Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
324 -1453
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ AYTOKPATOPfAΣ ΊΌΜΟΣ ΠPQΤOΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΟΣθΕΝΗ ΣΑΒΡΑΜΗ
~
1995
ΠΑΠΥΡΟΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΑΕ.
Για την Ελληνική Γλώοο:α σε όλο τον κόσμο
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ
Α ΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΑΒΡΑΜΗ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ
n
a m r e p o t by n
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΓΓΛΙΚΉ ΕΚΔΟΣΗ Η «ΙΣΤΟΡΙΑ τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», που εμφανίζεται τώρα σε μια νέα αγγλική έκδοση, έχει μια μάλλον μεγάλη ιστορία. Η πρώτη της εμφάνιση έγινε στα Ρωσικά στη Ρωσία. Ο πρώτος τόμος ήταν έτοιμος στο τυπογραφείο τους τελευταίους μήνες τής Ρωσικής Αυτοκρατορίας και
στις αρχές τής πρώτης Επαναστάσεως, κυκλοφόρησε δε το
1917, δίχως υ
ποσημειώσεις, καλύπτοντας την μέχρι τις Σταυροφορίες περίοδο. Ο δεύ τερος τόμος, χωρισμένος σε τρία μέρη
«Βυζάντιο και οι Σταυροφορί
-
ες», «Η Λατινική Κυριαρχία στην Ανατολή» και «Η Πτώση τού Βυζαντί ου»
τυπώθηκε μεταξύ
-
1923
και
1925,
συμπληρωμένος με παραπομπές
στις κύριες και δευτερεύουσες πηγές. Η ρωσική έκδοση είναι τώρα τε
λείως ξεπερασμένη. Η πρώτη αγγλική έκδοση κυκλοφόρησε πριν είκοσι τρία χρόνια
(1928-1929),
σε δύο τόμους, στη σειρά τών μελετών τού Πανεπιστημίου
τού Γουισκόνσιν
(Wisconsin).
~Eχoντας ως βάση για την έκδοση αυτή το
ρωσικό πρωτότυπο, τήν αναθεώρησα προσεκτικά και την εκσυγχρόνισα. Η έκδοση αυτή έχει εξαντληθεί προ καιρού. Το
1932 αναθεώρησα
και εμπλούτισα το κείμενο για τη γαλλική έκδο
ση, που κυκλοφόρησε στο Παρ (σι τον ίδιο χρόνο και που έχει επίσης ε ξαντληθεί. Αργότερα ~κανα μερικές μικρές αλλαγές για την ισπανική έκ
δοση, που κυκλοφόρησε στη Βαρκελώνη το πρώτου τόμου αυτής τής εργασίας
-
-
που
1948. Η τουρκική έκδοση τού εξεδόθη στην' Αγκυρα το 1943
είναι μετάφραση τής γαλλικής έκδοσης. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η
έκδοση αυτή έχει εξαντληθεί τελείως και εγώ ο ίδιος, ο συγγραφέας, δεν έχω δικό μου αντίτυπο. Είδα ένα αντίτυπο στη Βιβλιοθήκη τού Κογκρέ σου.
Αυτή, η δεύτερη αγγλική έκδοση, έχει ως βάση τη γαλλική. Αλλά αφό του, το
1932,
κυκλοφόρησε το γαλλικό κείμενο, έχουν περάσει δεκαεν
νέα χρόνια και κατά το διάστημα αυτό έχουν εκδοθεί πολλά έργα μεγά
λης αξίας, που πρέπει να συμπεριληφθούν στη νέα έκδοση. Το 1945, σύμ φωνα με την επιθυμία τού Πανεπιστημίου τού Γουισκόνσιν, αναθεώρησα
και πάλι το κείμενο για μια νέα έκδοση και
-
ακόμη- πρόσθεσα ένα
ειδικό τμήμα σχετικό με τον Βυζαντινό Φεουδαλισμό. Οπωσδήποτε, η α ναθεώρηση αυτή έγινε το 1945, και κατά την περίοδο 1945-1951 έχουν εμφανισθεί και άλλες, πιο αξιόλογες, εργασίες. Προσπάθησα να κάνω
ό,τι καλύτερο μπορούσα για να προσθέσω μερικές απαραίτητες προσθή κες και αλλαγές. Αλλά αυτές έγιναν σποραδικά και όχι συστηματικά και
γι' αυτό φοβάμαι ότι αρκετά κενά θα παρουσιασθούν αργότερα.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
12
Κατά τα δύο τελευταία χρόνια ο παλαιός μου μαθητής και τώρα εκλε
κτός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ράτζερς (Rutgers), Πέτρος Χαράνης, μέ βοήθησε πολύ, κυρίως δε στην προετοιμασία τής βιβλιογραφίας. Αισθάνομαι ως εκ τούτου το καθήκον να τού εκφράσω τη βαθιά μου ευ
γνωμοσύνη. Όπως είπα στον πρόλογο τής πρώτης αγγλικής εκδόσεως,
δεν είναι σκοπός μου να δώσω πλήρη βιβλιογραφία τού θέματος. Έτσι,
τόσο στο κείμενο όσο και στη βιβλιογραφία, δίνω μόνον τις πιο αξιόλο γες ή πιο πρόσφατες εκδόσεις. Αν και έχω πλήρη τη συναίσθηση ότι το χρονολογικό σχήμα τής εργα
σίας μου μερικές φορές ενοχλεί, δεν τό άλλαξα σ' αυτήν τη νέα έκδοση, γιατί τότε θα έπρεπε να γράψω ένα τελείως νέο βιβλίο. Ευχαριστώ θερμά τον κ. Ρόμπερτ Ρέυνολντς
(Robert L. Reynolds),
καθηγητή τής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο τού Γουισκόνσιν, καθώς και το
Γεωγραφικό Τμήμα τού ιδίου Πανεπιστημίου για τη βοήθεια που έδωσαν στους εκδότες τού βιβλίου αυτού με την προετοιμασία τών χαρτών. Επί σης θερμά ευχαριστώ την κα Έντνα Σέπαρντ Τόμας
Thomas),
(Ednah Shepard
η οποία με αξιοπρόσεκτη ευσυνειδησία αναθεώρησε τα χειρό
γραφά μου και διόρθωσε τα ανεπαρκή μου Αγγλικά. Θα ήθελα τέλος να ευχαριστήσω τον κ. Κίμωνα Γιοκαρίνη, που ανέλαβε τη δύσκολη δOυλ€ιά να συνθέσει το ευρετήριο αυτού τού βιβλίου. Α. Α. Βασίλιεφ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ*ΣΑΡΛΝΤΗΛ Η ΙΣΤΟΡΙΑ τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει σχεδόν τελείως αναθε ωρηθεί κατά τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια. Πολύ σπουδαία στοιχεία
-
σχετικά με διάφορα τμήματα αυτής τής ιστορίας
-
έχουν α
νακαλυφθεί, ενώ συγχρόνως έχουν γίνει σημαντικές και λεπτομερείς επι
στημονικές εργασίες, οι οποίες μελετούν διάφορες περιόδους της. Μολα ταύτα όμως, μάς έλειπε μια γενική ισtOρία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορί ας, που θα αξιοποιούσε αυτές τις έρευνες και η οποία, τελείως ενημερω
μένη για τα πιο 'σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα, θα εξέθετε, κα τά έναν πλήρη τρόπο, την τύχη και την εξέλιξη τής Αυτοκρατορίας. Οι ι στορίες, τις οποίες επιχείρησαν να γράψουν, στη Ρωσία, ο Κουλακόβσκι και ο Ουσπένσκι, έμειναν ατελείς. Ο πρώτος σταματά στο
717,
ενώ ο
δεύτερος φθάνει μόνον μέχρι το τέλος τού 90υ αιώνα. Τα πολύτιμα έργα
*
Ο πρόλογος του Σαρλ Ντηλ
~lς l<1Ι:ορίας τού Βασίλιεφ
<11:0 Παρίσι το
1932.
(Charles Diehl) γράφηκε για τη δ(τομη γαλλΙΚ'l έκδοση - «Histoire de Ι' Empire Byzantin» - που κυκλοφόρησε
ιΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
13
τού Μπιούρυ (Buιy) αφορούν μόνον σε σύννομες περιόδους τής Βυζαννι νής ιστορίας, ενώ οι γενικές παρατηρήσεις τών Γκέλτσερ Γιόργκα
(Iorga),
Νόρμαν
τρέψετε να προσθέσω
-
(Norman),
Μπέυνζ
(Baynes)
και
(Gelzer),
θα μού επι
-
οι δικές μου, δεν ήσαν τίποτε άλλο από γενικής·
φύσεως έργα, με χαρακτήρα αρκετά περιληπτικό. Υπήρξε λοιπόν·πολύ ευτυχές το γεγονός ότι το
1917 ο Α.
BασCΛιεφ δη
μοσίευσε τον πρώτο τόμο μιας «Ιστορίας τής Βυζαννινής Αυτοκρατο ρίας»
η οποία έφθανε μέχρι το
του
και τού
1923
1925,
1081 -
που συμπληρώθηκε, μεταξυ
με έναν δεύτερο τόμο, χωρισμένο σε τρία μέρη, ο
οποίος τελείωνε με την πτώση τής Αmοκρατορίας το
1453.
Το έργο αυτό
όμως ήταν γραμμένο στα Ρωσικά, σε μια γλώσσα δηλαδή την οποία πολ λοί στη Δυση
-
ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβανόμεθα και εμείς
οι βυζαννινολ6γοι
-
γνωρίζουν ελλιπώς ή αγνοούν τελείως. Για τον λόγο
αυτό ήταν ευτύχημα το ότι ο BασCΛιεφ έδωσε το
1928-1929
μετάφραση τού βιβλίου του, η οποία, στην πραγματικότητα
μια αγγλική
-
χάρη στο
ενδιαφέρον που έδειξε ο συγγραφέας για την αναθεώρηση, τη διόρθωση, τη συμπλήρωση και τον εκσυγχρονισμό του ρωσικού κειμένου
-
ηταν έ
να σχεδόν τελείως νέο έργο. Και δεδομένου ότι ο BασCΛιεφ έδειξε την ί δια προσοχή για τη γαλλική μετάφραση, την οποία έχω την ευχαρίσtηση να παρουσιάσω στους αναγνώστες, μπορε( να πει κανείς αδίστακτα ότι το έργο αυτό περιέχει κάθε στοιχείο ή βιβλιογραφία που υπάρχει σχετι κά με την ιστορία τού Βυζαννίου.
Amd
και μόνο αρκεί για να δείξει τη
σημασία του όλου έργου. Μπορεί κανείς, τάχα, να συμπεράνει, με βάση όλα τα έργα του, ότι ο
BασCΛιεφ ήταν θαυμάσια προετοιμασμένος για τη συγγραφή ενός τέτοιου
βιβλίου; Το
1900-1902
έγινε γνωστός με ένα σπουδαίο δίτομο έργο του,
το «Βυζάννιο και οι 'Αραβες», που αναφέρεται στην εποχή τής εξ Αμο ρίου και τής Μακεδονικής Δυναστείας. Επίσης δημοσίευσε, με γαλλική μετάφραση, σπουδαία κείμενα από την Παγκόσμια Ιστορία, την οποία έ γραψε Αραβικά, τον
100 αιώνα,
ο
Agapius de Menbidy,
καθώς και το α
ξιόλογο έργο τού 11ου αιώνα Ιστορία τού ΓιαχΥιά. Γνωρίζοντας - φυσι κά
- τη ρωσική γλώσσα και έχοννας, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να
χρησιμοποιεί τα τόσο αξιόλογα έργα που δημοσιεύθηκαν στα Ρωσικά για το Βυζάννιο, υπήρξε πολύ καλύτερα κατατοπισμένος, από πολλούς
άλλους, για να γράψει τη γενική αυτή ιστορία, τής οποίας η γαλλική με τάφραση παρουσιάζεται σήμερα. Δεν υπάρχει λόγος ν' αναλύσουμε εδώ, έστω και σύννομα, το δίτομο αυτό έργο. Απλώς θα υπογραμμίσω δυο πράγματα μόνον. Πρώτον την ει σαγωγή, που αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο και όπου παρουσιάζεται, μέσα
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
14
σε πενήντα σελίδες, μ' έναν πολύ ενδιαφέροντα και αντικειμενικό τρόπο, η εξέλιξη τών βυζαντινών μελετών από την εποχή τού Ντυ Κανζ μέχρ, την εποχή μας, σtη Δύση και τη Ρωσία, και δεύτερον τα δύο μεγάλα κε φάλαια που κλείνουν τον δεύτερο τόμο και που είναι σχετικά με την Αυ
τοκρατορία τής Νικαίας και την εποχή τών Παλαιολόγων.
rLa τις άλλες
περιόδους, τις οποίες αφηγείται ο Βασίλιεφ, είχε αξιόλογα βοηθήματα. Αντιθέτως όμως για τους αιώνες
130, 140
και
150,
που έχουν τόσο ατε
λώς μελετηθεί, το έργο ήταν ακόμη πιο κουραστικό και πιο, δύσκολο. Εί
ναι μεγάλη η υπηρεσία την οποία προσφέρει η Ιστορία τού Βασίλιεφ, κα τορθώνοντας να βάλει σε αυτή την τόσο περίπλοκη εποχή κάποια τάξη και ακρίβεια.
Αυτά είναι περίπου τα πλεονεκτήματα που βρίσκει κανείς σε όλο αυ τό το έργο που είναι πράγματι πολύτιμο για τους αναγνώστες, τους οποίους κατορθώνει να φέρει πιο κοντά στο Βυζάντιο .... ,....... ,
................. . Σαρλ Ντηλ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗ Δ ΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ τής Ιταλικής Αναγεννήσεως ασχολήθηκε κυρίως με την
Ελληνική και την Λατινική Κλασική Γραμματεία. Η Βυζαντινή Γραμμα
τεία ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ιταλία και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι επιθυμούσε η χώρα αυτή να τήν γνωρίσει. Η αδιάφορη αυτή συμπεριφο ρά απέναντι στη μεσαιωνική Ελληνική Γραμματεία άλλαξε σιγά-σιγά ύ στερα από τις συχνές επισκέψεις στην Ανατολή, για την αν~ζήτηση ελλη νικών χειρογράφων, και ύστερα από την προσεκτική μελέτη τής ελληνι κής γλώσσας. Οπωσδήποτε όμως, κατά τη διάρκεια τού 140υ και 15ου αι ώνα, το ενδιαφέρον για τη Βυζαντινή Γραμματεία ήταν απλώς συμπτω ματικό και τελείως παραγκωνισμένο από το ενδιαφέρον για τον κλασικό κόσμο.
Κατά τη διάρκεια τού 160υ αιώνα, το ενδιαφέρον για τη Βυζαντινή Ι στορία και Γραμματεία έγινε πιο έντονο. Τον αιώνα αυτό αρκετά έργα
Βυζαντινών συγγραφέων
να στην τύχη
-
-
αν και άνισα ως προς την αξία και διαλεγμέ
κυκλοφόρησαν σε διάφορα μέρη τής Ευρώπης: στη Γερ
μανία από τον Ιερώνυμο Βολφ
(Meursius)
(Wolf),
στην Ολλανδία από τον Μεούρσιο
και στην Ιταλία από δύο Έλληνες, τον Νικόλαο Αλαμάννο ή
Αλεμμάννο και τον Λέοντα Αλλάτιο.
Η σvμpoλή τής Γαλλίας Η γνήσια επιστημονική μελέτη τής Βυζαντινής Περιόδου άρχισε στη Γαλ
λία τον 170 αιώνα. Αυτό έγινε κατά τη διάρκεια τής λαμπρής περιόδου τού Λουδοβίκου ΙΔ', οπότε οι Βυζαντινές ΜεΜτες πήραν τιμητική θέση στη Γαλλία
-
την εποχή δηλαδή που η Γαλλική Γραμματεία έγινε υπό
δειγμα για όλη την Ευρώπη, όταν βασιλείς, υπουργοί, επίσκοποι και ιδιώτες συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο για την ίδρυση βιβλιοθηκών και τη συλλογή χειρογράφων και όταν, τέλος, κάθε είδος ενδιαφέροντος και προσοχής σrρεφόταν προς τους μορφωμένους.
Στις αρχές τού 170υ αιώνα, ο Λουδοβίκος ΙΓ' μετέφρασε από το ελλη νικό πρωτότυπο στα Γαλλικά τις οδηγίες τού Διακόνου Αγαπητού προς ΤΟν Ιουστινιανό. Ο Καρδινάλιος Μαζαρέν" ραστος συλλέκτης χειρογράφων
-
- ένας βιβλιόφιλος και ακού
ίδρυσε μια πλούσια βιβλιοθήκη που
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
16
συμπεριέλαβε αρκετούς Έλληνες συγγραφείς. Μετά τον θάναιό του η
συλλογή αυτή ήλθε στην κατοχή τής Βασιλικής Βιβλιοθήκης τών Παρισί ων (την σημερινή Εθνική Βιβλιοθήκη), που ιδρύθηκε τον
160 αιώνα
από
τον Φραγκίσκο ΑΌ Ο φημισμένος υπουργός τού Λουδοβίκου ΙΔ' Κολ μπέρ, που ήταν και αυτός διευθυντής τής Βασιλικής Βιβλιοθήκης, αγωνί στηκε σταθερά να εμπλουτίσει τους φιλολογικούς της θησαυρούς και να
προμηθευτεί χειρόγραφα από το εξωτερικό. Τον
180
αιώνα ο βασιλιάς
απέκτησε, για λογαριασμό τής Βασιλικής Βιβλιοθήκης, την πλούσια ιδιω τική συλλογή τού
Κολμπέρ, που περιείχε μεγάλο αριθμό από ελληνικά
χειρόγραφα. Ο Καρδινάλιος Ρισελιέ ίδρυσε το Βασιλικό Τυπογραφείο στο Παρίσι
(Louvre Press),
με σκοπό την καλλιτεχνική έκδοση τών έργων
εκλεκτών συγγραφέων. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούσε το τυπογραφεί ο αυτό
-
γνωστά ως Βασιλικά Ελληνικά
ομορφιά τους. Το
-
ήταν αξιοπρόσεχτα για την
1648, υπό την καθοδήγηση τού Λουδοβίκου
ΙΔ' και τού
Κολμπέρ, η Βασιλική Εκδοτική Εταιρεία εξέδωσε έναν τόμο τής πρώτης
συλλογής τών έργων τών Βυζαντινών Ιστορικών. Το
1711 τριάντα τέσσε
ρεις τόμοι αυτής τής συλλογής είχαν εκδοθεί. Η έκδοση ήταν μια μεγάλη επιτυχία για την εποχή της και δεν έχει μέχρι σήμερα τελείως ξεπερασ
τεί. Όταν εξεδόθη ο πρώτος τόμος αυτής τής συλλογής, ο Γάλλος εκδότης και λόγιος Λαμπέ
(Labb6,
εκλατινισμένα
Labbaeus)
κυκλοφόρησε μια
έκκληση προς όλους τους λάτρεις τής Βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία
τόνιζε τη σημασία τής ιστορίας τής Ανατολικής Ελληνικής Αυτοκρατορί ας «τής τόσον εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία
και τόσο αξιοθαύμαστης για τη μακροχρόνια διάρκειά της». Προέτρεπε δε τους λογίους τής Ευρώπης να βρουν και να εκδώσουν στοιχεία θαμμέ να στη σκόνη τών βιβλιοθηκών, υποσχόμενος σ' αυτούς που θα συνερ
γασθούν για τον σκοπό αυτό αιώνια δόξα «που θα διαρκεί περισσότερο και από αυτό το· μάρμαρο ή τον μπρούντζο»(\). Ντυ Κανζ
(Du Cange,
εξελληνισμένα Δουκάγγιος,
1610-1688).
Ο Ντυ
Κανζ υπήρξε εκλεκτός Γάλλος λόγιος τού 170υ αιώνα, τού οποίου αρκε τά και ποικίλα έργα διαιηρούν ακόμη τη ζωντάνια και την αξία τους. Ι στoρικός' φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης, ο Ντυ
Κανζ υπήρξε ένας ικανότατος εργάτης, ένας ακούραστος και λεπτολόγος λόγιος. Γεννήθηκε στην Αμιένη το
1610
και εστάλη από τον πατέρα του
στο Κολλέγιο τών Ιησουιτών. Ύστερα από μερικά χρόνια, τα οποία έζη
σε ως δικηγόρος στην Ορλεάνη και στο Παρίσι, γύρισε στην πόλη που
(1) Ph. Labbe, «De byzantinae historiae scriptoribus ad omnes per orbem eruditos προ (Parisiis 1648),5-6.
τρεπτικόν»,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
17
γεννήθηκε. Παντρεύτηκε και απέκτησε δέκα παιδιά. Το .1668 αναγκά σθηκε από την πανώλη ν' αφήσει την Αμιένη και να εγκατασταθεί στο
Παρίσι, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του
(23
Οκτωβρίου
1688).
Είναι
εκπληκτικό ότι στα σαράντα πέντε του χρόνια δεν είχε εκδώσει τίποτα. και ότι το όνομά του ήταν πολύ λίγο γνωστό έξω από την Αμιένη. Πρα γμάτωσε το γιγαντιαίο του έργο μέσα στα τελευταία τριάντα τρία χρόνια τής ζωής του. Ο αριθμός τών έργων του θα ήταν απίστευτο ς εάν δεν σώ ζονταν ακόμη τα πρωτότυπα, όλα χειρόγραφα.
Q
βιογράφος του γράφει:
«Un savant du XVIIIe siecle s' est ecrie dans υη bizzare acces d' enthousiasme: "Cotnment peut-on avoir tant Ιυ, tant pense, tant ecrit et avoir ete cinquante ans marie et pere d' une nombreuse famille?,,(I)>>. (<<Ένας σοφός του 180υ αιώνα αναφώνησε σε μια ιδιαίτερη στιγμή ενθουσια σμού: "Πώς είναι δυνατόν να έχει διαβάσει κανείς τόσα, να έχει σκεφθεί
τόσα, να έχει γράψει τόσα και να υπήρξε πενήντα χρόνια παντρεμένος και πατέρας πολυμελούς οικογένειας;"».). Τα αξιόλογα έργα
με την ιστορία τού Βυζαντίου
-:-
-
σχετικά
τού Ντυ Κανζ είναι: Η Ιστορία τής Αυτο
κρατορίας τής Κωνσταντινουπόλεως υπό τους Φράγκους Αυτοκράτορ"ες
(Histoire de.l' Empire de Constantinople sous les empereurs
franςais), α
ναθεωρημένη από τον ίδιο τον Ντυ Κανζ προς τα τέλη τής ζωής του, η ο ποία όμως δεν κυκλοφόρησε μέχρι τον
ζαντίου
(De
familίis
byzantinis),
190
αιώνα' Οικογένειες τού Βυ
που περιέχει πλούσιο γενεαλογικό υλι
κό' και Η Χριστιανική Κωνσταντινούπολη (Constantinopolίs
Christiana),
γεμάτη από λεπτομερείς πληροφορίες σχετικές με την τοπογραφία τής
Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το γνωστά με τον κοινό τίτλο:
trata.
1453 μ.χ. Τα δύο τελευταία έργα είναι Historia Byzantina duplίci cοmmentaήο illus-
Τρεις μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Ντυ Κανζ.εξέδωσε τους
δύο τόμους τού λεξικού του τής Μεσαιωνικής Ελληνικής, με τίτλο Glossα J"iuιn
ad scrίptores mediae et
infimαe grαecitαtΊS, το οποίο, σύμφωνα με τη
γνώμη τού Ρώσου βυζαντινολόγου Βασιλιέφσκι, είναι «ένα απαράμιλλο
έργο, η σύνθεση τού οποίου θα μπορούσε να απασχολήσει μια ακαδημία
λογίων» (2). Ακόμη και σήμερα αυτό το λεξικό είναι απαραίτητο για όλους τους μελετητές τής βυζαντινής και τής μεσαιωνικής εν γένει ιστορίας. Ε-
(Ι) L. Feugere, «Etude sur la vie et les ouvrages de Ducange», (Paris 1852), 9. (2) V. Vasilievsky, «Επισκόπηση τών σχετικών με τη Βυζαντινή Ι<πορία Έργων». (St-
Ρetersbοurg-σελ. 139 - Ρωσικά). Βλέπε επίσης τα γράμματα τού εκδότη Jean
Ammission, προς τον Du Cange, <πον Η. Omont, «Le Glossaire grec du Du Cange.
a
a
Lettres d' Ammission Du Cange relatifs Ι' impression du Glossaire (1682-1688»), «Reνue des etudes Grecques», V (1892), 212-249.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
18
κτός δε aπό όλες αυτές τις πρωτότυπες εργασίες, ο Ντυ Κανζ έχει δημο
σιεύσει πολλές εκδόσεις τών έργων διακεκριμένων Βυζαντινών ι<πορι
κών. Αυτές οι εκδόσεις είναι αξιόλογες, κυρίως λόγω τών εμπεριστατω μένων σημειώσεών τους. Αξιόλογο για τους λογίους μελετη-ςές τού Βυ-.
ζαντίου είναι ένα άλλο σπουδαίο έργο τού Ντυ Κανζ: Το λε~ό τής Με σαιωνικής Λατινικής με τίτλο Glossαrium αd
scriptores medifle et
infimαe
lαtinίtαtΊS. Ύ<περα aπό μια ζωή γεμάτη υγεία, ο Ντυ Κανζ ίαφνικά αρ ρώστησε τον Ιούνιο τού
1688
και πέθανε τον Οκτώβριο σε ηλικία εβδο
μήντα οκτώ ετών, ανάμεσα <πην οικογένειά του και στους φίλους του.
/Τόν έθαψαν στην Εκκλησία τού Saint-Gerνais. Δεν υπάρχουν ίχνη aπό
\ τον τάφο του. Ένας στενός και aπoμακρυσμένoς , (1) . ακομη φέρει το όνομα «Rue Du Cange» .
δρόμος ",ού Παρισιού
ι
Άλλοι Γάλλοι συγΥραφείς. Ο Ντυ Κανζ όμως δεν ήταν ο μόνος εργάτης
<πον τομέα αυτό. Την ίδια εποχή ο Μαμπιγιόν
(Mabillon,1632-1707) έ γραψε το αθάνατο έργο του Περί διπλωματικής (De re diplomatica), που δημιούργησε μια τελείως νέα επισtήμη εγγράφων και καταστατικών χαρ
τών. Στις αρχές τού 180υ αιώνα κυκλοφόρησε ένα πολύ αξιόλογο έργο τού Μονφωκ6ν
(Montfaucon, 1655-1741), η Ελληνική Παλαιογραφία, που
συνεχίζει να έχει την αξία της. Την ίδια εποχή κυκλοφόρησε επίσης το
πολύτομο έργο τού Βενεδικτίνου μοναχού Μπαντούρι
(Banduri ,1670-1743),
-
από την Ραγκούσα
-
που έζησε και έγραψε στο Παρίσι. Το
βιβλίο του Ανατολική Αυτοκρατορία
(Imperium Orientale),
περιλαμβά
νει πλούσιο υλικό σχετικό με την ιστορική γεωγραφία και τοπογραφία και την αρχαιολογία τής Βυζαντινής Περιόδου. Σχεδόν συγχρόνως με το έργο αυτό παρουσιάσθηκε το εκτενές έργο τού Δομινικανού Μοναχού
Λε Κιάν
(Le Quien 1661-1733), Η Χριστιανική Ανατολή (Oriens Christia-
nus), το οποίο είναι μια πλούσια συλλογή ιστορικών πληροφοριών με ει δική υπογράμμιση τής Εκκλησίας τής Χριστιανικής Ανατολής(2). 'Ετσι μέ χρι τα μέσα τού 18ου αιώνα, η Γαλλία υπήρξε αναμφίβολα το ηγετικό
(1) Βλέπε Feugere, «Etude sur Ducange», 67-71. Ένα πολύ ενδιαφέρον γράμμα σχετι κό με την ασθενεια και τον θάνατό του, γραμμένο από έναν σύγχρονό του λόγιο τον
Etienne BaIuze, υπάρχει σrην έκδοση Β6νης τού Chronicon Paschale, Il, 67-71. Δεν υ πάρχει ικανοποιητική βιογραφία τού Du Cange. (2) Βλέπε J. U. Bergkamp, Dom Jean Mabil\on and the Benedictine Historical School of Saint Maur' πλούσια βιβλιογραφία, 116-119. S. Salavil\e, «Le second centenaire de Michel Le Quieu (1733-1933)>>, Echos d' Orient, ΧΧΧΙΙ (1933), 257-266. James Westfall Thompson, «The Age of Mabillon and Montfaucon», American Historical Review, XLVII (1942, 225-244).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
19
κέντρο βυζαντινών ερευνών και πολλά γαλλικά έργα, τής περιόδου αυ
τής, έχουν ακόμη μεγάλη αξία.
Ο 180ς αιώνας, η Επανάσταση και η εποχή τού Ναπολέοντος Τον ίδιον αυτόν αιώνα οι συνθήκες άλλαξαν στη Γαλλία. Η Εποχή τού Ορθού Λόγου, με χαρακτηριστικά την άρνηση τού παρελθόντος, τον σκε
πτικισμό απέναντι στη θρησκεία και στη δυναμική κριτική τής εξουσίας τού κλήρου και τής δεσποτικής μοναρχίας, δεν μπορούσε να βρει κάτι το ενδιαφέρον στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Μεσαιωνική Ιστορία εθεω ρείτο ως η ιστορία μιας «Βάρβαρης Γοτθικής» περιόδου, ως πηγή σκό τους και αγνοίας. Χωρίς καμιά εμβάθυνση αυτής τής περιόδου, μερικά α πό τα καλύτερα πνεύματα τού 180υ αιώνα άσκησαν δριμεία κριτική σtη Μεσαιωνική Ελληνική Ιστορία. Ο Βολτα(ρος, κρίνοντας την αυτοκρατο ρική περίοδο τής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας, προσθέτει: «Υπάρχει μια άλλη ιστορία πιο γελοία από την ιστορία τής Ρώμης, από την εποχή τού
Τάκιτου: είναι η ιστορία τού Βυζαντίου. Αυτό το ανάξιο συνονθύλευμα δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο, εκτός από στομφώδεις ρητορίες και θαύ ματα. Είναι μια ντροπή για την ανθρώπινη σκέψψ>(Ι). Ο Μοντεσκιέ, σο
βαρός ιστορικός, έγραψε ότι αρχίζοντας από τις αρχές τού 70υ αιώνα «η ιστορία τής Ελληνικής Αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από ένα πλέγμα επαναστάσεων, ανταρσιών και προδοσιών»(2). Τα έργα τού
'Αγγλου ιστορικού Γίββωνος επίσης είχαν επηρεασθεί από την ιδεολογί α τού 180υ αιώνα. Αυτή η αρνητική και εξευτελιστική στάση έναντι τής ι στορίας τού Βυζαντίου, η οποία αναπτύχθηκε κατά το τελευταίο ήμισυ τού 18ου αιώνα, επέζησε τής Γαλλικής Eπανασtάσεως και διατηρήθηκε στις αρχές τού 190υ αιώνα. Ο γνωστός Γερμανός φιλόσοφος Έγελος ή
Χέγκελ
(Hegel, 1770-1831) - λόγου χάρη - έγραφε στις Παραδόσεeς
επί της Φιλοσοφίας τής Ιστορίας ότι: «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε
διασπασθεί εσωτερικά από πάθη όλων τών ειδών και πιεσθεί εξωτερικά από τους βαρβάρους, εναντίον τών οποίων οι αυτοκράτορες μόνο ασθε
νή αντίσταση μπορούσαν ν' αντιτάξουν. Η χώρα βρισκόταν σε μια κατά σταση διαρκούς ανασφάλειας. Η γενική της όψη παρουσιάζει μια αηδή εικόνα μωρίας άθλια και αν ισόρροπη με τα πάθη της, έπνιγε την ανά
πτυξη κάθε ευγενούς σκέψεως ή πράξεως. Επαναστάσεις στρατηγών, εκ
θρονίσεις τών αυτοκρατόρων από υπηκόους τους ή από τις πανουργίες (1) Le pynhonisme de Ι' histoire, chap. XV. (2) Considerations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur decadence, trans. J. Baker, chap. ΧΧΙ.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
20
τών αυλικών, δολοφονίες ή δηλητηριάσεις τών αυτοκρατόρων από τις γυ ναίκες τους και τα παιδιά τους, γυναίκες γεμάτες λαγνεία και βδελυρές
πράξεις κάθε είδους
-
τέτοιες είναι οι εικόνες που η ιστορία μάς πα
ρουσιάζει, μέχρις ότου, επιτέλους, (Πα μέσα τού 150υ αιώνα
(1453
μ.χ.)
το σαθρό οικοδόμημα τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας σκορπί(Πηκε σε κομμάτια μπρο(Πά στην παντοδυναμία τών Τούρκων»(!). Πολιτικοί χαρα
κτήριζαν το Βυζάντιο σαν ένα παράδειγμα ανάξιο λόγου. Έτσι ο Ναπο λέων Α', κατά τη διάρκεια τών Εκατό Ημερών, σε ομιλία του τον Ιούνιο τού
1815, είπε:
«Βοηθήστε με να σώσω την χώρα μας ... Ας μην ακολουθή
σουμε το παράδειγμα τής Ύστερης (Ρωμαϊκής) Aυτoκρ~oρίας (η'
tons pas l' exemple de Bas-Empire),
imi-
η οποία, πιεζόμενη από όλες τις
πλευρές από τους βαρβάρους, έγινε αντικείμενο γελοιοποιήσεως, γιατί
ησχολείτο με μικροπρεπείς φιλονικίες, ενώ ο εχθρός ήταν πeο τών πυλών τής πόλεως»(2).
.
Μόνον (Πα μέσα τού 19ου αιώνα άλλαξε η (Πάση έναντι τού μεσαιω νισμού, (Πους κύκλους τών λογίων. Μετά απ6 τις καταιγίδες τής επανα
στατικής περιόδου και τών πολέμων τού Ναπολέοντος, οι Ευρωπαίοι εί δαν την Μεσαιωνική Εποχή διαφορετικά. Υπήρξε ένα ξύπνημα τού εν διαφέροντος για τη μελέτη αυτής τής «Βάρβαρης Γοτθικής» εποχής. Η ιστορία τού Βυζαντίου για μια φορά ακόμη έγινε το πεδίο σοβαρής επι στημονικής έρευνας.
Μοντεσκιέ. Στα πενήντα πρώτα ΧΡ9νια τού 180υ αιώνα ο Μοντεσκιέ
(1689-1755),
έγραψε τις Σκέψεις για τις αιτίες τού μεγαλείου τών Ρω
μαίων και τής παρακμής τους
(Considerations. sur les causes de la grandeur des Romains et de leur decadence), που κυκλοφ6ρησαν το 1734. Το πρώτ9 μέρος αυτού τού βιβλίου δίνει μια σύντομη, πολύ ενδια φέρουσα και λαμπρή περιγραφή τής αναπτύξεως τής Ρωμα·ίκής Αυτο
κρατορίας, αρχίζοντας με την ίδρυση τής Ρώμης, ενώ τα τελευταία τέσσε ρα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στην Βυζαντινή Περίοδο, που τελειώνει με την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως το
1453
μ.χ. Αυτό το έργο, γραμ
μένο φυσικά υπό την επίδραση τών ιδεών τού 180υ αιώνα, δείχνει φανε ρά ότι ο Μοντεσκιέ κατείχε τη σωσtή άποψη σχετικά με την ι(πορία τής
περι6δου αυτής. θεώρησε την Βυζαντινή Ιστορία ως μια συνέχεια τής Ρωμαϊκής. Όπως λέει, αρχίζει να ονομάζει την Ρωμα·ίκή Αυτοκρατορία «Ελληνική Αυτοκρατορία», μ6νον απ6 το δεύτερο ήμισυ τού 60υ αιώνα.
(1) «Vorlesungen Uber die Philosophie der Geschichte», 111, μέρος 30, «Kapitel». Βλέ «Lectures οη the Philosophy of History», trans. J. Sibree, 353 (London 1890). (2) Moniteur, 13 Juin, 1815. Βλέπε Η. Houssaye, 1815, Ι, 622-623 (Paris 1905).
πε και
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
21
Η στάση του απέναντι στην ιστορία αυτής τής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ
επικριτική. Κατηγορούσε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ότι είχε τόσο πολλά οργανικά σφάλματα στην κοινωνική της διάρθρωση, την θρησκευ τική της ζωή και τις μεθόδους τού πολέμου, ώστε είναι δυσκολονόητο πώς ένα τόσο διεφθαρμένο πολίτευμα διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα τού 150υ αιώνα. Το θέμα αυτό τού φαινόταν τόσο σημαντικό ώσtε ν' αναγ
κασθεί ν' αφιερώσει το τελευταίο κεφάλαιο τού έργου του σε μια εξήγη ση τών παραγόντων που συνετέλεσαν στην μακροχρόνια επιβίωση τής
Αυτοκρατορίας. Τόνισε τους ανταγωνισμού ς μεταξύ τών νικηφόρων Α ράβων, την εφεύρεση τού «υγρού πυρός)), το αποδοτικό εμπόριο τής Κωνσταντινουπόλεως και την εγκατάσtαση τών βαρβάρων
φύλαξαν την Αυτοκρατορία από νέες εισβολές
-
-
που προ
στις περι()χές τού Δού
ναβη, σαν τις κύριες αιτίες τής μακροχρόνιας ζωής τής Ανατολικής Αυτο κρατορίας. «Έτσι)), έγραφε, «ενώ η Αυτοκρατορία εξασθενούσε λόγω
ελλειπούς διοικήσεως, ενισχυόταν από ασυνήθεις εξωτερικούς παράγον τες)). Η Αυτοκρατορία υπό τους τελευταίους Παλαιολόγους, απειλούμενη
από τους Τούρκους, θύμιζε στον Μοντεσκιέ τον Ρήνο, «ο οποίος μοιάζει με μικρό ρεύμα όταν χάνεται στον ωκεανό)).
Αν και το βασικό ενδιαφέρον τού Μοντεσκιέ δεν είναι η Βυζαντινή Ιστορία και μολονότι συμμεριζόταν τελείως την απέχθεια τής εποχής του για τον Μεσαίωνα, άφησε αξιόλογες σελίδες που και σήμερα ακόμη δια
βάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον. Ένας από τους σύγχρονους μελετητές τού Μοντεσκιέ, ο Γάλλος λόγιος Α. Σορέλ, ονομάζει τα σχετικά με το Βυ
ζάντιο κεφάλαιά του «έντεχνη εξιστόρηση με υποδειγματική ερμηνείω>(I). Γίββων. Στον
180 αιώνα ανήκει επίσης ο ' Αγγλος (Edward Gibbon, 1737-1794) συγγραφέας
ιστορικός Εδουάρδος
Γίββων
τής φημισμένης Ισro
ρίας τής παρακμής και πτώσεως τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Γίβ
βων γεννήθηκε στις 27 Απριλίου τού 1737. Μορφώθηκε εν μέρει στο Γουέστμινστερ και εν μέρει υπό την καθοδήγηση παιδαγωγών, και το
1752 γράφτηκε στο Κολλέγιο Μάγκνταλεν (Magdalen) τής Οξφόρδης. Ύ σtερα από μια μικρή παραμονή εκεί πήγε στη Λωζάνη τής Ελβετίας, ό Που τέθηκε υπό την καθοδήγηση ενός Καλβινιστή. Εκεί έμεινε πέντε
χρόνια, διαθέτοντας το περισσότερο μέρος τού καιρού του στη μελέτη
τής γαλλικής γλώσσας και μελετώντας κλασική φιλολογία και αξιόλογα ιστορικά και φιλοσοφικά έργα. Αυτή η μακροχρόνια παραμονή είχε
ισχυρό και διαρκές αντίκτυπο σtη σκέψη τού νεαρού Γίββωνος και η Ελ
βετία έγινε η δεύτερή του πατρίδα. Αργότερα έγραφε: «Είχα παύσει να (1) Montesquieu (2nd ed. 1889), σελ. 64 (Paris 1889).
Α. Α: ΒΑΣΙΛΙΕΦ
22
είμαι 'Αγγλος. Στην κρίσιμη περίοδο τής νε6τητος, απ6 δεκαέξι χρονών μέχρι είκοσι ένα, οι ιδέες μου, οι συνήθειές μου και τα αισθήματά μου εί χαν διαμορφωθεί με βάση ένα ξένο πρότυπο. Η αμυδρή και μακρυνή α νdμνηση τής Αγγλίας είχε σχεδόν εξαλειφθεί. Η μητρική γλώσσα μου γι ν6ταν όλο και λιγ6τερο οικεία. Και ευχαρίστως θα δεχόμουνα την προ σφορά μιας ανεξάρτητης μέτριας επιτυχίας με αντάλλαγμα τη μόνιμη εξορία». Στη Λωζάνη ο Γίββων «είχε την ικανοποίηση να συναντήσει την
πλέον ασυνήθιστη προσωπικότητα τής εποχής
-
έναν ποιητή, ιστορικό
και φιλόσοφο», τον Βολταίρο(l).
Γυρ(ζοντας (πο Λονδίνο ο Γίββων, εξέδωσε το
1761
το πρώτο του έρ
γο
- (Πα Γαλλικά - το Δ οκίμιο για την μελέτη τής λογοτεχνίας (Essai sur l'etude de la litterature), που έγινε δεκτό θερμά στη Γαλλία και την Ολλανδία, αλλά αδιάφορα στην Αγγλία. Τα επόμενα δυόμισυ χρόνια ο Γίββων υπηρέτησε στην πολιτοφυλακή τού Χάμσερ, που οργανώθηκε κα
τά τη διάρκεια τού Επταετούς Πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, και το
1763 γύρισε,
μέσω Παρισίων, στην αγαπημένη του Λωζάνη. Τον χρό
νο αυτ6 ταξίδεψε στην IταλCΑ, όπου επισκέφθηκε την Φλωρεντία, τη Ρώ μη, τη Νεάπολη, τη Βενέτία και άλλες πόλεις. Η παραμονή του στη Ρώμη είχε ιδιαίτερη σημασία για τη μελλοντική του καριέρα, γιατί τού υπέβαλ λε την ιδέα τής συγγραφής μιας ιστορίας τής Αιωνίας Πόλεως(2Ι. «Στη
Ρώμη», γράφει, «στις
15
Οκτωβρίου τού
1764,
καθώς καθ6μουν ανάμεσα
(Πα ερείπια τού Καπιτωλίου και ενώ οι γυμν6ποδες ιερείς έψαλλαν ε σπερινούς (Πον Ναό τού ΔΙ.ός, συνέλαβα την ιδέα να γράψω την παρακ μή και πτώση τής πόλεως»('Ι. Το βασικό σχέδιο τού Γίββωνος ήταν να γράψει μόνο για την πόλη τής Ρώμης. Αργ6τερα ανέπτυξε το σχέδιό τΟύ για την συγγραφή μιας ι(πορίας 6λης τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας, Δυ
.
τικής και Ανατολικής, μέχρι την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως το
1453 .
Όταν ο Γίββων γύρισε για δεύτερη φορά στο Λονδ(νο, άρχισε μια δραστήρια έρευνα για το υλικ6 που απαιτούσε η εργασία του αυτή. Ο πρώτος τόμος τής ιστορίας, που αρχ(ζει με την εποχή των Αντωνίνων, πα
ρουσιάσθηκε το
1776.
Η επιτυχία του υπήρξε ακαριαία. Μέσα σε λίγες
μέρες η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε. Όπως λέει ο Γίββων, «το βιβλίο του βρισκ6ταν σε κάθε τραπέζι και σχεδόν σε κάθε τουαλέττα»(3Ι. Οι επόμε νοι τ6μοι, στους οποίους φαιν6ταν καθαρά ότι οι θρησκευτικές του πε
ποιθήσεις συμφωνούσαν με το πνεύμα τού 180υ αιώνα, προκάλεσαν θύ ελλα διαμαρτυριών, κυρίως εκ μέρους τών Ιταλών Ρωμαιοκαθολικών.
(1) The Autographies of Edward Gibbon, ed. J. Murray, 152 (London 1896). (2) Ένθ. ανωτ., 302. (3) Ένθ. ανωτ., 311.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
23
ο Γίββων είχε μια έντονη επιθυμία: Ήθελε η Λωζάνη, το σχολείο τής
νιότης του, να γίνει ο τόπος όπου θα κατέφευγε να ζήσει τα τελευταία χρόνια τής ζωής του. Τελικά, είκοσι χρόνια ύσtερα από τη δεύτερη επί σκεψή του ότη Λωζάνη, ο Γίββων είχε αποκτήσει αρκετά μέσα για μια α
νεξάρτητη ζωή. Γύρισε σtην αγαπήμενη του πολιτεία και εκεί συμπλήρω σε την ισtoρία του. Ο ίδιος περιγράφει τη σtιγμή που τέλειωσε το έργο του, έργο τόσων ετών, ως εξής: «'Ηταν βράδυ τής 17ης ΙουνCoυ τού
1787 μεταξύ
ένδεκα και δώδεκα, όταν
έγραψα τις τελευταίες γραμμές τής τελευταίας σελίδας στον κήπο μου μέσα, σ' ένα καλοκαιρινό σπίτι. Αφού ακούμπησα κάτω την πένα μου, περπάτησα
αρκετά ανάμεσα στις ακακίες. Η ατμ6σφαιρα ήταν δροσερή και ο ουρανός γαλήνιος. Τα νερά αντανακλούσαν τον ασημένιο κύκλο τού φεγγαριού κι όλη η φύση σιωπούσε. Δεν θα κρύψω τα πρώτα αισθήματα χαράς που ένιωσα α
νακτώντας την ελευθερία μου και ίσως εδραιώνοντας την φήμη μου. Αλλά η περηφάνια μου γρήγορα κάμφθηκε και μια μελαγχολία αnλώθηκε στη σκέψη μου καθώς σκέφθηκα ότι άφηνα για πάντα έναν παλιό και ευχάριστο σύντρο φο και ότι ασχέτως τού ποιά θα ήταν η τύχη τής ιστορίας μου, η ζωή τού ιστο ρικού πρέπει να είναι σύντομη και αβέβαιη»(Ι).
Τα γεγονότα τής Γαλλικής Eπανασtάσεως ανάγκασαν τον Γίββωνα να
γυρίσει στην Α'Γ'(λία, όπου πέθανε τον Ιανουάριο τού
1794.
Ο Γίββων είναι ένας από τους λίγους συ'Γ'(ραφείς που έχει μια εξαιρε τική θέση τόσο στη φιλολογία όσο και σtην ι<πορία. Το εξαιρετικό του
ύφος ανάγκασε έναν σύγχρονο ιστορικό να τόν παρομοιάσει με τον Θου κυδίδη και τον Τάκιτο. Ο Γίββων άφησε μια εξαιρετική αυτοβιογραφία, για την οποία ο 'Αγγλος εκδότης Μπέρκμπεκ Χιλ
(Birkbeck Hil1)
αναφέ
ρει ότι «είναι τόσο σύντομη ώσtε μπορεί να διαβασtεί <πο φως δύο κε
ριών' και τόσο ενδιαφέρουσα στο περιεχόμενό της και τόσο ελκυ<πική
στην πλοκή και στο ύφος ώσtε να μπορεί να διαβασtεί δυο και τρεις φο
ρές με την ίδια ευχαρίστηση, με την οποία διαβάζεται την πρώτη φορά». Ως αντανάκλαση τής σκέψεως τής εποχής του, ο Γίββων παρουσιάζει στην ιστορία του την εξής ιδέα: «Έχω περιγράψει τον θρίαμβο τού βαρ
βαρισμού και τής θρησκείας». Με άλλα λόγια, ο Γίββων πίσtευε ότι η ιστορική εξέλιξη τής ανθρώπινης κοινωνίας από τον
20 μ.χ. αιώνα υπήρ ξε μια οπισθοδρομική κίνηση. Σήμερα, φυσικά, τα σχετικά με τον Χριστι ανισμό κεφάλαια τού Γίββωνος, έχουν πολύ μικρότερο, και όχι ιστορικό, ενδιαφέρον.
Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τη σύγχρονη κριτική για τον Γίββω(1) Ένθ. ανωτ., 333-334.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
24
να. Μετά την εποχή του το ιστορικό υλικό είναι πιο άφθονο, τα ιστορικά προβλήματα έχουν αλλάξει, η εξέταση τών πηγών έχει γίνει πιο κριτική, η εσωτερική σχέση τών πηγών είναι πιο ξεκαθαρισμένη και νέες επιστή μες, όπως η νομισματολογία, η επιγραφολογία, η σφραγιδολογία και η παπυρολογία, συμβάλλουν στην ιστορική έρευνα. Επί πλέον ο Γίββων δεν είχε επιδοθεί στα Ελληνικά. Εξηρτάτο, για το υλικό του τής περιόδου μέχρι το
σίου Α'
518 μ.χ. - από τον
δηλαδή μέχρι τον θάνατο τού Αυτοκράτορα Αναστα
εξαιρετικό Γάλλο λόγιο Τιγ(ε)μόν
(Tillemont),
συγ
γραφέα ενός έργου πολύ γνωστού στην εποχή του, τής εξάτομης Ιστορίας
τών Αυτοκρατόρων λες στις αρχές τού
(Histoire des Empereurs), που εξεδόθη 1692. Η περιγραφή λοιπόν που κάνει ο
στις Βρυξέλ Γίββων στην
περίοδο αυτή, είναι πιο λεπτομερής και πιο ακριβής από την ιστορία άλ
λων περιόδων. Χειριζόμενος ο Γίββων τη μετέπειτα περίοδο, δηλαδή την Ιστορία τής Ανατολικής Ρωμα"ίκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν επιτυγχάνει και τόσο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν είχε επαφή με μερικές
από τις πρωτότυπες πηγές και εν μέρει στην ισχυρή επίδραση τών ιδεών τής εποχής του, που ήταν τόσο δυσμενείς για την Βυζαντινή Ιστορία. Ο
,Αγγλος
ιστορικός Φρήμαν
(Freeman) γράφει σχετικά ότι:
«Παρά τη θαυμάσια τέχνη τού Γίββωνος να συσχετίζει και να συμπυκνώνει, που εδώ είναι εμφανέστερη απ' ότι στα σχετικά με το Βυζάντιο κεφάλαια, και παρά την ζωηρή του περιγραφή και την ακόμη πιο εντυπωσια
κή τέχνη τών υπαινιγμών, δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζε~ ται για να διεγείρει τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται, ή για να οδηγήσει σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Η ασυναγώνιστη ευκολία του να σαρκάζει και να υποτψά, βρίσκεται διαρκώς εν δράσει. Επίσης τού αρέσουν τα ανέκδοτα, που δείχνουν τις αδύνατες και αστείες πλευρές κάθε εποχής ή προσώπου' είναι ανίκανος να θαυμάσει με
ενθoυ<;Jιασμό πράγματα
11
πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν τήν χειρίζο
νται με αυτόν τον τρόπο, αφήνει την αξιοπεριφρόνητη πλευρά της να κυριαρ χεί στη σκέψη τού αναγνώστη. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτι
στη με έναν τέτοιο χειρισμό. Η Βυζαντινή ιστορία
-
από όλες τις άλλες
-
ή
ταν η λιγότερο δυνατή να αντέξει σε μια τέτοια μεταχείριση»(I).
Η Βυζαντινή Ιστορία, έτσι κακομεταχειρισμένη, παρουσιάζεται παρα μορφωμένη. Οι προσωπικές ιστορίες και οι υποθέσεις όλων τών Αυτο
κρατόρων, από τον γιο τού Ηρακλείου μέχρι τον Ισαάκιο' Αγγελο, συμ πιέζονται σ' ένα κεφάλαιο. «Αυτός ο τρόπος διαπραγμάτευσης τού θέμα-
(1) Historical Essays (3rd series, 1879),234-235.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
25
τος», παρατηρεί ο Τζ. Μπ. Μπιούρυ «συνάδει με την περιφρονητική θέ ση που παίρνει ο συγγραφέας απέναντι στη "Βυζαντινή" ή "Κατώτερη" Αυτοκρατορία»(l). Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορί
α τής Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη, αλ λά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωση τών γεγονότων. Τον Γίββωνα,
οπωσδήποτε, είχε δυσχεράνει το γεγονός ότι, στην εποχή του, ολόκληρες περίοδοι τής ιστορίας, όπως η περίοδος τής Εικονομαχίας ή η κοινωνική ιστορία τού 100υ και 110υ αιώνα ήταν ανεξερεύνητες και ανεξήγητες.
Παρά τα ελαττώματα αυτά και τα κενά σή τους
-
-
ή μάλλον με πλήρη αναγνώρι
το έργο τού Γίββωνος είναι σήμερα εξίσου ενδιαφέρον και α
ξιόλογο.
Η πρώτη έκδοση τής Ιστορίας τής παρακμής και πτώσεως τής Ρωμαϊ κής Αυτοκρατορίας εκδόθηκε σε έξι τόμους στο Λονδίνο από το χρι το
1788. Από τότε
1776 μέ
βγήκαν διάφορες εκδόσεις. Κατά τα τέλη τού 190υ
αιώνα, ο 'Αγγλος βυζαντινολόγος Τζ. Μπ. Μπιούρυ εξέδωσε μια νέα έκ δοση τού έργου, συμπληρωμένη με εξαιρετικής αξίας παρατηρήσεις, εν
διαφέρουσες και νέες προσθήκες σχετικές με αρκετά ζητήματα, και ένα εξαιρετικό
index.
Οι προσθήκες τού Μπιούρυ είναι το αποτέλεσμα ιστο
ρικών ερευνών που έγιναν μετά την εποχή τού Γίββωνος. Το έργο τού Γίββωνος έχει μεταφρασθεί σχεδόν σε όλες τις ευρωπα-ίκές γλώσσες.
Πριν εμφανισθεί η έκδοση τού Μπιούρυ, η γαλλική μετάφραση τού γνω στού ιστορικού και πολιτικού, Κιζό
Παρίσι το της
1828,
(Quizot, 13 τόμοι),
που εκδ6θηκε στο
ήταν πολύ αξιόλογη λόγω τών κριτικών και ιστορικών
σημειώσεων.
Μια
ρωσική
μετάφραση,
τού
Νεβεντόμσκι
(Nevedomsky), εκδόθηκε στη Μόσχα από το 1883 μέχρι το 1886(2). Λεμπώ
(Lebeau).
Η τακτική τής παραγνωρίσεως τού Βυζαντίου, την ο
ποία οι Γάλλοι συγγραφείς τού 180υ αιώνα εφάρμοσαν, δεν εμπόδισε τον Γάλλο Σαρλ Λεμπώ να καταγράψει τα γεγονότα τής Βυζαντινής ιστο
ρίας με μεγάλη λεπτομέρεια(3). Ήξερε πολύ λίγα Ελληνικά και επομένως
ήταν αναγκασμένος να εξαρτάται από λατινικές μεταφράσεις πρωτότυ πων πηγών, τις οποίες χρησιμοποιούσε χωρίς κριτική διάκριση. Τιτλοφό ρησε το απάνθισμά του Ιστορία τής Ύστερης Αυτοκρατορίας
(Histoire du
(1) Edward Gibbon, «The History of the Decline and FalI of the Roman Empire», ed. J. Β. Bury, Ι, Ιίίί (London 1896).
(2) Βλέπε William Chamberlain, «Οη Rereading Gibbon», The Atlantic Monthly, CLXXIV (October, 1944),65-70_ (3) Ανάμεσα στις πολλές βιογραφίες τού Λεμπώ βλέπε «Eloge de Lebeau par Dupuy» στο Works, ed. Μ. de Saint Martin and Μ. Brosset, Ι, XIII-XXVII.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
26
Bas - Empire γι)
και για αρκετό διάστημα ο τίτλος αυτ6ς υπήρξε το σύμ
βολο τής καταφρόνησης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν και εκδ6θη καν
21 τ6μοι, το όλο
έργο δεν τελείωσε. Αργότερα συμπληρώθηκε με έξι
ακ6μη τ6μους, αλλά η εργασία αυτή σήμερα έχει μικρή σημασία. Αναθε ωρήθηκε και συμπληρώθηκε τον
(Μ.
du Bas-Empire'
Μ. ντε Σαιν Μαρτέν
έναν ειδικό στην αρμενική ιστορία
de Saint Martin) Μπροσέ (Μ. Brosset) Αυτή η νέα έκδοση
190 αιώνα απ6 τον
-
και τον Μ.
ειδικό στην ιστορία τής Γεωργίας.
-
Παρίσι,
Ιστορία τής Ύστερης Αυτοκρατορίας
1824-1836) -
(Histoire
είναι δυνατόν να έχει, ακόμη και
τώρα, κάποια αξία λόγω τών προσθηκών που έγιναν ~ε βάση ανατολικές
-
κυρίως αρμενικές
Νουt!καρέ
Νουγκαρέ
-
πηγές(Ζ).
(Nougaret). Το 1799 ο Γάλλος συγγραφέας Π. Ζ. Μπ. (Ρ. J. Β. Nougaret) δημοσίευσε το πεντάτομό του έργο με τον
μακροσκελή τίτλο Ανέκδοτα τής Κωνσταντινουπόλεως ή τής νεωτέρας Αυ τοκρατορίας από την βασιλεία τού ιδρυτού της Κωνσταντίνου, μέχρι την κατάκτηση τής Κωνσταντινουπόλεως από τον Μωάμεθ Β' και μέχρι την ε
noxή μας... με πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα τών περιπετειών της και τών κυριοτέρων επαναστάσεων. Το έργο αυτό είναι μια σύνθεση α
ποσπασμάτων διαφόρων συγγραφέων, κυρίως δε τής Ιστορίας τής Ύστε
ρης Αυτοκρατορίας τού Λεμπώ, και δεν έχει ιστορική αξία. Στον πρόλο γ6 του ο Νουγκαρέ παρουσιάζει τις πολιτικές αντιλήψεις τής εποχής του(3).
Το
1811
συντ6μευσε το πεντάτομ6 του έργο σε έναν τ6μο, τον οποίο
αφιέρωσε στους νέους, οι οποίοι, 6πως τονίζει ο Νουγκαρέ, « ..• πρέπει να ευχαριστούν τον Θεό γιατί ζουν σε μια εποχή, κατά την οποία γνωρίζουν τις επαναστάσεις μ6νον μέσω τής ιστορίας ... »{·) •
.
Ρovαγιού
(Royou). Κατά τη διάρκεια της εποχης τού Ναπολέοντος ο Ζ. (J. C. Royou), ένας δημοσιογράφος που ήταν δικηγόρος την
Κ. Ρουαγιού
(1)
Στα Γαλλικά το επίθετο
«bas»
έχει διπλή σημασία: «χαμηλός, κατώτερος» και
«ύσι:ερος, όψιμος». Ο Λεμπώ έχει υπ' όψη τη δεύτερη.
(2) Histoire du Bas-Empire, Ι, ΧΙ Στα 1847 εξεδόθη πεντάτομη έκδοση τού έργου τού Λεμπώ από τον F. Delarue: Abrege de Ι' histoire de Bas-Empire de Lebeau. Οι πρώτοι 21 τόμοι, τής πρώτης εκδόσεως, μεταφράσθηκαν από τον J. Α. HiIler. Βλέπε Ε. Gerlaud, Das Studium der Byzantinischen Geschichte vom Humanismus bis zur Jeztseit, 9. Κατά τον Ν. Γιόργκα, το έργο τού Λεμπώ έχει μεταφρασθεί και σι:α Ιταλι κά. Βλέπε Reνue Historique du sud·est europeen, ΙΧ (1932), 428, n. 3. (3) «Anecdotes» (2nd ed. 1814), ι, XIX-XV. (4) Ένθ. ανωτ. 6.
27
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΙ
εποχή τού Διευθυντηρίου και λογοκριτής κατά την περίοδο τής παλινορ
θώσεως, έγραψε μια εννεάτομη: Ιστορία τής Ύστερης Αυτοκρατορίας α
πό την Εποχή του Κωνσταντ{νου μέχρι την πτώση τής Κωνσταντινουπόλε
a
ως το
1453 (Histoira du Bas - Empire depuis Constantin jusqu' Ρήse de Constantinople au 1453). Περισσ6τερες από τις ιστορίες - έ"iε(ε ο Ρου αγιού - που είναι γραμμένες στα Γαλλικά, έχουν ανάγκη αναθεωρή σεως. Και ο Λεμπώ ακόμη «αν και έχει κάποια αξία, διαβάζεται δύσκο
λα». Κατά την γνώμη τού Ρουαγιού, ο Λεμπώ ξέχασε 6τι «η ιστορία δεν πρέπει να είναι μια περιγραφή όσων έχουν συμβεί στον κόσμο, αλλά μάλλον μια συλλογή εκείνων μόνον τών γεγον6των που έχουν ενδιαφέ ρον. Ό,τι δεν δίνει κατευθύνσεις ή δεν ευχαριστεί, πρέπει να θυσιαστεί δίχως δισταγμ6». Πίστευε οτι «σπουδάζοντας τις αιτίες τής πτώσεως τών αυτοκρατο
ριών, βρίσκουμε τα μέσα να εμποδίσουμε, ή το λιγ6τερο να επιβραδύ νουμε, την πτώση τους στο μέλλον ... Τελικά στην Κωνσταντινούπολη μπο ρούμε να παρατηρήσουμε με ευχαρίστηση, μέχρις ενός σημείου, τη μορ
φή τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας. Το θέαμα θέλγει μέχρι την τελευταία στιγμή τής υπάρξεώς της»(Ι). Η ιστορία τού Ρουαγιού δεν στηρίζεται σε πρωτ6τυπες πηγές ή παραπομπές. Τα αποσπάσματα που είδαμε πιο πά νω είναι ενδεικτικά τής αξίας τού έργου. Λίγο μετά το έργο τού Ρουαγιού παρουσιάστηκε η Ιστορ{α τής Αυτο κρατορ{ας, γραμμένη από έναν γόνιμο συγγραφέα, τον Μ. λε Κοντ ντε
Σεγκύρ (Μ. Βυζαντινής
le Comte de Segur). Η μελέτη του - όλης τής περιόδου τής Ιστορίας - δεν έχει ιστορική αξία, αλλά διαδόθηκε στη Γαλ
λία και εκδόθηκε σε αρκετές εκδόσεις2). Φίνλεϋ
(Finlay).
Μέχρι τα μέσα τού 190υ αιώνα δεν παρουσιάστηκαν σο
βαρά έργα σχετικά με την ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η μελέτη τού Βυζαντίου προήχθη όμως πάρα πολύ με το έργο τού
.Αγγλου ιστορικού Τζωρτζ Φίνλεϋ Ιστορ{α τής Ελλάδος από την Εποχή τής Κυριαρχ(ας τών Ρωμαίων μέχρι την εποχή μας (146 π.Χ - 1864 μ.Χ). Όπως ο Γίββων, ο Φίνλεϋ άφησε μια αυτοβιογραφία, η οποία φωtίζει τα γεγον6τα τής γεμάτης ενδιαφέρον ζωής του που τόσο επηρέασαν το έργο
του. Γεννήθηκε στην Αγγλία το
1799
και πήρε την βασική του εκπαίδευ
ση εκεί. Αργότερα, έχοντας διαλέξει το δικηγορικό επάγγελμα για κα
ριέρα του, πήγε στη γερμανική πόλη Γκέτινγκεν να συμπληρώσει τις με-
(1) Histoire du Bas-Empire», πρόλογος. (2) Ένθ. ανωτ. Βλέπε βιβλιογραφία διαφόρων εκδόσεων. Χρησιμοποίησα την 7η έκ δοση.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
28
λέτες του στο Ρωμαϊκό Δίκαιο. Καθώς ο νεαρός Φίνλεϋ άφηνε τον θείο
του, ο τελευταίος τού είπε: «ΛΟtJtόν, ελπίζω να σπουδάσεις καλά Ρωμα'ί κό Δίκαιο, αλλά υποθέτω ότι, πριν σέ δω πάλι, θα έχεις επισκεφθεί τους Έλληνες»(I). Τα λόγια αυτά αποδείχθηκαν προφητικά.
Η Ελληνική Επανάσταση, που ξέσπασε την εποχή αυτή, είλκυσε την προσοχή τής Ευρώπης. Αντί να σπουδάσει με επιμέλεια Ρωμα'ίκό Δίκαιο,
ο Φίνλεϋ διάβασε προσεκτικά την ιστορία τής Ελλάδος, σπούδασε την ελληνική γλώσσα και, το
1923, αποφάσισε
να επισκεφθεί την Ελλάδα για
να γνωρίσει τη ζωή της και τον λαό της. Επίσης επιθυμούσε να διαπιστώ σει ο ίδιος τί πιθανότητες επιτυχίας είχε η Ελληνική Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στην Ελλάδα, το
1823 και το 1824,
συχνά
συναντούσε τον Λόρδο Βύρωνα, που είχε έλθει στην Ελλάδα για να συμ μετάσχει στο έργο τής Εθνικής Απελευθερώσεως και που πέθανε εκεί τόσο πρόωρα. Το
1827,
ύστερα από μια σύντομη επίσκεψη στην Αγγλία,
ο Φίνλεϋ γύρισε στην Ελλάδα και έλαβε μέρος στο έργο τής αποστολής
τού στρατηγού Γκόρντον
(Gordon),
για τη λύση τής πολιορκίας τών Αθη
νών. Κατά τον Φίνλεϋ, η άφιξη τού Καποδίστρια, ως Κυβερνήτη τής Ελ λάδος, και η προστασία τών τριών Ευρωπαϊκών Δυνά,μεων, υποσχόταν
στους Έλληνες μια περίοδο ειρηνικής προόδου. Φιλέλληνας εκ πεποιθή σεως και πιστεύοντας στο μέλλον τού νέου κράτους, ο Φίνλεϋ κατελήφθη από τέτοιο πάθος για την Ελλάδα, ώστε αποφάσισε να μείνει μονίμως σ' αυτήν. Αγόρασε ένα κτήμα και ξόδεψε όλα του τα χρήματα για την ανά πτυξή του. Την εποχή αυτή ακριβώς αποφάσισε να γράψει μια ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως, για την προετοιμασία τής οποίας άρχισε
να σπουδάζει το παρελθόν τής χώρας. Βαθμιαίως άρχισε να εμφανίζει σειρά έργων σχετικών με την Ελληνική Ιστορία. Η Ελλάς υπό τους Ρω μαίους
-
δόθηκε το
καλύ~oυσα γεγονότα από το
1844.
146 π.χ.
μέχρι το
717
μ.χ.
-
εκ
Δέκα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε η Iσroρία τής Βυ
ζαντινής και Ελληνικής Αυτοκρατορίας
(716-1453).
Το βιβλίο αυτό ακο
λούθησαν άλλα δύο έργα σχετικά με τη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία. Αρ γότερα μελέτησε προσεκτικά όλα του τα έργα και αποφάσισε να τά ετοι
μάσει για μια καινούργια έκδοση. Αλλά πριν τελειώσει την προσπάθειά του αυτή πέθανε στην Αθήνα τον Ιανουάριο τού
1875.
Το γενικό του έρ
γο, Iσroρία τής Ελλάδος από την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους μέ
χρι την εποχή μας
(146
π,Χ
τομη έκδοση από τον Χ. Φ.
- 1864 μ.Χ), εκδόθηκε το 1877 σε μια Τόζερ (Η. F. Tozer), που περιέλαβε την
επτά αυτο
βιoγ~αφία τού Φίνλεϋ στην αρχή τού πρώτου τόμου. Η τελευταία αυτή
(1)
Βλέπε την αυτοβιογραφία του Φίνλεϋ, στον πρώτο τόμο τι]ς Ιστορίας του της Ελλά
δος, εκδ. Η.
F. Τozer,
Ι.
XXXIX-XLVI.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
29
έκδοση χρησιμοποιείται και σήμερα ακόμη.
Κατά τον Φίνλεϋ η ιστορία τής Ελλάδος, κατά τη διάρκεια είκοσι αιώ νων ξένων κατακτήσεων, παρουσιάζει τον υποβιβασμό και τις συμφορές ενός Έθνους που έζησε το ανώτατο όριο πολιτισμού στον αρχαίο κόσμο.
Εν τούτοις όμως ούτε ο εθνικός του χαρακτήρας εξαλείφθηκε ούτε οι ε θνικές φιλοδοξίες του έσβησαν. Οι ιστορικοί δεν πρέπει ν' αγνοούν την
ιστορία ενός λαού που ύστερα από τόσες περιπέτειες είχε ακόμη τη δύ ναμη να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη χώρα. Όπως παρατηρεί ο Φίνλεϋ, οι συνθήκες τής Ελλάδος, κατά τη διάρκεια τής μακροχρόνιας δουλείας της, δεν συνετέλεσαν στον εκφυλισμό της κάτω από τους Ρωμαίους και αργότερα κάτω από τους Οθωμανούς, οι Έλληνες σχημάτισαν μονάχα έ να ασήμαντο μέρος μια μεγάλης Αυτοκρατορίας. Ο μη φιλοπόλεμος χα
ρακτήρας τούς έδινε μικρή αξία, από πολιτικής απόψεως, και πολλές από τις μεγάλες μεταβολές και επαναστάσεις, που έλαβαν χώρα στις επικρά
τειες τών αυτοκρατόρων και τών σουλτάνων, δεν επηρέασαν, απευθείας, την Ελλάδα. Ούτε η γενική Ιστορία τής Ρώμης, ούτε η Ιστορία τής Οθω μανικής Αυτοκρατορίας αποτελούν τμήμα τής Ελληνικής Ιστορίας. Υπό τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες, τα πράγμάτα ήταν διαφορετικά, γιατί τότε οι Έλληνες γνώριζαν καλά την Αυτοκρατορία τους. ΟΙ διαφορές, ως προς την πολιτική θέση τού Έθνους, κατά τη διάρκεια τών περιόδων αυ τών, απαιτούν, εκ μέρους τών ιστορικών, διαφορετική μεταχείριση για την εξήγηση τών χαρακτηριστικών τους(Ι).
Ο Φίνλεϋ διήρεσε την ιστορία τών Ελλήνων σε έξι περιόδους:
1)
Την
εποχή τής Ρωμα'ίκής Κυριαρχίας, η οποία τέλειωσε στις αρχές τού 80υ
αιώνα με την άνοδο τού Λέοντος τού Ισαύρου, που έδωσε νέο χαρακτή ρα στη διοίκηση τής Κωνσταντινουπόλεως
2)
Την δεύτερη περίοδο που
περιλαμβάνει την ιστορία τής Ανατολικής Ρωμαίκής Αυτοκρατορίας στη νέα της μορφή
-
-
υπό τον τίτλο Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα παρα
δείγματα αυτού τού Δεσποτισμού - τροποποιημένου, ανανεωμένου και ενισχυμένου από τους Εικονομάχους Αυτοκράτορες
-
αποτελούν ένα α
πό τα πιο χαρακτηριστικά και διδακτικά μαθήματα στην ιστορία τών μο
ναρχικών καθεστώτων. Κάτά τη διάρκεια τής περιόδου αυτής, η ιστορία
τών Ελλήνων είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την Αυτοκρατορία, ώστε να μπορεί η ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να αποτελεί τμήμα
τής ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους. Η Βυζαντινή Ιστορία αρχίζει από την άνοδο τού Λέοντος τού Ισαύρου, το
716,
και τελειώνει με την κατάλη
ψη τής Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το
(1) Ένθ. ανωτ. Ι, χν-χνίί.
1204' 3)
Μετά
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
30
την καταστροφή τής Ανατολικής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας, η Ελληνική
1-
στορ(α διαιρείται σε διάφορα μέρη. Οι εξόριστοι Ελληνο-Ρωμαίοι τής Κωνσταντινουπόλεως πήγαν στην Ασία και δημιούργησαν την πρωτεύου σά τους στη Νίκαια, απ' όπου επεξέτειναν την αυτοκρατορική διοίκηση
σε μερικές επαρχίες, σύμφωνα με παλαιά πρότυπα και με παλαιά ονόμα τα. Μέσα σε λιγότερα από εξήντα χρόνια, επανέκτησαν την Κωνσταντι
νούπολη. Αλλά αν και η διοίκηση, την οποία εγκαθίδρυσαν, κράτησε τον περήφανο τίτλο τής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας, ήταν μόνο ένα πολύ φτω
χό ομοίωμα βυζαντινής πολιτείας. Την τρίτη αυτή περίοδο ο Φίνλεϋ τήν ονομάζει Ελληνική Αυτοκρατορία τής Κωνσταντινουπόλεως. Η ασθενική της ύπαρξη έπαψε να υφίσταται το Κωνσταντινούπολη'
4)
1453,
όταν οι Οθωμανοί πήραν την
Όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν το μεγαλύτερο
μέρος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μοίρασαν τις κτήσεις τους με τους Ενετούς και ίδρυσαν την Λατινική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας με φεου δαλικές ηγεμονίες στην Ελλάδα. Η κυριαρχία τών Λατίνων σηματοδό τησε την παρακμή τής ελληνικής επιρροής στην Ανατολή και προκάλεσε μια γρήγορη ελάττωση τού πλούτου και τού πληθυσμού τού Ελληνικού
Έθνους. Η περίοδος αυτή αρχίζει με την κατάκτηση από τους σταυροφό ρους τής Κωνσταντινουπόλεως το τής Νάξου από τους πόλεως το
1204
1204 και τελειώνει με την κατάληψη Οθωμανούς το 1566· 5) Η πτώση τής Κωνσταντινου
προκάλεσε την ίδρυση ενός νέου Ελληνικού Κράτους,
στις ανατολικές επαρχίες τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ονομάστη κε η Αυτοκρατορία τής Τραπεζούντος και που αποτελεί ένα αξιοπερίερ γο επεισόδιο τής Ελληνικης Ιστορίας. Η διοίκηση του μοιάζει με τις μο ναρχίες της Γεωργίας και τής Αρμενίας, πράγμα που δείχνει την επίδρα ση ασιατικών μάλλον παρά ευρωπα'ίκών τρόπων. Δυόμισυ αιώνες άσκη
σε αξιόλογη εΠfQρoή με βάση κυρίως την εμπορική της θέση και όχι την πολιτική της δύναμη ή τον Ελληνικό Πολιτισμό. Είχε πολύ μικρή επίδρα ση στο μέλλον τής Ελλάδος και η κατάκτηση της το αντίκτυπο'
6)
1461
δεν είχε μεγάλο
Η έκτη και τελευταία περίοδος τής ιστορίας τής Ελλάδος,
υπό ξένους κατακτητές, αρχίζει το 1453 και τελειώνει το 1821. Περιλαμ βάνει δε την κυριαρχία τών Οθωμανών και την πρόσκαιρη κατοχή τής Πελοποννήσου από την Ενετική Δημοκρατία, από το
1685
μέχρι το
1715(1). Ο Φίνλεϋ συνέβαλε πολύ στη μελέτη τής Βυζαντινής Ιστορίας. Αν και
η διαίρεση τής Ελληνικής Ιστορίας του σε περιόδους είναι, όπως κάθε σχηματική διαίρεση, ένας συζητήσιμος τρόπος μελέτης, εν τούτοις η ιστο ρία του είναι η πρώτη που συγκεντρώνει την προσοχή στην εσωτερική
(1) Ένθ.
ανωτ.,
1, χνίί-Χix.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
31
ζωή τού Βυζαντίου' στη νομικη, κοινωνικη και οικονομικη διάστασή της
δηλαδη. Το έργο αυτό, φυσικά, δεν είναι μια σειρά πρωτό-ruπων ερευ νών. Τέτοιες έρευνες είναι και τώρα απαραίτητες για πολλά θέματα. Πολλές από τις σχετικές με την εσωτερικη ζωη περιγραφές τού Φίνλεϋ στηρίχθηκαν σε γενικές μελέτες και σε αναλογίες προς τα ιστορικά γεγο νότα της εποχης του. Βασικη συνεισφορά του ήταν το 6τι έθεσε πολλά
ενδιαφέροντα ζητήματα σχετικά με την εσωτερική ιιπορία της Βυζαντι νής Αυτοκρατορίας. Το έργο τού Φίνλεϋ είναι ενδιαφέρον ακόμη και σή
μερα, παρά το γεγονός 6τι μελέτησε την Βυζαντινή Ιιπορία με μόνο σκο πό να προετοιμαστεί για την συγγραφη της ιστορίας τής Ελλάδος τής εποχής του ..
Ο ' Αγγλος ιστορικός Φρήμαν, το
1855,
εξετίμησε το έργο τού Φίνλεϋ
αρκετά. Λόγω τού βάθους και τής πρωτοτυπίας τής έρευνας
-
έλεγε
-,
λόγω τής περιεκτικότητας και, πάνω από όλα, λόγω τού τολμηρού και α νεπηρέαιπου πνεύματος με το οποίο εξέταζε τα γεγον6τα, ο Φίνλεϋ μπο-. ρεί να έχει τη θέση του ανάμεσα στους μεγάλους ιιπορικούς τής εποχής
του. Υπό το φως τής ευρύτητάς του και τών δυσκολιών τής εκτελέσεώς ταυ το έργο τού Φίνλεϋ μπορεί να θεωρηθεί ως το μεγαλύτερο ιιπορικό
δημιούργημα που παρουσιάστηκε στην Αγγλία από την εποχή τού Γίββω. νας. Ο Φίνλεϋ έζησε στην χώρα, για την οποία έγραψε, ανάμεσα στον
λαό της. Ίσως κανένα μεγάλο ιιπορικό έργο δεν είχε ποτέ τόσο, απευ θείας επαφή με τα γεγον6τα της εποχης που περιγράφει. Άνθρωπος με
οξύ και παρατηρητικό μυαλό, μελετητής τού Δικαίου και τής Πολιτικής Οικονομίας μάλλον, παρά ένας εξ επαγγέλματος λόγιος, ο Φίνλεϋ κατα νόησε βαθιά τις αιτίες τών γεγον6των που έζησε, τις οποίες είδε στην προέλευσή τους, πριν δύο χιλιάδες χρόνια. Τα έργα του έχασαν και κέρ
δισαν από το γεγονός 6τι γράφτηκαν κάτω από ιδιόρρυθμες συνθηκες. Κανένα έργο - συμπληρώνει ο Φρήμαν - γραμμένο είτε από έναν συνηθισμένο λόγιο η πολιτικό δεν θα μπορούσε ποτέ να πλησιάσει την πρωτοτυπία τού έργου αυτού τού μοναχικού στοχαστή που μελέτησε, χρησιμοποίησε και κατέγραψε τα γεγον6tα δύο χιλιάδων χρόνων με σκο
~ό να λύσει τα προβλήματα που έζησε στην εποχή του(l). Ο Φρήμαν έδει- . ςε πραγματική κατανόηση τής προσπάθειας τού Φίνλεϋ να εξηγήσει,
χρησιμοποιώντας τα υπολείμματα τού παρελθόντος που βρίσκουμε στην εποχή μας, φαινόμενα τού παρελθόντος(2).
(1) Freeman, «Historical Essays», ΙΙΙ, 242-243.
(2) Για τον Φίνλείϊ βλέπε κυρίως: W. Miller, «The. Finlay Library», Annual of the British Schoo! at Athens, ΧΧΥΙ (1923-1925), 46-66; W. Mil\er, «The Finlay Papers, George Finlay as a Journalist and The Journals of Finlay and Jarνis» English Historical
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
32
Παπαρρηγόπουλος: Κατά τα μέσα τού 190υ αιώνα η προσοχή τών αν
θρώπων που ενδιαφέρονταν για την Βυζαντινή Ιστορία στράφηκε στα έργα τού Κ Παπαρρηγόπουλου, ενός σοβαρού Έλληνα λογίου και καθη γητή τού Πανεπιστημίου τών Αθηνών, που αφιέρωσε την ζωή του στη με λέτη τού παρελθόντος τής Ελλάδος. Κατά τα μέσα τού 190υ αιώνα εξέ
δωσε μερικές σύντομες και ενδιαφέρουσες ιστορικές εργασίες, όπως Π.χ. το: Περί τής εποικήσεως Σλαβικών τινων φυλών εις την Πελοπόννησον, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το
1843. Αλλά αυτά ήταν τα προκαταρκτι
κά βήματα για μια πιο εκτενή εργασία. Το κύριο έργο τής ζωής του υ πήρξε η ιστορία τού λαού του. Το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας τριάντα χρόνων, υπήρξε η πεντάτομη Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, από τών
αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τών νεωτέρων, που εκδόθηκε στην Αθήνα με ταξύ τών ετών
1860
και
1877.
Αρκετές εκδόσεις κυκλοφόρησαν. Η πιο
σύγχρονη είναι η έκδοση τού Καρολίδου, που εκδόθηκε στην Αθήνα το
1925. Το έργο αυτό παρουσιάζει την ιστορία τού ελληνικού λαού μέχρι το 1832. Γραμμένο στην σύγχρονη ελληνική γλώσσα, το ογκώδες αυτό έργο δεν ήταν προσιτό σε όλους και ο Παπαρρηγόπουλος αποφάσισε αργότε ρα να συνοψίσει τα πιο αξιόλογα συμπεράσματά του σε έναν τόμο και να τόν εκδώσει, στα Γαλλικά, στο Παρίσι, το
Ελληνικού Πολιτισμού
1878, με τον τίτλο Ιστορία τού (Histoire de la civilisation hellenique). Προς το τέ
λος τής ζωής του αποφάσισε να εκδώσει έναν παρόμοιο τόμο στα Ελλη νικά, αλλά πέθανε πριν τελειώσει το βιβλίο του αυτό, το οποίο εκδόθηκε στα
1899,
μετά τον θάνατό του, στην Αθήνα. Ο τόμος αυτός αποτελεί μια
περίληψη, με μερικές αναθεωρήσεις, τού υλικού που βρίσκεται λεπτομε ρώς κατατεθειμένο στην πεντάτομη ιστορία.
Παρά την προκατάληψη που τό χαρακτηρίζει, το έργο τού Παπαρρη γόπoυ~oυ αξίζει να προσεχτεί πολύ. Ο συγγραφέας αντιμετώπισε την ιστορία με τα καθαρά εθνικιστικά κριτήρια ενός φλογερού Έλληνα πα
τριώτη. Σε κάθε αξιόλογο φαινόμενο έβλεπε ελληνική προέλευση. Θεω ρούσε τη ρωμα'ίκή επίδραση <1Uμπτωματική και επιφανειακή και έδωσε ειδική προσοχή στην προσφιλή του περίοδο, την εποχή τών Εικονομάχων Αυτοκρατόρων. Χωρίς να δεσμεύεται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις
τής εποχήs;, ο Παπαρρηγόπουλος είδε στην κίνηση αυτή μια απόπειρα για μια πραγματική κοινωνική μεταρρύθμιση; που είχε ως πηγή της το
βάθος τού ελληνικού πνεύματος. Με ενθουσιασμό έγραφε ότι «παραμε-
(1924), 386-398,552-567; XLI (1926), 514-525. Η ημερομηνία τού θα (1876 αντί τής σωστής 1875) στην αυτοβιογραφία του που δημοσίευσε ο Tozer (English National Biography). Review,
ΧΧΧΙΧ
νάτου τού Φίνλεϋ δεν είναι σωστή
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
33
ρίζοντας τα βασικά θρησκευτικά δόγματα, οι ελληνικές μεταρρυθμίσεις τού 80υ αιώνα, ήταν
-
από την άποψη τών κοινωνικών αλλαγών
-
πολύ
ευρύτερες και πιο συστηματικές από πολλές συΎΧρονες μεταρρυθμίσεις τής Δυτικής Ευρώπης, που υποστηρίζουν αρχές και δόγματα, τα οποίςι προς μεγάλη μας έκπληξη
-
βρίσκουμε στον
80
-
αιώνα»(Ι). Αλλά οι με
ταρρυθμίσεις αυτές ήταν πολύ τολμηρές και ριζοσπαστικές για την βυ ζαντινή κοινωνία και για τούτο την εποχή τής Εικονομαχίας ακολούθησε μια άλλη αντιδραστική περίοδος. Αυτό εξηγεί γιατί η Μακεδονική δυνα
στεία ακολούθησε μια συντηρητική πολιτική. Ο Ελληνισμός διατήρησε την σημασία του κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής μεσαιωνικής περι6δου. Δεν υπήρχαν εσωτερικές αιτίες για την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως το
1204,
η οποία απλώς υποχώρησε στην βία τών σταυροφόρων. Και αν
και το θλιβερό γεγονός τού
1204 υπήρξε
ένα βαρύ πλήγμα κατά τού «Βυ
ζαντινού Ελληνισμού», μια κυρίαρχη επίδραση γρήγορα εξασκήθηκε α πό τον «σύγχρονο Ελληνισμό», από τον οποίο κατάγονται κατευθείαν οι Έλληνες τού 190υ αιώνα.
Έτσι, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, ο Ελληνισμός, υπό την μια ή την άλλη μορφή, συνέχισε την ύπαρξή του
-
μια υγιή ύπαρξη
-
καθ' όλη τή
βυζαντινή περίοδο. Αν και το έργο αυτού τού Έλληνα λογίου φέρει φυ σικά την σφραγίδα ενός πατριωτικού-ενθουσιασμού, η μεγάλη του Ιστο ρία τού Ελληνικού Έθνους και η γαλλική Ιστορία τού Ελληνικού Πολιτι σμού, είναι βιβλία μεγάλης αξίας. Η μεγάλη προσφορά τού Παπαρρηγό
πουλου ήταν το ότι υπογράμμισε τη σημασία και το πολύπλοκο τής Εικο
νοκλαστικής κινήσεως. Το έργο του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκο λα λόγω ελλείψεως
index και παραπομπών. Η επιβεβαίωση τών γεγονό
των και συμπερασμάτων είναι πολύ δύσκολη.
Χοπφ
(Hopf): Στους σοβαρούς και ακούραστους λογίους βυζαντινολό
γους τού 190υ αιώνα, ανήκει και ο Γερμανός καθηγητής Καρλ Χοπφ
(1832-1873). Γεννημένος στη Βεστφαλία, ο Χοπφ ήταν γιος ενός καθηγη τή Γυμνασίου. Από πολύ μικρός έδειξε εκπληκτική μνήμη και ικανότητα
για τις ξένες γλώσσες. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπι στήμιο τής Βόνης, έμεινε εκεί ως βοηθός και αφιέρωσε τον εαυτό του με πάθος στη λύση ενός βασικού επιστημονικού προβλήματος, τη μελέτη δη
λαδή τής ελληνικής ιστορίας και μάλιστα τής περιόδου τής κυριαρχίας τών Φράγκων (μετά το 1204 μ.χ.). Το 1853 και το 1854 ο Χοπφ έκανε το πρώτο του ταξίδι. Πήγε, μέσω Βιέννης, στην Βόρεια Ιταλία που, την επο χή αυτή, βρισκόταν ακόμη στα χέρια τής Αυστρίας. Εκεί εργάστηκε εντα-
(1) «Histoire de la civilisation hellenique», σελ 194.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
34
τικά, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος τού καtρού του σε ιδιωτικά οι- . . κογενειακά αρχεία. Το αποτέλεσμα τού κόπου του υπήρξε η έκδοση αρχειακών εγγράφων και μονογραφιών αφιερωμένων στην ιστορία με
μονωμένων βασιλείων τών Φράγκων, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά τού Αιγαίου Πελάγους. Ενώ ήταν καθηγητής στο Γκράιφσβαλτ
(Greifswald)
και αργ6τερα γενικός βιβλιοθηκάριος και καθηγητής στην
Καινιξβέργη
(Konigsberg),
Έκαμε ένα δεύτερο ταξίδι
ο Χοπφ συνέχισε τη μελέτη τού Μεσαίωνα.
(1861-1863)
στη Γένοβα, τη Νεάπολη, στο
Παλέρμο, στην Μάλτα, την Κέρκυρα, την Ζάκυνθο, την Σύρο, τη Νάξο
και την ηπειρωτική Ελλάδα και συνέλεξε ένα ογκώδες υλικό σε χειρό γραφα. Όταν γύρισε στην πατρίδα του ο Χοπφ άρχισε να οργανώνει το υλικό αυτό, αλλά αρρώστησε και πέθανε στο Βήσμπαντεν το
1873, στην ακμή
(Wiesbaden),
ακόμη τής ζωής του και στο κατακόρυφο τής δημιουρ
γικής του επιστημονικής σταδιοδρομίας. Εξέδωσε αρκετές μονογραφίες και άρθρα, καθώς και αρκετές συλλογές πηγών σχετικών με την εποχή τών Φράγκων.
Το πιο αξιόλογο έργο τού Χοπφ είναι η Ισr:oρία τής Ελλάδος από τις
αρχές τού Μεσαίωνα ώς τη σύγχρονη εποχή (Geschichte Griechenlands vom Beginne der Mittelalters bis auf die neuere Zeit, 1867-1868). Το έρ
γο αυτό, και ειδικ6τερα τα μέρη που στηρίζονται στα χειρόγραφα που .• συνέλεξε ο ίδιος, δείχνει την ευρεία επαφή τού συγγραφέα με τις πρωτό τυπες πηγές. Αφιέρωσε το περισσ6τερο μέρος τού βιβλίου του στην περί.,
οδο τής κυριαρχίας τών Φράγκων στην Ανατολή, στηρίζοντας την αφήΥtr·:.! σή του σε πλήθος αρχειακού υλικού. Πρώτος αυτός έδωσε λεπτομερή πε. ριγραφή τής εξωτερικής ιστορίας αυτής τής κυριαρχίας, όχι μόνο σtα
σημαντικά κέντρα αλλά, επίσης, και στα μικρά νησιά τού Αιγαίου Πελά" γους. Δεν εκδόθηκαν όλα τα χειρόγραφα που συνέλεξε ο Χοπφ. Επομέ νως ορισμέΥα μέρη τού βιβλίου του, που στηρίχθηκαν σ' αυτά, μπορούν να θεωρηθούν ως πρωτότυπες πηγές. Η ιστορία τού Χοπφ αναλύει, με
λεπτομέρειες, το ζήτημα τών Σλάβων στην Ελλάδα. Παραθέτει γεγονότα και επιχειρήματα κατά τής γνωστής θεωρίας τού Φαλλμεράυερ, που υπο
στήριζε ότι το αίμα τών σύγχρονων Ελλήνων δεν περιέχει ούτε σταγόνα από το αρχαίο ελληνΙΚό αίμα και ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγο
νοι τών Σλάβων και τών Αλβανών που εισέβαλαν στην Ελλάδα τον Με σι:χίωνα(l). Δυστυχώς σημαντικές μελέτες τού Χοπφ δημοσιεύθηκαν στην 'παλαιά Γενική Εγκυκλοπαίδεια τών Τεχνών και Eπισr:ημών
(Ersch Gruber, Allgemeine Encyklop:!tdie der Wissenschaften und Ktinste, τόμοι LXXXν και LXXXνI) , η οποία είχε πολύ περιορισμένη κυκλοφορία. (1) Το
θέμα αυτό μελετάται εκτενώς σε άλλο μέρος τού βιβλίου αυτού.
~TOPIA ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Αυτή, η μη ικανοποιητική έκδοση, <περείται
35
index και πίνακα περιεχομέ
νων. Επί πλέον το βιβλίο δεν είχε τελείως συμπληρωθεί από τον συγγρα φέα, το υλικό είναι διαρθρωμένο χωρίς κανένα σχέδιο και το ύφος είναι στεγνό και βαρύ. Αλλά η παράθεση ογκώδους νέου και ανέκδοτου υλι κού παρουσιάζει τελείως νέες σελίδες τής Ελληνικής Μεσαιωνικής lσto ρίας, κατά την διάρκεια τής περιόδου τής κυριαρχίας τών Φράγκων. Τώ ρα οι χειρόγραφοι θησαυροί τού Χοπφ βρίσκονται σtην Εθνική Βιβλιο
θήκη τού Βερολίνου και αποτελούν πλούσια πηγή πληροφοριών για τους ιστορικούς.
Αργότερα, αρκετοί Γερμανοί λόγιοι χρησιμοποίησαν το έργο τού Χοπφ για να γράψουν πιο εύχρη<πα εγχειρίδια της μεσαιωνικής ελληνι κής ή βυζαντινής ιστορίας, από '(ους οποίους δύο πρέπει ν' αναφερθούν: ο Χέρτσμπεργκ
Χέρτσμπεργκ
(Hertzberg) και ο Γκρεγκορόβιους.
(Hertzberg):
Ο Γκ. Φ. Χέρτσμπεργκ υπήρξε, για ένα διά
στημα, μελετητής τής Αρχαίας Ελληνικής και τής Ρωμα'ίκής Ι<πορίας. Αρ γότερα ενδιαφέρθηκε για τον Μεσαίωνα και έγραψε δύο έργα γενικής
φύσεως:
1) Την Ιστορία τής Ελλάδας από την κατάλυση του αρχαίου βίου ώς σήμερα (Geschichte Griechenlands seit dem Absterben des antiken Lebens bis zum Gegenwart) σε 4 τόμους, Gotha, 1876-1879), και 2) την Ιστορία τών Βυζαντινών και τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέ
λος τού 160υ αιώνα
(Geschichte der Byzantiner und des Osmanischen Reiches bis gegen Ende des Sechzehnten Jahrhunderts), που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1883. Αν και δεν είναι πραγματικά πρωτόπυτα αυτά τα δύο βιβλία, έχουν εισαγάγει πολλά από τα συμπεράσματα τής εργασίας
τού Χοπφ σ' έναν ευρύτερο κύκλο αναγνωστών, κυρίως λόγω τού ωραίου και εύκολού τους ύφους.
ΤΟ δεύτερο βιβλίο εκδ6θηκε σε ρωσική μετάφραση από τον Π. Β.
Μπεζομπραζόφ (Ρ. V. Bezobrazov, Μόσχα, 1896). Η με'(άφραση αυτή, σε σύγκριση με το γερμανικό πρωτότυπο, είναι αξιόλογη, γιατί ο Μπεζο μπραζόφ δεν χρησιμοποίησε μόνο το διαθέσιμό του υλικό, αλλά και πρόσθεσε αρκετά παραρτήματα, τα οποία εμφανίζουν τα κύρια συμπε ράσματα τών μελετών που έγιναν από Ρώσους λογίους <πο πεδίο τής ε σωτερικής ιστορίας τού Βυζαντίου. Αυτές οι προσθήκες αφορούν σε το
μείς που δεν αναφέρει ο Χέρτσμπεργκ, όπως είναι το μεγάλο παλάτι και οι τελετές τής αυλής, οι συντεχνίες τεχνιτών και εμπόρων, οι χωρικοί, η κοινότητα τών χωρικών και ο αγροτικός κώδικας, τα κριτήρια για την π?οστασία τής ιδιοκτησίας τών χωρικών, η δουλοπαροικία, τα κτήματα των αγροτών, οι φόροι, το σύστημα φορολογίας και οι καταχρήσεις τών φΟροσυλλεκτών. Το βιβλίο αυτό έχει πολλή αξία για μια στοιχειώδη γνω-
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
36
ριμία με την Ιστορία τού Βυζαντίου. Γκρεγκορόβιους: Ένας άλλος λ6γιος που χρησιμοποίησε ως πηγή για το
έργο του τις έρευνες τού Χοπφ, ήταν ο Φέρντιναντ Γκρεγκορ6βιους, γνωστ6ς για το ευρύ του έργο επί τής μεσάιωνικής ιστορίας τής Ρώμης.
Το έργο αυτ6 ενέπνευσε στον συγγραφέα του την ιδέα τής μελέτης τής μεσαιωνικής ιστορίας εν6ς άλλου κέντρου τού αρχαίου πολιτισμού, δηλα
δή τών Αθηνών. Το αποτέλεσμα αυτής τής μελέτης υπήρξε η δίτομη Ισco ρία τής πόλης τών Αθηνών κατά τον Μεσαίωνα
(Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter), που εκδ6θηκε στην Στουτγκάρδη το 1889. Το έργο. αυτ6 έχει θεμελιωθεί στην εργασία τού Χοπφ. Σύμφωνα με τη γνώμη τού . Γκρεγκορ6βιους, αποτελεί μια σταθερή βάση για 6λες τις έρευνες που έ-'
γιναν απ6 την εποχή τού Χοπφ, καθώς και για κάθε άλλη έρευνα που θα γίνει στο μέλλον(1). Ο Γκρεγκορ6βιους παρουσιάζει επίσης την πνευματι-
: .
κή ζωή τής χώρας, μια 6ψη, την οποία ο Χοπφ είχε παραλείψει. Χειριζ6-
μενος το θέμα του θαυμάσια, και προσθέτοντας νέο υλικ6, έδωσε μια εξαιρετική εικ6να τής μεσαιωνικής Αθήνας, έχοντας σαν φ6ντο την γενι-
.
κή ιστορία τού Βυζαντίου. Η περιγραφή του φθάνει μέχρι την εποχή τής
ιδρύσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος τον
190 αιώνα. Το έργο του είναι'
ακ6μα και τώρα ενδιαφέρον και αξι6λογο.
Μπιούρυ
(Bury): Ο Τζ. Μπ. Μπιούρυ (1861-1927) ήταν καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο τού Καίμπριτζ. Έγραψε, εκτ6ς απ6 άλλα βιβλία στον τομέα τών Βυζαντινών Μελετών, τρεις τ6μους, με θέμα την γενική ιστο ρία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που περιλαμβάνουν γεγον6τα απ6 το
395
μέχρι το
867.
Οι πρώτοι δύο τ6μοι εκδ6θηκαν το
1889
με τον τίτλο
Ισcoρία τής Ύσcερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Αρκάδιο μέχρι την Ειρήνη (Α
history of the Later Roman Empire, from Arcadius to Irene). Αυτοί οι δύο τ6μοι μελετούν γεγον6τα μέχρι το 800 μ.χ., δηλαδή μέ
χρι τη στέψη τού Καρλομάγνου στην Ρώμη, απ6 τον Πάπα Λέοντα ΓΌ Ο
Ν. Χ. Μπέυνζ λέει 6τι: «κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για την απο κάλυψη τών Βυζαντινών Μελετών τού Μπιούρυ που έγινε, 6ταν το
1889
παρουσιάστηκαν οι δύο τ6μοι τής Ισcoρ{ας τής Ύσcερης Αυτοκρατορίας. Το βιβλίο αυτ6 είναι μια θαυμάσια πρωτοποριακή εργασία, με την οποία ο Μπιούρυ κατέκτησε διακεκριμένη θέση ως ιστόρικ6ς»(2). Ο τρίτος τ6-
(1) «Geschichte der Stadt Athen im Mitterlalter νοη der Zeit Justinian's bis zur Eroberung», Ι, χνίίί-ΧΊΧ. (2) Ν. Η. Baynes, ed., «Α bibliography οί the Works of J. Β. Bury», 5-6. Πρόκειται περί εξαιρετικου έργου. Μια βιογραφία του Μπιουρυ υπάρχει στις σελίδες 1-124. Νεκρο λογικό σημείωμα σ. 124. Πλήρης βιβλιογραφία του έργου τού Μπιουρυ στις σελ. 126175. tι'lrkischen
ιΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
37
μος κυκλοφόρησε είκοσι χρόνια αργότερα, με τον τίτλο [σroρία τής Ανα τολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την πτώση τής Ειρήνης μέχρι την
άνοδο τού Βασιλείου Α' (Λονδίνο την περίοδο
802-867.
Στα
1912).
Ο τόμος αυτός ασχολείται με
1923 εκδόθηκε η δεύτερη
έκδοση τών δύο πρώ
των τόμων. Αυτή καλύπτει γε'(ονότα μόνον μέχρι το τέλος τής βασιλείας
τού Ιουστινιανού τού Μεγάλου
(565
μ.χ.) και είναι κάτι περισσότερο α
πό μια αναθεωρημένη έκδοση: Είναι σχεδόν ένα καινούργιο έργο σχετι κό με την πρώιμη ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο πρώτος από αυτούς τούς τόμους
-
όπως λέει ο συγγραφέας τους
θα μπορούσε να
-
έχει τον τίτλο «Η γερμανική κυριαρχία cπη Διπική Ευρώπη» και ο δεύτε ρος «Η Εποχή τού Ιουστινιανού»(I).
Η ιστορία τής περιόδου
565-800
δεν έχει ακόμα εκδοθεί για δεύτερη
φορά. Ο Μπιούρυ είχε σκοπό να '(ράψει μια ευρύτερη βυζαντινή ιcπoρί α, αλλά δυστυχώς πέθανε στη Ρώμη την Ιη Ιουνίου, το
1927, χωρίς να τε
λειώσει το έργο του αυτό.
Στο έργο του ο
Μπιούρυ υπoσt'ήριξε μια σωcπή ιδέα σχετικά με τη
Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία: τη συνεχή της ύπαρξη από τον
10
μέχρι τον
150
αιώνα, Δεν υπάρχει περίοδος τής ιστορίας, έλεγε ο Μπιούρυ στον πρό λογό του τής πρώτης έκδοσης, η οποία να έχει τόσο πολύ συσκoτιcπεί α πό λανθασμένους τίτλους, όσο η περίοδος τής Ύστερης Ρωμα'ίκής Αυτο
κρατορίας. Το γεγονός δε ότι η περίοδος αυτή έχει τόσο πολύ παρεξηγη
θεί, οφείλεται περισσότερο cπην ακατάλληλη ονοματολογία. Το πρώτο
βήμα για τη σύλληψη τής ιστορίας αυτών τών αιώνων, διά μέσου τών ο ποίων οι Αρχαίοι εξελίχθηκαν στον σύγχρονο κόσμο, είναι η κατανόηση
τού ότι η Αρχαία Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, μέχρι το
1453.
Η γραμμή τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων συνεχίστηκε σε
μια αδιάσπαστη διαδοχή, από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι τον Κων σταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα. Αιπό το χαρακτηριστικό γεγονός είναι τώρα σκοτεινό, λόγω τής ονομασίας «Βυ
ζαντινή» ή «Ελληνική», την οποία δίνουμε στην αυτοκρατορία κατά την ύστερή της περίοδο. Ιστορικοί που χρησιμοποιούν τη φράση «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» διαφωνούν γενικά ως προς τη χρονολογία, κατά την ο ποία η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία τελειώνει για να αρχίσει η Βυζαντινή.
Μερικές φορές η διαχωριστική γραμμή ορίζεται με την ίδρυση τής Κωνσ ταντινουπόλεως από τον Μεγάλο Kωνcπαντίνo, άλλοτε με τον θάνατο
τού μεγάλου Θεοδοσίου, άλλοτε με τη βασιλεία τού Ioυcπινιανσύ και άλ
λοτε (Φίνλεϋ) με την άνοδο τού Λέοντος τού Ισαύρου, ενώ ο ιcπoρικός
Που υιοθετεί μια διαχωριστική γραμμή, δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο ι-
(1) Bury, «Later Roman Empire», πρόλογος. VΙΙ.
.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
38
σroρικός που υιοθετεί μια διαφορετική γραμμή έχει άδικο, γιατί όλες αυ-
,
τές οι διαιρέσεις είναι αυθαίρετες. Η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία δεν έπαψε
να υπάρχει μέχρι το
1453 και τέ'ωιες
εκφράσεις, όπως «Βυζαντινή», «Ελ
ληνικη», «Ρωμαϊκή» ή «Ελληνορρωμαϊκη Αυτοκρατορία», συντελούν μό
νο στη συσκότιση ενός αξιόλογου γεγονότος και στη διαιώνιση ενός σο βαρού λάθους.
Για τούτο τον λόγο ο Μπιούρυ τιτλοφόρησε την πρώτη έκδοση τών δύο του τόμων που ασχολούνται με την περίοδο που προηγείται τού μ.χ. Ιστορία τής Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα
800
800
ο Καρλο
μάγνος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας σrηPώμη. Επομένως, aπό τη σrιγ μή αυτή είναι σωστό να κάνουμε διάκριση μεταξύ τών δύο αντιπάλων αυ τοκρατόρων, χρησιμοποιώντας τα επίθετα δυτική και ανατολική. Αλλά δυσrυχώς η φράση «Ανατολική Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία» δεν χρησιμο ποιείται με αυτόν τον σωσtό τρόπο. Ακούμε για μια Ανατολική και Δυτι
κη Ρωμαϊκή ΑυτοκρατορΙα τού 5ου αιώνα, ενώ αλλού αναφέρεται η πτώ-ση μιας Δυτικής Αυτοκρατορίας το
476.
.
Μια τέτοια γλώσσα, αν και επι-.
κυρώνεται με μεγάλα ονόματα, δεν είναι σωστή και οδηγεΙ σε μεγαλύτε ρες περιπλοκές. Δεν εΙναι σωστή, γιατί η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ηταν μία και αδιαίρετη τον
50 αιώνα και,
αν και, γενικά, ήταν περισσότεροι α
πό ένας οι αυτοκράτορες, ποτέ δεν υπήρξαν δύο αυτοκρατορίες. Μιλώ ντας για δύο αυτοκρατορίες σroν
50
αιώνα, είναι σαν να παρερμηνεύου
με την LσtOρία κατά τον χειρότερο τρόπο. Κανείς δεν ομιλεί για δύο Ρω μα'ίκές Αυτοκρατορίες σrις μέρες τού Kωνσrαντίoυ και τού Κώνστα.
(διαδόχων τού Μεγάλου Kωνσrαντίνoυ), ενώ οι σχέσεις μεταξύ Άρκαδί ου και Ονωρίου, Θεοδοσίου Β' και Βαλεντινιανού Γ' και Λέοντος Α' και ΑνθεμCOυ ηταν ακριβώς οι ίδιες με τις πολιτικές σχέσεις που υφίσταντο μεταξύ τών γιων τού Kωνσrαντίνoυ. Οσοδηποτε ανεξάρτητοι χθρικοί μετςχξύ τους
-
-
ή και ε
και αν ήταν οι ηγεμόνες από καιρού εις καιρόν,
θεωρητικώς, η Αυτοκρατορία την οποία κυβερνούσαν έμενε ανεπηρέα
σrη. Καμιά αυτοκρατορία δεν έπεσε το
476.
Το έτος αυτό ορίζει απλώς έ
να στάδιο, και μάλιστα όχι το πιο σημαντικό, εν σχέσει με την εξέλιξη τής· aπoσυνθέσεως που συνετελεΙτο κατά τη διάρκεια όλου τού αιώνα. Η εκ θρόνιση τού Ρωμύλου Αυγουστύλου ούτε καν συγκίνησε τη Ρωμα'ίκή Αυ
τοκρατορία. Πολύ λιγότερο μπορούσε να προκαλέσει την πτώση της. Εί ναι ατυχές, επομένως, το ότι ο Γίββων ομιλείγια την <<Πτώση τής Δυτικης Αυτοκρατορίας» και ότι πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς έχουν υιοθετήσει αυτή τη φράση. Έτσι η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία υφίσrατo από τον
150
μ.χ. αιώνα. Μόνο aπό το
800
10
π.χ. μέχρι τον
και έπειτα μπορούμε να διακρίνουμε
μια Ανατολική Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία λόγω τής ιδρύσεως μιας άλλης
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
39
Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας στην Δύση(\). Ο Μπιούρυ ως εκ τούτου τιτλο
φόρησε τον τρίτο του τόμο, που εκδόθηκε το
802
1912,
και τα γεγονότα τού
και έπειτα Ιστορία τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με
σκοπό να διακρίνει τον τόμο αυτό από τους δύο πρώτους. Ο Μπιούρυ σημειώνει τον επιπόλαιο τρόπο με τον οποίο οι φιλόσοφοι
και συγγραφείς τού 180υ αιώνα μεταχειρίστηκαν την ιστορία τού Βυζα ντίου και παρατηρεί ότι αυτοί οι εξέχοντες άνθρωποι αγνόησαν τελείως έναν από τους πλέον σημαντικούς και αναγκαίους παράγοντες τής εξέλι ξης τού πολιτισμού τής Δυτικής Ευρώπης, την επίδραση δηλαδή τής Ύστερης Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας και τής Νέας Ρώμης(2). Φυσικά η ά
ποψη τού Μπιούρυ δεν ήταν κάτι το νέο. Η ιδέα μιας συνεχούς Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας είχε ήδη πριν από αυτόν αναγνωρισθεί από ανθρώπqυς
τού κύρους τού Μοντεσκιέ, στο βιβλίο του Σκέψεις για τις αιτίες τού μεγαλείου τών Ρωμαίων και τής παρακμής τους, Αλλά ο Μπιούρυ υπο στήριξε τη θέση αυτή με ασυνήθη δύναμη και τήν μετέβαλε σε πειθώ. Η ιστορία του αξίζει πολλής προσοχής. Ενώ μελετά την ιστορία τού α νατολικού τμήματος τής Αυτοκρατορίας, παρακολουθεί, μέχρι το
800, τα
γεγονότα τού δυτικού τμήματος. Φυσικά αυτό συμβαδίζει αρμονικά με
την ιδέα του τής ενότητας τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μπιούρυ δεν περιορίζεται από την πολιτική ιστορία. Ολόκληρα κεφάλαια τού βιβλίου
του είναι αφιερωμένα σε ζητήματα οργανωτικά, φιλολογικά, κοινωνικά, γεωγραφικά και καλλιτεχνικά. Τα δύο πρώτα κεφάλαια τής 2ης έκδοσης, αφιερωμένα στην μοναρχία και στον διοικητικό μηχανισμό, θεωρούνται, από έναν πολύ γνωστό ειδικό στην ιστορία τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορί ας, ως η καλύτερη περιγραφή τών γενικών συνθηκών τής Ύ(Περης Ρω
μα'ίκής Αυτοκρατορίας(). Ο Μπιούρυ γνώριζε καλά Ρωσικά και άλλες
σλαβικές γλώσσες, τις οποίες χρησιμοποιούσε για την αξιοποίηση τής σχετικής με την ιστορία τού Βυζαντίου ρωσικής και βουλγαρικής φιλολο γίας.
Λάμπρος: Ο Σπυρίδων Λάμπρος, Έλληνας λόγιος και καθηγητής τού
Πανεπιστημίου Αθηνών, υπήρξε ένας δρασtήριoς εκδότης χειρογράφων και ιστορικών κειμένων και ο συγγραφέας ενός καταλόγου ελληνικών
(1) Bury, «Later Roman Empire», Ι, ν-νίi. Η εισαγωγή αυτή έχει παραληφθεί στη 2η έκδοση. Βλέπε F. Ddlger, «Review: Bury», Byzantinische Zeitschrift, χχνι, 1-2 (1926),97. (2) Ένθ. ανωτ. (3) Μ. Rostovtzeff, «The Social and Economic History of the Roman Empire», σελ. 628.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
40
χειρογράφων τού Αγίου Όρους. κυρια συμβολή του υπήρξε ένα εξάτομο
έργο, που τό άρχισε το από τον θάνατό του -
1886 και τό τελείωσε το 1908 -
εννέα χρόνια πριν
και που είναι γνωστό ως: Ιστορία τής Ελλάδος μετ'
εικόνων από τών αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τής αλώσεως τής ΚωνσιαVΤI νουπόλεως. Το έργο αυτό, προορισμένο για το ευρύτερο κοινό, περιγρά
φει καθαρά και περιεκτικά τα γεγονότα τής ΒυζαντΙνής Ιστορίας μέχρι το τέλος τής Αυτοκρατορίας. Ο συγγραφέας δεν αναφέρει τις πηγές του. Το κείμενό του είναι εικονογραφημένο με αρκετά σχέδια(l). Γκέλτσερ
(Gelzer):
Ο Γκέλτσερ, καθηγητής του Πανεπιστημίου τής Ιένας,
έγραψε, για τη δευτερη έκδοση τής Ιστορίας τής Βυζαντινής Φιλολογίας του Κρουμπάχερ (Κrumbacher), μια Περι'ληψη τής Ιστορίας τών Αυτο κρατόρων τού Βυζαντίου Μόναχο
1897).
(Abriss der byzantinischen
Κaisergeschichte,
Μέρη αυτής τής περίληψης, ασχολούμενα κυρίως με την
εξωτερική ιστορία, εξαρτώνται απευθείας από τα έργα του Χέρτσ μπεργκ. Πολιτικολογώντας ο Γκέλτσερ, μερικές φορές αφήνει την συμ πάθεια ή αντιπάθειά του να επηρεάσουν την περιγραφή τών γεγονότων
τής Βυζαντινής Περιόδου. Η περίληψή του ίσως έχει αξία ως στοιχειώ δες βοήθημα.
Είναι ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς τί γράφει ο Γερμανός αυτός ε πιστήμονας στο τέλος τής περίληψής του: «ο Τσάρος τής Ρωσίας -γράφει- παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα από τον Οίκο τών Παλαιολ6γων. Το στέμμα τού Κωνσταντίνου τού Μονομάχου δ6-
θηκε, στο Κρεμλίνο, στον Αυτοκράτορα Πασών τών Ρωσιών. Το ρωσικό κρά τος αποτελεί μία κατευθείαν συνέχεια τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και αν ποτέ η Αγία Σοφία γίνει πάλι χριστιανική -εάν η Μικρά Ασία αποσπασ θεί από τα χέρια τών Τούρκων -
θα εξουσιασθεί από τον Ρώσο Τσάρο. Η
αγγλική παρέμβαση είναι ενάντια στην φύση και την ιστορία και ασφαλώς, έ
στω και αργά, θα εξαλειφθεί. Μόνον ο Ρώσος Τσάρος, ο υπερασπιστης τής Ορθοδόξου Ελληνικής θρησκείας, μπορεί να γίνει Auτoκράτoρας τής Κων σταντινουπόλεως, εφόσον αυτός έχει συνείδηση τών μεγάλων του κα θηκόντων»(2)
(1)
.
Βλέπε κυρίως το έργο που αφιερώθηκε, στην Ελλάδα, στη μνήμη τού Λάμπρου:
«Σπυρίδων Λάμπρος,
1851-1919», Αθήναι 1920. Βλέπε βιβλιογραφία τών έργων τoV Λάμπρου στις σελ. 35-85 και ανέκδοτα χειρόγραφα που βρέθηκαν μετά τον θάνατό του στις σελ. 86-138. Βλέπε επίσης Ε. Στεφάνου: «Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919), Ξενοφών Σιδερίδης (1851-1929)>>, Echos d' Orient, ΧΧΙΧ (1930), 73-79. Το σχετικό με το Βυζάντιο έργο τού Λάμπρου δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί.
(2) «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte», 1067.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Έσελιvγκ
(Hesseling):
Το
1902 ο Ντ.
41
Κ. Έσελινγκ, καθηγητής τού Πανε
πιστημίου τού Λάυντεν, στην Ολλανδία, εξέδωσε το βιβλίο: Βυζαντινή Αυτοκρατορία: Μελέτες οχετικές με τον πολι.τισμό μας από τής Εποχής τής ιδρύσεως τής Κωνσταντινουπόλεως
(Byzantium: Studien over onze beschaving na de stichting van Konstantinopel, Haarlem, 1902). Δεδομέ
νου 6τι η ολλανδική γλωσσα δεν είναι κατανοητή από πολλούς, το βιβλίο
αυτό ήταν απρόσιτο μέχρι το ρoυσιάσtηκε με τον τίτλο
Hesseling
1907, οπ6τε μια γαλλική μετάφρασή του πα Essai sur Ια civilΊSαtion byzαntine pαr D. C.
(Δοκίμιο για τον Βυζαντινό πολιτισμό τού Ντ. Κ. Έσελινγκ). Η
μετάφραση έγινε από έναν πολύ γνωστό βυζαντινολόγο και μέλος τής Α
καδημίας, τον Σλυμπερζέ (G. Schlumberger), που άφησε να νοηθεί, κά πως σκοτεινά, ότι «η μετάφραση έχει προσαρμοστεί σύμφωνα με τη νοο τροπία τού γαλλικού αναγνωστικού κοινού». Το σύντομο βιβλίο τού Έσελινγκ περιγράφει τον πολιτισμό τού Βυ
ζαντίου με ευρείς όρους και μελετά όλες τις πλευρές τής πολύμορφης ζω
ής τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Από τα πολιτικά γεγον6τα ο συγγρα φέας διαλέγει μόνο αυτά που κάπως φωτίζουν τον πολιτισμό τού Βυζα ντίου, και από τα άτομα και τα μεμονωμένα γεγονότα εκείνα τα οποία
συντελούν στην κατανόηση των γενικων ιδεων. Ο Έσελινγκ έδωσε μεγά λη προσοχη σι;α γράμματα και στην τέχνη. Αυτό το Δοκίμιο για τον Βυζα ντινό Πολιτισμό, αν και κάπως σι;οιχειωδες για τον ειδικό, έχει αξία για
αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν τη γενική σημασία τής Βυζαντινής Πε
ριόδου μέσω μιας ευκολοδιάβασι;ης περιγραφής, που -συγχρ6νως- εί ναι καλά τοποθετημένη.
Μπάσελ (Bussell): Το δίτομο έργο τού Μπάσελ Η Ρω/ιαϊΚή Α1Ποκρατορί α: Δοκίμια για την ιστορία των θεσμών από την άνοδο τού Δομητιανού
(81 μ.Χ) μέχρι την αποχώρηση τού Νικηφόρου Γ' (1081 μ.Χ) [The Roman Empire: Essays οη the Constitutional History from the Accession of Domitian (81 A.D.) to the Retirement of Nicephorus 111 (1081 A.D.)] δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο το 1910. Αν και το έργο αυτό δεν οτερείται α πό ενδιαφέρουσες ιδέες, πάσχει τόσο από τις τεράστιες περιγραφές, τις επαναλήψεις και την έλλειψη διαύγειας ωστε, ορισμένες φορές, οι αξιό
λογες ιδέες παρουσιάζονται σκοτεινές. Ο χρονολογικός σκελετός αυτής
της έρευνας έχει επιλεγεί στην τύχη, αν και ο συγγραφέας προσπάθησε να τού δωσει κάποια βάση (βλέπε τόμος 10ς, σελ. 1-2, 13-17). Στον δεύ τερο τόμο ο αναγνωστης εκπλήσσεται από το γεγονός 6τι βρίσκει εκεί μι α περίληψη τής ιστορίας των σχέσεων μεταξύ Αρμενίας και Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας από το 520 μέχρι το 1120. Τό έργο τού Μπάσελ Βεν είναι εύκολο να διαβαστεί και δεν έχει παραπομπές. Η βασικη αρχή τού συγ-
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
42
γραφέα είναι ότι ο δημοκρατικός τύπος τής Ρωμαϊκής Διοικήσεως συνέ χισε να υπάρχει, με τη μία ή την άλλη μορφή, μέχρι την περίοδο τών Κο μνηνών, δηλαδή μέχρι το
1081, οπότε
οριστικά αντικαταστάθηκε από τον
τύπο τού βυζαντινού δεσποτισμού, την τυραννία. Η Μεσαιωνική !στορ(α τού Κα(μπριτζ: Μία πλήρης ιστορία τής Βυζαντι νής Αυτοκρατορίας, συμπληρωμένη με μια εξαιρετική βιβλιογραφία, υ πάρχει στη μεσαιωνική ιστορία τού Καίμπριτζ. Ο πρώτος τόμος περιέχει
κεφάλαια σχετικά με την περίοδο από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι τον θάνατο τού Αναστασίου το
518, ο Α' (518)
δεύτερος καλύπτει γεγονότα από
την εποχή τού Ιουστινιανού
μέχρι την εποχή τών Εικονοκλα
στών, ενώ ολόκληρος ο τρίτος τόμος είναι αφιερωμένος στην ιστορία τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από το
717
μέχρι το
1453,
σε συνάρτηση με
την ιστορία τών αρχαίων Σλάβων, τής Αρμενίας, τών Μογγόλων και τών Βαλκανικών χωρών. Δεν υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για την περίοδο τών Παλαιολόγων. Αυτή η γενική ιστορία τού Μεσαίωνα εκδόθηκε υπό την
καθοδήγηση τού Τζ. Μπ. Μπιούρυ και αντιπροσωπεύει την εργασία γνω στών επιστημόνων τής Ευρώπης.
Ρομfιv
(Romein):
Στα
1928
ο Γιάν Ρομέιν δημοσίευσε, στα Ολλανδικά,
μια πολύ καλή εργασία σχετική με τη Βυζαντινή Ιστορία υπό τον τίτλο ΒvζάΥιΙΟ: ιστορική θεώρηση τού Κeάτovς και τού πολιτισμού τής Ανατο λικής Ρωμαϊκής Αvτοκρατορ(ας
van Staat en Beschaving
ίη
(Byzantium. GeschiedKundig Oνerzicht het Oost - Romeinsche Rijk). Το βιβλίο αυτό
είναι πολύ αξιόπιστο και, αν και δεν έχει παραπομπές, στηρίζεται σε πρωτότυπες πηγές. Δεν ασχολείται μόνον με την πολιτική ιστορία, αλλά και με την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη τής Αυτο κρατορίας. Περιέχει, επίσης, τριάντα πέντε εξαtρετικές εικόνες. Bασtλιεφ: Η !στορ(α τής ΒvζαΥιινής Αυτοκρατορ(ας τού Βασίλιεφ (Α. Α.
Vasiliev) εκδόθηκε στο Μάντισον (Γουισκόσιν) στα 1928 και 1929. Το έργο αυτό καλύπτει όλη την ιστορία τής Αυτοκρατορίας από τον 40 αιώ να μέχρι την πτώση της το 1453. Στα 1932 το βιβλίο αυτό εκδόθηκε Γαλλι κά σε μια εικονογραφημένη, εμπλουτισμένη και αναθεωρημένη έκδοση,
με χάρτες όχι και τόσο ικανοποιητικούς. Στη γαλλική αυτή έκδοση υπάρ χει μια εισαγωγή τού διάσημου Γάλλου βυζαντινολόγου Σαρλ Ντηλ(l).
(1) Α Α Vasίliev, «Histoire de)' Empire Byzantine», μετάφραση από τα Ρωσικά τών Ρ. Brodin και Α Bourguina: έκδοση Α Picard, πρόλογος Σαρλ Ντηλ Το ότι το βιβλίο με ταφράσθηκε από τα Ρωσικά είναι ανακριβές. Μεταφράσθηκε από την αγγλική έκδοση, αλλά οι μεταφραστές ίσως χρησιμοποίησαν και την απηρχαιωμένη ρωσική έκδοση.
.
!!ΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
43
Ράνσιμαν νός
(Runciman): Το αξιόλογο έργο τού Στήβεν Ράνσιμαν Βυζαντι Πολιτισμός (Byzantine Civilization) παρο'\.!οιάστηκε στα 1933. Ο
Ράνσιμαν αρχίζει το βιβλίο το'\.! με μια συζήτηση γύρω από το θέμα τής ι δρύσεως της Κωνσταντινovπόλεως. Εν συνεχε(α, δίνει μια πολύ σύντομη αλλά καθαρή περίληψη τής πολιτικής ιστορίας, τής διοικήσεως τής οργα νώσεως, τής θρησκείας, τής Εκκλησίας, τού στρατού, τού ναυτικού, τής διπλωματικής υπηρεσίας, τού εμπορίov, τής αστικής και αγροτικής ζωής, τής αγωγής και τής εκπαίδευσης, τών γραμμάτων, της τέχνης και -τελι
κά- μια εικόνα τού «Β'\.!ζαντίov εν σχέσει προς τovς Γείτονάς του». Το βιβλίο αυτό είναι ενδιαφέρον και καλογραμμένο(l}. Γιόργκα (Ν.
Iorga):
Το
1934 ο
Ρουμάνος ιστορικός Ν. Γιόργκα δημοσίευ
σε, στα Γαλλικά, την Ιστορία τής ζωής τού Βυζαντίου: Αυτοκρατορία και Πολιτισμός
(Histoire de la vie Byzantine. Empire et
civilίsation). Ο συγ·
γραφέας διαιρεί την ιστορία τής Βυζαντινής Αmοκρατορίας σε τρεις πε
ριόδους: (1) Από τo~ινιανό μέχρι τον θάνατο τού Ηρακλείου, «η οικουμενική αυτοκρατορία»
(l'empire oecumenique). (2)
Από την εποχή
τού Ηρακλείου μέχρι τους Κομνηνούς, «η μέση αυτοκρατορία τού Ελλη
νικού Πολιτισμού»
(l'empire moyen de civilisation hellenique).
Και
(3)
την περίοδο τών Κομνηνών και τών Παλαιολόγων, «Η αυτοκρατορία τής
λατινικής διείσδυσης»
(l'empire de penetration
latίne) .. Το βιβλίο περιέ
χει μεγάλο αριθμό πληροφοριών σχετικών με όλες τις πλευρές τής Βυ
ζαντινής Ιστορίας και πολλές λεπτές παρατηρήσεις, καθώς και πρωτότυ πες - μερικές φορές μάλιστα συζητήσιμες - ιδέες. Περιέχει μια πολύ πλούσια και εκτενή βιβλιογραφία.
Ντηλ και Μαρσαί (Diehl και Marcais): Το έργο ΟΑνατολικός Κόσμος από το
a
365 έως το 1081 (Le Monde Oriental de 365 1081) τών Σαρλ Ντηλ και Ζωρζ Μαρσαί κυκλοφόρησε στο Παρίσι στα 1936, σε έ~αν τό μο τής σειράς «Histoire Generale», που εκδόθηκε υπό την επίβλεψη τού Γκυστάβ Γκλοτς (Gustave Glotz). Για πρώτη φορά, στη σειρά τών Βυζαν
τινών Μελετών, η ιστορία τού μουσουλμανικού κ6σμov-τού οποίου η
τύχη είναι αδιάσπαστα δεμένη με την Ανατολική Αυτοκρατορία- συμ περιελήφθη σε ένα βιβλίο με θέμα το Βυζάντιο. Οι δύο αυτοί εκλεκτοί ε πιστήμονες άφησαν ένα εξαιρετικό έργο. Ο Ντηλ, φυσικά, στηρίζεται ο
λοκληρωτικά στα παλαιότερα έργα του. Προσαρμόζοντας το έργο το'\.!
Προς το σχέδιο τής σειράς τών εκδόσεων, ο Ντηλ αρχίζει το βιβλίο του α-
(1) Βλ. την κριτική τού Σαρλ Ντηλ για το Bυζαvτιν6ς Πολιτισμ6ς τού Ράνσιμαν στο «Byzantinische Zeitschrift», ΧΧΧΙV (1934), 127-130. Ο Ντηλ αναφέρει μερικά λάθη,
αλλά καταλήγει στο ότι το έργο είναι εξαιρετικό.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
44
πό το
395
και έτσι δεν περιγράφει όλον τον
40
αιώνα
-
που είναι τόσο
σημαντικός για τις βυζαντινές σπουδές. Ο Ντηλ φθάνει την ιστορία του μέχρι την εποχή τών Σταυροφοριών το
1081,
μέχρις ότου, δηλαδή, αρχί
ζει μια εντελώς νέα περίοδος για την ιστορία τής Εγγύς Ανατολής. Το βι βλίο δίνει μια ωραία παρουσίαση όχι μόνον τής πολιτικής ιστορίας τής Αυτοκρατορίας, αλλά και τής εσωτερικής της ζωής, τής κοινωνικής και οικονομικής της δομής, τής νομοθεσίας της και -τελικά- τού πολύπλευ ρου και εντυπωσιακού της πολιτισμού. Το βιβλίο περιέχει μια εξαιρετική βιβλιογραφία αρχικών πηγών, καθώς και σύγχρονων έργων(!).
Ο δεύτερος τόμος τού Ανατολικού Κόσμου γράφηκε από τους Σαρλ Ντηλ, Ροντόλφ Γκιγιώ Ρενέ Γκρουσέ
1453» και
(Rodolphe Guillaud), Λυσίμαχο Οικονόμο και (Rene Grousset), με τίτλο «L' Europe Orientale de 1081 a
εκδόθηκε το
1945. Ο Ντηλ, με την συνεργασία τού Οικονόμου, περιέγραψε την περίοδο 1801-1204, ο Γκιγιώ παρουσίασε την ιστορία τού Βυζαντίου από το 1204 μέχρι το 1453 και ο Γκρουσέ ασχολήθηκε με την ιστορία τής Λατινικής Ανατολής. Το βιβλίο περιέχει κομμάτια σχετι
κά με την ιστορία τών γειτονικών λαών. Δηλαδή ασχολείται με την ιστο ρία τών Βουλγάρων, τών Σέρβων και τών Οθωμανών Τούρκων, με τον
πολιτισμό τής Βενετίας και της Γένοβας, με την Αυτοκρατορία τής Τραπεζούντος, με το Βασίλειο τής Κύπρου, με την Ηγεμονία της Μικρής Αρμενίας (Αρμενίας, Κιλικίας) και με τις λατινικές κτήσεις στις ελληνι κές θάλασσες. Το έργο αυτό αποτελεί μια πολύ χρήσιμη και αξιόλογη συμβολή(2).
Χάιχελχαϊμ
(Heichelheim):
Το
1938
ο Φριτς Χάιχελχα"ίμ εξέδωσε στα
Γερμανικά δύο ογκώδεις τόμους σχετικούς με την Οικονομική Ιστορία
(1)
Σε μια κριτική ο Ε.
Stein παρατηρεί ότι
«όλες, οι σοβαρές κριτικές συμφωνούν πως
είναι λυπηρό ότι η Ιστορία τού Βυζαντίου τού Ντηλ παρουσιάσθηκε στη συλλογή τού Γκλοτς», «Reνue
Belge de philologie et d' histoire»,
ΧΥΙΙ
(1938), 1024-1044.
Η κρίση
αυτή δεν είναι μόνο άδικη, αλλά κι ανακριβής. Βλέπε διαμαρτυρία τού Ανρί Γκρε γκουάρ
(Henri Oregoire)
στο
«ByzantioM,
ΧΙΙΙ,
σε επαινετική κριτική τού Γκ. Οστρογκόρσκι
2 (1938), 749-757, όπου παραπέμπει (ο. Ostrogorski), η οποία, γραμμένη
Σερβο-Κροατικά, μεταφράσθηκε από τον Γκρεγκουάρ. Βλέπε επίσης κριτική τού Α. Α. Βασίλιεφ στο
«Byzantinisch-Neugriechische Jahrbtlcher», ΧΙΙΙ, Ι (1937), 114-119. (2) Ο Σαρλ Ντηλ πέθανε στο Παρίσι στις 4 Νοεμβρίου, το 1944. Σχετικά με το έργο τού Ντηλ και τη σημασία του βλέπε V. Laurent, «Charles Diehl, historien de Byzance» και G. Bratianu, «Charles Diehl et la Roumanie», Revue historique du sud-est europeen», ΧΧlΙ (1945),5-36.
ιΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
45
τής Αρχαιότητος από την Παλαιολιθική Εποχή μέχρι τη μετανάστευση
τών Γερμανών, Σλάβων και Αράβων
(Wirtschaftsgeschichte der Altertums νοπ Palc'lolitickum bis zur Volkeιwanderung der Germanen, Slaven und Arabes). Δύο κεφάλαια, ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα για την εποχή μας, εί ναι το όγδοο, «Η Εποχή από τον Αύγουστο μέχρι τον Διοκλητιανό», και το ένατο, «Η Ύατερη Αρχαιότητα
(Antike)
από τον Διοκλητιανό μέχρι
τον Ηράκλειο ως φρουρός τών θησαυρών τού Αρχαίου Πολιτισμού για το μέλλον». Το βιβλίο περιέχει ποικίλες πληροφορίες επί τών κοινωνι κών και οικονομικών συνθηκών τής Αυτοκρατορίας τού 40υ, 5ου, 60υ και Ίου αιώνα. Οι πληροφορίες αυτές όμως εμφανίζονται συγκεχυμένες,
πράγμα που καωιστά το βιβλίο δύσχρηmο. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε
βαρύ, γερμανικό, ύφος, αλλά το περί Βυζαντίου μέρος αξίζει να μελετη θεί και πρέπει να προσεχθεί από τους βυζαντινολόγους. :Αμαντος: Ο Έλληνας επιστήμονας Κωνσταντίνος 'Αμαντος δημοσίευσε το
1939
τον πρώτο τόμο τής Ιστορίας τού Βυζαντινού Κράτους. Ο τόμος.
περιέχει γεγονότα σχετικά με την περίοδο
395-867,
δηλαδή μέχρι την ε
ποχή τής ανόδου τής Μακεδονικής δυναστείας. Στην αρχή τού βιβλίου
του ο 'Αμαντος δίνει μια ωραία εικόνα τών συνθηκών που επικρατούσαν στην Αυτοκρατορία κατά τον
40
αιώνα, τονίζοντας κυρίως τον θρίαμβο
τού Χριστιανισμού, την ίδρυση τής Κωνσταντινουπόλεως και τις γερμανι
κές εισβολές. Το έργο αυτό είναι πολύ αξιόπιστο, με πολλές αξιόλογες παρατηρήσεις. Δείχνει ότι οι σύγχρονοι Έλληνες ενδιαφέρονται, στα σο
βαρά, όχι μόνον για τις κλασικές μελέτες και τη σύγχρονη πολιτική, αλλά και για τους μέσους χρόνους τής Εγγύς Ανατολής, που έχουν τόση σημα
σία για την ιστορία τής Ελλάδος. Ο δεύτερος τόμος τού έργου τού Αμάν του, που παρουσιάζει την περίοδο
867-1204, δημοσιεύθηκε
στα
1947*.
Οστρογκόρσκι (Ostrogorsky): Το 1940 ο Ρώσος επιστήμονας Γκεόργκιε Οστρογκόρσκι (Georgije Ostrogorski) -που έζησε στο Βελιγράδι...,. δη μοσίευσε Γερμανικά την Ιστορία τού ΒυζαντινΟύ Κράτους
(Geschichte
des Byzantinischen Staatesγι). Το βιβλίο αυτό είναι ένα πρώτης τάξεως • Σ.τ.Μ. Εδώ ασφαλώς πρέπει να αναφερθεί το μνημειώδες πεντάτομο έργο τού ακα δημα'ίκού Φαίδωνος Κοκουλέ Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός (έκδ. Col1ection de Ι' Institut Franςais d' Athenes, 1952), το οποίο ο Βασίλιεφ δεν φαίνεται να είχε υπ' όψιν Του όταν αναθεώρησε την Ιστορία του.
(1) Το βιβλίο τού Οστρογκόρσκι αποτελεί το πρώτο μέρος τού δεύτερου τόμου τού
«Byzantinisches Handbuch ίη Rahmen des Handbuchs der Altertumswissenschaft», έκ δοση Walter Otto. Τόσο ο πρώτος τόμος όσο και τό δεύτερο μέρος τού δεύτερου τό μου δεν έχουν ακόμη εκδοθεί.
•
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
46
έργο. KαλύΠtει όλη την ιστορία τού Βυζαντίου μέχρι την Πtώση τής Αυ τοκρατορίας. Ο Οστρογκόρσκι δίνει, επίσης, μια εξαιρετική εικόνα αρχίζοντας από τον
160
-
αιώνα- τής εξελ(ξεως τών βυζαντινών ιστορι
κών μελετών. Η παλαιότερη περίοδος τής Αmοκρατορίας
(324-610)
~τε
ριγράφεται σύντομα, σύμφωνα με το σχέδιο τού Εγχειριδίου μέσα στο ο ποίο δημοσιεύθηκε. Το κείμενο, ενισχυμένο με εξαιρετικά χρήσιμες και καλοδιαλεγμένες σημειώσεις και παραπομπές, δίνει μια πολύ αξιόπιστη εικόνα τής ιστορίας τής Ανατολικής Αmοκρατορίας. Όπως δείχνει ο τίτ
λος, κύριος στόχος τού συγγραφέα υπήρξε να δείξει την εξέλιξη τού Βυ ζαντινού Κράτους υπό την επίδραση τών εσωτερικών και εξωτερικών με ταβολών. Επομένως επικρατεί στο βιβλίο η πολιτική ιστορία, αν και τα
κοινωνικά, οικονομικά και εκπολιτιστικά φαινόμενα δεν παραγνωρίζο νται. Ως παράρτημα αυτού τού τόμου μπορεί να χρησιμοποιηθεί το εξαι ρετικό κεφάλαιο τού Οστρογκόρσκι «Η θέση τών Αγροτών στη Βυζαντι νή Αυτοκρατορία κατά τον Μεσαίωνα», που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο τής Οικονομικής Ισroρίας τής Ευρώπης από την παρακμή τής Ρω
μαϊκής Αυτοκρατορίας, τού Καίμπριτζ. Το βιβλίο τού Οστρογκόρσκι να εξαιρετικό έργο -
-
έ
είναι τελείως απαραίτητο για τον μελετητή τής Βυ
ζαντινής lστορίας(!). Στα
1947-1950
κυκλοφόρησε το τρίτομο έργο τού
Γάλλου βυζαντινολόγου Λουί Μπρεγέ
(Louis Brehier), που πέθανε τον Οκτώβριο τού 1950, με τον τίτλο: Ο Βυζαντινός Κόσμος: 1. Ζωή και θάνα τος τού Βυζαντίου. 2. Οι θεσμοί τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 3. Ο Βυ ζαντινός Πολιτισμός (Le Monde Byzantin: Ι Vie et mort de Byzance: 11 Les Institutions de l' Empire Byzantin: 111 La civilίsation Byzantine). Σύντομες γενικές περιγραφές: Από τα διάφορα ιστορικά έργα που αφο
ρούν στο Βυζάντιο, αρκετά προορίζονται για το ευρύ κοινό. Τα περισσό τερα από
amti
έχουν μικρή ή καμιά επιστημονική αξία, αν και οι εκλα'ί
κευμένες αυτές περιγραφές
-
σπανίως πρωτότυπες -
έχουν την αξία
τους, γιατί ξυπνούν σε μερικούς που τίς διαβάζουν, την επιθυμία για μια εκτενέστερη μελέτη τής ιστορίας τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι πε
ρισσότερες από αυτές είναι γραμμένες Αγγλικά. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
(Byzantine Empire) τού Όμαν (C. W. Oman, 3η έκδοση, Λονδίνο, 1892) είναι ωραία εικονογραφημένη και πα ραστατική. Ο Φ. Χάρισον (F. Harrison) στην σκιαγραφία του Βυζαντινή (1) Βλέπε εξαιρετική κριτική τού Γκρεγκουάρ για το βιβλίο τού Οστρογκόρσκι στο «Byzantion», XVI, 2 (1944), 545-555. Βλέπε επίσης τις πολύ ενδιαφέρουσες παρατη ρήσεις της Ζερμαίν Ρουιγιάρ (Germaine Rouillard): «Α propos d' υπ ouvrage recent sur Ι' histoire de Ι' Etat Byzantin», Reνue de Philologie, 3rd ser. χιν (1942),169-180.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Ιστορία τού πρώιμου Μεσαίωνα
Ages,
Λονδίνο,
1900,63
47
(Byzantine History
ίη
the Early Middle
σελίδες) θέλει, με βάση τις έρευνες του Φίνλεϋ
και του MπιoυΡU, να καθορίσει από την σκοπιά του Δυτικου Ευρωπαϊ
κού Πολιτισμού την σημασία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας(l). Ο Γάλλος Πιέρ Γκρενιέ
(PieIre Grenier)
-που δεν υπήρξε ποτέ του σοβαρός μελε
τητής τής Βυζαντινής Ιστορίας- έκανε μια περίεργη προσπάθεια να δώ σει μια εικόνα τής ϊ«>ινωνικής και πολιτικής εξέλιξης τής Βυζαντινής Αυ τοκρατορίας. Το βιβλίο του εκδ6θηκε σε
2 τόμους
με τον τίτλο Η Βυζαν
τινή Αυτοκρατορία: Κοινωνική και Πολιτική της εξέλιξη
Byzantin: Son evolution sociale et politique,
Παρίσι
1904).
(L' Empire Ο τρόπος με
τον οποίο, γενικά, χε~ίζεται το θέμα του ο Γκρενιέ, δεν είναι πάντοτε ι κανοποιητικός, με αποτέλεσμα μικρά ή μεγάλα λάθη, που είναι δυνατ6ν
να τού συγχωρηθουν λόγω του ότι δεν είναι ειδικός. Πάντως το έργο του
είναι ενδιαφέρον, γιατ' δίνει αρκετές και ποικίλες πληροφορίες. Μια σύντομη και συμπυκνω~νη ιστορία τής Κωνσταντινουπόλεως, συσχετι
σμένη με την όλη ιστορία τής Αυτοκρατορίας, είναι το βιβλίο του Γ. Ν. Χάτον
(W.
Ν.
Hutton):
Κωνσταντινούπολις: Ιστορία τής Παλαιάς Πρω
τεύουσας τής Αυτοκρατορίας
(Constantinople: The Story of the Old Capital of the Empire, Λονδίνο, 1904). Ο Κ Ροτ (Κ Roth) παρουσίασε μια πολύ ξερή και σύντομη εργασία, τήν Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Geschichte der Byzantinischen Reiches, Λειψία, 1904). Ο ίδιος εξέδωσε, στα 1917, μια σύντομη Ιστορία τής κοινωνίας και τού πολιτισμού τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
(Sozial-und Kulturgeschichte des Byzantinischen Reiches). Ο καθηγητής Ρ. φον Σκάλα (R. νοn Scala) έγραψε -με τον σκοπό να συμπεριληφθεί στην Παγκόσμια Ιστορία τού Χέλμολτ (Helmholt) - μια πολύ συμπυκνω μένη περίληψη τής Βυζαντινής Ιστορίας, βασισμένη σε μια πλατιά γνώση
των πρωτότυπων πηγών και τής σχετικής φιλολογίας, με τον τίτλο Ο Ελ
ληνισμός από την εποχή τού Μεγάλου Αλεξάνδρου (Das Griechentum seit Alexander dem Grossen). Σ' αυτή την περίληψη ο Σκάλα συγκέντρωσε την προσοχή του στην ανάλυση και ανάπτυξη τής σημασίας τού πολιτι
σμού τού Βυζαντίου. Υπάρχει και ένα άλλο, αγγλικό, βιβλίο, σύντομο αλ
λά σοβαρό και καλογραμμένο, τού Ρουμάνου ιστορικού Ν. Γιόργκα, με τίτλο Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία (The Byzantine Empire), που κυκλοφό ρησε στο Λονδίνο στα
1907.
Το ωραία εικονογραφημένο και με ζωηρό
τητα γραμμένο βιβλίο του Ε. Φουρντ (Ε.
Foord):
Βυζαντινή Αυτοκρατο-
(1) Αργότερα ξανατυπώθηκε στο βιβλίο: «Among ΜΥ Books: Centenaries, Reviews, Memoirs», 180-231, τού F. Harrison.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
48
, ρία: η οπισθοφυλακή τού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού (The Byzantine Empire - the Rearguard of European Civilίzation), κυκλοφόρησε το 1911. Είναι λυπηρό ότι το βιβλίο αυτό δίνει μια σύντομη και επιφανειακή περιγραφή τής Ι<πορίας τής Βυζαντινής Aυτoκρατoρί~, κατά την εποχή τής πτώσεώς της, δηλαδή την μετά το
1204 περίοδο.
Μια άλλη σύντομη ι<πορία τού Βυζαντίου βρίσκεwxι στην Γενική Ιστο
ρ/α, από τον 40 αιώνα μέχρι την εποχή μας (Histoire generale du IVe
siecle a nos jours) τών Ε Λαβίς και Α. Ραμπώ (Ε. Lavisse και Α. Rambaud). Το ιταλικό έργο τού Ν. Τούρτσι (Ν. Turchi) Ο Βυζαντινός Πολιτισμός (La ciνilta BΊZantina) (Τορίνο, 1915), αποτελεί μια αξιόλογη περιγραφή τού Πολιτισμού τού Βυζαντίου. Στα
1919
ο Σαρλ Ντηλ εξέδωσε την Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρα
τορίας (Hίstoire
de ΙΈmΡίre Byzantin). Στο
βιβλίο του αυτό ο Ντηλ πέτυ
χε κάτι περισσότερο από μια απλή περιγραφή τής πολιτικής ισtoρίας τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: έδωσε μια περιγραφή τών πιο σπουδαίων ε σωτερικών γεγονότων και μια εξήγηση τής σημασίας τού Βυζαντινού Πο λιτισμού. Το βιβλίο αυτό, που έχει βγει σε πολλές εκδόσεις, <πη Γαλλία, περιέχει μια σύντομη βιβλιογραφία, καθώς και πολλούς χάρτες και εικό νες. Επίσης μια μετάφρασή του (τού σtην Αμερική, το
C. Ives)
κυκλοφόρησε <πα Αγγλικά,
1925.
Στο βιβλίο του Βυζάντιο: Μεγαλείο και Πτώση
Decadence,
Παρίσι,
1919)
(Byzance: Grandeur et
ο Σαρλ Ντηλ έδωσε μια ωραία εικόνα τής ε
σωτερικής ζωής τού Βυζαντίου. Αναφέρει και συζητεί τις αιτίες τής ακ μής και τής πτώσεως τής Αυτοκρατορίας, την επίδραση τού Βυζαντινού
Πολιτισμού στις γειτονικές χώρες και την κληρονομιά τού Βυζαντίου στην Τουρκία, την Ρωσία και στις Βαλκανικές χώρες(l). Ο Αουγκούστ
Χάιτζενμπεργκ
(August Heisenberg)
έδωσε σοβαρές και καλογραμμένες
περιγραφές τ~ς ζωής και τού πολιτισμού στο βιβλίο του Κράτος και Κοινωνία στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία
(Staat und Gesellschaft der Byzantinischen Reiches), που αποτελεί μέρος τού βιβλίου (Die Kultur der Gegenwart, έκδοση Ρ. Hinneberg). Ο Νόρμαν Χ. Μπέυνζ έδωσε μια ό μοια εικόνα στο βιβλίο του Βυζαντινή Αυτοκρατορία ( Byzantine Empire, Λονδίνο, 1926), που ασχολείται με την περίοδο τού 40υ αιώνα μέχρι την εισβολή τών Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη το 1204. Η Ιστορία
τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος τού 110υ αιώνα απασχολεί τον Λ. Αλφέν
(1)
(L. Halphen)
στο σύντομό του έργο: Οι Βάρβαροι: από τις
Το περιεχόμενο αυτού τού βιβλίου χρησίμευσε ως βάση για το έργο τού Ντηλ που
δημοσιεύθηκε στη Μεσαιωνική Ιστορία τού Καίμπριτζ
(IV,
κεφ. ΧΧίίί και χχίν).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
49
μεγάλες εισβoλtς έως τις τουρκικές κατακτήσεις τού 110υ αίωνα
(Les
Barbares: des grandes invasions aux conquetes turques du XIe siecle, Πα ρίσι, 1926), το οποίο περιέχει και σχετική βιβλιογραφία. Ένα άλλο βι βλίο γενικού χαρακτήρα, είναι: Το κατόρθωμα τού Βυζαντίου: ιστορική επισκόπηση
(330-1453)
τού Ρόμπερτ Μπάυρον
εκδ6θηκε στο Λονδίνο στα
(ΒΥΖanςe, Παρίσι,
1939),
(Robert Byron),
1929. Ένα μικρό γαλλικό
που
βιβλίο, Το Βυζάντιο
που, σε εκλα'ίκευμένη μορφή, περιέχει όλη την
ιστορία τής Αυτοκρατορίας, δεν είναι μόνο χρήσιμο αλλά και ευχάριστο.
Η αγγλική έκδοση τού γερμανικού βιβλίου Αυτοκρατορικό Βυζάντιο τής Μπέρτα Ντήνερ
(Bertba Diener),
κυκλοφόρησε στα
1938(1).
Στηριζόμενη
η συγγραφεύς στους σύγχρονους βυζαντινολόγους, παρουσιάζει φαίνεται από τους τίτλαuς τών κεφαλαίων -
-
όπως
την ιστορία τής Αυτοκρατο
ρίας με ύφος κάπως παραστατικό. Το τρίτο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Άγγελοι και Ευνούχοι», ενώ το τελευταίο, που περιέχει μια γενική πε ριγραφή τής καταστάσεως τής Αυτοκρατορίας μετά την 4η Σταυροφορία,
ονομάζεται -κατάλληλα- «Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας». Μια σύν τομη αλλά πολύ ωραία Ιστορία τού Βυζαντίου Πωλ Λεμέρλ
(Paul Lemerle),
(Histoire du
κυκλοφόρησε στο Παρίσι το
Byμιnce) τού
1943(2).
Περι
ληπτ~αι αξιέπαινη γενική περιγραφή τής Βυζαντινής Ιστορίας έδωσε ο Ε.
Gerland
στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια και ο Τζ. Μπ. Μπιούρυ
στην ενδέκατη έκδοση τής Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάννικα. Μια εξαιρετική εισαγωγή στην ιστορία τού Βυζαντίου αποτελεί το μνημειώδες έργο τού Ο. Ζέεκ (ο.
Seeck) Ιστορία τής πτώσεως τού αρχαί~ ου κόσμου (Geschichte des Untergangs der Antiken Welt), που κυκλοφό ρησε μεταξύ τών ετών 1895 και 1920 και που μελετά τα γεγονότα μέχρι το 476. Δύο άλλες πολύ χρήσιμες εισαγωγές στη Βυζαντινή Ιστορία είναι πρώτον η τού Ε. Στάιν (Ε. Stein) Ιστορία της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτο κρατορίας (Geschichte des spatromischen Reiches) και δεύτερον αυτή τού Φ. Λο (F. Lot) Το τέλος του αρχαίου κόσμου και η αρχή του Μεσαίω να (La ίίη du monde antique et le debut du moyenage, Παρίσι 1927), που περιέχει και την εποχή τού Μεγάλου Ιουστινιανού. Ο δεύτερος τόμος τού
έργου τού Στάιν -στα Γαλλικά
(Histoire du Bas - Empire)- που ασχο λείται με την περίοδο 476-565, κυκλοφόρησε στα 1949.. Βυζαντινή φιλολογία: Ένα απαραίτητο έργο -σχετικό με την Βυζαντινή (1) Η πρωτότυπη γερμανικι] έκδοση (1937) είχε τον τίτλο «Byzanz. Υοη Kaisern, Enge!n und Eunuchen» και κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο «Sir Ga!ahad». Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε και μια γαλλική έκδοση του βιβλίου.
(2) Βλέπε μια πoΛU καλή κριτική του tines», 11 (1945),275.
v. Grume! για ~o βιβλίο αυτό στο «audes byzan-
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
50
Φιλολογία- είναι η δεύτερη έκδοση τής εξαιρετικής Ιστορίας τής Βυζαν τινής Γραμματείας από τον Ιουστινιανό μέχρι το τέλος τής Ανατολικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
(Geschichte der Byzantinischen Litteratur νοη Justinian bis zum Ende des ostrδmischen .Reiches, Μόναχο, 1897), την ο
ποία έχει εκδώσει ο καθηγητής τού Πανεπισtημίoυ τού Μονάχου Κάρο λος Κρουμπάχερ (Κarl Κrumbacher). Τα περί θεολογικής γραμματείας, σ' αυτήν την έκδοση, επιμελήθηκε ο καθηγητής Α. Έρχαρτ (Α.
Ehrhard).
Η ίδια έκδοση περιέχει την Επισκόπηση τής Πολιτικής Ιστορίας τού Bv~ ζαντίου τού Χ. Γκέλτσερ. Το έργο τού Κρουμπάχερ είναι το πιο αξιόλογο πληροφοριακό βιβλίο που υπάρχει για τη μελέτη τής Βυζαντινής Γραμμα τείας. Περιέχει έναν μεγάλο όγκο υλικού, που αποτελεί τιμή για το βά
θος τής μελέτης και την ασυνήθη φιλοπονία τού συγγραφέα. Το γεγονός ότι ο Κρουμπάχερ γνώριζε τη Ρωσική και άλλες σλαβικές γλώσσες, τόν βοήθησε σtη χρήση σχετικών πηγών. Το βιβλίο του απευθύνεται, φυσικά, μόνο σε ειδικους και 6χι στον καθένα. Για τούτο έγραψε, για ένα ευρύτε ρο κοινό, μια μικρότερη ιστορία τής Βυζαντινής Γραμματείας:, την Ελλη νική Γραμματε{α του Μεσα(ωνα
(Die Griechische Litteratur des Mittelalters), την οποία βρίσκει κανείς στη συλλοΥη: (Die Kultur der Gegenwart), τού Ρ. Hinneberg. Το βιβλίο τού Κ. Ντήτεριχ (κ. Dieterich): Ιστο ρία τής Βυζαντινής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Geschichte der byzantinischen und neugriechischen Litteratur, Λειψία, 1902), έχει κάποια αξία. Αξιόλογο, επίσης, υλικό βρίσκει κανείς σtη σύντομη ιταλική ιστορία τής Βυζαντινής Γραμματείας τού Τζ. Μοντελατίτσι
(G. Montelatici), Ιστορία τής Βυζαντινής Λογοτεχνίας, 324-1453 (Storia della letteratura bizantina, 324-1453), που δημοσιεύθηκε στο Manuali Hoeplί, serie scientifica (Μιλάνο 1916). Το βιβλίο αυτό αποτελεί επανάληψη τής εργασίας του
.
Κρουμπάχερ. Εκδόθηκε δεκαεννέα χρόνια αργότερα και περιέχει πολλές νέες πληροφορίες. Ο Σ. Μερκάτι κριτική, που απαριθμεί πολλά λάθη
183].
(S. Mercati) έγραψε μια λεπτομερή [Roma e l' Oriente ΥΗΙ (1918), 171-
Η σύντομη Επισκόπηση τής Βυζαντινής Φιλολογίας τού Πολωνου
Γιάν Σάιντακ
(Jan Saidak, Litteratura Bizantynska,
Βαρσοβία,
1933)
δεν
είναι αξιόπιστη. Για τη μελέτη τής παλαιότερης περιόδου τής Βυζαντινής Γραμματείας (από τον
40
αιώνα) είναι πολύ χρήσιμο το βιβλίο τού Β.
Κριστ
(W. Christ) Ιστορία τής Ελληνικής Λογοτεχνίας (Geschichte der Gήechίschen Litteratur, νοl ΙΙ, Munich 1924). Τρία άλλα βιβλία είναι α ξιόλογα. Πρώτον η Ιστορία τής υστερης Ελληνικής Γραμματείας από τον θάνατο του Αλεξάνδρου, το το
565 μ.χ,
323 π.Χ,
μέχρι τον θάνατο τού Ιουστινιανου,
γραμμένη από τον Φ. Α. Ράιτ
(F.
Α.
Wright,
Νέα Υόρκη,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
51
1932), δεύτερον η ΠατρολfYJΙία (Patrologie, 3η έκδοση, Freiburg 1910) τού Ότο Μπάρντενχεβερ (Otto Bardenhewer) και τρίτον το βιβλίο τού ιδίου συγγραφέα Ιστoqία της Πρώιμης Εκκλησιαστικής Γραμματείας (Geschichte der altkirchlichen Litteratur, Freiburg 1910,5 τόμοι). Οι τρεις τελευ ταίοι τόμοι τού έΡΎου αυτού, που περιλαμβάνουν την περίοδο τού 40υ μέ χρι τον
80
αιώνα, είναι πιο αξιόλογοι. ΟΝ. Γιόργκα έχει αναλύσει τη
Βυζαντινή Γραμματεία στο έργο του Η βυζαντινή λογοτεχνία, το περιεχόμενο, οι υποδιαιρέσεις και η σημασία τους
(La lίtterature byzantine, son sens, ses divisions, sa portee, Revue historique du sud - est europeen,II, 1925, 370-97). Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ Οι Γερμανοί Ακαδημαϊκοί: Οι Ρώσοι λόγιοι άρχισαν να δείχνουν ζωηρό
ενδιαφέρον για τη Βυζαντινή Ιστορία τα πενήντα τελευταία χρόνια τού 190υ αιώνα. Κατά το πρώτο ήμισυ τού 190υ αιώνα έγιναν στη Ρωσία με ρικές μελέτες από Γερμανούς λογίους, που είχαν εκλεγεί μέλη τής Ρωσι κής Ακαδημίας Επιστημών και που έμεναν μόνιμα στην Αγία Πετρούπο
λη. Αυτοί οι Γερμανοί λ6γιοι ενδιαφέρθηκαν να δε(ξουν ποια ήταν η ση. μασία τού Βυζαντίου και τών βυζαντινών σπουδών για τη ρωσική ιστορί α. Από αυτούς τους ακαδημα'ίκούς ο Π. Κρουκ
ο Α. Κούνικ (Α.
(Ph.
Κrug,
1764-1844) και
Kunik, 1814-1899) αξίζει να αναφερθούν.
Δυτικοί και Σλαβόφιλοι: Κατά το πρώτο ήμισυ τού 19ου αιώνα, η Βυζαντι
νή Ιστορία συχνά χρησίμευσε ως υλικό, το οποίο τροφοδοτούσε μια ειδι
κή προσπάθεια αρκετών σοβαρών Ρώσων λογίων. Παραδείγματος χάρη μερικοί Σλαβόφιλοι(Ι) χρησιμοποίησαν από την ιστορία τού Βυζαντίου γε
γονότα που υποστήριζαν και ενίσχυαν τις θεωρίες τους, ενώ οι οπαδοί
τής Δύσεως έπαιρναν, από τις ίδιες πηγές, γεγον6τα που σκοπό είχαν να
δείξουν τη δυσμενή επιρροή τής ιστορίας τού Βυζαντίου και να υποδεί ξουν, συγκεκριμένα, τον μεγάλο κίνδυνο που θα διέτρεχε η Ρωσία εάν α(1) Οι Σλαβόφιλοι θαύμαζαν την Ορθόδοξη Ρωσική EκκλησCα και τις παλαιές ρωσι κές πολιτικές και κοινωνικές αρχές που επικρατούσαν πριν από την εποχή τού Μεγά-'
λου Πέτρου, τού οποίου οι μεταρρυθμίσεις -όπως πίστευαν- οδήγησαν τη Ρωσία στην αποτυχία, Οι οπαδοί τής Δύσεως, αντιθέτως, πίστευαν ότι η Ρωσία έπρεπε να ζει
σε πλήρη επαφή με τη Δυτική Ευρώπη και ότι η P~ία είχε γίνει πολιτισμένη χώρα μόνο μετά τις μεταρρυθμίσεις τού Μεγάλου ΠέτρO\J.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
52
ποφάσιζε να ακολουθήσει την παράδοση τής Αιποκρατορίας. Σ' ένα απ6 τα έργα του ο Χέρτσεν γράφει: «Η Αρχαία Ελλάς είχε πάψει να υφίσταται όταν η ρωμαϊκή κατοχή ήλθε να τή σώσει ακριβώς 6πως η λάβα και η στάχτη έσωσαν
t'tjv
Πομπηία. Η Βυ
ζαντινή Περωδος άνοιξε το σκέπασμα τού φερέτρου, αλλά το νεκρ6 κορμί παρέμεινε νεκρ6. Σαν κάθε άλλο λείψανο τ6 παρέλαβαν οι ιερείς (πάπες) και οι καλ6γεροι για να χρησιμοποιηθεί, κατάλληλα, απ6 τους ευνούχους, τους γνήσιους αυτούς αντιπροσώπους τής στειρότητας... Η Βυζαντινή Αυτο κρατορία ζούσε, αλλά η λειτουργία της είχε νεκρώσει. Και η ιστορία ενδια φέρεται για τα κράτη εκείνα μ6νον που βρίσκονται εν δράσει, εκείνα δηλαδή που κάνουν κάτι»ω.
Ένας άλλος οπαδός τής Δύσεως, ο Π. Γ. Τσααντάγιεφ (Ρ. Υ.
dayev),
Tchaa-
γράφει: «Υπακούοντας στην μαύρη μοίρα μας, αναζητήσαμε
έναν ηθικό κώδικα, προκειμένου να τόν χρησιμοποιήσουμε ως θεμέλιο τής εκπαίδευσής μας, στη θλιβερή και μισητή Βυζαντινή Αυτοκρατο
ρία»(%J. Οπωσδήποτε όμως οι σκέψεις αιπές δεν έχουν καμιά ιστορική α ξία. Οι λόγιοι αmoί
-
αν και με μεγάλη μόρφωση -
δεν υπήρξαν ποτέ
πραγματικοί μελετητές τής ιστορίας τού Βυζαντίου. Η Βυζαντινή Ιστορία άρχισε να εκτιμάται κυρίως κατά τα μέσα τού
1900 αιώνα. Ένας θερμός Σλαβόφιλος, ο Α. Σ. Χομιακόφ (Α. S. Κhomia kov), έγραφε στα 1850: «Κατά τη γνώμη μου, όποιος ομιλεί για την Βυ ζαντινή Αιποκρατορία με περιφρόνηση, έχει πλήρη άγνοια τής αμαθείας τοο»(3). Το
1850 ο περίφημος καθηγητής τού Πανεπιστημίου τής καθηγητής Τ.Ν. Γκραν6φσκι (Τ. Ν. Granovsky), έγραφε:
Μ6σχας,
«Υπάρχει ανάγκη να ομιλούμε για τη σημασία που έχει για μας, τους Ρώ
σους, η Βυζαντινή Ιστορία; Έχουμε πάρει απ6 την Κωνσταντινούπολη
(Tsargrad(·}). το
καλύτερο μέρος τού εθνικού μας πολιτισμού' κυρίως δε το
θρησκευτικ6 μας πιστεύω και τις αρχές τού πολιτισμού. Η Ανατολική Αυτο
κρατορία εισήγαγε τη Ρωσία στην οικογένεια τών Χριστιανικών Κρατών. Αλ λά εκτ6ς από αυτ6, είμαστε δεμένοι με τη μοίρα τής Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας απ6 το γεγον6ς ότι είμαστε Σλάβοι, πράγμα που δεν έχει αρκετά εκτιμη θεί από τους ξένους επιστήμονες»(S}.
(1) «The Past and Thoughts» Venezia la BeIIa (Geneve, 1879), Χ, σελ. 53-54 (Ρωσικά). (2) «Oeuνres et lettres», ed. Herschensohn, ΙΙ, σελ. 118. (3) Βλέπε «Η φωνή ενός Έλληνος υπερασπιζομένου το Βυζάντιον», Α. S. Κhomiakov «Έργα», τόμος 30ς, σελ. 366 (Ρωσικά, Μόσχα 1914). (4) Ρωσική ονομασία τής Κωνσταντινουπόλεως. (5) «Η Λατινική Αυτοκρατορία. Ανάλυση τού έργου τού Μεντοβίκοφ (Medovikov)>>, στα Άπαντα Τ.Ν. Γκρανόφσκι (4η έκδοση, 1900), σελ. 378 (Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
53
Οι κατάλληλες λύσεις τών βασικών προβλημάτων τής Βυζαντινής Ιστορίας -κατά τον Γκρανόφσκι- θα μπορούσαν να δοθούν, στην επο χή του, μόνο από Ρώσους ή Σλάβους λογίους: «Είναι καθήκον μας
-
έλε
γε - να μελετήσουμε το φαινόμενο αυτό, το οποίο τόσο μάς αφορά»(I).
Βασιλιέφσκι
(Vasilievsky):
Πραγματικός θεμελιωτής τής επιστημονικής
μελέτης τής Βυζαντινής Ιστορίας -σε ευρεία κλίμακα- υπήρξε ο Β. Βα σιλιέφσκι
(1838-1899),
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρού
πολης και μέλος τής Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Εξέδωσε έναν με γάλο αριθμό εκλεκτών έργων σχετικών με ειδικά προβλήματα τής Βυζαν τινής Ισtορίας
-
εσωτερικών και εξωτερικών -
και αφιέρωσε το
μεγαλύτερο μέρος τής δραστηριότητάς του και τής εξαιρετικής του αναλυτικής ικανότητας στη μελέτη τών ρωσο-βυζαντινών σχέσεων. Μερι κά από τα έργα τού Βασιλιέφσκι έχσιrν μεγάλη σημασία για τη γενικότε
ρη ιστορική έρευνα. Παραδείγματος χάρη ομολογείται από πολλούς δια λεκτούς λογίους τής Ευρώπης ότι το έργο τού Βασιλιέφσκι Το Βυζάντιο και σι Πατζινάκες είναι απαραίτητο για κάθε μελετητή τής 1ης Σταυρο
φορίας(2). Ο καθηγητής Ν. Κοντακόφ, που πέθανε το
1925, και ο ακαδη
μα'ίκός Θ. Ουσπένσκι, είναι επίσης εκλεκτοί λόγιοι, ο πρώτος στον τομέα τής Βυζαντινής Τέχνης και ο δεύτερος στην κοινωνική ιστορία τού Βυ
ζαντίου. Δεν συζητούμε εδώ ούτε αξιολογούμε τα βιβλία τών τριών αυ τών ιστορικών, διότι ο μεν Βασιλιέφσκι έγραψε μόνο για ειδικά θέματα,
ενώ τα έργα τού Κοντακόφ ασχολούνται, κυρίως, με· την τέχνη τού Βυ ζαντίου(3). Ο Ουσπένσκι αποτελεί κάποια εξαίρεση. Αργότερα θα πούμε κάτι περισσότερο για τους δύο του τόμους, τους σχετικούς με τη Γενική Ι στορ ία τής Αυτοκρατορίας, που παρουσιάστηκαν το
1914 και το 1927.
Γενικά, η κύρια συμβολή τών Ρώσων λογίων, μέχρι τις αρχές τού 200ύ
αιώνα, έγκειται σε μια λεπτομερή εργασία που ερεύνησε ειδικά -και σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικότατα- ζητήματα(4).
(1) Ένθ. ανωτ., 379. (2) Το 1938 γιορτάσθηκε η εκατονταετηρίδα τής γεννήσεως τού Βασιλιέφσκι. Βλέπε Α. Α. Vasίliev «ΜΥ Reminiscences of V. G. Vasilieνsky» και G. Ostrogorsky, «V. G. Vasilievsky as Byzantinologist and Creator of Modern Russian Byzantinology» και τα δύο στο Annales de l'lnstitut Kondakov, ΧΙ (1940), 207-214, 227-235. 'Ενα πολύ καλό άρθρο σχετικό με τον Βασιλιέφσκι και τη σημασία τού έργου του δημοσιεύθηκε στη Σοβιετική Ρωσία από τον Ν. S. Lebedev, Istoricesky Journal, 1944. (3) Βλέπε, ωστόσο, Kondakov "Sketches and Notes οη the History of Medieaeval Art and Culture» ΠΙ, 455. (4) Το 1926 ένας Άγγλος ιστορικός, ο Νόρμαν Χ. Μπέννζ, έγραφε: «Ολη η σχετική με την γαιοκτημοσύνη και τη φορολογία φιλολογία είναι εξαιρετικά τεχνική και τα
καλύτερα σχετικά έργα είναι γραμμένα Ρωσικά» (The Byzantine Empire, 248).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
54
Ερτόφ
(Ertov):
Το
1837,
ο Ι. Ερτόφ (Ι.
Ertov)
εξέδωσε σtη Ρωσία τη δί
τομη: Ιστορ{α τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορ{ας: Αποσπάσματα
από τη Γενική ιστορ{α. Οι τελευταίες λέξεις τού τίτλου δείχνουν ότι αυτό το βιβλίο είναι απόσπασμα από το δεκαπεντάτομο έργο του: Γενική Ιστο ρ{α και Συνέχεια τής Γενικής Ιστορ{ας τής μετακινήσεως τών Εθνών και τής ιδρύσεως Νέων Κρατών στην Ευρώπη, Ασ{α και Αφρική από την επο-
χή τού σχηματισμού τ6ύ Ρωσικού Κράτους μέχρι την καταστροφή τής Α νατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορ{ας (έκδοση 1830-1834). Ο Ερτόφ ήταν γιός ενός εμπόρου και υπήρξε αυτοδίδακτος. Γράφοντας την ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οδηγείτο από την ιδέα ότι «ο Ρώσος ανα γνώστης έχει ανάγκη, πάνω από όλα, από μια αφηγηματική ιστορία» και έλεγε ότι χρησιμοποίησε για πηγές του «εκτός από πολλές περικοπές α
πό διάφορα βιβλία και περιοδικά (γαλλικά) την ισtOρία τού Ρουαγιού, την συντετμημένη έκδοση τής ιστορίας τού Λεμπώ και την μετάφραση τής ιστορίας τού Πββωνος, τού Άνταμ
(Adam)>>(1).
Φυσικά η περιγραφή τών
γεγονότων, μέχρι την πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως, δεν έχει επLσtη
μονική αξία, αλλά υπήρξε, για την εποχή του, ένα απροσδόκητο εγχείρη μα.
Koυλακόφaκι
(Kulakovsky):
Η πρώτη σοβορή προσπάθεια για τη συγ
γραφή l1ιας γενικής ιστορίας τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έγινε από τον καθηγητή τού Πανεπιστημίου τού Κιέβου, Κουλακόφσκι. Ο ειδικός κλάδος, στον οποίο επιδιδόταν, ήταν η Ρωμα·ίκή Φ ιλολογ ία, αλλά δίδα σκεκαι Ρωμα"ίκή Ιστορία στο Πανεπιστήμιο, ενώ συγχρόνως εργάσθηκε πολύ στον τομέα τών ρωμα"ίκών αρχαιοτήτων και τής ιστορίας τής εποχής
τής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας. Μετά το
1890
ανάλωσε ένα μέρος τού
χρόνου του στη μελέτη τής Χριστιανικής Αρχαιολογίας και τής Βυζαντι νής Ιστορίας. Στ~ς αρχές τού 200ύ αιώνα
(1906-1908)
μετέφρασε το έργο
τού γνωστού Ρωμαίου ιστορικού, τού 4ου μ,Χ. αιώνα, Αμμιανού Μαρκελ λίνου, η δε μετάφρασή του χρησίμευσε ως ένα είδος εισαγωγής για τις μετέπειτα βυζαντινές του μελέτες. Το
1910
εξέδωσε τον πρώτο τόμο τής
Ιστορ{ας τής Βυζαντινής Αυτοκρατορ{ας, καλύπτοντας την περίοδο
518
μ.Χ Το
1913
δοση. Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε το
1912
και ο τρίτος το
τόμοι αυτοί περιέχουν την ιστορία τής Αυτοκρατόρίας από το το
717,
395-
ο τόμος αυτός κυκλοφόρησε σε νέα αναθεωρημένη έκ
1915. Οι 518 μέχρι
δηλαδή μέχρι την Περίοδο τής Εικονομαχίας. Με μια ασυνήθη
εργατικότητα και δραστηριότητα, ο συγγραφέας μελέτησε βυζαντινές,
(1)
«Ιστορία τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας ή τής Αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινου
πόλεως»
(St. Petersbourg, 1837, Ρωσικά).
.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
55
ελληνικές, λατινικές και ανατολικές (σε μετάφραση) πηγές και με βάση
όλα αυτά και μια βαθιά γνωριμCΑ τής γραμματείας τής περιόδου, έγραψε μια λεπτομερή
-
μέχρι το
717 -
ι<Πορία τής Bυζαvτινής Αυτοκρατορίας.
Στο έργο του ο καθηγητής Κουλακόφσκι ασχολείται με μερικές όψεις τής
εσωτερικής ζωής, αλλά πολλές φορές οι όψεις αυτές χάνovται μέσα στο πλήθος τών λεπτομερειών τής εξωτερικής πολιτικής ζωής. Ο τρίτος τόμος
είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος και αξίας. Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια τού συγγραφέα, ο Κουλακόφσκι είχε σκοπό, μέσω μιας ρεαλιστικής και
ζωηρής περιγραφής, να βοηθήσει τον αναγνώστη να εισχωρήσει στο πνεύμα τής παλαιάς αυτής εποχής. «Το ρωσικό μας παρελθόν», έλεγε ο
Κουλακόφσκι, «είναι δεμένο με την Βυζαντινή Αυτοκρατορί(χ με αδιά σπαστους δεσμούς και χάρη σε αυτήν την ενότητα έχει αυτοκαθοριστεί η ρωσική μας εθνική συνείδηση». Με μεγάλη λύπη έβλεπε την κατάργηση τής μελέτης τής ελληνικής γλώσσας στα ρωσικά Γυμνάσια: «Ίσως γε -
-
έλε
κάποια μέρα εμείς οι Ρώσοι θα καταλάβουμε, όπως γίνεται στη Δυ
τική Ευρώπη, ότι τις δημιουργικές αρχές τού Ευρωπα'ίκού Πολιτισμού δεν τίς περικλείει η πρόσφατη λέξη Σύγχρονος, αλλά η αρχαCΑ λέξη Ελ ληνικός~~. Στον πρόλογο τού τρίτου τόμου ο συγγραφέας παρουσιάζει για
μια ακόμη φορά το σχέδιο τής Bυζαvτινής του Ιστορίας: «Σκοπός μου γράφει- είναι να παρουσιάσω μια συνεχή, χρονολογικά ακριβή και
όσον το δυνατόν καλύτερα -
-
πλήρη εικόνα τής ζωής τής Αυτοκρατορίας,
βασισμένη σε μια απευθεCΑς μελέτη τών πηγών και μια σύγχρονη έρευνα τού υλικού, όπως αυτό εμφανίζεται σε μoνoγραφίε~σχετικές με την περί
οδο αυτή και σε διάφορες μελέτες, δημοσιευμένες σε ποικίλα περιοδικά, αφιερωμένα στα προβλήματα τού Bυζαvτίoυ». Το έργο το" καθηγητή
Κουλακόφσκι έχει μεγάλη αξία λόγω τών γεγονότων που παρουσιάζει και λόγω μερικών πρωτότυπων πηγών που περιέχει. Περιέχει επίσης τα
αξιόλογα συμπεράσματα και τις θεωρίες συγχρόνων ιστορικών σχετικά με τα κύρια προβλήματα τής κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας τού Βυ
ζαντίου. Η απόδοση τών ιστορικών γεγονότων είναι πολύ λεπτομερής, πράγμα που εξηγεί το γεγονός ότι τρεις τόμοι
(1.400
σελίδες περίπου)
καλύπτουν την ιστορία τής AυτoκρατoρCΑς μόνο μέχρι τις αρχές τού 8ου αιώνα.
Θ. Ι Ουσπένσκι (Th. Ι. Uspensky): Ο πρώτος τόμος τής Ιστορίας τής Βυ ζαντινής Αυτοκρατορίας τού Ρώσου ακαδημα·ίκού και πρώην διευθυvτή τού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου τής Kωνσταvτινoυπόλεως, Ουσπένσκι, παρουσιάσθηκε το
1914.
Το ωραίο αυτό έργο, με αρκετούς χάρτες, σχέ
δια και εικόνες, περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα από τον 40 αιώνα μέ χρι τις αρχές τού 80υ, δηλαδή μέχρι την Περίοδο τής Eικoνoμαχ~ας. Το
Α. Α. ΒΑΣIΑIΕΦ
56
βιβλίο αυτ6 αντιπροσωπεύει μια πρώτη προσπάθεια, εν6ς ειδικού, να γράψει μια γενική ιcπoρία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο άνθρωπος
που ανέλαβε αυτ6 το έργο υπήρξε ένας απ6 τους πιο εκλεκτούς επισι;ή μονες, ειδικ6ς στην ιστορία και τον πολιτισμ6 τού Βυζαντίου. Αφιέρωσε τη ζωή του σχεδ6ν απoκλειcπικά στη μελέτη διαφ6ρων εκφάνσεων και ε ποχών τής πoλώtλoκης ιcπoρίας τής Αυτοκρατορίας. Πέθανε cπo Λένιν γκραντ το
1938, σε
ηλικία
83 ετών.
Επιθυμώντας να προσφέρει μια περιγραφική ιcπoρία, για το ευρύ κοι
ν6, ο Ουσπένσκι δεν ενσωματώνει cπo έργο του πολλές παραπομπές
-
είτε σε υποσημειώσεις, είτε cπo τέλος τών κεφαλαίων -, αλλά περιορίζε
ται cπo ν' αναφέρει τις κύριες πηγές του. Το πρώτο μέρος τού δεύτερου τ6μου, που κυκλοφ6ρησε το
1927,
περιέχει μια μελέτη τής Περι6δου τής
Εικονομαχίας και τού προβλήματος τών Aπocπ6λων Κυρίλλου και Μεθο δίου. Ο πρώτος τ6μος τού Ουσπένσκι χρησιμεύει σαν μια εκτεταμένη εισα
γωγή στην ιcπoρία τής περι6δου εκείνης τής Αυτοκρατορίας, κατά την οποία ετίθεντο οι βάσεις τού «Βυζαντινισμού», ενώ, συγχρ6νως, εδημι ουργείτο ο πολύπλοκος πολιτισμ6ς τού Βυζαντίου. Ο συγγραφέας δεν α ποφεύγει να βρει σε μερικά γεγον6τα τής Βυζαντινής Icπoρίας «μαθήμα τα» για την σύγχρονη ζωή. Όταν ομιλεί για τη σημασία τών ανατολικών
επαρχιών τού Βυζαντίου και σημειώνει 6τι ακριβώς στη Μικρά Ασία και στην Αυτοκρατορία τής Νικαίας αναπτύχθηκε η ιδέα τής απσκατάcπασης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τον
130 αιώνα,
συμπεραίνει 6τι «το
μάθημα που δίνει η ιcπoρία πρέπει να εξετασθεί προσεκτικά». Και, κάτω απ6 την πίεση τών συγχρ6νων του, που περίμεναν τη διάσπαση τής κλη ρονομιάς «τού βαριά ασθενούς cπoν Β6σπορο»(1), προσθέτει: «θα κάναμε μεγάλο σφάλμα εάν πιστεύαμε ότι εξαρτάται από μας να α ποφυγουμε μια' ενεργό συμμετοχή στη ρύθμιση τών σχετικών με την κληρονο
μιά τού Βυζαντίου ζητημάτων. Αν και εξαρτάται απ6 τον κληρονόμο να δε χθεί ή να αρνηθεί την κληρονομιά που τού αφήνουν, η συμμετοχή τής Ρωσίας στο ανατολικό ζήτημα έχει κληροδοτηθεί από τηνιστo~ία και δεν μπορεί να μεταβληθεί εκουσίως, εκτός μόνον εάν κάποιο απροσδόκητο συγκλονιστικό
γεγονός μάς δώσει την δυνατότητα να ξεχάσουμε και να εξαλείψουμε την α νάμνηση εκείνων τών πραγμάτων που μάς έκαναν να ζήσουμε, ν' αγωνισθού με και να υποφέρουμε»(2).
Με το έργο του ο Ουσπένσκι προσπάθησε να εξηγήσει το πρ6βλημα
(1)
«Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»
σελ. ΧΙΙ).
(2) Ένθ.
ανωτ.,
46-47.
(St. Petersbourg, 1914,
Ρωσικά, τόμο Ι,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
57
τών σλαβο-βυζαντινών σχέσεων και, κλείνοντας την εισαγωγή του, παρα πέμπει τον αναγνώσtη σtα σχετικά με την. ισtoρία τών Νοτίων Σλάβων κεφάλαια για την εξήγηση τών «σύγχρονων θλιβερών γεγονότων τής Βαλκανικής Χερσονήσου», δηλαδή τών γεγον&των τού Β' Βαλκανικού Πολέμου(l)
Σκοπός τού Ουσπένσκι -όπως ο ίδιος εξηγεί- υπήρξε να προμηθεύ σει σtoν Ρώσο αναγνώσtη υλικό που θα τόν βοηθούσε ν' αποκτήσει μια
σαφή εικόνα ενός προσεκτικά μελετημένου συσtήματoς. Επί πλέον ήλπι ζε &ΤΙ οι αναγνώσtες του θα εκτιμούσαν την πεποίθησή του &ΤΙ μια προ σεκτική μελέτη τής Βυζαντινής Iσtoρίας και τών σχέσεών της προς το πα
ρελθόν τής Ρωσίας, δεν είναι απαραίτητη μόνο για τον Ρώσο λόγιο, αλλά και για τη διαμόρφωση και την κατάλληλη καθοδήγηση τής ρωσικής εθνι κής και πολιτικής συνειδήσεως.
Οπαδός τού «Βυζαντινισμού», ο Ουσπένσκι φρόντισε να εξηγήσει επαρκώς τον όρο αυτό. Κατά τη θεωρία του, οι κύριοι παράγοντες που
συνετέλεσαν σtη δημιουργία τού «Βυζαντινισμού» υπήρξαν η μετακίνηση τών βαρβάρων σtην Αυτοκρατορία και η θρησκευτική και πολιτική κρίση τού 3ου και 40υ αιώνα(2J. «ο Βυζαντινισμός αποτελεί μια ισtoρική αρχή,
το αποτέλεσμα τής οποίας είναι αισθητό μέσα σtην LσtOρία τών λαών τής Ν&τιας και Ανατολικής Ευρώπης. Η αρχή αυτή κατευθύνει ακόμη και
σtην εποχή μας την ανάπτυξη πολλών κρατών, ενώ εκδηλώνεται μέσω ορισμένων "πεποιθήσεων" και πολιτικών αρχών και
ριπτώσεις- μέσω τής οργανώσεως τής
κοινωνίας»(3 J .
-
σε ορισμένες πε
Με τον όρο «Βυζα
ντινισμός», που είναι αποτέλεσμα αναμίξεως τού ρωμαϊκού με άλλους πολιτισμούς
-
εβραϊκό, περσικό και ελληνικό -
«~ννooύμε κατ' αρχήν
τη σύνθεση όλων τών παραγόντων που επέδρασαν σtη βαθμιαία μεταρ ρύθμιση τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον
50
μέχρι τον
80
αιώνα,
πριν αυτή, δηλαδή, μετασχηματισθεί σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία»(4 J . «Πολλές αλλαγές προκλήθηκαν από τη μετανάσtευση τών Γερμανών και τών Σλάβων, με αποτέλεσμα τη μεταρρύθμιση τών κοινωνικών και οι
κονομικών συνθηκών, καθώς και τού σtρατιωτικoύ συσtήματoς τής Αυτο κρατορίας. Οι νέοι παράγοντες συνετέλεσαν πολύ σtη μεταρρύθμιση τής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην Ανατολή, με αποτέλεσμα να αποκτήσει αυτή βαθμιαίως τα χαρακτηριστικά τού ButavtLvtoμoύ»(5J .
(1) Ένθ. ανωτ., χιν. (2) Ένθ. ανωτ., 47-49. (3) Ένθ. ανωτ., 16. (4) Ένθ. ανωτ., 39. (5) Ένθ. ανωτ., 39-40.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
58
Ο «Βυζαντινισμ6ς» εκδηλώνεται με τα εξής φαιν6μενα:
1)
Με την
σταθερή κατάργηση τής επικρατούσας λατινικής γλώσσας και μια βαθμι
αία αντικατάστασή της απ6 την ελληνική -ή καλύτερα- την βυζαντινή γλώσσα. 2) Τον αγώνα τών Εθνών για πολιτική επικράτηση. 3) Τη νέα α νάπτυξη τής τέχνης, την εμφάνιση νέων «μοτίβων», που συνέβαλαν στη δημιουργία νέων μνημείων τέχνης, καθώς και ιδι6ρρυθμων έργων στον τομέα τής Φιλολογίας, 6που μια νέα και πρωτότυπη μέθοδος αναπτύσσε ται βαθμιαίως υπ6 την επίδραση τών προτύπων και τής παραδ6σεως του Ανατολικου Πολιτισμού»(Ι).
Η γνώμη του ΟυΦΤένσκι 6τι η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία, στην Ανατολή, αποκτά τα διακριτικά χαρακτηριστικά του Βυζαντινισμού κατά τον περίπου, αιώνα, συμφωνεί με τη γνώμη του
' Αγγλου
80,
βυζαντινολ6γου
.
Φίνλεϋ.
Οι γενικές «θέσεις» τού Ουσπένσκι δεν κατοχυρώνονται στον πρώτο
τ6μο. Μπορούν να κριθούν καταλλήλως μ6νον 6ταν παρουσιασθεί η 6λη
του ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή, το λιγότερο, η ιστορία του μέχρι τη λατινική κυριαρχία.
Τα κύρια προβλήματα που θίγονται στον πρώτο τ6μο είναι τα εξής:
1)
Η μετανάστευση τών Σλάβων στη Βαλκανική Χερσ6νησο και η επίδρασή
της στη ζωή τού Βυζαντίου,
2) η γαισκτημoσυVΗ
στη Βυζαντινή Αυτοκρα
τορία, και 3) το συστημα τών «θεμάτων», δηλαδή η διοικητική οργάνωση τών επαρχιών τής Αυτοκρατορίας. Αν και τα προβλήματα αυτά, τελικά, δεν λύνονται στο βιβλίο τού Ουσπένσκι, οι ερμηνείες τις οποίες τούς έ δωσε δείχνουν την ανάγκη για μια πληρέστερη μελέτη τους. Το έργο αυτ6, ο Ουσπένσκι τ6 συνέλαβε είκοσι και πλέον χρ6νια πριν
τ6 εκδώσει, και τ6 έγραψε κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης περι6δου. Αρ κετά μέρη του έργου διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την αξία. Σε αντί θεση με νέα, ζωηρά και ενδιαφέροντα κεφάλαια, υπάρχουν άλλα κεφά
λαια θεμελιωμένα σε απηρχαιωμένο υλικ6, πολύ κατώτερο απ6 αυτ6 που χρησιμοποιουν συγχρονοι επιστήμονες. Εικ6να τών δεύτερων αυτών κε φαλαίων μάς δίνει η περιγραφή τών Αράβων και Μωαμεθανών. Ο Ου σπένσκι αφιέρωσε πολυ χώρο στην κοινωνική ζωή τής Αυτοκρατορίας και αυτ6 είναι ένα απ6 τα κύρια προσqντα τού βιβλίου.
Το έργο αυτ6 δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να γνωρίσει την πρώιμη περίοδο τής Βυζαντινής Ιστορίας, ενώ συγχρ6νως προσφέρει μια ξεκάθαρη περιγραφή εν6ς ειδικου, που αφιέρωσε σχεδ6ν 6λη του τη ζωή αποκλέιστικά στη μελέτη τής Βυζαντινής Περι6δου. Στα
(1) Ένθ. ανωτ., 40.
1948
κυκλοφ6-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
59
ρησε ο τρίτος τόμος τής ισtoρίας τού Ουσπένσκι, που ασχολείται με την
περίοδο
1081-1453, Το δεύτερο
μέρος, τού δευτέρου τόμου, δεν έχει ακό
μη εκδοθεί. Σεοτακόφ
(Shestakov):
Το
1913
ο Σ.Π. Σεσtακόφ
(S.
Ρ.
Shestakov),
κα
θηγητής τού Πανεπισtημίoυ Καζάν (Κazan), δημοσίευσε τις σχετικές με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία «παραδ6σεις» του. Μια δεύτερη, εμπλουτι σμένη και αναθεωρημένη, έκδοση αυτών τών παραδόσεων κυκλοφόρησε το
1915. Ο τόμος αυτός ασχολείται με ισtoρικά γεγονότα, αρχίζοντας με τις
μετανασtεύσεις τών Βαρβάρων σtη Δυτική και Ανατολική Ρωμα'ίκή Αυ τοκρατορία κατά τον
τού Καρλομάγνου
30, 40 και 50 αιώνα και τελειώνοντας με την στέψη το 800. Ο συγγραφέας ασχολείται με γεγονότα σχετι
κά με τις εξωτερικές πολιτικές υποθέσεις και την κοινωνική ζωή τής Αυ τοκρατορίας, ενώ συγχρόνως δίνει μερικές πληροφορίες για την ισtOΡΙO
γραφία και την λογοτεχνία αυτής τής περιόδου. Οι πληροφορίες δεν εί ναι πάντοτε ακριβείς και η διήγηση είναι πολύ βιασtική.
Κ Ν. Ουσπένσκι (C. Ν. Uspensky): Μία πολύ καλή εντύπωση άφησε το ΠεΡΙΥ(}αμμα Βυζαντινής [οτορΙας, που κυκλοφόρησε το σχα, από τον Ρώσο Κ Ν. Ουσπένσκι(\). Το έργο αυτό
1917, σtη Μό -268 σελίδες μό
νο- περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα γενική επισκόπηση τής κοινωνι κής και οικονομικής εξελίξεως τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας. Φέρνει τον αναγνώσtη σε επαφή με τα σημαντικά εσωτερικά προβλήματα τής Βυ
ζαντινής Περιόδου, η δε συνολική περιγραφή τελειώνει με την Περίοδο τής Εικονομαχίας και την απoκατάσtαση τής λατρείας τών εικόνων, το
843,
κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τής Θεοδώρας. Έξοχο χαρακτηρι
στικό τού βιβλίου αποτελεί το γεγονός ότι τονίζονται ιδιαιτέρως ζητήμα τα εσωτερικής οργανώσεως τής Αυτοκρατορίας, καθώς και η θρησκευτι
κή και κοινωνική εξέλιξη. Πολιτικά γεγονότα αναφέρονται μόνον όταν ο συγγραφέας τά κρίνει απαραίτητα για την εξήγηση ορισμένων φαινομέ νων τής κοινωνικής ζωής. Ο Ουσπένσκι ανέπτυξε προσεκτικά την κύρια
και πολύ σωστή, εξάλλου, ιδέα περί τού ελληνισtΙΚOύ χαρακτήρα τής Ρω
μα'ίκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έκανε, επίσης, μια ενδιαφέρου σα προσπάθεια να ερευνήσει το πώς λειτουργούσε το συσtημα τού
φεουδαλισμού σtη ζωή τού Βυζαντίου, στον χώρο τής λαϊκής και μονα στηριακής γαιοκτησίας. Ο Ουσπένσκι ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για την
Περίοδο τής Εικονομαχίας και τα τελευταία κεφάλαια τού βιβλίου του α-
(1) Πέθανε
στη Μ6οχατο
1917,
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
60
σχολούνται κυ~ς με αυτήν. Αναλύει τον σχηματισμό τών πρώτων βαρ βαρικών βασιλείων σtoυς κόλπους τής Αυτοκρατορίας, τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις και την οικονομική διαχείριση κατά την περίοδο τού Ιου σtινιανoύ, την οργάνωση τών «θεμάτων», τη ζωή τών χωρικών κατά τον
60, 70
και
80
αιώνα, τον Γεωργικόν νόμον, τα προβλήματα τής γαιοκτη
μοσύνης και την εξκουσσεία (βυζαντινή ονομασία τών προνομίων τής φορολογικής απαλλαγής). Μικρό στο σχήμα, αλλά πλούσιο σε περιεχό
μενο, το βιβλίο αυτό έχει μεγάλη αξία. Βασίλιεφ
(Vasiliev):
Η Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τού Α. Α.
Βασίλιεφ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Ρωσία. Το πλήρες έργο εί ναι δίτομο και περιέχει όλη την ιστορία τής Αυτοκρατορίας. Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το
1917
σtην Πετρούπολη, με τον τίτλο Παραδόσεις
Βυζαντινής Ιστορίας, τόμος 10ς, Η περίοδος μέχρι την Αρχή τών Σταυρο φοριών
(1801).
Ο δεύτερος τόμος, που περιέχει γεγονότα από τις Σταυ
ροφορίες μέχρι την πtώση τής Κωνσταντινουπόλεως, εκδόθηκε σε τρία μέρη:
1)
Το Βυζάντιο και οι Σταυροφόροι (Πετρούπολη,
τινική Κυριαρχία στην ΑνατολJj (Πετρούπολη,
1923), 2) Η Λα 1923), και 3) Η πτώση τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Λένινγκραντ)>> *. Μπεζομπραζόφ
(Bezobrazov): Το βιβλίο Σκιαγραφία τού Πολιτισμού τού Βυζαντίου (Πετρούπολη, 1919), είναι μια μελέτη τού Π.Β. Μπεζο μπραζόφ, που πέθανε τον Οκτώβριο τού 1918. Το έργο αυτό, γραμμένο με ζωντάνια, χαρακτηρίζεται από την έλλειψη συμπάθειας προς τη ζωή
* Σ.τ.Μ. Η «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» τού Βασίλιεφ, μεταφράσθηκε Αγγλικά από τίς Ragozina, Saua Mironovna (History of the Byzantine Ernpire, δύο τό μοι, University of Wi5COnsin Studies ίη the Social Sciences and History, αρ. 13 και 14), Madison, Wis. 1928-1929. Κατόπιν μεταφράσθηκε -από τα Αγγλικά- Γαλλικά από τους Ρ. Brodin και Bourguina και κυκλ0φ6ρησε, με πρόλογο τού Σαρλ Ντηλ, σε δύο τόμους, στο Παρίσι, το 1932 (Histoire de Ι' Ernpire Byzantine). Ο πρώτος τόμος μεταφράσθηκε επίσης -από τα Γαλλικά- Τουρκικά, από τον καθηγητή
ArifMi1fid Manzel (Ankara, 1943).
Το όλο έργο μεταφράσθηκε τελικά -από Τ,α Γαλλικά- Ισπανικά από τον
Juan G.
de Luaces και τον Rarnon Masoliver (Historia del Irnperio Bizantino, 2 τόμοι, Βαρκε λώνη, 1946). Το 1952 εκδόθηκε, σε έναν τόμο, από το Πανεπιστήμιο τού Γουισκόνσιν, η δεύτε ρη έκδοση τής Ιστορίας τού Βασίλιεφ, η οποία στηρίζεται - και αυτή - στη γαλλική έκδοση. Η δεύτερη αυτή αγγλικ'l έκδοση αποτελεί -μαζί με τη γαλλική- τη βάση τής παρούσας ελληνικής μεταφράσεως.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
61
τού Bυζαντίou, που περιγράφεται με μάλλον σκοτεινά χρώματα. Εξετά ζει αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες, εκκλησιαστικούς και ανωτέρους κρατικούς υπαλλήλους, γαιοκτήμονες, τεχνίτες, τη σχετική φιλολογία, θε
άματα και ψυχαγωγία, καθώς και δικαστικά ζητήματα. Ο Μπεζομπρα
ζόφ υπήρξε ένας πολύ ικανός επισrrlμoνας και το βιβλίο του είναι ευχά ριστο και χρήσιμο.
Λεφτσένκο
(Levchenko):
Η πρώτη προσπάθεια μελέτης τής Βυζαντινής
Ιστορίας από μαρξιστικής σκοπιάς έγινε το
1940,
στη Σοβιετική Ρωσία,
από τον Μ. Β. Λεφτσένκο, που εξέδωσε το σύντομο έργο του Ισroρία τού Βυζαντίου (Μόσχα και Λένινγκραντ,
1940).
Αν αγνοήσουμε τις συνηθι
σμένες επιθέσεις -απαραίτητες στη Σοβιετική Ρωσία- τού συγγραφέα
κατά τών «μπουρζουάδων Βυζαντινιστών», έχουμε ένα βιβλίο που δείχ νει καλή γνώση τού υλικού, ενώ συγχρόνως δίνει μια ενδιαφέρουσα και καμιά φορά με προκατάληψη -
-
αν
συλλογή αποσπασμάτων από διάφο
ρες πηγές. Δίνει επίσης μεγάλη προσοχή στην εσωτερική ιστορία και ει
δικότερα στα οικονομικά-κοινωνικά προβλήματα, τα οποία ο Λεφτσένκο συσχετίζει με τα συμφέροντα τού λαού. Ο συγγραφέας γράφει: «Η Ρω
σία πήρε τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο. Μαζί με τον Χριστιανισμό οι Σλάβοι έλαβαν τη γραφή και ορισμένα στοιχεία τού ανώτερου Πολιτι σμού τού Βυζαντίου. Είναι φανερό ότι οι εργαζόμενες μάζες τής χώρας μας έχουν δίκαιο να ενδιαφέρονται για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο Ρώσος ιστορικός πρέπει να ικανοποιήσει το ενδιαφέρον αυτό και να
δώσει μια επιστημονική ιστορία τού Βυζαντίου, θεμελιωμένη στις βάσεις τής μαρξιστικής
- λενινιστικής μεθοδολογίας»
(σελ.
4).
ΠεQιοδι.χά,Υε'Vικές ΠαQMOμ:ιτές, ΠΜυοολοΥία Το
1892 κυκλοφόρησε στη
Γερμανία το πρώτο περιοδικό, που, με τον τίτ
λο «Βυζαντινή Επιθεώρηση»
(Byzantinische Zeίtschήft),
ασχολείται απο
κλειστικά με βυζαντινές μελέτες. Εκτός από τα άρθρα και τις βιβλιοκρι σίες, τα οποία περιέχει, βρίσκει κανείς εκεί μια λεπτομερή βιβλιογραφία όλων τών σχετικών με τη Βυζαντινή Ιστορία εκδόσεων. Αρκετός χώρος είναι αφιερωμένος στις ρωσικές και σλαβικές εκδόσεις. Ο καθηγητής Κάρολος Κρουμπάχερ υπήρξε ο ιδρυτής και ο πρώτος εκδότης τού περι-.
οδικού αυτού. Το
1914
είχαν εκδοθεί είκοσι δύο τόμοι και το
1909 εκδό
θηκε ένας εξαιρετικός αναλυτικός πίνακας για τους πρώτους δώδεκα τό μους. Κατά τη διάρκεια τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου η «Βυζαντινή Επι θεώρηση» διέκοψε την έκδοσή της για να ξανακυκλοφορήσει όμως μετά τον πόλεμο. Τώρα το περιοδικό εκδίδεται από τον Φραντς Ντέλγκερ
(Franz Ddlger).
Το
1894 η
Ρωσική Ακαδημία τών Επιστημών εγκαινίασε
την έκδοση τών «Βυζαντινών Xρoνικών~~
(Vizantiysky Vremennik)
υπό
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
62
την διεύθυ~ τών Β. Γκ. Βασιλιέφσκι
γκελ (Υ. Ε.
(V. G. VasiJievsky)
και Β. Ε. Ρέ
Regel). Το περιοδικό αυτό ακολούθησε τη γραμμή τού γερ
μανικού. Απ6 τη βιβλιογραφία ένα αρκετά μεγάλο μέρος αφιερώνεται στην εργασία τη σχετική με την ι(Πορία τών Σλάβων και τών Χριστ;ιανι
κών Κρατών τής Εγγύς Αναιολής. Το περιοδικό είναι γραμμένο (Πα Ρω
σικά, αλλά μερικές φορές δημοσιεύει άρθρα (Πα Γαλλικά ή (Πη σύγχρο
νη ελληνική γλώσσα. Η έκδοση και αυτού τού περιοδικού διακ6πηκε κα τά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το
1917
είχαν εκδοθεί είκοσι δύο τόμοι, αλλά ο εικο(Πός τρίτος κυ
κλοφόρησε μόλις το
1923
και ο εικο(Πός πέμπτος το
1928.
Ο δέκατος έ
κτος τόμος περιέχει έναν αναλυτικό πίνακα, σχετικό με το περιεχόμενο τών πρώτων δεκαπέντε τόμων, τον οποίο επιμελήθηκε
ο Π. Β. Μπεζο
μπραζόφ. Ο Φ. Ι. Ουσπένσκι διηύθυνε τα «Βυζαντινά Χρονικά» μέχρι τον θάνατό του. Μετά το
1947 άρχισε
να εκδίδεται μια νέα σειρά Χρονι
κών, τής οποίας, το 1951, κυκλοφόρησε ο τέταρτος τόμος. Ένα άλλο περιοδικό βυζαντινών μελετών, η «Βυζαντ (ς» , άρχισε να εκδίδεται σtην Αθήνα το
1909 από την Βυζαντινή Εταιρεία, αλλά κυκλο
φόρησαν μόνο δύο τόμοι τού περιοδικού αυτού. Από το
1915 τρεις τόμοι ενός νέου ρωσικού περιοδικού, τού «Vyzantiyskoe Obozrenie» (Βυζαντινή Επιθεώρηση), εκδόθησαν από την Φιλο λογική και Ιστορική Σχολή τού Πανεπιστημίου Γιούργεφ (Ντόρπατ)
(Youryev (Dorρat)] υπό τη γενική διεύθυνση τού Β. Ε. Ρέγκελ (Υ. Ε. Regel). Ο τρίτος τόμος κυκλοφόρησε το 1917. Ο Ν. Α Βέης άρχισε να εκδίδει το 1920, (ΠΟ Βερολίνο, το «ButavtLνές και Νεοελληνικές Επετηρίδες» (ΒΥΖantίnίsch-neugήechίsche Jahrbdcher), τού οποίου οι γενικοί σκοποί συμπίπτουν με τους σκοπούς τής «Βυζαντινής Επιθεώρησης». Από τον πέμπτο τ6μο, το περιοδικ6 αυτό
άρχισε να εκδίδ~ται σtην Ελλάδα (Αθήνα), όπου ο Βέης είναι καθηγητής τού Πανεπισtημίσυ Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια τού πέμπτου Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου (Πις Βρυξέλλες, το
1923, το
σχετικό με τις βυζαντινές -μελέτες τμήμα τού συνε
δρίου, εξέφρασε την επιθυμία για τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς πε ριοδικού βυζαντινών μελετών. Κατά τη διάρκεια δε τού Πρώτου Διε
θνούς Συνεδρίου Βυζαντινολόγων, (πο Βουκουρέστι, το 1924, συμπληρώ θηκαν τα τελικά σχέδια για την έκδοση ενός τέτοιου περιοδικού και το
1925
κυκλοφόρησε ο πρώτος του τόμος, με τίτλο «Βυζάντιον: Διεθνής
Επιθεώρηση Βυζαντινών Μελετών»
(Byzantion: Revue Internationale des Etudes Byzantines), υπό τη διεύθυνση τών Πωλ Γκραιντόρ (Paul Graindor) και Ανρί Γκρεγκουάρ. Ο τόμος αυτός αφιερώθηκε στον διά-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
63
σημο Ρώσο λόγιο Ν. Π. Κοντακόφ για την ογδοηκοστή επέτειο τών γενε θλίων του. AJ..λά την ίδια μέρα τής εκδόσεώς του ανηγγέλθη ο θάνατος τού Κοντακόφ
Μεταξύ
(16 Φεβρουαρίου 1925). τών ετών 1924 και 1950 εκδόθηκαν
στην Αθήνα είκοσι τόμοι
μιας νέας ελληνικής εκδόσεως τής «Επετηρίδος τής Εταιρείας Βυζαντι νών Σπουδών». Πολλά άρθρα που έχουν δημοσιευθεί σ' αυτήν την επετη ρίδα είναι ενδιαφέροντα και σημαντικά. Εκτός όμως τών μελετών που βρίσκει κανείς σε αυτά τα ειδικά περιο
δικά, αρκετό και αξιόλογο υλικό, σχετικ6 με τη Βυζαντινή Περίοδο, βρί σκεται σε περιοδικά που δεν ασχολούνται αποκλειστικά με τη μελέτη τού Βυζαντίου. Ειδικώς ενδιαφέρον για τις βυζαντινές του μελέτες είναι το ελληνικό περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων», το οποίο εξέδωσε, το
1904, ο
Σ. Λάμπρος και του οποίου η έκδοση συνεχίζεται, μετά τον θάνατό του, από διαφόρους Έλληνες λογίους. Αξιόλογα επίσης είναι τα
Orient» και «Revue de l'
Οήeηt
«Echos d'
Chretien».
Ένα πo~ύ σπουδαίο έργο, το οποίο μελετά το Δίκαιο τού Βυζαντίου,
είναι η Ιστορία τού Ελληνο-Ρωμαϊκού Δικαίου chίsch-rδmίscheη
Rechts),
(Geschichte des grie-
γραμμένη από τον διαλεκτό Γερμανό νομομα
θή Καρλ Έντουαρντ Τσαχάρια φον Λίνγκενταλ (Κarl
νοη
Lingenthal). Η τρίτη
έκδοση
Eduard Zacharia εκδ6θηκε στο Βερολίνο το 1892.
Ανάμεσα στα παλαι6τερα νομικά έργα υπάρχει η έκδοση τού Θεοδο σιανού Κώδικα
Godefroy).
Ο
(Codex Theodosianus) τού Ζακ Γκοντφρουά (Jacques νομομαθής Γκοντφρουά (Gothofredus, 1587-1652), γεννή
θηκε στη Γενεύη και εστάλη στη Γαλλία για να σπουδάσει νομικά και ιστορία. Ύστερα από τριάντα χρόνια εργασίας, παρουσίασε την έκδοση
τού Θεοδοσιανού Κώδικα, εμπλουτισμένη με αξιόλογες σημειώσεις και παρατηρήσεις, που είναι ακόμη εξαιρετικά χρήσιμες για τον μελετητή τής παλαι6τερης περώδου τού Βυζαντινού Δικαίου. Το έργο του εκδ6θη κε, για πρώτη φορά, δεκατρία χρ6νια μετά τον θάνατό του.
'λλλα αξιόλογα έργα είναι: πρώτον η γαλλική έκδοση τής Ιστορίας τού Βυζαντινού Δικαίου
(Histoire du droit Byzantin) τού Μορτρέιγ (Mortreuile), που εκδόθηκε στο Παρίσι (1843-1847), δεύτερον η γερμα νική εργασία τού Ε. Χάιμπαχ (Ε. Heimba'ch), που δημοσιεύθηκε στην Ersch und Gruber Encyclopedia (LXXXXI, 191-417) και τρίτον η ρωσική εργασία τού Αουγκούστ Ένγκελμαν (August Engelman): Μελέτη τού Ελ ληνο-Ρωμαϊκού Δικαίου με μια επισκόπηση τής πιο σύγχρονης σχετικής βιβλιογραφίας, που αποτελεί μια «προσπάθεια εισαγωγής στη μελέτη τής ιστορίας τού Βυζαντινού Δικαίου» και η οποία εκδόθηκε το
1857.
Η τε
λευταία αυτή μελέτη είναι τώρα απηρχαιωμένη, αλλά εφόσον αφ' ενός
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
64
μεν αναφέρεται σπανίως, ενώ αφ' ετέρου είναι απρόσιτη, καλό είναι να
δώσουμε μια περίληψη τού περιεχομένου της, το οποίο έχει ως εξής: Ση μασία τής ιστορίας τού Βυζαντίου και τού Ελληνο-Ρωμα·ίκού Δικαίου, ε πισκόπηση τής σχετικής προς το Ελληνο-Ρωμα·ίκό Δίκαιο γραμματείας, έκταση τής ιστορίας τής Ελληνο-Ρωμαϊκής Δικαιοσύνης, διαίρεση τού Δι
καίου σε περιόδους και χαρακτηριστικά κάθε περιόδου, κύρια θέματα τής σύγχρονης μελέτης τού Ελληνο-Ρωμα·ίκού Δικαίου και επισκόπηση
τής σχετικής προς το Ελληνο-Ρωμαϊκό Δίκαιο Βιβλιογραφίας από το
1824
και έπειτα. Ένα άλλο ρωσικό έργο είναι η Ιστορία τού Βυζαντινού
Δικαίου Το
(2 μέρη, Γιαροσλάβ, 1876-1877) τού Αζάρεβιτς (Azareνitch). 1906 ο Ιταλός επιστήμονας Λ. Σιτσιλιάνο (L. Sίcilίanο).δημοσίευσε
μια πολύ περιεκτική εργασία, εμπλουτισμένη με αξιόλογες βιβλιογραφι κές σημειώσεις, στην «Ιταλική Νομική Εγκυκλοπαίδεια»
50, fasc. 451 και 460). Η εργασία αυ τή δημοσιεύθηκε, αυτοτελώς, στο Μιλάνο το 1906. Χρήσιμο επίσης είναι το έργο τού Άλντο Αλμπερτόνι (Aldo Albertoni) Για μια έκθεση τού Βυ ζαντινού Δικαίου σε σχέση με την Ιταλία (Per una esposΊZione del diritto bizantino con riguardo all' Italia, Imola, 1927), καθώς και μερικές προ Giuridica Italiana,
τόμος
(Enciclopedia
IV,
μέρος
σθήκες τού Νόρμαν Μπέυνζ στην «Βυζαντινή Επιθεώρηση» [χχνπι
(V. Wittken) Η ανάπτυξη τού Βυζαντινού Δικαίου μετά τον Ιουστινιανό (Die Entwicklung des Rechtes nach Justinian ίη Byzanz, Halle, 1928). (1928), 477-476]
και η εργασία τού Β. Βίτκεν
Τα πιο αξιόλογα έργα σχετικά με τη Βυζαντινή Τέχνη, είναι τα εξής:
1)
Ν. Π. Κοντακόφ: Ιστορία τής Βυζαντινής Τέχνης και Εικονογραφίας,
βασισμένη σε μικρογραφίες ελληνικών χειρογράφων (Οδησσός, 1876,
Atlas, 1877, γαλλική έκδοση -αναθεωρημένη- σε δύο τόμους, Παρίσι, 1886-1891), 2~ Μπαγιέ: Βυζαντινή Τέχνη (L' Art Byzantin, δημοσιεύθηκε στη Γαλλική Ιστορία τής Τέχνης, τού Α Michel, τόμος Ι και ΠΙ, Παρίσι, 1905 και 1908), 3) Σαρλ Ντηλ: Εγχειρίδιο Βυζαντινής Τέχνης (Mannuel ._. d' Art Byzantin, Παρίσι, 1910· αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη έκδοση τού έργου αυτού εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1925-1926), 4) ο. Μ._. Dalton: Βυζαντινή Τέχνη και Αρχαιολογία (Οξφόρδη, 1911), 5) ο. Μ.. Dalton: Ανατολική Χριστιανική Τέχνη (Oxford, 1925, το έργο αυτό τού Dalton περιέχει ένα τμήμα σχετικό με την αρχιτεκτονική) και 6) L.· Brehier, Βυζαντινή Τέχνη (L' Art Byzantin, Παρίσι, 1924)*. Τα πιο ση μαντικά έργα - σχετικά με την Βυζαντινή Χρονογραφία - είναι τα ε*
Σ.τ.Μ. Το
1934 κυκλοφόρησε
«Βυζαντιν11 Τέχνη»
στο ΠαρΙσι το δΙτομο έργο τών Η.
(L' Art Byzantin).
Peirce
και
R. Tyber
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
ξής:
65
L. Clίnton: «Fasti Romani» (Αγγλική έκδοση, δύο τόμοι, Οξ φόρδη, 1845-1850). Το έργο αυτό περιέχει ιστορικά γεγονότα μέχρι τον θάνατο τού Αυτοκράτορα Ηρακλείου, το 641 μ.Χ .. 2) Muralt: Δοκίμιο Βυζαντινής Χρονογραφίας (Essai de Chronographie Byzantine, δύο τόμοι, St. Petersburg και Basel, 1855 και 1873), το οποίο ασχολείται με γεγονό τα όλης τής ιστορίας τού Βυζαντίου μέχρι το 1453 και που, εν τούτοις, πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή. 3) Otto Seeck: «Regesten der Κaiser und Ptrpste ftlr die Jahre 311 bis 476 Ν. Chr. Vorarbeit Ζυ einer Prosopographie der Chήstlίchen Kaiserzeit» (Στουτγκάρδη, 1919). Το έρ γο αυτό είναι πολύ χρήσιμο. 4) Franz Ddlger: «Re{!esten der KaiserurkιInden des ostromischen Reiches» (M\lnich, Bcrlin, 1924 - 1932). Το έργο αυτό -επίσης πολύ χρήσιμο- δημοσιεύθηκε στο: «Corpus der Griechischen Urkunden des Mittelalters und der neueren Zeit (Akademien der Wissenschaften ίn Mίinchen und Wien), και 5) V. Grumel: «Les Regestes des Actes du Patriarcat de Constantinople» (Κωνσταντινούπολη, 1932 και 1936). Το βιβλίο αυτό ασχολείται με την περίοδο 381-1043. Ένα μεγάλο 1)
Η.
και πραγματικό πρόβλημα για τη σύγχρονη Βυζαντινολογία αποτελεί η νέα επιστημονική μελέτη τής Βυζαντινής Χρονογραφίας.
Βιβλιογραφικές πληροφορίες γενικής μορφής για άλλους τομείς τών βυζαντινών μελετών
-
όπως Π.χ. για τη νομισματική, σιγιλλιογραφία και
παπυρολογία- υπάρχουν στην Ιστορία τής Βυζαντινής Φιλολογίας τού Κρουμπάχερ, καθώς και στη βιβλιογραφία τών ειδικών για το Βυζάντιο περιοδικών. Μόνον τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια άρχισε ν' αναγνωρίζε ται η μεγάλη σημασία τής Βυζαντινής Περιόδου στον τομέα τής παπυρο
λογίας. Όπως λέει ένας από τους καλύτερους σύγχρονους παπυρολό γους, ο Χ. Ι. Μπελ (Η. Ι.
Bell),
η παλιά γενεά τών παπυρολόγων έβλεπε
την Βυζαντινή Περίοδο με ένα μάλλον αδιάφορο μάτι, αφιερώνοντας το ενδιαφέρον της κυρίως στην Πτολεμα'ίκή και Ρωμα'ίκή Περίοδο(l).
(1) BeII: «The Decay of a CΊνilization», Journal οί Egyptian Archaeology, Χ, σελ. 207 (1924).
Α" Α" ΒΑΣΙΛΙΕΦ
66
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΑΥΊΌΚΡΑΤΟΡΙΑ ΑΙΙΟ
mN
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΏΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΏΑΝΙΣΜΟΣ
Ηκρίση τού πολιτισμού και τής θρησκείας, την οποία αντιμετώπιζε η Ρω μα"ίκή Αυτοκρατορία τον
40
αιώνα, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα γεγο
νότα τής παγκόσμιας ιστορίας" Ο παλαιός, ειδωλολατρικός πολιτισμός ήλθε σε σύγκρουση με τον Χριστιανισμό, ο οποίος, αφού αναγνωρίσθηκε
επίσημα κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου, "στις αρχές τού 40υ αιώνα, καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία τού Κράτους από
τον Μεγάλο Θεοδόσιο, στα τέλη τού ίδιου αιώνα. Η πρώτη εντύπωση βε
βαίως ήταν ότι οι δύο αυτοί, αντίθετοι, παράγοντες, που αντιπροσώ πευαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κοσμοθεωρίες, δε θα έβρισκαν ποτέ
βάση για μια αμοιβαία συμφωνία. Αλλά ο Χριστιανισμός και ο ειδωλο λατρικός Ελληνισμός βαθμιαίως αναμίχθηκαν και σχημάτισαν έναν χρι
στιανο-ελληνο-ανατολικό πολιτισμό, γνωστό στη συνέχεια ως Βυζαντινό Πολιτισμό. Κέντρο τού πολιτισμού αυτού υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα τής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας.
Εκείνος που διαδραμάτισε τον κυριότερο ρόλο στις πολλές μεταβολές που έγιναν στην Αυτοκρατορία είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος. Κατά τη
διάρκεια τής βασιλείας του ο ΧριστΙανισμός, για πρώτη φορά, γνώρισε το σταθερό έδαφος τής επίσημης αναγνωρίσεως. Ύστερα από την ανα
γνώριση αυτή, η παλιά ειδωλολατρική Αυτοκρατορία βαθμιαίως άλλαξε και έγινε μια Χριστιανική Αυτοκρατορία.
Η μεταστροφή εθνών ή κρατών στον Χριστιανισμό, συντελέστηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά το πρώιμο στάδιο τής ιστορικής τους υπάρξεως, όταν δηλαδή το παρελθόν δεν είχε καθιερώσει σταθερές
παραδόσεις, αλλά απλώς μερικές αδιαμόρφωτες και πρωτόγονες συνή θειες και τύπους διοικήσεως. Στις περιπτώσεις αυτές η μεταστροφή δεν
προκάλεσε σοβαρή κρίση στη ζωή τών λαών. Αλλά δεν συνέβη το ίδιο τον
40
αιώνα με τη Ρωμα"ίκή Αυτοκρατορία, η οποία -την εποχή αυτή
ήταν φόρέας ενός αρχαίου πολιτισμού και είχε αναπτύξει τέλεια, για την εποχή της, διοίκηση. Είχε ένα μεγάλο παρελθόν και έναν πολύμορφο κόσμο ιδεών, που είχε αφομοιωθεί από τον λαό. Η Αυτοκρατορία αυτή, τον
40
αιώνα, γίνεται χριστιανική και εισέρχεται σε μια εποχή που είναι
αντίθετη προς το παρελθόν της, με το οποίο πολλές φορές έρχεται σε
πλήρη ρήξη, με αποτέλεσμα μια οξύτατη και δύσκολη κρίση. Συγχρόνως
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
67
όμως ο παλαιός ειδωλολατρικός κόσμος -τουλάχιστον στον θρησκευτι κό τομέα- δεν ικανοποιούσε πια τις προσδοκίες τού Έθνους. Νέες α παιτήσεις και νέες επιθυμίες παρoυσιάσtηκαν, τις οποίες μόνο ο Χρι στιανισμός μπορούσε να ικανοποιήσει.
Όταν μία ιστορική στιγμή εξαιρετικής σημασίας σχετίζεται με μία
προσωπικ6τητα που τυχαίνει να διαδραματίζει έναν κύριο ρόλο σε αυ τήν, μια ολόκληρη φιλολογία δημιουργείται γύρω από την προσωπικότη τα αυτή, με σκοπό να αξιολογήσει τη συμβολή της στα σχετικά γεγονότα
και να εμβαθύνει και στις πιο εσωτερικές ακόμα πτυχές τής πνευματικής της ζωής. Για τον
40
αιώνα, μία τέτοια προσωπικότητα υπήρξε ο Μέγας
Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Να'ίσσό (σημερινή Νίς). Από την πλευρά τού πατέρα του -τού Kωνσtαντίoυ Χλωρού- ανήκε, πιθανόν,
σε οικογένεια Ιλλυριών. Η μητέρα του Ελένη ήταν μια χριστιανή που αρ γότερα ανακηρύχθηκε Αγία και η οποία, κατά τη διάρκεια ενός προσκυ νή ματος στην παλαισtίνη, ανακάλυψε
-
όπως δέχεται η παράδοση - τον
γνήσιο Σταυρό, πάνω στον οποίο σtαυρώθηκε ο Χριστός(Ι). Το
305,
αφού
ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός εγκατέλειψαν το αυτοκρατορικό τους αξίωμα -σύμφωνα με σχετική συμφωνία- και αποσύρθηκαν σtην ιδιω
τική ζωή, ο Γαλέριος έγινε αύγOυσtOς στην Ανατολή, ενώ ο πατέρας τού Κωνσταντίνου
-
Κωνστάντιος -
έλαβε το αξίωμα τού αυ.γούστου στη
Δύση. Τον επόμενο χρόνο ο Κωνστάντιος πέθανε στη Βρετανία και οι στρατιές του ανακήρυξαν τον γιο του Κωνσταντίνο αύγουστο. Την ίδια ε ποχή μια επανάσταση ξέσπασε σtη Ρώμη. Οι σtασιαστές και ο στρατός
ανέτρεψαν τον Γαλέριο και ανεκήρυξαν αυτοκράτορα τον Μαξέντιο, γιο
τού Μαξιμιανού, που είχε παραιτηθεί από την αυτοκρατορική εξουσία.
Ο Μαξιμιανός ενώθηκε με τον γιο του και πήρε πάλι τον αυτοκρατορικό τίτλο. Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε μια περίοδος εμφυλίου πολέμου, κατά τη διάρκεια τού οποίου τόσο ο Μαξιμιανός όσο και ο Γαλέριος πέ
θαναν. Τότε ο Κωνσταντίνος έκλεισε συμμαχία με τον Λικίνιο, έναν από τους νέους αυγού στου ς, και νίκησε τον Μαξέντιο σε μια απoφασισtική
μάχη, κοντά στη Ρώμη, το 312. Ο Μαξέντιος πνίγηκε στον Τίβερη, κοντά στη Μουλβία* γέφυρα, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εχθρό του.
ΟΙ δύο νικητές Αυτοκράτορες, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, συναντή(1) Βλέπε Π.χ. Η. Vincent και F. Μ. Abel, «Jerusalem. Recherches de topographie, d' , aI'cheologie et d' histoire», 1Ι, 202-203 (Paris 1914). * Σ.Τ.Μ. Γέφυρα τού Τίβερη, το σημερινό Ponte Molle, δύο χιλιόμετρα μακριά από την Ρώμη.
68-
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
θηκαν στα Μεδι6λανα (σημεριν6 Μιλάνο), 6που, σύμφωνα με την ιστορι κη παράδοση, υπέγραψαν το ονομαστ6 Έδικτο τών Μεδιολάνων. Οι ει ρηνικές 6μως σχέσεις τών δύο αυτοκρατ6ρων, δεν διηρκεσαν πολύ. Έ νας αγώνας ξέσπασε ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική νί κη τού Κωνσταντίνου, τον φ6νο τού Λικίνιου, το
324 μ.χ., και την ανάδει
ξη τού Κωνσταντίνου ως μ6νου άρχοντα της Ρωμαϊκης Αυτο"Κρατορίας. Δύο υπηρξαν τα γεγον6τα εκείνα της βασιλείας τού Κωνσταντίνου, που επηρέασαν σημαντικά τη μελλοντικη εξέλιξη της ιστορίας: η επίσημη αναγνώριση τού Χριστιανισμού και η μεταφορά τής πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας απ6 τις 6χθες τού Τίβερη στις 6χθες τού ΒοσπQρου, απ6
την παλαιά Ρώμη δηλαδή στη «Νέα Ρώμη»: την Κωνσταντινούπολη. Οι ε πιστήμονες, μελετώντας τη θέση του Χριστιανισμού κατά την εποχη τού
Κωνσταντίνου, ασχολούνται κυρίως με δύο προβλήματα: τη «μεταστρο φψ> τού Κωνσταντίνου και το Έδικτο τών Μεδιολάνων(I).
Η μεταστροφή τού Κωνσταντίνου Τ6σο οι ιστορικοί 6σο και οι θεολ6γοι, ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τις αι τίες τής μεταστροφής τού Κωνσταντίνου. Γιατί ο Κωνσταντίνος ευν6ησε τον Χριστιανισμ6; Θα πρέπει η στάση του να θεωρηθεί ως μια απλη έν
δειξη της πολιτικής του σοφίας; Είδε τον Χριστιανισμ6 ως ένα απλ6 μέσο για να πραγματοποιήσει τους πολιτικούς του στ6χους; Ή υιοθέτησε τον
Χριστιανισμ6 λ6γω τών πεποιθήσεών του; Ή -τέλος -
στη μεταστροφή
του αυτή συνετέλεσαν και οι δύο παράγοντες οι πολιτικοί δηλαδή και οι πνευματικοί;
Η δυσκολία για τη λύση τού προβλήματος έγκειται στις αντιφατικές πληροφορίες που βρίσκει κανείς στις πηγές. Ο Κωνσταντίνος, 6πως τ6ν περιγράφει ο Επίσκοπος Ευσέβιος, δεν μοιάζει καθ6λου με τον Κων σταντίνο τον οποίο σκιαγραφεί ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος.
Οι ιστορικοί έχουν βρει μια εξαιρετική ευκαιρία για να δώσουν απαντη σεις, σύμφωνα με τις προσωπικές τους απ6ψεις, στο περίπλοκο αυτ6
πρ6βλημα. Ο Γάλλος ιστορικ6ς Μπουασιέ (ΒΌίssίer) γράφει σχετικά στο βιβλίο του Πτώση τού Ειδωλολατρισμού, τα εξής: «Δυστυχώς, όταν ασχολούμεθα με μεγάλους άνδρες, που διαδραμάτισαν έναν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία, και προσπαθούμε να μελετήσουμε τη ζωη τους και τη δράση τους, σπανίως είμαστε ικανοποιημένοι και από τις πιο φυ-
(1)
Γενικά περί τών σχετικ(Δν με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο προβλημάτων βλέπε στο
πολύ χρtjσιμο άρθρο τού Α.
(1930/1949), «Historia»
Ι
Piganiol, "L' etat actuel de la question constantinienne» (1950), 82-96.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
69
σικές εξηγήσεις. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι το διαφορετι κό από τους συνανθρώπους τους, μάς κάνει να μην πιστεύουμε ότι μπορούν να ενεργούν όπως και οι κοινοί άνθρωποι. Ψάχνουμε να βρούμε απόκρυφες αιτίες πίσω και από την πιο απλή τους πράξη, ενώ συγχρόνως τούς αποδίδου με μία λεπτότητα και ένα βάθος σκέψης ή προδοσίες, τις οποίες ποτέ τους δεν είχαν διανοηθεί. Όλα αυτά ισχύουν στην περίπτωση τού Κωνσταντίνου. Έχει επικρατήσει μια βασισμένη στην προκατάληψη πεποίθηση, ότι ο ικανός
αυτός πολιτικός θέλησε να μάς ξεγελάσει. Όσο θερμότερα αφιέρωνε τον ε αυτό του στις θρησκευτικές υποθέσεις και προβαλλόταν ως ένας γνήσιος πι στός, τόσο πιο αποφασιστικές γίνονταν οι προσπάθειές μας να αποδείξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αδιάφορος για τα ζητήματα αυτά και ότι υπήρξε έ νας σκεπτικιστής, που, στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφερόταν για καμιά θρησκεία, προτιμώντας τη θρησκεία εκείνη που τόν ευνοούσε περισσότερο».
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ιστορική σκέψη είχε τρομερά επηρεασθεί από τις κρίσεις τού διάσημου Γερμανού ιστορικού Γιάκοπ
Μπούρκχαρτ
(Jacob Burckhardt),
τις οποίες βρίσκουμε στο λαμπρό του
έργο: Η εποχή τού Μεγάλου Κωνοταντίνου. Ο Μπούρκχαρτ παρουσιάζει
τον Κωνσταντίνο ως ένα μεγαλοφυή πολιτικό, με πολλές φιλοδοξίες και ισχυρή επιθυμία για εξουσία. Έναν άνθρωπο
-
δηλαδή -
που θυσίασε
το καθετί στην εκπλήρωση τών σκοπών του. «Συχνά», γράφει, «γίνονται προσπάθειες να διεισδύσουμε στην θρησκευτική συνείδηση τού Κων σταντίνου, προκειμένου να περιγράψουμε τις αλλαγές που πιθανόν συντελέστηκαν στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όλα αυτά, όμως, γί νονται άσκοπα. Γιατί έναν τέτοιον μεγαλοφυή άνθρωπο, τού οποίου οι
.φιλοδοξίες
και η δίψα για εξουσία ήταν η καθημερινή του ασχολία, δεν
τόν απασχολούσε ο Χριστιανισμός ή η ειδωλολατρία ούτε η συνειδητή
θρησκευτικότητα ή η μη θρησκευτικότητα. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αναγκαστικά άθρησκος
(unreligiOs).
Εάν για μια σcιγμή σταματούσε για
να σκεφθεί πάνω στις πραγματικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, η
στιγμή αυτή θα ήταν μοιραία». Αυτός ο μέχρι θανάτου εγωιστής, έχοντας αναγνωρίσει ότι ο Χριστιανισμός προοριζόταν να γίνει μια παγκόσμια
δύναμη, τόν χρησιμοποίησε ακριβώς λόγω αυτής του τής δυναμικής. Σύμφωνα με τον Μπούρκχαρτ, η αξία τού Kωνσcαντίνoυ έγκειται σco ότι αναγνώρισε την δυναμική αυτή, αν και διαμοίρασε σαφώς καθορισμένα προνόμια τόσο στον παγανισμό όσο και στον Χριστιανισμό. Το να
αναζητεί κανείς κάποιο σχέδιο σcις πράξεις τού ασυνεπούς άνθρωπου,
που μόνο χρήση ευκαιριών έκανε, θα ήταν άσκοπο. Ο Kωνσcαντίνoς «ένας εγωιστής με πορφυρό μανδύα, κάνει ή επιτρέπει καθετί, που ενι σχύει την προσωπική του δύναμη». Ως κύρια πηγή του, ο Μπούρκχαρτ
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
70
χρησιμοποίησε τον Βίο τού Κωνσταντίνου τού Ευσεβίου, παραβλέποντας
το γεγον6ς 6τι το έργο αυτ6 δεν είναι αυθεντικ6(1). Οι κρΙσεις τού Μπούρκχαρτ δεν μάς επιτρέπουν να δούμε στον Αυτοκράτορα κανένα
γνήσιο θρησκευτικ6 αίσθημα. Στηρίζοντας τις απ6ψεις του σε διάφορες πηγές, ο Γερμαν6ς θεολ6γος ,Αντολφ Χάρνακ
(Adolph Harnack),
στο βιλίο του Η διάδοση τού
Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες!2), καταλήγει στα ίδια συ
μπεράσματα. Ύστερα απ6 μια μελέτη τής θέσης τού Χριστιανισμού στις
διάφορες επαρχίες τής Αυτοκρατορίας, παραδέχεται 6τι ήταν αδύνατος ο καθορισμ6ς τού αριθμού τών χριστιανών και συμπεραίνει 6τι, αν και
κατά τον
40
αιώνα οι χριστιανοί ήταν πολλοί και η επιρροή τους μεγάλη,
δεν αποτελούσαν την πλειον6τητα τού λαού. Αλλά κατ6πιν παρατηρεί 6τι: «Αριθμητική υπεροχή και πραγματική επιρροή δεν συμβαδίζουν σε κάθε περίπτωση. Ένας μικρός κύκλος ανθρώπων μπορεί να ασκεί μια δυναμική ε πιρροή, αν τα μέλη του προέρχονται από τις ηγετικές τάξεις, ενώ ένας μεγά λος κύκλος ατόμων μπορεί να έχει πολύ μικρότερη επιρροή εψόσον προέρχε ται από τις κατώτερες τάξεις ή από τις επαρχίες. Ο Χριστιανισμός υπήρξε ΜW θρησκεία τών πόλεων. Όσο μεγαλύτερη ήταν μια πόλη τόσο μεγαλύτερος
ήταν και ο αριθμός τών χριστιανών, πράγμα
nO'U
έδινε στον Χριστιανισμό ε
ξαlQετικές δυνατότητες. Παραλλήλως όμως ο Χριστιανισμός είχε βαθιά ει σχωρήσει στις επαρχίες, όπως γνωρίζουμε τουλάχιστον για τις περισσότερες επαρχίες τής Μικράς Ασίας, τής Αρμενίας, τής Συρίας, τής Αιγύπτου, τής Πα λαιστίνης και τής Βόρειας Αφρικής».
Διαιρώντας 6λες τις επαρχίες τής Αυτοκρατορίας σε τέσσερεις κατη
γορίες συμφωνα με την μεγάλη ή μικρή εξάπλωση τού Χριστιανισμού, ο
Χάρνακ αναλύει τη θέση τού Χριστιανισμού σε κάθε κατηγορία και συ μπεραίνει 6τι'τα κέντρα τής Χριστιανικής Εκκλησίας, στις αρχές τού 40υ
αιώνα, ήταν σtη Μικρά Ασία. Είναι ήδη γνωστ6 6τι, για αρκετά χρ6νια, πριν πάει στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος έμεινε στην αυλή τού Διοκλητια νού στη Νικομήδεια. Η επίδραση την οποία ε.ίχε επάνω του η Ασία φανε ρώθηκε στη Γαλατία, υπ6 μορφή σκέψεων, που τόν οδήγησαν στην ο ριστική του απ6φαση να επωφεληθεί από την υποστήριξη τής σταθερής
και δυναμικής Εκκλησίας και τών -επισκόπων. Είναι μάταιο να ζητούμε να μάθουμε εάν η Εκκλησία θα μπορούσε να νικησει έστω και χωρίς τον
(1) J. Burckhardt, «Die Zeit Constantin's des Grossen» (3rd ed., 1898), 326, 369-370, 387,407. (2) Αγγλική μετάφραση τού J. Moffatt, 1904 (4η έκδοση γερμανική, εμπλο1!tισμένη και αναθεωρημένη, 1925).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
71
Kωνσtαντίνo. Κάποιος άλλος θα παρουσιαζόταν. Οπωσδήποτε όμως η νίκη τού Xρισtιανισμoύ είχε επιτευχθεί σε όλη τη Μικρά Ασία, πριν ακό μη εμφανισθεί ο Kωνσtαντίνoς, ενώ συγχρόνως είχε σtαθερoπoιηθεί σε
άλλες επαρχίες. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη φώτιση και ένας επουράνιος στρατηγός για να πραγματωθεί ό,τι ήδη υπήρχε. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν ένας οξύνους και δυναμικός πολιτικός, με ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκευτική κατάσtαση, και ένας τέτοιος πολιτικός υπήρξε ο Kωνσtαν τίνος, μια χαρισματική προσωπικότητα, καθόσον αναγνώρισε ό,τι ήταν αναπόφευκτο και επωφελήθηκε από αυτό(l).
Είναι φανερό ότι ο Χάρνακ είδε τον Kωνσtαντίνo μόνο σαν ένα ικανό πολιτικό.
Φυσικά, δεν είναι δυνατή, έσtω και μια κατά προσέγγιση σtατLσtική εκτίμηση τού αριθμού τών Xρισtιανών τής περιόδου αυτής, αν και οι πε ρισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες καταλήγουν ότι η ειδωλο λάτρες παρέμεναν ο κύριος πολιτικός και κοινωνικός παράγοντας, ενώ οι χρισtιανoί ήταν ακόμη μειονότητα. Σύμφωνα με την έρευνα τού καθη γητή Β. Μπόλοτοφ
(V. Bolotov),
που συμφωνεί με τους υπολογισμούς
πολλών άλλων επισtημόνων, «είναι πιθανόν κατά την εποχή τού Κω:ν
σταντίνου οι Xρισtιανoί ν' αποτελούσαν το ένα δέκατο τού συνολικού πληθυσμού, αν και το πoσoσtό αυτό μπορεί να είναι ακόμη μικρότερο. Η
άποψη ότι ο αριθμός τών Xρισtιανών υπερέβαινε το ένα δέκατο, είναι α βάσιμη»(2). Τώρα πια φαίνεται ότι οι επιστήμονες συμφωνούν, ότι οι χρι
στιανοί αποτελούσαν μειονότητα την εποχή τού Kωνσtαντίνoυ, πράγμα
που -εάν αληθεύει- γκρεμίζει την καθαρά πολιτική θεωρία που έχει
διαμορφωθεί γύρω από τη σtάση τού Kωνσtαντίνoυ έναντι τού Xρισtια νισμού. Ένας μεγάλος πολιτικός δεν θα επέτρεπε να βασισtOύν τα μεγά
λα του πολιτικά σχέδια πάνω σtO ένα δέκατο τού λαού, που, την εποχή αυτή, δεν έπαιρνε μέρος σtις πολιτικές υποθέσεις. Ο συγγραφέας τής Ιστορίας τής Ρώμης και τού Ρωμαϊκού Λαού,
Ντυρυύ
(Duruy), γράφει,
επηρεασμένος κάπως από τον Μπούρκχαρτ και
αξιολογώντας τις πράξεις τού Κωνσταντίνου, ότι «τη θρησκεία τού Κωνσταντίνου διαμόρφωσε ένας ειλικρινής και αδιάφορος ντε"ίσμός». Κατά τον Ντυρυύ, ο Kωνσtαντίνoς «πολύ γρήγορα αντελήφθη το γεγονός ότι ο Xρισtιανισμός, σtα βασικά του δόγματα, ανταποκρίνεται σtη δική ~1) Α. Harnack, «Die Mission und Ausbreitung des Christentums ίη dem ersten drei
lahrhunderten» (2η έκδοση 1906), ΙΙ, 276-285.
(2) Ομιλίες σχετικές με την Ιστορία τής Αρχαίας Eκ~λησίας (St. Petersbourg, 1913) τό μος ΙΙΙ, σελ. 29, Ρωσικά.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
72
του πίστη σε έναν Θεό»(I). Εν τούτοις όμως -συνεχίζει ο Ντυρυύ- οι
πολιτικοί παράγοντες είχαν μεγαλύτερη σημασία για τον Κωνσταντίνο. «Όπως ο Βοναπάρτης προσπάθησε να συμφιλιώσει την Εκκλησία με την Επανάσταση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέλησε να συμφιλιώσει την παλιά με τη νέα θρησκεία, ευνοώντας συγχρόνως τη δεύτερη. Αντιλήφθηκε την κατεύ θυνση, προς την οποία βάδιζε ο κόσμος, και, χωρίς να τήν επιταχύνει, βοήθη
σε την κίνηση αυτή. Αποτελεί τιμή για τον Αυτοκράτορα αυτόν το ότι εκδήλω σε τους σκοπούς του, με τον τίτλο που ο ίδιος διάλεξε για τον εαυτό του, στη θριαμβευτική του αψίδα:
quietis custos
(φρουρός τής ειρήνης) ... Προσπαθών
τας να εμβαθύνουμε στα βαθύτερα σημεία τής σκέψης τού Κωνσταντίνου, βρίσκουμε μάλλον μια πολιτική Διοικήσεως, παρά μια θρησκευτική πεποίθη ση»(2).
Ο Ντυρυύ -ωστόσο- παρατηρεί αλλού, ότι «ο Κωνσταντίνος, τόν ο
ποίο περιγράφει ο Ευσέβιος, συχνά είδε μεταξύ γης και ουρανού, πράγ ματα τα οποία κανείς άλλος δεν είχε δει»(3).
Δύο από τα πολλά βιβλία, που παρουσιάσθηκαν το
1913
επ' ευκαιρία
τού εορτασμού τής δεκάτης έκτης εκατονταετηρίδος τού Εδίκτου τών Μεδιολάνων, είναι τα: Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και η Χριστιανική Εκκλησία (Κaiser
(Ε.
Constantin und die Christliche Κirche), τού Ε. Σβαρτς Schwartz) και Μελέτες (Gesammelte Studien), τού Φ. Ντέλγκερ. Ο
Σβαρτς γράφει ότι ο Κωνσταντίνος «έχοντας τη διαβολική οξυδέρκεια ε νός Κυρίαρχου τού Κόσμου, κατάλαβε τη σημασία την οποία θα είχε η συμμαχία με την Εκκλησία για μια Παγκόσμια Μοναρχία, την οποία αυ τός σχεδίαζε να δημιουργήσει, και είχε το θάρρος και την ενεργητικότη
τα να πραγματοποιήσει αυτήν την ένωση, αγνοώντας όλες τις παραδό σεις τού Καισαρισμού»(4). Ο Ε. Κρεμπς (Ε. Κrebs), στο βιβλίο που εξέδω σε ο Ντέλγκεσ
(<
γράφει ότι η όλη στροφή τού
Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό υπήρξε δευτερεύων παράγοντας για τη νίκη τής Εκκλησίας. Κύριος παράγοντας τής νίκης αυτής παραμέ νει αυτή καθ' εαυτή η υπερφυσική δύναμη τού Χριστιανισμού(5).
Οι γνώμες τιδν επιστημόνων -σχετικά με·αυτό το θέμα- διαφέρουν
πολύ. Ο Π. Μπατιφόλ (Ρ.
Batiffol) υποστηρίζει την
ειλικρίνεια τής μετα-
(1) «Histoire des Romains», νΗ, 102 (Paris 1885). (2) Ένθ. ανωτ. 86,88,519-520. (3) Ένθ. ανωτ. νι, 602. (4) «Kaiser Constantin und die Chrίstliche Kirche», σελ. 2. (5) «Konstantin der Grosse und seine Zeit», Gesammelte Studien, ed. F. Dolger, 2.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
73
στροφής τού Κωνσταντίνου(l) και, τώρα τελευταία, ο Ζ. Μωρίς
rice),
(J.
Mau~
ειδικός στη νομισματική τής εποχής τού Κωνσταντίνου, πρoσπάθη~
σε να αποδείξει τον θαυματουργικό παράγοντα στην μεταστροφή τού Αυτοκράτορα(2). Ο Μπουασιέ σημειώνει πως το γεγονός ότι ο Kωνσtαντί~
νος άφησε τον εαυτό του στα χέρια τών χρισtιανών, που αποτελούσαν μι~ α μειονότητα χωρίς πολιτική σημασία, αποτελούσε ένα επικίνδυνο εγχεί~ ρημα και ότι, επομένως, εφόσον δεν άλλαξε την πίστη του για λόγους πo~ λιτικούς, μετεστράφη στον Χριστιανισμό από πεποίθηση(3). Ο Φ. Λο
Lot)<4)
(F.
τείνει να δεχθεί την ειλικρίνεια τής μεταστροφής τού Kωνσταντί~
νου. Ο Ε. Στάιν (Ε.
Stein)
δέχεται πολιτική αιτία, τονίζοντας ότι το μεγα~
λύτερο και σημαντικότερο γεγονός τής θρησκευτικής πολιτικής τού Kων~ σταντίνου υπήρξε η εισδοχή τής Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα στον κρα~ τικό οργανισμό και υποθέτοντας ότι ο Kωνσtαντίνoς είχε, κατά κάποιον
τρόπο, επηρεασθεί από το παράδειγμα τού Ζωροαστρισμού, επίσημης θρησκείας τής Περσικής Αυτοκρατορίας(5).
Ο Γκρεγκουάρ γράφει ότι η πολιτική -και ειδικότερα η εξωτερική πολιτική -
προηγείται πάντοτε τής θρησκείας6). Ο Α. Πιγκανιόλ λέει ότι
ο Κωνσταντίνος υπήρξε χριστιανός δίχως να γνωρίζει(7).
Οπωσδήποτε η «μεταστροφή» τού Κωνσταντίνου, που συσχετίζεται με τη νίκη του κατά τού Μαξεντίου, το
312,
δεν πρέπει να θεωρείται ως
πραγματική του μεταστροφή στον Χριστιανισμό, εφόσον έγινε πραγματι~
κός χριστιανός μόνον τον χρόνο που πέθανε *. Κατά τη διάρκεια τής ζωής του παρέμεινε ο
Pontifex maxίmus
και δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη «Kυ~
ριακή», αλλά την έκφραση <<ημέρα τού ηλίου»
(dies solis),
καθώς και την
(1) «La Paix Constantinienne et le Catholicisme», 206, 259 (σε συνδυασμό με την επί Seeck). (2) «Constantin le Grand. L' Origine de la civilisation chretienne», 3~36 (Paris 1925). (3) G. Boissier, «La Fin du Paganisme: etude sur les dernieres luttes religieuses en Occident au quatrieme siecle», Ι. 28 και Η. Leclercq, «Constantin» στο «Dictionnaire d' archeologie chretienne et de liturgie», ΠΙ (2), col., 2669 (Paris 1914). (4) «La Fin du monde antique», 32-38. (5) «Geschichte des spatromischen Reiches», Ι, 146-147. Σχετικά με τα έργα τών Lot και Stein βλέπε την ενδιαφέρουσα παρατήρηση. τού Ν. Baynes, «Journal of Roman Studies», ΧΥΙΙ (1928),220. (6) «La "conversion" de Constantin», «Reνue de Ι' Universite de Bruxelles», ΧΧΧΥΙ (1930-1931),264. _(7) «L' Empereur Constantin», 75. * Σ.τ.Μ. Σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τού Μεγάλου Κωνσταντίνου βλέπε τού θέματος εργασία τού Ο.
αξιόλογες παρατηριjσεις Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων Γενναδίου, στην «Ιστορίαν τού Οικουμενικού Πατριαρχείου», τόμος πρώτος, σελ.
36 κ.επ.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
74
φράση «ανίκητος ήλιος»
(sol
inνictus), με την οποία, την περίοδο αυτή,
συνήθως εννοούσαν τον θεό τών Περσών, τον Μίθρα, τού οποίου η λα
τρεία είχε διαδοθεί σε όλη την Αυτοκρατορία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Μερικές φορές αυτή η λατρεία τού ήλιου υπήρξε ένας σο
βαρός αντCπαλoς τού Χριστιανισμού. Είναι δε βέβαιο 6τι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηρικτής τής λατρείας τού ήλιου, έχοντας κληρονομή σει την αφοσίωσή του αυτή στον ήλιο από την οικογένειά του. Πιθανόν ο
sol invictus
ήταν ο Απόλλων. Ο Μωρίς παρατηρεί 6τι η θρησκεία τού
ήλιου κατέστησε τον Κωνσταντίνο λαοφιλέστατο στην ΑυτοκραΤορίαω. Ορισμένοι ιστορικοί έκαναν πρόσφατα μια ενδιαφέρουσα προσπά θεια να παρουσιάσουν τον Κωνσταντίνο ως έναν απλό συνεχιστή και
εκτελεστή μιας πολιτικής άλλων και όχι ως τον υπέρμαχο τού Χριστιανι σμού. Όπως λέει ο Γκρεγκουάρ, ο Λικίνιος, πριν από τον Κωνσταντίνο, καθιέρωσε μια πολιτική ανεκτικότητας απξναντι στον Χριστιανισμό. Ο
Γερμανός ιστορικός Σένεμπεκ υπέρμαχο τού Χριστιανισμού
-
(Schoenebeck)
θεωρεί τον Μαξέντιο
στην περιοχή του -
και ως εκείνον που
υπέδειξε σroν Κωνσταντίνο τον δρόμο που έπρεπε ν' ακολουθήσει(2J. Μελετώντας τη στροφή τού Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό,
βλέπουμε ότι η πολιτική του ήταν οπωσδήποτε προορισμένη να επηρεά σει σοβαρά την στάση του προς τον Χριστιανισμό, ο οποίος τού ήταν χρήσιμος από πολλές απόψεις. Κατάλαβε ο Κωνσταντίνος 6τι στο μέλλον
ο Χριστιανισμός θα ήταν η κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές τής Αυτοκρατορίας και «θέλησε να ενισχύσει την εν6τητα τής Αυτοκρα τορίας μέσω μιας ενότητας τής Εκκλησίας»(3 J .
Η μεταστροφή τού Κωνσταντίνου συνήθως συνδυάζεται με την εμφά νιση, κατά τη διάρκεια τού αγώνα του κατά τού Μαξεντίου, ενός φωτει νού Σταυρού στον ουρανό, γεγονός το οποίο παρουσιάζει το θαύμα ως έναν παράγοντα τής μεταστροφής τού Κωνσταντίνου. Οι πηγές όμως που
αναφέρονται στο γεγονός αυτό προκαλούν πολλές διαφωνίες μεταξύ τών ιστορικών. Η παλαιότερη περιγραφή ενός θαύματος ανήκει στον χριστι ανό -σύγχρονο τού Κωνσταντίνου- Λακτάντιο που, στο βιβλίο του Περί τού θανάτου τών διωκτών
(De mortibus persecutorum),
ομιλεί μό
νον για την ειδοποίηση, που πήρε, σε ένα όνειρό του, ο Κωνσταντίνος, να
(1) «Numismatique constantinienne», 11. νίiί, xiii. χχ-xlνίίΙ (2) Gregoire, «La "conversion" de Constantin», Revue de Ι' Universite de BruxeIIes, (1930-1931), 231-232, Hans νοη Schoenebeck, «Beitr~ge zur Relίgionspolίtik des Maxentius und Constantin», 1-5, 14,22,27. (3) Ε. Trubezkoy, Θρησκευτικές και Κοινωνικές ιδέες τυύ Δυτικυύ Χριστιανισμυύ τυν 5υ αιώνα (Μόσχα 1892, τόμος 10ς, σελ. 2, Ρωσικά). χχχvι
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
75
χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα τού θείου σημείου τού Χριστού
(coeleste signum Dei)
Ο Λακτάντιος δεν αναφtρει τ(ποτε για το όραμα
που υποτίθεται 6τι ο Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό. Ένας άλλος σύγχρονος τού Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ομιλεί για τη νίκη επί τού Μαξεντίου σε δύο απ' τα βιβλία του. Στο πα λαι6τερό του έργο Eκκλησιασrική Iσroρία, ο Ευσtβιος παρατηρεί μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας για να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε
στον Θεό τ~ν Ουρανών και για τον Λόγο Του, τον Ιησού Χριστ6, τον Λυτρωτή τών πάντων»(2). Τίποτε όμως δεν αναφέρεται για το όνειρο. Έ
να άλλο έργο, Εις τον Βίον τού μακαρίου Kωνσrαντίνoυ, που, γραμμένο
είκοσι πέντε χρόνια μετά τη νίκη επί τού Μαξεντίου, αποδίδεται -κα κώς -
στον Ευσέβιο, αναφέρει 6τι ο ίδιος ο Αυτοκράτορας είπε και επι
βεβαίωσε με όρκο τη γνωστή ιστορία, 6τι δηλαδή βαδ(ζοντας κατά τού Μαξεντίου είδε πάνω από τον ήλιο που έδυε έναν φωτεινό Σταυρ6 με τις
λέξεις «τούτω νίκα». Τ6σο αυτ6ς 6σο και ο στρατ6ς του τρ6μαξαν βλέ ποντας αυτ6 το 6ραμα. Το άλλο βράδυ ο Χριστ6ς ήλθε
-
σε 6νειρο
στον Κωνσταντίνο και τ6ν διέταξε να κάνει ένα ομοίωμα τού Σταυρού και να βαδίσει με αυτ6 κατά τών εχθρών του. Μόλις ξημέρωσε, ο Αυτο κράτορας είπε το εξαιρετικό του όνειρο στους φίλους του και, κατόπιν, φώναξε τους τεχνίτες, τούς περιέγραψε σε γενικές γραμμές το όραμα και τούς διέταξε να κατασκευάσουν τη σημαία(3) που είναι γνωστή με το όνο μα «λάβαρoν»(~). Το λάβαρο ήταν ένας μεγάλος σταυρός σε σχήμα κοντα
ριού. Απ6 την εγκάρσια ράβδο κρεμόταν ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ύφασμα, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, το οποίο έφερε τις εικ6νες τού Κωνσταντίνου και τών δύο του παιδιών. Στην κορυφή τού Σταυρού, γύρω από το μον6γραμμα τού Χριστού, υπήρχε ένα χρυσό στεφάνι(').
Από την εποχή τού Κωνσταντίνου το λάβαρο έγινε σημαία τής Βυζαντι νής Αυτοκρατορίας. Πληροφορίες σχετικές με την θεία οπτασία και τα
(1) «De mortibus persecutorum», 44. (2) «Historia ecclesiastica», ΙΧ, 9, 2. Βλέπε: «Α Select Library of Nicene and PostNicene Fathers of the Christian Church», ed. Ρ. Schaff, Η. Wace (2nd ser., 1,363). (3) Eusebius, «Vita Constantinj,), Ι, 38-40. (4) Το πρόβλημα τής προελεύσεως αυτής τής λέξεως λύθηκε από τον Η. Gregolre, «L' Etymologie de "Labarum"», Byzantion, ιν, (1929), 477-482. Η λέξη αυτή είναι η λατι νΙΚ11 Laureum με την έννοια τού signum 11 vexillum. Βλέπε επΙσης ένθ. ανωτ. ΧΙ (1937) κιμ Xlll (1939), 583. Την ετυμολογία τού Gregoire χρησιμοπο(ησε ο Valesius (Η. Valois) τον ]70 αιώνα. (5) Η εικόνα τού Λαβάρου βρίσκεται στα νομίσματα τής εποχής τού Κωνσταντίνου. Βλέπε Maurice, «Numismatique constantinienne», Ι 2 και σχέδιο ΙΧ.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
76
στρατεύματα που
-
σταλμένα από τον θεό για να βοηθήσουν τον Κων
σταντίνο στον αγώνα του -
βάδιζαν στον ουρανό, υπάρχουν στα έργα
άλλων συγγραφέων. Οι πληροφορίες αυτές όμως είναι τόσο αντιφατικές,
ώστε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορικό υλικό. Μερικοί συγγρα φείς φθάνουν στο σημείο να λένε ότι το θαύμα έγινε όχι κατά τη διάρ κεια τής εκστρατείας εναντίον τού Μαξεντίου, αλλά πριν φύγει ο Κων σταντίνος από τη Γαλατία.
Το "Έδικτο τώ'V Μεδιολάνων Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστια νισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται.
Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον Χριστιανισμό, εκδόθηκε το
311
α
πό τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο 'άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό συγχωρούσε τους Χριστιανούς για την αντίστασή τους
στις διαταγές τού κράτους να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία και ανα γνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. «Οι Χριστιανοί», έγραφε το διάταγμα, «μπορούν και πάλι να υπάρχουν και να συναθροίζονται, εφόσον δεν κάνουν τCπoτε το αντίθετο προς το κοινό καλό, και υποχρε ούνται να προσεύχονται στον θεό τους για το καλό μας, το καλό τής πο λιτείας και το δικό τουρ/Ι).
Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη νίκη του επί τού Μαξεντίου και τη συμ φωνία του με τον Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε με τον Λικίνιο,
στο Μιλάνο, όπου εξέδωσαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, το ο ποίο -λανθασμένα- ονομάζεται Έδικτο τών Μεδιολάνων. Το πρωτό
τυπο τού εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά ένα λατινικό διάταγμα, που έστειλε ο Λικίνιος στον έπαρχο τής Νικομήδειας, έχει διασωθεί από τον Λακτάντιο. Μια .ελληνική μετάφραση τού λατινικού πρωτοτύπου υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία τού Ευσεβίου ..
Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα, οι χριστιανοί και όσοι πίστευαν σε άλ λες θρησκείες, είχαν πλήρη ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρη
σκεία ήθελαν. Όλα τα εναντίον τών χριστιανών μέτρα εθεωρούντο άκυ ρα(2).
Το
1891
ο Γερμανός λόγιος Ο. Zέ~κ διατύπωσε τη θεωρία ότι ποτέ
δεν εκδόθηκε το Έδικτο τών Μεδιολάνων. Το μόνο Έδικτο που εκδόθη-
(1) Lactantius, «De mortibus persecutorum» 34, 4-5: Eusebius «Historia eccIesiastica», 17,9-10. (2) Lactantius, «De mortibus persecutorum» 48, 4-8: Eusebius, «Historia eccIesiastica»,
νίίί, Χ,
5, 6-9.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
77
κε -γράφει- είναι το Έδικτο Ανεξιθρησκείας που εξέδωσε ο Γαλέριος το
311 (1).
Το έγγραφο των Μεδιολάνων του
τητα ένα έδικτο, αλλά
313 δεν ήταν στην πραγματικό μία επιστολή προς τον διοικητή της Μικράς Ασίας. .
Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος έδω
σαν στον Χριστιανισμό τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες και οι άλλες θρησκείες. Είναι πρόωρο να ομιλεί κανείς για θρίαμβο τού Χριστι ανισμού την εποχή τού Κωνσταντίνου, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Χριστια
νισμός μπορούσε να συμβιβασθεί με την ειδωλολατρία. Το σημαντικότε ρο γεγονός είναι ότι .όχι μόνον έδωσε στους Χριστιανούς το δικαίωμα να
υπάρχουν, αλλά κα(τούς έβαλε κάτω από την προστασία τού Κράτους. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν εξαιρετικής σημασίας σταθμό για την ι
στορία τού πρώιμου Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε όμως το Έδικτο τής Νικομηδείας δεν θεμελιώνει την άποψη ορισμένων ιστορικών ότι κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός είχε τοποθε τηθεί πάνω από όλες τις θρησκείες, ότι οι άλλες θρησκείες ήταν απλώς α νεκτές(2) και ότι το "Έδικτο τών Μεδιολάνων" δεν διακήρυσσε μια τακτι κή ανεκτικότητας, αλλά την υπεροχή τού Χριστιανισμού(3). Όταν προκύ
πτει το ζήτημα τής εκλογής μεταξύ τής υπεροχής ή τών ίσων δικαιωμάτων τού Χριστιανισμού, πρέπει ασφαλώς να κλίνουμε προς τα ίσα δικαιώμα τα. Παρά ταύτα, η σημασία τού Εδίκτου τής Νικομηδείας είναι μεγάλη. Όπως λέει ένας ιστορικός, «στην πραγματικότητα, χωρίς υπερβολές, η σημασία τού "Εδίκτου τών Μεδιολάνων" παραμένει αναντίρρητα μεγά λη, γιατί αποτελεί μια πράξη που έθεσε τέρμα στην (εκτός Νόμου) θέση τών Χριστιανών, ενώ συγχρόνως αναγνώρισε πλήρη θρησκευτική ελευ
θερία, υποβιβάζοντας έτσι την ειδωλολατρία,
de jure,
από την προηγού
μενή της θέση, ως τής μόνης επίσημης θρησκείας, στην ίδια θέση, την ο ποία είχαν και οι άλλες θρησκείες»(4).
(1) «Das sogenannte Edikt vonMainland», «Zeitschrift fιir Kirchengeschichte», ΧΙΙ (1891),381-386. Βλέπε επίσης «Geschichte des Untergangs der antiken Welt» (2h έκδοση, Berlίn 1897), 495. ι (2) Α. Lebedev, Η εποχή τών διωγμών τών Χριστιανών (τρίτη έκδοση, St. Petersbourg, 19(4) σελ. 300-301, Ρωσικά. (3) Ν. Grossu, Το έδικτο τού Μιλάνου (σελ. 29-30, stις εκδόσεις τής θεολογικής Ακα δημίας τού Κιέβου, 1913, Ρωσικά).
(4) Α. Brilliantov, Ο Μέγας Κωνσταντίνος και το έδικτο τού Μιλάνου (Petrograd, 1916, σελ. 157, Ρωσικά), Μ. Α. Huttman, «The Establίshment of Christianity and the Proscri-
ption of Paganism». 123. Βλέπε και Maurice, «Numismatique constantinienne» ΙΙ, ίν, όπου φαίνεται από τα νομίσματα η ελεύθερη συνύπαρξη τού Χριστιανισμού και τΙ1ς Ειδωλολατρίας.
78
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
•
Η στάση τού Κωνσταντίνο" απέναντι στην ΕχκλησΙα Ο Κωνσταντίνος έκανε κάτι παραπάνω από την απλή παραχά.'Qηση δι καιωμάτων στον Χριστιανισμό. Έδωσε στους Χριστιανούς κληρικούς ό
λα τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες ιερείς. Τούς απήλλαξε από
τους κρατικούς φόρους, καθώς και από άλλες υποχρεώσεις που θα μπο ρούσαν να τούς αποσπάσουν από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να κληροδοτήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία, πάλι, αποκτούσε το δικαίωμα τής κληρονομιάς. Έτσι, συγχρόνως με τη διακήρυξη τής θρησκευτικής ελευθερίας, αναγνω ριζόταν και η νομική υπόσταση κάθε χριστιανικής κοινότητας. Από νομι κής πλευράς, ο Χριστιανισμός αποκτούσε μια τελείως νέα θέση. Πολύ αξιόλογα προνόμια δόθηκαν στα Εκκλησιασι;ικά Δικαστήρια. Κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα, εάν συμφωνούσε ο αντίπαλός του, να συζητήσει μια αγωγή, έστω και μη εκκλησιαστικής φύσεως, στο Εκκλησι αστικό Δικαστήριο, έσrω και αν η συζήτηση τής υποθέσεως είχε ήδη αρ
χίσει σε άλλο, μη Εκκλησιαστικό, Δικαστήριο. Προς το τέλος τής βασι λείας τού Κωνσταντίνου, τα δικαιώματα τών Εκκλησιαστικών Δικαστη ρίων αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο:
1)
Οι αποφάσεις ενός Επισκόπου
έπρεπε να γίνουν δεκτές ως τελικές για υποθέσεις που αφορούσαν αν θρώπους οποιασδήποτε ηλικίας.
2)
Οποιαδήποτε περίπτωση -που δεν
αφορούσε το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο -
μπορούσε να διαβιβασθεί σε
αυτό, σε οποιαδήποτε σrιγμή, έστω και αν ο αντίδικος δεν συμφωνούσε. Και
3)
Οι αποφάσεις τών Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων έπρεπε να επι
κυρωθούν από τα Πολιτικά Δικαστήρια.
Όλα αυτά τα προνόμια ενίσχυσαν την εξουσία τών Επισκόπων μέσα στην κοινωνία,
o/J-d
συγχρόνως πρόσθεσαν ένα βαρύ φορτίο στις ευθύ
νες τους και δημιούργησαν πολλές περιπλοκές. Εκείνοι που έχαναν μια δίκη, μη έχοντας το δικαίωμα τής έφεσης, έστω και αν η απόφαση τού Ε πισκόπου δεν ήταν σωστή, έμεναν συχνά ανικανοποίητο ι Επί πλέον, τα
νέα αυτά καθήκοντα τών Επισκόπων έκαναν τη ζωή τους πολύ πιο πολύ πλοκη.
Η Εκκλησία συγχρόνως πλούτιζε χάρη στις δωρεές που έπαιρνε από
διάφορες πηγές, υπό μορφή κτημάτων', χρημάτων- ή σταριού. Οι χριστια νοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές γιορτές. Συγχρόνως η χριστιανική επίδραση συνετέλεσε ώστε οι εγκληματίες να κρίνονται με μεγαλύτερη επιείκεια.
Επί πλέον το όνομα τού Κωνσταντίνου συνδέεται με την ανέγερση πολλών ναών σε όλα τα μέρη τής τεράστιας Αυτοκρατορίας του. Η βασι-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
79
λική τού Αγίου Πέτρου και η βασιλική τού Λατερανού τής Ρώμης, αποδί δονται σε αυτόν. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρθηκε για την Παλαισtίνη, όπου η μητέρα του Ελένη -όπως πισtεύεται- βρήκε τον αληθινό Σταυρό. Στην Ιερουσαλήμ, εκεί όπου είχαν θάψει τον Xρισtό, κτίσθηκε ο ναός τού
Παναγίου Τάφου, ενώ σtO Όροςτών Ελαιών ο Kωνσtαντίνoς έκτισε τον ναό τής Αναλήψεως και σtη Βηθλεέμ τον ναό τής Γεννήσεως. Η νέα πρωτεύουσα, η Kωνσtαντινoύπoλη, και τα περίχωρά της επίσης, πλουτί σtηκαν με πολλούς ναούς, κυριότεροι από τους οποίους είναι ο ναός τών
Αγίων Aπoσtόλων και ο ναός τής Αγίας Ειρήνης. Είναι δυνατόν επίσης ο Kωνσtαντίνoς να είχε θεμελειώσει την Αγία Σοφία, που περατώθηκε α
πό τον διάδοχό του Kωνσtάντιo. Πολλοί άλλοι ναοί κατασκευάσθηκαν σε διάφορα μέρη κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Kωνσtαντίνoυ σtην Αντιόχεια, τη Νικομήδεια και την Βόρειο Αφρική(l}.
Μετά τη βασιλεία τού Kωνσtαντίνoυ, αναπτύχθηκαν τρία αξιόλογα χρισtιανικά κέντρα: Η χρισtιανική Ρώμη, σtην Ιταλία
-
αν και η συμπά
θεια προς τον ειδωλολατρισμό εξακολούθησε να υπάρχει εκεί για κά ποιο διάστημα -
η χρισtιανική Kωνσtαντινoύπoλη, που σύντομα έγινε
για τους χρισtιανoύς τής Ανατολής μια δεύτερη Ρώμη και, τέλος, η χρι σtιανική Ιερουσαλήμ. Μετά την κατασtρoφή τής Ιερουσαλήμ από τον
Αυτοκράτορα Τίτο, το
70 μ.χ., και την
ίδρυση, σtη θέση της, τής ρωμαϊ
κής αποικίας Αιλίας Καπιτωλίνας, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Αδριανού, τον
20
αιώνα μ.χ., η αρχαία Ιερουσαλήμ είχε χάσει την αίγλη
της, αν και υπήρξε η μητέρα Εκκλησία τής Xρισtιανoσύνης και το κέντρο τής πρώτης Aπoσtoλικής Διδασκαλίας. Η χρισtιανική Ιερουσαλήμ ανα
ζωογονήθηκε την εποχή τού Κωνσtαντίνoυ. Οι ναοί που χτίσtηκαν κατά τη διάρκεια τής περιόδου αυτής σtα τρία κέντρα που αναφέραμε πιο πάνω υπήρξαν τα σύμβολα τού θριάμβου τής Xρισtιανικής Εκκλησίας, που γρήγορα έγινε η επίσημη Εκκλησία τού Κράτους. Η ιδέα τής επί γης Βασιλείας ήταν τελείως νέα και αντίθετη
προς τη βασική αρχή τού Xρισtιανισμoύ πως η Βασιλεία τού Θεού δεν είναι τού κόσμου τούτου και ότι πλησιάζει σύντομα το τέλος τού κό σμσυ(2}.
(1) Βλέπε Π.χ. για την Νικομήδεια: J. Solch, «Historisch·Geographische Studien i1ber bithynische Siedlungen. Nikomedia, Nizaa, Prusa», Byzantinisch-neugriechische Jahrbucher, Ι (1920),267-268. Σχετικά με την Αφρικtj βλέπε S. Gsel\, «Les Monuments antiques d' Algerie», 11, 239 (Paris 19(1). (2) V. Barthhold, στα Πρακτικά τού Ανατολικού Κολλεγίου (Leningrad 1925, σελ. 163, Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
80
Ο Αρειανισμός και η Σύνοδος τής Νικαίας Μετά την καθιέρωση τών νέων συνθηκών, στις αρχές τού 40υ αιώνα, η Εκκλησία έζησε μια περίοδο εντατικής δημιουργικής δράσεως, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στον δογματικό τομέα. Τον
40
αιώνα τα δογματικά
ζητήματα δεν απασχολούσαν μόνον τα άτομα, όπως συνέβη στον
30
αιώ
να με τον Τερτυλλιανό ή τον Ωριγένη, αλλά ολόκληρες ομάδες ανθρώ πων που αποτελούνταν από καλά οργανωμένα άτομα.
Τον
40
αιώνα οι Σύνοδοι έγιναν ένα κοινό μέσο, το οποίο εθεωρείτο
ως το μόνο κατάλληλο για την αντιμετώπιση τών προβλημάτων εκείνων που ήταν συζητήσιμα.
Με την προσπάθεια αυτή όμως ένας νέος παράγοντας παρουσιάζεται στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ένας παράγοντας σημαντικός για
την μετέπειτα ιστορία τής εξελίξεως τών σχέσεων μεταξύ τών πνευματι κών και κοσμικών δυνάμεων. Ήδη από την εποχή τού Μεγάλου Κων
σταντίνου το Κράτος έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές έριδες, διευθύ νοντάς τες κατάλληλα. Φυσικά, πολλές φορές, τα συμφέροντα τού Κρά τους δεν συνέπιπταν με τα συμφέροντα τής Εκκλησίας.
Για πολλούς αιώνες το κέντρο πολιτισμού τής Ανατολής υπήρξε η πό λη τής Αιγύπτου Αλεξάνδρεια, όπου η πνευματική δραστηριότητα είχε μεταβληθεί σ' ένα δυνατό ρεύμα. Ήταν φυσικό οι νέες δογματικές ιδέες
να προέλθουν από την Αλεξάνδρεια, η οποία, όπως τονίζει ο καθηγητής Α. Σπάσκι (Α.
Spassk:y),
«έγινε στην Ανατολή το κέντρο τής θεολογικής
εξελίξεως, αποκτώντας έτσι, στον χριστιανικό κόσμο, τη φήμη μιας φιλο σοφικής Εκκλησίας, που ποτέ της δεν κουράστηκε να μελετάει μεγάλα θρησκευτικά και επιστημονικά προβλήματα»(1). Αν και ο Άρειος -τού
οποίου το όνομα δόθηκε στην πιο σπουδαία αίρετική διδασκαλία τής ε ποχής τού Κωνσταντίνου -
υπήρξε ένας Αλεξανδρινός ιερεύς, το δόγμα
του έχει ως τόπο προελεύσεώς του την Αντιόχεια τής Συρίας, όπου ο Λουκιανός, ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους τής εποχής εκεί
νης, είχε ιδρύσει μια εξηγητική-θεολογική σχολή, η οποία, όπως λέει ο
Α. Χάρνακ, υπήρξε η γενέτειρα τού Αρειανισμού. Ο Λουκιανός είναι, κατά τον Χάρνακ, «ο 'Αρειος που προηγήθηκε τού Αρείου»(2).
Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Υιός τού Θεού υπήρξε ένα δημιούργημα,
«κτίσμα», όπως είναι όλα τα άλλα δημιουργήματα τού Θεού. Η ιδέα αυτή
(Ι) Ιστορία τών Δογματικών κινήσεων κατά τη διάρκεια τής περιόδου τών Οικουμενι
κών Συνόδων
(Sergriev Posad, Ι 906, σελ. 137, Ρωσικά). (2) «Lehrbuch der Dogmengeschichte» (4tn ed. 1919), ΙΙ, 187.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
81
αποτελεί τη βάση τού Αρειανισμού. Εκτός από την Aίγυπto, ο Ευσέβιος
Καισαρείας και ο συνονόματός του Επίσκοπος Νικομηδείας, τάχθηκαν υπέρ τού Αρείου. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, Αλέξανδρος, όμως, απέ κλεισε τον' Αρειο από τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, παρά τις προ
σπάθειες τών οπαδών του που θέλησαν να τόν βοηθήσουν. Συγχρόνως α πέτυχε κάθε άλλη προσπάθεια που έγινε με σκοπό να ειρηνεύσει και να
ησυχάσει η Εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει τον Λικίνιο, παίρνοντας έτσι όλη την εξούσία στα χέρια του, έφθασε το
324 στη
Νικομήδεια, όπου
άκουσε πολλά παράπονα τόσο από τους αιρετικούς όσο και από τους α ντιπάλους τους. Επιθυμώντας -πάνω από όλα- να εδραιώσει τη θρη σκευτική ειρήνη στην Αυτοκρατορία του και μη εννοώντας την έκταση και τη σημασία τής δογματικής διαμάχης, ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα γράμμα στον Επίσκοπο Αλέξανδρο και στον
' Αρειο,
με το οποίο τούς
προέτρεπε να έλθουν σε συμφωνία, προβάλλοντάς τους ως παράδειγμα
τους φιλοσόφους που ζουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές που τούς χωρί ζουν. Επίσης ανέφερε στην επιστολή του ότι δεν θα ήταν δύσκολη μια συμφωνία, αφού και οι δύο
-
ο Αλέξανδρος και ο Άρειος -
π(στευαν
στη Θεία Πρόνοια και στον Ιησού Χριστό. Επί πλέον, ο Κωνσταvtίνος έ γραφε τα εξής: «Δώστε μου πίσω την ηρεμία έτσι ώστε η χαρά και η γα λήνη να ρυθμίζουν, από τώρα και στο εξής, τη ζωή μου»(1). Το γράμμα αυτό εστάλη στην Αλεξάνδρεια μέσω τού Επισκόπου τής Κορδούης τής Ισπανίας, Οσίου, τον οποίο ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε πο λύ. Ο Επίσκοπος μετέφερε την επιστολή αυτή, μελέτησε προσεκτικά την
κατάσταση και, επιστρέφοντας, εξήγησε στον Αυτοκράτορα την πλήρη σημασία τής κινήσεως τού Αρείου, οπότε -τότε μ6νον- ο Κωνσταντί
νος αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε το
325
στην πόλη τής Βυθι
νίας, Νίκαια. Ο ακριβής αριθμός τών Πατέρων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο δεν είναι γνωστός, αν και συνήθως αναφέρεται ο αριθμός
318(2).
Οι περισσότεροι από αυτούς τους Πατέρες ήταν Επίσκοποι τών περιο-
(1) Eusebius, <
Ι, νθη
Heikel, «Eusebius Werke» 71;
«Nicene and Post-Nicene Fathers», Ι. 518. (2) Διάφορους αριθμούς αναφέρει ο Batiffol στο «La Paix constantinienne et le Catholίcisme» (3rd ed. 1914) 321-322. Βλέπε και Ε. Honigmann, «La liste origina\e des Peres de Nicee». Byzantion. ΧΙV (1939) 17-76. Honigmann, «The Origina\ Lists of the Members of the Council of Nicaea, the Robber-Synod and the Council of Chalcedon», Byzantion, ΧVΙ, Ι (1944), 20-80.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
82
χών τής Ανατολής, ο δε ηλικιωμένος Επίσκοπος Ρώμης έστειλε, στη θέση
του, δύο ιερείς. Η πιο σοβαρή υπόθεση, την οποία συζήτησε η Σύνοδος
-
πρόεδρος τής οποίας ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας -
υπήρξε η
διδασκαλία τού Αρείου.
Τα πρακτικά τής Συνόδου τής Νικαίας δεν έχουν διασωθεί. Μερικοί μάλιστα αμφιβάλλουν αν τηρήθηκαν πρακτικά. Πληροφορίες σχετικές με τη Σύνοδο έχουμε μόνον από αυτούς που έλαβαν μέρος σε αυτήν, καθώς
και από τους ιστορικούς(l). Ο πιο ενθουσιώδης και ικανός αντίπαλο ς τού Αρείου υπήρξε ο Αρχιδιάκονος τής Εκκλησίας τής Αλεξανδρείας, Αθα
νάσιος. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αί ρεση τού Αρείου και, εισάγοντας ορισμένες τροποποιήσεις και προσθή
κες, υιοθέτησε το Σύμβολο τής Πίστεως, στο οποίο ο Χριστός αναγνωρί
ζεται ως Υιός τού Θεού, «Υεννηθείς και ου ποιηθείς», «ομοούσιος τω Παιρί».
Το Σύμβολο αυτό τής Πίστεως τό υπέγραψαν πολλοί οπαδοί τού Αρεί ου, ενώ οι πιο επίμονοι από αυτούς, μαζί με τον ' Αρειο, καταδικάσθηκαν
σε περιορισμό και εξορία. Ένας από τους πιο ειδικούς στο ζήτημα τού Αρειανισμού, γράφει ότι «ο Αρειανισμός ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και μέσα σε λίγα χρόνια επικράτησε στην Ανατολή. Αλλά
η δύναμή του χάθηκε -από τη στιγμή που συγκροτήθηκε η Σύνοδος κάτω από το βάρος τής αποδοκιμασίας τού Χριστιανικού Κόσμου ... ο Α ρειανισμός φαινόταν οριστικά νικημένος όταν τελείωσε η Σύνοδος»(2). Η
επίσημη διακήρυξη τής Συνόδου ανήγγειλε, σε όλες τις χριστιανικές κοι νότητες, τη νέα καιάσταση αρμονίας και ειρήνης που επικράτησε στην
Εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος έγραφε: «ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύ ναμη εναντίον μας, εφόσον εκείνο, το οποίο με κακοήθεια είχε επινοήσει
για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η Αλήθεια, με
εντολή τού ΘεΌύ, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, την αναταραχή και τα θανάσιμα δηλητήρια τής διχόνοιας»(3).
Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τις ελπίδες τού Κωνσταντίνου. Η Σύνοδος τής Νικαίας, καταδικάζοντας τον' Αρειο, όχι μόνον απέτυχε να θέσει τέρμα στις αρεcανικές έριδες, αλλά και προκάλεσε πολλές νέες, συγγενούς χαρακτήρα κινήσεις, καθώς και πολλές άλλες περιπλοκές. Ο
(1) S. Α. Wilkenhauser, «Zur Frage der Existenz νοη Nizanischen Synodalprotocolen» στο Gesammelte Studien, ed. F. Dolger, 122-142. (2) Η. Gwatkin, «Studies οη Arianism» (2nd ed. 1900), 1-2. (3) Socratis, «Historia ecclesiastica», 1,9. Βλέπε και «Nicene and Post-Nicene Fathers» (2nd. ser.), 11, 13.
83
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
ίδιος ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση απέναντι στους οπαδούς τού Αρείου
και λίγα χρόνια μετά τη Σύνοδο, ο ' Αρειος και οι πιο θερμοί του οπαδοί γύρισαν πίσω από τον τόπο τής εξορίας τους(l). Αλλά η ανασυγκρότηση τού Αρειανισμού εμποδίστηκε από τον ξαφνικό θάνατο τού ιδρυτή του.
Και το Σύμβολο τής Πίστεως τής Νικαίας, αν και ποτέ δεν ακυρc?θηκε, ξεχάστηκε σκοπίμως και, εν μέρει, αντικαταστάθηκε από άλλες ομο λογίες. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε τις αιτίες τόσο τής αντιθέσεως ε ναντίον τής Συνόδου τής Νικαίας όσο και τής αλλαγής τής στάσεως τού
Κωνσταντίνου. Ίσως ανάμεσα από τις πολλές εξηγήσεις τής Αυλής, οικογενειακοί λόγοι κ.λπ. -
-
επιδράσεις
θα πρέπει να προσέξουμε την ε
ξής: Όταν ο Κωνσταντίνος προσπάθησε, για πρώτη φορά, να αντιμετω
πίσει το θέμα τού Αρειανισμού, δεν είχε ακόμη εξοικειωθεί με τη θρη σκευτική κατάσταση στην Ανατολή, η οποία ευνοούσε τον ' Αρειο. Ο Αυτοκράτορας είχε εκπαιδευθεί στη Δύση και για τούτο είχε υπο
στεί την επιρροή τών Δυτικών, όπως π.χ. τού Επισκόπου τής Κορδούης Οσίου, πράγμα που τόν οδήγησε στο να υποστηρίξει το Σύμβολο τής Νι καίας. Η υποστήριξή του αυτή βεβαίως συμφωνούσε με τις απόψεις του, αλλά δεν ήταν σύμφωνη προς τις απόψεις που επικρατούσαν στην Ανα τολή. Όταν ο Κωνσταντίνος κατάλαβε, αργότερα, ότι οι αποφάσεις τής
Νικαίας δεν ήταν σύμφωνες με το πνεύμα τής πλειονότητας τών ιεραρ χών και ότι ήταν αντίθετες προς τις επιθυμίες τών κατοίκων τής Ανατο
λής, θέλησε ν' αλλάξει τακτική. Έτσι, κατά τη διάρκεια τών τελευταίων χρόνων τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου, ο Αρειανισμός εισχώρησε και
στην Αυλή τού Αυτοκράτορα ακόμη, αποκτώντας όλο και περισσότερη
δύναμη στο ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Πολλοί από τους πρω τεργάτες τού Συμβόλου τής Πίστεως καθαιρέθηκαν και εστάλησαν στην
εξορία. Η ιστορία όμως τής επικρατήσεως τού Αρείου κατά την περίοδο αυτή, δεν είναι αρκετά καθαρή, γιατί οι σχετικές πηγές δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση(2).
Ο Κωνσταντίνος έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι τον τελευταίο χρόνο τής
ζωής του. Μόνο στο κρεβάτι τού θανάτου του βαπτίσθηκε από τον οπαδό τού Αρείου, Επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο, ενώ, συγχρόνως, όπως πα-
(1) Βλέπε δύο πολύ ενδιαφέροντα άρθρα τού Ν. Baynes σro «Journa\ of Egyptian Archaeology», «Athanasiana», ΧΙ (1925),58-69 και «Alexandria and Constantinople: Α Study ίη Ecclesiastical Dip\omacy», ΧΙΙ (1926),149. (2) Βλέπε Π.χ. την προσπάθεια τού Gwatkin να εξηγήσει τη νέα τακτική τού Κωνσταν τίνου με βάση το συντηρητικό πνεύμα τής Ασίας σro «Studies οη Arianism», (2nd ed., 19(0), 57, 96.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
84
ρατηρεί ο Α. Σπάσκι, πέθανε τη στιγμή που έδινε εντολή να ανακληθεί ο Αθανάσιος, ο γνωστός αντίπαλος τού Αρείου(l). Ο Κωνσταντίνος έκαμε
τα παιδιά του Χριστιανούς.
Η ίδQυση τής Κωνσταντινουπόλεως Το δεύτερο γεγονός τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου, που ύστερα από
την αναγνώριση τού Χριστιανισμού έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας, στις ευρωπα"ίκές ακτές τού Βοσπόρου και στη θέση τού αρχαίου Βυζαντίου. Πριν από τον Κωνσταντίνο οι αρχαίοι είχαν εκτιμήσει τις στρατηγικές
και εμπορικές δυνατ6τητες που παρείχε το Βυζάντιο, λόγω τής θέσεώς του στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης και λ6γω τού ελέγχου τον οποίο α σκούσε στην είσοδο προς δύο θάλασσες, τη Μαύρη θάλασσα και τη Με σόγειο. Επίσης ήταν πολύ κοντά στις κύριες εστίες τών ένδοξων αρχαίων πολιτισμών. Κατά το πρώτο ήμισυ τού Ίου αιώνα π.χ. οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει μια αποικία, την Χαλκηδόνα, στις ασιατικές ακτές, στο ν6τιο άκρο τού Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου αργότερα χτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση τής Χαλκηδόνος, μια άλλη ομάδα Μεγαρέων ίδρυσε μια αποικία στις ευρωπα"ίκές ακτές τού
Βοσπόρου, το Βυζάντιο, που πήρε το όνομα αυτό από τον αρχηγό τών α ποίκων Βύζαντα. Οι αρχαίοι είχαν αντιληφθεί πόσο πλεονεκτική ήταν η θέση τού Βυζαντίου έναντι τής Χαλκηδ6νος. Ο Έλληνας ιστορικός τού
50υ π.χ. αιώνα Ηρόδοτος (ΙΥ,
144), γράφει 6τι
ο στρατηγός τών Περσών
Μεγάβαζος, όταν έφθασε στο Βυζάντιο, ονόμασε τους ~ατoίκoυς τής Χαλκηδόνος τυφλούς, γιατί έχοντας τη δυνατότητα επιλογής, διάλεξαν την χειρ6τερη από τις δύο πόλεις, παραβλέποντας την υπεροχή τής θέσε ως όπου χτίσθηκε αργ6τερα το Βυζάντιο. Αργ6τερα η φιλολογική παρά δοση
-
συμπεριλαμβανομένου τού Στράβωνος (νπ,
Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου
(Ann.
6, c. 320)
και τού
ΧΠ, 63)"':" αποδίδει τα λόγια τού Με
γαβάζου, κάπως τροποποιημένα, στον Πύθιο Απόλλωνα, ο οποίος είπε στους Μεγαρείς, όταν τόν ρώτησαν Π9ύ θα έπρεπε να χτίσουν την πόλη
τους, να εγκατασταθούν απέναντι από την πόλητών τυφλών. Το Βυζά ντιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια τών Ελληνο-Περσικών Πο λέμων και την εποχή τού Φιλίππου τού Μακεδόνος. Ο Έλληνας ιστορι-
(1)
Α.
Spassky, «Dogmatic Movements» 1925, σελ. 65).
(ένθ. ανωτ. ΧΙ,
σελ.
258.
Βλέπε και
Baynes «Athanasiana»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
85
κός τού 2ου π.χ. αιώνα Πολύβιος, ανέλυσε πλήρως την πολιτική και οι
κονομική θέση τού Βυζαντίου. Αναγνωρίζοντας τη σημασία τών εμπορι κών σχέσεων τής Ελλάδος με τις πόλεις τής Μαύρης Θάλασσας, έγραφε,
ότι δίχως την έγκριση τών κατοίκων τού Βυζαντίου, ούτε ένα εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να μπει στη Μαύρη Θάλασσα ή να βγει από αυτήν και ότι, με αυτόν τον τρόπο, οι κάτοικοι τού Βυζαντίου είχαν, υπό τον έ λεγχό τους, όλα τα ζωτικής σημασίας προ·ίόντα τού Πόντου(l).
Όταν η Ρώμη έπαψε να είναι δημοκρατία, οι Αυτοκράτορες συχνά θέ λησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από τη Ρώμη, όπου το δημο κρατικό πνεύμα παρέμενε ζωντανό, στην Ανατολή. Σύμφωνα με όσα
γράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος (Ι,
79),
ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε
να μεταφέρει τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή στο Ίλιον (Αρχαία Τροία). Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι Αυτοκράτορες συχνά άφηναν τη
Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια τών στρατιωτι κών τους επιχειρήσεων ή τών περιοδειών τους στην Αυτοκρατορία. Στα
τέλη τού 2ου αιώνα το Βυζάντιο δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα. Ο Σεπτίμι ος Σεβήρος, πολεμώντας τον ανταγωνιστή του Πεσκέννιο Νίγηρα, που υποστηριζόταν από το Βυζάντιο, λεηλάτησε χωρίς έλεος την πόλη και τήν κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Εν τω μεταξύ, η Ανατολή είλκυε συ
νεχώς τους Αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Διοκλη τιανός, ο οποίος προτιμούσε να ζει στη Μικρά Ασία, στη Νικομήδεια, την οποία κόσμησε με πολλά νέα και μεγαλόπρεπα κτήρια.
Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα, δεν διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Για λίγο σκέφθηκε τη Να·ίσσό (Νις), ό που γεννήθηκε, την Σαρδική (Σόφια) και την θεσσαλονίκη. Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη τού Αινεία, ο οποίος, όπως
λέει η παράδοση, έφθασε στο Λάτω, στην Ιταλία, και θεμελίωσε τη Ρω μα·ίκή Πολιτεία. Ο Αυτοκράτορας πήγε προσωπικώς στο μέρος αυτό και
χάραξε τα όρια τής μελλοντικής πόλεως. Είχαν ήδη μάλιστα κατασκευα σθεί οι πύλες, όταν
-
όπως ο χριστιανός συγγραφέας τού 5ου αιώνα Σαι
ζομενός αναφέρει-, κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο θεός στον Κων σταντίνο, προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την
πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυ
ζάντιο. Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία, μπορούσαν να διακρίνουν ακόμη τα ατελή έργα τού Κωνσταντίνου(2).
Το Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστρο-
(1) Polybius, «Historia», ΙΥ, 38, 44. (2) Sozomenis, «Historia eccIesiastica»,
Ι1,
3.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
86
φές που προκάλεσε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή αυτή μια μικρή
κώμη. Το
324
μ.χ. ο Kωνcπαντίνoς αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρω
τεύουσα και το
325
άρχισε η κατασκευή τών βασικών κτηρίων(Ι). Οι χρι
cπιανικoί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο Αυτοκράτορας, με ένα ακόντιο
cπo χέρι, χάραζε τα σύνορα τής πόλεως, οι αυλικοί του, κάτω από την ισχυρή εντύπωση που τούς προκαλούσε η έκταση τής μελλοντικής πολι τείας, τόν ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμη;». Και ε κείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου cπαματήσει αυτός που προχωρεί μπρocπά μου»(2). Αυτό φάνηκε να σημαίνει ότι κάποια Θεία
Δύναμη οδηγούσε τον Kωνcπαντίνo. Εργάτες και υλικά για την οικοδ6μηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία τής Ρώμης, τών Αθηνών, τής Αλεξάνδρει ας, τής Εφέσου και τής Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για την διακόσμη
ση τής πόλεως. Σαράντα χιλιάδες Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι
«foederati»,
έλαβαν μέρος cπην κατασκευή τών νέων κτηρίων. Πολλά δε
εμπορικά και οικονομικά προνόμια δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να προσελκύσει περισσότερους κατοίκους. Την άνοιξη τού
330 μ.χ.
η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώcπε ο Kωνcπαντίνoς μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα.
Τα εγκαίνια έγιναν cπις
11
Μα'εου το
330,
οι δε σχετικές γιορτές κρά
τησαν σαράντα μέρες. Τον χρόνο αυτό η χριcπιανική Kωνcπαντινoύπoλη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο(3). Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το μέγεθος που είχε η πόλη την εποχή τού Kωνcπαντίνσυ, πάντως είναι βέβαιο ότι η έκτασή της ήταν με γαλύτερη από το Βυζάντιο. Δεν υπάρχουν επίσης σχετικές με τον πληθυ σμό της Kωνcπαντινoυπόλεως -κατά τον
40
αιώνα- π~ηρoφoρίες. Υ
ποτίθεται όμως ότι οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από
200.000(·).
Για
(1) Βλέπε J. Maurice, «Les Origines de Constantίnople», 289-292, Ι. Brehier, «Constantin et la fondation de Constantinople», Reνue historique, CXIX (1915), 248. D. Lathoud, «La consecration et la d6dicace de Constantinople» (Echos d' Orient, ΧΧΙΙΙ, 1924), 289-294. C. Emereau, «Notes sur Ii:s origines et la fondation de Constantinople», Reνue archeologique, ΧΧΙ (1925), 1-25. Ε. Gerland, «Byzantion und die GrUndung der Stadt Konstantinopel», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbίicher, Χ (1933),93-105. R. Janin, «Constantinople Byzaptine» (Paris, 1950),27-37. (2) Phίlostorgiί, «Historia ecclesiastica», 11,9 ed. J. Bidez, 20-21 Κ.α. (3) Ν. Baynes, «The Byzantine Empire», σελ. 18. (4) Stein, «Geschichte des spiitromischen Reiches», 1, 196. Lot, «La fin du monde antique», 81. Ο Α. Ανδρεάδης τείνει προς τούς αριθμούς από 700 μέχρι 800 χιλιάδες. «De la population de Constantinople sous les empereurs byzantins», στο περιοδικό «Metron», Ι (1920), 80. Βλέπε επίσης J. Β. Bury, «Α History of the Later Roman Empire» (2nd ed. 1931), Ι, 88.
87
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
την άμυνα εναντίον τών εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος έχτισε ένα
τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο Κόλπο και κατέληγε στην Προποντί
δα. Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε
11 πρωτεύουσα
μιας παγκόσμιας
αυτοκρατορίας και ονομάσθηκε «Πόλη τού Κωνσταντίνου», «Κωνσταντι νούπολψ>, ή, ακόμη απλούστερα, «Πόλη». Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε
το πολεοδομικό σύστημα τής Ρώμης και διαιρέθηκε σε δεκατέσσερα
διαμερίσματα, από τα οποία, τα δύο βρίσκονταν έξω από τα τείχη τής πό λεως.
Από τα μνημεία τής εποχής τού Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν σώζεται. Οπωσδήποτε όμως ο ναός τής Αγίας Ειρήνης, ο οποίος ξαναχτί στηκε την εποχή τού Μεγάλου Ιουστινιανού και τού Λέοντος Γ', χρονο
λογείται από την εποχή τού Κωνσταντίνου και σώζεται ακόμη. Η φημι σμένη μικρή οφιοειδής στήλη τών Δελφών (50ς π.χ. αιώνας), που είχε α νεγερθεί σε ανάμνηση τής μάχης τών Πλαταιών και είχε μεταφερθεί από
τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα
-
στον Ιππόδρομο -
υπάρχει α
κόμη, αν και είναι κάπως φθαρμένη.
Ο Κωνσταντίνος
-
με την μεγαλοφυία του -
εκτίμησε όλες τις οικονο
μικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνατότητες τής πόλεως. Πολιτικώς η Κωνσταντινούπολη -ή, όπως συχνά λεγόταν, η «Νέα Ρώμη»- είχε εξαι
ρετικές δυνατότητες αντιστάσεως κατά τών εξωτερικών εχθρών, διότι, ε νώ ήταν απρόσιτη από την θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τα τείχη. Οικονομικώς είχε υπό τον έλεγχό της όλο το εμπόριο τής Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που τήν έκανε εμπορι
κό μεσολαβητή μεταξύ τής Ευρώπης και τής Ασίας. Τελικά, από πολιτι στικής πλευράς, η Κωνσταντινούπολη, είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να βρίσκεται κοντά στα πιο αξιόλογα κέντρα τού Ελληνικού Πολιτισμού, τα οποία, υπό την επίδραση τού Χριστιανισμού, συνετέλεσαν στη δημιουργί α ενός νέου πολιτισμού: τού Χριστιανο-Ελληνο-Ρωμαϊκού ή «Βυζαντι
νού» Πολιτισμού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θ: Ουσπένσκι γράφει τα εξής: «Η εκλογή τής θέσεως για την νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση τής Κωνσταντι
νουπόλεως και η δημιουργία μιας νέας οικούμενικής, ιστορικής πόλεως, απο τελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα τής πολιτικής και διοικητικής μεγαλoφUιας τού Κωνσταντίνου. Δεν αποτελεί το διάταγμα τιις θρησκευτικής ανοχής το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Κωνσταντίνος στην ανθρωπότητα, γιατί οπωσδ11ποτε οι Διάδοχοί του θα αναγκάζονταν να δώσουν στον Χριστι
ανισμό τη θέση εκείνη που τού αν1Ίκε, δίχως η άναβολή αυτή να βλάψει καθό λου τον Χριστιανισμό. Μεταφέροντας όμως την διεθνή πρωτεύουσα στην
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
88
Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον Αρχαίο Πολιτισμό και δημι ούργησε ένα ευνο'ίκό πλαίσιο για τη διάδοση τού Χριστιανισμού»(l).
Μετά την περίοδο τού Μεγάλου Kωνσταvτίνoυ, η Kωνσταvτινoύπoλη έγινε το πολιτικό, θρησκευτικό, οικονομικό και πνευματικό κέvτρo τ11ς Αυτοκρατορίας(!).
Μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού
και τού Κωνσταντίνου Οι μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού και τού Kωνσταvτίνoυ παρουσιά ζουγ τα εξής κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτον, την αυστηρή συγκέντρωση τών εξουσιών, δεύτερο\', την καθιέρωση μιας υπερμεγέθους γραφειο κρατίας και, τρίτον, τον σαφή διαχωρισμό τής στρατιωτικής aπό την πο λιτική εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν ήταν νέες ούτε aπρόσμενες.
Η Ρωμα"ίκή Αυτοκρατορία άρχισε, ήδη από την εποχή τού Αι"!ούστου, να τείνει προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Παράλληλα με την απορρόφη ση τών νέων περιcχών τής Ελληνιστικής Ανατολ11ς, ξει
-
διά μέσου τcδν αιώνων -
τυπα διοικήσεως -
-
11
οποία είχε αναπτύ
έναν ανώτερο πολιτισμό :~αι παλαιά πρό
ιδιαίτερα στις επαρχίες τής Πτολεμα"ίΚ11ς Αιγύπτου
η ΡωμαΤκή Αυτοκρατορία δανειζόταν τις συνήθειες και τα ελληνιστι.:
κά ιδανικά τών νεoaπoκτημένων χωρών. Το κύριο χαρακτηριστικό τών κρατών που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια τής Αυτοκρατορίας ίΟ" Μεγά·
λου Αλεξάνδρου, δηλαδή τής Περγάμου τών Ατταλιδcι}-,', τής Συρίας τών Σελευκιδών και τής Αιγύπτου τών Πτολεμαί,ων, υπήρξε η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη τών μοναρχών, δύναμη που τήν βλέπουμε, στην
κύριά της έκφανση, στην Αίγυπτο. Για τον λαό τής Άιγύπτου, ο Αύγου στος και οι διάδοχοί του είχαν την ίδια θεΤκή δύναμη που διέθεταν, πριν aπό αυτόν, οι Πτολεμαίοι. Η αντίληψη όμως αυτ11 ηταν τελείως αντίθετη προς τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι Ρωμαίοι την έννοια τής
(J) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος 1, σελ. 60-62 (Ρωσικά).
(2)
Μερικές φορές παρατηρούμε μια διάθεση μειώσεως τής αξίας τΊ1ς Κωνστα\'Τινou
πόλεως. Βλέπε
Seeck, «Geschichte des Untergangs der antiken Welt» (Berlin 1909, πι, 426-428). Stein, «Geschichte des spatromischen Reiches», Ι 2-3, 1Υ3, <1'1]μ. 6. Επίσης στο Gnomon. ΙV (1928), 411-412. Ε. Stein, «Είη Kapital vom persischen und vom byzantinischen Staate» (Byzantinisch-Neugriechische Jahrbticher, Ι, J920, 86). Ο Lot αναφέρει ότι από κάθε άποψη η ίδρυση τής Κωνσταντινουπόλεως α 42]-423,
2η έκδοση,
ποτελεί ιστορικό γεγονός αν και τό ονομάζει «αίνιγμα» προσθέτοντας ότι η πόλη είναι
το αποτέλεσμα «καπρίτσιου» ενός δυνάστη, το οποίο ήταν αποτέλεσμα έντονης UρησκευΤΙΚ11ς έξαψης. (Βλέπε
«La Fin du Monde Antique», 39-40, 43).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
89
εξουσίας τού ηγεμόνα, προσπαθώντας να πετύχουν μια σύνθεση τών δη μοκρατικών αρχών τής Ρώμης με τις νέες μορφές εξουσίας. Η πολιτική ε
πιρροή όμως τής Ελληνιστικής Ανατολής, σιγά-σιγά, μείωσε τη δύναμη τών Ρωμαίων ηγεμόνων, οι οποίοι γρήγορα εκδήλωσαν την προτίμησή
τους προς τις περί αυτοκρατορικής εξουσίας αντιλήψεις τής Ανατολής.
Ο Σουητώνιος αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας τού 10υ αιώνα Καλιγού λας, ήταν πρόθυμος να δεχθεί το αυτοκρατορικό διάδημα(IJ, ενώ
-
όπως
μάς πληροφορούν οι σχετικές πηγές - ο Αυτοκράτορας τού 30υ αιώνα, Ηλιογάβαλος, φορούσε το διάδημα μέσα στο παλάτι του(2). Επίσης είναι γνωστό ότι ο Αυτοκράτορας Αυρηλιανός, φόρεσε πρώτος επίσημα το δι άδημα και ότι οι επιγραφές και τα νομίσματα τόν ονομάζουν «Θεό» και «Κύριο»
(Deus Aurelianus, Imperator Deus et Dominus Aurelianus AugustuS)<3J. Ο Αυρηλιανός εγκαθίδρυσε τον απολυταρχικό τύπο διοική σεως τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η διαδικασία ανάπτυξης τής αυτοκρατορικής εξουσίας κατ' αρχήν με βάση την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο και αργότερα υπό την επιρροή τής Περ
σίας τών Σασσανιδών, ολοκληρώθηκε τον
40
αιώνα. Ο Διοκλητιανός και
ο Κωνσταντίνος ήθελαν να πετύχουν μια οριστική οργάνωση τής μοναρ χίας και για τον σκοπό αυτό αντικατέστησαν τους ρωμα'ίκούς θεσμούς με
τις συνήθειες που επικρατούσαν στην Ελληνιστική Ανατολή και που ήταν ήδη γνωστές στη Ρώμη, κυρίως δε μετά την εποχή τού Αυρηλιανού. Η περίοδος τής στρατιωτικής αναρχίας και τής ανωμαλίας τού 30υ αι ώνα προξένησε μεγάλη ζημιά στην εσωτερική οργάνωση τής Αυτοκρατο ρίας. Για ένα μικρό διάστημα ο Αυρηλιανός βοήθησε στην αποκατάστα ση τής ενότητάς της και για το κατόρθωμά του αυτό, σύγχρονές του επι
γραφές τόν αΠΟ'ltαλούν «Ανακαινιστή τού κόσμου»
(Restitutor Orbis).
Αλλά τον θάνατό του ακολούθησε μια περίοδος ανωμαλίας και, τότε, ο Διοκλητιανός αποφάσισε να οργανώσει το κράτος του με βάση ένα καλό και ταχτικό σχέδιο, με αποτέλεσμα μια μεγάλη διοικητική μέταρρύθ-
(1) Caligula, 22: «nec multum afuit quin statim diadema sumeret». 'Σ.τ.Μ. Το διάδημα στην αρχή ήταν μία άσπρη στενή ταινία την οποία έδεναν, γύρω
από το κεφάλι τους, οι βασιλείς τής Ασίας και τήςΆιγύπτου. Την συνήθεια αυτή τήν παρέλαβε -ως δείγμα τιjς εξουσίας του- ο Αλέξανδρος στην Ασία. Μετά τον Διο
κλητιανό τό χρησιμοποίησαν και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες ο δε Μέγας Κωνσταντί νος τ6 στόλισε με πολύτιμους λίθους. Αργότερα, επί Ιουστινιανού, το διάδημα έγινε
με--ι:άλλινο στεφάνι, από το οποίο ΠΡ01jλθε το στέμμα τών Βασιλέων.
(2) Lampridius, «Antonini Heliogabali Vita», 23, 5: «quo (diademate gemmato) et usus est domi". (3) L. Homo, «Essai sur le r~gne de I'empereur Aurelίen», σελ. 191-193 (Paris 1904).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
90
μιση.
Τόσο ο Διοκλητιανός όσο και ο Κωνσταντίνος εισήγαγαν διοικητικές
μεταρρυθμίσεις τέτοιας εκτάσεως και σημασίας, ώσι;ε να είναι δυνατόν οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες να θεωρηθούν ως οι πραγματικοί δημιουργοί ενός νέου τύπου Μοναρχίας, που δημιουργήθηκε κάτω από τη ισχυρή ε πίδραση τής Ανατολής. Ο Διοκλητιανός, ο οποίος, έχοντας ζήσει για μεγάλο διάστημα στη Νι κομήδεια, είχε ιδιαίτερη προτίμηση για την Ανατολή, υιοθέτησε πολλές χαρακτηριστικές συνήθειες τών Μοναρχιών τής Ανατολής. Υπήρξε ένας αληθινός απόλυτος Μονάρχης, ένας Αυτοκράτορας-Θεός, που φορούσε
το αυτοκρατορικό διάδημα και που καθιέρωσε στην Αυλή του την πολυ τέλεια και το πολύπλοκο πρωτόκολλο τής Ανατολής. Οι υπήκοοί του, ό ταν πετύχαιναν μια ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν πριν τολμήσουν να
σηκώσουν τα μάτια τους να δουν τον Άρχοντά τους. Ο Αυτοκράτορας, καθώς και καθετί το σχετικό με αυτόν -τα λόγια του, η Αυλή του και ο θησαυρός του -
εθεωρούντο ιερά. Η Αυλή του, την οποία αργότερα ο
Κωνσταντίνος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, απορροφούσε τερά στια χρηματικά ποσά, ενώ συγχρόνως ήταν το κέντρο πολλών συνωμοσι ών και ραδιουργιών, που προκάλεσαν, κατόπιν, στο Βυζάντιο, πολλές σοβαρές περιπλοκές. Έτσι η απόλυτη μοναρχία σποτισμό τής Ανατολής μορφή -
-
σε όμοια με τον δέ
καθιερώθηκε οριστικά από τον Διοκλη
τιανό, για να γίνει ένα από τα κύρια στοιχεία τής διοικητικής οργανώσε
ως τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον σκοπό να συστηματοποιήσει την οργάνωση τής τεράστιας Αυ
τοκρατορίας του -που είχε στην εξουσία της πολλές φυλές- ο Διοκλη τιανός καθιέρωσε το σύστημα τής τετραρχίας. Η διοικητική εξουσία διαμοιράστηκε σ,ε δύο αυγούστους, που είχαν ίσα δικαιώματα. Ο ένας α πό αυτούς ζούσε στο ανατολικό και ο άλλος στο δυτικό τμήμα τής Αυτο κρατορίας, αλλά και οι δύο έπρεπε να εργάζονται για τα συμφέροντα τού ενιαίου ρωμα'ίκού κράτους.
Η Αυτοκρατορία έμενε αδιαίρετη, αν και η ύπαρξη δύο αυγούστων έ δειχνε την αναγνώριση ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ τής ελληνικής Ανα τολής και τής λατινικής Δύσεως, και ότ~ η διοίκηση τών δύο αυτών τμημά των δεν μπορούσε ν' ανατεθεί στο ίδιο πρόσωπο: Κάθε αύγουστος είχε ως βοηθό του έναν καίσαρα, ο οποίος στην περίπτωση θανάτου ή παραι τήσεως τού αυγού στου γινόταν ο ίδιος αύγουστος, αποκτώντας νέον καί σαρα. Το σύστημα αυτό είχε σκοπό να εξαλείψει τις περιπλοκές και τις συνωμοσίες που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις φιλοδοξίες τών διαφόρων ανταγωνιστών, ενώ απέβλεπε συγχρόνως στο να εκμηδενίσει
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
91
την αποφασιστική επιρροή τών λεγεώνων κατά την περίοδο εκλογής
νέου Αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός υπήρξαν οι δύο πρώτοι αύγOυσtΌΙ, με καίσαρες τον Γαλέριο και τον πατέρα ,τού Μεγά λου Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Διοκλητιανός είχε στην ε ξουσία του τις επαρχίες τής
AaCa;
και τής Αιγύπτου με κέντρο του την
Νικομήδεια, ενώ ο Μαξιμιανός κράτησε την Ιταλία, την Αφρική και την
Ισπανία με κέντρο τα Μεδι.όλανα (Μιλάνο). Ο Γαλέριος εξουσίαζε τη Βαλκανική Χερσόνησο και τις παρακείμενες επαρχίες τού Δούναβη, με κέντρο το Σίρμιον στον ποταμό Σάβο (κοντά στο σημερινό
Mitrovitz),
ε
νώ ο Κωνστάντιος ο Χλωρός κράτησε τη Γαλατία και τη Βρετανία με
κέντρα την Αουγκούστα Τρεβιρίρουμ και το Εβόρακον
(Eburacum,
(Augusta Trevirorum,
σημ. Τρηρ)
σημ. Γιορκ). Και οι τέσσερεις άρχοντες ή
ταν άρχοντες μιας ενιαίας Αυτοκρατορίας και όλα τα διατάγματα κυκλο
φορσυσαν με το όνομα και τών τεσσάρων. Αν και θεωρητικά οι δύο αύ γουστοι ήταν ίσοι μεταξύ τους, ο Διοκλητιανός, ως Αυτοκράτορας, είχε μια αποφασιστική υπεροχή. Οι καίσαρες ήταν υπό την εξουσία τών αυ
γούστων. Ύστερα από ορισμένη περίοδο, οι αύγουστοι έπρεπε να παρα χωρήσουν τους τίτλους τους στους καίσαρες. Πράγματι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν το
305
και αποσύρθηκαν, ενώ ο rαλέρι
ος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός έγιναν αύγουστοι. Αλλά οι ανωμαλCες
που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση τού συστήματος
τής τετραρχίας, που έπαψε να υφίσταται ήδη από τις αρχές τού 40υ αιώ να.
Ο Διοκλητιανός ει.σήΥαγε νέους θεσμούς στη διοίκηση τών επαρχιών. Κατά τη διάρκεια τής βασιλεCας του όλες οι επαρχίες εξηρτώντο απευ θείας από τον Αυτοκράτορα, ενώ πριν οι διοικητές τών επαρχιών είχαν
μεγάλη δύναμη στα χέρια τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε πολλά σοβαρά προβλήματα για την κεντρική διοίκηση, γιατί συχνά οι διοικητές τών επαρχιών, με την στήριξη τού στρατο'ύ τους, επαναστατούσαν εναντί
ον τού Αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός, όμως, επιθυμώντας ν' απαλλαγεί από την απειλή τών μεγάλων επαρχιών, αποφάσισε να τίς διαιρέσει σε μικρότερες περιοχές. Έτσι οι
την εξουσία, διαιρέθηκαν σε
57 επαρχίες που υπήρχαν 96 ή και περισσότερες.
όταν ανέλαβε
Ο ακριβης αριθμός τών μικρότερων επαρχιών που δημιούργησε ο Δι
οκλητιανός δεν είναι γνωστός, γιατί οι σχετικές πηγές δεν μάς δίνουν ικανοποιητικές πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Η βασική πηγή που μάς
πληροφορεί για τη συγκρότηση τών επαρχιών τής Αυτοκρατορίας, την ε ποχή εκείνη, είναι η Notitia dignitatum, ένας επίσημος πίνακας τών αυλι κών και τών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, που περιέχει επίσης
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
92
έναν κατάλογο τών επαρχιών. Όπως φαίνεται από την επιστημονική έ
ρευνα, αυτός ο -χωρίς χρονολογία- πίνακας αφορά τον
50
αιώνα και
επομένως περιέχει και τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που έκαναν οι διάδο
χοι τού Διοκλητιανού στη διοίκηση τών επαρχιών. Η αναφέρει
120
Notitia dignitatum
επαρχίες. 'Αλλοι πίνακες αμφιβόλου χρονολογίας αναφέ
ρουν λιγότερες επαρχίες.
Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για τις μεταρρυθμίσεις τού Διο
κλητιανού, λόγω τού ότι δεν έχουμε σχετικές επίσημες πληροφορίες. Πάντως είναι βέβαιο ότι ο Διοκλητιανός από κάθε περιπλοκή -
-
επιθυμώντας να ασφαλισθεί
απομόνωσε, αυστηρά, τη στρατιωτική από την πο
λιτική εξουσία. Από την εποχή εκείνη και έπειτα οι διοικητές τών επαρ χιών είχαν μόνον πολιτική και δικαστική εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού επηρέασαν κυρίως την Ιταλία, που από μια ηγετική περιο χή που ήταν έγινε μια απλή επαρχία.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις είχαν επίσης ως αποτέλεσμα τη δημι ουργία πολλών νέων αξιωμάτων και μιας πολύπλοκης γραφειοκρατίας, με αυστηρή υπόταξη τών κατωτέρων αξιωματούχων στους ανωτέρους τους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συνέχισε και διηύρυνε αργότερα την ανα διοργάνωση τής Αυτοκρατορίας, την οποία είχε εγκαινιάσει ο Διοκλητι ανός.
Έτσι τα κύρια χαρακτηρισcικά τών μεταρρυθμίσεων τού Διοκλητια νού και τού Kωνσcαντίνoυ ήταν η οριστική εγκαθίδρυση τής απόλυτης μοναρχίας και ο αυΣCΗρός διαχωρισμός τής στρατιωτικής από την πoλιτι~
κή εξουσία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης και πολύπλοκης γραφειοκρατίας. Κατά τη διάρκεια τής Βυζαντινής Περιόδου, το πρώτο χαρακτηρισcικό διατηρήθηκε, ενώ το δεύτερο υπέστη πολλές αλλαγές λό γω τών τάσεων συγκεντρώσεως τής στρατιωτικής και τής πολιτικης εξου
σίας στα ίδια χέρια. Τα πολυάριθμα αξιώματα και οι τίτλοι διατηρήθη καν σcη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ το γραφειοκρατικό σύσcημα ίσχυσε μέχρι τα τελευταία χρόνια τής Αυτοκρατορίας, αν και εν τω μετα
ξύ έγιναν πολλές αλλαγές στις υπηρεσίες και σcoυς τίτλους τών αξιωμα τούχων, οι οποίοι -οι περισσότεροι- άλλαξαν για να γίνουν από λατι νικοί ελληνικοί. Πολλά αξιώματα έχασαν την ουσιαστική τους αξία και
έμειναν απλοί τίτλοι, ενώ, αργότερα, δημιουργήθηκαν νέα. Ένας αξιόλογος παράγοντας, που επηρέασε την ιστορία τής Αυτο
κρατορίας -τον
40
αιώνα- υπήρξε η βαθμιαία κάθοδος τών Βαρβά
ρων, δηλαδή τών Γερμανών (Γότθων). Αφού δούμε τις γενικές συνθήκες που επικρατούσαν τον τημα αυτό.
40
αιώνα, θα μελετήσουμε, λεπτομερώς, και το ζή
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Ο Μέγας Kωνσcαντίνoς πέθανε το
93
337 μΧ.
Τόσο το έργο του όσο και
ο ίδιος, έτυχαν μιας σπάνιας και ειλικρινούς εκτιμήσεως από πολλές πλευρές. Η Ρωμα"ίκή Σύγκλητος αιώνα Ευτρόπιος -
-
όπως αναφέρει ο ισcoρικός τού 40υ
θεοποίησε τον Kωνσcαντίνo(1), η ισcoρία τόν ονομά
ζει «Μέγα» και η Εκκλησία τόν ανακήρυξε ' Αγιο και «!σαπόσcoλo». Οι σύγχρονοι ισcoρικoί τόν παραμοιάζουν με τον Πέτρο τής Ρωσίας(2) και τον Ναπολέοντα(3)
Ο Καισαρείας Ευσέβιος έγραψε τον «Πανηγυρικό τού Kωνσcαντί
νου», με σκοπό να δοξολογήσει τον θρίαμβο τού Xρισcιανισμoύ, που έ θεσε τέρμα σcα δημιουργήματα τού Σατανά, σcoυς ψεύτικους θεούς και που κατέσcρεψε τα ειδωλολατρικά κράτη. «Ένας Θεός -γράφει- κηρύχθηκε σε όλη την ανθρωπότητα, ενώ συγ χρόνως αναπτύχθηκε μια παγκόσμια δύναμη: η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία. Α
κριβώς την ίδια εποχή, με πίστη στον ίδιο Θεό, σαν δύο πηγές ευλογίας, πα ρουσιάστηκαν, για το καλό τών ανθρώπων, η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία και η χριστιανική ευσέβεια ... Δύο παντοδύναμες δυνάμεις, ξεκινώντας από το ίδιο σημείο, η Ρωμα'ίΚΙ1 Αυτοκρατορία και ο Χριστιανισμός, δάμασαν και συμβί βασαν όλα αυτά τα αντίθετα στοιχε(α»(4,.
Οι απ6 τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι τις αρχές τού 60υ αιώνα αυτοκράτορες Μετά τον θάνατο τού Kωνσcαντίνoυ, οι τρεις γιοι του, Κωνσταντίνος, Kωνσcάντιoς και Κώνσcας, απέκτησαν τον τίτλο τού αυγoύσcoυ και μοί
ρασαν μεταξύ τους τη Διοίκηση τής Αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως ξέ σπασε ανάμεσά τους ένας ανταγωνισμός, κατά τη διάρκεια τού οποίου δύο από τα αδέλφια σκοτώθηκαν, ο Kωνσcαντίνoς το
340 και ο Kώνσcας
δέκα χρόνια αργότερα. Ο Kωνσcάντιoς έμεινε, κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Χ, 8. Dictionary of Christian Biography «Constantine
(1) «Breviarum historiae Romanae»,
(2)
Α
Ι»
644:
«Εάν επρόκειτο να συ
γκρίνουμε τον Μεγάλο KONσtαντίνo με κάποιον μεγάλο άνδρα τής σύγχρονης εποχής,
η σύγκριση θα έπρεπε να γίνει με τον Πέτρο τής Ρωσίας και όχι με τον Ναπολέοντα».
Βλέπε επίσης Duruy, «Histoire des Romains», ΥΗ,
88.
(3) Gregoire, «La "conversion" de Constantin», Reνue de l'Universite de Bruxelles, ΧΧΧΥΙ (1930-1931), 270: «Κρίνοντας με βάση την στρατιωτικι] μεγαλoφUία τού Κων σταντίνου, παρατηρούμε ότι ο Αυτοκράτορας αυτός υπιΊρξε ο Ναπολέων τής μεγάλης
θρησκευτικής επαναστάσεως τού 4ου αιώνα».
(4) «De Iaudibus Constantini», ΧΥΙ, 3-5, ed. HeikeI,I, 249; «Nicene and Post-Nicene Fathers», 2nd ser., Ι, 606.
ΑγγλΙΚΙ1 μετάφραση στο
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
94
μόνος κυρίαρχος τής Αυτοκρατορίας μέχρι το
361.
Δεν είχε παιδιά και,
μετά τον θάνατο τών αδελφών του, τόν απασχολούσε συχνά η σκέψη
ποιος θα τόν διαδεχθεί. Η τακτική τής εξοντώσεως όλων τών μελών τής οικογένειάς του άφησε στη ζωή μόνο δύο ξαδέλφια του, τον Γάλλο και τον Ιουλιανό, τα οποία είχε απομακρύνει από την πρωτεύουσα. Από φό
βο όμως μήπως ο θρόνος ξεφύγει από τα χέρια τής δυναστείας του, έκα νε τον Γάλλο καίσαρα, για να τόν σκοτώσει όμως αργότερα, το
354,
επει
δή τόν υποπτευόταν. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο αδελφός τού Γάλλου, Ιουλιανός, κλή
θηκε στην αυλή τού Κωνσταντίνου για να διορισθεί καίσαρας (το
355)
και να παντρευθεί την εξαδέλφη του Ελένη. Τη σύντομη βασιλεία τού Ιουλιανού
(361-363) -
ο θάνατος τού οποίου τερματίζει τη δράση τής
Δυναστείας τού Μεγάλου Κωνσταντίνου
ακολούθησε η επίσης σύντο
-
μη βασιλεία τού διαδόχου του, πρώην Διοικητή τής Φρουράς τής Αυλής, Ιοβιανού
(363-364), τον οποίο
ανακήρυξε αύγουστο ο στρατός. Μετά τον
θάνατό του ακολουθεί η εκλογή τού Βαλεντινιανού Α' (Ουαλεντινιανός)
(364-375),
ο οποίος, αμέσως μετά την εκλογή του, αναγκάστηκε, υπό την
πίεση τού στρατού του, να ανακηρύξει αύγουστο και συν-Αυτοκράτορα τον Ουάλη
(364-378).
Ο Βαλεντινιανός διοικούσε το δυτικό τμήμα τής
Αυτοκρατορίας, έχοντας εμπιστευθεί το ανατολικό στον Ουάλη. Τον Βα λεντινιανό διαδέχθηκε, στη Δύση, ο γιος του Γρατιανός συγχρόνως ο στρατός ονόμαζε αύγουστο τον
(375-383), ενώ Βαλεντινιανό Β' (375-392),
τον μόλις τεσσάρων ετών ετεροθαλή αδελφό τού Γρατιανού. Μετά τον
θάνατο τού Ουάλη
(378),
ο Γρατιανός διόρισε αύγουστο τον Θεοδόσιο,
εξουσιοδοτώντας τον συγχρόνως να διοικεί το ανατολικό τμήμα τής Αυ τοκρατορίας, καθώς και ένα μfΥάλο μέρος τού Ιλλυρικού. Ο Θεοδόσιος είναι ο πρώτος Αυτοκράτορας τής Δυναστείας εκείνης, η οποίιι κράτησε
τον θρόνο μέχρι τη στιγμή που πέθανε, το
450 μΧ.,
ο Θεοδόσιος ο Μικρός.
Μετά τον θάνατο τού Θεοδοσίου, οι γιοι του Αρκάδιος και Ονώριος
ανέλαβαν τη διοίκηση τής Αυτοκρατορίας, ο μεν πρώτος στην Ανατολή, ο δε δεύτερος στη Δύση. Όπως και κατά. τον
40
αιώνα, στην περίπτωση τού
Ουάλη και τού Βαλεντινιανού Β', έτσι και τώρα η Αυτοκρατορία παρέ
μεινε ενωμένη παρά το γεγονός ότι υπήρχαν δύο άρχοντες: ο Αρκάδιος και ο Ονώριος. Ο ιστορικός τού 5ου ~ιώνα Ορόσιος, συγγραφέας τής
[-
(πορίας κατά τών Εθνικών, γράφει μάλιστα σχετικα, ότι «ο Αρκάδιος και ο Ονώριος διατηρούσαν απόλυτη την ενότητα τής Αυτοκρατορίας, έχον τας απλώς χωριστές έδρες»(1).
Ανάμεσα στους Αυτοκράτορες που βασίλευαν στο ανατολικό τμήμα
(1) Pauli Orosii, «Historiae
adνersum
paganos»,
VΙΙ,
36,
Ι.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
τής Αmοκρατορίας κατά την περίοδο
95
395-518,
βρίσκουμε κατ' αρχήν ε
κείνους που ανήκουν στο γενεαλογικό δένδρο τού Μεγάλου Θεοδοσίου: βρίσκουμε δηλαδή τον γιο του Αρκάδιο Ευδοξία
(395-408), που παντρεύτηκε την -, και τον γιο τού Αρκαδί οποίου η γυναίκα - κόρη ενός
την κόρη ενός Γερμανού ηγεμόνα
-
ου Θεοδόσιο τον Μικρό Αθηναίου φιλοσόφου
-
(408-450),
τού
άλλαξε το όνομά της όταν βαπτίσθηκε, για να ο
νομαστεί από Αθηναίς Ευδοκία. Μετά τον θάνατο τού Θεοδοσίου Β', η αδελφή '(ου Πουλχερία παντρεύθηκε τον Μαρκιανό που έγινε Αmοκρά τορας
(450-457).
Έτσι το
450
μ.χ. τελειώνει η Ισπανική Δυναστεία τού
Θεοδοσίου. Μετά τον θάνατο τού Μαρκιανού έγινε Αυτοκράτορας ο Λέων Α'
(457-474),
ο οποίος γεννήθηκε στη Θράκη ή την «Δακία του Ιλ
λυρικού» και υπηρέτησε κατ' αρχήν το Κράτος ως στρατιωτικός
τριβούνος. Η Αριάδνη, κόρη τού Λέοντος Α', που παντρεύτηκε τον 'Ισαυρο Ζήνωνα, απέκτησε ένα αγόρι, τον Λέοντα, ο οποίος, μετά τον
θάνατο τού παππού του, έγινε, όταν ηταν έξι χρονών, το
474,
Αmοκρά
τορας. Πέθανε όμως λίγους μήνες αργότερα, αφου προηγουμένως είχε
διορίσει συν-Αυτοκράτορα τον πατέρα του Ζήνωνα που ανήκε στο
βάρβαρο φύλο τών Ισαύρων, οι οποίοι κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Ο πατέρας τού Λέοντος
-
που είναι γνωστός στην Ιστορία ως Λέων Β'
Ζήνων, βασίλευσε από το
474
μέχρι το
491.
-
Μετά τον θάνατο τού Ζήνω
νος, η γυναίκα του Αριάδνη παντρεύτηκε έναν σιλεντιάριο(l) τών Ανακτό
ρων, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο που καταγόταν από το Δυρράχιο τής Ιλ λυρίας (τη σημερινή Αλβανία) και ο οποίος ανακηρύχθηκε Αυτοκρά τορας και βασίλευσε ως Αναστάσιος Α' από το
491
μέχρι το
518.
Ο πίνακας αυτός τών Αυτοκρατόρων δείχνει ότι αφότου πέθανε ο Μέγας Κωνσταντίνος και μέχρι το
518 μ.Χ., ο θρόνος τής Κωνσταντινου
πόλεως περιήλθε διαδοχικά πρώτον στα χέρια τής Δυναστείας τού Κων σταντίνου
-
ή μάλλον τής Δυναστείας τού πατέρα του
-
ο οποίος, πιθα
νόν, ανήκε σε κάποιο εκρωμα"ίσμένο βάρβαρο φύλο τής Βαλκανικής
Χερσονήσου, δεύτερον στα χέρια μερικών Ρωμαίων οικογένεια τού Βαλεντινιανού Α'
-,
-
ο Ιοβιανός. και η
τρίτον στην εξουσία τριών μελών
τής Ισπανικής Δυναστείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και τέταρτον στα
χέρια Αυτοκρατόρων που ανήκαν σε διάφορες φυλές (Θράκες, ένας Ί σαυρος και ένας Ιλλυριός). Κατά τη διάρκεια τής περιόδου αmής, ποτέ
δεν ήρθε ο θρόνος στα χέρια ενός Έλληνα.
(1) Οι σιλεντιάριοι ήταν υπάλληλοι τής Αυλής, που ε(χαν για κύριό τους έργο την τή ρηση τής αυλΙΚ1jς εθιμοτυπίας.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
96
Κωνστάντιος
(337-361): Οι γιοι τού Kωνσtαντίνoυ, μετά τον θάνατο τού
πατέρα τους, διοίκησαν την Αυτοκρατορία από κοινού. Η εχθρότητα ό μως τών τριών αδελφών, που είχαν μOιρασtεί τη διοίκηση τής Αυτοκρα τορίας, έγινε πιο έκδηλη, με αφορμή τους σκληρούς αγώνες που διεξήγε την εποχή εκείνη η Αυτοκρατορία εναντίον τών Περσών και τών Γερμα νών. Τα αίτια όμως τού χωρισμού και τής διαμάχης τών αδελφών, δεν ή ταν μόνον πολιτικά, αλλά και θρησκευτικά. Ενώ δηλαδή ο Kωνσtαντίνoς και ο Kώνσtας δέχονταν το Σύμβολο τής Πίσtεως τής Νικαίας, ο Κων σtάντιoς, συνεχίζοντας την θρησκευτική πολιτική την οποία ακολούθησε ο πατέρας του, υπoσtήριζε, φανερά, τους οπαδούς τού Αρείου. Κατά τη διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου σκοτώθηκαν πρώτος ο Kωνσtαντίνoς και λίγα χρόνια αργότερα ο Kώνσtας, αφήνοντας τον Kωνσtάντιo μοναδικό άρχοντα σε όλη την Αυτοκρατορία. Θερμός υπomηρικτής τού Αρειανισμού, ο Kωνσtάντιoς εφάρμοσε μια επίμονη πολιτική εναντίον τών ειδωλολατρών. Ένα από τα διατάγματά
του τονίζει χαρακτηριστικά: «Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία τών θυσιών~~(1). Οι ειδωλολατρικοί ναοί όμως, που ήταν έξω από τα τείχη τής πόλεως, παρέμειναν ακόμη, απαραβία
σtOΙ. Λίγα χρόνια αργότερα ένα διάταγμα όριζε να κλείσουν οι ναοί, ε νώ σuγχρ~νως, επί ποινή θανάτου και κατασχέσεως τής περιουσίας, απα γόρευε την είσοδο σtoυς ναούς και την προσφορά τών θυσιών, σε όλες
τις πόλεις τής Αυτοκρατορίας. Ένα άλλο διάταγμα τόνιζε ότι θα τιμω ρούνταν με θάνατο όλοι όσοι θα θυσίαζαν σtoυς θεούς ή θα τούς λάτρευ αν με κάποιον άλλο τρόπο(2/. Όταν ο Kωνσtάντιoς, επ' ευκαιρία τής εορ
τής τής εικoσtής επετείου τής βασιλείας του, ήρθε, για πρώτη φορά, σtη
Ρώμη, επιθεώρησε, συνοδευόμενος από τους συγκλητικούς, οι οποίοι ή ταν ακόμη ειδωλολάτρες, τα μνημεία τής πόλεως και διέταξε να αφαιρέ
σουν από τη Σύ'Υκλητο τον Βωμό τής Νίκης, που αντιπροσώπευε για τον ειδωλολατρικό κόσμο όλο το παλαιό μεγαλείο τής Ρώμης. Η πράξη αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση σtoυς ειδωλολάτρες, γιατί τούς έδωσε να κατα
λάβουν ότι πλησίαζαν οι τελευταίες μέρες υπάρξεώς τους. Συγχρόνως ο Kωνσtάντιoς πολλαπλασίασε τα προνόμια τών κληρικών και τών επισκό πων.
Παρά τα σκληρά μέτρα όμως, που' έλαβε ο Κωνστάντιος εναντίον τών
ειδωλολατρών, η ειδωλολατρία όχι μόνο συνέχισε να συνυπάρχει με τον Χριστιανισμό, αλλά και πολλές φορές έβρισκε πρoσtασία από τις Αρχές.
(1) «Codex Theodosianus», XVI, 10,2. (2) Ένθ. ανωτ., 10,3-6.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
97
Έτσι ο Κων<πάντιος δεν διέλυσε τις ε<πιάδες* και τους ιερείς τής Ρώμης, ενώ με ένα από τα διατάγματά του όριζε την εκλογή ενός ιερέα
dos)
(sacer-
για την Αφρική. Μέχρι το τέλος τής ζωής του ο Κων<πάντιος έφερε
τον τίτλο
«Pontifex
Maxίmus». Γενικά, ω<πόσο, η ειδωλολατρία
τη διάρκεια τής βασιλείας του ανισμός
-
-
-
κατά
έχανε έδαφος, ενώ αντιθέτως ο Χρι<πι
όπως τόν δίδασκαν οι οπαδοί τού Αρείου
-
προόδευε.
Η έντονη υπο<πήριξη τού Αρειανισμού έφερε τον Κων<πάντιο σε σο
βαρή αντίθεση με τους οπαδούς τού Συμβόλου τής Νικαίας. Ειδικότερα ο
Κων<πάντιος υπήρξε πολύ επίμονος <πον αγώνα του εναντίον τού ηγέτη τους, τού Αθανασίου Αλεξανδρείας. Ο Κων<πάντιος πέθανε το
361,
χω
ρίς ούτε οι οπαδοί τής Νικαίας ούτε οι ειδωλολάτρες να πενθήσουν ειλι
κρινά τον Αυτοκράτορά τους. Οι ειδωλολάτρες χάρηκαν, γιατί ο θρόνος θα περιερχόταν <πα χέρια τού Ιουλιανού, ο οποίος φανερά υπο<Πήριζε την ειδωλολατρία, ενώ τα αισθήματα τών χρι<πιανών εκφράζονται <πα λόγια τού Αγίου Ιερωνύμου: «ο Κύριός μας αγρυπνεί ... Το κτήνος πεθαί νει και η ηρεμία επανέρχεται»(\).
Ο Κων<πάντιος πέθανε κατά τη διάρκεια εκ<πρατείας σtην Κιλικία, αλλά το σώμα του μεταφέρθηκε στην Κων<παντινούπολη. Η πομπώδης
κηδεία του έγινε παρουσία τού νέσίi Αυτοκράτορα Ιουλιανού, <πον νάό τών Αγίων Απο<πόλων, τον οποίο
-
όπως λέγεται
-
έκτισε ο Μέγας
Κων<παντίνος(2). Η Σύγκλητος κατέταξε τον Κων<πάντιο ανάμεσα <πους θεούς.
Ιουλιανός ο Παραβάτης
(361-363):
Το όνομα τού διαδόχου τού Κων<πα
ντίου, Ιουλιανού, είναι <πενά συνδεδεμένο με την τελευταία προσπάθεια που έγινε για την αναβίωση τής ειδωλολατρίας <πην Αυτοκρατορία. Ο
Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, η οποί α, για ένα μεγάλο διάστημα, είχε συγκεντρώσει την προσοχή τών επιστη μόνων και τών συγγραφέων. Η σχετική με αυτόν φιλολογία είναι μεγάλη, αν και τα έργα τού ίδιου τού Ιουλιανού, τα οποία σώζονται, δίνουν αρκε
τό υλικό για μια κριτική τής φιλοσοφίας του και τών πράξεών του. Το κύ ριο έργο τών ερευνητών επικεντρώθηκε <πο να καταλάβουν και να εξη γήσουν αυτόν τον τόσο ενθουσιώδη «Έλληνα» που ήταν τόσο πεπεισμέ-
* Ιέρειες ΤιΊς Θεάς Εστίας, οι οποίες -πάντοτε ε'ξι- υπηρετούσαν στον ναό διατη ρώντας μέσα σε αυτόν την φλόγα τού κράτους άσβεστη. Οι ιέρειες αυτές ήταν υποχρε ωμένες να μείνουν παρθένοι
30 χρόνια. (1) Hieronymi, «Altercatio Luciferiani et Orthodoxi», 19, ed. J. Ρ. Migne, Patrologia La!ina, ΧΧΙΙΙ, 181. (2) Ο ναός αυτός αποδίδεται από άλλους μεν στον Μεγάλο Κωνσταντίνο, από άλλους δε στον Κωνστάντιο. G. Downey, «The Builder of the Original Church of the ApostIes at Constantinople», Dumbarton Oaks Papers, ΥΙ (1951),51-80.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
98
νος για το δίκαιο και την επιτυχία τής προσπάθειάς του, ώστε να αποφα σίσει
-
προς τα τέλη τού 4ου αιώνα
-
να αποκαταστήσει και να αναζω
ογονήσει την ειδωλολατρία, κάνοντάς την βάση τής θρησκευτικής ζωής τής Αυτοκρατορίας.
Ο Ιουλιανός έχασε πολύ μικρός τους γονείς του: η μητέρα του πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του πέθανε 6ταν ο Ιου
λιανός ήταν έξι ετών. Η αγωγή του υπήρξε πολύ καλή, εκείνος δε που τόν επηρέασε περισσ6τερο, ήταν ο δάσκαλός του Μαρδόνιος στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία
-
-
ειδικός
ο οποίος είχε διδάξει Όμηρο
και Ησίοδο τη μητέρα τού Ιουλιανού. Ενώ ο Μαρδ6νιος δίδασκε τον Ιου λιανό κλασική φιλολογία, ένας χριστιανός κληρικός, πιθανόν ο Επίσκο
πος Νικομηδείας
-
αργότερα Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
-
Ευ
σέβιος, τόν εισήγαγε στη μελέτη τών Γραφών. Έτσι, όπως αναφέρει ένας ιστορικός(l), ο Ιουλιανός μυήθηκε σε δύο διαφορετικής μορφής διδασκα
λίες, που βάδιζαν η μία κοντά στην άλλη χωρίς να αλληλοεπηρεάζονται. Ο Ιουλιανός βαπτίστηκε μικρός, πράγμα το οποίο ο ίδιος ονόμαζε, αργό τερα, εφιάλτη, τον οποίο έπρεπε να ξεχάσει. Τα πρώτα του χρόνια ο Ιουλιανός τά πέρασε μέσα σε φόβους και ανη συχίες. Ο Κωνστάντιος, θεωρφντας τον ως έναν πιθανό αντίπαλο και
υπσψιαζόμενος ότι ίσως είχε βλέψεις στον θρόνο, άλλοτε τόν κρατούσε, σαν σε εξορία, μακριά από την πρωτεύουσα, στις επαρχίες, και άλλοτε τόν κρατούσε στην πρωτεύουσα για να τόν έχει υπό τον έλεγχό του. Ξέ ροντας καθετί το σχετικό με τη σφαγή τών μελών τής οικογένειάς του,
που είχαν θανατωθεί ύστερα από εντολή τού Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβ6ταν πολύ για τη ζωή του. Ο Κωνστάντιος τόν ανάγκασε να μείνει λί
γα χρόνια στην Καππαδοκία, όπου συνέχισε τη μελέτη τών αρχαίων συγ γραφέων, υπό την καθοδήγηση τού Μαρδονίου
-
που τόν συνόδευε
-
και όπου γνώρισε ακόμη καλύτερα τη Βίβλο. Αργ6τερα ο Κωνστάντιος έ
φερε τον Ιουλιαν,ό πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Νικο
μήδεια, όπου συνέχισε τις σπουδές του εκδηλώνοντας, εκεί, για πρώτη φορά τη μεγάλη του κλίση προς την ειδωλολατρία.
Την εποχή αυτή δίδασκε στη Νικομήδεια ο Λιβάνιος, ο μεγαλύτερος διδάσκαλος ρητορικής τής εποχής, ο οποίος υπήρξε ένας αληθινός ηγέ της τού Ελληνισμού, που αρνήθηκε να σπουδάσει Λατινικά, περιφρονών
τας τα. Καταφρονούσε τον Χριστιανισμό, αποδίδοντας τη λύση όλων τών προβλημάτων στον Ελληνισμό. Ο ενθούσιασμός του για την ειδωλολατρί α δεν είχε όρια και τα μαθήματά του είχαν κατακτήσει στη Νικομήδεια το ευρύ κοινό. Όταν ο Κωνστάντιος αποφάσισε να στείλει τον Ιουλιανό
στη Νικομήδεια, κατάλαβε ίσως την πιθανή επιρροή που θα είχαν πάνω
'(1) P.AJlard,
«Julίen Ι'
Apostat»,
Ι,
269.
ιΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
99
στον νεαρό σπουδαστή τα ενθουσιώδη μαθήματα τού Λιβανίου και γι'
αυτό τού απαγόρευσε να παρακολουθεί τον φημισμένο διδάσκαλο. Ο Ι ουλιανός δεν παράκουσε, τυπικά, την αυτοκρατορική εντολή, αλλά μελετούσε τα γραπτά τού Λιβανίου, συζητούσε τα μαθήματά του με εκεί νους που τά παρακολουθούσαν και υιοθέτησε τόσο πολύ το ύφος και τον τρόπο γραφής τού μεγάλου διδασκάλου, ώστε αργότερα χαρακτηριζόταν ως μαθητής του. Στη Νικομήδεια, επίσης, ο Ιουλιανός μελέτησε με ενθου σιασμό τις νεοπλατωνικές διδασκαλίες, οι οποίες, την εποχή εκείνη, προσπαθούσαν να διαβλέψουν '(ο μέλλον καλώντας, με τυπικές επωδές, όχι μόνο νεκρούς ανθρώπoυ~, αλλά και θεούς (θεουργία). Ο πολυμαθής
φιλόσοφος Μάξιμος ο Εφέσιος, επηρέασε πολύ, στο ζήτημα αυτό, τον Ι ουλιανό.
Αφού επέζησε, κατά την επικίνδυνη περίοδο τού θανάτου τού αδελ φού του Γάλλου, ο οποίος θανατώθηκε βάσει διατayής τού Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός κλήθηκε στα Μεδιόλανα και κατόπιν εξOρCστηκε στην Αθή· να. Η πόλη αυτή, φημισμένη για το ένδοξό της παρελθόν, την εποχή εκεί νη ήταν μια ήσυχη επαρχιακή πόλη, στην oπoCΑ είχε απομείνει η φημι
σμένη της Σχολή για να θυμίζει τις παλιές ένδοξες μέρες της. Η διαμονή τού Ιουλιανού στην Αθήνα υπήρξε' πολύ ενδιαφέρουσα. Αργότερα, σε
μια από τις επιστολές του, «θυμάται με μεγάλη ευχαρίστηση ... tο"ς κή πους και τα περίχωρα τών Αθηνών, τους μύρτους tης και το ταπεινό σπίτι
τού Σωκράτη»(Ι). Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στην Αθήνα, ο Ιουλιανός είχε μυηθεί, από έναν ιεροφά
ντη*, στα μυστήρια τής Ελευσίνας. Το γεγoνό~ αυτό, κατά τον Μπουασιέ, υπήρξε ένα είδος νέου βαπτωματoςt2). Μερικοί επιστήμονες όμως αμφι
βάλλουν αν πράγματι ο Ιουλιανός στράφηκε προς τα Ελευσίνια Μυστή ρια(3).
Το
355
ο Κωνστάντιος ονόμασε τον Ιουλιανό Καίσαρα, τόν πάντρεψε
με την αδελφή του Ελένη και τόν έστειλε αρχηγό τού στρατού -rης Γαλα
τίας για να βοηθήσει στην εκστρατεία εναντίον τών Γερμανών που προ χωρούσαν ερημώνοντας τη χώρα, καταστρέφοντας τις πόλεις και σκοτώ-
(1) Julian, «Quae supersunt omnia», ed. F. G. Herlein, Ι, 328, 335 «The Works of the
Emperor Julίan», ed. Ν. C. Wright, Π, 217.
_
• Ο ανόπατος ιερατικός άρχων τής λατρείας πον γινόταν στην Ελενσίνα, ο οποίος ή ταν και ο κ'ύριος πρoϊσrάμενoς τών ΜυστηρΙων.
(2) «La Fin du Paganisme», Ι, 98. Βλέπε J. Geffcken, «Kaiser Julίanus», 21-22' πρβλ. και
G. Negri, «Julίan the Apostate», trans. Duchess Litta·Yisconti·Arese, Ι, 47. (3) AIlard, «Julίen», Ι, 330. Σχετικά με τα πρώτα χρόνια το'ύ Ιουλιανο'ύ βλέπε Ν. Η. Baynes, «The early Jίfe of Julίan the Apostate», Journal of HeIIenic Studies, XLΥ (1925),251-254.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
100
νοντας τους ανθρώπους. Ο Ιουλιανός έφερε εις πέρας την αποστολή του, σώζοντας τη Γαλατία και νικώντας τους Γερμανούς κοντά στο Αργεντόρατο (σημερινό Στρασβούργο). Έδρα τού Ιουλιανού στη Γαλα τία ήταν η Λουτέτια
(Lutetia Parisiorum, το
σημερινό Παρίσι). Την επο
χή αυτή, το Παρίσι ήταν μια μικρή πόλη σε ένα νησί τού Σηκουάνα, το ο ποίο ακόμη ονομάζεται
La Cite (Civitas),
μια πόλη, η οποία επικοινω
νούσε με ξύλινα γεφύρια και με τις δύο όχθες τού ποταμού. Στην αριστε ρή πλευρά τού Σηκουάνα ήταν το παλάτι, που πιθανόν είχε κατασκευά σει ο Κωνστάντιος ο Χλωρός και τού οποίου τα ερείπια φαίνονται ακό μα, στο Παρίσι, κοντά στο μουσείο Κλυνύ
(CJuny).
Ο Ιουλιανός είχε δια
λέξει το παλάτι αυτό ως τόπο διαμονής του, γιατί αγαπούσε πολύ την Λουτέτια, την οποία σε ένα από τα έργα του αποκαλεί «πολυαγαπημένη Λουτέτια»(Ι).
Ο Ιουλιανός κατόρθωσε να απωθήσει τους Γερμανούς πέραν τού Ρήνου. «Τρεις φορές
-
γράφει
-
ενώ ήμουν ακόμη Καίσαρ, διέσχισα
τον Ρήνο, παίρνοντας πίσω είκοσι χιλιάδες αιχμαλώτους ... Τώρα, με τη
βοήθεια των θεών, έχω πάρει πίσω όλες τις πόλεις, ενώ την εποχή εκείνη είχα ήδη ανακαταλάβει σχεδόν σαράντα από αυτές>>(2). Ο Ιουλιανός είχε
κατορθώσει να εμπνεύσει στον στρατό του την αγάπη και τον θαυμασμό. Ο Κωνστάντιος όμως έβλεπε με καχυποψία και φθόνο τις επιτυχίες
τού Ιουλιανού και, ενώ πολεμούσε τους Πέρσες, ζήτησε να τού σταλούν ενισχύσεις από τον στρατό τής Γαλατίας. Οι στρατιώτες όμως τής Γάλα
τίας επαναστάτησαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό Αύγουστο. Ο νέος Αύγουστος ζήτησε από τον Κωνστάντιο να αναγνωρίσει το γεγονός, αλ
λά εκείνος αρνήθηκε. Ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος, αλ λά, την κρίσιμη αυτή στιγμή, πέθανε ο Κωνστάντιος και ο Ιουλιανός, το
361,
έγινε Αυτοκράτορας όλης τής Αυτοκρατορίας. Οι οπαδοί και οι
εκλεκτοί τού Κωνσταντίου καταδικάστηκαν σε σκληρές τιμωρίες και υπέ στησαν διωγμούς, τους οποίους υποκινούσε ο νέος Αmοκράτορας.
Ο Ιουλιανός υπήρξε από πολύ καιρό ενθουσιώδης οπαδός τής ειδωλο λατρίας, αλλά ήταν αναγκασμένος να κρύβει τις θρησκευτικές του πεποι θήσεις μέχρις ότου πέθανε ο Κώνστάντιος. Όταν όμως έγινε κύριος τής Αmοκρατορίας, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό του τής απο
κατάστασης τής εκλεκτής του θρησκείας και, από τις πρώτες εβδομάδες, μετά την άνοδό του στον θρόνο, εξέδωσε ένα διάταγμα που εξυπηρετού
σε τα σχέδιά του. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος περιγράφει την περίοδο αυτή ως εξής: «Αν και από τα νιάτα του ο Ιουλιανός έτεινε προς τη λατρεία τών θεών
(1) Julian, «Opera», 11, 438, ed. Wήght, 11, 429. (2) Ένθ. ανωτ. 1,361, ed. Wright, 11, 273.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
101
και, μολον6τι, βαθμιαίως, μεγαλώνοντας, γινόταν πιο θερμ6ς λάτρης τους, εν τούτοις βρισκόταν κάτω απ6 την επιρροή ορισμένων φόβων που τ6ν ανάγκα
ζαν να χειρίζεται το ζήτημα αυτό 6σο μπορούσε πιο μυστικά. Αλλά όταν οι φόβοι του έπαψαν να υπάρχουν και κατάλαβε 6τι ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι τόν ευχαριστούσε, φανέρωσε όλες τις κρυφές του τάσεις και με σαφές
διάταγμα, έδωσε εντολή ν' ανοίξουν οι ναοί και ν' αρχίσουν οι θυσίες στους θεούς»(I).
Το διάταγμα αυτό δεν εξέπληξε κανέναν, γιατί όλοι γνώριζαν την κλί ση τού Ιουλιανού προς την ειδωλολατρία. Η χαρά τών ειδωλολατρών υ πήρξε απερίγραπτη, γιατί, γι' αυτούς, η αποκατάσταση τής ειδωλολατρί ας δεν σήμαινε θρησκευτική ελευθερία μόνο, αλλά και θρησκευτική νίκη συγχρόνως.
Την εποχή που ανέβηκε ο Ιουλιανός στον θρόνο δεν υπήρχε ούτε ένας
ειδωλολατρικός ναός στην Κωνσταντινούπολη και εφόσον ήταν αδύνατο ν' ανεγερθούν σύντομα ναοί, ο Αυτοκράτορας προσέφερε τις θυσίες του
στη Βασιλική, που ήταν προορισμένη για συνέδρια και η οποία είχε δια
κοσμηθεί
-
από την εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου
-
με το ' Αγαλ
μα τής Τύχης. Όπως αναφέρει ο εκκλησια<πικός ιστορικός Σωζομενός,
στη Βασιλική αυτή έλαβε χώρα το εξής περι<πατικό: Ένας γέρος τυφλός,
που τόν οδηγούσε ένα παιδί, πλησίασε τον Αυτοκράτορα και, μπροστά σε όλους, τόν αποκάλεσε άθρησκο, άθεο και αποστάτη. Ο Ιουλιανός τότε απάντησε: «Είσαι ένας τυφλός και ο Γαλιλαίος Θεός σου δεν θα σέ θε ραπεύσει». Ο γέροντας όμως είπε: «Ευχαριστώ τον Θεό για την τύφλωσή μου, γιατί αυτή μ' εμποδίζει να βλέπω την ασέβειά σου). Ο Ιουλιανός α
διαφόρησε για τα τολμηρά λόγια τού τυφλού και συνέχισε την προσφορά τών θυσιών(2).
Έχοντας σκοπό να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία ο Ιουλιανός εί
χε πλήρη επίγνωση τού ότι ήταν αδύνατο να τήν αναστήσει <πην παλιά της, καθαρά υλι<πική, μορφή. Για τούτο θεώρησε απαραίτητο να μεταρ
ρυθμίσει και να μεταβάλει την ειδωλολατρία κατά τέτοιον τρόπο, ώ<πε να δημιουργηθεί ένας οργανισμός ικανός να πολεμήσει τη Xρισtιανική
Εκκλησία. Για τον σκοπό αυτό δανείστηκε πολλά <ποιχεία από την οργά νωση τών χριστιανών, την οποία γνώριζε πολύ καλά. Έτσι, οργάνωσε
τους ειδωλολάτρες ιερείς σύμφωνα με τις αρχές και την ιεραρχία'τής Χριστιανικής Εκκλησίας, διαρρύθμισε το εσωτερικό τών ναών σύμφωνα με τα πρότυπα τών χρι<πιανικών, υποχρέωσε τους ειδωλολάτρες να πα
ρακολουθούν μαθήματα και να διαβάζουν καθετί το σχετικό με τα ελλη-
(1) «Res Gestae», ΧΧΙΙ, 5,1-2. (2) Sozomenis, «Historia eccIesiastica», ν, 4; Socratis, «Historia eccIesiastica», 111, 2.
102 .
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νικά μυστήρια (κατ' αντιστοιχία με τα χριστιανικά κηρύγματα), εισήγαγε
ύμνους σtη λατρεία, απαιτούσε άψογο τρ6πο ζωής απ6 τους ιερείς και καθιέρωσε τον αφορισμ6 και άλλες ποινές. Με άλλα λ6'Υια,Ο Ιουλιαν6ς, έχοντας σκοπ6 να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία, κατέφυγε σε κάτι
, το οποίο περιφρονούσε υπερβολικά. . Ο αριθμ6ς τών ζώων που θυσιάζονταν στους βωμούς ήταν τ6σο μεγάλος, ώστε προκαλούσε τους αστεϊσμούς και αυτών ακ6μη τών ειδωλολα· τρών. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας συμμετείχε στην προσφορά τών θυσιών και δεν ντρεπ6ταν να κάνει και την πιο ταπεινή χειρωναξία που μπορού σαν να απαιτήσουν οι γιορτές αυτές. Όπως αναφέρει ο Λιβάνιος, ο Αυ
τοκράτορας έτρεχε γύρω απ6 τον βωμ6, άναβε τη φωτιά, έπιανε το μα
χαίρι και έσφαζε τα πουλιά, ξέροντας καθετί το σχετικ6 μΙ! τα tvtOOθtd τους(l). Λ6γω τού μεγάλου αριθμούτών ζώων που χρησιμοποιούνταν για τις eυOΙες, έγινε πάλι επίκαιρο το επίγραμμα που είχl! κάποτε χρησιμο ποιηθεί για τον φιλ6σοφο Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και σύμφωνα
με το οποίο τα κτήνη απευθύνονται στον Μάρκο Καίσαρα και τού λένε' 6τι εάν νικήσει θα χαθούν(2).
Ο θρ(αμβος.αυτ6ς τής ειδωλολατρίας οπωσδήποτε επηρέασε πολύ τη θέση τών Χριστιανών στην Αυτοκρατορία. Στην αρχή φάνηκε 6τι ο
Χριστιανισμ6ς δεν αντιμετώπιζε καμιά σοβαρή απειλή. Ο Ιουλιαν6ς είχε προσκαλέσει στα ανάκτορα τους ηγέτες τών διαφ6ρων θεολογικών τά σεωνκαι τους οπαδούς τους και τούς ανήγγειλε 6τι τώρα πια που οι πολι
τικές διαμάχες είχαν σταματήσει, ο καθένας μπορούσε ν' ακολουθήσει τη θρησκεία τής επιλογής του, χωρίς κανένα εμπ6διο ή φ6βο. Έτσι, μια απ6 τις πρώτες ενέργειες τού Ιουλιανού υπήρξε και το
διάταγμα για την καθιέρωση τής θρησκευτικής ανοχής. Μερικές φορές μάλιστα, 6ταν οι Χριστιανοί άρχιζαν να φιλονικούν μπροστά στον Αυτο κράτορα, εκείνος τούς μιλο1.ίσε χρησιμοποιώντας τα λ6για τού Μάρκου Αυρηλίου; «Ακούστε εμένα, τον οποίο πρ6σεξαν οι Γερμανοί και οι Φράγκοι»(3). Αμέσως δε μετά την άνοδ6 του στον θρ6νο ο Ιουλιαν6ς
ανακάλεσε πίσω απ6 την εξορία 6λους τούς επισκ6πους που είχαν εξο ρισθεί απ6 τον Κωνστάντιο και τούς επέστρεψε τις περιουσίες τους χω ρίς να λάβει υπ' 6ψιν του τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Επειδή 6μως οι θρησκευτικοί αυτοί ηγέτες, που γύρισαν απ6 την εξο
ρία, ανήκαν σε διαφορετικές θρησκευτικές τάσεις, ενώ συγχρ6νως είχαν διαμορφώσει σταθερές και αγεφύρωτες πεποιθήσεις, δεν μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά και γρήγορα ενεπλάκησαν σε σοβαρές έριδες. Ο Ιουλι-
(1) Oratio, «Εις IΟ1Jλιανόν αυτοκράτορα ύπατον», Xll, 82, ed. R. Forster, 11, 38. (2) Ammianus MarceIIinus, «Res Gestae», ΧΧV, 4,17. (3) ~Eνθ. ανωτ. XXll, 5, 3-4.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
103
ανός είχε προφανώς υπολογίσει σε μια τέτοια εξέλιξη. Αν και φαινομενικά είχε παραχωρήσει θρησκευτικές ελευθερίες σε ό
λους, ξέροντας καλά την ψυχολογία τών Χριστιανών, γνώριζε ότι θα ξε
σπούσε ανάμεσά τους διχόνοια και ότι μια διηρημένη Εκκλησία δεν μπο ρούσε να ε(ναι επικίνδυνη για τους ειδωλολάτρες. Συγχρόνως ο Αυτο κράτορας έδινε πολλά προνόμια σε όλους όσοι aπoφάσιζαν ν' aπαρνη θούν τον Xρισtιανισμό, πράγμα που είχε ως aπoτέλεσμα να σημειωθούν
πολλές περιπτώσεις aπoστασίας. Ο 'Αγιος Ιερώνυμος ονόμαζε αυτή την τακτική τού Ιουλιανού «ευγενικό διωγμό, ο οποίος είλκυε εξανάγκαζε
-
-
παρά
τον λαό να συμμετάσχει στην προσφορά τών θυσιών»(I).
Συγχρόνως οι Χριστιανο( αντικαταστάθηκαν με ειδωλολάτρες στις πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις που κατείχαν πριν. Το φημισμένο λά βαρο τού Κωνσταντίνου, που χρησίμευε για σημαία τού στρατού, καταρ γήθηκε και οι λαμπεροί σταυροί που ήταν χαραγμένοι στις ασπίδες τών
στρατιωτών, αντικαταστάθηκαν με ειδωλολατρικά σύμβολα. Αλλά το πιο σοβαρό χτύπημα εναντίον τού Χριστιανισμού υπήρξε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το πρώτο διάταγμα ήταν σχετικό με τον διορισμό καθηγητών στις κυριότερες πόλεις τής Αυτοκρατορίας. Οι υπο
ψήφιοι έπρεπε να εκλεγούν aπό τις πόλεις, αλλά κάθε εκλογή έπρεπε να εγκριθεί, τελικά, aπό τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, ο οποίος μπορσιίσε να μην επικυρώσει την εκλογή τών καθηγητών που τού ήταν ανεπιθύμητοι, ενώ προηγουμένως ο διορισμός τών καθηγητών ήταν υπόθεση που αφο ρούσε μόνο την πόλη. Αλλά ακόμη πιο σημαντικό υπήρξε ένα δεύτερο διάταγμα, το οποίο σώζεται στις επιστολές τού Ιουλιανσιί. Το διάταγμα αυτό όριζε ότι «όλοι όσοι διδάσκουν τους άλλους, πρέπει να είναι άν θρωποι έντιμοι και να μην κρύβουν μέσα τους σκέψεις αντίθετες προς το πνεύμα τού Κράτους»(2). Με τη φράση δε «πνεύμα τού Κράτους», το διά
ταγμα εννοούσε τις προσωπικές ειδωλολατρικές τάσεις τού Αυτοκράτο ρα. Γενικά, δηλαδή, ο Ιουλιανός θεωρσιίσε παράλογο άνθρωποι που ερ μήνευαν τα έργα τού Ομήρου, τού Ησιόδου, τού Δημοσθένους, τού Ηρο
δότου και άλλων κλασικών συγγραφέων, να μην τιμούν τους θεούς που οι συγγραφείς αυτοί τίμησαν. «Δίνω εις αυτούς (τους καθηγητές)
-
έγραφε ο Ιουλιαν6ς
-
το δικαίωμα
εκλογής ή να μην διδάσκουν εκείνο το οποίο δεν θεωρούν θαυμάσιο ή
θέλουν να διδάσκουν
- αν - να πείθουν τους μαθητές τους ότι ούτε ο Όμηρος ού
τε ο Ησίοδος ή άλλοι από τους συγγραφείς που ερμηνεύουν, είναι -6πως
τούς έχουν παρουσιάσει
-
ασεβείς, μωροί και πλανημένοι στα θρησκευτικά
(1) Hieronymi, «Chronicon ad olympiad», 285, ed. Migne, Patrologia Latina, ΧΧVΙΙ (691-692). . (2) Julian, «Opera», 11,544, «Epistola», 42, ed. Wright, 111, 117-123.
.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
104
ζητήματα. Γιατί, εφόσον ζουν και πληρώνονται χάρη στο έργο αυτών των συγγραφέων, κατηγορώντας τους, ομολογούν 6τι είναι αδιάντροποι πλεονέ
κτες, που για λίγες δραχμές μπορούν να ανεχθούν το καθετί. Είναι αλήθεια 6τι μέχρι τώρα πολλοί μπορούσαν να συγχωρηθούν γιατί δεν πήγαιναν στους ναούς, εφ6σον ο φόβος ανάγκαζε τους ανθρώπους να κρύβουν τις αληθινές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αλλά τώρα που ο Θεός μάς χάρισε την ελευ θερία, μού φαίνεται παράλογο να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι διδάσκουν
κάτι, το οποίο δεν πιστεύουν. Αν όμως πιστεύουν ότι αυτοί τους οποίους ερ μηνεύουν και χάρη στους οποίους έχουν τη θέση που έχουν, ήταν σοφοί άν θρωποι, ας τούς μιμηθούν πρώτοι, δείχνοντας την ευσέβειά τους προς τους θεούς. Εάν εν τούτοις πιστεύουν ότι οι συγγραφείς αυτοί έχουν λάθος στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τότε ας καταφύγουν στις εκκλησίες για να
εξηγήσουν τον Ματθαίο και τον Λουκά ... Αυτή είναι η γενική εντολή για τους διδασκάλους τών θρησκευτικών και τών άλλων μαθημάτων ... Αν και καλύτε ρα θα ήταν να τούς θεραπεύσουμε, παρά.τη θέλησή τους, όπως κανείς θερα
πεύει έναν τρελό, με τη διαφορά 6τι θα δείχναμε κάποια επιείκεια για το εί δος αυτό τής ασθενείας. Γιατί θα πρέπει, νομίζω, να διδάξουμε και όχι να τι μωρήσουμε τους παράφρονες»(Ι).
Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, φίλος και σύντροφος τού Ιουλιανού σης εκστρατείες του, εξηγεί το διάταγμα αυτό ως εξής: «ο Ιουλιανός απαγό ρευσε στους Χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν μέχρις ότου προσφέ ρουν λατρεία στους θεoύς>~(2), μέχρι δηλαδή να γίνουν ειδωλολάτρες. Βά
σει ορισμένων παρατηρήσεων συγχρόνων τού Ιουλιανού Χριστιανών
συγγραφέων, μερικοί υποθέτουν ότι ο Αυτοκράτορας εξέδωσε και δεύτε ρο διάταγμα, με το οποίο απαγόρευσε στους Χριστιανούς όχι μόνο να δι δάσκουν αλλά και να παρακολουθούν μαθήματα στα δημόαια σχολεία. Ο
,Αγιος Αυγουστίνος
γράφει σχετικά: «Και μήπως ο Ιουλιανός δεν κατα
δίωξε την Εκκλησία, απαγορεύοντας στους Χριστιανούς να διδάσκουν και να μελετούν 'tις ελευθέριες τέχνες (lίberales
litteras);»().
Το κείμενο
όμως τού δεύτερου διατάγματος δεν έχει διασωθεί, αν και είναι πιθανόν
τέτοιο διάταγμα να μην εκδόθηκε ποτέ, εφόσον και το πρώτο διάταγμα ακόμη, το οποίο απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν, είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό τών σπουδών. Μετά τη δημοσίευση τού διατάγματος, οι Χριστιανοί μπορούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους
σε σχολεία όπου υπήρχε μόνον ειδωλολατρική διδασκαλία, πράγμα που ανάγκασε τους περισσότερους να μην στέλνουν τα παιδιά τους στο σχο λείο, από φόβο μήπως αυτά, μετά από μία ή δύο γενεές, επιστρέψουν
(1) Ένθ. ανωτ. (2) «Res Gestae», ΧΧV, 4, 20. (3) «pe civίtate Dei», ΧVΙΙΙ, 52.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
105
στην ειδωλολατρία. Αφ' ετέρου όμως, τα παιδιά τών Χριστιανών, μη παίρνοντας μια γενική αγωγή, ήταν, από πλευράς μόρφωσης, κατώτερα
τών ειδωλολατρών. Το διάταγμα τού Ιουλιανού λοιπόν
-
έστω και ένα
-
είχε μεγάλη σημασία για τους Χριστιανούς, γιατί εγκυμονούσε έναν
μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον τής Χριστιανοσύνης. Δίκαια ο Γίββων πα ρατηρεί 6τι «ενώ είχε απαγορευθεί επισήμως στους Χριστιανούς να δι
δάσκουν, τούς είχε απαγορευθεί επίσης, ανεπισήμως, και η μόρφωση, εφόσον (για λόγους ηθικής τάξεως) δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στα ει δωλολατρικά σχολεία»(Ι).
Οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς δασκάλους προτίμησαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους παρά να γυρίσουν πίσω στην ειδωλο λατρία. Και ανάμεσα στους ειδωλολάτρες ακόμη υπήρξε μια ποικιλία α
πόψεων σχετικά με το διάταγμα τού Ιουλιανού. Ο ειδωλολάτρης συγγρα φέας Αμμιανός Μαρκελλίνος Π.χ. γράφει σχετικά 6τι: «Η απαγόρευση
στους Χριστιανούς καθηγητές να διδάσκουν τη ρητορική υπήρξε μια πράξη σκληρή, που αξίζει να ταφεί μέσα στην αιώνια σιωπή»(2).
Ενδιαφέρον είναι να σημειώσουμε πώς αντέδρασαν στο διάταγμα οι Χριστιανοί. Μερικοί, με αφέλεια, χάρηκαν γιατί ο Αυτοκράτορας έκανε
πιο δύσκολη τη σπουδή, εκ μέρους τών Χριστιανών, τών ειδωλολατρών συγγραφέων. Για να αντικαταστήσουν την απαγορευμένη παγανιστική
φιλολογία, οι Χριστιανοί συγγραφείς τής περιόδου αυτής
-
κυρίως δε ο
Απολλινάριος ο πρεσβύτερος και ο γιος του Απολλινάριος ο νεώτερος
-
σκέφθηκαν να δημιουργήσουν νέα, δικής τους εμπνεύσεως, φιλολογία για σχολική χρήση. Για τον σκοπό αυτό μετέφρασαν τους ψαλμούς σε μορφή όμοια με των ωδών τού Πινδάρου, απέδωσαν την Πεντάτευχο τού
Μωυσή με εξάμετρο και έγραψαν τα Ευαγγέλια στο ύφος τών διαλόγων τού Πλάτωνος. Από αυτή την παραγωγή, που ασφαλώς δεν θα είχε να ε πιδείξει καλλιτεχνική αξία, δεν έχει τίποτα διασωθεί. Χάθηκε μετά τον
θάνατο τού Ιουλιανού, 6ταν το διάταγμά του είχε χάσει την ισχύ του.
Το καλοκαίρι τού
362 ο Ιουλιανός έκανε ένα ταξίδι στις ανατολικές ε
παρχίες και σταμάτησε στην Αντιόχεια, όπου ο λαός, όπως λέει ο ίδιος ο Ιουλιανός, «είχε προτιμήσει την αθε'ία»(3), δηλαδή τον Χριστιανισμό. Η υ περοχή αυτή τών Χριστιανών εξηγεί γιατί κατά τη διάρκεια τής θριαμβι κής επίσημης δεξιώσεως τού Αυτοκράτορα στην Αντιόχεια, ήταν αισθη
τή, και μερικές στιγμές έκδηλη, μια ψυχρότητα και κάποιο μίσος ακόμη. Η παραμονή τού Ιουλιανού στην Αντιόχεια υπήρξε σημαντική, γιατί τόν
(1) «History of the DecIine and FaII of the Roman Empire», ed. J. Β. Bury, κεφ. 23. Βλέπε και
Negri, «JuIian», 11, 411-414. (2) «Res Gestae», ΧΧΙΙ, 10,7. (3) JuIian, «Opera», 11, 461, ed. Wright, 11, 475.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
106
έπεισε πόσο δύσκολο, αν 6χι αδύνατο, ήταν να αναζωογονηθεί η ειδωλο λατρία. Η πρωτεύουσα τής Συρίας έμεινε τελείως ασυγκίνητη από τις
θρησκευτικές προτιμήσεις τού μεγάλου επισκέπτη της. Ο Ιουλιανός διη γείται την επίσκεψή του αυτή στο σατιρικό του έργο MισoπώyΩV(I). Κατά
τη διάρκεια μιας σπουδαίας ειδωλολατρικής εορτής, περίμενε να δει στον ναό τού Απόλλωνος
-
στη Δάφνη, προάστειο τής Αντιοχείας
-
πολλούς ανθρώπους, ζώα για θυσία, σπονδές, θυμιάματα και άλλα χαρα
κτηριστικά μιας ειδωλολατρικής εορτής. Όταν μπήκε όμως στον ναό, με μεγάλη έκπληξη, είδε μόνο έναν ιερέα και μία χήνα μόνο για θυσία. Ο Ιουλιανός περιγράφει το γεγονός ως εξής: «Τον δέκατο μήνα υπάρχει μια εορτή, την οποία καθιέρωσαν οι πρόγονοί σας προς τιμήν τού θεού Απόλλωνος, και ήταν καθήκον σας να επισκεφθήτε τη Δάφνη ... Φαντάστηκα, με το μυαλό μου, τη μεγαλοπρέπεια τής εορτής, σαν
ένας άνθρωπος που βλέπει κάποιο όραμα. Φαντάστηκα ζώα για θυσίες, σπeνδές, θυμιάματα, χορωδίες και τους νέους τής πόλεως ντυμένους στα λευ κά γύρω από τον βωμό, με τις ψυχές τους γεμάτες από ευσέβεια και αγιότητα.
Αλλά όταν μπήκα στον ναό δεν βρήκα ούτε θυμίαμα, ούτε καν ένα ζώο για θυσία. Για μια στιγμή απόρησα και νόμισα ότι ακόμη ήμουν έξω και ότι, τι μώντας με, περιμένατε το σύνθημά μου. Αλλά όταν ρώτησα ποια θα ήταν η θυσία, την οποία προσέφερε η πόλη στον Θεό, ο ιερέας απάντησε: "Έφερα
μαζί μου από το σπίτι μου μια χήνα να τήν προσφέρω στον θεό, γιατί η πόλη αυτή τη φορά δεν έκανε καμιά σχετική προετοιμασία"»(2).
Έτσι η Αντι6χεια δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις τής εορτής. Πα ρόμοια όμως περιστατικά ενίσχυσαν το μίσος τού Ιουλιανού κατά τών
Χριστιανών. Ο θυμός του μεγάλωσε, όταν, ξαφνικά, έπιασε φωτιά ο ναός τής Δάφνης. Φυσικά όλοι υποπτεύθηκαν ότι οι Χριστιανοί έβαλαν φωτιά στον ναό. Τρομερά εξοργισμένος για το έγκλημα αιπό ο Ιουλιανός, διέ ταξε
-
για τιμωρία τών Χριστιανών
-
να κλεισθεί ο κεντρικός ναός
τους στην Αντιόχει.α, ο οποίος αμέσως λεηλατήθηκε και βεβηλώθηκε. Το
ίδιο πράγμα έγινε και σε πολλές άλλες πόλεις. Η κατάσταση γινόταν πο λύ σοβαρή, γιατί οι, Χριστιανοί
με τη σειρά τους
-
-
κατέστρεφαν τα
ομοιώματα τών θεών. Μερικοί από τους ηγέτες τών Χριστιανών οδηγή θηκαν στο μαρτύριο και αναρχία επικρατούσε στην Αιποκρατορία.
Την άνοιξη τού
363 ο
Ιουλιανός άφησε την Αντιόχεια και έλαβε μέρος
στην εκστρατεία κατά τών Περσών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σο-
(1)
Ο Ιουλιανός είχε μακριά γενειάδα, πράγμα που δεν συνηθιζόταν από τους Αυτο
κράτορες και για το οποίο ο λαός τόν κορόιδευε. Σχετικά με το έργο Μισοπώγων βλέ πε Νcgή, «Julίan»,
,
11, 430-470 (όπου
βρίσκει κανείς μεταφρασμένο το μεγαλύτερο μέ-
ρος τού teyoυ).
(2) ,Julίan, «Opera», ΙΙ. 467, ed. Wright,
ΙΙ,
487-489.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
107
βαρά από ακ6ντιο και να πεθάνει μόλις μεταφέρθηκε στη σκηνή του. Κα
νείς δεν ήξερε ποιος ακριβώς χτύπησε τον Αυτοκράτορα, πoλλtς δε εκ δοχές κυκλοφ6ρησαν αργ6τερα. Μία από αυτές, φυσικά, ήταν η πιθανό τητα 6τι ο Ιουλιανός σκοτώθηκε από τους Χρισι:ιανούς. Οι Χρισι:ιανοί ι στορικοί πάντως αναφέρουν τον γνωστό θρύλο 6τι ο Αυτοκράτορας πέ ταξε λίγο από το αίμα τής πληγής του στον αέρα, φωνάζοντας: «Νενίκη κας, ω Ναζωραίε»(Ι).
Οι στρατηγοί και οι στενοί του φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον ετοι
μοθάνατο Αυτοκράτορα
-
στη σκηνή του
-,
όπου ο Ιουλιανός τούς
απηύθυνε το αποχαιρετιστήριό του μήνυμα, το οποίο σώζεται στα κείμε να τού Αμμιανού MαρκεΛΛCνoυ (χχν,
3, 15-20). Προβλέποντας,
με φιλο
σοφική γαλήνη, τον θάνατό του, ο Αυτοκράτορας απολογήθηκε για τη
ζωή του και τις πράξεις του και, αισθανόμενος 6τι τόν άφηναν οι δυνά μεις του, εξέφρασε την ελπίδιι ότι ένας καλ6ς ηγεμόνας θα βρισκιnαν για
να τ6ν αντικαταστήσει, χωρίς, ωστόσο, να ονομάσει κανέναν διάδοχό του. Όταν όμως κατάλαβε ότι όλοι, όσοι ήταν γύρω του, έκλαιγαν, τούς
επέπληξε με το ηγεμονικό του ύφος ταλείψει
-
-
το οποίο δεν τόν είχε ακόμη εγκα
λtγoντάς τους 6τι ήταν εξευτελισι:ικό να θρηνούν έναν Αυτο
κράτορα, που είχε ήδη ενωθεί με τα αστέρια και τον ουρανό.
Πέθανε τα μεσάνυχτα τής 26ης Ιουνίου τού
363, σε ηλικ(α τριάντα δύο
ετών. Ο Λιβάνιος παρομοίασε τον θάνατο τού Ιουλιανού με τον θάνατο τού Σωκράτη(2Ι .
Ο στρατός ανακήρυξε Αυτοκράτορα τον αρχηγό τής Φρουράς τής Αυ
λής, Ιοβιανό, έναν Χριστιανό πιστό στο Σύμβολο τής Πίστεως τής Νι καίας. Πιεζόμενος από τον βασιλιά τής Περσίας, ο Ιοβιανός αναγκάστη κε να υπογράψει ένα σύμφωνο ειρήνης, το οποίο παραχωρούσε στην Περσία αρκετές επαρχίες τής ανατολικής όχθης τού Τίγρη.
Ο θάνατος τού Ιουλιανού χαιρετίστηκε από τους Χριστιανούς, τών ο
ποίων οι συγγραφείς τόν ονομάζουν «δράκο», «Ηρώδη», «Ναβουχοδο νόσορα» και «τέρας». Εν τούτοις όμως ετάφη στην εκκλησία τών Αγίων
Α--τοστόλων, μέσα σε μια σαρκοφάγο από πορφυρίτη.
Ο Ιουλιανός άφησε αρκετά συγγράμματά του που μάς δίνουν την ευ καιρία να τ6ν γνωρίσουμε καλύτερα. Κέντρο τών θρησκεvτικών του πε
ποιθήσεων υπήρξε η λατρεία τού ηλίου, που ήταν καρπός τής λατρείας τού θεού Μίθρα και τών ιδεών ενός εκφυλισμένου Πλατωνισμού. Από τα
παιδικά του χρόνια ο Ιουλιανός αγαπούσε τη φύση και ειδικ6τερα τον
(1) Theodoreti «Historia ecciesiastica», ΠΙ 7, ed. L. Parmentier, 204-205 Κ.ά. (2) Oratio, «Επιτάφιος επ( Ιουλιανώ», ΧVΙΙΙ, 272, ed. Forster, 11, 355. Βλέπε και Ν. Baynes, «The Death of Julian Apostate ίη a Christian Legend», Journal of RomanStudies, ΧΧVΙΙ (1937), 22-29.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
108
ουρανό. Στους λόγους του Εις τον Βασιλέα Ήλιον(l) που αποτελούν την κύρια πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες για τη θρησκευτική του φιλοσοφία, γράφει ότι από τα μικρά του χρόνια είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ψυχή του μια εξαιρετική επιθυμία για τις ακτίνες τού θείου πλανήτη. Δεν τού άρεσε δε να ατενίζει προσεκτικά μόνο τον ήλιο, κατά τη διάρκεια τής ημέρας, αλλά, τις ξάστερες βραδιές, άφηνε το καθετί
χωρίς καμιά εξαίρεση
-
-
για ν' αφιερωθεί στον θαυμασμό τής ομορφιάς
τού ουρανού. Απορροφημένος στους στοχασμούς του, δεν άκουγε όταν τού μιλούσαν και, μερικές φορές, δεν είχε συνείδηση του τί έκανε και ο ί διος. Σύμφωνα με τη μάλλον σκοτεινή περιγραφή που ο ίδιος ο Ιουλιανός κάνει στις θρησκευτικές του θεωρίες, η θρησκευτική του φιλοσοφία συνί στατο στην πίστη ότι υπάρχουν τρεις κόσμοι με μορφή ηλίων. Ο πρώτος
ήλιος είναι ο υπέρτατος ήλιος, η ιδέα τού σύμπαντος, το πνευματικά νοη τό σύμπαν, που αποτελεί την ενσάρκωση τής απόλυτης αλήθειας και το βασίλειο τών ύψιστων αρχών και τών πρώτων αιτίων. Ο ορατός κόσμος
και ο ορατός ήλιος, δηλαδή ο υλικός κόσμος, αποτελεί μια απλή αντανά κλαση
-
και μάλιστα όχι άμεση
-
τού άλλου κόσμου. Ανάμεσα σ' αυ
τούς τους δύο κόσμους, τον νοητό δηλαδή και τον υλικό, υπάρχει ο νοε ρός κόσμος, που έχει τον δικό του ήλιο. Έτσι σχηματίζεται μια τριάδα η λίων, ο νοητός, ο νοερός και ο υλικός. Ο νοερός κόσμος αποτελεί μια αν
τανάκλαση τού νοητού και με την σειρά του λειτουργεί ως υπόδειγμα για τον υλικό κόσμο, ο οποίος, κατ' αυτόν τον τρόπο, είναι αντανάκλαση κά
ποιας άλλης αντανάκλαση ς, μια κατώτερη δηλαδή αναπαραγωγή τού α πόλυτου προτύπου. Ο υπέρτατος ήλιος είναι απρόσιτος στον άνθρωπο, ε
νώ ο φυσικός ήλιος είναι πολύ υλικός και για τούτο ακατάλληλος για θε οποίηση. Επομένως ο Ιουλιανός συγκέντρωσε όλη του την προσοχή σroν
κεντρικό, νοερό ήλιο, τον οποίο λάτρευε, ονομάζοντάς τον «Βασιλέα Ή λιο».
Παρά τον ενθουσιασμό του ο Ιουλιανός ήξερε ότι η αποκατάσταση τής ειδωλολατρίας θα αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Σε μια επιστολή του αναφέρει σχετικά ότι: «Χρειάζεται να μέ βοηθήσουν πολλοί για να μπορέσω "α ανορθώσω ό,τι γκρεμίστηκε σε μέρες πονηρές»(2). Εκείνο
που ο Ιουλιανός δεν κατάλαβε, ήταν ότι η ξεπεσμένη ειδωλολατρία δεν μπορούσε πια
-v'
ανορθωθεί, γιατί ήταν νεκρή, και ότι οι προσπάθειές
του ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Όπως λέει ο Μπουασιέ, «τα σχέ διά του προορίζονταν να ναυαγήσουν, γιατί ο κόσμος δεν είχε να χάσει τίποτε απ6 την αποτυχία τους»(3J.
(1) Julian, «Opera», ι, 168-169, «Oratio», ΙΥ, ed. Wright, 1,353-355. (2) Julίan, «Opera», 11, 52Ο, «EpistoIa», 21, ed. Wright, ΙΙΙ, 17. . . (3) «La Fin du Paganisme», ι, 142.,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
109
Ο Γκέφκεν τονίζει ότι «ο ενθουσιώδης αυτός φίλος τού Ελληνισμού, είναι κατά το ήμισυ Ανατολίτης και Πρωτοβυζαντινός»(Ι), ενώ ένας άλλος
βιογράφος του λέει ότι «ο Ιουλιανός παρουσιάζεται στον ορίζοντα σαν έ να φευγαλέο και φωτεινό σημάδι, πίσω από το οποίο είχε ήδη εξαφανι
σtεί το αστέρι τής Ελλάδος, τής χώρας εκείνης δηλαδή, την οποία ο Αυ τοκράτορας θεώρησε ως Ιερό Τόπο τού πολιτισμού, τη μητέρα τού καλού
Κ(Χι τού ωραίου, τής Ελλάδος, την οποία ονόμαζε με υιική αφιέρωση και ενθουσιασμό, μοναδική του πατρίδα»(2).
Η Εκκλησία και το Κράτος κατά τα τέλη του 40υ αιώνα Ο ΜέΎας Θεοδόσιος και ο θρίαμβος τού· Χριστιανισμού Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού διαδόχου τού Ιουλιανού, Ιοβιανού
(363-364) -
οπαδού τού Συμβόλου τής Νικαίας
-
ο Χριστιανισμός απο
καταστάθηκε στη θέση που τού ανήκε, χωρίς αυτό να έχει ως αποτέλε σμα διωγμούς τών ειδωλολατρών. Ο Ιοβιανός ήθελε να αποκαταστήσει σε όλη την αυτοκρατορία την τάξη εκείνη που επικρατούσε πριν από τον
Ιουλιανό και για τούτο έδωσε πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Επέτρεψε στους ειδωλολάτρες ν' ανοίξουν τους ναούς τους και να συνεχίσουν την
προσφορά θυσιών και, παρά την προσκόλλησή του στο Σύμβολο τής Νι καίας, δεν έλαβε κανένα μέτρο εναντίον τών άλλων θεολογικών τάσεων. Οι Χριστιανοί εξόριστοι γύρισαν πίσω και το λάβαρο έγινε πάλι η ση μαία τού στρατού. Ο Ιοβιανός βασίλευσε λίγους μήνες μόνο, αλλά η εκ
μέρους του αντιμετώπιση τών εκκλησιαστικών υποθέσεων, έκανε μεγάλη εντύπωση στους συγχρόνους του. Ο Αρειανός ιστορικός τού 50υ αιώνα Φιλοστόργιος, παρατηρεί ότι «ο Αυτοκράτορας Ιοβιανός αποκατέστησε
την παλαιά τάξη πραγμάτων για όλες τις Εκκλησίες, απελευθερώνοντάς τες από τους ενοχλητικούς διωγμούς που είχε επιβάλλει ο Αποστάτης»(3). Ο Ιοβιανός πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο τού
στάθηκε από τους αδελφούς Βαλεντινιανό Α'
378),
364, και αντικατα (364-375) και Ουάλη (364-
οι οποίοι μοιράστηκαν τη διοίκηση τής Αυτοκρατορίας. Ο Βαλεντι
νιανός ανέλαβε το δυτικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας και ο Ουάλης το Α νατολικό. Τα δύο αδέλφια είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις για τα θρησκευ
τικά ζητήματα. Ενώ δηλαδή ο Βαλεντινιανός ήταν οπαδός τού Συμβόλου
(1) «Kaiser Ju\ianus», 126. (2) Negri, «Ju\ian», 11, 632. Σχετικά με την οικονομΙΚ11 πολιτική τού Ιουλιανού βλέπε: Ε. Condurachi, «La po\itique financiere de ΙΈmΡereur Ju\ien», (BuIletin de Ia section historique de IΆcademίe roumaine), ΧΧlΙ, 2 (1941),1-59. (3) «Historia ecclesiastica», ΥΠ}, 5 (ed. Bidez, 1913), 106-107.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
110
τής Νικαίας, ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Αλλά οι πεποιθήσεις τού Βαλεντι νιανού δεν τόν οδήγησαν σε εχθρικές, κατά τών άλλΑι>ν δογμάτων, εκδη λώσεις και, χατά τη διάρκεια τής βασιλεΙας του, η θρησχευτική ελευθε ρία ήταν πιο σταθερη και πιο πληρης από πριν. Όταν ανέβηκε σt"' ...• θρό
νο, εξέδωσε ένα διάταγμα που παραχωρούσε στον κάθε άνθρωπο «την ελευθερία τής λατρείας, όπως ορίζει η συνείδηση του»(1). Οι ειδωλολά
τρες έμειναν επίσης ανενόχλητοι, αν και ο Βαλεντινιανός έδειξε τη χρι στιανικη του ιδιότητα με διάφορα ειδικά μέτρα που έλαβε, ένα από τα ο ποία ηταν η αποκατάσταση όλων των προνομίων που είχε παραχωρήσει
στους κληρικΟ'ύς ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Ουάλης όμως ακολούθησε μια τελείως διαφορετικη ταχτικη. Έχοντας δεχθεί τις αρχές τού Άρείου,
περιόρισε όλους εκείνους που δεν ακολουθούσαν τις απόψεις του και, μολονότι οι διωγμοί του δεν υπηρξαν ούτε σοβαροί ούτε συστηματικοί, εν τούτοις οι κάτοιχοι τού ανατολικού τμήματος τής Αυτοκρατορίας πέ ρασαν
-
κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ουάλη
-
μια περίοδο φό
βου και ανησυχίας. Σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά ζητήματα, οι δύο αδελφοί αναγκάστηκαν ν' αναλάβουν έναν σχληρό αγώνα κατά τών Γερμανών. Ο Ουάλης σχο
τώθηκε κατά τη διάρκεια τού πολέμου με τους Γότθους. Τον Βαλεντινια νό διαδέχθηκαν στη Δύση οι γιοι του Γρατιανός Βαλεντινιανός Β'
(375-392).
Μετά τον
(375-383) και ο μικρός θάνατο τού Ουάλη (378), ο Γρατι
αν6ς έχανε αύγουστο, στην Ανατολη και το Ιλλυρικ6ν, τον Θεοδόσιο.
Εκτός από τον νεαρό και αναποφάσιστο Βαλεντινιανό Β'
-
οπαδό
τού ΑρεΙΟυ, που δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα τής Αυτοκρατορίας
-
τόσο ο Γρατιανός όσο και ο Θεοδόσιος εγκατέλειψαν
την πολιτική τής ανσχής και εξεδήλωσαν μια συγκεκριμένη στροφή προς
το Σύμβολο τής Νικαίας. Εξαιρετικη σημασία έχει η τακτική τού Θεοδο σίου, που ονομάστηκε «Μέγας»
(379-395)
και τού οποίου το όνομα είναι
στενά συνδεδεμέ\Cο με τον θρίαμβο τού Χριστιανισμού. Η αποφασιστική του προσχόλληση στο «πιστεύω», που διάλεξε, δεν τού επέτρεψε ν' ανε χθεί την ειδωλολατρία. Η οικογένεια τού Θεοδοσίου ήλθε το προσχήνιο κατά το δεύτερο ημι
συ τού αιώνα λόγω τών επιτυχιών τού πατέρα του Θεοδόσιος -
-
ονομαζόταν επίσης
ο οποίος ήταν ένας από τους πιο λαμπρούς στρατηγούς,
στη Δύση, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Βαλεντινιανού ΑΌ Πριν
γίνει αύγουστος, ο Θεοδόσιος ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τις χριστιανι κές ιδέες. Τον επόμενο χρόνο όμως τής ανακηρύξεώς του βαπτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Επίσχοπο Ασχόλιο, οπαδό τού Συμβόλου της Νικαίας.
(1) «Codex Theodosianus»,
ΙΧ.
16,9.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
111
Ο Θεοδ6σιος είχε ν' αντιμετωπίσει δύο δύσκολα προβλήματα:
1) Την
αποκατά<παση τής εσωτερικής ενότητας τής Αυτοκρατορίας, που είχε
~ωρι<πεί <πα δύο από τις θρησκευτικές διαμάχες, και
2)
την άμυνα τής
Αυτοκρατορίας εναντίον τής <παθερής προωθήσεως τών Γερμανών Βαρ
βάρων
-
τών Γότθων
-,
οι οποίοι την εποχή τού Θεοδοσίου απειλού
σαν ακόμη και την υπόσtαση τής Αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ουάλη επικρατούσαν οι οπαδοί τού Αρείου. Μετά τον θάνατό του όμως και ειδικά κατά τη σύντομη περί οδο που προηγήθηκε τής εκλογής τού Θεοδοσίου, οι θρησκευτικές φιλο
νικίες αναζωπυρώθηκαν, παίρνοντας, μερικές φορές, αρκετά σκληρή μ.ορφή. Οι δογματικές διαμάχες ξεπέρασαν τους κύκλους τών κληρικών Υια να φθάσουν μέχρι τον λαό και να συζητούνται από τα πλήθη σtoυς
δρόμους. Το πρόβλημα τής φύσεως τού Υιού τού Θεού, από τα μέσα τού 40υ αιώνα, είχε προκαλέσει παντού
-
σtoυς καθεδρικούς ναούς, σtις
εκκλησίες, σtO παλάτι και σtις καλύβες τών ερημιτών
-
ζωηρές συζητή
σεις.
Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει, όχι δίχως κάποιον σαρκασμό, σχετικά με την κατά<παση που επικρατούσε, τα εξής: «Παντού
-
σtις αγορές, σtις πλατείες και σtα σtαυρoδρόμια
βλέπει κανείς αυ
-
σtoυς δρόμους,
τούς που ομιλούν για τα πιο ακατανόητα πράγματα. Ερωτώ πόσους οβο λούς σtoιχίζει αυτό και αντί να μού απαντήσουν, φιλοσοφούν περί τού
κτι<πού και τού ακτίσtoυ. Ενώ θέλω να μάθω πόσο σtOιχίζει το ψωμί, κά ποιος απαντά: ''Ο πατήρ είναι ανώτερος τού Υιού" και καθώς ερωτώ αν το μπάνιο μου είναι έτοιμο, μού λένε πάλι ότι ο Υιός είναι άκτισtOς»(I).
Όταν όμως ανέλαβε την εξουσία ο Θεοδ6σιος, τα πράγματα άλλαξαν. Μόλις έφτασε CΠΗν Kωνσtαντινoύπoλη, πρότεινε <πον Αρειανό Επωκο πο να αρνηθεί τον Αρειανισμό και να αποδεχθεί το Σύμβολο τής Νί καιας. Ο Επίσκοπος όμως δεν δέχθηκε, προτιμώντας να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να ζήσει έξω απ' αυτήν, όπου συνέχισε να κάνει συ ναθροίσεις τών οπαδών τού Αρείου. Εν τω μεταξύ, όλες οι εκκλησίες τής
Kωνσtαντινoυπόλεως περιήλθαν σtην εξουσία τών οπαδών τού Συμβό λου τής Νικαίας. Ο Θεοδ6σιος βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα τής ρυθμίσεως τών σχέσεών του με τους αιρετικούς και τους ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή τού Kωνσtαντίνoυ η Καθολική Εκκλησία
διεκρίνετο από τους Αιρετικούς
(Haeretici).
(Ecclesia Catholica)
Επί Θεοδοσίου η διάκριση
μεταξύ Καθολικών και Αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο τής Νικαίας, ενώ Αιρετικοί
ήταν όλοι οι άλλοι. Οι ειδωλολάτρες
(pagani)
ανήκαν σε ξεχωριστή κα-
(1) «Oratio de Deitate Filii et Spiritus Sancti» ed. Migne, PatroIogia Graeca, XLΥΙ, 557.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
112
τηγορία.
Αφού ο Θεοδόσιος διακήρυξε επίσημα την αφοσίωσή του στο Σύμβο
λο τής Νικαίας, άρχισε έναν μεγάλο αγώνα εναντίον τών ειδωλολατρών και τών αιρετικών, τιμωρώντας τους με σκληρά μέτρα, τα οποία, καθώ)
περνούσε ο καιρός, γίνονταν σκληρότερα. Με βάση το διάταγμα τού
380
μΧ., στην Καθολική Εκκλησία ανήκαν μόνο όσοι πίστευαν στην «Ισότι
μον Θείαν Τριάδα» (Πατέρα, Υιόν και'Αγιον Πνεύμα), όπως αυτή διδά σκεται από τους Αποστόλους και τα Ευαγγέλια. Όλοι οι άλλοι «οι τρελοί και μωροί», που ήταν οπαδοί <<τού αίσχους τών αιρέσεων», δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν συναθροίσεις, ενώ συγχρόνως υπέκειντο σε αυστη
ρές τιμωρίες(l). Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, το διάταγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Θεοδόσιος «υπήρξε ο πρώτος Αυτοκράτορας, που καθιέ ρωσε για λογαριασμό του και όχι προς χάρη τής Εκκλησίας υποχρεωτικό για τους υπηκόους του το χριστιανικό δόγμα»(2). Ο Θεοδόσιος εξέδωσε πολλά άλλα διατάγματα που, ενώ απαγόρευαν στους αιρετικούς κάθε, ι διωτική ή δημόσια, συγκέντρωση, έδιναν το δικαίωμα αυτό μόνο στους ο παδούς τής Νικαίας, οι οποίοι έκαναν χρήση όλων τών ναών, τής πρω
τεύουσας και όλης τής άλλης Αυτοκρατορίας. Τα πολιτικά δικαιώματα τών αιρετικών περιορίστηκαν σημαντικά, κυρίως δε εκείνα που ήταν σχετικά με κληρονομικά ζητήματα. Παρά την μεροληψία του ο Θεοδόσιος επιθυμούσε πολύ να αποκατα στήσει στην Εκκλησία την αρμονία και την ειρήνη. Για τον σκοπό αυτό
συγκάλεσε, το
381,
στην Κωνσταντινούπολη, μια Σύνοδο, στην οποία έ
λαβαν μέρος αντιπρόσωποι μόνο τής Ανατολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος αυτή είναι γνωστή ως Β' Οικουμενική Σύνοδος. Για καμιά άλλη Σύνοδο δεν είναι οι πληροφορίες τόσο ανεπαρκείς. Οι εργασίες της μάς είναι ά
γνωστες και για ένα διάστημα υπήρχε αμφιβολία και για την οικουμενική της φύση ακόμη. Μόνο το
451,
σε μια άλλη Οικουμενική Σύνοδο,
αναγνωρίστηκε ~πισήμως η οικουμενικότητά της. Το κύριο θέμα που α
πασχόλησε τη Β' Οικουμενική Συνοδο υπήρξε η αίρεση τού «Ημιαρείου» Μακεδονίου, ο οποίος υποστήριζε ότι το ' Αγιο Πνεύμα είναι κτιστό. Η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση τού Μακεδονίου, κατοχύρωσε την «εν Νικαία πίστιν»
-
με μία περί τού Αγίου Πνεύματος προσθήκη
-
και
υιοθέτησε τη διδασκαλία ότι το ' Αγιο Πνεύμα είναι «ομοούσιον τω Πα
τρί και τω Υιώ». Λόγω τού ότι οι σχετικές με τη ΣύΥοδο πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, μερικοί επιστήμονες τής Δυτικής Ευρώπης αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα τού Συμβόλου τής Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο έχει
(1) «Codex Theodosianus», ΧVΙ, 1,2. (2) Τ. Tcherniavsky, «ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος (Serguiev-Posad, 11)13), σελ. 188-181) (Ρωσικά).
και η θρησκευτική του πολιτική»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
113
ryCVEl όχι μόνο το επικρατέστερο Σύμβολο, αλλά και το επίσημο Σύμβολο όλων τών Χριστιανών, ασχέτως τών δογματικών τους πεποιθήσεων. Με
QLXoC επιστήμονες τονίζουν ότι το νέο Σύμβολο δεν αποτελεί έργο τής Β' Συνόδου, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το Σύμβολο αυτό έ γινε πριν ή μετά τη Β' Σύνοδο. Η πλειονότητα τών επιστημόνων και μάλι
<πα οι Ρώσοι ιστορικοί τής Εκκλησίας συμφωνούν ότι το Σύμβολο τής Κωνσταντινουπόλεως είναι έργο τών πατέρων τής Β' Οικουμενικής Συ νόδου, αν και διαδόθηκε μόνο μετά τη νίκη τής Ορθοδοξίας, στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε επίσης τη θέση τού Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως έναντι τού Επισκόπου Ρώμης. Ο τρίτος κανών τής Συνόδου έχει ως εξής: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έ χειν τα πρεσβεία τής τιμής μετά τον τής Ρώμης Επίσκοπον, διά το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Οι Πατριάρχες όμως τών αρχαιότερων Επισκοπών
τής Ανατολής δεν συμφώνησαν στην εξύψωση αυτή τού Πατριάρχη τής Kωνσtαντινouπόλεως. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, την εποχή εκείνη, ήταν ο Γρηγό
ριος Ναζιανζηνός, ο οποίος διαδραμάτισε πολύ σπουδαίο ρόλο σtην πρωτεύουσα κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Θεοδοσίου. Μη μπορώντας όμως ο Γρηγόριος να κατευθύνει τις πολυάριθμες αντίπαλε ς
ομάδες που εκπροσωπήθηκαν σtη Σύνοδο, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από τη θέση του, να εγκαταλείψει τη Σύνοδο και να φύγει από την Κων ταντινούπολη. Τη θέση του πήρε ο Νεκτάριος, ένας λαϊκός με περιορι
σμένες γνώσεις θεολογίας, αλλά ικανός να ρυθμίζει καλά τις σχέσεις του με τον Αυτοκράτορα. Ο Νεκτάριος έγινε πρόεδρος τής Συνόδου, η οποία ολοκλήρωσε τις εργασίες της το καλοκαίρι τού
381.
Η συμπεριφορά τού Θεοδοσίου προς τους Καθολικούς (οπαδούς τής Νικαίας) κληρικούς υπήρξε μάλλον γενναιόδωρη. Διατήρησε, και πολλές φορές διηύρυνε, τα προνόμια που οι προκάτοχοί του είχαν παραχωρήσει <πους Επισκόπους και τους ιερείς. Συγχρόνως, όμως, πρόσεχε τα δικαιώ ματα αυτά τών κληρικών να μην συγκρούονται με τα συμφέροντα τού
Κράτους. Έτσι με διάταγμά του ο Θεοδόσιος επέβαλε στην Εκκλησία έ κτακτα καθήκοντα (extraοrdίnaήa
munera)(l).
Η δυνατότητα προσφυγής
σtην Εκκλησία των εγκληματιών που τούς κατεδίωκαν οι Αρχές περιορί στηκε πάρα πολύ, λόγω μεγάλης καταχρήσεως τού δικαιώματος αυτού
και κυρίως απαγορεύθηκε να ζητούν καταφύγιο στην Εκκλησία όσόι χρωστούσαν φόρους στο Κράτος(2)
Ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής τών εκκλησιασει-
(1) «CodexTheodosianus», (2) Ένθ. ανωr., ΙΧ, 45, ί.
ΧΙ,
16,18.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
114
κών υποθέσεων τής Αυτοκρατορίας και, γενικά, πέτυχε τον σκοπό του αυτό. Σε μια περίπτωση όμως ήρθε σε έντονη αντίθεση με έναν από τους
διακεκριμένους ηΥέτες τής Εκκλησίας τής δύσεως, τον Επίσκοπο Μεδιο λάνων Αμβρόσιο. Ο θεοδ6σιος και ο Αμβρόσιος είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για τη ρύθμιση τών σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Ο πρώτος
πίσtευε στην υπεροχή τού Κράτους, ενώ ο δεύτερος επέμενε 6τι η Εκ
κλησία δεν έπρεπε ποτέ να υποταχθεί σε μια κοσμική εξουσία. Η διαμάχη μεταξύ τού Αυτοκράτορα και τού Αμβροσίου είχε ως κύριά της αφορμή τις σφαγές τής Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια και μεγάλη αυτή
πόλη είχε εγκατασταθεί μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτών, με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις τών στρατιωτών του. Οι κάτοι κοι τής πόλεως, ερεθισμένοι από τις προβολές τών Γερμανών, επαναστά τησαν και σκ6τωσαν τελικά τους αξιωματικούς τους και πολλούς στρατι
ώτες. Ο Θεοδ6σιος, που εκτιμούσε πολύ τους Γερμανούς, τιμώρησε τους
κατοίκους τής Θεσσαλονίκης, δίχως να κάνει διάκριση φύλου ή ηλικίας, με μια αιματηΡ11 σφαγή. Η τρομερή ιiμως αυτή πράξη δεν έμεινε ατιμώ
ρητη. Ο ΑμβρόσιΌς αφόρισε τον Θεοδόσιο, ο οποίος, παρά την δύναμή του, αναγκάστηκε ν' αναγνωρίσει δημόσια το σφάλμα του και να εκτελέ σει, ταπεινά, την τιμωρία που τού επέβαλε ο Επίσκοπος, ο οποίος τόύ
απαγόρευσε να φοράει τα αυτοκρατορικά εμβλήματα κατά τη διάρκεια τής εξιλεώσεως. Παραλλήλως με τον χωρίς οίκτο αγώνα του κατά τών αιρετικών, ο Θε
οδόσιος έπληξε αποφασιστικά και τους ειδωλολάτρες. Αρκετά διατάγμα τα απαΥόρευαν την προσφορά θυσιών και την επίσκεψη στους ναούς, με
αποτέλεσμα να κλείσουν πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί, από τους οποίους ορισμένοι χρησιμοποιήθηκαν για να στεγάσουν διοικητικές υπηρεσίες, ε
.
νώ άλλοι καταστράφηκαν ολοσχερώς αφού, προηγουμένως, ο φανατισμένος όχλος λεηλάτησε τους πλούσιους καλλιτεχνικούς θησαυρούς τους.
Η πιο σημαντική ενέργεια τού όχλσι1 υπήρξε η καταστροφή τού ναού τού Σαράπιδος*, το Σαραπείον, που αποτελούσε το κέντρο τής ειδωλολατρί
ας στην Αλεξάνδρεια. Το τελευταίο διάταγμα εναντίων τών ειδωλολα τρών, το οποΙο απαγόρευε κάθε θρησκευτική τους εκδήλωση, κυκλοφό ρησε το
392.
Οι παραβάτες αυτού τού διατάγματος εθεωρούντο ένοχοι
προσβολής κατά τού Αυτοκράτορα και τής θρησκείας και, ως εκ τούτου,
•
Σ.τ.Μ. Ο Σάραπις (ή Σέραπις) υπήρξε θεός τών αρχαίων Βαβυλωνίων που, στην αρ
χή, είχε το όνομα Έα και το επίθετο Σαρ-Απσί (Βασιλεύς τού Ωκεανού). Ο Μέγας Α λε'ξανδρος ήθελε να επιβάλει τον Σέραπι ως τον ανώτατο θεό τού Βασιλείου του. Η
λατρεία του διήρκεσε μέχρις ότου, το ναός και το άγαλμά του.
386
μ.Χ., καταστράφηκαν, στην Αλεξάνδρεια, ο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
115
άξιοι για τις πιο βαριές τιμωρίες. Το διάταγμα αυτό χαρακτηρίζει την
παλιά θρησκεία ως «ειδωλολατρική δεισιδαιμονία» (gentίlicia
tio)(l).
Ένας LσtOρικός ονομάζει το διάταγμα τού
392, το
supersti-
οποίο αποτελεί
την τελευταία ενέργεια τού Θεοδοσίου εναντίον τών ειδωλολατρών τής Ανατολής, «επικήδειο ύμνο»(2).
Στη Δύση αναφέρεται ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο που συνέ βη κατά τη διάρκεια τού αγώνα τού Γρατιανού, τού Βαλεντινιανού Β' και τού Θεοδοσίου κατά τών ειδωλολατρών και με επίκεντρο την απομά κρυνση τού βωμού τής Νίκης
ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη Σύ
-
γκλητο κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου για να επανέλ
θει στη θέση του επί Ιουλιανού
-
από τη Ρωμα"ίκή Σύγκλητο.
Οι συγκλητικοί, οι οποίοι ήταν ακόμη κατά το ήμισυ ειδωλολάτρες, θεώρησαν την απομάκρυνση τού βωμού ως τελικό χτύπημα κατά τής πα λαιάς μεγαλοπρέπειας τής Ρώμης και έστειλαν τον φημισμένο ειδωλολά
τρη ρήτορα Σύμμαχο στον Αυτοκράτορα, για να τόν παρακαλέσει για την επαναφορά τού Βωμού στην Σύγκλητο. Ο Θ. Ουσπένσκι, γράφοντας για την παράκληση αυτή τού Συμμάχου
-
ο οποίος απέτυχε στην αποστολή
του -, αναφέρει 6τι η αίτηση αυτή υπήρξε «το κύκνειο άσμα μιας θνή
σκουσας ειδωλολατρίας που δειλά και με θρήνους ζητούσε χάρη από τον νεαρό Αυτοκράτορα (Βαλεντινιανό Β'), μιας ειδωλολατρίας στην οποία οι μεν πρ6γονοι τού Αυτοκράτορα όφειλαν τη δ6ξα τους, η δε Ρώμη το μεγαλείο της»(). Το
393
έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, ενώ
μαζί με άλλα μνημεία τής αρχαι6τητας Φειδία
-
-
το άγαλμα τού Δία
-
-
έργο τού
μεταφέρθηκε από την Ολυμπία στην Κωνσταντινούπολη.
Η θρησκευτική πολιτική τού Θεοδοσίου, επομένως, διέφερε πολύ από την τακτική τών προκατόχων του, οι οποίοι, ενώ είχαν ιδιαίτερη προτίμη ση σε μια χριστιανική τάση ή στην ειδωλολατρία (όπως ο Ιουλιανός), α
κολουθούσαν, μέχρις ενός σημείου, πολιτική ανοχής τών άλλων θρησκευ τικών ομάδων, δεδομένου ότι
de iure υπήρχε
πάντοτε κάΠοια θρησκευτι
κή ισ6τητα. Ο Θεοδόσιος, όμως, αναγνωρίζοντας ως το μόνο νομικό σύμ
βολο πίστεως το Σύμβολο τής Νικαίας, απαγόρευσε κάθε άλλη εκδήλωση είτε υπό μορφή χριστιανικής αιρέσεως, είτε υπό μορφή ειδωλολατρίας. Ο Θεοδ6σιος ήταν ένας από εκείνους τούς αυτοκράτορες που πίστευ αν ότι η εξουσία τους μπορούσε να συμπεριλάβει την Εκκλησία και την
θρησκευτική ζωή τών υπηκόων τους. Σκοπός τής ζωής του υπήρξε η δημι ουργία μιας ενιαίας Εκκλησίας, που να δέχεται το Σύμβολο τής Νικαίας,
(1) Ένθ. ανωτ. ΧVΙ, 10, 12.
(2) G. Rauschen, «Jahrbticher der christlίchen Kirche unter dem Kaiser Theodosius dem Grossen», 376. (3) «Byzantine Empire» Ι, 140.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
116
αλλά οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν. Οι θρησκευτικές διαμάχες, αντί να (Παματήσουν, πολλαπλασιά(Πηκαν και εξαπλώθηκαν γρήγορα οδη γώντας -κατά τον
50
αιώνα- την Εκκλησία σε μια θυελλώδη και γεμά
τη από ταραχές ζωή. Σε ό,τι αφορά τους ειδωλολάτρες, εκεί, ο Θεοδό σιος πέτυχε έναν πλήρη θρίαμβο. Υπήρχαν φuσικά ακόμη ειδωλολάτρες, αλλά μόνο ως άτομα ή μεμονωμένες οικογένειες μπορούσαν να λατρεύ ουν, κρυφά, την αγαπημένη τους θρησκεία, την οποία έβλεπαν να αργο πεθαίνει.
Η περίφημη όμως Σχολή τών Αθηνών οδοσίου
-
-
παρά τα διατάγματα τού Θε
συνέχισε το έργο της, μεταδίδοντας τη γνώση τής κλασικής
φιλολογίας (Πους σπουδα(Πές της.
Το γερμανικό (γοτθικό) πρόβλημα
κατά τη διάρκεια τού 4ου αιώνα
. Κατά
τα τέλη τού 40υ αιώνα, η Αυτοκρατορία είχε ν' αντιμετωπίσει το
ζήτημα τών Γότθων, το οποίο υπήρξε γι' αυτή το πιο οξύ πρόβλημα τής ε ποχής εκείνης.
Οι Γότθοι, οι οποίοι είχαν καταλάβει τις νότιες ακτές τής Βαλτικής, κινήθηκαν, (Πα τέλη τού 20υ αιώνα, ακόμα νοτιότερα, προς την περιοχή τής σημερινής νότιας Ρωσίας. Έφθασαν σχεδόν (Πις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας και εγκατα(Πάθηκαν (Πις μεταξύ τού Δον και τού Κάτω Δού
ναβη περιοχές. Ο Δνεί(Περος* διήρεσε τους Γότθους σε δύο φύλα: τους Γότθους τής Ανατολής (Ο(Προγότθοι) και τους Γότθους τής Δύσης (Βησι γότθοι). Όπως όλα τα γερμανικά φύλα τής εποχής εκείνης, οι Γότθοι ή ταν Βάρβαροι, αν και σι;η νέα τους χώρα βρέθηκαν κάτω από πολύ ευ νο'ίκές συνθήκες. Οι βόρειες ακτές τής Μαύρης Θάλασσας, αρκετά πριν από την εποχή τού Χρι(Πιανισμού, είχαν καλυφθεί με πολύ πλούσιες ελ ληνικές aπoικίες' οι οποίες είχαν έναν εξαιρετικά ανεπτυγμένο πολιτι
σμό, τού οποίου η επίδραση, όπως απOδεΙjινύOυν οι αρχαιολόγοι, έφτανε μακριά, μέχρι τον Βορρά.
Την εποχή τής καθόδου τών Γότθων (Πις ακτές τής Μαύρης Θάλασ σας, η Κριμαία ήταν (Πα χέρια τού πλούσιου και πολιτισμένου Βασιλείου τού Βοσπόρου. Μέσω δε τής επικοινωνίας τους με τον Βόσπορο και τις
παλιές ελληνικές aπoικίες' οι Γότθοι γνώρισαν τον κλασικό πολιτισμό τών αρχαίων, ενώ συγχρόνως, λόγω τής συνεχούς προωθήσεώς τους προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, (Πη Βαλκανική Χερσόνησο, ήρθαν σε επαφή
με τις τελευταίες εξελίξεις τού πολιτισμού. Αποτέλεσμα αυτών τών επι-
*
Σ.τ.Μ. Ποταμός τής Ρωσίας, ο οποίος εκβάλλει στον Εύξεινο. Ο ποταμός αυτός ήταν
γνωστός στην αρχαιότητα ως Τύρας ή Δάναστρις.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
117
δράσεων είναι το γεγονός ότι οι Γότθοι, όταν εμφανίστηκαν αργότερα
στη Δυτική Ευρώπη, ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι από όλα τα άλλα γερμα νικά φύλα, τα οποία παρουσιάστηκαν στη Δύση σε μια κατάσταση πλή ρους βαρβαρισμού.
Κατά τη διάρκεια τού 30υ αιώνα, οι Γότθοι συγκέντρωσαν την προσο χή τους και τις ενέργειές τους σε δύο κατευθύνσεις: αφ' ενός προς τη θά λασσα και τις δυνατότητες που τούς έδινε για τη λεηλασία τών πόλεων
που ήταν στις ακτές της και αφ' ετέρου προς τα νοτιοδυτικά, όπου οι Γότθοι αναπτύχθηκαν μέχρι τα σύνορα τής Ρωμα·ίκής Αυτοκρατορίας
στον Δούναβη
-
-
με αποτέλεσμα να έρθουν σ' επαφή με την Αυτοκρατο
ρία.
Οι Γότθοι απέκτησαν πρώτα ένα κέντρο στις βόρειες ακτές τής Μαύ ρης Θάλασσας και, κατόπιν, τον
30
μ.χ αιώνα, εισέβαλαν στο μεγαλύτε
ρο μέρος τής Κριμαίας και τού βασιλείου τού Βοσπόρου. Αργότερα έκα
ναν μερικές πειρατικές επιδρομές, χρησιμοποιώντας πλοία τού Βοσπό ρου και, επανειλημμένως, λεηλάτησαν τις πλούσιες ακτές τού Καυκάσου
και τής Μικράς Ασίας. Ακολουθώντας τις δυτικές ακτές τής Μαύρης Θά λασσας μπήκαν στον Δούναβη και κατόπιν πέρασαν από τον Βόσπορο
στην Προποντίδα, και μέσω τού Ελλησπόντου (Δαρδανέλλια) στο Αρχι πέλαγος. Κατά τη διάρκεια τών επιδρομών αυτών, οι Γότθοι λεηλάτησαν το Βυζάντιο, την Χρυσόπολιν (το σημερινό Σκούταρι), την Κύζικο, τη Νι κομήδεια και τα νησιά τού Αρχιπελάγους. Οι Γότθοι πειρατές προχώρη σαν ακόμη περισσότερο: χτύπησαν την Έφεσο και τη Θεσσαλονίκη, και φθάνοντας στις νότιες ελληνικές ακτές, λεηλάτησαν το
' Αργος,
την Κό
ρινθο και, πιθανόν, την Αθήνα. Ευτυχώς όμως τα ανεκτίμητα μνημεία τής
κλασικής τέχνης σώθηκαν. Η Κρήτη, η Ρόδος και η Κύπρος υπέφεραν ε πίσης από τις επιδρομές τών Γότθων. Μετά από όλες τους αυτές τις θα
λασσινές εκστρατείες, αφού ικανοποιούνταν από τις λεηλασίες τους, οι βάρβαροι γύριζαν στα μέρη τους, στις βόρειες ακτές τής Μαύρης Θάλασ
σας. Πολλοί όμως από αυτούς τους πειρατές εξολοθρεύονταν στις ξένες ακτές ή συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι από τις ρωμα"ίκές δυνάμεις. Πολύ πιο σοβαρά ήταν τα πράγματα στην ξηρά. Από τις αρχές τού 30υ
αιώνα, οι Γότθοι, εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που επικρατούσε στην
Αυτοκρατορία, άρχισαν να διασχίζουν τον Δούναβη και να καταπατούν τις περιοχές τής Αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορα ς Γορδιανός αναγκά στηκε να πληρώνει στους Γότθους ετήσιο φόρο. Αλλά κι αυτό δεν αρκού σε, εφόσον λίγο αργότερα οι Γότθοι καταπάτησαν και πάλι τις περιοχές
τής Αυτοκρατορίας και κατέβηκαν μέχρι την Μακεδονία και την Θράκη.
Ο Αυτοκράτορας Δέκιος βάδισε εναντίον τους, αλλά σκοτώθηκε το στη μάχη, ενώ το
269
251,
ο Κλαύδιος πέτυχε να νικήσει τους Γότθους κοντά
στη Να"ίσσό. Από τους πολλούς αιχμαλώτους που συνελήφθησαν κατά τη
Α, Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
118
διάρκεια τής μάχης, άλλοι τοποθετήθηκαν στον στρατό και άλλοι στάλθη- i
καν ως άποικοι (coloni) στις αραιοκατοικημένε ς ρωμα'ίκές επαρχίες. Για ' τη νίκη του εναντίον τών Γότθων, ο Κλαύδιος ονομάστηκε «Γοτθικός». Ο
Αυρηλιανός όμως, που για ένα διάστημα είχε ανορθώσει την Αυτοκρατο ρία
(270-275),
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στους Βαρβάρους τη Δακία
και να μεταφέρει τον πληθυσμό της στη Μοισία. Τον
40
αιώνα βρίσκου
με αρκετούς Γότθους στον στρατό και, όπως αναφέρει ένας ισtOρικός, έ
να τμήμα Γότθων υπηρέτησε πιστά τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Μαξιμιανού(l). Επίσης είναι ήδη γνωσtό ότι οι Γότθοι υπη
ρέτησαν σtoν στρατό τού Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι τόν βοήθησαν στον αγώνα του εναντίον τού Λικινίου. Την εποχή τού Κωνσταντίνου οι Βησιγότθοι συμφώνησαν να βοηθήσουν τον Αυτοκράτορα με
40.000
στρατιώτες, ενώ, αργότερα, ο Ιουλιανός διατήρησε ένα σύνταγμα Γότθων στον σtρατό του.
Τον
30
αιώνα άρχισε να διαδίδεται στους Γότθους ο Xρισtιανισμός,
τον οποίο, πιθανόν, δίδαξαν πρώτοι οι Χριστιανοί που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια τών θαλασσινών επιδρο μών. Οι Xρισtιανoί Γότθοι έσtειλαν ως αντιπρόσωπό τους στην Α' Οι κουμενική Σύνοδο τής Νικαίας, τον Επίσκοπό τους Θεόφιλο, ο οποίος ή ταν ένας από εκείνους που υπέγραψαν το Σύμβολο τής Νικαίας. Κύριος
φωτισtής τών Γότθων, στον Δούναβη, κατά τον
40
αιώνα, υπήρξε ο Ουλ
φίλας, ο οποίος θεωρείται, από μερικούς, ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, αν και γεννήθηκε σε γοτθικό έδαφος. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κων σtαντινoυπoλη, όπου αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος από έναν οπα
δό τού Αρείου. Όταν γύρισε στους Γότθους δίδαξε για αρκετά χρόνια τον Χριστιανισμό σύμφωνα με τις αρχές τού Αρείου. Θέλοντας να κάνει γνωσtά τα Ευαγγέλια στον λαό του, εφηύρε ένα γοτθικό αλφάβητο, με βάση, εν μέρει, ,:α ελληνικά γράμματα και μετέφρασε την Βίβλο στη γοτ
θική γλώσσα. Η διάδοση τού Αρειανισμού στους Γότθους έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα ιστορία τους, γιατί ακριβώς η θρησκευτική δια φορά τους εμπόδισε, όταν αργότερα κατέβηκαν στις περιοχές τής Ρωμα'ί κής Αυτοκρατορίας, να συγχωνευθούν με τους αυτόχθονες, οι οποίοι ή ταν οπαδοί τού Συμβόλου τής Νικαίας. Οι Γότθοι τής Κριμαίας έμειναν
Ορθόδοξοι.
Οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ Αυτοκρατορίας και Γότθων διεκόπησαν το
376,
όταν εμφανίσtηκε, με προέλευση την Ασία, ο μογγολικής κατα
γωγής βάρβαρος λαός τών Ούννων(2). Βαδίζοντας προς τη Δύση, οι βάρ-
(1) «Getica», ΧΧΙ, 110, ed. Τ, Mommsen, 86, (2) Υπάρχουν τρεις κύριες θεωρ(ες σχετικ~ς
με την προέλευση τών φυλών τών Ούν-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
119
βαροι νίκησαν τους Οστρογότθους και ενωμένοι μαζί τους προχώρησαν περισσότερο φθάνοντας μέχρι την περιοχή τών Βησιγότθων, οι οποίοι, υ
π6 την πίεση τής επιδρομής και τών σφαγών, αναγκάστηκαν να εισέλ θουν στη Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία. Οι σχετικές πηγές μάς πληροφορούν ότι οι Γότθοι στάθηκαν στην β6ρεια 6χθη τού Δούναβη, ικετεύοντας με δυνατούς θρήνους τους Ρωμαίους να τούς αφήσουν να περάσουν τον πο
ταμ6, Οι βάρβαροι έστειλαν αντιπρ6σωπο στον Αυτοκράτορα και πρ6-
τειναν να εγκατασταθούν στη Θράκη και την Μοισία, να καλλιεργούν τη γη, να δώσουν άντρες για τον στρατ6 και να υπακούουν ακριβώς 6πως και οι Ρωμαίοι υπήκοοι 6λες τις διαταγές. Οι περισσότεροι απ6 τους Ρω μαίους αξιωματούχου ς δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση τών Γότθων, ανα
γνωρίζοντας το τί είχε να κερδίσει το κράτος αν γινόταν δεκτή. Κατ' αρ χήν αντιμετώπισαν την πρ6ταση αυτή σαν μια ευκαιρία να αυξηθεί ο πληθυσμ6ς τών γεωργικών περιοχών και ο αριθμ6ς τών στρατιωτών και,
κατ6πιν, σκέφθηκαν ότι οι νέοι υπήκοοι θα υπερασπίζονταν την Αυτο κρατορία, ενώ οι παλαιοί κάτοικοι τών επαρχιών είχαν την δυνατότητα να απαλλαγούν απ6 τη στρατιωτική τους θητεία, πληρώνοντας χρήματα, τα οποία θα ενίσχυαν σημαντικά τα κρατικά έσοδα.
Τελικά υπερίσχυσαν αυτοί που δέχτηκαν ευνο'ίκά την πρόταση τών βαρβάρων και οι Γότθοι πήραν επισήμως την άδεια να διασχίσουν τον Δούναβη. «Έτσι», 6πως γράφει ο Φuστέλ ντε Κουλάνζ
langes),
(Fustel de Cou-
<
ποίους οι μισοί μπορούσαν να πολεμούν, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή
τής Αυτοκρατορίας»(I), Αν και ο αριθμ6ς αυτ6ς θεωρείται υπερβολικ6ς, το γεγον6ς πάντως είναι ότι οι Γότθοι που εγκαταστάθηκαν στην Μοισία
ήταν πολλοί, Κατ' αρχήν οι Γότθοι ζούσαν μια πολύ ειρηνική ζωή, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να μην είναι ικανοποιημένοι και να ενοχλούνται με
τις καταχρήσεις τών στρατηγών και τών αξιωματούχων, οι οποίοι υπεξαι ρούσαν μέρος τών χρημάτων που είχαν παραχωρηθεί για τις ανάγκες
τών αποίκων που υπέφεραν 6χι μ6νο απ6 έλλειψη τροφής, αλλά και απ6 κακοποιήσεις τών ίδιων τών γυναικών τους και τών παιδιών τους. Πολλοί
Γ6τθοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Οι διαμαρτυρίες τους 6μως
δεν εισακούστηκαν και, τελικά, οι βάρβαροι επαναστάτησαν. Ζήτησαν τη βοήθεια τών Αλανών και τών Ούννων, εισέβαλαν στη Θράκη και βάνων: η μογγολική, η τουΡΚΙΚ11 και η φινλανδική. Βλέπε σχετικά: Κ.
Inostrantzev, «Hunnu and Huns» (2nd ed., 1926), 103-109 (πρόκειται για πολύ αξιόλογη εργασία). Ο Ρώσος ι<πορικός Ilovaisky (πέθανε το 1920) υπoσtηρίζει με ακατανόητη ισχυρογνω μοσύνη την σλαβΙΚΙ1 προέλευση τών Ούννων. Ένας Ρώσος συγγραφέας, πριν εκατό χρόνια
(WeItman, 1858), ονόμαζε τον Απίλα «Απόλυτο Μονάρχη τής Ρωσίας»! (1) «Histoire des Institutions poHtiques de \'ancienne France» (2nd ed. 1904),408.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
120
δισαν εναντίον τής Κωνσταντινούπολης. Την εποχή αυτή ο Αυτοκράτο
ρας Ουάλης είχε εκστρατεύσει στην Περσία, αλλά όταν έμαθε για την ε πανάσταση τών Γότθων άφησε την Αντι6χεια και ήρθε στην Κωνσταντι νούπολη. Μια αποφασιστική μάχη που έγινε κοντά στην Αδριανούπολη, τον Αύγουστο τού
378,
είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Ουάλης και να
ηττηθεί ολοκληρωτικά ο στρατός του. Ο δρόμος προς την πρωτεύουσα φαινόταν ανοιχτός για τους Γότθους, οι οποίοι έφθασαν έξω από τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιθέσεως κατά τής Αυτοκρατορί
ας. Ο διάδοχος τού Ουάλη, Θεοδόσιος, με τη βοήθεια τών δικών του Γότ θων στρατιωτών, πέτυχε να νικήσει και να σταματήσει τούς βαρβάρους. Έτσι, ενώ ένα μέρος τών Γότθων χτυπούσε την Αυτοκρατορία, ένα άλλο πολεμούσε εναντίον τής φυλής του, πρόθυμο να υπηρετήσει πιστά τον αυτοκρατορικό στρατό. Ο ιστορικός τού 5ου αιώνα Ζώσιμος αναφέρει ό τι μετά τη νίκη τού Θεοδοσίου «η ειρήνη απεκατε(Πάθη (Πη Θράκη γιατί απωλέσθησαν όλοι οι βάρβαροι που ήσαν εκεί»(Ι). Η νίκη τών Γότθων
στην Αδριανούπολη δεν τούς βοήθησε να εδραιωθούν σε καμιά πλέον ε παρχία τής Αυτοκρατορίας. Μετά, όμως, μετά από αυτά τα γεγονότα, οι Γερμανοί άρχισαν να ε
πηρεάζουν τη ζωή τής Αυτοκρατορίας με ειρηνικά μέσα. Ο Θεοδόσιος έ χοντας πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορούσε να κυριαρχήσει επάνω στους βαρβάρους με τη βία, αποφάσισε ν' ακολουθήσει μια τακτική ειρηνικών
σχέσεων με τους Γότθους, να εισαγάγει δηλαδή ανάμεσά τους ορισμένα στοιχεία τού ρωμα'ίκού πολιτισμού και να τούς τοποθετήσει (Πις μονάδες τού ρωμα'ίκού στρατού. Σιγά-σιγά ο (Πρατός
-
κον ήταν να υπερασπίζεται την Αυτοκρατορία
τού οποίου βασικό καθή
-
έγινε, κατά το μεγαλύ
τερό του μέρος, ένας γερμανικός στρατός, τού οποίου οι στρατιώτες ήταν
υποχρεωμένοι, πολλές φορές, να πολεμούν εναντίον τών συμφύλων τους.
Η επιρροή τών Γότθων ήταν αισθητή τόσο (Πους ανώτερους (Πρατιω τικούς κύκλους όσο και στη διοίκηση, πολλές δε υπεύθυνες θέσεις ήρθαν στα χέρια τών Γερμανών. Ο Θεοδόσιος, ακολουθώντας τη γερμανόφιλη πολιτική του, δεν αντιλήφθηκε ότι μια ελεύθερη ανάπτυξη τού γερμανι κού στοιχείου μπορούσε ν' απειλήσει την ύπαρξη τής Αυτοκρατορίας. Έ δειξε αρκετή έλλειψη σοφίας, αφήνοντας την άμυνα τής Αυτοκρατορίας στα χέρια τών Γερμανών. Οι Γότθοι γρήγορα έμαθαν τη ρωμα'ίκή τέχνη
τού πολέμου, τις ρωμα'ίκές τεχνικές και μεθόδούς μάχης, και εξελίχθη καν σε μια δύναμη που σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε ν' απειλήσει την Αυτοκρατορία. Ο εγχώριος ελληνο-ρωμα'ίκός πληθυσμός παρακο
λουθούσε την ανάπτυξη τής δύναμης τών Γερμανών με ανησυχία και ενί-
(1) «Historia nova», IV, 25, 4, ed. L. MendeIssohn, 181.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
121
σχυσε μια αντι-γερμανική κίνηση, που μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την Αυτοκρατορία.
Ο Θεοδόσιος πέθανε στο Μιλάνο το
395 και το ταριχευμένο του σώμα
μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τάφηκε στον ναό τών Α
γίων Αποστόλων. Για τις υπηρεσίες τις οποίες πρόσφερε ο Θεοδόσιος στον αγώνα τού Χριστιανισμού κατά τών ειδωλολατρών, ονομάστηκε «Μέγας». Οι δύο πολύ νεαροί γιοι του, ο Αρκάδιος και ο Ονώριος, ανέ λαβαν τη διοίκηση τής Αυτοκρατορίας ο μεν πρώτος στην Ανατολή, ο δε δεύτερος στη Δύση. Ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα κύρια προβλήματα τής εποχής του. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, καθιερώνοντας το Σύμβολο τής Νικαίας
ως τη βάση τού Χριστιανισμού, δεν πέτυχε την ενότητα τής Εκκλησίας. Ο Αρειανισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν έπαψε να υπάρχει και, κατά την εξέλιξή του, δημιούργησε νέες θρησκευτικές κινήσεις, οι οποίες κατά
τη διάρκεια τού 50υ αιώνα αναστάτωσαν την θρησκευτική ζωή τής Αυτο κρατορίας, ενώ συγχρόνως επηρέασαν πολύ, κατά την περίοδο αυτή, την κοινωνική της ζωή. Αυτό κυρίως ισχύει για τις ανατολικές επαρχίες τής Συρίας και τής Αιγύπτου, όπου οι νέες θρησκευτικές εξελίξεις είχαν πο λύ μεγάλες συνέπειες. Ο Θεοδόσιος, στα τελευταία χρόνια τής ζωής του, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην προηγούμενή του αυστηρή τακτική τής
προσκολλήσεως στο Σύμβολο τής Νικαίας. Αναγκάστηκε δηλαδή να κά νει παραχωρήσεις στους Γερμανούς οπαδούς τού Αρείου, οι οποίοι, την εποχή εκείνη, αποτελούσαν την μεγάλη πλειονότητα τού στρατού. Κατ' αυτόν τον τρόπο, και στον θρησκευτικό τομέα και τον στρατιωτικό
-
-
όπως στον διοικητικό
οι Γότθοι άσκησαν μεγάλη επιρροή. Βααικά κέν
τρα τής δυνάμεώς τους υπήρξαν η ίδια η πρωτεύουσα, η Βαλκανική Χερ σόνησος και μέρος τής Μικράς Ασίας, ενώ στις ανατολικές επαρχίες τής
Συρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύπτου έγινε ελάχιστα αισθητή η δύ ναμη τών Γότθων. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι διαφωνίες τών εγχωρίων στο θρησκευτικό
-
όπως και στο φυλετικό
-
ζήτημα γίνονταν, καθώς περ
νούσε ο καιρός, πιο έντονες. Με λίγα λόγια, ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα εξής δύο σοβαρά προβλήματα: τη δημιουργία μίας και μοναδι κής και ενιαίας Εκκλησίας και την ανάπτυξη αρμονικών σχέσεων με τούς
Βαρβάρους. Τα δύο αυτά πολύπλοκα προβλήματα παρέμειναν άλυτα ό ταν οι διάδοχοι τού Θεοδοσίου ανέλαβαν τη διοίκηση τής Αυτοκρατο ρίας.
Εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα κατά τον Η περίοδος αυτή
-
τού 50υ αιώνα
-
50 αιώνα
έχει μεγάλη σημασία, λόγω τού
τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τα κύρια εθνικά και θρησκευτικά
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
122
προβλήματα τής Αυτοκρατορίας. Το εθνικό πρόβλημα συνίmατο, κυρί ως, στη διχόνοια μεταξύ τών διαφορετικών εθνοτήτων στους κόλπους τής Αυτοκρατορίας και στις συγκρούσεις με εξωτερικούς εχθρούς τού κρά τους.
Ο Ελληνισμός υπήρξε μόνο φαινομενικά μια δύναμη που μπορούσε να ενώσει τους διαφορετικής προελεύσεως κατοίκους τού ανατολικού τμήματος τής Αυτοκρατορίας. Οι ελληνιστικές επιδράσεις ήταν αισθητές στην Ανατολή, μέχρι τον Ευφράτη και την Αίγυπτο, από την εποχή τού
Μεγάλου Αλεξάνδρου και τών διαδόχων του. Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξαν δρος θεωρούσε τον αποικισμό ως ένα από τα καλύτερα μέσα για την με ταφύτευση τού Ελληνισμού και, όπως λέγεται, ο ίδιος ίδρυσε στην Ανα τολή εβδομήντα πόλεις. Οι διάδοχοί του συνέχισαν την τακτική τού αποι κισμού. Οι περιοχές, στις οποίες είχε απλωθεί ο Ελληνισμός, έφτασαν στον Βορρά σχεδ6ν μέχρι την Αρμενία, στον Νότο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και στην Ανατολή σχεδ6ν μέχρι την Περσία και τη Μεσοποτα μία. Πέρα από αυτές τις επαρχίες δεν προχώρησε ο Ελληνισμός. Κέντρο δε τού ελληνιστικού πολιτισμού έγιν~ η πόλη τής Αιγύπτου Αλεξάνδρεια. Σε όλες τις ακτές τής Μεσογείου, στη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αί
γυπτο κυριάρχησε ο ελληνικός πολιτισμός. Από αυτές δε τις περιοχές η Μικρά Ασία υπήρξε ίσως η πιο εξελληνισμένη. Οι ακτές της για ένα με
γάλο διάστημα ήταν γεμάτες απο ελληνικές αποικίες και η επιρροή τους σιγά-σιγά, αν και όχι εύκολα, εισχώρησε στο εσωτερικό τής χώρας. Στη Συρία
-
όπου ο ελληνικός πολιτισμός βρήκε απήχηση μόνο στις
ανώτερες τάξεις τών μορφωμένων
-
η ελληνική επιρροή υπήρξε πολύ
πιο αδύνατη. Ο πολύς λαός, μη γνωρίζοντας την Ελληνική, συνέχισε να μιλά τη μητρική του γλώσσα. Κάποιος ειδικός γράφει σχετικά ότι «εάν σε μια τέτοια κοσμόπολη -ΟΟως είναι η Αντιόχεια- ο πολύς κόσμος μι λούσε ακόμη ΑραμαΤκά, δηλαδή Συριακά, τότε εύκολα μπορεί να συμπε
ράνει κανείς ότι στο εσωτερικό Υής επαρχίας η Ελληνική δεν υπήρξε η γλώσσα τών μορφωμένων, αλλά η γλώσσα μόνο εκείνων που τήν μελε τούσαν ειδικά»(!).
Ο Συρορωμαϊκός Κώδικας τού 50υ αιώνα αποτελεί εξαιρετικό παρά δειγμα τού ότι η μητρική γλώσσα τών Συρίων εχρησιμοποιείτο ευρέως στην Ανατολή(2). Το παλαιότερο σωζόμενο συριακό χειρόγραφο τού εν
(1) Th. Noldeke, «Ober Mommsen's Darstellung der romischen Herrschaft und romischen Politik im Orient», Zeitschrift der mοrgenΗίndίschen Gesellschaft, ΧΧΧΙΧ (1885),334. (2) Κ. G. Bruns και Ε. Sachau, «Syrisch-Romisches Rechtsbuch aus dem fiinften 1ahrhundert» (Leipzig, 1880).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
123
λόγω κώδικα γράφηκε στις αρχές τού 60υ αιώνα, πριν από την εποχή τού Ιουστινιανού. Το κείμενο αυτό, που έχει πιθανόν γραφεί στη βορειοανα
τολική Συρία, είναι μετάφραση από τα Ελληνικά. Το ελληνικό πρωτότυ πο δεν έχει βρεθεί ακόμη, αλλά βάσει ορισμένων στοιχείων φαίνεται να έχει γραφεί τον
50 αιώνα.
Οπωσδήποτε όμως η μετάφραση έγινε αμέσως
μετά '(ην δημοσίευση τού ελληνικού πρωτοτύπου. Εκτός από τη μετάφρα
ση αυτή υπάρχει και η αραβική και η αρμενική μετάφραση τού κώδικα, που δε(χνουν ότι το βιβλίο αυτό έχει, πιθανόν, εκκλησιαστική προέλευση, δεδομένου ότι αναλύει, με πολλές λεπτομέρειες, τους περί γάμου και
κληρονομιών νόμους, επεκτείνοντας συγχρόνως τολμηρά τα δικαιώματα τού κλήρου. Το γεγονός ότι ο κώδικας -όπως φαίνεται από τις πολλές του μεταφράσεις και από τα πολλά αποσπάσματά του που βρίσκουμε σε αραβικά και συριακά έργα τού 130υ και 140υ αιώνα- ήταν ευρέως
διαδεδομένος και εφαρμοζόταν για τηΎ επίλυση τών ζωτικών προβλημάτων τών περιοχών που βρίσκονταν μεταξύ τής Αρμενίας και τής Αιγύπτου, δείχνει ότι επικρατούσαν συνεχώς οι μητρικές γλώσσες. Αργότερα, όταν η νομοθεσία τού Ιουστινιανού έγινε επισήμως υποχρεω
τική για όλη την Αυτοκρατορία, ο κώδικάς του απεδείχθη ογκώδης και δυσνόητος για τις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες συνέχισαν να χρησιμο-
ποιούν τον συριακό κώδικα. Τον
70 αιώνα
-και μετά την επικράτηση α
κόμη τών Μουσουλμάνων σcις ανατολικές επαρχίες -
παρατηρούμε ότι
πάλι χρησιμοποιείται πολύ ο συριακός κώδικας. Το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στα Συριακά τα πενήντα τελευταία χρόνια τού 50υ
αιώνα, δείχνει καθαρά ότι ο πολύς λαός δεν γνώριζε ακόμη Ελληνικά ή Λατινικά και ότι ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα. Στην Αίγυπτο επίσης
-
παρά το γεγονός ότι ήταν κοντά της το κέντρο
τού διεθνούς πολιτισμού, η Αλεξάνδρεια
-
ο Ελληνισμός διαδόθηκε μό
νον στις ανώτερες τάξεις τών μορφωμένων, ανάμεσα δηλαδή στους εκλε κτούς τής κοινωνίας. Ο πολύς κόσμος συνέχισε να χρησιμοποιεί την μη
τρική του γλώσσα, δηλαδή την Αιγυπτιακή (Κοπτική). Το κράτος αντιμετώπισε δυσχέρειες στην τακτοποίηση τών υποθέσε
ων τών ανατολικών επαρχιών όχι μόνο λόγω τής πολυφυλετικής σύνθε σης τού πληθυσμού, αλλά και λόγω τού ότι η πλειονότητα τού πληθυσμού τής Συρίας ,και τής Αιγύπτου και ενός τμήματος της ανατολικής Μικράς Ασίας έμεινε πιστή στον Αρειανισμό και τις διακλαδώσεις του. Το πολύ
πλοκο φυλετικό πρόβλημα έγινε ακόμη πιο έντονο τον
50
αιώνα, λόγω
τών νέων θρησκευτικών εξελίξεων που παρατηρούμε σε αυτές τις επαρ χίες. Για τις δυτικές επαρχίες τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τη
Βαλκανική Χερσόνησο, την πρωτεύουσα και τη δυτική πλευρά τής Μι-
,
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
124
κράς Ασίας, το σοβαρότερο πρόβλημα -την περίοδο αυτή- ήταν η δύ
ναμη τών Γερμανών, που απειλούσαν την ύπαρξη τής Αυτοκρατορίας. Α φού το πρόβλημα αυτό ρυθμίσιηκε, (Πα μέσα τού 50υ·αιώνα, ευνοϊκά για το κράτος, φάνηκε, για λίγο, ότι οι τραχείς Ίσαυροι θα έπαιρναν στην πρωτεύουσα μια παρόμοια με την τών Γότθων ηγετική θέση. Στην Ανατο λή ο αγώνας με τους Πέρσες συνεχίστηκε, ενώ στο βόρειο τμήμα τής
Βαλκανικής Χερσονήσου οι Βούλγαροι, ένας λαός ουννικής (τουρκικής) προελεύσεως(l), άρχισε τις καταστροφικές του επιδρομές.
Αρκάδιος
(395·408)
Ο Αρκάδιος ήταν μόλις δεκαεπτά ετών όταν ανέβηκε στον θρόνο. Μη έ χοντας ούτε την απαραίτητη πείρα ούτε δύναμη θελήσεως, γρήγορα βρέ
θηκε υποχείριος τών ευνοουμένων του, οι οποίοι διηύθυναν τις υποθέ σεις τής Αυτοκρατορίας κατά τέτοιον τρόπο, που να ικανοποιεί τα προ
σωπικά και φατριακά τους συμφέροντα. Στην αρχή επηρέαζε τον Αυτο
κράτορα ο Ρουφίνος, τον οποίο ο Θεοδόσιος, όταν ζούσε, είχε διορίσει επίτροπο τού Αρκαδίου. Ο Ρουφίνος όμως γρήγορα δολοφονήθηκε και, δύο χρόνια αργότερα, ο ευνούχος Ευτρόπιος άρχισε να ασκεί την ισχυ
ρότερη επιρροή (Πον νεαρό Αυτοκράτορα. Η γρήγορη ανάδειξη τού νέ ου ευνοουμένου οφείλεται κυρίως στο ότι πέτυχε να παντρέψει τον Αρ
κάδιο με την Ευδοξία, την κόρη ενός Φράγκου αξιωματικού που υπηρε τούσε (Πον ρωμαϊκό στρατό. Ο Ονώριος, ο νεώτερος αδελφός τού Αρκα δίου, είχε τεθεί υπό την καθοδήγηση τού αρκετά ικανού Στιλίχωνος, ο ο ποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εκρωμα·ίσθέντος Γερμανού βαρβάρου, που προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια τών αγώνων της εναντίον τού λαού του.
Η ρύθμιση τού «γοτθικού» προβλήματος: Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Αρκαδίου το κράτος ή ταν το γερμανικό.
Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατα(Παθεί στο βόρειο τμήμα τής Βαλκα
νικής Χερσονήσου, απέκτησαν έναν νέο φιλόδοξο αρχηγό, τον Αλάριχο. Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκ(Πράτευσε ενα ντίον τής Μοισίας, τής Θράκης και τής Μακεδονίας, απειλώντας και την
πρωτε-60υσα ακόμη. Η διπλωματική παρέμβαση τού Ρουφίνου άλλαξε το
V. Zlatarscky, «Ιστορία τού Βουλγαρικού Κράτους» (Sofia, 1918, τόμος 10ς, σελ. 23 κ.ε., Βουλγαρικά). L. Niederle, «Manuel de I'antiquite slave», Ι, 100 (Paris, 1923); J. Moravcsik, "Zur Geschichte der Onoguren», Ungarische Jahrbiicher, Χ (1930),68-69. (1)
Σχετικά με την προέλευση τών πρώτων Βουλγάρων, βλέπε
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
125
σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως και η προσοχή τών Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφθασε διά μέσου τών Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελ
λάδα. Οι κάτοικοι της Ελλάδος, την περίοδο αυτή, ήταν σχεδόν όλοι Έλλη νες τού τύπου εκείνου που είχαν γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρ χος. Όπως αναφέρει ο Γκρεγκορόβιους, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνή
θειες και οι νόμοι τών προγόνων τών Ελλήνων είχαν μείνει σχεδ6ν αμε τάβλητες στις πόλεις και στα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστια νισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία τού κράτους, ενώ απα
γορευόταν η λατρεία τών θεών, η οποία ήταν καταδικασμένη να εξαφα
νιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία τής ειδωλολατρί ας, λόγω κυρίως τής διατηρήσεως τών μνημείων τής αρχαιότητας(l). Στο διάβα τους οι Γότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αττική και τη Βοιωτία. Ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια τών βαρβάρων, οι οποίοι όμως,
ευτυχώς, δεν κατέστρεψαν την Αθήνα. Ο ειδωλολάτρης ιστορικός τού 50υ αιώνα Ζώσιμος διηγείται τον θρύλο ότι ο Αλάριχος, ενώ πολιορκού σε τα τείχη τών Αθηνών με τον στρατό του, είδε την Αθηνά Πρόμαχο ο πλισμένη και τον ήρωα τής Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στο τείχος. Η έκπληξη την οποία προκάλεσε στον Αλάριχο η εμφάνιση αυτή,
υπήρξε μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα τής επι θέσεως κατά τών Αθηνών(2). Η Πελοπόννησος υπέφερε πολύ από την ει σβολή τών Γότθων, οι οποίοι λεηλάτησαν την Κόρινθο, το
' Αργος,
τη
Σπάρτη και πολλές άλλες πόλεις. Ο Στιλίχων ανέλαβε να υπερασπισθεί
την Ελλάδα και αποβιβάστηκε με τον στρατό του στον Κορινθιακό Κόλ
πο, στόν Ισθμό, αποκόπτοντας έτσι την υποχώρηση τού Αλάριχου, διά μέσου τής Κεντρικής Ελλάδος. Ο Αλάριχος τότε στράφηκε προς τα βό
ρεια για να φτάσει, με μεγάλη δυσκολία, στην Ήπειρο. Ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος δεν ντράπηκε να τιμήσει τον άνθρωπο που λεηλάτησε τις ελλη νικές επαρχίες τής Αυτοκρατορίας με τον στρατιωτικό τίτλο τού Στρα
τηγού τού Ιλλυρικού
(Magister militum per IlIΥήcum).
Ύστερα από αυτό,
ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί το ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας και στράφηκε κυρίως προς την Ιταλία. Εκτός όμως από την απειλή τών Γότθων στη Βαλκανική Χερσόνησο και την Ελλάδα, η επιρροή τους ήταν ιδιαιτέρως αισθητή από την εποχή τού Μεγάλου Θεοδοσίου στην πρωτεύουσα, όπου οι Γερμανοί είχαν κα ταλάβει τις πιο αξιόλογες θέσεις τού στρατού και τής διοικήσεως. Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Αρκάδιος, οι Γερμανοί αποτελούσαν την
(1) Gregorovius. «Geschichte der Stadt Athen», (2) Zosimus. Υ, 6, ed. MendeIssohn, 222-223.
Ι,
35.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
126
πιο δυναμική πολιτική μερίδα τής πρωτεύουσας με αρχηγό έναν από τους εκλεκτούς στρατηγούς τού αυτοκρατορικού στρατού, τον Γότθο Γαϊνά, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του στρατιώτες γοτθικής προελεύσεως και αντιπροσώπους τής τοπικής φιλο-γερμανικής κίνησης. Το αδύνατο όμως
σημείο τών Γερμανών υπήρξε το γεγονός ότι ήταν οπαδοί τού Αρείου.
Δεύτερη σε δύναμη κατά την πρώτη περίοδο τής βασιλείας τού Αρκαδί ου, ήταν η μερίδα τού ισχυρού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος είχε την υ
ποστήριξη πολλών φιλόδοξων κολάκων, που ενδιαφέρονταν γι' αυτόν
μόνο διότι είχε τη δυνατότητα να τούς βοηθήσει να προωθήσουν τα προ σωπικά τους συμφέροντα. Ο Γα'ίνάς και ο Ευτρόπιος δεν μπορούσαν φυ σικά να συνυπάρχουν, ειρηνικά, εφόσον συναγωνίζονταν ο ένας τον άλ
λο για την κατάκτηση τής εξουσίας. Εκτός όμως από αυτές τις δύο μερίδες, υπήρχε, κατά τους ιστορικούς, και τρίτη πολιτική μερίδα με ε χθρικές διαθέσεις τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τον Ευτρόπιο, και με μέλη συγκλητικούς, υπουργούς και την πλειονότητα τού κλήρου. Η
μερίδα αυτή αντιπροσώπευε την εθνικιστική και θρησκιtrtική ιδεολογία, η οποία ήταν αντίθετη προς την συνεχώς αυξανόμενη επιρροή τών ξένων
και τών βαρβάρων. Φυσικά, η μερίδα αυτή, τής οποίας αρχηγός ήταν ο Αυρηλιανός, αρνήθηκε να δώσει την υποστήριξή της στον δόλιο και αρχομανή Ευτρόπιο(1).
Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν πλήρη επίγνωση τής απειλής τών Γερ μανών. Η ίδια δε η κυβέρνηση είχε συνείδηση τού κινδύνου. Ένα αξιό
λογο κείμενο, το οποίο έχει διασωθεί, μάς παρουσιάζει ζωηρά πώς ορι σμένες κοινωνικές τάξεις αντέδρασαν στο γερμανικό πρόβλημα. Το κεί μενο αυτό είναι ένας λόγος τού Συνεσίου με τίτλο Η εξουσία τού Αυτο
κράτορα ή Περί Βασιλείας, που δόθηκε ή διαβάστηκε στον Αρκάδιο. Ο Συνέσιος
-
καταγόμενος από την Κυρήνη τής Β. Αφρική ς -
ήταν ένας
πολύ μορφωμένος Νεοπλατωνικός που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Το
399
μ.χ. πήγε στ'1ν Κωνσταντινούπολη να παρακαλέσει τον Αυτοκράτο
ρα να ελαττώσει τους φόρους τής πόλης του και, αργότερα, όταν γύρισε στην πατρίδα του, έγινε επίσκοπος τής βορειοαφρικανικής Πτoλεμαtδoς. Κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ο Συνέσι ος διαπίστωσε τη γερμανική απειλή και συνέταξε τον λόγο του, ο οποίος, όπως τονίζει ένας ιστορικός, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αντι-γερμανι κό μανιφέστο τής εθνικόφρονος μερίδας τού Αυρηλιανού(2).
Ο Συνέσιος προειδοποιεί τον Αυτοκράτορα ότι οι βάρβαροι θα χρησι μοποιήσουν κάθε μέσο, προκειμένου να αποκτήσουν την εξουσία και να γίνουν κύριοι τών κατοίκων και ότι τότε οι άοπλοι πολίτες θα πρέπει να
(1) Bury, «Later RQman Empire», (2) Ένθ. ανωτ. Ι, 129 (1889), 83.
Ι,
127.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
127
πολεμήσουν με ανθρώπους καλά εξασκημένους στην τέχνη τού πολέμου.
Πρέπει λοιπόν, πριν γίνει αυτό, να διωχτούν οι ξένοι από τις διοικητικές θέσεις και να στερηθούν το δικαίωμα συμμετοχής στη Σύγκλητο, γιατί ό,τι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν στην αρχαιότητα ως κάτι το πολύ ανώτερο, έ
χει χάσει την αξία του εξαιτίας τής επιρροής τών ξένων. Σχεδόν σε κάθε πλούσιο σπίτι
-
τονίζει ο Συνέσιος
-
βρίσκουμε έ
ναν Σκύθη (Γότθο) σκλάβο, ενώ οι Γότθοι επίσης υπηρετούν ως μάγειροι
ή οινοχόοι...
NJ.fJ.
δεν είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ρυθμίζουν την
πολιτική ζωή οι ίδιοι ξανθοί βάρβαροι, που στην ιδιωτική .τους ζωή φο ρούν κάπες και είναι υπηρέτες; Ο Αυτοκράτορας πρέπει να ξεκαθαρίσει τον στρατό ακριβώς όπως ξεκαθαρίζουμε το σιτάρι από την ανεμίδα και από άλλα άχρηστα πράγματα, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τον καλό σπόρο. Ο πατέρας Σας
-
λέει στον Αυτοκράτορα -
λ6γω τής ευσπλαχνίας
Του δέχτηκε, με ευγένεια και συγκατάβαση, τους βαρβάρους και τούς έ
κανε συμμάχους, δίνοντάς τους πολιτικά δικαιώματα και τιμές και χαρί ζοντάς τους, γενναιόδωρα, χωράφια. Αλλά οι βάρβαροι δεν είδαν τις πράξεις αυτές ως πράξεις ευγένειας, αλλά τίς θεώρησαν δείγμαro αδυ ναμίας μας και έγιναν πιο υπεροπτικοί και πιο κούφοι. Αυξάνοντας τον αριθμό τών ντόπιων νεοσυλλέκτων και ενισχύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον στρατό μας και το θάρρος μας, τακτοποιήστε τα πράγματα όπως πρέ πει. Χρειάζεται επιμονή όταν έχει να κάνει κανείς με αυτούς τούς αν
θρώπους. Μια λύση υπάρχει: ή να αφήσετε τους βαρβάρους να καλλιερ γούν τη γη, ακολουθώντας το παράδειγμα τών αρχαίων Μεσσηνίων, οι ο
ποίοι άφησαν τα όπλα και καλλιεργούσαν τη γη σαν σκλάβοι, για λογα ριασμό τών Λακεδαιμονίων, ή να τούς στείλετε εκεί από όπου ήρθαν(\). Εκείνο που υποστήριζε ο Συνέσιος, αντιμετωπίζοντας την γερμανική
απειλή, ήταν η εκδίωξη τών Γότθων από τον στρατό, ο σχηματισμός ενός εγχώριου στρατού και η εγκατάσταση τώΥ Γότθων ως απλών καλλιεργη
τών τής γης. Για την περίπτωση που οι βάρβαροι δεν θα δέχονταν αυτό το σχέδιο, ο Συνέσιος προτείνει να διωχθούν οι Γότθοι από την Αυτο κρατορία και να σταλούν εκεί από όπου ήρθαν.
Ο ισχυρότερος στρατηγός τού αυτοκρατορικού στρατού, ο Γότθος
Γα'ίνάς, δεν μπορούσε ν' ανεχθεί την αποκλειστικότητα τής επιρροής τού
Ευτροπίου και, με την πρώτη ευκαιρία, εκδήλωσε τις διαθέσεις του. Την εποχή αυτή οι Γότθοι τής Φρυγίας, τους οποίους είχε εγκαταστήσει εκεί
(1) Περί Βασιλείας, «Opera», par. 14-15, ed. Migne, Patrologia Graeca, LXVII, 10921097. Βλ. Bury, «Later Roman Empire», Ι, 129-130. Α. Fitzgerald, «The Letters of Synesius of Cyrene», 23-24. Fitzgerald, «The Essays and Hymns of Synesius of Cyrene», αγγλική μετάφραση (1930), Ι, 134-139.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
128
ο Μέγας Θεοδόσιος, επαναστάτησαν και λεηλατούσαν τη χώρα υπό την καθοδήγηση τού αρχηγού τους Τριβιγίλδου. Ο Γα'ίνάς, που είχε σταλεί να καταστείλει την επανάσταση, συμμάχησε με τον Τριβίγιλδο, νίκησε τον αυτοκρατορικό στρατό και έγινε κύριος τής καταστάσεως. Εν συνε
χεία οι δύο Γότθοι αρχηγοί ζήτησαν από τον Αυτοκράτορα να καθαιρε θεί ο Ευτρόπιος
-
τον οποίο αντιπαθούσαν τόσο η σύζυγος τού Αρκαδί
ου Ευδοξία όσο και η μερίδα τού Αυρηλιανού
-
και να παραδοθεί στα
χέρια τους. Ο Αρκάδιος, υπό την πw;ση τών γεγονότων, αναγκάστηκε να
υποχωρήσει και να εξορίσει, το
399
μΧ., τον Ευτρόπιο, χωρίς όμως να ι
κανοποιήσει τους Γότθους, οι οποίοι επέμεναν να δικαστεί και να εκτε λεστεί. Εν συνεχεία, ο Γαϊνάς ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να επιτρέψει στους αρειονόφρονες Γότθους να χρησιμοποιήσουν έναν ναό τής πρω τεύουσας για τις λειτουργίες τους. Η πρότασή του αυτή όμως προκάλεσε,
τη διαμαρτυρία τού επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Χρυσο στόμου, με αποτέλεσμα να μην επιμείνει ο Γαϊνάς
-
ο οποίος ήξερε ότι
όχι μόνον ο λαός τής πρωτεύουσας αλλά και η πλειονότητα όλης τής Αυ τοκρατορίας ήταν με το μέρος τού επισκόπου.
Αφού εξσφάλισαν ένα προπύργιο στην Κωνσταντινούπολη, οι Γότθοι έγιναν κύριοι τής τύχης τής Αυτοκρατορίας. Ο Αρκάδιος και οι εγχώριοι κάτοικοι τής πρωτεύουσας είχαν πλήρη επίγνωση τού κινδύνου, αλλά ο Γα'ίνάς, παρά τις επιτυχίες του, αποδείχθηκε ανίκανος να κρατήσει την κυριαρχική του θέση στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ έλειπε μακριά από
αυτή, ξέσπασε μια ξαφνική επανάσταση, κατά τη διάρκεια τής οποίας
σκοτώθηκαν πολλοί Γότθοι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη
rj
επιστρο
φή τού Γα'ίνά στην πρωτεύουσα. Ο Αρκάδιος, παίρνοντας θάρρος από τη
νέα εξέλιξη τών πραγμάτων, έστειλε εναντίον τού Γαϊνά τον πιστό τοο Γότθο Φραβίτα, ο οποίος νtκησε τον επαναστάτη τη στιγμή που προσπα
θούσε να πάει. στη Μικρά Ασία. Ο Γα"ίνάς προσπάθησε να ξεφύγει στη Θράκη, αλλά εκεί έπεσε στα χέρια τού βασιλιά τών Ούννων, ο οποίος τού έκοψε το κεφάλι και τό έστειλε δώρο στον Αρκάδιο. Έτσι αποκρού στηκε η απειλή χάρη στις προσπάθειες ενός Γερμανού, ο οποίος τιμήθη κε όπως έπρεπε για τη μεγάλη του υπηρεσία προς την Αυτοκρατορία. Το γοτθικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στις αρχές τού 5ου αιώνα με ευνοϊκό για το κράτος αποτέλεσμα. Οι νεώτερες προσπάθειες
τών Γότθων να ανακτήσουν την παλαιά τους επιρροή δεν ευοδώθηκαν.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος Ανάμεσα από τις περιπλοκές που δημιούργησαν οι Γερμανοί, ξεπρόβαλε η μεγάλη φυσιογνωμία τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη τού
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
129
Χρυσοστόμου(l). Γεννήθηκε στην Αντιόχεια και σπούδασε κοντά στον φημισμένο ρήτορα Λιβάνιο, σκοπεύοντας ν' ακολουθήσει μια «κοσμική»
σταδιοδρομία. Αργότερα όμως εγκατέλειψε την ιδέα αυτή και, αφού βα πτίστηκε, αφιερώθηκε στο κήρυγμα, κηρύσσοντας στην Αντιόχεια, όπου έμεινε αρκετά χρόνια ως ιερέας. Μετά τον θάνατο τού πατριάρχη Νε
κταρίου, ο Ευτρόπιος επέλεξε ως νέο πατριάρχη τον ιεροκήρυκα της Α ντιόχειας, τού οποίου η φήμη είχε ήδη διαδοθεί παντού. Μεταφέρθηκε κρυφά στην πρωτεύουσα, από φόβο μήπως ο λαός τής Αντιόχειας ποίος ήταν πολύ αφοσιωμένος στον ιεροκήρυκά του
-
-
ο ο
αντιδράσει στην
αναχώρησή του. Παρά τις σκευωρίες τού Επισκόπου Αλεξανδρείας Θεο φίλου, ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε επίσκοπος και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το
398. Έτσι ο επισκοπικός θρόνος ήρθε
στα χέ
ρια ενός ανθρώπου με ασυνήθη δύναμη λόγου και ενός ιδεολόγου, τού ο ποίου οι πράξεις πάντοτε συμφωνούσαν με τις θεωρίες του' ενός, τέλος, συνηγόρου τών πιο αυστηρών ηθικών αρχών. Η ανηλεής του όμως αντί θεση προς την πολυτέλεια και η σταθερή του προσήλωση στο Σύμβολο
τής Νικαίας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. Έ νας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του υπήρξε η αυτοκράτειρα Ευ δοξία, η οποία αγαπούσε την πολυτέλεια και τις απολαύσεις, πράγμα που ανάγκαζε τον Χρυσόστομο να τήν καταγγέλλει δημοσία. Στα κηρύγ ματά του έφτανε μέχρι τού σημείου να τήν παρομοιάζει με την Ιεζάβελ και την Ηρωδιάδα<2 J • Η σκληρή του τακτική κατόπιν εναντίον τών αρεια-
(1)
Το
1926
ο Ν.
Baynes
έγραφε: «Είναι πραγματικά παράξενο το γεγονός ότι δεν υ
πάρχει βιογραφία αντάξια τού Χρυσοστόμου». Βλ.
Α
Study
150.
ίη
«Alexandria and ConstantinopIe:
EccIesiasticaI DipIomacy», Journal of Egyptian ArchaeoIogy,
ΧΙΙ
(1926),
Τώρα έχουμε μια λεπτομερή και τεκμηριωμένη επαρκέστατα δίτομη βιογραφία,
τού Βενεδικτίνου, Ρ.
seine Zeit»
(Mίinchen
Chrysostomus Baur, «Der heilige Johannes Chrysostomus und 1929-1930). Δεν έχω δει πουθενά ν' αναφέρεται η πολύ λεπτο
μεΡljς βιογραφία τού Χρυσοστόμου που δημοσιεύθηκε στο «Oeuvres completes de
saint Jean Chrysostome», μετ. τού Μ. Jeannin. Βλ. επίσης Ν. Turchi, «La civilita bizantina», 225-267. Το άρθρο αυτό δεν μνημονεύεται στη βιβλιογραφία τού βιβλίου τού Baur. L. Meyer, «S. Jean Chrysostome, mattre de perfectίon chretienne». Α. Crillo de Albornoz, «Juan Crisostomo Υ su influencia social en el imperio bizantino», 187. S. Attwater, «St. John Chrysostome», 113. Πρβλ. και «Histoire de Ι' eglise depuis les οτί gines j\!Squ'/t nos jours», ed Α. F1iche και V. Martίn, IV, 129-148. (2) Η αυθεντικότητα μερικών από αυτά τα κηρύγματα αμφισβητείται. Βλέπε Seeck, «Geschicthe des Untergangs der antiken WeIt», Υ, 365, 583. Baur, «Der heiIige Chrysostomus», 11,144-145,196,237. Bury, «Later Roman Empire», Ι, 155.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
130
νοφρόνων Γότθων, τής οποίας παράδειγμα είναι η άρνησή του να τούς παραχωρηθεί μία από τις εκκλησίες τής πρωτεύουσας, δημιουργούσε και αυτή
-
-
εχθρούς. Ο Χρυσό(Πομος σεβόταν πολύ τούς Ορθόδοξους
Γότθους, στους οποίους έδωσε μία από τις εκκλησίες τής πόλης. Επισκε πτόταν την εκκλησία τους και με τη βοήθεια μεταφραστή, είχε συχνά
συσκέψεις μαζί τους. Τα σταθερά θρησκευτικά ιδεώδη τού Χρυσο(Πόμου, η έλλειψη διαθέ
σεως συμβιβασμού και η έντονη κριτική τής πολυτέλειας σιγά-σιγά αύξη σαν τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας γρήγορα επηρεάστηκε α
πό αυτούς που δεν συμπαθούσαν τον Πατριάρχη και επισήμως κατα φέρθηκε εναντίον του. Η επίσημη αυτή αντίθεση τού Αυτοκράτορα ανά
γκασε τον Χρυσό(Πομο ν' αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, αλλά η δυναμική αντίδραση τού λαού, που ακολούθησε την αναχώρηση τού Πατριάρχη, α
νάγκασε τον Αυτοκράτορα να τόν ανακαλέσει από την εξορία. Η μεταξύ κράτους και Πατριάρχη ειρήνη δεν κράτησε πολύ. Οι τελετές με την ευ
καιρία της ανέγερσης τού αγάλματος τής Ευδοξίας έδωσαν λαβή στον Ιωάννη να επιτεθεί ζωηρά με μια ομιλία εναντίον τής Αυτοκράτειρας και να καταγγείλει την ματαιοδοξία της. Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί
και πάλι ο Χρυσό(Πομος και να υποστούν απηνείς διώξεις οι οπαδοί του, οι λεγόμενοι Ιωαννίται. Τελικά, το
404,
ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Κου
κουσό τής Καππαδοκίας, η οποία περιγράφεται ως <<το πιο έρημο μέρος τού κόσμου»(Ι) και όπου έφθασε ύστερα από ένα μεγάλο και κοπιαστικό
ταξίδι. Τρία χρόνια αργότερα σcάλθηκε σε κάποιον άλλο τόπο εξορίας, (Πις μακρινές ανατολικές ακτές τής Μαύρης Θάλασσας, αλλά πέθανε το
407
κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού του. Έτσι τελείωσε η ζωή ενός από
τους πιο αξιόλογους ηγέτες που αναδείχθηκαν στις αρχές τού Μεσαίωνα στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Πάπας και ο Αυτοκράτορας τής Δύσης ο
νώριος είχαν και οι δύο προσπαθήσει να σταματήσουν τον διωγμό τού Χρυσοστόμου και τών οπαδών του, χωρίς, ωστόσο, επιτυχία.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε ένα μεγάλο φιλολογικό θησαυρό που περιέχει μια ζωντανή εικόνα τής κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής
τής εποχής του. Ο ίδιος υπήρξε ένας από εκείνους τους λίγους ανθρώ πους που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον των αξιώσεων τού παντοδύναμου Γαϊνά και που υπο(Πήριξαν σταθερά τις αρχές τής Α νατολικής Εκκλησίας. Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα ωραιότερα
πρότυπα ηθικής που έχει ποτέ γνωρίσει η ανθρωπότητα. «Υπήρξε ανη-
(1) lohannis Chrysostomi, «Episto}a», 234; ed. Migne, Patrologia Graeca, LIi, 739.
,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
131
λεής απέναντι στην αμαρτία και ελεήμων για τους αμαρτωλούς»(Ι)
Ο Αρκάδιος πέθανε το
408,
αφού πρoηγoυμ~νως πέθανε η σύζυγός
του Ευδοξία, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Θεοδόσιο, που ήταν μό νο επτά ετών.
θεοδόσιος Β ~ ο ΜΙΚQός
(408.450)
Όπως αναφέρουν μερικές πηγές, ο Αρκάδιος διόρισε
-
από φόβο μή
πως οι διάφοροι «ευνοούμενοι» τής Κωνσταντινουπόλεως εκθρονίσουν
τον Θεοδόσιο
-
επίτροπο τού νεαρού διαδόχου του τον βασιλιά τής
Περσίας Ισδιγέρδη Α', ο οποίος με αφοσίωση εκπλήρωσε την αποστολή του, έχοντας το1tοθεtήσει κάποιον έμπιστό του άνθρωπο κοντά στον Θε
οδόσιο για να τόν προφυλάξει από κάθε ραδιουργία τών αυλικών. Πολ λοί επιστήμονες δεν δέχονται ως αυθεντική την πληροφορία αυτή, αν και δεν υπάρχει σρβαρός λόγος να τήν απορρίψουμε, εφόσον τέτοια παρα δείγματα έχουμε και σε άλλες περιόδους της ιστορ(ας(2)
Οι αρμονικές σχ~σεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες, εξηγεί την ασυνήθη ευνσ"ίκή θέση τού Χριστιανισμού στην Περσία κατά
τη διάρκεια τής βασιλείας τού Iσδιγ~ρδη Α'. Η περσική παράδοση οποία είναι επηρεασμένη από τους Μάγους και τους Ευγενείς
-
-
η
ονομά
ζει τον Ισδιγέρδη «Μοστάτη», «Φαύλο», φίλο τής Ρώμης και τών χριστι ανών και διώκτη τών Μάγων. Αντιθέτως οι χριστιανικές πηγές τόν·εξυ
μνούν για την καλοσύνη του, την ηπιότητά του και την γενναιοδωρία του, ενώ μερικές φορές φθάνουν στο σημείο να τόν παρουσιάζουν ως έτοιμο να ασπαστεί τον Χριστιανισμό. Στην πραγματικοτητα, ο Ισδιγέρδης, ό
πως ο Μέγας Κωνσταντίνας, εκτίμησε τη σημασία που είχε για τα πολιτί κά του σχέδια ο xρισtιιtνισμός και; το
409;
έδωσε έΠίσημως την άδεια
στους Χριστιανούς να λειτουργΟύν ελεύθερα και να ανακαινίσσυν τις εκ κλησίες tους. ΜερικσΙ ιστορικοί ονομάζουν το σχετικό διdtαγμα Έδικτο
(1) Η αυθεντικότητα ενός εξαιρεΤίκού βιβλΙου (Vita Porphyrii) που περιγράφει τι, σχέσεις Χρυσοιπόμου καί Αuτοκράτε~αs, διδό\ΙJας μία γενική εικόνα τής ζωής τής Αυλής τού ΑρκαδΙου, εΙναι μερικές φορές σιιζητησιμή. Πάντως αναμφιβόλως td βιβλΙο αυτό έχει μια πολύ αξιόπιστη ίοτορική βάση. Βλέπε Η.
Oregoire κιiι Μ; Α Kugener, «La vie de Poιphyrc, c~eque dc GιiZa est-clle l1uIhentiquc1». Reνuc dc Ι' tJ"ivcrsite dc Bruxclles. χχχν (1929-1930),53-66. Βλέπε επίσης μια αξιόλογη ε~σdγωyή σtη μετά- .
φραση τής ζω(jς τού lIbρφυρί.ου:
Marc le Diacre. «Vie de
Ροrplφc evSqιIc
de ΟιιΖΙΙ».
IX-clX. Επίσης πρβλ. μεγίiλα αποσπάσματα από τη Vita στο Bury, «Later Roman Empire». Ι, 142-148. Ο Baur θεωρεί τη Vita ως πολύ αξι6πίστη πηγή (Ι, χνί, cf. If, 157160). Το όλο ζήτημα αξίζει και πρέπει νά ερευνηθεί περισσότερο. (2) Bury, «Later Roman Empire», 11, 2 καί σημ. 1.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
132
τών Μεδιολάνων τής Ασσυριακής Χριστιανικής Εκκλησίας(1).
Το
410 έγινε
στη Σελεύκεια μια Σύνοδος, κατά την οποία οργανώθηκε
η Χριστιανική Εκκλησία τής Περσίας. Ο επίσκοπος τής Σελευκείας (Κτη
σιφώντος) ονομάστηκε αρχηγός τής Εκκλησίας, με έδρα την πρωτεύουσα τής περσικής αυτοκρατορίας, παίρνοντας συγχρόνως τον τίτλο «Καθολι κός».
Τα μέλη τής Συνόδου έκαναν την εξής δήλωση: «Όλοι μας ικετεύουμε τον Πολυεύσπλαχνο Θεό μας να δίνει πολλά χρόνια ζωής στον ένδοξο και νικηφόρο Βασιλέα τών Βασιλέων Ισδιγέρδη»(2). Οι Χριστιανοί όμως
δεν απόλαυσαν για πολύ καιρό την ελευθερία τους γιατί, αργότερα, άρ χισαν πάλι οι διωγμοί.
Ο Θεοδόσιος Β' δεν υπήρξε ικανός πολιτικός, ούτε ενδιαφέρθηκε πο λύ για τις υποθέσεις τού κράτους. Καθ' όλη τη διάρκεια τής μακράς του
βασιλείας κρατήθηκε μακριά από τις υποθέσεις τού κράτους, ζώντας μια μοναχική ζωή. Αφιερώνοντας τον περισσότερό του χρόνο στην καλλιγρα φία, αντέγραφε πολλά παλιά χειρόγραφα με τον ωραίο γραφικό του χα ρακτήρα(3). Γύρω από τον Θεοδόσιο όμως υπήρχαν ικανοί και δραστήριοι
άνθρωποι, που βοήθησαν στο να ουμβούν στην εσωτερική ζωή τής Αυτο κρατορίας κατά την περίοδο αυτή αξιόλογα γεγονότα, τα οποία αναγκά ζουν τους ιστορικούς να μην θεωρούν πλέον τον Θεοδόσιο ως έναν αδύ ναμο και άβουλο Αυτοκράτορα.
Ένα από τα πρόσωπα που άσκησαν μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια
τής βασιλείας τού Θεοδοσίου υπήρξε η αδελφή του Πουλχερία, η οποία και συνετέλεσε στον γάμο τού αδελφού της' με την ικανότατη και πολύ μορφωμένη Αθηναιδα (Ευδοκία), που ήταν κόρη ενός Αθηναίου φιλοσό φου. Η Ευδοκία έγραψε μερικά βιβλία, θρησκευτικού κυρίως περιεχομέ νου, στα οποία διαβλέπει κανείς ορισμένα πολιτικής φύσεως γεγονότα τής εποχής της.
Στους εξωτ~ρικoύς του αγώνες το ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορί ας υπήρξε πιο τυχερό από το δυτικό κατά την περίοδο τού Θεοδοσίου. Ε νώ στην Ανατολή δεν παρουσιάστηκαν σοβαρές εχθρικές ενέργειες, στη Δύση οι μεταναστεύσεις τών Γερμανών είχαν προκαλέσει πολύ σοβαρή
(1) Βλέπε J. Labourt, «Le Christianisme dans Ι' Empire Perse sous la dynastie Sassanide» (2nd ed. 19(4),93. W. Α. Wigram, «Απ Introduction to the History of the Assyrian Church», 89 (London 1910). (2) «Synodicon Orientale, ou Recueίl de Synodes Nestoriens» ed. J. Β. Chabot, στο «Notices et extraits des Manuscrits de la Bibliotheque Nationale», ΧΧΧΥΙΙ (1902), 258.
(3) Βλέπε L. Brehier, «Les empereurs byzantins dans leur vie privee», Revue historique, CLXXXVIII (1940),203-204.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
133
κρίση. Το πιο ΣUγκλOνισιικό όμως γεγονός υπήρξε η εισβολή στη Ρώμη
-
την παλαιά πρωτεύουσα τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας
-
τού αρχη
γού τών Βησιγότθων Αλαρίχου. Λίγο αργότερα οι βάρβαροι δημιούργη σαν τα πρώτα τους βασίλεια
-
στη ρωμα'ίκή επικράτεια
-
στη Δυτική
Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική. Το ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατο
ρίας, είχε ένα διάστημα απειληθεί από τους Ούννους, οι οποίοι εισέβαλαν στην επικράτεια τού Βυζαντίου και λεηλάτησαν τη χώρα, σχε δόν μέχρι τα τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως. Πριν σuνάψει φιλικές σχέ σεις με τους βαρβάρους ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και να τούς παραχωρήσει την περιοχή νότια τού
Δούναβη. Αργότερα εστάλη από την Κωνσταντινούπολη στην Παννονία μια πρεσβεία με αρχηγό τον Μαξιμίνο, τού οποίου ο σuνoδός και φίλος Πρίσκος έγραψε εξαιρετικού ενδιαφέροντος λεπτομέρειες, σχετικές με τη ζωή τής Αυλής τού Αττίλα και με τις σuνήθειες τών Ούννων. Η περι
γραφή τού Πρίσκου έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί μάς δινει πληροφορίες όχι μόνο για τοως Ούννους, αλλά και για τους Σλάβους τού Μέσου Δούναβη, τούς οποίους είχαν νικήσει οι Ούννοι(l).
ΘεολΟΎικές έριδες και η Γ' Οικουμενική Σύνοδος Οι δύο πρώτες οικουμενικές σύνοδοι αποφάνθηκαν οριστικά ότι ο Ιη σούς υπήρξε Θεός και άνθρωπος. Η απόφαση αυτή όμως δεν ήταν δυνα τόν να ικανοποιήσει το ερευνητικό πνεύμα τών θεολόγων που δεν μπο ρούσαν να εξηγήσουν τη σuνύπαρξη τής θείας υποστάσεως τού Κυρίου με την ανθρώπινη φύση Του. Στην Αντιόχεια, κατά τα τέλη τού 40υ αιώ
να, παρουσιάστηκε η διδασκαλία ότι δεν υπήρξε πλήρης η ενότητα τών
δύο φύσεων τού Χριστού. Σιγά-σιγά η διδασκαλία αυτή προσπαθούσε ν' αποδείξει την απόλυτη ανεξαρτησία τής ανθρώπινης φύσης τού Κυρίου πριν και μετά την ένωσή της με τη Θεία Φύση. Εφόσον η διδασκαλία αυ τή έμενε περιορισμένη σε στενό κύκλο ανθρώπων, δεν προκαλούσε στην
Εκκλησία σοβαρά ζητήματα. Αλλά όταν ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως ο εξ Αντιοχείας πρεσβύτερος Νεστόριος, θερ μός οπαδός τής νέας διδασκαλίας, η κατάσταση άλλαξε γιατί ο νέος Πα τριάρχης επέβαλε την εν λόγω διδασκαλία του στην Εκκλησία. Γνωστός για την ευγλωττία του, απευθύνθηκε στον Αυτοκράτορα, μετά τη χειροτο
νία του, ως εξής: «Παράδωσέ μου τη γη καθαρμένη από τους αιρετικούς
(1) Βλέπε στον Bury, «Later Roman Empire», 1,279-288, ελεύθερη αγγλικη μετάφρα W. Ennslin, «Maximinus und sein Begleiter, der Historiker Priskos», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbίίcher, ν (1926), ση ηις περιγραφ1ις τού Πρίσκου. Βλέπε επίσης
1-9.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
134
και θα σέ ανταμείψω με τους ουρανούς. Βοήθησέ με να νικήσω τους αι ρετικούς και θα σέ βοηθήσω να καταβάλεις τούς Πέρσες»(I). Με τη λέξη
«αιρετικοί» ο Νεστόριος εννοούσε όλους εκείνους που δεν συμφωνού σαν με τις απ6ψεις του. Ο Νεστόριος δεν ονόμαζε την Παρθένο «Θεοτό κον», αλλά «Χριστοτόκον» ή «Ανθρωποτόκον».
Οι διωγμοί τού Νεστορίου εναντίον τών αντιπάλων του ξεσήκωσαν
θύελλα στην Εκκλησία. Ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η αντίδραση τού Πα τριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου και τού Πάπα Κελεστίνου, ο οποίος κα
ταδίκασε τη νέα αιρετική διδασκαλία σε μια σύνοδο που έγινε στη Ρώμη. Ο Θεοδόσιος, επιθυμώντας να δώσει κάποιο τέλος σε αυτές τις εκκλησι αστικές διαμάχες, συγκάλεσε στην Έφεσο την Γ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε το
431
τη διδασκαλία τού Νεστορίου, που εξορίστηκε
στην Αίγυπτο, όπου έμεινε μέχρι το τέλος τής ζωής του.
Η καταδίκη τού Νεστοριανισμού δεν εμπόδισε τη διάδοσή του. Παρέ μεναν ακόμη αρκετοί οπαδοί τής αιρέσεως στη Συρία και στη Μεσοπο ταμία και ο Αυτοκράτορας έδωσε διαταγή στους διοικητές αυτών τών ε παρχιών να λάβουν αυστηρά μέτρα εναντίον τών αιρετικών. Βασικό κέ
ντρο τού Νεστοριανισμού υπήρξε η Έδεσσα (τής Μεσοποταμίας), όπου λειτουργούσε η φημισμένη σχολή της που διέδιδε τις ιδέες τής Αντιόχει ας. Το
489,
επί Ζήνωνος, η σχολή αυτή καταστράφηκε και οι μαθητές και
δάσκαλοί της
-
οι οποίοι πήγαν στην Περσία όπου ίδρυσαν, στην Νίσι
βι, μια νέα σχολή
-
εκδιώχθηκαν. Ο βασιλιάς τής Περσίας δέχθηκε μ'
ευχαρίστηση τούς Νεστοριανούς και τούς προσέφερε την προστασία του
γιατί, θεωρώντας τους εχθρούς τής Αυτοκρατορίας, υπολόγιζε (Πη βοή θειά τους. Η περσική Εκκλησία τών Νε(Ποριανών ή Συρο-Χαλδαίων Χρι(Πιανών είχε ως αρχηγό έναν επίσκοπο που έφερε τον τίτλο «Καθο
λικός». Από την Περσία ο Χριστιανισμός
-
-
στη νε(Ποριανή του μορφ1
διαδόθηκε στην Κεντρική Ασία, ενώ συγχρόνως απέκτησε πολλούς o~
παδούς (Πις Ινδίες.
Η Σύνοδος τής ΕφiσΟυ είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία, στην ίδια την Εκκλησία τού Βυζαντίου και κυρίως στην Αλεξάνδρεια, νέων κινή
σεων που ήταν αVΤίπαλες τού Νε(Ποριανισμού. Οι οπαδοί τού Κυρίλλου Αλεξανδρείctς, πι(Πεύοντας στην υπεροχή τής Θείας Φύσεως τού Κυρίου, έφθασαν (πο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη φύση Του είχε τελείως απορ
ροφηθεί από τη ΘεΙα Υπ6(Παση' πίστευαν δηλαδή σε μία μόνο θεία
-
- την
φύση τού Χριστού. Η νέα αυτή διδασκαλία ονομάστηκε Μονο
φυσιτισμός, οι δε οπαδοί της Μονοφυσίτες. Ο Μονοφυσιτισμός
δίαδόθηκt χάρη στη βοήθεια δύο θερμών του οπαδών, τού Επισκόπου
(1) Socratίs, «Historia ecclesiastica», ΥΙΙ, 29 στο «Nicene and Post-Nicene Fathers», 11, 169.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
135
Αλεξανδρείας Διοσκ6ρσυ και τού EVΤUΧΉ, αρχιμανδρίτη εν6ς μoνασtη ριού τής Kωνσtαντινσυπ6λεως. Ο Αυτοκράτορας έλαβε το μέρος τού Διο σκόρου, τον οποίο θεωρούσε οπαδό τών ιδεών τού Κυρίλλου Αλεξαν δρείας. Η νέα διδασκαλία συνάντησε την αντίθεση τού Πατριάρχη Κων σταντινουπόλεως και τού Πάπα Λέοντος ΑΌ Ο Διόσκορος τότε προέτρε ψε τον Αυτοκράτορα να συγκαλέσει, το
449,
στην Έφεσο, μια σύνοδο, η
οποία είναι γνωστή ως «ληστρική». Οι Αλεξανδρινοί Μονοφυσίτες, με αρχηγό τον Διόσκορο, που ήταν πρόεδρος τής Συνόδου, ανάγκασαν μέλη τής Συνόδου, τα οποία δεν συμφωνούσαν, να αναγνωρίσουν τη διδασκα
λία τού Ευτυχή ως ορθόδοξη και να καταδικάσουν όσους ήταν αντίθετοι στο νέο δόγμα. Ο Αυτοκράτορας επικύρωσε τις αποφάσεις τής Συνόδου, αναγνωρίζοντάς την, επισήμως, ως Οικουμενική. Όπως ήταν φυσικό η Σύνοδος δεν πέτυχε την ειρήνευση τής Εκκλησίας. Μια θυελλώδης περί
οδος ακολούθησε τη «ληστρική» Σύνοδο, κατά τη διάρκεια τής οποίας, το
450, πέθανε
ο Θεοδόσιος, αφήνοντας για τους διαδόχους του τη λύση τού
προβλήματος τού Μονοφυσιτισμού, το οποίο έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία τού Βυζαντίου.
Εκτός όμως από τα αξιόλογα θρησκευτικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Θεοδοσίου, σημειώθηκαν και άλλα γεγονότα
-
στην εσωτερική ζωή τής Αυτοκρατορίας
-
που κατέστησαν
την εποχή αυτή ιδιαιτέρως σημαντικη από ιστορικής απόψεως.
Το Πανεπιστήμιο τής Κωνσταντινο"πόλεως Η οργάνωση τού Πανεπιστημίου τής Κωνσταντινουπόλεως και η έκδοση τού Θεοδοσιανού Κώδικα είναι δύο μεγάλης σημασίας, για τη ζωή τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γεγονότα. Μέχρι τον
50 αιώνα η
πόλη τών Αθηνών υπηρξε το μορφωτικό κέντρο
τής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας. Έλληνες διδάσκαλοι τής ρητορικής και
τής φιλοσοφίας
-
γνωστοί ως σοφιστές
-
πήγαιναν εκεί από όλα τα μέ
ρη τής Αυτοκρατορίας, άλλοι για να επιδείξουν τις γνώσεις τους και τη ρητορική τους ικανότητα και άλλοι ελπίζοντας να πάρουν μια καλη θέση
στο διδακτικό προσωπικό τής φημισμένης Σχολής τής πόλης, το οποίο
πληρωνόταν εν μέρει από τα αυτοκρατορικά εισοδήματα και εν μέρει α πό τα εισοδήματα τών άλλων πόλεων. Η διδασκαλία και η καθοδήγηση τών σπουδαστών πληρωνόταν, στην Αθήνα, καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Ο θρίαμβος τού Χριστιανισμού - κατά τα τέλη τού 40υ αιώνα υπήρξε ένα ισχυρό πλήγμα για τη Σχολή τών Αθηνών, το οποίο συμπλη ρώθηκε, στα τέλη τού ίδιου αιώνα, με τις καταστρεπτικές επιδρομές των
Βησιγότθων στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά την αποχώρηση τΟύ Αλαρίχου και τών Βησιγότθων, η Σχολή δεν ξαναβρηκε την παλιά της αίγλη κι ο α-
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
136
ριθμός τών φιλόσοφων ελαττώθηκε πολύ. Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα που δέχτηκε η Σχολή των Αθηνών υπήρξε η οργάνωση τού Πανεπιστη μίου τής Κωνσταντινουπόλεως. Όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα τής Αυτοκρατορίας,
πολλοί ρήτορες και φιλόσοφοι ήρθαν στη νέα πόλη, οπότε είναι πιθανό να υπήρχε ήδη εκεί ένα είδος ανώτατης σχολής, πριν ακόμη από τον Θεοδόσιο ΒΌ Διδάσκαλοι και λόγιοι εκλήθησαν στην Κωνσταντινούπολη από την Αφρική, τη Συρία και άλλα μέρη. Ο
στο Χρονικό του
(360-362
' Αγιος
Ιερώνυμος γράφει
μ.χ.) ότι: «ο Ευάνθιος, ένας από τους πιο μορ
φωμένους λόγιους, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη και τόν διαδέχθηκε ο Χαρίσιος, που εκλήθη για τον σκοπό αυτό από την Αφρική»(\). Ένας
άλλος, σύγχρονος μελετητής τών προβλημάτων τών Ανωτάτων Σχολών τής Κωνσταντινουπόλεως, λέει ότι ο Θεοδόσιος δεν ίδρυσε αλλά αναδι οργάνωσε το πανεπιστήμιο(2).
Το
425 ο Αυτοκράτορας εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικό με την οργά νωση πανεπιστημίου(3), το οποίο θα είχε 31 καθηγητές που θα δίδασκαν γραμματική, ρητορική, δίκαιο και φιλοσοφία. Τρεις ρήτορες και 10 γραμ ματικοί θα δίδασκαν στα Λατινικά, ενώ 5 ρήτορες ή σοφιστές και 10 άλ λοι δάσκαλοι θα δίδασκαν στα Ελληνικά. Εκτός από αυτό, το διάταγμα
προέβλεπε μία έδρα Φιλοσοφίας και δύο έδρες Δικαίου. Αν και τα Λατι νικά παρέμεναν η επίσημη γλώσσα τής Αυτοκρατορίας, η δημιουργία ε
δρών τής Ελληνικής στο πανεπιστήμιο, δείχνει πως ο Αυτοκράτορας άρ χισε να συνειδητοποιεί ότι στη νέα πρωτεύουσα η ελληνική γλώσσα είχε αναμφισβήτητα δικαιώματα λόγω τού ότι ήταν πιο διαδεδομένη στο ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Ο αριθμός τών Ελλήνων ρητόρων
ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό τών Λατίνων κατά δύο. Το νέο πανε πιστήμιο απέκτησε δικό του κτήριο με μεγάλες αίθουσες παραδόσεων και διαλέξεων. Οι καθηγητές απαγορευόταν να διδάσκουν κατ' οίκον
και ήταν υποχρεωμένοι να αφιερώνουν όλο τους τον χρόνο και όλη τους την προσπάθεια στο πανεπισrήμιo. Ο μισθός τους, που ήταν πολύ ικανο ποιητικός, πληρωνόταν από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Το εκπαιδευτικό αυτό κέντρο τής Κωνσταντινουπόλεως έγινε ένας ε πικίνδυνος αντίπαλο ς τής Εθνικής Σχολής τών Αθηνών, η οποία σιγά-σι γά παρήκμαζε. Στη μετέπειτα ζωή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το πα-
(1) «Chronicon» ed. Migne, Patrologia Latina, XXVII, 689-690. Βλέπε και Η. Usencr, «Vier Lateinische Grammatiker», Rheinisches Museum fiir PhiIologie, ΧΧΙΙΙ (1868), 492. (2) Βλέπε F. Fuchs, «Die Hoheren Schulen νοη KonstantinopeI im Mittclaltef», 2 (Berlin 1926). (3) «Codex Theodosianus», ΧΙΥ, ΙΙ, 3.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
137
νεπιστήμιο τού Θεοδοσίου Β', υπήρξε, για πολύ καιρό, το κέντρο γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν όλες οι πνευματικές δυνάμεις τής Αυτο κρατορίας.
Θεοδοσιανός Κώδικας
(Codex Theodosianus)
Η εποχή τού Θεοδοσίου μάς έδωσε, επίσης, την παλαι6τερη συλλογή αυ τοκρατορικών διαταγμάτων που σώζεται μέχρι σήμερα. Μια τέτοια συλ λογή ήταν απαραίτητη, γιατί τα διάφορα, διασκορπισμένα, διατάγματα χάνονταν κι ξεχνιόνταν εύκολα, με αποτέλεσμα τη δύσκολη εφαρμογή τών νόμων από τούς νομικούς, οι oπo~oι, κατ' αυτόν τον τρόπο, συχνά
βρίσκοταν σε πολύ δύσκολη θέση. Υπήρχαν ήδη δύο παλαι6τερες συλλο γές διαταγμάτων: ο Γρηγοριανός Κώδικας Ερμογενειανός Κώδικας
(Codex Gregorianus) και ο (Codex Hermogenianus), που έφεραν το όνομα
τών συντακτών τους, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Η πρώτη συλλογή ανήκει στην εποχή τού Διοκλητιανού και περιέχει πι
θανόν διατάγματα από την εποχή τού Αδριανού μέχρι τον Διοκλητιανό. Η δεύτερη συλλογή, που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τών διαδόχων τού Διοκλητιανού, τον
40
αιώνα, περιλαμβάνει διατάγματα
που χρονολογούνται από τα τέλη τού 30υ αιώνα μέχρι το
360
περίπου.
Καμιά από τις συλλογές αυτές δεν σώζεται. Και οι δύο είναι γνωστές μό νο από μικρά αποσπάσματά τους που έχουν διασωθεί. Ο Θεοδόσιος θέλησε να εκδώσει μία συλλογή Νόμων, με βάση το πρότυπο τών δύο παλαιότερων συλλογών, που θα περιλάμβανε διατάγ ματα τών Χριστιανών Αυτοκρατόρων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέ χρι και τον Θεοδόσιο Β', Η επιτροπή, την οποία διόρισε ο Αυτοκράτο ρας, συνέταξε στα Λατινικά, ύστερα από εργασία
δοσιανό Κώδικα. Δημοσιεύθηκε το
438
8
χρόνων, τον Θεο
στην Ανατολή και γρήγορα εισή
χθη και στο δυτικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Ο Κώδικας τού Θεοδοσίου
υποδιαιρείται σε
16
βιβλία, τα οποία κατατάσσονται σε τίτλους
(tituli)
α
νάλογα με το περιεχόμενο. Κάθε βιβλίο ασχολείται και με έναν επιμέρους τομέα τής διακυβέρνησης, όπως Π.χ. με τις στρατιωτικές υπο
θέσεις, τα υπαλληλικά ζητήματα, τη θρησκευτική ζωή κ.λπ. Τα διατάγμα τα κάθε τίτλου είναι τακτοποιημένα με χρονολογική σειρά. Τα διατάγμα τα που κυκλοφόρησαν μετά την έκδοση τού Κώδικα ονομάστηκαν Νεα ραί
(leges novellaeYI).
Ο Θεοδοσιανός Κώδικας έχει μεγάλη ιστορική σημασία, δεδομένου
(1) Ο. Seeck, «Die Quellen des Codex Theodosianus», Regesten der Kaiser und Papste fϋr die Jahre 311 bis 476, Ν. Chr., 1-18.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
138
ότι είναι η πιο αξιόλογη πηγή που μάς π~ηρoφoρεί για την εσωτερική ιστορία τού κράτους κατά τον
40
και τον
50
αιώνα. Δεδομένου δε ότι α
ναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο Xριqτιανισμός αναγνωρCστηκε ως επίσημη θρησκεία τού κράτους, η συλλογή τού Θεοδοσίου, αποτελεί
ένα είδος γενικής περιγραφής τού τί πέτυχε. η νέα θρησκεία στον τομέα τού Δικαίου και τί αλλαγές έφερε στην απονομή τής δικαιοσύνης. Επι
πλέον, ο Κώδικας μαζί με τις παλαιότερες συλλογές, αποτέλεσε μια στα θερή βάση για τη μετέπειτα νομικu δράση τού Ιουστινιανού. Τελικά, ο
Κώδικας τού Θεοδοσίου, εισήχθη στη Δύση όπου, μαζί με τους δύο πα λαιούς κώδικες, τις νεώτερες νομοθεσίες και μερικά άλλα νομικά μνημεία τής αυτοκρατορικής Ρώμης (οι Εισηγήσεις τού Γαιου για
παράδειγμα) επηρέασε πολύ, έμμεσα και άμεσα, τη νομοθεσία τών βαρ βάρων. Το φημισμένο «Ρωμα·ίκό Δίκαιο τών Βησιγότθων» (Lex Romana Visigothorum) που ~ρooριζόταν για τους ·Ρωμαίους υπηκόους τού Βασι
λείου τών Βησιγότθων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σύνοψη τού Θεο δοσιανού Κώδικα και τών άλλων πηγών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Για τον Μγο αυτό το «Ρωμα"ίκό Δίκαιο τών Βησιγότθων» ονομάζεται, επίσης,
AλaQfxov Σύνοψη
(Breviarium Alaricianum),
δηλαδή σύνοψη, την οποία
εξέδωσε ο Βησιγότθος βασιλιάς Αλάριχος Β' στις αρχές τού 60υ αιώνα. Το γεγονός αυτό δίνει μια εικόνα τής άμεσης .επιρροής τού Θεοδοσιανού
Κώδικα στη νομοθεσία τών βαρβάρων. Ακόμη πιο μεγάλη υπήρξε η έμ μεση επιρροή του μέσω τού Κώδικα τών Βησιγότθων. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένης και τής εποχής τού Καρλομάγνου, η νομοθεσία τής Δυτικής Ευρώπης δέχθηκε την επιρροή τού
Breviarium, το
οποίο έγινε στη Δύση η κύρια πηγή τού Ρωμα"ίκού Δικαίου. Αυτό δείχνει καθαρά ότι το Ρωμα"ίκό Δίκαιο επηρέασε μεν εκείνη την εποχή την
Δυτική Ευρώπη, όχι όμως μέσω τού Ιουστινιάνειου Κώδικα, ο οποίος δι
αδ6θηκε στη Δύση πολύ αργότερα, περίπου κατά τη διάρκεια τού 120υ
αιώνα. Το γεγόνός αυτό, πολλές φορές, τό παραβλέπουν οι μελετητές: Και αυτός ακόμη ο εκλεκτός ιστορικός Φυστέλ ντε Κουλάνζ γράφει ότι «έχει αποδειχθεί επιστημονικά πως οι νομικές συλλογές τού Ιουστινια νού παρέμειναν σε ισχύ, μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα, στη Γαλατία»(Ι). Η
επιρροή τού Κώδικα τού Θεοδοσίου υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη καθώς το
Breviarium
τού Αλαρίχου διαδραμάτισε κάποιον ρόλο και στην ιστορία
τής Βουλγαρίας. Κατά τη γνώμη τού γνωστού Κροάτη λογίου Μπότζωιτς
τού οποίου τα επιχειρήματα αναπτύχθηκαν και επιβεβαιώ
θηκαν από τον Βούλγαρο Μπόμπτσεφ
Alaricianum στάλθηκε
(Bobtchev) -
και το
Breviarium
από τον Πάπα Νικόλαο Α' στη Βουλγαρία, τής 0-
(1) «Histoire des institutions politiques» (2e ed., 1904),513.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
139
ποίας ο βασιλιάς Βόρις είχε ζητήσει από τον Πάπα, το λει τΟ'ύς «εγκόσμιους νόμους» ματος αυτού ο Πάπας.
Bulgarorum -
-
866,
να του στεί
(Leges mundanae). Σε απάντηση τού αιτή Responsa papae Nicolai ad Consulta.
ανήγγειλε ότι θα έστελ'\!ε στη Βουλγαρία «τους σεβα
στούς νόμους τών Ρωμαίων». (Venerandae
Romanorum leges),
οι οποίοι,
κατά τον Μπότζισιτς και τον Μπόμπτσεφ, ήταν το Breνiarium τού Αλαρί χου(l). Ακόμη και αν έχουν έτσι τα πeάγματα, η αξία τού κώδικα αυτού
για τη ζωή τών αρχαίων Βουλγάρων ~εν πρέπει να μεγαλοποιείται, δεδο μένου ότι, λίγα χρόνια αργότ~ρα, ο Βόρις απομακρύνθηκε από τη
Ρωμα"ίκή Κουρία και πλησίασε περισσότερο την Κωνσταντινούπολη. Πάντως το γεγονός ότι ο Πάπας έστειλε το
Breviarium
στσυς Βουλγά
ρους δείχνει τη σημασία που είχε αυτό για την Ευρώπη, κατά τον
90 αιώ
να. Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν καθαρά τη μεγάλη κι εκτεταμέ νη επίδραση τού Θεοδοσιανού Κώδικα(2).
Τα τε(χη τής Κωνσταντινουπόλεως 'Αλλο αξιόλογο γεγονός τής βασιλείας τού Θεοδοσίου υπήρξε η κατα σκευη τών τειχών τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε
περιβάλει τη νέα πρωτεύουσα με τείχος αλλά, την εποχή τσύ Θεοδοσίου
Β', η πόλη είχε ξεπεράσει τα όρια τού τείχους και έπρεπε να βρεθεί νέος τρόπος πρoστασCΑς της εναντίον τών επιθέσεων τών εχθρών. Η τύχη τής
Ρώμης -την οποία κατέλαβε το
410
ο Αλάριχος- υπηρξε μια σοβαρή
προειδοποίηση για την Κωνσταντινούπολη που, και αυτή, είχε απειληθεί από τους Ούννους κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια τού 50υ αιώνα.
Η λύση τού δύσκολου αυτού προβλήματος ανετέθη σε έναν από τους πιο ικανούς και δραστηριους ανθρώπους της αυλής τού Θεοδοσίου. Το
413
ο ύπατος Ανθέμιος, ο οποίος ασκούσε τότε καθήκοντα αντιβασιλέα,
ανηγειρε ένα τείχος, με πολυάριθμους πύργους, το οποίο άρχιζε από τη
Θάλασσα τού Μαρμαρά (Προποντίς) και τελείωνε στον Κεράτιο Κόλπο, στα δυτικά περίπου τού τείχους τού Κωνσταντίνου. Το νέο αυτό τείχος τού Ανθεμίου, το οποίο έσωσε την πρωτεύουσα από τις επιθέσεις τού Ατ τίλα, υπάρχει και σήμερα ακόμη στα βόρεια τής Θάλασσας τού Μαρμα
ρά. Ύστερα από έναν ισχυρό σεισμό, που κατέστρεψε το τείχος, ο
(1) V. Bogisj~, «Pisani Zakoni na sIΣVenskom jugu. U Zagrebu», 11-13; S. Bobtchev, «Ιστορία τού αρχαίου Βουλγαρικού Δικα(ου» (Sofia 1910), σελ. 117-120. (2) Υπάρχει μία πλήρης μετάφραση τού Κώδικα από τον C\yde Pharr (συνεργασία Τ. S. Davinson και Μ. Β. Pharr), Princeton University Press, 1951. Βλέπε επίσης Adoplh Bcrger και Α. Arthur Schil1er, «Bib\ίography of Angl{)-American Studies ίη RomanGreek and Greco-Egyptian Law and Related Sciences», 79-94. Πολύ χρήσιμη έκδοση.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
140
ύπατος Κωνσι;αντίνος τό επισκεύασε και έκτισε γύρω aπό αυτό ένα νέο τείχος με πολλούς πύργους, το οποίο περιβαλλόταν aπό μια τάφρο γεμά
τη νερό. Έτσι, σι;ην ξηρά, η Κωνσι;αντινούπολη είχε τρεις σειρές άμυνας: τα δύο τείχη που χωρίζονταν μεταξύ τους με ένα προτείχισμα και τη βα θιά τάφρο που περιέβαλε το εξωτερικό τείχος. Η οχύρωση τής πόλεως ε νισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν ο ύπατος Κύρος έχτισε νέα τείχη κα τά μήκος τής ακτής. Δύο επιγραφές που υπάρχουν σι;α τείχη, ευανάγνω
σι;ες ακόμη, μια λατινική και μια ελληνική, μιλούν για την οικοδομική δρασι;ηριότητα τού Θεοδοσίου. Το όνομα τού Κύρου έχει συνδεθεί, επί σης, με τον νυχτερινό φωτισμό τών δρόμων τής πρωτεύουσας(1).
Ο Θεοδόσιος Β' πέθανε το
450.
Παρά την αδυναμία του και την έλλει
ψη πολιτικής ικανότητας, η βασιλεία του υπήρξε σημαντική για την μετέ
πειτα ισι;ορία, κυρίως δε σε ό,τι αφορά τον μορφωτικό τομέα. Με μία ε πιτυχημένη εκλογή τών υπεύθυνων αξιωματούχων, ο Θεοδόσιος κατόρ θωσε να πραγματοποιήσει μεγάλα έργα. Το Πανεπισι;ήμιο τής Κωνσι;α
ντινουπόλεως και ο Θεοδοσιανός Κώδικας θεωρούνται ακόμη θαυμάσια μνημεία τής πνευματικής κινήσεως κατά το πρώτο ήμισυ τού 50υ αιώνα.
Τα τείχη τής πόλεως, που κτίσθηκαν κατά την περίοδο αυτή, κατέστησαν την Κωνσι;αντινούπολη για πολλούς αιώνες aπόρθητη. Ο Ν. Μπέυνζ ανα φερόμενος σι;α τείχη παρατηρεί ότι: «Κατά κάποιον τρόπον τα τείχη τής
Κωνσι;αντινουπόλεως αντικατέστησαν, σι;ην Ανατολή, το πυροβόλο όπλο και την πυρίτιδα, η έλλειψη τών οποίων προκάλεσε τον χαμό τής Αυτο κρατορίας στη Δύση»(2).
Μαρκιανός
(450-457)
και Λέων Α'
(457-474). Άσπαρ
Ο Θεοδόσιος πέθανε χωρίς ν' αφήσει διάδοχο. Η ηλικιωμένη αδελφή
του Πουλχερία ~έχθηκε να γίνει γυναίκα τού θρακικής καταγωγής Μαρ κιανού που ανακηρύχθηκε αργότερα Αυτοκράτορας. Ο Μαρκιανός ήταν
ένας πολύ ικανός αλλά μετριόφρων σι;ρατιωτικός που κατόρθωσε να α-
«Chronicon Paschale», Ι, 588. Για τη δράση τού Κύρου και τού Κωνσταντί «Later Roman Empire», Ι, 70, 72 και σημ. 2. Πρβλ. επίσης Α. Van Millingen, «Byzantine ConstantinopIe, the Walls of the City and Adjoining Historical Sites», 48. Β. Meyer-Plath και Α. Μ. Schneider, «Die Landmauer νοη Konstantinopel (Berlin, 1943). Υπάρχουν και άλλες, νέες, πληροφορίες, σχετικές με τον Κύρο -τις 0• ποίες δεν χρησιμοποιεί ο Βυιγ - στον Βίο τού Αγίου Δανιήλ τού Στυλίτου: έκδοση Η. DeIahaye, εις Analecta Bollandiana, ΧΧΧΙΙ (1913), 150. Delahaye, «Les Saints Stylites», 30-31. Πρβλ. επίσης Ν. Baynes, «The Vita St. Danielis», English Historical Review, XL (1925), 397. (2) «The Byzantine Empire», 27.
(1)
Βλέπε
νου βλέπε Βυιγ,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
141
νεβεί στον θρόνο χάρη στην επέμβαση τού ισχυρού στρατηγού Άσπαρ. Το γοτθικό πρόβλημα, το οποίο είχε απειλήσει την Αυτοκρατορία κα τά τα τέλη τού 4ου ή στις αρχές τού 50υ αιώνα, αντιμετωπίσθηκε από τον
Αρκάδιο κατά τρόπο ωφέλιμο για το κράτος. Εν τούτοις όμως, ο γοτθι κός παQάγοντας στον βυζαντινό στρατό, εξακολούθησε να ασκεί επιρροή στην Α"τοκρατορία, και, στα μέσα τού 5ου αιώνα, ο βάρβαρος 'Ασπαρ, υποστηριζόμενος από τους Γότθους, έκανε μια τελική προσπάθεια να α
ποκαταστήσει την παλιά δύναμη τών Γότθων. Για λίγο πέτυχε και κατόρ θωσε ν' ανεβάσει στον αυτοκρατορικό θρόνο δύο Αυτοκράτορες, τον
Μαρκιανό και τον Λέοντα Α Ό Ο ίδιος, λόγω τού ότι ήταν Αρειανός, δεν κατόρθωσε ν' ανέβει στον θρόνο.
Η πρωτεύουσα άρχισε φανερά να δείχνει τη δυσαρέσκειά της ενα ντίον τού 'Ασπαρ, τής οικογένείας του και τής επιρροής τών Βαρβάρων
στον στρατό. Δύο δε γεγονότα χειροτέρευσαν τις σχέσεις μεταξύ τών Γότθων και τού λαού τής πρωτεύουσας. Η θαλασσινή εκστρατεία στη Βό
ρεια Αφρική, την οποία έκαμε, ξοδεύοντας πολλά χρήματα, ο Λέων, ε ναντίον τών Βανδάλων, απέτυχε τελείως. Ο λαός κατηγόρησε τον 'Α σπαρ ως προδότη γιατί είχε αντιταχθεί -όπως ήταν φυσικό- στην εκ
στρατεία αυτή, η οποία σκοπό είχε να χτυπήσει τους Βανδάλους, δηλαδή τους Γερμανούς. Ο 'Ασπαρ πέτυχε επίσης να δοθεί στον γιο του ο ανώ
τατος τίτλος τού Καίσαρα. Αλλά ο Αυτοκράτορας αποφάσισε ν' απαλλα
γεί από τη δύναμη τών Γερμανών και, με τη βοήθεια μερικών φιλοπόλε μων Ισαύρων, σκότωσε τον' Ασπαρ και μέλη τής οικογένειάς του, επιφέ ροντας έτσι ένα οριστικό πλήγμα στην επιρροή που ασκούσαν οι Γερμα νοί στην αυλή τής Κωνσταντινουπόλεως. Για τους φόνους τους οποίους έ καμε ο Λέων Α' ονομάσθηκε από τους συγχρόνους του «Μακέλλος»,
δηλαδή «χασάπης», αν και ο ιστορικός Φ. Ι. Ουσπένσκι πιστεύει ότι το γεγονός αυτό και μόνο μπορεί να αιτιολογήσει τον τίτλο «Μέγας» -που μερικές φορές δίνεται στον Λέοντα- εφόσον η πράξη του αυτή υπήρξε
ένα σημαντικό βήμα προς την εθνικοποίηση τού στρατού και την ελάττω ση τής επιρροής τού στρατού τών ΒαρβάρωV.
Οι Ούννοι, που αποτελούσαν σοβαρότατη απειλή για την Αυτοκρατο
ρία, κινήθηκαν, στις αρχές τής βασιλείας τού Μαρκιανού, από τον Μέσο
Δούναβη προς τις δυτικές επαρχίες τής Αυτοκρατορίας, όπου, αργότερα, έδωσαν την περίφημη μάχη στα Καταλαυνικά πεδία, μετά από την οποία ο Αττίλας πέθανε, ενώ η τεράστια Αυτοκρατορία του καταστράφηκε. Έ τσι ο κίνδυνος τών Ούννων εξέλιπε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού
Μαρκιανού.
(1) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», 1,330 (Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
142
Η Δ' Οικουμενική Σύνοδο; Ο Μαρκιανός παρέλαβε από τον προκάτοχό του μια πολύ περίπλοκη κα τά(Παση (Πον χώρο τής Εκκλησίας. Οι Μονοφυσίτες είχαν θριαμβεύσει,
αλλά ο Μαρκιανός, εκτιμώντας τις αποφάσεις τών δύο πρώτων Οικουμε νικών Συνόδων, δεν μπορούσε ν' ανεχθεί αυτόν τον θρίαμβο και, το
451,
συγκάλεσε, (Πην Χαλκηδόνα, την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία απέ βη πολύ σημαντική για τη μετέπειτα ι(Πορία. Ο αριθμός τών αντιπροσώ
πων, (Πη σύνοδο αυτή, ήταν πολύ μεγάλος, επί πλέον δε έλαβαν μέρος και απε(Παλμένοι τού Πάπα.
Η Σύνοδος καταδίκασε τις αποφάσεις τής Λη(Πρικής Συνόδου τής Ε φέσου, και εκθρόνισε τον Διόσκορο. Εν συνεχεία επεξεργάσθηκε μια
νέα διατύπωση τού δόγματος, η οποία απέρριπτε τελείως το δόγμα τών Μονοφυσιτών, ενώ ήταν σύμφωνη με τις απόψεις τού Πάπα. Η Σύνοδος αναγνώριζε (Πον Χριστό δύο φύσεις ενωμένες σε ένα πρόσωπο «ασυγ
χύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως». Τα δόγματα τα οποία ενέ κρινε η Σύνοδος τής Χαλκιδόνος και τα οποία επικυρώνουν θριαμβευτι κά τα βασικά δόγματα τών πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, έγιναν η βά ση τής Διδασκαλίας τής Ορθοδόξου Εκκλησίας"'.
Οι αποφάσεις τής Συνόδου τής Χαλκηδόνος είχαν, επίσης, μεγάλη πο λιτική σημασία για τη Βυζαντινή Ιστορία. Η κυβέρνηση τού Βυζαντίου, αντιδρώντας επισήμως, τον
50
αιώνα, κατά τού Μονοφυσιτισμού αποξε
νώθηκε από τις ανατολικές επαρχίες τής Συρίας και τής Αιγύπτου, τών ο ποίων η πλειονότητα τού πληθυσμού ήταν Μονοφυσίτες. Οι Μονοφυσί τες παρlμειναν πι(Πο( (Πις δογματικές τους πεποιθήσεις ακόμη και μετά τις καταδικα(Πικές αποφάσεις τής Συνόδου τού
451,
μη έχοντας καμιά δι
άθεση για συμβιβασμούς. Η Εκκλησία τής Αιγύπτου κατάργησε στις λει
τουργίες της την. ελληνική γλώσσα, την οποία αντικατέστησε με την εγχώ ρια Αιγυπτιακή (Κοπτική). Η θρησκευτική αναταραχή (Πα Ιεροσόλυμα, στην Αλεξάνδρεια και (Πην Αντιόχεια, που προκλήθηκε από την διά τής βίας επιβολή τών απο
φάσεων τής Συνόδου, πήρε τη μορφή εθνικών επαναστάσεων, οι οποίες κατε(Πάλησαν μόνον ύστερα από αρκετές αιματοχυσίες. Η κατα(Πολη ό μως αυτών τών επαναστάσεων δεν έλυσε τα βασικά προβλήματα τής επο
χής. Πίσω από τις θρησκευτικές αντιθέσεις, που γίνονταν διαρκώς οξύτε-
* Σ.τ.Μ.
Περί τής σημασίας τής Δ' ΟικουμενΙΚ1Ίς Συνόδου και λεπτομέρειες σχετικές
με τη σύγκλησή της, τις αποφάσεις της κ.λπ. πρβλ. «Ιστορίαν τού Οικουμενικού Πατρι αρχείου» υπό Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων Γενναδίου (τόμος πρώτος, σελ.
141-160).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
143
ρες, παρουσιάσθηκαν έντονες φυλετικές αντιθέσεις, κυρίως στη Συρία και τ"ν Αίγυπτο. Οι αυτόχθονες κάτοικοι τής Αιγύπτου και τής Συρίας άρχισ((ν σιγά-σιγά να κάνουν πεποίθησή τους την επιθυμία να αποσπα
στούν από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η θρησκευτική αναταραχή στις Ανατολικές Επαρχίες, που οξυνόταν λόγω τής φυλετικής σύνθεσης τού πληθυσμού τών περιοχών αυτών, δημιούργησαν κατά τον
70
αιώνα τις
συνθήκες εκείνες που διευκόλυναν τη μεταβίβαση τών πλούσιων και πο λιτισμένων επαρχιών τής Ανατολής στα χέρια τών Περσών πρώτα και τών Αράβων κατόπιν.
Ο εικοστός όγδοος κανών τής Συνόδου τής Χαλκηδόνος, ο οποίος προκάλεσε μια αλληλογραφία μεταξύ τού Αυτοκράτορα και τού Πάπα, είχε επίσης ιδιαίτερη σημασία. Βάσει τού κανόνος αυτού -που, αν και δεν εγκρίθηκε από τον Πάπα, έγινε γενικά δεκτός στην Ανατολή- οι πατέρες απένειμαν <<τα ίσα πρεσβεία τω τής Νέας Ρώμης αγιοτάτω θρό νω ευλόγως κρίναντες, τη βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και την ίσην απολαυούσαν πρεσβείαν τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς και εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ' εκείνην υπάρχουσαν»(I).
Επί πλέον ο ίδιος κανών παρέσχε στον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινου πόλεως το δικαίωμα να χειροτονεί Επισκόπους τών Επαρχιών τού Πό ντου, τής Ασίας και τής Θράκης. Όπως γράφει ο Θ. Ουσπένσκι «Αρκεί
να θυμηθούμε ότι τα τρία αυτά ονόματα, περικλείουν όλες τις Ιεραποστο
λές στην Ανατολή, στη Νότια Ρωσία και στη Βαλκανική Χερσόνησο, κα θώς και οτιδήποτε θα μπορούσε να αποκτήσει ο ανατολικός κλήρος στις
εν λόγω περιοχές. Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη τών νεώτερων Ελλή νων εμπειρογνωμόνων τού κανονικού δικαίου που υποστηρίζουν τα δι καιώματα τού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως»(2). Τόσο ο Μαρκιανός
όσο και ο Λέων Α' υπήρξαν Αυτοκράτορες με αυστηρά ορθόδοξες αρχές.
Ζήνων
(474-491)
Οδόακρος και Θευδέριχος ο Οστρογότθος Μετά τον θάνατο τού Λέοντος Α' (474) ο θρόνος διεβιβάσθη στον μόλις έξι χρονών εγγονό του Λέοντα, ο οποίος πέθανε τον ίδιο χρόνο, αφού ;ι:ροηγουμένως παρέδωσε τον αυτοκρατορικό θρόνο στον πατέρα του
Ζήνωνα, που μετά τον θάνατο τού γιου του έγινε Αυτοκράτορας (474491). Η ανάρρησή του στον θρόνο είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάστα ση τών Γερμανών και τής επιρροής τους στην Αυλή, από τους Ισαύρους, (1) J. D. Mansi, «Sacrorum conciIiorum nOVa et amplίssima collectio» (1762), νιι, 445. (2) «Ισι:ορία η]ς ΒυζανΤΙΥι]ς Αυτοκρατορίας», τ. 1, σελ. 276 (Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
144
μια άγρια φυλή, μέλος τής οποίας ήταν και ο Ζήνων. Οι Ίσαυροι τώρα είχαν στα χέρια τους τα σημαντικότερα αξιώματα και τις πιο υπεύθυνες θέσεις τής πρωτεύουσας. Γρήγορα όμως ο Ζήνων κατάλαβε ότι υπήρχαν
άνθρωποι, στη φυλή του, που συνωμοτούσαν εναντίον του και δείχνοντας μεγάλη αποφασιστικότητα κατέστειλε την επανάσταση τής ορεινής Ισαυ
ρίας και διέταξε τους κατοίκους της να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέ ρος τών οχυρών τους. Και μετά από το γεγονός αυτό όμως, η εvτιρρoή
τών Ισαύρων συνεχίσθηκε όσο ζούσε ο Ζήνων. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ζήνωνος συνέβησαν στην Ιταλία πολύ αξιόλογα γεγονότα. Κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια τού 50υ αι ώνα η επιρροή τών Γερμανών αρχηγών τού στρατού είχε αυξηθεί μέχρι
τού σημείου να ρυθμίζει στη Δύση την ενθρόνιση ή εκθρόνιση τών Ρω μαίων Αυτοκρατόρων. Το
476
ένας από αυτούς τους βάρβαρους αρχη
γούς, ο Οδόακρος, εκθρόνισε τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, τελευταίο Αυτο κράτορα τής Δύσεως, και έγινε ο ίδιος άρχων τής Ιταλίας. Για να εξα σφαλίσει περισσότερο τη θέση του ο Οδόακρος έστειλε στον Ζήνωνα α ντιπροσωπεία τής Ρωμα"ίκής Συγκλήτου για να διαβεβαιώσει τον Αυτο κράτορα ότι η Ιταλία δεν είχε ανάγκη άλλου Αυτοκράτορα και ότι ο Ζή νων μπορούσε να είναι ο κύριος όλης τής Αυτοκρατορίας. Συγχρόνως, ο
Οδόακρος ζήτησε από τον Ζήνωνα να τού δώσει τον τίτλο τού Ρωμαίου πατρικίου και να τού εμπιστευθεί τη διοίκηση τής Ιταλίας. Το αίτημα αυ τό έγινε δεκτό και ο Οδόακρος αναγνωρίσθηκε, επισήμως, διοικητής τής Ιταλίας. Το έτος
476
εθεωρείτο παλαιότερα ως το έτος τής πτώσης τού
Δυτικού Ρωμα'ίκού Κράτους, αλλά αυτό δεν είναι σωστό εφόσον τον
50
αιώνα δεν έχουμε ακόμη ιδιαίτερο Δυτικό Ρωμα"ίκό Κράτος. Υπήρχε, όπως και πριν, μία Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία με δύο Αυτοκράτορες: έναν στη Δύση και έναν στην Ανατολή. Το
476
έχουμε πάλι, σε όλη την Αυτο
κρατορία, μόνον έναν Αυτοκράτορα, τον Ζήνωνα.
Ο OδόαΚΡOςi;, αφού έγινε
' Αρχων
τής Ιταλίας, εφάρμοσε μια τακτική
πλήρους ανεξαρτησίας. Ο Ζήνων, γνωρίζοντας την τακτική αυτή και μη έχοντας την δυνατότητα να χτυπήσει φανερά τον Οδόακρο, αποφάσισε να δράσει μέσω τών Οστρογότθων, οι οποίοι, μετά την κατάρρευση τού
Αττίλα, έμεναν στην Παννονία, λεηλατώντας, υπό την καθοδήγηση τού Βασιλέως τους Θευδερίχου, τη Βαλκανική Χερσόνησο και απειλώντας και την πρωτεύουσα τής Αυτοκρατορίας ακόμη. Ο Ζήνων κατόρθωσε να στρέψει την προσοχή τού Θευδερίχου στις πλούσιες επαρχίες τής Ιτα
λί~ς, επιτυγχάνοντας έτσι διπλό αποτέλεσμα: την απαλλαγή από τους ε
πικίνδυνους βόρειους γείτονές του και την τακτοποίηση τών διαφορών του με τον ανεπιθύμητο ηγεμόνα τής Ιταλίας, μέσω τών προσπαθειών ε νός τρίτου. Οπωσδήποτε ο Θεοδόσιος ήταν λιγότερο επικίνδυνος στην Ι ταλία από ό,τι θα ήταν αν έμενε στη Βαλκανική Χερσόνησο.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
145
Ο Θευδέριχος βάδισε κατά τής Ιταλίας, χτύπησε και νίκησε τον Οδό ακρο, μπήκε στη Ραβέννα και, μετά τον θάνατο τού Ζήνωνος, ίδρυσε στην Ιταλία το Οστρογοτθικό του Βασίλειο, με πρωτεύουσα τη Ραβέννα. Έτσι η Βαλκανική Χερσόνησσος απαλλάχθηκε οριστικά από την απειλή τών Οστρογότθων.
Το Ενωτικόν Το κυριότερο εσωτερικό ζήτημα που απασχόλησε τον Ζήνωνα υπήρξε το θρησκευτικό πρόβλημα που συνεχώς δημιουργούσε ταραχές. Στην Αίγυ πτο, στη Συρία και -εν μέρει- στην Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία, ο
λαός ακολουθούσε σταθερά το δόγμα τής μίας φύσεως. Η ορθόδοξη τα κτική τών δύο Αυτοκρατόρων, τους οποίους διαδέχθηκε ο Ζήνων, δεν εί χε γίνει δεκτή στις Ανατολικές Ε.ίταρχίες. Οι ηγέτες τής Εκκλησίας είχαν πλήρη επίγνωση τής σοβαρότητας τής καταστάσεως. Ο Πατριάρχης Κων σταντινουπόλεως Ακάκιος, ο οποίος κατ' αρχήν είχε ταχθεί υπέρ τών α ποφάσεων τής Χαλκηδόνος, και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος Μογγός θέλησαν να βρουν κάποιον τρόπο συμβιβασμού τών διαφορών και, με τον σκοπό αυτό, πρότειναν στον Ζήνωνα να προσπαθήσει, κάνο
ντας παραχωρήσεις και στις δύο πλευρές, να πετύχει κάποια συμφωνία. Ο Ζήνων δέχθηκε την πρόταση αυτή και το
482
εκδόθηκε το «ενωτικόν»
που εστάλη στις εκκλησίες τού Πατριαρχείου τής Αλεξανδρείας. Το «ε νωτικόν», πάνω α.ίτό όλα, αποφεύγει καθετί το ανευλαβές που θα μπο
ρούσε να θίξει τη σχετική με τον Χριστό διδασκαλία τών Ορθοδόξων ή τών Μονοφυσιτών. Αναγνωρίζει ως τελείως ικανοποιητικές τις θρησκευ τικές βάσεις που έθεσαν η Α' και η Β' Οικουμενικές Σύνοδοι και, επικυ
ρc»νοντας την Γ Σύνοδο, αναθεματίζει τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τοι'ς οπαδούς τους και τονίζει «την κατ' αλήθειαν ενανθρώπισιν τού Λό γου τού Θεού», ενώ συγχρόνως ομιλεί «περί ομοουσιότητος αυτού, προς
τον Θεόν Πατέρα ... ». Παραλείπονται σκοπίμως οι φράσεις «εν δύο φύ σεσιν» και μία «φύσις» και δεν αναφέρεται η σχετική με την ενότητα τών
δύο φύσεων απόφαση τής Συνόδου τής Χαλκηδόνος. Η Σύνοδος τής Χαλκηδόνος αναφέρεται στο «ενωτικόν» μόνον μία φορά ως εξής: «Πάν
τα δε τον έτερόν τι φρονήσαντα ή φρονούντα ή νυν ή πώποτε ή εν Χαλ κηδόνι ή οιαδήποτε συνόδω αναθεματίζομεν»(Ι). Στην αρχή φάνηκε ότι το «ενωτικόν» θα βελτίωνε την κατάσταση στην
Αλεξάνδρεια αλλά, αργότερα, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει ούτε τους (1) Evagrii. «Historia EccIcsiastica», 111, 14, ed. J. Bidcz και L. Parmentier. «Τhe Syriac Chronicle» γνωστό ως «Chronicle of Zachariah of Miιylene», Υ, 8, μετάφραση F. J. Hamilton και Ε. W. Brooks, 123.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
146
Ορθοδόξους ούτε τους Μονοφυσίτες, διότι οι μεν πρώτοι δεν ήθελαν ν' ανεχθούν τις παραχωρήσεις που έγιναν στους Μονοφυσίτες, ενώ οι τε
λευταίοι, λόγω τής αοριστίας τού περιεχομένου τού «ενωτικού», θεώρη σαν τις παραχωρήσεις ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα νέες περιπλoκέ~ τής
θρησκευτικής ζωής τής Βυζανnνής Αυτοκρατορίας*. Ο αριθμός τών θρη σκευτικών μερίδων αυξήθηκε. Μέρος τών κληρικών ενίσχυαν την ιδέα τού συμβιβασμού και υποστήριζαν το «ενωτικόν», ενώ οι τών άκρων, Ορ
θόδοξοι και Μονοφυσίτες, δεν ήθελαν να κάνουν καμιά υποχώρηση. Οι Ορθόδοξοι ονομάζονταν «ακοίμητοι», γιατί συνεχώς μέρα και νύχτα εί χαν ακολουθίες στα Μοναστήρια τους, ενώ οι Μονοφυσίτες ονρμάζο νταν «ακέφαλοι» γιατί δεν αναγνώριζαν ως «κεφαλήν» τής Εκκλησίας τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, που δέχθηκε το «ενωτικόν». Ο Πάπας, ε πίσης, διαμαρτυρήθηκε για το «ενωτικόν»()). Ανέλυσε τα παράjτονα τών
κληρικών τής Ανατολής, που δεν ήταν ικανοποιημένοι με αυτό, μελέτησε
ο ίδιος το κείμενο και αποφάσισε, σε μια Σύνοδο που έγινε στη Ρώμη, να αφορίσει και να αναθεματίσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Α
κάκιο, ο οποίος, με τη σειρά του, έπαυσε να μνημονεύει στις προσευχές του τον Πάπα. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πρώτο αληθινό ρήγμα ανάμεσα στις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως, ρήγμα που διατηρήθηκε
μέχρι το
518,
όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουστίνος ΑΌ Έτσι το πολιτικό
ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, που έγινε πιο αισθητό τον
50 αιώνα
με την ίδρυση τών βασιλείων τών βαρβάρων Γερμανών στη Δύση, έγινε ευρύτερο, επί Ζήνωνος, λόγω τού θρησκευτικού σχίσματος.
Αναστάσιος Α'
(491-518)
Ρύθμιση τού ισαυρικού προβλήματος. Ο Περσικός Πόλεμος. Βουλγαρικές και Σλαβικές επιδρομές. Το «Μακρόν Τείχος». Σχέσεις με τη Δύση. Μετά τον θάνατο τού Ζήνωνος η χήρα του Αριάδνη, διάλεξε, ως σύζυγό της, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο, που καταγόταν από το Δυρράχιο, και που είχε στην Αυλή την μάλλον κατώτερη θέση τού σιλεντιαρίου
(sile-
ntίarίusγ2). Ο Αναστάσιος έγινε Αυτοκράτορας μόνον αφού υποσχέθηκε,
*
Σ.τ.Μ. Περί τού «ενωτικού» και τών κακών που προκάλεσε βλέπε και Μητροπολί
του Ηλιουπόλεως Γενναδίου «Ιστορία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου» (τόμος πρώ τος, σελ.
196-198). (1) ΒΛέπε S. Salavil1e, «L' Affaire de Ι' Henotique ου le premier schisme byzantin au Ve siec!e», Echoes d' Orient, ΧΥΙIl (1916), 225-265, 389-397, ΧΙΧ (1920),49-68,415-433. (2) Οι Silentiarii l]ταν δούλοι τών Ρωμαίων, οι οποίοι είχαν ως έργο τους την τήρηση
τής ησυχίας επί αυτοκρατορίας ονομάζονταν έτσι οι υπάλληλοι 11]ς Αυλής που ήταν εντεταλμένοι για την τήρηση
11]; αυλικής
εθιμοτυπίας.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
147
εγγράφως, στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, θερμό οπαδό τής Συ νόδου τής Χαλκηδόνος, ότι δεν θα κάνει εκκλησιαστικούς νεωτερισμούς. Ο Αναστάσιος, πρώτα από όλα, ασχολήθηκε με τους Ισαύρους, οι ο
ποίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ζήνωνος. Η πλεονεκτική τους θέση εξερέθιζε τον πληθυσμό τής πρω τεύουσας και όταν, μετά τον θάνατο τού Ζήνωνος, αι-τοκαλύφθηκε ότι συ
νωμοτούσαν κατά τού νέου Αυτοκράτορα, ο Αναστάσιος έδρασε αμέσως εναντίον τους. Τούς απομάκρυνε α.ίτό τις υπεύθυνες θέσεις, δήμευσε τις περιουσίες τους και τούς έδιωξε αι-τό την πρωτεύουσα. Τα μέτρα αυτά ό μως οδήγησαν σε έναν μεγάλο και σκληρό αγώνα που τελείωσε μόνον ύ στερα από έξι χρόνια με την πλήρη υποδούλωση τών Ισαύρων στην πα τρίδα τους Ισαυρία, ενώ πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Θράκη.
Η αποτελεσματική αυτή ρύθμιση τού ισαυρικού προβλήματος αποτελεί τη μεγαλύτερη υπηρεσία που προσέφερε ο Αναστάσιος στην Αυτοκρατο ρία.
Στο εξωτερικό, εκτός από τον εξαντλητικό και άκαρπο πόλεμο με την Περσία, έχουμε τα γεγονότα τού Δούναβη που υπήρξαν πολύ σημαντικά για τη μετέπειτα ιστορία. Μετά την αναχώρηση τών Οστρογότθων στην Ι ταλία, άρχισαν, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Αναστασίου, τις λεη λασίες τους και τις επιδρομές τους οι Βούλγαροι, οι Γέτες και οι Σκύθες. Οι Βούλγαροι, που λεηλάτησαν κατά τον
50
αιώνα τα σύνορα τού Βυ
ζαντίου, ήταν λαός ουννικής (τουρκικής) προελεύσεως. Για πρώτη φορά αναφέρονται στη Βαλκανική Χερσόνησο κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ζήνωνος μαζί με την κάθοδο τών Οστρογότθων στα βόρεια τής Βυ
ζαντινής Αυτοκρατορίας. Σχετικά με τα ονόματα Γέτες και Σκύθες παρατηρούμε ότι οι χρονικο
γράφοι αυτής τής περιόδου δεν ήταν καλά πληροφορημένοι για την εθνο γραφική σύνθεση τών βόρειων λαών και ότι ως εκ τούτου τα ονόματα αυ
τά, όπως παρατηρούν οι ιστορικοί, έχουν σχέση και με μερικά σλαβικά φύλα.
Ο συγγραφέας του Ίου αιώνα Θεοφύλακτος ταυτίζει τους Γέτες με τους Σλάβους(l). Κατά τη διάρκεια λοιπόν τής βασιλείας τού Αναστασίου
οι Σλάβοι, μαζί με τους Βουλγάρους, άρχισαν τις επιδρομές τους στη Βαλκανική Χερσόνησο. Όπως αναφέρεται σε κάποια πηγή «το ιππικό τών Γετών» λεηλάτησε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο,
φθάνοντας μέχρι τις Θερμοπύλες(2). Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν την
(1) «Historiae», 111,4,7, ed. de Boor, 116, πρβλ. Bury, «Later Roman Empire», 1,434436. (2) Comitis Marcellini, «Chronicon, ad annum», 517 (cd. Τ. Mommsen, Chronica Minora, 1893, 11, 100).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
148
θεωρία ότι οι Σλάβοι εισέδυσαν σcη Βαλκανική Χερσόνησο ακόμη νωρί τερα. Ο Ρώσος Ντρίνοφ
(Drinov),
Π.χ., σcηρίζoντας τις απόψεις του στις
έρευνές του γύρω από τα τοπωνύμια και τα ανθρωπωνύμια τής Βαλκανι
κής Χερσονήσου, πισcεύει ότι οι Σλάβοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Χερσόνησο κατά τα τέλη τού 20υ αιώνα μ.χ.(Ι).
Οι επιθέσεις τών Βουλγάρων και τών Σλάβων κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Aνασcασίoυ δεν ήταν και τόσο σημαντικές, γιατί οι βάρ βαροι, αφού λεηλατούσαν τον λαό τού Βυζαντίου, γύριζαν πίσω, στα μέ ρη τους. Εν τούτοις όμως οι επιδρομές αυτές υπήρξαν οι πρόδρομοι τών
μεγάλων σλαβικών επιθέσεων που εκδηλώθηκαν τον
60
αιώνα επί Ιου
στινιανού, στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Με σκοπό να προφυλάξει την πρωτεύουσα από τους βαρβάρους τού Βορρά, ο Αναστάσιος έκτισε στη Θράκη -σαράντα μίλια δυτικώς τής
Κωνσταντινουπόλεως -
το λεγόμενο «Μακρόν Τείχος», που άρχιζε από
τη Θάλασσα τού Μαρμαρά και τελείωνε στη Μαύρη Θάλασσα «μετατρέ
ποντας ουσιαστικά την πόλη», όπως μάς πληροφορεί μια πηγή «από χερ σόνησο σε νήσο»(2). Το τείχος αυτό όμως δεν εκπλήρωσε τον προορισμό
του. Λόγω τής βιαστικής του κατασκευής και τών ρηγμάτων που τού προ
κάλεσαν οι σεισμοί δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εχθρό να πλησιάσει την πόλη. Ίχνη τού τείχους σώζονται μέχρι σήμερα. Στη Δυτική Ευρώπη, την εποχή τού Aνασcασίoυ, έγιναν ακόμη σπου
δαιότερες μεταβολές. Ο Θευδέριχος έγινε Βασιλιάς τής Ιταλίας και, μα
κριά, σcα βορειοδυτικά, ο Κλόβις, πριν ακόμη γίνει Αυτοκράτορας ο Α ναστάσιος, ίδρυσε ένα ισχυρό φραγκικό βασίλειο. Και τα δύο αυτά βασί λεια δημιουργήθηκαν σε περιοχές που, θεωρητικά, ανήκαν στον Αυτο κράτορα τού Βυζαντίου. Φυσικά το απομακρυσμένο Βασίλειο τών Φράγ
κων δεν μπορούσε, με κανέναν τρόπο, να εξαρτάται από την Kωνσcαντι νούπολη, αν και ,για τους εγχωρίους η εξουσία τών νεήλυδων ήταν έγκυ ρη μόνον ύστερα από την επίσημη αναγνώeισή της από την Κωνσταντι
νούπολη. Έτσι, αν και οι Γότθοι ανακήρυξαν τον Θευδέριχο Βασιλιά τής Ιταλίας «χωρίς να περιμένουν τις οδηγίες τού Aνασcασίoυ»μ), ο νέος Βα
σιλιάςτής Ιταλίας ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να τού σcείλει τα αυτο-
(1)
«Η κατάκτηση τής Βαλκανικής Χερσονήσου από τους Σλάβους» (Μόσχα,
1877,
Ρωσικά). Τώρα, στη Σοβιετική Ρωσία, δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την πρ<ί"nη κά
θοδο τών Σλάβων στην Βαλκανική Χερσόνησο. Πολλά σχετικά άρθρα έχουν δημοσι ευΘεί και η θεωρία τού Ντρίνοφ αναθεωρείται. Το βιβλίο τού Ντρίνοφ εξεδόθη σε μία νέα έκδοση τών έργων του από τον
V. Zlatarsky, Ι, 1~9-364. (2) Evagrii, «Historia EccIesiastica», ΠΙ, 38, έκδοση Bidez και Parmentier, 136. (3) «Anonymus VaIesianus», 57, ed. V. Gardhausen, 295, ed. Τ. Mommsen, Chronica Minora, Ι, 322.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
149
κρατορικά εμβλήματα τα οποία, προηγουμένως, είχαν επισrραφεί σroν Ζήνωνα από τον Οδόακρο. Ύ σrερα από μακρές διαπραγματεύσεις και την αίτοστολή πολλών αντιπροσωπειών στην Kωνσrαντινoύπoλη, ο Ανα στάσιος αναγνώρισε ως ηγεμόνα τής Ιταλίας τον Θευδέριχο, ο οποίος νομιμοποιήθηκε έτσι σrα μάτια του τοπικού πληθυσμού!). Το γεγονός ότι
οι Γότθοι δέχονταν τη διδασκαλία τού Αρείου, δεν επέτρεπε τη δημιουρ γία σrενότερης φιλίας μεταξύ τών Γότθων και τών εγχωρίων κατοίκων τής Ιταλίας.
Στον Βασιλιά τών Φράγκων ο Aνασrάσιoς έσrειλε ένα τιμητικό δί πλωμα με το οποίο τόν ονόμαζε ύπατο και που ο Κλόβης το δέχθηκε με ευγνωμοσύνη(2). Οι «Ρωμαίοι» τής Γαλατίας θεωρούσαν τον Αυτοκράτο
ρα τής Ανατολής ως φορέα τής ανώτατης εξουσίας, ο οποίος είχε απο
κλεισrικά τη δυνατότητα να απονέμει όλες τις άλλες εξουσίες. Το δίJτλω μα που ο Αναστάσιος απέστειλε στον Κλόβι, πιστοποιούσε στους Γαλάτες τη νομιμότητα τής εξουσίας τού τελευταίου, ενώ συγχρόνως τόν έκανε ένα είδος αντιβασιλέα τής Γαλατίας, η οποία, θεωρητικώς, παρέ μενε τμήμα τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας.
Οι σχέσεις αυτές τού Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου με το Βασίλειο τών Γερμανών δείχνουν καθαρά ότι, κατά τα τέλη τού 50υ και σrις αρχές τού 60υ αιώνα, η ιδέα τής ενιαίας Αυτοκρατορίας παρέμενε ακόμη ισχυρή.
Η θρησκευτική πολιτική τού Αναστασίου. Η επανάσταση τού Βιταλιανού. Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Παρά τις υποσχέσεις που έδωσε ο Αναστάσιος σroν Πατριάρχη Κων σrαντινoυπόλεως, υπoσrήριξε τους Μονοφυσίτες, με το μέρος τών οποί ων ετάχθη, αργότερα, φανερά. Το γεγονός αυτό έγινε δεκτό με χαρά στην Αίγυπτο και την Συρία, όπου ο Μονοφυσιτισμός είχε διαδοθεί ευ ρέως. Στην πρωτεύουσα όμως η συμπάθεια τού Αυτοκράτορα προς τους
Μονοφυσίτες, προκάλεσε μεγάλη ανασrάτωση και όταν ο Aνασrάσιoς, ακολουθώντας το παράδειγμα τής Αντιοχείας, διέταξε να ψέλνεται ο «τρισάγιος ύμνος» με την προσθήκη τής «θεοπασχιτικής» φράσεως (έπα
θεν ο Xρισrός δηλαδή επί τού σrαυρoύ ως Θεός) «ο σrαυρωθείς δι' η μάς» (<<Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ο σrαυρωθείς
δι' ημάς, ελέησον ημάς»), ξέσπασαν σrην Kωνσrαντινoύπoλη μεγάλες τα ραχές, που λίγο έλειψε να εκθρονισθεί ο Αυτοκράτορας.
(1) Βλέπε J. Sundwcll, «Abhandlungcn zur Geschichte des ausgehenden Romcrtums», 1!}()-229. (2) Gregorii Turoncnsis Episcopi, «Historia Francorum». 11,38 (ΧΧVΙΙΙ), ed. Η. Omont και G. Collon, 72.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
150
Η θρησκευτική πολιτική τού Αναστασίου είχε ως αποτέλεσμα την ε πανάσταση τού Βιταλιανού στη Θράκη. Επικεφαλής ενός μεγάλου στρα τοιί , που τόν αποτελούσαν Ούννοι, Βούλγαροι και -Cσως- Σλάβοι, και με τη βοήθεια μεγάλου στόλου, ο Βιταλιανός βάδισε εναντίον τής πρω
τεύουσας, με τον πολιτικό σκοπό -τον οποίο καταλλήλως έκρυβε πίσω EWησκευτικές δήθεν επιδιώξεις- να εκθρονίσει τον Αυτοκράτορα.
([;1:6
Ύστερα από έναν μεγάλο και εντατικό αγώνα, η επανάσταση τελικά κα
π<πιΊλη, αν και η σημασία της, από ιστορική πλευρά, δεν υπήρξε μικρή. «Ψι;ρνοντας τρεις φορές τα ετερόκλητα στρατεύματά του κοντά στην Κωνσταντινούπολη και αποσπώντας αρκετά χρήματα από την κυβέρνη
υη, ο Βιταλιανός -όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκι- αποκάλυψε στους βαρ β<ί.ρους την αδυναμία τής Αυτοκρατορίας και τα πλούτη τής Κωνσταντι
νουπόλεως, ενώ συγχρόνως τούς δίδαξε πώς να επιχειρούν συνδυασμέ νες, από την ξηρά και τη θάλασσσα, επιδρομές»Ι). Η εσωτερική πολιτική τού Αναστασίου, η οποία δεν έχει ακόμη αρκε
τcί μελετηθεί και αξιολογηθεί από την ιστορία, φέρει τα χαρακτηριστικά μιας έντονης δραστηριότητας που είχε, από οικονομική άποψη, αξιόλογα αποτελέσματα.
Μια από τις πιο σπουδαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις υπήρξε η κα τάργηση τού μισητού χρυσαργύρου, το οποίο πληρωνόταν, ως φόρος, με χψ'οό ή άργυρο (Λατινικά ονομαζόταν ρ>' ς,
lttstralis auri argentive collatio).
lustralis collatio
ή, μερικές φο
Ο φόρος αυτός, αίτό τις αρχές τού
40υ αιιι)να, ήταν υποχρεωτικός για όλα τα επαγγέλματα' ακόμη και για
τους υπηρέτες, τους ζητιάνους και τις πόρνες. Εισεπράττετο ακόμη και για τα εργαλεία και τα ζώα τών αγροτών, με αποτέλεσμα να υποφέρουν
οι ;rτωχoί πολύ από το χρυσάργυρον. Επισήμως ο φόρος αυτός εισεπράτ πτο μόνον μία φορά κάθε πέντε χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα η η
μερομηνία εισπgάξεώς του καθοριζόταν από τη διοίκηση αυθαίρετα και
απροειδοποίητα, με αποτέλεσμα να οδηγείται ο λαός στην απελπισία (2 ). Πιιρά τα τεράστια εισοδήματα που είχε το κράτος από αυτήν την φορο λογία, ο Αναστάσιος τήν κατάργησε οριστικά, αφού έκαψε δημοσία κάθε
aXETιy.lj με αυτήν διαταγή. Ο λαός γιόρτασε, με μεγάλη χαρά, την κατάργηση τού φόρου και, ό πως αναφέρει ένας ιστορικός τού 60υ αιώνα, για να περιγράψει κανείς
αυηΊ τη χειρονομία τού Αυτοκράτορα «χρειάζεται την ευγλωττία τού
(1) «Ιστορία 111ς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Ι,
(2)
Ο.
352
(Ρωσικά).
Sccck, «(:ollatio lustralis» (Real-Encyclop'ir;lie der CIassischen AltertumswisscncιI. Α. F. Pauly, G. Wissowa, κ.ά., IV. 370-376.
sc!I:It't).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
151
Θουκυδίδη ή κάτι το ανώτερο ακόμψ(IΙ. Μια συριακή πηγή τού 60υ αιώνα περιγράφει τη χαρά με την οποία
δέχθηκε ο λαός τής Εδέσσης το διάταγμα καταργήσεως τού φόρου ως ε ξής: «Όλη η πόλη χάρηκε και όλοι, μικροί και μεγάλοι, φόρεσαν λευκά φορέ ματα, πήραν αναμμένα κεριά και λιβανιστήρια γεμάτα λιβάνι και βάδισαν, ψέλνοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και τον Αυτοκράτορα, προς την εκ
κλησία τού Αγίου Σεργίου και τού Αγίου Συμεών, όπου και λειτούργησαν. Κατόπιν γύρισαν στην πόλη όπου γλέντησαν εύθυμα και ευτυχισμένα μια ο λόκληρη εβδομάδα κι αποφάσισαν να γιορτάζουν το γεγονός αυτό κάθε χρό νο. Όλοι οι τεχνίτες γιόρταζαν και διασκέδαζαν με λουτρά και ευωχίες στον περίβολο τής μεγάλης εκκλησίας και σε όλα τα περιστύλια τής πόλης».
Το ποσόν που απέδιδε στην Έδεσσα το χρυσάργυρον ήταν χρυσού, κάθε τέσσερα
χρόνια(2 Ι .
140 λίτρες
Η κατάργηση αυτού τού φόρου ικανο
ποίησε ιδιαίτερα την Εκκλησία, γιατί οι πόρνες, πληρώνοντας τον φόρο αυτό, εμμέσως νομιμοποιούνταν(3 Ι .
Φυσικά η κατάργηση τού χρυσαργύρου στέρησε το θησαυροφυλάκιο από ένα σεβαστό εισόδημα, αλλά η απώλεια αυτή γρήγορα αντισταθμί στηκε με την καθιέρωση νέου φόρου: τής χρυσοτελείας, που ήταν ένας φόρος «εις χρυσόν». Ο φόρος αυτός ήταν εμφανώς ένας φόρος επί τής γαιοκτησίας, ο οποίος επιβλήθηκε κυρίως για την ενίσχυση τού στρατού, και βάρυνε, όπως και η προηγούμενη φορολογία, τους φτωχούς. Η όλη
δε οικονομική μεταρρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα μια πιο ομαλή κατανο μή τών φορολογικών βαρών και όχι μια πραγματική ελάττωσή τους(4Ι .
Ίσως η πιο σπουδαία οικονομική μεταρρύθμιση τού Αναστασίου υ πήρξε η, με βάση την καθοδήγηση τού εκ Συρίας εμπίστου του συμβού
λου Μαρίνου, αλλαγή τού τρόπου με τον οποίο γινόταν η είσπραξη τών φόρων, η οποία ανετέθη στους βίνδικες. Αν και το νέο σύστημα εισπρά
ξεως τών φόρων αύξησε αρκετά τα εισοδήματα τού κράτους, τροποποιή θηκε αργότερα. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Αναστασίου το πρό-
(J) Evagrii, «Historia ecclesiastica», 111, 39, ed. Bidez και Parmentier, 137. Ο Ε. W.
Brooks, -Cambridge Medieval History, 1,484-
ονομάζει το χρυσάργυρον «φορολο
γία επί όλων τών ειδών συναλλαγής ζώων και φυτών» και ο
Empire 1,441-
Bury - Later Roman
«φόρο επί τών εισπράξεων».
(2) «The Chronicle of Joshua the Stylite», μετάφρ. W. Wright, κεφ. ΧΧΧΙ, 22. (3) Bury, «Later Roman Empire», Ι, 442. (4) Ε. W. Brooks, «The Eastern Provinces from Arcadius to Anastasius», Cambridge Medieval History, Ι, 484. Ε. Stein, «Studien zur Geschichte des Byzantinischen Reiches», 146.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
152
βλημα τών άγονων γαιών φαίνεται ότι παρουσιάστηκε περισσότερο έντο νο από κάθε άλλη φορά. Το βάρος τών πρόσθετων φόρων έπεσε σε πρό σωπα που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν, καθώς και σε μη παραγωγι κές γαίες, με αποτέλεσμα να πληρώνουν στην κυβέρνηση όλους τους φό
ρους οι ιδιοκτήτες τών παραγωγικών γαιών. Η πρόσθετη αυτή εισφορά που ονομαζόταν
-
στα Ελληνικά- επιβολή, ήταν ένας παλαιότατος
θεσμός που ανάγεται στην Αίγυπτο τών Πτολεμαίων και ο οποίος
εφαρμόστηκε απαρέγκλιτα από τον Μεγάλο Ιουστινιανό(l). Ο Αναστάσιος όρισε επίσης ότι ένας ελεύθερος αγρότης που θα ζού
σε στο ίδιο μέρος τριάντα χρόνια, θα γινόταν άποικος
(colonus)
δίχως να
χάνει την προσωπική του ελευθερία και το δικαίωμα τής ιδιοκτησίας. Η εποχή τού Αναστασίου είναι επίσης χαρακτηριστική για τις νομι
σματικές μεταβολές που έγιναν τότε. Το
498
καθιερώθηκε το μεγάλο ο
ρειχάλκινο νόμισμα, ο φόλλις, με όλες τις μικρότερές του υποδιαιρέσεις. Το νέο νόμισμα έγινε δεκτό, κυρίως από τους φτωχούς, με ευχαρίστηση, γιατί το μέχρι τότε χρησιμοποιούμενο χάλκινο νόμισμα είχε αρχίσει να
σπανίζει, ενώ συγχρόνως ήταν κακής ποιότητας και δεν έφερε ένδειξη τής αξίας του. Τα νέα νομίσματα κόπηκαν στα τρία νομισματοκοπεία που λειτουργούσαν, επί Αναστασίου, στην Κωνσταντινούπολη, την Νικομή
δεια και την Αντιόχεια. Το νόμισμα τού Αναστασίου έμεινε ως πρότυπο αυτοκρατορικού νομίσματος μέχρι το δεύτερο ήμισυ τού Ίου αιώνα(2 1 • Στις ανθρωπιστικές του μεταρρυθμίσεις ο Αναστάσιος προσέθεσε ένα
διάταγμα, που απαγόρευε τις μονομαχίες ανθρώπων και θηρίων στον ιπ πόδρομο.
(1) Σχετικά με την «επιβολή» -εκτός α,ίτό τη μελέτη τού Η. Monnier, «Etudes du droit byzantin», Nouvcl1e Revue historique de droit,
ΧΥΙ
(1892),497-542,637-672-
βλέπε
F. DoIger, «Beitrage zur Geschichte der byzantinischen FinanzverwaItung besonders des 10. und 11. lahrhunderts», 128-133. G. Ostrogorsky, xation» (RecueiI d' etudes dediees
a Ν. Ρ.
«Α
Byzantine Treatise
οη
Ta-
Kondakov), 114-115. Ostrogorsky, «Die
landIichc Stcuergcmcindc dcs byzantinischen Reiches im Χ. lahrhundcrt», Vierteljahrschrift fίir Sozial - und Wirtschaftsgeschichte, ΧΧ (1927), 25-27. Οι τρεις αυτές με λέτες δίνουν μια καλή βιβλιογραφία.
(2) Βλέπε W. Wroth, «CataIoguc of the ImperiaI Byzantine Coins ίη the British Μυ seum», Ι, ΧΧίίί-ίν, Ιχχνίi. Bury, «Later Roman Empire», Ι, 446-447. Πιο σύγχρονη είναι η μελέτη τού
R. Ρ. BIake, «The Monctary Reform of Anastasius Ι and Its Economic ImpIications": Studics ίη thc History of Culturc, 84-97. Ο Bl.akc αναφέρει ότι «ο
καλ;τάζων πληθωρισμ6ς τ<Δν αρχ(Δν τού 40υ αιιΔνα εκμηδενίστηκε και ότι επετεύχθη έ
να λογικό κdι σταθερ6 επίπεδο τιμών». Η έκταση όμως αυτής τής επιτυχίας τού Ανα (πασίου δεν είναι γνωστι] λόγω τής ελλείψεως σχετικιίJν πληροφοριο)ν (σελ. 97).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
153
Αν και ο Αναστάσιος συχνά ελάττωνε τους φόρους πολλών επαρχιών και πόλεων, ιδιαίτερα δε εκείνων τών περιοχών που επλήγησαν από τον περσικό πόλεμο, και μολονότι πραγματοποίησε ένα οικονομικό πρό γραμμα, που συμπεριλάμβανε το «Μακρόν Τείχος», υδραγωγεία, τον Φάρο τής Αλεξανδρείας και άλλα έργα, η κυβέρνηση, προς το τέλος τής βασιλείας τού Αναστασίου, είχε ένα μεγάλο απόθεμα το οποίο ο ιστορι
κός Προκόπιος υπολογίζει δες λίβρες χρυσού
- ίσως με κάποια υπερβολή - σε 320 χιλιά (65.000.000 ή 70.000.000 δολάρια)(Ι). Η οικονομική τα
κτική τού Αναστασίου υπήρξε πολύ σημαντική για τη μεγαλόπνοη
πολιτική τού δεύτερου διαδόχου του, Ιουστινιανού τού Μεγάλου. Η επο χή τού Αναστασίου υπήρξε μια θαυμάσια εισαγωγή στην εποχή τού Ιου στινιανού.
Συμπέρασμα Το κύριο ενδιαφέρον τής εποχής που αρχίζει με τον Αρκάδιο και κλείνει με τον Αναστάσιο
(395-518)
εντοπίζεται στα εθνικά και θρησκευτικά
προβλήματα, καθώς και τα πολιτικά ζητήματα που ήταν πάντα σχετικά με τις θρησκευτικές τάσεις. Η γερμανική ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η
γοτθική τυραννία δυνάμωσε πολύ στην πρωτεύουσα και απείλησε όλο το κράτος κατά τα τέλη τού 40υ αιώνα. Αργότερα η κατάσταση έγινε ακόμη
πιο περίπλοκη λόγω τών φιλικών προς τον Αρειανισμό διαθέσεων τών Γότθων. Η απειλή τών Γερμανών ελαττώθηκε στις αρχές τού 50υ αιώνα επί Αρκαδίου για να εξαφανισθεί τελείως επί Λέοντος Α', την εποχή δη λαδή τής μεταγενέστερης αλλά αδύναμης εκδηλώσεώς της κατά τα μέσα τού 50υ αιώνα. Αργότερα, στα τέλη τού ίδιου αιώνα, παρουσιάσθηκε από
τον Βορρά ο κίνδυνος τών Οστρογότθων, ο οποίος διοχετεύθηκε με επι τυχία από τον Ζήνωνα στην Ιταλία, με αποτέλεσμα να ρυθμιστεί, προς ό
φελος τού κράτους, το γερμανικό πρόβλημα στο ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας.
Το ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας κατόρθωσε επίσης να επιλύ σει προς όφελός του, τα πενήντα τελευταία χρόνια τού 50υ αιώνα, το λι γότερο οξύ εθνικό πρόβλημα τής κυριαρχίας τών Ισαύρων. Οι Βούλγα ροι και οι Σλάβοι μόλις άρχιζαν την περιόδο αυτή τις επιδρομές τους στα
σύνορα τής Αυτοκρατορίας και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί ο σπου
δαίος ρόλος που οι βόρειοι αυτοί λαοί επρόκειτο να διαδραματίσουν στην ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εποχή τού Αναστασίου
(Ι) «Historia quac dicitur. Arcana». 19,7-8 (ed.
J. Haury. 12]). DcIchayc. «LiΓc of
DanicI thc StyIite», AnaIccta Bollandiana. ΧΧΧΙΙ (19]3),206. ΓαλλΙΥ.I] έκδ. 86. Βλ. και Bayncs, <
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
154
μπορεί να θεωρηθεί ως απλή εισαγωγή στην εποχή τών Σλάβων.
Το θρησκευτικό πρόβλημα τής εποχής αυτής εκδηλώνεται σε δύο φά σεις: την ορθόδοξη, μέχρι την εποχή τού Ζήνωνος, και την μονοφυσιτική, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ζήνωνος και τού Αναστασίου. Η συμπαθής προς τους Μονοφυσίτες στάση τού Ζήνωνος και οι μονοφυσι
τικές τάσεις τού Αναστασίου υπήρξαν σημαντικές όχι μόνον από θρη
σκευτική αλλά και από πολιτική άποψη. Στα τέλη τού 50υ αιώνα το δυτι κό τμήμα τής Αυτοκρατορίας, παρά τη θεωρητική του ενότητα με την Α νατολή, είχε στην πράξη αποξενωθεί από την Κωνσταντινούπολη. Στη Γαλατία, στην Ισπανία και στη Βόρειο Αφρική σχηματίσθηκαν νέα βασί
λεια τών Βαρβάρων, η Ιταλία κυβερνιόταν από Γερμανούς και, στα τέλη τού 50υ αιώνα, ιδρύθηκε, σε ιταλικό έδαφος, το Βασίλειο τών Οστρογότ θων. Η κατάσταση αυτή τών πραγμάτων εξηγεί γιατί οι Ανατολικές Ε παρχίες
-
Αίγυπτος, Παλαιστίνη και Συρία
-
απέκτησαν εξαιρετική
σπουδαιότητα στο ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Η μεγάλη αξία τόσο τού Ζήνωνος όσο και τού Αναστασίου έγκειται στο γεγονός ότι αντιλήφθηκαν πως το κέντρο βάρους είχε μετακινηθεί και στο ότι, εκτι
μώντας τη σημασία τών ανατολικών επαρχιών, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο προκειμένου να βρουν έναν τρόπο ώστε να τίς προσκολλήσουν στην πρω τεύουσα.
Εφόσον δε οι επαρχίες αυτές -κυρίως η Αίγυπτος και η Συρία- ή ταν αφοσιωμένες στο δόγμα τών Μονοφυσιτών, η μόνη λύση ήταν να ει
ρηνεύσει η Αυτοκρατορία με τους Μονοφυσίτες, αδιαφορώντας για τις υποχωρήσεις που ήταν αναγκασμένη να κάνει. Το γεγονός αυτό εξηγεί το σκοπίμως μάλλον σκοτεινό «ενωτικόν» τού Ζήνωνος, το οποίο υπήρξε ένα από τα πρώτα βήματα προς τον συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες.
Όταν η προσπάθεια τού Ζήνωνος απέτυχε, ο Αναστάσιος αποφάσισε ν' ακολουθήσει μια απροσχημάτιστη μονοφυσιτική τακτική. Και οι δύο αυ τοί Αυτοκράτορε'ς υπήρξαν, εν συγκρίσει με τους μεταγενέστερους' Αρ χοντες τής Αυτοκρατορίας, πολύ διορατικοί. Η μονοφυσιτική τους τακτι
κή ήλθε σε αντίθεση με την κίνηση τών Ορθοδόξων, η οποία βρήκε μεγά λη υποστήριξη στην πρωτεύουσα, στη Βαλκανική Χερσόνησο, στις περισ σότερες επαρχίες τής Μικράς Ασίας, στα νησιά και σε μερικές περιοχές τής Παλαιστίνης. Η Ορθοδοξία υποστηρίχθηκε επίσης από τον Πάπα, που διέκοψε, λόγω τού «ενωτικού)), κάθε σχέση με την Κωνσταντινού
πολη. Η αναπόφευκτη σύγκρουση θρησκείας και πολιτικής εξηγεί τις ε σωτερικές τα~αχές τής εποχής τού Αναστασίου, ο οποίος δεν κατόρθωσε, όσο ζούσε, να εδραιώσει στην Αυτοκρατορία του την ειρήνη και την αρ
μονία που επιθυμούσε. Οι διάδοχοί του οδήγησαν την Αυτοκρατορία σε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο και, από τα τέλη τής εποχής αυτής, είχε
ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή η αποξένωση τών Ανατολικών Επαρχιών.
~IΣ~T~O~P~IA~T~H~Σ~B~γ=Z~A~N~T~IN~H~Σ~A~γ~Τ~O~K~P~A~T~O~P~IA~Σ~
__________________~155
Γενικά η περCοδος αυτή υπήρξε περίοδος αγώνων τών διαφόρων rAVL-
κοτήτων, οι οποίες ξεκινούσαν στον αγώνα τους με διαφορετικούς Ω/ω πούς και ελπίδες. Οι Γερμανοί και οι Ίσαυροι επεδίωκαν πολιτική υπ
ροχή, ενώ οι Κόπτες στην Αίγυτπο και οι Σύριοι νοιάζονταν κυρίως για τον θρίαμβο τών θρησκευτικών τους δογμάτων.
Φιλολογία, Επιστήμη, Αγωγή και Τέχνη (Από την εποχή τού Μεγ. Κωνσταντίνου μέχρι τον Ιουστινιαν(ί)
Οι εξελίξεις στη φιλολογία, στην επιστήμη και στην αγωγή, από τον
40
μέχρι τις αρχές τού 60υ αιώνα, είναι στενά συνδεδεμένες με τις σχ{σεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ τού χριστιανικού και τού ειδωλολατ(Η%Οι1 κόσμου, ο οποίος είχε παρουσιάσει έναν τόσο μεγάλο Πf'Λιτωμ6. Οι
αντιπαραθέσεις τών Χριστιανών aπoλoγητών τού 20υ και τού 30υ (ωί>να σχετικά με το κατά πόσο μπορεί ένας Χριστιανός να χρησιμοποι!'ί τη
πνευματικά δημιουργήματα τών ειδωλολατρών, έμειναν δίχως ωτοτέλε σμα. Ενώ μερικοί απολογητές έβρισκαν τον ελληνικό πολιτισμό, τον ο ποίο δεν θεωρούσαν ασυμβίβαστο με τον Χριστιανισμό, ωφέλιμο, ιίλλοι αρνούνταν κάθε χρησιμότητα τής ειδωλολατρικής αρχαιότητας, την οποία είχαν αποκηρύξει. Διαφορετική κατάσταση επικρατούσε στην Αλες(ίν δρεια, το αρχαίο αυτό κέντρο τών φιλοσοφικών και θρησκευτικών αντι
παραθέσεων, όπου κυριαρχούσε η τάση προσεγγίσεως τιόν Μο αυτών φαινομενικώς ασυμβίβαστων παραγόντων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο φημισμένος συγγραφέας τού 20υ αιώνα, γράφει: «η φιλοσοφία υπηρετεί ως οδηγός, προετοιμάζοντας όσους ο Χριστός κάλεσε να τελειωθούν»(Ι). Εν TOlITOL; το πρόβλημα τών σχέσεων μεταξύ ειδωλολατρικού πολιτισμ(ηί και
Χριστιανισμού δεν είχε λυθεί ακόμη κατά τους τρεις πρώτους μ.χ. αιώνες. Αλλά, σιγά-σιγά, η ειδωλολατρική κοινωνία μεταστράφηκε στον Χρι στιανισμό, που προόδευσε πολύ κατά τον
40
αιώνα, χάρη, πρώτον, στην
προστασία τού κράτους και, δεύτερον, στις πολλές «αιρέσεις»
-
που
προκάλεσαν επιστημονικές συζητήσεις και ζωηρές διαμάχες, με αποτέ
λεσμα τη δημιουργία νέων και σοβαρών προβλημάτων. Συγχρόνως ο Χριστιανισμός απορροφούσε πολλά στοιχεία τού πολιτισμού τών ειδωλο
λατρών και, όπως λέει ο Κρουμπάχερ, «οι χριστιανικές αρχές ασυνείδη τα περιεβλήθησαν την ειδωλολατρική ενδυμασία»(2). Η χριστιανική φιλο
λογία τού 40υ και τού 50υ αιώνα εμπλουτίσθηκε με τα έργα μεγάλων συγγραφέων, τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο. Συγχρόνω; η (Ι)
«Stromata», 1,5, ed. Migne, Patrologia Graeca, ΥΙlI, 717-720. (2) «Die Griechische Literature des Mittelalters. Die Kultur der Entwicklung und ihre Ziele» (3η έκδ. 1912),337.
()cgenW;IΓt:
Ihrc
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
156
ειδωλολατρική παράδοση συνεχίσθηκε και αναι-ττύχθηκε από τους αντι προσώπους τής ειδωλολατρικής σκέψης. Στην εκτεταμένη επικράτεια τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μέσα στα προ τών περσικών και αραβικών κατακτήσεων όριά της, η χριστιανι κή Ανατολή τού 40υ και τού 50υ αιώνα παρουσίασε αρκετά διαλεκτά φι λολογικά κέντρα, τών οποίων οι συγγραφείς ασκούσαν μια μεγάλη επιρ
ροή και έξω ακόμη από τα όρια τών πόλεών τους και τών επαρχιών τους. Η Καππαδοκία, στη Μικρά Ασία, έδωσε, κατά τον
40
αιώνα, τους τρεις
διακεκριμένους «Καππαδόκες»: Τον Μέγα Βασίλειο, τον φίλο του Γρη γόριο τον Θεολόγο και τον νεώτερο αδελφό τού Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσης.
Αξιόλογα πνευματικά κέντρα τής Συρίας υπήρξαν η Αντιόχεια και η Βηρυτός, η οποία διακρίθηκε ως κέντρο νομικών σπουδών. Η περίοδος ακμής τής πόλεως αυτής διήρκεσε από το
200
μέχρι το
551
μ.χ.(Ι). Η Ιε
ρουσαλήμ, στην Παλαιστίνη, δεν είχε ακόμη συνέλθει αι-τό τις καταστρο φές που υπέστη επί Τίτου και γι' αυτόν τον λόγο η συμβολή της, από από
ψεως πολιτισμού, δεν υπήρξε αξιόλογη κατά τον
40
και τον
50
αιώνα.
Αλλά η Καισάρεια και, αργότερα, προς τα τέλη τού 40υ αιώνα, η πόλη τής Νότιας Παλαιστίνης Γάζα, με τη φημισμένη σχολή τών ρητόρων και τών ποιητών συνεισέφεραν πολλά στους θησαυρούς τής σκέψεως και τής φιλολογίας τής εποχής εκείνης. Πάνω απ' όλα αυτά όμως η πόλη τής Αι
γύπτου Αλεξάνδρεια παρέμεινε το κέντρο εκείνο που είχε την πιο βαθιά και την πιο πλατιά επιρροή σε όλη την Ασιατική Ανατολή. Η νέα πόλη τής Κωνσταντινουπόλεως που προοριζόταν να έχει ένα λαμπρό μέλλον επί Ιουστινιανού, μόλις άρχιζε να δείχνει τα πρώτα ση
μεία μιας φιλολογικής δραστηριότητας. Αξιόλογα επίσης για τον πολιτισμό και τη φιλολογία τής εποχής αυτής υπήρξαν δύο άλλα δυτικά κέντρα τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη καΙ'η Αθήνα, η οποία, μαζί με την Εθνική της Σχολή, παρα γκωνίσθηκε αργότερα από τον νικηφόρο ανταγωνιστή της, το Πανεπι
στήμιο τής Κωνσταντινουπόλεως.
Μια σύγκριση τών πολιτισμικών εξελίξεων στις ανατολικές και στις δυτικές επαρχίες τής Βυζαντινής Aυτoκ€?αΤOρίας παρουσιάζει το εξής εν διαφέρον φαινόμενο: στην ευρωπα'ίκή Ελλάδα, με τον αρχαίο της πολιτι σμό, η πνευματική δραστηριότητα και δημιουργία ήταν απείρως μικρό τερη σε σύγκριση με την πρόοδο που παρατηρούμε στις επαρχίες τής Α σίας και τής Αφρικής, αν και το μεγαλύτερο μέρος τών επαρχιών αυτών, όπως λέει ο Κρουμπάχερ, «ανακαλύφθηκε» και αποικίσθηκε μόνον από
την εποχή τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ίδιος μελετητής καταφεύγει
(1) Βλ. Ρ. Collinet. «Histoire dc Ι' ΙΞColc dc droit dc Bcyrouth», 305.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
157
«σcην προσφιλή μας, σύγχρονη, γλώσσα τών αριθμών» και ισχυρίζεται ό
τι οι ευρωπα"ίκές επαρχίες τού Βυζαντίου συνέβαλαν μόνον κατά δέκα τοις εκατό ΣCη γενική πνευματική δημιουργία τής περιόδου αυτής(Ι). Στην πραγματικότητα η πλειονότητα τών συγγραφέων αυτής τής επο
χής καταγόταν από την Ασία και την Αφρική. Μετά δε την ίδρυση τής Kωνσcαντινoυπόλεως όλοι οι ισcoρικoί υπήρξαν Έλληνες. Η φιλολογία τών Πατέρων τής Εκκλησίας γνώρισε την πιο λαμπρή της περίοδο τον
40 και σcις αρχές τού 50υ
αιώνα.
Οι Καππαδόκες Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έλαβαν αξιoθαύμασcη αγωγή σcις καλύτερες ρητορικές σχολές τής Αθή νας και τής Αλεξανδρείας. Δυσcυχώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πλη ροφορίες για την αγωγή τού νεώτερου αδελφού τού Βασιλείου, Γρηγορί ου Νύσσης, που υπερείχε σε φιλοσοφικό σcoχασμό από τους άλλους δύο. Και οι τρεις Καππαδόκες γνώριζαν την κλασική φιλολογία αντιπροσω
πεύοντας τη γνωσcή ως <
σcην εφαρμογή λογικών αρχών σcη μελέτη τού θρησκευτικού δόγματος και αρνιόταν να υιοθετήσει τις ακρότητες τής μυσcικo-αλληγoρικής κινή
σεως τής «αλεξανδρινής» σχολής, δεν απέρριπτε την παράδοση τής Εκ κλησίας. Εκτός από τα πλούσια θεολογικά τους έργα, τα οποία υπoσcηρί ζουν την Ορθοδοξία σcoν αγώνα της εναντίον τού Αρειανισμού, οι τρεις
αυτοί συγγραφείς άφησαν και μια μεγάλη συλλογή λόγων και επισcoλών. Η συλλογή αυτή αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες πηγές τής περιόδου
αυτής, αν και δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως από πλευράς ισcoρι κής. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός άφησε επίσης πολλά ποιήματα, τα ο ποία είναι κυρίως θεολογικά, δογματικά, διδακτικά και κατά κάποιον τρόπο ισcoρικά. Το μεγάλο του ποίημα Περί Εαυτού πρέπει, λόγω τής
μορφής και τού περιεχομένου του, να πάρει μια εξαιρετική θέση σcoν χώρο τών γραμμάτων γενικότερα. Οι τρεις λαμπροί αυτοί συγγραφείς υ πήρξαν οι μόνοι αντιπρόσωποι τής πόλεώς τους. «Όταν οι τρεις αυτές ευγενικές μεγαλοφυίες έπαψαν να υπάρχουν, η Καππαδοκία επανήλθε στο σκοτάδι από το οποίο τήν είχαν απομακρύνει»(2).
Η Αντιόχεια -πνευματικό κέντρο τής Συρίας- δημιούργησε, σε α ντίθεση προς τη σχολή τής Αλεξανδρείας δική της κίνηση, η οποία υπο
σcήριζε την κατά γράμμα ερμηνεία τών Γραφών χωρίς να δέχεται αλλη γορικές ερμηνείες. Η κίνηση αυτή είχε ως αρχηγούς της ανθρώπους ε
ξαιρετικά δραστήριους, όπως τον εκλεκτό μαθητή τού Λιβανίου, Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος συνδύαζε την σοβαρή κλασική μόρφωση με την α-
(1) «Die Griechische Literature des Mittelalters», 330. (2) Ε. FiaIon, «Etude historique et Iitteraire sur Saint Basile» (2nd ed. 1869),284.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
158
συνήθιστη ρητορική ικανότητα. Τα έργα τού Χρυσοστόμου αποτελούν έ ναν από τους μεγαλύτερους φιλολογικούς θησαυρούς τού κόσμου. Οι με τέπειτα γενεές υπέστησαν την επιρροή τής γοητείας τής μεγαλοφυ'ίας του και τών ηθικών του προσόντων, ενώ οι φιλολογικές κινήσεις τών μεταγε
νέστερων εποχών δανείσθηκαν ιδέες, εικόνες και εκφράσεις από τον Χρυσόστομο χρησιμοποιώντας το έργο του σαν μια ανεξάντλητη πηγή. Η εκτίμηση που τού είχαν υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε να τού αποδίδονται έργα αγνώστων συγγραφέων. Τα αυθεντικά του έργα, κηρύγματα, ομιλί ες και περισσότερες από διακόσιες επιστολές
κατά τη διάρκεια τής εξορίας του -
-
που γράφηκαν κυρίως
αποτελούν μια πολύ αξιόλογη πηγή
σχετικά με την εσωτερική ζωή τής Αυτοκρατορίας(l). Τη στάση τών
μεταγενεστέρων απέναντι στο έργο του τήν εκφράζουν επαρκώς τα λόγια τού Βυζαντινού συγγραφέα τού 140υ αιώνα Νικηφόρου Καλλί στου, ο οποίος γράφει: «Έχω διαβάσει περισσότερα CX?tό χίλια κηρύγμα τά του, τα οποία αναβρύζουν ανείπωτη γλυκύτητα. Τόν έχω αγαπήσει α πό πολύ νέος και ακούω τα λόγια του σαν να ήταν λόγια τού Θεού. Ό,τι γνωρίζω και ό,τι είμαι τό οφείλω σε αυτόν»(2Ι.
Η Καισάρεια τής Παλαιστίνης μάς έδωσε τον «πατέρα τής εκκλησια στικής ιστορίας» Ευσέβιο, που έζησε κατά το δεύτερο ήμισυ τού 30υ και στις αρχές τού 40υ αιώνα. (Πέθανε περίπου το
340).
Ο Ευσέβιος έχει χα
ρακτηρισθεί παλαιότερα ως αυθεντία για την εποχή τού Μεγάλου Κων
σταντίνου. Έζησε στο κατώφλι δύο εξαιρετικά σημαντικών ιστορικών ε
ποχών: Πρώτον, υπήρξε μάρτυς τών σκληρών διωγμών τού Διοκλητιανού και τών διαδόχων του, από τους οποίους υπέφερε, λόγω τών χριστιανι κών του πεποιθήσεων, πολύ και ο ίδιος και, δεύτερον, μετά το Έδικτον τού Γαλερίου, έζησε την περίοδο τού βαθμιαίου θριάμβου τού Χριστιανι σμού επί Κωνσταντίνου, ενώ συγχρόνως έλαβε μέρος στις αρειανιστικές
έριδες, κλίνοντας μερικές φορές προς το μέρος τών Αρειανιστών. Αργό τερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους και στενούς φίλους τού Αυτο κράτορα. Ο Ευσέβιος έγραψε πολλά θεολογικά και ιστορικά έργα. Η Ευαγγελική προπαρασκευή
(Praeparatio
eνangelίca), το μεγάλο του έργο
με το οποίο υποστηρίζει τους Χριστιανούς κατά τών θρησκευτικών επι θέσεων τών Ειδωλολατρών, η Ευαγγελική απόδειξη
gelica),
(Demonstratio
eνan
όπου εξετάζει την πρόσκαιρη σημασία τού Μωσα'ίκού Νόμου καί
την εκπλήρωση, από τον Ιησού Χριστό, τών προφητειών τής Παλαιάς Δι αθήκης, τα σχετικά με τις Γραφές συγγράμματά
καθώς και πολλά
1. Μ. Vancc, «Bcitragc zur byzantinischc Kulturgeschichte am Ausgange dcs lahrhunderts aus den Schriften dcs Johannes Chrysostomos» (Icnίi, 1907). (2) «Historiίi cccicsiastica». ΧΙΙΙ 2' cd. Mignc. Pίitrologia Gfίieca, CXLVI, 933. Με το ωραίο αυτό χωρίο αρχίζει ο Ρ. Baur τη βιογραφία τού Χρυσοστόμου, Ι, νίί. (1)
ΙΥ.
Βλέπε
tou,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
159
άλλα έργα, κατατάσσουν τον Ευσέβιο σδ μια πολύ τιμητική θέση σων το μέα τής θεολογικής φιλολογίας. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν, επίσης, α ξιόλογα αποσπάσματα παλαιότερων συγγραμμάτων, τα οποία χάθηκαν αργότερα.
Τα ιστορικά έργα τού Ευσεβίου είναι πολύ σημαντικά. Το Χρονικόν, γραμμένο πριν από τους διωγμούς τού Διοκλητιανού, περιέχει μια σύντο μη επισκόπηση τής ιστορίας τών Χαλδαίων, τών Ασσυρίων, τών Εβραί
ων, τών Αιγυπτίων, τών Ελλήνων και τών Ρωμαίων, δίνοντας συγχρόνως χρονολογικούς πίνακες τών πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Δυ
στυχώς έχει διασωθεί μόνο σε μια αρμενική μετάφραση και εν μέρει σε μια λατινική διασκευή τού Αγίου Ιερωνύμου. Έτσι δεν υπάρχει σήμερα ακριβώς το κείμενο τού πρωτοτύπου, δεδομένου μάλιστα ότι οι μεταφρά
σεις που έχουν διασωθεί δεν έγιναν από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά α πό μια διασκευή τού Χρονικού που παρουσιάσθηκε αμέσως μετά τον θά νατο τού Ευσεβίου. Το κορυφαίο ιστορικό του έργο υπήρξε η Εκκλησιαστική Ιστορία, η ο ποία
-
σε δέκα βιβλία -
καλύπτει την από τον Χριστό μέχρι την ήττα τού
Λικινίου από τον Κωνσταντίνο περίοδο. Όπως ο ίδιος λέει, δεν θέλησε να μιλήσει για τους πολέμους και τα τρόπαια τών στρατηγών, αλλά μάλ λον «να καταγράψει» με ανεξάλειπτα γράμματα τους πιο ειρηνικούς πο λέμους που έγιναν για την ειρήνη τής ψυχής, και να μιλήσει για ανθρώ
πους που έκαναν γενναίες πράξεις χάριν τής αλήθειας και όχι μιας χώ ρας, χάριν τής ευσέβειας και όχι χάριν φίλων»(1). Ο Ευσέβιος, με την πέ
να του, έκανε την εκκλησιαστική ιστορία, ιστορία τού μαρτυρίου, τών διωγμών και όλων τών σχετικών θηριωδιών. Λόγω τής αφθονίας τών πληροφοριών της η ιστορία τού Ευσεβίου πρέπει να αναγνωρισθεί σαν
μια από τις πιο σημαντικές πηγές τών τριών πρώτων χριστιανικών αιώ νων. Εκτός αυτού ο Ευσέβιος υπήρξε αξιόλογος γιατί είναι ο πρώτος που
έγραψε ιστορία τού Χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας το θέμα του από ό λες τις δυνατές πλευρές. Η εκκλησιαστική του ιστορία, που τού έδωσε μεγάλη φήμη, έγινε η βάση στην οποία στηρίχθηκαν αργότερα πολλοί εκ κλησιαστικοί ιστορικοί, οι οποίοι συχνά τόν μιμήθηκαν. Στις αρχές τού
40υ αιώνα διαδόθηκε στη Δύση μέσω τής λατινικής μεταφράσεως τού Ρουφίνου(2).
Το Εις τον Βίον τού μακαρίου Κωνσταντίνου, γραμμένο από τον Ευσέ-
(1) Eusebius, «Historia ecclesiastica», εισαγωγή στο βιβλίον ν, Nicene and PostNicene Fathers, Ι, 211. (2) Μεταξύ πολλών άλλων βλ. R. Laqeur, «Eusebius als Historiker seiner Zeit». Ο συγγραφέας δείχνει την ιστορική σημασία τισν τριών τελευταίων βιβλίων τού Ευσεβί ου, νίίί-Χ.
Α. Α. ΒΑΣIΛIΕΦ
160
βιο
-
αργότερα, εάν πράγματι έχει γραφεί από τον ίδιο -
έχει προκαλέ
σει διάφορες ερμηνείες και αξιολογήσεις στον επιστημονικό κόσμο. Δεν πρέπει να τό κατατάξουμε τόσο πολύ στα καθαρώς ιστορικά έργα όσο στους
πανηγυρικούς. Ο Κωνσταντίνος παρουσιάζεται ως εκλεκτός τού
Θεού Αυτοκράτορας, προικισμένος με το δώρο τής προβλέψεως, ένας νέος Μωυσής προορισμένος να οδηγήσει τον Λαό τού Θεού στην ελευ θερία. Κατά τον Ευσέβιο τα τρία παιδιά τού Κωνσταντίνου συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος υπήρξε ο πραγματικός ευ εργέτης τών Χριστιανών, οι οποίοι πέτυχαν εκείνο το οποίο, προηγουμέ νως, μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν. Για να μην βλάψει την αρμονία
τού έργου του, ο Ευσέβιος δεν αναφέρει ούτε τις σκοτεινές πλευρές τής εποχής ούτε τα άσχημα φαινόμενα τών ημερών του, αλλά ρίχνει όλο το
βάρος στην εξύμνηση τού ήρωά του. Χρησιμοποιώντας κανείς καταλλή λως το έργο αυτό, μπορεί να γνωρίσει καλύτερα την περίοδο τού Κων σταντίνου, γιατί περιέχει πολλά επίσημα έγγραφα τα οποία, πιθανόν, πα ρεμβλήθησαν αφού εγράφη στην πρώτη του μορφή(l). Παρά τη μέτρια εκφραστική του ικανότητα ο Ευσέβιος πρέπει να θε
ωρηθεί ως ένας από τους πιο μεγάλους Χριστιανούς λογίους τού
πρώιμου Μεσαίωνα και ως ένας συγγραφέας που επηρέασε πολύ τη με σαιωνική χριστιανική φιλολογία. Μια ολόκληρη ομάδα ιστορικών συνέχισε αυτό που άρχισε ο Ευσέ βιος. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός συνέχισε την Εκκλησιαστική Ιστορία
του μέχρι το έτος
439,
ο Σωζομενός, καταγόμενος από μια περιοχή τής
Γάζας, έγραψε μιαν άλλη Εκκλησιαστική Ιστορία επίσης μέχρι το
439,
ο
Επίσκοπος Κύρου -από την Αντιόχεια- Θεοδώρητος έγραψε μια πα
ρόμοια ιστορία που καλύπτει την από τη Σύνοδο τής Νικαίας μέχρι το έ τος
428
περίοδο και, τέλος, ο αρειανόφρων Φιλοστόργιος, τού οποίου το
έργο σώζεται μόνο σε αποσπάσματα, περιέγραψε, από τη δική του σκο πιά, τα μέχρι τ<,
425 γεγονότα.
Την πιο έντονη και πιο ποικιλόμορφη πνευματική ζωή βρίσκουμε, την περίοδο αυτή, στην Αίγυπτο, και κυρίως στο προοδευτικό της κέντρο, την Αλεξάνδρεια. Μια ασυνήθης και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα τής φιλολογικής
ζωής τού τέλους τού 40υ και τών αρχών τού 50υ αιώνα υπήρξε ο Συνέ σΙΟ5 ο Κυρηναίος. Απόγονος μιας πολύ παλαιάς ειδωλολατρικής οικογέ νειας, μορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα μυήθηκε στα μυστή ρια τής νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Αντάλλαξε την πίστη του στον Πλά-
(1)
Το
1938
ο
Gregoirc
απέδειξε, πειστικά, ότι ο Ευσέβιος δεν είναι ο συγγραφέας
τού Εις τον Βίον τού Μακαρίου Kωνστανrίνυυ, υπό τη μσρφ1] που έχει φΘάσει σε μάς.
«Byzantion»,
χιιι
(1938),568-583,
χιν
(1939),318-319.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
161
τωνα με την πίσrη σroν Xρισrό, παντρεύτηκε μια Xρισrιανή και, τα τε
λευΤάία χρόνια τής ζωής του, έγινε Επίσκοπος Πτολεμα"ίδος. Παρ' όλα αυτά, πιθανώς ο Συνέσιος αισθανόταν πάντοτε περισσότερο ειδωλολά τρης παρά Xρισrιανός. Η απoσroλή του σrην Kωνσrαντινoύπoλη και ο
Περί βασιλείας λόγος του δείχνουν το ενδιαφέρον του για την πολιτική. Αν και δεν υπήρξε ισroρικός, άφησε εξαιρετικού ενδιαφέροντος ισroρι κό υλικό υπό μορφή
156
επισroλών, οι οποίες δείχνουν τις λαμπρές του
φιλοσοφικές και ρητορικές ικανότητες, ενώ συγχρόνως αποτελούν υπο δείγματα ύφους για τον Βυζαντινό Μεσαίωνα. Οι ύμνοι του, γραμμένοι με μέτρο και ύφος τής κλασικής ποίησης, αποκαλύπτουν μια ιδιόρρυθμη
ανάμιξη φιλοσοφικών και χρισrιανικών ιδεών. Αυτός ο φιλόσοφος
- Επί
σκοπος διαισθάνθηκε ότι ο κλασικός πολιτισμός -τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσε -
πλησίαζε σιγά-σιγά προς το τέλος του(l).
Κατά τη διάρκεια τών μεγάλων και σκληρών αγώνων κατά τού Αρεια νισμού παρουσιάσθηκε η λαμπρή φυσιογνωμία τού φλογερού οπαδού
τού Συμβόλου τής Νικαίας Αθανασίου, Επισκόπου Αλεξανδρείας, που ά φησε αρκετά γραπτά, αφιερωμένα σrις θεολογικές διαμάχες τού 40υ αι ώνα. Επίσης έγραψε το Βίος και πολιτεία τού οσίου πατρός ημών Αντω νίου, ενός εκ τών ιδρυτών τού μοναχικού βίου σrην Ανατολή, δίνοντας μια ιδανική εικόνα τής μοναχικής ζωής. Στον
50
αιώνα ανήκει επίσης ο
μεγαλύτερος ισroρικός τού αιγυπτιακού Μοναχισμού, Παλλάδιος, ο ο
ποίος, αν και γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, γνώρισε καλά τη μοναχική
ζωή, στην Αίγυπτο, λ6γω τού ότι έζησε δέκα χρόνια. με τους μοναχούς τής χώρας αυτής. Κάτω από την επιρροή τού Αθανασίου, ο Παλλάδιος πα ρουσίασε τα ιδεώδη τού μοναχικού βίου, εισάγοντας σrην ισroρία του το στοιχείο τού θρύλου. Ο ανηλεής εχθρός τού Nεσroρίoυ, Κύριλλος Αλε
ξανδρείας, έζησε επίσης κατά τη διάρκεια τής περιόδου αυτής. Κατά τη διάρκεια τής ταραχώδους ζωής του έγραψε πολλές επισroλές και κηρύγ ματα τα οποία οι μεταγενέσrερoι Έλληνες Επίσκοποι, μερικές φορές, α
ποστήθιζαν. Επίσης έγραψε μερικά δογματικά, πολεμικά και εξηγητικά
έργα που αποτελούν μία από τις κυριότερες πηγές για την εκκλησιασrική ιστορία τού 50υ αιώνα. Όπως ο ίδιος ομολογεί, η ρητορική του κατάρτι ση υπήρξε ανεπαρκής λέγοντας ότι «ουδέ γλώττης αττικής επίδειξιν υπισχνούμεθα».
Μια άλλη εξαιρετικού ενδιαφέροντος προσωπικότητα, τής εποχής ε κείνης, είναι η φιλόσοφος Υπατία, η οποία δολοφονήθηκε από τον φανα-
(1) Fitzgerald, «Lcttcrs of Synesius», 11-69. Fitzgcrald, «Essays and Hymns of Syncsius», 1-102 (εκτενής εισαγωγlη, 103-107 (εξαιρεΤΙΚI] βιβλιογραφία). Επίσης πρβλ. C. Η. Coster, «Synesius, a Curialis of thc Timc of thc Empcror Arcadius», Byzantion, χν (1940-1941), 10-38.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
162
τισμένο όχλο τής Αλεξανδρείας στις αρχές τού 50υ αιώνα. Η Υπατία υ πήρξε μια γυναίκα εξαιρετικής ωραιότητας, προικισμένη με ασυνήθεις πνευματικές δυνατότητες. Με τη βοήθεια τού πατέρα της, που ήταν ένας από τους πιο γνωστούς μαθηματικούς τής Αλεξανδρείας, γνώρισε τα μα θηματικά και την κλασική φιλοσοφία και έγινε πολύ γνωστή λόγω τής α ξιόλογης διδακτικής της δράσης. Ανάμεσα στους μαθητές της, διακρίνου με μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως τον Συνέσιο, που μνημονεύει την Υπατία
σε πολλές επιστολές του. Μια πηγή αναφέρει ότι η Υπατία «ντυμένη μ'
έναν μανδύα, συνήθιζε να περιφέρεται στην πόλη και να ερμηνεύει, σε ε κείνους που ήθελαν να τήν ακούσουν, τα έργα τού Πλάτωνος, τού Αρι στοτέλους ή άλλων φιλοσόφων»(t J •
Η ελληνική φιλολογία άνθησε στην Αίγυπτο μέχρι το
451,
οπότε η Σύ
νοδος τής Χαλκηδόνος καταδίκασε τους Μονοφυσίτες. Το γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός ήταν η επίσημη θρησκεία τής Αιγύπτου οδήγησε την καταδίκη της -
-
μετά
στην κατάργηση, από τις εκκλησίες, τής ελληνικής
γλώσσας και την αντικατάστασή της με την Κοπτική. Η κοπτική φιλολο γία, που αναπτύχθηκε, ύστερα από αυτό το γεγονός, έχει κάποια σημα σία ακόμη και για την ελληνική φιλολογία, δεδομένου ότι ορισμένα ελλη
νικά έργα, τα οποία έχουν απωλεσθεί, σώζονται σήμερα μέσω μεταφρά σεων στην Κοπτική.
Η περίοδος αυτή γνώρισε και την ανάπτυξη της υμνογραφίας. Οι υ μνογράφοι, σιγά-σιγά, εγκατέλειψαν την απομίμηση τών κλασικών μέ τρων, δημιουργώντας δικούς τους τύπους, οι οποίοι ήταν τελείως πρωτό
τυποι και που, για ένα διάστημα, θεωρήθηκαν ως πεζός λόγος. Μόνον τώρα τελευταία, έστω και εν μέρει, εξηγήθηκαν τα μέτρα αυτά, τών οποί ων κύριο χαρακτηριστικό είναι η ακροστοιχίδες και η ομοιοκαταληξίες.
Δυστυχώς γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για τους θρησκευτικούς ύ μνους τού 40υ και τού 50υ αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι σκοτεινή η ι
στορία τής εξελίξεώς τους. Πάντως είναι φανερό ότι η εξέλιξη αυτή υ πήρξε ταχεία. Ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ακολούθησε στα περισσότε ρα ποιητικά του έργα τα αρχαία μέτρα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, τού οποί ου τα έργα παρουσιάστηκαν στις αρχές τού 60υ αιώνα, επί Αναστασίου Α', χρησιμοποίησε την ακροστοιχίδα και την ομοιοκαταληξία. Οι μελετητές διαφωνούσαν για πολύ καιρό ως προς το κατά πόσον ο Ρωμανός έζησε τον
60 ή
στις αρχές τού 80υ αιώνα. Στη σύντομή του βιο
γραφία αναφέρεται η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρ κεια τής Βασιλείας τού Αυτοκράτορα Αναστασίου, αλλά για ένα μεγάλο
(1) Suidae, «Lexίcon», Υπατία. Επίσης πολύ ενδιαφέρον είναι το πολύ γνωστό τού Charles Kingsley, «Hypatia, or New Foes with an Old Face» (δύο τόμοι).
βιβλίο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
163
χρονικό διάστημα ήταν αδύνατο να καθορισθεί εάν ο αναφερόμενος Α ναστάσιος ήταν ο Α'
(491-518)
ή ο Β'
(713-716).
Οπωσδήποτε όμως ο ε
πιστημονικός κ6σμος, ύστερα από εντατική μελέτη τών έργων τού Ρωμα νού, συμφωνεί, ότι πρόκειται περί τού Αναστασίου
A'(l).
Ο Ρωμανός, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποιη τής τής Βυζαντινής Περιόδου. Αυτός ο «Πίνδαρος τής ρυθμικής ποιήσε ως»(2), «η πιο μεγάλη θρησκευτική μεγαλοφυ'ία», «ο Δάντης τών νεο-Ελ λήνων»(3) είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου αριθμού υπέροχων ύμνων, α
νάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τον περίφημο ύμνο «Η Παρθένος σή μερον τον υπερούσιον τίκτει»(4). Ο ποιητής γεννήθηκε στη Συρία και εί
ναι πολύ πιθανόν ότι η μεφαλοφυ'ία του εκδηλώθηκε επί Ιουστινιανού, διότι, 6πως αναφέρεται στη βιογραφία του, ήταν ακόμη νεαρός διάκονος όταν ήλθε, επί Αναστασίου, απ6 τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη 6που,
ως εκ θαύματος, δέχθηκε το χάρισμα να μπορεί να γράφει ύμνους. Το έργο τού Ρωμανού δείχνει ότι η θρησκευτική ποίηση είχε αρκετά προχω ρήσει τον
50 αιώνα,
αν και, δυστυχώς, οι σχετικές με το ζήτημα αυτό πλη
ροφορίες είναι ανεπαρκείς. Είναι βέβαια δύσκολο να δεχθούμε την ύ παρξη αυτού τού εξαιρετικού ποιητή, τον
60
αιώνα, χωρίς να έχει προη
γηθεί μια εξέλιξη τής εκκλησιαστικής ποιήσεως. Είναι ατυχές επίσης το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε όσο
πρέπει το έργο τού Ρωμανού, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους ύ μνους του δεν έχουν ακόμη εκδοθεί<5).
Ο εκ Βορείου Αφρικής έξοχος Χριστιανός συγγραφέας τού 40υ αιώ
να Λακτάντιος, έγραψε τα έργα του, απ6 τα οποία το σπουδαι6τερο είναι το «Περί τού θανάτου τών διωκτών»
(De mortibus persecutorum),
στα
Λατινικά. Το έργο αυτό δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την
εποχή τού Διοκλητιανού και τού Κωνσταντίνου μέχρι την έκδοση τού Ε-
(1) Βλέπε Α. Α. Vasiliev, «Η ζωή του Ρωμανού του Μελωδού», Vizantiysky Vremennik. ΥΗΙ (1901),435-478 (Ρωσικά). Ρ. Maas, «Die Chronologie der Hymnen des Romanos», Byzantinische Zeitschrift, χν (1906), 1-44. Πιο σύγχρονες μελέτες είναι οι ε ς1jς: Μ. Carpenter, «The Paper that Romanos Swallowed» (Specu\um, ΥΗ, 1932, 3-22). «Romanos and the Mystery PIay of the East», The University of Missouri Studies, ΧΙ, 3 (1936). Ε. Μίοηί, «Romano ίι MeIode». Saggio critico e dieci ίηηί inediti, νι, 230 (δεν έχει υπ' όψιν του τη μελέτη τού Vasiliev). G. Cammelli, «Romano ίΙ MeIode». (2) Κ. Κrumbacher, «Geschichte der byzantinischen Litteratun>, 663. (3) Η. Gelzer, «Die Genesis der byzantinischen Themenverfassung», 76. Ο Gelzer θεω ρεί ι5τι ο Ρωμανό; έζησε τον 80 αιώνα. (4) Βλέπε G. Cammeli, «L'jnno pcr la nativita de Romano ίl Melode», Studi Bizantini (1925). 45-48. Cammelli, «Romano il Melode», 88. (5) Μία ΚΡΙΤΙΚ1j έκδοση τών έργων τού Ρωμανού έχει προετοιμαστεί cι;τό τον Ρ. Maas. Βλ. «Byzantinische Zeitschrift», χχιν (1 <)24),284.
164
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
δίκτου τών Μεδιολάνων(Ι).
Η χρισnανική φιλολογία αυτής τής περιόδου αντιπροσωπεύεται από
πολλούς αξιόλογους συγγραφείς, χωρίς όμως να υστερεί, στο σημείο αυ τό, η ειδωλολατρική φιλολογία, η οποία αντιπροσωπεύθηκε από αρκε τούς ικανούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους εί ναι και ο Θεμίστιος από την Παφλαγονία, που έζησε κατά το δεύτερο ή μισυ τού 40υ αιώνα. Υπήρξε ο φιλοσοφικά καταρτισμένος διευθυντής τής Σχολής τής Κωνσταντινουπόλεως, ρήτορας τής Αυλής και Συγκλητικός, τον οποίο εκτιμούσαν πολύ τόσο οι ειδωλολάτρες όσο και οι Χριστιανοί.
Έγραψε μια μεγάλη συλλογή τών Παραφράσεων τού Αριστοτέλους, με την οποία προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις πιο περίπλοκες ιδέες τού Έλ ληνα φιλοσόφου. Έγραψε επίσης σαράντα περίι-του λόγους, που μάς δί νουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο αξιόλογα γεγονότα τής εποχής ε κείνης, καθώς και για την προσωπική του ζωή. Ο μεγαλύτερος όμως από
όλους τους ειδωλολάτρες διδασκάλους τού 40υ αιώνα, υπήρξε ο εξ Αντι οχείας Λιβάνιος, ο οποίος επηρέασε τους συγχρόνους του περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο τής περιόδου αυτής. Ανάμεσα στους μαθητές του βλέπουμε τον Ιωάννη Χρυσόστομο, τον Μεγάλο Βασίλειο και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο δε Ιουλιανός, πριν ανέβει στον θρόνο, μελετού σε με ενθουσιασμό τα μαθήματα που παρέδιδε ο Λιβάνιος. Οι εξήντα πέντε δημόσιες ομιλίες τού Λιβανίου έχουν ιδιαίτερη σημασία' μάς δί
νουν δε πολύτιμο υλικό για τη μελέτη τής εποχής του. Εξίσου σημαντική είναι η συλλογή τών επιστολών του, οι οποίες, λόγω τού πλούτου τού πε ριεχομένου και τού θαυμάσιού τους πνεύματος, μπορούν να συγκριθούν με τις επιστολές τού Συνεσίου. Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνω μία τού κόσμου τών γραμμάτων τού 40υ αιώνα και, παρά το σύντομο τής
σταδιοδρομίας του, απέδειξε την ικανότητά του σε διάφορες εκφάνσεις τού πνεύματος. Οι λόγοι του, οι οποίοι μαρτυρούν τις σκοτεινές φιλοσο φικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, όπως οι ύμνοι του προς τον Βα
σιλέα Ήλιο, οι επιστολές του, το έργο του Κατά Γαλιλαίων -που σώζεται μόνο σε αποσπάσματα-, το σατιρικό έργο «Μισοπώγων» (2), το οποίο γράφηκε εναντίον τού λαού τής Αντιοχείας και που μάς δίνει βιογραφι-
(1) Βλέπε Μ. Schanz, «Geschichte der romischen Litteratur» (3rd ed. 1922), 111,413437, σχετικά με το «De mortibus persecutorum», 462-467 (3rd ed.), 427 Κ.επ. Το καλύ τερο έργο περί τού Λακταντίου είναι το τού R. Pichon, «Lactance: Etude sur le movement phίlosophique et religieux sous le regne de Constantin». Η πιο σύγχρονη, περί Λακταντίου, βιβλιογραφία βρίσκεται (πο βιβλίο τού Κ. Roller, «Die Kaisergeschichte ίn Laktanz De mortibus persecutorum», 41. Αγγλική μετάφραmι W. Fletcher, «AnteNicene Christian Library» (ΧΧΙ-ΧΧΙΙ). (2) Ο λαός tll; Αντιοχείας κoριiιδευε την γενειάδα τού Ιουλιανού.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
165
κές πληροφορίες όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας ικανός συγγραφέας, ιστορικός, λόγιος, σατιρικός και ηθικολόγος. Θα πρέπει ε
πίσης να τονισθεί το γεγονός ότι τα έργα τού Ιουλιανού έχουν άμεση σχέση με τα γεγονότα τής εποχής του. Ο ξαφνικός όμως θάνατός του ε μπόδισε την πλήρη ανάπτυξη τής ασυνήθους μεγαλοφυ'ίας του. Η ειδωλολατρική φιλολογία τού 40υ και τού 50υ αιώνα παρουσιάζει επίσης αρκετά καθαρώς ιστορικά έργα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς υπήρξε ο συγγραφέας τής πολι) γνωστής συλλογής βιογρα φιών τών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, οι οποίες, γραμμένες στα Λατινικά, τον
40 αιώνα, είναι γνωστές με τον τίτλο «Scriptores Historiae Augustae». Η ταυτότητα τού συγγραφέα τών βιογραφιών αυτών, ο χρόνος τής συμπίλησής τους και η ιστορική τους σημασία, είναι, όλα, αμφισβητήσιμα και έχουν προκαλέσει μια μεγάλη φιλολογική συζήτηση(l). Το
1928
ένας
'Αγγλος ιστορικός έγραφε ότι: «Ο χρόνος και ο κόπος που διετέθη για τη συγγραφή τών βιογραφιών ... είναι μεγάλος, ενώ τα αποτελέσματά τους, όσον αφορά την ιστορική τους χρησιμότητα, είναι μηδενικά»(21. Ο Ν.
Μπέυνζ έκανε, πρόσφατα, μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να αποδείξει ότι η συλλογή αυτή γράφηκε επί Ιουλιανού με συγκεκριμένο σκοπό την
προπαγάνδα υπέρ τού Ιουλιανού και τής εν γένει διοικήσεως και θρη σκευτικής πολιτικής του(3). Η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από άλλους με λετητές(4)
.
Ο ιστορικός τού 50υ αιώνα Πρίσκος, ο οποίος έλαβε μέρος στην απο στολή στους Ούννους, προσέφερε αρκετά με το έργο του. Η Βυζαντινή !(πορία, η οποία διασώθηκε μόνον σε αποσπάσματα, και οι σχετικές με
τη ζωή και τις συνήθειες τών Ούννων πληροφορίες του, είναι εξαιρετικά
rνδιαφέρουσες και αξιόλογες, δεδομένου ότι ο Πρίσκος υπήρξε η κύρια πληροφοριακή πηγή τών Λατίνων ιστορικών τού 60υ αιώνα Κασσιόδω ρου και Ιορδάνη, για την ιστορία τού Αττίλα και τών Ούννων.
Ο Ζώσιμος, ο οποίος έζησε τον
50
και στις αρχές τού 60υ αιώνα, έ
γραψε τη Νέα Ιστορία, ιστορώντας τα γεγονότα μέχρι την πολιορκία τής
Ριόμης από τον Αλάριχο, το
410.
Πιστεύοντας με ενθουσιασμό στους
(Ι) Βλέπε, Π.χ .• Schanz, «Gcschichte der romischcn Litteratur» (2nd ed., Ι 90S), ΠΙ, 83Υ(). Λ. Gcrcke και Ε. Norden, «Einleitung ίη die Altcrtumswissenschaft» (δεύτερη έκ
δοση. 1914),111, 235-236. Α. Rosenbcrg, «Einleitung und Qucllcnkunde zur romischen
Gcschichtc». 231-241. (2) Β. Hcnderson, «Thc Lifc and Principatc of thc Empcror Hadrian», 275. (3) «The Historia Augusta: Its Datc and Purposc», 57-58. πολί! χαλή ~ιl~λιoγραφία. 7-1fJ. Ο συγγραφέας αρχίζει το ~ι~λίo του με ένα απόσπασμα απ6 τον Hendcrson. (4) Ν. Bayncs, «Thc Historia Augusta: its date and purposc. Α rcply to Criticism». Thc Classical Quarterly, ΧΧΙΙ (1928). 166.
Α, Α, ΒΑΣΙΛΙΕΦ
166
παλαιούς θεούς, ο Ζώσιμος εξηγεί ότι η πτώση τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρα τορίας προκλήθηκε από τον θυμό τών θεών, τους οποίους εγκατέλειψαν οι Ρωμαίοι, Συγχρόνως δε κατηγορεί, πάνω απ' όλα, τον Μεγάλο Κων
σταντίνο, ενώ εκτιμά πολύ τον Ιουλιανό, Όπως αναφέρει ένας σύγχρονος συγγραφέας, ο Ζώσιμος δεν υπήρξε ο ιστορικός τής «παρακμής τής Ρώμης» μόνον, αλλά και ο θεωρητικός τής Δημοκρατίας, την οποία υμνεί και υπερασπίζεται, Είναι ο μόνος «δημο κράτης» τού 50υ αιώνα(l),
Ο Συριο-Έλληνας Αμμιανός Μαρκελλίνος, έγραψε στα τέλη τού 10υ αιώνα στα Λατινικά το έργο του
Res
Gestαe, που είναι μια ιστορία τής
Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας, Σκοπός του ήταν να συνεχίσει το έργο τού Τάκιτου, ιστορώντας γεγονότα από την εποχή τού Νέρβα μέχρι τον θά
νατο τού Ουάλη
(96-378).
Διασώθηκαν μόνον τα τελευταία δεκαοχτώ βι
βλία αυτής τής ιστορίας, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο
353-378.
Ο
συγγραφέας, έχοντας προσωπική πείρα από τις εκστρατείες τού Ιουλια
νού εναντίον τών Περσών, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα γε γονότα τής εποχής του. Αν και έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι το τέλος τής ζωής του, έδειξε για τον Χριστιανισμό μεγάλη ανεκτικότητα. Η ιστορία του είναι πολύ χρήσιμη πληροφοριακή πηγή για την περίοδο τού Ιουλια νού και τού Ουάλη, καθώς και για την ιστορία τών Γότθων και τών Ούν
νων. Η φιλολογική του ικανότητα έχει πολύ εκτιμηθεί από τους σύγχρο νους επιστήμονες. Ο Στάιν τόν ονομάζει ως την μεγαλύτερη φιλολογική μεγαλοφυ'ια που παρουσιάστηκε στον κόσμο, κατατάσσοντάς τον ανάμε σα στον Τάκιτο και τον Δάντη(2), ενώ ο Ν. Μπέυνζ τόν χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο μεγάλο ιστορικό τής Ρώμης(3).
Η Αθήνα, η πόλη τού παρακμάζοντος κλασικού πνεύματος, υπήρξε τον
50 αιώνα το κέντρο τού τελευταίου
εκλεκτού αντιπροσώπου τού Νεο
πλατωνισμού, τού Πρόκλου, ο οποίος δίδαξε και έγραψε εκεί επί πολλά
χρόνια. Επίσης ή Αθήνα υπήρξε η πόλη όπου γεννήθηκε η σύζυγος τού Θεοδοσίου Β', Ευδοκία (Αθηνα'ίς), η οποία, έχοντας κάποια φιλολογική ικανότητα, έγραψε αρκετά έργα.
Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τη φιλολογία τής Δυτικής Ευρώπης, η
οποία, την περίοδο αυτή, αντιπροσωπεύθηκε από το θαυμάσιο έργο τού Αγίου Αυγουστίνου και άλλων ικανών συγγραφέων. Μετά τη μεταφορά τής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η Λατι νική παρέμεινε, τον
40
και τον
50
αιώνα, η επίσημη γλώσσα τής Αυτο-
(1) Ε. Condurachi, «Les Idees poJitiques de Zozime», Revista CJasic~, XIlI-XIV (19411942), 125, 127, (2) «Geschichte der spatromischen Reiches», 1,331. (3) «JournaJ of Roman Studies», XVIII, 2 (1928), 224,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
167
κρατορίας και χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα που βρίσκονται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, καθώς και στα μεταγενέστε ρα διατάγματα τού 5ου και τών αρχών τού 6ου αιώνα. Αλλά στο Πανεπι στήμιο τής Κωνσταντινουπόλεως, την εποχή τού Θεοδοσίου Β', παρατη ρείται μια παρακμή τής λατινικής γλώσσας και μια συγκεκριμένη προτί
μηση για την Ελληνική, η οποία αποτελούσε τη γλώσσα που εχρησιμοποι είτο περισσότερο στο ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Η ελληνική
παράδοση υποστηριζόταν επίσης από τη Σχολή τών Αθηνών. Η μεταξύ 4ου και 60υ αιώνα εποχή είναι μια περίοδος, κατά τη διάρ κεια τής οποίας διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν, σιγά-σιγά, για να παρουσιάσουν μια νέα τέχνη, που είναι γνωστή ως Βυζαντινή ή Ανατολι κή Χριστιανική Τέχνη. Όσο η ιστορική επιστήμη μελετά βαθύτερα την
τέχνη αυτή, αποκαλύπτεται περισσότερο ότι η Ανατολή και οι παραδό σεις της έπαιξαν κύριο ρόλο στην ανάπτυξη τής Βυζαντινής Τέχνης. Στα τέλη τού 190υ αιώνα, Γερμανοί μελετητές υποστήριξαν τη θεωρία ότι «η
Τέχνη τής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας»
(Romische Reichskunst),
που ανα
πτύχθηκε στη Δύση κατά τη διάρκεια τών δύο πρώτων αιώνων τής Αυτο κρατορίας, αντικατέστησε τον παλαιό ελληνιστικό πολιτισμό τής Ανατο λής, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής, και έθεσε τις βάσεις τής Χριστιανικής Τέχνης τού 40υ και 50υ αιώνα. Τώρα η θεωρία αυτή έ
χει αποκηρυχθεί. Μετά την έκδοση, το
1900, τού σπουδαίου έργου τού (D. V. Ainalov), Ελληνιστική προέλευση τής Βυζαντινής Τέχνης, και τη δημοσίευση, το 1901, τού αξιόλογου έργου τού Αυστρια κού μελετητή Γ. Στρζυγκόφσκι (J. Strzyg?wski,) Ανατολή ή Ρώμη, το πρό Ντ. Β. Αίνάλοφ
βλημα τής προελεύσεως τής Βυζαντινής Τέχνης έχει πάρει μια τελείως νέα μορφή. Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τον κύριο ρόλο στην ανάπτυξη τής Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης διαδραμάτισε η Ανατολή και το μό
νο ζήτημα που υπάρχει, ακόμη, είναι ο καθορισμός τού τί εννοούμε με τον όρο «Ανατολή» και «ανατολικές επιδράσεις». Σε έναν μεγάλο αριθ
μό έργων του ο ακΟύραστος Στρζυγκ6φσκι, συζητεί την τεράστια επιρροή τής αρχαίας Ανατολής. Στην αρχή αναζητεί το κέντρο αυτής τής επιρ ροής στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και τη Συρία και, κινούμενος προς την Ανατολή και τον Βορρά, διασχίζει
τα όρια τής Μεσοποταμίας και Ψάχνει να βρει τα κέντρα τής επιρροής στα οροπέδια και τα βουνά τού Ιράν και στην Αρμενία, για να καταλήξει πως «ό,τι ήταν η Ελλάς για την τέχνη τής αρχαιότητας, υπήρξε το Ιράν για την τέχνη τού νέου Χριστιανικού Κόσμου »(1). Επίσης κατέφυγε στις
(1) «Ursprung der christlichen Κίrchenkun.Φ>, 18: ΑγγλιΚ11 μετάφραση Ο. Dalton και Η. Braunholtz, «Origin of Christian Church Art», 21 (πίνακας τών έργων τού Strzygowski, 253-259).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
168
Ινδίες και στο Κινεζικό Τουρκεστάν για μια καλύτερη διασάφηση τού προβλήματος. Αν και η σύγχρονη ιστορική επιστήμη αναγνωρίζει τις με γάλες υπηρεσίες που ο Στρζυγκόφσκι προσέφερε για την έρευνα τής
προελεύσεως τής Βυζαντινής Τέχνης, είναι ακόμη πολύ επιφυλακτική ως προς τις πιο πρόσφατες υποθέσεις του(l).
Ο 40ς αιώνας υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος για την
ιστορία τής Βυζαντινής Τέχνης. Η νέα θέση την οποία πήρε η Χριστιανι κή Πίστη στην αρχή ως νόμιμη θρησκεία και αργότερα ως θρησκεία τού
Κράτους, συνετέλεσε στην γρήγορη ανάπτυξη τού Χριστιανισμού. Τρεις παράγοντες
θηκαν τον
- ο Χριστιανισμός, ο Ελληνισμός και η Ανατολή - συναντή 40 αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τής Ανατολικής Χρι
στιανικής Τέχνης.
Η Κωνσταντινούπολη, η οποία στην αρχή ήταν το πολιτικό κέντρο τής Αυτοκρατορίας, γρήγορα έγινε και το πνευματικό και καλλιτεχνικό της
κέντρο. Αυτό όμως δεν συνέβη αμέσως. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε δικό της πολιτισμό που θα μπορούσε να αντισταθεί σι:ις επιρροές ξένων παραγόντων ελέγχοντάς τους. Έπρεπε πρώτα να ισορροπήσει και να α φομοιώσει τις νέες επιρροές, πράγμα που χρειάσθηκε τουλάχιστον εκατό χρόνια»(2).
Η Συρία και η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, με οδηγό την Αλεξάνδρεια, και η Μικρά Ασία, έχοντας επηρεασι:εί σι:ην καλλιτεχνική τους δημιουργία από παλαιότερες παραδόσεις, άσκησαν μια πολύ δυνατή και ευεργετική επιρροή στην ανάπτυξη τής Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης. Η αρχιτε κτονική τής Συρίας ήκμασε τον
40, 50
και
60
αιώνα. Οι μεγαλοπρεπείς
ναοί τής Ιερουσαλήμ και τής Βηθλεέμ, καθώς και μερικοί ναοί τής Ναζα ρέτ, ανεγέρθησαν την εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ασυνήθης
λαμπρότητα χαρακτηρίζει τους ναούς τής Αντιοχείας και τής Συρίας. «Η
Αντιόχεια, ως κέντρο ενός λαμπρού πολιτισμού, δικαίως κατέχει εξέχου σα θέση στην X~ισι:ιανική Τέχνη τής Συρίας»(3). Δυσι:υχώς, για αρκετό δι
άσi;ημα, πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την τέχνη τής Αντιοχείας και μόνον τώρα τελευταία έγιναν πιο γνωσι:ές η ομορφιά της και η σημα σία της(4). Οι «νεκρές πολιτείες» τής Κεντρικής Συρίας που α.ι-τοκαλύφθη
καν, το
1860 και το 1861,
από τον Μ. ντε Βογκ (Μ.
de Vogue)
δίνουν κά
ποια ιδέα τής Χριστιανικής Αρχιτεκτονικής τού 40υ, τού 50υ και τού 60υ
(1) Βλέπε Π.χ. C. Diehl, «Manuel d'art byzantin» (2nd cd. 1925-1926), Ι, 16-21. Ο. Dalton, «East Christian Art», 10-23, και ειδικότερα 366-376. (2) Ο. Dalton, «Byzantine Art and Archaeology», 10. (3) Diehl, «Manucl d' art byzantin», Ι, 26. (4) Βλέπε C. R. Morey, «The Mosaics of Antioch» και τρεις ωραίους τόμους, «Antioch-on-thc-Orontcs».
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
169
αιώνα. Ένα από τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα τού τέλους τού 50υ αι
ώνα, υπήρξε το περίφημο μοναστήρι τού Αγίου Συμεών τού Στυλίτου
(Kalat Seman),
μεταξύ Αντιοχείας και Χαλεπίου, το οποίο και σήμερα α
κόμη είναι, αν και ερειπωμένο, επιβλητικό(Ι). Η γνωστή ζωφόρος τής
Μσάτα
(Mschatta), που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Αυτοκράτορα (Kaiser Friedrich) τού Βερολίνου, είναι επίσης έργο τού
Φρειδερίκου
40υ, 50υ ή 60υ αιώνα(2). Στις αρχές τού 50υ αιώνα ανήκει μια ωραία βα
σιλική τής Αιγύπτου, την οποία ανήγειρε ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος πά νω στον τάφο τού φημισμένου Αγίου τής Αιγύπτου Μηνά. Τα ερείπια τού
ναού αυτού ανεσκάφησαν μόλις τώρα τελευταία και μελετήθηκαν από τον Κ. Μ. Κάουφμαν
(C.
Μ. ΚaufmantιγJ).
Σε ό,τι αφορά τα μωσα"ίκά, τις απεικονίσεις, τα υφαντά κ.λ.ι-τ., υπάρ
χουν πολλά σχετικά προ'ίόντα τών αρχών τής Βυζαντινης Περιόδου. Τα τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία περιέβαλλαν την πόλη κατά τον
50
αιώνα, σώζονται ακόμη. Η Χρυσή Πύλη
(Porta Aurea),
μέσα
από την οποία οι Αυτοκράτορες εισέρχονταν επισήμως στην Κωνσταντι
νούπολη, χτίστηκε στα τέλη τού 40υ ή στις αρχές τού 50υ αιώνα. Η πύλη αυτη, της οποίας η αρχιτεκτονική είναι θαυμάσια, υπάρχει ακόμη.
Στην εποχή τού Κωνσταντίνου χρονολογείται η ανέγερση τού ναού Τ11; Αγίας Ειρήνης και τού ναού τών Αγίων Αποστόλων. Η Αγία Σοφία, Τ11; οποίας η ανέγερση άρχισε ίσως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου,
ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο. Οι ναοί αυτοί ανοικοδομή θηκαν τον
60
αιώνα από τον Ιουστινιανό. Τον
50
αιώνα ένας άλλος ναός
εξωράισε τη νέα πρωτεύουσα, η Βασιλική τού Αγίου Ιωάννου τού Στου δίου, ;του είναι τώρα τζαμί
(Mir-Achor djami).
Μερικά μνημεία πρώιμης Βυζαντινής Τέχνης διατηρήθηκαν στις δυτι κές περιοχές τής Αυτοκρατορίας. Ανάμεσα σε αυτά, συγκαταλέγονται μερικοί ναοί στη Θεσσαλονίκη, το ανάκτορο τού Διοκλητιανού στο Σπα
A
(αρχές 40υ αιώνα), μερικές εικόνες στον ναό τής Αγίας Μαρίας τής
Παλαιάς
(Antiqua)
τής Ρώμης (τέλη 50υ αιώνα)<4), το μαυσωλείο τής
Γκάλα Πλακίντια, το Βαπτιστήριο τών Ορθοδόξων τής Ραβέννα (50ς αι-
(1) Βλέπε το σχέδιο και τις εικόνες στο βιβλίο τού Diehl, «Manuel d' art byzantin», Ι, 36-37. 45-47. J. Mattern, «Α travers Ics villes mortes de Haute-Syric». Melanges dc \' Univcsitc Saint-Joscph, ΧVΙΙ, ί (1933), 175. Σχετικά με τον ναό τού Αγίου Συμεών :τΝΙλ. 87-104 (πλούσια εικονογράφηση). Βλέπε και τη νέα έκδοση αυτού τού βιβλίου: «Vil1cs mortcs de Hautc-Syric» (1944), 115-138. (2) Σχετικά με την χρονολογική διαφορά βλέπε Dichl, «Manuel d' ατ! byzantin», 1,53. DaIton, «East Christian Art», 109, σημ. 1. (3) «Dic Menasstadt», Ι. (4) Dalton. «East Christian Art», 249; DichI, «Manucl d' art byzantin», Ι, 352.
170
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙ ΕΦ
ώνας) και μερικά μνημεία τής Βόρειας Αφρικής. Για την ιστορία τής τέχνης ο 40ς και ο 50ς αιώνας αποτελούν την προ παρασκευαστική περίοδο για την εποχή τού Μεγάλου Ιουστινιανού, οπό τε «η πρωτεύουσα είχε αποκτήσει πλήρη επίγνωση τής θέσης της, ενώ συγχρόνως είχε αναλάβει τον ρόλο κατευθυντήριας δύναμης»' την εποχή που δικαίως χαρακτηρίζεται ως ο Πρώτος Χρυσός Αιώνας τής Βυζαντι νής Τέχνης(l).
(1) Dalton, «Byzantine Art and Archaeology», 10.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
171
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο 10ΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΕΣΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ Στην εξωτερική τους πολιτική, καθώς και στη θρησκευτική, οι Διάδοχοι τού Ζήνωνος και τού Αναστασίου, ακολούθησαν τελείως αντίθετο προς τους προκατόχους τους δρόμο, δεδομένου ότι στράφηκαν από την Ανατο λή προς τη Δύση.
Αυτοκράτορες τής περιόδου Κατά τη διάρκεια τής περιόδου
518-578
518 - 610
ανήλθαν στον θρόνο τα εξής
πρόσωπα: Πρώτον, ο Ιουστίνος ο Πρεσβύτερος
(518-527),
που ήταν αρ
χηγός τής φρουράς τού Παλατιού (κόμης τών εξκουβιτόρων)(1) και ο ο
ποίος αιφνιδίως και τυχαίως διαδέχθηκε τον ΑναστάσΙΟ'δεύτερον, ο ανι ψιός του, ο Ιουστινιανός ο Μέγας
(527-565)
και τρίτον, ο ανιψιός τού Ι
ουστινιανού, Ιουστίνος Β', γνωστός ως Νεώτερος
(565-578).
Τα ονόματα
τού Ιουστίνου και τού Ιουστινιανού είναι στενά συνδεδεμένα με το πρό βλημα τής σλαβικής τους καταγωγής, η οποία για αρκετό διάστημα εθεω ρείτο, από πολλούς μελετητής, ως ένα ιστορικό γεγονός. Η θεωρία αυτή στηρίχθηκε στον Βίο τού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, τον οποίο έγραψε ο
ηγούμενος Θεόφιλος, διδάσκαλος τού Ιουστινιανού, και που εκδόθηκε α πό τον φύλακα τής Βιβλιοθήκης τού Βατικανού, Νικόλαο Αλεμάννο, στις
αρχές τού 170υ αιώνα. Η βιογραφία αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερες επωνυ μίες τού Ιουστινιανού και τών συγγενών του, με τις οποίες ήταν γνωστοί
στην ιδιαίτερή τους πατρίδα, και οι οποίες, κατά τη γνώμη τών ειδικών
στις σλαβικές σπουδές, ήταν σλαβικές επωνυμίες, όπως Π.χ. η επωνυμία τού Ιουστινιανού «Ουπράβντα»
(Upravda),
«αλήθεια, δικαιοσύνη». Ό
ταν βρέθηκε και μελετήθηκε από τον' Αγγλο επιστήμονα Μπράυς, στα
τέλη τού 190υ αιώνα
(1883),
το χειρόγραφο που χρησιμοποίησε ο Αλε
μάννος, απεδείχθη ότι ανήκε στις αρχές τού 170υ αιώνα και ότι ήταν κα
θαρός μύθος χωρίς ιστορική αξία. Η θεωρία τής σλαβικής καταγωγής τού Ιουστινιανού πρέπει, επομένως, προς το παρόν, να απορριφθεί I2 ). Ο
Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός ήταν πιθανόν Ιλλυριοί ή Αλβανοί. Ο Ιουστι νιανός γεννήθηκε σ' ένα χωριό τής' Ανω Μακεδονίας, όχι μακριά από το σημερινό Ούσκοβο
(Uskub),
στα αλβανικά σύνορα. Μερικοί μελετητές
(1) Οι εξκουβίτορες ήταν φρουροί ;του ανήκαν στην ιδιαίτερη έμ..;τιστη φρουρά τών Ανακτόρων τού Βυζαντίου.
(2) J. Bryce, «Life of Justinian by Theophilus», Archivio dclla Reale Societa Romana di Storia Patria, Χ (1887), 137-171. ε;τίσης στο «English Historical Review» (1887), fi57-684.
172
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
αναζητούν την οικογένεια τού Ιουστινιανού στους Ρωμαίους αποίκους τής Δαρδανίας, δηλαδή τής Άνω Μακεδονίας(l). Οι τρεις πρώτοι Αυτο κράτορες τής εποχής αυτής ήταν, επομένως, Ιλλυριοί ή Αλβανοί, αν και
είχαν εκρωμα"ίσθεί' μητρική τους γλώσσα υπήρξε η Λατινική. Ο ψυχικά άρρωστος και άτεκνος Ιουστίνος Β' υιοθέτησε τον Θράκα Τιβέριο, έναν στρατηγό, ορίζοντάς τον συγχρόνως Καίσαρα. Παίρνοντας
ως αφορμή το γεγονός αυτό, εκφώνησε μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία, ;του έκανε βαθιά εντύπωση στους συγχρόνους του, λόγω τής ειλικρίνειας
και τής μετάνοιας που παρουσίαζε(2). Δεδομένου ότι η ομιλία είχε στενο γραφηθεί, διατηρείται στην πρωτότυπή της μορφή. Μετά τον θάνατο τού Ιουστίνου Β', ο Τιβέριος βασίλευσε ως Τιβέριος
Β'
(578-582).
Όταν πέθανε και αυτός, τελείωσε η βασιλεία τής Δυναστεί
ας τού Ιουστινιανού, δεδομένου ότι ανήλθε στον θρόνο ο σύζυγος τής κό ρης του, Μαυρίκιος
(582-602).
Οι σχετικές πηγές διαφωνούν ως προς το
ζήτημα τής καταγωγής τού Μαυρικίου' άλλοι θεωρούν ως πατρίδα, δική του και τής οικογενείας του, τη μακρινή πόλη τής Καππαδοκίας Αραβυσ σό(3!, ενώ άλλοι, αν και τόν ονομάζουν Καππαδόκη, τόν θεωρούν ως τον πρώτο Έλληνα που ανήλθε στον θρόνο τού Βυζαντίου(4). Στην πραγματι κότητα, δεν υπάρχει αντίθεση στους όρους, διότι είναι δυνατόν να είναι ελληνικής καταγωγής και να γεννήθηκε στην Καππαδοκία('). Μια άλλη
παράδοση τόν παρουσιάζει ως Ρωμαίο(δ). Ο Γ. Α. Κουλακόφσκι θεωρεί
(1) C. Jirccck, «Geschichte der Serben», Ι, 36. J. Β. Bury, «History of the Later Roman Empire», 11, 18, n. 3. Σχετικά με την προέλευση τού Ιουστινιανού βλέπε Α. Α. Vasiliev, «Το πρόβλημα 11ις σλαβΙΚlις καταγωγής τού lουστινιανού» (Vizantiysky Vremennik, Ι, 1894, 469-492, Ρωσικά). Υπάρχουν επίσης πολλά σύγχρονα άρθρα σχε τικά με την καταγωγl] τού Ιουστινιανού.
(2) Το κείμενο τής ομιλίας βρίσκεται στα Theophylact Simocatta, Historia, ΙΙΙ, ίί, ed. C. de Βοοτ, 132-13~. Evagrius. «Historia ecclesiastica», Υ, 13, ed. J. Bidez and L. Parmenticr, 208-209. John of Ephesus, «Ecclesiastical History», 111, 5, μετάφραση R. Payne-Smith, 172-176, μετάφραση Ε. W. Brooks, 93-94. Σε ένα πολύ ενδιαφέρον και σχετικό με την ομιλία αυηιν άρθρο του ο Ρώσος μελετητής V. Valdenbcrg, αναφέρει ότι τα κείμενα και τών τρι(ιJν αυτών συγγραφέων είναι τρεις παραλλαγές τής ιδίας 0~ιιλίας: Βλέπε «Μία ομιλία τού Ιουστίνου Β' προς τον Τιβέριο»
[Bullctin de des Rcpubliqucs socialistes sovietiques, Νο. 2 (1928).129, Ρωσικά]. ΑγγλΙΚI] μετάφραση Bury, «l_ater Roman Empire». 11, 77-78. (3) Evagrii, «Historia eccIesiastica», Υ, 19. John of Ephcsus, «EcclesiasticaI History», Υ, 21 (μετ(ιφραση Payne-Smith, 361). (4) Pauli Diaconti, «Historia Langobardorum». 111, 15. (5) Ε. Stein. «Studien aus Geschichtc des byzantinischen Reiches vornehmlich unter den Kaisern Justinus 11 und Tiberius Constantinus», 100. σημ. 2. (6) Evagrii, «Historia eccIesiastica», V, Ι Υ. ΙΆcadcmίe
des scienccs dc
l'υηίοπ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
173
δυνατή την αρμενική καταγωγή τού Μαυρικίου, δεδομένου ότι ο εγχώ ριος πληθυσμός τής Καππαδοκίας ήταν Αρμένιοι(l). Ο Μαυρίκιος εκθρο
νίσθηκε από τον Θράκα τύραννο Φωκά
(602-610),
ο οποίος υπήρξε και ο
τελευταίος Αυτοκράτορας τής περιόδου αυτής.
Ιουστίνος Α' Αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο, ο Ιουστίνος Α' εγκατέλειψε την
θρησκευτική πολιτική τών προκατόχων του, τάχθηκε επισήμ'ως με το μέ ρος τών οπαδών τής Συνόδου τής Χαλκηδόνος και άρχισε σκληρούς διω γμούς εναντίον τών Μονοφυσιτών. Αποκατέστησε, επίσης, τις σχέσεις
του με τη Ρώμη και η διαφωνία τής Δυτικής προς την Ανατολική Εκκλη σία, που άρχισε από την εποχή τού Ενωτικού τού Ζήνωνος, τερματί
σθηκε. Η θρησκευτική πολιτική τών Αυτοκρατόρων τής περιόδου αυτής, στηρίχθηκε στην Ορθοδοξία. Το γεγονός αυτό, για μια φορά ακόμη, α
ποξένωσε τις Ανατολικές Επαρχίες. Τότε διατυπώθηκε ένας πολύ ενδιαφέρων υπαινιγμός, σε μια επιστο λή που έστειλε στον Πάπα Ορμίσδα, το
520,
ο ανιψιός τού Ιουστίνου, Ι
ουστινιανός, ο οποίος επηρέαζε αισθητά τη ζωή τής Αυτοκρατορίας, από τον πρώτο χρόνο τής βασιλείας τού θείου του. Με λεπτότητα, στο γράμμα αυτό, ο Ιουστινιανός υποδεικνύει ευγένεια προς όσους διαφωνούν: «Δεν
θα συμφιλιώσετε -γράφει- τον Λαό με τον Κύριό μας, με διωγμούς και αιματοχυσίες, αλλά με την υπομονή. Υπάρχει φόβος μήπως, επιθυμώντας να κερδίσουμε ψυχές, χάσουμε τα σώματα και τις ψυχές πολλών ανθρώ πων. Γιατί πρέπει να διορθώνουμε τα σφάλματα, που έχουν για πολύ καιρό υπάρξει, με ηπιότητα και επιείκεια. Δικαίως τιμάται ο ιατρός που θεραπεύει τις παλιές αρρώστιες με τέτοιον κατάλληλο τρόπο που να μην προκαλούνται, απ' αυτές, νέα τραύματα»(2). Είναι πολύ ενδιαφέρον ν' α
κούει κανείς μια τέτοια συμβουλή από τον Ιουστινιανό, δεδομένου ότι ο
ίδιος, αργότερα, συχνά δεν τήν ακολούθησε. Εκ πρώτης όψεως παρατηρούμε κάποια ασυνέπεια στις σχέσεις τού
Ιουστίνου με την Αξώμη, το μακρινό αυτό Βασίλειο τής Αβησσυνίας. Κα τά τη διάρκεια τού πολέμου του εναντίον τού βασιλέως τής Υεμένης προστάτη τού Ιουδα'ίσμού -
-
ο Βασιλεύς τής Αβησσυνίας, με την αποτελε
σματική υποστήριξη τού Ιουστίνου και τού Ιουστινιανού, απέκτησε μια σταθερή βάση στην Υεμένη, όπου και αποκατέστησε τον Χριστιανισμό.
Κατ' αρχήν προκαλεί έκπληξη το πώς ο Ορθόδοξος Ιουστίνος, που υπ 0(Ι) «Ιστορία 11Ίς BυζαντιvιΊς Αυτοκρατορίας» (11.419, Ρωσικά).
(2) Col1ectio Avcl1ana, Νο. ] 96, Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, XXXV (1895), 655-656.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
174
(Πήριζε το δόγμα τής Χαλκηδόνος, ενώ συγχρόνως κατεδίωκε μέσα (Πην Αυτοκρατορία του τους Μονοφυσίτες, βοήθησε τους Μονοφυσίτες Αβησ συνούς. Έξω όμως από τα επίσημα σύνορα τού Κράτους του, ο Αυτοκρά τορας τού Βυζαντίου υπο(Πήριζε, χωρίς διακρίσεις, τον Xρι(Πιανω~ή, έ (Πω και αν δεν συμφωνούσε με τις δογματικές του πεποιθήσεις. Από τήν
πλευρά τής εξωτερικής πολιτικής, οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες θεωρού σαν κάθε επέκταση τού Χρι(Πιανισμού σαν ένα απαραίτητο πολιτικό ή ί σως και οικονομικό πλεονέκτημα.
Αυτή η προσέγγιση Ιου(Πίνου και Βασιλέως τής Αβησσυνίας, είχε αρ γότερα μια μάλλον απροσδόκητη εξέλιξη. Στην Αβησσυνία, τον
140
αιώ
να, συνετέθη ένα από τα πιο αξιόλογα έργα τής Αβυσσυνιακής (Αιθιοπι κής) Λογοτεχνίας, το Kebrα Nαga.~t «Η δόξα τών Βασιλέων», το οποίο πε ριέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή μύθων. Αναφέρει ότι η Δυνα (Πεία τών Αβησσυνών Βασιλέων έχει την προέλευσή της (Πην εποχή τού
Σολομώντος και τής Βασίλισσας τού Σαββά' πράγματι δε σήμερα οι Α βησσυνοί πι(Πευουν ότι κυβερνώνται από την αρχαιότερη δυνα(Πεία του κόσμου. Οι Αιθίοπες, όπως αναφέρει η
Kebra Nagast,
είναι ένας εκλε
κτός λαός, ένα νέο Ισραήλ, τού οποίου το Βασίλειο είναι ανώτερο από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι δυο Βασιλείς, Ιου(Πίνος, ο Βασιλευς τής Ρώ μης, και Καλέμπ, ο Βασιλευς τής Αιθιοπίας, θα συναντηθούν (Πην Ιερου
σαλήμ για να μοιράσουν μεταξύ τους τη γη. Αυτός ο τόσο εξαιρετικού εν διαφέροντος μύθος, δείχνει καθαρά τη βαθιά εντύπωση που άφησε (Πην ι(Πορική παράδοση τών Αβησσυνών η εποχή τού Ιου(Πίνου Α'<Ι).
Ιουστινιανός και Θεοδώρα Ο ανιψιός και διάδοχος τού Ιου(Πίνου, Ιου(Πινιανός
(527-565),
είναι η ε
ξέχουσα φυσιογνωμία όλης αυτής τής περιόδου.
Το όνομά του 'είναι (Πενά συνδεδεμένο με το όνομα τής συζύγου του Θεοδώρας, μιας από τις πιο ικανές γυναίκες τής Βυζαντινής Περιόδου. Τα Ανέκδοτα, τα οποία έγραψε ο ι(Πορικός τής εποχής τού Ιου(Πινιανού
Προκόπιος, παρουσιάζουν μεγαλοποιημένη τη διε(Πραμμένη ζωή που έ ζησε, όταν ήταν νέα, η Θεοδώρα, οπότε, ως κόρη ενός αρκτοτρόφου, ζούσε (Πη διεφθαρμένη ατμόσφαιρα τού θεάτρου αυτής τής περιόδου, προσφέροντας ελεύθερα τον έρωτά της σε πολλούς ανθρώπους. Η φύση τήν είχε προικίσει με ομορφιά, χάρη και ευφυ·ία. Όπως αναφέρει ένας ι
(Πορικός (Ντηλ), «η Θεοδώρα διασκέδαζε, έθελγε και σκανδάλιζε την
(1)
Βλέπε Α. Α. Vasilίev,
ΧΧΧΙΙΙ
(1933),67-77.
«Justin
Επίσης
Ι
(518-527) and Abyssinia», Byzantinische Zcitschrift, βλέπε «Justin the First», 299-302, τού ιδίου συγγραφέα.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
175
Kωνσταvτινoύπoλη»(l). Ο Προκόπιος αναφέρει ότι όσοι συναvτoύσαν την
Θεοδώρα στον δρόμο, απέφευγαν να τήν πλησιάσουν, γιατί εφοβούντο ότι και μια απλή επαφή μαζί της μ.ίτορούσε να κηλιδώσει τους χιτώνες τους(2). Αλλ.ά όλες αυτές οι σκοτεινές λεπτομέρειες για τα πρώτα χρόνια τής Αυτοκράτειρας, πρέπει να αvτιμετωπισθoύν με κάποιον σκεπτικισμό,
δεδομένου ότι όλες πρoέρχovται από τον Προκόπιο, τού οποίου βασικός
σκοπός υπήρξε να δυσφημίσει, με τα «Ανέκδοτά» του, τον Ιουστινιανό και την Θεοδώρα. Μετά από την πολύ θυελλώδη νεανική περίοδο τής ζωής της, η Θεοδώρα εξαφανίσθηκε από την πρωτεύουσα για να ζήσει λίγα χρόνια στην Αφρική. Όταν γύρισε στην Kωνσταvτινoύπoλη δεν ή
ταν πια η παλιά άστατη ηθοποιός. Εγκατέλειψε το θεάτρο και ζούσε μια μοναχική ζωή, αφιερώνovτας μεγάλο μέρος τού χρόνου της στο να κλώ θει μαλλί και στο ν' ασχολείται με θρησκευτικά ζητήματα, μέχρι που τήν είδε για πρώτη φορά ο Ιουστινιανός. Η ομορφιά της τού έκανε μεγάλη εvτύπωση' τήν πήρε στην Αυλή, τής έδωσε τον τίτλο τής πατρικίας και
γρήγορα τήν παvτρεύτηκε. Όταν δε ανέβηκε στον θρόνο, η Θεοδώρα έ γινε Αυτοκράτειρα τής Bυζαvτινής Αυτοκρατορίας και απέδειξε ότι ήταν αρκετά ικανή για τη νέα και υψηλή της θέση. Παρέμεινε πιστή σύζυγος και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις τού Κράτους, επιδεικνύ ovτας μια εξαιρετική οξυδέρκεια 'ι<αι ασκώvτας μεγάλη επιρροή σε όλες τις πράξεις τού Ιουστινιανού. Κατά τη διάρκεια τής στάσης τού
532,
για
την οποία θα μιλήσουμε αργότερα, η Θεοδώρα έπαιξε έναν από τους πιο σημαvτικoύς ρόλους. Με τη δράση της και την ενεργητικότητά της έσωσε,
ίσως, την Αυτοκρατορία από περισσότερες ταραχές. Στον θρησκευτικό τομέα υποστήριζε ανοιχτά τους Μονοφυσίτες, ερχόμενη έτσι σε ευθεία
αντίθεση με τον ταλαvτευόμενo σύζυγό της, ο οποίος υποστήριζε, κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας του, τους Ορθοδόξους, αν και έκανε μερικές υ ποχωρήσεις στους Μονοφυσίτες. Η Θεοδώρα κατανόησε περισσότερο από τον Ιουστινιανό την σημασία τών Ανατολικών Επαρχιών, που ακο λούθησαν τον Μονοφυσιτισμό και που αποτελούσαν το ζωτικότερο τμή μα τής Αυτοκρατορίας, και προσπάθησε σταθερά να καλλιεργήσει ειρη
νικές σχέσεις με αυτές τις επαρχίες. Η Θεοδώρα πέθανε από καρκίνο το
548, αρκετά πριν πεθάνει ο Ιουστινιανός(3). Στο περίφημο ψηφιδωτό τού 60υ αιώνα τής βασιλικής τού Αγίου Βιτα(Ι) Charles Diehl. «Figures byzantines», 1,56. Αγγλική μετάφραση Η. Bel\, «Byzantine Portraits», 54. (2) «Historia arcana», 9, 25, cd. J. Haury, 60-61. (3) Victoris Tonnenncnsis, «Chronica», s.a. 54: «Thcodora Augusta Chalcedonsis synodi inimica canceris pIaga corpore toto perfusa vitam prodigiose finivit». Στο Chronica Minora, ed. Τ. Mommsen, 11, 202.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
176
λίου, στη Ραβέννα, η Θεοδώρα φαίνεται ντυμένη με αυτοκρατορικούς χι τώνες και περιστοιχισμένη από τους αυλικούς της. Σύγχρονοι και μεταγε
νέστεροι τής Θεοδώρας εκκλησιαστικοί ιστορικοί, είναι πολύ σκληροί, α ναφερόμενοι στον χαρακτήρα της. Παρ' όλα αυτά όμως, στο Ορθόδοξο Ημερολόγιο βλέπουμε, στις
14
Νοεμβρίου, να μνημονεύεται «η Κοίμηση
τού Ορθοδόξου Βασιλέως Ιουστινιανού και η μνήμη τής Βασιλίσσης Θε οδώρας»(). Η Θεοδώρα ετάφη στην εκκλησία τών Αγίων Λι-τοστόλων.
Η εξωτερική πολιτική τού Ιουστινιανού
και η ιδεολογία του Οι πολυάριθμοι πόλεμοι τού Ιουστινιανού υπήρξαν εν μέρει επιθετικοί και εν μέρει αμυντικοί. Οι πρώτοι διεξήχθησαν κατά τών βαρβαρικών γερμανικών κρατών τής Δυτικής Ευρώπης, ενώ οι δεύτεροι έγιναν ενα ντίον τής Περσίας, στην Ανατολή, και κατά τών Σλάβων, στον Βορρά.
Οι κύριες δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τη Δύση, όπου η στρατιωτική δράση τού στρατού τού Βυζαντίου στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Οι Βάνδαλοι, οι Οστρογότθοι και, εν μέρει, οι Βησιγότθοι, αναγκάστηκαν να υποταχθούν στον Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, ενώ η Μεσόγειος Θά
λασσα μεταβλήθηκε σχεδόν σε μια «λίμνη» τού Βυζαντίου. Στα διατάγ ματά του ο Ιουστινιανός τιτλοφορείται Καίσαρ Φλάβιος Ιουστινιανός
(Alamannicus, Gothicus, Germanicus, Anticus, Alanicus, Vandalicus, Africanus). Αλλά η φαινομενική αυτή λαμπρότητα έχει και την αντίθετή της όψη. Η επιτυχία πληρώθηκε πολύ ακριβά από την Αυτοκρατορία, δε
δομένου ότι είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη οικονομική εξάντληση τού Κράτους. Το γεγονός δε ότι ο στρατός μεταφέρθηκε στη Δύση, συνετέλε σε στο να μείνουν ανοικτοί στις επιθέσεις τών Περσών, τών Σλάβων και τών Ούννων η Ανατολή και ο Βορράς. Οι κύριοι εχθροί τής Αυτοκρατορίας, κατά τον Ιουστινιανό, ήταν οι
Γερμανοί. Έτσι, τον
60
αιώνα, εμφανίζεται και πάλι στην Αυτοκρατορία
το Γερμανικό Πρόβλημα, με μόνη τη διαφορά ότι ενώ τον πούσαν οι Γερμανοί την Αυτοκρατορία, τον
60
50
αιώνα κτυ
αιώνα η Αυτοκρατορία
πίεζε τους Γερμανούς. Ο Ιουστινιανός ανέβηκε στον θρόνο, έχοντας τα ιδεώδη ενός Αυτο κράτορα εξίσου Ρωμαίου και Χριστιανού. Θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο τών Ρωμαίων καισάρων, πίστευε ότι ήταν ιερό καθήκον του να
αποκαταστήσει μια ενιαία Αυτοκρατορία με τα ίδια σύνορα, που είχε κατά τον
10
και
20
αιώνα. Ως Χριστιανός ηγεμόνας, δεν μπορούσε να ε-
(1) Arch. Sergius, «Πλήρες Λειτουργικόν Ημερολόγιον (2η έκδοση - VIadimir 1901. τ. 2, σελ. 354- Ρωσικά).
(Μηνολόγιον) ηΊς ΑνατολlΊς»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
177
πιτρέψει στους αρειόφρονες Γερμανούς να καταπιέζουν τους Ορθοδό ξους. Οι ηγεμόνες τής Κωνσταντινουπόλεως, νόμιμοι διάδοχοι τών και σάρων, είχαν ιστορικά δικαιώματα στη Δυτική Ευρώπη, την οποία την ε ποχή εκείνη κατείχαν οι βάρβαροι. Οι Γερμανοί Βασιλείς ήταν απλοί υ ποτελείς τού Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, ο οποίος τούς είχε εξουσιοδο τήσει να βασιλεύουν στη Δύση. Ο Φράγκος Βασιλιάς Κλόβις είχε πάρει το αξίωμα τού υπάτου από τον Αναστάσιο, ο οποίος αναγνώρισε επισή μως τον Βασιλέα τών Οστρογότθων Θευδέριχο. Όταν ο Ιουστινιανός α ποφάσισε να πολεμήσει τους Γότθους, έγραφε: «Οι Γότθοι, έχοντας διά τής βίας κατακτήσει την Ιταλία μας, αρνήθηκαν να μάς τήν επιστρέ ψουν»(II. Παρέμενε, όπως πίστευε, ο φυσικός κυρίαρχος όλων τών Βασι λέων που βρισκόταν μέσα στα όρια τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας. Ως
Χριστιανός Αυτοκράτορας, ο Ιουστινιανός είχε ως aποστολή του τη διά δοση τής αληθινής πίστεως στους aπίστoυς αιρετικούς ή ειδωλολάτρες. Η θεωρία αυτή, την οποία ανέπτυξε τον ακόμη τον
60
40
αιώνα ο Ευσέβιος, υφίστατο
αιώνα. Για την εκπλήρωση τού καθήκοντός του, ο Ιουστινι
ανός έθετε ως βασικό σκοπό την επανίδρυση μιας ενιαίας Ρωμα'ίκής Αυ
τοκρατορίας, που έφθανε πριν στις ακτές τών δύο ωκεανών, και την ο ποία οι Ρωμαίοι έχασαν λόγω τής aπρoσεξίας τους(2l. Με βάση την πα λαιά αυτή θεωρία, ο Ιουστινιανός πίστευε επίσης ότι ήταν καθήκον του να εισαγάγει στην Αυτοκρατορία μία μόνον χριστιανική πίστη ανάμεσα
στους σχισματικούς και στους ειδωλολάτρες. Αυτή υπήρξε η ιδεολογία τού Ιουστινιανού, η οποία οδήγησε αυτόν τον πολιτικό και σταυροφόρο
στο να ονειρευθεί την κατάκτηση όλου τού τότε γνωστού κόσμου. Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι οι μεγάλες αξιώξεις τού Αυτοκρά τορα επί τών παλαιών περιοχών τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας δεν ήταν,
αποκλειστικά, αποτέλεσμα προσωπικών απόψεων, δεδομένου ότι φαί νονταν πολύ φυσικές στον λαό τών επαρχιών, που είχαν κατακτήσει οι
Βάρβαροι. Οι εγχώριοι τών επαρχιών που έπεσαν στα χέρια τών αρεια νοφρόνων, θεωρούσαν τον Ιουστινιανό ως τον μόνον προστάτη τους. Η
κατάσταση στη Βόρειο Αφρική ήταν πολύ δύσκολη. Εκεί οι Βάνδαλοι έ
καναν φοβερούς διωγμούς εναντίον τών εγχωρίων Ορθοδόξων, φυλακί
ζοντας πολλούς πολίτες, λα"ίκούς και κληρικούς, και δημεύοντας τις περι ουσίες τους. Πρόσφυγες και εξόριστοι, από την Αφρική, ανάμεσα στους οποίους ήταν πολλοί Ορθόδοξοι Επίσκοποι, έφθασαν στην Κωνσταντι
νούπολη, όπου ικέτευαν τον Αυτοκρατόρα να εκστρατεύσει εναντίον τών
Βανδάλων, διαβεβαιώνοντάς τον ότι την εκστρατεία αυτή θ' ακολουθού(1) Procopius, «Dc bcllo gothico», 1,5. ΙΙ, ed. J. Haury, 11, 26. (2) Justinian, «Novellae Constitutiones», Να. 30 (44), 11, ed. Κ. Ε. Ζacharϊ
Ι,
276.
178
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
σε μια γενική επανάσταση τών εγχωρίων.
Μια παρόμοια κατάσταση υπήρχε στην Ιταλία, όπου οι εγχώριοι, πα ρά τη θρησκευτική ανεκτικότητα τού Θευδέριχου και τον σεβασμό που
αυτός είχε για τον Ρωμαϊκό Πολιτισμό, έκρυβαν μια δυσαρέσκεια, απο βλέποντας στην Κωνσταντινούπολη, από όπου περίμεναν βοήθεια για την απελευθέρωση τής χώρας τους από τους νεήλυδες και την αποκατά σταση τής Ορθοδόξου Πίστεως. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι οι βάρβαροι βασι λείς υποστήριζαν τα φιλόδοξα σχέδια τού Αυτοκράτορα. Επέμεναν να
εκδηλώνουν βαθύ σεβασμό για την Αυτοκρατορία, να δείχνουν με δια φόρους τρόπους την υποταγή τους στον Αυτοκράτορα, να αγωνίζονται για την απόκτηση ανωτέρων ρωμα·ίκών τίτλων, να χαράσσουν τη φυσιο
γνωμία τού Αυτοκράτορα στα νομίσματά τους κ.λπ. Ο Γάλλος ιστορικός Ντηλ(l) λέει ότι οι βασιλείς αυτοί ευχαρίστως θα επαναλάμβαναν τα λό για τού Βησιγότθου αρχηγού, που έλεγε ότι «ο Αυτοκράτορας είναι, χω
ρίς αμφιβολία, επί γης Θεός, και όποιος στασιάζει εναντίον του, είναι έ νοχος θανάτου»(2).
Παρά την ευνο·ίκή για τον Ιουστινιανό κατάσταση που επικρατούσε στην Αφρική και την Ιταλία, οι πόλεμοι εναντίον τών Βανδάλων και τών
Οστρογότθων υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολοι και μακροχρόνιοι.
Πόλεμοι εναντίον τών Βανδάλων. Οστρογότθων και Βησιγότθων. Αποτελέσματα τών πολέμων. Περσία. Σλάβοι. Η εναντίον τών Βανδάλων εκστρατεία δεν υπήρξε εύκολη. Έπρεπε να μεταφερθεί, διά θαλάσσης, στη Βόρειο Αφρική, ένας μεγάλος στρατός που χρειάσθηκε ν' αναμετρηθεί μ' έναν λαό που είχε ισχυρό στόλο και που, από τα μέσSΙ τού 50υ αιώνα ακόμη, είχε κατορθώσει να κυριεύσει
και να λεηλατήσει τη Ρώμη. Εκτός αυτού, η μεταφορά τών κυρίων στρα τιωτικών δυνάμεων στη Δύση, θα είχε σοβαρές συνέπειες για την Ανατο λή, όπου οι Πέρσες, ο πιο επικίνδυνος εχθρός τής Αυτοκρατορίας, συνέ
χιζαν τους πολέμους εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο Προκόπιος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή τού συμβουλίου, στο οποίο για πρώτη φορά συζητήθηκε το θέμα τής εκστρατείας στην Αφρική(3). Οι πιο
πιστοί σύμβουλοι τού Αυτοκράτορα, εξέφρασαν αμφιβολίες για την επι-
(1) «Justinien et Ia civiIisation byzantine au VIe siecIe», 137. . (2) Jordanis, «Getica», ΧΧΧΙΙΙ, ed. Τ. Mommsen, 95. (3) «De bello vandalίco», Ι, 10, ed. Haury, Ι, 355-360, ΑγγλΙΚ1] Dewing, 11, 90-101.
μετάφραση, Η. Β.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
179
τυχία τού εγχειρήματος, το οποίο θεωρούσαν βιαστικό. Ο ίδιος ο Ιουστι νιανός άρχισε να αμφιταλαντεύεται, αλλά, τελικά, υπερνίκησε τους δι σταγμούς του και επέμεινε στο σχέδιό του, με αποτέλεσμα να αποφασι
σθεί τελικά η εκστρατεία. Εν τω μεταξύ έγινε κάποια αλλαγή στη Διοίκη ση τής Περσίας και το
532
ο Ιουστινιανός πέτυχε να κλείσει μιαν «απέ
ραντον ειρήνην» με τον ταπεινωτικό όρο να πληρώνει η Βυζαντινή Αυτο κρατορία κάθε χρόνο ένα μεγάλο ποσό στον Βασιλιά τής Περσίας. Η συνθήκη αυτή, όμως, διευκόλυνε τον Ιουστινιανό στο να ενεργεί πιο ε λεύθερα στην Ανατολή και τον Νότο. Ως αρχηγό τού μεγάλου του στρα τού και τού στόλου, ο Ιουστινιανός τοποθέτησε τον ικανό στρατηγό Βε
λισσάριο, ο οποίος ήταν ο πιο αξιόλογος στρατιωτικός σύμβουλος τού Αυτοκράτορα και που λίγο πριν από τον διορισμό του αυτό, είχε πετύχει να καταστείλει την επικίνδυνη στάση τού Νίκα, για την οποία θα μιλή σουμε πιο κάτω.
Την εποχή αυτή οι Βάνδαλοι και οι Οστρογότθοι δεν ήταν πια οι επι κίνδυνοι εχθροί που υπήρξαν παλαιότερα. Ασυνήθιστοι στο αποχαυνω τικό κλίμα τού Νότου και επηρεασμένοι από τον Ρωμα"ίκό Πολιτισμό,
γρήγορα έχασαν την παλαιά τους ενεργητικότητα και δύναμη. Οι θρη σκευτικές πεποιθήσεις τών Γερμανών είχαν δημιουργήσει εχθρικές σχέ
σεις με τους εγχωρίους. Οι συνεχείς επαναστάσεις τών φυλών τών Βερ βέρων, συνέβαλαν πολύ στην εξασθένιση τών Βανδάλων. Ο Ιουστινιανός γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση και με διπλωματική ικανότητα καλλιε ργούσε τις εσωτερικές διαμάχες τών Βανδάλων, ενώ συγχρόνως ήταν α πολύτως βέβαιος, ότι τα Βασίλεια τών Γερμανών δεν θα τόν αντιμετώπι ζαν ποτέ ενωμένα, δεδομένου ότι οι Οστρογότθοι δεν είχαν καλές σχέ σεις με τους Βανδάλους, οι Ορθόδοξοι Φράγκοι αγωνίζονταν κατά τών Οστρογότθων και οι Βησιγότθοι τής Ισπανίας ήταν πολύ μακριά και δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στον πόλεμο. Όλα αυτά ενθάρρυναν τον Ιουστινιανό στην ελπίδα του να νικήσει τον κάθε εχθρό χωριστά.
Ο πόλεμος εναντίον τών Βανδάλων κράτησε από το
533
μέχρι το
548(1).
-
με μερικές διακοπές
Ο Βελισσάριος γρήγορα υποδούλωσε όλο το
Βασίλειο τών Βανδάλων, αφού κατήγαγε αρκετές λαμ.ίτρές νίκες, και ο
Ιουστινιανός μπορούσε να κηρύττει θριαμβευτικά ότι: «ο πολυεύ σπλαχνος Θεός μάς έδωσε όχι μόνον την Αφρική και τις επαρχίες της,
αλλά μάς επέστρεψε και τα Αυτοκρατορικά Εμβλήματα που είχαν πάρει οι Βάνδαλοι όταν κατέλαβαν τη Ρώμη»(2). Θεωρώντας τον πόλεμο τελειω-
(1) Σχετικά με τον πόλεμο αυτό βλέπε Charles Diehl, «L' Afrique byzantine», 3-33, 333-381. Diehl, «Justinien», 173-180. W. Holmes, «The Age of Justinian and Theodora» (2nd ed. 1912), ΙΙ, 489-526. Bury, «Latcr Roman Empirc», ΙΙ, 124-148. (2) «Codex Justinianus», Ι, 27, ί, 7.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
180
μένο, ο Αυτοκράτορας ανακάλεσε τον Βελισσάριο και το μεγαλύτερο μέ
ρος τού στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως μετά, μία φυλή τών Βερβέρων, οι Μαυριτανοί, επαναστάτησε και ο στρατός που έμεινε ανα
γκάστηκε να αναλάβει έναν αφόρητο αγώνα. Ο διάδοχος τού Βελισσαρί ου Σολομών σκοτώθηκε, αφού νικήθηκε ολοκληρωτικά. Ο πόλεμος αυτός κράτησε μέχρι το
548, οπότε, ύστερα από μια αποφασιστική νίκη τού
ικα
νού διπλωμάτη και στρατηγού Ιωάννη Τρωγλίτη, αποκαταστάθηκε ορι στικά η δύναμη τής Αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης Τρωγλίτης, τρίτος ήρωας τής επανακτήσεως τής Αφρικής, εξασφάλισε εκεί πλήρη ηρεμία για δε κατέσσερα περίπου χρόνια. Οι πράξεις του περιγράφονται από τον σύγ χρονό του Αφρικανό ποιητή Κόριππο, στο ιmορικό του έργο Ιωάννης(l).
Οι νίκες αυτές δεν ικανοποίησαν πλήρως τις ελπίδες τού Ιουστινια νού, διότι, αν εξαιρέσει κανείς το ισχυρό φρούριο Σέπτον, που ήταν κο ντά στις Στύλες τού Ηρακλέους (η σημερινή ισπανική πόλη Θέουτα), το δυτικό τμήμα τής Βόρειας Αφρικής, που φθάνει στον Ατλαντικό Ωκεανό, δεν είχε επανακτηθεί. Το μεγαλύτερο μέρος, όμως, τής Βόρειας Αφρι
κής, η Κορσική, η Σάρδηνία και οι Βαλεαρίδες Νήσοι, έγιναν τμήμα τής Αυτοκρατορίας και ο Ιουστινιανός διέθεσε ένα μεγάλο μέρος από την ε νεργητικότητά του, προσπαθώντας να αποκαταστήσει την τάξη σ' αυτά
τα μέρη. Ακόμη και σήμερα τα μεγαλοπρεπή ερεί.ι-τια τών πολλών βυζα ντινών οχυρών και φρουρίων, αποδεικνύουν τις προσπάθειες που έκανε ο Αυτοκράτορας για την άμυνα τής χώρας του.
Ακόμη πιο σκληρή υπήρξε η εκmρατεία εναντίον τών Οστρογότθων, που κράτησε, με μερικές διακοπές, από το
535
μέχρι το
554.
Ο Ιουστινια
νός άρχισε την στρατιωτική του δράση επεμβαίνοντας στους εσωτερικούς αγώνες τών Οmρογότθων. Ένα μέρος τού στρατού άρχισε να κατακτά
τη Δαλματία, η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε μέρος τού Βασιλείου
τών ΟστρογότθωΥ, ενώ ένα άλλο τμήμα του, το οποίο μεταφέρθηκε διά θαλάσσης έχοντας ως αρχηγό τον Βελισσάριο, κατέλαβε, χωρίς μεγάλη δυσκολία, τη Σικελία. Αργότερα, ο ίδιος στρατός κατέλαβε τη Νεάπολη και τη Ρώμη. Αμέσως μετά, το
540,
η Ραβέννα, πρωτεύουσα τών Οστρο
γότθων, άνοιξε τις πύλες της moν Βελισσάριο, ο οποίος γρήγορα άφησε την Ιταλία και πήγε mην Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας μαζί του τον αιχμάλωτο Βασιλέα τών Οστρογότθων. Ο Ιουστινιανός πρόσθεσε στους
τίτλους του
«Africanus» και «Vandalicus», τον τίτλο «Gothicus».
Η Ιταλία
φαινόταν πια ότι είχε κατακτηθεί οριστικά από τη Βυζαντινή Αυτοκρατο ρία. Την εποχή εκείνη όμως παρουσιάσθηκε, ανάμεσα mους Γότθους, έ-
(1)
Βλέπε
Bury, «Later Roman Empire», 11,147.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
181
νας ενεργητικός και ικανός βασιλεύς, ο Τωτίλας, που υπήρξε ο τελευ ταίος υπερασπιστής τής ανεξαρτησίας τών Οστρογότθων. Με ταχύτητα και αποφασιστικότητα ανέτρεψε την κρατούσα κατάσταση. Οι στρατιωτι
κές του επιτυχίες ήταν τόσο μεγάλες, που έκαναν απαραίτητη την ανά κληση, από την Περσία, τού Βελισσαρίου και την αποστολή του στην Ιτα
λία, όπου ανέλαβε την ανωτάτη διοίκηση. Ο Βελισσάριος όμως δεν μπο ρούσε ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση. Γρήγορα οι περιοχές που είχαν
κατακτηθεί από τον στρατό τού Βυζαντίου, στην Ιταλία και τα νησιά, ήλ θαν πάλι στα χέρια τών Οστρογότθων. Η κακότυχη Ρώμη, που πέρασε πολλές φορές από τους Ρωμαίους στους Οστρογότθους και από τους τε λευταίους στους πρώτους, είχε γίνει ένας σωρός από ερείπια. Μετά την
αποτυχία τού Βε λισσαρ ίου, ο οποίος ανεκλήθη από την Ιταλία, ο διάδο
χός του Ναρσής, ικανός στρατηγός τού Βυζαντίου, πέτυχε τελικά να νική σει τους Γότθους, ύστερα από δράση που προϋπέθετε μεγάλη στρατηγική ικανότητα. Ο στρατός τού Τωτίλα νικήθηκε, το
Busta Gallorum
552,
κατά τη μάχη τής
στην Ούμπρια: Ο Τωτίλας ματαίως προσπάθησε να ξε
φύγει(l). «Τα ματωμένα ρούχα του και η καλύπτρα του, στολισμένη με πο λύτιμους λίθους, εστάλησαν από τον Ναρσή στην Κωνσταντινούπολη, όπου
τοποθετήθηκαν στα πόδια τού Αυτοκράτορα ως μια απτή απόδειξη τού ότι ο εχθρός που τόσο είχε περιφρονήσει την εξουσία του δεν υπήρχε πια»(2).
Το
554, ύστερα
από είκοσι χρόνια καταστρεπτικών πολέμων, η Ιταλία,
η Δαλματία και η Σικελία ενώθηκαν και πάλι με την Αυτοκρατορία. Ο Πραγματικός Νόμος
(Pragmatica Sanctio),
που δημοσιεύθηκε από τον
Ιουσεινιανό, τον ίδιο χρόνο, απέδωσε σεους γαιοκτήμονες τής Ιταλίας και σεην Εκκλησία τη γη, που τούς είχαν πάρει οι Οσερογότθοι, ενώ συγ
χρόνως αποκατέστησε τα παλαιά τους προνόμια και, με ορισμένα μέτρα, ελάφρυνε από διάφορα βάρη τον λαό τών κατεστραμμένων περιοχών. Οι πόλεμοι όμως εναντίον τών Οστρογότθων εμπόδισαν, για αρκετό διάστη μα, την ανάπτυξη τής βιοτεχνικής παραγωγής και τού εμπορίου στην Ιταλία, και λόγω τής ελλείψεως εργατών, πολλοί αγροί τής Ιταλίας έμε ναν ακαλλιέργητοι. Για ένα διάστημα η Ρώμη ήταν μια δευτερεύουσα, ε
ρει.-τωμένη και δίχως πολιτική σημασία πόλη. Ο Πάπας όμως διάλεξε την πόλη αυτή ως καταφύγιό του.
Η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση τού Ιουστινιανού κατευθύνθηκε εναντίον τών Βησιγότθων στη χερσόνησο τών Πυρηναίων. Εκμεταλλευό-
(1) Η πιο λεπτομεριjς :τεριγραφή Empirc», 11. 261-269, 288-291.
αυτΊ1ς 1Ι1ς μάχης βρίσκεται στον
Bury, «Later Roman
(2) «Chronicle ot' John MaIalas», 486. Theophancs, «Chronographia», s.a. 6044, ed. C. de Boor. 228. Βλέ:τε και Bury. «L
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
182
μενος τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τών σφετεριστών τού θρόνου τών Βησιγότθων, έστειλε στόλο, το
550,
στην Ισπανία. Αν και ο εξοπλισμός
του πρέπει να ήταν μικρός, πέτυχε αξιόλογα αποτελέσματα. Πολλές πα ραλιακές πόλεις και οχυρά κατακτήθηκαν και, τελικά, ο Ιουστινιανός πέ
τυχε να πάρει από τους Βησιγότθους την νοτιοανατολική γωνία τής χερ σονήσου με τις πόλεις Καρθαγένη, Μάλαγα και Κόρδοβα και, κατόπιν,
να επεκτείνει την περιοχή του, η οποία έφθασε, δυτικά, σχεδόν μέχρι το Ακρωτήριο τού Αγίου Βικεντίου και ανατολικά, πέραν τής Καρχηδό νας(l). Με μερικές τροποποιήσεις, η επαρχία αυτή τής Αυτοκρατορίας,
που ιδρύθηκε στην Ισπανία, έμεινε υπό την διοίκηση τής Κωνσταντινου
πιSλεως εβδομήντα περίπου χρόνια. Δεν είναι τελείως ξεκαθαρισμένο εάν αυτή η ε~ρχία υπήρξε ανεξάρτητη ή υποτελής στον Διοικητή τής Α φρικής(2 Ι •
Μερικοί ναοί και άλλα αρχιτεκτονικά μνημεία Βυζαντινής Τέχνης έ χουν ανακαλυφθεί πρόσφατα στην Ισπανία, αλλά, όπως φαίνεται, δεν έ χουν μεγάλη αξία(3).
Το αποτέλεσμα όλων αυτών τών επιθετικών πολέμων υπήρξε να δι πλασιασθεί η Αυτοκρατορία τού Ιουστινιανού. Η Δαλματία, η Ιταλία, το ανατολικό τμήμα τής Βόρειας Αφρικής (μέρος τού σημερινού Αλγερίου και τής Τύνιδος), το νοτιοανατολικό τμήμα τής Ισπανίας, η Σικελία, η Σαρδηνία, η Κορσική και οι Βαλεαρίδες Νήσοι έγιναν τμήμα τής Αυτο κρατορίας. Η Μεσόγειος έγινε και πάλι μια ρωμα'ίκή «λίμνη». Τα όρια
τής Αυτοκρατορίας εξετείνοντο από τις Στήλες τού Ηρακλέους μέχρι τον Ευφράτη. Αλλά παρά την τεράστια αυτή επιτυχία τού Ιουστινιανού, οι
προσπάθειές του δεν ανταποκρίθηκαν στις ελπίδες του, δεδομένου ότι δεν πέτυχε να επανακτήσει όλη τη Δυτική Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία. Το
δυτικό τμήμα τής Βόρειας Αφρικής, η χερσόνησος τών Πυρηναίων, το βόρειο τμήμα τού Βασιλείου τών Οστρογότθων (στα βόρεια τών Άλπε
ων) παρέμεναν έξω από την Αυτοκρατορία. Ολόκληρη η Γαλατία όχι μό νον ήταν τελείως ανεξάρτητη από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και,
(1) DiehI, «Justinien», 204-206. Bury. «Later Roman Empire», 11, 287. «Descriptio Orbis Romani», ed. Besitzungen an den
Kίίsten
ntinische Zeitschrift,
ΧΥΙ
Η.
GeIzer,
xxxii-xxxν.
Georgίi
Cyprii,
F. Gorres, «Die byzantinischen
des spanischwestgothischen Reiches (554-624»>, Byza-
(1907),516.
Ε.
Bouchier, «Spain under the Roman Empire»,
54·55. R. AItamira, «The Cambridge Medieval History», 11, 163-164.
Ρ.
Goubert,
«Byzance et I'Espagne wisigothique (554-711 »>, Etudes byzantines, 11 (1945),5-78.
(2) Bury, «Later Roman Empire», 11, 287. Goubert, «Byzance et l'Espagne», Etudes byzantines, 11 (1945), 76-77 (μέχρι 624). (3) Βλέπε J. Puigi ί Cadafalch, «Ι' Architecture religieuse dans le domaine byzantin en Espagne», Byzantion, Ι (1924),530.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
183
κατά κάποιον τρόπο, υπερείχε από αυτήν, δεδομένου ότι ο Ιουστινιανός ήταν αναγκασμένος να κάνει και παραχωρήσεις στον Βασιλέα τών Φράγκων. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν ότι η εξουσία τού Αυτοκρά
τορα δεν ήταν εξίσου σταθερή σε όλη τη νέα και τεράστια περιοχή του. Το Κράτος δεν είχε ούτε καν δικαίωμα, ούτε τη δυνατότητα να εδραι ωθεί περαιτέρω, δεδομένου ότι οι νέες περιοχές ήταν δυνατόν να συ γκρατηθούν μόνον διά τής βίας. Αυτός δε είναι ο λόγος, για τον οποίο οι
λαμπρές αυτές επιτυχίες τών επιθετικών πολέμων τού Ιουστινιανού προ κάλεσαν αργότερα φοβερές, πολιτικές και οικονομικές, περιπλοκές. Οι αμυντικοί πόλεμοι τού Ιουστινιανού ήταν λιγότερο επιτυχ..είς και μερικές φορές μάλιστα υπήρξαν ταπεινωτικοί. Οι πόλεμοι,ι:χυτοί διεξή
χθησαν με την Περσία στην Ανατολή και με τους Σλάβους κα~-τoυς Ούν νους στον Βορρά.
Οι δύο μεγάλες δυνάμεις τού 60υ αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
και η Περσία, είχαν, για πολλούς αιώνες, διεξαγάγει στην Ανατολή αιμα τηρούς πολέμους. Μετά από την «απέραντον ειρήνην», ο ικανότατος βα
σιλεύς τής Περσίας Χοσρόης Α', κατάλαβε τις μεγάλες φιλοδοξίες τού Ιουστινιανού, στη Δύση, και εκμεταλλεύθηκε την κατάσταση(l). Έχοντας πλήρη επίγνωση τών συμφερόντων του, χρησιμοποίησε μια έκκληση τών
Οστρογότθων για βοήθεια, ως ευκαιρία να διακόψει την «απέραντον ει ρήνην» και ν' αρχίσει τις εχθρικές ενέργειές του εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρα.τορίας(2). Ένας αιματηρός πόλεμος ακολούθησε με μια εμφανή
νίκη τών Περσών. Ο Βελισσάριος ανεκλήθη από την Ιταλία, αλλά δεν μπόρεσε να σταματήσει τον Χοσρόη, ο οποίος εισέβαλε στη Συρία και
λεηλάτησε την Αντιόχεια, <<την πόλ.η
-
δηλαδή -
που ήταν τόσο αρχαία
όσο και σημαντική· την καλύτερη πόλη που είχαν οι Ρωμαίοι σε όλη την Ανατολή· στον πλούτο, στο μέγεθος, στον πληθυσμό, στην ωραιότητα και στην κάθε είδους ευημερία»(3). Προχωρώντας ο Χοσρόης, έφθασε στις
(1)
Ο Ε.
Stein
εξυψώνει πολύ τον Χοσρόη και τον πατέρα του Καβάδη ακόμη. Συγκρί
νει τον Καβάδη με τον Φίλιππο τον Μακεδόνα και τον Φρειδερίκο Α' τής Πρωσίας,
άνδρες τών οποίων τα ένδοξα παιδιά, με τις επιτυχίες τους, επισκίασαν τα λιγότερο
λαμπρά αλλά πιο δύσκολα, ίσως, έργα τών πατέρων τους, στα οποία στήριξαν τις προ σπάθειές τους.
Stein, «Είη Kapitel vom persichen und vom byzantinischen Staate», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbίicher, Ι (1920),64. (2) Για τους Περσικούς Πολέμους τού Ιουστινιανού βλέπε Diehl, «Justinien», 208-217. Holmes, «Justinian and Theodora», Il, 365-419, 584-604. Bury, «Later Roman Empire», ΙΙ, 79-123. J. Kulakovsky, «Ιστορία τού Βυζαντίου», 11, 188-208 (Kiev 1912, Ρωσικά).
(3) Procopius, «De bello persico», 11, 8, 23, ed. Haury,
Ι,
188, ed. Dewing,
Ι,
330-331.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
184
ακτές τής Μεσογείου, ενώ, στα βόρεια μέρη, οι Πέρσες επιχείρησαν να
βαδίσουν προς τη Μαύρη Θάλασσα. Δυσκολεύθηκαν όμως να προχωρή σουν στη Λαζική, η οποία τότε εξηρτάτο από τη Βυζαντινή Αυτοκρατο ρία. Με μεγάλη δυσκολία τελικά ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να εξαγορά σει μια ανακωχή για πέντε χρόνια, για την οποία πλήρωσε αρκετά χρή ματα. Αλλά και ο Χοσρόης είχε φθαρεί από τις ατελείωτες συγκρούσεις
και αναγκάστηκε, το
561
ή το
562,
να συνθηκολογήσει με τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, με την οποία η Περσία έκανε μια συνθήκη ειρήνης για πενήντα χρόνια. Ο ιστορικός Μένανδρος(l) δίνει ακριβείς και λεπτομε
ρείς πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις και τους όρους τής συνθήκης αυτής. Ο Αυτοκράτορας αναλάμβανε να πληρώνει στην Περσία κάθε
χρόνο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, ενώ ο Βασιλιάς τής Περσίας
υποσχόταν να εξασφαλίσει στην Περσία θρησκευτική ελευθερία για τους Χριστιανούς, με τον αυστηρό όρο, ότι οι Χριστιανοί θα απέχουν αίτό κά θε προσηλυτισμό. Οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες έμποροι, ασχέτως προς το
εμπόρευμά τους, ήταν υποχρεωμένοι να διεξαγάγουν το εμπόριό τους μόνον σε ορισμένα μέρη όπου υπήρχαν τελωνεία. Το πιο αξιόλογο για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σημείο τής συνθήκης αυτής, είναι η συμφωνία τών Περσών να εγκαταλείψουν τη Λαζική και να τήν παραχωρήσουν στους Ρωμαίους. Με άλλα λόγια, οι Πέρσες δεν πέτυχαν να εξασφα λίσουν ένα προπύργιο στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας, η οποία έμεινε
στην απόλυτη κατοχή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πράγμα που είχε μεγάλη, πολιτική και οικονομική, σημασίαl2).
Τελείως διαφορετική υπήρξε η φύση τών αμυντικών πολέμων στη Βαλκανική Χερσόνησο. Οι Βόρειοι βάρβαροι, Βούλγαροι και Σλάβοι, εί χαν λεηλατήσει τις επαρχίες τής χερσονήσου από την εποχή τού Αναστα
σίου. Την εποχή τού Ιουστινιανού οι Σλάβοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά, από τον Προκόπιο, με το όνομά τους «Σκλαβήνοι». Μεγάλες ορ
δές Σλάβων και Βουλγάρων, τους οποίους ο Προκόπιος ονομάζει Ούν νους, διέσχιζαν τον Δούναβη σχεδόν κάθε χρόνο και εισχωρούσαν βαθιά μέσα στις επαρχίες τού Βυζαντίου, καταστρέφοντας τα πάντα διά πυρός
και σιδήρου. Από τη μια πλευρά έφθασαν στα περίχωρα τής πρωτεύ-
(1) Menandri, «Excerpta», ed. ntinae»
(Βοηη,
1829),346 Κ.
Β.
G. Niebuhr, «Corpus Scriptorum Historiae Byza-
επ. Η σuλλoγή αυτή είναι γνωστή ως Βοηη
historica jussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta», ed. C. de
ed. «Excerpta
Βοοτ, Ι,
175
Κ. επ.
(2) Λεπτομέρειες σχετικές με τη συνθ1iκη βλέπε εις Κ. Gtiterbock, «Byzanz und Persien ίη ihren dipIomatisch-voIkerrectIichen Beziehungen im ZeitaIter Justinians», 57-105. Bury, «Later Roman Empire», 11, 120-123 (έτος τής συνθήκης το 562). Stein, «Justinus 11 und Tiberius», 5-6 (έτος τής συνθήκης το 561) σελ. 2 και 28 σημ. 3.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
185
ουσας και εισχώρησαν στον Ελλήσποντο, ενώ από την άλλη έφθασαν στην Ελλάδα, μέχρι τον Ισθμό τής Κορίνθου και μέχρι τις ακτές τής Αδριατικής Θαλάσσας, στη Δύση. Κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού
Ιουστινιανού, οι Σλάβοι άρχισαν, επίσης, να δείχνουν μια στροφή προς τις ακτές τού Αιγαίου Πελάγους. Προσπαθώντας να φθάσουν εκεί, απεί λησαν τη Θεσσαλονίκη, μια από τις πιο αξιόλογες πόλεις τής Αυτοκρατο
ρίας, η οποία, μαζί με τα περίχωρά της, γρήγορα έγινε ένα από τα κύρια κέντρα τών Σλάβων στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ο αυτοκρατορικός στρατός πολέμησε, απεγνωσμένα, εναντίον τών Σλάβων εισβολέων, τους οποίους συχνά εξανάγκασε να υποχωρήσουν πέρα από τον Δούναβη. Αλλά δεν υποχώρησαν όλοι οι Σλάβοι. Ο στρατός τού Ιουστινιανού, απα σχολημένος με άλλες σπουδαίες εκστρατείες, δεν μπορούσε να σταματή σει αποφασιστικά τις εισβολές, που κάθε χρόνο έκαναν οι Σλάβοι στη
Βαλκανική Χερσόνησο, με αποτέλεσμα να μείνουν μερικοί Σλάβοι εκεί.
Η εμφάνιση τού Σλαβικού Προβλήματος την περίοδο αυτή, πρέπει να το νισθεί ιδιαιτέρως, δεδομένου ότι το πρόβλημα αυτό υπήρξε πολύ σημα ντικό για την Αυτοκρατορία, στα τέλη τού 60υ και στις αρχές τού Ίου αι ώνα.
Εκτός από τους Σλάβους, οι Γερμανοί Γεπίδες και Κουτρηγούροι, κλάδος τής φυλής τών Ούννων, εισέβαλαν στη Βαλκανική Χερσόνησο α πό τον Βορρά. Τον χειμώνα τού
558-559
οι Κουτρηγούροι, υπό την καθο
δήγηση τού αρχηγού τους Ζαβέρ Χαν, εισέβαλαν στη Θράκη. Από εκεί ένα τμήμα εστάλη να λεηλατήσει την Ελλάδα, ένα άλλο εισέβαλε στη Θρακική Χερσόνησο και το τρίτο, που αποτελείτο από το ιππικό, με αρ χηγό του τον ίδιο τον Ζαβέρ Χαν, κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Η χώρα καταστρεφόταν και πανικός επικρατούσε στην Κωνσταντινούπο
λη. Οι εκκλησίες τών περιοχών που κινδύνευαν, έστειλαν τους θησαυ ρούς τους στην πρωτεύουσα ή τούς μετέφεραν στην ασιατική πλευρά τού
Βοσπόρου. Ο Ιουστινιανός, την κρίσιμη αυτή στιγμή, έκανε έκκληση στον
Βελισσάριο να σώσει την Κωνσταντινούπολη. Οι Κουτρηγούροι νικήθη καν και στα τρία σημεία τών επιθέσεών τους, αλλά η Θράκη, η Μακεδο
νία και η Θεσσαλία υπέστησαν τρομερό οικονομικό πλήγμα από την ει σβολή(l).
Ο κίνδυνος τών Ούννων δεν ήταν αισθητός μόνον στη Βαλκανική Χερσόνησο, αλλά και στην Κριμαία, στην μονήρη Ταυρική Χερσόνησο, που βρισκόταν στη Μαύρη Θάλασσα και που, εν μέρει, ανήκε στην Αυ τοκρατορία. Δύο πόλεις, η Χερσών και ο Βόσπορος, ήταν φημισμένες για
τη διατήρηση εκεί, επί αιώνες, εν μέσω περιβάλλοντος βαρβάρων, τού
(1)
Βλέπε
Bury, «Later
Romaπ
Empire», 11, 2
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
186
Ελληνικού Πολιτισμού και για τον αξιόλογο ρόλο που έπαιζαν στο, μετα ξύ τής Αυτοκρατορίας και τής σύγχρονης Ρωσίας τμήμα, εμπόριο. Προς
τα τέλη τού 50υ αιώνα οι Ούννοι είχαν κατακτήσει τις πεδιάδες τής χερ σονήσου και άρχισαν να απειλούν τις εκεί βυζαντινές κτήσεις, καθώς και μια μικρή περιοχή τών Γότθων που βρισκόταν, στα βουνά, υπό την προ στασία τού Βυζαντίου. Κάτω από την πίεση τού κινδύνου τών Ούννων, ο Ιουστινιανός έκτισε και ανακαίνισε αρκετά οχυρά και κατασκεύασε με
γάλα τείχη, τών οποίων τα ίχνη φαίνονται ακ6μη(!)' ένα είδος lίmes
Tauricus, που αποδείχθηκε
αρκετά χρήσιμο(2).
Τελικά ο ιεραποστολικός ζήλος τού Ιουστινιανού και τής Θεοδώρας δεν παρέβλεψε τους λαούς τής Αφρικής, που ζούσαν στον' Ανω Νείλο, μεταξύ Αιγύπτου και Αβησσυνίας, δηλαδή τους Βλέμμυες και τους Νου
βίους ή Νοβάδες. Χάρη στην ενεργητικότητα τής Θεοδώρας, οι Νοβάδες, μαζί με τον βασιλέα τους Σιλκό, έγιναν Μονοφυσίτες Χριστιανοί και ε
νώθηκαν με έναν στρατηγό τού Βυζαντίου, προκειμένου ν' αναγκάσουν τους Βλέμμυες ν' ακολουθήσουν την ίδια πίστη. Θέλοντας να γιορτάσει την νίκη του ο Σιλκό, έβαλε σ' έναν ναό τών Βλέμμυων μια επιγραφή, για
την οποία ο Μπιούρυ παρατηρεί τα εξής: «Η καύχηση αυτού τού μηδαμι νού άρχοντα μπορούσε να βγει από το στόμα μόνον τού Αττίλα ή τού Τα μερλάνου»(3). Η επιγραφή έχει ως εξής: «Σιλκό βασιλίσκος τών Νοβάδων και όλων τών Αιθιόπων»(4).
Σημασία τής; εξωτερικής πολιτικής; τού Ιουστινιανού Συνοψίζοντας την εξωτερική πολιτική τού Ιουστινιανού, πρέπει να ομο λογήσουμε ότι οι ατέλειωτοι και εξαντλητικοί πόλεμοι, που δεν ανταπο κρίθηκαν στις ελπίδες του, είχαν μια μοιραία επίδραση σε όλη την Αυτο κρατορία. Πρώτα από όλα αυτές οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις χρειάστη
καν τεράστιες δαπάνες. Ο Προκόπιος στα Ανέκδοτά του υπολογίζει, ί σως με κάποια υπερβολή, ότι ο Αναστάσιος άφησε ένα απόθεμα, πολύ
μεγάλο για την εποχή εκείνη, που έφθανε τις
(1) W. Tomaschek, «Die Goten
ίη
Taurica», 15-16.
320.000 λίβρες χρυσού (πε-
Α. Α. Vasίliev,
«The Goths
ίη
the
Crimea», 70-73. (2) Vasίliev, «Goths ίη the Crimea», 75. J. Kulakoνsky, «The Past of the Τauήs» (2nd ed. 1914),60-62. Ταυρίς είναι το αρχαίο όνομα τής Κριμαίας. Bury, «Later Roman Empire», 11, 310-312. (3) Bury, ένθ' ανωτ., 330. (4) «Corpus Inscriptiorum Graecarum», ΠΙ 5072 inscriptions grecques chretiennes d'Egypte», 628.
(σελ.
486). G.
Lefebνre, «Recueίl
des
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
ρίπου
65.000.000
ή
70.000.000
187
δολάρια) και ότι ο Ιουστινιανός ξόδευσε
το ποσό αυτό πολύ γρήγορα(I). Σύμφωνα με μιαν άλλη πηγή τού 60υ αιώ να -τον Ιωάννη τής Εφέσου(2)- το περίσσευμα τού Αναστασίου δεν εί
χε εξαντληθεί τελείως μέχρι την εποχή τού Ιουστίνου Β', μετά τον θάνα το τού Ιουστινιανού. Η πληροφορία αυτή όμως δεν είναι σωστή. Το ποσό που άφησε ο Αναστάσιος, ομολογουμένως μικρότερο απ' ό,τι τό παρου
σιάζει ο Προκόπιος, πρέπει να υπήρξε πάρα πολύ χρήσιμο στις στρατιω
τικές επιχειρήσεις τού Ιουστινιανού, αν και το ποσό αυτό μόνο δεν έφθα νε. Οι νέοι φόροι ήταν μεγαλύτεροι από ό,τι ο εξαντλημένος πληθυσμός μπορούσε να πληρώσει. Ο Αυτοκράτορας, θέλοντας να περικόψει τα έ ξοδα τού Κράτους, ελάττωσε τον αριθμό τών στρατιωτών, πράγμα που, ό
πως ήταν φυσικό, εξασθένισε την άμυνα τών Δυτικών Επαρχιών. Με κριτήριο τις απόψεις τού Ιουστινιανού, οι εκστρατείες του είναι
καταληπτές και φυσικές αλλά με κριτήριο το καλό τής Αυτοκρατορίας,
πρέπει να αναγνωρισθούν ως περιττές και ολέθριες. Το χάσμα που υπήρ χε, τον
60
αιώνα, μεταξύ Δύσεως και Ανατολής, ήταν ήδη τόσο μεγάλο
ώστε να θεωρείται αναχρονισμός και η απλή ακόμη ιδέα ενώσεώς τους. Μια πραγματική ενότητα δεν μπορούσε ούτε καν να συζητηθεί. Οι ηττη μένες επαρχίες μπορούσαν να συγκρατηθούν μόνο διά τής βίας και γι'
αυτόν τον σκοπό η Αυτοκρατορία δεν διέθετε ούτε τη δύναμη, ούτε τα μέσα. Έχοντας δελεασθεί ο Ιουστινιανός από τα απατηλά του όνειρα,
δεν κατόρθωσε να αρπάξει την ευκαιρία στην Ανατολή, τής οποίας οι ε παρχίες αντιπροσώπευαν τα πραγματικά συμφέροντα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι εκστρατείες στη Δύση, ανταποκρινόμενες στην προ
σωπική επιθυμία τού Αυτοκράτορα, δεν μι-τόρεσαν να δώσουν μόνιμα α ποτελέσματα, ενώ το σχέδιο τής αποκαταστάσεως μιας ενωμένης Ρωμα'ί κής Αυτοκρατορίας εξαφανίσθηκε -αν και όχι παντοτινά- μαζί με τον
Ιουστινιανό. Εν τω μεταξύ, η εξωτερική του πολιτική, γενικά, είχε σαν α ποτέλεσμα μια πολύ σοβαρή οικονομική κρίση.
Το νομοθετικό έργο τού Ιουστινιανού και τού Τριβωνιανού Ο Ιουστινιανός έγινε διεθνώς γνωστός χάρη στο νομοθετικό του έργο, το οποίο είναι πραγματικά πολύ σπουδαίο. Η γνώμη του ήταν ότι ένας Αυ
τοκράτορας «δεν πρέπει να δοξάζεται μόνο με τα όπλα, αλλά και να ο
πλίζεται με τους νόμους έτσι ώστε να μπορεί ν' αντιμετωπίζει σωστά την
(1) Procopius, «Historia arcana», 19,7-8, ed. Haury, 121. (2) Ecclesiastical History, Υ, Ίο, μετάφραση Payne-Smith. 358, μετάφραση Brooks, 205.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
188
περίοδο τής ειρήνης όπως και την περίοδο τού πολέμου. Ο Αυτοκρά τορας πρέπει να είναι ο ισχυρός προστάτης τού Δικαίου, ακριβώς όπως είναι ο θριαμβεύων νικητής τών εχθρών»(Ι). Επίσης πίστευε ότι ο ίδιος ο
Θεός έδωσε στους Αυτοκράτορες το δικαίωμα να δημιουργούν και να ερμηνεύουν τους νόμους και ότι ως εκ τούτου ο Αυτοκράτορας πρέπει να
δημιουργεί νόμους, εφόσον το δικαίωμά του αυτό έχει θεία προέλευση.
Αλλά, φυσικά, εκτός από όλες αυτές τις θεωρητικές προϋποθέσεις, ο Αυ τοκράτορας είχε και άλλους, πρακτικότερους, λόγους που τόν οδήγησαν στο νομοθετικό του έργο, δεδομένου ότι το Ρωμα'ίκό Δίκαιο, την εποχή αυτή, βρισκόταν σε μια πολύ χαώδη κατάσταση. Από την εποχή τής ειδωλολατρικής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας, όταν η
νομοθετική εξουσία ανήκε αποκλειστικά στον Αυτοκράτορα, η μόνη μορφή νομοθεσίας ήταν η έκδοση τών Αυτοκρατορικών Νόμων
(leges).
Όλοι οι παλαιότεροι νόμοι που διαμορφώθηκαν από τους νομικούς τής κλασικής περιόδου, ονομάζονταν
jus
νetus ή
jus antiquum
(παλαιός νό
μος). Από τα μέσα τού 30υ μ.χ. αιώνα η επιστήμη τού Δικαίου παρήκμα
ζε με μεγάλη ταχύτητα. Οι νομικές δημοσιεύσεις περιορίστηκαν σε συλ λογές, που είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους δικαστές, οι οποίοι δεν μπο ρούσαν να μελετήσουν όλη την νομική γραμματεία, προσφέροντάς τους αποσπάσματα τών Αυτοκρατορικών Νόμων και τών έργων παλαιών, διε θνώς γνωστών, νομομαθών. Οι συλλογές αυτές όμως ήταν ιδιωτικές και δεν είχαν καμιά επίσημη αναγνώριση. Στην πραγματικότητα λοιπόν ένας δικαστής έπρεπε να συμβουλεύεται όλους τους Αυτοκρατορικούς Νό μους και όλη την κλασική γραμματεία, πράγμα που ξεπερνούσε τις αν θρώπινες δυνατότητες. Δεν υπήρχε κανένα επίσημο όργανο για τη δημο σίευση τών Αυτοκρατορικών Νόμων, οι οποίοι, αυξανόμενοι ποσοτικά κάθε χρόνο, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εύκολα, δεδομένου μά λιστα ότι μερικά ν.έα διατάγματα αναιρούσαν ή τροποποιούσαν τα πα λαιά. Όλα αυτά εξηγούν την επείγουσα ανάγκη για μια ενιαία συλλογή τών Αυτοκρατορικών Διαταγμάτων, προσιτή σε αυτούς που θα τήν χρησι μοποιούσαν. Αρκετά πράγματα είχαν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή, πριν από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βοηθήθηκε πολύ στο νομοθετικό του έργο από τον Γρηγοριανό Κώδικα
(Codex Gregorianus), τον Ερμογενει ανό Κώδικα (Codex Hermogenianus) και τον Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus). Για τη διευκόλυνση τής χρήσεως τής κλασικής γραμματείας (jus νetus) εκδόθηκε, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Θεοδοσίου Β' και τού συγχρόνου του Βαλεντινιανού Γ, ένα διάταγμα, το οποίο έδινε ανώτατο κύρος στα έργα μόνον τών πέντε πιο φημισμένων
(1) Justinian, «!nstitutiones»,
εισαγωγι]
- μετάφραση J.
Τ.
Abdy
και Β.
WaIkcr.
ΧΧΙ.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
189
νομομαθών. Οι υπόλol..ι-ΤOΙ νομομαθείς συγγραφείς έπρεπε ν' αγνοηθούν.
Φυσικά αυτή υπήρξε μια τυπική λύση τού προβλήματος, δεδομένου ότι δεν ήταν εύκολο να βρει κανείς μέσα <πα έργα τών πέντε νομομαθών κα τάλληλες αποφάσεις για κάθε περίπτωση. Οι νομομαθείς κατόπιν, συχνά,
δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους, ενώ συγχρόνως οι αποφάσεις τών κλασι
κών νομομαθών αποδεικνύονταν πολλές φορές απαρχαιωμένε ς και χω ρίς πρακτική σημασία για τις μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής. Μια επί σημη αναθεώρηση τού όλου νομικού συστήματος και μια σύνοψη τών,
διά μέσου τών αιώνων, εξελίξεών του, καθίστατο επιτακτική. Οι παλαιότεροι κώδικες περιελάμβαναν μόνον τούς Αυτοκρατορικούς Νόμους μιας περιόδου, χωρίς να αναφέρονται στη νομική γραμματεία. Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το τεράστιο έργο τής συνθέσεως ενός κώδικα ό λων τών -μέχρι τής εποχής του- Αυτοκρατορικών Νόμων, καθώς και τής αναθεωρήσεως τών παλαιών νομικών συγγραμμάτων. Ο κύριός του
βοηθός και η ψυχή τού όλου έργου υπήρξε ο Τριβωνιανός. Το έργο προχώρησε με εκπληκτική ταχύτητα. Τον Φεβρουάριο τού
528
ο Αυτοκράτορας όρισε μια επιτροπή από δέκα ειδικούς, συμπερι
λαμβανομένου τού Τριβωνιανού, που ήταν «το δεξί χέρι τού Αυτοκράτο ρα στη μεγάλη νομοθετική του προσπάθεια», και τού Θεοφίλου, καθηγη τή τού Δικαίου στην Κωνσταντινούπολη(l). Έργο τής επιτροπής ήταν η α
ναθεώρηση τών τριών παλαιοτέρων κωδίκων, η απάλειψη από αυτούς τού απαρχαιωμένου υλικού και η συστηματοποίηση τών νόμων που κυ
κλοφόρησαν μετά την έκδοση τού Θεοδοσιανού Κώδικα. Αποτέλεσμα ό λης αυτής τής εργασίας υπήρξε η συλλογή όλων τών έργων και η έκδοση, τον Απρίλιο τού
529, τού
Ιου<πινιανείου Κώδικος
(Codex Justinianus).
Ο
Κώδικας αυτός διαιρείτο σε δέκα βιβλία, τα οποία περιείχαν τους νό
μους που εκδόθηκαν από την εποχή τού Αυτοκράτορα Αδριανού μέχρι τον Ιουστινιανό, και έγινε πλέον -ακυρώνοντας τους τρεις παλαιότε
ρους κώδικες -
ο μόνος αυθεντικός νομοθετικός κώδικας τής Αυτοκρα
τορίας.
Το
530 ο
Τριβωνιανός ανέλαβε να οργανώσει μια επιτροπή που θα α
ναθεωρούσε τα έργα όλων τών κλασικών νομομαθών, θα τά περιέκοπτε,
θα απέρριπτε κάθε απαρχαιωμένο υλικό, θα αφαιρούσε όλες τις αντιφά σεις και, τελικά, θα τακτοποιούσε όλο το υλικό, το οποίο θα απέμενε, σε
κάποια ορι<πική τάξη. Για την επίτευξη τού σκοπού αυτού η επιτροπή έ πρεπε να διαβάσει και να μελετήσει περίπου δύο χιλιάδες βιβλία, τα ο ποία περιείχαν πάνω από τρία εκατομμύρια σειρές. Το τεράστιο αυτό
έργο, το οποίο, όπως λέει ο Ιουστινιανός, «πριν διαταχθεί η εκτέλεσή
(1) Bury. «Later Roman Empirc», 11,396.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
190
του, κανείς δεν μπορούσε να τό φαντασθεί ως ανθρωπίνως κατορθω τό»(I!, και το οποίο «απάλλαξε τον
jus vetus
από κάθε περιττό πλεονα
σμό»(2), συμπληρώθηκε μέσα σε τρία χρόνια. Ο νέος κώδικας, που δημο σιεύθηκε το
stum ή
533,
υποδιαιρέθηκε σε πενήντα βιβλία, ονομάσθηκε
Dige-
Πανδέκτης και χρησιμοποιήθηκε αμέσως από τους φορείς απονο
μής δικαιοσύνης τής Αυτοκρατορίας(3).
Αν και ο Πανδέκτης τού Ιουστινιανού είναι πολύ σπουδαίος, η βιασύ νη με την οποία έγινε, είχε ως αποτέλεσμα να είναι, σε μερικά σημεία,
ελλειπής. Είχε πολλές επαναλήψεις, αντιθέσεις και μερικές τελείως απαρ
χαιωμένες αποφάσεις. Επί πλέον, η πλήρης εξουσιοδότηση, την οποία εί χε η επιτροπή για τη συντόμευση τών κειμένων, την ερμηνεία τους και τη
σύνθεση πολλών κειμένων σ' ένα, είχε ως αποτέλεσμα κάποια αυθαιρε σία, η οποία μερικές φορές έφθασε στο σημείο να ακρωτηριάσει τα αρ
χαία κείμενα. Υπήρχε μια αισθητή έλλειψη ενότητας στο έργο αυτό, έλ
λειψη που προκάλεσε δυσμενή κριτική έναντι τού Πανδέκτη εκ μέρους τών νομομαθών τού 190υ αιώνα, οι οποίοι εκτιμούσαν πολύ το κλασικό
Ρωμα'ίκό Δίκαιο. Παρά ταύτα όμως, η πρακτική αξία τού Πανδέκτη υ πήρξε μεγάλη. Παραλλήλως, το έργο αυτό διέσωσε αποσπάσματα τών
κλασικών ρωμα'ίκών νομικών συγγραμμάτων, τα οποία δεν έχουν διασω θεί στο πρωτότυπο.
Κατά τη διάρκεια τής επεξεργασίας τού Πανδέκτη, ο Τριβωνιανός και οι δύο του συνεργάτες, Θεόφιλος, καθηγητής στην Κωνσταντινούπολη, και Δωρόθεος, καθηγητής στη Βηρυτό, ήταν απασχολημένοι με τη λύση
ενός άλλου προβλήματος. Όπως λέει ο Ιουστινιανός, δεν ήταν όλοι «ικα νοί να φέρουν το βάρος όλου αυτού τού πλήθους τών γνώσεων», δηλαδή τού Κώδικα και τού Πανδέκτη. Οι νέοι Π.χ. «οι οποίοι βρίσκονται στα προπύλαια και θέλουν να μπουν στον Ναό τής Δικαιοσύνης»(4!, δεν θα
μπορούσαν να γίΥουν κύριοι όλου τού υλικού τών δύο μεγάλων έργων, πράγμα που καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη τής εκδόσεως ενός εύ χρηστου, για αυτούς, εγχειριδίου. Ένα τέτοιο νομικό εγχειρίδιο, προορι
ζόμενο κατ' αρχήν για τους σπουδαστές, εκδόθηκε το μένο σε τέσσερα βιβλία και ονομάστηκε
Institutiones
533.
Ήταν διηρη
(Εισηγήσεις). Ό
πως λέει ο Ιουστινιανός, οι «Εισηγήσεις» αυτές είχαν σκοπό να οδηγή-
(1) «Constitutio Tanta» πρόλογος, ed. Ρ. Κriiger, 13, μετάφραση C. Η. Monro, Ι, xxv. (2) Codcx Justiniani, de cmcndatione Codicis, ed. Κrίiger, 4. (3) Βλέπε Α. Α. Vasilίev, «Justinian's Digest. Ιη commemoration of the 1400th anniversary of thc publίcation of the Digest (A.D. 533-1933)>>. Studi bizantini e neoellenici, V (1939), 711-734. (4) «Constitutio Tanta», 11, ed. Κrίiger, 18, μετάφραση Monro ΧΧΧ.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
σουν «όλες τις θολές πηγές τού
jus vetus
191
σε μια καθαρή λίμνη»ω. Το Αυ
τοκρατορικό Διάταγμα, το οποίο ενέκρινε τις «Εισηγήσεις», απευθυνό
ταν προς «τους νέους που είχαν τον ζήλο και την προθυμία να γνωρίσουν τους νόμους
(cupidae legum juventuti)>>(2).
Κατά τη διάρκεια τής επεξεργασίας τού Πανδέκτη και τών Εισηγήσε ων, η τρέχουσα νομοθεσία δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί οριστικά. Πολλά νέα διατάγματα εκδίδονταν, ενώ αρκετά ζητήματα είχαν ανάγκη αναθε ωρήσεως. Με λίγα λόγια, η έκδοση τού κώδικα τού
529
δεν ήταν πια, σε
πολλά σημεία, επίκαιρη, με αποτέλεσμα να γίνει μια αναθεώρηση που ολοκληρώθηκε το
534.
Τον Νοέμβριο εκδόθηκε σε δώδεκα βιβλία η δεύ
τερη έκδοση τού αναθεωρημένου και επαυξημένου κώδικα, με τον τίτλο
Codex repetitae praelectionis. Η έκδοση αυτή ακύρωσε την παλαιά, τού 529, και περιέλαβε τα διατάγματα που εκδόθηκαν από την εποχή τού Α δριανού μέχρι το 534. Η πρώτη έκδοση τού κώδικα δεν έχει διασωθεί. Τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν μετά το 534 ονομάζονταν «Νεα ραί» (Novellae). Εν αντιθέσει προς τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Ει σηγήσεις που γράφηκαν στα Λατινικά, οι περισσότεροι από τους νέους
νόμους τού Ιουστινιανού (Νεαραί) γράφηκαν στα Ελληνικά. Το γεγονός αυτό υπήρξε μια σπουδαία παραχώρηση στις επιταγές τής πραγματικότη τας από έναν Αυτοκράτορα που ζούσε στα πλαίσια τής ρωμα'ίκής παρα
δόσεως. Σε έναν νέο νόμο του ο Ιουστινιανός γράφει ότι ο νόμος δεν γράφηκε στην Λατινική, αλλά στην ομιλούμενη Ελληνική, «ώστε άπασιν αυτόν (τον νόμον) είναι γνώριμον διά το πρόχειρον τής ερμηνείας»(3). Παρά το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός ήθελε να συλλέξει όλους τους νέους
νόμους σε μία συλλογή, η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε, αν και έ γιναν ορισμένες ιδιωτικές συλλογές Νεαρών κατά τη διάρκεια τής βασι
λείας του. Οι «Νεαραί» θεωρούνται ως το τελευταίο τμήμα τού νομοθετι κού έργου τού Ιουστινιανού και χρησιμεύουν ως μία από τις κύριες πηγές
πληροφοριών για την ιστορία εκείνης τής εποχής. Ο Ιουστινιανός πίστευε ότι ο Κώδικας, ο Πανδέκτης, οι Εισηγήσεις και οι «Νεαραί», έπρεπε να αποτελέσουν μία ενιαία συλλογή, την οποία
όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του. Πολύ αργότερα, τον Μεσαίωνα, στις αρχές τού 120υ αιώνα, με την
αναβίωση στην Ευρώπη τής μελέτης τού Ρωμα"ίκού Δικαίου, όλο το νομο θετικό έργο τού Ιουστινιανού έγινε γνωστό ως
Corpus juris civilis.
Με το
όνομα αυτό είναι γνωστό και σήμερα ακόμη το νομοθετικό έργο τού Ιου(Ι)
«Constitutio Omnen», 2, ed. Κrίiger, 10, μετάφραση Monro, ΧΧ. (2) «Institutiones», ed. Κrtiger, ΧΙΧ, μετάφραση Abdy, ΧΧΙ (3) Novella 7 (15) a' ed. Κ. Ε. Zacharia νοη LingenthaI, 1,80.
192
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
στινιανού.
Ο όγκος τού νομοθετικού έργου τού Ιουστινιανού και το γεγονός ότι
εγράφη στα Λατινικά, σε μια γλώσσα δηλαδή πολύ λίγο κατανοητή από την πλειονότητα τού πληθυσμού, είχαν ως αποτέλεσμα να εκδοθούν αμέ
σως αρκετά ελληνικά υπομνήματα και περιλήψεις ορισμένων τμημάτων τού Κώδικα, καθώς και ορισμένες παραφράσεις τών Εισηγήσεων και τού
Πανδέκτη, με επεξηγηματικές σημειώσεις. Οι μικρές αυτές ελληνικές συλλογές νόμων, που προέκυψαν από τις ανάγκες τής εποχής και από πρακτικούς λόγους, είχαν αρκετά λάθη, εν συγκρίσει με το πρωτότυπο
λατινικό κείμενο. Εν τούτοις όμως συνετέλεσαν στην παραμέληση τού πρωτοτύπου, το οποίο υποσκελίσθηκε σχεδόν τελείωςω. Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, μεταβλήθηκε και η διδασκαλία τών νομικών επιστημών. Νέα προγράμματα μελετών καθιερώθηκαν και η
διάρκεια τών σπουδών ορίσθηκε πενταετής. Κύριο θέμα μελέτης, τον πρώτο χρόνο, ήταν οι Εισηγήσεις τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ο Παν
δέκτης και, τελικά, τον πέμπτο, ο Κώδικας. Σχετικά με το νέο πρόγραμμα ο Ιουστινιανός γράφει τα εξής: «Όταν όλα τα νομικά μυστικά αποκαλυ φθούν, τίποτε δεν θα είναι άγνωστο στους σπουδαστές, οι οποίοι, αφού διαβάσουν όλα τα έργα που συνέταξε ο Τριβωνιανός και οι άλλοι, θα γί
νουν διακεκριμένοι δικηγόροι και υπηρέτες τού Δικαίου' οι πιο ικανοί α πό όλους τους ανθρώπους και επιτυχημένοι σε κάθε τόπο και σε κάθε ε ποχή»(2). Αι.ευθυνόμενος στους καθηγητές ο Αυτοκράτορας γράφει: «Αρ
χίσατε τώρα, με τη βοήθεια τού Θεού, να προσφέρετε στους φοιτητές νο
μικές γνώσεις και να τούς δείχνετε τον δρόμο που καθιερώσαμε, έτσι ώ στε, ακολουθώντας τον δρόμο αυτό, να γίνουν ικανοί λειτουργοί τού Δι καίου και τ~ς Πολιτείας. Σε σάς δε θα ανήκει παντοτινά η πιο μεγάλη τι μή που μπορεί να υπάρξει»(3). Απευθυνόμενος στους φοιτητές ο Ιουστινι ανός γράφει: «:Δεχθείτε με κάθε επιμέλεια και με μεγάλη προσοχή τους νόμους μας και γίνετε έμπειροι στη χρήση τους, έτσι ώστε να μπορείτε να
εμψυχώνεσθε από την ωραία ελπίδα ότι θα γίνετε ικανοί, όταν τελειώσε τε τις νομικές σας σπουδές, να κυβερνάτε τις περιοχές τής Αυτοκρα τορίας που θα τεθούν υπ' ευθύνη σας»(4). Η διδασκαλία περιορίσθηκε στη
(1) Βλέπε Κ. Ε. Zacharia νοη Lingenthal, «Gcschichte des griechisch-romischen Rechts» (3rd ed. 1892), 5-7. Collinet, «Byzantine Legislation from lustinian (565) to 1453», Cambridge Medieval History, IV, 707. Collinet, «Histoire dc Ι' ccolc de droit de Beyrouth», 186-188, 303. (2) «Constitutio Omnem», 6' ed. Krίiger, 11, μετάφραση Moηro, ΧΧΙΙΙ. (3) Ένθ' ανωτ., 11· ed. Κrίiger, 12, μετάφραση Monro. ΧΧΙΥ. (4) «Constitutio Imperatoriam majestatem», 7, ed. Krίiger, ΧΙΧ; μετάφραση Abdy, XXIV.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
193
μετάδοση τής διδασκομένης ύλης και στη σχετική με την ύλη αυτή ερμη νεία. Η αναθέωρηση ή η εκ νέου ερμηνεία τού κειμένου, με τη βοήθεια
πρωτότυπων έργων τών κλασικών νομομαθών, δεν ήταν επιτρεπτή. Οι φοιτητές είχαν το δικαίωμα να κάνουν επί λέξει μόνον μεταφράσεις και να επεξεργάζονται σύντομες παραφράσε~ς και αποσπάσματα. Το καταπληκτικό νομοθετικό έργο τού 60υ αιώνα -παρά τις φυσικές ατέλειες που παρουσίαζε στην εκτέλεσή του και παρά τα μεθοδικά του
σφάλματα- υπήρξε πολύ σημαντικό. Ο Κώδικας τού Ιουστινιανού διέ σωσε το Ρωμα"ίκό Δίκαιο, το οποίο έδωσε τις βασικές αρχές για τους νό μους που ρυθμίζουν τη ζωή τής σύγχρονης κοινωνίας. Όπως λέει ο Ντηλ(l), «η ισχυρή θέληση τού Ιουστινιανού πέτυχε ένα από τα πιο αποδο
τικά, για την πρόοδο τής ανθρωπότητας, έργω>. Τον χισε στη Δυτική Ευρώπη η μελέτη τού Ρωμα'ίκού
120 αιώνα, όταν άρ Δικαίου, το Corpus juris
civilίs τού Ιουστινιανού καθιερώθηκε ως το Δίκαιο πολλών χωρών. «Το Ρωμα'ίκό Δίκαιο», όπως λέει ο καθηγητής Ι. Α. Ποκρόφσκι (Ι. Α.
Pokrovsky),
«απέκτησε νέα ζωή και, για δεύτερη φορά, συνετέλεσε στην
ενότητα τού κόσμου. Όλες οι νομοθετικές εξελίξεις τής Δυτικής Ευρώ πης, ακόμη και οι τών ημερών μας, υφίστανται την επιρροή τού Ρωμα'ί
κού Δικαίου ... Τα πιο αξιόλογα περιεχόμενα τής Ρωμα"ίκής Νομοθεσίας
έχουν εισαχθεί στις παραγράφους και στα κεφάλαια τών κωδίκων τής ε ποχής μας, με το όνομα τών οποίων συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπη ρεσίες τους»(2).
Τώρα τελευταία έχει παρατηρηθεί μια ενδιαφέρουσα μεταστροφή στις απόψεις τών μελετητών τού νομοθετικού έργου τού Ιουστινιανού. Μέχρι τώρα το έργο αυτό, εξαιρουμένων τών Νεαρών, είχε χαρακτηρι σθεί ως βοήθημα για την καλύτερη κατανόηση τού Ρωμα"ίκού Δικαίου' εί
χε χαρακτηρισθεί δηλαδή ως έργο δευτερεύουσας και όχι βασικής σημα
σίας. Ο Κώδικας δεν μελετήθηκε ποτέ ως αντικείμενο ανεξάρτητης έρευ νας. Εθεωρείτο ότι ο Ιουστινιανός, ή μάλλον ο Τριβωνιανός, διέστρεψε το κλασικό Δίκαιο, συντομεύοντας ή ευρύνοντας το κείμενο τού πρωτο
τι'που. Τώρα εξετάζεται κυρίως το κατά πόσο το νομοθετικό έργο τού
Ιουστινιανού ανταποκρίθηκε ή όχι στις ανάγκες τής εποχής του και ποια υπήρξε η έκταση τής συμβολής του στις ανάγκες αυτές. Οι αλλαγές που έγιναν στο κλασικό κείμενο δεν αποδίδονται πια στην αυθαιρεσία τού συλλέκτη αλλά στην προσπάθεια να προσαρμοσθεί το Ρωμα'ίκό Δίκαιο στις -συνθήκες που επικρατούσαν τον
60
αιώνα στην Ανατολική Αυτο
κρατορία. Η επιτυχία τού Κώδικα, στο σημείο αυτό, πρέπει να μελετηθεί
(1) «Justinien», 248.
(2) «Ιστορία τού Ρωμα"ίκού Δικαίου» (Δε(η:ερη έκδοση. Πέτρογκραντ 1915. Ρωσικά), 4.
σελ.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
194
σε σχέσει με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκεί νη. Τόσο ο Ελληνισμός όσο και ο Χριστιανισμός πρέπει να επηρέασαν το
έργο τών συλλεκτών και οι συνήθειες τής Ανατολής πρέπει να αντανα κλώνται στις αναθεωρήσεις τού αρχαίου Ρωμα'ίκού Δικαίου. Μερικοί με λετητές μάλιστα μιλούν για τον ανατολικό χαρακτήρα τού νομοθετικού έργου τού Ιουστινιανού. Επομένως μένει, για τη σύγχρονη επιστήμη τής ι
στορίας τού Δικαίου, να καθορίσει και να αξιολογήσει τις επιρροές τού Βυζαντίου στον Κώδικα, στον Πανδέκτη και στις Εισηγήσεις τού Ιουστινι ανού(Ι). Οι «Νεαραί» του, ως έργο τής τρέχουσας νομοθεσίας, φυσικά, αν
ταποκρίνονται στις συνθήκες και τις ανάγκες τής ζωής τής εποχής τους. Την εποχή τού Ιουστινιανού ήκμασαν τρεις Νομικές Σχολές: μία στην
Κωνσταντινούπολη, μία στη Ρώμη και μία στη Βηρυτό, που καταστράφη κε από έναν φοβερό σεισμό τον οποίο ακολούθησε φωτιά. Η σχολή τής Βηρυτού μεταφέρθηκε στη Σιδώνα χωρίς να έχει πια μεγάλη σημασία. Στη Ρωσία, όταν ήταν Τσάρος ο Φιόντορ Αλεξέγιεβιτς οργανώθηκε ένα πρόγραμμα μεταφράσεως στα Ρωσικά τού
(1676-1682), Corpus Juris
τού Ιουστινιανού. Ένας Γερμανός μελετητής δημοσίευσε μια έκθεση σχετική με τούτο το θέμα, στην οποία χαρακτήριζε το σχέδιο αυτό «έργο
αντάξιο τού Ηρακλέους
(hoc opus Hercule dignum)>>,
το οποίο, δυστυ
χώς, δεν έγινε πραγματικότητα(2).
Η εκκλησιαστική πολιτική τού Ioυστιvιανoύ Ως Διάδοχος τών Ρωμαίων Καισάρων ο Ιουστινιανός θεωρούσε καθήκον του να ανασυγκροτήσει τη Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία, ενώ συγχρόνως ευ
χόταν να μπορέσει να καθιερώσει στο Κράτος του ενιαία νομοθεσία και ενότητα πίστεως. «Ένα Κράτος, μία Νομοθεσία, μία Εκκλησία»
-
αυτή
υπήρξε, με λίγα λόγια, όλη η γραμμή τής πολιτικής τού Ιουστινιανού.
Στηρίζοντας τις αρχές του στην απόλυτη εξουσία, πίστευε ότι, σε ένα κα λά οργανωμένο Κράτος όλα υπόκεινται στην εξουσία τού Αυτοκράτορα. Έχοντας πλήρη επίγνωση τού ότι η Εκκλησία μπορούσε να χρησιμεύσει
ως ισχυρό όπλο στα χέρια τού Κράτους, έκανε κάθε προσπάθεια να τήν υποτάξει. Οι ιστορικοί προσπάθησαν να αναλύσουν τα κίνητρα που οδη γούσαν τον Ιουστινιανό στην εκκλησιαστική του πολιτική' άλλοι κατέλη ξαν στο συμπέρασμα ότι γι' αυτόν η πολιτική είχε πρωτεύουσα θέση και
(1) Βλέπε Ρ. Collinet, «Etudes historiques sur le droit de Justinien», Ι, 7-44. (2) Βλέπε G. Ostrogorsky, «Das Projekt einer Rangtabelle aus der Zeit des Caren Fedor Alekseevic», Jahrbuch fίir Kultur und Geschichtc der Slaven, ΙΧ (1933),133, n. 131. L. Loewenson, «Zeitschrift fίir Osteuropaische Geschichte», N.S. ΙΙ, part 2, 234 κ. επ.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
195
ότι η θρησκεία ήταν απλός υπηρέτης τού Κράτους(l), ενώ άλλοι πιστεύουν
ότι «αυτός, ο δεύτερος Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν έτοιμος να ξεχάσει τα διοικητικά του καθήκοντα οπουδήποτε προέκυπταν εκκλησιαστικά ζητή ματα»(2). Επιθυμώντας να είναι απόλυτος κύριος τής Εκκλησίας ο Ιουστι
νιανός δεν ήθελε απλώς να κρατεί στα χέρια του την εσωτερική διοίκηση και την τύχη τού κλήρου
-
ανώτερου και κατώτερου -
αλλά, επίσης, θε
ωρούσε δικαίωμά του να καθορίσει ένα ορισμένο δόγμα για τους υπηκό ους του. Οι θρησκευτικές προτιμήσεις τού Αυτοκράτορα έπρεπε να ακο
λουθούνται από όλους. Ο Αυτοκράτορας τού Βυζαντίου είχε το δικαίωμα να ρυθμίζει την ζωή τού κλήρου, να απονέμει, κατά την κρίση του, τα α νώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα και να παρουσιάζεται ως κριτής τών υ
ποθέσεων τού κλήρου προς τον οποίο συχνά έδειξε την συμπάθειά του προστατεύοντάς τον και προοθώντας την ανέγερση νέων εκκλησιών και μοναστηριών, στα οποία παραχώρησε ειδικά προνόμια. Επίσης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πετύχει ενότητα πίστεως ανάμεσα στους υ πηκόους του. Συχνά έλαβε μέρος στις δογματικές διαμάχες αποφασίζον τας για αμφίβολα δογματικά ζητήματα. Η τακτική αυτή τής αναμίξεως
τής κοσμικής εξουσίας στα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και τής εισχωρήσεώς της και στις πιο απόκρυφε ς περιοχές τών θρησκευτικών πεποιθήσεων τών ατόμων είναι γνωστή στην ιστορία ως Καισαροπαπι σμός. Ο δε Ιουστινιανός μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο χαρα κτηριστικούς αντιπροσώπους τής καισαροπαπικής τάσεως(3). Κατά την
γνώμη του, ο Αρχηγός τού Κράτους έπρεπε να είναι συγχρόνως Καίσαρ
και Πάπας, συνδυάζοντας στο άτομό του κάθε κοσμική ή πνευματική ε
ξουσία. Οι ιστορικοί που τονίζουν την πολιτική πλευρά τής δράσεως τού Ιουστινιανού, υποστηρίζουν ότι βασικό κίνητρο τού Καισαροπαπισμού του υπήρξε η επιθυμία να διασφαλίσει την πολιτική του εξουσία, να ενι
σχύσει την διακυβέρνηση και να βρει θρησκευτική υποστήριξη για την
διατήρηση τού θρόνου, τον οποίο κατά τύχη απέκτησε. (1) Βλέπε Π.χ. Α. Knecht, «Die Relίgions-Politik Kaiser Justinians», 53, 147. J. Lebon,
«Lc monophysisme severien», 73-83. Kulakovsky, «Byzantium», 11, 233-262. Bury, «Latcr Roman Empire», 11,360-394. (2) Α. Lcbcdev, «Οι Οικουμενικές Σύνοδοι τού 60υ, 70υ και 80υ αιώνα» (έκδοση 7η,
St. Pctersbourg, 19()4, Ρωσικά). σελ. 16. (3) Σχετικά με τον Καισαροπαπισμό τού Βυζαντίου βλέπε G. Ostrogorsky, «Relation bctween the Church and thc Statc ίη Byzantium». Annales de l'Institut Kondakov, ιν (1 <)31), 121-123. Βλέπε επίσης Biondo Biondi, «Giustiniano Primo Principc c Legislatorc
Cattolίco»,
11-13.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
196
Ο Ioυσtινιανός είχε λάβει μια πολύ καλή θρησκευτική αγωγή. Ήξερε πολύ καλά την Αγία Γραφή, τού άρεσε να συμμετέχει σε θρησκευτικές συζητήσεις και έγραψε αρκετούς εκκλησιαστικούς ύμνους. Οι θρησκευτι κές συγκρούσεις τού φαίνονταν επικίνδυνες και από πολιτική άποψη α κόμη, γιατί απειλούσαν την ενότητα τής Αυτοκρατορίας. Αν και οι δύο προκάτοχοι τού Ιουστίνου και τού Ιουστινιανού
-
ο Ζή
νων και ο Αναστάσιος- ακολούθησαν μια τακτική ειρηνικών σχέσεων
με την Μονοφυσιτική Εκκλησία τής Ανατολής, απομακρυνόμενοι από την Εκκλησία τής Ρώμης, ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός, σταθερά, υπο
στήριξαν την «Δυτική» Εκκλησία, με την οποία αποκατέστησαν φιλικές σχέσεις. Η κατάσταση αυτή όμως αποξένωσε τις Ανατολικές Επαρχίες,
πράγμα που δεν συμφωνούσε με τα σχέδια τού Ιουστινιανού, ο οποίος τόσο πολύ επεδίωκε την καθιέρωση ενιαίας πίστης στην τεράστια Αυτο κρατορία του. Η επίτευξη εκκλησιαστικής ενότητας μεταξύ Ανατολής και Δύσης και μεταξύ Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ρώμης ήταν αδύνατη. «Η διακυβέρνηση τού Ιουστινιανού
-
όπως λέει ένας ιστορικός -
στην
εκκλησιαστική της πολιτική υπήρξε ένας διπρόσωπος Ιανός που, με το έ να πρόσωπο στραμμένο προς την Δύση, ζητούσε οδηγίες από την Ρώμη, ενώ με το άλλο, κοιτώντας προς την Ανατολή, ζητούσε την αλήθεια από τους μοναχούς τής Συρίας και τής Αιγύπτου»(I).
Βασικός σκοπός τής εκκλησιαστικής πολιτικής τού Ιουστινιαγού, από τις αρχές τής βασιλείας του, ήταν η δημιουργία στενών σχέσεων με την Ρώμη και για τον λόγο αυτό παρουσιάσθηκε ως υπερασπιστής τής Συνό
δου τής Χαλκηδόνος, τής οποίας τις αποφάσεις δεν δέχονταν οι Επαρχί ες τής Ανατολής. Κατά την διάρκεια τής βασιλείας του Ιουστινιανού η Ρώμη απέκτησε υπέρτατη εκκλησιαστική εξουσία. Γράφοντας στον Επί σκοπο Ρώμης ο Ιουστινιανός τόν προσφωνεί «Πάπα», «Πάπα Ρώμης»,
«Αποστολικό Πατέρα», «Πάπα και Πατριάρχη» κ.λπ. και ο τίτλος τού
πάπα απεδίδετο αποκλειστικά στον Επίσκοπο τής Ρώμης. Σ' ένα γράμμα προς τον πάπα ο Αυτοκράτορας τόν προσφωνεί ως «Κεφαλή όλων τών Αγίων Εκκλησιών
(caput omnium sanctarum ecclesiarum)>>(2\
ενώ σε μία
από τίς Νεαρές, καθαρά αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος τής Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) κατατάσσεται δεύτερος, ύστερα από την Αγία Α ποστολική Έδρα τής Παλαιάς Ρώμης(3).
Ο Ιουστινιανός ήλθε αντιμέτωπος με τους Ιουδαίους, τους ειδωλολά-
Diakonov, «Ιωάννης ο εξ Εφέσου και τα σχετικά με την έργα του» (Saint-Petersbourg, 1908), σελ. 52-53 (Ρωσικά). (2) Knecht, ένθ' ανωτ., σελ. 62, 63, 64, 65. (3) NoveIIa 131 Β (έκδοση Zachariii νοn LingenthaI, 11.267). (1)
Α.
Εκκλησιαστική Ιστορία
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
197
τρες και τους αιρετικούς, σroυς οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι Μανι χαίοι, οι Nεσroριανoί, οι Μονοφυσίτες, οι Αρειανοί και αντιπρόσωποι
άλλων, λιγότερο σημαντικών θρησκευτικών δογμάτων. Ο Αρειανισμός είχε ευρύτατα διαδοθεί, στη Δύση, ανάμεσα σroυς Γερμανούς. Υπολείμ ματα τής ειδωλολατρίας υπήρχαν σε διάφορα μέρη τής Αυτοκρατορίας και οι ειδωλολάτρες θεωρούσαν ακόμη ως κέντρο τους τη Σχολή τών Α Οηνών. Οι Ιουδαίοι και οι οπαδοί μικρότερων αιρετικών κινήσεων είχαν συγκεντρωθεί κυρίως σrις επαρχίες τής Ανατολής.
Ο αγώνας εναντίον τών Αρειανών, σrη Δύση, έλαβε τη μορφή σrρατι ωτικών επιχειρήσεων, που τελείωσαν με την ολική ή μερική καθυπόταξη τών βασιλείων τών Γερμανών. Με βάση την πεποίθηση τού Ioυσrινιανoύ ότι ήταν απαραίτητη μία ενιαία, για όλη την Αυτοκρατορία, πίσrη, δεν
μ,ίτορούσε να υπάρξει καμιά ανεκτικότητα για τους αρχηγούς τών άλλων θρησκειών ή αιρετικών διδασκαλιών, οι οποίοι, επί Ioυσrινιανoύ, υπέ σrησαν φοβερούς διωγμούς τόσο από τις σrρατιωτικές όσο και από τις πολιτικές αρχές.
Το κλείσιμο τής Σχολής τών Αθηνών Ο Ioυσrινιανός, θέλοντας να ξεριζώσει τελείως τα υπολείμματα τής ειδω λολατρίας, έκλεισε, το
529, την
περίφημη φιλοσοφική Σχολή τών Αθηνών
-την τελευταία δηλαδή έπαλξη τού εξασθενημένου ειδωλολατρισμού τής οποίας η παρακμή είχε ήδη αρχίσει αφ' ότου ο Θεοδόσιος Β', τον
50
αιιδνα, οργάνωσε το Πανεπισrήμιo τής Kωνσrαντινoυπόλεως. Πολλοί α πό τους καθηγητές τής Σχολής εξορίσθησαν και η περιουσία της κατε σχέθη. Όπως γράφει ένας ισroρικός, «τον ίδιο χρόνο που ο' Αγιος Βενέ
δικτος κατέσrρεψε το τελευταίο ειδωλολατρικό ιερό σrην Ιταλία, τον ναό τού Απόλλωνος δηλαδή, σro ιερό άλσος τού
Monte Cassino,
κατασrρά
φηκε σrην Ελλάδα το προπύργιο τού κλασικού ειδωλολατρισμού»(!). Από την ημέρα που έκλεισε η Σχολή τών Αθηνών, η πόλη αυτή έχασε, οριστι
κά, την παλαιά της σπουδαιότητα, ως πνευματικού κέντρου, και μετεβλή θη σε μια δευτερεύουσας σημασίας πόλη. Μερικοί από τους φιλοσόφους τής Σχολής αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Περσία, όπου, όπως εί χαν ακούσει, ο Χοσρόης ενδιαφερόταν για τη φιλοσοφία. Εκεί έγιναν
δεκτοί με πολλή συμ.ι-τάθεια, αλλά η ζωή σrην ξένη αυτή χώρα ήταν αφό ρητη για τους Έλληνες, τους οποίους ο Χοσρόης αποφάσισε να σrείλει
;τίσω στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως συμφώνησε με τον Ιουστινιανό να μην διωχθούν ούτε να υποχρεωθούν διά τής βίας να ασπαστούν τη χριστιανική πίστη. Ο Ιουστινιανός τήρησε την υπόσχεσή του και οι ειδωλο-
(1 ) Knccht ένθ' ανωτ. σελ. 36
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
198
λάτρες φιλόσοφοι πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους στη Βυζαντινή Αυτο κρατορία ειρηνικά και δίχως διωγμούς. Ο Ιουστινιανός δεν πέτυχε να ξε
ριζώσει τελείως την ειδωλολατρία, η οποία συνέχισε να υφίσταται, κρυ φά, σε απομακρυσμένα μέρη.
Οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες τής Παλαιστίνης, μη μπορώντας να συνδιαλλαγούν με το κράτος, επαναστάτησαν για να καταβληθούν όμως γρήγορα και σκληρά. Πολλές συναγωγές καταστράφηκαν, ενώ σε αυτές που διασώθηκαν, απαγορεύθηκε η εκ τού εβρα'ίκού κειμένου ανάγνωση τής Παλαιάς Διαθήκης, η οποία επιτρεπόταν μόνο στη γλώσσα τών «Ε
βδομήκοντα». Αυστηρά επίσης εδιώχθησαν οι Νεστοριανοί.
Θρησκευτικά προβλήματα και η Ε' Οικουμενική Σύνοδος Η πιο σημαντική από όλες, φυσικά, υπήρξε η τακτική που ακολούθησε ο Ιουστινιανός απέναντι στους Μονοφυσίτες. Πρώτα από όλα, οι σχέσεις τού Αυτοκράτορα μαζί τους ήταν πολύ σημαντικές από πολιτική άποψη,
δεδομένου ότι είχαν άμεση σχέση με το εξαιρετικά σπουδαίο πρόβλημα τών Ανατολικών Επαρχιών τής Αιγύπτου, τής Συρίας και τής Παλαιστί
νης. Αφ' ετέρου οι Μονοφυσίτες είχαν την υποστήριξη τής γυναίκας τού Ιουστινιανού Θεοδώρας, η οποία τόν επηρέαζε πολύ. Ένας Μονοφυσί
της συγγραφέας τής εποχής εκείνης χαρακτήριζε την Αυτοκράτειρα «γυ ναίκα γεμάτη ζήλο και αγάπη για τον Χριστό» και ως «την πιο Χριστιανή Αυτοκράτειρα, την οποία έστειλε ο Θεός για να προστατεύσει στις δύ σκολες στιγμές τους διωκομένους»(l).
Ακολουθώντας τη συμβουλή τής Θεοδώρας, ο Ιουστινιανός θέλησε α πό την αρχή τής βασιλείας του να δημιουργήσει ειρηνικές σχέσεις με τους Μονοφυσίτες. Έδωσε την άδεια στους Επισκόπους που είχαν εξο ρισθεί επί Ιουστίνου και στις αρχές τής δικής του βασιλείας, να επιστρέ ψουν στην πατρίδα τους και προσκάλεσε πολλούς Μονοφυσίτες στην
πρωτεύουσα σ' ένα συμβιβαστικό θρησκευτικό συνέδριο, στο οποίο, ό πως αναφέρει ένας αυτόπτης μάρτυρας, τούς προέτρεψε να συζητήσουν
με τους ανταγωνιστές τους όλα τα αμφισβητούμενα ζητήματα «με την η πιότητα και την υπομονή που αρμόζει στην Ορθοδοξία και τη Θρησκεί α»(2). Φιλοξένησε επίσης στην πρωτεύουσα, σ' ένα από τα ανάκτορα, πε-
J. Ρ. Ν. Land (Amstelodami, 1889), σελ. 114.247, έκδ. Ε. W. Brooks, «Patrologia Orientalis», ΧΥΙΙΙ (1924),634 (432), 677 (475),679 (477). Βλέπε Α. Dyakonov, ένθ' ανωτ., σελ. 63 (Ρωσι (1) «Commentarii de Beatis Orientalibus»,
έκδ.
W. J.
ναη
Douwen
και
κά).
(2) Mansi, «Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio» (Florentiae, 1762), τόμος VIII, σελ. 817. - Caesari ΒίΙroηίί, «Annales ecclesiastici», ΙΧ. 419, 32.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
ντακόσιους Μονοφυσίτες μοναχούς(J). Το
199
535
ο Σεβήρος, αρχηγός και
πραγματικός «νομοθέτης τού Μονοφυσιτισμού», ήλθε στην Κωνσταντι νούπολη, όπου έμεινε έναν χρόνο(2Ι . «Η πρωτεύουσα τής Αυτοκρατορίας, στις αρχές τού
535,
παρουσίαζε, κάπως, την εικόνα που είχε παρουσιά
σει την εποχή τού Αναστασίου»(3). Ο επισκοπικός θρόνος τής Κωνσταντι
νουπόλεως δόθηκε στον Επίσκοπο Τραπεζούντος, Άνθιμο, που ήταν γνωστός για τις συμβιβαστικές του διαθέσεις προς τους Μονοφυσίτες, οι οποίοι φαινόταν να έχουν θριαμβεύσει.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν γρήγορα. Ο πάπας Αγαπητός και μια
ομάδα Ακοιμήτων (αδιάλλακτων Ορθοδόξων), φθάνοντας στην Κων σταντινούπολη, δημιούργησαν σοβαρά ζητήματα εις βάρος τού Ανθίμου, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί ο Ιουστινιανός, παρά τη λύπη του, ν' αλ λάξει τακτική. Ο ' Ανθιμος εκθρονίστηκε και τη θέση του τήν πήρε ο Ορ θόδοξος πρεσβύτερος Μηνάς. Μια πηγή αναφέρει την εξής συζήτηση με ταξύ τού Αυτοκράτορα και τού πάπα: «Ή θα σέ αναγκάσω να συμφωνή σεις μαζί μας ή θα σ' εξορίσω», είπε ο Ιουστινιανός, στον οποίο πάλι α πάντησε ως εξής ο Αγαπητός: «Επιθυμούσα να έλθω στον πιο Χριστιανό από όλους τους Αυτοκράτορες, Ιουστινιανέ, και βρήκα τώρα έναν νέο Διοκλητιανό. Οπωσδήποτε όμως δεν μέ τρομάζουν οι απειλές σου»(4). Εί
ναι πιθανόν ότι ο Αυτοκράτορας υποχώρησε στον πάπα εν μέρει, διότι άρχισε την εποχή αυτή στην Ιταλία ο πόλεμος εναντίον τών Οστρογότ
θων, πράγμα που ανάγκαζε τον Ιουστινιανό να υπολογίζει στην υποστή ριξη τής Δύσης.
Παρά την υποχώρησή του όμως, ο Ιουστινιανός δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του για συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες. Έτσι προκάλε
σε συζήτηση για τα περίφημα «Τρία Κεφάλαια», τα οποία έχουν σχέση με τρεις εκκλησιαστικούς συγγραφείς τού 50υ αιώνα: τον Θεόδωρο τον
Μοψουεστίας, τον Κύρου Θεοδώρητο και τον Εδέσσης Ίβα. Οι Μονοφυ σίτες κατηγορούσαν την Σύνοδο τής Χαλκηδόνος ότι δεν καταδίκασε αυ τούς τους τρεις συγγραφείς, παρά τις νεστοριανές τους ιδέες, ενώ ο πά πας και οι Ακοίμητοι Ορθόδοξοι αντετίθεντο ζωηρά στην άποψη αυτή. Ο
Ιουστινιανός, εξοργισμένος, δήλωσε ότι, στην περίπτωση αυτή, είχαν δί-
(1) Joannis Ephesi, «Commentarii», σελ. 155, έκδοση Brooks, 11, 677 (475). Πρβλ. και Dyakonov, ένθ' ανωτ., σελ. 58. (2) Βλέπε J. Maspero, «Histoire des patriarches d' Alexandrie» (Paris, 1923), σελ. 3, 100, 110. (3) J. Maspero, ένθ' ανωτ., σελ. 110. (4) <
287. - Mansi,
τόμος νπι, σελ.
843.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
200
καιο οι Μονοφυσίτες και ότι οι Ορθόδοξοι έπρεπε να συμφωνήσουν μαζί
τους. Εν συνεχεία, το
543
εξέδωσε ένα διάταγμα, με το οποίο αναθεμάτι
ζε τα έργα τών τριών συγγραφέων, απειλώντας συγχρόνως ότι θα κάνει το ίδιο για όσους προσπαθήσουν να τούς υπερασπίσουνω.
Ο Ιουστινιανός θέλησε να κάμει το διάταγμα αυτό υποχρεωτικό για ό λες τις Εκκλησίες και ζήτησε να υπογραφεί από όλους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους, πράγμα, όμως, που δεν ήταν εύκολο να κατορθω θεί. Η Δύση ενοχλείτο από το γεγονός ότι η υπογραφή τού αυτοκρατορι
κού διατάγματος μπορούσε να αποτελέσει καταπάτηση τής αυθεντικότη τας τής Συνόδου τής Χαλκηδόνος. Ένας μορφωμένος ιεροδιάκονος τής Καρχηδόνας, έγραφε τα εξής: «Εάν οι αποφάσεις τής Συνόδου τής Χαλ κηδόνος αμφισβητούνται, τάχα δεν είναι εύκολο να υποστεί μια τέτοια α πειλή και η Σύνοδος τής Νικαίας;»(2). Ε..-τί πλέον υφίστατο το ζήτημα κατά
πόσον ήταν δυνατόν να καταδικασθούν άνθρωποι νεκροί, δεδομένου ότι και οι τρεις συγγραφείς είχαν πεθάνει τον προηγούμενο αιώνα. Τελικά,
μερικοί ηγέτες τής Δύσης είχαν τη γνώμη ότι το διάταγμα τού Αυτοκρά
τορα εξεβίασε τη συνείδηση τών μελών τής Εκκλησίας. Η άποψη αυτή ό μως δεν ήταν δεκτή στην Ανατολική Εκκλησία, όπου η επέμβαση τού Αυ τοκράτορα στα δογματικά ζητήματα είχε ήδη, στην πράξη, γίνει δεκτή. Η Ανατολική Εκκλησία αναφερόταν επίσης στον Βασιλέα Ιωσία, στην Πα
λαιά Διαθήκη, ο οποίος όχι μόνον κατεδίωξε τους ζώντες ειδωλολάτρες ιερείς, αλλά και άνοιξε τους τάφους εκείνων που είχαν πεθάνει και έκα ψε τα οστά τους στο θυσιαστήριο (Π Βασιλ.
23:16).
Έτσι, ενώ η Ανατολι
κή Εκκλησία δεχόταν την καταδίκη τών Τριών Κεφαλαίων, η Δυτική αρνιόταν να την εγκρίνει. Γενικά το διάταγμα τού Ιουστιανιανού δεν α ναγνωρίσθηκε ποτέ από όλη την Εκκλησία.
Προκειμένου να υποστηριχθεί από τη Δυτική Εκκλησία ο Ιουστινια νός έπρεπε να εξασφαλίσει πρώτα την έγκριση τού πάπα τής Ρώμης, Βι
γιλίου, ο οποίος"εκλήθη στην Κωνσταντινούπολη όπου έμεινε περισσότε ρο από επτά χρόνια. Όταν έφθασε εκεί, δήλωσε επισήμως ότι αντιτίθε ται στο διάταγμα και αφόρισε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μη νά. Αλλά σιγά-σιγά υποχώρησε, κάτω από την επίδραση τού Ιουστινια νού και τής Θεοδώρας και, το
φαλαίων
(1)
(Judicatum),
548,
εξέδωσε την καταδίκη τών Τριών Κε
προσθέτοντας έτσι την φωνή του στην ψήφο τών
Το Διάταγμα τών «Τριών Κεφαλαίων» ονομάσθηκε έτσι χάρη στο ότι περιείχε
τρία κεφάλαια ή παραγράφους αφιερωμένα στους τρεις προαναφερθέντες συγγρα φείς. Γρήγορα όμως ξεχάστηκε η σημασία αυτής
tJi;
ονομασίας και τα «Τρία Κεφά
λαια», αργότερα, εmiμαιναν τον Θεόδωρο, τον Θεοδώρητο και τον Ί~α.
(2) Fulgentii Ferrandi, diaconi Carthaginiensis, «Epistola». 67, co1. 926).
νι,
7 (Mignc, Patr. Latina,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
201
τεσσάρων Πατριαρχών τής Ανατολής. Αυτός υπήρξε ο τελευταίος θρίαμ βος τής Θεοδώρας, η οποία πέθανε τον ίδιο χρόνο, αφού πείσθηκε για την αναπόφευκτη τελική νίκη τού Μονοφυσιτισμού. Επ' ευκαιρία τής προσκλήσεως τού Βιγιλίου, οι ιερείς τής Δυτικής Ευρώπης έκαμαν αδιά κοπες προσευχές για τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα(I).
Εν τούτοις όμως η Δυτική Εκκλησία δεν ενέκρινε την υποχώρηση τού Βιγιλίου, ενώ οι Επίσκοποι τής Αφρικής, σε μια σύνοδό τους, έφθασαν στο σημείο να τόν αφορίσουν. Κάτω από την πίεση τών γεγονότων, ο πά πας υποχώρησε και ακύρωσε το
Judicatum.
Ο Ιουστινιανός αποφάσισε
να καταφύγει σε μια Οικουμενική Σύνοδο, η οποία έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη το
553.
Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Ε' Οικουμενική Σύνοδος ή ταν πολύ πιο α.,τλό από τα ζητήματα που απασχόλησαν τις άλλες Συνό δους. Δεν επρόκειτο ν' ασχοληθεί με κάποια νέα αίρεση, αλλά απλώς εί
χε ν' αντιμετωπίσει τη ρύθμιση μερικών ζητημάτων σχετικών με τις απο φάσεις τής Γ' και Δ' Συνόδου, και ειδικότερα σχετικών με τον Νεστορια νισμό και, κυρίως, με τον Μονοφυσιτισμό. Ο Αυτοκράτορας ήθελε πολύ
να συμμετάσχει στη Σύνοδο ο πάπας -που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη -
αλλά ο Βιγίλιος, προβάλλοντας διάφορες δι
καιολογίες, απέφυγε να συμμετάσχει στη Σύνοδο, η οποία έγινε χωρίς την παρουσία του. Η Σύνοδος μελέτησε τα έργα τών τριών συγγραφέων
και συμφώνησε με τη γνώμη τού Αυτοκράτορα. Η Σύνοδος καταδίκασε και αναθεμάτισε «τον ασεβή Θεόδωρο τον Μοψουεστίας και τα έργα του, τα ασεβή συγγράμματα τού Θεοδωρήτου, την επιστολή τού Επισκό που Εδέσσης Ίβα και όλους όσοι έγραψαν ή γράφουν με σκοπό την υπε ράσπιση τών τριών αυτών συγγραφέων
(ad defensionem eorum)>>(2).
Οι αποφάσεις αυτής τής Συνόδου καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικές και
ο Ιουστινιανός καταδίωξε και εξόρισε τους Επισκόπους που δεν συμφω νούσαν με την καταδίκη τών Τριών Κεφαλαίων. Ο πά..ι-τας Βιγίλιος εξο
ρίσθηκε σε ένα νησί τής Προποντίδας, αλλά τελικά δέχθηκε να υπογρά ψει την καταδίκη, οπότε τού επετράπη να επιστρέψει στη Ρώμη. Πέθανε
όμως κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού. Η Δύση δεν δέχθηκε τις αποφάσεις τής Συνόδου τού
553 μέχρι τα τέλη (590-604) δήλω
τού 60υ αιώνα και μόνον όταν ο Γρηγόριος Α' ο Μέγας
σε ότι «στην Σύνοδο, που ασχολήθηκε με τα Τρία Κεφάλαια, τίποτε δεν
έγινε διά τής βίας και τίποτε δεν άλλαξε από πλευράς θρησκευτικής»(3), (1) «Mon. Germ. Hist. Epistolarum», τόμος 3, σελ. 62 (Νο. 41). (2) Mansi. τομ. ΙΧ, σελ. 376. (3) «Episιolae Gregorii Magni», 11, 36 στο Mansi, τόμο ΙΧ, σελ. 105 - «Gregorii Ι p,ιpae Rcgistrum epistolarum», 11, 49, στο Mon. Gcrm. Hist. Epistolarum, τόμο Ι (1R91), σελ. 151.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
202
αναγνωρίστηκε, στη Δύση, η Σύνοδος τού
553 ως Οικουμενική
και ισοδύ
ναμη προς τις άλλες τέσσερεις πρώτες Συνόδους.
Η θρησκευτική διαμάχη, όμως, Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, δεν σταμάτησε, όπως ήλπιζε ο Ιουστινιανός. Οι Μονοφυσίτες δεν ικανοποιή θηκαν με τις υποχωρήσεις που έγιναν, και τα τελευταία χρόνια τής ζωής
του ο Ιουστινιανός υποστήριξε φανερά πια τους Μονοφυσίτες. Οι Επί
σκοποι που διαφωνούσαν εξορίσθηκαν. Ο Μονοφυσιτισμός μπορούσε να γίνει επίσημη θρησκεία τού κράτους, υποχρεωτική για όλους, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα νέες και πολύ σοβαρές περιπλοκές. Στο ση μείο αυτό όμως ο ηλικιωμένος Αυτοκράτορας πέθανε και μετά τον θάνα
τό του το κράτος άλλαξε τη θρησκευτική του τακτική. Συνοψίζοντας τη θρησκευτική πολιτική τού Ιουστινιανού, αντιμετω πίζουμε το βασικό πρόβλημα τού κατά πόσον ο Αυτοκράτορας πέτυχε με
αυτήν να εδραιώσει μία ενιαία Εκκλησία στην Αυστοκρατορία του. Η α πάντηση ασφαλώς είναι αρνητική. Η Ορθοδοξία και ο Μονοφυσιτισμός δεν συμβιβάσθηκαν, ενώ ο Νεστοριανισμός, ο Μανιχα'ίσμός, ο Ιουδα'ί
σμός και, εν μέρει, η ειδωλολατρία, συνέχισαν να υφίστανται. Δεν υπήρ χε θρησκευτική ενότητα και η προσπάθεια τού Ιουστινιανού να πετύχει αυτή την ενότητα πρέπει να θεωρηθεί ως αποτυχημένη.
Μιλώντας όμως για τη θρησκευτική πολιτική τού Ιουστινιανού, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την ιεραποστολική του δράση. Ως Χριστιανός Αυτοκράτορας, θεώρησε καθήκον του να διαδώσει τον Χριστιανισμό πέ ρα από τα σύνορα τής Αυτοκρατορίας του. Η μεταστροφή στον Χριστια
νισμό τών Ερούλων, στον Δούναβη, και ορισμένων φυλών τού Καυκά
σου, καθώς και τών εγχώριων φυλών τής Βορείου Αφρικής και τού Μέ σου Νείλου, συντελέστηκε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ιουστινια νού(1).
Η εσωτερική πολιτική τού Ιουστινιανού. Η Στάση τού Νίκα. Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουστινιανός, η εσωτερική ζωή τής Αυτο κρατορίας βρισκόταν σε μια κατάσταση ανώμαλη και ταραχώδη. Η φτώ χεια ήταν απλωμένη παντού
-
κυρίως δε στις επαρχίες -
και οι φόροι
δεν πληρώνονταν τακτικά. Οι φατρίες τού ιπποδρόμου, οι μεγάλοι γαιο
κτήμονες, οι συγγενείς τού Αναστασίου, που είχαν χάσει το δικαίωμά τους επί τού θρόνου και, τελικά, οι διαφωνίες τών θρησκευτικών ομάδων
(1) J. Maspero,
ένθ' ανωτ., σελ.
135.
Ο
Maspero
κάνει μια πολύ καλή ιστορική ανα
σκόπηση τού μονοφυσιτικού προβλήματος την εποχή τού Ιουστινιανού (σελ.
Βλέπε επίσης
Dyakonoy, ένθ' ανωτ., σελ. 51-87 (Ρωσικά).
102-165).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
203
όξυναν τις εσωτερικές ανωμαλίες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ,
ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουστινιανός συνειδητοποίησε ότι η εσω τερική ζωή τής Αυτοκρατορίας χρειαζόταν μεγάλες μεταρρυθμίσεις και αντιμετώπισε το πρόβλημα αυτό με θάρρος. Κύρια πηγή πληροφοριών γι' αυτή τη φάση τής δράσεως τού Ιουστινιανού, είναι οι «Νεαρές», η πραγ
ματεία τού Ιωάννου τού Λυδού Διοίκηση (Mαgistrαtes) τού Ρωμαϊκού Κράτους και τα Ανέκδοτα τού συγχρόνου του Προκοπίου. Τώρα τελευ ταία έχει βρεθεί, σε παπύρους, αρκετό αξιόλογο υλικό. Στις αρχές τής βασιλείας του, ο Ιουστινιανός αντιμετώπισε μια φοβε ρή επανάσταση, στην πρωτεύουσα, η οποία παρ' ολίγο να τόν απομακρύ νει από τον θρόνο.
Κέντρο τών συγκεντρώσεων τών κατοίκων τής Κωνσταντινούπολης ή ταν ο Ιππόδρομος, όπου ο λαός παρακολουθούσε τις τόσο αγαπημένες
του αρματοδρομίες. Οι νέοι Αυτοκράτρες, μετά τη στέψη τους, συνήθως, παρουσιάζονταν στον Ιππόδρομο, στο αυτοκρατορικό θεωρείο (το Κάθι
σμα) για να δεχθούν τον πρώτο χαιρετισμό τού πλήθους. Οι «ηνίοχοι» φορούσαν τεσσάρων ειδών χιτώνες: πράσινους, κυα νούς, λέυκούς και ερυθρούς. Οι Ι1τποδρομίες ήταν το πιο αγαπητό θέαμα από την εποχή που η αρχαία Χριστιανική Εκκλησία απαγόρευσε τις μο
νομαχίες. Γύρω από τους «ηνιόχους» τών διαφόρων χρωμάτων είχαν σχηματισθεί καλά οργανωμένες φατρίες. Οι ομάδες αυτές διέθεταν χρή ματα για την αμοιβή τών «ηνιόχων», ενώ συγχρόνως συναγωνίζονταν με
τα «κόμματα» τών άλλων χρωμάτων. Γρήγορα δε έγιναν γνωστοί με τα ο νόματα Πράσινοι, Βένετοι (Κυανοί), Λευκοί και Ρούσιοι (Ερυθροί). Ο
Ιππόδρομος και οι ιπποδρομίες καθώς και οι φατρίες τού Ιπποδρόμου, προέρχονται από τη Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία' αργότερα δε η φιλολογική παράδοση αποδίδει την προέλευσή τους στη μυθική εποχή τού Ρωμύλου και τού Ρέμου. Η βασική προέλευση τής σημασίας τών ονομάτων τών τεσσάρων φατριών δεν είναι τελείως γνωστή. Οι πηγές τού 60υ αιώνα
τής περιόδου δηλαδή τού Ιουστινιανού -
αναφέρουν ότι τα ονόματα αυ
τά ανταποκρίνονται σε τέσσερα στοιχεία: στη γη (πράσινοι), στο νερό
(κυανοί), στον αέρα (λευκοί) και στη φωτιά (ερυθροί). Οι συγκεντρώ σεις τού Ιπποδρόμου ήταν χαρακτηριστικές, λόγω τής εξαιρετικής τους
λαμπρότητας και τού αριθμού τών θεατών, οι οποίοι έφθαναν, μερικές φορές, τις
50.000.
Οι φατρίες τού Ιπποδρόμου, γνωστές κατά τη Βυζαντινή Περίοδο ως
δήμοι, μετεβλήθησαν, σιγά-σιγά, σε πολιτικά κόμματα, τα οποία αντιπρο σώπευαν διάφορες πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές τάσεις. Η φωνή τού πλήθους, στον Ιππόδρομο, μετεβλήθη σε ένα είδος «κοινής γνώμης» ή «κραυγής τού έθνους». «Ελλείψει τυπογραφείου», γράφει ο
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
204
Θ. Ουσπένσκι, «Ο Ιππόδρομος έγινε το μόνο μέρος όπου μπορούσε να εκφρασθεί η κοινή γνώμη, η οποία μερικές φορές επέβαλε τη θέλησή της στο κράτος»(I). Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ήταν, μερικές φορές, υποχρεω
μένος να παρουσιασθεί στον Ιππόδρομο και να δώσει στον λαό εξηγή σεις για τις ενέργειές του.
Τον
60
αιώνα οι πιο δυναμικές φατρίες ήταν εκείνη τών Βενέτων (Κυ
ανών), οι οποίοι ήταν με το μέρος τής Ορθοδοξίας, και οι οποίοι, ως εκ
τούτου, ονομάζονταν και «Χαλκηδόνιοι», δηλαδή οπαδοί της Συνόδου τής Χαλκηδόνος, και εκείνη τών Πρασίνων που υποστήριζαν τον Μονο φυσιτισμό. Την εποχή τού Αναστασίου είχε ήδη εκδηλωθεί μια επανά
σταση εναντίον τών Πρασίνων, τους οποίους υποστήριζε ο Αυτοκρά τορας. Ύστερα από μεγάλες λεηλασίες και καταστροφές, η μερίδα τών Ορθοδόξων ανακήρυξε νέο Αυτοκράτορα και εισέβαλε στον Ιππόδρομο,
όπου ο τρομαγμένος Αναστάσιος παρουσιάσθηκε δίχως το διάδημά του και διέταξε τους κήρυκες να ανακοινώσουν στον λαό ότι ήταν διατεθει μένος να παραιτηθεί. Ο λαός, βλέποντας τον Αυτοκράτορα σε μια τέτοια κατάσταση, ηρέμησε και η επανάσταση κόπασε. Αλλά το επεισόδιο αυτό
δείχνει την επιρροή που ασκούσαν ο Ιππόδρομος και ο λαός τής πρω τεύουσας στην Κυβέρνηση και τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Όταν έγιναν Αυτοκράτορες ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός επικράτη
σε η Ορθοδοξία, με αποτέλεσμα να θριαμβεύσουν οι Κυανοί. Η Θεοδώ ρα όμως υποστήριζε τους Πρασίνου ς και έτσι και στο αυτοκρατορικό πε ριβάλλον ακόμη υπήρχε ο διχασμός. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι δήμοι δεν αντιπροσώπευαν μόνον πολιτι
κές και θρησκευτικές τάσεις, αλλά και <<ταξικά» συμφέροντα. Οι Κυανοί είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως η μερίδα τής αριστοκρατίας και οι Πρά σινοι ως η μερίδα τών κατώτερων τάξεων. Εάν αυτό αληθεύει, οι φατρίες τού Βυζαντίου παρουσιάζουν μια νέα και ιδιαίτερη σημασία ως κοινωνι κοί παράγοντες(2).
Αξιόλογο είναι το γεγονός ότι από τις αρχές τού 60υ αιώνα, στη Ρώ-
(1). F. (2)
Ι.
Ouspensky, τόμο
10ς, σελ.
506
(Ρωσικά).
Βλέπε την εξαιρετικά σημανΤΙΚ1] μονογραφία τού Μ.
κε για πρι,)τη φορά το Γαλλικά με τον τίτλο
άποψη τού
1904
Manojlovic,
σε σερβο-κροατική γλώσσα. Ο
«Le peuple de Constantinople», Byzantion,
Manojlovic
δεν έχει γίνει από όλους δεκτή. Ο
(Byzantinische Zeitschrift,
ΧΧΧVLΙ,
1937, 542),
(Gcschichte dcs byzantinischcn Staatcs, 41,
σημ.
1).
ο
ΧΙ
Stcin
τή μετέφρασε
(1936),617-716.
F. DoIger
Ostrogorsky
Ο Ε.
που δημοσιεύθη
Gregoire
Η
τ11 δέχεται
ηΊν απορρίπτει
ηΙν απέρριπτε το
1920
(δεν είχε ο ίδιος διαβάσει το πρωτότυπο σερβο-κροατικό κείμενο), αλλά η] δέχθηκε το
1930 (Byzantinische Zeitschrift,
ΧΧΧ,
χει αποδείξει πειστικά την άποψή του.
1930, 378).
Εγ!,) πιστεύω ότι ο
ManojIovic
έ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
205
μη, την εποχή τού Θευδέριχου, υπήρχαν δύο αντίθετες μερίδες: οι Πρά
σινοι και οι Κυανοί, από τους οποίους οι δεύτεροι αντι.ίτροσώπευαν την αριστοκρατία, ενώ οι πρώτοι τις κατώτερες τάξεις(l). Μια σημαντική μελέτη τού προβλήματος έχει γίνει τώρα τελευταία. Ένας Ρώσος μελετητής, ο Α Ντιακόνοφ (Α
Dyakonov),
σημειώνει «το
μεθοδικό σφάλμα» τού Ραμπώ, τού Μανόλοβιτς και άλλων, που δεν πέτυ χαν να κάμουν τη διαφοροποίηση μεταξύ τών δήμων και τών φατριών,
που φυσικά, δεδομένου ότι δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα, πρέπει να μελετηθούν χωριστά. Σκοπός τής μελέτης τού Ντιακόνοφ δεν υπήρξε η λύση τού προβλήματος, αλλά η εκ νέου τοποθέτησή του, έτσι ώστε η νέα αυτή θεώρησή του να μελετηθεί στο μέλλον με περισσότερο ειδικές ερ γασίες(2).
Οι λόγοι τής φοβερής επαναστάσεως τού
532,
στην πρωτεύουσα, υ
πήρξαν πολλοί και διάφοροι. Η εναντίον τού Ιουστινιανού αντίθεση είχε τρεις αιτίες: μία σχετική με τη δυναστεία, μία πολιτική και μία θρησκευ τική. Οι επιζήσαντες ανιψιοί τού Αναστασίου αισθάνονταν ότι είχαν εξαπατηθεί α.ίτό τον Ιουστίνο και από τον Ιουστινιανό και, έπειτα, με την υποστήριξη τών Πρασίνων οπαδών τών Μονοφυσιτών, ήθελαν να εκθρο νίσουν τον Αυτοκράτορα. Η αντίθεση τού λαού προέκυψε από μια γενι
κή, εναντίον τών αξιωματούχων, πικρία και κυρίως από αντίθεση προς τον περίφημο νομομαθή Τριβωνιανό και τον Ιωάννη Καππαδόκη, οι ο ποίοι προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια στον λαό με τη βιαιότητα τών νό μων και με τους επαίσχυντους εκβιασμούς τους και τη σκληρότητά τους.
Τελικά η θρηκευτική αντίθεση προερχόταν από τους Μονοφυσίτες, που υπέφεραν πολύ στις αρχές τής βασιλείας τού Ιουστινιανού. Όλα αυτά
μαζί προκάλεσαν μια εξέγερση τού λαού στην πρωτεύουσα κατά την 0;τοία Πράσινοι και Κυανοί, παραμερίζοντας τις αντιθέσεις τους, ενώθη-
(1) Βλέπε Ε. Condurachi «Factions et jeux de cirque a Rome au debut du VIe siecle», Reνue Historique de sud-est europeen, χνιιι (1941),95-102, κυρίως 96-98. Ως πηγή για το σπουδαίο αυτό συμπέρασμα χρησιμεύει το έργο τού Κασσιόδωρου «Variae». Πρβλ. και άποψη Manojlovic, ο οποίος αναφέρει -χωρίς να στηρίζει την άποψή του αυτι) σε κάποια πηγή - ότι η «αποκρυστάλλωση τών τάξεων έχει την προέλευσι) της στον Ιππόδρομο τι\ς παλαιάς Ρώμης» (Byzantion, ΧΙ, 1936, 642, 711-712). (2) «The Byzantinie Demes and Factions (τα μέρη) ίη the Fifth to the Seventh Centuries» Vizantiysky Sbornik, 1945, έκδοση Μ. V. Levchenko, 144-227, εισαγωγή, 144-149. Βλέπε επίσης Ο. Bratianu, «La Fin du regime des parties 11 Byzance et la crise antisemite du VIIe siecle» (Reνue historique du sud-est europeen) ΧΥΙΙΙ (1941), 4957. Dyakonov, «Byzantine Demes», (Vizantiysky Sbornik, 1945, 226-227). Ο Oregoire είναι κάίτως ανακριβtjς στην άποψtί του ότι «μετά το 641 δεν βρίσκει κανείς πλέον ίχνη τής πολιτικής σημασίας τών χρωμάτων του Ιπποδρόμου (des couleurs du Cirque)>>, «Notules epigraphiques» στο Byzantion, ΧΙΙΙ (1938), 175. F. Dvornik, «The
Circus Parties
ίη
Byzantium», Byzantina Metabyzantina, Ι (1946),119-133.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
206
καν εναντίον τής μισητής κυβερνήσεως. Ο Αυτοκράτορας ήλθε σε δια
πραγματεύσεις, μέσω τών κηρύκων, με τον λαό στον Ιππόδρομο, χωρίς ό μως να πετύχει κανένα θετικό αποτέλεσμα(l). Η επανάσταση εξαπλώθηκε γρήγορα στην πρωτεύουσα και τα ωραιότερα κτήρια και μνημείι.: κα ταστράφηκαν και πυρπολήθηκαν. Επίσης κάηκε η Βασιλική τής Αγίας Σοφίας, στη θέση τής οποίας αργότερα έγινε ο περίφημος καθεδρικός ναός τής Αγίας Σοφίας. Το σύνθημα τών επαναστατών Νίκα είχε ως απο
τέλεσμα να ονομασθεί όλη αυτή η εξέγερση «Στάση τού Νίκα». Ο Ιουστι νιανός υποσχέθηκε ν' απομακρύνει από τις θέσεις τους τον Τριβωνιανό
και τον Ιωάννη τον Καππαδόκη, αλλά η έκκλησή του στον Ιππόδρομο έπεσε στο κενό και ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας ένας ανιψιός τού Ανα στασίου. Έχοντας καταφύγει στα Ανάκτορα ο Ιουστινιανός και οι σύμ
βουλοί του αντιμετώπιζαν ήδη τη φυγή, οπότε επενέβη η Θεοδώρα. Τα λόγια, τα οποία ακριβώς είπε, βρίσκονται στα Ανέκδοτα τού Προκοπίου και έχουν ως εξής: «Είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να γλυτώσει τον θάνατο' αλλά, για έναν βασιλέα, η εξορία είναι ανυπόφορη ... Εάν επιθυ μείς
-
ω Αυτοκράτωρ -
να σωθείς, είναι εύκολο. Διαθέτουμε αρκετά
χρήματα, ενώ πέρα από εκεί είναι η θάλασσα και τα πλοία. Συλλογίσου
όμως μήπως, όταν θα φθάσεις σε μέρος ασφαλές, προτιμήσεις τον θάνα το παρά την ασφάλεια»(2). Ο Αυτοκράτορας αναθάρρευσε και εμπιστεύ
θηκε στον Βελισσάριο την καταστολή τής επαναστάσεως, η οποία είχε ή δη κρατήσει έξι ημέρες. Ο στρατηγός οδήγησε τους στασιαστές στον Ιπ πόδρομο, τούς έκλεισε εκεί μέσα και σκότωσε τριάντα έως σαράντα χιλι
άδες από αυτούς. Η στάση κατεστάλη, τα ανίψια τού Αναστασίου εκτε
λέσθηκαν και ο Ιουστινιανός, για μια φορά ακόμη, εδραιώθηκε στον θρόνο(3).
Φόροι και οικονομικά προβλήματα Ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά τής εσωτερικής πολιτικής τού Ιουστινιανού υπήρξε ο επίμονος αγώνας του
-
ο οποίος δεν έχει ακόμη
τελείως εξηγηθεί- εναντίον τών μεγάλων γαιοκτημόνων. Γνωρίζουμε
(1)
Βλέπε μία συζήτηση τού Αυτοκράτορα και τών Πρασίνων που έγινε μέσω τών «κη
ρύκων» στον
Theophanes, «Chronographia», έκδοση de Boor, 181-184. Επίσης πρβλ. «Chronicon Paschale», 620-621. Βλέπε και Ρ. Maas, «Metrische Akklamationen der Byzantiner», Byzantinische Zeitschrift, ΧΧΙ (1912), 31-33, 46-51. Ο Bury πιστεύει ότι αυτό μπορεί ν' αφορά μία άλλη περίοδο τής βασιλείας τού Ιουστινιανού: βλέπε «Later Roman Empire», 11,40 και σημειώσεις 3, 72. Ο Bury δίνει μία αγγλική μετάφραση τής συζητιjσεως (72-74). (2) De bcllo persico, 1,24,35-37, έκδοση Haury, Ι, 130, έκδοση Dcwing, Ι, 230-233. (3) Σχετικά με τη Στάση τού Νίκα βλέπε τις απόψεις τού Dyakonov στο «Thc Byzantine Dcmes», Vizanιiysky Sbornik. 1945,209-212.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
207
τον αγώνα αυτόν μέσω τών Νεαρών, τών παπύρων, καθώς και τών Ανεκ δότων τού Προκοπίου, ο οποίος αν και υποστηρίζει τις απόψεις τών ευ
γενών και μολονότι παρουσιάζει αρκετές κατηγορίες στον λίβελλό του
αυτό εναντίον τού Ιουστινιανού, εν τούτοις δίνει μια εξαιρετικά ενδιαφέ ρουσα εικόνα τής, κατά τη διάρκεια τού 60υ αιώνα, κοινωνικής πάλης. Το κράτος αντελήφθη ότι οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοί του ήταν οι μεγά λοι γαιοκτήμονες, οι οποίοι ρύθμιζαν τα ζητήματα τών μεγάλων ιδιοκτη σιών τους, αδιαφορώντας τελείως για την εξουσία. Μία από τις Νεαρές τού Ιουστινιανού επιρρίπτει την ευθύνη για την απελπιστική κατάσταση,
στην οποία βρίσκονταν οι μεταξύ κράτους και ιδιοκτησίας σχέσεις, στην αχαλίνωτη συμπεριφορά τών τοπικών ισχυρών παραγόντων, ενώ συγχρό
νως απευθύνεται στον διοικητή τής Καππαδοκίας ως εξής: «Έχουμε πλη ροφορηθεί ότι γίνονται τόσο μεγάλες καταχρήσεις ώστε η διόρθωσή τους από ένα μόνο πρόσωπο με ανώτερη εξουσία να είναι δύσκολη. Και ντρε πόμαστε ακόμη και να λέμε με πόση απρέπεια οι γαιοκτήμονες περπα τούν εδώ και εκεί, κυκλωμένοι από σωματοφύλακες και πώς ακολου θούνται από πλήθος λαού καθώς και με ποιον τρόπο ληστεύουν το
καθετί... Η κρατική ιδιοκτησία έχει σχεδόν μετατραπεί σε ιδιωτική, δε δομένου ότι έχει ληστευθεί και λεηλατηθεί- συμπεριλαμβανομένων και
τών κοπαδιών τών αλόγων ακόμη -
χωρίς καμιά διαμαρτυρία, διότι όλα
τα στόματα πληρώθηκαν για να σιωπήσουν»(!). Φαίνεται ότι οι άρχοντες
τής Καππαδοκίας είχαν πλήρη εξουσία στις επαρχίες τους, διατηρούσαν και στρατό δικό τους ακόμη κες -
-
οπλισμένους άνδρες και σωματοφύλα
και ότι καταπατούσαν τόσο τα ιδιωτικά όσο και τα κρατικά εδάφη.
Αξιόλογο επίσης είναι ότι αυτή η Νεαρά εξεδόθη τέσσερα χρόνια μετά τη Στάση τού Νίκα. Κάτι παρόμοιο αναφέρεται σε έναν πάπυρο και για
την Αίγυπτο. Ένα μέλος μιας φημισμένης αριστοκρατικής οικογένειας τής Αιγύπτου, κατείχε, τον
60 αιώνα, τεράστιες
εκτάσεις, σε διάφορα μέ
ρη τής χώρας αυτής. Ολόκληρα χωριά αποτελούσαν μέρος τής ιδιοκτησί ας του και το σπίτι του ήταν σχεδόν σαν παλάτι. Είχε τους γραμματείς του, τους οικονόμους του, τους επιστάτες του, τους εκτιμητές και τους ει
σπράκτορες φόρων, το θησαυροφύλακά του, την αστυνομία του, ακόμη
και προσωπική ταχυδρομική υπηρεσία. Οι άρχοντες αυτού τού είδους εί
χαν δικές τους φυλακές καθώς και ιδιωτικό στρατό(2). Μεγάλες εκτάσεις,
(1) NoveIla, 30 (44), 5, έκδοση Zacharia νοη Lingenthal, 1,268. (2) Βλέπε Η. Bel1, «The Byzantine Serνile State ίη Egypt». Journal of Egyptian Archaeology, ιν (1917), 101-102. Bel\, «Αη Epoch ίη the Agrarian History of Egypt» (<
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
208
επίσης, βρίσκονταν στην κατοχή τών εκκλησιών και τών μοναστηριών.
Εναντίον αυτών τών μεγάλων γαιοκτημόνων ο Ιουστινιανός άρχισε έ ναν, ανελέητο, αγώνα. Επεμβαίνοντας στα κληρονομικά ζητήματα, διά τής βίας ή με πλαστές δωρεές προς τον Αυτοκράτορα, με δημεύσεις επί
τη βάσει ψευδών δεδομένων ή με την υποκίνηση θρησκευτικών ζητημά των που απέβλεπαν να στερήσουν την Εκκλησία από τις ιδιοκτησίες της, ο Ιουστινιανός συνειδητά και σκοπίμως επεδίωκε τη διάλυση και κατα στροφή τών μεγάλων ιδιοκτησιών. Κυρίως αρκετές δημεύσεις έγιναν με τά την επαναστατική απόπειρα τού
532.
Οπωσδήποτε όμως ο Ιουστινια
νός δεν πέτυχε να εξασθενίσει τελείως τη μεγάλη γαιοκτησία, η οποία παρέμεινε ένα αι-τό τα κύρια χαρακτηριστικά τής μεταγενέστερης ζωής τής Αυτοκρατορίας.
Ο Ιουστινιανός είδε και κατάλαβε καλά τα σφάλματα τής διοικήσεως, τών οποίων χαρακτηριστικές εκφάνσεις ήταν το «αργυρώνητoν>~, η κλοπή και οι εκβιασμοί που προκαλούσαν την πτώχεια και την καταστροφή, με αποτέλεσμα εσωτερικές ταραχές. Επίσης αντιλήφθηκε, ο Αυτοκράτορας, ότι μια τέτοια κατάσταση τών πραγμάτων, στην Αυτοκρατορία, θα είχε κακές επιδράσεις στην κοινωνία, στην οικονομία και τη γεωργία, και η
οικονομική αταξία θα είχε ως αποτέλεσμα μια γενική, για τη ζωή τής Αυ τοκρατορίας, ανωμαλία. Για τον λόγο αυτό επιθυμούσε ειλικρινά τη θε ραπεία τής καταστάσεως αυτής. Θεωρούσε καθήκον τού Αυτοκράτορα την καθιέρωση νέων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων, τις οποίες θεωρούσε
υποχρεωτικές και ως μια πράξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, ο Οποίος έδειξε στον Αυτοκράτορα όλη Του τη συμπάθεια. Αλλά, ως πεπεισμένος οπαδός τής α.ι-τόλυτης αυτοκρατοριχής εξουσίας, ο Ιουστινιανός θεώρη
σε, ως το μόνο μέσο θεραπείας τής καταστάσεως, μια συγκεντρωτική δι οίκηση, την οποία θα εξυπηρετούσε ένα τυφλά υπάκουο γραφειοκρατικό προσωπικό.
Κατ' αρχήν η .προσοχή του στράφηκε στην οικονομική κατάσταση τής Αυτοκρατορίας, η οποία πολύ σωστά, ενέπνεε πολλούς και σοβαρούς φόβους. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις χρειάσθηκαν πολλά έξοδα, ενώ οι
φόροι εισεπράποντο ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία, πράγμα που ανησύχησε τον Αυτοκράτορα, ο οποίος σε μια Νεαρά του γράφει ότι εν
όψει τών μεγάλων εξόδων τού πολέμου, οι υπήκοοί του «πρέπει να πλη ρώσουν στο κράτος όλους τους φόρους πρόθυμα»(l). Έτσι, αφ' ενός μεν
ήταν ο υπέρμαχος τού α.ι-ταραβίαστου τών δικαιωμάτων τού θησαυροφυ λακίου, ενώ, αφ' ετέρου, παρουσίαζε τον εαυτό του υπερασπιστή τών φο ρολογουμένων εναντίον τών εκβιασμών τών αξιωματούχων. Δύο Νεαρές, τού
(1) Novella, 8 (16). 10,
535,
έκδοση
οι οποίες περιέχουν τις βάσεις τών διοικητικών
Zachariii vοπ Lingenthal,
Ι,
104.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
209
μεταρρυθμίσεων και τού καθορισμού τών καθηκόντων τών υπαλλήλων
τού κράτους, έχουν εξαιρετική σημασία για τη μελέτη τών μεταρρυθμίσε ων τού Ιουστινιανού. Μία από αυτές διατάσσει τους κυβερνώντες «να συμπεριφέρονται σε όλους τους νομιμόφρονες πολίτες με πατρική κατα
νόηση, να υπερασπίζονται τους κατοίκους από κάθε πίεση, να αρνούνται κάθε δωροδοκία, να είναι δίκαιοι στις αποφάσεις τους, να καταδιώκουν το έγκλημα, να υπερασπίζονται τους αθώους, να τιμωρούν σύμφωνα με τον νόμο τους ενόχους και, γενικά, να μεταχειρίζονται τους πολίτες όπως ένας πατέρας θα μεταχειριζόταν τα παιδιά του»(ΙJ. Συγχρόνως όμως οι υ
πάλληλοι «ενώ θα διατηρούν, παντού, τα χέρια τους καθαρά από δωρο δοκίες», θα πρέπει, να αγρυπνούν για το κρατικό εισόδημα «πολλαπλα σιάζοντάς το και εξαντλώντας κάθε δυνατή προσπάθεια για την ενίσχυσή του~~(2J. Έχοντας υπ' όψιν την κατάκτηση τής Αφρικής και τών Βανδάλων,
καθώς και τις νέες εκστρατείες, το διάταγμα τονίζει ότι: «Είναι απαραί τητο όλοι οι φόροι τού κράτους να πληρώνονται πρόθυμα και εγκαίρως. Εάν βοηθήσετε τους κυβερνώντες να συλλέγουν τους φόρους εύκολα και
γρήγορα, τότε θα επαινέσουμε τους μεν υπαλλήλους τού κράτους για τον ζήλο τους, εσάς δε για τη σοφία σας, ενώ συγχρόνως θα επικρατεί παν τού αρμονία και ειρήνη ανάμεσα σ' αυτούς που κυβερνούν και σ' εκεί νους που κυβερνώνται»(3 J . Οι υπάλληλοι τού κράτους έπρεπε να ορκισ
θούν ότι θα ασκούν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, ενώ συγχρόνως ή ταν υπεύθυνοι για την πληρωμή τών φόρων στις επαρχίες, τις οποίες ανε
λάμβαναν. Οι Επίσκοποι παρακολουθούσαν τη συμ.ίτεριφορά τών υπαλ λήλων, από τους οποίους οι μεν κακοί ετιμωρούντο αυστηρά, ενώ οι κα λοί, που ασκούσαν τα καθήκοντά τους με τιμιότητα, είχαν την υπόσχεση τής προαγωγής. Έτσι, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τού Ιουστινιανού, τα καθήκοντα τών κρατικών υπαλλήλων και τών φορολογουμένων είναι πο
λύ απλά: οι μεν πρώτοι πρέπει να είναι τίμιοι άνθρωποι, ενώ οι δεύτεροι πρέπει να πληρώνουν όλους τους φόρους τους πρόθυμα και τακτικά. Ο
Αυτοκράτορας συχνά, σε μεταγενέστερα διατάγματά του, αναφέρει τις
βασικές αυτές αρχές τών διοικητικών του μεταρρυθμίσεων. Δεν κυβερνιόνταν όμως με τον ίδιο τρόπο όλες οι επαρχίες τής Αυτο κρατορίας. Υπήρχαν μερικές, κυρίως αυτές που ήταν στα σύνορα, οι ο ποίες κατοικούντο αι-τό ανήσυχους κατοίκους και είχαν ανάγκη από μια
πιο σταθερή διοίκηση. Οι μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού και τού
Κωνσταντίνου είχαν αυξήσει πολύ τις διαιρέσεις τών επαρχιών, ενώ συγ χρόνως είχαν καθιερώσει μια τεράστια γραφειοκρατία, η οποία ξεχώρι-
(1) Novclla. 8 (16), 8, ένθ' ανωτ., 1,102. (2) Novclla, 28 (31). 5, ένθ' ανωτ., Ι, 1Υ7. (3) Novclla, 8 (16). 10, ένθ' ανωτ., Ι. 106.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
210
ζε την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία. Την εποχή τού Ιουστινια νού, μερικές φορές, υπήρχε μια διάσπαση αυτού τού συστήματος και μια επιστροφή στο παλαιό -προ τού Διοκλητιανού- σύστημα. Ο Ιουστινια νός εισήγαγε το σύστημα τού συνδυασμού πολλών μικρών επαρχιών, κυ ρίως τής Ανατολής, σε μεγάλες περιφέρειες, ενώ σε μερικές επαρχίες τής
Μικράς Ασίας, αντιμετωπίζοντας τις συχνές διαμάχες στρατιωτικών και
πολιτικών αρχών, διέταζε τη συγχώνευση τών δύο εξουσιών σε μία, η ο ποία ανετέθη σε ένα άτομο, το οποίο ονομάσθηκε Πραίτωρ. Η προσοχή
τού Αυτοκράτορα στράφηκε, στην Αίγυπτο, κυρίως δε στην Αλεξάν δρεια, η οποία τροφοδοτούσε την Κωνσταντινούπολη με σιτάρι. Όπως πληροφορούμαστε από μία Νεαρά, η οργάνωση τού εμπορίου στην Αίγυ
πτο και η αποστολή σιτηρών στην πρωτεύουσα γίνονταν με μεγάλη ατα ξία(l). Θέλοντας να ανασυγκροτήσει αυτή τη σημαντική έκφανση τής ζωής
τού Κράτους, ο Ιουστινιανός τοποθέτησε έναν κρατικό υπάλληλο, τον
Αυγουστάλιο
(vir spectabilis Augustalis) με στρατιωτική εξουσία στις δύο
επαρχίες τής Αιγύπτου(2), καθώς και στην Αλεξάνδρεια, την τόσο πυκνο κατοικημένη και ανήσυχη πόλη. Οι συγκεντρωτικές αυτές προσπάθειες
που έγιναν στις επαρχίες δεν ήταν, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ι ουστινιανού, συστηματικές. Ενώ σε μερικές επαρχίες τής Ανατολής προσπαθούσε να εφαρμόσει
την ιδέα του περί συνδυασμού τής εξουσίας, ο Ιουστινιανός κράτησε τον
παλαιό διαχωρισμό στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας στη Δύση και ειδικότερα στις νέες κτήσεις τής Β. Αφρικής και τής Ιταλίας.
Ο Αυτοκράτορας ήλπιζε ότι τα πολυάριθμα, βεβιασμένα, διατάγματά του είχαν διορθώσει όλες τις εσωτερικές ελλείψεις τής διοικήσεως και ό
τι «χάρισαν στην Αυτοκρατορία, μέσω τών λαμπρών του εγχειρημάτων, μια νέα περίοδο ευημερίας»(3). έκαμε όμως λάθος. Όλα μαζί τα διατάγ
ματά του δεν μπορούσαν να αλλάξουν την ανθρωπότητα. Είναι φανερό, από μεταγενέστερα διατάγματα, ότι οι εξεγέρσεις, οι καταχρήσεις και η ερήμωση συνεχίσθηκαν. Χρειάσθηκε να εκδώσει νέα αυτοκρατορικά διατάγματα για να υπενθυμίσει την ύπαρξή τους στον λαό, ενώ σε μερι κές επαρχίες παρουσιάσθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάγκη να κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.
Σε περιόδους κατά τις οποίες παρουσιάσθηκε έντονη η ανάγκη για
χρήματα, ο Ιουστινιανός κατέφυγε στα ίδια ακριβώς μέτρα, τα οποία
(1) Edictum. 13 (96) εισαγωγή, ένθ' ανωτ., 1,529-530. (2) Gelzer, «Studien zur byzantinischen Verwaltung Aegyptens», 21-36. Bury, «Later Roman Empire», 11, 342-343. G. RouiΙΙard, «L' Administration civile de Ι' Egypte byzantine» (2η έκδοση, 1928), 30. (3) Novella, 33 (54), εισαγωγή, έκδοση Zacharia νοη Lingenthal, Ι, 360.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
211
απαγόρευε με τα διατάγματά του. Πωλούσε αξιώματα σε μεγάλες τιμές και, παρά τις υποσχέσεις του, επέβαλε νέους φόρους, αν και όπως δεί χνουν οι Νεαρές του, είχε πλήρη επίγνωση τού ότι ο λαός αδυνατούσε να τούς πληρώσει. Κάτω από την πίεση τών οικονομικών δυσκολιών κατέ
φυγε στη μείωση τής αξίας τού χρήματος και εξέδωσε εξευτελιστικής αξίας νόμισμα. Το μέτρο, όμως, αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τού λα ού, η οποία έγινε τόσο απειλητική, που ανάγκασε σχεδόν αμέσως τον Ι ουστινιανό να το ανακαλέσει(I). Κάθε μέσο χρησιμοποιήθηκε για να γεμί σει το κρατικό θυσαυροφυλάκιο <<το οποίο -όπως λέει ένας ποιητής τού 60υ αιώνα -
έμοιαζε μ' ένα στομάχι που τρέφει όλα τα μέρη τού σώμα
τος»(2). Τα αυστηρά μέτρα, που συνόδευαν τη συλλογή τών φόρων, έφθα
ναν σε ακρότητες, έχοντας ως αποτέλεσμα μια καταστρεπτική επίδραση στον εξαντλημένο πληθυσμό. Όπως γράφει ένας σύγχρονος, τής εποχής εκείνης, συγγραφέας «μια εισβολή ξένων φαινόταν στους φορολογουμέ
νους λιγότερο τρομερή από την άφιξη τών υπαλλήλων τού ταμείου τού κράτους»(3). Τα χωριά πτώχευσαν και ερημώθηκαν, γιατί οι κάτοικοί τους έφυγαν μακριά από την πίεση τού κράτους η παραγωγικότητα τής γης
εκμηδενίστηκε και επαναστάσεις ξέσπασαν σε διάφορα μέρη. Γνωρίζοντας ότι η Αυτοκρατορία καταστρεφόταν και ότι η οικονομία ήταν το μόνο μέσο σωτηρίας, ο Ιουστινιανός κατέφυγε στις πιο επικίνδυ νες λύσεις. Ελάττωσε τον αριθμό τού στρατού και συχνά καθυστερούσε την πληρωμή του. Αλλά ο στρατός, τον οποίο αποτελούσαν κυρίως οι
μισθοφόροι, συχνά επαναστατούσε εναντίον αυτού τού μέτρου, ξεσπών
τας στον απροστάτευτο λαό. Η ελάττωση τού στρατού είχε και άλλες σο βαρές συνέπειες: άφησε απροστάτευτα τα σύνορα, με αποτέλεσμα να τά
διασχίζουν ελεύθερα οι Βάρβαροι, οι οποίοι άρχισαν τις καταστρεπτικές τους λεηλασίες. Τα οχυρά τού Ιουστινιανού δεν άντεξαν και μη μπορών τας ν' αντιταχθεί στους Βαρβάρους με τη δύναμη, ο Αυτοκράτορας αναγ κάσθηκε να τούς δωροδοκήσει, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα νέες,
μεγάλες, δαπάνες. Όπως αναφέρει ο Ντηλ, η έλλειψη στρατιωτών οδή γησε σε περισσότερα έξοδα για την εξαγορά τού εχθρού(4).
Όταν, σε όλα αυτά, προσετέθησαν οι συχνοί λιμοί, οι επιδημίες και οι σεισμοί, οι οποίοι ενώ κατέστρεψαν τον λαό πολλαπλασίασαν συγχρό-
(1) Jean Malalas,
σελ.
486.
Εάν δεν κάνω λάθος ο
Bury
δεν αναφέρει αυτό το κείμε
νο.
(2) Corippi, «De laudίbus Justini», 11, 249-250. (3) Joannis Lydi, «De Magistratibus», 111,70, έκδοση Ι. Bekker, έκδοση Βοnn, 264, έκ δοση R. Wuensch, «Bibliotheca scriptorum graecorum et romanorum Teubneriana», σελ. 162. (4) «Justinien», σελ. 311.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
212
νως τις ανάγκες τού κράτους, η κατάσtαση τής Αυτοκρατορίας, σι:α τέλη
τής βασιλείας τού Ιουστινιανού, έγινε πραγματικά αξιοθρήνητη. Από αυ τές τις συμφορές αξίζει ν' αναφέρουμε την καταστρεπτική πανώλη τού
542,
η οποία εκδηλώθηκε κατ' αρχάς σι:α σύνορα τής Αιγύπτου. Το γεγο
νός ότι προήλθε από την Αιθιοπία δεν είναι βέβαιο, δεδομένου ότι υπήρ χε μία εκ παραδόσεως πεποίθηση ότι, συνήθως, η αρρώστια αυτή έρχε ται από την Αιθιοπία. Όπως ο Θουκυδίδης μελέτησε την πανώλη τών Α θηνών, σι:ις αρχές τού Πελοποννησιακού Πολέμου, έτσι και ο ισι:ορικός Προκόπιος, ο οποίος παρακολούθησε την εξέλιξή της σι:ην Κωνσι:αντι νούπολη, δίνει λεπτομέρειες τής φύσεως και τών αποτελεσμάτων τής αρ
ρ<δσι:ιας αυτής. Ξεκινώντας από την Αίγυπτο η επιδημία απλώθηκε προς τα βόρεια, σι:ην Παλαισι:ίνη και τη Συρία, και, τον επόμενο χρόνο, έφθα σε σι:ην Ιταλία και τη Σικελία. Στην Κωνσταντινούπολη κράτησε τέσσε ρεις μήνες. Η θνησιμότητα υπήρξε τρομερή' πόλεις και χωριά εγκατελεί φθηκαν, η γεωργία νέκρωσε και η πείνα, ο πανικός και η φυγή πολλών ανθρώπων μακριά από τα μολυσμένα μέρη έριξαν την Αυτοκρατορία σε σύγχυση. Όλες οι εργασίες τής Αυλής διακόπηκαν και ο ίδιος ο Αυτο
κράτορας προσεβλήθη από την αρρώσι:ια, αν και δεν αποδείχθηκε, γι' αυτόν, μοιραία(l).
Αυτή η επιδημία δεν ήταν παρά ένας από τους συντελεσι:ές τής ζοφε ρής εικόνας που αντανακλάται στο πρώτο διάταγμα τού Ιουστίνου Β', το
οποίο ομιλεί «για το βεβαρημένο με πολλά χρέη και τρομερά φτωχό κρα τικό θησαυροφυλάκιο» και «για έναν σι:ρατό που ήταν σε απελπιστική
κατάσταση, που εστερείτο τα αναγκαία και δεν ήταν σε θέση ν' αντιμε τωπίσει τους Βαρβάρους, οι οποίοι συχνά χτυπούσαν και λεηλατούσαν την Αυτοκρατορία»(2).
Οι προσπάθειες τού Ιουστινιανού σι:ον τομέα τών διοικητικών μεταρ ρυθμίσεων απέτυχαν παταγωδώς και η Αυτοκρατορία, οικονομικά, είχε φθάσει στο χείλος της κατασtρoφής. Υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στην
εσωτερική και την εξωτερική πολιτική τού Αυτοκράτορα, δεδομένου ότι οι εκτεταμένες σι:ρατιωτικές επιχειρήσεις του σtη Δύση κατέστρεψαν την Ανατολή και άφησαν στους διαδόχους του μια προβληματική κληρονο μιά. Όπως αποδεικνύεται από τα πρώτα του διατάγματα, ο Ιουστινιανός
θέλησε ειλικρινά να βάλει τάξη στην Αυτοκρατορία και να εξυψώσει η θικά το κράτος. Οι ευγενικές αυτές διαθέσεις του όμως υποχώρησαν μπρoσtά σων μιλιταρισμό που τού υπαγόρευε η αντίληψη την οποία είχε,
(1) Procopius, «De bello Persico», 11,22-23.
Βλέπε και
Bury «Later Roman Empire»,
62-66. Η περιγραφή τού Προκοπίου αναδημοσιεύεται στις σελ. 63-64. Η. Zinsser, «Rats, Lice and History», 144-149 (μετάφραση από τον Προκόπιο, 145-147). (2) Κ. Ε. Zachariii νοη Lingenthal, «Jus graeco-romanum», ΙΙΙ, σελ. 3.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
213
ως κληρονόμος τών Ρωμαίων Καισάρων, για τα καθήκοντά του.
Το εμπόριο τον
60
αιώνα
Η εποχή τού Ιουστινιανού άφησε ζωηρά ίχνη στην ιστορία τού εμπορίου τού Βυζαντίου. Την εποχή τού Χριστιανισμού, όπως την εποχή τής ειδω
λολατρικής ΡωμαΤκής Αυτοκρατορίας, το εμπόριο διεξαγόταν κυρίως με την Ανατολή. Τα πιο σπάνια και πιο πλούσια εμπορεύματα έφθαναν από τις μακρινές χώρες τής Κίνας και τών Ινδιών. Η Δυτική Ευρώπη τών αρ χών τού Μεσαίωνα, την περίοδο τού σχηματισμού τών νέων γερμανικών κρατών -από τα οποία μερικά είχαν κατακτηθεί από τους στρατηγούς
τού Ιουστινιανού -
ζούσε κάτω αι-τό συνθήκες τελείως ακατάλληλες για
την ανάπτυξη αυτόνομης οικονομικής ζωής. Η Ανατολική Αυτοκρατορία, με την σε τόσο πλεονεκτική θέση πρωτεύουσά της, έγινε, χάρη στην κα
τάλληλη διαμόρφωση τής καταστάσεως, ο μεσάζων μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, και διατήρησε τη θέση της αυτή μέχρι την περίοδο τών Σταυρο φοριών.
Οι εμπορικές όμως σχέσεις τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους λαούς τής 'Απω Ανατολής δεν ήταν άμεσες, δεδομένου ότι ενεργούσε, ως μεσάζων, στην περίπτωση αυτή, η περσική Αυτοκρατορία τών Σασ σανιδών, η οποία είχε μεγάλα οφέλη από τις εμπορικές συναλλαγές τών
εμπόρων τού Βυζαντίου. Την εποχή αυτή υπήρχαν δύο κύριοι εμπορικοί δρόμοι: ένας διά ξηράς και άλλος διά θαλάσσης. Ο διά ξηράς δρόμος τών καραβανιών οδηγούσε από τα δυτικά σύνορα τής Κίνας, μέσω τής Σογδιανής (σημερινής Μπουχάρα ή Μποχάρα), στα περσικά σύνορα, ό
που τα εμπορεύματα μετεφέρονταν από Κινέζους εμπόρους στους εμπό ρους τής Περσίας, οι οποίοι πάλι τά μετέφεραν στα τελωνεία τών συνό
ρων τού Βυζαντίου. Ο θαλάσσιος δρόμος ήταν ο εξής: Κινέζοι έμποροι μετέφεραν, με πλοία, τα εμπορεύματά τους μέχρι τη νήσο Ταπροβάνη (τη
σημερινή Κεϋλάνη), στα Νότια τής χερσονήσου τού lνδοστάν. Εκεί τα κι νεζικά εμπορεύματα φορτώνονταν σε περσικά πλοία, τα οποία μετέφε ραν το φορτίο τους, μέσω τού Ινδικού Ωκεανού και τού Περσικού Κόλ ;του, στις εκβολές τού Τίγρη και τού Ευφράτη, από όπου διαβιβάζονταν
μέσω τού Ευφράτη στο βυζαντινό τελωνείο, που βρισκόταν στον ποταμό αυτό. Επομένως το μεταξύ Βυζαντίου και Ανατολής εμπόριο εξαρτιόταν από τις υφιστάμενες μεταξύ Αυτοκρατορίας και Περσίας σχέσεις και,
δεδομένου ότι οι πόλεμοι με την Περσία αποτελούσαν σύνηθες φαινόμε νο τής ζωής τής Αυτοκρατορίας, οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή δι εξάγονταν δύσκολα και διακό;ττονταν συχνά. Το κύριο εμπόρευμα ήταν το μετάξι τής Κίνας, τού οποίου η παραγωγή εφυλάσσετο μυστική στην Κίνα. Λόγω τών δυσκολιών τής παραγωγής, οι τιμές στις οποίες έφθασε
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
214
το μετάξι και τα σχετικά με αυτό είδη -που ήσαν περιζήτητα στις αγο ρές τού Βυζαντίου -
ήσαν, μερικές φορές, απίστευτες. Εκτός από το με
τάξι, η Κίνα και οι Ινδίες εξήγαγαν στη Δύση αρώματα, καρυκεύματα,
βαμβάκι, πολύτιμους λίθους και άλλα απαραίτητα πρo'ίόvτα για τη Βυ ζαντινή Αυτοκρατορία. Μη θέλοντας ο Ιουστινιανός να δεχθεί την οικονομική εξάρτηση τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την Περσία, έβαλε ως σκοπό του να βρει έναν εμπορικό δρόμο προς την Κίνα και τις Ινδίες, που θα βρισκόταν μα κριά από την επιρροή τής Περσίας.
Κοσμάς Ινδικοπλεύστης Την περίοδο αυτή δημοσιεύθηκε ένα σπουδαίο φιλολογικό έργο, η Χρι στιανική Τοπογραφία ή Κοσμογραφία, το οποίο γράφηκε από τον Κοσμά
τον Ινδικοπλεύστη, στα μέσα τού 60υ αιώνα(1). Το έργο αυτό είναι εξαι ρετικής σημασίας, λόγω τών πληροφοριών που περιέχει σχετικά με τη γε
ωγραφία τών λεκανών τής Ερυθράς Θαλάσσης και τού Ινδικού Ωκεανού, καθώς και με τις εμπορικές σχέσεις με τις Ινδίες και την Κίνα. Ο Κοσμάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο' πιθανόν στην Αλεξάνδρεια. Α σχολήθηκε με το εμπόριο αίτό τα νεανικά του χρόνια, αλλά, μένοντας α νικανοποίητος με τις εμπορικές συνθήκες τής χώρας του, έκαμε αρκετά
μακρινά ταξίδια, κατά τη διάρκεια τών οποίων επισκέφθηκε τις ακτές τής Ερυθράς Θάλασσας, τη Χερσόνησο τού Σινά, την Αιθιοπία και έφθα
σε, ίσως, μέχρι την Κεϋλάνη. Ήταν Χριστιανός
- Νεστοριανός
και αργό
τερα έγινε μοναχός. Το ελληνικό του επίθετο Ινδικοπλεύστης βρίσκεται ακόμη και στις παλαιότερες εκδόσεις τού έργου του. Κύριος σκοπός τής Χριστιανικής Τοπογραφίας είναι να αποδείξει στους Χριστιανούς ότι, παρά το σύστημα τού Πτολεμαίου, το σχήμα τής
γης δεν είναι σφαιρικό αλλά επίμηκες, όπως το ιερό τού ναού τού Μωυ σέως ενώ το σύμπαν είναι ανάλογο -στη μορφή- με τον ναό. Η μεγά
λη, όμως, ιστορική σημασία αυτού τού έργου έγκειται στις πληροφορίες που μάς δίδει σχετικά με τη γεωγραφία και το εμπόριο. Ο συγγραφέας, ευσυνείδητα πληροφορεί τον αναγνώστη για τις πηγές που χρησιμοποιεί και που αξιοποιεί προσεκτικά. Κάνει διάκριση μεταξύ τών προσωπικών Το έργο αυτό μεταφράσθηκε Αγγλικά από τον
J. MacCrindIe «The Christian Topography of Cosmas, an Egyptian Monk». Βλέπε επίσης C. BeazIey, «The Dawn of Modern Geography», Ι, 190-196,273-303. Πρβλ. και Μ. V. Anastos, «The Alexandrian Origin of the Christian Topography of Cosmas Indicopleustes», Dumbarton Oaks Papers, 111 (1946),75-80. (1)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
του παρατηρήσεων
-
ως αυτόπτη μάρτυρα -
215
και τών πληροφοριών που
παίρνει από άλλους αυτόπτες μάρτυρες ή τών γεγονότων που έμαθε από
άλλους. Με βάση την προσωπική του πείρα, περιγράφει τα ανάκτορα τού Βασιλέως τής Αιθιοπίας, στην πόλη τής Αξώμης, ενώ συγχρόνως αποδί δει με ακρίβεια διάφορες ενδιαφέρουσες επιγραφές τής Νουβίας και τών ακτών τής Ερυθράς Θάλασσας. Ομιλεί επίσης για τα ζώα τών Ινδιών και τής Αφρικής και -το πιο σπουδαίο από όλα- δίδει αξιόλογες πλη
ροφορίες για την Ταπροβάνη (Κεϋλάνη), εξηγώντας την εμπορική της
-
για τις αρχές τού Μεσαίωνα- σημασία. Όπως φαίνεται από την περι
γραφή αυτή, τον
60
αιώνα η Κεϋλάνη ήταν το κέντρο τού διεθνούς εμπο
ρίου μεταξύ Κίνας, αφ' ενός, και Ανατολικής Αφρικής, Περσίας και μέσω Περσίας -
-
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφ' ετέρου. Όπως λέει ο
Κοσμάς <<ΤΟ νησί αυτό, τοποθετημένο όπως είναι σε μια κεντρική θέση, επισκέπτονται συχνά πλοία που προέρχονται από όλα τα μέρη τών Ινδι ών, τής Περσίας και τής Αιθιοπίας»(l). Οι Πέρσες Χριστιανοί που έμεναν
μονίμως στο νησί αυτό ήταν Νεστοριανοί και είχαν την Εκκλησία τους
και τον Κλήρο τους. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, παρά την έλλειψη άμεσων σχέσεων Βυζαντίου και Ινδιών, παρουσιάσθηκαν βυζαντινά νομίσματα τής εποχής τού Μεγάλου Κωνσταντίνου στις αγορές τών Ινδιών, τα οποία μετέφε ραν, πιθανόν, εκεί οι μεσάζοντες Πέρσες και Αβησυνοί και όχι οι έμπο
ροι τού Βυζαντίου. Νομίσματα με τα ονόματα τών Βυζαντινών Αυτοκρα τόρων τού 40υ, τού 50υ και τού 60υ αιώνων
-
Αρκαδίου, Θεοδοσίου,
Μαρκιανού, Λέοντος Α', Ζήνωνος, Αναστασίου Α', Ιουστίνου Α' -
έ
χουν βρεθεί στις Νότιες και Βόρειες Ινδίες(2). Στη διεθνή οικονομική ζωή τού 60υ αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαιζε έναν μεγάλο και ση μαντικό ρόλο, με αποτέλεσμα, όπως λέει ο Κοσμάς, «να διεξαγάγουν όλα τα έθνη, από τη μια άκρη τής γης στην άλλην, το εμπόριό τους με ρωμα'ί
κά χρήματα (το χρυσό νόμισμα τού Βυζαντίου). Τα χρήματα αυτά τά έ
βλεπαν όλοι οι άνθρωποι με θαυμασμό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε άλλη χώρα που να διαθέτει παρόμοια νομίσματα»(3).
Ο Κοσμάς αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που δείχνει τον
(1) Cosmas, «Topographia Christiana», ΧΙ (Migne, Patrologia Graeca, LXXXVIII, 445), έκδοση Winstedt, σελ. 322 (Cambridge, 1909), έκδοση MacCrindle, σελ. 365. (2) Βλέπε R. Sewell, «Roman Coins ίη India», Journal of the Royal Asiatic Society, ΧΧΧΥΙ
(1904), 620-621. Μ. Khvostov (Chowstow), «Ιστορία τού Εμπορίου στην ελλη
νο-ρωμα'ίκή Αίγυπτο», σελ.
230 (Kazan, 1907,
Ρωσικά). Ε.
Warmington, «The com-
merce Between the Roman Empire and India» (Cambridge, 1928), (3) Cosmas
ένθ' ανωτ.,
11, Migne, 116,
έκδοση
Winstedt,
σελ.
81.
σελ.
140.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
216
βαθύ σεβασμό, τον οποίο ενέπνεε στις Ινδίες το βυζαντινό, χρυσό, νόμι σμα:
Ο Βασιλεύς τής Κεϋλάνης, αφού δέχθηκε έναν Βυζαντινό έμπορο, τον Σώπατρο, και μερικούς Πέρσες σε ακρόαση, τούς είπε να καθήσουν και τούς ρώτησε: «Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι χώρες σας και πώς είναι
τα πράγματα εκεί;». «Πολύ καλά», απάντησαν οι έμποροι' και η συζήτη ση συνεχίσθηκε. Σε λίγο ρώτησε πάλι ο Βασιλεύς: «Ποιος από τους Βα σιλείς σας είναι ο πιο μεγάλος και ο πιο δυνατός;». Ο πιο ηλικιωμένος α πό τους Πέρσες βιάστηκε ν' απαντήσει: «ο Βασιλεύς μας είναι ο μεγαλύ τερος, ο δυνατότερος και ο πλουσιότερος είναι πραγματικά Βασιλεύς τών Βασιλέων και μπορεί να κάμει ό,τι θέλει». Ο Σώπατρος έμεινε σιω
πηλός, μέχρι που ο Βασιλεύς ρώτησε: «Εσύ, Ρωμαίε, δεν έχεις τίποτα να πεις;». Τότε απάντησε: «Τί να πω, όταν ο άλλος είπε τόσα πράγματα. Αλ
λά αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έχεις εδώ παρόντες τους δύο Βασι λείς. Εξέτασέ τους τον καθένα χωριστά και θα δεις ποιος
λόγια, απόρησε και ρώτησε: «Πώς λες ότι έχω και τους δύο Βασιλείς ε δώ;». «Έχεις τα χρήματα και τών δύο, απήντησε ο Σώπατρος το νόμισμα τού ενός και τη δραχμή, δηλαδή το μιλιαρήσιο, τού άλλου. Μελέτησε τη μορφή τού καθενός και θα δεις την αλήθεια ... ». Αφού εξέτασε τα νομί σματα, ο Βασιλεύς είπε ότι οι Ρωμαίοι ήσαν, ασφαλώς, ένας λαμπρός, δυναμικός και οξύνους λαός και διέταξε να αποδοθεί μεγάλη τιμή στον Σώπατρο, τον οποίο, αφού ανέβασαν σ' έναν ελέφαντα, περιέφεραν στην πόλη, ενώ συγχρόνως κτυπούσαν θριαμβευτικά τα τύμπανα. Τα περιστα
τικά αυτά τά διηγήθηκε ο ίδιος ο Σώπατρος και οι συνοδοί του. Καθώς δε εδιηγούντο την ιστορία αυτή, ο Πέρσης φαινόταν βαθιά πικραμένος για ό,τι είχε συμβεί(l). Εκτός από την ιστορική και γεωγραφική του σημασία, το έργο τού Κο
σμά έχει και καλλιτεχνική αξία λόγω τών πολλών εικόνων (μινιατούρες) που περιέχει. Πιθανόν μάλιστα να έχει επεξεργασθεί ο ίδιος ο συγγρα φέας μερικές από τις εικόνες αυτές. Το πρωτότυπο χειρόγραφο τού 60υ
αιώνα δεν έχει διασωθεί, αλλά τα μεταγενέστερα κείμενα τής Χριστιανι κής Τοπογραφίας περιέχουν αντίτυπα τών πρωτότυπων εικόνων και ως
εκ τούτου είναι χρήσιμα ως πηγές για την ιστορία τής πρώιμης βυζαντι νής -και μάλιστα τής αλεξανδρινής- τέχνης. Όπως λέει ο Ν. Π. Κοντακόφ, «οι μινιατούρες που βρίΟ",(ονται στο έργο τού Κοσμά είναι
(1) Cosmas
ένθ' ανωτ., ΧΙ, σελ.
338, Migne, 448-449,
έκδοση
-
MacCrindIe, 368-370.
Η
ιστορία αυτή φαίνεται 6τι είναι πατροπαράδοτη, δεδομένου ότι ο Πλίνιος αναφέρει έ να παρόμοιο ανέκδοτο τής εποχής τού Κλαυδίου. ΡΙίηΥ, Βλέπε επίmις
J.
Ε.
Tennent, «Ceylon»
(5οη έκδοση,
«NaturaIis Historia», 1860) 1,566.
ΥΙ,
85.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
217
αν εξαιρέσει κανείς μερικά από τα ψηφιδωτά τής Ραβέννας- τα πιο χα ρακτηριστικά δείγματα τής Βυζαντινής Τέχνης τής εποχής τού Ιουστινια νού και μάλιστα τής πιο λαμπρής περιόδου τής βασιλείας του»(Ι).
Το έργο τού Κοσμά μεταφράσθηκε αργότερα στα Σλαβικά και διαδό θηκε ευρέως στους Σλάβους. Υπάρχουν πολλές ρωσικές εκδόσεις τής Χριστιανικής Τοπογραφίας, συμπληρωμένες με το πορτραίτο τού Κοσμά
Ινδικοπλεύστου και με πολλές εικόνες και μινιατούρες, που είναι πολύ σημαντικές για την ιστορία τής παλαιάς ρωσικής τέχνης(2).
Προστασία τού εμπορίου Ο Ιουστινιανός έβαλε ως σκοπό του να ελευθερώσει το εμπόριο τού Βυ
ζαντίου από την εξάρτησή του από την Περσία, πράγμα που συνεπα γόταν την κατ' ευθείαν με τις Ινδίες, επαφή, μέσω τής Ερυθράς Θάλασ σας. Στη βόρειο-ανατολική πλευρά τής Ερυθράς Θάλασσας (στον κόλπο τής' Ακαμπα) βρισκόταν ο βυζαντινός λιμήν, 'Αυλα, από όπου τα ινδικά εμ.ίτορεύματα μπορούσαν να μεταφερθούν, διά ξηράς, μέσω Παλαιστίνης και Συρίας, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Ένας άλλος λιμήν το Κλύσμα, κον
τά στο σημερινό Σουέζ, βρισκόταν στις βορειο-δυτικές ακτές τής Ερυ θράς Θάλασσας, ενώ συγχρόνως ήρχετο σε απ' ευθείας επαφή με τη Με
σόγειο. Σε ένα από τα νησιά, στην είσοδο τού Κόλπου τής' Ακαμπα, την Ιοτάβη (σημερινό Τιράν), κοντά στη νότια άκρη τής χερσονήσου τού Σι νά, ιδρύθηκε, κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Ιουστινιανού, ένα τε λωνείο, για τα πλοία που περνούσαν αιτό εκεί(3). Αλλά ο αριθμός τών βυ
ζαντινών πλοίων, που ήταν στην Ερυθρά Θάλασσα, δεν αρκούσε για την διεξαγωγή ενός κανονικού εμπορίου. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Ι ουστινιανό να αποκαταστήσει στενές σχέσεις με τους Χριστιανούς Αβη
συνούς τού Βασιλείου τής Αξώμης και να τούς προτρέψει να αγοράζουν μετάξι από τις Ινδίες και, κατόπιν, να τό μεταπωλούν στην Βυζαντινή Αυ τοκρατορία. Επιθυμούσε δηλαδή να χρησιμοποιήσει τους Αιθίοπες ως μεσάζοντες μεταξύ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και Ινδιών, όπως ακρι
βώς είχαν, μέχρι τότε, χρησιμοποιηθεί οι Πέρσες. Αλλά οι προσπάθειες αυτές δεν πέτυχαν, δεδομένου ότι οι Αβησυνοί έμποροι δεν μπορούσαν (Ι)
«Histoire de Ι' art byzantin considere principaIement dans Ics miniatures», Ι, 138.
(2) Βλέπε Ε. Redin, «Η ΧριστιανΙΚI] Τοπογραφία τού Κοσμά lνδικοπλεύστου, βάσει ΤlJJν ελληνικών και ρωσικών κειμένων» (έκδοση
D. Υ. Ainalov, Μόσχα, 1916, Ρωσι
κά).
(3) Βλέπε W. Heyd, «Histoire du commercc du Lcvant au moyen age», ι. 10. Diehl, «Justinien», 390, R. 520-552.
Ρ.
F.-M. Ahel.
«LΊslc
de Jotabe».
Rcνuc
bihlique. XLVII (1938),
218
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
να συναγωνισθούν τους Πέρσες, με αποτέλεσμα να παραμένει το μονο
πώλιο τού μεταξιού στα χέρια τών εμπόρων τής Περσίας. Τελικά ο Ιου
στινιανός δεν πέτυχε ν' ανοίξει νέους δρόμους άμεσης εμπορικής συναλ λαγής με την Ανατολή. Σε καιρούς ειρήνης, οι Πέρσες παρέμεναν οι με σάζοντες τού πιο σημαντικού εμπορίου, συνεχίζοντας έτσι να αποκομί ζουν μεγάλα κέρδη. Γρήγορα όμως παρουσιάσθηκε μια ευκαιρία, που βοήθησε τον Ιουστι
νιανό να λύσει το σπουδαίο πρόβλημα τού εμπορίου τού μεταξιού. Κά ποιος ή κάποιοι(l) κατάφεραν να κλέψουν το μυστικό τών Κινέζων και να
φέρουν, κρυφά, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αβγά μεταξοσκώληκα, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση μιας νέας, για τους Έλληνες, βιομηχανίας, η οποία προόδευσε πολύ γρήγορα. Μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήθηκαν με μουριές, ενώ συγχρόνως δημιουργήθηκαν πολλές βιοτεχνίες για την επε
ξεργασία τού μεταξιού. Η πιο σπουδαία από αυτές τις βιοτεχνίες βρισκό ταν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλες βρίσκονταν στις πόλεις τής Συ ρίας, Βηρυτό, Τύρο και Αντιόχεια, καθώς και, αργότερα, στην Ελλάδα· κυρίως δε στη Θήβα. Επίσης υπήρχε μια βιοτεχνία στην Αίγυπτο, δεδο μένου ότιεπωλούντο στην Κωνσταντινούπολη αιγυπτιακά ενδύματα(2). Η
βιομηχανία τού μεταξιού έγινε κρατικό μονοπώλιο, αποδίδοντας στο Κράτος μεγάλα εισοδήματα, τα οποία, όμως, δεν ήταν αρκετά για να
βελτιώσουν την κρίσιμη οικονομική κατάσταση τής Αυτοκρατορίας. Το μετάξι τού Βυζαντίου και τα σχετικά με αυτό είδη μεταφέρονταν σε όλα
τα μέρη τής Δυτικής Ευρώπης και στόλιζαν τα παλάτια τών βασιλέων τής Δύσεως και τις κατοικίες τών πλούσιων εμπόρων. Όλα αυτά επέφεραν
πολύ σημαντικές μεταβολές στο εμπόριο τής εποχής τού Ιουστινιανού και ο διάδοχός του Ιουστίνος Β' μπόρεσε να δείξει σ' έναν Τούρκο πρέσβη, που επισκέφθηκε την Αυλή του, την όλη βιομηχανία στο αποκορύφωμα τής παραγωγής της(3).
(1) Στο σημείο αυτό οι διάφορες σχετικές πηγές διαφωνούν. Ο Προκόπιος (De belIo gothico, IV, 17, έκδοση Haury, 11,576) αποδίδει το κατόρθωμα σε μερικούς μονα χούς. Στην «Excerpta e Theophanis Historia» (Βοηη, 484: έκδοση L. Dindorf, Historici Graeci minores, ι, 447) αναφέρεται ως δράστης ένας Πέρσης. Πλήρης σύγχυση γεγο νότων και ονομάτων υπάρχει στον F. Richthofen, «China: Ergebnisse eigener Reisen und darauf gegrtindeter Studien», ι, 528-529, 550. Πρβλ. επίσης Richthofen, "China», ι, 550-551. Heyd, «Histoire du commerce du Levant», ι, 12. Bury, «Later Roman Empire», ΙΙ, 332 και υποσ. 1. (2) J. Ebersolt, «Les Arts somptuaries de Byzance», 12-13. G. RouiIIard, «L' Administration civile de Γέgypte byzantine» (2nd ed. 1928), 83. (3) «Excerpta e Theophanis Historia», Βοηη, 484: «Fragmenta Historicorum Graecorum», ΙΥ, 270.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
219
Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το κολοσσιαίο έργο να προστατεύσει την Αυ τοκρατορία από τις επιθέσεις τών εχθρών, κατασκευάζοντας αρκετά ο χυρά και καλά προστατευμένες συνοριακές γραμμές. Μέσα σε λίγα χρό νια ανήγειρε σε όλα τα σύνορα τής Αυτοκρατορίας μια, σχεδόν αδιάσπα
στη, γραμμή οχυρών (Καστέλλια) στη Β. Αφρική, στις ακτές τού Δούναβη και τού Ευφράτη, στα βουνά τής Αρμενίας και στη μακρινή Χερσόνησο τής Κριμαίας, ανασυγκροτώντας έτσι και διευρύνοντας το αξιόλογο α μυντικό σύστημα που η Ρώμη είχε δημιουργήσει παλαιότερα. Με το έργο του αυτό ο Ιουστινιανός -κατά τον Προκόπιο- «έσωσε την Αυτοκρατο ρία»(1). «Εάν επρόκειτο να μετρήσουμε τα οχυρά -γράφει ο Προκόπιος στο Περί κτισμάτων- τα οποία ανήγειρε ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός,
είμαι βέβαιος ότι ο αριθμός τους θα φαινόταν, σε εκείνους που ζουν σε
μακρινές χώρες και δεν μπορούν να εξακριβώσουν προσωπικά όσα λέ γω, μυθώδης και τελείως απίστευτος»(2). Ακόμα και σήμερα τα υπολείμ
ματα πολλών οχυρών τών συνόρων τής παλαιάς Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας εκπλήττουν τον σύγχρονο ταξιδιώτη. Ο Ιουστινιανός δεν περιορίσθηκε μόνον στην κατασκευή οχυρών. Ως Χριστιανός Αυτοκράτορας, φρόντισε για την κατασκευή πολλών ναών, από τους οποίους ο ασύγκριτος ναός τής Αγίας Σοφίας -για τον οποίο
θα μιλήσουμε πιο κάτω- παραμένει ένας σταθμός για την ιστορία τής Βυζαντινής Τέχνης. Παντού έκτιζε' ακόμη και στα βουνά τής μακρινής Κριμαίας, όπου έκτισε
-
στο κέντρο τής αποικίας τών Γότθων -
μια με
γάλη εκκλησία (βασιλική), κατά την ανασκαφή τής οποίας ανακαλύ φθηκε επιγραφή με το όνομά του(3).
, Αμεσοι
Διάδοχοι τού Ιουστινιανού
Όταν η ισχυρή φυσιογνωμία τού Ιουστινιανού εξέλιπε, όλο το αυθαίρετο σύστημά του διοικήσεως, που για ένα χρονικό διάστημα ισορρόπησε την Αυτοκρατορία, καταστράφηκε. «Όταν πέθανε», λέει ο Μπιούρυ, «οι
ασκοί τού Αιόλου άνοιξαν, οι διαλυτικοί παράγοντες άρχισαν να δρουν με όλη τους την δύναμη, το αυθαίρετο σύστημα κατέρρευσε και η μετα μόρφωση τής Αυτοκρατορίας, η οποία ασφαλώς είχε για αρκετό διάστη μα προοδεύσει ... τώρα άρχισε να προχωρεί γρήγορα και αισθητά»(·). Η μεταξύ
565
και
610 περίοδος
ανήκει στις πιο ατυχείς περιόδους τής
Βυζαντινής Ιστορίας. Κατά τη διάρκειά της βασίλευε παντού η αναρχία,
(1) «De aedificiis», ΙΙ, ί, 3. Bonn, 209, Haury, 111, 2. 46. (2) Ένθ' ανωτ. IV, 4, ί: Βοηη, 277, Haury, ΠΙ, 2, 116. (3) Vasiliev, «Goths
ίη
the Crimea», 71.
(4) «Later Roman Empire», 11, 67.
220
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
η φτώχεια και οι αρρώστιες. Η ανωμαλία τής περιόδου αυτής έκανε τον
Ιωάννη τής Εφέσου
-
ιστορικό τής εποχής τού Ιουστίνου Β' -
να ομιλεί
για το τέλος τού κόσμου (1).
«Ίσως δεν υπάρχει άλλη περίοδος τής ιστορίας -λέει ο Φίνλεϋ- κα τά την οποία η κοινωνία να βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση πλήρους ηθικής αποσυνθέσεως»(2). Τα γεγονότα όμως τής περιόδου αυτής δείχ
νουν ότι η φοβερή αυτή εικόνα αποτελεί κάποια υπερβολή και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να διορθωθεί.
Τον Ιουστινιανό διαδέχθηκαν ο Ιουστίνος Β' ο Νεώτερος Τιβέριος Β'
(578-582),
ο Μαυρίκιος
(582-602)
και ο Φωκάς
(565-578), ο (602-610). Ο
πιο σπουδαίος από αυτούς τους τέσσερεις Αυτοκράτορες υπήρξε ο ενερ γητικός στρατιωτικός και ικανός ηγέτης Μαυρίκιος. Η σύζυγος τού Ιου
στίνου Β', Σοφία, που με τη δυνατή της θέληση έμοιαζε πολύ τής Θεοδώ ρας, επηρέαζε πολύ τις υποθέσεις τού Κράτους. Τα πιο σημαντικά γεγονότα τής εξωτερικής ζωής τής Αυτοκρατορίας -την περίοδο αυτή -
ήταν ο Περσικός Πόλεμος, ο αγώνας με τους
Σλάβους και τους Αβάρους, στην Βαλκανική Χερσόνησο, και η κατά κτηση τής Ιταλίας από τους Λογγοβάρδους. Σε ό,τι αφορά την εσωτερική
ζωή τής Αυτοκρατορίας, έχουμε να παρατηρήσουμε δύο σημαντικά γεγο νότα: τη σταθερά ορθόδοξη τακτική τών Αυτοκρατόρων και τον σχηματι σμό δύο Εξαρχάτων.
Οι Περσικοί Πόλεμοι Η «πεντηκονταετής» ειρήνη που είχε κάνει με την Περσία ο Ιουστινιανός
διακόπηκε το
562,
ύστερα από άρνηση τού Ιουστίνου να συνεχίσει την
πληρωμή χρημάτων. Η κοινή εχθρότητα προς την Περσία συνετέλεσε στην ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τών Τούρκων, που είχαν εμφανισθεί λίγο νωρίτερα στη Δυτική Ασία, στις α
κτές τής Κασπίας Θάλασσας. Κατείχαν τη μεταξύ Κίνας και Περσίας πε ριοχή, θεωρώντας τους Πέρσες ως τους κύριους εχθρούς τους. Τούρκοι
πρεσβευτές διέσχισαν τα βουνά τού Καυκάσου και, ύστερα από ένα με
γάλο ταξίδι, έφθασαν στην Κωνστατινούπολη, όπου και τούς έγινε μια ε ξαιρετική υποδοχή. Αμέσως άρχισαν να δημιουργούνται σχέδια για μια αμυντική και επιθετική τουρκο-βυζαντινή συμμαχία εναντίον τής Περ
σίας. Η τουρκική πρεσβεία έκαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση στην ηγεσία τού Βυζαντίου, προσφέροντας τη μεσολάβηση τών Τούρκων για
(1) «EccIesiasticaI History», (2) «Α History of Greece»,
Ι,
3,
έκδοmι
Payne - Smith, 3, έκδοση Brooks, 1-2. F. Tozcr, Ι, 298. Ο Κ. 'Αμαντος πιστεύει «Ιστορία τού Βυζαντινού Κράτους», Ι, 260.
έκδοση Η.
εικόνα αυη] είναι κάπως υπεΡΒολΙΚ1Ι:
ότι η
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
221
το εμπόριο με την Κίνα, προσφέροντας δηλαδή εκείνο που τόσο ζητούσε ο Ιουστινιανός με μόνη τη διαφορά ότι, ενώ ο Ιουστινιανός ήλπιζε να τα κτοποιήσει το ζήτημα αυτό μέσω ενός θαλάσσιου δρόμου, στον Νότο, με τη βοήθεια τών Αβησυνών, οι Τούρκοι προσέφεραν τον βόρειο, χερσαίο,
δρόμο. Οι συζητήσεις όμως για τη δημιουργία συμμαχίας για μια συνδυα σμένη εναντίον τής Περσίας δράση, δεν καρποφόρησαν, διότι η Βυζαντι νή Αυτοκρατορία στα τέλη τού 60υ αιώνα ήταν απασχολημένη με τα ζη
τήματα τής Δύσεως και κυρίως με την Ιταλία, όπου επετίθεντο οι Λογγο βάρδοι. Εκτός αυτού, ο Ιουστίνος θεωρούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις' τών Τούρκων ανεπαρκείς.
Το αποτέλεσμα τής σύντομης ρωμαιο-τουρκικής φιλίας υπήρξε η έντα ση τών σχέσεων Βυζαντίου και Περσίας(l). Κατά τη διάρκεια τής βασιλεί ας τού Ιουστίνου, τού Τιβερίου και τού Μαυρικίου υφίστατο, σχεδόν συ νεχώς, εμπόλεμη κατάσταση με τους Πέρσες, κατά τη διάρκεια δε τής
βασιλείας τού Ιουστίνου Β' ο πόλεμος υπήρξε πολύ ατυχής για το Βυζάν τιο. Η πολιορκία τής Νισίβεως εγκαταλείφθηκε, οι 'Αβαροι -προερχό
μενοι πέρα από τον Δούναβη -
εισέβαλαν στις βυζαντινές επαρχίες τής
Βαλκανικής, και το Δάρας, μια σπουδαία οχυρωμένη συνοριακή πόλη, ύ στερα από έξι μηνών πολιορκία, ήλθε στην κατοχή τών Περσών. Η απώ λεια αυτή επηρέασε πολύ τον Ιουστίνο, ο οποίος παραφρόνησε. Μόνον
δε χάρη στην Αυτοκράτειρα Σοφία, η οποία πλήρωσε χρυσού, κατορθώθηκε μια ανακωχή ενός έτους
45.000
κομμάτια
(574)<2). Ένα συριακό χρο
νικό, τού 120υ αιώνα, με βάση φυσικά μια παλαιότερη πηγή, παρατηρεί ότι «όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε ότι το Δάρας έπεσε ... απελπίσθηκε και διέταξε να κλείσουν τα καταστήματα και να σταματήσει το εμπόριο»(3):
Ο Περσικός Πόλεμος, επί Τιβερίου και Μαυρικίου, υπήρξε πιο επιτυ χής για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, χάρη στο ότι η ικανότητα τού Μαυ ρικίου βοηθήθηκε και από τις εσωτερικές διαμάχες τής Περσίας σε σχέση με τον θρόνο(4). Η συνθήκη ειρήνης, την οποΙα πέτυχε ο Μαυρίκι
ος, ήταν πολύ σπουδαία: η περσική Αρμενία και η ανατολική Μεσοποτα μία
-
συμπεριλαμβανομένης και τής πόλεως Δάρας -
παραχωρούνταν
στο Βυζάντιο, ο ταπεινωτικός όρος πληρωμής χρημάτων κατηργείτο και,
(1) Bury, «Later Roman Empire»,
σελ.
97. KuIakovsky, «Byzantium», 11, 359. Stein,
«Justinus ΙΙ und Tiberius», 21. S. Vailhe, «Projet d'alliance turco-byzantine au Vle siecle» (Echos d'Orient, ΧΙΙ, 1909),206-214. (2) Σχετικά με τον πόλεμο αυτό βλέπε Bury, «Later Roman Empire», ΙΙ, 95-101. KuIakovsky, «Byzantium», ΙΙ, 360-369. Stein, «Justinus rι und Tiberius», 38-55. (3) «Chronique de Michel Ie Syrien», μετάφραση J. Β. Chabot, 11,312. (4) Σχετικά με αυτόν τον πόλεμο βλέπε Stein, «Justinus 11 und Tiberius», 58-86 βέριος ως Καίσαρ), 87-102 (ο Τιβέριος ως Αύγουστος).
(ο Τι
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
222
τελικά, η Αυτοκρατορία, ελεύθερη από την περσική απειλή, μπορούσε να
συγκεντρώσει την προσοχή της στις υποθέσεις της, τής Δύσεως, και ειδι κότερα στις αδιάκοπες επιθέσεις τών Αβάρων και τών Σλάβων στη Βαλ κανική Χερσόνησο(\).
Ένας άλλος πόλεμος με την Περσία άρχισε κατά τη διάρκεια τής Βα σιλείας τού Φωκά, αλλά ο πόλεμος αυτός δεν συζητείται εδώ, δεδομένου ότι -ενώ υπήρξε πολύ σημαντικός για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν τελείωσε μέχρι την εποχή τού Ηρακλείου.
Σλάβοι και
' Αβαροι
Μετά τον θάνατο τού Ιουστινιανού συνέβησαν πολύ σπουδαία γεγονότα στη Βαλκανική Χερσόνησο, τα οποία, όμως, δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολύ καλά λόγω τού ελλειπούς υλικού που παρέχουν οι πηγές. Κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Ιουστινιανού, οι Σλάβοι συχνά ε πετίθεντο εναντίον τών επαρχιών τής Βαλκανικής Χερσονήσου, εισχω ρώντας μακριά, προς τον Νότο, και απειλώντας μερικές φορές και τη
Θεσσαλονίκη ακόμη. Οι εισβολές αυτές συνεχίστηκαν και μετά τον θά νατο τού Ιουστινιανού. Υπήρχαν, τότε, στις επαρχίες τού Βυζαντίου αρ κετοί Σλάβοι, οι οποίοι σιγά-σιγά κατέλαβαν τη χερσόνησο, βοηθούμενοι
από τους Αβάρους, λαό τουρκικής προελεύσεως, που ζούσε, την εποχή εκείνη, στην Παννονία. Οι Σλάβοι και οι
' Αβαροι
απείλησαν την πρω
τεύουσα, τις ακτές τής Θάλασσας τού Μαρμαρά και το Αιγαίο, και εισ
χώρησαν στην Ελλάδα μέχρι την Πελοπόννησο. Η φήμη τών εισβολών αυτών έφθασε στην Αίγυπτο, όπου ο Ιωάννης -Επίσκοπος Νικίου- έ γραφε, τον
70
αιώνα, κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Φωκά, ότι «α
ναφέρεται πως οι βασιλείς τής εποχής αυτής, με τη βοήθεια τών βαρβά ρων, τών ξένων εθν.ών και τών Ιλλυριών, λεηλάτησαν τις πόλεις τών Χρι στιανών αιχμαλωτίζοντας τους πληθυσμούς τους και ότι δεν σώθηκε κα
μία πόλη, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, τής οποίας τα τείχη ήταν πολύ ι σχυρά και που, έμεινε, με τη βοήθεια τού Θεού, ελεύθερψ>(2). Ένας Γερ
μανός λόγιος τού 190υ αιώνα, ανέπτυξε τη θεωρία -για την οποία θα μι-
(1)
Για τον κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Τιβερίου και τού Μαυρικίου Περσικό
Πόλεμο βλέπε:
Kulakovsky, «Byzantium», 11, 383-394, 426-446.
Higgins, «The Persian War of the Emperor Maurice.
Ι.
Πρβλ. και Μ.
J. The Chronology, with a Brief
History of the Persian Calendar». (2) «Chronicle of John, bishop οί Nikiu», μετάφραση Μ. Zotenberg, «Notices et extraits des manuscrits de la Bibliothcque Nationale», χχιν (1883), αχ, 430. Αγγλι κή μετάφραση R. Η. CharIes, 175-176.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
223
λήσουμε πιο κάτω- ότι στα τέλη τού 60υ αιώνα οι Έλληνες καταστράφη
καν τελείως από τους Σλάβους. Οι σχετικές με το πρόβλημα τής εγκατα στάσεως τών Σλάβων στη Βαλκανική Χερσ6νησο μελέτες, στηρίζονται πο λύ στα Θαύματα τού προστάτη τής Θεσσαλονίκης, μάρτυρα Δημητρίου(!). Στα τέλη τού 60υ και στις αρχές τού Ίου αιώνα, η επίμονη προς τα νότια κίνηση τών Σλάβων και Αβάρων, την οποία ο στρατός τού Βυζαντί
ου δεν μπορούσε να σταματήσει, προκάλεσε μια βαθιά εθνογραφική αλ λαγή στη χερσόνησο, η οποία κατοικήθηκε σε μεγάλη έκταση από Σλάβ
ους αποίκους. Οι συγγραφείς τής περιόδου αυτής γνώριζαν πολύ λίγο τις βόρειες φυλές γενικά και δεν ξεχώριζαν τους Σλάβους από τους Αβά ρους, δεδομένου ότι έπλητταν την Αυτοκρατορία από κοινού. Μετά τον θάνατο τού Ιουστινιανού, η Ιταλία προστατευόταν ανεπαρ
κώς εναντίον τών επιθέσεων τών εχθρών, πράγμα που εξηγεί τη γρήγορη και εύκολη κατάκτησή της από μια νέα γερμανική φυλή, τους Λογγοβάρ δους, οι οποίοι παρουσιάστηκαν λίγα μόνον χρόνια αργότερα, αφού ο Ι
ουστινιανός κατέστρεψε το Βασίλειο τών Οστρογότθων. Στα μέσα τού 60υ αιώνα, οι Λογγοβάρδοι, ενωμένοι με τους Αβάρους, κατέστρεψαν το Βασίλειο τής βάρβαρης φυλής τών Γεπίδων, που ήταν στον Μέσο Δούναβη. Αργότερα, φοβούμενοι τους συμμάχους τους, κινή θηκαν από την Παννονία προς την Ιταλία, μαζί με τις γυναίκες τους και
τα παιδιά τους, υπό την αρχηγία τού βασιλέως τους
(Konunq).
Α,-τοτε
λούντο δε από διάφορες φυλές, ανάμεσα στις οποίες ήταν αρκετοί Σάξο νες.
Όπως αναφέρει η παράδοση, ο στρατηγός τού Ιουστινιανού και διοι κητής τής Ιταλίας, Ναρσής, είναι εκείνος που προσκάλεσε τους Λογγο βάρδους στην Ιταλία. Η κατηγορία αυτή όμως είναι ανακριβής. Ο Ναρ σής, όταν έγινε Αυτοκράτορας ο Ιουστίνος Β', παραιτήθηκε, λόγω τής η
λικίας του, και πέθανε, ύστερα από λίγο καιρό, στη Ρώμη. ΤΟ
568
οι Λογγοβάρδοι εισχώρησαν στη Βόρειο Ιταλία.
' Αγριοι
και
βάρβαροι, όπως ήταν, λεηλάτησαν όλα τα μέρη από όπου πέρασαν και, σύντομα, κατέλαβαν τη Β. Ιταλία, η οποία έγινε γνωστή ως Λομβαρδία. Ο διοικητής τής Ιταλίας, μην έχοντας τα μέσα ν' αντισταθεί, έμεινε κλει σμένος στη Ραβέννα, την οποία προσπέρασαν οι βάρβαροι καθώς προ χωρούσαν προς τα νότια. Οι μεγάλες τους ορδές απλώθηκαν σχεδόν σε
όλη τη χερσόνησο, υποδουλώνοντας, με μεγάλη ευκολία, όλες τις απρο στάτευτες πόλεις. Έφθασαν στη Ν. Ιταλία και γρήγορα κατέλαβαν το Μπενεβέντο*. Αν και δεν κατέλαβαν τη Ρώμη, κύκλωσαν την επαρχία
(1)
Βλέπε Π.χ. Ο.
TafnIIi, «Thessalonique des origines au XIVe siecle», 101-108. * Στ.Μ. Πόλη τής Ιταλίας (Benevento), η οποία ονομαζόταν στην αρχαιότητα βεντός και Μαλοεντός. Το 275 μ.χ. οι Ρωμαίοι νίκησαν εκεί τον Πύρρο.
Βενε
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
224
τής Ρώμης από τρία μέρη: από τον Βορρά, την Ανατολή και τον Νότο. Έ κοψαν κάθε επαφή της με τη Ραβέννα, έτσι ώστε η Ρώμη να μην μπορεί
να περιμένει βοήθεια, δεδομένου ότι ήταν ακόμη πιο δύσκολο να σταλεί βοήθεια από τους απομακρυσμένους ηγέτες τής Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι αντιμετώπιζαν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους τής ιστορίας τής Ανατολής. Οι Λογγοβάρδοι γρήγορα ίδρυσαν στήν Ιταλία ένα μεγά λο Γερμανικό Βασίλειο. Ο Τιβέριος και ακόμη πιο έντονα ο Μαυρίκιος, προσπάθησαν να συνάψουν μια συμμαχία με τον Φράγκο Βασιλέα
Χιλδεβέρτο Β'
(570-595),
ελπίζοντας να τόν πείσουν να χτυπήσει τους
Λογγοβάρδους στην Ιταλία' αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε. Αντηλλά γησαν πολλές πρεσβείες και ο Φράγκος Βασιλεύς έστειλε πολλές φορές
στρατό στην Ιταλία, όχι όμως για να βοηθήσει τον Μαυρίκιο, αλλά μάλ λον για να α.ι-τοκτήσει και πάλι, για τον εαυτό του, τις παλαιές κτήσεις τών Φράγκων. Χρειάσθηκε να περάσουν περισσότερα από εκατόν πε
νήντα χρόνια πριν οι Βασιλείς τών Φράγκων κατορθώσουν να καταστρέ ψουν, ύστερα από έκκληση τού Πάπα όμως και όχι τού Αυτοκράτορα, την κυριαρχία τών Λογγοβάρδων στην Ιταλία(!). Η Ρώμη, εγκαταλελειμ μένη στην τύχη της, αφού απέκρουσε περισσότερες από μία πολιορκίες
τών Λογγοβάρδων, βρήκε τον υπερασπιστή της στο πρόσωπο τού Πάπα,
ο οποίος ήταν αναγκασμένος όχι μόνον να φροντίζει για την πνευματική ζωή τού ποιμνίου του, αλλά και να οργανώσει την άμυνα τής πόλεως ε ναντίον τών Λογγοβάρδων. Την εποχή αυτή, στα τέλη τού 60υ αιώνα, η Ρωμα'ίκή Εκκλησία παρουσίασε έναν από τους πιο αξιόλογους ηγέτες της, τον Πάπα Γρηγόριο Α', τον Μεγάλο. Υπήρξε κατ' αρχήν παπικός α ποκρισάριος ή νούντσιος* στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε περίπου έξι χρόνια δίχως να κατορθώσει να μάθει ούτε τα βασικά στοιχεία τής ελληνικής γλώσσας(2). Παρά τη δυσκολία του αυτή, όμως, ήξερε πολύ κα
λά τη ζωή και την τακτική τής Κωνσταντινουπόλεως.
Οι επιτυχίες :εών Λογγοβάρδων στην Ιταλία δείχνουν καθαρά την αποτυχία τής εξωτεΡΙΚής πολιτικής τού Ιουστινιανού στη Δύση, όπου η
Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να διατηρεί αρκετές δυνάμεις για να συγ κρατήσει το Οστρογοτθικό Βασίλειο που είχε κατακτήσει. Επίσης θεμε λίωσαν τη βαθμιαία α.ι-τομάκρυνση τής Ιταλίας από τη Βυζαντινή Αυτο κρατορία και την εξασθένηση τής πολιτικής εξουσίας τής Αυτοκρατορίας
(1)
Βλέπε
Bury, «Latcr Roman Empire», 11, 160-166. G.
Childcbcrt 11 ct dc Byzance», Revue historique
Reνerdy,
«Lcs Rclations de
cxrv (1913), 61-85.
• Σ.Τ.Μ. Νούντσιος: Διπλωματικός αντιπρ6σωπος τού Πάπα. (2) Σχετικά με την παραμον11 τού Γρηγορίου στην Κωνσταντινούπολη l~λέπε F. Duddcn, «Gregory thc Grcat: His PIacc ίπ History and Τhought», Ι, 123-157. Πιθανόν ο Γρηγόριος ανεκλψ1η στη Ρώμη το 586 (156-157).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
225
στην Ιταλία.
Θρησκευτικά προβλήματα Οι διάδοχοι τού Ιουστινιανού υποστήριξαν την Ορθοδοξία και, μερικές φορές, όπως συνέβη επί Ιουστίνου Β', οι Μονοφυσίτες υπέστησαν σοβα ρούς διωγμούς. Οι μεταξύ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και Ρωμα'ίκής Εκ κλησίας σχέσεις
-
κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Μαυρικίου και
τού Φωκά- είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Ο Γρηγόριος διαμαρτυρήθηκε για τον τίτλο «Οικουμενικός», τον οποίο έφερε ο Επίσκοπος Κωνσταντι νουπόλεως, και σε μια επιστολή του προς τον Μαυρίκιο, κατηγορούσε
τον Πατριάρχη Ιωάννη τον Νηστευτή, για αλαζονεία. «Είμαι αναγκασμένος -γράφει ο Πάπας- να φωνάξω δυνατά και
να πω: Ο
tempora!
Ο
mores!
Όταν, ενώ όλη η Ευρώπη έχει παραδοθεί
στη δύναμη τών βαρβάρων, οι πόλεις καταστρέφονται, οι πεδιάδες ερη μώνονται, οι επαρχίες εγκαταλείJτoνται, οι άνδρες δεν οργώνουν πια τη γη, οι ειδωλολάτρες λυσσούν για τη σφαγή τών πιστών, οι ιερείς, που έ πρεπε ταπεινά να θρηνούν σκυμμένοι στη γη, ζητούν για τους εαυτούς τους νέους και βέβηλους τίτλους ματαιότητας και δόξας. Μήπως στην πε
ρίπτωση αυτή υποστηρίζω τον εαυτό μου; Μήπως μνησικακώ για την αδι κία που μού γίνεται; Όχι. Υπερασπίζομαι τον Παντοδύναμο Θεό και την Καθολική Εκκλησία. Πρέπει να ξεπέσει εκείνος που αδικεί την Παγκό σμια Εκκλησία, εκείνος που υπερηφανεύεται, εκείνος που θέτει τον εαυ
τό του πάνω από την αξιοπρέπεια τής Αυτοκρατορίας, διεκδικώντας έ ναν ιδιαίτερο, για τον εαυτό του, τίτλο»(IJ.
Ο Πάπας δεν πέτυχε την επιθυμητή παραχώρηση και για ένα διάστη μα σταμάτησε να στέλνει τον αντιπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη. Όταν το
602
εξερράγη, στην πρωτεύουσα, μια επανάσταση εναντίον τού
Μαυρικίου, ο Πάπας Γρηγόριος έστειλε μια εγκωμιαστική επιστολή στον νέο Αυτοκράτορα, τον ανόητο Φωκά:
«Ας είναι δοξασμένος ο Θεός ... ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και α
γαλλιάσθω η γη (Ψαλμός
95, 11).
Εμπρός! Ας χαρεί για τις αγαθές σου
;τράξεις όλος ο λαός τής Δημοκρατίας που μέχρι τώρα έχει υπερβολικά Ολιβεί. Ας αποδοθεί στον καθένα η ελευθερία του υπό την καθοδήγηση τής ευσεβούς Αυτοκρατορίας. Διότι υπάρχει η εξής διαφορά μεταξύ τών
Βασιλέων τών άλλων εθνών και τών Αυτοκρατόρων: ότι δηλαδή οι Βασι λείς είναι κύριοι τών σκλάβων, ενώ οι Αυτοκράτορες τού Ρωμα"ίκού Κρά(Ι) «Epistolae», Υ, 20. Migne, Patrologia Latina, LXXVII, 746-747: «Monumenta Germaniae Historica, EpistoIarum», Ι, 322 (V, 37). Αγγλική μετάφραση: «Nicene and Post Nicene Fathers», ΧΙΙ, 170-171.
226
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
τους είναι κύριοι ελεύθερων ανθρώπων»(ΙJ.
Ο Φωκάς ευχαριστήθηκε τόσο πολύ ώστε, αργότερα, απαγόρευσε
στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να φέρει τον τίτλο «Οικουμενι-' κός», δηλώνοντας ότι «Ο αποστολικός θρόνος τού Αποστόλου Πέτρου εί ναι η κεφαλή όλων τών Εκκλησιών»(2 J .
Έτσι, ενώ ο Φωκάς αντιμετώπισε ήττες σε όλες του τις προσπάθειες
-
εσωτερικές και εξωτερικές -
και ενώ ενέπνεε στους υπηκόους του ορ
γή και αντιπάθεια, οι σχέσεις του με τη Ρώμη, χάρη στις υποχωρήσεις
που έκαμε στον Πάπα, υπήρξαν ειρηνικές και φιλικές καθ' όλη τη διάρ κεια τής βασιλείας του. Σε ανάμνηση τών φιλικών αυτών σχέσεων, ο Έ ξαρχος τής Ραβέννας ανήγειρε στη Ρωμαϊκή Αγορά μια στήλη -που σώ ζεται ακόμη -
με επαινετικές για τον Φωκά επιγραφές.
Ο σχηματισμός τών ΕξCιQχάτων και η επανάσταση τον
610
Σχετική με τις κατακτήσεις τών Λογγοβάρδων, είναι και μια σημαντική μεταβολή που έγινε στη διοίκηση τής Ιταλίας, η οποία, μαζί με μια παρό
μοια καινοτομία που έγινε στη διοίκηση τής Β. Αφρικής, έθεσε τις βάσεις
για τη νέα διοίκηση τών επαρχιών τής Αυτοκρατορίας: το σύστημα δηλα δή τών θεμάτων. Οι αρχές, στην Ιταλία, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν όπως έπρεπε στους Λογγοβάρδους, οι οποίοι κατέλαβαν τα δύο τρίτα τής Χερσονήσου με μεγάλη ευκολία. Για τούτο τον λόγο, αντιμετωπίζοντας τον μεγάλο
κίνδυνο, η κυβέρνηση τού Βυζαντίου αποφάσισε να ενισχύσει την εξου σία της στην Ιταλία, αναθέτοντας την πολιτική διοίκηση στα χέρια τών
στρατιωτικών διοικητών. Τη διοίκηση τής Ιταλίας θα αναλάμβανε ένας στρατιωτικός Γενικός Διοικητής, ο Έξαρχος, ο οποίος θα διηύθυνε από
τη Ραβέννα όλη τη δράση τών πολιτικών υπαλλήλων. Η δημιουργία τού Εξαρχάτου τή; Ραβέννας ανάγεται στα τέλη τού 60υ αιώνα' την εποχή
δηλαδή τού Αυτοκράτορα Μαυρικίου. Ο συνδυασμός τών διοικητικών και δικαστικών υπηρεσιών με τη στρατιωτική εξουσία, δεν είχε ως απο τέλεσμα την άμεση κατάργηση τών ανώτερων πολιτικών υπαλλήλων, οι οποίοι συνέχιζαν το έργο τους, μαζί με τους στρατιωτικούς διοικητές, αλ λά υπό την καθοδήγηση τού στρατιωτικού Εξάρχου. Μόνον αργότερα φαίνεται ότι οι ανώτεροι πολιτικοί υπάλληλοι αντικαταστάθηκαν τελείως από τις στρατιωτικές αρχές. Ο Έξαρχος, ως αντιπρόσωπος τής αυτοκρα-
(1) «Epistoloae», ΧΙΙΙ, 31. Migne, Patrologia Latina, LXXVII, 1281-1282' Mon. Germ. Hlst. Epistolarurtι, ΙΙ, 397 (ΧlΙl, 34). Αγγλίκή μετάφραση (,Nicene and Post Nicene Fathers», ΧΙIl, 99. (2) «Liber Pontificalis», έκδοση L. Duchesne, Ι, 316.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
227
τορικής δυνάμεως, ακολούθησε στη διοίκησή του ορισμένες αρχές τού Καισαροπαπισμού, τον οποίο τόσο πολύ ευνοούσαν οι Αυτοκράτορες. Η
τακτική αυτή εκδηλωνόταν με πράξεις τέτοιες, όπως είναι η επέμβαση στις θρησκευτικές υποθέσεις τού Εξαρχάτου. Με απεριόριστες εξουσίες
ο Έξαρχος, απολάμβανε αυτοκρατορικές τιμές. Το ανάκτορό του στη Ραβέννα εθεωρείτο ιερό και ονομαζόταν
Sacrum palatium,
μ' ένα όνομα
δηλαδή που συνήθως δινόταν στην αυτοκρατορική κατοικία. Όταν ερχόταν στη Ρώμη τού γινόταν αυτοκρατορική υποδοχή: η Σύ γκλητος, ο Κλήρος και ο λαός τόν συναντούσαν, με μια θριαμβευτική πομπή, έξω από τα τείχη τής πόλεως. Όλες οι στρατιωτικές υποθέσεις, ό
λη η διοίκηση, καθώς και οι δικαστικές και οικονομικές υποθέσεις, ήταν στη διάθεση τού Εξάρχου{l).
Όπως το Εξαρχάτο τής Ραβέννας δημιουργήθηκε εξ αφορμής τών ε πιθέσεων τών Λογγοβάρδων στην Ιταλία, έτσι διαμορφώθηκε το Εξαρ χάτο τής Αφρικής λόγω τής απειλής τών Αφρικανών Μαυριτανών, ή, ό
πως μερικές φορές ονομάζονται στα βιβλία, Μαυρουσίων (Βερβέρων), οι οποίοι συχνά επανασrατoύσαν εναντίον τού σrρατoύ τού Βυζαντίου, που κατείχε τη χώρα αυτή. Η διαμόρφωση τού Εξαρχάτου τής Αφρικής ή
τής Καρθαγένης
-
συχνά ονομάζεται έτσι λόγω τού ότι κέντρο τού Ε
ξαρχάτου ήταν η Καρθαγένη -
ανάγεται, επίσης, στα τέλη τού 60υ αιώ
να, στην εποχή δηλαδή τού Αυτοκράτορα Μαυρικίου. Το Εξαρχάτο τής
Αφρικής διαμορφώθηκε όπως και αυτό τής Ραβέννας, διαθέτοντας την ί δια, απεριόριστη, εξουσία(2). Φυσικά μόνον η εξαιρετική ανάγκη οδήγησε τον Αυτοκράτορα σro να
δημιουργήσει μια τέτοια απεριόρισrη, σαν αυτή τού Εξάρχου, εξουσία, η ο;τοία, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορούσε να μεταβληθεί σε πολύ ε
;τικίνδυνσ αντίπαλο τού ίδιου τού Αυτοκράτορα. Και πράγματι, ο Έξαρ χος τής Αφρικής επαναστάτησε εναντίον τού Φωκά, ενώ ο γιος τού Ε
ξάρχου έγινε Αυτοκράτορας το
610.
Στην Αφρική οι Έξαρχοι εκλέγονταν πολύ σοφά από τον Μαυρίκιο και διέθεταν μεγάλη ικανότητα και ενεργητικότητα για τη διοίκηση τής χώρας και την επιτυχημένη άμυνά της εναντίον τών επιθέσεων τών εγχω ρίων. Αφ' ετέρου, οι Έξαρχοι τής Ραβέννας ήταν ανίκανοι να υπερνική σουν την απειλή τών Λογγοβάρδων.
Όπως λέει ο Γάλλος λόγιος Ντηλ(3), τα δύο Εξαρχάτα πρέπει να θεω
ρηθούν ως οι πρόδρομοι τών Θεμάτων, τής μεταρρυθμίσεως δηλαδή τής (Ι) Σχετικά με τον σχηματισμό τού Εξαρχάτου τής Ραβέννας βλέπε CharIes Diehl, «Etudes sur I'administration byzantine dans I'exarchat de Ravenne» (568-751),3-31. (2) Diehl, «LΆfrίque byzantine». 453-502. (3) <
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
228
διοικήσεως τών επαρχιών, που άρχισε τον
70
αιώνα για ν' απλωθεί, σι
γά-σιγά, σε όλη την Αυτοκρατορία και τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό υπήρξε η βαθμιαία επικράτηση τής στρατιωτικής, επί τής πολιτικής, εξου
σίας. Ενώ οι επιθέσεις τών Λογγοβάρδων και τών Μαυριτανών προκά λεσαν σημαντικές μεταβολές στη Δύση και στον Νότο, στα τέλη τού 60υ αιώνα, οι επιθέσεις τών Περσών και τών Αράβων προκάλεσαν, αργότε ρα, τη λήψη ίδιων μέτρων στην Ανατολή, ενώ η επίθεση τών Σλάβων και
τών Βουλγάρων οδήγησαν σε παρόμοιες μεταρρυθμίσεις, στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Η σχετική με τους Αβάρους και τους Πέρσες αποτυχημένη εξωτερική πολιτική τού Φωκά, καθώς και η τυραννική του συμπεριφορά, με την
οποία προσπαθούσε να συγκρατήσει τη θέση του, οδήγησαν, τελικά, στην επανάσταση τού Εξάρχου τής Αφρικής, Ηρακλείου. Η Αίγυπτος γρήγο ρα προσχώρησε στην επανάσταση και ο στόλος τής Αφρικής υπό την κα
θοδήγηση τού γιου τού Εξάρχου, που ονομαζόταν επίσης Ηράκλειος, έ πλευσε προς την πρωτεύουσα, η οποία εγκατέλειψε τον Φωκά και τάχ θηκε με το μέρος τού Ηρακλείου. Ο Φωκάς συνελήφθη και εκτελέσθηκε, ενώ ο Ηράκλειος έγινε Αυτοκράτορας. Έτσι άρχισε μια νέα δυναστεία.
Το πρόβλημα τών Σλάβων Οι σχετικές με τις εισβολές τών Σλάβων
-
που έγιναν τον
60
αιώνα στη
Βαλκανική Χερσόνησο- έρευνες, οδήγησαν στις αρχές τού 19ου αιώνα στη δημιουργία τής θεωρίας τού πλήρους εκσλαβισμού τής Ελλάδος, με
αποτέλεσμα να προκύψουν μεταξύ τών επιστημόνων έντονες φιλονικίες. Τα πρώτα είκοσι χρόνια τού περασμένου αιώνα, όταν όλη η Ευρώπη
έδειχνε τη συμπάθειά της για τους Έλληνες που επαναστάτησαν εναντί ον τών Τούρκων, όταν αυτοί οι υπέρμαχοι τής ελευθερίας, με την ηρωική
τους αντίσταση,.πέτυχαν την ανεξαρτησία τους και δημιούργησαν, με τη
βοήθεια τών Ευρωπα"ίκών Δυνάμεων, ένα ανεξάρτητο Ελληνικό Βασί λειο, όταν η ενθουσιώδης Ευρώπη έβλεπε αυτούς τους ήρωες σαν παιδιά τής Αρχαίας Ελλάδος, αναγνωρίζοντας σ' αυτούς τα χαρακτηριστικά τού
Λεωνίδα, τού Επαμεινώνδα και τού Φιλοποίμενος- τότε, από μια μικρή γερμανική πόλη ήλθε μια φωνή, που εξέπληξε την Ευρώπη, με τη δήλωση ότι ούτε μια σταγόνα πραγματικό ελληνικό αίμα δεν τρέχει στις φλέβες τών κατοίκων τού νέου Ελληνικού Βασιλείου, ότι όλη η μεγαλόψυχη προ
σπάθεια τής Ευρώπης να βοηθήσει τα παιδιά τής ιερής Ελλάδος, στηρί χθηκε σε μια παρανόηση και ότι το αρχαιοελληνικό στοιχείο είχε προ
καιρού εξαφανισθεί και αντικατασταθεί από νέα, τελείως ξένα εθνογρα φικά στοιχεία σλαβικής και αλβανικής, κυρίως, καταγωγής. Ο άνθρωπος που διακινδύνευσε να υποστηρίξει τολμηρά αυτή τη νέα θεωρία, η οποία
:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
229
κλόνισε τις πεποιθήσεις τής Ευρώπης, ήταν ο Φαλλμ~ράυερ
yer), καθηγητής τότε Γενικής Ι<πορίας σ'
(Fallmera-
ένα γερμανικό Λύκειο.
Στον πρώτο τόμο τής Ιστορίας τής Xερσovήσσυ τού Μορέως κατά τον
Μεσαίωνα, που κυκλοφόρησε το
1830, ο Φαλλμεράυερ έγραφε τα εξής:
«Η ελληνική φυλή <πην Ευρώπη έχει τελείως εξολοθρευθεί. Η φυσική ωραιότητα, το μεγαλείο τού πνεύματος, η απλότητα τών συνηθειών, η καλλιτεχνική δημιουργία, οι αγώνες, οι πόλεις, τα χωριά, το μεγαλείο τών μνημείων και τών ναών, ακόμη και το όνομα τού λαού, έχουν εξαφα
νισθεί από την Ελλάδα. Ένα διπλό <πρώμα από ερείπια και ο βόρβορος δύο νέων και διαφορετικών φυλών καλύπτει τους τάφους τών Αρχαίων Ελλήνων. Τα αθάνατα έργα τού ελληνικού πνεύματος και μερικά αρχαία
ερείπια, που βρίσκονται στην Ελλάδα, αποτελούν τώρα τη μόνη μαρτυρία τού ότι πριν από πολλά χρόνια υπήρχε ένας λαός σαν τους Έλληνες. Και αν δεν υπήρχαν αυτά τα ερείπια, οι τάφοι και τα μαυσωλεία' αν δεν υ πήρχε η ελεεινή αυτή τύχη τών κατοίκων της, για τους οποίους οι σημερι
νοί Ευρωπαίοι, σε ένα ξέσπασμα ανθρώπινων αισθημάτων, έδειξαν όλη τους την τρυφερότητα, τον θαυμασμό, την λύπη και την ευγλωττία, θα ή ταν δυνατόν να πούμε ότι εκείνο το οποίο βγήκε από τα βάθη τής ψυχής
τους ήταν ένας κενός οραματισμός, μια δίχως ζωή φαντασία, κάτι, τέλος, το αφύσικο. Διότι ούτε μία <παγόνα γνήσιου ελληνικού αίματος δεν τρέ χει <πις φλέβες τών Χρι<πιανών κατοίκων τής σύγχρονης Ελλάδος. Μια
τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε μέχρι την πιο μακρινή γωνιά τής Πελο ποννήσου μια νέα φυλή συγγενή προς τη μεγάλη φυλή τών Σλάβων. Οι Σκύθες, Σλάβοι, οι Ιλλυριοί Αρναούτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί, οι Δαλματοί και οι Μοσχοβίτες
-
αυτοί είναι
εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες και τών οποίων την γενεαλογία, προς μεγάλη τους έκπληξη, ανάγουμε <πον Περικλή και τον Φιλοποίμε
να ... Ένας λαός με σλαβικά χαρακτηρι<πικά, τοξοειδείς βλεφαρίδες και σκληρά χαρακτηρι<πικά Αλβανών βοσκών τού βουνού, φυσικά δεν προ έρχεται από το αίμα τού Ναρκίσσου, τού Αλκιβιάδη και τού Αντίνοου. Μόνον μια δυνατή ρομαντική φαντασία μπορεί ακόμη να ονειρεύεται μια αναγέννηση, <πις μέρες μας, τών αρχαίων Ελλήνων με τον Σοφοκλή και τον Πλάτωνά τους»(l).
Η γνώμη τού Φαλλμεράυερ ήταν ότι οι σλαβικές επιδρομές τού 6ου αιώνα δημιούργησαν μια κατά<παση, βάσει τής οποίας η Βυζαντινή Αυ τοκρατορία, χωρίς να έχει χάσει ούτε μία επαρχία, μπορούσε να θεωρεί
ως υπηκόους της μόνο τον πληθυσμό τών παραλιακών επαρχιών και τών οχυρωμένων πόλεων. Η εμφάνιση τών Αβάρων <πην Ευρώπη υπήρξε έ νας σημαντικός <παθμός για την ι<πορία τής Ελλάδος, γιατί έφεραν μαζί
(1) «Geschichte der HaIbinsel Morea wahrend des Mittelalters»,
Ι, ίίί-Χίν.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
230
τους τους Σλάβους, τους οποίους ώθησαν να κατακτήσουν το ιερό έδα φος τής Ελλάδος και τής Πελοποννήσου.
Ο Φαλλμεράυερ στήριξε τη θεωρία του κυρίως στις πληροφορίες του εκκλησιαστικού ιστορικού τού 60υ αιώνα Ευαγρίου, ο οποίος γράφει ότι
«οι'Αβαροι επετέθησαν δύο φορές μέχρι το Μακρό Τείχος και κατέλα βαν τη Σιγγηδώνα (Βελιγράδι), την Αγχίαλο και όλη την Ελλάδα, κατα στρέφοντας και καίοντας το καθετί, ενώ το μεγαλ'ύτερο μέρος τών δυνά μεων ήταν απασχολημένο στην Ανατολή»(lJ.
Το γεγονός ότι ο Ευάγριος αναφέρει όλη την Ελλάδα, έδωσε τη δυνα τότητα στον Φαλλμεράυερ να ομιλεί για την εξόντωση τού Ελληνικού Έ θνους στην Πελοπόννησο. Οι «Άβαροι», τους οποίους αναφέρει ο Ευά γριος, δεν ενόχλησαν τον Γερμανό επιστήμονα δεδομένου ότι, την εποχή εκείνη, οι ' Αβαροι έπλητταν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενωμένοι με
τους Σλάβους. Αυτή η εισβολή όμως, την οποΙα ο Φαλλμεράυερ τοποθε τεί στο
589,
δεν εξολ6θρευσε τελείως τους Έλληνες. Το τελικό χτύπημα
εναντίον τού πληθυσμού τής Ελλάδος, όπως πιστεύει ο Φαλλμεράυερ, ήλ
θε με τη μετάδοσιι από την Ιταλία τής πανώλους, το 746. Στο γεγονός αυτό αναφέρεται και ο Αυτοκράτορας-συγγραφέας τού 100υ αιώνα Κωνσταν τίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος παρατηρεί ότι ύστερα από τον τρομε ρό αυτό λοιμό «όλη η χώρα εκσλαβίστηκε και έγινε βάρβαρψ>(2 J . Ο
Φαλλμεράυερ θεωρεί το έτος τού θανάτου τού Αυτοκράτορα Κωνσταντί νου Κοπρωνύμου ακόμη
-
(775)
ως το έτος κατά το οποίο η χώρα, για μια φορά
αλλά αυτή τη φορά τελείως -
γέμισε από Σλάβους, οι οποίοι σι
γά-σιγά κάλυψαν την Ελλάδα με τις πόλεις τους και τα χωριά τους(3J . Αργότερα, σε ένα άλλο του έργο, ο Φαλλμεράυερ εφάρμοσε τα
συμπεράσματά του στην Αττική, χωρίς να έχει όμως πραγματικές βdσεις. Στον δεύτερο τόμο τής /οτορfας τής Χερσονήσου τού Μορέως υποστήριξε μια νέα αλβανική θεωρία, βάσει τής οποίας παρουσιάζεται ότι οι Έλλη νες-Σλάβοι, που κΙΙτοικούσαν την Ελλάδα, διώχθηκαν από Αλβανούς α ποίκους, κατά τον
140
αιώνα, και ότι, ως εκ τούτου, η Ελληνική Επανά
σταση τού 190υ αιώνα υπήρξε, στην πραγματικότητα, έργο τών Αλβανών. Ως πρώτος σοβαρός αντίπαλος τού Φαλλμεράυερ παρουσιάστηκε Ο Γερμανός ιστορικός Καρλ Χοπφ, ο ΟΠbίος, αφού μελέτησε προσεκτικd.
(1) «Ηίstοήa ecclesiastica», ΥΙ, 10, έκδοση Bidez και Parmentier, 228. (2) «De Thematibus», 11, 53.
Μερικές φορές βρίσκουμε μία άλλη μετάφραση: «'Ολη τj
χώρα σκλαβώθηκε και έγινε βάρβαρψ>, δεδομένου ότι ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρο γέννητος χρησιμοποιεί εδώ ένα ασύνηθες ρήμα, το «εσθλαβώθψ" το οποίο μπορεί να μεταφρασθεί είτε ως «εκσλαβίστηκε» είΤΕ ως «σκλαβώθηκε». Εγώ προτιμώ ΤΟ πρώτο.
(3) «Geschichte der HaIbinseI Morea», 1,208-210.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
231
το πρόβλημα τών Σλάβων, δημοσίευσε μια Ιστορία τής Ελλάδος από τις
απαρχές τού Μεσαίωνα ώς τη σύγχρονη εποχή (δηλαδή το
1867). Αλλά ο
Χοπφ, επιθυμώντας να υποβαθμίσει με κάθε τρόπο τη σημασία τού σλαβικού στοιχείου στην Ελλάδα, έπεσε στο άλλο άκρο. Κατά την κρίση
του, στην Ελλάδα υπήρχαν Σλάβοι άποικοι μόνον από το
807,
ενώ πριν από το
750
750 μέχρι το
δεν υπήρχε ούτε ένας. Ο Χοπφ απέδειξε ότι η
περί εκσλαβισμού τής Αττικής ιδέα τού Φαλλμεράυερ στηρίχθηκε σε λανθασμένα δεδομένα(Ι).
Η άφθονη επί τού θέματος φιλολογία -αντιφατική, πολλές φορές, και χωρίς συνέπεια -
δίνει ωστόσο αρκετά βασικά στοιχεία, τα οποία ο
δηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί σε μεγάλες ε
κτάσεις στην Ελλάδα από τα τέλη τού 6ου αιώνα, αν και η εγκατάστασή τους αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα ούτε τον πλήρη εκσλαβισμό ούτε την
ολοκληρωτική εξαφάνιση τών Ελλήνων. Επί πλέον, μερικές πηγές τοπο θετούν την παρουσία τών Σλάβων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια όλου τού Μεσαίωνα μέχρι τον
150 αιώνα(2),.
Το πιο αξιόλογο
-
σχετικό με την
εισβολή τών Σλάβων στη Βαλκανική Χερσόνησο- έργο είναι τα Θαύ ματα τού Αγίου Δημητρίου, για τα οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Το έργο αυτό δεν χρησιμοποιείται ούτε από τον Φαλλμεράυερ ούτε από τον Χοπψ δεν έχει δε ερευνηθεί όσο πρέπει ούτε και σήμερα ακόμη(3). Οι μελετητές συχνά αμφισβητούν την πρωτοτυπία τής θεωρίας τού
Φαλλμεράυερ. Η γνώμη του δεν υπήρξε κάτι το νέο. Η επιρροή τών Σλά βων στην Ελλάδα είχε συζητηθεί πριν από αυτόν, αν και ο Φαλλμεράυερ
υπήρξε ο πρώτος που αποφασιστικά και δημόσια εξέφρασε τις κρίσεις του. Το
1913
ένας Ρώσος μελετητής, υποστήριξε με ισχυρά δεδομένα, ότι
ο πραγματικός πρόδρομος τής θεωρίας τού Φαλλμεράυερ υπήρξε ο Κό πιταρ
(Kopitar), μελετητής τών σλαβικών σπουδών στη Βιέννη, ο οποίος, τον 190 αιώνα, ανέπτυξε με τα συγγράμματά του τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε το σλαβικό στοιχείο στον σχηματισμό τού νέου Ελληνικού
Έθνους. Η αλήθεια είναι ότι δεν ανέπτυξε με λεπτομέρειες τη θεωρία
(1) «Geschichte Griechenlands vom Beginn des Mittelalters bis auf die neuere Zeit»,
Ι,
103-119. (2)
Α. Α. Vasilίev, «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα» (Vίzantiysky
438
(Ρωσικά),
Vremennik,
Υ,
1898), 416-
Βλέπε λεπτομερή πίνακα τής σχετικής με το θέμα αυτό βιβλιογραφίας στον Α. Βοη,
«Le Peloponnese Byzantin» (Paris, 1951),30-31. (3) Βλέπε ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο σχετικό με τη σημασία τών «Acta sancti Demetrίί» στον Gelzer, «Die Genesis der byzantinischen Themenverfassung», 42-64. Επίσης πρβλ. Tafralί, «Thessalonique», 101.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
232
του, ούτε όμως δημιούργησε εντυπώσεις με αντιεπιστημονικά παράδο ξα(l).
«Οι ακρότητες τής θεωρίας τού Φαλλμεράυερ», λέει ο Πετρόφσκι,
«δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθούν έπειτα από σοβαρή μελέτη τών προβλημάτων που θίγονται σε αυτήν. Η θεωρία του όμως, αυτή καθ' εαυ τή, την οποία ο συγγραφέας της αναπτύσσει αρμονικά και ζωηρά, έχει το δικαίωμα να συγκεντρώσει την προσοχή ακόμη και εκείνων τών ιστορι κών που διαφωνούν, γενικά ή μερικά, με αυτήν»(2). Χωρίς καμία αμφιβο
λία η θεωρία αυτή, παρά τις φανερές υπερβολές που παρουσιάζει, έχει συμβάλει πολύ στην ισι:ορική επιστήμη, κατευθύνοντας την προσοχή τών μελετητών σε ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά και πολύ σκοτεινό πρόβλημα, στο πρόβλημα τής θέσεως τών Σλάβων στην Ελλάδα κατά τον Μεσαίωνα.
Τα έργα τού Φαλλμεράυερ έχουν ακόμη μεγαλύτερη ιστορική σημασία όταν αντιμετωπιστούν ως το έργο τού πρώτου μελετητή που έστρεψε την προσοχή του σι:ις εθνογραφικές μεταβολές που έγιναν κατά τη διάρκεια τού Μεσαίωνα, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και στη Βαλκανική Χερσό
νησο γενικά.
Τώρα υποστηρίζεται, στη Σοβιετική Ρωσία, έντονα η θεωρία τής πρώιμης εισβολής και εγκαταστάσεως τών Σλάβων στη Βαλκανική Χερ σόνησο. Σε σύγχρονα ρωσικά περιοδικά έχουν παρουσιασι:εί πολλά άρ
θρα σχετικά με το θέμα αυτό, ο δε Φαλλμεράυερ είναι πολύ αγαπητός στους Ρώσους ιστορικούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι το έργο του δεν εκτι
μήθηκ~σo έπρεπε. Το σύγχρονο κίνημα τών Σλαβοφίλων, στη Σοβιετι
κή Ρώσία, φαίνεται ακόμη δυνατότερο από το παρόμοιο κίνημα που αναπτύχθηκε πριν εκατό χρόνια, για το οποίο μιλήσαμε στο πρώτο κεφά
λαιο αυτού τού βιβλίου.
Λογοτεχνία
- Παιδεία - Τέχνη
Ως αποτέλεσμα τής πολύμορφης δράσεως τού lουσι:ινιανού, η οποία κα τέπληξε και τους συγχρόνους του ακόμη, η μεταξύ
518
και
610
εποχή ά
φησε μια πλούσια κληρονομιά στις διάφορες εκφάνσεις τής γνώσεως και
τής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας άφησε φιλολογικά έργα σχετι κά κυρίως με τη δογματική και την υμνολογία. Ο Μαυρίκιος επίσης έδει ξε κάποια προτίμηση για τα γράμματα, προστατεύοντας και ενισχύοντας
τη λογοτεχνία. Συχνά περνούσε ένα μεγάλο μέρος τής νύκτας συζητώ-
. (1) Ν. Petτovsky, «Το πρόβλημα τής γενέσεως τής θεωρίας τού Φαλλμεράυερ» στην «?πιθεώρηση τού Υπουργείου Διαφωτίσεως» (1ΙΙ13),
(2)
Ενθ' ανωτ.
104.
143,
14ΙΙ (Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
233
ντας για θέματα σχετικά με την πίστη και την ισι:ορία(l).
Η περίοδος αιπή παρουσίασε πολλούς ισι:ορικούς, τους οποίους τρο φοδότησε με πλούσιο υλικό το πολύκροτο έργο τού Ιουσι:ινιανού. Ο κύριος ισι:ορικός τής περιόδου τού Ιουσι:ινιανού υπήρξε ο Προκό πως ο οποίος έδωσε μια πλήρη και σφαιρική εικόνα τής Βασιλείας του. Αφού σπούδασε νομικά, ο Προκόπιος διορίστηκε σύμβουλος και γραμ ματέας τού περίφημου στρατηγού Βελισσαρίου, μαζί με τον οποίο παρα
κολούθησε τις εκστρατείες εναντίον τών Βανδάλων, τών Γότθων και τών Περσών. Διακρίνεται τόσο ως ιστορικός όσο και ως συγγραφέας. Ως
ιστορικός βρισκόταν στην πιο πλεονεκτική θέση που τού εξασφάλιζε ά μεσες επαφές και πληροφορίες. Η επαφή του με τον Βελισσάριο τού έδι
νε τη δυνατότητα να γνωρίζει όλα τα επίσημα έγγραφα που εκρατούντο στα γραφεία και τα αρχεία, ενώ η ενεργός συμμετοχή του στις εκστρατεί ες, καθώς και η γνώση τής χώρας, τού έδιναν εξαιρετικής αξίας ζωντανό
υλικό, το οποίο στηριζόταν στην προσωπική παρατήρηση και σε πληρο φορίες που τού έδιναν οι σύγχρονοί του. Στο ύφος και στην αφήγηση ο Προκόπιος συχνά ακολουθεί τους κλα
σικούς ιστορικούς και ειδικά τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Παρά την
εξάρτησή του από την αρχαία ελληνική γλώσσα τών αρχαίων ιστορικών και παρά τις φραστικές του αδυναμίες, ο Προκόπιος είχε ένα παραστατι κό, σαφές και νευρώδες ύφος. Έγραψε τρία, κυρίως, έργα: Το μεγαλύτε
ρο από αmά είναι το Ιστορικόν εν βιβλίοις οκτώ, που περιέχει περιγρα φές τών πολέμων που έκανε ο Ιουστινιανός με τους Πέρσες, τους Βανδά λους και τους Γότθους και περιγραφές πολλών άλλων εκδηλώσεων τής κρατικής ζωής. Ο συγγραφέας ομιλεί για τον Αιποκράτορα με έναν ελα φρά επαινετικό τόνο, αλλά σε πολλά σημεία λέει την πικρή αλήθεια. Το έργο αmό μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενική ιστορία τής εποχής τού Ιουστινιανού.
Το δεύτερο έργο, η Περί κτισμάτων πραγματεία, είναι ένας πανηγυρι κός τού Αυτοκράτορα, πιθανόν γραμμένος κατ' εντολήν του, τού οποίου κύριος σκοπός είναι να δώσει μια εικόνα και περιγραφή τών πολλών κτηρίων που ανήγειρε ο Ιουστινιανός σε όλη την τεράστια Αυτοκρατορία
του. Παρά τις ρητορικές εξάρσεις και τους ύμνους, το έργο αιπό περιέχει
πλήθος γεωγραφικού και οικονομικού υλικού, ώστε να αποτελεί χρήσιμη και αξιόλογη πηγή πληροφοριών για την μελέτη τής κοινωνικής και οικο νομικής ιστορίας τής Αυτοκρατορίας. Το τρίτο έργο τού Προκοπίου, τα
Ανέκδοτα
(Historia Arcana),
διαφέρει πολύ από τα άλλα δύο. Είναι ένας
(1) Mcnandcr, «Exccrpta», Βοηη cd. 439, Fragmenta Historicorum Graecorum, ΙV, 2U2. Theophylact Simocatta, «Historia», VΙΙΙ, 13, 16 (έκδοση de Boor, 311). Bury, «Later Roman Empirc», 11, 182.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
234
εμπαθής λίβελλος εναντίον τής δεσποτικής βασιλείας τού Ιουστινιανού
και τής Θεοδώρας, με τον οποίο ο συγγραφέας του δεν επιτίθεται μόνον εναντίον τού αυτοκρατορικού ζεύγους, αλλά και κατά τού Βελισσαρίου
και τής συζύγου του. Στον λίβελλο αυτό ο Ιουστινιανός παρουσιάζεται ως η αιτία όλων τών δυσruχιών που υπέσrη, την περίοδο αυτή, η Αυτοκρατο ρία. Η αντίθεση τού έργου αυτού προς τα δύο πρώτα είναι τόσο έντονη, ώστε μερικοί μελετητές άρχισαν να αμφισβητούν την αυθεντικότητα τών
Ανεκδότων, καθώς τούς φαίνεται αδύνατο να έχουν γραφεί και τα τρία έργα από τον ίδιο άνθρωπο. Μόνον ύστερα από προσεκτική μελέτη τών Ανεκδότων, σε σύγκριση με άλλα έργα τής εποχής τού Ιουστινιανού, απο φασίσθηκε τελικά ότι το έργο ανήκε πραγματικά στον Προκόπιο. Όταν χρησιμοποιηθεί καταλλήλως το έργο αυτό, λειτουργεί ως ένα εξαιρετικής σημασίας βοήθημα για την κατανόηση τής εσωτερικής ιστορίας τής Βυ
ζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τον
60 αιώνα.
Έτσι όλα τα έργα τού Προ
κοπίου, παρά την έξαρση τών αρετών ή των σφαλμάτων τού Ιουστινιανού
και τών έργων του, αποτελούν μια εξαιρετικής σημασίας πηγή για την καλύτερη γνωριμία με τη ζωή αυτής τής περιόδου. Αλλά δεν είναι αυτό
μόνο. Η σλαβική ιστορία βρίσκει στον Προκόπίο ανεκτίμητες πληροφο ρίες για τη ζωή και τις πεποιθήσεις τών Σλάβων, ενώ οι γερμανικοί λαοί παίρνουν από αυτόν πολλά στοιχεία για την αρχαία τους ιστορία.
. Ένας σύγχρονος τού Ιουστινιανού και τού Προκοπίου, ο ιστορικός Πέτρος ο Πα;eίκιος, λαμπρός νομικός και διπλωμάτης, εστάλη επανει λημμένως-ως πρέσβυς στην Περσική Αυτοκρατορία και στην Αυλή τών Οστρογότθων, όπου κρατήθηκε αιχμάλωτος τρία χρόνια. Το έργο του α ποτελείται από τις [σroρίες ή [σroρία τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η ο
ποία περιγράφει, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα εκτεταμένα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί, γεγονότα από τον Αύγουστο μέχρι την εποχή τού Ιουλιανού τού Παραβάτη, καθώς και μια πραγματεία
-
Κo.τάσrασις ή Περί Τάξεως -, μέρος τής οποίας συμπεριελήφθη στο πε ρίφημο βιβλίο Περί βασιλείου τάξεως, που δημοσιεύθηκε την εποχή τού Κωνσταντίνου τού Πορφυρογέννητου, τον
100 αιώνα.
Από την εποχή τού Προκοπίου μέχρι τις αρχές τού 70υ αιώνα, έχουμε
μια συνεχή γραμμή ιστορικών συγγραφέων, οι οποίοι συνέχιζαν το έργο τών προκατόχων τους.
Τον Προκόπιο ακολούθησε, αμέσως, ο εκ Μικράς Ασίας καλά καταρ τισμένος νομικός Αγαθίας, ο οποίος άφησε, εκτός από μερικά σύντομα ποιήματα και επιγράμματα, το κάπως επιτηδευμένα γραμμένο έργο του
Περί τής [oυσrινιανoύ βασιλείας, το οποίο καλύπτει την περίοδο
552-558.
Μετά τον Αγαθία έρχεται ο Μένανδρος ο Προτέκτωρ, ο οποίος έγραψε την εποχή τού Μαυρικίου την [σroρία του, η οποία είναι συνέχεια τού έρ
γου τού Αγαθία και περιγράφει γεγονότα από το
558
μέχρι το
582,
δηλα-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
235
δή μέχρι το έτος τής ανόδου στον θρόνο τού Μαυρικίου. Αν και σήμερα έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα αυτού του έργου, μπορούμε να δια πισtώσoυμε τη σημασία που έχει, κυρίως μάλιστα από γεωγραφική και ε θνογραφική άποψη, και να αντιληφθούμε αρκετά καλά ότι το έργο αυτό
είναι καλύτερο από το έργο τού Αγαθία. Το έργο τού Μενάνδρου συνε χίσθηκε από τον Αιγύπτιο Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, που έζησε την εποχή τού Ηρακλείου, κατέχοντας τη θέση τού αυτοκρατορικού γραμματέα. Ε κτός από ένα μικρό έργο σχετικό με τις φυσικές επιστήμες και από μια
συλλογή επιστολών, έγραψε μια ιστορία τής περιόδου τού Μαυρικίου
(582-602).
Το ύφος τού Θεοφυλάκτου βρίθει αλληγοριών και επιτηδευ
μένων εκφράσεων πολύ περισσότερο από το ύφος τών αμέσων προκατό
χων του. «Συγκρίνοντας τον Θεοφύλακτο με τον Προκόπιο και τον Αγα θία», γράφει ο Κρουμπάχερ, <<τόν βλέπουμε να είναι στην κορυφή μιας καμπύλης που ορθώθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Ο ιστορικός τού Βελισσα ρίου, παρά τον στόμφο του, είναι απλός και φυσικός, ενώ ο ποιητής Αγα θίας χρησιμοποιεί περισσότερο πομπώδεις ποιητικές εκφράσεις. Το ύ φος όμως και τών δύο αυτών συγγραφέων φαίνεται τελείως ανεπιτήδευ το, εν συγκρίσει με το ύφος τού Θεοφυλάκτου, ο οποίος εκπλήττει τον α
ναγνώστη σε κάθε σημείο με νέες, απροσδόκητες, εξεζητημένες εικόνες, αλληγορίες, γνωμικά και μυθολογικά και άλλα στοιχεία»(l). Παρ' όλα αυτά όμως ο Θεοφύλακτος παραμένει μια εξαιρετική, κύρι α,
πηγή για την εποχή τού Μαυρικίου, ενώ συγχρόνως δίνει χρήσιμες
πληροφορίες για την Περσία και τη θέση τών Σλάβων στη Βαλκανική" Χερσόνησο, στα τέλη τού 60υ αιώνα.
Ο πρέσβυς τού Ιουστινιανού στους Σαρακηνούς και τους Αβησυνούς Νόννοσος, έγραψε μια περιγραφή τού μεγάλου του ταξιδιού, από την ο
ποία σώζεται, στα έργα τού Πατριάρχη Φωτίου, ένα απόσπασμα, που έστω και αυτό μόνον -
-
δίνει εξαιρετικές πληροφορίες τής φύσεως και
τής εθνογραφίας τών χωρών που επισκέφθηκε. Ο Φώτιος διέσωσε επί σης ένα απόσπασμα τής ιστορίας τού Θεοφάνους, ο οποίος έγραψε κατά
τα τέλη τού 60υ αιώνα, διηγούμενος, πιθανόν, στο έργο του την μεταξύ τού Ιουστινιανού και τών αρχών τής βασιλείας τού Μαυρικίου περίοδο.
Το απόσπασμα αυτό είναι σημαντικό, γιατί περιέχει στοιχεία σχετικά με την εισαγωγή τής σηροτροφίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς και
μια από τις παλαιότερες αναφορές στους Τούρκους. Πολύ αξιόλογο επί
σης για την εκκλησιαστική ιστορία τού 50υ και τού 60υ αιώνα, είναι το
έργο τού Ευαγρίου, που πέθανε στα τέλη τού 60υ αιώνα. Η Εκκλησιαστι κή Ιστορία του, σε έξι βιβλία, συνεχίζει τις ιστορίες που έγραψαν ο Σω
κράτης, ο Σωζομενός και ο Θεοδώρητος. Περιέχει γεγονότα από τη Σύ-
(1)
Κ. Κrumbacher,
«Geschichte der byzantinischen Litteratur», σελ. 249.
236
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νοδο τής Εφέσου -το
431-
μέχρι το
593.
Εκτός από τα εκκλησιαστικά
γεγονότα περιέχει επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικές με τη γενική ιστορία τής περιόδου αυτής. Ο Ιώννης ο Λυδός διακρίθηκε για την εξαιρετική του μόρφωση, ο δε
Ιουστινιανός τόν εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε τού ανέθεσε να γράψει έναν αυτοκρατορικό πανηγυρικό. Εκτός από τα άλλα του έργα, ο Ιωάννης ά φησε μια πραγματεία σχετική με τη Διοίκηση
(magistrates) τού
ρωμα'ίκού
κράτους, η οποία δεν έχει μελετηθεί ή αξιοποιηθεί όσο πρέπει. Περιέχει αρκετά ενδιαφέροντα γεγονότα, σχετικά με την εσωτερική οργάνωση τής Αυτοκρατορίας, και μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα αξιόλογο συμπλήρω μα τών Ανεκδότων τού Προκοπίου(l).
Η πολύπλευρη σημασία τής Χριστιανικής Τοπογραφίας τού Κοσμά Ιν
δικοπλεύστη έχει ήδη τονισθεί πιο πάνω. Στον γεωγραφικό τομέα ανήκει επίσης η στατιστική επισκόπηση τής Ανατολικής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορί
ας, τής εποχής τού Ιουστινιανού, την οποία συνέγραψε ο γραμματικός Ιε ροκλής και που φέρει τον τίτλο Συνέκδημος. Ο συγγραφέας δεν επικε ντρώνει το έργο του γύρω από την εκκλησιαστική αλλά μάλλον γύρω από την πολιτική γεωγραφία τής Αυτοκρατορίας που είχε, τότε, και
912
64
επαρχίες
πόλεις. Είναι αδύνατο να καθορισθεί εάν το έργο είναι καρπός
τής προσπάθειας τού Ιεροκλή ή έργο μιας επιτροπής που ενήργησε κατό
πιν ανωτέρας εντολής. Οπωσδήποτε όμως η άχαρη επισκόπηση τού Ιερο κλή, αποτελεί μια εξαιρετική πηγή για τον καθορισμό τής πολιτικής κα τάστασης τής Αυτοκρατορίας στις αρχές τής Βασιλείας τού Ιουστινια νού(2). Ο Ιεροκλής χρησιμοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέν
νητο ως κύρια πηγή, για γεωγραφικά ζητήματα. Εκτός από αυτούς τους ιστορικούς και γεωγράφους, ο 60ς αιώνας είχε και τους χρονογράφους του. Η εποχή τού Ιουστινιανού ήταν ακόμη στενά
συνδεδεμένη με τ:ην κλασική λογοτεχνία και τα άτεχνα χρονικά, τα οποία διαδόθηκαν ευρέως κατά την ύστερη περίοδο τού Βυζαντίου, παρουσιά ζονταν μόνο ως σπάνιες εξαιρέσεις την περίοδο αυτή. Μια μέση κατάσταση μεταξύ τών ιστορικών και τών χρονογράφων κατείχε ο Ησύχιος ο Μιλήσιος, που έζησε, κατά πάσαν πιθανότητα, την
εποχή τού Ιουστινιανού. Τα έργα του διασώθηκαν μόνο σε αποσπάσματα στα βιβλία τού Φωτίου και τού λεξικογράφου τού 1Ο0υ αιώνα Σουίδα. Βάσει αυτών τών αποσπασμάτων φαίνεται ότι ο Ησύχιος έγραψε μια
(1) Σχετικές πληροφορίες με το έργο τού Ιωάννη και τη σημασία του βλέπε στον Ε. Stein, «Untersuchungen ίiber das Officium der Pratorianenprafektur seit Diokletian». (2) Το έργο αυτό γράφηκε πριν από το 535. Βλέπε Krumbacher, «Geschichte der byzantinischen Litteratur», 417. G. Montefatiu, «Storia deIfa Iitteratura bizantina», 354-1453,76.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
237
παγκόσμια ιστορία, σε μορφή χρονικού, που περιελάμβανε την μεταξύ τής εποχής τής αρχαίας Ασσυρίας και τού θανάτοι' τού Αναστασίου
(518)
περίοδο. Ένα μεγάλο απόσπασμα αυτού τού έργου, το οποίο έχει διασω θεί, ασχολείται με την προ τού Μεγάλου Κωνσταντίνου περίοδο τής ιστο ρίας τού Βυζαντίου. Ο Ησύχιος υπήρξε επίσης ο συγγραφέας μιας ιστο ρίας τής εποχής τού Ιουστίνου Α' και τών αρχών τής βασιλείας τού Ιου
στινιανού, η οποία όμως διαφέρει πολύ στο ύφος και στη σύλληψη από το
πρώτο του έργο. Το τρίτο έργο τού Ησυχίου υπήρξε ένα λεξικό τών εν παιδεία ονομαστών. Το γεγονός ότι το λεξικό αυτό δεν περιλαμβάνει τους Χριστιανούς συγγραφείς, οδήγησε μερικούς μελετητές στο συμ.ι-τέ ρασμα ότι ο Ησύχιος ήταν, πιθανόν, ειδωλολάτρης, πράγμα όμως που δεν είναι γενικά δεκτό(I).
Ο γνήσιος όμως χρονογράφος τού 60υ αιώνα υπήρξε ο Σύρος Ιωάν
νης Μαλάλας, συγγραφέας ενός ελληνικού χρόνΙΚΟύ τής ιστορίας τού κό σμου, το οποίο, όπως φαίνεται από το μοναδικό χειρόγραφο που διασώ θηκε, παρουσιάζει γεγονότα από την εποχή τής μυθικής ιστορίας τών Αι γυπτίων μέχρι το τέλος τής βασιλείας τού Ιουστινιανού. Πιθανόν όμως να περιείχε γεγονότα και τής μεταγενέστερης περιόδου(2). Οι στόχοι τού χρονικού είναι χριστιανικοί και απολογητικοί και εκφράζει τις μοναρχι κές τάσεις τού συγγραφέα του. Με το συγκεχυμένο περιεχόμενό του και
με την ανάμιξη μύθων και γεγονότων, καθώς και σπουδαίων γεγονότων με ασήμαντα περιστατικά, φαίνεται καθαρά ότι το βιβλίο αυτό δεν προο ριζόταν για τους μορφωμένους, αλλά για τις μάζες για τις οποίες ο συγ
γραφέας τού έργου αναφέρει πολλά και διασκεδαστικά γεγονότα. «Το έργο αυτό είναι, με όλη τη σημασία τής λέξεως, μια εκλα'ίκευμένη ιστο ρία»(3). Αξίζει να προσέξει κανείς το ύφος, δεδομένου ότι το έργο αυτό είναι το πρώτο αξιόλογο έργο που γράφηκε στην ομιλουμένη Ελληνική, την Ελληνική εκείνη δημώδη διάλεκτο που ήταν πολύ διαδεδομένη στην
Ανατολή και 'που ανεμίγνυε ελληνικά στοιχεία με λατινικές και ανατολι
κές εκφράσεις. Δεδομένου ότι, το χρονικό αυτό, ανταποκρινόταν στην αισθητική και στη νοοτροπία τής μάζας, επηρέασε πολύ τη βυζαντινή α νατολική και σλαβική χρονογραφία. Ο μεγάλος αριθμός σλαβικών
ανθολογιών και μεταφράσεων τών έργων τού Μαλάλα έχουν μεγάλη α
ξία, λόγω τής συμβολής τους στην αποκατάσταση τού πρωτότυπου ελλη-
(1) Montelatici, «Storia della litteratura bizantina», 63-64. (2) Το χρονικό τού Ιωάννη Μαλάλα παρουσιάσθηκε ίσως
τον πρώτο χρόνο τής βασι
λείας τού Ιουστινιανού. Σε καινούργια έκδοσή του προστέθηκε μία συνέχεια γραμμέ νη από τον ίδιο τον συγγραφέα ή από κάποιον άλλον. Βλέπε
Empire», 11, 435. (3) Krumbacher, «Gcschichte der byzantinischen Litteratur», 32f1.
Bury, «Later Roman
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
238
νικού κειμένου τού χρονικού του(l).
Στα πολλά έργα που γράφηκαν Ελληνικά την εποχή αυτή
(518-610)
α
νήκει επίσης το έργο τού Ιωάννη τού εξ Εφέσου, ο οποίος πέθανε <πα τέ λη τού 60υ αιώνα (πιθανόν το
586)<2).
Γεννημένος στην 'Ανω Μεσοποτα
μία -Μονοφυσίτης <πο θρήσκευμα- ο Ιωάννης έζησε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, όπου κατείχε την επισκοπι κή έδρα τής Εφέσου και όπου γνώρισε προσωπικά τον Ioυσrινιανό και την Θεοδώρα. Έγραψε το έργο Iσroρία τών μακαρ(ων (=ασκητών) τής
Ανατολής
(Commentarii de Beatis Orientalibus)
και την Eκκλησιασrική
Iσroρία (Συριακά), η οποία καλύπτει την από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι
το έτος
585
περίοδο. Από το δεύτερό του έργο έχει διασωθεί το πιο
σημαντικό και πιο πρωτότυπο τμήμα που ασχολείται με γεγονότα, τα ο
ποία αναφέρονται στην μεταξύ
521 και 585 περίοδο. Το τμήμα αυτό είναι
μια ανεκτίμητη πηγή για αυτή την περίοδο. Γραμμένη με μονοφυσιτική οπτική, η Iσroρία τού Ιωάννη τού εξ Εφέσου δεν παρουσιάζει τόσο τις δογματικές βάσεις τών μονοφυσιτικών ερίδων 6σο τις εθνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις τους. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός μελετητή
που έχει αφιερωθεί ειδικά σrη μελέτη τού έργου τού Ιωάννη, η Εκκλησι ασrική Ισroρία του «φωτίζει τις τελευταίες φάσεις τής σύγκρουσης μετα
ξύ Χριστιανισμού και ειδωλολατρίας, αποκαλύπτοντας επίσης τις πολιτισμικές αφετηρίες αυτής τής σύγκρουσης». Επίσης «έχει μεγάλη α ξία τόσο για την πολιτική ισroρία όσο και για την ισroρία τού πολιτισμού τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τον
60
αιώνα- και κυρίως για τον
καθορισμό τής εκτάσεως τών επιδράσεων τής Ανατολής. Αναπτύσσοντας την ιστορία του ο συγγραφέας, εισέρχεται στις λεπτομέρειες τής καθημε
ρινής ζωής, δίνοντας έτσι πλούσιο υλικ6 για μια εκ τού σύνεγγυς γνωρι μία με τις συνήθειες και την αρχαιολογία τής περιόδου»(). Οι μονοφυσιτικές έριδες που συνεχίσrηκαν τον
60
αιώνα, συνετέλε
σαν σε μια φιλολόγική δρασrηριότητα σroν τομέα τής δογματικής και τής πολεμικής. Και ο ίδιος ο Ioυσrινιανός ενεπλάκη σε αυτές τις έριδες. Τα έργα τών Μονοφυσιτών δεν έχουν διασωθεί σro ελληνικό πρωτότυπο και, ως εκ τούτου, μπορούν να κριθούν απ6 αποσπάσματα που βρίσκο-
(1)
Τα βιβλία
VII-XVIlI, tlj;
σλαβικιjς εκδόσεως τών έργων τού Μαλάλα μεταφρά
στηκαν στα Αγγλικά από τον Μ. οκρισία του ο Α. Τ.
Spinka σε
Olmstead γράφει
συνεργασία με τον
G. Downey.
Στην βιβλι
ότι «ο Ιωάννης Μαλάλας αναμφιβόλως υmjρξε
ο χειρότερος χρονογράφος τού κόσμου ... ο Μαλάλας (όμως) έχει διασώσει έναν μεγά
λο αριθμό σπονδαίων στοιχείων τα οποία θα είχαν χαθεί».
Seminary Register) ΧΧΧΙ, 4 (1942), 22. (2) Ε. W. Brooks στο «Patro\ogia Orientalis», ΧΥIl (1923) (3) Dyakonov, «Ιωάννης ο εξ Εφέσου» (Ρωσικά).
(The Chicago Theo\ogica\
νί.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
239
νται στους συγγραφείς τής αντίθετης παρατάξεως ή απ6 μεταφράσεις που διασώθηκαν στη γραμματεία τών Συρίων ή τών Αράβων. Στους Ορ θοδόξους συγγραφείς συγκαταλέγεται και ο σύγχρονος τού lουστίνου και τού Ιουστινιανού, Λε6ντιος ο Βυζάντιος, ο οποίος άφησε αρκετά έρ γα γραμμένα εναντίον τών Νεστοριανών, τo'iν Μονοφυσιτών και άλλων.
Οι πληροφορίες σχετικά με τη ζωή αυτού τού δογματικού είναι ανεπαρ κείς(I). Παραμένει ως παράδειγμα εν6ς ενδιαφέροντος φαινομένου τής ε ποχής τού Ιουστινιανού, δηλαδή τού γεγον6τος 6τι η επίδραση τού Πλά τωνος στους Πατέρες τής Εκκλησίας άρχισε να αντικαθίσταται με την επίδραση τού Αριστοτέλους(2).
Η ανάπτυξη τού μοναχικού και ερημιτικού βίου στην Ανατολή, κατά
τη διάρκεια τού 60υ αιώνα, άφησε τα ίχνη της στα έργα τής ασκητικής, μυστικής και αγιολογικής λογοτεχνίας. Ο Ιωάννης ο τής Κλίμακος έζησε αρκετά χρ6νια, μ6νος, στο Όρος Σινά και έγραψε το έργο του Κλίμαξ
(Scala
Ρaradίsί)(3), το οποίο αποτελείται απ6 τριάντα κεφάλαια 6που πε
ριγράφει τους βαθμούς τής πνευματικής αν6δου προς την ηθική τελει6τη τα. Το έργο αυτ6 έγινε προσφιλές ανάγνωσμα, για τους μοναχούς τού
Βυζαντίου, και χρησίμευε ως οδηγ6ς για την επίτευξη τής ασκητικής και πνευματικής τελει6τητας. Η εξαιρετική 6μως δημοτικ6τητα τής Κλίμακος κάθε άλλο παρά περιορίσθηκε στην Ανατολή. Υπάρχουν πολλές μετα φράσεις τού έργου στη Συριακή, τη σύγχρονη Ελληνική, τη Λατινική, την Ιταλική, την Ισπανική, τη Γαλλική και τη Σλαβική. Μερικά απ6 τα χειρ6γραφα τής Κλίμακος περιέχουν πολλές ενδιαφέρουσες εικ6νες (μινια τούρες) τής θρησκευτικής και μοναστικής ζωής(4). Επικεφαλής τών αγιολ6γων-συγγραφέων τού 60υ αιώνα πρέπει να το
ποθετηθεί ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, ο οποίος έζησε τα τελευταία χρ6νια τής ζωής του στην Παλαιστίνη, στην περίφημη Λαύρα τού Αγίου Σάβ
βα. Ο Κύριλλος ήθελε να γράψει μια μεγάλη συλλογή Βίων ασκητών, αλ λά δεν κατ6ρθωσε να τελειώσει το έργο του, λ6γω, πιθαν6ν, τού πρ6ω-
(1)
Βλέπε
F. Loofs, «Leontius
νοη
By;zanz», 297-303. W. RUgamer, «Leontius
νοη
Byzanz», 49-72. (2) RUgamer, «Leontius νοη Byzanz», 72. (3) Ο συγγραφέας έχει υπ' όψη του εδώ' την ουράνια «κλίμακα» την οποία είδε ο Ια κώβ στο όνειρό του (Γεν. 28:12). Η ελληνική γενική «ο τής Κλίμακος» έγινε Λατινικά «CJimacus», με αποτiλεσμα να είναι γνωστός, στη Δύση, ο Ιωάννης ως Johannes CΙimacus.
(4) Σχετικά με την αναπαραγωγή πολλών μικρογραφιών τής «Κλίμακος», βλέπε C. R. Morey, «East Christian Paintings ίη the Freer Collection», 1, 30. Βλέπε επίσης ο. Μ. Dalton, «East Christian Art», σελ. 316.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
240
ρου θανάτου του. Αρκετά έργα του έχουν διασωθεί, ανάμεσα στα οποία οι Βίοι τού Ευθυμίου και τού Αγίου Σάββα, καθώς και πολλών άλλων Α γίων. Λόγω τής ακρίβειας τής περιγραφής και τής ακριβούς κατανοησε
ως τής ασκητικής ζωής, καθώς και τής απλότητας τού ύφους, όλα τα έργα τού Κυρίλλου που έχουν διασωθεί χρησιμεύουν ως πολύτιμες πηγές για την πολιτιστική ιστορία τής πρώιμης Βυζαντινής Περιόδου(I).
Ο Ιωάννης Μόσχος
-
επίσης από την Παλαιστίνη -
ο οποίος έζησε
στα τέλη τού 60υ και στις αρχές τού Ίου αιώνα, έγραψε στα Ελληνιχά το περίφημο έργο του Λειμών
(Pratum Spirituale)
με βάση την πείρα που α
πέκτησε κατά τη διάρκεια τών ταξιδιών του στα μοναστήρια τής Παλαι στίνης, τής Αιγύπτου, τού Όρους Σινά, τής Συρίας, τής Μικράς Ασίας και
τών νησιών τής Μεσογείου και τού Αιγαίου Πελάγους. Το βιβλίο περιέ χει τις εντυπώσεις τού συγγραφέα και διάφορες πληροφορίες για τα μο ναστήρια και τους μοναχούς. Το περιεχόμενο τού Λειμώνας είναι πολύ
ενδιαφέρον για την ιστορία τού πολιτισμού. Αργότερα έγινε ένα δημοφι λές βιβλίο, όχι μόνο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και σε άλλες χώ ρες ιδίως δε στην Παλαιά Ρωσία. Η ποίηση αντιπροσωπεύθηκε, την περίοδο αυτή, από αρκετούς συγ γραφείς. Είναι απολύτως βέβαιο ότι ο περίφημος για τους εκκλησιαστι
κούς του ύμνους Ρωμανός ο Μελωδός, έφθασε, την εποχή τού Ιουστινια νού, στο ζενίθ τής δημιουργικής του πορείας. Την ίδια εποχή ο Παύλος ο Σιλεντιάριος έγραψε, στα Ελληνικά, έμμετρη Έκφρασιν τού ναού τής Α γίας Σοφίας, όπου περιγράφεται ο ναός και ο ωραίος του άμβωνας
(ambo).
Το έργο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για την ιστορία τής
τέχνης(2), έχει δε υμνηθεί από τον σύγχρονό του ιστορικό Αγαθία(3), για
τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω. Τελικά ο εκ Β. Αφρικής Κόριππος -ποιη
τής με περιορισμένες δυνατότητες -, ο οποίος αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έγραψε δύο έργα στα Λατινικά. Το πρώτο από
αυτά, με τίτλο ιωάννης, γραμμένο προς τιμήν τού Βυζαντινού στρατηγού Ιωάννη Τρωγλίτη, που κατέπνιξε την εξέγερση τών εγχωρίων Αφρικα νών, περιέχει ανεκτίμητο υλικό σχετικό με τη γεωγραφία και την εθνο
γραφία τής Βόρειας Αφρικής, καθώς και με τον Αφρικανικό Πόλεμο. ο ρισμένες φορές τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό είναι
πιο αξιόπιστα από εκείνα που παρουσιάζει ο Προκόπιος. Το δεύτερο έρ γο τού Κορίππου
- In
lαudem Justίni -, το οποίο περιγράφει με στομφώ-
(1) Βλέπε Eduard Schwartz, «Kyrillos νοn Skythopolis». (2) Βλέπε σύγχρονη έκδοση και τών δύο έργων τού Ρ. FriedIander, «Johannes νοn Gaza und PauIus SiIentiarius», 227-265, σχόλια 267-305. (3) «Historiae», Υ, 9, Βοnn, 296-297. L. Α. Dindorf, «Historici Graeci Minorcs», 11, 362.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
241
δες ύφος την άνοδο στον θρόνο τού Ιουστίνου Β' τού Νεωτέρου, καθώς και τα πρώτα γεγονότα τής βασιλείας του, είναι κατώτερο από το πρώτο έργο, αν και περιέχει πολύ ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με την εθιμοτυπία τής Αυλής τού Βυζαντίου κατά τον
60 αιώνα.
Οι πάπυροι έχουν αποκαλύψει κάποιον Διόσκορο, που έζησε τον
60
αιώνα σ' ένα μικρό χωριό τής' Ανω Αιγύπτου. Κόπτης στην καταγωγή,
φαίνεται ότι πήρε μια καλή, γενική, μόρφωση, καθώς και μια προσεκτική νομική κατάρτιση. Φαίνεται επίσης ότι έτρεφε και λογοτεχνικές φιλοδο ξίες Αν και η μεγάλη συλλογή τών έργων του δίνει πλούσιο υλικό πληρο
φοριών σχετικών με την κοινωνική και διοικητική κατάσταση τής περιό δου αυτής, τα ποιήματά του δεν συμβάλλουν καθόλου στην ανάδειξη τής ελληνιστικής ποιήσεως, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν το έργο ενός ε ρασιτέχνη, το οποίο «είναι γεμάτο από τα πιο χονδροειδή λάθη, τόσο στη γραμματική όσο και στην προσωδία». Όπως λέει ο Χ. Μπελ, ο ποιητής
αυτ6ς διάβασε πάρα πολύ ελληνική λογοτεχνία, αλλά έγραψε φριχτούς στίχους(l). Ο Μασπερό ονομάζει τον Διόσκορο τελευταίο Έhληνα ποιητή
τής Αιγύπτου, καθώς και έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους τού Ελληνισμού στην κοιλάδα τού Νείλου(2).
Το κλείσιμο τής ειδωλολατρικής Ακαδημίας τών Αθηνών, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ιουστινιανού, δεν μπορούσε να βλάψει στα
σοβαρά τη λογοτεχνία και την παιδεία τής περιόδου αυτής, δεδομένου ό τι η σχολή αυτή είχε ήδη εκπληρώσει τον προορισμό της, ενώ συγχρόνως δεν είχε μεγάλη σημασία για μια Χριστιανική Αυτοκρατορία. Οι θησαυ
ροί τής κλασικής λογοτεχνίας εισχωρούσαν σιγά-σιγά στα δημιουργήμα τα τής χριστιανικής λογοτεχνίας. Το Πανεπιστήμιο τής Κωνσταντινουπό λεως, το οποίο οργάνωσε ο Θεοδόσιος Β', συνέχισε τη δράση του επί Ι0υστινιανoύ. Νέα νομικά έργα δείχνουν την σημασία που είχε για την ε ;τοχή αυτή η μελέτη τού Δικαίου, η οποία περιορίσθηκε, όμως, σε μετα
φράσεις νομικών κειμένων και στη συγγραφή σύντομων παραφράσεων και περικοπών.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για το πώς εξελίχθηκε η νομική διδασκαλία μετά τον θάνατο τού Ιουστινιανού. Ενώ ο Αυτοκράτορας έ δειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μόρφωση, ο διάδοχός του Φωκάς σχε-
(1) «Byzantine
Serνile
Bell, «Greek Papyri (1917),
State», Journal of Egyptian Archaeology,
ίη
ΙV
(1917), 104-105.
the British Museum», Journal of Egyptian Archaeology,
ίίί-ίν. Βλέπε επίσης
W. Schubart,
«Einfίίhrung ίη
ν
die Papyruskunde», 145-147,
495. (2) «υπ dernier poete grcc d' Egypte: Dioscore, fils d' ΑΡοΙΙόs», Rcvuc des etudes grecques,
ΧΧΙV
(1911), 426, 456. 469.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
242
δόν σταμάτησε τη δράση τού Πανεπιστημίου(1). Στον τομέα τής τέχΥης η εποχή τού Ioυσrινιανoύ φέρει το 6νομα τού
Πρώτου Χρυσού Αιώνα. Η αρχιτεκτονική αυτής τής εποχής δημιούργησε ένα μοναδικ6, στο είδος του, μνημείο, τον να6 τής Αγίας Σοφίας(2).
Η Αγία Σοφία ή η Μεγάλη Εκκλησία, 6πως ονομάζεται στην Ανατο λή, ανοικοδομήθηκε, ύστερα απ6 διαταγή τού Ioυσrινιανoύ, στο μέρος
6-
που βρισκ6ταν η μικρή βασιλική τής Αγίας Σοφίας που κάηκε κατά τη
διάρκεια τής Στάσεως τού Νίκα
(532).
Θέλοντας να κάνει τον να6 αυτ6
ένα κτήριο ασυνήθους λαμπρ6τητας, ο Ioυσrινιαν6ς, 6πως αναφέeει η μεταγενέστερη παράδοση, διέταξε τους διοικητές τών επαρχιών να τού προμηθεύσουν τα καλύτερα κομμάτια τών αρχαίων μνημείων. Επίσης με ταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα, απ6 τα πλουσιότερα μέρη, τεράστιες πο
σ6τητες μαρμάρου, διαφ6ρων χρωμάτων και σχημάτων. Άργυρος, χρυ σ6ς, ελεφαντ6δοντο και πολύτιμοι λίθοι, μεταφέρθηκαν στην πρωτεύου
σα για να αυξήσουν τη μεγαλοπρέπεια τού νέου ναού.
Ο Αυτοκράτορας διάλεξε για την εκτέλεση αυτού τού μεγαλοπρεπούς έργου δύο ικανούς -απ6 τη Μικρά Ασία- αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο τον Τραλλιαν6 και τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο, οι οποίοι ανέλαβαν το με γάλο τους έργο με ενθουσιασμ6, καθοδηγώντας με ικανότητα το έργο δέ
κα χιλιάδων εργατών. Ο Αυτοκράτορας παρακολουθούσε, προσωπικά, την κατασκευή, βλέποντας την πρ60δό της, δίνοντας συμβουλές και ενι σχύοντας τον ζήλο τών εργατών. Το έργο τελείωσε σε πέντε χρ6νια. Τα Χριστούγεννα τού
537
έγιναν παρουσία τού Αυτοκράτορα τα θριαμβευ
τικά εγκαίνια τής Αγίας Σοφίας. Mεταγενέσrερες πηγές μάς πληροφο
ρούν 6τι ο Αυτοκράτορας, ενθουσιασμένος απ6 το κατ6ρθωμά του, είπε
μιλώντας στον λα6: «Δ6ξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τελέσαι το τοιού τον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών!»(3). Επ' ευκαιρία αυτού τού θριαμβευ
τικού γεγονότος, πολλά αιτήματα τού λαού ικανοποιήθηκαν, ενώ συγχρ6νως έγιναν μεγάλες'γιορτές σε 6λη την πρωτεύουσα.
Εξωτερικά η Αγία Σοφία είναι πολύ απλή λ6γω τής γυμνότητας τών πλινθ6κτιστων τοίχων, οι οποίοι δεν φέρουν διακοσμητικά στοιχεία. Α κ6μη και ο φημισμένος τρούλλος φαίνεται κάπως βαρύς απ' έξω. Τώρα η Αγία Σοφία χάνεται ανάμεσα στα τουρκικά σπίτια που τήν περιστοιχί
ζουν. Προκειμένου να εκτιμήσει κανείς τη μεγαλοπρέπεια και τη λα-
(1)
Βλέπε
(2)
Το πιο πρόσφατο, σχετικό με την Αγία Σοφία, έργο είναι τού Ε. Η.
Sophia». τού
F. Fuchs, «Die hίIheren Schulen νοη Konstantinopel», 7-8.
Βλέπε επίσης «Prelίminary
Thomas Whittemore.(3)
έκδ. Τ.
Preger,
Ι,
105.
Βλέπε
Swift, «Hagia
Reports οη the Mosaics οί. St. Sophia at Istanbul» «Scriptores originum
Constantinopolίtanarum»,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
243
μπρότητα αυτού τού ναού, πρέπει να τόν δει εσωτερικά. Παλαιότερα ο ναός είχε μια ευρύχωρη αυλή, το αίθριον, περιβεβλη μένη από στοές, στο μέσο τής οποίας βρισκόταν μια μαρμάρινη κρήνη. Η
τέταρτη πλευρά τού αιθρίου, που ήταν ενωμένη με τον ναό, αποτελούσε ένα είδος προπυλαίων ή εξωνάρθηκα ο οποίος επικοινωνούσε ντε πύλες -
με τον εσωνάρθηκα. Εννέα ορειχάλκινες πύλες
-
-
με πέ
από τις ο
ποίες η κεντρική, πλατύτερη και υψηλότερη, προοριζόταν για τον Αυτο κράτορα- οδηγούσαν στο εσωτερικό τού ναού. Ο κυρίως ναός, ο οποίος ανήκει στον τύπο τής «βασιλικής μετά τρούλλου», σχηματίζει ένα πολύ μεγάλο ορθογώνιο, με ένα μεγαλοπρεπές κεντρικό κλίτος, πάνω από το
οποίο υψούται ο τρούλλος, ο οποίος
-
έχοντας διάμετρο
κατασκευάσθηκε με ασυνήθη δυσκολία σε ύψος
50
31
μέτρων
μέτρων από τη γη.
Σαράντα μεγάλα παράθυρα, στη βάση τού τρούλλου, αφήνουν να εισχω
ρεί άφθονο φως, το οποίο απλώνεται σε όλο τον ναό. Στις δύο πλευρές τού κεντρικού κλίτους, κατασκευάστηκαν τέσσερεις ογκώδεις παρα
στάδες, οι πεσσοί, δύο στην βόρεια και δύο στη νότια πλευρά, οι οποίοι έφεραν από
4
κίονες. Το πάτωμα και οι κίονες είναι από πολύχρωμο
μάρμαρο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε, επίσης, για ορισμένα τμήματα τών τοίχων. Θαυμάσια ψηφιδωτά, τα οποία καλύφθηκαν από τους Τούρκους, έθελγαν τα μάτια τών επισκεπτών. Κυρίως έκανε βαθιά εντύπωση στους προσκυνητές ο τεράστιος Σταυρός που έλαμπε στην κορυφή τού τρούλ λου. Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να διακρίνει, κάτω από τα χρώμα τα τών Τούρκων, στο χαμηλότερο τμήμα τού τρούλλου, τις μεγάλες μορ
φές τών Αγγέλων. Το πιο δύσκολο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι δημιουργοί τής Αγί ας Σοφίας, υπήρξε η ανέγερση ενός τεράστιου και συγχρόνως πολύ ελα φρού τρούλλου, πράγμα το οποίο αποτελεί κατόρθωμα και για τη σύγ χρονη αρχιτεκτονική ακόμη. Το κατόρθωμα έγινε, αλλά ο θαυμάσιος
τρούλλος δεν κράτησε πολύ· έπεσε ενώ ζούσε ακόμη ο Ιουστινιανός και χρειάσθηκε να κτισθεί πάλι, με λιγότερο τολμηρό σχέδιο, στα τέλη τής βασιλείας του. Οι σύγχρονοι τού Ιουστινιανού μιλούν για την Αγία Σοφί
α με τον ίδιο θαυμασμό με τον οποίο μιλούν όλες οι μεταγενέστερες, μέ χρι την δική μας, γενεές. Ο Ρώσος προσκυνητής τού 190υ αιώνα, Στέφα νος τού Νόβγκοροντ, γράφει στα Ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη ότι «η Αγία Σοφία δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί από άνθρωπο»(Ι). Παρά τους συχνούς και ισχυρούς σεισμούς, η Αγία Σοφία διατηρείται μέχρι σή-
(1)
«Το προσκύνημα τού Στεφάνου τού Νόβγκοροντ» (Θρύλοι τού Ρωσικού Λαού),
έκδ. Τ. Sakharov, ΙΙ, 52 (Ρωσικά). Μ. Ν. Speransky, «From the Ancient Novgorod Literature of the Fourteenth Century», 50-76.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
244
μερα, ως τζαμί, στο οποίο μεταβλήθηκε το Ο Στριγκόφσκι
(Strygowski)
1453.
λέει ότι «Η σύλληψη τού ναού (τής Α.,ίας
Σοφίας) είναι, καθαρά, αρμενική»(Ι).
Καθώς περνούσε ο καιρός, η αληθινή ιστορία τής κατασκευής τής Α γίας Σοφίας μεταβλήθηκε σ' ένα είδος θρύλου, με πολλές λεπτομέριες
περί θαυμάτων. Ξεκινώντας από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι θρύλοι αυτοί εισχώρησαν στη νοτιο-σλαβική, ρωσική, μωαμεθανική, αραβική και τουρκική λογοτεχνία. Τα σλαβικά και τα μωαμεθανικά κείμενα πα
ρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον υλικό για την ιστορία τών διεθνών λΟΎοτε χνικών επιδράσεων(2).
Ο δεύτερος σπουδαίος ναός που έκτισε ο Ιουστινιανός στην πρωτεύ ουσα ήταν ο ναός τών Αγίων Αποστόλων. Ο ναός αυτQς κτίσθηκε από
τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ή τον Κωνστάντιο, αλλά κατά τον
60
αιώνα
βρισκόταν σε μια κατάσταση τελείας ερειπώσεως. Ο Ιουστινιανός τόν κατεδάφισε και τόν έκτισε πάλι σε μεγαλύτερη και μεγαλοπρεπέστερη κλίμακα, χρησιμοποιώντας ως αρχιτέκτονες τον Ανθέμιο τον Τραλλιανό και τον Ισίδωρο τον Νεώτερο. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε, το
1453,
στα χέρια τών Τούρκων, η εκκλησία αυτή καταστράφηκε για να
κτισθεί, στη θέση της, το τζαμί τού Μωάμεθ Β' τού Πορθητή. Πώς ήταν οι ' Αγιοι Απόστολοι μπορεί κανείς να τό καταλάβει παρατηρώντας, στη Βενετία, τον ναό τού Αγίου Μάρκου που κτίσθηκε σύμφωνα με το σχέδιό τους. Επίσης όμοιο με τον ναό αυτό σχέδιο έχει ο Άγιος Ιωάννης στην Έφεσο και, στη Γαλλία, ο ναός τού Αγίου Φρον
(St. Front) στο Περιγκέ (Perigueux). Τα ωραία ψηφιδωτά τών Αγίων Αποστόλων, που χάθηκαν,
περιγράφονται από τον Επίσκοπο Εφέσου Νικόλαο Μεσαρίτη, στις αρ
χές τού
130v
αιώνα' έχουν δε, επίσης, προσεκτικά μελετηθεί από τον Α
Χάιζενμπεργκ(3). Οι
' Αγιοι
Απόστολοι είναι γνωστοί ως ο χώρος ταφής
(σε μαυσωλεία) τώΥ Βυζαντινών Αυτοκρατόρων από την εποχή τού Με γάλου Κωνσταντίνου μέχρι τον
110 αιώνα.
Η επίδραση τής αρχιτεκτονικής τών οικοδομημάτων τής Κωνσταντι νουπόλεως είναι αισθητή στην Ανατολή, όπως Π.χ. στη Συρία, και στη Δύ
ση στο Πόρετς (ιταλ. Παρέντσο), στην Ίστρια και, κυρίως, στη Ραβέννα.
Η Αγία Σοφία σήμερα μπορεί να εντυπωσιάζει και να θέλγει με τον τρούλλο της, τις διακοσμήσεις τών κιόνων, τα πολύχρωμα μάρμαρα τών
(1) «Ursprung der Christliclen Kirchenkunst», μετάφραση Ο. Dalton και holtz, 46. Βλέπε και Dalton, «East Christian Μ», 93 (2) Βλέπε Π.χ. Μ.Ν. Speransky, «Τα νοτιο-σλαβικά και ρωσικά κείμενα ηΙς
Η.
Braun-
διηγήσεως
τής κατασκευής τής Αγίας Σοφίας τής Κωνσταντινουπόλεως» (Αναμνηστικός τόμος
V.
Ν.
οη
Zlatarsky 413-422 V. D. Smirnov, 413-422). V. D. Smirnov, «Turkish Legends Saint Sophia». (3) «Die Apostelkirche ίη Konstantinopel», 10 κ.ε.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
245
τοίχων και τού πατώματος, ακόμη δε περισσότερο με την εφευρετικότητα τής αρχιτεκτονικής της εκτέλεσης, αλλά τα θαυμάσια ψηφιδωτά τού εξαι ρετικού αυτού ναού είναι απρόσιτα, δεδομένου ότι έχουν καλυφθεί από τους Τούρκους.
Μια νέα όμως περίοδος άρχισε για την ιστορία τής Αγίας Σοφίας, χά ρη στην τακτική τής υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ Τουρκικής Δημοκρατίας, η
οποία, πρώτα απ' όλα, άφησε ανοικτό τον ναό στους ξένους αρχαιολό γους και μελετητές. Το
1931
μια εντολή τής τουρκικής κυβερνήσεως έδι
νε τη δυνατότητα στο Βυζαντινό Ινστιτούτο τής Αμερικής να αποκαλύψει και να συντηρήσει τα ψηφιδωτά τής Αγίας Σοφίας. Ο διευθυντής τού Ιν στιτούτου, καθηγητής Τόμας Χουίτμορ
(Thomas Whittemore),
πήρε την
άδεια να αποκαλύψει και να αποκαταστήσει τα ψηφιδωτά και το άρχισε, στον νάρθηκα, η σχετική εργασία. Τον Δεκέμβριο τού
1933
1934 ο Κε
μάλ ανήγγειλε ότι το κτήριο δεν θα λειτουργούσε πια ως τζαμί και ότι θα διατηρηθεί ως μουσείο και μνημείο τής Βυζαντινής Τέχνης. Χάρη στην α κούραστη και συστηματική εργασία τού Χουίτμορ, τα θαυμάσια ψηφιδω
τά τής Αγίας Σοφίας, σιγά-σιγά, άρχισαν να παρουσιάζονται και πάλι σε όλη τους τη λαμπρότητα και ομορφιά. Μετά τον θάνατο τού Χουίτμορ, το
1950, το έργο Underwood).
του συνεχίσθηκε από τον καθηγητή Α. Άντεργουντ (Α.
Ένα εξαιρετικό δείγμα τών βυζαντινών ψηφιδωτών υπάρχει στη Δύ ση, στη Ραβέννα. Πριν χίλια πεντακόσια χρόνια η Ραβέννα ήταν μια
πλούσια πόλη τών ακτών τής Αδριατικής. Τον
50
αιώνα χρησιμοποιήθη
κε ως το τελευταίο καταφύγιο τών τελευταίων Ρωμαίων Αυτοκρατόρων τής Δύσεως, τον
60
αιώνα έγινε πρωτεύουσα τών Οστρογότθων και, τελι
κά, από τα μέσα τού 60υ μέχρι τα μέσα τού 80υ αιώνα έγινε το διοικητικό κέντρο τής βυζαντινής Ιταλίας, την οποία επανέκτησε από τους Οστρο γότθους ο Ιουστινιανός. Υπήρξε το κέντρο τού Βυζαντινού Εξάρχου. Η τελευταία αυτή περίοδος υπήρξε η λαμπρή περίοδος τής Ραβέννας, δεδο μένου ότι τότε αναπτύχθηκε εκεί μια πλούσια πολιτική, οικονομική, πνευματική και καλλιτεχνική δράση. Τα καλλιτεχνικά μνημεία τής Ραβέννας είναι συνδεδεμένα με τη μνή μη τριών προσώπων: πρώτον τής κόρης τού Μεγάλου Θεοδοσίου και μη
τέρας τού Βαλεντινιανού Γ', Πλακιδίας, δεύτερον τού Θευδερίχου τού Μεγάλου και τρίτον τού Ιουστινιανού. Παραλείποντας τα αρχαιότερα μνημεία τής εποχής τής Πλακιδίας και τού Θευδερίχου, θα μιλήσουμε, σύντομα, για τα μνημεία τής εποχής τού Ιουστινιανού μόνον.
Καθ' όλη τη διάρκεια τής μακράς του βασιλείας, ο Ιουστινιανός ενδια φέρθηκε πολύ για την προώθηση τής κατασκευής θρησκευτικών και δημόσιων μνημείων σε όλη την τεράστια Αυτοκρατορία του. Μόλις κατέλα βε τη Ραβέννα, αποτελείωσε την κατασκευή τών ναών εκείνων, τών 0-
.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
246
ποίων η οικοδόμηση ,j-ίχε αρχίσει από την εποχη τών Οστρογότθων. Από
αυτούς τους ναούς, δύο έχουν μεγάλη σημασία, από καλλιτεχνικής πλευ ράς: ο ναός τού Αγίου Βιταλίου και ο ναός τού Αγίου Απολλιναρίου τού Παλαιού. Η καλλιτεχνική αξία αυτών τών δύο ναών έγκειται, κυρ(ως, στα ψηφιδωτά τους. Σχεδόν τρία μίλια μακριά από τη Ραβέννα, στο μέρος όπου, κατά τον Μεσαίωνα, βρισκόταν το πλούσιο λιμάνι τής πόλεως, υπάρχει ο απλός ναός τού Αγίου Απολλιναρίου τού Παλαιού, αντιπροσωπεύοντας, με το
σχήμα του, μια γνήσια αρχαία χριστιανική βασιλική. Σε μια πλευρά αυτού τού ναού βρίσκεται το κυκλικό καμπαναριό που έγινε αργότερα. Οι αρ χαίες σαρκοφάγοι, στολισμένες με ανάγλυφες εικόνες και τοποθετημένες κατά μήκος τών τοίχων του ναού, περιέχουν τα λείψανα τών πιο σπουδαί ων αρχιεπισκόπων τής Ραβέννας. Το ψηφιδωτό τού 60υ αιώνα εικονίζει τον προστάτη τής Ραβέννας, 'Αγιο Απολλινάριο, να κάθεται με σηκωμένα
χέρια, κυκλωμένος από αμνούς, στη μέση μιας ειρηνικής κοιλάδας. Πάνω απ' αυτόν, στον γαλανό, έναστρο ουρανό, ακτινοβολεί ένας πολύτιμος σταυρός. Τα άλλα ψηφιδωτά τής εκκλησίας αυτής είναι μεταγενέστερα(l).
Ο ναό~ τού Αγίου Βιταλίου, τού οποίου έχουν διατηρηθεί, σχεδόν άθι κτα, όλα τα ψηφιδωτά τού 60υ αιώνα, περιέχει το πιο αξιόλογο υλικό για τη μελέτη τών καλλιτεχνικών έργων τής περιόδου τού Ιουστινιανού. Το ε σωτερικό τού'ναού αυτού είναι σκεπασμένο, από πάνω μέχρι κάτω, με
θαυμασια γλυπτά και ψηφιδωτά. Από τα δύο πιο σπουδαία ψηφιδωτά, το ένα παριστάνει τον Ιουστινιανό ανάμεσα στον Επίσκοπο, τους ιερείς και
την αυλή του, ενώ το άλλο δείχνει τη Θε~ώρα μαζί με τις κυρίες επί τών
τιμών. Η ενδυμασία τών μορφών σε αυτές τις εικόνες είναι καταπληκτική λόγω τής μεγαλοπρέπειας και τής λαμπρότητάς της. Η Ραβέννα, η οποία μερικές φορές αναφέρεται ως «ιταλο-βυζαντινή Πομπηία» ή «Δυτικό Βυζάντιο»(2) προσφέρει το πιο αξιόλογο υλικό για
την εκτίμηση τής άρχαίας Βυζαντινής Τέχνης τού 50υ και τού 60υ αιώνα. Η οικοδομική δράση τού Ιουστινιανού δεν περιορίσθηκε μόνον στην ανέγερση φρουρίων και ναών. Έκτισε επίσης πολλά μοναστήρια, ανά κτορα, γέφυρες, δεξαμενές, υδραγωγεία, λουτρά και νοσοκομεία. Στις μακρινές επαρχίες τής Αυτοκρατορίας το όνομα τού Ιουστινιανού συνδέεται με την κατασκευή τής Μονής τής Αγίας Αικατερίνης, στο όρος
Σινά. Στο ναό τής μονής αυτής βρίσκεται ένα περίφημο ψηφιδωτό τής Μεταμορφώσεως, το οποίο χρονολογείται στον
60 αιώνα(3).
(1) Dalton, «East Christian Art», 277-278 . (2) Βλέπε Π.χ. Charles Diehl, «Ravenne», 8, 132. (3) Βλέπε σχετικό άρθρο τού V. Benesevic, «Sur la date de la mosaique de la Transfiguration au Mont SίmaΊ», Byzantion, Ι (1924), 145-172.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
247
Αρκετές ενδιαφέρουσες μινιατούρες και υφαντά τής εποχής αυτής έ χουν διασωθεί(l). Και μολονότι υπό την επίδραση τής Εκκλησίας, η γλυ πτική γενικά παρήκμαζε, βρίσκουμε έναν μεγάλο αριθμό εξαιρετικά ω
ραίων ελεφάντινων αναγλύφων, κυρίως δε ανάμεσα στα δίπτυχα -και
ιδιαιτέρως στα αναφερόμενα στους υπάτους -, από τα οποία τα πιο
σπουδαία είναι μια σειρά διπτύχων που χρονολογείται στη μεταξύ τού 50υ αιώνα και τού
541 περίοδο.
Σχεδόν όλοι οι συγγραφείς τής περιόδου αυτής, καθώς και οι δημι ουργοί τής Αγίας Σοφίας και τών Αγίων Αποστόλων, προέρχονταν από
την Ασία ή τη Β. Αφρική. Ο πολιτισμός τής ελληνιστικής Ανατολής συνέ
χιζε ακόμη να γονιμοποιεί την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή τής Βυ ζαντινής Αυτοκρατορίας. Μια επισκόπηση τής μακράς και ποικιλόμορφης βασιλείας τού Ιουστι
νιανού δείχνει ότι στις περισσότερες από τις προσπάθειές του δεν πέτυχε τα αποτελέσματα που επιθυμούσε. Είναι σαφές ότι οι λαμπρές στρατιω
τικές επιχειρήσεις στη Δύση
-
καρπός άμεσος τής ιδεολογίας του, ιδεο
λογίας ενός Ρωμαίου Καίσαρα, η οποία τόν υποχρέωσε να επανακτήσει
τις χαμένες περιοχές τής Αυτοκρατορίας -
δεν πέτυχαν τελικά. Ήταν τε
λείως αντίθετες προς τα πραγματικά συμφέροντα τής Αυτοκρατορίας, τα
οποία βρισκόταν στην Ανατολή και ως εκ τούτου συνετέλεσαν πολύ στην παρακμή και την καταστροφή τής χώρας. Η έλλειψη πόρων συνετέλεσε στην ελάττωση τού αριθμού τών στρατιωτικών, πράγμα που, αφ' ενός εμπόδισε τον Ιουστινιανό να εδραιωθεί στις νέες επαρχίες, αφ' ετέρου έ
φερε σε δύσκολη θέση τους διαδόχους του. Η θρησκευτική πολιτική τού Ιουστινιανού επίσης απέτυχε, δεδομένου ότι όχι μόνο δεν οδήγησε στη
θρησκευτική ενότητα, αλλά πολλαπλασίασε τις διαμάχες στις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες. Κυρίως όμως, ο Ιουστινιανός απέτυχε στις διοι κητικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, αν και άρχισαν με αγνές και ειλικρι νείς προθέσεις, οδήγησαν στην εξάντληση και ερήμωση τών χωριών, κυ
ρίως λόγω τών υπερβολικών φόρων και τών εκβιασμών τών ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων . .Δύο όμως από τα επιτεύγματα τού Ιουστινιανού άφησαν βαθιά ίχνη στην ιστορία τού πολιτισμού και δικαιολογούν απολύτως τόν τίτλο «Μέ γας», που τού απένειμε η Ιστορία. Τα επιτεύγματα αυτά είναι ο Κώδικας και ο ναός τής Αγίας Σοφίας.
(1)
Βλέπε
DiehI, «ManueI d' art byzantin», Ι 230-277.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
248
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
(610-717) Ο ΗΡ ΑΚΛΕΙΟΣ και οι άμεσοι διάδοχοί του αποτελούν μια δυναστεία
αρμενικής, πιθανόν, προελεύσεως. Αυτό τουλάχιστον μπορεί να συμπε ράνει κανείς, έχοντας υπ' όψιν τον Αρμένιο ιστορικό τού 70υ αιώνα Σεβεός, ο οποίος, θεωρούμενος ως μια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για την εποχή τού Ηρακλείου, γράφει ότι η οικογένειά του είναι συγγενι
κή προς τον περίφημο αρμενικό οίκο τών Αρσακιδών(l). Αντίθετες προς
την άποψη αυτή είναι οι σχετικές με τα ξανθά μαλλιά τού Ηρακλείου πληροφορίες(2 J • Ο Ηράκλειος βασίλευσε από το
610 μέχρι το 641
και απέ
κτησε, με την πρώτη του γυναίκα Ευδοκία, έναν γιο, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος βασίλευσε, μετά τον θάνατο τού πατέρα του, για λίγους μήνες, δε
δομένου ότι πέθανε και αυτός το
641.
Είναι δε γνωστός στην ιστορία ως
Κωνσταντίνος Γ (ένας από τους γιους τού Μεγάλου Κωνσταντίνου θεω ρείται ως Κωνσταντίνος Β'). Μετά τον θάνατο τού Κωνσταντίνου Γ' α νήλθε στον θρόνο, για μερικούς μήνες, ο Ηρακλεωνάς, γιος τού Ηρα κλείου από τη δεύτερή του γυναίκα, τη Μαρτίνα, ο οποίος εκθρονίσθηκε, το φθινόπωρο τού
641,
για ν' ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας ο γιος τού
Κωνσταντίνου Γ, Κώνστας Β', ο οποίος βασίλευσε από το
668.
641 μέχρι το Constans),
Η ελληνική μορφή τού ονόματός του Κώνστας (Λατινικά
είναι, πιθανόν, υποκοριστικό τού επισήμου του ονόματος Κωνσταντίνος,
το οποίο αναφέρεται στα βυζαντινά νομίσματα, στα επίσημα, δυτικά, έγγραφα τής περιόδου αυτής, καθώς και σε μερικές πηγές βυζαντινής προελεύσεως. Δι(ίδοχος τού τελευταίου υmιρξε ο δραστήριος γιος του Κωνσταντίνος Δ'
(668-685),
ο οποίος είναι γνωστός ως «Πωγωνάτος», αν
και οι σύγχρονοι μελετητές ονομάζουν έτσι τον πατέρα και όχι τον γιο(3). Με τον θάνατο τού Κωνσταντίνου Δ', το
685,
τελειώνει η καλύτερη περί
οδος τής Δυναστείας τού Ηρακλείου, αν και ο γιος του -τελευταίος τής Δυναστείας- Ιουστινιανός Β', ο Ρινότμητος βασίλευσε δύο φορές, από το
685
μέχρι το
(1)
«Ιστορία τού Αυτοκράτορας Ηρακλείου», κεφ. ΧΧΧίί (ρωσική έκδοση
695
και από το
705
μέχρι το
711.
Η περίοδος τού Ιουστι-
1862, γαλλική
μετάφραση F. Macler, 108). (2) Βλέπε Α. Pernice, «L'lmperatore Eraclio», 44. Η. Gregoire, «An Armenian Dynasty οη the Byzantine Throne», Armenian Quarterly, Ι (1946), 4-21. Χαρακτηρίζει 6λη την μεταξύ 582 και 713 περίοδο ως την πρώτη Αρμενική Περίοδο τής Βυζαντινής Ιστορίας (σελ. 8). (3) Βλέπε Ε. W. Brooks, "Who was Constantine Pogonatus?», Byzantinische Zcitschrift, ΧVΙΙ (1908),460-462.
249
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νιανού Β', χαρακτηριστική για τις πολλές θηριωδίες του, δεν έχει ακόμη
μελετηθεί όσο πρέπει. Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε ότι η σκληρή συμπεριφορά τού Αυτοκράτορα ΠΡΟζ τουζ εκπροσώπους τής αριστοκρα
τίας δεν οφειλόταν μόνον σε καθαρή αυθαιρεσία, αλλά και στην κρυ φή δυσαρέσκεια τών μελών εκείνων τής αριστοκρατίας που, μη θέλοντας να συμβιβασθούν με την ισχυρή θέληση και την απολυταρχική πολιτική τού Ιουστινιανού, αγωνίζονταν να τόν εκθρονίσουν. Μερικά βιβλία μι λούν καθαρά για την ύπαρξη μιας εκ παραδόσεως εχθρικής τάσεως ε
ναντίον τού Ιουστινιανού Β Ό Εκθρονίσθηκε το
685 και εξορίσθηκε στη
Χερσώνα τής Κριμαίας, αφού «ερρινοκοπήθη και εγλωσσοκοπήθη»(l).
Διέφυγε όμως από εκεί και κατόρθωσε να νυμφευθεί την αδελφή τού Χαγάνου* τών Χαζάρων. Αργότερα πέτυχε, με τη βοήθεια τών Βουλγά ρων, να ανακτήσει τον θρόνο τού Βυζαντίου και, όταν γύρισε στην πρω
τεύουσα, έλαβε σκληρά μέτρα εναντίον όλων εκείνων που συνετέλεσαν στην εκθρόνισή του. Η συμπεριφορά του αυτή όμως είχε ως αποτέλεσμα,
το
711,
μια επανάσταση, κατά τη διάρκεια τής οποίας εσφάγησαν ο Ιου
στινιανός και η οικογένειά του. Με το έτος
711
τελειώνει και η Δυναστεί
α τού Ηρακλείου. Κατά το διάστημα τής εξορίας τού Ιουστινιανού βασί λευσαν δύο κατά σύμπτωση Αυτοκράτορες: ο εξ Ισαυρίας στρατιωτικός Λεόντιος
(695-698)
και ο Αψίμαρος, ο οποίος πήρε το όνομα Τιβέριος,
μόλις ανέβηκε στον θρόνο (Τιβέριος Γ', νουν να δεχθούν τον Αψίμαρο
-
698-705).
Μερικοί μελετητές τεί
Τιβέριο ως γοτθο
-
ελληνικής καταγω
γής(2). Μετά τη βίαιη εκθρόνιση τού Ιουστινιανού Β', το
οδο έξι ετών
(711-717),
711,
για μια περί
ανήλθαν στον θρόνο τού Βυζαντίου τρεις τυχαίοι
Αυτοκράτορες: ο Αρμένιος Βαρδάνης ή Φιλιππικός
(711-713), ο Αρτέμι ος ο οποίος μετονομάσθηκε σε Αναστάσιο Β' (713-715) και ο Θεοδόσιος Γ (715-717). Η αναρχία, η οποία επικρατούσε στη Βυζαντινή Αυτοκρα τορία από το 695, τελείωσε το 717 με την άνοδο στον θρόνο τού περίφη μου Λέοντος Γ', ο οποίος εγκαινίασε μια νέα εποχή στην Ιστορία τής Βυ
ζαντινής Αυτοκρατορίας. ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΟΙ Περσικοί Πόλεμοι και οι εκστρατείες τών Αβάρων και τών Σλάβων Ο Ηράκλειος, ικανός και δραστήριος Αυτοκράτορας, αποδείχθηκε ένας
υποδειγματικός
-
μετά τον τυραννικό Φωκά -
(1) Όχι τόσο 6σο να τόν εμποδίζει να ομιλεί. • Σ.Τ.Μ. Χαγάνος λεγόταν, από τους Βυζαντινούς,
Κυβερνήτης. Όπως λέει ο
ο ηγεμ6νας διαφ6ρων BαρBαρικ<ίJν
λαών, ειδικ6τερα δε ο αρχηγ6ς τών ΑΒάρων και Χαζάρων.
(2) J.
Β.
Bury,
«Α
History of the Latcr Roman Empire»,
ΙΙ,
354.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
250
ποιητής Γεώργιος ο Πισίδης, ο οποίος περιγράφει τις εκστρατείες τού Αυτοκράτορα στην Περσία καθώς και την εισβολή τών Αβάρων, ο Ηράκλειος πίστευε ότι «η δύναμη πρέπει να δείχνεται περισσότερο με την αγάπη παρά με τον φόβο»(l).
«Ο Ηράκλειος -λέει ο Οστρογκόρσκι- υπήρξε ο δημιουργός τού Μεσαιωνικού Βυζαντίου, τού οποίου η οργάνωση είναι Ρωμα·ίκή, η γλώσσα και ο πολιτισμός Ελληνικός και η πίστη Χριστιανική»(2).
Τα κατορθώματα τού Ηρακλείου είναι ακόμη πιο σημαντικά λόγω τού
ότι την εποχή τής ανόδου του στον θρόνο, η θέση τής Αυτοκρατορίας ή ταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι Πέρσες απειλούσαν από την Ανατολή και οι 'Αβαροι και οι Σλάβοι από τον Βορρά, ενώ οι εσωτερικές υποθέσεις τού Κράτους, μετά την άτυχη βασιλεία τού Φωκά, βρίσκονταν σε μια κα τάσταση πλήρους αναρχίας. Ο νέος Αυτοκράτορας δεν είχε ούτε χρήμα
τα ούτε αρκετή στρατιωτική δύναμη, πράγμα που οδήγησε, κατά την πρώτη περίοδο τής βασιλείας του, την Αυτοκρατορία σε μια μεγάλη κρί ση.
Το
611
οι Πέρσες επιχείρησαν να υποτάξουν τη Συρία και κατέλαβαν
την Αντιόχεια, την κυριότερη πόλη δηλαδή τών Ανατολικών Επαρχιών τού Βυζαντίου. Αμέσως μετά πολιόρκησαν τη Δαμασκό. Μόλις πέτυχαν
την κατάκτηση τής Συρίας, βάδισαν προς την Παλαιστίνη και το
614
άρ
χισαν την πολιορκία τής Ιερουσαλήμ, η οποία κράτησε είκοσι μέρες. Με τά οι δυνάμεις τών Περσών διέσπασαν τα τείχη και, όπως αναφέρει ένα
βιβλίο, «οι σατανικοί εχθροί μπήκαν στην πόλη με μια μανία που έμοιαζε με τη λύσσα εξαγριωμένων θηρίων ή ερεθισμένων δράκων»(3). Λεηλάτη
σαν την πόλη και κατέστρεψαν τους χριστιανικούς ναούς. Ο ναός τού Παναγίου Τάφου, τον οποίο έκτισαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία
Ελένη, γυμνώθηκε από τους θησαυρούς του και κατόπιν πυρπολήθηκε, ε νώ οι Χριστιανοί υπέστησαν τρομερά μαρτύρια και σφαγές. Οι Ιουδαίοι
τής Ιερουσαλήμ ενώθηκαν με τους Πέρσες και έλαβαν μέρος στις σφα
γές, κατά τη διάρκεια τών οποίων, σύμφωνα με μερικές πληροφορίες, χάθηκαν
60.000
Χριστιανοί. Πολλοί θησαυροί τής Αγίας Πόλεως μετα
φέρθηκαν στην Περσία και ένα από τα πολυτιμότερα λείψανα τής Χρι στιανοσύνης, ο Τίμιος Σταυρός, μεταφέρθηκε στην Κτησιφώντα. Αρκετοί
(1) «De expeditione Persica», 90-91, έκδοση Ι. Bekker (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae), 17. (2) «Geschichte des byzantinischen Staates», 96. (3) Antiochus Strategus, «The capture οί Jerusalem by the Persians ίn the Year 614», μετάφραση Ν. Marr, 15. Μετάφραση F. C. Conybeare (English HistoricaJ Review, XXV, 1910, 506). Ρ. Peeters, «La Prise de Jerusalem par les Perses», Melanges de Ι' Universite de Saint-Joseph, ΙΧ (1923).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
251
αιχμάλωτοι εστάλησαν στην Περσία, συμπεριλαμβανομένου τού Πα τριάρχη Ιεροσολύμων Ζαχαρία(l). Η κατασtρεπτική αυτή κατάκτηση τής Παλαισtίνης από τους Πέρσες,
καθώς και η λεηλασία τής Ιερουσαλήμ, αποτελούν καμπή στην ιστορία τής επαρχίας αυτής.
«Τέτοια καταστροφή -γράφει ο Κοντακόφ- δεν είχε ακουσθεί από την εποχή τής κατακτήσεως τής Ιερουσαλήμ από τον Τίτο' τη φορά αυτή
όμως η συμφορά δεν μπορούσε πια να επανορθωθεί. Ποτέ πια η πόλη αυτή δεν γνώρισε παρόμοια, με τη λαμπρή εποχή τού Κωνσταντίνου, πε ρίοδο και τα περίφημά της κτήρια, όπως το Τέμενος τού Ομάρ, ποτέ πια δεν άφησαν εποχή στην ιστορία. Από τότε και στο εξής η πόλη και τα
κτήριά της παρήκμαζαν σταθερά, βήμα προς βήμα. Ακόμη και οι Σταυρο φο(lίες προκάλεσαν στην Ιερουσαλήμ μόνον προβλήματα, ταραχή και εκ φυλισμό. Η περσική εισβολή απομάκρυνε αμέσως από την Παλαιστίνη
την επιρροή τού Ελληνο-Ρωμαϊκού Πολιτισμού. Κατέ<πρεψε τη γεωργία, ερήμωσε τις πόλεις, κατέστρεψε μόνιμα ή πρόσκαιρα πολλά μοναστήρια και λαύρες και διέκοψε κάθε εμπορική πρόοδο. Η εισβολή αυτή απήλλα ξε επίσης τις λη<πρικές αραβικές φυλές από τον φόβο που είχαν, με απο
τέλεσμα ν' αρχίσουν να σχηματίζουν την ενότητα εκείνη που έκανε δυ νατές τις μεταγενέ<περες επιθέσεις τους. Από εδώ και στο εξής η πρόο δος τής χώρας <παματά και η Παλαιστίνη εισέρχεται <πην ανήσυχη περί
οδο, που, πολύ φυσικά, θα μπορούσε να ονομα<πεί Μεσαιωνική Περίο δος, εάν δεν διαρκούσε μέχρι την εποχή μας»(2).
Η ευκολία, με την οποία κατέκτησαν οι Πέρσες τη Συρία και την Πα
λαισtίνη, μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τις θρησκευτικές συνθήκες
αυτών τών επαρχιών. Η πλειονότητα τού πληθυσμού, κυρίως στη Συρία, δεν δεχόταν την επίσημη ορθόδοξη πίστη, την οποία υΠο<πήριζε το Κρά τος. Οι Νε<ποριανοί και, αργ6"tερα, οι Μονοφυσίτες τών επαρχιών .αυ
τών πιέζονταν πολύ απ6 την Κυβέρνηση τού Βυζαντίου και ως εκ τούτου, φυσικά, προτιμούσαν την κυριαρχία τών Περσών, στη χώρα τών οποίων οι Νεστοριανοί απόλάμβαναν σχετική θρησκευτική ελευθερία. Η rtερσική εισβολή δεν περιoρίaτηκε μ6νο στη Συρία και την Παλαι <πίνη. Μέρος τού περσικού aτρατoύ, αφού διέσχισε 6λη τη Μικρά Ασία, κατέλαβε την Χαλκηδ6να, στη Θάλασσα τού Μαρμαρά; κοντά aτoν Β6σπορο, και σtρατoπέδευσε κοντά στη Χρυσ6πολη (το σημεριν6 Σκούτα
ρι), απέναντι απ6 την Κων<παντινούπολη, ενώ ένα άλλο μέρος τού <πρα-
(1) Βλέπε Η. Vincent και F. Μ. Abel, «Jerusalem: Recherches de topographie, d' archeologie et d' histoire», ΙΙ, 4, 926-928. (2) Ν. ρ. Kondakov, «Αρχαιολογικό ταξίδι στη Συρία και την Παλαιστίνη» (σελ. 173174, Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
252
τού προχωρούσε για να κατακτήσει την Αίγυπτο. Η Αλεξάνδρεια έπεσε πιθανόν το
618
ή το
619.
Στην Αίγυπτο, ακριβώς όπως στη Συρία και την
Παλαιστίνη, οι Μονοφυσίτες πρόθυμα προτίμησαν την περσική από τη
βυζαντινή κυριαρχία.
Η απώλεια τής Αιγύπτου υπήρξε για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ένα βαρύτατο πλήγμα, δεδομένου ότι η Αίγυπτος ήταν ο σιτοβολώνας τής
Κωνσταντινουπόλεως. Η διακοπή τής αποστολής σίτου από την Αίγυπτο, είχε ισχυρό αντίκτυπο στην οικονομική ζωή τής πρωτεύουσας. Συγχρόνως όμως με τις βαριές απώλειες που προκλήθηκαν στον Νότο και την Ανατολή από τους Πέρσες, παρουσιάσθηκε από τον Βορρά μια
άλλη μεγάλη για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία απειλή. Οι αβαρο-σλαβικές ορδές τής Βαλκανικής Χερσονήσου, υπό την αρχηγία τού Χαγάνου τών Αβάρων, προχώρησαν προς τα νότια, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις νότιες επαρχίες. Η επίθεση αυτή δεν ήταν μια οργανωμένη εκστρατεί α, αλλά μάλλον μια σειρά επιδρομών, που προμήθευσαν στον Χαγάνο πολλούς αιχμαλώτους, καθώς και πλούσια λάφυρα, τα οποία μετέφερε στον Βορρά(l).
Οι επιδρομές αυτές αναφέρονται από τον σύγχρονο τού Ηρακλείου Ισίδωρο, Επίσκοπο τής Σεβίλης, ο οποίος παρατηρεί στο χρονικό του, ότι στις αρχές τής βασιλείας τού Ηρακλείου οι Σλάβοι αφαίρεσαν από τους
Ρωμαίους την Ελλάδα, ενώ οι Πέρσες κατέκτησαν τη Συρία, την Αίγυπτο και πολλές άλλες επαρχίες(2}.
Την ίδια περίπου εποχή
(624)
το Βυζάντιο έχανε τις τελευταίες του
κτήσεις στην Ισπανία, όπου οι Βησιγότθοι ολοκλήρωσαν τις κατακτήσεις
τους, υπό την καθοδήγηση τού βασιλέως τους Σουινθίλα. Οι Βαλεαρίδες Νήσοι παρέμειναν στα χέρια τού Ηρακλείου(3 1 •
Υπερνικώντας τους,δισταγμούς του ο Αυτοκράτορας, αποφάσισε να πολεμήσει την Περσία. Αντιμετωπίζοντας δε τις ελλείψεις τού θησαυρο φυλακίου, ο Ηράχλειος κατέφυγε στους θησαυρούς τών εκκλησιών τής
πρωτεύουσας και τών επαρχιών και διέταξε να γίνουν με αυτούς ένας
(1) Πιθανόν η εισβολή αυτή τών Αβάρων έγινε το 617. Βλέπε Ν. Baynes, «The Date of the Avar Surprise», Byzantinische Zeitschrift, ΧΧΙ (1912), 110-128. (2) Η χρονολογία τού Ισιδώρου δεν είναι πολύ ακριβής. Isidori Hispalensis, «Chronica Majora», έκδοση J. Ρ. Migne, «Patrologia Latina», LXXXIII, 1056 (το πέμπτο έτος τής βασιλείας), έκδοση Τ. Mommsen, Monumenta Germaniae Historica, Auctorum Antiquissimorum, χι, Chronica Minora, 11, 479 (το δέκατο έκτο έτος τής βασιλείας). (3) Βλέπε F. Gorres, «Die byzantinischen Besitzungen an den Kίlsten des spanisch west - gothischen Reiches (554-624)>>, Byzantinische Zeitschrift, ΧVΙ (1907),530-532. Ε. Bouchier, «Spain Under the Roman Empire», 59-60. Ρ. Goubert, «Byzance et l' Espagne wisigothique (554-711)>>, Etudes byzantines, 11 (1945),48-49,76-77.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
253
μεγάλος αριθμός χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Όπως είχε προβλέ ψει, μπόρεσε να απομακρύνει την απειλή τού Χαγάνου τών Αβάρων στον Βορρά, στέλνοντάς του εκλεκτούς ομήρους και ένα μεγάλο ποσό
χρημάτων. Την άνοιξη τού
622
ο Ηράκλειος πέρασε στη Μικρά Ασία, ό
που στρατολόγησε μεγάλο αριθμό στρατιωτών, τους οποίους εκπαίδευσε αρκετούς μήνες. Η εκστρατεία εναντίον τών Περσών, η οποία αποσκο πούσε στην ανάκτηση τού Τιμίου Σταυρού και τής Ιεράς Πόλεως τής Ιε
ρουσαλήμ, πήρε τη μορφή Σταυροφορίας.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανόν ότι ο Ηράκλειος διεξήγαγε τρεις εκστρατείες κατά τών Περσών, μεταξύ τών ετών
622
και
628,
οι
οποίες υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς. Ένας σύγχρονός του ποιητής, ο Γεώργιος ο Πισίδης, συνέθεσε έναν Επινίκιον, στον οποίο έδωσε τον τίτ λο Ηρακλειάς, ενώ σ' ένα άλλο ποίημά του -την Εξαήμερον- σχετικό με τη δημιουργία τού κόσμου, υπαινίσσεται τον εξαετή πόλεμο, κατά τη διάρκεια τού οποίου ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες. Ο ιστορικός θ.
Ουσπένσκι συγκρίνει τον πόλεμο τού Ηρακλείου με τις ένδοξες εκστρα τείες τού Μεγάλου Αλεξάνδρου(l). Ο Ηράκλειος εξασφάλισε τη βοήθεια
τών φυλών τού Καυκάσου και συνήψε συμμαχία με τους Χαζάρους. Οι βόρειες επαρχίες τής Περσίας, που συνόρευαν με τον Καύκασο, αποτέ
λεσαν μία από τις κύριες περιοχές στρατιωτικής δράσεως τού Αυτοκρά τορα.
Ενώ ο Αυτοκράτορας έλειπε, οδηγώντας τον στρατό στις μακρινές του
εκστρατείες, η πρωτεύουσα αντιμετώπισε έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο. Ο Χαγάνος τών Αβάρων παρέβη τη συμφωνία του με τον Αυτοκράτορα
και, το
626, προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη,
με τεράστιες ορδές
Αβάρων και Σλάβων. Επίσης έκανε συμφωνία με τους Πέρσες, οι οποίοι
έστειλαν αμέσως μέρος τού στρατού τους στη Χαλκηδόνα. Οι αβαρο σλαβικές ορδές πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, προς μεγάλο φόβο τού λαού, αλλά η φρουρά τής πόλεως πέτυχε να αποκρούσει την επίθεση και να τρέψει σε φυγή τον εχθρό. Μόλις οι Πέρσες έμαθαν την αποτυχία
αυτή τών Αβάρων, απέσυραν τον στρατό τους από τη Χαλκηδόνα και τόν
κατηύθυναν προς τη Συρία. Η νίκη τού Βυζαντίου εναντίον τών Αβάρων
-
μπροστά στην Κωνσταντινούπολη -
το
626,
υπήρξε μια από τις κύριες
αιτίες τής εξασθενήσεως τού αγρίου βασιλείου τών Αβάρων(2). Εν τω μεταξύ, κατά τα τέλη τού
627,
ο Ηράκλειος κατανίκησε τους
Πέρσες σε μια μάχη που έγινε κοντά στα ερείπια τής αρχαίας Νινευί και
προχώρησε στις κεντρικές επαρχίες τής Περσίας, από όπου συνέλεξε
(1) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Ι, 684 (Ρωσικά). (2) Pernice, «L' Imperatore EracIio», 141-148. J. Kulakovsky, ου», 111, 76-87.
«Ιστορία τού Βυζαντί
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
254
πλούσια λάφυρα. Εν συνεχεία έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μια θριαμ
βευτική διακήρυξη, η οποία περιέγραφε τις επιτυχίες εναντίον τών Περ σών, ενώ συγχρόνως ανήγγειλε το τέλος τού πολέμου και τη λαμπρή του νίκη(Ι). «Το
629
ολοκληρώθηκε ο θρίαμβος τού Ηρακλείου, τού οποίου η
μεγαλοφυ·ία σαν ήλιος σκόρπισε το σκοτάδι που απλωνόταν πάνω από
την Αυτοκρατορία, ανοίγοντας μπροστά στα μάτια όλων μια ένδοξη επο χή ειρήνης και μεγαλοπρέπειας. Ο αιώνιος και φοβερός εχθρός Πέρσες -
-
οι
κατεβλήθη για πάντα, ενώ στον Δούναβη οι ισχυροί ' Αβαροι
παρήκμαζαν γρήγορα. Ποιος μπορούσε πια ν' αντισταθεί στον στρατό τού Βυζαντίου; Ποιος μπορούσε ν' απειλήσει την Αυτοκρατορία;»(2). Την
εποχή αυτή εκθρονίστηκε και σκοτώθηκε ο Πέρσης Βασιλεύς Χοσρόης,
ο δε διάδοχός του Σιρόης άρχισε διαπραγματεύσεις ειρήνης με τον Ηρά κλειο. Βάσει τής συμφωνίας τους, οι Πέρσες επέστρεψαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τις επαρχίες τής Συρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύ πτου, καθώς και τον Τίμιο Σταυρό.
Ο Ηράκλειος επέστρεψε, θριαμβευτικά, στην πρωτεύουσα και, το
630,
μαζί με τη σύζυγό του Μαρτίνα, πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου αποκατέ στησε τον Τίμιο Σταυρό, στην παλαιά του θέση, προς μεγάλη χαρά όλου τού χριστιανικού κόσμου(3).
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως η νίκη τού Ηρακλείου εναντίον τών Περσών αναφέρεται και στο Κοράνιο, όπου τονίζεται ότι «οι Έλληνες νικήθηκαν από τους Πέρσες ... αλλά, μετά την ήττα τους, σε λίγα χρόνια, θα νικήσουν και αυτοί, με τη σειρά τους»(4).
Σημασία τών αγώνων τού Ηρακλείου
εναντίον τών Περσών Ο Περσικός Πόλεμος είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός τής ιστορίας
τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τις δύο κύριες δυνάμεις τού κόσμου,
τών αρχών τού Μεσαίωνα, τη Βυζctντινή Αυτοκρατορία δηλαδή και την
«Chronicon Paschale», 727-734. (Ιταλική μετά φραση στον Pernice, «LΊmΡeratοre Eraclio», 167-171). (2) Pernice, ένθ' ανωτ. 179. Βλέπε V. Minorsky, «Roman and Byzantine Campaigns ίη Atropatene», Bulletin of the School of OrientaI and African Studies, ΧΙ, 2 (1944), 248251 (Οι εκστρατείες τού Ηρακλείου τών ετών 626 και 628). (3) Σεβεός, «Ιστορία τού Αυτοκράτορα Ηρακλείου», μετάφραση (από τα Αρμενίκά) Patkanov, ΠΙ, μετάφραση F. Macler, σελ. 91. Βλέπε και Kulakovsky, ΠΙ, Byzantium, (1)
Το μήνυμα αυτό διασώθηκε στο
118,σημ.Ι.
(4) Koran, 330·331.
ΧΧΧ, Ι, στο μέρος που τιτλοφορείται «Οι Έλληνες». Μετάφραση
G. Sale,
255
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Περσία, η δεύτερη έχασε τελείως την παλαιά της δύναμη και έγινε ένα ασθενές κράτος, το οποίο, γρήγορα, έπαψε να υπάρχει, πολιτικώς, ύστε
ρα από τις επιθέσεις τών Αράβων. Η ένδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έ δωσε το τελικό χτύπημα στον ισχυρό της εχθρό, ανέκτησε όλες τις ανατο λικές επαρχίες που είχε χάσει, απέδωσε στον χριστιανικό κόσμο τον Τί
μιο Σταυρό και ελευθέρωσε την πρωτεύουσά της από τη φοβερή απειλή τών αβαρο-σλαβικών ορδών. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία φαινόταν να
βρίσκεται στο κατακόρυφο τής δόξας της. Ο βασιλεύς τών Ινδιών έστειλε
στον Ηράκλειο τα συγχαρητήριά του για τη νίκη του εναντίον τών Περ σών, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα πολύτιμων λίθων(Ι). Ο βασιλεύς τών
Φράγκων έστειλε επίσης ειδικούς απεσταλμένους για να κλείσει μια διαρκή ειρήνη με την Αυτοκρατορία(2). Τελικά, το
630,
η βασίλισσα τής
Περσίας έστειλε ειδική πρεσβεία στον Ηράκλειο, μέσω τής οποίας συνή ψε μια τυπική ειρήνη(3).
Ο Ηράκλειος πήρε επισήμως το όνομα «βασιλεύς», για πρώτη φορά,
το
629, ύστερα από την επιτυχία τού πολέμου του εναντίον τών Περσών.
Ο τίτλος αυτός εχρησιμοποιείτο για πολλούς αιώνες στην Ανατολή, κυ ρίως στην Αίγυπτο' τον
40
δε αιώνα έγινε συνήθης στα μέρη εκείνα τής
Αυτοκρατορίας, όπου ωμιλείτο η Ελληνική. Ποτέ όμως, προηγουμένως, δεν είχε γίνει δεκτός ως επίσημος τίτλος. Μέχρι τον ποιείτο ο αντίστοιχος προς το λατινικό
imperator,
70
αιώνα εχρησιμο
ελληνικός τίτλος αυτο
κράτορας, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται ετυμολογικά προς το
imperator.
Ο μόνος ξένος ηγεμόνας, στον οποίο ο Αυτοκράτορας τού Βυ
ζαντίου συγκατατέθηκε να δώσει τον τίτλο βασιλεύς (εξαιρέσει τού βασι λέως τής Αβησυνίας), ήταν ο βασιλεύς τής Περσίας. Ο Μπιούρυ γράφει σχετικά ότι «εφόσον υπήρχε ένας μεγάλος, ανε
ξάρτητος, βασιλεύς, έξω από τη Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία, οι Αυτοκράτο ρες απέφευγαν να υιοθετήσουν έναν τίτλο, τον οποίο μπορούσε να φέρει άλλος Μονάρχης. Αλλά μόλις ο Μονάρχης αυτός μεταβλήθηκε σε υποτε
λή, ο Αυτοκράτορας, δίνοντας κάποια επισημότητα στο γεγονός αυτό,
(1) Τheophanes, «Chronographia», έκδοση C. de Βοοτ, 335. (2) Chronicarum quae dicuntur Fredegarii Scholastici, ΙΥ, 62. Mon. Germ. Hist. Scriptores rerum merovingicarum, 11, 151. Βλέπε επίσης «Gesta Dacoberti Ι regis Francorum», 24. Μοη. Germ. Hist. 409. (3) «Chronica Minora», Ι, μετάφραση Ι. Guidi «Corpus scriptorum christianorum οή entalίum, Scriptores Syri», σειρά ΠΙ, ίν, Agapius (Mahboub) de Menbidg, «Histoire universelle», έκδοση Α. Α. Vasilίev, Patrologia Orientalίs, ΥΗΙ (1912), 11 (2), 453 (193). «Chronique de Michel le Syrien», μετάφραση J. Β. Chabot, 11, 420. Βλέπε Τ. Noldeke, «Geschichte der Perser und Araber zur Zeit der Sasaniden», 391-392. Nί:ildeke, «Aufsatze zur persischen Geschichte», 129.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
256
πήρε επισήμως τον τίτλο, ο οποίος για αρκετούς αιώνες τού είχε, ανεπι σήμως, δοθεί»(l).
Οι' Αραβες Οι επαρχίες τής Συρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύπτου, με τον ως επί
το πλείστον μονοφυσιτικό τους πληθυσμό, έθεσαν πάλι επί τάπητος το ο
δυνηρό και τόσο σημαντικό ζήτημα τών σχέσεων Κράτους και Μονοφυ σιτών. Οι μακρόχρονοι και έντονοι αγώνες τού Ηρακλείου εναντίον τών
Περσών, παρά τα λαμπρά τους αποτελέσματα, εξασθένησαν, για ένα διάστημα, τη στρατιωτική δύναμη τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λόγω τών σοβαρών απωλειών της σε άνδρες και λόγω τής οικονομικής εξαν τλήσεώς της. Η Αυτοκρατορία επίσης δεν απόλαυσε την τόσο αναγκαία
γι' αυτήν περίοδο αναπαύσεως, διότι, αμέσως μετά το τέλος τού Περσι κού Πολέμου, παρουσιάστηκε μια φοβερή απειλή, τελείως απροσδόκητη, που δεν έγινε, κατ' αρχήν, πλήρως αντιληπτή. Η απειλή αυτή προερχόταν από τους
,Αραβες,
οι οποίοι εγκαινίασαν μια νέα εποχή στην Πασκό
σμια Ιστορία με τις επιθέσεις τους εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας και τής Περσίας(2).
Μωάμεθ και Ισλάμ Αρκετά πριν από την εμφάνιση τού Χριστιανισμού, οι ' Αραβες, λαός ση μιτικής καταγωγής, κατέκτησαν την Αραβική Χερσόνησο και την έρημο τής Συρίας, η οποία βρίσκεται στα βόρειά της και εκτείνεται μέχρι τον Ευφράτη ποταμό. Η Αραβική Χερσόνησος, ίση σχεδόν προς το ένα τέ
ταρτο τής Ευρώπης, περιβάλλεται στην Ανατολή από τον Περσικό Κόλ πο, στον Νότο από τον Ινδικό Ωκεανό και στη Δύση από την Ερυθρά Θάλασσα. Στα βqρεια προχωρεί, σιγά-σιγά, στην έρημο τής Συρίας. Οι πιο γνωστές, από ιστορικής απόψεως, επαρχίες τής χερσονήσου ήταν:
το Νετζντ, στο κεντρικό οροπέδιο, νοτιοδυτικά τής χερσονήσου, και
2)
3)
1)
η Υεμένη ή Ευδαίμων Αραβία, στα
η Χετζάζη, η στενή λωρίδα που βρί
σκεται κατά μήκος τής ακτής τής Ερυθράς Θάλασσας και που εκτείνεται
από τα βόρεια τής χερσονήσου μέχρι την Υεμένη. Η άγονη χώρα δεν ήταν εύκολο να κατοικηθεί παντού και για αυτόν τον λόγο οι ' Αραβες
(1) «The Constitution of the Later Roman Empire», 20. J. Β. Bury, «Selected Essays», έκδοση Η. TemperIey, 109. Η άποψη αυτή συζητείται από τον Ε. Stein, «Byzantinische Zeitschrift», ΧΧΙΧ (1930), 353. (2) Βλέπε και Gibbon, «The History of the Decline and FaII of the Roman Empire», έκδοση J. Β. Bury, κεφ. 46.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
257
κατέλαβαν την κεντρική και τη βόρεια, κυρίως, Αραβία. Οι Βεδουίνοι, οι οποίοι ήτάν νομάδες, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους γνήσιους και αμιγείς εκπροσώπους τής αραβικής φυλής, καθώς και ως τους πραγματι
κούς φορείς τής ανδρείας και τής αξιοπρέπειας. Συμπεριφέρονταν με α λαζονεία και με περιφρόνηση, ακόμη, στους νέους κατοίκους τών λίγων πόλεων και χωριών.
Η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε ν' αποφύγει τις συγκρούσεις με τις αραβικές φυλές, στα ανατολικά σύνορα τής Συρίας, τα οποία ήταν αναγκασμένη να προστατεύει. Για τον λόγο αυτό οι Ρωμαίοι Αυτοκράτο
ρες ανήγειραν μια γραμμή συνοριακών οχυρών (lίmes), που έμοιαζαν, εν μέρει, φυσικά, με το περίφημο
που έγινε στον Δούναβη
limes Romanus,
για την προστασία τής χώρας από τις γερμανικές επιδρομές. Ακόμη και τώρα υπάρχουν μερικά ερείπια τής κυρίας ρωμα'ίκής οχυρώσεως που έ γινε κατά μήκος τών συνόρων τής Συρίας(Ι).
Από τις αρχές τού 20υ πΧ. αιώνα άρχισαν να σχηματίζονται ανεξάρ τητα κρατίδια, ανάμεσα στους 'Αραβες τής Συρίας. Τα κράτη αυτά επη
ρεάστηκαν πολύ από τον Αραμα'ίκό και τον Ελληνικό Πολιτισμό και, ως εκ τούτου, είναι μερικές φορές γνωστά ως Αραβο-Αραμα'ίκά Ελληνιστι κά Βασίλεια. Από τις πόλεις η Πέτρα, κυρίως, έγινε πλούσια και σημα
ντική χάρη στην πλεονεκτική θέση που κατείχε στο σταυροδρόμι μεγά λων εμπορικών δρόμων. Ακόμη και σήμερα ελκύουν την προσοχή τών ιστορικών και τών αρχαιολόγων τα μεγαλοπρεπή ερείπια αυτής τής πό λεως.
Από πολιτικής και εκπολιτιστικής πλευράς, το πιο αξιόλογο απ' όλα τα Συριο-Αραβικά Βασίλεια, την εποχή τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας, υ
πήρξε η Παλμύρα, τής οποίας η γενναία βασίλισσα Ζηνοβία ονομάζουν οι Ρωμαίοι και Έλληνες συγγραφείς -
-
όπως τήν
δημιούργησε, κατά το
δεύτερο ήμισυ τού 30υ αιώνα, ένα μεγάλο κράτος κατακτώντας την Αίγυ πτο και το μεγαλύτερο μέρος τής Μικράς Ασίας.
Κατά τον Μπ. Α. Τουράεφ (Β. Α.
Turaev)<2),
αυτή υπήρξε η πρώτη εκ
δήλωση αντιδράσεως τής Ανατολής και η πρώτη διάσπαση τής Αυτοκρα τορίας σε δύο μέρη: Ανατολικό και Δυτικό. Ο Αυτοκράτορας Αυρηλια νός αποκατέστησε την ενότητα τής Αυτοκρατορίας και το
273,
αφού κα
ταστράφηκε η επαναστατημένη Παλμύρα, η νικημένη βασίλισσά της α ναγκάστηκε ν' ακολουθήσει το θριαμβευτικό άρμα τού νικητή, κατά την
είσοδο τού τελευταίου στη Ρώμη. Τα εντύπωσιακά ερείπια τής Παλμύ ρας, όπως αυτά που βρίσκονται στην Πέτρα, ακόμη και σήμερα συγκι νούν τους μελετητέ.ς και τους περιηγητές. Το περίφημο δασμολόγιο τής
(1)
Σχετικά βλέπε
(2)
«Ιστορία
nj;
R. Dussaud. «Lcs Arabes en
SΥΓίe
avant ΙΊsΙam». 24-56. 1914). 11,373 (Ρωσικά).
Αρχαίας Ανατολής» (δεύτερη έκδοση
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
258
Παλμύρας, το οποίο είχε χαραχθεί σ' έναν λίθο τεραστίων διαστάσεων και που περιέχει πολύ αξιόλογες πληροφορίες για το εμπόριο και την οι κονομία τής πόλεως, μεταφέρθηκε στη Ρωσία και βρίσκεται τώρα στο Λένινγκραντ.
Δύο κυρίως αραβικές Δυναστείες αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια τής
Βυζαντινής Περιόδου. Η μία είναι η Δυναστεία τών Μονοφυσιτών Γασ σανιδών, στη Συρία, η οποία, εξαρτώμενη από τους Βυζαντινούς Αυτο κράτορες, έγινε ισχυρή, τον
60 αιώνα,
όταν βοήθησε τον Ιουστινιανό στις
στρατιωτικές επιχειρήσεις του, στην Ανατολή. Η δυναστεία αυτή έπαψε να υπάρχει στις αρχές τού 70υ αιώνα, πιθανόν, οπότε οι Πέρσες κατέλα
βαν τη Συρία και την Παλαιστίνη. Η δεύτερη αραβική Δυναστεία τών
Λαχμιδών, είχε ως κέντρο της την πόλη αλ-Χίρα στον Ευφράτη. Λόγω τών σχέσεων υποτέλειάς τους με τους Πέρσες, οι Λαχμίδες, οι οποίοι, και αυτοί, έπαψαν να υφίστανται στις αρχές τού 70υ αιώνα, βρίσκονταν σε εχθρικές σχέσεις με τους Γασσανίδες. Στην πόλη αλ-Χίρα ο Χριστια νισμός, στη νεστοριανική του μορφή, είχε μερικούς οπαδούς, στους οποί
ους ανήκαν ακόμη και μέλη τής Δυναστείας τών Λαχμιδών. Και οι δύο
δυναστείες ήταν αναγκασμένες να υπερασπίζονται τα σύνορα τού Βασι λείου τους. Την εποχή όμως τής εμφανίσεως τού Μωάμεθ, δεν υπήρχε ούτε μία πολιτική οργάνωση εντός τών ορίων τής Αραβικής Χερσονήσου ή τής ερήμου τής Συρίας. Από τα τέλη τού 20υ πΧ. αιώνα, εμφανίζεται το
Βασίλειο τών Σαβαίων
-
Χιμυαριτών (Ομηριτών) στην Υεμένη, η οποία
όμως κατελήφθη από τους Πέρσες το
570 περίπου(l).
Πριν από την εποχή τού Μωάμεθ, οι αρχαίοι 'Αραβες ζούσαν χωρι
σμένοι σε φυλές. Η συγγένεια τού αίματος ήταν η μόνη βάση για τα κοι νά συμφέροντα, τα οποία περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην πει
θαρχία, την άμυνα, τη βοήθεια και την εκδίκηση τών εχθρών για τυχόν προσβολές που υφίστατο η φυλή. Και η ελάχιστη αφορμή αρκούσε να προκαλέσει μακροχρόνιους και αιματηρούς πολέμους ανάμεσα στις φυ λές. Πληροφορίες σχετικές με την εποχή αυτή και τις συνήθειές της υ πάρχουν στην αρχαία αραβική ποίηση, καθώς και στον πεζό λόγο. Η έ
χθρα και η αλαζονεία ήταν οι δύο επικρατέστεροι παράγοντες τών σχέ σεων τών διαφόρων φυλών τής αρχαίας Αραβίας. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τών Αράβων ήταν πρωτόγονες. Οι φυ λές είχαν τους θεούς τους καθώς και τα ιερά τους αντικείμενα -λίθους,
δέντρα και πηγές -, μέσω τών οποίων φιλοδοξούσαν να μαντεύσουν το μέλλον, ενώ σε μερικά μέρη τής Αραβίας επικρατούσε η λατρεία τών α
στέρων. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός ειδικού στην αρχαία περίοδο τών Α-
('1) «Excerpta e Theophanis Historia», Bonn. ed. 485.
Βλέπε
Noldeke, «Geschichte der Perser und Araber», 249-250. C. Conti Rossini, «Storia d' Etiopia», 199.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
259
ράβων, οι αρχαίοι' Αραβες, στη θρησκευτική τους ζωή, μόλις ξεπερνού σαν τα αισθήματα ενός φετιχιστή απέναντι στο αντικείμενο τής λατρεί ας(l). Πίστευαν στην ύπαρξη φιλικών και, πιο συχνά, εχθρικών δυνάμεων,
τις οποίες ονόμαζαν <<τζιν» (δαιμόνια). Ανάμεσα στους' Αραβες, η περί μιας ανωτάτης και αόρατης δυνάμεως
-
δηλαδή τού Αλλάχ - πίστη ήταν
αόριστη. Η προσευχή, ως μορφή λατρείας, τούς ήταν άγνωστη και όταν
απευθύνονταν στον Θεό, η επίκλησή τους ήταν συνήθως μια έκκληση για βοήθεια, προκειμένου να εκδικηθούν έναν εχθρό για κάποιο αδίκημα ή
π~oσβoλή. Ο Γκόλτωιερ
(Goldziher) ωχυρίζεται επίσης 6τι <<τα ποιήμα - ισλαμική εποχή δεν περιέχουν κα
τα που έχουν διασωθεί από την προ
νέναν υπαινιγμό προσπάθειας προσεγγίσεως τού θείου, ακόμη και εκ μέ ρους τών πιο ευγενών ψυχών»(2).
Η νομαδική ζωή τών Βεδουίνων φυσικά δεν διευκόλυνε την ανάπτυξη ορισμένων μόνιμων χώρων για την εκτέλεση τής θρησκευτικής λατρείας,
έστω και σε πολύ πρωτόγονη μορφή. Εκτός από τους Βεδουίνους όμως υ ;τήρχαν οι εγκατεστημένοι κάτοικοι τών πόλεων και τών χωριών εκείνων
που αναπτύχθηκαν κατά μήκος τών εμπορικών δρόμων, και, κυρίως, στον δρόμο τών καραβανιών που οδηγούσε από τον Νότο στον Βορρά, από την Υεμένη δηλαδή στην Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Χερσόνησο τού
Σινά. Η πιο πλούσια πόλη, στον δρόμο αυτό, υπήρξε η Μέκκα (Μακσρά μπα, σε αρχαίες πηγές), η οποία ήταν φημισμένη ήδη αρκετά πριν πα ρουσιαστεί ο Μωάμεθ. Δεύτερη, σε σημασία, ερχόταν η πόλη Γιαθρίμπ
(η μετέπειτα Μεδίνα), η οποία βρισκ6ταν ακόμη περισσ6τερο προς τον Βορρά. Οι πόλεις αυτές ήταν κατάλληλοι σταθμοί για τα καραβάνια που ταξίδευαν από τον Βορρά και τον Νότο. Ανάμεσα στους εμπόρους τής
Μέκκας και τής Γιαθρίμπ, καθώς και ανάμεσα στον πληθυσμό άλλων τμημάτων τής χερσονήσου, όπως τής βόρειας Χετζάζης και τής Υεμένης, υπήρχαν πολλοί Ιουδαίοι. Επίσης εισχωρούσαν εκεί πολλοί Χριστιανοί,
που έρχονταν από τις ρωμαιο-βυζαντινές επαρχίες τής Παλαιστίνης και τής Συρίας, καθώς και από την Αβησυνία, μέσω τής Υεμένης. Η Μέκκα
έγινε το κεντρικό σημείο συγκεντρώσεως τού πολύμορφου πληθυσμού τής χερσονήσου. Από αρχαίους χρόνους, υπήρχε στη Μέκκα το ιερό τής Κάαμπα (ο Κύβος), το οποίο όμως δεν ήταν αραβικής προελεύσεως. Το ιερό αυτό ή ταν ένα σχήματος κύβου λίθινο κτήριο, τριάντα πέντε πόδια περίπου ψη
λό, το οποίο έκρυβε το κύριο αντικείμενο τής λατρείας, τον μαύρο λίθο. Η παράδοση αναφέρει ότι ο λίθος αυτός εστάλη στη γη από τον ουρανό,
(1) Ι. Goldziher, «Die Religion des'lslams» (στο Die Kultur der Gegenw
Religionen des Orients», (2) Ένθ' ανωτ. 102.
έκδοση Ρ.
Hinneberg,
ΠΙ, Ι
part 2, 102).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
260
ενώ συγχρόνως συσχετίζει την ανέγερση τού ιερού με το όνομα τού Α
βραάμ. Λόγω τής πλεονεκτικής της θέσεως η Μέκκα δεχόταν την επίσκε ψη τών εμπόρων όλων τών αραβικών φυλών. Μερικοί θρύλοι αναφέρουν ότι προκειμένου να ελκυσθούν περισσότεροι ταξιδιώτες στην πόλη, είχαν τοποθετηθεί, στην Κάαμπα, είδωλα τών διαφόρων φυλών για να μπορούν
οι αντιπρόσωποι κάθε φυλής να λατρεύουν, κατά τη διάρκεια τής παρα μονής τους στη Μέκκα, τον θεό τους. Ο αριθμός τών προσκυνητών
μεγάλωνε σταθερά για να γίνει εξαΙΡετικά μεγάλος κατά τη διάρκεια τής ιεράς περιόδου τής «Ειρήνης τού Θεού», μιας εορτής η οποία εγγυάτο, λιγότερο ή περισσότερο, το απαραβίαστο τών περιοχών, οι οποίες
ανήκαν σε φυλές που έστελναν εκπροσώπους στη Μέκκα. Η περίοδος τών θρησκευτικών εορτών συνέπιπτε με την μεγάλη πανήγυρη τής Μέκ
κας, στην οποία οι 'Αραβες και οι ξένοι έμποροι διεξήγαγαν το εμπόριό τους, με αποτέλεσμα να γίνει γρήγορα η πόλη αυτή πολύ πλούσια. Τον
50
περίπου αιώνα μια διαλεκτή φυλή τών Κουραϊχιτών άρχισε να ελέγχει τη Μέκκα. Τα υλικά συμφέροντα τών φιλάργυρων κατοίκων τής Μέκκας δεν παραμελούνταν ποτέ, ενώ συγχρόνως οι θρησκευτικές τους συνα θροίσεις χρησιμοποιούνταν συχνά για την εξυπηρέτηση τών ατομικών τους συμφερόντων. Όπως αναφέρει ένας μελετητής, «με την επικράτηση
τής αριστοκρατίας, η οποία ήταν επιφορτισμένη με τη διεξαγωγή τών τε λετών, η πόλη πήρε μια υλιστική, περήφανη και πλουτοκρατική όψη, μη μπορώντας πια να δώσει βαθιά θρησκευτική ικανοποίηση»(Ι). Υπό την επίδραση τού Ιουδαϊσμού και τού Χριστιανισμού, με τον ο ποίο οι 'Άραβες είχαν την ευκαιρία να έλθουν σε επαφή στη Μέκκα, εμ φανίσθηκαν, πριν από τον Μωάμεθ ακόμη, μεμονωμένα άτομα, τα οποία
εμπνεύσθηκαν από θρησκευτικά ιδανικά που διέφεραν πολύ από το μονότονο τελετουργικό τών παλαιών θρησκευτικών συνηθειών. Μια τά
ση προς τον μονοθε'ίσμό και η αποδοχή τής ασκητικής ζωής ήταν τα κύ ρια χαρακτηριστικά αυτών τών σεμνών αποστόλων. Έβρισκαν ικανοποί
ηση μέσω τής προσωπικής τους πείρας μόνον, χωρίς να επηρεάζουν ούτε να προσηλυτίζουν τους άλλους. Ο άνθρωπος που ένωσε τους' Αραβες, ιδρύοντας μια διεθνή θρη
. σκεία, υπήρξε
ο Μωάμεθ, ο οποίος από ταπεινός κήρυκας τής μετανοίας,
έγινε κατ' αρχήν προφήτης και κατόπιν πολιτικός ηγέτης.
Ο Μωάμεθ γεννήθηκε το
570
περίπου. Υπήρξε μέλος τής φυλής τών
Χασιμιτών, των Κουραϊχιτών, μιας από τις πιο φτωχές φυλές, και έχασε τους γονείς του ενώ ήταν ακόμη πολύ νέος, με αποτέλεσμα να είναι
(1) Ένθ' ανωτ. 103. Βλέπε επίσης Ρ. Η. Lammcns, «La Mecque ala veille de l'hegirc», Melanges de l'Univcrsite dc Saint-Joseph, ΙΧ (1924), 439. Lammens, «Les sanctuaircs preislamiques dans ΙΆrabίe Occidentalc», ένθ' ανωτ. ΧΙ (1926), 173.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
261
αναγκασμένος να κερδίζει το ψωμί του δουλεύοντας ως οδηγός καμηλών στα καραβάνια τής πλούσιας χήρας Χαντιτζά. Όταν δε, αργότερα, πα ντρεύθηκε τη Χαντιτζά, ο Μωάμεθ έγινε πλούσιος. Από παιδί είχε έναν
νοσηρό συναισθηματισμό και, υπό την επίδραση τών Ιουδαίων και τών Χριστιανών, με τους οποίους ερχόταν σε επαφή, άρχισε να ασχολείται ό λο και περισσότερο με τη θρησκευτική οργάνωση τής Μέκκας. Οι αμφι
βολίες που συχνά τάραζαν τη σκέψη του, τόν έκαναν να γνωρίσει πολλές στιγμές απελπισίας και ατέλειωτων βασάνων, καθώς και να υφίσταται νευρικές κρίσεις. Κατά τη διάρκεια τών περιπάτων, τους οποίους έκανε μόνος στα περίχωρα τής Μέκκας, έβλεπε οράματα, τα οποία ενίσχυαν την πεποίθησή του ότι είχε σταλεί από τον Θεό για να σώσει τον λαό του,
που ακολουθούσε λανθασμένο δρόμο. Ο Μωάμεθ ήταν σαράντα χρονών όταν αποφάσισε να εκφράσει τις α πόψεις του δημόσια
-
κατ' αρχήν ως ένας ταπεινός κήρυκας τής ηθικής
στην οικογένειά του. Αργότερα άρχισε να διδάσκει σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων, που ανήκαν στις κατώτερες τάξεις, και αμέσως μετά σε μερι
κούς εκλεκτούς πολίτες. Όμως οι αρχηγοί τών Κουραϊχιτών δεν ήταν πρόθυμοι να δεχθούν το κήρυγμα τού Μωάμεθ, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει κρυφά από τη Μέκκα μαζί με τους οπαδούς του και να πάει, το
622,
στη Γιαθρίμπ, τής οποίας ο λαός, συμπεριλαμβανομένων τών Ιουδαί
ων, συχνά τόν είχε παροτρύνει να καταφύγει στην πόλη τους, με την υπό σχεση ότι θα απολάμβανε εκεί καλύτερους όρους διαβιώσεως. Τόν δέχθηκαν
-
αυτόν και τους οπαδούς τους -
πολύ θερμά και, αρ
γότερα, άλλαξαν το όνομα τής πόλεώς τους, ονομάζοντάς την Μεδίνα, δηλαδή «πόλη τού προφήτη». Το έτος τής μεταναστεύσεως ή, όπως είναι -αν και λανθασμένα
-
πιο πολύ γνωστό, το έτος τής φυγής (Χίτζρα Αραβικά, εκλατινισμένα
Hegird'
εξελληνισμένα Εγίρα) τού Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα,
αποτελεί το αφετηριακό σημείο τού Μωαμεθανισμού ω . Οι ' Αραβες και όλοι οι άλλοι μουσουλμανικοί λαοί, συνήθως θεωρούν την Παρασκευή τής 16ης Ιουλίου τού
622
ως την αρχή τού πρώτου έτους
τής Εγίρας. Η χρονολογία αυτή όμως καθιερώθηκε μόνον κατά τον δέκα το έκτο χρόνο μετά το
622.
Οι πρωτότυπες πηγές πληροφοριών που αναφέρονται στον Μωαμεθα νισμό, δεν είναι ικανοποιητικές, δεδομένου ότι δεν υπάρχει σχεδόν κα μιά αυθεντική πληροφορία για την πρώτη περίοδο τής ζωής τού Μωάμεθ στη Μέκκα. Την εποχή αυτή.η διδασκαλία του ήταν τόσο αόριστη και χα-
(1)
Είναι καλύτερο να μην μεταφράσουμε τη λέξη
γω» δεν ανταποκρίνεται στο
«hadjara» το
«hidjra»
ως «φυγψ" διότι το «φεύ
οποίο θα πει «διακόπτω σχέσεις, εγκαταλεί
πω τη φυλή κάποιου, μεταναστεύω». Βλέπε
«Encyclopedie de
ΙΊs)am»,
11. 320-321.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
262
ώδης, ώστε να μην μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νέα θρησκεία.
Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ έγινε ο αρχηγός μιας μεγάλης κοιν6τητας, αρ χίζοντας να θεμελιώνει ένα πολιτικό Κράτος με θρησκευτικές βάσεις. Έ
χοντας αναπτύξει τις βασικές αρχές τής θρησκείας του, εισήγαγε ορισμέ νες θρησκευτικές τελετές και, αφού ενίσχυσε την πολιτική του θέση, βά
δισε το
630
εναντίον τής Μέκκας. Αφού κατέλαβε την πόλη, κατέστρεψε,
αμέσως, τα είδωλά της και κάθε υπόλειμμα τού πολυθε·ίσμού. Η λατρεία ενός μόνον Θεού -τού Αλλάχ -
καθιερώθηκε ως βάση τής νέας θρη
σκείας. Ο Μωάμεθ έδωσε ένα είδος αμνηστείας σε όλους του τους ε χθρούς, μη επιτρέποντας κανέναν φόνο και καμιά λεηλασία. Από την ε ποχή αυτή ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του έκαναν, ελεύθερα, τα προσκυνή ματά τους στη Μέκκα, καθώς και τις θρησκευτικές τους τελετές. Ο Μωά μεθ πέθανε το
632.
Ο Μωάμεθ δεν στηρίχθηκε στη λογική, και ως εκ τούτου η διδασκαλCα του δύσκολα μπορεί να παρουσιασθεί κατά έναν συστηματικό τρόπο. Η διδασκαλία αυτή δεν υπήρξε πρωτότυπη, αλλά αναπτύχθηκε υπό την επί δραση άλλων θρησκειών
-
τού Χριστιανισμού, τού Ιουδα'ίσμού και, μέ
χρι ενός σημείου, τού Ζωροαστρισμού, τής θρησκείας δηλαδή τού Περσι κού Βασιλείου τών Σασσανιδών. Οι σύγχρονοι ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι «η πρώτη μωαμεθανική κοινότητα, αντιθέτως προς πα
λαιότερες απόψεις, ήταν πιο κοντά στον Χριστιανισμό παρά στον Ιουδαϊ σμό»(l). Ο Μωάμεθ είχε γνωρίσει και άλλες θρησκείες στα νιάτα του, ό
ταν ταξίδευε με τα καραβάνια, και αργότερα, κατά την παραμονή του
στη Μέκκα και τη Μεδίνα. Το κύριο χαρακτηριστικό τής διδασκαλίας του είναι μια κατανόηση τής τελείας εξαρτήσεως τού ανθρώπου από τον Θεό και τής τυφλής υπακοής στη θέλησή Του. Η θρησκεία του είναι αυ στηρά μονοθε'ίστική και πιστεύει ότι η δύναμη που διαθέτει ο Θεός πάνω στα δημιουργήματά Του είναι απεριόριστη. Η μωαμεθανική θρησκεία πήρε το όνομα Ισλάμ, το οποίο σημαίνει «υποταγή στον Θεό», οι δε οπα
δοί τού Ισλάμ ονομάζονται Μουσουλμάνοι ή Μωαμεθανοί. Βάση τής θρησκείας αυτής είναι η ιδέα τής υπάρξεως ενός μόνον Θεού: τού Αλ λάχ. Η αρχή ότι «υπάρχει ένας μόνον Θεός και ο Μωάμεθ είναι ο Από
στολός του» είναι μια από τις βασικές αρχές τού Ισλάμ. Τόσο ο Μωυσής όσο και ο Ιησούς Χριστός αναγνωρίζονται ως προφήτες, αλλά η νέα δι δασκαλία δεχόταν ότι κανείς δεν υπήρξε τόσο μεγάλος όσο ο Μωάμεθ.
Κατά τη διάρκεια τής διαμονής του στη Μεδίνα ο Μωάμεθ διακήρυξε ότι η θρησκευτική του διδασκαλία αποτελούσε μια γνήσια αποκατάσταση
(1)
Βλέπε
V. Barthold,
«ο προσανατολισμός τών πρώτων μουσουλμανικών τζαμιών»
(εκδόσεως τού Ρωσικού Ινστιτούτου τής Ιστορίας τ1Ίς Τέχνης), Ι
C.
Η.
(1922), 116 (Ρωσικά). Becker, «Vom Werden und Wesen der Islamischen Welt: IsIamstudien», Ι, 429.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
263
τής θρησκείας τού Αβραάμ, την οποία είχαν διαφθείρει οι Χριστιανοί
και οι Ιουδαίοι. Ένα από τα πρώτα προβλήματα που απασχόλησαν τον Μωάμεθ υπήρξε η απομάκρυνση τών Αράβων από τη βάρβαρή τους κα τάσταση (Αραβικά
Djahiliyya) και η προσαρμογή τους σε ανώτερες ηθι
κές αρχές. Αντί τής διαδεδομένης σκληρής εκδικήσεως τού αίματος
(vendetta)
δίδαξε στον λαό του την ειρήνη, την αγάπη και τον αυτο-έλεγ
χο. Επίσης ανέλαβε την ευθύνη να τερματίσει τη συνήθεια που είχαν με ρικές αραβικές φυλές να θάβουν ζωντανά νεογέννητα κορίτσια και επι
χείρησε να ρυθμίσει τις συζυγικές σχέσεις, περιορίζοντας την πολυγαμία και ελαττώνοντας τον αριθμό τών νομίμων γυναικών σε τέσσερεις, αφή νοντας όμως, στην περίπτωση αυτή, περισσότερη ελευθερία για τον εαυ τό του. Στη θέση τών παλαιών φυλετικών αντιλήψεων υποστήριξε την ι
δέα τών δικαιωμάτων τού ατόμου, συμπεριλαμβανομένου τού δικαιώμα τος τής κληρονομιάς. Ο Μωάμεθ έδωσε επίσης μερικές κατευθύνσεις
σχετικές με την προσευχή και τη νηστεία. Ήταν απαραίτητο να· βλέπει κανείς, όταν προσευχόταν, προς την κατεύθυνση τής Κάαμπα' ως μεγάλη περίοδος νηστείας καθορίσθηκε ο ένατος μήνας, ο οποίος ονομάστηκε Ραμαζάνι (RamaΦϊn), ενώ η Παρασκευή καθορίστηκε ως ημέρα αργίας. Η νέα διδασκαλία απαγόρευσε τη χρήση αίματος, κρασιού, χοιρινού
κρέατος και κρέατος ζώων που πέθαναν από φυσικό θάνατο ή που χρη σιμοποιήθηκαν για θυσίες στα είδωλα τών ειδωλολατρών. Επίσης απαγορευόταν η χαρτοπαιξία. Η πίστη σε Αγγέλους και στον Διάβολο ή
ταν υποχρεωτική για τους Μουσουλμάνους, ενώ οι περί Παραδείσου, Κολάσεως, Αναστάσεως και Δευτέρας Παρουσίας αντιλήψεις ήταν χα ρακτηριστικά υλιστικές. Τα βασικά στοιχεία τών αντιλήψεων αυτών βρί. σκονται στη χριστιανο-ιουδα"ίκή απόκρυφη λογοτεχνία. Ο Μωάμεθ συ μπεριλάμβανε στη διδασκαλία του το έλεος τού Θεού, τη μετάνοια τών α
μαρτωλών και τη διά τών καλών πράξεων δικαίωση. Οι νέοι θρησκευτικοί κανόνες αναπτύχθηκαν, σιγά-σιγά, λίγο μετά
τον θάνατο τού Μωάμεθ. Έτσι, Π.χ., η προσευχή δεν είχε ακόμη αυστηρά καθιερωθεί ούτε και την εποχή τών Ομεϋαδών ακόμη(l). Οι εντολές τής
θρησκείας μπορούν να περιοριστούν στις εξής πέντε:
1)
ναν Θεό, τον Αλλάχ, και τον προφήτη του Μωάμεθ.
Την εκτέλεση ορι
2)
Την πίστη σε έ
σμένης προσευχής, σε ορισμένο χρόνο, βάσει αυστηρώς τηρούμενων τύ
πων.
3)
Τη συνεισφορά ορισμένων χρημάτων για την αντιμετώπιση τών
στρατιωτικών και φιλανθρωπικών δαπανών τής μουσουλμανικής κοινό τητας.
4)
Τη νηστεία κατά τη διάρκεια τού μηνός τού Ραμαζανιού και
5)
Το προσκύνημα τής Κάαμπα, στη Μέκκα (Αραβικά το προσκύνημα αψό ονομάζεται χατζ).
(1)
Ι.
GoIdziher, «Muhammedanische Studien»,
ΙΙ,
20.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
264
Όλες οι βασικές αρχές και οι κανόνες τού Μωαμεθανισμού περιέχο νται στο ιερό βιβλίο τών αποκαλύψεων τού Μωάμεθ, το Κοράνιο, το
οποίο υποδιαιρείται σε
114 κεφάλαια
(Αραβικά Σούρα).
Οι αφηγήσεις τών έργων και τής διδασκαλίας τού Μωάμεθ, οι οποίες συνελέγησαν αργότερα σε διάφορα βιβλία, φέρουν το όνομα Σούνα. Η ιστορία τών αρχών τού Ισλάμ, την εποχή τού Μωάμεθ, είναι σκοτει νή και συζητήσιμη λόγω τής καταστάσεως στην οποία βρίσκονται οι σχε
τικές πηγές. Για την ιστορία όμως τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το πρό
βλημα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, δεδομένου ότι μια επαρκής αντιμετώπισή του θα βοηθούσε πολύ στην εξήγηση τής ασυνήθους και γρήγορης στρατιωτικής επιτυχίας τών Αράβων, οι οποίοι αφαίρεσαν από
την Αυτοκρατορία τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της: Συρία, Παλαι στίνη, Αίγυπτο και Βόρειο Αφρική.
Οι παρατηρήσεις τριών εμβριθών μελετητών δείχνουν χαρακτηριστι
κά τις αντιθέσεις που επικρατούν μεταξύ τών μελετητών σε ό,τι αφορά το Ισλάμ. Ο Γκόλττσιερ γράφει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μωάμεθ σκέφθηκε να απλώσει τη θρησκεία του πέρα από τα σύνορα τής Αραβίας
και να μεταβάλει τη διδασκαλία του, η οποία κατ' αρχήν έγινε γνωστή μόνον στους συγγενείς του, σε μια δύναμη που θα κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο»(Ι). Ο Γκρίμ
(Grimme)
τονίζει ότι μπορεί κανείς να πιστέψει,
με βάση το Κοράνιο, ότι τελικός σκοπός τού Ισλάμ ήταν «η πλήρης κατά κτηση τής Αραβίας(2)>> ενώ ο Καετάνι
(Caetani)
γράφει ότι ο προφήτης
ποτέ δεν ονειρεύθηκε να μεταστρέψει στη θρησκεία του όλη την Αραβία και όλους τους' Αραβες»(3).
Ενώ ζούσε, ο Μωάμεθ δεν εξουσίασε όλη την Αραβία. Μπορούμε μά λιστα να πούμε γενικά ότι η Αραβία δεν αναγνώρισε ποτέ έναν αποκλει στικό ηγεμόνα όλης τής χώρας. Στην πραγματικότητα ο Μωάμεθ κατείχε μια περιοχή που αποτελούσε, ίσως, λιγότερο από το ένα τρίτο τής χερσο νήσου. Η περιοχή αυτή είχε επηρεασθεί έντονα από τις νέες ιδέες τού
Ισλάμ, αλλά το υπόλοιπο τμήμα τής Αραβίας παρέμενε κάτω από μια πο λιτική και θρησκευτική οργάνωση που διέφερε πολύ λίγο από αυτήν που υπήρχε πριν εμφανισθεί ο Μωάμεθ. Ο Χριστιανισμός επικρατούσε στα
νοτιοδυτικά τής χερσονήσου, στην Υεμένη. Οι φυλές τής βορειοανατολι κής Αραβίας δέχθηκαν, επίσης, τη χριστιανική πίστη, η οποία γρήγορα έ γινε η θρησκεία που επικρατούσε στη Μεσοποταμία και στις επαρχίες
(1) Goldziher, «Die Religion des Islams» στο «Die Kultur der Gegenwart: Die Religionen des Orients», έκδοση Ρ. Hinneberg, ΙΙΙ, Ι, 106. (2) «Mohammed», Ι, 123. CharIes Diehl και G. Marςais, «Le Monde oriental de 395 a 1018», 176. (3) «Studi di storia orientale», ΙΙΙ, 236, 257.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
265
τής Αραβίας κατά μήκος τού ποταμού Ευφράτη. Εν τω μεταξύ παρήκμα ζε γρήγορα και σταθερά η επίσημη θρησκεία τών Περσών. Έτσι, την
επ6χή τού θανάτου του, ο Μωάμεθ δεν ήταν ούτε πολιτικός ούτε θρη σκευτικός ηγέτης όλης τής Αραβίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατ' αρχήν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντι μετώπισε το Ισλάμ ως ένα είδος Αρειανισμού, τοποθετώντας το στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες χριστιανικές αιρέσεις. Η απολογητική και πολεμική
φιλολογία τού Βυζαντίου επιτίθεται εναντίον τού Ισλάμ κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο επετίθετο εναντίον τών Μονοφυσιτών, τών Μονοθε
λητών και τών οπαδών τών άλλων αιρετικών διδασκαλιών. Έτσι ο Ιωάν νης Δαμασκηνός, μέλος μιας οικογενείας Σαρακηνών, ο οποίος έζησε στη μωαμεθανική αυλή τον
80
αιώνα, δεν θεωρούσε το Ισλάμ ως μια νέα
θρησκεία, αλλά ως ένα είδος αποστασίας από την αληθινή χριστιανική πίστη, ακριβώς όμοιο με τις παλαιότερες αιρέσεις. Οι ιστορικοί τού Βυ
ζαντίου, επίσης, έδειξαν πολύ λίγο ενδιαφέρον για την εμφάνιση τού Μωάμεθ και τής πολιτικής του κινήσεως(l). Ο πρώτος χρονογράφος που
αναφέρεται στη ζωή τού Μωάμεθ, «τού Αρχηγού τών Σαρακηνών και τού ψευδοπροφήτη», υπήρξε ο Θεοφάνης, ο οποίος έγραψε στις αρχές τού 90υ αιώνα(2).
Κατά την αντίληψη τής μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης το Ισλάμ δεν ή ταν ιδιαίτερη θρησκεία αλλά μιfX χριστιανική αίρεση όμοια, στα δόγματά της, με τον Αρειανισμό. Ακόμη και αργότερα, στον Μεσαίωνα, ο Δάντης
στη Θεία Κωμωδία του, θεωρεί τον Μωάμεθ ως έναν αιρετικό και τόν ο νομάζει «σπορέα σκανδάλων και σχισμάτων»
(Seminator di scandal0 e di
scisma - Infemo, ΧΧΥίίί, 31-36). Αιτίες τών αραβικών κατακτήσεων τού
70"
αιώνα
Είναι πολύ συνηθισμένο να τονίζεται ο θρησκευτικός ενθουσιασμός τών
Μουσουλμάνων και η απόλυτη μισαλλοδοξία τους ως μία από τις κύριες αιτίες τών εντυπωσιακών στρατιωτικών κατορθωμάτων τών Αράβων κα
τά τη διάρκεια τών μαχών τους με τους Πέρσες και τη Βυζαντινή Αυτο κρατορία, τον
70
αιώνα. Οι 'Αραβες υποτίθεται ότι όρμησαν εναντίον
τών επαρχιών τής Ασίας και τής Αφρικής, με σκοπό να εκπληρώσουν το
θέλημα τού προφήτη τους, ο οποίος θέλησε τη μεταστροφή όλου τού κό σμου στη νέα πίστη. Οι νίκες τών Αράβων εξηγούνται με βάση τον θρη(Ι) Βλέπε Κ. Gtiterbock, «Der Islam im Lichte der Byzantinischen Polemik», 6, 7, 11, 67-68. (2) «Chronographia» έκδοση de Boor, 333. Βλέπε W. Eichner, «Die Nachrichten Uber den Islam bei den Byzantinern», Der Islam, ΧΧΙΙΙ (1936), 133-162, 197-244.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
266
σκευτικό ενθουσιασμό, ο οποίος προετοίμασε τους φανατικούς Μου
σουλμάνους να αδιαφορούν για τον θάνατο, κάνοντάς τους αήττητους. Η άποψη αυτή όμως πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη. Την εποχή που πέ θανε ο Μωάμεθ υπήρχαν λίγοι Μουσουλμάνοι και ο μικρός αυτός αριθ
μός τών οπαδών του έμενε στη Μεδίνα μέχρι το τέλος τών πρώτων μεγά λων κατακτήσεων. Πολύ λίγοι οπαδοί τού Μωάμεθ πολέμησαν στη Συρία και την Περσία. Η πλειονότητα τών πολεμιστών Αράβων αποτελείτο από
Βεδουίνους, οι οποίοι είχαν ακούσει για το Ισλάμ μόνο από φήμες. Τούς
ενδιέφεραν μόνον τα υλικά αγαθά και πέθαιναν για λάφυρα και ακολα σίες. Ο θρησκευτικός ενθουσιασμός ήταν άγνωστος γι' αυτούς, δεδομέ νου μάλιστα ότι κατ' αρχήν η φύση τού Ισλάμ ήταν μάλλον φιλειρηνική. Το Κοράνιο δηλώνει καθαρά ότι «ο Θεός δεν θα εκβιάσει κανέναν» (1Ι,
257)
και είναι ήδη γνωστή η επιείκεια, που το Ισλάμ έδειξε στις αρχές
του προς τον Χριστιανισμό και τον Ιουδα·ίσμό. Το Κοράνιο επίσης μιλάει για την ανοχή τού Θεού προς τις άλλες θρησκείες. «Εάν ήθελε ο Κύριός σου, θα μπορούσε να κάνει όλους τους ανθρώπους μέλη μιας και τής αυ τής θρησκευτικής κοινότητας» (ΧΙ,
120).
Ο θρησκευτικός φανατισμός και
η μισαλλοδοξία τών Μουσουλμάνων είναι μεταγενέστερα φαινόμενα, ξέ να προς το αραβικό έθνος και δικαιολογημένα μόνον από την επιρροή τών Μουσουλμάνων προσηλύτων. Οι θριαμβευτικές κατακτήσεις τών Α ράβων -τον
70 αιώνα -
δεν μπορεί να αποδοθούν στον θρησκευτικό εν
θουσιασμό και φανατισμό.
Σύμφωνα με μερικές σύγχρονες έρευνες, όπως είναι η έρευνα τού Κα ετάνι, οι πραγματικές αιτίες τής ασυγκράτητη ς επέκτασης τών Αράβων
υπήρξαν υλιστικές. Η Αραβία, φτωχή σε φυσικά αγαθά, δεν μπορούσε πια να ικανοποιήσει τις φυσικές ανάγκες τού πληθυσμού της και οι ' Α ραβες, απειλούμενοι από τη φτώχεια και την πείνα, αναγκάστηκαν να ε πιχειρήσουν μια απελπιστική προσπάθεια να ελευθερωθούν «από τη θερμή φυλακή τήs ερήμου». Οι αφόρητες συνθήκες ζωής είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για την ορμή, με την οποία οι
' Αραβες
επέπεσαν πάνω στη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την Περσία. Στην κίνησή τους αυτή δεν έ παιξε κ!χνέναν ρόλο ο θρησκευτικός παράγοντας(\).
Αν και η άποψη αυτή είναι, μέχρι ενός σημείου, σωστή, δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε πλήρως τις επιτυχίες τών Αράβων μόνον με βάση τις υλικές τους ανάγκες. Ανάμεσα στα αίτια υπάρχουν και οι εσωτερικές
συνθήκες τών ανατολικών και νοτίων επαρχιών τού Βυζαντίου -τής Συ ρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύπτου -, τις οποίες κατέκτησαν τόσο εύκολα οι ' Αραβες. Η δυσαρέσκεια τών επαρχιών αυτών, σε ό,τι αφορά τα θρησκευτικά ζητήματα, έχει ήδη, επανειλημμένως, τονισθεί. Οι Μονο-
(1) Caetani, «Studi di storia orientaIe», 1,368.
267
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
φυσίτες και, εν μέρει, οι Nεσroριανoί έρχονταν συνεχώς σε αντίθεση με
το αδυσώπητο Κράτος, κυρίως δε μετά τον θάνατο τού Μεγάλου Ioυσrι
νιανού. Η αδιάλλακτη τακτική τών Αυτοκρατόρων οδήγησε τη Συρία, την Παλαισrίνη και την Αίγυπτο σro να είναι έτοιμες να απoσπασroύν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και να γίνουν υποτελείς τών Αράβων, οι ο ποίοι ήταν γνωσroί για τη θρησκευτική τους ανοχή και ενδιαφέρονταν μόνο να εισπράττουν τακτικά φόρους από τις κατακτημένες χώρες. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τών λαών πολύ λίγο ενδιέφεραν τους 'Αρα βες.
Αφ' ετέρου οι Ορθόδοξοι τών ανατολικών επαρχιών ήταν δυσαρεσrη μένοι, και αυτοί, με το Κράτος λόγω μερικών παραχωρήσεων, τις οποίες έκανε, κυρίως τον
70
αιώνα, προς τους Μονοφυσίτες. Σχετικά με τις μο
νοθελητικές τάσεις τού Ηρακλείου, ο Xρισrιανός 'Αραβας ισroρικός τού 1Ο0υ αιώνα Ευτύχιος, γράφει ότι οι κάτοικοι τής Έμεσας* ονόμαζαν τον Αυτοκράτορα «Μαρωνίτη (Μονοθελήτη) και εχθρό τής πίσrεως»(l), ενώ
ένας άλλος' Αραβας ισroρικός τού 90υ αιώνα λέγει ότι οι κάτοικοι αυτοί σrράφηκαν προς τους ,Αραβες, λέγοντας «η διοίκησή σας και η δικαιο σύνη σας συμφωνούν περισσότερο μαζί μας από ό,τι συμφωνεί η τυραν νία και οι προσβολές, τις οποίες υποφέραμε»(2). Φυσικά αυτή είναι μια μουσουλμανική μαρτυρία, αλλά, οπωσδήποτε, αποδίδει επακριβώς την
νοοτροπία τού Ορθοδόξου πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος τού πληθυ σμού τής Συρίας και τής Παλαισrίνης ήταν σημιτικής καταγωγής και, σε
μεγάλη έκταση, αραβικής προελεύσεως, πράγμα που βοήθησε τους 'Α ραβες να βρουν σrις περιοχές που κατέκτησαν ανθρώπους τής φυλής
τους, που μιλούσαν την ίδια με αυτούς γλώσσα. Όπως αναφέρει ένας μελετητής «δεν ετίθετο το ζήτημα κατακτήσεως μιας ξένης χώρας, τής ο ποίας οι φόροι θα αποτελούσαν το μόνο άμεσο κέρδος, αλλά επρόκειτο επίσης για την επανάκτηση τμήματος τής πατρικής τους γης, η οποία πα ρήκμαζε κάτω από την κατοχή τών ξένων»(3).
•
Σ.Τ.Μ. Αρχαία πόλη τής Κοίλης Συρίας -το τωρινό Χομς- κοντά στον ποταμό
0-
ρόντη. Ήταν διάσημη στην αρχαιότητα για τον ναό τού ηλιακού θεού Ηλιογαβάλου, ο οποίος λατρευόταν υπό μορφή κωνικού λίθου. Το
272 νικήθηκε, εκεί κοντά, η βασίλισ σα τής Παλμύρας Ζηνοβία και το 637 κατελήφθη η πόλη από τους 'Αραβες, οι οποίοι τήν έκαναν πρωτεύουσα ni; επαρχίας τής Συρίας. (1) «Annales», έκδοση L. Cheikho «Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium, Scriptorum Arabici», 11, 5, 1, 4. Λατινική μετάφραση, Migne, «Patrologia Graeca», αχ,
1088. (2) «Liber expugnationum regionum», έκδοση Μ. J. De Goeje, 137. Αγγλική μετάφρα ση Ρ. Hitti, «The Origins of the Islamic State», Ι, 211. Βλέπε Barthold στο «Tntnsactions ofthe Orientai College», Ι (1925),468. (3) Μ. J. De Goeje, «Memoire sur la conquSte de la Syrie» (2nd ed., 19(0), βλέπε C. Becker, «The Expansion of the Saracens - the East» (Cambridge Medieval History, 11,345).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
268
Εκτός όμως από τη γενική θρησκευτική δυσαρέσκεια τών επαρχιών και τη συγγένεια προς τους ,Αραβες, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ο στρατός της είχαν εξασθενίσει μετά τους μακροχρόνιους και συνεχείς αν και τελικά επιτυχείς -
-
αγώνες της εναντίον τών Περσών και, ως εκ
τούτου, δεν μπορούσαν να αντισταθούν, όπως έπρεπε, στις ακμαίες αρα βικές δυνάμεις.
Στην Αίγυπτο υπήρχαν ειδικοί λόγοι που εξηγούν την ασθενή αντίστα ση στους ,Αραβες. Η κύρια αιτία πρέπει ν' αναζητηθεί στις γενικές συν
θήκες που επικρατούσαν στον στρατό τού Βυζαντίου. Αριθμητικώς ο
στρατός ήταν ίσως αρκετά δυνατός, αλλά η γενική οργάνωσή του υπήρξε ανεπαρκής. Ήταν διηρημένος σε πολλά μέρη, τα οποία διοικούσαν πέντε διαφορετικοί διοικητές ή δούκες
(duces),
που είχαν ίσα δικαιώματα χω
ρίς να διαθέτουν ενότητα δράσεως μεταξύ τους. Η αδιαφορία τους για τα
γενικά προβλήματα τής επαρχίας, οι προσωπικές τους φιλοδοξίες, η έλ λειψη αλληλεγγύης και συνεργασίας και η στρατιωτική ανικανότητά τους
παρέλυσαν κάθε αντίσταση. Οι στρατιώτες δεν ήταν καλύτεροι από τους αρχηγούς τους. Πολυάριθμος -όπως ήταν- ο στρατός τής Αιγύπτου, υ
πό την επίδραση τής κακής ηγεσίας, παρουσίαζε τάσεις αποστασίας. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά αίτια εξηγούν τις τρομερές επιτυχίες τών Αράβων», γράφει ο Μασπερό, «όμως η κύρια αιτία τής ήττας τού
Βυζαντίου, στην κοιλάδα τού Νείλου, υπήρξε η κακή ποιότητα τού στρα τού στον οποίο είχαν εμπιστευθεί την άμυνα τής Αιγύπτου»Ο). Βάσει με
λέτης τών παπύρων ο Γκέλτσερ θεωρεί ότι η τάξη τής αριστοκρατίας τών μεγαλογαιοκτημόνων, η οποία παρουσιάστηκε στην Αίγυπτο πριν από
την περίοδο τών αραβικών κατακτήσεων, έγινε ανεξάρτητη από την κεν
τρική κυβέρνηση και, αν και δεν δημιούργησε μια τοπική ανεξάρτητη δι οίκηση, συνετέλεσε στην πτώση τής κυριαρχίας τού Βυζαντίου (2). Ο Αμελινώ
(Amelineau),
με βάση επίσης τη μελέτη τών παπύρων, αναφέρει
ως έναν σπουδαίο παράγοντα, που διευκόλυνε τη νίκη τών Αράβων, την
ανεπαρκή πολιτική οργάνωση τής .Αιγύπτου(3). Ο' Αγγλος παπυρολόγος Χ. Ι.Μπελ λέει ότι η κατάκτηση τής Αιγύπτου
από τους Άραβες «δεν ήταν θαύμα ή παράδειγμα θείας εκδικήσεως τής διασπάσεως τής Χριστιανοσύνης, αλλά απλώς η αναπόφευκτη κατάρρευση
ενός συστήματος, ο πυρήνας τού οποίου είχε ήδη αποσαθρωθεί»(4 J •
(1) «Organisation militaire de l'Egypte Byzantine», 119-l32. Α. Ε. R. Boak, «Byzantine Imperialίsm ίη
Egypt» (American Historical Reνiew, XXXIV, 1928,8). (2) «Studien zur byzantinischen VeIWa1tung Agyptens» 2. (3) «La Conquxte de l'Egypte par les Arabes». Reνue historique, CXIX (1915), 282. G. Rouillard, «L'Administration ciνile de l'Egypte byzantine» (2nd ed. 1928),241-248. (4) «The Byzantine Serνile State ίπ Egypt», Journal of Egyptian Archaeology, ΙV (1917), 106.
269
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Έτσι στις κύριες αιτίες που προκάλεσαν τις επιτυχίες τών Αράβων
συμπεριλαμβάνονται οι θρησκευτικές συνθηκες στη Συρία, την Παλαιστί νη και την Αιγύπτο, η φυλετικη συγγένεια τού λαού τών δύο πρώτων χω ρών προς τον λαό της Αραβίας, η ανεπάρκεια τών στρατιωτικών δυνάμε
ων, η ελλειπης στρατιωτικη και πολιτικη οργάνωση και οι κοινωνικές συνθηκες της Αιγύπτου.
Η βυζαντινη, καθώς και η αραβικη, ιστορικη παράδοση υπερβάλλουν ως προς την αριθμητικη δύναμη τού στρατού και τών δύο πλευρών, η ο ποία, στην πραγματικότητα, δεν ηταν πολύ μεγάλη. Μερικοί μελετητές πιστεύουν ό:tι οι ' Αραβες στρατιώτες, που έλαβαν μέρος στις εκστρατεί
ες της Συρίας και της Παλαιστίνης, ηταν
27.000,
αν και φοβούνται ότι ο
αριθμός αυτός είναι επίσης υπερβολικός(\). Ο αριθμός τού στρατού τού
Βυζαντίου ήταν, πιθανόν, ακόμη μικρότερος. Επίσης οι στρατιωτικές επι
χειρήσεις δεν διεξηχθησαν μόΥον ωιό τους' Αραβες της χερσονήσου, αλ λά και aπό τους , Αραβες της ερημου της Συρίας, που ηταν κοντά στα σύ
νορα της Περσίας και τού Βυζαντίου. Καλύτερη μελέτη τών αρχών τού Ισλάμ τοποθετεί καθαρά σε δευτε ρεύουσα θέση τον θρησκευτικό παράγοντα εν σχέσει με τα πολιτικά γε γονότα της περιόδου αυτης. «Το Ισλάμ μεταβλήθηκε σε πολιτικη δύναμη γιατί μόνο με αυτή την ιδιότητα μπορούσε να θριαμβεύσει εναντίον τών εχθρών του. Εάν το Ισλάμ είχε μείνει για πάντα μια aπλη ηθικη και θρη
σκευτικη διδασκαλία, θα είχε γρηγορα πάψει να υφίσταται στη σκεπτικι στικη υλιστικη Αραβία και κυρίως στην εχθρικη ατμόσφαιρα της Μέκ κας»(2). «Οι πρωτοπόροι τού Ισλάμ δεν είχαν να ασχοληθούν τόσο με τη μεταστροφη τών aπίστων στην πίστη όσο με την καθυπόταξή τους(3)>>.
Οι μέχρι τον
80
αιώνα αραμικές κατακτήσεις.
Κωνταντίνος Δ'; και η πολιορκία τής Κωνσταντινουπόλεως από τους
, Αραμες.
Ιουστινιανός Β
Μετά τον θάνατο τού Μωάμεθ
(Abu - Bekr
ή
Abu - Bakr)
(632),
'
και οι
' Αραμες.
ο συγγενης του Αμπού Μπακρ
εξελέγη αρχηγός τών Μουσουλμάνων με τον
τίτλο τού χαλίφη (Κhalifa). Οι τρεις μεταγενέστεροι χαλίφηδες, ο Ομάρ, ο Οσμάν και ο Αλή, εξελέγησαν επίσης αρχηγοί, αλλά δεν δημιούργησαν
δυναστεία. Οι τέσσερεις αυτοί άμεσοι διάδοχοι τού Μωάμεθ είναι γνω στοί ως οι «ορθόδοξοι χαλίφες».
Οι πιο σπουδαίες κατακτησεις, τις οποίες έκαναν οι ' Αραβες στην πε-
(1) Caetani, «Studi di storia orientale», (2) ΈνΙ:Ι' ανωτ., 111,3. (3)
Ι.
Ι,
370-371.
Goldziher, «Vorlesungen Uber den !sIam», 25.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
270
ρισχή τού Βυζαντίου, συμπίπτουν με την εποχή τού χαλίφη Ομάρ. Το ότι ο Μωάμεθ έγραψε στους αρχηγούς τών άλλων Κρατών, συμπε
ριλαμβανομένου και τού Ηρακλείου, να δεχθούν τον Ισλαμισμό, και ότι ο Ηράκλειος απάντησε ευνο'ίκά, θεωρείται τώρα ως μεταγενέστερη επι νόηση που στερείται ιστορικής βάσεως(l). Εν τούτοις όμως, ακόμη και σή
μερα, υπάρχουν επιστήμονες που δέχονται την αλληλογραφία αυτή ως ι στορικό γεγονός(2).
Όσο ζούσε ο Μωάμεθ μόνο μεμονωμένες ομάδες τών Βεδουίνων διέ σχισαν τα βυζαντινά σύνορα. Την εποχή όμως τού δεύτερου χαλίφη, Ομάρ, τα γεγονότα διεξήχθησαν με μεγάλη ταχύτητα. Η χρονολογική σειρά τών στρατιωτικών γεγονότων τού 70υ αιώνα είναι σκοτεινή και πο
λύπλοκη' πιθανόν όμως είναι να εξελίχθηκαν τα γεγονότα ως εξής: Το
634
οι ' Αραβες κατέλαβαν το βυζαντινό οχυρό
Ιορδάνη, το
635
έπεσε η πόλη τής Συρίας
Bothra, πέρα από Δαμασκός, το 636 η μάχη
τον
τού
Ποταμού Ιερομίακα Συρία και το
637
ή
(Yarmuk) είχε ως αποτέλεσμα να καταληφθεί όλη η το 638 παραδόθηκε η Ιερουσαλήμ ύστερα από δύο ε
τών πολιορκία. Κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας αυτής έπαιξαν σπου δαίο ρόλο κυρίως ο χαλίφης Ομάρ, απ' την μια πλευρά, και ο περίφημος υπερασπιστής τής Ορθοδοξίας Πατριάρχης τών Ιεροσολύμων Σωφρόνι ος, από την άλλη. Το κείμενο τής συμφωνίας, βάσει τού οποίου ο Σωφρό
νιος παρέδωσε την Ιερουσαλήμ στον Ομάρ και που καθιέρωσε ορισμέ νες θρησκευτικές και κοινωνικές εγγυήσεις για τους Χριστιανούς τής πό
λεως, έχει διασωθεί με μερικές, δυστυχώς, μεταγενέστερες μεταβολές. Οι Χριστιανοί είχαν πετύχει να απομακρύνουν τον Τίμιο Σταυρό από την Ιερουσαλήμ και να τόν στείλουν στην Κωνσταντινούπολη πριν μπουν οι
,Αραβες
στην πόλη. Η κατάκτηση τής Μεσοποταμίας και τής Περσίας,
που πραγματοποιήθηκε συγχρόνως με τις κατακτήσεις τών περιοχών τού
Βυζαντίου, τερματίζει την πρώτη περίοδο τών αραβικών κατακτήσεων στην Ασία. Κατά, τα τέλη τής τρίτης δεκαετίας τού αιώνα αυτού ο αρχη γός τών Αράβων Αμρ παρουσιάστηκε στα ανατολικά σύνορα τής Αιγύ πτου και άρχισε την κατάκτησή της. Μετά τον θάνατο τού Ηρακλείου, το
641 (1)
ή το
Βλέπε
642,
οι ' Αραβες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, ενώ ο θριαμβευ-
L. Caetani, «Annali dell' Islam», 1,731-734.
Ο
Huart
θεωρεί αμφίβολη την
αποστολή πρεσβείας τού Μωάμεθ στον «Καίσαρα τού Βυζαντίου», πρβλ.
«Histoire des Arabes»,
Ι,
145-155.
Ο
J. Maspero
Huart,
ονομάζει την έκκληση τού Μωάμεθ
«Αραβικό θρύλο τού οποίου ο πυρήνας είναι πιθανόν ιστορικός» (στο
patriarches
dΆΙeχandrίe»,
23).
Βλέπε επίσης
Diehl και
Mar~is,
«Histoire des «Le Monde Oriental»,
174.
(2) Bury, «Constitution of the Later Roman Empire», 11, 261. Butler, «The Arab Conquest of Egypt», 139 επ.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
271
τής Αμρ έστειλε το εξής μήνυμα στον Ομάρ, στη Μεδίνα: «Κατέκτησα μια πόλη την οποία θα αποφύγω να περιγράψω. Αρκεί μόνον να πω ότι
κα't'έσχoν σε αυτήν
4.000
βίλες με
4.000
λουτρά,
40.000
Ιουδαίους που
πληρώνουν κεφαλικό φόρο και τετρακόσιους τόπους διασκεδάσεως για τα βασιλικά πρόσωπα»(l). Προς τα τέλη τής τέταρτης δεκαετίας η Βυζα
ντινή Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυ πτο. Την κατάκτηση τής Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση τών Αρά
βων προς τις δυτικές ακτές τής Β. Αφρικής. Το
650
η Συρία, μέρος τής
Μικράς Ασίας, η 'Ανω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέ
ρος τών Βυζαντινών Επαρχιών τής Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία τών Αράβων. Οι κατακτήσεις τών Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές τής Μεσογεί ου, τούς δημιούργησαν νέα προβλήματα, ναυτικής φύσεως. Μη έχοντας
στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία τών Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές. Γρήγορα οι 'Αραβες αντελήφθησαν τη σοβαρότητα τής
καταστάσεως και ο Διοικητής τής Συρίας και μέλλων χαλίφης Μωαβίας άρχισε να κατασκευάζει αρκετά πλοία, τών οποίων το πλήρωμα, κατ' αρ χήν, αποτελείτο από εγχώριους Ελληνο
- Σύριους
ναυτικούς. Σύγχρονες
μελέτες τών παπύρων αποκαλύπτουν ότι κατά τα τέλη τού Ίου αιώνα η κα τασκευή τών πλοίων και η επάνδρωσή τους με πεπειραμένους ναυτικούς ή ταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα τής Διοικήσεως τής Αιγύπτου»(2).
Την εποχή τού Κώνσταντος Β', τα αραβικά πλοία τού Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή τού Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο' το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές τής Μικράς Ασίας νίκησαν τον στόλο τού Βυζαντίου, που εδιοικείτο από τον ίδιο τον Αυτο κράτορα, κατέλαβαν τη Ρόδο, καταστρέφοντας εκεί τον περίφημο Κο
λοσσό τής Ρόδου, και έφθασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία, απειλώντας το Αιγαίο Πέλαγος και την πρωτεύουσα τής Αυτοκρατορίας.
Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια αυτών τών επι
δρομών, ιδίως δε οι τής Σικελίας, μεταφέρθηκαν στην αραβική πόλη Δα μασκό.
Οι αραβικές κατακτήσεις τού Ίου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή Αυ τοκρατορία από τις ανατολικές και νότιές της επαρχίες και συνετέλεσαν στο να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό Κράτος
τού κόσμου. Εδαφικώς περιορισμένη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έγινε έ-
(1) Ρ. Κ. Hitti, «History of the Arabs», 164-165.
(2) Βλέπε Becker, «Cambridge Medieval History», 11, 352. Becker, «[slamstudien», Ι, 96. Ρ. Kahle, «Zur Geschichte des mittelalterlίchen Alexandria» (Der Islam, ΧΙΙ, 1922, 32-33,35).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
272
να Κράτος με ελληνικό πληθυσμό, κυρίως, αν όχι πλήρως, όπως πιστεύε ται από μερικούς ιστορικούς. Οι περιοχές, όπου οι Έλληνες αποτελού
σαν τη μεγάλη πλειονότητα τού πληθυσμού, ήταν η Μικρά Ασία με τα γειτονικά της νησιά τού Αιγαίου Πελάγους και η Κωνσταντινούπολη με την πλησίον της επαρχία. Την εποχή αυτή η Βαλκανική Χερσόνησος, συμπεριλαμβανομένης και τής Πελοποννήσου, είχε, εθνογραφικά, πολύ αλλάξει λόγω τής εμφάνισης μεγάλων σλαβικών οικισμών. Στη Δύση η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατείχε ακόμη τα χωριστά εκείνα τμήματα τής Ιταλίας που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο Βασίλειο τών Λογγοβάρδων,
δηλαδή το νότιο κομμάτι τής Ιταλίας
-
με τη Σικελία- και αρκετά άλλα
γειτονικά νησιά τής Μεσογείου, τη Ρώμη και το εξαρχάτο τής Ραβέννας. Ο ελληνικός πληθυσμός, ο οποίος συγκεντρώθηκε κυρίως στο νότιο τμή μα αυτών τών βυζαντινών κτήσεων τής Ιταλίας, αυξήθηκε πολύ τον Ίο αι ώνα, όταν η Ιταλία έγινε το καταφύγιο πολλών κατοίκων τής Αιγύπτου
και τής Β. Αφρικής που δεν ήθελαν να γίνουν υποτελείς τών Αράβων κα τακτητών. Μπορεί να πει κανείς ότι η Ρωμα"ίκή Αυτοκρατορία μεταβλή θηκε, την περίοδο αυτή, σε μια Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τής οποίας τα προβλήματα περιορίστηκαν και έγιναν λιγότερο πιεστικά. Μερικοί ιστο ρικοί, όπως Π.χ. ο Γκέλττσερ, πιστεύουν ότι οι μεγάλες απώλειες υπήρ
ξαν εμμέσως ευνο'ίκές για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, γιατί απομάκρυ ναν τα ξένα εθνικά στοιχεία, ενώ «Ο λαός τής Μικράς Ασίας και εκείνα τα μέρη τής Βαλκανικής Χερσονήσου που ακόμη αναγνώριζαν την εξου σία τού Αυτοκράτορα, σχημάτιζαν, με τη γλώσσα τους και την πίστη τους, μια τελείως ομοιογενή και συμπαγή πειθαρχημένη μάζα»(l). Από τα μέσα τού Ίου αιώνα η προσοχή τής Αυτοκρατορίας έπρεπε να στραφεί κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, στη Μικρά Ασία και στη Βαλκανική Χερσόνη σο. Αλλά και αυτές οι κτήσεις ακόμη απειλούνταν συνεχώς από τους
Λογγοβάρδους, τους Σλάβους, τους Βουλγάρους και τους' Αραβες. Ο Λ. Μπρεγέ γράφει ι.5τι «η περίοδος αυτή έδωσε στην Κωνσταντινούπολη τον ιστορικό εκείνο ρόλο τής συνεχούς αμύνης, που κράτησε μέχρι τον
150
αιώνα με εναλλασσόμενες περιόδους υποχωρήσεως και εξαπλώσεως»(2). Σχετικά με τον αντίκτυπο τών αραβικών κατακτήσεων είναι πολύ ση
μαντικό να ληφθούν υπ' όψη τα δεδομένα τών βυζαντινών αγιολογικών κειμένων, που έχουν παραμεληθεί ή παραβλεφθεί. Η βυζαντινή αγιο
λογία δίνει μια ζωντανή και παραστατική εικόνα τής ομαδικής μετανα στεύσεως που έγινε υπό την πίεση τής εισβολής τών Αράβων από τις συ
νοριακές περιοχές στο κέντρο τής Αυτοκρατορίας. Η αγιολογία επιβε-
(1) «Abriss der byzantinischcn Kaiscrgeschichte», 951. (2) «La Transform
Sav
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
273
βαιώνει, επαυξάνει και φωτίζει όλες τις εξαιρετικά σύντομες πληροφορί ες τις οποίες δίνουν οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι. Η μεγάλη σημασία τού αραβικού κινδύνου για τη συγκέντρωση και τη συμπύκνωση τού πλη θυσμού στις κεντρικές περιοχές τής Αυτοκρατορίας μπορεί πλέον να θε
ωρείται ως πλήρως αποδεδειγμένη»(Ι). Η περαιτέρω επέκταση τών κατακτήσεων τών Αράβων στη Β. Αφρική
στcψάτησε, για ένα διάστημα, από την ενεργό αντίσταση τών Βερβέρων. Η στρατιωτική δράση τών Αράβων σταμάτησε επίσης λόγω τής εσωτερι κής σύγκρουσης που ξέσπασε μεταξύ τού τελευταίου «ορθοδόξου χαλίφη» Αλή και τού διοικητή τής Συρίας Μωαβία. Ο αιματηρός αυτός α γώνας τελείωσε το
661
με τον θάνατο τού Αλή και τον θρίαμβο τού Μωα
βία, ο οποίος ανήλθε στον θρόνο εγκαινιάζοντας τη νέα δυναστεία τών
Ομεϋαδών και ορίζοντας ως πρωτεύουσα τού Βασιλείου του τη Δαμα σκό.
Μετά την ενίσχυση τής δυνάμεώς του στη χώρα του, ο Μωαβίας ανα νέωσε τους εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επιθετικούς πολέ μους, στέλνοντας τον στόλο του εναντίον τής πρωτεύουσας τού Βυζαντίου και επαναλαμβάνοντας, στην περιοχή τής Β. Αφρικής, τις προς τη Δύση κινήσεις.
Την πιο μεγάλη της δοκιμασία αντιμετώπισε η Βυζαντινή Αυτοκρατο ρία την εποχή τού δραστήριου Κωνσταντίνου Δ'
(668-685),
όταν ο αραβι
κός στόλος διέσχισε το Αιγαίο και τον Ελλήσποντο, μπήκε στην Προπο ντίδα και κατέπλευσε στην Κύζικο' χρησιμοποιώντας το λιμάνι τής πόλε
ως αυτής ως βάση τους, οι 'Αραβες επανειλημμένως, αν και δίχως επιτυ χία, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, επαναλαμβάνοντας την πολι ορκία τους, κάθε χρόνο, κυρίως κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού. Οι
, Αραβες
δεν κατέκτησαν την πρωτεύουσα κυρίως γιατί ο Αυτοκράτορας
γνώριζε πώς να προετοιμάσει την πόλη για την απαραίτητη άμυνα. Η επιτυχημένη όμως αντίσταση τού στρατού τού Βυζαντίου οφείλεται κυρίως στη χρήση τού «υγρού ή ελληνικού πυρός» ή
-
όπως απλώς ονο
μάζεται- «τού θαλασσίου πυρός», το οποίο εφεύρε ο εκ Συρίας αρχιτέ
κτονας Καλλίνικος. Το κοινό όνομα αυτής τής εφευρέσεως οδήγησε σε μερικές παρανοήσεις. Το «ελληνικό πυρ» ήταν ένα είδος εκρηκτικού μίγματος, το οποίο εκσφεδονιζόταν με μακρούς σωλήνες ή σίφωνες, προ
καλώντας πυρκα'ίά στα εχθρικά πλοία. Ο στόλος τού Βυζαντίου ήταν εξο πλισμένος με ειδικά «σιφωνοφόρα» πλοία, τα οποία προκάλεσαν τρομε ρή σύγχυση στους' Αραβες. Υπήρχαν επίσης και άλλες μέθοδοι για την
εκτόξευση τού πυρός στον εχθρό. Η χαρακτηριστική ιδιότητα τού πυρός
(1)
Βλέπε Α. Ρ. Rudίlkov.
H
«Outlines
ίπ
Byzantine CuIture. based
σπ
Data from Clrcck
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
274
ήταν κυρίως το γεγονός ότι έκαιγε ακόμη και επάνω σι:ο νερό. Για ένα αρκετά μεγάλο διάσι:ημα η σύνθεση τού πυρός κρατήθηκε προσεκτικά
μυσι;ική και το νέο όπλο οδήγησε πολλές φορές τον σι:όλο τού Βυζαντίου σι:ην επιτυχίαω.
Όλες οι προσπάθειες που έκανε ο σι:όλος τών Αράβων για την κατά
κτηση τής Κωνσι:αντινουπόλεως απέτυχαν, και το
677
ο εχθρικός σι:όλος
απέπλευσε κατευθυνόμενος προς τις ακτές τής Συρίας. Ενώ όμως κα
τευθυνόταν προς τα εκεί κατα'σι;ράφηκε από μια τρομερή τρικυμία. Οι σι:ρατιωτικές επιχειρήσεις τών Αράβων σι:η Μικρά Ασία απέτυχαν επί σης και ο ηλικιωμένος Μωαβίας αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει με
τον Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, υπό τον όρο να τού πληρώνει κάθε χρόνο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό(2).
Με την επιτυχημένη αντιμετώπιση τών Αράβων σι:ην Κωνσι:αντινού πολη, καθώς και με την πλεονεκτική για το Βυζάντιο συνθηκη ειρήνης, ο
Κωνσι:αντίνος δεν προσέφερε μεγάλη υπηρεσία μόνον σtην Αυτοκρατο ρία του, αλλά και σι;η Δυτική Ευρώπη η οποία, κατ' αυτόν τον τρόπο, α
παλλάχθηκε από τη σοβαρή απειλή τών Μουσουλμάνων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία τού Κωνσι;αντίνου έκανε μεγάλη εντύπωση σι:η Δύση. Όπως λέει ένας χρονογράφος, όταν τα νέα τών επιτυχιών τού
Κωνσι:αντίνου έφθασαν σι:ον Χαγάνο τών Αβάρων και σι:ους άλλους η γέτες της Δύσεως, «οι τελευταίοι έσι:ειλαν πρεσβευτές με δώρα προς τον
Αυτοκράτορα ζητώντας του να καθιερώσει μαζί τους σχέσεις αγάπης και
(1)
Η σχετική με το υγρό πυρ συνταγή βρίσκεται σε μια διατριβ1' που αποδίδεται σε
κάποιον
Marcus Graecus
και η οποία αναμφιβόλως συνετέθη Ελληνικά, κατά τον
αιώνα. Η διατριβή αυτή δημοσιεύθηκε Λατινικά με τον
90 τίτλο «Liber ignium a Marco Μ. Berthelot, «La Chimie au
Graeco descriptus». Η καλύτερη έκδοση είναι αυτή τού moyen age», ι, 100-135, με γαλλ. μετάφραση και σχετικές με τη διατριβή παρατηρή σεις. Πιο σύγχρονη ~ίναι η έκδοση
Henry W. L. Hime, «The Origin of ArtilJery», 4563. Βλέπε και Krumbacher, «Geschichte der byzantinischen Litteratur», 636-637, παράγ. 9 και Gibbon, «Decline and Fall of the Roman Empire», έκδοση Bury, νι, 10, σημ.
22, 539-549. Αγνοούν την έκδοση τού Berthelot και αναφέρουν την παλαιά έκδο ση τού F. Hofer, «Histoire de la chimie», Ι, 491-497. Βλέπε επίσης Max Jiihns, «Handbuch einer Geschichte der Κriegswesens νοη der Urzeit bis zur Renaissance», 512-514. C. Oman, «Α History of the Art of War ίη the Middle Ages» (2nd ed., 1924), 11, 206, 209-210. C. Zenghelis, «Le Feu gregeois», Byzantion, νll (1932),265-286. Nicholas D. Cheronis, «Chemical Warfare ίη the Middle Ages. KalJinikos Prepared Fire» (Journal of Chemical Education, χιν, 8, 1937,360-365). (2) Βλέπε Μ. Canard, «Les Expeditions des Arabes contre Constantinople dans Ι' histoire et dans la legende», Journal Asiatique, CCVIIl (1926), 63-80. Kahle, «Zur Geschichte der mittelalterlichen Alexandria» (Der Islam, ΧΙΙ, 1922,33).
Α. Α. 8ΑΣΙΛΙΕΦ
275
ειρήνης ... και άρχισε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ανατολή και στη Δύση»(l).
Κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Ιουστινιανού Β', διαδόχου τού Κωνσταντίνου Δ', συνέβη ένα γεγονός στα ανατολικά αραβικά σύνορα
που υπήρξε πολύ σημαντικό για τις μετέπειτα σχέσεις Αράβων και Βυ ζαντίου. Τα βουνά τού Λιβάνου τής Συρίας εκατοικούντο, για αρκετό δι άστημα, από τους Μαρδα'ίτες
-
λέξη που μεταφράζεται ως «αντάρτες»,
«επαναστάτες» ή «αποστάτες» -
οι οποίοι ήταν οργανωμένοι στρατιωτι
κά και εχρησιμοποιούντο στην περιοχή αυτή ως έπαλξη τού Βυζαντίου. Μετά την κατάκτηση τής Συρίας από τους 'Αραβες, οι Μαρδα'ίτες απο σύρθηκαν προς τα βόρεια, στα αραβο-βυζαντινά σύνορα, προκαλώντας πολλά προβλήματα και ανησυχία στους' Αραβες με τις διαρκείς επιδρο μές τους στις γειτονικές περιοχές. Σύμφωνα με τα όσα γράφει ένα χρονι κό, οι Μαρδα'ίτες αποτελούσαν «χάλκεον τείχος»(2) το οποίο προστάτευε τη Μικρά Ασία από τις εισβολές τών Αράβων. Βάσει μιας συνθήκης που έγινε την εποχή τού Ιουστινιανού Β', ο Αυτοκράτορας συμφώνησε να υ
ποχρεώσει τους Μαρδαίτες να εγκατασταθούν στις εσωτερικές επαρχίες τής Αυτοκρατορίας, με τον όρο να πληρώσει ο χαλίφης κάποιο χρηματι
κό ποσό. Το διάβημα αυτό τού Αυτοκράτορα «κατέστρεψε το χάλκεον τείχος». Αργότερα βρίσκουμε τους Μαρδαίτες ως θαλασσοπόρους στην
Παμφυλία (Νότια Μικρά Ασία), στην Πελοπόννησο, στην Κεφαλληνία και σε αρκετές άλλες περιοχές. Η απομάκρυνσή τους από τα σύνορα τής Αραβίας ασφαλώς ενίσχυσε τη θέση τών Αράβων στις επαρχίες που κα
τέκτησαν και διευκόλυνε τις μεταγενέστερες επιθετικές κινήσεις τους
στη Μικρά Ασία. Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για να θεωρήσουμε
-
όπως κάνει ο καθηγητής Κουλακόφσκι- το γεγονός αυτό ως μια πράξη στην οποία προέβη ο Αυτοκράτορας «από ενδιαφέρον για τους Χριστια νούς που εδιοικούντο από ανθρώπους μιας ξένης πίστεως»(3). Τα αίτια τού εκτοπισμού τών Μαρδα'ίτών υπήρξαν καθαρώς πολιτικά.
Κατά την έκτη δεκαετία τού Ίου αιώνα, συγχρόνως με τις προσπά θειες που γίνονταν για την κατάκτηση τής Κωνσταντινουπόλεως στην Α νατολή, οι 'Αραβες άρχισαν στη Β. Αφρική τις προς τη Δύση κινήσεις
τους. Στα τέλη τού Ίου αιώνα οι 'Αραβες κατέλαβαν την Καρχηδόνα, την πρωτεύουσα τού εξαρχάτου τής Αφρικής και, στις αρχές τού 80υ αιώνα, κατέλαβαν το Σέπτον (σημερινή Θέουτα), κοντά στις Στήλες τού Ηρα
κλέους. Σχεδόν συγχρόνως οι 'Αραβες, υπό την ηγεσία τού στρατηγού τους Ταρίκ, πέρασαν από την Αφρική στην Ισπανία και, γρήγορα, απέ-
(1) Theophanes, «Chronographia», έκδοση de Boor, 356. (2) Ένθ' ανωτ. 364. (3) Kulakovsky, «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»,
ΙΙΙ,
255
(Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
276
σπασαν από τους Βησιγότθους το μεγαλύτερο μέρος τής Χερσονήσου. Α
πό το όνομα τού Ταρίκ προήλθε η σύγχρονη αραβική ονομασία τού Γι
βραλτάρ, που σημαίνει <<το βουνό τού Ταρίκ~~. Έτσι στις αρχές τού 8ου
αιώνα η μωαμεθανική απειλή παρουσιάσθηκε στη Δυτική Ευρώπη από
διαφορετική κατεύθυνση' δηλαδή από τη Χερσόνησο τών Πυρηναίων. Αξίζει να σημειώσουμε πόσο γρήγορη και πόσο έντονη υπήρξε η διά δοση τής γλώσσας και τού πολιτισμού τών Αράβων στην Ισπανία. Ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών τών πόλεων δέχθηκε τον αραβικό πολιτι σμό χωρίς να γίνουν Μωαμεθανοί, μερικοί δε από αυτούς δημιούργησαν μια κοινώνική τάξη που ονομάσθηκε με το αραβικής προελεύσεως όνομα
Μοζάραβες, δηλαδή «εξαραβισμένοι». Τον
90 αιώνα ο επίσκοπος Κορ
δούης, 'Αλβαρο, ανέφερε σε ένα κήρυγμά του τα εξής: «Πολλοί από τους ομοθρήσκους μου διαβάζουν στιχουργήματα και
μύθους τών Αράβων και μελετούν τα έργα τών Μωαμεθανών φιλοσόφων και θεολόγων όχι με σκοπό να τά ανασκευάσουν, αλλά θέλοντας να μάθουν να εκφράζονται στην αραβική γλώσσα πιο σωστά και πιο γλαφυρά. Ποιος από αmούς μελετά τα Ευαγγέλια, τους Προφήτες και τους Αποστόλους; Αλίμονο!
Όλοι οι ικανοί Χριστιανοί νέοι γνωρίζουν μόνον τη γλώσσα και τη φιλολογία τών Αράβων και διαβάζουν μελετώντας τα με προσοχή, τα αραβικά βιβλία ... Εάν κανείς τούς μιλήσει για χριστιανικά βιβλία, απαντούν περιφρονητικά ότι
δεν αξίζουν να τά προσέχει κανείς
(quasi
vίlissima
contemnentes).
Ουαί! Οι
Χριστιανοί ξέχασαν τη γλώσσα τους και μόλις υπάρχει ένας στους χίλιους που μπορεί να γράφει σε έναν φίλο Λατινικά ένα χαιρετιmήριo γράμμα. Εν
τούτοις υπάρχει ένα αναρίθμητο πλήθος που εκφράζεται πολύ ωραία στα Α ραβικά και που γράφει ποιήματα, στη γλώσσα αυτή, ωραιότερα και με περισ σότερη τέχνη από τους ίδιους τους' Αραβες»(I).
Κάτι παρόμοιο μπορεί να σημειωθεί και για την Αίγυπτο. Το έτος
699,
οπότε η αραβική γλώσσα καθιερώθηκε ως υποχρεωτική για τον λαό, α ποτελεί για την Αίγυπτο το τέλος τής ελληνικής και αιγυπτιακής γραμ ματείας σε αιγυπτιακό έδαφος. Μετά από αυτή τη χρονολογία έχουμε την περίοδο τής μεταφράσεως τών έργων τών Κοπτών στα Αραβικά(2).
Οι μεταξύ τών Αράβων και τού πληθυσμού τής Συρίας, τής Παλαιστί νης και τής Αιγύπτου σχέσεις διαφέρουν πολύ από τις σχέσεις που δημι ουργήθηκαν στη Β. Αφρική στις περιοχές τής σημερινής Τρίπολης, Τύνι
δας, Αλγερίας και Μαρόκου. Στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο
(1) «Alvari Cordubensis opera. Indiculus luminosus», έκδοση F. Η. Florez, «Espafιa Sagrada», ΧΙ (1753).274. Βλέπε J. Kratchkovsky, «The Arab Culture ίn Spain», 11-12. (2) Ν. Baynes, «Journal of Egyptian Archaeology», χνιιlΙ (1932) 90. Αναφέρεται στον
L. Lefort, «La Litterature egyptienne aux derniers siecles avant Chronique d' Egypte, νι (1931),315-323.
Ι'
invasion antbe»,
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
277
οι 'Αραβες δεν αντιμετώπισαν καμιά ισχυρή αντίσταση εκ μέρους τού
πληθυσμού, αλλά μάλλον γνώρισαν την υποστήριξη και τη συμπάθεια τού κατακτηθέντος πληθυσμού. Σε απάντηση τής συμπάθειας αυτής οι 'Αρα βες συμπεριφέρθηκαν στους νέους υπηκόους τους με μεγάλη ανοχή. Με λίγες εξαιρέσεις άφησαν στους Χριστιανούς τις εκκλησίες τους και το δι καίωμα να τελούν τις θρησκευτικές τους ακολουθίες, απαιτώντας, ως αν τάλλαγμα, τψ τακτική μόνον πληρωμή ενός φόρου και την εξασφάλιση πολιτικής πειθαρχίας τών Χριστιανών στους 'Αραβες διοικητές τους. Η
Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν ένα από τα πιο ιερά μέρη τών Χριστιανών, πα ρέμεινε ανοιχτή στους προσκυνητές που έρχονταν στην Παλαιστίνη από τα μακρινά σημεία τής Δυτικής Ευρώπης για να προσκυνήσουν στους Α
γίους Τόπους, και διατήρησε τα πανδοχεία και τα νοσοκομεία που είχε για τους προσκυνητές. Πρέπει επίσης να μην ξεχνάμε ότι στη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο οι 'Αραβες ήλθαν σ' επαφή με τον βυζαντι νό πολιτισμό και ότι η επιρροή του γρήγορα έγινε αισθητή ανάμεσα στους κατακτητές. Με λίγα λόγια, στη Συρία και την Παλαιστίνη οι κατα κτητές και οι κατακτημένοι δημιούργησαν ειρηνικές σχέσεις, που κράτη
σαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Λιγότερο ικανοποιητικά ήταν τα πράγματα στην Αίγυπτο, αλλά και εκεί ακόμη η συμπεριφορά
προς τους Χριστιανούς βασιζόταν στην ανεκτικότητα, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια τών πρώτων χρόνων τής αραβικής κατοχής. Μετά την αραβική επικράτηση, τα Πατριαρχεία τών κατακτηθέντων
επαρχιών ήλθαν στα χέρια τών Μονοφυσιτών. Παρά ταύτα, οι Μουσουλ μάνοι έδωσαν ορισμένα προνόμια στον Ορθόδοξο πληθυσμό τής Συρίας, τής Παλαιστίνης και τής Αιγύπτου και, ύστερα από λίγο καιρό, τα Ορθό
δοξα Πατριαρχεία τής Αντιοχείας και τής Αλεξανδρείας αποκαταστά θηκαν. Τα εν λόγω Πατριαρχεία υπάρχουν και σήμερα. Ο 'Αραβας ιστο ρικός και γεωγράφος αλ-Μασούντι λέει ότι υπό την αραβική κυριαρχία και τα τέσσερα ιερά βουνά -το όρος Σινά, το Χωρήβ, το όρος τών Ελαι ών, κοντά στην Ιερουσαλήμ, και το όρος Θαβώρ -
παρέμειναν στα χέρια
τών Ορθοδόξων. Μόνο που, σιγά-σιγά, οι Μονοφυσίτες και άλλοι «αι ρετικοί», συμπεριλαμβανομένων και τών Μουσουλμάνων, απέσπασαν από τους Ορθοδόξους τους Αγίους Τόπους. Αργότερα η Ιερουσαλήμ αναγνωρίστηκε -μαζί με τη Νίκαια και τη Μεδίνα- ως ιερή μουσουλ μανική πόλη. Για τους Μωαμεθανούς η ιερότητα τής Ιερουσαλήμ έγκει ται στο γεγονός ότι ο Μωαβίας έγινε εκεί χαλίφης(l).
Τελείως διαφορετική ήταν η κατάσταση στη Β. Αφρική. Εκεί η μεγάλη πλειονότητα τών Βερβέρων, παρά την επίσημη αναγνώριση τού Χριστια-
(1) Βλέπε J. Wellhausen, «Das Arabische Reich und sein Sturz», 133. Barthold, «Transactions of the Oriental Col1ege», Ι (1925), 468-469.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
278
νισμού, παρέμενε στην παλαιά κατάσταση τού βαρβαρισμού και (ι
ντιστεκόταν σθεναρά στον αραβικό στρατό, ο οποίος, για αντCπOινα, λεη λατούσε και ερήμωνε τις περιοχές τους. Χιλιάδες αιχμαλώτων μεταφέ ρονταν προς τα ανατολΙΚά, όπου και πωλούνταν ως δούλοι. «Στις νεκρές
πόλεις τής Τύνιδας», λέει ο Ντηλ, «οι οποίες είναι σήμερα, ως επί το πλείστον, στην ίδια κατάσταση στην οποία είχαν μείνει μετά την εισβολή τών Αράβων, μπορεί κανείς να βρει σε κάθε στροφή ίχνη τών τρομερών αραβικών επιδρομών»(I). Όταν, τελικά, οι 'Αραβες πέτυχαν να κατακτή σουν τις επαρχίες τής Β. Αφρικής, πολλοί από τους εγχωρίους μετανά στευσαν στην Ιταλία και τη Γαλατία. Η Εκκλησία τής Αφρικής, που κά
ποτε υπήρξε τόσο φημισμένη στα χρονικά τής χριστιανικής ιστορίας, δέ
χθηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα. Σχετικά με τα γεγονότα τής περιόδου αυ τής, ο Ντηλ λέει τα εξής: «Δύο αιώνες η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατή ρησε στις περιοχές αυτές τη βαριά κληρονομιά τής Ρώμης, δύο αιώνες η Αυτοκρατορία πέτυχε τη μεγάλη και σταθερή πρ60δο τών επαρχιών αυ τών χάρη στη δυναμική αντίσταση τών οχυρών τους, δύο αιώνες διατήρη σε στο τμήμα αυτό τής Β. Αφρικής τις παραδόσεις τού κλασικού πολιτι σμού και μετέστρεψε τους Βερβέρους σ' έναν ανώτερο πολιτισμό, με βά ση τη θρησκευτική προπαγάνδα. Μέσα σε πενήντα χρόνια η εισβολή τών Αράβων κατέστρεψε όλες αυτές τις επιτυχίες»(2).
Παρά τη γρήγορη διάδοση τού Ισλαμισμού ανάμεσα στους Βερβέ ρους, ο Χριστιανισμός συνέχισε να υφίσταται ανάμεσά τους και, ακόμη
και τον
140
αιώνα, ακούμε για «μερικές μικρές χριστιανικές νησίδες»
στη Β. Αφρική[3).
Η σλαβική προέλαση στη Βαλκανική Χερσόνησο και τη Μικρά Ασία και η γένεση τού Βουλγαρικού Βασιλείου Κατά το δεύτερο ήμισυ τού 60υ αιώνα, οι Σλάβοι δεν έπλητταν ή λεηλα
τούσαν μόνον τις βαλκανικές κτήσεις τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλ λά και έφθασαν μέχρι τον Ελλήσποντο, τη Θεσσαλονίκη, τη Νότια Ελλά δα και τις ακτές τής Αδριατικής Θαλάσσας, όπου και εγκαταστάθηκαν αρκετοί από αυτούς. Η αβαρο-σλαβική επιδρομή εναντίον τής πρωτεύου σας πραγματοποιήθηκε το
626,
κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ηρα
κλείου, ενώ η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε από σλαβικές φυλές, οι ο-
(1) «L' Afrique byzantine», 590. (2) Ένθ' ανωτ., 592. Ε. Mercier, «Histoire de Ι' Afrique septentrionale», Ι, 218. (3) Βλέπε Η. Leclercq, «L' Afrique chretienne», 11, 321-323. Ο R. Basset λέει ότι οι τε λευταίοι εγχώριοι από τους Βερβέρους χριστιανούς εξαφανΙσθηκαν τον 120 αιώνα, «Encyclopedie de Ι' IsJam», Ι, 721.
279
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ποίες έφεραν την πόλη σε πολύ δύσκολη θέση. Με τα πλοία τους οι Σλάβοι κατέβηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος, κτυπώ
ντας τον στόλο τού Βυζαντίου και αποκόπτοντας συχνά τον ανεφοδιασμό τής πρωτεύουσας σε τρόφιμα. Ο Αυτοκράτορας Κώνστας Β' αναγκάσθη κε να αναλάβει μια εκστρατεία «κατά τής Σκλαυηνίας»(l). Από την εποχή
αυτή αρχίζει η μετανάστευση μεγάλων μαζών Σλάβων στη Μικρά Ασία και τη Συρία. Κατά την εποχή τού Ιουστινιανού Β' μια ορδή τουλάχιστον
80.000
Σλάβων, όπως αναφέρει ο Β. Ι. Λαμάνσκι
(V.
Ι.
Lamansky)(2),
με
ταφέρθηκε στο Οψίκιον, ένα από τα «θέματα» τής Μικράς Ασίας. Ένα
μέρος από αυτούς (περίπου
30.000)
χρησιμοποιήθηκε από τον Αυτοκρά
τορα στους αγώνες του εναντίον τών Αράβων, με τους οποίους όμως, τε λικά, κατατάχθηκαν, εγκαταλείποντας τον Αυτοκράτορα. Για την τρομε
ρή τους αυτή πράξη, οι υπόλοιποι Σλάβοι τού Οψικίου υπέστησαν μια
φοβερή σφαγή. Μια σφραγίδα τής σλαβικής στρατιωτικής αποικίας τής Βιθυνίας, που ανήκε στο θέμα τού Οψικίου, υπάρχει ακόμη από την πε
ρίοδο εκείνη, και αποτελεί μνημείο μεγάλης αξίας: «Ένα νέο κομμάτι τής φυλετικής ιστορίας τών Σλάβων», το οποίο
Α. Παντσένκο (Β. Α.
Panchenko),
-
όπως αναφέρει ο Μπ.
που δημοσίευσε και ερμήνευσε τη
σφραγίδα αυτή- ρίχνει «μια φωτεινή αχτίδα στο ημίφως τών μεγάλων μεταναστεύσεων»(3). Από τις αρχές τού Ίου αιώνα το πρόβλημα τών
σλαβικών εγκαταστάσεων στη Μικρά Ασία παρουσιάζει εξαιρετικό εν
διαφέρον. Το δεύτερο ήμισυ τού Ίου αιώνα έχει επίσης το χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκειά τους σχηματίσθηκε το νέο Βουλγαρικό Βασίλειο, στα βόρεια σύνορα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά μήκος τών ακτών τού κάτω Δούναβη' ένα βασίλειο, τού οποίου η μεταγενέστερη ιστορία υ
πήρξε εξαιρετικά σημαντική για την τύχη τής Αυτοκρατορίας. Την περίο δο αυτή κυρίως αναφέρονται οι παλαιοί Βούλγαροι, ένας λαός ουννικής (τουρκικής) προελεύσεως, που ήταν πολύ συγγενικός με τη φυλή τών
0-
νογούρων. Την εποχή τού Κώνσταντος Β', μια ορδή Βουλγάρων, με αρ χηγό τον Ασπαρούχ, αναγκάσθηκε από τους Χαζάρους να μετακινηθεί
δυτικά, να εγκατασταθεί στον Δούναβη και αργότερα να μετακινηθεί νο τιότερα και να μπει στο τμήμα εκείνο τού Βυζαντίου, που σήμερα είναι γνωστό ως Δοβρουτσά. Οι Βούλγαροι αυτοί, όπως αναφέρει ο Β. Ν.
Ζλατάρσκι
(V.
Ν.
Zlatarsky),
είχαν προηγουμένως κλείσει μια συμφωνία
με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, βάσει τής οποίας, ως σύμμαχοι τής Αυτο-
(1) Theophancs, «Chronographia»,
έκδοση
dc Boor, 347.
(2)
«Οι Σλάβοι στη Μικρά Ασία, την Αφρική και την Ισπανία» (σελ.
(3)
«Ενα σλαβικό μνημείο Τ1ις Βιθυνίας τού 70υ αιώνα» (στα Πρακτικά τού Ρωσικού
Αρχαιολογικού Ινστιτούτου τής Κωνσταντινουπόλεως). (ΥΙΙΙ.
1-2,
3,
Ρωσικά).
!ΙΙΟ2,
15. Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
280
κρατορίας, θα υπερασπCζοVtαν τα σύνορα, στον Δούναβη, από τις επιθέ σεις άλλων βαρβάρων{l). Είναι δύσκολο να πούμε αν η άποψη αυτή είναι
σωσtή ή όχι, δεδομένου ότι γνωΡCΖoυμε πολύ λίγα πράγματα για την ι στορία τών πρώτων Βουλγάρων. Και αν όμως υπήρχε πράγματι μια τέτοι
α συμφωνία, δεν κράτησε πολύ. Οι Βούλγαροι απασχολούσαν πολύ τον Αυτοκράτορα και το
679
ο ΚωνσταVtίνος Δ' ανέλαβε μια εκστρατεία ε
ναVtίον τους, η οποία όμως έληξε με συVtριπτική ήττα τού στρατού τού Βυζαντίου και με υποχρέωση τού Αυτοκράτορα να πληρώνει στους
Βουλγάρους ετήσιο φόρο και να τούς παραχωρήσει την περιοχή μεταξύ τού Δούναβη και τών Βαλκανίων, δηλαδή τις πρώην επαρχίες τής Μοισίας και τής Μικράς Σκυθίας (σημ. Δοβρουτσάς). Το Δέλτα τού
Δούναβη και μέρος τών ακτών τής Μαύρης Θάλασσας παρέμειναν στα χέρια τών Βουλγάρων. Το νεότευκτο βασίλειο, αναγνωρισμένο διά τής βίας από τον Αυτοκράτορα τού ΒυζαVtίου, έγινε ένας επικίνδυνος γείτο νας.
Αφού οι Βούλγαροι αναγνωρίσθηκαν πολιτικώς, άρχισαν, σιγά-σιγά,
να αυξάνουν τις κτήσεις τους και να συγκρούΟVtαι με τον συμπαγή σλα βικό πληθυσμό τών γειτονικών επαρχιών. Οι νεήλυδες Βούλγαροι εισή γαγαν τη στρατιωτική οργάνωση και την πειθαρχία ανάμεσα στους Σλά βους. Ενεργώντας ως ενωτικός παράγοVtας ανάμεσα στις φυλές τών
Σλάβων τής χερσονήσου, που ζούσαν μέχρι τότε σε χωριστές ομάδες, οι Βούλγαροι ανέπτυξαν, σιγά-σιγά, ένα ισχυρό κράτος το οποίο, φυσικά, αποτελούσε μια μεγάλη, για τη ΒυζαVtινή Αυτοκρατορία, απειλή. Αργό τερα χρειάσθηκε να οργανωθούν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις από
τους ΒυζαVtινούς Αυτοκράτορες ενανtίoν τών Βουλγάρων και τών Σλά βων. Αριθμητικώς ασθενέστεροι από τους Σλάβους, οι Βούλγαροι τού Α σπαρούχ, σύVtομα βρέθηκαν κάτω από την έVtονη επιρροή τών Σλάβων. Μεγάλες φυλετικές αλλαγές έγιναν ανάμεσα σ' αυτούς τους Βουλγά ρους, οι οποίοι, όσο περνούσε ο καιρός, έχαναν την ουννική (τουρκική)
τους εθνικότητα για να εκσλαβισθούν σχεδόν τελείως, στα μέσα τού 90υ αιώνα, αν και σήμερα ακόμη φέρουν το παλαιό τους όνομα: Βούλγαροι(2).
Το
1899
και το
1900
το Ρωσικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο τής Κων
σταVtινουπόλεως ανέλαβε ανασκαφές στην υποτιθέμενη παλαιά θέση
(Izvestia otdeleniya russkago Yazyka ί Slovesnoti Akademίi Nauk, ΧΥIl, 2, 1912,40, Ρωσικά). Zlatarsky, «Ιστορία τού μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους» (Ι, 19-122, 135-136, Βουλγαρικά). Ο Zlatarsky λέει ότι ο Ασπα (1)
«Βουλγαρική Χρονολογία»
ρούχ, μαζί με τους Βουλγάρους του, είχε εγκατασταθεί στη σημερινή Β. Δοβρουτσά πριν από το
668, όταν πέθανε ο Κώνστας Β' (σελ. 138). J. Moravcsik, «Zur Geschichte der Onoguren» (Ungarische JahrbUcher, Χ, 1930, 72-73, 80, 84, 89). (2) Βλέπε L. Niederle, «Manuel de Ι' antiquite sIave», Ι, 100-101.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
281
τής Βουλγαρίας, με αποτέλεσμα ν' ανακαλυφθούν εξαιρετικής αξίας ευ ρήματα. Στη θέση τής παλαιάς πρωτεύουσας τού Βασιλείου (Πλίσκα ή
Πλίσκοβα), κοντά σι:ο σημερινό χωριό Αμπόμπα, σι:η βορειο-ανατολική Βουλγαρία, βορειο-ανατολικq τής πόλεως Σούμλα, οι αρχαιολόγοι ανα
κάλυψαν τα θεμέλια τών ανακτόρων τών παλαιών Χάνων τής Βουλγα ρίας, καθώς και μέρος τών τειχών της με πύργους και πύλες, τα θεμέλια μιας μεγάλης εκκλησίας, επιγραφές, πολλά καλλιτεχνικά και διακοσμητι κά αντικείμενα, χρυσά και ορειχάλκινα νομίσματα καθώς και σφραγί
δες(l). Δυσι:υχώς όλα αυτά τα ευρήματα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν και να ερμηνευθούν όσο πρέπει, δεδομένου ότι οι σχετικές με την περίο
δο αυτή πηγές είναι πολύ σπάνιες. Πρέπει κανείς να περιορισθεί προς το παρόν σε υποθέσεις και εικασίες. Ο Θ. Ουσπένσκι, ο οποίος διηύθυνε
τις ανάσκαφές, λέει ότι «οι ανακαλύψεις που έγιναν από το lνσι:ιτούτο σι:ην πλευρά τής πεδιάδας που είναι κοντά σι:η Σούμλα, έφεραν σι:ο φως
πολύ σημαντικά δεδομένα, που δίνουν αρκετές βάσεις για τη διαμόρφω ση μιας σαφούς ιδέας για τη βουλγαρική ορδή που εγκατασι:άθηκε σι:α Βαλκάνια, καθώς και για τους βαθμιαίους μετασχηματισμούς που προε κλήθησαν από την επιρροή τών σχέσεών της με τη Βυζαντινή Αυτοκρατο ρία»(2). «Όπως αποδεικνύεται από παλαιά μνημεία που ανακαλύφθηκαν
κατά τη διάρκεια τών ανασκαφών τής παλαιάς πρωτεύουσας και που
δείχνουν τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής τών Βουλγάρων», λέει ο ίδιος μελετητής, «οι Βούλγαροι γρήγορα υπέσι:ησαν την επίδραση τού πολιτι σμού τής Κωνσι:αντινουπόλεως, ενώ οι Χάνοι τους, σιγά-σιγά, εισήγαγαν σι:ις Αυλές τους συνήθειες και τελετές τής Αυλής τού Βυζαντίου»(3). Το
μεγαλύτερο μέρος τών μνημείων που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια τών ανασκαφών, ανήκει σε μια εποχή μεταγενέσι:ερη τής εποχής τού Α
σπαρούχ, κυρίως δε σι:ον
80 και 90 αιώνα. Οι ανασκαφές δεν έχουν ακό
μη ολοκληρωθεί.
Η ΠQόταση μεταφΟQάς τής ΠQωτεύoυσας τής ΑυΤΟΚQαΤΟQίας Κατά τα μέσα τού 7ου αιώνα, η πολιτική θέση τής Κωνσι:αντινουπόλεως
άλλαξε ριζικά. Οι αραβικές κατακτήσεις τών ανατολικών και νοτιο-ανα τολικών επαρχιών τού Βυζαντίου, οι συχνές αραβικές επιθέσεις σι:ις ε παρχίες τής Μικράς Ασίας, οι επιτυχημένες επιδρομές τού αραβικού
Aboba-Pliska» (Πρακτικά τού Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου τής Κωνσταντινουπόλεως, Χ, 1905, Ρωσικά). (2) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (Ι, 777, Ρωσικά). (3) Ένθ' ανωτ. 729. (1)
Βλέπε «Στοιχεία σχετικά με την Αρχαία Βουλγαρία
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
282
στόλου στη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος και η δημιουργία τού Βουλγαρικού Βασιλείου στα βόρεια σύνορα, καθώς και η βαθμιαία κά
θοδος τών Σλάβων τών Βαλκανίων προς την πρωτεύουσα, το Αιγαίο και την Ελλάδα, δημιούργησαν νέες ιδιόμορφες συνθήκες για την Κωνσταν τινούπολη, η οποία δεν μπορούσε πλέον να αισθάνεται ασφαλής. Η πρω τεύουσα αντλούσε πάντοτε τη δύναμή της από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ τώρα ένα μεγάλο μέρος τους είχε κατακτηθεί και το υπόλοιπο τμήμα ήταν εκτεθειμένο σε κάθε είδους κινδύνους και απειλές. Μόνο με βάση αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων μπορούμε ν' αναλύσουμε, όπως πρέπει, την επιθυμία τού Κώνσταντος Β' να εγκαταλείψει την Kιqνσταντινoύπoλη και να μεταφέρει την πρωτεύουσα πίσω στην Παλαιά Ρώμη ή σε κάποιο άλ λο σημείο τής Ιταλίας. Οι χρονογράφοι εξηγούν την αναχώρηση τού Αυ τοκράτορα από την πρωτεύουσα ως φυγή, στην οποία εξαναγκάσθηκε
λόγω τού μίσους που προκάλεσε στον λαό με τον φόνο τού αδελφού του(l). Η εξήγηση αυτή όμως είναι δύσκολο να γίνει δεκτή από ιστορικής πλευράς. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Αυτοκράτορας δεν θεωρούσε πλέον α
σφαλή την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός από αυτό όμως, κατά πάσα πιθανότητα, αντιλήφθηκε την αναπόφευκτη προσέγγιση τού
κινδύνου τών Αράβων, από τη Β. Αφρική στην Ιταλία και τη Σικελία, και αποφάσισε να ενισχύσει τη δύναμη τής Αυτοκρατορίας στο δυτικό τμήμα
τής Μεσογείου με την παρουσία του, γεγονός που θα τού έδινε τη δυνα τότητα να λάβει όλα τα μέτρα για να εμποδίσει τους' Αραβες να επεκτεί νουν τις κτήσεις τους πέρα από τα σύνορα τής Αιγύπτου. Είναι πιθανόν
ότι ο Αυτοκράτορας δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει για πάντα την Κων σταντινούπολη και ότι επιθυμούσε μόνον να δημιουργήσει ένα δεύτερο κεντρικό σημείο τής Αυτοκρατορίας στη Δύση -όπως ακριβώς συνέβαι
νε τον
40
αιώνα -
ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε να σταματήσει την
επέκταση τής κυριαρχίας τών Αράβων. Οπωσδήποτε, οι σύγχρονοι ιστο ρικοί αποδίδουν την επιθυμία τού Κώνσταντος Β' να κατευθυνθεί προς τη Δύση, σε πολιτικούς και όχι προσωπικούς λόγους.
Εν τω μεταξύ η κατάσταση στην Ιταλία κάθε άλλο παρά ειρήνη προ μήνυε. Οι Έξαρχοι τής Ραβέννας, έχοντας πάψει να αισθάνονται την ισχυρή θέληση τού Αυτοκράτορα, λόγω τής μεγάλης αποστάσεως που
τούς χώριζε από την Κωνσταντινούπολη και λόγω τών εξαιρετικά δύσκο λων συνθηκών που επικρατούσαν στην Ανατολή, έτειναν απροσχημάτι
στα προς την αποστασία. Οι Λογγοβάρδοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος τής Ιταλίας, αν και η εξουσία τού Αυτοκράτορα αναγνωριζόταν ακόμη στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τη Σικελία, καθώς και στο νότιο τμήμα τής
(1) Gcorgc Cedrenus, «Historiarum compendium»,
έκδοση Βοπη,
1,762.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
283
Ιταλίας, 6που ο πληθυσμός ήταν, κυρίως, ελληνικ6ς. Αφήνοντας την Κωνσταντινούπολη ο Κώνστας Β' ξεκίνησε, μέσω τών Αθηνών, για την Ιταλία και ύστερα από παραμονή στη Ρώμη, τη Νεάπολη και στο ν6τιο τμήμα τής Ιταλίας, εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες τής Σι
κελίας. Πέρασε τα πέντε τελευταία χρ6νια τής βασιλείας του στην Ιταλία, χωρίς να πετύχει να εκπληρώσει τα σχέδιά του. Ο αγώνας του με τους Λογγοβάρδους απέτυχε, η Σικελία απειλείτο ακ6μη από τους 'Αραβες και μια συνωμοσία εναντίον του είχε ως αποτέλεσμα τον φόνο του μέσα σ' ένα από τα λουτρά τών Συρακουσών. Μετά τον θάνατό του, η ιδέα τής μεταφοράς τής πρωτεύουσας στη Δύ ση εγκαταλείφθηκε και ο γιος του, Κωνσταντίνος Δ', παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Η ΘΡΗΣΚΕYfIΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Ο Μονοθελητισμός και η «Έκθεσις» Οι εκστρατείες τού Ηρακλείου εναντίον τών Περσών, έχοντας ως αποτέ
λεσμα την επανάκτηση τών μονοφυσιτικών επαρχιών τής Αυτοκρατορίας
-
Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτος -, έθεσαν για μια ακόμη φορά το
πρόβλημα τής στάσης τού κράτους απέναντι στους Μονοφυσίτες. Ακόμη
και κατά τη διάρκεια τών εκστρατειών του, ο Ηράκλειος άρχισε συνεν νοήσεις με τους Μονοφυσίτες Επισκόπους τών ανατολικών επαρχιών, προκειμένου να πετύχει ένα είδος εκκλησιαστικής εν6τητας, κάνοντας ο ρισμένες παραχωρήσεις στα δογματικά ζητήματα. Φαινόταν ότι η ενό
τητα θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η Ορθόδοξη Εκκλησία συμφωνούσε να αποδεχθεί δύο μεν φύσεις αλλά μία ενέργεια και ένα θέλημα τού Ιη
σού. Από την τελευταία αυτή λέξη η διδασκαλία ονομάστηκε Μονοθελη τισμ6ς και είναι γνωστή στην ιστορία με το όνομα αυτό(l). Η Αντιόχεια
και η Αλεξάνδρεια, αντιπροσωπευόμενες από τους Μονοφυσίτες τους Πατριάρχες που διόρισε ο Ηράκλειος, ήθελαν να εργασθούν για την επί τευξη μιας συμφωνίας, τακτική που υποστήριζε και ο Πατριάρχης Κων
σταντινουπόλεως Σέργιος. Εναντίον όμως τού Μονοθελητισμού εξεγέρ θηκε ο εκ Παλαιστίνης μοναχός Σωφρόνιος, ο οποίος ζούσε στην Αλε
ξάνδρεια και που, χρησιμοποιώντας τα εντυπωσιακά του επιχειρήματα ε ναντίον τής νέας διδασκαλίας, απειλούσε να υποσκάψει τη διαλλακτική τακτική τού Ηρακλείου. Ο Πάπας Ονώριος, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο
τών ερίδων γύρω από δογματικά προβλήματα τα οποία δεν είχαν ρυθμι-
(1) Ένα πολύ καλό άρθρο για τον Μονοθελητισμό υπάρχει στο «Le Dictionnaire de theologie catholique» (έκδοση Vacant and Amann, Χ, 2, cols. 2.307~2.323).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
284
στεί από Οικουμενικές Συνόδους, δήλωσε ότι η περί μίας θελήσεως διδα σκαλία ήταν σωστή. Ο Σωφρόνιος έγινε Πατριάρχης Ιεροσολύμων, παίρ νοντας έτσι μια θέση που τού επέτρεπε να ασκεί πολύ μεγαλύτερη επιρ ροή, και έστειλε μια συνοδική επιστολή στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπό λεως, με την οποία ανέπτυσσε, με μεγάλη θεολογική ικανότητα, το μη Ορθόδοξον τής διδασκαλίας τών Μονοθελητών. Προβλέποντας, ο Ηρά κλειος, μεγάλες θρησκευτικές διαμάχες εξέδωσε την Έκθεσιν, ή Έκθεσιν τής Πίστεως, την διατύπωση δηλαδή τής περί μίας θελήσεως τού Χριστού
διδασκαλίας. Το χριστολογικό μέρος τού κειμένου αυτού συνετέθη από τον Πατριάρχη Σέργιο. Ο Αυτοκράτορας ήλπιζε ότι η έκθεση θα συντε λούσε πολύ στη συμφιλίωση τών Μονοφυσιτών με τους Ορθοδόξους, αλ
λά οι ελπίδες του διαψεύσθηκαν. Ο νέος Πάπας δεν ενέκρινε την Έκθε σιν και θέλοντας να υποστηρίξει το περί δύο θελήσεων και δύο ενερ γειών δόγμα, κήρυξε τον Μονοθελητισμό ως αίρεση. Η πράξη αυτή όμως
δημιούργησε μια απροσδόκητη έχθρα μεταξύ τού Πάπα και τού Αυτο κράτορα. Επί πλέον η Έκθεσις δημοσιεύθηκε σε μια περίοδο κατά την ο ποία δεν μπορούσε να ασκήσει τη μεγάλη επίδραση, στην οποία υπολόγι
ζε ο Ηράκλειος. Ο κύριος σκοπός τού Αυτοκράτορα ήταν να συμβιβάσει τις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες με την Ορθοδοξία. Αλλά το έτος
638,
όταν δημοσιεύθηκε η Έκθεσις, η Συρία, η Παλαιστίνη και το τμήμα
τής Μεσοποταμίας που ανήκε στο Βυζάντιο, δεν αποτελούσαν πια τμήμα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι είχαν καταληφθεί από τους' Αραβες. Υπήρχε ακόμη η Αίγυπτος, αλλά και αυτής οι μέρες ήταν μετρημένες. Η υπόθεση τών Μονοφυσιτών είχε χάσει την πολιτική της σημασία και το διάταγμα τού Ηρακλείου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Παρόμοιες προσπάθειες συμβιβασμού που είχαν γίνει στο παρελθόν δεν οδήγησαν σε ικανοποιητικά αποτελέσματα και δεν πέτυχαν ποτέ να λύ σουν τα βασικά προβλήματα, κυρίως λόγω τής αδιαλλαξίας τής πλειονό τητας και τών δύο πλευρών.
Ο «Τύπος» τού Κώνσταντος Β' Μετά τον θάνατο τού Ηρακλείου, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κώνσταντος Β', η θρησκευτική πολιτική εξελίχθηκε ως εξής: Ο Αυτο κράτορας παρέμενε ακόμη οπαδός τού Μονοθελητισμού, αν και η κίνηση
αυτή είχε χάσει την πολιτική της σημασία. Μετά την απώλεια τής Αιγύ πτου, η οποία καταλήφθηκε από τους 'Αραβες, ο Αυτοκράτορας έκανε
αρκετές προσπάθειες για να συμβιβασθεί με τον Πάπα, προσφερόμενος να προβεί σε αρκετές μεταβολές τών δογμάτων τού Μονοθελητισμού. Έ χοντάς ως σκοπό του την συμφιλίωση, ο Κώνστας Β', εξέδωσε το
648 τον
Τύπον, ο οποίος απαγόρευε κάθε συζήτηση σχετική με τις δύο ενέργειες
285
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ή θελήσεις τού Χριστού ω . Εκτός από την απαγόρευση αυτή, ο Τύπος διέ τασσε την εξαφάνιση τών γραπτών, σχετικών με το θέμα, συζητήσεων, δηλαδή τής Εκθέσεως τού Ηρακλείου, η οποία είχε τοποθετηθεί στον νάρθηκα τής Αγίας Σοφίας. Το μέτρο όμως αυτό τού Κώνσταντος δεν πέ τυχε την ποθητή θρησκευτική ειρήνη. Μπροστά στους αντιπροσώπους
τού ελληνικού Κλήρου, στη Σύνοδο τού Λατερανού, ο Πάπας Μαρτίνος καταδίκασε «την ασεβέστατη Έκθεση
φαύλο Τύπο
(scelerosus Typus)>>
(impiissima Ecthesis)>>
και «τον
και κήρυξε όλους εκείνους, τών οποίων
τα ονόματα συνδέονταν με τη σύνταξη τών δύο διαταγμάτων, ενόχους αι ρέσεως(2). Ο εκλεκτός θεολόγος τού Ίου αιώνα Μάξιμος ο Ομολογητής, αντιμετώπισε αποφασιστικά τόσο τον Τύπον όσο και τον Μονοθελητισμό
γενικά. Επίσης μεγάλη δυσαρέσκεια εκδηλωνόταν, εναντίον τής θρη σκευτικής πολιτικής τού Αυτοκράτορα, στην Ανατολική Εκκλησία.
Εξοργισμένος από τη στάση τού Πάπα στη Σύνοδο τού Λατερανού, ο Κώνστας Β', διέταξε τον Έξαρχο τής Ραβέννας να συλλάβει τον Μαρτί
νο και να τόν στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Έξαρχος, εκτελώντας τις διαταγές τού Αυτοκράτορα, μετέφερε τον Πάπα στην Κωνσταντινού πολη, όπου κατηγορήθηκε για προσπάθεια εξεγέρσεως τών δυτικών ε
παρχιών εναντίον τού Αυτοκράτορα, διαπομπεύθηκε και φυλακίσθηκε. Λίγο αργότερα εστάλη στη μακρινή Χερσώνα, τον συνήθη τόπο εξορίας τής Βυζαντινής Περιόδου, όπου πέθανε λίγο μετά την άφιξή του. Στις επιστολές τις οποίες έστελνε από τη Χερσώνα, ο Πάπας παραπονείται
για τις κακές συνθήκες ζωής και ζητεί από τους φίλους του να τού στεί λουν τροφή και κυρίως ψωμί, για το οποίο μιλούν εκεί δίχως να τό έχουν δει ποτέ(3). Δυστυχώς οι επιστολές τού Μαρτίνου δίνουν πολύ μικρού εν διαφέροντος πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στη Χερ
σώνα, από πλευράς οικονομικής και πολιτισμού, τον Ίο αιώνα. Ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνέχισαν τις συνεννοήσεις τους με τους διαδόχους τού Μαρτίνου και τελικά συμβι
βάσθηκαν με τον δεύτερο διάδοχό του, τον Βιταλιανό, και το σχίσμα τών Εκκλησιών έπαψε να υπάρχει. Αυτή η θρησκευτική συμφιλίωση με τη
Ρώμη υπήρξε πολιτικώς πολύ σημαντική για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεδομένου ότι ενίσχυσε τη θέση τού Αυτοκράτορα στην Ιταλία. Ο περίφημος αντίπαλος τού Μονοθελητισμού, Μάξιμος ο Ομολογη-
(1) J. D. Mansi, «Sacrorum conciliorum noνa et amplissima collectio», Χ, 1029-1032. Αγγλικά. Κ. J. νοη Hefele, «Α History of the Councils of the Church» (1896), V,.95-96. (2) Mansi, ένθ' ανωτ. 1.157-1.158. Hefcle, ένθ' ανωτ. 112-113. (3) Martini Papae, «Epistola» ΧΥΙ, έκδοση Migne, «Patrologia Latina". LXXXVII, 202. Βλέπε Η. Κ. Mann, «The Lives of the Popes ίη the Early Middle Agcs» (2nd ed. 1925), Ι. pt. ί, '400.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
286
τής, συνελήφθη από τον Έξαρχο τής Ιταλίας και μεταφέρθηκε στην Κων σταντινούπολη όπου, αφού τόν καταδίκασαν, τόν ακρωτηρίασαν. Ο Μά ξιμος πέθανε ως μάρτυρας στην εξορία.
Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο; Αν και ο Μονοθελητισμός έχασε την πολιτική του σημασία, συνέχισε να
προκαλεί διαφωνίες μεταξύ τού λαού ακόμη και μετά την απαγόρευση τού Τύπου. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο διάδοχος τού Κώνσταντος Β', Κωνσταντίνος Δ', επιθυμώντας να εγκαθιδρύσει μια oριqτική θρησκευτι κή ειρήνη στην Αυτοκρατορία του, συγκάλεσε το
680,
στην Κωνσταντι
νούπολη, την ΣΤ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τον Μονο
θελητισμό και αναγνώρισε τις δύο φύσεις, τα δύο θελήματα και τις δύο ε νέργειες τού Ιησού Χριστού(Ι).
Η ειρήνη με τη Ρώμη αποκαταστάθηκε πλήρως, η δε ανακοίνωση που εστάλη στον Πάπα από την ΣΤ' Σύνοδο τόν προσφωνεί «Κεφαλή τής
Πρώτης Επισκοπής τής Παγκοσμίου Εκκλησίας» και δηλώνει ότι το μή νυμα τού Πάπα προς τον Αυτοκράτορα ερμήνευε τις πραγματικές αρχές τής θρησκείας(2).
Έτσι, την εποχή τού Κωνσταντίνου Δ', το Βυζαντινό Κράτος τάχθηκε οριστικά εναντίον τού Μονοφυσιτισμού και τού Μονοθελητισμού. Τα
Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας -αποσπασμέ να από την Αυτοκρατορία, μετά τις κατακτήσεις τών Αράβων- έλαβαν μέρος, και αυτά, στέλνοντας τους αντιπροσώπους τους στην ΣΤ' Οικου
μενική Σύνοδο. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Μακάριος, ο οποίος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ασκώντας δικαιοδοσία μόνον στην Κιλικία και την Ισαυρία(3), υποστήριξε τον Μονοθελητισμό κατά τη διάρκεια τής Συ
νόδου και για αυτόν τον λόγο εκθρονίσθηκε και αφορίσθηκε. Οι αποφά σεις τής ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου απέδειξαν στη Συρία, την Παλαιστί
νη και την Αίγυπτο ότι η Κωνσταντινούπολη δεν επιθυμούσε πλέον να βρει μια οδό συμβιβασμού με τις επαρχίες που δεν αποτελούσαν πια μέ ρος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η θρησκευτική ειρήνη που έγινε με τη Ρώμη επιτεύχθηκε χάρη στην αποφασιστική απομάκρυνση από τον μο νοφυσιτικό και μονοθελητικό πληθυσμό τών ανατολικών επαρχιών, πράγμα που συνετέλεσε πολύ στην περαιτέρω ενίσχυση τής δυνάμεως
τών Αράβων σε αυτές τις επαρχίες. Η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυ-
(1) Mansi, «Amplissima collectio conciliorum», ΧΙ, 629-640. Hefele, «Councils of the Church», Υ, 175. (2) Mansi, ένθ' ανωτ. 683-688. (3) Βλέπε Ε. W. Brooks στο English Historical Review, ΧΧΧΙV (1919), 117.
287
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
πτος τέθηκαν οριστικά εκτός Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Δεν μπορούμε να πούμε ότι η συμφωνία που έγινε με τη Ρώμη, βάσει
τής ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, κράτησε πολύ. Ακόμη και την εποχή τού
διαδόχου τού Κωνσταντίνου Δ', Ιουστινιανού Β', οι σχέσεις μεταξύ Βυ ζαντινής Αυτοκρατορίας και Ρώμης οξύνθηκαν και πάλι. Θέλοντας να συμπληρώσει το έργο τής Ε' και τής ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, ο Ιου στινιανός Β', συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, το
μια Σύνοδο, η
691,
οποία έγινε «εν Τρούλλω» τού Παλατίου, με αποτέλεσμα να ονομασθεί,
ως εκ τούτου, «εν Τρούλλω Σύνοδος». Η Σύνοδος αυτή, η οποία ονομά σθηκε Οικουμενική, είναι επίσης γνωστή ως «Πενθέκτη»
(Quinisextum),
δεδομένου ότι αποτελεί συμπλήρωμα τών δύο προηγούμενων Συνόδων: τής πέμπτης και τής έκτης δηλαδή. Ο Πάπας Σέργιος αρνήθηκε να υπο γράψει τα πρακτικά τής Συνόδου, με αιτιολογία ορισμένους όρους, όπως ήταν η καταδίκη τής νηστείας τού Σαββάτου και η καταδίκη τής υπο χρεωτικής αγαμίας τών κληρικών. Ακολουθώντας το παράδειγμα τού Κώνσταντος Β' που εξόρισε τον Μαρτίνο στην Κριμαία, ο Ιουστινιανός
διέταξε τη σύλληψη τού Σεργίου και τη μεταφορά του στην Κωνσταντι νούπολη. Αλλά ο στρατός τής Ιταλίας τόν υπερασπίσθηκε, προστατεύον τάς τον από τον απεσταλμένο τού Αυτοκράτορα, ο οποίος θα έχανε την ζωή του εάν δεν επενέβαινε ο Πάπας(l).
Κατά τη διάρκεια τής δεύτερης βασιλείας τού Ιουστινιανού Β'
711),
(705-
ο Πάπας Κωνσταντίνος -ο οποίος είναι και ο τελευταίος Πάπας
που εκλήθη στην πρωτεύουσα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας -
ήλθε, ύ
'στερα από πρόσκληση τού Αυτοκράτορα, στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός δέχθηκε τον Πάπα με μεγάλες τιμές και
-
όπως ανα
φέρει ο βιογράφος τού Πάπα- προσκύνησε μπροστά του και τού φίλησε τα πόδια, κρατώντας στο χέρι το αυτοκρατορικό στέμμα(2). Ο Ιουστινιανός και ο Πάπας πέτυχαν έναν ικανοποιητικό συμβιβα
σμό, για τον οποίο όμως δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ο Πάπας Κωνσταντίνος, όπως αναφέρει ο Γερμανός εκκλησιαστικός ιστορικός
Χέφελε
(Hefele),
είχε την εποχή εκείνη αναμφιβόλως πετύχει τη μέση ο
δό την οποία, αργότερα, ακολούθησε ο Πάπας Ιωάννης Η'
(872-882),
δη
λώνοντας ότι «δεχόταν όλους τους κανόνες που δεν αντετίθεντο στην α ληθινή πίστη, την ηθική και τα διατάγματα τής Ρώμης»(3).
Ο Πάπας Κωνσταντίνος επέστρεψε με ασφάλεια στη Ρώμη, όπου έγι
νε δεκτός από τον λαό με μεγάλη χαρά. Η θρησκευτική ειρήνη φαινόταν να έχει τελικά επικρατήσει μέσα στα τόσο συρρικνωμένα σύνορα τής (Ι) Βλέπε F. Gorres, «Justinian ΙΙ und das romische Papsttum» (Byzantinischc Zeitschrift, XVII, 1908, 440-450). (2) «Liber Pontificalis», έκδοση L. Duchesnc, 1,391. (3) «Councils of the Church», Υ, 240.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
288
Αυτοκρατορίας.
ΙΙροέλευση και ανάπτυξη τών «θεμάτων» Στη βυζαντινή ιστορία η οργάνωση τών θεμάτων συνδέεται, συνήθως, με την εποχή τής Δυναστείας τού Ηρακλείου. Με τη φράση «οργάνωση τών θεμάτων» εννοούμε την ιδιόρρυθμη οργάνωση τών επαρχιών, την οποία υπαγόρευαν οι συνθήκες τής εποχής εκείνης και τής οποίας κύριο χαρα
κτηριστικό ήταν η ενίσχυση τής στρατιωτικής εξουσίας τών διοικητών τών επαρχιών και τής τελικής επικρατήσεώς τους εις βάρος τών πολιτι
κών αρχών. Η μεταβολή αυτή δεν συντελέστηκε αίτότομα και ξαφνικά,
άλλα σταδιακά. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η ελληνική λέξη «θέ μα» σήμαινε ένα στρατιωτικό σώμα εγκατεστημένο σε μια επαρχία και μόνον αργότερα, πιθανόν τον
80
αιώνα, ονομάσθηκε με το όνομα αυτό
και η επαρχία όπου βρισκόταν το στρατιωτικό σώμα. Έτσι άρχισε η λέξη
«θέμα» να έχει σχέση με τη διοικητική διαίρεση τής Αυτοκρατορίας. Κύρια πηγή πληροφοριών για το ζήτημα τών θεμάτων είναι το Περί θεμάτων έργο τού Αυτοκράτορα τού 1Ο0υ αιώνα Κωνσταντίνου Πορφυ ρογέννητου. Το έργο αυτό, εκτός τού ότι είναι πολύ μεταγενέστερο τού
Ηρακλείου, έχει το μειονέκτημα ότι στηρίζεται, σε μερικά σημεία, σε γε ωγραφικά έργα τού 50υ και τού 60υ αιώνα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν
πολύ επιπόλαια ή αντιγράφησαν κατά λέξη. Αν και το έργο αυτό δεν δί νει πολλές πληροφορίες για την κατά τον
70
αιώνα οργάνωση τών θεμά
των, εν τούτοις συνδέει την αρχή τού συστήματος με το όνομα τού Ηρα κλείου. Ο Αυτοκράτορας γράφει: «Από την εποχή τής βασιλείας τού Η
ρακλείου η Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία περιορίσθηκε σε έκταση και ακρω τηριάσθηκε τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση»(I). Πολύ ενδια
φέρον, αν και όχι πλήρως ερμηνευμένο, υλικό, σχετικό με τα θέματα, βρίσκεται στα έργα τών Αράβων γεωγράφων Ιμ,ίτν-Χουρνταντμπά
(Ibn-
Κhurdadhbah ή Κhordadhbeh), τών αρχών τού 90υ αιώνα, και Κουνταμά
(Kudama),
τών αρχών τού 1Ο0υ αιώνα. Για τη μελέτη τής πρώτης περιό
δου τού συστήματος τών θεμάτων οι ιστορικοί κάνουν χρήση σχετικών
παρατηρήσεων τών χρονογράφων και κυρίως στο λατινικό μήνυμα τού Ιουστινιανού Β' προς τον Πάπα -το
687-
σχετικά με την επικύρωση
τής ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Η επιστολή αυτή περιέχει έναν πίνακα τών στρατιωτικών περιοχών τής εποχής εκείνης, οι οποίες δεν αναφέρον ται ακόμη ως θέματα, αλλά με το λατινικό όνομα
exercitus
(στρατός)<2),
(1) «Dc thcmatibus», 12. (2) Mansi, «Amplissima collcctio conciliorum», ΧΙ, 737-738. «Dic Gencsis dcr byzantinischcn Themcnverfassung», 10-17.
Βλέπε επίσης Η.
GcIzcr.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Στις ιστορικές πηγές τής περιόδου αυτής η λατινική λέξη
289
«exercitus»
και
η ελληνική «στρατός» ή, μερικές φορές, «στράτευμα», συχνά εχρησιμο ποιούντο με την έννοια μιας περιοχής ή επαρχίας με στρατιωτική οργά νωση.
Πραγματικοί πρόδρομοι τής οργανώσεως τών θεμάτων υπήρξαν τα ε
ξαρχάτα τής Ραβέννας και τής Καρχηδόνος, τα οποία ιδρύθηκαν στα τέ λη τού 60υ αιώνα.
Οι επιθέσεις τών Λογγοβάρδων προκάλεσαν τη ριζική μεταβολή τής οργανώσεως τής Ιταλίας, όπως συνέβη με τις επιθέσεις τών Βερβέρων στη Β. Αφρική. Η Κεντρική Διοίκηση, θέλοντας να δημιουργήσει μια πιο αποτελεσματική άμυνα εναντίον τών εχθρών της, επιχείρησε να οργανώ
σει μεγάλα εδαφικά συγκροτήματα με ισχυρές στρατιωτικές αρχές στις συνοριακές της επαρχίες. Οι περσικές και αργότερα οι αραβικές κατα
κτήσεις τού Ίου αιώνα, οι οποίες στέρησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τις ανατολικές της επαρχίες, άλλαξαν τελείως τις συνθήκες που επι κρατούσαν στη Μικρά Ασία. Από μία χώρα, η οποία ουσιαστικώς ποτέ δεν είχε ανάγκη από σοβαρή προστασία, μεταβλήθηκε σε μια περιοχή η
οποία απειλείτο συνεχώς και σοβαρά από τους Μουσουλμάνους γείτονές της. Η κυβέρνηση τού Βυζαντίου αναγκάσθηκε να πάρει αποφασιστικά
μέτρα στα ανατολικά της σύνορα. Οι στρατιωτικές της δυνάμεις ανασυγ
κροτήθηκαν και έγιναν νέες διοικητικές μεταβολές που έδιναν την εξου σία κυρίως στις στρατιωτικές αρχές, τών οποίων οι υπηρεσίες, την εποχή εκείνη, ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Εξίσου μεγάλη υπήρξε η απειλή α
πό τον αραβικό στόλο, ο οποίος κυριαρχούσε σχεδόν στη Μεσόγειο, από τον Ίο αιώνα, απειλώντας τις ακτές τής Μικράς Ασίας, τα νησιά τού Αρ
χιπελάγους καΙ., ακόμη, τις ακτές τής Ιταλίας και τής Σικελίας. Στα βο ρειοδυτικά τής Αυτοκρατορίας οι Σλάβοι κατείχαν ένα μεγάλο μέρος τής Βαλκανικής Χερσονήσου και εισχώρησαν μέσα στην Ελλάδα, συμπερι λαμβανομένης και τής Πελοποννήσου, ενώ στα βόρεια σύνορα παρουσι άσθηκε το Βασίλειο τών Βουλγάρων (κατά το δεύτερο ήμισυ τού Ίου αι ώνα). Αυτές οι μεταβαλλόμενες συνθήκες ανάγκασαν την Αυτοκρατορία να καταφύγει στην οργάνωση
-
στις πιο επισφαλείς έπαρχίες -
εκτετα
μένων περιοχών, οι οποίες εδιοικούντο, σχεδόν όπως τα εξαρχάτα, με
βάση μια ισχυρή στρατιωτική εξουσία. Η Αυτοκρατορία, κατ· αυτόν τον τρόπο, απέκτησε ένα καθεστώς στρατοκρατίας(l).
Το γεγονός ότι τα θέματα δεν είναι καρπός μιας νομοθετικής πρά
ξεως σημαίνει ότι κάθε θέμα είχε την ιστορία του· μερικές φορές μάλι-
(1) Βλέπε Ε. Stein, «Είη Kapitel vom persischen und vom byzantinischen Staate» (Byzantinisch-Neugriechische JahrbUcher, Ι, 1920, 76, 84). Ε. Darkό, «La militarizatione dell' Impero Bizantino» (Studi bizantini e neoellenici, ν, 1939, 88-99).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
290
στα τη μεγάλη ιστορία του. Το πρόβλημα τής προελεύσεως τών θεμάτων μπορεί να λυθεί μόνο με ειδική έρευνα για κάθε θέμα χωριστά. Σχετικά
με το ζήτημα αυτό είναι πολύ ενδιαφέροντα τα έργα τού Κουλακόφσκι. Τα στρατιωτικά μέτρα τού Ηρακλείου, μετά τη νίκη του εναντίον τών
Περσών, είναι, κατά τον συγγραφέα αυτόν, το σημείο εκκινήσεως για τη νέα διοικητική οργάνωση. Ο Μπρεγέ υποστηρίζει τον Κουλακόφσκι στο σημείο αυτό. Η Αρμενία αποτελεί παράδειγμα τής εν όψει τού κινδύνου
τών Περσών στρατικοποιήσεως τής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι, όταν ο Ηράκλειος αναδιοργάνωσε την Αρμενία, δεν διόρισε πολιτικό διοικη τή. Η διοίκηση ήταν καθαρά στρατιωτική. Το σύστημα τών θεμάτων είναι απλώς μια εφαρμογή σε άλλες επαρχί ες τού καθεστώτος που επιβλήθηκε στην Αρμενία(1).
Ο Θ. Ουσπένσκι έστρεψε την προσοχή του στους Σλάβους. Όταν κα
τέκλυσαν τη Βαλκανική Χερσόνησο, την εποχή τού σχηματισμού τών θε μάτων, λέει, οι Σλάβοι «βοήθησαν στον σχηματισμό τών θεμάτων στη Μι κρά Ασία προμηθεύοντας σημαντικό αριθμό εθελοντών για την αποίκιση τής Βιθυνίας»(2J • Η άποψη αυτή όμως πρέπει να ληφθεί υπ' όψη με προ
σοχή δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ομαδικής μεταναστεύσεως Σλάβων στη Μικρά Ασία, προ τής μεταφοράς
80.000 Σλάβων
στο Οψίκι
ον, επί Ιουστινιανού Β', κατά τα τέλη τού Ίου αιώνα.
Είναι οριστικά γνωστό ότι για την αντιμετώπιση τού κινδύνου ιδρύθη καν στην Ανατολή, τον Ίο αιώνα, οι εξής στρατιωτικές περιοχές που αρ γότερα ονομάσθηκαν θέματα:
1) τών Αρμενιακών, στη βορειο-ανατολική 2) τών Ανατολικών, 3) το οψίκι ον, στη Μικρά Ασία, κοντά στη θάλασσα τού Μαρμαρά και 4) το ναυτικό θέμα τών'Καραβησιάνων (μετέπειτα ονομαζόμενο, ίσως κατά τον 80 αιώ Μικρά Ασία, στα σύνορα τής Αρμενίας,
να, τών Κιβυραιωτών) στις νότιες ακτές τής Μικράς Ασίας και στα γειτο νικά νησιά. Τα δύο πρώτα θέματα, που κάλυπταν όλο το κεντρικό τμήμα τής Μικράς Ασίttς, από τα σύνορα τής Κιλικίας, στην Ανατολή, μέχρι τις ακτές τού Αιγαίου Πελάγους, στη Δύση, προορίζονταν να χρησιμοποιη
θούν για την εναντίον τών Αράβων προστασία. Το τρίτο είχε σκοπό να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τους εξωτερικούς εχθρούς. Το τέταρ
το -το ναυτικό θέμα- προοριζόταν για την άμυνα εναντίον τού στόλου τώνΑράβων. Μια εξαιρετική αναλογία υπάρχει ανάμεσα σε αυτήν την οργάνωση
τών θεμάτων και τη στρατιωτικοποίηση τής Περσικής Αυτοκρατορίας την
(1) Βλέπε σχετικά με το πρ6βλημα αυτό άρθρα to1J Kulakovsky στο Byzantium, ΠΙ, 287-431. Βλέπε L. Brehier, «Journa\ des Savants» N.S. χν (1917), 412, 505. (2) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (Ι, 685-686, Ρωσικά). Ku\akovsky, «8yzantium», ΠΙ, 395.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
291
εποχή τών Σασσανιδών, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Καβάντ και τού Χοσρόη, τον
60
αιώνα. Στην Περσία, επίσης, η όλη περιοχή τής Αυ
τοκρατορίας είχε διαιρεθεί σε τέσσερεις στρατιωτικές διοικήσεις. Η α ναλογία είναι τόσο πλήρης ώστε ο Στάιν τήν εξηγεί με βάση τη σκέψη ότι ο Αυτοκράτορας σκόπευε να υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση αυτή τών Περ
σών. Οι διάφορες πηγές -λέει- μάς επιτρέπουν να πιστέψουμε ότι ο Ηράκλειος μελέτησε τις μεταρρυθμίσεις τών δύο Βασιλέων τής Περσίας και ότι ακόμη είναι πιθανόν να είχε υπ' όψιν του σχετικό υλικό από τα
αρχεία τών Περσών. «Η επιθυμία να διδαχθεί κανείς από τον εχθρό του υπήρξε πάντοτε η επιθυμία κάθε γνήσιου πολιτικού}}(Ι).
Στη Βαλκανική Χερσόνησο συστάθηκε το Θρακώον θέμα εναντίον τών Σλάβων και τών Βουλγάρων και αργότερα, ίσως στα τέλη τού Ίου αι ώνα, ιδρύθηκε το θέμα Ελλάδος με σκοπό να προστατεύσει την Ελλάδα από τις σλαβικές εισβολές. Την ίδια σχεδόν εποχή, οργανώθηκε το θέμα
τής Σικελίας εναντίον τών ναυτικών επιδρομών τών Αράβων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να απειλούν το δυτικό τμήμα τής Μεσογείου. Με μερικές μικρές εξαιρέσεις οι περιοχές αυτές (τα θέματα δηλαδή) εδιοικούντο α
πό τους σrρατrrιαύς. Ο διοικητής τών Κιβυραwrtών έφερε τον τίτλο δρουγΥάριος (υποναύαρχος) και ο διοικητής τού Οψικίου ονομαζόταν κόμης.
Η οργάνωση λοιπόν τών θεμάτων μπορεί να αναχθεί στον Ηράκλειο,
ο οποίος θέλησε, υπό την πίεση τού κινδύνου τών Περσών, να οργανώσει στρατιωτικά την Αυτοκρατορία. Πέτυχε όμως, από όσα γνωρίζουμε, μό νον στην αναδιοργάνωση τής Αρμενίας. Η λαμπρή νίκη εναντίον τών Περσών, που είχε ως αποτέλεσμα την επανάκτηση τής Συρίας, τής Πα
λαιστίνης και τής AιγύJtτoυ, δημιούργησε μια επιτακτική ανάγκη για την αναδιοργάνωση αυτών τών επαρχιών. Ο Ηράκλειος όμως δεν πρόλαβε να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη γιατί γρήγορα οι επαρχίες αυτές
κατακτήθηκαν, από τους' Αραβες. Ο φόβος τών Περσών απομακρύν θηκε αλλά παρουσιάσθηκε νέος κίνδυνος, πιο απειλητικός: ο αραβικός
κίνδυνος. Οι διάδοχοι τού Ηρακλείου, ακολουθώντας το παράδειγμά του, δημιούργησαν στρατιωτικές περιοχές (που αργότερα ονομάσθηκαν
θέματα), με σκοπό την άμυνα εναντίον τών Αράβων. Συγχρόνως οι Αυτο κράτορες αναγκάσθηκαν υπό "(ην πίεση τής αναπτυσσόμενης σλαβικής και βουλγαρικής απειλής, στα βόρεια τής Αυτοκρατορίας, να επεκτεί νουν τις μεθόδους αυτές αμύνης και προστασίας στη Βαλκανική Χερσό νησο και την Ελλάδα. Στις στρατιωτικές περιοχές και στα εξαρχάτα, οι πολιτικές αρχές δεν παραχώρησαν αμέσως τα δικαιώματά τους στους στρατιωτικούς διοικη-
(1) Stein, «Byzantinisch-Neugriechische JahrbUcher»
(Ι,
1920, 84-85).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
292
τές. Η πολιτική διοίκηση
-
οι πολιτικές επαρχίες -
συνέχισε να υφίστα
ται μέσα σαι πλαίσια τής νέας τάξεως πραγμάτων, στις περισσότερες περιοχές. ΟΙ στρατιωτικές αρχές, όμως, είχαν πλήρη εξουσία για την αν τιμετώπιση τών εξωτερικών κινδύνων και η δύναμή τους γινόταν όλο και πιο αισθητή στην πολιτική διοίκηση. «Ο σπόρος τού Ηρακλείου
-
όπως
παρατηρεί ο Στάιν- καρποφόρησε θαυμάσια»(Ι).
Ο Ηράκλειος άφησε κάποια ίχνη και στη βυζαντινή νομοθεσία. Στη συλλογή τών Νεαρών η περίοδος τού Ηρακλείου αντιπροσωπεύεται από
τέσσερεις, οι οποίες ασχολούνται με διάφορα ζητήματα σχετικά με τον κλήρο
(612-629).
Υπάρχουν επίσης πληροφορίες για άλλους νόμους τού
Ηρακλείου, οι οποίοι δεν διασώθησαν ολόκληροι. Πάντως είναι δυνατόν
να αποδειχθεί ότι μερικοί από αυτούς τους νόμους έγιναν δεκτοί και ει σήχθησαν στη νομοθεσία τής Δύσεως από τους Γερμανούς και στη νομο
θεσία τής Ανατολής από τους ,Αραβες. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί του
λάχιστον για μερικούς νόμους που ασχολούνται με την παραχάραξη νο μισμάτων, επίσημων σφραγίδων και δημοσίων εγγράφων(2).
Περίοδος αναρχίας
(711-717)
ΟΙ τρεις δευτερεύοντες Αυτοκράτορες, ο Βαρδάνης ή Φιλιππικός, ο Ανα στάσιος Β' και ο Θεοδόσιος Γ', οι οποίοι κατέλαβαν τον θρόνο μετά τον Ιουστινιανό Β', εκθρονίσθηκαν γρήγορα. Ανταρσία και αναρχία επικρα τούσε σε όλη την Αυτοκρατορία. Υποστηρίζοντας τον Μονοθελητισμό, ο
Βαρδάνης διέκοψε τις σχέσεις του με τη Ρώμη, ενώ ο Αναστάσιος πέτυχε να αποκαταστήσει την επαφή και την παλαιά συμφωνία με τον Πάπα.
Στα εξωτερικά, κυρίως, ζητήματα, η Αυτοκρατορία απέτυχε. Οι Βούλγα ροι, αποφασισμένοι να εκδικηθούν τον φόνο τού Ιουστινιανού, ο οποίος είχε φερθεί φιλικά προς αυτούς, προχώρησαν προς τα νότια μέχρι την
Κωνσταντινούπολη. Οι ' Αραβες, προχωρώντας σταθερά στην ξηρά μέσω τής Μικράς Ασίας και στη θάλασσα στο Αιγαίο Πέλαγος και στην Προ
ποντίδα, απειλούσαν επίσης την πρωτεύουσα. Η Αυτοκρατορία περνού σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, όμοια με εκείνη που αντιμετώπισε πριν α πό την επανάσταση τού
610,
και, για μια φορά ακόμα, είχε ανάγκη από
(1) Ε. Stein, «Studien der Justinus ΙΙ und Tiberius», 140. G. Ostrogorsky, «Ober die vermeintIiche ReformUtigkeit der Issaurier» (Byzantinische Zeitschrift, ΧΧΧ, 19291930,397-400). (2) Βλέπε R. Lopez, «Byzantine Law ίη the Seventh Century and its Reception by the Germans and the Arabs» (Byzantion, XVI, 2, 1944), 445-461. Βλέπε το κείμενο τών Νεαρών τού Ηρακλείου στον Κ. Ε. ZachariU νοη Lingenthal, «Jus Graecoromanum», ΠΙ, 38-48. J. και Ρ. Zepos, «Jus Graecoromanum», 1,27-39.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
293
έναν ικανό και δραστήριο άνθρωπο που θα μπορούσε να τήν σώσει από ανεπανόρθωτη καταστροφή. Ένας τέτοιος άνθρωπος παρουσιάσθηκε στο πρόσωπο τού στρατηγού τού θέματος τών Ανατολικών, Λέοντος. Ο α δύναμος Θεοδόσιος Γ', αντιλαμβανόμενος την πλήρη ανικανότητά του να
αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που πλησίαζε, παραιτήθηκε, και το
717
ο Λέ
ων, χωρίς να πειράξει τον Θεοδόσιο, εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη με θριαμβευτική πομπή και εστέφθη Αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη,
στον ναό τής Αγίας Σοφίας. Έτσι ο Λέων, από στρατιωτικός διοικητής που διέθετε μεγάλη δύναμη στην οργάνωση τών θεμάτων, έγινε Αυτο κράτορας.
Λογοτεχνία, Παιδεία, Τέχνη Σε ό,τι αφορά τα γράμματα και την τέχνη, η περίοδος αυτή
(610-717)
εί
ναι η πιο σκοτεινή εποχή όλης τής Ιστορίας τής Αυτοκρατορίας. Μετά την πλούσια δημιουργία τού προηγούμενου αιώνα η πνευματική δραστη ριότητα φαινόταν να έχει νεκρώσει εντελώς. Η κύρια αιτία τής στειρότη τας αυτής τής περιόδου πρέπει να αναζητηθεί στις πολιτικές συνθήκες
τής Αυτοκρατορίας, η οποία ήταν αναγκασμένη να κατευθύνει όλη της τη δράση προς την άμυνα εναντίον τών εξωτερικών εχθρών. Οι περσικές και κατόπιν οι αραβικές κατακτήσεις τών πνευματικά εξελιγμένων και δημιουργικών ανατολικών επαρχιών τής Συρίας, τής Παλαιστίνης, τής Αιγύπτου και τής Β. Αφρικής, η απειλή τών Αράβων στη Μικρά Ασία, σι:α νησιά τής Μεσογείου και στην πρωτεύουσα ακόμη, καθώς και η αβα ρο-σλαβική απειλή σι:η Βαλκανική Χερσόνησο, όλα αυτά δημιούργησαν
συνθήκες που δεν επέτρεπαν καμιά πνευματική ή καλλιτεχνική δρασι:η ριότητα. Ακατάλληλες συνθήκες επικρατούσαν όχι μόνον στις επαρχίες που είχαν αποσπασθεί από την Αυτοκρατορία, αλλά και σε αυτές ακόμη που αποτελούσαν τμήμα της.
Κατά τη διάρκεια όλης αυτής τής περιόδου, η Βυζαντινή Αυτοκρατο
ρία δεν παρουσίασε ούτε έναν ιστορικό. Μόνον ο διάκονος τής Αγίας
Σοφίας Γεώργιος ο Πισίδης, ο οποίος έζησε την εποχή τού Ηρακλείου, περιγράφει αρμονικά και σωστά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τού Ηρα
κλε ίου εναντίον τών Περσών και τών Αράβων. ' Αφησε τρία ιστορικά έρ γα:
1) Εις την κατά Περσών εκστρατείαν Ηρακλείου, 2) Εις την γενομένην έφοδον τών βαρβάρων και 3) Την Ηρακλειάδα, η οποία είναι ένας πανη γυρικός τού Αυτοκράτορα που γράφηκε επ' ευκαιρία τής τελικής του νί κης εναντίον τών Περσών. Ανάμεσα στα άλλα έργα του πολεμικής, ελε γειακής και θεολογικής φύσεως θα μπορούσαμε να σημειώσουμε το Εξα
ήμερον, ένα είδος θεολογικοφιλοσοφικού διδακτικού ποιήματος, το ο ποίο, αναφερόμενο στη δημιουργία τού κόσμου, κάνει υπαινιγμούς και
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
294
για τα γεγονότα τής εποχής. Το έργο αυτό, έχοντας ένα θέμα προσφιλές για τους Χριστιανούς συγγραφείς, διαδόθηκε πέρα από τα σύνορα τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας π.χ., τον
140 αιώνα.
μια σλαβο - ρωσική
μετάφραση
έγινε,
Η ποιητική μεγαλοφυ·ία τού Γεωργίου τού Πισίδη ε
κτιμήθηκε αργότερα πολύ, και τον
110 αιώνα ο περίφημος λόγιος τού Βυ
ζαντίου Μιχαήλ Ψελλός βρέθηκε αντιμέτωπος με το δίλημμα «ποιος υ πήρξε καλύτερος ποιητής, ο Ευριπίδης ή ο Γεώργιος ο Πισίδης;». Ο σύγ χρονος επιστημονικός κόσμος θεωρεί τον Γεώργιο ως τον καλύτερο «κο
σμικό» ποιητή τής Βυζαντινής Περιόδου(l). Από τους χρονογράφους πρέπει να σημειώσουμε τον Ιωάννη τον Αντιοχέα και τον ανώνυμο συγγραφέα τού Πασχάλιov Χρονικού. Ο Ιω άννης ο Αντιοχεύς, ο οποίος έζησε, πιθανόν, την εποχή τού Ηρακλείου, έγραψε ένα παγκόσμιο χρονικό, το οποίο συμπεριλάμβανε την από τον
Αδάμ μέχρι τον θάνατο τού Φωκά
(610)
περίοδο. Δεδομένου ότι το έργο
αυτό έχει διασωθεί μόνο σε αποσπάσματα, ανέκυψαν πολλές διαφωνίες στον επιστημονικό κόσμο σε σχέση με την ταυτότητα τού συγγραφέα. Μερικές φορές μάλιστα αποδίδεται στον Ιωάννη Μαλάλα, ο οποίος ήταν
επίσης από την Αντιόχεια. Με βάση όμως τα αποσπάσματα που έχουν δι ασωθεί, το έργο τού Ιωάννου τού Αντιοχέως πρέπει να αναγνωρισθεί ως
πολύ ανώτερο από αυτό τού Μαλάλα, δεδομένου ότι ο συγγραφέας έχει χρησιμοποιήσει με πιο επιδέξιο τρόπο τις παλαιές πηγές. Την ίδια επίσης εποχή τού Ηρακλείου, κάποιος άγνωστος κληρικός συνέθεσε το Πασχά
λιον Χρονικ6ν, το οποίο, αν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πίνακας γεγονότων από τον Αδάμ μέχρι το
629
μ.χ., περιέχει αρκετές, μάλλον εν
διαφέρουσες, ιστορικές παρατηρήσεις. Η αξία τού έργου αυτού ποίο δεν είναι πρωτότυπο -
-to
ο
έγκειται κυρίως στην παράθεση τών πηγών
που χρησιμοποιήθηκαν και σι;ο μέρος εκείνο το οποίο ασχολείται με τα σύγχρονα τού συγγραφέα γεγονότα.
Στον θεολογικό τομέα οι μονοθελητικές έριδες τού 70υ αιώνα, όπως και οι μονοφυσιτικές έριδες τών πqλαιόΤέρων χρόνων, οδήγησαν στη δη
μιουργία εκτεταμένης γραμματείας, η οποία όμως δεν διασώθηκε, δεδο μένου ότι καταδικάσθηκε από τις Συνόδους τού 70υ αιώνα, με αποτέλε
σμα να χαθούν γρήγορα τα έργα τών Μονοθελητών, όπως ακριβώς χάθη καν και τα έργα τών Μονοφυσιτών. Η γραμματεία αυτή πρέπει να κριθεί επομένως σχεδόν αποκλειστικά με βάση τα πρακτικά τής ΣΤ' Οικουμενι κής Συνόδου καί τα έργα τού ΜαξΙμου τού Ομολογητού, ο οποίος αναφέ
ρει αποσπάσματα αυτών τών εξαφανισμένων έργων, προσπαθώντας να τά αναίρέσει.
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους Βυζα-
(1)
Κrumbacher,
«Geschichte der byzantinischen Litteratur», 709.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
295
ντινούς θεολ6γους. Σύγχρονος τού Ηρακλείου και τού Κώνσταντος Β', υ
πήρξε, εκ πεποιθήσεως, υπερασπιστής τής Ορθοδοξίας κατά τη διάρκεια τών μονοθελητικών ερίδων τού Ίου αιώνα. Για τις πεποιθήσεις του φυλα κίσθηκε και, αφού βασανίσθηκε, εξορίσθηκε στη Λαζική, τη μακρινή αυ τή επαρχία τού Καυκάσου, 6που έμεινε μέχρι τις τελευταίες μέρες τής ζωής του. Στα έργα του, τα οποία αναφέρονται στην αντιρρητική θεολο γία, στην εξήγηση τών Γραφών, στον ασΚητισμ6, στον μυστικισμ6 και στη λειτουργική, παρατηρεί κανείς την επίδραση κυρίως τών τριών φημισμέ νων Πατέρων τής Εκκλησίας -τού Μεγάλου Αθανασίου, τού Γρηγορίου
Ναζιανζηνού και τού Γρηγορίου Νύσσης -, καθώς και τις «σκοτεινές» α π6ψεις τού επονομαζ6μενου «Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου» (Ψευδο-Αρε
οπαγίτου), οι οποίες είχαν πολύ διαδοθεί κατά τον Μεσαίωνα. Τα έργα τού Μαξίμου υπήρξαν πολύ σημαντικά για την ανάπτυξη τού μυστικι
σμού στο Βυζάντιο. «Συνδυάζοντας τον στεγν6 θεωρητικ6 μυστικισμ6 τού Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου», γράφει ένας σύγχρονος μελετητής τού Μαξίμου, «με τα ζωντανά ηθικά προβλήματα τού ενορατικού ασκητι σμού, ο Μάξιμος δημιούργησε έναν ζωνταν6 τύπο βυζαντινού μυστικι σμού, τον οποίο βλέπουμε και πάλι στα έργα πολλών μεταγενέστερων α σκητών. Επομένως ο Μάξιμος μπορεί να θεωρηθεί ως ο δημιουργ6ς τού βυζαντινού μυστικισμού, με την πλήρη έννοια τού 6ρου»(\). Δυστυχώς ο Μάξιμος δεν άφησε συστηματική περιγραφή τών απ6ψεών του, οι οποίες πρέπει να συλλεγούν μέσα απ6 τα πολυάριθμα έργα του. Εκτ6ς απ6 τα
θεολογικά και μυστικά του έργα, ο Μάξιμος άφησε επίσης εναν μεγάλο αριθμ6 επιστολών που έχουν αρκετ6 ενδιαφέρον.
Η επίδραση και η σημασία τών έργων τού Μαξίμου δεν περιορίσθη καν μ6νον στην Ανατολή. Μεταφέρθηκαν και στη Δύση, 6που αργ6τερα επηρέασαν τα έργα τού περίφημου λογίου τού 90υ αιώνα Ιωάννου
Σκώτου Εριγένου
(Johannes Scotus Eriugena),
ο οποίος ενδιαφερ6ταν
πολύ για τα έργα τού Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου και που αργ6τερα δή λωσε 6τι κατ6ρθωσε να καταλάβει τις πιο «σκοτεινές» ιδέες τού Διονυσί ου μ6νον χάρη στον «θαυμάσιο τρ6πο», με τον οποίο τίς εξηγεί ο Μάξι μος, τον οποίο ο Εριγένης ονομάζει «θείο φιλ6σοφο», <<τον πιο διακεκρι
μένο απ6 6λους τους διδασκάλους» κ.λπ. Το σχετικ6 με τον Γρηγ6ριο τον
Θεολ6γο έργο τού Μαξίμου, μεταφράσθηκε Λατινικά απ6 τόν Εριγένη(2).
Ένας σύγχρονος τού Μαξίμου -νεώτερ6ς του-, ο Αναστάσιος Σιναί της, ανέπτυξε τα δικά του αντιρρητικά και εξηγητικά έργα κατά τον ίδιο
(1) S. Epifanovish,
«Μάξιμος ο Ομολογητής και η Θεολογία τού Βυtαντίου» (σελ.
137,
Ρωσικά). Κrumbacher,
«Geschichte der byzantinischen Litteratuf», 63, 141. (2) Βλέπε Α. Brilliantov, «Η επίδραση τής ανατολικής θεολογίας στη δυτική έργων τού Ιωάννου Σκώτου Εριγένους» (σελ. 50-52, Ρωσικά).
βάσει τών
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
296
σχεδόν με τον Μάξιμο τρόπο, διαθέτοντας όμως λιγότερο ταλέντο. Στον τομέα τής αγιολογίας, μπορούμε να αναφέρουμε τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρόνιο, ο οποίος έζησε την πολιορκία τής Αγίας Πόλε ως από τους 'Αραβες και που έγραψε μια εκτεταμένη περιγραφή τού μαρτυρίου και τών θαυμάτων τών Αγίων τής Αιγύπτου, Κύρου και Ιωάν νου. Το έργο αυτό περιέχει πολλές πληροφορίες γεωγραφικής και ιστο
ρικης φύσεως. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα έργα τού Λεοντί ου, Επισκόπου Νεαπόλεως, ο οποίος έζησε τον
70
αιώνα επίσης. Έγρα
ψε αρκετούς «βίους», από τους οποίους ο Βίος τού Ιωάννου τού Ελεήμο
νος, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας κατά τον
70
αιώνα, είναι ιδιαιτέρως
χρησιμος για την ιστορία τής κοινωνικής και οικονομικής ζωής τής περιό
δου αυτής. Ο Λεόντιος διαφέρει από τη μεγάλη πλειονότητα τών αγιο λόγων στο ότι έγραψε Βίους Αγίων για τον πολύ λαό. Ως εκ τούτου δε η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί έχει πολύ επηρεασθεί από την καθομι λουμένη τής εποχήςl).
Στον τομέα τής εκκλησιαστικής υμνογραφίας, ο 70ς αιώνας αντιπρο
σωπεύεται από τον Ανδρέα Κρήτης, από τη Δαμασκό, ο οποίος έζησε τον περισσότερο χρόνο τής ζωής του στη Συρία και την Παλαιστίνη, μετά την κατάκτηση τους από τους 'Αραβες. Αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος Κρή της. Ως υμνογράφος είναι περίφημος, κυρίως για τον Μεγάλο Κανόνα
του, ο οποίος διαβάζεται και σημερα ακόμη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δύο φορές κατά τη διάρκεια τής Τεσσαρακοστής. Σε ορισμένα μέρη τού Κανόνος είναι σαφής η επίδραση τού Ρωμανού τού Μελωδού. Ο Κανών
απαριθμεί τα κυριότερα γεγονότα τής Παλαιάς Διαθήκης, αρχίζοντας με την πτώση τού Αδάμ, καθώς και με τους λόγους και τα έργα τού Σωτή ρος.
.
Η σύντομη επισκόπηση τών φιλολογικών έργων τών σκοτεινών και γε
μάτων από δοκιμασίες χρόνων τής Δυναστείας τού Ηρακλείου, δείχνει ότι οι περισσότεροι από τους τόσο λίγους Βυζαντινούς συγγραφείς τής περιόδου αυτης προέρχονταν από τις ανατολικές επαρχίες, από τις ο ποίες μερικές βρίσκονταν ηδη υπό την κυριαρχία τών Μουσουλμάνων κατακτητών.
Έχοντας υπ' όψη τα εξωτερικά γεγονότα τής Δυναστείας τού Ηρα
κλείου, δεν πρέπει να μάς εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν έχουν διασωθεί
σημερα μνημεία τέχνης τής εποχής εκείνης. Οπωσδήποτε όμως και τα πολύ λίγα, ακόμη, μνημεία τού 7ου αιώνα που έχουν διασωθεί, ομιλούν καθαρά για τη στερεότητα τών βάσεων που έβαλε στην καλλιτεχνική ζωή τού Βυζαντίου ο Χρυσούς Αιών τού Μεγάλου Ιουστινιανού.
(1) Βλέπε Η. Gelzer, «Leontios νοn Neapolίs Leben des heiligen Johannes des Barmherzigen Erzbichofs νοn Alexandrien», XLI.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
297
Και μολονότι, με αφετηρία το δεύτερο ήμισυ τού 60υ αιώνα, η Βυζα Υεινή Τέχνη κάνει ελάχιστα αισθητή την παρουσία της στην Αυτοκρατο
ρία, η επίδρασή της, τον
70
αιώνα, είναι ευδιάκριτη πέρα από τα σύνορα
τής Αυτοκρατορίας. Ένας αριθμός εκκλησιών τής Αρμενίας αποτελούν
λαμπρά δείγματα τής επίδρασης τού ΒυζαΥείου. Ανάμεσα σ' αυτές είναι ο Καθεδρικός Ναός τού Ετσμιατζίν, που ανακαινίστηκε μεταξύ τού και τού
628,
και η εκκλησία τής ακροπόλεως τού Ανί
τού Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που κτίσθηκε το
687-690,
(622).
611
Το τέμενος
είναι ένα γνήσιο
βυζαΥεινό έργο. Μερικές τοιχογραφίες τής Αγίας Μαρίας τής Παλαιάς, στη Ρώμη, ανήκουν στον
(1)
Βλέπε
70 ή στις αρχές τού 80υ
Charles Diehl, «Manuel d' art byzantin»,
Ι,
αιώνα(I).
329-359.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
298
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΕΠΟΧΗ αιΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
(717-867) Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ
ΜΕΧΡΙ τώρα τελευταία ο πρωτουργός τής νέας δυναστείας Αυτοκρά τορας Λέων Γ'
(717 - 741),
ονομαζόταν στα ιστορικά έργα Ίσαυρος, ενώ
οι διάδοχοί του είναι γνωστοί συνήθως ως Δυναστεία τών Ισαύρων. ο πωσδήποτε όμως, κατά τα τέλη τού 190υ αιώνα υποστηρίχθηκε η άποψη ότι ο Λέων Γ' δεν ήταν Ίσαυρος, εκ γενετής, αλλά Σύριος(l). Η άποψη αυτή γίνεται τώρα δεκτή από μερικούς μελετητές(2), ενώ αιtoρρίπτε:ται α πό άλλους(3). Η σχετική με το σημείο αυτό αβεβαιότητα βρίσκεται ακόμη και στον χρονογράφο τού 90υ αιώνα Θεοφάνη, ο οποίος είναι ο συγγρα
φέας τού κυριότερου έργου που ασχολείται με την καταγωγή τού Άέον τος. Ο Θεοφάνης γράφει ότι «ο Λέων ο Ίσαυρος ήταν ένας γηγενής από την Γερμανίκεια και ότι στην πραγματικότητα καταγόταν από την Ισαυ ρία»(4). Ο βιβλιοθηκάριος τού Πάπα Αναστάσιος, ο οποίος μετέφρασε το
έργο τού Θεοφάνους στα Λατινικά κατά το δεύτερο ήμισυ τού 90υ αώνα, δεν ανέφερε την Ισαυρία, αλλά τόνιζε ότι ο Λέων καταγόταν από τον
λαό τής Γερμανικείας και ότι ήταν Σύριος εκ γενετής
(Genere SΥrusγs).
Ο
Βίος τού Στεφάνου τού Νεωτέρου ονομάζει, επίσης, τον Λέοντα «εκ γε νετής Σύριο» (συρογενή)<6). Η Γερμανίκεια βρισκόταν στα βόρεια σύνο
ρα τής Συρίας, ανατολικά τής Κιλικίας. Μια αραβική πηγή αναφέρει τον Λέοντα ως «Χριστιανό πολίτη τού Μαράς», δηλαδή τής Γερμανικείας, που μπορούσε να ομιλεί με ευφράδεια και σωστά τόσο την αραβική όσο και την ρωμα'ίκη γλώσσα(7). Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ο Θεο
φάνης συγχέει την πόλη της Συρίας Γερμανίκεια με την Γερμανικ6πολη,
μια πόλη τής Ισαυρίας(8). Η καταγωγη τού Λέοντος από τη Συρία είναι
(1) ν,
Βλέπε Κ.
Schenk, «Kaiser Leons
ΠΙ
Walten im Innern», Byzantinische Zeitschrift,
1896,296 Κ.ε. (2) Βλέπε Ν. Iorga, «Les origines de 1'jconoclasme>>, Bulletin de la section historique de Ι' Academie roumaine, ΧΙ (1924),147. (3) J. Α. Kulakovsky, Ιστορία τού Βυζαντίου ΠΙ, 319 (Ρωσικά). (4) «Chronographia», έκδοση C. de Boor, 391. (5) «Chronographia tripertita», έκδοση C. de Βοοτ, 251. (6) J. Ρ. Migne, «Patrologia Graeca», C, 1084. (7) Βλέπε Ε. W. Brooks, «The Campaign of716-718 from Arabic Sources», Journal of Hellenic Studies, ΧΙ Χ, (1899),21-22. (8) Βλέπε Th. Ι. Uspensky, Ιστορία τιις Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ΙΙ, 1,5, Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
299
πολύ πιθανή. Ο γιος τού Λέοντος Γ', Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος
(741-775),
παντρεύτηκε την Ειρήνη, κόρη τού Χαγάνου τών Χαζάρων, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Λέοντα Δ', που συχνά ονομάζεται Χάζαρος και
που βασίλευσε από το
775
μέχρι το
780.
Ο Λέων Δ' παντρεύτηκε μία Ελ
ληνίδα από την Αθήνα, μιαν άλλη Ειρήνη, η οποία, μετά τον θάνατό του, έγινε κυρία τής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι ο γιος της Κωνσταντίνος ΣΤ', που έγινε Αυτοκράτορας από το
780
μέχρι το
797,
ήταν ανήλικος. Η
Ειρήνη, μια δυναμική και φιλόδοξη γυναίκα, διεκδίκησε με σκληρό αγώ να τον θρόνο από τον γιο της, όταν αυτός ενηλικιώθηκε, με αποτέλεσμα να νικήσει τον Κωνσταντίνο, τον οποίο εκθρόνισε και τύφλωσε, μένοντας αυτή η μόνη κυρίαρχος τής Αυτοκρατορίας
(797-802).
Η γυναίκα αυτή α
παντά στο ερώτημα εάν μπορούσε ή δεν μπορούσε μια γυναίκα να ασκή σει πλήρως τα καθήκοντα, τα οποία οι Αυτοκράτορες τού Βυζαντίου ή ταν υποχρεωμένοι να ασκούν. Από την εποχή τής ιδρύσεως τής Αυτοκρα τορίας, οι γυναίκες τών Αυτοκρατόρων έφεραν τον τίτλο τής «Αυγού στας» και, σε περCπτωση που τα παιδιά τους ήταν ανήλικα, εκτελούσαν μεν τα καθήκοντα που τούς υπαγόρευε η θέση που κατείχαν στον αυτο
κρατορικό θρόνο, αλλά πάντοτε εξ ονόματος τών παιδιών τους. Τον
50
αιώνα η αδελφή τού Θεοδοσίου Πουλχερία ηγείτο τής αντιβασιλείας όσο
ήταν ανήλικος ο αδελφός της. Η γυναίκα τού Μεγάλου Ιουστινιανού, η Θεοδώρα δηλαδή, κατείχε μια θέση από την οποία ασκούσε μεγάλη ε πιρροή στις πολιτικές υποθέσεις. Αλλά η πολιτική επιρροή τής Θεοδώ
ρας εξηρτάτο τελείως από τη θέληση τού συζύγου της, όλες δε οι άλλες
γυναίκες είχαν διοικήσει εξ ονόματος ενός γιου ή ενός αδελφού. Η Ειρή νη αποτελεί το πρώτο παράδειγμα, στην ιστορία τού Βυζαντίου, μιας γυ
ναίκας που διοίκησε έχοντας πλήρη ελευθερία κατά την άσκηση τής α νώτατης εξουσίας. Υπήρξε ένας πραγματικός απόλυτος μονάρχης, εκ προσωπώντας έναν νεωτερισμό που ήταν αντίθετος προς τις «κοσμικές»
παραδόσεις τής Αυτοκρατορίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα επίσημα
έγγραφα και διατάγματα δεν ονομάζεται Αυτοκράτειρα αλλά Ειρήνη, ο πιστός βασιλεύς(l). Δεδομένου ότι υπήρξε αρχή τής περιόδου αυτής ότι μόνον ένας Αυτοκράτορας -άνδρας- μπορούσε να νόμοθετεί επισή μως, κρίθηκε απαραίτητο να θεωρηθεί ότι η Ειρήνη ήταν ένας Αυτοκρά τορας. Η Ειρήνη εκθρονίστηκε με επανάσταση, το
802,
την οποία οργά
νωσε ένας από τους ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους, ο Νικηφόρος, και
πέθανε αργότερα στην εξορία. Στον θρόνο ανέβηκε ο Νικηφόρος, θέτο ντας, με την εκθρόνιση τής Ειρήνης, τέλος στη Δυναστεία τών Ισαύρων ή
(1) Βλέπε Κ. Ε. Zacharil1 νοη Lingenthal, «Jus graeco-romanum», Zepos, «Jus graeco-romanum», Ι, 45.
ιιι,
55. J.
και Ρ.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙ ΕΦ
300
Συρίων. Κατά τη διάρκεια τής από το
717
μέχρι το
802
περιόδου η Βυ
ζαντινή Αυτοκρατορία κυβερνήθηκε από μια δυναστεία ανατολικής προ ελεύσεως
-
από τη Μικρά Ασία ή τη Βόρεια Συρία -, η οποία αναμί
χθηκε με το αίμα των Χαζάρων, με τον γάμο τού Κωνσταντίνου ΕΌ
Η έναντι τών Αράβων, Βουλγάρων και Σλάβων στάση Την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Λέων Γ', η Βυζαντινή Αυτοκρατο ρία αντιμετώπιζε μια από τις κρίσιμες περιόδους τής ισcoρίας της. Εκτός από τη φοβερή εσωτερική αναρχία την οποία προκάλεσε ο αγώνας τού
Αυτοκράτορα εναντίον τών εκπροσώπων τής αριστοκρατίας τού Βυζαντί ου, που είχε γίνει άκρως επιθετική αι-τό την εποχή τής πρώτης εκθρqνί σε ως τού Ioυσcινιανoύ Β', υπήρχε η αραβική απειλή σcην Ανατολή, η ο
ποία πλησίαζε όλο και περισσόtερo ΣCΗν πρωτεύουσα. Η περίοδος αυτή
έμοιαζε με την περίοδο τού Kωνσcαντίνoυ Δ' -70ς αιώνας-, αν και φαινόταν ακόμη πιο κρίσιμη, από πολλές απόψεις.
Οι δυνάμεις τών Αράβων διέσχισαν, διά ξηράς, όλη τη Μικρά Ασία, σcη Δύση, από την εποχή ακόμη τής βασιλείας τών δύο προκατόχων τού
Λέοντος, και κατέλαβαν τις Σάρδεις και την Πέργαμο κοντά σcις ακτές τού Αιγαίου, με αρχηγό τον ικανό σcρατηγό Μασλαμά. Λίγους μήνες με τά την είσοδο τού Λέοντος ΣCΗν Kωνσcαντινoύπoλη, το
717,
οι Άραβες
προχώρησαν από την Πέργαμο προς τον Βορρά και έφθασαν σcην ' Αβυ δο, σcoν Ελλήσποντο και, αφού πέρασαν σcις ευρωπαϊκές ακτές, βρέθη καν εμπρός σcα τείχη τής πρωτεύουσας. Συγχρόνως ένας ισχυρός αρα βικός στόλος, αποτελούμενος από
1.800
πλοία διαφόρων τύπων, όπως
λέει ο Θεοφάνης, έπλευσε από τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα και περικύκλωσε, από τη θάλασσα, την πρωτεύουσα. Μια πραγματική πολι ορκία τής Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησε, όμως ο Λέων έδειξε τις λαμπρές σcρατιooτικές του ικανότητες, προετοιμάζοντας την πρωτεύουσα
για την πολιορκία με έναν εξαιρετικό, πράγματι, τρόπο. Για μία ακόμη φορά η επιδέξια χρήση τού «υγρού πυρός» προκάλεσε τρομερές ζημιές σcoύς Άραβες, ενώ η πείνα και ο βαρύς χειμώνας τού 717-718επέφεραν
. το
τελικ6 πλήγμα σcoν μουσουλμανικό σcρατό. Εφαρμόζοντας μια συμ
φωνία τους με τον Λέοντα Γ αλλά και για λόγους αυτοάμυνας, οι Βούλ γαροι πολεμούσαν, επίσης, εναντίον τών Αράβων στην περιοχή τής Θρά κης, προκαλώντας στον στρατό τους μεγάλες απώλειες. Δεκατρείς μήνες μετά την έναρξη τής πολιορκίας, οι .Αραβες απομακρύνθησαν από την πρωτεύουσα, η οποία σώθηκε χάρη σcη μεγαλοφυ'ία και τη δρασcηριότη
τα τού Λέοντος ΓΌ Για πρώτη φορά αναφέρεται, σχετικά με την πολιορ κία αυτή, η αλυσίδα, η οποία έκλεινε την είσοδο σcoν Κεράτιο Κόλπο. Οι ισcoρικoί αποδίδουν πολύ μεγάλη σημασία σ' αυτήν την αποτυχία
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
301
τής προσπάθειας τών Μουσουλμάνων να κατακτήσουν την Κωνσταντι
νούπολη. Δίκαια λέγεται ότι με την πετυχημένη αντίστασή του ο Λέων έ σωσε όχι μόνον τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον χριστιανικό κόσμο τής Ανατολής, αλλά και όλο τον πολιτισμό τής Δυτικής Ευρώπης. Ο ' Αγ γλος ιστορικός Μπιούρυ ονομάζει το έτος
718
«οικουμενική χρονολο
γία». Ο Έλληνας ιστορικός Λάμπρος συγκρίνει τα γεγονότα αυτά με
τους Περσικούς Πολέμους τής αρχαίας Ελλάδος, ονομάζει δε τον Λέο ντα Μιλτιάδη τού Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Εάν ο Κωνσταντίνος Δ' σταμάτησε τους
,Αραβες
κάτω από την Κωνσταντινούπολη, ο Λέων Γ'
τούς έδιωξε οριστικά. Αυτή υπήρξε η τελευταία επίθεση τών Αράβων ε ναντίον τής «θεοφυλάκτου πόλεως». Εξεταζόμενη υπό αυτό το πρίσμα, η νίκη τού Λέοντος αποκτά παγκόσμια ιστορική σημασία.
Η εκστρατεία τών Αράβων εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και το όνομα τού Μασλαμά, άφησαν σοβαρά ίχνη σtη μεταγενέστερη μυ
θολογική παράδοση τών Μωαμεθανών' το δε όνομα τού Μασλαμά συν δέεται επίσης με ένα τέμενος το οποίο, όπως αναφέρει η παράδοση, έ κτισε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη(l).
Η περίοδος αυτή υπήρξε παρ' όλα αυτά μια από τις πιο λαμπρές επο χές τής ιστορίας τού παλαιού καλιφάτου. Ο ισχυρός χαλίφης Αλ-Ουαλίντ Α'
(705-715),
ο οποίος έζησε την εποχή που στη Βυζαντινή Αυτοκρατορί
α επικρατούσε αναρχία, μπορούσε να συναγωνισθεί τους Αυτοκράτορες με τα αρχιτεκτονικά του επιτεύγματα. Ανήγειρε ένα τέμενος στη Δαμα
σκό, το οποίο, όπως η Αγία Σοφία, παρέμεινε, για ένα μεγάλο διάστημα, το μεγαλοπρεπέστερο οικοδόμημα τού μουσουλμανικού κόσμου. Ο τά φος τού Μωάμεθ, στη Μεδίνα, υπήρξε τόσο λαμπρός όσο και ο Πανά γιος Τάφος στην Ιερουσαλήμ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μυθολο γία τών Μουσουλμάνων δεν συσχετίζει τα κτήρια αυτά μόνον με τον Μω άμεθ, αλλά και με τον Χριστό. Η πρώτη κλήση, την οποία θα κάνει ο Ιη
σούς, όταν θα έλθει πάλι στη γη, λέει η μουσουλμανική παράδοση, θα γί-
(1) J.
Β.
Bury, «History of the Later Roman Empire» 11,405.
Ελλάδος»
111,729.
Σ. Λάμπρου, «Ιστορία
Για πιο λεπτομερη περιγραφή αυτής τής πολιορκίας και τη σχετική
με αυτήν παράδοση βλέπε Μ.
Canard, «Les expeditions des Arabes contre Constanti-
nopIe» (Journal Asiatique, CCVIII, 1926, 70-102).
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος
αναφέρει επίσης την κατασκευή ενός τζαμιού σrην Κωνσταντινούπολη προς τιμήν τού
Μασλαμά.
«De administrando imperio»,
έκδοση
J. J. Reiske
και Ι.
Bekker «Corpus
Scriptorum Historia Byzantinae» 101-102' έκδοση Moravcsik-Jenkins (1949), 92. Ρ. Kahle «Zur Geschichte der mittelalterlίchen Alexandria» (Der Islam, ΧΙΙ, 1929,34). Χ. Α. Νομικού, «Το πρώτο τζαμί τής Κωνσταντινουπόλεως» (Επετηρίδα Εταιρείας Βυ ζαντι νών Σπουδών Ι,
1924, 199-201).
302
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νει από έναν από τους μιναρέδες τού τεμένους τής Δαμασκού ενώ ο ε
λεύθερος χώρος που βρίσκεται κοντά στον τάφο τού Μωάμεθ, στη Μεδί να, θα χρησιμοποιηθεί ως τάφος τού Ιησού όταν θα πεθάνει μετά την δεύτερή του έλευση(!).
Σιγά-σιγά ο αγώνας μεταξύ τής Αυτοκρατορίας και τού χαλιφάτου πή ρε τη μορφή τού ιερού πολέμου. Τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητι
κά ούτε για τους Έλληνες ούτε για τους , Αραβες, δεδομένου ότι οι μεν
Έλληνες δεν πήραν την Ιερουσαλήμ, ενώ οι ' Αραβες δεν κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη. «Υπό την επίδραση αυτού τού αποτελέσματος», λέει
ο Β. Μπάρτολντ
(V. Barthold),
«η ιδέα τού θριάμβου πού επικρατούσε,
τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μουσουλμάνους, άλλαξε και έγι
νε ιδέα μετανοίας με αποτέλεσμα να περιμένουν και οι δύο το τέλος-τού κόσμου. Φαινόταν και στους δύο ότι μόνον λίγο πριν από το τέλος τού κόσμου θα μπορούσαν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Στον λατινικό. και .στον ελληνικό κόσμο έγινε πολύ επίκαιρος ο μύθος ότι πριν από το τέλος τού κόσμου ο Χριστιανός' Αρχοντας (ο Φράγκος βασιλεύς ή ο Αυτοκρά
τορας τού Βυζαντίου) θα εισερχόταν στην Ιερουσαλήμ και θα παρέδιδε το επίγειο στέμμα του στον Σωτήρα, ενώ οι Μουσουλμάνοι περίμεναν να προηγηθεί τού τέλους τού κόσμου, η πτώση τής Κωνσταντινουπόλεως(2). Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι η βασιλεία τού ευσεβούς χαλίφη Ομάρ Β'
(712-720) συνέπεσε με το έτος 100 τής Εγίρας (το 720 περίπου), κατά το οποίο αναμενόταν μετά την αποτυχημένη πολιορκία τής Κωνσταντινου πόλεως, που έγινε επί Σουλεϊμάν, το τέλος τού μουσουλμανικού κράτους και, συγχρόνως, το τέλος τού κόσμου»().
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πολιορκία, το έτος
732,
η προώθηση
τών Αράβων από την Ισπανία στη Δυτική Ευρώπη διεκόπη στο Πουατιέ επιτυχώς άπό τον παντοδύναμο Κάρολο Μαρτέλο(4), μαγιορδόμο τού α σθενούς Φράγκου Βασιλιά.
Μετά την ήττα τους το 718 οι ' Αραβες δεν ανέλαβαν άλλη 'σοβαρή στρατιωτική δράση εναντίον τής Αυτοκρατορίας, την εποχή τού Λέοντος
(1) Βλέπε Barhold, «Πρακτικά τού Ανατολικού Κολλεγίου» Ι (1925), 469-70 (Ρωσικά). (2) Βλέπε Η. Lammes, «Etudes sur le n:gne du Calίfe Omaiyade Moawia» Ι, 444. (3) Barthold, ένθ. ανωτ., σελ. 470-471 (Ρωσικά). Α. Α. Vasiliev, «Medieval Ideas of the End ofthe World: West and East», Byzantion, ΧΥΙ, 2 (1944), 472-473. (4) Στη ρωσική και την πρώτη αγγλική έκδοση τής Ιστορίας μου τής Βυζαντινής Αυτο κρατορίας είχα μάλλον υπερεκτιμήσει τη σημασία τής μάχης τού Πουατιέ. (Ρωσική έκ
δοση,
1917,222. Πρώτη αγγλική έκδοση, 1928, Ι 290). Βλέπε Π.χ. Α. Dopsch, «Wirtschaftliche und soziale Grundlagen der europilischen Kulturentwicklung» (δεύτε ρη έκδοση, 1924, 11, 298).
ΙΣΤΟΡΙΑΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
303
Γ', δεδομένου μάλιστα ότι αντιμετώπιζαν, στον Βορρά, την απειλή τών
Χαζάρων. Ο Λέων Γ', πάντρεψε τον γιο και διάδοχό του Κωνσταντίνο με την κόρη τού Χαγάνου τών Χαζάρων και άρχισε να υποστηρίζει τον νέο
του συγγενή. Έτσι στον αγώνα του με τους Άραβες ο Λέων βρήκε δύο συμμάχους: πρώτα τους Βουλγάρους και ύστερα τους Χαζάρους. Οι ' Α
ραβες, εν τούτοις, δεν έμεναν ήσυχοι, αλλά συνέχισαν τις επιθέσεις τους
στη Μικρά Ασία και, συχνά, εισχωρούσαν στη Δύση, φθάνοντας μέχρι τη Νίκαια, αγγίζοντας σχεδόν τις ακτές τής Προποντίδας. Κατά τα τέλη τής βασιλείας του ο Λέων πέτυχε να νικήσει τους' Αραβες στο Ακρο'ίνόν (το
σημερινό Αφιόν-Καραχισάρ), γεγονός που ανάγκασε τους' Αραβες να εκκενώσουν το δυτικό τμήμα τής Μικράς Ασίας και να αποσυρθούν στην
Ανατολή. Οι Μουσουλμάνοι συνδέουν με τη μάχη αυτή τον μύθο τού Τούρκου εθνικού ήρωα Σάιγιντ Μπατάλ Γκαζί, τού οποίου ο τάφος σώζεται ακόμη και σήμερα σε ένα από τα χωριά που βρίσκονται στα νότια τού Εσκή-Σε χίρ (τού μεσαιωνικού Δορυλαίου). Το ιστορικό πρόσωπο που αντιπρο σωπεύει ο ήρωας αυτός είναι ο υπέρμαχος τού Μωαμεθανισμού Μπα τάλ, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη τού Ακρο'ίνού(1).
Στα μέσα τού 80υ αιώνα σοβαρές εσωτερικές ανωμαλίες προέκυψαν στο αραβικό χαλιφάτο εξ αφορμής τής αλλαγής τών Δυναστειών' όταν δηλαδή οι Ομεϋάδες εκθρονίσθηκαν από τους Αμπασίδες, οι οποίοι με τέφεραν την πρωτεύουσα και το κέντρο τού κράτους τους από τη Δαμα
σκό στη Βαγδάτη, στον Τίγρη ποταμό, μακριά από τα βυζαντινά σύνορα.
Αυτό το γεγονός έδωσε τη δυνατότητα στον διάδοχο τού Λέοντος, Κων σταντίνο Ε', κάνοντας μερικές επιτυχημένες εκστρατείες, να μεταθέσει
τα αυτοκρατορικά σύνορα πιο ανατολικά. Την εποχή τής Ειρήνης όμως, οι ' Αραβες άρχισαν, με επιτυχία, τις ε πιθετικές τους κινήσεις στη Μικρά Ασία και το
782-783
η Αυτοκράτειρα
αναγκάσθηκε να ζητήσει ειρήνη, η οποία πράγματι έγινε, για τρία χρό νια, με πολύ ταπεινωτικούς για την Αυτοκρατορία όρους. Η Αυτοκράτει-
(1) Βλέπε J. Wellhausen, «Die KJίmpfe der Araber mit den RomJίern ίη der Zeit der . Umaijiden», 444-445. Σχετικό με τον Μπατάλ άρθρο βλέπε στο «Encyclopedie de Ι' Islam» Ι, 698. Βλέπε επίσης Barthold, «Transactions of the Oriental College» Ι, 470' D. Β. Macdonald, «The Earlier History of the Arabian Nights» (Journal of the Royal Asiatic Society, 1924, 281). Canard, «Les expeditions des Arabes contre Constantinople» (Journal Asiatique, CCVIII, 1926, 116-118). W. Μ. Ramsay, «The Attempts of the Arabs to Conquer Asia Minor (641-964 μ.Χ.) and the Causes of its Faίlure» (Bulletin de Ia section historique de Ι' Academie roumaine, ΧΙ, 1924,2). Θα επαναλά βουμε την ιστορία τού αλ-Μπατάλ αργότερα, μελετώντας το έπος τού Διγενή Ακρίτα.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
304
ρα ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώνει στους' Αραβες κάθε χρόνο ενε
νήντα ή εβδομήντα χιλιάδες δηνάρια, σε εξαμηνιαίες δόσεις. Είναι πολύ
πιθανόν ότι τα στρατεύματα που έστειλε η Ειρήνη σtη Μακεδονία, την Ελλάδα και την Πελοπόννησο, τον ίδιο χρόνο
(783), για να καταστείλουν
την επανάσταση τών Σλάβων, είχαν απομακρυνθεί από το ανατολικό μέ
τωπο, εξασθενίζοντας έτσι τη θέση τού Βυζαντίου στη Μικρά Ασία. Το
798,
μετά τις επιτυχίες τού αραβικού στρατού
-
χαλίφης ήταν ο Χαρούν
αρ-Ρασίντ- έγινε νέα ειρήνη με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με βάση, πάλι, την πληρωμή φόρου.
Πολύ ενδιαφέρουσες υπήρξαν, κατά τη διάρκεια τής Δυναστείας τών Ισαύρων, οι σχέσεις μεταξύ τών Αυτοκρατόρων και τών Βουλγάρων. Οι τελευταίοι, έχοντας εξασφαλίσει ένα προπύργιο στον Κάτω Δούναβη, ή ταν αναγκασμένοι, πάνω από όλα, να υπερασπιστούν την πολιτική τους ύπαρξη εναντίον τών προσπαθειών τού Βυζαντίου, που απέβλεπαν στην κατασtρoφή τών όσων κατόρθωσε ο Ασπαρούχ. Η εσωτερική κατάσταση στο Βασίλειο τών Βουλγάρων, τον
80
αιώνα, ήταν πολύπλοκη. Οι Βούλ
γαροι ηγέτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους για τον ανώτατο τίτλο τού Χά νου, με αποτέλεσμα πολλές ταραχές, ενώ συγχρόνως ο βουλγαρικός
λαός, ως κατακτητής, ήταν υποχρεωμένος ν' αγωνίζεται συνεχώς ενα ντίον τών κατακτημένων Σλάβων τής Χερσονήσου. Οι Βούλγαροι Χάνοι
τού τέλους τού 70υ και τών αρχών τού 80υ αιώνα έδειξαν μεγάλη ανικα νότητα στον χειρισμό τών σχέσεών τους με τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι είχαν βοηθήσει τον Ιου
(πινιανό Β' ν' ανακτήσει τον θρόνο και προσέφεραν ενεργό βοήθεια στον Λέοντα Γ στον αγώνα του να απομακρύνει τους
, Αραβες
μακριά
από την Κωνσταντινούπολη. Ύ σtερα από αυτό, για μια περίοδο μεγαλύ
τερη από τριάντα χρόνια, οι συγγραφείς τού Βυζαντίου δεν μιλούν πια για τους Βουλγάρους. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Λέοντος Γ, το Βασίλειο τών Βουλγάρων πέτυχε να διατηρήσει ειρηνικές σχέσεις με την Αυτοκρατορία.
Κατά τη διάρκεια όμως τής βασιλείας τού Κωνσταντίνου ε, οι σχέ σεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία οξύνθηκαν. Με τη βοήθεια τών Συ ρίων και τών Αρμενίων, που μεταφέρθηκαν από τα ανατολικά σύνορα και εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, ο Αυτοκράτορας κατασκεύασε αρκετά
οχυρά κατά μήκος τών βουλγαρικών συνόρων. Ο Κωνσταντίνος συμπερι φέρθηκε με περιφρόνηση στον απεσταλμένο τών Βουλγάρων στην Κων
σtαντινoύπoλη, με αποτέλεσμα να αναλάβουν οι Βούλγαροι στρατιωτική δράση. Ο Κωνσταντίνος διεξήγαγε οχτώ ή εννέα εκστρατείες εναντίον τών Βουλγάρων, αποβλέποντας στην εξόντωσή τους. Οι εκστρατείες αυ
τές συνεχίστηκαν μ~ διάφορα αποτελέσματα. Τελικά ο Κωνσταντίνος δεν πέτυχε τον σκοπό του, αλλά μερικοί ιστορικοί τόν ονομάζουν «πρώτο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
305
Βουλγαροκτόνο»(1), λόγω τής επιτυχούς δράσεώς του εναντίον τών Βουλ γάρων και λόγω τών πολλών οχυρών που κατασκεύασε.
Στη Βουλγαρία, τα δυναστικά προβλήματα εξέλιπαν, κατά τα τέλη τού 80υ αιώνα, ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ Βουλγάρων και Σλάβων έγινε λιγότερο οξύς. Με λίγα λόγια σχηματίσθηκε, σιγά-σιγά, η Βουλγαρία τού 90υ αιώνα, η οποία εκσλαβίσθηκε και μεταμορφώθηκε σ' ένα δυναμικό
κράτος με έντονες επιθετικές διαθέσεις για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι επιθετικές αυτές διαθέσεις εκδηλώθηκαν στα τέλη τού 80υ αιώνα, την εποχή τού Κωνσταντίνου ΣΓ και της μητέρας του Ειρηνης, οπότε η Βυ
ζαντινή Avτ:oκρατoρία, μετά τις στρατιωτικές της αποτυχίες, αναγκάστη κε να πληρώνει φόρο στους Βουλγάρους. Στις στρατιωτικές συγκρούσεις τής Αυτοκρατορίας με τους Βουλγά
ρους τού 80υ αιώνα, οι βουλγαρικές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν επίσης τους Σλάβους, οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα τού βασιλείου τους. Η κατο χή τής Βαλκανικής XερσoVΗσoυ από τους Σλάβους συνεχίστηκε κατά τον
80
αιώνα. Ένας προσκυνητής από τη Δύση, που πήγε στους Αγίους Τό
πους, σύγχρονος τού Λέοντος Γ, επισκέφθηκε την πόλη της Πελοποννή σου Μονεμβασία και έγραψε ότι βρισκόταν σε σλαβική γη (ίη
terrae )<2).
Επίσης αναφέρεται η παρουσία Σλάβων, κατά τον
Slawinia
80 αιώνα,
στο
Δυρράχιο και στην Αθήνα(3). Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος γράφει,
στο Περί θεμάτων, τα εξής, που έχουν σχέση και με την εποχή τού Κωνστα ντίνου Ε': «Όλη η Πελοπόννησος εκσλαβίσθηκε και έγινε βάρβαρη όταν ο λοιμός απλώθηκε σε όλο τον κόσμο»(4). Εδώ με τη λέξη «λοιμό» εννοεί
την τρομερή επιδημία τού
746-747, η οποία μεταδόθηκε από την Ιταλία
και που κυρίως ερήμωσε το νότιο μέρος της Ελλάδος και την Κωνσταντι νούπολη. Θέλοντας να επανορθώσει τις καταστροφές που προκάλεσε η επιδημία στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος μετέφερε στην πρω τεύουσα ανθρώπους από διάφορες επαρχίες. Ακόμη και ο λαός πίστευε ότι η Πελοπόννησος είχε εκσλαβισθεί κατά τα μέσα τού 8ου αιώνα· στην
ίδια δε περίοδο αναφέρεται η εγκατάσταση νiων αποίκων στην Ελλάδα, οι οποίοι αντικατέστησαν τον πληθυσμό που ή εξοντώθηκε από την επι
δημία ή μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα. Κατά τα τέλη τού 80υ αιώνα η Αυτοκράτειρα Ειρήνη έκανε μια ειδική εκστρατεία «εναντίον τών σλαβι κών φυλών» στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη και στην Πελοπόννησο(S).
(1) Α. Lompard, «Έtudes d' histoire byzantine: Constantin V, empereur des Romains», 59. (2) WilIibaldi, «Vita», έκδοση G. Η. Pertz, «Monumenta Germaniae Historica, Scriptorum» ΧΥ, 93. (3) Α. Α. Vasiliev, «Οι Σλάβοι στην Ελλάδα (Vizantiysky Vremennik, ν, 1898,416-417, Ρωσικά).
(4) «De Thematibus» 53-54. (5) Theophanes, «Chronographia»,
έκδοση
de
Βοοτ,
456-457.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
306
Αργότερα οι Έλληνες αυτοί Σλάβοι έλαβαν μέρος στην εναντίον τής Ει ρήνης συνωμοσία, πράγμα που δείχνει καθαρά ότι τον
80
αιώνα οι Σλά
βοι, στη Βαλκανική Χερσόνησο, συμπεριλαμβανομένης και τής Ελλάδος, όχι μόνον είχαν οριστικά και σταθερά εγκατασταθεί, αλλά και έπαιρναν
μέρος στην πολιτική ζωή τής Αυτοκρατορίας. Τον
90 αιώνα οι Βούλγαροι
και οι Σλάβοι έγιναν δύο σοβαροί εχθροί τής Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας.
Εσωτερική πολιτική τών Αυτοκρατόρων τής Δυναστείας τών Ισαύρων. Νομοθεσία Ο Λέων Γ' δεν υπήρξε μόνον ένας ικανός ηγέτης κα~ δραστήριος υπερα σπιστής τής Αυτοκρατορίας του εναντίον τών εξωτερικών εχθρών, αλλά ήταν επίσης και ένας σοφός και ικανός νομοθέτης. Από την εποχή ακόμη
τού Μεγάλου Ιουστινιανού, τον
60 αιώνα,
το λατινικό κείμενο τού Κώδι
κα, τού Πανδέκτη και τών Εισηγήσεων ήταν πολύ δύσκολο ή τελείως αδύ νατο να κατανοηθεί στην πλειονότητα τών επαρχιών. Σε πολλές περιο
χές, κυρίως στην Ανατολή, χρησιμοποιούνταν παλιές τοπικές συνήθειες αντί τών επίσημων θεσμών, όπως φαίνεται καθαρά από το πόσο δημοφι
λής υπήρξε ο Κώδικας -τού 50υ αιώνα- τών Συρίων. Οι Νεαρ{ς, γραμ μένες Ελληνικά, ασχολούνταν μόνον με την τρέχουσα νομοθεσία. Εν τω μεταξύ, τον
70
αιώνα, καθώς η Αυτοκρατορία έχανε σιγά-σιγά τη Συρία,
την Παλαιστίνη και την Aίγυπto στην Ανατολή, τη Β. Αφρική στον Νότο και τα βόρεια μέρη τής Βαλκανικής Χερσονήσου στον Βορρά, γινόταν γλωσσικά περισσότερο «ελληνική». Για μια ευρύτερη και γενική χρήση
έγινε απαραίτητη η δημιουργία ενός ελληνικού κώδικα που θα είχε ε φαρμογή σε όλες τις μεταβολές που έγιναν στις συνθήκες ζωής από την εποχή τού Μεγάλου Ιουστινιανού.
Έχοντας πλήρή επίγνωση τής ανάγκης για έναν τέτοιο κώδικα, ο Λέ ων Γ' εμπιστεύθηκε την σύνταξή του σε μια επιτροπή, επιλέγοντας ο
ίδιος τα μέλη της. ΟΙ προσπάθειες τής επιτροπής αυτής οδήγησαν στη δη μοσίευση ενός κώδικα που έφερε τον τίτλο Εκλογή και που εκδόθηκε στο όνομα τών «σοφών και ευσεβών Αυτοκρατόρων Λέοντος και Κωνσταντί
νου». Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα ως προς τον ακριβή χρόνο τής εκδό σεώς του. Μερικοί επιστήμονες τής Δύσεως θεωρούν ότι εκδόθηκε στα
τέλη τής Βασιλείας τού Λέοντος
Zachari)l
νοη LίngenthaI,
αν και ο Ρώσος βυζαντινο-
«Geschichte des Grίechίsch-Rδmίschen Rechts» (τρίτη έκδοση 1892) 16. Ρ. Collinet, «Byzantine Legislation from lustinian (565) to 1453» (Cambridge Medieval History, IV, 708). V. Grumel, «La Date de la promulgation de Ι' Ecloge de Leon ΙΙΙ» (έchos d' Orient, XXXIV, 1935,331). (1)
Κ. Ε.
(739-740)(1),
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
λόγος Β. Γκ. Βασιλιέφσκι τείνει να δεχθεί το
307
726,
περίπου, ένα έτος δη
λαδή που πλησιάζει στις αρχές τής Βασιλείας τού Λέοντος(l). Τώρα τε λευταία μάλιστα υπήρξε ακόμη αμφιβολία και για το κατά πόσον η Εκλο γή μπορεΙ ν' αποδοθεί ή όχι στην εποχή τού Λέοντος Γ και τού Κων σταντίνου Ε'(2). Προς το παρόν οι περισσότεροι συγχρονοι μελετητές τού
προβλήματος αυτού δέχοντα.ι ως χρονολογία εκδόσεως τής Εκλογής τον μήνα Μάρτιο τού
726(3).
Ο τίτλος τής Εκλογής δείχνει ποιες υπήρξαν οι πηγές της έχει ως ε ξής: «Εκλογή τών νόμων εν συντόμω γενομένη παρά Λέοντος και Κων
σταντίνου τών σοφών και φιλευσεβών βασιλέων από τών Ινστιτούτων, τών Διγέστων, τού Κώδικος, τών Νεαρών τού μεγάλου Ιουστινιανού διατάξεων, και επιδιόρθωσις εις το φιλανθρωπότερον»(4). Η εισαγωγή α
ναφέρει καθαρά ότι τα διατάγματα που εξέδωσαν οι προηγούμενοι Αυ τοκράτορες εγράφησαν σε διάφορα βιβλία και ότι η σημασία τους, δυσδιάγνωστη για μερικούς, είναι τελείως αδιάγνωστη για άλλους, κυρί ως δε, για όσους δεν ζουν στη «θεοφύλακτο» αυτοκρατορική πόλη( 5 ). Με
την έκφραση «διάφορα βιβλία» εννοούνται οι ελληνικές μετα.φράσεις και ερμηνείες κειμένων τού Ιουστινιάνειου Δικαίου, οι οποίες χρησιμο ποιούνταν σε αντικατάσταση τών λατινικών πρωτοτύπων. Πολλοί λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν αυτές τις μεταφράσεις και ερμη νείες. Η αφθονία τών βιβλίων, η ποικιλία τους και οι αντιφάσεις που υπήρχαν μέσα σ' αυτά δημιουργούσαν σοβαρές περιπλοκές στην εφαρ
μογή τού Δικαίου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Λέων Γ αντελήφθη καθαρά την κατάσταση τών πραγμάτων και έβαλε ως σκοπό του την αντι-
(1) «Νομοθεσία τών Εικονομάχων» (Journal of the Ministry of Public Instruction, CXCIX, 1878,279-280), Ρωσικά). Επίσης στα «Εργα» τού V. G. Vasilievsky, ΙΥ, 163. (2)
Βλέπε
C.
Ν.
Uspensky,
«Περίγραμμα τής Ιστορίας τού Βυζαντίου» (Ι,
216-218,
Ρω
σικά).
(3)
n.
Ginnis, «Das Promulgationsjahr der Isaurischen Eclogc» (Byzantinische
Zeitschrift, XXIV, 1924,356-357).
«Α
Manual of Roman Law, the Ecloga published by
the Emperors Leo ΙΙΙ and Constantine V of Isauria at Constantinople Α. D. 726». Έκ δοση Ε. Η. Freshfield, 2. C. Α. Spulber, «L' Eclogue des Isauriens» 83 - λεπτομερής συζήτηση τής χρονολογίας τής Εκλογής,
81-86. G. Ostrogorsky, «Die Chr?nologie des
Theophanes im 7 und 8 Jahrhundert» (Byzantinisch - Neu~riechische JahrbUcher, ΥΗ, 1930, σημείωσ., σελ. 6). Βλέπε επίσης Ε. Η. Freshfield, «Roman Law ίη the Later Roman Empire: The Isaurian Period». (4) Κ. Ε. Zacharia νοη Lingentha\ έκδοση «Collectio librorum juris graeco-romani ineditorum. Ec\oga Leonis et Constantini». Zepos, «Jus graeco-romanum» ΙΙ, iί. (5) «Ecloga» par. 11. Zepos, «Jus gracco-romanun» ll, 13.
308
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
μετώπισή της. Οι αρχές τής Εκλογής, όπως αναφέΡΟvvtαι ΣCην εισαγωγή
της, είναι ποτισμένες με ιδέες δικαιοσύνης και αρετής. Υποστηρίζουν ότι οι δικαΣCές πρέπει «ν' απέχουν από κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδί δουν πραγματικά δίκαιες και αιτιολογημένες, όπως πρέπει, αποφάσεις. Επίσης οι δικαστές πρέπει να μην καταφρονούν τους φτωχούς ή να αφή νουν ατιμώρητους τους ισχυρούς, όταν αυτοί είναι ένοχοι... Επίσης πρέ
πει ν' αποφεύγουν τη δωροληψία». Όλοι όσοι απονέμουν τη δικαιοσύνη πρέπει να παίρνουν ορισμένο μισθό από το αυτοκρατορικό θησαυροφυ
λάκιο έτσι ώστε «να μην δέχονται τίποτε από οποιοδήποτε πρόσωπο που θα ήταν υπό τη δικαιοδοσία τους, για να μην επαληθεύσουν τα λόγια τού προφήτη «απέδοντο αργυρίου δίκαιον (Αμώς
2:6)
και για να μη μάς βρει
η οργή τού Θεού, λόγω τού ότι θα έχουμε γίνει παραβάτες τών εντολών του»(1).
Τα περιεχόμενα τής Εκλογής, διηρημένα σε δεκαοκτώ μέρη, ασχο
λούνται κυρίως με το Aσcικό Δίκαιο' πολύ λίγο δε με το ποινικό. Αναφέ ρονται δηλαδή στον γάμο, στους αρραβώνες, σcην προίκα, σcις διαθήκες, σcην κηδεμονία, τη χειραφέτηση τών σκλάβων, σcις μαρτυρίες, τις διάφο ρες ευθύνες που προκύπτουν από την πώληση, αγορά, ενοικίαση Κ.λπ. Μόνον ένα μέρος περιέχει ένα κεφάλαιο σχετικό με το Ποινικό L!ίκαιo και το οποίο αναφέρεται σε διάφορες ποινές.
Η Εκλογή διαφέρει σε πολλά σημεία από τον Κώδικα τού Ioυσcινια νού και ίσως είναι αντίθετη με αυτόν, μερικές φορές, δεχόμενη τις απο φάσεις και τις νομικές πράξεις που υπήρχαν παραλλήλως προς τα επίση μα νομοθετικά έργα τού Ioυσcινιανoύ. Όταν συγκρίνουμε τα τελευταία
με την Εκλογή, παρατηρούμε ότι αυτή παρουσιάζει σε πολλά σημεία μια σοβαρή πρόοδο. Οι σχετικοί με τον γάμο νόμοι, Π.χ., συμπεριέλαβαν πολλές, ανώτερες, χρισcιανικές αρχές. Η αλήθεια είναι ότι το σχετικό με
τις ποινές μέρος βρίθει τιμωριών, οι οποίες επιβάλλουν τον ακρωτηρια σμό τού σώματος,.όπως το κόψιμο ενός χεριού, τής γλώσσας ή τής μύτης
ή την τύφλωση τού ενόχου. Το γεγονός αυτό όμως δεν μάς επιτρέπει να θεωρήσουμε την Εκλογή ως έναν βάρβαρο νόμο, δεδομένου ότι, σcις πε ρισσότερες περιπτώσεις, οι τιμωρίες αυτές επιβάλλονταν αντί τής ποινής τού θανάτου. Έτσι οι Αυτοκράτορες τής Δυνασcείας τών Ισαύρων είχαν
δίκαιο να καυχώνται ότι το νομοθετικό τους έργο «υπερείχε σε ανθρωπι σμό» από το έργο τών προκατόχων τους Αυτοκρατόρων. Η Εκλογή δια τάσσει επίσης την εξίσου τιμωρία τών διακεκριμένων και τών κοινών αν-
(1) «Ecloga» par. 11, 13.
Ρωσική μετάφραση
Vasilievsky,
«Νομοθεσία τών Εικονοκλα
στών» (στο Περιοδικό τού Υπουργείου Λα'ίκής Διαφωτίσεως
CXCIX, 1878,283-285 και στα «Εργα» ΙΥ, 168-169). Spulber, «L' Eclogue» 5-9. Freshfield, «Roman Law» 68-70. Και οι δύο δίνονν μία αγγλική μετάφραση. Zepos, «Jus graeco-romanum» 11, 14, 16-17.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
309
θρώπων, τών πλουσίων και τών πτωχών, ενώ ο νόμος τού Ιουστινιανού
συχνά τιμωρεί με διαφορετικές ποινές, χωρίς πραγματική αιτιολόγηση. Χαρακτηριστικό τής Εκλογής είναι οι άφθονες παραπομπές στην Αγία
Γραφή για την κατοχύρωση διαφόρων νομικών αρχών. «Το πνεύμα τού Ρωμα'ίκού Δικαίου μεταμορφώθηκε μέσα στη θρησκευτική ατμόσφαιρα τού Χριστιανισμού»(I).
Κατά τη διάρκεια τού 80υ και τού 90υ αιώνα, μέχρι την εποχή τής α νόδου τής Δυναστείας τών Μακεδόνων
(867),
η Εκλογή χρησιμοποιήθη
κε ως εγχειρίδιο για τη διδασκαλία τού Δικαίου, αντικαθιστώντας τις Ει σηγήσεις τού Ιουστινιανού, ενώ συγχρόνως αναθεωρήθηκε περισσότερο από μία φορά. Έτσι, Π.χ., έχουμε την Ιδιωτική Εκλογή και την Ιδιωτική Διευρυμένη Εκλογή
(Ecloga Privata
(Ecloga Privata)
auctaγη. Όταν, μετά
την άνοδο στον θρόνο τού Βασιλείου τού Μακεδόνος, έγινε νέα νομοθε τική μεταβολή προς όφελος τής νομοθεσίας τού Ιουστινιανού, τα νομοθε τικά έργα τών Αυτοκρατόρων τής Δυναστείας τών Ισαύρων κηρύχθηκαν επισήμως ως «ανοησίες», οι οποίες αντετίθεντο στο δόγμα, ενώ συγχρό νως κατέστρεφαν σωτήριους νόμους(3). Εν τούτοις όμως, ακόμη και οι
Αυτοκράτορες τής Μακεδονικής Δυναστείας δανείστηκαν πολλά κεφά
λαια από τον καταδικασμένο κώδικα για τα δικά τους νομοθετικά έργα και, ακόμη και στην εποχή τους, η Εκλογή αναθεωρήθηκε και πάλι. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Εκλογή τού Λέοντος και τού Κωνσταντίνου
αποτέλεσε, αργότερα, μέρος τών νομικών συλλογών τής Ορθόδοξης Εκ κλησίας κυρίως δε τής Ρωσικής. Βρίσκεται στη ρωσική
Kormchaia
Κniga, δηλαδή στο Βιβλίο τών Νόμων ή Διοικητικό Κώδικα, με τίτλο «Τα κεφάλαια τού πανσόφου Τσάρου Λέοντος και τού Κωνσταντίνου, τών δύο πιστών Αυτοκρατόρων»(4). Υπάρχουν επίσης και άλλα ίχνη τής επιρ
ροής τής Εκλογής στα σχετικά με την αρχαία σλαβική νομοθεσία έγγρα φα.
(1) Bury, «Constitution ofthe Later Roman Empire» 11,414. (2)
Η χρονολογία τους είναι αμφίβολη' αλλά θα πρέπει να α..τοδοθούν στην προ τού
Βασιλείου Α' τού Μακεδόνος
graeco-romanum»
ΙΥ,
4.
Ε. Η.
(867)
περίοδο. Βλέπε Zachari~ νοη
Frcshfield,
«Α
Lingcnthal, «Jus
Revised Manual of Roman Law. Ecloga
privata aucta», 2. Spulber, «L' Eclogue» 94-95,
Ζacharί:Ι νοη
Lingenthal, «Geschichte
dcs Grίechίsch-Rδmίschen Rcchts» (τρίτη έκδοση, 1892), 36 (Η Ecloga privata aucta στη Νότιο lταλία υπό την κυριαρχία τιJ)ν Νορμανδών).
(3) Zachari"a
νΟΩ
Lingcnthal, «Collcctio Iibrorum», 62. Zcpos. «Jus graeco-romanum»
11,237).
(4)
Στο βιβλίο αυτό. που παρουσιάστηκε στη Ρωσία τον
lUo
U!(JJVa, περιελ1jφθησαν οι
κανόνες 11jς ΑποοτολΙΚ1jς Εκκλησίας και T(JJV Οικουμενικών Συν6δων. καU(JJς και οι Νόμοι τών Ορθοδόξων Αυτοκρατόρων τού Βυζαντίου.
Α. Α. ΒΑ!ΙΛΙΕΦ
310
Η Εκλογή δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας «εξαιρετικ~ τολμη
ρός νεωτερισμός», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Έλληνα βυζαντινολό γο Παπαρρηγόπουλο, θερμό θαυμαστή τών Ισαύρων Αυτοκρατόρων. «Τώρα, οπότε οι αρχές εκείνων που εδημιούργησαν την "Εκλογή"
-
γράφει- γίνονται δεκτές από τη νομοθεσία τών πιο προοδευμένων Ε θνών, ήρθε η ώρα, τελικά, να αποδώσουμε την εκτίμηση που πρέπει στη μεγαλοφυ'ία τών ανθρώπων εκείνων που, πριν χίλια χρόνια, αγωνίσθη καν για την εγκαθίδρυση αρχών που εθριάμβευσαν μονάχα στις μέρες
μας»(I). Αυτές είναι οι παρατηρήσεις ενός ενθουσιώδους Έλληνα πατρι ώτη αλλά, παρ' όλα αυτά, ο σύγχρονος κόσμος θα πρέπει ν' αναγνωρίσει την τεράστια σημασία που έχει η Εκλογή ως εισηγητής μιας νέας περιό
δου στην ιστορία τού Ελληνορρωμα'ίκού ή Βυζανχινού Δικαίου, η οποία
διήρκεσε μέχρι την άνοδο τής Δυναστείας τών Μακεδόνων, οπότε το νο μοθετικό έργο τού Ιουστινιανού επανήλθε στην παλαιά του θέση, με πολ λές, όμως, απαραίτητες τροποποιήσεις. Η Εκλογή τού Λέοντος Γ' προο ριζόταν, πάνω από όλα, να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες τής πε
ριόδου. Οι μελετητές συσχετίζουν με τη δυναστεία τών Ισαύρων και κυρίως με τον Λέοντα Γ' άλλα τρία νομοθετικά έργα: τον Νόμον Γεωργικόν, τον
Νόμον Στρατιωτικόν και τον Νόμον Ροδίων Ναυτικόν. Διάφορες παραλ λαγές τών τριών αυτών έργων παρουσιάζονται συχνά σε αρκετά χειρό
γραφα που έχουν διασωθεί, χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα τών συγ γραφέων ή τού χρόνου τής πρώτης τους εκδόσεως. Ως εκ τούτου η από
δοσή τους στη μια ή την άλλη περίοδο εξαρτάται από εσωτερικές αποδεί ξεις, αι-τό την εκτίμηση τών περιεχομένων και τής γλώσσας τους και τη σύγκριση με άλλα παρόμοια έργα. Ο Γεωργικός Νόμος συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή. Η κορυφή
τών ειδικών στο ~υζαντινό Δίκαιο, ο Γερμανός μελετητής Τσαχάρια φον
Λίνγκενταλ, έχει αλλάξει γνώμη για το ζήτημα αυτό. Είχε αρχίσει να τ6 θεωρεί ως έργο ιδιωτικό τού 80υ ή 90υ αιώνα, το οποίο συνετέθη, όπως
νόμιζε, εν μέρει βάσει τής νομοθεσίας τού Ιουστινιανού και εν μέρει βά σει τού εθιμικού δικαίου(2). Αργότερα έτεινε να πιστεύει ότι ο Γεωργικός
Νόμος υπήρξε δημιούργημα τής νομοθετικής δράσεως τών Αυτοκρατό ρων Λέοντος και Κωνσταντίνου και ότι δημοσιεύθηκε είτε συγχρόνως με την Εκλογή είτε αμέσως μετά(3). Συμφωνεί με τους Ρώσους μελετητές Β.
(1) «Histoire de la Civilisation hellenique» 205-209. (2) «Historiae Juris Graeco-Romani Delineatio», 32. (3) Zacharia νοη Lingenthal, «Geschichte des Griechisch-Rtlmischen Rechts» (τρίτη έκδοση 1892),250. Τη γνώμη αυτή δέχεται και ο Vasilievsky, «Νομοθεσία τών Εικονο κλαστών» (ένθ. ανωτ. CXCIX, 1878,97 και «'Εργα» ΙΥ, 199).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
311
Γκ. Βασιλιέφσκι και Θ. Ουσπένσκι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν το έργο αυ
τό ως μια συλλογή κανόνων που ρυθμίζουν την αγροτική ζωή και που α σχολούνται με πταίσματα τών αγροτών. Κυρίως ασχολείται με διάφορες κατηγορίες κλεπτών μικροπραγμάτων και φρούτων, με παραβάσεις και aπρoσεξίες τών βοσκών, και με βλάβες που προξενούντο <πα ζώα ή απ6 τα ζώα. Ο Ρώσος μελετητής Μπ. Α Πανtσένκo, που μελέτησε ειδικά το έργο αυτό, ονόμαζε τον Γεωργικό Νόμο «Συμπλήρωμα τού πρακτικού νόμου που εφάρμοζαν οι χωρικοί»(1).
Το έργο δεν είναι χρονολογημένο. Μερικοί μελετητές τό αποδίδουν στην εποχή του Λέοντος Γ', αλλά πρέπει να τονισθεί 6τι το πρόβλημα α πέχει πολύ από την οριστική του λύση. Σύμφωνα με τη γνώμη τού Παν
τσένκο «η ανάγκη υπάρξεως ενός τέτοιου νόμου πρέπει να ήταν αισθητή ακόμη και στον
70 αιώνα.
Ο χαρακτήρας τού βιβλίου, χονδροειδής και ά
τεχνος, είναι πιο συγγενής προς το πνεύμα τής εποχής τής μεγαλύτερης
παρακμής τού πολιτισμού τού Βυζαντίου παρά τής περιόδου τής σύνταξης τής 'Έκλογής"»(2J. Δεν έχει ακόμη αποδειχθεί 6τι ο Γεωργικός
Νόμος εκδόθηκε τον
80 αιώνα και είναι δυνατόν η έκδοσή του να πρα
γματοποιήθηκε σε μια προγενέστερη περίοδο. Ο Βερνάντσκι και ο Οστρογκόρσκι αναφέρουν 6τι ο Γεωργικός Νόμος συνετέθη την εποχή τού Ιουστινιανού Β' στα τέλη τού 70υ αιώνα(3J. Η τελευταία λέξη επί τού
θέματος ελέχθη από τη Ρωσίδα ιστορικό Ε. Λίπσιτς (Ε.
1945,
Lipschitz)
το
η οποία, αφού αναθεώρησε όλες τις παλαιές aπόψεις' δέχθηκε ως
την πιο πιθανή χρονολογία τού Γεωργικού Νόμου το δεύτερο ήμισυ τού 80υ αιώνα' μ' άλλα λόγια επικύρωσε την παλαιά άποψη τού Τσαχάρια φον ΛίνΥκενταλ και τού Βασιλιέφσκι(4 J .
Ο Γεωργικός Νόμος έχει επίσης προσελκύσει την προσοχή τών μελε
τητών, δεδομένου 6τι δεν περιέχει τίποτε το σχετικό με τη δουλεία που ε πικρατούσε στη μεταγενέστερη Αυτοκρατορία. Αναφέρεται όμως σε διά-
(1)
«Η ιδιοκτησία τών χωρικών στη Βυζαντινή ΑυτοκρατορCα: Ο Γεωργικός Νόμος
και Μοναστηριακά Έγγραφα» (σελ.
86,
Ρωσικά).
(2) Ένθ. ανωτ. 30. (3) G. Verdansky, "Sur !es origines de !a ΙΟί agraire byzantine» (Byzantion, 11, 1926, 173). G. Ostrogorsky, «Die wirtschaft!ichen und sozia!en Entwicklungs-grund!agen des byzantinischen Reiches» (Vierte!jahrschrift fUr Sozia! und Wirtschaft Geschichte, ΧΧΙΙ, 1929, 133). ΟΕ. Steiη τείνει επίσης στην αποδοχή αυτής τής χρονολογίας. (Byzantinische Zeitschrift, ΧΧΙΧ, 1930,355). Ο F. Dtl!ger απορρίπτει αυτήν τη θεωρία (Historische Zeitschrift CXLI, 1929, 112-113). (4) Ε. Lipschitz, «The Byzantine Peasantry aηd Slavoηic Coloηizatioη (Particularly upon the Data of the Rura! Code)>> στο Vizantiysky Sbornik, 1945, 104-105.
Α. Α. 6ΑΣΙΛΙΕΦ
312
φορα νέα φαινόμενα: στην ατομική ιδι,οκτησία τών αγροτών, στην κοινή γαιοκτησία, στην κατάργηση τής καταναγκαστ.ικής εργασίας και στην κα θιέρωση τής ελευθερίας τής μετακινήσεως. Αυτά τα πράγματα συνδέον
.τα ι,
συνήθως, από τους μελετητές με την εκτεταμένη εγκατάσταση τών
Σλάβων στην Αυτοκρατορία, η οποία κατά πάσα πιθανότητα εισήγαγε συνθήκες σύμφωνες με τον τρόπο τής ζωής τους, κυρίως δε την κοινότη τα. Η άποψη τού Παντσένκο ότι ο Γεωργικός Νόμος δεν ασχολείται με την κοινότητα απορρίπτεται πολύ σωστά από τους σύγχρονους συγγρα φείς.
Ο Θ. Ουσπένσκι υπερτονίζει τη σημασία αυτού τού νόμου, αποδίδο ντάς του ορισμένα γενικής φύσεως μέτρα για την Αυτοκρατορία και υποστηρίζοντας ότι ο νόμος αυτός «πρέπει να χρησ~μεύσει ως βασικό ση μείο εκκινήσεως τής ιστορίας τής οικονομικής ανάπτυξης τής Ανατολής»,
σχετικό με την τάξη τών ελεύθερων γεωργών και τών μικροϊδιοκτητών(l).
Η γνώμη αυτή όμως μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι η δούλεία είχε γε νικά καταργηθεί κατά τον
70
ή
80
αιώνα, πράγμα που δεν ανταποκρίνε
ται στην πραγματικότητα(2).
Ο Ντηλ, ο οποίος στην Ισroρία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρεί τον Γεωργικό Νόμο ως έργο τού Λέοντος Γ' και τού γιου του, προχωρεί
ακόμη περισσότερο, αναφέροντας ότι «ο νόμος αυτός είχε σκοπό να συ γκρατήσει την ανησυχαστική ανάπτυξη τών μεγάλων ιδιοκτησιών, να
σταματήσει την εξαφάνιση τών ελεύθερων μικροϊδιοκτησιών και να εξα σφαλίσει στους αγρότες καλύτερες συνθήκες ζωής»(3).
Ο ' Αγγλος ιστορικός Γ. ' Ασμπερνερ
(W. Ashburner),
μετέφρασε, δη
μοσίευσε και ερεύνησε προσεκτικά τον Γεωργικό Νόμο, αν και δεν ήξε
ρε Ρωσικά, πράγμα που δεν τού επέτρεπε να γνωρίζει τις έρευνες τών Ρώσων. Ο ' Ασμπερνερ τείνει να συμφωνήσει με τον Τσαχάρια φον Λίν
γκενταλ, ότι ο Γεωργικός Νόμος, στην μορφή που σώζεται, είναι μέρος τής νομοθεσίας τών Εικονομάχων και ότι κατά ένα μεγάλο μέρος του α ποτελεί μια συλλογή τού εθιμικού δικαίου τής εποχής. Συγχρόνως όμως ο
,Ασμπερνερ
διαφέρει στις απόψεις του από τον Τσαχάρια φον Λίνγκε
νταλ σε τρία σημεία:
1)
στην προέλευση τού νόμου,
μου τοποθέτηση τής αγροτικής τάξεως και
3)
2)
στην βάσει τού νό
στον οικονομικό χαρακτή
ρα τών δύο τύπων μίσθωσης κτημάτων στους οποίους αναφέρεται. Η σχέ-
(1) «Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» 1,28. Βλέπε επίσης Α. Vogt, «Basile Ier empereur de Byzance (867-886) et la ciνilisation byzantine a la fίη du IXe Siecle», 378. (2) Βλέπε και Runciman, «The Emperor Romanus Lecapenus and His Reign», 225. (3) «Histoire de Ι' Empire Byzantin» 69, μετάφραση G. Β. Ives, 56. Βλέπε τη σχετική με τη σημασία τού Γεωργικού Νόμου σύντομη παρατήρηση τού Diehl στο Charles Diehl και G. Marι;ais, «Le Monde Oriental de 395'a 1018»,256 και σημείωση 23.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
ση τού Γεωργικού Νόμου προς την Εκλογή
313
-
κατά τον ' Αγγ λο ιστορικό
δεν είναι τόσο στενή όσο τήν παρουσιάζει ο Τσαχάρια φον Λίνγκενταλ. Η κατάσταση δε τής κοινωνίας την οποία παρουσιάζει ο Γεωργικός Νό μος, έδινε τη δυνατότητα στον αγρότη να μεταναστεύσει, ελεύθερα, από μέρος σε μέρος. Εν τούτοις συμφωνεί με τον Γερμανό μελετητή στο ότι το
«ύφος» αυτού τού νόμου δείχνει ότι δεν υπήρξε δημιούργημα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά έργο νομοθετικής αρχήςω. Η θεωρία τής ισχυρότατης επιρροής τών Σλάβων στις εσωτερικές συ νήθειες τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία βαρύνει με την αυθεντία τού Τσαχάρια φον Λίνγκενταλ, ενώ συγχρόνως υποστηρίζεται από εκλε κτούς -ειδικούς στη Βυζαντινή Ιστορία- Ρώσους μελετητές, έχει λάβει μία σταθερή θέση στην ιστορική -φιλολογία. Εκτός από τις γενικές περι
γραφές τής εγκαταστάσεως τών Σλάβων στην Αυτοκρατορία οι μελετητές αυτοί χρησιμοποιούν ως κύρια βάση για τη θεωρία τους το γεγονός ότι η
περί ελεύθερων χωρικών αντίληψη και η κοινή ιδιοκτησία ήταν ξένα προς τον Ρωμα"ίκό Νόμο πράγματα και ότι, ως εκ τούτου, θα εισήχθησαν
στην ζωή τού Βυζαντίου από κώτοιον νέο παράγοντα, ο οποίος, στην πε ρίπτωση αυτή, είναι ο σλαβικός.
Ο Β. Ν. Ζλατάρσκι υποστήριξε πρόσφατα τη θεωρία τής σλαβικής επίδρασης στον Γεωργικό Νόμο, τον οποίο αποδίδει στον Λέοντα Γ', ε ξηγώντας τον με βάση την έναντι τών Βουλγάρων πολιτική τού Λέοντος.
Ο Λέων διαπίστωσε ότι οι Σλάβοι, που βρίσκονταν υπό την εξουσία του, ήθελαν να προσχωρήσουν στους Βούλγαρους και, για αυτόν τον λόγο, ει
σήγαγε στους νόμους του σλαβικά ήθη και συνήθειες, ελπίζοντας να δια μορφώσει συνθήκες πιο ελκυστικές για τους Σλάβους(2). Η προσεκτικότε
ρη όμως μελέτη τών Κωδίκων τού Θεοδοσίου και τού Ιουστινιανού, τών
Νεαρών τού δευτέρου και, πρόσφατα, τών δεδομένων τής παπυρολογίας και τών βίων τών Αγίων, αποδεικνύει ότι υπήρχαν στη Ρωμα"ίκή Αυτο κρατορία χωριά τα οποία κατοικούνταν από ελεύθερους γαιοκτήμονες
και ότι η κοινή ιδιοκτησία υπήρχε πριν από την έκδοση τού νόμου. Επο μένως, με βάση τον Γεωργικό Νόμο, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε γε νικά συμπεράσματα. Ο νόμος αυτός μπορεί να χρησιμεύσει μόνο σαν μια
άλλη απόδειξη τού ότι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία οι ελεύθερες μικρο'ί
διοκ.τησίες τών αγροτών και η κοινή ιδιοκτησία συνυπήρχαν με τη δου λεία. Η θεωρία τής σλαβικής επιρροής πρέπει ν' απορριφθεί και να στρα-
(1) «The Farmer's Law» (Journal of Hellenic Studies, ΧΧΧ, 1910, 84, ΧΧΧΗ, 1912, 68-83). Κείμενο έκδ. C. Ferrini στην «Byzantinische Zeitschrift, ΥΗ, 1898, 558-571. Αναδημοσίευση σω Opera di Contardo Ferrini, l. 375-395. (2) V. Ν. Zlatarsky ένθ. ανωτ. Ι, 197-200 (Βουλγαρικά).
314
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
φεί η προσοχή στη μελέτη τού προβλήματος τών ελεύθερων γεωργών και τής κοινής ιδιοκτησίας στην πρώιμη και ύστερη περίοδο τής Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας με βάση τόσο το νέο όσο και το παλαιό πληροφοριακό υ
λικό το οποίο δεν έχει όσο πρέπει μελετηθεί(\) .
.Τα
τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολύ ενδιαφέρουσες προσπάθειες
για τη σύγκριση τού Γεωργικού Νόμου με τα κείμενα τών Βυζαντινών
Παπύρων(2), όμως, η απλή ομοιότητα τής φρασεολογίας, η οποία μερικές φορές είναι έντονη, δεν επιτρέπει να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα που να στηρίζουν την άποψη περί δανεισμού. Κατά τον'Ασμπερνερ μία
τέτοια ομοιότητα αποδεικνύει μόνον εκείνο που δεν έχει ανάγκη αποδεί
ξεως: ότι δηλαδή οι νομικοί τής ίδιας εποχής χρησιμοποιούν τις (διες φράσεις(3).
Ο Γεωργικός Νόμος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από την πλευρά
τών σλαβικών μελετών. Μία παλιά ρωσική μετάφραση τού ν6μου αυτού αποτελεί μέρος μιας συλλογής μεγάλης αξίας -τόσο για το περιεχόμενό της όσο και για την ιστορική της σημασία -
η οποία φέρει τον τίτλο Κώ
δικας βάσει τού οποίου όλοι οι Ορθόδοξοι Πρίγκιπες πρέπει να ρυθμί ζουν όλες τις υποθέσεις τους. Ο διάσημος Ρώσος κανονολόγος Α. Σ. Παβλόφ (Α.
S. Pavlov),
δημοσίευσε μία κριτική έκδοση αυτής τής ρωσι
κής εκδόσεως τού Γεωργικού Νόμου, ο οποίος βρίσκεται επίσης στα πα λαιά σερβικά νομικά βιβλία. Στα χειρόγραφα τών νομικών έργων ο Ναυτικός Νόμος και ο Στρα τιωτικός Νόμος συχνά είναι προσαρτημένοι στην Εκλογή ή σε άλλα νομι
κά έγγραφα. Και οι δύο νόμοι είναι αχρονολόγητο ι, αλλά, με βάση ορι σμένα συμπεράσματα, τα οποία όμως δεν λύνουν το πρόβλημα, αποδί
δονται, από μερικούς μελετητές, στην περίοδο τής Δυναστείας τών Ισαύ ρων.
(1) Βλέπε δύο πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια, σχετικά με το θέμα αυτό, σε δύο ρωσικά βιβλία, που είναι άγνωστα στους Ευρωπαίους και Αμερικανούς μελετητές: C. Μ. Uspensky, «ο γνωστός ως Γεωργικός Νόμος» στο «Περίγραμμα τής Βυζαντινής Ιστο ρίας •• (σελ. 162-182) και Α. Ρ. Rudakov, «Επισκόπηση τού Βυζαντινού Πολιτισμού βά σει δεδομένων τής Ελληνικής Αγιολογίας •• (176-198). Βλέπε επίσης G. Vernadsky, «Σημειώσεις σχετικές με την κοινότητα τών Γεωργών τού Βυζαντίου» (Ucheniya Zapiski osnovanniya Russkoy Uchebnoy Kollegiey ν Prage Ι, 2, 1924, 81-97). Ο Vernadsky δεν είχε υπ' όψη του τα δύο προηγούμενα έργα. Βλέπε επίσης Μ. Α. Constantinescu, «Reforme sociale ou reforme fiscale?» (BuIIetin de la Section historique de Ι' Academie roumain, ΧΙ, 1924,95-96). (2) Vernadsky, «Sur leS origines de la Loi agraire byzantlne» Byzantion, 11, 1926, 178179). (3) «The Farmer's Law» (Joutnal of HeIIenic Studies ΧΧΧΙΙ, 1912,71).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Ο Ναυτικός Νόμος
(leges navales),
315
ή, όπως μερικές φορές ονομάζεται
στα χειρόγραφα, ο Νόμος Ροδίων Ναυτικός είναι ένας νόμος που ρυθμί
ζει την εμπορική ναυτιλία. Μερικοί μελετητές υποθέτουν ότι ο νόμος αυ τός έχει αποσπασθεί από το δεύτερο κεφάλαιο τού δεκάτου τετάρτου βι βλίου τού Πανδέκτη, το οποίο περιέχει ένα σχεδόν ακριβές απόσπασμα από τον γνωστό ως Ροδιακό Νόμο τής Απόρριψης Φορτίου,
de jactu), που
(lex Rhodia
ασχολείται με την κατανομή τών απωλειών μεταξύ τού ιδι
οκτήτη τού πλοίου και τού ιδιοκτήτη τού φορτίου σε περίπτωση που μέ
ρος τού φορτίου ρίχνεται στη θάλασσα-προκειμένου να σωθεί το πλοίο. Προς το παρσν η εξάρτηση τού Ναυτικού Νόμου από τον Πανδέκτη, κα θώς και η σχέση του προς την ΕκλσΥή -που τονίστηκε από τον Τσαχάρια φον Λίνγκενταλ - δεν γίνεται δεκτή από τους μελετητές(I). Η μορφή με την οποία ο νόμος αυτός έφθασε μέχρι την εποχή μας, εί
ναι αποτέλεσμα συλλογής υλικού που προέρχεται από πολύ διαφορετι κές εποχές. Ο 'Ασμπερνερ αναφέρει ότι το τρίτο μέρος τού Ναυτικού
Νόμου προοριζόταν να αποτελέσει τμήμα τού βιβλίου
LIII
τών Βασιλι
κών(2) και ότι έγινε μία δεύτερη έκδοση τού Ναυτικού Νόμου είτε από
τους ίδιους που συνέθεσαν τα Βασιλικά ή υπό την καθοδήγησή τους. Τα κείμενα που σώζοντα σήμερα αντιπροσωπεύουν, στην ουσία τους, τη δεύτερη έκδοση(3).
Το ύφος τού Ναυτικού Νόμου είναι μάλλον επίσημο, ενώ στα περιεχό
μενά του διαφέρει πολύ από τον Πανδέκτη τού Ιουστινιανού, δεδομένου ότι παρουσιάζει μερικές μεταγενέστερες επιρροές. Έτσι, Π.χ., ο νόμος
αυτός τονίζει τις ευθύνες τού ιδιοκτήτη τού πλοίου, τού ενοικιαστή και τών επιβατών για την ασφάλεια τού πλοίου και τού φορτίου. Σε περίπτω
ση καταιγίδας ή πειρατείας έπρεπε όλοι να επανορθώσουν τις ζημιές. Η υποχρέωση αυτή είχε σκοπό να χρησιμεύσει σαν ένα είδος ασφαλείας, η οποία -όπως και α~α ειδικά μέτρα- ήταν αποτέλεσμα τού ότι από την εποχή τού Ηρακλείου, τον
70
αιώνα, η εμπορική ναυτιλία και η ναυτιλία
γενικά, διέτρεχαν μεγάλους κινδύνους από τις θαλασσινές επιδρομές
τών Αράβων και Σλάβων πειρατών. Η πειρατεία έγινε ένα συνηθισμένο φαινόμενο και οι πλοιοκτήτες και οι έμποροι μπορούσαν να συνεχίζουν τις εμπορικές τους επιχειρήσεις μόνον εφόσον αναλάμβαναν από κοινού
τους κινδύνους.
Η εποχή τής επεξεργασίας τού NαυτικσιJ Νόμου μπορεί να υπολογι στεί μόνον κατά προσέγγιση. Πιθανόν να συνετέθη άνεπισήμως μεταξύ (1) Βλέπε W. Ashburner, «The Rhodian Sea Law» ΙΧΥIlΙ, ΙΧΧΥΙΙΙ, CXlll.
(2) Σχετικά με τον Κώδικα αuτ6 τής Εποχής τών Μακεδ6vων βλέπε το περί τής κοινω νικής πολιτικής τών Μακεδόνων κεφάλαιο τής παρούσας εργασ(ας.
(3) «Rhodian Sea Lew» CXII, CXlll.
316
τού
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
600
και τού
800
μ.Χ Οπωσδήποτε δεν υπάρχει λόγος να δεχθούμε
κοινή προέλευση τών τριών βιβλίων, δηλαδή τού Ναυτικού Νόμου, τού Γεωργικού Νόμου, και τού Στρατιωτικού Νόμου(l).
Παρά τη στροφή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων προς τις αρχές τού
Κώδικα τού Ιουστινιανού, ο Ναυτικός Νόμος παρέμεινε εν ενεργεία και επηρέασε μερικούς από τους νομομαθείς τού Βυζαντίου, τού 100υ, 110υ και 120υ αιώνα. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η εμπορική ναυτιλία τού Βυ
ζαντίου δεν επανήλθε στην παλαιά της κατάσταση μετά τον
70 και 80
αι
ώνα. Οι Ιταλοί, οι οποίοι μονοπώλησαν αργότερα το εμπόριο τής Μεσο γείου, είχαν τους δικούς τους ναυτικούς νόμους. Με την παρακμή τής εμ πορικής ναυτιλίας τού Βυζαντίου ο Ναυτικός Νόμος θεωρήθηκε απαρ χαιωμένος και τα νομικά βιβλία τού 130υ τρίτου. και 140υ τετάρτου αιώ να δεν τόν αναφέρουν πια(2).
Ο Στρατιωτικός Νόμος
(leges militares)
αποτελεί απόσπασμα από την
ελληνική παράφραση τού Πανδέκτη και τού Κώδικα τού Ιουστινιανού, τής Εκλογής και άλλων μεταγενέστερων πηγών. Αποτελείται, κυρίως, α πό μία απαρίθμηση ποινών που επιβάλλονταν σε όσους υπηρετούσαν
στον στρατό για διάφορα παραπτώματα, όπως Π.χ. για την ανταρσία, την ανυπακοή, τη φυγή και τη μοιχεία. Οι ποινές είναι εξαιρετικά αυστηρές
και εάν η γνώμη τών μελετητών, ότι ο νόμος αυτός ανήκει στη Δυναστεία τών Ισαύρων(3), ήταν σωστή, θα αποτελούσαν μία εξαιρετική ένδειξη τής
αυστηρής στρατιωτικής πειθαρχίας, την οποία εισήγαγε ο Λέων ΓΌ Δυ στυχώς όμως οι ανεπαρκείς πληροφορίες δεν βοηθούν στην ενίσχυση τής θέσεως ότι ο νόμος ανήκει σ' αυτή την περίοδο.
Γενικά, ό,τι ελέχθη σχετικά με τον Γεωργικό Νόμο, τον Ναυτικό και τον Στρατιωτικό Νόμο μπορεί να συνοψισθεί στο ότι κανείς από αυτούς
τους τρεις μικρούς κώδικες δεν μπορεί να γίνει δεκτός με βεβαιότητα ως έργο τής εποχής τιδν Ισαύρων Αυτοκρατόρων(4).
(1) Ένθ. ανωτ. CXII, CXIV. (2) Βλέπε άρθρο τού Η. Κreller, «Lex Rhodia. Untersuchungen zur Quellengeschichte des iάnischen Seerechtes» (Zeitschrift fίr das Gesamte HandeIsrecht und Konkursrecht, XXV, 1921,257-367). (3) Βλέπε Zacharia νοη LingenthaI, «Geschichte des Griechisch - Rtimisch Rechts» (3η έκδοση 1892, 16-17). Τού αυτού: «Wissenschaft und Recht fUr das Heer vom 6. bis zum Anfang des 10. lahrhunderts» (Byzantinische Zeitschrift 111, 1894,448-449). (4) Ο DiehI και ο Collinet έχουν τη γνώμη ότι οι τρεις κώδικες υπήρξαν έργο τής Δυ ναστείας τών Ισαύρων (Cambridge MedievaI History IV, 4-5, 708-710). Στην εισαγωγή όμως τού ίδιου τόμου (σελ. ΧΙΙΙ) ο Bury λέει ότι, κατά τη γνώμη του, μετά τις έρευνες τού Ashburncr μια τέτοια άποψη είναι τελείως αβάσιμη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους δύο πρώτους κώδικες.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
317
Τα «θέματα» Η πλειον6τητα τών ιστορικών -αρχίζοντας από τον Φίνλεϋ- τοποθετεί την αναδιοργάνωση και την τελειοποίηση τού συστήματος τών θεμάτων -το οποίο έχει την προέλευσή του στον Ίο αιώνα- στον
80 αιώνα·
μερι
κές φορές μάλιστα στην εποχή τού Λέοντος ΓΌ Ο Φίνλεϋ γράφει 6τι «μια
νέα γεωγραφική διαίρεση σε θέματα, έγινε από τον Λέοντα, η οποία δι ήρκεσε τόσο όσο και το Βυζάντιο»(l). Ο Γκέλττσερ υπήρξε πιο κατηγορη ματικός στο ζήτημα αυτό: «ο Λέων -γράφει- απομάκρυνε οριστικά τους πολιτικούς αξιωματούχου ς και μεταβίβασε την πολιτική εξουσία, στις επαρχίες, στα χέρια τών στρατιωτικών αρχών»(2). Ο Θ. Ουσπένσκι
γράφει: «Μόνον την εποχή τού Λέοντος τού Ισαύρου συνετελέσθη μια α π6τομη μεταβολή που ενίσχυσε τη δύναμη τού "στρατηγού" τών θεμάτων, σε βάρος τής πολιτικής διοικήσεως τής επαρχίας»(3). Εν τούτοις όμως, δεν υπάρχει καμία πληροφορία σχετική με τη συμβολή τού Λέοντος στην ορ γάνωση τών επαρχιών. Υπάρχει μόνον ένας πίνακας θεμάτων, αναφερόμενος στην οργάνωσή
τους, ο οποίος προέρχεται από τον ' Αραβα γεωγράφο, τού πρώτου ημί σεος τού 90υ αιώνα, Ιμπν Χουρνταντμπά(4). Συγκρίνοντας τα στοιχεία
τους με τα σχετικά με τα θέματα τού Ίου αιώνα δεδομένα, οι μελετητές
καταλήγουν σε μερικά συμπεράσματα σε σχέση με ορισμένες μεταβολές που έγιναν στον
80
αιώνα, την εποχή δηλαδή τής Δυναστείας τών Ισαύ
ρων. Φαίνεται 6τι στη Μικρά Ασία, εκτός από τα τρία θέματα τού Ίου αι
ώνα, δημιουργήθηκαν τον
80
αιώνα -την εποχή τού Λέοντος Γ-δύο
νέα θέματα: 1) το Θρακώον θέμα στο δυτικό τμήμα τής Μικράς Ασίας, που δημιουργήθηκε από τις δυτικές περιοχές τού μεγάλου θέματος τών Ανατολικών και το οποίο πήρε το όνομα τών στρατιωτικών φρουρών, που προερχόμενες, από την Θράκη, έμεναν εκεί, και
2) το
θέμα τών Βου-
(1) «History οί the Byzantine Empire from DCXIV to MLVII» (2η έκδ. 1856) 13-14· Έκδοση Η.
F. Tozer, 11, 29. (2) «Die Genesis der byzantinischen Themen-verfassung», 75. (3) Ένθ. ανωt. Ι, 812, ΙΙ, 55-56. (4) Πρβλ. το αραβικό κείμενο τού Ibn-Κhurdadhbah με γαλλική μετάφραση Μ. J. de" Goeje, «Bibliotheca Geographorum Arabicorum» ΥΙ, 77 κ.ε. Βλέπε Gelzer, «Die Genesis der byzantinischen Themen-verfassung», 82 κ.ε .. Ε. W. Brooks, «Arabic Lists of Byzantine Themes» (Journal of Hellenic Studies, ΧΧΙ, 1901,67 κ.έ.). Βλέπε επίσης πίνακα τών βυζαντινών θεμάτων σε μια γεωγραφία τού τέλους τού 100υ αιώνα:
«Hudud al-Alam. The Regions of the World. Α Persian Geography 372 Α. D.» μετάφραση V. Minorsky, 156-158,421-422.
Η. -
982 Α.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
318
κελλαρίων σtα ανατολικά τού μεγάλου θέματος τού Οψικίου, το οποίο ο νομάσθηκε έτσι από τους Βουκελλάριους, δηλαδή από τους Ρωμαίους και ξένους σtρατιώτες τους οποίους μίσθωνε η Αυτοκρατορία ή διάφορα άλλα άτομα. Ο Kωνσtαντίνoς ο Πορφυρογέννητος λέει ότι οι Βουκελλά ριοι ακολουθούσαν τον σtρατό ως προμηθευτές(l). Έτσι σtις αρχές τού
90υ αιώνα η Μικρά Ασία είχε πέντε θέματα, τα οποία οι διάφορες πη γές, που ανήκουν σtην περίοδο αυτή, ονομάζουν «πέντε ανατολικά θέμα τα» (π.χ. το έτος
803)<2). Στην
Ευρώπη υπήρχαν μόνον τέσσερεις επαρχίες
σtα τέλη τού 80υ αιώνα: η Θράκη, η Μακεδονία, η Ελλάδα και η Σικε λία. Αλλά εάν το ζήτημα τού αριθμού τών θεμάτων τής Μικράς Ασίας
-
κατ~ τις αρχές τού 90υ αιώνα- μπορεί να θεωρηθεί λήξαν, τα προβλή ματα τα σχετικά με την πλήρη απομάκρυνση τών πολιτικών αρχών και τη
μεταβίβαση τής εξουσίας τους σtoυς σtρατιωτικoύς διοικητές, παραμέ νουν ακόμη αβέβαια. Ο απoφασισtικός ρόλος τον οποίο έπαιξε ο Λέων
Γ' στην οργάνωση τών θεμάτων, δεν μπορεί να αποδειχθεί, παραμένον τας μια απλή υπόθεση(3).
Η τελειοποίηση και η επέκταση τού συσtήματoς τών θεμάτων την επο χή τής Δυνασtείας τών Ισαύρων ήταν σtενά συνδεδεμένη με τους εξωτε ρικούς και εσωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την Αυτοκρατορία. Ο σχηματισμός τών νέων θεμάτων, με βάση τη διαίρεση τών τεράσtιων πε ριοχών τών παλαιών θεμάτων, υπαγορεύθηκε από πολιτικούς λόγους. Α πό προσωπική του πείρα ο Λέων γνώριζε πολύ καλά πόσο επικίνδυνο ή ταν ν' αφήσει μια πολύ μεγάλη περιοχή σtα χέρια ενός παντοδύναμου σtρατιωτικoύ διοικητή που θα μπορούσε να επανασtατήσει και να διεκ δικήσει τον αυτοκρατορικό τίτλο. Έτσι, ενώ ο εξωτερικός κίνδυνος επέ βαλλε την ενίσχυση τής κεντρικής σtρατιωτικής εξουσίας, κυρίως δε σtις περιοχές που απειλούνταν από τους εχθρούς τής Αυτοκρατορίας
-
τους
,Αραβες, τους Σλάβους και τους Βουλγάρους - ο εσωτερικός κίνδυνος τών παντοδύναμων σtρατιωτικών διοικητών (σtρατηγών), έκανε ανα γκαίο τον περιορισμό τών εκτεταμένων περιοχών" που ήταν υπό την ε ξουσία τους.
Επιθυμώντας να πολλαπλασιάσει και να ρυθμίσει το τόσο απαραίτητο για τα διάφορα εγχειρήματά του ειοόδήμα τής Αυτοκρατορίας, ο Λέων
(1) «De Thematibus», 28. (2) Theophanes Continuatus, «Historia», Βοηη, 6. (3) Βλέπε Ε. Stein, «Είη KapiteI vom persischen und vom byzantinischen Staate» (Byzantinisch-Neugriechische JahrbUcher, Ι, 1920,75-77). G. Ostrogorsky, «Ober die vermeintlίche Reformtiitigkeit der Isaurief» (Byzantinische Zeitschrift, ΧΧΧ, 19291930,397). Ostrogorsky, «Geschichte des byzantinischen Staates» 105 και σημ, 4. Diehl και Marςais, «Le Monde οrίeηtaι,>, 256.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
319
Γ' αύξησε τον κεφαλικό φόρο στη Σικελία και την Καλαβρία κατά το ένα τρίτο τού κανονικού ποσού και, θέλοντας να εφαρμόσει αποτελεσματικά
το μέτρο του αυτό, διέταξε τη διατήρηση μητρώων τών γεννήσεων όλων τών αγοριών. Ο χρονογράφος που εχθρεύεται τους Εικονομάχους παρο μοιάζει την εντολή αυτή με τη συμπεριφορά τού Αιγύπτιου Φαραώ προς
τους Ιουδαίους(l). Κατά τα τέλη τής βασιλείας του ο Λέων Γ' επέβαλε σε όλους τους υπηκόους τής Αυτοκρατορίας του έναν φόρο για την επι
σκευή τών τειχών τής Κωνσταντινουπόλεως, που είχαν καταστραφεί από
τους συχνούς και φοβερούς σεισμούς. Το ότι το έργο αυτό ολοκληρώθη κε επί τής εποχής του, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πολλές επιγρα
φές στους πύργους τών εσωτερικών τειχών τής Κωνσταντινουπόλεως φέ ρουν τα ονόματα τού Λέοντος και τού γιου του και συν-Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου(2) .
θQησχεuτιχές; σvζητήσεις;
χαι η ΠQώτη πεQίοδος τής' Ειχο"ομαχίας Η ιστορία τής εικoνoκλασtικής κινήσεως διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη κράτησε από το
726
μέχρι το
780
για να τελειώσει, επισήμως, με
την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, ενώ η δεύτερη κράτησε από το
843, οπότε
813
μέχρι το
έκλεισε με την «αποκατάσταση τής Ορθοδοξίας».
Η μελέτη τής εποχής τής Εικονομαχίας παρουσιάζει μεγάλες δυσκολί ες, λόγω τής καταστάσεως τών σχετικών πηγών. Όλα τα έργα τών Εικο νομάχων, τα αυτοκρατορικά διατάγματα, τα πρακτικά τών σχετικών Συ
νόδων τών ετών
753-754 και 815, οι θεολογικές πραγματείες τών Εικονο
μάχων κ.λπ., καταστράφηκαν από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες. Με
ρικά υπολείμματα τής φιλολογίας τών Εικονομάχων σώζονται, μόνον ως αποσπάσματα, στα έργα τών Εικονολατρών, όπου αναφέρονται με σκο
πό την ανασκευή τους. Έτσι το διάταγμα τής Εικονοκλαστικής Συνόδου
τού
753-754 διασώθηκε στα πρακτικά τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αν
και είναι πιθανόν η μορφή του αυτή να μην ανταποκρίνεται τελείως στο
πρωτότυπο. Το διάταγμα τής Συνόδου τού
815 βρέθηκε σε μία από τις δι
ατριβές τού Πατριάρχη Νικηφόρου, ενώ αρκετά ΦtOσπάσματα τής φιλο λογίας τών Εικονομάχων βρίσκονται στις αντιρρητικές και θεολογικές πραγματείες τών ανταγωνιστών τής κινήσεως αυτής. Ιδιαίτερο ενδιαφέ ρον, στην περίπτωση αυτή, έχουν οι τρεις εξαιρετικές πραγματείες Προς
(1) Theophanes, «Chronographia» έκδοση de Βοοτ 410. Βλέπε F. DδΙger, «Regesten der Kaiserurkunden des ostrim\ischen Reiches» Ι, 300, 36. Ε. Stein, «ΒΥΖantψίsche Zeitschcrift», ΧΧΙΧ (1930), 355. (2) Βλέπε
Α. νΙΙη MiΙΙingen,
«Byzantine Constantinople», 98-99.
320
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας τού περίφημου θεολόγου και υμνο
γράφου Ιωάννη Δαμασκηνού, που έζησε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τών δύο πρώτων Εικονομάχων Auτoκρατόρων. Θέλοντας να διαδώσουν τις ιδέες τους οι Εικονομάχοι, μερικές φορές, κατέφευγαν στη συγγραφή νόθων έργων. Οι σχετικές με την Εικονομαχία πηγές που έχουν διασωθεί, είναι, ε πομένως, βασισμένες στην προκατάληψη και, ως εκ τούτου, στους νεώτε
ρους χρόνους οι μελετητές διαφέρουν πολύ στις σχετικές, με την περίοδο τής Εικονομαχίας, θεωρήσεις τους. Οι ιστορικοί έχουν στρέψει την προσοχή τους πρώτα απ' όλα στο ζή τημα τών αιτιών που προκάλεσαν την εναντίον τών εικόνων κίνηση, που
διήρκεσε
-
με μερικές διακοπές -
περισσότερο από εκqτό χρόνια, με
πολύ σοβαρές για την Αυτοκρατορία συνέπέιες. Μερικοί μελετητές τής περιόδου αυτής διαπιστώνουν στην τακτική τών Εικονομάχων Αυτοκρα
τόρων θρησκευτικές αιτίες, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι οι αιτίές αυτές ήταν κυρίως πολιτικές. Υποστηρίχθηκε ότι ο Λέων Γ' αποφάσισε να κατα
στρέψει τις εικόνες, ελπίζοντας ότι το μέτρο αυτό θ~ απομ<Χκρυνε ένα α πό τα βασικά εμπόδια για μια πιο στενή επαφή τών Χριστιανών με τους Ιουδαίους και τους Μωαμεθανούς, που δεν δέχονταν τις εικόνες. Τού α ποδίδεται επίσης ότι πίστευε πως μια πιο στενή θρησκευτική συγγένεια μ' αυτές τις δύο θρησκείες θα διευκόλυνε την υποδούλωσή τους στην Αυ τοκρατορία.
Μια πολύ σοβαρή μελέτη τής Εικονοκλαστικής Περιόδου έχει γίνει α πό τον Έλληνα ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, τού οποίου οι σχετικές με
την ΕκλοΥή προκατειλημμένες απόψεις αναφέρθηκαν πιο πάνω. Σύμφω
να με τη άποψή του, δεν είναι σωστή η χρησιμοποίηση τού όρου «Εικονο κλαστική» για την εποχή αυτή, δεδομένου ότι δεν χαρακτηρίζει πλήρως την περίοδο. Ο Παπαρρηγόπουλος πιστεύει ότι παραλλήλως με τις θρη σκευτικές μεταρρυθμίσεις που καταδίκαζαν τις εικόνες, απαγόρευαν την ύπαρξη λειψάνων και ελάττωναν τον αριθμό τών Μοναστηριών, αφήνον τας όμως τα βασικά δ6γματα τής χριστιανικής πίστεως άθικτα, υπήρχε και μια κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση. Σκοπός τών Εικονομάχων Αυτοκρατόρων ήταν να πάρουν τη Δημόσια Εκπαίδευση από τα χέρια
τών κληρικών. Οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν όχι βάσει προσωπικών ή δυ ναστικών επιθυμιών, αλλά βάσει πολλών και ώριμων σκέψεων, με πλήρη κατανόηση τών αναγκών τής κοινωνίας και τών επιταγών τής κοινής γνώ
μης. Είχαν επίσης την υποστήριξη τών πιο φωτισμένων παραγόντων τής κοινωνίας, τής πλειονότητας τού ανώτερου κλήρου και τού στρατού. Η τελική αποτυχία τών μεταρρυθμίσεων τών Εικονομάχων πρέπει ν' απο δοθεί στο γεγονός ότι υπήρχαν ακόμη πολλοί άνθρωποι που ήταν προ σκολλημένοι στην παλαιά πίστη και, ως εκ τούτου, τελείως αντίθετοι στις
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
321
νέες μεταρρυθμίσεις. Η ομάδα αυτή αποτελείτο κυρίως από τον λαό, τις γυναίκες και τον τεράστιο αριθμό τών μοναχών. Ο Λέων Γ' εμφανώς δεν ήταν σε θέση να διαπαιδαγωγήσει τον λαό με βάση το νέο πνεύμα(I). Αυ τές -με λίγα λόγια- είναι οι σχετικές με αυτήν την εποχή απόψεις τού
Παπαρρηγόπουλου. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι υπερβάλλει όταν θεωρεί τις μεταρ ρυθμιστικές ενέργειες τών Αυτοκρατόρων τού 80υ αιώνα ως μια αξιοση μείωτη προσπάθεια κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής επαναστά
σεως. Εν τούτοις όμως υπήρξε ο πρώτος ιστορικός που τόνισε την πολυ πλοκότητα και τη σημασία τής Εικονοκλαστικής Περιόδου, προτρέπο ντας έτσι και άλλους να τής δώσουν μεγαλύτερη π€c>oσoχή. Υπήρξαν μερικοί που πίστευσαν ότι η πολιτική τών Εικονομάχων Αυ
τοκρατόρων είχε τόσο θρησκευτικά όσο και πολιτικά ελατήρια, τονίζο ντας περισσότερο τα τελευταία. Αυτοί πίστευαν ότι ο Λέων Γ', επιθυμώ
ντας να είναι ο μόνος απόλυτος κύριος όλων τών εκφάνσεων τής ζωής, ήλπιζε ότι, απαγορεύοντας τη λατρεία τών εικόνων, θα απήλλασσε τον λαό από την ισχυρή επιρροή τής Εκκλησίας, η οποία χρησιμοποιούσε τη
λατρεία τών εικόνων ως ένα από τα ισχυρότερά της όργανα για την εξα σφάλιση τής αφοσιώσεως τών λα"ίκών. Τελική επιδίωξη τού Λέοντος ήταν να αποκτήσει απεριόριστη δύναμη σ' έναν θρησκευτικά ενωμένο λαό. Η θρησκευτική ζωή τής Αυτοκρατορίας έπρεπε να ρυθμίζεται από την εικο νοκλαστική πολιτική τών Αυτοκρατόρων, η οποία απέβλεπε στο να τούς
βοηθήσει να πραγματώσουν τα πολιτικά τους ιδεώδη, τα οποία «περιβάλ λονταν από το φωτοστέφανο τού μεταρρυθμιστικού ζήλου»(2). Μερικοί μελετητές (όπως Π.χ. ο Γάλλος Λομπάρ) άρχισαν πρόσφατα να αντιμετωπίζουν την Εικονομαχία ως μια καθαρά θρησκευτική μεταρ
ρύθμιση, που είχε ως σκοπό να σταματήσει <<την πρόοδο τής αναζωογο νήσεως τής ειδωλολατρίας» που είχε πάρει τη μορφή τής υπερβολικής
λατρείας τών εικόνων, και «να αποκαταστήσει την αρχική αγνότητα τού Χριστιανισμού». Ο Λομπάρ πιστεύει ότι αυτή η θρησκευτική μεταρρύθ μιση αναπτύχθηκε παράλληλα με τις πολιτικές μεταβολές, είχε όμως τη δική της, ξεχωριστή, ιστορία(3).
Ο Γάλλος βυζαντινολόγος Μπρεγέ υπογραμμίζει ιδιαιτέρως το γεγο
νός ότι η Εικονομαχία προβάλλει δύο διαφορετικά ζητήματα:
(1) Paparrigopoulo, «Histoire de la Civilisation hellenique» 188-191.
1)
Το συ-
Οι ίδιες απόψεις
είχαν αναπτυχθεί από τον συγγραφέα στον τρίτο τόμο τής Ιστορίας του τού Ελληνικού 'Εθνους.
(2) Κ. SchwarzIose, «Dcr BiIdcrstreit, ein Kampf der Gricchischen Kirche um ihre Eigenart und ihre Freiheit» 42, 46, 48, 50. (3) «Constantin ν» 105, 124, 127, 128.
322
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νήθως εξεταζόμενο χωρισtά θέμα τής Εικονολατρίας, και
2) το πρόβλη
μα τής νομιμότητας τής θρησκευτικής τέχνης, δηλαδή το κατά πόσο επι τρεπόταν ή όχι η προσφυγή στην τέχνη ως μέσο εξεικονίσεως τού υπερ φυσικού κόσμου και αναπαράσtασης τών Αγίων, τής Θεοτόκου και τού
Ιησού Xρισtoύ. Μ' άλλα λόγια ο Μπρεγέ θέτει το ζήτημα τής επιδράσε ως τής Εικονομαχίας σtη Βυζαντινή Τέχνη(\).
Τελικά ο Κ. Ν. Ουσπένσκι ρίχνει το βάρος σtην πολιτική τού Κράτους εναντίον τής αναπτύξεως τής μoνασtηριακής φεουδαρχίας. «Τα διοικητικά μέτρα τού Λέοντος -γράφει- στράφηκαν βασικά και ουσιαστικά, απ6 την αρχή, εναντίον τών μοναστηριών, τα οποία κατά τον
80
αιώνα είχαν καταλάβει μια αφύσικη θέση στην Αυτοκρατορία. Στην πραγμα
τικ6τητα η πολιτική τού Λέοντος Γ δεν στηρίχθηκε σε θρήσκευτικές αιτίες. Οι ομάδες 6μως τών μοναχών που διώκονταν, οι υπέρμαχοι τής μοναστη
ριακής φεουδαρχίας, βρήκαν 6τι ήταν χρήσιμο γι' αυτούς νά μεταφέρουν τη διαμάχη σε θεολογικ6 πεδίο με σκοπ6 να μπορέσουν ν' αποδείξουν 6τι η δράση τών Αυτοκρατ6ρων ήταν αθε'ίστική και αιρετική και να δια βάλλουν έ τσι την κίνηση, υποσκάπτοντας την εμπιστοσύνη που είχε ο λα6ς στον Αυτο κράτορά του. Ο πραγματικ6ς χαρακτήρας τής κινήσεως αυτής έχει, με τον τρ6πο αυτ6, παραμορφωθεί εντέχνως και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για την επανεύρεσή του»(2).
Έχοντας υπ' όψη τις διάφορες αυτές απόψεις, γίνεται φανερό ότι η
κίνηση τών Εικονομάχων υπήρξε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο φαινόμενο, το οποίο, δυστυχώς, λόγω τής κατασtάσεως τών σχετικών πηγών, δεν μπορεί ακόμη να διαφωτισθεί(3). Κατ' αρχήν όλοι οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες κατάγονταν από την
Ανατολή: ο Λέων Γ' και η Δυνασtεία του ήταν Ίσαυροι ή Σύριοι και οι
(1) «La QuereIIe des images» 3-4. (2) «Περίγραμμα τής Βυζαντινής Ιστορίας» (213, 237, Ρωσικά). Βλέπε Iorga, «Sur les origines de Ι' iconoclasme» (Bulletin de la section historique de Ι' Academie roumaine, ΧΙΙ, 1924, 147-148). Ο G. Ostrogorsky ωτoρρίπtει τη θεωρία τού Ουσπένσκι «Byzantinische Zeitschrift» χχχ (1929-1950) 399 και σημ. 2. (3) Σύγχρονη επισκόπηση τής εικονοκλαστικής κινήσεως έχει γίνει ωτό τον Η. LecIercq, «Images» (Dictionnaire d' arch601ogie chretienne, ΥΙΙ, 180-302) και ωτό τον Θ. Ουσπέν σκι «Byzantine Empire» 11, 22-58, 89-109.157-174. Βλέπε επίσης Ε. J. Martin, «History of the Iconoclastic Controversy», J. Marx, «Der Bίlderstreit der byzantinischen Kaiser», G. Β. Ladner, «Origin and Significanse of the Byzantine lconoclastic Controversy» (MedievaI Studies, ΙΙ, 1940, 127-149). Ι. Brehier «Iconoclasme» [Histoire de I'EgIise, έκδοση Α. Aiche και V. Martin, Υ, 431-470, (μέχρι το 754)]. Πολύ σπουδαία. Εξαιρετική βιβλιογρα φία.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
323
Εικονομάχοι τού 90υ αιώνα κατάγονταν ο μεν Λέων Ε' απ6 την Αρμενία,
ο δε Μιχαήλ Β' και ο γιος του Θε6φιλος απ6 τη Φρυγία. Οι ανακαινιστές τής Εικονολατρίας ήταν γυναίκες: η Ειρήνη, ελληνικής καταγωγης, και η Θεοδώρα, απ6 την Παφλαγονία τής Μικράς Ασίας. Ο τ6πος καταγωγής
τών Εικονομάχων Αυτοκρατ6ρων δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίος. Το γεγον6ς 6τι γεννήθηκαν στην Ανατολή μπορεί να βοηθήσει στην καλύτε ρη καταν6ηση τ6σο τής συμμετοχής τους στην κίνηση 6σο και τής σημα σίας της. Η αντίθεση στην Εικονολατρία κατά τον
80
και
90
αιώνα δεν υπήρξε
τελείως νέα και απροσδ6κητη κίνηση. Είχε ήδη περάσει απ6 μια μεγάλη περίοδο εξελίξεως. Η Χριστιανική Τέχνη, απεικονίζοντας την ανθρώπι νη μορφή, σε ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, γλυπτά και ανάγλυφα, είχε για
αρκετ6 διάστημα ενοχλήσει πολλούς βαθιά θρησκευ6μενους ανθρώπους, χάρη στην ομοι6τητά της με τον τρ6πο τής λατρείας τών ειδωλολατρών.
Απ6 τις αρχές ακ6μη τού 40υ αιώνα η Σύνοδος τής Ελβίρας (Ισπανία) εί χε ορίσει 6τι «δεν πρέπει να υπάρχουν εικ6νες
(picturas)
στους ναούς
και 6τι στους τοίχους δεν πρέπει να απεικονίζονται 6σα σεβ6μεθα και λατρεύουμε Τον
40
(ne quod culitur et adorat~r ίn parietibus depingatur)>>(l).
αιώνα, 6ταν ο Χριστιανισμ6ς απέκτησε νομική υπ6σταση και,
αργ6τερα, έγινε θρησκεία τού Κράτους, οι εκκλησίες άρχισαν να εξωραΤ
ζονται με εικ6νες κατά τον
40
και
50
αιώνα η Εικονολατρία άρχισε να
αναπτύσσεται στη Χριστιανική Εκκλησία. Σχετικά με το ζήτημα αυτ6 ε πικρατούσε μια συγκεχυμένη κατάσταση. Ο εκκλησιαστικ6ς ιστορικ6ς
τού 40υ αιώνα, Ευσέβιος Καισαρείας, αναφερ6μενος στη λατρεία τών ει κ6νων τού Χριστού και τών Απο
40,
επίσης, αιώνα ο Επι
φάνειος Κύπρου αναφέρει σε μια επιστολή 6τι είχε κομμαtιάσει ένα πα ραπέτασμα τής εκκλησίας
(velum),
το οποίο έφερε την εικ6να τού Χρι
στού ή κάποιου Αγίου, έπειδή «εμ6λυνε την εκκλησία»(3). Τον
50
αιώνα
(1) J. D. Mansi:, «Sacrorum conciliorum nova et amplissima coJ1ectio» 11, iί (Consilium Liberitanum, par. ΧΧΧΥΙ). Διαφορετική ερμηνεία τού κειμένου βλέπε LecIercq, «Dictionnaire d' archeologie chretienne» ΥΗ, 215. Το κείμενο όμως είναι σαφές. Σχε τικά με την αυθεντικότητα τής αποφάσεως τής Συνόδου τής Ελβίρας βλέπε π.χ. Α.
Harnack, Geschichte der altchristlichen Litteratur bis Eusebis, 11. Die Chronologie, Η 450: «ihre Echtheit ... bedarf keiner BeweisfUhrung». Α. PiganioI, «L' Empereur Constantin le Grand» 81-82. (2) «Historia Ecclesiastica» VH, 18,4. (3) Βλέπε το ελληνικό κείμενο στο G. Ostrogorsky, «Studien zur Geschichte des byzantinischen Bίlderstreites>} 74. Πρβλ. λατινικό κείμενο ένθ. ανωτ. 74, 86. Ρ. Maas, «Die
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
324
ένας Σύριος Επίσκοπος, πριν χειροτονηθεί, καταδίκασε τις εικόνες. Τον
60
αιώνα ξέσπασαν στην Αντιόχεια σοβαρές ταραχές εναντίον τής λα
τρείας τών εικόνων και στην Έδεσσα οι στασιαστές στρατιώτες πέταξαν πέτρες κατά τής θαυματουργής εικόνας τού Χριστού. Υπάρχουν επίσης
παραδείγματα επιθέσεων εναντίον τών εικόνων και καταστροφής μερι κών από αυτές, τον
σαλίας
(Massilia),
70 αιώνα.
Στη Δυτική Ευρώπη ο Επίσκοπος τής Μασ
στα τέλη τού 60υ αιώνα, έδωσε εντολή να απομακρυν
θούν οι εικόνες από όλες τις εκκλησίες και να καταστραφούν. Ο Πάπας
Γρηγόριος Α' ο Μέγας, έγραψε στον Επίσκοπο εξυμνώντας τον ζήλο που
έδειξε για την υποστήριξη τής αρχής ότι κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο λατρείας (nequid manufactum adorari posset)· συγχρόνως όμως, τόν επέπληττε για την καταστροφή τών εικό νων, δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο απομάκρυνε κάθε ευκαιρία ιστο ρικής μορφώσεως τού λαού που δεν γνωρίζει γράμματα και που «μπο
ρούσε, τουλάχιστον, να διαβάσει, κοιτώντας στους τοίχους, εκείνο που δεν ήταν δυνατόν να διαβάσει στα βιβλία»(I). Σε μια άλλη επιστολή, προς τον ίδιο Επίσκοπο, ο Πάπας γράφει τα εξής: «Για το ότι απαγόρευσες τη λατρεία τους, σέ επαινούμε όλοι μας αλλά σέ κατηγορούμε γιατί τίς έ σπασες... Να λατρεύει κανείς μια εικόνα είναι άλλο πράγμα
adorare)
(pictutam
και να διδάσκεται κανείς, μέσω τής ιστορίας τής εικόνας, τί
πρέπει να λατρεύει, είναι άλλο»(2). Κατά τη γνώμη τού Μεγάλου Γρηγορί
ου και άλλων πολλών, οι εικόνες χρησίμευαν, τότε, σαν μορφωτικά μέσα για τον λαό. Οι εικονομαχικές τάσεις τών Ανατολικών Επαρχιών επηρεάσθηκαν
Iconoclastiche Episode ίπ dem Briefe des Epiphanios an Johannes» (Byzantinische Zeitschrift, ΧΧΧ, 1929-1930,282). Επίσης στον Migne, «Patrologia Graeca» XLIII, 390. Εναντίον της αυθεντικότητας βλέπε D. Serruys στο «Comptes rendus de Ι' Academie des inscriptions et beΙΙes-Iettres» Ι, (1904) 361-363 και Ostrogorsky, «Geschichte des byzantinischen BiIderstreites» 83-88. Η. Gregoire, «Byzantion» ιν (1909) 769-770. F. DoIger στο «Gottingische gelehrte Anzeigen» (1929) 357-358. (Πο λύ ενδιαφέρουσα κριτική τού βιβλίου τού Ostrogorsky). Maas, «Byzantinische Zeitschrift» ΧΧΧ (1929-1930), 279, 286 και Stein, «Byzantinische Zeitschrift» ΧΧΙΧ (19Ζ8),356.
(1) «Epistolae», ΙΧ, 105· έκδοση Migne, «Patrologia Latina», LXXII, ]05' έκδοση L Μ. Hartmann, Μοη. Germ. Hist. Epistolarum, 11, 195. Αγγλική μετάφραση «Α Select Library of Nicene and Post-Nicene Fathers of the Christian Church» έκδοση Ρ. Schaff και ciλλων, 2η σειρά, ΧΙΙΙ. 23. (2) «Epistolae» ΧΙ, 13. Έκδοση Migne, LXXVIl, ] ]28' έκδοση Hartmann, νι, 10· «Nicene and Post-Nicene Fathers» ΧΙΙΙ, 54.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
325
κατά κάποιον τρόπο από τους Ιουδαίους, τών οποίων η πίστη απαγόρευε
τη λατρεία τών εικόνων και που μερικές φορές επετίθεντο βιαίως εναντί ον κάθε μορφής λατρείας αυτού τού είδους. Παρόμοια επίδραση άρχι σαν να ασκούν, το δεύτερο ήμισυ τού 70υ αιώνα, οι Μουσουλμάνοι, οι 0ποίοι, υπό την καθοδήγηση τού Κορανίου που λέει ότι «οι εικόνες είναι μια σατανική βδελυγμία» (Υ.
92),
θεωρούσαν την εικονολατρία ως
μορφή ειδωλολατρίας. Συχνά μάλιστα αναφέρεται από ιστορικούς ότι ο
Άραβας χαλίφης Γιαζίντ Β' εξέδωσε στο κράτος του διάταγμα, τρία χρόνια πριν από το διάταγμα τού Λέοντος, με το οποίον διέτασσε να κα
ταστραφούν οι εικόνες τών εκκλησιών τών Χριστιανών υπηκόων του. Η αυθεντικότητα αυτής τής ιστορίας, αν και δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι που να δικαιολογούν αμφιβολίες, είναι μερικές φορές συζητήσιμη(Ι). ο
πωσδήποτε η επιρροή τών Μωαμεθανών στις Ανατολικές Επαρχίες θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν για κάθε μελέτη τής κινήσεως τών Εικονομά χων. Ένας χρονογράφος, αναφερόμενος στον Αυτοκράτορα Λέοντα, τόν αποκαλεί «σαρακηνόφρονα»(2), αν και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει
σοβαρή βάση για να στηρίξουμε την άπΟψη ότι ο Λέων επηρεάσθηκε απευθείας από το Ισλάμ. Τέλος, μια από τις πιο γνωστές στην Ανατολή
μεσαιωνικές αιρέσεις, οι Παυλικιανοί, που ζούσαν στο ανατολικο
- κεν
τρικό τμήμα τής Μικράς Ασίας, αντετίθετο επίσης πολύ στην λατρεία τών εικόνων. Ένας από τους Ρώσους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο Α. Π.
Λέμπεντεφ (Α. Ρ.
Lebedev), γράφει ότι «μπορεί θετικά να
βεβαιωθεί ότι
ο αριθμός τών Εικονομάχων, πριν από την Εικονοκλαστική Περίοδο (τον
80
αιώνα), ήταν μεγάλος και ότι αποτελούσαν μια δύναμη, την οποία η ί
δια η Εκκλησία είχε αρκετούς λόγους να φοβάται»(3). Ένα από τα βασι κά κέντρα τής κινήσεως τών Εικονομάχων υπήρξε η Φρυγία, μία από τις κεντρικές επαρχίες τής Μικράς Ασίας.
Εν τω μεταξύ η Εικονολατρία είχε διαδοθεί και αναπτυχθεί πολύ. Ει κόνες τού Χριστού, τής Θεομήτορος και διαφόρων Αγίων, καθώς και σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, χρησιμοποιούνταν εκτεταμένα για τη διακόσμηση τών χριστιανικών εκκλησιών. Οι εικόνες που τοποθετούνταν στις διάφορες εκκλησίες τής περιόδου αυτής ήταν
ψηφιδωτά, τοιχογραφίες ή γλυπτικά έργα σε ελεφαντόδοντο, ξύλο ή χαλ-
(1) Βλέπε π.χ. C. Becker, «Vom Werden und Wesen der Islamischen Welt: Islamstudien» Ι, 446. (γ ποστηρίζει ότι το έδικτο τού Γιαζίντ εκδόθηκε). (2) Theophanes, «Chronographia» έκδοση de Boor, 405. Βλέπε και Iorga, «Bulletin de la section hίstοήque de Ι' Academie roumaine», ΧΙ (1924) 143, σημ. 3. (3) «Οικουμενικές Σύνοδοι τού 60υ, Ίου και 8ου αιώνα» (3η έκδοση, 1904, σελ. 142, Ρω σικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
326
κό
-
μ' άλλα λόγια, δηλαδή, δεν υπήρχαν μόνον εικόνες, αλλά και αγάλ
ματα, ενώ πολλές μικρές εικόνες αναπαράγονταν σε ιστορημένα χειρό γραφα (μινιατούρες). Κυρίως υπήρχε μεγάλος σεβασμός για εικόνες που ήταν γνωστές ως «αχειροποίητοι», οι οποίες, σύμφωνα με τις πεποιθή σεις τών πιστών, ήταν θαυματουργές. Οι εικόνες εισήχθησαν στην οικο
γενειακή ζωή, ενώ κεντημένες εικόνες τών Αγίων στόλιζαν τα επίσημα ρούχα τής αριστοκρατίας τού Βυζαντίου. Η τήβεννος ενός συγκλητικού
είχε κεντημένες εικόνες που απεικόνιζαν την ιστορία όλης τής ζωής τού Ιησού Χριστού. Οι Εικονολάτρες μερικές φορές δεν λάτρευαν το πρόσωπο ή την ιδέα
που παρουσίαζε η εικόνα, αλλά την ίδια την εικόνα ή το υλικό, από το ο ποίο είχε κατασκευαστεί. Το γεγονός αυτό σκανδάλιζε πολλούς πιστούς,
στους οποίους η λατρεία αυτή τών άψυχων αντικειμένων φαινόταν πολύ συγγενική με τη λατρεία τών ειδωλολατρών. «Στην πρωτεύουσα», λέει ο Ν. Π. Κοντακόφ, «παρουσιάσθηκε, συγ
χρόνως, μια χαρακτηριστική αύξηση τού αριθμού τών μOνασtηριών και
τών μοναστικών κοινοτήτων που πολλαπλασιάζονταν με μεγάλη ταχύτη τα, φθάνοντας σ' απίστευτα μεγέθη κατά τα τέλη τού 80υ αιώνα (πιο σω
στά ίσως ενώ πλησίαζε ο 80ς αιώνας)(Ι). Κατά την γνώμη τού Ι. Ντ.
Αντρέγιεφ, ο αριθμός τών μοναχών τού Βυζαντίου κατά την Περίοδο τής Εικονομαχίας μπορεί να υπολογισθεί, χωρίς υπερβολή, στους
«Αν λάβουμε υπ' όψη -γράφει- ότι στη Ρωσία σήμερα (το
100.000. 1907), η ο
ποία έχει πληθυσμό στια έκταση,
120.000.000 κατοίκους, σκορπισμένους σε μια τερά υπάρχουν μόνον 40.000, περίπου, μοναχοί και μοναχές, εί
ναι εύκολο να φαντασθούμε πόσο πυκνό πρέπει να ήταν το δίκτυο τών μοναστηριών που κάλυπτε τη συγκριτικά μικρή έκταση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»(2).
Και ενώ, αφ' ετέρου, η λατρεία τών απλών και θαυματουργών εικό νων και τών λειψάνων, έφεραν σε δύσκολη θέση εκείνους που είχαν με
γαλώσει υπό την επιρροή τής περιόδου αυτής, η εκτεταμένη εξέλιξη τού μοναχισμού και η γρήγορη ανάπτυξη τών μοναστηριών ερχόταν σε σύ
γκρουση με τα «κοσμικά» συμφέροντα τού Βυζαντινού Κράτους. Δεδο μένου ότι ένας μεγάλος αριθμός υγιών νέων αφιερωνόταν στην πνευματι
κή ζωή, η Αυτοκρατορία έχανε απαραίτητες για τον στρατό, τη γεωργία και τη βιομηχανία της δυνάμεις. Ο μοναχισμός και τα μοναστήρια χρησί
μευαν συνήθως ως καταφύγιο, για όσους επιθυμούσαν να ξεφύγουν από τα καθήκοντά τους έναVΤι στο Κράτος και ως εκ τούτου πολλοί καλόγη ροι δεν ήταν άνθρωποι που αποσύρθηκαν από τον κόσμο κινούμενοι από
(1) (2)
«Εικονογραφία τής Παρθένου» (1Ι,
3,
Ρωσικά).
«Γερμανός και Ταράσιος, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως» (σελ.
79,
Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
327
μια ειλικρινή επιθυμία ν' ακολουθήσουν ανώτερα ιδανικά. Δύο πλευρές πρέπει να ξεχωρίσουμε στην εκκλησιαστική ζωή τού 80υ αιώνα' τη θρη σκευτική και την κοσμική. Οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες, γεννημένοι στην Ανατολή, ήταν εξοι κειωμένοι με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις που επικρατούσαν στις Ανα τολικές Επαρχίες μεγάλωσαν μ' αυτές τις πεποιθήσεις και συνδέθηκαν
στενά μαζί τους. Όταν ανέβηκαν στον θρόνο, μετέφεραν τις πεποιθήσεις τους στην πρωτεύουσα, και τίς κατέστησαν βάση τής εκκλησιαστικής τους
:τολιτικής. Οι Αυτοκράτορες αυτοί δεν ήταν ούτε άπιστοι ούτε ορθολογι στές, όπως πιστεύεται. Αντιθέτως υπήρξαν άνθρωποι ειλικρινείς και εκ πεποιθήσεως πιστοί που επιθυμούσαν να αποκαθάρουν τη θρησκεία από
τα σφάλματα εκείνα που τήν είχαν παγιδεύσει και που την εξέτρεπαν
από τήν πραγματική της πορεία(I). Από την άλλη μεριά η Εικονολατρία
και η λατρεία τών λειψάνων ήταν υπολείμματα τής ειδωλολατρίας, η ο ποία έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί προκειμένου να αποκαταστα θεί ο Χριστιανισμός στην παλιά, αγνή του, μορφή. «Βασιλεύς και ιερεύς ειμί», έγραφε ο Λέων Γ' στον Πάπα Γρηγόριο Β'(2). Ξεκινώντας από αυτή την αρχή, ο Λέων Γ' θεώρησε ως νόμιμο δι καίωμά του να κάνει υποχρεωτικές για τους υπηκόους του τις θρησκευτι
κές του απόψεις. Η συμπεριφορά του αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως
νεωτερισμός, δεδομένου ότι ήταν καρπός τού Καισαροπαπισμού τών Βυ ζαντινών Αυτοκρατόρων, που επικρατούσε κυρίως την εποχή τού Μεγά λου Ιουστινιανού, ο οποίος επίσης είχε θεωρήσει τον εαυτό του ως την
μόνη αυθεντία τόσο για τις πνευματικές όσο και για τις κοσμικές υποθέ
σεις. Ο Λέων υπήρξε, επίσης, ένας εκ πεποιθήσεως εκπρόσωπος τής ι-
(1)
Σχετικά με την ενδιαφέρουσα
-
δογματικής φύσεως -
αλληλογραφία που διεξή
χθη μεταξύ τού χαλίφη Ομάρ Β' και Λέοντος Γ, η οποία διασώθηκε από τον Αρμένιο ιστορικό Ghevond και που μπορεί να είναι πλαστή, βλέπε μελέτη τού Α. Jeffery, «Ghevond's Text of the Correspondence between Umar ΙΙ and Leo ΠΙ» (Harνard Theo!ogica! Review, XXXVII, 1944, 269-332). (2) Gregorii 11, «Episto!a, ΧΙΙΙ: ad Leonem Isaurum imperatorem»' Migne, Patro!ogia Latina, LXXXIX, 521 (Imperator sum et sacerdos). Το πρόβλημα τού κατά πόσον οι επιστολές τού Γρηγορίου Β' προς τον Λέοντα Γ είναι νόθες (βλ. L. Guerard, «Les Lettres de Gregoire 11 Uon L' Isaurien» στο Me!anges d' archeo!ogie et d' histoire, Χ, 1890, 44-60) ή γνήσιες (βλ. πλ.χ. Η. Mann, «The Lives of the Popes» 21'} έκδοση, 1925, Ι, 498-502) δεν είναι πολύ σημαντικό για τον σκοπό μας. Οπωσδήποτε όμως η επιστολή γράφηκε ή επινοήθηκε βάσει πολύ καλών ενδείξεων. Βλ. J. Β. Bury: Παράρ τημα 14 τού 50υ τόμου τής εκδόσεώς του τού Gibbon. Hefe!e - Lec!ercq, «Histoires des concίlcs» ΙΙΙ(2), 659-664. c.-ιbrο!, «Dictionnairc ιι' ilrc!1co!ogie chreΙίcnnc» νιι, (Ι), 248. Βλέπε νέα έκδοση τών επιστολών τού Γρηγορίου Β', απ6 τον Ε. Caspar, «Zeitschrift fUr Kirchengeschichte» LII (1933),29-89, κυρίως 76. Οι πιο σύγχρονες με
a
λέτες τείνουν μάλλον προς την αποδοχή τής αυθεντικότητας τών επιστολών.
328
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
δέας τού Καισαροπαπισμού. Ο Λέων αφιέρωσε τα πρώτα εννέα χρόνια τής βασιλείας του στην α
πόκρουση τών εξωτερικών εχθρών και στην εδραίωσή του στον θρόνο, χωρίς να λάβει κανένα μέτρο σχετικό με τις εικόνες. Η όλη εκκλησιαστι
κή δράση τού Αυτοκράτορα, την περίοδο αυτή, εκδηλώθηκε με την εντο λή που έδωσε να βαπτισθούν οι Ιουδαίοι και οι οπαδοί τής ανατολικής αίρεσης τών Μοντανιστών.
Μόνον τον δέκατο χρόνο τής βασιλείας του, δηλαδή το να με τον χρονογράφο Θεοφάνη -
726 -
σύμφω
ο Αυτοκράτορας «άρχισε να ομιλεί
για την καταστροφή τών αγίων και τιμημένων εικόνων»(l). Οι περισσότε
ροι από τους σύγχρονους ιστορικούς πιστεύουν ότι το πρώτο διάταγμα ε
ναντίον τών εικόνων δημοσιεύθηκε το
725
ή το
726.
Δυστυχώς όμως το
κείμενο αυτού τού διατάγματος είναι άγνωστο(ί). Αμέσως μετά τη δημοσί:' ευση τού διατάγματος ο Λέων διέταξε την καταστροφή τού αγάλμαΤQς τού Χριστού, που ήταν τοποθετημένο πάνω από την πύλη τής Χαλκής,
όπως ονομαζόταν η μεγαλοπρεπής εισόδος τού αυτοκρατορικού ανακτό ρου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μια στάση, στην οποία συμμετείχαν πε
ρισσότερο οι γυναίκες. Ο εξουσιοδοτημένος, από τον Αυτοκράτορα, για την καταστροφή υπάλληλος δολοφονήθηκε, αλλά τον φόνο του ακολού θησε η εκ μέρους τού Λέοντος σκληρή τιμωρία τών υπερασπιστών τού α
γάλματος. Τα θύματα αυτά υπήρξαν οι πρώτοι μάρτυρες τής λατρείας τών εικόνων. Η εχθρική στάση τού Λέοντος εναντίον τών Εικονολατρών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός και ο Πάπας τής Ρώμης Γρηγόριος Β' αντιστάθηκαν σθεναρά στην τακτική
τού Αυτοκράτορα, ενώ στην Ελλάδα και στα νησιά τού Αιγαίου Πελά
γους ξέσπασε επανάσταση προς υπεράσπιση τών εικόνων. Αν και η επα νάσταση αυτή κατεστάλη γρήγορα από τον στρατό τού Λέοντος, η έντονη αντίδραση τού λάού έκανε αδύνατη την περαιτέρω επιβολή αποτελεσμα τικών μέτρων.
Τελικά, το
730,
ο Αυτοκράτορας συγκάλεσε ένα είδος Συνόδου, όπου
εκδόθηκε ένα άλλο διάταγμα εναντίον τών εικόνων. Κατά πάσα πιθανό τητα η Σύνοδος αυτή δεν συνέταξε νέο διάταγμα, αλλά απλώς επανέφερε το διάταγμα τού
725 ή 726(3).
Ο Γερμανός, ο οποίος αρνήθηκε να υπογρά-
(1) «Chronographia», έκδοση de Boor 404. (2) Από τις σύγχρονες εκδόσεις βλέπε Π.χ. Charles Diehl, «Leo ΠΙ and the Isaurian Dynasty (717·802»> (Cambridge Medieval History, IV, 9). Leclercq στο «Dictionnaire d' archeologie chretienne» ΥIl (Ι), 240·241. Th. l. Uspensky, «Byzantine History» 11, 25
Κ.ε ..
(3)
Βλ.
LecIercq, «Constantin»
στο
«Dictionnaire d' archeologie chretienne», IIl, 248
(Τοποθετεί το δεύτερο διάταγμα στο έτος
729).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
329
ψει το διάταγμα αυτό, εκθρονίσθηκε και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο κτήμα του, όπου και έμεινε τον υπόλοιπο χρόνο τής ζωής του. Τον πατρι
αρχικό θρόνο κατέλαβε ο Αναστάσιος, ο οποίος τό υπέγραψε πρόθυμα. Έτσι, το διάταγμα εναντίον τών εικόνων δεν εκδόθηκε πια μόνον εκ μέ ρους τού Αυτοκράτορα, αλλά και εξ ονόματος τής Εκκλησίας, δεδομένου ότι έφερε την υπογραφή τού Πατριάρχη. Το γεγονός αυτό υπήρξε πολύ χρήσιμο για τον Λέοντα.
Σχετικά με την περίοδο που ακολούθησε το διάταγμα αυτό, τα τελευ ταία δηλαδή ένδεκα χρόνια τής βασιλείας τού Λέοντος, οι πηγές δεν α
ναφέρουν τίποτε για τον διωγμό τών εικόνων. Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν παραδείγματα κακής μεταχειρίσεώς τους. Οπωσδήποτε όμως ούτε καν μπορεί να συζητηθεί η ύπαρξη συστηματικού διωγμού τών εικόνων κατά
τη διάρκεια τής βασιλείας τού Λέοντος ΓΌ Παρουσιάσθηκαν λίγα μεμο νωμένα παραδείγματα επίσημης καταστροφής εικόνων, αλλά τίποτε περισσότερο. Κατά τη γνώμη ενός ιστορικού «την εποχή τού Λέοντος Γ'
έγινε μία προετοιμασία, μάλλον, τού διωγμού τών εικόνων και εκείνων που τίς λάτρευαν, παρά πραγματικός διωγμός»(I).
Η άποψη ότι η εικονομαχική κίνηση τού 80υ αιώνα δεν άρχισε με την καταστροφή τών εικόνων, αλλά με την ανάρτησή τους ψηλότερα, με σκο πό την απομάκρυνσή τους από τους πιστούς, πρέπει να μη ληφθεί υπ' ό
ψη, δεδομένου ότι η πλειονότητα τών εικόνων τών εκκλησιών τού Βυ ζαντίου ήταν τοιχογραφίες ή ψηφιδωτά και δεν ήταν δυνατόν να μετακι νηθούν ή να μεταφερθούν από τους τοίχους τής Εκκλησίας.
Η εναντίον τών εικόνων πολιτική τού Λέοντος παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο στις τρεις περίφημες -κατά τών Εικονομάχων- πραγ
ματείες τού Ιωάννη Δαμασκηνού, ο οποίος έζησε στο αραβικό χαλιφάτο την εποχή τού πρώτου Εικονομάχου Αυτοκράτορα. Δύο από αυτές τις πραγματείες γράφηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, την εποχή τού Λέοντος. Ο χρόνος τής συγγραφής τής τρίτης δεν μπορεί να καθορισθεί με ακρί βεια.
Ο Πάπας Γρηγόριος, ο οποίος διαδέχθηκε τον πολέμιο τής εικονο κλαστικής πολιτικής τού Λέοντος, Γρηγόριο Β', συγκάλεσε μία Σύνοδο στη Ρώμη που αναθεμάτισε τους Εικονομάχους. Ύστερα από αυτό η κε
ντρική Ιταλία αποσπάσθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τέθηκε
υπό τον πλήρη έλεγχο τού Πάπα και τών συμφερόντων τής Δυτικής Ευ ρώπης. Η νότια Ιταλία παρέμενε ακόμη υπό την εξουσία τού Βυζαντίου. Αρκετά διαφορετικά ήταν τα πράγματα κατά τη διάρκεια τής βασιλεί ας τού διαδόχου τού Λέοντος Γ', Κωνσταντίνου Ε' τού Κοπρωνύμου
(741-775). (1) Andreev,
Δια.ίταιδαγωγημένος από τον πατέρα του ο Κωνσταντίνος ακο«Γερμανός και Ταράσιος»
(71, Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
330
λούθησε σαφή εικονοκλαστΙΚή πολιτική και κατά τα τελευταία χρόνια τής βασιλείας του άρχισε έναν διωγμό τών μοναστηριών και τών μονα
χών. Κανείς άλλος Εικονομάχος Αυτοκράτορας δεν συκοφαντήθηκε τό σο πολύ από τους Εικονολάτρες συγγραφείς, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον
Κωνσταντίνο «πολυκέφαλο δράκο», «σκληρό διώκτη τής μοναστικής ζω ής», κ.Μ. Επομένως είναι πολύ δύσκολο να σχηματίσουμε αμερόληπτη γνώμη για τον Κωνσταντίνο. Πάντως είναι κάπως υπερβολική η εκτίμηση
τού Ε. Στάιν, ο οποίος τόν χαρακτηρίζει ως το πλέον τολμηρό και ελεύθε ρο πνεύμα όλης τής Ανατολικής Ρωμα"ίκής Ιστορίας(l).
Η Σ"νοδος το"
754
και οι συνέπειές της
Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Κωνσταντίνος, ο( ευρωπα'ίκές επαρχίες ή ταν ακόμη προσηλωμένες στη λατρεία τών εικόνων, ενώ οι επαρχίες τής Μικράς Ασίας είχαν ήδη ανάμεσα στον πληθυσμό τους αρκετούς Είκονο
μάχους. Ο Κωνσταντίνος πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια τής βασιλείας του σε έναν διαρκή αγώνα με τον γυναικάδελφό του Αρτάβασδο, ο οποίος η γείτο μιας επαναστάσεως που απέβλεπε στην υπεράσπιση τών εικόνων. Ο Αρτάβασδος πέτυχε να αναγκάσει τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας. Κατά τη διάρκεια
τού έτους τής βασιλείας του αποκατέστησε τη λατρεία τών εικόνων. Ο Κωνσταντίνος όμως κατόρθωσε να εκθρονίσει τον Αρτάβασδο, ανέκτησε τον θρόνο και τιμώρησε αυστηρά τους υποκινητές τής επαναστάσεως. Εν
τούτοις το εγχείρημα τού Αρτάβασδου έδειξε στον Κωνσταντίνο ότι η λα τρεCΑ τών εικόνων ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί δίχως μεγάλες δυ σκολίες, και τόν ανάγκασε να προχωρήσει πιο αποφασιστικά στη λήψη μέτρων που θα δυνάμωναν στη συνείδηση τού λαού το κύρος τών απόψε ων τών Εικονομάχων.
Έχοντας αυτό),' τον σκοπό ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να συγκαλέσει μία Σύνοδο που θα έθετε τις βάσεις μιας εικονοκλαστικής πολιτικής, θα εξασφάλιζε το κύρος της και θα δημιουργούσε, κατ' αυτόν τον τρόπον, α
νάμεσα στον λαό την πεποίθηση ότι τα μέτρα τού Αυτοκράτορα ήταν δί καια. Η Σύνοδος αυτή, στην οποία έλαβαν μέρος τριακόσιοι επίσκοποι, έγινε το
754(2),
στο παλάτι τής Ιερείας στην ασιατική ακτή τού Βοσπόρου.
Στη Σύνοδο δεν παρευρέθη κανένας Πατριάρχης, δεδομένου ότι η έδρα τής Κωνσταντινουπόλεως ήταν κενή την εποχή εκείνη, ενώ η Αντιόχεια,
(1) «Studien zur Geschichte des byzantinischen Reiches» 140. (2) Σχετικά με τη χρονολογία βλέπε Ostrogorsky, «Geschichte des byzantinischen Bilderstreites» 14, σημ. 1. «Histoire de l'EgIise» εκδ. Flichc και Martin, V, 468. Το έτος 753 ήταν περισσότερο αποδεκτό μέχρι τώρα.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
331
η Ιερουσαλήμ και η Αλεξάνδρεια δεν θέλησαν να συμμετάσχουν και οι
αντιπρόσωποι τού Πάπα δεν παρουσιάστηκαν στις συνεδριάσεις. Στα
στoιχεCα αυτά στηρίχθηκαν αργότερα οι αντίπαλοι τής Συνόδου για να κηρύξουν τις αποφάσεις της άκυρες. Αρκετούς μήνες μετά την έναρξη τών συνεδριάσεων η Σύνοδος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εν τω μεταξύ είχε λάβει χώρα η εκλογή ενός νέου Πατριάρχη.
Το διάταγμα τής Συνόδου τού
754,
που διασώθηκε στα πρακτικά τής
Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (ίσως σε αποσπάσματα και κάπως τροποποιη μένο), καταδίκαζε οριστικά τη λατρεία τών εικόνων προκηρύσσοντας τα
εξής: «ο τολμών από τού παρόντος κατασκευάσαι εικόνα ή προσκυνήσαι ή στή
σαι εν εκκλησία ή εν ιδιωτικώ οίκω ή κρύψαι, ει μεν επίσκοπος ή πρεσβύτε ρος ή διάκονος είεν καθαιρείσθω, ει δε μονάζων ή λαϊκός αναθεματιζέσθω και τοις βασιλικοίς νόμοις υπεύθυνος έστω, ως εναντίος τών τού Θεού προ σταγμάτων και εχθρός τών πατρικών δογμάτων».
Εκτός από τη γενική σημασία τής προκηρύξεως, το διάταγμα αυτό εί ναι σπουδαίο για το ότι καθιστά όλους όσους υποπίπτουν στο σφάλμα τής Εικονολατρίας ενόχους και άξιους τιμωρίας βάσει τών νόμων τού
Αυτοκράτορα, θέτοντας έτσι τους Εικονολάτρες υπό τη δικαιοδοσία τής εγκόσμιας εξουσίας. Το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε αργότερα από
τα μέλη τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου για την αιτιολόγηση τής εξαιρετι κά σκληρής συμπεριφοράς μερικών Αυτοκρατόρων προς την Εκκλησία και τους μοναχούς. Η Σύνοδος αναθεμάτισε επίσης κάθε άτομο που θα
δοκίμαζε να παρουσιάσει με υλικά χρώματα τη μορφή τού Κυρίου και τών Αγίων. Το διάταγμα τελειώνει, απευθυνόμενο στον Αυτοκράτορα, τον οποίο παρουσιάζει ως αναστηλωτή τών δογμάτων τών εξ Οικουμενι
κών Συνόδων και ως καταστροφέα τής ειδωλολατρίας. Η Σύνοδος τής Ιε ρείας αναθεμάτισε επίσης τον «ξυλολάτρην» Πατριάρχη Γερμανό και τον Ιωάννη Δαμασκηνό τον «επιρρεπή προς τον Μωαμεθανισμό, τον ε
χθρό τής Αυτοκρατορίας, τον διδάσκαλο τής ασεβείας και τον διαστρε βλωτή τών Γραφών»(Ι).
Η ομόθυμη απόφαση τής Συνόδου προξένησε πολύ ισχυρή εντύπωση στον λαό. «Πολλοί -λέει ο καθηγητής Αντρέεφ
(Andreev)-
που είχαν
θορυβηθεί με την εντύπωση ότι οι Εικονομάχοι έσφαλλαν, μπορούσαν,
τώρα, να ησυχάσουν και πολλοί, που είχαν πριν ταλαντευθεί μεταξύ τών δύο μερίδων, μπορούσαν τώρα, βάσει τών πειστικών επιχειρημάτων τών
(1) Mansi, «Amplίssima collectio conciliorum» ΧΙIΙ, 323. 327, 346, 354, 355. Hefele, «History of the Counci1s of the Church» ν, 313-315. Βλέπε την ενδιαφέρουσα συζήτη ση για την επιρροή τών εικoνoμαχικιίJν έργων τού Κωνσταντίνου στη Σύνοδο τού 754 στον Ostrogorsky. «Geschichte des byzantinischen Bi\derstreites», 7-29.
332
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
αποφάσεων τής Συνόδου, να δεχθούν ανεπιφύλακτα τις απόψεις τών Ει κονομάχων»(Ι). Ο λαός κλήθηκε να ορκισθεί ότι θα εγκατέλειπε τη λα τρεία τών εικόνων. Η καταστροφή τών εικόνων μετά τη Σύνοδο υπήρξε ανελέητη. Οι ει κόνες κομματιάζονταν, καίγονταν, επιζωγραφίζονταν και εξετίθεντο σε
διάφορες προσβολές. Ιδιαίτερα βίαιος υπήρξε ο διωγμός τής λατρείας τής Θεοτόκου(2). Πολλοί Εικονολάτρες διώχθηκαν, βασανίσθηκαν ή φυ
λακίσθηκαν χάνοντας συγχρόνως την περιουσία τους, ενώ άλλοι εξορί σθηκαν στο εξωτερικό ή σε μακρινές επαρχίες. Εικόνες δένδρων, που λιών, ζώων ή διάφορες σκηνές από τον ιππόδρομο, το κυνήγι κ.λπ. αντι κατέστησαν στις εκκλησίες τις ιερές εικόνες. Σύμφωνα με τη βιογραφία τού Στεφάνου τού νέου, ο ναός τής Παναγίας τών ΒλαχερνώΥ, στην Κων
σταντινούπολη, γυμνώθηκε από την παλαιά τΟυ μεγαλοπρέπεια για να καλυφθεί με νέες εικόνες και να μετατραπεί σε ένα «οπωροπωλείο και πτηνοτροφείο»(3). Κατά τη διάρκεια τής καταστροφής τών εικόνων
(ψηφιδωτών και τοιχογραφιών) και τών γλυπτών χάθηκαν πολλά αξιόλο γα έργα τέχνης. Ο αριθμός τών εικονογραφημένων χειρογράφων που
καταστράφηκαν υπήρξε επίσης μεγάλος. Την καταστροφή τών εικόνων συνόδευε επίσης η καταστροφή τών λει ψάνων. Έχει διασωθεί μία σάτιρα τής εικονοκλαστικής περιόδου, σχετι κή με την υπερβολική λατρεία τών λειψάνων, η οποία ομιλεί για δέκα χέ ρια τού μάρτυρα Προκοπίου, δεκαπέντε σιαγόνες τού Θεοδώρου, τέσσε ρα κεφάλια τού Γεωργίου Κ.λπ.(4).
Ο Κωνσταντίνος Ε' έδειξε μία εξαιρετική ακαμψία στη συμπεριφορά του προς τα μοναστήρια και διεξήγαγε μία σταυροφορία εναντίον τών μοναχών, τους οποίους θεωρούσε «ειδωλολάτρες και οπαδούς τού σκό τους»(5). Ο αγώνας του εναντίον τού Μοναχισμού φθάνει σε τέτοιο ση
μείο εντάσεως ώστε ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι είναι δύσκολο
να αποφανθεί κανείς αν οι μεταρρυθμίσεις αυτής τής περιόδου στρέφο νταν εναντίον τών εικόνων ή τών μοναχών. Ο Κ Ν. Ουσπένσκι αναφέρει
(1) «Γερμανός και Ταράσιος» (σελ. 96, Ρωσικά). (2) Βλέπε Ostrogorsky, «Geschichte des byzantinischen Bίlderstreites» 29-40. (3) Migne, «Patrologia Graeca» C, 1120. V. G. Vasίlievsky, «Η ζωή τού Στεφάνου τού νέου» (Έργα, τόμος 2, σελ. 324, Ρωσικά). (4) Παπαρρηγοπούλου, «Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους» εκδ. Π. Καρολίδου, 111, 703-707. Η σάτιρα αυτή είναι τού ποιητή τού 110υ αιώνα Χριστόφορου τού Μιτυλη ναίου. Βλέπε «Die Gedichte des Christophoros Mitylenaios» έκδοση Ε. Kurtz, 76-80 (αριθ. 114)' Ρωσική μετάφραση D. Shestakov, «Οι τρεις ποιητές τής Βυζαντινής Ανα γεννήσεως» (Πρακτικά τού Πανεπιστημίου τού Καζάν, LXXIII, 11-14). (5) VasiIievsky, «ο βίος τού Στεφάνου» «<Εργα» 11,322).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
333
κατηγορηματικά ότι «ΟΙ ιστορικοί και οι θεολόγοι έχουν σκοπίμως δια
στρεβλώσει την πραγματικότητα δίνOVΙ;ας την πρώτη θέση στην "εικονο μαχία" και όχι στην "μοναχομαχία"»(Ι). Οι διωγμοί τών μοναχών πήραν τη μορφή πολλών και διαφόρων μέτρων. Τούς υποχρέωσαν να φορούν
πολιτική ενδυμασία και ορισμένους τούς ανάγκασαν, διά τής βίας ή με α πειλές, να παντρευτούν. Μια φορά μάλιστα υποχρέωσαν ορισμένους μοναχούς να παρελάσουν στον ιππόδρομο, κρατώVΙ;ας από το χέρι μια γυναίκα ο καθένας, ανάμεσα στους χλευασμούς και σης προσβολές τού όχλου. Ο χρονογράφος Θεοφάνης αναφέρει ότι ένας Κυβερνήτης τής Μικράς Ασίας συνάθροισε τους μοναχούς και τις μοναχές τής επαρχίας του, στην Έφεσο, και τούς εί.:τε: «Εμπρός, όποιος θέλει να υπακούσει
στον Αυτοκράτορα και σ' εμάς, ας φορέσει ένα λευκό ρούχο και ας πα vι;ρευτεί αμέσως εκείνοι που δεν θα υπακούσουν, θα τυφλωθούν και θα εξορισθούν στην Κύπρο». Ο Αυτοκράτορας συνεχάρη αυτόν τον Διοικη τή γράφovι;ας: «Βρήκα στο πρόσωπό σου έναν άνθρωπο που μέ καταλα βαίνει και που πραγματοποιεί όλες μου τις επιθυμίες»(2). Η Κύπρος υπήρ
ξε ένα από εκείνα τα μέρη όπου ο Αυτοκράτορας εξόριζε τους απείθαρ χους μοναχούς. Αναφέρεται ότι πέvι;ε μοναχοί κατόρθωσαν να δραπε τεύσουν από εκεί, έφθασαν στην περιοχή τού χαλιφάτου και οδηγήθηκαν στη Βαγδάτη(3).
Τα μοναστήρια μεταβλήθησαν σε στρατώνες και οπλοστάσια, οι περι ουσίες τους κατασχέθηκαν και οι «λα'ίκοί» απαγορευόταν να καταφεύ
γουν σ' αυτά. Όλα αυτά τα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα μία εκτεταμένη μετανάστευση τών μοναχών σε περιοχές που δεν επηρεάζovι;αν από τους εικονοκλαστικούς διωγμούς τού Αυτοκράτορα. Σύμφωνα με τη γνώμη με ρικών ιστορικών, την εποχή τού Λέovι;oς και τού Kωνσταvι;ίνoυ η Ιταλία, μόνον, δέχθηκε περίπου
50.000
από αυτούς τους πρόσφυγες(4). Το γεγο
νός αυτό υπήρξε πολύ σημαvι;ικό για την τύχη τής μεσαιωνικής Νότιας Ιταλίας, δεδομένου ότι συνετέλεσε στην ενίσχυση τού ελληνικού στοιχεί ου και τής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αλλά φαίνεται ότι και αυτή ακόμη η Νότια Ιταλία δεν ήταν τελείως απαλλαγμένη από τις εικονοκλαστικές
(1) «Ιστορία τού Βυζαντίου» (1,228, Ρωσικά). (2) Theophanes, «Chronographia» (εκδ. de Boor, 445, 446). Παρόμοιες πληροφορίες βρίσκει κανείς στον Ρ. Peeters, «S. Romain le Neomartyr (ι Ι mai 780) d' apres un document gcorgien» (Analecta Bollandiana, ΧΧΧ, 1911,413). Ο 'Αγιος Ρωμανός, που γεννήθηκε στη Γαλατία το 730, πήγε στην Ανατολή, όπου, αφού συνελήφθη από τους 'Αραβες, μαρτύρησε στις όχθες τού Ευφράτη, το 780. (3) Βλέπε «Βίον Αγίου Ρωμανού», ένθ. ανωτ. 419. (4) Andreev, «Γερμανός και Ταράσιος» (σελ. 78, Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
334
διαμάχες. Υπάρχει -το λιγότερο- μια πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι τον
90
αιώνα ο 'Αγιος Γρηγόριος Δεκαπολίτης έπεσε στα χέρια ενός
Εικονομάχου Επισκόπου τής νοτιο-ιταλικής πόλεως Υδρούς (σημερινό Οτράντο)<Ι). Πολλοί μοναχοί μετανάστευσαν επίσης στις βόρειες ακτές
τής Μαύρης Θάλασσας, καθώς και στα παράλια τής Συρίας και τής Πα λαιστίνης. Ο Στέφανος ο νέος είναι από τους πιο γνωστούς Εικονολάτρες που μαρτύρησαν την εποχή τού Κωνσταντίνου ΕΌ
Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Λέοντος Δ' τού Χαζάρου
780)
(775-
η εσωτερική ζωή τής Αυτοκρατορίας υπήρξε πιο ήρεμη από ό,τι ή
ταν την εποχή τού πατέρα του Κωνσταντίνου ΕΌ Αν και ο Λέων ήταν, και
αυτός, οπαδός τής Εικονομαχίας, δεν είχε έντονες εχθρικές διαθέσεις κατά τών μοναχών, οι οποίοι, για μία φορά ακόμη, απέκτησσν κάποια ε
πιρροή. Κατά τη διάρκεια τής σύντομής του βασιλείας δεν εκδηλώθηκε ως φανατικός Εικονομάχος. Είναι πολύ πιθανόν να επηρεάσθηκε, μέχρις ενός σημείου, από τη νεαρή του γυναίκα Ειρήνη, μια Αθηναία που ήταν
γνωστή για την αφοσίωσή της στην Εικονολατρία και στην οποία όλοι οι
Εικονολάτρες τής Αυτοκρατορίας προσέβλεπαν με ελπίδα. «Η μετριοπα θής τακτική τού Λέοντος στο ζήτημα τών εικόνων», όπως εξηγεί ο
Οστρογκόρσκι, «υπήρξε μία ομαλή μετάβαση από την τακτική τού Κων σταντίνου Ε' στην αποκατάσταση τών Ιερών Εικόνων από την Αυτοκρά τειρα Ειρήνη»(2). Με τον θάνατο τού Λέοντος το
780
τελειώνει η πρώτη
περίοδος τής Εικονομαχίας. Λόγω τού ότι ο γιος του, Κωνσταντίνος ΣΤ', ήταν ανήλικος, η Διοίκη ση τής Αυτοκρατορίας ανετέθη στην Ειρήνη, η οποία επρόκειτο να απο
κατασrήσει τη λατρεία τών εικόνων. Παρά τη σαφή της κλίση προς τη λατρεία τών εικόνων, η Ειρήνη κατά
τα τρία πρώτα χρόνια τής βασιλείας της δεν έλαβε αποτελεσματικά μέ τρα για την επίσημη αποκατάστασή τους. Η αναβολή αυτή οφειλόταν στο
γεγονός ότι όλε~ οι δυνάμεις τής Αυτοκρατορίας έπρεπε να κατευθυν θούν στον εσωτερικό αγώνα με τον διεκδικητή τού θρόνου και στη μάχη με τους Σλάβους που ζούσαν στην Ελλάδα. Η αποκατάσταση τής λατρεί ας τών εικόνων έπρεπε επίσης ν' αντιμετωπισθεί με μεγάλη προσοχή, δε δομένου ότι η πλειονότητα τού στρατού έκλινε με το μέρος τών Εικονο
μάχων, ενώ οι κανόνες τής Εικονομαχικής Συνόδου τού
754 -που είχαν
αναγνωρισθεί από τον Κωνσταντίνο ως αυτοκρατορικοί νόμοι- συνέχι
ζαν να ασκούν αρκετή επιρροή σε πολλούς λαούς τής Βυζαντινής Αυτο κρατορίας. Είναι πάντως πολύ πιθανόν ότι πολλά μέλη τού ανώτερου
(1) Βλέπε F. Dvornik, «La vic de Saint Gregoire le Decapolite et les Slaves Macedoniens au IXc siecle», 41, 58. (2) «Geschichte dcs byzantinischcn BiIderstreites», 38.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
335
κλήρου δέχθηκαν τις αποφάσεις τής Εικονομαχικής Συν6δου διά τής βί ας και 6χι εκ πεποιθήσεως και 6τι ως εκ τούτου αποτελούσαν
-
κατά τον
καθηγητή Αντρέεφ- «έναν παράγοντα, ο οποίος, αν και υποχωρούσε
εύκολα στις μεταρρυθμιστικές ενέργειες τών Εικονομάχων Αυτοκρατ6-
ρων, δεν ήταν διατεθειμένος να αντιδράσει σε μέτρα που θα εξέφραζαν την αντίθετη τάση»(I).
Τον τέταρτο χρ6νο τής βασιλείας τής Ειρήνης, ο πατριαρχικ6ς θρ6νος
τής Κωνσταντινουπ6λεως δ6θηκε στον Ταράσιο, ο οποίος δήλωσε 6τι ή ταν απαραίτητη η σύγκληση Οικουμενικής Συν6δου για την αποκατάστα ση τής Εικονολατρίας. Ο Πάπας Αδριαν6ς Α' εκλήθη να συμμετάσχει
και να στείλει αντιπροσώπους. Η Σύνοδος έγινε το
786
στον Να6 τών Α
γίων Αποστ6λων. Ο στρατ6ς 6μως τής πρωτεύουσας, έχοντας εχθρικές
διαθέσεις εναντίον τών Εικονολατρών, 6ρμησε στον Να6 και με γυμνά
ξίφη ανάγκασε τη Σύνοδο να διαλυθεί. Για μια σύντομη περίοδο φάνηκε 6τι οι Εικονομάχοι υπερίσχυαν και πάλι. Η Ειρήνη 6μως, με πολύ ικαν6τητα, αντικατέστησε τον απείθαρχο στρατ6 τής Κωνσταντινουπ6λεως με άλλον, πιο πιστ6 στην πολιτική της. Τον επ6μενο χρ6νο
(787)
η Σύνοδος συνεκλήθη στη Νίκαια τής Βιθυ
νίας, 6που είχε γίνει άλλοτε η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Εκεί έγιναν ε πτά συναντήσεις, απ6 τις οποίες έλειπαν ο Αυτοκράτορας και η Αυτο κράτειρα. Η 6γδοη και τελευταία συνάντηση έλαβε χώρα στα Αυτοκρα
τορικά Ανάκτορα στην Κωνσταντινούπολη. Ο αριθμ6ς τών Επισκ6πων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο αυτή, πέρασε τους τριακ6σιους. Η Σύνο
δος αυτή υπήρξε η εβδ6μη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος τής Ανα τολικής Εκκλησίας.
Με βάση τις αποφάσεις αυτής τής Συν6δου αποκαταστάθηκε η Εικο νολατρία. Η λατρεία τών εικ6νων αναγνωρίσθηκε, ενώ αναθεματίστηκαν
6λοι 6σοι θα διαφωνούσαν με τις αποφάσεις τής Συν6δου. Επίσης ορίσ
τηκε 6τι θα αφορίζονται 6λοι 6σοι ονομάζουν τις εικ6νες είδωλα ή ισχυ ρίζονται 6τι οι Χριστιανοί καταφεύγουν στις εικ6νες, σαν αυτές να είναι θεοί, ή 6τι η Εκκλησία έχει ποτέ παραδεχθεί τα είδωλα. Οι Επίσκοποι που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο επευφήμησαν «έναν Νέο Κωνσταντίνο και μια Νέα Ελένη»(2). Η Σύνοδος επίσης αποφάσισε να επανέλθουν
στους ναούς τα λείψανα, ενώ συγχρ6νως καταδίκασε αυστηρά τη μετα
τροπή τών μοναστηριών σε κοινές κατοικίες, διατάζοντας την αποκατά στασή τους. Η Σύνοδος έδωσε πολύ προσοχή στην εξύψωση τού ηθικού επιι-τέδου τού κλήρου, καταδικάζοντας την εξαγορά τών εκκλησιαστικών
(1) «Γερμανός και Ταράσιος» (σελ. 98, Ρωσικά). (2) Mansi, «Amplίssima collectio conciliorum» ΧΙΙΙ, 739-740.
336
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
αξιωμάτων (Σιμωνία)* Κ.λπ. και απαγορεύοντας την λειτουργία μικτών μοναΟίηριών (ανδρών και γυναικών συγχρόνως).
Η μεγάλη σημασία τής Συνόδου τής Νικαίας δεν έγκειται μόνον Οίην αποκατάσταση τών εικόνων. Η Σύνοδος αυτή έδωσε στους Εικονολάτρες την οργάνωση την οποία δεν είχαν στους πρώτους τους αγώνες κατά τών
αντιπάλων τους. Συνέλεξε δηλαδή όλα τα υπέρ τών εικόνων θεολογικά ε πιχειρήματα που μπορούσαν αργότερα να χρησιμοποιηθούν στους αγώ
νες με τους Εικονομάχους. Με λίγα λόγια η Σύνοδος προμήθευσε στους Εικονολάτρες ένα όπλο που διευκόλυνε τη μελλοντική τους προσπάθεια κατά τών ανταγωνιστών τους, όταν άρχισε η δεύτερη περίοδος τής Εικο νομαχίας.
Οι «εικονοκλαστικές» ενέργειες τών Αυτοκρατόρων τού 80υ αιώνα ή ταν μόνο μία -χωρίς μάλιστα ν' αποτελεί την' πιο σπουδαία- εκδήλωση
τής περιόδου αυτής, δεδομένου ότι τα περισσότερα στοιχεία που αφο ρούν Οίην περίοδο αυτή προέρχονται από τη μεταγενέστερη και μονό πλευρη γραπτή παράδοση τών Εικονολατρών, οι οποίοι κατέστρεψαν ό λα σχεδόν τα κείμενα τών Εικονομάχων. Χάρη, όμως, σε μερικές τυχαίες και σκόρπιες πληροφορίες που έχουν διασωθεί, μπορεί κανείς να συμπε
ράνει ότι η κύρια δραστηριότητα τού Λέοντος Γ' και τού Κωνσταντίνου Ε' στράφηκε προς την εκκοσμίκευση τής μεγάλης εγγείου ιδιοκτησίας
τών μοναστηριών και τον περιορισμό τού τεράστιου αριθμού τών μονα χών. Στράφηκε δηλαδή εναντίον εκείνων τών παραγόντων που, διαφεύ γοντας τον έλεγχο τού Κράτους και δρώντας με πλήρη σχεδόν ανεξαρ τησία, υπέσκαπταν τις ζωτικές δυνάμεις και την ενότητα τής Αυτοκρατο ρίας.
Η Στέψη τού Καρόλου τού Μεγάλου και η σημασία της για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία «Η στέψη τού Καρόλου δεν αποτελεί μόνον το κεντρικό γεγονός τού Με σαίωνα, αλλά είναι ένα από αυτά τα πολύ λίγα γεγονότα για τα οποία
-
παίρνοντάς τα χωριστά- μπορείς να πεις ότι, αν δεν είχαν συμβεί, η ιστορία τού κόσμου θα ήταν διαφορετικήω. Στην περίπτωσή μας όμως το
γεγονός αυτό είναι αξιόλογο, κυρίως γιατί αφορά τη Βυζαντινή Αυτο κρατορία.
•
Σ.τ.Μ. Η εξαγορά τής Θείας Χάριτος ονομάσθηκε «Σιμωνία» από τον Σίμωνα τον
Μάγο, ο οποίος, όταν είδε τους Αποm:όλους να δίνουν πνεύμα' Αγιο διά
nj;
επιθέσε
ως τών χειρών, τούς έφερε χρήματα για να αποκτήσει και αυτός τη δύναμη αυτή. (Βλ. Πράξεις
8, 18-20).
(1). J. Bryce, «The Holy Roman Empire», 50.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
337
Στη σκέψη τού μεσαιωνικού ανθρώπου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή ταν μία και μόνη Αυτοκρατορία και ως εκ τούτου, κατά τους προηγού
μενους αιώνες, οι δύο ή περισσότεροι Αυτοκράτορες εθεωρούντο ως δύο
Κυβερνήτες τού ίδιου Κράτους. Δεν είναι σωστό να τοποθετούμε την πτώση τής Δυτικής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας στο
476.
Η ιδέα μιας ενι
αίας Αυτοκρατορίας βρισκόταν πίσω από την κατακτητική πολιτική τού Ιουστινιανού τον
60 αιώνα
και δεν έπαψε να υπάρχει μέχρι το
800,
οπότε
έλαβε χώρα, στη Ρώμη, η περίφημη στέψη τού Καρόλου τού Μεγάλου ως Αυτοκράτορα.
Αν και, θεωρητικά, εξακολούθησε να επικρατεί στην ιδεολογία τού Μεσαίωνα η αντίληψη τής ενιαίας Αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα η αντίληψη αυτή ήταν απηρχαιωμένη. Ο ανατολικός ή βυζαντινός ελλη νο-σλαβικός κόσμος τού τέλους τού 80υ αιώνα και ο δυτικός ρωμαιο-γερ μανικός κόσμος τής ίδιας περιόδου, ήταν, από απόψεως γλωσσικής, ε θνογραφικής και πολιτιστικής, δύο διαφορετικοί και χωριστοί κόσμοι. Η ιδέα τής ενιαίας Αυτοκρατορίας δεν ήταν πια επίκαιρη' αποτελεί δε, με βάση τα σύγχρονα κριτήρια, ιστορικό αναχρονισμό. Η Εικονομαχία συνέβαλε στην προεργασία για το ό,τι συνέβη το
800,
δεδομένου ότι ο Παπισμός, ο οποίος αντέδρασε στα μέτρα τών Εικονο μάχων Αυτοκρατόρων και αφόρισε τους Εικονοκλάστες, στράφηκε προς τη Δύση, ελπίζοντας να βρει φίλους και προστάτες στο Βασίλειο τών
Φράγκων, αρχικά ανάμεσα στους ανερχόμενους μαγιορδόμους (διοικη τές τού παλατιού) και, αργότερα, ανάμεσα στους Βασιλείς τού Καρολίγ γειου Οίκου. Στα τέλη τού 80υ αιώνα ανήλθε στον φραγκικό θρόνο ο πιο
φημισμένος εκπρόσωπος αυτού τού Οίκου, ο Κάρολος ο Μέγας ή Καρ λομάγνος. Ο Αλκουίνος, διδάσκαλος τής αυλής τού Καρόλου, τού έστειλε -τον Ιούνιο τού
799-
μια επιστολή, με την οποία τού τόνιζε την ύπαρξη
τριών μόνον προσώπων που κατείχαν τις ανώτερες θέσεις:
1)
τού Πάπα
που κατείχε την έδρα τού κορυφαίου τών Αποστόλων Πέτρου,
«κοσμικού» κατόχου τής δεύτερης Ρώμης
-
2)
τού
που όμως, όπως διαδιδόταν
παντού, είχε εκθρονισθεί, όχι από ξένους αλλά από τους ίδιους τους συ μ.ι-τατριώτες του (Ι), και
3)
τού Καρόλου τού Μεγάλου, τον οποίο ο Θεός
όρισε Κύριο τών χριστιανικών λαών. Ο Κάρολος, κατά τον Αλκουίνο,
υπερείχε τών δύο άλλων ηγετών ως προς τη δύναμη, τη σοφία και τη δό
ξα' ήταν ο τιμωρός τού εγκλήματος, ο καθοδηγητής τών παραστρατημέ νων και ο παρηγορητής τών δυστυχισμένων(2).
Τα αμοιβαία συμφέροντα τού Πάπα και τού Βασιλέως τών Φράγκων
(1)
Ο Αλκουίνος αναφέρεται εδώ στην εκθρ6νιση και τύφλωση τού Αυτοκράτορα
Κωνσταντίνου ΣΤ από τη μητέρα του ΕΙΡ1Ινη.
(2) Mon. Germ. Hist. EpistoIae CaroIini Aevi, 11,288
(αρ.
173).
Α. Α. ΒΑΣΙλΙΕΦ
338
που οδήγησαν στη στέψη τού τελευταίου, αποτελούν ένα θέμα πολύπλο κο, το οποίο αντιμετωπίζεται κατά διαφόρους τρόπους από την ιστοριο γραφία. Το γεγονός αυτό καθ' εαυτό είναι πολύ γνωστό. Τα Χριστούγεν να τού
800, κατά τη διάρκεια τής επίσημης λειτουργίας στην εκκλησία
τού Αγίου Πέτρου, ο Πάπας Λέων Γ' έθεσε το αυτοκρατορικό στέμμα στο κεφάλι τού γονατιστού Καρόλου, ενώ ο λαός που ήταν μέσα στην εκ
κλησία ευχόταν μακροζωία και νίκες στον Κάρολο «τον πλέον ευσεβή Αύ γουστο -τον οποίο έστεψε ο Θεός-, τον Μεγάλο και τον Ειρηνοποιό».
Οι μελετητές έχουν εκφράσει διάφορες γνώμες σχετικά με τη σημα σία τής αποδοχής, εκ μέρους τού Καρόλου, τού τίτλου τού Αυτοκράτορα.
Μερικοί πιστεύουν ότι ο τίτλος τού Αυτοκράτορα δεν τού έδωσε επί
πλέον δικαιώματα και ότι στην πραγματικότητα παρέμενε, όπως πριν, «Βασιλεύς τών Φράγκων και τών Λογγοβάρδων, καθώς και Ρωμαίος Πα τρίκιος»(Ι). Ο Κάρολος δηλαδή απέκτησε απλώς έναν νέο τίτλο δεχόμε
νος το στέμμα. 'Αλλοι πιστεύουν ότι με τη στέψη τού Καρόλου, το
800,
δημιουργήθηκε μία νέα, τελείως ανεξάρτητη από την Ανατολική ή Βυ
ζαντινή Αυτοκρατορία, Δυτική Αυτοκρατορία. Η αντιμετώπιση όμως τού γεγονότος τού
800 κατά έναν από τους δύο αυτούς τρόπους, στηρίζεται
σε μεταγενέστερες αντιλήψεις. Κατά τα τέλη τού 80υ αιώνα δεν υπήρχε και ούτε μπορούσε να υπάρχει ΤΟ ζήτημα ενός «τίτλω» Αυτοκράτορα ή
τού σχηματισμού μιας ανεξάρτητης Δυτικής Αυτοκρατορίας. Η στέψη τού Αυτοκράτορα πρέπει να αναλυθεί από την οπτική γωνία τής εποχής του,
δηλαδή όπως αντιμετωπίσθηκε από αυτούς που έλαβαν μέρος σ' αυτό το γεγονός, τον Καρλομάγνο και τον Πάπα Λέοντα Γ'. Κανείς από αυτoύ~ δεν απέβλεπε στη δημιουργία μιας Δυτικής Αυτο κρατορίας που θα αντιστάθμιζε την Ανατολική Αυτοκρατορία. Ο Κάρο
λος ήταν, αναμφιβόλως, πεπεισμένος ότι παίρνοντας τον τίτλο τού Αυτο κράτορα, το
800,
έγινε ο απόλυτος κύριος και συνεχιστής τής ενιαίας Ρω
μα"ίκής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός σήμαινε απλώς ότι η Ρώμη πήρε πί
σω από την Κωνσταντινούπολη το δικαίωμα τής εκλογής τού Αυτοκράτο ρα. Η σκέψη τής εποχής εκείνης δεν μπορούσε να συλλάβει την ταυτό χρονη ύπαρξη δύο Αυτοκρατοριών και έτσι, ουσιαστικά, η Αυτοκρατορία
παρέμενε ενιαία. «Το αυτοκρατορικό δόγμα τής μοναδικής Αυτοκρατο
ρίας στηριζόταν στο δ6γμα τού μοναδικού Θεού, δεδομένου ότι μόνον με
την ιδιότητα τού προσωρινού αίτεσταλμένου τού Θεού μπορούσε ο Αυτο κράτορας να ασκεί τη θεία εξουσία στη γη»(2). ΟΙ συνθήκες που επικρα
τούσαν την περίοδο εκείνη διευκόλυναν την κοινή αποδοχή αυτής τής
(1) W. SickeI, «Die Kaiserwahl Karls der Grossen. Eine rechtsgeschichtliche Erorterung» (Mitteilungen des Institus ft1r ΣSterreichische Geschichtsforschung, ΧΧ, 1899, 1-2,3). (2)
Α.
Gasquet. «L' Empire byzantin et la monarchie franque» 284-285.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
339
αντίληψης για την αυτοκρατορική εξουσία, τής μόνης δυνατής αντίληψης εκείνη την εποχή. Οι μεταξύ τού Καρόλου και τού Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου σχέσεις
είχαν αρχίσει αρκετά πριν από το Κωνσταντίνου
-
800.
Το
781
είχε συζητηθεί ο γάμος τού
που την εποχή εκείνη ήταν Αυτοκράτορας τού Βυζα
ντίου, αν και πραγματικός Άρχων τής Αυτοκρατορίας ήταν η μητέρα του Ει ρήνη -
με την κόρη τού Καρόλου ΕρυθρώΟ). Ένας ιστορικός τής Δύσεως,
ο Παύλος ο Διάκονος, έγραφε στον Κάρολο ότι χαίρεται με το γεγονός ό τι η ωραία κόρη τού Καρλομάγνου θα δεχόταν το σκήπτρο, προκειμένου να συντελέσει στην επέκταση τής δυνάμεως τού Βασιλείου στην Ασία(2). Το γεγονός ότι, το
797,
η Ειρήνη εκθρόνισε τον γιο της Κωνσταντίνο,
που ήταν νόμιμος Αυτοκράτορας, και έγινε απόλυτος μονάρχης τής Αυ
τοκρατορίας, ήταν τελείως αντίθετο προς τις παραδόσεις τής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας, όπου καμία γυναίκα δεν είχε βασιλεύσει με πλήρη αυτο κρατορική εξουσία. Με βάση τις απόψεις τού Καρόλου και τού τότε Πά πα Λέοντος, ο αυτοκρατορικός θρόνος παρέμενε κενός και ως εκ τούτου,
δεχόμενος το αυτοκρατορικό στέμμα, ο Κάρολος γινόταν κύριος τού κε νού θρόνου τής αδιαίρετης Αυτοκρατορίας, ως νόμιμος διάδοχος όχι πλέ ον τού Ρωμύλου Αυγουστύλου, αλλά τού Λέοντος Δ', τού Ηρακλείου, τού
Ιουστινιανού, τού Θεοδοσίου και τού Μεγάλου Κωνσταντίνου' τών Αυτο κρατόρων δηλαδή τής Ανατολής. Μία ενδιαφέρουσα επιβεβαίωση τής α πόψεως αυτής βρίσκεται στο γεγονός ότι στα σχετικά με το
800
και τα
μεταγενέστερα χρόνια χρονικά τής Δύσεως, όπου τα γεγονότα αναφέ
ρονται με βάση τα χρόνια τής βασιλείας τών Αυτοκρατόρων τού Βυζα ντίου, το όνομα τού Καρόλου αναφέρεται αμέσως μετά το όνομα τού Κωνσταντίνου ΣΤ'.
Εάν όμως αυτή υπήρξε η σχετική με τον αυτοκρατορικό του τίτλο άπο
ψη τού Καρόλου, ποια υπήρξε η αντιμετώπιση τής στέψεώς του εκ μέ ρους τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Η Ανατολική Αυτοκρατορία αντι μετώπισε το γεγονός επίσης σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν
την περίοδο εκείνη. Υποστηρίζοντας τα δικαιώματα τής Ειρήνης στον θρόνο, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεωρούσε το γεγονός τού
800
ως μία
από τις πολλές προσπάθειες επαναστάσεως εναντίον τού νόμιμου
χοντα και φοβόταν
δικαίως -
-
' Αρ
ότι ο νέος Αυτοκράτορας, ακολουθώ
ντας το παράδειγμα τών άλλων στασιαστών, θα αποφάσιζε να βαδίqει κατά τής Κωνσταντινουπόλεως, με σκοπό να εκθρονίσει την Ειρήνη και
να καταλάβει διά τής βίας τον αυτοκρατορικό θρόνο. Για την Κυβέρνηση τού Βυζαντίου το γεγονός αυτό αποτελούσε μια απλή επανάσταση μερι-
(1) DtiIger, «Regcsten»
Ι,
41
(2) «Versus PauIi Diaconi,
(αρ.
ΧΙΙ"
339),
όπου αναφέρονται πηγές και σχετικά έργα.
(Poetae Iatini aevi caroIini, 1.50).
340
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
κών επαρχιών τής Δύσεως εναντίον τού νόμιμου 'Αρχοντα τής Αυτοκρα τορίαςω.
Ο Κάρολος φυσικά , γνώριζε πολύ καλά την αβεβαιότητα τής θέσεώς
του και το γεγονός ότι η στέψη του δεν έλυσε το ζήτημα τής κυριαρχίας του στο ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Ο Γερμανός ιστορικός Π.
Σραμ (Ρ.
ο οποίος χαρακτηρίζει τη στέψη τού Καρόλου «μια
Schramm),
βίαιη πράξη, η οποία καταπάτησε τα δικαιώματα τού Βασιλέως», τονίζει το γεγονός ότι ο Κάρολος δεν πήρε τον τίτλο «Αυτοκράτορας τών Ρωμαί
ων», τον επίσημο δηλαδή τίτλο τών Αυτοκρατόρων τού Βυζαντίου, αλλά τον τίτλο
«imperium Romanum gubernans»(2).
Ο Κάρολος αντελήφθη ότι
μετά την Ειρήνη η Αυτοκρατορία τού Βυζαντίου θα εξέλεγε άλλον Αυτο κράτορα, τού οποίου το δικαίωμα για τον α~oκρατoρικό τίτλο θ' ανα γνωριζόταν ως αναμφισβήτητο στην Ανατολή. Προβλέποντας διάφορες περιπλοκές ο Κάρολος άρχισε διαπραγματεύσεις με την Ειρήνη, προτεί νοντάς της να τήν παντρευτεί και ελπίζοντας έτσι «να ενώσει τις Ανατο
λικές με τις Δυτικές Επαρχίες»(3). Με άλλα λόγια ο Κάρολος κατάλαβε ότι η σημασία τού τίτλου του ήταν μικρή, εφόσον δεν αναγνωριζόταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Ειρήνη δέχθηκε ευνο'ίκά την πρόταση γάμου, αλλά ύστερα από λίγο καιρό, το
802,
εκθρονίσθηκε και εξορίσθη
κε, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί το σχέδιο αυτό. Μετά την πτώση τής Ειρήνης, διάδοχός της ορίσθηκε ο Νικηφόρος, ο οποίος άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Κάρολο σχετικά, πιθανόν, με την αναγνώριση τού dυτοκρατορικού τίτλου τού τελευταίου. Αλλά μόνον
(1)
Το
1893
ο
J.
Β.
Bury
δημοσίευσε μια πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη εργασία
για τον Κάρολο τον Μέγα και την Ειρήνη, με την οποία προσπάθησε να αποδείξει ότι η αρχική ιδέα τής στέψεως τού
800
ανήκει στην ίδια την Ειρήνη.
Bury, «Charles the
1893, 17-37). Η εργασία αυτή παρέμεινε άγνω στη σχεδόν στους μελετητές, ενώ ο ίδιος ο Bury, αν και δεν τήν ωiέρριψε, παρέλειψε να τήν αναφέρει στο έργο του «History of the Eastern Roman Empire» (317-321), στο Great and Irene» (f:lermathena,
ΥΙΙΙ,
σημείο που αναφερόταν στις διαπραγματεύσεις μεταξύ τού Καρόλου και τής Αυλής τού Βυζαντίου. Βλέπε Ν.
Baynes,
«Α
Bibliography of the Works of J.
Β.
Bury», 7-8,
136. (2) «Kaiser, Rom und Renovatio», 1,12-13. (3) Theophanes, «Chronographia» έκδοση de Βοοτ, 475. Ο Diehl απορρίπτει την ύπαρξη αυτών τών διαπραγματεύσεων στην Cambridge Medieval History (IV, 24). Το έτος 800 η Ειρήνη !\ταν πενήντα χρονών. Βλέπε Bury, «Charles the Great and Irene» (Hermathena, ΥΙΙΙ, 1893,24). Η Ειρήνη ήταν το 794 μόνο σαράντα τεσσάρων ετιύν. Ο Ostrogorsky αμφιβάλλει για τις συνεννοήσεις αυτές: «Geschichte des byzantinischen Staatcs» 120, υποσ. 2.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
το
812
341
οι αντιπρόσωποι τού Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Μιχαήλ Α'
Ραγκαβέ, προσφώνησαν τον Κάρολο, στο Ακυ·ίσγρανον, Αυτοκράτορα. Έτσι τελικά νομιμοποιήθηκε η αυτοκρατορική εκλογή τού
είναι επίσης ότι από το
812
800.
Πιθανόν
άρχισε, ως αντιστάθμισμα τού τίτλου που δό
θηκε στον Καρλομάγνο, να χρησιμοποιείται επισήμως στο Βυζάντιο ο
τίτλος «Βασιλεύς τών Ρωμαίων», προσδιορίζοντας τον νόμιμο κυρίαρχο τής Κωνσταντινουπόλεως και χρησιμεύοντας ως σύμβολο τής υπέρτατης
εξουσίας τών Αυτοκρατόρων τού Βυζαντίου(l). Από το
812
και έπειτα
υπήρχαν δύο Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, παρά το γεγονός ότι, θεωρητικά,
υφίστατο ακόμη μόνον μία Ρωμα·ίκή Αυτοκρατορία. «Με άλλα λόγια», λέει ο Μπιούρυ, «το γεγονός τού
812
επανέφερε, θεωρητικά, την κατά
σταση που επικρατούσε τον 50 αιώνα. Ο Μιχαήλ Α' και ο Κάρολος: κα θώς και ο Λέων Ε' και ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής, αντιμετώπιζαν οι μεν
τους δε όπως ο Αρκάδιος τον Ονώριο και ο Βαλεντινιανός Γ' τον Θεοδό σιο ΒΌ Το
imperium Romanum απλωνόταν από τα
σύνορα τής Αρμενίας
μέχρι τις ακτές τού Ατλαντικού»(2). Είναι ολοφάνερο ότι η ενότητα αυτή
τής Αυτοκρατορίας υπήρξε θεωρητική. Οι δύο Αυτοκρατορίες ακολου θούσαν ανεξάρτητη πορεία, ενώ, επί πλέον, η ιδέα τής ενότητας είχε αρ χίσει να εγκαταλείπεται στη Δύση.
Ο αυτοκρατορικός τίτλος, τον οποίο εξασφάλισε για τη Δύση ο Κάρο λος, δεν διατηρήθηκε για πολύ. Κατά τη διάρκεια τών ταραχών που οδήγησαν στην αποσύνθεση τής μοναρχίας τού Καρόλου, ο τίτλος
περιήλθε σε τυχαίους κατόχους, για να εξαφανισθεί τελείως κατά το πρώτο ήμισυ τού lOQV αιώνα. Παρουσιάσθηκε και πάλι, τον ίδιο αιώνα, αλλά τη φορά αυτή με τη νέα μορφή τής «Αγίας Ρωμα"ίκής Αυτοκρατο ρίας τού Γερμανικού Έθνους».
(1) Βλέπε F. Dolger, «Bulgarisches Cartun und byzantinisches Kaisertum» (Actes du IVe Congres international des etudes byzantines, Septembrc, 1934. Bulletin de Ι' Institut archeologique Bulgare ΙΧ, 1935, 61. G. Bratianu, «Etudes byzantincs d' histoire economique et sociale» 193. (2) «Eastern Roman Empire» 325. Βλέπε επίσης L. Halphen, «Lcs barbares des grandes invasions aux conqu~tes turques du Xle siecle» 243-250. Ο τίτλος «Αυτοκρά τορας τών Ρωμαίων» βρέθηκε σε μια σφραγίδα τού 80υ αιώνα. Σχετικά με αυτό το ζή τημα ο
Dolgcr
αναφέρει ότι ο τίτλος «Αυτοκράτορας τών Ρωμαίων» εμφανίζεται
συχνά στα επίσημα έγγραφα μετά το
812·
όχι όμως νωρίτερα. Πιθανόν όμως είναι να
είχε χρησιμοποιηθεί περιστασιακά και πριν από αυτή τη χρονολογία.
Dolger, «Byzantinische Zeitschrift» ΧΧΧΥΙΙ (1937), 579. Gregoirc, «Byzantion» ΧΙ (1936), 482. Σχετικά με το ζήτημα αυτό βλέπε, γενικά, Ostrogorsky, «Gcschichte des byzantinischen Staates» 137, υποσ. 2.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
342
Μόνον μετά το
800
μπορούμε να μιλούμε για μια Ανατολική Ρωμα'ίκή
Αυτοκρατορία, πράγμα το οποίο κάνει ο Τζ. Μπ. Μπιούρυ στο έργο του Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου ο τρίτος τόμος, με τα γεγονότα από το
802
(το έτος τής πτώσεως τής Ειρήνης) μέχρι τις αρχές
τής Δυναστείας τών Μακεδόνων, τιτλοφορείται «Ιστορία τής Ανατολικής Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας». Ενώ οι δύο πρώτοι τόμοι τού ίδιου έργου φέ ρουν τον τίτλο «Ιστορία τής Ύστερης Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας».
Περίληψη τή; δράσεω; τή; Δυναστεία; τών Ισαύρων Οι ιστορικοί δίνουν πολύ αξία στις υπηρεσίες τών πρώτων Αυτοκρατό ρων τής Δυναστείας τών Ισαύρων και κυρίως στα έργα τού Λέοντος Γ, πράγμα πού είναι πολύ σωστό, δεδομένου ότι ο Λέων, έχοντας ανεβεί στον
θρόνο ύστερα από μια περίοδο αναρχίας, αποδείχθηκε ε'ξοχος στρατηγός, ικανός διοικητής και σοφός νομοθέτης που κατάλαβε τα προβλήματα τής εποχής του. Η θρησκευτική πολιτική τών Εικονομάχων διαχωρίζεται σε μεγάλο βαθμό απ6 τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους. Στα περισσότερα ιστορικά έργα ο Λέων Γ' εξυμνείται πολύ. Οι Έλληνες Π.χ. τόν αναγνω
ρίζουν «ως έναν απ6 τους μεγαλύτερους Αυτοκράτορες τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας και ως έναν από τους ευεργέτες τής ανθρωπότητας»(Ι), ε
νώ οι Γερμανοί τόν θεωρούν «ως έναν από τους μεγαλύτερους ανθρώ
πους που κατέλαβαν τον αυτοκρατορικό θρόνο», ο οποίος κατάλαβε κα λά την ανάγκη «μιας ριζοσπαστικής μεταρρυθμίσεως»(2), «έναν άνθρωπο
που προορίσθηκε να ανασυγκροτήσει, διά σιδήρου και αίματος, την Αυ τοκρατορία, έναν άνθρωπο -τέλος -
που αποτελεί μια μεγάλη στρατιω
τική μεγαλοφυ·ία»(3). Ένας' Αγγλος ιστορικός, αναφερόμενος στα κατορ
θώματα τού Λέοντος, τονίζει ότι συνετέλεσαν στην αναγέννηση τής Ρω μα'ίκής Αυτοκρατορίας(4), ενώ ένας Γάλλος ιστορικός χαρακτηρίζει τα έρ
γα τών Ισαύρων Αυτοκρατ6ρων ως «μία από τις πιο μεγάλες και πιο θαυ μάσιες προσπάθειες που έγιναν ποτέ για την εξύψωση τού ηθικού, υλι κού και πνευματικού επιπέδου τού λαού» και συγκρίνει τη σημασία τού οργανωτικού έργου τους με τα μέτρα που έλαβε ο Κάρολος ο Μεγάλος(5).
Τώρα τελευταία ο Σαρλ Ντηλ ανέφερε ότι «από τη διοίκηση τών Ισαύ ρων Αυτοκρατόρων αναδείχθηκε μια νέα θεμελιώδης αρχή για τον αν-
(1) Παπαρρηγοπούλου, «Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους» ΠΙ, 467. (2) Κ. Schenk, «Kaiser Leons ΙΙΙ Walten im Innern» (Byzantinische Zeitschrift, 1896,289,296). (3) Η. Gelzer, «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte», 960. (4) Bury, «Later Roman Empire» 11, 410. (5) Lombard, «Constantine» ν, 169.
ν,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
343
θρώπινο βίο»(1). Στα όσα, κάπως τυχαία, αναφέρουν οι Ρώσοι μελετητές,
οι οποίοι, με εξαίρεση τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, δεν έχουν ακό μη επιχειρήσει μια συστηματική μελέτη τής γενικής ιστορίας τών Ισαύ ρων Αυτοκρατόρων, δεν υπάρχει υπερβολική εξύμνησή τους. Οι τρεις τό μοι τού Κουλακόφσκι ασχολούνται με γεγονότα που φθάνουν μέχρι την
εποχή τών Εικονομάχων Αυτοκρατόρων. Ο πρώτος τόμος τών Μαθημά των Βυζαντινής Ιστορίας τού Σ. Π. Σεστακόφ, που περιλαμβάνει την πε
ρίοδο αυτή, δεν περιέχει καμιά εκτίμηση. Μια πολύ ενδιαφέρουσα και νέα εκτίμηση τής αντιμοναστικής και αντιμοναστηριακής κινήσεως υπάρ χει στα Σχεδιάσματα τού Κ Ν. Ουσπένσκι. Τελικά ο Θ. Ουσπένσκι πα ρατηρεί ότι «ο Λέων ο Ίσαυρος είναι υπεύθυνος για τον μάλλον
χοντροκομμένο τρόπο, με τον οποίο το λεπτό ζήτημα τής πίστεως και τής λατρείας τού Θεού αφέθηκε από το Κράτος στις στρατιωτικές και αστυ νομικές αρχές, που προσέβαλαν τα αισθήματα τού λαού, μεταβάλλοντας ένα επιμερούς πρόβλημα σε πολιτικό γεγονός»(2).
Αναγνωρίζοντας την ασυνήθη δραστηριότητα και τη διοικητική ικανό τητα τών δύο πρώτων Εικονομάχων Αυτοκρατόρων και δεχόμενος ότι αναμφιβόλως ο Λέων Γ' έσωσε την Αυτοκρατορία, πρέπει κανείς
-
βά
σει τού ιστορικού υλικού που υπάρχει- να αποφεύγει την υπερβολική ε ξύμνηση τής Δυναστείας τών Ισαύρων, δεδομένου ότι η πολιτική τους
-
ασχέτως προς την ειλικρίνεια τών διαθέσεων- δημιούργησε μεγάλες
εσωτερικές ανωμαλίες στην ζωή τής Αυτοκρατορίας, η οποία αναστατώ θηκε για πάνω από εκατό χρόνια. Από την πρώτη ακόμη περίοδό της, τον
80
αιώνα, η εικονοκλαστική κίνηση απομόνωσε την Ιταλία, δημιουργώ
ντας ένταση στις σχέσεις με τον Πάπα, ο οποίος αφόρισε τους Εικονομά
χους και στράφηκε προς τη Δύση ζητώντας βοήθεια και προστασία. Η στροφή αυτή τού Πάπα και η φιλία του με τους Φράγκους εγκαινίασε μια
νέα και εξαιρετικά σημαντική περίοδο τής Μεσαιωνικής Ιστορίας. Συγ χρόνως ετίθετο, σιγά-σιγά, η βάση για το οριστικό σχίσμα τών Εκκλη
σιών. Κατά τη διάρκεια τής δυναστείας τών Ισαύρων, το Βυζάντιο έχασε την κεντρική Ιταλία, συμπεριλαμβανομένου τού Εξαρχάτου τής Ρα βέννας, το οποίο κατέκτησαν, κατά τα μέσα τού 80υ αιώνα, οι Λογγο
βάρδοι, για να μεταβιβασθεί, αργότερα, από τον Πιπίνο τον Βραχύ στον Πάπα.
Οπωσδήποτε δεν έχει ακόμη γραφεί μια πλήρης ιστορία τής Δυνα στείας τών Ισαύρων και πολλά σπουδαία προβλήματα τής περιόδου αυ τής παραμένουν ακόμη άλυτα. Το ζήτημα π.χ. τής ελαττώσεως τού αριθ-
(1) «Cambridge (2)
Medieνal
History»
ΙV,
26.
«Iσroρία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» ΙΙ,
22
(Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
344
μού τών μοναχών και τών μοναστηριών και τής, μάλλον συχνής, εκκοσμί κευσης τών μοναστηριακών γαιών δεν έχει ακόμη ερευνηθεί. Η διεξοδι κότερη μελέτη τής κοινωνικής πλευράς τής εικονομαχικής πολιτικής τών Ισαύρων παραμένει ένα από τα πιο σπουδαία προβλήματα τής Βυζαντι νής Ιστορίας. Προσεκτική έρευνα τού ζητήματος αυτού μπορεί να φωτί σει εκ νέου όλη την «εικονοκλαστική» εποχή και να ανακαλύψει ενδεχο μένως σ' αυτήν βαθύτερο νόημα και ευρύτερη ιστορική σημασία.
ΟΙ ΔUΔΟΧΟΙΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ ΚΑΙ Η ΕΞ ΑΜΟΡΙΟΥ ΔΥΝΑΣΤΕU
Οι μεταξύ
802
και
867
A~τoκράτoρες
Η εποχή από τις αρχές τού 90υ αιώνα μέχρι την άνοδο τής Μακεδονικής Δυναστείας, το
867,
θεωρείται από τους ιστορικούς μία μεταβατική περί
οδος από την εποχή τής αναγεννήσεως τής Αυτοκρατορίας υπό τη διακυ βέρνηση τών Ισαύρων μέχρι τη λαμπρή περίοδο τών Μακεδόνων Αυτο
κρατόρων. Οι σύγχρονες όμως μελέτες δείχνουν ότι η περίοδος αυτή δεν είναι ένας απλός επίλογος, και υπερβαίνει τα όρια ενός προλόγου. Φαίνε ται μάλλον να έχει δική της, ιδιαίτερη, σημασία και αποτελεί μία νέα φά ση τού Βυζαντινού Πολιτισμού(l).
Η επανάσταση τού
802
εκθρόνισε την Ειρήνη και οδήγησε στον βυ
ζαντινό θρόνο τον Νικηφόρο Α'
(802-811),
ο οποίος, σύμφωνα με ανατο
λικές πηγές, ήταν αραβικής καταγωγής(2). Ένας από τους προγόνους του
πρέπει να είχε μεταναστεύσει στην Πισιδία, επαρχία τής Μικράς Ασίας, όπου, αργότερα, γεννήθηκε ο Νικηφόρος. Η φύση τής επαναστάσεως τού
802
ήταν κάτι το σπάνιο για τα χρονικά τής Βυζαντινής Ιστορίας. Η
συντριπτική πλfιονότητα τών πολιτικών εξεγέρσεων οργανώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τους στρατιωτικούς ηγέτες. Η περίπτωση
τού Νικηφόρου αποτελεί εξαίρεση στον γενικό αυτόν κανόνα, δεδομέ νου ότι δεν είχε καμιά σχέση με τον στρατό, κατέχοντας μόνο την ανώτε ρη θέση τού Υπουργού τών Οικονομικών. Ο Νικηφόρος σκοτώθηκε κατά
τη διάρκεια μιας μάχης με τους Βουλγάρους το
(1) Bury, «Eastern Roman Empire» (2)
Βλέπε π.χ.
φραση
J.
Β.
811
και ο θρόνος περιήλ-
νίίί.
Tabari, «Annales» 111 (2) 695. «Chronique de Michel le Syrien»
Chabot, 111 (1), 15.
Ε.
W. Brooks, «Byzantines and Arabs
ίη
μετά
the Time
οί
the Early Abbasids». Englίsh Historical Review, (1900), 743. Bratianu, «Etudes byzantines» 187, 191-195
(σχετικά με τη γενική πολιτική τού Νικηφόρου).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
345
θε, για λίγους μήνες, στα χέρια τού γιου του Σταυρακίου, ο οποίος ιίχε ε
πίσης τραυματισθεί σοβαρά κατά τον Βουλγαρικό Πόλεμο. Ο Σταυρά
κιος πέθανε τον ίδιο χρόνο
(811), αλλά πριν ακόμη πεθάνει είχε εκθρο
νισθεί από τον «κουροπαλάτη»* Μιχαήλ Α', μέλος τής ελληνικής οικογέ νειας τών Ραγκαβέ, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή τού ατυχούς Σταυρακίου και κόρη τού Νικηφόρου Α', Προκοπία. Αλλά και ο Μιχαήλ Α' βασίλευσε για μικρό χρονικό διάστημα
(811-813),
αφού εκθρονίσθη
κε, λόγω κυρίως τής αποτυχίας του στον πόλεμο εναντίον τών Βουλγά ρων, από τον στρατιωτικό Λέοντα, έναν Αρμένιο, ο οποίος είναι γνωστός
στην Ιστορία ως Λέων Ε' ο Αρμένιος
(813-820).
Το
820 ο
Λέων Ε' δολο
φονήθηκε και ο θρόνος κατελήφθη από τον Μιχαήλ Β' τον Τραυλό
829).
(820-
Ο Μιχαήλ καταγόταν από το Αμόριον τής Φρυγίας και για τούτο η
δυναστεία του
(820-867), την
οποία αποτελούν τρεις Αυτοκράτορες, είναι
γνωστή ως η εξ Αμορίου Δυναστεία ή Δυναστεία τών Φρυγίων. Ο νέος Αυτοκράτορας ήταν ένας τραχύς και αμαθής επαρχιώτης που πέρασε τα νεανικά του χρόνια στη Φρυγία «ανάμεσα σε αιρετικούς, Εβραίους και ημι-εξελληνισμένους Φρυγίους»(Ι). Μια μεταγενέστερη μάλιστα πληρο
φοριακή πηγή, συριακής προελεύσεως, ισχυρίζεται ότι ήταν Ιουδαίος εκ γενετής(2). Όταν πέθανε ο Μιχαήλ τόν διαδέχθηκε ο γιος του Θεόφιλος
(829-842),
ο οποίος παντρεύθηκε την ένδοξη αναστηλώτρια τής Ορθοδο
ξίας Θεοδώρα. Τελευταίος εκπρόσωπος τής Δυναστείας αυτής ήταν ο δι εφθαρμένος και ανίκανος γιος τους Μιχαήλ Γ'
(842-867),
ο οποίος
έμεινε γνωστός με το περιφρονητικό όνομα «Μέθυσος».
Κανείς Βυζαντινός Αυτοκράτορας δεν έχει τύχει τόσο κακής μεταχει ρίσεως
-
από τη βυζαντινή παράδοση και από τη μέταγενέστερη φιλολο
γία- όσο ο Μιχαήλ Γ ο Μέθυσος
-
αυτός ο «Καλιγούλας τού Βυζαντί
ου». Η απίστευτη ελαφρότητά του, η μέθη του, η τρομερή του ασέβεια και η βδελυρή του βωμολοχία έχουν πολλές φορές περιγραφεί. Τώρα τε λευταία όμως ο Γκρεγκουάρ έκαμε μία έντονη προσπάθεια να αποκατα
στήσει τη φήμη τού Μιχαήλ. Τόνισε πολλά γεγονότα τής εποχής του, κυ
ρίως δε τον δραστήριο και επιτυχημένο αγώνα του εναντίον τών Αράβων τής Ανατολής, και δήλωσε ότι αυτός, ο τελευταίος Αυτοκράτορας τής εξ Αμορίου Δυναστείας, κατείχε τις δυνατότητες μιας μεγαλοφυ'ίας και ότι πραγματικά εγκαινίασε τη θριαμβευτική φάση τής Βυζαντινής Ιστορίας
•
Σ.Τ.Μ. Κουροπαλάτης
(Curator Palatii)
σημαίνει φροντιστής τού παλατιού. Ο Κου
ροπαλάτης ήταν ανώτατος αξιωματούχο ς που ασκούσε τη μεγαλύτερη, μετά τον Βασι λέα, εξουσία.
(1) Bury, «Eastern Roman Empire» 111,78. (2) «Chroniqne de Michelle Syrien»,
μετάφραση
Chabot, 111
(Ι),
72.
Α, Α, ΒΑΣΙΛΙΕΦ
346
(αρχίζει το
843 και τελειώνει το 1025)(1).
Δεν μπορεί κανείς, όμως, να προχωρήσει τόσο όσο ο Γκρεγκουάρ χα
ρακτηρίζοντας τον Μιχαήλ μεγαλοφυία' βέβαια, δολοφονήθηκε ενώ ήταν ακόμη είκοαι οχτώ χρονών και ίσως δεν έζησε αρκετά για να δείξει την
έκταση τών δυνατοτήτων του. Αν και είχε μερικές πολύ δυσάρεστες ιδιό τητες, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι διέθετε δραστηριότητα και πρω τοβουλία και ακόμη
-
αυτό είναι το πιο σπουδαίο -
κατόρθωνε να επι
λέγει και να διατηρεί κοντά του ικανούς συμβούλους. Δίκαια ο Γκρε γκουάρ τονίζει τη βαθιά εντύπωση που άφησαν στη λα'ίκή παράδοση και στα λα'ίκά τραγούδια οι επιτυχημένες στρατιωτικές ενέργειες τού Μι χαήλ εναντίον τών Αράβων τής Ανατολής. Η εναντίον τών Ρώσων νίκη του στον Βορρά, το
860-861, άφησε,
επίσης, βαθιά ίχνη(2).
Όσο ήταν ανήλικος ο Μιχαήλ, η μητέρα τόυ Θεοδώρα υπήρξε ο επί σημος κυρίαρχος τής Αυτοκρατορίας, για δεκατέσσερα χρόνια, έχοντας εμπιστευθεί όλες τις υποθέσεις τού Κράτους στον ευνοούμενό της Θεό
κτιστο. Ο Μιχαήλ, αφού ενηλικιώθηκε, διέταξε να θανατωθεί ο Θεόκτι στος, ανάγκασε τη μητέρα του να γίνει μοναχή και ανέλαβε τη διοίκηση
τής Αυτοκρατορίας. Αυτή η δραστήρια μεταβολή υποκινήθηκε από τον Βάρδα, θείο τού Αυτοκράτορα και αδελφό τής Θεοδώρας, ο οποίος γρή γορα κατέλαβε τα ανώτατα αξιώματα τού κουροπαλάτη και τού καίσαρα, αποκτώντας συγχρόνως μεγάλη επιρροή σε όλα τα ζητήματα τού Κρά τους. Ένας πρεσβευτής από την Αραβία, τον οποίο δέχθηκε ο Μιχαήλ σε
ακρόαση, άφησε μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα τής τέλειας αδιαφορίας τού Αυτοκράτορα για τα ζητήματα τού Κράτους. Ο πρεσβευτής έγραφε τα εξής: ~<Δεν άκουσα ούτε μία λέξη από τα χείλη του αφότου πήγα μέχρι τη στιγμή που έφυγα. Μόνο ο μεταφραστής μιλούσε και ο Αυτοκράτορας
άκουγε εκδηλώνοντας τη συγκατάθεσή του ή τη διαφωνία του με κινή σεις τού κεφαλιού. Ο θείος του ρύθμιζε όλες του τις υποθέσεις»(3).
Ικανότατος από πολλές απόψεις, ο Βάρδας πολέμησε μ' επιτυχία τους εχθρούς τής Αυτοκρατορίας, δείχνοντας συγχρόνως ότι διέθετε σαφή αντίληψη τών συμφερόντων τής Εκκλησίας, και αγωνίσθηκε ευσυνείδητα
(1)
Βλέπε Η,
des lettres de
Gregoire, «Du Nouveau sur le Patriarche Photius» (Bul1etin de la classe Ι'
Academie royale de Belgique,
θρα Και μελέτες του ο
ΧΧ,
1934, 38-39).
Σε διάφορα άλλα άρ
Gregoire τονίζει την ίδια ιδέα.
(2) Α Α Vasίlieν, «The First Russian Attack οη Constantinople ίη 860-861». (3) Η I.σtOρία αυτή διασώθηκε α..-ι:ό τον -Άραβα ι<πορικ6 Tabari, «Annales», έκδοση de Ooeje,
ΙΙΙ
1451'
Παράρτημα,
ρωσική μετάφραση Α Α Vasilίev, «Το Βυζάντιο και οι -Άραβες» Ι,
188,
58, V. R, Rosen, «The Emperor Basίl Bulgaroctonus» 147' γαλλική μετά φραση Α Α. Vasilίeν, «Byzance et les Arabes» 1,321-322. Diehl και Marςais, «Le Monde oriental» Ι, 320, σημ, 135. Αγγλικά στον Bury, «Eastern Roman Empire» 280-281.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΙΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
347
για την καλύτερη διαφώτιση και διαπαιδαγώγηση τού λαού. Αλλά και αυτός σκοτώθηκε ύπουλα ύστερα από ραδιουργίες τού νέου ευνοουμέ
νου τής αυλής Βασιλείου, τού μετέπειτα, δηλαδή, ιδρυτή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων. Μετά τον θάνατο τού Βάρδα ο Μιχαήλ υιοθέτησε τον
Βασίλειο και τόν έστεψε με το αυτοκρατορικό στέμμα. Η συμβασιλεία τους κράτησε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο, δεδομένου ότι ο Βασί λειος, υποπτευόμενος ότι ο Μιχαήλ συνωμοτούσε εναντίον του, έπεισε μερικούς φίλους του να σκοτώσουν τον ευεργέτη του ύστερα από μια
γιορτή τού παλατιού. Ο Βασίλειος, κατ' αυτόν τον τρόπο, έγινε ο μόνος κυρίαρχος τής Αυτοκρατορίας και ο ιδρυτής-τής πιο φημισμένης δυνα στείας τής Βυζαντινής Ιστορίας.
Έτσι, κατά τη διάρκεια τής από το
802
μέχρι το
867 περιόδου,
ο θρό
νος κατελήφθη από δύο Άραβες ή Σημίτες, από έναν Έλληνα -τον Μι χαήλ Α' -
-,
που παντρεύθηκε την κόρη ενός' Αραβα -τού Νικηφόρου Α'
από έναν Αρμένιο και τελικά από τρεις Φρυγίους ή
ρούσε να πει κανείς -
-
όπως θα μπο
κατά το ήμισυ Έλληνες. Για πρώτη φορά στη Βυ
ζαντινή Ιστορία ο θρόνος τού Βυζαντίου είχε περιέλθει στη σημιτική φυ λή. Είναι φανερό ότι κατά τη διάρκεια τής περιόδου αυτής οι ανατολικοί παράγοντες έπαιξαν πολύ σπουδαίο ρόλο στη διοίκηση τής Αυτοκρατο ρίας.
Εξωτερικές σχέσεις τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ~ ΑραΡες και ΣλάΡοι και η ανταρσία τού Θωμά τού Σλάρου Σε ολόκληρο σχεδόν τον
90
αιώνα, οι μεταξύ τών Αράβων και τού Βυ
ζαντΙου σχέσεις ήταν εχθρικές. Στα ανατολικά σύνορα οι σχέσεις αυτές έπαιρναν τη μορφή συνεχών συγκρούσεων που γίνονταν σχεδόν κάθε χρόνο με αποτέλεσμα τη συχνή ανταλλαγή αιχμαλώτων. Στη μωαμεθανι κή πλευρά τών συνόρων είχε δημιουργηθεί μία γραμμή οχυρών Συρία μέχρι τα σύνορα τής Αρμενίας -
-
από τη
με σκοπό την προστασία τής χώ
ρας από τις επιδρομές τού στρατού τού Βυζαντίου. Παρόμοια οχυρά υ πήρχαν στη βυζαντινή πλευρά. Κατά τη διάρκεια τού 90υ αιώνι:ι μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις επεκτείνονταν οι συνοριακές συγκρούσεις για να μεταβληθούν σε σοβαρές εκστρατείες. Παράλληλες με τη βαθμιαία
πολιτική παρακμή τού Χαλιφάτου, τον
90
αιώνα, η οποία ήταν καρπός
σοβαρών εσωτερικών ταραχών καθώς και τής υπεροχής τών Περσών και αργότερα τών Τούρκων, οι συνεχείς επιθέσεις τών Μουσουλμάνων ενα ντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έπαψαν ν' απειλούν, όπως τον και
80
70
αιώνα, την ίδια την ύπαρξη τής Αυτοκρατορίας. Οι επιθέσεις αυ-
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
348
τές όμως συνέχισαν, οπωσδήποτε, να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στις επαρχίες τών συνόρων, πλήττοντας την οικονομική ευχέρεια τού
πληθυσμού, μειώνοντας την ικανότητά του να καταβάλει τους φόρους και σκοτώνοντας πολλούς κατοίκους. Τα πρώτα τριάντα χρόνια τού 90υ αιώ
να χαρακτηρίζονται από τη βασιλεία τών περίφημων χαλιφών Χαρούν αρ-Ρασίντ
(786-809)
και Μαμούν
(813-833),
επί τών ημερών τών οποίων
η περσική επιρροή απέκτησε αποκλειστική σχεδόν δύναμη παραμερίζο ντας την ισχύ τών Αράβων. Στις πολιτικές τους ιδέες οι χαλίφες τού 90υ αιώνα, κυρίως δε ο Μαμούν, έμοιαζαν με τους Βυζαντινούς Αυτοκράτο ρες στο ότι πίστευαν πως η δύναμή τους έπρεπε να είναι απεριόριστη και να απλώνεται σε όλες τις εκδηλώσεις τής ζωής τού Κράτους τους.
Αν και οι μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου συγκρούσεις στην Ανατολή
δεν είχαν σοβαρές συνέπειες για καμία από' τις δύο πλευρές, η δράση τού μουσουλμανικού στόλου στη Μεσόγειο, που οδήγησε στην κατοχή τής Κρήτης, τού μεγαλύτερου μέρους τής Σικελίας και μερικών σπου
δαίων σημείων τής νότιας Ιταλίας, υπήρξε πολύ σημαντική. Ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα
-
αναφερόμενο στις κατά το
πρώτο ήμισυ τού 90υ αιώνα σχέσεις Βυζαντίου και Αράβων -
υπήρξε η
συμμετοχή τών Αράβων στο κίνημα τού Θωμά, κατά τη διάρκεια τής βα
σιλείας τού Μιχαήλ Β'. Το κίνημα αυτό οργανώθηκε, στη Μικρά Ασία, από τον Θωμά, έναν
Σλάβο, και έλαβε την έκταση ενός μεγάλου εμφυλίου πολέμου που κρά τησε περισσότερο από δύο χρόνια. Αποτελεί δε το κεντρικό γεγονός τής
εποχής τού Μιχαήλ Β' και έχει πολύ ενδιαφέρον από πολιτικής, θρη qκευτικής και κοινωνικής πλευράς.
Πολιτικώς το κίνημα υπήρξε σημαντικό, δεδομένου ότι ο Θωμάς κα
τόρθωσε να πάρει με το μέρος του όλη τη Μικρά Ασία, εκτός από τον στρατό δύο θεμάτων. Υπό τις σημαίες του -όπως αναφέρουν μερικές πηγές -
μαζεύτηκαν διάφορες εθνότητες τής Μικράς Ασίας, καθώς και
οι συνοριακές περιοχές τού Καυκάσου. Εκτός από τους συμπατριώτες του, τους Σλάβους, που είχαν σχηματίσει μερικές αποικίες στη Μικρά Α σία, μετά την ομαδική τους μετανάστευση από την Ευρώπη, ο στρατός
τού Θωμά είχε Πέρσες, Αρμενίους, Ίβηρες και μέλη πολλών άλλων φύ λων τού Καυκάσου(l). Βλέποντας ο χαλίφης Μαμούν ότι ο Θωμάς ήταν
αρχηγός μιας τέτοιας μεγάλης δυνάμεως δεν δίστασε να κάνει μια στενή συμμαχία μ' αυτόν, προκειμένου να τόν βοηθήσει στην εκθρόνιση τού
Μιχαήλ, παίρνοντας, σε αντάλλαγμα, την υπόσχεση να δοθούν στους
(1)
Πρβλ. την επιστολή τού Αυτοκράτορα Μιχαήλ προς τον Αυτοκράτορα τής Δύσεως
Λουδοβίκο τον Ευσεβή:
Genesius, Βοnn, 33.
Baronii, «AnnaIes eccIesiastici»
έκδοση
Theiner,
ΧΙV,
63.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
349
Άραβες ορισμένες συνοριακές περιοχές που ανήκαν στο Βυζάντιο. Με
τη συγκατάθεση ή με την υπόδειξη τού Μαμούν ο Θωμάς στέφθηκε, στην Αντιόχεια, από τον Πατριάρχη τής Πόλεως Ιώβ, Βασιλεύς τών Ρωμαίων
και ο Αυτοκράτορας τού Βυζαντίου είχε να αντιμετωπίσει έναν πολύ επι κίνδυνο και δυναμικό αντίπαλο. Οι ' Αραβες τής Ανατολής έδειχναν προ φανώς μεγάλο ενδιαφέρον για την εξέλιξη αυτής τής στάσεως τού Θωμά. Από θρησκευτικής πλευράς το κίνημα είναι πολύ ενδιαφέρον, διότι ο Θωμάς χρησιμοποίησε τη δυσαρέσκεια τής πλειονότητας τού λαού, που
προκλήθηκε αΠό την ανανέωση τής Εικονομαχίας, αγγέλλοντας ότι υπο στήριζε την Εικονολατρία, ισχυριζόμενος ακόμη ότι ήταν ο Κωνσταντί νος
-
ο γιος τής Ειρήνης που είχε παλαιότερα αποκαταστήσει την Ορ
θοδοξία. Η τακτική αυτή προσείλκυσε πολλούς οπαδούς. Η κίνηση τού Θωμά είχε επίσης ορισμένες συνέπειες κοινωνικής φύ
σεως. Στη Μικρά Ασία, οι αρμόδιοι για τη συλλογή τών φόρων πήγαν με το μέρος τού Θωμά και, όπως αναφέρεται κάπου, παρουσιάστηκε μία ε ξέγερση τών «δούλων εναντίον τών κυρίων»(I). Οι κατώτερες τάξεις επα
ναστάτησαν εναντίον τών εκμεταλλευτών τους γαιοκτημόνων, θέλοντας να απολαύσουν στο μέλλον καλύτερες μέρες. Σύμφωνα με την ίδια πηγή ο
εμφύλιος πόλεμος που επακολούθησε, «σαν τους ορμητικούς καταρρά κτες τού Νείλου πλημμύρισε τη γη όχι με νερό αλλά με αίμα»(2).
Υποστηριζόμενος από τον στόλο στο Αιγαίο Πέλαγος ο Θωμάς οδή γησε τον στρατό του εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως. Αφού εξουδετέ ρωσε την αντίσταση που προέβαλε στον δρόμο του ο στρατός τού Μι
χαήλ, πολιόρκησε την πρωτεύουσα τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. Όταν έφθασε στις ευρωπα'ίκές ακτές, οι Σλάβοι τής Θράκης
και τής Μακεδονίας ενώθηκαν μαζί του και η πολιορκία τής Κωνσταντι νουπόλεως κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο. Ο Μιχαήλ βρέθηκε σε πολύ
δύσκολη θέση, αλλά θριάμβευσε χάρη σε δύο γεγονότα. Αφ' ενός μεν πέ τυχε να νικήσει τον στόλο τού Θωμά, ενώ αφ' ετέρου βοηθήθηκε από
τους Βουλγάρους, οι οποίοι παρουσιάσθηκαν απροσδόκητα στον Βορρά, υπό την ηγεσία τού Βασιλέως τους Μορτάγωνος, και νίκησαν τις χερ
σαίες δυνάμεις τών στασιαστών. Ο Θωμάς δεν μπορούσε ν' ανακτήσει την παλαιά του δύναμη και για τούτο ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Αναγκάσθηκε να φύγει, αλλά συνελήφθη αργότερα και εκτελέσθηκε,
ενώ τα υπολείμματα τού στρατού του εξοντώθηκαν χωρίς δυσκολία. Αυτή η περίπλοκη επανάσταση που κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια, κατεπνίγη τελείως το
823 και ο Μιχαήλ μπορούσε πια να αισθάνεται τον
(1) Theophanes Continuatus, «Historia» (2) Ένθ. ανωτ.
έκδοση Βοnn,
53.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
350
εαυτό του ασφαλή στον θρόνο(Ι).
Τα αποτελέσματα αυτού τού κινήματος υπήρξαν πολύ σπουδαία για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αποτυχία του υπήρξε και αποτυχία τής προσπάθειας για την αποκατάσταση τής Εικονολατρίας. Η ήττα τού Θω μά σήμαινε την ήττα τού χαλίφη Μαμούν στις επιθετικές του ενέργειες εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επί πλέον το κίνημα αυτό δημι ούργησε πολύ σοβαρές κοινωνικές μεταβολές στη Μικρά Ασία. Τον
60
αιώνα, κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Μεγάλου Ιουστινιανού, είχε
πολύ διαδοθεί στην Αυτοκρατορία το σύστημα τών μεγάλων αγροκτημά των, τα οποία καλλιεργούσαν, ως δούλοι, οι αγρότες. Σε πηγές τών επό μενων αιώνων υπάρχουν αναφορές και σε μικρά αγροκτήματα, ενώ τον
100
αιώνα παρουσιάζονται και πάλι να επικρατούν -κυρίως στη Μικρά
Ασία- οι μεγαλο"ίδιοκτήτες. Το γεγονός αυτό; ίσως, είναι ένα αποτέλε σμα τού κινήματος τού Θωμά, το οποίο, αναμφιβόλως, κατέστρεψε πολ λούς μικρο"ίδιοκτήτες που, μη μπορώντας να πληρώσουν τους βαρείς φό ρους τού Κράτους, αναγκάσθηκαν να μεταβιβάσουν τα κτήματά τους
στους πλούσιους γείτονές τους. Ασχέτως όμως προς τις αιτίες, η εκ νέου εμφάνιση τής μεγάλης ιδιοκτησίας, τον
80
αιώνα, άρχισε ν' απειλεί και
αυτήν ακόμη τη δύναμη τού Αυτοκράτορα. Αυτό κυρίως βρίσκει πλήρη την εφαρμογή του στη Μικρά Ασία(2).
Μέχρι το
840
περίπου οι μεταξύ Βυζαντίου και Αράβων συγκρούσεις
δεν είχαν σοβαρές συνέπειες. Την περίοδο αυτή το Χαλιφάτο αντιμετώ πιζε μεγάλες εσωτερικές ανωμαλίες, οι οποίες ενισχύονταν, μερικές φο
ρές, από τις επιδέξιες παρεμβάσεις τής Κυβερνήσεως τού Βυζαντίου. Ο γιος τού Μιχαήλ Β', Θεόφιλος, ηττήθηκε το αλλά το επόμενο έτος
(831)
830
στη Μικρά Ασία,
πέτυχε, στην Κιλικία, μια νίκη εναντίον τών
Αράβων, γία την οποία έγινε θριαμβευτικά δεκτός στην Κωνσταντινού
πολη(3). Τα έτη πo~ ακολούθησαν τη νίκη αυτή δεν έδωσαν πολλές επιτυ-
(1)
Πιο λεπτομερή κριτική περιγραφή τής ανταρσίας τού Θωμά βλέπε στον Vasilίev,
«Το Βυζάντιο και οι 'Αραβες» (Γαλλική μετάφραση
Empire» (84-110). 111.
Ι.
Uspensky,
«Βυζαντινή
22-49). Bury, «Eastern Roman Αυτοκρατορία» ΙΙ (1) 279-292. Οι εκ
δότες τής γαλλικής μεταφράσεως τού βιβλίου μου λένε ότι θεωρώ τον Θωμά ως αρμε νικής καταγωγής (σελ.
26). Αυτό όμως δεν
είναι σωστό. Δεν παύω να τόν θεωρώ ως έ
νανΣλάβο.
(2) Finlay, «History of Greece» έκδοση Tozer, Ι1, 133. Bury, «Eastern Roman Empire» 1Ι, 110. (3) Βλ. Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι Άραβες» 82-92. Γαλλικά 103-114. Bury, «Eastern Roman Empire» 254, 472-417. Περί τού θριάμβου βλ. Constantini Porphyrogeniti, «De ceremoniis au]ac byzantinae» 503-507.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
351
χίες στον Θεόφιλο. Ένας ιστορικός από την Αραβία λέει μάλιστα ότι ο Μαμούν απέβλεπε στην ολοκληρωτική υποδούλωση τής Αυτοκρατορί ας(l). Ο Θεόφιλος έστειλε στον Μαμούν αντιπροσωπεία με προτάσεις ει
ρήνης, αλλά το
833
πέθανε ο Μαμούν και τόν διαδέχθηκε ο αδελφός του
Μουτασίμ. Κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του επικράτησε μία δια κοπή τών εχθροπραξιών, αλλά το
837
ο Θεόφιλος έκανε μια επιθετική ε
νέργεια που υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής. Κατέλαβε και πυρπόλησε την πόλη Σωζόπετρα, ενώ συγχρόνως εισέβαλε και σε άλλα μέρη. Για την ε
πιτυχία του αυτή επαναλήφθηκε στην πρωτεύουσα ο θρίαμβος που είχε πραγματοποιηθεί κατά την επιστροφή του πριν έξι χρόνια(2). Το
838
όμως ο Μουτασίμ δημιούργησε έναν μεγάλο στρατό, ο οποίος
εισχώρησε βαθιά στη Μικρά Ασία και, ύστερα από μία μεγάλη πολιορ κία, κατέλαβε τη σπουδαία και οχυρωμένη πόλη τής Φρυγίας Αμόριον,
από όπου προήλθε η Δυναστεία που βασίλευε την εποχή αυτή' <<τον ο φθαλμό και τη βάση τού Χριστιανισμού», όπως λέει, υπερβάλλοντας, ο 'Αραβας χρονογράφος. Ο Μουτασίμ ήθελε να βαδίσει εναντίον τής Κων σταντινουπόλεως μετά την επιτυχία του στο Αμόριον, αλλά αναγκάσθηκε
να εγκαταλείψει τα σχέδιά του και να επιστρέψει στη Συρία, όταν πληρο φορήθηκε την ύπαρξη στρατιωτικής συνωμοσίας στη χώρα του(3).
Τα χρονικά τής Ελληνικής Εκκλησίας συνδέουν την πολιορκία τού Αμο ρίου με την ιστορία τών Τεσσαράκοντα δύο μαρτύρων, οι οποίοι, αφού αρ νήθηκαν να δεχθούν τον Ισλαμισμό, οδηγήθηκαν στις όχθες τού ποταμού
Τίγρητος, όπου και αποκεφαλίσθηκαν. Τα σώματά τους πετάχθηκαν στον ποταμό αλλά, κατά θαυματουργό τρόπο, επέπλεαν στο νερό μέχρις ότου
μεταφέρθηκαν από μερικούς Χριστιανούς, στην ξηρά, για να ταφούν(4).
(1) Yaqubi, «Historiae» έκδοση Μ. Th. Houtsma, 11,573. Vasilίev, «Το Βυζάντιο και οι .Αραβες» παράρτημα 9. Γαλλική έκδοση 274. (2) Vasίliev ένθ. ανωτ. 113-117. Γαλλικά 37-43. Bury, «Eastem Roman Empire» 260262. Περί τού θριάμβου βλ. «De cerimoniis» 507-508. (3) Tabari, «Annales» ΠΙ, 1236 (Ρωσικά). Vasίliev, «Το Βυζάντιο και οι •Αραβες». Παράρτημα 30. Γαλλικά 294-295. Η πιο λεπτομερής περιγραφή τής εκστρατείας τού Αμορίου βρίσκεται στο αραβικό χρονικό τού Tabari «Annales» ΙΙΙ, 1.236-1.256. Ρωσι κά 30-46. Γαλλικά 295-310. Για την εκστρατεία γενικά. Ρωσικά 119-140, Γαλλικά 144177. Bury, «Eastern Roman Empire» 262-272. Bury, «Mutasim's March Through Cappadocia ίη A.D. 838» (Journal of Hellenic Studies, ΧΧΙΧ, 1909, 120-129). (4) Βλέπε «Acta 42 martyrum Amoriensium» έκδοση V. G. Vasilievsky και Ρ. Nikitin, «Transactions of the Imperial Academy of Sciences» ΥΙΙΙ Ser., ΥΙΙ, 2 (1905) 35. Βλέπε και Bury, «Eastern Roman Empire» 271-272. Επίσης «Ενα ελληνικό κείμενο τής ζωής τών 42 Μαρτύρων τού Αμορίου» (βάσει τού χειρογράφου τής Εθνικής Βιβλιοθήκης τών Παρισίων) (Νο 1534) έκδοση Α. Α. Vasίliev, «Transactions» ΥΙΙΙ ser., 111, 3 (1898), 16.
352
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Η τύχη τού Αμορίου έκανε μεγάλη εντύπωση στον Θεόφιλο. Έχασε
κάθε ελπίδα να αντισταθεί μόνος του αποτελεσματικά στις επιθέσεις τών
Αράβων και, φοβούμενος μήπως χάσει την πρωτεύουσα, στράφηκε προς τη Δύση για βοήθεια. Οι πρεσβευτές του έφθασαν στη Βενετία, στο Ίνγκελχα"ίμ τής Γερμανίας, στην αυλή τού Λουδοβίκου τού Ευσεβούς
και, ακόμη, στην Ισπανία, στην αυλή τού Ομεϋάδη εμίρη. Οι ηγεμόνες τής Δύσεως, αν και δέχθηκαν φιλικά τους πρεσβευτές τού Αυτοκράτορα,
δεν τού έδωσαν καμία πρακτική βοήθεια. Κατά τη διάρκεια τής τελευταίας περιόδου τής εξ Αμορίου Δυναστεί
ας, δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια τής βασιλείας τού Θεοφίλου και κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Μιχαήλ Γ', οι εσωτερικοί αγώνες τού Χαλιφάτου εμπόδισαν τους' Αραβες τής Ανατολής να επιχειρήσουν νέες εκστρατείες εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ σε μερικές πε
ριπτώσεις ο στρατός τού Βυζαντίου πέτυχε να νικήσει τους Άραβες. Το
863
ο Ομάρ, εμίρης τής Μελιτηνής, κατέλαβε την πόλη Αμισό, στις ακτές
τού Ευξείνου Πόντου, και εξαγριωμένος από το γεγονός ότι η θάλασσα τόν εμπόδιζε στην πορεία του, μαστίγωσε, όπως ο Ξέρξης, το νερό. Τον ίδιο χρόνο όμως, ενώ επέστρεφε, κυκλώθηκε από τον στρατό τού Βυζα ντίου, τον οποίο διοικούσε ο στρατηγός Πετρωνάς, και ύστερα από μια μάχη που έγινε σε ένα μέρος γνωστό ως Πόσον, ο μεν Ομάρ σκοτώθηκε,
ενώ ο στρατός του σχεδόν εξοντώθηκε(!). Η λαμπρή αυτή νίκη τού στρα τού τού Βυζαντίου δοξάστηκε στον Ιππόδρομο τής Κωνσταντινουπόλεως και ένας ειδικός ύμνος -ο οποίος έχει διασωθεί- συνετέθη για να πα νηγυρίσει τον θάνατο τού εμίρη στο πεδίο τής μάχης(2).
Η πρώτη επίθεση τών Ρώσων εναντίον τής Κωνσταντινουπ6λεως Ενώ οι διάφορες πληροφοριακές πηγές ασχολούνται με τις μεταξύ Αρά βων και Βυζαντίου συγκρούσεις, ξαφνικά αρχίζουν να μιλούν για την πρώτη επιδρομή τών «Ρως» ή Ρώσων εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως.
Μέχρι τον τελευταίο, σχεδόν, καιρό το γεγονός αυτό ετοποθετείτο από τους περισσότερους ιστορικούς στο
865
ή στο
866
και συχνά συνδεόταν
με την εκστρατεία τών Ρώσων πριγκίπων' Ασκολντ και Ντιρ. Αλλά από
το
1894,
οπότε εκδόθηκε από τον Βέλγο μελετητή Φραντς Κυμόν
(Franz
(1) Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι Άραβες» Ι, 199-201. Bury, «Eastern Roman Empire» ΠΙ, 283-284. (2) Constantini Porphyrogeniti, «De ceremoniis aulae byzantinae-» Ι, 69: έκδοση Βοηη, 332-333. Βλέπε J. Β. Bury, «The Ceremonial Book of Constantine Porphyrogennetos» (EngIish Historica! Review, ΧΧΙΙ, 1907,434).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Cumont)
353
ένα σύντομο ανώνυμο χρονικό που βρέθηκε στις Βρυξέλλες, η
γνώμη αυτή θεωρείται λανθασμένη. Το χρονικό αυτό μάς δίνει πολύ α κριβείς πληροφορίες: οι Ρώσοι πλησίασαν στην Κωνσταντινούπολη με
διακόσια πλοία στις
18
Ιουνίου τού
860,
αλλά ηττήθηκαν, χάνοντας πολ
λά aπό τα πλοία τους(l). Μερικοί μελετητές αμφέβαλλαν για την παλαιό
τερη χρονολόγηση τής επιθέσεως αρκετά πριν aπό τη δημοσίευση τού α νωνύμου χρονικού και βάσει διαφόρων υπολογισμών, έτειναν να πιστεύ ουν ότι το
860
ήταν η σωστή χρονολογία. Έτσι ο γνωστός Ιταλός λόγιος
τού 180υ αιώνα Ασεμάνι Ρώσων έλαβε χώρα
(Assemani), αναφέρει ότι η πρώτη επίθεση τών στα τέλη τού 859 ή στις αρχές τού 860, αν και οι με
ταγενέστεροι μελετητές ξέχασαν τελείως τ' aπoτελέσματα τών ερευνών του(2). Δεκατέσσερα χρόνια πριν από την εμφάνιση τού ανωνύμου χρονι
κού τών Βρυξελλών και τελείως ανεξάρτητα από τον Ασεμάνι, ο Ρώσος
εκκλησιαστικός ιστορικός Γκολουμπίνσκι στο συμπέρασμα ότι η επίθεση έγινε ή το
(Golubinsky) κατέληξε επίσης 860 ή στις αρχές τού 861(3).
Σε μια από τις ομιλίες του ο Πατριάρχης Φώτιος, που έζησε την εποχή τής επιθέσεως, αναφέρει τους Ρώσους ως «Σκύθας, τραχείς και βαρβά ρους», χαρακτηρίζοντας την επίθεσή τους βάρβαρη, επίμονη και τρομε ρή(4).
Αγώνες με τους
Άραβες τής Δύσεως
Συγχρόνως με τους αγώνες που διεξήγε η Αυτοκρατορία στην Ανατολή, έπρεπε να αγωνισθεί και με τους' Αραβες τής Δύσεως. Η Β. Αφρική, την
οποία είχαν κατακτήσει οι 'Αραβες με τόση δυσκολία, τον
70
αιώνα,
γρήγορα ελευθερώθηκε aπό την κυριαρχία τών χαλιφών τής Ανατολής και μετά το
800
οι Αμπασίδες χαλίφες έπαψαν να ασκούν οποιαδήποτε
εξουσία στα δυτικά τής Αιγύπτου, ενώ, στις αρχές τού 90υ αιώνα
(800),
ιδρύθηκε στην Τύνιδα μια ανεξάρτητη Δυναστεία -οι Αγκλαβίδες-, η οποία διέθετε έναν ισχυρό στόλο. Όλες οι κτήσεις τού Βυζαντίου, στη Μεσόγειο Θάλασσα, aπειλoύνταν
σοβαρά aπό τους' Αραβες κατά τη διάρκεια τής περιόδου αυτής. Από τις αρχές ακόμη τού 90υ αιώνα, την εποχή τού Νικηφόρου Α', οι Άραβες (ι) «Anecdota Bruxellcnsia», Ι. Chroniques Byzantincs du Manuscrit 11376, έκδοση F. Cumont, 33.
(2) «KaIcndaria Ecclcsiae Universae» 1,240-243, (3)
«Ιστορία τής Ρωσικής Εκκλησίας» Ι
ΙΥ,
(1),21-22
9. (δεύτερη έκδοση,
1901) 11 (1), 40
(Ρωσικά).
(4)
«Ιπ
Rossorum incursioncm Homilac» 1-11. Lcxicon Vindobonensc
Nauck, 201, 209, 221).
(έκδοση Α.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
354
τής Αφρικής βοήθησαν τους Σλάβους τής Πελοποννήσου στην επανάστα
σή τους και στην πολιορκία τών Πατρών. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας
τού Μιχαήλ Β' η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχασε το, από στρατηγική και εμπορική άποψη, αξιόλογο νησί τής Κρήτης, το οποίο κατελήφθη από
,Αραβες τής Ισπανίας,
οι οποίοι αρχικά αναζήτησαν καταφύγιο στην Αί
γυπτο και στη συνέχεια προχώρησαν προς την Κρήτη. Ο αρχηγός τους έ
κτισε στο νησί αυτό μια νέα πόλη, την οποία περιέβαλε με μια βαθιά τά φρο -«χάντακ», Αραβικά-, από την οποία προήλθε το νέο όνομα τής νήσου Χάνδαξ(J). Από την εποχή αυτή η Κρήτη έγινε το κέντρο τών πει ρατών που λεηλατούσαν τα νησιά τού Αιγαίου Πελάγους, καθώς -και τις παράκτιες περιοχές, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό μεγάλη πολιτική
και οικονομική αναστάτωση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ακόμη πιο σοβαρή για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε η απώλεια τής Σικελίας. Από τον
70
και
80
αιώνα ακόμη το νησί αυτό υφίστατο τις
επιδρομές τών Αράβων, αν και δεν ήταν πολύ σοβαρές. Την εποχή όμως τής εξ Αμορίου Δυναστείας, άλλαξαν τα πράγματα. Στα τέλη τής βασι λείας τού Μιχαήλ Β', κάποιος Ευφήμιος οργάνωσε ένα κίνημα εναντίον τού Αυτοκράτορα και ανακηρύχθηκε, αργότερα, ' Αρχων τής Αυτοκρατο
ρίας. Γρήγορα όμως αντελήφθη ότι οι δικές του δυνάμεις δεν ήταν αρκε τές για να αντισταθεί στον αυτοκρατορικό στρατό και ζήτησε βοήθεια από τους' Αραβες τής Αφρικής, οι οποίοι έφθασαν στη Σικελία. Αντί να βοηθήσουν όμως τον Ευφήμιο, άρχισαν να κατακτούν το νησί, ενώ ο Ευ
φήμιος σκοτώθηκε από τους οπαδούς τού Αυτοκράτορα(2). Κατά τη γνώ
μη τού Ιταλού ιστορικού Γκαμπότο
(Gabotto),
ο Ευφήμιος υπήρξε ένας
ονειροπόλος ιδεαλιστής που αγωνίσθηκε για την ανεξαρτησία τής χώρας του, καθώς και ένας συνεχιστής τής παραδόσεως που απέβλεπε στη δημι ουργία μιας ανεξάρτητης Ιταλίας, δηλαδή <<τής Ρωμα'ίκής Ιταλικής Αυτο κρατορίας»
(Impero Romano Italiano).
Ωστόσο ο χαρακτηρισμός τού
Γκαμπότο δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα(3).
(1) Δεν είναι βέβαιο αν η Κρήτη κατελήφθη ωτ6 τους' Αραβες το 823 ή το 825. Βλέπε Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι •Αραβες» 45-53' σχετικά με τη χρονολογία σελ. 49 σημ. 1. Γαλλικά 49-61. Bury, «Eastem Roman Empire» 287-291. Ο Brooks, σε ένα άρθρο που είναι σπουδαίο κυρίως ωτ6 την άποψη τής κριτικής έρευνας τών πηγών, τοποθετεί
την κατάληψη στο
828. Ε. Brooks, «The Arab Occupation of Crete» (English Historical Review, XXVIII, 1913, 432). (2) Σχετικά με την επανάσταση τού Ευφημίου βλέπε: F. Gabotto, «Eufemio ίl movimento separatista nella Italίa bizantina». Βλέπε επίσης Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι Άραβες», 56-75. Γαλλικά 61-88. Bury, «Eastern Roman Empire" 294-302, 478-480. (3) Gabotto ένθ. ανωτ. 6-7. Vasilίev ένθ. ανωτ. 73-74. Γαλλικά 85. Μ. Amari, «Storia dei MusuImani di SiciIia» Ι, 282 (δεύτερη έκδοση 1933),412.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
355
Οι ' Αραβες εγκαταστάθηκαν στον Πάνορμο (Παλέρμο) και, σιγά-σι γά, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος τής Σικελίας, συμπεριλαμβανομέ νης τής Μεσσήνης, και κατά τα τέλη τής βασιλείας τής εξ Αμορίου Δυνα στείας, από όλες τις μεγάλες πόλεις τής Σικελίας μόνον οι Συρακούσες απέμεναν στα χέρια τών Χριστιανών. Από τη Σικελία το πιο φυσικό για τους' Αραβες ήταν να προχωρήσουν στις βυζαντινές κτήσεις τής νότιας Ιταλίας.
Η Ιταλική Χερσόνησος έχει στη νότιά της άκρη δύο μικρές χερσονή σους: η μία, στη νοτιοανατολική πλευρά, ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Καλαβρία, ενώ η άλλη, στη νοτιοδυτική πλευρά, λεγόταν Βρεττία. Την εποχή τού Βυζαντίου τα ονόματα αυτά άλλαξαν. Από τα μέσα τού Ίου αι ώνα το όνομα Βρεττία αντικαταστάθηκε σταδιακά από το όνομα Καλα βρία, το οποίο άρχισε, κατ' αυτόν τον τρόπο, να χρησιμοποιείται και για
τις δύο χερσονήσους. Μ' άλλα λόγια η Καλαβρία δήλωνε τότε όλες τις κτήσεις τού Βυζαντίου στη νότια Ιταλία, γύρω από τον Κόλπο τού Τάρα ντος(l).
Η πολιτική κατάσταση τής Ιταλίας τον
60
αιώνα είχε ως εξής: Η Βυ
ζαντινή Αυτοκρατορία διατηρούσε τη Βενετία, το μεγαλύτερο μέρος τής
Καμπανίας, με το Δουκάτο τής Νεαπόλεως και δύο άλλα δουκάτα, κα θώς και τις δύο μικρές νότιες χερσονήσους. Η Βενετία και η Καμπανία
ήταν εξαρτημένες πολιτικώς πολύ λίγο από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεδομένου ότι είχαν μία δική τους, αυτόνομη, διοίκηση, ενώ η νότια Ιτα λία ήταν εξαρτημένη απευθείας από την Αυτοκρατορία. Το μεγαλύτερο μέρος τής Ιταλίας βρισκόταν στα χέρια τών Λογγοβάρδων. Στα τέλη τού Ίου αιώνα, ο Λογγοβάρδος Δούκας τού Μπενεβέντο απέσπασε από το
Βυζάντιο τον Τάραντα, φθάνοντας μέχρι τις ακτές τού Κόλπου και απο μονώνοντας έτσι τις δύο βυζαντινές περιοχές, οι οποίες μπορούσαν να ε πικοινωνούν πια μόνον από τη θάλασσα. Μετά τις κατακτήσεις τού Με
γάλου Καρόλου στην Ιταλία και τη στέψη του στη Ρώμη, όλη η Ιταλική Χερσόνησος, εκτός από τις περιοχές τού Βυζαντίου, ετέθη, τυπικά, υπό την εξουσία τού Αυτοκράτορα τής Δύσεως, αν και στην πραγματικότητα
η δύναμή του στον Νότο δεν ξεπέρασε τα σύνορα τού Κράτους τού Πάπα και τού Δουκάτου τού Σπολέτο. Το Δουκάτο τού Μπενεβέντο παρέμεινε ανεξάρτητο. Συγχρόνως με τη βαθμιαία κατάκτηση τής Σικελίας, ο αραβικός στό
λος άρχισε να λεηλατεί τις ακτές τής Ιταλίας. Η κατάκτηση τού Τάραντος την εποχή τού Θεοφίλου υπήρξε μία μεγάλη και άμεση απειλή εναντίον τών επαρχιών τού Βυζαντίου στη νότια Ιταλία. Ο στόλος τής Βενετίας που έσπευσε να βοηθήσει τον Αυτοκράτορα στον Κόλπο τού Τάραντος,
(1)
Βλέπε
J. Gay, «L' Italie MeridionaIe et
Ι'
Empire Byzantin», 5-6.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
356
υπέστη βαριά ήττα. Εν τω μεταξύ οι ' Αραβες κατέλαβαν τη σπουδαία ο χυρή πόλη τού Μπάρι, στις ανατολικές ακτές τής χερσονήσου, και aπό ε κεί κατηύθυναν τις επιθέσεις τους εναντίον τών περιοχών τής εσωτερικής
Ιταλίας. Ο Αυτοκράτορας τής Δύσεως Λουδοβίκος Β', έσπευσε με τον στρατό του αλλά νικήθηκε και αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Συγχρόνως, στα μέσα περίπου τού 90υ αιώνα, οι ' Αραβες πειρατές παρουσιάσθηκαν
στον Τίβερη, aπειλώντας τη Ρώμη, αλλά, αφού πήραν πλούσια λάφυρα, έφυγαν από την αρχαία πρωτεύουσα. Οι Βασιλικές τού Αγίου Πέτρου και τού Αγίου Παύλου, που ήταν έξω aπό τα τείχη τής πόλεως, υπέστη σαν μεγάλες ζημιές κατά τη διάρκεια αυτής τής επιθέσεως.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι μεταξύ Αράβων και Βυζα ντίου προστριβές, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τής εξ Αμορίου Δυνα στείας, κατέληξαν, στη Δύση, εις βάρος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κρήτη και η Σικελία χάθηκαν' η μεν πρώτη μόνο μέχρι το
961,
η δε
δεύτερη για πάντα. Μερικά αξιόλογα σημεία τής νότιας Ιταλίας πέρασαν στα χέρια τών Αράβων, αν και, κατά τα μέσα τού 90υ αιώνα, αυτά δεν α ποτελούσαν μία συνεχή και μεγάλη περιοχή. Τ' aπoτελέσματα τών αγώ νων με τους ,Αραβες, στα ανατολικά σύνορα, υπήρξαν πολύ διαφορετι κά, δεδομένου ότι εκεί η Αυτοκρατορία κατόρθωσε να διατηρήσει τις κτήσεις της σχεδόν άθικτες. Οι μικρές και ασήμαντες μεταβολές που έγι
ναν εκεί, δεν επηρέασαν τη γενική εξέλιξη τών πραγμάτων. Στο σημείο αυτό οι προσπάθειες τής εξ Αμορίου Δυναστείας υπήρξαν πολύ σημαντι κές για την Αυτοκρατορία, αφού για μια περίοδο σαράντα επτά ετών οι Αυτοκράτορες αυτής τής Δυναστείας μπόρεσαν να αποκρούσουν τις επι
θέσεις τών Αράβων τής Ανατολής και να διατηρήσουν, γενικά, την ακε ραιότητα τών κτήσεων τού Βυζαντίου στη Μικρά Ασία.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τής εξ Αμορίου Δυναστείας Στις αρχές τού 90υ αιώνα ο βουλγαρικός θρόνος βρισκόταν στα χέρια
τού ικανού και έξυπνου Κρούμμου, ο οποίος εξελίχθηκε σε εξαιρετικά ε πικίνδυνο εχθρό τού Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος, έχοντας αντιληφθεί τη δύ ναμη τού Κρούμμου και τη δυνατότητα που είχε να πάρει με το μέρος του
τους Σλάβους τής Μακεδονίας και τής Θεσσαλίας, μετέφερε πολλούς α ποίκους, aπό άλλα μέρη τής Αυτοκρατορίας, σε αυτές τις δύο επαρχίες.
Με το μέτρο αυτό, το οποίο, όπως αναφέρεται κάπου, δημιούργησε αρκετή δυσαρέσκεια στους aπoίκoυς' ο Αυτοκράτορας ήλπιζε ν' αποφύ γει τον κίνδυνο μιας συμμαχίας τών Βουλγάρων με τους Σλάβους τών δύο επαρχιών που αναφέραμε(I).
(1) Theophanes, «Chronographia»
έκδοση
dc Boor, 486.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Το
811,
357
ύστερα από αρκετές συμπλοκές με τους Βουλγάρους, ο Νικη
φόρος ανέλαβε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον τού Κρούμμου, κατά τη
διάρκεια τής οποίας ο στρατός του έπεσε σε ενέδρα και υπέστη σοβαρή ήττα. Ο ίδιος ο Νικηφόρος σκοτώθηκε, ο γιος του Σταυράκιος τραυμα τίσθηκε σοβαρά και ο στρατός αφανίστηκε σχεδόν ολόκληρος. Από την
εποχή που έγινε, το
378,
η περίφημη μάχη, κοντά στην Αδριανούπολη,
κατά την οποία σκοτώθηκε ο Ουάλης πολεμώντας τους Βησιγότθους, δεν υπήρχε, πριν αίτό τον Νικηφόρο, άλλο παράδειγμα Αυτοκράτορα που να πέθανε κατά τη διάρκεια μάχης εναντίον τών βαρβάρων. Ο Κρούμμος κατασκεύασε από το κρανίο τού νεκρού Αυτοκράτορα ένα κύπελλο, από το οποίο αναγκάσθηκαν να πιουν όλοι οι Βούλγαροι ευγενείς(ΙJ.
Το
813
ο Κρούμμος νίκησε τον Μιχαήλ Α' που εκστράτευσε εναντίον
του, επικεφαλής ενός πολύ ισχυρού στρατού, τον οποίο είχαν ενισχύσει
ακόμη και τα στρατεύματα από τα ανατολικά σύνορα. Η αριθμητική ό μως υπεροχή τού στρατού τού Βυζαντίου δεν αποδείχθηκε αποτελεσματι κή και ο στρατός τού Μιχαήλ νικήθηκε και αναγκάσθηκε να τραπεί σε φυγή, μέχρι τα τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως. Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά την άνοδο τού Λέοντος Ε' τού Αρμενίου στον θρόνο, ο Κρούμμος ε πετέθη εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως, πολιορκώντας την πόλη με σκοπό
-
όπως αναφέρεται κάπου -
«να στερεώσει τη λόγχη του στη
Χρυσή Πύ λη» (2J. Εδώ όμως ανακόπηκε η ορμή του, δεδομένου ότι πέθανε
ξαφνικά, αφήνοντας έτσι για ένα διάστημα την Αυτοκρατορία ήσυχη από την απειλή τών Βουλγάρων(3 J .
Ένας από τους άμεσους διαδόχους τού Κρούμμου, ο Ομουρτάγ, «μια από τις πιο αξιόλογες προσωπικότητες τής αρχαίας ιστορίας τής Βουλγα ρίας»(4J , έκανε με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την εποχή τού Λέοντος
Ε', μια ειρήνη διαρκείας τριάντα ετών. Η συμφωνία κυρίως περιεστράφη
γύρω από το ζήτημα τού καθορισμού τών συνοριακών γραμμών τών δύο κρατών, στην περιοχή τής Θράκης. Ίχνη αυτών τών γραμμών υπάρχουν ακόμη και σήμερα(SJ. Μετά την ειρήνη με τους Βουλγάρους, ο Λέων Ε' α
νοικοδόμησε μερικές από τις κατεστραμμένες πόλεις τής Θράκης και τής
(1) Cedreni, «Historiarum compendium», έκδοση Βοηη ΙΙ, 42.
(2) Theophanes, «Chronographia» έκδοση de Βοοτ, 503. (3) Βλ. Bury, «Eastcrn Roman Empire» 339-354. Th. Ι Uspensky, «Βυζαντινή Αυτο κρατορία» ΙΙ (1) 250-263. S. Runciman, «Α History of the First Bulgarian Empire» 5170. (4) Uspensky, «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» 11 (Ι) 263. (5) Βλέπε J. Β. Bury, «The Bulgarian Treaty of A.D. 814 and the Great Fcncc of Thracc» (English Historical Rcview, XXV, 1910,276-87).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
358
Μακεδονίας. Επίσης έκτισε ένα νέο ισχυρότερο τείχος γύρω από την πρωτεύουσα, για μια ασφαλέσrερη άμυνα εναντίον κάθε πιθανής μελλο ντικής επιθέσεως τών Βουλγάρων.
Οι μεταγενέσrερες σχέσεις Βουλγάρων και Βυζαντίου δεν χαρακτηρί
ζονται από κανένα εξαιρετικό γεγονός μέχρι τα μέσα τού 90υ αιώνα, ο πότε ο θρόνος τής Βουλγαρίας ήλθε σrα χέρια τού Βόριδος ή Βογόριδος
(852-889),
τού οποίου το όνομα είναι σrενά συνδεδεμένο με τα σχετικά
με τον εκχρισrιανισμό τών Βουλγάρων γεγονότα. Η χρισrιανική π(σrη είχε εισαχθεί σrη Βουλγαρία αρκετά πριν από
την εποχή τού Βογόριδος, κυρίως μέσω αιχμαλώτων τού βυζαντινού σrρατoύ, τους οποίους είχαν συλλάβει οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια
τών αγώνων τους με τον σrρατό τής Αυτοκρ.ατορίας. Οι ειδωλολάτρες Βούλγαροι Χάνοι καταδίωξαν αυσrηρά «τόσο τους πλανημένους όσο και τους πλανευτές». Ο Θ. Ουσπέσνκι πισrεύει ότι «δεν υπάρχει αμφι βολία ότι ο Xρισrιανισμός άρχισε να διαδίδεται σrη Βουλγαρία πολύ νωρίς ... Από τον
80
αιώνα ακόμη υπήρχε ένας αριθμός Xρισrιανών σrα
ανάκτορα τών πριγκίπων. Οι αγώνες μεταξύ Xρισrιανών και ειδωλολα τρών έγιναν αφορμή πολλών ταραχών, καθώς και συχνής αλλαγής τών Χάνων»(Ι).
Η μετασrρoφή τού Βογόριδος σroν Xρισrιανισμό είχε ως αφορμή την
πολιτική κατάσrαση τής Βουλγαρίας, η οποία τόν ανάγκασε να επιδιώξει σrενότερες σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έλληνες κληρικοί πήγαν σrη Βουλγαρία για να διαδώσουν τον Xρισrιανισμό σroυς αυτό χθονες. Το
864 ο
βασιλεύς Βόγορις βαπτίσθηκε παίρνοντας το όνομα Μι
χαήλ και, ύσrερα από αυτό το γεγονός, ο λαός του δέχθηκε τον Xρισrια νισμό. Η παράδοση ότι οι δύο περίφημοι ιεραπόσroλoι Κύριλλος και
Μεθόδιος έλαβαν ενεργό μέρος σrη βάπτιση τού Βογόριδος, δεν μπορεί
να αποδειχθεί βάσει αυθεντικών ενδείξεων. Το ότι οι Βούλγαροι δέχθη
καν το βάπτισμα 'από τα χέρια τού κλήρου τού Βυζαντίου, συνετέλεσε πο λύ σrην αύξηση τού γοήτρου και τής επιρροής τή Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας σrη Βαλκανική Χερσόνησο. Ο Βόγορις, όμως, γρήγορα αντελήφθη ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είχε διάθεση να δώσει σrην Εκκλησία τής Βουλγαρίας πλήρη ανεξαρτησία. Ο Βούλγαρος ηγεμόνας ήθελε να διατηρήσει το δικαίωμα τής πνευματικής καθοδηγήσεως τής χώρας του
και φοβόταν την πιθανή πολιτική εξάρτηση τού κράτους του από τη Βυ ζαντινή Αυτοκρατορία. Αποφάσισε λοιπόν να καταφύγει σε μια εκκλησι ασrική συμμαχία με τη Ρώμη και έσrειλε μια αντι.ίτροσωπεία σroν Πάπα (Ι)
«MateriaIs fol' Bulgarian Antiquities, Aboba-Plisca» (BulIetin of the Russian Archcological Institute ίη Constantinople, Χ. 1905, 197). Βλέπε επίσης Uspensky, «Βυ ζαντινή Αυτοκρατορία» 11 (Ι) 453.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
359
Νικόλαο Α' ζητώντας του να σrείλει σrη Βουλγαρία Λατίνους ιερείς. Ο Πάπας ευχαρίσrως δέχθηκε την αίτηση αυτή και γρήγορα έφθασαν σrη
Βουλγαρία Λατίνοι επίσκοποι και ιερείς, ενώ ο ελληνικός κλήρος εκδιώ χθηκε. Ο θρίαμβος όμως τού Πάπα δεν διήρκεσε πολύ, δεδομένου ότι η Βουλγαρία γρήγορα σrράφηκε και πάλι προς την Ελληνική Εκκλησία. Το
γεγονός αυτό όμως συνέβη αργότερα' την εποχή τής Μακεδονικής Δυνα σrείας(l).
Αν και οι σχέσεις Kωνσrαντινoυπόλεως και Ρώμης είχαν ενταθεί την
εποχή τών θρησκευτικών ταλαντεύσεων τού Βογόριδος, δεν είχε ακόμη παρουσιασθεί, σrην Εκκλησία, επίσημη ρήξη. Η σrρoφή τού Βογόριδος προς τον ελληνικό ή λατινικό κλήρο δεν αποτελούσε ένδειξη προτιμή
σεως προς την Ορθοδοξία ή τον Καθολικισμό. Η Εκκλησία τής περιόδου αυτής παρέμενε ακόμη, επισήμως, μία Παγκόσμια Εκκλησία.
Η δεύτερη περίοδος τής Εικονομαχίας και η αποκατάσταση τής Ορθοδοξίας. Το σχίσμα τών Εκκλησιών τον 90 αιώνα Οι πρώτοι Αυτοκράτορες τής περιόδου
802-867
δεν υπήρξαν Εικονομά
χοι, και φάνηκε ότι η Εικονολατρία, την οποία είχε απoκατασrήσει η Ει ρήνη, θα μπορούσε σιγά-σιγά να γίνει ισχυρότερη και να αποφύγει νέες
περιπέτειες. Ο Νικηφόρος ακολούθησε πολιτική θρησκευτικής ανοχής, συνδυασμένης με την ιδέα τής κυριαρχίας τού Κράτους πάνω σrην Εκκλησία. Αν και αναγνώριζε τις αποφάσεις τής Συνόδου τής Νικαίας και τη νίκη τών Εικονολατρών, δεν υπήρξε θερμός οπαδός τών τελευταί ων. Για τους πραγματικούς ζηλωτές τής Εικονολατρίας η ανεκτική πολιτι κή τού Νικηφόρου ήταν εξίσου κακή με την αίρεση. Είναι πολύ πιθανόν
ότι ο Αυτοκράτορας ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τα θρησκευτικά ζητή ματα και ότι τα ζητήματα αυτά τόν απασχολούσαν μόνον εφόσον είχαν κάποια σχέση με το Κράτος. Εν τούτοις όμως ο μοναχισμός πέρασε κρί σιμες σrιγμές την εποχή τού Νικηφόρου, κυρίως όταν ο Αυτοκράτορας
αντικατέσrησε τον Πατριάρχη Ταράσιο -τον οποίο ο λαός σεβόταν και αγαπούσε πολύ- με τον νέο πατριάρχη Νικηφόρο, που έφθασε σrην α
νιι)τατη αυτή θέση προερχόμενος κατευθείαν από τις τάξεις τών λα·ίκών.
(1)
Σχετικά με τις πιο σύγχρονες περιγραφές τού εκχριστιανισμού τής Βουλγαρίας
(-\λέπε
F. Dvornik, «Lcs SIavcs, Byzance et Rome αυ IXe siecle», 184-195. V. Zlatarsky, «Ιστορία» (Ι, 2,31-152. Βουλγαρικά). S. Runciman, «First Bulgarian Empire» 104 (τον Σεπτέμl-\ριο τού 865' αναφέρεται στο έργο τού Zlatarsky). Α. Vaillant και Μ. Lascaris, «La Date de Ιο. Conνersion des Bulgares» (Revue des etudes slaνes, ΧΙΙΙ, 1933, 13' το 864). Th. Ι. Uspcnsky. «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» Il, 451-470 (το 865).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
360
Η εκλογή αυτή τού Πατριάρχη συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον Θε
όδωρο Στουδίτη και τους οπαδούς του που αργότερα εξορίστηκαν.
Ο Μιχαήλ Α' Ραγκαβές βασίλευσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διά στημα
(811-813),
κατά το οποίο βρισκόταν υπό τη σταθερή επιρροή τού
Πατριάρχη και τών μοναχών . Υπήρξε ένα υπάκουο <<τέκνο» τής Εκκλη σίας, καθώς και ένας καλός υπερασπιστής τών συμφερόντων της. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του ο Θεόδωρος και οι οπαδοί του ανεκλήθη σαν από την εξορία. Είχε περάσει ένα τέταρτο τού αιώνα αφότου η Ειρήνη αποκατέστησε την Εικονολατρία, αλλά η κίνηση τών Εικονομάχων υφίστατο ακόμη
ζωηρή στις Ανατολικές Επαρχίες τής Μικράς Ασίας και στις τάξεις τού στρατού. Το
813
έγινε Αυτοκράτορας ο Λέων, ένας Αρμένιος στρατηγός.
Την εποχή τών προκατόχων του ο Λέων είχε μεγάλη εξουσία ως επιτυχη μένος στρατηγός και φρόντιζε να κρύβει τις εικονομαχικές απόψεις του, αλλά μόλις εκθρόνισε τον Μιχαήλ Ραγκαβέ, άρχισε επισήμως να εφαρ
μόζει μια εικονομαχική τακτική. Κάποια πληροφοριακή πηγή αποδίδει στον Λέοντα τα εξής λόγια: «Βλέπετε ότι όλοι οι Αυτοκράτορες που δέ χτηκαν τις εικόνες και τη λατρεία τους πέθαναν στην εξορία ή στη μάχη. Μόνο αυτοί που δεν λάτρευσαν τις εικόνες είχαν φυσικό θάνατο, ενώ κατείχαν ακόμη τον αυτοκρατορικό τίτλο. Οι Αυτοκράτορες αυτοί τοπο θετήθηκαν σε αυτοκρατορικού ς τάφους με μεγάλες τιμές και τάφηκαν
στον Ναό τών Αγίων Αποστόλων. Θέλω ν' ακολουθήσω το παράδειγμά τους και να καταστρέφω τις εικόνες, έτσι ώστε μετά τον θάνατό μου και
τον θάνατο τού γιου μου να συνεχισθεί η βασιλεία μας μέχρι την τέταρτη και πέμπτη γενεά»(l).
Τα εικονοκλαστικά μέτρα τού Λέοντος βρήκαν αντίθετο τον Πατριάρ
χη Νικηφόρο, ο οποίος εκθρονίστηκε, αργότερα, από τον Αυτοκράτορα. Τη θέση τού Νικηφόρου τήν πήρε ο Θεόδοτος, ο οποίος συμφωνούσε α
πόλυτα με τη θρη'σκευτική τακτική τού Λέοντος. Το
815
έγινε μια δεύτε
ρη εικονοκλαστική Σύνοδος στον Ναό τής Αγίας Σοφίας στην Κωνστα ντινούπολη. Τα πρακτικά τής Συνόδου καταστράφηκαν μετά την αποκα τάσταση τής Εικονολατρίας, αλλά η απόφασή της διασώθηκε σ' ένα από τα απολογητικά έργα τού Πατριάρχη Νικηφόρου(2).
Έχοντας -η Σύνοδος αυτή- εγκρίνει και επικυρώσει τα δόγματα που δέχθηκαν οι ' Αγιοι Πατέρες και σύμφωνα με τις έξι ' Αγιες Οικου μενικές Συνόδους, καταδίκασε την απαράδεκτη από την παράδοση κατα σκευή και λατρεία τών εικόνων, προτιμώντας την «εν πνεύματι και αλη-
(1) «Scriptor incertus de Leone Bardae filio» (Βοnη, ed. 349). (2) Σχετικά με τη Σύνοδο αυτή βλέπε Ostrogorsky, «Geschichtc des byzantinischen Bilderstreites», 46-60.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
361
θεία» λατρεία. Η απόφαση τής Συνόδου αναφέρει ακόμη ότι με τη μετα βίβαση τής αρχής από τους άνδρες σε μια γυναίκα (Ειρήνη), η «γυναι
κεία απλο'ίκότητα οδήγησε στην αποκατάσταση τής λατρείας τών "νε κρών εικόνων"», στο άναμμα κεριών και στο κάψιμο τού θυμιάματος. Η Σύνοδος απαγόρευσε την κατασκευή και τη λατρεία τών εικόνων όπως
τήν δεχόταν ο Πατριάρχης Ταράσιος, και καταδίκασε το άναμμα τών κε ριών, καθώς και την προσφορά λιβανιού μπροστά στις εικόνες. Ουσια στικά οι αποφάσεις αυτές αποτελούν επανάληψη τών βασικών ιδεών τής εικονοκλαστικής Συνόδου τού
754,
τής οποίας και επιβεβαίωσε τα πρα
κτικά. Η Σύνοδος διακήρυξε την απαγόρευση τής λατρείας τών εικόνων και το άχρηστο τής κατασκευής τους. Δεδομένου ότι η Σύνοδος αυτή «α πέφυγε να χαρακτηρίσει τις εικόνες είδωλα, επειδή υπάρχουν διάφορες βαθμίδες τού κακού»(Ι), έχει θεωρηθεί από ορισμένους πιο ανεκτική από την πρώτη εικονομαχική Σύνοδο. Τώρα τελευταία όμως έχει υποστηρι
χθεί η γνώμη ότι η δεύτερη εικονοκλαστική κίνηση, κυρίως την εποχή τού ΛέΟΥtOς Ε' και τού Θεοφίλου, δεν ήταν ούτε πιο μετριοπαθής ούτε πιο ανεκτική από εκείνην τού Λέοντος Γ' και τού Κωνσταντίνου ΕΌ Απλώς η δεύτερη εικονομαχική κίνηση υπήρξε «πνευματικά πτωχότερη»(2).
Οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες τής δεύτερης περιόδου Λέων Ε' ο Αρ μένιος, Μιχαήλ Β' ο Τραυλός και Θεόφιλος, έπρεπε να φέρουν εις πέ
ρας τη θρησκευτική τους πολιτική κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν την πρώτη περίοδο. Η δεύτερη περίοδος κράτησε μόνο τριάντα, περίπου, χρόνια
(815-843)'
υπήρξε δηλαδή πολύ
πιο σύντομη από την πρώτη που κράτησε περισσότερο από πενήντα χρό
νια. Οι Εικονομάχοι τής πρώτης περιόδου αιφνιδίασαν τούς οπαδούς τών εικόνων' τούς βρήκαν δηλαδή ανοργάνωτους και ανέτοιμους για τον α
γώνα. Τα σκληρά όμως μέτρα που αντιμετώπισαν, ανάγκασαν τους Εικο νολάτρες να ενωθούν, να ενισχύσουν την πίστη τους, να αναπτύξουν α
γωνιστικές μεθόδους και να συλλέξουν όλο το δογματικό και θεωρητικό υλικό τους. Οι Εικονομάχοι τής δεύτερης περιόδου επομένως συνάντη σαν πολύ μεγαλύτερη αντίσταση από τους προκατόχους τους και ο αγώ νας έγινε πιο δύσκολος γι' αυτούς. Ιδιαίτερα ισχυρή υπήρξε η αντίσταση τού ηγουμένου τής Μονής τού Στουδίου, Θεοδώρου, και τών οπαδών του, οι οποίοι ήταν εκ πεποιθήσεως οπαδοί τής Εικονολατρίας, ενώ συγχρό
νως ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον λαό. Επί πλέον ο Θεόδωρος έγραφε και μιλούσε φανερά εναντίον τών επεμβάσεων τής αυτοκρατορική ς εξου-
(1)
Μ.
D.
Serτuys,
et d' histoire,
«Les actes du Concile lconoclaste de I'an 815» (Melanges d' archeologie
ΧΧΙΙΙ,
1903,348-349).
Βλέπε μια μεταγενέστερη και καλύτερη έκδοση στον
Ostrogorsky, «Geschichte des byzantinischen Bilderstreites», 48-51. (2) Ostrogorsky,
ένθ. ανωτ.
56.
.
362
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
σίας στις υποθέσεις τής Εκκλησίας, υποστηρίζοντας την αρχή τής ανε
ξαρτησίας τής Εκκλησίας και τής ελευθερίας τής συνειδήσεως. Θυμωμέ νος από τη στάση και τη δράση τού Θεοδώρου ο Αυτοκράτορας τόν εξόρισε όπως και πολλούς από τους οπαδούς του. Σύμφωνα με τις πηγές που έχουν διασωθεί και που όλες σχεδόν, χω ρίς εξαίρεση, διάκεινται εχθρικά προς τους Εικονομάχους, ο διωγμός τών εικόνων και τών όσων τίς λάτρευαν υπήρξε πολύ σκληρός την εποχή τού Λέοντος Ε'. Οι πηγές αυτές μάλιστα αναφέρουν ονόματα μαρτύρων
που μαρτύρησαν την περίοδο αυτή. Αφ' ετέρου, ακόμη και οι πιο σφο
δροί αντίπαλοι τού Λέοντος Ε' αναγνωρίζουν ότι υπήρξε ικανότατος στην υπεράσπιση τής Αυτοκρατορίας και σοφός στα διοικητικά του μέ τρα. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, «ο Πατριάρχης Νικηφόρος», τον ο
ποίο εκθρόνισε ο Λέων, «είπε, μετά τον θάνατο τού Λέοντος, ότι το Κρά τος τών Ρωμαίων έχασε έναν μεγάλο αν και ασεβή άρχοντα»(!). Εν τούτοις όμως άλλοι, σύγχρονοι τού Λέοντος, τόν ονομάζουν «ερπετό», συγκρίνο ντας την εποχή του με τον «χειμώνα και την πυκνή ομίχλψ>(2 J • Οι γνώμες διαφέρουν σε ό,τι αφορά τις θρησκευτικές απόψεις τού δι
αδόχου τού Λέοντος, Μιχαήλ ΒΌ Ενώ μερικοί ιστορικοί τόν θεωρούν ου δέτερο και αδιάφορο και έναν άνθρωπο που «ακολούθησε το μονοπάτι τής ανοχής και που διακήρυξε τις μεγάλες αρχές τής ελευθερίας τής συ νειδήσεως»(3 J , άλλοι τόν ονομάζουν «έναν εκ πεποιθήσεως, αν και όχι φα νατικό, Εικονομάχο, που αποφάσισε να υποστηρίξει τις εικονοκλαστικές μεταρρυθμίσεις τού Λέοντος λόγω τού ότι ανταποκρίνονταν στις προσω
πικές του πεποιθήσεις, αρνούμενος συγχρόνως να συνεχίσει τον διωγμό τών Εικονολατρών»(4 J • Ένας σύγχρονος ιστορικός πιστεύει ότι «το πολιτι κό πρόγραμμα τού Μιχαήλ συνίστατο σε μια προσπάθεια συμβιβασμού
όλων τών θρησκευτικών διαφωνιών, αν και αυτή η προσπάθεια είχε ως
αποτέλεσμα μία επιβεβλημένη αποσιώπηση επίμαχων ζητημάτων, καθώς και μία ανεκτική στάση έναντι στα διαφωνούντα στοιχείω>(;).
Οπωσδήποτε, παρά τις εικονομαχικές του τάσεις, ο Μιχαήλ δεν επα νέλαβε τούς διωγμούς τών Εικονολατρών, αν και όταν ο Μεθόδιος -ο ο ποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως- μετέφερε στον
(1) Genesius, «Regna» Βοηη ed. 17-18. Βλέπε επίσης Theophanes Continuatus, «Historia» Βοηη ed. 30. (2) Βλ. Α. Dobroklonsky, «Θεόδωρος ο Ομολογητης και Ηγούμενος τού Στουδίου» (Ι, 850, Ρωσικά). (3) Gelzer, «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte» 967. Schwarzlose, «Der Bίlderstr6it», 72. Ternovsky, «Η Ελληνο-ΑνατολΙΚ1] Εκκλησία» (487, Ρωσικά). (4) Μ. Grossu, «Θεόδωρος Στουδίτης» (151, Ρωσικά). (5) Dobroklonsky (Ι, 849).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
363
Αυτοκράτορα μια επιστολή τού Πάπα, ζητώντας του να αποκαταστήσει τη λατρεία τών Εικόνων, καταδικάστηκε σε μαστίγωση και φυλακίστηκε σε έναν τάφο. Συγκρίνοντας την εποχή τού Λέοντος Ε' με τη βασιλεία τού Μιχαήλ Β' οι σύγχρονοί τους χρησιμοποιούν φράσεις σαν κι αυτές:
«η φωτιά έσβησε, αλλά καπνίζει ακόμη», «σαν ένα ερπετό η ουρά τής αι
ρέσεως δεν έχει εξοντωθεί και κουλουριάζεται ακόμη», «ο χειμώνας πέ ρασε, αλλά η πραγματική άνοιξη δεν ήρθε ακόμη» Κ.λπ.
ταδικαστικές έως τις πλέον εγκωμιαστικές. Σε ό,τι αφορά την Εικονομα χία η βασιλεία τού Θεοφίλου υπήρξε η πιο τραχεία εποχή τής δεύτερης περιόδου τής εικονοκλαστικής κινήσεως. Κύριος σύμβουλος τού Αυτο
κράτορα και ιθύνων νους για τα σχετικά με την Εικονομαχία ζητήματα υ πήρξε ο Ιωάννης ο Γραμματικός -ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως- που θεωρείται ο πιο φωτισμένος άνθρωπος τής
περιόδου αυτής, αν και κατηγορήθηκε, όπως εξάλλου συνέβαινε συχνά με τους μορφωμένους τού Μεσαίωνα, ότι ασκούσε μαγγανεία και μα
γεία. Οι μοναχοί, πολλοί από τους οποίους ήταν αγιογράφοι, τιμωρούν
ταν αυστηρά. Έτσι Π.χ. ο μοναχός Λάζαρος καταδικάστηκε να καούν οι παλάμες του με πυρωμένο σίδερο, ενώ οι αδελφοί Θεοφάνης και Θεόδω ρος, λόγω τού ζήλου με τον οποίο υποστήριζαν τις εικόνες, μαστιγώθη καν και στιγματίστηκαν στο μέτωπο με υβριστικούς ελληνικούς στίχους
-τους οποίους είχε συνθέσει ο ίδιος ο Θεόφιλος για τον σκοπό αυτό-, αποκτώντας έκτοτε την επωνυμία «Γραπτοί».
Εν τούτοις όμως μια πιο κριτική μελέτη τών σχετικών με τον Θεόφιλο πηγών μ.ίτορεί να οδηγήσει τους ιστορικούς στο να εγκαταλείψουν την ά ποψη ότι οι διωγμοί υπήρξαν υπερβολικά σκληροί την εποχή αυτού τού
Αυτοκράτορα. Τα γεγονότα που αποτελούν ενδείξεις σκληρής μεταχείρι σης τών Εικονολατρών είναι λίγα, ο δε Μπιούρυ πιστεύει ότι οι θρησκευ
τικοί διωγμοί τού Θεοφίλου δεν ξεπέρασαν ορισμένα γεωγραφικά όρια, δεδομένου ότι ο Αυτοκράτορας επέμενε κυρίως στην καταστροφή τών ει κόνων τής πρωτεύουσας και τών περιχώρων της. Ο Μπιούρυ έχει επίσης τη γνώμη ότι καθ' όλη τη διάρκεια τής δεύτερης περιόδου τής Εικονομα
χίας η Εικονολατρία αναπτύχθηκε πολύ στην Ελλάδα καθώς επίσης και
(1)
Ένθ. ανωτ.
850.
364
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
στα νησιά και στις ακτές τής Μικράς Ασίας, αν και το γεγονός αυτό δεν
έχει πλήρως εκτιμηθεί από τους ιστορικούς. Ο 'Αγγλος ιστορικός πιστεύ ει επίσης ότι ο Αυτοκράτορας μόνο σε λίγες, εξαιρετικές περιπτώσεις, κατέφυγε σε αυστηρές τιμωρίες(l). Απομένει ακόμη πολύ εργασία για μια
ορθή εκτίμηση τής δεύτερης περιόδου τής εικονοκλαστικής κινήσεως.
Η σύζυγος τού Θεοφίλου, Θεοδώρα, υποστήριζε με ζήλο τη λατρεία τών εικόνων, ο δε Αυτοκράτορας γνώριζε πολύ καλά τις τάσεις της αυ τές. Όταν πέθανε ο Θεόφιλος, το
842,
η Θεοδώρα έμεινε ο μόνος επίση
μος άρχοντας τού κράτους, δεδομένου ότι ο γιος της Μιχαήλ ήταν ανήλι κος.
Το πρώτο πρόβλημα που απασχόλησε τη Θεοδώρα υπήρξε η αποκα τάσταση τής εικονολατρίας. Η αντίδραση τών Εικονομάχων δεν υπήρξε
το
842
τόσο ζωηρή όσο ήταν την εποχή τής Ειρήνης, δεδομένου ότι
χρειάστηκε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο για να μπορέσει η Θεοδώ ρα να συγκαλέσει μία Σύνοδο που επικύρωσε τις θρησκευτικές απόψεις τής Αυτοκράτειρας, ενώ η Ειρήνη χρειάστηκε για το ίδιο ζήτημα επτά χρόνια.
Ο Ιωάννης Γραμματικός εκθρονίστηκε και ο πατριαρχικός θρόνος τής Κωνσταντινουπόλεως δόθηκε στον Μεθόδιο, που υπέφερε πολύ την επο
χή τού Μιχαήλ. Τα πρακτικά τής Συνόδου, την οποία συγκάλεσε η Θεο δώρα, δεν έχουν διασωθεί, άλλες όμως πηγές δείχνουν ότι επικύρωσαν τους κανόνες τής Συνόδου τής Νικαίας και ότι αποκατέστησαν τη λα
τρεία τών εικόνων. Όταν η Σύνοδος ολοκλήρωσε τις εργασίες της έγινε στην Αγία Σοφία μια επίσημη λειτουργία, στις
11
Μαρτίου τού
843,
την
πρώτη Κυριακή τής Τεσσαρακοστής. Η ημέρα αυτή γιορτάζεται ακόμη ως Κυριακή τής Ορθοδοξίας από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μέχρι τώρα τελευταία το
842
αναγνωριζόταν γενικά ως η πραγματική
χρονολογία τής αναστήλωσης τών εικόνων(2).
Στην Εγγύς Α:.νατολή η δεύτερη εικονοκλαστική περίοδος χαρακτηρί
ζεται από τη δημοσίευση μιας επιστολής που απέβλεπε στην υπεράσπιση τών εικόνων και την οποία υπέγραφαν οι τρεις Πατριάρχες τής Ανατο
λής, Χριστόφορος Αλεξανδρείας, Ιώβ Αντιοχείας και Βασίλειος Ιεροσο λύμων.
(1) «Eastern Roman Empire» (2)
Βλέπε
ΙΙΙ,
140-141.
C. de Boor, «Der Angriff der Rhos auf Byzanz» (Byzantinische Zeitschrift,
1895,449-453). Vasiliev,
«Το Βυζάντιο και οι Άραβες», παράρτημα,
142-146.
ΙΥ,
Γαλλικά,
418-421 (σχετικά με το έτος τής ανασrήλωσης τής Ορθοδοξίας). Βάσει καλών ενδείξεων ο C. Loparev δέχεται ότι η ανασrήλωση τής Ορθοδοξίας δεν έλαβε χώρα στις 11 Μαρτί ου, αλλά στις 11 Φεβρουαρίου τού 843. «Hagiography of the Eighth and Ninth Centuries as a Source of Byzantine History» (Reνue Byzantine, 11, 1916. 172 υποσημείωση 1).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
365
Γενικά η μερίδα τών Εικονομάχων αντλούσε τις δυνάμεις της κυρίως από την αυλή και τον στρατό, συμπεριλαμβανομένων τών στρατηγών του,
από τους οποίους μερικοί, όπως ο Λέων Γ', ο Λέων Ε' και ο Μιχαήλ Β', πέτυχαν να αποκτήσουν τον τίτλο τού Αυτοκράτορα. Οι εικονομαχικές τάσεις τού στρατού αποδίδονται από μερικούς μελετητές στο γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αριθμός τών στρατιωτικών προέρχονταν από εθνότητες τής Ανατολής, κυρίως δε από τους Αρμένιου ς, τους οποίους το κράτος εί
χε μεταφέρει κατά χιλιάδες στις Δυτικές Επαρχίες, ειδικότερα δε στη Θράκη. Ως εκ τούτου η πλειονότητα τού στρατού αποτελείτο από εκ πε ποιθήσεως Εικονομάχους. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός μελετητή «η ορθό δοξη λατρεία είχε φανεί στους στρατιώτες τής Ανατολής σαν μια ξένη θρησκεία, πράγμα που τούς έκανε να θεωρούν ότι είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιούν κάθε είδους βία εναντίον εκείνων τους οποίους ονόμαζαν ειδωλολάτρες»(I). Για όσους ανήκαν στη μερίδα τής αυλής και στον ανώ
τερο κλήρο μπορεί να λεχθεί ότι οι κρατικοί υπάλληλοι, καθώς και μερι κοί Επίσκοποι, δεν ακολουθούσαν τις υπαγορεύσεις τών πεποιθήσεών
τους, αλλά ότι εκδήλωναν τις απόψεις τους σύμφωνα με τους φόβους και
τις φιλοδοξίες τους. Ο πληθυσμός τΨ; Κωνσταντινουπόλεως και η μεγάλη πλειονότητα τού κλήρου υποστήριζε την εικονολατρία. Οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες υπήρξαν ικανοί πολεμιστές και σοφοί διαχειριστές τών διοικητικών υποθέσεων. Νίκησαν τους 'Αραβες και τους Βουλγάρους και μερικοί από αυτούς μπορούν να θεωρηθούν ως σωτήρες τού Χριστια
νισμού και τού νέου Δυτικού Πολιτισμού' δεν καταδίωξαν όμως την εικο νολατρία στο όνομα τών πολιτικών τους σκοπών ή φιλοδοξιών. Τα θρη σκευτικά τους μέτρα είχαν ως κίνητρο μάλλον μια ειλικρινή πεποίθηση ό
τι εργάζονταν για την πρόοδο τής Εκκλησίας και τον εξαγνισμό τού Χρι στιανισμού. Οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις αυτών τών Αυτοκρατόρων
υπήρξαν, μερικές φορές, επιζήμιες προς τα επιτεύγματα τής σοφής πολι
τικής τους δράσης. Ο αγώνας με τους Εικονομάχους δημιούργησε μεγά λες εσωτερικές ταραχές, ενώ συγχρόνως εξασθένισε την πολιτική δύνα μη τής Αυτοκρατορίας. Επίσης οδήγησε σε ρήξη την Ανατολική και την Δυτική Εκκλησία, καθώς επίσης στη βαθμιαία απόσπαση τής Ιταλίας από
τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μόνον η σχετική με τους μοναχούς και τα μοναστήρια τακτική τών Εικονομάχων Αυτοκρατόρων μπορεί να εξηγη
θεί βάσει πολιτικών κινήτρων. Είναι πολύ δύσκολο να σχηματίσουμε μια συγκεκριμένη γνώμη για τα θεολογικά δόγματα τών Εικονοκλαστών, δε
δομένου ότι σχεδόν όλα τα έργα που σχετίζονταν με τα προβλήματα τού δόγματος τών Εικονομάχων καταστράφηκαν από τους Εικονολάτρες. Α κόμη και μεταξύ τών Εικονομάχων υπήρξαν άνθρωποι με μετριοπαθείς
(1) Brehicr, «La QuereIlc dcs imagcs» 40.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
366
-
όπως βέβαια και άλλοι με εξαιρετικά ριζοσπαστικές -
τάσεις. θεω
ρούσαν την αγιογραφία ως αιτία δύο πιθανών κινδύνων: τής επιστροφής στην ειδωλολατρία ή σε μια από τις αιρέσεις που καταδίκασαν οι Οικου μενικές Σύνοδοι.
Σχετικά με τη δεύτερη περίοδο τής εικονοκλαστικής κίνησης αξίζει να τονιστεί ότι ενώ τον
80
αιώνα οι Ίσαυροι υποστηρίζονταν πάντα από τις
Ανατολικές Επαρχίες τής Μικράς Ασίας, αυτό δεν επαναλήφθηκε τον
90
αιώνα. Κατά τη διάρκεια τής δεύτερης περιόδου τής εικονομαχίας «ο εν
θουσιασμός για τις εικονομαχικές ιδέες είχε απολύτως εξασθενίσει, ενώ η κίνηση είχε πνευματικά εξαντληθεί»(l).
Η μερίδα τών Εικονολατρών αποτελείτο από τον πληθυσμό τών επαρ χιών τής Δύσης -Ιταλία και Ελλάδα-, από το σύνολο τών μοναχών, α πό το μεγαλύτερο μέρος τού κλήρου, από την πλειονότητα τών κατοίκων τής Κωνσταντινουπόλεως, αν και μερικές φορές ήταν αναγκασμένοι λό
γω τών συνθηκών να προσποιούνται ότι υποστηρίζουν την εικονομαχία και, τέλος, από τον πληθυσμό πολλών άλλων τμημάτων τής Αυτοκρατο ρίας, όπως π.χ. ορισμένων παράκτιων επαρχιών τής Μικράς Ασίας και
τών νησιών τού Αιγαίου. Το θεολογικό δόγμα τών Εικονολατρών, όπως αναπτύχθηκε από ηγέτες όπως τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Θεόδωρο Στουδίτη, στηρίχθηκε στις Γραφές. Έτσι, θεωρώντας ότι οι εικόνες δεν ήταν απλώς μέσο διαφώτισης τού λαού, οι Εικονολάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες, διατηρώντας την αγιότητα και την αξία τών πρωτοτύπων -τού
Χριστού, τής Θεοτόκου και τών Αγίων-, αποκτούν θαυματουργική δύ ναμη.
Η εικονοκλαστική περίοδος άφησε βαθιά ίχνη στην καλλιτεχνική ζωή τής εποχής αυτής. Αρκετά υπέροχα μνημεία τέχνης, ψηφιδωτά, τοιχογρα
φίες, αγάλματα και μικρογραφίες καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια τού αγώνα που εξαπολύθηκε κατά τών εικόνων. Οι πλούσια διακοσμημένοι τοίχοι τών ναών ή σκεπάστηκαν ή διακοσμήθηκαν με νέα σχέδια. «Με λί
γα λόγια
-
όπως λέει ο Κοντακόφ -
η εκκλησιαστική ζωή τής Αυτοκρα
τορίας υπέστη μια προτεσταντικού χαρακτήρα ερήμωση που επρόκειτο
αργά ή γρήγορα να εκτοπίσει όλη την καλλιτεχνική ζωή τού Βυζαντίου. Αρκετοί μορφωμένοι και πλούσιοι άνθρωποι μετανάστευσαν με τις οικο
γένειές τους στην Ιταλία, ενώ χιλιάδες μοναχών ίδρυσαν πολλά ερημητή ρια σε όλη την εκτεταμένη περιοχή τής Ν. Ιταλίας, τής Μικράς Ασίας και τής Καππαδοκίας, τα οποία ζωγράφισαν Έλληνες καλλιτέχνες. Για τον λόγο αυτό η ελληνική τέχνη και εικονογραφία τού 80υ και 90υ αιώνα πρέπει να αναζητηθεί έξω από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία: στη Μικρά
(1) Uspensky, «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» byzantinischcn Staates», 53, 59.
ΙΙ
(1) 358. Ostrogorsky, «Geschichte des
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
367
Ασία ή στη νότια και κεvrρική Ιταλία»(I). Συγχρόνως όμως με την κατα
στροφή τών καλλιτεχνικών μνημείων που έφεραν τις εικόνες τού Χρι στου, τής Θεοτόκου κάι τών Αγίων, οι Εικονομάχοι άρχισαν να δημιουρ
γούν έναν νέο τύπο τέχνης, στρεφόμενοι σε νέα θέματα, και εισήγαγαν
τη διακόσμηση με σκηνές από τον ιππόδρομο, με αναπαραστάσεις δέν δρων, ζώων Κ.λπ. Μερικά αξιόλογα έργα τέχνης σε ελεφαντοστό και σμάλτο, καθώς και ένας αριθμός ενδιαφερόvrων μικρογραφιών, έχουν ε πίσης προέλθει από την εποχή τής εικονοκλαστικής κίνησης. Γενικά οι καλλιτεχνικές τάσεις τών Εικονομάχων θεωρούvrαι από τους ιστορικούς
τής τέχνης ως μια επιστροφή στην κλασική παράδοση τής Αλεξάνδρειας, καθώς και ως μία πολύ σημαvrική τάση προς τον ρεαλισμό και τη μελέτη τής φύσεως(2).
Μία σπουδαία συνέπεια τής εποχής τών Εικονομάχων υπήρξε η εξα φάνιση τών γλυπτών αναπαραστάσεων αγίων προσώπων ή ιερών σκηνών από την Ανατολική Εκκλησία. Επισήμως ούτε η Εκκλησία ούτε το Κρά τος απαγόρευσε αυτές τις αναπαραστάσεις συνεπώς, ήταν φανερό ότι ε
ξαφανίστηκαν από μόνες τους. Αυτό το γεγονός θεωρείται από μερικούς ιστορικούς ως μία επιμέρους νίκη τών Εικονομάχων εναvrίον των αδιάλ λακτων Εικονολατρών(3).
Η επιρροή τής εικονομαχίας είναι επίσης αισθητή στα βυζαvrινά νομί
σματα και στις σφραγίδες. Υπό την κυριαρχία τών ιδεών τών Εικονομά χων, τον
80
αιώνα, αναπτύχθηκε ένας τελείως νέος τύπος νομισμάτων
και σφραγίδων. Τα νέα νομίσματα και οι σφραγίδες μερικές φορές φέ ρουν μόνον επιγραφές, χωρίς καμία εικόνα τού Χριστού, τής Παρθένου
ή τών Αγίων. Μερικές φορές εχρησιμοποιείτο ο σταυρός ή ένα σταυρο ειδές μονόγραμμα. Γενικά τα νομίσματα έφεραν, αποκλειστικά σχεδόν, α.ι-τεικονίσεις τού σταυρού και τής αυτοκρατορικής οικογένειας. Τα πορ
τραίτα τών ανθρώπων θεωρούvrαι καλύτερα από τις ιερές εικόνες τών παλαιότερων χρόνων(4). Αργότερα, όταν αποκαταστάθηκε η λατρεία τών εικόνων, οι εικόνες τού Χριστού, τής Θεοτόκου και τών Αγίων παρου
σιάστηκαν και πάλι στα νομίσματα και στις σφραγίδες.
Η εικονομαχίά απομάκρυνε την Ιταλία και τον Πάπα από την Αυτο κρατορία, αποτελώvrας έτσι μία από τις κύριες αιτίες τού τελικού σχί
σματος τής Εκκλησίας κατά τον γάλου το
(1)
800
90 αιώνα.
Η στέψη τού Καρόλου τού Με
συνετέλεσε στην ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση τού Πάπα
«Εικονογραφία τής Θεοτόκου» (Ι1,
5,
Ρωσικά).
(2) Βλέπε Charlcs Diehl, «Manuel d' art byzantin» 340 (2nd ed. 1925), Ι, 366. (3) Βλέπε Bury, «Eastern Roman Empire» 111,430. (4) Βλέπε W. Wroth, «Catalogue of the Imperial Byzantine Coins Museum» Ι, xciii. Ο. Μ. Dalton, «East Christian Art» 224.
ίη
the British
368
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το τελικό σχίσμα έγινε κατά το δεύτε ρο ήμισυ τού 90υ αιώνα επί βασιλείας Μιχαήλ Γ', την εποχή ακριβώς που προέκυψε στην Κωνσταντινούπολη το ζήτημα τών Φωτίου και Ιγνα τίου.
Ο Ιγνάτιος, πολύ γνωστός για τον ζήλο του υπέρ τής εικονολατρίας, εκθρονίστηκε για να ανεβεί στον θρόνο ο Φώτιος, ένας λα"ίκός που ήταν ο πιο μορφωμένος άνθρωπος τής εποχής. Αποτέλεσμα αυτού τού γεγονό
τος υπήρξε η δημιουργία δύο μερίδων, από τις οποίες η μία ακολούθησε τον Φώτιο, ενώ η άλλη πήρε το μέρος τού Ιγνατίου, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει θεληματικώς τη θέση του. Ο ένας αναθεμάτιζε τον άλ λον μέχρις ότου οι διαμάχες ανάγκασαν τελικά τον Μιχαήλ Γ' να συγκα λέσει μία Σύνοδο. Ο Πάπας Νικόλαος Α', που πήρε το μέρος τού
1-
γνατίου, είχε προσκληθεί στη Σύνοδο, έστειλέ όμως μόνο τους αντιπρο σώπους του, οι οποίοι ύστερα από δωροδοκίες και απειλές και παρά τη θέληση τού Πάπα, ενέκριναν την καθαίρεση τού Ιγνατίου και την εκλογή
τού Φωτίου ως Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αντιδρώντας στην από φαση τής Συνόδου ο Πάπας Νικόλαος συγκάλεσε μία Σύνοδο στη Ρώμη, η οποία αναθεμάτισε τον Φώτιο, ενώ συγχρόνως αποκαθιστούσε τον Ιγνάτιο. Ο Μιχαήλ όμως αγνόησε την απόφαση αυτής τής Συνόδου. Το γεγονός αυτό συνέπεσε με την εποχή τής μεταστροφής τού βασιλέως τής Βουλγαρίας Βογόριδος στον Χριστιανισμό, η οποία
-
όπως αναφέραμε
πιο πάνω- έφερε σε σοβαρή σύγκρουση τα συμφέροντα τής Κωνστα ντινουπόλεως και τής Ρώμης. Το
867
(το έτος θανάτου τού Μιχαήλ)
πραγματοποιήθηκε μία άλλη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον Πάπα για την αιρετική προσθήκη τού
filioque
στο Σύμβολο τής Πίστεως, καθώς και για την παράνομη επέμβα
σή του στα ζητήματα τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πάπας και ο Πατριάρχης αλληλο-αναθεματίστηκαν με αποτέλεσμα να προκληθεί το σχίσμα στην Εκκλησία. Όταν πέθανε ο Μιχαήλ Γ', η κατά σταση άλλαξε, δεδομένου ότι ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Α' άρχισε τη βασιλεία του καθαιρώντας τον Φώτιο και αποκαθιστώντας τον Ιγνάτιο(1).
Λογοτεχνία, Παιδεία, Τέχνη Μια κίνηση με τόσο βάθος, τόση πλοκή και τόση ένταση -όπως η εικο
νομαχία- ήταν επόμενο να προκαλέσει μεγάλη φιλολογική δραστηριό τητα. Δυστυχώς όμως η φιλολογία τών Εικονομάχων καταστράφηκε σχε
δόν ολοκληρωτικά από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες και είναι σήμερα
(1)
Σχετικά με τον Φώτιο βλέπε το μνημειώδες έργο τού
tian Schism, History and Legend» (Cambridge, 1948).
Francis Dvornik, «The Pho-
369
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
γνωστή μόνο από λιγοστά αποσπάσματα τα οποία βρίσκονται στα έργα τών αντιπάλων τους που τά χρησιμοποιούσαν με σκοπό την αναίρεσή
τους Μπορεί επομένως να λεχθεί ότι στην πράξη όλα τα φιλολογικά έρ γα που διασώθηκαν από την εικονοκλαστική περίοδο αντιπροσωπεύουν μόνο μία άποψη.
Όπως και η προηγούμενη περίοδος τής Δυναστείας τού Ηρακλείου, η εποχή τών Εικονομάχων δεν είχε ιστορικούς, αν και οι χρονογράφοι τής περιόδου αυτής άφησαν αρκετά έργα που, ενώ είναι χρήσιμα για μια σω
στή κατανόηση τής βυζαντινής χρονογραφίας και τών πηγών της, αποτε λούν επίσης αξιόλογα βοηθήματα για τη μελέτη τής ίδιας τής εικονοκλα στικής περιόδου. Ο Γεώργιος Σύγκελλος(l), που πέθανε στις αρχές τού
90υ αιώνα, άφησε την Εκλογή Χρονογραφίας, η οποία αρχίζει από τη θε μελίωση τού κόσμου για να φθάσει μέχρι την εποχή τής βασιλείας τού Δι οκλητιανού
(284
μ.χ.). Ενώ το έργο αυτό δεν φωτίζει καθόλου την εικο
νοκλαστική περίοδο
-
σύγχρονά του γεγονότα
δεδομένου ότι ο συγγραφέας δεν ασχολήθηκε με
-,
είναι πολύ σπουδαίο για το γεγονός ότι φωτί
ζει μερικά προβλήματα τής πρώιμης ελληνικής χρονογραφίας, τής οποίας τα έργα ο Γεώργιος χρησιμοποιεί ως πηγές.
Ύστερα από υπόδειξη τού Γεωργίου Συγκέλλου το χρονικό του συνε χίστηκε στις αρχές τού ίδιου αιώνα από τον φίλο του Θεοφάνη τον Ομο λογητή, τού οποίου η επίδραση
-
ως χρονογράφου -
στη μεταγενέστερη
φιλολογία ήταν πολύ μεγάλη. Υπήρξε ένας σφοδρός εχθρός τών Εικονο μάχων, κατά τη διάρκεια τής δεύτερης περιόδου τής κίνησης. Δικάστηκε από τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο, φυλακίστηκε για ένα διάστημα και εξο ρίστηκε σ' ένα νησί τού Αιγαίου Πελάγους, όπου και πέθανε το
817.
Το
χρονικό τού Θεοφάνους ασχολείται με τη μεταξύ τής βασιλείας τού Διο κλητιανού και τής πτώσεως τού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Α' Ραγκαβέ, περί
οδο. Παρά την καθαρά ορθόδοξη στάση του, η οποία είναι έκδηλη στην ανάλυση τών ιστορικών γεγονότων και προσώπων, και παρά την προκα
τάληψη που χαρακτηρίζει την εξιστόρηση, το έργο τού Θεοφάνους είναι πολύ χρήσιμο όχι μόνο γιατί περιέχει πλούσιο υλικό από παλαιότερες πηγές -μερικές από τις οποίες δεν έχουν διασωθεί-, αλλά και γιατί ως μια σύγχρονη προς την εικονοκλαστική περίοδο πηγή αφιερώνει πολύ περισσότερο χώρο σ' αυτήν από όσο αφιερώνουν άλλοι χρονογράφοι τού
Βυζαντίου. Το έργο τού Θεοφάνους υπήρξε μία πολύτιμη πηγή για τους μεταγενέστερους χρονογράφους. Η λατινική μετάφραση τού χρονικού του, την οποία έκανε ο βιβλιοθηκάριος τού Πάπα Αναστάσιος, κατά το
δεύτερο ήμισυ τού 90υ αιώνα, υπήρξε επίσης χρήσιμη για τη μεσαιωνική
(1)
Ο Σύγκελλος ήταν εκκλησιαστικός τίτλος.
370
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
χρονογραφία τής Δύσης(1).
'Αλλος σπουδαίος συγγραφέας τής περιόδου αυτής είναι ο Πατριάρ
χης Κωνσταντινουπόλεως -στις αρχές τού 90υ αιώνα- Νικηφόρος, ο ο ποίος, λόγω τής γενναίας του αντίδρασης εναντίον τών Εικονομάχων την εποχή τού Λέοντος Ε' τού Αρμενίου, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε. Στα θεολογικά του έργα, από τα οποία μερικά είναι ανέκδοτα ακόμη, ο Νικη φόρος υπερασπίζεται, με ασυνήθιστη δύναμη που βασιζόταν στις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του, την ορθότητα τών απόψεων τών Εικονολα τρών. Ανασκευάζει τις απόψεις τών Εικονομάχων κυρίως στο έργο του Αντίρρηση και ανατροπή τών περί τού δυσσεβούς Μαμωνά Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε' -
-
υπονοεί τον
κατά τής σωτηρίου τού Θεού Λόγου
σαρκώσεως αμαθώς και αθέως κενολογηθέντων ληρημάτων(2). ΗΣύντομος
Ιστορία του, η οποία ασχολείται με γεγονότα' από τον θάνατο τού Αυτο κράτορα Μαυρικίου το
602
μέχρι το έτος
769,
είναι από ιστορική άποψη
πολύ αξιόλογη. Παρά το γεγονός ότι, θέλοντας να κάνει το έργο του αυ τό ένα λα'ίκό ανάγνωσμα κατάλληλο για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοι
νό, ο Νικηφόρος τού έδωσε διδακτικό χαρακτήρα, παραμένει ακόμη μια σπουδαία πηγή, δεδομένου ότι περιέχει πολλά ενδιαφέροντα γεγονότα σχετικά με την πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία τής περιόδου αυτής. Η μεγάλη ομοιότητα αυτής τής ιστορίας με το έργο τού Θεοφάνους μπο ρεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι και τα δύο έργα στηρίχθηκαν στην ί δια πηγή(3).
Τέλος, ο Γεώργιος ο Μοναχός, ο αποκαλούμενος και Αμαρτωλός - εκ πεποιθήσεως εχθρός τής εικονομαχίας-, άφησε ένα χρονικό από την ε
ποχή τού Αδάμ μέχρι τον θάνατο τού Αυτοκράτορα Θεοφίλου το
842
μΧ., δηλαδή μέχρι την τελική νίκη τής εικονολατρίας. Το έργο αυτό έχει
μεγάλη αξία για την ιστορία τού πολιτισμού τής περιόδου εκείνης, δεδο μένου ότι συζητεί πολλά προβλήματα τα οποία απασχολούσαν τούς μο
ναχούς τού ΒυζαV'tίου, δηλαδή τη φύση τού μοναχισμού και τη διάδοση τής αιρέσεως τών Εικονομάχων, δηλαδή τη διάδοση τής πίστεως τών «Σαρακηνών». Δίνει επίσης μια ζωντανή εικόνα τών φιλοδοξιών και τών προτιμήσεων τών μοναστηριών τού Βυζαντίου τον
90
αιώνα. Το χρονικό
τού Γεωργίου αποτελεί τη βάση μεταγενέστερων βυζαντινών ταξινομή-
(1)
Σχετικά με τον Θεοφάνη βλέπε
die der
CΙassischen
G. Ostfogorsky, «Theophanes» (Real-Encyclopa-
Altertumswissenschaft,
έκδοση Α.
F. Pauly, G. Wissowa και άλλων,
11, 1934,2127-2132). (2) Βλέπε Migne, «Patrologia Graeca» C, 205 Κ.ε. (3) R. Blake, «Note sur Ι' activite lίtteraire de Nicephorc 1er, patriarche de Constantinople» (Byzantion, XIV, 1939, 1-15).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
371
σεων τής παγκόσμιας ιστορίας, ενώ συγχρόνως έχει επηρεάσει πολύ τα πρώτα σλαβικά γράμματα, κυρίως δε τα ρωσικά. Αρκεί να λεχθεί ότι η
αρχή τής ρωσικής χρονογραφίας είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με το έρ γο τού Γεωργίου. Ένα χειρόγραφο τής παλαιάς σλαβο-ρωσικής μετά
φρασης τού έργου του περιέχει
127
μικρογραφίες, οι οποίες, αν και δεν
έχουν ακόμη μελετηθεί και εκτιμηθεί προσεκτικά, είναι πολύ σημαντικές
για την ιστορία τής ρωσικής και βυζαντινής τέχνης τού
130u
αιώνα. Το
χειρόγραφο αυτό είναι το μόνο ιστορημένο αντίγραφο τού χρονικού τού
Γεωργίου που έχει διασωθεί(Ι). Αν εξαιρέσουμε έναν ανώνυμο συγγρα φέα που ασχολήθηκε με τον Αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρμένιο(2), ο
Γεώργιος είναι ο μόνος σύγχρονος τής περιόδου
813-842
χρονογράφος.
Ασχολείται με την περίοδο αυτή αντιμετωπίζοντάς την από μια στενή, μοναστική άποψη και χρησιμοποιώντας κυρίως προφορικές περιγραφές τών συγχρόνων του, καθώς και την προσωπική παρατήρηση. Η
παράδοση τών χειρογράφων τού έργου τού Γεωργίου, η οποία μεταβλή θηκε και επαυξήθηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια τών μετέπειτα αιώ
νων, έχει διασωθεί σε πολύ πολύπλοκη μορφή, με συνέπεια το ζήτημα τού αυθεντικού πρωτότυπου κειμένου τού Γεωργίου να αίτοτελεί ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα τής βυζαντινής φιλολογίας. Μόνο στις αρχές
τού 200ύ αιώνα δημοσιεύθηκε μια κριτική έκδοση τού ελληνικού κειμέ νου(3). Πρόσφατα παρουσιάστηκε μια κριτική έκδοση τής παλαιάς σλαβο
ρωσικής μετάφρασης τού χρονικού, συμπληρωμένη με το ελληνικό κείμε νο τής συνέχειας τού χρονικού αυτού που αποτέλεσε τη βάση τής σλαβικής μετάφρασης(4).
Η φιλολογική παραγωγή τών Εικονομάχων καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τους θριαμβευτές Εικονολάτρες, αν και μέρος τών πρακτικών τής Συνόδου τών Εικονομάχων τού
754
έχει διασωθεί στα
πρακτικά τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Αποσπάσματα τού εκτενούς έρ γου που έγραψε κατά τής εικονολατρίας ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυ-
(1) D. A'ina1ov, «La Chronique de Georges Hamarto1us» (Compte-rendu du deuxieme Congres internationa1 des etudes byzantines, 1927, 127-133). (2) Σχετικά με τη σπουδαία αυτt] πηγή βλέπε Η. Grcgoire, «Un nouveau fragment du "Scriptor inccrtus de Leonc Armcnio"» (Byzantion ΧΙ, 1936,417-428). Gregoirc, «Du nouveau sur 1a Chronographie byzantine: le "Scriptor incertus de Leone Armenio" cst le dernier continuateur 1e Malalas» (Bulletin de la cIasse des Icttrcs de Ι' Academie Royale de BeIgiquc, XXIl, 1936, 420-436). (3) Gcorgius Monachus, «Chronikon». έκδ. C. de Boor. (4) V. Μ. Istrin, «Το χρονικό τού Γεωργίου Αμαρτωλού στη σλαβο-ρωσικι] του μετά φρασψ> (τόμος 3, Ρωσικά).
372
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
μος έχουν διασωθεί στους τρεις Αντιρρητικούς τού Πατριάρχη Νικηφό
ρου. Ο ίδιος Αυτοκράτορας έγραψε και άλλα φιλολογικά έργα(l). Ο Λέ ων Ε' διέταξε τη σύνθεση ενός γενικού έργου το οποίο θα υποστήριζε,
στηριζόμενο στη Βίβλο και στους Πατέρες τής Εκκλησίας, την εικονομα χία, ενώ ένα παρόμοιο σχέδιο έργου προκρίθηκε κατά την Εικονομαχική Σύνοδο τού
754.
Κανένα όμως απ' αυτά τα έργα δεν έχει διασωθεί. Με
ρικά εικονομαχικά ποιήματα έχουν διασωθεί σ:τα έργα τού Θεόδωρου Στουδίτη. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε 'την καταστροφή όλης
τής εικονομαχικής γραμματείας, ενώ ο ένατος κανόνας της αναφέρει ότι «όλοι οι γελοίοι αστε'ίσμοί, οι εξοργιστικές παρωδίες και τα λανθασμένα συγγράμματα που κατευθύνονται εναντίον τών ιερών εικόνων πρέπει να παρουσιαστούν στην Επισκοπή τής Κωνσταντινουπόλεως για να προστε θούν σε όλα τα άλλα αιρετικά βιβλία. Όποroς βρεθεί ένοχος απόκρυψης αυτών τών έργων θα τιμωρείται, αν μεν είναι επίσκοπος, πρεσβύτερος ή διάκονος με καθαίρεση, αν δε είναι μοναχός ή λα'ίκός με αφορισμό»(2).
Ένας τεράστιος όγκος υλικού που ασχολείται με την υπεράσπιση τής εικονολατρίας και που επηρέασε σημαντικά τα μεταγενέστερα συγγράμ
ματα ανήκει σ' έναν άνθρωπο που πέρασε όλη του τη ζωή σε μια επαρχία που δεν αποτελούσε πια μέρος τής Αυτοκρατορίας. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός από τη Συρία, η οποία τότε βρισκόταν υπό
την κυριαρχία τών Αράβων. Υπήρξε λογοθέτης τού χαλίφη στη Δαμασκό και πέθανε το
750
στην Παλαιστίνη, στη φημισμένη Λαύρα τού Αγίου
Σάββα.
Ο Ιωάννης άφησε πολλά έργα στους τομείς τής δογματικής, τής αντιρ ρητικής, τής ιστορίας, τής φιλοσοφίας, τής ρητορικής και τής ποίησης. Το
σπουδαιότερο έργο του είναι η Πηγή γνώσεως, τής οποίας το τρίτο μέρος
-
«έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως» -
υπήρξε μια προσπάθεια
για μια συστηματική παρουσίαση τών κυρίων αρχών τής χριστιανικής πί
στεως και τών χριστιανικών δογμάτων. Γράφοντας το έργο αυτό ο Ιωάν νης όπλισε τούς Εικονολάτρες με ένα ισχυρό όπλο για τον αγώνα τους με τους αντιπάλους τους, ένα όπλο το οποίο τούς έλλειψε στις αρχές τής ει κονομαχικής κινήσεως. Αργότερα, τον
130 αιώνα,
το έργο αυτό χρησιμο
ποιήθηκε από τον εκλεκτό Πατέρα τής Εκκλησίας τής Δύσης, Θωμά Ακι νάτη, ως υπόδειγμα για το έργο του Summα Theologiαe. Από τα πολεμικά έργα τού Ιωάννη Δαμασκηνού πρέπει να υπογραμμίσουμε τρεις πραγ
ματείες του Προς τους διαβάλλοντας τας ιεράς εικόνας, όπου ο συγγρα φέας σταθερά και τολμηρά υπερασπίζεται την εικονολατρία. Στην εκκλη
σιαστική λογοτεχνία ο Ιωάννης είναι κυρίως γνωστός για τους εκκλησια-
(1)
Βλέπε
Ostrogorsky, «Gcschichte des
(2)
Μ<ιπsί,
«AmpIissima collectio conciIiorum» XIlI, 430.
bΥΖ<ιπtίπίscheπ
BiIderstreitcs» 7-14.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
373
σηκούς του ύμνους, οι οποίοι είναι κάπως περισσότερο περίπλοκοι στη μορφή -
-
από τους εκκλησιαστικούς ύμνους τού Ρωμανού τού Μελω
δού, αν και, λόγω τής ποιητικής τους δύναμης όπως και τού δογματικού τους βάθους, κατατάσσονται ανάμεσα στους καλύτερους ύμνους τής Χρι
στιανικής Εκκλησίας. Ο Ιωάννης επίσης είναι ο συγγραφέας πολλών ω ραίων κανόνων, αφιερωμένων στον Κύριο και τη Θεοτόκο και προς τι
μήν τών Προφητών, τών Αποστόλων και τών Μαρτύρων. Γνωστότατος εί ναι ο κανόνας του Εις την Κυριακήν τού Πάσχα, ο οποίος εκφράζει τη μεγάλη χαρά τών πιστών για τη νίκη τού Χριστού επί τού θανάτου και τού 'Αδη. Με την πέννα του Ιωάννη οι εκκλησιαστικοί ύμνοι έφθασαν στο κατακόρυφο τής αναπτύξεως και τής ωραιότητάς τους. Μετά από αυ τόν δεν παρουσιάστηκαν αξιόλογοι συγγραφείς στον τομέα τής βυζαντι νής εκκλησιαστικής ποιήσεως(1).
Το όνομα τού Ιωάννη Δαμασκηνού συνδέεται επίσης με το θρησκευτι κό μυθιστόρημα Βίος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, το οποίο είχε την πιο μεγάλη απήχηση σε όλες τις γλώσσες, κατά τον Μεσαίωνα. Αναμφιβόλως η βάση
τού έργου αυτού βρίσκεται στον πολύ γνωστό μύθο τού Βούδα. Είναι πά
ρα πολύ πιθανόν ότι η ιστορία αυτή αποτελεί μια παραλλαγή τής ζωής τού Βούδα, την οποία υιοθέτησαν οι Χριστιανοί τής Ανατολής για δική τους χρήση. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει ότι η ιστορία του είναι ινδι
κής προελεύσεως. Κατά τη διάρκεια τού Μεσαίωνα μέχρι το γο αποδιδόταν στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Το λιστής Χ. Ζοτανμπέρ (Η.
Zotenberg),
1886
1886 το
έρ
όμως ο Γάλλος ανατο
παρουσίασε ορισμένα στοιχεία
υποστηρίζοντας ότι ο Ιωάννης δεν μπορούσε να είναι ο συγγραφέας αυ τού τού έργου και πολλοί ιστορικοί δέχθηκαν τα συμ.ι-τεράσματά του(2).
Πρόσφατα όμως οι ασχολούμενοι με το ζήτημα αυτό συγγραφείς είναι λιγότερο αποφασιστικοί και τείνουν περισσότερο προς την παλαιότερη άποψη. Έτσι, ενώ ο συγγραφέας ενός άρθρου σχετικού με τον Ιωάννη
Δαμασκηνό, το οποίο δημοσιεύτηκε στην «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» το
1910,
λέει ότι το μυθιστόρημα Βαρλαάμ και Ιωάσαφ κακώς αποδίδε
ται στον Ιωάννη(3), οι πιο σύγχρονοι εκδότες και μεταφραστές τού έργου
αυτού πιστεύουν ότι το όνομα τού Ιωάννη Δαμασκηνού έχει ακόμη το δι καίωμα να εμφανίζεται στον τίτλο τής εκδόσεώς τους(4)
Η δεύτερη περίοδος τής εικονομαχίας χαρακτηρίζεται από τη δράση
(1) Μ. Jugie, "L
(2)
Bardenhewer, «Geschichte der altkirchlichen Βλέπε Κ.
Lίtteratur»
Krumbacher, «Geschichte der byzantinischen
V, 51-65.
Lίtteratur»
886-890.
(3) J. Β. Ο' Conner, «Juhn D
374
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
τού γνωστού υπερασπιστή τής εικονολατρίας Θεοδώρου Στουδίτη, ηγού μενου ενός περίφημου μοναστηριού τής Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο παρήκμασε την εποχή τού Κων<παντίνου Ε' για να αναζωογονηθεί υπό
την ηγουμενία τού Θεοδώρου. Την εποχή τής ηγουμενίας τού Θεοδώρου δημιουργήθηκε ένας νέος κανόνας ζωής τού μοναστηριού, βάσει τής από κοινού διαβίωσης (Κοινόβιο), ενώ συγχρόνως ιδρύθηκε στο μοναστήρι σχολή, που προοριζόταν για την ικανοποίηση τών πνευματικών αναγκών τών μοναχών. Οι μοναχοί έπρεπε να ασκηθούν στην ανάγνωση, τη γρα φή, την αντιγραφή τών χειρογράφων, τη μελέτη τών Αγίων Γραφών και
τών έργων τών Πατέρων τής Εκκλησίας, καθώς και στην τέχνη τής σύν
θεσης ύμνων, τους οποίους έψελναν κατά τη διάρκεια τών ακολουθιών τους.
Ως ένας από τους μεγάλους θρησκευτικούς και κοινωνικούς εργάτες τής ταραχώδους εικονοκλαστικής περιόδου, ο Θεόδωρος έδειξε τη συγ γραφική του ικανότητα σε διάφορες εκφάνσεις τού πνεύματος. Τα δογ
ματικά αντιρρητικά του έργα απέβλεπαν στην ανάπτυξη τών βασικών αρ χών που είχαν σχέση με τις εικόνες και τη λατρεία τους. Οι πολυάριθμοι κατηχητικοί του λόγοι, οι οποίοι συνθέτουν τη Μικρή και τη Μεγάλη Κατήχηση, είχαν τη μεγαλύτερη απήχηση από όλα τα έργα του. Επίσης έ
γραψε αρκετά επιγράμματα, ακροστιχίδες και ύμνους, οι οποίοι όμως δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν και να αναλυθούν εκτεταμένα, δεδομέ νου ότι μερικοί α.ίτό αυτούς δεν έχουν ακόμη εκδοθεί, ενώ άλλοι έχουν εμφανιστεί σε μη ικανοποιητικές εκδόσεις, όπως είναι τα Ρωσικά Λει τουργικά Βιβλία. Η μεγάλη συλλογή τών επιστολών του, θρησκευτικοκα νονικής και κοινωνικής φύσεως, είναι πολύ αξιόλογη για την ιστορία τού
πολιτισμού τής εποχής του. Οι δύο τελευταίες βασιλείες τής περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από
τη δημιουργική δράση τής Κασσιανή ς, η οποία είναι και η μόνη ικανή ποιήτρια τής Βυζαντινής Περιόδου. Όταν ο Θεόφιλος αποφάσισε να δια λέξει μία γυναίκα για να τήν παντρευτεί, οργανώθηκε στην πρωτεύουσα μια επίδειξη «νυμφών», για την οποία συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντι νούπολη οι πιο ωραίες παρθένες από όλες τις επαρχίες. Η Κασσιανή ή ταν μία από αυτές. Ο Αυτοκράτορας επρόκειτο να περάσει μπροστά απ'
όλες τις παρθένες κρατώντας ένα χρυσό μήλο, το οποίο θα έδινε σε εκεί-'
νη που θα διάλεγε για γυναίκα του. Ήταν δε έτοιμος να τό δώσει στην Κασσιανή, που τόν ικανοποιούσε περισσότερο από τις άλλες κοπέλες, αλλά η μάλλον τολμηρή απάντησή της σε μια ερώτησή του, τόν έκανε να
αλλάξει διαθέσεις και να προτιμήσει τη Θεοδώρα, η οποία επρόκειτο να αποκαταστήσει την Ορθοδοξία. Η Κασσιανή ίδρυσε αργότερα ένα μονα στήρι, όπου και πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Τα ποιήματα και τα ε πιγράμματα τής Κασσιανής που έχουν διασωθεί, χαρακτηρίζονται για
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
375
την πρωτοτυπία Τ01) θέματος και το ζωηρό τοι'ς ύφος. Όπως λέει ο Κρουμπάχερ, ο οποίος μελέτησε ιδιαιτέρως τα ποιήματά της, η Κασσιανή
υπήρξε μια σοφή και μοναδική γυναίκα που συνδύαζε μια λε;ττή συναι σθηματικότητα και μια βαΟιά θρησκευτικότητα με μια ενεργητική ειλι κρίνεια και μια ελαφρά τάση προς τη γυναικεία διαβολή(l). Ο διωγμός τών Εικονολατριόν έγινε αφορμιΊ να πολλαπλασιαστούν οι
βίοι τών Αγίων και να εγκαινιαστεί η λαμπρή περίοδος τής βυζαντινής α γιολογίας.
Την εποχή τής εξ Αμορίου δυναστείας σημειώθηκε κάποια πρόοδος στον τομέα τής ανώτερης εκπαίδευσης, καθώς και σε διάφορους γνωστι κoύς τομείς. Την εποχή τού Μιχαήλ Γ ο θείος του Βάρδας οργάνωσε στην Κωνσταντινούπολη μια ανώτατη σχολή()) η οποία βρισκόταν στα α νάκτορα. Το ;τρόγραμμά της αποτελείται από επτ<χ κύριες τέχνες, τις ο
ποίες είχαν υιοΟετήσει -παίρνοντάς τες από τους ειδωλολάτρες- οι σχολές τού Βυζαντίου και τής Δυτικής Ευρώ;της. Οι τέχνες αυτές είναι συνήθως γνωστές ως «οι επτά ελευθέριες τέχνες» και διαιρούνται σε δύο ομάδες: στο διαλεκτική, και στο
quadrivium,
trivium,
(septem artes liberales)
γραμματική, ρητορική και
αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και
μουσική. Η φιλοσοφία και οι αρχαίοι κλασικοί συγγραφείς διδάσκονταν επίσης στη σχολή αυτή. Αγωνιζόμενος να κάνει τη μόρφωση προσιτή για
όλους, ο Βάρδας διακήρυξε 6τι η παρακολούθηση 11Ίς σχολής ήταν δω ρεάν, ενώ οι καΟηγητές πληρώνονταν πολύ καλά από το Οησαυροφυλά χιο τού Κράτους. Ο φημισμένος λόγιος τής περιόδου αυτής Φώτιος υπήρ ξε ένας α;τ6 τους καθηγητές τής ανώτατης σχολής τού Βάρδα. Η σχολή αυτή έγινε το κέντρο, γύρω από το ο;τοίο οι'γχεντρώθηκαν τα
μεγαλύτερα πνεύματα τής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια τής μεταγε
νέστερης δυναστείας τιί)ν Μακεδόνων. Ο Φώτιος, ο οποίος υπήρξε Πα
τριάρχης την εποχή τού Μιχαήλ Γ', έγινε η κεντρική δύναμη τής μορφω τικής και πνευματικής κινήσεως τού δεύτερου ημίσεως τού 90υ αιώνα. Διαθέτοντας εξαιρετικά χαρίσματα, και με βαθιά αγάπη για τη γνώση και ευρύτατη παιδεία, αφιέρωσε αργότερα όλη του την προσοχή και δρα-
(Ι)
Krumh,lchcr, «Gcschichtc dcr hyzantinischcn Uttcratur» 716.
«E
(2) F. Fuchs, «I)ic
Βλέπε επίσης
Bury,
~ Ι-ΙΒ.
hί;hcren
Schulcn
νοπ
Konstantinopcl im Mittclaltcf»
ικ Ο
Fuchs
νομίζει όη η οχοΛI) τού B(iQba IΙΤΗν ένΗ νέο ίδριψα. Ο μΎUo; ότι ο Λέων Γ έκαψε τη οχοΛI] ΤΙ]; ΚωνστανηνΟl';τ(\λεω,. μαζί με τη ΠII\λιoHΨ~η τη; Ζω τους zαιJηyητές της, ;ωΤΕλεί μΓΗηΕνέστερο ιJρί'λυ. Βλέπε Ι~.
mcnl supcricur;l r.· 0J1S1antinoJJIc» «Dic Iliihcrcn ScIlllIcn» 9- j()
Brchicr. «Notcs
(Βμ
(ιlllυ.ΙΟΥΙΙ<ΗΙί<ι).
IV.
SHl' Ι'
Ι <12ΙΙ. Ι3-2Η.
(1-
Ilistoirc dc J'cnscignc111.
ΙΙΙ27,
74-75. Fuchs.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
376
σcηριότητα ΣCη διαπαιδαγώγηση τών άλλων. Η μόρφωσή του ήταν πολύ πλευρη και οι γνώσεις του δεν περιορίζονταν μόνο σcη θεολογία, αλλά ε πεκτείνονταν και σcη γραμματική, τη φιλοσοφία, τις φυσικές εΠΙΣCήμες, το δίκαιο και την ιατρική. Συγκέντρωσε γύρω του έναν όμιλο ανθρώπων που αγωνίζονταν να πλουτίσουν τις γνώσεις τους. Ως άνθρωπος τών γραμμάτων και τών εΠΙΣCημών ο Φώτιος
-
όπως συνηθιζόταν τον Μεσαί
ωνα- κατηγορήθηκε ότι είχε αφιερωθεί σcη μελέτη τών απαγορευμένων
εΠΙΣCημών, τής αΣCΡOλOγίας και τής μαντείας δηλαδή. Η μυθολογική πα ράδοση αναφέρει ότι ο Φώτιος, όταν ήταν νέος, είχε πουλήσει την ψυχή του σ' έναν Ιουδαίο μάγο(l) και έτσι, κατά τον Μπιούρυ, ο «Πατριάρχης εμφανίζεται ως ένας από τους προδρόμους τού ΦάOυΣC»(2). Ο Φώτιος δεν
περιoρίσcηκε μόνο σcη διδασκαλία, αλλά αφιέρωσε και ένα μεγάλο μέ ρος τού χρόνου του σcη συγγραφή αφήνοντας μια πλούσια και ποικιλό
μορφη φιλολογική κληρονομιά.
Από τα έργα τού Φωτίου, η Βιβλιοθήκη του ή
-
όπως συνήθως ονομά
ζεται- η Μυριόβιβλος έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι οι συνθή κες που οδήγησαν σcη συγγραφή τού βιβλίου αυτού είναι πολύ ενδιαφέ
ρουσες'. Φαίνεται ότι υπήρχε σco σπίτι τού Φωτίου ένα είδος «αναγνω σcηρίoυ» όπου σύχναζε ένας κύκλος φίλων του, οι οποίοι διάβαζαν μεγα λόφωνα κάθε είδους φιλολογία, κοσμική και θρησκευτική, ειδωλολατρι κή και χρισcιανική. Η πλούσια βιβλιοθήκη τού Φωτίου ήταν σcη διάθεση τών φίλων του, χάρη σcoυς οποίους άρχισε να γράφει περιλήψεις τών βι βλίων που είχαν διαβασcεί(3). Στη Βιβλιοθήκη του ο Φώτιος δίνει αποσπά σματα από αρκετά έργα, σύντομα ή εκτεταμένα, τα οποία συνοδεύει με δικές του κριτικές παρατηρήσεις, καθώς και δικά του δοκίμια βάσει τών αποσπασμάτων τών βιβλίων. Στο έργο αυτό βρίσκει κανείς πολλά γεγο νότα σχετικά με ρήτορες, ισcoρικoύς, επισcήμoνες, γιατρούς και συμβού
λους, καθώς και σχετικά με βίους Αγίων. Η μεγαλύτερη αξία τού έργου αυτού έγκειται (πο γεγονός ότι έχει διασώσει αποσπάσματα συγγραμμά των που έχουν εξαφανισcεί. Η Βιβλιοθήκη ασχολείται μόνο με πεζογρά φους. Τα άλλα, πολυάριθμα έργα τού Φωτίου ανήκουν σcoυς τομείς τής θεολογίας και τής γραμματικής έχει επίσης αφήσει πολλές ομιλίες και ε
πισcoλές. Σε δύο από τις ομιλίες του αναφέρεται σcην πρώτη επίθεση τών Ρώσων εναντίον τής Kωνσcαντινoυπόλεως το
860, την
οποία παρακολού
θησε και ο ίδιος. Λόγω τής εξαιρετικής ευρύτητας τών γνώσεών του και τής εμμονής
του σcη μελέτη τών αρχαίων συγγραφέων, ο Φώτιος υπήρξε ο εκπρόσω-
(1) Symeon Magister, «De Michaele et Theodora» κεφ. (2) Bury, «Eastern Roman Empire» ΙΙΙ, 445. (3) Ένθ. ανωτ. 446.
ΧΧΧΙ,
670.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
377
πος τής πνευματικής κίνησης εκείνης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που εκδηλώθηκε, κυρίως στην πρωτεύουσα, από τα μέσα τού 90υ αιώνα, με γεγονότα όπως την ίδρυση τής ανώτατης σχολής τού Βάρδα, στην οποία ο ίδιος ο Φώτιος αφιέρωσε, διδάσκοντας, μεγάλο μέρος τού χρόνου του. Όσο ζούσε ο Φώτιος και ως αποτέλεσμα τής επιρροής του, αναπτύχθηκε μια στενότερη και φιλικότερη σχέση μεταξύ τής κοσμικής επιστήμης και τής θεολογίας. Στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, ο Φώτιος υ πήρξε τόσο απροκατάληπτος, ώστε να μπορεί να θεωρεί φίλο του και αυ τόν ακόμη τον μωαμεθανό εμίρη τής Κρήτης. Ένας από τους μαθητές του, ο Νικόλαος ο Μυστικός
τά τον
- Πατριάρχης τής Κωνσταντινουπόλεως κα 100 αιώνα - έγραφε σε μια επιστολή του προς τον γιο και διάδο
χο τού εμίρη ότι ο Φώτιος γνώριζε καλά πως παρά τις θρησκευτικές δια φορές, η σοφία, η ευγένεια και τα άλλα χαρίσματα που εξυψώνουν τον άνθρωπο, ελκύουν όσους αγαπούν τα ωραία πράγματα και ότι, ως εκ
τούτου, παρά τις διαφορές τής θρησκείας, ο Φώτιος αγαπούσε τον πατέ ρα τού εμίρη, ακριβώς λόγω τού ότι ο τελευταίος διέθετε όλα αυτά τα χα ρίσματα(l).
Ο Εικονομάχος Πατριάρχης Ιωάννης Γραμματικός, εντυπωσίασε τους
συγχρόνους του με τη βαθιά και ποικιλόμορφη μόρφωσή του, η οποία έ γινε αφορμή να τόν κατηγορήσουν για μάγο. Διακεκριμένη προσωπικό τητα υπήρξε επίσης ο αξιόλογος μαθηματικός τής εποχής τού Θεοφίλου
Λέων, ο οποίος έγινε μέσω τών μαθητών του τόσο γνωστός στο εξωτερι κό, που ο χαλίφης Μαμούν
-
ενδιαφερόμενος με ζήλο για την ανάπτυξη
τής αγωγής- τόν παρακάλεσε να έρθει στην αυλή του. Όταν ο Θεόφιλος
έμαθε για την πρόσκληση αυτή, έδωσε στον Λέοντα έναν μισθό, διορί
ζοντάς τον δάσκαλο σε μια από τις εκκλησίες τής Κωνσταντινουπόλεως. Αν και ο Μαμούν έστειλε προσωπική επιστολή στον Θεόφιλο, με την ο ποία τού ζητούσε να στείλει στη Βαγδάτη τον Λέοντα για ένα μικρό χρο
νικό διάστημα, λέγοντας ότι θα θεωρούσε αυτήν την ενέργεια ως πράξη φιλίας και προσφέροντας για τον σκοπό αυτό αιώνια ειρήνη και
2.000
-
όπως λέει η παράδοση
λίβρες χρυσού, ο Αυτοκράτορας αρνήθηκε ν' α
νταποκριθεί στο αίτημα αυτό. Στην περίπτωση αυτή ο Θεόφιλος μεταχει
ρίστηκε την επιστήμη «όπως ένα μυστικό που έπρεπε να διαφυλαχθεί, σαν την εφεύρεση τού υγρού πυρός, θεωρώντας κακή πολιτική τον φωτι σμό των βαρβάρων»(2). Αργότερα ο Λέων έγινε Αρχιεπίσκοπος Θεσσα
λονίκης και όταν, λόγω τών εικονοκλαστικών του ιδεών, εκθρονίστηκε α-
(1) «EpistoIa» 11. ·Εκδοση Migne, PatroIogia Graeca, CXI, 37. Βλέπε Bury, «Eastern Roman Empire» 111, 439. (2) Theophanes Continuatus, «Historia». Έκδοση Βοηη, 190. Bury, «Eastcrn Roman Empire» (436-438).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
378
πό τη Θεοδώρα, συνέχισε να διδάσκει στην Κωνσταντινούπολη, όπου δι
ηύθυνε την ανώτατη σχολή που οργάνωσε ο Βάρδας. Αξίζει να θυμηθού με ότι ο Απόστολος τών Σλάβων Κωνσταντίνος (Κύριλλος) σπούδασε υπό την καθοδήγηση τού Φωτίου και τού Λέοντος και ότι πριν αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο πήρε την έδρα τής φιλοσοφίας στη σχολή τής πρωτεύουσας.
Η μικρή αυτή περιγραφή αρκεί για να δείξει ότι η πνευματική και φι
λολογική ζωή ήκμασε την εποχή τής εικονοκλαστικής κινήσεως και ότι θα αποδεικνυόταν πιο έντονη εάν είχαν διασωθεί τα έργα τών Εικονομά χων.
Εφόσον αναφέραμε τις επιστολές που αντάλλαξαν ο Θεόφιλος και ο Μαμούν για την υπόθεση τού Λέοντος τού Μαθηματικού, αξίζει να δού με για λίγο το ζήτημα τών πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ τον Χαλιφάτου και τής Αυτοκρατορίας κατά το πρώτο ήμισυ τού 90υ αιώνα. Την εποχή
εκείνη το Χαλιφάτο, διοικούμενο από τον Αρούν-αρ-Ρασίντ και τον Μα μούν, γνώριζε μια λαμπρή ανάπτυξη τών επιστημών και τής παιδείας. Ε πιθυμώντας να συναγωνιστεί τις δόξες τής Βαγδάτης, ο Θεόφιλος έκτισε ένα ανάκτορο μιμούμενος τα αραβικά πρότυπα. Ορισμένες ενδείξεις φα νερώνουν ότι η επίδραση τής Βαγδάτης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υ πήρξε πολύ παρακινητική(l), αλλά το δύσκολο αυτό πρόβλημα ξεπερνά τα όρια αυτού τού βιβλίου. Έχει πολύ συχνά τονισθεί ότι η εικονοκλαστική περίοδος έχει να πα ρουσιάσει μόνο αρνητικά αποτελέσματα στον τομέα τής τέχνης και είναι
αλήθεια ότι πολλά αξιόλογα μνημεία τέχνης καταστράφηκαν από τους Εικονομάχους(2). Η εικονοκλαστική περίοδος όμως έδωσε νέες κατευθνν
σεις στη βυζαντινή τέχνη, αναζωογονώντας για μια φορά ακόμη τα ελλη νιστικά πρότυπα -κυρίως μάλιστα τής Αλεξάνδρειας- και εισάγοντας
διακοσμητικά στοιχεία δανεισμένα από τους' Αραβες, οι οποίοι με τη σει ρά τους τά είχα'\' δανειστεί από την Περσία. Και μολονότι οι Εικονομά χοι κατηγορηματικά καταδίκαζαν τη θρησκευτική τέχνη που απεικόνιζε τον Χριστό, τη Θεοτόκο και τους Αγίους, ανέχονταν την παράσταση τής
ανθρώπινης μορφής γενικότερα, η οποία έγινε την περίοδο εκείνη πε ρισσότερο ρεαλιστική λόγω τής επίδρασης τών ελληνιστικών προτύπων. Οι σκηνές τής καθημερινής ζωής έγιναν το προσφιλές θέμα τών καλλι τεχνών και γενικά επικρατούσε η καθαρά κοσμική τέχνη. Παράδειγμα αυτής τής τάσης αποτελεί το γεγονός ότι στη θέση τής τοιχογραφίας που
παρίστανε την ΣΤ Οικουμενική Σύνοδο ο Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυ μος, διέταξε να γίνει ένα πορτραίτο τού ευνοούμενού του ηνιόχου.
(1) (2)
Ένθ. ανωτ. Ο. Μ.
438. F. Fuchs. «Die hoheren Schulen» 18. Dalton, «Byzantine Art and ΑΓchaeοΙοgΥ» 14.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
379
Τα καλλιτεχνικά μνημεία τής εποχής αυτής, τόσο τα θρησκευτικά όσο και τα κοσμικά, έχουν χαθεί σχεδόν τελείως. Μερικά ψηφιδωτά πδν να
ών τής Θtσσαλoνίκης μπορεί ν' αποδοθούν στην περίοδο αυτή. Επίσης μερικά γλυπτικά έργα -σε ελεφαντοστό- μπορεί να ανήκουν σε αυτήν
την εποχή. Τα ιστορημένα χειρόγραφα τής εικονοκλαστικής περιόδου, τών οποίων η εικονογράφηση είναι έργο μοναχών τού Βυζαντίου, μαρτυ ρούν το νέο πνεύμα που είχε εισχωρήσει στην τέχνη. Το Ψαλτήριο Χλού
ντοφ
(Chludov)
αποτελεί ενδιαφέρον δείγμα εικονογραφήσεως τών πε-
ριθωρίων και αποτελεί το παλαιότερο ιστορημένο ψαλτήριο που σώζεται στη Μόσχα(ΙJ. Εν τούτοις όμως είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι υπάρ
χουν τόσο λίγα δεδομένα για τη μελέτη τής τέχνης τής εικονοκλαστικής περιόδου. Πολλά από τα έργα που έχουν διασωθεί δεν αποδίδονται στην εικονοκλαστική περίοδο με πλήρη βεβαιότητα, αλλά μόνον βάσει πιθα
νών ενδείξεων. Ο Ντηλ, αναφερόμενος στη σημασία τής εικονοκλαστικής περιόδου για τον μεταγενέστερο δεύτερο Χρυσό Αιώνα τής Βυζαντινής Τέχνης
-
τής εποχής δηλαδή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων - γράφει τα εξής: «Η εποχή τών Εικονομάχων είναι εκείνη ακριβώς, στην οποία ο δεύτερος Χρυσός Αιώνας οφείλει τα ουσιώδη του χαρακτηριστικά. Από την εικονοκλα
στική περίοδο προέρχονται οι δύο αντίθετες τάσεις που χαρακτηρίζουν την ε ποχή τών Μακεδόνων. Εάν την εποχή εκείνη άνθησε μια τέχνη εμπνευσμένη από την κλασική παράδοση με κύριο χαρακτηριστικό το αυξανόμενο
ενδιαφέρον για την προσωπογραφία και την απεικόνιση τής καθημερινι1ς ζωΙ1ς, η οποία επέβαλλε τις κυρίαρχες ιδέες της στη θρησκευτική τέχνη, εάν, σε αντίθεση προς αυτήν την κοσμική τέχνη, υπήρχε η τέχνη τών μοναχών, πιο αυστηρή, πιο θεολογική, πιο προσκολλημένη στην παράδοση, και εάν η αλληλεπίδραση τών δύο αυτών τάσεων δημιούργησε μια μεγάλη σειρά αρι
στουργημάτων, όλα αυτά οφείλονται στην εικονοκλαστική περίοδο, οπότε σπάρθηκαν οι σπόροι αυτής τής λαμπρής συγκομιδής. Δεν είναι τόσο τα κα
τορθώματα τής περιόδου αυτής εκείνα που τήν κάνουν αξιοπρόσεκτη στα πλαίσια τής ιστορίας τής Βυζαντινής Τέχνης -
-
μέσα
όσο είναι οι μελλοντικές
της επιδράσεις»(2).
(1) Dieh!, «Manue! d' art byzantin» (2nd ed. 1925) 379-381. Da!ton, «East Christian Art»,309. (2) «Manue! d' art byzantin» (2nd ed. 1925) 385-386. Da!ton, «Byzantine Art and Archαeο!οgΥ» 16. Bury, «Eastern Roman Empire» 429-434.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
380
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ
(867 -1081) Η εποχή τής Μακεδονικής Δυναστείας διαιρείται σε δύο άνισες, κατά τη
σημασία και τη διάρκεια, περιόδους. Η πρώτη περίοδος διαρκεί από το
867
μέχρι το
1025,
το έτος δηλαδή τού θανάτου τού Αυτοκράτορα Βασι
λείου Β', ενώ η δεύτερη και σύνtoμη περίοδος διαρκεί από το το
1056,
1025
μέχρι
οπότε πέθανε η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα' τελευταίο μέλος τής
Δυναστείας αυτής.
Η πρώτη περίοδος υπήρξε η πιο λαμπρή :[tερίοδος τής πολιτικής ζωής τής Αυτοκρατορίας. Ο αγώνας στην Ανατολή και τον Βορρά με τους' Α ραβες, Βουλγάρους και Ρώσους στέφθηκε από λαμπρή επιτυχία τού βυ ζαντινού στρατού, κατά το δεύτερο ήμισυ τού 1Ο0υ και στις αρχές τού 110υ αιώνα. Αυτό κατορθώθηκε παρά τις αποτυχίες τού τέλους τού 90υ
και τών αρχών τού 100υ αιώνα. Ο θρίαμβος τής Βυζαντινής Αυτοκρατο ρίας υπήρξε μεγάλος την εποχή τού Νικηφόρου Φωκά και τού Ιωάννη Τζιμισκή, για να φτάσει στο απόγειό του κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Βασιλείου ΒΌ Την εποχή τού τελευταίου, οι αποσχιστικές κινήσεις στη Μικρά Ασία κατεστάλησαν, η επιρροή τού Βυζαντίου στη Συρία ενι σχύθηκε, η Αρμενία εν μέρει προσαρτήθηκε στην Αυτοκρατορία και εν
μέρει έγινε υποτελής τού Βυζαντίου, η Βουλγαρία μεταβλήθηκε σε επαρ χία τού Βυζαντίου και η Ρωσία, υιοθετώντας τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο, απέκτησε στενότερες θρησκευτικές, πολιτικές, εμπορικές και
πολιτιστικές σχέσεις με την Αυτοκρατορία. Την εποχή αυτή η Αυτοκρατορία γνώρισε την πιο μεγάλη της δύναμη
και δόξα. Το εντατικό νομοθετικό έργο, καρπός τού οποίου είναι ένας γιγάντιος κώδικας, τα Βασιλικά, και ένας αριθμός περίφημων διαταγμά των, τα οποία εκδόθηκαν εναντίον τής καταστρεπτικής αναπτύξεως τών ισχυρών γαιοκτημόνων, καθώς και η πνευματική πρόοδος που συνδέεται με τα ονόματα τού Πατριάρχη Φωτίου και τού Κωνσταντίνου τού Πορφυ
ρογέννητου, προσθέτουν μεγαλύτερη δόξα και σπουδαιότητα στην πρώτη περίοδο τής Μακεδονικής Δυναστείας.
Μετά το
1025,
όταν η δυναμική προσωπικότητα τού Βασιλείου Β'
εξέλιπε, η Αυτοκρατορία εισήλθε σε μια εποχή αυλικών επαναστάσεων και αναρχίας, η οποία οδήγησε στην ταραχώδη εποχή τού την άνοδο στον θρόνο, το
1081,
1056-1081.
Με
τού πρώτου εκ τών Κομνηνών, η Αυτο
κρατορία επανέκτησε τη δύναμή της. Η εσωτερική τάξη αποκαταστά-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
381
θηκε και για ένα διάστημα η πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριό τητα γνώρισε νέα άνθηση.
Καταγωγή τής Δυναστείας Το ζήτημα τής καταγωγής τού ιδρυτή τής Μακεδονικής Δυναστείας έδωσε αφορμή να διατυπωθούν πολλές αντικρουόμενες απόψεις, κυρίως λόγω τού ότι οι πηγές διαφέρουν πολύ στο σημείο αυτό. Ενώ οι ελληνι κές πηγές μιλούν για την αρμενική ή μακεδονική καταγωγή τού Βασιλεί ου Α' και οι αρμενικές πηγές βεβαιώνουν τη γνήσια αρμενική καταγωγή
του, οι αραβικές πηγές τόν ονομάζουν Σλάβο. Επίσης, ενώ το όνομα «Μακεδονική» αποδίδεται γενικά στη Δυναστεία αυτή, μερικοί ιστορικοί επιμένουν να θεωρούν τον Βασίλειο Αρμένιο, ενώ άλλοι, κυρίως οι Ρώ σοι ιστορικοί, μέχρι τα τέλη τού 190υ αιώνα, τόν θεωρούσαν Σλάβο. Η πλειονότητα τών μελετητών δέχεται τον Βασίλειο ως Αρμένιο, που εγκα ταστάθηκε στη Μακεδονία, χαρακτηρίζοντας τη Δυναστεία του Αρμενι κή. Έχοντας όμως υπ' όψη ότι υπήρχαν πολλοί Αρμένιοι και Σλάβοι ανά μεσα στους κατοίκους τής Μακεδονίας, θα ήταν σωστό να συμπεράνουμε ότι ο Βασίλειος ήταν μικτής αρμενο-σλαβικής καταγωγής(\). Σύμφωνα με
τη γνώμη ενός ιστορικού, που μελέτησε ειδικά την εποχή τού Βασιλείου, η οικογένειά του πιθανόν να είναι αρμενικής καταγωγής, αν και αργότε
ρα αναμίχθηκε με τους Σλάβους που ήταν πολυάριθμοι στη Μακεδονία(2)
και σταδιακά εκσλαβίσθηκε. Ένας πιο ακριβής χαρακτηρισμός τής Μα κεδονικής Δυναστείας, βάσει τής εθνογραφικής της συνθέσεως, θα ήταν «Αρμενο-Σλαβική». Πρόσφατα οι μελετητές πέτυχαν να καθορίσουν ότι ο Βασίλειος γεννήθηκε στη Χαριούπολη τής Μακεδονίας(3).
Η ζωή τού Βασιλείου -πριν εκλεγεί Αυτοκράτορας- υπήρξε πολύ α συνήθης.
' Αγνωστος
ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να «κάνει την τύ
χη του» και εκεί προσείλκυσε την προσοχή τών αυλικών λόγω τού επι-
(1)
Βλέπε Α.Α.
VasiIiev,
«Η καταγωγή τού Αυτοκράτορα Βασιλείου τού Μακεδόνος»
ΧΙΙ, 1906, 148-165, Ρωσικά). (2) Α. Vogt, «Basίle Ι, et Ia civίlisation byzantine Ia fin du IXe SiecIe» 21, σημ. 3. Βλέ πε Ν. Adonz, «L' iige et Ι' origine de Ι' empereur BasiIe Ι (867-886»> (Byzantion, ΙΧ, 1934, 223-260 - αρμενική καταγωγή). Sirarpie der Nersessian, «Armenia and the Byzantine Empire», 20. Η αρμενική καταγωγή τού Βασιλείου Α' είναι mjμερα γενικώς
(Vizantiysky Vremennik,
a
αποδεκτιΙ·
PapadopouIos - Kerameus, «Fontes historiae Imperii Τrapczuntini» 79. Βλέπε Ν. Α. Bees, «Eine unbeachtete Quelle Uber die Abstammung des Kaiscrs BasiIios Ι, des Mazedoniers» (Byzantinisch-Ncugriechische JahrbUchcr, ΙΥ, 1923.76). (3)
Α.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
382
βλητικού του παρουσιαστικού, τής μεγάλης του δυνάμεως και τής ικανό τητάς του να τιθασεύει και τα πιο άγρια άλογα. Οι ιστορίες για τα κατορθώματα τού νεαρού Βασιλείου έφθασαν μέχρι τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ, ο οποίος τόν πήρε στην Αυλή του, για να τόν ανακηρύξει γρήγορα συν-Αυτοκράτορα, στέφοντάς τον με το αυτοκρατορικό στέμμα
στον ναό τής Αγίας Σοφίας. Ο Βασίλειος όμως φέρθηκε σκληρά στον Αυτοκράτορα, δεδομένου ότι όταν αντελήφθη πως ο Μιχαήλ τόν υποψια
ζόταν, διέταξε τους ανθρώπους του να φονεύσουν τον ευεργέτη του, και έπειτα αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας
(867 - 886).
Μετά τον θάνατό
του, ο θρόνος περιήλθε στους γιους του Λέοντα τον Σοφό
(886 - 912)<1) (886 - 913). Ο γιος τού Λέοντος, Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορ (913 - 959), αδιαφόρησε για τα ζητήματα τού κράτους, α
και Αλέξανδρο φυρογέννητος
φιερώνοντας όλο του τον χρόνο στη φιλολογίκή εργασία, και ζώντας α νάμεσα στους πιο μορφωμένους ανθρώπους τής εποχής του. Η διοικητική εξουσία παρέμενε στα χέρια τού πεθερού του ναυάρχου- Ρωμανού Λεκαπηνού
-
(919 - 944)<2).
ικανού και δραστήριου
Το
944
οι γιοι τού Λεκα
πηνού ανάγκασαν τον πατέρα τους να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σ' έ να μοναστήρι, και αυτοανακηρύχθηκαν Αυτοκράτορες. Το
945
όμως εκ
θρονίστηκαν από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος βασί λευσε, ανεξάρτητα, από το
μέχρι το
945
σίλευσε μόνον τέσσερα χρόνια
959. Ο γιος του Ρωμανός Β' βα (959 - 963), αφήνοντας μετά τον θάνατό
του τη χήρα του Θεοφανώ με δύο ανήλικα παιδιά, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο. Η Θεοφανώ παντρεύτηκε τον ικανό στρατηγό Νικηφόρο
Φωκά, ο οποίος έγινε Αυτοκράτορας (Νικηφόρος Β' Φωκάς,
963 - 969).
Η βασιλεία του διακόπηκε με τον φόνο του και ο θρόνος περιήλθε στον Ιωάννη Τζιμισκή
(969 - 976),
ο οποίος έγινε Αυτοκράτορας χάρη στον
γάμο του με τη Θεοδώρα, αδελφή τού Ρωμανού Β' και κόρη τού Κων σταντίνου Ζ' τού Πορφυρογέννητου. Μόνο μετά τον θάνατο τού Ιωάννη
Τζιμισκή, οι δύο γιοι τού Ρωμανού Β', Βασίλειος Β' -ο Βουλγαροκτό νος
(97& - 1025) -
και Κωνσταντίνος Η'
(976 - 1028)
έγιναν άρχοντες τής
Αυτοκρατορίας. Η διοικητική εξουσία συγκεντρώθηκε κυρίως στα χέρια τού Βασιλείου Β', υπό τη διοίκηση τού οποίου η Αυτοκρατορία γνώρισε τη μεγαλύτερή της δύναμη και δόξα. Με τον θάνατό του άρχισε η περίο
δος τής παρακμής. Μετά τον θάνατο τού Κωνσταντίνου Η', ο ηλικιωμέ-
(1)
Α.
Vogt, «La jeunesse de Leon
389-428). (2) Βλέπε
Ie Sage»
(Reνue
Historique, CLXXIY, 1934,
μια πολύ θετική άποψη για την προσωπικότητα και τη δράση τού Ρωμανού
Λεκαπηνού στον
238-245.
νι
S. Runciman, «The Emperor Romanus Lecapcnus, and His Rcign»,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
383
νος συγκλητικός Ρωμανός Αργυρός παντρεύτηκε την κόρη τού Κωνστα
ντίνου Ζωή και έγινε Αυτοκράτορας
(1028 - 1034).
Η Ζωή, μετά τον θά
νατο τού άνδρα τής, σε ηλικία πενήντα έξι ετών, παντρεύτηκε τον εραστή της Μιχαήλ τον Παφλαγώνα, ο οποίος έγινε Αυτοκράτορας για να βασι
λεύσει ως Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγών, από το
1034
μέχρι το
1041.
Κατά τη
διάρκεια τής βασιλείας του και τής σύντομης βασιλείας τού ανιψιού του Μιχαήλ Ε' τού Καλαφάτη πρόσωπο -
(1041 - 1042)
-ένα άλλο τυχαίο και ασήμαντο
ξέσπασε μεγάλη ταραχή και δυσαρέσκεια στην Αυτοκρατο;
ρία, που εκτονώθηκε με την εκθρόνιση και τύφλωση τού Μιχαήλ Ε'. Για
δύο μήνες περίπου, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δι~ικoύσε η Ζωή - η ο ποία έμεινε για δεύτερη φορά χήρα - και η νεώτερή της αδελφή, Θεο δώρα. Τον ίδιο χρόνο (1042) η Ζωή παντρεύτηκε για τρίτη φορά και' ο νέος της σύζυγος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας. Βασίλευσε ως Κωνσταν τίνος Θ' ο Μονομάχος από το
1042
μέχρι το
1055.
Η Ζωή πέθανε πριν α
πό τον τρίτο της άνδρα, αλλά η Θεοδώρα επέζησε τού Κωνσταντίνου τού Μονομάχου και βασίλευσε ως μόνη κυρίαρχος τής Αυτοκρατορίας
- 1056).
(1055
Μετά τη βασιλεία τής Ειρήνης, η οποία αποκατέστησε την εικο
νολατρία στα τέλη τού 80υ και στις αρχές τού 90υ αιώνα, η βασιλεία τής
Ζωής και τής Θεοδώρας αποτελεί το δεύτερο και τελευταίο παράδειγμα βασιλείας γυναικών. Η καθεμία από αυτές κατέλαβε τον θρόνο ως από λυτη και κυρίαρχη βασίλισσα· ως Αυτοκράτειρα τών Ρωμαίων δηλαδή. Λίγο πριν από τον θάνατό της, η Θεοδώρα υποχώρησε στις αξιώσεις τής Αυλής και εξέλεξε για διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ
Στρατιωτικό, ο οποίος κατέλαβε τον θρόνο, το
1056,
μετά τον θάνατο τής
Θεοδώρας. Η Θεοδώρα υπήρξε το τελευταίο μέλος τής Μακεδονικής Δυναστείας, η οποία κατείχε τον θρόνο για μια περίοδο
189 ετών.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΥΠΟθΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΑννΟΚΡΑΤΟΡΩΝ-
Οι σχέσεις τού Βυζαντίου με τούς
, Αραβες
και την Αρμενία
Το κύριο πρόβλημα στην εξωτερική πολιτική τού ιδρυτή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων, Βασιλείου Α', υπήρξε ο αγώνας με τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι συνθήκες ήταν πολύ ευνο'ίκές για μεγάλα κατορθώματα, δεδο μένου ότι την εποχή του η Αυτοκρατορία διατηρούσε ειρηνικές σχέσεις με την Αρμενία στην Ανατολή, τη Ρωσία και τη Βουλγαρία στον Βορρά, και τη Βενετία και τον Αυτοκράτορα τής Δύσεως, στη Δύση. Σ' αυτά τα
384
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
πλεονεκτήματα θα πρέπει να προστεθούν οι εσωτερικές έριδες στο ανατολικό χαλιφάτο, που ήταν καρπός τής επιρροής τών Τούρκων στην αραβική Αυλή, η αποστασία τής Αιγύπτου, όπου είχε από το
868
δημι
ουργηθεί η ανεξάρτητη Δυναστεία τών Τουλουνιδών, οι εμφύλιοι πόλε μοι τών Αράβων τής Βορείου Αφρικής και η εν σχέσει με τούς εντοπίους Χριστιανούς δύσκολη θέση τών Ομεϋαδών τής Ισπανίας. Συνεπώς ο Βασίλειος βρισκόταν σε πολύ πλεονεκτική θέση για έναν επιτυχημένο α
γώνα με τους' Αραβες τής Ανατολής και τής Δύσεως. Αλλά αν και η Αυ τοκρατορία αγωνίστηκε εναντίον τών Αράβων σχεδόν χωρίς διακοπή κα τά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Βασιλείου Α', δεν εκμεταλλεύθηκε
πλήρως τις ευνο'ίκές εξωτερικές συνθήκες. Η επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία που εγκαινιάστηκε στις αρχές
τής δεκαετίας τού 870 στο ανατολικό τμήμα τής Μικράς Ασίας εναντίον τών οπαδών τής αιρέσεως τών Παυλικιανών, είχε ως αποτέλεσμα να κα ταληφθεί, εκ μέρους τού Αυτοκράτορα, η κυριότερή τους πόλη, Τεφρική.
Η κατάκτηση αυτή όχι μόνο αύξησε τις κτήσεις τού Βυζαντίου, αλλά, συγχρόνως, έφερε τον Βασίλειο πολύ κοντά στους 'Αραβες τής Ανατο
λής. Ύστερα από αρκετούς αγώνες, οι μεταξύ τών δύο πλευρών συ γκρούσεις πήραν τη μορφή συχνών αψιμαχιών που δεν είχαν πολύ μεγά λες συνέπειες. Η νίκη τη μία φορά ήταν με το μέρος τών Ελλήνων και την άλλη με το μέρος τών Αράβων' τελικά όμως η συνοριακή γραμμή τού Βυ
ζαντίου προωθήθηκε αρκετά -στη Μικρά Ασία- προς την Ανατολή. Πολύ πιο σημαντικές υπήρξαν οι σχέσεις τού Βασιλείου με τους 'Α ραβες τής Δύσεως, οι οποίοι, την εποχή εκείνη, κατείχαν το μεγαλύτερο τμήμα τής Σικελίας, καθώς και αξιόλογα σημεία τής Ν. Ιταλίας. Οι προ βληματικές υποθέσεις τής Ιταλίας προκάλεσαν την επέμβαση τού Αυτο κράτορα τής Δύσεως Λουδοβίκου Β', ο οποίος κατέλαβε τη σημαντική πόλη τού Μπαρι. Με τον Λουδοβίκο ο Βασίλειος έκλεισε συμμαχία για μια συνδυ~σμένη προσπάθεια για την απομάκρυνση τών Αράβων από την Ιταλία και τη Σικελία. Η συμμαχία αυτή, όμως, δεν πέτυχε και γρήγο
ρα διαλύθηκε. Μετά τον θάνατο τού Λουδοβίκου, ο λαός τού Μπάρι πα ρέδωσε την πόλη του στους αντιπροσώπους τού Βυζαντίου. Εν τω μεταξύ, οι 'Αραβες κατέλαβαν τη στρατηγικής σημασίας νήσο
Μάλτα, στα νότια τής Σικελίας, και το
878,
ύστερα από πολιορκία εννέα
μηνών, κατέλαβαν τις Συρακούσες. Μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή τής πολιορκίας τών Συρακουσών έχει γραφεί από έναν αυτόπτη μάρτυ ρα, τον μοναχό Θεοδόσιο, ο οποίος, ζώντας εκεί την εποχή εκείνη, συνε λήφθη, μετά την πτώση τής πόλεως, από τους' Αραβες για να φυλακισθεί στο Παλέρμο. Ο Θεοδόσιος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τής πολιορ-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
385
κίας, οι κάτοικοι τής πόλεως υπέφεραν πολύ από λιμό και αναγκάστηκαν
να τρώνε χλόη, δέρματα ζώων και πτώματα νεκρών ακόμη. Ο λιμός αυτός προκάλεσε μια επιδημία που εξόντωσε ένα μεγάλο μέρος τού πλη θυσμού(l). Μετά την πτώση τών Συρακουσών, το μόνο αξιόλογο σημείο
τής Σικελίας που απέμενε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η πόλη Ταυρομένιον
(Taormina),
στις ανατολικές ακτές τής νήσου. Η απώλεια
αυτή υπήρξε ένας σταθμός για την εξωτερική πολιτική τού Βασιλείου, δε
δομένου ότι τα σχέδιά του για γενική επίθεση εναντίον τών Αράβων δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν. Η κατοχή τού Τάραντος, στη Ν. Ιταλία, από τα στρατεύματα τού Βασι λείου και η επιτυχής προώθησή τους στο εσωτερικό τής χώρας αυτής, υπό
την αρχηγία τού στρατηγού Νικηφόρου Φωκά, κατά τα τελευταία χρόνια
τής βασιλείας τού Βασιλείου, μπορεί οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως μια παρηγοριά μετά την αποτυχία τών Συρακουσών. Παρά τα αρνητικά αποτελέσματα τής συμμαχίας με τη Δύση εναντίον τών Αράβων, ο Βασίλειος επιχείρησε μια άλλη συμμαχία με τον Αρμένιο Βασιλέα Ασώτ τής δυναστείας τών Βαγρατιδών, με σκοπό την επίθεση εναντίον τών Αράβων τής Ανατολής. Ακριβώς όμως την εποχή αυτής τής
συμμαχίας, ο Βασίλειος πέθανε. Παρά την απώλεια τών Συρακουσών και τις αποτυχημένες εκστρα
τείες εναντίον τών Αράβων, ο Βασίλειος αύξησε κάπως την έκταση τών βυζαντινών κτήσεων τής Μικράς Ασίας, αποκαθιστώντας συγχρόνως την
κυριαρχία τού Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. «ο ηλικιωμένος Βασίλειος», λέει ένας σύγχρονος μελετητής τής περιόδου αυτής, «μπορούσε να πεθάνει εν ειρήνη, δεδομένου ότι είχε εκπληρώσει, τόσο στη Δύση όσο και στην Α νατολή, μια πολύ μεγάλη στρατιωτική αποστολή, η οποία συγχρόνως υπήρξε και πολιτιστική αποστολή. Η Αυτοκρατορία που άφησε ο Βασί
λειος, ήταν δυνατότερη και επιβλητικότερη από εκείνην που παρ έλα β 0>(2) •
Οι ειρηνικές σχέσεις, τις οποίες καλλιέργησε ο Βασίλειος με όλους
τους γείτονές του
-
εκτός τών Αράβων- διακόπηκαν την εποχή τού δια
δόχου του Λέοντος ΣΤ τού Σοφού
(886 - 912).
Ένας δε πόλεμος με τους
Βουλγάρους, κατά τη διάρκεια τού οποίου για πρώτη φορά στην ιστορία
τού Βυζαντίου παρουσιάστηκαν οι Μαγυάροι (Ούγγροι), είχε ως αποτέ-
(1)
«Θεοδοσίου Μοναχού τού και γραμματικού επιστολή προς Λέοντα Διάκονον περί
τιjς αλώσεως Συρακούσης», έκδοση σης Α. Α.
Vasiliev,
(2) Vogt,
«Basίle
Hase, 180-181, έκδοση C. Zuretti, 167. 11,59-68 (Ρωσικά).
«Το Βυζάντιο και οι . Αραβες»
Ier», 337, Cambridge Medieval History,
ΙΥ,
54.
Βλέπε επί
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
386
λεσμα την ήττα τού βυζαντινού στρατού. Προς τα τέλη τής 'βασιλείας τού Λέοντος, οι Ρώσοι ήταν κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η σύμμαχος τής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αρμενία, η οποία είχε αναλάβει την αντιμε τώπιση τών αραβικών εισβολών, δεν βοηθήθηκε, όπως περίμενε, από το
Βυζάντιο. Εκτός απ' όλα αυτά, το ζήτημα τού τέταρτου γάμου τού Αυτο κράτορα, δημιούργησε σοβαρές εσωτερικές ταραχές. Αποτέλεσμα αυτών τών εσωτερικών και εξωτερικών ανωμαλιών ήταν να γίνει πιο πολύπλο κο και πιο δύσκολο για την Αυτοκρατορία το πρόβλημα τού αγώνα της εναντίον τού Ισλάμ.
Οι αγώνες εναντίον τών Αράβων υπήρξαν, γενικά, αποτελεσματικοί την εποχή τού Λέοντος ΣΓ. Κατά τη διάρκεια τών στρατιωτικών συ γκρούσεων, στα σύνορα τής Ανατολής, οι. 'Αραβες είχαν κατά καιρούς
ανάλογες επιτυχίες με τους Έλληνες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ου σιαστικό κέρδος για καμιά από τις δύο πλευρές. Στη Δύση, οι Μουσουλ
μάνοι κατέλαβαν το Ρήγιον, στις ιταλικές ακτές τού Πορθμού τής Μεσ σήνης, και έτσι ο πορθμός περιήλθε τελείως στα χέρια τών Αράβων, οι ο ποίοι το
902 κατέλαβαν
και το Ταυρομένιον' το τελευταίο σπουδαίο οχυ
ρωμένο σημείο τής βυζαντινής Σικελίας. Μετά την πτώση αυτής τής πό λεως, η Σικελία έπεσε ολοκληρωτικά στα χέρια τών Αράβων, δεδομένου ότι οι μικρότερες πόλεις που ανήκαν ακόμη στους Έλληνες δεν έπαιξαν
κανέναν ρόλο στη μεταγενέστερη ιστορία τής Αυτοκρατορίας. Η πολιτι κή τού Λέοντος ΣΓ στην Ανατολή, κατά τα τέλη τής βασιλείας του, δεν
εξηρτάτο, κατά κανέναν τρόπο, από τις σχέσεις του με τους 'Αραβες τής .Σικελίας.
Οι αρχές τού 100υ αιώνα χαρακτηρίζονται από την έντονη δράση τού μουσουλμανικού στόλου. Από τα τέλη ακόμη τού 90υ αιώνα οι Κρήτες πειρατές επανειλημμένως είχαν λεηλατήσει τις ακτές τής Πελοποννήσου
και τα νησιά τόύ Αιγαίου Πελάγους. Αυτές οι θαλάσσιες επιδρομές τών Αράβων έγιναν ακόμη πιο επικίνδυνες, όταν οι στόλοι τους τής Συρίας
και τής Κρήτης dρχισαν να δρουν ενωμένοι. Η επίθεση εναντίον τής Θεσσαλονίκης, την οποία επιχείρησε το
904
ο μουσουλμανικός στόλος,
υπό την αρχηγία τού Έλληνα αποστάτη Λέοντος τού Τριπολίτη, αποτελεί την περίοδο αυτή το πιο γνωστό εγχείρημα τών Αράβων. Η πόλη κατελή φθη ύστερα από μεγάλη και δύσκολη πολιορκία, αλλά, λίγες μέρες μετά
την πτώση της, οι κατακτητές έφυγαν, μεταφέροντας μαζί τους μεγάλο α ριθμό αιχμαλώτων και λαφύρων, με κατεύθυνση τη Συρία. Μόνο μετά
την καταστροφή αυτή η βυζαντινή διοίκηση άρχισε να οχυρώνει τη Θεσ σαλονίκη. Λεπτομερή περιγραφή τής επιδρομής τών Αράβων στη Θεσ σαλονίκη δίνει ο ιερέας Ιωάννης Καμενιάτης, ο οποίος έζησε όλες τις
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
387
κακουχίες που προκάλεσε η πολιορκία(1).
Οι επιτυχίες τού (Πόλου τών Αράβων ανάγκασαν τους άρχοντες τού Βυζαντίου να δώσουν περισσότερη προσοχή (Πην ανάπτυξη τού δικού τους (Πόλου. Το αποτέλεσμα ήταν το
9060 ναύαρχος
τού Βυζαντίου Ιμέ
ριος να καταγάγει εναντίον τών Αράβων μια λαμπρή νίκη, (πο Αιγαίο. Το
911,
όμως, η μεγάλη θαλάσσια εκ(Πρατεία τού Λέοντος ΣΤ' εναντίον
τών Αράβων τής Ανατολής και τής Κρήτης -την οποία κατηύθυνε και
πάλι ο Ιμέριος- τελείωσε με πλήρη αποτυχία τής Αυτοκρατορίας. Στην ακριβή περιγραφή τών δυνάμεων που έλαβαν μέρος στην εκ(Πρατεία αυ τή, την οποία κάνει ο Κων(Παντίνος ο Πορφυρογέννητος, αναφέρεται η παρουσία
700 Ρώσων(2).
Έτσι ο αγώνας τού Βυζαντίου με τους' Αραβες υπήρξε ανεπιτυχής την εποχή τού Λέοντος ΣΤ'. Στη Δύση η Σικελία χάθηκε οριστικά' (Πη Νότια Ιταλία ο στρατός τού Βυζαντίου δεν πέτυχε τίποτε πια μετά την ανάκληση
τού Νικηφόρου Φωκά' στα ανατολικά σύνορα οι Άραβες, αργά αλλά σταθερά, προωθούντο, και (Πη θάλασσα ο στόλος τού Βυζαντίου υφίστα το σοβαρές ήττες. Παρά τη θρησκευτική εχθρότητα προς τους' Αραβες και παρά τις (Πρα
τιωτικές με αυτούς συμπλοκές, τα επίσημα στοιχεία τής εποχής μιλούν γι' αυτούς με πολύ φιλικές εκφράσεις. Έτσι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπό
λεως τής περιόδου αυτής, Νικόλαος Α' ο Μυστικός, γράφει προς <<τον πλέ ον ένδοξο και τον πλέον τιμημένο και αγαπητό» εμίρη τής Κρήτης ότι «οι
δύο δυνάμεις τής οικουμένης, η δύναμη τών Σαρακηνών και η δύναμη τών Ρωμαίων, υπερέχουν και λάμπουν σαν δύο μεγάλοι φωστήρες (πο στερέω
μα. Για τούτο τον λόγο πρέπει να ζούμε μαζί σαν αδέλφια, αν και διαφέ ρουμε (Πις συνήθειες, (Πους τρόπους και στη θρησκεία»(3).
Κατά τη διάρκεια τής μακροχρόνιας βασιλείας τού Κωνσταντίνου Ζ'
τού Πορφυρογέννητου
944),
(913 - 959)
και τού Ρωμανού Λεκαπηνού
(919 -
η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτε-
(1) «De excidio Thessalonicensi narratio», έκδοση Ι. Bekker, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, 487-600. Βλέπε Vasiliev, «Το Βυζάντιο και οι 'Αραβες» ΙΙ, 143153. Α. Struck, «Die Eroberung Thessalonikes durch die Sarazenen im Jahre 904» (Byzantinische Zeitschrift, XIV, 1905, 535-562). Ο. Tafrali, «Thessalonique des origines au XIVe siecle» 143-156. (2) «De Ceremoniis aιtlae bΥΖ,Ίntίnae» Π, 44, Βοηη ed. 651. (3) «Epistola» Ι, έκδοση J. Ρ. Migne «Patrologia Graeca», CXI, 28. Βλέπε J. Hergenrtlther, «Photius, Patriarch νοη Constantinope!» ΙΙ, 600. Vasilieν, <<Το Βυζάντιο και οι' Αραβες» παράρτημα 197 (Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
388
λεσματικά τους' Αραβες μέχρι το τέλος τής τρίτης δεκαετίας τού 100υ αι ώνα, δεδομένου ότι όλες οι δυνάμεις της ήταν απασχολημένες με τον Βουλγαρικό Πόλεμο. Ευτυχώς για την Αυτοκρατορία, το χαλιφάτο, την ε ποχή εκείνη, διερχόταν μια περίοδο εσωτερικών σπαραγμών και απο σύνθεσης που οδήγησαν στη δημιουργία μεμονωμένων και ανεξάρτητων δυναστειών. Οπωσδήποτε όμως, πρέπει να αναφερθεί μια επιτυχημένη επιχείρηση τού στόλου τού Βυζαντίου, το
917,
κατά την οποία ο νικητής
τής Θεσσαλονίκης Λέων Τριπολίτης ηττήθηκε, στη Λήμνο, κατά κράτος(l). Μετά τη βουλγαρική εκστρατεία παρουσιάστηκαν ικανότατοι στρατη
γοί τόσο στον ελληνικό όσο και στον αραβικό στρατό. Ο Έλληνας «δομέ στικος τών σχολών» (αρχηγός τού στρατού) Ιωάννης Κουρκούας υπήρξε, σύμφωνα με τα λόγια τού χρονογράφου, «άλλος Τρα·ίανός ή Βελισσάρι
ος», καθώς και ο κατακτητής «πολλών και πλείστων πόλεων». Ένα ειδι κό έργο γράφηκε σχετικά με αυτόν, το οποίο όμως δεν έχει διασωθεί(2). Χάρη σ' αυτόν ένα νέο πνεύμα -πνεύμα πεποιθήσεως- εισήχθη στην ανατολική πολιτική τής Αυτοκρατορίας(3). Οι ' Αραβες επίσης απέκτησαν
έναν ικανό αρχηγό, τον Σαύφ -αντ-Ντάουλα*, μέλος τής ανεξάρτητης Δυ ναστείας τών Χαμντανιδών, η οποία είχε ως πρωτεύουσά της το Χαλέπι. Η Αυλή του έγινε το κέντρο μιας δημιουργικής πνευματικής δραστηριό τητας και η εποχή του ονομάσθηκε, από τους συγχρόνους του, «Χρυσούς
Αιών». Περί τα τέλη τού 100υ αιώνα ο Κουρκούας κατήγαγε αρκετές νί κες στην αραβική Αρμενία, κατακτώντας πολλές πόλεις τής' Ανω Μεσο
ποταμίας. Το
933,
ο Κουρκούας κατέλαβε τη Μελιτηνή και το
944 η
αρα
βική Έδεσσα αναγκάσθηκε να παραδώσει το «μανδήλιον», στο οποίο υ πήρχε αποτύπωμα τής μορφής τού Χριστού και που μεταφέρθηκε με με γάλη πομπή στην Κωνσταντινούπολη.
Ο θρίαμβος αυτός υπήρξε και ο τελευταίος τού Κουρκούα. Οι επιτυ χίες του τόν μετέβαλαν σε «άνθρωπο τής ημέρας»(4), πράγμα που ανησύ
χησε την κυβέρνηση, η οποία και τόν απήλλαξε από τα καθήκοντά του. Την εποχή αυτή έπεσε ο Ρωμανός Λεκαπηνός, ενώ τον επόμενο μήνα εκ θρονίστηκαν και οι γιοι του. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έμεινε
έτσι μοναδικός Αυτοκράτορας. «Μια εποχή τελείωνε, ενώ νέοι παράγο-
(1) Vasiliev, ένθ. ανωτ, 219 (Ρωσικά). (2) Theophanes Continuatus, «Historia», Βοnn ed., 427-428. (3) Runciman, «Romanus Lecapenus» 69, 135, 241-249. • Σ.τ.Μ. «Η ρομφαία τού Κράτους». (4) Ένθ. ανωτ. 145. Βλέπε πλούσια συλλογή αραβικών κειμένων στον Σαυφ-αντ-Ντάουλα στον Μ. Canard, «Sayf al Daula».
που αναφέρονται
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
389
ντες έρχονταν δυναμικά στο προσκήνιο»(lJ.
Η εποχή τού Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξε πολύ σημαντική για την πο λιτική τού Βυζαντίού στην Ανατολή. Ύστερα από τριών αιώνων αμυντική
στάση τής Αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο, υπό την καθοδήγηση τού Ρωμα νού και τού Κουρκούα, πέρασε στην επίθεση και άρχισε να θριαμβεύει. Τα σύνορα, κατά τα τέλη τής περιόδου αυτής, βρίσκονταν σε πολύ διαφο ρετική κατάσταση από εκείνη στην οποία ήταν την εποχή τής ανόδου τού
Ρωμανού στον θρόνο. Οι συνοριακές επαρχίες ήταν σχεδόν απαλλαγμέ νες από τις επιδρομές τών Αράβων, ενώ τα τελευταία δώδεκα χρόνια τής βασιλείας τού Ρωμανού, οι Μωαμεθανοί επιδρομείς διέσχισαν τα σύνο ρα μόνον δύο φορές. Ο Ρωμανός διόρισε αρχηγό τού στρατεύματος τον
Κουρκούα, «τον πιο λαμπρό στρατιώτη που ανέδειξε η Αυτοκρατορία για πολλές γενεές, ο οποίος εισήγαγε νέο πνεύμα στα αυτοκρατορικά στρα
τεύματα, οδηγώντας τα, νικηφόρα, βαθιά μέσα στη χώρα τών απίστων ... Ο Ιωάννης Κουρκούας υπήρξε ο πρώτος στη σειρά τών μεγάλων κατακτη
τών και ως πρώτος αξίζει να εξυμνηθεί πολύ. Από τη δόξα του όμως ένα μέρος ανήκει στον Ρωμανό Λεκαπηνό, στην κρίση τού οποίου οφείλεται η εκλογή τού Κουρκούα, και υπό τη διοίκηση τού οποίου πέρασαν αυτά τα είκοσι ένδοξα χρόνια»(2).
Τα τελευταία χρόνια τού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου χαρακτη ρίζονται από τους απεγνωσμένους αγώνες του με τον Σαυφ-αντ-Ντάου
λα, και, αν και οι Έλληνες νικήθηκαν σε αρκετές από αυτές τις συμπλο κές, το αποτέλεσμα τού αγώνα ήταν η ήττα τών Αράβων στη Β. Μεσοπο
ταμία και η διάβαση τού Ευφράτη από τον στρατό τού Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια τών ετών αυτών, ο Ιωάννης Τζιμισκής, ο μετέπειτα Αυτοκρά
τορας, διακρίθηκε για την ικανότητά του. Η μεγάλη όμως θαλάσσια εκ στρατεία που οργανώθηκε εναντίον τών Αράβων τής Κρήτης, το
949,
οδή
γησε σε πλήρη αποτυχία και στην απώλεια πολλών πλοίων. Εξακόσιοι εί κοσι εννέα Ρώσοι έλαβαν μέρος σε αυτήν την εκστρατεία(3J. Οι διαρκείς συμπλοκές Ελλήνων και Μουσουλμάνων στη Δύση
-
στην Ιταλία και τη
Σικελία- δεν υπήρξαν σημαντικές για τη γενική εξέλιξη τών γεγονότων. Οι κατακτήσεις -στην Ανατολή- τού Ιωάννη Κουρκούα και τού Ιω
άννη Τζιμισκή, οι οποίες συνετέλεσαν στην επέκταση τών συνόρων τής Αυτοκρατορίας πέρα από τον Ευφράτη, εγκαινίασαν μια λαμπρή περίο
δο νικών τού Βυζαντίου επί τών Μουσουλμάνων. Όπως λέει ο Γάλλος
(1) Runciman, «Romanus Lecapenus» 146. (2) Ένθ. ανωτ. 146-150. (3) Βλέπε Vasilίev, «Το Βυζάντιο και οι 'Αραβες» 11, 279-286
(Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
390
ιστορικός Ραμπώ, «όλες οι αποτυχίες τού Βασιλείου Α' αναπληρώθηκαν·
ο δρόμος ηταν ανοιχτός προς την Ταρσό, την Αντιόχεια, την Κύπρο και την Ιερουσαλήμ ... Πριν από τον θάνατό του, ο Κωνσταντίνος μπορούσε
να χαρεί γιατί, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του, είχαν κατορθωθεί, προς δόξαν τού Χριστού, τόσα μεγάλα πράγματα. Εγκαινίασε την περίο δο τών Σταυροφοριών τόσο για την Ανατολή όσο και για τη Δύση· τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Φράγκους (τα έθνη δηλαδή τής Δυτι κής Ευρώπης»)(!).
Κατά τη διάρκεια τής σύντομης βασιλείας τού Ρωμανού Β'
(956-963),
ο ικανός και δραστήριος στρατηγός του Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την Κρήτη, καταστρέφοντας έτσι τη φωλιά τών Αράβων πειρατών, που είχαν τρομοκρατήσει τον πληθυσμό τών νησιών ~αι τών ακτών τού Αιγαίου Πε λάγους. Ανακτώντας την Κρήτη, η Αυτοκρατορία επανέκτησε ένα σπου
δαίο στρατηγικό και εμπορικό σημείο τής Μεσογείου(2). Ο Νικηφόρος Φωκάς πέτυχε επίσης στον πόλεμό του, σrην Ανατολή, με τον Σαυφ-αντ
Ντάουλα. Ύ σrερα από μία δύσκολη πολιορκία, κατόρθωσε να καταλά βει, προσωρινά, το Χαλέπι, την πρωτεύουσα δηλαδή τών Χαμντανιδών. Τα κατορθώματα τών επόμενων τριών Αυτοκρατόρων -Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τζιμισκή και Βασιλείου Β' τού Βουλγαροκτόνου- αποτε λούν τις πιο λαμπρές σελίδες τής σrρατιωτικής ισroρίας τών αγώνων τής Αυτοκρατορίας εναντίον τού Ισλάμ.
Κατά τη διάρκεια τών έξι χρόνων τής βασιλείας του
(963-969),
ο Νι
κηφόρος Φωκάς επικέντρωσε την προσοχή του σrην Ανατολή, αν και
-
μερικές φορές- σrράφηκε προς τις εχθρικές ενέργειες τών Βουλγάρων,
οι οποίες έγιναν πιο σοβαρές εξαιτίας τής επέμβασης τού Ρώσου ηγεμό να Σβιατοσλάβου. Μερικές aπό τις δυνάμεις τού Αυτοκράτορα ήταν επί σης aπασχoλημένες σrην Ιταλία εναντίον τού Γερμανού Βασιλέως Όθω νος τού Μεγάλόυ. Στην Ανατολή, ο αυτοκρατορικός στρατός, αφού κατέ
λαβε την Ταρσό, κατέκτησε την Κιλικία, ενώ ο σrόλoς πέτυχε να απο σπάσει από τους' Αραβες το σημαντικό νησί τής Κύπρου. Σχετικά με την πτώση τής Ταρσού ο 'Αραβας γεωγράφος τού 130υ αιώνα, Γιακούτ,
αφηγείται
-
βάσει περιγραφών τών προσφύγων -
μια ενδιαφέρουσα
ιστορία. Κάτω aπό τα τείχη τής Ταρσού -λέει- ο Νικηφόρος Φωκάς
διέταξε να υψωθούν δύο σημαίες ως σύμβολα <<τής χώρας τών Ρωμαίων» και <<τής χώρας τού Ισλάμ», διατάζοντας συγχρόνως τους κήρυκες να α ναγγείλουν ότι γύρω από την πρώτη σημαία έπρεπε να μαζευτούν όλοι
(1) «L' Empire grec au dixieme siecIe. Constantin Porphyrogenete», 436. (2) Α. Μ. Shepard, «The Byzantine Reconquest of Crete (Α. D. 960»>,1.121-1.130.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
391
όσοι επιθυμούσαν δικαιοσύνη, αμεροληψία, ασφάλεια τής ιδιοκτησίας, οικογενειακή ζωή, ,παιδιά, καλούς δρόμους, δίκαιους νόμους και ευγενι κή μεταχείριση. Γύρω από τη δεύτερη σημαία θα έπρεπε να συγκεντρω θούν όλοι όσοι υποστήριζαν τη μοιχέ ία, την ανελεύθερη νομοθεσία, τη
βία, τον εκβιασμό, τη διαρπαγή τών κτημάτων και την κατάσχεση τής ιδι οκτησίας(l).
Η κατάκτηση τής Κιλικίας και τής Κύπρου άνοιξε στον Νικηφόρο τον
δρόμο προς τη Συρία, βοηθώντας τον στην πραγματοποίηση τού μεγάλου του ονείρου να καταλάβει την Αντιόχεια, την καρδιά δηλαδή τής Συρίας. Αφού εισέβαλε στη Συρία, ο Νικηφόρος πολιόρκησε την Αντιόχεια και,
όταν ήταν φανερό πια ότι η πολιορκία θα κρατούσε πολύ, ο Αυτοκρά τορας άφησε τον στρατό του και γύρισε στην πρωτεύουσα. Κατά τη διάρ κεια τής απουσίας του, το τελευταίο έτος τής βασιλείας του
(969),
ο στρα
τός του κατέλαβε την Αντιόχεια, πραγματοποιώντας έτσι τη μεγάλη φιλο δοξία τού Αυτοκράτορα. «Έτσι ο χριστιανικός στρατός επανέκτησε τη
μεγάλη πόλη τής Αντιόχειας, την ένδοξη Θεούπολη (το όνομα αυτό έδω σε στην πόλη ο Ιουστινιανός ο Μέγας), τον αρχαίο αυτόν ανταγωνιστή τού Βυζαντίου -στην Ανατολή-, την πόλη τών μεγάλων Πατριαρχών, τών μεγάλων Αγίων, τών Συνόδων και τών αιρέσεων»(2),
Αμέσως μετά την πτώση τής Αντιόχειας, ο στρατός τού Βυζαντίου κα τέλαβε ένα ακόμη σπουδαίο κέντρο τής Συρίας, το Χαλέπι, την πρωτεύ
ουσα δηλαδή τών Χαμντανιδών. Υπάρχει ακόμη το ενδιαφέρον κείμενο τής συνθήκης τού Βυζαντινού στρατηγού και τού διοικητή τής πόλεως(3).
Η συνθήκη αυτή όριζε προσεκτικά τα όρια και τα ονόματα τών περιοχών τής Συρίας, που παραχωρούνταν στον Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου και
εκείνων τών οποίων επρόκειτο να έχει την επικυριαρχία. Από όλα τα μέ ρη που καταλήφθηκαν ξεχωρίζει η Αντιόχεια. Το Χαλέπι έγινε πόλη υποτελής τής Αυτοκρατορίας, τής οποίας ο μουσουλμανικός πληθυσμός θα πλήρωνε φόρο στο Βυζάντιο, ενώ οι Χριστιανοί τών υποτελών περιο χών ήταν απαλλαγμένοι από κάθε φορολογία. Ο εμίρης τής πόλεως συμ φώνησε να βοηθήσει τον Αυτοκράτορα σε περίπτωση πολέμου με τους
(1) «Geographisches Worterbuch», έκδοση Wtistenfeld, ΠΙ, 527. Βλέπε V. Barthold, «Transactions of the Oriental College» Ι, 1925,476. (2) G. Schlumberger, «Un empereur byzantin au dixieme Siecle» Nicephore Phocas», 723. (3) Στα έργα τού' Αραβα ιστορικού τού 130υ αιώνα Kamal-ad-Din. Βλέπε G. Freytag, «Regnum Saahd-Aldaulae ίη oppido Halebo», 9-14. Βλέπε λατινΙΚ11 μετάφραση στην έκδοση Βοηη τού έργου τού Λέοντος τού Διακόνου «Historiae», 391-394.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
392
μη Μωαμεθανούς τών επαρχιών εκείνων. Επίσης υποχρεώθηκε να υπε ρασπίζεται τα εμπορικά καραβάνια τού Βυζαντίου που τυχόν θα εισέρ
χονταν στην περιοχή του. Στους Χριστιανούς δόθηκε το δικαίωμα να αναστυλώσουν τους κατεστραμμένους ναούς, ενώ συγχρόνως επετράπη η μεταστροφή από τον Χριστιανισμό στον Μωαμεθανισμό ή τανάπαλιν. Η συνθήκη αυτή έγινε μετά τον θάνατο τού Νικηφόρου Φωκά, ο οποί
ος δολοφονήθηκε κατά τα τέλη τού
969.
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν υ
ποστεί οι Μουσουλμάνοι τέτοια ταπείνωση. Η Κιλικία και μέρος τής Συ ρίας -συμπεριλαμβανομένης τής Αντιοχείας- αποσπάσθηκαν από τους
'Αραβες, ενώ ένα πολύ μεγάλο τμήμα τής περιοχής τους ετέθη υπό την ε πικυριαρχία τής Αυτοκρατορίας.
Ο Άραβας ιστορικός τού 110υ αιώνα Γιαχγ,ιά ο εξ Αντιοχείας γράφει ότι ο μουσουλμανικός λαός ήταν βέβαιος πως ο Νικηφόρος Φωκάς θα μπορούσε να κατακτήσει όλη τη Συρία, καθώς και άλλες επαρχίες. «Οι ε
πιδρομές τού Νικηφόρου», γράφει ο χρονογράφος αυτός, «έγιναν μια δι ασκέδαση για τους στρατιώτες του, δεδομένου ότι κανείς δεν αντιστε κόταν στον Αυτοκράτορα. Βάδιζε εκεί όπου τόν ευχαριστούσε και κατέ
στρεφε ό,τι ήθελε χωρίς να συναντά κανέναν Μουσουλμάνο ή οποιονδή ποτε άλλον που θα τόν εμπόδιζε να κάνει εκείνο που επιθυμούσε ... Κα νείς δεν μπορούσε να τού αντισταθεί»(l). Ο Έλληνας ιστορικός τής επο
χής, Λέων ο Διάκονος, έγραφε ότι, εάν δεν εδολοφονείτο ο Νικηφόρος θα μπορούσε να επεκτείνει τα σύνορα τής Αυτοκρατορίας του στην Ανα τολή μέχρι τις Ινδίες και στη Δύση μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό(2).
Η πολιτική τού Νικηφόρου Φωκά, στη Δύση, απέτυχε. Κατά τη διάρ κεια τής βασιλείας του τα τελευταία σημεία τής Σικελίας που ανήκαν στην Αυτοκρατορία περιήλθαν στα χέρια τών Μουσουλμάνων και, κατ' αυτόν τον τρόπο, όλη η Σικελία έγινε κτήμα τους.
Το κύριο πρόβλήμα που αντιμετώπισε ο διάδοχος τού Φωκά, Ιωάννης Τζιμισκής, υπήρξε η εξασφάλιση τών κτήσεων τής Κιλικίας και τής Συρί
ας. Κατά τη διάρκεια τών πρώτων ετών τής βασιλείας του, δεν μπορούσε να συμμετάσχει προσωπικά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις τής Ανατο
λής, δεδομένου ότι είχε επικεντρώσει όλη του την προσοχή στους πολέ μους με τους Ρώσους και τους Βουλγάρους, και στην ανταρσία τού Βάρ δα Φωκά. Ο Τζιμισκής αφ' ενός νίκησε στους πολέμους στον Βορρά, αφ'
(1) «Histoire de Yahya-ibn-Said d' Antioche», και Α. Α.
Vasiliev, Patrologia Orientalis,
Cheikho, 135. (2) «Historiae»
ν,
4,
έκδοση Βοnn,
81.
έκδοση και μετάφραση
χνιιι,
J. Kratchkovsky
1924, 825-826 (127-128)'
έκδοση
L.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
393
ετέρου κατέστειλε την ανταρσία τού Βάρδα Φωκά. Το δύσκολο πρόβλη μα τής Ιταλίας διευθετήθηκε χάρη στον γάμο τού διαδόχου τού γερμανι κού θρόνου -τού μεταγενέστερου Αυτοκράτορα Όθωνος Β' -
με την
πριγκίπισσα τού Βυζαντίου Θεοφανώ. Μόνον τότε μπόρεσε ο Ιωάννης
Τζιμισκής να ασχοληθεί με τα ζητήματα τής Ανατολής. Οι εκστρατείες του εναντίον τών Μουσουλμάνων τής Ανατολής εστέ
φθησαν από πλήρη επιτυχία. Από τον Αρμένιο ιστορικό Ματθαίο τον εξ Εδέσσης, έχει διασωθεί μια σχετική με την τελευταία εκστρατεία τού Ιω
άννη Τζιμισκή επιστολή, την οποία ο Αυτοκράτορας είχε στείλει στον σύμμαχό του Βασιλέα τής Αρμενίας, Ασώτ Γ(Ι). Η επιστολή αυτή δείχνει ότι ο Αυτοκράτορας, θέλοντας να επιτύχει τον τελικό του σκοπό -την α πελευθέρωση δηλαδή τής Ιερουσαλήμ από τους Μουσουλμάνους -
ανέ
λαβε μια πραγματική Σταυροφορία. Ξεκίνησε με τον στρατό του από την Αντιόχεια, εισήλθε στη Δαμασκό και προχωρώντας προς τα νότια, εισχώ
ρησε στην Παλαιστίνη, όπου τού παραδόθηκαν, χωρίς αντίσταση, η Ναζα
ρέτ και η Καισάρεια. Και αυτή η Ιερουσαλήμ ακόμη είχε αρχίσει να ζητεί έλεος. «Εάν οι ειδωλολάτρες Αφρικανοί -γράφει ο Αυτοκράτορας προς τον Ασώτ- δεν είχαν κρυφθεί από φόβο στα παραλιακά οχυρά, θα είχαμε μπει, με τη βοήθεια τού Θεού, στην Ιερή Πόλη τής Ιερουσαλήμ και θα εί χαμε προσευχηθεί στον Θεό, στους Αγίους Τόπους>}(2). Πριν φθάσει όμως
στην Ιερουσαλήμ, ο Ιωάννης Τζιμισκής κατηύθυνε τις δυνάμεις του προς τα βόρεια κατά μήκος τής ακτής, καταλαμβάνοντας πολλές πόλεις. Στην
ίδια επιστολή, ο Αυτοκράτορας λέει: «Σήμερα όλη η Φοινίκη, η Παλαι στίνη και η Συρία έχουν ελευθερωθεί από τον ζυγό τών Μωαμεθανών, α ναγνωρίζοντας την εξουσία τών Ελλήνων τού Βυζαντίου}}(3). Η επιστολή
αυτή φυσικά περιέχει πολλές υπερβολές. Όταν συγκριθεί με τη μαρτυρία των αυθεντικών πληροφοριών που δίνει ο Χριστιανός' Αραβας ιστορικός
Γιαχγιά, αποδεικνύεται ότι τα αποτελέσματα τής εκστρατείας στην Πα λαιστίνη υπήρξαν πολύ λιγότερο σημαντικά. Κατά πάσα πιθανότητα, ο βυζαντινός στρατός δεν ξεπέρασε πολύ τα όρια τής Συρίας(4). Όταν ο στρατός τού Βυζαντίου επέστρεψε στην Αντιόχεια, ο Αυτο-
(1) Ε. Dulaurier, «Chronique de Matthieu d' Edesse» (Bibliotheque historique armenienne, 16-24). Chr. Kuchuk-Ioannesov, «Η επιστολή τού Αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμι σκή προς τον Αρμένιο Βασιλέα Ασώτ Γ» (Vizantiysky Vremennik, Χ, 1903, 93-101, Ρωσικά).
(2) Dulaurier ένθ. ανωτ. 20. Kuchuk-Ioannesov, ένθ. ανωτ. 98. (3) Dulaurier ένθ. ανωτ. 22. Kuchuk-Ioannesov, ένθ. ανωτ. 100. (4) Βλέπε BarthoId στο «Zapiski KoIlegii Vostokovedor» Ι, 1925,466-467. η περιγραφ11 τής εισβολής στην Παλαιστίνη είναι φανταστική.
Λέει ότι όλη
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
394
κράτορας πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε στις αρχές τού
976.
Ένας Βυζαντινός χρονογράφος γράφει ότι «όλα τα έθνη τρομοκρα
τήθηκαν από τις επιθέσεις τού Ιωάννη Τζιμισκή, ο οποίος πολλαπλασία σε τις κτήσεις τών Ρωμαίων. Οι Σαρακηνοί και οι Αρμένιοι τράπηκαν σε φυγή, οι Πέρσες τόν φοβήθηκαν και άνθρωποι από όλα τα έθνη τού έ
φερναν δώρα, ζητώντας του ειρήνη. Έφθασε μέχρι την Έδεσσα και τον Ευφράτη και η γη γέμισε από Ρωμαίους στρατιώτες. Η Συρία και η Φοι
νίκη ποδοπατήθηκαν από τα άλογα των Ρωμαίων ... και το ξίφος τών Χρι στιανών έκοβε σαν δρεπάνι»(l).
Οπωσδήποτε όμως η τελευταία λαμπρή εκστρατεία τού Ιωάννη Τζιμι σκή δεν πέτυχε την προσάρτηση τών ηττημένων περιοχών, δεδομένου ότι ο στρατ~ς του γύρισε στην Αντιόχεια, η οποία έγινε η κύρια βάση
-
στην
Ανατολή- τών στρατιωτικών δυνάμεων τού' Βυζαντίου, κατά τα τέλη τού 100υ αιώνα.
Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού διαδόχου τού Ιωάννη Τζιμισκή, Βασιλείου Β'
(976-1025)
η γενική κατάσταση τών πραγμάτων δεν ήταν
και τόσο ευνο'ίκή για την επιθετική πολιτική στην Ανατολή. Οι επαναστά
σεις τού Βάρδα Σκληρού και τού Βάρδα Φωκά, στη Μικρά Ασία, και ο συνεχιζόμενος Βουλγαρικός Πόλεμος, συγκέντρωναν όλη την προσοχή τού Βασιλείου. Εν τούτοις όμως, όταν οι επαναστάσεις κατεστάλησαν, ο Αυτοκράτορας συχνά συμμετείχε στον αγώνα εναντίον τών Μουσουλμά
νων, αν και ο Βουλγαρικός Πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει. Οι κτή σεις τής Αυτοκρατορίας, στη Συρία, απειλούντο πολύ από τον χαλίφη τής
Αιγύπτου, ενώ η υποτελής πόλη Χαλέπι καταλήφθηκε πολλές φορές από τον εχθρικό στρατό. Με την προσωπική του εμφάνιση στη Συρία, σε στιγ
μές που δεν τόν περίμεναν, ο Βασίλειος συχνά επιτύγχανε ν' αποκατα στήσει την επιρροή τού Βυζαντίου στην επαρχία αυτή, αν και δεν κατόρ θωσε καμιά
vtg
αξιόλογη κατάκτηση. Στις αρχές τού 110υ αιώνα
συνήφθη ειρήνη μεταξύ τού Αυτοκράτορα και τού Αιγύπτιου χαλίφη αλ Χακίμ τής Δυναστείας τών Φατιμιδών. Κατά το υπόλοιπο χρονικό διά στημα τής βασιλείας τού Βασιλείου, δεν σημειώθηκαν άλλες σοβαρές συγκρούσεις με τους' Αραβες τής Ανατολής. Εν τω μεταξύ, το Χαλέπι α
πελευθερώθηκε από την εξάρτησή του από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αν και, επισήμως, είχαν συναφθεί ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τού Βασι λείου και τού χαλίφη αλ-Χακίμ, ο τελευταίος μερικές φορές εξαπέλυσε εναντίον τών Χριστιανών απηνείς διωγμούς, οι οποίοι φυσικά προκάλε σαν τη μεγάλη δυσαρέσκεια τού Βασιλείου, ως Χριστιανού Αυτοκράτο ρα. Το
1009
ο αλ-Χακίμ διέταξε την καταστροφή τού ναού τής Αναστά-
(1) George Hamartolus, «Continuato[»,
έκδοση Ε.
Muralt, 865.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
395
σεως και τού Γολγοθά στην Ιερουσαλήμ. Οι εκκλησιαστικοί θησαυροί και τα λείψανα λεηλατή~ηκαν, οι μοναχοί εξορίσθηκαν και οι προσκυνη τές διώχθηκαν. Ο
' Αραβας
ιστορικός Γιαχγιά λέει ότι ο εκτελεστής τής
σκληρής θέλησης τού αλ-Χακίμ «προσπάθησε να καταστρέψει και να κα
τεδαφίσει τον ναό τής Αναστάσεως κομμάτιασε το μεγαλύτερο τμήμα του και τόν κατέστρεψε»(IJ. Οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί και Ιουδαίοι συνωστίζονταν στους διοικητικούς χώρους τών Μουσουλμάνων, υποσχό
μενοι ν' αρνηθούν τη θρησκεία τους και να ασπαστούν τον Ισλαμισμό. Το διάταγμα τού αλ-Χακίμ, που αφορούσε στην καταστροφή τού ναού, υ πογράφηκε aπό τον Χριστιανό υπουργό του. Ο Βασίλειος Β' δεν έκανε σχεδόν τίποτε για την υπεράσπιση τών Χρι στιανών που εδιώκοντο και τών ιερών μνημείων τους. Μετά τον θάνατο τού αλ-Χακίμ Χριστιανούς
(1021) εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος ανοχής προς τους και το 1023 ο Πατριάρχης τών Ιεροσολύμων Νικηφόρος ε
στάλη στην Κωνσταντινούπολη για να αναγγείλει ότι οι εκκλησίες και οι θησαυροί τους αποδόθηκαν στους Χριστιανούς, QΤΙ ο ναός τής Αναστά σεως, καθώς και όλες οι κατεστραμμένες εκκλησίες τής Αιγύπτου και τής Συρίας ανοικοδομήθηκαν και ότι, γενικά, οι Χριστιανοί ήταν ασφαλείς στις περιοχές τού Χαλιφάτου(2 J . Φυσικά, οι σχετικές με τη γρήγορη ανα
στήλωση τών ναών, μέσα σε μια τόσο σύντομη περίοδο, ιστορίες είναι υ περβολικές. Στη Δύση οι ' Αραβες τής Σικελίας συνέχισαν τις επιδρομές τους στη Νότια Ιταλία, ενώ οι αρχές τού Βυζαντίου, aπασχoλημένες με την αντιμε
τώπιση άλλων προβλημάτων, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε εναντίον τους. Η επέμβαση τού Γερμανού Αυτοκράτορα Όθωνος Β' (συγγενή τού βυζαντινού θρόνου) στις ιταλικές υποθέσεις, είχε ως αποτέλεσμα, ύστερα aπό μερικές επιτυχίες, μια σοβαρή του ήττα από τους ,Αραβες. Κατά τα
τέλη τής βασιλείας του, ο Βασίλειος Β' είχε αρχίσει να σχεδιάζει μια ε κτεταμένη εκστρατεία για την επανάκτηση τής Σικελίας πέθανε όμως κα τά τη διάρκεια τής προετοιμασίας.
Η αναρχία που ακολούθησε τον θάνατο τού Βασιλείου έδωσε τη δυ νατότητα στους Μουσουλμάνους να προβούν σε μια σειρά επιθετικών κι
νήσεων, οι οποίες απέβησαν ιδιαιτέρως επιτυχείς στις περιοχές τής πόλε ως Χαλέπι. Η κατάσταση κάπως μεταβλήθηκε
-
προς το καλύτερο-
(1) V. Rosen, «ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος» 46. Ρωσικά 48. «Annales Yahia Ibn Said Antiochensis», έκδοση L. Cheikho, 196. (2) Βλέπε Barthold (ένθ. ανωτ. Ι, 1925,477. Η καλύτερη πηγή εδώ είναι ο Γιαχγιά, Ρω σικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
396
όταν ο νεαρός και ικανός στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης πέτυχε να κατα
λάβει, στις αρχές τής τρίτης δεκαετίας του 1l0υ αιώνα, την Έδεσσα, παίρνοντας από εκεί το δεύτερο λείψανο: την απόκρυφη επιστολή τού Χριστού προς τον ' Αβγαρον, Βασιλέα τής Εδέσσης. Μετά την πτώση τής πόλεως αυτής, ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Γ', πρότεινε στους Μουσουλ
μάνους ειρήνη. Οι πρώτοι δύο όροι αυτής τής ειρήνης, οι οποίοι είναι σχετικοί με την πόλη τών Ιεροσολύμων, έτυχαν ιδιαιτέρας προσοχής.
Πρώτον οι Χριστιανοί αποκτούσαν το δικαίωμα να ανοικοδομήσουν ό λες τις κατεστραμμένες εκκλησίες, ενώ ο ναός τής Αναστάσεως θα ανοι
κοδομείτο με δαπάνη τού αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Δεύτερον, ο Αυτοκράτωρας θα είχε το δικαίωμα να διορίζει τον Πατριάρχη τών Ιε ροσολύμων. Λόγω όμως τών διαφωνιών που προέκυψαν εξαιτίας ορισμέ
νων όρων τής συνθήκης, οι σχετικές συζητήόεις κράτησαν μεγάλο χρονι κό διάστημα. Ο χαλίφης φαίνεται ότι δεν αντετέθη στους δύο όρους που αναφέρθηκαν. Όταν έγινε η τελική συμφωνία, το
- με 1046 ο
1036,
ο Αυτοκράτορας
απέκτησε το δικαίωμα τής
έξοδά του -
ανοικοδομήσεως τού ναού
τής Αναστάσεως(Ι) και το
Πέρσης περιηγητής Νάσερ-ε-Χουσράου
(Nasiri-Κhusrau), ο οποίος είχε επισκεφθεί την ανοικοδομημένη εκκλη σία, τήν περιέγραφε ως ένα πολύ ευρύχωρο κτήριο, που μπορούσε να
χωρέσει οχτώ χιλιάδες άτομα. Το οικοδόμημα
-
έλεγε -
κτίσθηκε με ε
ξαιρετική επιτηδειότητα από χρωματιστά μάρμαρα με διακοσμήσεις και γλυπτά. Στο εσωτερικό της η εκκλησία διακοσμήθηκε πα~oύ με εικόνες και χρυσοκέντητα βυζαντινά υφάσματα. Ο θρύλος τον οποίο διέσωσε ο Πέρσης περιηγητής, αναφέρει επίσης ότι και ο Αυτοκράτορας ακόμη ήλ θε στην Ιερουσαλήμ' κρυφά όμως, δίχως κανείς να τόν αναγνωρίσει(2). Οι προσπάθειες τής Αυτοκρατορίας να επανακτήσει τη Σικελία, έμει
ναν δίχως συγκεκριμένα αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι ο Γεώργιος Μανιάκης νίκησε' σε πολλές μάχες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στην εκ
στρατεία τής Σικελίας -τής περιόδου αυτής -
έλαβε μέρος η «εταιρεία»
τών Βαράγκων-Ρως, οι οποίοι υπηρετούσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στην εκστρατεία συμμετείχε και ο φημισμένος ήρωας τών σκανδιναβικών επών, Χάραλ Σίγκουρντσον ο Σκληρός
(Harald Sigurdsson,
νορβ.
Harold
Hardraade). Κατά τα μέσα τού 110υ αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώ-
(1) Yahya, «Annales», έκδοση Cheikho, 270-271. Ibn-al-Athir, έκδοση Tornberg, ΙΧ, 313. Βλέπε Barthold, ένθ. ανωτ. Ι, 1925, 477-478 (Ρωσικά). (2) Nasir-i-Khusrau, «Α Diary of a Journey Through Syria and Palestine», μετάφραση Guy le Srange, 59-60.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
397
πισε έναν νέο εχθρό, τους Σελτζουκίδες Τούρκους, οι οποίοι διακρίθη
καν κατά τη διάρκεια τή) μεταγενέστερης ιστορίας τού Βυζαντίου. Έτσι, την εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων, παρά τις ταραχές που ακολούθησαν τον θάνατο τού Βασιλείου Β', οι προσπάθειες τού Ιω άννη Κουρκούα, τού Νικηφόρου Φωκά, τού Ιωάννη Τζιμισκή και τού Βα σιλείου Β', επεξέτειναν τα ανατολικά σύνορα τής Αυτοκρατορίας μέχρι τον Ευφράτη, και η Συρία -με την Αντιόχεια- για μια φορά ακόμη έγι
ναν τμήμα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η περίοδος αυτή υπήρξε η πιο λαμπρή περίοδος τής ιστορίας τών σχέσεων τού Βυζαντίου με τους Μουσουλμάνους τής Ανατολής. Συγχρόνως αναπτύχθηκαν πολύ σπουδαίες σχέσεις μεταξύ τής Αυτο κρατορίας και τής Αρμενίας, η οποία για πολλούς αιώνες υπήρξε το μή
λον τής έριδος μεταξύ τής Ρώμης και τής Περσίας. Ο παλαιός αυτός α γώνας κατέληξε τελικά, κατά τα τέλη τού 40υ αιώνα, στον διαμελισμό τής Αρμενίας. Το μικρότερο -δυτικό- μέρος με τη Θεοδοσιούπολη (το ση μερινό Ερζερούμ) δόθηκε στη Ρωμα'ίκή Αυτοκρατορία, ενώ το μεγαλύτε
ρο
-
ανατολικό -
τμήμα περιήλθε στην εξουσία των Σασσανιδών Περ
σών και έγινε γνωστό ως Περσαρμενία. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός,
η πολιτική διαίρεση τής Αρμενίας «σε δύο μέρη
-
δυτικό και ανατολικό
οδήγησε σε μια πολιτιστική διάσπαση τής ζωής τών Αρμενίων που οφει λόταν στη διαφορά μεταξύ τής βυζαντινής και τής περσικής εξουσίας»(l). Ο Μέγας Ιουστινιανός εισήγαγε στην Αρμενία σπουδαίες στρατιωτικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, με τον σκοπό να εξαλείψει μερικές από τις τοπικές συνήθειες που επικρατούσαν και να μεταβάλει την Αρμενία σε μια Επαρχία απόλυτα ενταγμένη στην Αυτοκρατορία. Τον σίας,
70 αιώνα, μετά την κατάκτηση τής Συρίας και την ήττα τής Περ οι ' Αραβες κατέλαβαν την Αρμενία. Οι σχετικές με το γεγονός αυ
τό αρμενικές και ελληνικές πηγές δίνουν αντίθετες πληροφορίες. Οι Αρ μένιοι προσπάθησαν αργότερα να εκμεταλλευθούν τις εσωτερικές ταρα χές τού Χαλιφάτου
-
οι οποίες συχνά απέσπασαν την προσοχή τών Αρά
βων από τα προβλήματα τής Αρμενίας -
επιχειρώντας πολλές φορές ν'
αποτινάξουν τον νέο ζυγό. Στις επαναστατικές αυτές προσπάθειες, όμως, οι ' Αραβες απάντησαν με τρομερές καταστροφές. Ο Ν. Μαρ (Ν.
Marr)
αναφέρει ότι στις αρχές τού 80υ αιώνα η Αρμενία καταστράφηκε εντε
λώς από τους ,Αραβες. «Οι φεουδάρχες εξολοθρεύθηκαν με πολύ σκλη ρότητα, ενώ τα περίφημα έργα τής χριστιανικής αρχιτεκτονικής κατα
στράφηκαν. Με λίγα λόγια, εκμηδενίσθηκαν όλοι οι καρποί τών πολιτι-
(1)
Ν.
Adonz,
«Η Αρμενία τής εποχής τού Ιουστινιανού».
3-4 (Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
398
σηκών προσπαθειών τών προηγούμενων αιώνων»(l).
Όταν ο χαλίφης βρέθηκε (Πην ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια τής Αρ μενίας για τον αγώνα του με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία -κατά τα μέσα τού 90υ αιώνα- έδωσε τον τίτλο τού «Άρχοντος των Αρχόντων» στον
Αρμένιο Βασιλέα -τού ηγεμονικού οίκου τών Βαγρατιδών- Ασώτ, τού
οποίου η σοφή διοίκηση αναγνωρίσθηκε από όλους. Στα τέλη τού 90υ αι ώνα ο χαλίφης τού απένειμε τον τίτλο τού Βασιλέως, ιδρύοντας κατ' αυ τόν τον τρόπο ένα νέο Αρμενικό Βασίλειο, υπό τη διοίκηση τής Δυνα (Πείας τών Βαγρατιδών. Όταν έμαθε τα νέα αυτά γεγονότα ο Βασίλειος Α', λίγο πριν από τον θάνατό του, έσπευσε ν' αποδώσει μια παρόμοια τι μή (Πον νέο Βασιλέα τής Αρμενίας, (Πέλνοντάς του ένα βασιλικό (Πέμμα
και υπογράφοντας μαζί του μια συνθήκη φ~λίας και ενότητας. Ο Βασίλει ος ονομάζει σε μία του επι(Πολή τον Ασώτ «αγαπημένο μου παιδί)), δια
βεβαιώνοντάς τον ότι από όλα τα κράτη, η Αρμενία θα παρέμενε ο πιο (Πενός σύμμαχος τής Αυτοκρατορίας(2). Το γεγονός αυτό δείχνει καθαρά
ότι τόσο ο Αυτοκράτορας όσο και ο χαλίφης, προσπάθησαν να εξασφα λίσουν τη συμμαχία τού Ασώτ για τον μεταξύ τους αγώνα(3).
Η αναρχία που προκάλεσε ο θάνατος τού Ασώτ ανάγκασε τους Μου
σουλμάνους να επέμβουν (Πα εσωτερικά ζητήματα τής Αρμενίας μόνον δε κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ασώτ Β' -το πρώτο ήμισυ τού 100υ αιώνα(4) -
ξεκαθάρισε κάπως η περιοχή τής Αρμενίας από τους' Α
ραβες χάρη (Πην ενίσχυση τού (Πρατού τού Βυζαντίου και (Πη βοήθεια τού Βασιλέως τής Ιβηρίας. Ο ίδιος ο Ασώτ Β' επισκέφθηκε την Αυλή τού Ρωμανού Λεκαπηνού, στην Κωνσταντινούπολη, όπου τού έγινε θριαμ
βευτική υποδοχή. Ο Ασώτ Β' υπήρξε ο πρώτος άρχων πού πήρε τον τίτλο τού
Shahinshah,
που θα πει «Βασιλεύς τών Βασιλέων)), τής Αρμενίας. Ο
διάδοχός του Α?ώτ Γ' μετέφερε την πρωτεύουσά του (Πην οχυρή πόλη Ανί (Αηί), όπου αργότερα κτίσθηκαν πολλά μεγαλοπρεπή κτήρια. Η πό
λη που αναπτύχθηκε εκεί έγινε πλούσιο κέντρο πολιτισμού. Μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τα ερείπια τής πόλεως Ανί βρίσκονταν μέσα (Πα
(1) «The Caucasian Cultural World and Armenia» (Journal of the Ministry of lnstruction, LVII, 1915,313-314). (2) Jean
Catholίcos,
Βλέπε
Barthold,
«Histoire d' Armenie»,
ένθ. ανωτ. (Ι,
μετάφραση Α.
(3) Vasiliev,
«Το Βυζάντιο και οι Άραβες»
Byzance et
Ι'
1925,467,
Publίc
Ρωσικά).
J. Saint-Martin, 126.
11, 83-84. J. Laurent «L' Armenie entre
Islam depuis la conquete arabe jusqu'en 886», 282-283. Grousset,
«Histoire de Ι' Armenie» (Paris, 1947, 394-397). (4) Σχετικά με αυτή την περίοδο βλέπε Runciman, «Romanus Lecapenus», 125-133, 151-174.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
399
όρια τής Ρωσίας στα ερείπια αυτά ο Ρώσος μελετητής Ν. Μαρ αφιέρωσε πολύ χρόνο. Οι ανασκαφές του είχαν ως αποτέλεσμα λαμπρές ανακαλύ
ψεις, εξαιρετικής σημασίας όχι μόνο για την ιστορία τής Αρμενίας και τον πολιτισμό τών λαών τού Καυκάσου, αλλά και για μια καλύτερη κατα νόηση τής επιρροής τού Βυζαντίου στη χριστιανική Ανατολή.
Οι νέες ταραχές τής Αρμενίας που προκλήθησαν από τις εισβολές τών Σελτζουκιδών Τούρκων, ανάγκασαν τον Βασίλειο Β' να αναλάβει προ σωπικά την ηγεσία μόλις τελείωσε ο Βουλγαρικός Πόλεμος. Αποτέλεσμα αυτής τής εκστρατείας ήταν η προσάρτηση ενός μέρους τής Αρμενίας στην Αυτοκρατορία, ενώ το υπόλοιπο τμήμα τέθηκε υπό καθεστώς υποτέ λειας. Η νέα αυτή επέκταση τής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή, για την ο
ποία η πρωτεύουσα επεφύλαξε στον Βασίλειο θριαμβευτική υποδοχή, υ πήρξε η τελευταία στρατιωτική νίκη τής δραστήριας και ένδοξης βασιλεί ας τού ηλικιωμένου Βασιλέως(1). Στις αρχές τού 110υ αιώνα, την εποχή τού Κωνσταντίνου Θ' τού Μονομάχου, η νέα πρωτεύουσα τής Αρμενίας
Ανί περιήλθε στην εξουσία τής Αυτοκρατορίας, γεγονός που έβαλε τέλος στη βασιλεία τών Βαγρατιδών. Το τελευταίο μέλος τής δυναστείας υπο χρεώθηκε να έλθει στην Κωνσταντινούπολη, όπου αντί τού χαμένου του βασιλείου τού παραχωρήθηκαν κτήματα στην Καππαδοκία, χρήματα και ένα ανάκτορο στον Βόσπορο.
Η Αυτοκρατορία, όμως, δεν μπορούσε να διατηρήσει τη δύναμή της στην Αρμενία, δεδομένου ότι ο λαός της έμενε ανικανοποίητος από την διοικητική και θρησκευτική τακτική τής κυβερνήσεως. Επί πλέον, το με γαλύτερο μέρος τού βυζαντινού στρατού, που κατέλαβε την Αρμενία, α νακλήθηκε στην Ευρώπη να υπερασπισθεί τον Κωνσταντίνο Μονομά
χο, πρώτον εναντίον τής ανταρσίας τού Λέοντος Τορνικίου και δεύτε ρον εναντίον τών Πατζινάκων. Οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την κα
τάσταση, εισέβαλλαν συχνά στην Αρμενία, την οποία σιγά σιγά κατέλα βαν.
Σχέσεις τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους Βουλγάρους και τους Μαγυάρους Οι σχέσεις με τη Βουλγαρία την εποχή τών Μακεδόνων Αυτοκρατόρων
(1) J. Laurent, «Byzance et Ies Turcs SeIdjoucides dans ΙΆsίe occidentale jusqu'en 1081», 16-18. Σχετικά με τις λεπτομέρειες αυτής τιΊς εκστρατείας στην Αρμενία και με τις σχέσεις τού Βασιλείου με την Αβασγία και την Ιβηρία, βλέπε G. Schlumberger, «L' Epopee byzantine iι la fin du dίxieme SiecIe» 11,498-536. Grousset, 547-580.
400
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικές για την Αυτοκρατορία. Αν και την εποχή τού Βασιλέως Συμεών η Βουλγαρία είχε εξελιχθεί σ' έναν ισχυρό εχθρό τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, απειλώντας και την πρωτεύουσά της α κόμη, οι Βασιλείς τής Δυναστείας τών Μακεδόνων υπέταξαν το κράτος αυτό μετατρέποντάς το σε επαρχία τού Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Βασιλείου Α' το Βυζάντιο διατή ρησε ειρηνικές σχέσεις με τη Βουλγαρία. Αμέσως μετά τον θάνατο τού
Μιχαήλ Γ, οι συζητήσεις που διεξήχθησαν σχετικά με την επανένωση τής Βουλγαρικής με την Ελληνική Εκκλησία είχαν καλά αποτελέσματα και ο Βασιλεύς Βόγορις έφθασε στο σημείο να στείλει τον γιο του Συ μεών να σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη. Οι φιλικές αυτές σχέσεις υ πήρξαν πολύ χρήσιμες και για τις δύο πλευρές. Απαλλαγμένος από κάθε ανησυχία για τα βιSρεια σύνορα τής Αυτοκρατορίας ο Βασίλειος μπο ρούσε να ρίξει όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα τόσο με τους' Αραβες
τής Ανατολής, στην καρδιά τής Μικράς Ασίας, όσο και με τους Μου σουλμάνους τής Δύσεως στην Ιταλία. Ο Βόγορις, από την άλλη μεριά, εί χε ανάγκη από ειρήνη για την εσωτερική ανασυγκρότηση τού βασιλείου
του, το οποίο μόλις είχε δεχθεί τον Χριστιανισμό. Μετά την ενθρόνιση τού Λέοντος ΣΤ'
(886)
διακόπηκε αμέσως η ει
ρήνη με τους Βουλγάρους, λόγω μιας διαφωνίας σχετικώς με ορισμέ νους τελωνειακούς δασμούς που έβλαπταν σοβαρά το εμπόριο τών Βουλγάρων. Η Βουλγαρία την εποχή αυτή εδιοικείτο από τον περίφημο Βασιλέα της Συμεών, γιο τού Βογόριδος. Η «αγάπη για τη μόρφωση τόν οδήγησε στο να διαβάσει και πάλι τα βιβλία τών αρχαίων»(J), ενώ συγ χρόνως η ίδια αγάπη είχε ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του προσφορά στο κράτος μεγάλων υπηρεσιών στους τομείς τού πολιτισμού και τής παιδείας. Τα μεγάλα πολιτικά του σχέδια επρόκειτο να πραγματοποιη
θούν εις βάρος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Λέων ΣΤ', έχοντας ε
πίγνωση τού ότι δεν μπορούσε, δεδομένου ότι ο στρατός του ήταν απα σχολημένος στον πόλεμο με τους' Αραβες, να αντισταθεί αποτελεσματι κά στον Συμεών, ζήτησε βοήθεια από τους άγριους Μαγυάρους, οι οποί
οι συμφώνησαν να εισβάλουν αιφνιδίως στη Βουλγαρία από τον Βορρά, αποβλέποντας στην απόσπαση τής προσοχής τού Συμεών από τα σύνορα
τού Βυζαντίου. Η στιγμή αυτή υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία τής Ευρώπης.
Για πρώτη φορά, κατά τα τέλη τού 90υ αιώνα, ένας νέος λαός, οι Μαγυά ροι (Ούγγροι' οι βυζαντινές πηγές συχνά τούς ονομάζουν Τούρκους, ενώ
(1) Nicolai Mystici, «Epistola»
ΧΧ, έκδοση
Migne, «Patrologia Graeca» CXI, 133.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
401
Οι Δυτικοί τούς αναφέρουν ως Αβάρους)(l) αναμίχθηκαν στις διεθνείς σχέσεις τών ευρωπα"ίκών κρατών ή, όπως λέει ο Κ. Γκροτ
(C. Grot),
«αυ
τή υπήρξε η πρώτη εμφάνιση τών Μαγυάρων, στον στίβο τών ευρωπα'ί κών πολέμων, ως συμμάχων ενός από τα πλέον πολιτισμένα έθνη»(2). Ο
Συμεών ηττήθηκε από τους Μαγυάρους σε αρκετές μάχες, αλλά έδειξε μεγάλη ικανότητα στην αντιμετώπιση τής δύσκολης καταστάσεως, προ σπαθώντας να κερδίσει χρόνο με διαπραγματεύσεις με τη Βυζαντινή Αυ
τοκρατορία, κατά τη διάρκεια τών οποίων πήρε με το μέρος του τους Πα τζινάκες. Με τη βοήθειά τους νίκησε τους Μαγυάρους, αναγκάζοντάς τους να κινηθούν προς τον Βορρά, στην περιοχή τού μεταγενέστερου
κράτους τους, στην κοιλάδα τού μέσου Δούναβη. Μετά από αυτή τη νίκη,
ο Συμεών έστρεψε την προσοχή του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και με μια καθοριστική νίκη επί τών ελληνικών στρατευμάτων, βρέθηκε έξω από τα τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο νικημένος Αυτοκράτορας πέτυχε να συνάψει συνθήκη, βάσει τής οποίας υποχρεωνόταν να αποφύγει οποια
δήποτε εχθρική ενέργεια εναντίον τών Βουλγάρων, καθώς και να στέλ
νει στον Συμεών, κάθε χρόνο, πλούσια δώρα. Μετά την πολιορκία και λεηλασία τής Θεσσαλονίκης από τους 'Αρα βες, το
904,
ο Συμεών επιδίωξε την προσάρτηση αυτής τής μεγάλης πό
λεως στο βασίλειό του' ο Λέων ΣΓ πέτυχε να εμποδίσει την πραγματο ποίηση αυτού τού σχεδίου, παραχωρώντας στους Βουλγάρους άλλα εδά φη τής Αυτοκρατορίας. Το συνοριακό ορόσημο που τοποθετήθηκε μετα ξύ τής Βουλγαρίας και τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το
904,
υπάρχει
ακόμη. Φέρει μια ενδιαφέρουσα επιγραφή, σχετική με τη μεταξύ τών δύο δυνάμεων συμφωνία(3), για την οποία ο Βούλγαρος ιστορικός Ζλατάρσκι
(Zlatarsky)
παρατηρεί ότι «κατά τη συμφωνία αυτή οι σλαβικές χώρες
τής Ν. Μακεδονίας και Ν. Αλβανίας, που μέχρι τότε ανήκαν στη Βυζα-
(1)
Το πρόβλημα τής καταγωγής τών Μαγυάρων είναι πολύ πολύπλοκο. Είναι πολύ
δύσκολο να αποφασίσουμε εάν είναι φιννο-ουγγρικής Ι] τουρκικής προελεύσεως. Βλέ πε
J. Β. Bury, «History of the Eastern Roman Empire» πι, 492. Cambridge Medieval History, IV, 194-195. J. Moravcsik, «Zur Geschichte der Onoguren» (Ungarische Jahrbϋcher, Χ, 1930, 86, 89). C. Α. Macartney, «The Magyars ίη the Ninth Century», κυρίως σελ. 176-188. Δεν έχω δει το βιβλίο τού J. Szinnyei, «Die Herkunft der Ungarn, ihre Sprache und Urkultuf». (2) «Η Μοραβία και οι Μαγυάροι από τον 90 μέχρι τις αρχές τού 1Ο0υ αιώνα» σελ. 291 (Ρωσικά). (3) Th. Ι. Uspensky, «Το συνοριακό ορόσημο μεταξύ Βυζαντίου και Βουλγαρίας επί Συμεών» (ένθ. ανωτ. ΠΙ, 1898, 184-194, Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
402
ντινή Αυτοκρατορία, από εκείνη τη στιγμή
(904)
έγιναν τμήμα τού Βουλ
γαρικού Βασιλείου' δηλαδή, βάσει αυτής τής συμφωνίας, ο Συμεών ένω σε κάτω από το σκήπτρο τού κράτους του όλα τα σλαβικά φύλα τής Βαλ κανικής Χερσονήσου, που έδωσαν στο βουλγαρικό έθνος την τελική του όψη»(l). Από την εποχή τής συνθήκης αυτής μέχρι το τέλος τής βασιλείας
τού Λέοντος, δεν παρουσιάστηκαν προστριβές μεταξύ τής Βουλγαρίας και τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κατά την περίοδο μεταξύ τού θανάτου τού Λέοντος Στ' και τού θανά του τού Συμεών (το
927),
επικράτησε μια συνεχής κατάσταση πολέμου
μεταξύ τής Αυτοκρατορίας και τής Βουλγαρίας, και ο Συμεών αγωνίσθη κε για την κατάκτηση τής Κωνσταντινουπόλεως.
/Ασκοπα
ο Πατριάρχης
Νικόλαος Μυστικός τού έστειλε επιστολές γραμμένες «όχι με μελάνι αλ
λά με δάκρυα»(2). Μερικές φορές μάλιστα, ο Πατριάρχης απειλούσε τον Συμεών ότι η Αυτοκρατορία θα συμμαχούσε με τους Ρώσους, τους Πα
τζινάκες, τους Αλανούς και τους Τούρκους τής Δύσεως δηλαδή τους Μα γυάρους ή Ούγγρους(3). Αλλά ο Συμεών γνώριζε πολύ καλά ότι οι συμμα
χίες αυτές δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και ως εκ τούτου οι α πειλές έμειναν δίχως αποτέλεσμα. Ο βουλγαρικός στρατός νίκησε σε αρ
κετές μάχες τους Έλληνες, τών οποίων οι απώλειες υπήρξαν πολύ μεγά λες κυρίως κατά το
917,
όταν ο στρατός τού Βυζαντίου αφανίστηκε κοντά
στην Αγχίαλο (στη Θράκη). Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος επισκέφθηκε
στα τέλη τού 100υ αιώνα τον τόπο τής μάχης και έγραψε τα εξής: «Ακόμη και τώρα μπορεί κανείς να δει σωρούς οστών κοντά στην Αγχίαλο, όπου ο ρωμαϊκός στρατός συνετρίβη ενώ επιχειρούσε να διαφύγει»(4).
Μετά τη μάχη τής Αγχιάλου, ο δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη ή ταν πια ανοιχτός. Το
918
όμως, ο βουλγαρικός στρατός ήταν απασχολη
μένος στη Σερβία(5!, ενώ το
919
έγινε Αυτοκράτορας ο έξυπνος και δρα
στήριος Ναύαρχος, Ρω'μανός Λεκαπηνός.
(1) «Accounts of the BuIgarians ίη the Chronicle of Simeon Metaphrastes and Logothete» (Sbornik za narodni umotvoreniya, nauka ί knizhnina, ΧΧΙΥ, 1908, 160). Βλέπε επίσης ZIatarsky, «Ιστορία τού Μεσαιωνικού Βουλγαρικού Κράτους» Ι (2), 339-342, Βουλγαρικά.
(2) Nicolai Mystici, «EpistoIa» ν, έκδοση Migne, PatroIogia Graeca, CXI, 45. (3) Ένθ. ανωτ. ΧΧΙΙΙ, έκδοση Migne, ένθ. ανωτ. 149-152. (4) «Historiae» ΥΠ, 7, ed. Βοηη, 124. (5) Σχετικά με τη Σερβία και το Βυζάντιο, κατά το πρώτο ήμισυ τού 1Ο0υ αιώνα, βλέπε C. Jirecek, «Geschichte der Serben» Ι, 199-202. F. Sisic, «Geschichte der Κroaten» Ι, 127-129,140-143. S. Stanojevic, «Ιστορία τού Σερβικού Λαού» (3η έκδοση 1926,52-53, Σερβικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
403
Εν τω μεταξύ, οι Βούλγαροι έφθασαν στον Νότο μέχρι τα Δαρδανέλ λια(l) και το
922 κατέλαβαν τψ Αδριανούπολη.
Κατόπιν ο στρατός τους εισχώρησε στην κεντρική Ελλάδα, ενώ ένα μέρος του κατευθύνθηκε προς τα τείχη τής Κωνσταντινουπόλεως, η ο
ποία διέτρεχε τον κίνδυνο να καταληφθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Τα περιφερειακά ανάκτορα τού Αυτοκράτορα πυρπολήθηκαν. Συγχρό νως, ο Συμεών προσπάθησε να συμμαχήσει με τους
,Αραβες
τής Αφρι
κής για μια από κοινού πολιορκία τής πρωτεύουσας. Όλη η Θράκη και η Μακεδονία, εκτός τής Κωνσταντινουπόλεως και τής Θεσσαλονίκης, ήταν
στη διάθεση τών βουλγαρικών δυνάμεων. Οι ανασκαφές που έγιναν από το Ρωσικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο τής Κωνσταντινουπόλεως κοντά στην Αμπόμπα -στη βορειοανατολική Βουλγαρία- αποκάλυψαν αρκε τές στήλες, που προορίζονταν για τη μεγάλη εκκλησία που ήταν κοντά στο παλάτι τού Βασιλέως. Η ιστορική σημασία τών ευρημάτων αυτών έγ
κειται στις επιγραφές τους, οι οποίες περιέχουν τα ονόματα τών βυζαντι νών πόλεων, τις οποίες κατέκτησε ο Συμεών. Το γεγονός ότι ο Συμεών ο
νόμαζε τον εαυτό του «Αυτοκράτορα τών Βουλγάρων και τών Ελλήνων»
οφείλεται, εν μέρει, στην εκ μέρους του κατάκτηση τού μεγαλύτερου μέ ρους τών βυζαντινών κτήσεων στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Το
923
ή το
924
έλαβε χώρα κάτω από τα τείχη τής Κωνσταντινουπό
λεως η περίφημη συνάντηση τού Ρωμανού Λεκαπηνού με τον Συμεών. Ο Αυτοκράτορας, ο οποίος έφθασε πρώτος, ήλθε από το αυτοκρατορικό
σκάφος, ενώ ο Συμεών ήλθε από την ξηρά. Οι δύο μονάρχες αλληλοχαι ρετήθηκαν και άρχισαν να συνομιλούν. Η ομιλία τού Ρωμανού έχει δια σωθεί(2). Η συνάντηση κατέληξε σ' ένα είδος ανακωχής με όρους όχι και τόσο σκληρούς, αν και ο Ρωμανός δεσμεύθηκε να πληρώνει ετήσιο φόρο στον Συμεών. Ωστόσο, ο Συμεών αναγκάσθηκε να αποχωρήσει από την Κωνσταντι
νούπολη, αφ' ενός επειδή αντιμετώπιζε μεγάλο κίνδυνο από το νεοσύ στατο Σερβικό Βασίλειο, το οποίο βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και αφ' ετέρου επειδή δεν είχε ικανοποιητικά
(1) Zlatarsky
ένθ. ανωτ. Ι
919). Runciman,
«Α
(2), 412
(το
920). Runciman, «Romanus Lecapenus» 87
History of the First Bulgarian Empire» 163
(το
(δεν αναφέρονται τα
Δαρδανέλλια).
(2) Theophanes Continuatus, «Historia», 737-738.
Βλέπε
Zlatarsky
ρονται οι πηγές.
ένθ. ανωτ. Ι
Βοηη
ed., 408-409. Symeon Magister,
(2), 464-469,
κυρίως
467,
υποσημείωση
Βοηη
1.
ed.,
Αναφέ
Runciman, «First Bulgarian Empire», 169-172. Runciman, «Romanus
Lecapenus», 90-93, 246-248
(το
924).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
404
αποτελέσματα από τις διαπραγματεύσεις του με τους ,Αραβες. Αργότε ρα άρχισε να οργανώνει μια νέα εκσrρατεία εναντίον τής Kωνσrαντινoυ
πόλεως. Πέθανε όμως κατά τη διάρκεια τής προπαρασκευής της
(927).
Την εποχή τού Συμεών η Βουλγαρία διεύρυνε σημαντικά τα εδάφη της, τα οποία εκτείνονταν από τις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας μέχρι την Αδριατική και από τον κάτω Δούναβη μέχρι την κεντρική Θράκη και
Μακεδονία, ώς την περιοχή τής Θεσσαλονίκης. Για τα κατορθώματά του αυτά ο Συμεών αποτελεί σπουδαία προσωπικότητα, δεδομένου ότι το όνομά του συνδέεται με την πρώτη προσπάθεια αντικατασrάσεως τής ελ ληνικής κυριαρχίας, σrη Βαλκανική Χερσόνησο, από τη σλαβική.
Τον Συμεών διαδέχθηκε ο πράος Πέτρος, ο οποίος, χάρη σroν γάμο
του, απέκτησε δεσμούς συγγένειας με τον A~oκράτoρα τού Βυζαντίου. Η συνθήκη που υπογράφηκε από την Αυτοκρατορία αναγνώριζε τον βα σιλικό του τίτλο, καθώς και το Βουλγαρικό Πατριαρχείο που είχε ιδρύσει ο Συμεών. Η ειρήνη αυτή κράτησε σαράντα περίπου χρόνια. Μετά τις
λαμπρές νίκες τών Βουλγάρων, οι όροι αυτής τής ειρήνης -πολύ ικανο ποιητικοί για την Αυτοκρατορία- «μόλις έκρυβαν το γεγονός ότι ουσια σrικά η Βουλγαρία κατέρρεε»(I). Η συνθήκη αυτή αποτελεί μια πραγματι
κή επιτυχία τής έξυπνης και δρασrήριας πολιτικής τού Ρωμανού Λεκαπη νού. Η «Μεγάλη Βουλγαρία» τής εποχής τού Συμεών διαλύθηκε, την εποχή
τού Πέτρου, λόγω τών εσωτερικών ανταγωνισμών. Η κατάρρευση τής πολιτικής δύναμης τής Βουλγαρίας επέτρεψε σroυς Μαγυάρσυς και τους Πατζινάκες να εισβάλουν, το
Kωνσrαντινoύπoλη. Το
943
934,
σrη Θράκη και να φθάσουν μέχρι την
επανέλαβαν τις επιθέσεις τους σrη Θράκη και
ο Ρωμανός Λεκαπηνός συνήψε μαζί τους μια πενταετή ειρήνη, η οποία ανανεώθηκε μετά την πτώση του, και διήρκεσε καθ' όλη τη διάρκεια τής βασιλείας τού Kων·σrαντίνoυ Πορφυρογέννητου(2). Αργότερα, κατά το
δεύτερο ήμισυ τού 100υ αιώνα, οι Μαγυάροι εισέβαλαν σrη Βαλκανική Χερσόνησο πολλές φορές.
Η παρακμή τής δυνάμεως τής Βουλγαρίας υπήρξε πολύ ευνο"ίκή για τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τζιμισκής συνέχισαν με επιμονή τον αγώνα εναντίον τών Βουλγάρων και εξασφά λισαν τη βοήθεια τού Ρώσου ηγεμόνα Σβιατοσλάβου. Όταν όμως οι επι τυχίες τού ρωσικού στρατού στη Βουλγαρία έφεραν τον Σβιατοσλάβο
(1) Runciman, «Romanus Lecapenus» 100. (2) Βλέπε J. Marquart, «Osteuropaische und ostasiatische StreifzUge» 60-74 με την εισβολή τού 934). Runciman, «Romanus Lecapenus», 103-108.
(σχετικά
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
405
στα σύνορα τής Αυτοκρατορίας, ο Αυτοκράτορας θορυβήθηκε' δικαιολο γημένα εξάλλου, δεδομένου ότι οι Ρώσοι προχώρησαν αργότερα τόσο
πολύ στην επικράτεια τού Βυζαντίου, ώστε ένας Ρώσος χρονογράφος α ναφέρει ότι ο Σβιατοσλάβος έφθασε σχεδόν στα τείχη τής Κωνσταντι νουπόλεως(l). Ο Ιωάννης Τζιμισκής κατηύθυνε τις δυνάμεις του εναντίον
τών Ρώσων, με τη δικαιολογία ότι προστατεύει τη Βουλγαρία από τους νέους κατακτητές, και αφού νίκησε τον Σβιατοσλάβο κατέλαβε όλη την
ανατολική Βουλγαρία, αιχμαλωτίζοντας όλη τη βασιλική οικογένεια τής Βουλγαρίας. Έτσι την εποχή τού Ιωάννη Τζιμισκή ολοκληρώθηκε η προ σάρτηση τής ανατολικής Βουλγαρίας.
Μετά τον θάνατό του οι Βούλγαροι, εκμεταλλευόμενοι τα εσωτερικά προβλήματα τής Αυτοκρατορίας, επαναστάτησαν εναντίον τού Βυζα ντίου. Ως αρχηγός την περίοδο αυτή παρουσιάζεται ο δραστήριος άρχων τής ανεξάρτητης δυτικής Βουλγαρίας, Σαμουήλ, ο οποίος πιθανόν είναι
και ο ιδρυτής μιας νέας δυναστείας. Ο Σαμουήλ υπήρξε «ένας από τους πιο επιφανείς ηγεμόνες τής πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας»(2).
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο αγώνας τού Βασιλείου Β' με τον Σαμουήλ εξελίχθηκε εις βάρος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κυρίως λόγω τού ότι οι δυνάμεις της ήταν απασχολημένες με τους πολέμους τής Ανατολής. Ο Σαμουήλ κατέκτησε πολλές νέες περιοχές και αυτοανακη ρύχθηκε Βασιλεύς τής Βουλγαρίας. Μόνο στις αρχές τού 110υ αιώνα άρ
χισε η τύχη να χαμογελά στον Βασίλειο. Ο αγώνας του με τους Βουλγά ρους υπήρξε τόσο αδυσώπητος, ώστε ο ίδιος ονομάστηκε «Βουλγαροκτό νος». Όταν ο Σαμουήλ είδε τους
14.000
Βουλγάρους, τους οποίους ο Βα-
(1)
«Λαυρεντιανό Χρονικό», στο έτος
(2)
Βλέπε ενθουσιώδη εκτίμηση ηις δράσεως τού Σαμουήλ στον
Ι
(2), 724-743.
971
(στην αρχαία ΣλαβΙΚll).
Σχετικά με τον Σαμουήλ βλέπε επίσης
ZIatarsky
ένθ. ανωτ.
Runciman, «First Bulgarian
Empire», 241-243. Η κατάσταση ηις Αν. και Δυτ. ~oυλγαρίας, την εποχή αυη], είναι αμφίβολη και αποτελεί ένα πολύ πολύπλοκο πρόβλημα. Τώρα τελευταία έχει υποστη ριχθεί η υπόθεση ότι ο Ιωάννης Τζιμισκής κατέλαβε όλη τη ΒουλγαΡΙΚI] Αυτοκρατορί
α -τόσο
t11
δυΤΙΚI] όσο και την ανατολΙΚI]
-
και ότι μόνον μετά τον θάνατό του, κατά
τη διάρκεια τών εσωτερικών ταραχών τού Βυζαντίου, ο Σαμουήλ επαναστάτησε, στη Δύση, επιτυγχάνοντας την ίδρυση τής Σλαβο-ΜακεδονΙΚlις του Αυτοκρατορίας. Βλέπε
D. Anastasijevic,
«Μια υπόθεση σχετική με τη Δυτική Βουλγαρία»
Societe Scientifique de Skoplje, pensky»).
Βλέπε επίσης
J. Ivanov,
ΙΙΙ,
1927, 1-12,
Σερβικά. Γαλλικά
(Bul\etin de la «Melanges Us-
«Η καταγωγtj τής οικογενείας τού Τσάρου Σαμου
ήλ» (σε τόμο αφιερωμένο προς ΤLμIIν τού
v. Ν. Zlatarsky, σελ. 55, Βουλγαρικά).
406
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
σίλειος Β' έστειλε πίσω στη χώρα τους, αφού προηγουμένως τούς τύφλω σε, πέθανε απ6 την οδυνηρή εντύπωση που τού προκάλεσε το θέαμα αυ τ6. Μετά τον θάνατ6 του το
1014,
η Βουλγαρία δεν είχε τη δύναμη ν'
αντισταθεί στους Έλληνες και ως εκ τούτου γρήγορα κατακτήθηκε απ6
τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το
1018
έπαψε να υφίσταται το πρώτο
Βουλγαρικ6 Βασίλειο, δεδομένου6τι μεταβλήθηκε σε επαρχία τού Βυ ζαντίου, την οποία διηύθυνε ένας αυτοκρατορικ6ς διοικητής. Ωστ6σο, δι ατήρησε, μέχρι εν6ς σημείου, την εσωτερική της αυτονομία.
Η βουλγαρική επανάσταση, η οποία εκδηλώθηκε εναντίον τής Αυτο κρατορίας κατά τα μέσα περίπου τού 110υ αιώνα, υπ6 την ηγεσία τού
Πέτρου Δελεάνου, κατεστάλη, οδηγώντας συγχρ6νως στην κατάργηση
τής βουλγαρικής αυτονομίας. Κατά τη διάρκεια ~ής βυζαντινής κυριαρχί ας, οι περιοχές που εκατοικούντο απ6 Βουλγάρους επηρεάστηκαν, σιγά
-
σιγά, απ6 τον ελληνικ6 πολιτισμό. Οι Βούλγαροι 6μως διατήρησαν την ε θνική τους ταυτ6τητα, η οποία απέκτησε ιδιαίτερη δύναμη, 6ταν σχημα
τίστηκε τον
120 αιώνα το Δεύτερο
Βουλγαρικ6 Βασίλειο.
Όπως αναφέρει ένας Αυστριακ6ς ιστορικ6ς, «η πτώση τού Βουλγαρι
κού Βασιλείου το
1018
συγκαταλέγεται στα πιο σπουδαία και αποφασι
στικά γεγον6τα τού 110υ αιώνα και τού Μεσαίωνα γενικά. Η Ρωμα"ίκή
(Βυζαντινή) Αυτοκρατορία ανορθώθηκε εκτείνοντας τα 6ριά της απ6 την
Αδριατική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και απ6 τον Δούναβη μέχρι τη ν6τια άκρη τής Πελοποννήσου»(l).
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Ρωσία Την εποχή τής Μακεδονικής Δυναστείας αναπτύχθηκαν πολύ έντονες σχέσεις μεταξύ τής Ρωσίας και τού Βυζαντίου. Σύμφωνα με τον Ρώσο χρονογράφο, κατά τη'ν περίοδο τής βασιλείας τού Λέοντος ΣΤ', το
907,
ο
Ρώσος πρίγκιπας Ολέγ παρουσιάσθηκε εμπρ6ς στα τείχη τής Κωνσταντι
νουπ6λεως με πολυάριθμα πλοία και, αφού λεηλάτησε τα περίχωρα τής πρωτεύουσας σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους, ανάγκασε τον Αυτο
κράτορα να διαπραγματευθεί ειρήνη. Αν και καμία γνωστή μέχρι τώρα πηγή, βυζαντινή, δυτική ή ανατολική, δεν αναφέρει αυτήν την εκστρατεία ή το 6νομα τού Ολέγ, η περιγραφή τού Ρώσου χρονογράφου, μολονότι περιέχει μυθολογικά στοιχεία, στηρίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγο
ν6τά. Είναι πολύ πιθαν6ν ότι η συμφωνία τού
(1) Κ. R. 229.
νοη
907
επικυρώθηκε το
911
H(jfler, «Abhandlungen aus dem Gebiete der slavischen Geschichte»
Ι,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
407
από μια επίσημη συνθηκη, η οποία, σύμφωνα με τον Ρώσο χρονογράφο, παραχώρησε στους Ρώσους σοβαρά εμπορικά προνόμια(1).
Η περίφημη ιστορία τού Λέοντος τού Διακόνου, η οποία αποτελεί ανε κτίμητη πηγη για το δεύτερο ημισυ τού 1Ο0υ αιώνα, περιέχει ένα ενδιαφέ ρον κομμάτι, που δεν έχει προσεχθεί όσο πρέπει, αν και θα πρέπει να θε ωρηθεί, προς το παρόν, ως ο μόνος υπαινιγμός, τον οποίο βρίσκουμε στις ελληνικές πηγές, σχετικά με τη συνθηκη τού Ολέγ. Ο υπαινιγμός αυτός βρίσκεται στα όσα, κατά τον Λέοντα τον Διάκονο, αναφέρει ο Ιωάννης Τζιμισκης, απειλώντας τον Σβιατοσλάβο: «Ελπίζω ότι δεν έχεις ξεχάσει την ηττα τού πατέρα σου Ιγκόρ, ο οποίος καταφρονώντας τις ένορκες
σπονδές, έφθασε διά θαλάσσης εμπρός στην αυτοκρατορικη πόλη, ακο λουθούμενος από έναν μεγάλο στρατό και από πολυάριθμα πλοία»(2). Οι
«ένορκες αυτές σπονδές» που έγιναν με τη Βυζαντινη Αυτοκρατορία πριν
από την εποχη τού Ιγκόρ, πρέπει να είναι οι συνθηκες τού Ολέγ, τις οποί ες αναφέρει ο Ρώσος χρονογράφος.
Θα ηταν επίσης ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το απόσπασμα που μόλις
αναφέραμε με τις περιγραφές που βρίσκουμε m;ις βυζαντινές πηγές, για την παρουσία ρωσικών επικουρικών στρατευμάτων στον στρατό τού Βυ
ζαντίου από τις αρχές τού 100υ αιώνα, καθώς και με το σημείο εκείνο της συνθηκης τού
911,
που επιτρέπει (κατά τον Ρώσο χρονογράφο) στους
(1) Βλέπε G. Ostrogorsky, «L' expedition du prince Oleg contre Constantinople» (Annales de Ι' Institut Kondakov, ΧΙ, 1940,47-62). Ο Ostrogorsky απέδειξε επαρκώς, για μια φορά ακόμη, ότι η εκστρατεία τού Ολέγ αποτελεί πραγματικό ιστορικό γεγο
νός. Εγώ ιδιαιτέρως τονίζω την άποψή μου, δεδομένου ότι τώρα η μελέτη τής παλαι ότερης ιστορίας τής Ρωσίας διέρχεται μια κρίσιμη περίοδο. Ένα κύμα υπερκριτικής διαθέσεως έχει καταλάβει τη σκέψη αρκετών εκλεκτών επιστημόνων τής Δύσεως. Θε
ωρούν τον Ολέγ ως ένα θρυλικό πρόσωπο που επιχείρησε μια «θρυλική» εκστρατεία εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως. Υποτίθεται ότι η αυθεντική ρωσική ιστορία αρχί ζει μόνον το
941
με την εκστρατεία τού Ρώσου πρίγκιπα Ιγκόρ εναντίον τής Κωνστα
ντινουπόλεως. Κάθε γεγονός που προηγείται αυτής τής χρονολογίας θεωρείται ως
θρύλος και παράδοση αναμεμιγμένη με μυθικά στοιχεία. Βλέπε Η.
Gre goire, «La legende dΌΙeg et I'expedition dΊgοr» (Bulletin de la classe des lettres de ΙΆcademίe Royale de Belgique, ΧΧΙΙΙ, 1937, 80-94). Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος να ανα φέρω τα ονόματα όσων δέχονται αυτήν την άποψη. Vasilίev, «The Second Russian Attack οη Gonstantinople» (Dumbarton Oaks Papers, νι, 1951, 161-225). (2) «Historiae» νι, 10, Βοηη ed. 106. Βλέπε Rambaud, «LΈmΡίre grec au dΊXieme siecle», 374. Α. Kunik, «Οη the Report of the Toparchus Gothicus», 87. Μ. Suzumov, «Οη the Sources of Leo the Deacon and Scylitzes» «
408
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Ρώσους να υπηρετήσDυν, εάν επιθυμούν, στον στρατό τού Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου(l).
Το 1912, ένας Εβραίος μελετητής
ter),
-
στην Αμερική -
ο Σέκτερ
(Schech-
εξέδωσε και μετέφρασε στα Αγγλικά τα σωζόμενα αποσπάσματα ε
νός ενδιαφέροντος εβρα'ίκού κειμένου τού Μεσαίωνα, το οποίο αναφέρε
ται στις, κατά τον
100
αιώνα, σχέσεις Χαζάρων, Ρώσων και Βυζαντίου. Η
αξία αυτού τού κειμένου είναι μεγάλη, κυρίως λόγω τού ότι αναφέρει το όνομα τού
«Helgu
(Ολέγ), βασιλέως τής Ρωσίας» και περιέχει νέα σχετι
κά με το πρόσωπό του στοιχεία, όπως Π.χ. την ιστορία τής ανεπιτυχούς εκστρατείας του εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως(2). Οι χρονολογικές
και τοπογραφικές δυσκολίες που παρουσιάζει το κείμενο αυτό βρίσκο νται ακόμη στο στάδιο τής προκαταρκτικής ~ρευνας και, ως εκ τούτου, είναι πολύ νωρίς να αποφασίσουμε οριστικά για αυτό το αναμφισβήτητα ενδιαφέρον στοιχείο. Οπωσδήποτε η δημοσίευση αυτού τού κειμένου έ χει προκαλέσει μια νέα προσπάθεια επανεξετάσεως τής σχετικής με τον Ολέγ χρονολογίας, την οποία αναφέρουν τα παλαιά, ρωσικά, χρονικά. Την εποχή τού Ρωμανού Λεκαπηνού, η πρωτεύουσα υπέστη δύο φο ρές την επίθεση τού Ρώσου πρίγκιπα Ιγκόρ, τού οποίου το όνομα αναφέ ρεται όχι μόνο στα ρωσικά χρονικά, αλλά και στις ελληνικές και λατινι κές πηγές. Η πρώτη του εκστρατεία, το
ποία έπλευσαν στην ακτή τής Βιθυνίας
941, έγινε με αρκετά πλοία, τα ο - στη Μαύρη Θάλασσα - καθώς
και στον Βόσπορο, όπου οι Ρώσοι λεηλάτησαν τις ακτές προχωρώντας μέχρι τη Χρυσόπολη (σημερινό Σκούταρι). Η εκστρατεία όμως κατέληξε σε πλήρη αποτυχία τού Ιγκόρ. Ένας μεγάλος αριθμός ρωσικών πλοίων
(1)
Α. Α.
Vasiliev,
(2) S. Schechter,
«Το Βυζάντιο και οι Άραβες» Η,
«Απ
Unknown
Κhazar
166-167
(Ρωσικά).
Document» (Jewish Quarterly Review
Ν.
S.
ΗΙ,
1912-1913, 181-219). Βλέπε το όνομα Helgu (Ολέγ) στις σελ. 217-218. Βλέπε Ρ. C. Kokovtzov, Relations
«Α
ίη
New Jewish Document οη the
1913,150-172). Kokovtzov,
«Α
Note οη the Judeo-Khazar Manuscripts at Cambridge and ΙΆcademίe
Sovietiques Socialistes, 1926, 121-124). V.
Α.
Moshin, «Again
οη
des Sciences de
ιυηίοη
des Republiques
Μια νέα ερμηνεία αυτού τού κειμένου δίνεται α
the Newly Discovered
of the Russian Archaeological Society 1927, 41-60).
Κhazaro-Russo-Byzantine
and the
the Tenth Century» (Journal of the Ministry of Public Instruction, XLΥΗΙ,
Oxford» (Comptes rendus de πό τον
Κhazars
ίη
Κhazar
Document» (Publications
the Kingdom of Serbs, Croats and Slovenes,
Ι,
Ο συγγραφέας δεν αναγνωρίζει το όνομα τού Ολέγ και συσχετίζει τα δε
δομένα τού κειμένου αυτού με τα μεταγενέστερα γεγονότα, τών ετών 943-945. Βλέπε και νέα ρωσική μετάφραση αυτού τού κειμένου από τον ρική αλληλογραφία τού 1Ο0υ αιώνα» (χχνί
Kokovtzov,
- χχχνί,113-123).
«Μια εβραιο-χαζα
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
409
καταστράφηκε από το «υγρό πυρ» και το υπόλοιπο τμήμα τού στόλου ε πέστρεψε στον Βορρά. Οι. Ρώσοι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν από τους Έλληνες θανατώθηκαν.
Οι δυνάμεις τις οποίες διέθεσε ο Ιγκόρ για τη δεύτερη εκστρατεία του, το
944,
ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές τής πρώτης. Ο Ρώσος χρο
νογράφος αναφέρει ότι ο Ιγκόρ οργάνωσε έναν μεγάλο στρατό Βαράγ
γων, Ρώσων, Σλάβων, Πατζινάκων Κ.λπ.(1). Ο Αυτοκράτορας τού Βυζαντί ου, τρομαγμένος από αυτές τις προετοιμασίες, έστειλε τους σημαντικότε
ρους ευγενείς του στον Ιγκόρ και στους Πατζινάκες, προσφέροντάς τους πολύτιμα δώρα και υποσχόμενος να πληρώνει στον Ιγκόρ έναν φόρο σαν και αυτόν τον οποίο λάμβανε ο Ολέγ. Παρ' όλα αυτά όμως ο Ιγκόρ ξεκί νησε για την Κωνσταντινούπολη' αλλά όταν έφθασε στις όχθες τού Δού νάβη, αποφάσισε να δεχθεί τις προτάσεις τής Αυτοκρατορίας και επέ στρεψε στο Κίεβο. Τον επόμενο χρόνο οι Ρώσοι και οι Έλληνες έκαναν μια συνθήκη με όρους που ήταν λιγότερο ευνο"ίκοί για τους Ρώσους σε
σύγκριση με τη συνθήκη τού Ολέγ. Η ειρήνη αυτή επρόκειτο να διαρκέ σει «όσο διαρκεί ο ήλιος και ο κόσμος τώρα και εις τους αιώνας»(2).
Οι φιλικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν βάσει αυτής τής συνθήκης, εκδηλώθηκαν ακόμη περισσότερο την εποχή τού Κωνσταντίνου Ζ' τού Πορφυρογέννητου, το
957,
όταν η Μεγάλη Πριγκίπισα τής Ρωσίας Όλγα
(Έλγα) έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτή μεγαλοπρε πώς από τον Αυτοκράτορα, την Αυτοκράτειρα και τον Διάδοχο τού θρό νου. Η υποδοχή τής Όλγας έχει λεπτομερώς περιγραφεί στο περίφημο έργο τού 100υ αιώνα Περί βασιλείου τάξεως(3).
Οι σχέσεις τού Νικηφόρου Φωκά και τού Ιωάννη Τζιμισκή με τον Ρώ σο πρίγκιπα Σβιατοσλάβο, έχουν ήδη αναφερθεί κατά την περιγραφή τών Βουλγαρικών Πολέμων.
(1)
Έλαβαν επίσης μέρος στην επιχείρηση αυτή σλαβικά φύλα, που είχαν εγκαταστα
θεί στην κοιλάδα τού Δνείπερου ποταμού και τών παραποτάμων του, καθώς και στην
κοιλάδα τού Δνείστερου.
(2) «Λαυρεντιανό Χρονικό» στο έτος 945 (όταν έγινε η συνθήκη). Α. Shakhrnatov, «Poviest vrernenpich lies» Ι, 60 (Ρωσικά). Αγγλικq., S. Η. Cross, «The Russian Prirnary ChronicIe», 160-163. Υπάρχει μια τεράστια φιλολογία σχετική με τις μεταξύ Βυζαντί ου και Ρωσίας συνθήκες κυρίως Ρωσικά. ΒλέπεVasίΙίeν, «Το Βυζάντιο και οι Άρα βες» (Ι1,
164-167, 246-249, 255-256, Ρωσικά). J. Kulischer, «Russische Wirtschaftsgeschichte» Ι, 20-30. Κ. Bartova, «Igor's Expedition οη Tsargrad ίη 941» (Byzantinoslavica, νπι, 1939-1946, 87-108). (3) Constantίni Porphyrogeniti, «De Cerernoniis aulae byzantίnae», Π, 15, Βοnn ed., 594-598. Βλέπε επίσης Cross, «The Russian Prirnary Chronicle», 168-169.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
410
Ακόμη πιο αξιόλογες υπήρξαν οι σχέσεις τού Βασιλείου Β' τού Βουλ γαροκτόνου με τον Ρώσο πρίγκιπα Βλαδίμηρο, τού οποίου το όνομα εί ναι στενά συνδεδεμένο με τη μεταστροφή τής Ρωσίας στον Χριστιανι σμό. Την ένατη δεκαετία τού 1Ο0υ αιώνα, η θέση τού Αυτοκράτορα και τής
δυναστείας του ήταν πολύ κρίσιμη. Ο Βάρδας Φωκάς, ο αρχηγός τής ε ναντίον τού Βασιλείου επαναστάσεως, πήρε με το μέρος του σχεδόν όλη τη Μικρά Ασία και προχώρησε κοντά στην πρωτεύουσα, ενώ οι βόρειες
επαρχίες τής Αυτοκρατορίας κινδύνευαν από τις εισβολές τών νικηφό ρων Βουλγάρων. Ο Βασίλειος ζήτησε τη βοήθεια τού πρίγκιπα Βλαδιμή ρου, με τον οποίο πέτυχε να σχηματίσει μια συμμαχία, βάσει τής οποίας ο Ρώσος πρίγκιπας θα έστελνε στον Βασίλειο .6.000 στρατιώτες, παίρνο ντας γι' αντάλλαγμα ως σύζυγο την αδελφή τού Αυτοκράτορα 'Αννα και
υποσχόμενος συγχρόνως να δεχθεί τον Χριστιανισμό και να εκχριστια νίσει τον λαό του. Με τη βοήθεια τών Ρώσων, κατεστάλη το κίνημα τού Βάρδα, ο οποίος σκοτώθηκε τελικά. Ο Βασίλειος, όμως, δεν κράτησε την υπόσχεσή του να δώσει ως σύζυγο τού Βλαδιμήρου την αδελφή του' Αν
να, οπότε ο Ρώσος πρίγκιπας πολιόρκησε και κατέλαβε τη σπουδαία πό λη τού Βυζαντίου Χερσώνα στην Κριμαία, αναγκάζοντας έτσι τον Αυτο κράτορα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ο Βλαδίμηρος βαπτίσθηκε
και παντρεύτηκε την πριγκίπισσα τού Βυζαντίου' Αννα. Δεν είναι ακρι βώς γνωστό εάν η μεταστροφή τής Ρωσίας στον Χριστιανισμό έγινε το
988 ή το 989.
Μερικοί ιστορικοί δέχονται την πρώτη ημερομηνία, ενώ άλ
λοι υποστηρίζουν τη δεύτερη. Οι ειρηνικές και φιλικές σχέσεις Ρωσίας και Αυτοκρατορίας διατηρήθηκαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διά στημα και οι δύο χώρες αντήλλασσαν ελεύθερα και σε μεγάλη έκταση τα εμπορεύματά τους .. Σύμφωνα με μία πηγή, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Κωνστα
ντίνου τού Μονομάχου, το
1043, «οι Σκύθες
έμποροι)) (δηλαδή οι Ρώσοι)
συνεπλάκησαν στην Κωνσταντινούπολη με τους Έλληνες εμπόρους, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Ρώσος ευγενής(1). Είναι πολύ πιθανόν ότι το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε από τη Ρωσία ως αφορμή για μια νέα
εκστρατεία εναντίον τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μεγάλος Πρί γκιπας τής Ρωσίας, Γιαροσλάβ ο Σοφός, έστειλε τον μεγαλύτερό του γιο Βλαδίμηρο, με πολυάριθμο στρατό και αρκετά πλοία, στις ακτές τού Βυ ζαντίου. Ο ρωσικός αυτός στόλος καταστράφηκε σχεδόν τελείως από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις, οι οποίες χρησιμοποίησαν το «υγρό πυφ). Τα
(1) Georgii Cedreni, «Historiarum Compendium»,
Βοηη
ed.,
ΙΙ,
551.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
411
υπολείμματα τού ρωσικού στρατού τού Βλαδίμηρου έσπευσαν ν' αποσυρ θούν(1). Η εκστρατεία αυτή είναι και η τελευταία, την οποία επιχείρησαν
οι Ρώσοι -κατά τον Μεσα'ίωνα- εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως. Οι εθνογραφικές μεταβολές που διαδραματίστηκαν στα μέσα τού 110υ αιώ να στις στέπες τής σημερινής Νότιας Ρωσίας, λόγω τής εμφανίσεως τού τουρκικού φύλου τών Πολόβτσι
(Polovtzi),
απέκλεισαν κάθε δυνατότητα
άμεσων σχέσεων τής Ρωσίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το πρόβλημα τών Πατζινάκων Τον
110
αιώνα οι Πατζινάκες -όπως τούς ονομάζουν οι ελληνικές πη
γές- ή οι Πετσενέγοι -κατά τα ρωσικά χρονικά- άσκησαν για αρκετό χρονικό διάστημα μεγάλη επιρροή στην τύχη τής Αυτοκρατορίας. Υπήρ
ξε μάλιστα μια περίοδος, λίγο πριν από την Α' Σταυροφορία, οπότε για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια τής σύντομης και βάρβαρης ιστορικής
υπάρξεώς τους, έπαιξαν πολύ σπουδαίο ρόλο στην παγκόσμια ιστορία. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε γνωρίσει τους Πατζινάκες κατά το μακρινό παρελθόν. Είχαν εγκατασταθεί κατά τον
90
αιώνα, στα νότια
τού κάτω Δούναβη και στις πεδιάδες τής σύγχρονης Ν. Ρωσίας εξετείνε το δηλαδή η περιοχή τους από τον κάτω Δούναβη μέχρι τις ακτές τού Δνείπερου και μερικές φορές πέρα από τον ποταμό αυτό. Στη Δύση η με
ταξύ τής περιοχής τών Πατζινάκων και τής Βουλγαρίας συνοριακή γραμ
μή είχε οριστικά χαραχθεί, ενώ στην Ανατολή δεν υπήρχαν ορισμένα σύ
νορα, δεδομένου ότι οι Πατζινάκες αναγκάζονταν από άλλα βάρβαρα νομαδικά φύλα, κυρίως από τους Ούζους και τους Κουμάνους ή Πολ6β τσι, να υποχωρούν συνεχώς προς τη Δύση. Οι Πατζινάκες, οι Ούζοι και οι Κουμάνοι ήταν φύλα τουρκικής καταγωγής και, συνεπώς, συγγενή
προς τους Σελτζουκίδες Τούρκους, οι οποίοι, κατά τον
110
αιώνα, άρχι
σαν να απειλούν τις βυζαντινές κτήσεις στη Μικρά Ασία. Το σωζόμενο κουμανικό λεξικό, αποδεικνύει με πειστικό τρόπο ότι η γλώσσα τών
Κουμάνων ή Πολόβτσι συνδέεται με άλλες τουρκικές γλώσσες τόσο στενά, ώστε η διαφορά τους να είναι διαλεκτικής, απλώς, φύσης. Η συγγένεια μεταξύ Πατζινάκων και Σελτζουκιδών Τούρκων απέβη καθο ριστική για τις ύστερες ιστορικές εξελίξεις. Οι άρχοντες τού Βυζαντίου θεωρούσαν τους Πατζινάκες ως τους πιο
(1) Κύριες πηγές: Μιχαήλ Ψελλού, «Chronographia», έκδοση Σάθα: «Biblίotheca Graeca Mediί, Aevi» IV, 143-147. Έκδοση Ε. RenauId, ΙΙ, 8-13. Georgiί Cedreni, «Historiarum Compendium», έκδοση Βοnn, ΙΙ, 551, 555. Βλέπε V. G. Vasilίevsky, «Εργα» ι, 303-308 (Ρωσικά). Schlumberger, «L'Epopee byzantine» (ΙΙΙ, 462-476).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
412
σημαντικούς βόρειους γείτονές τους, δεδομένου ότι αποτελούσαν τον βα σικό παράγοντα για τη διατήρηση τής ισορροπίας τών σχέσεων τής Αυτο κρατορίας με τους Ρώσους, τους Μαγυάρους και τους Βουλγάρους. Ο
Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αφιέρωσε πολύ χώρο για τους Πατζι νάκες στο έργο του Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, το οποίο έγραψε τον
100
αιώνα, αφιερώνοντάς το στον γιο και διάδοχό του Ρωμανό. Ο συγ
γραφέας συμβουλεύει τον γιο του, πρώτα απ' όλα, να διατηρήσει -για
το καλό τής Αυτοκρατορίας - φιλικές σχέσεις με τους Πατζινάκες, δεδο μένου ότι, εφόσον οι Πατζινάκες παραμένουν φίλοι τής Αυτοκρατορίας, ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Μαγυάροι, ούτε οι Βούλγαροι θα μπορέσουν να ε
πιτεθούν εναντίον τής περιοχής τού Βυζαντίου. Από πολλά πράγματα
που αναφέρονται στο έργο αυτό τού Κωνσταντ.ίνου, αποδεικνύεται επί σης ότι οι Πατζινάκες χρησίμευαν ως μεσάζοντες για τις εμπορικές σχέ σεις τής βυζαντινής περιοχής τής Κριμαίας (τού θέματος τής Χερσώνος δηλαδή) με τη Ρωσία, τη Χαζαρία και άλλες γειτονικές χώρες(\). Ως εκ
τούτου οι Πατζινάκες τού 1Ο0υ αιώνα υπήρξαν πολύ χρήσιμοι στη Βυζα ντινή Αυτοκρατορία' τόσο από πολιτική όσο και από οικονομική άποψη. Κατά το δεύτερο ήμισυ τού 1Ο0υ και στις αρχές τού 110υ αιώνα, η κα τάσταση άλλαξε. Η ανατολική Βουλγαρία κατελήφθη από τον Ιωάννη Τζιμισκή, ενώ ο Βασίλειος Β' συνέχισε την κατάκτηση, μέχρις ότου περι
ήλθε όλη η Βουλγαρία υπό την κυριαρχία τού Βυζαντίου. Οι Πατζινάκες, που ήταν προηγουμένως απομονωμένοι από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έγιναν τώρα άμεσοι γείτονές της. Οι νέοι αυτοί γείτονες ήταν τόσο ισχυ
ροί και τόσο πολυάριθμοι, ώστε η Αυτοκρατορία δεν μπορούσε ν' αντι σταθεί αποτελεσματικά στην κάθοδό τους που προεκαλείτο από την πίε ση που ασκούσαν στους Πατζινάκες οι Πολόβτσι. Ο Θεοφύλακτος Αχρί
δος, εκκλησιαστικός συγγραφέας τού 110υ αιώνα, ομιλεί για τις επιδρο
μές τών Πατζινάκων, τους οποίους ονομάζει Σκύθες. «Οι εισβολές τους -γράφει- είναι μια λάμψη αστραπής, ενώ η υποχώρησή τους είναι
ταυτοχρόνως βαριά λόγω τών λαφύρων και ελαφριά λόγω τής ταχύτητας
με την οποία φεύγουν ... Το πιο φοβερό πράγμα, όμως, είναι ότι ξεπερ
νούν στον αρίθμό τις μέλισσες τής ανοίξεως και κανείς δεν γνωρίζει ακό μη πόσες χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδων είναι, δεδομένου ότι ο αριθμός τους είναι ανυπολόγιστος»(2).
(1) Constantini Porphyrogeniti, «De administrando imperio» 67-74' έκδοση MoravcsikJenkins, 48-56. (2) «Oratio ίn Imperatorem AIexium Comnenum», έκδοση Migne «PatroIogia Graeca», CXXVI, 292-293.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
413
Οπωσδήποτε, όμως, μέχρι τα μέσα τού 110υ αιώνα η Αυτοκρατορία δεν είχε λόγους να φοβάται τους Πατζινάκες, οι οποίοι έγιναν επικίνδυ νοι μόνον όταν, κατά τα μέσα του ίδιου αιώνα, διάβηκαν τον Δούναβη. Ο Β. Γκ. Βασιλιέφσκι
(V. G. Vasilievsky),
ο οποίος είναι και ο πρώτος
ιστορικός που αποσαφήνισε την ιστορική σημασία τών Πατζινάκων, έ γραφε το
1872
σχετικά με την εισβολή τους στην περιοχή τού Βυζαντίου
ότι «το γεγονός αυτό, που διέφυγε την προσοχή όλων των σύγχρονων ι στορικών έργων, είχε τεράστια σημασία για την ιστορία τής ανθρωπότη
τας. Οι συνέπειές του υπήρξαν εξίσου σπουδαίες με τις συνέπειες τής δι ασχίσεως τού Δούναβη aπό τους Γότθους τής Δύσεως, η οποία οδήγησε στη μετανάστευση -όπως λέγεται- τών εθνών»(Ι).
Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος
(1042-1055)
έδωσε στους Πατζινάκες ο
ρισμένες περιοχές τής Βουλγαρίας για την εγκατάστασή τους, δίνοντάς τους συγχρόνως τρία οχυρά στις ακτές τού Δούναβη. Καθήκον τών Πα
τζινάκων αποίκων ήταν η υπεράσπιση τών συνόρων τής Αυτοκρατορ(ας από τις επιθέσεις τών συμπατριωτών τους που έμεναν στην άλλη όχθη τού ποταμού, καθώς και aπό τις εκστρατείες τών Ρώσων πριγκίπων.
Οι Πατζινάκες, όμως, στις βόρειες όχθες τού Δούναβη, προχωρούσαν σταθερά προς τον Νότο. Την πρώτη περίοδο τών εισβολών τους είχαν δι ασχίσει τον Δούναβη πολυάριθμα μέλη τής φυλής τους (μερικά βιβλία α ναφέρουν
800.000
άτομα)<2) και είχαν κατέβει μέχρι την Αδριανούπολη,
ενώ, άλλες, μικρότερες, μονάδες έφθασαν στην πρωτεύουσα. Εν τούτοις ο στρατός τού Κωνσταντίνου Μονομάχου μπορούσε ακόμη να αντισταθεί
σε αυτές τις ορδές, προκαλώντας τους οδυνηρές aπώλειες. Προς τα τέλη όμως τής βασιλείιχς τού Κωνσταντίνου, η αντιμετώπιση τών Πατζινάκων έγινε πιο δύσκολη και η εκστρατεία που οργάνωσε ο Αυτοκράτορας προς τα τέλη τής βασιλείας του, τελείωσε με την πλήρη εξόντωση τού βυ
ζαντινού στρατού. «Κατά τη διάρκεια μιας τρομερής νύχτας σφαγής, τα~ aπoδεκατισμένα συντάγματα τού βυζαντινού στρατού καταστράφηκαν α
πό τους βαρβάρους χωρίς σχεδόν καμία αντίσταση. Ένας μικρός αριθ μός στρατιωτών διέφυγε και έφθασε στην Αδριανούπολη, ενώ όλα τα κέρδη τών προηγούμενων νικών χάθηκαν»(3).
Η πλήρης αυτή ήττα έκανε αδύνατη για την Αυτοκρατορία την έναρξη νέου αγώνα με τους Πατζινάκες και ο Αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να ε
ξαγοράσει την ειρήνη σε πολύ υψηλή τιμή. Τα πολύτιμα δώρα τού Αυτο ..
κράτορα ανάγκασαν τους Πατζινάκες να υποσχεθούν ότι θα ζήσουν
(1) «Το Βυζάντιο και οι Πατζινάκες» (Έργα, 1,7-8, Ρωσικά). (2) Georgίi Cedreni, «Historiarum Compendium», Βοnn ed., 585. (3) Vasilievsky, «Το Βυζάντιο και οι Πατζινάκες» (Έργα, Ι, 24, Ρωσικά).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
414
ειρηνικά στις β6ρειες επαρχίες τής Βαλκανικής Χερσονήσου. Επίσης ο
Αυτοκράτορας απένειμε τίτλους τής Αυλής τού Βυζαντίου στους πρίγκι πες τών Πατζινάκων. Έτσι, κατά τα τελευταία χρ6νια τής Δυναστείας τών Μακεδ6νων, κυ
ρίως την εποχή τού Κωνσταντίνου Μονομάχου, οι Πατζινάκες υπήρξαν στον Βορρά ο πιο επικίνδυνος εχθρ6ς τής Αυτοκρατορίας.
Σχέσεις με την Ιταλία και tη Δυτική Ευρώπη Η εξέλιξη τών πραγμάτων στην Ιταλία, την περίοδο αυτή, συνίσταται κυ ρίως στις επιτυχημένες εκστρατείες τών Αράβων στη Σικελία και τη Ν. Ι
ταλία. Κατά τα μέσα τού 90υ αιώνα η Δημοκρατία τού Αγίου Μάρκου (Βενε
τία) απελευθερώθηκε τελείως απ6 την εξουσία τού Βυζαντίου και έγινε ανεξάρτητο κράτος. Η Αυτοκρατορία και το νέο αυτ6 κράτος ρύθμιζαν τις σχέσεις τους σαν ανεξάρτητα κράτη. Τον
90
αιώνα τα συμφέροντά
τους συνέπιπταν σε πολλά σημεία, κυρίως δε σε σχέση με τις πιεστικές κινήσεις τών Αράβων τής Δύσεως και τών Σλάβων τής Αδριατικής. Απ6 την εποχή τού Βασιλείου Α' έχει διασωθεί μια ενδιαφέρουσα αλ
ληλογραφία του με τον Λουδοβίκο Β'. Απ6 τις επιστολές που αντηλλάγη σαν μεταξύ τών δύο Αυτοκρατ6ρων, αποδεικνύεται 6τι είχαν εμπλακεί
σε έντονη διαμάχη σχετικά με την παράνομη υιοθέτηση: εκ μέρους τού Λουδοβίκου Β', τού αυτοκρατορικού τίτλου. Έτσι συνεζητούντο, ακ6μη και στα τέλη τού 90υ αιώνα, τα αποτελέσματα τής στέψεως τού
800.
Αν
και μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν 6τι η επιστολή τού Λουδοβίκου Β' προς τον Βασίλειο είναι πλαστή(Ι), οι σύγχρονοι ιστορικοί απορρίπτουν
, τη γνώμη αυτή(2). Η προσπάθεια τού Βασιλείου να συνάψει μια συμμαχία )με τον Λουδοβίκο Β' .απέτυχε, αλλά η κατοχή τού Μπάρι και τού Τάρα ντα απ6 το Βυζάντιο και οι εναντίον τών Αράβων, στη Ν. Ιταλία, επιτυ χίες τού Νικηφ6ρου Φωκά, αύξησαν την επιρροή τού Βυζαντίου στην Ι ταλία, κατά τα τέλη τής βασιλείας τού Βασιλείου. Οι μικρ6τερες κτήσεις
τής Ιταλίας, 6πως Π.χ. τα δουκάτα τής Νεαπ6λεως, τού Μπενεβέντο, τού Σπολέτο, το πριγκιπάτο τού Σαλέρνο και άλλα, συχνά μετέβαλαν τη στά-
(1) Βλέπε Π.χ. Μ. Amari, «Storia dei Musulmani di Sicilia», 1, 381 (δεύτερη έκδοση 1933), Ι, 522-523. Α. Kleinclausz, "LΈmΡίre Carolingien: ses origines et ses transformations», 443 Κ.ε. (2) J. Gay, «LΊtalie Meridionale et ΙΈmΡίre Byzantin» 84, 87, 88. L. Μ. Hartmann, «Geschichte Italiens im Mittelalter», ΠΙ (1), 306-307. F. Dvornik, «Les Slaves, Byzance et Rome au IXe siecle», 220-221.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
415
ση τους έναντι τού Βυζαντίου, σύμφωνα με την εξέλιξη τών εκστρατειών τής Αυτοκρατορίας εναντίον τών Αράβων. Παραβλέποντας το πρόσφατο
σχίσμα με την Ανατολική Εκκλησία, ο Πάπας Ιωάννης Η' άρχισε εντατι κές διαπραγματεύσεις με τον Βασίλειο Α', έχοντας πλήρη επίγνωση τού
κινδύνου που διέτρεχε, από τους 'Αραβες, η Ρώμη. Αγωνιζόμενος να σχηματίσει μια πολιτική συμμαχία με την Ανατολική Αυτοκρατορία, ο Πάπας έδειξε την προθυμία του να κάνει πολλούς συμβιβασμούς. Μερι
κοί μελετητές προχωρούν ακόμη περισσότερο και δικαιολογούν την επί τέσσερα σχεδόν χρόνια απουσία Αυτοκράτορα στη Δύση
νατο τού Καρόλου τού Φαλακρού
(887) -
-
μετά τον θά
με το γεγονός ότι ο Ιωάννης
Η' σκοπίμως ανέβαλε τη στέψη 'Αρχοντα τής Δύσεως, για να αποφύγει
να δυσαρεστήσει τον Αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, τού οποίου η βοήθεια ήταν πολύ αναγκαία για τη Ρώμη(1).
Την εποχή τού Λέοντος ΣΤ οι κτήσεις τού Βυζαντίου, στην Ιταλία, εί χαν διαιρεθεί σε δύο θέματα: σ' αυτό τής Καλαβρίας και σ' αυτό τής Λογγοβαρδίας. Το θέμα τής Καλαβρίας αποτελείτο από ό,τι είχε απομεί νει από το μεγάλο θέμα τής Σικελίας, δεδομένου ότι, μετά την πτώση τών Συρακουσών, η Σικελία έπεσε ολοκληρωτικά στα χέρια τών Αράβων.
Μετά την επιτυχία τού βυζαντινού στρατού στην Ιταλία, ο Λέων ΣΤ χώ ρισε οριστικά τη Λογγοβαρδία από το θέμα τής Κεφαλληνίας ή τών Ιο
νίων Νήσων, κάνοντάς την ανεξάρτητο θέμα με δικό του στρατηγό. Λόγω τών πολέμων, κατά τη διάρκεια τών οποίων οι δυνάμεις τού Βυζαντίου δεν νικούσαν πάντοτε, τα σύνορα τής Καλαβρίας και τής Λογγοβαρδίας άλλαζαν συχνά. Με την αύξηση τής επιρροής τού Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία, τον
100
αι
ώνα, παρατηρήθηκε επίσης μια αξιοσημείωτη αύξηση τού αριθμού τών ελληνικών μοναστηριών και εκκλησιών, μερικά από τα οποία έγιναν αρ
γότερα αξιόλογα κέντρα πολιτισμού. Τον ίδιο αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Ιταλία γνώρισαν την ανάπτυξη ενός ισχυρού αντιπάλου στο πρόσωπο τού Γερμανού ηγεμόνα Όθωνος Α', που εστέφθη με το αυτοκρατορικό στέμμα, το
962,
στη Ρώ
μη, από τον Πάπα Ιωάννη ΙΒ'. Ο Όθων είναι γνωστός στην ιστορία ως ο ιδρυτής τής «Αγίας Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας τού Γερμανικού Έθνους)). Αποκτώντας τον αυτοκρατόρικό τίτλο, ο Όθων αγωνίσθηκε να γίνει κύρι ος όλης τής Ιταλίας, ερχόμενος, φυσικά, σε αντίθεση με τα συμφέροντα
τού Βυζαντίου, κυρίως στη Λογγοβαρδία Οι μεταξύ Όθωνος και Νικηφό ρου Φωκά
-
ο οποίος την εποχή εκείνη οραματιζόταν πιθανόν μια επιθε
τική, εναντίον τών Μουσουλμάνων, συμμαχία με τον Γερμανό ηγεμόνα-
(1)
Α.
Gasquet,
«LΈmΡίre
byzantin et la monarchie franque», 459-460.
416
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
διαπραγματεύσεις προχωρούσαν αργά, οπότε ο Όθων επιχείρησε μια ει
σβολή στις βυζαντινές επαρχίες τής Ν. Ιταλίας, η οποία, όμως, απέτυχε. Επιδιώκοντας την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων με τον Αιττοκράτο
ρα τής Ανατολής, ο Όθων έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον αντιπρό σωπό του, Επίσκοπο Κρεμώνης, Λιοιττπράνδο, ο οποίος προηγουμένως, την εποχή τού Κωνσταντίνου τού Πορφυρογέννητου, είχε διατελέσει προ
σβευτής στην Αυλή τού Βυζαντίου. Ο πληθυσμός, στις ακτές τού Βοσπό
ρου, δεν δέχθηκε με σεβασμό τον Επίσκοπο, τον οποίο και προσέβαλαν πολύ. Ο Λιουτπράνδος, αργότερα, έγραψε σε μορφή λιβέλλου μια περι
γραφή τής δεύτερης παραμονής του στην Αυλή τής Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αντιτίθεται στη γεμάτη σεβασμό περιγραφή τής πρώτης του επι σκέψεως στην πρωτεύουσα τής Ανατολής. Από τη δεύτερη αυτή περι
γραφή
- Relatio de legatione constantίnopolitana' - φαίνεται ότι η Βυζα
ντινή Αιττοκρατορία επέμενε στις παλαιές της διαφωνίες για τον βασιλι
κό τίτλο τού Άρχοντα τής Δύσεως. Ο Επίσκοπος κατηγορεί τους κατοί κους τού Βυζαντίου ως αδύναμους και αδρανείς, δικαιολογώντας τις επι
διώξεις τού Άρχοντά του. Σ' ένα μέρος τού έργου του γράφει: «Ποιον υπηρετεί η Ρώμη; Για την ελευθερία ποίου κάνετε τόσο θόρυβο; Σε ποιον
πληρώνει η πόλη φόρους; Και μήπως η αρχαία αυτή πόλη δεν υπηρε τούσε κάποτε τις εταίρες; Σε μια εποχή δε που όλοι οι άνθρωποι κοι
μούνταν βαθιά, βρισκόμενοι σε μια κατάσταση ανικανότητας, ο Άρχων μου, ο πιο σεβάσμιος Αυτοκράτορας, ελευθέρωσε τη Ρώμη από αυτή την
επαίσχυντη δουλεία»(Ι). Όταν ο Λιουτπράνδος αντιλήφθηκε ότι οι Έλλη νες παρέτειναν σκοπίμως τις διαπραγματεύσεις, θέλοντας να κερδίσουν χρόνο για την οργάνωση μιας εκστρατείας στην Ιταλία, απαγορεύσντάς του κάθε επαφή με τον Αιττοκράτορά του, προσπάθησε να φύγει από την
Κωνσταντινούπολη, πράγμα που τό κατόρθωσε μόνο ύστερα από πολλές
δυσκολίες και α"αβολές.
Έτσι επήλθε πλήρης ρήξη μεταξύ τ(ι'Jν δύο Αmοκρατοριών και ο Ό θων Α' εισέβαλε στην Απουλία. Ο νέος όμως Αυτοκράτορας τού Βυζα ντίου, Ιωάννης Τζψισκής, άλλαξε τελείως τακτική έναντι τής Ιταλίας.
Όχι μόνον έκλεισε ειρήνη με τον Γερμανό Αιττοκράτορα, αλλά και
Ota-
θεροποίησε τις σχέσεις του με αιττόν, παντρεύοντας τον γlλJ και διάδοχο
τού Όθωνος, Όθωνα Β', με τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ' τελικά δε σχηματίσθηκε συμμαχία μεταξύ τών δύο Αυτοκρατοριών. Οι επιθέ σεις τών Αράβων στη Ν. Ιταλία, εναντίον τών οποίων ο διάδοχος τού Ιωάννη Τςιμισκή, BασίλεlλJς Β', δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, λόγω εσω τερικών ανωμαλωΝ τού κράτους του, ανάγκασαν τον νεαρό Αυτοκράτο-
(1) Legatio,
κεφάλαιο
XVII.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
ρα Όθωνα Β'
(973-983)
417
να οργανώσει μια εκστρατεία εναντίον τών Α
ράβων, κατά τη διάρκεια τής οποίας νικήθηκε σε μια μάχη και λίγο αργότερα πέθανε. Μετά τον θάνατο τού Όθωνος Β', οι εισβολές τών
Γερμανών στα βυζαντινά θέματα τής Ιταλίας διακόπηκαν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά τα τέλη τού 1Ο0υ αιώνα έγινε μια διοικητική μεταρρύθμιση στη Βυζαντινή Ιταλία. Ο πρώην στρατηγός τής Λογγοβαρδίας αντικαταστά θηκε από τον «κατεπάνω»* τής Ιταλίας, ο οποίος έμενε στο Μπάρι. Εφό σον τα διάφορα ιταλικά βασίλεια ασχολούνταν με τον μεταξύ τους αγώ να, ο «κατεπάνω» μπορούσε να χειρισθεί το δύσκολο πρόβλημα τής υπε ρασπίσεως τής νότιας ακτής τής Ιταλίας από τους Σαρακηνούς. Ο γιος τής πριγκίπισσας Θεοφανούς, Όθων Γ'
(983-1002),
ο οποίος έ
τρεφε βαθύ σεβασμό προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον κλασικό πολιτισμό, υπήρξε συγγενής και σύγχρονος τού Βασιλείου Β', καθώς και μαθητής τού διάσημου λογίου Γερβέρτου, ο οποίος έγινε κατόπιν Πάπας
(Σίλβεστρος Β '). Ο Όθων Γ' δεν έκρυβε το μίσος του προς την τραχύτη τα τών Γερμανών, οραματιζόμενος την αποκατάσταση ΤΙ1ς παλαιάς Αυτο κρατορίας με πρωτεύουσα την παλαιά Ρώμη. Όπως αναφέρει ο τζέιμς Μπράυς
(James Bryce):
«Κανείς άλλος εκτός από αυτόν δεν πόθησε να
κάνει και πάλι την Επτάλοφο κυρίαρχη πόλη, υποβιβάζοντας τη Γερμα νία, τη Λομβαρδία και την Ελλάδα στη σωστή θέση τους στη θέση τών ε
ξαρτημένων επαρχιών. Κανείς άλλος δεν ξέχασε τόσο πολύ το παρόν για να ζήσει υπό το φως τής αρχαίας τάξης και καμιά άλλη ψυχή δεν καταλή φθηκε από τον ένθερμο μυστικισμό και σεβασμό για τη δόξα τού παρελ θόντος, όπου ακριβώς εδραζόταν η ιδέα τής Μεσαιωνικής Αυτοκρατορί ας»(l). Αν και το γόητρο 111ς Αρχαίας Ρώμης κατείχε εξαιρετική θέση στη σκέψη τού Όθωνος, εν τούτοις ειλκύετο, κυρίως, από την Ανατολική Ρώ μη, στής οποίας την Αυλή η μητέρα του γεννήθηκε και ανατράφηκε. Ακο
λουθώντας τα βήματα τών Αρχόντων τού Βυζαντίου ο Όθων Γ', ήλπιζε να αποκαταστήσει τον αυτοκρατορικό θρόνο στη Ρώμη. Ονόμαζε τον ε αυτό του μενική
Imperator Romanorum, χαρακτηρίζοντας μοναρχία ως Orbis Romanus.
τη μελλοντική οικου
Ο ενθουσιώδης αυτός νεαρός, τού οποίου τα ουτοπιστικά σχέδια θα έ
φερναν σε δύσκολη θέση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πέθανε ξαφνικά στις αρχές τού
1l0u
αιώνα, σε ηλικία είκοσι δύο ετών
Ενώ στις αρχές τού
* Σ.Τ.Μ. χωρών
1l0u
(1002).
αιώνα οι βυζαντινές επαρχίες τής Ν. Ιταλίας
Τίτλος ανώτατων πολιτικών και στρατιωτικ(Δν υπαλλ1Ίλων, διοικητών δηλαδ1]
1] θεμάτων. (1) «The Holy Roman Empire». 148.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
418
απαλλάχθηκαν από τον κίνδυνο τών αραβικών επιδρομών, χάρη στην ε πέμβαση του στόλου τής Βενετίας, γρήγορα αντιμετώπισαν έναν νέο και ισχυρό εχθρό, τους Νορμανδούς, οι οποίοι άρχισαν, αργότερα, να απει λούν την Ανατολική Αυτοκρατορία. Το πρώτο μεγάλο κύμα τών Νορμανδών έφθασε στην Ιταλία στις α.ρ χές τού 110υ αιώνα, ύστερα από πρόσκληση τού Μέλη, που είχε επανα στατήσει εναντίον τής κυριαρχίας του Βυζαντίου. Οι συμμαχικές δυνά μεις του Μέλη και τών Νορμανδών νικήθηκαν κοντά στις Κάννες. Ο Βα σίλειος Β' όφειλε ένα μέρος τής επιτυχίας του, στον αγώνα εναντίον τών Νορμανδών, στους Ρώσους στρατιώτες που υπηρετουσαν στον στρατό τού Βυζαντίου. Η νίκη αυτή ενίσχυσε τόσο πολύ τη θέση τού Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία, ώστε την τέταρτη δεκαετία τού 110υ αιώνα ο Αυτοκρά
τορας Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγών οργάνωσε μια έκστρατεία -υπό την ηγε σία τού Γεωργίου Μανιάκη -
,Αραβες.
για την επανάκτηση τής Σικελίας από τους
Στον στρατό τού Μανιάκη συμμετείχε ο Σκανδιναβός ήρωας
Χάραλ ο Σκληρός, καθώς και η «εταιρεία» τών Βαράγκων-Ρως. Αν και η εκστρατεία αυτή πέτυχε με αποτέλεσμα
-
συν τοις άλλοις - την κατάλη
ψη τής Μεσσήνης, η επανάκτηση τής Σικελίας δεν επιτεύχθηκε κυρίως λόγω τού ότι ο Γεώργιος Μανιάκης ανακλήθηκε όταν διατυπώθηκαν γι' αυτόν υποψίες ότι απεργαζόταν συνωμοσία(J). Κατά τη διάρκεια τού μεταξύ Βυζαντίου και Ρώμης αγώνα, ο οποίος τελείωσε με το σχίσμα τών Εκκλησιών το
1054,
οι Νορμανδοί τάχθηκαν
με το μέρος τής Ρώμης, αρχίζοντας να εισχωρουν αργά, αλλά σταθερά, στη βυζαντινή Ιταλία. Κατά τα τέλη τής περιόδου αυτής, δηλαδή στα μέ σα τού 110υ αιώνα, οι Νορμανδοί τής Ιταλίας ανέδειξαν έναν πολύ ικανό
και δραστήριο ηγέτη, τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, τού οποίου η κύρια δράση αναπτύχθηκε κατά τη μετά τη Δυναστεία τών Μακεδόνων περίοδο. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Εκκλησιαστικά ζητήματα Το μεγαλύτερο γεγονός στην εκκλησιαστική ζωή τής Βυζαντινής Αυτο
κρατορίας, την εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων, υπήρξε ο οριστι κός χώρισμός τής Χριστιανικής Εκκλησίας σε Ανατολική Ορθόδοξη και
(1) G.
Σχετικά με την παρουσία τού Χάραλ στον στρατό τού Γεωργίου Μανιάκη, βλέπε
V.
Vasilίevsky, «Η παρουσία τής ΒαραγΚΙΚ1jς-ΡωάΙΚ1jς και Βαραγκικής-ΑγγλΙΚljς
«εταιρείας» στην Κωνσταντινούπολψ> (Έργα, Ι, 289-290). R. Μ. Dawkins, «Greeks and Northmen», Custom is King: Essays presented Ιο Dr R. R. Marett, 45-46.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
419
Δυτική Καθολική, ο οποίος έλαβε χώρα στα μέσα τού 110υ αιώνα, ύστε
ρα από πολλές διαμάχες που κράτησαν σχεδόν δύο αιώνες. Η πρώτη ενέργεια τού Βασιλείου Α'
-
σε ό,τι αφορά τα εκκλησιαστι
κά ζητήματα- υπήρξε η καθαίρεση τού Πατριάρχη Φωτίου και η επανα φορά τού Ιγνατίου που είχε καθαιρεθεί την εποχή τού Μιχαήλ ΓΌ Με το μέτρο αυτό, ο Βασίλειος ήλπιζε να ενισχύσει τη θέση του στον θρόνο, ο οποίος ουσιαστικώς δεν τού ανήκε. Πίστευε ότι, επαναφέροντας τον Ι γνάτιο, εκπλήρωνε διπλό σκοπό: αποκαθιστούσε δηλαδή ειρηνικές σχέ
σεις με τον Πάπα, ενώ συγχρόνως κέρδιζε την υποστήριξη τού λαού τού Βυζαντίου, ο οποίος, ως επί το πλείστον, ήταν με το μέρος τού Ιγνατίου. Με επιστολές τους προς τον Πάπα τόσο ο Βασίλειος όσο και ο Ιγνάτιος, αναγνώριζαν την εξουσία και αυθεντία του για τις υποθέσεις τής Ανατο λικής Εκκλησίας. Οι επιστολές αυτές(Ι) δείχνουν ότι τη στιγμή εκείνη ο
Πάπας θριάμβευε, φαινομενικά, στην Ανατολή' όμως ο Πάπας Νικόλαος Α' δεν έζησε να δει τη νίκη αυτή, γιατί οι επιστολές που τού εστάλησαν από το Βυζάντιο έφτασαν μετά τον θάνατό του και τίς έλαβε ο διάδοχός του Αδριανός Β Ό Στις Συνόδους τής Ρώμης και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, το
869,
παρουσία τών αντιπροσώπων τού Πάπα, καθαιρέθηκε και qναθεμα
τίσθηκε τόσο ο Φώτιος όσο και οι οπαδοί του. Η Σύνοδος τής Κωνσταντι νουπόλεως τού
869
αναγνωρίσθηκε ως Οικουμενική από τη Δυτική Εκ
κλησία, θεωρούμενη ακόμη και σήμερα ως τέτοια. Στην εκκλησιαστική της ζωή, λοιπόν, η Αυτοκρατορία υποχώρησε
στον Πάπα σε όλα τα σημεία. Τελείως διαφορετική υπήρξε όμως η στάση τού Αυτοκράτορα έναντι τών θρησκευτικών υποθέσεων τής Βουλγαρίας, όπου ο λατινικός κλήρος είχε θριαμβεύσει κατά τα τέλη τής βασιλείας τού Μιχαήλ ΓΌ Παρά τη δυσαρέσκεια τού Πάπα και την αντίθεση τών α ντιπροσώπων του, ο Βασίλειος Α' πέτυχε την απομάκρυνση από τη Βουλ γαρία τών Λατίνων ιερέων, ενώ ο Βασιλιάς τής Βουλγαρίας Βόγορις ενώ~ θηκε και πάλι με την Ανατολική Εκκλησία. Το γεγονός αυτό επηρέασε πολύ τη μεταγενέστερη ιστορία τού βουλγαρίκού λαού.
Κατά την περίοδο τΊ1ς εξορίας του, ο εκθρονισμένος και αφορισμένος Φώτιος συνέχισε να ελκύει τον θαυμασμό τών οπαδών του, οι οποίοι τού
έμειναν πιστοί καθ' όλη τη διάρκεια τής πατριαρχείας τού Ιγνατίου. Ο ί
διος ο Βασίλειος αναγνώρισέ ότι είχε τηρήσει εσφαλμένη στάση απένα ντι στον Φώτιο και προσπάθησε να τή διορθώσει, ανακαλώντας τον από
(1) J. Mansi, «Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio» ΧΥΙ, 47, 49. Βλέ πε Α. Lebedev, «Ιστορία τού σχίσματος τών Εκκλησιών κατά τον 90, 100 και 110 αιώ να» (δεύτερη έκδοση, 19U5, Ρωσικά, 117, 120). Dvornik, 136 κ.ε.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
420
την εξορία και προσκαλώντας τον στην αυτοκρατορική Αυλή, όπου τού
ανέθεσε την αγωγή τών παιδιών του. Αργότερα, μετά τον θάνατο τού Ι γνατίου, ο Βασίλειος προσέφερε στον Φώτιο τον πατριαρχικό θρόνο, γεγονός που αποτέλεσε την αρχή μιας νέας, έναντι τού Πάπα, τακτικής.
Το
879
έγινε μια Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία, με τον α
ριθμό τών συμμετεχόντων ιεραρχών και με τη μεγαλοπρέπειά της γενικά,
ξεπερνούσε ακόμη και μερικές από τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφω να με έναν ιστορικό, η Σύνοδος αυτή «ήταν γενικά ένα αληθινά μεγαλο
πρεπές γεγονός, το οποίο δεν είχε παρουσιασθεί ποτέ από την εποχή τής Συνόδου τής Χαλκηδόνος»(IΙ. Οι αντιπρόσωποι τού Πάπα Ιωάννη Η' όχι
μόνον ήλθαν στη Σύνοδο, αλλά και αναγκάσθηκαν αφ' ενός μεν να συναινέσουν στην αποκατάσταση τού Φωτίου και τής επαφής του με τη Δυτική Εκκλησία, αφ' ετέρου δε να ακούσουν, δίχως αντίρρηση, την ανά
γνωση τού Συμβόλου τής Πίστεως τής Νικαίας δίχως την προσθήκη τού
filioque,
-
Κωνσταντινουπόλεως,
τού οποίου γινόταν μεγάλη χρήση στη
Δύση. Στην τελευταία συνεδρία τής Συνόδου οι αντιπρόσωποι δήλωσαν ότι «εάν κανείς αρνηθεί ν' αναγνωρίσει τον Φώτιο ως Πατριάρχη απο φεύγοντας την με αυτόν κοινωνίαν, θα πρέπει να ταχθεί με το μέρος τού Ιούδα, μη έχοντας θέση ανάμεσα στους Χριστιανούς». Ένας Καθολικός ιστορικός τού Φωτίου γράφει ότι η Σύνοδος άρχισε με ύμνους προς τον Φώτιο, για να τελειώσει με παρόμοιους ύμνους προς τον Πατριάρχη(2Ι. Η
Σύνοδος αυτή αποφάσισε επίσης ότι ο Πάπας ήταν ένας Πατριάρχης σαν
όλους τους άλλους Πατριάρχες, ότι δεν είχε καμία εξουσία σε όλη την Εκκλησία και πως, ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη για τον Πατριάρ
χη τής Κωνσταντινουπόλεως η έγκριση τού Πάπα. Τρομερά θυμωμένος ο Πάπας έστειλε μια αντιπροσωπεία στην Κων
σταντινούπολη με σκοπό την ακύρωση κάθε μέτρου τής Συνόδου, που δεν ικανοποιούσε τον Πάπα, καθώς και την εξασφάλιση παραχωρήσεων σε σχέση με την Εκκλησία τής Βουλγαρίας. Ο Βασίλειος και ο Φώτιος ό χι μόνον δεν υποχώρησαν καθόλου, αλλά και φυλάκισαν την αντιπροσω πεία. Παλαιότερα πιστευόταν ότι όταν ο Πάπας Ιωάννης Η' έμαθε το γε
γονός αυτό αναθεμάτισε τον Φώτιο, κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας στον ναό τού Αγίου Πέτρου
-
μπροστά σε έναν μεγάλο αριθμό πιστών
κρατώντας το Ευαγγέλιο στα χέρια του. Αυτό είναι το λεγόμενο δεύτερο σχίσμα τού Φωτίου. Πρόσφατες όμως
έρευνες τών 'Αμαν, Ντβόρνικ και Γκρυμέλ, έδειξαν ότι ουδέποτε υπήρξε
(1) (2)
Hergenrrιther, Ένθ. ανωτ.
«Photius», ΙΙ, 462. Il, 524. Βλέπε Dvornik, 187.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
421
το δεύτερο σχίσμα τού Φωτίου και ότι ούτε ο Ιωάννης Η' ούτε κανείς α πό τους διαδόχους του αναθ.εμάτισαν ποτέ τον Φώτιο(1). Οι μεταξύ Αυτο
κρατορίας και Ρώμης σχέσεις δεν διακόπηκαν τελείως, αλλά παρέμεναν ασταθείς.
Ο Φώτιος δεν παρέμεινε Πατριάρχης μέχρι το τέλος τής ζωής του, γιατί ο μαθητής του Λέων ΣΓ -διάδοχος τού Βασιλείου Α' γκασε, το
886,
τόν ανά
να παραιτηθεί. Πέντε χρόνια αργότερα ο Φώτιος πέθανε.
Ο Φώτιος, καθ' όλη τη διάρκεια τής μακρόχρονης ζωής του, έπαιξε σπου
δαίο ρόλο τόσο στη θρησκευτική όσο και στην πνευματική, εν γένει, ζωή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία τού Βασιλείου Α' χαρακτηρίζεται επίσης από ορισμένες
προσπάθειες διαδόσεως τού Χριστιανισμού στους ειδωλολατρικούς και αλλόθρησκους λαούς. Πιθανόν, την εποχή εκείνη, η Αυτοκρατορία προ
σπάθησε να προσηλυτίσει τους Ρώσους στον Χριστιανισμό' αλλά το ζήτη μα αυτό έχει πολύ λίγο διαφωτισθεί. Μια σχετική πηγή αναφέρει ότι ο
Βασίλειος έπεισε τους Ρώσους «να συμμετέχουν στο σωτήριο βάπτι σμα»(2) και να δεχθούν τον αρχιεπίσκοπο τον οποίο χειροτόνησε ο Ιγνά
τιος, αν και ακόμη δεν έχει καθορισθεί ποιους Ρώσους είχε υπ' όψη του ο συγγραφέας αυτού τού βιβλίου. Η μεταστροφή τού μεγαλύτερου μέ ρους των σλαβικών φυλών, που είχαν εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο, συντελέστηκε την εποχή τού Βασιλείου Α', ενώ οι ειδωλολάτρες Σλάβοι
παρέμεναν στα βουνά τού Ταϋγέτου. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Βασίλει ος εξανάγκασε τους Ιουδαίους τής Αυτοκρατορίας να ασπαστούν τον Χριστιανισμό.
Η καθαίρεση τού Φωτίου από τον Λέοντα ΣΤ' μπορεί να εξηγηθεί α πό τον φόβο τού Λέοντος για την ολοένα αναπτυσσόμενη πολιτική επιρ ροή τού Πατριάρχη και τών οπαδών του, καθώς και από την επιθυμία τού Αυτοκράτορα να κάνει Πατριάρχη τον αδελφό του Στέφανο. Εάν το κα
τόρθωνε αυτό, τότε θα συγκέντρωνε στα χέρια του την απεριόριστη εξου σία για τη ρύθμιση τών εκκλησιαστικών ζητημάτων, ενώ ο Φώτιος, με την ισχυρή του θέληση, αντετίθετο στις τάσεις τού Αυτοκράτορα να διευθύ νει τα εκκλησιαστικά ζητήματα.
Την εποχή τών διαδόχων τού Λέοντος εκδηλώθηκε μια αξιοσημείωτη τάση συμφιλίωσης με την Εκκλησία τής Ρώμης, βάσει αμοιβαίων υποχω-
(1) Βλέπε μια πολύ ωραία και σχεΤΙΚ11 με το ζήτημα αυτό εργασία τού Η. Gregoire, «Du nouveau sur le Patriarche Photius» (Bulletin de la classe des lettres de l'Academie Royale de Belgique, ΧΧ, 1934, 36-53). Dvornik, «The Photian Schism» 202-236. (2) Theophanes Continuatus, «Historia»,Bonn ed., 342-343.
422
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ρήσεων.
Τα προβλήματα τής Εκκλησίας τής Βυζαντινης Αυτοκρατορίας έγιναν περίπλοκα κυρίως στις αρχές τού 100υ αιώνα, κατά τη διάρκεια της πα τριαρχείας τού πιο αξιόλογου διαδόχου τού Φωτίου, Νικολάου Μυστι κού, ο οποίος ήταν συγγενής και μαθητής τού Φωτίου. Σύμφωνα με τη γνώμη ενός ιστορικού, «τα πιο ευγενικά χαρακτηριστικά τού Φωτίου εί χαν μετενσαρκωθεί στον μαθητή του Νικόλαο Μυστικό, ο οποίος, περισ
σότερο από κάθε άλλον, αγωνίσθηκε να ακολουθήσει το ιδεώδες πρότυ πο τού Πατριάρχη το οποίο συμβόλιζε ο Φώτιος»ω. Ο Πατριάρχης αυτός άφησε μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογη επιστολών, οι οποίες είναι ανε
κτίμητες τόσο από ιστορική όσο και από εκκλησιαστική άποψη. Μεγάλες διαφωνίες προέκυψαν μεταξύ τού Λέοντος και τού Νικο λάου Μυστικού με αφορμή την τεταρτογαμία τού Αυτοκράτορα, στην ο
ποία αντιτάχθηκε ο Πατριάρχης βάσει τής αρχής ότι ήταν αντίθετη προς όλους τους εκκλησιαστικούς κανόνες(2). Παρά το γεγονός αυτό όμως ο Αυ
τοκράτορας ανάγκασε έναν πρεσβύτερο να ευλογήσει τον γάμο του με την Ζωή, η οποία, κατ' αυτόν τον τρόπο, έγινε η τέταρτη σύζυγός του (οι πρώτες τρεις γυναίκες του είχαν πεθάνει διαδοχικά, η μία μετά την άλλη,
μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα). Μετά τον γάμο, δεδομένου ότι δεν ή ταν παρών ο Πατριάρχης, ο Λέων τοποθέτησε ο ίδιος το αυτοκρατορικό στέμμα στο κεφάλι τής Ζωής, δίνοντας έτσι αφορμή στον Νικόλαο Μυ στικό να πει ότι ο Αυτοκράτορας υπήρξε για την Ζωή «γαμβρός και επί σκοπος, συγχρόνως»(3). Οι Πατριάρχες τής Ανατολής, όταν ρωτήθηκαν
για το ζήτημα αυτό, τάχθηκαν με το μέρος τού Λέοντος, επιτρέποντάς του να παντρευθεί για τέταρτη φορά(4).
Ο γάμος αυτός δημιούργησε μεγάλη ταραχή στον πληθυσμό της Αυτο
κρατορίας και.ο δύστροπος Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός καθαιρέ θηκε και εξορίσθηκε. Η Σύνοδος τής Κωνσταντινουπόλεως δέχθηκε «κατ' οικονομίαν» το γεγονός, αποφασίζοντας να μην θεωρήσει διαλυμέ νο τον τέταρτο γάμο τού Αυτοκράτορα, και, ύστερα από πολλές διαβου λεύσεις, ανακηρύχθηκε Πατριάρχης ο Ευθύμιος.
Η Σύνοδος όμως δεν έφερε την αρμονία στην Αυτοκρατορία, δεδομέ-
(1) HergenrlIther, "Photius» 111, 655. (2)
Βλέπε ένα ενδιαφέρον και σχετικό με την τεταρτογαμία τού Λέοντος τού Σοφου
άρθρο στον Charles biehl, «Figures byzantines» (τέταρτη έκδοση, 1909) Ι, 181-215. Αγγλική μετάφραση Η. Bell, «Byzantine Portraits» 172-205.
(3) «Episto!a» XXXIl. έκδοση Migne, «Patrologia Graeca» CXI, 197. (4) Eutychίi AIexandrini patriarchae. «AnnaIes». έκδοση L. Cheikho, Vaux, Η. Zayyat, 1I, 74, έκδοση Migne. «Patro!ogia Graeca» CXI, 1145.
Β.
Carra de
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
423
νου ότι ο κλήρος τού Βυζαντίου διαιρέθηκε σε δύο μερίδες. Η πρώτη, που έλαβε το μέρος τού Νι,,:ολάου Μυστικού, αντετίθετο στην έγκριση
τού γάμου τού Αυτοκράτορα και απέρριπτε την ανάδειξη τού νέου Πα τριάρχη Ευθυμίου, ενώ η δεύτερη -η μερίδα τής μειοψηφίας- συμφω νούσε με τη σχετική με τον γάμο τού Λέοντος απόφαση τής Συνόδου, α
ναγνωρίζοντας συγχρόνως τον Ευθύμιο ως ηγέτη τής Εκκλησίας. Η διά σταση τών δύο μερίδων επεκτάθηκε από την πρωτεύουσα στις επαρχίες, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει σκληρός αγώνας μεταξύ τών οπαδών τού Νι κολάου και τών οπαδών τού Ευθυμίου. Μερικοί μελετητές θεωρούν τον αγώνα αυτό μια συνέχεια τής παλαιάς έχθρας που υφίστατο μεταξύ τών οπαδών τού Φωτίου και τών οπαδών τού Ιγνατίου και που είχε υποχωρή σει για ένα μικρό χρονικό διάστημαΟ). Τελικά ο Αυτοκράτορας αντελή φθη ότι μόνον ο δραστήριος και πεπειραμένος Νικόλαος Μυστικός μπο ρούσε να θεραπεύσει την κατάσταση και, λίγο πριν από τον θάνατό του
(912),
ο Λέων ΣΤ ανακάλεσε τον Νικόλαο από την εξορία, καθαίρεσε
τον Ευθύμιο και αποκατέστησε τον πρώτο στον πατριαρχικό θρόνο(2).
Ενδιαφερόμενος για τη θρησκευτική ειρήνη τής Αυτοκρατορίας ο Νι κόλαος Μυστικός αγωνίσθηκε για την αποκατάσταση φιλικών σχέσεων με τη Ρώμη, οι οποίες είχαν ψυχρανθεί λόγω τής εκ μέρους τού Πάπα ε
γκρίσεως τού τέταρτου γάμου τού Λέοντος. Κατά τη διάρκεια τής αντιβα σιλείας τής Ζωής, η οποία κυβερνούσε μέχρις ότου ενηλικιώθηκε ο γιος της Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, ο Νικόλαος Μυστικός στερή
θηκε τής επιρροής του. Αλλά, το
919,
όταν η εξουσία μεταβιβάστηκε στον
πεθερό τού Κωνσταντίνου, Ρωμανό Α' Λεκαπηνό
-
ενώ η Ζωή υποχρε
ώθηκε να γίνει μοναχή -, ο Νικόλαος Μυστικός απέκτησε και πάλι την
παλαιά του επιρροή. Το κύριο γεγονός τών τελευταίων ετών τής πατριαρ
χείας του υπήρξε η σύγκληση μιας Συνόδου, στην οποία συμμετέσχον οπαδοί τού Ευθυμίου και τού Νικολάου, οι οποίοι συνέθεσαν τον «Τόμο τής Ενώσεως» που έτυχε γενικής εγκρίσεως. Η Σύνοδος δήλωσε ότι ο τέ ταρτος γάμος είναι, ασυζητητί, αθέμιτος και άκυρος, δεδομένου ότι απα γορεύεται από την Εκκλησία, ενώ συγχρόνως δεν είναι αποδεκτός από καμία χριστιανική χώρα(3). Κανείς άμεσος υπαινιγμός δεν έγινε στον
(1)
Ν. Ρορον, «Ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΓ ο Σοφός»
(2)
Πολύ αξιόλογη πηγ1) για τον τέταρτο γάμο τού Λέοντος, καθώς και για τη γενική ι
στορία ηΊς περιόδου αυηΊς, είναι το έργο
160 (Ρωσικά).
«Vita Euthymii:
Είη
Anecdoton zur
Geschicl1te Leo's des Weisen Α. D. 886-912» έκδοση C. de Boor. Εκτός τού ελληνικού κειμένου ο de Boor παραθέτει μια αξιόλογη - από ιστορική άποψη - μελέτη ηΊς Vita. (3) Ρο ρον, «Λέων ΣΤ» 184 (Ρωσικά). Mansi, «Amplissima collectio concίliorum» ΧΥΙIl, 337-338.
424
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
«Τόμο» για τον τέταρτο γάμο τού Λέοντος τού Σοφού και οι δύο μερίδες έμειναν ικανοποιημένες από την απόφαση τής Συνόδου. Πιθανόν
πως υποθέτει ο Ντρίνοφ
(Drinov) -
-
ό
να συνετέλεσε στην συμφιλίωση τών
δύο θρησκευτικών μερίδων ο φόβος που είχε καταλάβει τον πληθυσμό τού Βυζι;χντίου με αφορμή την επιτυχία τού βουλγαρικού στρατούυ). Μετά
τη Σύνοδο αντηλλάγησαν αρκετές επιστολές με τον Πάπα, ο οποίος συμ φώνησε να στείλει στην πρωτεύουσα δύο Επισκόπους για να καταδικά
σουν τις διαμάχες που προέκυψαν λόγω τής τεταρτογαμίας τού Λέοντος. Έτσι αποκαταστάθηκαν οι απευθείας επαφές μεταξύ τών Εκκλησιών τής Ρώμης και τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ρώσος εκκλησιαστικός ιστορικός
Α. Π. Λέμπεντεφ καταλήγει στα εξ11ς
-
σχετικά με την περίοδο αυτή
συμπεράσματα: «ο Πατριάρχης Νικόλαος εξήλθε απόλυτος νικητής από την νέα αυτή διαμάχη τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως με την
Εκκλησία τής Ρώμης. Η Εκκλησία τής Ρώμης αναγκάσθηκε να υποχωΡ11-
σει στην Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως, καταδικάζοντας τις δικές της αποφάσεις»(2). Μετά τον θάνατο τού Νικολάου Μυστικού, το
925,
ο
Ρωμανός Λεκαπηνός εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο τής Εκκλησίας και, όπως λέει ο Ράνσιμαν, «ο Καισαροπαπισμός θριάμβευσε για μια φορά α κόμη»ω.
Ο Νικηφόρος Φωκάς αποτελεί, από εκκλησιαστική άποψη, μια πολύ
ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ο ικανός αυτός στρατιωτικός, τού οποίου το όνομα συνδέεται με τις πιο λαμπρές σελίδες τής στρατιωτικής ιστορίας
τού Βυζαντίου, είχε αφιερώσει αρκετό χρόνο και προσοχή ανέλθει στον θρόνο -
-
κυρίως πριν
στα ιδεώδη τού μοναχικού βίου, διατηρώντας στε
νές σχέσεις με τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, τον ιδρυτή τής Μονής Μεγίστης Λαύρας στο 'Αγιον Όρος. Ο Βίος τού Αγίου Αθανασίου μάλι
στα αναφέρει.ότι κά.J-τoτε, σε στιγμή μεγάλου θρησκευτικού ζήλου, ο Νι κηφόρος εμπιστεύθηκε στον Αθανάσιο τον ιερό του πόθο να εγκαταλεί
ψει τα εγκόσμια και να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία τού Θεού ω . Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος γράφει ότι ο Νικηφόρος υπήρξε «ακούρα στος και σταθερός στις δεήσεις του προς τον Κύριό του και στις νυκτερι
νές του προσευχές, ότι οι ύμνοι του δείχνουν ένα ανώτερο πνεύμα και
2] (Ρωσικά). Αναδημοσι εύεται στα <<'Εργα τού Μ. S. Drinov», έκδοση V. Ν. Zlatarsky, 1,365-520. (2) «Ιστορία τού σχίσματος τών Εκκλησιών» (δεύτερη έκδοση 1905),325 (Ρωσικά). (3) Runciman, «Romanus Lecapenus» 70, 243. (4) «Vie de Saint Athanase ΙΆthοnite» έκδοση L. Petit (Analecta BolIandiana, XXV, (1)
"Οι Νότιοι Σλάβοι και το Βυζάντιο κατά τον
1906,21).
100
αιώνα»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
425
πως δεν είχε καμία κλίση προς οτιδήποτε μάταιο»(Ι). Ο Νικηφόρος Φω κάς υπήρξε κατά το ήμισυ στρατιώτης και κατά το ήμισυ ερημίτης(2). Πολ
λοί από τον λαό τού Βυζαντίbυ εξεπλάγησαν όταν ο ασκητικός Αυτοκρά τορας παντρεύθηκε την ωραία και νεαρή χήρα τού Αυτοκράτορα Ρωμα νού Β', Θεοφανώ, η οποία ήταν αμφιβόλου υπολήψεως. Ίχνη τής αντι
δράσεως τού λαού υπάρχουν στην επιγραφή που βρίσκεται στη σαρκο φάγο τού Νικηφόρου και η οποία λέει ότι ο Αυτοκράτορας νίκησε τα πά ντα, εκτός από τη γυναίκα(3).
Το πιο σημαντικό εκκλησιαστικό μέτρο τού Νικηφόρου υπήρξε η πε ρίφημη Νεαρά τού
964,
η οποία αφορούσε τα μοναστήρια και τα φιλαν
θρωπικά ιδρύματα που ήταν εξαρτημένα από αυτά.
Την εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων η μοναστηριακή γαιοκτη σία είχε αποκτήσει ασυνήθεις διαστάσεις και συχνά διευρυνόταν εις βά
ρος τών ιδιοκτησιών τών ελευθέρων χωρικών, τους οποίους υπερασπί σθηκαν αρκετοί Αυτοκράτορες τής Δυναστείας αυτής. Ακόμη και πριν α
πό την εποχή τιδν Εικονομάχων, δηλαδή στα τέλη τού Ίου και στις αρχές τού 80υ αιώνα, η ΑνατολΙΚ11 Εκκλησία είχε αποκτήσει τεράστιες εκτά
σεις γης. Το γεγονός αυτό οδήγησε μερικούς ιστορικούς στο να συγκρί νουν τις ιδιοκτησίες τής Ανατολικής Εκκλησίας με τον ανάλογο έγγειο πλούτο τής Δυτικής Εκκλησίας κατά την εποχή τών Φράγκων Βασιλέων, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τη φτώχεια τού θησαυροφυλακίου τους, την οποία προκαλούσε η διαβίβαση τών κτημάτων τους στα χέρια τού κλή ρου. Οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες τού 80υ αιώνα ανέλαβαν μια εκ
στρατεία εναντίον τών μοναστηριών, από τα οποία μερικά κλείσθηκαν, ε νώ η περιουσία τους κατασχέθηκε από το Κράτος. Η μεταρρύθμιση αυτή υπήρξε σύγχρονη προς την «εκκοσμίκευση» τής εκκλησιαστικής ιδιοκτη σίας, στο δυτικό Βασίλειο τών Φράγκων, στην οποία προέβη ο περίφημος Κάρολος Μαρτέλος. Με την αποτυχία τών Εικονομάχων και την άνοδο τής Δυναστείας τών Μακεδόνων άρχισε να αυξάνεται ταχύτατα ο αριθ μός τών μοναστηριών, αλλά και η έκταση τών γαιοκτησιών τους. Ήδη η Νεαρά τού Ρωμανού Α' Λεκαπηνού εκδηλώνει τη διάθεση να περιοριστεί
κάπως η ανάπτυξη τών μοναστηριακών γαιών. Πιο αποτελεσματικό βήμα όμως υπήρξε -προς αυτή την κατεύθυνση- η δημοσίευση, το
964,
τής
(1) «Historiae» Υ, 8, έκδοση Βοnn, 89. (2) Schlumberger, «Nicephore Phocas» σελ. 366. (3) Ένας επιτάφιος τού Ιωάννη Μελιτηνιώτη δημοσιεύθηκε στην έκδοση Βοnn τού έρ γου τού Λέοντος τού Διακόνου «Historiae» 453 και στην έκδοση τού έργου: Cedrenus, «Historiarum Compendium» 11, 378. Βλέπε Κ. Κrumbacher, «Geschichte der byzantinischen Litteratuf», 368.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
426
Νεαράς τού Νικηφόρου Φωκά. Η Νεαρά αυτή αναφέρει ότι, εφόσον η φανερή πλέον ασθένεια τής α
πληστίας έχει διαδοθεί πολύ στα μοναστήρια και σε «άλλα ιερά ιδρύμα τα» και εφόσον η απόκτηση τεράστιων κτημάτων και πολυάριθμων οπω ροφόρων δένδρων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως αποστολική επίτα
γή ή ως μια παράδοση τών Πατέρων, ο Αυτοκράτορας επιθυμεί να απο
βάλει το θεομίσητο κακό τής φιλοδοξίας και, θέλοντας να επιτύχει αυτόν τον σκοπό, απαγορεύει την ίδρυση νέων μοναστηριών, την ενίσχυσή τους
με δωρεές και τη συντήρηση παλαιών μοναστηριών, νοσοκομείων και ξενώνων ή την παροχή δωρεών στους Μητροπολίτες και Επισκόπους(l). Το σκληρό αυτό διάταγμα, το οποίο ασφαλώς δυσαρέστησε τους θρη σκευτικούς κύκλους τού Βυζαντίου, δεν μπoρoύζJε να παραμείνει εν ισχύι
για πολύ καιρό. Ο Βασίλειος Β' ακύρωσε το διάταγμα τού Νικηφόρου Φωκά ως νόμο «αισχρό και εχθρικό όχι μόνον προς τις εκκλησίες και τα νοσοκομεία, αλλά και προς τον ίδιο τον Θεό»(2). Αποκατέστησε τους σχε
τικούς με τα μοναστήρια νόμους τού Βασιλείου Α' και τού Λέοντος ΣΤ
τού Σοφού· δηλαδή τα Βασιλικά και την Νεαρά τού Κωνσταντίνου τού Πορφυρογέννητου. Μια αιτία που οδήγησε τον Βασίλειο στην κατάργη ση τής Νεαράς τού Νικηφόρου Φωκά υπήρξε η πεποίθησή του ότι ο νό μος αυτός επέσυρε στην Αυτοκρατορία την οργή τού Θεού, όταν, προς τα
τέλη τού 100υ αιώνα, τόσο οι εσωτερικές όσο και οι εξωτερικές περιπλο
κές οδήγησαν την Αυτοκρατορία στο χείλος τής καταστροφής. Ο Νικηφόρος Φωκάς έκανε ένα πολύ σπουδαίο βήμα προς την κατεύ θυνση τής ενισχύσεως τής εκκλησιαστικής οργανώσεως στην Ν. Ιταλία στις επαρχίες τής Απουλίας και τής Καλαβρίας -
-
όπου η επιρροή τού
Πάπα και τής Δύσεως είχε γίνει πολύ ισχυρή κατά το δεύτερο ήμισυ τού 100υ αιώνα, κυρίq:ις δε μετά τη στέψη τού Γερμανού Βασιλέως Όθωνος Α' και την ανάπτυξη τής δυνάμεως τών Λογγοβάρδων στις νότιες περιο χές τής Ιταλίας. Μέσω τού Πατριάρχη του, ο Νικηφόρος Φωκάς απαγό ρευσε τη λατινική λειτουργία
-
στην Απουλία και την Καλαβρία -
δια
τάσσοντας την τήρηση τού τυπικού τής Ελληνικής Εκκλησίας. Το μέτρο αυτό συνετέλεσε στην περαιτέρω αποξένωση τού Πάπα από τη Βυζαντι νή Αυτοκρατορία. Κατά τα τελευταία χρόνια τής βασιλείας τού Ν ικηφό-
(1)
Κ. Ε.
Zacharia
νόη Lίngenthal,
«Jus graeco-romanum»
ΠΙ,
292-296. V. C.
Vasίlievsky, «Πληροφορίες σχετικές με την εσωτεΡΙΚ1] Ιστορία τού Βυζαντίου· Μέτρα υπέρ τής αγΡΟΤΙΚ1jς ιδιοκτησίας»
(Journal of the Ministry of Publίc Instruction, CCII, 1879, 224 κ.ε., Ρωσικά). J. και Ρ. Zepos, «Jus graecoromanum» Ι, 249-252. (2) Zacharia νοη Lingenthal, «Jus graeco-romanum» ΠΙ, 303. Vasilievsky, ένθ. ανωτ., CCII, 1879,220. Zepos, «Jus graecoromanum» Ι, 259.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
427
ρου ο Πάπας άρχισε να τόν προσφωνεί «Αυτοκράτορα τών Ελλήνων»,
δίνοντας τον τίτλο τού «Αυτοκράτορα τών Ρωμαίων»
- επίσημο τίτλο τών Αρχόντων τού Βυζαντίου - στΌν Όθωνα τής Γερμανίας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η περίεργη προσπάθεια τού Νικηφόρου Φωκά να τιμήσει ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν κατά
τη διάρκεια τών αγώνων του με τους απίστους. Η προσπάθεια αυτή όμως βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους και ως εκ τού του ο Αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να ε'γκαταλείψει το σχέδιό του. Τα ονόματα τού Νικηφόρου Φωκά και τού Ιωάννη Τζιμισκή συνδέο νται με την ανατολ11 μιας νέας εποχής για την ζωή τού Αγίου Όρους. Ε ρημίτες ζούσαν στο βουνό αυτό από τις αρχές ακόμη τού μοναχισμού, τον
40 αιώνα, ενώ αρκετά 70, περίπου, αιώνα.
μικρά και φτωχά μοναστήρια ιδρύθηκαν εκεί τον
Κατά τη διάρκεια τής περιόδου τής Εικονομαχίας, τον
80
αιώνα, οι α
πρόσιτες περιοχές τού Αγίου Όρους χρησιμοποιήθηκαν ως καταφύγιο α
πό πολλούς διωκόμενους Εικονολάτρες που έφεραν μαζί τους αρκετά εκ κλησιαστικά σκεύη, λείψανακαι χειρόγραφα. Η ζωή όμως στο Άγιον Όρος δεν ήταν ασφαλής λόγω τών επανειλημμένων θαλάσσιων επιδρο μών τών Αράβων, κατά τη διάρκεια τών οποίων σκοτώθηκαν πολλοί μο ναχοί, ενώ άλλοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Πριν από τον
100
αιώνα το
'Αγιον Όρος είχε διέλθει πολλές περιόδους ερημώσεως. Την εποχή τού Νικηφόρου Φωκά, η οργάνωση τού Αγίου Όρους έγινε ισχυρότερη, κυ
ρίως μάλιστα όταν ο 'Αγιος Αθανάσιος ίδρυσε το πρώτο μεγάλο μονα στήρι, με κοινοβιακή οργάνωση και νέο τυπικό, το οποίο καθόρισε τη
μελλοντική εξέλιξη τού μοναστηριού. Οι ερημίτες (αναχωρητές) τού Αγί ου Όρους αντιστάθηκαν στην καθιέρωση τής κοινοβιακής ζωής, στέλνο ντας στον διάδοχο τού Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τζιμισκή, ένα κατηγο ρητήριο με το οποίο κατηγορούσαν τον Αθανάσιο ότι καταπατούσε τις
αρχαίες συνήθειες τού Αγίου Όρους (όπως εκαλείτο ο 'Αθως στο τυπικό τού Αθανασίου). Ο Τζιμισκής ερεύνησε το ζήτημα και επικύρωσε το πα
λαιό τυπικό τού 'Αθω, βάσει τού οποίου μπορούσαν να υπάρχουν συγ χρόνως αναχωρητές και κοινοβάτες. Ακολουθώντας το παράδειγμα τού Αγίου Αθανασίου δημιουργήθηκαν πολλά νέα ελληνικά μοναστήρια και την εποχή τού Βασιλείου Β' υπήρχε ήδη ένα ιβηρικό ή γεωργιανό μονα
στήρι, ενώ μοναχοί από την Ιταλία ίδρυσαν δύο άλλα' ένα ρωμα'ίκό και έ να αμαλφιτανό. * Ο Επίσκοπος Πορφύριος Ουσπένσκι, μελετητής τής Χριστιανικής Ανατολής, αναφέρει ότι, όταν πέθανε ο ηλικιωμένος Αθα-
•
Σ.Τ.Μ. Η Αμάλφη
με
8.000 κατοίκους.
(AmaIfi) είναι παράλιος πόλη τής Ιταλίας, στον νομό τού Σαλέρνο, Τον 100 αι<ι"Jνα ήταν η πρώτη εμπορική δύναμη τιΊς Ιταλίας.
428
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νάσιος (το
1000 περίπου),
υπήρχαν στο 'Αγιον Όρος τρεις χιλιάδες «διά
φοροι μοναχοί»(Ι). Στις αρχές τού 110υ αιώνα υπήρχε εκεί ήδη και μια
ρωσική Λαύρα. Η ονομασία τού Άθω ως Αγίου Όρους εμφανίζεται, ε πισήμως, για πρώτη φορά στο τυπικό, το οποίο εξέδωσε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος κατά τα μέσα τού 110υ αιώνα(2). Η διοί
κηση τών μοναστηριών ανετέθη σε μια σύναξη ηγουμένων, τής οποίας προΤστατο ο «πρώτος». Η εν λόγω σύναξη έγινε γνωστή ως «πρωτάτον».
Έτσι την εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων το 'Αγιον Όρος έγινε ένα πολύ σπουδαίο κέντρο πολιτισμού, όχι μόνον για τη Βυζαντινή Αυτο κρατορία, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. Το πρόβλημα τού σχίσματος τών Εκκλησιών, που παρουσιάσθηκε τό σο έντονο τον
90
αιώνα, βρήκε την τελική τo~ λύση στα μέσα τού 110υ
αιώνα. Και ενώ οι κύριες αιτίες τού σχίσματος ήταν δογματικές, η τελική
ρήξη αναμφιβόλως επιταχύνθηκε από τη μεταβολή τής καταστάσεως στην Ιταλία, κατά τα μέσα τού 1l0υ αιώνα. Παρά τις απαγορευτικές δια
τάξεις τού Νικηφόρου Φωκά, η επιρροή τής Λατινικής Εκκλησίας συνέ χισε να εισχωρεί στην εκκλησιαστική οργάνωση τής Απουλίας και τής
Καλαβρίας. Στα μέσα τού 110υ αιώνα έγινε Πάπας ο Λέων Θ', τού οποί ου τα ενδιαφέροντα δεν περιορίζονταν μόνο στα εκκλησιαστικά ζητήμα τα, αλλά επεκτείνονταν και στον πολιτικό τομέά. Η κίνηση τών Κλουνια νών*, που περιελάμβανε ευρείς κύκλους τού κλήρου τής Δυτικής Ευρώ πης, αναπτύχθηκε, υπό την άμεση προστασία τού Πάπα, και στόχοι της
ήταν η ηθική εξύψωση και μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, η σταθεροποίη ση τής πειθαρχίας και η εξάλειψη τών κοσμικών συνηθειών που είχαν
διαβρώσει την εκκλησιαστική ζωή. Οπουδήποτε έφθαναν οι εκπρόσωποι τής κιν11σεως αυτής, έθεταν την πνευματική ζωή τού τόπου, όπου βρίσκο νταν, υπό την άμεση εξάρτηση τού Πάπα. Η σημαντική όμως ανάπτυξη αυτής τής κινήσεως στη Ν. Ιταλία δυσαρεστούσε πολύ την Ανατολική Εκ
κλησία. Ο Λέων Θ' πίστευε ότι είχε το δικαίωμα πολιτικής επεμβάσεως
(1)
«Ιστορία τού' Αθω» ΠΙ (Ι),
(2)
Ένθ. ανωτ.
93, 170-171.
154
Ρ.
(Ρωσικά).
Meyer, «Die Haupturkunden fUr die Geschichte der
Athosklosters», 153. •
Σ.τ.Μ. Η κίνηση αυ11] πΡοlΊλθε από τους Κλουνιανούς
(Klunistes)
που αποτελούσαν
μοναχικό τάγμα 11Ίς ΔυτικιΊς Εκκλησίας, τού οποίου κοιτίδα υπlΊρξε η ιδρυθείσα, το
910, Gt11V ml
πόλη Κλυνύ της Γαλλίας, μονι]
(Abbaye de Cluny)
με σκοπό 111ν αναμόρφω
τού τάγματος τών Βενεδικτίνων. Ιδρυ11jς της υπlΊρξε ο δούκας Γουλιέλμος τιΊς Α
κουιτανίας και πρώτος ηγούμενός της ο αβάς Μπερνόν. Παριjκμασε μετά τον
ώνα. Το
1784
έκλεισε και σlΊμερα σώζονται μόνον λίγα ερείπιά της.
140
αι
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
429
σrα ζητήματα τής Ν. Ιταλίας και κατά την ανταλλαγή τών μεταξύ Πώτα και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (Μιχαήλ Κηρουλαρίου) μηνυμάτων ο Πά
πας αναφέρθηκε στην περCφημη Δωρεά Κωνσταντίνου (Donatio
Konstantini),
η οποία έδινε σroν Επίσκοπο τής Ρώμης όχι μόνον πνευμα
τική αλλά και εγκόσμια εξουσία. Εν τούτοις όμως, παρά τις διάφορες πε ριπλοκές που δημιουργήθηκαν μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, δεν έπρεπε
να αναμένεται, σro άμεσο μέλλον, το σχίσμα τών Εκκλησιών, δεδομένου μάλισrα ότι ο Αυτοκράτορας Kωνσrαντίνoς Θ' ο Μονομάχος έτεινε προς
την εξεύρεση ειρηνικής λύσεως τού προβλήματος.
Αντιπρόσωποι τού Πάπα εστάλησαν στην Κωνσταντινούπολη, συ~ιπε ριλαμβανομένου και τού ορμητικού και απερίσκεπτου Καρδιναλίου Ουμβέρτου. Όλοι οι αντιπρόσωποι -κυρίως δε ο Ουμβέρτος- φέρθη καν προς τον Πατριάρχη με αυθάδεια και αλαζονεία, αναγκάζοντάς τον να αρνηθεί την περαιτέρω συζήτηση μεταξύ τους, καθώς και οποιαδήπο τε υποχώρηση στη Ρώμη. Κατόπιν, το καλοκαίρι τού
1054,
οι αντιπρόσω
ποι απέθεσαν σrην Αγία Τράπεζα τής Αγίας Σοφίας ένα ανάθεμα αφορι σμού τού Πατριάρχη Μιχαήλ και τών οπαδών του(I). Απαντώντας στην ε
νέργεια αυτή ο Μιχαήλ Κηρουλάριος συγκάλεσε τη Σύνοδο και αφόρισε
τους αποκρισάριους τού Πάπα, καθώς και όλους όσους συνδέονταν μαζί τους(2).
Έτσι συντελέσrηκε -το
1054-
το τελικό σχίσμα τών Εκκλησιών τής
Ανατολής και τής Δύσεως. Η στάση τών τριών Πατριαρχών τής Ανατολής
έναντι τού σχίσματος υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για τον Μιχαήλ Κη ρουλάριο, ο οποίος πληροφόρησε τους Πατριάρχες τών Ιεροσολύμων και
τής Αλεξανδρείας
-
μέσω τού Πατριάρχη Αντιοχείας -
για το σχίσμα
τών Εκκλησιών, συνοδεύοντας την είδηση με ανάλογες εξηγήσεις. Παρά την ανεπάρκεια τών σχετικών με το ζήτημα αυτό πληροφοριών μπορεί να
λεχθεί με βεβαιότητα ότι οι τρεις Πατριάρχες τής Ανατολής έμειναν πι σroί στην Ορθοδοξία υποστηρίζοντας τον Πατριάρχη τής Kωνσrαντινoυ πόλεως(3).
Το σχίσμα τού
1054
μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλη νίκη για τον Πα
τριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δεδομένου ότι τόν καθισroύσε τελείως α
νεξάρτητο από τον Πάπα και τη Δύση. Η εξουάία του έγινε ακόμη μεγα λύτερη στον σλαβικό κόσμο, καθώς και στα τρία Πατριαρχεία τής Ανατο λής. Για την πολιτική ζωή τής Αυτοκρατορίας όμως το γεγονός αυτό
(1) Migne, «PatroIogia Latina» CXLIII, 1004. (2) Lebedev, «Ιστορία τού σχίσματος τιΔν Εκκλησιών» 347 (Ρωσικά). (3) Βλέπε L. Brehier, «Le Schisme Oriental du XIe siecle» 232-241.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
430
υπήρξε μοιραίο εφόσον κατέστρεψε κάθε δυνατότητα οποιασδήποτε
μελλοντικής πολιτικής προσέγγισης μεταξύ τής Αυτοκρατορίας και τής Δύσεως, η οποία παρέμεινε υπό την ισχυρή επίδραση τού Πάπα. Ακρι βώς δε η επίδραση αυτή υπήρξε μοιραία, γιατί η Βυζαντινή Αυτοκρατο ρία χρειάσθηκε πολύ, μερικές φορές, τη βοήθεια τής Δύσεως, κυρίως ό ταν παρουσιάσθηκε η απειλή τών Τούρκων. Ο Μπρεγέ, αναφερόμενος
στις συνέπειες τού σχίσματος, λέει ότι «το σχίσμα, εμποδίζοντας τον συμ
βιβασμό τής Αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινουπόλεως με τη Δύση, άνοι ξε τον δρόμο προς την πτώση τής Αυτοκρατορίας»(l). Το τελικό σχίσμα τού
1054
έγινε αμέσως αισθητό μόνον από τους ε
πίσημους κύκλους από τον κλήρο, δηλαδή, και την κυβέρνηση. Ο πολύς
λαός αντιμετώπισε το γεγονός πολύ ήρεμα, μη έχοντας, πολλές φορές, ε
πίγνωση τής διαφοράς τών διδασκαλιών τής Kω~σταντινoυπόλεως και τής Ρώμης. Η έναντι αυτού τού φαινομένου στάση τής Ρωσίας υπήρξε εν
διαφέρουσα. Οι Ρώσοι μητροπολίτες τού 110υ αιώνα, διορισμένοι από την Κωνσταντινούπολη, φυσικά, δέχθηκαν την άποψη τού Βυζαντίου, αλ
λά ο ρωσικός λαός δεν είχε κανένα παράπονο εναντίον τής Λατινικής Εκκλησίας και, ως εκ τούτου, δεν έβρισκε λάθη στη διδασκαλία της. Έ τσι Π.χ. ο Ρώσος πρίγκιπας τού 110υ αιώνα εζήτησε βοήθεια από τον Πά πα εναντίον τών σφετεριστών τού θρόνου, δίχως η έκκλησή του αυτή να προκαλέσει έκπληξη ή διαμαρτυρίες(2).
Νομοθεσία τής Μακεδονικής Δυναστείας. Κοινωνικές και Οικονομικές σχέσεις στους κ6λπους τής Αυτοκρατορίας Πρ.6χειρος
Ν6μος και Επαναγωγή
Η περίοδος τής Μακεδονικής Δυναστείας υπήρξε μια εποχή έντονης νο μοθετικής δράσεως. Ο Βασίλειος Α' επιθυμούσε να δημιουργήσει έναν
γενικό κώδικα Ελληνο-Ρωμα'ίκού ή Βυζαντινού Δικαίου, ο οποίος θα πε ριείχε μια χρονολογική ταξινόμηση κάθε νομοθετικής πράξης, παλιάς ή νέας. Με άλλα λόγια σχεδίαζε την αναζωογόνηση και προσαρμογή στις
(1) «The Greek Church» (Cambridge Medieval History, IV, 273). Βλέπε επίσης J. Gay, «Les papes du Xle sH~cle et la chHHίente" 166-167. Μ. Jugie, «Le Schisme de Michel Cerulaire» (Echos d'Orient, ΧΧΧΥΙ, 1937,440-473). (2) Σχετικά με το θέμα αυτό υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία στο βιβλίο τού Β. Leib, «Rome, Kiev, et Byzance a la fin du XIe siecle» 18-19,51,70.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
431
νέες συνθήκες τού νομοθετικού έργου τού Ιουστινιανού, καθώς και την προσθήκη, σ' αυτόν, τών νόμων ιτου παρουσιάστηκαν αργότερα. Τα τέσ
σερα μέρη τού Κώδικα τού Ιουστινιανού, γραμμένα ως επί το πλείστον
στα Λατινικά και ογκώδη όπως ήταν, μελετούντο συνήθως στη συντομευ μένη ελληνική τους έκδοση ή σε αποσπάσματα και ερμηνείες βάσει τού
λατινικού πρωτοτύπου. Πολλές από αυτές όμως, αν και εχρησιμοποιούν το ευρέως, ήταν πολύ ανακριβείς και συχνά ακρωτηρίαζαν τα πρωτότυπα κείμενα. Ο Βασίλειος Α' σκόπευε να εξοβελίσει τους παλαιούς νόμους που είχαν ακυρωθεί από νεώτερες Νεαρές και να εισαγάγει νέους. Οι
λατινικοί όροι και εκφράσεις που διατηρήθηκαν στον νέο κώδικα έπρεπε να ερμηνευθούν στα Ελληνικά, δεδομένου ότι η Ελληνική επρόκειτο να
είναι η γλώσσα τού νομοθετικού έργου τού Βασιλείου. Ο ίδιος ο Αυτο κράτορας χαρακτήριζε τη μεταρρυθμιστική του προσπάθεια στον τομέα τού Δικαίου «ανακάθαρση τών παλαιών νόμων»(Ι).
Γνωρίζοντας ότι η επεξεργασία τού νέου κώδικα θα απαιτούσε πολύ χρόνο, ο Βασίλειος εξέδωσε ένα μικρότερο έργο, τον Πρόχειρο Νόμο, με σκοπό τη βοήθεια όσων ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν, εν συντομία, τους
νόμους, βάσει τών οποίων εδιοικείτο η Αυτοκρατορία. Ο πρόλογος τού Προχείρου Νόμου αναφέρεται στους νόμους τού Κράτους ως νόμους που
καθιερώνουν στην Αυτοκρατορία τη δικαιοσύνη, επειδή μόνον αυτή κατά τον Σολομώντα- «υψοί έθνος» (Παροιμίαι
14:34)<2).
-
Ο Πρόχειρος
Νόμος διαιρέθηκε σε σαράντα «τίτλους» και περιείχε τις κυριότερες αρχές τού Αστικού Δικαίου, καθώς και πλήρη κατάλογο ποινών για
διάφορα παραπτώματα και εγκλήματα. Κύρια πηγή του υπήρξαν, κυρίως για τα πρώτα είκοσι ένα μέρη, οι Εισηγήσεις τού Ιουστινιανού, ενώ τα
άλλα μέρη τού Κώδικα τού Ιουστινιανού χρησιμοποιήθηκαν πολύ λιγότε ρο. Τόσο συνήθης ήταν η προσφυγή στις αναθεωρημένες και συντομευ
μένες ελληνικές εκδόσεις τού παλαιού αυτού Κώδικα, ώστε και αυτοί που επεξεργάστηκαν τον Πρόχειρο Νόμο χρησιμοποίησαν αυτές τις εκ
δόσεις παρά τα λατινικά πρωτότυπα. Ο Πρόχειρος Νόμος αναφέρει την Εκλογή τού Λέοντος και τού Κωνσταντίνου ως «μια ανατροπή τών καλών νόμων, η οποία υπήρξε άχρηστη για την Αυτοκρατορία» και τονίζει ότι «δεν θα ήταν σοφή πράξη η διατήρησή της εν ισχύι»(3). Εν τούτοις, παρά
(1) «Imperatorem Basilίi Constantini et Leonis Prochiron» έκδοση Κ. Ε. Zacharia νοη Lingenthal, par. 3, 10. Ε. Freshfield, «Α Manual of Eastern Roman Law» 51. Zepos, «Jus graecoromanum» ΙΙ, 117. (2) Ζacharϊa νοη Lingenthal, ένθ. ανωτ., παρ. 4. (3) Ένθ. ανωτ., παρ. 9. Freshfield, «Manual of Eastern Roman Law» 51. Zepos, «Jus graecoromanum» ΙΙ, 116.
432
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
τη σκληρή αυτή κριτική, η Εκλογή τών Ισαύρων υπήρξε τόσο εύχρηστη
και δημοφιλής, ώστε ο Πρόχειρος Νόμος χρησιμοποίησε μεγάλο μέρος τών περιεχομένων της, κυρίως δε μετά τον εικοστό πρώτο τίτλο. Σύμφω
να με την εισαγωγή τού Προχείρου Νόμου, όλοι όσοι ενδιαφέρονταν για μια πιο λεπτομερή μελέτη τού εν ισχύι Δικαίου έπρεπε να χρησιμοποιή σουν τον μεγαλύτερο
-
εξήντα βιβλία -
κώδικα, ο οποίος δημιουργήθη
κε, και αυτός, την εποχή τού Βασιλείου(l).
Κατά τα τέλη τής βασιλείας τού Βασιλείου, δημοσιεύθηκε ένας νέος τόμος νόμων με τον τίτλο Επαναγωγή, τον οποίο πολλοί μελετητές θεω ρούν, κακώς, ως απλή αναθεώρηση και επαύξηση τού Προχείρου Νό μου(2). Όπως αναφέρεται στον πρόλογό της, η Επαναγωγή
και αυτή σε σαράντα «τίτλους» -
-
διηρημένη
υπήρξε μια ε~σαγωγή στους σαράντα
τόμους τών «καθαρμένων» παλαιών νόμων(3). Τί ακριβώς αντιπροσώπευ
αν οι δύο αυτές συλλογές, δεν είναι βέβαιο. Πιθανώς δεν ήταν έτοιμες
για έκδοση την εποχή τού Βασιλείου, αλλά αποτέλεσαν τη βάση τών Βα σιλικών που εκδόθηκαν από τον διάδοχό του Λέοντα ΣΤ'. Μερικοί μελε τητές πιστεύουν ότι η Επαναγωγή δεν δημοσιεύθηκε ποτέ και ότι παρέ
μεινε υπό μορφή προσχεδίου(4), ενώ άλλοι δέχονται ότι το έργο αυτό δη μοσιεύθηκε επισήμωςΙ;).
Η Επαναγωγή διαφέρει πολύ από τον Πρόχειρο Νόμο. Κατ' αρχήν το
πρώτο της μέρος περιέχει τελείως νέα και ενδιαφέροντα κεφάλαια σχετι
κά με την εξουσία τού Αυτοκράτορα, τη δύναμη τού Πατριάρχη και άλ λων πολιτικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων, τα οποία δίνουν μια πολύ καθαρή εικόνα τών βάσεων τής δημόσιας και κοινωνικής δομής τής Αυ τοκρατορίας, καθώς και τών σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας Ι 6). Αφ' ετέ-
(1)
Τον
]20 αιώνα παρουσιάστηκε
η
«Ecloga ad Prochiron mutata»
προοριtόμενη για
τους ελληνόφωνους ~πηκόoυς τού Νορμανδικού Βασιλείου τής Σικελίας. Βλέπε Κ. Ε.
Zacharia νοη Lingenthal, «Geschichte des griechisch-romischen Rechts» (τρίτη έκδοση 1892),36. Ε. Freshfield, «Α Manual of Later Roman Law-the Ecloga ad Prochiron mutata» Ι. Ζacharϊιί νοη Lingenthal, «Jus graeco-romanum» ΙΥ, 53. Ο συγγραφέας τού κ
(2) Vogt,«Basίle Ier» 134 (Gambridge Medieva! History, IV, 712). (3) «Collectio librorum juris graeco-romani ineditorum», έκδοση Zacharia νοη Lingenthal, 62. Zepos, «Jus graecoromanum» 11, 237. (4) Zacharia νοη Lingenthal, «Geschichte des griechisch-romischen Rechts», 22. (5) V. Soko!sky, «Η φύση και η σημασία Ώ1ς Επαναγωγ11Ρ> (Vizantiysky Vremennik, Ι, 1894, 26-27, Ρωσικά). Βλέπε επίσης G. Vernadsky, «The Tactics of Leo the Wise and the Epanagoge» (Byzantion. ΥΙ, ]931,333-335). (6) Βλέπε G. Vernadsky, «Die kirchIich-politische Lehre der Epanagoge und ihr Eintluss auf das russische Leben im XVII. lahrhundert» (Byzantinisch-Neugriechische Ιahrbϋcher, ΥΙ, 1928, 121-125).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
433
ρου, το υλικό το οποίο δανείστηκε η Επαναγωγή από τον Πρόχειρο Νόμο
είναι διαρθρωμένο με έναν τελείως νέο τρόπο. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο
Πατριάρχης Φώτιος έλαβε μέρος στη σύνταξη τής Επαναγωγής και ότι η επιρροή του είναι κυρίως έκδηλη στον καθορισμό τών σχέσεων τού Αυ τοκράτορα και τού Πατριάρχη, καθώς και τής θέσης τού Οικουμενικού Πατριάρχη Νέας Ρώμης, εν σχέσει με όλους τους άλλους Πατριάρχες, οι οποίοι έπρεπε να θεωρούνται ως απλοί τοπικοί ιεράρχες. Ακολουθώντας τα βήματα τού Προχείρου Νόμου, η εισαγωγή τής Επαναγωγής χαρακτηρί
ζει την Εκλογή τών Εικονομάχων Αυτοκρατόρων ως φλυαρία τών Ισαύ
ρων, που απέβλεπε στην ανασκευή τού θείου δόγματος και στην ανατροπή των ορθών νόμων(1). Το μέρος αυτό τής Επαναγωγής ομιλεί επίσης για την πλήρη ακύρωση τής Εκλογής, αν και χρησιμοποιεί τμήμα τού υλικού της.
Επίσης πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η Επαναγωγή μαζί με άλλες βυ ζαντινές νομικές συλλογές, μεταφράστηκε στα Σλαβικά και ότι πολλά απο σπάσματά της βρίσκονται στους σλαβικούς κώδικες, καθώς και στο ρωσι κό Βιβλίο τών Κανόνων
(Kormchaia
Κniga), έναν κώδικα διοικητικής
νομοθεσίας, ο οποίος αναφέρεται από τον
100 αιώνα.
Οι ιδέες τής Επανα
γωγής άσκησαν μεγάλη επιρροή στη μεταγενέστερη ιστορία τής Ρωσίας. Τα σχετικά, Π.χ., με την υπόθεση τού Πατριάρχη Νίκωνος, την εποχή τού τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς (170ς αιώνας), έγγραφα περιέχουν αποσπά σματα, σχετικά με την εξουσία τού Αυτοκράτορα, από την Επαναγωγή(2).
Ο Πρόχειρος Νόμος και η Επαναγωγή, μαζί με το σχετικό με την «ανα κάθαρση τών παλαιών νόμων» έργο, αντιπροσωπεύουν τα επιτεύγματα τής εποχής τού Βασιλείου ΑΌ Επιστρέφοντας στο κάπως παραμελημένο Ρωμα 'ίκό Δίκαιο, ο Βασίλειος ανανέωσε την ιουστινιάνεια νομοθεσία, φέρνοντάς την πλησιέστερα στις ανάγκες τής εποχής του, με την προσθήκη νέων νό μων, τους οποίους επέβαλαν οι νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Τα Βασιλικά και ο Τιπούκειτος Τα επιτεύγματα τού Βασιλείου στον τομέα τού Δικαίου επέτρεψαν στον
διάδοχο και γιο του Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό να δημοσιεύσει τα Βασιλικά, τα οποία αντιπροσωπεύουν το πιο πλήρες μνημείο τού Ελληνο-Ρωμα'ίκού ή Βυζαντινού Δικαίου. Όλα τα μέρη τού Κώδικα τού Ιουστινιανού που
(1), Zacharia νοn Lingenthal, έκδοση «Collectio librorum Juris», 62, Zepos, •• Jus graccoromanum» 1Ι, 237. (2), G, Vernadsky, «Die kil'chlίch-polίtische Lehre der Epanagoge» (ByzantinischNeugriechische Jahrbίίcher, ΥΙ, 1928, 127-142), Ομιλεί για την επίδραση τών ιδεών τής Επαναγωγής, την εΠΟΧI] τών Πατριαρχών Φιλαρέτου (1619-1631) και Νίκωνος (16521658),
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
434
χρησιμοποιούνται στα Βασιλικά, έχουν, με νέα μορφή, συντεθεί σ' ένα
βιβλίο γραμμένο στα Ελληνικά, για το οποίο εργάστηκε μια επιτροπή ι κανών νομομαθών. Το όνομα τών Βασιλικών δεν προέρχεται, όπως κα κώς εθεωρείτο, από το όνομα τού Βασιλείου Α', την εποχή τού οποίου εί χε προετοιμαστεί ένα μεγάλο μέρος τού υλικού τους, αλλά από την ελλη
νική λέξη «βασιλεύς», η οποία επιτρέπει να μεταφράσουμε καταλληλότε ρα τα Βασιλικά ως Αυτοκρατορικούς Νόμους. Το έργο τού Λέοντος ΣΤ, διηρημένο σε εξήντα βιβλία, ακολούθησε τους στόχους που έθεσε ο Βασίλειος Α', αγωνίστηκε δηλαδή για την ανα
νέωση τού νομοθετικού έργου τού Ιουστινιανού, παραλείποντας τους νό μους που είχαν χάσει τη σημασία τους ή δεν ανταποκρίνονταν στις νέες
συνθήκες ζωής τού Βυζαντίου. Τα Βασιλικά επομένως δεν αντιπροσω πεύουν πλήρη και κατά γράμμα μετάφραση τού Κ'ώδικα τού Ιουστινια
νού, αλλά μια προσαρμογή του στις νέες συνθήκες ζωής. Μερικές Νεα
ρές και άλλα νομικά έργα που δημοσιεύθηκαν μετά τον Ιουστινιανό, συ μπεριλαμβανομένων και αρκετών Νεαρών τού Βασιλείου Α' και τού Λέ οντος ΣΤ, χρησιμοποιήθηκαν -και αυτές- ως πηγές για τα Βασιλικά(l).
Δεν υπάρχει κανένα χειρόγραφο με ολόκληρο το κείμενο τών Βασιλι
κών, αν και, μέσω διαφόρων τμηματικών χειρογράφων, έχει διασωθεί περισσότερο από τα δύο τρίτα τού όλου έργου. Από την πλευρά τής ανασυγκροτήσεως τών χαμένων βιβλίων τών Βασι
λικών, είναι σπουδαίο το βιβλίο Τιπούκειτος έργο τού
llou
ή 120υ αιώ
να(2), το οποίο αποδίδεται σ' έναν νομομαθή τού Βυζαντίου' τον Πατζή(3).
(1) Βλέπε Libri» LX,
το προοίμιο που βρίσκεται στην αρχή τών Βασιλικών στο «Basilίcorum έκδοmι
1896,3. Η ακριβl1ς 886 και 892, το 888, το 889 11 το 890). Βλέπε G. Heimbach, «Ober die angeblίche neueste Redaction der Basiliken durch Constanrinus Porphyrogeneta» (Zeitschrift fίiτ Rechtsgeschichte, νιιι, 1869, 417). Heimbach, «Basίlicorum Libri» LX, νι Prolegomena et Manuale Basίlicorum Continens, ΠΙ Ρ. ColJinet, «Byzantine Legislation From the Death of lustinian (565) to 1453» (Gambridge Medieval History, ιν, 713). (2) Ο τίτλος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «Τί πού κείται»' Λατινικά «quid ubi invenitur;». (3) Σχετικά με τον συγγραφέα τού έργου Τιπούκειτος βλέπε «Τιπούκειτος sive Librorum LX Basilicorum Summarium praefatio» στο Studi e testi, χχν. C. Ferrari στο Byzantinische Zeitschrift, χχνιι, 1927, 165-166. Ο Ρ. ColJinet λέει ότι ο Τιπούκειτος είναι έργο αγνώστου συγγραφέα (Cambridge Medieval History, ιν, 722). Βλέπε επί mις Ρ. NoailJes, «Tipucitus» (Melanges de Droit Romain dedies Georges Cornil, 11, 175-196) Α. Berger, «Tipoukeitos: The Origin of a Name» (Traditio, πι, 1945, 394402). Ο Berger γράφει: «Εάν θυμηθούμε τα σύγχρονα βιβλία που είναι γνωστά ως Who's Who, τότε ~ιπoρoύμε να μεταφράσουμε τον τίτλο τού έργου τού Πατζιl ως What is Where» (σελ. 400). Πολύ χριjσιμη μελέτη. G. Heimbach,
ι,
xxi-xxii,
έκδοση Ι.
D. Zepos,
ι,
ημερομηνία τών Βασιλικών δεν έχει καθοριστεί οριστικά (μεταξύ
a
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
435
Το βιβλίο αυτό είναι ένας πίνακας περιεχομένων τών Βασιλικών, που πε
ριέχει τις επικεφαλίδες και τα :ΤΙΟ σπουδαία κεφάλαια και αναφέρει σχε τικά αποσπάσματα. Το βιβλίο αυτό δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί ως σύνο λo(l)
Τα Βασιλικά, αν και ήταν προσεκτικά προσαρμοσμένα στις σύγχρονές
τους συνθήκες, παρέμεναν τεχνητά και ανεπαρκή. Για τον λόγο αυτόν πολλά μέρη τής Εκλογής παρέμειναν σε ισχύ ακόμη και μετά την εμφάνι
ση τών Βασιλικών, και, αργότερα, αναθεωρήθηκαν και δέχθηκαν αλλε πάλληλες προσθήκες. Τα Βασιλικά είναι
οπωσδήποτε
-
-
ένα κολοσσι
αίο κατόρθωμα στον τομέα τού Βυζαντινού Δικαίου και Πολιτισμού, το οποίο κατατάσσεται αξιολογικά ευθύς αμέσως μετά την Ιουστινιάνεια
Νομοθεσία. Παραμένει ακόμη ένα ανεξερεύνητο βιβλίο, τού οποίου μια επιστημονική μελέτη ασφαλώς θα ανοίξει καινούργιους ορίζοντες και νέες προοπτικές(2).
Το Επαρχικόν Βιβλίον Στην εποχή τού Λέοντος ΣΤ μπορεί, ίσως, να αποδοθεί ένα πολύ ενδια φέρον κείμενο, «ένας ανεκτίμητος θησαυρός για την εσωτερική ιστορία
τής Κωνσταντινουπόλεως»(3) το Επαρχικόν Βιβλίον, το οποίο ανακάλυψε
στη Γενεύη ο Ελβετός μελετητής Ζ. Νικόλ
(J. Nicole),
στα τέλη τού 190υ
αιώνα(·). Η χρονολογία τού κειμένου αυτού δεν έχει οριστικά καθοριστεί'
C. Ferrini και 1. Mercati' περίλη Librorum LX Basilίcorum Summarium' βιβλία ΧΙΙΙ ΧΧΙΙΙ, έκδοση F. Do!ger, στο Studi e testi, 51. Βλέπε μερικά άρθρα τού Ferrini -σχε τικά με τα χειρόγραφα και την ανασυγκρότηση τών Βασιλικών - στο Opere di Contardo Ferrini, 1,349-363. (2) Βλέπε τις πρώτες γραμμές 11]ς σχεΤΙΚ1]ς με τα Βασιλικά μελέτης τού Lawson: «Τα (1)
Βλέπε περίληψη τών βιβλίων Ι-ΧΙΙ στην έκδοση
ψη τών βιβλίων ΧΙΙΙ-ΧΧΙΙΙ στο
Βασιλικά αν και κατέχουν την κενΤΡΙΚ11 θέση τής βυζαντιν1]ς νομοθεσίας είναι στην πράξη άγνωστα σε όλους εκτός από τους ειδικούς».
F. Η. Lawson, «The Basi1ica» Α. Vasi!iev, «lustinian's Digest»
(The Law Ouarterly Review, XLVI, 1930,486). Α. (Studi bizantini e neoellenici V, 1939,734). Πολύ ΧΡ1]σιμες πληροφορίες για τα Βασι λικά μπορεί να βρει κανείς στο έργο τού Α. A!bertoni, «Per una esposizione de! diritto bizantino» 43, 55-57. (3) Th. Ι. Uspensky, «Το Επαρχικόν 11]ς Κωνσταντινουπόλεως» (πρακτικά τού Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου 11]ς Κωνσταντινουπόλεως, τόμος ΙΥ, 2, 1890,90, Ρωσικά). (4) «Le livre du prefet ou l'edit de l'empereur Leon le Sage sur les corporations de Constantinople» έκδοση J. Nicole. Για άλλες εκδόσεις βλέπε τη βιβλιογραφία.
436
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
πιθανόν να ανήκει στην εποχή τής βασιλείας τού Λέοντος ΣΤ ή αργότε ρα στον
100 αιώνα,
ακόμη και στην εποχή τού Νικηφόρου Φωκά (μετά το
963)<1). Ο τίτλος τού Επάρχου τής Κωνσταντινουπόλεως δινόταν στον κυβερ
νήτη τής πρωτεύουσας, ο οποίος διέθετε απεριόριστη σχεδόν εξουσία, κατέχοντας την ανώτατη θέση στη γραφειοκρατία τού Βυζαντίου. Καθή
κον βασικό τού Επάρχου ήταν η διατήρηση τής δημόσιας τάξης και α σφάλειας τής πρωτεύουσας και, για τον σκοπό αυτόν, διέθετε ένα μεγά
λο σώμα υπαλλήλων, το σέκρετον τού επάρχου. Επίσης, είχε δικαιοδοσία επί τών «συλλόγων» και τών «συντεχνιών» τών βιοτεχνών και τών εμπό ρων τής Κωνσταντινουπόλεως. Το Επαρχικόν Βιβλίον διαφωτίζει πολύ την πλευρά αυτής τής ζωής τής πρωτεύουσας, δεδομένου ότι σπανίως ο μιλούν γι' αυτήν οι παλαιότερες πηγές. Αναφέρεt τις διάφορες τάξεις τών βιοτεχνών και τών εμπόρων και περιγράφει την εσωτερική ορ γάνωση τών συντεχνιών τους, την απέναντί τους στάση τού κράτους κ.λπ. Ο πίνακας τών συλλόγων που αναφέρονται σ' αυτό το βιβλίο αρχίζει με τον σύλλογο τών συμβολαιογράφων (ταβουλλάριοι
οι ο
- tabularii),
ποίοι έπρεπε, εκτός από τα άλλα, να γνωρίζουν τα εξήντα βιβλία τών Βα σιλικών. Ακολουθούν οι συντεχνίες τών κοσμηματοπωλών (αργυροπρά ται), τών εμπόρων τού μεταξιού (βεστιοπράται και μεταξοπράται), τών υ φαντώντού μεταξιού (σηρικάριοι), τών εμπόρων μάλλινων (πρανδιοπρά
τα ι) και λινών (οθονιοπράται) υφασμάτων, τών κηροποιών (κηρουλάρι
οι), τών σαπωνοποιών (σαπωνοπράται), τών εμπόρων δερμάτινων ειδών και τών αρτοποιών (μάγκιποι). Ο πίνακας τών εμπόρων, τους οποίους α-
(1)
Το
1935
ένας Έλληνας ιστορικός, ο Α. Χριστοφιλόπουλος, καθόρισε, σχεδόν, την
ακριβι] χρονολογία: μεταξύ τιjς 1ης Σεπτεμβρίου
911
και τιjς 11ης Μαίου
912.
Βλέπε
«Το επαρχικόν βιβλίον Λέοντος τού Σοφού και αι συντεχνίαι εν Βυζαντίω»
l3. Στην G. Mickwitz αναφέρει ότι ο Έλληνας συγγραφέας έλυσε το ζήτημα. «Byzantinisch-Neugriechische lahrbίicher, ΧΙΙ, 1936, 369. Βλέπε επίσης Mickwitz, «Die Kartellfunktionen der Zίinfte», 205. Ο Χριστοφιλόπουλος όμΟJς στιjρι κριτική αυτού τού βιβλίου ο
ξε το συμπέρασμά του στην εσφαλμένη περιγραφι] τού Παπαδοπούλου Κεραμέως ε
νός ελληνικού χειρογράφου που διασώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον Παπα δόπουλο το χειρόγραφο περιείχε το «Επαρχικόν βιβλίον»' γνωρίζουμε όμως τώρα ότι δεν πρόκειται περί αυτού. Στην πραγματικότητα περιέχει κάποιες διατάξεις τού Παλαιστίνιου αρχιτέκτονα Ιουλιανού τού Ασκαλωνίτου. Η «ανακάλυψψ> λοιπόν τού Χριστοφιλοπούλου πρέπει ν' απορριφθεί. Βλέπε <<Το επαρχικόν βιβλίον και οι νόμοι
Ιουλιανού τού Ασκαλωνίτου» (Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΧΙΙΙ,
183-191' κυρίως 183-185). σελ. 187-191.
1937,
Βλέπε το σχετικό ελληνικό κείμενο τού χειρογράφου στη
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
437
ναφέρει το Επαρχικόν Βιβλίον ομιλεί για τους τραπεζίτες (καταλλάκτας), καθώς και για όλους όσους ασχολούνται με διάφορα είδη εμπορίου. Κά
θε σύλλογος απολάμβανε μονοπωλιακά δικαιώματα, ενώ ετιμωρείτο αυ στηρά κάθε προσπάθεια εξάσκησης δύο, συγχρόνως, εμπορίων, έστω και αν τα εμ.ίτόρια αυτά ήταν συναφή μεταξύ τους. Η εσωτερική ζωή τών συντεχνιών, η οργάνωσή τους και η εργασία, η
παραχώρηση αγορών, η ρύθμιση τών τιμών και τού κέρδους, η εξαγωγή και η εισαγωγή εμπορευμάτων στην πρωτεύουσα και πολλά άλλα προ
βλήματα ρυθμίζονταν με βάση τον αυστηρό έλεγχο τής Κυβέρνησης. Το ελεύθερο εμπόριο και η ελεύθερη παραγωγή ήταν άγνωστα στη Βυζαντι νή Αυτοκρατορία. Ο Έπαρχος τής Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο μόνος α νώτερος κρατικός υπάλληλος που είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει προ σωπικά ή μέσω τών αντιπροσώπων του στη ζωή τών συντεχνιών και να ρυθμίζει την παραγωγή τους ή το εμπόριό τους(l).
Η περιγραφή τών συντεχνιών τού Βυζαντίου, την οποία βρίσκουμε σε
αυτό το βιβλίο, μάς δίνει το υλικό για μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση με τις μεσαιωνικές συντεχνίες τής Δυτικής Ευρώπης.
Περισσότερο από εκατό Νεαρές έχουν διασωθεί από την εποχή τού Λέοντος ΣΤ', παρέχοντάς μας πλούσιο υλικό για τη γνωριμία τής εσωτε
ρικής ιστορίας τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τού τέλους τού 90υ και τών αρχών τού 1Ο0υ αιώνα' υλικό, το οποίο δεν έχει ακόμη κατάλληλα μελετηθεί και αξιοποιηθεί(2).
Οι «δυνατοί» και οι «πένητες» Τα νομοθετικά έργα τού Βασιλείου Α' και τού Λέοντος ΣΤ', τον
100
90
και
αιώνα, επέφεραν μια προσωρινή αναγέννηση τής Νομικής Φιλολογί
ας, η οποία εκδηλώθηκε αφ' ενός μεν με την εμφάνιση πολλών ερμη νειών και μεταφράσεων τών Βασιλικών (σχόλια) και αφ' ετέρου με την
(1)
Υπάρχει μια τεράστια, σχεΤΙΚ11 με το «Επαρχικόν Βιβλίον», βιβλιογραφία' βλέπε
Ostrogorsky «Geschichte des byzantinischen Staates» 177, μελέτη είναι εκείνη τού Α.
υποσημείωση
StOckle, «Spatromische und byzantinische
(σχετικά με τη χρονολογία). Ρωσικά βλέπε Ρ.
3.
Η καλύτερη
Zίinfte»,
147-148
V. Bezobrazov, <
nik» ΧΥΙΙΙ, 1911, 33-36. Επίσης πρβλ. προσθ11κη του στη ρωσΙΚI] μετάφραση τού έρ γου τού
G. F. Hertzberg, «Geschichte der Byzantiner».
(2) ZachaIia νοη Lingenthal, «Jus graeco-romanum» IΙΙ, 65-226. Zepos, «Jus graecoromanum» 1,54-191. Βλέπε Η. Monnier, «Les nouνelles de Leon le Sage». C. Α. Spulber, «Les nouνelles de Leon le Sage». Βλέπε επίσης παρατηΡιΊσεις τού Ostrogorsky στο «Geschichte des byzantinischen Staates», 172.
438
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
έκδοση διάφορων συντομευμένων συλλογών και εγχειριδίων. Ο 1Ο0ς αιώνας χαρακτηρίζεται επίσης από μια εξαιρετικού ενδιαφέ ρονι:ος τάση τών Αυτοκρατόρων τού Βυζαντίου, οι οποίοι ήταν αναγκα
σμένοι να εκδηλώνουν, μέσω ενός αριθμού Νεαρών, την αντίδρασή τους
σ' ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα τής κοινωνικής και οικονομικής ζωής της περιόδου αυτής, στο πρόβλημα δηλαδή τής υπερβολικής εξάπλωσης της μεγάλης γαιοκτησίας, η οποία έπληττε σοβαρά τους μικρο'ίδιοκτήτες, και τις ελεύθερες αγροτικές κοινότητες.
Την εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων, η τάξη τών «δυνατών» εC χε και πάλι ισχυροποιηθεί. Στην άλλη άκρη βρισκόταν η τάξη τών «πενή των», η οποία μπορεί να συγκριθεί με τους φτωχούς
(pauveres) τής Με σαιωνικής Δυτικής Ευρώπης, καθώς και με τα ορφανά (siroti) τής Μο σχοβιτικής Περιόδου τής Ρωσικης Ιστορίας. Ot φτωχοί τής Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας τού 100υ αιώνα ήταν οι μικρο'ίδιοκτήτες αγρότες, μέλη οργανωμένων κοινοτήτων, οι οποίοι, λόγω τής δυσβάσταχτης φορολο
γίας, ήταν αναγκασμένοι να ζητούν την προστασία τών «ισχυρών», α νταλλάσσοντας την προστασία αυτή με την ελευθερία και την ανεξαρτη σία τους.
Η άνοδος τών «δυνατών» τον
100 αιώνα, η οποία φαίνεται εκ πρώτης
όψεως απότομη, μπορεί, εν μέρει, να εξηγηθεί από τις συνέπειες τής ε πανάστασης τού Θωμά, κατά την τρίτη δεκαετία τού 90υ αιώνα. Το γεγο
νός αυτό ισχύει, κυρίως, για τη Μικρά Ασία, όπου ο αριθμός τών μεγαλο γαιοκτημόνων σημείωσε πολύ μεγάλη αύξηση κατά τον
100
αιώνα. Η
τρομερή αυτή επανάσταση προκάλεσε την καταστροφή ενός μεγάλου α
ριθμού μικρο'ίδιοκτητών, που αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν την ιδιο κτησία τους στους πλούσιους γείτονές τους. Αυτή όμως υπήρξε απλώς
μία από τις πολλές .αιτίες που συνετέλεσαν στην ανάπτυξη τών μεγάλων αγροκτημάτων. Γενικά το πρόβλημα τής εξέλιξης τής μεγάλης γαιοκτη
σίας τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια τού 90υ και 1Ο0υ αιώνα, δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί όσο πρέπει. Οι 'Αρχοντες τής Μακεδονικής Δυναστείας -τουλάχιστον από τον
Ρωμανό Λεκαπηνό (919-944) μέχρι τον Βασίλειο Β', που πέθανε το 1025 - υπερασπίστηκαν δραστήρια την υπόθεση τών μικρο'ίδιοκτητών και τών αγροτικών κοινοτήτων εναντίον τών παραβιάσεων τών ισχυρών, πράγμα που πρέπει να εξηγηθεί βάσει τής εκτεταμένης ανάπτυξης τών μεγαλο·ίδιοκτητών. ΟΙ ισχυροί, ελέγχοντας πλήθος δουλοπάροικων και τεράστιες εκτάσεις γης, μπορούσαν εύκολα να οργανώσουν στρατό, απο
τελούμενο από όσους ήταν εξαρτημένοι από αυτούς, και να συνωμοτή σουν εναντίον τού Κράτους. Οι Αυτοκράτορες, υπερασπιζόμενοι τα δι-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
439
καιώματα τών μικρο·ίδιοκτητών και τών αγροτών, υπερασπίζονταν συγ
χρόνως τη δική τους δύναμη 'ι;Gαι τον θρόνο τους, που δεχόταν σοβαρές απειλές, ιδίως από τη Μικρά Ασία, κατά τον
100 αιώνα.
Οι Αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι, επίσης, να υπερασπίζονται τα κτήματα τών γεωργών
-
στρατιωτών (στρατιωτοπίας). Από την εποχή α
κόμη τής Ρωμα·ίκής Αυτοκρατορίας συνηθιζόταν η παροχή κτημάτων στους στρατιώτες
τοκρατορίας -
-
στα σύνορα και, σπανιότερα, στο εσωτερικό τής Αυ
με την προϋπόθεση ότι οι ιδιοκτήτες αυτών τών κτημάτων
θα συνέχιζαν να υπηρετούν τον στρατό. Αυτοί οι κλήροι διατηρήθηκαν μέχρι τον
100
αιώνα, αν και βρίσκονταν σε κατάσταση παρακμής. Τα
κτήματα αυτά τών στρατιωτών διέτρεχαν επίσης τον κίνδυνο -τον
100
αιώνα -
90 και
να μεταβιβαστούν στους ισχυρούς, οι οποίοι επιδίωκαν να
τά αγοράσουν όπως ακριβώς αγόραζαν τις μικρές γαιοκτησίες τών αγρο τών.
Τα μέτρα που έλαβαν οι Αυτοκράτορες τής Δυναστείας τών Μακεδό νων για την υπεράσπιση τών κτημάτων τών αγροτών και τών στρατιωτών
υπήρξαν πολύ απλά. Απαγόρευσαν στους ισχυρούς να αγοράζουν ή να παίρνουν στην κατοχή τους κτήματα που ανήκαν στους αγρότες ή τους
στρατιώτες. Η προσπάθεια αυτή τού Κράτους άρχισε με μία Νεαρά που δημοσιεύ θηκε το
922
από τον Ρωμανό Α' Λεκαπηνό, συμβασιλέα τού Κωνσταντί
νου Πορφυρογεννήτου. Η Νεαρά αυτή καθόριζε τρία πράγματα:
1) κατά
την πώληση και προσωρινή ή κληρονομική μίσθωση ενός κτήματος, σπι τιού, αγρού κ.λπ. προτιμώνται οι χωρικοί και η ελεύθερη κοινότητά τους
2)
οι δυνατοί δεν μπορούν να αγοράσουν τα κτήματα φτωχών, έστω και
εάν πρόκειται για υιοθεσία, δωρεά, κληρονομιά ή ανταλλαγή, και
3)
τα
κτήματα τών γεωργών-στρατιωτών, που είχαν αγοραστεί, κατά οποιονδή ποτε τρόπο, κατά τη διάρκεια τών τριάντα προηγούμενων χρόνων, έπρε πε να επιστραφούν χωρίς αποζημίωση τών αγοραστών από τους αρχι κούς ιδιοκτήτες. Οι τρομερές δυσκολίες που αντιμετώπισε η Αυτοκρατορία αμέσως με τά τη δημοσίευση αυτής τής Νεαράς, δυσκόλεψαν πολύ την εφαρμογή τών μέτρων τού Ρωμανού. Οι πρώιμες κακοκαιρίες, οι αρρώστιες και η
πείνα έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τους αγρότες και οι δυνατοί, εκμε ταλλευόμενοι την αξιοθρήνητη κατάσταση τών γεωργών, αγόρασαν τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλές τιμές ή για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή όμως η αδίστακτη ενέργεια τών δυνατών ανάγκασε τον Ρωμανό να δημοσιεύσει το
934
μια δεύτερη Νεαρά, στην οποία καταδίκαζε την
απληστία τής τάξης τών πλουσίων, αναφέροντας ότι οι δυνατοί επέπεσαν
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
440
στα άτυχα χωριά σαν πανούκλα ή γάγγραινα, η οποία τά ρήμαζε, οδη γιδντας τα στην τελΙΚΙ1 τους καταστροφή(1). Η Νεαρά αυτή ανέφερε ότι οι
χωρικοί που είχαν, κατά τη διάρκεια τής πείνας και τών δυσκολιών, που λήσει τα κτήματά τους στους δυνατούς, μπορούσαν να τά πάρουν πίσω
στην ίδια τιμή που τά είχαν πουλήσει. Ύστερα από μια σύντομη παρατή ρηση για την επιτυχή δράση τού στρατού τού Βυζαντίου, η Νεαρά τελειώ
νει ως εξής: «Εάν πετύχαμε τόσα πράγματα στον αγώνα μας με τους ε ξωτερικούς εχθρούς, πώς είναι δυνατόν να αποτύχουμε στη συντριβή τών εσωτερικών μας αντιπάλων -τών εχθρών τής φύσεως, τών ανθρώπων και τής τάξεως -
μέσω τής δίκαιής μας επιθυμίας για ελευθερία, καθώς
και μέσω τής αυστηρότητας τούτου τού Νόμου;»(2).
Το Διάταγμα αυτό όμως δεν πέτυχε να σταματήσει την ανάπτυξη τών
δυνατών και την καταστροφή τών μικρο·ίδιοκτηΤών. Σε μια μεταγενέστε ρη Νεαρά τού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου αναφέρεται επισήμως ό"
τι δεν τηρούνται οι παλαιότεροι νόμοι. Οι περιορισμοί, τους οποίους έ βαλε ο Κωνσταντίνος στους πλούσιους, ξεπέρασαν αυτούς τού Ρωμανού. Ο Νικηφόρος Φωκάς, όμως, ο οποίος έγινε Αυτοκράτορας χάρη στον γά
μο του με τη χήρα τού Ρωμανού Β', ήταν μέλος τής τάξεως τών δυνατών
και, πολύ φυσικά, κατανόησε και υποστήριξε τα συμφέροντα αυτής τής τάξεως πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προκάτοχό του. Κατά τον Β. Γκ. Βασιλιέφσκι (Υ.
G. Vasilievsky),
η Νεαρά τού Νικηφόρου Φω
κά αναμφίβολα δείχνει μια νομοθετική αντίδραση υπέρ τών δυνατών, αν και, γενικά, αναφέρεται απλώς στην ίση μεταχείριση και τών δύο πλευ ρών(3). Η Νεαρά αυτή δηλώνει ότι οι παλαιοί νομοθέτες θεωρούσαν ό λους τους άρχοντες ως υπέρμαχους τού Δικαίου, επειδή επιδίωκαν το
όφελος όλων ανεξαιρέτως τών ανθρώπων, ενώ οι προκάτοχοι τού Νικη φόρου Φωκά είχαν. παρεκκλίνει από το αρχικό αυτό ιδανικό, παραμε λώντας τελείως τα δικαιώματα τών ισχυρών και απαγορεύοντάς τους να διατηρήσουν ό,τι είχαν ήδη αποκτήσει(4). Ακυρώνοντας τους παλαιούς νό μους ο Νικηφόρος Φωκάς, συνετέλεσε σε νέα, ελεύθερη και ασύδοτη α-
(1) Zacharia
manum»
(2).
Ι,
νοη
Lingcnthal, «Jus graeco-romanum» 111, 247. Zepos, «Jus graecoro-
210.
Ζacharϊιi νοη
LingenthaI. «Jus graeco-romanum»
ΠΙ,
252, V. G.
χεία για την εσωτεΡΙΚ11 ιστορία τού Βυζαντίου», ένθ. ανωτ. Εργα» ΙΥ,
281. Zepos, «Jus graecoromanum»
Ι,
Vasilίevsky, «Στοι
CCII, 1879, 188
και στα
214.
(3) Vasilievsky, ένθ. ανωτ. 206. Εργα» ΙΥ, 302. (4) Zachariti νοn Lingcntll,tl, «Jns gntcco-roll1anull1», manum» Ι, 253-254
ΠΙ,
297. Zepos, «Jus graecoro-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
441
νάπτυξη τής τάξεως τών πλουσίων. Ο πιο αυστηρός εχθρός τών ~υνατών υπήρξε ο Βασίλειος Β' Βουλγα
ροκτόνος. Δύο αρχηγοί τών οικογενειών τών δυνατών τής Μικράς Ασ(ας, ο Βάρδας Φωκάς και ο Βάρδας Σκληρός, επαναστάτησαν εναντίον τού Αυτοκράτορα, ο οποίος κινδύνευσε να χάσει τον θρόνο του. Μονάχα η ε πέμβαση τού ρωσικού στρατού, τον οποίο έστειλε ο πρίγκιπας Βλαδίμη
ρος, εμι-τόδισε την πτώση τού Αυτοκράτορα. Επομένως δεν πρέπει να μάς εκπλήττει το γεγονός ότι ο Βασίλειος θεωρούσε τους μεγάλους γαιοκτή
μονες ως τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του και ήταν αμείλικτος απένα ντί τους. Κάποτε, περνώντας από την Καππαδοκία, ο Βασίλειος, μαζί με όλο του τον στρατό, φιλοξενήθηκε στο τεράστιο κτήμα τού Ευσταθίου Μαλε·ίνου. Υποπτευόμενος ο Αυτοκράτορας ότι ο ΜαλεΤνος μπορούσε
να ακολουθήσει τα βήματα τού Φωκά και τού Σκληρού, τόν πήρε μαζί του στην πρωτεύουσα, όπου και τόν ανάγκασε να μείνει μέχρι το τέλος
τής ζωής του. Μετά τον θάνατο τού Μαλε"ίνου, η τεράστια περιουσία του κατασχέθηκε. Σχετικό επίσης είναι το εξής γεγονός, το οποίο αναφέρει η ίδια η Νε αρά: Ο Αυτοκράτορας πληροφορήθηκε για κάποιον φτωχό χωρικό, τον
Φιλοκάλη, που είχε γίνει πλούσιος και είχε μετατρέψει σε ιδιοκτησία του το χωριό στο οποίο ζούσε, αλλάζοντας ακόμη και το όνομα τού χωριού.
Ο Βασίλειος διέταξε την εκ βάθρων καταστροφή όλων τών λαμπρών κτη ρίων τού Φιλοκάλη, καθώς και την επιστροφή τών κτημάτων του στους φτωχούς. Ο Φιλοκάλης, ύστερα από διαταγή τού Αυτοκράτορα, επανήλ θε στη θέση τού απλού χιορικού(l). Δεν υπάρχει καμιά αφιβολία ότι οι οι
κογένειες τού Φωκά, τού Σκληρού και τού ΜαλεΤνου και άτομα όπως ο
Φιλοκάλης, ήταν ελάχιστα δείγματα τής μεγαλογαιοκτητικής τάξεως τής Μικράς Ασίας. Η περίφημη Νεαρά τού
996
κατάργησε την τεσσαρακονταετή παρα
γραφή που προστάτευε τα δικαιώματα τών δυνατών, οι οποίοι είχαν απο κτήσει παράνομα τα κτήματα τών χωρικών και προσπαθούσαν να επιμη
κύνουν τη χρονική διάρκεια τής παραγραφής, είτε με δωροδοκίες, είτε με τη βία, προκειμένου να γίνουν οριστικοί κάτοχοι τών όσων είχαν πά ρει από τους φτωχούς με φαύλους τρόπους(2). Τα κτήματα, τα οποία είχαν
πάρει οι δυνατοί πριν από την έκδοση τού πρώτου διατάγματος τού Ρω μανού, θα παρέμεναν στην εξουσία τους μόνον εφόσον θα αποδεικνυό-
(1) Zacharia νοη Lingenthal, ένθ. ανωτ. 310. VasiIievsky, ένθ. ανωτ. CCII (1879) 217. «'Εργω> ΙΥ, 314-315. Zepos, ένθ. ανωτ. 265. (2) Zacharia νοη Lingenthal, 308. Vasilievsky, 215-2]6' Εργω) ΙΥ, 312-3]3. Zepos ι, 263.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
442
ταν η επ' αυτών κυριότητά τους με έγγραφες αποδείξεις ή βάσει επαρ κούς αριθμού μαρτυριών. Η Νεαρά δήλωνε ότι το κράτος δεν δεχόταν καμιά παραγραφή και μπορούσε να διεκδικήσει τα δικαιώματά του από την εποχή τού Αυγούστου Καίσαρος(l).
Το πρόβλημα τών στρατιωτικών κτημάτων απασχόλησε -και αυτό τους Μακεδόνες' Αρχοντες, οι οποίοι εξέδωσαν αρκετές, σχετικές, Νεα ρές.
Εκτός από τη Νεαρά τού
996,
ο Βασίλειος εξέδωσε ένα διάταγμα σχε
τικό με τον γνωστό ως «αλληλέγγυο» φόρο. Από τις αρχές τού 90υ αιώνα
(όπως αποδεικνύεται από μία σχετική πληροφοριακή πηγή)<2) ο Αυτοκρά τορας Νικηφόρος Α' εξέδωσε διατάγματα, βάσει τών οποίων οι πλούσιοι έπρεπε να πληρώνουν όλους τους φόρους τών γειτόνων φτωχών. Το «αλ
ληλέγγυον» ως φόρος δεν ήταν τίποτε το νέο, δεδομένου ότι αποτελούσε συνέχεια, και παραλλαγή συγχρόνως, τού υστερο-ρωμαίκού συστήματος
Τ11ς «επιβολής»(3). Τα διατάγματα τού Νικηφόρου Α' δημιούργησαν τέτοια αντίθεση προς τον Αυτοκράτορα, ώστε οι διάδοχοί του αναγκάστηκαν
να καταργήσουν αυτόν τον φόρο. Όταν οι ανάγκες για χρήματα, που προκλήθηκαν από τον Βουλγαρικό Πόλεμο, αυξήθηκαν, ενώ συγχρόνως η επιθυμία τού Βασιλείου Β' να καταφέρει ισχυρό πλήγμα στους πλουσί ους είχε μεγαλώσει, ο Αυτοκράτορας επανέφερε τον νόμο που καθιστού
σε υπεύθυνους τους πλούσιους γαιοκτήμονες για την πληρωμή τών φό ρων τών φτωχών, εφόσον οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να τούς πληρώ σουν. Εάν το μέτρο αυτό, που τόσο υποστηρίχθηκε από τον Βασίλειο Β', είχε μείνει εν ισχύι για αρκετό διάστημα, θα μπορούσε να καταστρέψει
τους ισχυρούς ιδιοκτήτες τόσο τών εκκλησιαστικών όσο και τών «κοσμι κών» κτημάτων. Αλλά το «αλληλέγγυον» ίσχυσε για ένα μικρό, μόνον,
χρονικό διάστημα. ,Στο πρώτο ήμισυ τού 110υ αιώνα ο Ρωμανός Γ' Αργυ ρός, που έγινε Αυτοκράτορας χάρη στον γάμο του με την κόρη τού Κων
σταντίνου Η', Ζωή, παρακινούμενος από το ενδιαφέρον του για την νοη Lingenthal, ΙΙΙ, 315. Vasilievsky, 220, «Εργα» ΙΥ, 317, Zepos, 269. (2) Theophanes, «Chronographia», έκδοση de Boor, 486. Bury, «Eastern Roman Empire» ΠΙ, 214. (3) G. Ostrogorsky, «Αgraήan C.onditions in the Byzantίne Empίre ίn the Middle
(1). Zacharia
Ages» (Cambridge Economic History,
Ι,
202-203).
Το ζήτημα τής σχέσης που υφί
σταται μεταξύ τής «επιβολής» και τού «αλληλεγγύου» παραμένει ακόμη συζηηΊσιμο. Βλέπε
F. Dolger, «Beitriige
Ζυτ
Geschichte der byzantinischen Finanzvetwaltίlng besonders des 10. und 11. Jahrhunderts) 129-130. Βλέπε επίσης G. Bratianu, «Etudes byzantines d'histoire economique et sociale» 197-201.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
443
ευημερία τών πλουσίων και την επιθυμία του να βρει τρόπο συμβιβασμού με τον ανώτερο κλήρο και τους :γαιοκτήμονες ευγενείς, ακύρωσε το μιση
τό «αλληλέγγυον». Γενικά τα διατάγματα τών Μακεδόνων Αυτοκρατόρων, τού 1Ο0υ αιώ να, αν και περιόρισαν κάπως τον επεκτατισμό τών ισχυρών, πέτυχαν πο
λύ λίγα -οριστικά- αποτελέσματα. Τον
110
αιώνα οι περίφημες Νεα
ρές λησμονήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν. Ο ίδιος αιώνας γνώρισε μια μεταβολή τής εσωτερικής πολιτικής τών Αυτοκρατόρων τού Βυζαντίου, οι οποίοι άρχισαν ελεύθερα να υποστηρίζουν τα συμφέροντα τών μεγάλων γαιοκτημόνων, επισπεύδοντας έτσι τη μεγάλη ανάπτυξη τής δουλοπα ροικίας, αν και η ελεύθερη αγροτική κοινότητα και οι ελεύθεροι μικρο·ί
διοκτήτες δεν εξαφανίστηκαν τελείως από την Αυτοκρατορία. Συνέχισαν την ύπαρξή τους και θα τούς δούμε αργότερα, μελετώντας τις μεταγενέ στερες περιόδους.
Η οργάνωση τών επαρχιών Η οργάνωση τών επαρχιών, κατά τον
90
αιώνα και την εποχή τής Δυνα
στείας τών Μακεδόνων, συνέχισε την ανάπτυξή της βάσει τής διαίρεσης σε θέματα, για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η ανά πτυξη αυτή εκδηλώθηκε αφ' ενός μεν με τη διάσπαση τών παλαιών θεμά των και άρα με τον πολλαπλασιασμό τους και αφ' ετέρου με την πρoαγω~ γή σε θέματα περιοχών που προηγουμένως ήταν γνωστές με το όνομα «κλεισούρα» .
Τά δύο Εξαρχάτα, που θεωρούνται απο τους ιστορικούς ως οι πραγ ματικοί πρόδρομοι τών θεμάτων, αποξενώθηκαν απο την Αυτοκρατορία.
Το Εξαρχάτο τής Αφρικής καταλήφθηκε από τους' Αραβες στα μέσα τού 70υ αιώνα, ενώ το Εξαρχάτο τής Ραβέννας καταλήφθηκε κατά το πρώτο ήμΙσυ τού 80υ αιώνα από τους Λογγοβάρδους, οι οποίοι γρήγορα αναγ κάστηκαν να παραχωρήσουν τις περιοχές αυτού τού Εξαρχάτου στον βα σιλιά τών Φράγκων Πεπίνο τbν Βραχύ, που με τη σειρά του τίς προσέφε ρε στον Πάπα, το
754,
θέτοντας έτσι τις βάσεις τού περίφημου Μεσαιω
νικού Παπικού Κράτους. Τον
70
αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε,
εκτός από τα Εξαρχάτα, πέντε Στρατιωτικές Διοικήσεις, οι οποίες δεν ο νομάζονταν ακόμη θέματα. Στις αρχές τού 90υ αιώνα υπήρχαν δέκα θέ ματα: πέντε ασιατικά, τέσσερα ευρωπα"ίκά και ένα ναυτικό. Βάσει ορι σμένων στοιχείων που βρέθηκαν στα έργα τού
' Αραβα
γεωγράφου τού
90υ αιώνα Ιμπν-Χουρνταντμπά (Ibn-Κhurdadhbah), καθώς και σε άλλες πηγές, οι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι υπήρχαν, τον
90
αιώνα, είκοσι πέvtε
444
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
στρατιωτικές περιοχές, οι οποίες όμως δεν ήταν, όλες, θέματα. Ανάμεσα σ' αυτές τις περιοχές υπήρχαν και δύο «κλεισουραρχίες», ένα «δουκάτο» και δύο «αρχοντάτα». Ο Φιλόθεος
(899)
αναφέρει είκοσι πέντε θέματα(l),
ενώ ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει, στο σχετικό με
ta
θέ
ματα έργο του (1Ο0ς αιώνας), έναν πίνακα είκοσι εννέα θεμάτων: δεκαε πτά ασιατικών, συμπεριλαμβανομένων και τεσσάρων θαλάσσιων θεμά των, και δώδεκα ευρωπα"ίκών, συμπεριλαμβανομένου τού θέματος τής Σικελίας, τμήμα τού οποίου αποτελούσε -τον κτηση τής Σικελίας από τους Άραβες -
100 αιώνα,
μετά την κατά
το θέμα τής Καλαβρίας. Τα δώ
δεκα ευρωπα'ίκά θέματα συμπεριλάμβαναν επίσης το θέμα τής Χερσώ νας, στην Κριμαία, το οποίο ιδρύθηκε πιθανόν τον
90 αιώνα. Ο πίνακας που δημοσιεύθηκε από τον Β. Μπενεσέβιτς (Υ. Benesevic) και αποδίδε ται στην εποχή τού Ρωμανού Λεκαπηνού, πριν ωΊ:ό το 921-927, αναφέρει τριάντα θέματα(2). Τον 110 αιώνα ο αριθμός έφθασε τριάντα οκτώ(3)· τα περισσότερα από αυτά διοικούνταν από έναν στρατιωτικό διοικητή, τον στρατηγό.
Λόγω τών συχνών μεταβολών τού αριθμού τιδν θεμάτων και λόγω ελ λείψεως σχετικών με την ιστορική τους εξέλιξη πηγών, οι σχετικές με τη
σπουδαία αυτή έκφανση τής ζωής τού Βυζαντίου γνώσεις είναι περιορι σμένες και ανακριβείς.
Πρέπει εν τούτοις να λεχθεί κάτι για τις «κλεισούρες» και τους «κλει
σουράρχες». Το όνομα «κλεισούρα» δινόταν, την εποχή τού Βυζαντίου, στα συνοριακά οχυρά και στη γύρω από αυτά περιοχή ή, πιο γενικά, σε μια μικρή επαρχία που διοικούνταν από τον κλεισουράρχη, τού οποίου η
εξουσία δεν ήταν εξίσου μεγάλη με αυτή τού στρατηγού, ενώ συγχρόνως, κατά πάσα πιθανότητα, δεν συγκέντρωνε την πολιτική και στρατιωτική
διοίκηση. Μερικές α~ό τις κλεισούρες, όπως, π.χ., αυτή τής Σελευκείας, τής Σεβαστείας -στη Μικρά Ασία- και μερικές άλλες αναβαθμίστηκαν λόγω τής μετατροπής τους σε θέματα. Οι στρατηγοί, που ήταν αρχηγοί τών θεμάτων, είχαν στη διάθεσή τους
ένα μεγάλο σώμα υφισταμένων. Τουλάχιστον την εποχή τού Λέοντος ΣΓ
(1) J.
Β.
Bury, «The Imperial Administrative System
ίn
the Ninth Century. with a
revised text of the Kletorologion of Philotheos» 146-147. (2) V. Benesevic, «Die byzantinischen Ranglisten nach dem "Kletorologion Philothei"», (Byzantinisch - Neugriechische
Jahrbίicher. Υ,
1926, 118-122).
Σχετικά με τη
χρονολογία βλέπε σελ.
(3)
Βλέπε Ν.
193-230
164-165. Skabalanovich, «Το
(Ρωσικά).
Βυζαντινό Κράτος και
11
Εκκλησία τον
110
αιώνα»,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
445
τού Σοφού οι στρατηγοί τών ανατολικών θεμάτων, συμπεριλαμβανομέ νων τών θαλασσινών θεμάτων, εν,ισχύονταν από το ταμείο τού Κράτους,
ενώ οι στρατηγοί τών θεμάτων τής Δύσης συντηρούνταν από τα εισοδή ματα τών περιοχών τους.
Η οργάνωση τών θεμάτων έφθασε στο κατακόρυφό τής ανάπτυξής της την εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων. Μετά την περίοδο αυτή το σύστημα τών θεμάτων άρχισε σιγά σιγά να παρακμάζει, εν μέρει λόγω τών κατακτήσεων τών Σελτζουκιδών Τούρκων, στη Μικρά Ασία, και εν μέρει λόγω τών μεταβολών που έγιναν στη ζωή τού Βυζαντίου κατά την περίοδο τών Σταυροφοριών. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΩΜΑΛΙΩΝ
(1056·1081)
Οι Αυτοκράτορες Από το
1025,
μετά τον θάνατο τού Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου, η Αυ
τοκρατορία αντιμετώπισε μια περίοδο ανωμαλιών, συχνών αλλαγών τυ χαίων Αυτοκρατόρων και την έναρξη μιας γενικής παρακμής. Η Αυτο
κράτειρα Ζωή πέτυχε να αναδείξει Αυτοκράτορες και τους τρεις της συ ζύγους, αλλά το
1056,
μετά τον θάνατο τής αδελφής της, Αυτοκράτειρας
Θεοδώρας, η Μακεδονική Δυναστεία έπαψε να υφίσταται. Μια περίο δος ανωμαλιών άρχισε, για να κρατήσει είκοσι πέντε χρόνια
(1056-1081)
και να τελειώσει μόνον μετά την ανάρρηση στον θρόνο τού Αλεξίου Κο μνηνού, ιδρυΤ11 τής περίφημης Δυναστείας τών Κομνηνών. Η περίοδος αυτή, τής οποίας εξωτερικό χαρακτηριστικό ήταν η συχνή αλλαγή -ανίκανων- Αυτοκρατόρων, υπήρξε πολύ σημαντική για την ι στορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια τών είκοσι πέντε αυτών ετών αναπτύχθηκαν οι συνθήκες εκείνες που
προκάλεσαν αργότερα στη Δύση την κίνηση τών Σταυροφοριών. Κατά τη διάρκεια τής περιόδου αυτής οι εξωτερικοί εχθροί τής Βυ
ζαντινής Αυτοκρατορίας άσκησαν πίεση από όλες τις πλευρές: οι Νορ μανδοί δρούσαν στη Δύση, οι Πατζινάκες και οι Ούζοι στον Βορρά και οι Σελτζουκίδες Τούρκοι στην Ανατολή, με αποτέλεσμα να μειωθεί, τελι κά, σοβαρά η έκταση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα άλλο διακριτικό χαρακτηριστικό τής εποχής αυτής υπήρξε ο α γώνας τον οποίο ανέλαβαν οι στρατιωτικοί παράγοντες και οι ευγενείς (κυρίως τής Μικράς Ασίας) εναντίον τής κεντρικής γραφειοκρατικής κυ βέρνησης. Ο αγώνας αυτός, μεταξύ πρωτεύουσας και επαρχιών, τελείω σε, ύστερα από μερικές διακυμάνσεις, με τη νίκη τού στρατού και τών με-
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
446
γαλογαιοκτημόνων' με τη νίκη δηλαδή τών επαρχιών εναντίον τής πρω τεύουσας. Αρχηγός τής νικηφόρας πλευράς υπήρξε ο Αλέξιος Κομνηνός. Όλοι οι Αυτοκράτορες τής περιόδου τών ανωμαλιών τού 1l0υ αιώνα υπήρξαν ελληνικής καταγωγής.
Το
1056 η ηλικιωμένη Αυτοκράτειρα Θεοδώρα εξαναγκάσθηκε από
τη μερίδα τών αυλικών να επιλέξει ως διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρί κιο Μιχαήλ τον Στρατιωτικό, ο οποίος, μετά τον θάνατο τής Θεοδώρας, βασίλευσε έναν περίπου χρόνο
(1056-1057).
Εναντίον του εκδηλώθηκε
επαναστατικό κίνημα υπό την καθοδήγηση τού στρατού τής Μικράς Ασί ας, ο οποίος ανακήρυξε Αυτοκράτορα τον στρατηγό του Ισαάκιο Κομνη νό, μέλος μιας οικογένειας μεγαλογαιοκτημόνων, που είχαν γίνει γνω στοί χάρη στους αγώνες τους με τους Τούρκους. Αυτή υπήρξε
περίοδο ~ών ανωμαλιών -
-
κατά την
η πρώτη νίκη τής στρατιωτικής μερίδας εναν
τίον τής κεντρικής κυβέρνησης. Ο Μιχαήλ ο Στρατιωτικός υποχρεώθηκε να περάσει την υπόλοιπή του ζωή ως ιδιώτης. Η νίκη όμως τής στρατιωτικής μερίδας αποδείχθηκε προσωρινή. Ο Ισαάκιος Κομνηνός βασίλευσε μόνον από το
1057
μέχρι το
1059,
οπότε
εγκατέλειψε τον θρόνο και έγινε μοναχός. Οι λόγοι τής παραίτησής του από τον θρόνο δεν έχουν ακόμη φωτιστεί πλήρως. Πιθανόν ο Ισαάκιος
Κομνηνός να έπεσε θύμα καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας εκ μέρους όσων δεν ήταν ικανοποιημένοι με τη δραστήρια και ανεξάρτητη διοίκησή του. Είναι γνωστό ότι θέλοντας να αυξήσει τα εισοδήματα τού Κράτους, ο Κομνηνός δεν δίστασε να κατάσχει κτήματα που είχαν αποκτήσει πα
ράνομα τόσο η Εκκλησία όσο και οι πλούσιοι, καθώς και να ελαττώσει τους μισθούς τών ανώτερων υπαλλήλων τού Κράτους. Είναι πιθανόν ο περίφημος λόγιος και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός να αναμίχθηκε, κατά κάποιον τρόπο, στη συνωμοσία εναντίον τού Ισαακίου Κομνηνού.
Τον Ισαάκιο διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Ι' Δούκας
(1059-1067),
ο ο
ποίος, διαθέτοντας το ταλέντο ενός καλού οικονομολόγου και τη διάθεση να υπερασπίζεται το δίκαιο, αφιέρωσε όλη του την προσοχή στις πολιτι κές υποθέσεις τού Κράτους. Ο στρατός και οι σχετικές μ' αυτόν υποθέ σεις τόν απασχολούσαν ελάχιστα. Η βασιλεία του μπορεί να χαρακτηρισ
τεί ως μία αντίδραση τής πολιτικής διοίκησης προς τον στρατιωτικό παρά
γοντα, που είχε θριαμβεύσει την εποχή τού Ισαακίου Κομνηνού, ή ως μία αντίδραση τής πρωτεύουσας κατά τών επαρχιών. Η περίοδος αυτή υπήρ ξε η ατυχή ς «εποχή τt1ς επικράτησης τών γραφειοκρατών, τών ρητόρων και τών λογίων»(Ι). Οι απειλητικές όμως ενέργειες τών Πατζινάκων και
(1) Gelzer, «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte» 1006.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
447
τών Ούζων από τον Βορρά, καθώς και τών Σελτζουκιδών Τούρκων από την Ανατολή, δεν δικαίωσαν την αντιστρατιωτική πολιτική τού Κωνσταν
τίνου. Η Αυτοκρατορία είχε απόλυτη ανάγκη από έναν Αυτοκράτορα που θα οργάνωνε καλά τη στρατιωτική άμυνα τού Κράτους. Ακόμη και ο αντιμιλιταριστής λόγιος τού 110u αιώνα Μιχαήλ Ψελλός έγραφε ότι «ο στρατός αποτελεί τη σπονδυλική στήλη τού Ρωμα'ίκού Κράτους»(Ι). Όταν
πέθανε ο Κωνσταντίνος το
1067 ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε για
λίγους μήνες στα χέρια τής συζύγου του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας. Η στρατιωτική μερίδα τήν υποχρέωσε να παντρευτεί τον εκ Καππαδοκίας ι κανό στρατηγό Ρωμανό Διογένη, ο οποίος έγινε Αυτοκράτορας ως Ρω
μανός Δ' Διογένης, για να βασιλεύσει από το
1067
μέχρι το
1071.
Η ανάρρησή του στον θρόνο αποτελεί τη δεύτερη νίκη τής στρατιωτι κής μερίδας. Η τετραετής όμως βασιλεία αυτού τού στρατιώτη-Αυτοκρά
τορα είχε τραγικότατη κατάληξη, καθώς συνελήφθη και φυλακίστηκε α πό τον Τούρκο Σουλτάνο. Μεγάλη ταραχή επικράτησε στην πρωτεύουσα όταν έφθασε εκεί το νέο τής αιχμαλωσίας τού Αυτοκράτορα και, ύστερα
από κάποιον δισταγμό, ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας ο γιος ηΊς Ευδοκί ας
-
από τον γάμο της με τον πρώτο της άνδρα Κωνσταντίνο Δούκα
και μαθητής τού Μιχαήλ Ψελλού, Μιχαήλ Ζ' Δούκας ο Παραπινάκιος(2).
Η Ευδοκία έγινε μοναχή και ο Ρωμανός, όταν γύρισε από την αιχμαλω σία, παρά την υπόσχεση που είχε πάρει ότι δεν κινδύνευε από τίποτε, τυ φλώθηκε βάρβαρα και πέθανε λίγο μετά την τύφλωσή του. Ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας
(1071-1078)
είχε μεγάλη κλίση προς τη μάθηση,
τις επιστημονικές συζητήσεις και τη συγγραφή ποιημάτων, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση ν' ασχοληθεί με στρατιωτικά ζητήματα. Αποκατέστησε το γραφειοκρατικό καθεστώς τού πατέρα του Κωνσταντίνου Δούκα, το
οποίο δεν ανταποκρινόταν προς την εξωτερική κατάσταση τής Αυτοκρα τορίας. Οι νέες επιτυχίες τών Τούρκων και τών Πατζινάκων απαιτούσαν, επιτακτικά, τη διοίκηση τής Αυτοκρατορίας από έναν στρατιώτη Αυτο κράτορα με ισχυρό στρατό, που θα μπορούσε να σώσει την Αυτοκρατορία από την καταστροφή. Από αυτή την πλευρά ο κατάλληλος άνθρωπος, που θα εκπλήρωνε τις ανάγκες τού λαού(3!, υπήρξε ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός ενός
(1) (2)
Κ. Σάθα,
«Bibliotheca graeca medii aevi»
ΙV,
58.
Το παρωνύμιο Παραπινάκιος ΠΡ01Ίλθε από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια ηις
καΚ1Ίς συγκομιδ1Ίς, την εποχι] ηΊς βασιλείας τού ΜιχωΊλ Δούκα, αντί ενός νομίσματος δεν πουλιόταν, όπως προηγουμένως, ολόκληρος μέδιμνος σίτου, αλλά ελαττωμένος κατά ένα πινάκιο, δηλαδι], κατά ένα τέταρτο.
(3) Skabalanovich, (Ρωσικά).
«Το Βυζαντινό Κράτος και η Εκκλησία κατά τον
110
αιώνα»
115
448
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
θέματος τής Μικράς Ασίας, ο οποίος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας, υπο χρεώνοντας τον Παραπινάκιο να αποσυρθεί σ' ένα μοναστήρι. Κατόπιν ο Νικηφόρος εισήλθε στην πρωτεύουσα, όπου εστέφθη, από τον Πατριάρ χη, Αυτοκράτορας
(1078-1081).
Λόγω όμως τής ηλικίας του και τής φυσι
κής του αδυναμίας δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει ούτε τις εξωτερικές ούτε τις εσωτερικές δυσκολίες. Συγχρόνως η αριστοκρατία τών μεγαλο
γαιοκτημόνων τών επαρχιών δεν αναγνώριζε τα αυτοκρατορικά δικαιώ ματα τού Νικηφόρου· πολλοί δε διεκδικητές τών δικαιωμάτων αυτών πα ρουσιάστηκαν σε διάφορα μέρη τής Αυτοκρατορίας. Ένας από αυτούς ο Αλέξιος Κομνηνός, ανιψιός τού Αυτοκράτορα Ισαακίου Κομνηνού, ο ο ποίος ήταν συγγενής τού βασιλικού οίκου τών Δουκάδων, εκμεταλλεύθη κε την κατάσταση με μεγάλη επιτηδειότητα, για να επιτύχει τον σκοπό
του, την άνοδο δηλαδή στον θρόνο. Ο Βοτανειζ1της είχε αποσυρθεί σ' ένα μοναστήρι, όπου αργότερα έγινε μοναχός, ενώ το
1081
ο Αλέξιος Κομνη
νός εστέφθη Αυτοκράτορας τερματίζοντας την περίοδο τών ανωμαλιών. Η ανάρρηση στον θρόνο αυτού τού πρώτου άρχοντα τής Δυναστείας τών
Κομνηνών, τον
110
αιώνα, αποτελεί μια ακόμη νίκη τής στρατιωτικής
μερίδας και τών μεγαλοκτηματιών τών επαρχιών. Αυτή η περίοδος τής συνεχούς διαδοχής Αυτοκρατόρων και της αδιά κοπης κρυφής ή φανερής σύγΚΡΟύσης για την εξασφάλιση τού θρόνου, ή ταν πολύ φυσικό να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας, προκαλώντας την πτώση τού Βυζαντίου από την ανώτερη θέση την οποία κατείχε στον μεσαιωνικό κόσμο. Η παρακμή αυτή προωθήθηκε από τις περίπλοκες και επικίνδυνες συνθήκες τις ο
ποίες διαμόρφωσε η επιτυχής δράση τών κύριων εχθρών τής Αυτοκρατο
ρίας τών Σελτζουκιδών Τούρκων στην Ανατολή, τών Πατζινάκων και τών Ούζων στον Βορρά και τών Νορμανδών στη Δύση.
Οι Σελτζουκίδες Τούρκοι Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία γνώριζε τους Τούρκους από το μακρινό πα ρελθόν. Από το δεύτερο ήμισυ τού 60υ αιώνα υπήρχε ένα σχέδιο τουρκο βυζαντινής συμμαχίας, ενώ οι Τούρκοι υπηρετούσαν στο Βυζάντιο ως μισθοφόροι ή μέλη τής αυτοκρατορικής φρουράς(1). Υπήρχαν αρκετοί
Constantini Porphyrogeniti «De ceremoniis aulae byzantinae» έκδοση 661. Harun-ibn-Yahya (τον 90 αιώνα) στο Μ. de Goeje «Bibliotheca geographorum arabicorum» νπ, 121, 124. Η περιγραφή 11Ίς Κωνσταντινούπολης, τού Harum-Ibn Yahya, βρίσκεται στο αραβικό γεωγραφικό έργο τού Ibn-Rustan (τού 120υ αιιδνα). Α. Α. Vasiliev «Harun-ibn- Υ ahya and his Description of Constantinople». (Annales de IΊnstίtut Kondakov V, 1932, 156, 158). Marquart «Osteuropaische und ostasiatische StreίfΖϋge» 218, 219, 227.
(1)
Βλέπε
Βοηn,
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
449
Τούρκοι στον αραβικό στρατό, στα ανατολικά σύνορα τής Αυτοκρατο
ρίας, οι οποίοι έλαβαν ενεργό μέρος το
838
στην κατάληψη και λεηλασία
τού Αμορίου. Οι φιλικές αυτές σχέσεις ή οι προστριβές με τους Τούρ κους, δεν είχαν πολύ μεγάλες συνέπειες, μέχρι τον
110
αιώνα, για την
Αυτοκρατορία. Με την εμφάνιση όμως τών Σελτζουκιδών Τούρκων στα ανατολικά σύνορα, κατά το πρώτο ήμισυ τού 110υ αιώνα, τα πράγματα άλλαξαν{l).
Οι Σελτζουκίδες ή Σελτζούκοι, ήταν απόγονοι τού Τούρκου πρίγκιπα Σελτζούκ, ο οποίος ανήκε, το
1000
περίπου, στην υπηρεσία ενός Χάνου
τού Τουρκεστάν. Από τις στέπες τής Κιργισίας ο Σελτζούκ είχε μετανα
στεύσει, μαζί με τη φυλή του, στην Υπερωξειανή, κοντά στη Μπουχάρα, όπου τόσο αυτός όσο και ο λαός του ασπάστηκαν τον Ισλαμισμό. Μέσα σ' ένα μικρό χρονικό διάστημα η δύναμη τών Σελτζουκιδών ενισχύθηκε σε τέτοιο σημείο ώστε οι δύο εγγονοί τού Σελτζούκ να μπορούν να οδη γούν τις άγριες ορδές τών Τούρκων σε επιδρομές εναντίον τού Χορα σάν*. Οι πιεστικές κινήσεις τών Σελτζουκιδών στη Δυτική Ασία εγκαινία
σαν μια νέα εποχή στη μουσουλμανική, καθώς και στη βυζαντινή ιστορία. Τον
110
αιώνα το χαλιφάτο δεν αποτελούσε πια ένα ενιαίο σύνολο. Η Ι
σπανία, η Αφρική και η Αίγυπτος είχαν προ καιρού αποκτήσει την ανε
ξαρτησία τους από τον χαλίφη τής Βαγδάτης, ενώ η Συρία, η Μεσοποτα
μία και η Περσία είχαν διαιρεθεί σε διάφορες, ανεξάρτητες, δυναστείες με διαφορετικούς ηγεμόνες. Μετά την κατάκτηση τής Περσίας, κατά τα
μέσα τού 110υ αιώνα, οι Σελτζουκίδες εισχώρησαν στη Μεσοποταμία
και κατέλαβαν τη Βαγδάτη. Από τότε και στο εξής το χαλιφάτο τής Βα γδάτης βρισκόταν υπό την προστασία τών Σελτζουκιδών, τών οποίων οι Σουλτάνοι δεν έμεναν στη Βαγδάτη, αλλά ασκούσαν την εξουσία τους στη σπουδαία αυτή πόλη μέσω ενός στρατηγού. Λίγο αργότερα οι Σελ
τζουκίδες Τούρκοι, όταν η δύναμή τους ενισχύθηκε λόγω τής άφιξης νέ ων τουρκικών φύλων, κατέκτησαν όλη τη Δυτική Ασία, από το Αφγανι
στάν μέχρι τα μικρασιατικά σύνορα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κα θώς και το χαλιφάτο τών Φατιμιδών, στην Αίγυπτο.
Από τα μέσα τού 110υ αιώνα οι Σελτζουκίδες εξελίχθηκαν σε πολύ σπουδαίο παράγοντα τής ιστορίας τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδο-
(1) Βλέπε Ρ. Wittek, <Νοη der byzantinischen zur tίirkischen Toponymie» (Byzantion, Ι, 1935, 12-53). Wittek, «Deux chapitres de l'histoire des Turcs de Roum», ένθ. ανωτ. ΧΙ, 1936,285-302). * S. Μ. Khorasan (Khurasan): Επαρχία ηΊς ΒΑ. Περσίας με σύνορα προς τη Ρωσική Υπερκαυκασία και το Αφγανιστάν.
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
450
μένου ότι άρχισαν ν' απειλούν τις συνοριακές της επαρχίες σι;η Μικρά Ασία και σι;ον Καύκασο. Κατά την τέταρτη δεκαετία τού 110υ αιώνα, ο Κωνσι;αντίνος Θ' Μονομάχος προσάρτησε σι;ην Αυτοκρατορία του την
Αρμενία μαζί με τη νέα της πρωτεύουσα, Ανί. Επομένως η Αρμενία έπα
ψε να αποτελεί μια παρεμβαλλόμενη τής Τουρκίας -
-
μεταξύ τής Αυτοκρατορίας και
χώρα και οι επιθέσεις που υφίσι;ατο ήταν πλέον επιθέ
σεις που κατευθύνονταν εναντίον τού Βυζαντίου. Οι Τούρκοι είχαν μεγά λες επιτυχίες σι;ις επιθέσεις τους εναντίον τής Αρμενίας, ενώ συγχρόνως τα σι;ρατεύματά τους εισχωρούσαν σι;η Μικρά Ασία.
Κατά τη διάρκεια τής δραστήριας -αν και σύντομης- βασιλείας τού Ισαακίου Κομνηνού, ο στρατός υπερασπίσι;ηκε με επιτυχία τα ανατολικά
σύνορα εναντίον τών επιθέσεων τών Σελτζουκιδών. Μετά την πτώση του, όμως, η αντιμιλιταριστική τακτική τού Κωνσι;αντίνου Δούκα εξασθένισε
τη σι;ρατιωτική ισχύ τής Μικράς Ασίας, διευκολύνοντας την εισβολή τών Τούρκων σι;ις περιοχές τού Βυζαντίου. Δεν είναι απίθανο, σύμφωνα με τη γνώμη ενός ιστορικού, το Κράτος να έβλεπε <<τις ατυχίες αυτών τών ε πίμονων και αλαζονικών επαρχιών» με κάποια ευχαρίστηση. «Η Ανατο λή όπως και η Ιταλία, πλήρωνε το βαρύ τίμημα τών σφαλμάτων τής κε ντρικής κυβερνήσεως»(Ι). Την εποχή τού Κωνσταντίνου
!'
Δούκα, και κα
τά τους επακόλουθους επτά μήνες τής βασιλείας τής γυναίκας του Ευδο
κίας Μακρεμβολίτισσας, ο δεύτερος από τους Σελτζουκίδες Σουλτάνους, ο Αλπ-Αρσλάν, κατέκτησε την Αρμενία και λεηλάτησε μέρος τής Συρίας,
τής Κιλικίας και τής Καππαδοκίας. Στην πρωτεύουσα τής Καππαδοκίας, Καισάρεια, οι Τούρκοι λεηλάτησαν το σημαντικότερο ιερό τής πόλης, τον
ναό δηλαδή τού Μεγάλου Βασιλείου, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα τού Αγίου(2). Ένας Βυζαντινός χρονογράφος, γράφοντας για την εποχή τού Μιχαήλ τού Παραπινακίου
(1071-1078),
αναφέρει ότι: «Κατά τη διάρκεια
τής βασιλείας αυτού τού Αυτοκράτορα καταλήφθηκε σχεδόν όλος ο κό σμος -σε γη και θάλασσα- από τους ασεβείς βαρβάρους, ενώ συγχρό νως κατασι;ράφηκε και απογυμνώθηκε από τον πληθυσμό του, δεδομένου
ότι όλοι οι Χριστιανοί σκοτώθηκαν από αυτούς, ενώ τα σπίτια τους και οι οικισμοί τους, μαζί με τις εκκλησίες, λεηλατήθηκαν από τους βαρβάρους -σε όλη την Ανατολή- ισοπεδώθηκαν και έπαψαν να υπάρχουν»(3).
Η σι;ρατιωτική μερίδα επέλεξε ως σύζυγο τής Ευδοκίας τον Ρωμανό
(1) C. Neumann, «Die WeltsteJlung des byzantinischen Reiches vor den Κreuzztigen» 107. Γαλλικά 104. (2) Michaelis Attaliotae, «Historia» 94. Joannis Scylitzae, «Historia», 661. (3) «Ανωνύμο\l Σύνοψις Χρονική», Σάθα, Bibliotheca Graeca Medίi Aevi, ΥΗ, 169. Σχετικά με τις το\lρκικές κατασι:ροφές τού 1] 0\1 αιώνα - προ τού 1071 - βλέπε επίσης «Chronique de Michaelle Syrien», μετάφραση Chabot, 111, 158-165.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
451
Διογένη, ο οποίος ανέλαβε αρκετές εκστρατείες εναντίον τών Τούρκων, επιτυγχάνοντας, στις πρώτες μάχες, μερικές νίκες. Ο στρατός του, αποτε
λούμενος από διάφορες φυλές. -Σλάβους, Βουλγάρους, Ούζους, Πατζι νάκες, Βαράγκους και Φράγκους (δηλαδή εκείνους που ανήκαν σε διά φορα έθνη τής Δύσης) -
εστερείτο καλής οργανώσεως και άσκησης, μη
μπορώντας έτσι ν' αντισταθεί σθεναρά στη γρήγορη κίνηση τού τουρκι κού ιππικού, καθώς και στις γρήγορες και τολμηρές νομαδικές επιθέσεις. Το πλέον αναξιόπιστο τμήμα τού βυζαντινού στρατού ήταν το ελαφρό ιπ πικό τών Ούζων και τών Πατζινάκων, οι οποίοι, κατά τη διάρκεια τών συμπλοκών με τους Τούρκους, ξαφνικά αισθάνθηκαν τους φυλετικούς δεσμούς που τούς συνέδεαν με τους τελευταίους. Η τελευταία εκστρατεία τού Ρωμανού Διογένη τελείωσε με τη μοιραία
μάχη τού Μαντζικέρτ, το
1071
(Μαναζκέρτ σημ. Μελαζγκέρντ) στην Αρ
μενία, στα βόρεια τής Λίμνης Βαν. Λίγο πριν από τη μάχη, το τμήμα τών Ούζων, μαζί με τον αρχηγό τους, προσχώρησε στους Τούρκους, προκα λώντας μεγάλη ταραχή στον στρατό τού Ρωμανού Διογένη. Στην πιο κρί
σιμη στιγμή τής μάχης, ένας από τους Βυζαντινούς στρατηγούς άρχισε να διαδίδει τη φήμη ότι ο αυτοκρατορικός στρατός νικήθηκε και οι στρατιώ τες, πανικόβλητοι, τράπηκαν σε φυγή. Ο Ρωμανός, ο οποίος αγωνίστηκε στην μάχη ηρωικά, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τούρκους και, όταν
έφθασε στο εχθρικό στρατόπεδο, έγινε δεκτός από τον Αλπ-Αρσλάν με μεγάλες τιμές.
Ο νικητής και ο ηττημένος διαπραγματεύτηκαν μια "αιώνια" ειρήνη και ένα σύμφωνο φιλίας, τού οποίου τα κύρια σημεία, όπως αναφέρεται
στις αραβικές πηγές, ήταν τα εξής:
1)
ο Ρωμανός Διογένης αποκτούσε
την ελευθερία του, καταβάλλοντας λύτρα'
υψηλό ετήσιο φόρο στον Αλπ-Αρσλάν, και
2) το Βυζάντιο θα πλήρωνε 3) το Βυζάντιο θα επέστρεφε
όλους τους Τούρκους αιχμαλώτους(Ι). Ο Ρωμανός, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε τον θρόνο κατειλημμένο από τον Μιχαήλ Ζ'
Δούκα' εν συνεχεία, αφού τυφλώθηκε από τους εχθρούς του, πέθανε. Η μάχη τού Μαντζικέρτ είχε σοβαρές συνέπειες για την Αυτοκρατο ρία. Αν και, σύμφωνα με τη συνθήκη, η Αυτοκρατορία δεν παραχωρούσε εδάφη στον Αλπ-Αρσλάν(2), οι απώλειές της υπήρξαν πολύ μεγάλες, δε-
(1) Βλέπε G. Weil, «Geschichte der Chalifen» ΠΙ, 115·116. J. Laurent, «Byzance et les Turcs Seldjoucides en Asie Mineure, leurs traites anterieurs ~ Alexis Comnene» (Βυ ζαντίς, ΙΙ, 1911-1912, 106-126). Βλέπε ένα εξαιρετικό άρθρο τού C. Cahen, «La campagne de Mantzikert d'apres les sources musulmanes» (Byzantion, ΙΧ, 1934,613-642). (2) L. Laurent, «Byzance et les Turcs Seldjoucides dans l'Asie occidentale jusqu'en 1081 •• 95. Βλέπε επίσης Cahen, «La campagne de Mantzikert» (Byzantion, ΙΧ, 1934,637-638).
452
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
δομένου ότι ο στρατός που υπερασπιζόταν τα σύνορα τής Μικράς Ασίας υπέστη τόσο σημαντική καταστροφή ώστε να είναι αδύνατο για την Αυ τοκρατορία ν' αντισταθεί, εκεί, στη μεταγενέστερη επέλαση τών Τούρ
κων. Η αξιοθρήνητη κατάσταση τής Αυτοκρατορίας επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, λόγω τής αδύναμης αντιμιλιταριστικής πολιτικής τού Μιχα ήλ Ζ' Δούκα. Η ήττα τού Μαντζικέρτ υπήρξε ένα θανάσιμο πλήγμα για
την κυριαρχία τού Βυζαντίου στη Μικρά Ασία, η οποία αποτελούσε το σημαντικότερο τμήμα τής Αυτοκρατορίας. Μετά το
1071
δεν υπήρχε πια
βυζαντινός στρατός για ν' αντισταθεί στους Τούρκους. Ένας ιστορικός μάλιστα φθάνει στο σημείο να πει ότι μετά από αυτή τη μάχη, το Κράτος τού Βυζαντίου περιήλθε στα χέρια τών Τούρκων(1). Ένας άλλος ιστορι κός ονομάζει τη μάχη «θανάσιμη στιγμή τής Μεγάλης Βυζαντινής Αυτο κρατορίας» και συνεχίζει λέγοντας ότι «αν και. οι συνέπειές της, με όλες
τις τρομερές τους πλευρές, δεν έγιναν αισθητές αμέσως, το ανατολικό τμήμα τής Μικράς Ασίας, η Αρμενία και η Καππαδοκία
-
οι επαρχίες, α
πό τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές
και που αποτελούσαν την κύρια δύναμη τής Αυτοκρατορίας -
χάθηκαν
για πάντα, ενώ οι Τούρκοι άπλωσαν τις νομαδικές τους σκηνές επάνω στα ερείπια τής αρχαίας ρωμα"ίκής δόξας. Το λίκνο τού πολιτισμού έγινε βορά τού ισλαμικού βαρβαρισμού και τής τέλειας αποκτήνωσης»(2).
Κατά τη διάρκεια τών χρόνων που πέρασαν από την καταστροφή τού
1071
μέχρι την άνοδο στον θρόνο τού Αλεξίου Κομνηνού το
1081,
οι
Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση τής απροστάτευτη ς Αυτοκρα
τορίας, καθώς και τις εσωτερικές της διαμάχες, εισχώρησαν ακόμη βαθύ
τερα στη ζωή τού Βυζαντίου. Μεμονωμένα τμήματα τών Τούρκων έφθα σαν μέχρι τις Δυτικές Επαρχίες τής Μικράς Ασίας. Τα τουρκικά στρα
τεύματα που βοήθησαν τον Νικηφόρο ]3οτανειάτη να καταλάβει τον θρό νο, τόν συνόδευσαν μέχρι τη Νίκαια και τη Χρυσόπολη (το σημερινό Σκούταρι). Επί πλέον, μετά τον θάνατο τού Ρωμανού Διογένη και τού Αλπ-Αρ σλάν, τόσο η Αυτοκρατορία όσο και οι Τούρκοι, δεν θεωρούσαν τους ε αυτούς τους δεσμευμένους από τη συνθήκη που είχαν συνάψει οι εν λόγω ηγεμόνες. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία για να λεηλατή
σουν τις επαρχίες τού Βυζαντίου, στη Μικρά Ασία, στις οποίες έμπαιναν, σύμφωνα με τον Βυζαντινό χρονογράφο τής εποχής, όχι ως πρόσκαιροι αντάρτες, αλλά ως μόνιμοι κυρίαρχοι(3). Η άποψη αυτή όμως είναι υπερ-
(1) Α. Gfrorer, «Byzantinische Geschichten» ΠΙ, 791. (2) Gelzer, «Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte» 1010. (3) Joannis Scylitzae, «Historia» εκδ. Βοηη, 708.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
βολική, τουλάχιστον για την προ τού Λωράν, <<το
1080,
1081
453
περίοδο. Όπως αναφέρει ο Ζ.
επτά χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση στις ακτές
τού Βοσπόρου, οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη εγκατασταθεί κάπου' δεν εί χαν σχηματίσει δηλαδή κράτος και περιφέρονταν πάντοτε ως άτακτοι πλιατσικολόγοι»(]).
Ο διάδοχος τού Αλπ-Αρσλάν εμπιστεύθηκε 'τη στρατιωτική ηγεσία τής Μικράς Ασίας στον Σουλε"ίμάν-ιμπν-Κουτουλμίς, ο οποίος κατέλαβε το
κεντρικό τμήμα τής χώρας αυτής και αργότερα ίδρυσε το Σουλτανάτο τού Ρουμ (Μικράς Ασίαςγη. Δεδομένου ότι πρωτεύουσά του υπήρξε η πιο
πλoύσιq και πιο ωραία μικρασιατική πόλη τού Βυζαντίου -'εο Ικόνιο (ση μερινή Κόνια)- το κράτος τών Σελτζουκιδών ονομάζεται συχνά Σουλτα νάτο τού Ικονίου(3). Από την κεντρική αυτή θέση του, το νέο Σουλτανάτο
απλώθηκε μέχρι τη Μιχύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο και έγινε έτσι έ νας επικίνδυνος αντίπαλος τής Αυτοκρατορίας. Τα τουρκικά στρατεύμα
τα συνέχισαν την κίνησή τους προς τη Δύση, ενώ οι δυνάμεις τού Βυζα ντίου δεν είχαν τη δυνατότητα ν' αντισταθούν. Η προώθηση τών Σελτζουκιδών και, πιθανόν, οι απειλητικές κινήσεις τών Βόρειων Ούζων και Πατζινάκων προς την πρωτεύουσα, ανάγκασαν
τον Μιχαήλ Ζ' τον Παραπινάκιο, στις αρχές τής βασιλείας του, να ζητή σει βοήθεια από τη Δύση, στέλνοντας ένα μήνυμα στον Πάπα Γρηγόριο Ζ' και υποσχόμενος, σε αντάλλαγμα τής βοήθειας που θα τού δινόταν, την ένωση τών Εκκλησιών. Ο Γρηγόριος Ζ' αντέδρασε θετικά και έστει λε μηνύματα στους ηγεμόνες τής Δυτικής Ευρώπης και σ' όλους τους Χριστιανούς
(ad omnes christianos),
στα οποία τόνιζε ότι «οι άπιστοι
ασκούσαν μεγάλη πίεση στη Χριστιανική Αυτοκρατορία και ότι λεηλα τούσαν με ανήκουστη θηριωδία τα πάντα σχεδόν μέχρι τα τείχη τής Κων σταντινoυπόλεως»(~). Η έκκληση τού Γρηγορίου όμως δεν είχε αποτελέ
σματα και καμιά βοήθεια δεν εστάλθη από τη Δύση. Εν τω μεταξύ, ο Πά πας Γρηγόριος Ζ' περιπλέχθηκε σ' έναν μεγάλο και σοβαρό αγώνα με
(1) Laurent, «Byzance et Ies Turcs» 13-26,97 (κυρίως υποσ. 3) 110-111. (2). Η λέξη «Ρουμ» (Rum), η οποία αvrισrοιχεί στη λέξη Ρωμαίοι, χρησιμοποιήθηκε αίτό τους μουσουλμάνους για να χαρακτηρίσει τους Έλληνες τού Μεσαιωνικού Βυ ζαvrίου και τις XτtjaEL; τους. Η λέξη «Ρουμ» χρησιμΟΠΟΙljθηκε επίσης ως χαρακτηρι σrικό για τη Μικρά Ασία όνομα.
(3)
Την παλαιά αυη] περίοδο το Ικόνιο αναφέρεται -σrις ανατολικές πηγές- ως
πρωτεύουσα. Οι ελληνικές πηγές αναφέρουν ως τόπο διαμονljς τού Σουλε"ίμάν τη Νί
καια.
Laurent, «Byz:\I1ce et lcs Ttu'cs», σελ. 8, σημ. Ι, 11. Laurent, «Byzance et ΙΌή gine du suItanat de Roum» (Melanges Charles DiehI, 177-182). (4) Migne, «Patrologia Latina» CXLVIII, 329.
454
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
τον Γερμανό βασιλιά Ερρίκο Δ Ό
Την εποχή τής ανόδου στον θρόνο τού Αλεξίου Κομνηνού, ήταν πλέον φανερό ότι η προς τη Δύση κίνηση τών Σελτζουκιδών αποτελούσε για την Αυτοκρατορία την πιο θανάσιμη απειλή.
Οι Πατζινάκες Προς τα τέλη τής εποχής τών Μακεδόνων, οι Πατζινάκες αποτελούσαν
τους πιο επικίνδυνους βόρειους εχθρούς τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία τούς παραχώρησε την άδεια να εγκασταθούν στα βόρεια τής Βαλκανικής, ενώ συγχρόνως έδωσε σε αρκετούς Πατζινάκες πρίγκιπες
τίτλους τής Αυλής τού Βυζαντίου. Τα μέτρα αυτά όμως δεν έλυσαν το
πρόβλημα τών Πατζινάκων, δεδομένου ότι αφ' ενός μεν οι Πατζινάκες
δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στις συνθήκες μόνιμης εγκατάστασης, ενώ αφ' ετέρου κατέφθαναν από την άλλη πλευρά τού Δούναβη, νέες ορ
δές Πατζινάκων και Ούζων, στρέφοντας όλη τους την προσοχή προς τον Νότο, όπου θα μπορούσαν να επιτεθούν εναντίον τής περιοχής τού Βυ
ζαντίου. Ο Ισαάκιος Κομνηνός αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία τις επιθέσεις τών Πατζινάκων(l) και αποκατέστησε την εξουσία τού Βυζαντίου στον Δούναβη, ενώ συγχρόνως μπόρεσε να αποκρούσει τις επιδρομές τών Τούρκων. Την εποχή τού Κωνσταντίνου Δούκα παρουσιάστηκαν στον Δούναβη
οι Ούζοι. «Επρόκειτο για μια πραγματική μετανάστευση. Μια ολόκληρη φυλή, από
600.000
άτομα, με όλα της τα υπάρχοντα, συνωστιζόταν στην
αριστερή πλευρά τού ποταμού. Κάθε προσπάθεια να εμποδιστεί η διάβα σή τους υπήρξε μάταιψ>(2). Οι περιοχές τής Θεσσαλονίκης, τής Μακεδο νίας, τής Θράκης ~αι τής Ελλάδας ακόμη υπέστησαν τρομερές επιδρο
μές. Ένας σύγχρονός τους Βυζαντινός ιστορικός τής εποχής παρατηρεί ότΙ «ολόκληρος ο πληθυσμός τής Ευρώπης αντιμετώπιζε (την εποχή εκείνη) το πρόβλημα τής μετανάστευσης»(3). Όταν ο τρομερός αυτός κίν
δυνος απομακρύνθηκε, ο λαός απέδωσε τη σωτηρία του στη θαυματουρ γική επέμβαση τού Θεού. Μερικοί από τους Ούζους εισήλθαν ακόμη και στην υπηρεσία τού Αυτοκράτορα και απέκτησαν κρατικά κτήματα στη
Μακεδονία. Οι Πατζινάκες και οι Ούζο ι, που υπηρέτησαν στον βυζαντι νό στρατό, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη μοιραία μάχη τού Μαντζικέρτ.
(1) Joannis Scylίtzae, «Historia», έκδοση Βοηη, 645. (2) Vasίlievsky, «Το Βυζάντιο και οι Πατζινάκες» «<Εργα» (3) Michaelίs Attalίotae, «Historia» 84.
Ι,
26, Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
455
Η νέα οικονομική πολιτική τού Μιχαήλ Ζ', ο οποίος, ακολουθώντας
τη συμβουλή τού πρώτου τη τάξει συμβούλου του, ελάττωσε τα χρήματα που στέλλονταν στις πόλεις τού Δούναβη, προκάλεσε ανησυχία στους Πατζινάκες και τους Ούζου ς τών περιοχών τού Δούναβη, οι οποίοι συμ μάχησαν με τους νομάδες τής απέναντι πλευράς τού ποταμού, ήλθαν σε
συνεννόηση με έναν στρατηγό τού Βυζαντίου που επαναστάτησε εναντί ον τού Αυτοκράτορα και, μαζί με άλλες φυλές
-
συμπεριλαμβανομένων
πιθανώς και τών Σλάβων -, βάδισαν προς τα νότια, λεηλάτησαν την επαρχία τής Αδριανούπολης και πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, η ο ποία υπέφερε πολύ από έλλειψη εφοδίων. Την κρίσιμη αυτή στιγμή ο Μι χαήλ ο Παραπινάκιος, πιεζόμενος και από τους Σελτζουκίδες και τους Πα τζινάκες, έστειλε την έκκλησή του για βοήθεια στον Πάπα Γρηγόριο Ζ .. Οι επιδέξιοι χειρισμοί τής βυζαντινής διπλωματίας πέτυχαν να δια σπάσουν τις συμμαχικές δυνάμεις που πολιορκούσαν την πρωτεύουσα, οι οποίες έλυσαν την πολιορκία και γύρισαν στις όχθες τού Δούναβη με
πλούσια λάφυρα. Στο τέλος τής περιόδου αυτής οι Πατζινάκες συμμετεί χαν ενεργά στον μεταξύ Νικηφόρου Βοτανειάτη και Αλεξίου Κομνηνού αγώνα. Το πρόβλημα τών Ούζων και τών Πατζινάκων δεν λύθηκε την περίοδο
τών ταραχών, που προηγήθηκαν από τη δυναστεία τών Κομνηνών. Η α πειλή αυτή από τον Βορρά, η οποία ορισμένες φορές έφθασε έως την
πρωτεύουσα, διατηρήθηκε μέχρι την εποχή τών Κομνηνών.
Οι Νορμανδοί Προς τα τέλη τής Δυναστείας τών Μακεδόνων παρουσιάστηκαν, στην
Ιταλία, οι Νορμανδοί, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τα εσωτερικά προ βλήματα τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη ρήξη της με τη Ρώμη, άρ χισαν να προωθούνται, με επιτυχία, στις νότιες ιταλικές κτήσεις τής Αυ
τοκρατορίας. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει τίποτε εναντίον αυτής τής απειλής, δεδομένου ότι όλες της οι δυνάμεις είχαν ριχθεί στον αγώνα με τους Σελτζουκίδες Τούρκους, οι οποίοι, μαζί με τους Πατζινάκες και τους Ούζους στον Βορρά, αποτελούσαν, όπως φαινόταν, τους φυσικούς συμμάχους τών Νορμανδών. Όπως λέει ο Νόυμαν «η Αυτοκρατορία υπε
ρασπιζόταν τον εαυτό της στην Ιταλία μόνον με το αριστερό της χέρι»(l). Ισχυρό όπλο τών Νορμανδών ήταν ο στόλος τους, ο οποίος αργότερα α πέβη πολύ χρήσιμος στις νορμανδικές χερσαίες δυνάμεις. Στα μέσα τού 110υ αιώνα οι Νορμανδοί είχαν, επίσης, έναν πολύ ικανό αρχηγό, τον
(1) Neumann, «Die Weltstellung des byzantinischen Reiches» 103, Γαλλικά 100.
456
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Ροβέρτο Γυϊσκ<ιρδο, «ο οποίος από αρχηγός ληστών έγινε λήσταρχος μιας
Αυτοκρατορίας» (Ι).
Κύριος σκοπός τού Γυ'ίσκάρδου υπήρξε η κατάκτηση τής βυζαντινής Νότιας Ιταλίας αλλά, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο αγώνας στην Ιταλία, κατά την πέμπτη και έκτη δεκαε
τία τού 110υ αιώνα, προχωρούσε με εναλλασσόμενες επιτυχίες. Ο Ρο
βέρτος κατέκτησε το Μπρίντιζι, τον Τάραντα και το Ρέτζιο (Ρήγιον), αν και οι δύο πρώτες πόλεις επανακτήθηκαν αργότερα από τον βυζαντινό στρατό που εστάλη στο Μπάρι και ο οποίος συμπεριελάμβανε και Βα ράγκους. Αργότερα όμως η επιτυχία ανήκε στους Νορμανδούς.
Ο Ροβέρτος Γυ'ίσκάρδος πολιόρκησε το Μπάρι, το οποίο την εποχή εκείνη ήταν το βασικό κέντρο τής βυζαντινής εξουσίας στη Νότια Ιταλία,
καθώς και μία από τις ισχυρότερα οχυρωμένεs πόλεις τής χερσονήσου. Μόνον με την πανουργία, τον
90
αιώνα, οι μουσουλμάνοι κατόρθωσαν
να καταλάβουν το Μπάρι για μια σύντομη περίοδο. Τον ίδιο αιώνα η πό λη αυτή αντιστάθηκε σθεναρά στον Αυτοκράτορα τής Δύσης Λουδοβίκο ΒΌ Η πολιορκία τού Μπάρι από τον Ροβέρτο υπήρξε ένα δύσκολο στρα τιωτικό εγχείρημα, στο οποίο σημαντική ήταν η συμβολή τού στόλου τών
Νορμανδών που απέκλεισε το λιμάνι. Η πολιορκία κράτησε τρία περίπου χρόνια και τελείωσε την άνοιξη τού
1071,
οπότε το Μπάρι αναγκάστηκε
να υποχωρήσει(2).
Η πτώση τού Μπάρι αποτελεί το τέλος τής κυριαρχίας τού Βυζαντίου
στη Νότια Ιταλία. Ξεκινώντας από αυτό το σπουδαίο σημείο ο Ροβέρτος μπορούσε πια, γρήγορα, να επιτύχει την τελική κατάκτηση τιδν μικρών
υπολειμμάτων τής βυζαντινής κυριαρχίας στο εσωτερικό τής Ιταλίας. Η κατάκτηση τής Νότιας Ιταλίας αποδέσμευσε επίσης τις δυνάμεις τού Ρο βέρτου για την επανάκτηση τής Σικελίας από τους μουσουλμάνους. Η υποδούλωση .τής Νότιας Ιταλίας από τους Νορμανδούς δεν εκμηδέ νισε τελείως την επιρροή τού Βυζαντίου. Ο θαυμασμός για την Ανατολική Αυτοκρατορία, τις παραδόσεις της και τη λαμπρότητά της ήταν ακόμη πο
λύ αισθητός στη Δύmι. Η Δυτική Αυτοκρατορία τού Καρλομάγνου ή τού Όθωνος αντιπροσώπευε, κατά πολλούς τρόπους, μια αντανάκλαση τών
συνηθειών και τών ιδεών τής Ανατολής. Οι Νορμανδοί κατακτητές τής Νότιας Ιταλίας πρέπει να γοητεύθηκαν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο δούκας τής Απουλίας Ροβέρτος, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο τών Αυτοκρατόρων τού Βυζαντίου, διατήρησε στις κατα-
(1) (2)
Ένθ. ανωτ. Σχετικά με
102, Γαλλικά 99. τις πηγές βλέπε Gay,
«LΊtaΙίe
Meridionale» 536, υποσημ. 3.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
457
κτημένες περιοχές τη διοικητική οργάνωση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορί
ας. Έτσι βλέπουμε ότι οι νορμανδικές πηγές μιλούν για το θέμα τής Κα λαβρίας, αναφέροντας ότι οι πόλεις διοικούνταν από στρατηγούς ή εξάρ χους και ότι οι Νορμανδοί αγωνίζονταν για την απόκτηση βυζαντινών τίτλων. Η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε στις λειτουργίες τών εκκλησιών τής Καλαβρίας, ενώ σε μερικές περιοχές, την εποχή τών Νορμανδών, η Ελληνική εχρησιμοποιείτο ως επίσημη γλώσσα. Γενικά οι νικητές και οι
νικημένοι ζούσαν μαζί, χωρίς να συγχωνεύονται, διατηρώντας τη γλώσσα τους και τις συνήθειές τους.
Τα φιλόδοξα σχέδια τού Ροβέρτου ξεπερνούσαν τις περιορισμένες ε κτάσεις τής Νότιας Ιταλίας. Έχοντας πλήρη επίγνωση τής εσωτερικής α δυναμίας τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τών εξωτερικών προβλημά των που αντιμετώπιζε, ο Νορμανδός κατακτητής άρχισε να οραματίζεται την απόκτηση τού αυτοκρατορικού στέμματος.
Η πτώση τού Μπάρι, την άνοιξη τού
1071
και η μοιραία έκβαση τής
μάχης τού Μαντζικέρτ, τον Αύγουστο τού ίδιου έτους, απέδειξε ότι το έ τος
1071 υπήρξε
ένα από τα σπουδαιότερα έτη όλης τής ιστορίας τού Βυ
ζαντίου. Η Νότια Ιταλία στη Δύση χάθηκε οριστικά, ενώ στην Ανατολή -στη Μικρά Ασία- η κυριαρχία τής Αυτοκρατορίας ήταν καταδικασμέ νη. Στερημένη από τις περιοχές της και από τη ζωτική της πηγή, τη Μι κρά Ασία, η Ανατολική Αυτοκρατορία παρήκμαζε ραγδαία από το δεύτερο ήμισυ τού 110υ αιώνα. Παρά τη μερική αναζωογόνησή της, την εποχή τών Κομνηνών, η Αυτοκρατορία, σιγά σιγά, παραχωρούσε την πο
λιτική και οικονομική της σπουδαιότητα στα κράτη τής Δυτικής Ευρώπης. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ' αντιλήφθηκε πλήρως την έκταση τής α
πειλής τού Ροβέρτου και προσπάθησε να τήν αποφύγει με την -διά τού γάμου -
σύναψη οικογενειακών σχέσεων μεταξύ τών δύο βασιλικών οί
κων. Ο γιος τού Αυτοκράτορα αρραβωνιάστηκε την κόρη τού Ροβέρτου,
αλλά το γεγονός αυτό δεν φάνηκε να μεταβάλλει την κατάσταση και, με τά την εκθρόνιση τού Μιχαήλ, οι Νορμανδοί άρχισαν πάλι τις εχθρικές τους ενέργειες εναντίον τής Αυτοκρατορίας. Όταν ανήλθε στον θρόνο ο
Κομνηνός, οι Νορμανδοί ετοιμάζονταν ήδη να μεταφέρουν τις στρατιωτι κές τους επιχειρήσεις από την Ιταλία στην ανατολική ακτή τής Αδριατι κής Θάλασσας.
Η περίοδος τών ανωμαλιών, η οποία οδήγησε στην υποχώρηση τής αυτοκρατορική ς εξουσίας σε όλα τα σύνορα τής Αυτοκρατορίας -τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη
-
και που χαρακτηρίζεται από διαρκείς
εσωτερικούς αγώνες, άφησε στη νέα Δυναστεία τών Κομνηνών μια πολύ προβληματική κληρονομιά.
458
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Παιδεία, Λογοτεχνία, Τέχνη Η εποχή τών Μακεδόνων, την οποία χαρακτηρίζει μια ζωηρή δραστηριό τητα στον τομέα τών εξωτερικών και εσωτερικών υποθέσεων, υπήρξε ε πίσης μια περίοδος εντατικής ανάπτυξης στον τομέα τής παιδείας, τής λογοτεχνίας και τής τέχνης. Η εποχή αυτή γνώρισε την πιο αντιπροσω πευτική εμφάνιση τών διακριτικών χαρακτηριστικών τής βυζαντινής παιδείας, τής οποίας κύριες εκφάνσεις υπήρξαν η πρόοδος σε ό,τι αφορά στην προσέγγιση τής θύραθεν γνώσης προς το θεολογικό στοιχείο ή στη συμφιλίωση τής αρχαίας ειδωλολατρικής σοφίας με τις νέες ιδέες τού Χριστιανισμού, η ανάπτυξη τής καθολικής και εγκυκλοπαιδικής γνώσης και, τέλος, η απουσία πρωτότυπου και δημιουργικού πνεύματος. Κατά τη
διάρκεια τής περιόδου αυτής το Πανεπιστήμιο τής Κωνσταντινούπολης υπήρξε, για μια φορά ακόμη, το κέντρο τής μόρφωσης, τής αγωγής και
τής λογοτεχνίας γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν οι πιο αξιόλογες πνευματικές δννάμεις τής Αυτοκρατορίας. Ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός, μαθητής τού Φωτίου, αν και δεν ήταν προικισμένος με μεγάλες λογοτεχνικές ικανότητες, έγραψε αρκετές ομιλίες, εκκλησιαστικούς ύμνους και άλλα έργα. Η μεγαλύτερη υπηρεσία που προσέφερε έγκειται στις προσπάθειές του να διαφυλάξει την πνευ ματική ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Φώτιος, «ετοιμάζοντας έτσι για τον εαυτό του
-
όπως λέει ένας ιστορικός -
μια τιμητική θέση στην ιστο
ρία τής βυζαντινής αγωγής, γενικά, και τής εκκλησιαστικής της αγωγής, ειδικά»(I). Ο Λέων υποστήριξε και υπερασπίστηκε όλους τους ανθρώπους τών γραμμάτων τής εποχής του και <<το αυτοκρατορικό ανάκτορο μετα μορφωνόταν μερικές φορές σε μια νέα Ακαδημία ή Λύκειο»(2).
Εξέχουσα φυσιογνωμία τής μορφωτικής κίνησης τού 100υ αιώνα υ
πήρξε ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, ο οποίος πρόσφερε πολλά στην πνευματική πρόοδο τού Βυζαντίου όχι μόνον υποστηρίζοντας την εκπαίδευση, αλλά και γράφοντας πολλά πρωτότυπα έργα. Ο Κωνσταντί νος ανέθεσε όλες τις διοικητικές υποθέσεις στον Ρωμανό Λεκαπηνό, α
φιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος τού καιρού του στον τομέα που τόν ενδιέφερε, και πέτυχε να γίνει η καρδιά μιας εντατικής φιλολογικής και επιστημονικής κίνησης, στην οποία συνέβαλε πολύ και ο ίδιος, προσωπι κά. Έγραφε πολύ, παρακινούσε τους άλλους να γράφουν και προσπα
θούσε να εξυψώσει την αγωγή τού λαού του σε ανώτερο επίπεδο. Το
(1) (2)
Ρορον, «ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ'» Ένθ. ανωτ.
232
(Ρωσικά).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
459
6νομά του είναι <πενά συνδεδεμένο με την ανέγερση πολλών και μεγα
λόπρεπων κτηρίων. Ο ίδιος δε .ενδιαφερόταν με πάθος για την τέχνη και τη μουσική, ξοδεύοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για τη σύνταξη ανθολογιών αρχαίων συγγραφέων.
.
Έχει διασωθεί ένας μεγάλος αριθμός τών έργων τής εποχής τού Κων
σταντίνου Ζ', από τα οποία μερικά έχουν γραφεί από τον ίδιο, ενώ άλλα έγιναν με την προσωπική του ενίσχυση ή υπό μορφή ανθολογιών αρχαί
ων κειμένων ή εγκυκλοπαιδειών
-
με αποσπάσματα σχετικά με διάφορα
θέματα- που συμπιλήθηκαν ύ<περα από δική του υπόδειξη. Ανάμεσα <πα έργα του βρίσκουμε την εγκωμια<πική βιογραφία τού παππού του Βασιλείου Α', καθώς και το Προς τον ίδιον υιόν, το οποίο, αφιερωμένο <πον γιο και διάδοχό του, περιέχει ενδιαφέρουσες και αξιόλογες πληρο
φορίες γύρω από τη γεωγραφία ξένων χωρών, τις σχέσεις τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τα γειτονικά της κράτη και τη βυζαντινή διπλωματία. Το έργο αυτό αρχίζει με κεφάλαια σχετικά με τους βόρειους λαούς τους
Πατζινάκες, τους Ρώσους, τους Ούζους, τους Χαζάρους και τους Μαγυά ρους (Τούρκους), οι οποίοι -κυρίως οι δύο πρώτοι- διαδραμάτισαν κύριο ρόλο στην πολιτική και οικονομική ζωή τού 100υ αιώνα. Επίσης α σχολείται με τους ,Αραβες, Αρμενίους, Βουλγάρους, Δαλματούς, Φράγ
κους, Νοτιο-Ιταλούς, Ενετούς και με μερικούς άλλους λαούς. Το έργο πε ριέχει επίσης τα ονόματα τών ρευμάτων τού ποταμού Δνειπέρου σε δύο
γλώσσες, «Σλαβικά» και «Ρωσικά», δηλαδή Σκανδιναβικά. Αποτελεί μία από τις πιο σπουδαίες βάσεις <πις οποίες <πηρίζεται η θεωρία τής σκαν διναβικής καταγωγής τών πρώτων «Ρώσων» ηγεμόνων. Το έργο αυτό γράφηκε μεταξύ τού
948
και τού
952
(ή
951).
Ο Μπιούρυ, ο οποίος έγρα
ψε μια ειδική για το έργο αυτό μελέτη, τό ονομάζει «συρραφή»(1). Εν τού τοις δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα τής πολιτικής, διπλωματικής και οικο νομικής δύναμης τής Αυτοκρατορίας τού 100υ αιώνα(2). Πλούσιο γεωγρα φικό υλικό βρίσκεται επίσης <πο τρίτο του έργο, το Περί θεμάτων, το ο ποίο <πηρίζεται, εν μέρει, <πα γεωγραφικά έργα τού 50υ και 60υ αιώνα.
(1) J. Β. Bury, «The Treatise "De administrando imperio"» «Byzantinische Zeitschrift», ΧΥ, 1906,517-577). Ο G. Manojlovic δημοσίευσε στην σερβο-κροατική γλώσσα τέσσερα αξιόλογα υπομνήματα σχετικά με αυτή την πραγματεία. Βλέπε «Δημοσιεύμα τα τής Ακαδημίας τού Ζάγκρεμπ»
(CLXXXII, CLXXXVI-
νπ,
1910-1911).
Ο συγ
γραφέας συνόψισε τα τέσσερα υπομνήματά του, στα γαλλικά, στο Διεθνές Συνέδριο
Βυζαντινών Σπουδών, στο Βελιγράδι, το
1927. Βλέπε «Compte-rendu du Cόngres (1929).45-47. (2) Τώρα έχουμε μια νέα κριτικιj έκδοση τού έργου «De administrando imperio» τού G. Moravcsik με αγγλική μετάφραση τού R. Jenkins (1949).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
460
Την εποχή τού Κωνσταντίνου συντάχθηκε επίσης το Περί βασιλείου τά ξεως, το οποίο αποτελεί κυρίως μια λεπτομερή περιγραφή τού πολύ
πλοκου κώδικα συμπεριφοράς στην αυτοκρατορική Αυλή και που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα «πρωτόκολλο τής Αυλής». Το βιβλίο αυτό γράφηκε κυρίως βάσει επίσημων στοιχείων -διαφόρων περιόδων- τής Αυλής. Το υλικό που περιέχει και που αναφέρεται στο βάπτισμα, στον γάμο, στη στέψη, στην ταφή τών Αυτοκρατόρων, στις διάφορες ακολου
θίες τής Εκκλησίας, στην υποδοχή τών ξένων πρέσβεων, στον εφοδιασμό τών στρατιωτικών εκστρατειών, στα αξιιδματα και στους τίτλους, καθώς και σε πολλές άλλες εκφάνσεις τής ζωής, αποτελεί ανεκτίμητη πηγή για τη μελέτη όχι μόνον τής ζωής τής Αυλής, αλλά και τής κοινωνικής ζωής ό λης τής Αυτοκρατορίας. Το τυπικό τής Αυλής τού Βυζαντίου, το οποίο
πήγασε και αναπτύχθηκε από το αυλικό τυπ~κό τής ύστερης Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας τής εποχής τού Διοκλητιανού και τού Μεγάλου Κων
σταντίνου, εισχώρησε στην ζωή τής Αυλής τής Δυτικής Ευρώπης, καθώς και τών σλαβικών κρατών, συμπεριλαμβανόμενης τής Ρωσίας. Ακόμη και μερικές συνήθειες τής τουρκικής Αυλής, τού 200ύ αιώνα, έφεραν ίχνη τής
επιρροής τού Βυζαντίου. Ο Κωνσταντίνος επίσης έδωσε μια εκτενή περι γραφή τής θριαμβευτικής μεταφοράς τής θαυματουργικής εικόνας τού
Σωτήρος από την Έδεσσα στην Κωνσταντινούπολη, το
944.
Η λα'ίκή πα
ράδοση δέχεται ότι η εικόνα αυτή εστάλη από τον Χριστό στον ηγεμόνα τής Έδεσσας. Από τον κύκλο τών μορφωμένων, που είχε σχηματιστεί γύρω από τον Κωνσταντίνο, προήλθε ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος, συγγραφέας μιας ιστορίας από την εποχή τού Λέοντος Ε' μέχρι αυτή τού Λέοντος ΣΤ'
(813-886),
και ο Θεόδωρος Δαφνοπάτης, ο οποίος έγραψε ένα ιστορικό
έργο που δεν έχει διασωθεί, μερικές διπλωματικές επιστολές, αρκετές ο μιλίες χριστιανικου περιεχομένου και μερικές βιογραφίες. Κατόπιν υπο δείξεως τού Αυτοκράτορα ο Κωνσταντίνος ο Ρόδιος έγραψε μια έκφρα
ση τής Εκκλησίας τών Αποστόλων, η οποία αξίζει κυρίως λόγω τού ότι μάς δίνει μια εικόνα αυτής τής περίφημης Εκκλησίας, η οποία καταστρά φηκε, αργότερα, από τους Τούρκους.
Ανάμεσα στις εγκυκλοπαίδειες που παρουσιάστηκαν την εποχή τού Κωνσταντίνου υπήρξε και το περίφημο συναξαριστικό Μηνολόγιον το οποίο συνέταξε ο Συμεών ο Μεταφραστής. Στις αρχές τού 100υ αιώνα α
νήκει επίσης η Παλατινή Ανθολογία, την οποία συνέταξε ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς και που ονομάζεται έτσι από το μοναδικό χειρόγραφο
Palatinus), το οποίο
(Codex
βρίσκεται τώρα στη Χα·ίδελβέργη. Η άποψη μερικών
μελετητών ότι ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
461
Ρόδιος πρέπει να θεωρηθεί απίθανη. Η Παλατινή Ανθολογία είναι μία
μεγάλη συλλογή επιγραμμάτων. -χριστιανικών και ειδωλολατρικών και αποτελεί δείγμα τού λεπτού φιλολογικού γούστου τού 100υ αιώνα(Ι).
Η εποχή τού Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γνώρισε επίσης τη σύ
νναξη τού περίφημου Λεξικού τού Σουίδα, για το πρόσωπο και τη ζωή τού οποίου δεν υπάρχουν σχετικές πληροφορίες, αν και το Λεξικό του εί ναι η πιο πλούσια πηγή για την ερμηνεία λέξεων, κυρίως ονομάτων και λημμάτων γενικής χρήσης. Τα φιλολογικά και ιστορικά λήμματα που α
ναφέρονται σε έργα που δεν έχουν διασωθεί, έχουν ιδιαίτερη αξία. Πα ρά τις πολλές του ελλείψεις «το Λεξικό τού Σουίδα είναι ένα μνημείο τής συμπιλητικής φιλοπονίας τών λογίων τού Βυζαντίου, σε μια εποχή που η μορφωτική δραστηριότητα στην υπόλοιπη Ευρώπη είχε τελείως παρακ μάσει. Αυτό αποτελεί μια νέμ. ένδειξη τής μεγάλης έκτασης στην οποία η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία, παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές ανωμα λίες, διατήρησε και ανέπτυξε ό,τι απέμεινε από τον αρχαίο πολιτισμό»(2).
Μια άλλη αξιόλογη προσωπικότητα τής εποχής τής Δυναστείας τών Μακεδόνων υπήρξε ο Αρέθας, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, κατά τις αρ
χές τού 1Ο0υ αιώνα. Η μεγάλη του μόρφωση και το βαθύ ενδιαφέρον του για τα φιλολογικά έργα
-
τόσο τα εκκλησιαστικά όσο και τα κοσμικά
αντανακλώνται στα έργα του. Τα σχόλιά του (στα Ελληνικά) στην Απο κάλυψη -τα πρώτα απ' όσα είναι γνωστά-, οι σημειώσεις του στον
Πλάτωνα, τον Λουκιανό και τον Ευσέβιο και, τέλος, η αξιόλογή του συλ λογή επιστολών
-
που διασώθηκε σ' ένα από τα χειρόγραφα τής Μό
σχας, δίχως να έχει ακόμη εκδοθεί- δείχνουν ότι ο Αρέθας υπήρξε μια εξέχουσα φυσιογνωμία τής πνευματικής κίνησης τού 100υ αιώνα(3). Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, γνωστός για την ενεργό συμμετο
χή του στην εκκλησιαστική ζωή αυτής τής περιόδου, άφησε μια αξιόλογη συλλογή από περισσότερες από
150
επιστολές. Η συλλογή αυτή περιέχει
μηνύματα που εστάλησαν στον 'Αραβα εμίρη τής Κρήτης, στον Συμεών
τής Βουλγαρίας, στους Πάπες, στον Αυτοκράτορα Ρωμανό Λεκαπηνό, σε επισκόπους, μοναχούς, καθώς και σε διάφορους κρατικούς υπαλλήλους. Τα μηνύματα αυτά περιέχουν υλικό σχετικό με την εσωτερική και πολιτι-
(1) Βλέπε Κrumbacher, «Geschichte der byzantinischen Litteratuf» 727. Montelatici, «Storia della letteratura bizantina» 120, 125. (2) Κrumbacher, ένθ. ανωτ. 568. Σχετικά με τις σύγχρονες μελέτες βλέπε βιβλιογρα φίαν.
(3)
Σχετικά με τον Αρέθα και το περιβάλλον του βλέπε ενδιαφέροντα στοιχεία στον
Μ. Α.
Shanguin, «Byzantine PoliticaI PersonaIities of the First HaIf of the Tenth Century» (Vizantiysky Sbornik, 1945, 228-236).
462
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
κή ιστορία τού 100υ αιώνα. Ο Λέων ο Διάκονος
-
σύγχρονος τού Βασιλείου Β' και αυτόπτης
μάρτυρας τού Βουλγαρικού Πολέμου -
βλία, η οποία καλύπτει τη μεταξύ
959
άφησε μια ιστορία, σε δέκα βι
και
975
περίοδο, περιέχοντας περι
γραφές τών αραβικών, βουλγαρικών και ρωσικών εκστρατειών τής Αυτο κρατορίας. Η ιστορία αυτή είναι η πιο αξιόλογη, δεδομένου ότι αποτελεί τη μόνη ελληνική πηγή τής εποχής που ασχολείται με τη λαμπρή περίοδο τού Νικηφόρου Φωκά και τού Ιωάννη Τζιμισκή. Το έργο τού Λέοντος τού Διακόνου είναι επίσης ανεκτίμητο για την ιστορία τής Ρωσίας, δεδο
μένου ότι περιέχει εκτενείς πληροφορίες για τον Σβιατοσλάβο και τον πόλεμό του με τους Έλληνες. Η σχετική με την κατάκτηση τής Θεσσαλονίκης από τους 'Αραβες
(904) μονογραφία τού ιερέα τής Θεσσαλονίκης Ιωάννη Καμενιάτη έχει ήδη αναφερθεί. Ανάμεσα στους χρονογράφους αυτής τής περιόδου βρίσκουμε τον α
νώνυμο συνεχιστή τού Θεοφάνη
ριγράφει γεγονότα από το
813
(Theophanes Continuatus), μέχρι το
961
ο οποίος πε-
βάσει τών έργων τού Γενέ
σιου τού Κωνσταντίνου τού Πορφυρογέννητου και τού συνεχιστή τού Γεωργίου Αμαρτωλού. Το πρόβλημα τής ταυτότητας τού συγγραφέα αυτού τού έργου δέν έχει ακόμη λυθεί
Η ομάδα τών χρονογράφων τού 1Ο0υ αιώνα αντιπροσωπεύεται συνή θω~ από τέσσερεις ανθρώπους: τον Λέοντα τον Γραμματικό, τον Θεοδό
σιο Μελιτηνό, τον ανώνυμο Συνεχιστή τού Γεωργίου Αμαρτωλού και τον Συμεών Μάγιστρο και Λογοθέτη, τον επονομαζόμενο ψευδο-Συμεών Μάγιστρο. Οι συγγραφείς αυτοί όμως δεν είναι πρωτότυποι. Όλοι τους αντέγραψαν, συντόμευσαν ή αναθεώρησαν το χρονικό τού Συμεών Λο
γοθέτη, τού οποίου το πλήρες ελληνικό κείμενο δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Εν τούτοις όμως .υπάρχει μια παλιά σλαβική έκδοσή του που δίνει μια καλή εικόνα τού ανέκδοτου ελληνικού κειμένου(2).
(1)
Ο
S.
Ρ.
Shestakov
πιστεύει ότι συγγραφέας τής Συνέχειας τον Θεοφάνη ψαν ο
Θεόδωρος Δαφνοπάτης. Βλέπε Π.χ. «Το Ζljτημα τού Συγγραφέα τού Συνεχισrή τού
θεοφάνους» (Compte-rendu du deuxieme congres international des etudes byzantines, 1929,35-45). Βλέπε και Η. G. Nickles, «The Continuatio Theophanis» (Transactions of the American Phίlological Association, LXVIII, 1937,221-227). (2) Το περCπλoκo αυτό πρόβλημα διευκρινίστηκε, για πρώτη φορά, το 1895 από τον Vasίlievsky' συζητήθηκε δε με περισσότερες λεπτομέρειες τώρα τελευταία και εξηγή θηκε τελείως από τον
Ostrogorsky. Βλέπε Vasilievsky, «Το Χρονικό τού Λογοθέτη' (Vizantiysky Vremennik, 11, 1895,78-151)' Ostrogorsky, «Α Slavonic Version of the Chronicle of Symeon Logothete» (Annales de l'Institut
Σλαβικά και Ελληνικά»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Στον
100 αιώνα ανήκει
463
επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα για την ιστορί
α τής βυζαντινής λογοτεχνίας προσωπικότητα, ο Ιωάννης Κυριώτης ή Γε ωμέτρης, ο οποίος ήκμασε την εποχή τού Νικηφόρου Φωκά, τού Ιωάννη ~ιμισκή και τού Βασιλείου ΒΌ Ο πρώτος από αυτούς τους Αυτοκράτο ρες υπήρξε ο αγαπημένος του ήρωας. Ο Κυριώτης άφησε μια συλλογή ε πιγραμμάτων και ποιημάτων, ένα σχετικό με τον ασκητισμό ποιητικό έρ γο και μερικούς ύμνους προς τιμήν τής Παρθένου. Τα επιγράμματά του
και τα ποιήματά του έχουν άμεση σχέση με τα σπουδαία πολιτικά γεγο νότα τής εποχής του, όπως π.χ. με τον θάνατο τού Νικηφόρου Φωκά και
τού Ιωάννη Τζιμισκή, την επανάσταση τού Βάρδα Σκληρού και τού Βάρ δα Φωκά, τον Βουλγαρικό Πόλεμο κ.λπ. Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέ ροντα για τον μελετητή αυτής τής περιόδου. Ένα ποίημα σχετικό με ένα ταξίδι του από την Κωνσταντινούπολη στη Σηλυβρία
που γνώρισαν τη δράση τού στρατού -
-
μέσω περιοχών
δίνει μια έντονη και συγκινητική
εικόνα τών βασάνων και τών καταστροφών που αντιμετώπιζαν οι αγρό τες(l).
Ο Κρουμπάχερ έχει, αναμφίβολα, δίκαιο όταν λέει ότι ο Ιωάννης Γε
ωμέτρης είναι ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς τής βυζαντινής λο γοτεχνίας(2J. Πολλά από τα ποιήματά του αξίζει να μεταφραστούν σε σύγ
χρονες γλώσσες. Τα πεζά του, ρητορικού και εξηγητικού χαρακτήρα, έχουν λιγότερο ενδιαφέρον από τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Νικηφόρου Φωκά συνετέθη επί
σης ο ψευδο-Λουκιανικός διάλογος Φιλόπατρις, ο οποίος, όπως έχει λε χθεί, αντιπροσωπεύει μια μορφή «βυζαντινού ανθρωπισμού», ενώ συγ χρόνως αποτελεί, για τον
100
αιώνα, «μια αναγέννηση τού ελληνικού
πνεύματος και τού κλασικού γούστου»(3).
Κατά το πρώτο ήμισυ τού 110υ αιώνα ήκμασε ένας από τους καλύτε-
1932, 17-36). Βλέπε επίσης μια σύντομη αλλά πολύ διαυγι, περίληψη τού θέματος αυτού, από τον Ostrogorsky, Γαλλικά, στο «L'Expedition du Prince OIeg contre ConstantinopIe en 907» (AnnaIes de ΙΊnstίtut Kondakov, ΧΙ, 1939,50). Kondakov,
(1)
Βλέπε
ν,
Migne, «Patrologia Graeca» CVI, 956-959.
Ρωσικά,
Vasilievsky,
«Έργα»
11,
121-122. (2) Krumbacher, «Geschichte der byzantinischen Litteratur», 734. Ο Πολωνός J. Saidak μελέτησε τα έργα τού Ιωάννη Γεωμέτρη και κυρίως τους ύμνους του προς τιμήν t11ς Παρθένου. Βλέπε Saidak, «Que signifie Κυριώτης Γεωμέτρης?» (Byzantion νι, 1931,343-353). Βλέπε επίσης σύντομο σημείωμα τού Saidak στο «Literatura Bizantyήska» 725-726. (3) S. Reinach, «Le Christiani),me a Byzance et la question du Philopatris» στο «Cultes, mythes et relίgions» (τρίτη έκδοση 1922, 1,368,391).
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
464
ρους ποιητές τού Βυζαντίου' ο Χριστόφορος Μυτιληναίος, ο οποίος έγινε γνωστός μόνον τώρα τελευταία. Τα σύντομά του έργα, γραμμένα κυρίως σε ιαμβικό τρίμετρο, σε μορφή επιγραμμάτων ή προσφωνήσεων προς
διάφορα πρόσωπα
Αυτοκρατόρων -
-
συμπεριλαμβανομένων μερικών σύγχρονών του
χαρακτηρίζονται από το χαρούμενό τους ύφος και το
λεπτό τους πνεύμα(l).
Τον
100
αιώνα, οπότε ο βυζαντινός πολιτισμός γνώριζε μια περίοδο
λαμπρής εξέλιξης, ήλθαν στον Βόσπορο από τη βάρβαρη Δύση αντιπρό σωποί της για να μορφωθούν.
Αλλά στα τέλη τού 1Ο0υ και στις αρχές τού 110υ αιώνα, όταν όλη η προσοχή τής Αυτοκρατορίας είχε επικεντρωθεί σε εκστρατείες που ανύ
ψωσαν την Αυτοκρατορία στον κολοφώνα τής στρατιωτικής της φήμης, η πνευματική και δημιουργική δραστηριότητα α'cόνησε. Ο Βασίλειος Β' με
ταχειριζόταν τους λογίους με αποστροφή. Η 'Αννα Κομνηνή, συγγρα φέας τού 120υ αιώνα, παρατηρεί ότι «από την εποχή τής βασιλείας τού Βασιλείου τού Πορφυρογέννητου (δηλαδή τού Βασιλείου Β' Βουλγαρο κτόνου) μέχρι και τού (Κωνσταντίνου) Μονομάχου η μόρφωση είχε πα
ραμεληθεί από την πλειονότητα τού λαού
-
αν και δεν κατέπεσε τελεί
ως- για να αναπτυχθεί και πάλι αργότερα»(2). Μεμονωμένα άτομα συνέ
χισαν να εργάζονται με επιμέλεια ξοδεύοντας ολόκληρες νύχτες σκυμμέ να στα βιβλία τους, υπό το φως τών λύχνων(3). Η ανώτερη εκπαίδευση, με την ευρεία υποστήριξη τού Κράτους, αναζωογονήθηκε μόνο κατά τα μέ σα τού 110υ αιώνα, την εποχή τού Κωνσταντίνου Μονομάχου, οπότε μια
ομάδα λογίων, με επικεφαλής τον νεαρό Κωνσταντίνο Ψελλό, προκάλε σε το ενδιαφέρον τού Αυτοκράτορα για τα σχέδιά της εξασκώντας συγ χρόνως μεγάλη επιρροή στην Αυλή. Αμέσως άρχισαν έντονες διαμάχες γύρω από τη φύqη τών μεταρρυθμίσεων τού Πανεπιστημίου. Ενώ η μια
μερίδα επιθυμούσε μια Νομική Σχολή, η άλλη απαιτούσε μια Φιλοσοφι
κή Σχολή, δηλαδή μια σχολή γενικής μόρφωσης. Η ταραχή αύξανε συνε χώς παίρνοντας τη μορφή δημόσιων εκδηλώσεων. Ο Αυτοκράτορας όμως
(1)
Βλέπε
Krumbacher, «Geschichte der byzantinischen Litteratuf» 737-738. Montela-
tici, «Storia della letteratura bizantina» 128-130. «Die Gedichte des Christophoros Mytίlenaios», έκδοση Ε. Kurtz. (2) Anna Comnena, «Alexias» Υ, 8· έκδοση Α. Reifferscheid, ι, 177-178. Μετάφραση E.A.S. Dawes, 132. Βλέπε G. Buckler, «Anna Comnena. Α Study» 262. Βλέπε επίσης Μιχωjλ Ψελλού, «Χρονογραφία», έκδοση Σάθα, «Bibliotheca Graeca Medii Aevi» IV, 19' έκδοση Ε. Renauld, ι, 19. (3) Βλέπε F. Fuchs, «Die hoheren Schulen νοη Konstantinopel im Mittelalter» 24-25.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
465
βρήκε μια καλή λύση τού ζητήματος οργανώνοντας τόσο τη Φιλοσοφική όσο και τη Νομική Σχολή. Το
lq45
ακολούθησε η ίδρυση τού Πανεπιστη
μίου. Η Νεαρά που αναφέρεται στην ίδρυση τής Νομικής Σχολής έχει δι ασωθεί. Η Φιλοσοφική Σχολή, υπό την ηγεσία τού περίφημου λογίου και
συγγραφέα Ψελλού, δίδασκε φιλοσοφία, επιδιώκοντας να δώσει στους σπουδαστές της μια γενική μόρφωση. Η Νομική Σχολή ήταν ένα είδος Νομικού Λυκείου ή Ακαδημίας.
Στη βυζαντινή διοίκηση είχε γίνει αισθητή η έλλειψη μορφωμένων και πεπειραμένων υπαλλήλων
-
κυρίως νομικών -
καθώς, ελλείψει ειδικών
επίσημων σχολών, οι νέοι αποκτούσαν νομικές γνώσεις κοντά σε νομο
μαθείς, νοτάριους ή δικηγόρους, οι οποίοι πολύ σπανίως διέθεταν μια ε
κτενή και πραγματική γνώmι τών νομικών ζητημάτων. Το Νομικό Λύ κειο, που ιδρύθηκε την εΠΟΧΙ1 τού Κωνσταντίνου τού Μονομάχου, είχε ως σκοπό του να ικανοποιήσει αυτή την επιτακτική ανάγκη. Την διεύθυνση
είχε αναλάβει ο Ιωάννης ΞιφΊλίνος, σύγχρονος και φίλος τού Ψελλού. Ό πως στο παρελθόν η φοίτηση ήταν δωρεάν και οι καθηγητές έπαιρναν α πό το Κράτος καλούς μισθούς, μεταξωτά ενδύματα και δώρα από την Α
νατολή. Όλοι όσοι ήθελαν να σπουδάσουν, μπορούσαν να εγγραφούν ελεύθερα στο Λύκειο ασχέτως από την κοινωνική και οικονομική τους
κατάσταση' με την προϋπόθεση όμως ότι ήταν επαρκώς προετοιμασμέ
νοι. Η Νεαρά που αναφέρεται στην ίδρυση τής Νομικής Ακαδημίας δίνει μια εικόνα τών σχετικών με την αγωγή και νομική κατάρτιση απόψεων τού Κράτους. Η Νομική Σχολή τού 110υ αιώνα είχε πρακτικούς σκοπούς
απέβλεπε δηλαδή στην κατάρτιση ικανών κρατικών υπαλλήλων, που θα γνώριζαν τους νόμους τής Αυτοκρατορίας(1). Ο διευθυντής τής Φιλοσοφικής Σχολής, Κωνσταντίνος Ψελλός, γνω στός συνήθως με το μοναστικό του όνομα Μιχαήλ, γεννήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ τού 110υ αιώνα. Χάρη στην εξαιρετική του αγωγή, τη βαθιά του μόρφωση και τη λαμπρή ικανότητά του, εξετιμάτο πολύ από τους συγχρόνους του και εξελίχθηκε σε μία από τις πιο σημαντικές προσωπι κότητες τής Αυτοκρατορίας. Εκλήθη στην Αυλή, όπου τού χορηγήθηκαν
σημαντικά αξιώματα και ανώτεροι τίτλοι. Συγχρόνως δίδασκε φιλοσοφία και ρητορική σε αρκετούς σπουδα<1τές. Σε μια επιστολή του ο Ψελλός γράφει ότι τόν ονομάζουν «φως σοφίας», δίνοντάς του συγχρόνως και άλλα ωραία ονόματα(2). Ακολουθώντας το παράδειγμα τού φίλου του και
διευθυντή τής Νομικής Σχολής, Ιωάννη Ξιφιλίνου, έγινε μοναχός, παίρ-
(1) (2)
Ένθ. ανωτ. Περιέχει λεπτομερείς πληροφορίες γι' αυτές-τις δύο ανώτερες σχολές. Σάθα,
«Bibliotheca Graeca Medii Aevi»
ν,
508.
466
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
νοντας το όνομα Μιχαήλ, και έζησε για λίγο καιρό σ' ένα μοναστήρι. Η μοναστική όμως ζωή δεν ανταποκρινόταν στη φύση τού Ψελλού, ο οποίος εγκατέλειψε το μοναστήρι και γύρισε στην πρωτεύουσα, όπου επανακα τέλαβε τη σημαντική θέση που κατείχε στην Αυλή. Προς το τέλος τής ζω ής του έφθασε στο ανώτερο αξίωμα τού πρώτου τη τάξει συμβούλου τού Αυτοκράτορα. Πέθανε κατά τα τέλη τού 110υ αιώνα, το
1078(1).
Ζώντας σε μια εποχή ανωμαλιών και παρακμής τής Αυτοκρατορίας, καθώς και συνεχών αλλαγών τών Αυτοκρατόρων, ο Ψελλός έδειξε μεγά λη ικανότητα στο να προσαρμόζει τον εαυτό του στις μεταβαλλόμενες συνθήκες τής ζωής και, κατά τη διάρκεια τής σταδιοδρομίας του στην
υπηρεσία εννέα Αυτοκρατόρων, συνέχιζε την άνοδό του στην ιεραρχία και την αύξηση τής επιρροής του. Ο Ψελλός δεν δίσταζε να ταπεινώνεται και να χρησιμοποιεί την κολακεία ή τη δωροδοκία, προκειμένου να εξα
σφαλίσει την επιτυχία του. Δεν μπορεί επομένως να λεχθεί ότι διέθετε α νώτερα ηθικά προσόντα, αν και, από αυτή την πλευρά, δεν διέφερε από πολλούς ανθρώπους αυτής τής δύσκολης και ταραχώδους περιόδου. Οπωσδήποτε όμως διέθετε πολλά προσόντα που τόν τοποθετούσαν
πολύ ψηλότερα από τους συγχρόνους του. Υπήρξε ένας πολύ μορφωμέ νος άνθρωπος, που γνώριζε πολλά, έγραφε εντατικά και εργαζόταν ακα τάπαυστα. Κατόρθωσε πολλά πράγματα όσο ζούσε και άφησε πολλά έρ γα' θεολογικά, φιλοσοφικά (στα οποία ακολουθεί τον Πλάτωνα), επιστη μονικά, φιλολογικά, ιστορικά και νομικά, καθώς και μερικά ποιήματα, μερικές ομιλίες και πολλές επιστολές. Η Χρονογραφία τού Ψελλού, που
περιγράφει γεγονότα από τον θάνατο τού Ιωάννη Τζιμισκή μέχρι τα τε λευταία χρόνια τής ζωής τού συγγραφέα
(976-1077),
αποτελεί μια αξιό
λογη πηγή για την ιστορία τού 110υ αιώνα, παρά την ύπαρξη ορισμένων προκαταλήψεων κατά τη διήγηση. Κατά τη διάρκεια τής φιλολογικής του
δραστηριότητας, ο Ψελλός υπήρξε ο αντιπρόσωπος τής εμποτισμένης α πό τον Ελληνισμό «κοσμικής» γνώσης. Είναι ολοφάνερο ότι δεν υπήρξε μετριόφρων. Στη Χρονογραφία του γράφει ότι ήταν βέβαιος πως η γλώσ
σα του ήταν στολισμένη με λουλούδια και ότι, χωρίς καμιά προσπάθεια, έσταζε από αυτήν η γλυκύτητα(2), ενώ αλλού ο Ψελλός λέει ότι ο Κων σταντίνος Θ' «θαύμαζε εξαιρετικά την ευγλωττία του», ότι ο Μιχαήλ ΣΤ
τον θαύμαζε «γευόμενος το μέλι που έσταζε από τα χείλη του», ότι ο Κωνσταντίνος Ι' «μεθούσε με τα λόγια του όπως θα μεθούσε από νέ-
(1) Renauld, «Miche! Psellos: Chronographie ou Histoire d'un siec]e de Byzance» 9761077, ι, ix. (2) Ένθ. ανωτ. 139. Σάθα, «Biblίotheca Graeca Medii Aevi» ΙΥ, 123-124.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
467
κταρ» και ότι η Ευδοκία τόν θεωρούσε Θεό(l). Οι ιστορικοί όμως διαφω
νούν ακόμη στην εκτίμηmι τής Πj;.>οσωπικότητας και τής δράσης τού Ψελ λού, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να είχε καταλάβει -τον
110
αιώνα- στην πνευματική ζωή τού Βυζαντίου μια θέση όπως αυτή
που κατείχε ο Φώτιος τον τος τον
90
αιώνα και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννη
100 αιώνα(Ζ).
Η εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων, κυρίως δε ο 1Ο0ς αιώνας, θεωρείται ως η περίοδος τής ανάπτυξης τής βυζαντινής επικής ποίησης και τών βυζαντινών λα"ίκών τραγουδιών, τών οποίων κύριος ήρωας υπήρ ξε ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Η έντονη ζωή τών ανατολικών συνόρων με τους ακατάπαυστους πολέ μους, πρόσφερε πλούσιο έδαφος για γενναίες πράξεις και ριψοκίνδυνες περιπέτειες. Την πιο βαθιά εντύπωση άφησε στη μνήμη τού λαού ο ή ρωας αυτών τών συνοριακών επαρχιών Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Το πραγματικό όνομα αυτού τού επικού ήρωα υπήρξε προφανώς Βασίλειος, ενώ το Διγενής και Ακρίτας ήταν aπλά παρωνύμια. Το όνομα Διγενής (δύο γένη) έχει την προέλευσή του, πιθανόν, aπό το γεγονός ότι ο πατέ
ρας του ήταν Μωαμεθανός'Αραβας, ενώ η μητέρα του υπήρξε Ελληνίδα Χριστιανή. Το όνομα Ακρίτας (ή Ακρίτης) δινόταν, την εποχή τού Βυζα ντίου, στους υπερασπιστές τών απομακρυσμένων ορίων τής Αυτοκρατο
ρίας, τα οποία aπoκαλoύνταν άκρες. Οι ακρίτες, μερικές φορές, απή
λαυαν κάποιας ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση.
Ο επικός ήρωας Διγενής Ακρίτας αφιέρωσε όλη του τη ζωή στον αγώ να του με τους μουσουλμάνους και τους «απελάτες», κλέφτες τών βου νών, δηλαδή, οι οποίοι ήταν τολμηροί, δυνατοί στο πνεύμα και το σώμα και τόσο κλέφτες όσο και ήρωες(3 J • Οι «aπελάτε;», αδιαφορώντας για την εξουσία τού Αυτοκράτορα και τού χαλίφη, λεηλατούσαν τις χώρες και τών δύο. Την περίοδο τής ειρήνης, αντιμετώπιζαν τις εναντίον τους ενω μένες προσπάθειες τών Χριστιανών και τών μουσουλμάνων, ενώ την ε
ποχή τού πολέμου, κάθε πλευρά προσπαθούσε να πάρει με το μέρος της τους τολμηρούς αυτούς ανθρώπους. Ο Ραμπώ
(Rambaud)
λέει ότι σ' αυ
τές τις συνοριακές περιοχές «αισθανόταν κανείς πολύ μακριά από τη Βυ-
(1) Ε. Renauld, «Etude de la langue et du style de Michel Psellos» 432-433. Renauld, «Psellos: Chronographie» Ι, Χίν - χν. (2) J. Hussey, «Michael Psellus» (Speculum, Χ, 1935, 81-90). Hussey, «Church and Learning ίn the Byzantine Empire, 867-1185», 73-88. Μ. Jugie, «Michael Psellus» (Dictionnaire de theologie catho\ique, ΧΙΙΙ, 1936, 1149-1158). V. Valdenberg, «The Philosophical Ideas οί Michael PselIus» (Vizantiysky Sbomik, 1945,249-255). (3)
ΑΝ.
Veselovsky,
«Το ποίημα τού Διγενή»
(Vestnik Eνropy 1875,753), Ρωσικά.
468
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
ζαvτινή Αυτοκρατορία, ξεχνώντας ότι ζει στις επαρχίες μιας πεφωτισμέ νης μοναρχίας και νομίζοντας ότι βρίσκεται μέσα στη φεουδαρχική α ναρχία τής Δύσης»(Ι).
Βάσει διαφόρων υπαινιγμών που βρίσκει κανείς σω επικό έργο Διγε νής Ακρίτας, μπορεί να υποτεθεί ότι το π'ραγματικό γεγονός, στο οποίο
στηρίχθηκε το έπος, έλαβε χώρα στα μέσα τού 1Ο0υ αιώνα στην Καππα
δοκία, στην περιοχή τού Ευφράτη. Ο Διγενής κάνει μεγάλα κατορθώμα τα και αγωνίζεται για τους Χριστιανούς και την Αυτοκρατορία, δεδομέ
νου ότι, κατά την αντίληψή του, η Ορθοδοξία και η Ρωμανία (η Βυζαντι νή Αυτοκρατορία) είναι δύο πράγματα αχώριστα. Η περιγραφή τού πα λατιού τού Διγενή δίνει μια εικόνα τής μεγαλοπρέπειας και τού πλούτου τών μεγαλογαιοκτημόνων τής Μικράς Ασίας, τους οποίους τόσο πολύ πο
λέμησε ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος. Έχει υποστηριχθεί, ωστόσο, ότι το αρχικό πρότυπο τού Διγενή Ακρίτα ήταν ο ήρωας τού Ισλάμ Σαύντ
Μπατάλ Γκαζί, τού οποίου το όνομα συνδέεται με τη μάχη τού Ακρο'ίνού
(740). Το όνομα τού Διγενή παρέμεινε δημοφιλές και στην ύστερη περίοδο
τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ποιητής τού 120υ αιώνα Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος, θέλοντας να υμνήσει τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, δεν βρήκε καλύτερο τίτλο από αυτό τού «Νέου Ακρί τα»(2).
Κατά τον Μπιούρυ, «όπως ο Όμηρος αντιπροσωπεύει ένα συγκεκρι
μένο στάδιο τού αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και όπως το Τραγούδι τών Νιμπελούνγκεν κατοπτρίζει τον γερμανικό πολιτισμό τής εποχής τών μεταναστεύσεων, έτσι και ο κύκλος τού Διγενή αποτελεί μια περιεκτική εικόνα τού βυζαντινού κόσμου στη Μικρά Ασία και τής ζωής στα σύ νορα»(J).
Το ποίημα τού Δίγενή Ακρίτα επέζησε τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ακόμη και σήμερα ο λαός τής Κύπρου και τής Μικράς Ασίας τραγου δάει τον περίφημο ήρωα τού Βυζαντίου(4). Οι ταξιδιώτες βλέπουν ακόμη,
(1) "Etudes sur l'histoire byzantine» 73. (2) "Biblioth~que grecque νulgaire» έκδοση Ε. Legrand, Ι, 83 (180), 96 (546). Πρβλ. «Poemes Prodromiques en grec vulgaire" έκδοση D. C. Hesseling και Η. Pernot, 55 (164). Ε. Jeanselme και L. Oeconomos, «La Satire contre les Higoumenes" (Byzantion, Ι, 1924, 328). (3). J. Β. Bury, «Romances of Chivalry οη Greek Soil" 18-19. (4) Μερικά «Ακριτικά,> τραγούδια έχουν δημοσιευθεί από τον Σ. Κυριακίδη, «Ο Δι γενής Ακρίτας», 1926, 119-150.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤιΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
. κοντά
469
στην Τραπεζούντα, τον τάφο του, ο οποίος, σύμφωνα με τη λα'ίκή
παράδοση, προστατεύει τα νεογέννητα παιδιά από τα πονηρά πνεύματα,
Το περιεχόμενο τού έπους παρουσιάζει πολύ μεγάλες ομοιότητες με ονο μαστούς επικούς θρύλους τής Δυτικής Ευρώπης, όπως το Άσμα τού Ρο λάνδου
-
που αναφέρεται στην εποχή τού Καρλομάγνου -
και το Τρα
γούδι τού Σιντ μου, δύο έργα που έχουν ως πηγή την πάλη ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τον Μωαμεθανισμό.
Το έπος τού Διγενή Ακρίτα διασώθηκε σε πολλά χειρόγραφα, από τα οποία το παλαιότερο ανήκει στον
140
αιώνα(l). Η μελέτη του έχει τώρα
τελευταία εισέλθει σε μια νέα φάση, χάρη στις διαφωτιστικές έρευνες τού Γκρεγκουάρ, τις οποίες συνέχισαν πολύ καλά οι συνεργάτες του Μ, Κανάρ (Μ,
Canard) και Ρ.
Γκουσάν
(R. Goossens).
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ιστορικό πρότυπο τού Διγενή ήταν ο Διογένης, ο Τουρμάρχης τού θέματος τών Ανατολικών (στη Μικρά
Ασία), που έπεσε το
788,
αγωνιζόμενος εναντίον τών Αράβων, Πολλά
στοιχεία τού ποιήματος αναφέρονται σε γεγονότα τού 100υ αιώνα, οπότε
τα στρατεύματα τού Βυζαντίου εδραιώθηκαν στην περιοχή τού Ευφράτη' ο δε τάφος τού Διγενή, κοντά στην πόλη Σαμόσατα, χρονολογείται από
το
940
περίπου, Έχουν ανακαλυφθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σχέσεις
ανάμεσα στο βυζαντινό έπος αφ' ενός και στα αραβικά και τουρκικά έπη αφ' ετέρου' ακόμη και στις Χίλιες και μία νύχτες. Το έπος αυτό, με τις ιστορικές του προϋποθέσεις και τις διακλαδώσεις του στον χώρο τών α νατολικών επών, αποτελεί ένα από τα πιο γοητευτικά προβλήματα τής βυζαντινής φιλολογίας(2).
Τα βυζαντινά έπη, σε μορφή λα'ίκής μπαλάντας, επηρέασαν τα ρωσικά έπη και το έπος τού Διγενή Ακρίτα έχει και εκεί τη θέση του. Στην αρ
χαία ρωσική φιλολογία βρίσκουμε το έργο Τα κατορθώματα και η ζωή τού Διγενή Ακρίτα, το οποίο ήταν ήδη γνωστό στον Ρώσο ιστορικό, τών
(1) Βλέπε D, C. Hesseling, «La plus ancienne redaction du poeme epique sur Digenis Akritas» ] -22, (2)
Το
1942
ο Η,
Gregoire
δημοσίευσε Ελληνικά μια εξαιρετική περίληψη τών σχετι-'
κών με το έπος μελετών στο έργο «Διγενής Ακρίτας: Το Βυζαντινό έπος στην ιστορία και την ποίηση», Δεδομένου ότι το απαραίτητο αυτό βιβλίο είναι γραμμένο Ελληνικά και ως εκ τούτου απρόσιτο για έναν μεγάλο αριθμό αναγνωστών, μια αγγλικιj κή του μετάφραση θα ήταν πολύ χριισιμη, Από τις πολλές μελέτες τού
11 γαλλι Gregoire, που
αναφέρονται στο θέμα αυτό, θα 11θελα ν' αναφέρω δύο που θα μπορούσαν να είναι χριισιμες ως μια εισαγωγή:
de Digenis Akritas»'
και τα
«Le tombeau et la date de Digenis Akritas» και «Autour δύο στο «Byzantion» νι, 1931, 481-508' νιι, 1932,287-320,
470
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
αρχών το", 90υ αιώνα, Καραμζίν
(Karamzin),
ο οποίος κατ' αρχήν τ6 θε
ώρησε ως ρωσικ6 παραμύθι. Η σημασία τού έπους αυτού δεν υπήρξε μι κρή για την ανάπτυξη τής ρωσικής λογοτεχνίας, δεδομένου μάλιστα 6τι·η ζωή και τα γράμματα τών παλαιών Ρώσων είχαν δεχθεί από το Βυζάντιο βαθιά επιρροή' τόσο εκκλησιαστική όσο και κοσμική. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στη ρωσική έκδοση τού έπους τού Διγενή υπάρχουν, μερι κά επεισόδια που δεν έχουν ακόμη βρεθεί στα ελληνικά κείμενα(l).
Η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή τής Αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε την εποχή τών δυσκολιών και τών ανωμαλιών βάσει τής γραμμής που εί
χε χαραχθεί κατά τη διάρκεια τής Μακεδονικής Περιόδου. Η δράση τού Μιχαήλ Ψελλού, Π.χ., δεν διακόπηκε' πράγμα που, αυτό και μόνο, μπορεί να χρησιμεύσει ως μια ένδειξη τού ότι η πνευματική ζωή τής χώρας δεν έπαψε να υφίσταται. Ο Ψελλός υποστηρίχθηκε' από τους τυχαίους Αυτο κράτόρες τής περιόδου αυτής όσο και από τους εκπροσώπους τού Οίκου
τών Μακεδόνων. Ανάμεσα στους αξιόλογους συγγραφείς αυτής τής περιόδου, βρίσκου με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο οποίος γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, από ό που αργότερα μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, για να ακολουθή
σει εκεί νομική σταδιοδρομία. Τα έργα του, που έχουν διασωθεί, είναι
, ιστορικής και νομικής φύσεως. Η ιστορία του, που 1034 και 1079 περίοδο, στηρίζεται στην προσωπική
καλύπτει τη μεταξύ
του πείρα και δίνει
μία αληθινή εικόνα τής εποχής τών τελευταίων Μακεδόνων και τών ετών
τής περιόδου τών ανωμαλιών. Το ύφος τού Ατταλειάτη ήδη αποτελούσε ένδειξη τής αναγέννησης τού κλασικισμού, η οποία διαδόθηκε πολύ την
περίοδο τών Κομνηνών. Η νομική πραγματεία τού Μιχαήλ, προερχόμενη αποκλειστικά από τα Βασιλικά, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και δημοτικό τητα. Σκοπός του υπήρξε η έκδοση ενός πολύ σ'ύντομου νομικού εγχειρι
δίου που θα ήταν 'προσιτό σε όλους. Πολύτιμο υλικό, σχετικό με την πνευματική ζωή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τού l1ου αιώνα, βρίσκει κανείς στον κανονισμό που συνέταξε ο Μιχαήλ για το πτωχοκομείο και το μovαστήρι που ίδρυσε. Ο κανονισμός αυτός περιέχει μια καταγραφή
τής ιδιοκτησίας τού πτωχοκομείου και τού μοναστηριού, στην οποία συ μπεριλαμβάνεται, εκτός τών άλλων, ένας πίνακας βιβλίων που δωρήθη καν στη βιβλιοθήκη τού μοναστηριού.
(1)
ΒΜπε ένα πολύ σπουδαΙο και σχετικό με το θέμα αυτό έργο τού Μ.
Speransky, (Sbornik Otdeleniya Russkago Yazika ί Slovesnosti, XCΙX, 7, 1922, Ρωσικά). Γαλλικά Ρ. Pascal, «Le "Digenis" slave ou la "Geste de Devgeni"» (Byzantion, Χ, 1935,301-334). «Τα κατορθώματα τού Διγενή»
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ βΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
471
Η περίοδος τής Δυναστείας τών Μακεδόνων υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία τής βυζαντινής τέχνης. Η περίοδος από τα μέσα τού 90υ αιώνα μέχρι τον
120 αιώνα -
συμπεριλαμβανομένης δηλαδή και τής επό
μενης Δυναστείας τών Κομνηνών -
χαρακτηρίζεται από τους μελετητές
ως η δεύτερη χρυσή εποχή τής βυζαντινής τέχνης θεωρουμένης ως πρώ της τής περιόδου τού Μεγάλου Ιουστινιανού. Η εικονομαχική κρίση απε λευθέρωσε τη βυζαντινή τέχνη από τις ασφυκτικές εκκλησιαστικές και
μοναστικές επιρροές, ανοίγοντας νέους δρόμους, ξένους προς τα θρη σκευτικά ζητήματα. Οι δρόμοι αυτοί οδήγησαν στην επιστροφή στις πα ραδόσεις τών παλαιών αλεξανδρινών προτύπων, στην ανάπτυξη τών διακοσμητικών στοιχείων που προέρχονταν από τους ,Αραβες και, κατά
συνέπεια, συνδέονταν στενά με το Ισλάμ, και στην αντικατάσταση τών εκκλησιαστικών θεμάτων με ιστορικά και «κοσμικά» μοτίβα τα οποία
παρουσιάζονταν με μεγαλύτερο ρεαλισμό. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημι ουργία τής εποχής τής Δυναστείας τών Μακεδόνων δεν περιορίστηκε στον απλό δανεισμό ή στην αντιγραφή τών θεμάτων, αλλά εισήγαγε πρω τότυπα στοιχεία(1).
Ο περίφημος Αυστριακός ιστορικός της τέχνης Γ. Στσυγκόφσκι
Strzygowski)
(J.
προσπάθησε ν' αποδείξει μια θεωρία που συνδέεται στενά
με την εποχη τών Μακεδόνων. Κατά τη γνώμη του, η άνοδος στον θρόνο τού πρώτου άρχοντα αυτής τής Δυναστείας -ο οποίος ήταν αρμενικής
καταγωγης -
αποτελεί μια νέα για την ιστορία της βυζαντινης τέχνης πε
ρίοδο· την περίοδο δηλαδη τής άμεσης επιρροής τής αρμενικής τέχνtjς
στις καλλιτεχνικές προσπάθειες τού Βυζαντίου. Με άλλα λόγια, ο Στσυ γκόφσκι προσπάθησε ν' αναtρέψει την παλαιότερη άποψη ότι η Αρμενία ήταν εκείνη που δεχόταν την ισχυρή επιρροή τής βυζαντινής τέχνης. Εί ναι αλήθεια ότι η επιρροη τής Αρμενίας υπήρξε πολύ αισθητη την εποχή τής Δυναστείας τών Μακεδόνων και ότι πολλοί Αρμένιοι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες εργάστηκαν στο Βυζάντιο. Η Νέα Εκκλησία, την οποία έ
κτισε ο Βασίλειος Α', πιθανόν ήταν αντιγραφή αρμενικού σχεδ'ου. Όταν δε, τον
100 αιώνα, υπέστη
ζημιές ο tρούλλος τής Αγίας Σοφίας από έναν
σεισμό, Αρμένιος ηταν ο αρχιτέκτονας
-
ο ίδιος που έκτισε τον Καθε
δρικό τού Ανί, στην Αρμενία- ο οποίος ανέλαβε το έργο τής επισκευής. Αλλά αν και, κατά τον Ντηλ, υπάρχουν στις θεωρίες τού Στσυγκόφσκι «πολλά έξυπνα και δελεαστικά πράγματα», οι θεωρίες αυτές δεν μπο ρούν να γίνουν πέρα ως πέρα δεκτές(2).
(1) ο. Μ. Dalton, «East Christian Art» 17-18. (2) J. Strzygowski, «Die Baukunst der Armenier und Europa». Βλέπε Charles Diehl, «Manuel d'art byzantin» 1,476-478. Dalton, «East Christian Art», 34-35.
472
Α. Α. ΒΑΣΙΛΙΕΦ
Ο Βασίλειος Α' διακρίθηκε για το οικοδομικό έργο του. Ανήγειρε την Νέα Εκκλησία, η οποία αποτελούσε για την οικοδομική πολιτική του ένα γεγονός τόσο σημαντικό όσο ήταν η ανέγερση τής Αγίας Σοφίας για το
οικοδομικό πρόγραμμα τού Ιουστινιανού. Ο ίδιος Αυτοκράτορας έκτισε ένα νέο ανάκτορο, το «Καινούργιον», το οποίο στόλισε με λαμπρά ψηφι
δωτά, και επισκεύασε και διακόσμησε την Αγία Σοφία και τον ναό τών Αγίων Αίτοστόλων. Η Αγία Σοφία, η οποία υπέστη ζημιές από τον σει
σμό τού
989,
υπήρξε επίσης αντικείμενο τού ενδιαφέροντος τών Αυτο
κρατόρων τού 100υ και 110υ αιώνα.
Την εποχή τών Μακεδόνων Αυτοκρατόρων παρουσιάστηκαν, για πρώτη φορά, οι αυτοκρατορικές σχολές εικονογράφησης, οι οποίες όχι μόνον παρήγαγαν πολλές εικόνες και διακόσμησαν τους τοίχους τών εκ
κλησιών, αλλά και ασχολήθηκαν με την εικo~oγράφηση τών χειρογρά φων. Την εποχή τού Βασιλείου Β' φιλοτεχνήθηκε το περίφημο Μηνολό γιον με ωραίες μικρογραφίες που έγιναν από οκτώ καλλιτέχνες, τών ο ποίων τα ονόματα αναφέρονται στα περιθώρια(l). Στην εποχή αυτή ανή
κουν επίσης πολλές ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες και λεπτοκαμωμένες μι κρογραφίες.
Κέντρο τών καλλιτεχνικών εξελίξεων υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, αν και οι επαρχίες τού Βυζαντίου, τής εποχής αυτής, έχουν δώσει αξιόλο γα μνημεία τέχνης, όπως, Π.χ., τον «Ναό τής Σκριπούς»
(874)
στη Βοιωτί
α, μια ομάδα εκκλησιών τού Αγίου Όρους που ανήκουν στον
100
ή στις
αρχές τού 110υ αιώνα, τον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα (αρχές 110υ αιώ να), τη Νέα Μονή τής Χίου (μέσα τού 110υ αιώνα) και την εκκλησία τής
Μονής Δαφνίου, στην Αττική (τέλη 110υ αιώνα). Στη Μικρά Ασία, οι πο λυάριθμες, λαξευμένες σε βρciχο, εκκλησίες τής Καππαδοκίας έχουν διασώσει έναν μεγάλο αριθμό εξαιρετικού ενδιαφέροντος τοιχογραφι ών, από τις οποίες. πολλές ανήκουν στον
90, 100
και
110
αιώνα. Η ανα
κάλυψη και η μελέτη αυτών τών τοιχογραφιών τής Καππαδοκίας, η οποία «αποκάλυψε έναν καταπληκτικό πλούτο τοιχογραφιών»(2), συνδέεται στε νά με το όνομα τού Γκ. ντε Ζερφανιόν
(G. de Jerphanion),
ο οποίος αφι
έρωσε το μεγαλύτερο μέρος τής ζωής του στη λεπτομερή έρευνα τής Καππαδοκίας(3) .
(1) Βλέπε Sirarpie der Nersessian, «Remarks οη the Date of the Menologium and the Psalter Written for Basil 11» (Byzantion, ΧV, 1940-1941, 104-125). (2) Dalton, «East Christian Art», 250. (3) DiehI, «Manuel d'art byzantin» 11,567-579. Βλέπε και G. de Jerphanion, «Une nouvelle province de \'art byzantin. Les e'glises rupestres de Cappadoce» Ι, μέρος πρώτΟ' με ένα λεύκωμα εξαιρετικών εικόνων. Ο Diehl (Manue\ d'art byzantin - δεύτερη έκδο ση, 1925-1926, 11, 908-9(9) δεν μπορούσε ακόμη να χρησιμοποt1jσει αυτό το έ\lYΟ.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
473
Η επίδραση τής βυζαντινής τέχνης τής εποχής τών Μακεδόνων, ξεπέ ρασε τα σύνορα τής Αυτοκρατορίας. Τα νεώτερα ζωγραφικά έργα τής περίφημης Σάντα Μαρία Αντίκα
στον
100
-
στη Ρώμη -
η οποία ανήκει στον
90 ή
αιώνα, μπορεί να τοποθετηθεί κοντά στα καλύτερα δημιουργή
ματα τής Μακεδονικής Αναγέννησης(l). Η Αγία Σοφία τού Κιέβου
(1037),
στην Ρωσία, καθώς και πολλές άλλες ρωσικές εκκλησίες, ανήκουν επίσης στη «βυζαντινή» παράδοση τής εποχής τών Μακεδόνων Αυτοκρατόρων. Η πιο λαμπρή περίοδος τής Δυναστείας τών Μακεδόνων
(867-1025)
συμπίπτει με την καλύτερη περίοδο τής βυζαντινής τέχνης και από την ά ΠΟψη τής καλλιτεχνικής ζωτικότητας και πρωτοτυπίας. Η περίοδος τών
ανωμαλιών που ακολούθησε την εποχή αυτή, καθώς και η εποχή τών Κο μνηνών, που άρχισε το
1081, γνώρισε
την ανατολή μιας τελείως διαφορε
τικής, «ξηρότερης» και πιο αυστηρής, τέχνης. «Τα βυζαντινά πρότυπα που είχαν φθάσει (την εΠΟΧ1] τού Βασιλείου Β') μέχρι την Αρμενία, σιγά σιγά υποχωρούσαν για να πάρουν τη θέση τους αυτά
τών Σελτζουκιδών Τούρκων. Στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε το πνεύμα
tlj;
ακινησίας, το οποίο εκδηλωνόταν με τελετές και επιδείξεις το πνεύμα
δηλαδ1] ενός Αλεξίου Κομνηνού και Τ1jς Αυλ1jς του. Όλα αυτά ανακλούνταν στην τέχνη τού αιώνα που προηγ1jθηκε Δύσης. Οι πηγές
tlj;
tlj;
εισβολ1jς τών Σταυροφόρων ηjς
προόδου στέρεψαν· δεν υΠ1]ρχε πια καμία δύναμη προό
δου και η μόνη δυναη] αλλαγ1] γινόταν στην παθηΤΙΚ1] αποδΟΧ1] τών εξωτερι
κών δυνάμεων. Η θρησκευτική ζέση απορροφ1]θηκε από τις τυπικές ενασχο λ1]σεις. Το λειτουργικό σύστημα, ελέγχοντας το σχέδιο, οδ1]γησε στην παρα γωγ1] εγχειριδίων
1]
οδηγών τών ζωγράφων, στα οποία ο δρόμος που έπρεπε
ν' ακολουθηθεί ψαν με ακρίβεια χαραγμένος, η σύνθεση 1]ταν στερεότυπη και τα χρώματα προκαθορισμένα»(2 J •
(1) Diehl, ένθ. ανωτ. ΙΙ, 585. (2) Dalton, «East Christian Art», 18-19.
ΤΕΛΟΣ
ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ