Εικόνα εξωφύλλου: Γλυπτό σέ πυλό τής Μαργαρίτας Κόβακς © Λιλή Ζωγράφου & Εκδόσεις Γαβριηλίδης Κοδριγκτώνος 29 ’Αθήνα, τηλ. 83 27 0 0 8 , 82 18 732
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΚΑΒΑΑΑ ΣΤ ’ ΑΛΟΓΟ ΠΕΜΠΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΓΑ ΒΡ ΙΗ ΛΙ ΔΗ Σ ΑΘΗΝΑ 1992
Στά ξαδέρφια μου Μαίρη καί Γιάννη ΠανεΟυμιτάκη
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΚΑΒΑΛΑ ΣΤ’ ΑΛΟΓΟ Μ ε ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ χωμένα βαθιά
ατό πούπουλο τοΰ μαξιλαριού καί τά μάτια σφιχτά κλεισμένα, προ σπαθούσε νά κοιμηθεί. Μιά τέτοια χαρά είχε νά νιώσει από πολύ πα λιά, από τά πολύ μικρά της χρό νια, τις νύχτες τού Αι-Βασίλη. 1Ιού ό μπαμπάς έκρυβε στόν κήπο μεγάλα καλάθια γεμάτα πακεταρισμένα παιχνίδια. Τά παιδιά δεν τ' άγγιζαν, δέ θά τολμούσαν. Ψ η λαφούσαν μόνο τά γυαλιστερά 9
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
χαρτιά. Τώρα γίνηκε ή ΐδια δ ΛιΒασίλης τής ζωής της. Ή εικόνα τής φοράδας πλανιόταν κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα, έτσι ό πως τήν είδε νά ξεπροβάλλει στο δρόμο καλπάζοντας, καθώς τής τήν έφερναν στό σπίτι. Μέ τό μα κρόστενο κορμί της νά σχίζει τήν άπόσταση πανάλαφρο καί τά πέ ταλά της ν’ αντηχούν ρυθμικά. Θέ μου, τ ί ομορφιά! Τό πάν, ψι θύρισε* είναι νά μή φοβηθώ. Καί όέ φοβάμαι. Αυτό, ύποσχέθηκε στον έαυτό της, θά τό συζητήσουμε μιά άλλη φορά.
ΤΗ ΦΟΒΟΤΑΝ πολύ πρίν τήν πλη ρώσει καί δώσει εντολή νά τής τή φέρουν σπίτι. Καί πάλι, σάν μπή 10
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
κε στην αυλή της καί τήν ξεσέ λωσαν , ξαναφοβήθηκε αυτό τό ρωμαλέο κορμί. "Άπλωσε δειλά τό χέρι της στήν ίδρωμένη ράχη. Ή ζεστή υγρασία τοΰ δέρματος τήν πλημμύρισε μέ μιά ολοκαίνουρια αίσθηση. «Φέρτε ένα μαλακό πανί νά τή σκουπίσω». ’'Εφερε δυό. Κράτησε τήν παλιά μαλακιά πετσέτα καί βάλθηκε νά τή στεγνώνει κι αυτή, όπως είδε τον άλογάρη νά κάνει από τήν άλλη μεριά. «Μ ή φοβάστε, τόν ακούσε να τής λ έει, κρυμμένος πίσω από τήν πανύψηλη φοράδα. Δ είτ ε , εγώ τής σκουπίζω καί τά πόδια... Δέ φο βάμαι». Ξαφνιάστηκε. 'Ώστε τή φοβό 11
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
ταν κι ό άλογάρης; "Όλοι λοιπόν τή φοβόντουσαν! Κ αί νά την τώρα ολομόναχη μ’ αυτή τή γυαλιστερή ολόμαυρη φοράδα που, τελικά , απ’ ό,τι κατάλαβε, κανείς δεν τήν έκανε καλά. Ούτε αυτός πού τής τήν πούλησε δεν τήν είχε τού χ ε ριού του, απ’ ό,τι κατάλαβε.
ΟΤΑΝ ΠΡΙΝ μιά βδομάδα συμφώ
νησαν στήν τ ιμ ή , τήν ’ίδια μέρα τής άλλαξαν τά πέταλα πρίν τής τήν παραδώσουν. Ή φοράδα γ λ ί στρησε στήν άσφαλτο καί έπεσε μαζί μέ τόν άλογάρη. Π ήγε στό στάβλο καί παρακάλεσε νά τή σε λώσουν καί νά τήν τρέξουν λίγο, γιά νά βεβαιωθεί καί ή ίδια πώς ήταν καλά. Κανείς όμως δέν 12
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
κατάφερνε νά τής περάσει τά χάμουρα. Κανείς από τούς τρεις άν τρες πού βρίσκονταν έκεί. Ε ίμα ι τρελής σκεφτόταν, ντίπ τρελή. Πώς θά τά βγάλω πέρα μαζί της. Ή φοράδα ξεγλιστρούσε απ’ όλους, τρέχ όντας ολόγυρα στόν πε ρίβολο τού στάβλου, λες κι έ τρεχε σε τσίρκο. Διέγραφε έναν τέλειο κύκλο κλίνοντας χαριτω μένα τό κεφάλι δεξιά, γιά νά μην αφήνει κενό ανάμεσα στό στέρνο καί τό σαγόνι της. ’ Από πού νά τής περάσουν τό χαλινάρι; Μιά αστραφτερή εικόνα, πα λιά, παμπάλαιη, άλλαξε τή σκηνη πού ζοΰσε, καθώς άκουσε τον εαυτό της νά ρωτάει, «μά άν δέν τήν καταφέρνετε σείς, τότε γώ ;» 13
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Μά είναι δυνατό; Ζώ αγκαλιά μ.ε τ ’ όνειρο πενήντα τόσα χρόνια; Εσκασε στά γέλια στό σκοτάδι, ξαπλωμένη στό κρεβάτι της, κα θώς ξανάρθε στό νοΰ της τό μαγικό παιχνίδι τής φαντασίας της μέ τη διπλή εικόνα. Έ νας υπηρέτης καί μια υπηρέτρια συνόδευαν τά τέσ σερα άδέρφια στό τσίρκο. Τό με γάλο, υπέροχο γεγονός στή ζωή τής έπαρχιακής πόλης. Φορούσαν όλες άσπρα φορέματα καί ψάθινα καπελ'α στολισμένα μέ κεράσια. Οί θέσεις τους ήταν κρατημένες στήν πρώτη σειρά. Ευτυχία άπόλυτη τά πάντα. ’Αφού πέρασαν φασουλήδες καί σαλτιμπάγκοι, εκανε τήν εμφάνισή του τό άλογο μέ τό πανέμορφο κορίτσι ορθιο στή ράχη του. Ή άνάσα τής μικρής 14
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
κόπηκε κι εκανε πολύ νά ξαναβγεΐ. Τό άλογο κάλπαζε ολόγυρα καί ή πεντάμορφη σηκωνόταν καί καθό ταν στή ράχη του μέ μιά άνεση πού τήν είχε αποσβολώσει. ’Άλογο κι άκροβάτισσα γίνονταν ένα, αυτό τό ’νιώθε. Χρειάστηκε νά μεγαλώσει αρ κετά, γιά ν’ αρχίσει νά υπερασπί ζεται τη μυστική περιοχή τής ζωής της, καί τότε μόνο έπαψε να θηλών ει πώς θά γινόταν άκροβάτις μέ άλογο.
Το ΚΥΝΗΓΗΤΟ συνεχίστηκε στό στάβλο, κουβαλήθηκε φρέσκο ν ε ρό, κουφέτα, φρέσκα χόρτα, ώσπου, μισή οόρα αργότερα, ό πιό νέος, γύρω στά είκοσι π έν τε, κατά15
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
φερε νά περάσει τό χαλινάρι στό λαιμό τής ατίθασης. « Ε ’ίδατε;» τή ρώτησε θριαμ βευτικά ό ιδιοκτήτης, «τελ ειώ σαμε κιόλας. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Ή φοράδα είναι λίγο ταραγμένη... μάς είδε πολλούς εδώ μέσα...» . «Ν α ί, να ι», τόν καθησύχασε κείνη, θεωρώντας, τάχα, φυσικά δικαιολογημένα τά πάντα. 'Έ νιωθε τόσο μαγεμένη, πού δέ θά ομολογούσε γιά τίποτα στόν κόσμο πόσο τήν τρόμαζαν οί δυσκολίες καί πώς ήταν παράλογο νά πάρει μιά τέτοια φοράδα. 'Ο φόβος της δέν έμοιαζε μέ τίποτα προηγούμενο. Ούτε τόν ένιοιθε νά κατρακυλάει σάν άλ λοτε στό αίμα της βαρύς καί ήδο16
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
νικός, όμοιος μέ χάντρες υδραργύ ρου. Οπως όταν, είκοσιπεντάχρονη πιά, προσπαθούσε νά κολυμ πήσει. Ή σάν κάποιος εραστής σήκοχνε τό χέρι νά τή σκαμπιλίσει. II, τό χειρότερο, όταν αντίκριζε, ακόμη τώρα, στό δρόμο κάποια κυρτωμένη ράχη πού τέλειω νε σ’ ένα μαλακό γκρίζο καστόρι, τή γνωστή φιγούρα τού πατέρα της, από τήν ανάποδη. Ναί, φτάνει νά δει μιά γερασμένη γκρίζα αντρική σιλουέτα, ανάποδα, από πίσω, γιά νά τής κοπεί ή ανάσα γιά κλάσμα δευτερολέπτου, «ό μπαμπάς!» Κ ι άς έχει πεθάνει από χρόνια.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ήταν όλη χτισμένη με τό φόβο τού μπαμπά. ’Από τά 17
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
μάτια τού πατέρα της έκπεμπόταν όλη ή μαγεία καί ο πανικός τής ζωής της. Ό μπαμπάς βέβαια δέν τούς συγχωρούσε τό δτι ήταν κορί τσια. Κ ι αύτό έπρεπε νά τό θεω ρούν φυσικό. Γ ι ’ αύτό, όταν τής χαμογελούσε, επλεε στό γαλάζιο. Μόνο πού χαμογελούσε πολύ σπά νια. Φύλαε τά χαμόγελά του σάν χάντρες μέσ’ στίς μικρές χούφτες της. ’Ήξερε νά μετράει ως τά δέκα. Μά δέ μάζεψε ποτέ τόσο πολλές. ’ Από πολύ μικρή πληροφορήθηκε ότι ό μπαμπάς είχε ι διαίτερους λόγους νά 'ναι δυσαρεστημένος μαζί της. Γ ια τί, όταν ήταν νά γεννηθεί, ύστερα από τρεις ζωντανές θυγα τέρες, περίμενε, σίγουρος πιά, πώς θά γεννιόταν τό άγόρι. Ήταν 18
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
Γου ’παν πώς απόκτησε μιά ακόμη κόρη θύμωσε πάρα πολύ κι εφυγε όχι μόνο από τό σπίτι άλλα καί από εήν πόλη. Ή μαμά δεν είχε κα νένα λόγο νά την αγαπά ύστερα άπ’ αύτό. ’Αφού έξαιτίας της έχασε τόν μπαμπά γιά οκτώ μή νες. Λύτά τά μάθαιναν με πολλή χαρά οί μεγάλες αδερφές της κι έτσι συμφώνησαν όλοι, σπάνια περίπτωση, πώς τούτο τό παιδάκι ί]ταν περίσσιο. Έφτασε δέκα χρό νων μέ τ ’ ονομα τό ΙΙερίσσιο. Τό ΙΙερίσσιο έφταιγε πάντα γιά όλα, καταδικασμένο, ύστερα άπό rrjv έπίσημη απόρριψη τού μπα μπά, άπ’ όλους. ’ Εδώ πού τά λ έ με, κανείς δέ φαινόταν ν’ αγαπά rov άλλον μέσα σ’ αύτό τό σπίτι. Κι όλοι άπειλούσαν τούς ύπόλοι19
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
πους μέ τον μπαμπά. ’ Εκεί σί γουρα συμφωνούσαν όλες. Στό φοβο τους γιά'τόν μπαμπά. Τόν λάτρευε, τόν μισούσε; Αυτό πού δέν μπορούσε νά καταλάβει εί ναι για τί οί άνθρωποι ζούν μαζί όταν δέν αγαπιούνται. Κ ι αν κρά τησε γιά χρόνια τό όραμα τής ό μορφης ξανθιάς πού αγκάλιαζε χα μογελαστά τό μεγάλο της άλο γο στό τσίρκο, ήταν για τί ήθε λε νά ’χει κι αύτή κάποιον νά τόν άγαπάει χωρίς νά τόν φοβάται.
Μ εγαλώνοντας έτρεχε πάντα
κατά κεί πού φοβόταν. Φρούρια άντίστασης οί φόβοι της. Κ αί λό γος τιμής ή υποχρέωση νά τούς έκπορθήσει. 20
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
0 φόβος είναι σκλαβιά. Δέ συγχωρούσε την ανικανό τητά της νά λευτερωθεί από τό φόβο της γιά τόν μπαμπά. Ολη ή οικογένεια σύμμαχός του. Τελικά ήταν ο μόνος φόβος πού δέν αντιμε τώπισε, άλλά του γύρισε την πλάτη. Μιά μέρα άνοιξε τη βαριά πόρτα τοΰ πατρικού, στά δεκάξι της, καί πήγε κι έπεσε στη θάλασσα. Κα νείς δέν τη χρειαζόταν ούτε καί δεχόταν τήν άγάπη της. Μιά μέρα μέ άγριο μελτέμ ι. Δέ δείλιασε. 'Όχι πώς δέ φοβόταν τή θάλασσα, άφού δέν είχε μπει ποτέ πρίν. ΙΙώς θά ςαναγύριζε όμως σπίτι άφού εφυγε χωρίς τήν άδεια κανενός; Ε ίχ ε τήν αίσθηση πώς τά κύ ματα τήν πέταγαν τό ’να στ’ άλλο 21
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
ξεκαρδισμένα στά γέλια . Δέν την άφηναν νά βουλιάξει. Κ ι αυτή που νόμιζε πώς δέν είχε παρά νά τούς παραδοθεί γιά νά πεθάνει. Ούρ λιαζε άπό τό φόβο μην καί δέν πνιγεί. Ό τρόμος της γιά τ ’ άφρισμένα κύματα δέν συγκρινόταν μέ τό φόβο γιά τό πώς θά ξαναντίκριζε τόν πατέρα της, ύστερα από μιά τέτοια ανταρσία, αν άποτύχαινε. Γ ια τί, τ ί άλλο ήταν αυτό πού άποπειράθηκε παρά ή ομολο γία πώς είναι δυστυχισμένη; Καί πώς μπορούσε μιά κόρη τού Μ. νά κα τα γγείλει μέ τήν πράξη της, αυτόν, τόν πατέρα, σάν αίτιο τής δυστυχίας της; Τ ί έλειπε άπό τό πλούσιο σπιτικό του; ΙΙοιός Οά τολμούσε νά μήν είναι ευτυχισμέ νος καί γεμάτος εύγνοιμοσύνη γιά 22
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
τόν μπαμπά, όπως βεβαίωνε ή μαμά μέρα νύχτα;
ΠΟΤΕ, ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΟΤΑΝ ήταν α
νήμπορος καί κατάκοιτος καί ή ’ίδια σαράντα χρόνων, ποτέ δέν άναρωτήθηκε σάν τ ί θά μπορούσε νά τής κάνει. Κ ι όμως, σέ κάθε υψωμένη φωνή, σέ κάθε άγριο βλέμμα, σέ κάθε άμφισβήτηση τών ικανοτήτων της αυτή έτρεμε σάν φύλλο τό φθινόπωρο. Μόνο αφού πέθανε κατάλαβε πόσο μά ταια τόν μισούσε ώς τό θάνατό του. Μιά καί τά πλοκάμια τού φόβου πού τής προκαλούσε ζούσαν κατά προέκταση μέσα στους άλλους. "Εξι ολόκληρους μήνες μετά την άπόπειρά της νά πνιγεί λιπο23
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
θυμούσε κάθε φορά πού άκουε το κλειδί τοΰ μπαμπά στην εξώπορτα ή τά βήματά του στη σκάλα. Πώς θά την τιμωρούσε άραγε γιά την καταγγελία πού υπόγραψε ευχάρι στους ζητώντας τό θάνατό της; Καί χρειάστηκε αλήθεια νά έπιστρατέψει ό μπαμπάς άφθονα από τά γοητευτικά του χαμόγελα γιά νά πειστεί ή μικρή νά έπιστρέψει στό κοινό τραπέζι τής σιωπής καί ν’ άποκατασταθεί έτσι τό γόη τρο τοΰ πατέρα, τοΰ μοναδικού μέσα σ’ αυτό τό σπίτι πού χε τό δικαίωμα ν’ άγνοεί ή καί νά περιφρονεΐ τίς πέντε γυναίκες τής οι κογένειας. Τό οικογενειακό τραπέζι το βάφτισε ή μοναδική έξυπνη αδερφή της Μυστικό Δείπνο, ύστερα από 24
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
ένα έπεισόδιο πού στοίχισε γιά πολύ καιρό στό Περίσσιο την κο ροϊδία καί την καζούρα τών μεγά λων. Όταν ό μπαμπάς μιλούσε, καί μιλούσε πολύ σπάνια, ή μαμά κατάπινε τά σάλια της, έγκαταλείποντας τό φαγητό της, άπολαμβάνοντας την εξαιρετική ευ τυχία νά τής άπευθύνει τό λόγο ό μπαμπάς. Με τά μάτια γλαρονμένα, καρφωμένα στό στόμα του, π ιπ ίλιζε τίς λέξεις του. Φυσικά ό μπαμπάς θά ταν ενθουσιασμένος αν ένιωθαν τό ίδιο καί τά παιδιά. νΑν όμως δέν μπορούσαν νά αι σθανθούν τό ίδιο, θά ’πρεπε τουλά χιστο νά άκούνε μέ δέος τή φωνή του. Μιά τέτοια στιγμή βρήκε ή έξυπνη άδερφή νά κάνει στή μικρή 25
II ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
έναν από κείνους τούς κωμικούς μορφασμούς πού την έκαναν νά ξε καρδίζεται στά γέλια . Ή μικρή έσκυψε τό κεφάλι πνίγοντας τά γέλια πού γαργαλοΰσαν τό λαιμουδάκι της. 'Ο μπαμπάς δέ γύ ρισε κάν πρός τό μέρος της. ’Αλλά, καθώς την είχε από αρι στερά του, δεξιά του καθόταν ή μαμά, σήκωσε τό χέρι του, μιλών τας πάντα, καί τή σκαμπίλισε. 'Η μικρή βρέθηκε ανάσκελα στά γυα λιστερά πλακάκια τής μεγάλης τραπεζαρίας μαζί μέ τήν καρέκλα της. ’Έ μεινε έκεί, μαρμαρωμένη από τό φόβο, καθώς δέν μπορούσε νά συγκρατήσει τά δάκρυα πού πλημμύριζαν τά μάτια της καί ό μπαμπάς μπορούσε ν' άντΓληφθεϊ πώς έκλαιγε, πράμα πού άπαγο26
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
ρευόταν. Έ λ α όμως πού είχε χτυ πήσει τό κεφάλι της πέφτοντας καί πονοΰσε πολύ. ’ Απάνω, στο τραπέζι, ό μπα μπάς συνέχιζε νά μ ιλ εΐ, ή μαμά νά γουργουρίζει, τ ’ αδέρφια της νά τρώνε μέ χαμηλωμένα τά κεφά λια. Κάποια στιγμή ό μπαμπάς μούγκρισε: «Φρούτο». «Σοφία, μάζεψε νά φέρεις φρούτο», ακούστηκε μαλακιά ή φωνή τής μαμάς. Ή Σοφία έκανε τό γύρο τού τραπεζιού μαζεύοντας τά πιάτα. ΙΙαράκαμψε τή μικρή σάν νά μήν τήν είχε δει καί πήγε στήν κουζίνα, γιά νά ξανάρθει σέ λίγο μέ τήν πιατέλα τό φρούτο. «Κ α ί νερό». « ’ Αμέσως». Τά πορτοκάλια καθαρίστηκαν, 27
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΙΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
φαγώθηκαν. Ή καρέκλα τοΰ μπαμπά έτριξε καθώς την τράβηξε πρός τά πίσω. '0 μπαμπάς μόνο μπορούσε νά κάνει τούς θορύβους πού άπαγόρευε. Χρειάστηκε νά μεγαλώσει καί κείνος τόν κύκλο γιά νά μην την πατήσει. « Κ ι αν μέ πατήσει; Κάνε ΙΙαναγίτσα μου νά μή μέ πατήσει, τόσο θυμωμένος πού είναι!» ’Ακολούθησε καί ή μαμά. Μόνο σάν τά βήματά τους 'χάθηκαν στή σκάλα τόλμησαν οί άλλες άόερφές νά σκύψουν άπάνω της. "Όταν τή σήκωσαν είχε ένα χοντρό καρούμπαλο στό κεφαλάκι. Μά αυτό πού προκάλεσε τήν Ιλαρότητα τών παιδιών ήταν μιά με γάλη κολύμπα, πού πάνω της κείτονταν ή μικρή μέ τήν καρέκλα
28
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
της. Ε ίχ ε κατουρηθεί χωρίς νά τό καταλάβει.
Ε μαθε ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΑΕΙ άφοΰ τούς
έφυγε γιά δεύτερη φορά καί γιά πάντα. Πάλι τρέμοντας. Κρύφτη κε σ' ένα ξενοδοχείο μακριά στά προάστια. Στό ξενοδοχείο αυτό περνούσαν μέ τόν Κιυστή τά Σαβ βατοκύριακά τους. Τί άντρας! 'Ο λόχρυσος ήταν. Μιά ζωή, μιά ατέλειωτα με γάλη ζωή πού κανείς δέ φρόντισε νά τής μάθει πώς δέν έπρεπε νά φοβάται τίποτα καί κανέναν. Καί πώς ή έλευθερία είναι δικαίωμά της. Κ αί νά, πού σπατάλησε τόσο πολύτιμες δυνάμεις γιά νά νικά τό
29
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΙΙΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
φόβο. Έ να φόβο υλικό πού λες καί τόν είχαν ζυμώσει με τά σπλάχνα καί τά κόκαλά της. Καί πού γιά νά τόν νικήσει έζησε αυτή τή μεγάλη ζωή, π ιό μεγάλη κι από τό μετρη μένο χρόνο. Γ ια τί οι ώρες της μά κραιναν από τήν πείνα, οί μήνες της πολλαπλασιάζονταν σε αιώ νες, καθώς δέν έφτανε τό τέλος τους γιά νά πάρει τό μισθό της. Ή χαρά, καθώς έσφιγγε στή μασχάλη της τήν τσάντα μέ τά λεφτά, ή ανησυχία πού τήν έκανε ν’ ανοίγει τήν τσάντα κάθε τόσο κατά τή διαδρομή γιά νά βεβαιωθεί πώς τά λεφτά βρίσκονταν στή θέση τους, ή ανακούφιση στή σκέψη πώς οί λογαριασμοί θά πλη ρώνονταν, ήταν τά μόνα σύντομα διαλείμματα χαλάρίυσης πού ’ζη30
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
σε ως πρός τό χρόνο. Τό νοίκι, ό μπακάλης, ό περιπτεράς, ό φαρ μακοποιός — δέν ήταν άνθρωπος αυτός! Μιά φορά πού τό παιδί είχε τρεις μέρες δυσκοιλιότητα, άρνήθηκε νά τής δώσει τό μπουκαλάκι τό καθάρσιο μέ πίστωση, δραχμές έξι. Πάντα οί έξι δραχμές ήταν λίγες, μά πάντα σοΰ λέω —. Καί τέλος τό αμάξι πού πηγαινόφερνε τό σταιδί στο σχολειό. ’'Αλλη ντροπή αυτή. Τό κοριτσάκι τό βα σάνισε άπό τήν τρίτη τού δημοτι κού. ’Άν πάρεις άριστα θά κερδί σουμε τήν υποτροφία στό όμορφο αυτό σχολειό. ’Ένα τόσο δά παι δάκι πού τήν απάλλασσε από τά μισά δίδακτρα. Κ ι ένας άκόμα φό ρος ενοχής στην άνεξαρτησία της. Κ ι άμέσως, άρχιζε ξανά ό μή31
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
νας νά τεντώνεται κουφός, πλη θωρικός, απαθής. Οί νύχτες νά χτυπούν τά τοιχώματα τού στομά χου της πού άντιλαλούσε σάν τύμ πανο με τό ρυθμό τού ρολογιού, άμείλικτου, απειλητικού γιά τό πρωινό ξύπνημα. Τό καταραμένο τό ρολόι πώς τό μισούσε. Όσο καί τό χρόνο. Πού ολο πήγαινε κι όλο γύριζε πίσω, πίσω στό φόβο.
Μ ια ΝΥΧΤΑ ΜΟΝΟ ό χρόνος όέ μ ε τρούσε κι ούτε σήμαινε τ ίπ ο τ ε, ε ϊτ ε μπροστά π ή γα ινε ε ίτ ε πίσω.
Τό βράδυ πού πέθανε τό μωρό της. Κατοχή. Μισό κερί ολο κι όλο γιά νά περάσει ολη τή νύχτα μέ τό άρρωστο παιδί. Τό φύλαε σβηστό 32
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΙΌ
μην καί συν έβαινε κάτι έκτακτο. Μέσ’ στό σκοτάδι έβαζε κάθε στι γμή τό δάκτυλό της στό λαιμό του, έκεΐνο τό λιγνούλι λαιμουδάκι, γιά νά βεβαιώνεται πώς ή αρτηρία του χτυπά. 'Ύστερα, δεν την ένιωθε πιά. Αλαφιασμένη άναψε τό κερί. 'Ολόιδιο μέ την προηγούμενη φορά πού ’χε ανάψει, διάφανο, μέ μακριές καστανές βλεφαρίδες, κε ρένιο παιδάκι, ένα τεράστιο αύριο. Μόνο πού δέν άνάσαινε πιά. Ξύ πνησε τον άντρα της. «Τ ί ’ναι;» «Τό παιδί πέθανε». «Π έθανε». 'Άπλωσε τό χέρι του καί τής χάιδεψε τά μαλλιά. « ’Έ λα τώρα, κοριτσάκι, κοιμήσου. Σβήσε τό κερί». 33
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
'Υπάκουσε. ’Ήτανε πάντα υπά κουη στους άντρες οσο τούς έπιθυμοΰσε. ’ Εξάλλου ντρεπότανε νά κλάψει μπροστά στον άντρα της. 'Ήτανε βλέπεις ό πρώτος. Ο μπαμπάς απαγόρευε τά κλάματα. Αύτός ό δράκος με την άδύναμη καρδιά δεν άντεχε νά βλέπει τά παιδιά του νά κλαινε, και μάλιστα άπό τό φόβο πού τούς προκαλοΰσε ό ίδιος. Καί σώθηκε απαγορεύοντας καί τό κλάμα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ξανακοιμήθηκε
αμέσως. ’Άναψε τό κερί. Γ ια τί νά κάνει οικονομία; ’'Εφτιαξε τό μα ξιλάρι νά στηρίζει τη μέση της πού πονοΰσε ακόμη πολύ άπό τη γέννα καί σήκωσε τό μωρό άπό την κού 34
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
νια. Το άκούμπησε πάνω στό στή θος της καί τό κοιτούσε. Ποΰ είσαι, Θεέ; Φτωχέ μου πλαστογράφε καί σύ! Ποιος θά ’ταν ικανός νά φτιάχνει τέτοια αρι στουργήματα, δές τούτο τό παι δάκι! Κ ι υστέρα νά τ ’ άφήνει νά πεθαίνουν! Άπό ποιόν νά κλέβεις άραγε τή δημιουργία; Το σκοτάδι υποχωρούσε αδιό ρατα, μαζί καί ή ζέστα τής ζωής άπό τό κορμάκι τού μωρού. Μόνο εκεί, στόν αύχένα, πού λουλούδι ζαν λιγοστά μεταξωτά μαλλάκια, διατηρούνταν άκόμα ζεστασιά. 'Ώσπου τής τό πήραν. Παράξενο! Καί τό βράδυ πού πέθανε ό πατέρας της, είκοσι καί, χρόνια μετά, μέ τόν ίδιο τρόπο τό φώς τής καινούριας μέρας άγωνι35
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΙΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
ζόταν σιωπηλό νά καταργήσει τό σκοτάδι. Οχι όμως καί τό θάνατο.
ΓΐΕΘΑΝΚ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ. ΙΙώς χαιρόταν τ ή δύναμή του κάθε πού ξαναζιοντάνευε σ τ’ αυτιά τη ς ή στερνή αυτή ροιμαλέα κραυγή! «Μ ’ έγκ α τα λ είψ α τε, γ ια τρ έ! Μέ έγ κ α τ α λ είψ α τ ε» , διαμαρτυρόταν μέ τήν τ έ λ ε ια άρθρωσή του καί τά ολόμαυρα μ ά τια του νά καίνε σάν κεραυνός. Μ’ αυτή τήν κραυγή τιν ά χ τη κ ε άπό τό στήθος καί ή ζωή του.
Ή κωμωδία τής οικογένειας τέλειω νε. Ή μεγάλη της α δερφή, τρελή άπό άγωνία νά μάθει τ ί είχε άπομείνει άπό τίς πα ραλυσίες τοΰ γέρου, άρπαξε τά 36
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
περίφημα κλειδιά άπό τό κομο δίνο του καί τήν ιερή μαύρη τσάντα του — πού πρέπει νά κλείνε τά βιβλιάρια καταθέσεων — καί αυτόματα άνάλαβε τήν αρ χηγία διατάζοντας: «πάμε». Κλείδωσε τήν πόρτα τού δια μερίσματος, παράδωσε τό κλειδί στό θυρωρείο τής κλινικής, «ως τό πρωί στίς έξι πού θά τον παραλάβει τό γραφείο τελετώ ν». ’Ακολούθησε αδιαμαρτύρητα. Τήν άφησαν, μέ τήν περιφρόνηση πού ταιριάζει σ’ έναν αποστάτη, στή σαραβαλιασμένη της πόρτα καί τράβηξαν γιά τή διερεύνηση τών θησαυρών. Στάθηκε κεί, μέσ’ στήν άγρια φθινοπωρινή βροχή. Ήθελε νά φύγει αμέσως. ’ Αλλά ή κόρη της 37
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΙΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
δέ θά κοιμόταν. Μπήκε σπίτι. « ’ Αγάπη μου, ό παππούς πέθανε. Κανείς δεν τόν αγαπούσε. Μόλις ξεψύχησε, τόν πακετάρανε στά μαύρα του ρούχα, τόν κλείδωσαν ολομόναχο καί χαίρετε. Λέω νά πάω νά τόν συντροφέψω, τελευ ταία του νύχτα πάνω στη γή. Τί λες καί σύ;» Ξαναγύρισε στην κλινική. Σάν ξεκλείδωσε, στάθηκε ήρεμα πάνω άπό τό νεκρό. «Μπαμπά, νά καί μιά φορά πού δέ σέ φοβάμαι», τού ’πε τρυφερά. Τού ’λύσε τά χέρια. ’Ήτανε δροσερά, αλλά εύκαμπτα ακόμη. Πήρε τό χέρι του στη χούφτα της, καθισμένη πλάι του. «Καημενούλη μου έσύ, πού δέν άφησες κα νένα νά σ’ άγαπήσει. Τί κοηαω38
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
δία!» Τόν μάλωνε σάν νά την ακούε. «Παρίστανες τό δυνατό καί κατάληξες τρομοκράτης. Τί άχαμνό αντράκι!» Μέ τό άλλο της χέρι έψαξε κεΐ, στη στερνή μυστική πηγή ζεστα σιάς πού χε ανακαλύψει τότε, στόν αυχένα τού δεκάμερου γιου της. Κ ι ό μπαμπάς είχε κάμποσα σγουρά μαλλάκια στό πίσω μέρος τής κεφαλής. Μόνο πού είναι σκληρά σάν μισοξεραμένα χόρτα. 'Έτσι έρημη είδε πάλι μιά και νούρια μέρα νά εισβάλλει από τά μεγάλα παράθυρα, προσπαθώντας νά διατηρήσει μέσ’ στήν παλάμη της τή ζεστασιά στ’ άσπρα μαλ λάκια τού παγωμένου γέροντα. ’ Εκεί τή βρήκε ή νοσοκόμα πού οδηγούσε τούς νεκροφόρους. 39
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
«Τ ί κάνετε δώ», τή ρούτησε με τά μάτια πεταγμένα έξω. «Συντροφιά στόν πατέρα μου». «'Ολομόναχη; Καί δε φοβά στε;» Μιά ολόκληρη ζωή πού όλοι την έβλεπαν από θαρραλέα ως θη ριώδη, ατρόμητη, τολμηρή, ά φοβη. Σήκωσαν τόν πατέρα της. Μα νία κι αυτή νά τής παίρνουν από τήν αγκαλιά τούς νεκρούς της.
ΣΑΝ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣΑΝ τά χέρια από
τό μωρό, έμεινε άφο)νη, μέ τόν κόρφο αδειανό, μέ τό γάλα της νά κυλάει γλυκό, ζεστό, πάνίυ στήν κοιλιά της. Μούσκευε τή ρόμπα καί τό νυχτικό καί κατέβαινε στά 40
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
μπούτια της. Δίπλα της, στην κούνια, τό ανύπαρκτο βάρος τού μ.ωροΰ είχε αφήσει ένα αδιόρατο βαθούλουμα στό λευκό σεντονάκι. Αυτές οί άχρηστευμένες θέσεις, τά σχέδια πού δέν πραγματοποιήθη καν, τό αύριο πού δέ θά ’ναι όλοκαίνουριο μά μιά μεγάλη τρύπα πού ρούφηξε τίς θαυμαστές προσ δοκίες! Ολομόναχη. Δεκαεννιά χρόv o j v . «Θέλω τή μαμά μου». Κατεβαίνοντας πρός τό πατρικό σπίτι τσουλοΰσε σάν νά χε ρόδες στά πόδια της. Νά φτάσει. Καί γρήγορα. Νά μήν τής φύγει στό δρόμο, άνάμεσα στούς άδιάφορους περαστικούς, ή κραυγή «Μαμάάά». Νά ουρλιάζει, νά σκιστεί ή γη, ή ένοχη, πού δέχεται νά χιυ41
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
νεύει μέσα στ’ αδερφικά σπλάχνα της έκατομμύρια πεθαμένα μωρά κια. Πού άλλου νά ξεχυθούν οί κρουνοί τών δακρύων της! Πού άλ λου άπό τά γόνατα τής μάνας της ν’ άκουμπήσει τό μήνυμα τού τριανταφυλλένιου μωρού. Ή κλειδαριά τής βαριάς εισό δου άχρηστευμενή άπό τις λεη λασίες γερμανών καί ντόπιων. 'Ο μεγάλος κήπος κουρασμένος. Ή κεραμιδιά βεράντα οικεία, λίγο άκόμη καί θ’ άποσπούσε, αυτή, τήν κραυγή άπό τά σπλάχνα της. Μά ή πόρτα τής σάλας ορθάνοι χτηΜιά άπό τις άγαπημένες πολυ θρόνες μέ τη μεταξωτή χρυσοκόκ κινη στόφα, τραβηγμένη ’ίσια ίσια, στό κατώφλι. Καί ή μάνα της κα 42
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
θισμένη έκεΐ, σά σε κάντρο. Τερά στια, άψογα χτενισμένη, άκουμποΰσε αγέρωχη στό κοκαλί χέρι τού μπαστουνιού της. Μπροστά της όρθιος δ υπηρέτης τής έκανε απολογισμό τών ζημιών. Παραμέρισε, μόλις ακούσε τόν ήχο τών βημάτων της, καί κατέ βασε τό κεφάλι καθώς αντίκρισε τό πενθισμένο της πρόσωπο. ’Όλοι γνώριζαν πώς τό μωρό τής μικρής κυρίας είχε πεθάνει. Τά γκρίζα μάτια τής μάνας της σταμάτησαν απάνω της παγω μένα. Ή μικρή ένιωσε νά μαζεύε ται τό κορμί της, νά λιγοστεύει γιά νά κρύψει την άγιάτρευτη θλίψη της. Άπό μέσα της βγήκε μιά λιποθυμισμένη παρακαλεστι κή φωνούλα, 43
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
«μ α μ α ». «Τ ί συμβαίνει; Τί θέλεις;» «Τίποτα». Ντροπιασμένη, ένιωσε νά κα τρακυλά ανάμεσα στά σκέλια της ζεστό, γνώριμο, τό γάλα της. Κ α θώς γύρισε την πλάτη της, παχιές κιτρινωπές σταγόνες σημάδευαν τό πέρασμά της στά σκούρα καφετιά πλακάκια τής βεράντας.
Η
ΦΟΡΑΔΑ, μούσκεμα στόν ιδρώτα ύστερα άπό μιας ώρας δια δρομή, ά να τρίχια ζε.
«Πιό δυνατά, τρίβετέ την δυνα τα !»
'
Αυτός διέγραφε σταθερούς κύ κλους πάνω στη βρεγμένη ράχη. «Μη φοβάστε, τρίψτε καί σείς 44
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
δυνατά! Αχ, δέν έχετε νεύρο!» ΓΙώς κατάλαβε ο άλογάρης πώς φοβότανε τή φοράδα που άγόρασε; Καί με ποιο δικαίωμα τής αποκά λυπτε κάτι πού ή 'ίδια άρνιόταν νά ομολογήσει καί στον εαυτό της; Τής χαμογελούσε φιλικά. Μά στό στόμα του υπήρχε μιά κρατημένη κοροϊδία. Ήτανε πού δέν μπορούσε νά έκθέσει τό αφεντικό του, εϊδάλλως σίγουρα κάποια κουβέντα θά τής πέταγε. «Τ ί θέλετε τώρα σεις τέτοιους μπ ελά δες...» ή «ή φο ράδα είναι ζωηρή». Τή ρούτησε ομο^ς: « Έ χ ε τ ε ξανακαβαλήσει ά λογο; » «Φυσικά», άπάντησε οσο πιο ήρεμα μπορούσε. Έ σφιξε τά δόντια της μανια σμένη. Τής διοχέτευε έναν άνομο45
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
λόγητο φόβο. Άκοϋς! Πενήντα πέντε χρόνων, καί νά πού ό φόβος γιά δ,τι δεν έγκρίνανε οί άλλοι την ξανακυρίευε καί τής σακάτευε τό μεγάλο, παλιό όνειρό. Αυτός ο αόρατος αντίπαλος, ο περιφρονητικός, ό δυνάστης, πόσα πρόσωπα δεν είχε άποκτήσει, σέ πόσους προϊστάμενους, έραστές, χωροφύλακες, ασφαλίτες, δεν είχε άνανεούσει την ταπεινωτική του περιφρόνηση με τήν προ στατευτική του απαγόρευση. «Τ ί δουλειά έχετε σείς μέ τούς κομμου νιστές, αυτούς τούς λιγούρηδες, μορφωμένη κ υ ρία ...». Ή οί α σφαλίτες: « ’Ήσαστε φυλακή; Καί για τί σάς πιάσανε οί γερμανοί;» «Γ ιά τόν ’ίδιο λόγο πού πιάνανε όλους...» . 46
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
«Κ αλά όλους! Όμως οχι καί σάς! Γυναίκα, τ ί δουλειά εί χατε. ..» .
Το ΚΑΤΑΜΑΥΡΟ ΔΕΡΜΑ τής φορά δας άχνιζε κι άνάδινε μιά υγρή δύναμη ζωής. 'Όπιος μετά τόν έρωτα, σάν ο σερνικός άποσύρεται καί ό κόλπος τής γυναίκας αδειά ζει στίς παρειές των μηρών της. «Ζο>ή, μέ πόσες λιχουδιές μέ φί λεψες!» Μέ την καρδιά νά φτερο κοπά από φόβο — μη φάει καμιά κλοτσιά —καί κάνοντας δήθεν πιυς παρακολουθεί τη δουλειά τού άλογάρη, άκούμπησε τό μάγουλό της στην άχνιστή ράχη. Ή φοράδα, δική της πιά, όδη-
47
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΙΊΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
γήθηκε στό στάβλο πού τής είχε έτοιμάσει. «"Ωστε έχετε ξανακαβαλήσει άλογο!» «Κ α ί βέβαια», είπε σταθερά. « ’ Απόψε πάντως είναι κουρα σμένη, όέ θά την ξαναβγάλετε. Κ αί οχι σέ άσφαλτο. Τό ’πάμε». βέβαια. Ήταν ευτυχι σμένη πού έπαιρνε νόμιμα αυτή την αναβολή. "Ως αύριο. ’ Από πόσα πράματα δέν έπέζησε παρη γορώντας τόν έαυτό της μ ’ αυτή την αισιόδοξη αναβολή. "Ως αύριο! Μπορεί καί νά μην την καβαλήσω ποτέ, σκεφτόταν. Θά τη φέρνω έδώ, μπροστά στην πόρτα, θά τη δένω στά κάγκελα τού παρά θυρου καί θά τη βλέπω. Καί σάν χειμωνιάσει, δέ θά γυρίσω σπίτι. 48
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
Θά μείνω δώ, στό χωριό. Θ’ άνοίγω καί τά δυό φύλλα τής πόρ τας καί θά τή στήνω όρθια μπρο στά στό τζάκι. Γελούσε ή ’ίδια με τά εύρήματά της. Μόλις τεσσάρων χρόνων φο ράδα. Κ αί πόσο ομορφη, Θέ μου. Τέτοια ομορφιά δέν είχε κατακτή σει ποτέ. Τήν άλλη μέρα τό χουριό ήταν ανάστατο. Θά καβαλούσε αλήθεια ή ξένη τήν πανύψηλη φοράδα; Καί πώς; Μαζεύτηκαν πολλοί στόν περίβολο τής έκκλησιάς. 'Ένας συμπαθητικός γέρος προσφέρθηκε νά τή βοηθήσει. Πανέξυπνος. Κα θώς τήν παρακολουθούσε κατά λαβε πώς δέ θά κατάφερνε ποτέ μόνη της νά τή σελώσει.
49
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Οΐ ΧΩΡΙΚΟΙ, άντρες καί γυναί κ ες, παρακολουθούσαν με φθόνο ή κ ι άγανάχτηση τό πανέμορφο ζώο, καθώς κα τέβα ινε τήν κατηφόρα τού χωματόδρομου.
«Νά δεις πού δέ θά μπορέσει νά τήν καβαλήσει... «Αυτή ’ναι όια ολος... « Εκαβαλησ’ αυτή», φώναξε θριαμβευτικά μιά γυναίκα... Ποτέ δέν κατάλαβαν πώς ρί ζωσε τούτη ή ξένη στό μακρινό τους χωριό, αλλάζοντας τήν τάξη τού κόσμου τους. Τι γύρευε στό χω ριό τους; Μέ σκύλους πού ζοΰσαν μέσ’ στό σπίτι, μαζί μέ τούς αν θρώπους, τρώγανε τό ’ίδιο φαγητό μέ δαύτους. λλκοΰς. πλούσια! Οί πλούσιοι είναι σοβαροί άνθρωποι καί δέ σού λένε ολόκληρο τό καλη50
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
μέρα. Δεν είχανε βέβαια καί πολ λούς πλούσιους στό χωριό γιά να ξέρουνε. 'Ένας ήταν ό Μανολογιάννης, πού πρόλαβε ό παππούς του κι έκαμε συμφωνίες μέ τούς Τούρκους σάν φεύγανε από τό νησί. Κ αί βρέθηκε ολος ό πληθυσμός από φαμέγιος τών Τούρκων, φαμέγιος των Μανολογιάννηδων. Αρχον τες μέ τά όλα τους. ’Έχουνε νά τό ποΰνε πώς δέν ε’ίδανε ποτέ τη γυ ναίκα του νά γελά. Ούτε μέ τά παιδιά της, σοΰ λ έει. ’Ό χι τούτη δώ, πού πηγαίνει στούς καφενεδες καί πίνει παρέα μέ τούς άντρες. Αυτό ’ναι τέχνη, νά ’σαι πλούσιος. Κ αί σάν τήν κατέχεις, φαίνεται. 'Όχι νά τρέχει σάν τό διάολο όλογδυμνη. Πετσί καί κόκαλο, μέ τό μπανιερό. Μά δέν είναι αυτό μπα 51
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
νιερό. Ενα ψιχουλάκι πανί απάνω κι ένα κάτω. Μ ’ αυτό κολυμπά ολη μέρα, μ ’ αυτό πάει στις ταβέρνες καί τρώει. Κ αί νά πεις πώς είναι μικρή; Δέν ντρέπεται αύτή καθό λου, γιαγιά είμα ι, δηλώ νει... Δικά της είναι τά λεφτά, άλλα τ ί τό ’θελε τό άλοϊνό; Τά άλοί’νά είναι γιά τά χέρια τών άντρώ. Κ ι υστέρα, πού θά τό καβαλάει; Ό άλογάρης τής τό ’πε: Ποτέ στήν άσφαλτο. Τόν άκουσα μέ τ ’ αυτιά μου. Μόνο σέ χωματόδρο μους. Ποΰ νά τούς βρει τούς χωμα τόδρομους! Γενήκαμε καί μεΐς σάν τίς πολιτείες κι έχομε τούς δρό μους άσφαλτοστρωμένους. νΑς ε ί ναι καλά οί Άμερικάνοι! Μόνο άπό τό δρόμο τού βουνού μπορεί νά πάει, κατά τό μονα 52
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΑΟΙΌ
στήρι! ’Ε κ εί, άς πηγαίνει. Νά τή βαρεθούν κι οί π έτρες... ’'Αλλο δρόμο δεν μπορεί νά πάρει... Αυτό ’τανε λάθος. Δεν έπρεπε νά τής πουλήσουνε τά σπίτια τους άπό την άρχή. Νά μην κολλήσει στό χωριό. Κ ι είναι κι άγρια καί στρίγγλα. Σάν είδε ό παπάς, τόν πρώτο καιρό, πώς δεν πατούσε τό πόδι της στήν έκκλησιά, είπε, κουμουνιστές στό χωριό δε θέλουμε. Κ ι έβαλε τά παιδιά του μέ δυο άλλα νά τήν πετροβολήσουν ένα βράδυ. Μά αύτή, παιδί μου, ώς έφαε στό μερί τήν πρώτη πέτρα, χιμάει. 'Αρπάζει μέ τό κάθε της χέρι κι ένα παιδί άπό τόν ώμο καί πατά τήν πόρτα τού παπά, παραδίπλα. Καί κεί νά δεις, πού τού ’πε λόγια 53
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
πού δεν τά ’χάνε ξανακούσει. «Πάρε παπά τά κωλόπαιδά σου νά μη σοΰ τά λιώσω με τις πέτρες πού τούς γέμισες τίς τσέπες. Καί κά τσε ήσυχα, βρομόπαπα ζητιάνε, έσύ καί τά μπαστάρδια σου, γ ια τί θά σέ κάνω πακέτο νά σέ στείλω στά σύνορα». Κ αί νά τά ’λεγε σιγά; Στην άκρη τοΰ χωριού άκουστήκανε οί φωνές της. "Ο κακομοίρης ό παπάς δέν είχε μούτρα νά βγει την άλλη μέρα στά καφενεία. Κρυμμένοι πίσω από τίς πόρτες τους, την είδαν νά κατηφορίζει τό δρόμο γιά τό σπίτι της χωρίς νά βιάζεται. Κανείς δέν μπορούσε νά διακρίνει, μέσ’ στό πενιχρό φώς τού δημοτικού φωτισμού, τόν ίδρωτα πού την έλουζε καί την 54
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
τρεμούλα τών χεριών της. Ανα τριχιασμένη από τό φόβο της πώς, δέν μπορεί, κάποιος θά πεταχτεί μέσ’ άπό τά δρομάκια νά την πλακούσει στό ξύλο, περπατούσε στα θερά καί σίγουρα όπως πάντα. Πώς ήθελε νά τρέξει! Μά κρατή θηκε ώσπου τράβηξε πίσω της την πόρτα, πού δέν έκλεινε μέ ασφά λεια , για τί τό σπίτι δέν είχε α κόμη τελειώ σει. Σάν κάθισε κι έπαψε νά τρέμει, άναρωτήθηκε δυνατά όπως τό συ νήθιζε: «Τ ί είπα ό κερατάς; Ποιόν θά στείλω γώ στά σύνορα;» Έ να κύμα γέλιου φούσκωσε άπό την καρδιά της καί λευτέρωσε την μπλοκαρισμένη ανάσα τού στέρνου της. Τά μαλλιά της ήταν μού σκεμα. Πού τό κατάλαβε πώς τής 55
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
την είχανε στήσει; Στη δεύτερη πέτρα πού τής χτύπησε τόν αστράγαλο, κάτι, ποιος, ψιθύρισε μέσα της, «τώρα, τώρα, για τί αλλιώς δέ θά μπορέσεις νά ζήσεις έδώ. νΑν τρέξεις νά φύγεις, αύριο πρέπει νά τά μαζεύεις καί νά τοΰ δίνεις». Το φοβισμένο ζώο πού ’κλείνε μέσα της προαισθανόταν κάθε παγίδα τής ζούγκλας. Πάντα μέ τό φόβο, μά καί τήν αίσθηση τοΰ κινδύνου, προλάβαινε τόν αντίπαλο, αν δέν τόν δημιουρ γούσε. Καί όρμούσε ακαριαία. Μέ αποτέλεσμα νά δημιουργεί καί στό στενότερο περιβάλλον της έντυπώσεις καί σχόλια καθόλου ευχά ριστα. Ε ρ ισ τικ ή , επιθετική, επί μονη, αδυσώπητη μέ τόν έαυτό
56
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
της, α μ ειλιχ τη , όεν υποχωρούσε ποτέ καί πουθενά. Κανείς δέ θά τής έπαιρνε δ,τι είχε κατακτήσει. Πάλευε μέ ο,τι φοβόταν. ’Ανθρώ πους, τάνκς, αστυνομίες, εραστές, προϊστάμενους, θρασύδειλους συνα δέλφους, αύρες πού κυνηγούσαν α περγούς... καί τώρα, τούτους δώ! Κ ι αν πέτυχε στή ζωή της είναι για τί καταπιάστηκε μ’ ένα αν τρικό έπάγγελμα. Δ ιά λεγε πάντα τούς πιό δύσκολους στόχους. Οί άντρες τής σήκωσαν τείχ η . Τής βάλανε οδοφράγματα. Τήν ειρω νεύονταν, όπως καί ο πατέρας της σάν τοΰ ζήτησε κάποτε τή γραφο μηχανή του νά μάθει νά γράφει. Στά πρόσωπα αμέτρητων συνα δέλφων πολέμησε τό ένα, τό δικό
57
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
του, τού φόβου πού ήταν ό πατέρας της. 'Ώστε καί ό πατέρας της ήταν αντίπαλος; Ή αφελής! Πού, σάν ακούε στά νιάτα της γιά τά φεμινιστικά κ ι νήματα, γελούσε! Πίστευε πώς γεννιόμαστε μέ τη λευτεριά νά κατοικεί έδώ, στό πλατύ στέρνο μας. Μά πρέπει νά στήσουμε αυτί στά μηνύματά της καί νά τή διδα χτούμε άπό μάς, γιά μάς. Χωρίς νά δειλιάσομε.
«Μ α ΑΛΗΘΕΙΑ, έχ εις ξανακαβαλ ή σ ει ά λο γο », τ ή ρώτησε ο γέρος φίλος πού τ ή συνόδευε στήν πρώτη έξόρμηση.
«Κ α ί βέβαια!» Ψέματα! Ούτε σέ κούνιες πού 58
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
παίζουν τά παιδιά δεν-είχε ανεβεί. Όλα απαγορευμένα. Ε ίχ ε φτάσει στά τριάντα της κι έλιωνε σάν έβλεπε παιδιά νά τινάζουνται πά νω σε κούνιες. Υστερα βρήκε σέ μιά πλάζ κούνιες γιά μικρούς καί μεγάλους με αποτέλεσμα νά τή χάσει γιά τρεις μέρες δ έπίδοξος έραστής πού τή συνόδευε. Άκοϋς, άν είχε Ηανακαβαλησει άλογο! Μόνο στά όνειρά της. Δυό θαυμαστές έπιθυμίες είχαν μετα κομίσει στόν ύπνο της. Ή μια ήταν πώς πετοΰσε. Μικρούλα ακόμη, ανέβαινε σ’ ένα πεζούλι τού κήπου καί φώναζε στην άόερφή της: κοίτα, θά πετάξω. ’Άνοιγε τά χέρια της καί τιναζόταν πρός τά εμπρός. ’Έ πεφτε μπρούμυτα στό χώμα. 59
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
"'Ωσπου μιά νύχτα, ξαπλωμένη στό κρεβάτι της, χαΐδεψε προσεχτικά τη μύτη της πού την είχε χτυπήσει σε μιά απογευματινή π τήσ η... Κ αί τότε, άνοιξε ωραία ωραία τά χέρια της σάν νά ’σκίζε τόν αέρα, καί πέταξε, άπό τό ’ίδιο πεζούλι, πάνω άπό τόν κήπο τους. Πόσο ωραία είναι τά λουλούδια καί τά δέντρα μέ τά ολοκόκκινα μανταρί νια όταν τά βλέπεις άπό πάνω! ’'Αλλες νύχτες βρέθηκε νά πετάει έξω άπό τούς τοίχους τοΰ σπιτιού. Τό σεργιάνι της πάνω άπό τόν κόσμο καί οί βουτιές της μέσ' στόν αέρα, άφηναν κατάπληκτους τούς διαβάτες. «Π ετώ , πετώ, πετώ », διαπίστωνε διαγράφοντας υπέ ροχους έλιγμούς. Κ ι οχι σπάνια
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
ξυπνούσε στη μέση τού ουρανού, άπό τή μεγάλη ευτυχία. Τό πέταγμά της ήταν μιά μυ στική μαγεία πού όέ μοιράστηκε ποτέ μέ κανέναν, μιά υπέροχη αί σθηση σπάνιας κατάκτησης, μο ναδικής ικανότητας, χωρίς άντίπαλο. Δέν είχε άκούσει ποτέ κανέ ναν νά πετά καί νά τό ξέρει. Ό ,τι άλλο χαίρονταν στη ζωή της ήταν διεκδίκηση πού τή λευτέ ρωνε άπό τό φόβο. Γ ια τί δέ θά μά θαινε καί νά καβαλάει τή φοράδα της; Τό άριστούργημά της! 'Έτσι κι άλλιώς αύτό ήταν τό άλλο όνειρό, πού ξεκίνησε άπό τά μπρούντζινα άλογα τού Πάρι. Σάν τά πρωτόδε στην έκθεσή του, πέ τρωσε. Αύτό είναι δύναμη! Οί
61
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
μυώνες στά καπούλια, πού κράταγαν τό άνασηκωμένο στά πισινά πόδια γερό ζώο, είχαν τόση δύ ναμη, πού ζοΰσαν. νΑλλο τρελό όνειρο αυτό. Ν ’ άποκτήσει ένα άπό τά μπρούντζινα άλογα. Ποτέ δεν τ ’ ομολόγησε, για τί ’ταν πανάκριβα γιά τά οικο νομικά της τότε. Κ ι ό Πάρις πολύ τρελός καί σί^υυ^α 6ά τής χάριζε ένα, αν τό καταλάβαινε. Κι όσο πιό φίλοι γίνονταν τόσο καί φυλά κιζε βαθύτερα τή λαχτάρα της. Γ ια τ ί, καθώς τό θέμα φαίνεται νά τόν βασάνιζε, όλο καί κάποιο και νούριο άλογο εμφανιζόταν στό ερ γαστήρι του. Κ αί κείνη τό χάιδευε στά κλεφτά, ψάχνοντας καί τά δικά του μυστικά. Τού δημιουργού του. 62
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
Κάποια μέρα, μετά από λίγα χρόνια, άνακοίνωσε στην παρέα της, «θέλω ένα άλογο». Τ ί άλλη τρέλα θά σκαρφιζόταν ακόμη; Πάντα την πίστευαν. Σάν έλεγε θά, είχε κιόλας διαλέξει τόν καινούριο αντίπαλο. ’Από τότε πού εκανε τόν τρίτο της γάμο, με κείνο τόν οικοδόμο, τά περίμεναν ολα απ’ αύτήν.
Η ΔΕΝ ΗΤΑΝ οικοδόμος; Κάτι τέτοιο τέλος πάντο^ν. 'Ο πατέρας του πού τόν είχε μοναχογιό, δέν προόριζε γ ι’ αυτόν τίς πλουτοφόρες μάντρες του οικοδομών. Θά τού ’χ τίζε κλινική. Γ ι ’ αύτό καί δέν τού συχώρεσε ποτέ πώς δέν έγινε κάποιος. Δέν έμαθε γράμματα, ή 63
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
άλήθεια. «Γ ιά ποιόν δούλευα τόσα χρόν ια; Γιά νά δώ την άγραμματοσύνη μου νά ξαναγεννιέται; Τί μου ζήλεψες;» Ή τιμωρία του γιά τό χαμένο όνειρό τού πατέρα ήταν πώς τόν υποχρέωσε νά δουλεύει στή μάντρα οικοδομικών υλικών. Ό χι σάν αφεντικό. 'Οδηγός στό τεράστιο φορτηγό πού μετέφερε ασβέστη. Λιγνός, λυμφαντικός, λαϊκός. Τούς τόν κουβάλησε μιά μέρα στήν παρέα. Τί τού ’βρίσκε, πανάθεμά την. Τή μάγευε ή δειλία του, ή ήλίθια δίψα του νά εισχωρήσει σέ καλύτερη κοινωνία, τό πάθος του γ ι’ αυτήν, πού τόν περνούσε κιόλας μιά δεκαριά χρόνια. Καί μιά μέρα τής πρότεινε γάμο. Αυτή έπεσε ανάσκελα στό ντιβάνι πεθαμένη 64
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
στά γέλια . '0 νεαρός κέρωσε. Ήταν τόσο αστείο; « Οχι, οχι! Ά λ λ α νά, φεύγω μεθαύριο ταξίδι στην Αίγυπτο. Τό ξέρεις, όέν τό ξέρεις; Αφού είδες καί τά εισ ιτή ρια». Ό οικοδόμος της μαζεύτηκε στην άκρη τού ντίβαν ιού σάν σουδάριο. 'Ενα κουρελιασμένο παι δάκι. «Μά είσαι άστείος! Είσαι πολύ νεότερος μου! Παιδάκι είσαι. Τί νά μέ κάνεις έμένα;» Αυτός ψιθύριζε σάν νά παρακο λουθούσε έναν άλλο διάλογο. «ΙΙοιός θά τόν βαστάξει!» «Ποιόν;» «Τόν πατέρα μου. Τού ’πα προ χθές πούς θέλω νά σέ παντρευτώ κι άρχισε νά γελά όπως καί σύ. Αυ τήν ρέ; μού λέει. Είδες ποτέ τά 65
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
μούτρα του στον καθρέφτη; Γ ια τί θά σέ πάρει; Γ ια τί ’σαι ωραίος ή γιά την καριέρα σου; Σέ γλεντάει ρέ, όπως γλεντούμε καί μεΐς κάτι τσουλίτσες...» . Θυμήθηκε πόσο ωραίος τής φά νηκε ό πατέρας του μιά μέρα πού συναντήθηκαν. « ’"Ετσι σού ’π ε;» Τό μίσος της φούντωσε κι έβαλε σέ συναγερμό όλες τίς ταπεινούσεις της. « ΓΙάρε τήν ταυτότητά μου κι άντε αύριο τό πρωί νά βγάλεις τίς ά δειες». Τό άλλο βράδυ συναντήθηκε μέ τήν παρέα της γιά τ ’ άποχαιρετιστήρια. Θά 'λείπ ε πάνω από μήνα. «Τόν άντρα μου νά προσέχετε, μήν τόν άφήσετε νά πλήξει όσο θά λείπ ω », είπε δείχνοντας τό λυμ66
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
φαντικό νεαρό. «Ιΐαντρευτήκαμε τό άπόγεμα». « Έ , οχι, οχι, τό παράκανες!» Καί κείνη γελούσε. Βέβαια, αυτή ξέρει πώς τό σκυλομετάνιωσε καί πώς είδε κι επαθε νά τόν ξεκολλήσει από πάνο.) της.
«ΚΑΙ τ ι ΘΛ το ΚΑΝΕΙΣ τό άλογο; Θά τό φέρεις στό διαμέρισμά σου, σάν τό φ ορτηγατζή σου;»
« Ό χ ι! Θά τό πάω στό χτήμα, στό νησί». Τώρα πού μπορούσε ν’ άγοράσει τό άλογο τού Πάρι, μπορούσε ν’ αγοράσει κι ένα άληθινό. Αυτό πού λιμπιζόταν στίς μπρούντζινες κα τασκευές τού γλύπτη, ήταν ή δεσμευμένη δύναμη. Αν τό άπο67
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΙΙΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
κτούσε καί τό άκουμπούσε πάνω στό τραπέζι, ή άκινησία του, στα θερή καί άμετάκλητη, θά τήν πλήγωνε από μιά στιγμή κι έ πειτα. Αυτό πού ονειροπολούσε, βλέποντας τούς μπρούντζους, ή ταν ή δύναμη πού θά λευτερωνό ταν, αν τό μπορούσε, καί τό κροτάλισμα από τά πέταλα πού θά θριαμβολογούσαν. Αυτό θά χαιρό ταν, αν αποκτούσε ένα αληθινό άλογο. Θά συμβίωναν καί θά νι κούσαν ταυτισμένοι, κορμί μέ κορμί, παλμός μέ παλμό. Θά νικούσε τ ί; Τη σκλαβιά. Τήν άκινησία, τήν καθήλωση. Ποτέ δέν είχε άγαπήσει ούτε έπιθυμήσει μηχανές. Δέν τίς κα ταλάβαινε. Τίς φοβόταν. Ο ,τι ήταν ζωντανό γύρω της τήν έ68
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
θελγε. Κάπου είχε διαβάσει δτι ή μορφή τοΰ κόσμου άλλαξε άπό τήν έποχή πού οί καβαλάρηδες τής ασιατικής στέπας ανακάλυψαν τόν άναβατήρα. Έ τ σ ι άρχισαν οί άγριες έπιδρομές καί οί προχωρη μένες έδαφικές κατακτήσεις, μιά καί οί πολεμιστές, στηριγμένοι στους αναβατήρες, μπορούσαν πιά νά πολεμούν έφιπποι. Μισούσε τούς πολέμους. Έβρισκε όμως καταπληκτικό τό γεγονός πώς ή φύση πρόσφερε στόν άνθρωπο ό,τι τού ήταν άναγκαϊο γιά νά οργανώ σει τή ζωή. ’Απόδειξη πώς κάτι τόσο άσήμαντο σάν τόν άναβατήρα επαιξε τέτοιο ρόλο στή διαμόρ φωση τού κόσμου μας.
69
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΙΙΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
ΠΗΓΕ ΚΙ ΕΦΕΡΕ ένα λουκούμι. Τό
άπλωσε στη φοράδα, πού τό κατά πιε κι ύστερα έγλειψ ε καί τή ζά χαρη άπό την παλάμη της. Τό ,ξερε άραγε ή φοράδα πώς τή φοβόταν; Δε βαριέσαι! Θά τό ξεπερνούσε. Ε ίχ ε δική της τήν (Αραιότερη φοράδα τής γής. Μιά ολόμαυρη καλλονή, μέ μακριά χαίτη καί ασημένιο πρόσωπο. Κ ι αυτά τά πανύψηλα λιγνά, κομψά πόδια της! Α λή θεια , για τί στά άριστουργηματικά μπρούντζινα τού Πάρι τά άκρα βγαίνουν πάντα, χωρίς έξαίρεση, άκρωτηριασμένα; Θά ’πρεπε σε πρώτη ευκαιρία νά τόν ρωτήσει. Ευτυχισμένη πού ’χε μπροστά της είκοσι τέσσερις ώρες ώσπου 70
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
νά την καβαλήσει, βγήκε από τό στάβλο. Θά μπορούσε νά χορέψει, νά τραγουδήσει. Ε ίχ ε τή δική της φοράδα. "Ένα αντίγραφο τοΰ σύμπαντος. Ενα ανάτυπο τής ζωής, όπως καί ό έαυτός της, αλλά τόσο διαφορετικό. Ναί! Ε ίχ ε διπλασια στεί μ" αυτό τό ογκώδες απόσπα σμα τής φύσης πού αύριο θά ’τρεχε ολομόναχη μαζί του.
Η ΦΟΡΑΔΑ, ξεβολεμένη με την αλλαγή, κατάφερε κι άνοιξε τήν πόρτα τοΰ στάβλου, βγήκε στήν αυλή καί ρίχτηκε στήν έξώθυρά της, χτυπώντας την με τά καινού ρια της πέταλα. Περασμένα μεσά νυχτα τό χωριό αντιλάλησε από τ ’ άγρια έπιτακτικά χτυπήματα. 71
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Οί πιό κοντινοί γείτονες όρμησαν από τά δώματα πού κοιμόντου σαν νά δουν τ ί τρέχει. Τό πεταλω μένο πέλμα ήχεϊ παράξενα πάνω στην ξύλινη πόρτα. Τό κενό πίσω της διαχέει τόν ήχο, πού άντηχεΐ σάν απειλητική προειδοποίηση. Όλοι τρόμαξαν. Σχεδόν τήν κατηγόρησαν τήν έπαύριο γιά δια τάραξη τής κοινής ήσυχίας. Κ ι άλήθεια, χάσανε τόν ύπνο τους. Ό χι γιά νά βοηθήσουν στήν ανά γκη τήν άνημποριά της. "Οσο γιά νά τήν άπολαύσουν. ’Ήτανε σίγου ροι πώς τούτο τό θεριό-φοράδα θά γελοιοποιούσε γιά πάντα τήν α ναιδή τους ξένη. Στό κάτω τής γραφής καί οί 'ίδιοι, πού ζούσαν μιά ζωή μέ γαϊδούρια, μουλάρια κι άλλα ζωντανά, τή φοβόντουσαν. 72
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
Κ αί θά τά ’βγάζε πέρα μαζί της μιά λιανοκόκαλη γυναίκα; Ά λ λ α κανείς δεν τρόμαξε όσο ή ’ίδια, πού ’τρεξε ανάλαφρη μέσ’ στη νύχτα, λες κι άντιμετώπιζε μιά ζωή άλογα. Καθώς άνοιξε τήν έξώθυρα, τό μούτρο της βρέθηκε κολλημένο στό τεράστιο άνυπόμονο στήθος τού ζώου. ’Όλα σκο τείνιασαν μπροστά της άπό τό μαύρο του όγκο. Μέ χέρι σταθερό άρπαξε τό λαιμοδέτη, ενώ μέ τό άλλο τή χάιδευε. «Τ ί άταχτο κο ρίτσι, τ ί ζωηρή κοπελιά», τής έλεγε τραβώντας την στό βάθος. Πέρασε τήν αλυσίδα πού ’μενε κρεμασμένη στήν καγκελιά τού παράθυρου κι αναστέναξε ύστερα άπό τον άθλο της. 'Η φοράδα τήν κοιτούσε μέ τά τεράστια μαύρα 73
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
μάτια της. Νά μπορούσε νά κατα λάβει αυτό τό βλέμμα! Συνηθι σμένη στά σκυλιά, μέ τά τόσο έκφραστικά μουσούδια τους, πανικοβαλλότανε μέ τούτα τά άνέκφραστα μάτια πού δέν έλεγαν νά τής μιλήσουν. «Πού θά μού πας, θά σέ κατακτήσω! Τώρα όμως πρέπει νά μείνεις δεμένη ώσπου νά συνηθί σεις στο καινούριο σου σ πίτι». «Π ερίμενε νά συνηθίσει», α κούσε κάποιον νά σχολιάζει πάνω από τό δώμα του. «Αυτή θά τή λιούσει καμιά ώρα καί νά μού τό θυμάσαι». Τους μισούσε. ’Από ένα περί εργο ένστικτο, λές καί διαισθάνον ταν τό φόβο της καί προσπαθούσαν νά τόν μεγαλώσουν. Ή , αντίθετα, δέν τή συγχωρούσαν γιά τό άνά74
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
ποδο, υπερεκτιμώντας τό θάρρος της. Τούς προκαλοΰσε καθούς δέν παρουσίαζε κανένα από τά γυναι κεία γνωρίσματα, τό φόβο, τή δει λία καί, κυρίως αυτό, την ανάγκη τού άντρα καί τή συμπαράστασή του στίς πράξεις της. « ’Έ τσ ι ’ναι όλες στίς πολι τείες , πλούσιες καί φτωχές, όλες πουτανες. Ούτε σεβασμό, ούτε σ π ίτι». Σ τή στάσιμη φεουδαρχική νοο τροπία τοΰ κολίγου, ό κόσμος χιορίζεται ακόμη σέ νόμιμα άφεντικά, πού εκπροσωπούνται από τούς πλούσιους, καί τούς φτωχούς. Μά ή γυναίκα τού φτωχού παλεύει τό γάιδαρο από άνάγκη. Πού ξα νακούστηκε μιά κυρά, περασμένα τα πενήντα, νά καβαλάει ένα ά75
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
λοϊνο δυό μέτρα μπόι καί νά τρέ χει στους κάμπους! « Ά ν είχα αυτοκίνητο;» τους ρωτούσε. « Έ , αυτοκίνητο έχουν όλοι οί άθρώποι τής πολιτείας». « Κ ι άφοΰ δέ μ ’ αρέσουν οί μηχα νές;» «ΙΙαρε ένα γαϊδουράκι νοικοκυ ρεμένο». «Θυμάσαι τη μακαρίτισσα τή Μανολογιάννενα; Μέ τίς πλουμι στές πατανίες στό γαϊδούρι της, καθισμένη δεξά, γυναικίστικα, πήγαινε σεμνά κι όμορφα στά πα νηγύ ρια ...». «Ξέρω, ξέρω! Μανολάκι, πές μας τ ί έλεγε ή άφεντικίνα σου στό γιό της σάν έγέρασε». « ’Έ , μπρέ Γιαννάκο! Κ αί νά 76
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
πουλούσανε οί φτωχοί τά χρόνια τους ν’ αγοράσομε κάμποσα!» Ή Ξένη γελούσε άνοιχτόκαρδα όσες φορές κι αν τής έπαναλάβαιναν την πρωτότυπη ιδέα τής πλού σιας γριάς. «Ν α ι, γέλα σύ, μά τις περιου σίες της δέν τίς είδες ούτε στά ονείρατά σου. Στέρνες τό λάδι καί πιθάρια τον καρπό. Κ αί πεινούσε ό κόσμος σάν γίνηκε ό πόλεμος καί διώξανε όλους τούς φαμέγιους γιά νά μήν τούς ταΐζουνε. Καί δέν αφήνανε άνθρωπο νά μπει στό σπίτι τους για τί όλοι ξέραμε τά καλά τους, αφού εμείς μαζεύαμε τίς σοδειές. »Νά μη σού πώ γιά τίς λίρες, πού στήν κατοχή τίς βάνανε κι αύτές στό πιθάρι... έ, καί θά μού 77
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
πεις! Τ ί νά το κάνεις, πού δεν έχουνε τά σάβανα τσέπες!»
στη νοημοσύνη τών ζώων. 'Ο φόβος πού προσπα θούσαν όλοι νά τής καλλιεργήσουν την έκανε πιο ανυπόμονη. Σχεδόν παράλογη. Πίστευε πώς σέ τρεις τέσσερις μέρες, ή φοράδα Οά νιώθε την άγάπη της, τό πάθος της γιά την ομορφιά της, τή λαχτάρα της νά γίνουν αρμονικές οί σχέσεις μεταξύ τους. Τά ζώα όμως έχουν μόνο ένστι κτο. Πού, στην περίπτο^ση τής Ξένης, δούλεψε τελείω ς αντί στροφα μέ τίς προσδοκίες της. ’ Από τό άνάλαφρο κορμί της ως τή διστακτικότητα τών αδύνατων χ ε ΠΑΝΤΑ Π ΙΣΤΕΥΕ
78
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
ριών πού κρατούσαν τό χαλινάρι. Μάταια προσπαθούσε νά σφίξει τά πόδια της στά πλευρά τού ζώου. Οί μυώνες της ήταν πολύ αδύνατοι γιά ν’ άγκαλιάσουν σταθερά τό ρωμαλέο κορμί. Την τρίτη μέρα τής έξόδου τους ή φοράδα δέχτηκε ήρεμα τά χα λι νάρια της καί πήρε την ανηφόρα κατά τό βουνό. Ή Ξένη πρόλαβε νά χαρεΐ την ομορφιά τού δειλινού κάμπου κάτω από τά πόδια της. Μά μόνο στίς τρεις πρώτες στρο φές. Στήν τέταρτη, τήν πιό από τομη, ή φοράδα έδειξε διάθεση νά τρέξει. "Η Ξένη παρηγοριόταν μέ τήν έλπίδα πώς δέ θά μπορούσε νά καλπάσει σ’ ένα τόσο απότομο α νήφορο. Μήπως είχε ξανανεβεΐ σ’ άλογο, καί μάλιστα τόσο νέο; Τό 79
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
ζώο, πού δεν ένιωσε διαφορά στά χαλινάρια, όρμησε κατά πάνω. Η Ξένη έξακολουθοΰσε νά λέει στον εαυτό της: «Αυτό είναι. Πρέπει νά ξεφοβηθώ». Μά τό άλογο έτρεχε όλο καί γρηγορότερα. Ένιωσε τό κορμί της τέλεια άνυπεράσπιστο καί άσταθές πάνω στη σέλα. ’Από στιγμή σέ σ τιγμή, ανίκανη νά παρακολουθήσει τό ρυθμό τής τα χύτητας, θά έκτιναζόταν. «Σταμάταα», φώναξε τρομαγμένη τρα βώντας προσεκτικά τό χαλινά ρι. ’Απροσδόκητα ή φοράδα σταμά τησε. Καμιά συνεννόηση. Τήν τρο μαγμένη της φωνή τήν πήρε γιά διαταγή. ’Αλλά ή Ξένη δέν τό κατάλαβε. Έ νας κρύος ιδρώτας κατρακυλούσε από τά μαλλιά της σ’ ολόκληρο τό κορμί της. 80
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
« ’Ά ντε, πάμε νά γυρίσουμε, κυρά μου, κανακάρα μου». Τί νά ’ναι πιο επικίνδυνο; 'Ο άνήφορος ή δ κατήφορος; Τό κορμί της είχε όλο υγροποιηθεί, λες καί δέν είχε πιά σάρκα ή κόκαλα. Μά ή φοράδα ήθελε νά συνεχίσει τόν άνήφορό της. ’Από τόν ίδιο δρόμο τήν είχαν φέρει. Κ ι ήθελε νά γυρίσει στό πα χνί της. Πίσω άπό τόν κορμό μιας ελιάς ένας χωρικός κρυμμένος παρακολουθούσε τή γυναίκα μέ τ ’ άλογο χασκογελώντας. Μόλις τόν είδε, προσπάθησε νά κρυφτεί. Τσαντισμένη, εσφιξε μέ όλη της τή δύναμη τά πόδια της γύρω από τή φοράδα τραβώντας τό δεξί χα λινάρι. 'Υπάκουα γύρισε κι άρχισε νά κατεβαίνει. Ή Ξένη λύσσαξε μέ τόν άντρα πού κρυβόταν αδέξια 81
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
π ίσοι από την ελιά. Ήθελε να τον φτύσει. Νά φτύσει πάνοι στη μανία του νά γίνει ο μάρτυρας πως ήταν ανίκανη νά κυβερνήσει τό ζώο. Μά δεν είχε καιρό ν’ αποφασίσει τ ί θά κάνει. Ή φοράδα χιμούσε στην κατηφόρα αποφασισμένη νά μην τη σταματήσει πιά κανείς. ΙΙάλι τό κορμί τής γυναίκας αλά φρυνε καί τιναζόταν ακυβέρνητο στη σέλα. Κ αί πίσω, στον κορμό τής έλιάς, τό άπληστο μάτι τού φθονερού καί χυδαίου μάρτυρα. Δέν κατάλαβε πώς σχεδόν ούρλιαζε, «σταμάτα, σταμάτα». Τό άλογο σταμάτησε. Πήδησε από τή σέλα. ’Αρκετά, παρηγόρησε τόν εαυτό της. Χαμογέλασε. Ούτε δέκα λ ε πτά! ’ Ωραία κοροϊδευόμαστε οί δυό μας. ΙΙρέπει νά ξανανέβω, κυρά. 82
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
Μά τούτη τή φορά ή φοράδα άρνιόταν νά τή δεχτεί. Γύριζε ολόγυρα, σ’ έναν κύκλο μηδαμινής ακτίνας. Τόσο όσο νά κάνει αδύνατη τήν προσέγγιση τής κυράς του κάπως σταθερά. Πήρε τό χαλινάρι καί προχώρησε περπατώντας δίπλα της. ’ Εκείνη έσκυψε τό κεφάλι να ζιάρικα, σά μετανιωμένη, καί τό ’τρίβε στον ώμο τής Ξένης. Μιά εύτυχία τήν πλημμύρισε. Τής αγ κάλιασε τό λαιμό καί τήν καβάλησε. ΓΙροχούρησαν είκοσι γαλή νια μέτρα. Ή φοράδα σταμάτησε. Τώρα τίποτα πιά δέν τήν μετακουνοΰσε. Στά παρακάλια τής Ξένης, έστριβε νά ξαναπάρει τόν ανήφορο. Κατέβηκε ξανά. Μ’ ένα σάλτο α προσδόκητο τής ξέφυγε. Ε ίχ ε τ έ τοια ορμή πού παράτησε τό χ α λι 83
II ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
νάρι νά μην την τραβήξει κάτω. Ή φοράδα κάλπαζε κατά τό χω ριό. Ή Ξένη έτρεχε κι αυτή πίσω της. '"Αν έρχόταν κάποιο αυτοκί νητο ή τρακτεράκι; νΑν στήν πλα τεία τής εκκλησίας βρίσκονταν καί παιδιά με τούς μεγάλους πού παρακολουθούσαν τίς έξόδους της; Βρήκε τή φοράδα έξω άπό τήν ορθάνοιχτη πόρτα τοΰ στάβλου μέ πεντέξι γυναίκες ολόγυρα. Κ ά ποια τής έβαλε στό χέρι τό χα λι νάρι. Κάθιδρη, σκούπισε τό πρόσωπό της καί τράβηξε τή φο ράδα μέσα. Τίποτα. 'Όλοι τήν παρακινούσαν νά προχωρήσει αλλά μάταια. Π ήγε καί τής έφερε λουκούμι, τήν ξεσέλωσε κι άρχισε νά τή σκουπίζει. Κατάκοπη, μέ τά ρούχα βρεγμένα, πάνω άπό ώρα 84
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
πάνω της, βασανισμένη άπό τήν αγωνία, κατάφερε κάποτε μέ τή βοήθεια τών άλλων γυναικών νά τήν τραβήξει στό στάβλο. Μπήκε σπίτι της τρέμοντας. Ιύίχε πυρετό. Ε ίμα ι τρελή, τρελή, τρελή. Ηθελε νά κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Μά ένιωθε έξαντλημένη. Έ πεσε στό κρεβάτι. 'Έψαξε νά βρει στό νάρκωμά της τήν ευτυχία άπό τά προηγούμενα βράδια, έπαναλαβαίνοντας, έχω τή δική μου φοράδα. Τήν ά γγιζε θρυμματι σμένη, άγευστη. Κάποτε οί οπλές της αντήχησαν πάλι μέσα στό σκοτάδι νά χτυπούν άγρια τήν πόρτα τού στάβλου. Αυτή ή άγρια διαμαρτυρία τής φαινόταν σάν πρόσκληση νά τρέξει, νά διαλύσει τή μοναξιά της. Σηκώθηκε τρέ85
II Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΓΙΟ Υ Χ Α Θ Ι Ι Κ Ε
μοντας καί χαμογελώντας. « Ερ χομαι, αγάπη μου». Τής εδωσε νά π ιει, τής ανανέωσε τό χόρτο καί σούρθηκε ώς τό κρεβάτι της.
Η ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΗ ΜΕΡΑ, ό μαλα κός φθινοπωριάτικος ήλιος, ή ολό μαυρη καλλονή της τη γέμισαν χαρά. Αγκάλιασε τή φοράδα καί τής ψιθύριζε, «γίνου καλή, μην είσαι φαλλοκράτισσα! Δέν ντρέ πεσαι νά μη μ ’ άγαπάς έπειδή μέ νιώθεις άλαφριά κι άδύναμη; Τό άφεντικό σου δέν έβλεπε την ώρα νά σέ ξεφορτωθεί. Νά δεις τ ί ωραία πού θά περάσουμε οί δυό μας! Καλλονή μου! Κοπέλα μου! Μείνε κοντά μου». 'Όσο πλησίαζε τό άπόγεμα ξα 86
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
ναγέμιζε σιγουριά. Δέν μπορεί, νά δεις, θά τή συνήθιζε. Την καβάλησε όμως δύσκολα για τί 'ταν ταλαιπωρημένη από την προηγού μενη. Ύά χέρια της δέν κατάφερναν νά σφίξουν τίς αγκράφες τής σέλας καί γλιστρούσε καθώς ανέβαινε. Μέ μιά τεράστια προσπάθεια έσφι ξε τά λουριά. ’ Από τήν πρώτη στροφή τό άλογο άνηφόρισε ασυγκράτητο. Μέ τό κορμί παραλυμένο τράβηξε τά χαλινάρια. Ή φοράδα χαλά ρωσε κι ανέβηκε τίς δυό ακόμα στροφές υπάκουα. Κ ι ύστερα στή θηκε στά δυό μπροστινά της πόδια κι επεσε απότομα στά πίσω. Μιά τραμπάλα έξαντλητική κι απει λητική. Κατάλαβε πώς ήθελε νά 87
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
την ξεφορτωθεί. Πρόλαβε καί λευ τέρωσε τά πόδια της από τούς αναβατήρες καί βρέθηκε ανάσκελα στο χώμα. «Τ ί έκανες; Τ ί έκανες, παλιοκόριτσο;» φώναξε, καί πετάχτηκε άστραπιαία όρθια. * Αρ παξε τό χαλινάρι καί την ξανακαβάλησε. Ή φοράδα ξεκίνησε ήρε μα γιά νά σταματήσει έκατό μέ τρα πιό πέρα. Οί χωρικοί, κρυμμένοι πίσω από την έκκλησιά, γαβριοΰσαν από χαρά καί φθόνο. «Τρέχα, τρέχα νά τή βοηθήσεις, θά τή σκοτώσει», παρακινούσαν τούς άντρες τους αλαφιασμένες οί γυναίκες. 'Ο προαιώνια καλλιεργημένος φόβος τρεμούλιαζε απάνω στό κορμί τους σά χλόη καί τό σκέπαζε ανατρι χίλα . Μά οί άντρες παραμέριζαν 88
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
σιωπηλοί. Περίμεναν, ήθελαν την καθολική ήττα τής άγρια πεισμα τωμένης γυναίκας. Τής χρειαζό ταν ένα μάθημα καί τής ίδιας καί τών άλλων γυναικών. Κ ι αλήθεια ξαφνιάστηκαν σάν την είδαν νά βρίσκεται ξανά καβάλα στη ράχη τής φοράδας. ’ Ελπίζανε πώς με τό πέσιμο θά ’παίρνε ένα γερό μάθημα καί πώς άκινητοποιημένη θά περίμενε νά τρέξουν νά τή μαζέψουν. Την είδαν νά έπιστρέφει, περπα τώντας πλάι στη φοράδα. Διαλύ θηκαν. Ή Ξένη δέν έδειχνε πώς τούς είχε άντιληφθεΐ. ’Έδεσε τό άλογο, τό σκούπισε καί πήγε στό μοναδικό τηλέφωνο τού χωρίου, στό καφενείο.
89
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
0 ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ δέ φάνηκε καθό λου ευτυχισμένος σάν ακούσε τά νέα. Ή ιδέα πώς θά μπορούσε νά τού ξαναγύριζε τό ατίθασο άλογο στους στάβλους τόν άναστάτουνε. «Μά τ ί λέτε τώρα! Τό αλογάκι, είναι ήμερο σάν παιδάκι. Π αιχνί δια έκανε!» Γη συμβούλεψε νά μην τό καβαλήσει γιά δυό τρεις μέρες, νά τό αφήσει νά ήρεμησει, νά γνωριστεί ακόμη καλύτερα μαζί της, καί ύστερα «θά ρχεται πίσοι σας όπως καί τά σκυλιά σας». Αυτό τού ’λείπε. Θά ’ταν ο τρίτος πελάτης πού θά τού γύριζε πίσω τή φοράδα. 'Η Ξένη έδειξε πώς πείστηκε. Όσο περνούσε ή ώρα καί τό κορμί της κρύωνε, πονούσε ολόκληρο άπό τό πέσιμο. Χαμογέλασε καί τόν 90
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
καληνύχτισε ευχαριστώντας τον. Βέβαια καί θά τό ξανακαβαλίκευε. Προσπαθούσε νά μήν ακούσει τό θόρυβο πού εκανε τό αίμα της κα τρακυλώντας στά πόδια της. Οί ντόπιοι, καθισμένοι στά τρα πεζάκια τοΰ καφενείου, σχολιά ζανε μέσα άπό τά δόντια τους άλλά αρκετά δυνατά για νά τούς ακούσει. «Αυτά είναι γιά άντρες. Τά άλοϊνά δέν είναι δουλειά τώ γυναίκα;». Κ τήνη, κτήνη, πώς σας μισώ. Σάν κάθεστε στούς καφενέδες καί οί γυναίκες σας βόσκουν ή μα ζεύουν τή σοδειά ή παλεύουν τούς γαΐδάρους, τότε είναι ικανές νά τροφοδοτούν τήν τεμπελιά σας. Έ γ ώ , εγώ θά τήν κερδίσω τή φο ράδα, θά τήν κάνω πιό ήμερη κι 91
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
από τά σκυλιά μου. Ό χ ι, δέ θά μέ τρομοκρατήσετε. Δέ φοβάμαι. Τά ζώα είναι σάν τά φυτά καί τούς ανθρώπους. Μόνο ή άγάπη τούς λείπ ει. Κ αί τά φυτά νιώθουν την άγάπη. Κανείς δεν ξεχώρισε κι ούτε όρισε: τούτοι γιά τούτους. Μακάρι νά ’χατε την ευαισθησία τής φύσης καί των πλασμάτων της. Δούλοι τής πλάνης σας γιά τη δύναμή σας. Πού τή βρήκατε, βρε, τή δύναμη; Χέστηδες! Τ εμ πέληδες. Τότε τή φώναξε ό τά πάντα γνωρίζων γείτονας. « ’'Αν θές νά μ ’ άκούσεις, παράτα τή φοράδα! Μά είσαι δά σύ γιά τέτοια βάσανα; Τό άλοϊνό θέ λει περιποίηση, πλύσιμο, ξιστρί
92
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
την πάσα ήμερα, τάισμα τρεις φο ρές τή μέρα, καθαριότητα!» «Μά καί σείς θέλετε τό 'ίδιο. Μόνο πού βαριέστε νά πλυθείτε καί βρομάτε». Ντρεπότανε γιά τό μίσος πού φούσκωνε μέσα της. Γιά τά λόγια της, γιά τήν άγανάχτηση πού τής ξυπνούσαν. Μά φοβόταν. Π ήγε σανό στή φοράδα κι έπεσε στό κρεβάτι μέ τό κορμί λιωμένο. «Πώς θά τά βγάλω πέρα; Ξ έ χασα πώς μεγάλωσα, πώς γερνώ, πώς οι σωματικές μου δυνάμεις λ ι γοστεύουν καθημερινά; Πώς θ' άντέξω; Θά τολμήσω νά τήν καβαλήσω ξανά μετά τρεις μέρες; Καί νά 'χα νά τήν πάω κάπου άλλου... Κάθε μέρα στόν ’ίδιο δρόμο, μέ τούς
93
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ it-
—
-------- — ■· ■
- -
-
- ............ .
·
=
-------
χωριάτες σάν ίεροξεταστές νά με παρακολουθούν. Δέ βαριέσαι, θά τά καταφέρω». ’Αποκοιμήθηκε μέ τον ήχο μιας φράσης: «Αυτά θέλουνε είκοσιπεντάχρονα παλικάρια». Βουλίαξε μέσ’ στον πυρετό της καί όέν ήξερε αν νειρευοταν τούς άγριους χτύ πους στην ξώπορτα. Ο ήχος από τά πέταλα στό καλντερίμι την ξύ πνησε καί συνειδητοποίησε μονο μιάς πώς ή φοράδα πρέπει νά βρι σκόταν κιόλας στό δρόμο. Τήν πρόλαβε έξω άπό την πόρτα του σπιτιού. Μέ τη χαίτη φουσκωμένη καί τό κεφάλι ψηλά, λές κι απαγό ρευε κάθε έπέμβαση στη φυγή της. Τό καλντερίμι τή δυσκόλευε νά τρέξει. Χοιρίς νά ξέρει τ ί θά γινό ταν, άνοιξε τά χέρια της κι άγκά94
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
λιάσε μέ δύναμη τό λυγερό έπαναστατημένο λαιμό. Σχεδόν κρεμά στηκε απ’ αυτόν. Τά λιγνά χέρια της σφίγγονταν απεγνωσμένα αλ λά καί μέ απέραντη τρυφερότη τα γύρω της. «Σ έ παρακαλώ, σέ παρακαλώ, μή μέ βασανίζεις. Δέν έχω άλλη δύναμη. Μή μου φεύγεις». ’ Ενιωθε τόσο αδύνατη πού δέν κατάλαβε πώς έκλαιγε. Αίσθάνθηκε τά χείλια τής φοράδας στό γυμνό ώμο της. Νόμιζε πούς θά τή φιλούσε, όπως έκανε κάθε φορά πού τή φίλευε μέ λουκούμι ή κουφέτο. Μά κείνη χλιμίντρισε κι άνοιξε τό στόμα της. Προσπαθούσε νά τή δαγκώσει. Γιάνά γλιτώ σει, φώλιασε όσο γινόταν πιό βαθιά στήν καμπύλη τού λαιμού της. 95
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Μόνο νά τήν αφήσει άπό τό σφιχτό αγκάλιασμα δέ σκέφτηκε. «Κυρά μου, καλλονή μου, ήρέμησε, έλα, πάμε μα ζί». Παρά ξενο, τέτοιες στιγμές δέν προλά βαινε νά φοβηθεί. ’"Ετσι, κρατών τας την άγκαλιασμένη, τήν οδή γησε στό στάβλο. Στήν είσοδό του κείτονταν γκρεμισμένη ή παλιά ξύλινη πόρτα του. Πέρασαν άπό πάνω της θρυμματίζοντας την άλλη μιά φορά. Ο θόρυβος τής φάνηκε άνυπόφορος. Κατάφερε καί τήν έδεσε στήν άλυσίδα της. Π ήγε σπίτι καί τής έφερε λου κούμια. Δυό τή μέρα μόνο, τής είχε πει ό ιδιοκτήτης. Ποια μέρα; Οί μέρες οί δικές της τέλειωναν. Θά ’δίνε τή ζωή της γιά νά τήν ήρεμήσει καί νά τήν άφήσει έπιτέ96
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
λους νά κοιμηθεί. Οί δυνάμεις της τελείωναν, εκεί στις ρίζες τών πο διών της. Έπιστρέφοντας σπίτι σήκωσε τό κεφάλι. Κάποιοι ψίθυροι στα μάτησαν απότομα. Οί χωρικοί, κρυμμένοι στά δώματά τους, γλεντούσαν χαιρέκακα τήν τα λαιπωρία της. « ’'Αναντροι», φώναξε δυνατά. « ’ Αντράκια τής πεντάρας! Χ έστηδες! Ούτε ένας σας δέ θά χε τό κουράγιο νά τή σταματήσει όπως τή, σταμάτησα εγώ !» Περίμενε μιάν απάντηση. Ή σιωπή τους τήν εξόργισε. « Κ ι αφού βρέ τά άλοϊνά δέν εί ναι γιά γυναίκες, τ ί τόν κάματε τόν άντρισμό σας; Γ ια τί δέν ήρθε ένας άπό σάς νά μέ βοηθήσει;» 97
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Τρέμοντας καί κλαίγοντας από τούς πόνους καί τή λύσσα της έπεσε στό κρεβάτι. Ε ίχ ε πυρετό. Οί έφιάλτες την εμπόδισαν νά συλλάβει πώς τό πρώτο χλιμίντρισμα ήταν αληθινό κι οχι στ’ όνειρό της. Κ ι αμέσως ό άγριος θόρυβος άπό την κομματιασμένη πόρτα πού θρυμματίζονταν γιά τρίτη φορά. Πού θά βρω τή δύναμη νά πάω, αναρωτιότανε σάν βρέθηκε ξιπό λητη στήν πόρτα τού στάβλου. Τό άλογο είχε σπάσει τή δερμάτινη λαιμαριά του. Τό ένα του πόδι, μπερδεμένο στά κομμάτια τής πόρτας, δεν τό άφησε νά φύγει. ’Έσκυψε καί τό λευτέρωσε μέ τρυ φερότητα. «Δ έ μοΰ ’παθες τίποτα, έτσι κυρά; Μπράβο! Τό ποδαράκι μας είναι άκέραιο». 98
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
Ύήν έσπρωξε μέσα. Πώς μπό ρεσε κι έκοψε τόν πέτσινο λαιμοοέτη; Παλιός, κι υστέρα; ’Έ τσι εύκολα κόβεται τό πετσί κατακόρυφα, λές καί τό ’χε κόψει μέ μαΘές νά ’ρθε κανείς νά τό ’κόψε; Αυτό θά τό σκεφτοΰμε αργότερα. Τώρα, πώς θά την έδενε; Νά τής περάσει μιάν άκρη τής αλυσίδας γόρω στό λαιμό είναι επικίνδυνο. ’'Αν στη μανία της νά φύγει τρα βήξει μέ δύναμη την άλλη άκρη πού κρατιέται στή σιδεριά τού πα ράθυρου καί πνιγεί; Μά πώς μπορεί νά κόπηκε έτσι κατακόρυφα ή πέτσινη λαιμαριά; Κρύωνε. Λουσμένη όπως ήταν στόν ίδρωτα, γεμάτη φόβους γιά την κακότητα τών ντόπιων πού 99
H ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
τούς είχε βρίσει, πήρε την άκρη τής αλυσίδας, την έκανε βραχιόλι στόν καρπό της καί κάθισε στην πεζούλα τής αυλής, αποφασισμέ νη νά περιμένει νά ξημερώσει. Το νυχτικό της, μούσκεμα, κολλούσε πάνω στό παγωμένο κορμί της.
Ο ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ τραβούσε τά μ α λ λ ιά του, όταν τού τηλεφ ώ νησε τό πρωί νά ρθει νά την πάρει.
«Μά βέν μπορώ νά την πάρω πίσω. Τ ί νά τήν κάνω; ’'Αστε πού θά βγει ή φήμη πώς ή φοράδα δέν πουλιέται. Δέ μού ’χ ει ξανασυμβεΐ τέτοιο πράμα μέ άλλο άλοϊνό. Καί κάνω τριάντα χρόνια τό ’ίδιο εμπό ριο. Γ ια τί δέν κάνετε λίγη υπο μονή;» 100
ΚΑΒΑΛΑ ΣΤ ΑΛΟΓΟ
« Εγώ κάνω. Ή φοράδα όμως γκρέμισε τό στάβλο καί θέλει νά γυρίσει κοντά σας. ΓΙοϋ νά την ασφαλίσω;» «Κ αλά, θά στείλιυ τό πρωί νά την πάρω». 'Ακόμη μιά μέρα καί μιά νύχτα. Δανείστηκε από τό γέρο φίλο της, πού τη βοήθησε την πρώτη μέρα, μιά γερή λαιμαριά καί τήν έδεσε στήν καγκελιά τού παράθυρου.
ΑΓΙΟ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ τής γκρεμι
σμένης πόρτας τήν παρακολου θούσε όλη μέρα. Φοβόταν μήν πάνε καί τής κάνουν κακό. Τό πανύψηλο κορμί της έμεινε ακίνητο ώρες. Μέ τό άσημένιο κεφάλι ψηλά, δυό μέ τρα καί, πάνω από τή γή , καί τά 101
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
μεγαλα ματια ν ατενίζουν επί μονα τό (ίδιο σημείο τού τοίχου. Το αστραφτερό κορμί χωρίς παραχώ ρηση, εύθύγραμμο, άψογο, μονα δικό στην τελειότητά του μά καί στην άγέρωχη αντοχή του, έστεκε μαρμαρωμένο. Ερημο. ι ήξερε; 1 1 διαισθανόταν το έν στικτό της καθώς περίμενε έτσι ατάραχη ολη μέρα χωρίς νά σκύ ψει ούτε μιά φορά στό σανό 'της; Πώς τούς δυνατούς δεν τούς χρειά ζεται κανείς; Ε κ ε ίν η , ή Ξένη, τήν έδιωχνε για τί δέ διέθετε τήν ανάλογη δύ ναμη νά τής επιβληθεί καί νά συμβιώσουν. ’ Εκείνος, ο πρώην ιδιο κτήτης, δέν τήν ήθελε νά γυρίσει κοντά του, μιά καί ή δύναμή της
102
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
καταντούσε αρνητική καί τού γ ι νόταν έμπόδιο στην έμπορική της αξιοποίηση. Μόνη. Ά ναγάπητη. Ί'έλεια στη ζωική της ομορφιά. Χωρίς διέξοδο. Μέ τά μάτια καρ φωμένα στον τοίχο πού υψωνόταν απροσπέλαστος μισό μέτρο μπρο στά της. Καμιά έλπίδα γιά αχαλίνωτο τρέξιμο καί λευτεριά. Τ ί νά τής δώσουν τούτα τά μίζερα δρομάκια μέ τά καλντερίμια τους καί τό ακόμα πιό μίζερο καινούριο αφεν τικό; Μά είναι δυνατό νά τήν καταδι κάζει ή 'ίδια, τό μίζερο, γερασμένο καί φιλόδοξο τούτο θηλυκό, νά γυ ρίσει πάλι πίσω στό στάβλο τού ιδιοκτήτη; Νά περιμένει πάλι μά-
103
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΟΗΚΕ
Tata έναν αγοραστή; Κ αί οί χ ιλ ιά δες δρόμοι πού περιμένουν νά τούς διασχίσει; Πού είναι οί δρόμοι; Τα πέταλά της γλιστρούν στην άσφαλτο καί την γκρεμίζουν. Τά ανυπόμονα τ έ λεια πόδια θρυμματίζονται εύκολα καί τότε δέ μένει παρά ό ήχος μιας σφαίρας στο κεφάλι. "Ώστε αυτή είναι ή δύναμη πού χε δεσμεύσει ό ΙΙάρις στά μπρούν τζινα καπούλια τών αλόγων του μέ τά υψωμένα στόν άέρα άλλά ροκανισμένα άκρα; 'Ο πολιτισμός τής πόλης πού ’κλείσε τούς αν θρώπους στά τσιμεντένια μπλόκα, πού απόκλεισε τά παιδιά άπό τό παιχνίδι, μετέφερε, μέσ’ άπό τούς ασφαλτοστρωμένους του δρόμους, καί τών ζώων τήν καταδίκη. Ή J04
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
βιομηχανία δε χρειάζεται φύση. ()ύτε ό πόλεμος λιβάδια καί χωμα τόδρομους. Τά πολεμικά άρματα έχουν πρώτα τό λόγο. Ή γή κα λύφτηκε μέ άσφαλτο γιά να δια σχίζεται άσφαλώς καί γρήγορα. Οί άνθρωποι καί τά ζώα πεθαίνουν παγιδευμένοι στην ακινησία τους μέ αγκυλωμένα τά πολύτιμα άκρα τους. Ή κατάργηση τής κίνησης γίνηκε σέ όφελος τών μεγάλων κερδών καί τών σίγουρων κατακτήσεων. Καί τούτη ή ομορφιά θά φθειρόταν άχρηστευμένη κι ανεπι θύμητη σέ αφιλόξενους στάβλους. Όπως καί ή ζωντάνια τής κυράς της, σ' ολη τή νιότη της, μέσα σέ σκοτεινά γραφεία μέ ήλίθια άφεντ ικά. Καί τήν ομορφιά, τήν τέλεια ό105
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
μορφιά τού κόσμου, καί τή δια μαρτυρία γιά τόν άφανισμό του, μόνο στά ράφια μιας έκθεσης ή στά μουσεία θά μπορούν νά την άπαθανατίζουν σπαραγμένοι κα λλιτέ χνες, Δόν Κιχώ τες τρελοί, δέσμιοι τού ’ίδιου κόσμου, πού μόλις τούς ανέχεται. Κ ι ολο τούτο τό άνατρίχιασμα πού σαλεύει πάνω στό γυαλιστερό πετσί τής άτίθασης φοράδας, χλόη άνοιξης, θά πεθάνει μαζί μέ τή λαχτάρα της, για τί αυτή πού είχε τήν εύτυχία νά την πάρει στά χ έ ρια της ήταν άνίκανη νά τή σούσει. Παλιάτσοι, σερνικοί, πού παί ζετε άκόμη τούς πανίσχυρους παρότι χάσατε καί ξεπεράσατε τά μέτρα πού πράγματι σάς άξιοποιούσαν. Ρομπότ ήλίθια πού 106
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
καταστρέφετε τή ζωή πατώντας ένα κουμπί. Τό κουμπί αυτό δέ χρειάζεται ρώμη γιά νά πιεστεί. Μπορώ καί γού νά τό πατήσω. Μϊά τή φοράδα αύτή, τήν όλοκαίνουρια πηγή ενέργειας καί ζωής, πού μιά γυναίκα δέν κατάφερε νά τήν υπο τάξει, δέν μπορείτε πιά ούτε καί σείς νά τή χαρείτε, μέ τ ’ αγκυλω μένα από τ ’ αμάξια πόδια σας. Καί γιά όλα αυτά φταίω εγώ. IΙού τόσο άργά, τόσο πολύ άργά, μπόρεσα νά διεκδικήσω ένα τόσο πολύτιμο άπομεινάρι άπό τήν ομορφιά τού κόσμου πού δολοφο νείτε. Έ γ ω , διπλά νικημένη, καί άπό τό φόβο καί άπό τό χρόνο. Τό χρόνο πού δέν τόν άναλογίστηκε ποτέ, ούτε καί τόν φοβή θηκε, καθώς καί τό θάνατο. 107
II ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Έ τρεξε μέσα. Μανταλοκλείδωσε τό σπίτι καί σούρθηκε στην πιό βαθιά κάμαρα. Κ αί κεΐ τρά βηξε τη γοερή κραυγή τού θρήνου της. ’'Ηξερε πώς οι γειτόνοι ξαγρυπνοΰσαν παρακολουθώντας μέ σαδισμό τίς ταλαιπωρίες της. Κ ι αλήθεια ανατρίχιασαν τρομαγμέ νοι από τό άγριο μοιρολόι τής ξέ νης. Πού διαπερνώντας τίς ξύλινες οροφές ξεχύνονταν στίς πέτρινες καρδιές τους. «Μήπως πέθανε κάποιος δικός τη ς;»
ΓΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΤΣΙ σκληρός ο χρό
νος; Γ ια τί σκοτώνοντας τά μέλη της, μαραίνοντας τήν έπιδερμίδα 108
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
της, εξουδετερώνοντας τό σωμα τικό της σφρίγος, άφησε άκέραιη την αφή καί την όρασή της πού γνώριζαν τόσο απόλυτα τήν ομορ φιά; Μά ό φόβος της, δέ γεννήθηκε από τό χρόνο, αλλά από τούς άν τρες κι από τήν καταδίκη τους γιά τή γυναικεία της υπόσταση. Κ ι αυτό τό φόβο μισούσε. Κ αί λάτρευε στή φοράδα της τήν απουσία του. Μά τό άλογο ήταν δικό της. Ή μοναξιά του ήταν ή δική της μονα ξιά. Τώρα πιά αποκλειόταν νά παραιτηθεί. Κ αί δέ θ’ άφηνε ποτέ τό άλογό της νά παρελάσει αύριο, ολομόναχο, φεύγοντας. «Μπαμπά, δέ θά μέ νικήσεις. ’Αρκεί!» Ξημέρωνε. Σηκώθηκε κι έπλυνε τό παραμορφωμένο από τό κλάμα 109
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
πρόσωπό της. * Ανοιξε την πόρτα. Πίσω από τό σκοτεινό βουνό υψώ νονταν μιά ύπογάλανη διαφάνεια. Τό καινούριο αύριο, πού θά τής έπαιρναν τη φοράδα της, είχε φτάσει. Αύριο! Τό παιδί μου ήταν αύριο πού άνέτειλε άδιάφορο. Τά όνειρά αου μετακόμιζαν χρόνια στό αύριο, ώσπου γίνηκαν γερατειά. Τό μόνο αύριο πού διαφεντεύω είναι ή λευτεριά τού αλόγου μου. «Π ερίμενε», τού φώναξε. Η φοράδα χλιμίντρισε χαρούμενα. Έ τρεξε κι έφερε τά χάμουρα καί τή σέλα. Τήν πλησίασε άφοβα. Ή φοράδα δεν κουνήθηκε. Τής άγκάλιασε τό λαιμό καί τής πέρασε μέ τό πρώτο τά χάμουρα. Έσφιξε στέρεα τήν άγκράφα. ΙΤέταξε τή σέλα στην πλάτη της καί σιγού110
ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ
ρεψε τά λουριά τής κοιλιάς. Τήν τράβηξε έξω. «Κυρά μου, χάρισμά σου», τής είπε καί τήν οδήγησε στό χωματόδρομο. « ’Εδώ, έδώ». Ή φοράδα σταμάτησε υπάκουη. Γαντζώθηκε στη χαίτη της κι ανέβηκε στή σέλα. «Π άμε, κυρά», φώναξε θριαμβευτικά κι έσφιξε τά άδύνατα πόδια της γύρω στό με γάλο κορμό. "Η φοράδα έκανε δι ατακτικά λίγα βήματα. «Μά φεύγα λοιπόν! φεύγα όσο πιό γρήγορα μπορείς!» 'Όσο μάς μένει ακόμη τούτος ό κόκκινος χω ματόδρομος! Οί κάτοικοι τού χωριού ακόυσαν τά πέταλα νά σκίζουν αβάσταχτα τή σιωπή. Χαρούμενοι τρέξανε στίς πόρτες καί τά παραθύρια τους νά διασκεδάσουν τήν καινούρια 111
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
περιπέτεια τής ξένης. Πρόλαβαν κι είδαν, στη φαλακρή καμπή τοΰ δρόμου, τή φοράδα νά ξετρυπώνει μέσα από τις ελιές, τρέχοντας σάν άερικό, καί τήν κυρά της σφιγμένη στο λαιμό της, ένα σώμα κι οι δυό. Δεν τις ξανάδαν ποτέ. Βράδιαζε. Τό σπίτι είχε μείνει ορθάνοιχτο. Μιά γειτόνισσα τρά βηξε τίς πόρτες καί τίς έκλεισε. Ή Ξένη, φώναζε τή φοράδα της Λ λκηστι. Μίλατος, 11 τού Όκτώβρη 1981
112
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΚΑΒΑΑΑ Σ Τ ’ ΑΑΟΓΟ ΤΗΣ ΛΙΛΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΤ ΦΩΤΟΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ «ΦΩΤΟΚΥΤΤΑΡΟ ΕΠΕ» ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΡΕΝΑΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΥΒΙΔΑ Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1992 ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ “ Γ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Ε.Π.Ε ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ»
Κάθε γνήσιο αντίτυπο υπογράφεται άπό τή συγγραφέα