςς ρ ο υ ύ(PG 91, 288-353) καταγράφει το δημόσιο διάλογο ανάμεσα στον Μάξιμο και τον αιρετικό πρώην πατριάρχη Πύρρο. Σκοπός του διαλόγου ήταν να ξεκαθαρισθεί το θέμα των θελήσεων και ενεργειών του Χριστού. Ο Μάξιμος εκθέτει τις θέσεις του για το Θεό, τον κόσμο, τον άνθρωπο, πρωτίστως όμως ομολογεί τις δύο ἐν Χριστ ῷ θελήσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. Υποστηρίζει ότι ο Χριστός υπέταξε εκουσίως την ανθρώπινη θέληση στον Πατέρα και ήθελε αυτό που και ο Πατήρ ήθελε. Έδειξε έτσι και στον άνθρωπο το δρόμο της υπακοής στο θείο θέλημα. Η δογματική επιστολή Πρ ὸ ς Μαρ ῖ ν ο ν , τ ὸ ν ὁσι ώ τα τ ο ν π ρ ε σ β ύ τ ε ρ ο ν (PG 91, 9-56) ορίζει έννοιες κρίσιμες για την κατανόηση του φλέγοντος θεολογικού προβλήματος της εποχής: ο σαρκωθείς Θεός Λόγος έχει μία ή δύο θελήσεις και συνεπώς μία ή δύο ενέργειες; Ο Μάξιμος αποκρούει τις μονοφυσιτικές κατά βάσιν θέσεις των αιρετικών· εμμένει στο δόγμα της Χαλκηδόνας και εκθέτει τη δική του (εκκλησιαστική) διδασκαλία περί των δύο θελημάτων και ενεργειών του Χριστού. Ο Θεός διατηρεί την ανθρώπινη ενέργειά Του ενωμένη με τη θεία, για να κάνει προσιτή τη θεία ενέργεια στην ανθρώπινη ενέργεια. Παράλληλα προς τις δογματικές αναλύσεις εκτίθενται και ενδιαφέρουσες ανθρωπολογικές θέσεις. Τα Σχ όλια στα Ἀρεοπαγιτικά (PG 4, 29-576) οφείλονται κατά μεγάλο μέρος στον Ιωάννη Σκυθοπολίτη (10ος αι.), του οποίου οι σημειώσεις συγχωνεύτηκαν με αυτές του Ομολογητή από τους βυζαντινούς αντιγραφείς. Η υφή των Σχολίω ν δεν επιτρέπει το διαχωρισμό τους με το κριτήριο της πατρότητας. Λίγο ενδιαφέρει, όμως, την εκκλησιαστική ανάγνωση των θεολογικών κειμένων ποιος έγραψε τί· αυτό που προέχει είναι η ενιαία ένταξη των Σχο λίων στην παράδοση της Εκκλησίας. Ο Μάξιμος απέσπασε τα Ἀρεοπαγιτικά από το οπλοστάσιο των μονοφυσιτών και συνέβαλε ώστε να καταξιωθούν στην εκκλησιαστική συνείδηση.
40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ: ΠΡΩΤΗ ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ I. Ἀ κινη σ ί α και κ ί ν η σι ς του Θεού. 1. Εισαγωγικά. Η Θεολογία. Ο άγιος Μάξιμος επαναλαμβάνει ρητά την εμπειρία της Εκκλησίας και πάγια διδαχή των θεολόγων της: ἀκτίστ ου καὶ κτιστ ῶ ν ἄπειρ ο ν τὸ μέσο ν ἐστὶ καὶ διάφο ρ ο ν 101· ριζική ετερότητα διακρίνει το Θεό και τον κόσμο, την άκτιστη θεία “ουσία” και την οντική κτιστή. Συνεπώς, ο ανθρώπινος αντιληπτικός ορίζοντας, εγγεγραμμένος στα όρια της οντικής πραγματικότητας, αδυνατεί να περιλάβει και να περιγράψει τη θεία πραγματικότητα: Θεὸν νοῆσαι ἀδύνατ ο ν · φράσαι δὲ ἀδυνατ ώ τ ε ρ ο ν . Κατ’ ανάγκην αναφερόμαστε στον άκτιστο Θεό τῷ μέτ ρ ῳ τῆς ἡμε τ έ ρ α ς γλώ σσ η ς ἀκολουθ οῦ ν τ ε ς (οὐ γὰρ ὑπερ β ῆ ν α ι ταύτην δυνατ ὸ ν ἡμῖν ) 102. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, στα συγγ ρ ά μ μ α τ α του οποίου μαθή τ ε υ σ ε ο Μάξιμο ς , επιχειρεί ρηξικέλευθη τομή στην ιστορία της φιλοσοφίας: υπερβαίνει την οντική θεώρηση του θείου (όπως π.χ. τη συναντούμε στον Αριστοτέλη) και τονί ζ ε ι τη ριζι κή ετερότητα του θείου και του όντος 103. Καθιερώνει στην εκκλησιαστική παράδοση σαφέστατη τη μονοσημία του όρου ὄν/ὄντα · με τον όρο αυτόν νοείται ολόκληρη η κλίμακα του υπαρκτού, στην οποία όμως δεν εντάσσεται ο Θεός. Με την απόλυτη διάζευξη όντων και Θεού ο Διονύσιος υπερβαίνει επίσης την πλατωνική διάκριση σε ὄντα και γενητ ά , καθώς πλέον αυτά ταυτίζονται: αμφότερα είναι θεία τεχ ν ου ρ γ ή μ α τ α . «Ο Αρεοπαγίτης και μαζί του όλη η εκκλησιαστική παράδοση απορρίπτει ασυζητητί κάθε επικοινωνία του επιπέδου του όντος με εκείνο του Θεού. Δεν υπάρχει καμιά φυσική προϋπόθεση ή προδιάθεση που να επιτρέπει ή να καθιστά δυνατό κάτι τέτοιο. Η απόσ τ α σ η που χωρ ί ζ ε ι το ον από το Θεό είναι η ίδια ή εν πάση περιπτώσει όμοια με εκείνη που χωρίζει το ον από την ολική ανυπαρξία του (μηδαμ ῶ ς ὄν ). Η τελευταία γεφυρώνεται μόνο με το πέρασμα από την ανυπαρξία στην όποια-ύπαρξη (πῶς ὄν ). Ο Διονύσιος επιφυλάσσει την ίδια συμπεριφορά απέναντι στο θέμα των σχέσεων του Θεού και του όντος. Οι τελευταίες γίνονται δυνατές αποκλειστικά και μόνο με το πέρασμα από τη μία κατηγορία ύπαρξης στην άλλη»104. Η αμφίδρομη αυτή υπαρκτική διάβαση διανοίγεται με την ενανθρώπηση του Χριστού· ο Θεός γίνεται άνθρωπος, και ο άνθρ ω π ο ς πραγμ α τ ο π ο ι ε ί το πέρασ μα από το απλώ ς - εἶναι στο θείω ς - εἶναι με τη δυνατή πλέον από Θεού γέννησή του. Ακριβώς χάρη στη μετάβαση από τον ένα τρόπο ύπαρξης στον άλλο (και όχι χάρη σε τομή των δύο επιπέδων), νομιμοποιείται για τον άνθρωπο και ο λόγος περί Θεού. Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε ότι με την προϋπόθεση της αμοιβαίας υπαρκτι κής διάβασης η θεολογία δεν νοείται ως λόγος του ανθρώπου για το Θεό, αλλά όντως λόγος του
101
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1077Α. Ο Μητρ. Περγάμου Ἰ ωάννη ς (ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ), Χριστολο γ ί α κα ὶ ὕπαρξη. Ἡ διαλεκ τ ι κ ὴ κτισ τ ο ῦ - ἀκτίσ τ ο υ κα ὶ τ ὸ δόγμ α τ ῆς Χαλκηδό ν ο ς , Σύναξη 2 (1982), σελ. 9-20, ορίζει ως διαλεκτική τη σχέση ἀκτίστ ου και κτιστ οῦ με την έννοια της απόλυτης αντιπαράθεσης Θεού και κτίσεως. Τονίζει πόσο διαφορετική είναι η αρχαιοελληνική σχέση θεούκόσμου από την εκκλησιαστική διαλεκτική ακτίστου Θεού-κτιστών όντων. 102 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 200C και 189Β. 103 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ τῆς ἐκκλη σι α σ τ ικ ῆ ς ἱερα ρ χ ί α ς , PG 3, 392Β. Λαμβάνουμε υπ’ όψιν τη φιλολογία για την πατρότητα των αρεοπαγιτικών συγγραφών, την ταυτότητα του συγγραφέα και τη χρονολόγησή τους. Αλλά μας αρκεί να σημειώσουμε πως πρόκειται για έργα χριστιανού συγγραφέα, τα κείμενα του οποίου κατέχουν βαρύνουσα θέση στην εκκλησιαστική παράδοση, και πως ως τέτοια εκφράζουν αποκλειστικά τη διδασκαλία της Εκκλησίας. 104 Λ. Χρ. ΣΙΑΣΟΣ , ' Εραστ ὲ ς τῆ ς ἀλήθ ει α ς . Ἔρευνα στὶς ἀφετ η ρ ί ε ς καὶ τὴ συγκρ ό τ η σ η τῆς θεολ ο γικ ῆ ς γνω σι ο λ ο γ ί α ς κατὰ τὸν Πρόκλ ο καὶ τὸ Διονύσιο 'Αρεοπαγίτ η , (ΕΕΘΣΑΠΘ, Παρ. 45, του 28ου τόμου, δ.δ.), Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 99.
41
Θεού για τον Εαυτό Του 105. Αντιθέ τ ω ς , ο ο ποιοσδήποτε φιλοσοφικός λόγος (και ο αριστοτελικός) περί θεού, εκκινώντας από ενδοκοσμικές προσλαμβάνουσες, παραμένει ανθρωποκεντρικός ακόμα και στις πιο αντιλογοκρατικές ή μυστικές εκδοχές του. Επιμένον τ α ς σε δια τ υ π ώ σ ε ι ς του Αρεοπα γ ί τ η , θα επιση μάνουμε ότι η θεολογία, όπως ορίστηκε παραπάνω, υπόκειται σε παράδοση διττή: Ἄλλως τε καὶ τοῦτ ο ἐνν ο ῆ σ α ι χρή, τὸ διττ ὴ ν εἶναι τὴν τῶν θεολ ό γ ω ν παράδ ο σ ι ν, τὴν μὲν ἀπόρ ρ η τ ο ν καὶ μυστική ν, τὴν δὲ ἐμφαν ῆ καὶ γνω ρ ι μ ω τ έ ρ α ν · καὶ τὴν μὲν συμβ ο λ ικ ὴ ν καὶ τελε σ τ ικ ή ν, τὴν δὲ φιλόσ ο φ ο ν καὶ ἀποδε ικτική ν, καὶ συμπέπλ εκτ αι τῷ ρητ ῷ τὸ ἄρρη τ ο ν . Καὶ τὸ μὲν πείθει καὶ καταδ ε ῖ τ α ι τῶν λεγο μ έ ν ω ν τὴν ἀλήθ ε ια ν, τὸ δὲ δρᾷ καὶ ἐνιδ ρ ύ ε ι τῷ Θεῷ ταῖς ἀδιδάκτ ο ι ς μυσταγ ω γ ίαι ς 106. Ο άνθρωπος νομιμοποιείται και μπορεί να μιλήσει για το Θεό και μάλιστα με δύο τρόπους, αφενός τον τελεστικό και συμβολικό, αφετέρου τον φιλόσοφο και αποδεικτικό. Και οι δύο όμως τρόποι θεμελιώνονται στην παρουσία του Θεού στον κόσμο, αντλούν το περιεχόμενό τους από το δικό Του λόγο και πράξη. Στη διττή των θεολόγων παράδοση εντάσσεται και ο Μάξιμος. Και γι' αυτόν η αληθής θεολογία είναι ο Λόγος του Θεού, ο οποίος με την ενσάρκωσή Του φανερώνει στο πρό σωπό Του και τον Πατέρα και το Πνεύμα το Άγιο στην πληρότητα της ουσίας τους. Ο σαρκωμένος Λόγος θεολογεί και διδάσκει ότι ο Πατήρ ευδοκεί και το Άγιο Πνεύμα συνεργεί στην υποστατική ένωση του ζώντος Λόγου με τον άνθρωπο 107. Η θεολο γ ί α είναι εξα ρχ ή ς χρισ τ ο λ ο γ ι κ ή και χρισ τ ο κ ε ν τ ρ ι κ ή , η διδασ κα λί α τη ς ταυ τ ί ζ ε τ α ι με το Λόγο του Θεού. 1.1. Περὶ ἡνωμ έ ν η ς καὶ διακεκρι μ έ ν η ς θεολ ο γ ί α ς. Στο Β΄ κεφάλαιο του έργου Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν ο Διονύσιος επιχειρεί εξειδίκευση του καταφατικού περί Θεού λόγου, των θεωνυ μι ῶ ν . Με βάση τις θεωνυ μί ε ς ο Αρεοπαγίτης διακρίνει τα ἡνω μ έ ν α της θεότητας, τα οποία αφορούν την όλη θεότητα, και τα διακεκ ρι μ έ ν α της θεότητας, που αφορούν ένα Πρόσωπο. Τα ἡνω μ έ ν α είναι αἱ κρύφιαι καὶ ἀνεκφοί τ η τ ο ι ὑπερι δ ρ ύ σ ε ι ς τῆς ὑπερα ρ ρ ή τ ο υ καὶ ὑπεραγ ν ώ σ τ ο υ μονιμ ό τ η τ ο ς . Τα διακεκ ρι μ έ ν α είναι οι ἀγαθοπ ρ επ ε ῖ ς τῆς θεαρ χ ία ς πρόο δ ο ί τε καὶ ἐκφάν σ ε ι ς . Στο εσωτερικό της καθεμιάς από τις δύο ομάδες (Ι. ενώσεις, ΙΙ. διακρίσεις) εισάγεται δεύτερη διάκριση: στο εσωτερικό των ενώσεων υπάρχουν και ἴδιά τινα, ενώ στο εσωτερικό των διακρίσεων και ἰδικαὶ ενώσεις. Στον πίνακα περιλαμβάνονται και τα παραδείγματα που αναφέρει ο Διονύσιος 108. (Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για εξαντλητική παρουσίαση θείων ιδιωμάτων). Ο ίδιος δίνει στο 105
Βλ. και Λ. ΣΙΑΣΟΣ, ' Εραστ ὲ ς τῆς ἀλήθ εια ς .., σελ. 77: «Εμπεριστατωμένη μελέτη των αρεοπαγιτικών όρων με πρώτο συνθετικό τη λέξη Θεός μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι όλοι αυτοί οι όροι πρέπει να διαβάζονται με υποκείμενο του ρήματος που συνυπάρχει στο δεύτερο συνθετικό τη λέξη Θεός, δηλαδή το πρώτο συνθετικό». Θεολογία είναι ο λόγος του Θεού για τον εαυτό Του. Βλ. και Ἰ ωάννη ς Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Τὸ προπα τ ο ρ ικ ὸ ν ἁμά ρ τ η μ α , Αθήνα 19571, 19892 σελ. 45. 106 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, ' Επιστ ολ ὴ Θ' (Εἰς τὸν Γάιον μονα χ ό ν) , PG 3, 1105D. 107 Εἰς τὴν προσ ευ χ ὴ ν τοῦ Πάτερ ἡμῶ ν..., PG 90, 876C-D: Θεολο γ ί αν μ ὲ ν γ ὰ ρ διδ ά σκ ει σαρκο ύ μεν ο ς ὁ το ῦ Θεο ῦ Λόγος, ὡς ἐν ἑαυ τ ῷ δεικν ὺ ς τ ὸ ν Πατ έ ρα κα ὶ τ ὸ Πνε ῦμα τ ὸ ἅ γιον. Ὅλος γ ὰ ρ ἦν ὁ Πατ ὴ ρ κα ὶ ὅλον τ ὸ Πνε ῦ μα τ ὸ ἅγιον ο ὐσιωδ ῶ ς ἐν ὅλ ῳ τελε ί ω ς τ ῷ Υἱῷ κα ὶ σαρκου μ έ ν ῳ , ο ὐ σαρκο ύ μεν οι, ἀλλ’ ὁ μ ὲν ε ὐδοκ ῶ ν, τ ὸ δ ὲ συνερ γ ο ῦ ν, αὐ του ρ γ ο ῦ ν τ ι τ ῷ Υἱῷ τ ὴ ν σ ά ρκ ω σιν, ε ἴ περ ἔννου ς ὁ Λόγος δι έμεινε κα ὶ ζ ῶν κα ὶ μηδεν ὶ τ ὸ παρ ά π α ν ἄλλ ῳ κατ’ ο ὐσ ί αν χωρο ύ με νο ς ἢ μ ό ν ῳ τ ῷ Πατρ ὶ κα ὶ τ ῷ Πνε ύμα τι, κα ὶ πρ ὸ ς τ ὴ ν σ ά ρκα δι ὰ φιλανθρ ω π ί αν τ ὴ ν καθ’ ὑπ όστασιν ποιησ ά μ ε ν ο ς ἕνωσιν. 108 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 3, 636C-648B. Αντλούμε το γράφημα από τη μελέτη του Λ. ΣΙΑΣΟΥ, ' Εραστ ὲ ς τῆ ς ἀλήθ ει α ς ..., σελ. 114-116.
42
σχεδιασμό αυτό αξία προγραμματική της όλης συγγραφικής του παραγωγής. Εμείς τον αξιοποιούμε σε γενικές γραμμές (με επιλεκτικές αναφορές στα παρατιθέμενα παραδείγματα), για να διευθετήσουμε την έκθεση σχετικών διδαχών του Ομολογητή. Ι . Ἑ ν ώ σει ς (κρύφιαι καὶ ἀνεκφοί τ η τ ο ι ὑπερι δ ρ ύ σ ε ι ς τῆς ὑπερα ρ ρ ή τ ο υ καὶ ὑπεραγ ν ώ σ τ ο υ μονιμ ό τ η τ ο ς ) ἡ ὑπερ ού σι ο ς ὕπαρξι ς ἡ ὑπέρθ ε ο ς θεότη ς ἡ ὑπεράγ αθ ο ς ἀγαθ ότ η ς A. Ἡνωμέν ο ν τῆς ἑνώ σ ε ω ς ἡ πάντω ν ἐπέκεινα τῆς ἐπέκειν α πάντω ν ἢ κοινὸ ν τῆς Τριάδο ς ὅλης ἰδιότ η τ ο ς ταὐτό τ η ς ἡ ὑπὲρ ἑνα ρ χ ί α ν ἑνό τ η ς τὸ ἄφθεγκτ ο ν τὸ πολύφω ν ο ν ἡ ἀγνω σί α τὸ παννό η τ ο ν ἡ πάντω ν θέσι ς ἡ πάντω ν ἀφαίρ ε σ ι ς τὸ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν καὶ ἀφαίρ ε σ ι ν ἡ ἐν ἀλλή λ αι ς τῶν ἑναρ χ ικ ῶ ν ὑποστά σ ε ω ν μονὴ καὶ ἵδρυσι ς ὁλικῶ ς ὑπερη ν ω μ έ ν η καὶ οὐδε ν ὶ μέρ ε ι συγκεχυμ έ ν η τὸ πᾶσαν αὐτὴν ὅλην ὑφ' ἑκάστ ου τῶν μετε χ ό ν τ ω ν μετ έ χ ε σ θ α ι ἡ τῆς παναιτί ου θεότ η τ ο ς ἀμεθ ε ξ ί α ἡ ἀμιγὴ ς καὶ ἀσύγχυτ ο ς ἵδρυσι ς Β. Διάκρισι ς κατὰ τὴν ἕνω σι ν ἑκάστ η ς τῶν ἴδια τῆς ἑνώ σ ε ω ς ὑποστά σ ε ω ν (τὸ Πατρὸ ς ὑπερ ού σι ο ν ὄνο μα καὶ χρῆμα καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύμα τ ο ς) οὐδε μ ία ἐν τούτο ι ς ἀντιστ ρ ο φ ὴ ἢ ὅλω ς κοινό τ η ς ἐπεισαγ ο μ έ ν η ΙΙ . θε α δ ίι ά κ ρ ι σ ι ς ( θεουργ ί α ) (ἀγαθοπ ρ επ ε ῖ ς τῆς θεαρ χ ία ς πρόο δ ο ί τε καὶ ἐκφάνσ ε ι ς) (ἡνωμ έ ν α ι εἰσὶν κατὰ τὴν θείαν διάκρι σι ν) αἱ ἄσχε τ ο ι μετα δ ό σ ε ι ς οὐσι ώ σ ε ι ς ζωώ σ ε ι ς Α. Ἑνώσει ς ἰδικαὶ σοφοποι ή σ ε ι ς αἱ ἄλλαι δω ρ ε α ὶ τῆς πάντ ω ν αἰτία ς ἀγαθό τ η τ ο ς , καθ' ἃς ἐκ τῶν μετο χ ῶ ν καὶ τῶνμ ε τ ε χ ό ν τ ω ν ὑμνεῖτ αι τὰ ἀμεθ έκ τ ω ς μετ ε χ ό μ ε ν α Β. Διακρίσε ι ς τὸ καθ' ἡμᾶς ἐξ ἡμῶν ὁλικῶ ς καὶ ἀληθ ῶ ς ἰδικαὶ οὐσι ωθ ῆ ν α ι τὸν ὑπερ ού σι ο ν Λόγον 2. Ἑ ν ώ σει ς . 2.1. Ὑπερούσι ο ς ὕπαρξι ς . Πάντω ν ἀφαίρ ε σι ς. Ο άγιος Μάξιμος διακηρύσσει ότι ο Θεός παραμ έν ε ι κατὰ τὴν οὐσία ν άγνωστος, ἀμήχ αν ο ς καὶ παντε λ ῶ ς ἄβατ ο ς 109, ότι δεν ορίζ ε τ α ι και περιο ρ ί ζ ε ται από 109
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1288B: Ἐ κ τ ῶ ν κατ ὰ τ ὴ ν ο ὐ σ ί αν, του τ έ σ τ ι ἐκ τ ῆ ς οὐ σ ί ας αὐ τ ῆ ς, ὁ Θε ὸ ς ο ὐ δ έ πο τ έ τι ὑπ ά ρχ ω ν γιν ώ σκε τ α ι. Ἀμ ήχανο ς γ ὰ ρ κα ὶ παν τ ε λ ῶ ς ἄ βατ ο ς π ά σ ῃ τ ῇ κτ ί σει, ὁρατ ῇ τε κα ὶ ἀορ ά τ ῳ κατ ὰ τ ὸ ἴσον, ἡ περ ὶ το ῦ τ ί καθ έσ τ η κ ε ν ἔ ννοια, ἀλλ ᾿ ἐκ τ ῶ ν περ ὶ τ ὴ ν ο ὐσ ί αν μ ό νον ὅ τι ἔστι, κα ὶ τα ῦ τ α καλ ῶ ς τε κα ὶ ε ὐσεβ ῶ ς θεω ρο υ μ έ ν ω ν , το ῖ ς ὁρ ῶσιν ὁ Θε ὸ ς ἑαυτ ὸ ν ὑπενδ ί δωσι. Π άν τ α δ ὲ τ ὰ περ ὶ τ ὴν ο ὐσ ίαν ο ὐ τ ὸ τ ί ἐστιν, ἀλλ ὰ τ ί ο ὐ κ ἔστιν ὑποδηλο ῖ , ο ἷον τ ὸ ἀγ έ νη τ ο ν , τ ὸ ἄναρχον, τ ὸ ἄπειρον, τ ὸ
43
τίποτε άλλο, αλλά ἀόρισ τ ο ς ο ίδιος αποτελεί όριο και ορισμό των πάντων· οποιαδήποτε γι’ Αυτόν κατάφαση αποτελεί ψεύδος. Βρίσκεται πέρα από τις καταφατικές αποφάνσεις, διότι δεν αποτελεί ουσία αλλά είναι ὑπερού σι ο ς · ὑπέρκει τ αι τῶν ὄντ ω ν κατά τρόπο απόλυτο, χωρίς μάλιστα να υπάρχει καμία δυνατότητα σύγκρισης μ’ αυτά. Ακόμα και από τη θέση της υπερουσιότητος απείρως απέχει110. Ο Θεός υπέρκειται των όντων, διότι είναι η αιτία τους. Η “φύση” του Δημιουργού προ ϋπάρχει των όντων, είναι ριζικά διάφορη από την ουσία τους με τρόπο που δεν λέγεται κυρίω ς 111. Οι οντικ έ ς κατ η γ ο ρ ί ε ς του εἶναι και του μη- εἶναι σχε τ ικ ή μόνο αξία έχουν αποδι δ ό μ ε ν ε ς στο Θεό, για τ ί είναι δυνα τ ό να θεωρηθούν λεγόμενες ταυτόχρονα κυρίω ς και μὴ κυρίω ς . Από τη μία, το εἶναι αποδίδεται θετικά στο Θεό κυρίω ς , αφού Αυτός είναι ο δημιουργός των όντων κυρίω ς , όμως, το μηεἶναι αποδίδεται στο Θεό, αφού σ’ Αυτόν, ως αιτία που ξεπερνάει τα όντα, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί η κατηγορία του εἶναι , η οποία ανήκει κυρίω ς στα δημιουργήματά Του. Από την άλλη, το εἶναι και το μη-εἶναι αποδίδονται στο Θεό μὴ κυρίω ς , επειδή καμία από τις προσηγορίες αυτές δεν μπορεί να περιγράψει και να παραστήσει θετικά την ουσία (το τί εἶναι ) του Θεού112. ΄Ετσι, ακόμα και η ύπαρξ η του Θεού λέγε τ α ι με τρόπο σχετικό, αντλημένο αναλογικά από το πεδίο των κτιστών όντων. Μάλλον προΰπαρ ξ ι ς είναι ο Θεός, προηγείται της ίδιας της υπάρξεως όχι χρονικά (ο χρόνος είναι διάσταση της ύπαρξης), αλλά «οντολογικά»113. Και αυτ ή η προσηγορία του Θεού πηγάζει από όσα ο ίδιος φανέρωσε για τον εαυτό Του· το μόνο που επιτρέπει είναι να νοηθεί ο Θεός υπερβαίνων τα όντα. Συνεπώ ς , καμία από τι ς φιλοσοφικ έ ς κα τ η γ ο ρ ί ε ς περί του όντο ς , το εἶναι , η ουσία, η ύπαρξη, δεν κυριολεκτεί αποδιδόμενη στη θεία υπερουσιότητα. Ο Μάξιμος τολμάει μάλιστα να πει ότι για το Θεό, που δεν έχει καμιά ομοιότητα με τα όντα, θα λεγόταν ίσως οικειότερο το μη-εἶναι 114. ἀσώ ματ ο ν, κα ὶ ὅσα τοια ῦ τ α περ ὶ τ ὴ ν ο ὐσ ί αν ε ἰσ ί, κα ὶ τό τι μ ὴ ε ἶναι, ο ὐχ ὅτι δ ὲ τό τι ε ἶναι αὐ τ ὴ ν παρισ τ ῶ σιν. 110 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ τῆ ς οὐρα νί α ς Ἱεραρχία ς, PG 4, 41A: ἀό ριστ ο ς δ ὲ ὁ Θε ό ς, ὡς ὅρ ῳ μηδεν ὶ ὑποπ ί πτ ω ν, ἀλλ ᾿ α ὐ τ ὸ ς π ά ν τ ω ν ὅρος ὢν κα ὶ τ ὰ π ά ν τ α ἐν ἑαυτ ῷ ὁρ ίζω ν, ὅρ ῳ δ ὲ οὐ χ ὑποπ ί πτ ει· δι ό τι ο ἱ μ ὲ ν ὅροι ἐκ τ ῶ ν καταφ ά σ ε ω ν σ ύγκειν τ α ι· α ἱ δ ὲ καταφ ά σ ει ς ἐπ ὶ Θεο ῦ ἀν ά ρμ οσ τ ο ι, ὡ ς ψευδ ό μεν αι· ὑπ ὲ ρ γ ὰ ρ τα ύ τ α ς ὁ Θε ό ς, ὡς ο ὐκ ὢν ο ὐσ ία, ἀλλ ᾿ ὑπ ὲρ οὐ σ ί αν . 111 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ τῆς οὐρα νί α ς Ἱεραρχ ία ς, PG 4, 40D: ῞Οτι ο ὔ τε ζω ή , ο ὔ τε φ ῶ ς, ο ὔ τε νο ῦ ς, ο ὔ τε ο ὐ σ ί α κυρ ί ω ς λ έ γε τ αι ὁ Θε ό ς· ἀλλ ᾿ α ἰ τιολο γικ ῶ ς· ἔστι γ ὰ ρ κα ὶ ὑπ ὲρ τα ῦ τ α, κα ὶ ο ὐ χ ο ἷ α τα ῦ τ α . 112 Μυσταγω γία, PG 91, 664Β-C: κα ὶ ἄμφω περ ὶ τ ὸ ν α ὐ τ ὸ ν κυρ ί ω ς θεω ρ ε ῖ σθαι τ ὰ ς προση γ ο ρ ί α ς , κα ὶ μηδεμ ί αν κυρ ί ω ς δ ύ νασθαι· τ ὸ ε ἶναι φημ ὶ κα ὶ μ ὴ ε ἶναι . ῎Αμφω μ ὲ ν κυρ ί ω ς , ὡ ς τ ῆ ς μ ὲ ν το ῦ ε ἶ ναι το ῦ Θεο ῦ κατ ᾿ α ἰ τ ί αν τ ῶ ν ὄντω ν θετικ ῆ ς· τ ῆ ς δ ὲ καθ ᾿ ὑπεροχ ὴ ν α ἰ τ ί ας το ῦ ε ἶ ναι π ά ση ς τ ῶ ν ὄντω ν ἀφαιρε τ ι κ ῆ ς· κα ὶ μηδ ὲ μ ίαν κυρ ί ω ς ε ἶναι π ά λιν, ὡ ς ο ὐ δεμι ᾶ ς τ ὴ ν κατ ᾿ ο ὐσ ί αν α ὐ τ ὴ ν κα ὶ φ ύσιν το ῦ τ ί ε ἶ ναι το ῦ ζη τ ο υ μ έ ν ου θ έσιν παρισ τ ώ ση ς . ῟Ωι γ ὰ ρ μηδ ὲ ν τ ὸ σ ύνολον φυσικ ῶ ς κατ ᾿ α ἰ τ ί αν συν έ ζευ κ τ α ι, ἢ ὂν ἢ μ ὴ ὄν . Βλ. σχολιασμό του χωρίου στο Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Τὸ ρητ ὸ καὶ τὸ ἄρρ η τ ο . Τὰ γλω σ σ ικ ὰ ὅρια ρεα λι σ μ ο ῦ τῆς μετ α φυσικ ῆ ς , Αθήνα 1999, σελ. 57: «Η ίδια η έννοια της ύπαρξης δεν μπορεί να συναρτηθεί με τη σημασία της λέξης Θεός: Η άκτιστη αιτία του υπαρκτικού γεγονότος πρέπει να είναι (με τα μέτρα των αντιληπτικών μας δυνατοτήτων) κάτι άλλο από τα υπαρκτικά παράγωγα αυτής της αιτίας». 113 Ο όρος οντολογία χρησιμοποιείται σήμερα κατά κόρον και καταχρηστικά αναφερόμενος στη θεία πραγματικότητα. Ἀθανάσιο ς ΓΙΕΒΤΙΤΣ , Φιλοσοφία κα ὶ Ἀποκάλυψη (μετ. π. Σ. Σκλήρης), Σύναξη 3 (1982): «Στην ανατολική παράδοση μπορεί να γίνει λόγος περί θεολογικής οντολογίας, αλλά όχι ως ιδιαίτερου "μέρους" μιας γενικής, ας πούμε, οντολογίας, ούτε ως μίας οποιασδήποτε φιλοσοφικής οντολογίας, συνδεδεμέ νης πάντοτε και άρρηκτα προς τη γνωσιολογία. Αλλά στην ορθόδοξη θεολογία έχουμε μια οντολογία, η οποία υπερβαίνει την έννοια της οντολογίας, όπως και ο Θεός υπερβαίνει την έννοια του όντος, όχι απλώς χάρη στην υπερουσιότητά Του, αλλά πρωτίστως χάρη στην Τριαδικότητά Του». 114 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 212A: ᾿Ιστ έ ον δ ὲ ὅ τι ὕπαρξις κυρ ί ω ς ἐπ ὶ Θεο ῦ ο ὐ λ έ γε τ α ι· κα ὶ γ ά ρ ἐστι προ ΰ παρξι ς, του τ έ σ τ ι κα ὶ πρ ὸ α ὐ τ ῆ ς τ ῆ ς ὑπ άρξε ω ς · ἐπειδ ὴ δ ὲ πᾶ σα ὕπαρξις ἐξ α ὐ το ῦ , ἐκ τ ῶ ν δι ᾿ α ὐ το ῦ φαν έ ν τ ω ν ὀνομ ά ζ ε τ α ι , ἵνα νοηθ ῇ κα ὶ ὑπ ὲρ τα ῦ τ α . Μυσταγ ω γία, PG 91, 664B.
44
Η εκκλησιαστική θεολογία διαφοροποιείται ξεκάθαρα από πάγιες φιλοσοφικές θέσεις που συνοψίζονται στην ουσιοκρατική θεώρηση του θείου· θεωρεί ότι η κλίμακα των όντων καλύπτει όλη την κλίμακα του υπαρκτού, όχι όμως το Θεό. Αντίθετα, η συνεχόμενη κλίμακα του υπαρκτού των φιλοσόφων περιλάμβανε και το θεό στις βαθμίδες της. Ειδικότερα στον Αριστοτέλη η παρουσία του θεού, ως πρώτ ου κινοῦν τ ο ς ἀκινή τ ου , στην κορυφή της κλίμακας των όντων είναι αδιαμφισβήτητη και λογικά αναγκαία ώστε να εξηγηθεί το εἶναι των όντων. Η παραπάνω εκκλησιαστική διάκριση έχει και σαφέστατες γνωσιολογικές συνέπειες: τα όντα, και μόνον αυτά, μπαίνουν στο πεδίο της φιλοσοφικής γνώσης. Η γνώση του θείου ή των θεών ή του Θεού βρίσκεται έξω από το βεληνεκές της φιλοσοφίας και πέραν των νοητικών και εκφραστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. 2.2. Ἡ πάντ ω ν θέσις . Ο Θεός ακίνητος, άτρεπτος, αεικίνητος . Αφού σχετικοποιούνται αναφερόμενες στο Θεό η ίδιες οι κατηγορίες της ύπαρξης και της ουσίας, ακόμη σχετικότερη αξία θα δοθεί στη δεσμευμένη στα όρια της φυσικής επιστήμης ανθρώπινη διαπίστωση της ακινησίας Του. Ο Θεός είναι απολύτως ακίνητος, διότι (ενδεικτικά): α) τίποτα δεν μπορεί στην περιωπή Του να Τον ενοχλήσει β) Τον χαρακτηρίζει η ειρήνη, και αυτή συνεπάγεται την ακινησία γ) καμία δύναμη και ενέργεια δεν ασκείται πάνω Του δ) δεν υπάρχει κάτι που συνολικά να Του είναι εναντίο ε) πληροί τα πάντα115. Κατά τον άγιο Μάξ ιμο, μπορούμε να αποδώσουμε στο Θεό το επίθετο ἄτρ επ τ ο ς : εφόσον η φυσική κίνησι ς είναι δομικά συνδεμένη με τη μεταβολή-τροπή, ο Θεός, που βέβαια δεν υπόκειται στη φυσική κίνηση, δεν γνωρίζει τροπή116. Ανάλογ α με τα αναφε ρ θ έ ν τ α γνωρίσματα του Θεού μπορούμε να ανακαλύψουμε και σε φιλοσοφικές θεωρήσεις του θείου, ειδικά τις αριστοτελικές. Ο αριστοτελικός θεός είναι επίσης ακίνητος, άτρεπτος, τελικό αίτιο του κόσμου, αιώνιος, αμετάβλητος κ.α.. Αλλά κύριο χαρα κ τ η ρ ι σ τ ι κ ό τη ς αρισ τ ο τ ε λ ι κ ή ς και ευρύ τ ε ρ α φιλοσοφικ ή ς απόδ οσ η ς κατ η γ ο ρημά τ ω ν στο θείο είναι η αφόρμ η σ ή τη ς από ενδοκοσ μικ έ ς παρασ τ ά σ ε ι ς και κρι τ ή ρ ι α . Με δεδομένη στους φιλοσόφους την κατανόηση του θεού ως όντος, προεκτείνονται και στο επίπεδο του θείου οι γνωσιολογικές μέθοδοι που καταρχάς μορφώνονται και στη συνέχεια εφαρμόζονται στο φυσικό επιστητό. Γι' αυτό και ο θεός των φιλοσόφων είναι εκ γενετής δέσμιος στις λογικές αναγκαιότητες που επιβάλλει η κατηγορία της ουσίας. Η εκκλησιαστική, όμως, θεωρία και γλώσσα διαφοροποιείται καίρια: τα όποια γνωρίσματα αποδίδονται στο Θεό έχουν σχετική μόνο αξία, λειτουργούν ως σημαίνοντα, εν πλήρει συνειδήσει ότι δεν υποκαθιστούν το απόλυτο, ελεύθερο, πέραν πάσης ουσιοκρατικής και λογικής δέσμευσης σημαινόμενο του ενός προσωπικού Θεού 117. Πρόκει τ α ι για 115
Μυσταγω γία, PG 91, 680C: Εἰ γ ὰ ρ τ ὸ θε ῖ ον παν τ ε λ ῶ ς ἀκ ίνητ ο ν, ὡς τ ὸ διοχλο ῦ ν καθ ᾿ ὁ τιο ῦ ν ο ὐ κ ἔχον (Τί γ ὰ ρ κα ὶ τ ὸ φθ ά νο ν ἐστ ὶ τ ὴ ν ἐκε ί νου περιω π ή ν;) ἡ δ ὲ ε ἰρ ήνη, σταθ ε ρ ό τ η ς ἐστ ὶ ν ἀκλ ό νη τ ό ς τε κα ὶ ἀκ ίνητ ο ς . Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1049B: Μόνη ἁ πλ ῆ κα ὶ μονοειδ ὴ ς κα ὶ ἄποιος κα ὶ ε ἰ ρηνα ῖ ο ς κα ὶ ἀστασ ί ασ τ ο ς , ἡ ἄπειρο ς ο ὐσ ία κα ὶ παν τ ο δ ύ να μ ο ς κα ὶ δημιου ρ γ ικ ὴ τ ῶ ν ὅλων . Πᾶσα δ ὲ ἡ κτ ί σις, σ ύνθε τ ο ς ὑπ ά ρχ ει ἐξ ο ὐσ ί ας κα ὶ συμβεβ ηκ ό τ ο ς · κα ὶ ἐπιδε ὴ ς ἀε ὶ τ ῆ ς θε ί ας προνο ί α ς , ὡς τροπ ῆ ς ο ὐκ ἐλευθ έ ρα. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ί α ς..., PG 90, 1084A: ῾ Ο Θε ό ς, ο ὐ κ ἔστι δι ᾿ ἑαυ τ ό ν, ὡς ἡμ ᾶ ς ε ἰ δ έ ναι δυνα τ ό ν, ο ὔ τε ἀρχ ή, ο ὔ τε μεσ ό τη ς , ο ὔ τε τ έ λο ς , ο ὔ τε τι τ ὸ σ ύνολον ἕτερο ν τ ῶν το ῖ ς μετ ᾿ α ὐ τ ὸ ν φυσικ ῶ ς ἐνθεω ρ ο υ μ έ ν ω ν· ἀόριστ ο ς γ ά ρ ἐστι κα ὶ ἀκ ίνη τ ο ς κα ὶ ἄπειρο ς , ὡ ς π ά ση ς ο ὐ σ ί ας κα ὶ δυν ά μ ε ω ς κα ὶ ἐνεργ ε ί α ς ὑπερεπ έ κειν α ἀπε ίρω ς ὤν. Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1025A: ο ὐ δ ὲ ν ἔ χει τ ὸ σύ νολον ἐναν τ ί ον . Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1069Β: τ ὸ θε ῖ ον ἀκί νητ ο ν, ὡς π ά ν τ ω ν πληρω τ ι κ ό ν . 116 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 252C. 117 Βλ. και Μητρ. Περγάμου Ἰ ωάννη ς (ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ), Χριστολ ο γ ί α κα ὶ ὕπαρξη... : «Ιστορικά, οι Έλληνες Πατέρες είχαν να παλαίψουν μέσα τους με δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους έννοιες του Θεού, που οδηγούσαν σε δύο αντίθετες οντολογίες. Από τη μία μεριά ο θεός των Ελλήνων, που ήταν πάντοτε δεμένος με τον κόσμο και υποταγμένος στο είναι του κόσμου, και που έκαμε το είναι απόλυτο. Ακόμα και όταν πήγαινε
45
θεμελι α κ ή ανα τ ρ ο π ή : ο λόγο ς περί ιδιωμάτων του Θεού δεν ταυτίζεται με καμία ανθρώπινη κατασκευή και απόδοση κατηγορημάτων σ' Αυτόν. Τα θεία ονόματα εντοπίζονται μόνο σε ό,τι ίδιος φανερώνει για τον εαυτό Του. Ακριβώς επειδή ο Ομολογητής δεν δεσμεύεται ούτε από κριτήρια του φυσικού επιστητού ούτε από δεσμεύσεις της τυπικής λογικής, δεν διστάζει, παρά τη δεδομένη απειρία του Θεού, να μιλήσει και για το ἀεικίνη τ ο ν Αυτού συνδέοντάς το με την αθανασία Του118. 2. 3. Ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν καὶ ἀφαίρ ε σι ν . Ο Θεός πέρα από τους όρους της κινήσε ω ς . Ο Θεός, πρώτον, δεν είναι ουσία· αποκαλείται οὐσιοπ οι ὸ ς και ὑπερού σι ο ς ὀντό τ η ς : οπωσδήποτε υπαρκτός και πραγματικός, δημιουργός όλων των ουσιών πλην όμως επέκεινα αυτών. Δεύτερον, δεν είναι δύναμι ς · αποκαλείται δυναμ οπ οι ὸ ς καὶ ὑπερδύ ν α μ ο ς ἵδρυσι ς : οπωσδήποτε παρών και σταθερός, πηγή όλων των δυνάμεων πλην όμως ανέγγιχτος από αυτές. Τρίτον, δεν είναι ενέργεια· αποκαλείται πάσης ἐνε ργ ε ί α ς δρα στ ικὴ καὶ ἀτε λ ε ύ τ η τ ο ς ἕξις : οπωσδήποτε δρων και κινούμενος, σκοπός όλων των ενεργειών, πλην όμως ατέλεστος γι’ αυτές 119. Η ορολογία της κινήσε ω ς και των παραμέτρων της αδυνατεί να ορίσει και να περιγράψει το Θεό, γιατί είναι ασυμβίβαστη με τη θεία απειρία. Και αυτή δεν περιορίζεται μόνο στη διάσταση του χώρου αλλά είναι απειρία ουσίας, δυνάμεως, ενεργείας, χρόνου. Οι όροι του εἶναι και του γίγνε σθ α ι υπερβαίνονται· η ουσία του Θεού δεν είναι δεμένη με το χώρο, η δύναμη και η ενέργειά Του ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης νόησης, είναι άναρχος και ατελεύτητος, απολύτως ἀόρισ τ ο ς 120. Η ορολογία της κινήσε ω ς και η περιγραφική δύναμη των παραμέτρων της είναι, κατά δεύτερο λόγο, ασυμβίβαστες με τη βεβαιότητα πως ο Θεός είναι Μονάς: αποκαλούμε αποφατικώς το Θεό Μονάδα, για να δηλώσουμε ότι βρίσκεται επέκεινα ποιότητος και ποσότητος και οιασδήποτε σχέσεως 121. Ο όρος Μονὰς δεν αποτελεί αριθμητικό προσδιορισμό, αφού ο Θεός ως αιτία των πάντων, και των αριθμών και των αριθμουμένων, υπερβαίνει τους αριθμητικούς προσδιορισμούς. Ούτε καν ως παραστ α τ ικ ὸ ν δεν χρησιμοποιούμε τον όρο της Μονάδος αλλά απλώς ως ἐνδ ε ικ τικ ό ν . Η θεία ουσία και η ανθρώπινη νόηση -που λειτουργεί αυστηρά περιορισμένη στις συνιστώσες της φύσης, π.χ. την κίνησιν - δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Αν αποδώσουμε στο Θεό το κατηγόρημα της ουσίας, αφαιρούμε τη δυνατότητα σύλληψής του από τον ανθρώπινο νου· αν μιλήσουμε για νόηση του Θεού, αφαιρούμε την (φυσικώς θεωρούμενη) ουσία του 122. “επέκεινα της ουσίας”, η ελληνική σκέψη δεν διέσπασε την οντολογική ενότητα θεού και κόσμου. Από την άλλη μεριά, ο Θεός της Βίβλου, που ήταν τόσο ανεξάρτητος από τον κόσμο, ώστε όχι μόνο ήταν νοητός χωρίς αναφορά στον κόσμο (πράγμα αδιανόητο στον αρχαίο ελληνισμό), αλλά και έκανε ό,τι ήθελε, ελεύθερος από κάθε λογική και ηθική δέσμευση, ένας Θεός αυθαίρετος μέχρι προκλητικότητος». 118 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1113D . 119 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1084B-C: Οὐ κ ἔστιν ὁ Θε ὸ ς ο ὐ σ ί α, κατ ὰ τ ὴ ν ἁ πλ ῶ ς ἢ πῶ ς λεγομ έ ν η ν ο ὐσ ί αν, ἵνα κα ὶ ἀρχ ή· ο ὔ τε δ ύναμις κατ ὰ τ ὴ ν ἁπλ ῶ ς ἢ π ῶς λεγομ έ ν η ν δ ύ ναμιν, ἵνα κα ὶ μεσ ό τη ς · ο ὔ τε ἐν έργεια, κατ ὰ τ ὴ ν ἁπλ ῶς ἢ π ῶς λεγομ έ νη ν ἐ νέ ργειαν, ἵνα κα ὶ τ έ λο ς ἐστ ὶ τ ῆ ς κατ ὰ δ ύναμιν προεπιν ο ου μ έ ν η ς ο ὐσι ώδου ς κιν ήσεω ς· ἀ λλ ᾿ ο ὐ σιοποι ὸ ς κα ὶ ὑπερο ύ σιος ὀντ ό τ η ς · κα ὶ δυναμ οποι ὸ ς κα ὶ ὑπερδ ύ ναμ ο ς ἵδρυσις· κα ὶ π ά ση ς ἐ νεργ ε ί α ς δρασ τ ικ ὴ κα ὶ ἀ τελε ύ τ η τ ο ς ἕξις· κα ὶ συν τ ό μ ω ς ε ἰπε ῖν, π άση ς ο ὐσ ίας κα ὶ δυν ά μ ε ω ς κα ὶ ἐνεργ ε ί α ς , ἀρχ ῆ ς τε κα ὶ μεσ ό τ η τ ο ς κα ὶ τ έλου ς ποιη τικ ή . 120 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 3, 593C: Τὴ ν μ ὲ ν ο ὖ ν ὑπερουσιό τ η τ α τ ὴ ν θεαρχικ ή ν, ὅ,τι ποτέ ἐστιν ἡ τ ῆ ς ὑπεραγ α θ ό τ η τ ο ς ὑπερύπα ρξι ς , ο ὔτε ὡ ς λόγον ἢ δύναμιν ο ὔ τε ὡς νο ῦ ν ἢ ζω ὴ ν ὑμν ῆσαι θεμι τ ὸ ν ο ὐδεν ὶ τ ῶ ν, ὅσοι τ ῆ ς ὑπ ὲρ πᾶ σαν ἀλήθειαν ἀληθεία ς ε ἰσ ὶ ν ἐραστ αί, ἀλλ' ὡς πάσης ἕξεω ς, κινήσε ω ς , ζω ῆ ς, φαν τ α σί α ς , δόξης , ὀνόμα τ ο ς , λόγου, διανοία ς , νοήσε ω ς , ο ὐσίας, στάσε ω ς , ἱδρύσεω ς , ἑ νώσεω ς , πέρα τ ο ς , ἀπειρία ς , ἁπάν τ ω ν , ὅσα ὄντα ἐστίν, ὑπεροχικ ῶ ς ἀφ ῃρημ έν η ν. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1184D-1185A. 121 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1185B-C. 122 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1116C-1117A: Τὸ ν δ ὲ Θε ό ν, ε ἴ τε ο ὐσ ί αν ε ἴ πωμ εν, οὐ κ ἔχει φυσικ ῶ ς συνεπινοο υ μ έ ν η ν α ὐ τ ῷ τ ὴ ν το ῦ νοε ῖσθαι δ ύναμιν, ἵνα μ ὴ σ ύνθε τ ο ς ·
46
Ο εκκλησιαστικός αποφατισμός παλεύει με τη γλώσσα, αγωνιά μήπως στήσει γλωσσικά είδωλα, προβαίνει συνειδητά σε ενδεικτική χρήση των γλωσσικών σημείων. Σ' αυτό το σημείο συμπορεύεται με αντίστοιχες αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές επιλογές. 2. 4. Ἴ δι ά τι να . Κίνησις στα όρια τη ς αγία ς Τριάδ ο ς . Ο Θεός και Πατή ρ κινή θ η κ ε ἀχρό ν ω ς καὶ ἀγαπητικ ῶ ς στη διάκριση των υποστάσεων. Η κίνησι ς του Θεού, της μονάδος, ξεπέρασε τη δυάδα χωρίς να σταθεί σ’ αυτήν, και έπαυσε στο όριο της Τριάδος 123. Κίνησιν θεωρεί ο Μάξιμος (ακολουθώντας τον Αρεοπαγίτη) και την αλληλοπεριχώρηση των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, αντιδιαστέλλοντάς την προς την ακινησία της κοινής θείας ουσίας124. Η κίνησι ς των Προσώπων επιβεβαιώνει ότι Αυτά παραμένουν μέσα στη μονάδα της θεότητος ασύγχυτα: ... ὅσο ν εἰδέ ν αι Θεὸν ἕνα, μίαν οὐσία ν, ὑποστά σ ε ι ς τρεῖ ς· μονά δ α οὐσίας τρισυπό σ τ α τ ο ν καὶ τριά δα ὑποστά σ ε ω ν ὁμο ού σι ο ν, μονά δ α ἐν τριάδι καὶ τριάδ α ἐν μονά δι· ... καὶ μονά δ α καὶ τριά δα ἀσύγχυτ ό ν τε καὶ ἀσυγχύτ ω ς τὴν ἕνω σι ν ἔχουσα ν, καὶ τὴν διάκρι σι ν ἀδιαί ρ ε τ ό ν τε καὶ ἀμέ ρ ι σ τ ο ν 125. 3. Διάκρισις . 3.1. Κίνησις του Θεού. Παράλλη λ α προ ς το ακ ίνητον του Θεού ο Μάξιμος αναφέρεται και στην κίνησί ν Του. Επισημαίνει βέβαια πως, όταν αναφερόμαστε σ’ αυτή την παράδοξη κίνηση, πρόκειται για έναν ανθρωποκεντρικό τρόπο προσέγγισης: η κίνηση του Θεού δεν είναι παρά ανθρώπινη κατηγορία. Μέσω αυτής οι άνθρωποι εκφράζουν το ακόλουθο βίωμα: κατακλύζονται από το φως που μαρτυρεί την ύπαρξη του Θεού, και φωτίζονται τον τρόπο της υπάρξεώς Του 126. Η κίνηση του Θεού είναι πάθος του ανθρώπου. H ίδια η θεότης μάς κινεί ώστε να διαπιστώσουμε την ύπαρξή της, αλλά και μας παρέχει ἀφορ μ ά ς , τα εφαλτήρια της δικής
ε ἴ τε ν ό ησιν, ο ὐ κ ἔχει φυσικ ῶ ς δεκ τικ ὴ ν τ ῆ ς νο ήσεω ς ὑποκειμ έ νη ν ο ὐσ ίαν· ἀλλ ᾿ α ὐτ ὸ ς κατ ᾿ ο ὐ σ ί αν ν ό ησ ί ς ἐστιν ὁ Θε ό ς· κα ὶ ὅλος ν όησις, κα ὶ μ όνον· κα ὶ α ὐ τ ὸ ς κατ ὰ τ ὴ ν ν όησιν οὐ σ ί α, κα ὶ ὅλος ο ὐ σ ί α κα ὶ μ ό νον· κα ὶ ὑπ ὲ ρ ο ὐσ ί αν ὅλος, κα ὶ ὑπ ὲρ ν όησιν ὅλος, δι ό τι κα ὶ μον ὰ ς ἀ δια ί ρε τ ο ς κα ὶ ἀμερ ὴ ς κα ὶ ἁπλ ῆ . 123 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 221A: … ὁ Θε ὸ ς κα ὶ Πατ ή ρ, κινηθε ὶ ς ἀ χρ ό νω ς κα ὶ ἀ γαπη τ ικ ῶ ς, προ ῆ λθε ν ε ἰ ς δι ά κρισιν ὑποστ ά σ ε ω ν , ἀμερ ῶ ς τε κα ὶ ἀμει ώ τ ω ς με ί νας ἐν τ ῇ ο ἰ κε ίᾳ ὁλ ό τη τ ι ὑπερην ω μ έ ν ο ς κα ὶ ὑπερηπλ ω μ έ ν ο ς … Το χωρίο εξηγεί ο Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ (Τὸ ρητ ὸ καὶ τὸ ἄρρη τ ο ..., σελ. 94): «Ἀχρόν ω ς καὶ ἀγαπητικ ῶ ς ο Πατήρ δεν "κτίζει" ούτε "δημιουργεί" ούτε "πλαστουργεί" εκ της "ουσίας" του υποστάσεις. Αλλά αυτός ως πρόσωπο βεβαιώνει τη θέληση-ελευθερία του να υπάρχει προε ρ χ ό μ ε ν ο ς εἰς διάκ ρι σι ν ὑποστ ά σ ε ω ν, ἀμε ρ ῶ ς καὶ ἀμει ώ τ ω ς μέν ω ν ἐν τῇ οἰκείᾳ ὁλό τ η τ ι . Γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα: συνιστά τη Θεότητα ως ύπαρξη Τριαδική, ταυτίζοντας το είναι του με την ελευθερία της αγάπης». Βλ. και ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ , Εἰρηνικ ὸ ς γ ΄, PG 35, 1160C: Τρι ά δα τελε ί αν ἐκ τελε ί ω ν τρι ῶ ν, μον ά δ ο ς μ ὲ ν κινηθε ί ση ς δι ὰ τ ὸ πλο ύ σιον, δυ ά δ ο ς δ ὲ ὑπερβαθ ε ί ση ς ( ὑπ ὲρ γ ὰ ρ τ ὴν ὕλην κα ὶ τ ὸ ε ἶ δος), ἐξ ὧν τ ὰ σ ώ μα τ α, Τρι ά δο ς δ ὲ ὁρισθε ί σης δι ὰ τ ὸ τ έ λειον, πρ ώ τη γ ὰ ρ ὑπερβα ί νει δυ ά δο ς σύ νθεσιν, ἵνα μ ὴ στεν ὴ μέν ῃ ἡ θεό τ η ς , μήτ ε ε ἰς ἄπειρον χέη τ α ι . 124 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ Μυστικῆ ς Θεολο γία ς , PG 4, 425Α: Φησ ὶ ν ο ὖ ν ὅ τι, κα ὶ ἐν μον ῇ ἀ κιν ή τ ῳ ἀ εὶ ο ὖ σα ἡ θε ί α φ ύ σις, δοκε ῖ κινε ῖ σθαι ἐν τ ῇ ἀλλ ήλοις χωρ ή σει . 125 Μυσταγω γία, PG 91, 700D-701B. 126 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1036C: Εἰ δ ὲ κί νησιν ἀκο ύ σας ἐθα ύ μασα ς π ῶ ς ὑπερ ά πει ρ ο ς κινε ῖ ται θε ό τη ς , ἡμ ῶ ν, ο ὐκ ἐκε ί νης τ ὸ π ά θο ς , πρ ῶ τον τ ὸ ν το ῦ ε ἶναι λ όγον αὐ τ ῆ ς ἐλλαμπομ έ ν ω ν, κα ὶ ο ὕ τω τ ὸ ν το ῦ π ῶ ς α ὐ τ ὴ ν ὑφεστ ά ν α ι τρ ό πον φω τιζ ο μ έ ν ω ν , ε ἴ περ τ ὸ ε ἶ ναι το ῦ πῶ ς ε ἶ ναι π ά ν τ ω ς προεπινο ε ῖ τ αι . Κίνησις ο ὖ ν θε ό τη τ ο ς ἡ δι ᾿ ἐκφ ά νσε ω ς γινομ έ νη περ ί τε το ῦ ε ἶναι α ὐ τ ὴ ν κα ὶ το ῦ π ῶς α ὐ τ ὴ ν ὑφεστ ά ν α ι το ῖ ς α ὐ τ ῆ ς δεκ τικο ῖ ς καθ έ σ τ η κ ε γν ῶ σις.
47
μας τολμηρής και συνάμα ευσεβούς κινήσεως προς τη γνώση του τρόπου της υπάρξεώς της127. Τελικά η ανθρώπινη κίνηση γνώσης του Θεού έρχεται ως απάντηση στην αρχική δική Του κίνηση, την κλήση να Τον γνωρίσουμε. Ο λόγο ς για θεία κίνησ η προϋπ ο θ έ τ ε ι την αμφίδ ρ ο μ η σχέση Θεού και ανθρ ώ π ο υ, την ενέργ ε ι α τη ς κλήση ς του Θεού και την ενεργ η τ ι κ ή απάν τ η σ η του ανθρ ώ π ο υ. Τονίσαμε ότι ο Διονύσιο ς και ο Μάξιμο ς διαπισ τ ώ ν ο υ ν το υπαρκ τ ι κ ό χάσμα ανάμεσ α στα αίτι α και τα αιτι α τ ά . Όμω ς η κίνησι ς του Θεού, η σύμμε τ ρ η προ ς τα δικά μας δεδομένα αυτοφανέρωσή Του, γεφυρώνει το χάσμα, και γίνεται η μοναδική διάβαση στο πρόβλημα της γνώσης του Θεού. «Η θεογνωσία από ανθρώπινη ενέργεια γνώσης του Θεού αντιστρέφεται σωστικότατα σε αξίωση καταυγασμού και έλλαμψης από τις ακτίνες των θεοφανειών· ευστοχότατα μάλιστα έχει παρουσιαστεί ως κίνηση του Θεού να μας γνωρίσει»128. 3. 2. Η δημιουργική, ελκτική και ερωτική κίνησι ς του Θεού. Κίνησιν του Θεού πρωτίστως θεωρεί ο Ομολογητής την παραγωγή-δημιουργία των όντων όχι από την ουσία του Θεού αλλά από την άκτιστη Ενέργειά Του· κίνησιν , επίσης, θεωρεί τη θεία Πρόνοια και συνοχή των όντων στο εἶναι . Επισημαίνει, όμως, πως ο όρος κίνησι ς σ’ αυτές τις περιπτώσεις έχει μόνο ενεργητικό περιεχόμενο, ταυτίζεται με το κινεῖν και αντιδιαστέλλεται προς το κινεῖσθ αι , το οποίο ο άγιος κατηγορηματικά αρνείται129. Αλλά και αυτ ή ν την κα τ η γ ο ρ η μ α τ ι κ ή δια βε β α ί ω σ η περί του μη κινεῖσθ αι τὸν Θεὸν ο Ομολογη τ ή ς αποφα τ ι κ ά αναιρ ε ί, ακολουθώντας διατυπώσεις του Αρεοπαγίτη. Ο Θεός κινεῖται προ ς τα όντ α , αφού είνα ι ἔρω ς καὶ ἀγάπη · ο Θεός κινεῖ προς τον εαυτό του, αφού είναι ἐρασ τ ὸ ς καὶ ἀγαπητ ό ς . Κινεῖται , αποκαθιστώντας σχέση με όσους δέχονται την αγάπη του κινεῖ , έλκοντας όσους εκδηλώνουν την έφεση να κινηθούν προς αυτόν. Εν τέλει και σε μια κορύφωση της απόπειράς του να μιλήσει ο Μάξιμος για το κινεῖν και κινεῖσθ αι τὸν Θεόν , επιτυγχάνει την συναίρεση των δύο όρων: καὶ πάλι κινεῖ καὶ κινεῖται, ὡς διψῶ ν τὸ διψᾶσθ αι, καὶ ἐρῶ ν τὸ ἐρᾶσθ αι, καὶ ἀγαπῶν τὸ ἀγαπᾶσθαι 130. Η ερωτική κίνηση του Θεού προς τα όντα αποδίδεται στο ότι Αυτός, λόγω της απροσμέτρητης αγαθότητάς Του, βγαίνει από τον εαυτό Του προνοώντας για όλα ανεξαιρέτως τα όντα. Η Πρόνοια αποτελεί διηνεκή κατάβαση προς τα όντα, έκσταση φύσεως: Τολμητ έ ο ν καὶ τοῦτ ο ὑπὲρ ἀληθ ε ία ς εἰπεῖν· ὅτι καὶ αὐτὸ ς ὁ πάντ ω ν αἴτιο ς, Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ει ς... , Qu.105, 9-19: ῞Ωσπερ γ ὰ ρ ἐκ τῆς ο ὐ σ ί ας τ ῶ ν ὄντω ν τ ὸ ν γενεσιου ρ γ ὸ ν ἐννοο ῦ μεν, ο ὕ τω κα ὶ τ ὸ ν τρ ό πον τ ῆ ς ὑπ ά ρξε ω ς τ ῆ ς ὑπεραρ ρ ή τ ο υ θε ό τη τ ο ς ἔκ τινω ν τ ῶ ν κατ ὰ τ ὰ ὄντα συμβ ό λω ν μυστικ ῶ ς διδασκ ό μεθ α, α ὐ τ ῆ ς δηλον ό τι τ ῆ ς ἁ γί ας θε ό τη τ ο ς κινο ύ σης ἡμ ᾶ ς ε ἰ ς ἐπ ί γνωσιν ἑαυτ ῆ ς κα ὶ ε ὐσεβε ῖ ς παρεχ ο ύ ση ς ἀ φορμ ὰ ς πρ ὸ ς τ ὸ τολμ ᾶ ν ἐξετ ά ζ ε ι ν τ ὸ ν τρ ό πον τ ῆ ς ὑπερφυο ῦ ς α ὐ τ ῆ ς ὑπ ά ρξε ω ς . Λέ γετ αι ο ὖ ν κινε ῖ σθαι ἢ δι ᾿ ἡμ ᾶ ς το ὺ ς ἐπ ᾿ α ὐ τ ὴ ν κινουμ έ νου ς ἢ ὡς α ἰ τ ί α τ ῆ ς ἡμ ῶν πρ ὸ ς τ ὴ ν γν ῶ σιν α ὐ τ ῆ ς κιν ή σεω ς . ᾿Εκ ί νησεν ο ὖν ἑαυ τ ὴ ν ἐν ἡμ ῖν πρ ὸ ς τ ὸ γν ῶ ναι ὅτι ἔστιν τις αἰ τ ί α τ ῶ ν ὅλων· ὅπερ ἐστ ὶ ν μον ά δ ο ς κινηθε ί ση ς . 128 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 3, 645C. Λ. ΣΙΑΣΟΣ, ' Εραστ ὲ ς τῆς ἀλήθ εια ς ..., σελ. 113. 129 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1381C-D. 130 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1384B-C: Τὸ Θε ῖ ον ο ἱ θεολ ό γοι, ποτ ὲ μ ὲ ν ἔρω τ α, ποτ ὲ δ ὲ ἀ γ ά πην, ποτ ὲ δ ὲ ἐραστ ὸ ν κα ὶ ἀγαπη τ ὸ ν καλο ῦ σιν. ῞Οθεν, ὡς μ ὲν ἔρω ς ὑπ ά ρχο ν κα ὶ ἀ γ ά πη, κινε ῖ ται· ὡ ς δ ὲ ἐραστ ὸ ν κα ὶ ἀγαπη τ ό ν, κινε ῖ πρ ὸ ς ἑαυτ ὸ π ά ν τ α τ ὰ ἔρω τ ο ς κα ὶ ἀ γ ά πη ς δεκ τικ ά . Καὶ τρα ν ό τ ε ρ ο ν α ὖθις φ ά ναι, κινε ῖ τ αι μ ὲν ὡς σχ έσιν ἐμποιο ῦν ἐ νδι ά θ ε τ ο ν ἔ ρω τ ο ς κα ὶ ἀγ ά πη ς το ῖ ς το ύ τ ω ν δεκ τικο ῖ ς· κινε ῖ δ έ, ὡς ἑλκτικ ὸ ν φ ύσει, τ ῆ ς τ ῶ ν ἐπ᾿ αὐ τ ὸ κινουμ έ νω ν ἐφ έσεω ς . Καὶ π ά λι κινε ῖ κα ὶ κινε ῖ τ αι, ὡς διψ ῶν τ ὸ διψ ᾶσθαι, κα ὶ ἐ ρ ῶ ν τ ὸ ἐ ρ ᾶ σθαι, κα ὶ ἀ γαπ ῶ ν τ ὸ ἀγαπ ᾶ σθαι. 127
48
τῷ καλῷ καὶ ἀγαθ ῷ τῶν πάντ ω ν ἔρ ω τ ι, δι ᾿ ὑπερ β ο λ ὴ ν τῆς ἐρω τ ικῆ ς ἀγαθότ η τ ο ς, ἔξω ἑαυτοῦ γίνε ται, ταῖς εἰς τὰ ὄντα πάντα προν ο ίαι ς, καὶ οἷον ἀγαθ ότ η τ ι καὶ ἀγαπήσε ι καὶ ἔρω τ ι θέλγ ε τ αι· καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα, καὶ πάντω ν ἐξῃ ρ η μ έ ν ο υ, πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγ ε τ αι κατ ᾿ ἐκστα τικὴ ν ὑπερ ού σι ο ν δύναμι ν, ἀνεκφοί τ η τ ο ς ἑαυτοῦ. Διὸ καὶ ζηλω τ ὴ ν αὐτὸ ν οἱ περὶ τὰ θεῖα δειν ο ὶ προσαγ ο ρ ε ύ ο υ σ ι ν, ὡς πολὺ τὸν εἰς τὰ ὄντα ἀγαθ ὸν ἔρ ω τ α, καὶ ὡς πρὸς ζῆλο ν ἐγε ρ τ ικ ὸ ν τῆς ἐφέσε ω ς αὐτοῦ τῆς ἐρ ω τ ικῆ ς, καὶ ὡς ζηλ ω τ ὴ ν αὐτὸν ἀποδε ικνύ ν τ α, ᾧ καὶ τὰ ἐφιέμ ε ν α ζηλ ω τ ά, καὶ ὡς τῶν προν ο ο υ μ έ ν ω ν ὄντ ω ν αὐτῷ ζηλω τ ῶ ν 131. Γίνεται φανερό πως ουδεμία ομοιότης μπορεί να ευσταθεί ανάμεσα στο στατικό, απρόσωπο θεό των φιλοσόφων και στο ζηλ ω τ ή, προνοητή, προσωπικό Θεό της Εκκλησίας. Η πατερική διαβεβαίωση για την αγαθή κίνηση του Θεού προς τα όντα, την Πρόνοιά Του, διαφοροποιείται ριζικά από τη θεωρία του πρώτ ου κινοῦν τ ο ς ἀκινήτ ου , που κατέχει πρωταρχική θέση στην αριστοτελική θεώρηση της κινήσε ω ς ως απόλυτο τελικό της αίτιο. Για το Μάξιμο η κίνηση των όντων προς το Θεό δεν νοείται αυτόνομη, αλλά αποτελεί ενεργητική απόκριση στην πρωταρχική, ερωτική, εκστατική κίνησι ν του Θεού προς αυτά. 3.3. Ἰ δ ία δι ά κ ρ ι σι ς . Η κίνησι ς της ενανθρωπήσεως του Θεού. Ο Θεός δεν είναι δέσμιος της φύσης Του. Αν και ακίνητος και σταθερός, γίνεται άνθρωπος και κινείται προς την κινούμενη και άστατη κτιστή πραγματικότητα. Με την ἐνσω μ ά τ ω σ ί ν Του αποβλέπει στο να οδηγήσει το φέρε σθ αι της κτιστής φύσης στην ακινησία. Η ανθρώπινη φύση, αντίστοιχα, (μέσω του ελεύθερου προσωπικού-γνωμικοῦ θελήματος) ανταποκρίνεται στη θεία κίνηση, υπερβαίνει εαυτόν και προσφέρει σάρκα στο Λόγο, συμμετέχοντας στην παύση της άλογης κοσμικής κινητικότητας. Καινοτ ο μ ο ῦ ν τ α ι φύσει ς, και η θεία και η ανθρώπινη132. Η έκπτωση της προαιρέσεως του Αδάμ είχε γίνει αιτία να εισαχθεί στη φύση η φθορά και ο θάνατος. Η αμαρτία του προπάτορος στάθηκε διπλή· η πρώτη (και επιλήψιμη) ήταν αποτέλεσμα διαβολικής ενεργείας: ο Αδάμ επέλεξε την κακία αντί του αγαθού· η δεύτερη (και ανεπίληπτη) ήταν αποτέλεσμα της πρώτης: η φύση μεταποιήθηκε από άφθαρτη σε φθαρτή. Αλλά με την ενανθρώπηση του Λόγου αποκαταστάθηκε η φύση του ανθρώπου και αναιρέθηκε η μεταποίηση της φύσεως. Ο Κύριος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην 131
Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1384D-1385A. Αυτούσιο το χωρίο προέρχεται από τον ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ, Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 3, 712Α-Β. Βλ. και John D. ZIZIOULAS , Being as communion. Studies in Personhood and the Church, New York 1993, σελ. 91: «The idea of ekstasis signifies that God is love, and as such He creates an immanent relationship of love outside Himself. The emphasis placed on the words "outside Himself" is particularly important, since it signifies that love as ekstasis gives rise not to an emanation in the neoplatonic sense, but to an otherness of being which is seen as responding and returning to its original cause. In Maximus this idea receives a more complete and definite treatment, because his approach is not ultimately related to cosmology, as in Dionysious, but to the trinitarian being of God. Likewise, the distinction between essence und energy in God serves to indicate the relationship between God and the world as ontological otherness bridged by love, but not by "nature" or by "essence"». 132 Κεφάλαια διάφο ρ α ..., PG 90, 1181C-D: Καινο τ ο μ ο ῦ ν τ α ι φύ σεις , καὶ Θε ὸ ς ἄ νθρω πο ς γ ί νε τ αι· οὐ μ ό νον ἡ θε ί α καὶ σταθε ρ ὰ καὶ ἀ κί νητ ο ς , κινουμ έ νη πρ ὸ ς τ ὴ ν κινουμ έ νη ν καὶ ἄστα τ ο ν , ἵ να στ ή σ ῃ τοῦ φ έ ρεσθαι· ο ὐ δὲ μ ό νον ἡ ἀ νθρω π ί νη δί χα σπορ ᾶ ς ὑπὲ ρ φύ σιν γεω ρ γ ο ῦ σα σ ά ρκα τῷ Λόγῳ τελεσφ ο ρ ο υ μ έ ν η ν , ἵ να στῇ τοῦ φ έ ρεσθαι· ἀ λλὰ καὶ ἀστ ὴ ρ ἐξ ἀ νατ ολ ῶ ν ἐ ν ἡμ έ ρ ᾳ φαιν ό μενο ς , καὶ το ὺ ς μ ά γου ς ὁ δηγ ῶ ν ε ἰ ς τ ὸ ν τ ό πον τ ῆ ς τοῦ Λόγου σαρκ ώ σεω ς , ἵ να δε ί ξ ῃ μυστικ ῶ ς νικ ῶ ντ α τ ὴ ν αἴ σθησιν , τ ὸ ν ἐ ν νό μ ῳ καὶ προφ ή τ αι ς λό γον , καὶ ὁ δηγο ῦ ν τ α τὰ ἔ θνη πρ ὸ ς τὸ μ έ γισ τ ο ν φῶ ς τ ῆ ς ἐπιγν ώ σεω ς .
49
πληρότητά της (μαζί με το παθητ ὸ ν στοιχείο της), διατηρώντας όμως την αφθαρσία της προαιρέσεως. Υπέστη χάριν ημών και το εκούσιο πάθος αλλά ο ίδιος δεν γνώρισε την πρωταρχική αμαρτία του Αδάμ, την προαίρεση του κακού. Κατήργησε τη φθορά της φύσεως, καθώς προσέλαβε και εκόσμησε το παθητὸ ν στοιχείο της, τον ίδιο το θάνατο, με την αφθαρσία της δικής του προαιρέσεως 133. Σε όλες τις αναφορές του Ομολογητού η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού αποτελεί μυστήριον μέγα, δεν μπορεί να βρει την εξήγησή της στα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Ο όρος περιχ ώ ρ η σ ι ς απλώς σημαίνει το γεγονός: ο Θεός που υπερανίσταται και αυτής της υπερουσιότητας ουσιούται υπερουσίως με τη δύναμη της βουλήσεώς Του. Πώς όμως έγινε ο Θεός άνθρωπος παραμένει ανεξήγητο (ὑπέρ ἄνθρ ωπ ο ν γάρ γέγον ε ν ἄνθ ρ ωπ ο ς 134). Η προσέγγιση του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, όπως και κάθε μυστηρίου της Εκκλησίας, είναι απλώς η -πέραν πάσης περιεργείας- πιστή προσκύνηση και δοξολόγησή του. Η θεολογία δεν είναι φιλοπερίεργη επιστημονική έρευνα αλλά δοξολογία και ύμνος για το Θεό135. Κυριολεκτικά ομιλώντας, ὁ Θεὸς οὔτε κινεῖται παντε λ ῶ ς οὔτε ἵστατ αι . Η κίνηση και η στάση είναι γνωρίσματα των πεπερασμένων όντων, η ύπαρξη των οποίων μορφώνεται διαποτισμένη από το γεγονός ότι κάποτε υπήρξε γι' αυτά έναρξη κίνησης. Ο Θεός δεν ποιεί ούτε πάσχει διὰ τὸ κατὰ φύσιν ὑπὲρ πᾶσαν εἶναι κίνησί ν τε καὶ στάσι ν . Ο Μάξιμος τολμάει να μιλάει ταυτόχρονα για κίνηση και στάση του Θεού 136. Χρησιμοπ οι ώ ν τ α ς αλληλο α ν α ι ρ ο ύ μ ε ν ο υ ς του ς δύο όρου ς , επι τ υ γ χ ά ν ε ι να θεολογεί χωρίς να προβάλλει αντικειμενοποιημένες γνώσεις. II. Η κ ί νη σι ς της Δημιουργίας. Σ' αυτή την ενότητα διερευνώνται διδαχές του Ομολογητή σχετικά με την θεία ν διάκρι σι ν (ἀγαθοπρ επ ῆ πρόο δ ο ν) , την κίνηση της αγάπης του Θεού προς τα όντα. 4. Γένεση των όντων-μετάδοση της κινήσε ω ς . Η κίνηση των όντων προϋποθέτει κάποια αιτία (κίνηση αναίτια δεν υπάρχει). Όμως, η αιτία της ύπαρξης των όντων, ο δημιουργός τους, δεν μπορεί να είναι ένα από τα όντα. Είναι ο γενε σι ου ρ γ ὸ ς Θεός, η απόλυτη αρχή τῆς τῶν κινουμ έ ν ω ν γενέ σ ε ω ς . Γένε σι ς των όντων είναι η αρχή και αιτία της φυσικής κίνησής τους 137. 133
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν ..., PG 90, 405C-408A. Κεφάλαια διάφο ρ α ..., PG 90, 1184B: Τὸ μ έ γα τ ῆ ς θε ί ας ἐ νανθρ ω π ή σε ω ς μυστ ή ριο ν , ἀ εὶ μ έ νει μυστ ή ριον· οὐ μ ό νον ὅ τι συμμ έ τ ρ ω ς τῇ δυν ά μ ει τ ῶ ν ὑπ᾿ αὐ το ῦ σωζομ έ ν ω ν ἐκφαιν ό μενο ν , ἔχει με ῖ ζον τοῦ ἐ κφανθ έ ν τ ο ς τὸ μ ή πω ὁ ρ ώ μενον , ἀλλ᾿ ὅ τι καὶ τὸ αὐ τ ὸ τὸ φαν έ ν , ἔ τι μ έ νει π ά μπαν ἀ πό κρυφον , ο ὐ δεν ὶ λό γ ῳ καθ ὼ ς ἔστι γινωσκ ό μ εν ο ν . Καὶ μὴ τω δ ό ξ ῃ παρ ά δ οξ ο ν τὸ λεγ ό μενο ν . Ὁ γ ὰ ρ Θε ὸ ς ὑπερο ύ σιος ὤ ν , καὶ ὑπερουσι ό τ η τ ο ς ἁ π ά ση ς ὑπεραν εσ τ η κ ώ ς , ε ἰ ς οὐ σ ί αν ἐλθε ῖ ν βουληθε ί ς , ὑπερουσ ί ω ς ο ὐ σι ώ θη . Διὸ καὶ ὑπὲ ρ ἀ νθρ ώ πω ν , ὡ ς φιλ ά νθ ρ ω π ο ς , ἐ κ τ ῆ ς ἀ νθρ ώ πω ν ο ὐ σ ί ας ἀληθ ῶ ς ἄ νθρω πο ς γεγο ν ώ ς , τ ὸ ν τοῦ πῶ ς ἄ νθρω π ο ς γ έ γον ε τρ ό πον , μ έ νει διὰ παν τ ό ς ἔ χων ἀ νέ κφαν τ ο ν· ὑπὲ ρ ἄ νθρω πο ν γ ὰ ρ γ έ γον ε ν ἄ νθρω π ο ς . Σχετικά με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού βλ. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1097Β-D. 135 Κεφάλαια διάφο ρ α ..., PG 90, 1184B: Σκοπ ή σωμ εν πιστ ῶ ς τ ό μυστ ή ριο ν τ ῆ ς θε ί ας ἐ νανθρ ω π ή σε ω ς , κα ί μ ό νον δοξ ά σω μ ε ν ἀπερι έ ρ γ ω ς τ ό ν το ῦ τ ο γεν έ σθαι δι ᾿ ἡμ ᾶς ε ὐ δοκ ή σαν τ α . 136 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1221Α-Β. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 4, 324C 7-11: Κίνησις δ ὲ ἐπὶ Θεο ῦ ἡ ε ἰ ς τ ὰ ἐξ α ὐ το ῦ κα ὶ δι ὰ α ὐ το ῦ ἐν ἀγαθ ό τ η τ ι προνοη τ ι κ ὴ πρ ό οδο ς · στ ά σι ς δ ὲ τ ὸ ἀε ὶ ὡσα ύ τω ς ἔχειν, κα ὶ ἀνεκφοι τ ή τ ω ς ἑαυτο ῦ τ ὴ ν ἀνεπ ίγν ω σ τ ο ν ἠ ρεμ ί αν κα ὶ ἀ τρεμ ῆ ἀοχλησ ί αν κεκ τ ῆ σθαι. 137 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1217Β-C: Οὐ δ ὲ ν γ ὰ ρ τ ῶ ν ὄ ντω ν παν τ ε λ ῶ ς ἐστιν αὐ τεν έ ρ γ η τ ο ν , ὅ τι μηδ ὲ ἀνα ί τιον, τ ὸ δ ὲ μ ὴ ἀνα ί τιον, κινε ῖ τ αι π ά ν τ ω ς δι ᾿ α ἰ τ ίαν, ἐ νεργ ο ύ μ ε ν ο ν δηλον ό τι τ ὸ κινε ῖ σθαι φυσικ ῶ ς ὑπ ὸ τ ῆ ς α ἰ τ ί ας, δι ᾿ ἣν κα ὶ πρ ὸ ς ἣν ποιε ῖ ται τ ὴ ν κί νησιν. Ἀναιτ ί ω ς γ ὰ ρ ο ὐ δαμ ῶ ς κινε ῖ ται καθ ᾿ ο ἱονδ ή τιν α τρ ό πον τ ῶν κινουμ ένω ν οὐ δ έ ν. Ἀ ρχ ὴ δ ὲ π ά ση ς κιν ή σεω ς φυσικ ῆ ς ἐστιν ἡ τ ῶ ν κινουμ έ νω ν γ ένεσι ς, ἀρχ ὴ δ ὲ τ ῆ ς 134
50
Θεὸς γενε σι ο υ ρ γ ὸ ς γένε σι ς τῶν κινουμ έ ν ω ν κίνησι ς φυσικὴ Ο Ομολογητής εμφατικά ταυτίζει την έναρξη της κίνησης των όντων με την εκ Θεού γένεσή τους. Και γένεση των όντων σημαίνει δημιουργία-κτίση τους διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὸν Θεόν 138. Δημιου ρ γ ί α σημαίνε ι μετάδοση της κίνησης, κινούμενο ον σημαίνει γεγενημένο ον: Πᾶν κατὰ φύσιν κινούμ ε ν ο ν δι ᾿ αἰτίαν πάντω ς κινεῖται, καὶ πᾶν τὸ δι ᾿ αἰτίαν κινούμ ε ν ο ν δι ᾿ αἰτίαν πάντ ω ς καὶ ἔστι, πᾶν δὲ τὸ δι ᾿ αἰτίαν ὂν καὶ δι ᾿ αἰτίαν κινούμ ε ν ο ν ἀρχὴν μὲν εἶχε πάντ ω ς τοῦ εἶναι τὴν δι ᾿ ἣν ἔστι καὶ ἐξ ἧς πρὸς τὸ εἶναι ἤχθη αἰτίαν, τέλ ο ς δὲ τοῦ κινεῖσθ αι τὴν αὐτὴν δι ᾿ ἣν κινεῖται καὶ πρὸς ἣν ἐπείγε τ α ι αἰτίαν. Πᾶν δὲ τὸ δι ᾿ αἰτίαν καὶ ὂν καὶ κινούμ ε ν ο ν καὶ γενητ ὸ ν πάντω ς 139. Στην ύπαρξη τα όντα κυριολεκτικά ἤχθησα ν από το Θεό, τον μόνο αγένητο και ακίνητο. Η αιτία της κίνησης των όντων είναι και αιτία της ύπαρξης των όντων· η έναρξη της κίνησης είναι και είσοδος στην ύπαρξη. Εἶναι και κινεῖσθ αι (υπό του Θεού) ταυτίζονται. Η κίνηση είναι το πρωταρχικό στοιχείο του τρόπου ύπαρξης των όντων. Στην ταύτιση υπάρξεως και κινήσεως προσκόπτει και ο φιλοσοφικός ισχυρισμός ότι η ύλη προϋπάρχει και δεν εντάσσεται στη γένεση των όντων: εἰ δὲ μὴ γέγο ν ε ν [ἡ ὕλη], οὐδὲ κινεῖται, εἰ δὲ μὴ κινεῖται, οὔτε τοῦ εἶναι ἤρξα τ ο . Και η ίδια η ύλη κινήθηκε, ἤ χθη στο εἶναι · ακινησία της ύλης θα σήμαινε αποθέωσή της 140. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κίνηση της δημιουργίας έχει στιγμιαίο χαρακτήρα, και συνεπώς ότι, άπαξ και δόθηκε στα όντα η αρχική δημιουργική ώθηση στο εἶναι , έχουν αυτά έκτοτε από μέσα τους τη δυνατότητα να υπάρχουν. Τα όντα συγκρατούνται στο εἶναι , μόνο καθόσον βρίσκονται σε σχέση με τη αέναη κινητήρια δημιουργική δύναμη, τον Κτίστη τους. Ενδεχόμενη αποκοπή των όντων και του ανθρώπου από την τάξη της συστατικής κινήσεως,
τ ῶ ν κινουμ έ νω ν γεν έ σε ω ς ὁ Θε ό ς, ὡς γενεσιου ρ γ ό ς . 138 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 961C. Στα εκκλησιαστικά γράμματα χρησιμοποιείται για τη δημιουργία των όντων ο όρος κτίσι ς . Διαφωτιστική για τη θεολογική σημασία του όρου κτίσι ς είναι η ανάλυση του Νίκου ΝΗΣΙΩΤΗ ( Ἡ φύση ὡ ς κτίση. Συμβολ ὴ στ ὸ πρόβλημ α τ ῆ ς μόλυνση ς το ῦ περιβάλλ ο ν τ ο ς ἀπ ὸ θεολο γικ ὴ κα ὶ φιλοσοφικ ὴ ἄποψη, Σύναξη 14, 1985): «Με βάση πολλά σχετικά χωρία της Καινής Διαθήκης μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι με το όρο "κτίσις" επισημαίνονται τρεις έννοιες: πρώτον, η έννοια της σύνολης Δημιουργίας που περιλαμβάνει την ύλη, το χώμα, τα φυτά, το ζωικό βασίλειο και τον άνθρωπο σε πλήρη σχέση και συνύπαρξη. Δεύτερον, η έννοια της σύνολης Δημιουργίας όχι μόνο της εξωτερικής, υλικής, φυσικής επιφάνειας ή εσωτερικής υλικής σύστασης, αλλά ως οργανικό όλον με υπόσταση, ύπαρξη και σκοπιμότητα, όπως γράφει πολύ ωραία ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: η Δημιουργία δεν πρέπει να νοηθεί ἐν τόπῳ ἀλλ' οὐσίᾳ , ο Δημιουργός ενεργεί ἐν θελη μ α τ ικ ῇ ἐννοί ᾳ (PG 94, 853). Τρίτον, η έννοια της φροντίδος του Δημιουργού που κτίζει διά του Λόγου από Αγάπη, που είναι η ουσία Του, και με σοφία και με ανώτερη σκοπιμότητα, δηλαδή την ευδαιμονία κάθε πλάσματος. Τα πάντα βρί σκουν τότε την πληρότητά τους, τη βάση τους, την πραγματική τους υπόσταση και ύπαρξη μέσα σε προ σωπική σχέση με το Θεό μέσα στην ίδια τη Δημιουργία, αφού ο Δημιουργικός Λόγος με την ενσάρκωσή Του μετέχει σε αυτήν φυσιολογικά, υλικά και ιστορικά. Γι' αυτό και το ρήμα κτίζ ω χρησιμοποιείται στη Γραφή με την έννοια: δι' αὐτοῦ (του Χριστού ως του Λόγου της Δημιουργίας) ἔκτισ τ α ι τὰ πάντα (Κολοσ . 1, 16)». 139 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1257C-D. 140 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν ..., PG 91, 1184B.
51
της γενέ σ ε ω ς , συνεπάγεται μηδενισμό της ύπαρξής τους 141. 4. 1. Η δημιου ρ γ ί α : μυστ ή ρ ι ο ν . Ο Μάξιμος αναφέρεται αφενός στη θεία ακινησία και ατρεψία, αφετέρου στη δημιουργική κίνηση του Θεού. Τονίζει, βέβαια, πως το συναμφότερον της κίνησης και ακινησίας του Θεού αποτελεί μυστή ρ ι ο ν · δεν υποπίπτει στην ανθρώπινη γνώση η ανεξιχνίαστη σοφία του Δημιουργού. Το γιατί σε ένα δεδομένο νῦν δημιουργείται ο κόσμος, δεν είναι ανθρωπίνως προσεγγίσιμο. Η δημιουργία δεν υποτάσσεται σε ορθολογικές αιτιολογήσεις, είναι απλώς προϊόν ελευθερίας. Το ότι ο κόσμος ξεκίνησε από το μηδέν σημαίνει ότι θα ήταν δυνατό και να μην υπήρχε. Η ύπαρξή μας δεν είναι αναγκαστική, ανάγεται στην ελευθερία της θείας βούλησης. Ο Θεός δημιούργησε τα όντα εκ του μηδενός από απροσμέ τ ρ η τ η αγα θό τ η τ α . Και ετυμολογικά, (με ένα τρόπο όχι ανθρωποκεντρικά επιστημονικό, αλλά ανοικτό και εκφαντικό) συνδέει ο Μάξιμος τη θεία αγαθότητα με την κτίση των όντων: παράγει τη λέξη ἀγαθὸ ν από το ἄγαν εἶναι, ἢ τεθε ῖ σθ αι, ἢ θέειν 142. Για τον άνθρωπο αποτελεί μυστήριο πρωτίστως ο σκοπός της δημιουργίας, το οὗ ἕνεκα μὲν τὰ πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδε ν ὸ ς ἕνεκε ν , το τέλ ο ς που οδήγησε στην παραγωγή των όντων. Πρόκειται για ένα πέρας, ανακεφαλαίωση της δημιουργίας 143 και ἐπιστ ρ ο φ ὴ στο Θεό. Καμία αναγκ α ι ό τ η τ α δεν δεσμεύει τη δημιου ρ γ ι κ ή θεία αγα θ ό τ η τ α . Ως τελ ικό αίτιο της δημιουργίας λειτουργεί η αμοιβαία απόλαυση: τα όντα απολαμβάνουν το Θεό μετ έ χ ο ν τ α σ’ Αυτόν, και Αυτός ευφραίνεται με την απόλαυση που βιώνουν τα όντα· πρόκειται για μια σχέση δίχως τέλος, ακριβώς διότι στη θεία απόλαυση των όντων (η γενική λειτουργεί την ίδια στιγμή ως υποκειμενική και αντικειμενική) δεν υπάρχει κορεσμός· ή καλύτερα, και αυτός ο κορεσμός που θα αποτελούσε η απόλαυση του Θεού ως απολύτου μεγέθους, υπερβαίνεται, καθώ ς τα όντ α απολαμ β ά ν ο υ ν δια ρκ ή τη θεία Πρόνοια 144. Η δημιουργία δεν εξαντλείται σε μία στιγμιαία ενέργεια, όπως δεν εξαντλείται σε μία πράξη η θεία αγαθότητα. Τα όντ α είναι στην πρα γμ α τ ι κ ό τ η τ α γεγον ό τ α , δημιου ρ γ ή μ α τ α του Θεού, ο οποίο ς απο τ ρ έ π ε ι τον μηδενισ μό τη ς ύπαρξ ή ς του ς . Αλλά κ αι αυτό το μηδ έ ν είναι δημιούργημα του Θεού: αὐτὸ ς οὖν καὶ τοῦ μηδε ν ὸ ς αἴτιο ς, πάντω ν αὐτοῦ ὑστέ ρ ω ν ὄντ ω ν κατὰ τὴν τοῦ εἶναι καὶ μὴ εἶναι αἰτίαν 145. 4. 2. Η κίνησι ς : συστατικό στοιχείο του όντος . ΄Ολα τα όντ α κινούν τ α ι και η κίνησι ς είναι ουσιώδες στοιχείο τους. Το αρισ τ ο τ ε λ ι κ ό σχήμα δυνάμ ε ι- ἐνε ρ γ ε ί ᾳ εξυπη ρ ε τ ε ί τις αναλύσεις του Ομολογητή: η ουσία των όντων εμπεριέχει την κίνηση κατὰ δύναμι ν , ενώ η ενέργεια δίνει 141
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν , PG 4, 305Β. Μυσταγ ω γία, PG 91, 668Β. Βλ. Μητρ. Περγάμου Ἰ ωάννη ς (ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ), Χριστολ ο γ ί α κα ὶ ὕπαρξη... : «Δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για μια “εντελέχεια”, μια οποιαδήποτε δύναμη ή ορμή ή κίνηση ή φορά που δόθηκε από το Θεό στη φύση του κτιστού, για να του εξασφαλίζει αιώνια την ύπαρξη. Αυτός ο κακής ποιότητος αριστοτελισμός που εισάγεται πολλές φορές από θεολόγους στην ερμηνεία Πατέρων, όπως ο Μάξιμος Ομολογητής, είναι στην ουσία άρνηση της διαλεκτικής κτιστού-ακτίστου και προδοσία του πατερικού πνεύματος, γιατί σημαίνει ότι το κτιστό έχει πια –έστω και δοσμένη από το Θεό- τη δυνατότητα από μέσα του να υπάρχει. ... Όχι, η φύση του κτιστού δεν έχει μέσα της καμιά δύναμη επιβίωσης· ο Heidegger σωστά την ονόμασε “είναι-προς-θάνατον”». 142 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν , PG 4, 244D και 260D. 143 Πρὸς Θαλάσσι ο ν..., PG 90, 621Α. 144 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1029C: Οὐ χ ὡ ς προσδε ό μ ε ν ό ς τινο ς ὁ ὑπερπλ ή ρη ς Θε ό ς, παρ ή γα γ ε ν ε ἰ ς τ ὸ ε ἶ ναι τ ὰ γεγο ν ό τ α· ἀλλ ᾿ ἵνα α ὐ τ ὰ μ ὲν α ὐ το ῦ ἀναλ ό γω ς μετ έ χο ν τ α ἀ πολα ύῃ , α ὐ τ ὸ ς δ ὲ ε ὐ φρανθ ῇ ἐπὶ το ῖ ς ἔργοις α ὐ το ῦ ὁρ ῶ ν α ὐ τ ὰ ε ὐφραιν ό μ εν α, κα ὶ τ ὸν ἀ κό ρεσ τ ο ν ἀκορ έ σ τ ω ς ἀε ὶ κορεν ν ύ μενα. 145 Μυσταγ ω γία , PG 91, 664C. Ο Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ (Τὸ ρητ ὸ καὶ τὸ ἄρρη τ ο ..., σελ. 211) σχολιάζει το χωρίο: "Και το μη είναι υπάρχει (είναι επίσης αποτέλεσμα της πλαστουργού ενέργειας του Θεού) αλλά υπάρχει ως υποστατική δυνατότητα ελεύθερης ενεργητικής άρνησης του υπάρχειν, δηλαδή της σχέσης".
52
πραγματική ύπαρξη στην κίνησή τους 146. Όμως ο Μάξιμος διαφοροποιείται ριζικά από τον Αριστοτέλη, διότι στον αρχαίο φιλόσοφο η πραγμάτωση του είδους στα όρια μιας φύσης που αποτελεί αυτοσκοπό, εξαντλεί την αρχή-αιτία και το τέλος-σκοπό της κίνησης· αντίθετα, στον Πατέρα της Εκκλησίας η κίνηση ξεπερνά τα όρια της μορφοποίησης, εντάσσεται στον καθολικό κοσμικό λόγο που υπερβαίνει τα όρια της φύσης, τείνει προς ένα τέλος ταυτισμένο με την αιτιώδη Αρχή του υπαρκτού147. Πᾶσα στάσι ς καὶ πᾶσα κίνησί ς ἐστι τῶν ὄντ ω ν ὁ Θεός . Και λέγε τ α ι πως ο Θεός είναι η κίν ηση των όντων ως ο υπερούσιος δημιουργός τους 148. Η κίνησ η των όντ ω ν καλεί τ α ι , πρώ τ ο ν , δύναμι ς φυσική . Φυσική , διό τ ι ἀρχὴ κινήσε ω ς είναι η φύση, αυτή που, όπως η θεία τέχνη δημιούργησε τα όντα, παράγει ως ἀποτε λ έ σ μ α τ α (=ολοκληρωμένα όντα) φυτά και ζώα και τα μεταβαλλόμενα στοιχεία. Και δύναμι ς φυσική, διότι το διαρκέστερο στοιχείο της φύσης, αυτό που ταυτίζεται με την κίνηση που της δόθηκε από το Θεό, είναι ακριβώς η δύναμη που οδηγεί στη γένεση των φυομένων· η δύναμη αυτή, η ίδια η βούληση και διανόηση του Θεού, εξακολουθεί δίκην τέχνης να κινεί τα όντα, και να τα στηρίζει στην ύπαρξη απο τ ε λ ώ ν τ α ς ουσιώ δ ε ς συσ τα τ ι κ ό του ς αυτ ή η ίδια δύναμ η μετ α τ ρ έ π ε τ α ι σε ενέργ ε ι α των αρε τ ώ ν : θεία τέχν η (η δημιου ρ γ ι κ ή κίνηση του Θεού) ⇓ φύση (η δημιου ρ γ ι κ ή κίνηση- δυνα τ ό τ η τ α που μεταδόθηκε στα όντα) ⇓ κίνηση των όντων (προς ενέργεια των αρετών) 149. 4.2.1. Είδη- μορφέ ς τη ς κίνησ η ς . Δεν είναι μία η κίνηση κατ ά την οποία τα πάν τ α κινούν τ α ι , αλλά το κάθε ον κινεί τ α ι σύμ φωνα με τη δική του ιδιαί τ ε ρ η κίνησ η, την ἰδιοπραγ ία ν . Διαφορ ε τ ι κ ή είναι η κίνησ η των νοη τ ώ ν όντ ω ν -καλείται νοητή· διαφορετική η κίνηση των αισθητών -καλείται αισθητή. Μορφές της αισθητής κίνησης αποτελούν, π.χ, η θρεπτική-αυξητική κίνηση και η αυτεξούσια κίνηση. Τα νοερά όντα κινούν τ α ι για να πράξουν το καλό, ενώ τα αισθη τ ά κινούνται προς τη γένεση και τη φθορά 150. Η σύνολη ουσία των όντων κινείται διαστελλόμενη και συστελλόμενη. Κίνηση διαστολής σημαίνει βαθμιαία κατάβαση από το γενικότατο γένος στα γενικότερα γένη και από αυτά στα είδη και τέλος στα ειδικότερα είδη. Κίνηση συστολής είναι η αντίστροφη ανάβαση (ἀναποδι σ μ ό ς ) από τα ειδικότατα είδη ως το γενικότατο γένος 151. 146
Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1084Α-Β. Βλ. Νικόλαο ς ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, Ἡ εὐχα ρι σ τ ι α κ ὴ ὀντ ο λ ο γ ί α. Τὰ εὐχα ρι σ τ ι α κ ὰ θεμ έ λ ι α τοῦ εἶναι ὡς ἐν κοιν ω ν ί ᾳ γίγνε σ θ α ι στὴ ν ἐσχα τ ο λ ο γ ι κ ὴ ὀντ ο λ ο γ ί α τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογ η τ ῆ , Αθήνα 1992, σελ. 147: «Το πιο σημαντικό ίσως έργο του Μαξίμου είναι κυρίως η εσχατολογική αναθεώρηση του αριστοτελισμού, ειδικά στο θέμα της "φύσεως". Ιδωμένη από την πλευρά του ακτίστου λόγου, η φύση εστιάζεται πλέον στα έσχατα, δεν είναι καθόλου ήδη δεδομένη. Αυτό από φιλοσοφικής απόψεως είναι επαναστατικό». 148 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 324B-C. 149 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 296C: ο ὕ τω κα ὶ ἐπὶ τ ῆ ς φ ύσεω ς τ ῶ ν ὅλων, ἔστι τι ἐ ν α ὐ το ῖ ς μ έ νον, του τ έ σ τ ι ἡ δ ύναμις , ο ὐ δι ὰ χειρ ῶ ν ἐργαζ ομ έ ν η, ἀλλ ὰ βο ύλησις κα ὶ διαν ό ησι ς ο ὖ σα Θεο ῦ , προϊο ῦ σα ο ἷον τ έ χνη ε ἰ ς γ ένεσιν τ ῶ ν φυομ έν ω ν· ο ὐ γ ὰ ρ δε ῖ ται ἡ φύ σις τιν ῶ ν μεν ό ν τ ω ν , ἑ τ έ ρω ν δ ὲ ὡς κινουμ έ νω ν· ἡ γ ὰ ρ ὕλη ἐστ ὶ ν ἡ ε ἰ ς γ ένεσιν κινουμ έ νη· τ ὸ δ ὲ κινο ῦ ν α ὐ τ ὴ ν ὁ ἀκ ίνητ ό ς ἐστι λ ό γος ὁ ἐν τ ῷ ὅλ ῳ, ὅς ἐστιν ἡ θε ία τ έ χνη, ἣν ἔφυμεν φ ύσιν, ε ἶ δος ο ὖσα, ο ὐ μ ὴ ν ἐξ ὕλης κα ὶ ε ἴδου ς . Πρὸς Θαλάσσι ο ν..., PG 90, 400D. 150 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 4, 365C, 397A-B. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ τῆ ς οὐρα νί α ς Ἱεραρχ ία ς, PG 4, 45A. Ζήτη σι ς μετ ὰ Πύρρ ου, PG 91, 301C. 151 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1177Β-C. 147
53
Τρεις είναι οι κι νήσεις των αισθητών: η κυκλική , η ἑλικο ε ι δ ὴ ς και η κατ ᾿ εὐθεῖα ν . Κυκλικά κινούνται τα αισθητά, όταν ασκούν την ιδιαίτερη φυσική τους δύναμη (π.χ. η φωτιά θερμαίνει), ελικοειδώς, όταν μεταλλάσσουν τη φύση τους (ἐξ ὕδατο ς ἰχθύε ς ) και ευθέως, όταν διαλυόμενα επιστρέφουν στα στοιχεία από τα οποία φτιάχτηκαν. Μια άλλη διαί ρ εσ η τη ς κίνηση ς των αισθη τ ώ ν είναι η εξή ς: α) κατὰ φορά ν , όταν εναλλάσσουν τόπο (μετά σ τ α σ ι ς ). β) κατὰ ἀλλ οί ω σ ι ν , όταν μεταβάλλονται κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά, ενώ το υποκείμενο μένει κατ’ ουσίαν ίδιο. γ) τροπὴ καὶ γένε σι ς καὶ φθορά , όταν υφίστανται μια συνολική μεταβολή. δ) κατὰ ἑτε ρ ο ί ω σ ι ν 152. Και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε έχοντας φυσικὴν ἐνέ ρ γ ε ι α ν · αυτή αποτελεί στοιχείο της ουσίας του και τον χαρακτηρίζει· η ανθρώπινη κίνηση καλεί τ α ι δύναμι ς, καὶ ἐνέ ρ γ ε ι α, καὶ διαφο ρ ά, καὶ κίνησι ς, καὶ ἰδιό τ η ς, καὶ ποιότη ς, καὶ πάθος . H κίνησι ς εν γένει είναι η ζωτική δύναμη των όντων και του ανθρώπου. Αλλά κανένα ον (που απέκτησε έξωθεν την κίνηση) δεν μπορεί να είναι τέλ ο ς του εαυτού του. Όλες οι κινήσει ς έχουν πάν τ α μέσα στην πολυμο ρφ ί α του ς την ίδια αιτί α και το ίδιο τέλο ς, το Θεό 153. ΄Οπως αναφερόμενος στο Θεό ο Μάξιμος μίλησε ταυτόχρονα για την ακινησία αλλά και την κίνησή Του, έτσι και αναφερόμενος στα όντα δεν διστάζει, παράλληλα προς τη δεδομένη και συστατική κινητικότητά τους, να μιλήσει για την ακινησία τους. Τα όντα είναι ακίνητα, όσον αφορά το λόγο της δημιουργίας και συνεπώς ύπαρξής τους 154· δεν μπορούν να σταθούν έξω απ' τη φυσική ιδιότητά τους, είναι ἀμετά σ τ α τ α κατά τε φύσιν καὶ δύναμι ν καὶ ἐνέ ρ γ ε ι α ν τάξιν τε καὶ διαμ ο ν ή ν . Κανένα από τα κτίσματα του Θεού δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ακινητήσει από μόνο του. 4.3. Γένεση των όντων. Μετά τον λόγο περί κινήσεως των όντων, δηλαδή περί της ουσίας τους, δηλ ω τ ικ ὸ ν τοῦ εἶναι καὶ τί καὶ πῶς εἶναι τα όντα, προχωρούμε στο λόγο περί της γενέσεώς τους, δηλ ω τ ικ ὸ ν τοῦ πότε καί ποῦ εἶναι καὶ πρός τί 155. 4. 3. 1. Συναλληλί α φύσεω ς , χώρου και χρόνου. Ο χώρος και ο χρόνος ορίζουν το πεδίο της περιγ ρ αφῆ ς των όντων· χωρίς αυτούς δεν υπάρχει οὐσία, ποσό τ η ς, ποιότη ς, σχέ σι ς, ποίησι ς, πάθος, κίνησι ς, ἕξις . Η περιγ ρ αφὴ των όντων στα όρια του χώρου και χρόνου είναι άρρηκτα δεμένη με την τροπικότητα της ύπαρξής τους. Τα όντα δεν υπάρχουν απλώς, υπάρχουν με συγκεκριμένο τρόπο (πῶς ἀλλ ᾿ οὐχ ἁπλῶ ς ἔχει τὰ ὄντα τὸ εἶναι) · και αυτός ο τρόπος είναι η σχέση (πᾶν γὰρ γενητ ὸ ν καὶ κτιστ ὸ ν οὐκ ἄσχ ε τ ο ν δηλο ν ό τ ι 156). Ο διά της σχέσεως τρόπος ύπαρξης των όντων, αναπτύσσει τη φύση και τα οὐκ ἄνευ αυτής, το χώρο και το χρόνο. Ο χώρος είναι πεπερασμένος, στατικός, περιγεγραμμένος, οπότε ορίζεται ως εξής: τόπος ἐστὶν ἡ ἔξω τοῦ παντὸ ς περιφέ ρ ε ι α, ἢ ἡ ἔξω τοῦ παντὸ ς θέσι ς, ἢ τὸ πέρας τοῦ περιέχ ο ν τ ο ς ἐν ᾧ περιέχ ε τ α ι τὸ περιε χ ό μ ε ν ο ν . Με αυτή την έννοια, παντὸ ς τοῦ ὁπωσοῦ ν ὄντο ς ... προεπιν ο ε ῖ τ α ι τὸ ποῦ, ο χώρος. Ο χώρος και ο χρόνος είναι αλληλένδετοι, η ύπαρξη του ενός συνεπάγεται υποχρεωτικά και την ύπαρξη του
152
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 257C-D, 381B-D. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1072Β-D και 1037C. 154 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1217Α-Β. Βλ. και την επιγραμματική διατύπωση (ό.π., 1101C): Ἡ γ ὰ ρ σχέσις ἀκίνη τ ο ς . 155 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1101Α. 156 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1073B. 153
54
άλλου157. Ο τρόπος ύπαρξης των όντων, λοιπόν, προϋποθέτει το υπαρκτικό πεδίο φύσεως-χρόνουτόπου (και το ρήμα "προϋποθέτει" σημαίνει πως με δεδομένο το υπόθεμα των όντων προκύπτει το όποιο πρότερον της φύσεως, του χρόνου και του χώρου). Τα όντα συνδέ ονται με το χρόνο και το χώρο ακριβώς λόγω της τροπικότητας του εἶναι -τους. Η ύπαρξη στην απερίγραφη καθαρότητά της, δεν θα προϋπέθετε φύση-χώρο-χρόνο. Το κάθε ον εντάσσεται στο χρόνο και το χώρο υπάρχοντας κατά συγκεκριμένο τρόπο 158. Το ότι λέμε πως τα όντα εντάσσονται στο χρόνο και τον τόπο, δεν σημαίνει ότι αυτοί προηγούνται υπαρκτικά ως a priori υπερβατικές πραγματικότητες. Οι υποστάσεις των όντων προσφέρουν την υπαρκτική βάση, ώστε να προεπιν ο ε ῖ τ α ι αυτών ο τόπος και χρόνος. Αυτοί δεν είναι αυθύ παρκ τ ο ι , δεν νοούν τ α ι απόλυ τ ο ι και ανεξά ρ τ η τ ο ι από τα όντ α , ούτ ε από την κίνηση που δόθη κε σ’ αυτ ά συνυπά ρ χ ο υ ν με αυτά με μια αμοιβαία αναγκαιότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ομολογητής δεν λέει ότι η φύση εντάσσεται στο χρόνο και τον χώρο, αλλά ότι τα όντα εντάσσονται στη φύση-χρόνο-χώρο. Συνεπώς, φύση, χώρος και χρόνος στην άρρηκτη συμπλοκή τους, ορίζουν το απώτατο υπαρκτικό πεδίο εντός του οποίου "λαμβάνει χώρα" και κίνηση η τροπικότητα της ύπαρξης των όντων. Αλλά το υπαρκτικό πεδίο φύσεως-χώρου-χρόνου είναι δεδομένο για τα όντα όχι σαν αναγκαιότητα που τους επιβάλλεται έξωθεν, αλλά ως εσωτερική νομοτέλεια: περιέ χ ε ι γὰρ ὁ νόμο ς τῆς φύσε ω ς καὶ τὰ ὑπὸ τὴν φύσιν ἀναγό μ ε ν α γένη καὶ εἴδη καὶ τὰ περὶ τὴν φύσιν θεω ρ ο ύ μ ε ν α, τὸν χρό ν ο ν φημὶ καὶ τὸν τόπον. Παντὸ ς γὰρ γενη τ οῦ τὰ ὧν οὐκ ἄνευ φυσικῶ ς συνεπιθ ε ω ρ ε ῖ τ α ι 159. Στη νομοτέλεια που διέπει την έκπτυξη των φυσικών φαινομένων, υπόκεινται εκ παραλλήλου αφενός τα ὑπὸ τὴν φύσιν , τα διάφορα γένη και είδη των όντων, αφετέρου τα περὶ τὴν φύσιν , ο χρόνος και ο χώρος. Σχηματικά:
νόμο ς τῆς φύσε ω ς ⇑ ⇑ φύσις - τὰ περὶ τὴν φύσιν (χρό ν ο ς- τόπος ) ⇑ τὰ ὑπὸ τὴν φύσιν (γένη καὶ εἴδη )
Η έκφραση ὑπὸ τὴν φύσιν σημαίνει και την ένταξη (αναγωγή) των γενών-ειδών στη φύση, αλλά και την υποτέλειά τους σ' αυτήν. Η έκφραση περὶ τὴν φύσιν σημαίνει ότι ο χρόνος και χώρος συναπαρτίζουν με τη φύση, δηλαδή με τα ίδια τα φυσικά όντα στο σύνολό τους, μια τριάδα αδιαίρετη. Φύση, χρόνος και τόπος είναι αλληλένδετα. Σε επόμενο χωρίο του ίδιου έργου 160 ο Μάξιμος επεξηγεί τις εκφράσεις ὑπὸ τὴν φύσιν και περὶ τὴν φύσιν : Ὑπὸ φύσιν μέν ἐστι πᾶν ὃ καθοτι οῦ ν ἢ ὑποκείμ ε ν ο ν, ἢ καθ ᾿ ὑποκειμ έ ν ο υ, ἢ ἐν ὑποκειμ έ ν ῳ εἶναι πέφυκε ν· ἐξ ὧν οἱ ὅροι συνάγ ο ν τ α ι τῶν ὁριστ ῶ ν. Τὰ γὰρ συμπλη ρ ο ῦ ν τ α τὰς διαφό ρ ο υ ς τῶν ὄντ ω ν φύσει ς, 157
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1180C και 1180B: Οὐ γ ὰ ρ το ῦ ποτ ὲ διω ρισμ έ νο ν κατ ὰ στ έ ρησιν δυνα τ ό ν ἐστιν ἐπινο ῆ σαι τ ὸ πο ῦ (τ ῶ ν γ ὰ ρ ἅμα τα ῦ τ ά ἐστιν, ἐπειδ ὴ κα ὶ τ ῶν ο ὐκ ἄ νευ τυ γ χ ά ν ο υ σιν). 158 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1180: Ἵ να δ ὲ ἐ ά σω λ έ γειν ὅ τι κα ὶ α ὐ τ ὸ τ ὸ ε ἶ ναι τ ῶ ν ὄ ντω ν, τ ὸ π ῶ ς ε ἶ ναι ἔχον, ἀλλ ᾿ ο ὐ χ ἁπλ ῶ ς, ὅπερ ἐστ ὶ πρ ῶ τον ε ἶδος περιγ ρ α φ ῆ ς , ἰσχυρ ό ν τε κα ὶ μ έ γα πρ ὸ ς ἀπ ό δειξιν το ῦ ἦρχθαι κατ ᾿ ο ὐσ ί αν κα ὶ γ ένεσιν τ ὰ ὄντα, τ ί ς ἀγνοε ῖ ὅτι παν τ ὸ ς το ῦ ὁπωσο ῦ ν ὄντο ς , πλ ὴ ν το ῦ θε ί ου κα ὶ μ όνου, το ῦ κα ὶ ὑπ ὲρ α ὐ τ ὸ τ ὸ ε ἶναι κυρ ί ω ς ὑπ ά ρχο ν τ ο ς , προεπινο ε ῖ τ α ι τ ὸ πο ῦ, ᾧ π ά ν τ η τε κα ὶ π ά ν τ ω ς ἐξ ἀν ά γκη ς συνεπινο ε ῖ τ αι τ ὸ πότε . 159 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 537C-D. 160 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 560D-561A.
55
εἰς τοὺς αὐτῶ ν συμπαρα λ α μ β ά ν ε σ θ α ι πέφυκεν ὁρισμ ο ύ ς, πρὸς τὴν ἀκρι β ῆ τοῦ σημαιν ο μ έ ν ο υ δήλ ω σ ι ν, ὡς ἐν τῷ ὑποκειμ έ ν ῳ, καὶ σὺν τῷ ὑποκειμ έ ν ῳ φυσικῶ ς ὑφιστά μ ε ν α· καὶ ἐξ ὧν τὸ ὑποκείμ ε ν ο ν, καὶ ἐν οἷς ἔχει τὴν γένε σι ν· ἀλλ ᾿ οὐκ ἔξωθ ε ν θεω ρ ο ύ μ ε ν α. Ὑπὸ φύσιν χαρακτηρίζεται οτιδήποτε λειτουργεί ως υποκείμενο (με την αριστοτελική σημασία της λέξης) ή συνδέεται με αυτό. Η δυνατότητα αναφοράς στο υποκείμενο φανερώνει πως οτιδήποτε είναι ὑπὸ φύσιν, επιδέχεται ορισμό. Ο ορισμός συμπαραλαμβάνει τα στοιχεία που συμπληρούν το εκάστοτε φυσικό ον· λειτουργεί, έτσι, ο ορισμός ως σημαίνον, ενώ το οριζόμενο (αυτό που εν τέλει θα χαρακτηριστεί ὑπὸ φύσιν ) είναι το σημαινόμενο. Η σύνδεση του σημαίνοντος ορισμού και του σημαινόμενου φυσικού όντος τείνει (πρὸς... ) να λειτουργήσει ως ἀκρι β ὴ ς δήλ ω σι ς. Η ἀκρι β ὴ ς δήλ ω σ ι ς, η φανέρωση (εντός της φύσεως και όχι έξωθεν θεωρούμενη), είναι η γένεση του φυσικού όντος, η ένταξή του στη φύση, η έναρξη του ὑπὸ φύσιν. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση και με βάση τις διδαχές του Μαξίμου για τους λόγους της φύσεως, ὑπὸ φύσιν ὂν είναι αυτό που αναδύεται διαρκώς στο πεδίο μιας λογικότητας (του ορισμού), η οποία το διακρίνει (το ορίζει, του δίνει όρια) από τα υπόλοιπα ὑπὸ τὴν φύσιν όντα, στον τόπο των οποίων όμως το κάθε ὑπὸ φύσιν ον γεννιέται απαρτιζόμενο από στοιχεία των άλλων όντων. Τὰ δὲ περὶ φύσιν ἐστὶ τὰ προεπιν ο ο ύ μ ε ν ά τε καὶ συνεπιν ο ο ύ μ ε ν α· τὸ μὲν ὅτι ποῦ καὶ ποτὲ πάντ ω ς ἡ τῶν ὄντ ω ν ὑπέστη γένε σι ς, τὸ δὲ ὅτι ἅμα τῇ πρώτῃ γενέ σ ε ι τῶν ὄντ ω ν συνεπε θ ε ω ρ ή θ η καὶ ἡ καθόλ ου τῶν ὄντ ω ν θέσις καὶ κίνησι ς, ἅπέρ ἐστι χρό ν ο ς καὶ τόπος, ἐν οἷς κατὰ τὴν ἔξωθ ε ν θέσιν καὶ τὴν πρὸς ἀρχὴν κίνησι ν ἡ φύσις ἐστὶ ν ἀλλ ᾿ οὐ καθ ᾿ ὑπόστα σι ν· οὐ γὰρ ἐξ αὐτῶ ν ἡ φύσις ἀλλ ᾿ ἐν αὐτοῖ ς ἔξωθ ε ν ἔχει τὴν ἀρχὴν τοῦ εἶναι καὶ τὴν θέσιν . Με τη γένεση των όντων συνεπιθεωρείται η θέσις και η κίνησι ς αυτών. Η θέση των όντων είναι ο χώρος, ενώ η κίνηση είναι ο χρόνος. Αυτοί συμπληρώνουν τη φύση των όντων, η οποία, με το δεδομένο ότι θέση και κίνηση έρχονται έξωθεν των όντων, από το δημιουργό Θεό, δεν υφίσταται ούτε καθ ᾿ ὑπόστα σι ν , ούτε ἐξ αὐτῶ ν τῶν ὄντ ω ν , απλώς υπάρχει μέσα τους (ἐν αὐτοῖ ς ). 4.3.2. Χρόνος. Η αρχική κίνηση των όντων, η γένεσή τους από το Θεό, εντάσσει την ίδια την ύπαρξή τους στη φύση και το χρόνο: Πᾶν γὰρ κινητ ό ν τε καὶ γενητ ὸ ν ὑπάρχ ε ι, καὶ διὰ τοῦτο πάντ ω ς καὶ ὑπὸ χρό ν ο ν ἐστί, κἂν εἰ μὴ τὸν κινήσ ε ι μετ ρ ο ύ μ ε ν ο ν. Ἀρχὴν γὰρ ἔχει τοῦ εἶναι πᾶν γενη τ ὸ ν ὡς ἠργμ έ ν ο ν τοῦ εἶναι, καὶ διάστ η μ α, ἀφ᾿ οὗ τοῦ εἶναι ἤρξα τ ο. Εἰ δὲ καὶ ἔστι καὶ κινεῖτ αι πᾶν γενητ ό ν, καὶ ὑπὸ φύσιν πάντ ω ς ἐστὶ καὶ χρό ν ο ν, τὴν μὲν διὰ τὸ εἶναι, τὸν δὲ διὰ τὸ κινεῖσθ αι 161. Φύση και χρόνος απαρτίζουν ένα αδιάσπαστο σύνολο, ακριβώς διότι διαπερνούνται από την κίνηση, την ενδοκοσμική συνέχεια της εκ Θεού γενέσεως. Και αφού τα όντα (αισθητά και νοητά) είναι γενητά, υπόκεινται στο χρόνο, είτε αυτόν που μετρείται ως συνάρτηση της κίνησης, είτε τον ακίνητο χρόνο, τον αἰῶνα. Τα αισθητά είναι ἐν χρό ν ῳ πεποιη μένα· τα νοητά έλαβαν ἐν αἰῶνι την αρχή του εἶναι . Χρόνο ς και αἰὼν κατ' ουσίαν δεν διαφέρουν: ο χρόνος, όταν πάψει η κίνηση την οποία μετράει, γίνεται αἰών · και ο αἰών , 161
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1397A-B.
56
όταν μετρηθεί σύμφωνα με την κίνηση, γίνεται χρόνος 162. Χρόνο ς και αἰὼν δεν ε ίναι άναρχοι· ο χρόνος αρχίζει μαζί με το μεταβαλλόμενο σύμπαν και συνυπάρχει με αυτό 163. Η πάγια διδαχή της Εκκλησίας ότι όλα τα όντα οφείλουν αδιάπτωτα την ύπαρξή τους στο Θεό, αναφέρεται και στην εκ Θεού δημιουργία του χρόνου και του αἰῶν ο ς και σε ό,τι αυτοί εμπεριέχουν 164. Φύση και χρόνος -αδιάσπαστο εν- ανήκουν στα ἐκ Θεοῦ γεγο ν ό τ α, στα μετὰ Θεόν, τὸν πάσης ἀρχῆ ς καὶ τέλ ου ς ὁριστικ ό ν . Ο χρόνος έχει οπωσδήποτε αρχή και τέλος, συνυπάρχει με το κτιστό και ως εκ τούτου στερείται αϊδιότητος. Αναπότρεπτη συνέπεια της κτιστότητας των όντων είναι η ταύτιση του χρόνου με την τροπή. Με δεδομένο ότι τα όντα δεν υπήρχαν και έγιναν κάποτε αυτό που δεν ήταν, είναι βέβαιο ότι και ο χρόνος, που γεννιέται μαζί τους, είναι συνυφασμένος με την τροπή και την αλλοίωση165. Ο χρόνο ς είναι άρρ η κ τ α δεμένος με την κίνηση, είναι το μέτ ρ ο ν της κινήσεως· καταμετρά την κίνηση περικλείοντας όλα όσα αλλοιούνται 166. Συμβολί ζ ε τ α ι από τον α ριθμό επτά: Ἑβδομα τικὸ ς γὰρ ὁ χρόν ο ς, ὡς κυκλικῶ ς κινούμ ε ν ο ς, καὶ τὴν πρὸς τὸ κινεῖσθ αι προσφυ ῶ ς ἔχων ἐπιτηδ ε ι ό τ η τ α, τὴν τῶν ἄκρω ν ἀπὸ τοῦ μέσου κατὰ τὸν ἀριθμ ὸ ν τοῦτ ο ν ἴσην ἀπόστα σι ν . Η κυκλικότητα του χρόνου δεν αναφέρεται ως υποτύπωση αϊδιότητάς του, αναφέρεται στην ανθρώπινη μέτρησή του με συμβατικά "τεμάχια" χρόνου (ώρες, ημέρες, νύχτες, εβδομάδες, έτη, ...) που δίνουν με την επανάληψή τους την ψευδαίσθηση της κυκλικότητας του χρόνου 167. Από την άλλη, ο χρόνος 162
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1153A και 1164B-C. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1085A: Ἡ ἀ ρχ ὴ κα ὶ ἡ μεσ ό τη ς κα ὶ τ ὸ τ έ λο ς , τ ῶ ν χρ ό ν ῳ διαιρε τ ῶ ν ε ἰ σι γνω ρ ί σμα τ α · ε ἴποι δ ᾿ ἄν τις ἀληθε ύ ω ν, κα ὶ τ ῶ ν ἐν α ἰῶνι συνορ ω μ έ ν ω ν . Ὁ μ ὲ ν γ ὰ ρ χρ ό νο ς , μετ ρ ο υ μ έ ν η ν ἔχων τ ὴ ν κ ίνησιν, ἀριθμ ῷ περιγ ρ ά φ ε τ α ι· ὁ αἰὼ ν δ ὲ συνεπινο ου μ έ ν η ν ἔχων τ ῇ ὑπ ά ρξει τ ὴ ν πότε κατ η γ ο ρ ί α ν, π άσχει δι άσ τ α σιν, ὡς ἀ ρχ ὴ ν το ῦ ε ἶ ναι λαβ ώ ν. 164 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1188B: ὁ Θεός (...) παν τ ὸ ς α ἰῶ νος κα ὶ χρ ό νου κα ὶ π ά ν τ ω ν τ ῶ ν ἐν α ἰῶ νι κα ὶ χρ ό ν ῳ ποιη τ ή ς τε κα ὶ δημιου ρ γ ό ς . Ο Μητρ. Περγάμου Ἰ ωάννη ς (ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ), (Ἡ Κτίση ὡς Εὐχαρισ τ ί α. Θεολ ογικ ὴ προσ έ γ γι σ η στὸ πρό β λ η μ α τῆς οἰκολ ο γ ία ς, Αθήνα, 1992, σελ. 80) επισημαίνει ότι το γενητόν του χρόνου συνδέεται με την εκ του μηδενός δημιουργία: «Για να γίνει κατανοητό το "εκ του μηδενός", οι χριστιανοί θεολόγοι έπρεπε να ξεκαθαρίσουν ένα σημείο: ο χρόνος και ο χώρος είναι πράγματα που αρχίζουν να υπάρχουν μαζί με τη δημιουργία. Δεν έχει νόημα το ερώτημα: "τι έκανε ο Θεός πριν από τη δημιουργία;", αφού δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το "πριν" ή το "μετά" μέχρι να εμφανιστεί η δημιουργία. Ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες που έχουν σχέση με την "αρχή" και οτιδήποτε δεν είχε αρχή δεν μπορούσε να μετρηθεί με τέτοια μέτρα. Έτσι, φαίνεται πως με την αποδοχή της θέσεως ότι ο κόσμος είχε μια αρχή, οι χριστιανοί αναζητούσαν κάποια έννοια του χρόνου, βάσει της οποίας: α) ο χρόνος να είναι δεμένος οργανικά με το χώρο και β) να χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον κτιστό κόσμο -όπως συμβαίνει επίσης στην περίπτωση του χώρου- και μαζί, χρόνος και χώρος, να διαποτίζουν και να επηρεάζουν αποφασιστικά την ύπαρξη ολοκλήρου του σύμπαντος». 165 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1140A και 1181B-C: Εἰ δ ὲ τ ῶ ν ὄντω ν ο ὐ δ ὲ ν ἄναρχο ν ἢ ἀ περ ί γραφ ο ν, ὡ ς ἔδειξε ἀκολο ύ θω ς τ ῇ φ ύσει τ ῶ ν ὄντω ν ἑπ όμενο ς ὁ λ όγος, ἦν π άν τ ω ς ποτ ὲ ὅ τε τι τ ῶ ν ὄντω ν ο ὐ κ ἦν· ε ἰ δ ὲ ο ὐκ ἦν, π ά ν τ ω ς γ έ γονε ν ὅπερ ο ὐκ ἦν. Ο ὐ γ ὰ ρ ἄμφω ἐ νδ έ χε τ α ι κα ὶ ε ἶ ναι κα ὶ γ ί νεσθαι χωρ ὶ ς τροπ ῆ ς κα ὶ ἀλλοι ώσεω ς . Ε ἰ γ ὰ ρ ἦν κα ὶ γ έγονε ν, ἐ τρ ά π η, ε ἰ ς ὅπερ ο ὐ κ ἦν μετ α χ ω ρ ῆ σ α ν κατ ὰ τ ὴ ν γ έ νεσιν, ἢ ἠλλοι ώθη, προσθ ήκην ο ὗ ἐστ έ ρη τ ο κ ά λλου ς ἐπιδεξ ά μ ε ν ο ν . Βλ. πλήρη ανάπτυξη του θέματος στο Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἱστορία τῆς Βυζαντι ν ῆ ς φιλο σ ο φ ία ς, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 209-220. 166 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 91, 1368D: ῾Ο μ ὲ ν κό σμος τ ό πο ς ἐστ ὶ πεπερ ασμ έ ν ο ς , κα ὶ στ ά σι ς περιγ ε γ ρ α μ μ έ ν η· ὁ δ ὲ χρ ό νο ς , περιγ ρ α φ ο μ έ ν η καθ έσ τ η κ ε κ ίνησις, ὅθεν κα ὶ ἀ λλοιω τι κ ὴ τ ῶ ν ἐ ν α ὐ τ ῷ καθ έ σ τ η κ ε ν ἡ κατ ὰ τ ὴ ν ζω ὴ ν κ ίνησις . Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Κατ’ Εὐνομίου , PG 29, 560Β: Χρόνος δέ ἐστι τ ὸ συμπαρ ε κ τ ε ι ν ό μ ε ν ο ν τ ῇ συστ άσει το ῦ κόσμου διάσ τ η μ α . 167 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1396D-1397A και 1356D-1357A: Ὁ γ ὰ ρ χρ ό νο ς ε ἰ ς ἡμ έ ραν κα ὶ ἑβδομ ά δ α κα ὶ μ ῆ να κα ὶ καιρ ὸ ν κα ὶ ἐνιαυ τ ὸ ν μερ ί ζε τ α ί τε κα ὶ συν ά γ ε τ α ι· κα ὶ ὁ ἐ νιαυ τ ὸ ς ὡσα ύ τω ς , ε ἰ ς ὥραν κα ὶ ἡμ έ ραν κα ὶ ἑβδομ ά δ α κα ὶ μ ῆνα κα ὶ καιρ ό ν, συνεχο ῦ ς κα ὶ ἀ διασ τ ά τ ο υ τ ῆ ς κατ ᾿ α ὐ τ ὸ ν μενο ύ σης κιν ήσεω ς , περ ὶ ἣν α ἱ κατ ὰ τ ὴ ν ἀλλο ί ωσιν διαιρ έ σει ς θεω ρο ύ μ εν αι τ ὴ ν συνεχ ῆ κα ὶ ἀδι ά σ τ α τ ο ν ἠρ ίθμησαν το ῦ χρ όνου κ ίνησιν. 163
57
ως μέτρο της αδιάκοπης φυσικής μεταβολής, "κυλάει" παράλληλα μ' αυτήν σε μία, θα λέγαμε, ευθύγραμμη κίνηση. Για τον εγκλωβισμό των όντων στο χρόνο "ευθύνονται" και η ευθύγραμμη κίνησή του, η οποία λειτουργεί ως αναπότρεπτη νομοτέλεια φθοράς, και η κυκλικότητά του, η οποία λειτουργεί ως αδιέξοδη ματαιότητα του χρόνου. 4.3.3. Ο χρόνος και ο χώρος συναρτώνται με την κίνηση του Θεού προς τον κόσμο, την παρουσία της προσωπικής Του Ενέργειας. Προϋποθετική κίνηση η οποία ορίζει το χώρο και την οποία μετράει ο χρόνος, δεν είναι η αυτοσκοπούμενη κίνηση μιας εσωστρεφούς φύσεως χωρίς αναφορά σε έξωθεν αυτής αρχή και τέλος. Η προϋποθετική αυτή κίνηση είναι η παρουσία του Θεού στον κόσμο, η αδιάλειπτη και αδιάστατη Πρόοδός Του προς τα όντα που υπάρχουν αενάως ως Δημιουργήματά Του, ὁ καθ' ὅλου καὶ εἷς τρόπο ς τῆς ἐν ὅλοι ς ἀφανοῦ ς καὶ ἀγνώ σ τ ο υ παρουσία ς τῆς τῶν ὄντ ω ν συνεκτικῆ ς αἰτία ς, που ενυπάρχει μέσα σε κάθε ον168. Αφού η φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά προϊόν και συνέχεια μιας αρχικής κινήσεως, της γένεσης των όντων από το Θεό, τα ὧν οὐκ ἄνευ της φύσεως (ο χρόνος και ο χώρος) μετρούν την εκφαινόμενη ως φυσική κίνηση παρουσία της Ενέργειας του Θεού στον κόσμο και την συνάντησή Της με τα όντα. Η αναφορικότητα της φύσης του χρόνου (η σχετικότητα του χρόνου) ορίζεται, λοιπόν, από την αδιάλειπτη δημιουργική κίνηση του αγαθού Θεού προς τα όντα. Τελικά μόνον ομωνύμως ονομάζεται χρόνος τὸ μετ ρ ο ῦ ν , η διαίρεση σε «κομμάτια» χρόνου, ώρες και ημέρες και νύκτες· αυτές οι διαιρέσεις μόνο σχηματικά αντιστοιχούν στη συνεχή και αδιάστατη κίνηση του χρόνου. Στην πραγματικότητα, χρόνος είναι τὸ μετ ρ ο ύ μ ε ν ο ν , η διηνεκής και γεμάτη αγάπη δημιουργική κίνηση-πρόο δ ο ς του Θεού προς τα όντα. «Δεν είναι λοιπόν ο χρόνο ς που προη γ ε ί τ α ι και συνισ τ ά ένα αυτό ν ο μ ο αντι κ ε ι μ ε ν ι κ ό μέγε θ ο ς . Αλλά είναι το γεγον ό ς τη ς σχέση ς που προη γ ε ί τ α ι ως οντ ολ ο γ ι κ ό δεδ ομ έν ο (ως τρόπ ο ς υπάρξεως των κτιστών όντων, κίνηση αναφορικότητας των υπαρκτών) και μετριέται ως χρόνος» 169. Η εγγύτητα Θεού και ανθρώπου στα όρια του κόσμου δεν είναι φυσική αλλά προσωπική, εγγύτητα σχέσης. Τα όρια του κόσμου είναι το πεδίο της συνάντησης Θεού και ανθρώπου. Ο κόσμος αποκαλύπτεται έναντι του ανθρώπου ως τόπος της προσωπικής Ενέργειας του Θεού, της θείας Παρουσίας: Λέγεται τόπος Θεοῦ ἔνθα ἔκδη λ ο ς ἡ ἐνέ ρ γ ε ι α αὐτοῦ γίνε ται 170. Ο χρόνος και ο χώρος προϋποθέτουν την πραγματικότητα του προσωπικού Θεού. Γι’ αυτό και η δημιουργία των όντων από το Θεό είναι προϊόν ελευθερίας, δεν είναι δέσμια στο χρόνο. Προηγείται το γεγονός της προσωπικής σχέσης και έπεται υπαρκτικά ο χρόνος: «Η εμπειρία του χρόνου προϋποθέτει την προσωπική σχέση, την έκ-σταση του προσώπου και την αναφορική στο πρόσωπο παρουσία των όντων. Η παρουσία (πάρ- ειμι ) ορίζει και προϋποθέτει μια σχέση δυαδική της οποίας ο ένας όρος είναι το πρόσωπο και η οποία "μετρείται" ως χρόνος. Τα όντα φαίνονται στον ορίζοντα του προσώπου και όχι στον "ορίζοντα" του χρόνου· το πρόσωπο "ορίζει" τη φανέρωση των όντων, ενώ ο χρόνος "μετράει" αυτή τη φανέρωση, είναι το μέτρο της προσωπικής σχέσης με τα όντα» 171. Ο χρόνος δημιουργήθηκε ως μέτρο της προσωπικής κίνησης και συνάντησης Θεού και κτίσεως· όταν όμως η φύση (μετά την πτώση του ανθρώπου) διέρρηξε τη σχέση με το Θεό, 168
Μυσταγ ω γία, PG 90, 685Β. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 316A-B: Τὴν ο ὖ ν ε ἰ ς τ ὰ α ἰ σθη τ ὰ πρ ό οδον τ ῆ ς ε ἰ ς τ ὸ τα ῦ τ α δημιου ρ γ ε ῖ ν ἀγαθ ό τ η τ ο ς το ῦ Θεο ῦ καλο ῦ μεν χρ ό νον· ο ὐ γ ὰ ρ ἡ κ ίνησις τ ῶν ε ἰ ς μο ί ρα ς κα ὶ ὥ ρας κα ὶ ν ύ κτα ς κα ὶ ἡμ έ ρας διασ τ ά σ ε ω ν , το ῦ τ ο χρ ό νο ς , ἀλλ ᾿ ὁμ ώνυμον τ ῷ χρ ό ν ῳ · ὥσπερ γ ὰ ρ τ ὸ μετ ρ ο ῦ ν κα ὶ μετ ρ ο ύ μ ε ν ο ν ε ἰώ θαμεν ὁμων ύ μω ς καλε ῖ ν, ο ὕ τω κα ὶ ἐ ντα ῦ θα· ο ἷ ον, ἐ ὰ ν τ ὸ ὑπὸ π ή χεω ς μετ ρ ο ύ μ ε ν ο ν, ε ἴ τε ἔδαφο ς, ε ἴ τε τε ῖ χο ς , ἢ ἕτερο ν, πῆ χυν λ έ γομ ε ν. Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Σχεδία σ μ α ..., Τεύχος Β', σελ. 232. 170 Ἰ ωάννη ς ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ , PG 94, 852Α. 171 Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Τὸ πρόσ ωπ ο καὶ ὁ ἔρω ς ..., σελ. 174-175. 169
58
και η κίνησή της αυτονομήθηκε, έπαψαν συνακόλουθα ο χρόνος και ο χώρος να περιγράφουν τη σχέση Θεού-όντων και έγιναν οι αντικειμενικές διαστάσεις της φυσικής κίνησης· λειτουργούν πλέον ως νόμ οι τῆς φύσε ω ς, αναγκαιότητα στην οποία υποτάσσονται τα όντα. Και αφού η κίνηση βυθίστηκε στην αλογία μιας αντιφατικής πολυμορφίας που οδηγεί στο μη-ον, υπηρετούν πλέον ο χρόνος και ο χώρος τη φθορά. Ο παρὼν αἰὼν μετράει μιαν άλλη σχέση, τὴν πρὸς τὰ αἰσθητ ὰ λέγ ω τῶν αἰσθήσ ε ω ν, στε ῥ ῤ ὰ ν καὶ ἀπότο μ ο ν καὶ δυ σκατα μά χ η τ ο ν σχέ σι ν . Τα ὑπὸ χρό ν ο ν καὶ ῥεῦσι ν εγκλωβίζουν τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο στην ἐμπαθῆ τε καὶ παρὰ φύσιν πρὸς τὰ αἰσθη τὰ τῶν αἰσθή σ ε ω ν συμπλοκή ν 172. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί τη δυσχερή σχέση με τα όντα καταρχήν σε ένα προσκεπτικό επίπεδο ως σχέση από την οποία εξαρτάται η ίδια η ύπαρξή του. Δεν είναι απλώς ο παρατηρητής ή ο μελετητής της κοσμικής πραγματικότητας, αλλά προσλαμβάνει τον κόσμο άμεσα τόσο ως τροφή όσο και ως υλικό για τις τεχνικές του δημιουργίες. Η κίνηση του ανθρώπου προς τον κόσμο βιώνεται ως χρόνος στα όρια του χώρου. Ενώ όμως η σχέση ανθρώπου και κόσμου φαίνεται να συντηρεί την ανθρώπινη ύπαρξη, η ίδια αυτή σχέση φθείρει βαθμιαία την ανθρώπινη ατομικότητα, τη συντονίζει με την προοδευτική φθορά κάθε οντικής ατομικότητας, τη φθορά που μετρείται πλέον ως χρόνος. Την αιχμαλωσία της αδιέξοδης περιέλιξης του χρόνου γύρω από τον εαυτό του μαρτυρεί η εβδοματική κυκλικότητα του χρόνου. Αλλά από τα δεσμά του χρόνου ελευθερώνει τα όντα ο Λόγος του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο διάδοχος παντὸ ς χρό ν ου καὶ αἰῶν ο ς , και δεν περιορίζεται από τοπικά όρια 173. Ο Θεός, ως πᾶσι παντε λ ῶ ς ἄσχ ε τ ο ς ὤν, υπέρκειται του χρόνου, του αιώνα και του τόπου· δεν περιέχεται από τους αιώνες αλλά τους περιέχει174. Ὁ Θεὸς τῶν ἁπάντ ω ν ἐστὶ τόπος, οὐ σωμα τ ικ ῶ ς, ἀλλὰ δημιου ρ γ ικ ῶ ς 175. Ανάμεσα στα δύο άκρα, την υποταγή δηλαδή στην αναγκαιότητα του φθοροποιού χρόνου και την ελευθερία του άχρονου Θεού, ορίζεται η αναβατική κίνηση του ανθρώπου. Αυτή αποτελεί υπέρβαση του χρόνου και του χώρου, διαβιβασμός και για την ίδια τὴν ῥέουσα ν τοῦ χρό ν ου φύσιν καὶ τῶν κινουμ έ ν ω ν πρὸς τὴν τῶν ἀσωμ ά τ ω ν κατάστ α σι ν . Η Βασιλεί α του Θεού κεί τ α ι πέρα ν του χρόνου, είναι κάτι το ὑπεραι ώ ν ι ο ν 176. 5. Διηνεκής δημιουργική κίνησι ς του Θεού προς τα όντα. 5. 1. Θεῖαι δω ρ ε α ί . Παράλλη λ α προ ς την κίνηση- ζωή τα όντ α προικί ζ ο ν τ α ι πολλαπλ ώ ς κα τ ά τη δημιου ρ γ ί α τους. Πρώτ' απ' όλα, τη συνέχιση της κίνησης των όντων εγγυάται η θεία δωρεά του φυσικοῦ θελήμ α τ ο ς , το οποίο αποτελεί δύναμη ὀρεκτικὴ τοῦ 172
Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1212D. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 749B. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1377D-1380A. Ζήτη σι ς μετ ὰ Πύρρου, PG 91, 321A: καθ᾿ ὃ Θε ὸ ς ὁ Χριστ ὸ ς ὑπ ὲ ρ τ ὸ πο ῦ ἐστ ί ν. 174 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1153B: ὁ δ ὲ Θε ὸ ς ἁπλ ῶ ς κα ὶ ἀορ ί στ ω ς ὑπ ὲ ρ π ά ν τ α τ ὰ ὄ ντα ἐστ ί , τ ὰ περι έ χον τ ά τε κα ὶ περιεχ ό μ εν α κα ὶ τ ή ν, ὧν ο ὐκ ἄνευ τα ῦ τ α, χρ όνου φημ ὶ κα ὶ αἰῶ νος κα ὶ τ ό που φ ύσιν, ο ἷ ς τ ὸ π ᾶ ν περικλε ί ε τ α ι, ὡς π ᾶσι παν τ ε λ ῶ ς ἄσχε τ ο ς ὤν . Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 405C: ῾Ο Θε ὸ ς ἑαυ το ῦ κα ὶ ὅρος κα ὶ τ ό πος , κα ὶ οὐ δ ὲ ν ὑπερεκ τ ε ί ν ε τ α ι το ῦ Θεο ῦ· ἀλλ ὰ κα ὶ τ ὰ ἄπειρα α ὐ τ ὸ ς περα τ ο ῖ · το ὺ ς γ ὰ ρ α ἰῶνας ἀ πε ί ρου ς ὄ ντα ς (ο ὐ δ ὲ γ ὰ ρ ἔχουσι π έ ρας) α ὐ τ ό ς, τ ῷ ἀπε ί ρ ῳ μεγ έ θει ὑπερ έ χω ν τ ῷ ἑαυτο ῦ ἀ πειροπλασ ίῳ περι έ χει. 175 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν , PG 4, 189D-190A. Πεύσει ς καὶ 'Αποκρίσ ε ι ς... , Qu. 173, 3-9: ῾Ο Θε ὸ ς κατ ὰ μ ὲ ν τ ὴ ν ο ὐσ ί αν ἀποφα τ ικ ῶ ς π ά ν τ ω ν ὑφεξ ῄ ρη τ α ι τ ῶ ν ὄντω ν· ο ὔτε γ ὰ ρ λ έ γε τ αι, ο ὔ τε νοε ῖ τ αι, ο ὐ δ ὲ μετ έ χ ε τ α ι ο ὐδαμ ῶ ς ἀπ ό τινο ς· κατ ὰ δ ὲ τ ὴν προνοη τ ι κ ὴ ν πρ ό οδον ὑπὸ πολλ ῶ ν μετ ε χ ό μ ε ν ο ς , ὑπ ᾿ α ὐ τ ῶ ν κα ὶ πληρο ῦ τ α ι. ῞Εκαστ ο ν γ ὰ ρ τ ῶν γεγον ό τ ω ν κατ ὰ τ ὸ ν ἑαυ το ῦ λ ό γον, τ ὸ ν ἐν τ ῷ Θε ῷ ὄντα, μ έλος Θεο ῦ λ έγε τ α ι ε ἶναι κα ὶ τ ό πον ἐ ν τ ῷ Θε ῷ ἔ χειν. 176 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1120A. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ί α ς..., PG 90, 1165Α. 173
59
κατὰ φύσιν ὄντ ο ς . Κάθε ουσία συνέχεται από αυτό, και τείνει να παραμείνει στο εἶναι και την κίνηση177. Ειδικά στα λογικά όντ α ο Θεός εγκα τ έ σ π ε ι ρ ε τ έσσα ρ α τῶν θείω ν ἰδιωμ ά τ ω ν, τὸ ὄν, τὸ ἀεὶ ὄν, τὴν ἀγαθ ότ η τ α καὶ σοφία ν . Με τα δύο πρώτα είναι προικισμένη η ουσία των λογικών όντων, με τα άλλα δύο η γνωμικὴ ἐπιτη δ ε ι ό τ η ς , η δύναμη δηλαδή του νου τους. Η μετάδοση της ύπαρξης και της αιώνιας ύπαρξης εμπεριέχεται στην κατ’ εικόνα δημιουργία, ενώ της αγαθότητας και της σοφίας, στην καθ’ ομοίωσιν. ΄Ετσι, κάθε λογική φύση αποτελεί εικόνα του Θεού, την ομοίωση όμως με το Θεό επιτυγχάνουν μόνο οι αγαθοί και σοφοί . Ο ανθρ ώ π ι ν ο ς νου ς είναι προικισ μέν ο ς με έφεση προ ς το Θεό, ερω τ ι κ ό πόθο γι ’ Αυτόν. Η λογική του δύναμη είναι πλεγμένη με τον πόθο και τον έρωτα για το Θεό178. Λόγος και πόθο ς αλληλοσ υμπλ η ρ ώ ν ο ν τ α ι , για να πετύχ ο υ ν την πληρ ό τη τ α , να κινη θο ύ ν προ ς την αλήθε ι α , την αποκάλυψη τη ς θεία ς σοφία ς μέ σα σε όλα τα όντα. 5.2. Πρόνοια-συνοχή των όντων. Η δημιουργία δεν εξαντλείται στην άπαξ γένεση των όντων, στη μετάδοση μιας αρχικής κίνησης. Ο Θεός είναι η διαρκής πηγή της κίνησης και ζωής των όντων. Αυτός συγκρατεί τα μη αυθύπαρκτα όντα στο εἶναι . Ακίνητος ο ίδιος, από μια θέση στατική, ωθεί αδιάλειπτα τα όντα στο εἶναι · ἀεὶ γὰρ ταῦτα εἰς τὸ εἶναι παράγε ι . Κινούμενος, επίσης, μετασχηματίζει και μεταλλάσσει τα όντα προς το καλύτερο και ανώτερο απ’ αυτά: μεταδίδει τη δική Του ολότητα παραμένοντας ο ίδιος άτρεπτος και αμετάλλακτος 179. Η Πρόνοια του Θεού συγκρο τ ε ί και διεξ ά γ ε ι την κ οινωνική ενοποίηση των όντων και των ανθρώπων. Μπορεί η κακία να απέκοψε με πολλούς τρόπους τον ένα άνθρωπο από τον άλλο, αλλά η Πρόνοια τους δίνει τη δυνατότητα να ανακτήσουν με την ορθή πίστη και την πνευματική αγάπη την ενότητα180. Η Πρόνοια είναι επιμέλεια του Θεού για τα όντα, εκείνη η βούληση που εξασφαλίζει ότι το κάθε ον θα διατρέχει ένα γίγνεσθαι πρόσφορο γι' αυτό το ίδιο181. Ότι τα πάντα συνέχονται από την Πρόνοιά Του είναι φανερό μέσα σε κάθε φυσική λειτουργία, όπως αυτή εκπληρώνει το λόγο της υπερβαίνοντας συγκρούσεις και αντιθέσεις ως οι ακόλουθες: • η διαμονή των όντων που δεν υπόκειται στην τυχαιότητα αλλά διαπνέεται από σοφή τάξη, • η καθόλου αντιφατική συνύπαρξη θέσεως και κινήσεως των όντων, • η διὰ τῶν μέσω ν αμοιβαιότητα της συνοχής των άκρων, η οποία υπερβαίνει την απειλή της αλληλοκαταστροφής των αντιθέτων, • η κατάφαση της ένταξης των μερών στα σύνολα, παράλληλα προς την απάρτιση συνό λων 177
Πρὸς Μαρῖνο ν, τὸν ὁσιώ τ α τ ο ν πρεσ β ύ τ ε ρ ο ν, PG 91, 12C: Θέ λημά φασιν ε ἶ ναι φυσικ ό ν, ἤ γουν θ έ λησιν, δ ύ ναμιν το ῦ κατ ὰ φ ύσιν ὄντο ς ὀρεκ τικ ή ν· κα ὶ τ ῶ ν ο ὐσιωδ ῶ ς τ ῇ φ ύσει προσ ό ν τ ω ν συνεκ τι κ ὴ ν π ά ν τ ω ν ἰδιωμ ά τ ω ν . Το ύ τ ῳ γ ὰ ρ συνεχομ έ ν η φυσικ ῶ ς ἡ ο ὐσ ία, το ῦ τε ε ἶ ναι κα ὶ ζ ῇ ν κα ὶ κινε ῖ σθαι κατ ᾿ α ἴσθησ ί ν τε κα ὶ νο ῦ ν ὀρ έγε τ α ι, τ ῆ ς ο ἰκε ίας ἐφιεμ ένη φυσικ ῆ ς κα ὶ πλ ή ρου ς ὀντ ό τ η τ ο ς . 178 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1209B-C, 1349Α-Β, 1317C, 1392B-C: ῾Ο πᾶ σαν μετ ὰ σοφ ί ας τ ὴ ν φύ σιν ὑποστ ή σα ς Θε ό ς, κα ὶ πρ ὸ ς τ ὴ ν ἑκ ά σ τ ο υ τ ῶ ν λογικ ῶ ν ο ὐσι ῶν δ ύναμιν τ ὴ ν α ὐ το ῦ γν ῶ σιν κρυφ ί ω ς ἐνθ έ μενο ς , δ έ δωκε κα ὶ ἡμ ῖν το ῖ ς ἀνθρ ώ ποις, ὡς μεγαλ ό δ ω ρ ο ς Δεσπ ό τη ς , κατ ὰ φ ύσιν τ ὸ ν ε ἰ ς α ὐ τ ὸ ν π όθον κα ὶ ἔρω τ α, συνεπιπλ έ ξα ς α ὐ τ ῷ φυσικ ῶ ς το ῦ λό γου τ ὴ ν δ ύ ναμιν. 179 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 333C-D. 180 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1052B: Σκοπ ὸ ς τ ῆ ς θε ί ας Προνο ί α ς, τ ό , το ὺ ς ὑπ ὸ τ ῆ ς κακ ί ας ποικ ί λω ς διεσχισμ έ νου ς , δι ὰ τ ῆ ς ὀρθ ῆ ς π ίστε ω ς κα ὶ πνευμα τ ι κ ῆ ς ἀγ άπη ς ἑ νοποιε ῖ ν . 181 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1189A-B: Πρ ό νοια γ ά ρ ἐστι κατ ὰ το ὺ ς θεοφ ό ρου ς Πατ έ ρα ς ἡ ἐκ Θεο ῦ ε ἰ ς τ ὰ ὄντα γινομ έ νη ἐπιμ έ λεια. Ὁρ ίζον τ α ι δ ὲ α ὐ τ ὴ ν κα ὶ ο ὕ τω ς , Πρ ό νοι ά ἐστι βο ύ λησις Θεο ῦ δι ᾿ ἣν π ά ν τ α τ ὰ ὄντα τ ὴ ν πρ όσφορο ν διεξαγ ω γ ὴ ν λαμβ ά ν ει.
60
που με τη σειρά τους λειτουργούν ως μέρη ενός μεγαλύτερου όλου, • η ετερότητα των μερικών, η πέρα από οποιαδήποτε μεταξύ τους σύγκραση από τη μία, αλλά και η ταυτότητα και ένωση όλων, η πέρα από οποιαδήποτε σύγχυση και αλλοίωση από την άλλη, • η συνολική ταλάντωση ανάμεσα στη σύμφυρση και διάκριση των όντων, • η αέναη και διασφαλισμένη διαδοχή στα όρια του είδους, χωρίς την παραμικρή αλλοίωση ή μείξη με άλλο είδος 182. Ο Θεός συνέχ ε ι καὶ συνάγ ε ι καὶ περιγ ρ άφε ι, καὶ ἀλλή λ ο ι ς καὶ ἑαυτ ῷ προν ο η τ ικ ῶ ς ἐνδια σφίγγ ε ι τα όντ α, αισθη τ ά και νοη τ ά . Εγγυά τ α ι την περικ ρ ά τ η σ ή του ς στη ν ύπαρξ η , πρώ τ ο ν , διό τ ι ως δημιου ρ γ ό ς του ς απο τ ε λ ε ί τη διαρκή ἀρχὴ των όντων· δεύτερον, διότι ως προνοητής συνοδεύει (μεσό τ η ς ) την παρουσία τους· τρίτον, διότι ως περιγ ραφὴ (περικλείει και ταυτόχρονα υπερβαίνει τα όντα) είναι το τέλ ο ς τους. ᾿Εξ αὐτοῦ καὶ δι ᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα 183. Ο Θεός μοιάζ ε ι με κέν τ ρ ο από το οποίο έχουν εξακ τ ι ν ω θ ε ί κάποιε ς ευ θείε ς που πηγά ζ ο υ ν από μια ενιαί α αιτί α και δύναμη . Μοιάζει και με κύκλο που περικλείει και αγκαλιάζει προν ο η τ ικ ῶ ς τις κινήσεις των όντων και δεν αφήνει να χαθούν έξω από τα όρια της δικής Του ύπαρξης. Εξασφαλίζεται έτσι η ενότητα μέσα στην ποικιλότητα των όντων· μπορεί αυτά να φτιάχτηκαν πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο, όμως η ταυτότητα του Δημιουργού τους αντιμάχεται οποιονδήποτε απόλυτο διαχωρισμού τους και επιτρέπει στα όντα να φανερώσουν το ένα στο άλλο τη φιλία, την ειρήνη και την ταυτότητά τους. Αντίστοιχα, το εἶναι των όντων διαφυλάσσεται, και αποτρέπεται η πιθανότητα να εκπέσουν αυτά στο μη-εἶναι · το μή-εἶναι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο χωρισμός των όντων από την πηγή της ύπαρξης, το Θεό 184. Η αδιάλε ιπ τ η , ζωοποι ό ς και συνεκ τ ι κ ή κίνηση του Θεού προ ς τα όντ α, η Πρόνοιά Του, δεν είναι άλλη από την αγάπ η και τον έρω τ ά Του γι ’ αυτ ά· αγάπ η και έρω τ α που δ εν δεσμεύει ο Θεός εντός των ορίων της τριαδικής κοινωνίας, στα όρια του μυστηρίου της θείας ζωής, αλλά προβάλλει έξω από αυτήν, στα 182
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1188D-1189A: Αὐ τ ὴ γ ὰ ρ ἡ τ ῶ ν ὄ ντω ν διαμον ὴ κα ὶ ἡ τ ά ξι ς κα ὶ ἡ θ έ σις κα ὶ ἡ κ ί νησις, κα ὶ ἡ ἐν ἀλλ ήλοις τ ῶ ν ἄκρων δι ὰ τ ῶ ν μ έσων συνοχ ή, μηδ ὲ ν κατ ὰ τ ὴ ν ἐναν τι ό τ η τ α λυμαινομ έ ν ω ν ἀλλ ήλοις, ἤ τε τ ῶ ν μερ ῶ ν πρ ὸ ς τ ὰ ὅλα σύ ννευσι ς, κα ί τ ῶ ν ὅλων πρ ὸ ς τ ὰ μ έ ρη δι ᾿ ὅλου ἕνωσις, κα ὶ α ὐ τ ῶ ν πρ ό ς ἄλληλα τ ῶν μερ ῶ ν ἡ ἄμικτ ο ς δι ά κρισις κατ ὰ τ ὴ ν ἰδι ά ζουσα ν ἑκ άσ τ ο υ διαφορ ά ν, κα ὶ ἀσ ύγχυ τ ο ς ἕ νωσις κατ ὰ τ ὴ ν ἀπαρ ά λλα κ τ ο ν ἐν ὅλοις ταυ τ ό τ η τ α , κα ὶ ἡ π ά ν τ ω ν πρ ὸ ς π άν τ α , ἵνα μ ὴ τ ὰ καθ ᾿ ἕκαστ ο ν λ έ γω, σ ύ γκρισ ί ς τε κα ὶ δι ά κρισι ς, κα ὶ ἡ π ά ν τ ω ν κα ὶ ἑκ άστ ο υ κατ ᾿ ε ἶδος διαδοχ ὴ ἀ εὶ φυλα τ τ ο μ έ ν η , μηδεν ὸ ς τ ὸ παρ ά π α ν το ῦ ο ἰκε ί ου τ ῆ ς φ ύσεω ς λ όγου παραφ θει ρ ο μ έ ν ο υ κα ὶ πρ ὸ ς ἄλλο συγχεο μ έ νο υ τε κα ὶ συγχ έ ον τ ο ς , δε ίκνυσι σαφ ῶς τ ὰ π ά ν τ α τ ῇ προνο ίᾳ συν έ χεσθ αι το ῦ πεποιηκ ό τ ο ς Θεο ῦ. Η σύγχρονη Βιολογία εμμένοντας στη φαινομενολογική αλληλεπίδραση παραβλέπει την κοινή Αιτία των ζωντανών οργανισμών και μοιάζει να αγνοεί τη βαθύτερη ισορροπία τη ριζωμένη στην πρωταρχική ενότητα των όντων, τὴν ἀπαρά λ λ α κ τ ο ν ἐν ὅλοι ς ταυτ ό τ η τ α , ταυτότητα που όμως δεν καταργεί την ετερότητά τους, την διάκ ρι σι ν κατὰ τὴν ἰδιάζ ου σ α ν ἑκάσ τ ο υ διαφο ρ ά ν . Εκκινώντας έτσι από την επιστημολογική αρχή της θεώρησης των ζωντανών οργανισμών ως ατομικών οντοτήτων (αρχή μάλιστα που δεν εντάσσει στο βεληνεκές των ερευνών της), παρεμβαίνει με τις γενετικές μεταλλαγές ανατρεπτικά και στα δύο σκέλη της ισορροπίας αυτής (ταυτότητα-ετερότητα) αναμειγνύοντας γενετικά τα είδη. Γι' αυτήν "τόπος" της ταυτότητας των όντων δεν είναι πια ο Δημιουργός Θεός αλλά ο εγωκεντρικός άνθρωπος. 183 Μυσταγ ω γία, PG 91, 664D. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1088Α. 184 Μυσταγ ω γία , PG 91, 668Α-Β: ἀλλ ὰ π ά ν τ α κα ὶ ἐν πᾶσιν α ὐ τ ό ς, ὁ π ά ν τ α κατ ὰ μ ίαν ἁπλ ῆν τ ῆ ς ἀ γαθ ό τ η τ ο ς ἀπειρ ό σοφον δ ύ ναμιν ἑαυτ ῷ περικλε ί ω ν, ὥσπερ κ έντ ρ ο ν ε ὐθει ῶν τιν ω ν ἐξημμ έ νω ν α ὐ το ῦ , κατ ὰ μ ί αν ἁπλ ῆ ν κα ὶ ἑνια ί αν α ἰ τ ί αν κα ὶ δ ύναμιν· τ ὰ ς ἀρχ ὰ ς τ ῶν ὄντω ν το ῖ ς πέ ρασιν ο ὐ κ ἐῶν συναφ ί σ τ ασ θ αι, κ ύκλ ῳ περιγ ρ ά φ ω ν α ὐ τ ῶ ν τ ὰ ς ἐκστ ά σ ει ς , κα ὶ πρ ὸς ἑ αυτ ὸ ν ἄ γων το ὺ ς τ ῶ ν ὄντω ν κα ὶ ὑπ ᾿ α ὐ το ῦ γενομ έ ν ω ν διορισμ ο ύ ς· ἵνα μ ὴ ἀλλ ήλων παν τ ά π α σι ν ἀλλ ό τρια ᾖ κα ὶ ἐχθρ ὰ τ ὰ το ῦ ἑν ὸ ς Θεο ῦ κτ ί σμα τ α κα ὶ ποι ήμα τ α· ο ὐκ ἔχον τ α περ ὶ τ ί κα ὶ ὅποι τ ὸ φ ί λον τε κα ὶ ε ἰ ρηνικ ὸ ν κα ὶ ταυ τ ὸ ν πρ ὸ ς ἄλληλα δε ίξωσι· κα ὶ κινδυν ε ύ σ ῃ α ὐ το ῖ ς κα ὶ α ὐ τ ὸ τ ὸ ε ἶ ναι ε ἰ ς τ ὸ μ ὴ ὂν μετ απ ε σ ε ῖ ν, το ῦ Θεο ῦ χωριζ ό με ν ο ν .
61
κτίσματά Του· κινείται προς αυτά, προχέει τον αγαπητικό Του έρωτα για τα όντα. Παράλληλα, ως γλυκασμ ὸ ς καὶ ἐπιθυμία, ὅ ἐστι ν ἔρ ω ς, ως ἀγαπητ ὸ ς καὶ ὄντ ω ς ἐραστ ό ς , έλκει τα όντα και τα κινεί προς Αυτόν. Προσαγ ω γ ικ ὸ ν καὶ κινητικὸ ν πρὸς ἐρ ω τ ικὴ ν συνάφε ια ν τὴν ἐν πνεύμα τι τὸν Θεὸν εἶναί μοι νόει, τουτέ σ τ ι μεσί τ η ν ταύτη ς, καὶ πρὸς Θεὸν συναρ μ ο σ τ ὴ ν τοῦ ἐρᾶσθ αι αὐτὸν ὑπὸ τῶν αὐτοῦ ποιημάτ ω ν καὶ ἀγαπᾶσθ αι· κινητικὸ ν δέ φησιν, ὡς κινοῦν τ α ἕκαστ α, κατὰ τὸν οἰκεῖο ν λόγο ν πρὸς αὐτὸν ἐπιστ ρ έ φ ε σ θ α ι 185. Το έργο της Πρόνοιας είναι Ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Η Αγία Τριά δ α δημιου ρ γ ε ί και συνέχει τα όντ α και διανέμε ι σ’ αυτ ά αυτό που του ς αξίζ ει. Ο Πατήρ είναι ο αέναος δημιουργός των όντων. Ο Υιός και Λόγος του Θεού διασφαλίζει τη συνοχή των όντων, προνοεί γι' αυτά, καταλύει τον πόλεμό τους και τα συνδέει με φιλία και ομόνοια. Το ΄Αγιο Πνεύμα ενυπάρχει στα όντα, τα συνέχει, προνοεί γι' αυτά και ενεργοποιεί τη φυσική τους δύναμη για κίνηση186. Το κάλλος των κτισμάτων είναι η φανέρωση του ενιαίου και ταυτόχρονα τριαδικού τρόπου της θείας Ενέργειας, που αντανακλά το μυστήριο του ενιαίου και ταυτόχρονα τριαδικού τρόπου της θείας ζωής: Βοᾷ τοίνυν ἡ κτίσις διὰ τῶν ἐν αὐτῇ ποιημάτ ω ν καὶ οἷον ἀπαγγέ λ λ ε ι τοῖς νοε ρ ῶ ς δυναμ έ ν ο ι ς ἀκούειν τὴν ἰδίαν αἰτίαν τρια δικ ῶ ς ὑμνουμ έ ν η ν, λέγ ω δὲ τὸν Θεὸν καὶ Πατέ ρα, καὶ τὴν ἄφρασ τ ο ν αὐτοῦ δύναμι ν καὶ τὴν θειό τ η τ α, ἤγουν τὸν μον ογ ε ν ῆ Λόγον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον 187. Με δεδομένο τον απλό και ενιαίο χαρακτήρα της, η κίνηση του Θεού προς τα όντα, η Πρόνοιά Του, εκφαίνεται με θαυμαστή πολυμορφία. Ειδικά όσον αφορά τον άνθρωπο, το ἀγχίστ ρ ο φ ο ν ζῷο ν , η Πρόνοια του Θεού συμμεταβάλλεται αρμονικά μ' αυτόν, ώστε να αντιμετωπίσει την πολύτροπη κακία του. Οι ακατάληπτες και απρόβλεπτες διαφορές που συναντώνται από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλά και στο ίδιο πρόσωπο από στιγμή σε στιγμή, διαφορές άπειρες στον τρόπο ζωής, στα ήθη, τις απόψεις, τις επιλογές και τις επιθυμίες, στις γνώσεις, τις ανάγκες και τις ασχολίες, προβλέπονται από τη θεία Πρόνοια, που προβαίνει σε αρμοστή πολυμορφία αρμόδια για τον καθένα 188. Την Πρόνοια του Θεού γνωρίζουν και υμνούν όλα τα κτίσματα, ακόμη και αυτά που ο
185
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 265C-268A. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1313Β. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1209Α. 187 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 296C. 188 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1121Α: κατ ὰ μ έ ρος ποικ ί λλε τ α ι ἡ το ῦ παν τ ὸ ς διεξα γ ω γ ή . Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ει ς... , PG 90, 812C: … ἀ ν ά γκη π ά ν τ ω ς κα ὶ τ ὴ ν θε ί αν Πρ ό νοιαν, κα ί τοι τ ὴ ν α ὐ τ ὴ ν ο ὖσαν, συμμε τ α β ά λ λ ε σ θ α ι τα ῖ ς ἡμ ῶν διαθ έσεσι, δι ὰ τ ῶν προσφυ ῶ ς ἁ ρμοζ ό ν τ ω ν τα ῖ ς ἐν τ ῇ φ ύσει ἀναφυομ έ ναι ς κακ ί αις τρ ό πον ἐφευρ ίσκουσαν . Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1192D-1193A: Εἰ γ ὰ ρ πολλ ή τ ί ς ἐστιν ἡ διαφορ ὰ κα ὶ ἀ κατ ά λ η π τ ο ς τ ῶ ν ἀνθρ ώ πω ν ἑκ ά στ ο υ πρ ὸ ς ἕκαστ ο ν κα ὶ ἡ πρ ὸ ς ἑαυτ ὸ ν ἑκ άστ ο υ ἐ ναλλαγ ή , ἔν τε β ί οις κα ὶ ἤθεσι κα ὶ γν ώ μαις κα ὶ προαιρ έ σεσι κα ὶ ἐπιθυμ ίαις, ἐπιστ ήμαι ς τε κα ὶ χρε ί αις κα ὶ ἐπιτηδ ε ύ μ ασι κα ὶ α ὐ το ῖ ς το ῖ ς κατ ὰ ψυχ ὴν λογισμ ο ῖ ς ἀπε ίροις ο ὖσι σχεδ ό ν, κα ὶ π ᾶ σι το ῖ ς καθ ᾿ ἑκ ά στ η ν ἡμ έ ραν κα ὶ ὥραν ἐπισυμβα ί νουσι συμμε τ α β α λ λ ο μ έ ν ου ( ἀ γχ ί στ ρ ο φ ο ν γ ὰ ρ το ῦ τ ο τ ὸ ζ ῶον ὁ ἄνθρω π ο ς , ὀξ έως το ῖ ς καιρο ῖ ς κα ὶ τα ῖ ς χρε ί αις συμμε τ α β α λ λ ό μ ε ν ο ν), ἀν ά γκη π ᾶσα κα ὶ τ ὴν πρ όνοιαν, προγ ν ω σ τ ι κ ῶ ς π ά ν τ α συνειληφ υ ῖ αν κατ ὰ περιγ ρ α φ ὴ ν τ ὰ καθ ᾿ ἕκαστ α, δι ά φ ορ ό ν τε κα ὶ ποικ ίλην φα ί νεσθαι κα ὶ πολυσχιδ ῆ , κα ὶ τ ῇ τ ῶ ν πεπληθυσμ έ ν ω ν ἀκαταλ ηψ ίᾳ συνεκ τ ε ι ν ο μ έ ν η ν ἑκ ά σ τ ῳ προσφ ό ρ ω ς καθ ᾿ ἕκαστ ο ν κα ὶ πρ ᾶ γμ α κα ὶ ν όημα μέχρι κα ὶ τ ῶ ν ψιλ ῶν κινημά τ ω ν τ ῶ ν κατ ὰ ψυχ ὴ ν κα ὶ σ ῶμα συνισ τ α μ έ ν ω ν , ἁρμόζεσθ αι. 186
62
άνθρωπος βλέπει ως πιο μικρά και ασήμαντα 189. 5. 3. Λόγοι των όντ ω ν. Κτίσις των όντων σημαίνει μετάδοση της κίνησης σ’ αυτά· η κίνηση των όντων συνδέει την αρχή τους, την αιτία δηλαδή της δημιουργίας τους, με το τέλος τους, το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Την κατ εύ θ υ ν σ η τη ς κίνηση ς των όντων, από τη συγκεκ ρ ι μ έ ν η αρχή στο συγκεκ ρ ι μ έ ν ο τέλο ς , εγγυ ώ ν τ α ι οι λόγ οι των όντ ω ν . Οι λόγοι προϋπάρχουν ευρισκόμενοι στο Θεό, χωρίς να α ποτελούν αυθύπαρκτες οντότητες. Έχουν κα τ α ρ τ ι στεί από Αυτόν, πριν ακόμα υπάρξ ει ο χρόνο ς 190. Δεν ταυτίζονται με τα καθόλ ου τη ς ελ ληνική ς φιλοσοφί α ς , αφού και αυτ ά , όπως και τα καθ ᾿ ἕκαστ ο ν , δημιουργήθηκαν (και συνεχίζουν να δημιουργούνται) σύμφωνα μ’ αυτούς: Τοὺς γὰρ λόγους τῶν γεγο ν ό τ ω ν ἔχω ν πρὸ τῶν αἰών ω ν ὑφεστ ῶ τ α ς βουλ ή σ ε ι ἀγαθῇ κατ ᾿ αὐτοὺς τήν τε ὁρατ ὴ ν καὶ τὴν ἀόρα τ ο ν ἐκ τοῦ μὴ ὄντο ς ὑπεστ ή σ α τ ο κτίσιν, λόγ ῳ καὶ σοφίᾳ τὰ πάντα κατὰ τὸν δέο ν τ α χρόν ο ν ποιήσα ς τε καὶ ποιῶν, τὰ καθόλ ου τε καὶ τὰ καθ ᾿ ἕκαστ ο ν 191. Ό,τι υπάρχε ι και θα υπάρξ ει είναι προϊόν προη γ η θ ε ί σ α ς θελήσε ω ς , νοήσε ω ς και γνώ σεω ς . Οι λόγοι των όντων, λέει ο Μάξιμος, αποκαλούνται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ἀγαθὰ θελή μ α τ α του Θεού· ως θεία θελή μ α τ α ταυτίζονται με τις ἰδέε ς που ενυπάρχουν στο Θεό, είναι οι ἀίδιαι νοή σ ε ι ς Του. Όμως «αι θείαι ιδέαι έχουν ένα χαρακτήρα δυναμικώτερον, θελητόν. Δεν έχουν την θέσιν των εις την ουσίαν αλλά εις αυτό, τον οποίον είναι μετά την ουσίαν, εις τας θείας ενεργείας, διότι αι ιδέαι ταυτίζονται με την θέλησιν ή τα θελή μ α τ α , τα οποία προσδιορίζουν τους διαφόρους τρόπους, κατά τους οποίους τα δημιουργήματα μετέχουν των δημιουργικών ενεργειών» 192. Οι λόγοι λειτουργούν ως πρότυπα του εκάστοτε κτίσματος και γι' αυτό ονομάζονται προο ρ ι σ μ ο ὶ και παραδ ε ίγ μ α τ α 193. Ο Αρεοπαγίτης διευκρινίζει την ακριβή έννοια του όρου, σε αντιδιαστολή προς τη σημασία που του δίνανε οι πλατωνικοί, οι οποίοι τον ταυτίζανε με τις (ενυπόστατες) ιδέες: Παρα δείγ μα τ α δέ φαμε ν τοὺς ἐν Θεῷ τῶν ὄντ ω ν οὐσιοπ οι ο ὺ ς καὶ ἑνιαί ω ς προϋφε σ τ ῶ τ α ς λόγ ου ς, οὓς ἡ θεολ ο γ ί α 189
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 205B-C. Μυσταγ ω γία, PG 91, 681Β: ἐν ᾧ (τ ῷ Θε ῷ ) κατ ὰ μ ί αν ἀπεριν ό η τ ο ν ἁπλ ό τη τ α π ά ν τ ε ς ο ἱ τ ῶ ν ὄντω ν λ ό γοι ἑνοειδ ῶ ς κα ὶ ε ἰ σ ὶ κα ὶ ὑφεστ ή κασιν, ὡς δημιου ρ γ ῷ τ ῶ ν ὄντω ν κα ὶ ποιη τῇ . Βλ. και Vladimir LOSSKY, Ἡ μυστικ ὴ θεολ ο γί α τῆς Ἀνατολικ ῆ ς Ἐκκλησία ς , (μετ. Σ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 111: «παρά την ταυτότητα του όρου, οι λόγοι ούτοι ελαχίστην σχέσιν έχουν με τους "σπερματικούς λόγους" των στωϊκών. Είναι μάλλον οι "λόγοι" της δημιουργίας και της προνοίας τους οποίους ευρίσκομεν εις την Γένεσι ν και εις τους Ψαλμού ς (Ψαλμ. 147). Παν δημιούργημα έχει το σημείον επαφής του μετά της θεότητος. Είναι η ιδέα του, η αιτία του, ο λόγος του, ο οποίος είναι συγχρόνως το τέλος προς το οποίον τείνει». Πρὸς Θαλάσσι ο ν..., PG 90, 293D-296A: Οἱ τ ῶ ν ὄντω ν λό γοι προκα τ α ρ τ ι σ θ έ ν τ ε ς τ ῶ ν α ἰώ νων Θε ῷ, καθ ὼ ς ο ἶδεν α ὐ τ ό ς, ἀόρατ οι ὄντε ς , ο ὓς κα ὶ ἀγαθ ὰ θελ ή μα τ α καλε ῖ ν το ῖ ς θε ί οις ἐστ ὶ ν ἔθος ἀνδρ ά σιν, ἀπ ὸ τ ῶ ν ποιημ ά τ ω ν νοο ύμενοι καθορ ῶ ν τ α ι . 191 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1080Α. 192 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1328Β, 1329C. V. LOSSKY, Ἡ μυστικὴ θεολ ο γί α... , σελ. 107. Βλ. και Μητρ. Περγάμου Ἰ ωάννη ς (ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ) , Μαθή ματα Χριστια νικ ῆ ς Δογματικῆ ς (Πανεπ. Σημειώσεις Β΄), σελ. 65: «Ο Μάξιμος ταυτίζει τους λόγους με τα θελήματα του Θεού και όχι με τις σκέψεις του. Ταυτίζονται θελήματα και λόγοι και προορισμοί. Τα θελήματα συνεπάγονται την ελευ θερία να γίνουν ή να μη γίνουν. Με το να ταυτίζει τα θελήματα με τους λόγους ο Μάξιμος αποφεύγει την ανα γκαιότητα της δημιουργίας. Αποφεύγει να ταυτίσει τους λόγους των όντων με τις σκέψεις στο Νου του Θεού... ταυτιζόμενοι οι λόγοι με τα θελήματα, κάνουν τον κόσμο αποτέλεσμα της θελήσεως του Θεού και όχι της σκέψης του Θεού· άρα ο κόσμος είναι αποτέλεσμα ελευθερίας και όχι ανάγκης». 193 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 332A. 190
63
προο ρ ι σ μ ο ὺ ς καλεῖ, καὶ θεῖα καὶ ἀγαθὰ θελήμ α τ α, τῶν ὄντ ω ν ἀφορι σ τ ικὰ καὶ ποιητικά, καθ' οὓς ὁ ὑπερού σι ο ς τὰ ὄντα πάντα καὶ προώ ρ ι σ ε καὶ παρήγαγ ε ν 194. Οι λόγοι ονομάζονται παραδ ε ίγ μ α τ α και προο ρ ι σ μ ο ί, διότι η ύπαρξή τους ἐν τῷ Θεῷ προκαθορίζει αλλά και επικαθορίζει τα όντα. Ονομάζονται παραδ ε ίγ μ α τ α , επειδή λειτουργούν ως πρότυπα σύμφωνα με τα οποία δημιουργούνται τα όντα. Ονομάζονται προο ρ ι σ μ ο ί, επειδή λειτουργούν ως τέλη προς τα οποία τείνουν τα όντα, για να πραγματώσουν την πληρότητά της ύπαρξής τους. Το αληθινό εἶναι των όντων κείται στα έσχατα και ταυτίζεται με το ἀεὶ εὖ εἶναι 195. Με τη λειτουργία των λόγων ως προο ρ ι σ μ ῶ ν η μετάθεση της αληθινής ύπαρξης των όντων στα έσχατα αντιστρέφει την πλατωνική ουσιολογία των προϋπαρχουσών ιδεών· ανατρέπει επίσης και την αριστοτελική τελεολογία, αφού απαλλάσσει την κίνηση της φύσης, την εντελέχεια του όντος, από την αναγκαιότητα. Μπορεί και το αριστοτελικό ον να βρίσκει την πληρότητα της ύπαρξης στο τέλος του, όμως έχει το τέλος ήδη μέσα του· αντίθετα, οι λόγοι-προο ρ ι σ μ ο ὶ των όντων κείνται έξωθεν αυτών, στο Θεό. Και μόνο η ελεύθερη ταύτιση της κίνησης των όντων με τον κατὰ φύσιν λόγο της δημιουργία τους θα τα οδηγήσει στην εύρεση του αληθινού εἶναι . 5.3.1. Λόγοι και δημιουργία των όντων. Κατάβα σι ς. (Από τους λόγους στα όντα). Σύμφωνα με τους οὐσιοπ οι οὺ ς λόγους δημιουργήθηκαν ἐξ οὐκ ὄντ ω ν όλα τα ποιήματα του Θεού, η ορατή και αόρατη κτίση. Για κάθε κτίσμα-αιτιατό προϋπάρχει στο Θεό και ο αντίστοιχος λόγος-αίτιό του. Ο λόγος της ουσίας του κάθε όντος προηγείται της γενέσεώς του. Αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τη θεία πρόθεση (σε απροσπέλαστο για την ανθρώπινη νόηση χρονικό σημείο) και οδηγεί το ον στην κίνηση της ύπαρξης. Οι διακεκριμένοι λόγοι της δημιουργίας διαφοροποιούν τα όντα, καθορίζουν την ύπαρξη και τη φύση τους, ορίζουν το είδος τους, το σχήμα και τη σύστασή τους, τις δυνατότητες και τις ενέργειές τους. Πιθανώς επηρεάζουν και τα συμ β ε β η κ ό τ α τους: ποσό, ποιό, σχέση, τόπο, χρόνο, θέση, κίνηση196. Μολονότι όμως οι λόγοι λειτουργούν μ' αυτόν τον τρόπο, δεν ταυτίζονται με τα δημιουργημένα όντα. Η σχέση των λόγων με τα αντίστοιχα όντα δεν εντοπίζεται ούτε εξαντλείται στη στιγμή της δημιουργίας. Οι λόγοι ενυπάρχουν στο Θεό και μετά την κτίση αποτελώντας μια ενότητα απερινόητη, αφού αντιστοιχούν σε μια απέραντη ποικιλία δημιουργημάτων. Εξακολουθούν ποιοῦν τ ε ς τὰ πάντα , διότι η δημιουργική κίνηση του Θεού δεν εξαντλήθηκε σε μια στιγμιαία γένεση, αλλά είναι η συνεχής κινητήρια και ζωογόνος δύναμη των όντων. Αυτά εκκινούν από του ς λόγου ς του ς και κατ α τ ε ί νουν προ ς αυτο ύ ς σύμφωνα με τον καθολικό λόγο που έχει τεθε ί μέσα του ς . Το αν θα πετύ χ ο υ ν ή όχι την ταύ τ ι σ η τη ς κίνη σής τους με τον λόγο τους είναι αποτέλεσμα συνεργίας του ανθρώπου (υπεύθυνου για όλη την κτίση) και της χάρης του Θεού. 194
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 3, 824C. Τη βαρύτητα του χωρίου τονίζει ο Λ. ΣΙΑΣΟΣ, ' Εραστ ὲ ς τῆς ἀλήθ ει α ς ..., σελ. 145: «Αυτή η απέριττη αρεοπαγιτική διατύπωση διαγράφει και ακυρώνει σελίδες ολόκληρες με πλατωνικές αναλύσεις που στηρίζουν την όποια παραγωγή (θεογονική ή κοσμοποιητική) στην ύπαρξη και τη λειτουργία των παραδειγμάτων... Η ακύρωση των παραδειγμάτων και η αντικατάστασή τους από τα θελήματα του δημιουργού αποσκοπούν στην αχρήστευση των ειδωλικών θεοτήτων των φιλοσόφων». 195 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1392C-D: Ὀ γδ ό η κα ὶ πρ ώ τη, μ ᾶ λλον δ ὲ μ ί α κα ὶ ἀ κατ ά λυ τ ο ς ἡμ έ ρα ἡ ἀκραιφν ή ς ἐστι το ῦ Θεο ῦ κα ὶ παμφα ὴ ς παρουσ ί α, μετ ὰ τ ὴν τ ῶν κινουμ έ ν ω ν στ ά σιν γινομ έ νη, κα ὶ το ῖ ς μ ὲν τ ῷ το ῦ ε ἶναι λ όγ ῳ κατ ὰ φ ύσιν προαιρ ε τ ι κ ῶ ς χρησαμ έ ν οι ς , ὅλου προσηκ ό ν τ ω ς ὅλοις ἐπιδημο ῦ ν τ ο ς , κα ὶ τ ὸ ἀε ὶ ε ὖ ε ἶναι παρ έχο ν τ ο ς δι ὰ τ ῆ ς ο ἰ κε ί ας μετο χ ῆ ς , ὡς μ ό νου κυρ ί ω ς κα ὶ ὄντο ς κα ὶ ἀε ὶ ὄντο ς κα ὶ ε ὖ ὄντο ς , το ῖ ς δ ὲ παρ ὰ φύσιν τ ῷ το ῦ ε ἶ ναι λ ό γ ῳ γνω μικ ῶ ς χρησαμ έ ν οι ς , ἀντ ὶ το ῦ ε ὖ τ ὸ ἀε ὶ φε ῦ ε ἶναι κατ ὰ τ ὸ ε ἰ κ ὸ ς ἀπον έ μον τ ο ς , ὡ ς ο ὐ κ ὄντο ς α ὐ το ῖ ς λοιπ ὸ ν χωρη τ ο ῦ το ῦ ε ὖ ε ἶναι, ἐναν τ ί ω ς πρ ὸ ς αὐ τ ὸ διακειμ έ νοι ς , κα ὶ κ ί νησιν παν τ ε λ ῶ ς ο ὐκ ἔχουσι μετ ὰ τ ὴν το ῦ ζητ ο υ μ έ ν ο υ φαν έ ρω σιν, καθ ᾿ ἣν το ῖ ς ζη τ ο ῦ σι π έφυκε φανερ ο ῦ σθαι τ ὸ ζη τ η τ ό ν . 196 Zήτη σι ς μετ ὰ Πύρρου , PG 91, 301Α. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1228Α.
64
Η ρίζα της ύπαρξης του κάθε όντος βρίσκεται ανέπαφη στο λόγο του ἐν τῷ Θεῷ , και έτσι ακυρώνεται η απειλή της μεταχ ω ρ ή σ ε ω ς προς το μη ον. Καμία διαφοροποίηση δεν έγινε -ούτε θα γίνει ποτέ- στους λόγους. Δεν επιδέχονται καμιά προσθήκη ή αφαίρεση που θα αλλοίωνε την τελειότητα της δημιουργίας197. 5. 3. 2. Λόγοι και σωτ η ρ ί α των όντ ω ν. Ἀνάβασι ς. (Από τα όντα στους λόγους ). Η θεω ρ ί α των λόγων στον άγιο Μάξιμο έχει σαφώ ς εσ χατολογικό χαρακτήρα. Ο ευρύτερος σκοπός της Δημιουργίας, η ένωση όλων των όντων και η ἀνακεφα λ α ί ω σ ί ς τους στο Θεό είναι διάσπαρτος -ως ο καθολικός λόγος- σε όλα τα κτίσματα. Με κάθε κτίσμα του Θεού συνεκφαίνεται και ο λόγος του ως ο θείος σκοπός αφενός της γένεσης, αφετέρου της σωτηριώδους κίνησής του 198. Χάρη στους λόγους η αρχή των όντων ταυτίζεται με το τέλ ο ς τους. Την αρχή και το τέλος των όντων, το λόγο της δημιουργίας τους, προσεγγίζει γνωστικά ο άνθρωπος μέσω της κατάλληλης μάθησης. Διαβλέπ ε ι αυτ ό που τα ίδια τα όντ α φανερώνουν με έναν όχι προφαν ή αλλά ταυ τ ό χ ρ ο ν α κραυγ α λ έ ο τρ όπο (κρυφίω ς ἀπαγγέ λ λ ο υ σι ): τη φύση ως λόγο του Θεού και όχι ως τυχαιότητα και ματαιότητα. Μέσα σ’ αυτ ή την ενιαί α φύση- λόγο αποκα λύπ τ ο ν τ α ι διάφο ρ ο ι λό γοι. Οι λόγοι των επιμέρους απαρτίζουν με την ένωσή τους καθολικούς λόγους. Αυτοί περιλαμβάνουν ἑνο ε ι δ ῶ ς τους μερικότερους λόγους. Οι καθολικοί λόγοι συνέχονται άμεσα από τη σοφία του Θεού, ενώ οι λόγοι των μερικών οδηγούνται στην ενότητα μέσα από τη συμφυΐα τους προς τους καθολικότερους λόγους199. Υπάρχουν επίση ς πνευμα τ ι κ ο ί λόγοι και λει τ ο υ ρ γ ο ύ ν ως τροφ ή για τον νου. Παι δαγωγούν τον άνθρωπο στην οδό της δικαιοσύνης, διότι είναι λόγοι σοφίας. Η σοφία του Θεού υποστασιοποίησε τη φύση και ενέβαλε σε όλες τις λογικές ουσίες και τον άνθρωπο τη δυνατότητα να Τον γνωρίζουν. Τα όντα, αντίστοιχα, παρέχουν προς γνώση του ανθρώπου τον οἰκεῖο λόγο , τον συναρτημένο στην ίδια τους τη φύση. Ο άνθρωπος, έτσι, έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει την ενυπάρχουσα στα όντα ενοποιό δύναμη, την ταυτότητα που κρύβεται πίσω από τη φυσική ετερότητά τους, τη φιλικὴν συγγέ ν ε ι ά ν τους. Μπορεί αυτός ο καθόλ ου καὶ εἷς τρόπ ο ς να βρίσκεται βαθιά μέσα στα όντα, μυστικός και κρυφός, μπορεί να είναι αφανής και καταρχάς άγνωστος, αποτελεί όμως μια παρουσία αδιαμφισβήτητη και καθοριστική. Αυτός είναι η συνεκτική αιτία των όντων. Αυτός κάνει τα όντα ἀλλή λ ω ν μᾶλλ ο ν ὄντα ἢ ἑαυτῶ ν , όντα που θεμελιώνουν την ύπαρξή τους στη σχέση της ενότητας και όχι στην ατομικότητα200. Ο ένας λόγος αφενός κείται επέκεινα πάσης κτίσεως, πέρα από τις πολύμορφες διαφορές 197
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1345Α-Β. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1080Α-Β: Λόγον γ ὰ ρ ἀ γγ έ λω ν δημιου ρ γ ί α ς προκαθ η γ ε ῖ σθ αι πιστε ύ ομ ε ν, λ ό γον ἑκ ά στ η ς τ ῶ ν συμπλη ρ ου σ ῶ ν τ ὸ ν ἄνω κ όσμον ο ὐσι ῶν κα ὶ δυν ά μ ε ω ν, λ ό γον ἀνθρ ώ πω ν, λ ό γον παν τ ὸ ς τ ῶ ν ἐκ Θεο ῦ τ ὸ ε ἶναι λαβ όν τ ω ν , ἵνα μ ὴ τ ὰ καθ ᾿ ἕκαστ ο ν λ έ γω, τ ὸ ν α ὐ τ ὸ ν μ ὲ ν ἀπε ί ρ ῳ δι ᾿ ἑαυ τ ὸ ν ὑπεροχ ῇ ἄφρασ τ ο ν ὄντα κα ὶ ἀ κατ α ν ό η τ ο ν κα ὶ π ά ση ς ἐπ έ κεινα κτ ί σεω ς , κα ὶ τ ῆ ς κατ ᾿ α ὐ τ ὴ ν ο ὔσης κα ὶ νοουμ έ νη ς διαφορ ᾶ ς κα ὶ διακρ ί σε ω ς , κα ὶ τ ὸ ν α ὐ τ ὸ ν ἐν π ᾶσι το ῖ ς ἐξ α ὐ το ῦ κατ ὰ τ ὴ ν ἑκ άστ ο υ ἀ ναλογ ί αν ἀ γαθοπ ρ ε π ῶ ς δεικν ύ μεν ό ν τε κα ὶ πληθυ ν ό με ν ο ν, κα ὶ ε ἰ ς ἑαυτ ὸ ν τ ὰ π άν τ α ἀ νακεφαλαιο ύ με ν ο ν, καθ ᾿ ὃν τ ό τε ε ἶναι κα ὶ τ ὸ διαμ έ νειν, κα ὶ ἐξ ο ὗ τ ὰ γεγον ό τ α ὡς γ έ γον ε, κα ὶ ἐφ ᾿ ᾧ γ έ γονε, κα ὶ μ έ νον τ α κα ὶ κινο ύ μεν α μετ έ χ ει Θεο ῦ . 199 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1244C. 200 Μυσταγ ω γία, PG 91, 685Α-Β: δι ὰ τ ὸ ν το ῦ συνδ ή σαν τ ο ς ν όμον· καθ ᾿ ὃν τ ῆ ς ἑνοποιο ῦ δυν ά μ ε ω ς ὁ λ ό γος ἐν έ σπαρ τ α ι, μ ὴ συγχ ω ρ ῶ ν τ ὴ ν καθ ᾿ ὑπ όστασιν ἐπ ὶ τ ῇ ἑν ώσει ταυ τ ό τ η τ α το ύ τ ω ν ἀγνοηθ ῆ ναι, δι ὰ τ ὴ ν φυσικ ὴ ν ἑτερ ό τ η τ α · μηδ ᾿ ε ἶναι δυνα τ ω τ έ ρ α ν πρ ὸ ς δι ά σ τ α σ ί ν τε κα ὶ μερισμ ὸ ν τ ὴ ν ἕκαστ ο ν το ύ τ ω ν ἑαυ τ ῷ περιγ ρ ά φ ο υ σ α ν ἰδι ότη τ α , τ ὴ ν μυστικ ῶ ς καθ ᾿ ἕνωσιν α ὐ το ῖ ς ἐντεθ ε ί ση ς φιλικ ῆ ς συγγ ε ν ε ί α ς , ἀποφανθ ῆ ναι· καθ ᾿ ἥν, ὁ καθ’ ὅλου κα ὶ ε ἷ ς τρ ό πο ς τ ῆ ς ἐν ὅλοις ἀφανο ῦ ς κα ὶ ἀγν ώστ ου παρουσ ί α ς τ ῆ ς τ ῶν ὄ ντω ν συνεκ τ ικ ῆ ς α ἰ τ ί ας ποικ ί λω ς π ᾶσιν ἐνυπ ά ρ χ ω ν , κα ὶ καθ ᾿ ἑαυτ ὰ κα ὶ ἐν ἀλλ ήλοις τ ὰ ὅλα συν ί στ ησιν ἄφυρ τ α κα ὶ ἀδια ί ρε τ α· κα ὶ ἀλλ ήλων μ ᾶλλον ἢ ἑαυτ ῶ ν κατ ὰ τ ὴ ν ἑνοποι ὸν σχ έ σιν, ὄ ντα, παρ ί στ η σι . 198
65
και διακρίσεις της φύσης, αφετέρου πολλαπλασιαζόμενος φανερώνεται μέσα σε κάθε δημιούργημα. Είναι ο λόγος της ανακεφαλαίωσης των πάντων στο Θεό, ο λόγος της κίνησης και της στάσης των όντων. Στο Ευαγγέλιο μπορούν να εντοπιστούν οι λόγοι στην ενότητά τους201. 5. 4. Ο Θεός- Λόγος. Ο ένα ς και ενοποιό ς λόγο ς τη ς φύσεω ς είναι ο Θεός: ῾Ηγεί σθ ω δὲ Θεὸς τῶν λεγο μ έ ν ω ν τε καὶ νοουμ έ ν ω ν, ὁ μόν ο ς νοῦς τῶν νοού ν τ ω ν καὶ νοουμ έ ν ω ν, καὶ λόγο ς τῶν λεγό ν τ ω ν καὶ λεγο μ έ ν ω ν · καὶ ζωὴ τῶν ζών τ ω ν καὶ ζωουμ έ ν ω ν, καὶ πᾶσι πάντα καὶ ὢν καὶ γινό μ ε ν ο ς, δι ᾿ αὐτὰ τὰ ὄντα καὶ γινό μ ε ν α 202. Η στάσ η και η κίνηση είναι ο ὢν καὶ γινόμ ε ν ο ς Θεός. Ο Θεός είναι η μονά ς , η αρχή και το τέλο ς των όντ ω ν, ο λόγ ο ς ᾧ τὰ πάντα συνέ σ τ η κ ε ν . Είναι το αμέρισ τ ο ἓν που πολ λαπλασιά ζ ε τ α ι και πληθύν ε τ α ι με την παρα γ ω γ ή των όντ ω ν, ὥσπε ρ ἥλιο ς ἀκτῖνα ς πολλὰ ς ἐκπέμπ ω ν, καὶ μέν ω ν ἐν τῇ ἑνό τ η τ ι . Είναι το εν στο οποίο τα πάντα αναφέρονται: οι πολλοί λόγοι συνάγονται στον έναν, στον ἐνούσι ό ν τε καὶ ἐνυπόστ α τ ο ν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸ ς Θεὸν Λόγον . Ο Θεός ενυπάρχει ἀμε ρ ῶ ς τε καὶ ἀμε ρί σ τ ω ς σε κάθε ον, χωρίς να διαστέλλεται στις άπειρες διαφοροποιήσεις των όντων, χωρίς να συστέλλεται ταυτιζόμενος με κάποια από αυτά203. 6. Θετικ ή απο τ ί μ η σ η τη ς κινήσε ω ς των όντων. 6.1. Από τα καθόλ ου στα κατὰ μέρ ο ς και αντίστροφα. Ο Μάξιμος διδάσκει ότι τα πάντα δημιουργούνται από το Θεό σύμφωνα με τους λόγους τους, τα προαιώνια θελήματά Του. Οι λόγοι των όντων και των γεγονότων ιεραρχούνται κλιμακούμενοι από τους γενικότερους προς τους μερικούς. Γίνεται έτσι αναφορά σε πρώτους λόγους, γενικότερους, καθολικούς λόγους αλλά και σε μερικότερους και καθ' ἕκαστ ο ν λόγους. Ο Ομολογητής δεν σχηματοποιεί με έναν κλειστό, οριστικό τρόπο αυτή την κλιμάκωση, αλλά την εκθέτει με έναν ανοικτό, ενδεικτικό τρόπο επιμένοντας πρωτίστως στη εσχατολογική λειτουργικότητά της. Η κλιμάκωση των όντων, από τα καθόλου προς τα επιμέρους και αντίστροφα, εξυπηρετεί τη σωτηρία του κόσμου. Η κτίσις δεν εξαντλείται στην άπαξ συμπλή ρ ω σ ι ν των λόγων, αλλά διαπερνάται από τη μέριμνα να εξασφαλίζεται αδιαλείπτως η ύπαρξη-κίνηση των όντων. Ο Θεός εργάζεται την ενεργοποίηση δυνατοτήτων που εμπεριέχονται στα όντα· προσφέρει ακαταπαύστως στα δημιουργήματά Του εκείνη την εναρκτήρια κίνηση που επιτρέπει δευτερογενώς και σ' αυτά να δημιουργούν κινούμενα προς τη σύσταση νέων όντων. Η Πρόνοια οδηγεί στην εξομοίωση των μερικών προς τα καθόλου, στη συναγωγή (καλύτερα: επανεύρεση) του καθολικότατου λόγου. Αυτός είναι η αληθινή αιτία των όντων, ο ένας λόγος που θεωρείται κοινός σε όλα τα όντα, όταν αυτά υπερβούν την αυθαίρετη, ατομική τους ορμή και καταστούν μεταξύ τους σύμφω ν α καὶ ταὐτοκί ν η τ α 204. Μέσα στο μεγαλειώδες σχέδιο της δημιουργίας και σωτηρίας το κάθε ον έχει τον ρόλο 201
Περ ὶ διαφόρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1080Α-Β.Μυσταγω γία, PG 91, 700Β. Μυσταγ ω γία, PG 91, 664Α. 203 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 781Α. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 4, 232C. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1077C και 1257B: … π ῶ ς ἐ ν πᾶ σ ί τε κοιν ῶ ς ὅλος κα ὶ ἐν ἑκ ά σ τ ῳ τ ῶ ν ὄντω ν ἰδιαζ ό ν τ ω ς , ἀμερ ῶ ς τε κα ὶ ἀμερ ί στ ω ς ἐστ ὶ ν ὁ Θε ό ς, μ ή τε ποικ ίλω ς συνδιασ τ ε λ λ ό μ ε ν ο ς τα ῖ ς τ ῶ ν ὄντω ν ο ἷ ς ἔνεστιν ὡς ὢν ἀπε ί ροις διαφορ α ῖ ς, μ ήτε ο ὖν συστε λλ ό μ ε ν ο ς κατ ὰ τ ὴ ν το ῦ ἑν ὸ ς ἰδι ά ζουσα ν ὕπαρξιν, μ ήτε συστ έ λλ ω ν κατ ὰ τ ὴν μ ίαν π ά ν τ ω ν ἑ νικ ὴ ν ὁλ ό τη τ α τ ὰ ς τ ῶ ν ὄντω ν διαφορ ά ς , ἀλλ ὰ π ά ν τ α ἐν π ᾶσ ίν ἐστιν ἀληθ ῶ ς, μηδ έ πο τ ε τ ῆ ς ο ἰ κε ί ας ἀμερο ῦ ς ἁπλ ό τη τ ο ς ἐξιστ ά μ ε ν ο ς ; Βλ. και J. D. ZIZIOULAS , Being as communion..., σελ. 96. 202
66
του, αρκεί να μη λειτουργεί ανεξάρτητα και αυτόνομα. Οι γενικότεροι λόγοι, πρώτον, δεν πρέπει να κατανοηθούν ούτε ως αυθύπαρκτα καθόλ ου , πλατωνικές ιδέες, ούτε ως γενικές έννοιες205. Είναι, απλώς, αγαθά θελήματα του Θεού. Αλλά, δεύτερον, και το κάθε επιμέρους ον μόνο φαινομενικά αποτελεί ατομική μονάδα, διακεκριμένη οντότητα. Τα όντα πάντα ἀλλή λ ο ι ς συνε μπίπτ ε ι , συνυπάρχουν εισδύοντας το ένα στην οντότητα του άλλου, ή καλύτερα απαρτίζοντας το ένα την οντότητα του άλλου. Κανένα τους δεν εγκαταλείπεται άμοιρο σχέ σ ε ω ς προς τα υπόλοιπα: πάντα γὰρ τὰ ταῖς οἰκείαις ἰδίω ς διαφο ρ α ῖ ς ἀλλή λ ω ν διακεκρι μ έ ν α ταῖς καθόλ ου καὶ κοιναῖ ς γενικῶ ς ταὐτό τ η σ ι ν ἥνων τ α ι, καὶ πρὸς τὸ ἓν καὶ ταὐτὸ ν ἀλλή λ ο ι ς γενικ ῷ τινι λόγ ῳ φύσε ω ς συνωθ οῦ ν τ α ι 206. Στα μάτια των αγίων, αυτών που μπόρεσαν να δουν συνολικά τον κόσμο, αποκαλύπτεται η πολυμορφία των όντων ως αλληλοπεριχώρησή τους: εμπεριέχονται το ένα στο άλλο σε μια διαρκή διαδικασία φθοράς και γένεσης 207. Αρχή και τέλος της αέναης κίνησης των όντων, της διαστολής και συστολής τους μέσα από πολύμορφες και ασταθείς συνδέσεις, είναι πάντα οι επιμέρους οντότητες. Αυθύπαρκτα καθολικά όντα δεν νοούνται, παρά μόνο εκφαίνονται ως περιστασιακές μορφώσεις συνδέσεων που απαρτίζονται από επιμέρους όντα. Δεν προηγούνται τα καθόλου αλλά προϋποτίθενται τα επιμέρους. Πολλές και ποικίλες συνδέσεις των επιμέρους παράγουν και διαφορετικά καθολικά όντα, τα οποία πρέπει να νοηθούν εσχατολογικά. Όπως η κάθε επιμέρους οντότητα θα βρει την πληρότητα της ύπαρξής της όταν επιστρέψει στο Δημιουργό του και ταυτιστεί με το λόγο-προορισμό της, έτσι και τα καθολικά όντα θα βρουν την πληρότητα της ύπαρξής τους όταν ταυτιστούν με τους καθολικούς λόγους-προο ρ ι σ μ ο ὺ ς της δημιουργίας. Την ενότητα των όντων διασφαλίζει η σοφία του Θεού συνέχοντας καταρχάς τους καθολικότερους λόγους και εξ υστέρων συνενώνοντας τους λόγους των επιμέρους, με τη συνδρομή βέβαια της δικής τους φρονήσεως. Η Πρόνοια αγκαλιάζει αδιάκριτα τα καθόλου και τα επιμέρους για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά συνυπάρχουν μη επιδεχόμενα αυτονομία. Αν χαθούν τα επιμέρους, αυτομάτως έχουν χαθεί και τα καθόλου 208. Η σοφία Του εκπληρώνει με απόλυτη τελειότητα τη δημιουργία (παραγ ωγ ὴ ν καὶ 204
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 272Α-Β: Τοὺ ς μ ὲ ν πρ ώ του ς τ ῶ ν γεγο ν ό τ ω ν λ ό γου ς ὁ Θε ὸ ς κα ὶ τ ὰ ς καθ ό λου τ ῶ ν ὄντω ν ο ὐσ ί ας ἅπαξ, ὡς ο ἶ δεν α ὐ τ ό ς, συμπλη ρ ώ σα ς , ἕως ἔτι ἐ ργ ά ζ ε τ α ι ο ὐ μ ό νον τ ὴ ν το ύ τ ω ν α ὐ τ ῶ ν πρ ὸ ς τ ὸ ε ἶναι συν τ ή ρ ησιν, ἀλλ ὰ κα ὶ τ ὴ ν κατ' ἐ νέ ργειαν τ ῶ ν ἐν α ὐ το ῖ ς δυν ά μ ει μερ ῶ ν δημιου ρ γ ί α ν, πρ όοδ ό ν τε κα ὶ σ ύστασιν· ἔτι μ ὴν κα ὶ τ ὴ ν δι ὰ τ ῆ ς προνο ί α ς πρ ὸ ς τ ὰ καθ ό λου τ ῶ ν μερικ ῶ ν ἐξομο ί ωσιν, ἕως ἄν, τ ῷ κατ ὰ φύ σιν γενικω τ έ ρ ῳ λ ό γ ῳ τ ῆ ς λογικ ῆ ς ο ὐσ ίας, δι ὰ τ ῆ ς πρ ὸ ς τ ὸ ε ὖ ε ἶναι κιν ήσεω ς τ ῶν μερικ ῶ ν, τ ὴ ν α ὐ θα ί ρε τ ο ν ἑν ώσας ὁρμ ή ν, ποι ή σειεν ἀλλ ήλοις τε κα ὶ τ ῷ ὅλ ῳ σ ύμφωνα κα ὶ τα ὐ τ οκ ί νη τ α , μ ὴ ἐχ ό ντ ω ν τ ὴ ν γνωμικ ὴ ν πρ ὸ ς τ ὰ καθ όλου τ ῶ ν ἐπ ὶ μ έρου ς διαφορ ά ν , ἀλλ' ε ἷ ς κα ὶ ὁ α ὐ τ ὸ ς ἐφ' ὅλων θεω ρ η θ ή σε τ α ι λ ό γος, μ ὴ διαιρο ύ μ εν ο ς το ῖ ς τ ῶν καθ' ὧν ἴσως κατ η γ ο ρ ε ῖ τ α ι τρ ό ποι ς, κα ὶ ο ὕ τω ς ἐνεργ ου μ έ ν η ν τ ὴ ν ἐκθεω τ ι κ ὴ ν τ ῶν ὅλων ἐπιδε ίξη τ αι χ ά ριν. 205 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1052C και 1189C-D. 206 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1312B-D: Π ά ν τ α γ ὰ ρ κατ ὰ τ ὸ ν ἀληθ ῆ λ ό γον ἀλλ ήλοις συνεμπ ί π τ ε ι καθ ᾿ ὁ τιο ῦ ν π ά ν τ ω ς , ε ἰ κα ὶ μ ὴ π ά ν τ η , τ ὰ μετ ὰ Θε ὸν ὄντα κα ὶ ἐκ Θεο ῦ τ ὸ ε ἶ ναι δι ὰ γεν έ σε ω ς ἔχον τ α, μηδεν ὸ ς καθ ό λου τ ῶ ν ὄντω ν, μηδ ὲ τ ῶν ἄγαν τιμ ί ων κα ὶ ὑπερβ εβ ηκ ό τ ω ν τ ῆ ς πρ ὸ ς τ ὸ ἄγαν ἄσχε τ ο ν γενικ ῆ ς σχ έσεω ς , παν τ ά π α σι φυσικ ῶς ἀ πολελυ μ έ νου, μ ή τε μ ὴ ν το ῦ ἐν το ῖ ς ο ὖσιν ἀτιμ ω τ ά τ ο υ τ ῆ ς πρ ὸ ς τ ὰ ἀτιμι ώ τ α τ α κατ ὰ φύ σιν γενικ ῆ ς παν τ ε λ ῶ ς ἀπολιμπανο μ έ ν ο υ κα ί ἀμοιρο ῦ ν τ ο ς σχ έσεω ς . Π άντ α γ ὰ ρ τ ὰ τα ῖ ς οἰ κε ί αις ἰδί ως διαφορ α ῖ ς ἀλλ ήλων διακεκ ριμ έ να τα ῖ ς καθ ό λου κα ὶ κοινα ῖ ς γενικ ῶ ς τα ὐ τ ό τ η σι ν ἥνων τ α ι κα ὶ πρ ὸ ς τ ὸ ἓν κα ὶ τα ὐ τ ὸ ν ἀλλ ήλοις γενικ ῷ τινι λ όγ ῳ φ ύσεω ς συνωθ ο ῦ ν τ α ι, ο ἷ ον τ ὰ μ ὲ ν γ έ νη κατ ὰ τ ὴ ν ο ὐσ ίαν ἀλλ ήλοις ἑνο ύμενα τ ὸ ἓν ἔχει κα ὶ τα ὐ τ ὸ ν κα ὶ ἀ δια ί ρε τ ο ν . 207 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1169B-C. 208 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1313A-B και 1189D: Tὰ μ έ ρη γ ὰ ρ ἐν τα ῖ ς ὁλότη σι, καὶ αἱ ὁλότη τε ς ἐν το ῖ ς μέ ρε σι κα ὶ ε ἰσὶ κα ὶ ὑφε στή κα σι .
67
οὐσίω σι ν ) των όντων, έτσι ώστε η φύση του καθενός είναι ανεπίδεκτη ουδεμίας προσθήκης ή αφαίρεσης209. Οι όροι παραγ ωγ ὴ και οὐσίω σι ς λειτουργούν παραπληρωματικά· τα όντα ουσιούνται, αποκτούν το εἶναι παρ-αγόμενα, κινούμενα δηλαδή έξωθεν προς την ίδια την ταυτότητά τους. Η Δημιουργία, ως αέναη κίνηση ουσίωσης των λόγων-θελημάτων, μορφώνει μία οδό καθοδική, από το Θεό προς τα όντα 210, αλλά επίσης προοικονομεί και την αντίστροφη όδευση, την ανοδική σύμπτυξη των επιμέρους σε καθολικότερες μορφές μέχρι τον απαρτισμό του ενός λόγου της ταυτοκιν η σί α ς των πάντων, εν τέλει την ἐπιστ ρ ο φ ὴ ν των όντων στο Δημιουργό τους. Η αρχή και το τέλος των όντων είναι τα δύο άκρα της μίας κίνησης που αφορμάται από το Θεό και καταλήγει σ' Αυτόν. Έτσι, λοιπόν, ο άνθρωπος, αναζητώντας το τέλος του, το σκοπό της ύπαρξής του, επιστρέφει στην αρχή του, την ειδάλλως απρόσιτη211. 6.2. Ο άνθρωπος, ύστερα από την ενανθρώπηση του Λόγου, μεσίτης για τη σωτηρία της κτίσης. Μαζί με τον άνθρωπο κινείται σύνολη η κτίση. Ο άνθρωπος, το τελευταίο δημιούρ γημα του Θεού, γίνεται ο μεσίτης που με το γνωμικό του θέλημα συγκεφαλαιώνει στη λογική φύση τούς διάσπαρτους λόγους των όντων και τα οδηγεί στην ένωση με το Θεό. Αυτό όμως δεν θα το κατόρθωνε -δεν θα μπορούσε με την παραφθαρμένη του φύση ούτε να συνενώσει τα διῃρη μ έ ν α ούτε να κινηθεί προς το Θεό- αν δεν συνέβαινε η παράδοξη καινοτομία: ο ακίνητος Θεός κινήθηκε προς τον άστατα κινούμενο άνθρωπο· ο Λόγος έγινε άνθρωπος για να ανακεφαλαιώσει τα πάντα, να καταδείξει στο πρόσωπό Του αδιαίρετη και αστασίαστη τη σύνολη κτίση, να αποδείξει την σύνν ε υ σι ν αυτής προς το Εν, τον πρωταρχικό λόγο που εξαρχής έκλεινε μέσα της212. Γι' αυτό και αληθινή σοφία του Πατρός είναι ο Ιησούς Χριστός, ὁ καὶ καθόλ ου τῶν ὄντ ω ν συνέχ ω ν τῇ δυνάμ ε ι τῆς σοφία ς, καὶ τὰ συμπλη ρ ω τ ικ ὰ τούτ ω ν μέρ η περιέχ ω ν τῇ φρον ή σ ε ι τῆς συνέ σ ε ω ς ὡς πάντω ν φύσει δημι ου ρ γ ὸ ς καὶ προν ο η τ ή ς, καὶ εἰς ἓν ἄγων τὰ διε στ ῶ τ α δι ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ τὸν ἐν τοῖς οὖσι καταλύ ω ν πόλε μ ο ν, καὶ πρὸς εἰρη ν ικὴ ν φιλίαν τὰ πάντα καὶ ἀδιαί ρ ε τ ο ν συνδ έ ω ν ὁμόν ο ι α ν, τὰ ἐν τοῖς οὐραν ο ῖ ς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς 213. Χάρη στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει μέσα στη σύνολη κτίση και ανάμεσα στα δημιουργήματα του Θεού, ούτε ένα που να βρίσκεται σε καθολική αντίθεση προς τα υπόλοιπα. Οτιδήποτε διασπά τη συνύπαρξη των όντων εξέρχεται της φύσεως, αντιβαίνει στον ίδιο το σκοπό που το οδήγησε στην ουσίωση. Το κατὰ φύσιν ταυτίζεται με την ευθυγράμμιση των όντων προς αυτό το σκοπό. Γι' αυτό και η φύση στο σύνολό της, οδεύοντας με τη μεσιτεία του ανθρώπου προς το τέλος της, αποκαλύπτει συγχρόνως τον Αίτιό της, γίνεται δάσκαλος του ανθρώπου. Θεμελιώνεται έτσι ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση η υπαρκτική αμοιβαιότητα που 209
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1345B-C. Δεν πρόκειται για ἀπορ ρ ο ή ν , όπως την πρεσβεύει ο νεοπλατωνισμός· σύμφωνα με την εκκλησιαστική διδαχή τα όντα δεν οφείλουν το είναι τους στην ουσία του Θεού αλλά στην άκτιστη Ενέργειά Του. 211 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν, Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπόρ ω ν τῆς Θεία ς Γραφῆ ς, PG 90, 613C-D: ἐπειδ ὴ φυσικ ῶ ς ἡ ἀ ρχ ὴ περιγ ρ ά φ ει τ ῶ ν ὑπ ᾿ α ὐ τ ῆ ς γεγε ν η μ έ ν ω ν τ ὴ ν κ ίνησιν, ε ἰκ ό τω ς προση γ ο ρ ε ύ θ η κα ὶ τ έ λο ς , ε ἰ ς ὅπερ, ὡς α ἰ τ ί αν τ ῆ ς τ ῶ ν κινουμ έ ν ω ν κιν ήσεω ς , δ έχε τ αι π έ ρα ς ὁ δρ ό μο ς. ᾿Εκζη τ ῶ ν ο ὖ ν τ ὸ ἑαυτο ῦ τ έ λο ς ὁ ἄνθρω π ο ς ε ἰ ς τ ὴ ν ἀρχ ὴν κατα ν τ ᾷ , φυσικ ῶ ς ἐ ν τ ῷ τ έ λει τυ γ χ ά ν ο υ σ α ν . … Ο ὐκ ἦν ο ὖν ζη τ ῆ σαι τ ὴ ν ἀρχήν, ὡς ἔφην, ὀπ ίσω γεγε ν η μ έ ν η ν, ἀλλ ᾿ ἐκζη τ ῆ σαι τ ὸ τ έ λο ς ἔμπροσθε ν ὑπ ά ρχ ο ν, ἵνα γν ῷ δι ὰ το ῦ τ έλου ς τ ὴν ἀ πολειφθε ῖ σαν ἀ ρχ ή ν, ἐπειδ ὴ μ ὴ ἔγνω τ ὸ τ έ λο ς ἐκ τ ῆ ς ἀρχ ῆ ς. 212 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1308D και 1309C. 213 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1313B. 210
68
επιτρέπει και στα δύο μέλη της σχέσεως να υπερβούν κάθε εγκοσμιοκρατικό εγκλεισμό και να αναχθούν στην κοινή τους Αρχή και Τέλος. Από τη μία τα όντα φανερώνουν τον Κτίστη τους από τη βούληση του οποίου εξαρτούν την ύπαρξή τους. Από την άλλη ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να μετάσχει επιπλέον στην αγαθότητα και τη σοφία του Θεού 214· ενεργοποιώντας αυτή τη δυνατότητα γίνεται μεσίτης για τη σωτηρία της φύσης στο σύνολό της. 6. 3. Θετικ ή απο τ ί μ η σ η τη ς κινήσε ω ς . Με την αδιάλειπτη δημιουργική Του δράση ο Θεός κινείται με αγάπη προς τα δημιουργήματα, ασκώντας την Πρόνοιά Του γι’ αυτά. Η θεία κίνηση είναι η αφετηρία και αιτία κάθε κίνησης των όντων. Αυτά δεν είναι αυτοκινούμενα αλλά, υφιστάμενα την αρχική και αδιάλειπτη κίνηση της δημιουργίας εκ του μηδενός προς το εἶναι , κινούνται και κινούν το ένα το άλλο. Συγκρατούνται έτσι στην ύπαρξη όχι αυθύπαρκτα αλλά αποτελώντας έναν κρίκο στην αλυσίδα αλληλοδιάδοχων κινήσεων με συγκεκριμένη πάντα αφετηρία και τέλος, το Θεό. Τα όντα κινούνται έξωθεν κινούμενα και ζουν ζωοποιούμενα δεν κατέχουν ως αυτονόητο δεδομένο την ύπαρξη, αλλά μέσα σε ένα γίγνεσθαι που τα υπερβαίνει, την απολαμβάνουν ωθούμενα από το Θεό σε μια διαρκή κίνηση απο το μη-εἶναι στο εἶναι . Η μετάδοση της κίνησης από το Θεό στα όντα είναι η ζωοποιός αγάπη Του, η ερω τική Του έκ-σταση προς αυτά. Τα όντα ζουν και κινούνται, ακριβώς επειδή δέχονται αυτή την αγάπη. Στο βαθμό μάλιστα που ανταποκρίνονται στην αγαπητική-ελκτική κίνηση του Θεού, συντονίζοντας τη δική τους κίνηση -σύμφωνα με τους λόγους που έχουν εξαρχής εντεθεί σ’ αυτά- με την κίνηση του Θεού, οδηγούνται στην επιστροφή τους σ’ Αυτόν. Με αυτήν την πορεία επιτυγχάνουν θείᾳ χάριτι την αναίρεση της πολυμορφίας και οδηγούνται στην ενοποιητική ανακεφαλαίωσή τους στο Θεό. Για τον άγιο Μάξιμο, λοιπόν, η εκ πρώτης όψεως αναίτια, πολυδιασπασμένη και άσκοπη κίνηση των όντων δεν απαξιώνεται, αλλά καθαγιάζεται από την πορευόμενη προς αυτήν θεία πρόνοια για τα όντα. Η κίνηση των όντων, στο βαθμό βέβαια που δεν εκτρέπεται αυτονομημένη και αυτοσκοπούμενη από τον κοινό λόγο που έχει εντεθεί στη φύση, γίνεται το όχημα της επιστροφής τους στο Θεό. Στο πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησ ε ν ο Μάξιμος πρωτίστως θα ενέτασσε την κίνηση των όντων. Με τη θετική αποτίμηση της κίνησης και την ένταξή της στο μυστήριο της δημιουργίας και σωτηρίας ο Ομολογητής απαντάει σε κάθε θεωρία που απαξίωνε τη φύση θεωρώντάς την αιτία απομάκρυνσης από το Θεό. Ανασκευάζει την ωριγενική ιδέα ότι κάθε κτιστή κίνηση έχει την καταγωγή της στην αμαρτία215. Σύμφωνα με τον Ωριγένη τα λογικά όντα ενυπήρχαν αρχικώς στο Θεό, όμως κατόπιν η ενότητά τους διασπάστηκε με καταλύτη τον κόρο· η διάσπασή τους είχε ως συνέπεια την τιμωρία της φυλάκισής τους μέσα στα σώματα· τέλος, η αρχική ενότητα των λογικών όντων αποκαθίσταται με τον διαχωρισμό τους από τα σώματα. Σύμφωνα με τις παραπάνω θέσεις, η κίνηση λειτούργησε ως απομάκρυνση των λογικών όντων απο το Θεό, προϋπήρχε της δημιουργίας των όντων και αποτέλεσε έκφανση αμαρτίας· και ο σωματικός κόσμος δεν είναι ποίημα Θεού αλλά αποτέλεσμα αμαρτίας. Για τον Ωριγένη πρώτα υπήρξε η κίνηση, ύστερα η γένεση του κόσμου και των σωμάτων και στη συνέχεια η στασιμότητα των απελευθερωμένων από τα σώματα ψυχών μέσα στο Θεό. Ο Μάξιμο ς , αντί θ ε τ α , υπερασ π ί ζ ε τ α ι τον εξα ρχ ή ς θε τ ικ ό ρόλο τη ς κινήσε ω ς . Επανα βεβα ι ώ ν ε ι τη θέση τη ς Ορθ οδοξίας ότι η δημιουργία δεν είναι συνέπεια αμαρτίας, αλλά θετική πράξη του Θεού. Και η κίνηση είναι δυνατότητα επιστροφής σ’ Αυτόν. 214
Κεφ ά λ α ι α πε ρ ὶ ἀ γ ά π η ς , PG 90, 1025A. Θεωρεί ται ότι το δεύ τ ε ρ ο μέρο ς τη ς πραγμ α τ ε ί α ς Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν είναι ανασκευ ή θέσεω ν του Ωρ ιγένη (P. SHERWOOD , The earlier Ambigua of St. Maximus the Confessor and his Refutation of Origenism , Romae 1952). Διερεύνηση της ανασκευής ωριγενικών θέσεων στο Ἀθανάσιο ς ΒΛΕΤΣΗΣ , Τὸ προπατ ο ρ ι κ ὸ ἁμά ρ τ η μ α στη θεολ ο γί α Μαξίμου τοῦ Ὁμολογ η τ ο ῦ, Ἔρευνα στὶς ἀπαρχ ὲ ς μιᾶ ς ὀντ ο λ ο γ ί α ς τῶν κτιστ ῶ ν, Κατερίνη 1998. 215
69
6.4. Ανθρώπινη και θεία γνώση των όντων. Μπορεί τα όντα και η διάταξη της δημιουργίας τους να διδάσκουν τον Αίτιό τους, αυτό όμως δεν συνεπάγεται πως θα επαρκούσε μια φυσική γνώση του Θεού, μια γνώση μέσω των δημιουργημάτων. Αν και ο Μάξιμος τονίζει πόσο σημαντικό είναι για τον λογικό άνθρωπο να εντρυφήσει στην παρούσα εντός των όντων σοφία του Θεού, δεν προχωρεί στη συστηματικότερη σύνταξη μιας φυσικής θεολογίας (theologia naturalis). Είναι χαρακτηριστική η οξύμωρη έκφραση που αποδίδει στα όντα: κρυφίω ς ἀπαγγέλ λ ο υ σ ι . Η φράση αυτή αποτελεί προειδοποίηση σε όσους θεωρήσουν ότι θα ήταν, εκτός από αναγκαίος, επαρκής όρος για την ανθρώπινη γνώση η διάβαση από τα όντα στο Δημιουργό. Στην πραγματικότητα η ανθρώπινη γνώση από μόνη της όχι μόνο αδυνατεί να αγγίξει τον ἄβατ ο ν καὶ ἄγνω σ τ ο ν Θεόν, αλλά ούτε και τα ίδια τα όντα στην ουσία τους δεν μπορεί να γνωρίσει αληθινά216. Αληθινή γνώση των όντων είναι μόνο η δημιουργική ενέργεια του Θεού. Η γνώση αυτή δεν συνάγεται έξωθεν, από τα όντα, αλλά πηγάζει έσωθεν, από τον ίδιο το Θεό. Πρόκειται για γνώση που ἐξ ἑαυτοῦ ο Θεός συλλέγει ἐν ἑαυτ ῷ , και προϋπάρχει των όντων και των γεγονότων, παρελθόντων-παρόντων-μελλόντων. Την ίδια τη φύση των όντων μόνο ο Θεός τη γνωρίζει, αφού Αυτός είναι ο αίτιος και των όντων και της ίδιας της γνώσης· γνωρίζει τα δημιουργήματά Του ως ἴδια θελή μ α τ α . Έτσι, παίρνει απάντηση το πρόβλημα όσων φιλοσόφων θεωρούσαν αδύνατη τη γνωστική επικοινωνία του Θεού με τον κόσμο 217. Αλλά και αυτή η οπωσδήποτε αληθινή γνώση διαφοροποιείται από την αὐτογ ν ῶ σ ι ν του ίδιου του Θεού. Αλλιώς γνωρίζει ο Θεός τα κτίσματά Του: με τη σοφία Του (βάσει της δημιουργικής αιτιότητας)· αλλιώς τον Εαυτό Του: από την ίδια την ουσία Του (με έναν τρόπο άρρητο, αλλά σίγουρα ὑπὲρ αἰτίαν ). Γι' αυτό και μόνο ο Θεός γνωρίζει ουσιαστικά τον Εαυτό Του, πράγμα που αδυνατεί να κάνει ο άνθρωπος για τον δικό του εαυτό 218. Οπωσδήποτε, ο Ομολογητής δεν αγνοεί την αριστοτελική θεολογία. Ο απρόσωπος θεός του Αριστοτέλη, η καθαρή ενέργεια, νοεί αποκλειστικά τον εαυτό του (νόησι ς νοήσ ε ω ς ). Έτσι, στα όρια του αριστοτελικού σύμπαντος ο θεός, το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν, δεν είναι ποιητικό αίτιο, δημιουργός του κόσμου· ούτε δημιουργεί ούτε γνωρίζει τα όντα (έστω και αν τα έλκει ὡς ἐρώ μ ε ν ο ν εἶδο ς ). Ο Μάξιμος, ακολουθώντας το Διονύσιο, φαίνεται καταρχάς να αποδέχεται την αριστοτελική θεώρηση του θεού ως νοητικής ενέργειας που στρέφεται στον εαυτό της. Αλλά ανακαινίζει τη σκέψη του φιλοσόφου βαπτίζοντάς την στην ακλόνητη εκκλησιαστική εμπειρία της Αποκάλυψης: ο Θεός είναι ο Δημιουργός των όντων εκ του μηδενός. Ἡ αὐτοϋπε ρ α γ α θ ό τ η ς , νοῦς οὖσα, καὶ ὅλη ἐνέ ρ γ ε ι α, εἰς ἑαυτὴν ἐστ ρ α μ μ έ ν η, ἐνε ρ γ ε ί ᾳ ἐστί ν, οὐ δυνάμ ε ι, πρότ ε ρ ο ν οὖσα ἀφρο σύ ν η, εἶτα νοῦς ἐνε ργ ε ί ᾳ γινομ έ ν η · ὅθε ν καί ἐστι νοῦς μόνο ν καθαρ ό ς, οὐκ ἐπείσακτ ο ν ἔχω ν τὸ φρον ε ῖ ν, ἀλλ ᾿ παρ ᾿ ἑαυτοῦ πάντω ς νοεῖ 219. Ο Πατέρας της Εκκλησίας δεν διστάζει να αποκαλέσει το Θεό νοῦν (έκφραση του Αναξαγόρα την οποία επιδοκιμάζει ο Αριστοτέλης). Αποδέχεται, όπως ο Αριστοτέλης, ότι ο θείος Νους είναι “καθαρός”, δεν νοεί κάτι έξω από τον Εαυτό Του (ειδάλλως θα αναιρούνταν η θεμελιώδης διάκριση κτιστού και ακτίστου και θα αποθεώνονταν τα όντα). 216
Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1317B. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 584B. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1085Α: ῞Οθεν ἐ ρω τ η θ έ ν τ ε ς ὑπό τινω ν τ ῶ ν ἔξω πα ί δευσιν γα ύ ρω ν, π ῶς γιν ώσκειν τ ὰ ὄντα τ ὸν Θε ὸν δοξ ά ζ ου σιν ο ἱ Χριστιαν οί, ὑπειληφ ό τ ω ν ἐκε ίνων, νοερ ῶ ς τ ὰ νοη τ ά , κα ὶ α ἰσθη τ ικ ῶ ς τ ὰ αἰ σθη τ ά , γιν ώ σκειν α ὐ τ ὸ ν τ ὰ ὄντα ἀπεκρ ί ναν τ ο , μ ή τε α ἰσθη τ ικ ῶ ς τ ὰ α ἰσθη τ ά , μ ήτε νοερ ῶ ς τ ὰ νοη τ ά . Οὐ γ ὰ ρ ε ἶ ναι δυνα τ ὸ ν τ ὸ ν ὑπ ὲρ τ ὰ ὄντα κατ ὰ τ ὰ ὄντα τ ῶν ὄντω ν ἀ ντιλαμ β ά ν ε σ θ αι· ἀλλ ᾿ ὡς ἴδια θελ ή μα τ α γιν ώ σκειν α ὐ τ ὸ ν τ ὰ ὄντα φαμ έν. 218 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1024Α. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 189 C. 219 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 320B-D. 217
70
Ενστερνίζεται, ακόμη, ο Ομολογητής την αριστοτελική θεώρηση του θείου: ὅλη ἐνέ ρ γ ε ι α, εἰς ἑαυτὴ ν ἐστ ρ α μ μ έ ν η . Στη συνέχεια οι σκέψεις αυτές οδηγούνται στην υποχρεωτική συνέπειά τους: Εἰ γὰρ ἡ μὲν οὐσία αὐτοῦ ἄλλη ἐστί ν, ἃ δὲ νοεῖ ἕτε ρ α αὐτοῦ, αὐτὸ ς ἀνόη τ ο ς ἔσται ἤγουν ἡ οὐσία αὐτοῦ· εἴ τι δὲ ἔχει, παρ ᾿ ἑαυτοῦ ἔχει, οὐ παρ ᾿ ἄλλου· εἰ δὲ παρ ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ ἐξ αὐτοῦ νοεῖ, αὐτό ς ἐστιν ἃ νοεῖ. Εφόσον η ουσία του Θεού και η ουσία των όντων διακρίνονται απόλυτα και αφού η νόηση αφορά στα όντα, αδυνατεί η νόηση να επεκταθεί και στην ουσία του Θεού. Με δεδομένο πως τη νόηση την έχει ο Θεός όχι επείσακτη αλλά ένδοθεν, ο ίδιος ο Θεός είναι τα νοούμενα όντα. Οὐκοῦν νοῦς ὤν, ὄντ ω ς νοεῖ τὰ ὄντα ὡς ὤν. Εἰ οὖν νοῶ ν ἑαυτὸ ν τὰ ὄντα νοεῖ, αὐτό ς ἐστι τὰ ὄντα· ἢ γὰρ ἑτέ ρ ω θ ι ὄντα αὐτὰ νοήσ ε ι, ἢ ἐν ἑαυτ ῷ, ὡς αὐτοῦ ὄντα· ἀλλαχ ο ῦ μὲν ὄντα οὐ δυνατ ὸ ν νοῆσαι· ποῦ γὰρ ὄντα ἐν αἰσθητ ο ῖ ς; τὰ γὰρ αἰσθητ ὰ οὐκ εἰσὶν ὄντα, ἅτε τρεπτὰ ὄντα, καὶ γινόμ ε ν α, καὶ ἀπολλύ μ ε ν α. Ο Θεός είναι ὢν και ως ὢν νοεί τα όντα. Αυτά δεν εδράζουν το εἶναι -τους στο ρευστό πεδίο των αισθήσεων, αλλά υπάρχουν ἐν τῷ Θεῷ ως δικά Του όντα. Η αρχική παραδοχή που διέκρινε απόλυτα την ουσία του Θεού και την ουσία των όντων μόνον φαινομενικά αναιρείται. Νοώντας ο Θεός τον Εαυτό Του, νοεί ως Δημιουργός τα όντα, πριν ακόμα έλθουν στην ύπαρξη. Λειτουργώντας ο ίδιος ως Αρχέτυπος, παράδειγμα των όντων, νοεί τα όντα οδηγώντας τα στο εἶναι . Η διδαχή του Μαξίμου καταλήγει στην τολμηρή ταύτιση Θεού και όντων (αὐτό ς ἐστι ν ἃ νοεῖ και αὐτό ς ἐστι τὰ ὄντα ). Δεν πρόκειται για ανατροπή της δεδομένης ετερότητας ακτίστου και κτιστού αλλά για αποκάλυψη της αληθινής φύσης των δημιουργημάτων ως θείων θελημάτων και νοήσεων. Στη συνέχεια του κειμένου δίνονται οι απαραίτητες διευκρινίσεις: ῾Εαυτ ὸ ν οὖν ἄρα καὶ ἐν ἑαυτ ῷ νοεῖ . ᾿Επειδ ὴ καὶ ποιητὴ ς τῶν ὄντ ω ν ἐστὶν ὁ Θεός, ἐν τῷ μήπω ὄντι νοή σ ε ι αὐτά· ἀλλ ᾿ αὐτὸ ς ἀρχ έ τυπ ό ς ἐστι τούτ ου τοῦ παντό ς · καὶ ἃ νοεῖ, οὐ τύπους λαμ β ά ν ω ν ἀφ᾿ ἑτέ ρ ω ν, αὐτὸ ς ὢν τῶν ὄντ ω ν παράδ ε ιγ μ α· ὥστ ε οὔτε αὐτὸ ς ἐν τόπῳ, οὔτε τὰ ἐν αὐτῷ ὡς ἐν τόπῳ· ἀλλὰ ἔχει αὐτὰ ὡς ἑαυτ ῷ ἔχω ν, καὶ ἐνὼ ν αὐτοῖς, πάντω ν μὲν ὁμοῦ ὄντ ω ν, καὶ ἐν ἀμε ρ ε ῖ ὄντ ω ν ἐν αὐτῷ· διακεκρι μ έ ν ω ν δέ, ἐν τῷ ἀμε ρ ε ῖ ἀμε ρ ῶ ς . Αἱ τοίνυν νοή σ ε ι ς αὐτοῦ εἰσι τὰ ὄντα· τὰ δὲ ὄντα εἰσὶ τὰ εἴδη . Τα όντα είναι «αντικείμενα» νόησης, πριν ακόμα έλθουν στην ύπαρξη. Η νόηση του Θεού, όχι στραμμένη σε κάτι έξωθεν αυτής, δημιουργεί τα όντα. Όπως διευκρινίζεται στη συνέχεια: Νοήσει ς δὲ οὐχ οὕτω ς ἀκουστ έ ο ν, ὅτι, ἐπειδὴ τόδ ε ἐνν ό η σ ε ν, ἐγέν ε τ ο τόδ ε, ἢ ἐστὶ τόδ ε· ταύτη ς γὰρ τῆς νοήσ ε ω ς προηγ ε ῖ σθ α ι δεῖ νοού μ ε ν ό ν τι, ἵνα αὐτὸ νοή σα ς ποιήσῃ· ἀλλὰ νοεῖ τὰ ὄντα, ἅτε ἑαυτὸ ν νοῶ ν, καὶ τοῖς ἑνοῦ σι συναπτ ό μ ε ν ο ς , δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι το νοούμενο, τα όντα, προηγείται της νοήσεως. Αλλά καθώς ο Θεός νοεί τα όντα, νοώντας στην πραγματικότητα τον εαυτό Του, η θεία παρουσία έχει το
71
απόλυτο προβάδισμα. Υπενθυμίζουμε ότι δεν πρόκειται για χρονικό προβάδισμα, καθώς και ο χρόνος λαμβάνει τρόπο ύπαρξης με τη γένεση των όντων· ο Θεός είναι εκτός χρόνου. Αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: αὐτὴ γὰρ αὐτῷ ἡ νόησι ς γένε σί ς ἐστι τοῖς οὖσι . Η αρχική ομοιότητα με τις αριστοτελικές θέσεις έχει αποκαλυφθεί απόλυτη διαφορά. Ο αριστοτελικός θεός αυτοσκοπούμενος απολαμβάνει την μακαριότητα της θεωρητικής ενέργειας και αγνοεί τα όντα. Ο Θεός της Εκκλησίας, αέναα δημιουργός των όντων, ευφραίνεται με τα τεχ ν ου ρ γ ή μ α τ ά Του, δίνει και σε αυτά τη δυνατότητα να Τον απολαμβάνουν. Για τον Μάξιμο αληθινή γνώση είναι η δημιουργική ενέργεια (σοφία) και η αὐτογ ν ῶ σ ι ς του Θεού, και όχι η γνώση νοητικής συναγωγής ποιοτήτων ούτε η γνώση που προκύπτει από τη συνάντηση υποκειμένου-αντικειμένου. Η αληθινή γνώση θεμελιώνεται σε μία νόηση μὴ ἔχουσά τι καθάπαξ ὑποκείμ ε ν ο ν , γι' αυτό και είναι απόλυτη-απελεύθερη της ουσίας, απλώς εγγεγραμμένη στη θεία υπερούσια απλότητα. Αντίθετα, η ανθρώπινη νόηση είναι εγκλωβισμένη στην ουσία είτε επειδή αποτελεί η ίδια μία απλή ποιότητα της ουσίας είτε επειδή στρέφεται αποκλειστικά στη διερεύνηση ποιοτήτων της ουσίας 220. Συνεπώς, η γνώση του Θεού εκ μέρους του ανθρώπου δεν αναζητά τους κατ' αὐτὸν λόγους αλλά εξετάζει μόνο τοὺς περὶ αὐτό ν . Πρόκειται για ανυπέρβατη αναπηρία των ανθρώπινων δυνατοτήτων και όχι για περιστασιακή έλλειψη των κατάλληλων συλλογισμών ή αποδεικτικών μεθόδων. Η συλλογιστική έχει όρια: επαρκεί ως κατάλη ψι ς οντικών ποιοτήτων, αδυνατεί όμως να προσεγγίσει τον Απρόσιτο. Μόνο με τη δική Του Ενέργεια, όταν ο νους περικυκλωθεί και απορροφηθεί απόλυτα από το ακατάληπτον του Θεού, φτάνει στη γνώση Του221. Αντί της γνώσης η αγνωσία, αντί του λόγου η σιγή: Τὸν Θεὸν ἡ τελε ί α μόνη κέκραγ ε σιγή, καὶ ἡ παντε λ ὴ ς καθ ᾿ ὑπερο χ ὴ ν ἀγνω σί α παρίστ η σ ι 222. 7. Συμπερασματικά. 1. Καμία από τις φιλοσοφικές κατηγορίες περί του όντος, το εἶναι , η ουσία, η ύπαρξη, δεν κυριολεκτεί αποδιδόμενη στη θεία υπερουσιότητα. 2. Λέμε ότι ο Θεός είναι ἀκίνητ ο ς . Επίσης λέμε ότι ο Θεός κινεῖτ αι, αφενός στα όρια της αγίας Τριάδος, αφετέρου προς τα κτίσματά Του· ως κίνησι ς του Θεού στα όρια της Τριάδος ορίζεται η αλληλοπεριχώρηση των Προσώπων Της· ως κίνησι ς του Θεού προς τον κόσμο ορίζεται η αγαπητική Πρόνοια γι’ αυτόν. Η ενανθρώπηση του Υιού είναι επίσης κίνησι ς προς την κτιστή φύση. 3. Η ορολογία της κινήσε ω ς και των διαστάσεών της, μολονότι χρησιμοποιείται και σε αναφορά προς το Θεό, αδυνατεί εν τέλει να Τον περιγράψει. Όσον αφορά το Θεό, οι όροι της κινήσε ω ς υπερβαίνονται: ο Θεός είναι αχώρητος κατά την ουσία, απερινόητος κατά τη δύναμη, απερίγραφος κατά την ενέργεια, άναρχος, ατελεύτητος, ἀόρισ τ ο ς . 4. Δημιουργία σημαίνει μετάδοση της κινήσε ω ς . Η έναρξη της κινήσε ω ς των όντων ταυτίζεται με την εκ Θεού γένεσή τους. Η έναρξη της κινήσε ω ς είναι και είσοδος στην ύπαρξη. Η αιτία της κινήσε ω ς των όντων είναι και αιτία της ύπαρξής τους. 5. Το αληθινό εἶναι κείται στα έσχατα και ταυτίζεται με το ἀεὶ εὖ εἶναι . Επειδή ανάμεσα στο εἶναι και το ἀεὶ εὖ εἶναι μεσολαβεί το εὖ εἶναι , η ελεύθερη συμπόρευση με το 220
Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ί α ς..., PG 90, 1125D. Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 992C-D: Θεολο γ ε ῖ ν μ έ λλω ν, μ ὴ το ὺ ς κατ ᾿ α ὐ τ ὸ ν ζη τ ή σ ῃ ς λό γου ς (ο ὐ μ ὴ γ ὰ ρ ε ὕ ρ ῃ ἀνθρ ώ πινο ς νο ῦ ς· ἀλλ ᾿ ο ὐ δ ὲ ἄλλου τιν ὸ ς τ ῶ ν μετ ὰ Θε όν), ἀλλ ὰ το ὺ ς περ ὶ α ὐ τ ό ν, ὡ ς ο ἷό ν τε, διασκ ό πει. Ο ἷον το ὺ ς περ ὶ ἀϊδι ό τη τ ο ς , ἀπειρ ί ας τε κα ὶ ἀ οριστ ί α ς , ἀ γαθ ό τ η τ ό ς τε κα ὶ σοφ ί ας κα ὶ δυν ά μ ε ω ς , δημιου ρ γ ικ ῆ ς τε κα ὶ προνο η τ ι κ ῆ ς , κα ὶ κριτικ ῆ ς τ ῶ ν ὄντω ν. Ο ὗ το ς γ ὰ ρ ἐν ἀνθρ ώ ποις μ έ γα ς θεολ ό γο ς , ὁ το ύ τ ω ν το ὺ ς λό γου ς κἂ ν ποσ ῶ ς ἐξευρ ί σκω ν . Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 4, 224C: ὅ ταν ὁ νο ῦ ς τ ῷ ἀκατ αλ ήπ τ ῳ το ῦ Θεο ῦ πάν τ ο θ ε ν περισχεθ ῇ , κατα λ α μ β ά ν ει τ ὸ ζητ ο ύ μ ε ν ο ν . 222 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1365C. 221
72
κατὰ φύσιν , απελευθερώνονται τα όντα από την αναγκαιότητα της ίδιας τους της ύπαρξης. 6. Η περιγ ρ αφὴ των όντων στα όρια του χώρου και χρόνου είναι άρρηκτα συνδεμένη με τον τρόπο ύπαρξης των όντων, την κίνησίν τους. Χώρος και χρόνος είναι αλληλένδετοι. Φύση, χώρος και χρόνος στην συναλληλία τους, ορίζουν το υπαρκτικό πεδίο εντός του οποίου "λαμβάνει χώρα" η τροπικότητα της ύπαρξης των όντων. 7. Ο χρόνος και ο χώρος είναι κτίσματα του Θεού. Προϋποθετική κίνησι ς που ορίζει το χώρο και μετρείται ως χρόνος δεν είναι η αυτοσκοπούμενη κίνησι ς μιας εσωστρεφούς φύσεως χωρίς αναφορά σε έξωθεν αρχή και τέλος· προϋποθετική κίνησι ς είναι η παρουσία του Θεού στον κόσμο, η αδιάστατη Πρόο δ ό ς Του στα αενάως δημιουργήματά Του. Χρόνος είναι τὸ μετ ρ ο ύ μ ε ν ο ν , η διηνεκής δημιουργική-προνοιακή κίνησι ς του Θεού προς τα όντα. Σ’ αυτήν την κίνησιν διανοίγεται ο χώρος. 8. Η αδιάλειπτη, ζωοποιός και συνεκτική κίνησι ς του Θεού προς τα όντα, η Πρόνοια, δεν είναι άλλη από την αγάπη και τον έρωτά Του γι’ αυτά. 9. Η κίνησι ς των όντων συνδέει την αιτία της δημιουργίας τους με το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Την κατεύθυνση της κινή σε ω ς των όντων από τη συγκεκριμένη αρχή στο συγκεκριμένο τέλος, εγγυώνται οι λόγ οι τους, τα ἀγαθὰ θελή μ α τ α του Θεού. Ονομάζονται παραδ ε ίγ μ α τ α , επειδή λειτουργούν ως πρότυπα σύμφωνα με τα οποία δημιουργούνται τα όντα. Ονομάζονται προ ορισμ ο ί, επειδή λειτουργούν ως τέλη προς τα οποία τείνουν τα όντα, για να πραγματώσουν το όντως εἶναι -τους. Ο ένας και ενοποιός λόγος της φύσεως είναι ο Θεός, η αρχή και το τέλος των όντων. 10. Η εκ πρώτης όψεως αναίτια, πολυδιασπασμένη και άσκοπη κίνησι ς των όντων δεν απαξιώνεται κατά κανένα τρόπο, αλλά καθαγιάζεται από την πορευόμενη προς αυτήν θεία πρόνοια. Η κίνησι ς , στο βαθμό που δεν εκτρέπεται αυτονομημένη και αυτοσκοπούμενη από τον κοινό λόγο που έχει εντεθεί στη φύση, συναντάει την κίνησι ν του Θεού και γίνεται όχημα επιστροφής της κτίσης στο Θεό.
73
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ. Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ-ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 1. Εισαγωγικά Στο προηγούμενο κεφάλαιο διερευνήσαμε τις διδαχές του αγίου Μαξίμου σχετικά με την ακινησία αλλά και την κίνηση του Θεού, την απρόσιτη υπερουσιότητά Του αλλά και τη δημιουργική-προνοιακή Του Ενέργεια. Τονίσαμε ότι τα θελήματα του Θεού, οι λόγοι-προορισμοί των όντων, λειτουργούν δυνητικά προς τη συναγωγή του ενός λόγου και την ενοποίηση των πάντων στο πρόσωπο του Λόγου. Μέσω της κατὰ φύσιν κίνησης των όντων προς το ἔσχατ ο ν ὀρεκτ ό ν , το Θεό, συνδέονται και ταυτίζονται η αρχή και το τέλος της Δημιουργίας. Εναπόκειται στο ελεύθερο προσωπικό θέλημα του ανθρώπου να ενεργοποιήσει τη δυνατότητα που του προσφέρεται από την έλλογη κτίση του Θεού, και να οδηγήσει ως μεσίτης και ιερέας την κίνηση των όντων στο φυσικό της τέλος. Η μεσιτεία αυτή, κατεξοχήν ύστερα από την ενανθρώπηση του Χριστού, λειτουργεί αφετηριακά ως πρόσληψη του κόσμου και τελειώνεται με την αναφορά των πάντων στο Θεό. Η πρόσληψη του κόσμου προϋποθέτει τη γεμάτη προσκόμματα σχέση του ανθρώπου με τα όντα, όπως την προδιέγραψε ο Θεός απευθυνόμενος στον πεπτωκότα Αδάμ. Αυτή η σχέση εκφαίνεται ως πολύμορφη κίνηση προς τα πράγματα και μοιάζει να εξυπηρετεί πρωταρχικά τη συντήρηση και ανέλιξη της ζωής μέσα από την οργανική ένταξη στον κόσμο. Ενώ, λοιπόν, αυτή η σχέση-κίνηση εκτυλίσσεται καταρχάς και στην αμεσότητά της σε ένα προ-σκεπτικό επίπεδο, λειτουργεί την ίδια στιγμή και σε μια εμπειρική-γνωστική προοπτική· ο νους, συναιρώντας αλλά και υπερβαίνοντας το σύνολο των γνωστικών δυνάμεων του ανθρώπου, κινείται προς τα όντα· μέσα στο κάλλος του κόσμου (=της σοφής δημιουργίας) και τους λόγους των πραγμάτων (=πεπραγμένων όντων) διαβλέπει την αρχική τους αιτία, συνάγει τον ένα λόγο της κτίσεως και τον αναφέρει στο Δημιουργό. Η προσωπική σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα γίνεται αφετηρία μιας πορείας γνωστικής, μιας ανάβασης από τα κτίσματα στον Κτίστη. Ονομάσαμε -και θα τη μελετήσουμε στα κείμενα του Ομολογητού - τη στροφή του νου προς τα αισθητά και νοητά όντα, την ανάβαση προς τη γνώση του Θεού και την αλήθεια, ανθρωπολογική-γνωστική κίνηση επιστροφής. Ο γνωστικός χαρακτήρας της κίνησης του ανθρώπου προς τα όντα δεν ισοδυναμεί με μια εγκεφαλική ή στενά διανοητική λειτουργία. Μπορεί αυτή η κίνηση να ενεργείται από το νου, όμως στην ανθρωπολογία του Μαξίμου ο νοῦς συγκεφαλαιώνει τον προσωπικό τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου· δεν είναι απλώς το όργανο που εκτελεί την επιστημονική αποκρυπτογράφηση του κόσμου, αλλά ενοποιεί και συντονίζει όλες τις προσωπικές δυνάμεις, την ίδια την έκσταση του έλλογου υποκειμένου στον αντικείμενο, επίσης κατὰ λόγο ν δομημένο, κόσμο. Η έρευνα, λοιπόν, της γνωστικής προοπτικής της κίνησης συνδέεται άρρηκτα με τη θεωρία του Ομολογητή για τους λόγους. Η κίνηση του νου προς τους λόγους πραγμάτων και γεγονότων είναι απάντηση στο κάλεσμα της λογικότητας του κόσμου και αποκαλύπτει τον άνθρωπο σε διάλογο προς το Έτερον, την ενυπάρχουσα στα όντα και τους λόγους τους σοφία του Θεού. Πρόκειται για ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση του ίδιου του Θεού, που ενυπάρχει ως ο ένας Λόγος σε κάθε δημιούργημα. Η επιστρεπτική-γνωστική κίνηση προς τα όντα δεν είναι απλή επανεύρεση του χαμένου προπτωτικού παραδείσου. Η συναγωγή του ενός λόγου αποτελεί κίνηση ἐπιστ ρ ο φ ῆ ς του ανθρώπου και της δημιουργίας στην Αιτία και Αρχή τους. Αλλά ταυτοχρόνως λειτουργεί και ως ἀδιάστ α τ ο ς τῆς ἀκραιφν ο ῦ ς ἀρχῆ ς τε καὶ τέλ ου ς ἑνότ η ς 223, ως επίτευξη 223
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1081B-C: Π ά ντ α γ ὰ ρ τ ὰ κτισ τ ὰ κατ ᾿ ο ὐσ ί αν τε κα ὶ γ έ νεσιν παν τ ά π α σι κατ αφ ά σ κ ε τ α ι το ῖ ς ἰδ ίοις κα ὶ το ῖ ς περ ὶ α ὐ τ ὰ ο ὖσι τ ῶν ἐκτ ὸ ς λ όγοις περιεχ ό μ εν α. Ὑπεξ ῃ ρημ έ νη ς ο ὖ ν τ ῆ ς ἄκρας κα ί ἀποφα τικ ῆ ς το ῦ λ όγου θεολο γ ί α ς , καθ ᾿ ἣ ν ο ὔ τε λ έ γε τ α ι, ο ὔ τε νοε ῖ τ αι, ο ὔ τε ἔστι τ ὸ σ ύνολ ό ν τι τ ῶ ν ἄλλ ῳ συνεγ ν ω σ μ έ ν ω ν , ὡς ὑπερο ύ σιος , ο ὐ δ ὲ ὑπό τινο ς ο ὐ δαμ ῶ ς καθ ᾿ ὁ τιο ῦ ν μετ έ χ ε τ α ι, πολλο ὶ λ όγοι ὁ ε ἷς λ όγος
74
του εξαρχής τεθέντος σκοπού της δημιουργίας, της θεώσεως 224. Η κίνηση του ανθρώπου στη επιστρεπτική της εκδοχή είναι συνέργεια στη σωτηρία του. Στο προηγούμενο κεφάλαιο διερευνήσαμε την εκστατική κίνηση του Θεού προς τα όντα. Στο προκείμενο κεφάλαιο διερευνούμε τη γνωστική κίνηση του ανθρώπου προς τα όντα ως πορεία επιστροφής στο Θεό. Η συνάντηση των δύο κινήσεων είναι η σωτηρία: η ένωση Θεού και ανθρώπου. 2. Η κατὰ φύσιν κίνησι ς του ανθρώπου. 2.1. Φύσις και γνώμη (Κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοί ω σ ι ν). Για τον Μάξιμο η φύση του κάθε όντος δεν είναι ένα στατικό δεδομένο αλλά μία δυναμική ενότητα κινήσεων/ενεργειών που νοηματοδοτούνται από το τέλ ο ς προς το οποίο αυτές τείνουν και με την επίτευξη του οποίου καταπαύουν. Η κινητικότητα και τρεπτότητα, που είναι εγγενές συστατικό της κτιστής φύσεως, διαπερνάει και τη φύση των πρωτοπλάστων (από αυτήν ορίζεται εν γένει το κατὰ φύσιν του ανθρώπου). Η φύση του προπτωτικού ανθρώπου δεν ήταν στατική και δεδομένη, θα ολοκληρωνόταν στο τέλ ο ς προς το οποίο εκινείτο ο Αδάμ: κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοί ω σ ι ν . α) Με την κατ' εἰκόνα δημιουργία δόθηκε στην ανθρώπινη ψυχή: • η ἀφθαρ σί α, η ἀθανασί α ν, το ἀόρα τ ο ν • το αὐτοδ έ σπ ο τ ο ν και αὐτε ξ ο ύ σι ο ν. Τα πρώτα εικονίζουν τὸ θεῖον, τη θεία ύπαρξη ως τέτοια. Τα δεύτερα εικονίζουν την ουσία του Θεού (ἅπερ πάντα τῆς οὐσία ς τοῦ Θεοῦ εἰσιν εἰκονί σ μ α τ α ), δηλαδή το τι εἶναι η θεία ύπαρξη. β) Τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στο καθ’ ὁμοί ω σ ι ν είναι: • ἡ ἀπάθεια, τὸ πρᾶον, τὸ μακρ όθ υμ ο ν καὶ τὰ λοιπὰ τῆς ἀγαθό τ η τ ο ς τοῦ Θεοῦ γνω ρί σ μ α τ α . Έχουν και αυτά μια εικονιστική λειτουργία: εικονίζουν την ενέργεια του Θεού (ἅπερ πάντα ἐνε ρ γ ε ί α ς Θεοῦ εἰσιν παραστ α τ ικά ). Τα εἰκονί σ μ α τ α της θεότητας και της ουσίας του Θεού, όλα όσα δηλαδή φανερώνουν το κατ’ εἰκόνα , δόθηκαν στην ψυχή και αποτελούν για τον άνθρωπο φυσικά δεδομένα. Τα παραστ α τ ικὰ της ενέργειας του Θεού, όλα όσα δηλαδή χαρακτηρίζουν το καθ’ ὁμοί ω σ ι ν , αφέθηκαν στην αυτεξούσια γνώμη του ανθρώπου.
ὁ πρῶτ ο ς τοῦ Θεοῦ σκοπὸς ἦν τὸ ἄνθρ ωπ ο ν γενέ σθ α ι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοί ω σι ν 225 αφέθηκε στη γνώμη ἀπάθεια παραστατικά καθ’ ὁμοί ω σ ι ν πρᾶον της ενέργειας μακρό θυ μ ο ν του Θεού γνω ρ ί σ μ α τ α ἀγαθό τ η τ ο ς
ἐστ ί , κα ὶ ε ἷ ς ο ἱ πολλο ί · κατ ὰ μ ὲ ν τ ὴ ν ἀγαθοπ ρ ε π ῆ ε ἰ ς τ ὰ ὄντα το ῦ ἑν ὸς ποιη τικ ή ν τε κα ὶ συνεκ τι κ ὴ ν πρ ό οδον πολλο ὶ ὁ ε ἷ ς, κατ ὰ δ ὲ τ ὴ ν ε ἰ ς τ ὸ ν ἕνα τ ῶ ν πολλ ῶν ἐπιστρ ε π τ ι κ ή ν τε κα ὶ χειρα γ ω γ ι κ ή ν ἀναφορ ά ν τε κα ὶ πρ ό νοιαν, ὥσπερ ε ἰ ς ἀρχ ὴν παν τ ο κ ρ α τ ο ρ ι κ ὴ ν ἢ κ έ ντ ρ ο ν τ ῶ ν ἐξ α ὐ το ῦ ε ὐ θει ῶ ν τ ὰ ς ἀρχ ὰ ς προειληφ ὸ ς κα ὶ ὡς π ά ν τ ω ν συναγ ω γ ό ς , ε ἷς ο ἱ πολλοί . Πρὸς Θαλάσσι ο ν..., PG 90, 609B. Ο όρος ἀδιά σ τ α τ ο ς σημαίνει συνεχής, ενιαίος, χωρίς κενά. Αποδίδεται κατεξοχήν στο Θεό που έχει ως ίδιον την απόλυτη ενότητα (1232B). 224 Ἐπιστολὴ ΚΔ΄, PG 91, 609C: Εἰ ς το ῦ τ ο γ ὰ ρ ἡμ ᾶ ς κα ὶ πεποίηκε ν, ἵνα γεν ώ μ ε θ α θείας κοινω νο ὶ φύσεω ς , κα ὶ τ ῆ ς α ὐ το ῦ ἀϊδιότ η τ ο ς μέτο χ ο ι· κα ὶ φαν ῶμεν α ὐτ ῷ ὅμοιοι κατ ὰ τ ὴν ἐκ χάρι τ ο ς θέωσιν· δι’ ἣν π ᾶσά τε τ ῶ ν ὄντω ν ἡ σύστ ασί ς ἐστι κα ὶ ἡ διαμον ὴ κα ὶ ἡ τ ῶν μ ὴ ὄ ντω ν παρα γ ω γ ὴ κα ὶ γένεσι ς . 225 Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu. III, 1.
75
δόθηκε στην ψυχή εικονίσματα του θείου κατ’ εἰκόνα εικονίσματα της ουσίας του Θεού
ἀφθαρ σί α ἀθανα σί α ἀόρα τ ο ν αὐτοδ έ σπ ο τ ο ναὐτε ξ ο ύ σι ο ν
Κάνοντας ο άνθρωπος ελεύθερη χρήση των εἰκονι σ μ ά τ ω ν της ουσίας του Θεού (όχι της αφθαρσίας, της αθανασίας και του αόρατου, αλλά του αυτεξουσίου) μπορεί να πραγματώσει και την ὁμοί ω σι ν. Ο άνθρωπος, δηλαδή, ξεκινά έχοντας ως δεδομένα τα στοιχεία που εικονίζουν την ουσία του Θεού και κινείται για να ομοιωθεί (να αποτελέσει και πάλι εικόνα!) και προς εκείνα που αντιστοιχούν προς την ενέργειά Του. Η φυσική κίνηση οφείλει να αναχθεί σε ενέργεια με συγκεκριμένο τέλος: την ομοίωση με το Θεό. Η ανθρώπινη φύση, το “τι ήταν να γίνει” ο άνθρωπος σύμφωνα με το σκοπό του Δημιουργού, θα πραγματωθεί εν τέλει με τη συνδρομή της γνώμ η ς 226, της ελευθερίας. Τα φυσικά δεδομένα της ψυχής (ως εικόνας του Θεού) συνιστούν απλώς δυνάμ ε ι την ανθρώπινη φύση· και μόνο χάρη στην γνώμη ν και την ἐνε ργ ε ί ᾳ ομοίωση προς τα εικονίσματα της ενέργειας του Θεού θα πραγματωθεί στην αλήθεια και πληρότητά της η φύση του ανθρώπου. Και αν το κατ’ εικόνα συνιστά καταρχάς γέννηση του ανθρώπου, το καθ’ ομοίωσιν αποτελεί μία άλλη γέννηση εκθεωτική· καθοριστικά γι’ αυτήν είναι εκ μέρους του Θεού η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και εκ μέρους του ανθρώπου η έμφυτη δυνατότητα -δώρο Θεού- που ενεργοποιείται ως αυτεξούσια προαίρεση τήρησης των εντολών: Οὐ γὰρ ἦν δυνατ ὸ ν ἄλλ ω ς Υἱὸν ἀποδε ιχ θ ῆ ν α ι Θεοῦ καὶ Θεὸν κατὰ τὴν ἐκ χάριτ ο ς θέωσι ν τὸν γενό μ ε ν ο ν ἄνθ ρ ωπ ο ν, μὴ πρότ ε ρ ο ν κατὰ προαί ρ ε σ ι ν γενν ηθ έ ν τ α τῷ Πνεύμα τι, διὰ τὴν ἐνοῦ σα ν αὐτῷ φυσικῶ ς αὐτοκίνη τ ο ν καὶ ἀδέσπ ο τ ο ν δύναμι ν 227. Ο άνθρωπος δημιουργείται ως εικόνα της ουσίας του Θεού και με την ελευθερία του γίνεται και εικόνα της αγαθής ενέργειάς Του 228. Η κατ’ εἰκόνα ύπαρξη σώζεται και πλη226
Κεφάλαια Σ΄ Περὶ θεολ ο γί α ς ..., PG 90, 1088Β-C. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1345D: Φασ ὶ ν ο ἱ τ ὰ θε ῖ α μυστικ ῶ ς περι έ πον τ ε ς λ όγια, κα ὶ το ῖ ς ὑψηλο τ έ ρ οι ς , ὡς ε ἰ κ ό ς, α ὐ τ ὰ σεμν ύ νον τ ε ς θεω ρ ή μασι, κατ ᾿ ε ἰκ όνα Θεο ῦ κατ ᾿ ἀ ρχ ὰ ς γεγε ν ῆ σθαι τ ὸ ν ἄνθρω πο ν, ἐπ ὶ τ ῷ π ά ν τ ω ς γεννη θ ῆ ναι κατ ὰ προα ί ρεσιν Πνε ύμα τι, κα ὶ προσλαβ ε ῖ ν τ ὸ καθ ᾿ ὁμο ί ωσιν δι ὰ τ ῆ ς τηρ ή σε ω ς τ ῆ ς θε ίας ἐντολ ῆ ς α ὐ τ ῷ προσγε ν ό μ ε ν ο ν, ἵνα ᾗ ὁ α ὐ τ ὸ ς ἄνθρω πο ς πλ ά σμ α μ ὲν το ῦ Θεο ῦ κατ ὰ φ ύσιν, Υἱὸς δ ὲ Θεο ῦ κα ὶ Θε ὸ ς δι ὰ Πνε ύ μα τ ο ς κατ ὰ χ ά ριν . Βλ. και Ἰ. Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ , Τὸ προπατ ο ρ ι κ ὸ ν ἁμά ρ τ η μ α , σελ. 144: «Ἡ διδασκαλία ὅ τι ἡ σω τη ρί α ἐξαρ τ ᾶ τ α ι ἐκ το ῖ ς ἐνοικούση ς ἐν τ ῷ ἀ νθρώ π ῳ ζωοποιο ῦ ἐνεργ εία ς το ῦ Ἁγίου Πνεύμα τ ο ς ε ἶναι τ ὸ κοιν ὸν γνώ ρισμ α τ ῆς Ἁγίας Γραφ ῆ ς, τ ῆ ς ἀ ρχαία ς Ἐκκλησία ς , κα ὶ ὅλων τ ῶ ν Πατέ ρ ω ν τ ῆ ς Ὀρθοδόξ ου παραδ όσ ε ω ς , ἀ ποτ ελ ε ῖ δ ὲ τ ὴ ν ὅλην βάσιν τ ῶ ν μυστ η ρ ι α κ ῶ ν πράξε ω ν τ ῆ ς Ὀρθοδόξ ου Ἐκκλησία ς . Ἐπ ὶ πλέον δ ὲ ἡ περ ὶ ἀφθαρ τ ο π ο ι ο ῦ ἐνεργ εί α ς το ῦ Πνεύμα τ ο ς ἀντίληψις ε ἶναι ἡ κλε ὶς τ ῆς κατ α ν ο ή σ ε ω ς το ῦ κατ’ ε ἰ κόνα κα ὶ καθ’ ὁμοίωσιν το ῦ Θεο ῦ ». 228 Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu. III, 1: Τί ἐστι τ ὸ ποι ή σωμ εν ἄνθρω πο ν κατ’ ε ἰκ ό να Θεο ῦ κα ὶ ὁμο ί ωσιν, κα ὶ ὑποκα τ α β ὰ ς λ έ γει κα ὶ ἐπο ί ησεν ὁ Θε ὸ ς τ ὸ ν ἄνθρω π ο ν, κατ’ ε ἰκ όνα Θεο ῦ ἐπο ί ησεν α ὐ τ ὸ ν κα ὶ παρ έ λειπε ν τ ὸ καθ’ ὁμο ί ωσιν; Ἐπειδ ὴ ὁ πρ ῶ το ς το ῦ Θεο ῦ σκοπ ὸ ς ἦν τ ὸ ἄνθρω π ο ν γεν έ σθαι κατ’ ε ἰκ όνα Θεο ῦ κα ὶ ὁμο ί ωσιν, ἔστι δ ὲ τ ὸ κατ’ ε ἰ κ ό να ἡ ἀφθαρσ ί α, ἡ ἀθανασ ί α, τ ὸ ἀόρα τ ο ν, ἅπερ ε ἰκον ί ζει τ ὸ θε ῖ ον, τα ῦ τ α δ έ δωκε ν ἔχειν τ ῇ ψυχ ῇ, δεδω κ ὼ ς α ὐ τ ῇ μετ ὰ το ύ τ ω ν κα ὶ τ ὸ α ὐ τοδ έσπο τ ο ν κα ὶ αὐ τεξ ο ύ σιον, ἅπερ π ά ν τ α τ ῆ ς ο ὐσ ί ας το ῦ Θεο ῦ ε ἰσιν ε ἰκον ί σμα τ α . Τ ὸ δ ὲ καθ’ ὁμο ί ωσ ί ν ἐστιν ἡ ἀπ ά θεια, τ ὸ πρ ᾶ ον, τ ὸ μακρ ό θυμ ο ν κα ὶ τ ὰ λοιπ ὰ τ ῆ ς ἀγαθ ό τ η τ ο ς το ῦ Θεο ῦ γνω ρ ί σμ α τ α , ἅπερ π ά ν τ α ἐνεργ ε ί α ς Θεο ῦ ε ἰσιν παρασ τ α τ ι κ ά . Τ ὰ ο ὖν τ ῆ ς ο ὐσ ίας αὐ το ῦ , ἅπερ τ ὸ κατ’ ε ἰκ ό να δηλο ῦ σιν, δ έ δωκε φυσικ ῶ ς τ ῇ ψυχ ῇ· ἃ δ ὲ τ ῆ ς ἐνεργ ε ί α ς ε ἰσ ὶν το ῦ Θεο ῦ , τ ὸ καθ’ ὁμο ί ωσιν χαρακ τ η ρ ί ζ ο ν τ α , τα ῦ τ α τ ῇ ἡμετ έ ρ ᾳ α ὐ τεξου σ ίῳ ἀφ ῆκε γν ώ μ ῃ , ἀναμ έ νω ν το ῦ ἀνθρ ώ που τ ὸ τ έ λο ς , ε ἴ πως ἑαυτ ὸ ν δι ὰ τ ῆ ς μιμ ήσεω ς τ ῶν 227
76
ρούται στην ὁμοί ω σί ν της με το Θεό, στην επίτευξη του τέλ ου ς της. Η εγγενής κίνηση του προπτωτικού ανθρώπου κατευθυνόταν απρόσκοπτη προς αυτό το τέλ ο ς , καθώς βρισκόταν ήδη στην τροχιά του κατά φύσιν· έτεινε προς την ένωση με το Θεό229. Το τέλ ο ς , η πληρότητα του ανθρώπινου τρόπου ύπαρξης (το ἀεὶ εὖ εἶναι ), ήταν και πριν από την πτώση ένα ζητούμενο, πλην όμως ένα ζητούμενο εφικτό, αφού ο άνθρωπος όδευε προς αυτό με τη φυσική του κίνηση μέσα στην ενότητα της φύσης και την αμεσότητα της παρουσίας του Δημιουργού. Μαζί όμως με τη φυσική κίνηση ο Αδάμ ήταν προικισμένος και με γνώμη ν, ελεύθερο θέλημα καθοριστικό του προσώπου 230. Ενεργώντας ελεύθερα μετάλλαξε τον τρόπο της κινήσεώς του. Η ίδια βέβαια η κίνηση ήταν ένα αναπόδραστο δεδομένο, αλλά ο τρόπος της, το πῶς κινεῖσθ αι , καθορίστηκε από τον άνθρωπο. Αυτός έστρεψε την γνωμικὴ ν κίνησή του όχι προς το κατὰ φύσιν τέλος της, την ομοίωση με το Δημιουργό, αλλά προς τα αισθητά και την παρὰ φύσιν ομοίωση με αυτά: Τῆς οὖν πρὸς τὸ τέλ ο ς ἐνε ρ γ ε ί α ς τῶν κατά φύσιν δυνάμ ε ω ν ὁ πρῶτ ο ς ἄνθ ρ ωπ ο ς ἐλλε ίψ α ς τὴν κίνησιν, τὴν τῆς οἰκεία ς αἰτίας ἐνόσ η σ ε ν ἄγνοια ν· ἐκεῖν ο ν νομίσα ς εἶναι θεόν, διά τῆς συμ β ου λ ῆ ς τοῦ ὄφε ω ς, ὅνπε ρ ἔχειν ἀπόμο τ ο ν ὁ τῆς θείας ἐντ ο λ ῆ ς διετά ξ α τ ο λόγο ς. Οὕτω δὲ παρα β ά τ η ς γενό μ ε ν ο ς καὶ τὸν Θεὸν ἀγνοή σ α ς, πρὸς ὅλην τὴν αἴσθησι ν ὅλην ἀπρὶξ ἀναμί ξα ς τὴν νοε ρ ὰ ν δύναμι ν, τὴν σύνθ ε τ ο ν καὶ ὀλέθ ρ ι ο ν πρὸς πάθος ἐνε ργ ο υ μ έ ν η ν τῶν αἰσθητ ῶ ν ἐπεσπάσα τ ο γνῶσι ν, καὶ παρασυν ε β λ ή θ η τοῖς κτήνε σι ν τοῖς ἀνοή τ ο ι ς καὶ ὡμοι ώ θ η αὐτοῖ ς, τὰ αὐτὰ αὐτοῖ ς κατὰ πάντα τρόπο ν καὶ ἐνε ργ ῶ ν καὶ ζητ ῶ ν καὶ βουλ ό μ ε ν ο ς , καὶ πλέον εἰς ἀλογίαν ἔχων τοῦ κατὰ φύσιν λόγ ου πρὸς τὸ παρὰ φύσιν τὴν ἄμειψιν 231. Η αμαρτωλή απόφαση του Αδάμ και της Εύας συμπαρέσυρε και τη φύση στη φθορά. Οι φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου δεν ενεργοποιήθηκαν, διότι η κίνησή του έχασε τον στόχο της και αυτονομήθηκε. Αυτό και μόνο είναι το κακό: τὸ κακὸν τῆς πρὸς τὸ τέλ ο ς τῶν ἐγκειμ έ ν ω ν τῇ φύσει δυνάμ ε ω ν ἐνε ρ γ ε ί α ς ἐστὶ ν ἔλλ ε ιψι ς, καὶ ἄλλο καθάπαξ οὐδέ ν 232. Η μη ενεργοποίηση των φυσικών δυνάμεων είναι νόσος που οδηγεί τη φύση στη φθορά. Φθορά της φύσης δεν σημαίνει και ουσιαστική μεταβολή σε κάτι το κακό. Πρόκειται μόνο για μεταποίη σι ν , για «μετάθεση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της φύσης από την προσωπική ετερότητα και ελευθερία στην ενστικτώδη και απολυτοποιημένη ανάγκη επιβίωσης της ατομικότητας»233. Διπλή, λοιπόν, ήταν η αστοχία της ελευθερίας του προπάτορος: πρώτη και επιλήψιμη, η στροφή του από το αγαθό στο κακό και η πτώση· δεύτερη και ανεπίληπτη, οφειλόμενη στην πρώτη, η είσοδος της φθοράς στην αρχικά θεοπρ επ ῶ ν τ ῆ ς ἀ ρετ ῆ ς γνω ρισμ ά τ ω ν τ ῷ Θε ῷ ὅμοιον κατ ασ τ ή σ ῃ· δι ὰ το ῦ τ ο ο ὖν παρ έ λειπε ν ἡ θε ί α γραφ ὴ ἐν το ῖ ς μετ ὰ τα ῦ τ α λεχθε ῖ σιν τ ὸ καθ’ ὁμο ίωσιν. 229 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν Ἐκκλησια σ τ ὴ ν 1, PG 44, 624B: οἰ κεία μ ὲ ν κα ὶ κατ ὰ φύσιν το ῖ ς ἀ νθρώ ποι ς ἐστ ὶ ν ἡ ζω ὴ ἡ πρ ὸ ς τ ὴ ν θείαν φύσιν ὡμοιωμέ ν η. Βλ. και Π. ΝΕΛΛΑΣ, «Γεννη θ ῆ ναι ἄνωθεν ». Οι δογμ α τ ι κ έ ς , μυστ η ρ ι α κ ὲ ς κα ὶ ἀνθρω πολ ο γ ικ ὲ ς προϋποθ έ σ ε ι ς τ ῆ ς πνευμ α τ ι κ ῆ ς ζω ῆ ς , Σύναξη 3 (1982), σελ. 21-33: «Διαπιστώσαμε μελετώντας τον Άγιο Μάξιμο, ότι ο Αδάμ είχε ένα σκοπό να εκπληρώσει. Όφειλε να συνενώσει μέσα του όλη τη δημιουργία και να την προσφέρει μαζί με τον εαυτό του στο Θεό. Και ο Θεός θα δεχόταν την προσφορά και θα ολοκλήρωνε τη δημιουργία ενυποστασιάζοντάς την στο πρόσωπο του Υιού Του. Έτσι, η ανθρώπινη φύση θα ενωνόταν με τη θεία και θα ζούσε με την αιώνια και πέρα από κάθε έλλειψη και φθορά ζωή της Θεότητος». 230 Πρὸς Μαρῖνο ν, PG 91, 53C: Προσώπου γ ὰ ρ ἀφορισ τικ ὸ ν ὑπάρχει τ ὸ γνω μικόν . 231 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 253C-D. 232 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 253Β. 233 Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Ἡ ἐλευθ ε ρ ί α τοῦ ἤθου ς, Αθήνα 1979, σελ. 47.
77
άφθαρτη φύση234. Η γνώμ η του ανθρώπου εξέκλινε του λόγου της φύσεως και μοιραία η φυσική κίνηση απώλεσε το στόχο της, την πρὸς τὸν Θεὸν προαί ρ ε σ ι ν. Και όταν ο νους αρνήθηκε να κινηθεί προς το Θεό, μη έχοντας αλλού να κινηθεί, παραδόθηκε στην αίσθηση. Το σαρκικό πάθος, χρησιμοποιώντας ως άλλοθι την αισθητική λειτουργία, βυθίζει το νου σε σκότος, τον εξαπατά, τον εξαναγκάζει να σέρνεται στις επιφάνειες των αισθητών, ενώ αυτές τον κρατούν δέσμιο και αποκλεισμένο από την φυσική του πρόσβαση στα νοητά. Η παράβαση του Αδάμ επιφέρει έκτοτε μια γενικευμένη σύζευξη του ανθρώπου με την υλικότητα, την αέναη ροή, κίνηση, αλλοίωση, φθορά και θάνατο των στοιχείων που απαρτίζουν τον κόσμο των αισθήσεων. «Αντί η ψυχή διά των αισθήσεων να συγκεντρώσει μέσα της και στη συνέχεια μέσα στο Θεό και να ενώσει έτσι όλα τα από τη φύση τους διηρημένα, έλκεται από τα αισθητά και αιχμαλωτίζεται τελικά διαμέσου των αισθήσεων από αυτά. Έτσι, επικρατεί η διάσπαση. Ο άνθρωπος, αυτό το ὥσπε ρ τι τῶν ὅλω ν συνεκτικ ώ τ α τ ο ν ἐργα στ ή ρ ι ο ν, ὁ οἱον ε ὶ σύνδ ε σ μ ο ς φυσικὸ ς των πάντων, με την παραίτησή του από το κατά φύσιν έργο του και την παρά φύσιν υποταγή του στον αισθητό κόσμο, διέσπασε και τη σχετική ή δυναμική ενότητα που η ύπαρξή του, ως εικόνα Θεού, δημιουργούσε στο σύμπαν»235. Ούτε, όμως, μεταπτωτικά η φύση του ανθρώπου είναι ένα στατικό δεδομένο. Με όχημα και πάλι τη φυσική του κίνηση τείνει ο άνθρωπος στην πληρότητα του εἶναι -του, την κατό ρ θ ω σ ι ν τῶν κατὰ φύσιν λόγ ω ν · και αυτή παραμένει ένα ζητούμενο που δεν έχει αλλάξει: το ἀεὶ εὖ εἶναι ταυτίζεται πάντα με την ομοίωση προς το Θεό 236. Αλλά πλέον η εγγενής κίνηση του ανθρώπου βρίσκεται εγκλωβισμένη στην τροχιά του παρά φύσιν· η εκτροχιασμένη κίνηση δεν οδηγεί στο Θεό, αλλά παραμένει άστοχη και ατελής, αιχμάλωτη στην υλικότητα που ορίζουν οι επιφάνειες των αισθητών, στη φθορά και το θάνατο. Μέχρι την ἐνσ ω μ ά τ ω σ ι ν του Λόγου ο στόχος του κατά φύσιν ήταν ανέφικτος237, γιατί το παρά φύσιν είχε γίνει αναπόδραστη αναγκαιότητα σε βαθμό τέτοιο 234
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 405B-C: Φθαρε ῖ σα πρ ό τε ρ ο ν το ῦ κατ ὰ φ ύσιν λ ό γου το ῦ Ἀδ ὰ μ ἡ προα ί ρεσι ς τ ὴ ν φ ύσιν ἑαυτ ῇ συν έ φθειρ ε ν, ἀποθεμ έ νη ν τ ῆ ς ἀπαθε ί α ς τ ὴ ν χ ά ριν. Κα ὶ γ έ γον ε ν ἁμαρ τ ί α, πρ ώ τη μ ὲ ν κα ὶ ε ὐ δι ά β λη τ ο ς , ἡ πρ ὸ ς κακ ί αν ἀπ ὸ το ῦ ἀγαθο ῦ τ ῆ ς προαιρ έ σε ω ς ἔκπτ ω σι ς , δευ τ έ ρ α δ έ, δι ὰ τ ὴ ν πρ ώ την, ἡ τ ῆ ς φ ύσεω ς ἐξ ἀφθαρσ ίας ε ἰς φθορ ὰ ν ἀ δι ά βλη τ ο ς μετ απ ο ί ησι ς. Δύο γ ὰ ρ ἁμαρ τ ί αι γεγ ό νασιν ἐν τ ῷ προπ ά τ ο ρ ι κατ ὰ τ ὴ ν παρ ά β ασιν τ ῆ ς θε ί ας ἐντολ ῆ ς, ἡ μ ὲ ν διαβεβ λη μ έ ν η, ἡ δ ὲ ἀδι ά βλη τ ο ς , α ἰ τ ίαν ἔχουσα τ ὴ ν διαβεβ λη μ έ ν η ν, κα ὶ ἡ μ ὲ ν προαιρ έ σε ω ς , ἑκουσ ί ω ς ἀποθεμ έ νη ς τ ὸ ἀγαθ ό ν, ἡ δ ὲ φύ σεω ς, ἀκουσ ί ω ς δι ὰ τ ὴ ν προα ί ρεσιν ἀποθεμ έ νη ς τ ὴ ν ἀθανασ ί αν. 235 Εἰς τὴν προσ ευχ ὴ ν τοῦ Πάτε ρ ἡμῶ ν..., PG 90, 901D. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1112A-B: Δι ὰ τ ί δ ὲ ν έ φος ε ἶ ναι κα ὶ προκ ά λυ μ μ α τ ὴ ν σ ά ρκα φησ ὶ ν ὁ διδ ά σκαλ ο ς ; ὡς ε ἰδ ὼ ς ὅ τι πᾶ ς ἀνθρ ώ πινο ς νο ῦ ς πλαν ώ μενο ς , κα ὶ τ ῆ ς κατ ὰ φ ύσιν ἀπονε ύ ων κιν ήσεω ς , περ ὶ π ά θο ς κα ὶ α ἴ σθησιν κα ὶ α ἰ σθη τ ὰ ποιε ῖ τ αι τ ὴ ν κ ίνησιν, ο ὐκ ἔχων ἄλλοθ ί ποι κινηθ ῆναι, τ ῆς πρ ὸ ς Θε ό ν φυσικ ῶ ς φερο ύ ση ς κιν ή σεω ς διαμα ρ τ ή σα ς , κα ὶ διε ῖλε τ ὴν σ ά ρκα ε ἰς π άθο ς κα ὶ αἴ σθησιν, σαρκ ὸ ς γ ὰ ρ ἐμψ ύ χου ἀμφ ό τε ρ α δι ὰ το ῦ ν έφου ς κα ὶ το ῦ προκαλ ύ μμ α τ ο ς τα ῦ τ α δηλ ώ σας. Νέφος γ ά ρ ἐστι τ ῷ ἡγεμονικ ῷ τ ῆ ς ψυχ ῆ ς ἐπισκο τ ο ῦ ν τ ὸ σαρκικ ὸ ν πάθος , κα ὶ προκ ά λυ μ μ ά ἐστιν ἡ κατ ᾿ α ἴ σθησιν ἀπ ά τ η, τα ῖ ς ἐπιφανε ί αι ς τ ῶ ν α ἰσθη τ ῶ ν α ὐ τ ὴ ν ἐπερε ί δουσα κα ὶ τ ῆ ς πρ ὸ ς τ ὰ νοη τ ά διαβ ά σ ε ω ς ἀποτ ει χ ί ζουσ α, δι ᾿ ὧν λ ήθην τ ῶν φυσικ ῶ ν ἀ γαθ ῶ ν λαμβ ά ν ο υ σ α περ ὶ τ ὰ α ἰσθη τ ὰ τ ὴ ν ὅλην α ὐ τ ῆ ς ἐν έργειαν κατασ τ ρ έ φ ει, θυμο ὺ ς κα ὶ ἐπιθυμ ί ας κα ὶ ἡδον ὰ ς δι ὰ τ ῶ ν ε ἰ ρημ έ ν ω ν ἀπρεπε ῖ ς ἐφευρ ίσκουσα. Π. ΝΕΛΛΑΣ , Ζῷ ον θεούμ ε ν ο ν..., σελ. 62. 236 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 769C. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1073Β-C: Π ά ντ α γ ὰ ρ ὅσα γ έ γον ε π ά σχει τ ὸ κινε ῖ σθαι, ὡς μ ὴ ὄντα α ὐ τοκ ί νησι ς ἢ α ὐ τοδ ύ ναμι ς . Ε ἰ το ί νυν γενη τ ὰ ὑπ ά ρχει τ ὰ λογικ ὰ κα ὶ κινε ῖ ται π ά ν τ ω ς , ὡς ἐξ ἀρχ ῆ ς κατ ὰ φ ύσιν δι ὰ τ ὸ ε ἶναι, πρ ὸ ς τ έ λο ς κατ ὰ γν ώ μην δι ὰ τ ὸ ε ὖ ε ἶναι κινο ύ μεν α. Τ έλος γ ὰ ρ τ ῆ ς τ ῶν κινουμ έ νω ν κιν ή σεω ς α ὐ τ ὸ τ ὸ ἐν τ ῷ ἀε ὶ ε ὖ ε ἶ να ί ἐστιν, ὥσπερ κα ὶ ἀρχ ὴ α ὐ τ ὸ τ ὸ ε ἶ ναι, ὅπερ ἐστ ὶ ν ὁ Θε ό ς, ὁ κα ὶ το ῦ ε ἶ ναι δο τ ὴ ρ κα ὶ το ῦ ε ὖ ε ἶ ναι χαρισ τι κ ό ς , ὡς ἀρχ ὴ κα ὶ τ έλο ς· ἐξ α ὐτο ῦ γ ὰ ρ κα ὶ τ ὸ ἁπλ ῶ ς κινε ῖ σθαι ἡμ ᾶ ς, ὡ ς ἀρχ ῆ ς, κα ὶ τ ὸ π ῶ ς κινε ῖ σθαι πρ ὸ ς α ὐ τ ὸ ν ὡς τ έλο ς ἐστ ί ν . 237 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 313A: Ἐπειδ ὴ το ί νυ ν δι ὰ τ ὴ ν παρ ά β α σιν ἡ ἁμαρ τ ί α, δι ὰ δ ὲ τ ὴ ν ἁμαρ τ ί αν τ ὸ παθη τ ὸ ν κατ ὰ τ ὴ ν γ έ ννησιν τ ῇ φ ύσει τ ῶ ν ἀνθρ ώ πω ν ἐπεισ ῆλθεν, κα ὶ
78
ώστε η εμπειρική παρατήρηση ονομάζει πια "φυσικότητα" του ανθρώπου την μεταπτωτική του κατάσταση. Το παρά φύσιν, ειδάλλως ανυπόστατο, έγινε γι’ αυτόν δεύτερη φύση (παρυπόστ α σι ς ). Αλλά ο Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση και την επαναφέρει στην τροχιά του κατά φύσιν. Αίρει την έχθρα ανάμεσα στην κίνησιν της προσωπικής ελευθερίας και τον λόγο ν τῆς φύσε ω ς 238. Όχι μόνο ξαναφέρνει τη φύση στην προπτωτική της κατάσταση, αλλά πραγματώνει στο πρόσωπό Του αυτό που δεν κατάφερε ο Αδάμ, την ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Με την από Χριστού γέννησή του ο κάθε άνθρωπος έχει πλέον τη δυνατότητα να κινηθεί στην τροχιά του κατά φύσιν. Και πάλι όμως η πληρότητα της προσωπικής του ύπαρξης παραμένει ένα (εφικτό πια) ζητούμενο της γνώμ η ς του, μια (ανοικτή) πορεία ἐπιστ ρ ο φ ῆ ς . 2.2. Γνωστική κίνηση του ανθρώπου προς την Αιτία και Αρχή των όντων ( Φυσικὴ θεω ρί α ). Πρώτη και απλή κίνηση του νου είναι η αναζήτηση της δικιάς του αιτίας. Αφετηρία της είναι η σχετική ορμητική ἔφεσι ς από την οποία εμφορείται ο νους. Όταν η έφεση ενταθεί σε βαθμό ζέσης, η αρχική αναζήτηση γίνεται επίμονη ἐκζήτ η σι ς. Με τη συνδρομή των αρετών ο νους επιτυγχάνει και την ἐξε ρ ε ύ ν η σ ι ν, τη σοφή διάκριση σχετικά με την αιτία του239. Ο νους ασκεί τη γνωστική του κίνηση με βήματα στον κόσμο άμεσα και βιωματικά. Ευρύτερο αντικείμενό του είναι η μεγαλ ο υ ρ γ ί α των όντων. Συλλέγει την απαστράπτουσα σ’ αυτά φανέρωση της αγαθότητας του Θεού 240. Στην κίνησή του προς τον κόσμ ο ν ο νους συναντάει κάτι ομοειδές προς αυτόν, το θάμβος της παρουσίας του Θεού. Αυτό είναι νοητ ό ν , εξαρχής έτσι δημιουργημένο ώστε να προσλαμβάνεται από το νου. Η κίνηση του κεκαθαρμένου νου προς τα όντα ονομάζεται φυσικὴ θεω ρία . Ακριβέστερα, η φυσική θεωρία συνίσταται στην αναζήτηση της αλήθειας, η οποία ενυπάρχει στους λόγους της φύσεως. Ενάρετος ο άνθρωπος προβαίνει στη θεωρία των όντων και συλλέγει ἐπιστη μ ο ν ι κ ῶ ς τους λόγους. Η φυσική θεωρία συνυπάρχει με την αρετή και τη θεολογία και προϋποθέτει το λόγο του Θεού: Πᾶς θεω ρ η τ ικ ὸ ς νοῦς, ἔχω ν τὴν μάχαι ρ α ν τοῦ πνεύματ ο ς, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ, ἐν ἑαυτ ῷ τῆς φαινο μ έ ν η ς κτίσε ω ς ἀποκτε ί ν α ς τὴν κίνησιν, κατώ ρ θ ω σ ε ν ἀρε τ ή ν· καὶ τῶν αἰσθητ ῶ ν σχημά τ ω ν ἑαυτοῦ τὴν φαντα σί α ν ἀποτε μ ώ ν, τὴν ἐν τοῖς λόγοι ς τῶν ὄντ ω ν εὗρε ν ἀλήθ ε ι α ν, καθ ᾿ ἣν ἡ φυσικὴ θεω ρί α συνέ σ τ η κ ε · καὶ τῆς οὐσία ς τῶν ὄντ ω ν ὑπεράν ω γενό μ ε ν ο ς , τὸν τῆς θείας καὶ ἀμάχ ου μονά δ ο ς δέχ ε τ α ι φωτισ μ ό ν, καθ ᾿ ὃν τῆς ἀληθ οῦ ς θεολ ο γ ία ς συνέ σ τ ηκ ε τὸ μυστή ρ ι ο ν 241. Την έρευνα της φύσεως δεν την ασκεί ο άνθρωπος γι' αυτή την ίδια· δεν ενδιαφέρει καθεαυτήν η γνώση των όντων. Η γνώση αυτή είναι η δεύτερη βαθμίδα σε μία κλίμακα. Σε συν ή κμαζ ε ν ἀε ὶ τ ῷ παθη τ ῷ τ ῆ ς γενν ή σε ω ς δι ὰ τ ῆ ς ἁμαρ τ ί α ς ἡ πρ ώ τη παρ ά β α σι ς , ο ὐκ ἦ ν ἐλπὶ ς ἐλευθε ρ ί α ς , δεσμ ῷ πονηρ ῷ δεθε ί ση ς ἀλ ύ τω ς κατ ὰ γν ώμην τ ῆ ς φ ύσεω ς . Ὅσον γ ὰ ρ πρ ὸ ς τ ὴ ν ο ἰ κε ί αν ἔσπευδε δι ὰ τ ῆ ς γενν ή σε ω ς σ ύστασιν ἡ φ ύσις, τοσο ῦ τ ο ν πλ έον ἑ αυτ ὴ ν τ ῷ ν ό μ ῳ τ ῆ ς ἁμαρ τ ί α ς ἐπ έσφιγ γ ε ν, ἐνεργο υ μ έ νη ν ἔχουσα κατ ὰ τ ὸ παθη τ ὸ ν τ ὴν παρ ά β α σιν. 238 Εἰς τὴν προσ ευχ ὴ ν τοῦ Πάτε ρ ἡμῶ ν..., PG 90, 877D-880A. 239 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1313D-1316A. 240 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 264Β: Ὄ ργανο ν γ ά ρ ἐστιν ὅλην ἐπιστη μ ό ν ω ς συλλεγ ό μ εν ο ν τ ὴ ν νοη τ ῶ ς ἐ ν το ῖ ς ο ὖσι ἀπαστ ρ ά π τ ο υ σ α ν τ ῆ ς θε ί ας ἀγαθ ό τ η τ ο ς ἔμφασιν, δι ᾿ ἧς, ἐμβα τ ε ύ ω ν τ ῇ τ ῶ ν ὄντω ν μεγαλου ρ γ ίᾳ , πρ ὸ ς τ ὴ ν γεν έ τι ν φ έρει τε κα ὶ φ έρε τ αι τ ῶν ὄ ντω ν α ἰ τ ί αν. 241 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1217C-1220A.
79
μια πρώτη βαθμίδα ο άνθρωπος τείνει να υψωθεί προς το Θεό πλήρης πόθου γι’ Αυτόν. Ακολούθως, κατέρχεται προς τα όντα, προβαίνει σε επισκόπηση της φύσεως του καθενός και διαβλέπει μέσα σ’ αυτά σαν κάτοπτρα το Δημιουργό τους. Σε μια τρίτη βαθμίδα αναβαίνει πάλι προς Αυτόν έχοντας άμεσα το βίωμα της άπειρης αγαθότητας και σοφίας και δύναμής Του242. Μέσα από τη γνώση των όντων μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τον Αίτιό τους· μέσα από τις διαφορές τους διδάσκεται την ενυπόστατη σοφία, το Λόγο του Θεού· μέσα από τη φυσική κίνηση των όντων μυείται στην ενυπόστατη ζωή, το Πνεύμα το Άγιον. Μέσα στη δημιουργία αποκαλύπτεται η Αγία Τριάδα243. Όταν ο άνθρωπος ξεπερνάει στην έρευνά του την επιφάνεια των ορατών και θεάται τους λόγους των κτισμάτων, διδάσκεται ότι πάντα φύσει καλὰ λίαν καθέστ η κεν , ότι όλα τα γεγον ό τ α διέπονται από την τεχ νικὴ ν σοφίαν του Θεού. Αυτή συνιστά πλέον νόημα αποσπασμένο από τα όντα και αναβιβάζεται στο νου. Η φυσική θεωρία καταλήγει στην εύρεση του Θεού ως σοφού δημιουργού και προνοητή 244. Ο Μάξιμος αρκείται στο να οριοθετήσει τον τρόπο της γνωστικής κίνησης προς τα όντα. Ο τρόπος αυτός, όπως είδαμε, δεν είναι άλλος από την επιστημονική συλλογή των λόγων των όντων και τη συναγωγή του ενός λόγου. Η γνωστική κίνηση είναι η πάντοτε ατέλεστη συνάντηση του ανθρώπινου προσώπου με το κάλλος της δημιουργίας στην απειρομορφία των τρόπων του και στη μονοσημία του λόγου του. Καθοριστικό και έμπρακτο πόρισμα της κίνησης προς τα όντα είναι η ανακάλυψη της παρουσίας του δημιουργού Θεού μέσα στα κτίσματά Του, η θεωρία της θείας ἐμφάσ ε ω ς · πεμπτουσία της επιστήμης είναι η αναφορά των κτισμάτων στον Κτίστη τους, στην προοπτική της κατά τα έσχατα εύρεσης του αληθινού εἶναι -τους. Ο Ομολογητής δεν εκθέτει επιμέρους επιστημονικά πορίσματα της γνωστικής κίνησης του νου. Εμμένει σε μια ολιστική θεώρηση· μέσα από την ενοποίηση του κόσμου καταλήγει στην εύρεση της ενικότητας του νου, στην ίδια την άρση του κατακερματισμού της ανθρώπινης φύσης. Τον αφήνει αδιάφορο αυτό που λέμε σήμερα επιστήμη, οι εξειδικευμένες δηλαδή γνώσεις σε διάφορους τομείς του τεχνητά -άλλοτε παραπλανητικά και ενίοτε χρησιμοθηρικάτεμαχισμένου κόσμου. Η γνώση ως ασκητική-προσωπική ανακάλυψη της ενυπάρχουσας στα όντα Σοφίας, η γνώση ως ευσεβής σχέση με τον κόσμο, δεν υποτάσσεται στους αφαιρετικούς κώδικες διανοητικών κατασκευών. Η ανθρωπολογική-γνωστική προοπτική της κίνησης παραμένει για τον κάθε άνθρωπο ένα κατὰ λόγ ο ν ζητούμενο αρετής και αγιότητος. 2.3. Περὶ τῶν πέντε τρόπ ω ν τῆς φυσικῆς θεω ρί α ς σύντ ο μ ο ς ἐξήγη σι ς . Η διδαχή του Μαξίμου για τη φυσική θεωρία (την εκκλησιαστική κοσμολογία) συνοψίζεται σε μια μικρή διατριβή με τίτλο Περὶ τῶν πέντε τρόπ ω ν τῆς φυσικῆς θεω ρί α ς σύντ ο μ ο ς ἐξήγ η σι ς 245, το περιεχόμενο της οποίας θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε. Η ίδια η κτίση, διδάσκοντας τον άνθρωπο, προβάλλει μυστικώς πέντε γενικούς λόγους των όντων (οὐσία, κίνη σις, διαφο ρ ά, κράσι ς και θέσι ς )· αυτούς μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος μέσα από αντίστοιχους τρόπους θεωρίας. Απαραίτητη προϋπόθεση της φυσικής θεωρίας στους πέντε τρόπους της είναι η ευσέβεια. 242
Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu.64, 16-22. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1208C: ᾿Εκ τ ῶ ν ὄντω ν, τ ὸ ν τ ῶ ν ὄντω ν γιν ώ σκομ ε ν α ἴ τιον· κα ὶ ἐκ τ ῆ ς διαφορ ᾶ ς τ ῶ ν ὄντω ν, τ ὴ ν ἐνυπ ό στα τ ο ν το ῦ ὄντο ς διδασκ ό μεθα σοφ ίαν· κα ὶ ἐκ τ ῆ ς τ ῶ ν ὄντω ν φυσικ ῆ ς κιν ήσεω ς , τ ὴ ν ἐνυπ ό στα τ ο ν το ῦ ὄντο ς μανθ ά ν ο μ ε ν ζω ήν, τ ὴν τ ῶ ν ὄ ντω ν ζωοποι ὸ ν δ ύ ναμιν, τ ὸ Πνε ῦ μα τ ὸ ἅγιον. 244 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1217C: ῾Ο μ ὴ το ῖ ς σχ ή μασι τ ῶ ν ὁρατ ῶ ν ἐναπομ έ ν ω ν δι ὰ τ ὴ ν αἴ σθησιν, ἀλλ ὰ κατ ὰ νο ῦ ν το ὺ ς λ ό γου ς α ὐ τ ῶ ν ἀναζη τ ῶ ν, ὡς νοη τ ῶ ν τ ύπου ς ἢ λό γου ς α ἰ σθη τ ῶ ν θε ώ μενο ς κτισμ ά τ ω ν , ο ὐδ ὲ ν ἀκ ά θα ρ τ ο ν ε ἶναι τ ῶ ν ὁρωμ έ νω ν διδ ά σκε τ α ι· π ά ν τ α γ ὰ ρ φ ύσει καλ ὰ λ ίαν καθ έ σ τ η κ ε ν . 245 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1133-1137. 243
80
Η θεώρηση των τριών πρώτων συμβάλλει στην επίγνωση του Θεού. Βέβαια, είναι καταρχάς ο ίδιος ο Θεός που εμφαίνεται στα όντα, και εξ υστέρων ο άνθρωπος μέσα σ' αυτά συλλέγει τα μηνύματα που κομίζουν για το Θεό. Κατά τη συνάντηση Θεού και ανθρώπου στο πεδίο των όντων, ο Θεός γίνεται γνωστός μέσα από το λόγο της οὐσία ς των όντων ως δημιουργός, μέσα από το λόγο της κινήσε ώ ς τους ως προνοητής και μέσα από το λόγο της διαφο ρ ᾶ ς τους ως κριτής. Η οὐσία των όντων γίνεται δάσκαλος θεολογίας και μας προσφέρει τη γνώση της υπάρξεως του Θεού· αδυνατεί όμως να μας διδάξει τι εἶναι ο Θεός. Η κίνησι ς των όντων φανερώνει την πρόνοια του Θεού, διότι αποκαλύπτει μέσα στον κόσμο των κτισμάτων την παρουσία ενός λόγου συνεκτικού· αυτός διαφυλάσσει το εἶναι των όντων και διασφαλίζει απαράλλακτη την ταυτότητα των ειδών μέσα σε ένα πολυειδές γίγνεσθαι που διεξάγεται χωρίς να αστοχεί στην εύρεση του τέλ ου ς του. Η κί νησι ς των όντων αποκαλύπτει τὸν συνέ χ ο ν τ α καὶ φυλάτ τ ο ν τ α καθ ᾿ ἕνω σι ν ἄῤῥη τ ο ν ἀλλή λ ω ν εὐκριν ῶ ς ἀφωρι σ μ έ ν α τὰ πάντα καθ ᾿ οὓς ὑπέστη σα ν ἕκαστ α λόγους . Μέσα από την κίνησιν διδάσκεται ο άνθρωπος τον συνεκτικό ρόλο της θείας Πρόνοιας. Η διαφο ρ ὰ των όντων μαρτυρεί την κρίση του Θεού. Μέσω αυτής παιδευό μεθα τὸν Θεὸν ως Αυτόν που με σοφία διένειμε σε κάθε δημιούργημα τη φυσική δύναμη που του αρμόζει. Μέσα από αυτή τη διανομή διασφαλίζεταιι και η διάκριση των όντων μεταξύ τους αλλά και η σωτηρία τους. Η φυσική ταυτότητα των κτισμάτων, η αναλλοίωτη νομιμότητα της ύπαρξης και της φύσης τους, είναι η ίδια η υποστασιασμένη κρίση του Θεού. Η πρόνοια και η κρίση ταυτίζονται. Οι άλλοι δύο λόγοι (κράσι ς, θέσις ) έχουν ρόλο παιδαγωγικό οδηγώντας στην αρετή και την πρὸς Θεὸν οἰκεί ω σι ν . Ο άνθρωπος γίνεται θεός, τὸ θεὸς εἶναι παθὼν ἐκ τῶν ὄντ ω ν, σύμφωνα με την τολμηρή διατύπωση του Ομολογητή. Η νοητή θέαση του αγαθού Θεού μέσα στα δημιουργήματά Του μορφοποιεί ανάλογα και τον λογικό άνθρωπο. Ο λόγος της κράσε ω ς των όντων συμβολίζει τη σύνδεση του γνωμικού θελήματος με την αρετή. Συνίσταται έτσι ο θεοπ ρ επ έ σ τ α τ ο ς τῆς διανο ία ς κόσμ ο ς . Ο λόγος της θέσε ω ς διδάσκει τη σταθερότητα του ἤθους . Μετά τον επιμερισμό των πέντε λόγων της κτίσεως προβαίνει ο Ομολογητής και στη διδαχή της συναγωγής του ενός λόγου, την οποίαν επιτυγχάνουν οι άγιοι. Καθώς η θέσις των κτισμάτων συνάπτεται προς την κίνησί ν τους και η κράσι ς προς τη διαφο ρ ά ν τους, διακρίνονται τα πάντα σε τρεις λόγους: οὐσία, κίνησι ς, διαφο ρ ά . Μέσα από αυτούς το ένα αίτιο των όντων αποκαλύπτεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους ως αυτό που εἶναι καὶ σοφὸ ν εἶναι καὶ ζῶν εἶναι . Έτσι, οι τρεις λόγοι της κτίσεως μυσταγωγούν τον άνθρωπο στο μυστήριο της Τριάδος. Ο φωτισμός αυτής της μύησης οδηγεί τους αγίους στο λόγο του εἶναι ενός μόνου Αιτίου και στον τρόπο της ύπαρξης τριών Προσώπων. Με κριτήριο την θέσιν των όντων οι πέντε τρόποι της φυσικής θεωρίας συστέλλονται σε τρεις, καθώς η κτίση διαιρείται σε ουρανό, γη και τα ενδιάμεσα. Με επιπλέον κριτήριο την διαφο ρ ὰ ν περιέχοντος ουρανού και περιεχομένων σ' αυτόν, οι τρεις τρόποι θεωρίας συστέλλονται σε δύο, στη σοφία και τη φιλοσοφία. Ο περιέχων ουρανός αντιστοιχεί προς τη σοφία, διότι αυτή περικλείει όλους τους τρόπους ύπαρξης και τους λόγους των όντων. Τα περιεχόμενα στον ουρανό αντιστοιχούν προς τη φιλοσοφία, διότι αυτή συνδέει ήθος και γνώση. Με επιπλέον κριτήριο την κράσι ν , τὴν ἐναρ μ ό ν ι ο ν τοῦ παντὸ ς σύνθ ε σι ν, οι άγιοι διαβλέπουν μέσα στον ενιαίο κόσμο τον Δημιουργό· συγκλείονται έτσι οι δύο τρόποι θεωρίας σε έναν. Η συμπλήρωση του ενός λόγου σημαίνει υπέρβαση των επιμέρους λόγων, ακόμα και των λόγων της αρετής, και οδηγεί στην ένωση με το Θεό. Μοιάζουν τότε οι άγιοι με ἔσοπτ ρ α διειδ έ σ τ α τ α ὅλου τοῦ ἐνο ρ ῶ ν τ ο ς Θεοῦ λόγου τὸ εἶδο ς ἀπαραλ ε ίπ τ ω ς διὰ τῶν θείω ν αὐτοῦ γνω ρ ι σ μ ά τ ω ν φαινό μ ε ν ο ν ἔχον τ ε ς 246. 246
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1137C.
81
2.4. Τρεις καθολικαὶ κινήσε ι ς της ψυχής. Ο άγιος Μάξιμος διακρίνει τρία επίπεδα στη γνώση, αντίστοιχα προς τρεις κινήσεις (δυνατότητες και ενέργειες) της ανθρώπινης ψυχής (=του όλου ανθρώπου), την αἴσθη σι ν, τον λόγο ν και τον νοῦν . Αυτές οι καθολικαὶ κινήσε ι ς της ψυχής είναι καταρχάς, πριν από οποιαδήποτε διαφοροποίηση επιμέρους γνωστικών λειτουργιών τους, τρόποι μετοχής του ανθρώπου στο Θεό247. 2.4.1. Αἴσθησι ς. Τη δυνατότητα της κατ' αἴσθη σι ν γνώσεως των όντων τη δώρισε ο Θεός στον άνθρωπο, για να λειτουργήσει ως αρωγός στην προσπάθειά του να γνωρίσει το Δημιουργό του248. Αλλά και η κτίση δεν είναι παθητικός δέκτης της αισθητικής ενέργειας· είναι δομημένη έτσι ώστε να ανταποκρίνεται με τη δική της φυσικὴν πρὸς αἴσθησι ν δύναμι ν στην αισθητική λειτουργία του προσώπου. Η κτίση προσφέρεται ως δυνατότητα στις επιμέρους αισθήσεις· αυτές πραγματώνουν ἐνε ρ γ ε ί ᾳ την αισθητική κίνηση. Η εξαρχής δεδομένη συνάφεια και σχέση των υποκειμένων της αισθητικής λειτουργίας (και των αντιστοίχων τους αισθητηρίων οργάνων) προς τα αντικείμενα αισθητά όντα εκφαίνεται ως μία και ενιαία κίνηση και θεμελιώνει τη διαλεκτική σχέση του ανθρώπου και του κόσμου μέσω της αίσθησης. Η λειτουργία της όρασης καθιστά άμεσα προφανή αυτή τη σχέση. Ὄψις ονομάζεται ἡ ἁπλῶ ς, ἀλλ ᾿ οὐ ἡ πῶς, πρὸς τὰ αἰσθη τὰ τῆς αἰσθή σ ε ω ς προσ β ο λ ή 249. Η φυσική απλότητα της άμεσης και ενιαίας σχέσης προηγείται των επιμέρους κινήσεων των πέντε διαφοροποιημένων αισθήσεων. Ο ίδιος ο αισθητός κόσμος στην προφάνειά του στοιχ ε ι ω τ ι κ ό ς ἐστι κατὰ φύσιν τῶν πέντε αἰσθή σ ε ω ν 250. Δεν μπορεί, δηλαδή, να υπάρξει μια αυτονομημένη και εξαρχής δεδομένη λειτουργικότητα επιμέρους αισθήσεων χωρίς την προαισθητηριακή προσωπική σχέση ανθρώπου και κόσμου, διότι αυτή η τελευταία είναι που στοιχ ε ι ώ ν ε ι τις αισθήσεις. Έτσι, πρέπει να κατανοήσουμε την αναφορά μας στην ὄψιν με ένα συμβολικό-συγκεντρωτικό περιεχόμενο της όλης προαισθητηριακής έκστασης του προσώπου προς τον κόσμο τον αναδυόμενο στην ἀλήθ ε ια της σχέσης με τον άνθρωπο. Η ψυχή στην άρρηκτη σύνδεσή της με το σώμα και τα αισθητήρια όργανα (λειτουργούν γι’ αυτήν ως θύραι ) αισθάνεται τα αισθητά και με τη συνδρομή της φαντα σία ς τα παραπέμπει στο νου. Η πρόσληψη των αισθητών μέσω των αισθήσεων σχηματίζει τις πολύμορφες γνωστικές αντι-λήψεις των αντικειμένων. Η αίσθηση προσάγει στη γνώση την αμεσότητα των όντων, την υλική τους υπόσταση, τη μορφή ή το σχήμα τους, που διαφοροποιούν την κάθε οντότητα· προσάγει επίσης στη γνώση την εμπειρία των φυσικών 247
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1080B: Π ά ν τ α γ ὰ ρ μετ έ χει δι ὰ τ ὸ ἐκ Θεο ῦ γεγ ε ν ῆ σθαι, ἀ ναλ ό γω ς Θεο ῦ , ἢ κατ ὰ νο ῦ ν, ἢ λ ό γον, ἢ α ἴσθησιν, ἢ κ ίνησιν ζω τικ ή ν, ἢ ο ὐσι ώδη κα ὶ ἑκτικ ὴ ν ἐπιτη δ ει ό τ η τ α , ὡς τ ῷ μεγ ά λ ῳ κα ὶ θεοφ ά ν τ ο ρ ι Διονυσ ίῳ δοκε ῖ τ ῷ Ἀρεοπα γ ί τ ῃ . 248 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1049B-C. 249 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 268A-B. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1216D. 250 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1248A-B: Καὶ π ά λιν ὥσπερ ὁ α ἰσθη τ ὸ ς κ όσμος στοιχ ει ω τ ι κ ό ς ἐστι κατ ὰ φ ύσιν τ ῶ ν π έ ντ ε α ἰσθ ήσεω ν ὑποπ ίπτ ω ν α ὐ τα ῖ ς κα ὶ πρ ὸς τ ὴν ἑ αυτο ῦ κατ ά λ ηψιν ὁδηγ ῶ ν, ο ὕ τω κα ὶ ὁ κατ ὰ δι ά νοια ν κ όσμος τ ῶ ν ἀρε τ ῶ ν, τα ῖ ς τ ῆς ψυχ ῆ ς ὑποπ ί πτ ω ν δυν ά μ εσι στοιχ ει ο ῖ α ὐ τ ὰ πρ ὸ ς τ ὸ πνε ῦμα, ἑνοειδε ῖ ς ἐργαζ ό μ εν ο ς τ ῷ περ ὶ α ὐ τ ὸ μ ό νον α ὐ τ ὰ ς κινε ῖ σθαι, κα ὶ τα ῖ ς α ὐ το ῦ ἀντιλ ήψεσιν ἐπερε ί δεσθαι. Κα ὶ α ὐ τ ὰ ς δ ὲ τ ὰ ς αἰ σθ ή σεις το ῦ σ ώ ματ ο ς , κατ ὰ τ ὸ ν α ὐ τα ῖ ς ἐμπρ έ πον τ α θει ό τ ε ρ ο ν λ όγον, στοιχ ει ω τ ι κ ὰ ς ε ἶ να ί φασι τ ῶ ν τ ῆ ς ψυχ ῆ ς δυν ά μ ε ω ν, στοιχειο ύ σα ς α ὐ τ ὰ ς ἠρ έμα πρ ὸς ἐ νέ ργειαν, τα ῖ ς δ ὴ ἑαυ τ ῶ ν ἀντιλ ή ψεσι τ ῶ ν ἐν το ῖ ς ο ὖσι λ όγω ν, δι ᾿ ὧν ὡς δι ὰ γραμ μ ά τ ω ν τιν ῶ ν το ῖ ς ὀξυωπο ῦ σι πρ ὸ ς τ ὴ ν ἀλ ήθειαν ὁ Θε ὸ ς Λόγος ἀναγιν ώ σκε τ α ι. Ὅθεν κα ὶ παραδ ει γ μ α τ ι κ ὰ ς τ ῶ ν ψυχικ ῶ ν δυν ά μ ε ω ν ε ἰκ όνας τ ὰ ς α ἰσθ ήσεις ἐκ άλεσαν, ὡς ἑκ ά σ τ η ς α ἰ σθ ή σεω ς μετ ὰ το ῦ α ὐ τ ῆ ς ὀργ ά ν ο υ, ἤγουν α ἰσθη τ η ρ ί ου, προηγ ο υ μ έ ν ω ς ἑκ ά σ τ ῃ δυν ά μ ει τ ῆ ς ψυχ ῆ ς ἀναλ ό γω ς μυστικ ω τ έ ρ ῳ τιν ὶ λ όγ ῳ κατ ὰ φ ύσιν νενεμ ημ έ ν η ς .
82
σχέσεων που συνδέουν τα αντικείμενα της πραγματικότητας 251. Η ψυχή με τις αισθήσεις της και σύμφωνα με τη σοφή θεία νομοθεσία ταξιδεύει μέσα στην πολυμορφία του κόσμου. Προσπαθεί να συλλέξει τους πολυειδείς λόγους των όντων και να οικειοποιηθεί τη σοφία όσων βλέπει· η σοφία αυτή είναι η μυστική και ταυτόχρονα κραυγαλέα παρουσία του Θεού στον κόσμο. Συλλέγοντας ο άνθρωπος τους λόγους των όντων, οικειοποιείται παράλληλα και τη δημιουργικότητα της σοφίας του Θεού· γίνεται κατ' αναλογίαν δημιουργός ενός κάλλιστου πνευματικού κόσμου252. Η σοφή κίνηση προς τα αισθητά και ἀντίλ η ψι ς των αισθητών μέσω των αισθήσεων και συναγωγή των πνευματικών λόγων της κτίσεως και οικειοποίηση της θείας δημιουργικότητας λειτουργούν στοιχ ε ι ω τ ικ ὰ για την ψυχή. Όπως τα αισθητά στοιχ ε ι ώ ν ο υ ν (μορφοποιούν-οργανώνουν-δομούν) τις αισθήσεις, έτσι και οι αισθήσεις στοιχ ε ι ώ ν ο υ ν τις δυνάμεις της ψυχής, πρωτίστως μέσω της συλλογής των λόγων, που λειτουργούν ως τροφή για την ψυχή253. Η αἴσθη σι ς , λοιπόν, απαρτίζεται από ένα ευρύτερο σύνολο αλληλένδετων λειτουργιών που συμπλέκουν αφενός: • την αφετηριακή (άμεσα εμπειρική) οργανική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, • την πρόσληψη του κόσμου μέσω των αἰσθητ η ρ ί ω ν, • τη λειτουργία της φαντα σί α ς, στα φαντά σ μ α τ α της οποίας έχει πρόσβαση ο νους, • την αντίληψη των όντων ως διακεκριμένων αντι-κειμένων, • την εμπειρία των φυσικών σχέσεων ανάμεσα στα αντικείμενα που συνθέτουν ως σύνολο την κοσμική πραγματικότητα, • τη συλλογή των λόγων των όντων, • την δημιουργική αναπαραγωγή του κοσμικού κάλλους εντός της ψυχής. και αφετέρου: • τον αισθητό, λογικό και νοητό χαρακτήρα των κτισμάτων που προσφέρουν δεδομένη εξαρχής δυνατότητα ανταπόκρισης στην ανθρώπινη προσέγγισή τους. Είναι σαφές ότι το σύνολο των αισθητικών λειτουργιών προϋποθέτει ταυτόχρονα συμπληρωματικές τις λειτουργίες των άλλων γνωστικών δυνάμεων, του λόγου και του νου. Με δεδομένη την άρρηκτη σχέση της προς το αντίστοιχο σώμα, η ψυχή στο σύνολό της ασκεί το γνωστικό έργο του ανθρώπου. Έτσι, η γνώση αποκαλύπτεται ως ουσιώδης ενέργεια της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. 2.4.1.1. Φαντα σία. Η φαντα σί α είναι σημαντική συνιστώσα της ευρύτερης λειτουργίας της αίσθησης, καθώς εντάσσεται κεντρικά στο πολύπλοκο πεδίο των γνωστικών λειτουργιών της τελευταίας. Η φαντασία μάλιστα κατέχει τόσο σημαντικό μερίδιο αυτών των λειτουργιών, ώστε κάποτε ταυτίζεται με την ίδια την αίσθηση και ονομάζεται αἰσθητικὴ ἢ ὑλικὴ φαντα σία. Ο Ομολογητής βεβαιώνει πως και η φαντασία είναι μία ψυχική δύναμη· τα φυτά αρκούνται στην αυξητική-θρεπτική (ψυχική και αυτή!) δύναμη· τα άλογα ζώα μαζί με την αυξητικήθρεπτική δύναμη διαθέτουν και τη φαντασία· οι άνθρωποι, τέλος, μαζί με τις ψυχικές δυνάμεις των φυτών και των αλόγων ζώων διαθέτουν τη νοητική δύναμη 254. Έχοντας ο Μάξιμος πλήρη συναίσθηση του σύνθετου τοπίου της ψυχής, αποφεύγει μία σχηματική, ευθύγραμμη παράθεση γνωστικών λειτουργιών. Δεν τον ενδιαφέρει, εξάλλου, μια 251
Σχόλια εἰς τὸν Ἐκκλησια σ τ ή ν, 12. 34-37. Ἕτερα κεφάλα ια , PG 90, 1425A-Β. Εἰς τὸν νθ ΄ Ψαλμὸ ν ..., PG 90, 868C. 252 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν ..., PG 91, 1248C. 253 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν ...., PG 91, 1248B. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 257C. 254 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1028A: Τῶ ν ψυχικ ῶ ν δυν ά μ ε ω ν ἡ μ έ ν ἐστι θρεπ τ ι κ ὴ κα ὶ αὐ ξητικ ή · ἡ δ ὲ φαν τ ασ τ ι κ ὴ κα ὶ ὁρμη τικ ή · ἡ δ ὲ λογισ τικ ὴ κα ὶ νοη τικ ή . Κα ὶ τ ῆ ς μ ὲν πρ ώ τη ς μ ό νης μετ έ χ ου σι τ ὰ φυτ ά · τ ῆ ς δ ὲ δευ τ έ ρ α ς πρ ὸ ς τα ύ τ ῃ τ ὰ ἄλογα ζ ῶα· τ ῆ ς δ ὲ τρ ί τ η ς πρ ὸ ς τα ῖ ς δυσ ί ν, ο ἱ ἄνθρω π οι .
83
αυτόνομα ψυχολογική διερεύνησή τους· γι’ αυτό και δεν αναπτύσσει πουθενά μια συνολική θεώρηση ούτε των αισθητικών λειτουργιών γενικότερα ούτε της φαντασίας ειδικότερα· το ενδιαφέρον του εστιάζεται σ’ αυτές τις λειτουργίες μόνο στο βαθμό ένταξής τους σε εκείνη την πορεία γνωστικών κινήσεων που αποσκοπεί στην κατάργηση της κατακερματισμένης γνώσης, αυτής που αφορά στα όντα και συνάγεται από αυτά (οντικής γνώσης). Υπ’ αυτήν, λοιπόν, την καθοριστική αίρεση τίθεται και η ακόλουθη αναφορά στη φαντασία. Η αίσθηση -με τη συνδρομή του λόγου- φαντα σι ο ῦ τ α ι τον κόσμο συλλέγοντας από παντού τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειες. Η κατ ᾿ αἴσθη σι ν φαντα σί α τῶν ὁρατ ῶ ν μετασχηματίζει τα αισθητά σε νοήματα, ώστε η αισθητική διάν οι α να αναχθεί τελικά στην κατανόηση των λόγων των όντων· είναι φανερή η αρχική σύνδεση της φαντασίας με την αίσθηση και η τελική αναγωγή της στο νου. Τελικά η αίσθηση -εγκιβωτίζοντας και τη λειτουργία της φαντασίας- λειτουργεί ως όργανο της διάβασης του νου προς τα νοητά255.
αισθητά
⇔
γνωστικές δυνάμεις της ψυχής ⇔ αίσθηση ⇒ αισθήματα λόγος
νους ⇒
νοήματα
παθητικός νους
φαντασία ⇒ φανταστικόν φανταστόν φαντάσματα⇒ λόγος
Η φαντασία εμφανίζεται έτσι ως εκείνη η λειτουργία του νου που του επιτρέπει να δέχεται κάτι έξωθεν· ο παθητικὸ ς νους δομείται ως πεδίο στο οποίο πραγματώνεται ολοκληρωμένη η αίσθηση ακριβώς στη σύναψή της με τη νόηση και στο οποίο η αίσθηση εναποθέτει τα προϊόντα της δικής της γνωστικής λειτουργίας. Μόνο με την ανάληψη (και διαχείριση) του φαντά σ μ α τ ο ς από το νου συνίσταται στην πληρότητά της η λειτουργία της αίσθησης. Ως συνεργός του λόγου και όργανο του νου η αίσθηση ονομάζεται διάνο ια 256. Η φαντασία είναι σχέ σι ς · μεσολαβεί και συνδέει το φαντα σ τ ικ ὸ ν με το φαντα σ τ ό ν . Αποτέλεσμα της δυναμικής συσχετικής λειτουργίας της φαντασίας είναι το φάντα σμα 257, η 255
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1116D: Δι ὰ το ῦ τ ο τ ὸ ν μ ὲ ν νο ῦ ν περ ὶ μ όνου Θεο ῦ κα ὶ τ ῶ ν αὐ το ῦ ἀ ρε τ ῶ ν διανοε ῖ σθαι, κα ὶ τ ῇ ἀῤῥή τ ῳ δ όξ ῃ τ ῆ ς α ὐ το ῦ μακαρι ό τ η τ ο ς , ἀ γν ώ στ ω ς ἐπιβ ά λλειν, τ ὸ ν δ ὲ λ ό γον ἑρμηνευ τ ὴ ν τ ῶ ν νοηθ έ ν τ ω ν γ ίνεσθαι κα ὶ ὑμν ῳδ όν, κα ὶ το ὺ ς πρ ὸ ς α ὐ τ ὰ ἑ νοποιο ὺ ς ὀρθ ῶ ς διαλ έ γεσ θ αι τρ ό που ς , τ ὴ ν δ ὲ α ἴσθησιν κατ ὰ λ όγον ε ὐ γενισθ ε ῖ σαν τ ὰ ς ἐν τ ῷ παν τ ὶ διαφ ό ρου ς δυν ά μ ει ς τε κα ὶ ἐνεργ ε ί α ς φαν τ α σι ου μ έ ν η ν το ὺ ς ἐ ν το ῖ ς ο ὖ σιν ὡ ς ἐφικτ ὸ ν τ ῇ ψυχ ῇ διαγ γ έ λλειν λ όγου ς διδ ά ξ αν τ ε ς [ο ἱ ἅγιοι], κα ὶ δι ὰ το ῦ νο ῦ κα ὶ το ῦ λό γου, ὥσπερ να ῦ ν, τ ὴ ν ψυχ ὴ ν σοφ ῶ ς ο ἰακ ίσαν τ ε ς , τ ὴν ὑγρ ά ν τα ύ τ η ν κα ὶ ἄστα τ ο ν κα ὶ ἄλλο τ ε ἄλλω ς φερομ έ νη ν κα ὶ τ ὴ ν α ἴσθησιν ἐπικλύζουσ α ν το ῦ βίου κέλευ θο ν ἀβρόχοι ς δι ώ δευσαν ἴχνεσιν. Πρὸς Θαλάσσι ο ν..., PG 90, 265Β και 572C. 256 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1116A. 257 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1236Α: Ἐπειδ ὴ γ ὰ ρ π ᾶ σα φαν τ α σ ί α ἢ τ ῶ ν παρ ό ν τ ω ν , ἢ
84
παράσταση που παραπέμπεται στο νου. Σε φαντά σ μ α τ α και νοήμα τ α μετασχηματίζονται τα ίδια τα αἰσθη τὰ μέσω της προσ β ο λ ῆ ς του πλέγματος των ψυχικών δυνάμεων. Οι επιμέρους λειτουργίες της αίσθησης μορφώνονται και πραγματώνονται τελεολογικά μέσα από μία κίνηση που στοχεύει στο τέλ ο ς τους, καθώς η καθεμία μετα-βαίνει στον ευρύτερο κύκλο στον οποίο εγγράφεται. Έτσι η γνώση συστήνεται όχι ως αθροιστική συμπαράθεση ή διαδοχή αλλά ως πεδίο συγχρονισμένα διευρυνόμενων κύκλων που όλοι επικεντρώνονται και ανα-πτύσσονται γύρω από τον, απροσπέλαστο καθεαυτόν, πυρήνα της προσωπικής σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. 2.4.1.2. Φαντασία: δόξα και ἀλήθ ε ια. Η φαντασία προσδέχεται στην ψυχή τον κόσμο των πραγμάτων. Γι' αυτό και κάθε φαντασία αναφέρεται στον παρόν ή το παρελθόν, ποτέ στο μέλλον. Αλλά η παραγόμενη παράσταση έχει εν τέλει χαρακτήρα στατικό: πέρας ὑπάρχ ε ι (τὸ φά ντασμ α) ἐνε ρ γ ε ί α ς καὶ πάθους . Ο καρπός της φαντασίας είναι στην καλύτερη περίπτωση η ἀληθ ὴ ς δόξα τῶν ὄντ ω ν , η ακριβής απεικόνισή τους στη διάνοια. Όμως αυτή η φαινομενολογική γνώση δεν ταυτίζεται με την αληθινή γνώση αλλά με την διαιρ ε τ ικὴ ν ἄγνοια ν 258, παραμένει θραυσματικό απείκασμα-είδωλο ενός πολυδιασπασμένου κόσμου. Το προϊόν της αισθητηριακής γνώσης, ακόμα κι αν ανταποκρίνεται στα πράγματα, προσλαμβάνεται ως αυτονομημένο φάντα σ μ α . Ακριβώς επειδή οι άλογες αισθήσεις στερούνται την ολοποιητική δυνατότητα που έχει ο λόγ ο ς (λέγω- συλ λέγ ω) , παρέχουν στην ψυχή μια ψευδή εικόνα των όντων. Και μόνο η νοητική κατάληψη είναι τελικά αυτή που, συνδέοντας τα όντα μεταξύ τους και αποκαλύπτοντας τις σχέσεις τους, προσεγγίζει την αλήθεια (χωρίς να ταυτίζεται μαζί της). Έτσι, η φαντασία των ορατών μόνο ένα πρωτογενές γνωστικό "υλικό" παρέχει στην ψυχή· γίνεται απλώς αφετηρία της κατανόησης των λόγων των όντων· είναι το μέσο για την πρόσβαση του νου προς τα νοητά. Στην πραγματικότητα, η αληθινή γνώση φωτίζει τον άνθρωπο, όταν αυτός τῶν αἰσθητ ῶ ν σχημά τ ω ν ἑαυτοῦ τὴν φαντα σί α ν ἀποτε μ ὼ ν απελευθερωθεί από τη σχηματοποίηση των πραγμάτων την οποία συνεπιφέρει η φαντασία (αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει κατάργησή της!), και βρει την αλήθεια: όχι αυτήν που εκφαίνεται ως συμφωνία αισθημάτων-φαντασμάτων-νοημάτων προς τα πράγματα, αλλά αυτήν που λανθάνει στους λόγους των όντων. Όργανο της αποτομής των αισθητών σχημάτων είναι η μάχαι ρ α τοῦ πνεύμα τ ο ς, η διδασκαλία του Θεού· αυτή “φονεύει” μέσα στον άνθρωπο την απατηλή φαινομενική κίνηση. Η φαντασία, παρέχοντας απλώς τύπους και σχήματα των αισθητών, εμμένει στην επιφάνεια του όντος θεωρημένου στατικά και αυτονομημένα· αλλά ο νους με την μά χαιρα ν τοῦ πνεύμα τ ο ς εισδύει στο υπαρξιακό βάθος των όντων, στους λόγους της κτίσεως, στις πολυειδείς συνδέσεις των όντων μεταξύ τους και στη μονοσήμαντη αναφορά τους στο Δημιουργό. Τότε η ψυχή κατακλύζεται από το ἓν καὶ ἑνω τικ ὸ ν φῶς, τὰς ποικίλα ς ὄψεις, ἢ κυριώ τ ε ρ ο ν εἰπεῖν, φαντα σί α ς, εἰς μίαν ἀληθῆ καὶ καθαρὰ ν καὶ μονο ε ι δ ῆ συνάγ ου σα γνῶσι ν 259.Το καθοριστικό, λοιπόν, στοιχείο στην εύρεση της αλήθειας δεν είναι κάτι που ανήκει πρωτογενώς στον επιστημονικό νου, αλλά είναι δώρο του Θεού. 2.4.1.3. Φαντασία και αμαρτία. τ ῶ ν παρελθ ό ν τ ω ν · τ ῶ ν δ ὲ μ ήπω γενομ έ ν ω ν παν τ ά π α σ ί ν ἐστιν ο ὐδαμ ῶ ς. Σχ έ σις γ ά ρ ἐστι το ῖ ς ἄκροις δι ᾿ ἑαυ τ ῆ ς μεσι τ ε ύ ουσα. Ἄκρα δ έ φημι τ ό τε φαν τ α σ τ ι κ ό ν, κα ὶ τ ὸ φαν τ α σ τ ό ν, ἐξ ὧν δι ὰ μ έ σης τ ῆ ς φαν τ α σ ί α ς , σχ έσεω ς ο ὔσης τ ῶ ν ἄκρω ν, τ ὸ φ άν τ α σ μ α γ ί νε τ αι, π έ ρα ς ὑπ ά ρχ ο ν ἐνεργ ε ί α ς κα ὶ π ά θου ς , ἐνεργ ε ί α ς μ ὲν το ῦ φαν τ α σ τ ι κ ο ῦ, π άθου ς δ ὲ το ῦ φαν τ α σ τ ο ῦ , τ ῶ ν δι ὰ μ έσης τ ῆ ς φαν τ α σ ί α ς , σχ έσεω ς α ὐ τ ῶ ν ὑπαρχο ύ ση ς περ ὶ αὐ τ ό , ἀλλή λοις συναπ τ ο μ έ ν ω ν ἄκρω ν . 258 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1384Α. 259 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1384Α.
85
Όταν ο άνθρωπος συνδεθεί εμπαθώς με τα πράγματα, γίνεται φορέας και των αντίστοιχων εμπαθών φαντα σ μ ά τ ω ν . Αν καταφρονήσει τα φαντάσματα, έχει ήδη βγει νικητής και στον πόλεμο με τα πράγματα. Και αυτό, γιατί η μάχη με την αμαρτία είναι πολύ πιο δύσκολη στο επίπεδο της διανοίας παρά στο επίπεδο της ενεργείας 260. Αυτό με τη σειρά του εξηγείται, διότι πρόκειται για μάχη εναντίον των παθών (που ακριβώς υπάρχουν σε σύζευξη με τα νοήματα) και όχι μάχη εναντίον των πραγμάτων ή των αντιστοίχων προς τα πράγματα φαντασιών: Οὐ πρὸς τὰ πράγμα τ α ὁ νοῦς πολε μ ε ῖ τοῦ θεοφιλ οῦ ς οὐδὲ πρὸς τὰ τούτ ω ν νοήμ α τ α, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη τὰ τοῖς νοή μα σι συνε ζ ε υγ μ έ ν α· οἷον οὐ πρὸς τὴν γυναῖκα πολε μ ε ῖ οὐδὲ πρὸς τὸν λυπήσα ν τ α οὐδὲ πρὸς τὰς τούτ ω ν φαντα σί α ς, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη τὰ ἐν ταῖς φαντα σί αι ς συνε ζ ε υγ μ έ ν α 261. Η φαντασία συνεπιφέρει αναγκαστικά τη διάσπαση της ενότητος του νου, τον απομακρύνει από την αλήθεια, γίνεται όργανο των αλογίστων έξεων και της αμαρτίας 262. Μέσω της φαντασίας ο νους και η ψυχή αγκιστρώνονται στην ύλη, στη μέριμνα των σωμάτων. Και μόνο με μεγάλο αγώνα (τὰ φαινό μ ε ν α πάντα δεῖται σταυρ ο ῦ 263) μπορούν να απελευθερωθούν από την ὑλικὴν φαντα σί α ν . 2.4.1.4. Αίσθηση και νους. Η αίσθηση επιτυγχάνει τη σύζευξή της με το νου μέσω της φαντασίας, που επιτελεί μια λειτουργία συμβολισμού. Τα αισθητά λειτουργούν ως προς το λόγο και το νου ως σύμβολα, σχήματα, τύποι. Αισθητός και νοητός κόσμος εισδύουν ο ένας στον άλλο καὶ τὸ ἔργ ο ν αὐτῶ ν ἓν καθὼ ς ἂν εἴη τρο χ ὸ ς ἐν τῷ τρο χ ῷ . Νους και αίσθηση αλληλοπεριχωρούνται και συνεργάζονται. Τη συνάφεια νου και αίσθησης εικονίζει ο Μάξιμος ως συζυγία και συγκατοίκηση ανδρός-γυναικός: ἀνήρ ἐστι ν ὁ τῆς φυσικῆς ἐν πνεύματ ι θεω ρί α ς ἐπιμε λ ο ύ μ ε ν ο ς νοῦς, κεφαλὴ ν ἔχ ων τὸν κατὰ πίστιν ἐκ τῆς τῶν ὁρω μ έ ν ω ν διακοσ μ ή σ ε ω ς γενε σι ου ρ γ ὸ ν τοῦ παντὸ ς Λόγον διαδ ε ικνύ μ ε ν ο ν, ὃν οὐ καταισχ ύ ν ε ι καλύπτω ν, καὶ οἷον ὑποτιθ ε ί ς τινι τῶν ὁρ ω μ έ ν ω ν ὁ νοῦς, καὶ ἄλλο τὸ παράπαν αὐτοῦ ποιούμ ε ν ο ς ὑψηλό τ ε ρ ο ν . Γυνὴ δὲ τοῦ τοιούτ ο υ νοό ς ἐστι ν ἡ σύνοικ ο ς αἴσθη σι ς, δι ᾿ ἧς ἐπιβατ ε ύ ε ι τῇ φύσει τῶν αἰσθη τ ῶ ν, καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ θειο τ έ ρ ο υ ς ἀναλ έ γ ε τ α ι λόγους, μὴ συγχ ω ρ ῶ ν τῶν λογικῶ ν αὐτὴν ἀποκαλυφθ ε ῖ σ α ν ἐπιβλ η μ ά τ ω ν, ἀλογία ς γενέ σθ αι καὶ ἁμαρ τ ία ς ὑπουργ ό ν 264. Ο νοητός κόσμος αποτυπώνεται στον αισθητό μέσα από τη λειτουργία της ειδοποίη σης (εἶδο ς ). Αντίστοιχα, ο αισθητός κόσμος ενυπάρχει στο νοητό μέσα από τη γνωστική λειτουργία του λόγου. Μέσω της διάφανης και αληθινής προφάνειας του αισθητού κόσμου μέσα στο νοητό, και του νοητού μέσα στον αισθητό, αποκαλύπτεται η ουσιαστική σχέση τους. Συνεπώς η λειτουργία της αίσθησης αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε ευρύτερης και συνθετότερης γνωστικής λειτουργίας. Ο νους αδυνατεί να προσεγγίσει το συγγενές του 260
Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 973Β: Πρ ὸ ς ἅπερ πρ ά γ μ α τ ά ποτ ε πεπ ό νθαμ ε ν, το ύ τ ω ν κα ὶ τ ὰ ς φαν τ α σ ί α ς ἐμπαθε ῖ ς περιφ έ ρομ ε ν. Ὁ ο ὖν τ ὰ ς ἐμπαθε ῖ ς νικ ῶν φαν τ α σ ί α ς , κα ὶ τ ῶν πραγμ ά τ ω ν ὧν α ἱ φαν τ ασ ί αι π ά ν τ ω ς καταφ ρ ο ν ε ῖ · ἐπειδ ὴ το ῦ πρ ὸ ς τ ὰ πρ ά γ μ α τ α πολ έμου ὁ πρ ὸ ς τ ὰ ς μν ή μας τοσο ῦ τ ό ν ἐστι χαλεπ ώ τ ε ρ ο ς , ὅσον το ῦ κατ’ ἐν έργεια ν ἁμαρ τ ά ν ε ι ν τ ὸ κατ ὰ δι ά νοι ά ν ἐστιν ε ὐκοπ ώ τε ρ ο ν . 261 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1028D-1029A. 262 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 300Β. 263 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1108Β. 264 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 332C-D.
86
αντικείμενο, τα νοητά, χωρίς την παρεμβολή της θεωρίας των αισθητών265. Η αίσθηση αναβιβάζει την κίνηση των αισθητών στο νου, ο οποίος τη μετασχηματίζει σε γνώση. Η γνώση είναι προϊόν συνεργίας αίσθησης και νου. Τη σχέση αισθητών και νοητών εικονίζει η σχέση σώματος και ψυχής: ψυχὴν μὲν εἶναι τῶν αἰσθητ ῶ ν, τὰ νοητά, σῶμα δὲ τῶν νοητ ῶ ν, τὰ αἰσθη τά . Καὶ ὡς ψυχὴν ἐνοῦσα ν σώμα τ ι, τῷ αἰσθη τ ῷ κόσμ ῳ τὸν νοητ ὸ ν εἶναι· καὶ τῷ νοητ ῷ τὸν αἰσθη τ ό ν, ὡς σῶμα τῇ ψυχῇ συγκρ ο τ ο ύ μ ε ν ο ν · καὶ ἕνα ἐξ ἀμφοῖν εἶναι κόσμ ο ν, ὥσπε ρ καὶ ἐκ ψυχῆς καὶ σώμα τ ο ς ἄνθ ρ ωπ ο ν ἕνα 266. Για τη συζυγία αισθητών και νοητών αρκεί να υπερβαίνεται η αυτονόμηση της αισθητικής λειτουργίας. Μόνο τότε τα αισθητά διατηρούν την καθαρότητα και την πλήρη νοήματος ωραιότητα της δημιουργίας τους. Η συμβολική λειτουργία του αισθητού κόσμου ομοιάζει τότε με λόγο γραπτό, και μέσα από τους λόγους των όντων ὡς διὰ γραμ μά τ ω ν τινῶ ν τοῖς ὀξυωποῦ σι πρὸς τὴν ἀλήθ ε ια ν ὁ Θεὸς Λόγος ἀναγιν ώ σκ ε τ α ι 267. 2.4.2. Λόγος. Η λειτουργία της αίσθησης αποβαίνει τελικά μια λογική λειτουργία: η αίσθηση επικεντρώνεται αρχικά στην άμεση γνώση των αντικειμένων όντων, στην υλική τους υπόσταση, τη μορφή τους. Όμως ο λόγος συγκεντρώνει τα δεδομένα των αισθήσεων μεταμορφώνοντας την αισθητή εμπειρία σε επιστημονική γνώση. Λειτουργεί έτσι ως σύνδεσμος ανάμεσα στην αίσθηση και το νου, ανάμεσα στην άμεση αισθητηριακή γνώση και τη βαθιά γνώση της προσωπικής σχέσης. Αλλά ούτε η λογική δύναμη του ανθρώπου εξαντλεί τις γνωστικές του δυνατότητες, μέση ὑπάρχ ου σα τύ πων καὶ ἀληθ ε ία ς . Η γνώση ἡ ἐν μόν ῳ τῷ λόγ ῳ κειμέ ν η καὶ τοῖς νοήμα σι ν 268 έχει σχετικό χαρακτήρα, και δεν μπορεί να ταυτιστεί με την αλήθεια. Τον μεσολαβητικό ρόλο του λόγου εκθέτει ωραία ο Μάξιμος ερμηνεύοντας αναγωγικά μια εικόνα από την Παλαιά Διαθήκη: πηγές έξω από την πόλη σχηματίζουν με τα ύδατά τους ένα ποταμό που περνάει μέσα από την πόλη και τη χωρίζει στα δύο. Πηγές έξω από την πόλη είναι τα αισθητά όντα, που βρίσκονται έξω από την ψυχή· ύδατα των πηγών είναι τα νοήματα των αισθητών· και ποταμός που διασχίζει την πόλη είναι η φυσική θεωρία, η γνώση την οποία ο λόγος συνάγει από τα νοήματα των αισθητών. Ο ποταμός-λόγος διέρχεται μεθόριος νου και αισθήσεως· μεσολαβεί ώστε η γνώση των αισθητών ούτε να αποξενώνεται από τη νοερή δύναμη ούτε να εξαντλείται σε μία απλή αισθητηριακή ενέργεια. Ο λόγος επιτυγχάνει έτσι τη συνάφεια αίσθησης και νου 269. 265
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 596D-597A: ᾿Επε ὶ ο ὖ ν ο ὐ κ ἔστι δυνα τ ὸ ν πρ ὸ ς τ ὰ συγγ ε ν ῆ νοη τ ὰ τ ὸ ν νο ῦ ν διαβ ῆ ναι δ ί χα τ ῆ ς τ ῶ ν δι ὰ μ έσου προβεβ λ η μ έ ν ω ν α ἰσθη τ ῶ ν θεω ρ ί α ς , τα ύ τ η ν δ ὲ γεν έ σθαι παν τ ε λ ῶ ς ἀμ ήχανον χωρ ὶ ς τ ῆ ς, α ὐ τ ῷ μ ὲν συγκειμ έ νη ς το ῖ ς αἰ σθη τ ο ῖ ς δ ὲ κατ ὰ φ ύσιν συγγ ε ν ο ῦ ς, α ἰσθ ήσεω ς , ε ἰκ ό τω ς , ε ἰ μ ὲν προσβ αλ ὼ ν ἐνσχεθ ῇ τα ῖ ς ἐπιφανε ί αις τ ῶ ν ὁρατ ῶ ν, ἐν έ ργεια ν ε ἶναι φυσικ ὴ ν τ ὴ ν συγκειμ έ νη ν ο ἰόμενο ς αἴ σθησιν, τ ῶ ν μ ὲ ν κατ ὰ φ ύσιν ἐκπ έ πτ ω κ ε νοη τ ῶ ν. 266 Μυσταγ ω γία, PG 91, 685Α. 267 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 360Β: Ὁ μ ὴ το ῖ ς σχ ή μασι τ ῶ ν ὁρατ ῶ ν ἐναπομ έ ν ω ν δι ὰ τ ὴ ν αἴ σθησιν, ἀλλ ὰ κατ ὰ νο ῦ ν το ὺ ς λ ό γου ς α ὐ τ ῶ ν ἀναζη τ ῶ ν, ὡς νοη τ ῶ ν τ ύπου ς , ἢ λ όγου ς αἰ σθη τ ῶ ν θε ώ μενο ς κτισμ ά τ ω ν , ο ὐδ ὲ ν ἀκ ά θαρ τ ο ν ε ἶναι τ ῶ ν ὁρωμ έ νω ν διδ ά σκε τ α ι. Π ά ν τ α γ ὰ ρ φ ύ σει καλ ὰ λ ί αν καθ έ σ τ η κ ε ν. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1248Β. 268 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 752Α και 621C. 269 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 445D-456B. Το ερμηνευόμενο ἄπορ ο ν τῆ ς Γραφῆ ς : «Τ ί ἐστι π ά λιν ἐν τ ῇ α ὐ τ ῇ βί βλ ῳ · κα ὶ ε ἶ δεν Ἐζεκ ί ας ὅ τι ἥκει Σενναχ ει ρ ὶ μ κα ὶ τ ὸ πρ όσωπον α ὐ το ῦ το ῦ πολεμ ῆ σαι ἐν Ἱερουσαλ ή μ, κα ὶ ἐβουλε ύ σα τ ο μετ ὰ τ ῶ ν πρεσβυ τ έ ρ ω ν α ὐ το ῦ κα ὶ δυνα τ ῶ ν ἐμφρ ά ξ αι τ ὰ ὕδατα τ ῶ ν πηγ ῶ ν, ἃ ἦν ἔξω τ ῆ ς π όλεω ς , κα ὶ συνεπ ίσχυσα ν α ὐτ ῷ. Καὶ συν ή γαγ ε ν λα ὸ ν πολ ὺ ν κα ὶ ἐν έφραξ εν τ ὰ ὕδατ α τ ῶ ν πηγ ῶ ν κα ὶ τ ὸ ν ποτ αμ ὸ ν τ ὸν διορ ί ζον τ α δι ὰ τ ῆ ς π όλεω ς; Τί θ έλει τα ῦ τ α σημα ί νειν κατ ὰ θεω ρ ί αν; » Η απάντηση του Μαξίμου: Πηγα ὶ ο ὖ ν ε ἰ σιν ἔξω τ ῆ ς π ό λεω ς , του τ έ σ τ ι τ ῆ ς ψυχ ῆ ς, τ ὰ α ἰσθη τ ὰ
87
Ο λόγος ευγενίζει και λογοποιεί τις αισθήσεις. Η καταρχάς χρηστικότητα της αίσθησης πλουτίζεται από την περιουσία του λόγου· έτσι, καθώς η ψυχή οικειοποιείται τους πνευματικούς λόγους που εντοπίζει στα αισθητά, ανάγονται οι αισθήσεις σε ένα επίπεδο πλησιέστερο προς το Θεό 270. Η δύναμη του λόγου επιτρέπει να συναχθεί η πολύμορφη ποικιλία των λόγων της κτίσης σε μια νόηση ἑνο ε ι δ ῆ καὶ ἁπλῆν καὶ ἀδιάφο ρ ο ν . Αυτή η εκβολή της λογικής δύναμης στη νόηση είναι όντως ένωση λόγου και νου. 2.4.3. Νοῦς. Η γνωστική κίνηση του νου δεν περιορίζεται μόνο στη διανοητική ενέργεια· ο νους συ ναιρεί και υπερβαίνει το σύνολο των γνωστικών δυνάμεων, αντιπροσωπεύει την καθολική γνωστική δυνατότητα της ψυχής· είναι το όργανο της προσωπικής έκστασης του ανθρώπου προς τον κόσμο. Γι' αυτό και η γνώση του νου είναι καταρχήν μια γνώση εμπειρική. Πρέπει, όμως, να τονίσουμε πως η εμπειρική αυτή γνώση υπερβαίνει και την κατακερματισμένη αισθητηριακή εμπειρία και τη λογική επεξεργασία της. Ο νους, το θεω ρ η τ ικ ὸ ν τῆς ψυχῆς , εκτείνει τη γνωστική του λειτουργία πέρα από τις λειτουργίες και των σωματικών αισθήσεων και του λόγου. Η γνώση του νου είναι γνώση κατ' ἐνέ ρ γ ε ι α ν , άπαυστη και ατέλεστη. Παρέχει συνολική κατάληψη του αντικειμένου της. Ο νους, απελευθερωμένος από την πολυειδή γνώση των αισθητών, κατακτάει την απλή και ενιαία γνώση. Αυτή η ανερμήνευτη κίνηση του νου, αν και έχει εκκινήσει από την αισθητηριακή εμπειρία και τη λογική πρόσληψη του κόσμου, κατατείνει ακριβώς λόγω του ενικού χαρακτήρα της σε μία γνώση του Θεού ἐξ οὐδε ν ὸ ς τῶν ὄντ ω ν 271. Διττή είναι η γνώση των θείων. Η πρώτη είναι γνώση σχετική, αφού αποκτιέται μέσα από λογικές διεργασίες χωρίς άμεση πείρα του αντικειμένου της· με τη σχετική γνώση των θείων πορευόμαστε στην παρούσα ζωή. Η δεύτερη μορφή γνώσης των θείων είναι η κυρίως αληθινή, η απόλυτη γνώση, αφού αποκτιέται μέσα από άμεση σχέση του ανθρώπου με το αντικείμενο το οποίο γνωρίζει· μόνο μέσα από την ενεργητική του σχέση με το Θεό ο νους τελικά γνωρίζει την αλήθεια ἐν μόνῃ τῇ πείρᾳ κατ' ἐνέ ρ γ ε ι α ν δίχα λόγου καὶ νοημά τ ω ν · η απόλυτη γνώση είναι προϊόν μέθεξης, παρέχεται στον άνθρωπο ως δώρο του Θεού. Γι’ αυτό και η αληθινή γνώση του Θεού ταυτίζεται με την κατά τα έσχατα θέωση του ανθρώπου272. Στην παρούσα ζωή, ενώ ο νους προσλαμβάνει τον κόσμο, ανακαλύπτει σ' αυτόν πολλές και διάφορες θείες ενέργειες, και διδάσκεται πως κάθε θεία ενέργεια υποσημαίνει τὸν Θεὸν ἀμε ρ ῶ ς ὅλο ν 273. Έτσι, ο ενικός χαρακτήρας του νου αντανακλά την ενότητα του π ά ν τ α· ὕδατα δ ὲ το ύ τ ω ν τυ γ χ ά ν ο υ σι τ ῶ ν πηγ ῶ ν τ ὰ τ ῶ ν α ἰσθη τ ῶ ν νο ήμα τ α· ποτ αμ ὸ ς δ ὲ διορ ί ζω ν δι ὰ μ έ σου τ ῆ ς π όλε ώ ς ἐστιν ἡ κατ ὰ τ ὴ ν φυσικ ὴ ν θεω ρ ί αν ἐκ τ ῶν α ἰσθη τ ῶ ν νοημ ά τ ω ν συναγο μ έ ν η γν ῶ σις, δι ὰ μ έσης διερχο μ έ ν η τ ῆ ς ψυχ ῆς, ὡς νο ῦ κα ὶ α ἰσθ ήσεω ς οὖ σα μεθ ό ριο ς . Ἡ γ ὰ ρ γν ῶ σις τ ῶ ν α ἰσθη τ ῶ ν ο ὔ τε π ά ν τ ῃ τ ῆ ς νοερ ᾶ ς ἀπεξ ένω τ α ι δυν ά μ ε ω ς ο ὔ τε δι ό λου μ ό ν ῃ προσνεν έ μ η τ α ι τ ῇ κατ' α ἴσθησιν ἐνεργ ε ίᾳ , ἀλλ' ο ἷον τ ῆ ς τε το ῦ νο ῦ πρ ὸ ς τ ὴ ν α ἴ σθησιν κα ὶ πρ ὸ ς τ ὸ ν νο ῦ ν τ ῆ ς α ἰσθ ήσεω ς συν ό δου μ έση τυ γ χ ά ν ο υ σ α, δι' ἑαυ τ ῆ ς ποιε ῖ ται τ ὴ ν πρ ὸ ς ἄλληλα το ύ τ ω ν συν ά φ εια ν, κατ ὰ μ ὲν τ ὴν α ἴσθησιν κατ' ε ἶ δος τυπου μ έ νη το ῖ ς σχ ή μασι τ ῶ ν α ἰσθη τ ῶ ν, κατ ὰ δ ὲ τ ὸ ν νο ῦν ε ἰς λ όγου ς τ ῶν σχημ ά τ ω ν το ὺ ς τ ύ που ς μετα β ιβ ά ζ ο υ σ α. Δι ὸ ποτ αμ ὸ ς διορ ί ζω ν δι ὰ μ έσης τ ῆ ς π όλεω ς ε ἰ κ ό τω ς προση γ ο ρ ε ύ θη τ ῶ ν ὁρωμ έ ν ω ν ἡ γν ῶ σις, ὡς τ ῶ ν ἄκρω ν, λ έγω δ ὲ νο ῦ κα ὶ αἰ σθ ή σεω ς , ο ὖ σα μετ α ί χμιο ς . 270 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 621C. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1249B. 271 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1112D-1113A. 272 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν... , PG 90, 621C-D. 273 Περὶ διαφό ρ ω ν... , PG 91, 1257A-B: (...) κα ὶ ὁ νο ῦ ς π ά ν τ ω ν φυσικ ῶ ς ἀντιλαμ β α ν ό μ ε ν ο ς τ ῶ ν ἐν το ῖ ς ο ὖ σι λό γων, ο ἷ ς ἀπε ί ροις ἐνθεω ρ ῶ ν ἐνεργ ε ί α ς Θεο ῦ πολλ ὰ ς ποιε ῖ ται κα ὶ ἀ πε ί ρου ς , ε ἰ πε ῖ ν ἀληθ έ ς, τ ῶ ν ὧν ἀντιλαμ β ά ν ε τ α ι θε ί ων ἐνεργ ει ῶ ν διαφορ ά ς , ἄτονον ε ἰ κ ό τω ς ἕξει τ ὴ ν δ ύ ναμιν κα ὶ τ ὴ ν μ έ θοδον ἄπορον τ ῆ ς ἐπιστη μ ο νικ ῆ ς ἐρε ύνης το ῦ ὄ ντω ς ὄ ντο ς ἀληθο ῦ ς, ο ὐ κ ἔχων νο ῆ σαι π ῶ ς ἐν ἑκ ά σ τ ῳ τ ῶ ν καθ ᾿ ἑαυτ ὸ ἑκ άσ τ ω ν λ όγ ῳ κα ὶ ἐ ν πᾶ σιν ὁμο ῦ καθ ᾿ ο ὓ ς ὑπ ά ρχ ουσι τ ὰ π ά ν τ α λ ό γοις ὁ μηδ ὲ ν ὢν τ ῶ ν ὄντω ν ἀληθ ῶ ς
88
Θεού. Ο Θεός είναι ο ἀπόρ ρ η τ ο ς Νοῦς· προς Αυτόν ανάγεται ο νους του ανθρώπου μέσω της ευσεβούς θεωρίας των όντων. Αλλά δεν είναι η θεωρία των όντων αυτή καθαυτή που καθιστά δυνατή την προσέγγιση στο Θεό. Ο Χριστός, ο Λόγος που μέσα στα όντα φανερώνεται στους πιστούς θεωρούς της φύσης, χορηγεί στον άνθρωπο τὰς νοητ ὰ ς τῶν θείω ν ἐμφάσ ε ι ς . Η φανέρωση του Θεού παρέχεται στον άνθρωπο από το Χριστό σύμμετρα προς την εκ μέρους του ανθρώπου ευσεβή θεωρία και γνώση των όντων 274. 2.4.4. Ενότητα των γνωστικών κινήσεων της ψυχής. Οι τρεις καθολικές κινήσεις της ψυχής, η αίσθηση, ο λόγος και ο νους, συνάγονται σε μία, ενεργοποιούνται αλληλοπεριχωρούμενες 275. Η αναλεκτική λειτουργία της αίσθησης τη συνδέει με τις άλλες γνωστικές κινήσεις της ψυχής, αυτές που ασκούνται από το λόγο και το νου, σε μία ενιαία κίνηση της ψυχής προς την κτίση: η αίσθηση προσεγγίζει το κάλλος της δημιουργίας σὺν λόγ ῳ κατὰ τὴν αἴσθη σι ν ενώ ο λόγος παραμένει δεμένος στην απλότητα του νου. Με τη συνεργασία του λόγου η αίσθηση εκπληρώνει το μεσολαβητικό της ρόλο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο: ανάγει τα αισθητά σχήματα και είδη σε λόγους πολύμορφους· από την πολυμορφία συνάγεται η ἑνο ε ι δ ὴ ς καὶ ἁπλῆ καὶ ἀδιάφο ρ ο ς νόησι ς . Έτσι, ο νους προσέρχεται και μελετά μέσω της αισθήσεως τα πράγματα 276. Η ενιαία κίνηση του νου προς τα αισθητά δεν έχει βέβαια τίποτε το κακό: οὔτε ὁ νοῦς κακόν, οὔτε τὸ κατὰ φύσιν νοεῖν· οὔτε δὲ τὰ πράγμα τ α, οὔτε ἡ αἴσθησι ς· Θεοῦ γάρ εἰσι ταῦτα τὰ ἔργα 277. Στο βαθμό, μάλιστα, που επιτυγχάνεται από τον άνθρωπο η ενοποίηση των γνωστικών δυνάμεων και αποτρέπεται η αυτονόμησή τους, εκπληρώνει ο νους την απώτατη γνωστική στόχευση όλων τους, την εύρεση του Θεού μέσα στον κόσμο. Η βαθμιαία αυθυπέρβαση της αίσθησης μέσα στο λόγο, του λόγου μέσα στο νου, και τέλος η ίδια η απόσβεση των νοητικών λειτουργιών γίνονται αναβαθμοί στην πορεία προς τη θέωση, την ὑπὲρ νόησι ν ένωση με το Θεό. 2.4.5. Χάριτι Πνεύματ ο ς. Η φυσική θεωρία τελεσφορεί χάριτι Πνεύματ ο ς. Όπως το μάτι χωρίς το ηλιακό φως δεν μπορεί να αντιληφθεί τα αισθητά, έτσι και ο νους δεν προοδεύει χωρίς το φωτισμό του Πνεύματος: Εἴτε οὖν ἐζήτ ου ν ἢ ἐξε ζ ή τ ο υ ν, εἴτε ἠρεύν ω ν ἢ ἐξη ρ ε ύ ν ω ν οἱ ἅγιοι, τὴν χάριν εἶχ ον τοῦ Πνεύματ ο ς κινοῦσα ν αὐτῶ ν τὴν νοε ρ ὰ ν καὶ λογικὴν δύναμι ν πρὸς ζήτη σι ν καὶ ἔρευν α ν τῆς τῶν ψυχῶ ν σωτη ρ ί α ς · καὶ χωρὶ ς τοῦ Πνεύματ ο ς οὐδὲ ν παντε λ ῶ ς ἐθε ώ ρ ο υ ν πνευμα τικ ό ν, ὅτι μηδὲ πέφυκεν ὁ ἀνθ ρ ώπι ν ο ς νοῦς ἄνευ θείου φωτὸ ς τῶν θείω ν καὶ νοητ ῶ ν ἀντιλ α μ β ά ν ε σ θ α ι. κα ὶ π ά ν τ α κυρ ί ω ς ὢν κα ὶ ὑπ ὲ ρ π ά ν τ α Θε ό ς. Εἰ γο ῦ ν π ᾶσα θε ία κατ ὰ τ ὸ ν ἀληθ ῆ λ όγον ἐ νέ ργεια τ ὸ ν Θε ὸ ν ἀμερ ῶ ς ὅλον δι ᾿ ἑαυ τ ῆ ς ἐν ἑκ ά στ ῳ καθ ᾿ ὅνπερ τιν ὰ λ όγον ἐστ ὶ ν ἰ δικ ῶ ς ὑποσημα ί νει, τ ί ς ἀκριβ ῶ ς ἐστιν ὁ νο ῆ σα ί τε κα ὶ ε ἰπε ῖ ν δυν ά μ ε ν ο ς , π ῶς ἐν π ᾶσ ί τε κοιν ῶ ς ὅλος κα ὶ ἐν ἑκ ά σ τ ῳ τ ῶ ν ὄντω ν ἰδιαζ ό ν τ ω ς , ἀμερ ῶ ς τε κα ὶ ἀμερ ί στ ω ς ἐστ ὶ ν ὁ Θε ό ς (...); 274 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 332B-C. 275 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 692D-693A: Ὁ τ ὸ ν φαιν ό μενο ν κ όσμον νο ῶ ν, θεω ρ ε ῖ τ ὸ ν νοο ύ μεν ο ν· τυπο ῖ γ ὰ ρ τ ῇ α ἰ σθ ή σει τ ὰ νοη τ ὰ φαν τ α ζ ό μ ε ν ο ς , κα ὶ κατ ὰ νο ῦν σχημ α τ ί ζ ει το ὺ ς θεαθ έ ν τ α ς λ ό γου ς· κα ὶ μετ αφ έ ρ ει πρ ὸ ς μ ὲν α ἴσθησιν πολυειδ ῶ ς το ῦ νοη τ ο ῦ κ όσμου τ ὴ ν σύστασιν· πρ ὸ ς δ ὲ νο ῦ ν, το ῦ α ἰ σθη τ ο ῦ κ όσμου πολυπλ ό κω ς τ ὴν σ ύνθεσιν· κα ὶ νοε ῖ, ἐν μ ὲ ν τ ῷ νοη τ ῷ τ ὸ ν α ἰ σθη τ ό ν, μετ ε ν έ γ κ α ς πρ ὸ ς τ ὸ ν νο ῦ ν το ῖ ς λ όγοις τ ὴ ν α ἴσθησιν· ἐν δ ὲ τ ῷ αἰ σθη τ ῷ τ ὸ ν νοη τ ό ν, πρ ὸ ς τ ὴ ν α ἴ σθησιν ἐπιστη μ ό ν ω ς το ῖ ς τ ύ ποις μετ ε γ κ λ ώ σα ς τ ὸν νο ῦ ν . 276 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1216A-B. Πρὸς Θαλάσσι ο ν..., PG 90, 461D-464A. 277 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 988C.
89
῾Ως γὰρ οὐκ ἔστι χωρὶ ς ἡλιακοῦ φωτὸ ς ὀφθαλ μ ὸ ν ἀντιλα μ β ά ν ε σ θ α ι τῶν αἰσθητ ῶ ν, οὕτω δίχα πνευμα τικ οῦ φωτὸ ς νοῦς ἀνθ ρ ώπι ν ο ς οὔποτ ᾿ ἂν δέξαι τ ο θεω ρ ί α ν πνευμα τικ ή ν 278. Ο φωτισμός της χάριτος συμπορεύεται με τη φυσική γνωστική δύναμη· η σοφία των αγίων προϋποθέτει τη λογική δύναμη. Αλλά και η γνωστική δύναμη θα έμενε ανενεργή για όσους αγνοούν τη συνδρομή του Πνεύματος· το Άγιον Πνεύμα οδηγεί τον άνθρωπο στην κατανόηση των λόγων και τρόπων της σωτηρίας, και η χάρη του Χριστού, ἥτις ἐστὶν ὁ ἀρρα β ὼ ν τοῦ ἁγίου Πνεύμα τος, ενοικεί στον άνθρωπο –όπως και σε όλα τα όντακαι του παρέχει την άληστη γνώση των θεολογικών αληθειών 279. 2.5. Γνωστικά στάδια: πρακτικὴ φιλο σ ο φί α, φυσικὴ θεω ρ ί α, θεολ ο γ ικὴ μυστα γωγία . Οι αναβαθμοί στην πορεία προς το Θεό περιγράφονται από το καθιερωμένο στην εκκλησιαστική παράδοση σχήμα των βαθμίδων γνώσεως και τελειώσεως: πρακτικὴ φιλοσ ο φία, φυσικὴ θεω ρ ί α, θεολ ο γ ικὴ μυσταγ ω γ ί α . Έργο της πρακτικής φιλοσοφίας είναι να καθαρίσει το νου από κάθε εμπαθή φαντασία· έργο της φυσικής θεωρίας είναι η επίτευξη της επιστήμης, της αληθούς γνώσης όσον αφορά την αιτία και τον τρόπο ύπαρξης των όντων· έργο της θεολογικής μυσταγωγίας είναι η κατὰ χάριν ομοίωση του ανθρώπου με το Θεό μέσω της υπέρβασης κάθε οντικής γνώσης 280. Τα τρία στάδια δεν σχηματοποιούνται σε μια αντικειμενοποιημένη και δεδομένη εκ των προτέρων πορεία, την οποία θα όφειλε να ακολουθήσει ο άνθρωπος για να προσεγγίσει το Θεό. Λειτουργούν ως τρεις όψεις μιας ενιαίας πορείας οι οποίες αλληλοδιαπλέκονται και, χρονικά παράλληλες, προσφέρονται στην ανθρώπινη ελευθερία ως σταθμοί μιας όδευσης προσωπικής. Έτσι, χαρακτηριστικά στοιχεία της πρακτικής φιλοσοφίας αποτελούν προϋποθέσεις που εξακολουθούν να λειτουργούν στα ανοικτά όρια της φυσικής θεωρίας. Πράξη και θεωρία αλληλοσυμπληρώνονται. Σύμφωνα με τον έξοχο συμβολισμό του Ομολογητού, καθώς ο άνθρωπος διαβαίνει τα στάδια της γνώσης και αρετής, εικονίζει μυστικώς την Εκκλησία· κατά την πρακτική (ηθική) φιλοσοφία, το σώμα ως ναός, με όργανο την άσκηση των αρετών, λαμπρύνει την ψυχή που κατοικεί σ' αυτό· κατά τη φυσική θεωρία, η ψυχή ως ιερατείο, με όργανο το λόγο, προσκομίζει τους καθαρούς από τη συνάφεια της ύλης λόγους της κτίσεως στο Θεό· και 278
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 608B-C. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1308D και 1208C-D: Τὸ Πνε ῦ μα τ ὸ ἅ γιον ο ὐ δεν ὸ ς ἄπεστι τ ῶ ν ὄ ντω ν . Συνεκ τ ικ ὸ ν γ ὰ ρ ὑπ ά ρχει τ ῆ ς ἑκ ά σ τ ο υ γν ώ σεω ς , ὅτι Θε ὸ ς κα ὶ Θεο ῦ Πνε ῦμα, κατ ὰ δύ ναμιν προνοη τ ι κ ῶ ς δι ὰ π ά ν τ ω ν χωρο ῦ ν, κα ὶ τ ὸ ν ἐν ἑκ άστ ῳ λ όγον κατ ὰ φ ύσιν ἀ νακινο ῦ ν, κα ὶ δι ᾿ α ὐ το ῦ πρ ὸ ς συνα ί σθησιν τ ῶ ν πλημμ ελ ῶ ς παρ ὰ τ ὸν θεσμ ὸ ν τ ῆ ς φ ύσεω ς πεπρα γ μ έ ν ω ν , ἄγον τ ὸ ν α ἰσθαν ό μ ενο ν· κα ὶ τ ὴ ν προα ί ρεσιν ε ὔεικτ ο ν ἔχον τ α , πρ ὸς ὑποδοχ ὴ ν τ ῶ ν ἐκ φ ύσεω ς ὀρθ ῶ ν λογισμ ῶ ν. Δι ὸ κα ὶ πολλο ὺ ς ε ὑρ ίσκομ εν κα ὶ τ ῶ ν ἄγαν βαρβ ά ρ ω ν κα ὶ νομ ά δ ω ν ἀνθρ ώ πω ν, καλοκα γ α θ ί α ς μετ απ οι ου μ έ νο υ ς , κα ὶ το ὺ ς ἀν έκαθεν κρα τ ή σαν τ α ς ἐν α ὐ το ῖ ς θηρι ώ δεις ἀθετο ῦ ν τ α ς ν όμου ς. Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1068Α: Τί ς σε ἐφώ τισεν ε ἰ ς τ ὴ ν π ίστην τ ῆ ς ἁγ ί ας κα ὶ ὁμοουσ ί ου κα ὶ προσκυ νη τ ῆ ς Τρι ά δο ς ; ἢ τ ί ς σοι ἐγν ώ ρισε τ ὴν ἔνσαρκο ν ο ἰκονομ ί αν το ῦ ἑ νὸ ς τ ῆ ς ἁ γ ί ας Τρι ά δο ς ; Τί ς δ έ σε ἐδ ί δαξε το ὺ ς περ ὶ ἀσωμά τ ω ν λόγου ς ἢ το ὺ ς περ ὶ γεν έ σε ω ς κα ὶ συντ ε λ ε ί α ς το ῦ ὁρωμ έ νου κ όσμου· ἢ περ ὶ τ ῆ ς ἐκ νεκρ ῶ ν ἀναστ ά σ ε ω ς κα ὶ αἰ ων ί ου ζω ῆ ς, ἢ περ ὶ τ ῆ ς δ όξης τ ῆ ς βασιλε ί ας τ ῶ ν ο ὐραν ῶ ν, κα ὶ τ ῆ ς φοβερ ᾶ ς κρ ίσεω ς ; Οὐ χ ὶ ἡ χ ά ρι ς το ῦ Χριστο ῦ ἡ ἐνοικο ῦ σα ἐν σο ί; ἥ τις ἐστ ὶ ν ὁ ἀῤῥαβ ὼ ν το ῦ ἁγ ί ου Πνε ύ μα τ ο ς ; Σχόλια εἰς τὸ περὶ Θείω ν Ὀνομάτ ω ν, PG 4, 308C. 280 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1241C: Καὶ τ ῆ ς μ ὲ ν πρακ τι κ ῆ ς φιλοσοφ ί ας π ά λιν ἔ ργον ε ἶ να ί φασι π ά ση ς τ ὸ ν νο ῦ ν ἐμπαθ ῆ φαν τ α σ ί α ς καθαρ ὸ ν κατ ασ τ ῆ σ αι, τ ῆ ς δ ὲ φυσικ ῆ ς θεω ρ ί α ς πάσης τ ῆ ς ἐν το ῖ ς ο ὖσι καθ ᾿ ἣν α ἰ τ ί αν ὑπ ά ρχου σιν ἀληθο ῦ ς γν ώσεω ς αὐ τ ὸ ν ἐπιστ ή μονα δε ῖ ται, τ ῆ ς δ ὲ θεολο γικ ῆ ς μυστα γ ω γ ί α ς ὅμοιον Θε ῷ κα ὶ ἴσον, ὡς ἐφικτ ό ν, τ ῇ χ ά ρι τ ι κατ ὰ τ ὴ ν ἕξιν ποι ῆσαι, μηδεν ὸ ς τ ὸ σ ύνολον ἔτι τ ῶν μετ ὰ Θε ὸν δι ὰ τ ὴ ν ὑπεροχ ὴ ν ὄ ντα νο ή μονα. 279
90
κατά τη μυστική θεολογία, ο νους ως θυσιαστήριο, με όργανο τη δική του εύγλωττη σιγή, προσκαλεί στο άδυτό του τὴν πολυύμ ν η τ ο ν σιγὴν τῆς θεό τητο ς και, όσο είναι ανθρωπίνως εφικτό, ενώνεται με το Θεό 281. 2.5.1. Πρακτικὴ φιλοσ ο φία. Καθώς είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης η επιδίωξη της γνώσης, η φυσική θεωρία λειτουργεί ως ζέουσα αναζήτηση της αιτίας των όντων μέσα από την εντρύφηση στη μονοσήμαντη πολυμορφία των λόγων τους. Δεν πρόκειται για απλή περιδιάβαση περιεργείας ούτε για στενά διανοητική (λογικά αναγκαστική, αλλά πρακτικά μη δεσμευτική) παραδοχή της ύπαρξης ενός απρόσωπου αιτίου του κόσμου. Πρόκειται για σπουδή της παρουσίας του Αιτίου, του ίδιου του Θεού, μέσα στα όντα. Και γι' αυτό υποκείμενο της σπουδής είναι ο όλος άνθρωπος στην ψυχοσωματική ενότητα και την κοινωνική του φύση. Η σπουδή αυτή, ως ανώτατο στάδιο των γνωστικών λειτουργιών, επιτυγχάνεται στο βαθμό που ο νους συναντάται με τους λόγους των όντων. Πεδίο που καθιστά δυνατή τη συνάντηση είναι η λογικότητα που διαπερνά εξίσου το πρόσωπο και τα πράγματα, αλλά αυτό που επιτρέπει τελικά το διάλογο ανθρώπου-κόσμου είναι η πλήρωση κάποιων προϋποθέσεων εξ υποκειμένου (από τη μεριά του ανθρώπου) και εξ αντικειμένου (από τη μεριά του κόσμου). Εξ υποκειμένου προϋπόθεση είναι η καθαρότητα του νου, η δυνατότητα να συνεργάζεται αρμονικά με τις άλλες γνωστικές δυνάμεις της ψυχής, χωρίς να τις καταργεί αλλά υπερβαίνοντάς τες και συναιρώντας τες. Αυτό σημαίνει πως ο καθαρός νους αποδέχεται τα “προϊόντα” της αίσθησης, ήδη παρών στη συλλογή τους, χωρίς να υποδουλώνεται στην τάση της αίσθησης να εγκλωβιστεί στην απατηλή επιφάνεια των αντικειμένων της. Την καθαρότητα-ελευθερία των αισθήσεων και του νου διασφαλίζει η πρακτικὴ φιλοσ ο φία , η γνώση που εδράζεται στην εκκλησιαστική άσκηση. Μόνο καθαρός ο νους κινείται προς την πνευματική θεωρία των πραγμάτων. Αν λόγω ραθυμίας δεν διέλθει το καθαρτικό στάδιο της πρακτικής φιλοσοφίας, αδυνατεί να διακρίνει το πνευματικό νόημα των πραγμάτων· και τότε τα νοήματα που συνάγει δεν κατακλίνουν προς την συναγωγή του ενός λόγου της φύσεως, αλλά διαστρέφονται σε αισχρούς ή πονηρούς λογισμούς 282. Την καθαρότητα του νου διασφαλίζει πρωτίστως η προσευχή. Καθαίρει όσους βρίσκονται στο πρακτικό αλλά και στο θεωρητικό στάδιο. Οι πρακτικοί ειδικά φτάνουν στην καθαρή προσευχή με το φόβο του Θεού και την αγαθή ελπίδα. Ο νους τους καθαρίζεται από τα νοήματα του κόσμου και στρέφεται απερίσπαστος προς το Θεό 283. 281
Μυσταγ ω γία, PG 91, 672B-C: Καὶ π ά λιν κατ' ἄλλον τρ ό πον θεω ρ ί α ς , ἄ νθρω πο ν ε ἶ ναι τ ὴ ν ἁ γί αν το ῦ Θεο ῦ Ἐκκλησ ί αν ἔλεγε , ψυχ ὴ ν μ ὲ ν ἔ χουσαν τ ὸ ἱερα τ ε ῖ ο ν· κα ὶ νο ῦ ν τ ὸ θε ῖ ον θυσιασ τ ή ριο ν , κα ὶ σῶ μα τ ὸ ν να ό ν , ὡ ς ε ἰ κ ό να κα ὶ ὁμο ί ωσιν ὑπ ά ρχου σ α ν το ῦ κατ' ε ἰκ όνα Θεο ῦ κα ὶ ὁμο ί ωσιν γενομ έ νου ἀνθρ ώ που · κα ὶ δι ὰ μ ὲ ν το ῦ ναο ῦ , ὡ ς δι ὰ σώ ματ ο ς , τ ὴ ν ἠ θικ ὴ ν φιλοσοφ ί αν προβ αλλο μ έ ν η ν , δι ὰ δ ὲ το ῦ ἱερα τ ε ί ου , ὡ ς δι ὰ ψυχ ῆ ς , τ ὴ ν φυσικ ὴ ν θεω ρ ί αν πνευμα τ ι κ ῶ ς ἐξηγου μ έ νη ν κα ὶ ὡς δι ὰ νο ὸ ς το ῦ θε ί ου θυσιασ τ η ρ ί ου τ ὴν μυστικ ὴ ν θεολο γ ί αν ἐμβα ί νουσαν. Κα ὶ ἔμπαλιν Ἐκκλησ ί αν μυστικ ὴ ν τ ὸν ἄνθρω π ο ν , ὡ ς δι ὰ ναο ῦ μ ὲ ν το ῦ σ ώ ματ ο ς τ ὸ πρακ τι κ ὸ ν τ ῆ ς ψυχ ῆ ς τα ῖ ς τ ῶ ν ἐντολ ῶ ν ἐνεργ ε ί αι ς κατ ὰ τ ὴ ν ἠ θικ ὴ ν φιλοσοφ ί αν ἐναρ έ τ ω ς φαιδρ ύ νον τ α · ὡς δι' ἱερα τ ε ί ου δ ὲ τ ῆ ς ψυχ ῆς το ὺ ς κατ' αἴ σθησιν λ ό γου ς καθαρ ῶ ς ἐν πνε ύ μα τ ι τ ῆ ς ὕλης περι τ μ η θ έ ν τ α ς κατ ὰ τ ὴν φυσικ ὴν θεω ρ ί αν δι ὰ λ ό γου τ ῷ Θε ῷ προσκομ ί ζο ν τ α , κα ὶ ὡ ς δι ὰ θυσιασ τ η ρ ί ου, το ῦ νο ό ς , τ ὴ ν ἐ ν ἀ δύ τοι ς πολυύμν η τ ο ν τ ῆ ς ἀφανο ῦ ς κα ὶ ἀγν ώστ ου μεγαλοφ ω ν ί α ς σιγ ὴν τ ῆ ς θε ό τη τ ο ς , δι' ἄ λλης λ ά λου τε κα ὶ πολυφθ ό γ γ ο υ σιγ ῆ ς προσκαλο ύ μ εν ο ν , κα ὶ ὡ ς ἐφικτ ὸ ν ἀνθρ ώ π ῳ κατ ὰ μυστικ ὴ ν θεολο γ ί αν α ὐ τ ῇ συγγιν ό με ν ο ν , κα ὶ τοιο ῦ τ ο ν γιν ό μενο ν ο ἷ ον ε ἰκ ὸ ς ε ἶ ναι δε ῖ τ ὸ ν ἐπιδημ ί ας ἀξιωθ έ ν τ α Θεο ῦ , κα ὶ τα ῖ ς α ὐ το ῦ παμφα έ σιν α ἴ γλαι ς ἐνσημανθ έ ν τ α . 282 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 980C-D. 283 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 977C και 985A-B: Τῆ ς καθαρ ᾶ ς προσευ χ ῆ ς δ ύ ο ε ἰ σ ὶ ν ἀ κρ ό τα τ α ι κατασ τ ά σ ε ι ς · ἡ μ έ ν, το ῖ ς πρακ τι κ ο ῖ ς· ἡ δ έ, το ῖ ς θεω ρ η τ ι κ ο ῖ ς ἐπισυμβα ί νουσα. Καὶ ἡ μ έ ν, ἐκ φ ό βου Θεο ῦ κα ὶ ἐλπ ί δος ἀγαθ ῆ ς τ ῇ ψυχ ῇ ἐγγ ί νε τ α ι· ἡ δ ὲ ἀπ ὸ θε ίου ἔρω τ ο ς κα ὶ ἀκρο τ ά τ η ς καθ ά ρσ ε ω ς . Γνωρ ί σμα τ α δ ὲ το ῦ μ ὲν πρ ώ του μ έ τρ ου , τ ὸ ἐν τ ῷ συναγ α γ ε ῖ ν τ ὸ ν νο ῦ ν ἐκ π ά ν τ ω ν τ ῶ ν το ῦ κ όσμου νοημ ά τ ω ν , κα ὶ ὡς α ὐτ ῷ α ὐτο ῦ παρισ τ α μ έ ν ο υ το ῦ Θεο ῦ , ὥσπερ κα ὶ παρ έ σ τ η , ποιε ῖ σθαι τ ὰ ς προσευ χ ὰ ς ἀπερισπ ά σ τ ω ς κα ὶ
91
Εξ αντικειμένου προϋπόθεση είναι ο ίδιος ο λόγος της κτίσεως. Η κτίση μέσα από τη δόμησή της, μέσα από το εἶναι και το γίγνε σθ α ι των όντων, διδάσκει τον άνθρωπο. Καθώς ο νους στρέφεται προς τα όντα και τα ερευνά ευσεβώς, προστρέχουν οι λόγοι και του αποκαλύπτονται φωτεινοί και διαυγέστατοι καθάπε ρ ἀστέ ρ ε ς, ενεργώντας το γνωστικό φωτισμό του. Με άλλα λόγια, τα αισθητά και τα νοητά όντα είναι εκ προοιμίου έτοιμα να αρχίσουν το διάλογο με την αίσθηση και το νου. Η γνώση στην πληρότητά της δεν είναι αποκλειστικό κατόρθωμα του ανθρώπου· του προσφέρεται μέσα από τη σχέση του με τα όντα ως διδαχή της ίδιας της φύσης και ως απάντηση στη δική του ορθή διερώτηση 284. Την ορθή σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, την εὐσέ β ε ι α ν, διασφαλίζει η πρακτική φιλοσοφία. Στα ασκητικά-συμβουλευτικά του έργα ο Μάξιμος, ως έμπειρος της πρακτικής φιλοσοφίας, καθοδηγεί επιδέξια τα μέλη της Εκκλησίας στον αγώνα τους για την κατάκτηση της ευσέβειας και αρετής. 3. Η παρὰ φύσιν κίνησι ς του ανθρώπου Η κίνηση ανήκει στη φύση των κτιστών, ώστε δεν είναι στην ευχέρειά τους να ακινητήσουν από μόνα τους. Στην ευχέρεια όμως των λογικών όντων εναπόκειται ο τρόπος της κινήσεως. Η κατὰ φύσιν κίνηση του ανθρώπου δεν είναι αναγκαστικό δεδομένο, στο οποίο είναι δέσμιος· επαφίεται στην ελεύθερη προαίρεσή του αν θα εμμείνει στην κίνηση προς το Θεό ή αν, ενάντια στο φυσικό προορισμό του, θα εκτρέψει την κίνησή του προς κτίσματα αποκομμένα από τους λόγους της δημιουργίας τους. 3.1. Εκτροπή της κινήσε ω ς του νου. Η έλξη των αισθητών εκτρέπει την κίνηση του ανθρώπου από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν285. Και η αποκλειστική εμμονή στις αισθήσεις συσκοτίζει τη θέαση της φύσης· αν ο άνθρωπος αρκεστεί στη δύναμη των αισθήσεων (=αν επιλέξει ένα τρόπο ζωής στην υπηρεσία των παθών και της παράχρησης των κτισμάτων) και δεν ενεργοποιήσει τη γνωστική δύναμη του λόγου, βυθίζεται στο σκότος της απόλυτης άγνοιας. Μέσα από τη λειτουργία της αίσθησης η περιπλανώμενη ψυχή παραπείθεται και μένει προσκολλημένη στο συγγενές αντικείμενο (το προσφυὲ ς αἰσθη τ ό ν ) της καθεμιάς από τις πέντε αισθήσεις. Έτσι χάνει το δρόμο της προς το Θεό. Εκτροπή της κίνησης σημαίνει απώλεια του στόχου της, υποταγή στον παραλογισμό των αντιφατικών επιμέρους κινήσεων. Απομονωμένη η αισθητική λειτουργία, ἐν ᾗ τῆς ἀλογία ς ὑπάρχ ε ι σαφῶ ς ἡ κίνησι ς 286, από τις άλλες γνωστικές δυνάμεις, το λόγο και το νου, αδυνατεί να λειτουργήσει στην προοπτική της εύρεσης του τέλ ου ς . Άγνοια του τέλους συνεπάγεται και άγνοια της αρχής, άγνοια του ίδιου του Θεού. Και αν ο άνθρωπος, μέσο ς ὢν Θεοῦ καὶ ὕλης, δεν κινηθεί προς το Θεό αλλά προς την ύλη, εγκλωβίζει την κίνησή του στα όρια της δικής του ατελούς υπάρξεως· πλανημένος νομίζει ότι κατέχει την τελειότητα, ενώ βιώνει την έκπτωση από το ίδιο το εἶναι 287. Εισάγει ο ίδιος τη φθορά στην ύπαρξή του ως πλημμ ε λ ῆ καὶ ἀναρ μ ό ν ι ο ν παρὰ τὴν τάξιν ἀ νενοχλ ή τ ω ς · το ῦ δ ὲ δευ τ έ ρ ο υ , τ ὸ ἐν α ὐ τ ῇ τ ῇ ὁρμ ῇ τ ῆ ς προσευ χ ῆ ς ἁρπαγ ῆ ναι τ ὸ ν νο ῦν ὑπὸ το ῦ θε ί ου κα ὶ ἀπε ί ρου φω τ ό ς, κα ὶ μ ή τε ἑαυτο ῦ μ ή τε τιν ὸ ς ἄλλου τ ῶ ν ὄντω ν τ ὸ σύ νολον ἐπαισθ ά ν εσ θ αι, ε ἰ μ ή μ όνου το ῦ δι ὰ τ ῆ ς ἀγ ά πη ς ἐν α ὐ τ ῷ τ ὴν τοια ύ τ η ν ἔλλαμψιν ἐ νεργ ο ῦ ν τ ο ς . Τό τε δ ὲ κα ὶ περ ὶ το ὺ ς περ ὶ Θεο ῦ λ όγου ς κινο ύ μεν ο ς , καθαρ ὰ ς κα ὶ τρα ν ὰ ς τ ὰ ς περ ὶ α ὐ το ῦ λαμβ ά ν ει ἐμφ ά σει ς . 284 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1092A: Οἱ ὀ ρθ ῶ ς μετ ᾿ ε ὐ σεβε ί ας το ῖ ς ο ὖσι προσβ ά λλ ο ν τ ε ς , κα ὶ μηδ έ να φιλενδ ειξ ί ας τρ ό πον ἐπινοο ῦ ν τ ε ς , ε ὑρ ήσουσι προϋπα ν τ ώ σα ς αὐ το ῖ ς τ ὰ ς τ ῶ ν ὄντω ν παμφαε ῖ ς θεω ρ ί α ς , ἀκριβεσ τ ά τ η ν α ὐ το ῖ ς ἐμποιο ύσα ς ἑαυ τ ῶ ν τ ὴν κατ ά λ ηψιν. 285 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1112Α-Β. 286 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 412C. 287 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 268A και 500B.
92
κίνησιν τῆς φύσε ω ς 288. Η φθορά και ο θάνατος είναι καρπός της απομάκρυνσης από το Θεό, της πτώσης. Η πτώση συνεπάγεται αφενός την ευχέρεια και άνεση στη ροπή του ανθρώπου προς τα πάθη, αφετέρου την αστάθεια και ανωμαλία στην κτίση. Η φθορά και ο θάνατος επεκτείνονται και εκτός του πρωταίτιου ανθρώπου· με δική του ευθύνη εισάγονται και στον κόσμο. Η φιλαυτία όχι μόνο δεν ολοκληρώνει τον άνθρωπο, αλλά τον οδηγεί σε πολλαπλή κατάτμηση της φύσης του. Η κατακερματισμένη φύση, αδυνατώντας να κινηθεί προς ένα τέλος εκτός της ίδιας, εμπλέκεται στην ανωμαλία της άλογης κίνησης. Μόνο το ελεύθερο γνωμικό θέλημα του ανθρώπου -οι προσωπικές του δυνατότητες σε διαμάχη πλέον προς τη ροπή της φύσης- μπορεί να συνεργήσει στην επανεύρεση του δρόμου προς το Θεό 289. Αλλά και η ελεύθερη γνώμη -βούληση του ανθρώπου μονάχα ρόλο συνεργίας έχει στον αναπροσανατολισμό της φυσικής κίνησης προς το Θεό. Ο ίδιος ο φιλάνθρωπος Θεός επαναφέρει στη φυσική τροχιά της την κίνηση του ανθρώπου, καθώς πρώτος Αυτός κινείται και γίνεται άνθρωπος, ἵνα τὴν φύσιν τῶν ἀνθ ρ ώπ ω ν πρὸς ἑαυτὸ ν συναγάγ ῃ, καὶ στήσῃ τοῦ φέρε σθ αι κακῶς, πρὸς ἑαυτή ν, μᾶλλ ο ν δὲ καθ ᾿ ἑαυτῆ ς στασιάζ ο υ σά ν τε καὶ μεμ ε ρ ι σ μ έ ν η ν · καὶ μηδ ε μ ί α ν ἔχουσα ν στάσι ν, διὰ τὴν περὶ ἕκαστ ο ν τῆς γνώμ η ς ἀστάθ μ η τ ο ν κίνησι ν 290. 3.2. Πάθη (ἐσφαλ μ έ ν η χρῆσι ς νοημά τ ω ν - παράχ ρ η σ ι ς πραγμά τ ω ν). Η εκτροπή της κίνησης από τον κατὰ φύσιν στόχο της συνιστά νόσο, διότι η παρὰ φύσιν -παράλογη κίνηση, αστοχώντας ως προς το τέλ ο ς της, δουλεύει στη φθορά μιας άλογης πολυμορφίας. Όταν η κίνηση των όντων παύει να λειτουργεί με τρόπο συνεύο ν τ α τῷ λόγ ῳ τῆς φύσε ω ς, αλλά με τρόπο φθαρ τικ ὸ ν τοῦ λόγου τῆς φύσε ω ς 291, τα όντα πάσχουν. Οι πολλές μορφές της νοσηρής κινήσεως είναι τα πάθη. Πάθος ἐστὶ ψεκτό ν, κίνησι ς ψυχῆς παρὰ φύσιν 292. Η κίνηση της περιπλανώμενης και πλανημένης ψυχής αποτελεί πάθος και νόσημα, διότι η ψυχή τελικά την υφίσταται ως φθορά και θάνατο. Τα πάθη συνιστούν καταρχήν δυσαρμονία στη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, γι' αυτό και εντοπίζονται κατεξοχήν στις λειτουργίες του νου, του οργάνου που συγκεφαλαιώνει τις προσωπικές δυνατότητες. Το πρόσωπο, η προαί ρ ε σ ι ς και ο νους του ανθρώπου, είναι που αποτυγχάνουν στη λογοποίηση του κόσμου. Όπως είδαμε, ο νους στρέφεται στον κόσμο και αποκαθιστά σχέση με αυτόν· κατά τη φύση του και με τη συνδρομή της αίσθησης νοεί τα πράγματα. Ως εδώ λειτουργεί άμεμπτα, ενεργοποιώντας δυνάμεις δοσμένες από το Θεό. Το νόημα , το αποτέλεσμα της νοητικής ενέργειας, εντοπισμένο όχι πια όπως το πράγμα έξω από το νου αλλά εντός αυτού, ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί με τρόπο κακό: τῇ γὰρ ἐσφαλ μ έ ν ῃ τῶν νοημά τ ω ν χρή σ ε ι ἡ παράχ ρ η σ ι ς τῶν πραγμάτ ω ν ἀκολουθ ε ῖ. Το πάθος εδράζεται στην κακή χρήση του νοήματος. Η άλογη χρήση (παράχ ρ η σ ι ς ή κατάχ ρ η σ ι ς ) των νοημάτων, και κατά προέκταση των πραγμάτων, γεννά τα πάθη, την ακολασία, το μίσος, την άγνοια· αντίθετα, η εύλογη χρήση γεννά τη σωφροσύνη και την αγάπη και τη γνώση 293. 288
Σχόλια εἰς τὸ περὶ Θείω ν Ὀνομάτ ω ν, PG 4, 288D. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1196Β-C: ῾Η τ ῶ ν ἀνθρ ώ πω ν φιλαυ τ ί α κα ὶ σ ύνεσις, ἀ λλή λου ς κα ὶ τ ὸ ν ν ό μον, ἢ ἀπωσαμ έ νη, ἢ σοφισαμ έ νη, ε ἰ ς πολλ ὰ ς μο ίρα ς τ ὴν μ ίαν φ ύσιν κατ έ τ ε μ ε· κα ὶ τ ὴ ν ν ῦ ν ἐπικρα τ ο ῦ σαν α ὐ τ ῆ ς ἀναλγησ ί αν ε ἰσηγησα μ έ νη, α ὐ τ ὴ ν καθ ᾿ ἑ αυτ ῆ ς τ ὴ ν φύ σιν δι ὰ τ ῆ ς γν ώ μη ς ἐξ ώπλισε. Δι ά τοι το ῦ τ ο, π ᾶς ὅστις σ ώφρονι λογισμ ῷ κα ὶ φρον ή σεω ς ε ὐ γενε ίᾳ , τα ύ τ η ν λ ῦσαι δεδ ύ νη τ α ι τ ῆ ς φ ύσεω ς τ ὴν ἀνωμαλ ί αν, ἑαυ τ ὸ ν πρ ὸ τ ῶ ν ἄλλων ἐλ έ ησε, τ ὴ ν γν ώ μην κατ ὰ τ ὴ ν φ ύσιν δημιου ρ γ ή σα ς , κα ὶ Θε ῷ κατ ὰ τ ὴν γν ώ μην δι ὰ τ ὴ ν φ ύ σιν προσχ ω ρ ή σα ς… . 290 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1196C. 291 Πρὸς Μαρῖνο ν, PG 91, 28D-29A. 292 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 968A και 988D-989A: Π ά θο ς ἐστ ὶ κί νησις ψυχ ῆ ς παρ ὰ φύ σιν, ἢ ἐπὶ φιλ ί αν ἄλογον, ἢ ἐπ ὶ μ ῖσος ἄκριτ ο ν, ἤ τινο ς , ἢ διά τι τ ῶ ν α ἰσθη τ ῶ ν. 293 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1008B, 988C-D: Τί ο ὖ ν ἐστι τ ὸ κακ ό ν; Δῆλον ὅ τι τ ὸ π ά θο ς το ῦ κατ ὰ φύ σιν νο ή μα τ ο ς , ὅπερ δ ύ να τ α ι μ ὴ ε ἶ ναι ἐν τ ῇ τ ῶ ν νοημ ά τ ω ν χρ ήσει, ἐ ὰν ὁ 289
93
Κάθε πάθος συνίσταται στη σύζευξη ενός αισθητού πράγματος (και της αντίστοιχης αίσθησης) και μιας φυσικής ανθρώπινης δύναμης (πχ. του θυμού, της επιθυμίας, του λόγου)· η δύναμη αυτή έχει εκτραπεί από το φυσικό στόχο της, εξυπηρετώντας, ύστερα από τη σύζευξή της με το συγκεκριμένο αισθητό πράγμα, ένα νέο -κατὰ σύν θεσιν - τέ λος . Ο νους έχει την ευθύνη να διακρίνει και να αποκόψει το τέλ ο ς του αισθητού πράγματος (και της αισθήσεως που το προσλαμβάνει) από το τέλ ο ς της φυσικής δυνάμεως, και να επαναφέρει έτσι το καθένα στον οικείο λόγο του. Για να το πετύχει αυτό ο νους, πρέπει, πρώτον, να θεωρήσει το αισθητό πράγμα καθαυτό· πρέπει, ακόμα, να απεξαρτήσει την αντίστοιχη αίσθηση από το αισθητό πράγμα και έτσι να τη θεωρήσει απρόσβλητη από την οικειότητα προς το αντικείμενό της. Δεύτερον, είναι αναγκαίο να ακυρώσει ο νους τη διάθεση της ανθρώπινης φυσικής δύναμης προς το αισθητό και την αίσθηση. Τρίτον, οφείλει ο νους να αφανίσει παντελώς και την φαντασία των παθών καθεαυτά, τη φαντασία δηλαδή που γεννιέται απόντος του αισθητού όντος του συμπλεκομένου στο πάθος 294. Όλη αυτή η πορεία έχει σαφέστατα γνωστικό-επιστημονικό περιεχόμενο, αυτό της συλλογής των λόγων της φύσεως. Η εμμονή στο πάθος αποτελεί στην πραγματικότητα αναπηρία των γνωστικών δυνάμεων της ψυχής. Απομονώνοντας ο άνθρωπος την πρωταρχική λειτουργία της αίσθησης από το λόγο και το νου, απολυτοποιώντας δηλαδή τη γνώση που αυτή του προσφέρει, μένει δέσμιος μιας αίσθησης έγκλειστης στον δικό της επιφανειακό και παραπλανητικό ορίζοντα. Αυτός είναι ο ορίζοντας εντός του οποίου αναφύονται τα πάθη : τὰ τῶν αἰσθητ ῶ ν εἴδη καὶ σχήμα τ α, δι ᾿ ὧν πέφυκε τὰ πάθη δημι ου ρ γ ε ῖ σ θ α ι περὶ τὰς ἐπιφανε ί α ς τῶν ὁρατ ῶ ν, στάσι ν λαμ β α ν ο ύ σ η ς διὰ τῆς μέση ς αἰσθ ή σ ε ω ς τῆς περὶ τὰ νοητ ὰ διαβ ά σ ε ω ς τῆς ἐν ἡμῖν λογικῆ ς ἐνε ρ γ ε ί α ς 295. Αν οι αισθήσεις δεν ευγενισθούν από το λόγο, αν δεν ενταχθούν στην ευσεβή λειτουργία του νου που τείνει να βρει το Δημιουργό Νου, γίνονται δεσμά και φυλακή της ψυχής. Η γνωστική εμβέλεια των αισθήσεων φτάνει μέχρι την επιφάνεια των πραγμάτων· χωρίς τη λογική ενέργεια η ψυχή δεν μπορεί να μπει στην τροχιά της διάβασης προς τα νοητά, και τότε η αίσθηση χάνει την έμφυτη γνωστική της δύναμη. Ο Μάξιμος χρησιμοποιεί με δύο σημασίες τον όρο πάθος . Πρώτον θεωρεί πάθη ψεκτὰ ή διαβ ε β λ η μ έ ν α όλες τις παρὰ φύσιν κινήσεις της ψυχής, εκτιμώντας πως υπεύθυνος γι' αυτές είναι ο ίδιος ο άνθρωπος· αυτά τα πάθη ταυτίζονται με τις κακίες. Δεύτερον, ονομάζει πάθη ἀδιά β λ η τ α κάποιες φυσικές ιδιότητες δοσμένες από τον ίδιο το Θεό. Αυτές, υποκείμενες στην τροπή και την αλλοίωση της κτιστότητας, ανήκουν στη φύση και όχι στο πρόσωπο του ανθρώπου, και δεν σημαίνονται εξαρχής ως καλές ή κακές· ο τρόπος με τον οποίο θα τις χρησιμοποιήσει ο νους, (ο άνθρωπος ως ελεύθερο πρόσωπο) , θα τις χαρακτηρίσει καλές ή κακές. Στον πίνακα αποτυπώνεται πώς σε προσωπικό επίπεδο η νο ῦ ς γρη γ ο ρ ῇ . Βλ. και Lars THUNBERG, Microcosm and Mediator. The theological anthropology of Maximus the Confessor , Lund 1965, σελ 166. 294 Κεφάλαια διάφο ρ α ..., PG 90, 1201B-C: Πᾶ ν π ά θο ς κατ ὰ συμπλοκ ὴ ν π ά ν τ ω ς αἰ σθη τ ο ῦ τινο ς καὶ αἰ σθ ή σεω ς , καὶ φυσικ ῆ ς δυν ά μ ε ω ς , θυμοῦ λ έ γω τυ χ ό ν , ἢ ἐπιθυμ ί ας , ἢ λό γου παρα τ ρ α π έ ν τ ο ς τοῦ κατ ὰ φύ σιν , συν ί στα τ α ι . ᾿Ε ὰ ν ο ὖ ν τὸ πρ ὸ ς ἄ λληλα κατ ὰ σύ νθεσιν τ έ λο ς , τοῦ τε αἰ σθη τ ο ῦ καὶ τ ῆ ς αἰ σθ ή σεω ς , καὶ τ ῆ ς ἐπ᾿ αὐ τ ῇ φυσικ ῆ ς δυν ά μ ε ω ς θεω ρ ή σα ς ὁ νο ῦ ς , δυνηθῇ πρ ὸ ς τ ὸ ν οἰ κε ῖ ον φύ σει λό γον , το ύ τ ω ν ἕκαστ ο ν διακρ ί να ς ἐπανα γ α γ ε ῖ ν , καὶ θεω ρ ῆ σαι καθ᾿ ἑαυ τ ὸ τὸ αἰ σθη τ ό ν , ἄ νευ τ ῆ ς πρ ὸ ς αὐ τ ὸ τ ῆ ς αἰ σθ ή σεω ς σχ έ σεω ς , καὶ τ ὴ ν αἴ σθησιν δί χα τ ῆ ς τοῦ αἰ σθη τ ο ῦ πρ ὸ ς αὐ τ ὴ ν ο ἰ κει ό τη τ ο ς · καὶ τ ὴ ν ἐπιθυμ ί αν , φ έ ρε ε ἰ πε ῖ ν , ἢ ἄ λλην τινὰ τ ῶ ν κατ ὰ φύ σιν δυν ά μ ε ω ν χωρ ὶ ς τ ῆ ς ἐ μπαθο ῦ ς ἐπ᾿ αἰ σθ ή σει τε καὶ αἰ σθη τ ῷ διαθ έ σεω ς · ὡ ς ἡ τοῦ π ά θου ς ποιὰ παρασκευ ά ζ ε ι ν τ ὴ ν θεω ρ ί αν γ ί νεσθαι κί νησις , διεσκ έ δασε καὶ ἐλέ πτυ ν ε , κατ ὰ τ ὸ ν π ά λαι τοῦ ᾿Ισρα ὴ λ μ ό σχον , τοῦ οἱ ουδ ή πο τ ε συμβα ί νον τ ο ς π ά θου ς τ ὴ ν σύ στασιν , καὶ ὑπὸ τὸ ὕ δωρ τ ῆ ς γν ώ σεω ς ἔσπειρε ν , ἀ φαν ί σας παν τ ε λ ῶ ς καὶ αὐ τ ὴ ν τ ῶ ν παθ ῶ ν τ ὴ ν ψιλὴ ν φαν τ α σ ί αν , διὰ τ ῆ ς πρ ὸ ς ἑ αυ τ ὰ τ ῶ ν ἀ ποτ ελο ύ ν τ ω ν αὐ τ ὸ κατ ὰ φύ σιν πραγμ ά τ ω ν ἀ ποκα τ α σ τ ά σ ε ω ς . 295 Πρὸς Θαλάσσι ο ν ..., PG 90, 452Α-Β.
94
παράχρηση ή αντίθετα η σωστή χρήση των δυνάμεων της ψυχής οδηγούν αντίστοιχα σε κακίες και αρετές296: παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής επιθυμητική δύναμη θυμοειδής δύναμη λογιστική δύναμη ⇓ ⇓ ⇓ μίσος και ακολασία αγνωσία αφροσύνη χρήση των δυνάμεων της ψυχής επιθυμητική δύναμη θυμοειδής δύναμη λογιστική δύναμη ⇓ ⇓ ⇓ αγάπη και σωφροσύνη γνώση φρόνηση Αφού, λοιπόν, το εμπαθές νόημα είναι λογισμός σύνθετος από κάποιο πάθος και νόημα, επαφίεται στην ανθρώπινη θέληση να αποκόψει το πάθος από το νόημα, ώστε να καθαρθεί ο λογισμός. Η αποκοπή επιτυγχάνεται με την πνευματική αγάπη και εγκράτεια297. 3.2.1. Τρόπος ύπαρξης των παθών. Ο νους έχει την ευθύνη και για τη σωστή χρήση του νοήματος και για την παράχρηση ή κατάχρησή του. Για να αποφύγει την εμπλοκή του στα πάθη, οφείλει να θεωρεί στην καθαρότητά τους τους λόγους-τέλη όχι μόνο των όντων αλλά και των αισθήσεων και των άλλων φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου. Με εξαιρετική διεισδυτικότητα ο άγιος Μάξιμος επεξηγεί πώς ο νους μπορεί να αποφύγει τα πάθη, διδάσκοντάς μας με ποιον τρόπο υπάρχουν αυτά: κάθε πάθος συνίσταται από τη συμπλοκή δύο παραγόντων: αφενός κάποιου αισθητού όντος και της αντίστοιχής του αισθήσεως (θεωρείται δεδομένη μια συμπληρωματικότητα, αμοιβαιότητα και οικειότητα ανάμεσα στα αισθητά και στις αισθήσεις), αφετέρου κάποιας έμφυτης δύναμης, όπως είναι ο θυμός και η επιθυμία. Αυτά τα αρχικά συστατικά του πάθους, δηλαδή το αισθητό ον (και η αντίστοιχη αίσθηση) και η έμφυτη δύναμη, εμπεριέχονται αναμφίβολα στην περιοχή της λίαν καλής δημιουργίας. Η νοσηρή κατάσταση του πάθους δεν γεννιέται ούτε από όντα ούτε από αισθήσεις ούτε από έμφυτες δυνάμεις· επίσης, η νοσηρή κατάσταση του πάθους δεν γεννιέται από μόνη τη διπλή συμπλοκή, πρώτον, του αισθητού και της αισθήσεως, δεύτερον του συμπλέγματος αισθητούαίσθησης με την αντίστοιχη έμφυτη δύναμη. Η νοσηρότητα του πάθους γεννιέται: • είτε από τη σύγχυση τελ ῶ ν που εμφιλοχωρεί στη συμπλοκή αισθητού και αισθήσεως, • είτε από την εκτροπή της έμφυτης δύναμης από τον κατά φύσιν λόγο-τέλ ο ς της. τρόπος ύπαρξης παθών τελική συμπλοκή ⇑ πρώτη συμπλοκή ⇔ ⇔ έμφυτη δύναμη ⇑ επιθυμητική, θυμοειδής, λογιστική αισθητό ⇔ ⇔ αίσθηση ⇑ σύγχυση τελών
⇑ παράχρηση φυσικής δύναμης
Οπωσδήποτε, θεμέλιο του πάθους και στις δύο περιπτώσεις είναι η αστοχία της κίνησης, η απώλεια του φυσικού της τέλ ου ς : αν η κίνηση του αισθητού όντος κατευθυνθεί προς την αντίστοιχη αίσθηση αγνοώντας τον ενυπάρχοντα στο Θεό λόγο της δημιουργίας του, γεννιέται το πάθος. Κατά τον ίδιο τρόπο, αν η κίνηση της αίσθησης εγκλωβιστεί στην 296
Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς , PG 90, 1017C. Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς , PG 90, 1029B: Νόημά ἐστι ἐ μπαθ έ ς , λογισμ ὸ ς σύ νθε τ ο ς ἀπὸ π ά θου ς καὶ νο ή μα τ ο ς . Χωρ ί σωμ εν τὸ π ά θο ς ἀ πὸ τοῦ νο ή μα τ ο ς , καὶ ἀ πομ έ νει ὁ λογισμ ὸ ς ψιλ ό ς . Χωρ ί ζομ εν δὲ δι᾿ ἀ γ ά πη ς πνευμ α τ ι κ ῆ ς καὶ ἐ γκρα τ ε ί α ς , ἐ ὰ ν θ έ λωμ ε ν . 297
95
οικειότητα που τα αισθητά έχουν γι' αυτήν, αν με άλλα λόγια περιοριστεί η λειτουργικότητα της αίσθησης στην πρόσληψη των αισθητών όντων, χωρίς την αναγωγή της αισθητηριακής λειτουργίας στις ανώτερες γνωστικές βαθμίδες του λόγου και της νόησης, και πάλι γεννιέται το πάθος. Τα πάθη αναφύονται όποτε το αισθητό και η αίσθηση συρρικνώνουν (και εξαντλούν) τα τέλη τους σε μια εσωτερική αμοιβαιότητα, υποτάσσοντας το λόγο της δημιουργίας τους σε μια αμοιβαία σκοπιμότητα: οσάκις το αισθητό υπάρχει για την αίσθηση και η αίσθηση για το αισθητό, εγκλωβίζουν και τον άνθρωπο στο πάθος. Το πάθος είναι τελικά θέμα προοπτικής: προς τα πού κινείται ο νους του ανθρώπου, προς την ύλη ή προς τον Θεό. 3.3. Το κακό ως παρυπόστ α σι ς . Στη ρίζα των παραπάνω θεωρήσεων βρίσκεται η βεβαιότητα του Ομολογητού και της εκκλησιαστικής παράδοσης298 πως το κακὸν δεν υφίσταται ως οντότης-ύπαρξη, δεν ανήκει στα δημιουργήματα του Θεού· αλλά το κακό ως στέρηση του αγαθού, ως αδυναμία και ασθένεια, ως ατευξία και απόπτωση από το αγαθό, ως παρυπόστ α σις 299, υπάρχει και συναντάται σε όλη την κλίμακα των όντων. Στο χωρίο που παραθέτουμε, συνοψίζονται με πληρότητα και αμεσότητα οι θέσεις του αγίου Μαξίμου σχετικά με το τι δεν είναι και τι είναι το κακόν : Ὅρος κακοῦ. Τὸ κακὸν οὔτε ἦν, οὔτε ἔσται κατ ᾿ οἰκείαν φύσιν ὑφεστ ώ ς · οὔτε γὰρ ἔχει καθ ᾿ ὁτιοῦ ν οὐσία ν, ἢ φύσιν, ἢ ὑπόστα σι ν, ἢ δύναμι ν, ἢ ἐνέ ρ γ ε ι α ν ἐν τοῖς οὖσιν· οὔτε ποιότη ς ἐστί ν, οὔτε ποσότ η ς, οὔτε σχέ σι ς, οὔτε τόπος, οὔτε χρό ν ο ς, οὔτε θέσι ς, οὔτε ποίησι ς, οὔτε κίνησι ς, οὔτε ἕξις, οὔτε πάθος, φυσικῶ ς τινι τῶν ὄντ ω ν ἐνθε ω ρ ο ύ μ ε ν ο ν, οὔτε μὴν ἐν τούτο ι ς πᾶσιν τὸ παράπαν κατ ᾿ οἰκεί ω σι ν φυσικὴν ὑφέστ ηκ ε ν· οὔτε ἀρχ ή, οὔτε μεσό τ η ς, οὔτε τέλ ο ς ἐστί ν· ἀλλ ᾿ ἵνα ὡς ἐν ὅρῳ περιλα β ὼ ν εἴπω, τὸ κακὸν τῆς πρὸς τὸ τέλ ο ς τῶν ἐγκειμ έ ν ω ν τῇ φύσει δυνάμ ε ω ν ἐνε ρ γ ε ί α ς ἐστὶ ν ἔλλ ε ιψι ς, καὶ ἄλλο καθάπαξ οὐδέ ν· 300. Καμία από τις κατηγορίες του όντος δεν μπορεί να αποδοθεί στο κακόν · και καμία φυσικότητα δεν προσιδιάζει σε αυτό. Το κακόν , ως εσφαλμένη κρίση και αλόγιστη κίνηση, εκφαίνεται ως έλλειψη εκείνης της ενέργειας των κτισμάτων που θα τα οδηγούσε στο φυσικό τους τέλ ο ς , το Δημιουργό. Είτε ως εσφαλμένη κρίση είτε ως αλόγιστη κίνηση είτε ως άγνοια της αιτίας των όντων, η παρυπόστ α σι ς του κακοῦ είναι υπόθεση του ανθρώπου. Οι πράξεις του ανθρώπου προσφέρουν στο κακό ορίζοντα ανάδυσης στο γίγνεσθαι της κτιστής φύσης, ενώ το κακό παραμένει ἀνυπόστ α τ ο ν 301. 298
Ειδικά οι αναλύσεις του Αρεοπαγίτη αξιοποιούνται δεόντως από τον Ομολογητή. Τη διδασκαλία του Αρεοπαγίτη για το κακό ως παρυπό σ τ α σ ι ν (σε αντιπαράθεση προς τις νεοπλατωνικές θέσεις για το κακό ως παρυπόσ τ α σ ι ν ) διερευνά ο Λ. ΣΙΑΣΟΣ , ' Εραστ ὲ ς τῆ ς ἀλήθ εια ς ... , στο κεφάλαιο Η αγαθωνυμία, η κλίμακα των όντων και το κακό. Αίτια και παραδείγματα, όπου και τα ακόλουθα (σελ. 137): «Τονίζουμε συχνά ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας αρνήθηκαν να προσδώσουν ύπαρξη και υπόσταση στο κακό. Αυτή όμως η διατύπωση, ενώ είναι σωστή στη βάση της, κινδυνεύει να μη σημαίνει πολλά πράγματα, γιατί το οπλοστάσιο της ορολογίας των Πατέρων είναι τόσο σύνθετο και τόσο επεξεργασμένο ώστε η παραπάνω έκφραση να φαίνεται παιδαριώδης. Στη συνάφεια που συζητάμε η φράση "το κακό δεν είναι ον" νοηματοδοτείται ως εξής: το κακό δεν έγινε από το αγαθό, γιατί εκείνο μόνο όντα δημιουργεί· ακόμη το κακό δεν μπορεί να προέλθει από την ολική αυτοακύρωση του όντος, αυτοακύρωοη που νοείται ως στέρηση, πτώση, ερημία των αγαθών, κ.τ.λ.». 299 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν... , PG 90, 484C. 300 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 253A-C. 301 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1052A: Οὐ περ ὶ τ ὴ ν ο ὐ σ ί αν τ ῶ ν γεγο ν ό τ ω ν τ ὸ κακ ὸ ν θεω ρ ε ῖ τ α ι, ἀλλ ὰ περ ὶ τ ὴ ν ἐσφαλμ έ νη ν κα ὶ ἀλ ό γισ τ ο ν κ ίνησιν. Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ει ς... , Qu.9, 20-23: Ὁ δι' ἀ ρετ ῆ ς κα ὶ γν ώ σεω ς τ ὸ τ ῆ ς ψυχ ῆ ς ὀπτικ ὸ ν ἀνακαθ ή ρα ς γιν ώσκει σαφ ῶ ς
96
3.4. Μεταποίηση των παθών σε αρετές. Ο άνθρωπος έχει πάντα τη δυνατότητα να μεταποιήσει τα πάθη της κακίας σε αρετές. Και τελικά τα πάθη είναι δυνατόν να υπηρετήσουν τη σωτηρία του ανθρώπου· και αυτό, χωρίς να καταργηθούν, αλλά έχοντας με σοφία αποκοπεί από τη σύνδεσή τους προς τη σωματικότητα. Η κτήση των παθών οφείλει να υπηρετεί εκείνη τη χρήση τους που οδηγεί στα οὐρά νια : Πλὴν καλὰ γίνε ται καὶ τὰ πάθη ἐν τοῖς σπουδαί ο ι ς, ὁπηνίκα σοφῶ ς αὐτὰ τῶν σωμα τ ικ ῶ ν ἀποστ ή σ α ν τ ε ς , πρὸς τὴν τῶν οὐρανί ω ν μεταχ ε ι ρ ί ζ ο ν τ α ι κτῆσιν· οἷον: πάθη (κακίες) τὴν μὲν ἐπιθυμίαν
χρήση ⇒
τὴν ἡδο ν ὴ ν
⇒
πάθη (αρετές) κίνησι ν ὀρεκτικὴ ν
τὸν φόβ ο ν
⇒
τῆς τοῦ νοῦ θελκτικῆ ς ἐνε ρ γ ε ί α ς εὐφρ ο σύ ν η ν ἀπήμο ν α προφυλακτικὴ ν ἐπιμέ λ ε ι α ν
τὴν δὲ λύπην
⇒
ἐπὶ παρόν τ ι κακῷ
προς τα ουράνια τῆς νοε ρ ᾶ ς τῶν θείω ν ἐφέσ ε ω ς ἐπὶ τοῖς θείοις χαρίσμ α σ ι
Η ενάρετη χρήση των παθών πραγματώνεται ἐν τοῖς υποτάσσουν κάθε νόημα στην υπακοή του Χριστού 302.
τῆς μελλ ο ύ σ η ς ἐπὶ πλημμ ε λ ή μ α σ ι τιμω ρ ί α ς διο ρθ ω τ ι κ ὴ ν μετα μ έ λ ε ι α ν σπουδαί οι ς , σε όσους
4. Επιστρεπτική κίνησι ς . Αρετές. 4.1. Ἀπάθεια. Η ἀπάθεια ορίζεται ως εἰρη νικὴ κατάστ α σι ς ψυχῆς, καθ’ ἣν δυσκίνη τ ο ς γίνε ται πρὸς κακίαν . Σημείο απαθείας είναι η απρόσκοπτη προσευχή· όταν την ώρα της προσευχής ο νους μένει ανέπαφος από τα νοήματα του κόσμου, και άρα αποφεύγει και το δικό του μετασχηματισμό το σύμμορφο προς το εκάστοτε αντικείμενό του, παραμένει ἄϋλο ς καὶ ἀνείδ ε ο ς και απαθής. Σημεῖον ἄκρας ἀπαθεία ς είναι η ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει τα νοήματα των πραγμάτων και να τα οικειοποιείται είτε γρηγορεί είτε κοιμάται, αποκόπτοντάς τα από αμαρτωλές επιθυμίες303. Χωρίς την απάθεια ο νους είναι προσδεμένος στα αισθητά και αιχμάλωτος, αδυ νατεί να δεχτεί την πνευματική διδαχή και να αναχθεί στη γνώση των ουρανίων 304. Ερμηνεύοντας ο ὅ τι ἡ κακ ί α ἀνυπ ό στ α τ ό ς ἐστιν κα ὶ ἐν ο ὐ δεν ὶ τ ῶ ν ὄντω ν ὑπ ά ρχου σ α ε ἰ μ ὴ μ όνον ἐν τ ῷ πρ ά τ τ ε σ θ α ι. 302 Πρὸς Θαλάσσι ο ν..., PG 90, 269B-C: Πλὴ ν καλ ὰ γ ί νε τ α ι κα ὶ τ ὰ π ά θη ἐν το ῖ ς σπουδα ί οι ς, ὁπην ί κα σοφ ῶ ς α ὐ τ ὰ τ ῶ ν σωμα τ ικ ῶ ν ἀποστ ή σαν τ ε ς , πρ ὸ ς τ ὴ ν τ ῶ ν ο ὐραν ί ω ν μετ α χ ε ι ρ ί ζο ν τ α ι κτ ῆ σιν· ο ἷ ον, τ ὴ ν μ ὲν ἐπιθυμ ί αν τ ῆ ς νοερ ᾶ ς τ ῶν θε ίων ἐφ έσεω ς ὀ ρεκ τικ ὴ ν ἐ ργ ά ζ ο ν τ α ι κ ί νησιν, τ ὴ ν ἡδον ὴ ν δ ὲ τ ῆ ς ἐπ ὶ το ῖ ς θε ί οις χαρ ίσμασι το ῦ νο ῦ θελκ τικ ῆ ς ἐνεργ ε ί α ς ε ὐφροσ ύ νην ἀπ ήμονα, τ ὸ ν δ ὲ φ όβον τ ῆ ς μελλο ύ ση ς ἐπ ὶ πλημμελ ή μ ασι τιμ ω ρ ί α ς προφυλακ τ ι κ ὴ ν ἐπιμ έ λειαν, τ ὴ ν δ ὲ λ ύπην διορθ ω τ ι κ ὴ ν ἐπ ὶ παρ ό ν τι κακ ῷ μετ αμ έ λ εια ν. Κα ὶ συν τ ό μ ω ς ε ἰπε ῖ ν, κατ ὰ το ὺ ς σοφο ὺ ς τ ῶν ἰατρ ῶ ν, σ ώματι φθαρ τ ικ ο ῦ θηρ ὸ ς τ ῆ ς ἐχ ί δνης τ ὴ ν ο ὖσαν ἢ μελε τ ω μ έ ν η ν ἀφαιρου μ έ νου ς λ ώβωσιν, το ῖ ς π ά θεσι το ύ τ οι ς πρ ὸ ς ἀνα ί ρεσιν χρ ώ μενοι παρο ύ ση ς κακ ί ας ἢ προσδοκ ω μ έ ν η ς , κα ὶ κτ ῆσιν κα ὶ φυλακ ὴ ν ἀ ρετ ῆ ς τε κα ὶ γν ώ σεω ς . Καλ ὰ ο ὖν, ὡς ἔφην, τα ῦ τ α τυ γ χ ά ν ε ι δι ὰ τ ὴν χρ ῆσιν ἐ ν το ῖ ς πᾶ ν ν ό ημα α ἰ χμαλω τ ί ζ ο υ σιν ε ἰ ς τ ὴ ν ὑπακο ὴ ν το ῦ Χριστο ῦ . 303 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 968Α-Β και 981Α-Β. 304 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 980C: Ὥσπερ στρου θ ί ον τ ὸ ν π ό δα δεδεμ έ νο ν ἀρχ ό μενο ν π έ τεσθαι, ἐπὶ τ ὴ ν γ ῆ ν κατ ασπ ᾶ τ αι, τ ῷ σχοιν ίῳ ἑλκ όμενο ν· ο ὕ τω κα ὶ ὁ νο ῦς μ ήπω ἀ π ά θειαν κτησ ά μ ε ν ο ς κα ὶ ἐπ ὶ τ ὴ ν τ ῶ ν ο ὐ ραν ί ων γν ῶ σιν πετ ό με ν ο ς , ὑπ ὸ τ ῶ ν παθ ῶν
97
Μάξιμος το στίχο της ωδής Αμβακούμ « ἐξέ λ ε ιπ ο ν ἀπὸ βρ ώ σ ε ω ς πρόβ α τ α καὶ οὐχ ὑπάρχ ου σι ν βόε ς ἐπὶ φάτνη ς », λέει πως πρόβατα είναι τα κινήματα του νου και τα νοήματα που αυτός συνάγει· βόδια είναι η πνευματική διδαχή· και φάτνη η απάθεια. Αν δεν υπάρχει η φάτνη (=απάθεια), χάνονται τα βόδια (=πνευματική διδαχή)· και χωρίς την πνευματική διδαχή εκλείπουν τα νοήματα στα οποία προβαίνει μέσω αυτής ο νους. Ο λιμός του λόγου έχει ως αποτέλεσμα να στρέφεται η ψυχή προς τα βιοτικά πράγματα305. Η νίκη, συνεπώς, επί των παθών και η επίτευξη της πρακτικῆ ς ἀπαθεία ς είναι προϋπόθεση (αλλά και αποτέλεσμα) και της κατά φύσιν κινήσεως του ανθρώπου προς το Θεό και της συνακόλουθης κατανόησης των φυσικών, θεωρητικών και θεολογικών λόγων 306. Η απελευθέρωση από τα πάθη σηματοδοτεί την έναρξη μιας πορείας θείας γνώσεως χωρίς επιστροφή: ῞Οτε νοῦς τελ ε ί ω ς τῶν παθῶν ἐλευθ ε ρ ω θ ῇ, τότε καὶ ἐπὶ τὴν θεω ρί α ν τῶν ὄντ ω ν ἀμε τα σ τ ρ ε π τ ὶ ὁδεύε ι, ἐπὶ τὴν γνῶσι ν τῆς ἁγίας Τριάδο ς τὴν πορεία ν ποιούμ ε ν ο ς 307. Είναι αυτονόητο πως η απάθεια δεν αποτελεί παύση της έμφυτης κινήσεως· τα φυσικὰ καὶ ἀδιά β λ η τ α πάθη, οι αυτόματοι λογισμοί, οι φυσικές ορέξεις και ηδονές εξακολουθούν αφενός να επιτελούν το έργο τους στη σύνολη σύσταση της φύσεως του ανθρώπου, αφετέρου να αποδεικνύονται χρήσιμα στην απόκτηση της αρετής 308: τ ὰ καθ’ ἡμᾶ ς φυσικ ὰ ⇒ τροφή
ηδονή της φύσης ⇒
⇒ ποτό
⇒ ύπνος
⇒
σύσταση φύσης ⇒ ⇑
κτήση αρετής
προλα β ο ῦ σ α ν ἔνδ ε ι α ν παραμυθ ου μ έ ν η τοῦ δίψου ς τὴν ὄχλη σι ν ἀποκρ ου ο μ έ ν η τὴν ἐκ τῆς ἐγρηγ ό ρ σ ε ω ς δαπανηθ ε ῖ σ α ν δύναμι ν ἀνανε ο ύ μ ε ν ο ς τοῖς σπουδαί οι ς
Όπως τα πάθη παρυποστασιάζονται στην γνώμη ν του ανθρώπου και όχι στη φύση του, έτσι και η απάθεια είναι γνώμ η ς ἀπάθεια, ἀλλ ᾿ οὐ φύσε ω ς 309. Η απάθεια, μάλιστα, είναι επαναφορά της φυσικής κίνησης στην αρχική της κοίτη, εμμονή των δυνάμεων και των καθελκ ό μεν ο ς ἐπὶ τ ὴ ν γ ῆ ν κατασπ ᾶ τ α ι. 305 Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu.177, 1-9. 306 Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu.167, 1-11: Τί σημα ί νει ὁ ἐν τ ῷ ε ὐ αγγ ε λ ίῳ κατ ὰ τ ὴ ν παραβ ολ ὴ ν το ῦ Κυρ ί ου π ύ ργο ς ὃν ὁ μ ὴ δυνηθε ὶ ς ἀπαρ τ ί σαι ἐμπα ί ζε τ α ι ὑπ ὸ τ ῶ ν παραπο ρ ε υ ο μ έ ν ω ν; Ὁ π ύ ργο ς σημα ί νει τ ὴ ν τ ῶ ν ἀρε τ ῶ ν τελε ί ωσιν μετ ὰ γν ώσεω ς οἰ κοδομ η θ ε ῖ σαν. Ὅστις ο ὖ ν μετ ὰ τ ὴ ν κατ ὰ πρ ᾶ ξιν ἀπ ά θειαν ἔχει ἐπιτηδ ει ό τ η τ α πρ ὸς ἐπί κτησιν φυσικ ῶ ν κα ὶ θεω ρ η τ ι κ ῶ ν κα ὶ θεολο γικ ῶ ν λ όγω ν, δι’ ὧν ἀπαρ τ ί ζ ε τ α ι ἡ τελε ί α γν ῶ σις, ο ὗ το ς ἀπαρ τ ί ζ ει τ ὴ ν ο ἰ κοδομ ὴ ν το ῦ π ύ ργου· ὁ δ ὲ ἕν τι το ύ τ ω ν ἐλλε ίπων, ὡς μ ὴ δυνηθ ε ὶ ς ε ἰ ς π έ ρας ἀγαγε ῖ ν τ ὴ ν ο ἰ κοδομ ή ν, ἐμπα ί ζε τ α ι παρ ὰ τ ῶ ν παραπο ρ ε υ ο μ έ ν ω ν. 307 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 980C. 308 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 541A: Παῖ δ έ ς ε ἰ σι τυ χ ὸ ν ο ἱ περ ὶ τ ῶ ν φυσικ ῶ ν κα ὶ ἀδιαβλ ή τ ω ν κα ὶ ο ὐ κ ἐφ’ ἡμῖ ν παθ ῶ ν λογισμ ο ί , γυνα ῖ κε ς δ ὲ ἢ α ἱ ἐνθυμ ήσεις ἢ α ἱ κατ ὰ φ ύσιν ὀρ έξεις κα ὶ ἡδονα ί , μ ὴ φ έ ρουσαι το ῖ ς κεκ τ η μ έ ν οι ς διαβολ ή ν, ὡς ἀναγκα ῖ ον παρακολ ο ύ θημ α καθεσ τ ῶ σαι φυσικ ῆ ς ὀρ έ ξεω ς . Ἡδον ὴ ν γ ὰ ρ ποιε ῖ κατ ὰ φ ύσιν, κα ὶ μ ὴ βουλομ έ ν ω ν ἡμ ῶν, κα ὶ ἡ τυχο ῦ σα τροφ ή , προλαβ ο ῦ σαν ἔνδειαν παραμ υ θ ο υ μ έ νη, κα ὶ π όσις, ἀποκρου ο μ έ νη το ῦ δ ίψου ς τ ὴ ν ὄχλησιν, κα ὶ ὕπνος, τ ὴ ν ἐκ τ ῆ ς ἐγρηγ ό ρσ ε ω ς δαπαν η θ ε ῖ σαν ἀ νανεο ύ μ εν ο ς δ ύ ναμιν, κα ὶ ὅσα τ ῶ ν καθ’ ἡμ ᾶ ς φυσικ ῶ ν ἕτερα τυ γ χ ά ν ε ι, πρ ὸ ς μ ὲν σύ στασιν φύσεω ς ἀναγκα ῖ α, πρ ὸ ς δ ὲ κτ ῆ σιν ἀρετ ῆ ς ὑπ ά ρχο ν τ α χρ ήσιμα το ῖ ς σπουδα ίοι ς . 309 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1320A-B.
98
αισθήσεων στην επιδίωξη του φυσικού τους τέλους. Ο Ομολογητής περιγράφει τέσσερις μορφές ἀπαθεία ς . Πρώτη είναι η απόλυτη αποχή από τη διάπραξη του κακού· αυτή συναντάται στους εισερχόμενους στην πορεία προς το Θεό. Δεύτερη είναι η απόλυτη αποβολή των λογισμών που εισηγούνται στη διάνοια τη συγκατάθεση προς το κακό· συναντάται σε όσους προχωρούν προς το Θεό επιτυγχάνοντας την αρετή τους με τη συνδρομή του λόγου. Τρίτη μορφή απάθειας είναι η απόλυτη κάθαρση της επιθυμίας από τα πάθη· συναντάται σε όσους φτάνουν στη θεωρία των λόγων των όντων. Τέταρτη είναι η απόλυτη κάθαρση και από αυτήν τη φαντασία των παθών· συναντάται στους ανθρώπους που επιτυγχάνουν με τη γνώση και τη θεωρία τον καθαρισμό του νου τους, ώστε με αυτόν ως διειδ ὲ ς ἔσοπτ ρ ο ν να προσεγγίσουν το Θεό 310. Η ἀπάθεια δεν είναι μια στατική κατάσταση· αποτελεί μία πορεία που οδηγεί στην ακρότατη μορφή της, την ἀπάθεια ν τοῦ μέλ λ ο ν τ ο ς αἰῶν ο ς (τελ ε ία ἀπάθεια) . Η απελευθέρωση του ανθρώπου από αισθητά και αισθήσεις, έννοιες, λόγους και νοήματα του κόσμου, η απελευθέρωση από τα δεσμά της αμαρτίας και του πένθους τον πλημμυρίζει χαρά. Η τελε ί α ἀπάθεια ως κατάσταση των εσχάτων συνεπάγεται μείωση και αυτής της φυσικής κινήσεως311. Γι’ αυτό η απάθεια εντάσσεται στο περιεχόμενο της καθ’ ὁμοί ω σι ν δημιουργίας του ανθρώπου. Θεμελιωμένη στην εἰς Θεὸν ελπίδα, γεννάει την αγάπη312. 4.2. Ἀγάπη. Η αγάπη λειτουργεί ως το μέσο και το πέρασμα που οδηγεί την ανθρώπινη κίνηση από την κατάσταση της ἀπαθεία ς στη γνώση του Θεού. Τα πάθη του νου κρατούν τον άνθρωπο δέσμιο των υλικών πραγμάτων, εκτρέπουν την κίνησή του προς μία άγονη περιπλάνηση στις επιφάνειες των αισθητών, και τον χωρίζουν από το Θεό· αυτά τα δεσμά καταλύει η αγάπη του Θεού και καθιστά τον άνθρωπο ικανό να περιφρονεί και τα αισθητά και την πρόσκαιρη ζωή του. Η αγάπη, έτσι, δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να διατηρεί το νου του απαθή και προς τα πράγματα και προς τα νοήματά τους. Η αγάπη συντηρεί την απάθεια και η απάθεια προάγει την αγάπη σε βαθμό τελειότητας. Η αγάπη είναι προϋπόθεση της αληθινής γνώσης313. 310
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 544C-D. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 556B-C: Ἀλλ’ ἐπαν έ λθω μ ε ν πρ ὸ ς τ ὸ ν ἀριθμ ὸ ν τ ῶ ν ἡμι ό νων τ ῶ ν ἀπὸ τ ῆ ς α ἰ χμαλω σ ί α ς ἀπολυθ έ ν τ ω ν Ἰουδα ί ω ν, τ ὸ ν ἐν α ὐ τ ῷ πνευμ α τ ι κ ὸ ν κατ ὰ δύ ναμιν ἐποψ ό μενοι λ ό γον. Ἡμ ίονοι, φησ ί ν, ὀκτακ ό σιαι τεσσα ρ α κ ο ν τ α π έ ν τ ε . Δηλο ῖ δ ὲ ὁ παρ ὼ ν ἀ ριθμ ὸ ς τ ὴ ν το ῦ νο ῦ κατ ὰ τ ὴ ν ἄγονον ἕξιν τ ῆ ς κακ ί ας, του τ έ σ τ ι τ ὴ ν μ ὴ τ ί κ τ ου σ α ν κακ ί αν ἕξιν, πρ ό ς τε τ ὰ α ἰσθη τ ὰ κα ὶ τ ὴ ν α ἴσθησιν τελε ί αν ἀπ άθειαν. Ὁ γ ὰ ρ ὀκτακ ό σια σημα ί νει τ ὴ ν χαρακ τ η ρ ι σ τ ι κ ὴ ν το ῦ μ έλλον τ ο ς α ἰῶνος ἀπ άθειαν, ἐπαινε τ ῶ ς λαμβαν ό μ εν ο ς , ὁ δ ὲ τεσσα ρ ά κ ο ν τ α τ ὰ α ἰσθη τ ά , κα ὶ ὁ π έντ ε τ ὰ ς α ἰσθ ήσεις. Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu.10, 17-19 και Qu.154, 6-12. 312 Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ει ς... , Qu. ΙΙΙ, 1, 10-13. Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 961A-B: Ἀ γ ά πην μ ὲ ν τ ί κ τ ει ἀπ ά θεια· ἀπ ά θεια ν δ έ, ἡ ε ἰ ς Θε ὸ ν ἐλπ ί ς· τ ὴ ν δ ὲ ἐλπ ίδα, ὑπομον ὴ κα ὶ μακρο θυ μ ί α· τα ύ τ α ς δ έ , ἡ περιεκ τ ι κ ὴ ἐγκρ ά τ ε ι α· ἐγκρ ά τ ε ι α ν δ έ, ὁ το ῦ Θεο ῦ φ όβος· τ ὸν δ ὲ φό βον, ἡ ε ἰ ς τ ὸ ν Κύριον π ίστι ς . 313 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 984C, 1028D και 1069C-D: Αἱ μ ὲ ν ἐντολα ὶ το ῦ Κυρ ί ου, διδ ά σκουσιν ἡμ ᾶ ς το ῖ ς μ έ σοις ε ὐλ ό γω ς χρ ήσασθαι πρ ά γμ α σι· ἡ δ ὲ ε ὔλογο ς τ ῶν μ έσων χρ ῆ σις, τ ὴ ν τ ῆ ς ψυχ ῆ ς καθα ί ρει κατ ά σ τ α σ ι ν· ἡ δ ὲ καθαρ ὰ κατ ά σ τ α σ ι ς , τ ίκ τ ει τ ὴν δι ά κρισιν· ἡ δ ὲ δι ά κρισι ς, τ ί κ τ ει τ ὴ ν ἀπ ά θειαν, ἐξ ἧς τ ίκ τ ε τ α ι ἡ τελε ί α ἀγ άπη . Ωραία και απλά περιγράφει -αναφερόμενος στην κατανόηση από τους πιστούς των λόγων της Γραφής και της Λατρείαςτη σύζευξη αγάπης και αληθινής γνώσης ο Επίσκοπο ς ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (Ψαριανό ς ) , Λόγο ς Παρακλ ή σ ε ω ς , Κοζάνη 1968, σελ. 17: «Όχι μόνο οι ολιγογράμματοι, μα και πολλοί γραμματισμένοι δεν καταλαβαίνουν τι λέγεται και τι γίνεται στην Εκκλησία. Αν ήταν αρκετή μια εξήγηση και μια απόδοση στο δικό μας γλωσσικό ιδίωμα των περικοπών του Αποστόλου και του Ευαγγελίου, να λοιπόν που εμείς δύο χρόνια κάθε Κυριακή εξηγήσαμε τις αποστολικές και τις ευαγγελικές περικοπές. Τάχα τώρα τις έμαθαν οι χριστιανοί; Δεν αρκεί τωόντι η εξήγηση. Γιατί η εξήγηση προσέχει στο γράμμα. Μα κάτω από το γράμμα είναι το πνεύμα και μέσα στις λέξεις οι έννοιες. Αυτές τις έννοιες πρέπει να καταλάβουμε, κι ακόμα πιο πέρα, αυτό το πνεύμα πρέπει να συλλάβουμε. Όχι δηλαδή να καταλάβουμε μόνο με το μυαλό μας, μα και να ζήσουμε βαθειά μέσα μας ό,τι λέγεται κι ό,τι γίνεται στην Εκκλησία. Και μάλιστα πρώτα να το ζήσουμε κι ύστερα να το κατα λάβουμε. Δεν είναι πως δεν ξέρουμε γράμματα και γι’ αυτό δεν καταλαβαίνουμε, μόνο είναι πως δεν εν 311
99
Η εγκράτεια και η αγάπη δεν είναι στατικές καταστάσεις που ακινητοποιούν τη φυσική φορά. Αντίθετα, λειτουργούν ως εφαλτήρια της γνωστικής κίνησης προς το Δημιουργό (με παράλληλη αποκοπή της ροπής προς τα υλικά/επίγεια): Ἀγάπη μέν ἐστι διάθ ε σι ς ψυχῆς ἀγαθή, καθ’ ἣν οὐδὲ ν τῶν ὄντ ω ν τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσε ω ς προτιμ ᾷ 314. Η ίδια η γνώση του Θεού έλκει με την αγάπη τον καθαρό νου, όπως το φως του ήλιου έλκει τον υγιή οφθαλμό. Η συσχέτιση, όμως, της έμπρακτης αγάπης με τη γνωστική κίνηση, προτού αναχθεί στη σφαίρα των θεολογικών αληθειών, εντοπίζεται στην ευεργεσία, τη μακροθυμία και την υπομονή προς τον πλησίον, αλλά και στη σύμφωνη με τον ορθό λόγο χρήση των πραγμάτων: Ἔργον ἀγάπης ἐστὶν ἡ εἰς τὸν πλησίο ν ἐκ διαθ έ σ ε ω ς εὐε ργ ε σ ί α καὶ μακρ οθ υμί α καὶ ὑπομο ν ὴ καὶ τὸ μετὰ ὀρθ οῦ λόγ ου χρή σα σθ α ι πᾶσι τοῖς πράγμα σι. Με τη σειρά της, η εύλογη χρήση νοημάτων και πραγμάτων προάγει την αγάπη315. Όπως η απάθεια λειτουργεί ως προϋπόθεση της αγάπης ενώ ταυτόχρονα προάγεται από αυτήν, έτσι και η αγάπη λειτουργεί ως προϋπόθεση της ορθής σχέσης με τα όντα ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται από αυτήν. Είναι φανερό ότι ο Μάξιμος δεν επιδιώκει να στήσει ένα αιτιοκρατικό σχήμα και σύστημα αναβαθμών ηθικής τελείωσης· αποφεύγει να καθοδηγήσει τον άνθρωπο σε μία μονόδρομη, δεδομένη και διασφαλισμένη κλίμακα ηθικών επιτευγμάτων, γι’ αυτό και υπονομεύει προγραμματικά τις μονοσήμαντες συνδέσεις εννοιών και αρετών. Προτιμά να διαγράφει μια ελεύθερη πορεία εμπειρικής κίνησης προς το Θεό, η κινητήρια δύναμη της οποίας βρίσκεται στο τέλος της, στην πληρότητα της αληθινής γνώσης του Θεού· και αυτή είναι πολύ λιγότερο γνώση του Θεού από τον άνθρωπο και πολύ περισσότερο γνώση του ανθρώπου από το Θεό 316. Καθαρή, λοιπόν, διανοίγεται από το Θεό η οδός της γνώσης μέσω της αγάπης και της εγκρατείας. Η αληθινή γνώση βρίσκεται στον παρόντα κόσμο κρυμμένη ἐν σκιαῖς, και χωρίς την αγάπη είναι αδύνατο να την προσεγγίσει ο άνθρωπος· η αγάπη γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στα ανθρώπινα γνωστικά όρια και τα πνευματικά θεωρήματα: η αγάπη συνδέει τον άνθρωπο με την αλήθεια. Και με τη σειρά της η αληθινή γνώση, δώρο του Κυρίου, γίνεται προϋπόθεση της αγάπης317. Η συναίρεση αγάπης και αληθούς γνώσεως γίνεται βήμα που οδηγεί προς το Θεό· η ἑνοποι ὸ ς αγάπη προς το Θεό και τους ανθρώπους περιπλέκει τον άνθρωπο σε ερωτική, διαφερόμαστε και γι’ αυτό δεν μαθαίνουμε. Γιατί είναι πολλοί που ξέρουν γράμματα και δεν καταλαβαί νουν. Πώς να καταλάβεις ένα πράγμα, όταν δεν το αγαπήσεις; Πολλοί λένε: σπουδάζω ένα πράγμα για να το αγαπήσω, γιατί όσο πιο καλά μαθαίνεις, τόσο πιο πολύ και αγαπάς. Όμως το αντίθετο είναι σωστό· αγαπώ ένα πράγμα για να το μάθω, γιατί όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο και πιο πολύ μαθαίνεις. Στη ζωή μπροστά πηγαίνει η αγάπη κι ακολουθεί η γνώση, και τόσο πιο βαθειά είναι η γνώση, όσο πιο πλατειά είναι η αγάπη». 314 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 961A. 315 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 968C και 1017B. 316 Χ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Χάιντ εγγ ε ρ καὶ Ἀρεοπαγίτ η ς. Ἡ θεολ ο γί α τῆς ἀπουσία ς καὶ τῆς ἀγνω σί α ς τοῦ Θεοῦ, Αθήνα 1967, σελ. 72: « Στην περίπτωση της αποφατικής γνώσεως η αφετηριακή δυνατότητα δεν είναι η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά η κλήση του Θεού, ο οποίος προσφέρεται να γίνει γνωστός σε μία σχέση προσωπικής κοινωνίας. Από σκεπτόμενο υποκείμενο ο άνθρωπος γίνεται κατ’ αρχήν αντικείμενο της κλήσεως του γινωσκομένου Θεού: Γνόντ ε ς Θεόν, μᾶλλ ο ν δὲ γνω σθ έ ν τ ε ς ὑπὸ Θεοῦ (Γαλ. 4, 9)». 317 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1037A-B. Λόγο ς ἀσκη τικ ό ς, PG 90, 917D- 920A: Καὶ ὁ Ἀ δελφ ὸ ς ε ἶ πεν· Ἰδο ύ , Π ά τε ρ, κατ έ λιπο ν π ά ν τ α, συγγ έ νεια ν, ὕπαρξιν, τρυ φ ήν, κα ὶ τ ὴν δ ό ξαν το ῦ κό σμου, κα ὶ ο ὐ δ ὲ ν κ έκτ ημ αι ἐν τ ῷ β ίῳ πλ ὴν το ῦ σ ώματ ο ς · κα ὶ τ ὸν ἀδελφ ὸν μισο ῦ ν τ ά με κα ὶ ἀποστ ρ ε φ ό μ ε ν ο ν ἀγαπ ῆ σαι ο ὐ δ ύ ναμαι, ε ἰ κα ὶ βι ά ζομ αι κακ ὸν ἀντ ὶ κακο ῦ κατ’ ἐν έ ργεια ν μ ὴ ἀνταπο δ ο ῦ ναι. Ε ἰπ ὲ ο ὖ ν τ ί ὀφε ίλω ποι ῆσαι, ἵνα δυνηθ ῶ α ὐ τ ὸν ἐκ καρδ ί ας ἀ γαπ ῆ σαι, ἢ κα ὶ τ ὸ ν καθοιον δ ή πο τ ε τρ ό πον θλ ίβον τ α κα ὶ ἐπιβουλε ύ ον τ α . Κα ὶ ἀ πεκρ ί θη ὁ Γέ ρων· Ἀδύ να τ ό ν τινα ἀγαπ ῆ σαι τ ὸ ν θλ ίβον τ α , κ ἂν τ ῇ ὕλ ῃ το ῦ κ όσμου ἔδοξεν ἀ ποτ ά ξ α σθ αι, ἐ ὰ ν μ ὴ τ ὸ ν σκοπ ὸ ν το ῦ Κυρ ί ου ἐν ἀληθε ίᾳ γιν ώ σκ ῃ· ἐ ὰν δ ὲ το ῦ Κυρ ίου αὐ τ ῷ χαριζο μ έ νο υ δυνηθ ῇ γν ῶ ναι, κα ὶ σπε ύ δ ῃ κατ’ α ὐ τ ὸ ν περιπα τ ε ῖ ν, δ ύνα τ α ι ἐκ καρδ ί ας ἀ γαπ ῆ σαι τ ὸ ν μισο ῦ ν τ α κα ὶ θλ ί βον τ α , ὥσπερ κα ὶ ο ἱ Ἀπ όστολοι ἐγνωκ ό τ ε ς ἠ γ ά πω ν.
100
τρόπον τινα, σύγκραση με το Θεό και πραγματώνει τη θεία συμβίωση, προσφέροντας στον άνθρωπο την αδιάπτωτη ηδονή· η αλήθεια, ως πέρας και πλήρωση των γνώσεων, λειτουργεί ως το τελικό αίτιο της σύνολης κίνησης των όντων οδηγώντας τα στην επανεύρεση της ίδιας της αρχής τους. Γι’ αυτό και διὰ τὴν ἀλήθ ε ι ά ν ἐστιν ἡ ἀρε τ ὴ ἀλλ’ οὐ διὰ τὴν ἀρε τ ὴ ν ἡ ἀλήθ ε ι α 318. Η αγάπη είναι το τέλ ο ς των αγαθών, η μόνη και απόλυτη δικαίωση κάθε ασκητικού αγώνα, το κορύφωμα και συγχρόνως αίτιο όλων των αρετών. Η αγάπη μεταφέρει και προσάγει στο Θεό όποιον κινείται μέσα της, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί γι’ αυτόν ως πιστός εγγυητής ασφάλειας και σταθερότητας: η αγάπη υπερβαίνει τη διάκριση κίνησης και στάσης. Και αυτό, διότι η αγάπη είναι το πλήρωμα πίστεως και ελπίδος. Η πίστη είναι το σταθερό βάθρο της ελπίδος και της αγάπης, αφού βεβαιώνει την αλήθεια· η ελπίδα συμπλέκει αδιάρρηκτα την πίστη και την αγάπη, αφού συνυφαίνει αυτό στο οποίο μπορεί να βασιστεί ο άνθρωπος με αυτό προς το οποίο ερωτικά κινείται. Η αγάπη, τέλος, τὸ ἔσχατ ο ν ὀρεκτ ὸ ν ὅλο ν ὅλη περιπτυσσ ο μένη, προσφέρει με τη μέγιστη αμεσότητα στην πίστη και στην ελπίδα το ποθεινό τους αντικείμενο: το ίδιο το εἶναι 319. Η αγάπη αποδεικνύεται ουσιωδώς δεμένη με την ύπαρξη και την ουσία του ανθρώπου: διασφαλίζει το κατά φύσιν της κινήσεώς του, συνάπτει εδραίως τον πεπερασμένο άνθρωπο με την ίδια την αιτία του εἶναι , και του εγγυάται στο διηνεκές την ύπαρξη. Ἡ ἀγάπη εἰς ἀπείρ ου ς αἰῶνα ς τῷ ὑπεραπεί ρ ῳ ὑπερη ν ω μ έ ν η καὶ ἀεὶ ὑπεραύξ ου σα διαμ έ ν ε ι 320. Η αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός: Πολλ οὶ μὲν πολλὰ περὶ ἀγάπης εἰρήκα σι ν, ἐν μόν οι ς δὲ τοῖς Χριστοῦ μαθηταῖ ς ταύτην ζητή σα ς εὑρή σ ε ι ς, ἐπεὶ καὶ μόν οι αὐτοὶ εἶχ ο ν τὴν ἀληθιν ὴ ν ἀγάπην τῆς ἀγάπης διδάσκα λ ο ν, περὶ ἧς ἔλεγ ο ν· «Ἐὰν ἔχω προφη τ ε ί α ν καὶ εἰδ ῶ τὰ μυστ ή ρ ι α πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσι ν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲ ν ὠφε λ ο ῦ μ α ι». Ὁ οὖν κτησά μ ε ν ο ς τὴν ἀγάπην, αὐτὸ ν τὸν Θεὸν ἐκτήσα τ ο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν 321. 5. Ἀλήθεια. (Τα όρια και η υπέρβαση της οντικής γνώσης). 5.1. Στάδια τελειώσεως. Η πορεία του ανθρώπου στην οδό της γνώσεως διανύει τρία στάδια: την πρακτικὴ ν φιλοσ ο φία ν (πρόο δ ο ς ), την φυσικὴν θεω ρί α ν (ἀνάβ α σι ς ) και την θεολ ο γ ικὴ ν μυσταγ ω γ ί α ν ή μυστικὴ ν θεολ ο γ ί α ν (ἀνάληψι ς ). Η πρακτική φιλοσοφία αντιστοιχεί στην πρόο δ ο ν, διότι είναι η απόλυτη άρνηση της φύσεως· η φυσική ἐν πνεύμα τι 322 θεωρία είναι ἀνάβ α σι ς, διότι αποτελεί υπέρβαση των ουσιωδών στοιχείων 318
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 513C-516A και 369Α-Β. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1189Α-Β: Π ά ντ ω ν τ ῶ ν ἀ γαθ ῶ ν τ έ λο ς ἐστ ὶ ν ἡ ἀγ ά πη, ὡς πρ ὸ ς Θε ὸ ν τ ὸ τ ῶ ν ἀ γαθ ῶ ν ἀκρ ό τα τ ο ν , κα ὶ παν τ ὸ ς α ἴ τιον ἀγαθο ῦ , το ὺ ς ἐν α ὐ τ ῇ περιπα τ ο ῦ ν τ α ς ἄγουσα κα ὶ προσ ά γ ο υ σ α κα ὶ συν ά γ ο υ σ α, ὡς πιστ ὴ κα ὶ ἀδι άπ τ ω τ ο ς κα ὶ μ έ νουσα. ῾Η πί στις γ ά ρ, β ά σις ἐστ ὶ τ ῶ ν μετ ᾿ α ὐ τ ή ν, ἐλπ ίδος λ έγω κα ὶ ἀγ άπη ς , βεβα ί ω ς τ ὸ ἀληθ ὲ ς ὑφεστ ῶ σα. ῾Η δ ὲ ἐλπ ί ς, τ ῶ ν ἄκρων ἐστ ὶ ν ἰσχ ύ ς, ἀγ ά πη ς λ έγω κα ὶ π ίστε ω ς , τ ὸ πιστ ό ν τε δι ᾿ ἑαυτ ῆ ς κα ὶ τ ὸ ἐραστ ὸ ν ἀμφο ῖ ν ὑποφα ί νουσα, κα ὶ πρ ὸ ς α ὐ τ ὸ τ ὸ ν δρ όμον δι ᾿ ἑ αυτ ῆ ς ποιε ῖ σθαι διδ ά σκουσ α. ῾Η δ ὲ ἀγ ά πη, το ύ τ ω ν ἐστ ὶ συμπλ ή ρω σι ς, τ ὸ ἔσχα τ ο ν ὀ ρεκ τ ὸ ν ὅλον ὅλη περιπ τ υ σσο μ έ ν η, κα ὶ τα ύ τ αι ς τ ῆ ς ἐπ ᾿ α ὐ τ ὸ κιν ήσεω ς στ ά σιν παρεχ ο μ έ ν η, το ῦ πιστε ύ ειν ε ἶ ναι, κα ὶ ἐλπ ί ζειν παρ έσεσθαι, τ ὸ ἀπολαύ ειν παρόν τ ο ς δι’ ἑ αυτο ῖ ς ἀ ντεισά γ ο υ σ α. 320 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1048Α-Β. 321 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1073Α. 322 Πρέπει να τονίσουμε τον πνευματικό χαρακτήρα της φυσικής θεωρίας. Ο Μάξιμος, αναφερόμενος σ’ αυτήν, τη συνδέει με εκφράσεις που μαρτυρούν την παρουσία του Πνεύματος στην επιστημονική έρευνα του κόσμου Πρβλ. και Επίσκοπος ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (Ψαριανό ς ), Λόγος Παρακ λή σ ε ω ς , Κοζάνη 1968, σελ. 51: «Σύμπτωση και τύχη δεν υπάρχει έξω από τη βουλή του Θεού και τη θέληση του ανθρώ που. Ο πνευματικός 319
101
της φύσεως, του χώρου και του χρόνου· η θεολογική μυσταγωγία είναι ἀνάληψι ς, διότι λειτουργεί ως αποκατάσταση των πάντων στο δημιουργό Θεό, αποκατάσταση που επιτυγχάνεται με τη δική Του χάρη. Ο Μάξιμος εμβαθύνει ιδιαίτερα στα αλληλοδιαπλεκόμενα στάδια της γνωστικής πορείας. Κάνει εκτεταμένη χρήση της αναγωγικής ερμηνευτικής μεθόδου και αποδίδει τα τρία στάδια με εντυπωσιακούς συμβολισμούς. Η πρακτική φιλοσοφία αντιστοιχίζεται προς την ανδρεία διαβίωση των Εβραίων στην Αίγυπτο· όπως οι Εβραίοι ζούσαν ανάμεσα στους Αιγυπτίους χωρίς να αφομοιώνονται, έτσι και όλοι οι άνθρωποι ζούμε τη σωματικότητά μας χωρίς να ταυτιζόμαστε μ’ αυτήν· η φυσική ἐν πνεύματ ι θεωρία λόγω του ασκητικού της χαρακτήρα αντιστοιχίζεται προς τη διάβαση της ερήμου· η θεολογική μυσταγωγία λόγω του πληρωματικού της χαρακτήρα αντιστοιχίζεται προς τη γη της επαγγελίας323. Η επιγραφή, εξάλλου, η γραμμένη στο σταυρό του Κυρίου λατινιστί, ελληνιστί και εβραϊστί, εικονίζει τα στάδια της τελειώσεως. Το ανδρείο έθνος των Ρωμαίων αντιστοιχίζεται προς το πρακτικό στάδιο, θυμίζοντας την ανδρεία που επιδεικνύει ο άνθρωπος της πράξης στην πάλη κατά των παθών· το φιλόσοφο έθνος των Ελλήνων αντιστοιχίζεται προς το θεωρητικό στάδιο, θυμίζοντας την επίδοση του ανθρώπου της θεωρίας στη φυσική φιλοσοφία· το έθνος των Εβραίων, τέλος, συμβολίζει το μυσταγωγικό στάδιο, την πατροπαράδοτη αφιέρωση στο Θεό 324. Μια άλλη απεικόνιση των γνωστικών σταδίων εντοπίζεται στην αναγωγική ερμηνεία χωρίου από τη διήγηση του γάμου στην Κανά. Οι έξι υδρίες (ο αριθμός σημαίνει την εξαήμερη δημιουργία), για τις οποίες λέγεται το «χωρ ού σ α ς ἀνὰ μετ ρ η τ ὰ ς δύο ἢ τρεῖ ς », θυμίζουν τη συμπλοκή της πρακτικής δύναμης είτε με τη διφυή (σωματική και ασώματη) γνώση της φυσικής θεωρίας, είτε με την τριαδική γνῶσι ν καὶ φωταγ ω γ ί α ν της θεολογικής μυσταγωγίας325. Ο Ομολογητής με την εμμονή του σε “ανορθολογικές” αναγωγές αποφεύγει μια προβλέψιμη, αφαιρετικά εξορθολογισμένη και ψυχολογικά κατευναστική, περιγραφή των σταδίων του πνευματικού αγώνα, η οποία θα οδηγούσε σε ιδεολογικοποίηση και γελόγος δεν είναι βέβαια εκείνο που μάθαμε να λέμε φυσικό νόμο. Ο φυσικός νόμος είναι δουλεία, η δουλεία του αιτίου και του αποτελέσματος. Ο πνευματικός λόγος είναι έξω από κάθε έννοια καταναγκασμού, είναι ο χώρος της ελευθερίας και της προσωπικής ευθύνης. Πίσω από τους λεγόμενους φυσικούς νόμους πρέπει πάντα να αναζητούμε τους πνευματικούς λόγους, την παρουσία του Θεού και του ανθρώπου». 323 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1369A-C: Ὁ γ ὰ ρ ἑκ ά στ ο υ ἡμ ῶ ν β ί ος χαρακ τ η ρ ι σ τ ι κ ὸ ς ἐστ ὶ το ῦ ἐν ᾧ ἐστι τ ό που. Ο ἷον, ε ἰ μ ὲ ν τ ὴ ν πρακ τ ικ ὴ ν ἀνδρικ ῶ ς μετ ε ρ χ ό μ ε θ α φιλοσοφ ί αν, ἐ ν Αἰ γύ πτ ῳ τ ὸ π ά σχα καλ ῶ ς ἐπιτελο ῦ μ εν, μετ ὰ τ ῶ ν Αἰγυπτ ί ω ν μ ὲν ὑπ ά ρχο ν τ ε ς , ο ὐ κ Αἰ γύ πτιοι δ ὲ τυ γ χ ά ν ο ν τ ε ς , ὡς ἐν σαρκ ὶ μ ὲν ὄντε ς , ο ὐ κατ ὰ σ άρκα δ ὲ στρα τ ε υ ό μ ε ν ο ι. Εἰ δ ὲ τ ὴ ν φυσικ ὴ ν ἐν πνε ύ μα τι θεω ρ ί αν ε ὐσεβ ῶ ς ἐξασκο ύμεθ α, ὅπλα τ ῷ Θε ῷ δυνα τ ὰ τ ὰ ς τ ῆ ς ψυχ ῆ ς ποιο ύ μενοι δυν ά μ ει ς , πρ ὸ ς καθα ί ρεσιν μ ὲν ὀχυρω μ ά τ ω ν κα ὶ παν τ ὸ ς ὑψώματ ο ς ἐπαιρομ έ νου κατ ὰ τ ῆ ς γν ώ σεω ς το ῦ Θεο ῦ, θεω ρ ί αν δ ὲ τ ῶν ἐν το ῖ ς οὖ σι πνευμ α τ ι κ ῶ ν λό γων, ὥσπερ γυμνο ὶ σ ώματ ο ς κα ὶ τ ῆ ς κατ ὰ τ ὴ ν α ἴσθησιν ἀπατηλ ῆ ς φαν τ α σ ί α ς ἐλε ύ θεροι, τ ὴ ν πρ ὸ ς τ ὰ ς θε ί ας ἐπαγγ ελ ί α ς γνωσ τ ικ ῶ ς ποιο ύμενοι πορε ίαν, ἐσμ ὲ ν ἐν τ ῇ ἐ ρ ή μ ῳ , τ ῇ παθ ῶ ν λ έ γω, κα ὶ π ά ση ς ὑλικ ῆ ς φαν τ α σ ί α ς καθαρ ε υ ο ύ σ ῃ κατ ασ τ ά σ ε ι. Εἰ δ ὲ τ ὴ ν θεολο γικ ὴ ν μυστ α γ ω γ ί α ν ἀῤῥή τοις νο ὸ ς κιν ήμασι μορφα ζ ό μ ε θ α, τ ί τ ὸ πλ ά τ ο ς κα ὶ μ ῆ κος κα ὶ β ά θο ς κα ὶ τ ὸ ὑπερβ ά λλ ο ν ε ἰς ἡμ ᾶ ς μ έγεθο ς τ ῆ ς το ῦ Θεο ῦ σοφ ί ας κατ ὰ τ ὸ ἐφικτ ὸ ν ἀνθρ ώ ποις ο ὐ κ ἀγνοο ῦ ν τ ε ς , ἐσμ ὲν ἐν τ ῇ γ ῇ τ ῆ ς ἐπαγγ ελ ί α ς . 324 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1172A-B. 325 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 396C-D: Εἰ ς δ ὲ τ ὸ ν ἓξ ἀ ριθμ ὸ ν ἡ ποιη τικ ὴ τ ῆ ς φ ύσεω ς λαμβ ά ν ε τ α ι δ ύ ναμις, ο ὐ μ ό νον ὅ τι ἐν ἓξ ἡμ έ ραις ἐπο ί ησεν ὁ Θε ὸ ς τ ὸν ο ὐραν ὸ ν κα ὶ τ ὴν γ ῆ ν, ἀλλ’ ὅ τι κα ὶ μ ό νος τ ῶ ν ἐντ ὸ ς δεκ ά δ ο ς ἀριθμ ῶ ν ἐστι τελει ό τ α τ ο ς κα ὶ ἐκ τ ῶν ἰδ ίων συνισ τ ά μ ε ν ο ς μερ ῶ ν ο ὗ το ς ὁ ἀριθμ ό ς. Χωρο ύ σας δ ὲ τ ὰ ς ὑδρ ί ας φησ ὶν ὁ λ όγος ἀν ὰ μετ ρ η τ ὰ ς δ ύ ο ἢ τρε ῖ ς, ὡς τ ῆ ς κατ ὰ φ ύσιν πρακ τι κ ῆ ς δυν ά μ ε ω ς χωρο ύση ς κατ ὰ μ ὲν τ ὴν φυσικ ὴ ν θεω ρ ί αν, ὥσπερ δ ύ ο μετ ρ η τ ά ς , τ ὴ ν ὅλην τ ῶ ν γεγον ό τ ω ν γν ῶσιν, τ ῶν τε ἐξ ὕλης κα ὶ ε ἴ δου ς σωμα τι κ ῶ ν φ ύσεω ν, τ ῶ ν τε ἐξ ο ὐσ ί ας κα ὶ συμβεβ ηκ ό τ ο ς νοη τ ῶ ν ο ὐσι ῶν, ἤ γουν τ ὴ ν τ ῶ ν σωμ ά τ ω ν κα ὶ ἀσωμ ά τ ω ν περιληπ τ ι κ ὴ ν γν ῶσιν, κατ ὰ δ ὲ τ ὴ ν ἐφικτ ὴν τ ῇ φύ σει θεολο γικ ὴ ν μυστ α γ ω γ ί α ν, ὡς μετ ρ η τ ὰ ς τρε ῖ ς, τ ὴν περ ὶ τ ῆ ς ἁγ ίας Τρι ά δο ς , ἤγουν Πατρ ὸ ς κα ὶ Υἱοῦ κα ὶ ἁ γ ί ου Πνε ύ μα τ ο ς , γν ῶ σιν κα ὶ φω τ α γ ω γ ί α ν .
102
νικευτικές εφαρμογές μιας μεθόδου σωτηρίας μακράν της προσωπικής περιπέτειας και αγωνίας. 5.2. Περιλ ηπτική, ἀδιαίρ ε τ ο ς και ἁπλῆ γνῶσι ς. Η πνευματική πορεία δεν μπορεί να περιοριστεί στη γνώση των όντων, όποια κι αν είναι αυτά. Ο θεωρητικός νους οδεύει την στενή οδό των αρετών και οδηγείται πρὸς τὸ ἀκρότ α τ ο ν τῶν ἀγαθ ῶ ν πέρα ς, τον Θεό. Αυτό είναι και το όριο πλήρωσης της γνώσεως. Στην παρούσα ζωή η πληρότητα της γνώσεως είναι ανέφικτη· ακόμα και τέλειος ο άνθρωπος στην πράξη και τη θεωρία, πρέπει να αρκεστεί στη μερική γνώση 326, την οντική γνώση· να περιοριστεί, δηλαδή, στα όρια που τίθενται από τα ίδια τα όντα και τη φύση τους. Στην παρούσα ζωή ο εγγενώς μερικός χαρακτήρας της γνώσεως προκύπτει, εξάλλου, από τον ίδιο τον τρόπο που παράγεται η γνώση μέσω της νόησης: ο νους είναι υποχρεωμένος να αναπαράγει εντός του τον σκεδασμό που κυριαρχεί στη φύση. Η φυσική θεωρία μπορεί να καταλήξει στη συναγωγή των πολλών λόγων, στην εύρεση του συνεκτικ ω τ ά τ ο υ λό γου . Αλλά μόνο με την υπέρβαση του οντικού ορίζοντα της γνώσεως, κινούμενοι προς τον Θεό, μπορούμε να αρθούμε στην ενότητα της γνώσεως. Και η έξοδος από την πολυμέρεια των σκόρπιων γνώσεων προς τον ενικό χαρακτήρα της αληθινής γνώσης επιτυγχάνεται μόνον υπερκοσμίως και όχι αισθητώς. Προϋποθέτει, παράλληλα, την διά της αγάπης ενοποίηση των ίδιων των ανθρώπων ως υποκειμένων της γνώσεως327. Όταν οι άνθρωποι ενοποιήσουν το γνωμικό τους θέλημα συντονίζοντας την κίνησή τους προς το λόγο της φύσεως, όταν, με άλλα λόγια, γίνει μία η γνώμ η τους, όπως μία είναι και η φύ σις τους, συνάπτονται και μεταξύ τους και με το Θεό 328. Μπορεί η αποσπασματική φυσική γνώση να αδυνατεί να προσεγγίσει ολικά το μυστήριο της οικονομίας, αρκεί όμως για να προσφέρει στους αγίους (σε συνδυασμό με την αρετή τους) την προσδοκία της παρουσίας του Χριστού. Αυτή σηματοδοτεί την κατάργηση της σκόρπιας γνώσης και τη φανέρωση των μελλόντων329. Όταν στη διάνοια φανερωθεί το ἔσχα τ ο ν ὀρεκτ ὸ ν και ο άνθρωπος, όσο του είναι δυνατό, μετάσχει σ’ αυτό, παύει η εξωστρεφής και αυτονομημένη κίνηση. Το ἐκ μέρ ου ς καταργείται, φανερώνεται το τέλειο, τα ἔσοπτ ρ α καὶ τὰ αἰνίγμα τ α παρέρχονται, τη θέση τους παίρνει η πρόσωπ ο ν πρὸς 326
Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1165B-C. Μυσταγω γία, PG 91, 708A-B. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 4, 196A: κα ὶ ἐν τ ῷ νῷ αἱ νο ή σεις ο ἱ ονε ὶ μερ ί ζον τ α ι κα ὶ ε ἰ ς ἑ τερ ό τ η τ α ς σκεδασ τ ῶ ς προ ΐ ασιν ἀπ ὸ πρ ώ τη ς νο ή σεω ς ε ἰ ς δευ τ έ ρ α ς , ε ἰ ς κρε ί τ τ ο ν α ς ἢ ε ἰ ς φα ύλου ς . Φησ ὶν ο ὖν ὅτι ἀνατειν ό μ ε ν οι πρ ὸς Θε ό ν, γιν ό μεθα ὑπὸ τ ῆ ς ἑν ά δο ς ἐκε ί νης ἓν ἀμερ ὲ ς τ ῶ ν πολυμ ερ ῶ ν ἡμ ῶν ἑτερο τ ή τ ω ν ἐκ το ῦ σκεδασμ ο ῦ ε ἰ ς σ ύμπτυξιν ἀθροιζομ έ ν ω ν , κα ὶ ἑνοποιου μ έ ν ω ν ὑπερκοσμ ί ω ς , του τ έ σ τ ι ν οὐ κ αἰ σθη τ ῶ ς, ἀλλ ὰ νοερ ῶ ς, ο ὐ κ ἔ τι ἀσυμβ ά τ ω ν ὄντω ν ἡμ ῶν πρ ὸ ς ἑαυ το ύ ς, ἀλλ ὰ γινομ έ ν ω ν ἓ ν ὁμοειδ έ ς, ὡς κα ὶ α ὐ τ ὸ ς ἕν ἐστιν, ὥς φησιν ἐν Ε ὐαγγελ ί οις . Για τη σύνδεση από τον άγιο Μάξιμο της αληθούς γνώσεως με την αγάπη (χωρίς αυτό να συνεπάγεται κάποιας μορφής αγνωστικισμό) βλ. John D. ZIZIOULAS, Being as communion. Studies in Personhood and the Church, New York 1993, σελ. 92: «The apophatic theology of this period by no means implies a theological agnosticism, if carefully studied in its essential aims. The principal object of this theology is to remove the question of truth and knowledge from the domain of Greek theories of ontology in order to situate it within that the love and communnion. That apophatic theology founds itself on love something so evident as to be the necessary key to its understanding and assessment. The perspectives offered by an approach to being through love, as arrived at by the mystical and ascetic theologians of the period, led by another route to the same conclussion that the eucharistic and trinitarian approaches of the previous period reached: it is only through an identification with communion that truth can be reconciled with ontology. That this implies neither agnosticism nor a flight outside matter and history emerges from the thought of Maximus the Confessor. The great achievement of this thinker was to attain the most developed and complete reconciliation between the Greek, Jewish and Christian concepts of truth». 328 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 272C-D: Τὴ ν πρ ὸ ς τ ὰ καθ ό λου τ ῶ ν μερικ ῶ ν ἐξομο ί ωσιν λ έγει τ ὴ ν πά ντ ω ν ἀνθρ ώ πω ν κατ ὰ μ ί α ν τ ῆ ς γν ώ μη ς κί νησιν πρ ὸ ς τ ὸ ν λ ό γον τ ῆ ς φ ύσεω ς ἕ νωσιν, ἣν ἐ ργ ά ζ ε τ α ι δι ὰ τ ῆ ς προνο ί α ς ὁ Θε ό ς, ἵνα γ έ νη τ α ι π ά ν τ ω ν , ὥσπερ μ ία φ ύσις, οὕ τω κα ὶ γν ώ μη, π ά ν τ ω ν Θε ῷ τε κα ὶ ἀλλ ήλοις συναφθ έ ν τ ω ν δι ὰ το ῦ Πνε ύμα τ ο ς . 329 Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , PG 90, 797Β-800Α. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 288Α. 327
103
πρόσ ω πον ἀλήθ ε ια
330
.
5.3. Ἀλήθεια. Καθώς ξεπερνιέται η πολλαπλότητα των επιμέρους γνώσεων, αναφαίνεται η ἀλήθ ε ια , η οποία καλύπτει με τον ενικό της χαρακτήρα όλες τις νοητικές και γνωστικές δυνάμεις. Υπερβαίνονται οι φιλοσοφικές δόξες περί του όντος και της γνώσης, καθώς η ύπαρξη της ἀληθ ε ία ς κείται πέρα από τα νοούντα υποκείμενα και νοούμενα αντικείμενα, με τον ίδιο τρόπο που ο υπερούσιος Θεός κείται εκτός των όντων 331. Η αλήθεια είναι το πέρας όλων των γνώσεων, η αρχή και το τέλος των όντων. Η αλήθεια, ως γενικός λόγος, συνέλκει όλες τις φυσικές κινήσεις· χάρη σ’ αυτήν συνεχίζουν να υπάρχουν τα πάντα, ενώ προς αυτήν κατευθύνεται η κίνηση όσων αγαπούν το Θεό. Όταν η γνώση αγγίξει την αλήθεια, υπερβαίνει τους περιορισμούς της ίδιας της φύσης της 332. Η γνώση στην πληρότητα της αλήθειας ταυτίζεται με την χά ριν τοῦ Πνεύμα τ ο ς · αναδεικνύεται σε σοφία που περιλαμβάνει όλες τις επιμέρους γνώσεις. Η περιλ ηπτικὴ γνῶσι ς διαποτίζει πολύτροπα τον τέλειο κατὰ Χριστὸ ν άνθρωπο· βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με την κίνηση και πράξη, αφού λειτουργεί: αφενός ως δύναμι ς και ἕξις, παγιωμένη δηλαδή αφετηρία συγκεκριμένων συμπεριφορών· αφετέρου ως άμεσα εκδηλωμένη ἐνέ ρ γ ε ι α. Η σοφή και έμπρακτη γνώση απελευθερώνει τον νου από την εικονιστική γνώση των αισθήσεων· συνάγει μέσα στον κόσμο της πολυμορφίας έκτυπες τις ψηφίδες της θείας παρουσίας συμπληρώνοντας έτσι στην παρούσα ζωή και ἑνο ε ι δ ῶ ς αποκαλύπτοντας τη θεοπ ρ επ ῆ μορφή ν. Αυτή είναι πράγματι η αδιαίρετη γνώση, όπως εκφαίνεται υπό το αστραφτερό φως της ἀληθ ε ία ς . Όποιος την αξιώνεται, μοιάζει σαν να βρίσκεται στο κέντρο ενός κύκλου και να έχει σφαιρική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις διατηρώντας παράλληλα αδιαίρετη τη δική του θέση· όποιος φτάσει στο Θεό, αποκτάει την απλή και ενιαία γνώση των λόγων που επίσης ενυπάρχουν στο Θεό 333. Η περιλ ηπτική, ἀδιαίρ ε τ ο ς και ἁπλῆ γνῶσι ς, η αλήθεια ως δώρο του Θεού, διαφέρει ποιοτικά από τις ανθρώπινες γνώσεις, είναι ὑπεργ ν ῶ σ ι ς : Νοῦς ἐστι τέλε ι ο ς, ὁ διὰ πίστε ω ς ἀληθ οῦ ς τὸν ὑπεράγ ν ω σ τ ο ν ὑπεραγ ν ώ σ τ ω ς ὑπερε γ ν ω κ ὼ ς καὶ τῶν αὐτοῦ δημιου ρ γ η μ ά τ ω ν τὰ καθόλ ου θεασά μ ε ν ο ς καὶ τῆς ἐν αὐτοῖ ς Προν οία ς καὶ κρίσε ω ς τὴν περιλ ηπ τικὴ ν γνῶσι ν 330
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1076C-D: Ἀ ν ά γκη γ ὰ ρ πᾶ σα τ ῆ ς κατ ᾿ ἔφεσιν τ ὰ π ά ν τ α περί τι ἄλλο πα ύ σασθαι ἐξουσιασ τι κ ῆ ς κιν ήσεω ς , το ῦ ἐσχ ά τ ο υ φαν έν τ ο ς ὀρεκ τ ο ῦ κα ὶ μετ ε χ ο μ έ ν ο υ, κα ὶ ἀναλ ό γω ς τ ῇ τ ῶ ν μετ ε χ ό ν τ ω ν δυν ά μ ει ἀχωρ ή τ ω ς , ἵν ᾿ ο ὕ τω ς ε ἴπω, χωρου μ έ ν ου· πρ ὸ ς ὃ π ᾶσα σπε ύ δει πολι τ ε ί α το ῦ ὑψηλο ῦ κα ὶ δι ά νοια κα ὶ ε ἰς ὃ π ᾶσα ἔφεσις ἵστα τ αι, κα ὶ ὑπ ὲ ρ ὃ ο ὐ δαμ ῶ ς φέρε τ α ι . Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ί α ς..., PG 90, 1109Α: ᾿Επειδ ὴ δ ὲ τ ὸ ἐκ μ έ ρου ς το ῦ τελε ί ου φαν έ ν τ ο ς κατ α ρ γ ε ῖ τ α ι, κα ὶ τ ὰ ἔσοπτ ρ α π άν τ α κα ὶ τ ὰ αἰ ν ί γμα τ α παρ έ ρχ ο ν τ α ι , τ ῆ ς πρ ό σωπον πρ ὸ ς πρ όσωπο ν παρα γιν ο μ έ ν η ς ἀληθε ίας , ὑπὲ ρ π ά ν τ α ς ἔσται κ όσμου ς κα ὶ α ἰῶ νας κα ὶ τ ό που ς , ο ἷ ς τ έ ω ς ὡς ν ήπιος ἐπαιδα γ ω γ ε ῖ τ ο , τελει ω θ ε ὶ ς κατ ὰ Θε ὸ ν ὁ σωζ ό μεν ο ς . 331 Π ρ ὸ ς Θα λ ά σ σ ι ο ν . .., PG 90, 529Α-Β: ῞Οτι τ ῇ καθ ᾿ ὑπεροχ ὴ ν στε ρ ή σει τ ῶ ν πολλ ῶ ν ὡς ἓ ν κα ὶ μ ό νον ἡ ἀλή θεια π έ φυκεν ἀναφα ί νεσθ αι, φησ ί ν, καλ ύπτ ου σ α π άν τ ω ν τ ῶν νοε ῖν ἢ νοε ῖ σθαι δυναμ έ ν ω ν τ ὰ ς γνωσ τ ικ ὰ ς δυν ά μ ει ς , ὡς ὑπ ὲρ τ ὰ νοο ῦ ν τ ά τε κα ὶ τ ὰ νοο ύμενα καθ ᾿ ὕπαρξιν ὑπερο ύ σιον ο ὖσα κα ὶ ἀπε ί ρ ῳ δυν ά μ ει τ ὰ ς κατ ὰ τ ὴν ἀρχ ὴν κα ὶ τ ὸ τ έλο ς τ ῶν ὄ ντω ν ἀκρ ό τη τ α ς περιγ ρ ά φ ο υ σ α, π ᾶσαν π ά ν τ ω ν πρ ὸ ς ἑαυτ ὴ ν συν έλκει κ ίνησιν, το ῖ ς μ ὲν παρεχ ο μ έ ν η γν ῶ σιν ἀρ ί δηλον ἧς ἐστερ ή θησα ν χ ά ρι τ ο ς , το ῖ ς δ ὲ δωρου μ έ ν η κατ ᾿ αἴ σθησιν ἄ ρρη τ ο ν ἧς ε ἶ χον τ ὴ ν ἔφεσιν ἀγαθ ό τ η τ ο ς τ ῇ μεθ έξει φανερ ὰ ν τ ὴν ἐπ ίγνωσιν . 332 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 516Α. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1088A. 333 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 557D-560A. Κεφάλαια Σ΄ Περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1125D1128A: ῞Ωσπερ ἐν τ ῷ κ έ ντ ρ ῳ τ ῶ ν ἐξ α ὐ το ῦ κατ ᾿ ε ὐ θε ῖ αν ἐκτε τ α μ έ ν ω ν γραμμ ῶ ν ἀ δια ί ρε τ ο ς θεω ρ ε ῖ τ α ι παν τ ε λ ῶ ς ἡ θ έσις· ο ὕ τω ς ὁ ἀξιωθε ὶ ς ἐν τ ῷ Θε ῷ γεν έσθαι, π άν τ α ς ε ἴ σε τ αι το ὺ ς ἐν α ὐ τ ῷ τ ῶ ν γεγο ν ό τ ω ν προϋφεσ τ ῶ τ α ς λ όγου ς, καθ ᾿ ἁπλ ῆν τινα ἀ δια ί ρε τ ο ν γν ῶ σιν.
104
παρὰ Θεοῦ εἰληφ ώ ς 334. Η ψυχή που έφτασε στη συναγωγή του ενός και αληθούς λόγου της κτίσεως, προσκο μίζει στο Θεό με έναν όντως ιερατικό τρόπο το σύνολο της κτίσεως. Περιτέμνει εν πνεύματι τους λόγους των αισθήσεων από την πρόσδεσή τους στην υλικότητα και τους προσφέρει ως δώρο στο Θεό. Δεν πρόκειται βέβαια για ένα δώρο το οποίο έχει ανάγκη ο Θεός, αλλά αποτελεί έμπρακτο ύμνο που απευθύνει ο άνθρωπος ως συντονιστής της σύνολης κτίσεως στον Κτίστη. Μέσω του ανθρώπου που επιτυγχάνει χάριτι την ένωση με τον προσωπικό Θεό, αναβιβάζεται προς Αυτόν όλη η δημιουργία335. 5.4. Υπέρβαση και της ίδιας της φυσικής κινήσε ω ς του νοεῖ ν . Η διαδικασία του νοεῖ ν περιγράφεται από τον άγιο Μάξιμο ως κίνηση κατάβασης: ο νους λειτουργώντας εκστατικά κατεβαίνει προς τις νοήσεις. Αυτές δεν ταυτίζονται με τον νου, διότι συμπλέκουν την ενέργεια του νοούντος με την ενέργεια του νοουμένου· είναι δηλαδή ταυτόχρονα κινήσεις του νου αλλά και ενέργειες του αντικειμένου του· γεφυρώνουν το χάσμα νοούντος-νοουμένου. Έτσι, μεταβάλλονται και οι ίδιες οι νοήσεις σε αντικείμενα της ενέργειας του νου και, ευρισκόμενες σε ένα επίπεδο κατώτερο από το νου, επιφέρουν τον μερισμό της ενότητάς του. Ο νους είναι ένας και ενιαίος, οι νοήσεις όμως πολλές και διαφορετικές336. Ο νους στην ενικότητα και ενότητά του είναι δύναμι ς της ψυχής, ενώ οι νοήσεις, τρόπον τινα εἴδη του νου, αποτελούν ἐνε ργ ε ί ᾳ πραγματώσεις του. Ο νους ως απλή δύναμι ς της ψυχής θεωρείται ἄμορφ ο ς , ἀνεί δ ε ο ς, ἀσχημ ά τ ι σ τ ο ς , ἀχαρακτ ή ρ ι σ τ ο ς . Μορφή τού δίνουν οι νοήσεις, οι κινήσεις του. Η νοητική δύναμη του νου, το νοε ρ ὸ ν ή νοοῦν, τρέφεται και συστήνεται από το αντικείμενό της, το νοητ ὸ ν ή νοού μ ε ν ο ν 337. Το νόημα ολοκληρώνει την αμφίδρομη ενέργεια νοούντος και νοουμένου, καθώς αποτελεί πέρα ς στο οποίο παύει η σχέση του νου με το αντικείμενό του. Αφού το νοηθ ὲ ν παύει να εκκαλεί την κίνηση της νόησης, το νόημα αποκτά ένα στατικό χαρακτήρα, σηματοδοτεί στάση της νοητικής δύναμης. Ο νους μορφοποιείται κατά τα αντικείμενα της νοήσεώς του· καθώς δέχεται τα νοήματα των πραγμάτων, μετασχηματίζεται ανάλογα μ’ αυτά. Έτσι, από τη μία, μπορεί μορφή και υπόστασή του να αποτελέσει η γνώση που προσπορίζουν οι αρετές (σ’ αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με την ωραία έκφραση του Ομολογητή, οι λόγοι της κτίσεως απαρτίζουν θειω δ ῶ ς το πρόσωπ ο ν του νου)· από την άλλη, μπορεί ο νους να συσχηματιστεί προς την άγνοια την οποία συνεπάγονται τα πάθη338. 334
Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1048A. Μυσταγω γία PG 91, 672B-C: ὡ ς δι ᾿ ἱερα τ ε ί ου δ ὲ τ ῆ ς ψυχ ῆ ς το ὺ ς κατ ᾿ α ἴσθησιν λ όγου ς , καθαρ ῶ ς ἐν πνε ύ μα τι τ ῆ ς ὕλης περι τ μ η θ έ ν τ α ς , κατ ὰ τ ὴ ν φυσικ ὴ ν θεω ρ ί αν δι ὰ λ όγου τ ῷ Θε ῷ προσκομ ί ζο ν τ α . 336 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1376D-1317A. 337 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1373C και 1381D-1384A: ῾Η ψυχ ὴ ο ὐ σ ί α νοερ ά τε κα ὶ λογικ ὴ ὑπ ά ρχου σ α κα ὶ νοε ῖ κα ὶ λογ ί ζε τ α ι· δ ύ ναμιν μ ὲν ἔχουσα τ ὸ ν νο ῦν· κ ίνησιν δ έ, τ ὴν ν όησιν· ἐ νέ ργειαν δ έ , τ ὸ ν ό ημα. Πέ ρας γ ὰ ρ το ῦ τ ο, τ ῆ ς το ῦ νοο ῦ ν τ ο ς κα ὶ το ῦ νοουμ έ νου νο ή σε ώ ς ἐστιν, ὡ ς περιο ρισ τ ικ ὸ ν τ ῆ ς πρ ὸ ς ἄλληλα τ ῶ ν ἄκρων ὑπ ά ρχ ο ν σχ έσεω ς . Νοο ῦ σα γ ὰ ρ ἡ ψυχ ή, ἵστα τ α ι το ῦ νοε ῖ ν ἐκε ῖ νο τ ὸ νοηθ ὲ ν μετ ὰ τ ὴν α ὐ το ῦ ν όησιν. Τ ὸ γ ὰ ρ νοηθ ὲ ν κυρ ί ω ς ἅπαξ, ο ὐ κ έ τι τ ὴ ν πρ ὸ ς τ ὸ νοηθ ῆ ναι π ά λιν ἐκκαλε ῖ τ αι τ ῆ ς ψυχ ῆς δ ύναμιν· κα ὶ καθ ᾿ ἕκαστο ν ν ό ημα ο ὕ τω στ ά σιν δ έ χε τ α ι τ ῆ ς ποι ᾶ ς ἐπ ὶ τ ῷ νο ήμα τι το ῦ νοηθ έν τ ο ς νο ή σεω ς . 338 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1045D: Δεχ ό μενο ς ὁ νο ῦ ς τ ὰ τ ῶ ν πραγμ ά τ ω ν νο ήμα τ α, πρ ὸ ς ἕκαστο ν ν ό ημα μετασ χ η μ α τ ί ζ ε σ θ α ι π έφυκε. Θεωρ ῶ ν δ ὲ τα ῦ τ α πνευμ α τ ι κ ῶ ς , πρ ὸς ἕκαστο ν θε ώ ρημ α ποικ ί λω ς μετ αμ ο ρ φ ο ῦ σθαι. ᾿Εν δ ὲ Θε ῷ γεν ό μενο ς , ἄμορφο ς π άν τ η κα ὶ ἀσχημ ά τ ι σ τ ο ς γ ί νε τ αι. Τὸν γ ὰ ρ μονοειδ ῆ θεω ρ ῶ ν, μονοειδ ὴ ς γ ίνε τ α ι κα ὶ ὅλος φω τ ο ει δ ή ς. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1356Β: Νο ῦ ς ε ἰ ς ἄκρον δι ὰ τ ῶ ν ἀρετ ῶ ν καθαιρ όμ ε ν ο ς , το ὺ ς τ ῶ ν ἀρετ ῶ ν π έφυκεν ε ἰκ ό τω ς ἐκδιδ ά σκεσ θ αι λ όγου ς , τ ὴν ἐξ α ὐτ ῶν θειω δ ῶ ς χαρακ τ η ρ ι σ θ ε ῖ σαν γν ῶ σιν ο ἰκε ῖ ον ποιο ύμενο ς πρ όσωπον. Καθ ᾿ ἑαυτ ὸ ν γ ὰ ρ ἀ νε ί δε ό ς τε κα ὶ ἀ χαρακ τ ή ρισ τ ο ς π ᾶ ς καθ έ σ τ η κ ε νο ῦ ς, μορφ ὴ ν ἔχων ἐπ ίκτη τ ο ν , ἢ τ ὴν ἐκ 335
105
Οι άγιοι εμμένοντας στον αλάνθαστο τρόπο της κατά φύσιν κινήσεως διαβαίνουν τὸν παρόν τ α τῶν σκαμμά τ ω ν αἰῶνα. Και το επιτυγχάνουν καταργώντας την αιχμαλωσία των γνωστικών δυνάμεων (αίσθησης, λόγου, νου) στα κτίσματα και προσανατολίζοντάς τες προς το Θεό. O κεκαθαρμένος νους απελευθερώνεται από τη μελέτη της κίνησης των όντων. Η φυσική του ενέργεια ηρεμεί. Κυριαρχεί πλέον μια άλλη κινητήρια δύναμη, η έλξη που ασκεί ο Θεός. Όταν ο νους απελευθερωθεί από την πολυμορφία των νοητών, ανακτά την ριζική του (δυνητική) καθαρότητα και είναι και πάλι ασχημάτιστος, ἀνείδ ε ο ς · τότε, ο Λόγος του Θεού οικειοποιείται ὑπὲρ νόη σιν την ανθρώπινη νόηση, και ο άνθρωπος τὸν μονο ε ι δ ῆ θεω ρ ῶ ν, μον ο ε ι δ ὴ ς γίνε ται καὶ ὅλο ς φωτο ε ι δ ή ς . Έχει καταπαύσει πια η νοητική του ενέργεια και αναπαύεται, όπως ο Θεός μετά την ολοκλήρωση της δημιουργίας339. Η ανάπαυση της λογικής ψυχής είναι η κατάληξη μιας πορείας μυστικής και μυσταγωγικής, που ξεκινάει από την απάθεια και, διαμέσου της φυσικής θεωρίας αλλά και της απελευθέρωσης από τη φυσική ενέργεια, καταλήγει στη μακαριότητα της ένωσης με το Θεό. Την απάθεια εικονίζει το Σάββα τ ο ν, την απελευθέρωση από τη φύση τα Σάββα τ α, την πνευματική ηρεμία τα Σάββα τ α Σαββάτ ω ν: Σάββα τ ό ν ἐστιν, ἀπάθεια ψυχῆς λογικῆ ς· κατὰ τὴν πρακτικὴ ν παντε λ ῶ ς ἀποβα λ ο μ έ ν η ς τῆς ἁμαρ τί α ς τὰ στίγ μα τ α. Σάββα τ ά ἐστιν, ἐλευθ ε ρ ί α ψυχῆς λογικῆς· καὶ αὐτὴν τὴν κατὰ φύσιν πρὸς αἴσθησι ν, διὰ τῆς ἐν πνεύματ ι φυσικῆς θεω ρί α ς, ἀποθε μ έ ν η ς ἐνέ ρ γ ε ι α ν. Σάββα τ α Σαββά τ ω ν ἐστίν, ἠρε μία πνευμα τικὴ ψυχῆς λογικῆς· καὶ ἀπ ᾿ αὐτῶ ν πάντω ν τῶν ἐν τοῖς οὖσι θειοτ έ ρ ω ν λόγ ω ν τὸν νοῦν συστ ε ι λ ά σ η ς · καὶ μόν ῳ τῷ Θεῷ κατ ᾿ ἐρ ω τ ικὴ ν ἔκστα σι ν ὁλικῶ ς ἐνδη σ ά σ η ς , καὶ παντε λ ῶ ς ἀκίνητ ο ν αὐτὸν τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μυστικῆ ς θεολ ο γ ί α ς ποιησά ση ς 340. Η ψυχή ως αδιάσπαστο όλον προσδένεται στο Θεό εξερχόμενη από τα δεσμά της ίδιας της φύσης της με τρόπο εκστατικά ερωτικό. 5.5. Επιστροφή και ελπίδα. Η πορεία του ανθρώπου ως όντος προικισμένου με τη δυνατότητα της γνώσης, διαγράφεται μακρά. Η γνωστική κίνηση δεν είναι ούτε ευθύγραμμη ούτε απρόσκοπτη· δεν παρουσιάζει συνέχεια ούτε σταθερότητα· μηκύνεται με πισωγυρίσματα, χάνει τον προσανατολισμό της, βραδυπορεί συχνά απατημένη πλησίον κάποιου ψευδεπίγραφου τέλους. Όλες οι παράμετροί της μοιάζουν μεταβλητές: η φορά και η τροχιά της δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένες αλλά διανοίγονται έμπροσθεν του έκπληκτου οδοιπόρου, οι ρυθμοί και η ταχύτητα αυξομοιώνονται, οι κίνδυνοι επικρέμανται ένθεν και ένθεν. Έχει όμως ως δεδομένες τις δύο κινητήριες δυνάμεις της, οι οποίες διασφαλίζουν και τη διάρκειά της. Η πρώτη είναι δοσμένη από το Θεό, εγγενής στην ανθρώπινη φύση· είναι η ωθητική αρχή της γνωστικής κίνησης, η φυσική ενέργεια που οδηγεί τον άνθρωπο σε πολύτροπη (και διδακτική) σχέση με τον κόσμο. Η δεύτερη, επίσης εκ Θεού ορμώμενη, λειτουργεί ως το τελικό-ελκτικό αίτιο της γνωστικής κίνησης· είναι η αλήθεια ταυτισμένη με την αγάπη του τ ῶ ν ἀ ρετ ῶ ν ὑποστ ᾶ σαν ἐν πνε ύ μα τ ι γν ῶ σιν, ἢ τ ὴ ν ἐκ τ ῶ ν παθ ῶ ν ἐπισυμβ α ί νουσα ν ἄ γνοιαν . 339 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1377D-1380A: Μεγαλοφ υ ῶ ς ο ἱ ἅγιοι κατ ὰ τ ὸ ν ἀληθ ῆ κα ὶ ἄ πταισ τ ο ν τ ῆ ς κατ ὰ φ ύσιν κιν ήσεω ς τρ ό πον, τ ῶ ν παρ ό ν τ α τ ῶ ν σκαμμ ά τ ω ν α ἰῶνα δι έ βησαν. Τὴν μ ὲ ν α ἴ σθησιν, ἁπλο ῦ ς δι ὰ μ έσου το ῦ λ όγου πρ ὸ ς τ ὸ ν νο ῦν το ὺ ς τ ῶν ὄντω ν ἔ χον τ α λό γου ς ἑνώ σαν τ ε ς · τ ὸ ν δ ὲ νο ῦ ν, τ ῆ ς περ ὶ τ ὰ ὄντα π ά ν τ α κιν ήσεω ς καθαρ ῶ ς ἀ πολυθ έ ν τ α , κα ὶ α ὐ τ ῆ ς τ ῆ ς καθ ᾿ α ὑ τ ὸ ν φυσικ ῆ ς ἐνεργ ε ί α ς ἠρεμο ῦ ν τ α, τ ῷ Θε ῷ προσκομ ί σαν τ ε ς · καθ ᾿ ὃν ὁλικ ῶ ς πρ ὸ ς Θε ὸ ν συναχθ έ ν τ ε ς , ὅλοι ὅλ ῳ Θε ῷ ἐγκραθ ῆ ναι δι ὰ το ῦ πνε ύ μα τ ο ς ἠξι ώ θησαν, ὅλην το ῦ ἐπουρα ν ί ου, κατ ὰ τ ὸ δυνα τ ὸ ν ἀνθρ ώποις, τ ὴν ε ἰ κ ό να φορ έ σαν τ ε ς , κα ὶ τοσο ῦ τ ο ν ἕλξαν τ ε ς τ ῆ ς θε ί ας ἐμφ ά σε ω ς , ε ἰ θ έμις το ῦ το ε ἰπε ῖν, ὅσον ἑλχθ έ ν τ ε ς α ὐ το ὶ τ ῷ Θε ῷ ἐνετ έ θησ α ν. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ί α ς..., PG 90, 1128Α. 340 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1097Α.
106
Θεού που καλεί τον άνθρωπο σε οιονεί ερωτική σύγκραση με την Αρχή και Τέλος του εἶναι -του. (Στην πραγματικότητα, η δύναμη που ενεργοποιεί την ανθρωπολογική γνώση απλώς εκφαίνεται διττή· είναι η εξής μία: η επιθυμία του Θεού να σώσει τα πλάσματά του). Ακριβώς λόγω αυτών των δύο κινητηρίων δυνάμεων, η κίνηση του ανθρώπου προς τον κόσμο ορίζεται ως ἐπιστ ρ ο φ ή . Σταθερή σύντροφος του ανθρώπου στην επιστρεπτική κίνηση προς το Θεό είναι η ελπίδα. Ίδιον της ελπίδος είναι να θεάται τα μέλλοντα ως παρόντα, οπότε ο άνθρωπος στον πόλεμό του κατά του κακού νιώθει πως έχει κοντά του το Θεό ως υπερασπιστή. Το νοητό φως της παρουσίας Του καταυγάζει και ενώνει τους φωτιζομένους· ακυρώνει ψευδείς και φανταστικές δοξασίες και οδηγεί σε γνώση αληθινή, καθαρή και ενιαία 341. Η επιστρεπτική κίνηση προς την Αιτία και Αρχή των όντων άρχεται με τη φυσική θεω ρία και τελειούται με την απόπαυση της νοητικής ενέργειας όταν ο άνθρωπος εγγίζει το ἔσχα τ ο ν ὀρεκτ ό ν. Αλλά και τότε ακόμη η κίνηση επιστροφής δεν καταργείται· κι αυτό γιατί δεν καταργείται η αγάπη του Θεού που εξακολουθεί να έλκει ερωτικά το δημιούργημά Του. Η ἐπιστ ρ ο φ ὴ στο Θεό είναι μία, ανάμεσα σε άλλες, έκφανση δύναμης ερωτικής. Ο έρωτας (εἴτε θεῖο ς εἴτε ἀγγε λικ ό ς, εἴτε νοε ρ ὸ ς εἴτε ψυχικό ς, εἴτε φυσικό ς ) είναι δύναμη ενωτική. Ενεργοποιεί την πρόνοια των ανωτέρων προς τα κατώτερα, την κοινωνική αλληλουχία και συνοχή των ομοίων, την επιστροφή των κατωτέρων προς τα ανώτερα. Η ερωτική κίνηση του Αγαθού δεν έχει αρχή και τέλος· γι’ αυτό και η ανθρώπινη έφεση προς τον αγαθό Θεό, ακόμη κι όταν οδηγηθεί στην αγαπητική ένωση μαζί Του, παραμένει ἀεικίνη τ ο ς 342. 6. Αγνωσία-Γνώση του Θεού. 6.1. Θεολογ ικὴ μυσταγ ω γ ί α. Το ανώτατο στάδιο στην ατέλεστη πορεία του ανθρώπου ονομάζεται θεολ ο γ ικὴ ή θεω ρ η τ ικ ὴ μυσταγ ω γ ία, κατὰ τὴν θεολ ο γ ία ν ἀληθ ὴ ς μυσταγ ω γία, μυστικὴ θεο λογία, ἄῤῥη τ ο ς μύησις τῆς ἀληθ οῦ ς καὶ θεολ ο γ ικῆ ς σοφία ς, μυσταγ ω γία τῆς θεολ ο γ ικῆ ς ἐπιστή μ η ς. Ο Πατήρ της Εκκλησίας αποφεύγει οποιαδήποτε ορολογία που θα έδινε την παραπλανητική εντύπωση πως πρόκειται για ένα επιπλέον, προκεχωρημένο έστω, στάδιο γνώσης των όντων. Δεν πρόκειται πια για οντική γνώση ούτε για επίτευγμα του νου, αλλά για άνωθεν μετάδοση μιας γνώσης που συνιστά κάθαρση και φωτισμό και τελείωση, ώστε να γίνει ο άνθρωπος φορέας αληθούς θεολογίας· η μυσταγ ω γ ί α λειτουργεί ως ενέργεια της αγάπης του Θεού τελειωτική των αγαπωμένων. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται γνώση αναπόδεικτη 343. Η θεολ ο γ ικὴ μυσταγ ω γ ία φανερώνει τον αποφατικό χαρακτήρα της γνώσης. Με ένα όντως μυσταγωγικό λόγο μάς μυεί ο Μάξιμος στην αληθή, αναπόδεικτη θεολογία: 341
Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1245D-1248A: Ἡ πρ ὸ ς Θε ὸ ν ἐπιστ ρ οφ ή , σαφ ῶ ς μην ύ ει δι ᾿ ἑ αυτ ῆ ς τ ὸ ν πληρ έ σ τ α τ ο ν τ ῆ ς θε ί ας ἐλπ ί δος λ ό γον, ο ὗ χωρ ί ς, ο ὐδαμ ῶ ς ο ὐδεν ὶ καθ ᾿ ὁ τιο ῦ ν πρ ὸ ς Θε ὸ ν ἐπί νευσις γ ί νεσθαι π έφυκεν· ε ἴπερ ἐλπ ίδος ἴδιον, τ ὸ ὑπ ᾿ ὄψιν ἄγειν ὡς παρ ό ν τ α τ ὰ μ έ λλον τ α· κα ὶ μηδαμ ῶ ς ἀπε ῖ ναι πε ί θειν τ ῶ ν πολεμ ου μ έ ν ω ν ὑπ ὸ τ ῆ ς ἀ ντικειμ έ νη ς δυν ά μ ε ω ς , τ ὸ ν ὑπερασπ ί ζον τ α Θε όν· ὑπ έρ ο ὗ, κα ὶ δι ᾿ ὃν ἁγ ίοις ὁ π όλεμο ς . Χωρ ὶ ς γάρ τινο ς προσδοκ ί α ς ἢ δυσχε ρ ο ῦ ς ἢ ε ὐ χερο ῦ ς, ἐπιστ ρ οφ ὴ πρ ὸ ς τ ὸ καλ ὸν ο ὐδεν ί ποτ ε π έ φυκε γ ί νεσθαι. Και 1384A: Ὥσπερ ἡ ἄ γνοια διαιρε τ ι κ ὴ τ ῶ ν πεπλαν ημ έ ν ω ν ἐστ ί ν, οὕ τω ς ἡ το ῦ νοη τ ο ῦ φω τ ό ς παρουσ ί α συναγ ω γ ὸ ς κα ὶ ἑνω τικ ὴ τ ῶ ν φω τιζ ο μ έ ν ω ν ἐστ ὶ κα ὶ τελει ω τ ι κ ὴ κα ὶ ἐπιστρ ε π τ ι κ ή · πρ ὸ ς τ ὸ ὄντω ς ὄν, ἀπ ὸ τ ῶ ν πολλ ῶ ν δοξασμ ά τ ω ν ἐπιστ ρ έ φ ουσ α, κα ὶ τ ὰ ς ποικ ί λας ὄψεις, ἢ κυρι ώ τε ρ ο ν ε ἰπε ῖ ν, φαν τ ασ ί α ς , ε ἰς μ ίαν ἀληθ ῆ κα ὶ καθαρ ὰ ν κα ὶ μονοειδ ῆ συν ά γ ο υ σ α γν ῶ σιν· κα ὶ ἑν ὸ ς κα ὶ ἑνω τικο ῦ φω τ ό ς ἐμπιπλ ῶσα. 342 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1385D-1388A: Ἡ ἐ ρω τικ ὴ κί νησις το ῦ ἀγαθο ῦ προϋπ ά ρ χ ο υ σ α ἐν τ ῷ ἀγαθ ῷ , ἁπλ ῆ κα ὶ ἀκ ίνητ ο ς ο ὖσα, κα ὶ ἐκ το ῦ ἀγαθο ῦ προϊο ῦσα, α ὖθις ἐπὶ τ ὸ αὐ τ ὸ ἐπιστ ρ έ φ ει, ἀ τελε ύ τ η τ ο ς κα ὶ ἄναρχο ς ο ὖσα· ὅπερ δηλο ῖ τ ὴ ν ἡμ ῶν ἀ εικ ί νη τ ο ν ἔφεσιν πρ ὸ ς τ ὸ θε ῖ ον κα ὶ ἕνωσιν. Ἡ γ ὰ ρ πρ ὸ ς Θε ὸν ἀγαπη τ ικ ὴ ἕνωσις, π άση ς ἐξῄ ρητ αι κα ὶ ὑπ έ ρκει τ α ι ἑν ώσεω ς . 343 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1364B-C.
107
Καὶ αὖθις ἀνή ρ ἐστι ν ὁ τῆς μυστικῆ ς θεολ ο γ ί α ς ἐντὸ ς γενό μ ε ν ο ς νοῦς, κεφαλὴ ν ἔχ ων ἀκατακάλυπτ ο ν τὸν Χριστό ν, τουτέ σ τ ι τὸν ταῖς ἀναποδ ε ίκ τ ο ι ς μυσταγ ω γ ίαι ς ἀγνώ σ τ ω ς νοού μ ε ν ο ν, ἢ κυριώ τ ε ρ ο ν εἰπεῖν, ἀνοή τ ω ς γινω σκ ό μ ε ν ο ν λόγο ν τῆς πίστε ω ς · ὑπὲρ ὃν οὐδὲ ν τίθε τ αι τῶν ὄντ ω ν οὐκ αἴσθησι ν οὐ λόγ ο ν οὐ νοῦν οὐ νόησι ν οὐ γνῶσι ν οὐ γινω σκ ό μ ε ν ο ν οὐ νοούμ ε ν ο ν οὐ λεγό μ ε ν ο ν οὐκ αἰσθητ ὸ ν οὐκ αἰσθαν ό μ ε ν ο ν ὁ τὴν ἐπαινε τ ὴ ν καὶ ὑπερ έ χ ο υ σ α ν ἑαυτοῦ τε καὶ τῶν ὄντ ω ν παντε λ ῆ καὶ διαφε ρ ό ν τ ω ς θεοποι ὸ ν στέ ρ η σ ι ν συνασκού μ ε ν ο ς νοῦς 344. 6.2. Σιγή, γνόφο ς, ἀκαταλ η ψ ία : Ἀγνωσία. Ο καθαρός νους που διαρρηγνύει τα όρια της νόησης και απελευθερώνεται και από την ίδια του τη φυσική κίνηση και από την εξαρτημένη σχέση με τα κτίσματα, βυθίζεται κατά τα έσχατα στη μακαρία σιγή. Η σιγή του νου δεν σηματοδοτεί αποτυχία του ανθρώπου· αντίθετα, λειτουργεί ως καταδήλωση της -άλλως αμετάδοτης- εμπειρίας μιας ανείπωτης απόλαυσης, της πρόσωπο προς πρόσωπο ερωτικής απόλαυσης345. Όποιος υπερβεί την κίνηση προς τα κτίσματα, εισέρχεται όπως ο Μωυσής στον γνόφο ν, στην ἀειδῆ καὶ ἄϋλο ν καὶ ἀσώ μα τ ο ν κατάστ α σι ν της απόλυτης περί Θεού αγνωσίας. Μόνο μέσα από τη βίωση της απόλυτης άγνοιας μπορεί ο νους να φτάσει στην πληρότητα της γνώσης. Αλλά πλέον η γνώση έχει έναν ολιστικό χαρακτήρα: προκύπτει ως ένωση του ανθρώπου με τον ἐπέκειν α πάντ ω ν Θεό. Αν ο Θεός υπερβαίνει την οντικότητα, ο άνθρωπος μόνο με την υπέρβαση της συμβατικής οντικής γνώσης, μόνο μέσα στον γνόφο της αγνωσίας, μπορεί ἀγνώ σ τ ω ς να Τον γνωρίσει346. Αλλά η μονὴ και ἵδρυσι ς εντός της αγάπης του Θεού δεν είναι και πάλι μια στατική κατάσταση. Όπως ο όλος άνθρωπος, έτσι και η γνωστική του κίνηση μεταμορφώνεται, υπερβαίνεται, ανακαινίζεται· δεν καταργείται, όπως και ο άνθρωπος δεν μηδενίζεται στην ένωσή του με το Δημιουργό. Η ανακαινισμένη κίνηση γίνεται ατέλεστη γνώση του ὑπεραπεί ρ ο υ Θεού. Η ανθρώπινη σοφία εξαντλείται σε μια πιθανολογική γνώση ουσιοκρατικά προδιαγε344
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 332C. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., 289D-292A: Τί δ ὲ βο ύ λε τ αι τ ὸ “περικ ύ κλ ῳ α ὐ το ῦ ” λεγ ό μενο ν, ε ἰ δοκε ῖ , κατ α ν ο ή σω μ ε ν. Ὁ γ ὰ ρ κυκλο ύ μενο ς κα ὶ ἐμπρ ὸ ς κα ὶ ὀπ ίσω κα ὶ ἐκ δεξι ῶν κα ὶ ἐξ ἀ ριστε ρ ῶ ν ἔ χει το ὺ ς περικυκλο ῦ ν τ α ς α ὐ τ ό ν. Ἐπειδ ὴ το ί νυν κα ὶ ὁ Kύριος ἔχει το ὺ ς περικυκλο ῦ ν τ α ς , νο ήσωμ εν το ὺ ς μ ὲ ν ὀπ ίσω το ὺ ς δι ὰ τ ῶ ν ἐντολ ῶ ν κατ ὰ τ ὴ ν πρακ τ ικ ὴ ν ἀ ρετ ὴ ν ἀμ έ μπ τ ω ς ὀπίσω Kυρ ί ου το ῦ Θεο ῦ πορευ θ έ ν τ α ς , το ὺ ς ἐξ ἀριστε ρ ῶ ν δ ὲ το ὺ ς τ ὴν φυσικ ὴ ν ἐν Πνε ύ μα τι θεω ρ ί αν μετ ὰ τ ῆ ς τ ῶ ν κριμ ά τ ω ν ε ὐσεβο ῦ ς ἀναλ ήψεω ς κατ ο ρ θ ώ σαν τ α ς · φησ ὶ γ ὰ ρ περ ὶ τ ῆ ς σοφ ί ας ἡ τ ῶ ν Παροιμι ῶ ν β ίβλος ἐν δ ὲ τ ῇ ἀριστ ε ρ ᾷ αὐ τ ῆ ς πλο ῦ το ς κα ὶ δ ό ξα, το ὺ ς ἐκ δεξι ῶ ν δ ὲ το ὺ ς καθαρ ὰ ν α ἰσθη τ ῆ ς φαν τ ασ ί α ς δεξαμ έ νου ς τ ὴ ν ἄϋλον γν ῶ σιν τ ῶ ν νοη τ ῶ ν· ἐν γ ὰ ρ τ ῇ δεξι ᾷ α ὐ τ ῆ ς, φησ ί, ἔτη ζω ῆ ς, το ὺ ς δ ὲ ἐμπρ ὸ ς το ὺ ς δι’ ὑπερβ ά λλ ου σ α ν περ ὶ τ ὸ θε ῖ ον κ ά λλο ς ἐρω τικ ὴ ν τ ῆ ς κατ ὰ νο ῦν ἐφ έ σεω ς ζ έ σιν ἀξιωθ έ ν τ α ς τ ῆ ς πρ ό σωπον πρ ὸ ς πρ όσωπο ν ἀπολα ύ σεω ς . 346 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ μυστικ ῆ ς θεολ ο γί α ς, PG 4, 421Α-Β: …ε ἰ ς τ ὸ ν γν ό φον ε ἰ σ ῆ λθε [Μωϋσ ῆ ς], του τ έ σ τ ι ν ε ἰ ς τ ὴ ν περ ὶ Θεο ῦ ἀγνωσ ί αν, ἔνθα, ἀπομ ύσας τ ὰ ς γνωσ τ ικ ὰ ς ἀ ντιλ ή ψεις, ἐ γ έ νε τ ο ἐν τ ῷ ἀναφε ῖ τ ῷ ν ῷ κα ὶ ἀορ ά τ ῳ , πασ ῶ ν ἀντιλ ήψεω ν γνωσ τ ικ ῶ ν το ῦ π έ ρα π ά ν τ ω ν Θεο ῦ , κα ὶ ἑνωθε ὶ ς δι ὰ το ῦ τοιο ύ τ ο υ τρ ό που τ ῇ ἀγνωσ ίᾳ κα ὶ ἀ νενερ γ η σ ίᾳ , (...) ἑνωθε ὶ ς τ ῷ παν τ ε λ ῶ ς ἀγν ώ στ ῳ π ά ση ς γν ώ σεω ς το ῦ π ά ν τ ω ν ἐπ έκεινα τ ό τ ε τ ῇ ἀ γνο ίᾳ τ ὸ π ᾶ ν ἔ γνω . Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ία ς..., PG 90, 1120Α: ῾Ο γν ό φος ἐστ ί ν, ἡ ἀειδ ὴ ς κα ὶ ἄϋλος κα ὶ ἀσώμα τ ο ς κατ ά σ τ α σ ι ς , ἡ τ ὴ ν παραδ ει γ μ α τ ι κ ὴ ν τ ῶν ὄντω ν ἔ χουσα γν ῶ σιν· ἐν ᾗ ὁ γεν ό μενο ς ἐντ ό ς, καθ ά π ε ρ τις ἄλλος Μωϋσ ῆ ς, φ ύσει θνη τ ῇ κατ α ν ο ε ῖ τ ὰ ἀθ έ ατα· δι ᾿ ἧ ς τ ῶ ν θε ί ων ἀρετ ῶ ν ἐν ἑαυτ ῷ ζω γ ρ α φ ή σα ς τ ὸ κ άλλο ς , ὥσπερ γραφ ὴ ν ε ὐ μιμ ή τ ω ς ἔχουσαν το ῦ ἀρχε τ ύ που κ ά λλου ς τ ὸ ἀπεικ ό νισμα, κ ά τ εισιν· ἑαυ τ ὸ ν προβ αλλ ό με ν ο ς το ῖ ς βουλομ έ νοι ς μιμε ῖ σθαι τ ὴ ν ἀρετ ή ν, κα ὶ ἐν το ύ τ ῳ δεικν ύ ς, ἧς μετ ειλ ή φει χ ά ρι τ ο ς , τ ὸ φιλ ά νθ ρ ω π ό ν τε κα ὶ ἄφθονον. 345
108
γραμμένη· γνώση που αδυνατεί να προσεγγίσει οτιδήποτε ξεπερνά τα αισθητά. Πώς θα μπορούσε η λογική να ερμηνεύσει όσα κείνται επέκεινα της ουσίας; Ο άναρχος και ακατάληπτος Θεός δεν εγκλείεται στις κατηγορίες του χώρου και χρόνου, διότι αυτοί προϋποθέτουν το εἶναι , και ο Θεός ταυτίζεται με το εἶναι . Γι’ αυτό και παραμένει πᾶσι τοῖς οὖσι ἄβατ ο ς καὶ μηδε ν ὶ τῶν ὄντ ω ν ἐκ φυσικῆς ἐμφάσε ω ς διεγ ν ω σ μ έ ν ο ς . Έτσι, η μόνη δυνατή γι’ Αυτόν γνωστική οδός βασίζεται στα αποτελέσματα των δημιουργικών Ενεργειών Του, διέρχεται από την ειλικρινή ευσέβεια αλλά και την απόλυτη αφαίρεση των όντων, ορίζοντας εν τέλει μια νόηση ἀλάλη τ η ν. Μέσα από την άγνοια γίνεται γνωστός ο Θεός. Δεν πρόκειται ούτε για την άγνοια που ταυτίζεται με την αμάθεια (διότι αυτή βυθίζει την ψυχή στο σκότος), ούτε για την άγνοια που είναι απλή συνειδητοποίηση των ορίων της γνώσης (διότι και αυτή αποτελεί μια γνωστική διαδικασία). Η άγνοια που οδηγεί στη γνώση του Θεού κείται πέραν των ποικιλόμορφων και διάσπαρτων νοήσεων. Μόνο με την υπέρβαση κάθε γνώσης· μόνο όταν ο άνθρωπος παραμένει αμετακίνητα απλός και αδιάσπαστος, μόνο με άγνοια και της ίδιας της άγνοιας· με μόνα εφόδια την ευσέβεια και τη σιωπή μπορεί να αποκτηθεί η αληθινή γνώση347. 6.3. Γνώση του Θεού. Η έσχατη γνωστική δυνατότητα της νόησης, το ἀκρό τ α τ ο ν ἄνθο ς τοῦ νοῦ, δεν είναι άλλο από την περὶ Θεοῦ ἀγνω σί α ν . Την ουσία του Θεού δεν μπορεί να την προσεγγίσει ο άνθρωπος, μπορεί όμως να γνωρίσει το Θεό σε κάποιες ιδιότητές Του 348. Αλλά και ο τρόπος αυτής της γνώσης είναι διττός: οδηγεί είτε στην σχε τικὴ ν γνώση είτε στην κυρίω ς ἀληθιν ὴ ν γνώση. Η σχετική γνώση αποκτιέται με το λόγο και τη νόηση και σ’ αυτά εναποτίθεται· γι’ αυτό και κατά την εφαρμογή αυτού του τύπου της γνώσης ο λόγος και η αίσθηση διαμεσολαβούν πάντα ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της γνωστικής διαδικασίας· η σχετική γνώση δεν παρέχει άμεση αίσθηση και πείρα του αντικειμένου της, απλώς εξασφαλίζει στον άνθρωπο τον τρόπο να οικονομήσει την παρούσα ζωή του. Η αληθινή γνώση, αντιθέτως, έχει υπερβεί τη διαμεσολάβηση του λόγου και της νόησης· έχει κατὰ χάριν διασφαλισμένη την ολική μέθεξη του αντικειμένου της, και προσφέρει στον άνθρωπο άμεση εμπειρία του. Χάρη στην αληθινή γνώση, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να υποδεχτεί κατά τα έσχατα τη θέωση ως ακατάπαυστη ενέργεια του Θεού. Η σχετική γνώση δεν είναι απορριπτέα, διότι κινητοποιεί την έφεση προς την αληθινή γνώση, τη γνώση της πείρας και της μεθέξεως. Όταν όμως η αληθινή γνώση επιτευχθεί, η σχετική γνώση, η γνώση που βασίζεται στο λόγο και τη νόηση, καταργείται. Όσοι έχουν καθαρή διάνοια θα αξιωθούν την αποκάλυψη του Θεού που ξεπερνάει απείρως τα πάντα ενώ ο ίδιος είναι τα πάντα μέσα στα πάντα. Ο Θεός θα αποκαλυφθεί σ’ αυτούς ως απόλυτη μονάδα, ως αρχή και τέλος της δημιουργίας στο σύνολό της, ως πυθμὴν τῆς πάντω ν περιο χ ῆ ς ἀδιάστ α τ ο ς · σ’ αυτόν τον πυθμέν α της αρχικής σοφής 347
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνο μ ά τ ω ν, PG 4, 216D-217B: ἀ γνο ίᾳ γ ὰ ρ γ ί νε τ α ι γνωσ τ ὸ ς ὁ Θε ό ς. ἄ γνοιαν δ έ, μ ὴ τ ὴ ν δι ὰ τ ῆ ς ἀμαθ ί ας λ ά β ῃ ς· α ὕ τη γ ὰ ρ σκ ό το ς ἐστ ὶ ψυχ ῆ ς· μ ήτε τ ὴν γιγν ώ σκουσαν, ὅ τι ἀγνοε ῖ τ αι ὁ ἄγνωσ τ ο ς · ε ἶδος γ ὰ ρ κα ὶ α ὐ τ ὴ γνω ρισ τ ι κ ό ν· ἀλλ ὰ κατ ᾿ ἐκε ί νην τ ὴ ν ἄ γνοιαν γιν ώ σκε τ α ι γνωσ τ ό ς , καθ ᾿ ἣν ἁπλωθ έ ν τ ε ς ὑπ ὲρ τ ὰ ς νο ήσεις, αἵ τινε ς πληθυν ό μ εν αι σκεδ ά ν ν υ ν τ α ι , κα ὶ α ὗθις συμπ τ ύ σσον τ α ι, ο ὐκ ο ὖσαι ἑν ά ς. ῞Οθεν οὖ ν πᾶ σαν ν ό ησιν περ ὶ Θε ὸ ν ὑπερβ ά ν τ ε ς , ἁπλο ῖ γιν ό μεθ α, ἀγνοο ῦ ν τ ε ς λοιπ ὸν κα ὶ ἀ δι ά κρι τ ο ι μ έ νον τ ε ς δι ὰ τ ὴ ν πρ ὸ ς τ ὴ ν ἑν ό τη τ α στ ά σιν, κα ὶ βεβα ί ω ς ἑστ ῶ τε ς ἐν τ ῇ ἑ νώ σει, ἀ γνοο ῦ μεν ὅ τι ἀγνοο ῦ μεν, του τ έ σ τ ι ν ο ὐ χ ἑτέρου τιν ὸ ς ε ἰδό τ ε ς , ἡμε ῖ ς ὡς ἀ μαθε ῖ ς ἀ γνοο ῦ μεν, δυν ά μ ε ν ο ι μαθε ῖ ν ἃ τ έ ω ς ἀγνοο ῦ μεν· ἀλλ ὰ τ ὰ παρ ὰ π άση ς λογικ ῆ ς κτ ί σεω ς ε ὐ σεβ ῶ ς ἀ γνοο ύ μεν α ἀγνοο ῦ ν τ ε ς · ἐν τα ύ τ ῃ γ ὰ ρ στ ά ν τ ε ς τ ῇ ἀγνο ίᾳ , ε ἶδος γιν ό μεθα το ῦ πρ ὸ π ά ν τ ω ν ὄντο ς · ἐ ά σαν τ ε ς μ ὲν π ά ν τ α τ ὰ ε ἴδη κα ὶ τ ὰ ς νο ήσεις, ἐν ἀ φασ ίᾳ δ ὲ κρε ί τ τ ο ν ι π ά ση ς φθ έ γξε ω ς ἱδρυμ έ νοι, τ ῷ μηδ ὲ το ῦ τ ο γιν ώσκειν, ὅτι ἀ γνοο ῦ μεν· ε ἶ τα π ά λιν ὑποστ ρ έ ψ αν τ ε ς ἐκ τ ῆ ς ἐν ἀφασ ίᾳ σιωπ ῆ ς, κα ὶ ἀπ ό τ ῆ ς σιγ ῆ ς ε ἰς φθ έ γξιν κατα β α ί νο ν τ ε ς , συνι έ ν τ ε ς ὅ τι ἠγνοο ῦ μεν, ἀφιστ ά μ ε θ α λοιπ ὸν το ῦ περ ὶ ἀ γν ώ στο υ ζητ ε ῖ ν . 348 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ί α ς..., PG 90, 1084Α. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 4, 185Β. Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς , PG 90, 1049Α-Β.
109
κατασκευής τους βρίσκουν το οικείο τους ασφαλές καταφύγιο όλα τα όντα και στους κόλπους αυτού πάντα επιστρέφουν 349. 7. Συμπερασματικά. 1. Ο άνθρωπος, ύστερα από την ενανθρώπηση του Λόγου, μεσιτεύει για τη σωτηρία της κτίσεως. Ο κεκαθαρμένος νους συλλέγει μέσα στα όντα τους πολλούς λόγους οδηγώντας τους στη συναγωγή του ενός λόγου. Αυτή η συναγωγή αποτελεί κίνηση ἐπιστ ρ ο φ ῆ ς του ανθρώπου και μέσω αυτού όλης της δημιουργίας στην Αιτία και Αρχή τους. 2. Ο άνθρωπος δημιουργείται ως εικόνα της ουσίας του Θεού και με την ελευθερία του μπορεί να γίνει και εικόνα της αγαθής ενέργειας του Θεού, επιτυγχάνοντας έτσι το τέλ ο ς που έχει οριστεί γι’ αυτόν. Η κατ’ εἰκόνα ύπαρξη του ανθρώπου σώζεται και πληρούται στην ὁμοί ω σ ί ν της με το Θεό, στην επίτευξη του τέλ ου ς της. 3. Γνωστική κίνησι ς είναι η συνάντηση του προσώπου με το κάλλος της δημιουργίας στην απειρομορφία των τρόπων του και στη μονοσημία του λόγου του. Έμπρακτο συμπέρασμα της κινήσε ω ς προς τα όντα είναι η ανακάλυψη της παρουσίας του Δημιουργού μέσα στα κτίσματά Του, η θεωρία της θείας ἐμφάσ ε ω ς · πεμπτουσία της επιστήμης είναι η αναφορά των κτισμάτων στον Κτίστη τους, στην προοπτική της κατά τα έσχατα εύρεσης του εἶναιτους. 4. Οι τρεις γνωστικές δυνάμεις και ενέργειες της ψυχής, η αἴσθη σι ς, ο λό γος και ο νοῦς , λειτουργούν αλληλοπεριχωρούμενες· εν τέλει συνάγονται σε ενιαία κίνησι ν . Η βαθμιαία αυθυπέρβαση της αίσθησης μέσα στο λόγο, του λόγου μέσα στο νου, και τέλος η ίδια η απόσβεση των νοητικών λειτουργιών, η ἀγνω σί α, γίνονται αναβαθμοί στην πορεία του ανθρώπου προς τη θέωση, την ὑπὲρ νόησι ν ένωση με το Θεό. 5. Οι επιμέρους λειτουργίες της αίσθησης μορφώνονται και πραγματώνονται τελεολογικά, μέσα από μία κίνησιν που στοχεύει στο τέλ ο ς τους· η κάθε λειτουργία μετα-βαίνει στον ευρύτερο κύκλο στον οποίο εγγράφεται πληρούμενη. Η γνώση συστήνεται όχι ως μία αθροιστική συμπαράθεση ή διαδοχή αλλά ως ένα πεδίο συγχρονισμένα διευρυνόμενων κύκλων που όλοι επι-κεντρώνονται και ανα-πτύσσονται γύρω από τον, απροσπέλαστο καθεαυτόν, πυρήνα της προσωπικής σχέσης ανάμεσα στα δημιουργήματα του Θεού, τον άνθρωπο και τον κόσμο. 6. Η λειτουργία της αίσθησης αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε ευρύτερης και συνθετότερης γνωστικής λειτουργίας. Ο νους αδυνατεί να προσεγγίσει τα νοητά χωρίς την παρεμβολή της θεωρίας των αισθητών. Η αίσθηση μέσω της φαντασίας αναβιβάζει τα αισθητά στο νου· η γνώση αποτελεί προϊόν συνεργασίας της αίσθησης και του νου. Ο λόγος συγκεντρώνει τα δεδομένα των αισθήσεων, τα σχήματα και τους τύπους των αισθητών, μεταμορφώνοντας την αισθητή εμπειρία σε επιστημονική γνώση. Λειτουργεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στην αίσθηση και το νου, ανάμεσα στην άμεση αισθητηριακή γνώση και τη βαθιά επίγνωση της προσωπικής σχέσης. Ο νους συναιρεί και υπερβαίνει το σύνολο των γνωστικών δυνάμεων, αντιπροσωπεύει την καθολική γνωστική δυνατότητα της ψυχής. 7. Οι αναβαθμοί στη γνωστική πορεία προς το Θεό περιγράφονται από την κλίμακα των βαθμίδων γνώσεως και τελειώσεως: πρακτικὴ φιλο σ ο φί α, φυσικὴ θεω ρ ί α, θεολ ο γ ικὴ μυσταγ ω γ ί α. Τα στάδια αυτά δεν σχηματοποιούνται σε μια αντι349
Μυσταγ ω γία PG 91, 665B: Π ά ν τ α γ ὰ ρ ἐν π ᾶ σιν ὤν, ὁ ἀπε ί ροις μ έ τροι ς ὑπ ὲρ π ά ν τ α Θε ό ς, μον ώ τ α τ ο ς το ῖ ς καθαρ ο ῖ ς τ ὴ ν δι ά νοιαν ὁραθ ήσε τ αι· ἡν ίκα ὁ νο ῦ ς το ὺ ς τ ῶν ὄντω ν θεω ρ η τ ι κ ῶ ς ἀ ναλεγ ό μ ε ν ο ς λ ό γου ς, ε ἰ ς α ὐ τ ὸ ν κατ αλ ή ξει τ ὸ ν Θε όν, ὡς α ἰ τ ί αν κα ὶ ἀρχ ὴν κα ὶ τ έ λο ς τ ῆ ς τ ῶ ν ὅλων παρα γ ω γ ῆ ς κα ὶ γεν έ σε ω ς , κα ὶ πυθμ έ να τ ῆ ς π άν τ ω ν περιοχ ῆ ς ἀ δι ά σ τ α τ ο ν . Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1188B-C: Ἀλλ᾿ ἐκ Θεο ῦ το ῦ ἀ ε ὶ ὄντο ς τ ὰ π ά ν τ α ἐκ το ῦ μ ὴ ὄ ντο ς γεν έ σθαι παν τ ε λ ῶ ς τε κα ὶ ὁλικ ῶ ς, ἀλλ ᾿ ο ὐ μερικ ῶ ς τε κα ὶ ἀ τελ ῶ ς, ὡ ς ἐξ α ἰ τ ί ας ἀπειρο γ ν ώ σ τ ο υ κα ὶ ἀπειροδυ ν ά μ ο υ σοφ ῶ ς παρη γ μ έ ν α, δ έξη τ αι, κα ὶ ἐ ν αὐ τ ῷ συνεσ τ η κ έ ν αι τ ὰ π ά ν τ α , ὡς ἐν παν τ ο κ ρ α τ ο ρ ι κ ῷ πυθμ έ νι φρου ρο ύ μ εν ά τε κα ὶ διακρα τ ο ύ μ ε ν α , και ε ἰ ς α ὐ τ ὸ ν τ ὰ π ά ν τ α ἐπιστρ έ φ εσ θ αι, καθ ά π ε ρ ε ἰς ο ἰκε ῖον ἕκαστ α π έ ρα ς, ὡ ς που φησιν ὁ μ έ γα ς Ἀρεοπα γ ί τ η ς Διον ύσιος .
110
κειμενοποιημένη και δεδομένη εκ των προτέρων πορεία, την οποία θα όφειλε να ακολουθήσει ο άνθρωπος για να προσεγγίσει το Θεό. Λειτουργούν ως τρεις όψεις μιας ενιαίας πορείας, οι οποίες διαπλέκονται και, χρονικά παράλληλες, προσφέρονται στην ανθρώπινη ελευθερία ως σταθμοί μιας όδευσης προσωπικής. 8. Η έλξη των αισθητών εκτρέπει την κίνησι ν του ανθρώπου από το κατὰ φύσιν στο παρὰ φύσιν . Εκτροπή της κινήσε ω ς σημαίνει απώλεια του στόχου της, ελεύθερη υποταγή στην αλογία ή τον παραλογισμό των ανόητων και αντιφατικών επιμέρους κι νή σε ω ν . Η φθορά και ο θάνατος είναι καρπός της απομάκρυνσης από το Θεό, της εκτροπής της κινήσε ω ς , της πτώσης. Οι πολλές μορφές της νοσηρής κι νήσε ω ς είναι τα πάθη. Τα πάθη εδράζονται στην εσφαλμένη ή κακή χρήση των νοημάτων. Η νοσηρότητα του πάθους γεννιέται είτε από τη σύγχυση τελών που μπορεί να εμφιλοχωρεί στη συμπλοκή αισθητού και αισθήσεως, είτε από την εκτροπή κάποιας έμφυτης δύναμης από τον κατά φύσιν λόγο-τέλος της. 9. Με τις αρετές, πχ. την ἀπάθεια ν και την ἀγάπην, αρχίζει η επιστρεπτική κίνηση του ανθρώπου προς την Αιτία και Αρχή των όντων, η αναζήτηση της ενιαίας γνώσης, της ἀληθ ε ία ς. Με την εύρεση της ἀληθ ε ία ς καταπαύει πια η νοητική ενέργεια και ο άνθρωπος αναπαύεται εγγίζοντας το ἔσχατ ο ν ὀρεκτ ό ν, την ένωση με το Θεό. Αλλά και τότε ακόμη η κίνησι ς επιστροφής δεν καταργείται· κι αυτό γιατί δεν καταργείται η αγάπη του Θεού που εξακολουθεί να έλκει ερωτικά το δημιούργημά Του. 10. Το ανώτατο γνωστικό στάδιο στην πάντοτε ατέλεστη πορεία του ανθρώπου ονομάζεται θεολ ο γ ικὴ μυσταγ ω γ ία· λειτουργεί ως ενέργεια της αγάπης του Θεού τελειωτική των αγαπωμένων. Ο νους πια σιγεί, εισέρχεται στον γνόφο ν της ἀγνω σί α ς. Μέσα από την άγνοια γίνεται γνωστός ο Θεός. Στους καθαρούς στο πνεύμα, ο Θεός που ξεπερνάει απείρως τα πάντα ενώ ο ίδιος είναι τα πάντα μέσα στα πάντα, θα αποκαλυφθεί ως απόλυτη μονάδα, ως αρχή και τέλος της δημιουργίας, ως πυθμὴν τῆς πάντω ν περιοχ ῆ ς ἀδιάστ α τ ο ς · σ’ αυτόν τον πυθμέν α της αρχικής σοφής κατασκευής τους βρίσκουν το οικείο τους ασφαλές καταφύγιο όλα τα όντα και στους κόλπους αυτού πάντα επιστρέφουν.
111
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ. Η ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕ Ω Σ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ 1. Εισαγωγικά. Η κίνησι ς προς τα έσχατα αρχίζει από την παρούσα ζωή. H ανθρώπινη γνωστική πορεία, συντροφευμένη αδιαλείπτως από το θείο φωτισμό, διατρέχει πολλά στάδια: άρχεται ως πρακτική φιλοσοφία, ολοκληρώνεται ως φυσική θεωρία, κορυφώνεται ως θεολογική μυσταγωγία· ο νους οδηγείται μέσα από τη γνώση στη σιγή, μέσα από την αγνωσία στην αλήθεια, μέσα από το γνόφο στο Θεό. Η πορεία προς τα έσχατα αρχίζει από την παρούσα ζωή. Η δυνατότητα της κίνησης, με την οποία από τη δημιουργία της είναι προικισμένη η φύση, λειτουργεί στον παρόντα αιώνα ως το όχημα με το οποίο πραγματοποιείται η επιστροφή στον Κτίστη. Και στην αδιάλειπτη επιστρεπτική κίνηση δεν παρεμβάλλονται τομές· στην οικονομία της σωτηρίας μία είναι η πραγματική τομή: η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, η οποία επαναφέρει την κίνηση του ανθρώπου στη φυσική τροχιά της και διασφαλίζει την πραγματοποίηση της θείας βούλησης. Έτσι, η κίνηση της γνώσης και αρετής γίνεται συνεργός στη σωτηρία του ανθρώ που και του κόσμου, αναβιβάζοντας καθάπε ρ ἀστέ ρ α ς τοὺς περὶ τῶν ὄντ ω ν φωτει ν ο ὺ ς καὶ διαυγ ε σ τ ά τ ο υ ς λόγους στο Θεό350. Το μυστήριο της σωτηρίας έχει οικονομηθεί με σοφία: σκιᾷ καὶ εἰκόνι καὶ ἀληθ ε ίᾳ . O νόμος αποτέλεσε σκιά των μελλόντων αγαθών, αμυδρή φανέρωση της αλήθειας, και λειτούργησε παιδαγωγικά ώστε, όσοι τον τηρούσαν, να υποδεχτούν το Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο αποτελεί εικόνα της αλήθειας και ήδη στην παρούσα ζωή εμφαίνει τα μέλλοντα· καθιστά όσους το δέχονται ζωντανές εικόνες του Χριστού και προετοιμάζει την υποδοχή της ἀληθ ε ία ς, που θα φανερωθεί στα έσχατα351. 1.1. Προτύπωση των εσχάτων. Ήδη στον παρόντα αιώνα προτυπώνεται ἐν ἐσόπτ ρ ο ι ς καὶ αἰνίγ μα σι η μέλλουσα κατάσταση. Εικόνες και αντανακλάσεις των αρχετύπων πραγμάτων, φανερώματα της αλήθειας, μπορεί και στο παρόν να προσεγγίσει ο άνθρωπος: Πᾶσα ἡ ἐνταῦθ α δικαιο σύ ν η συγκριν ο μ έ ν η πρὸς τὴν μέλ λ ο υ σα ν, ἐσόπτ ρ ο υ λόγο ν ἐπέχ ε ι, τὴν τῶν ἀρχ ε τύπ ω ν πραγμά τ ω ν εἰκόνα, οὐκ αὐτὰ δὲ τὰ πράγμα τ α κατ ᾿ εἶδο ς ὑφιστά μ ε ν α ἔχουσα· καὶ πᾶσα γνῶσι ς ἐνταῦθ α τῶν ὑψηλ ῶ ν συγκρι ν ο μ έ ν η πρὸς τὴν μέλ λ ο υ σα ν, αἴνιγ μά ἐστι ν, ἔμφασι ν τῆς ἀληθ ε ία ς, ἀλλ ᾿ οὐκ αὐτὴν ὑφιστα μ έ ν η ν ἔχουσα τὴν φανή σ ε σ θ α ι μέλ λ ου σ α ν ἀλήθ ε ια ν 352. Το ἔσοπτ ρ ο ν (=κάτοπτρο) λειτουργεί ως ένδειξη της πρωτότυπης μορφής που πρόκειται να έχουν οι αρετές των αξίων κατά τα έσχατα. Το αἴνιγ μα , αντίστοιχα, λειτουργεί ως ένδειξη των αρχετύπων της γνώσης. Το ἔσοπτ ρ ο ν κατοπτρίζει το τέλος της πρακτικής φιλοσοφίας, ενώ το αἴνιγ μα μηνύει το τέλος της φυσικής θεωρίας. Έτσι, στον παρόντα βίο είμαστε υποχρεωμένοι να πορευόμαστε βασισμένοι στην πίστη και όχι στην αλήθεια των πραγμάτων353. Τα πράγματα δεν έχουν ακόμα ειδωθεί ως αυθυπόστατα είδη, η πρόσ ω πον πρὸς πρόσ ωπ ο ν απόλαυση δεν έχει ακόμα βιωθεί. Σε κάτοπτρα των εσχάτων μεταμορφώνονται στο παρόν οι άγιοι. Άξιοι του Πνεύματος, 350
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 480D. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1253D. 352 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1237B. 353 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1037B-C: Δι ὰ πί στε ω ς περιπα τ ο ῦ μ ε ν, ο ὐ δι ὰ ε ἴδου ς· κα ὶ ἐν ἐσό πτρ οι ς τ ὴ ν γν ῶ σιν ἔχομεν κα ὶ α ἰ ν ί γμασι. Κα ὶ δι ὰ το ῦ τ ο πολλ ῆ ς δε όμεθα τ ῆ ς ἐν αὐ το ῖ ς ἀσχολ ί ας, ἵνα τ ῇ χρον ίᾳ το ύ τ ω ν μελ έ τ ῃ κα ὶ ἀδολεσχ ίᾳ ἕξιν δυσαπ ό σπασ τ ο ν τ ῶν θεω ρ ημ ά τ ω ν ποι ή σωμε ν. 351
112
καθαίρουν το νου από την αιθάλη των παθών και σαν διαυγείς καθρέπτες υποδέχονται και αποτυπώνουν τη θεία γνώση354. Η ψυχή που δέχεται τους θείους λόγους και ανυμνεί το Θεό, γίνεται εἰκὼν καὶ φανέ ρ ω σ ι ς τοῦ ἀφανοῦ ς φωτό ς, ἔσοπτ ρ ο ν ἀκραιφν έ ς, διειδ έ σ τ α τ ο ν, ἀλώ β η τ ο ν, ἄχρα ν τ ο ν, ἀκηλίδ ω τ ο ν, εἰσδ ε χ ό μ ε ν ο ν ὅλην, εἰ θέμις εἰπεῖν, τὴν ὡραι ό τ η τ α τοῦ ἀγαθο τύπ ου, θεοει δ ῶ ς καὶ ἀμει ώ τ ω ς ἐπιλάμπ ο ν ἐν ἑαυτ ῷ, καθάπε ρ οἷόν τέ ἐστι, τὴν ἀγαθό τ η τ α τῆς ἐν ἀδύτοι ς σιγῆς 355. Η προτύπωση της βασιλείας του Θεού επιτυγχάνεται καθώς η πράξη, η θεωρία και η θεολογία εμφανίζονται διττές: στην παροντική και στη μελλοντική μορφή τους· έχουν τώρα τη σκιώδη, μα κατά τα έσχατα την αληθινή μορφή τους· υπάρχουν τώρα ως τύποι, ενώ στον μέλλοντα αιώνα ως αρχέτυπα. Ο άνθρωπος που αγγίζει το μέτρο της αρετής και γνώσεως έχει στη διάθεσή του εικονίσματα της θείας επιστήμης. Κατά την ογδόη ημέρα, όμως, οι τύποι, οι εικόνες, τα έσοπτρα και τα αινίγματα παρέρχονται, και λάμπει παμφαής η πρόσ ωπ ο ν πρὸς πρόσ ωπ ο ν ἀρχ ε τυπία 356. 1.2. Από την έκτη στην ογδόη ημέρα. ΟΜάξιμος αξιοποιεί τη συμβολική των ημερών της Δημιουργίας, για να περιγράψει χρονικά την κίνηση του ανθρώπου από τον παρόντα κόσμο προς το Θεό. Την έκτη ημέρα ολοκληρώνεται ο αγώνας του ανθρώπου στο στάδιο της αρετής και γνώσης. Όποιος έχει διατρέξει και αυτήν την ημέρα, έχει -με τη βοήθεια του Θεού- απελευθερωθεί από τη δυναστεία των παθών, έχει αποκτείνει εντός του τα κινήματα της αμαρτίας, έχει κατακτήσει την αρετή· μ’ ένα λόγο, έχει επιτελέσει το έργο του, όπως την αντίστοιχη ημέρα ο Θεός ολοκλήρωσε τη δημιουργία. Η εβδόμη ημέρα, το Σάββα τ ο ν , είναι η ημέρα της αργίας. Ο σαβ β α τ ί ζ ω ν άνθρωπος έρχεται στην κατάσταση της απάθειας, μετατάσσεται στη μυστική θεωρία των αιωνίων, βιώνει την ολική εγκατάλειψη και υπέρβαση των όντων 357, περατώνει την πρακτική, φυσική και θεολογική φιλοσοφία. Την ογδόη ημέρα πραγματοποιείται με τη χάρη του Θεού η αληθινή μετα ποίησι ς των πράξεων και των γνώσεων, ώστε να καταστούν σύμφωνες με την αρχή και αιτία τους. Η ογδόη ημέρα ἡ ἀκραιφν ή ς ἐστι τοῦ Θεοῦ καὶ παμφαὴς παρουσία, μετὰ τὴν τῶν κινουμ έ ν ω ν στάσι ν γινο μ έ ν η . Όποιος την αξιώνεται ἀνέστ η ἐκ τῶν νεκρ ῶ ν · ζει τη μακαρία ζωή του Θεού. Η ογδόη ημέρα είναι η ημέρα της θεώσεως, της μετάβασης όσων το αξίζουν στη Βασιλεία του Θεού358. Αξιώνονται τη Βασιλεία μόνον όσοι αποδέχτηκαν τους κατά φύσιν λόγους και ταύτισαν με αυτούς ελεύθερα και ενεργητικά το προσωπικό τους θέλημα· συντάχτηκαν έτσι εντός του ενός λόγου της αιώνιας αγαθής ύπαρξης, διατηρώντας μέσα τους μια ισορροπία νόμων. Μόνο όσοι αποδείχτηκαν ευπαθώς δεκτικοί της θείας βούλησης, θα απολαύσουν λουσμένοι στο φως της και την πληρότητα της θείας ζωής. Αντίθετα, θα μείνουν εκτός της Βασιλείας όσοι ελεύθερα διαφοροποιήθηκαν από τους λόγους της φύσεως διαστέλλοντας απ’ αυτούς το προσωπικό τους θέλημα, και με τις ενέργειές τους διέσπασαν την ενότητα του ενός λόγου της αρετής· όσοι αντί εὐπαθεία ς πρόβαλαν την ἀντιπάθ ε ιά ν τους προς το Θεό και αντιστάθηκαν στη θεία βούληση, θα στερηθούν και τη θεία αγαθότητα στο σύνολό της· αυτοί τελικά θα γίνουν οι φορείς της φανέρωσης ενός άλλου τρόπου ζωής, του φεῦ εἶναι, στους 354
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 737A: Ἡ μ ὲ ν ἀκριβ ὴ ς γν ῶ σις τ ῶ ν λογ ί ων το ῦ Πνε ύ μα τ ο ς μ ό νοις ἀποκαλ ύ π τ ε σ θ α ι π έ φυκε το ῖ ς ἀξ ίοις Πνε ύ μα τ ο ς · ο ἳ δι ὰ πολλ ὴν τ ῶν ἀρετ ῶ ν ἐπιμ έ λειαν τ ῆ ς τ ῶ ν παθ ῶ ν α ἰ θ ά λη ς τ ὸ ν νο ῦ ν ἐκκαθ ά ρ α ν τ ε ς , ἐσ όπτρ ο υ δ ίκην καθαρο ῦ τε κα ὶ διαυγ ο ῦ ς , ἅμα τ ῇ πρ ώ τ ῃ προσβολ ῇ , καθ ά π ε ρ πρ όσωπον ἐντυπου μ έ νη ν α ὐ το ῖ ς κα ὶ ἐμπί πτουσ α ν, τ ὴ ν τ ῶ ν θε ί ων ὑποδ έ χον τ α ι γν ῶ σιν. 355 Μυσταγ ω γία, PG 91, 701C. 356 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1296B-C. Σχόλια εἰς τὸν Ἐκκλησια σ τ ή ν, 8. 29-32. 357 Πρὸς Θαλάσσι ο ν ..., PG 90, 756C. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς ..., PG 90, 1101D-1104C. 358 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1392C-D. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεο λ ο γ ί α ς..., PG 90, 1104B.
113
αντίποδες του εὖ εἶναι· μόνοι τους οριστικοποιούν τη διάσταση προς το Θεό. Ο λόγος της αρετής θα ζωογονεί μόνον όσους ενεργούν πράξεις αγαθές, και θα τους εντάσσει στη θεία ζωή ως διάφανους φορείς της359. Ήδη στο παρόν η απόλυτη απάθεια γίνεται για το νου ἕξις που εγγυάται την ταυτότητα προς τον εαυτό του, την ακινησία του. Ο απαθής αδιαφορεί για τη σωματική ηδονή, δεν φοβάται την οδύνη, αποκτείνει τα πάθη που γεννάνε η φιλαυτία και η άγνοια· ανήκει όλος στο καλό, το σταθερό και αμετάβλητο, παντελώς ακίνητος, ἀνακεκα λυ μ μ έ ν ῳ τῷ προσ ώπ ῳ τὴν δόξα ν τοῦ Θεοῦ κατοπτ ρ ι ζ ό μ ε ν ο ς . Η εύρεση της Αιτίας των όντων επιτυγχάνεται ἀγνώ σ τ ω ς και ὑπὲρ νόησι ν. Το γνωστικό οπλοστάσιο του πεπερασμένου ανθρώπου ίσως να επαρκεί για την κατανόηση των αισθητών, αλλά η ένωση με το ἐπέκεινα προϋποθέτει έξοδο του νου από την ίδια του τη φύση, παράδοση του όλου ανθρώπου στο Θεό. Όταν ο νους εξίσταται έχοντας επιτύχει την απομάκρυνσή του από τους ποικίλους λόγους σωμάτων και ασωμάτων, θεᾶται ἀνε ρ μ η ν ε ύ τ ω ς το Θεό360. Γι’ αυτό και η προσέγγιση της αρχής των όντων συνεπάγεται κατάπαυση των νοητικών κινήσεων361. Μαζί με το νου ακινητοποιούνται και οι αισθητικές δυνάμεις του: Ὅταν τῷ ἔρω τ ι τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν ὁ νοῦς ἐκδημ ῇ, τότε οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε τινὸ ς τῶν ὄντ ω ν παντάπασι ν ἐπαισθά ν ε τ α ι. Ὑπὸ γὰρ τοῦ θείου καὶ ἀπείρ ου φωτὸ ς καταλα μπ ό μ ε ν ο ς , ἀναισθ η τ ε ῖ πρὸς πάντα τὰ ὑπ’ αὐτοῦ γεγον ό τ α, καθάπε ρ καὶ ὁ αἰσθητ ὸ ς ὀφθαλ μ ὸ ς πρὸς τοὺς ἀστέ ρ α ς, τοῦ ἡλίου ἀνατ έ λ λ ο ν τ ο ς 362. Η ακινησία αρμόζει στα πεπερασμένα έγχρονα δημιουργήματα: ὅσα μὲν ἐν χρό ν ῳ κατὰ χρό ν ο ν δημι ου ρ γ ε ῖ τ α ι, τελ ε ι ω θ έ ν τ α ἵστατ αι, λήγ ο ν τ α τῆς κατὰ φύσιν αὐξήσ ε ω ς . Αντίθετα, η πρόοδος στην αρετή τελειούται μα δεν παύει να εξελίσσεται: ὅσα δὲ κατ ᾿ ἀρε τ ὴ ν ἐπιστ ή μ η Θεοῦ κατε ρ γ ά ζ ε τ α ι, τελε ι ω θ έ ν τ α πάλιν κινεῖται πρὸς αὔξησι ν. Τὰ γὰρ τέλη αὐτῶ ν, ἑτέ ρ ω ν ἀρχαὶ καθε στ ήκα σι ν 363. Τα τέλη της πορείας προς τη γνώση και αρετή είναι απαρχές αλληλοδιαδόχων εγγυτέρων 359
Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1328D-1329B: Οἱ μ ὲ ν τ ῇ φύσει φυλάξαν τ ε ς δι ὰ πάν τ ω ν ἰσονομο ῦ σαν τ ὴ ν γνώ μ η ν, κα ὶ τ ῶ ν τ ῆ ς φύσεω ς λόγω ν κατ’ ἐνέργ ει α ν δεκ τικ ὴ ν α ὐτ ὴν κατ ασ τ ή σ α ν τ ε ς καθ’ ὅλον τ ὸ ν το ῦ ἀε ὶ ε ὖ ε ἶ ναι λόγον, δι ὰ τ ὴ ν πρ ὸ ς τ ὴν θείαν βούλησιν τ ῆ ς γνώ μ η ς ε ὐ πάθεια ν, ὅλης μεθέξ ου σι τ ῆ ς ἀγαθό τ η τ ο ς , κατ ὰ τ ὴν α ὐ το ῖ ς ἐπιλάμπου σα ν ὡ ς ἐν ἀ γγέλλοι ς ἢ ὡ ς ἐν ἀνθρώ π οι ς θείαν ζωήν. Ο ἱ δ ὲ τ ῇ φύσει ποιήσαν τ ε ς ἀ νισονομ ο ῦ σαν δι ὰ πάν τ ω ν τ ὴ ν γνώ μ η ν, κα ὶ τ ῶ ν τ ῆ ς φύσεω ς λόγω ν κατ ὰ τ ὴν ἐνέργ εια ν σκεδασ τ ι κ ὴ ν α ὐ τ ὴ ν ἀποδείξ αν τ ε ς καθ’ ὅλον τ ὸ ν το ῦ ε ὖ ε ἶναι λόγον, δι ὰ τ ὴν πρ ὸς τ ὴν θείαν βούλησιν τ ῆ ς γνώ μ η ς ἀντιπάθ εια ν, ὅλης ἐκπεσο ῦ ν τ αι τ ῆ ς ἀγαθό τ η τ ο ς , κατ ὰ τ ὴν ἐμφαινομ έ ν η ν α ὐ το ῖ ς πρ ὸ ς τ ὸ φε ῦ ε ἶ ναι τ ῆ ς γνώ μ η ς ο ἰκείωσιν· καθ’ ἣν ἡ πρ ὸς τ ὸν Θε ὸν ἔσται τ ῶ ν τοιο ῦ τ ω ν διάσ τ α σι ς , ο ὐκ ἐχόν τ ω ν κατ ὰ τ ὴν πρόθεσιν τ ῆ ς γνώμ η ς , τα ῖ ς ἐ νεργ είαι ς τ ῶ ν ἀγαθ ῶ ν, τ ὸ ν το ῦ ε ὖ ε ἶ ναι λόγον ζωο γ ο ν ο ύ μ ε ν ο ν , καθ’ ὃν ἡ θεία ζω ὴ διαφαίν εσ θ αι πέφυκε. 360 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1349C. 361 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1084B. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1197B-C: ῾Ο σωμα τι κ ῆ ς ἡδον ῆ ς μ ὴ ἐφι έ μενο ς , κα ὶ ὀδ ύ νην παν τ ε λ ῶ ς μ ὴ φοβο ύ μενο ς , γ έγον ε ν ἀπαθ ής. Ταύ ται ς γ ὰ ρ μετ ὰ τ ῆ ς τεκο ύ ση ς α ὐ τ ὰ ς φιλαυ τ ί α ς , π ά ν τ α τ ὰ δι ᾿ α ὐ τ ά ς τε κα ὶ ἐξ α ὐτ ῶν μετ ὰ τ ῆ ς ἀ ρχηγικ ω τ ά τ η ς τ ῶ ν κακ ῶ ν ἀγνο ί ας, ὁμοθυμα δ ὸ ν συναπ έ κ τ ε ι ν ε π άθη, κα ὶ ὅλος γ έ γον ε το ῦ ἑστ ῶ το ς κα ὶ μ έ νον τ ο ς κα ὶ ἀε ὶ ὡσα ύ τω ς ἔχον τ ο ς φ ύσει καλο ῦ, παν τ ά π α σι ν αὐ τ ῷ συνδιαμ έ ν ω ν ἀκί νη τ ο ς , κα ὶ ἀνακεκαλυ μ μ έ ν ῳ προσ ώ π ῳ τ ὴ ν δ όξαν το ῦ Θεο ῦ κατ οπ τ ρ ι ζ ό μ ε ν ο ς , ἐκ τ ῆ ς ἐν α ὐ τ ῷ φω το ει δ ο ῦ ς λαμπρ ό τ η τ ο ς , τ ὴ ν θε ίαν κα ὶ ἀπρ όσιτ ο ν δ ό ξαν θε ώ μενο ς . Kαι 1209D-1212A, 1376B-C. 362 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 964A. 363 Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1096C. Δ. ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Εἰσαγω γὴ στὴ Μυσταγω γία... , Ἀθ ῆ ναι 1989, σελ. 35: «Με την κίνηση φτάνει η δημιουργία στο σκοπό της, όχι με την έξοδο από την κίνηση».
114
προσεγγίσεων του Θεού. Και αυτό δεν συμβαίνει καθόλου για το λόγο ότι αφ’ εαυτού ο άνθρωπος έχει ανεξάντλητες δυνατότητες, αλλά μόνον για το λόγο ότι είναι ανεξάντλητες οι κινήσεις της ευεργεσίας του Θεού: ῾Ως γὰρ φωτὸ ς ἴδιον τὸ φωτίζ ε ι ν, οὕτω ς ἴδιον Θεοῦ τὸ εὖ ποιεῖν 364. 2. Σύμπνοια, ἀγάπη, ἕνω σι ς τῶν πάντω ν . Τις ανεξάντλητες ευεργεσίες του Θεού ενεργεί η Πρόνοια, καθώς εγγυάται την κοσμολογική ενότητα. Ο Θεός αδιαλείπτως συνέχει και συνάγει και περικλείει αισθητά και νοητά αγκαλιάζοντάς τα σφικτά μεταξύ τους και με τον Ίδιο. Μπορεί τα όντα να διακρίνονται, να διαιρούνται και να σπαράσσονται, αλλά κατά τα έσχατα οδηγούνται σε μία ταυτό τ η τ α κινήσε ώ ς τε καὶ ὑπάρξ ε ω ς ἀδιάφθ ο ρ ο ν καὶ ἀσύγχυτ ο ν . Τα πάντα, σύμφωνα με τη μία αιτιώδη αρχή τους, θα συνενωθούν (χωρίς να συμφυρθούν αδιακρίτως) σε μία ολική σχέση προστάτρια αδιάλυτης συμφυΐας 365. 2.1. Ο θεάνθρωπος Χριστός, ακρογωνιαίος λίθος της σύμπνοιας των πάντων. Μεγάλη ευεργεσία του Θεού προς τον άνθρωπο αποτελεί η δυνατότητα που του έχει δοθεί, να συνεργήσει με τη λογική του ικανότητα και το προσωπικό του θέλημα στην επανένωση της κατακερματισμένης φύσης των όντων. Ο άνθρωπος -πρωταίτιος του στασιασμού της φύσεως και υποκείμενος στην κατάτμηση και τη φθορά- αδυνατούσε αφ’ εαυτού να ολοκληρώσει την καθολική ενότητα των όντων: το γνωμικό του θέλημα, παρά φύσιν κινούμενο, παρέμενε δέσμιο του φυσικού θελήματος. Αλλ’ όμως ύστερα από την ενανθρώπηση του Θεού-Λόγου και την ανακαίνιση της ανθρωπίνης φύσεως, οδεύει θείᾳ χάριτι προς την πραγμάτωση της καθολικής ενότητας366. Στο πρόσωπο του Θεανθρώπου πραγματώνεται έξω από τα δεσμά του χρόνου η απόλυτη ενότητα των πάντων: ῞Ενω σι ς γὰρ προϋπε ν ο ή θ η τῶν αἰών ω ν ὅρου καὶ ἀορι σ τ ί α ς , καὶ μέτ ρ ο υ καὶ ἀμετ ρ ί α ς , καὶ πέρατ ο ς καὶ ἀπειρία ς , καὶ κτίστ ου καὶ κτίσε ω ς , καὶ στάσε ω ς καὶ κινήσ ε ω ς · ἥτις ἐν Χριστ ῷ ἐπ' ἐσχά τ ω ν τῶν χρόν ω ν φανε ρ ω θ έ ν τ ι γέγο ν ε ν , πλήρ ω σ ι ν δοῦσα τῇ προγν ώ σ ε ι τοῦ Θεοῦ δι' ἑαυτῆ ς , ἵνα περὶ τὸ πάντη κατ' οὐσίαν ἀκίνητ ο ν στῇ τὰ κατὰ φύσιν κινούμ ε ν α , τῆς πρός τε ἑαυτὰ καὶ πρὸς ἄλλη λ α παντε λ ῶ ς ἐκβε β η κ ό τ α κινήσ ε ω ς 367. Ο Χριστός κατάργησε τη διαφορά άρρενος και θήλεος, ένωσε γη και ουρανό, αισθητά και νοητά· απέδειξε μία και ενιαία τη φύση των όντων, ενοποίησε το κτιστό και το άκτιστο, συμφιλίωσε την κίνηση με τη στάση. Ο Λόγος ίσταται ἐν μέσῳ όλων υμνούμενος και δοξαζόμενος, οδηγώντας τα πάντα στη σύμπνοια του καλού, Θεός των πάντων, Δημιουργός 364
Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1096C-D. Μυσταγω γία, PG 91, 665A: π ά ν τ ω ν πᾶ σι κατ ὰ τ ὴ ν μ ί αν τ ῆ ς μ ό νης ἀρχ ῆ ς κα ὶ α ἰ τ ί ας ἀ δι ά λυ τ ο ν σχ έ σιν τε κα ὶ φρου ρ ὰ ν ἀφ ύρτ ω ς συμπεφυ κ ό τ ω ν. 366 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 3, 977C-980A: Οὐ δ ὲ ν γ ὰ ρ ἔστι τ ῶ ν ὄ ντω ν ἀμ έ τοχ ο ν το ῦ ἑν ό ς, ἀλλ’ ὥσπερ ἅπας ἀριθμ ὸ ς μον ά δ ο ς μετ έ χ ει κα ὶ μ ία δυ ὰ ς κα ὶ δεκ ὰ ς λ έ γε τ αι κα ὶ ἥμισυ ἓν κα ὶ τρ ί τ ο ν κα ὶ δ έκα τ ο ν ἕν, ο ὕ τω π ά ν τ α κα ὶ π άν τ ω ν μ όριον το ῦ ἑνὸ ς μετ έ χ ει, κα ὶ τ ῷ ε ἶ ναι τ ὸ ἓν π ά ν τ α ἔστι τ ὰ ὄντα. Κα ὶ ο ὐκ ἔστι τ ὸ π άν τ ω ν α ἴ τιον ἓ ν τ ῶ ν πολλ ῶ ν ἕ ν, ἀλλ ὰ πρ ὸ παν τ ὸ ς ἑν ὸ ς κα ὶ πλ ή θου ς κα ὶ παν τ ὸ ς ἑν ὸ ς κα ὶ πλ ήθου ς ὁ ριστικ ό ν. Οὐ δ ὲ γ ά ρ ἐστι πλ ῆ θος ἀμ έ τοχ ό ν π ῃ το ῦ ἑν ό ς, ἀλλ ὰ τ ὸ μ ὲν πολλ ὰ το ῖ ς μ έρεσιν ἓ ν τ ῷ ὅλῳ κα ὶ τ ὸ πολλ ὰ το ῖ ς συμβεβ ηκ ό σιν ἓν τ ῷ ὑποκειμ έ ν ῳ κα ὶ τ ὸ πολλ ὰ τ ῷ ἀριθμ ῷ ἢ τα ῖ ς δυν ά μ εσιν ἓν τ ῷ ε ἴ δει κα ὶ τ ὸ πολλ ὰ το ῖ ς ε ἴ δεσιν ἓν τ ῷ γ ένει κα ὶ τ ὸ πολλ ὰ τα ῖ ς προ ό δοι ς ἓν τ ῇ ἀ ρχ ῇ , κα ὶ ο ὐ δ ὲ ν ἔστι τ ῶ ν ὄντω ν, ὃ μ ὴ μετ έ χ ει π ῃ το ῦ ἑν ὸς το ῦ ἐν τ ῷ κατ ὰ πάν τ α ἑνικ ῷ π ά ν τ α κα ὶ ὅλα π ά ν τ α κα ὶ τ ὰ ἀντικε ί μεν α κα ὶ ἑνια ί ω ς προσυ νειληφ ό τ ο ς . Καὶ ἄνευ μ ὲ ν το ῦ ἑν ὸ ς ο ὐκ ἔσται πλ ῆθος, ἄνευ δ ὲ πλ ήθου ς ἔσται τ ὸ ἓν ὡ ς κα ὶ μον ὰ ς πρ ὸ παν τ ὸ ς ἀριθμο ῦ πεπληθυ σμ έ ν ου. Κα ὶ ε ἰ π ᾶσι τ ὰ π ά ν τ α ἡνωμ ένα τις ὑπό θοιτ ο, τ ὰ π ά ν τ α ἔσται τ ῷ ὅλ ῳ ἕν. 367 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 621Β. Για την άρση των ρηγμάτων της φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού: Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, Ἡ εὐχα ρι σ τ ι α κ ὴ ὀντ ο λ ο γ ί α... , σελ. 180-186. 365
115
που είχε εξαρχής την πρόθεση να αποδειχτεί δεσμός αδιάλυτος, εγγυητής της ταυτότητας όντων ενωμένων και μεταξύ τους και με το καλό 368. 2.2. Η αγάπη των ανθρώπων: ενοποιός δύναμη που οδηγεί στο Θεό. Αν η φιλαυτία ευθύνεται για τη διάσπαση της φυσικής ενότητος, ο σώφρων λογισμός και η ευγένεια της φρονήσεως μπορούν να αποκαταστήσουν την ανωμαλία της φύσεως, διότι με την αγάπη (και την πίστη) ξαναβρίσκει ο άνθρωπος την αρχική του ενότητα 369. Ο Θεός δημιούργησε την ανθρώπινη φύση ως ἀρίδη λ ο ν ἀπεικόνι σ μ α τῆς ἰδίας ἀγαθότ η τ ο ς · την ταυτότητα της ειρήνης ξαναβρίσκει ο άνθρωπος στα έσχατα (που έχουν αρχίσει στην παρούσα ζωή μας). Και η υπαρξιακή αγαπητική δύναμη: αφενός, ως βάθρο εδραίο, γίνεται εφαλτήριο της έφεσής μας προς το Θεό· αφετέρου, ως ακλόνητο στήριγμα, επιτρέπει στον καθένα μας να μοιραστεί και να σηκώσει τα πάθη του μαζί με τον πλησίον 370. Η ομοψυχία των συνανθρώπων, όσων δηλαδή ζουν με την αγάπη του Θεού, είναι επίσης δικό Του δώρο: πιστεύ ω καθὼς παρέ λα β ο ν καὶ ἐδιδά χ θ η ν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί· καὶ ὅτι καθὼ ς αὐτὸ ς εἷς ἐστι, μηδέπ ο τ ε τοῦ εἷς εἶναι παυόμε ν ο ς , οὕτω τοὺς κατὰ τὴν αὐτοῦ ἀγάπην ζῶντ α ς, ἕνα ποιεῖ, καὶ μίαν αὐτοῖς χαρίζ ε τ α ι καρδία ν καὶ ψυχήν, κἂν πολλ οὶ τύχοι ε ν ὄντε ς 371. Κατεξοχήν ο άνθρωπος που αγαπά επιτυγχάνει την ενότητα των αντιθέτων· δεν γνω ρίζει διαφορά ανάμεσα στο δικό του και τον ξένο, ανάμεσα στον πιστό και τον άπιστο, ανάμεσα στο δούλο και τον ελεύθερο, το άρρεν και το θήλυ· βλέπει μόνο την ενικότητα της φύσης και διάκειται ισοτίμως απέναντι σε όλους. Μέσα του δεν ριζώνουν διαφορές έθνους, γένους και τάξης, διότι γι’ αυτόν τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστ ό ς 372. Αυτή είναι η μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης· όχι απλώς μια επιφανειακή αλλαγή συμπεριφοράς αλλά η αντίδοση ουσιωδών ιδιωμάτων ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο· επίσης, η βούληση που μετασχηματίζεται άμεσα σε κίνηση και ανταπόκριση στην κλήση του Άλλου. Ο θεοπ ρ επ ὴ ς πρὸς ἀλλή λ ο υ ς ἔρ ω ς συνάπτει τους ανθρώπους μεταξύ τους, χωρίς να θίγει την προσωπική τους ετερότητα, χωρίς να τους σωρεύει μαζικώς, αλλά φέρνοντάς τους κοντά με τον σύνδεσμο της αληθινής αγάπης 373. 368
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 436Α-Β: «Καὶ ἐπὶ τ ῶ ν γωνι ῶ ν ᾠκοδ ό μησε π ύ ργου ς ». Γων ί ας τυ χ ὸ ν ε ἶ πεν ὁ λ ό γος τ ὰ ς δι ὰ Χριστο ῦ γεγε ν η μ έ ν α ς διαφ ό ρου ς τ ῶν δι ῃρημ έ νω ν κτισμ ά τ ω ν ἑν ώ σεις. ῞Ηνωσε γ ὰ ρ τ ὸ ν ἄνθρω π ο ν, τ ὴ ν κατ ὰ τ ὸ ἄρρεν κα ὶ θ ῆλυ διαφορ ὰ ν τ ῷ πνε ύ μα τι μυστικ ῶ ς ἀφελ ό μενο ς κα ὶ τ ῶ ν ἐν το ῖ ς π ά θεσιν ἰδιωμ ά τ ω ν κατ ασ τ ή σ α ς ἐπ’ ἀ μφο ῖ ν ἐλε ύ θερο ν τ ὸ ν λ ό γον τ ῆ ς φ ύσεω ς. ῞Ηνωσεν δ ὲ κα ὶ τ ὴ ν γ ῆν, τ ὴν κατ ὰ τ ὸ ν αἰ σθη τ ὸ ν παρ ά δ ε ισ ο ν κα ὶ τ ὴ ν ο ἰ κουμ έ νη ν δι ώσας ἐξαλλαγ ή ν. ῞Ηνωσεν δ ὲ κα ὶ τ ὴν γ ῆν κα ὶ τ ὸ ν ο ὐ ραν ό ν, μ ί αν ἀποδε ί ξας πρ ὸ ς ἑαυτ ὴ ν νε ύ ουσαν τ ὴ ν φ ύσιν τ ῶ ν α ἰσθη τ ῶ ν. ῞Ηνωσεν δ ὲ κα ὶ τ ὰ α ἰ σθη τ ὰ κα ὶ τ ὰ νοη τ ά , κα ὶ μ ίαν ἀπ έδειξεν ο ὖσαν τ ὴν τ ῶ ν γεγο ν ό τ ω ν φ ύσιν, κατ ά τινα λ ό γον μυστικ ὸ ν συναπ τ ο μ έ ν η ν. ῞Ηνωσεν δ έ, κατ ὰ τ ὸν ὑπ ὲρ φ ύσιν λ όγον τε κα ὶ τρ ό πον, κα ὶ τ ὴ ν κτισ τ ὴ ν φ ύσιν τ ῇ ἀκτ ί σ τ ῳ . Κα ὶ ἐφ’ ἑκ ά στ η ς ἑν ώσεω ς ἤγουν γων ί ας , το ὺ ς συνεκ τ ι κ ο ύ ς τε κα ὶ συνδε τ ι κ ο ὺ ς τ ῶ ν θε ί ων δογμ ά τ ω ν ὀχυρ ώσας , ᾠκοδ όμησεν πύ ργου ς . Kαι 688Α. 369 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1196Α-Β: ῾Η τ ῶ ν ἀνθρ ώ πω ν φιλαυ τ ί α κα ὶ σ ύ νεσις, ἀ λλή λου ς κα ὶ τ ὸ ν ν ό μον, ἢ ἀπωσαμ έ νη, ἢ σοφισαμ έ νη, ε ἰ ς πολλ ὰ ς μο ίρα ς τ ὴν μ ίαν φ ύσιν κατ έ τ ε μ ε· κα ὶ τ ὴ ν ν ῦ ν ἐπικρα τ ο ῦ σαν α ὐ τ ῆ ς ἀναλγησ ί αν ε ἰσηγησα μ έ νη, α ὐ τ ὴ ν καθ ᾿ ἑ αυτ ῆ ς τ ὴ ν φύ σιν δι ὰ τ ῆ ς γν ώ μης ἐξ ώπλισε. Διά τοι το ῦ τ ο, π ᾶς ὅστις σ ώφρονι λογισμ ῷ κα ὶ φρον ή σεω ς ε ὐ γενε ίᾳ , τα ύ τ η ν λ ῦσαι δεδ ύ νη τ α ι τ ῆ ς φ ύσεω ς τ ὴν ἀνωμαλ ί αν, ἑαυ τ ὸ ν πρ ὸ τ ῶ ν ἄλλων ἐλ έ ησε, τ ὴ ν γν ώ μην κατ ὰ τ ὴ ν φ ύσιν δημιου ρ γ ή σα ς , κα ὶ Θε ῷ κατ ὰ τ ὴν γν ώ μην δι ὰ τ ὴ ν φ ύ σιν προσχ ω ρ ή σα ς… . 370 Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1196C. 371 Ἐπιστολ ὴ KE΄, PG 91, 613Α. 372 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 993Β. 373 Ἐπιστολὴ Β΄, PG 91, 401Β: Ἔ ργον γ ὰ ρ τ ῆ ς ἀ γάπη ς τελειό τ α τ ο ν κα ὶ τ ῆ ς κατ’ α ὐ τ ὴ ν ἐ νεργ εία ς πέρα ς , δι’ ἀντιδόσ ε ω ς σχε τικ ῆ ς τ ῶ ν κατ’ α ὐτ ὴ ν συνημμ έ ν ω ν, ἀλλήλοις ἐμπρέπειν τ ὰ ἰδιώμα τ α παρασκευ ά ζ ε ι ν, κα ὶ τ ὰ ς κλήσει ς· κα ὶ Θε ὸν μ ὲν τ ὸν ἄνθρω πο ν
116
Σύμβολο της αγαπητικής ομόνοιας όπως θα αποκαλυφθεί στα έσχατα είναι ο πνευ ματικός ασπασμός ανάμεσα στους πιστούς που προσέρχονται στην Ευχαριστία 374. 2.3. Ένωση των πάντων. Η σύμπασα κτίση ενοποιείται, και τα πολλά γίνονται ένα. Αυτή η ενότητα είναι εξανθρωπισμός της κτίσεως: τὰ πολλὰ ἀλλή λ ω ν κατὰ τὴν φύσιν διε στ ηκ ό τ α περὶ τὴν μίαν τοῦ ἀνθ ρ ώπ ου φύσιν ἀλλή λ ο ι ς συννε ύ ο ν τ α . Ο Χριστός προσλαμβάνει τη φύση, τη μεταμορφώνει, την ανθρωποποιεί: θεοπ ρ επ ῶ ς τὰ πάντα εἰς ἑαυτὸ ν ἀνεκεφα λ αι ώ σ α τ ο, μίαν ὑπάρχ ου σα ν τὴν ἅπασαν κτίσιν δείξα ς, καθάπε ρ ἄνθ ρ ωπ ο ν ἄλλ ο ν 375 . 3. Ευχαριστιακή-Εκκλησιαστική κίνησι ς . Η πρόσληψη του κόσμου, η διά του Χριστού θεανθρωποποίηση της κτίσεως είναι το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, που λαμβάνει χώρα εντός της Εκκλησίας ως δικό της έργο. Και αυτό, διότι η αγία Εκκλησία, ως εικόνα του Αρχετύπου, πραγματώνει στον κόσμο το θείο έργο. Η κίνησή της έχει σκοπό την ενεργητική μίμηση του Θεού 376. Ο Θεός προσφέρει αδιαλείπτως στα πάντα το εἶναι συνδέοντάς τα μεταξύ τους και με τον Εαυτό Του, ενοποιεί τις επιμέρους κινήσεις των όντων και εγγυάται τη βαθύτερη σχέση τους. Έτσι και η Εκκλησία Τον μιμείται με τα μυστήριά της. Ξαναγεννά διά του Βαπτίσματος πνευματικά τα μέλη της προσφέροντάς τους νέο τρόπο ύπαρξης, το εὖ εἶναι · η χάρη του Πνεύματος ανακαινίζει τη φυσική κίνηση και ο αναγεννημένος άνθρωπος αποστρέφεται την αμαρτία. Μετανοών και εξομολογούμενος πορεύεται την ανάβαση προς το Θεό 377· η μετάνοια σαν την ανάβαση από τη Βαβυλώνα στην Ιουδαία οδηγεί από τα σωματικά στα πνευματικά. Με το ιερατικό του χάρισμα κάθε άνθρωπος καλείται να γίνει μεσίτης για την αναβατική κίνηση όλης της κτίσεως προς το Δημιουργό, ενώ ως ιερατείο η κεκαθαρμένη του ψυχή προσκομίζει στο Θεό τους λόγους των όντων. Κατεξοχήν, όμως, με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας η Εκκλησία συνάπτει τα μέλη της378, ώστε αποτελούν Σώμα Χριστού ανεξάρτητα από επιφανειακές διαφορές· ενοποιεί άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ανθρώπους απειράριθμους και ανόμοιους· καταργεί ετερότητες εθνικές και γλωσσικές· υπερβαίνει διακρίσεις ως προς τον τρόπο ζωής, την ηλικία, την τέχνη και τη γνώση· συναιρεί συμπεριφορές και συνήθειες, χαρακτήρες και έξεις, επιστήμες και επαγγέλματα. Μέσα στην εκκλησιαστική ευχαριστιακή σύναξη τα μέλη του σώματος αναδημιουργούνται με την παραμ έ ν ο υ σ α τοῦ ἁγίου Πνεύματ ο ς χάριν · υπάρχουν, ζουν και κινούνται πνευματικά, αξιώνονται την πρόγευση της θεώσεως καθώς λειτουργούν το μέγα μυστήριο της θείας κοινωνίας. Η αγία μετάληψη των μελών του σφαγιασθέντος αμνού διασφαλίζει τη μετοχή στο σώμα του Χριστού και της Εκκλησίας. Οι πιστοί ανάλογα με την προσωπική τους αξία και με τη χάρη του Πνεύματος μεταλαμβάνουν των μελών του θείου Λόγου 379, και ποιε ῖ ν, ἄνθρω π ο ν δ ὲ τ ὸ ν Θε ὸ ν χρημ α τ ί ζ ε ι ν κα ὶ φαίνεσθ αι, δι ὰ τ ὴν μίαν κα ὶ ἀ παράλλακ τ ο ν ἀμφο τ έ ρ ω ν κατ ὰ τ ὸ θέλημ α βούλησίν τε κα ὶ κίνησιν, ὡς ἐπ ὶ το ῦ Ἀβρ ὰμ κα ὶ τ ῶ ν λοιπ ῶ ν ἁ γίων ε ὑ ρίσκομ ε ν. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν Ὀνομά τ ω ν, PG 4, 241B: τα ὐ τ ό τ η τ α δ ὲ νοη τ έ ο ν τ ὴ ν ἀναπ ό στ α τ ο ν πρ ὸ ς Θε ὸν προσοχ ή ν· ἀκρ ό τη τ α δ έ, τ ὴν τ ῆ ς νο ή σεω ς α ὐ τ ῶ ν κα ὶ ο ὐ σ ί ας ἤδη πως ε ἰ ς θ έ ωσιν πρ ό οδον ν όησον· κα ὶ τ ὰ ς ἑν ώσεις δ έ, τ ὰ ς πρ ὸ ς ἀλλή λας τ ῶ ν νοη τ ῶ ν, τ ὸ ν πρ ὸ ς ἀλλ ήλου ς θεοπρ επ ῆ ν όησον ἔρω τ α, ὃς θε ῖος ὢν κα ὶ ἑ νοποι ό ς, συν ά π τ ε ι α ὐ το ύ ς, ο ὐ σωρηδ ὸ ν συγκομ ί ζω ν, ἀλλ ὰ ἀγαπη τ ῶ ς συνδεσμ ῶ ν. 374 Μυσταγ ω γία, PG 91, 693D-696A. 375 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1092C και 1312A. 376 Μυσταγ ω γία, PG 91, 664D. 377 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 636C-D. 378 Μυσταγ ω γία, PG 91, 672B-C και 681D. 379 Μυσταγω γία, PG 91, 701D και 704D: Δι ὰ δ ὲ τ ῆ ς ἁ γ ί ας μετα λ ή ψεω ς τ ῶ ν ἀχρ ά ν τ ω ν κα ὶ ζωοποι ῶ ν μυστ η ρ ί ω ν τ ὴ ν πρ ὸ ς α ὐ τ ὸ ν κατ ὰ μ έθεξιν ἐνδεχομ έ νη ν δι’ ὁμοι ό τη τ ο ς κοινω ν ί αν τε κα ὶ τα ὐ τ ό τ η τ α , δι’ ἧς γεν έ σθαι θε ὸ ς ἐξ ἀνθρ ώ που καταξιο ῦ τ αι ὁ ἄνθρω πο ς . Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1364Β-1365C.
117
τους χαρίζεται καινός και κοινός τρόπος ύπαρξης και μία προσηγορία: τὸ ἀπὸ Χριστοῦ εἶναι καὶ ὀνο μά ζ ε σ θ α ι. Στο κατεξοχήν εκκλησιολογικό έργο του, τη Μυσταγ ωγ ία, ο Μάξιμος επανέρχεται στο εσχατολογικό νόημα της υπαρκτικής ενότητας και κοινωνίας των πιστών, όπως αυτή πραγματώνεται στη θεία Ευχαριστία: Ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλ ο ς τῆς μυστικῆ ς ἱερου ρ γ ί α ς παρὰ παντὸ ς τοῦ λαοῦ γινομ έ ν η τοῦ Εἷς ἅγιος καὶ τῶν ἑξῆ ς ὁμο λ ο γ ί α τὴν ὑπὲρ λόγο ν καὶ νοῦν πρὸς τὸ ἓν τῆς θείας ἁπλότ η τ ο ς κρύφιο ν γενησ ο μ έ ν η ν τῶν μυστικ ῶ ς τε καὶ σοφῶ ς κατὰ Θεὸν τετ ε λ ε σ μ έ ν ω ν συναγ ωγ ή ν τε καὶ ἕνω σι ν δηλ οῖ, ἐν τῷ ἀφθάρ τ ῳ τῶν νοητ ῶ ν αἰῶνι· καθ’ ὃν τῆς ἀφανοῦ ς καὶ ὑπερα ρ ρ ή τ ο υ δόξη ς τὸ φῶς ἐνοπτε ύ ο ν τ ε ς τῆς μακαρία ς μετὰ τῶν ἄνω δυνάμ ε ω ν, καὶ αὐτοὶ δεκτικοὶ γίνον τ α ι καθαρ ό τ η τ ο ς · μεθ’ ἥν, ὡς τέλ ο ς πάντ ω ν, ἡ τοῦ μυστη ρ ί ο υ μετά δ ο σ ι ς γίνε τ αι μεταποι οῦ σ α πρὸς ἑαυτὴν καὶ ὁμοί ου ς τῷ κατ’ αἰτίαν ἀγαθ ῷ κατὰ χάριν καὶ μέθ ε ξι ν ἀποφαίν ου σα τοὺς ἀξίω ς μετα λ α μ β ά ν ο ν τ α ς , ἐν μηδε ν ὶ αὐτοῦ λειπομ έ ν ο υ ς,κατ ὰ τὸ ἐφικτὸ ν ἀνθ ρ ώπ ο ι ς καὶ ἐνδε χ ό μ ε ν ο ν. Ὥστε καὶ αὐτοὺ ς δύνασθ αι εἶναί τε καὶ καλεῖ σθ αι θέσε ι κατὰ τὴν χάριν θεούς, διὰ τὸν αὐτοὺ ς ὅλω ς πληρ ώ σ α ν τ α ὅλο ν Θεὸν καὶ μηδ ὲ ν αὐτῶ ν τῆς αὐτοῦ παρουσία ς κενὸ ν καταλ ε ί ψα ν τ α 380. Η θεία Λειτουργία -η σύναξη και η ομολογία του λαού- συμβολίζει τα ἀρχ έ τυπα μυστή ρ ι α 381, προτυπώνει την ένωση όλων των κτισμάτων κατά τον μέλλοντα αιώνα της αφθαρσίας. Η Ευχαριστία φέρνει τα έσχατα στο παρόν, καθώς γεμίζει τον άνθρωπο με την παρουσία του Θεού. Για τους μετέχοντες στο μυστήριο η πρόσληψη του σώματος του Χριστού γίνεται τροφή ζωής και σωτηρίας. Η κίνησι ς της Ευχαριστίας οδηγεί το σώμα της Εκκλησίας στη Βασιλεία του Θεού 382. 380
Μυσταγ ω γία, PG 91, 696D-697A. Μυσταγ ω γία, PG 91, 704D-705A: Ὧ ν γ ὰ ρ ἐ ντα ῦ θα κατ ὰ τ ὴ ν παρο ῦ σαν ζω ὴ ν δι ὰ τ ῆ ς ἐν πί στει χ ά ρι τ ο ς πιστε ύ ομ ε ν μετ ειλ ηφ έ ναι δωρε ῶ ν το ῦ ἁγ ίου Πνε ύμα τ ο ς , το ύ τ ω ν ἐν τ ῷ μ έ λλον τ ι α ἰῶ νι κατ ὰ ἀλή θειαν ἀνυποσ τ ά τ ω ς α ὐ τ ῷ τ ῷ πρ ά γμ α τ ι κατ ὰ τ ὴν ἄπτω τ ο ν ἐλπί δα τ ῆ ς πί στε ω ς ἡμ ῶ ν κα ὶ τ ὴ ν το ῦ ἐπαγγ ειλ ομ έ ν ου βεβα ί αν κα ὶ ἀπαρ ά β α τ ο ν ὑπό σχεσιν, φυλ ά ξα ν τ ε ς κατ ὰ δ ύναμιν τ ὰ ς ἐντολ ὰ ς πιστε ύ ομ ε ν κατ αλ ήψεσθαι, μετ α β α ί νο ν τ ε ς ἀπὸ τ ῆ ς ἐν π ίστει χ ά ρι τ ο ς ε ἰ ς τ ὴ ν κατ’ ε ἶδος χ ά ριν, μετα π οιο ῦ ν τ ο ς ἡμ ᾶς πρ ὸ ς ἑαυ τ ὸ ν δηλαδ ὴ το ῦ Θεο ῦ κα ὶ Σωτ ῆ ρο ς ἡμ ῶν Ἰησο ῦ Χριστο ῦ , τ ῇ περιαιρ έσει τ ῶν ἐν ἡμῖ ν τ ῆ ς φθορ ᾶ ς γνω ρισμ ά τ ω ν , κα ὶ τ ὰ παραδ ει χ θ έ ν τ α δι ὰ τ ῶ ν ἐντα ῦ θα α ἰσθη τ ῶ ν συμβ ό λω ν ἡμῖ ν ἀ ρχ έ τυ π α χαριζο μ έ νο υ μυστ ή ρια. 382 Εἰς τὴν προσ ευ χ ὴ ν τοῦ Πάτερ ἡμῶ ν..., PG 90, 896D-897A: Δεξ ό μεθα γ ά ρ, κατ’ ε ὐ χ ὰ ς οὕ τω πολιτ ε υ ό μ ε ν οι, καθ ά π ε ρ ἄρτον ἐπιο ύ σι όν τε κα ὶ ζω τικ ὸ ν ε ἰς ἀποτ ρ οφ ὴ ν τ ῶν ἡμετ έ ρ ω ν ψυχ ῶ ν κα ὶ συν τ ή ρησιν τ ῆ ς τ ῶ ν χαρισθ έ ν τ ω ν ἡμ ῖν ἀγαθ ῶ ν ε ὐεξ ίας, τ ὸ ν ε ἰ π ό ντ α Λόγον· Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτ ο ς ὁ ἐκ τοῦ οὐρα ν ο ῦ κατα β ὰ ς καὶ ζωὴ ν διδ οὺ ς τῷ κόσμ ῳ , ἀ ναλ ό γω ς ἡμῖ ν, το ῖ ς τρεφ ο μ έ ν οι ς δι’ ἀρετ ῆ ς κα ὶ σοφ ί ας, π ά ν τ α γιν όμεν ο ν κα ὶ δι’ ἑκ ά σ τ ο υ τ ῶ ν σωζομ έ ν ω ν ποικ ί λω ς , ὡς ο ἶ δεν α ὐ τ ό ς, σωμα τ ο ύ μ ε ν ο ν, ἔτι κατ ὰ τ ὸν α ἰῶνα το ῦ το ν ὑπ ά ρχο ν τ ε ς , κατ ὰ τ ὴ ν το ῦ ῥητο ῦ τ ῆ ς προσευ χ ῆ ς δ ύναμιν το ῦ λ έγον τ ο ς · Τὸν ἄρτ ο ν ἡμῶ ν τὸν ἐπιούσι ο ν δὸς ἡμῖν σήμε ρ ο ν . Μητρ. Περγάμου Ἰ ωάννη ς (ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ) , 'Απὸ τ ὸ προσω π ε ῖ ον ε ἰ ς τ ὸ πρόσω π ο ν , ... σελ. 954: «Η Ευχαριστία δεν είναι μόνον σύναξις «επί το αυτό», δηλαδή ιστορική πραγμάτωσις και φανέρωσις της εσχατολογικής υπάρξεως του ανθρώπου είναι συγχρόνως και κίνη σι ς , πορεία προς αυτήν την πραγμάτωσιν. Σύναξις και κίνησις είναι τα δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ευχαριστίας, τα οποία δυστυχώς έχουν ατονήσει εις την νεωτέραν δογματικήν διδασκαλίαν, ακόμη και την Ορθόδοξον. Αποτελούν όμως τον κύριον μοχλόν της πατερικής Ευχαριστιακής θεολογίας. Αυτά την κάμουν άλλωστε λειτουργίαν. Αυτή η λειτουργική, πορευτική κίνησις της Ευχαριστίας, αυτός ο εσχατολογικός προσανατολισμός της, αποδεικνύει ότι εις την ευχαριστιακήν της έκφρασιν η εκκλησιολογική υπόστασις δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, ανήκει εις την εσχατολογικήν υπέρβασιν της ιστορίας και όχι απλώς εις την ιστορίαν». 381
118
4. Στάσις 4.1. Ἀκινησία- ἀφθαρ σί α -ἀθανα σί α. Ο Θεός είναι το απόλυτο αίτιο και η αδιαμφισβήτητη αρχή των όντων· είναι όμως και το ανυπέρβλητο όριο όλων των δημιουργημάτων Του, το πέρα ς τους. Ό ταν τα όντα συναντήσουν το θέλημά Του, περατώνουν τον οντικό τρόπο της ύπαρξής τους, τη φυσική κίνηση, και υπάρχουν με τον τρόπο της ακινησίας και αφθαρσίας, τον οποίο διασφαλίζει γι’ αυτά η ένωση με το Θεό. Η υπέρβαση του χρόνου και χώρου ταυτίζεται με την επίτευξη της απάθειας και ακινησίας383. Όσοι το αξίζουν απολαμβάνουν αδιατάρακτη και ολοκληρωτική την μονὴ ν τε καὶ ἵδρυσι ν στους κόλπους του Πατρός. Εκεί δεν υπάρχει χρόνος· η Βασιλεία του Θεού γίνεται η ὑπεραι ώ ν ι ο ς κληρονομία, η μονή των σωζομένων. Και όπως ο Θεός γίνεται τόπος όσων σώζονται, έτσι και οι ψυχές των δικαίων γίνονται τόπος και ανάπαυση Θεού 384. Ο χώρος δεν υπάρχει πλέον ως διάσταση της φθοροποιού κινήσεως· υπάρχει ανακαινισμένος ως το αδιάστατο όριο της συνάντησης κτιστού και ακτίστου, ανθρώπου και Θεού. Η ακινησία εγγυάται την αφθαρσία. Και όπως η φθορά ήταν έργο της αλόγιστης κίνησης του προπάτορος, έτσι και η ἀποκατά σ τ α σ ι ς τῆς φύσε ω ς, η αφθαρσία, είναι ποί ημα του Υιού του ανθρώπου 385. Η αφθαρσία της φύσης είναι οπωσδήποτε και αφθαρσία του ανθρωπίνου σώματος, αφού και αυτό είναι έργο θείας βουλής. Ο όλος άνθρωπος αγιάζεται και θεώνεται: και η ψυχή που κατόρθωσε την καθαρή θεωρία, και το σώμα που αθλήθηκε μαζί της. Το σώμα θα αναστηθεί πνευ ματικό ν, άφθαρτο και αθάνατο 386. Η αθανασία είναι το επιστέγασμα της μετάβασης από τη διαλυόμενη ζωή ενός κόσμου ρέοντος στην απαρασάλευτη ζωή της νοητής σταθερότητας 387. 4.2. Ἀποκατάστ α σ ι ς και Ἀνάστασι ς τῆς φύσε ω ς. Η αφθαρσία της φύσεως ταυτίζεται αφενός με την ἀποκατά σ τ α σ ι ν της φύσης, την επανεύρεση του εαυτού της, αφετέρου με την ἀνάστα σί ν της, τη μετάπλασή της388. Τρεις ἀποκατα σ τ ά σ ε ι ς γνωρίζει η εκκλησία: Πρώτη είναι η προσωπική αποκατάσταση· επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος επανεύρει τον προσωπικό του λόγο της αρετής. Δεύτερη είναι η αποκατάσταση της όλης φύσεως· επιτυγχάνεται κατά τα έσχατα, όταν η φύση αφθαρτοποιηθεί και αθανατισθεί. Τρίτη είναι η αποκατάσταση των ψυχικών δυνάμεων· πραγματοποιείται όταν αυτές απαλλαγούν από την αμαρτία (αλλά και την ανάμνησή της) και επανεύρουν την καθαρότητα που είχαν κατά τη δημιουργία τους 389. Σύμφωνα με την πρώτη μορφή αποκατάστασης ο φιλόθεος νους, κινούμενος στον παρόντα 383
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν Ὀνομάτ ω ν, PG 4, 253A-B. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 757D-760A. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ τῆς οὐρα νί α ς Ἱεραρχ ία ς, PG 4, 76B. 385 Σχόλια εἰς τὸν Ἐκκλησια σ τ ή ν, 3. 58-60. Πρβλ. Πρὸς Θαλάσσι ο ν... , PG 90, 408Α-Β: Καὶ ὥσπερ ἐν τῷ Ἀ δ ὰ μ τὸ περὶ κακ ί αν τ ῆ ς προαιρ έ σε ω ς ἴ διον τὸ κοιν ὸ ν τ ῆ ς ἀ φθαρσ ί α ς ἀ φε ί λε τ ο κλ έ ος τ ῆ ς φύ σεω ς , φύ σιν ἀ θ ά να τ ο ν ἔ χειν ο ὐ κ ε ἶ ναι καλ ὸ ν κρ ί ναν τ ο ς τοῦ Θεοῦ τ ὸ ν κακισθ έ ν τ α τ ὴ ν προα ί ρεσιν ἄ νθρω πο ν , ο ὕ τω ς ἐ ν τῷ Χριστῷ τὸ περὶ τὸ καλ ὸ ν τ ῆ ς προαιρ έ σε ω ς ἴ διον τὸ κοιν ὸ ν τ ῆ ς φθορ ᾶ ς αἶ σχο ς τ ῆ ς ὅλης ἀφε ί λε τ ο φύ σεω ς , κατ ὰ τ ὴ ν ἀ ν ά σ τ ασιν μετα πλ ασ θ ε ί ση ς ε ἰ ς ἀφθαρσ ί αν τ ῆ ς φύ σεω ς διὰ τ ὴ ν ἀ τρεψ ί αν τ ῆ ς προαιρ έ σε ω ς , ε ὔ λογον κρ ί ναν τ ο ς τοῦ Θεοῦ π ά λιν ἀ θ ά να τ ο ν ἀ πολαβ ε ῖ ν τ ὴ ν φύ σιν τ ὸ ν μὴ τραπ έ ν τ α τ ὴ ν προα ί ρεσιν ἄ νθρω π ο ν . 386 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ τῆ ς ἐκκλη σια σ τ ικ ῆ ς Ἱεραρχία ς , PG 4, 173D-174A, 181D-184A. Ἐπιστολή Ζ’, PG 91, 440Α. 387 Πρὸς Θαλάσσι ο ν ..., PG 90, 517D-520A: Οὗ τ ό ς ἐστιν ὁ τ ὴ ν αἰ χμαλω σ ί αν τοῦ ἀληθινο ῦ Ἰσρα ὴ λ ἐπαν ά γ ω ν , ο ὐ κ ἀ πὸ γ ῆ ς ε ἰ ς γ ῆ ν , καθ ὼ ς ὁ παλαι ὸ ς π έ πραχ ε Ζοροβ ά β ε λ , ἀ πὸ Βαβυλ ῶ νο ς ε ἰ ς τ ὴ ν Ἰ ουδα ί αν τ ὸ ν λα ὸ ν μετ α βιβ ά σ α ς , ἀλλ ’ ἀπὸ γ ῆ ς ε ἰ ς οὐ ραν ὸ ν καὶ ἀπὸ κακ ί ας ε ἰ ς ἀ ρετ ὴ ν καὶ ἀ πὸ ἀ γνωσ ί α ς ε ἰ ς ἐπί γνωσιν ἀληθε ί ας Θεοῦ καὶ ἀπὸ φθορ ᾶ ς ε ἰ ς ἀ φθαρσ ί αν καὶ ε ἰ ς ἀ θανασ ί αν ἀπὸ θαν ά τ ο υ , καὶ συν τ ό μ ω ς ε ἰ πε ῖ ν , ἀπὸ τοῦ φαινομ έ νου κό σμου καὶ ῥέ ον τ ο ς ε ἰ ς τ ὸ ν σταθε ρ ὸ ν καὶ νοο ύ μενο ν καὶ ἀπὸ τ ῆ ς διαλυομ έ νη ς ζω ῆ ς ε ἰ ς τ ὴ ν ἀ δι ά λυ τ ο ν καὶ μ έ νουσαν . 388 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 301D και 408A. 384
119
αιώνα, χάρη στον πλούτο της αρετής και της γνώσεώς του, κατευθύνεται προς τα έσχατα νικώντας τα πάθη της σαρκός και τις πλάνες της ηδονής. Τη δεύτερη μορφή αποκατάστασης επιτυγχάνει ο άνθρωπος, όταν γίνεται μιμητής των αποστόλων· τότε θεραπεύει με την πρακτική άσκηση τις νόσους της ψυχής, οδηγεί με τη φυσική θεωρία τη φύση στην επανεύρεση της ταυτότητάς της, ενώ φωτίζει με τη διδαχή του λόγου τους ακροατές του. Η αποκατάσταση της φύσεως είναι βέβαια έργο του Ιησού Χριστού και της σαρκώσεώς Του. Η τρίτη μορφή αποκατάστασης αφορά τις ψυχικές δυνάμεις, το λογικό ν, το θυμικὸ ν και το ἐπιθυμητ ικό ν. Αυτές αποκαθίστανται κατά τον μέλλοντα αιώνα, όταν λάβουν την άμεση γνώση, την ἐπίγνω σι ν 390. Η ἀνάστ α σι ς υπερβαίνει την απλή αποκατάσταση της φύσης στην προπτωτική της κατάσταση, ταυτίζεται με την κατά χάριν θέωση του ανθρώπου, η οποία υπερέχει της πρώτης διαπλάσεως. Την πραγματικότητα αυτή προτυπώνει ο Ζοροβάβελ, ὁ μετὰ δόξη ς ἐγείρ α ς πεπτωκό τ α τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, περὶ οὗ φησι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· Ἔσται ἡ δόξα τοῦ οἴκου τούτ ου ἡ ἐσχάτ η ὑπὲρ τὴν προτ έ ρ α ν 391. Η τριήμερος ανάσταση του Κυρίου συνεπάγεται την κατάργηση της πτωτικής πλάνης και την ανακαίνιση της φύσεως. Η φύση αποκτά κάλλος και ωραιότητα απαλλαγμένα από την τραχύτητα της ύλης. Το όνομα Νινευή που ερμηνεύεται μελά ν ω σ ι ς αὐχμη ρ ὰ καὶ ὡραι ό τ η ς λειο τ ά τ η , συμβολίζει ακριβώς τη μεταμόρφωση της φύσης. Το αναστημένο ανθρώπινο σώμα θα λάμψει με το φως της Μεταμόρφωσης 392. Κατά τον καιρό της ελπιζομένης καθολικής συντελείας ο άνθρωπος και ο κόσμος θα συναναστηθούν. Ο γερασμένος κόσμος των φαινομένων θα πεθάνει και θα εγερθεί καινός. Και ο μικρός άνθρωπος, ως μέρος της μεγάλης κοσμικής ολότητος, θα αποκτήσει τη δύναμη 389
Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , PG 90, 796Α-Β: «Ἐπειδ ὴ Γρηγ ό ριο ς ὁ Νύσσης ἐν το ῖ ς ἑαυτο ῦ συγγρ ά μ μ α σι ν φα ί νε τ αι το ῖ ς μ ὴ τ ὸ β ά θο ς ἐπιστα μ έ νοι ς τ ῆ ς ὑψηλ ῆ ς α ὐ το ῦ θεω ρ ί α ς πολλαχο ῦ ἀποκα τ ά σ τ α σ ι ν ὑπεμφα ί νειν, παρακαλ ῶ ὅπερ ἐπ ίστασαι περ ὶ το ύ το υ ε ἰπε ῖν». Ἀπόκρισι ς : Τρε ῖ ς ἀποκα τ α σ τ ά σ ε ι ς οἶ δεν ἡ ἐκκλησ ί α· μί αν μ ὲ ν τ ὴ ν ἑκ ά στ ο υ κατ ὰ τ ὸ ν τ ῆ ς ἀ ρετ ῆ ς λό γον , ἐν ᾗ ἀποκαθ ί σ τ α τ α ι τ ὸ ν ἐπ ’ αὐ τ ῷ λό γον τ ῆ ς ἀ ρετ ῆ ς ἐκπληρ ώ σα ς· δευ τ έ ρ α ν δὲ τ ὴ ν τ ῆ ς ὅλης φύ σεω ς ἐ ν τῇ ἀ ναστ ά σ ει , τ ὴ ν ε ἰ ς ἀ φθαρσ ί αν καὶ ἀ θανασ ί αν ἀ ποκα τ ά σ τ α σ ι ν· τρ ί τ η δέ , ᾗ καὶ μ ά λισ τ α κατα κ έ χ ρ η τ α ι ἐ ν το ῖ ς ἑ αυτο ῦ λό γοις ὁ Νύσσης Γρηγ ό ριο ς , ἐστ ὶ ν αὕ τη· ἡ τ ῶ ν ψυχικ ῶ ν δυν ά μ ε ω ν τῇ ἁ μαρ τ ίᾳ ὑποπεσουσ ῶ ν ε ἰ ς ὅπερ ἐκτ ί σθησαν π ά λιν ἀ ποκα τ ά σ τ α σ ι ς . Δεῖ γ ὰ ρ ὥσπερ τ ὴ ν ὅλην φύ σιν ἐ ν τῇ ἀ ναστ ά σ ει τ ὴ ν τ ῆ ς σαρκ ὸ ς ἀ φθαρσ ί αν χρ ό ν ῳ ἐλπιζομ έ ν ῳ ἀ πολαβ ε ῖ ν , ο ὕ τω ς καὶ τ ὰ ς παρα τ ρ α π ε ί σα ς τ ῆ ς ψυχ ῆ ς δυν ά μ ει ς τῇ παρα τ ά σ ε ι τ ῶ ν αἰώ νων ἀ ποβαλε ῖ ν τ ὰ ς ἐ ντεθ ε ί σα ς αὐ τ ῇ τ ῆ ς κακ ί ας μν ή μας καὶ περ ά σασ α ν το ὺ ς π ά ν τ α ς αἰῶ νας καὶ μὴ ε ὑ ρ ί σκουσα ν στ ά σιν ε ἰ ς τ ὸ ν Θε ὸ ν ἐλθε ῖ ν , τ ὸ ν μὴ ἔ χον τ α πέ ρας , καὶ ο ὕ τω ς , τῇ ἐ πιγν ώ σει οὐ τῇ μεθ έ ξει τ ῶ ν ἀ γαθ ῶ ν , ἀ πολαβ ε ῖ ν τ ὰ ς δυν ά μ ει ς καὶ ε ἰ ς τὸ ἀ ρχα ῖ ον ἀποκα τ α σ τ ῆ ν αι καὶ δειχθ ῆ ναι τ ὸ ν δημιου ρ γ ὸ ν ἀ να ί τιον τ ῆ ς ἁ μαρ τ ί α ς . 390 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 428Α και 632Α. Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu. 5. 10-17 και Qu.57, 4-9. 391 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 532C-D και 520C-521A: Οὗ τ ό ς ἐστιν Ζοροβ ά β ε λ, ὁ μετ ὰ δ όξης ἐ γε ί ρα ς πεπτ ω κ ό τ α τ ὸ ν ο ἶ κον το ῦ Θεο ῦ, περ ὶ ο ὗ φησι τ ὸ Πνε ῦμα τ ὸ ἅγιον· Ἔσται ἡ δ όξα το ῦ ο ἴ κου το ύ τ ου ἡ ἐσχ ά τ η ὑπ ὲ ρ τ ὴ ν προ τ έ ρ α ν. Δευ τ έ ρ α ν γ ὰ ρ κοινω ν ί αν ὁ λ όγος ἐκοιν ώ νησε τ ῇ φ ύσει, πολ ὺ τ ῆ ς προ τ έ ρ α ς παραδοξ ο τ έ ρ α ν· ὅσ ῳ πρ ῶ τον το ῦ κρε ί τ τ ο ν ο ς μετ α δ ο ύ ς, ὕστερ ο ν μετ έ λαβ ε θ έ λων το ῦ χε ί ρονο ς , ἵνα κα ὶ τ ὴ ν ε ἰκ όνα σ ώσ ῃ κα ὶ τ ὴν σ ά ρκα ἀθανα τ ί σ ῃ κα ί , τ ὸ ν ἐνηχηθ έ ν τ α τ ῇ φ ύσει λ ό γον το ῦ ὄφεω ς παν τ ε λ ῶ ς ἐξαφαν ίσας , ὡ ς ἐξ ἀ ρχ ῆ ς καθαρ ὰ ν κακ ί ας π ά λιν παρασ τ ή σ ῃ τ ὴ ν φ ύσιν, τ ῇ θε ώσει πλεον εκ τ ο ῦ σα ν τ ὴν πρ ώ την δι ά πλασιν, κα ί, ὥσπερ ἐξ ἀρχ ῆ ς μ ὴ ο ὖσαν ὑπεστ ή σα τ ο, ο ὕ τω διαρρυ ε ῖ σαν ἀ νασ ώ ση τ αι, στομ ώ σα ς πρ ὸ ς ἀπτω σ ί αν τ ῇ ἀτρεψ ίᾳ, κα ὶ τ ὴ ν ἐπ’ α ὐ τ ῇ π ᾶσαν βουλ ὴ ν το ῦ Θεο ῦ κα ὶ Πατρ ὸ ς ἐπιτελ έ σ ῃ , θε ώ σας α ὐ τ ὴ ν τ ῇ δυν ά μ ει τ ῆ ς ἐνανθρ ω π ή σε ω ς . Α ἱ χε ῖρε ς γ ά ρ φησι Ζοροβ ά β ε λ το ῦ νοη τ ο ῦ ἐθεμελ ί ωσα ν τ ὸ ν ο ἶκον το ῦ τ ο ν, του τ έ σ τ ι τ ὸν ἄ νθρω π ο ν, κα ὶ α ἱ χε ῖ ρε ς α ὐ το ῦ ἐπιτελ έ σουσιν α ὐ τ ό ν, τ ὴ ν προ τ έ ρ α ν λ έγω ν δι ά πλασιν κα ὶ τ ὴ ν ἐν α ὐ τ ῷ καθ’ ἕ νωσιν ἄρρη τ ο ν τελευ τ α ί α ν ἀν ά πλασιν. Ο ὗτ ό ς ἐστιν ὁ ἀληθιν ὸ ς Ζοροβ ά β ε λ, ὁ τ ῶ ν α ἰ χμαλ ώ τ ω ν λυτ ρ ω τ ή ς , ὁ ἔχων ἐν τ ῇ χειρ ὶ τ ὸ ν λ ίθον τ ὸ ν κασσι τ ή ριν ο ν, τ ὸ ν το ῖ ς ἑπτ ὰ το ῦ Κυρ ίου κοσμο ύ μενο ν ὀφθαλμο ῖ ς, δι’ ὧν ὁ Θε ὸς ἐπιβλ έ πει ἐπὶ π ᾶ σαν τ ὴ ν γ ῆ ν . 392 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 721C-724A. Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ε ι ς... , Qu.190, 40-45.
120
της αφθαρσίας. Τότε θα εξομοιωθούν το σώμα με την ψυχή, τα αισθητά με τα νοητά· όλα θα βρεθούν κάτω από την ἐπιφάν ε ια της θείας παρουσίας. Αυτή, κατά τον καιρό των απείρων αιώνων της αναστάσεως, θα συντηρεί τον αδιάλυτο δεσμό της καθολικής ενώσεως393. 4.3. Ἀδιάλειπτ ο ς ἀπόλαυσι ς. Ἀνεκλάλ η τ ο ς χαρά. Οι άπειροι αιώνες της αναστάσεως πληρούνται από την αμοιβαία, Θεού και κτίσεως, κίνηση της απόλαυσης και ευφροσύνης. Είναι μακάριος ο νους που διέβη όλα τα όντα και αδιαλείπτως απολαμβάνει την τρυφή της θείας ωραιότητος. Η απόλαυση του Θεού αποδεικνύεται για τον άνθρωπο το αὐθυπόστ α τ ο ν τέλ ο ς της κινήσεώς του, αυταξία που νοηματοδοτεί την έφεση προς το Θεό. Γι’ αυτό και η απόλαυση αυτή μπορεί να αρχίσει από τον παρόντα βίο394. Σύμφωνα με την έξοχη ερμηνεία του Μαξίμου, αποκορύφωμα των κινήσεων με τις οποίες ο άνθρωπος περικυκλώνει τον Θεό είναι η υπερβάλλουσα ερωτική ζέση του, η οποία στρέφεται προς το θείο κάλλος και στοχεύει στην πρόσωπο προς πρόσωπο απόλαυση του Κυρίου. Αυτή η απόλαυση προσφέρει την αληθινή χαρά , που δεν σκιάζεται ούτε από παρελθούσες λύπες ούτε από μελλοντικούς φόβους. Η χαρά της προσωπικής σχέσης με το Θεό είναι ακόρεστη, είναι η έγκυρη ένδειξη της μελ λ ο ύ σ η ς ἀληθ ε ία ς. Ο οίκος του Θεού κατακλύζεται από ήχους εορτάζοντες και φωνές αγαλλιάσεως που εκφράζουν τη χαρά όσων έχουν δεχτεί το Πνεύμα της χάριτος. Και όποιος συμμετέχει στην ἀνεκλά λ η τ ο ν χαρὰν δεν θα ξαναγνωρίσει λύπη. Ο νους του μακαρίου τούτου, αμέριστος πλέον, άπτεται του Θεού, καθώς η κίνησή του ευθυγραμμίζεται πλήρως με το θείο θέλημα395. 5. Ἀεικινησία (στάσις ἀεικίνη τ ο ς και κίνησι ς στάσι μ ο ς). Η απόλαυση και η χαρά δεν γνωρίζουν τέλος στην υπεραιώνια Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο Θεός με την πολυτίμητη απειρία Του επιτείνει στο έπακρο την όρεξη όσων Τον απολαμβάνουν μετέχοντας σ’ Αυτόν. Και αυτή η όρεξη και απόλαυση εκφράζο νται ἀεικίνη τ ε ς, συστήνουν μια κίνηση δίχως τέλος. Οι κινητήριες δυνάμεις της ψυχής δεν καταργούνται ούτε ακινητούν αλλά μετασκευάζονται· η ἐπιθυμία γίνεται ἀκήρα τ ο ς τοῦ θείου ἔρω τ ο ς ἡδο ν ὴ καὶ ἄχρα ν τ ο ς θέλξι ς , ενώ ο θυμὸ ς γίνεται ζέσι ς πνευμα τικὴ καὶ διάπυρ ο ς ἀεικινη σί α καὶ σώφρ ω ν μανία 396. Όταν η φύση θεωθεί, θα ελευθερωθεί από τους περιορισμούς του χώρου και χρόνου, της στάσης και κίνησης των όντων· η απέραντη απόλαυση του Θεού και η ακόρεστη όρεξη γι’ Αυτόν γίνονται για την ανακαινισμένη φύση στάσι ς ἀεικίνη τ ο ς και κίνη σις στάσι μ ο ς 397. 393
Μυσταγ ω γία, PG 91, 685C. Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1029C, 964D και 1068Β. Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1349B. 395 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 289D-292A. Περὶ διαφό ρ ω ν .., PG 91, 1088C-1089A: Διὸ κα ὶ ἡ δον ὴ ν κα ὶ πε ῖ σιν κα ὶ χαρ ὰ ν καλ ῶ ς ὠν όμασαν τ ὴ ν τοια ύ τ η ν κατ ά σ τ α σ ι ν, τ ὴ ν τ ῇ θε ίᾳ κατ α ν ο ή σει κα ὶ τ ῇ ἑπομ έ ν ῃ α ὐ τ ῇ τ ῆ ς ε ὐ φροσ ύ νη ς ἀπολα ύ σει· …χαρ ὰ ν δ ὲ ὡς μηδ ὲ ν ἔ χουσαν ἀντικε ί μεν ο ν μ ή τε παρελθ ὸ ν μ ή τε μ έλλον. Τ ὴν χαρ ὰ ν γ ά ρ φασι μ ήτε λ ύπην ἐπί στασθαι παρελθ ο ῦ σαν, μ ή τε τ ὸ ν ἐκ φ όβου κ όρον ἐπιδ έ χεσθ αι προσδοκ ώ με νο ν, ὥσπερ ἡ ἡδον ή . ῞Οθεν κα ὶ ὡ ς ἐνδεικ τ ικ ὴ ν προση γ ο ρ ί αν τ ῆ ς μελλο ύ σης ἀληθε ί ας ὑπ άρχ ουσ α ν τ ὴ ν χαρ ὰ ν ἐκύ ρωσαν παν τ α χ ο ῦ ο ἵ τε θε ό πνευσ τ ο ι λ όγοι κα ὶ ο ἱ ἐξ α ὐ τ ῶ ν τ ὰ θε ῖα σοφισθ έ ν τ ε ς μυστ ή ρια Πατ έ ρ ε ς ἡμ ῶν. Κεφάλαια Σ΄ περὶ θεολ ο γί α ς..., PG 90, 1161C. Πεύσει ς κaὶ Ἀποκρίσ ει ς... , Qu.129. 8-13. 396 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1089B. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 548D. 397 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 781A-C: Ὅ ταν ο ὖ ν λ ά β ω σι π έ ρας ο ἱ χρ ό νοι κα ὶ ο ἱ α ἰῶ νες... Οὐ κο ῦ ν πα ύ σε τ α ί ποτε, τ ῆ ς τε κατ ὰ τ ό πον στ ά σ ε ω ς , κα ὶ τ ῆ ς κατ ὰ χρ όνον κιν ήσεω ς , ὡς ὑπὲ ρ τ ὰ δι ᾿ α ὐ τ ὴ ν γεγο ν ό τ α (του τ έ σ τ ι, τ ό πον κα ὶ χρ ό νον) δι ὰ τ ῆ ς πρ ὸ ς τ ὸν Θε όν, δι ᾿ ὃν κα ὶ γ έ γονε ν, ἀληθο ῦ ς συναφ ε ί α ς ἐν το ῖ ς σωζομ έ νοι ς γενομ έ ν η τ ῶν ὄντω ν ἡ φ ύσις. Α ὐτ ὸν γ ὰ ρ τ ὸ ν Θε ό ν, κατ ὰ τ ὸ ν τ ῆ ς Προνο ί α ς λ ό γον, τ ῇ δεκ ά δι τ ῶ ν ἐντολ ῶ ν ἴδιον ποιησαμ ένη ποι ό ν (του τ έ σ τ ι, τ ῆ ς ἐκ χ ά ρι τ ο ς κατ ὰ τ ὴ ν θ έ ωσιν ἰδι ό τη τ ο ς γν ώρισμα), τ ῆς τε κατ ὰ τ ὴν στ ά σιν ἐν τ ό π ῳ περιγ ρ α φ ῆ ς , κα ὶ τ ῆ ς ἐν χρ ό ν ῳ κατ ὰ τ ὴ ν κ ίνησιν ἐλευθε ρ ω θ ή σε τ α ι, στ ά σιν ἀ εικ ί νη τ ο ν λαβο ῦ σα, τ ὴ ν ἀπ έ ραν τ ο ν τ ῶ ν θε ί ων ἀπ όλαυσιν, κα ὶ κ ίνησιν στ άσιμ ο ν, 394
121
Με την οξύμωρη αυτή διττή διατύπωση ο Μάξιμος αφενός διασώζει στα έσχατα την κίνηση (αφού αυτή αποτελεί το πρωτογενές υλικό της κτιστής φύσης), αφετέρου διασφαλίζει για την ανακαινισμένη κτίση την απαρασάλευτη στάση εντός της θείας αγάπης. Η κίνηση δεν καταργείται αλλά συμφιλιώνεται με την ακινησία στο πλαίσιο της ενότητος των πάντων· παύει να υπάρχει με τον τρόπο των διασπασμένων και αλληλοσυγκρουομένων όντων και υπάρχει με τον τρόπο των ουρανίων δυνάμεων που κινούνται ακαταπαύστως υμνώντας το Θεό εμμένοντας εντός Του. Η ανακαινισμένη και τελε ι ω μ έ ν η κίνηση είναι η στάσι μ ο ς κίνησι ς και ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς . Δεν πρόκειται πλέον για την κίνηση ούτε ως μετατόπιση ούτε ως οντογενετική έκπτυξη ενός αέναου γίγνεσθαι, αλλά για την κίνηση ως κύκλιο χορό υπερχρονικής δοξολογίας: ᾿Επειδ ὴ καὶ ἑστηκυίας καὶ κύκλῳ Θεοῦ περιχ ο ρ ε υ ο ύ σ α ς ἀμέσ ω ς τὰς πρώτα ς ταύτα ς ταξια ρ χ ί α ς φησί [ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης], σαφηνι σ τ έ ο ν πῶς καὶ ἑστᾶ σι καὶ κινοῦν τ αι, καθάπε ρ ἐν χορ ε ί ᾳ κύκλῳ τοῦ Θεοῦ . Οι ουράνιοι νόες και ίστανται και κινούνται, χορεύοντας κυκλικά γύρω από το Θεό: ῎Εστι τοίνυν καὶ κατὰ φύσιν ἑκάστ ῳ τῶν νοῶ ν ὁρμ ή, ἡ πρὸς Θεὸν ἔφε σι ς καὶ ἡ περὶ αὐτό ν, ὡς περὶ κέντ ρ ο ν, κυκλικὴ χορ ε ί α, ὡς ἡ τοῦ κύκλου περὶ τὸ σημε ῖ ο ν, ἤτοι κέντ ρ ο ν, ἀφ᾿ οὗ συνέ σ τ η· καὶ γὰρ καὶ κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην ἕκαστ ο ν τῶν ὄντ ω ν τὴν περὶ τὸν Θεὸν χορ ε ύ ε ι χορ ε ί α ν, τῷ εἶναι ἐφιέμ ε ν ο ν τοῦ εἶναι. Κεντρομόλος και κινητήρια δύναμη του κυκλικού χορού, της ἀεικινή τ ου στάσε ω ς , είναι η ίδια η υπαρκτική ανάγκη, η έφεση του εἶναι · και το εἶναι δεν αποτελεί κεκτημένο, αλλά ενεργοποιείται ως συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης: πόθος για το Θεό και κίνηση προς Αυτόν. Με τον προσεκτικά, εξάλλου, ισοζυγιασμένο τρόπο της διττής διατυπώσεως (στάσι μος κίνησι ς και ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς ) επιτυγχάνει ο Μάξιμος να υπερβεί τη σχετικότητα που εξ ορισμού διέπει την κίνηση στην πτωτική χωροχρονική της διάσταση: Μία κίνησι ς , πρώτον, που θα ήταν μόνον στάσιμη, δεν θα ήταν απλώς νοητή υπό την οπτική γω νία ενός εξωτερικού παρατηρητή αλλά θα τον προϋπέθετε εντός αυτής. Αλλ’ όμως κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως σύμφωνο με την ειδωλοποίηση της κίνησης στους έλληνες φιλοσόφους και θα ανήγαγε την κίνηση σε αυτοαναλισκόμενη υπερπραγματικότητα. Ασφαλώς, αυτή η αντίληψη της κίνησης δεν μπορεί να γίνει δεκτή από τον Πατέρα της Εκκλησίας, που έχει διαρκώς κατά νου την κτιστότητα της κίνησης. Μία στάσι ς , δεύτερον, που θα ήταν μόνον αεικίνητη, επίσης θα προϋπέθετε εντός αυτής τον παρατηρητή που θα διαπίστωνε το αέναο γίγνεσθαι μιας α-τελούς πραγματικότητας. Και σ’ αυτήν την περίπτωση θα υπήρχε ο κίνδυνος ειδωλοποίησης της κίνησης. Μια στάσι μ ο ς κίνησι ς , όμως, που είναι ταυτόχρονα ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς, προϋποθέτει εκτός αυτής το Έτερον εντός του οποίου λαμβάνει χώρα: η κίνηση στρέφεται προς το Θεό και είναι στάσιμη εντός Αυτού· και η στάση είναι αεικίνητη, διότι δεν εξαντλείται στα δικά της όρια αλλά στρέφεται εκτός αυτής. Η στάσι μ ο ς κίνησι ς -ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς αποκαλύπτει τον Απόλυτο Θεό ακριβώς λόγω της μετοχής σ’ Αυτόν. Προϋπόθεση, βέβαια, της στασί μ ο υ κινήσε ω ς- ἀεικινή τ ο υ στάσε ω ς είναι το άπειρον της θείας Παρουσίας. Εντός αυτής η ανακαινισμένη και θεωμένη κτίση ζει με τον άφθαρτο τρόπο της αεικίνητης απόλαυσης του Θεού. Η ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς δεν λήγει ποτέ, καθώς δεν βρίσκει ποτέ πέρα ς ἔνθα μὴ ἔστι διάστ η μ α . Το θαυμαστό μέγεθος της θείας απειρίας είναι άποσο, αμερές και παντελώς αδιάστατο. Γι’ αυτό και τελικά δεν είναι ούτε περατό ούτε πλήρως καταληπτό 398. τ ὴ ν ἐπ᾿ αὐ το ῖ ς ἀκ ό ρεσ τ ο ν ὄρεξιν. 398 Μυσταγω γία, PG 91, 676D-677A: Νοῦ γ ὰ ρ ἔλεγε δ ύ ναμιν ε ἶ ναι τ ὴ ν σοφ ί αν, κα ὶ α ὐ τ ὸ ν ε ἶ ναι τ ὸ ν νο ῦ ν δυν ά μ ει σοφ ί αν· τ ὴ ν δ ὲ θεω ρ ί αν, ἕξιν· τ ὴ ν δ ὲ γν ῶσιν, ἐν έργειαν· τ ὴν δ ὲ ἄ ληστο ν γν ῶ σιν, σοφ ί ας τε κα ὶ θεω ρ ί α ς κα ὶ γν ώ σεω ς , ἤγουν δυν ά μ ε ω ς κα ὶ ἕξεω ς κα ὶ
122
5.1. Κυκλική κίνησι ς. Η κυκλικότητα της αεικινησίας αναπτύσσεται από τον Αρεοπαγίτη 399 και συναντάται κυρίως στα Σχόλια που συντάσσει ο Ομολογητής στα έργα του. Οι ουράνιες δυνάμεις επιστρέφουν διαρκώς στο Θεό και η κίνησή τους αυτή δεν γνωρίζει λήξη· η εγκαθίδρυσή τους στους κόλπους του Θεού είναι στην πραγματικότητα αέναη ανάταση· και η εδραία στατικότητά τους είναι προσέγγιση του Θεού. Γι’ αυτό και αἱ κινήσε ι ς τῶν νοῶ ν καὶ τῶν ψυχῶ ν τροχ ο ε ι δ ε ῖ ς εἰσι καὶ κυκλικαί 400. Η αγαπητική κίνηση της ένωσης με το Θεό δεν έχει αρχή και τέλος· με ένα κυκλικό τρόπο ξεκινάει από τη θεία αγαθότητα και σ’ αυτήν επαναστρέφει: ῾Η πρὸς Θεὸν ἀγαπητικὴ ἕνω σι ς πάσης ἐξῄ ρ η τ α ι καὶ ὑπέρκει τ αι ἑνώ σ ε ω ς · ἐξῃ ρ η μ έ ν η ν οὖν τὴν ἀνω τ έ ρ α ν φησίν· ἄναρχ ο ν δὲ καὶ ἀτε λ ε ύ τ η τ ο ν τὸν θεῖον ἔρω τ α λέγε ι, ὡς ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ προϊό ν τ α, καὶ πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἐπανασ τ ρ έ φ ο ν τ α κατὰ σχῆμα κυκλικόν· ἐπεὶ καὶ ἡ τοῦ κύκλου γραμμ ὴ οὐ γνώ ρι μ ο ν ἔχει ὅθε ν ἤρξατ ο, καὶ οὗ κατέλ η ξ ε 401. 5.2. Στάσιμο ς ταυτοκι ν η σί α. Ο τρόπος ύπαρξης της φυσικής κίνησης κατά τα έσχατα, όταν η φύση εγκαταλείψει τον παρόντα κόσμο και προσληφθεί από το Θεό, περιγράφεται, επίσης, με τον όρο στάσι μ ο ς ταυτοκι ν η σί α : Διόπερ ἐν μὲν τῷ κόσμ ῳ ὑπάρχ ου σα χρο νικ ῶ ς ἡ φύσις ἀλλοι ω τ ὴ ν ἔχει τὴν κίνησιν ἐ νεργ ε ί α ς , τ ὴ ν περ ὶ τ ὸ γνωσ τ ὸ ν τ ὸ ὑπ ὲ ρ π ᾶσαν τ ὴ ν γν ῶ σιν ἀκατ ά λ η κ τ ο ν κα ὶ ἑκτικ ὴν ἀ εικινησ ί αν, ἧς π έ ρας ἐστ ί ν, ὡς ἀλ ά θη τ ο ν γνωσ τ ό ν, ἡ ἀλ ήθεια· ὃ κα ὶ θαυμ ά ζ ει ν ἄξιον, πῶ ς τ ὸ ἄληστο ν λή γει περιγ ρ α φ ό μ εν ο ν, ἢ δηλον ό τι ὡς Θε ῷ τ ῇ ἀληθε ίᾳ περα τ ο ύ μ ε ν ο ν· Θε ὸ ς γ ὰ ρ ἡ ἀλή θεια περ ὶ ὃν ἀκατ αλ ή κ τ ω ς τε κα ὶ ἀλ ήστω ς κινο ύ μενο ς ὁ νο ῦς, λ ήγειν ο ὐκ ἔ χει ποτ ὲ τ ῆ ς κιν ή σεω ς , μ ὴ ε ὑ ρ ί σκω ν π έ ρα ς ἔνθα μ ὴ ἔστι δι ά σ τ η μ α. Τ ὸ γ ὰ ρ θαυμασ τ ὸ ν μ έ γεθο ς τ ῆ ς θε ί ας ἀπειρ ί ας ἄποσ ό ν τ ί ἐστι κα ὶ ἀμερ ὲ ς κα ὶ παν τ ε λ ῶ ς ἀδι άσ τ α τ ο ν , κα ὶ τ ὴ ν ο ἱ ανο ῦ ν πρ ὸ ς τ ὸ γνωσθ ῆ ναι, ὅ τ ί ποτ έ ἐστι κατ’ ο ὐσ ίαν, φθ ά νουσ α ν α ὐ τ ὸ ν ο ὐκ ἔχον κατ ά λ ηψιν. Τὸ δ ὲ μ ὴ ἔχον δι ά σ τ η μ α ἢ κατ ά λ ηψιν καθ’ ὁτιο ῦ ν ο ὐκ ἔστι τιν ὶ περα τ ό ν . 399 ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ τῆ ς οὐρα νί α ς Ἱεραρχ ία ς, PG 3, 209D- 212A. Περὶ θείω ν ὀνομ ά τ ω ν, PG 3, 712C-713A: Ταύ τ ῃ δ ὲ ἀ γαπη τ ὸ ν μ ὲ ν κα ὶ ἐρασ τ ὸ ν α ὐ τ ὸ ν καλο ῦ σιν ὡς καλ ὸ ν κα ὶ ἀ γαθ ό ν, ἔρω τ α δ ὲ α ὖ θις κα ὶ ἀγ ά πην ὡς κινη τικ ὴ ν ἅμα κα ὶ ὡς ἀναγω γ ὸ ν δύ ναμιν ὄντα ἐφ’ ἑαυ τ ό ν, τ ὸ μ ό νον α ὐ τ ὸ δι’ ἑαυτ ὸ καλ ὸ ν κα ὶ ἀγαθ ὸ ν κα ὶ ὥσπερ ἔκφανσιν ὄντα ἑαυτο ῦ δι’ ἑαυ το ῦ κα ὶ τ ῆ ς ἐξ ῃρημ έ νη ς ἑν ώσεω ς ἀγαθ ὴ ν πρ ό οδον κα ὶ ἐ ρω τικ ὴ ν κί νησιν ἁπλ ῆ ν, α ὐ τοκ ί νη τ ο ν , α ὐ τεν έ ρ γ η τ ο ν , προο ῦ σαν ἐν τ ἀ γαθ ῷ κα ὶ ἐκ τ ἀ γαθο ῦ το ῖ ς ο ὖ σιν ἐκβλυζομ έ ν η ν κα ὶ α ὖθις ε ἰ ς τ ἀ γαθ ὸ ν ἐπιστρ εφ ο μ έ ν η ν. Ἐν ᾧ κα ὶ τ ὸ ἀ τελε ύ τ η τ ο ν ἑαυ το ῦ κα ὶ ἄναρχο ν ὁ θε ῖ ος ἔρως ἐνδε ί κνυ τ α ι διαφερ ό ν τ ω ς ὥσπερ τις ἀΐ διος κύ κλος δι ὰ τ ἀ γαθ ό ν, ἐκ τ ἀ γαθ ο ῦ κα ὶ ἐν τ ἀ γαθ ῷ κα ὶ ε ἰ ς τ ἀ γαθ ὸ ν ἐν ἀπλανε ῖ συνελ ί ξει περιπορ ε υ ό μ ε ν ο ς κα ὶ ἐν τα ὐ τ ῷ κα ὶ κατ ὰ τ ὸ α ὐ τ ὸ κα ὶ προϊ ὼ ν ἀε ὶ κα ὶ μ ένων κα ὶ ἀ ποκαθισ τ ά μ ε ν ο ς . 400 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν Ὀνομάτ ω ν τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτ ου, PG 4, 256C-D: … τ ὸ μ ὲ ν γ ὰ ρ ἐπεστ ρ ά φ θ α ι ἀλ ήκτω ς ἐπ ὶ τ ὸ ν Θε ό ν, κα ὶ ἱδρ ῦ σθαι ἐν τ ῇ πρ ὸ ς α ὐ τ ὸ ν ἀ νατ ά σ ει, κ ἄ ν ἀποστ έ λλοιν τ ο [ο ἱ ν όες] κα ὶ κατ αβ α ί νοιε ν ἐπ ὶ τ ὰ ὑποβεβ ηκ ό τ α, προνο ί α ς χ ά ριν τ ῶ ν ὠφεληθησομ έ ν ω ν, το ῦ τ ό ἐστι τ ὸ ἑστ ά ν αι βεβα ί ω ς ἐν τ ῇ πρ ὸ ς Θε ὸν ἐγγ ίσει, κα ὶ κινε ῖ σθαι ε ἰ ς τ ὰ ς περ ὶ το ὺ ς ε ὐεργ ε τ η μ έ ν ο υ ς διακον ί α ς· κινο ῦν τ αι δ ὲ ἐν τ ῷ νοε ῖν τ ὰ ὑποβεβ ηκ ό τ α, κα ὶ ἑστ ᾶ σιν ἐν τ ῷ νοε ῖ σθαι παρ ὰ τ ῶ ν κατ α δ ε ε σ τ έ ρ ω ν , ὡς νοη τ ὰ μ ένον τ α ἐ ν τ ῇ ο ἰ κε ίᾳ ταυ τ ό τ η τ ι · φρου ρα ὶ γ ά ρ ε ἰσιν ἑαυτ ῶ ν κα ὶ μονα ί· κα ὶ ε ἰ ς α ὐ τ ὰ ο ἰκειο ῦν τ α ι, κα ὶ ἐφ᾿ ἑαυ τ ὰ συνεσ τ ρ α μ μ έ ν α, κα ὶ ἀσκ έ δασ τ α ἐπ ὶ τ ὰ ἀλλ ό τρια τ ῆ ς θεοσεβ ε ί α ς . Κα ὶ γο ῦν π ά ν τ α τ ὰ κατ α δ ε έ σ τ ε ρ α ἐπ έστ ρ α π τ α ι ἐπ ὶ τ ὰ ὑπερβ εβ η κ ό τ α . Αἱ δ ὲ κιν ήσεις τ ῶν νο ῶν κα ὶ τ ῶ ν ψυχ ῶ ν τρο χ ο ει δ ε ῖ ς ε ἰ σι κα ὶ κυκλικα ί… . 401 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν Ὀνομάτ ω ν, PG 4, 268A.
123
διὰ τὴν τοῦ κόσμ ου πεπερα σ μ έ ν η ν στάσι ν καὶ τὴν καθ’ ἑτε ρ ο ί ω σ ι ν τοῦ χρό ν ο υ φοράν, ἐν δὲ τῷ Θεῷ γινο μ έ ν η, διὰ τὴν φυσικὴν τοῦ ἐν ᾧ γέγο ν ε μονά δ α, στάσι ν ἀεικίνη τ ο ν ἕξει καὶ στάσι μ ο ν ταυτοκιν η σ ί α ν, περὶ τὸ ταὐτ ὸ ν καὶ ἓν καὶ μόν ο ν ἀϊδίω ς γινομ έ ν η ν, ἣν οἶδε ν ὁ λόγο ς ἄμε σο ν εἶναι περὶ τὸ πρῶτ ο ν αἴτιο ν τῶν ἐξ αὐτοῦ πεποιημ έ ν ω ν μόνι μ ο ν ἵδρυσι ν 402. Η στάσι μ ο ς ταυτοκι ν η σί α αφενός προϋποθέτει: • την εύρεση του Θεού ως μονάδος: η ενοποιημένη φύση προσκομίζεται στον Ένα Θεό, • την ταυτότητα και μοναδικότητα του Θεού· (κίνηση εντός του πολλαπλού και κατακερματισμένου θα συνεπαγόταν αναγκαστική φθορά και αλλοίωση), αφετέρου διασφαλίζει: • τη διάσωση του αέναου γίγνε σθ α ι της φύσης και εντός του Θεού: η κτίση και ο άνθρωπος προσλαμβάνονται από το Θεό με τις φυσικές τους ιδιότητες, καθαρμένες και ανακαινισμένες, • τη διάσωση του σταθερού εἶναι της φύσης και εντός του Θεού: η κτίση και ο άνθρωπος επανευρίσκουν το πρωταρχικό τους αίτιο και ενώνονται μ’ αυτό κατά τρόπο άμεσο και μόνιμο. Έτσι, τα όντα, σύμφω ν α πλέον μεταξύ τους και ταυτοκίν η τ α , αποδέχονται την ενέργεια της χάριτος που οδηγεί τα πάντα στη θέωση 403. Την στάσι μ ο ν ταυτοκιν η σ ί α ν, ως κοινή κατά τον μέλλοντα αιώνα ενέργεια των ασωμάτων δυνάμεων και της ανακαινισμένης φύσεως, υποδηλώνει ἡ τοῦ Τρισαγίου δοξ ο λ ο γ ί α, στην οποία κατά τη θεία Λειτουργία προβαίνει ο πιστός λαός: Ἡ δὲ γινομ έ ν η τρισ σὴ τοῦ ἁγιασμ ο ῦ τῆς θείας ὑμνο λ ο γ ί α ς ἐκβό η σ ι ς παρὰ παντὸ ς τοῦ πιστοῦ λαοῦ τὴν πρὸς τὰς ἀσωμ ά τ ο υ ς καὶ νοε ρ ὰ ς δυνάμ ε ι ς κατὰ τὸ μέλ λ ο ν φανησ ο μ έ ν η ν ἕνω σί ν τε καὶ ἰσοτι μία ν παραδ η λ ο ῖ, καθ’ ἣν συμφώ ν ω ς ταῖς ἄνω δυνάμ ε σ ι διὰ ταυτό τ η τ α τῆς ἀτρ έπ τ ου περὶ Θεὸν ἀεικινη σί α ς τρισὶ ν ἁγιασμ ο ῖ ς ὑμνεῖν τε καὶ ἁγιάζε ι ν τὴν τρισυπό σ τ α τ ο ν μίαν θεότη τ α διδαχ θ ή σ ε τ α ι τῶν ἀνθ ρ ώπ ω ν ἡ φύσις 404. Η έκφραση ἄτρεπ τ ο ς ταυτό τ η ς τῆς περὶ Θεὸν ἀεικινη σί α ς είναι ισοδύναμη με τον όρο στάσι μ ο ς ταυτοκι ν η σί α : η θεωμένη κτίση κινείται αενάως γύρω από το Θεό σε μια κίνηση που διεξάγεται με ασφάλεια εντός Αυτού. 6. Η ανακαίνιση της κινήσε ω ς στην ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Ο άγιος Μάξιμος στην προσπάθειά του να περιγράψει τη Βασιλεία του Θεού ως ζωντανή πραγματικότητα χρησιμοποιεί πολλούς όρους: ἀποκατά σ τ α σι ς, ἀνάστα σ ι ς, ἀπόλαυσι ς, ἀνακαίνι σι ς, ἕνω σι ς, ταυτό τ η ς, περιχ ώ ρ η σ ι ς, μέθ ε ξι ς, ὁμοί ω σι ς, θέ ωσις, σωτη ρ ί α, τελε ί ω σ ι ς. Με τη χρήση της πλειάδας των όρων αφενός επιτυγχάνεται η συμπληρωματικότητα στις περιγραφές, αφετέρου διασφαλίζεται η διάσταση ανάμεσα στην όποια λεκτική περιγραφή και την άρρητη πραγματικότητα του μέλλοντος αιώνος. Η ὑπὲρ νόησι ν κατάσταση των εσχάτων ούτε λέγεται ούτε κρύπτεται, αλλά σημαίνεται με όρους που στο σύνολό τους διαρρηγνύουν τις σταθερές των λεγόμενων φυσικών νόμων. Σχεδόν όλοι οι παραπάνω όροι παράγονται με την προσθήκη της παραγωγικής κατάληξης –σις στο θέμα του αντιστοίχου ρήματος· η κατάληξη αυτή δηλώνει την “εκτύλιξη” της 402
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 760A. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 272B. 404 Μυσταγ ω γία, PG 91, 696Β-C. 403
124
ενέργειας του ρήματος. Άρα οι όροι έχουν ξεκάθαρα ενεργητικό περιεχόμενο: δεν εκφαίνουν την κατάσταση των εσχάτων ως απόλυτη αδράνεια, αλλά σημαίνουν τα μέλλοντα ως μια δυναμική σχέση ανάμεσα στον ενεργούντα Θεό και τον αποδέκτη της ενέργειας άνθρωπο. Η πρωταρχική κίνηση σε όλες τις περιπτώσεις (ἄτρεπ τ ο ς τελε ί ω σ ι ς, εἰς ἄλλη λ α πε ριχ ώ ρ η σ ι ς, ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς, ἀδιάστ α τ ο ς ἀπόλαυσι ς, ἄρρη τ ο ς μέθ ε ξ ι ς, θειοτ ά τ η ὁμοί ω σι ς, μυστικὴ καὶ ἀπόρ ρ η τ ο ς θέω σι ς... ) ανήκει στο Θεό. Αυτός κινείται προς τα πλάσματά Του και καθιστά δυνατή και τη δική τους ὑπὲρ φύσιν κίνηση ανταπόκρισης. Η αποδοχή της ενέργειας του Θεού είναι η προσωπική συνέργεια του ανθρώπου στη σωτηρία. Το επόμενο απόσπασμα (από το Πρὸς Θαλάσσι ο ν...), συνδέοντας μεταξύ τους έννοιες και πραγματικότητες όπως οι παραπάνω, συμπυκνώνει τη διδασκαλία του Ομολογητή για τα έσχατα: Σωτηρία δὲ τῶν ψυχῶ ν κυρίω ς ἐστὶ τὸ τέλ ο ς τῆς πίστε ω ς · τέλ ο ς δὲ πίστε ώ ς ἐστιν ἡ τοῦ πιστευθ έ ν τ ο ς ἀληθὴ ς ἀποκάλυψι ς· ἀληθ ὴ ς δὲ τοῦ πιστευθ έ ν τ ο ς ἐστὶν ἀποκάλυψι ς ἡ κατὰ ἀναλ ο γ ία ν τῆς ἐν ἑκάστ ῳ πίστε ω ς ἄρρη τ ο ς τοῦ πεπιστ ευ μ έ ν ο υ περιχ ώ ρ η σ ι ς · περιχ ώ ρ η σ ι ς δὲ τοῦ πεπιστ ευ μ έ ν ο υ καθέστ ηκ ε ν ἡ πρὸς τὴν ἀρχὴν κατὰ τὸ τέλ ο ς τῶν πεπιστ ε υκό τ ω ν ἐπάνο δ ο ς · ἡ δὲ πρὸς τὴν οἰκεία ν ἀρχὴ ν κατὰ τὸ τέλ ο ς τῶν πεπιστε υκό τ ω ν ἐπάνο δ ό ς ἐστιν ἡ τῆς ἐφέσε ω ς πλήρ ω σ ι ς · ἐφέσε ω ς δὲ πλήρ ω σί ς ἐστι ν ἡ περὶ τὸ ἐφε τ ὸ ν τῶν ἐφιε μ έ ν ω ν ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς· ἀεικίνη τ ο ς δὲ στάσι ς ἐστὶν ἡ τοῦ ἐφε τ οῦ διην εκ ή ς τε καὶ ἀδιάστ α τ ο ς ἀπόλαυσι ς· ἀπόλαυσι ς δὲ διην εκὴ ς καὶ ἀδιάστ α τ ο ς ἡ τῶν ὑπὲρ φύσιν θείω ν καθέστ ηκ ε μέθε ξ ι ς · μέθ ε ξ ι ς δὲ τῶν ὑπὲρ φύσιν θείω ν ἐστὶ ν ἡ πρὸς τὸ μετ ε χ ό μ ε ν ο ν τῶν μετ ε χ ό ν τ ω ν ὁμοί ω σ ι ς · ἡ δὲ πρὸς τὸ μετ ε χ ό μ ε ν ο ν τῶν μετ ε χ ό ν τ ω ν ὁμοί ω σ ί ς ἐστιν ἡ κατ’ ἐνέ ρ γ ε ι α ν πρὸς αὐτὸ τὸ μετε χ ό μ ε ν ο ν τῶν μετε χ ό ν τ ω ν δι’ ὁμοι ό τ η τ ο ς ἐνδε χ ο μ έ ν η ταυτό τ η ς · ἡ δὲ τῶν μετ ε χ ό ν τ ω ν ἐνδ ε χ ο μ έ ν η κατ’ ἐνέ ρ γ ε ι α ν δι’ ὁμοι ό τ η τ ο ς πρὸς τὸ μετ ε χ ό μ ε ν ο ν ταυτό τ η ς ἐστὶ ν ἡ θέωσι ς τῶν ἀξιουμ έ ν ω ν θεώ σ ε ω ς · ἡ δὲ θέωσί ς ἐστι καθ’ ὑπογραφῆ ς λόγο ν πάντω ν τῶν χρό ν ω ν καὶ τῶν αἰών ω ν καὶ τῶν ἐν χρό ν ῳ καὶ αἰῶνι περιο χ ὴ καὶ πέρας· περιο χ ὴ δὲ καὶ πέρα ς τῶν χρόν ω ν καὶ τῶν αἰών ω ν ἐστὶ καὶ πάντω ν τῶν ἐν αὐτοῖς ἡ τῆς ἀκραιφν οῦ ς καὶ κυρίω ς ἀρχῆ ς πρὸς τὸ κυρίω ς τέλ ο ς καὶ ἀκραιφν ὲ ς ἐν τοῖς σῳζ ο μ έ ν ο ι ς ἀδιάστ α τ ο ς ἑνότ η ς · ἀδιάστ α τ ο ς δὲ τῆς ἀκραιφν οῦ ς ἀρχῆ ς τε καὶ τέλ ου ς ἑνότ η ς ἐν τοῖς σῳζ ο μ έ ν ο ι ς ἐστὶ ν ἡ κρείτ τ ω ν τῶν οὐσιω δ ῶ ς ἀρχῇ τε καὶ τέλ ε ι μεμ ε τ ρ η μ έ ν ω ν τῶν κατὰ φύσιν ἔκβασι ς· ἔκβασι ς δὲ τῶν κατ’ ἀρχὴ ν καὶ τέλ ο ς περιγ ε γ ρ α μ μ έ ν ω ν ἐστὶ ν ἡ ἄμε σ ο ς καὶ ἄπειρ ο ς καὶ ἐπ’ ἄπειρ ο ν ἐν τοῖς ἀξιωθ ε ῖ σι τῆς κατὰ τὸ κρεῖτ τ ο ν νοουμ έ ν η ς τῶν κατὰ φύσιν ἐκβάσ ε ω ς ἐνέ ρ γ ε ι α τοῦ θεοῦ πανσθ ε ν ὴ ς καὶ ὑπερδύ ν α μ ο ς · ἄμε σο ς δὲ καὶ ἄπειρ ο ς καὶ ἐπ’ ἄπειρ ο ν ἐνέ ρ γ ε ι α τοῦ θεοῦ πανσθ ε ν ή ς ἐστι καὶ ὑπερδύ ν α μ ο ς ἡ κατὰ τὴν ἄφθεγκτ ο ν καὶ ὑπὲρ νόησι ν ἕνω σι ν ἄρρ η τ ό ς τε καὶ ὑπερά ρ ρ η τ ο ς ἡδον ὴ καὶ χαρὰ τῶν ἐνε ρ γ ου μ έ ν ω ν, ἧς οὐκ ἔστι νοῦν ἢ λόγο ν παντάπασι ν ἢ νόησι ν ἢ ῥῆσι ν ἐν τῇ φύσει τῶν ὄντ ω ν εὑρε ῖ ν 405. 405
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 608C-609B.
125
Αδυνατούμε να αποδώσουμε με μία εκ του σύνεγγυς ανάγνωση το αποκαλυπτικό, υπερβατικό και θείο αυτό κείμενο. Θα επιχειρήσουμε μόνο να ιχνηλατήσουμε την ανακαίνιση της κινήσε ω ς και των διαστάσεών της, εν πλήρει συνειδήσει ότι ελάχιστα προσεγγίζουμε τα διανοήματα του αγίου Μαξίμου. Η φυσική κίνηση υπερβαίνει κατά τα έσχατα τον πτωτικό εγκλωβισμό της στα όρια και τα δεσμά του κτιστού, και εξέρχεται καινή στην ένωση με τον Άκτιστο. Τα δύο άκρα της κίνησης, η αρχή και το τέλος της, ταυτίζονται· έχουν πια καταργηθεί οι αδιέξοδες πολυσχιδείς και αντιφατικές κινήσεις των όντων και η μία κίνηση επιτυγχάνει την άνοδό της στην καθαρότητα της δημιουργίας της. Καθώς η αρχή και το τέλος της κίνησης-έφεσης προς το Θεό συμπίπτουν, αυτή βρίσκει το στόχο της και πληρούται. Ανακαινισμένη συνδέει το κτιστό και το άκτιστο, στάση αεικίνητη γύρω από το Θεό. Ο χώρος ανακαινίζεται επίσης, καθώς και ο δικός του τρόπος ύπαρξης αλλάζει: ορίζεται πλέον από την τομή κτίσεως και Κτίστου και εκφαίνεται ως η ολική τους περιχώρηση. Απελευθερωμένος από την ουσιώδη σύνδεσή του με τις κινήσεις επιμέρους όντων, υπάρχει αδιάστατος. Η υπέρ φύσιν μέθεξη Θεού και ανθρώπου προσφέρει στο χώρο καινό τρόπο ύπαρξης και την απόλυτη συνταύτισή του με το χρόνο. Ο χρόνος ανακαινίζεται επίσης, καθώς και ο δικός του τρόπος ύπαρξης αλλάζει: ορίζεται πλέον από την αεικινησία της κτίσεως που απολαμβάνει τον Κτίστη της, και εκφαίνεται ως απόλυτη ακινησία. Απελευθερωμένος από την ουσιώδη σύνδεσή του με τις κινήσεις επιμέρους όντων, υπάρχει διηνεκής. Η υπέρ φύσιν μέθεξη Θεού και ανθρώπου προσφέρει στο χρόνο καινό τρόπο ύπαρξης και την απόλυτη συνταύτισή του με το χώρο. Περιoχή και πέρας των χρόνων και των αιώνων και όσων εντάσσονται σ’ αυτούς είναι η θέωση. Η φύση υπερβαίνεται οριστικά· τα μέτρα καταργούνται. Η ανακαινισμένη κίνηση είναι πλέον Ενέργεια του Θεού, άμεση και πέρα από το χώρο, άπειρη και πέρα από το χρόνο. Είναι καθαρή χαρά και ηδονή, απόλυτα απρόσιτη στο λόγο και το νου που δεσμεύονται από τις διαστάσεις της κτιστότητας. 6.1. Ἕνωσι ς. Η κίνηση της φύσης δεν καταργείται κατά τα έσχατα αλλά τελειούται. Και υπάρχει με τρόπο καινό αλλά γνώριμο: στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Ιησού η κίνηση/ενέργεια η συστατική της ανθρώπινης ιδιότητας έχει ήδη υπάρξει ανακαινισμένη και τελ ε ία , καθώς έχει ενωθεί ἀσυγχύτ ω ς καὶ ἀδιακρί τ ω ς με την αντίστοιχη θεία κίνηση/ενέργεια. Έτσι και κατά τον μέλλοντα αιώνα η μία και καθαρή και αδιαίρετη κίνηση του ανθρώπου προς το Δημιουργό ολοκληρώνεται ανακαινισμένη με την άληκτη ἀεικινη σί α ν και παγιωμένη μονι μ ό τ η τ α της ένωσης με το Θεό. Και είναι όντως μακάριος ο μιμητής της θείας αγαθότητας· και αυτό, διότι έχει αποβάλει τις ατελέσφορες δυνάμεις της φύσεως και απολαμβάνει την ένωση με το Θεό. Σημειωτέον πως αυτή δεν είναι μόνο ένωση με την αγία Τριάδα αλλά και μετοχή στην ενότητα εντός της Τριάδος 406. 406
Πρὸς Μαρῖνο ν..., PG 91, 36C-D: Εἷ ς ο ὖ ν ἐκ δ ύ ο φ ύ σεω ν ὁ Χριστ ό ς, θε ό τη τ ό ς τε κα ὶ ἀ νθρω π ό τ η τ ο ς , μονο γ ε ν ὴ ς Λόγος κα ὶ Υἱὸς κα ὶ Κύριος τ ῆ ς δ όξης· ἐν α ἷ ς γνω ρ ί ζ ε τ α ι, κα ὶ αἷ ς ἀληθ ῶ ς ὑπ ά ρχ ω ν πιστε ύ ε τ α ι· δ ύ ο τε φυσικ ὰ ς κα ὶ γενικ ά ς , κα ὶ τ ῶν ἐξ ὧν ἦν συστα τ ι κ ὰ ς κιν ή σεις, ἤγουν ἐνεργ ε ί α ς ἔχων, ὧν ἀποτελ έ σμ α τ α τ ὰ κατ ὰ μ έρο ς ἦν ἐ νεργ ή μ α τ α · ἐξ α ὐ το ῦ τε προβ αλλ ό με ν α, κα ὶ ὑπ ᾿ α ὐ το ῦ τελειο ύ με ν α, χωρ ὶ ς τομ ῆ ς τ ῶν ἐξ ὧ ν ὑπῆ ρχε, κα ὶ τ ῆ ς ο ἱ ασο ῦ ν δ ί χα συγχ ύ σε ω ς . Ο ὐ γ ὰ ρ ὑπομ ένει τομ ὴ ν ἢ σ ύγχυσιν, ὁ μηδ έ πο τ ε τροπα ῖ ς ὑποκε ί μενο ς , κα ὶ π ᾶσι το ῖ ς ο ὖσι τ ή ν τε το ῦ ε ἶναι, κα ὶ π ῶς ε ἶναι διαμον ή ν τε κα ὶ σ ύστασιν παρε χ ό μ ε ν ο ς . Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1196A-C: Ὧν [θυμο ῦ κα ὶ ἐπιθυμία ς ] ε ἴ τις κρα τ ή σειε κα ὶ ἐφ ᾿ ἃ δε ῖ πρεπ ό ν τ ω ς φ έρεσθαι πε ίσειε, δουλικ ῶ ς ὑποζευ γμ έ ν α ς τ ῇ δυνασ τ ε ίᾳ το ῦ λ ό γου, ἢ κα ὶ παν τ ε λ ῶ ς α ὐ τ ὰ ς ἀπολιπ ὼν ἀ πολ ί ποι, κα ὶ μ ό νος τ ῆ ς ἀῤῥεπο ῦ ς κατ ᾿ ἀγ ά πην γνωσ τ ικ ῆ ς δι ὰ λ όγου κα ὶ θεω ρ ί α ς ἔχετ αι θ έ λξεω ς , κα ὶ πρ ὸ ς μ ί αν κα ὶ μ ό νην ἐκ τ ῶ ν πολλ ῶ ν καθαρ ά ν τε κα ὶ ἁπλ ῆν κα ὶ ἀδια ίρε τ ο ν τ ῆ ς κατ ᾿ ἔφεσιν ἀῤῥ ενω τ ά τ η ς δυν ά μ ε ω ς κ ίνησιν συνεσ τ ά λ η , καθ ᾿ ἣν περ ὶ Θε ὸν ἀ κατ αλ ή κ τ ω ς ἐν ταυ τ ό τ η τ ι τ ῆ ς κατ ᾿ ἔφεσιν ἀεικινησ ί α ς ἑαυ τ ῷ φιλοσ όφω ς ἐπ ήξατ ο τ ὴν μονιμ ό τ η τ α , μακ ά ριο ς ὄντω ς ἐστ ὶ τ ῆ ς ἀληθο ῦ ς τε κα ὶ μακαρ ί α ς τυχ ὼ ν ο ὐ μ όνον ἑ νώ σεω ς τ ῆ ς πρ ὸ ς τ ὴ ν ἁγ ί αν Τρι ά δα, ἀλλ ά κα ὶ ἑν ό τη τ ο ς τ ῆ ς ἐν τ ῇ ἁγ ίᾳ Τρι ά δι νοουμ έ νη ς , ὡ ς ἁπλο ῦ ς κα ὶ ἀδια ί ρε τ ο ς κα ὶ μονοειδ ὴ ς κατ ὰ τ ὴν δ ύναμιν πρ ὸ ς τ ὴν ἁπλ ῆν
126
Δεν πρόκειται για κίνηση εξωτερικής ή συμβολικής ενώσεως· η ένωση με το Θεό είναι αφενός άμεση και τέλεια, αφετέρου ενεργοποιείται ὑπὲρ φύσιν ήδη από τον παρόντα κόσμο χάρη στη δύναμη της πίστεως. Η πίστη είναι η κινητήρια δύναμη της σχέσης (δύ ναμις σχε τικὴ ἢ σχέ σι ς δρασ τ ική ) που ενώνει όποιον πιστεύει με τον ίδιο το Θεό 407. Η επίκληση των πιστών προς τον Πατέρα, η εκφώνηση του Εἷς ἅγιος και η μετάληψη των ζωοποιών μυστηρίων κατά τη θεία Λειτουργία, προδηλώνουν την υιοθεσία όσων την αξίζουν, την ένωση και οικειότητα και ομοιότητα των πιστών με το Θεό που γίνεται τα πάντα ἐν πᾶσι τοῖς σωζ ο μ έ ν ο ι ς 408. 6.2. Περιχ ώ ρ η σ ι ς. Ο όρος περιχ ώ ρ η σ ι ς 409 δηλώνει μία κίνηση διπλή: ο Θεός καταρχήν κινείται με αγάπη προς τον άνθρωπο και κατακλύζει ολόκληρη την ύπαρξή του· ο άνθρωπος κατόπιν, πλήρης Θεού πλέον, κινείται αντίστοιχα προς το Θεό. Το αποτέλεσμα της διπλής κίνησης είναι η άνευ συγχύσεως ένωσή τους. Η συχνή έκφραση «εἰς ἄλλη λ α πε ριχ ώ ρ η σ ι ς » δηλώνει την αμοιβαιότητα της κίνησης: από το Θεό προς τον άνθρωπο και απ’ αυτόν προς το Θεό. Ο χαρακτήρας της περιχ ω ρ ή σ ε ω ς είναι ολικός· όποτε ο Μάξιμος χρησιμοποιεί τον όρο, προσθέτει κάποιον προσδιορισμό -συνήθως την έκφραση δι ᾿ ὅλου- , ο οποίος δηλώνει ότι η κίνηση της περιχωρήσεως του ενός μέλους της σχέσης βαίνει καλύπτουσα ολόκληρο το άλλο μέλος. Χαρακτηριστικά λέγεται για τον άνθρωπο που κατά χάριν θεώνεται: ὅλο ς ὅλῳ περιχ ω ρ ή σ α ς ὁλικῶ ς τῷ Θεῷ 410. Χάρη στην περιχ ώ ρ η σ ι ν ο Θεός που ανακαίνισε τη φύση οδηγεί την κίνηση στην τελείωση, καθώς αυτή, μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου, έχει ενωθεί με τη θεία ενέργεια. Η κίνηση πλέον είναι μόνο μία και ταυτίζεται με τη μία και μοναδική ενέργεια: αυτήν του Θεού και όσων κρίνονται άξιοί Του· ορθότερα, την Ενέργεια μόνου του Θεού, αφού Αυτός ως αγαθός έχει στην ολότητά Του περιχωρήσει σε όλους και ολόκληρους τους αξίους. Επίσης χάρη στην περιχ ώ ρ η σ ι ν ισχύει για τους αξίους στην κυριολεξία του ο λόγος του Παύλου: «Ζῶ γὰρ οὐκ ἔτι ἐγώ· ζῇ γὰρ ἐν ἐμοὶ Χριστ ό ς» . Η εικόνα έχει συναντήσει το αρχέτυπό της. Και δεν μπορεί ή, καλύτερα, δεν θέλει να κινηθεί προς άλλη κατεύθυνση. Η κίνησή της, προσδεμένη στη θεία ενέργεια, επαναστρέφει προς την πηγή του εἶναι και μόνο σ’ αυτήν. Η χάρι ς τοῦ Πνεύμα τ ο ς υπερνικά τη φύση· και αυτή η απελευθερωτική έκσταση από τα όντα προσφέρει στον άνθρωπο ανέκφραστη ηδονή. Η ταύτιση της ανακαινισμένης κίνησης με την ενέργεια του Θεού, η περιχώρηση Θεού και ανθρώπου, διαφυλάττει την ετερότητα αμφοτέρων, όπως διττώς συμπεραίνουμε από την διατύπωση: τοῦ ἐσχά τ ου φανέν τ ο ς ὀρεκτ ο ῦ καὶ μετ ε χ ο μ έ ν ο υ, καὶ ἀναλ ό γ ω ς τῇ τῶν μετε χ ό ν τ ω ν δυνάμ ε ι ἀχω ρ ή τ ω ς , ἵν ᾿ οὕτω ς εἴπω, χωρ ου μ έ ν ο υ 411. κα ὶ ἀ δια ί ρε τ ο ν κατ ὰ τ ὴ ν ο ὐσ ί αν γεγε ν η μ έ ν ο ς , κα ὶ κατ ὰ τ ὴ ν ἕξιν τ ῶ ν ἀρετ ῶ ν τ ὴν ὡσαύ τω ς ἔ χουσαν ἀ γαθ ό τ η τ α κατ ὰ τ ὸ ἐφικτ ὸ ν ἐκμιμο ύ μεν ο ς , κα ὶ τ ὴ ν ἰδι ό τη τ α τ ῶν κατ ὰ φύσιν μερισ τ ῶ ν δυν ά μ ε ω ν δι ὰ τ ὴ ν το ῦ ἑνωθ έ ν τ ο ς Θεο ῦ χ ά ριν ἀποθ έ μενο ς . 407 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 373C. 408 Μυσταγ ω γία, PG 91, 709C. 409 Τη σημασία του όρου περιχ ώ ρ η σ ι ς συνοψίζει ο Ιωάννης ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Διαλεκτικ ὰ 65.104: Ἡ δὲ κατ ὰ σύ νθεσιν ἕνωσ ί ς ἐστιν ἡ ε ἰ ς ἄλληλα τ ῶ ν μερ ῶ ν χωρ ὶ ς ἀφανισμο ῦ περιχ ώ ρησι ς ὡς ἐπὶ ψυχ ῆ ς ἔχει κα ὶ το ῦ σ ώ ματ ο ς , ἥντινα ἕνωσ ί ν τινε ς σ ύγκρασιν ἐκ άλεσα ν ἢ συμφυ ΐ αν . Παραδείγματα για τη χρήση της λέξης στον Ομολογητή: α) Έννοια και λόγος αποκαλύπτουν αμοιβαία ο ένας την άλλη αλλά και την ολική περιχώρησή του ενός στο άλλο (Zήτη σι ς μετ ὰ Πύρρου, PG 91, 337C-D). β) Ψυχή και σώμα περιχωρούν εξ ολοκλήρου το ένα στο άλλο, χωρίς να καταργείται η ετερότητά τους ( Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1320B). 410 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1308B. 411 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1076B-D: Καὶ μετ ᾿ α ὐ τ ὸ ν ὁ θεσπ έ σιο ς Πα ῦλος, ὥσπερ ἑ αυτ ὸ ν ἀ ρνησ ά μ ε ν ο ς κα ὶ ἰδ ί αν ἔχειν ἔ τι ζω ὴ ν μ ὴ ε ἰ δ ώ ς· Ζῶ γὰρ οὐκ ἔτι ἐγώ· ζῇ γὰρ ἐν ἐμοὶ Χριστ ό ς . Μὴ ταρ α τ τ έ τ ω δ ὲ ὑμ ᾶ ς τ ὸ λεγ ό μενο ν. Ο ὐ γ ὰ ρ ἀνα ί ρεσιν το ῦ α ὐ τεξ ουσ ί ου γίγνεσ θ α ί φημι, ἀλλ ὰ θ έ σιν μ ᾶλλον τ ὴ ν κατ ὰ φ ύσιν παγ ί αν τε κα ὶ ἀμετ ά θ ε τ ο ν , ἤγουν ἐκχ ώ ρησιν γνωμικ ή ν, ἵν ᾿ ὅθεν ἡμ ῖ ν ὑπ ά ρχ ει τ ό ε ἶναι κα ὶ τ ό κινε ῖσθαι λαβε ῖ ν ποθ ήσωμ ε ν, ὡ ς τ ῆ ς ε ἰ κ ό νος ἐνελθο ύ ση ς πρ ὸ ς τ ὸ ἀρχ έ τυ πο ν, κα ὶ σφρα γ ί δο ς δ ίκην ἐκτυπ ώ μα τ ι καλ ῶ ς
127
Αφενός, ο αποφατικός χαρακτήρας της έκφρασης ἀχω ρ ή τ ω ς χωρ ου μ έ ν ο υ αποτρέπει ερμηνεία της περιχώρησης ως μίας κίνησης άπαξ συντελεσμένης (η κίνηση είναι κατά τα έσχατα ἀεικινη σί α, στάσι ς ἀεικίνη τ ο ς και κίνησι ς στάσι μ ο ς )· και η αεικινησία ταυτίζεται με την αμοιβαία και ακόρεστη απόλαυση δύο ετεροτήτων. Αφετέρου, ο μη ισοπεδωτικός αλλά κατ’ αναλογίαν δυνάμεων χαρακτήρας της περιχώρησης φανερώνει πως οι άνθρωποι, ως ο ένας πόλος της ενωτικής σχέσης, διατηρούν της ετερότητά τους, τον προσωπικό τους τρόπο, στη μία και τελεία κίνηση εντός της αγάπης του Θεού. Χάρη στη φιλάνθρωπη αγάπη του Θεού πέτυχε ο άνθρωπος και την περιχωρητική ένωση της κτιστής με την άκτιστη φύση, ως κορύφωση στην κλίμακα των ενοποιητικών του άθλων: καὶ κτιστὴ ν φύσιν τῇ ἀκτίστ ῳ δι ᾿ ἀγάπης ἑνώ σα ς (ὦ τοῦ θαύματ ο ς τῆς περὶ ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ φιλανθ ρ ωπ ί α ς) ἓν καὶ ταὐτὸ ν δείξ ε ι ε κατὰ τὴν ἕξιν τῆς χάριτ ο ς, ὅλο ς ὅλῳ περιχ ω ρ ή σ α ς ὁλικῶ ς τῷ Θεῷ, καὶ γενό μ ε ν ο ς πᾶν εἴ τί πέρ ἐστι ν ὁ Θεός, χωρὶ ς τῆς κατ ᾿ οὐσίαν ταὐτό τ η τ ο ς, καὶ ὅλον αὐτὸν ἀντιλα β ὼ ν ἑαυτοῦ τὸν Θεόν, καὶ τῆς ἐπ ᾿ αὐτὸ ν τὸν Θεὸν ἀναβ ά σ ε ω ς οἷον ἔπαθλο ν αὐτὸν μον ώ τ α τ ο ν κτησά μ ε ν ο ς τὸν Θεόν, ὡς τέλ ο ς τῆς τῶν κινουμ έ ν ω ν κινήσε ω ς , καὶ στάσι ν βάσιμ ό ν τε καὶ ἀκίνητ ο ν τῶν ἐπ ᾿ αὐτὸ ν φερ ο μ έ ν ω ν, καὶ παντὸ ς ὅρου καὶ θεσμ ο ῦ καὶ νόμ ου, λόγου τε καὶ νοῦ, καὶ φύσε ω ς ὅρο ν καὶ πέρας ἀόρισ τ ό ν τε καὶ ἄπειρ ο ν ὄντα 412. Η περιχώρηση Θεού και ανθρώπου επισφραγίζει την αναβατική κίνηση του ανθρώπου, αλλά δεν την καταργεί: μπορεί η στάση του ανθρώπου να είναι πλέον εδραία και ακίνητη, είναι όμως στάσι ς φερο μ έ ν ω ν · και, αντίστοιχα, μπορεί ο Θεός να καλείται ὅρο ς καὶ πέρας , είναι όμως ταυτόχρονα ἀόρισ τ ο ς καὶ ἄπειρ ο ς. 6.3. Ταυτότη ς. Η τελειωμένη κίνηση της φύσης διεξάγεται σε ένα “πεδίο” χωροχρονικής απουσίας, το οποίο, ακριβώς ως απολύτως ἀδιάστ α τ ο ν αλλά και ταυτό ν, εγγυάται την ομαλότητα και ατρεψία της κίνησης. Μόνο ο Θεός είναι πέραν όλων των διαστάσεων και φύσει ταὐτό ς · γιατί μόνο Αυτός υπάρχει με τρόπο αυτεξούσιο και ανεξάρτητο από τα όντα· αντιθέτως, αυτά δεν υπάρχουν αντλώντας την ύπαρξή τους ένδοθεν και από την ταυτότητά τους, αλλά γνωρίζουν το εἶναι ως έγχρονα κτίσματα του Θεού και μέσα από το γίγνε σθ α ι της χωρικής συνύπαρξής τους προς τα υπόλοιπα όντα. Η απλή και αδιαίρετη κίνηση του τέλειου νου προς τον φύσει ταὐτὸ ν Θεό ορίζεται ως κατὰ χάριν ταυτό τ η ς πρὸς τὸν Θεόν. Αυτή η κίνηση του νου δεν είναι άλλη από την άρρητη απόλαυση του Θεού 413. ἡ ρμοσμ έ νη ς τ ῷ ἀ ρχε τ ύ π ῳ , κα ὶ ἄλλοθι φ έ ρεσθαι μ ή τ ᾿ ἐχο ύσης λοιπ ό ν μ ήτε δυναμ έ νη ς , ἢ σαφ έ στ ε ρ ο ν ε ἰ πε ῖ ν κα ὶ ἀληθ έ στ ε ρ ο ν , μ ή τε βο ύ λεσθαι δυναμ έ νη ς , ὡς τ ῆ ς θε ίας ἐπειλημ μ έ νη ς ἐνεργ ε ί α ς , μ ᾶ λλον δ ὲ Θε ὸ ς τ ῇ θε ώσει γεγε ν η μ έ ν η ς , κα ὶ πλ έον ἡδομ ένη ς τ ῇ ἐκστ ά σ ει τ ῶ ν φυσικ ῶ ς ἐπ᾿ α ὐ τ ῆ ς κα ὶ ὄντω ν κα ὶ νοουμ έ ν ω ν, δι ὰ τ ὴν ἐκνικ ήσασαν α ὐ τ ὴν χ ά ριν το ῦ Πνε ύ μα τ ο ς , κα ὶ μ ό νον ἔχουσαν ἐνεργο ῦ ν τ α τ ὸ ν Θε ὸν δε ίξασαν, ὥστε ε ἶναι μ ί αν κα ὶ μ ό νην δι ὰ π ά ν τ ω ν ἐν έ ργειαν, το ῦ Θεο ῦ κα ὶ τ ῶ ν ἀξ ίων Θεο ῦ, μ ᾶλλον δ ὲ μ όνου Θεο ῦ , ὡ ς ὅλον ὅλοις το ῖ ς ἀξίοις ἀγαθοπ ρ ε π ῶ ς περιχ ω ρ ή σαν τ ο ς . Ἀν ά γκη γ ὰ ρ π ᾶσα τ ῆ ς κατ ᾿ ἔφεσιν τ ὰ π ά ν τ α περ ί τι ἄλλο πα ύσασθαι ἐξουσιασ τ ικ ῆ ς κιν ήσεω ς , το ῦ ἐσχ ά τ ο υ φαν έ ν τ ο ς ὀ ρεκ τ ο ῦ κα ὶ μετ ε χ ο μ έ ν ο υ, κα ὶ ἀναλ ό γω ς τ ῇ τ ῶ ν μετ ε χ ό ν τ ω ν δυν ά μ ει ἀ χωρ ή τ ω ς , ἵν᾿ ο ὕ τω ς ε ἴ πω, χωρου μ έ νο υ . 412 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1308B-C. 413 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 340A-B: Πρ ὸ ς τ ὸ ν Θε ὸ ν το ῦ τελει ω θ έ ν τ ο ς νο ῦ κατ ὰ χ ά ριν τα ὐ τ ό τ η ς ἐστ ὶ ν ἡ περ ὶ τ ὸ φ ύσει τα ὐ τ ὸ ν ἁπλ ῆ κα ὶ ἀδια ί ρε τ ο ς κ ίνησις, περ ὶ ἣν νοη τ ῶ ν ἀ ν ά ληψις ο ὐ κ ἔστι ποσ ῷ τε τ ῷ κατ ᾿ ο ὐσ ί αν κα ὶ τ ῷ κατ ὰ δ ύναμιν ποι ῷ διαφερ ό ν τ ω ν , ἀ λλ ᾿ ἀπό λαυσις ἄ ρρη τ ο ς , α ἴσθησιν ἔχουσα τ ὴ ν ὑπ ὲρ ν όησιν .
128
Ταυτισμένη η κίνηση με τη θεία απόλαυση, ανακαινίζεται και τελειούται. Και κατά το μυστικώς ευλογημένο Σάββατο, ημέρα χωρίς αρχή και τέλος, η κίνηση απελευθερώνεται. Δεν τη δεσμεύουν πλέον οι μετρήσιμες διαστάσεις της· υπερβαίνει την ποσοτική δέσμευση των όντων που εντάσσονται στο χώρο περικλειόμενα και οριζόμενα από άλλα όντα μέσα στη κοινή γραμμικότητα της χρονικής διαδοχής· μεταποιείται η κίνηση σε ἄπειρ ο ν ταὐτό τ η τ α τῶν ἀχω ρ ή τ ω ν καὶ ἀπεριγ ρ άφ ω ν . Όλες οι παράμετροί της ανακαινίζονται: αντί για την περατότητα του κόσμου, η απειρία του Θεού· αντί για τα δεσμά του κατακερματισμένου χώρου, το απόλυτα αδιάστατον της θείας ενώσεως· αντί για την αέναη μεταβολή, η αναλλοίωτη ταυτότητα, η αδιαμεσολάβητη προσήλωση του ανθρώπου στο πρόσωπο του Δημιουργού του 414. 6.4. Μέθεξι ς . Ο όρος μέθ ε ξι ς 415 χρησιμοποιείται για να σημάνει ειδικότερα εκείνη την κίνηση του ανθρώπου η οποία καταλήγει στο Θεό και του προσφέρει τη δυνατότητα να μετάσχει στη θεία πραγματικότητα. Με τον όρο μέθ ε ξ ι ς δίνεται έμφαση κυρίως στην αναβατική κίνηση που καταλήγει στη μετοχή του ανθρώπου και της κτίσεως στο Θεό, και όχι τόσο στην αντίστροφη (και πρωταρχική) κίνηση κατάβασης του Θεού. Και κατά τούτο διακρίνεται η μέθ ε ξ ι ς από την περιχ ώ ρ η σ ι ν , η οποία νοείται κυρίως ως διπλή κίνηση. Ο Θεός μετέχεται ἀσχ έ τ ω ς, χωρίς να μετατρέπεται σε αντικείμενο κάποιας ενέργειας του όντος που μετέχει σ’ Αυτόν. Ακόμη, η μετοχή των όντων στο Θεό δεν πραγματώνεται μέσω των αισθήσεων. Ο Θεός, τρίτον, μολονότι μετέχεται από κάθε ον, δεν κατέχεται απ’ αυτό, διότι κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν παραμένει επέκεινα των όντων. Με το ακόλουθο παράδειγμα εξηγεί ο Ομολογητής πώς ο Θεός μετέχεται από τα πάντα παραμένοντας πέραν των όντων: ὥσπε ρ φωνῆ ς μεγάλ η ς γενο μ έ ν η ς ἅπαντ ε ς μετέ χ ο υ σι ν οἱ παρόν τ ε ς κατὰ τὴν οἰκείαν δύναμι ν, καὶ ἀνήρ, καὶ νήπιο ν, καὶ ἄλογα· ἀλλ ᾿ οἱ μὲν ἐῤ ῥ ω μ ε ν έ σ τ ε ρ ο ν , οἱ δὲ ἀμυδ ρ ό τ ε ρ ο ν , πρὸς τὴν τῆς ἀκουστικῆ ς ἐνέ ρ γ ε ι α ν, καὶ ἔστι μεθ εκτὴ ἡ φωνή, καὶ ἀφ᾿ ἑαυτῆ ς ἀμέθ εκτ ο ς μείνα σ α 416. Με ένα δεύτερο παράδειγμα τονίζεται ότι η μέθεξη, ως ενέργεια που διασφαλίζει τη σχέση με το Θεό, δεν είναι απλώς πηγή του εἶναι αλλά και του εὖ εἶναι. Όποιος δεν γνωρίσει την μέθεξη, ομοιάζει με σωματικό μέλος αποκομμένο από τη ζωτική ενέργεια της ψυχής417. 414
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1392C: Καὶ το ῦ τ ό ἐστιν, ὡ ς ο ἶ μαι, τυ χ ὸ ν τ ὸ μυστικ ῶ ς ε ὐ λογημ έ ν ο ν Σ ά ββα τ ο ν , κα ὶ ἡ μεγάλη τ ῆ ς τ ῶ ν θε ί ων ἔργω ν κατ απ α ύ σε ω ς ἡμ έρα, ἥτις, κατ ὰ τ ὴ ν γραφ ὴ ν τ ῆ ς κοσμογ ε ν ε ί α ς , ο ὔ τε ἀρχ ή ν, ο ὔ τε τ έ λο ς , ο ὔ τε γ ένεσιν ἔχουσα φα ί νε τ αι, ἡ μετ ὰ τ ὴ ν τ ῶ ν ἐν μ έ τρ ῳ διωρισμ έ ν ω ν κ ίνησιν τ ῶ ν ὑπ ὲρ ὅρον κα ὶ μ έτρ ησιν ἔκφανσις, κα ὶ ἡ μετ ὰ τ ὴ ν τ ῶ ν κεχω ρ η μ έ ν ω ν κα ὶ περιγε γ ρ α μ μ έ ν ω ν ποσ ό τη τ α τ ῶν ἀ χωρ ή τ ω ν κα ὶ ἀπεριγ ρ ά φ ω ν ἄπειρο ς τα ὐ τ ό τ η ς . Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν Ὀνομάτ ω ν, PG 4, 241B. 415 Χαρακτηριστικό για τη σημασία του όρου είναι το παράδειγμα: Ιωάννης ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Λόγοι τρεῖ ς περὶ τῶν ἁγίω ν εἰκό ν ω ν, 1,19.18: Ὥσπερ γ ὰ ρ τ ῷ πυρ ὶ ἑνο ύ μενο ς ὁ σ ίδηρο ς ο ὐ τ ῇ φ ύσει, ἀ λλ ὰ τ ῇ ἑ νώ σει κα ὶ πυρ ώ σει κα ὶ μεθ έ ξει π ῦ ρ γ ί νε τ α ι, ο ὕ τω κα ὶ τ ὸ θεο ύ μεν ο ν ο ὐ τ ῇ φ ύσει ἀ λλ ὰ τ ῇ μεθ έ ξει θε ὸ ς γ ί νε τ α ι. 416 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν Ὀνομάτ ω ν, PG 4, 221: μετ έ χε τ α ι γ ὰ ρ ὁ Θε ὸ ς ἀσχ έ τ ω ς ο ὐ κατ ε χ ό μ ε ν ο ς ἐν τ ό π ῳ τ ῷ μετ έ χο ν τ ι , ο ὐ δ ὲ α ἰσθη τ ῶ ς μετ ε χ ό μ ε ν ο ς , ἀλλ ᾿ ὅλος ἐν μετ ο χ ῇ ἑκ ά σ τ ο υ ὢν κα ὶ ἐξ ῃ ρημ έ νο ς τ ῶ ν ἁπ ά ν τ ω ν· ὥσπερ φων ῆ ς μεγ ά λ η ς γενομ έ νη ς ἅπαν τ ε ς μετ έ χο υ σιν ο ἱ παρ ό ν τ ε ς κατ ὰ τ ὴ ν ο ἰκε ί αν δ ύναμιν, κα ὶ ἀν ήρ, κα ὶ ν ήπιον, κα ὶ ἄλογα· ἀλλ ᾿ οἱ μ ὲ ν ἐῤῥ ωμεν έ σ τ ε ρ ο ν , ο ἱ δ ὲ ἀμυδρ ό τ ε ρ ο ν , πρ ὸ ς τ ὴ ν τ ῆ ς ἀκουσ τικ ῆ ς ἐν έργεια ν, κα ὶ ἔστι μεθεκ τ ὴ ἡ φων ή , κα ὶ ἀφ ᾿ ἑαυ τ ῆ ς ἀμ έ θεκ τ ο ς με ί νασα . 417 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 640Β-C: Ὁ γ ὰ ρ Θε ὸ ς ο ὐ πο ῦ , ἀλλ ὰ παν τ ὸ ς ἀσχ έ τ ω ς ἐπ έκεινα πο ῦ , ἐν ᾧ π ά ν τ ω ν τ ῶ ν σ ῳ ζομ έ ν ω ν ἡ ἵδρυσις ἔσται κατ ὰ τ ὸ γεγ ρ α μ μ έ ν ο ν Γενοῦ μοι εἰς Θεὸν ὑπερα σπισ τ ὴ ν καὶ εἰς τόπον ὀχυρ ὸ ν τοῦ σῶ σαί με · ο ὗ τινο ς πᾶ ς ὁ μ ὴ καθο τ ι ο ῦ ν μεθ έ ξω ν τ ῆ ς το ῦ ε ὖ ε ἶ ναι κατ ὰ τ ὴ ν σχ έ σιν δυν ά μ ε ω ς μ έλει σ ώμα το ς ἐοικ ὼ ς ἔσται
129
Ένα τρίτο εξίσου εναργές παράδειγμα(;) επιτρέπει να κατανοήσουμε βαθύτερα την έννοια της μεθ έ ξ ε ω ς , καθώς και τη συσχέτισή της με την ὁμοί ω σ ι ν : Ο Θεός είναι φως (και αυτό, κατά τον Ομολογητή, δεν είναι μια αλληγορία αλλά μια αλήθεια για την “ουσία” του Θεού)· και ως φως ο Θεός ενυπάρχει μέσα στους ενάρετους που περπατούν μέσα στο φως· έτσι γίνονται και οι ίδιοι φως και μετέχουν στο Θεό. Έχοντας οι άγιοι το κατὰ μέθε ξ ι ν φως, καταφθάνουν με την αγάπη τους στο Θεό και στο κατ’ οὐσία ν φως· αντίστοιχα ο Θεός, το κατ’ οὐσίαν φως, κατέρχεται με την αγάπη Του για τον άνθρωπο και στο κατὰ μέθ ε ξ ι ν φως. Άρα, ἐὰν οὖν ἐσμ ε ν κατὰ τὴν ἀρε τ ὴ ν καὶ τὴν γνῶσι ν ὡς ἐν φωτὶ τῷ Θεῷ, καὶ αὐτὸς ὁ Θεός, ὡς φῶς, ἐν φωτί ἐστι ν ἐν ἡμῖν . Με την ένωση Θεού και ανθρώπου, ο Θεός ενυπάρχει στο κατά μίμησιν φως, ως αρχέτυπον που εμφαίνεται μέσα στην εικόνα του 418. Έτσι, ο άνθρωπος που γίνεται μίμημα του Θεού και με τη βοήθειά Του επιτυγχάνει την ομοίωση με Αυτόν, ολοκληρώνει στο πρόσωπό του την κατ’ εικόνα δημιουργία. Η μέθ ε ξι ς ως ομοίωση προς το Θεό είναι προέκταση και ολοκλήρωση της μετοχής των πάντων στο Δημιουργό τους. Η μετοχή των όντων στο εἶναι σώζεται και τελειούται, μόνο αν γίνει κατά την παρούσα ζωή και μέθ ε ξι ς στο εὖ εἶναι, και κατά τα έσχατα μέθ ε ξι ς στο ἀεὶ εὖ εἶναι. Τα κτίσματα δεν μετέχουν στην ουσία του Θεού, στο τί είναι θεότης· μετέχουν όμως στο Θεό ως δημιουργό και εγγυητή της ύπαρξης των πάντων. Αυτές, συνεπώς, που είναι σίγουρα μεθεκτές είναι οι γενναιόδωρες μεταδόσεις Του, το ότι συνέχει, φυλάττει και δίνει ζωή στα πάντα. Διά της μετοχής των όντων στις Ενέργειες του Θεού, γνωρίζουν αυτά την ύπαρξη, οσαδήποτε υπήρξαν, υπάρχουν ή θα υπάρξουν 419. Ο Θεός είναι αυτοΰπαρξη, αντλεί το εἶναι αφ’ εαυτού. Τα κτίσματα όμως αντλούν το εἶναι κατά χάριν, μέσα από τη μετοχή τους στο Δημιουργό, και άρα υπάρχει γι’ αυτά και η δυνατότητα του μη-εἶναι . Το μη ον δεν είναι το αντίθετο του Θεού· δεν είναι καν το αντίθετο του όντος· το μη ον είναι αυτό που δεν μετέχει στην πηγή του κυρίως εἶναι 420. Αν τα όντα δεν υπερβούν τα όρια της απλής μετοχής στο εἶναι , αν δεν επιτύχουν τη σωτηρία μέσα από την μέθ ε ξί ν τους στο Θεό, βυθίζονται στο μηδέν. Την μέθ ε ξι ν στο Θεό ως ενέργεια του αγίου Πνεύματος προσφέρει κατά τη θεία Λειτουργία η μετάληψη των αχράντων μυστηρίων421. π ά μπαν ἀμοιρο ῦ ν τι τ ῆ ς κατ ὰ ψυχ ὴ ν ζω τικ ῆ ς ἐνεργ ε ί α ς . 418 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 284D-285A: Ἐπειδ ὴ π ά λιν λ έ γει ὁ ἅγιος Ἰω ά ννη ς Ὁ Θεὸς φῶ ς ἐστι , κα ὶ π ά λιν μετ’ ὀλί γα Ἐὰν ἐν τῷ φωτὶ περιπατ ῶ μ ε ν, ὡς αὐτό ς ἐστιν ἐν τῷ φωτί , πῶ ς κα ὶ φῶ ς ὁ α ὐ τ ὸ ς λ έ γε τ αι, κα ὶ ἐν τ ῷ φω τ ὶ ε ἶναι, ὡς ἄλλος ἐν ἄλλ ῳ; Ἀπόκρισι ς . Ὁ κατ’ ο ὐ σ ί αν ἀληθ ῶ ς φ ῶ ς ὑπ ά ρχ ω ν Θε ὸ ς ἐν το ῖ ς ἐν α ὐ τ ῷ δι ὰ τ ῶ ν ἀρετ ῶ ν περιπα τ ο ῦ σ ί ν ἐστιν, ἀληθ ῶ ς φ ῶ ς γενομ έ νοι ς . Ὥσπερ ο ὖν τ ὸ κατ ὰ μ έθεξιν φ ῶς, ὡς ο ἱ ἅ γιοι π ά ν τ ε ς δι ὰ φιλοθε ΐ αν ἐν τ ῷ κατ’ ο ὐσ ί αν γ ίνον τ α ι φω τ ί, ο ὕ τω τ ὸ κατ’ ο ὐσ ίαν ἐν τ ῷ κατ ὰ μ έ θεξιν φω τ ὶ δι ὰ φιλανθ ρ ω π ί α ν γ ί νε τ αι φ ῶς. Ἐ ὰ ν ο ὖν ἐσμεν κατ ὰ τ ὴν ἀρετ ὴ ν κα ὶ τ ὴ ν γν ῶ σιν ὡ ς ἐν φω τ ὶ τ ῷ Θε ῷ, κα ὶ α ὐ τ ὸ ς ὁ Θε ό ς, ὡς φ ῶ ς, ἐν φω τ ί ἐστιν ἐν ἡμ ῖν. Ὁ γ ὰ ρ φύ σει φῶ ς ὁ Θε ὸ ς ἐ ν τ ῷ μιμ ή σει γ ί νε τ α ι φω τ ί , ὡς ἐν ε ἰκ όνι ἀρχ έ τυ π ο ν. ῍Η μ ᾶλλον, φ ῶς ἐστιν ὁ Θε ὸ ς κα ὶ πατ ὴ ρ ἐν φω τ ί , δηλαδ ὴ τ ῷ Υἱῷ κα ὶ τ ῷ ἁγ ίῳ Πνε ύ μα τι, ο ὐκ ἄλλο κα ὶ ἄ λλο κα ὶ ἄλλο φ ῶ ς ὑπ ά ρχ ω ν, ἀλλ ὰ κατ’ ο ὐσ ί αν ἓν κα ὶ τ ὸ α ὐ τ ό, κατ ὰ τ ὸ ν τ ῆ ς ὑπ άρξ ε ω ς τρ ό πον τρισσοφ α έ ς . 419 Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείω ν Ὀνομάτ ω ν, PG 4, 221C, 404A-B: μεθεκ τ ὸ ς μ ὲ ν ο ὖ ν ὁ Θε ὸ ς κατ ὰ τ ὰ ς φιλοδ ώ ρου ς α ὐ το ῦ μετα δ ό σει ς· ἀμ έθεκ τ ο ς δ ὲ κατ ὰ τ ὸ α ὐ τ ὸ ν α ἴ τιον ὄντα, κα ὶ ὑπ ὲρ π ά ν τ α ἔχειν ἰδί ως, ὧν π ά ν τ α προσφ ό ρω ς μετ έ χει· (...) δι ὰ γ ὰ ρ τ ὸ συν έ χειν και ζωο ῦ ν κα ὶ φυλ ά τ τ ε ι ν λ έ γε τ α ι ἐν το ῖ ς π ᾶσιν ε ἶναι· ο ὐ δ ὲ ν δ ὲ τ ῶ ν ὄντω ν ἐστ ί, καθ ᾿ ὃ α ἴ τιον τ ῆ ς π ά ν τ ω ν παρα γ ω γ ῆ ς , ο ὐκ ἄν δ ὲ τ ὸ α ἴ τιον ἐκ τ ῶ ν α ἰ τια τ ῶ ν ε ἴη. Ο ὕ τω κα ὶ ἐντα ῦ θα, μεθεκ τ ὸ ς μ ὲ ν ὁ Θε ὸ ς καθ ᾿ ὃ π ά ν τ α τ ὰ ὄντα α ὐ το ῦ μετ έ χει, κα ὶ δι ᾿ α ὐ το ῦ συν έστ η κ ε· τ ὸ γ ὰ ρ αὐ το ῦ μ ὴ μετ έ χο ν ο ὔ τε ἔστιν, ο ὔ τε ἔσται, ο ὔ τε ἦν. ᾿Αμ έθεκ τ ο ς δ ὲ π άλιν, ἐπειδ ὴ τ ῆ ς αὐ το ῦ ο ὐ σ ί ας ο ὐ δ ὲ ν τ ῶ ν ὄντω ν μετ έ χ ει· ὑπ ὲ ρ τ ὰ ὄντα γ ὰ ρ ὁ Θε ὸ ς κατ ὰ τ ὴν ἰδ ίαν φ ύσιν . 420 Κεφάλαια περὶ ἀγάπη ς, PG 90, 1025 A-C. 421 Μυσταγ ω γία, PG 91, 704D.
130
6.5. Ὁμοίωσι ς. Ο άνθρωπος γίνεται όμοιος με το Θεό, όταν μιμηθεί με την ενέργειά του την αγαθότητα της θείας Πρόνοιας. Η ὁμοί ω σι ς απαιτεί την ενέργεια του ανθρώπου, ώστε αυτός να απολαύσει κατά το δυνατόν την ταύτιση με το Θεό. Δεν σώζει όμως τον άνθρωπο η δική του ενέργεια. Αμφότερα το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν είναι θεία δώρα. Και αυτό, διότι είναι διττός ο τρόπος της θείας γεννήσεως του ανθρώπου: σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο, παρέχεται στον γεννώμενο άνθρωπο ἡ τῆς υἱοθε σία ς χάρι ς ως δυνατότητα· σύμφωνα με τον δεύτερο, η χάρη της υιοθεσίας εισάγεται και πάλι από τον Θεό στον άνθρωπο ως ενεργητική μετάπλαση της ελεύθερης προαίρεσής του. Ο άνθρωπος συμβάλλει στην υιοθεσία με την πίστη και την επίγνωσή του, την έλλογη και ενεργή εμπιστοσύνη με την οποία αφήνεται στην αναγεννητική ενέργεια του Θεού422. Έχουμε με την πρώτη γέννηση το πνεύμα της υιοθεσίας, και αυτό είναι σπέρμα που μπορεί -καθὼ ς ἕκαστ ό ς ἐστι ν δεκτικό ς- να μας μορφοποιήσει ομοίους προς τον σπείραντα. Αν όμως δεν στρέψουμε ελεύθερα την ενέργειά μας προς Αυτόν, αμαρτάνουμε, καθιστώντας ανενεργή την εξ ύδατος και πνεύματος γέννησή μας. Στην καλή φύση του ανθρώπου -σύμφωνα με την κατ’ εικόνα δημιουργία του- πρέπει να προστεθεί και η ελεύθερη εκ μέρους του επιλογή των αρετών, ώστε να γίνει θεός ἐκ τοῦ Θεοῦ τὸ Θεὸς εἶναι λαμ β ά ν ω ν . Εν τέλει όμως και η αναβατική πορεία του ανθρώπου υποβαστάζεται από την επίσης έμφυτη οικειότητα προς τον Δημιουργό του. Μπορεί το κατ’ εικόνα να παρέχεται εξ ολοκλήρου στην ανθρώπινη φύση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ανθρώπινη προαίρεση παραμένει απολύτως αβοήθητη στην κίνησή της προς τη θεία ομοίωση. Η ενέργεια του Πνεύματος αναγεννά τον άνθρωπο και τον καθιστά πράγματι υιό Θεού και θεό. Η σωτηρία προϋποθέτει τη συνέργεια Θεού και ανθρώπου 423. Ενεργεί ο άνθρωπος την ομοίωση προς το Θεό, όταν καταστήσει και το σώμα του οικείο προς Αυτόν: Με τη δημιουργία του απαρτίζεται ο άνθρωπος από ψυχή και σώμα· τίθεται έτσι γι’ αυτόν ο στόχος να φτάσει στη θέωση της λογικής και νοεράς ψυχής του αλλά και του σώματός του· η πρώτη όντως υπάρχει ως εικόνα αυτού που τη δημιούργησε, και όταν στρέψει με απόλυτη αγάπη την έφεση και τη γνωστική της κίνηση προς Αυτόν, προσλαμβάνει το καθ’ ομοίωσιν. Παράλληλα, η ψυχή με την πρόνοιά της για το σώμα αλλά και την αγάπη της για τον πλησίον, οδηγεί και αυτό το σώμα -έλλογο μέσω των αρετών- στο Θεό. Έτσι, ό,τι είναι για την ψυχή ο Θεός, αποδεικνύεται και η ψυχή για το σώμα424. Η κίνηση της ὁμοι ώ σ ε ω ς εκφαίνεται ως γνώση και αρετή. Η αρετή, από τη μία, τείνει προς τη θεία ομοίωση, διότι μάχεται τη φύση με στόχο να μην υποδουλωθεί ο άνθρωπος στα κτίσματα. Η αληθινή γνώση, από την άλλη, τείνει προς τη θεία ομοίωση, διότι υπερβαίνει τα όρια αρχής και τέλους τα οποία τίθενται από τα κτίσματα. Με τη γνώση και αρετή διαφυλάσσουν οι άξιοι την ακλόνητη αγάπη προς το Θεό· σ’ αυτούς χαρίζεται δώρο παντοτινό το δικαίωμα παράστασης ενώπιόν Του, ώστε όποιος έφτασε στην ομοίωση μ’ Αυτόν, να γίνεται με την αγάπη επίμονος ικέτης Του 425. 6.6. Θέωσι ς. 422
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 609A και 280C-D: Διτ τ ὸ ς ἐν ἡμῖ ν τ ῆ ς ἐκ Θεο ῦ γενν ή σεω ς ὁ τρ ό πο ς · ὁ μ ὲ ν πᾶ σαν δυν ά μ ει παρο ῦ σαν το ῖ ς γενν ω μ έ ν οι ς διδο ὺ ς τ ὴν χ ά ριν τ ῆ ς υἱ οθεσ ί ας , ὁ δέ, κατ’ ἐν έ ργειαν ὅλην παρο ῦ σαν κα ὶ τ ὴ ν το ῦ γενν ω μ έ ν ου π ᾶσαν πρ ὸς τ ὸν γενν ῶ ν τ α Θε ὸ ν προα ί ρεσιν γνωμικ ῶ ς μετα πλ ά τ τ ο υ σ α ν ε ἰσ ά γ ω ν· κα ὶ ὁ μ ὲν κατ ὰ π ίστιν μ ό νην δυν ά μ ει παρο ῦ σαν τ ὴ ν χ ά ριν ἔχων, ὁ δ ὲ πρ ὸ ς τ ῇ π ίστει κα ὶ τ ὴν κατ’ ἐπ ίγνωσιν ἐ νεργ ο ῦ σαν ἐν τ ῷ ἐπεγνω κ ό τ ι τ ὴ ν το ῦ γνωσθ έ ν τ ο ς θειο τ ά τ η ν ὁμο ί ωσιν ἐμποι ῶν . 423 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 281Α-Β. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1345D: … κατ᾿ ε ἰ κ ό να Θεο ῦ κατ ᾿ ἀ ρχ ὰ ς γεγ ε ν ῆ σθαι τ ὸ ν ἄνθρω π ο ν, ἐπ ὶ τ ῷ π ά ν τ ω ς γεννη θ ῆ ν αι κατ ὰ προα ί ρεσιν πνε ύ μα τι, κα ὶ προσλαβ ε ῖ ν τ ὸ καθ ᾿ ὁμο ί ωσιν δι ὰ τ ῆ ς τηρ ή σε ω ς τ ῆ ς θε ίας ἐ ντολ ῆ ς α ὐ τ ῷ προσγε ν ό μ ε ν ο ν, ἵνα ᾗ ὁ α ὐ τ ὸ ς ἄνθρω πο ς πλ ά σμ α μ ὲν το ῦ κατ ὰ φ ύσιν, υ ἱὸς δ ὲ Θεο ῦ κα ὶ Θε ὸ ς δι ὰ Πνε ύ μα τ ο ς κατ ὰ χ ά ριν . 424 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1092B-C. 425 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1140A-B.
131
Η κίνηση του ανθρώπου ολοκληρώνεται και τελειούται ως θέω σί ς του. Ανάμεσα στους όρους με τους οποίους ο Μάξιμος περιγράφει την κίνηση του τελειωθέντος ανθρώπου εντός της Βασιλείας, ο όρος θέω σι ς έχει βαρύνουσα σημασία, διότι συμπυκνώνει το νόημα της σύνολης πορείας του ανθρώπου. Το να γίνει ο άνθρωπος θεός είναι το προεπιν ο ύ μ ε ν ο ν τέλ ο ς της δημιουργίας· ακριβώς γι’ αυτό μας δημιούργησε ο Θεός: για να γίνουμε κοινωνοί θείας φύσεως, μέτοχοι της αϊδιότητός Του και όμοιοί Του κατὰ τὴν ἐκ χάριτ ο ς θέωσι ν. Με σκοπό τη θέωση δημιουργήθηκαν και συνεχίζουν να υπάρχουν τα όντα· για τον ίδιο λόγο καὶ ἡ τῶν μὴ ὄντ ω ν παραγ ωγ ὴ καὶ γένε σι ς 426! Επιπλέον, για τη θέωση του ανθρώπου ο Υιός του Θεού γίνεται τέλειος άνθρωπος. Όροι και ενέργειες όπως ἀποκατά σ τ α σ ι ς, ἕνω σι ς, ταυτό τ η ς, περιχ ώ ρ η σ ι ς, μέθ ε ξ ι ς, ὁμοί ω σ ι ς, σωτη ρ ί α, πληρούνται νοηματικά και πραγματικά μόνο για το λόγο ότι ταυτίζονται με την θέω σι ν. Η θέω σι ς συμπυκνώνει το ὑπὲρ λό γον μυστή ρ ι ο ν , τη σκανδαλώδη ἔκστα σι ν φύσε ω ς : οι άνθρωποι (και μαζί τους όλη η κτίση) γίνονται κατά τα έσχατα αυτό που δεν είναι και αυτό που δεν θα μπορούσαν από μόνοι τους να γίνουν: κατὰ χάριν θεοί. Μόνης γὰρ τῆς θείας χάριτ ο ς ἴδιον τοῦτ ο πέφυκεν εἶναι, τὸ ἀναλ όγ ω ς τοῖς οὖσι χαρίζ ε σ θ α ι θέωσι ν, καὶ λαμπρυν ο ύ σ η ς τὴν φύσιν τῷ ὑπὲρ φύσιν φωτὶ καὶ τῶν οἰκεί ω ν ὅρω ν αὐτὴν ὑπεράν ω κατὰ τὴν ὑπερ β ο λ ὴ ν τῆς δόξη ς ποιουμ έ ν η ς 427. Ο νόμος της χάριτος γίνεται ὑπὲρ φύσιν λόγος, μεταπλάθει τη φύση ώστε να θεωθεί· εικονίζει εντός της φύσεως ως κατόπτρου το Αρχέτυπο που κείται ὑπὲρ φύσιν , και το οποίο παρέχει στη φύση την αιώνια αγαθή ύπαρξη428. Η θέωσι ς , λοιπόν, των αξίων είναι έργο της χάριτος. Το άγιο Πνεύμα χαρίζει στους αξίους την τελειότητα της θεώσεως ως κορύφωση της πορείας τους που ευθύς εξαρχής πληρούται από την παρουσία Του: αρχικά το Πνεύμα προσφέρει το φόβο Θεού, την ευσέβεια και τη γνώση, παρέχοντας έτσι στους αξίους την κάθαρση· στη συνέχεια, τους πλουτίζει με το φως της γνώσης, καθώς και με την αναγκαία ισχύ, θέληση και σύνεση, ώστε να δε χτούν ως δώρο τον φωτισμό της αιτίας των όντων· τέλος, τους χαρίζει την πάμφωτη, απλή και ολοσχερή σοφία. Με τη χάρη του Πνεύματος αποκτούν οι άξιοι τα ιδιώματα της θείας αγαθότητας και γνωρίζονται μόνον από αυτά· η γνώση του εαυτού τους ταυτίζεται με τη γνώση του Θεού, γνωρίζουν το Θεό μέσα τους, και τον εαυτό τους μέσα στο Θεό· κανένα διάμεσο/διατείχισμα δεν τους χωρίζει από Αυτόν429. Η χάρις του Πνεύματος, όμως, προϋποθέτει αφενός τη φυσική κίνηση του ανθρώπου, αφετέρου τη συμμετοχή του: οὐ γὰρ γεννᾷ γνώμη ν τὸ Πνεῦμα μὴ θέλ ου σα ν, ἀλλὰ βουλ ο μ έ ν η ν μεταπλά τ τ ε ι πρὸς θέω σι ν . Η συνεργία του ανθρώπου εκφράζεται ως ελεύθερη επιλογή της αρετής και γνώσης που αποκαθιστούν τη φύση στην τελειότητα της δημιουργίας της. Αυτές μαζί με την ειρήνη γίνονται το μέσον και η έκφανση 426
Κεφάλαια διάφο ρ α..., PG 90, 1193C-D. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 321A. 428 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 725D-728A: Ὁ δ ὲ τ ῆ ς χ ά ρι τ ο ς ν ό μος ὑπ ὲ ρ φ ύσιν καθ έ σ τ η κ ε λό γος, πρ ὸ ς θ έ ωσιν ἀ τρ έ π τ ω ς τ ὴ ν φ ύσιν μετ απ λ ά τ τ ω ν κα ὶ ὡς ἐν ε ἰκ όνι δεικν ὺ ς ἀ κατ αλ ή π τ ω ς τ ῇ φ ύ σει τ ῶ ν ἀνθρ ώ πω ν τ ὸ ὑπ ὲρ ο ὐσ ίαν κα ὶ φ ύσιν ἀρχ έ τυ π ο ν κα ὶ τ ὴ ν το ῦ ἀ εὶ ε ὖ ε ἶ ναι διαμον ὴ ν παρεχ ό μ εν ο ς . 429 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 673C-D: Τὴν μ ὲ ν ο ὖ ν κ ά θαρσιν το ῖ ς ἀξ ίοις τ ῆ ς τ ῶ ν ἀρετ ῶ ν καθαρ ό τ η τ ο ς δι ὰ φ ό βου κα ὶ ε ὐ σεβε ί ας κα ὶ γν ώ σεω ς ποιε ῖ ται τ ὸ Πνε ῦμα τ ὸ ἅγιον, τ ὸν δ ὲ φω τισμ ὸ ν τ ῆ ς τ ῶ ν ὄντω ν καθ’ ο ὓ ς ὑπ ά ρχ ουσι λ όγου ς γεν έ σε ω ς δι’ ἰσχ ύος κα ὶ βουλ ῆ ς κα ὶ συν έ σεω ς δωρε ῖ τ α ι το ῖ ς ἀξ ίοις φω τ ό ς, τ ὴ ν δ ὲ τελει ό τ η τ α δι ὰ τ ῆ ς παμφαο ῦ ς κα ὶ ἁπλ ῆς κα ὶ ὁλοσχε ρ ο ῦ ς σοφ ί ας χαρ ί ζε τ α ι το ῖ ς ἀξ ίοις θε ώσεω ς , πρ ὸ ς τ ὴ ν τ ῶ ν ὄντω ν α ἰ τ ίαν ἀ μ έ σω ς α ὐ το ὺ ς ἀν ά γω ν κατ ὰ π ά ν τ α τρ ό πον, ὡς ἔστιν ἀνθρ ώ π ῳ δυνα τ ό ν, ἐκ μ όνων τ ῶν θε ί ων τ ῆ ς ἀ γαθ ό τ η τ ο ς ἰδιωμ ά τ ω ν γνω ρι ζ ο μ έ ν ο υ ς · καθ’ ἣν ἐκ Θεο ῦ μ ὲν ἑαυ το ύ ς, ἐξ ἑ αυτ ῶ ν δ ὲ γιν ώ σκον τ ε ς τ ὸ ν Θε ό ν, ο ὐ κ ὄντο ς τιν ὸ ς μ έσου δια τ ει χ ί ζο ν τ ο ς · σοφ ίας γ ὰ ρ πρ ὸ ς Θε ὸ ν μ έ σον ο ὐ δ έ ν… 427
132
της θεώσεως: η γνώση προσεγγίζει την αλήθεια και παρέχει διαρκή πείρα του Θεού, η αγάπη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μετάσχει στη θεία τερπνότητα, η ειρήνη οδηγεί τους αξίους σε πάθος όμοιο με το θείο πάθος 430. Φύση, ελευθερία και χάρις συνεπικουρούν το μυστήριο της θεώ σ ε ω ς άμεσα συνδεμένο με το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού 431. Η θέωση του ανθρώπου ήτανε και είναι για πάντα το θέλημα του Πατρός, τὸ πρὸ πάντ ω ν μὲν τῶν αἰών ω ν προω ρ ι σ μ έ ν ο ν, ἐπ’ ἐσχάτ ω ν δὲ τῶν χρό ν ω ν ἐπιτε λ ε σ θ ὲ ν τῆς σωτη ρ ί α ς ἡμῶν μυστ ή ρ ι ο ν 432. Η ἐνσω μ ά τ ω σ ι ς τοῦ Λόγου διχοτομεί τους αιώνες. Οι αιώνες τους οποίους η θεία πρόθεση είχε προορίσει ώστε να εκπληρώσουν την ενανθρώπηση, βρήκαν στην εποχή μας το τέλος τους. Οι ερχόμενοι αιώνες προορίζονται μάλλον στο να επιτευχθεί η μυστική θέωση του ανθρώπου. Σ’ αυτούς τους αιώνες θα αποκαλυφθεί ο πλούτος της χρηστότητος του Θεού: η θέωση των αξίων είναι δική Του και τέλεια ενέργεια. Και αφού η μυστική ενέργεια της ενανθρωπήσεως έλαβε ήδη πέρας με την ομοίωση του Θεού προς τον άνθρωπο, πέρας θα λάβει οπωσδήποτε και η μυστική ενέργεια της ομοίωσης του ανθρώπου προς το Θεό. Ο Θεός έγινε άνθρωπος χωρίς την αμαρτία, και ο άνθρωπος θα γίνει θεός χωρίς όμως να ταυτίσει την ουσία του με αυτή του Θεού. Οι αιώνες, λοιπόν, διακρίνονται σε αυτούς που υπηρέτησαν την κατάβαση του Θεού, και σε αυτούς που υπηρετούν την ανάβαση του ανθρώπου. Και επειδή αρχή και μέσον και τέλος των αιώνων είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εύλογα θα λέγαμε -με τη συνδρομή της πίστεως- πως σ’ εμάς επήλθε το τέλος των αιώνων. Και αυτό δεν είναι άλλο ειμή η κατὰ χάριν θέωσι ς των αξίων, η οποία τώρα μας παρέχεται ως δυνατότητα, και κατά τα έσχατα ως πραγμάτωση433. Η ενανθρώπηση μας αποκαλύπτει και τον τρόπο της θεώσεως. Ο Θεός κινήθηκε προς εμάς και έγινε άνθρωπος τέλειος, χωρίς να υποστεί καμιά μεταβολή και χωρίς να υποταχθεί σε τοπικές διαστάσεις. Ο άνθρωπος θεώνεται χωρίς να χάσει τίποτε από τη φύση του. Η τελειότητα των δύο ετεροτήτων παραμένει αλώβητη. Οὕτω λύει τοὺς νόμ ου ς τῆς φύσε ω ς, ὑπὲρ φύσιν ἐν τοῖς κατὰ φύσιν τῇ φύσει χρώ μ ε ν ο ς , ὁ Θεός 434. Όλες οι κινήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε, η ἀποκατά σ τ α σι ς και η ἀνάστ α σι ς, η ἀπόλαυσι ς, η ἕνω σι ς και η περιχ ώ ρ η σ ι ς, η μέθ ε ξι ς και η ὁμοί ω σ ι ς, η θέω σι ς πραγματώνονται πέρα από το χώρο και χρόνο: εντός της Βασιλείας του Θεού. Και ὄνο μ α τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρ ὸ ς οὐσιω δ ῶ ς ὑφεστ ώ ς ἐστι ν ὁ μον ογ ε ν ὴ ς Υἱὸς καὶ βασι λ ε ί α τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸ ς οὐσιω δ ῶ ς ἐστιν ὑφεστ ῶ σ α τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον 435. 430
Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 280D. Μυσταγω γία, PG 91, 680B-C. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 380Α-Β. 432 Εἰς τὴν προσ ευχ ὴ ν τοῦ Πάτε ρ ἡμῶ ν..., PG 90, 873C-D. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 681C-D. 433 Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 317D-320A. 434 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1280B: Οὕ τω τε κ ά τ ω πρ ὸ ς ἡμ ᾶ ς α ὐ τ ὸ ς κινηθε ὶ ς ἀ ληθ ῶ ς τ ῇ καθ ᾿ ἡμ ᾶ ς ἐκφ ά νσει ἄνθρω πο ς γ έ γον ε τ έ λειο ς , μ ὴ κινηθε ὶ ς ἑαυτο ῦ τ ὸ παρ ά π α ν κα ὶ τ ῆ ς ἐν τ ό π ῳ περιγ ρ α φ ῆ ς μηδαμ ῶ ς πε ῖ ραν λαβ ώ ν, κα ὶ ἡμ ᾶ ς ἐθ έωσε τελε ί ω ς , μηδ ὲ ν ἡμῶ ν τ ῆ ς φ ύ σεω ς παν τ ά π α σι κατ ᾿ ἀλλο ί ωσιν ὑφελ όμενο ς , ὅλον τε δο ὺ ς ἀνελλιπ ῶ ς ἑ αυτ ὸ ν κα ὶ ὅλον κατ ὰ τ ὴ ν ἄφρασ τ ο ν κα ὶ ἀλ ώ βη τ ο ν ἕνωσιν πλ ήρη τ ὸ ν ἄνθρω πο ν ε ἰληφ ὼ ς οὐ δ ὲ ν τ ῆ ς κατ ᾿ ἕ τερο ν ἐμε ί ωσε τελει ό τ η τ ο ς , κα ὶ ἔστιν ἀληθ ῶ ς ὅλος Θε ὸς ὁ α ὐ τ ό ς, κα ὶ ὅλος ἄ νθρω πο ς ὁ α ὐ τ ό ς, τ ῇ κατ ᾿ ἄμφω τ ῶ ν ἐν ο ἷ ς ἀληθ ῶ ς ἐστι τελει ό τ η τ ι μαρ τ υ ρ ῶ ν ἑ αυτ ῷ τ ὸ κατ ᾿ ἄμφω ἄ τρεπ τ ό ν τε κα ὶ ἀναλλο ί ω τ τ ο ν . Ο ὕ τω λ ύει το ὺ ς ν όμου ς τ ῆ ς φύ σεω ς, ὑπ ὲ ρ φ ύ σιν ἐν το ῖ ς κατ ὰ φ ύσιν τ ῇ φ ύσει χρ ώ μενο ς , ὁ Θε ός . 435 Εἰς τὴν προσ ευχ ὴ ν τοῦ Πάτε ρ ἡμῶ ν..., PG 90, 884A-C: Πάτερ ἡμῶ ν ὁ ἐν τοῖς οὐρα ν ο ῖ ς, ἁγιασθ ή τ ω τὸ ὄνομ ά σου· ἐλθ έ τ ω ἡ βασι λ ε ί α σου . Εὐθ ὺ ς καθηκ ό ν τ ω ς θεολο γ ί α ς ἐν το ύ τοι ς ἀπ ά ρξ ασθαι διδ ά σκ ει το ὺ ς προσευ χ ο μ έ ν ου ς ὁ Κύριος κα ὶ τ ὴν π ῶς ὕπαρξιν τ ῆς τ ῶ ν ὄντω ν ποιη τικ ῆ ς α ἰ τ ί ας μυστα γ ω γ ε ῖ , κατ’ ο ὐσ ίαν τ ῶ ν ὄντω ν α ἴτιο ς ὤν· Πατρ ὸ ς γ ὰ ρ κα ὶ ὀνό ματ ο ς Πατρ ὸ ς κα ὶ βασιλε ί α ς Πατρ ὸ ς δ ήλωσιν ἔχει τ ῆ ς προσευ χ ῆ ς τ ὰ ῥητ ά, ἵν’ ἀπ’ αὐ τ ῆ ς διδαχθ ῶ με ν τ ῆ ς ἀρχ ῆ ς τ ὴ ν μοναδικ ὴ ν σ έβειν τρι ά δ α ἐπικαλε ῖσθα ί τε κα ὶ προσκυν ε ῖ ν· ὄνομα γ ὰ ρ το ῦ Θεο ῦ κα ὶ Πατρ ὸ ς ο ὐσιωδ ῶ ς ὑφεστ ώ ς ἐστιν ὁ μονογ ε ν ὴ ς Υἱὸς κα ὶ βασιλε ί α το ῦ Θεο ῦ κα ὶ Πατρ ὸ ς ο ὐσιωδ ῶ ς ἐστιν ὑφεστ ῶ σα τ ὸ Πνε ῦμα τ ὸ ἅγιον· ὃ γ ὰ ρ 431
133
7. Συμπερασματικά. 1. Η πορεία του ανθρώπου και της φύσης προς τα έσχατα αρχίζει από την παρούσα ζωή. Εικόνες και ανακλάσεις των αρχετύπων πραγμάτων, κάποια φανερώματα της αλήθειας, μπορεί και στο παρόν να προσεγγίσει ο άνθρωπος. 2. Τα τέλη της πορείας προς τη γνώση και αρετή είναι απαρχές αλληλοδιαδόχως εγγυτέρων προσεγγίσεων του Θεού. Και αυτό δεν συμβαίνει καθόλου για το λόγο ότι αφ’ εαυτού ο άνθρωπος έχει ανεξάντλητες δυνατότητες, αλλά μόνον για το λόγο ότι είναι ανεξάντλητες οι ευεργετικές κινήσεις του Θεού προς αυτόν. 3. Κατά την ογδόη ημέρα, την ημέρα της θεώσεως, τα πάντα, σύμφωνα με τη μία αιτιώδη αρχή τους, θα συνενωθούν (χωρίς να συμφυρθούν αδιακρίτως) σε μία ολική σχέση προστάτρια αδιάλυτης συμφυΐας. Ακρογωνιαίος λίθος της σύμπνοιας των πάντων είναι ο Χριστός. Κι ο άνθρωπος συνεργεί στην ενοποίηση με τη δική του αγάπη. 4. Η πρόσληψη του κόσμου, η διά του Χριστού ανθρωποποίηση και θέωση της κτίσης, είναι το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, το οποίο λαμβάνει χώρα εντός της Εκκλησίας ταυτισμένο με αυτήν. Η Ευχαριστία φέρνει τα έσχατα στο παρόν, καθώς πληροί τον άνθρωπο με την παρουσία του Θεού. Η θεία Ευχαριστία είναι λειτουργική κί νησι ς , και οδηγεί το σώμα της Εκκλησίας στη Βασιλεία του Θεού. 5. Όταν τα όντα συναντήσουν το θέλημά Του, περατώνουν τον οντικό τρόπο ύπαρξής τους, και υπάρχουν με τον τρόπο της ακινησίας και αφθαρσίας, τρόπο που τους διασφαλίζει η ένωση με το Θεό. Η υπέρβαση των διαστάσεων της κινήσε ω ς , του χρόνου και χώρου, των οὐκ ἄνευ της φύσης, ταυτίζεται με την επίτευξη της απάθειας και αφθαρσίας. 6. Η αφθαρσία της φύσης κατά τα έσχατα (αφθαρσία και του σώματος) είναι δώρο του Θεού. Και η αθανασία είναι το επιστέγασμα της μετάβασης από τη διαλυόμενη ζωή ενός κόσμου ρέοντος στην απαρασάλευτη ζωή της νοητής σταθερότητας. Η φύση κινείται όχι απλώς προς την αποκατάστασή της στην προπτωτική κατάσταση, αλλά προς την ανάστασή της. 7. Αποκορύφωμα των κινήσε ω ν με τις οποίες ο άνθρωπος περικυκλώνει το Θεό, είναι η υπερβάλλουσα ερωτική ζέση του, η οποία στρέφεται προς το θείο κάλλος και στοχεύει στην πρόσωπο προς πρόσωπο απόλαυση του Κυρίου. 8. Στη Βασιλεία του Θεού η κίνησι ς του ανθρώπου και της κτίσης δεν καταργείται αλλά συμφιλιώνεται με την ακινησία, στο πλαίσιο της ενότητος των πάντων· παύει να υπάρχει με τον τρόπο των διασπασμένων και αλληλοσυγκρουομένων όντων και υπάρχει με τον τρόπο των ουρανίων δυνάμεων που κινούνται ακαταπαύστως υμνώντας το Θεό εμμένοντας εντός Του. Η ανακαινισμένη, αδιάστατη και τελε ι ω μ έ ν η κίνησι ς είναι η στάσι μ ο ς κίνησι ς και ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς. Ο τρόπος ύπαρξης της φυσικής κίνησης κατά τα έσχατα, όταν η φύση εγκαταλείψει τον παρόντα κόσμο και προσληφθεί από το Θεό, περιγράφεται και με τον όρο στάσι μ ο ς ταυτοκιν η σ ί α. 9. Η πρωταρχική κίνηση που ενεργοποιεί την σωτηριώδη κίνησιν του ανθρώπου σε όλες τις εκφάνσεις της (τελε ί ω σ ι ς, περιχ ώ ρ η σ ι ς, ἀεικίνη τ ο ς στάσι ς, ἀπόλαυσι ς, μέθ ε ξ ι ς, ὁμοί ω σ ι ς, θέω σι ς...) ανήκει στο Θεό. Αυτός κινείται προς τα πλάσματά Του και καθιστά δυνατή και τη δική τους ὑπὲρ φύσιν κίνηση επιστροφής. 10. Ο άνθρωπος απολαμβάνει την ἕνω σι ν με το Θεό· αυτή δεν είναι μόνο ένωση με την ἐ ντα ῦ θα Ματθα ῖ ο ς φησ ὶ βασιλε ί αν, ἀλλαχο ῦ τ ῶ ν ε ὐαγγ ε λισ τ ῶ ν ἕτερο ς Πνε ῦμα κ έκληκε ν ἅ γιον, φ ά σκω ν· Ἐλθ έ τ ω σου τ ὸ Πνε ῦ μα τ ὸ ἅγιον κα ὶ καθαρισ ά τ ω ἡμ ᾶς· ο ὐ γ ὰ ρ ἐπ ίκτη τ ο ν ὁ Πατ ὴ ρ ἔ χει τ ὸ ὄ νομα, ο ὔ τε μ ὴ ν ὡς ἀξ ίαν ἐπιθεω ρ ο υ μ έ ν η ν α ὐ τ ῷ νοο ῦ μεν τ ὴ ν βασιλε ί αν· ο ὐ κ ἦρκται γ ὰ ρ το ῦ ε ἶναι, ἵνα κα ὶ το ῦ Πατ ὴ ρ ἢ βασιλε ὺ ς ε ἶναι ἄρξητ αι, ἀλλ’ ἀ εὶ ὤ ν, ἀ εὶ κα ὶ Πατ ή ρ ἐστι κα ὶ βασιλε ύ ς, μ ή τε το ῦ ε ἶναι, μ ή τε το ῦ Πατ ὴ ρ ἢ βασιλε ὺ ς ε ἶ ναι τ ὸ παρ ά π α ν ἠργμ έ νο ς . Εἰ δ ὲ ἀε ὶ ὤν, ἀε ὶ κα ὶ Πατ ή ρ ἐστι κα ὶ βασιλε ύ ς, ἀε ὶ ἄρα κα ὶ ὁ Υἱὸς κα ὶ τ ὸ Πνε ῦ μα τ ὸ ἅ γιον ο ὐσιωδ ῶ ς τ ῷ Πατρ ὶ συνυφεσ τ ή κασιν, ἐξ α ὐ το ῦ τ ὲ ὄντα κα ὶ ἐ ν αὐ τ ῷ φυσικ ῶ ς ὑπ ὲ ρ α ἰ τ ί αν κα ὶ λ ό γον, ἀλλ’ ο ὐ μετ’ α ὐ τ ὸ ν γεν ό μεν α δι’ α ἰ τ ίαν ὕστερ ο ν· ἡ γ ὰ ρ σχ έ σις συνενδ ε ί ξ ε ω ς κ έκτη τ α ι δ ύ ναμιν, τ ὰ ὧν ἐστ ί τε κα ὶ λ έγε τ αι σχ έσις, μετ’ ἄ λληλα θεω ρ ε ῖ σθαι μ ὴ συγχ ω ρ ο ῦ σα .
134
αγία Τριάδα αλλά και μετοχή στην ενότητα εντός της Τριάδος. Η περιχ ώ ρ η σ ι ς είναι κίνηση διττή: ο Θεός καταρχήν κινείται με αγάπη προς τον άνθρωπο και κατακλύζει ολόκληρη την ύπαρξή του· ο άνθρωπος κατόπιν, πλήρης Θεού πλέον, κινείται αντίστοιχα προς το Θεό. Το αποτέλεσμα της διπλής κινήσε ω ς είναι η άνευ συγχύσεως ένωση ανθρώπου και Θεού, η ταυτό τ η ς τους. Η μέθ ε ξ ι ς είναι προέκταση και ολοκλήρωση της μετοχής των πάντων στο Δημιουργό τους. Η ενέργεια του αγίου Πνεύματος, η χάρι ς , δωρίζει στον άνθρωπο την ὁμοί ω σι ν προς το Θεό. Η κίνησι ς του ανθρώπου προς το Θεό ολοκληρώνεται και τελειούται ως θέωσί ς του.
135
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ : ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣ-ΚΑTAΛΗΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΕΙΣ 1. Εισαγωγικά. Γενική βιβλιογραφική κρίση Πολλές και αξιόλογες μελέτες αναφέρονται στην κεντρική θέση που έχει η έννοια της κινήσε ω ς στη θεολογία του Μαξίμου. Οι περισσότεροι μελετητές εντοπίζουν τον κοσμολογικό ρόλο της κινήσεως, τονίζουν ότι η κίνηση ή το γίγνεσθαι αποτελεί συστατικό στοιχείο του κτιστού. Κάποιοι αναφέρονται και στο τέλος της κινήσεως, τη σωτηρία της κτίσης κατά τα έσχατα. Πρέπει, όμως, κατά πρώτο λόγο να επισημάνουμε ότι καμία μελέτη δεν παρακολουθεί την κίνηση στην πληρότητα της διαδρομής της. Στην προκείμενη εργασία τονίζεται ότι αφετηριακή κίνηση είναι η δημιουργική ενέργεια του τριαδικού Θεού, συνέχεια της οποίας αποτελεί η κοσμολογική και ανθρωπολογική κίνηση· επισημαίνεται ότι η προνοιακή θεία κίνηση εγγυάται αδιαλείπτως ως εδραίο κίνητρο την ενδοκοσμική κίνηση· αξιοποιείται η έννοια του τρόπου της κινήσεως, σε αντίθεση με την κίνηση ως φυσικό συστατικό των κτιστών όντων, για την κατανόηση της εκτροπής του ανθρώπου από την πορεία προς το Θεό· συσχετίζεται η ενανθρώπηση του Λόγου, ως κίνηση του Θεού προς τον κόσμο, με την κίνηση του ανθρώπου προς την Αιτία και Αρχή της δικής του κινήσεως, ως κίνηση επιστροφής· αναλύεται η γνωστική κίνηση του ανθρώπου προς τα όντα, η κίνηση συναγωγής των πολλών στο εν, ως επίτευγμα -θεία χάριτι- ταύτισης του λόγου της κοσμικής κίνησης με τον σωτηριώδη προορισμό του κόσμου· προσεγγίζονται οι δυνάμεις της ψυχής (αἴσθησι ς, λόγο ς, νοῦς ) ως πηγές μίας ενιαίας κίνησης προς την αλήθεια· ερμηνεύεται η ανθρώπινη κίνηση ως κίνηση μιμήσεως του Δημιουργού εκ μέρους ενός δημιουργήματος πλασμένου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του· κατανοούνται οι αρετές ως κινήσεις ανταπόκρισης στην ελκτική-ερωτική θεία κίνηση· παρουσιάζεται η εκθεωτική τελείωση της κινήσεως ως κατάληξη, μα όχι κατάργηση, της φυσικής κινήσεως του σύνολου κόσμου· ταυτίζονται, τέλος, οι έννοιες της ενώσεως, ομοιώσεως, μεθέξεως και θεώσεως με την στάσι μ ο ν ταυτοκι νησίαν στους κόλπους της θείας αγάπης. Ιχνηλατούμε, λοιπόν, πρωτίστως τη συνέχεια που διέπει την κί νησιν προσέχοντας τον νουν στη βαθύτερη ενότητα της μαξιμικής θεολογίας. Υποτιμημένη, κατά δεύτερο λόγο, συναντάται σχεδόν στο σύνολο των μελετών η αναφορά στις διαστάσεις της κινήσεως, το χρόνο και το χώρο. Αγνοείται η ουσιώδης σύνδεσή τους με τα κινούμενα όντα, η σχετικότητά τους, η βαθύτερη ενότητά τους, ο ρόλος τους στην πορεία του ανθρώπου και της κτίσης, αλλά και η ριζική τους ανακαίνιση εντός της υπεραιωνίου και άτοπης Βασιλείας του Θεού. Θεωρούμε πως η αποσπασματική διερεύνηση της βαρύνουσας έννοιας της κινήσεως, αλλά και η υποτιμημένη αναφορά στις διαστάσεις της, το χώρο και χρόνο, οφείλεται στο ότι οι μελετητές του Μαξίμου τον προσεγγίζουν με πλείστα άλλα αξιόλογα εφόδια, στερούμενοι όμως το βάθος της αριστοτελικής γνώσης που ο ίδιος διέθετε. Μολονότι είναι κοινός τόπος της έρευνας πως ο Μάξιμος είναι ο αριστοτελικότερος των Πατέρων, ανολοκλήρωτες είναι οι προσπάθειες να προχωρήσουμε προς τη διδασκαλία του και μέσα από τα αριστοτελικά μονοπάτια που ο ίδιος είχε διανοίξει, διανύσει και προσπεράσει. Σήμερα, βέβαια, εγκλωβισμένοι στο δυτικό επιστημολογικό παράδειγμα, κύρια συνιστώσα του οποίου είναι η χρησιμοθηρική θεώρηση της αντικειμενοποιημένης γνώσης, είναι εγγενώς αδύνατο να αποκτήσουμε τη αριστοτελική γνώση την οποία διέθεταν πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας, κατεξοχήν ο Μάξιμος (οι Πατέρες ήταν κοινωνοί μιας αδιάκοπης παράδοσης μαθητείας στο φιλόσοφο, η οποία διαπότιζε και διαμόρφωνε τη σύνολη θεωρητική σκέψη). Επιχειρώντας παρ’ όλ’ αυτά να διατρέξουμε και τα αριστοτελικά μονοπάτια που ιχνηλατούνται στη σκέψη του Ομολογητού, δεν ισχυριζόμαστε πως διαθέτουμε την αναγκαία σε βάθος γνώση του Αριστοτέλη. Παραμένει και αυτή ένα από τα ζητούμενα της εντρύφησης στα έργα του μεγάλου σοφού της αρχαιότητας και του θεόπνευστου εκκλησιαστικού Πατρός.
136
2. Πρόσληψη. Η αριστοτελική θεωρία της φύσε ω ς και κινήσε ω ς προσφέρεται καταρχάς ως δυνατότητα, ως πλαίσιο λογικής πρόσβασης στην πραγματικότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της χιλιετίας που μεσολαβεί ανάμεσα στον Αριστοτέλη και το Μάξιμο, η αριστοτελική θεώρηση της κινήσε ω ς προσλαμβάνεται από τη σύνολη φιλοσοφική-θεολογική παράδοση και ενεργοποιείται στις ευρείες δομές της. Έτσι, προϋπάρχουν του Ομολογητού ποικίλες στην έκτασή τους και τη βαρύτητά τους σχολιαστικές εργασίες, υπομνήματα και παραφράσεις, επανερμηνείες, ανασυνθέσεις, επιλεκτικές αναγνώσεις, πολύτροπες προσλήψεις αλλά και παραναγνώσεις -συνειδητές ή μη- της αριστοτελικής θεωρίας από διανοητές που τοποθετούνται σε ένα ευρύτατο φάσμα θεωρητικών ενδιαφερόντων αλλά και πρακτικών επιδιώξεων. Το μείζον πάντως είναι ότι αυτή η φιλοσοφική-θεολογική παράδοση της σκέψης και του λόγου δεν αναπαράγει την αριστοτελική διδασκαλία ως μία δεδομένη και ανενεργή γνώση, δεν την αντιμετωπίζει ως επιστημονικό αντικείμενο (φιλολογικό, ιστορικοφιλοσοφικό, ...), δεν διαβλέπει σ’ αυτήν ένα αντικειμενικό κλειστό σύστημα μιας θεμελιωμένης επιστήμης με την έννοια που έχει σήμερα ο όρος Φυσική, ούτε την εφαρμόζει στην πραγματικότητα ως ένα άκαμπτο εργαλείο. Αλλά κατά τη διάρκεια των αιώνων που μεσολαβούν ανάμεσα στον Αριστοτέλη και το Μάξιμο η συνεχής ενασχόληση με τις πραγματείες του πρώτου είτε στη σύγκρασή της με φιλοσοφικά ρεύματα (πχ. νεοπλατωνισμός) είτε στη διαπλοκή της με θεολογικές ερμηνείες, συνθέτει τελικά ένα αφομοιωμένο και εναργή αριστοτελισμό, κοινόχρηστο αδιακρίτως φιλοσοφικών και θεολογικών προθέσεων. Ο αριστοτελισμός, ως γλώσσα της φιλοσοφίας, ενσωματώνει στη διαχρονία του και συμπαρασύρει ποικίλα προσλήμματα όχι ως ετερόκλητα και φερτά υλικά αλλά ως αφομοιωμένα στοιχεία της ζωτικότητάς του. Στα όρια αυτής της παράδοσης η αριστοτελική σκέψη δεν μεταβάλλεται σε απολιθωμένο αντικείμενο εργαστηριακής μελέτης, αλλά ενεργοποιείται πολλαχώς και ως εύχρηστο εργαλείο λογικής πρόσβασης στη φύση και την πραγματικότητα (όπως αυτές εκφαίνονταν και βιώνονταν στο εκάστοτε παρόν), και συγχρόνως ως -εύπλαστο καθαυτό- εφαλτήριο αναδόμησης και διόγκωσης του θεωρητικού αποθέματος. Αυτόν τον διάχυτο και κοινόχρηστο, ευέλικτο και εύχρηστο (και όμως καθόλου νόθο) Αριστοτέλη έχει στη διάθεσή του και ο Ομολογητής. Άρα και σ’ αυτόν η αριστοτελική θεώρηση της φύσεως και κινήσε ω ς προσφέρεται ως ζώσα πραγματικότητα διανοητικής τάξεως, ως στοιχείο του παραδεδομένου λόγου· πραγματικότητα που τρέφεται από την παράδοση, κινείται εντός της, άλλοτε στην επιφάνειά της άλλοτε υπογείως, οπωσδήποτε όμως αναπαράγεται και διαιωνίζει την ύπαρξή της μέσα από την πολύμορφη χρήση της. Αυτήν, λοιπόν, την παραδεδομένη αριστοτελική διδασκαλία ζωοποιεί, ανανεώνει και εμπλουτίζει ο Μάξιμος ακριβώς μέσα από οξυδερκή πρόσληψη και οργανική εφαρμογή στο πεδίο των εκκλησιαστικών του ενδιαφερόντων. Με δεδομένη πέραν πάσης αμφισβητήσεως την προτεραιότητα της εκκλησιαστικής οικοδομής, ο Μάξιμος δεν παραθέτει παγιωμένες αριστοτελικές γνώσεις ούτε τις υποβάλλει στο κριτήριο της ισχύος: δεν μπαίνει στο δίλημμα να επαληθεύσει ή να διαψεύσει τον Αριστοτέλη· δεν αναφέρεται καν ονομαστικά σ’ αυτόν. Συνεπώς, η αριστοτελική θεωρία της κινήσε ω ς και ο σύνολος αριστοτελισμός αξιοποιούνται από τον Πατέρα της Εκκλησίας μόνο στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να μεταφέρει στο χώρο της γραφής την εμπειρία αφενός του κόσμου που διέπεται ουσιωδώς από την κίνηση, αφετέτου του ανθρώπου που επίσης κινείται προς αυτόν και εντός αυτού. Αλλά για τον Μάξιμο όλα ξεκινούν από το βίωμα της Εκκλησίας, την πανταχού και πάντοτε παρούσα δημιουργική Ενέργεια του Θεού που κινείται πρωταρχικώς και διαρκώς προς τα (επίσης κινούμενα) κτίσματά Του, έλκοντάς τα σε μια κίνηση επιστροφής. Η αριστοτελική θεωρία της κινήσε ω ς • με τον ορθολογικό αλλά και ανοικτό της χαρακτήρα, • με το πεπερασμένο των σημείων της αλλά και το (δυνητικά) άπειρο των σημαινόντων τους, • με την πληρότητα αλλά και ευελιξία της ορολογίας της,
137
• με τη διεισδυτική της αλλά και μη εξαντλητική θέαση του κόσμου, • με την αξιοποίηση τελικά αλλά και υπέρβαση όλων των προγενεστέρων θεωριών ενείχε εξαρχής τη δυνατότητα να αποτελέσει, τρόπον τινά, γλώσσα που δόμησε τη σκέψη και το θεωρητικό λόγο της ανθρωπότητας επί αιώνες. Αυτό το στιβαρό αλλά ταυτόχρονα εύπλαστο υλικό εντάχτηκε από τον Μάξιμο σε ένα νέο λόγο που, αν και δεν στοχεύει άμεσα σ’ αυτό, περιγ ράφ ε ι και ερμηνεύει τη φυσική και τη μετά-τα-φυσικά πραγματικότητα. Έτσι, μπορούμε να δεχτούμε ότι ο Ομολογητής εντάσσεται στον αριστοτελισμό με τον τρόπο που εντάσσονται οι ομιλητές στη γλώσσα: -την οικειοποιούνται, αλλά δεν τους ανήκει· -δεσμεύονται από τις σημασίες της, αλλά αυτές μορφώνονται και ενεργοποιούνται μέσα στο λόγο του ομιλητή· -χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως το κατεξοχήν όργανο προσωπικής έκφρασης, αλλά αυτή δεν εξαντλεί το πρόσωπό τους· -μιλούν μ’ αυτήν, χωρίς να μιλούν γι’ αυτήν· -διατυπώνουν την αλήθεια, μα αυτή παραμένει πάντοτε πέραν του λόγου. Και ο Μάξιμος, λοιπόν, -προσλαμβάνει και οικειοποιείται τον αριστοτελισμό, μα αυτός παραμένει κοινόχρηστος· -δεσμεύεται στις τροχιές του αριστοτελισμού, αλλά αυτές συμ-μορφώνονται κινούμενες προς το τέλος στο οποίο τις οδηγεί ο ίδιος· -καθιστά τον αριστοτελισμό όργανο προσωπικής έκφρασης, μα η προσωπικότητά του καθορίζεται -ανάμεσα σε άλλα μείζονα- και από το γεγονός ότι τον υπερβαίνει ή και τον ανατρέπει· -σημαίνει μέσω αυτού την πραγματικότητα, μα δεν προβαίνει σε εσώστροφες αναφορές στο ίδιο το σημαίνον· -προσεγγίζει εν τέλει και εκθέτει την αλήθεια και μέσω της αριστοτελικής θεωρίας, μα γι’ αυτόν η αλήθεια ταυτίζεται με το Λόγο του Θεού. Προσλαμβάνονται, έτσι, από τον Μάξιμο αριστοτελικές δομές της σκέψης, τεχνικοί όροι, συνδέσεις και αντιστίξεις εννοιών, θεωρητικές αναλύσεις, διαιρετικά σχήματα, αναλογίες, ορισμοί και άλλα, για να συνδράμουν στη στοιχείωση ενός λόγου που μεριμνά πρωτίστως για την εκκλησιαστική διδαχή, από την οποία και νομιμοποιείται και νοηματοδοτείται. Απορρίπτουμε ως απλουστευτική τη θεώρηση σύμφωνα με την οποία ο Μάξιμος δανείζεται απλώς ένα θεωρητικό-εργαλειακό οπλοστάσιο από τον Αριστοτέλη, για να προχωρήσει με βάση αυτό είτε σε μια έκθεση δεδομένων θεολογικών αληθειών είτε σε μία εξαρχής πρωτότυπη και υποκειμενική ανάλυση. Και αυτό, διότι το σύνολο των παραπάνω προσλημμάτων συστήνει αυτοδικαίως ένα δικό του κόσμο, αδιαίρετο από την κοσμική πραγματικότητα την οποία -υποτίθεται- αντικατοπτρίζει· η αριστοτελική θεωρία -όσο κι αν διακρίνεται από την ίδια την πραγματικότητα της φύσης- λογοποιεί την πραγματικότητα καθιστώντας την έτσι προσλήψιμη· και υπ’ αυτή την έννοια τείνει να ταυτιστεί προς αυτήν με τον τρόπο που τείνει το σημαίνον να ταυτιστεί προς το σημαινόμενο. Άρα είναι αδύνατο να προσλάβει οποιοσδήποτε διανοητής την αριστοτελική θεωρία ως καθαρά μεθοδολογικό εργαλείο αποκομμένο από μία κοσμική πραγματικότητα που αναδύεται λογική στο εἶναι , και εκφαίνεται ενώπιον του ανθρώπου λογοποιημένη ακριβώς μέσα από αυτή τη θεωρία. Θεωρία και πραγματικότητα διαπλέκονται σχεδόν αυτοβούλως. Από την άλλη, βέβαια, η παραπάνω θέση δεν πρέπει να εκληφθεί ως αποδοχή προσχώρησης του Μαξίμου στην αριστοτελική κοσμοθεωρία ή έστω ως υποχώρηση του εκκλησιαστικού πνεύματος απέναντι στο οπλοστάσιο (εννοιολογικό και κοσμοθεωρητικό) του προχριστιανικού ελληνισμού. Και αυτό, διότι το πρόσλημμα του (αριστοτελικού) κόσμου δεν υπάρχει πλέον στον Μάξιμο αιτιοκρατικά δέσμιο της καταγωγής του αλλά τελειωμένο και ανακαινισμένο χάριτι Πνεύματος. Αφού λοιπόν καταγράψουμε με γενικευτικό τρόπο ποικίλα αριστοτελικά προσλήμματα στη σκέψη του Ομολογητή, απομένει έσχατο: να τονίσουμε ότι ο εκκλησιαστικός του λόγος αντιπαρέρχεται κάθε σύμφυρση με τον κοσμοποιητικό λόγο των εθνικών και ότι αντικατοπτρίζει την ανακαίνιση της (αριστοτελικής) κινήσε ω ς εγκεντρίζοντάς την στο
138
λόγο της σωτηρίας. 2.1. Φύση και κίνηση. Η κίνησι ς ως ἐντ ε λ έ χ ε ι α αποτελεί για τον Αριστοτέλη συστατικό στοιχείο του όντος· ανάγεται στην ουσία των όντων, ανήκει στον τρόπο ύπαρξής τους. ΄Ολα τα όντα συνυφαίνονται εξ ορισμού με την κίνηση και η φύση λειτουργεί γι' αυτά ως ἀρχὴ κινήσε ω ς καὶ μετα β ο λ ῆ ς . Αντίστοιχα, όπως δεν υπάρχει φυσικό ον χωρίς την κίνηση, έτσι δεν υπάρχει και κίνηση ανεξάρτητη από τα όντα. Ο Μάξιμος ενστερνίζεται αυτή τη βασική θεώρηση· συνδέει την ύπαρξη του όντος με την κίνησίν του. Εἶναι και κινεῖσθ αι (υπό του Θεού) ταυτίζονται, και η κίνηση γίνεται το πρωταρχικό στοιχείο του τρόπου ύπαρξης των όντων. Και αυτό, διότι η αιτία-έναρξη της κίνησης των όντων είναι και είσοδός τους στην ύπαρξη. Ακριβέστερα: ο Πατέρας της Εκκλησίας εξηγεί τη σύνδεση κίνησης και ύπαρξης ανάγοντας την αρχή-αιτία της κίνησης στη δημιουργική ενέργεια του Θεού. Η έναρξη της κίνησης των όντων ταυτίζεται με την εκ Θεού γένεσή τους αλλά και η συντήρησή τους στο εἶναι προϋποθέτει την ακατάπαυστη δημιουργική Ενέργειά Του· αυτή ενεργοποιεί τις δυνάμεις προς το εἶναι , με τις οποίες έχουν προικιστεί τα όντα. Η παραπάνω θέση, σύμφωνα με την οποία η κίνηση και το εἶναι των όντων προϋποθέτουν μία (άναρχη) αιτία, δεν αφίσταται ριζικά από το αριστοτελικό αξίωμα πως κάθε κίνηση προϋποθέτει ένα κινοῦν (ἅπαν τὸ κινούμ ε ν ο ν ἀνάγκῃ ὑπό τινο ς κινεῖσθ αι )· αυτό, στα έσχατα της αλληλουχίας των κινήσεων, είναι ακίνητο. Η έννοια της φύσεως στο Μάξιμο ταυτίζεται με την αρχαιοελληνική έννοια της φύσεως, καθώς διατηρεί το δυναμικό της χαρακτήρα: η φύσις δεν είναι μια στατική πραγματικότητα αλλά η διαρκής εκδίπλωση ενός πολύμορφου γίγνεσθαι. Και η φύση του κάθε όντος δεν είναι στατικό δεδομένο αλλά μια δυναμική ενότητα κινήσεων/ενεργειών που νοηματοδοτούνται και κινητοποιούνται από το τέλ ο ς προς το οποίο τείνουν. 2.1.1. Βασική ορολογία περιγραφής της κινήσε ω ς . Εκτός από την πρωταρχική σύμπλευση του Σταγειρίτη και του Ομολογητή στην ταύτιση κίνησης και ύπαρξης, διαπιστώνουμε ότι ο Μάξιμος προσλαμβάνει την ορολογία περιγραφής της κίνησης, καθώς και θεμελιακές επισημάνσεις και διακρίσεις του φιλοσόφου σχετικά με αυτήν. Ο αριστοτελικός ορισμός της κινήσεως ισχύει για τον Μάξιμο, και του επιτρέπει να δεχτεί ομόλογες λειτουργίες της κινήσεως εντός της φυσικής πραγματικότητας. Συναντώνται και στον Ομολογητή ταυτόσημοι οι τεχνικοί όροι κινοῦν- κινούμ ε νον, κινητικό νκινητ ό ν, ἀκίνητ ο ν . Ακόμη, ισχύουν οι βασικές διακρίσεις κίνησι ς- στάσι ς, ὕληεἶδο ς, δύναμι ς- ἐνέ ρ γ ε ι α (απουσιάζει ο όρος ἐντ ε λ έ χ ε ι α ) και θεωρούνται αναμφίβολα υπαρκτικά δεδομένα. Ειδικά η αριστοτελική αντίστιξη δυνάμ ε ι- ἐνε ργ ε ί ᾳ , ως διάκριση στον τρόπο ύπαρξης των όντων, αποτελεί και για τον Μάξιμο υπαρκτικό δεδομένο, και συνακόλουθα εργαλείο ανάλυσης της πραγματικότητας, θείας και ανθρώπινης. Παραδείγματα: Ο Θεός: • αφενός, καλείται δυναμ οπ οι ὸ ς ἵδρυσι ς καὶ ἕξις δρασ τ ικὴ ἐνε ργ ε ί α ς · αφετέρου ως δημιουργός της δύναμης και της ενέργειας κείται επέκεινα αυτών. • Η θεία αγαθότητα δεν παραμένει απλώς δύναμι ς , αλλά είναι ακατάπαυστη Ενέργεια. • Τα όντα διαθέτουν τη δύναμη που τα κινεί προς το εἶναι , πηγή του οποίου όμως είναι πάντα η Ενέργεια του Θεού. • Οι άνθρωποι έχουν τη φυσική δύναμη να πράξουν το καλό, μόνο όμως η ενέργεια των αρετών θα ολοκληρώσει την ύπαρξή τους. • Και αυτό, διότι η κατ’ εικόνα δημιουργία αποτελεί γι’ αυτούς μια δυνατότητα που αναμένει την ἐνε ρ γ ε ί ᾳ ομοίωση προς την αγαθή και ζωοποιό Ενέργεια του Θεού. • Έτσι, και οι φυσικές γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου, αισθητικές, λογικές, νοητικές, μπορεί να ενεργοποιηθούν είτε προς το αγαθό είτε προς το κακό.
139
• Το κακό εμφαίνεται ως έλλειψη ενεργοποίησης των φύσει δυνάμεων. • Η κτίση προσφέρεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα, χώρα άσκησης της αισθητικής, λογικής και νοητικής του ενέργειας. • Τελικά, η ίδια η κίνηση είναι μια δύναμη, πόθος που ωθεί την κτίση και τον άνθρωπο προς το Θεό. Μόνο όμως η ενέργεια του Θεού με την ερωτική έλξη που ακαταπαύστως ασκεί, σώζει την κίνηση της φύσης, ανακαινίζοντάς την σε αεικίνητη στάση. Τα τέσσερα αἴτια είναι και για τον Μάξιμο άμεσα σχετισμένα με τη φυσική κίνηση, ενώ παράλληλα αποτελούν εύχρηστο εργαλείο λογικών αναλύσεων. Ο Μάξιμος αφενός επιμένει (σύμφωνα με την εκκλησιαστική θέση) στην ανυπαρξία της ὕλης (ως αυτοτελούς πραγματικότητας), όντας και σ’ αυτό το θέμα σύμφωνος με το Σταγειρίτη· αφετέρου επιβεβαιώνει πως την πληρότητα του όντος συγκεφαλαιώνει το εἶδο ς του, η μορφή του όντος πραγματωμένη στην ενεργητική σχέση του προς τα άλλα όντα. Και το γεγονός αυτό μαρτυρεί για μια βαρυσήμαντη ομοιότητα ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και εκκλησιαστική οντολογία: το υπαρκτό προϋποθέτει την ενεργούμενη σχέση· τα όντα δεν υπάρχουν από μόνα τους αλλά μέσα από τις πολυειδείς σχέσεις τους και χάρη σ’ αυτές. Η ατομικότητα της ύπαρξης δεν είναι παρά μία διανοητική αφαίρεση. Αξιοποιούνται, τέλος, από τον Ομολογητή τα αριστοτελικά είδη της κινήσεως και γίνεται λόγος για φοράν, ἀλλοί ω σ ι ν, αὔξησι ν και φθίσιν, γένε σι ν και φθορά ν . 2.1.2. Συναλληλία φύσεως, χώρου και χρόνου. Ο Αριστοτέλης και ο Μάξιμος, μολονότι απέχουν χρονικά πολλούς αιώνες και εκπροσωπούν δύο σαφώς διακριτές (ή και αντίπαλες) κοσμοθεωρίες, συγκλίνουν στις αφετηριακές τους αντιλήψεις για τον τρόπο ύπαρξης του χώρου και του χρόνου, αποτελώντας έτσι ορόσημα σε μία εν πολλοίς ενιαία ελληνική αντίληψη. Είναι ξεκάθαρη και στους δύο η απόρριψη αφενός της αντικειμενοποιημένης ποσοτικής (και απλώς μετρήσιμης) κατανόησης του χώρου και χρόνου, αφετέρου της υποκειμενικής ψυχολογικής ερμηνείας τους. Συνδέοντας το χώρο και χρόνο με τα κινούμενα όντα και θεωρώντας την κίνηση προϋπόθεση του χώρου και χρόνου, οδηγούνται -Αριστοτέλης και Μάξιμος- στη φιλοσοφική θέση που ονομάσαμε συναλληλία φύσεως, χώρου και χρόνου. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο χώρος και ο χρόνος είναι άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους υπάρχοντας ως διαστάσεις της κίνησης· δεν αποτελούν ο χρόνος και ο χώρος κάτι απόλυτο που ξεπερνάει τα όντα στο σύνολό τους και τα "περιέχει"· χώρος και χρόνος γεννιούνται μαζί με τα όντα, και υπάρχουν μαζί με αυτά και χάρη σ’ αυτά. Η άμεση σύνδεση του χώρου και χρόνου με την κίνηση των όντων, η μεταξύ τους σύνδεση, η σχετικότητα στον τρόπο ύπαρξής τους, συστήνουν μια δυναμική αντίληψη που φανερώνει τη μέριμνα να ξεπεραστεί κάθε μετρητική ψευδαίσθηση και να διασωθούν τα φαινόμενα στην oντολογική απροσδιοριστία τους. Με άξονα την κατηγορία του τρόπου ύπαρξης ο Μάξιμος προεκτείνει δραστικά και εντυπωσιακά την αριστοτελική αντίληψη του χώρου και του χρόνου στα εξής: Τονίζει, πρώτον, ότι τα όντα συνδέονται με το χρόνο και το χώρο ακριβώς λόγω της τροπικότητας του εἶναι -τους. Το κάθε ον εντάσσεται στο χρόνο και το χώρο με το να υπάρχει κατά το δικό του τρόπο, με το πῶς εἶναι- του, ενώ το ἁπλῶ ς εἶναι 436, η ύπαρξη στην απερίγραφη καθαρότητά της, δεν προϋποθέτει φύση-χώρο-χρόνο. Φύση, χώρος και χρόνος στην άρρηκτη συμπλοκή τους, ορίζουν το απώτατο υπαρκτικό πεδίο εντός του οποίου "λαμβάνει χώρα" και κίνηση η τροπικότητα της ύπαρξης των όντων. Προχωράει, δεύτερον, και σε αιτιολογική (συνεπώς υπαρκτική) ερμηνεία του χρόνου και χώρου, οι οποίοι στο πλαίσιο της αριστοτελικής θεωρίας έμεναν ανερμήνευτοι, στο βαθμό που και η κίνησι ς έμενε ανερμήνευτη, ως προφανές πλην όμως αναιτιολόγητο δεδομένο. Για τον άγιο Μάξιμο προϋποθετική κίνηση η οποία ορίζει το χώρο και την οποία μετράει ο χρόνος τον οποίο η ίδια “παράγει”, δεν είναι η αυτοσκοπούμενη κίνηση μιας εσωστρεφούς φύσεως χωρίς αναφορά σε έξωθεν αυτής αρχή και τέλος. Προϋποθετική κίνηση είναι η 436
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1180Β.
140
παρουσία του Θεού στον κόσμο, η αδιάλειπτη και αδιάστατη Πρόοδός Του στα αενάως Δημιουργήματά Του, η θεία Πρόνοια· αυτή κινεί το χρόνο, αυτήν εντός της κτίσεως μετράει ο χρόνος, από αυτήν και σ’ αυτήν διανοίγεται ο χώρος. Χρόνος και χώρος προϋποθέτουν την πραγματικότητα του προσωπικού Θεού: την κίνησή Του προς τα όντα και την ενεργή Παρουσία Του εντός των πάντων. Εμμένει, τρίτον, στην κτιστότητα του χρόνου και χώρου· ειδικότερα στο ότι ο χρό νος, ως δημιούργημα του Θεού, έχει όρια, αρχή και τέλος. Αν ο χρόνος έχει πέρατα, περατούται με την υπέρβασή του και η συνταυτισμένη μ’ αυτόν τρεπτότητα-αλλοίωση-φθορά. Η περατότητα του χρόνου δίνει και στα ὑπὸ χρό ν ο ν, την κτίση και τον άνθρωπο, τη δυνατότητα να διαφύγουν και από το θανάσιμο κύκλο μιας αέναης επανάληψης και από το φθοροποιό αδιέξοδο μιας ατέρμονης πορείας. Ο άνθρωπος και μαζί του η κτίση μπορούν να απελευθερωθούν από το χρόνο, να ανοιχτούν στο άπειρο πέλαγος της αγάπης του Θεού, του μόνου που κείται μετὰ χρό ν ο ν. Το όντως εἶναι δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με το ἀεὶ εὖ εἶναι. 2.1.3. Τρόπος ύπαρξης. Η ήδη ώριμη στον Αριστοτέλη χρήση του ερωτήματος για τον τρόπο της ύπαρξης (πῶς εἶναι ), αποτελεί για τον Ομολογητή ευρέως αξιοποιημένο εργαλείο προσέγγισης της κτιστής αλλά και της άκτιστης πραγματικότητας. Ο Αριστοτέλης δεν αρκείται στη μονοδιάστατη διάζευξη εἶναι- μὴ εἶναι , διάζευξη που καταλήγει πάντοτε σε απολυτοποίηση είτε της αντι-κείμενης πραγματικότητας είτε του υποκείμενου ορίζοντα στον οποίο φανερώνεται (ανθρώπινη σκέψη, συνείδηση, χρόνος). Αν το εἶναι , πηγάζοντας από το ίδιο το ον, ανήκει στο ον καθεαυτό, η πραγματικότητα του όντος προβάλλει αυτοτροφοδοτούμενη και απόλυτη ως ακαταμάχητη έκπτυξη και κυριάρχηση, ως δεδομένη και αναγκαστική αντικειμενικότητα· αν, από την άλλη, το εἶναι αναδύεται ή πιστοποιείται στον ορίζοντα του υποκειμένου ή του χρόνου όπως τον βιώνει το υποκείμενο (πχ. ως μέριμνα ή αγωνία), έχει ήδη απολυτοποιηθεί το υποκείμενο αυτό. Και στη μία, όμως, και στην άλλη περίπτωση λανθάνει η σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας, εκείνη που επικρέμαται πέραν αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας: το μὴ εἶναι. Αλλά ο Αριστοτέλης δεν εθελοτυφλεί και βλέπει το αυτονόητο: παντού γύρω του το μὴ εἶναι ως υπαρκτή δυνατότητα και πραγματικότητα. Εκκινώντας, λοιπόν, από τη ρεαλιστική εικόνα μιας φύσης διαρκώς μεταβαλλόμενων σχέσεων ανάμεσα σε όντα που προκύπτουν, υπάρχουν (και δεν υπάρχουν) ακριβώς μέσα από αυτές τις ενεργούμενες σχέσεις, διαγιγνώσκει την κίνηση ως τον τρόπο ύπαρξης (και ανυπαρξίας) των φύσει όντων· ονομάζει αυτή την κίνηση η οποία δίνει τρόπο στο εἶναι (και στο μὴ εἶναι ), με τον όρο ἐντ ε λ έ χ ε ι α και την ταυτίζει με το εἶδο ς · το εἶδο ς ως η έκφανση του τρόπου των ενεργούμενων σχέσεων με τον οποίο υπάρχουν τα όντα, είναι με τη σειρά του ταυτισμένο με την ἐνέ ρ γ ε ι α ν . Τελικά, μέσα από την ουσιώδη γειτνίαση της κινήσε ω ς , της ἐντ ε λ ε χ ε ί α ς και της ἐνε ρ γ ε ί α ς προβάλλεται από τον Αριστοτέλη μία υπαρκτική κατηγορία: το πῶς εἶναι (και το πῶς οὐκ εἶναι ) κυρίως ως αφορμή διερώτησης. Η διερώτηση για την τροπικότητα της ύπαρξης σχετικοποιεί αμφότερες: και την υποτιθέμενα αυτόνομη οντικότητα των υπαρκτών και την ανθρώπινη σκέψη ή συνείδηση ως απόλυτο ορίζοντα ανάδυσης των υπαρκτών στο εἶναι, για τον εξής λόγο: μας υποχρεώνει να δούμε τα όντα ως υπαρκτά (και ανύπαρκτα) το ένα διά του άλλου, και τον άνθρωποπαρατηρητή όχι ως ορίζοντα ανάδυσης των όντων στο εἶναι (ή κατάδυσης στο μὴ εἶναι ) αλλά απλώς ως μέτοχο σ’ αυτή τη θεμελιακή σχετικότητα της ύπαρξης. Ο Μάξιμος χρησιμοποιεί την κατηγορία του τρόπου τῆς ὑπάρξ ε ω ς κυρίως αναφερόμενος είτε στα πρόσωπα της αγίας Τριάδας 437 είτε στις δύο φύσεις του Χριστού μετά την 437
Πχ. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1136C: Καὶ τ ὸ ν περ ὶ Πατρ ὸ ς κα ὶ Υἱοῦ κα ὶ ἁγ ί ου Πνε ύ μα τ ο ς θεο τ ε λ ῆ κα ὶ σω τ ή ριον ἐντε ῦ θεν ἐδιδ ά χ θ ησ α ν λ όγον, καθ ᾿ ὃν ο ὐ τ ὸν το ῦ ε ἶναι μ ό νον ἁπλ ῶ ς το ῦ α ἰ τ ί ου λ ό γον μυστικ ῶ ς ἐφω τ ί σθησ α ν, ἀλλ ὰ κα ὶ τ ὸ ν τ ῆ ς ὑπ άρξ ε ω ς τρ ό πον ε ὐ σεβ ῶ ς ἐμυ ή θησαν. Επίσης, 1400D- 1401A: Ἢ π ά λιν τ ὴ ν θε ί αν ο ὐσ ί αν κα ὶ τ ὴ ν αὐ τ ῆ ς δρασ τ ικ ὴ ν ἐν έ ργειαν ἐπικεκρυ μ μ έ ν ω ς ὁ ἀριθμ ὸ ς ο ὗ το ς [ ὁ δ ώδεκα] ὑποσημα ί νει.
141
ενανθρώπηση438. Γνωρίζει άριστα την εκκλησιαστική εμβάθυνση στην οντολογική κατηγορία του τρόπ ου τῆς ὑπάρξ ε ω ς , την ταύτισή του δηλαδή με την ὑπόστα σι ν και το πρόσ ωπ ο ν και την αντιδιαστολή του προς την οὐσίαν και την φύσιν 439. Αλλά παράλληλα προσλαμβάνει και την αριστοτελική σύνδεση του τρόπου της υπάρξεως με την κίνηση: καὶ τὴν κίνησι ν τῇ φύσει συνομ ο λ ο γ ή σ ο μ ε ν , ἧς χωρὶ ς οὐδὲ φύσις ἐστί, γινώ σκ ο ν τ ε ς ὡς ἕτε ρ ο ς μὲν ὁ τοῦ εἶναι λόγ ο ς ἐστί ν, ἕτε ρ ο ς δὲ ὁ τοῦ πῶς εἶναι τρόπο ς. Η πραγματικότητα της φύσεως είναι συνδεμένη με την πραγματικότητα της κινήσεως. Αντίστοιχα, ο λόγος του εἶναι συνάπτεται με τον τρόπο του εἶναι. Δεν υπάρχει ύπαρξη χωρίς συγκεκριμένο τρόπο έκφανσης. Η φύση-ουσία φανερώνεται ως κίνηση, αλλιώς δεν υπάρχει. Οδηγούμαστε στο εἶναι προσδεχόμενοι ως νοητό το πῶς εἶναι : τὸ εἶναι τοῦ πῶς εἶναι πάντ ω ς προεπιν ο ε ῖ τ α ι 440. Ακριβώς η τελευταία διατύπωση δείχνει ότι και το ανθρώπινο υποκείμενο υπάρχει μέσα και χάρη σ’ αυτή την πραγματικότητα της τροπικότητας των σχέσεων· δεν είναι ο λόγος καθεαυτόν, ως επίθεμα της ύπαρξης, εκείνη η ιδιότητα που ορίζει την ανθρώπινη ετερότητα· αλλά είναι η λογική-νοητική αποστασιοποίηση έναντι των όντων, ως κίνηση προς αυτά, εκείνος ο τρόπος ύπαρξης που ορίζει την ανθρώπινη ετερότητα. Η επισήμανση αυτή σημαίνει το αυτονόητο: ο άνθρωπος είναι ένα από τα όντα και ζει μαζί μ’ αυτά. Η κίνησι ς έχει και τις διαστάσεις της, το χώρο και το χρόνο· αυτοί περιγ ρ άφου ν τα όντα. Περιγ ραφὴ των όντων σημαίνει συνύπαρξή τους “εντός” του χρόνου και του χώρου: Εἰ δὲ περιγ ραφῆ ς οὐδὲ ν τῶν ὄντ ω ν ἐλεύθ ε ρ ο ν, πάντα τὰ ὄντα δηλ ο ν ό τ ι ἀναλ όγ ω ς ἑαυτοῖ ς καὶ τὸ ποτὲ εἶναι καὶ τὸ ποῦ εἶναι εἴληφε . Έτσι, η τροπικότητα της ύπαρξης των όντων συνδέεται με την πραγματικότητα της περιγ ρ αφῆ ς τους: καὶ αὐτὸ τὸ εἶναι τῶν ὄντ ω ν, τὸ πῶς εἶναι ἔχον, ἀλλ ᾿ οὐχ ἁπλῶ ς, ὅπερ ἐστὶ πρῶτ ο ν εἶδο ς περιγ ρ αφῆ ς 441. Ο όρος περιγ ρ αφὴ μόνο εξ υστέρων ταυτίζεται με τη νεοελληνική του σημασία (: παρουσίαση στοιχείων ή ιδιαίτερων γνωρισμάτων που συνθέτουν τη μορφή προσώπου ή αντικειμένου)· πρωτίστως σημαίνει τον ορισμό-περιορισμό των όντων όπως αυτός προκύπτει από τη συνύπαρξή τους εντός χωροχρονικών ορίων: οι καθ’ ἕκαστ ο ν ὑποστά σ ε ι ς είναι ἀλλή λ α ι ς περιγ εγ ρ α μ μ έ ν α ι, (περι)ορίζονται δηλαδή η μία από την άλλη. Κατά συνέπεια, δέσμιος των ορίων της φυσικής περιγ ρ αφῆ ς είναι και ο άνθρωπος: οὐ γὰρ ἦν Τὴν μ ὲ ν θε ί αν ο ὐ σ ί αν, δι ὰ το ῦ τρε ῖ ς ἀριθμο ῦ δηλουμ έ νη ν ὡς τρια δικ ῶ ς ὑμνουμ έ νην δι ὰ τ ὴ ν τρισυπ ό σ τ α τ ο ν ὕπαρξιν· τρι ὰ ς γ ά ρ ἐστιν ἡ μον ὰ ς ὡς ἐν τελε ί αις ο ὖσα τελε ί α τα ῖ ς ὑποστ ά σ εσιν, ἤγουν τ ῷ τ ῆ ς ὑπ ά ρξε ω ς τρ ό π ῳ , κα ὶ μον ά ς ἐστιν ἡ τρι ὰ ς ἀληθ ῶ ς τ ῷ τ ῆ ς οὐ σ ί ας, ἤ γουν τ ῷ το ῦ ε ἶ ναι λ ό γ ῳ (…). 438 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1053Β: Ὑπ ὲ ρ ἡμ ᾶ ς γ ὰ ρ ἀληθ ῶ ς τ ὴ ν ἡμ ῶ ν ο ὐσ ί αν οὐ σιωθε ὶ ς ὁ ὑπερο ύ σιος Λόγος συν ῆψε τ ῇ καταφ ά σ ει τ ῆ ς φ ύσεω ς κα ὶ τ ῶ ν α ὐ τ ῆ ς φυσικ ῶν καθ ᾿ ὑπεροχ ὴ ν τ ὴ ν ἀπόφασιν, κα ὶ γ έ γονε ν ἄνθρω π ο ς , τ ὸ ν ὑπ ὲρ φ ύσιν το ῦ π ῶς ε ἶναι τρ ό πον ἔ χον συνημμ έ νον τ ῷ το ῦ ε ἶ ναι λ ό γ ῳ τ ῆ ς φ ύσεω ς (…). 439 Βλ. ενδεικτικά: α) Μυσταγ ω γία, PG 91, 700D-701B: Θε ὸ ν ἕνα, μ ί αν ο ὐ σ ί αν, ὑποστ ά σ ει ς τρε ῖ ς· μον ά δ α ο ὐ σ ί ας τρισυπ ό σ τ α τ ο ν κα ὶ τρι ά δ α ὑποστ ά σ ε ω ν ὁμοο ύσιον (…) μον ά δ α μ ὲν κατ ὰ τ ὸ ν τ ῆ ς ο ὐ σ ί ας, ἤ τοι τ ὸ ν το ῦ ε ἶ ναι λ ό γον, ἀλλ’ ο ὐ κατ ὰ σ ύνθεσιν ἢ συνα ί ρεσιν ἢ τ ὴ ν ο ἱ ανο ῦ ν σύ γχυσιν, τρι ά δ α δ ὲ κατ ὰ τ ὸ ν το ῦ π ῶ ς ὑπ ά ρχειν κα ὶ ὑφεστ ά ν α ι λ όγον, ἀλλ’ οὐ κατ ὰ δια ί ρεσιν ἢ ἀλλο τ ρ ί ωσιν ἢ τ ὸ ν ο ἱονο ῦ ν μερισμ ό ν. Ο ὐ γ ὰ ρ μεμ έ ρισ τ α ι τα ῖ ς ὑποστ ά σ εσιν ἡ μον ά ς , ο ὐ δ ὲ σχε τικ ῶ ς ἔνεστι κα ὶ ἐπιθεω ρ ε ῖ τ α ι α ὐ τα ῖ ς, ο ὐδ ὲ συν τ έ θειν τ α ι ε ἰ ς μον ά δ α α ἱ ὑποστ ά σ ει ς ἢ συναιρ έ σει α ὐ τ ὴ ν ἐκπληρο ῦ σιν, ἀλλ ὰ τ ὴν α ὐ τ ὴ ν ἑαυτ ῇ τα ὐ τ ό ν, ἄλλως μ έ ντοι κα ὶ ἄλλω ς. Μον ὰ ς γ ά ρ ἐστι ἀσ ύ γχυ τ ο ς τ ῇ ο ὐσ ίᾳ κα ὶ τ ῷ κατ’ α ὐ τ ὴν ἁ πλ ῷ λό γ ῳ ἡ ἁ γ ί α τρι ὰ ς τ ῶ ν ὑποστ ά σ ε ω ν , κα ὶ τρι ά ς ἐστι τα ῖ ς ὑποστ ά σ ε σι κα ὶ τ ῷ τρ ό π ῳ τ ῆ ς ὑπ ά ρξ ε ω ς ἡ ἁ γ ί α μον ά ς . β) Πρὸς Θαλάσσι ο ν ..., PG 90, 285Α: Ὁ γ ὰ ρ φύ σει φ ῶ ς ὁ Θε ὸ ς ἐν τ ῷ μιμ ή σει γ ί νε τ α ι φω τ ί , ὡ ς ἐν ε ἰ κ ό νι ἀ ρχ έ τυ πο ν. ῍Η μ ᾶλλον, φ ῶ ς ἐστιν ὁ Θε ὸ ς κα ὶ Πατ ὴ ρ ἐν φω τ ί , δηλαδ ὴ τ ῷ Υἱῷ κα ὶ τ ῷ ἁ γ ίῳ Πνε ύ μα τι, ο ὐ κ ἄλλο κα ὶ ἄλλο κα ὶ ἄλλο φ ῶ ς ὑπ ά ρχ ω ν, ἀλλ ὰ κατ’ ο ὐσ ίαν ἓν κα ὶ τ ὸ αὐ τ ό , κατ ὰ τ ὸ ν τ ῆ ς ὑπ ά ρξε ω ς τρ ό πον τρισσοφ α έ ς . 440 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1049Β και 1036D. 441 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1180Β-1181Α.
142
αὐτῆς [τῆς φύσε ω ς ] διαφυγε ῖν τὴν περιγ ραφ ή ν, πανταχ ό θ ε ν αὐτὸν περιϊστ α μ έ ν η ν καὶ τὴν αὐτοῦ περιο ρ ί ζ ο υ σ α ν κίνησιν 442. Τελικά, η περιγ ραφὴ των όντων λειτουργεί ως εἰδοπ οί η σι ς, ως όρος και όριο της ουσίας, η οποία έτσι υπάρχει με τον τρόπο της σχέσης: οὐ γὰρ ἄφετ ο ς ἡ πάντ ω ν οὐσία . Η εἰδοπ οι η τ ικὴ κίνηση διαστολής και συστολής της ουσίας, η οποία διεξάγεται ανάμεσα στα άκρα που τίθενται από το γενικότατο γένος και το ειδικότατο είδος, ορίζει το ίδιο το εἶναι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα που την περιγ ρ άφου ν 443. 2.2. Ανθρωπολογική-γνωστική κίνηση. Καθώς στο πλαίσιο αυτής της μελέτης δεν έχει διερευνηθεί αυτόνομα η ανθρωπολογική προοπτική της κίνησης στον Αριστοτέλη (δυνάμ ε ι ς της ψυχής), δεν θα προχωρήσουμε σε εκτεταμένες συγκρίσεις με την ανθρωπολογική-γνωστική εκδοχή της κίνησης στον Μάξιμο, όπως την έχουμε μελετήσει στο οικείο κεφάλαιο. Αντλούμε, λοιπόν, τις σχετικές με τις κινήσεις της ψυχής αριστοτελικές θέσεις από τα συμπεράσματα και τα γραφήματα πρόσφατης μελέτης του Λ. Σιάσου, η οποία διατρέχει ερμηνευτικά το Περὶ ψυχῆς του Αριστοτέλη, και προβαίνουμε σε απλή επισήμανση ομοιοτήτων ανάμεσα στο Σταγειρίτη και τον Ομολογητή. 2.2.1. Δυνάμεις της ψυχής. Aνάμεσα στον Αριστοτέλη και στον Μάξιμο υπάρχουν καθοριστικές αναλογίες στη θεώρηση των ψυχικών (γνωστικών) δυνάμεων. Στο γράφημα 444, εκτίθενται παραστατικά οι δυνάμεις της ψυχής όπως συνάγονται από τη διδασκαλία στο Περὶ Ψυχῆς . Είναι σαφές αφενός ότι όλες οι ψυχικές δυνάμεις εδράζονται και ριζώνουν στη σωματικότητα του όντος, αφετέρου ότι η λειτουργία της καθεμίας προϋποθέτει τη λειτουργία των άλλων:
Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει αισθητική δύναμη της ψυχής χωρίς τη θρεπτική, αλλά ούτε και νοητική δύναμη, χωρίς τις προηγούμενες δύο, τη θρεπτική και την αισθητική445. Οι δυνάμεις τις ψυχής ιεραρχούνται κατά τρόπο σωρευτικό και διαπλεκόμενο. Και ο Ομολογητής αναγνωρίζει στην παρουσία της ψυχικής κίνησης την θρεπτικήναὐξητική ν, την αἰσθητικὴ ν και την λογικήν- νοε ρ ὰ ν μορφή της. Και για αυτόν οι δυνάμεις της ψυχής νοούνται συμπληρωματικές, και η λειτουργία της καθεμίας ολοκληρώνεται 442
Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1181Α-C. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν..., PG 90, 613D. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν..., PG 91, 1181Α και 1177B-C. 444 Λ. ΣΙΑΣΟΣ, Κι ἂν τὸ πραγμα τ ικ ὸ ..., Αθήνα 2002, σελ. 141. 445 Περὶ ψυχῆ ς , 415a 1-2: ἄ νευ μ ὲ ν γ ὰ ρ το ῦ θρεπ τ ι κ ο ῦ τ ὸ α ἰσθη τ ικ ὸ ν ο ὐκ ἔστιν. 443
143
ακριβώς με την εκβολή της στη λειτουργία μιας άλλης όμορης (ανώτερης) ψυχικής δύναμης. Έτσι, η λειτουργία της αἰσθήσ ε ω ς αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε ευρύτερης και συνθετότερης γνωστικής λειτουργίας. Και η αίσθηση ολοκληρώνεται μόνο όταν αναβιβάζει την κίνηση των αισθητών στον νοῦν , ο οποίος τη μετασχηματίζει σε γνώση. Ο νους, δηλαδή, αδυνατεί να προσεγγίσει το συγγενές του αντικείμενο, τα νοητά, χωρίς την παρεμβολή της θεωρίας των αισθητών. Η γνώση είναι προϊόν συνεργασίας της αίσθησης και του νου. Στο γράφημα που αποτυπώνει τους βασικούς όρους της αριστοτελικής θεώρησης για τη σχέση των ψυχικών δυνάμεων με τα αντικείμενά τους 446, διακρίνονται οι ψυχικές λειτουργίες.
Από τη μία υπάρχουν τα αντικείμενα, από την άλλη οι ψυχικές δυνάμεις, και ανάμεσά τους οι ψυχικές ενέργειες. Τα πράγματα προηγούνται, ακολουθούν οι ενέργειες της ψυχής, ενώ τελευταίες λογίζονται οι δυνάμεις της ψυχής. Όπως είδαμε στις σχετικές ενότητες, η θεώρηση του Μαξίμου ακολουθεί τους αριστοτελικούς διορισμούς· πρωτίστως αξιοποιείται η θεμελιώδης διάκριση δυνάμεων και ενεργειών της ψυχής. Αλλά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Μάξιμο η σχέση της ψυχής με τα πράγματα δεν είναι μια σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δεδομένες οντότητες. Ούτε τα πράγματα προϋποτίθενται εξαρχής ως αντικείμενα της ψυχής, ούτε η ψυχή είναι εξαρχής υποκείμενο δεδομένων γνωστικών ενεργειών. Βέβαια, η πρωταρχικότητα των πραγμάτων προτού αυτά αποτελέσουν αντικείμενο της ψυχής, είναι και για τους δύο στοχαστές δεδομένη και αυτονόητη (τα πράγματα υπάρχουν με τους δικούς τους τρόπους: το καθένα ως προς ή έναντι ή μαζί με τα υπόλοιπα). Από την αμεσότητα της σχέσης-ενέργειας που αναπτύσσεται ανάμεσα στην κάθε ψυχική δύναμη και το εκάστοτε πράγμα-αντικείμενό της τεκμαίρεται η σωματική βάση των ψυχικών δυνάμεων, και αυτό λειτουργεί και για το φιλόσοφο και για το θεολόγο ως ένα δεύτερο δεδομένο. Με δεδομένες, λοιπόν, την πρωταρχικότητα των πραγμάτων και τη σωματικότητα των ψυχικών δυνάμεων, αναπτύσσεται στα κείμενα του Αριστοτέλη και του Μαξίμου η σχέση της ψυχής με τα αντικείμενά της όχι ως μια εξαϋλωμένη διαδικασία ή ένα παιγνίδι του μυαλού ή κάτι αφηρημένα “πνευματικό”, αλλά ως κάτι όντως εμπράγματο: μια διπλή κίνηση από τα πράγματα προς την ψυχή και τανάπαλιν, μία και μόνη ενέργεια που φορτίζει ένα «μεταξύ», πιθανώς απροσδιόριστο μα οπωσδήποτε υπαρκτό ανάμεσα σε δύο όρους, τα πράγματα και την ψυχή, που ακριβώς λόγω της ενέργειάς τους εξαλλάσσουν ως προς τον τρόπο ύπαρξής τους. Οι δύο όροι δεν είναι δεδομένες οντότητες· αντλούν τον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξής τους μέσα από μια συγκεκριμένη διαφορά δυναμικού: η ψυχή διαθέτει ως δυνατότητα τις ψυχικές 446
Λ. ΣΙΑΣΟΣ, Κι ἂν τὸ πραγμα τ ικ ὸ ..., σελ. 144. Περὶ Ψυχῆς, 415a.18-22.
144
δυνάμεις· αλλά αυτές πραγματώνονται και υπάρχουν μόνο έναντι υπο-κειμένων πραγμάτων που έχουν ήδη προσφέρει στην ψυχή την εγγενή τους δυνατότητα να αποτελέσουν αντικείμενα προσέγγισης των ψυχικών δυνάμεων. Τα πράγματα υπάρχουν πλέον μέσα από αυτή τη διαφορά δυναμικού ως αντι-κείμενα, ενώ οι ψυχικές δυνάμεις πραγματώνονται και υπάρχουν ως ψυχικές ενέργειες. Δύο και διαφορετικοί τρόποι ύπαρξης αναφύονται μέσα από μία και κοινή ενέργεια που τους “γεννά” και τους συνδέει 447. Η εμφατικότερη εφαρμογή των παραπάνω εντοπίζεται στην περίπτωση της αισθητικής λειτουργίας. Και για τον Αριστοτέλη και τον Μάξιμο η αισθητική λειτουργία έχει πρωταρχικά ένα καθολικό χαρακτήρα: πρώτον, συστήνεται αφετηριακά ως πολύτροπη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο· δεύτερον, συμπεριλαμβάνει τη δεδομένη σωματικότητα της ψυχής καθώς και την ίδια τη θρεπτική-αυξητική δύναμη και ενέργειά της, και, συνακόλουθα, προηγείται των επιμέρους αισθήσεων, της όρασης, της ακοής κλπ.. Οι επιμέρους αισθήσεις στοιχ ε ι ο ῦ ν τ α ι ακριβώς μέσα από την σχέση-ενέργεια ψυχής και πραγμάτων και την καθολική αισθητική λειτουργία. Και για τους δύο στοχαστές η ίδια η (αυτονόητη και δεδομένη) κοσμική πραγματικό τητα δεν είναι παθητικός δέκτης της αισθητικής κίνησης· είναι δομημένη έτσι ώστε ενέχει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στην αισθητική κίνηση του προσώπου αποτελώντας αντικείμενό της: είναι έτσι δομημένος ή φτιαγμένος ο κόσμος ώστε να προσφέρεται ως δυνατότητα στις επιμέρους αισθητικές δυνάμεις, τις αισθήσεις· αυτές πραγματώνουν ἐνε ρ γ ε ί ᾳ την αισθητική κίνηση προσλαμβάνοντας τα πράγματα ως αἰσθή μα τ α . Η εξαρχής, λοιπόν, δεδομένη στενή συνάφεια και σχέση των υποκειμένων της αἰσθή σ ε ω ς προς τα αντικείμενα αισθητά όντα εκφαίνεται ως μία και ενιαία ενέργεια (ποίησι ς καὶ πάθος ) και θεμελιώνει τη διαλεκτική σχέση του ανθρώπου και του κόσμου μέσω της αίσθησης. Σύμφωνα με την αριστοτελική (και μαξιμική) θεώρηση, τη διασύνδεση της αισθητικής λειτουργίας με τη λειτουργία του νου, ακριβέστερα τη μεταφορά των προϊόντων της αίσθησης (των αἰσθημ ά τ ω ν ), στο νου, αναλαμβάνει η φαντα σί α . Αυτή αρχικά μετα-μορφώνει τα αἰσθή μα τ α σε φαντά σ μ α τ α. Όταν πάψει η άμεση πρόσβαση της αίσθησης στα αισθητά448, αυτά παραμένουν στην ψυχή ως παραστάσεις-φαντά σματα . Αυτά προσλαμβάνονται από την ανώτερη γνωστική δύναμη, τον νοῦν, ως νοήμα τ α . [Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε ότι τα αντικείμενα των ψυχικών λειτουργιών (αἰσθήμ α τ α φαντά σ μ α τ α- νοήμα τ α ) εξαλλάσσουν τρόπο ύπαρξης στα μεταβαλλόμενα όρια των αντιστοίχων ενεργειών. Αν δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας ιδιότητας των όντων εν γένει (να υπάρχουν πολυτρόπως, ανάλογα με την ενέργεια την οποία υφίστανται ή άγουν), επιτρέπει πιθανώς την εξαλλαγή τρόπου ύπαρξης η απουσία της ύλης]. Για τον Αριστοτέλη η φαντα σία αφενός διακρίνεται από την αἴσθη σι ν και από τη νόησι ν- διάν οια ν , αφετέρου είναι άρρηκτα δεμένη με τις όμορές της ψυχικές δυνάμεις: λειτουργεί ταυτόχρονα ως επιστέγασμα της αισθητικής και ως προϋπόθεση της νοητικής λειτουργίας449. Οπωσδήποτε ο ρόλος που επιφυλάσσεται στη φαντασία είναι κεντρικός. Όπως έχουμε τονίσει στις οικείες παραγράφους, ομόλογο και εξίσου βαρυσήμαντο ρόλο 447
Αναφερόμαστε στην εντυπωσιακή και προκλητική φιλοσοφικά διατύπωση (Περὶ Ψυχῆ ς, 425b 26-27): ἡ δ ὲ το ῦ α ἰ σθη τ ο ῦ ἐ ν έ ργεια κα ὶ τ ῆ ς α ἰσθ ή σεω ς ἡ α ὐ τ ὴ μ έν ἐστι κα ὶ μ ία, τ ὸ δ’ ε ἶναι ο ὐ τ ὸ αὐ τ ὸ αὐ τα ῖ ς. 448 Ο Αριστοτέλης διατυπώνει ως εξής την ενεργοποίηση της φαντ α σία ς , όταν διακοπεί η άμεση πρόσβαση της ψυχής σε κάποιο αισθητό αντικείμενό της, και πάψει η αισθητική κίνηση (όχι όμως και η αισθητική λειτουργία συνολικά, η οποία συμπεριλαμβάνει τη φαντασία): Περὶ Ψυχῆς, 425b 23-25: τ ὸ γ ὰ ρ αἰ σθη τ ή ριον δεκ τικ ὸ ν το ῦ α ἰσθη τ ο ῦ ἄνευ τ ῆ ς ὕλης ἕκαστ ο ν· δι ὸ κα ὶ ἀπελθ ό ν τ ω ν τ ῶν αἰ σθη τ ῶ ν ἔνεισιν α ἰ σθ ή σεις κα ὶ φαν τ ασ ί αι ἐν το ῖ ς α ἰσθη τ η ρ ί οι ς . 449 Περὶ Ψυχῆς, 424 a 17- 24 : Καθ ό λου δ ὲ περ ὶ π ά ση ς α ἰσθ ήσεω ς δε ῖ λαβε ῖ ν ὅτι ἡ μ ὲν αἴ σθησ ί ς ἐστι τ ὸ δεκ τικ ὸ ν τ ῶ ν α ἰσθη τ ῶ ν ε ἰδ ῶ ν ἄνευ τ ῆ ς ὕλης, ο ἷον ὁ κηρ ὸ ς το ῦ δακ τυ λ ί ου ἄ νευ το ῦ σιδ ή ρου κα ὶ το ῦ χρυσο ῦ δ έχε τ αι τ ὸ σημε ῖ ον, λαμβ ά ν ει δ ὲ τ ὸ χρυσο ῦν ἢ τ ὸ χαλκο ῦ ν σημε ῖ ον, ἀλλ’ ο ὐ χ ᾗ χρυσ ὸ ς ἢ χαλκ ό ς· ὁμο ί ω ς δ ὲ κα ὶ ἡ α ἴσθησις ἑκ άσ τ ο υ ὑπὸ το ῦ ἔ χον τ ο ς χρ ῶ μα ἢ χυμ ὸ ν ἢ ψ όφον π ά σχει, ἀλλ’ ο ὐχ ᾗ ἕκαστ ο ν ἐκε ίνων λ έγε τ αι, ἀ λλ’ ᾗ τοιον δ ί , κα ὶ κατ ὰ τ ὸ ν λ ό γον. Και 427b 14-16.
145
εντός του πεδίου της ψυχής αποδίδει στη φαντασία και ο Μάξιμος. Αποτελεί και αυτή ισχυρό κρίκο στην αλυσίδα των γνωστικών δυνάμεων της ψυχής· και εύκολα διακρίνεται η αμφίπλευρη διασύνδεση της φαντασίας με την αίσθηση και το νου μέσα από τη γνωστική μετα-μόρφωση: α ἰ σθ ή μ ατα ⇒ φ α ν τ ά σ μ α τ α ⇒νο ή μ α τ α . Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ομολογητή, η φαντα σί α προεκτείνει την αισθητική κίνηση της ψυχής λειτουργώντας ως γέφυρα ανάμεσα στην αίσθηση και τη νόηση. Η φαντασία μάλιστα επικαλύπτει τμήματα των λειτουργιών αφενός της αίσθησης αφετέρου του νου· άλλοτε ταυτίζεται με την αισθητική δύναμη της ψυχής και άλλοτε εμφανίζεται ως εκείνη η λειτουργία του νου που του επιτρέπει να δέχεται κάτι έξωθεν αυτού. Ο Μάξιμος αποδέχεται την αριστοτελική ταύτιση της φαντασίας με τον παθητικὸ ν νοῦν· τονίζει ότι ακριβώς στην προβολή και εκβολή της στο νου ολοκληρώνεται η αισθητική λειτουργία. Και για τον Ομολογητή όπως για τον Αριστοτέλη, η κίνηση της φαντασίας ενεργοποιείται παίρνοντας την σκυτάλη από την αισθητική κίνηση· και αυτό συμβαίνει, όταν ακριβώς εκλείψει το άμεσο ερέθισμα παρόντων αισθητών, όταν η αισθητική λειτουργία εσωτερικευθεί τείνοντας να αποδώσει το προϊόν της ενεργείας της σε ανώτερες ψυχικές δυνάμεις. Επιπλέον, η θεμελιακή ιδιότητα της φαντασίας να λειτουργεί ως ισχυρό κίνητρο πράξεων, βρίσκει σύμφωνους τους δύο στοχαστές. Η φαντασία επιφορτίζεται από τον Αριστοτέλη και με έναν ιδιάζοντα και βαρύνοντα ρόλο: η λειτουργία της και το προϊόν της γίνονται αποδέκτες αποτιμήσεων περί αλήθειας ή ψεύδους της σύνολης γνωστικής λειτουργίας 450. Ανάλογη είναι και η θεώρηση του Ομολογητή, ο οποίος συνδέει τη φαντασία με την δόξα ν, την ἄγνοια ν και το ψεῦδο ς. 2.2.2. Αποφατισμός. Όπως δείξαμε σε διάφορα σημεία της μελέτης μας, αμφότεροι ο Αριστοτέλης και ο Μάξιμος, είναι συνεπείς σε έναν αποφατικό τρόπο θεώρησης της αλήθειας. Δεν ταυτίζουν την αλήθεια με τη διατύπωσή της· θεωρούν ότι η γλώσσα είναι απλώς σύμ β ο λ ο ν και ότι τα σύμ β ο λ α διακρίνονται από τα πράγματα451. Ακόμα και η πιο διεισδυτική και εξαντλητική θεωρία ωχριά απέναντι στην πραγματικότητα· η ανθρώπινη γνώση έχει όρια: ούτε τα ίδια τα όντα στην ουσία τους μπορεί να γνωρίσει αληθινά, ούτε τον παντελώς ἄβατ ο ν καὶ ἄγνω σ τ ο ν Θεὸν έχει από μόνη της τη δυνατότητα να προσεγγίσει. 2.3. Τελεολογία και εσχατολογία. Δεν είναι δυνατό να συγκρίνουμε τις αριστοτελικές και μαξιμικές θέσεις σχετικά με το τέλ ο ς (τελείωση) της φυσικής κινήσε ω ς . Και αυτό, διότι η αριστοτελική τελεολογία εγγράφεται εξ ορισμού στον κύκλο της κίνησης, ενώ η μαξιμική (εκκλησιαστική) εσχατολογία διαρρηγνύει τον κύκλο της κίνησης και αναφέρει και την ίδια την κίνηση έξωθεν της φύσης, στο Δημιουργό της. Το τέλ ο ς της κίνησης στον Αριστοτέλη και η τελε ί ω σ ι ς της κίνησης στον Μάξιμο όχι μόνο δεν είναι συγκρίσιμα, αλλά θέτουν επακριβώς και τα όρια του χάσματος ανάμεσα στην αρχαιοελληνική κοσμολογία και την εκκλησιαστική κτισιολογία. Ως εκ τούτου θα προβούμε μόνο σε επανάληψη μιας θεμελιακής επισήμανσης. Σύμφωνα με τον Ομολογητή η λειτουργία των λόγων ως προο ρ ι σ μ ῶ ν ανατρέπει την αριστοτελική τελεολογία, αφού απαλλάσσει την κίνηση, την εντελέχεια του όντος, από την αναγκαιότητα. Μπορεί και το αριστοτελικό ον να βρίσκει την πληρότητα της ύπαρξής του στο τέλ ο ς του, έχει όμως δυνάμει και ήδη εξαρχής αυτό το τέλ ο ς μέσα του. Αντίθετα, οι λόγοιπροο ρ ι σ μ ο ὶ των όντων κείνται έξωθεν αυτών, στο Θεό, αποτελώντας προαιώνια 450
Περὶ Ψυχῆς , 429a 8-9. Κεφάλαια διάφο ρ α ..., PG 90, 1253C: ἡ γλ ῶ σσα τ ῆ ς κατ ὰ ψυχ ὴ ν γνωσ τ ι κ ῆ ς ἐ νεργ εί α ς ἐστ ὶ σύμβολο ν . Περὶ ἑρμ η ν ε ί α ς , Α1 16a 3-4 Ἔστι μ ὲ ν ο ὖ ν τὰ ἐ ν τῇ φωνῇ τ ῶ ν ἐ ν τῇ ψυχῇ παθημ ά τ ω ν σύ μβολα , καὶ τὰ γραφ ό μεν α τ ῶ ν ἐ ν τῇ φωνῇ , 24b 1- 2: αἱ ἐ ν τῇ φωνῇ κατ αφ ά σ ε ι ς καὶ ἀποφ ά σει ς σύ μβολα τ ῶ ν ἐ ν τῇ ψυχῇ . Πρὸς Θαλάσ σι ο ν ..., PG 90, 744Α: τα ὐ τ ὸ ν οὐ κ ἔστι τῇ φύ σει τὰ σύ μβολα . 451
146
θελήμ α τ ά Του. Και μόνο η ελεύθερη ταύτιση της κίνησης του ανθρώπου (και μαζί του της σύνολης πραγματικότητας λογοποιημένης και ανθρωποποιημένης) με τον κατὰ φύσιν λόγο της δημιουργίας του θα οδηγήσει τα όντα στην εύρεση του αληθινού εἶναι . Αληθινό εἶναι των όντων αποτελεί για τον άγιο Μάξιμο η υπέρβαση των ορίων που τίθενται από την περιγ ρ αφὴ των όντων. Όταν πληρωθεί το θέλημα του Πατρός, ο Υιός μάς οδηγεί πέραν του τόπου, ἐπὶ τὴν ἀκροτ ά τ η ν τῶν θείω ν ἀνάβ α σι ν, μας καθιστά θείας φύσε ω ς κοινω ν ο ὺ ς τῇ κατὰ χάριν μεθέ ξ ε ι τοῦ Πνεύματ ο ς, ενώ εμείς Αυτόν ὅλον ὅλοι δίχα περιγ ρ αφῆ ς ἀχρά ν τ ω ς περικο μί ζ ο μ ε ν . Η θεία ζωή είναι ελεύθερη θέσε ω ς τοπικῆς καὶ κινήσε ω ς χρο νικῆ ς· καὶ μηδε μ ί α ν κατάλη ψι ν ἔχουσα· καὶ διὰ τοῦτ ο, μηδὲ περιγ ραφ ή ν. Τη θέση της περιγ ρ αφῆ ς που είναι δέσμια στο χρόνο και το χώρο, παίρνει η αδιάστατη σωτή ρ ι ο ς περιγ ραφή· το ον δεν είναι πια αυτοκαθοριζόμενο, ὑφ’ ἑαυτοῦ ἐν ἑαυτ ῷ τὴν περιγ ρ αφὴ ν ἔχο ν 452, αλλά συναντά το ἐρασ τ ὸ ν τέλος του, περιλα μ β ά ν ε τ α ι και περιγ ράφ ε τ α ι από αυτό, και υπάρχει ενωμένο με αυτό: … ἐπιτείν ε ι σφοδ ρ ῶ ς τὴν κίνησι ν, καὶ οὐχ ἵσταται μέχ ρι ς ἂν γένητ αι ὅλο ν ἐν τῷ ἐρασ τ ῷ ὅλῳ καὶ ὑφ᾿ ὅλου περιλ ηφθ ῇ, ἑκουσί ω ς ὅλο ν κατὰ προαί ρ ε σ ι ν τὴν σωτ ή ρ ι ο ν περιγ ραφὴ ν δεχ ό μ ε ν ο ν, ἵν ᾿ ὅλο ν ὅλῳ ποιωθ ῇ τῷ περιγ ρ αφό ν τ ι, ὡς μηδ' ὅλω ς λοιπὸν βούλ ε σ θ α ι ἐξ ἑαυτοῦ αὐτὸ ἐκεῖν ο ὅλο ν γνω ρί ζ ε σ θ α ι δύνασθ αι τὸ περιγ ραφ ό μ ε ν ο ν, ἀλλ ᾿ ἐκ τοῦ περιγ ράφ ο ν τ ο ς · ὡς ἀὴρ δι ᾿ ὅλου πεφωτι σ μ έ ν ο ς φωτί, καὶ πυρὶ σίδη ρ ο ς , ὅλο ς ὅλῳ πεπυρακτ ω μ έ ν ο ς 453. Ο παναίτι ο ς Θεός δεν περιγ ράφ ε τ α ι αλλά περιγ ράφ ε ι τα πάντα, ὑπὲρ γάρ ἐστι καὶ αὐτοῦ τοῦ εἶναι, τοῦ τε πῶς καὶ ἁπλῶς λεγο μ έ ν ο υ τε καὶ νοουμ έ ν ο υ 454. Συνεπώς, η μαξιμική κίνηση της δημιουργίας που έχει την αρχή της στο Θεό και τελειούται ως ένωση με Αυτόν, διαφοροποιείται απόλυτα από την αριστοτελική κίνηση-εντελέχεια που οδηγεί στην κατάκτηση της μορφής και την πραγμάτωση του όντος. Η δεύτερη ορίζεται από την κυκλικότητα της ατέρμονης επανάληψης. Η πρώτη ορίζει την κυκλικότητα της εκθεωτικής επιστροφής: η δημιουργία, ως αέναη έκπτυξη των λόγων-θελημάτων σε ουσίες, μορφώνει μία οδό καθοδική, από το Θεό προς τα όντα, αλλά προοικονομεί και την αντίστροφη όδευση, την ανοδική σύμπτυξη των επιμέρους σε καθολικότερες μορφές μέχρι τον απαρτισμό του ενός λόγου της λόγου της ταυτοκιν η σί α ς των πάντων, εν τέλει τη σωτήρια ἐπιστ ρ ο φ ὴ των όντων στην Αιτία τους. 3. Συνολική σύγκριση. Ενδεχομένως φαντάζει ατελέσφορο να αναφερόμαστε σε ομοιότητες ή και ταυτίσεις των δύο συγγραφέων, αν δεν τις εντάσσουμε και εμείς στο πλαίσιο στο οποίο ως ολότητα εντάσσει ο Πατέρας της Εκκλησίας τη γνώση της αριστοτελικής θεωρίας. Η ένταξη και υποταγή όλων των θεωρητικών και κοσμοθεωρητικών προσλημμάτων στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής οικοδομής είναι, όπως έχουμε τονίσει, δεδομένη προτεραιότητα για τον Ομολογητή. Και αυτό το πλαίσιο δεν είναι άλλο από την άμεση εκκλησιαστική εμπειρία του Δημιουργού που παρίσταται αδιάκοπα στον κόσμο με τις Ενέργειές Του και προς τον Οποίο κινείται ανακεφαλαιούμενη, αποκαθιστάμενη και ανακαινιζόμενη η Δημιουργία. Ο Ομολογητής προσλαμβάνει το αριστοτελικό "υλικό", για να το οδηγήσει ανακαινισμένο στην τελείωση. Στη θεολογική σκέψη του η θεωρία του φιλοσόφου για την κίνηση πληρούται, καθώς η κίνηση αποκτάει πράγματι μία Αρχή και Τέλος που δεν εντάσσονται σ' 452
Εἰς τὴν προσ ευ χ ὴ ν τοῦ Πάτερ ἡμῶ ν ..., PG 90, 905D. Πρὸς Θαλάσ σι ο ν ..., PG 90, 644D. Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν ..., PG 91, 1180C. 453 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν ..., PG 91, 1073D-1076A. 454 Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν ..., PG 91, 1180D.
147
αυτήν και την υπερβαίνουν. Στο πλαίσιο της αριστοτελικής θεωρίας η κίνηση εξαντλείται στην πραγμάτωση του εἴδου ς . Το εἶδο ς ενέχει και την αρχή και το τέλος της ύπαρξής του, ενώ η ὕλη καθεαυτήν παραμένει απλώς δυνατότητα. Το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν δεν κινητοποιεί άμεσα την εκάστοτε ειδητική πραγμάτωση· ενεργοποιεί τη σύνολη κοσμική κίνηση. Οπωσδήποτε, όμως, αυτό στο οποίο δίνει έμφαση ο Αριστοτέλης είναι η αυτοκίνηση των όντων στο σύνολό τους· για όλα υπάρχει κάποιου είδους ψυχὴ κινούσα που εγγυάται και την αυτοτέλειά τους. Η φύση, έτσι, είναι για τον έλληνα σοφό αυτοσκοπός. Αλλά ο Μάξιμος και σύνολη η εκκλησιαστική παράδοση αρνούνται κατηγορηματικά την αυτοδυναμία και αυτοτέλεια των όντων, τη φύση αυτοδικαιούμενη. Η αριστοτελική κίνηση, είτε στα όρια του υποσελήνιου κόσμου είτε στον ουρανό, αυτοαναλίσκεται. Αλλά ο Μάξιμος επιμένει ότι ο Θεός είναι ο ίδιος κάθε κίνηση των όντων. Κανένα ον από μόνο του δεν είναι αυτοκινούμενο στο εἶναι . Τη θέση της αριστοτελικής ψυχής παίρνει η βούληση και διανόηση του Θεού. Η σύνολη κοσμική κίνηση είναι ενέργειά Του. Ενώ ο Αριστοτέλης δίνει έμφαση στη λειτουργία της κίνησης στα όρια του κάθε όντος, ο Μάξιμος, χωρίς να αγνοεί τη σημασία της κίνησης για κάθε ον, δίνει έμφαση στη συνο λική θεωρία της (ενοποιημένης) κίνησης σε μια εσχατολογική προοπτική. Αντίστοιχη είναι και η θεώρηση του τέλους της κίνησης. Η τελεολογία του Αριστοτέλη δεν υπερβαίνει πουθενά τα όρια του εαυτού της, της όρια της κίνησης ως αποκλειστικής πραγματικότητας. Και η ίδια η καθαρή ενέργεια του πρώτου κινούντος, η νόησι ς νοή σε ω ς , είναι μια μορφή εσώστροφης κινήσεως. Στο πλαίσιο της τελεολογίας, καθώς και ο θεός αντιμετωπίζεται ουσιοκρατικά ως ον, υπόκειται και ο ίδιος στην κοσμική αναγκαιότητα της κίνησης. Η κίνηση είναι η Μοίρα, της θεότητος υπέρτερη. Η διδασκαλία του αγίου Μαξίμου για την επιστροφή της Δημιουργίας στον Κτίστη της, η εσχατολογία του, διαρρηγνύει το φράγμα της κίνησης, οδηγώντας και την ίδια την κίνηση σε ένα Τέλος που βρίσκεται αληθινά έξω από αυτήν, έξω από τα όρια του όντος. Ο Υπερούσιος είναι ελεύθερος από κάθε πρόσδεση στην κίνηση, αφού και αυτή είναι δικό Του κτίσμα. Η αναγκαιότητα του κύκλου της κίνησης στην οποία εντάσσεται και το πρῶτ ο ν κινοῦν ἀκίνητ ο ν -έστω και ως αντικείμενο ερωτικής φοράς αυθύπαρκτων όντων προς αυτό-, καθιστά στα όρια της αριστοτελικής θεωρίας αναγκαστική και την ύπαρξη των όντων. Η ελευθερία του Θεού από κάθε πρόσδεση στην κίνηση και το ον εν γένει, από κάθε αιτία και φυσικό προκαθορισμό, -ελευθερία που προϋπάρχει της ουσίας Του και ταυτίζεται με τον προσωπικό-Τριαδικό τρόπο ύπαρξής Του- εγγυάται και την "εκ του μηδενός", την απόλυτα ελεύθερη δημιουργία των όντων. Η καθαρή ενέργεια του πρώτ ου κινοῦν τ ο ς ἀκινήτ ου είναι η άλλη όψη της εσώστροφης απόλυτης ηδονής που αυτό "βιώνει". Και η ατελής φορά των όντων προς αυτό το τέλοςΑγαθό προδιαγράφει τη συντήρησή τους στο εἶναι ως άμετρη Απόσταση. Η διαρκής προνοιακή ενέργεια του Θεού είναι η άλλη όψη της αμοιβαίας απόλαυσης Θεού-όντων. Και η ατέλεστη ερωτική επιστροφή των όντων προς το τέλος τους, τον προσωπικό Θεό, εγγυάται τη συντήρησή τους στο εἶναι ως Μετοχή. Η αϊδιότητα της κίνησης και η συνακόλουθη αιωνιότητα του κόσμου εγκλωβίζονται στον κύκλο της Ανάγκης. Η οριοθέτηση της κίνησης ανάμεσα στα άκρα μιας Αρχής-Δημιουργίας και ενός ΤέλουςΕπιστροφής διανοίγεται στην αδιάστατη Ελευθερία. Ο Αριστοτέλης, μη προβλέποντας τις Ενέργειες του Θεού, αδυνατεί να γεφυρώσει πειστικά
148
την ακινησία του πρώτου κινούντος με την κίνηση των καθ’ έκαστον. Ο Μάξιμος, ζώντας παντού γύρω του τη θεία Πρόνοια, ταυτίζει την κίνηση των όντων με τη θεία Παρουσία. Η ανακαίνιση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας μέσα στην Εκκλησία δεν είναι παρά η κατάλυση του κράτους της Ουσίας υπό το μεταμορφωτικό φως της Τριάδος. Και για τον Αριστοτέλη και για τον Μάξιμο: 1. Η θεωρία της κινήσε ω ς επιτρέπει μια συνολική θέαση του κόσμου, ακριβώς διότι η κίνησι ς διαπερνά τη σύνολη πραγματικότητα. Η ύπαρξη του όντος ταυτίζεται με την κί νησίν του. 2. Η φύσις δεν είναι μια στατική πραγματικότητα αλλά η αέναη εκδίπλωση ενός πολύμορφου γίγνεσθαι. Και η φύση του κάθε όντος δεν είναι στατικό δεδομένο αλλά δυναμική ενότητα κινήσεων/ενεργειών που νοηματοδοτούνται και κινητοποιούνται από τo τέλ ο ς προς το οποίο αυτές τείνουν. 3. Τα όντα βρίσκουν την πληρότητα της ύπαρξής τους στο τέλ ο ς τους. 4. Η αντίστιξη δυνάμ ε ι- ἐνε ργ ε ί ᾳ αναφέρεται στον τρόπο ύπαρξης των όντων, και προσφέρεται ως εργαλείο περιγραφής αυτού του τρόπου. 5. Αυτοτελής ύπαρξη της ύλης δεν νοείται. 6. Το όντως υπαρκτό προϋποθέτει τη σχέση· τα όντα δεν υπάρχουν από μόνα τους αλλά μέσα από την πολυειδή σχέση τους προς άλλα όντα. 7. Ο χώρος και ο χρόνος συνδέονται ουσιαστικά (κατά τον τρόπο της ύπαρξής τους) με τα κινούμενα όντα. Η κίνηση αποτελεί προϋπόθεση του χώρου και του χρόνου, οι οποίοι αποτελούν διαστάσεις της. [Mπορούμε να μιλήσουμε για συναλληλία φύσεως, χώρου και χρόνου]. 8. Οι δυνάμεις της ψυχής (αἴσθησι ς, λόγ ο ς, νοῦς ) νοούνται συμπληρωματικές, και οι λειτουργίες της καθεμίας ολοκληρώνονται ακριβώς με την εκβολή τους στις λειτουργίες μιας άλλης όμορης ψυχικής δύναμης. 9. Είναι έτσι φτιαγμένος ο κόσμος ώστε να προσφέρεται ως δυνατότητα στις γνωστικές δυνάμεις· αυτές πραγματώνουν ἐνε ρ γ ε ί ᾳ την γνωστική κίνησι ν του ανθρώπου προς τον κόσμο. 10. Η ανθρώπινη γνώση έχει όρια. Για τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τη διδασκαλία της Εκκλησίας: Η επιστροφή της Δημιουργίας στον Κτίστη της υπερβαίνει τον κύκλο της κινήσεως, οδηγώντας και αυτήν την ίδια την κίνηση σε ένα Τέλος που βρίσκεται αληθινά έξω από αυτήν, έξω από τα όρια του όντος. Ο υπερούσιος Θεός είναι ελεύθερος από κάθε πρόσδεση στην κίνηση, αφού και αυτή είναι δικό Του κτίσμα.
149
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. Κείμενα. α) Έργα του Αριστοτέλη. α1) Στις εκδόσεις της Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis (Oxford): -Κατηγο ρί αι , ed. L. Minio-Paluello 1949. -Ἀναλυτικὰ Ὕστε ρ α , ed. W. D. Ross, 1964. -Τοπικά , ed. W. D. Ross, 1958. -Περὶ Ψυχῆς , ed. W. D. Ross, 1961. -Φυσικά , ed. W. D. Ross, 1966. -Μετὰ τὰ Φυσικά , ed . W. D. Ross, 1970. -Ἠθικὰ Νικομάχ ε ι α , ed. I. Bywater 1962. α2) Στις εκδόσεις Les Belles Lettres: -Περὶ Οὐρανοῦ , ed. P. Moraux, 1965. -Περὶ γενέ σ ε ω ς καὶ φθορᾶ ς , ed. C. Mungler, 1966. α3) Στις εκδόσεις Teubner: -Περὶ ζ ῴων κινήσε ω ς , ed. W. Jaeger, 1913. α4) Στις εκδόσεις Harvard University Press. -Μετε ω ρ ο λ ο γ ι κά , ed. F.H. Fobes, 1919. -Ἠθικὰ Μεγάλα, ed. F. Susemihl, 1969. β) Υπομνηματιστές του Αριστοτέλη στη σειρά Commentaria in Aristotelem Graeca. -ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. IX, X, ed. H. Diels, Βερολίνο 18921895. -ΦΙΛΟΠΟΝΟΣ , Ὑπόμνημα εἰς τὰ Φυσικά, C.A.G. XVI, XVII, ed. H. Vitelli, Βερολίνο 1887-1888. γ) Έργα Μαξίμου του Ομολογητού . Βλ. πίνακα στην αρχή του δευτέρου κεφαλαίου. Οι παραπομπές γίνονται στην Patrologia Graeca (PG 4, 90, 91). Λαμβάνονται υπόψη και οι ακόλουθες κριτικές εκδόσεις: -Πρὸς Θαλάσσι ο ν, Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπόρ ω ν τῆς Θείας Γραφῆς (Quaestiones ad Thalassium ), ed. C. Laga and C. Steel, Corpus Christianorum. Series Graeca 7, 22. Turnhout: Brepols, 1:1980; 2:1990. -Πεύσει ς καὶ 'Αποκρίσε ι ς καὶ 'Ερωτή σ ε ι ς καὶ 'Εκλογαί (Quaestiones et dubia ), ed. J.H. Declerck, Corpus Christianorum. Series Graeca 10. Turnhout: Brepols, 1982. -Κεφάλαια περὶ ἀγάπης (Capita de caritate ), ed. A. Ceresa-Gastaldo, Rome: Editrice Studium, 1963. -Μυσταγ ωγ ία (Mystagogia ), ed. R. Cantarella, Florence: Testi Cristiani, 1931. -Σχόλια εἰς τὸν Ἐκκλησιασ τ ή ν , (Scholia in Ecclesiasten , in catenis: catena trium patrum), ed. S. Luca, Corpus Christianorum . S. G. 11. Turnhout: Brepols, 1983.
150
B. Βιβλία και άρθρα. - Mortime r ADLER, Ο Αριστο τ έ λ η ς για όλου ς. Δύσκολο ς στοχ α σ μ ό ς σε απλοποιη μ έ ν η μορφή, (Aristotle for everybody . Difficult Thought Made Easy, 1978), μετ. Π. Κοτζιά, Αθήνα 1996. - Hans Urs Von BALTHASAR, Kosmische Liturgie. Das Weltbild Maximus' des Bekenners , Einsiedeln 1961. - Ἀ θανάσιο ς ΒΛΕΤΣΗΣ, Τὸ προπατο ρ ικ ὸ ἁμάρ τ η μ α στὴ θεολ ο γ ία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογ η τ ο ῦ , Ἔρευνα στὶς ἀπαρχ ὲ ς μιᾶς ὀντο λ ο γ ί α ς τῶν κτιστ ῶ ν , Κατερίνη 1998. - Paul M. BLOWERS, Gentiles of the Soul: Maximu s the Confes s o r on the Subs tru c ture and Transfor m a ti o n of the Huma n Passions, Journal of Εarly Christian Studies 4 (1996), σελ. 57-85. - Χρῆ στο ς ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Χάιντε γγ ε ρ καὶ Ἀρεοπαγίτη ς. Ἡ θεολ ο γ ία τῆς ἀπουσία ς καὶ τῆς ἀγνω σί α ς τοῦ Θεοῦ, Αθήνα 1967. - Τὸ πρόσ ωπ ο καὶ ὁ ἔρ ω ς . Θεολογ ικὸ δοκίμιο ὀντ ο λ ο γ ί α ς , Αθήνα 1976. - Εἰσαγω γ ὴ στο Ἰωάννη ς Δαμασκην ό ς, Διαλεκτικά, μετ.-σχ. Ἰ. Σακαλ ῆ ς , Αθήνα 1978. - Ἡ ἐλευθ ε ρ ί α τοῦ ἤθους, Αθήνα 1979. - Σχεδίασμ α Εἰσαγωγ ῆ ς στὴ Φιλοσ ο φί α, Αθήνα 1981. - Ὁ "ἀ ποφα τ ι κ ὸ ς " Ἀρισ το τ έ λ η ς , Διαβάζ ω 135 (Αφιέρ ω μ α στο ν Αριστο τ έ λ η) , 1986. - Τὸ ρητὸ καὶ τὸ ἄρρη τ ο . Τὰ γλω σσικὰ ὅρια ρεαλι σ μ ο ῦ τῆς μεταφυσικῆ ς , Αθήνα 1999. - Ἀ θανάσιο ς ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Οἱ ἄνθρωπ ο ι το ῦ θεαν θ ρ ώ π ο υ Χρισ το ῦ κα ὶ ὁ μηδενισμ ὸ ς τ ῶ ν συγχρ ό ν ω ν ὑπαρξισ τ ῶ ν, Γρηγόρ ι ο ς ὁ Παλαμᾶ ς ΝΓ΄ 1970. - Paul F. CONEN, Die Zeittheorie des Aristoteles , München 1964. - Ir. H. DALMAIS, Mystèr e liturgiqu e et la divinis ation dans la Mysta g o gi e de Saint Maxime le Confes s e u r , Epectasis 1972. - Επίσκοπο ς ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (Ψαρια ν ό ς ) , Λόγος Παρακλή σ ε ω ς , Κοζάνη 1968. - Inge m a r DUERING, Ὁ Ἀριστο τ έ λ η ς, Παρουσία ση καὶ ἑρμη ν ε ί α τῆς σκέψη ς του, (Aristoteles, Darstellung und Interpretation seines Denkens, Heidelberg 1966), Α΄ τ. μετ. Π. Κοτζιά, Αθήνα 1991, Β΄ τ., μετ. Α. Γεωργίου-Κατσιβέλα, Αθήνα 1999. - P. FEYERABEND, Γνώση για ελεύθ ε ρ ο υ ς ανθρ ώπ ου ς (Erkenntnis für freie Menchen , 1980), μετ. Γ. Τζαβάρας, Θεσσαλονίκη 1980. - In defence of Aristotle: Comments on the Condition of Content Increase, στο Progress and Rationality in Science , eds G. Radnitzky, G. Andersson, R. S. Cohen, M. W. Wartofsky, Dodrecht Reidel 1978. - Georg e FLOROVSKY, Ἡ κτίσι ς κα ὶ τ ὸ κτισ τ ό ν (Παρίσι 19281) στο Ἀνατομία προ β λ η μ ά τ ω ν τῆς πίστε ω ς (μετ. Μ. Καλαμαράς), Θεσσαλονίκη 1977. - Kurt von FRITZ, Das ἄπειρ ο ν bei Aristoteles, στο I. DUERING (ed.) Naturphiloso phie bei Aristoteles und Theophrast . Verhandlungen des 4. Symposium Aristotelicum veranstaltet in Götemborg, 1966. - Martin HEIDEGGER , Was ist das- die Philosophie?, Cerisy-la-Salle, 1955. - Εἰσαγ ωγ ὴ στὴ Μεταφυσική (Einführung in die Metaphysik, 1953), μετ. Χρ. Μαλεβίτσης, Αθήνα 1973. - HEINZER F. - SCHÖNBORN C. (eds), Maximus Confessor, Actes du Symposium sur Maxime le Confesseur , Friburg 1980. - Βασίλη ς ΚΑΛΦΑΣ, Ἀριστο τ έ λ η ς Περὶ Φύσε ω ς. Τὸ δεύτ ε ρ ο βι β λ ί ο τῶν Φυσικῶ ν, Αθήνα 1999. - Νικόλαος ΚΑΡΑΖΑΦΕΙΡΗΣ, Ἡ περὶ προσώπ ου διδα σκα λ ί α ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογ η τ ο ῦ (δ. δ.), Θεσσαλονίκη 19952.
151
- Παρασκευ ή ΚΟΤΖΙΑ, Ἡ ἀ ρχαία «ἐ ξήγησ ι ς » τ ῶ ν πραγμ α τ ε ι ῶ ν το ῦ Ἀ ρισ τ ο τ έ λ η , Φιλόλ ο γ ο ς 100 (2000). - Vladimir LOSSKY, Ἡ μυστικὴ θεολ ο γ ί α τῆς Ἀνατολικῆ ς Ἐκκλησία ς , (μετ. Σ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 1964. - Νικόλα ο ς ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, Ἡ εὐχαρι σ τ ι ακὴ ὀντ ο λ ο γ ί α (Τὰ εὐχαρι σ τ ι ακὰ θεμέ λ ι α τοῦ εἶναι ὡς ἐν κοιν ω ν ί ᾳ γίγνε σθ α ι στὴν ἐσχα τ ο λ ο γ ικὴ ὀντ ο λ ο γ ί α τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογ η τ ῆ ), Αθήνα 1992. - Ἡ ἀποφατικὴ ἐκκλησι ο λ ο γ ί α του ὁμο ου σί ου . Ἡ ἀρχ έγ ο ν η ἐκκλησία σήμε ρ α , Αθήνα 2002. - Δημήτρης ΛΥΠΟΥΡΛΗΣ, Ἀριστο τ ε λ ικ ὰ μελε τ ή μ α τ α. Ἀναζητ ώ ν τ α ς τὸν "προφο ρικ ὸ " λόγ ο τοῦ Ἀριστο τ έ λ η , Θεσσαλονίκη 1986. - Νίκος ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Κόσμος, ἄνθρ ωπ ο ς, κοιν ω ν ί α κατὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογ η τ ῆ , Αθήνα 1980. - Ἱστορία τῆς Βυζαντι ν ῆ ς φιλοσ ο φία ς, Θεσσαλονίκη 1994. - Λίνος ΜΠΕΝΑΚΗΣ, Νεωτ ε ρ ι κ ὴ κρι τ ι κ ὴ του Μετα βυ ζ α ν τ ι ν ο ῦ 0 Ἀ ρισ τ ο τ ε λ ι σ μ ο ῦ στ ὸ ν ἑλληνικ ὸ χ ῶ ρο κα τ ὰ τ ὸ ν 18 α ἰῶ να , Πρακτικὰ τοῦ Παγκοσμί ου Συνεδ ρί ου Ἀριστο τ έ λ η ς , Τόμος Β΄, Αθήνα 1981. - Παναγι ώ τ η ς ΝΕΛΛΑΣ, Ζῷον θεούμ ε ν ο ν. Προοπτικὲ ς γιὰ μιὰ ὀρθ ό δ ο ξ η καταν ό η σ η του ἀνθ ρ ώπ ου, Αθήνα 1979. - «Γεννη θ ῆ να ι ἄνωθεν». Οἱ δογμα τ ι κ έ ς , μυσ τ η ρ ι α κ ὲ ς κα ὶ ἀνθρ ωπ ολ ο γ ι κ ὲ ς προϋπ ο θ έ σ ε ι ς τ ῆ ς πνευμα τ ι κ ῆ ς ζω ῆ ς (μετ. Ε. Μασσαλή), Σύναξη 3 (1982). - Ἡ Μητέρ α το ῦ Θεο ῦ κα ὶ ὁ Θεοκεν τ ρ ι κ ὸ ς ἀνθρ ωπ ισ μό ς , Σύναξη 59 (1996). - Νίκος ΝΗΣΙΩΤΗΣ , Ἡ φύση ὡ ς κτίση. Συμβολ ὴ στ ὸ πρόβλη μ α τ ῆ ς μόλυνση ς το ῦ περιβ ά λλ ο ν τ ο ς ἀπ ὸ θεολο γι κ ὴ κα ὶ φιλοσοφικ ὴ ἄποψη, Σύναξη 14 (1985). - Τερέζ α ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ, Προβ ο λ ὲ ς στὸν Ἀριστο τ έ λ η, Θεσσαλονίκη 1998. - Ιωάννης Σ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Τὸ προπατ ο ρ ικ ὸ ν ἁμάρ τ η μ α , Αθήνα 19892. - Polycarp SHERWOOD , The earlier Ambigua of St. Maximus the Confessor and his Refutation of Origenism , Romae 1952. - St. Maximus the Confessor. The ascetic life. The four senturies of Charity, London 1955. - Λάμπρο ς Χρ. ΣΙΑΣΟΣ , ' Εραστ ὲ ς τῆς ἀλήθ ε ια ς . Ἔρευνα στὶς ἀφετη ρ ί ε ς καὶ τὴ συγκρ ό τ η σ η τῆς θεολ ο γ ικῆ ς γνωσι ο λ ο γ ί α ς κατὰ τὸν Πρόκλο καὶ τὸ Διονύσιο 'Αρεοπαγίτη , (ΕΕΘΣΑΠΘ, Παράρτ. 45 του 28ου τόμου, (δ. δ.), Θεσσαλονίκη 1984. - Ἡ διαλ εκτ ικὴ στὴ φανέ ρ ω σ η τῆς φύσης . Μελέτη στὰ Φυσικὰ τοῦ Ἀριστο τ έ λ η, Θεσσαλονίκη 1989. - Πατε ρικὴ κριτικὴ τῆς φιλοσ ο φικῆ ς μεθ ό δ ο υ, Θεσσαλονίκη 1989. - Κι ἂν τὸ πραγματ ικὸ δὲν εἶναι ἀληθ έ ς; Κριτικὴ ἀναστ ο ι χ ε ί ω σ η τῆς ἀριστ ο τ ε λ ικ ῆ ς προϋποθ έ σ ε ω ς , Αθήνα 2002. - Friedrich SOLMSEN, Aristotle's System of the Physical World. A Comparison with his predecessors , Ithaca-New York 1960. - Δημή τ ρ ι ο ς ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Εἰσαγωγ ὴ στὴ Μυσταγ ωγ ία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογ η τ ο ῦ , Ἀ θῆ ναι 1989. - Εἰσαγ ω γ ὴ στο Περὶ διαφό ρ ω ν ἀπορι ῶ ν... στο Φιλοσ ο φικὰ καὶ Θεολο γ ικὰ ἐρω τ ή μ α τ α , Ἀ θῆ ναι 1978. - Φῶ ς Χρισ το ῦ Φα ί νει Πᾶσι, Δοκ ί μιο ὀρθοδ ό ξου φιλοσοφ ί α ς (μετ. Ζ. Δρακοπούλου – Π. Νέλλας), Ἐποπτεία 29 (1978). - Βασίλειο ς Ν. ΤΑΤΑΚΗΣ, Ἡ βυζαν τ ι ν ὴ φιλοσ ο φία, Αθήνα 1977.
152
- Χρῆ στο ς ΤΕΡΕΖΗΣ , Ἡ θεολ ο γ ικὴ γνωσι ο λ ο γ ί α τῆς Ὀρθόδο ξ η ς Ἀνατολ ῆ ς , Αθήνα 1993. - Lars THUNBERG, Microcosm and Mediator. The theological anthropology of Maximus the Confessor , Lund 1965. - Walther VÖLKER, Maximus Confessor als meister des Geistlichen Lebens, Wiesbaden 1965. - Παναγι ώ τ η ς ΧΡΗΣΤΟΥ, Ὁ Ἄνθρωπ ο ς στ ὸ ἄπειρο τ ῆ ς Ἀϊδιό τ η τ ο ς , Ἐποπτεία 67 (1982). - Wolfgan g WIELAND, Die aristotelische Physik. Untersuchungen über die Grundlegung der Naturwissenschaft und die sprachliche Bedingungen der Prinzipienforschung bei Aristoteles , Götingen 1962. - Κων σταν τ ῖνος ΖΑΧΟΣ, Οἱ προϋποθ έ σ ε ι ς τῆς οἰκολ ο γ ικῆ ς κρίση ς ὑπὸ τὸ φῶς τῆς θεολ ο γ ία ς τοῦ ἁγίου Μαξίμου , (δ.δ.), Θεσσαλονίκη. - Μητροπολίτης Περγάμου Ἰ ωάννη ς (ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ) , 'Απ ὸ τ ὸ προσ ωπ ε ῖ ον ε ἰ ς τ ὸ πρόσ ωπ ον , Χαριστ ή ρ ι α εἰς τιμὴ ν τοῦ Μητροπ ο λ ί τ ο υ Χαλκηδ ό ν ο ς Μελίτω ν ο ς , Θεσσαλονίκη 1977 (και στο Ἱμάτια φωτὸ ς ἀρρή τ ο υ. Διεπιστη μ ο ν ικὴ προσέγ γ ι ση τοῦ προσώπ ου , επιμ. Λ. Σιάσος, Θεσσαλονίκη 2002). - Χρισ τολ ο γ ί α κα ὶ ὕπαρξη. Ἡ διαλεκ τ ι κ ὴ κτισ τ ο ῦ - ἀκτίσ τ ο υ κα ὶ τ ὸ δόγμα τ ῆ ς Χαλκηδ όν ο ς , Σύναξη 2 (1982). - Ἡ Κτίση ὡς Εὐχαρισ τ ί α. Θεολ ογ ικὴ προσέ γ γ ι σ η στὸ πρό β λ η μ α τῆς οἰκολ ο γ ί α ς, Αθήνα 1992. - Ἑλληνισμ ὸ ς κα ὶ Χρισ τι α ν ι σ μ ό ς . Ἡ συνάν τ η σ η τ ῶν δύο κόσμων , Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Εκδ. Αθ.), τ. Στ'. - John D. ZIZIOULAS, Being as communion. Studies in Personhood and the Church, New York 1993.
153