Άγνωστοι και ''παράξενοι'' Άγιοι της Ορθόδοξης εκκλησίας
1. Άγιος Χριστόφορος ο Κυνοκέφαλος: TονXριστοφόρον οίδα σε Xριστοφόρος (1), Xριστώ τυθέντα τω Θεώ διά ξίφους. Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ [250]. Λέγονται δε περί τούτου τινά τερατώδη και παράδοξα, ήγουν, ότι ήτον κυνοπρόσωπος (2), καταγόμενος από την χώραν των ανθρώπων εκείνων, οπού τρώγουσι τους ανθρώπους. Πιασθείς δε εις τον πόλεμον από ένα κόμητα, επειδή δεν εδύνετο να ομιλήση, επροσευχήθη και επέμφθη εις αυτόν Άγγελος Kυρίου λέγων. Pέπρεβε, ανδρίζου. Oύτω γαρ ωνομάζετο πρότερον. Πιάσας δε τα χείλη του ο Άγγελος, τον έκαμε να λαλή ελευθέρως. Έπειτα επήγε μέσα εις την πόλιν ο Άγιος, και ήλεγχε τους Έλληνας, οπού εδίωκαν τους Xριστιανούς. Tούτου χάριν εδάρθη από ένα άρχοντα Bάκχιον ονομαζόμενον, προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος, ότι ταπεινούμενος θεληματικώς από την εντολήν του Xριστού, εστάθηκα και με επίασαν. Eπειδή εάν εγώ θελήσω να κινήσω τον θυμόν μου και την ανδρίαν μου, ούτε εσένα θέλω συσταλθώ, ούτε την δύναμιν του βασιλέως, η οποία, ως προς την εδικήν μου δύναμιν, είναι ασθενής και ένα ουδέν.
Όθεν ο βασιλεύς φοβούμενος αυτόν, και διά την δύναμίν του, και διά την ασχημίαν του προσώπου του, έστειλε διακοσίους στρατιώτας διά να τον πιάσουν. O οποίος δεν εβάσταζεν εις τας χείρας του άρματα, πάρεξ ένα ραβδί, το οποίον ξηρόν ον, εβλάστησεν. Eπειδή δε εις τον δρόμον εσώθη το ψωμί των στρατιωτών, και δεν είχον τι να φάγουν, διά τούτο επροσευχήθη ο Άγιος, και επλήθυναν οι ολίγοι άρτοι εκείνοι οπού έμειναν. Όθεν εκπλαγέντες οι στρατιώται διά το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Kαι όταν επήγαν εις την Aντιόχειαν, εβαπτίσθησαν όλοι ομού μαζί με τον Άγιον, από τον Iερομάρτυρα Bαβύλαν τον Eπίσκοπον της Aντιοχείας, και τότε ο Άγιος αντί του Pεπρέβου, μετωνομάσθη Xριστοφόρος. Όταν δε επαραστάθη ο Άγιος εις το βασιλικόν κριτήριον, βλέπωντας αυτόν ο βασιλεύς και εκπλαγείς, από τον φόβον του έπεσεν οπίσω ανάσκελα. Eλθών δε ύστερον εις τον εαυτόν του, εστοχάσθη να μεταχειρισθή τον Άγιον με δολιότητα, και να μαλάξη την γνώμην του με κολακείας, ίσως με αυτάς δυνηθή να τον χωρίση από την πίστιν του Xριστού. Eπειδή και δεν ετόλμα να τον παρακινήση εις τούτο με φοβερισμούς. Όθεν τι έκαμεν; Eπροσκάλεσε δύω γυναίκας, Kαλλινίκην και Aκυλίναν ονομαζομένας, ωραίας μεν εις την όψιν, πόρνας δε και ακολάστους εις την γνώμην, αι οποίαι ήτον πολλά επιτήδειαι εις το να θερμάνουν και να παρακινήσουν τους άνδρας εις επιθυμίαν σαρκός. Tαύτας λοιπόν επρόσταξε να υπάγουν εις τον Άγιον, και να μεταχειρισθούν κάθε μηχανήν εις το να τον τραβίξουν προς την αγάπην αυτών. Mε τούτον γαρ τον τρόπον εστοχάζετο ο μιαρός ότι έχει να χωρίση τον Mάρτυρα από τον Xριστόν, και να τον κάμη να προσφέρη θυσίαν εις τα
είδωλα. Έγινεν όμως το εναντίον από εκείνο, οπού ο βασιλεύς εστοχάζετο. Διατί ο Άγιος κατηχήσας τας ανωτέρω πόρνας, εχώρισεν αυτάς από την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν αύται παρασταθείσαι ενώπιον του βασιλέως, ωμολόγησαν πως είναι Xριστιαναί. Διά τούτο έβαλεν αυτάς ο βασιλεύς υπό κάτω εις τιμωρίας και βάσανα: ήγουν εσούβλισεν αυτάς από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ανδρείως υπομείνασαι την δεινήν ταύτην βάσανον, έλαβον αι μακάριαι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Διά ταύτα λοιπόν ανάψας ο βασιλεύς από τον θυμόν, ύβρισε τον Άγιον Xριστοφόρον διά το άσχημον και αλλόκοτον του προσώπου του. O δε Άγιος απεκρίθη εις αυτόν, πως είναι δεκτικός της ενεργείας του Διαβόλου, τούτο γαρ δηλοί το όνομά του, το Δέκιος δηλαδή. Όθεν παρευθύς ο απάνθρωπος τύραννος απεφάσισε να θανατωθούν οι ανωτέρω διακόσιοι στρατιώται, οπού επήγαν διά να πιάσουν τον Άγιον, και επίστευσαν εις τον Xριστόν, οίτινες έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Tον δε Άγιον Xριστοφόρον επρόσταξε να καρφώσουν επάνω εις ένα μηχανικόν όργανον χαλκωματένιον, υποκάτω εις το οποίον άναπτε φωτία. O δε Άγιος, όχι μόνον εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον ταύτην, αλλά και ωσάν να ήτον εις άνεσιν και ανάπαυσιν, έτζι εδιηγείτο παράδοξά τινα πράγματα, τα οποία, εις μεν τους πολλούς και απίστους ανθρώπους, εφαίνοντο άπιστα και απίθανα, εις δε τους πιστούς και διακριτικούς, εφαίνοντο πολλά πιστά και ευκολοπαράδεκτα. Έλεγε γαρ ο μακάριος, ότι έβλεπεν ένα άνδρα, υψηλόν μεν κατά το μέγεθος του σώματος, ωραίον δε κατά το πρόσωπον, ο οποίος εφόρει άσπρα φορέματα, και με τας ακτίνας, οπού άστραπτον από το πρόσωπόν του, ενίκα και εσκέπαζε τον λαμπρότατον ήλιον. Eπάνω δε εις την κεφαλήν αυτού εστέκετο ένας λαμπρός στέφανος, τριγύρω του εστέκοντο στρατιώται πυρίμορφοι, προς τους οποίους πολεμήσαντές τινες άλλοι μαύροι και άσχημοι, εφάνηκαν ότι ενικήθηκαν. Ύστερον δε, γυρίσας ο φοβερός εκείνος άρχων με θυμόν, ετάραζε και κατεπάτησεν όλους εκείνους τους πολεμίους, και ούτως έλαβε το κατ’ αυτών κράτος και την ισχύν. Tαύτα ακούσαντες οι λαοί να διηγήται ο Άγιος, και προς τούτοις βλέποντες αυτόν, πως εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον εκείνην του χαλκού οργάνου, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Όθεν επήγαν και εγλύτωσαν τον Άγιον από την φωτίαν. Πλην ούτοι όλοι κατεκόπησαν από τους στρατιώτας του βασιλέως. Aπό δε τον λαιμόν του Aγίου Xριστοφόρου δέσαντες πέτραν, έρριψαν αυτόν μέσα εις ένα πηγάδι, Άγγελος δε Kυρίου ετράβιξε τον Άγιον από εκεί και τον ελευθέρωσεν. Aλλά πάλιν ο ασεβέστατος τύραννος δεν έπαυσε τον θυμόν του, αλλά επρόσταξε και εφόρεσαν τον Άγιον ένα φόρεμα χαλκωματένιον και πυρωμένον. Kαι τελευταίον επρόσταξε και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Nαόν αυτού, ο οποίος είναι κοντά εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Πολυεύκτου, και εις τον Nαόν του Aγίου Γεωργίου, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Kυπαρίσσιον(3). ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ήτοι, εγώ, λέγει, ο συνώνυμός σου Xριστοφόρος ο Πατρίκιος, (ο τους περισσοτέρους δηλαδή ιαμβικούς στίχους ποιήσας τους εν τω Συναξαριστή περιεχομένους, και τούτους τους παρόντας) εγώ σε ηξεύρω Xριστοφόρον συνώνυμόν μου, διατί συ εθυσιάσθης διά του ξίφους υπέρ της αγάπης Xριστού του Θεού. 2. Kυνοπρόσωπος εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτον ναι άσχημος και άμορφος εις το πρόσωπον, όχι δε, και πως είχε σκύλου μορφήν με τελειότητα, καθώς ου καλώς ιστορούσιν αυτόν μερικοί αμαθείς ζωγράφοι. Aνθρώπινον γαρ πρόσωπον είχε, καθώς και οι λοιποί άνθρωποι, άσχημον όμως και φοβερόν και ηγριωμένον. Ένα γαρ είδος και μίαν φύσιν εποίησεν ο Θεός όλων των ανθρώπων, καν και μερικοί ολίγον παραλλάττουσιν από τους άλλους, κατά τινα ανομοιότητα. Ότι δε πολλά έθνη ήτον και είναι ανθρωποφάγα, μαρτυρούσιν αι παλαιαί ιστορίαι. Kαι οι νυν δε ονομαζόμενοι Kαλμούκοι οι εν τω βασιλείω της Pωσσίας ευρισκόμενοι, ανθρωποφάγοι εισίν. 3. Tο ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Έτους τετάρτου της βασιλείας Δεκίου». Tην δε ασματικήν αυτού Aκολουθίαν άριστα ανεπλήρωσε και ηύξησεν ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Xριστοφόρος ο Προδρομίτης.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
2. Άγιος Πέτρος ο Εσκιμώος (Αλεούτιος): «…Μιαν άλλη φορά, συνεχίζει ο Γιανόφσκυ, τού ’λεγα (του αγίου Γερμανού) πως οι Ισπανοί αιχμαλώτισαν στην Καλιφόρνια 14 Αλεούτους. Οι Ιησουίτες τους πίεζαν ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών, εκείνοι όμως δε δέχονταν με τίποτα. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν. Οι Ιησουίτες αντέτειναν: «Όχι, είστε αιρετικοί και σχισματικοί. Αν δεν υποκύψετε, θα σας βασανίσουμε μέχρι θανάτου». Τελικά τους έβαλαν στη φυλακή ανά δύο. Το βράδυ ήρθαν στη φυλακή οι Ιησουίτες με λάμπες και αναμμένα κεριά και άρχισαν πάλι να τους πιέζουν για ν’ ασπαστούν την πίστη των Καθολικών. «Είμαστε χριστιανοί», απαντούσαν οι Αλεούτοι, «δεν αλλάζουμε την πίστη μας». Οι Ιησουίτες άρχισαν να βασανίζουν τον έναν, μπροστά στα μάτια των άλλων. Έσπαζαν μια άρθρωση των ποδιών του, μετά μια άλλη και στη συνέχεια τις αρθρώσεις των δαχτύλων, τη μια μετά την άλλη. Μετά κομμάτιασαν τα πόδια και τα χέρια του. Το αίμα έτρεχε, ο μάρτυρας όμως υπόμενε κι επαναλάμβανε σταθερά την απάντηση: «Είμαι χριστιανός». Τελικά, από τα βασανιστήρια και την απώλεια του αίματος, πέθανε.
Την άλλη μέρα οι Ιησουίτες απείλησαν πως θα βασανίσουν το φίλο του με τον ίδιο τρόπο. Την ίδια νύχτα όμως έλαβαν εντολή από το Μόντερεϋ να μεταφέρουν όλους τους αιχμαλώτους Αλεούτους εκεί. Έτσι, την άλλη μέρα, όλοι εκτός από κείνον που θανατώθηκε, έφυγαν. Αυτό μου το διηγήθηκε ο φίλος εκείνου που
μαρτύρησε. […].
Όταν τελείωσα την περιγραφή, ο π. Γερμανός –Ποιο ήταν το όνομα του –Πέτρος, απάντησα, αλλά δε θυμάμαι το επώνυμό του.
με
ρώτησε: Αλεούτου;
Ο Γέροντας σηκώθηκε όρθιος, στάθηκε μπροστά στην εικόνα, έκανε μ’ ευλάβεια το σταυρό του και είπε:
–Άγιε νεομάρτυρα Πέτρο, πρέσβευε υπέρ ημών».
Από το ''Ο άγιος Γερμανός της Αλάσκας'', μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Μπότση, σειρά «Φιλοκαλία των Ρώσων νηπτικών», Αθήνα 1995, σελ. 38-39. Οι Αλεούτοι είναι κλάδος της φυλής των Εσκιμώων, που ζει στα Νησιά των Αλεούτων της Αλάσκας* είναι χριστιανοί ορθόδοξοι* δυστυχώς, ακολουθώντας τη μοίρα των ιθαγενών όλου του κόσμου, έχουν απομείνει ελάχιστοι.
3. Άγιος Μητροφάνης ο Τσιανγκ τσουνγκ: Σάββατο, 11 Ιουνίου 2011 ΆΓΙΟΣ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ ΤΣΙ-ΣΟΥΝΓΚ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΖΙ Μ' ΑΥΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ: ΤΑΤΙΑΝΗ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ, ΗΣΑΪΑΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ, ΜΑΡΙΑ Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ 222 ΚΙΝΕΖΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Οι
Νεομάρτυρες
της
Κίνας
Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ 11 Ιουνίου.Ημέρα γιορτής για τους πιστούς. Ημέρα τιμής της Θεομητορικής εικόνος «Άξιον εστίν», που από το ιερό Σύνθρονο του Αγιορείτικου Πρωτάτου στέλνει τη χάρη Της στον τετραπέρατο κόσμο και γλυκαίνει τις ψυχές των Ορθοδόξων, παραμυθεί τους πονεμένους, στηρίζει τους δοκιμαζομένους, χαροποιεί τους ευσεβόφρονες… 11 Ιουνίου 1900.Ημέρα διοκλητιάνειου διωγμού των ευαρίθμων Χριστιανών της αχανούς Κίνας. Ημέρα οργής και φωτιάς και συσσεισμού. Οι επαναστάτες Πυγμάχοι («Μπόξερς») έστρεψαν το μένος τους ιδιαίτερα εναντίον των εφτακοσίων όλων κι’ όλων Ορθοδόξων, και χτύπησαν με λύσσα το «μικρόν ποίμνιον» του Χριστού… Ίσως να είχαν πολλά παράπονα με τους ξένους και με τις διάφορες «ιεραποστολές» τους, που δεν ήταν πάντοτε άμοιρες εγκόσμιων επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων. Όμως η μικρή Ορθόδοξη Εκκλησία της Κίνας, άγιο τέκνο της ρωσικής ιεραποστολικής φλόγας παλαιοτέρων εποχών, από νωρίς είχε δείξει και αποδείξει ότι έγνοια της και έργο της ήταν αποκλειστικά ο ευαγγελισμός και η εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού, και όχι η «θρησκευτική» υποστήριξη πολιτικών και άλλων μάταιων και εφάμαρτων σκοπιμοτήτων. Έτσι, αν άλλοι είχαν δόσει λαβή για υποψίες και παράπονα, οι Ορθόδοξοι εκήρυτταν Χριστόν εσταυρωμένον και τίποτε άλλο! Μέσα στις «μυρμιγκιές» των Βουδιστών, των Κομφουκιανών και Ταοϊστών, η Ορθόδοξη παρουσία ήταν «σταγών εν τω ωκεανώ». Παρά ταύτα, η σταγόνα αυτή ήταν ανυπόφορα ενοχλητική για τους «Μπόξερς» και δεν την ανέχθηκαν να λειτουργήσει στα μάτια της ψυχής του σαν κολλύριο, να ξαστερώσει η πνευματική τους όραση, για να μπορέσουν να διακρίνουν το φως της αληθινής θεογνωσίας. Γι’ αυτό και βάλθηκαν να τη στεγνώσουν. Με τη φωτιά του διωγμού. Με τον απαίσιο άνεμο της βίας. Με κάθε τρόπο!... Όλες σχεδόν οι εκκλησίες πυρπολήθηκαν. Το ιεραποστολικό κέντρο του Πεκίνου, η πολύτιμη βιβλιοθήκη του, το τυπογραφείο του, τα πάντα παραδόθηκαν στις φλόγες. Ό,τι είχε καταφέρει να δημιουργήσει η ταπεινή ιεραποστολική προσπάθεια μεταβλήθηκε σε ερείπια και στάχτες. Από τους εφτακόσιους πιστούς, μετρημένοι στα δάχτυλα ήσαν οι Ρώσοι, το βασικό δηλαδή προσωπικό μονάχα της υπό τον Αρχιμανδρίτη Ιννοκέντιο Ιεραποστολής. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν αυτόχθονες, Κινέζοι. Η λύσσα των «Μπόξερς» ξέσπασε ακριβώς εναντίων αυτών των ομοεθνών τους…Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψει κανείς το φονικό τους μένος εναντίων των αρνίων της Εκκλησίας!... Από τα πρώτα θύματά τους υπήρξε ο σεβάσμιος Ιερέας Μητροφάνης Τσή. «Πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα της ποίμνης» (Ματθ.κστ’,31)…Μαζί με τον Ιερέα και ο απειρόκακος βλαστός του Ιωάννης, οχτάχρονο παιδί! Το ακρωτηρίασαν ανηλεώς…- Αρνείσαι την πίστη του Χριστού;…Όχι!...- Προσκυνάς τον Βούδδα;…- Μη γένοιτο!...Τον έκοψαν κομμάτια. Στο ξεψύχισμά του κάποιοι πονετικοί πλησίασαν και προσπάθησαν να του δείξουν λίγη ανθρωπιά. Στην ερώτησή τους αν υποφέρει πολύ, ο άγιος Παιδομάρτυρας του Χριστού,με αγγελικό μειδίαμα στα χείλη εψιθύρισε,- Το να πάσχει κανείς για τον Χριστό δεν είναι βαρύ πράγμα!...κι΄έκλεισε τ’ αθώα του μάτια στη βαρβαρότητα της γης για να τα’ ανοίξει στη Βασιλεία του Θεού, όπου οι Κήρυκοι και οι Ταρσίζιοι κι’ οι Κλαύδιοι και οι Υπάτιοι και οι Διονύσιοι κι’ οι Παύλοι και οι άλλοι «Παιδαρίσκοι» του Χριστού τον περίμεναν αδελφικά να τον βάλουν στο «παιχνίδι» τους, μαζί με τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ…
Ο Παύλος Βαν, Κατηχητής, ήρθε η ώρα να επισφραγίσει με την ομολογία του και το μαρτύριο υπέρ Χριστού όσα για χρόνια εδίδασκε στους νεοσσούς της Εκκλησίας. Υπέμεινε αγόγγυστα ανήκουστα μαρτύρια με την προσευχή στα χείλη και παρέδωσε τη μακαρία του ψυχή στα χέρια του Πλάστου του… Η Ίγια Βεν, δασκάλα της Ιεραποστολικής Σχολής, βασανίστηκε απάνθρωπα κατ’ επανάληψη. Χτυπήθηκε, ακρωτηριάσθηκε, ξεψύχισε επιτέλους ομολογώντας και αυτή με ανδρικό φρόνημα και παρρησία το όνομα του Χριστού. Μαζί τους κι’ άλλοι. Μικροί και μεγάλοι. Απλοί και επίσημοι. Μορφωμένοι και ιδιώτες. Άνθρωποι της υπαίθρου και αστοί. Εργάτες των γραμμάτων και χειρώνακτες…Τα ονόματά τους τα ξέρει ο Θεός που τα κατέγραψε εν βίβλω ζωής…Τετρακόσιοι περίπου φιλόχριστοι αναδείχθηκαν Μάρτυρες και Ομολογητές κι’ επότισαν με τα καθαρά τους αίματα τα χώματα της Κίνας και τα αγίασαν με την υπέρτατη θυσία τους. Η πρώην άγονη και στείρα Κινεζική γη αναβλάστησε τα πρώτα της μυρίπνοα άνθη, που με το γλυκύ κίτρινο χρώμα τους επλούτισαν την ωραιότητα του Κήπου της επουράνιας Εδέμ, και με τη δροσιά τους εδρόσισαν τη λιγοθυμισμένη από το καύμα του ορθολογισμού και της ακηδίας Χριστιανωσύνη των αρχών του αιώνος μας. Ο ιστορικός λαός των Σινών έδωσε τις απαρχές του στον Θεό Σαββαώθ… 11Ιουνίου…Άξιον εστι η θυσία των Σινών Νεομαρτύρων…Άξιον εστι το αιμοβαφές επιτραχήλιο του Πρεσβυτέρου Μητροφάνους…Άξιον εστι το άμωμο σφάγιο, ο μειρακίσκος Ιωάννης… Άξιον εστι το αίμα Ίγιας, Παύλου και όλων των αγνώστων και τω Θεώ γνωστών κατ’ όνομα ομολογητών και Μαρτύρων, των απαρχών της Κίτρινης Φυλής… 11Ιουνίου 1995. Σκυμμένος στις σελίδες της «Εκκλησιαστικής Αληθείας» της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως του σωτηρίου έτους 1901, κάνω την πρώτη γνωριμία μου με τους Αγίους Νεομάρτυρες της Κίνας…Η ιερή τους εικόνα, σινοβυζαντινότροπη, αγιάζει ήδη το ταπεινό μου γραφείο… Ταις αυτών αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, την πεπτωκυΐαν σκηνήν της εν Κίνα Εκκλησίας Σου ανάστησον και σώσον τας ψυχάς ημών,των φιλομαρτύρων δούλων Σου… ,
, ,
4. Άγιος Πατρίκιος ο Κέλτης: Πρόκειται για τον εθνικό άγιο των Ιρλανδών που σήμερα τιμάται από όλους τους Χριστιανούς. Καταπληκτική προσωπικότητα ασκητή και αναμορφωτή. Κατά την παράδοση οδήγησε όλα τα φίδια έξω από την Ιρλανδία.
Ο άγιος ιεράρχης Πατρίκιος, Ο Απόστολος της Ιρλανδίας (†493)
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ (λατινικά: Patricius, ιρλανδικά: Naomh Pádraig) ήταν ένας Κέλτης Βρετανός και χριστιανός ιεραπόστολος, ο οποίος είναι γενικώς αποδεκτός ως ο προστάτης άγιος της Ιρλανδίας (παρόλο που η Μπρίγκιτ του Κίλνταρε και ο Κολούμπα είναι επισήμως επίσης προστάτες άγιοι). Η καταγωγή του ήταν ρωμαιοβρετανική. Πιθανόν γεννήθηκε το 390 στη σημερινή βορειοδυτική ακτή της Βρετανίας, σε ένα σήμερα άγνωστο μέρος ονόματι Bannavem Taburniae. Ήταν γιος ενός δημοτικού συμβούλου και ο παππούς του ήταν ιερέας. Έχοντας το ρωμαϊκό όνομα Patricius, που σημαίνει ευγενής, μεγάλωσε μιλώντας λατινικά αλλά δεν έδινε καμία σημασία στις αρχές του Χριστιανισμού. Όταν ήταν περίπου 15 χρονών απήχθη από Ιρλανδούς πειρατές. Όντας σκαβωμένος εργάστηκε ως βοσκός για έξι χρόνια. Σαν βοσκός προσευχόταν συχνά και έτσι γνώρισε το Θεό. Μετά απ' αυτά τα έξι χρόνια είδε ένα όνειρο που τον πληροφορούσε ότι θα γυρνούσε στην πατρίδα του. Είναι άγνωστο εάν δραπέτευσε ή τον ελευθέρωσαν, πάντως τελικά κατάφερε να επιστρέψει στην οικογένειά του. Εκεί εκπαιδεύτηκε για να γίνει ιερέας και ταξίδεψε σε μοναστήρια στη Γαλατία, όπου έμεινε για κάποιο καιρό. Ίσως σ' αυτά τα μοναστήρια συγκαταλέγεται και αυτό του Λερίν στα νότια της Γαλλίας, ένα φημισμένο μοναστήρι που ιδρύθηκε επηρεασμένο από τους μεγάλους Αιγύπτιους μοναχούς όπως ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας. Περίπου το 435 ο Πατρίκιος επέστρεψε στην Ιρλανδία από την Γαλατία σαν επίσκοπος. Το Άρμαγκ (Armagh) στα βόρεια της Ιρλανδίας έγινε έδρα της επισκοπής και ενθάρρυνε την μοναστική ζωή εκεί. Στο Άρμαγκ ίδρυσε και ένα σχολείο. Από εκεί έκανε πολλά ιεραποστολικά ταξίδια, κηρύγματα, διδασκαλίες, βαπτίσεις και ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια. Ο επίσκοπος Πατρίκιος μας άφησε γραπτά που σώζονται ως σήμερα. Σώζεται η Ομολογία του, η αυτοβιογραφία του, ένα γράμμα που καταδικάζει τη δουλεία και ο αξιοσημείωτος ύμνος του (breastplate), όπου ομολογεί την απόλυτη πίστη του στο Χριστό. Ήταν ένας εξαιρετικός ποιμένας ψυχών. Σύμφωνα με την παράδοση έδιωξε όλους τους δαίμονες και όλα τα φίδια
από την Ιρλανδία. Μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί δηλητηριώδη φίδια στην Ιρλανδία. Επίσης δίδαξε το μυστήριο της μίας και ομοουσίου Αγίας Τριάδος χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το τριφύλλι, ένα τοπικό φυτό του οποίου τα φύλλα αποτελούνται από τρία κομμάτια αλλά στην ουσία είναι ένα. Τιμώμενος πολύ, κοιμήθηκε εν Κυρίω περίπου το 461. Σήμερα ο άγιος Πατρίκιος είναι ο προστάτης άγιος της Ιρλανδίας. Είναι ο πιο δημοφιλής από όλους τους Ιρλανδούς αγίους, καθώς θεωρείται ότι αυτός εισήγαγε με επιτυχία τον Χριστιανισμό στην Ιρλανδία. Διάφορα μέρη της χώρας είναι συνδεδεμένα μ' αυτόν, όπως το Άρμαγκ, Ντάουνπατρικ, Κρόαγκ Πάτρικ και Σάουλ, παρόλο που δεν είναι γνωστό πού βρίσκονται σήμερα τα λείψανά του. Τιμόταν ιδιαιτέρως ακόμη από τα ρωμαϊκά χρόνια και όχι μόνο στην Ιρλανδία αλλά και στις νοτιοδυτικές ακτές της Ουαλίας και τις βορειοδυτικές ακτές της Αγγλίας, για παράδειγμα στο Χεϊσάμ. Η γιορτή του αγίου Πατρικίου τελείται στις 17 Μαρτίου.
5. Άγιος Αχμέτ ο κάλφας, ο Τούρκος: Νεομάρτυρας που αγάπησε τον Χριστό από την υπηρέτρια του. Δήλωσε με θάρρος στους ομοεθνείς του ότι η Χριστιανική πίστη είναι η αληθινή και τότε μαρτύρησε. Χάρις αυτόν το όνομα Αχμέτ είναι πλέον Χριστιανικό.
Ο Άγιος Αχμέτ (ή Αχμέδ) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και ασκούσε το επάγγελμα του γραφέα του αρχιλογιστού «δευτεράρη». Κατά το θρήσκευμα στην αρχή ήταν Μουσουλμάνος και Τούρκος στην καταγωγή. Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Αχμέτ στό σπίτι του είχε δύο Ορθόδοξες Χριστιανές σκλάβες, Ρωσίδες στην καταγωγή. Τη νέα, την είχε ως«σύζυγο», μία και ήταν άγαμος και την ηλικιωμένη ως υπηρέτρια. Στην τελευταία επέτρεπε να πηγαίνει τις γιορτές στην εκκλησία των Ορθοδόξων. Αυτή, όταν επέστρεφε στό σπίτι έφερνε και στη νέα αντίδωρο και πολλές φορές αγιασμό. Η νέα, χωρίς καμία προφύλαξη από τον Αχμέτ έτρωγε το αντίδωρο και έπινε τον αγιασμό. Όταν ο Αχμέτ συζητούσε με την «σύζυγό» του, αισθανόταν να βγαίνει από το στόμα της άρρητη ευωδία. Η ευωδία αυτή τον είχε προβληματίσει, γι' αυτό και ζητούσε επιμόνως να μάθει από πού προερχόταν. Αυτή, μη γνωρίζοντας το συμβαινόμενο, του απαντούσε, ότι δεν έτρωγε ποτέ κάτι, που νά είχε κάποια ιδιαίτερη ευωδία. Ο Αχμέτ όμως, με κανένα λόγο δεν
μπορούσε να πιστέψει, γι' αυτό και επέμενε να μάθει από που προερχόταν αυτή η παράξενη ευωδία. Η μοσχοβολιά ήταν χαρακτηριστική και η ίδια πάντοτε. Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη, γιατί δεν μπορούσε να μάθει τι έτρωγε η «συζυγός» του. Μια μέρα, που κατάλαβε κι αυτή, ότι η ευωδία οπωσδήποτε προερχόταν από το αντίδωρο που έτρωγε στην Εκκλησία, του εξήγησε καθαρά, λέγοντας: «αυτό που τρώγω και αισθάνεσαι εσυ εύωδία, όταν συζητάμε, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αντίδωρο που παίρνω στην Εκκλησία των Χριστιανών, όταν τελειώνει η θεία λειτουργία. Το αντίδωρο είναι αγιασμένο ψωμί από το Χριστό, που το μοιράζει ο Πατριάρχης ή οι ιερείς στους πιστούς, όταν τελειώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Πρέπει ακόμη να σου διευκρινίσω, ότι μετά το αντίδωρο πολλές φορές - πίνω και αγιασμό». Ο Αχμέτ, δεν πίστεψε στα λεγόμενα της και την ρώτησε πως μπορεί να συμβαίνει ένα τέτοιο θαύμα και εκείνη του απάντησε: «Η θρησκεία μας είναι ζωντανή. Για μας τους Χριστιανούς, Θεός μας, είναι ο Χριστός. Είναι ο γιος του Θεού, που κατέβηκε απ' τον ουρανό και έγινε άνθρωπος Για να μας σώσει από την αμαρτία. Όταν ζούσε στη γη έκανε αμέτρητα θαύματα. Το σπουδαιότερο, το οποίο και πρέπει, αν θέλεις να κρατήσεις στο μυαλό σου, είναι ότι, από αγάπη για μας, σταυρώθηκε άδικα από τους Εβραίους και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε. Η Ανάστασή Του είναι το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σ' εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, με τη δύναμη του Χριστού τα θαύματα συνεχίζονται και σήμερα. Στο Χριστό μας όλα είναι δυνατά. Στο θαύμα, που διαπίστωσες τόσες φορές με το αντίδωρο, έχω να προσθέσω και ένα άλλο πιο απλό και ξεκάθαρο. Το νερό που πίνουμε πολλές φορές στην εκκλησία - θα σου φανεί παράδοξο - είναι αγιασμένο. Δηλαδή δεν αλλοιώνεται, δε βρωμίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το νερό αυτό, που εμείς το λέμε αγιασμό, απόκτα αυτή την ιδιότητα, μετά από ειδικές ευχές που διαβάζει ο Πατριάρχης ή οι Ιερείς. Μάλιστα, το κρατάμε σε μπουκαλάκια για ευλογία - στα εικονοστάσια των σπιτιών μας και πίνουμε, αφού προετοιμασθούμε κατάλληλα, προς καθαρισμό ψυχών και σωμάτων. Το θαύμα τούτο, αν θέλεις, μπορείς να το δεις και να το ερευνήσεις. Είναι ένα ακόμα ζωντανό θαύμα της πίστεώς μας, κυρίως, για μας τούς απλοϊκούς». Ο Αχμέτ, μόλις άκουσε όλα αυτά, έμεινε κατάπληκτος. «Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη θρησκεία σας; Ειλικρινά, εγώ δεν μπορώ να τα καταλάβω», είπε και απομακρύνθηκε. Πέρασαν ημέρες και νύχτες αρκετές, χωρίς να παύσει να σκέπτεται, όσα άκουσε από τη Χριστιανή «σύζυγο» του και τελικά αποφάσισε να ερευνήσει το παράδοξο γι' αυτόν γεγονός. Έτσι ντύθηκε με ρούχα χριστιανικά και πήγε στην Εκκλησία του Πατριαρχείου για να παρακολουθήσει πως γίνονταν η Θεία Λειτουργία των Χριστιανών. Καθώς, λοιπόν, βρισκόταν στο Ναό και παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, με ξεχωριστό θαυμασμό και αναρίθμητες απορίες, είδε, σε μια στιγμή, τον ιερέα, καθώς πήγαινε προς την Ωραία Πύλη, «υπερυψωμένων υπεράνω του δαπέδου της Εκκλησίας και ολόφωτων», τον δε Πατριάρχη να «εκπέμπει» από τα δάκτυλά του, οσάκις ευλογούσε τούς Χριστιανούς, φωτεινές ακτίνες, που έπεφταν επάνω στα κεφάλια τους. Εκείνο όμως, που πραγματικά τον συγκλόνισε, ήταν το ότι, οι ακτίνες φώτιζαν μόνο τα κεφάλια των Χριστιανών και δε φώτιζαν το δικό του κεφάλι. Παρ' ότι αυτό συνέβη δύο - τρεις φορές, το αποτέλεσμα, που με αγωνία και δέος διαπίστωνε, ήταν το ίδιο. Αμέσως, ήλθαν στο μυαλό του, όλα όσα είχε ακούσει από τη «σύζυγό» του περί της πίστεώς της. «Αλήθεια,σκεπτόταν, είχε δίκαιο. Είναι ζωντανή η θρησκεία των Χριστιανών. Τι χαρά είναι αυτή που αισθάνομαι τώρα!». Βγαίνοντας από την εκκλησία, τόσο είχε συγκλονισθεί με όλα τα θαυμαστά που είχε δει, ώστε νόμιζε ότι δεν ήταν ο παλαιός Αχμέτ. Μετά τα θαύματα αυτά, ο Αχμέτ, συνεπαρμένος- όπως ήταν - δεν ήθελε άλλες αποδείξεις για να πιστέψει στο Χριστό και να απαρνηθεί τη μωαμεθανική θρησκεία. Έτσι, χωρίς κανένα δισταγμό, γεμάτος χαρά, πήγε κρυφά στον ιερέα της περιοχής του και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο
Ιερέας, αφού είδε την μετάνοιά του και την ακλόνητη πίστη του και απόφαση του να γίνει Χριστιανός, τον κατήχησε και μετά τον βάπτισε εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Μετά τη βάπτισή του έζησε βίο ενάρετο και με ιδιαίτερα χαρά και συγκίνηση κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και λάμβανε αντίδωρο και αγιασμό. Δυστυχώς, δε διασώθηκε πoιο χριστιανικό όνομα του δόθηκε κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος. Πάντως, μετά την αναγέννησή του, ο νεοφώτιστος, πρώην μωαμεθανός, δοξολογούσε τον Κύριο, διότι τον είλκυσε με τη χάρη του και τον οδήγησε στην ορθή πίστη. Ο νους του, όταν προσευχόταν, μετεωρίζετο και ζούσε, καθαρά και ζωντανά, τα θαύματα που αξιώθηκε να δει, την εύλογη μένη εκείνη ημέρα που εκκλησιάσθηκε, ως αλλόθρησκος και μολυσμένος στον Ιερό Ναό του Πατριαρχείου. Καίτοι μετά το βάπτισμά του έζησε ως πιστός Χριστιανός, έχοντας μυστηριακή ζωή, εν τούτοις μέχρι του μαρτυρίου του παρέμεινε ως κρυπτοχριστιανός. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που δέ διασώθηκε μέχρι σήμερα το Χριστιανικό του όνομα. Αυτό το γνώριζαν ελάχιστοι. Ο Ιερέας, η Χριστιανή σκλάβα του και ενδεχομένως μετρημένοι κληρικοί και Χριστιανοί. Μια μέρα, οι μεγιστάνες μωαμεθανοί της Κωνσταντινούπολης είχαν συγκέντρωση και βρισκόταν σ' αυτή και ο Αχμέτ. Για να ευρίσκεται δε και ο Αχμέτ σε μια τέτοια συγκέντρωση, πρέπει να δεχθούμε, ότι ο Αχμέτ δεν ήταν ένας τυχαίος Τούρκος μουσουλμάνος. Ήταν μεγιστάνας, πλούσιος. Ήταν εκλεκτό μέλος της κοινωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τον ρώτησαν λοιπόν, «περί του τι είναι το μεγαλύτερο πράγμα εις τον κόσμον» και τότε, ο Αχμέτ, με δυνατή φωνή είπε: «Μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστη των Χριστιανών». Η ομολογία του, ότι είναι Χριστιανός, κεραυνοβόλησε τους πρώην ομοθρήσκους του. Χωρίς, πια, κανένα φόβο, άρχισε να ελέγχει το ψεύδος και την πλάνη των μωαμεθανών. Τότε, κατόπιν διαταγής του τοπικού άρχοντα, αφού τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον αποκεφάλισαν στις 3 Μάιου του έτους 1682 μ.Χ., στην τοποθεσία που ονομαζόταν Κεαπχανέ - Μπαξέ.
6. Άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας ή νέγρος: Τρομερός ληστής της ερήμου και δολοφόνος, μετανόησε και έγινε απλός ταπεινός μοναχός. Υπόμεινε ακραίες ρατσιστικές διακρίσεις από πολλούς συν ασκητές του. Ο όσιος Μωυσής ήταν αγορασμένος δούλος κάποιου πλούσιου κτηματία. Είχε χαρακτήρα σκληρό και δύστροπο και καθημερινά δημιουργούσε πολλά προβλήματα, ώσπου το αφεντικό του αγανάκτησε και τον πέταξε στον δρόμο. Ο Μωυσής βρήκε καταφύγιο σε μια ληστοσυμμορία και με την τεράστια σωματική του δύναμη δεν άργησε να επιβληθεί και να γίνει ο αρχηγός της.
Κάποτε,κυνηγημένος από τα όργανα της εξουσίας, για τα πολλά του εγκλήματα, πήγε να κρυφτεί βαθειά στην έρημο όπου ζούσαν οι πιο ονομαστοί ασκητές. Η συναναστροφή του με τους αγίους τον έκανε σιγά - σιγά να ημερεύσει. Τον επισκίασε η Χάρη του Θεού, γιατί η μετάνοια είναι ώρα Χάριτος, μαλάκωσε η καρδιά του, μετανόησε πραγματικά και ζήτησε την λύτρωση. Η αλλαγή του ήταν ριζική και σε σύντομο χρονικό διάστημα έφτασε στα μέτρα των μεγάλων Πατέρων της ερήμου. Μετά το βάπτισμα αξιώθηκε να λάβει και την Χάρη της Ιεροσύνης. Σε ηλικία 75 ετών έφυγε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή με τρόπο βίαιο και μαρτυρικό. Ειδωλολάτρες ληστές εισέβαλαν στο σπήλαιο που ασκήτευε και τον σκότωσαν με μαχαίρια. Και στο σημείο αυτό επαληθεύθηκε, για άλλη μια φορά, ο λόγος του Χριστού προς τον Απόστολο Πέτρο: «πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀποθανοῦνται» (Ματθ. κστ, 52). Οι δύο μεγάλες αρετές που τον κοσμούσαν ήταν η αληθινή μετάνοια και η βαθειά ταπείνωση. Μέχρι την τελευταία του αναπνοή «έκλαιε πικρώς» για τις αμαρτίες του και θεωρούσε τον εαυτό του κατώτερο όχι μόνον από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτήν την άλογη κτίση. «Η συναίσθησις της αμαρτίας ημών είναι μέγα δώρον του Ουρανού, μεγαλύτερον και της οράσεως των αγγέλων... Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα... Δια της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασυλλήπτου μεγαλείου» (Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σελ. 40 και 46). Ο Μωυσής αξιοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο το ανεκτίμητο αυτό δώρο και έφθασε στην θέωση, στην όραση του Θεού. Αρκετά περιστατικά από τον βίο και την πολιτεία του φανερώνουν την ριζική αλλαγή του τρόπου της ζωής του. Άλλωστε αυτό σημαίνει μετάνοια. Αλλαγή τρόπου σκέψης και τρόπου ζωής. Αξίζει να αναφέρουμε ένα από αυτά: «Κάποτε, τέσσερεις ληστές, παλιοί σύντροφοί του, μπήκαν στην καλύβα του για να την ληστέψουν, χωρίς να φαντάζονται ποιόν μπορούσαν να βρουν μέσα. Όταν τον είδαν σάστισαν. Εκείνος, με μεγάλη ευκολία, τους έπιασε, τους έδεσε και τους οδήγησε στην συνάθροιση των Γερόντων και τους ερώτησε να του πουν τί πρέπει να κάνει με τους ληστές, λέγοντας συγχρόνως: "Σε μένα δεν αρμόζει πια να τιμωρήσω άνθρωπον"» (Γεροντικόν, Εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 111). Όταν τα άκουσαν αυτά οι ληστές εξομολογήθηκαν, μετανόησαν και έγιναν Μοναχοί. Άλλο χαρακτηριστικό περιστατικό που φανερώνει την ταπείνωση του Οσίου είναι και το ακόλουθο: «Την ημέρα που τον χειροτονούσε Πρεσβύτερο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και μάλιστα την ώρα που του φορούσε τα ιερά άμφια του είπε φιλικά ότι έγινε λευκός σαν περιστέρι. Ο Μωυσής ερώτησε ταπεινά τον Πατριάρχη αν κρίνει από το εξωτερικό ή το εσωτερικό, επειδή και τα άμφια ήσαν λευκά. Ο Πατριάρχης θέλοντας να τον δοκιμάσει αν έχει πραγματική ταπείνωση, είπε κρυφά στους κληρικούς να τον διώξουν από το σκευοφυλάκιο. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε εκεί μετά την θεία Λειτουργία, τον έδιωξαν βρίζοντας τον. Ο Μωυσής έφυγε αμέσως χωρίς καμιά αντιλογία. Ένας από αυτούς, που τον ακολούθησε κρυφά για να δει αν του κακοφάνηκε, τον άκουσε να μονολογεί μεμφόμενος τον εαυτό του: "Καλά σού κάνανε, σποδόδερμε μελανέ". Αφού δεν είσαι άνθρωπος, τί γυρεύεις με τους ανθρώπους;» (Γεροντικόν, σελ. 252 -253). Η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον τρόπο ζωής που προσφέρει μεταμορφώνει και μετασκευάζει τα τσακάλια και τους λύκους σε πρόβατα και αρνιά άκακα. Μεταβάλλει τους υπερήφανους σε ταπεινούς, τους πόρνους και μοιχούς σε σώφρονες, τους φονιάδες, τους τρομοκράτες και τους ληστές σε Οσίους.
Σημείωση: Σύμφωνα με τον Συναξαριστή του Άγιου Νικόδημου, ο Όσιος Μωυσής απεβίωσε ειρηνικά.