ΠΑΤΗΜΑΤΑ ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ
ΜΑΙΗ (Μ), ανακατωμένα γκρίζα μαλλιά, μακριά, ξεθωριασμένη ως τα πόδια ρόμπα που σέρνεται στο πάτωμα ΦΩΝΗ γυναίκας (Φ), από το σκοτεινό παρασκήνιο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ: χαμηλότερος της σκηνής, μπροστά και παράλληλος με τη σκηνή, εφτά βήματα μακρύς, ένα μέτρο φαρδύς, στα δεξιά της σκηνής
ΒΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ: αρχίζοντας με το δεξί πόδι (δ) από τα δεξιά (Δ), προς τα αριστερά (Α), στροφή με το αριστερό πόδι (α), από τα αριστερά (Α), προς τα δεξιά (Δ) ΣΤΡΟΦΗ: δεξιά στα αριστερά (Α), αριστερά προς τα δεξιά (Δ) ΒΗΜΑΤΑ: ακούγονται καθαρά, ρυθμικά, μαλακά. ΦΩΤΙΣΜΟΣ: αμυδρός, πιο έντονος στο επίπεδο του πατώματος, λιγότερος πάνω στο σώμα, ελάχιστος στο κεφάλι ΦΩΝΕΣ: και οι δύο χαμηλές, αβίαστες Ανέβασμα της αυλαίας. Η σκηνή στο σκοτάδι. Ήχος από κουδούνι: Παύση ώσπου σβήνει ο ήχος. Φωτίζεται αμυδρά ο διάδρομος. Η υπόλοιπη σκηνή στο σκοτάδι. Η Μαίη εμφανίζεται βηματίζοντας αριστερά. Στρίβει από αριστερά (Α), περπατάει τρεις φορές το διάστημα και σταματάμε το κεφάλι στο κοινό στη δεξιά άκρη (Δ) ΜΑΙΗ: Μη-τέ-ρα. (Παύση, στον ίδιο τόνο) Μη-τέ-ρα. (Παύση) ΦΩΝΗ: Ναι Μαίη... ΜΑΙΗ: Κοιμόσουν; ΦΩΝΗ: Βαθιά. (Παύση) Σ άκουγα όμως στο βαθύ μου ύπνο. (Παύση) Δεν υπάρχει τόσο βαθύς ύπνος που να μη μπορώ να σ' ακούω μέσα σ' αυτόν. (Παύση. Η Μαίη ξαναρχίζει να βηματίζει. Τέσσερα διαστήματα. Μετράει τα βήματά της: Ένα, Δύο, Τρία, Τέσσερα, Πέντε, Έξι, Εφτά, Στροφή, Ένα, Δύο, Τρία, Τέσσερα, Πέντε, Έξι, Εφτά, Στροφή, Ελεύθερη) Δε θα προσπαθήσεις να ξανακοιμηθείς λιγάκι; (Η Μαίη σταματά με το πρόσωπο στο κοινό στα δεξιά. Παύση) ΜΑΙΗ: Θα 'θελες να σου κάνω την ένεση;
ΦΩΝΗ: Ναι, μα είναι τόσο νωρίς ακόμα. (Παύση) ΜΑΙΗ: Θα 'θελες να σου αλλάξω θέση; ΦΩΝΗ: Ναι, μα είναι νωρίς ακόμη. ΜΑΙΗ: Να φρεσκάρω τα μαξιλάρια σου; (Παύση) Ν' αλλάξω τα σεντόνια; (Παύση) Να σου δώσω την πάπια; (Παύση) Τη θερμοφόρα; (Παύση) Ν' αλλάξω τις πληγές σου; (Παύση) Να σε καθαρίσω; (Παύση) Να δροσίσω τα στεγνά σου χείλη; (Παύση) Να προσευχηθούμε μαζί; (Παύση) Να προσευχηθώ για σένα; (Παύση) ΦΩΝΗ: Ναι, μα είναι τόσο νωρίς ακόμη. ΜΑΙΗ: Πόσο χρονώ είμαι τώρα; ΦΩΝΗ: Κι εγώ; (Παύση. Στον ίδιο τόνο) Κι εγώ; ΜΑΙΗ: Ενενήντα. ΦΩΝΗ: Τόσο γριά; ΜΑΙΗ: Ογδόντα εννιά, ενενήντα. ΦΩΝΗ: Σε γέννησα αργά. (Παύση) Στη ζωή. (Παύση) Σου ζητώ συγγνώμη. (Παύση. Στον ίδιο τόνο) Και πάλι σου ζητώ συγνώμη. (Παύση) ΜΑΙΗ: Λοιπόν πόσο είμαι; ΦΩΝΗ: Στα σαράντα σου. ΜΑΙΗ: Τόσο μικρή; ΦΩΝΗ: Φοβούμαι, ναι. (Παύση. Η Μαίη αρχίζει να βηματίζει. Μετά την πρώτη στροφή της στα αριστερά) Μαίη. (Παύση. Στον ίδιο τόνο) Μαίη. ΜΑΙΗ, βηματίζοντας: Ναι, μητέρα. ΦΩΝΗ: Δε θα σταματήσεις ποτέ. (Παύση) Δε θα σταματήσεις ποτέ… να το γυροφέρνεις στο μυαλό σου αυτό όλο. ΜΑΙΗ, βηματίζοντας: Αυτό; ΦΩΝΗ: Αυτό όλο. (Παύση) Στο φτωχό σου μυαλό. (Παύση) Όλο αυτό. (Παύση) Όλο αυτό. (Η Μαίη συνεχίζει να βηματίζει. 5". Ο φωτισμός σβήνει στο διάδρομο. Όλα στο σκοτάδι. Βήματα σιωπηλά. Μεγάλη παύση. Χτυπά το κουδούνι χαμηλότερα. Παύση ώσπου να χαθεί ο ήχος του. Φωτίζεται χαμηλότερα ο διάδρομος. Τα υπόλοιπα στο σκοτάδι. Η Μαίη εμφανίζεται με το πρόσωπο στο κοινό δεξιά) Περπατώ εδώ τώρα. (Παύση) Μάλλον έρχομαι και στέκομαι. (Παύση) Στο σούρουπο. (Παύση) Η φωνή μου είναι μες στο μυαλό της. (Παύση) Φαντάζεται πως είναι μόνη. (Παύση) Δες, πόσο ήρεμη στέκεται, πόσο άκαμπτη, με το πρόσωπό προς τον τοίχο. (Παύση) Πόσο αδιάφορη εξωτερικά. (Παύση) Δε βγήκε έξω από την παιδική της ηλικία. (Παύση) Υπακούει στο φτωχό της μυαλό. Δε βρήκε από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι, ποτέ έξω. (Παύση) Από μικρό κορίτσι. (Παύση) Αν ρωτούσαμε πού είναι; (Παύση) Στο παλιό σπίτι, το ίδιο παλιό με αυτή — (Παύση) Στο ίδιο που αυτή άρχισε. (Παύση) Εκεί που αυτό άρχισε. (Παύση) Αυτό όλο άρχισε. (Παύση) Αλί. αυτό, αυτό, πότε άρχισε αυτό; (Παύση) Όταν τ' άλλα κορίτσια της ηλικίας της έπαιζαν έξω κουτσό... αυτή ήταν κιόλας εδώ μέσα. (Παύση) Σ' αυτό. (Παύση) Το πάτωμα εδώ, μονό τώρα, κάποτε ήταν —(Η Μαίη αρχίζει να βηματίζει με αργότερα βήματα) Αλλά δείτε την κίνησή της, μέσα στη σιωπή. (Η Μαίη βηματίζει προς το τέλος του δευτέρου διαστήματος) Δείτε πόσο ανάλαφρα στρίβει. (Η Μαίη γυρίζει. Βηματίζει. Συγχρονίζεται με τα βήματά της στο τρίτο διάστημα) Τρία, τέσσερα, πέντε. (Η Μαίη γυρίζει στ' αριστερά, βαδίζει ένα ακόμα διάστημα και στέκεται στα δεξιά) Είπα, το πάτωμα εδώ, γυμνό τώρα, αυτός ο διάδρομος, κάποτε καλυμμένος με παχύ χαλί. Ώσπου μια νύχτα, όταν ήταν ήδη πιο μεγάλη από ένα παιδί, φώναξε τη μητέρα της και είπε: Μητέρα, δεν είναι αρκετό. Η ΜΗΤΕΡΑ: Δεν είναι αρκετό; Μαίη - έτσι την έλεγαν - ΜΑΙΗ: Δεν
είναι αρκετό. Η ΜΗΤΕΡΑ: Τι εννοείς, Μαίη, δεν είναι αρκετό, τι είναι δυνατόν να εννοείς, Μαίη, δεν είναι αρκετό; ΜΑΙΗ: Εννοώ, μητέρα, πώς πρέπει ν' ακούω το περπάτημα όσο σιγανό κι αν είναι. Η ΜΗΤΕΡΑ: Η κίνηση, μόνο, δεν είναι αρκετή; ΜΑΙΗ: Όχι μητέρα, η κίνηση μόνο δεν είναι αρκετή, πρέπει ν' ακούσω το περπάτημα όσο ελαφρό κι αν είναι. (Παύση. Η Μαίη ξαναρχίζει να βηματίζει) Αναρωτιέται κανείς αν κοιμάται ακόμα; Ναι μερικές βραδιές κοιμάται στα κλεφτά, γέρνοντας το φτωχό της κεφάλι, ακουμπώντας το μέτωπο στον τοίχο, αρπάζει ένα μικρό ύπνο. Μιλάει ακόμα; Ναι, μερικές βραδιές μιλάει, όταν φαντάζεται πως κανείς δεν την ακούει. (Παύση) Λέει, πως ήταν αυτό. (Παύση) Αυτό όλο. (Η Μαίη συνεχίζει να βηματίζει. 5". Ο διάδρομος χάνεται στο σκοτάδι. Τα πάντα στο σκοτάδι. Σιωπηλά βήματα. Μεγάλη παύση. Το κουδούνι χτυπάει πιο αδύνατα. Παύση ως το χάσιμο του ήχου. Φωτίζεται λιγότερο ο διάδρομος. Τα υπόλοιπα στο σκοτάδι. Η Μαίη εμφανίζεται με το πρόσωπο προς το κοινό, στα δεξιά. Παύση) ΜΑΙΗ: Συνέχεια... Λίγο αργότερα, όταν την είχαν ολότελα ξεχάσει άρχισε να - (Παύση) Λίγο αργότερα, όταν ήταν σαν να μην είχε ποτέ υπάρξει, κι αυτό σα να μην είχε ποτέ συμβεί, άρχισε να βαδίζει. (Παύση) Στο σούρουπο. (Παύση) Γλίστρησε αθόρυβα στο σούρουπο, μέσα στο κλειστό παρεκκλήσι, κλειδωμένο πάντα αυτή την ώρα, και περπατούσε πάνω κάτω, πάνω κάτω στο στενό διάδρομο. (Παύση) Κάποιες νύχτες σταματούσε, σαν παγωμένη από κάποιο ρίγος του μυαλού, και στεκόταν άκαμπτη, ακίνητη, ώσπου να μπορέσει πάλι να κινηθεί. Κι άλλες πολλές νύχτες, όταν βημάτιζε δίχως διακοπή πάνω κάτω προτού εξαφανιστεί από το δρόμο που ήρθε. (Παύση) Κανένας ήχος. (Παύση) Κανένας επιτέλους ν' ακουστεί. (Παύση) Παρουσία. (Παύση. Αρχίζει να βηματίζει. Τα βήματά της πιο αργά τώρα. Έπειτα από δυο διαστήματα σταματά με το πρόσωπο προς το κοινό στα δεξιά) Φωτισμένη, οπωσδήποτε ορατή σ' ένα ορισμένο φως. (Παύση) Στο σωστό φως. (Παύση) Γκρίζα μάλλον, παρά άσπρη, ένας αχνός ίσκιος γκρίζου. (Παύση) Κουρελιασμένη. (Παύση) Ένα μπερδεμένο κουβάρι από κουρέλια. (Παύση) Ένα ξεψυχισμένο κουβάρι από ξεθωριασμένα γκρίζα κουρέλια. (Παύση) Δέστε το, περνάει - (Παύση) Δέστε το πέρασμά της μπροστά από το καντηλέρι, πώς οι φλόγες του, το φως τους... σα φεγγάρι που τρέχει ανάμεσα στα γκρίζα σύννεφα. (Παύση) Αμέσως μετά, μόλις έφυγε, σα να μην ήταν ποτέ εκεί, άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, πάνω κάτω, στο στενό διάδρομο. (Παύση) Στο σούρουπο. (Παύση) Αυτό να λέγεται, στην ορισμένη εποχή του χρόνου, στη διάρκεια του εσπερινού. (Παύση) Απαραιτήτως. (Παύση. Αρχίζει να βηματίζει. Μετά από ένα διάστημα σταματά με το πρόσωπο στο κοινό στα αριστερά) Η γηραιά κυρία Γουϊντερ - θα τη θυμάται ο αναγνώστης - η γηραιά κυρία Γουϊντερ, κάποιο κυριακάτικο βράδυ, προχωρημένο φθινόπωρο, καθίζοντας να δειπνήσει με την κόρη της, έπειτα από τον εσπερινό, μετά από μερικές ανόρεχτες μπουκιές, παράτησε το μαχαιροπίρουνό της και έσκυψε το κεφάλι της. Τι συμβαίνει, μητέρα, είπε η κόρη, ένα πολύ παράξενο κορίτσι, αν και μόλις κοπέλα (Σπασμένα) τρομοκρατημένη (Παύση. Κανονική φωνή) Τι συμβαίνει μητέρα, δεν αισθάνεσαι καλά; (Παύση) Η κυρία Γουϊντερ δεν απάντησε αμέσως. Αλλά τελικά σηκώνοντας το κεφάλι της και κοιτώντας κατάματα την Έμη - το όνομα της κόρης της όπως θα θυμάται ο αναγνώστης - κοιτώντας την Έμη βαθιά μέσα στα μάτια, είπε (Παύση) μουρμούρισε, κοιτώντας την Έμη βαθιά μέσα στα μάτια, μουρμούρισε: Έμη, παρατήρησες κάτι... το παράξενο κατά τη διάρκεια του εσπερινού; ΕΜΗ: Όχι, μητέρα, δεν παρατήρησα. ΓΟΥΪΝΤΕΡ: Ίσως να ήταν φαντασία μου. ΕΜΗ: Τι ακριβώς, μητέρα, ίσως φαντάστηκες ότι ήταν; (Παύση) Τι ακριβώς μητέρα, ίσως φαντάστηκες, ήταν αυτό το παράξενο πράγμα που παρατήρησες,
(Παύση) ΓΟΥΪΝΤΕΡ: Εσύ η ίδια δεν παρατήρησες τίποτα το... παράξενο; ΕΜΗ: Όχι, μητέρα, εγώ προσωπικά, δεν παρατήρησα τίποτα, λέγοντάς το ανώδυνα. ΓΟΥΪΝΤΕΡ: Τι εννοείς, Έμη, ανώδυνα, τι είναι δυνατό να εννοείς, ανώδυνα; ΕΜΗ: Εννοώ, μητέρα, με το να πω, πως δεν παρατήρησα τίποτα το παράξενο, το λέω στ' αλήθεια, ανώδυνα. Γιατί δεν παρατήρησα τίποτα το παράξενο ή οτιδήποτε άλλο. Δεν είδα, δεν άκουσα οτιδήποτε. Δεν ήμουν εκεί. ΓΟΥΪΝΤΕΡ: Δεν ήσουν εκεί; ΕΜΗ: Όχι. ΓΟΥΪΝΤΕΡ: Μα σε άκουσα να αποκρίνεσαι. (Παύση) Σε άκουσα να λες Αμήν. (Παύση) Πώς μπορούσες ν' αποκριθείς αν δε βρισκόσουν εκεί; (Παύση) Πώς ήταν δυνατό να έχεις πει Αμήν, εάν, όπως ισχυρίζεσαι, δεν ήσουν εκεί; (Παύση) Η αγάπη του Θεού και η επιφοίτηση του Αγίου πνεύματος ας είναι μαζί μας στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. (Παύση) Το άκουσα καθαρά. (Παύση. Αρχίζει να βηματίζει. Μετά από τρία βήματα, σταματά, δίχως να γυρίσει το κεφάλι της προς το κοινό. Μακρά παύση. Ξαναρχίζει να βηματίζει. Σταματάμε το πρόσωπο στο κοινό, στα δεξιά.) Έμη; (Παύση) Ναι, μητέρα.(Παύση) Δε θα σταματήσεις ποτέ; (Παύση) Δε θα σταματήσεις ποτέ... να το γυροφέρνεις στο μυαλό σου, αυτό όλο; (Παύση) Αυτό; (Παύση) Αυτό, όλο; (Παύση) Στο φτωχό σου μυαλό. (Παύση) Αυτό όλο. (Παύση) Όλο, αυτό. (Παύση) Το κουδούνι χτυπάει πολύ χαμηλά. Διάστημα ώσπου να πάψει ν' ακούγεται. Φωτίζεται για λίγο ακόμα αμυδρά ο διάδρομος. Κανένα ίχνος από την Μαίη. Ο φωτισμός σβήνει. ΤΕΛΟΣ